ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ:
GEORGES LIVET ROLAND MOUSNIER
ΤΟΜΟΣ A'
Η Ευρώπη από τους πρώτους χ...
83 downloads
1391 Views
1MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ:
GEORGES LIVET ROLAND MOUSNIER
ΤΟΜΟΣ A'
Η Ευρώπη από τους πρώτους χρόνους μέχρι το Μεσαίωνα Pierre Grimal Jacques-Pierre Millotte René Raynal
Μετάφραση:
Ε. ΛΟΥΒΡΟΥ Γ. ΞΕΝΑΡΙΟΣ
ΑΘΗΝΑ
Digitized by 10uk1s
Το βιβλίο αυτό φωτοστοιχειοθετήθηκε στη ΒΙΒΛΙΟΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΣΥΝΠΕ Φειδίου 18, Αθήνα, τηλ.: 3644332 τυπώθηκε στη Χ. Ζαχαρόπουλος - Δ. Σιταράς - Γ. Ζαχαρόπουλος ΟΕ Ύδρας - Κύπρου 9, Μοσχάτο, τηλ.: 4817381 για τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ Νικηταρά 2, Αθήνα, τηλ.: 3622496-3609150 και κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1990 © Presses Universitaires de France, 1980 108, Bd Saint-Germain, 75006 Paris © Εκδόσεις Παπαζήση ΑΕΒΕ, Νικηταρά 2, Αθήνα
Digitized by 10uk1s
Πρόλογος Ο εκδότης κ. Βίκτωρ Παπαζήσης με παρεκάλεσε να γράψω τον πρόλογο αυτού του βιβλίου. Το πράττω ευχαρίστως. Τόσο μάλλον καθόσον είμαι, κατά κάποιον τρόπο, ο υπεύθυνος της ιδέας όπως η Ιστορία αυτή της Ευρώπης εκδοθεί στην ελληνική γλώσσα. Το πράγμα είναι απλό. Καθότι Έλληνας αισθάνθηκα πάντοτε Ευρωπαίος και, ως Ευρωπαίος, δυο φορές Έλληνας. Όπως μου είχε δοθεί η ευκαιρία να το τονίσω άλλοτε 1, πέρα από τα ιδιαίτερα εθνικά μας πεπρωμένα, υπάρχει στην ιστορία του πολιτισμού και ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού, μία πολύ ευδιάκριτη, ζωογόνα και αποφασιστική ελληνική παρουσία, έτσι που το ιστορικό μας «γνώθι σ' αυτόν», να είναι ουσιαστικά, είτε το θέλουμε είτε όχι, ταυτόχρονα εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Τη δισυπόστατη αυτή ύπαρξή μας ως κατ' εξοχήν πολιτικού, πνευματικού και καλλιτεχνικού έθνους έρχεται τώρα να υπογραμμίσει, ακόμη πιο έντονα και αποφασιστικά παρά ποτέ άλλοτε, η ενοποιητική προσπάθεια της Ευρώπης, της Ευρώπης των Δώδεκα προς το παρόν, της ευρύτερης, ίσως, αύριο χωρίς σύνορα Ευρώπης. Και είναι φυσικό η Ιστορία της Ευρώπης να μας ενδιαφέρει πιο άμεσα από κάθε άλλον ευρωπαϊκό λαό, όχι μόνο επειδή ευρισκόμαστε σε μια ακραιφνώς ακριτική περιοχή της ηπείρου, όχι μόνο επειδή έχουμε τα οποιαδήποτε υλικά συμφέροντα, αλλ' επίσης και ιδίως επειδή, κατά κοινή ομολογία και εκείνων ακόμη που μας εχθρεύονται ή θέλουν να μας αγνοούν, η Ιστορία της Ευρώπης, όπως έξοχα εκτίθεται στο βιβλίο αυτό, αρχίζει από εμάς εδώ τους Έλληνες, τους Μυκηναίους πρώτα, τους άλλους Έλληνες της Αρχαιότητας στη συνέχεια. Και συνεχίζεται φυσικά και στους Μέσους και τους Νεώτερους Χρόνους με τα αλλεπάλληλα κύματα ελληνικού φιλοσοφικού, επιστημονικού, κοινωνικού και πολιτικού στοχασμού και ελληνικής παιδείας, που τροφοδοτούν και αναζωογονούν την ευρωπαϊκή ήπειρο. Όταν ομιλώ περί απαρχής της Ιστορίας της Ευρώπης από εδώ, την Ελλάδα, δεν εννοώ, όπως άλλωστε και οι διαπρεπείς συγγραφείς αυτού του βιβλίου, κάποια ξεχωριστή «καθαρή» φυλή ή κάποια μεμονωμένα ιστορικά συμβάντα — αν και αυτά, όπως λ.χ. η νίκη του Μιλτιάδη στις Πλαταιές, ημπορούν να ενέχουν τον ιδιαίτερο συμβολισμό τους. Εννοώ απλώς τη διαμόρφωση ενός νοήματος και ενός τρόπου ζωής που και όταν ακόμη είχε πάψει να υπάρχει στην αρχέγονη μορφή του — τη δημοκρατική πόλη — δεν έπαψε ποτέ να εκφράζει την υψηλότερη, την ιδανική μορφή που μπορεί να προσλάβει ο άνθρωπος στην επίγεια ύπαρξή του. Επειδή, ακριβώς, είναι εδώ, στην Ελλάδα που για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου διεμορφώθη και εβιώθη η ιδέα του ανθρώπου ως ατομικότητας και η έννοια του λαού ως οργανωμένου συνόλου ελευθέρων ανθρώπων. Και, μαζί μ' αυτά και σε συνάρτηση με όλα αυτά, η ιδέα του ηθικού και αισθητικού κάλλους, που ανάγει το πνεύμα σε οιονεί θεϊκή δύναμη ακατάπαυστης δημιουργίας και τελειότητας. Οπωσδήποτε, το πρόβλημα, για εμάς τους Έλληνες, δεν είναι να ανεύρουμε την Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη, αλλά να αναγνωρίσουμε και να αξιολογήσουμε ορθά την πρωτοτυπία και τις συμβολές και των άλλων λαών της Ευρώπης στη δημιουργία, σε αδιάλειπτη συνεργασία με το ελληνικό πνεύμα, του συγχρόνου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Και στο σημείο αυτό η δημοσιευμένη σήμερα και στην Ελλάδα Ιστορία των Γάλλων Ιστορικών είναι ένας πολύ προσεγμένος και πολύ χρήσιμος οδηγός. Μετά την «Ελληνική συνιστώσα» (σελ. 133-180), η «Ιταλική συνιστώσα» (σελ. 181-245) δίνει όλο το μέτρο των ταλαντεύσεων μέσα από τις οποίες το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι έπρεπε να διέλθει πριν αναχωνευθεί υπό την επίδραση ιδεών της Ανατολής, ιδεών που ο Ελληνιστικός κόσμος είχεν ο ίδιος συμβάλει να αναθεωρηθούν και να συνοψισθούν με τους ακατάλυτους έκτοτε όρους της χριστιανικής πίστεως και της χριστιανικής ηθικής. Στο εντελώς ανανεωμένο από τη ρωμαϊκή κοσμογονία και τον Χριστιανισμό γεωπολιτικό πλαίσιο, η ελληνική ιδέα δεν θα πάψει ωστόσο να υποκινεί και να τροφοδοτεί τον ευρύτερο ευρωπαϊκό κόσμο. Το ελληνικό φως είναι ορατό σε όλες τις βαθμίδες των περαιτέρω ευρωπαϊκών εξελίξεων: Αναγέννηση και Ρασιοναλισμός, Διαφωτισμός και Δικαιώματα του Ανθρώπου, Δημοκρατία και ατομική ασφάλεια, ελευθερία και προσωπικότητα και όσα άλλα νοήματα Digitized by 10uk1s
και επιτεύγματα κοσμούν έκτοτε τον ηθικό, πνευματικό και κοινωνικο-πολιτικό πολιτισμό της Ευρώπης. Όπως ανέφερα προηγουμένως, αισθάνομαι ότι υπέχω εγώ ο ίδιος την ευθύνη της ιδέας όπως το βιβλίο αυτό μεταφρασθεί και ελληνικά. Όταν, εδώ και μερικά χρόνια επληροφορήθηκα, πράγματι, ότι το μεγάλο αυτό έργο επρόκειτο να κυκλοφορήσει υπό την διεύθυνση δύο εξόχων πνευματικών ανθρώπων του Roland Mousnier και του Georges Livet, έσπευσα να συστήσω στον εκδότη κ. Βίκτωρα Παπαζήση όπως αναλάβει την ελληνική έκδοση του έργου και τον υπεβοήθησα στην ανάληψη της μεγάλης αυτής ευθύνης, αναλαμβάνοντας, αρχικά, χωρίς καμμία υλική αμοιβή, την επιμέλεια της μεταφράσεως από ομάδα νέων επιστημόνων. Ο πρώτος τόμος που είχα λάβει στο μεταξύ με είχε πείσει ότι το έργο εκινείτο προς την ορθή κατεύθυνση, όπως το επεσήμανα πριν από λίγο, συνοπτικά. Προς την ορθή κατεύθυνση, αλλά με ένα σημαντικό κενό που φαίνεται να επισκιάζει ένα μεγάλο μέρος της σημερινής ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας, αφού το συναντούμε επίσης σε μια άλλη, γερμανική αυτή, Ιστορία της Ευρώπης — καθώς και στην «Ευρωπαϊκή Ιστορία της Ευρώπης» του Ακαδημαϊκού κ. Duroselle, για την οποία τόσο μεγάλος έγινε λόγος τελευταία, την οποία όμως δεν θα ήθελα κατά κανένα τρόπο να θέσω στην παράλληλο του βιβλίου που έχω την τιμή να προλογίζω· επειδή τοποθετείται σε εντελώς διαφορετική δογματική σκοπιά από το τελευταίο. Εννοώ την παράλειψη του Βυζαντίου ως συστατικού στοιχείου της ευρωπαϊκής ιστορίας. Η παράλειψη αυτή, την οποία διεπίστωσα όταν έλαβα τον δεύτερο τόμο, με εξέπληξε και με εκπλήττει ακόμη σήμερα, επειδή γνωρίζω, όπως και κάθε άλλος ερευνητής που ασχολείται στοιχειωδώς με την ιστορία των ιδεών, ότι το Βυζάντιο και ιδιαίτερα ο καθαυτό ελληνικός χώρος, σε καμμία στιγμή δεν διέγραψε τα πεπραγμένα του σε ερμητική απομόνωση από τα πεπρωμένα του υπολοίπου ευρωπαϊκού χώρου, ανατολικού και δυτικού. Και τούτο, όχι μόνο δια του εκχριστιανισμού σημαντικών τμημάτων αυτού του χώρου, αλλά με μεγάλο πλήθος παντοειδών δεσμών και ανταλλαγών που δεν εμπόδισαν ούτε οι δογματικές αντιπαραθέσεις των Εκκλησιών, ούτε οι κατακτήσεις εκτεταμένων ελληνικών εδαφών από δυτικο-ευρωπαϊκά φύλα. Ούτε και θα μπορούσε να είναι αδιάφορη, σε μια τέτοια έρευνα, η διαπίστωση ότι η ελληνική γλώσσα, ανεβίωσε και επεβλήθη εκ νέου ως επίσημη γλώσσα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή στον ίδιο αυτό χώρο όπου είχε αναλάμψει χίλια χρόνια πριν το «Ελληνικό θαύμα». Και θα έπρεπε, δίχως άλλο, να συνεκτιμήσει κανείς το εξίσου σημαντικό γεγονός, ότι, όταν το Βυζάντιο έπεφτε τελικά κάτω από τα πλήγματα του Ισλάμ, η Σχολή του Μυστρά και η επιβλητική φυσιογνωμία του Πλήθωνος Γεμιστού έστρεφαν το βλέμμα τους προς το ολοκληρωμένο ιδανικό της αρχαιοελληνικής παιδείας από όπου ανέκυψε, ακριβώς, η Δυτική Αναγέννηση. Θα μπορούσαν να προστεθούν εδώ και άλλα πολλά. Αυτό όμως είναι, ιδίως, έργο των Ελλήνων ιστορικών που θα έπρεπε να είχαν αμεσότερη από όσο συμβαίνει σήμερα παρουσία στο καθόλου ιστορικό γίγνεσθαι της Ευρώπης. Οπωσδήποτε, με τη μοναδική αυτή επιφύλαξη, η Ιστορία της Ευρώπης που παραδίδεται σήμερα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό αποτελεί την καλύτερη ίσως ως τώρα προσπάθεια αναπαραστάσεως των ευρωπαϊκών πεπρωμένων και διαμορφώσεως μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας που οι πολιτικο-στρατιωτικοί διαξιφισμοί δεν κατόρθωσαν, ευτυχώς, να απαλείψουν. Διαβάζοντας, σήμερα, τα δοκίμια μιας πολύ επιμελημένης και γλωσσικά υποδειγματικής μεταφράσεως, διαπιστώνω ότι καθόλου δεν είχα πλανηθεί στις πρώτες μου εκτιμήσεις για τη μεγάλη πνευματική και παιδαγωγική αξία αυτού του έργου. Γ.Κ. ΒΛΑΧΟΣ Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών
Digitized by 10uk1s
Γενική σύλληψη του έργου G. Livet, R. Mousnier
Η απόπειρα συγγραφής αυτής της Γενικής Ιστορίας της Ευρώπης, από την προϊστορική έως τη σύγχρονη εποχή, αποβλέπει στη συμμετοχή για την πραγμάτωση της ευρωπαϊκής ενότητας. Οι ιστορικοί διαδραματίζουν ένα ρόλο στη διεργασία αυτή, ρόλο διακριτικό, ταπεινό, αλλά απαραίτητο. Πράγματι, η ιστορία δεν καταλύει στο παρελθόν. Δεν είναι έργο παλαιοπωλών. Η ιστορία εξετάζει την καταγωγή του ανθρώπου, τον παρακολουθεί στα πεπρωμένα του, απολήγει στο παρόν συμβάλλοντας στην ερμηνεία του και συνεργεί στην επεξεργασία προγνώσεων. Ο αφορισμός «ας καταστρέψουμε το παρελθόν», αποτελεί μεγάλη ρομαντική αυταπάτη ή μεγάλη ουτοπία. Όσοι θα ισχυριστούν ότι τους ενδιαφέρει μόνον η γνώση του παρόντος για να συνθέσουν το μέλλον, προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες στο πρώτο και για λογαριασμό του δεύτερου. Τίποτε δεν πεθαίνει απόλυτα. Ακόμη και αν θέλουμε να λησμονήσουμε το παρελθόν, να το αφαιρέσουμε, να το εξαλείψουμε, αυτό επιζεί στα άδυτα του εαυτού μας, στη συμπεριφορά μας, που είναι απόρροιά του, και αναφαίνεται στους θεσμούς που η τελευταία παράγει. Η αδιαφορία για το παρελθόν είναι ο καλύτερος τρόπος να το αναστήσουμε σε ό,τι χειρότερο έχει. Το παρόν φέρνει το φορτίο ενός παρελθόντος, του οποίου το καλύτερο είναι να έχουμε συνείδηση για να παρακάμπτουμε τα εμπόδια που παρουσιάζει, να χρησιμοποιούμε τα ευνοϊκά στοιχεία που προσφέρει και να συνθέτουμε το μέλλον. Η πρόθεση των συγγραφέων είναι να απευθυνθούν σε όλους τους Ευρωπαίους και σε κάθε άνθρωπο καλής θέλησης. Θα επιθυμούσαν, λοιπόν, να παρουσιάσουν μια ευκρινή και ζωντανή καταγραφή των συμπερασμάτων που έχουν προσκομίσει οι ιστορικοί έως τη στιγμή της έκδοσης του έργου. Ταυτόχρονα, να αναζητήσουν τι ακριβώς εννοούσαν ως Ευρώπη οι άνθρωποι κάθε ιστορικής εποχής και τι ήταν η Ευρώπη, και τούτο να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και επιστήμης, λαμβάνοντας θέση σε αμφιλεγόμενα ζητήματα και ριψοκινδυνεύοντας χωρίς δισταγμό σε ανεξερεύνητο πεδίο. Τέλος, να προσπαθήσουν να καταδείξουν τις αλλεπάλληλες κληρονομιές από τις οποίες, στο πέρασμα των αιώνων, έχει συσταθεί η Ευρώπη, ό,τι είναι νεκρό, ό,τι μόνιμο και ό,τι πιθανώς μας επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε μια πρόγνωση της μελλοντικής Ευρώπης. Με τη διαδικασία αυτή, οι συγγραφείς έχουν την πρόθεση να ξεπεράσουν το διδακτικό και επιστημονικό έργο για να προχωρήσουν στη σύνθεση της Ευρώπης, ερεθίζοντας το ευρωπαϊκό πνεύμα και καταδείχνοντας τις συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της ενωμένης Ευρώπης του αύριο. Ο στόχος αυτός επέβαλε ένα χρονολογικό διάγραμμα. Έπρεπε από την αυγή της ιστορίας να ακολουθήσουμε το νήμα του χρόνου αναζητώντας την Ευρώπη. Η έννοια της τελευταίας συνεπάγεται την ύπαρξη ενός πολιτισμού που άξιζε να αποκαλείται ευρωπαϊκός και ο οποίος ενσωμάτωνε πολλούς άλλους πολιτισμούς που συνέδραμαν στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών, των φθόγγων, της τονικότητας του μεγαλύτερου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κάθε πολιτισμός περιέχει ένα σύστημα αξιών, ό,τι δηλαδή οι άνθρωποι που τον δημιούργησαν θεωρούν αληθινό, ωραίο και καλό, συνεπώς επιθυμητό και ευκταίο. Οι αξίες αποκαλύπτονται με την ανθρώπινη συμπεριφορά και τους τρόπους έκφρασης. Σε μεγάλο βαθμό προκαλούν τη στάση και το ρόλο των ανθρώπων σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Εξάλλου, κάθε πολιτισμός περικλείει ένα σύστημα δομών που αντιστοιχεί, λιγότερο ή περισσότερο, σε εκείνο των αξιών. Λιγότερο ή περισσότερο, διότι η πραγματοποίηση κάθε συστήματος αξιών προσκρούει αφενός στην αντίσταση των πραγμάτων και αφετέρου σε αντιτιθέμενες αξίες στο εσωτερικό του εξεταζόμενου πολιτισμού. Προσπαθήσαμε, λοιπόν, να προσανατολίσουμε αυτή την ιστορία της Ευρώπης σε τρεις κατευθύνσεις: στην αξία που αποδίδεται στον άνθρωπο, στην αξία που αποδίδεται στο χρόνο, στην αξία που αποδίδεται στην οικουμενικότητα. Digitized by 10uk1s
1) Σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο, αναζητήσαμε την αξία που αποδίδεται στο άτομο, στην πρωτοβουλία του, στην ελευθερία του να επιχειρεί, στο κριτικό του πνεύμα, στην προσωπική του ευθύνη. Εφόσον το άτομο είναι ον κοινωνικό που συμμετέχει σε κοινότητες, ερευνήσαμε την αξία αυτών, καθώς και το ρόλο του ατόμου στους κόλπους τους: οικογένειες, τάξεις ή κάστες· σωματεία, σύλλογοι, εταιρείες και συνδικάτα· εδαφικές κοινότητες, όπως χωριά, πόλεις, φέουδα, επαρχίες, Κράτη· ανάλογα με τους διαφορετικούς τους τύπους και τις διαφορετικές τους δομές· το νομικό και εμπράγματο καθεστώς του ατόμου στις συλλογικές αυτές δομές της κοινωνίας· τις έννοιες της κοινωνικής λειτουργίας, δημόσιας υπηρεσίας, ιεραρχίας, αρχής, εξουσίας, αντιπροσώπευσης, καθώς και τους ορισμούς του νόμου, του δικαίου και της δικαιοσύνης, το ρόλο τους στη διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής συνείδησης. 2) Η αξία που αναγνωρίζεται στο χρόνο έθεσε τα προβλήματα του ρυθμού της ύπαρξης και του ημερολογίου, της αξίας της ώρας, των διαφόρων μορφών της ως χρόνου εργασίας, ποινής, επιτυχίας ή απόλαυσης. Οι παρατηρήσεις αυτές οδήγησαν στη σύλληψη της ύπαρξης, στη μοίρα του ανθρώπου, στην αξία και τη διάρκεια της δραστηριότητάς του, στη σημασία της αποτελεσματικότητάς του, στη στάση του απέναντι στη ζωή, τη γέννηση, το γάμο και το θάνατο. Υπάρχει ο χρόνος του μοναχού, του κληρικού, του χωρικού, του εμπόρου, του τεχνίτη, του πολεμιστή, του διανοούμενου, του αστού, του εργάτη, του αφεντικού, του αργόσχολου; Ποιον άραγε ρόλο διαδραματίζει ο χρόνος στο βίο του δικαίου, στις έννοιες των εθίμων, της παραγραφής, της αχρησίας; Ποιες είναι οι σχέσεις της έννοιας του χρόνου με εκείνη της Αρετής, της Τύχης κ.λπ; ή με της αιωνιότητας; 3) Σχετικά με τη σημασία της οικουμενικότητας, προσπαθήσαμε να αναλύσουμε τις έννοιες της απόστασης και του χώρου, το ρόλο του εδαφικού στοιχείου στους κοινοτικούς θεσμούς της κοινωνίας, για παράδειγμα στο φέουδο, στο κράτος, στη διοικητική περιφέρεια· τους συντελεστές της παραγωγής, τα ρεύματα ανταλλαγών (από τη διακίνηση των υλικών αγαθών έως τις μετακινήσεις των ανθρώπων, σε κάθε μορφή επικοινωνίας, βιβλία, εικόνες, λόγοι, σκέψεις), τις έννοιες του πολέμου και της ειρήνης. Επιδιώξαμε να αναλύσουμε, με την προοπτική αυτή, το όνειρο της Αυτοκρατορίας, τον ανταγωνισμό των κυρίαρχων Κρατών, την έννοια της Χριστιανοσύνης, την έννοια της Δύσης, το προσκλητήριο για τον εκχριστιανισμό και τη διάδοση της πνευματικής και ηθικής πολιτισμικής παράδοσης, τις παραλλαγές του δικαίου από χώρα σε χώρα. Επίσης, την τάση προς τον ορθολογισμό με τη διαμόρφωση γενικών αρχών και εμπειρικών κανόνων δράσης που βασίζονται στη γενίκευση βιωμένων εμπειριών σε όλους τους τομείς, θρησκευτικό, φιλοσοφικό, πολιτικό, νομικό, φιλολογικό, καλλιτεχνικό, επιστημονικό· το αίσθημα της ισορροπίας, την αγάπη της εμπειρίας, της περιπέτειας, την περιέργεια, τον εξωτισμό· την πεποίθηση και τη θέληση να διαδραματίσει ρόλο καθοδηγητή για τους άλλους λαούς, τον ευρωκεντρισμό, τις αποικιακές και παγκόσμιες επικυριαρχίες, όλα αυτά πιθανώς συνδεδεμένα με την έννοια του σύμπαντος, της οικουμενικότητας, του απείρου. Οι δύο διευθυντές του έργου συνεργάστηκαν με έντεκα άλλους ιστορικούς για την πραγματοποίηση του προγράμματος αυτού. Οι συνεργάτες το κατανόησαν και το αποδέχτηκαν. Οι δύο διευθυντές τους άφησαν κάθε ελευθερία προτιμώντας να διακινδυνεύσουν κάποιαν ανομοιογένεια παρά να καταπνίξουν την προσωπικότητα του καθενός. Πράγματι, καταρχήν η σύγχρονη ιστοριογραφία κάθε ιστορικής περιόδου δεν έδινε πάντοτε απάντηση στα τιθέμενα ερωτήματα. Έπειτα, ο κάθε ιστορικός, ανάλογα με την προσωπικότητά του, έβλεπε και αντιλαμβανόταν τον τρόπο απάντησης στο πρόγραμμα αυτό και το εβίωνε. Οι δύο διευθυντές θεώρησαν ότι όφειλαν να σεβαστούν αυτόν τον ενθουσιασμό και αυτή την ανάβλυση ζωής. Εξέφρασαν απόψεις, υπέβαλαν τροποποιήσεις ή συμπληρώματα, τελικά, όμως, αποδέχτηκαν την ερμηνεία που κάθε συγγραφέας πρότεινε για την αντίστοιχη περίοδο. Ίσως ο ενστικτώδης αυτός σεβασμός της προσωπικής ελευθερίας για την πραγματοποίηση ενός κοινού έργου, εκουσίως αποδεκτού, να αποτελεί ήδη μια εκδήλωση του ευρωπαϊκού πνεύματος. Digitized by 10uk1s
Το έργο περιλαμβάνει έξι τόμους. Ο πρώτος και ο δεύτερος ερευνούν την Ευρώπη από την προϊστορία έως τις αρχές του 14ου αιώνα. Η συγγραφή έχει ανατεθεί στον γεωγράφο René Raynal, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Louis Pasteur, του Στρασβούργου· στον ειδικό της προϊστορίας J.Ρ. Millotte, διευθυντή Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Franche Comté, στη Μπεζανσόν στον ειδικό της αρχαιολογίας Pierre Grimal, καθηγητή της λατινικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Παρίσι Σορβόννη (Παρίσι IV), στον ειδικό της Μεσαιωνικής Ιστορίας - Marcel Pacaut, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο II της Λυών. Ο τρίτος και ο τέταρτος τόμος αναφέρονται στην Ευρώπη από τον 14ο αιώνα έως το τέλος του 18ου. Τους δύο τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα έχουν επεξεργαστεί οι μεσαιωνολόγοι Francis Rapp, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο II του Στρασβούργου, και ο Philippe Contamine, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Παρίσι Χ (Ναντέρ). Τους τρεις αιώνες της «σύγχρονης εποχής», όπως την αποκαλούν οι Γάλλοι ιστορικοί (αντίστοιχη με την Early Modern History των Αγγλοσαξώνων) με τομή στο μέσον του 17ου αιώνα, επεξεργάστηκαν αντίστοιχα οι ειδικοί της σύγχρονης Ιστορίας, Jean Berenger, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ρεν, και Yves Durand καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νάντης, πρύτανης της Ακαδημίας της Ρουέν. Ο πέμπτος και ο έκτος τόμος εξετάζουν την Ευρώπη από την αρχή της Γαλλικής Επανάστασης έως σήμερα. Το έργο αυτό έχουν αναλάβει τρεις ιστορικοί: ο Roland Marx, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο II του Στρασβούργου, γιο την περίοδο 1798-1848· ο Raymond Poidevin, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μετς, για την περίοδο 1848-1914· ο François Dreufus, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο III του Στρασβούργου και διευθυντής του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών στο Στρασβούργο, για την περίοδο 1914 έως σήμερα. Οι δύο διευθυντές του έργου μοιράστηκαν τα πορίσματα. Ο κοσμήτορας Georges Livet παρουσίασε τους σύγχρονους θεσμούς της Ευρώπης, ο καθηγητής Roland Mousnier προσπάθησε να προσδιορίσει τις σταθερές της Ευρώπης και τις προοπτικές της. Georges Livet Επίτιμος κοσμήτωρ της Σχολής Γραμμάτων και Επιστημών του Ανθρώπου του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο II του Στρασβούργου
Roland Mousnier Μέλος του Ινστιτούτου Επίτιμος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Παρίσι-Σορβόννη (Παρίσι IV) Επίτιμος Πρόεδρος της Γαλλικής Επιτροπής Ιστορικών Επιστημών
Digitized by 10uk1s
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο ρόλος της γεωγραφίας στα πεπρωμένα της Ευρώπης R. Raynal
Digitized by 10uk1s
Πολλές φορές οι ιστορικοί και ευκαιριακά ορισμένοι μυθιστοριογράφοι έχουν τονίσει την ιδιότυπη γεωγραφική θέση της Ευρώπης, της μικρής αυτής χερσονήσου που κρασπεδώνει δυτικά τον ασιατικό όγκο. Επίσης, δεν παραλείπουν να υπογραμμίσουν τον τρόπο με τον οποίο η ελικοειδής διατομή των ακτών της εξασφαλίζει διείσδυση των θαλασσίων επιδράσεων με πολλαπλές διαβαθμίσεις. Επιπλέον, η ποικιλία των διαμερισμάτων του ανάγλυφου ίσως έχει συμβάλει, τουλάχιστον για ένα ορισμένο τμήμα, στο διαχωρισμό των πεπρωμένων των λαών της. Ωστόσο, η εποχή των απλοϊκών ντετερμινισμών έχει παρέλθει. Καθεμιά από τις επιστήμες του ανθρώπου προσφέρει τα φώτα της όταν πρόκειται να ξεδιαλύνουμε το περίπλοκο νήμα των γεγονότων τα οποία συνδυάζονται μια ιδιαίτερη στιγμή για να προκαλέσουν μια δοσμένη κατάσταση. Και η γεωγραφία παρεμβαίνει στο θέμα αυτό αλλά περιορίζεται στο πεδίο της αρμοδιότητάς της. Έτσι, οι σύγχρονες μέθοδοι ανάλυσης του χώρου επιτρέπουν να κατανοήσουμε, με περισσότερη ακρίβεια από άλλοτε, το είδος των θεμελιωδών συνθηκών, από τη φύση προκαθορισμένων, τις οποίες οι άνθρωποι συνάντησαν σε διάφορα τμήματα της ευρωπαϊκής υπο-ηπείρου, και το περιθώριο ελευθερίας που διέθεταν, μέσα στο αρχικό αυτό πλαίσιο, για δραστηριότητες συλλογικές ή ατομικές, προετοιμασμένες συνειδητά ή ευκαιριακές, οι οποίες κατέληξαν στην ανάπτυξη οργανωμένων περιφερειακών οντοτήτων. Ο αναγνώστης δεν θα βρει, λοιπόν, στο εισαγωγικό αυτό κεφάλαιο, συνοπτική παρουσίαση όλων των μορφών της γεωγραφίας της Ευρώπης, αλλά συστηματική. Θεωρήσαμε χρησιμότερο να καταδείξουμε πώς έχουν καταστεί σαφείς, στην πορεία της ιστορίας, ορισμένοι πρωτότυποι τρόποι εποικισμού του χώρου, ο οποίος εξετάζεται σε διάφορες κλίμακες. Οπωσδήποτε μια προκαταρκτική υπόμνηση ορισμένων βασικών δεδομένων φαίνεται απαραίτητη.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Πλεονεκτήματα και καταναγκασμοί του συνολικού γεωγραφικού πλαισίου
Η ΔΟΜΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ Τα δύο τρίτα του ευρωπαϊκού χώρου, με αφετηρία τις βόρειες ακτές της ηπείρου, αναλογούν σε εδάφη που προέρχονται από μακρά γεωλογική ιστορία: πρόκειται για την Ευρώπη «των βάθρων και των όγκων», που πρέπει να αντιπαραθέσουμε στη νεότερη, των «πτυχώσεων και τάφρων», με την οποία συνορεύει προς νότο. Ένα ελικοειδές σύνορο χωρίζει τους δύο αυτούς θεμελιώδεις δομικούς τύπους: δυτικά τοποθετείται στη μεσημβρινή γαλλική Ακουιτανία, σε γεωγραφικό πλάτος 44° περίπου, και φτάνει στον 50ό παράλληλο, στην περιοχή της Κρακοβίας, στην Πολωνία, ενώ κατέρχεται πάλι προς νότο στην Ουκρανία και τη Μολδαβία (βλ. εικ. 1, δομικός Χάρτης). Η Ευρώπη των βάθρων και των όγκων Από τα παράλια του Ατλαντικού στη Σκωτία και τη Σκανδιναβία και από τις ακτές της Θάλασσας του Μπάρεντς και της Λευκής θάλασσας, στον σοβιετικό τομέα, έως τις παρυφές των Άλπεων και των Καρπαθίων, η Ευρώπη περιλαμβάνει ηπειρωτικά τμήματα που έχουν από παλαιά αναδυθεί, των οποίων τα γεωλογικά στρώματα έχουν αποκτήσει αρκετή σκληρότητα ώστε να αποκλείουν εκτεταμένες πλαστικές παραμορφώσεις. Ωστόσο, το σύνολο αυτό δεν παρέμεινε ομοιόμορφα σταθερό, λόγω εκτεταμένης σύμπτυξης των πετρωμάτων, στο τέλος του Παλαιοζωικού Αιώνα (Πρωτογενής εποχή) ή στις αρχές του Μεσοζωικού (Δευτερογενής εποχή): ενώ ορισμένοι τομείς, που είχαν υποστεί μέτρια καθίζηση, αποτελούσαν το θέατρο μιας ιζηματαποθέσεως με προέλευση άλλοτε θαλάσσια άλλοτε ηπειρωτική, μέχρι το δεύτερο μισό του Τριτογενούς, άλλοι, αντίθετα, υφίσταντο συμπτώματα κατακερματισμού, που διαχώριζαν ανυψωμένους όγκους και κοιλάδες καθίζησης, δημιουργώντας έτσι αντίρροπες εδαφικές ενότητες με κυμαινόμενο εύρος. Με τον τρόπο αυτόν υλοποιούνταν οι απαντήσεις ενός γηραιού βάθρου σε αμβλυμμένα κύματα κρούσης τα οποία προέρχονταν από δραστήριες τεκτονικά ζώνες. Στην πραγματικότητα, η συμπεριφορά των διαφόρων περιοχών της Ευρώπης των βάθρων υπαγορεύτηκε μερικώς από την παλαιότητα του προεξέχοντος πετρώματος. Από την άποψη αυτή διακρίνουμε έναν τομέα σχετικώς αρχαϊκό —που είχε υποστεί την επίδραση «προκάμβριων» και «καληδόνιων» φάσεων ανάδυσης και ορογένεσης— και έναν τομέα που προήλθε από «ερκύνιες» πτυχώσεις. Ο πρώτος, που σημαδεύεται από τις περιπέτειες μιας ήδη μακράς και πολύπλοκης γεωλογικής ιστορίας, πριν από το μέσον του Τριτογενούς, παρουσιάζει βόρεια και βορειοδυτικά της Ευρώπης μονότονες εδαφικές επιφάνειες, με εκτεταμένα οροπέδια ή «ασπίδες» όπου προεξέχουν τα μεταμορφωσιγενή ή ηφαιστειακά πετρώματα. Στα δυτικά κράσπεδα του τομέα αυτού, τα υψίπεδα της Σκωτίας και της Σκανδιναβίας με τον βαρύ τους όγκο δεσπόζουν απόλυτα στα βάθη του Ατλαντικού. Η ερκύνια ζώνη, με πλάτος χίλια χιλιόμετρα από βορρά προς νότο στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, κατανέμεται ανισομερώς εκατέρωθεν του 50ού παραλλήλου, ενώ αναπτύσσεται με πολύ μεγαλύτερη ευρύτητα στη Ρωσία. Ο δομικός αυτός τομέας διαφέρει από τον προηγούμενο προπάντων σε ό,τι αφορά τη σχετική σημασία των ιζηματογενών πετρωμάτων που προεξέχουν στην επιφάνεια και τα οποία, καθόλου ή λίγο μεταμορφωσιγενή, είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος πυριτιώδη. Η αντίστοιχη στρωματογραφική διάταξη, αφού υπέστη στο τέλος του Πρωτογενούς έντονες πτυχώσεις, που κυριολεκτικώς τσαλάκωσαν τις σχιστώδεις στιβάδες ορισμένων περιοχών, ακολούθως και επανειλημμένα διαμελίστηκε εξαιτίας συμβάντων τα οποία προκάλεσαν την Digitized by 10uk1s
ανύψωση γενικώς στενών ορεινών όγκων (Βόσγια και Μέλας Δρυμός, όρη της Βοημίας) και την καθίζηση λεκανοειδών κοιλοτήτων (λεκανοπέδια του Παρισιού και του Λονδίνου) ή διαδρόμων (τάφρος του Ρήνου, περιοχή Limagne της Γαλλίας). Οι όψιμες αυτές επιπλοκές συνοδεύτηκαν από ηφαιστειακές εκδηλώσεις μέχρι και τον Τεταρτογενή Αιώνα. Οι επίπλαστοι ορεινοί όγκοι, περισσότερο ή λιγότερο διαμελισμένοι, οριοθετούν σαν εμπροσθοφυλακές τα κράσπεδα του αλπικού τομέα από την Οβέρνη έως τα Σουδήτια Όρη. Απόρροια όλων αυτών είναι, στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, ένα ψηφιδωτό διακεκομμένων και ανομοιογενών διαμερισμάτων τα οποία χρησίμευσαν ως πλαίσιο για συμπληρωματικούς τρόπους ζωής και τύπους οικονομικής οργάνωσης. Αντίθετα, ανατολικά της Λύσα Γκόρα, ο ερκύνιος τομέας, ο οποίος από την αρχή είχε υποστεί μέτριες πτυχώσεις και ακολούθως είχε λίγο διαταραχθεί, γίνεται αισθητός στο τοπίο με μιαν απεραντοσύνη μονότονων οροπεδίων και πεδιάδων, με εξαίρεση ορισμένα μέτρια περιφερειακά ανάγλυφα, όπως το ορεινό συγκρότημα του Ντόνετς και κυρίως τα Ουράλια: έτσι, αυτά τα τελευταία, που αναδύονται κάπως ευκρινώς υπεράνω σχεδόν απεράντων πεδινών εκτάσεων, θεωρήθηκαν αυθαιρέτως σαν τα φυσικά σύνορα της Ευρώπης. Θα διαπιστώσουμε, λοιπόν, ότι στην Ευρώπη των βάθρων και των όγκων, και κυρίως στον ερκύνιο τομέα, η γεωλογική εξέλιξη σημάδεψε, με τρόπο αποφασιστικό αλλά διάφορο, ένα δυτικό σύνολο που εκτείνεται έως τον Βιστούλα και, από την άλλη μεριά, ένα ανατολικό σύνολο που ανοίγεται προς την κατεύθυνση των Ουραλίων. Η Ευρώπη των πτυχώσεων και των ιζηματογενών τάφρων ή αλπική ζώνη Το μεσημβρινό τμήμα της ευρωπαϊκής υπο-ηπείρου παραμένει, αντίθετα από τις ζώνες που προαναφέραμε, υπό την επήρεια μιας τεκτονικής και δομικής αστάθειας, η οποία κατά τόπους παρουσιάζει παροξυσμούς στη διάρκεια των πρόσφατων γεωλογικών περιόδων, από την αρχή της Τριτογενούς εποχής έως σήμερα. Από πολλά γιγαντιαία βάραθρα όπου είχαν συσσωρευθεί πολύ παχιά στρώματα πλαστικών ιζημάτων —με επικρατέστερα τα αργιλοσχιστώδη— αναδύθηκαν, από την αρχή του Τριτογενούς, οροσειρές των οποίων η γεωλογική διάπλαση δεν αποτελείται μόνον από πτυχώσεις, αλλά παρουσιάζει κλίση προς την περιοχή που βρίσκεται μπροστά τους. Ωστόσο, τα ανάγλυφα που προήλθαν με τον τρόπο αυτόν, ακόμη και τα πλέον περίεργα, όπως οι κεντρικές Άλπεις ή τα ρουμανικά Καρπάθια, σχηματίζουν σχετικώς στενά σύνολα. Κρασπεδώνουν ή περισφίγγουν τάφρους που εξακολούθησαν να βυθίζονται (οι ονομαζόμενες λεκανίδες «καθίζησης») και οι οποίες παρουσιάζονται στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού πλαισίου σαν μεγάλες παράξενες επίπεδες ενότητες: λεκανοπέδια ανισομερώς ανοικτά προς τα έξω (ουγγρική πεδιάδα ή Πανονία, Τρανσυλβανία, πεδιάδα του Πάδου), διάδρομοι όπου εναλλάσσονται διευρυμένα τμήματα και στενωποί (αύλακας του Ροδανού). Συνέπεια αυτών των διαρθρώσεων είναι ότι ο αλπικός τομέας δεν ορθώνει κανένα εμπόδιο, δύσκολα διαβατό, για την ενδο-ευρωπαϊκή επικοινωνία. Πρέπει να εξαιρέσουμε την Ιβηρική Χερσόνησο, όπου οι κοιλότητες ιζηματαποθέσεως διεισδύουν στο εσωτερικό μιας δομής υποβάθρου («Μεσέτα»), φαινόμενο που ήδη αναγγέλλει τη δυτική περιοχή του Μάγκρεμπ. Έτσι, με εξαίρεση τα κεντρικά και δυτικά Πυρηναία καθώς και τα Βετικά Όρη, οι οροσειρές της περιοχής αυτής αντιστοιχούν σε πτυχώσεις βάθους που οφείλονται στην ανύψωση ενός εν μέρει σκληρού υποστρώματος. Στην υπόλοιπη Ευρώπη η κυρίως αλπική ζώνη διαιρείται σε έναν δυτικό τομέα (Άλπεις και Απένινα) και σε έναν ανατολικό καρπαθοβαλκανικό. Ο πρώτος οφείλει τη φυσιογνωμία του όχι μόνον στην υπεροχή, εμφανή παντού, των ιζηματογενών στρωμάτων που έχουν υποστεί πτυχώσεις και μετατοπιστεί, παρά την κατά τόπους ενσωμάτωση ορισμένων θραυσμάτων υπόβαθρου (Λευκό Όρος), αλλά επίσης στη συνεχή ανύψωση ορισμένων τομέων της προκείμενης χώρας, πράγμα που τείνει να διαιρέσει σε διαμερίσματα τις λεκανίδες καθίζησης, όπως το ανατολικό τμήμα της πεδιάδας του Πάδου ή το λεκανοπέδιο του μέσου Ροδανού. Εδώ, άλλωστε, βρίσκονται τα πράγματι νεαρά όρη της Ευρώπης: σε πολλά σημεία Digitized by 10uk1s
υφίστανται αξιοσημείωτη σεισμική δραστηριότητα και η αστάθεια αυξάνει κατά μήκος των Απεννίνων με κατεύθυνση το κέντρο της Μεσογείου, όπως άλλωστε μαρτυρούν οι ηφαιστειακές εκδηλώσεις, οι προγενέστερες της ιστορίας της Ρώμης, στην περιοχή του Λατίου, που, όμως, εξακολουθούν να είναι επίκαιρες στην Καμπανία και τη Σικελία. Ο καρπαθο-βαλκανικός τομέας έχει υποστεί τις περιπέτειες μιας γεωλογικής εξέλιξης αρχαιότερης και πολυπλοκότερης. Οι πτυχώσεις των ιζηματογενών πλαστικών μαζών έχουν παίξει εδώ το ρόλο τους· γενικά, όμως, πριν από το μέσον της Τριτογενούς εποχής, την ορογένεση ακολούθησαν μετατοπίσεις όγκων που διαίρεσαν τις κυριότερες οροσειρές σε ανυψωμένα διαμερίσματα —τα οποία κρασπεδώνονται ή κατατέμνονται από ρήγματα— και σε λεκανίδες καθίζησης. Από τη διαδικασία αυτή προέκυψε ένας κατακερματισμός που ενίοτε καταλήγει σ' ένα θρυμματισμό από μικρότατα διαμερίσματα: μικρές πεδιάδες που περιστοιχίζονται από απόκρημνα βουνά, ή ανάγλυφα που προβάλλουν ολοκάθαρα ανάμεσα από βαθείς διαδρόμους. Παρόμοια δομική εξέλιξη έφτασε σε εμφανή παροξυσμό στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ο ίδιος επίσης κατακερματισμός επεκτείνεται στον τομέα του Αιγαίου Πελάγους, όπου μόνες οι κορυφές των όγκων αναδύονται με τη μορφή νησιών. Επίσης, οι ευρείες πεδιάδες της περιοχής των Καρπαθίων, όπως το λεκανοπέδιο της Πανονίας και το τρανσυλβανικό του παράρτημα, είναι γεμάτα από ανάγλυφα εσωτερικά και σύνθετα από ηφαιστειογενή στοιχεία τα οποία ανάγονται στην Τριτογενή ή Τεταρτογενή εποχή (Μάτρα, όρη Απουσένυ). Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ορεινοί όγκοι που κρασπεδώνουν δυτικά και νοτιοδυτικά το λεκανοπέδιο της Πανονίας (Άλπεις της Στυρίας και Κορινθίας, όρη της Σλοβενίας και Βοσνίας) παρουσιάζουν δομικά γνωρίσματα μεταβατικού χαρακτήρα ανάμεσα στον δυτικό αλπικομεσογειακό τομέα και τον ανατολικό του ομόζυγο.
Η ΑΝΙΣΟΜΕΡΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΠΙΔΡΑΣΕΩΝ Η Ευρώπη, καθώς βρίσκεται στο δυτικό κράσπεδο μιας απέραντης ηπείρου, έχει το προνόμιο, σε σχέση με το μεγαλύτερο τμήμα της τελευταίας, να περιλούεται από μάζες αέρα θαλάσσιας προέλευσης —δηλαδή ατλαντικής— εφόσον η ατμοσφαιρική κυκλοφορία στα μεσαία γεωγραφικά πλάτη ουσιαστικά υπακούει σε μετακίνηση δυτικοανατολικής κατεύθυνσης. Αυτές οι μάζες αέρα χάνουν προοδευτικά τα αποθέματα υγρασίας καθώς προχωρούν επάνω από την ξηρά, ενώ στο δυτικό τμήμα του Καναδά και των Ηνωμένων Πολιτειών, η μετάβαση προς την ξηρασία συντελείται απότομα λόγω των ορεινών εμποδίων που παρεμβάλλονται ανάμεσα στον Ειρηνικό Ωκεανό και στις εσωτερικές πεδιάδες της βορειο-αμερικανικής ηπείρου. Στην περίπτωση της Ευρώπης δεν υπάρχει μείζον εμπόδιο αυτού του είδους: εδώ ανοίγονται ευρείες πεδινές ζώνες προς την πλευρά του Ατλαντικού και επιπλέον η θαλάσσια ατμόσφαιρα διατηρείται βαθιά στο εσωτερικό, χάρη στο διάδρομο της Βαλτικής και προπάντων χάρη στην τεράστια λεκάνη της Μεσογείου. Ο γεωγραφικός τομέας με ατλαντική επίδραση Ένα σημαντικό τμήμα του ευρωπαϊκού χώρου ωφελείται από μετεωρολογικές και κλιματολογικές συνθήκες που από παράδοση χαρακτηρίζονται «ωκεάνειες». Τούτο εκδηλώνεται με σειρές χλιαρών ημερών που επαναλαμβάνονται πολλές φορές στη διάρκεια του ίδιου χειμώνα, και με σημαντικές ποσότητες κατακρημνισμάτων στα πεδινά (όπου καταγράφονται τουλάχιστον 700 χιλιοστόμετρα ετησίως) και κυρίως στα ορεινά. Με τις συνθήκες αυτές δεν υπάρχουν πραγματικοί εποχιακοί μετεωρολογικοί καταναγκασμοί. Οι χώρες της Ευρώπης που δέχονται την επίδραση του Ατλαντικού δεν γνωρίζουν την τυραννία των περιόδων ξηρασίας οι οποίες παρεμβάλλονται ομαλά, ενώ τα κύματα εντόνου ψύχους αποτελούν εξαίρεση. Συνεπώς, τουλάχιστον σε χαμηλό υψόμετρο, πολλαπλές καλλιέργειες είναι δυνατές σε όλη τη διάρκεια του έτους, και εδώ οφείλεται ο πυκνός Digitized by 10uk1s
εποικισμός αυτών των εδαφών από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Ωστόσο, πρέπει να διαχωρίσουμε τις χώρες που επηρεάζονται αμεσότερα από τον Ατλαντικό από εκείνες που ωφελούνται μόνον από ένα υποβαθμισμένο ωκεάνειο κλίμα. Οι πρώτες, με απειρία λεπτομερών διαβαθμίσεων, αναλογούν σε μια λωρίδα πλάτους περίπου 500 χλμ., όπου ευρύχωρες πεδιάδες ανοίγονται διάπλατα προς το θαλάσσιο μέτωπο: Κάτω Χώρες και βορειοδυτική Γερμανία, δυτική πλευρά των λεκανοπεδίων του Παρισιού και της Ακουιτανίας· εντούτοις, αποτελούν μόνο μια στενότατη παράλια λωρίδα εκεί όπου σημαντικοί ορεινοί όγκοι υψώνονται επάνω από τη θάλασσα: δυτικό κράσπεδο της Σκανδιναβίας, βορειοδυτικό τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου. Σε όλες αυτές τις περιοχές η ηπιότητα της θερμοκρασίας είναι σταθερή: ο χειμώνας μπορεί να περάσει ομαλά, χωρίς παγετό, προπάντων κατά μήκος των παραλίων. Ακόμη και σε κάποια απόσταση από αυτά, προς το εσωτερικό, η παγωνιά παρεμβάλλεται με τρόπο πολύ επεισοδιακό ώστε να προσβάλει σοβαρά το έδαφος. Εξάλλου, καθώς ο αριθμός των ωρών ηλιοφάνειας στο σύνολο του έτους δεν είναι αμελητέος, ορισμένα φυτά που θεωρούνται μεσογειακά ή «υποτροπικά» απαντώνται αρκετά μακριά, σε νησίδες προς τα βόρεια: αυτό ισχύει για την πράσινη βαλανιδιά που απαντάται έως τη Βρετάνη. Πάντως, στις περιοχές που περιβρέχονται αμεσότερα από την ωκεάνεια ατμόσφαιρα, το λιβάδι και η θαμνώδης πεδιάδα (λαντ) υπερισχύουν σε σχέση με το δένδρο, λόγω της σφοδρότητας και της συχνότητας των ανέμων, και το χαρακτηριστικό αυτό είναι εμφανές, με κάποια συνέχεια, στα παραθαλάσσια τοπία, από τη βρετανική Κορνουάλη έως την ισπανική Γαλικία. Το υποβαθμισμένο ωκεάνειο κλίμα επηρεάζει την ανατολική Γαλλία, τα υψίπεδα της Βοημίας, τον ορεινό όγκο των Άλπεων και το μεγαλύτερο τμήμα της πεδιάδας του Πάδου. Εδώ επικρατούν οι θερινές βροχές, σε σχέση με το σύνολο των ετήσιων κατακρημνισμάτων, αν και ο αέρας δεν είναι ξηρός και ωφελείται, όπως στις δυτικότερες χώρες, από την περισσότερο ή λιγότερο τακτική διάβαση μαζών αέρα με ατλαντική προέλευση. Ωστόσο, ο ήρεμος καιρός, αντικυκλωνικού τύπου, μπορεί να διαρκέσει χωρίς διακοπή για ημέρες, ιδίως τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο. Η εναλλαγή των διαφόρων αυτών καταστάσεων συντελεί ώστε οι ορεινοί όγκοι να δέχονται συνολικά στη διάρκεια του έτους σημαντικά κατακρημνίσματα: 3.000 χιλιοστόμετρα στην Γκραντ Σαρτρέζ, λιγότερα στις Προάλπεις της Βαυαρίας και της Αυστρίας. Αντίθετα, τα λεκανοπέδια και οι κοιλότητες της Κεντρικής Ευρώπης εμφανίζονται σε πολλά σημεία σαν φωτεινά ξέφωτα, γεγονός που επιτρέπει σε φυτά μεσημβρινής προέλευσης, αλλά ανθεκτικά στον παγετό, να προσαρμόζονται σε συνθήκες a priori ανορθόδοξες από άποψη γεωγραφικού πλάτους. Έτσι, η άμπελος ακολουθώντας την κοίτη του Ρήνου, φτάνει έως τα περίχωρα της Φραγκφούρτης. Ήδη από τη Νεολιθική Εποχή σ' αυτές τις λεκανίδες —από πολλές απόψεις προνομιούχες— πρώιμες αποψιλώσεις εξαφάνισαν ή τουλάχιστον περιόρισαν ιδιαίτερα τα αυτοφυή δάση φυλλοφόρων, ενώ στα γειτονικά υψώματα εκτεταμένα τμήματα βουνοπλαγιάς εξακολουθούν σήμερα να καλύπτονται από μικτά δάση όπου δεσπόζουν τα κωνοφόρα. Ο ευρωπαϊκός τομέας με κλίμα ηπειρωτικό Μπορούμε να θεωρήσουμε το ισόθερμο των - 2°C τον Ιανουάριο ως κατά προσέγγιση όριο του πραγματικού ηπειρωτικού τομέα της Ευρώπης. Η γραμμή αυτή διέρχεται από το δυτικό κράσπεδο του σκανδιναβικού fjäll (υψηλό οροπέδιο), το οποίο και απομονώνει, καθώς και από την κεντρική και μεσημβρινή Σουηδία, την περιοχή των νορβηγικών fjords και εκείνη των στενών της Βαλτικής. Κατευθύνεται προς τα νότια, διασχίζει τον κάτω Βιστούλα, τον μέσο Όντερ, τη Μοραβία, τα υψώματα της Βουδαπέστης (Βούδα), τη νότιο Τρανσυλβανία και τον κάτω ρου του Δούναβη στη Βλαχία. Είναι φανερό ότι η Βαλτική, θάλασσα κλειστή, μάλλον αβαθής και λίγο αλμυρή, το χειμώνα δεν διοχετεύει διαμέσου της ηπείρου τις ωκεάνειες επιδράσεις, ενώ παίζει κάποιο ρόλο στην πορεία των θερινών καιρικών ανωμαλιών. Το ίδιο ισχύει για τις βόρειες παρυφές της Μαύρης Θάλασσας (εδώ συμπεριλαμβάνεται και το βόρειο τμήμα της Κριμαίας), που ανοίγονται διάπλατα Digitized by 10uk1s
στις παγωμένες μάζες αέρα με προέλευση τη Ρωσία. Όλες οι περιοχές που βρίσκονται ανατολικά και βορειοανατολικά από το καθορισμένο αυτό όριο γνωρίζουν, με κάποιες εξαιρέσεις, τον ίδιο τύπο χειμώνα, που χαρακτηρίζεται από μακρές περιόδους ατμοσφαιρικής ηρεμίας λόγω της παρουσίας ενός αντικυκλώνα που καλείται «θερμικός»: τότε ο ήλιος, χλωμός από τα στρώματα της ομίχλης, φωτίζει χωρίς να θερμαίνει τις απέραντες πεδιάδες που καλύπτονται από ένα στρώμα παγωμένου χιονιού. Ο πάγος διατηρείται μόνιμα στο εσωτερικό του εδάφους. Τα ποτάμια παραμένουν παγωμένα για πολλές εβδομάδες, ακόμη και για πολλούς μήνες. Αντίθετα, η άνοιξη και το καλοκαίρι είναι υγρές εποχές. Η πρώτη, πολύ σύντομη γενικώς, χαρακτηρίζεται από το λιώσιμο του πάγου στο έδαφος, τους λασπότοπους που σχηματίζονται και το ξεπάγωμα των υδάτινων ρευμάτων: πρόκειται για τη raspoutsitsa των Ρώσων. Λίγο αργότερα, χάρη στην ταχεία άνοδο της θερμοκρασίας, το έδαφος, αποστραγγισμένο και αποξηραμένο, είναι σε θέση να απορροφήσει τα αλλεπάλληλα κατακρημνίσματα που αφήνουν καθώς διαβαίνουν οι καιρικές ανωμαλίες. Στην πραγματικότητα, η ποσότητα ύδατος από την οποία, για μερικές εβδομάδες, ωφελείται η βλάστηση, παραμένει παντού μέτρια, ενώ η έντονη εξάτμιση απορροφά όλο και μεγαλύτερο μέρος της όσο νοτιότερα κατευθυνόμαστε: η μέση θερμοκρασία του Ιουλίου αυξάνει πράγματι ομαλά σε σχέση με το γεωγραφικό πλάτος από τις παρυφές της Βαλτικής (19°C στο Βερολίνο) έως το λεκανοπέδιο της Πανονίας (22°C στη Βουδαπέστη), ή ακόμη από τη βόρειο Ρωσία (19°C στη Μόσχα) έως τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας (22,4°C στην Οδησσό). Έτσι, η εξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα στις βροχοπτώσεις και τη θερινή περίοδο είναι υπόλογη για τη διαμόρφωση των δασικών ζωνών από βορρά προς νότο, εφόσον στο διάστημα των λίγων εβδομάδων που είναι οι ευνοϊκότερες για την ανάπτυξη των φυτών βαρύνουν διάφοροι καταναγκασμοί που εξαρτώνται από το γεωγραφικό πλάτος. Βόρεια η χαμηλή θερμοκρασία και η μικρή διάρκεια του καλοκαιριού αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες. Νότια παρεμβαίνει μια τάση προς ξηρασία, που γίνεται φανερή ήδη από το λεκανοπέδιο της Πανονίας και ακόμη περισσότερο στην Ουκρανία, στη Βλαχία και στον κάτω Βόλγα. Στις ποικίλες αυτές συνθήκες ανταποκρίνονται διαδοχικά τα κυριότερα είδη Βλάστησης: tounodra, με τύρφη και θάμνους, taiga, με κωνοφόρα και δάσος από φυλλοφόρα δένδρα που διακόπτεται από ξέφωτα στις μεσημβρινές παρυφές, και, τέλος, στέπες. Οι περιοχές με μεσογειακό κλίμα Η ύπαρξη κλίματος μεσογειακού τύπου είναι εμφανής, σε πρώτη προσέγγιση, από τη διαύγεια του αέρα, αισθητή ακόμη και με άστατο καιρό. Το κύριο, όμως, γνώρισμα είναι η παρεμβολή μιας ξηρής εποχής που διαρκεί πολλές εβδομάδες το καλοκαίρι και εξαντλεί μέρος από τα επιφανειακά αποθέματα νερού: μετράται με δείκτες τους οποίους οι βιοκλιματολόγοι ρύθμισαν έτσι, ώστε να προσδιορίζουν με ακρίβεια τους βαθμούς και τις περιφερειακές διακυμάνσεις της τάσης αυτής προς παροδική ξηρασία. Οπωσδήποτε, στη διάρκεια του έτους ο αριθμός των βροχερών ημερών είναι μικρός, παντού κατώτερος από 100, χωρίς καθόλου αυτό να αποκλείει ένα σημαντικό κατά τόπους άθροισμα βροχοπτώσεων, κυρίως με τη μορφή της ραγδαίας βροχής. Χάρη στο ρυθμό των βροχοπτώσεων και την ηπιότητα της θερμοκρασίας, τουλάχιστον σε χαμηλό υψόμετρο, η βλάστηση είναι ποικίλη και χλοερή στην καρδιά του χειμώνα, πράγμα που αποτελεί ένα από τα θέλγητρα των χωρών αυτών για όποιον έρχεται από το βορρά. Ωστόσο, οι περιοχές αυτές δεν απαλλάσσονται από κύματα έντονου ψύχους, σε ακανόνιστα διαστήματα, όταν σαρώνονται από μάζες αέρα με προέλευση την Αρκτική, εκτός από ορισμένες λωρίδες ξηράς που προστατεύονται ιδιαίτερα, όπως οι ριβιέρες: ο κόσμος κάνει τον περίπατό του με ανοιξιάτικη περιβολή στη Νίκαια και τις Κάννες, ενώ το χιόνι λευκαίνει τα βουνά που φράζουν τον ορίζοντα. Βόρεια, τα όρια του μεσογειακού κλιματολογικού τομέα δεν είναι παντού ευκρινή. Από την άποψη αυτή μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα δεδομένα του ξηροθερμικού δείκτη ο οποίος λαμβάνει υπόψη τους λεγόμενους «ξηρούς» 2 μήνες, και από αυτούς τον μέσο αριθμό ημερών όπου δεν έχει Digitized by 10uk1s
καταγραφεί κανένα κατακρήμνισμα. Το κατώτατο όριο πέραν του οποίου εισχωρεί κανείς στον μεσογειακό τομέα, όταν έρχεται από την υγρή εύκρατη ζώνη (ωκεάνεια ή ηπειρωτική), τοποθετείται γύρω στο 40, για παράδειγμα στη Γαλλία, στην κοιλάδα του Ροδανού από την Οράγγη και κάτω: ο ξηροθερμικός δείκτης είναι 7 στη Βαλάνς, 13 στο Μοντελιμάρ, 44 στην Αβινιόν, 58 στη Μασσαλία, 66 στο Περπινιάν (βλ. Νάπολη: 75, Αθήνα: 132). Τη μετάβαση αυτή φανερώνει η εμφάνιση της πράσινης βαλανιδιάς, που προηγείται της ελιάς. Στην πραγματικότητα, σε πολλές περιοχές στις βόρειες παρυφές της Μεσογείου, το πραγματικό αντίστοιχο βιοκλιματολογικό όριο τοποθετείται στη νότια πλαγιά ενός ορεινού όγκου. Ωστόσο, παρά την άστατη παρεμβολή τοπικών συνθηκών αυτού του είδους, υπάρχει πράγματι μια ζώνη μεταβατική «υπομεσογειακή», η οποία εκτείνεται, με τρόπο διακεκομμένο και δυσδιάκριτο στο τοπίο, από τον μέσο Ροδανό έως τη Βλαχία, διαμέσου της Λομβαρδίας, του Φρίουλι, του νοτίου τμήματος του λεκανοπεδίου της Πανονίας μέχρι τα σύνορα της Ουγγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας: στις περιοχές αυτές η μεσογειακή συγγένεια μεταφράζεται σε ασθενή τάση προς θερινή ξηρασία, περισσότερο ή λιγότερο έκδηλη ανάλογα με τη χρονιά, πάντως με κάποια ξηρότητα της ατμόσφαιρας, καθώς επίσης με τη σφοδρότητα των βροχοπτώσεων στο μέσον της εποχής. Ευαίσθητες καλλιέργειες, οπωροφόρα, λαχανικά και άνθη, αναγγέλλουν εδώ τον πραγματικό μεσογειακό τομέα, από τον οποίο, όμως, απουσιάζουν τα χαρακτηριστικότερα αυτοφυή είδη. Τρεις τύποι περιβάλλοντος μοιράζονται τη μεσογειακή ζώνη της κυρίως Ευρώπης. Πρώτον, η ομάδα των χωρών του μεσημβρινού κρασπέδου, στο δυτικό ήμισυ της λεκάνης. Χάρη στο γεωγραφικό πλάτος ωφελούνται από χειμώνες ιδιαίτερα ήπιους, με μέση θερμοκρασία Ιανουαρίου περίπου 10°C, τουλάχιστον σε χαμηλό υψόμετρο, ενώ η θερινή ξηρασία διαρκεί τέσσερις έως πέντε μήνες. Αυτά αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά των ακόλουθων περιοχών: οροπέδια και πεδιάδες της νότιας Πορτογαλίας, Ανδαλουσία και παράλια της Καλαβρίας, Σικελία. Σ' αυτή τη γεωγραφική οικογένεια αντιπαρατίθεται το λεγόμενο βορειοδυτικό μεσογειακό σύνολο που περιλαμβάνει την Καστίλη, Αραγωνία και Καταλωνία, όλη τη μεσημβρινή Γαλλία του Languedoc και της Προβηγκίας, το μεγαλύτερο τμήμα της ιταλικής χερσονήσου έως το ύψος της Καμπανίας και τις δαλματικές ακτές. Σε όλες αυτές τις περιοχές —και χωρίς να υπολογίζουμε τις ιδιαίτερες περιπτώσεις που συνδέονται με τα ανάγλυφα— τα κατακρημνίσματα, σαφώς αφθονότερα από ό,τι στην προηγούμενη κατηγορία, συγκεντρώνονται μάλλον στο μέσον των εποχών. Κύματα ψύχους διακόπτουν περίεργα ένα χειμώνα που φαίνεται απατηλά ελαφρύς, αν περιοριστούμε στη μέση θερμοκρασία: η πτώση, άλλωστε, της θερμοκρασίας έχει ομοιότητα με τους τύπους κλίματος που συνοδεύονται από βόρειους ψυχρούς ανέμους, σφοδρούς και ορμητικούς, όπως η μπόρα, ο μαΐστρος ή η τραμουντάνα. Το τρίτο είδος βιοκλιματολογικού μεσογειακού περιβάλλοντος στην Ευρώπη, εκείνο των ανατολικών χωρών της λεκάνης, συγκεντρώνει στο αυτό σύνολο τα βουνά και τις εσωτερικές λεκάνες της δαλματικής ζώνης, με εξαίρεση τα παράλια, την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή, είναι περιττό να εισαγάγει κανείς θεμελιώδη διάκριση βορρά -νότου. Όλες αυτές οι χώρες, αν και μεσογειακές, υφίστανται έντονη επίδραση του όγκου της ευρασιατικής ηπείρου, με την οποία εφάπτονται ευρέως στα βόρεια σύνορά τους. Έτσι, το βόρειο τμήμα της Πελοποννήσου, που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με τα ισπανικά παράλια της Βαλένθια, έχει μέση θερμοκρασία Ιανουαρίου μόλις 5°C. Εξάλλου, βροχές, περισσότερο ή λιγότερο θυελλώδεις, που πέφτουν στη διάρκεια του καλοκαιριού, ενδεχομένως παίζουν σημαντικό ρόλο. Αλλά, στις περιοχές αυτές που χωρίζονται σαφώς σε διαμερίσματα, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους, οι αντιθέσεις που οφείλονται στη διαφορά υψομέτρου φτάνουν σε παροξυσμό: για παράδειγμα, μια πλαγιά που σκεπάζεται από μεγαλόπρεπο δάσος φυλλοφόρων και ένα λεκανοπέδιο από χλωρά λιβάδια γειτονεύουν με μιαν άγονη βουνοπλαγιά, την οποία διασχίζουν αδύνατοι βάτοι από χαμόδενδρα και ελαιώνες, που οι κάτοικοι παλεύουν να διατηρήσουν ανάμεσα στα λιθάρια.
Digitized by 10uk1s
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΨΥΧΟΥΣ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΟΥΣ ΕΠΟΧΗΣ Οι τύποι κλίματος που προηγουμένως ορίσαμε, παρεμβαίνουν, ήδη από μερικές χιλιάδες χρόνια, τροποποιούν το φλοιό της Γης και καθορίζουν τη χλωρίδα, ενώ στη διάρκεια της Τεταρτογενούς εποχής, επανειλημμένα — και κάθε φορά για δεκάδες χιλιάδες χρόνια— το ψύχος προσέβαλε με δριμύτητα την Ευρώπη. Εξάλλου, η πτώση της θερμοκρασίας αφορούσε, με διαβαθμίσεις, το σύνολο του πλανήτη και, κατά συνέπεια, τεράστιοι θόλοι πάγου εξαπλώθηκαν πολύ πιο πέρα από τις ζώνες που προσεγγίζουν τους πόλους και με αφετηρία τα υψηλά βουνά. Δεν πρόκειται να εκθέσουμε εδώ τις αιτίες —άλλωστε αμφιλεγόμενες— των κλιματολογικών αυτών διακυμάνσεων: ωστόσο, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε τις ιδιότητές τους και να προσδιορίσουμε τα σημαντικότερα αποτελέσματα, όσον αφορά τη σύσταση και τη διαμόρφωση του φυσικού πλαισίου πολύ εκτεταμένων τμημάτων της Ευρώπης. Οι κρίσεις των παγετώνων Τα ψυχρά κλίματα του Τεταρτογενούς άφησαν ως ίχνη ιδιαίτερους τύπους διαμόρφωσης του αναγλύφου, ιζηματογενείς εναποθέσεις των οποίων μπόρεσε να εξακριβωθεί η ταυτότητα και η ηλικία, περισσότερο ή λιγότερο κατά προσέγγιση και, τέλος, κατάλοιπα χλωρίδας και πανίδας. Ήδη από τη Βιλλαφράγκειο Περίοδο, πριν από ένα και πλέον εκατομμύριο χρόνια, εμφανίζονται οι κλιματολογικές κρίσεις. Ακολούθως, η επέκταση των αρκτικών επιδράσεων, με κατεύθυνση τη σημερινή εύκρατη ζώνη, γνώρισε παροξυσμούς στη διάρκεια παγετώνων —ακόμη σχετικά παλαιών— του Έλστερ και της Σάαλε: έτσι ο παγετωνικός θόλος ή inlandsis, με επίκεντρο τη Σκανδιναβία και τη βόρειο Ρωσία, κατέκλυσε επανειλημμένα τις πεδιάδες γύρω από τη Βαλτική, με κατεύθυνση τις Κάτω Χώρες και το κράσπεδο των Καρπαθίων. Ωστόσο, οι συσσωρευμένοι στις Άλπεις παγετώνες κατέβαιναν στην περιοχή της Λυών, ακόμη και μέχρι την τοποθεσία Ντομπ και το Κάτω Ντωφινέ. Πλημμύριζαν σε ευρεία έκταση, περισσότερο ανατολικά, τις πεδιάδες των προπόδων στη Βαυαρία και την Άνω Αυστρία. Αντίθετα, η τελευταία παγετώδης περίοδος, που αποκαλείται «βιστουλιανή» όταν πρόκειται για τη Βόρειο Ευρώπη και «βύρμια» για τον αλπικό και περιαλπικό τομέα, από άποψη γεωγραφική παρέμεινε περιορισμένη σε σχέση με τις προηγούμενες. Στην πραγματικότητα, ως προς την κλίμακα των επιπτώσεων στο σύνολο της Ευρώπης, αν λάβουμε υπόψη τους όγκους πάγου που έφτασαν, ενώ διαρκούσε ακόμη η κρίση αυτή, έως τη γραμμή Βερολίνο -Βαρσοβία, καθώς και την επανειλημμένη κάλυψη από πάγους του συγκροτήματος των Άλπεων, η διαφορά υπήρξε υποδεέστερη. Τα τερατώδη ψυγεία, έτσι όπως εγκαταστάθηκαν, δεν ήταν δυνατό να μη μεταβάλουν μόνιμα τα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού χώρου. Είναι αυτονόητο ότι στο πλαίσιο της βύρμιας-βιστουλιανής παγετώδους περιόδου, της πλησιέστερης με τη σημερινή εποχή, μπορούμε καλύτερα να ανασυστήσουμε τα φαινόμενα που παρουσιάστηκαν στο έδαφος της Ευρώπης, χάρη στις συγκλίνουσες έρευνες των γεωμορφολόγων, των μελετητών της πανίδας, της προϊστορίας και των ιζηματογενών αποθεμάτων. Η κρίση ψύχους, που εξετάζουμε, περιλαμβάνει όλη την περίοδο ανάμεσα στα 75.000 χρόνια (κατά προσέγγιση) και στα 10.000 πριν από τη σύγχρονη εποχή. Τη διαδέχεται μια ενδιάμεση περίοδος με κλίμα ανάλογο προς το σημερινό. Χαρακτηρίζεται από πολλές διακυμάνσεις, από τις οποίες ορισμένες αναγνωρίζονται μόνον τοπικά, ενώ άλλες έχουν γενική σημασία για την Ευρώπη. Μια πρώτη ψυχρή φάση του «Βυρμ» διακόπτεται από σύντομα διαδοχικά στάδια αναθέρμανσης: Amersfoort, Brorup και Odderade για τη βορειοδυτική Ευρώπη, Stillfried Α για την Αυστρία και τις παρακείμενες ζώνες. Μια νέα ψυχρή ώθηση, μεγαλύτερη τη φορά αυτή, καλύπτει την περίοδο από - 50.000 έως - 34.000 χρόνια. Συμπίπτει παντού με εναποθέσεις χαλίκων, αποτέλεσμα της αποσάθρωσης των πετρωμάτων από τον πάγο (gélifracts) καθώς και με συσσωρεύσεις αργιλοπυριτιώδεις του τύπου των λαις, που ο άνεμος μετέφερε στις παρυφές των όγκων των παγετώνων. Η μεγάλη αυτή φάση διανθίζεται επίσης από μερικά εύκρατα επεισόδια σύντομης διάρκειας, ενώ ο μουστέριος εργαλειακός εξοπλισμός βασιλεύει καθ' ολοκληρίαν στα επιφανειακά στρώματα. Μετά από ένα σημαντικό εύκρατο ενδιάμεσο στάδιο, περίπου στα - 30.000 χρόνια, το πρόσφατο (ή ανώτερο) Digitized by 10uk1s
Βυρμ, που είχε παραταθεί με την όψιμη παγετώδη περίοδο (ή αιώνα των Δρυάδων), συνεχίζεται, όχι με ομαλότητα, έως το κρίσιμο χρονολογικό όριο των - 10.000 ετών, μετά το οποίο η μείωση των πάγων θα γίνει σαφής. Όλη αυτή η νέα παλαιοκλιματολογική φάση αντιστοιχεί στα ίχνη του Ωρινιάκιου και της ανώτερης Παλαιολιθικής εποχής. Ανάλογα με τις εξεταζόμενες περιοχές, οι ειδικοί του Τεταρτογενούς έχουν επισημάνει σ' αυτές μια τάση, αρχικά ασθενική, ακολούθως ολοένα και περισσότερο εμφανή, ύφεσης του ψύχους, είτε αντίθετα, έναν όψιμο παροξυσμό πριν από την τήξη των πάγων. Συμβάντα συνδεδεμένα με την αύξηση και τη μείωση των παγετώνων Παντού όπου εγκαταστάθηκαν οι παγετώνες αναδιαμόρφωσαν δυναμικά το τοπίο, είτε με έντονη διάβρωση των υποκειμένων πετρωμάτων, είτε με συσσωρεύσεις συντριμμάτων. Πολύ συχνά αναφέρεται το οδοντωτό περίγραμμα των λαξευμένων αμφιθεατρικών κοιλάδων στα υψηλά τμήματα των βουνών, καθώς και η ανώμαλη επιφάνεια των κοιλάδων, ως απόρροια της άνισης διάβρωσης των ανθεκτικών «μανδάλων» 3 και των ευρέως ανεσκαμμένων οροπεδίων. Στα τελευταία, που σε μερικά σημεία αποτελούν πραγματικούς κόλπους ενδοορεινών πεδιάδων, ποικίλες κοινότητες μπόρεσαν να βρουν το κατάλληλο πλαίσιο για να οργανώσουν την κοινωνική, οικονομική και πολιτική τους ζωή: παρόμοιες περιπτώσεις, ανάμεσα σε δεκάδες παραδείγματα, είναι η Ανδόρα και η κοιλάδα του Αράν στα Πυρηναία και οι Γκριζόν στις Άλπεις. Αντίθετα, στα σχεδόν οριζόντια υπόβαθρα ή στους όγκους που διατήρησαν τμήματα παλαιών αγχιεπιπέδων, οι τοπικοί θόλοι πάγου και κυρίως το αρκτικό inlands, απέξεσαν την επιφάνεια σε βάρος των «αλτεριτών» των κληροδοτημένων από την Τριτογενή εποχή: εξαιτίας των συνθηκών αυτών, πολύ γόνιμα εδάφη εξαφανίσθηκαν, ενώ οι σχετικά επίπεδες τοπογραφίες που προέκυψαν από τη δράση των παγετώνων παρουσιάζουν πολύ συχνά μονότονες αμμώδεις πεδιάδες, με εξαίρεση τα σημεία όπου ένα λασπώδες ή αργιλώδες στρώμα λιθώνων καλύπτει το υπόστρωμα (μεσημβρινή Σουηδία). Όμως, τα πλέον διαφοροποιημένα τοπία συμπίπτουν με τις ζώνες διακίνησης του μετώπου των παγετώνων, ιδίως στη διάρκεια του τελευταίου τρίτου της βιστουλιανής-βύρμιας περιόδου. Στην περίπτωση αυτή ένας δαίδαλος από διογκωμένους μετωπικούς λιθώνες ή «ωθήσεως», που αποτελούνταν από χαλίκια, άμμο και άργιλο, εγκλωβίζει υπολίμνια ή τεναγώδη αποθέματα, απόρροια της αποδιοργάνωσης των επιφανειακών υδρογραφικών δικτύων, εξαιτίας του πάγου. Έτσι εμφανίζονται οι δασώδεις λόφοι με ρητινώδη ή σημύδες και οι λίμνες της Πομερανίας και Μαζουρίας (Πολωνία), στις μεσημβρινές παρυφές του βαλτικο-σκανδιναβικού παγετώνα, ή ακόμη τα ψυχρά εδάφη του Κάτω Δελφινάτου και τα υπο-αλπικά οροπέδια της Ελβετίας, Βαυαρίας, Άνω Αυστρίας. Στις ακτές της Ευρώπης, η σφραγίδα που άφησαν οι διακυμάνσεις των παγετώνων είναι εξίσου εμφανής αλλά πολύ περισσότερο περίπλοκη. Ισχυρές γλώσσες, που διέρρευσαν από το περι-πολικό inlandsis κατρακύλησαν από το απόκρημνο κράσπεδο του σκανδιναβικού οροπεδίου προς τη θάλασσα της Νορβηγίας και τον Ατλαντικό σκάβοντας, σύμφωνα με τις ενδείξεις της γεωλογικής δομής, βαθιές κοιλότητες και κατά τόπους εκτεταμένες, οι οποίες αποτέλεσαν τα fjords, αφού προηγουμένως είχαν διαμορφωθεί σε ενδοορεινούς κόλπους λόγω της ανύψωσης της θαλάσσιας στάθμης, γνωστής ως «πλημμύρα φλαμανδική». Το τελευταίο αυτό φαινόμενο (κίνηση «ευστατική») είναι συνέπεια της τήξης των γιγαντιαίων όγκων πάγου που είχαν εγκατασταθεί στις ηπείρους κατά τη διάρκεια της ψυχρής βύρμιας περιόδου: η θαλάσσια διείσδυση αυτού του είδους, διαμέσου υψηλών εδαφών, μάλλον φτωχών από εδαφική άποψη, προκάλεσε αναμφισβήτητα τις κλίσεις του νορβηγικού λαού. Αλλού, σε σχετικά επίπεδα τμήματα, η φλαμανδική πλημμύρα διαμόρφωσε τα σημερινά περιγράμματα των παράλιων σε συνάρτηση με μια τοπογραφία που διαγράφεται ανισομερώς επάνω σε ιζηματογενή πετρώματα, λόγω του βάθους του βορείου παγετώνα: έτσι προέκυψε η προνομιούχος διάμετρος ορισμένων στομίων ποταμών, όπως του Βέζερ, του Έλβα και του Όντερ, καθώς και η διαμόρφωση μυχών του τύπου των förde και bodden Digitized by 10uk1s
στη βαλτική ακτή της Γερμανίας. Οι τελευταίες τοποθεσίες προσφέρουν υδάτινα καταφύγια και βυθούς με άνιση αξία, αλλά γενικά πρόσφορους. Στα ποικίλα κληροδοτήματα της κρίσης των παγετώνων, στις ακτές που προαναφέραμε, οφείλεται τουλάχιστον σε μεγάλο μέρος, η τύχη των χανσεατικών πόλεων. Τέλος, ο σχηματισμός και η διαμόρφωση των θαλασσίων διωρύγων, που συγκροτούν τα στενά στην είσοδο της Βαλτικής, προέρχονται από τον ίδιο συνδυασμό παγετωδών και ευστατικών δραστηριοτήτων: για να υπολογίσουμε όλα τα δεδομένα πρέπει στους παράγοντες αυτούς εξέλιξης της παραλιακής γραμμής να προσθέσουμε το αντίθετο αλλά εξηρτημένο αποτέλεσμα, σε σχέση με τη φλαμανδική πλημμύρα, δηλαδή μια συνολική ανύψωση του ηπειρωτικού όγκου αφού πλέον είχε απαλλαγεί από το βάρος των πάγων. Ακόμη και τα παράλια που δεν είχαν παγώσει κατά την Τεταρτογενή εποχή υπέστησαν έμμεσα, κατά την εξέλιξή τους, τις συνέπειες της αύξησης και μείωσης των πάγων. Είναι η περίπτωση των κοιλάδων που αρχικά είχαν έντονα διαβρωθεί από έναν ποταμό σε συνάρτηση με ένα επίπεδο θαλάσσιας υφής, πολύ χαμηλό την εποχή της αποκορύφωσης των παγετώνων και οι οποίες στη συνέχεια κατακλύστηκαν από τη φλαμανδική πλημμύρα: έτσι καθορίστηκε η σημερινή διάρθρωση ορισμένων ακτών, όπως οι rias της Γαλικίας, της Βρετάνης ή της Κορνουάλης, οι οποίες είναι αποκομμένες μέσα σε παλαιούς ορεινούς όγκους. Όσον αφορά το Στενό του Καλαί, είναι αποτέλεσμα του καταποντισμού μιας αρχαϊκής κοιλάδας Ρήνου-Τάμεση, η οποία είχε τροφοδοτηθεί από τα νερά της τήξης του κρασπέδου του inlandsis στη βόρειο Ευρώπη. Η κατεύθυνση της κοιλάδας αυτής, κατά τη διάρκεια του παροξυσμού του ψύχους, στρεφόταν προς μια παραλία του Ατλαντικού η οποία είχε υποχωρήσει έως την εσχατιά του σημερινού ηπειρωτικού επιπέδου. Τέλος, η φλαμανδική πλημμύρα κατέκλυσε επίσης έναν ποταμό που έρρεε από τον Βόσπορο προς τη Μεσόγειο και δημιούργησε με τον τρόπο αυτό το στενό που συνδέει την τελευταία με τη Μαύρη Θάλασσα.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Αξιόλογοι περιφερειακοί τύποι χώρων Καθεμιά από τις μεγάλες ζώνες στις οποίες χωρίζεται η επιφάνεια του πλανήτη παρουσιάζει τμήματα φυσικού χώρου τα οποία καθόρισαν με πολύ άνισο τρόπο τα πεπρωμένα των ανθρώπινων κοινωνιών. Πρόθεσή μας είναι να επιστήσουμε την προσοχή σε ορισμένες περιπτώσεις ανάπτυξης ιδιόμορφων περιοχών της Ευρώπης, ιδιαίτερα ενδεικτικών, και από την άποψη αυτή να εξετάσουμε τη συμμετοχή των προδιαθέσεων του γεωγραφικού περιβάλλοντος και εκείνην που αναλογεί στις ιστορικές συγκυρίες.
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΑΠΕΙΚΟΝΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Χωρίς να επιστρέφουμε σε κάποιον ξεπερασμένο ντετερμινισμό μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι διάφοροι τύποι ή συνδυασμοί φυσικού περιβάλλοντος προσέφεραν στους ανθρώπους ένα δυναμικό εμφύτων κλίσεων το οποίο εκμεταλλεύτηκαν, αλλά με τρόπο πολύ ποικίλο και διαφοροποιημένο, ανάλογα με τις εθνικές ή κοινωνικές ομάδες που εξετάζουμε. Τα βουνά - οχυρά Εκπαιδευτικά εγχειρίδια και λογοτεχνικά έργα χρησιμοποιούν αμφότερα την καθιερωμένη έκφραση «βουνά-καταφύγια». Προτιμούμε να τα αποκαλούμε «οχυρά». Πρόκειται πράγματι για υψηλούς ορεινούς όγκους που σε κρίσιμες περιόδους, χρησίμευσαν ως σημεία στήριξης για να διατηρηθούν και να επιβιώσουν ορισμένες εθνότητες, αφού συνήθως το ίδιο το περιβάλλον από μόνο του δεν αρκούσε καθόλου για να εξασφαλίσει ένα ζωτικό χώρο και έπρεπε να αναζητηθεί ως συμπλήρωμα η χρησιμοποίηση μιας λωρίδας από τους πρόποδες: πρόκειται για ένα πρόχωμα με τη διπλή έννοια του όρου, στρατιωτική και γεωμορφολογική. Μπορούμε να σκιαγραφήσουμε το θεωρητικό πρότυπο αυτού του είδους γεωγραφικού χώρου. Τα εξεταζόμενα ορεινά συγκροτήματα ανήκουν μάλλον στην κατηγορία των «συμπαγών όγκων», η οποία είναι αποτέλεσμα της ισχυρής και όψιμης ανύψωσης ενός τμήματος παλαιού αγχιεπιπέδου. Η πρόσβαση σ' αυτά γίνεται από βαθιές και στενές κοιλάδες. Ωστόσο, τα βουνά αυτά, δύσβατα εκτός ορισμένων υποχρεωτικών διαβάσεων, προσφέρουν στους γεωργούς εδάφη κλιμακωτά, σε πολλά πλατώματα: εδώ, από ενωρίς είχαν διαμορφωθεί και καλλιεργηθεί ξέφωτα, ανάμεσα σε δασωμένες και απόκρημνες βουνοπλαγιές. Το πλέον τυπικό σύμπλεγμα φυσικού περιβάλλοντος της κατηγορίας των βουνών-οχυρών είναι εκείνο των ορεινών όγκων που είναι ιδιαίτερα πρόσφοροι για ποιμενική ζωή: πρώτον διότι είναι γενικώς αρκετά υψηλοί ώστε να παρέχουν στους κατοίκους μια κλίμακα ποικίλων πόρων σε συνάρτηση με το υψόμετρο —κυρίως τα τόσο περιζήτητα λιβάδια του υπερδασικού τομέα— και δεύτερον λόγω της γειτνιάσεώς τους με χλοερούς πρόποδες, από φύση λίγο δασωμένους και ακόμη συγγενείς προς τις στέπες. Το τελευταίο αυτό τμήμα εδάφους, πράγματι, δεν προσφερόταν παρά για αραιό και περιοδικό εποικισμό, εφόσον δεν το διεκδικούσαν σοβαρά άλλες κοινότητες, ενώ, αντίθετα, άλλοι τομείς, στους πρόποδες του βουνού πλούσιοι από αγρονομική άποψη, μπορούσαν διά της βίας να καταληφθούν απο αλλοδαπούς μέτοικους με καλύτερη πολιτική και οικονομική οργάνωση. Τα ανατολικά ρουμανικά Καρπάθια αντιπροσωπεύουν το πλέον τέλειο δείγμα βουνού-οχυρού, ειδικότερα στον ορεινό όγκο των Άλπεων της Τρανσυλβανίας που δεσπόζει προς βορρά στο άνω λεκανοπέδιο του Ολτ (περιοχή Σίμπιου) και προς νότο στην πεδιάδα των προπόδων της Βλαχίας. Από την Αρχαιότητα η ορεισίνομη κτηνοτροφία αποτελεί βασικό τρόπο ζωής. Κοπάδια και βοσκοί μετακινούνται ανάλογα με την εποχή ανάμεσα στα υψηλά χορτώδη εδάφη που βρίσκονται σε Digitized by 10uk1s
υψόμετρο περισσότερο από 1.600 μέτρα, καθώς και στη ζώνη των ομαλών κατωφερειών που κρασπεδώνουν το βουνό: από την πλευρά της Βλαχίας τα εδάφη αυτά είναι απέραντες εκτάσεις, διακεκομμένες σε λωρίδες από κοιλάδες που συναντούν το Δούναβη προς την κατεύθυνση των Σιδηρών Πυλών. Οι μετακινήσεις αυτές χαρακτηρίζονται από σταθμούς σε stîne (ξύλινες καλύβες) στα plaiuri (ποιμενικά καταλύματα σε επίπεδες βουνοπλαγιές) καθώς και στα χωριά που οριοθετούν τη λοφώδη περιοχή στη βάση του ορεινού όγκου: πράγματι, εδώ η αγροτική ζωή και η πολυκαλλιέργεια με βάση τα δημητριακά συνδυάζονται από ενωρίς με την κτηνοτροφία και παρέχουν συμπληρωματικούς πόρους. Ένα παρόμοιο γεωγραφικό σύνολο αποτέλεσε άλλοτε το οχυρό των Δακών και υπήρξε στο Μεσαίωνα η κιβωτός του ρουμανικού έθνους. Αλλά στην τρανσυλβανική πλαγιά του ορεινού όγκου η τεκτονική αναταραχή διαμέλισε τους πρόποδες δημιουργώντας μια αρμαθιά από λεκανοπέδια καθίζησης γεμάτα από εύφορες προσχώσεις: ο διάδρομος των μικρών πεδιάδων, που περικλείεται έτσι ανάμεσα στον ορεινό όγκο των Καρπαθίων και στα τρανσυλβανικά οροπέδια μπόρεσε να φιλοξενήσει Μαγυάρους αποίκους καθώς και Γερμανούς («Σάξωνες της Τρανσυλβανίας»), των οποίων την εγκατάσταση ευνόησαν οι ηγεμόνες που βασίλευαν στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη. Έτσι για τους Ρουμάνους των Καρπαθίων η οργάνωση του χώρου γύρω από το οχυρό τους υπήρξε ασύμμετρη, αφού η επέκταση στους πρόποδες ήταν πολύ ασφαλέστερη από την ανατολική πλευρά, λόγω των ιστορικών συνθηκών. Διάφορες παραλλαγές, λιγότερο ολοκληρωμένες και επιτυχείς από ό,τι στα ανατολικά Καρπάθια, εντοπίζονται στον μεσογειακού κλίματος βαλκανικό τομέα. Από το Ντούρμιτορ έως τη Ροδόπη, από τα βουνά της Αλβανίας και της Πίνδου έως την Πελοπόννησο, παρατηρούμε μια συγκέντρωση ορεινών όγκων που ορθώνονται με μυτερές κορυφές, ύψους περισσότερο από 2.000 μέτρα, αλλά χωρίς να αφήνουν πολύ έδαφος στα λιβάδια· βουνοπλαγιές χαλικώδεις και γυμνές καταλαμβάνουν το έδαφος σε πολλά σημεία, στη θέση του δάσους. Πιθανώς το απρόσιτο, παντού εμφανές, να εξασφάλισε την επιβίωση σε πολλές ανθρώπινες ομάδες, αδιάκοπα απειλούμενες, αλλά υπό συνθήκες αβεβαιότητας και υποανάπτυξης από τις οποίες δυσκολεύτηκαν πολύ να βγουν. Ένα άλλο ενδεικτικό παράδειγμα της συγκρότησης περιφερειακού χώρου γύρω από βουνά-οχυρά τοποθετείται στο σύμπλεγμα των ορεινών όγκων και οροπεδίων της Ιβηρικής Παλαιάς Μεσέτας. Από τις βαθιές ακτές (rias), ανοικτές διαμέσου των βουνών που περιβάλλουν τον Βισκαϊκό κόλπο, έως τα ισπανικά παράλια της Μεσογείου, εκτείνεται ένα ορεινό οχυρό με δύο κλάδους: Κανταβρικά - Πυρηναία όρη από το ένα μέρος, Ιβηρικά από το άλλο. Όπως στην περίπτωση των ρουμανικών Καρπαθίων, όλα αυτά τα υψηλά βουνά εξασφάλισαν την επιβίωση σε κυψέλες ανθρωπίνων κοινοτήτων, κληρονόμων του ρωμαϊκού κόσμου απέναντι στις αλλεπάλληλες ωθήσεις επιδρομέων που προσκόμιζαν διαφορετικές συνήθειες και δομές, στη συγκεκριμένη περίπτωση κυρίως των «Μαυριτανών». Δεν είναι καθόλου παράξενο το γεγονός ότι οι πρώτες χριστιανικές ηγεμονίες που οργανώθηκαν με σκοπό την αντίσταση, ακολούθως την ανάκτηση, είχαν ως σημείο στήριξης τη ζώνη ζεύξεως μεταξύ των δύο κλάδων του φυσικού οχυρού, δηλαδή τα υψίπεδα απ' όπου ρέουν οι παραπόταμοι του άνω Ντουέρο και του Έβρου: συμπαγείς ορεινοί όγκοι της Ντεμάντα, πτυχώσεις της Ναβάρα που έχουν αποσχισθεί και διακόπτονται από ηλιόλουστα λεκανοπέδια, όπως εκείνο της Παμπλόνα. Τέλος μεσαία όρη της Χώρας των Βάσκων, χλοερά και δασώδη, που τέμνονται από βαθιές κοιλάδες. Όλα αυτά τα ορεινά οχυρά δεν μπόρεσαν να χρησιμεύσουν ως πλαίσιο για σταθερά και βιώσιμα κοινωνικοπολιτικά κύτταρα, προπλάσματα μιας μέλλουσας εθνικής οντότητας, γιατί επιπλέον συνόρευαν με καλλιεργήσιμες πεδιάδες, σχετικά ευρύχωρες, που έπρεπε να προστατεύονται από δίκτυο οχυρωμένων πόλεων. Εδώ, πράγματι, λειτουργεί κάποια φυσική ιδιομορφία της Ιβηρικής χερσονήσου σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη: όπως σημειώσαμε προηγουμένως, τμήματα παλαιών αγχιεπιπέδων επάνω στο ερκύνιο υπόβαθρο διατηρήθηκαν σε οριζόντια πλατύβαθμα με μέτριο υψόμετρο στο μέσον αναγλύφων που προήλθαν από πυρηναιο-αλπικές ανιζήσεις. Έτσι τα βουνά αυτά οριοθετούν ένα ψηφιδωτό από αγροτικές πεδιάδες τις οποίες η μέτρια ξηρασία κατέστησε πρόσφορες για την παραγωγή δημητριακών και συγχρόνως την κτηνοτροφία προβάτων. Ένα παρόμοιο γεωγραφικό πλαίσιο, κατά κάποιο τρόπο ενδιάμεσο, λόγω των χαρακτηριστικών του που συγγενεύουν με τις διάπλατα ανοικτές πεδιάδες της Digitized by 10uk1s
Βορειοδυτικής Ευρώπης και το διαμελισμό των Βαλκανίων, ανταποκρινόταν στους καταναγκασμούς και τις ανάγκες της Μεσαιωνικής εποχής. Ο συνδυασμός προσιτών βουνών και πεδιάδων Η κεντρική Ευρώπη βρίθει από παραδείγματα περιφερειακών συμπλεγμάτων τα οποία συνδέουν ένα μέτρια υψηλό όρος με τη γειτονική πεδινή χώρα, χάρη σε φυσικές προσβάσεις που εξασφαλίζουν τη θεμελιώδη αλληλοεξάρτηση των δύο αυτών τομέων: άλλοτε πρόκειται για ένα διάδρομο που έχει υποστεί τεκτονική καθίζηση («Goldene Aue» στη μεσημβρινή πλευρά του όρους Χαρτς κοιλότητα των ποταμών Έγκερ - Έλβα, κατά μήκος των Μεταλλικών Ορέων στη Βοημία), άλλοτε πρόκειται για ένα εκτεταμένο πρανές διακοπτόμενο από παράλληλες κοιλάδες (οροπέδιο της ανατολικής Σαξωνίας), αλλού, τέλος, το ρεύμα ενός πλωτού ποταμού περιβάλλει την ορεινή ζώνη (ο Βιστούλας στα πολωνικά Δυτικά Καρπάθια). Μπορούμε να κατατάξουμε στην ίδια οικογένεια περιφερειακών χώρων, με κάποιες αποκλίσεις, ορισμένους τομείς της προαλπικής ζώνης, στους οποίους η διαμόρφωση του αναγλύφου ωφελείται από πλατιές σχισμές κοιλάδων, άλλοτε παγωμένων, πράγμα που εξασφαλίζει γρήγορη επαφή ανάμεσα στους πρόποδες και την καρδιά του βουνού. Ο συγκεκριμένος αυτός τύπος χώρων που συνδέονται και αλληλοεξαρτούνται, βρίσκει την καλύτερη έκφρασή του στο βόρειο κράσπεδο του οροπεδίου της Βοημίας, στην εδαφική επικράτεια των δύο σημερινών γερμανικών Δημοκρατιών. Από τις πεδιάδες της Κάτω Σαξωνίας, της Θουριγγίας και της Λουσατίας το ανάγλυφο υψώνεται ανεπαίσθητα στην επιφάνεια του παλαιού ερκύνιου υπόβαθρου, το οποίο είχε εκ νέου ανυψωθεί, κατά τρόπο ασύμμετρο, με μια απόκρημνη πλαγιά από την πλευρά της Βοημίας, ενώ ακολούθως τέμνεται από ένα δίκτυο κοιλάδων παραποτάμιων του Έλβα και του Όντερ. Άμεσα διαμορφωμένος από τη γεωλογική δομή, ο άνω ρους του Ούνστρουτ και της Σάαλ καθώς και εκείνος του Έλβα στην περιοχή της Δρέσδης αποτελεί, μεταξύ άλλων, ευρύχωρη δίοδο με κατεύθυνση την ορεινή χώρα. Εδώ, βουνά πολύ χαμηλά, αλλά ψυχρά και υγρά, και η σχεδόν γενική διατήρηση ενός δασικού μανδύα που άλλοτε συνδεόταν με την ιδιοκτησία των ευγενών και της εκκλησίας, απομάκρυναν τους κατοίκους από την αγροτοποιμενική ζωή ως βασικό μέσον επιβίωσης. Ωστόσο, κατά μήκος των κοιλάδων και στις παρυφές τους, φλέβες ορυκτών στην επιφάνεια του εδάφους επέτρεψαν από πολύ παλαιά την εξόρυξη του χαλκού, του αργύρου και του μολύβδου, ακόμη και του σιδήρου. Ο γαιάνθρακας δεν λείπει, αν και τα κοιτάσματά του δεν συγκρίνονται με τα πλουσιότερα της Ευρώπης. Οι ορεισίβιοι, λοιπόν, Σάξωνες έμαθαν από παράδοση, που διαρκώς βελτιωνόταν, να αντισταθμίζουν τις ανεπάρκειες της αγροκαλλιέργειας χάρη στη σκληρή τους εργασία και στην επιδεξιότητά τους ως προς την κατασκευή εργαλείων κάθε είδους. Οι τρόποι επικοινωνίας εξασφαλίζονταν στο μέτρο που αναπτυσσόταν ο αστικός ιστός στην πεδινή χώρα, στην οποία κυριαρχούσαν η Χάλλε, η Δρέσδη και προπάντων η Λειψία. Η τελευταία ωφελείται τα μέγιστα από τη θέση της Σαξωνίας σε μία από τις εμπορικές οδούς βορρά-νότου διαμέσου της Ευρώπης και εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο, χάρη στις ονομαστές της εμποροπανηγύρεις, το προνόμιο που της είχε εκχωρήσει ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός. Επιπλέον διάφορες αυλές ηγεμονικές, προγενέστερες της ναπολεόντειας εποχής, ενθάρρυναν την ανάπτυξη προϊόντων πολυτελείας, συμπληρώνοντας και διαφοροποιώντας έτσι τα αποτελέσματα της αστικής δραστηριότητας. Εξάλλου οι δύο προνομιούχες κοινωνικές τάξεις μοιράστηκαν την κυριαρχία της γης στις πεδιάδες των προπόδων και κυρίως στις Boerde, που οφείλουν τη γονιμότητά τους στο μανδύα του λαις, κληρονομιά της τελευταίας ψυχρής περιόδου της Τεταρτογενούς εποχής στα κράσπεδα του μεγάλου ηπειρωτικού παγετώνα. Τέλος, χάρη σε μία αλληλουχία οικονομικών εξελίξεων αλληλοεξαρτώμενων, η γεωργική ευμάρεια (δημητριακά και τεύτλα) του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα επιτάχυνε τον εκσυγχρονισμό και τη συγκέντρωση μεταλλουργικών βιομηχανιών στην περιοχή και δημιούργησε την ανάγκη κατασκευής μηχανημάτων: αρχικά γεωργικών, ακολούθως αυτοκινήτων και κάθε είδους μηχανών. Η κλίμακα των νέων αυτών προϊόντων επεκτάθηκε στον τομέα της χημείας, χάρη στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων ορυκτού άλατος και λιγνίτου στο υπέδαφος της σαξονικής πεδιάδας. Digitized by 10uk1s
Έτσι, λόγω ενός κλασικού φαινομένου συσσώρευσης δραστηριοτήτων υψηλού επιπέδου, όλος αυτός ο οικονομικός αναβρασμός οδήγησε στην εγκατάσταση διοικητικών οργανισμών και επιστημονικής ή τεχνολογικής έρευνας, με σταθερή διεθνή αναγνώριση. Τα ποικίλα δεδομένα, που προηγουμένως αναφέραμε, αποτέλεσαν το ιστορικό υπόβαθρο του σαξωνικού κύρους: οι άνθρωποι έμαθαν στο εξής να δρουν με τρόπο που διαρκώς ανανεωνόταν, προσαρμοζόμενοι στην εποχή και τη συγκυρία. Σήμερα, ο περιφερειακός χώρος που περιλαμβάνεται μεταξύ Χάλλε και Λειψίας αφενός και των υψιπέδων του Θουριγγικού Δρυμού και των Μεταλλικών Ορέων αφετέρου, αντιπροσωπεύει τη μία από τις ουσιαστικές βάσεις οικονομικής ανόδου της DDR (Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία). Θα μπορούσαμε να προβούμε σε αντίστοιχη ανάλυση όσον αφορά την Κάτω Σαξωνία της ομοσπονδιακής Γερμανίας ή ακόμη την Άνω Σιλεσία και τη Γαλικία στην Πολωνία. Ωστόσο, το τελευταίο αυτό περιφερειακό σύνολο έχει πολύ ταλαιπωρηθεί από καταναγκασμούς που πρέπει να αποδώσουμε σε εδαφικές κατανομές, επανειλημμένα αμφισβητούμενες, και η σημερινή ενοποίησή του στους κόλπους της ίδιας κοινωνικοοικονομικής οντότητας δεν έχει πλήρως εξαλείψει τα αντιφατικά γνωρίσματα του παρελθόντος. Με αφετηρία ένα συνδυασμό φυσικών δεδομένων, ανάλογο με εκείνον της Σαξωνίας, η οργάνωση του χώρου παραμένει εδώ ανισομερής και κατά τόπους ο εποικισμός είναι λιγότερο πυκνός. Οι στενοί δεσμοί που αναπτύχθηκαν στην πορεία της ιστορίας ανάμεσα στις κοιλάδες των κεντρικών Άλπεων και στις παρυφές τους, στο Πεδεμόντιο ή τη Λομβαρδία, δημιούργησαν την οργάνωση ενός περιφερειακού συμπλέγματος με κάποιες αναλογίες ως προς τα προηγούμενα. Αλλά το επικρατέστερο τμήμα των σχετικά όψιμων ιζηματογενών σχηματισμών στην αλπική δομή εντόπισε αναγκαστικά τα πλέον αξιόλογα ορυκτά κοιτάσματα είτε στις παρυφές και στο εσωτερικό των πυρήνων του παλαιού υπόβαθρου, οι οποίοι είχαν εγκλωβισθεί μέσα στο ορεινό συγκρότημα, είτε σε ζώνες μεταμορφωσιγενείς λόγω της επαφής με προϊόντα διάβρωσης. Τούτο ερμηνεύει το αρχικό μειονέκτημα των κεντρικών Άλπεων σε σχέση με τους ανατολικούς ορεινούς όγκους της Αυστρίας (Στυρία και Καρινθία), που ανταποκρίνονται καλύτερα στις συνθήκες αυτές. Επιπλέον η πεδιάδα του Πάδου, στην αλπική της απόληξη, δεν συγκρίνεται καθόλου, από εδαφική άποψη, με τα Boerde της βορείου-ερκυνίου πεδιάδας των προπόδων: αυτές καθεαυτές οι παχυλές προσχώσεις που είχαν συσσωρευθεί εδώ σε κώνους και πρανή θα είχαν μέτρια αγρονομική αξία, αν δεν κατάφερναν να τις αξιοποιήσουν σε μέγιστο βαθμό με το συνδυασμό των πλεονεκτημάτων του θερινού καύσωνα και της συστηματικής χρήσης των αφθόνων υδάτων που αναβλύζουν σε ορισμένη απόσταση από τους πρόποδες του βουνού. Μια παρόμοια κατάσταση, μάλλον μέτρια, βελτιώνεται λόγω της θέσης αυτών των υποαλπικών μεσημβρινών χωρών σε περιοχές έντονης οικονομικής συσσώρευσης, στην πορεία των αιώνων: πράγματι, πρόκειται για ζώνη υποχρεωτικής διόδου μεταξύ της Βόρειας ή Βορειοδυτικής Ευρώπης και του μεσογειακού κόσμου. Οι άνθρωποι ήταν ανέκαθεν υποχρεωμένοι να προσαρμόζονται στα εμπόδια που όρθωνε το ανάγλυφο των Άλπεων. Με εξαίρεση το Μπρένερ, που βρίσκεται απομακρυσμένο ανατολικά σε σχέση με τις άνω πεδιάδες της Λομβαρδίας και του Πεδεμοντίου, οι κύριοι αυχένες βρίσκονται ακριβώς στο τμήμα αυτό της οροσειράς με υψόμετρο άνω των 2.000 μ., όπως ακριβώς και στα Πυρηναία. Ωστόσο οι δυσκολίες αυτές καθόλου δεν αποθάρρυναν τους ταξιδιώτες που είχαν κίνητρο το κέρδος καθώς αντισταθμίζονταν με τη μεταφορά εμπορευμάτων μεγάλης αξίας σε σχέση με το βάρος τους (μάλλινα υφάσματα, μεταξωτά, μπαχαρικά ανάλογα με την εποχή). Για τους λόγους αυτούς, επί αιώνες, το ρεύμα ανθρώπων και εμπορευμάτων χρησιμοποίησε τα άλογα και τα μουλάρια που ακολουθούσαν τα χαραγμένα δρομολόγια κατά μήκος των αλπικών κοιλάδων, γιατί οι πραγματικοί αμαξιτοί δρόμοι ανάγονται στη ναπολεόντεια εποχή και κατασκευάστηκαν σε συνάρτηση με πολιτικές επιταγές υπό τη γαλλική αιγίδα, έως ότου η προσπάθεια συνεχίστηκε υπό την αυστριακή αιγίδα στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα· και μόνον αργότερα ακολούθησαν οι σιδηρόδρομοι, έπειτα οι αυτοκινητόδρομοι. Με παρόμοιες συνθήκες δεν είναι καθόλου περίεργο ότι η υποδομή των οδών επικοινωνίας, παλαιών ή συγχρόνων, καθόρισε την ανάπτυξη μιας τριπλής γραμμής πόλεων με πλούσιο παρελθόν. Η μία στα σημεία τομής του αρχαϊκού συστήματος μεταφορών στις κάτω ή μεσαίες κοιλάδες του Digitized by 10uk1s
βουνού: Αόστη, Λουγκάνο, Τρέντε και Μπολτζάνο (Μπότζεν). Η δεύτερη σε επαφή με την πεδιάδα: Ιβρέα, Βαρέζε, Κόμο, Μπέργκαμο, Μπρέσια και, τέλος, η τρίτη σε όλο το μήκος της κύριας γραμμής ανάβλυσης των υδάτων, στο όριο της άνω και της κάτω πεδιάδας, από το Τουρίνο στη Μόντζα διαμέσου της Νοβάρα. Οι συνθήκες αυτές συνετέλεσαν στην ευημερία γενεών από εμπόρους και τεχνίτες που υπήρξαν πυρήνες μιας πλούσιας αστικής τάξης η οποία, επιπλέον, άσκησε την έγγειο επικυριαρχία της στη γεωργία της περιοχής του Πάδου, αφού εισήγαγε τύπους εκμίσθωσης των αγρών σχετικώς λίγο καταπιεστικούς και προωθημένους, όσον αφορά τη φεουδαρχική Ευρώπη του 13ου αιώνα. Η ανάπτυξη, λοιπόν, του 19ου και 20ού αιώνα είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού συσσωρευμένων φυσικών δεδομένων και ιστορικών γεγονότων. Έτσι, είθισται να υπογραμμίζεται ο παραδειγματικός ρόλος του Πεδεμοντίου, τη στιγμή της πραγμάτωσης της ιταλικής ενότητας, χάρη στην πρωτοπορία που ανέπτυξε στους πλέον ποικίλους τομείς. Με την ευκαιρία αυτή αξίζει να αναφέρουμε τη Γαλικία, που μερικοί ιστορικοί αποκάλεσαν «Πεδεμόντιο της Πολωνίας». Πράγματι, η τελευταία αυτή περιοχή ανήκει, όπως προηγουμένως σημειώσαμε, σε παρεμφερή τύπο οργάνωσης του χώρου, ο οποίος συνδυάζει το βουνό και τις παρυφές του. Μάλιστα, διάφορα πλεονεκτήματα συνδεδεμένα —μεταξύ άλλων παραγόντων— με τη γεωγραφική της θέση, της επέτρεψαν να παίξει κατευθυντήριο ρόλο στις δεκαετίες που προηγήθηκαν της εθνικής αναγέννησης.
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΥΠΟΛΟΓΟΙ ΠΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ Υπάρχουν περιοχές της Ευρώπης, που στην πορεία της ιστορίας, γνώρισαν περιόδους έντονης ανάπτυξης, συνετέλεσαν στην οργάνωση του χώρου, συνέβαλαν στον εντατικό εποικισμό, σε συνάρτηση με παράγοντες φαινομενικά άσχετους προς τα δεδομένα του φυσικού περιβάλλοντος. Πράγματι, αυτό το τελευταίο ίσως προσφέρει μόνον ένα πλαίσιο μέτρια ευνοϊκό, ακόμη και αποτρεπτικό σε ορισμένες περιπτώσεις. Η οργάνωση των περιφερειακών χώρων αυτής της κατηγορίας φαίνεται σαν να αναλογούσε σε μια σειρά συγκυριών καθαρά ανθρώπινων. Στην πραγματικότητα, το αρχικό γεωγραφικό περιβάλλον ανέκαθεν διεδραμάτισε κάποιο ρόλο, του οποίου τις ιδιότητες, απατηλές και έμμεσες, αλλά πλούσιες σε τοπικές αποκλίσεις, αποκαλύπτει η εξαντλητική ανάλυση των γεγονότων. Οι «κεντρόφυγοι» παραλιακοί χώροι Οι ακτές της Ευρώπης επωφελήθηκαν, σε πολλαπλούς τομείς, από χωροταξικές διευθετήσεις ιδιόμορφες και ευνοϊκές, παρά τις κάποιες αποτρεπτικές πλευρές του τοπικού περιβάλλοντος που οφείλονταν είτε στη δριμύτητα του κλίματος είτε σε δυσχέρειες που επέβαλε η γεωμορφολογία, είτε ακόμη στη μετριότητα των εδαφών ή των υδάτινων πόρων. Στις διάφορες εξεταζόμενες περιπτώσεις συναντάμε συγκέντρωση δραστηριοτήτων και ανθρώπων κατά μήκος μιας στενής λωρίδας γης, που μάλλον στρέφει τα νώτα στην ενδοχώρα. Έχουμε πρώτα το παράδειγμα των παραλιακών ζωνών της Βαλτικής. Απολύτως ενταγμένες στον τομέα που κάλυψε ο τελευταίος παγετώνας της Τεταρτογενούς εποχής και κυρίως σε μια περιοχή διαρκούς στάθμευσης του μετώπου του inlandsis, κληρονόμησαν ένα σύμπλεγμα λόφων και αμμωδών γηλόφων, με εδάφη αλκαλικά, που παρατάσσονται σε κοιλότητες τυρφώδεις ή καλυμμένες από εκτάσεις στασίμων υδάτων. Στον λίγο αξιοζήλευτο αυτόν πίνακα πρέπει να προσθέσουμε τα απρόοπτα ενός ηπειρωτικού κλίματος το οποίο μετριάζεται από κάποιες θαλάσσιες επιδράσεις σε σχετικά χαμηλό γεωγραφικό πλάτος: αυτό εκδηλώνεται με πάχνη, μόνιμη χειμερινή ομίχλη και με πολύ δροσερά καλοκαίρια, λόγω της μικρής ηλιοφάνειας, συχνά μάλιστα βροχερά. Κατά τη μακρόχρονη διάρκεια των αιώνων της ιστορίας, οι χώρες αυτές παρέμειναν περιθωριακές, προσηλωμένες στο μονοπώλιο της γης που ασκούσε μια ιθύνουσα τάξη ευγενών ή η Digitized by 10uk1s
Εκκλησία, πράγμα που υλοποιούνταν με ανεκμετάλλευτα λατιφούντια. Το πανάρχαιο εμπόριο του κεχριμπαριού δεν κατόρθωσε να βγάλει τις χώρες αυτές από την απομόνωση και την ένδεια, σε σχέση με τις μεγάλες πεδιάδες της κεντρικής Ευρώπης. Όλα άλλαξαν όταν η Βαλτική έγινε εμπορικός άξονας πρώτης σημασίας, χάρη στο δυναμισμό των εμπόρων των χανσεατικών πόλεων. Πράγματι, η εμφάνιση νέων θαλασσίων οδών, που συνέδεαν τη Βορειοανατολική Ευρώπη με τον Ατλαντικό ή τις γειτονικές θάλασσες, δεν προκάλεσε μόνον την ανάπτυξη των λιμενικών πόλεων και την ισχύ ορισμένης αριστοκρατίας αλλά προσέδωσε νέα διάσταση στις σχέσεις βορρά-νότου, μεταξύ της Βαλτικής και της Μεσογείου, από τους φυσικούς διαδρόμους που διασχίζουν τα ερκύνια όρη, από τις πεδιάδες της Αυστρίας και της δυτικής Ουγγαρίας και από τους αλπικούς ή διναρικούς αυχένες. Υπήρξαν, λοιπόν, στις ακτές της Βαλτικής προνομιούχα σημεία εγκατάστασης για πολλαπλές δραστηριότητες. Ωστόσο, σημαντικές αποχρώσεις εμφανίσθηκαν που αντανακλούσαν τους άνισους βαθμούς ανάπτυξης, όσον αφορά την οργάνωση της περιφερειακής ζωής των διαφόρων περιοχών της παραλίας και της αμέσου ενδοχώρας. Ας περιορισθούμε στο παράδειγμα των ζωνών της Ανατολικής Γερμανίας και της Πολωνίας που περιβρέχονται από τη Βαλτική. Στο Μέκλενμπουργκ και τη δυτική Πομερανία συνυπάρχουν, αφενός, μία ακτή πλούσια σε οδοντωτές εσοχές και καταφύγια, λόγω της διαμόρφωσης των λωρίδων γης που βρίσκονται απέναντι από την ακτή των νησιών της και λόγω της ύπαρξης ενός υπερμεγέθους ποταμόκολπου (Όντερ)· αφετέρου, σε γειτνίαση επί της ηπείρου, αμμώδεις πεδιάδες οι οποίες συχνά διακόπτονται από αργιλώδεις επιστρώσεις, κληρονομιά από το λιθώνα του πυθμένα. Η αύξηση, λοιπόν, των λιμενικών δραστηριοτήτων συνοδεύεται εδώ από σχετικώς εντατική αξιοποίηση της αγροτικής ενδοχώρας. Αντίθετα, η ανατολική Πομερανία, από το Στέτιν έως το Γκντανσκ (πρώην Ντάνζιγκ) ορθώνει απέναντι στη θάλασσα τους αμμοχαλικώδεις υψηλούς μετωπικούς της λιθώνες έτσι, ώστε μόνο μέτρια ποτάμια να κυλούν προς μιαν ακτή εκτεθειμένη στην κακοκαιρία με πολύ ομαλή διαμόρφωση, όπου ξεχωρίζουν μόνον κάποιοι αλιευτικοί σταθμοί, μάλλον ταπεινοί. Εξαιτίας της μακρόχρονης απομόνωσης και παρά την πολύχρονη γερμανική κατοχή, ο τομέας αυτός μπόρεσε να διατηρήσει την πολωνική γλώσσα. Έτσι, πρέπει να προχωρήσουμε έως τον ποταμόκολπο του Βιστούλα για να συναντήσουμε ένα νέο τοπικό σύνολο με ευνοϊκές συνθήκες οι οποίες από ενωρίς αξιοποιούνται και διευθετούνται από πλευρά χωροταξική. Η παραλία της Καταλωνίας αποτελεί ένα άλλο ενδεικτικό παράδειγμα. Πολλοί ξένοι συγκρατούν στο νου τους μόνον την τουριστική επιτυχία που έχει πραγματοποιηθεί, ήδη από δύο δεκαετίες, με τις σειρές των ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων για θαλάσσια λουτρά στη Κόστα Μπράβα, ανάμεσα στα παραδοσιακά ψαράδικα λιμάνια που, στο τοπίο αυτό, έχουν χάσει την ιδιαιτερότητά τους. Αλλά η καθαυτό πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Ήδη από το μέσον του Μεσαίωνα, το ορεινό αυτό μέτωπο που κατεβαίνει προς τη θάλασσα, γνώρισε την ευημερία χάρη στο επιχειρηματικό πνεύμα ενός εμπορικού πληθυσμού με αρχαίες προσμίξεις από την Εγγύς Ανατολή και, κυρίως στη Βαρκελώνη, από εβραϊκά στοιχεία. Η συσσώρευση κεφαλαίων από το θαλάσσιο εμπόριο επενδύεται αρχικά στην κατασκευή υφαντών, ακολούθως στην παραγωγή κάθε είδους καταναλωτικών αγαθών, από τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα. Είναι αυτονόητο ότι αυτή η αιχμή της Καταλωνίας ευνοήθηκε το μέγιστο δυνατό από την οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, ένας σχεδόν ατέλειωτος δρόμος από εργοστάσια εκτείνεται βόρεια της Βαρκελώνης, επί τριάντα περίπου χιλιόμετρα, και οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις εισχωρούν μέσα στις κοιλάδες που τέμνουν το βουνό, πίσω από την καταλωνική μητρόπολη. Με αφετηρία ένα γεωγραφικό περιβάλλον έντονα διαφορετικό από τις ακτές της Βαλτικής, αλλά αρχικά μέτρια προικισμένο, για ιδιαίτερους λόγους (ανεπάρκεια της παραλιακής λωρίδας, δυσχέρεια επικοινωνίας), βλέπουμε μια ακόμη θαλάσσια ζώνη που η αρχική της ανάπτυξη έχει εξαρτηθεί από δραστηριότητες κεντρόφυγες σε σχέση με την ήπειρο.
Digitized by 10uk1s
Οι «εύπλαστοι» χώροι Υπάρχουν γεωγραφικές ενότητες που εκ πρώτης όψεως φαίνονται σαν τύπος χωροταξικής οργάνωσης που απορρέει από διαδοχικές εγκαταστάσεις γενεών και ανθρωπίνων κοινοτήτων. Βρίσκονται σε ζώνες που έχουν επηρεασθεί από αμάλγαμα φυσικών συνθηκών, ευνοϊκών ή δυσμενών, χωρίς ακραία χαρακτηριστικά ούτε a priori καθοριστικά. Πρόκειται κυρίως για μεγάλες πεδιάδες. Ωστόσο, δύο ομάδες περιφερειακών παραδειγμάτων αποδεικνύουν ότι σχεδόν αδιόρατες διακυμάνσεις στο αρχικό περιβάλλον είναι δυνατόν να αντιδράσουν στον αντίκτυπο των ιστορικών συγκυριών με ένα είδος φαινομένων απήχησης, τα οποία δημιουργούν αντιτιθέμενες μορφές ανάπτυξης. Αντιπαραθέτουμε, ως κλασικό παράδειγμα τα πεπρωμένα του παρισινού λεκανοπεδίου και εκείνου της Ακουιτανίας. Είναι απολύτως γνωστά όσα αφορούν την αλληλουχία των παραγόντων που απορρέουν από το ιστορικό γεγονός της εγκαθίδρυσης της μοναρχίας των Καπέτων, των οποίων η εξουσία, σε μια πρώτη περίοδο, στηριζόταν στη φεουδαρχική εδραίωσή τους στη παρισινή περιοχή (Ile de France). Έτσι, ενώ από πολιτική άποψη ο εδαφικός έλεγχος επεκτεινόταν προοδευτικά μέχρι τον Ρήνο, τις Άλπεις και τα Πυρηναία, ο αρχικός πυρήνας και οι παρυφές του προς τον κάτω Σηκουάνα και προς τα βόρεια αποκόμιζαν το ουσιαστικό όφελος από τη συγκέντρωση πόρων που πολλαπλασιάζονταν σημαντικά. Με τις συνθήκες αυτές, το λεκανοπέδιο της Ακουιτανίας, που υφίστατο τα μειονεκτήματα της πολύ παράδοξης θέσης του, κατέληξε να αντιπροσωπεύει ένα είδος προτύπου γεωγραφικής περιοχής, ανεπαρκώς οργανωμένης και υποανάπτυκτης. Αλλά στην πραγματικότητα η ζυγαριά των φυσικών δεδομένων ήδη έκλινε κάπως προς την πλευρά των μειονεκτημάτων, αν λάβουμε υπόψη την επιφάνεια που καλύπτεται από ορισμένο τύπο ελαφρών εδαφών και ευαίσθητων στη διάβρωση, την κατά τόπους επίδραση του δυσμενούς κλίματος, την παρουσία ενός ποταμού ελάχιστα πλωτού. Σε τελευταία ανάλυση η απομόνωση της περιοχής σε σχέση με τους μεγάλους άξονες της σύγχρονης εποχής διηύρυνε τον αντίκτυπο των διαφόρων φυσικών καταναγκασμών, ενώ, αντίθετα, το πολιτικό γίγνεσθαι των πεδιάδων στα βόρεια του Λείγηρα επέτρεπε μέγιστη αξιοποίηση των εξαρχής πρόσφορων δυνατοτήτων τους. Ο ρόλος των ανθρώπων και η επίδραση των κοινωνικών δομών γίνονται ακόμη εμφανέστεροι αν συγκρίνουμε την οργάνωση του χώρου στο Μπράντεμπουργκ αφενός, στην Ποσνανία και κεντρική Πολωνία αφετέρου. Και στις δύο περιπτώσεις διαπιστώνουμε συνθήκες, από την αφετηρία, λίγο ευνοϊκές ως προς την επαύξηση των δημιουργικών δραστηριοτήτων ανάπτυξης: πρόκειται, πράγματι, για πεδιάδες με κλίμα ψυχρό, γεμάτες από εναποθέσεις λιθώνων ποικίλης φύσεως και οι οποίοι χρονολογούνται είτε σε ένα στάδιο του προτελευταίου παγετώνα είτε στην τελευταία μείζονα ώθηση του βιστουλιανού inlandsis. Οι ευρύχωροι διάδρομοι των Urstromtäler, που αντιπροσωπεύουν το πλέον συνεχές και χαρακτηριστικό γνώρισμα του αναγλύφου στην περιφερειακή κλίμακα, βρίθουν από υγρά τυρφώδη υποστρώματα. Συνεπώς το πολυάνθρωπο Μπράντεμπουργκ, βιομηχανικό και σχεδόν με υπερβολική ανάπτυξη, θα ήταν αρχικά σε υποδεέστερη μάλλον μοίρα, γιατί σημαδευόταν αμεσότερα από την πλέον άγονη διαμόρφωση της επιφάνειας του εδάφους: λιθώνες αμμοχαλικώδεις, που έχουν λίγο μεταπλασθεί, εναλλάσσονται με εκτάσεις καλυμμένες από νερό. Στην Ποσνανία και την κεντρική Πολωνία, αντίθετα, ομαλότεροι λιθώνες και σχετικά παλαιότεροι από το στάδιο του Βάρτα, καταλαμβάνουν μεγαλύτερη έκταση. Επίσης περιέχουν συχνότερα γόνιμα λαις. Πράγματι, το απωθητικό βραδεμβουργιανό περιβάλλον έπαιξε το ρόλο ενός διεγερτικού και ευνόησε την ανάπτυξη πέραν των αρχικών πολιτικών ορίων, με βάση, όμως, μια οργάνωση του χώρου όσο το δυνατό λεπτομερή και από τεχνολογική άποψη ορθολογική, υπό την αιγίδα μιας εξουσίας αυταρχικής και επιχειρηματικής. Παράλληλα οι φεουδαρχικές και ταυτόχρονα αναρχίζουσες δομές της Πολωνίας συνέβαλαν, για αιώνες, στην απουσία κάθε χωροταξικής αξιοποίησης σε μια περιοχή της οποίας τα εδάφη είχαν κατανεμηθεί μεταξύ ενός μικρού αριθμού μεγαλογαιοκτημόνων, ικανοποιημένων από την τύχη τους, τουλάχιστον από την άποψη του προσωπικού πλούτου. Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III Οι άξονες πυκνού εποικισμού και ο εντοπισμός των μητροπόλεων Ο χάρτης της πληθυσμιακής πυκνότητας φανερώνει την ύπαρξη αντιστοίχων αξόνων που διασχίζουν την Ευρώπη (εικ.2). Η ανάλυση του εντοπισμού τους και των συνθηκών ανάπτυξής τους προσφέρει εκτεταμένο υλικό για μελέτη.
ΟΙ ΜΕΙΖΟΝΕΣ ΑΞΟΝΕΣ Ο βόρειος υφερκύνιος διάδρομος Με την ονομασία αυτή μπορούμε να αποκαλέσουμε μια εδαφική λωρίδα που χαρακτηρίζεται από εξαιρετική πληθυσμιακή πυκνότητα και η οποία εκτείνεται, σχεδόν χωρίς διακοπή, από την Ουαλλία έως την Ουκρανία. Η θέση του διαδρόμου αυτού στο κράσπεδο των ερκυνίων ορεινών όγκων, άλλοτε επάνω στο ίδιο το βάθρο τους άλλοτε στις ιζηματογενείς επιστρώσεις που τους επικαλύπτουν, τον τοποθετεί άμεσα βόρεια του πεντηκοστού παράλληλου στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, ενώ πέραν της Γαλικίας ελαφρώς αποκλίνει προς νότο. Στη Μεγάλη Βρετανία ένα τμήμα της ταινιωτής αυτής ζώνης προχωρεί από το στενό που βρίσκεται μεταξύ της Ουαλλίας και της οροσειράς των Πεννίνων έως τον κάτω Τάμεση, αφού διέρχεται από τις άνισα λοφοσκεπείς πεδιάδες του Τσεσάιρ, των Μίντλαντς και από το κέντρο του λεκανοπεδίου του Λονδίνου: η ιζηματογενής επίστρωση του ερκυνίου αγχιεπιπέδου είναι εκτεταμένη, με εδάφη ποικίλης σύστασης και ηλικίας, από την τελευταία Πρωτογενή εποχή έως την Ιουραία. Ανατολικότερα επί της ηπείρου στη σειρά των υφερκύνιων χωρών με έντονη πυκνότητα πληθυσμού παρατηρούμε στην κάτω Παραρήνια περιοχή των Κάτω Χωρών, του βορείου Βελγίου και της Ρηνανίας-Βεστφαλίας, μια προσχωσιγενή πεδιάδα η οποία βρίσκεται σε έναν κοίλο κόλπο σε σχέση με τους όγκους των Αρδεννών, του Άιφελ και του Βέστερβαλντ-Σάουερλαντ, οι οποίοι τον περιβάλλουν ημικυκλικώς. Μετά από μια απόκλιση προς τα βόρεια, που σημειώνεται από την προεξοχή του όρους Χαρτς, ο διάδρομος διευρύνεται στη Σαξωνία και τη Λουσατία χάρη σε μια εκτεταμένη εσοχή πεδιάδων και οροπεδίων στη γωνία που σχηματίζουν ο Θουρίγγειος Δρυμός και τα όρη των Μετάλλων. Εδώ, επάνω από το υπόβαθρο, τα στρώματα των ιζηματογενών αποθέσεων της Περμίου και της Τριασίου περιόδου διαμορφώνουν την επιφάνεια του εδάφους με την εναλλαγή αργιλικών και αλατούχων, αμμολιθικών και ασβεστούχων πετρωμάτων. Ανατολικότερα, υπάρχει η πεδιάδα στους πρόποδες των πολωνικών Σουδητίων ορέων, ακολούθως το οροπέδιο της υποκαρπαθικής Γαλικίας όπου, εδώ και εκεί, αποκομμένοι ερκύνιοι όγκοι (Λύζα Γκόρα και Σαιν-Κρουά) αναδύονται από την ιζηματογενή επίστρωση του μονότονου ανάγλυφου. Η ίδια ουσιαστικά διάταξη συνεχίζεται στην Ουκρανία, αλλά τα διαφορετικά δομικά διαμερίσματα, άλλοτε υπόβαθρο άλλοτε στρώμα, έχουν εδώ μεγαλύτερες διαστάσεις και λίγο διακρίνονται μεταξύ τους, επειδή το γηραιό αγχιεπίπεδο έχει ελάχιστα διαταραχθεί. Για να υπολογίσουμε την πυκνότητα του πληθυσμού πρέπει αναμφισβήτητα να εξετάσουμε τους εδαφικούς πόρους οι οποίοι είναι παντού εκτιμήσιμοι ενώ κατά τόπους έχουν μείζονα σημασία, τουλάχιστον σε ορισμένες περιόδους της οικονομικής ιστορίας: γαιανθρακούχα λεκανοπέδια στο καθαυτό κράσπεδο των ερκυνίων όγκων, ποικίλα κοιτάσματα μετάλλων, είτε ως φλέβες στα πετρώματα του υποβάθρου είτε ως στιβάδες που εισέδυσαν μέσα στα στρώματα της επιφανείας. Μαζί με τον άνθρακα, τις επίλεκτες θέσεις στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων κατέχουν ο σίδηρος και το ορυκτόν άλας. Ωστόσο, πριν ακόμη από τη βιομηχανική ανάπτυξη των δύο τελευταίων αιώνων, το σύνολο του διαδρόμου δίνει την εικόνα πρόσφορης χώρας, κυρίως λόγω του προσιτού σε αντίθεση με τους αυστηρούς ορεινούς όγκους και σε σχέση με τις ελώδεις και δασώδεις εκτάσεις της μεγάλης γερμανοπολωνικής πεδιάδας. Επιπλέον η απόσταση μεταξύ των χωρών αυτών και του κυρίου μετώπου στάθμευσης του βιστουλιανού παγετώνα ήταν μόλις αρκετή Digitized by 10uk1s
ώστε να καθορίσει συσσωρεύσεις λαις (και όχι άμμου) σημαντικές, με αφετηρία το όρος Χαρτς και ολοένα εκτενέστερες ανατολικά. Από το γεγονός αυτό απορρέει μια τάση προς εκχέρσωση και εποικισμό, από την αυγή της ιστορίας, και συνεπώς αποτελεσματική αντίσταση στην εγκαθίδρυση μεγαλογαιοκτησίας τον Μεσαίωνα. Για μακρό χρόνο τα εδάφη αυτά ήταν χώρες με έντονη πυκνότητα αγροτικού πληθυσμού: η βιοτεχνία, η βιομηχανία και η ανάπτυξη των πόλεων προσέθεσαν σιγά σιγά νέα κύματα μεταναστών στον παλαιό αγροτικό κορμό. Κατά μήκος του υφερκύνιου διαδρόμου που τόσο σαφώς χαρακτηρίζεται από τον αδιάλειπτο μαζικό εποικισμό, παρατηρούνται αξιοσημείωτες παραλλαγές. Αυτές οφείλονται στη σχετική ιδιομορφία των φυσικών συνθηκών, κατά τομείς, και συγχρόνως σε σημαντικές διαφορές στην ιστορικοπολιτική εξέλιξη. Έχουμε ήδη αναφέρει την περίπτωση των πεδιάδων στους πρόποδες των βουνών της Σαξωνίας, της Λουσατίας και Γαλικίας, αναλύοντας τον τύπο του χώρου που συνδυάζει ένα βουνό, πλούσιο σε μεταλλεύματα, και μια εύφορη πεδιάδα. Ας προστεθεί εδώ ότι η αστική ανάπτυξη, απόρροια της συγκέντρωσης ανθρώπων και δραστηριοτήτων ορισμένων προνομιούχων τάξεων στους τομείς του εμπορίου και του πολιτισμού, δεν ωφέλησε μόνον αληθινές μητροπόλεις της κεντρικής Ευρώπης, όπως η Λειψία, ή περιφερειακές πρωτεύουσες, όπως η Δρέσδη και η Κρακοβία, αλλά προσέτι όλο το νεφέλωμα μικροτέρων πόλεων, όπως η Έρφουρτ, η Ιένα, η Βαϊμάρη. Όσο για τις βρετανικές πεδιάδες οι οποίες, στην απόληξη του διαδρόμου του Τσεσάιρ στην περιοχή των Μίντλαντς, ανοίγονται στην κοιλάδα του Τάμεση, οι σχέσεις με το βουνό είναι διαφορετικές. Από ενωρίς οι ορεινοί όγκοι της Ουαλλίας και ένα τμήμα της οροσειράς των Πεννίνων ερημώθηκαν λόγω του δυσάρεστου κλίματος, ψυχρού και ταυτόχρονα υγρού, ενώ οι πόροι του υπεδάφους, σε συνδυασμό με διάφορες εισαγόμενες ύλες, υπήρξαν αντικείμενο έντονης αξιοποίησης στις γειτονικές πεδινές χώρες, χάρη στα κεφάλαια τα προερχόμενα από το υπερπόντιο εμπόριο. Εξάλλου οι αγροτικές περιοχές, ακόμη και οι πεδινές, ευνοήθηκαν μέτρια και πολύ άνισα από εδαφική άποψη. Κυρίως λόγω της θέσης τους μακριά από τις μεγάλες συσσωρεύσεις λαις κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου. Στα διάφορα γνωρίσματα του φυσικού περιβάλλοντος, που αναφέραμε, πρέπει να αναγνωρίσουμε τα μειονεκτήματα της ωκεάνειας θέσης η οποία επιδεινώνεται με την παρέμβαση του ψύχους. Πάντως, οι πεδιάδες αυτές, που περιήλθαν στην κατοχή μιας τάξης μεγάλων γαιοκτημόνων υπήρξαν νωρίτερα από αλλού εκμεταλλεύσιμες ως βοσκότοποι με μικρές απαιτήσεις ανθρώπινης εργασίας. Συνεπώς, περί τα μέσα του εικοστού αιώνα, οι αστικοποιημένοι τομείς του Λάγκασαϊρ, του Τσέσαϊρ και των Μίντλαντς αποτέλεσαν το σημείο αφετηρίας για τεράστιες συνενώσεις πόλεων που συνέδεσαν ακατοίκητους χώρους. Ωστόσο, η οικονομική κρίση του '30, ακολούθως η απαραίτητη ανοικοδόμηση που διαδέχεται τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησαν προοδευτικά τις βρετανικές Αρχές σε βαθιές αναπροσαρμογές: μερική υποκατάσταση των προϊόντων πετρελαίου με άνθρακα, δημιουργία βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας, μερική εξισορρόπηση του τόπου κατοικίας και των εγκαταστάσεων των δραστηριοτήτων με την ανάπτυξη των new towns και των expanded towns. Η ύπαιθρος της κεντρικής και δυτικής Ουκρανίας, από φύση εύφορη παντού όπου η μεταπαγετώδης εδαφική εξέλιξη έδωσε μαύρα εδάφη επάνω σε λαις, γνώρισε από παλαιά αύξηση του αγροτικού πληθυσμού, ενώ οι τομείς όπου διακρίνονται στην επιφάνεια οι προκάμβριοι και ερκύνιοι όγκοι έπρεπε να περιμένουν τον 19ο αιώνα για να ωφεληθούν από την αξιοποίηση των πόρων σε άνθρακα (Ντόνετς) και σίδηρο (Κριβόι Ρογκ και Κερτς), χωρίς να λησμονούμε τα άλλα μεταλλεύματα. Πρέπει, λοιπόν, να λάβουμε υπόψη ότι, παρά τις διαπεριφερειακές εξισορροπήσεις που είχαν προκαλέσει τα διαδοχικά οικονομικά πλάνα, η Ουκρανία εξασφάλιζε ακόμη, στην αρχή της δεκαετίας του '70, το 30% της παραγωγής άνθρακα όλης της ΕΣΣΔ, καθώς και το 49% του χυτοσιδήρου, το 42% του χάλυβα, το 47% των μεταλλουργικών εργαλείων. Επίσης τα κολχόζ, με πολύπλευρη δραστηριότητα (δημητριακά, τεύτλα, φρούτα, χορτονομή) επωφελούνται στην περιοχή αυτή, λόγω ιστορικής κληρονομιάς, από ανθρώπινη εργασία πλεονάζουσα σε σχέση με την επιφάνειά τους: εντούτοις, μια κίνηση εξόδου, που ελέγχεται από τις Αρχές, τείνει να Digitized by 10uk1s
προσανατολίσει το πλεόνασμα του πληθυσμού είτε προς αγροτικά κέντρα νεότερων περιοχών (κεντρική Ασία) είτε προς βιομηχανικά συγκροτήματα που αναπτύχθηκαν στη βόρεια παρυφή της υφερκύνιας ζώνης (Κίεβο, Χάρκοβο και οι δορυφόροι τους). Εξαίρεση αποτελεί η πρώην πολωνική Ουκρανία της περιοχής του Λβοβ, που παρουσιάζει κάποια καθυστέρηση στην πορεία της εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης. Όσο για το τμήμα του υφερκύνιου διαδρόμου, που διασχίζει τη Ρηνανία-Βεστφαλία και το Μπενελούξ, διασταυρώνεται με τον άλλο μείζονα άξονα ανθρώπινης οργάνωσης στην Ευρώπη, εκείνον δηλαδή που κατευθύνεται από τις εκβολές του Ρήνου στην κεντρική Μεσόγειο. Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, το ότι η περιοχή των εξαιρετικών πληθυσμιακών πυκνοτήτων αναπτύσσεται τα μέγιστα: ο κόμβος αυτός έγινε το κέντρο οικονομικής βαρύτητας της Κοινής Αγοράς. Ο άξονας Ρήνου-Μεσογείου Ο άξονας Ρήνου-Μεσογείου διαμορφώνεται από διαδοχικούς διαδρόμους οι οποίοι έχουν κατεύθυνση από το βορρά στο νότο της Ευρώπης, διευκολύνοντας την επικοινωνία ανάμεσα σε δύο θαλάσσιους τομείς, διαφορετικούς και συμπληρωματικούς για τα πεπρωμένα της ηπείρου. Το βόρειο τμήμα κυρίως επωφελείται από την παρουσία ενός ποταμού πλωτού από πλοία με μεγάλο εκτόπισμα. Νότια, οι συνθήκες περιπλέκονται λόγω της σπουδαιότητας των ορεινών όγκων των Άλπεων: μεταξύ των πολλών δυνατών μεταβλητών στον εντοπισμό του άξονα Ρήνου-Μεσογείου, εκείνη που συγκεκριμενοποιείται λόγω της εντονότατης ανθρώπινης συγκέντρωσης, συνδέει με πεδιάδες και λόφους το διάδρομο από τη βορειοανατολική Ελβετία έως τον κόλπο της Γένουας διαμέσου του Σαιν-Γκοτάρ των Άλπεων και του δυτικού τμήματος της πεδιάδας του Πάδου. Πιο πέρα, όμως, μια λωρίδα εδάφους με μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα διατρέχει όλο το μήκος της ανατολικής παρυφής των Απενίνων μέχρι τα νότια της χερσονήσου. Οι τρόποι εποικισμού, βέβαια, ποικίλλουν σε συνάρτηση με τα τοπικά φυσικά δεδομένα και τα ίχνη από την ιδιαίτερη, ιστορική εξέλιξη καθενός από τους κύριους τομείς του μεγάλου ευρωπαϊκού άξονα βορρά-νότου. Η ζώνη που ακολουθεί τον ρου του Ρήνου, διακρίνεται από όλο αυτό το σύνολο χάρη στην ευρύτητα και την εξαιρετική ποικιλία των δραστηριοτήτων, και τούτο μεταφράζεται σε ποσοστό εποικισμού (άνθρωποι και εγκαταστάσεις) από τα υψηλότερα της επιφανείας του πλανήτη. Η περιοχή αυτή αποτελείται από μια θαλάσσια πλευρά με μέτωπο στα ρεύματα της εμπορικής διακίνησης, όπου τα φορτηγά όλου του κόσμου παραπλέουν και η οποία συνορεύει στην ήπειρο με την υφερκύνια ζώνη που προηγουμένως αναφέραμε. Στην πρώτη από τις συνιστώσες αυτές αντιστοιχούν οι παραποτάμιοι τομείς των συγκλινουσών και σε σχήμα δέλτα εκβολών του Ρήνου, του Μόζα και του Σκάλδη στις Κάτω Χώρες και τη βελγική Φλάνδρα. Εκτός από οικονομικούς πόλους πρώτου μεγέθους στην παγκόσμια κλίμακα, όπως το Ρόττερνταμ και, σε μόλις κατώτερο βαθμό, η Αμβέρσα και το Άμστερνταμ, αυτή η επίπεδη χώρα ωφελείται από έναν αστικό ιστό εκτεταμένο και πανταχού παρόντα, ο οποίος όμως, δεν έχει εντελώς απορροφήσει την αγροτική ζωή και ούτε πρόκειται: εδώ ανέπτυξαν τις εξειδικευμένες καλλιέργειες έως το υψηλότερο επίπεδο τεχνολογίας. Επίσης η πληθυσμιακή πυκνότητα, που κυμαίνεται μεταξύ 500 και 1.000 κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, ερμηνεύεται όχι τόσο από την ορθολογική χρήση των τοπικών προνομιούχων πόρων, αλλά από το επιχειρηματικό πνεύμα των ανθρώπων που κατάφεραν να επωφεληθούν κατά τον καλύτερο τρόπο από το άνοιγμα της χώρας τους στους μεγάλους εμπορικούς άξονες του κόσμου, αναπροσαρμόζοντας τις δραστηριότητές τους, στην πορεία του χρόνου, σε συνάρτηση με τις διακυμάνσεις της συγκυρίας. Η δεύτερη σινιστώσα της παραρήνιας ζώνης συμπίπτει με τους βιομηχανικούς τομείς, υφερκύνιο και ερκύνιο της Ρηνανίας-Βεστφαλίας στην ομοσπονδιακή Γερμανία ή, όπως αλλιώς λέγεται, με το Ρουρ με την ευρεία έννοια του όρου. Το υπέδαφος προμήθευσε, από την αρχή, ορυκτές πρώτες ύλες —σίδηρο και προπάντων άνθρακα— που μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας ή να Digitized by 10uk1s
χρησιμοποιηθούν επιτόπου και να προσφέρουν προϊόντα σιδηρουργικά, μεταλλουργικά ή χημικά, παραδοτέα στο εθνικό και παγκόσμιο εμπόριο κυρίως διά της οδού του Ρήνου. Χάρη στην αποτελεσματική οργάνωση κάθε είδους υποδομής, καθώς και στη συγκέντρωση σε cartels αμερικανικού τύπου, τα διάφορα χαρακτηριστικά της χώρας υπολογίζονται σε ποσότητες που υπερβαίνουν τη φυσιολογική ευρωπαϊκή κλίμακα, αρχίζοντας από την ανθρώπινη πυκνότητα: περισσότεροι από 1.000 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Πέρα από την «ηρωική διάβαση», διαμέσου του σχιστώδους συγκροτήματος των Άλπεων, συναντάμε, αναπλέοντας τον ποταμό, τον τομέα του μέσου Ρήνου από τη Μαγεντία έως τη Βασιλεία. Η πεδινή αυτή λωρίδα, σφηνωμένη ανάμεσα σε βουνά εξαιτίας κάποιας τεκτονικής δραστηριότητας, ήδη από την Τριτογενή εποχή, διαθέτει ήπιο κλίμα και αρκετά γόνιμα εδάφη: ενώ η εναλλάξ σπορά δημητριακών και χορτονομής καταλαμβάνει τα χαμηλά τμήματα, η άμπελος αναρριχάται ψηλά στους πρόποδες και στις γειτονικές βουνοπλαγιές, ειδικότερα στην Αλσατία και το Παλατινάτο. Αλλά, η ανάπτυξη των πόλεων σιγά σιγά κέρδισε έδαφος, με αφετηρία ζώνες κόμβους γύρω από τη Φραγκφούρτη-Μαγεντία, Μανχάιμ Λουνβιγκσχάφεν, Καρλσρούη, Στρασβούργο και Βασιλεία-Μυλούζ. Πάντως, στην ανάπτυξη των αστικών δραστηριοτήτων και προπάντων των βιομηχανικών, οι οικιστικές περιοχές της συμβολής των ποταμών Μάιν και Νέκαρ έχουν εντυπωσιακό προβάδισμα σε σχέση με τις άλλες αστικές ζώνες του μέσου Ρήνου, κυρίως σε σχέση με την Καρλσρούη και το Στρασβούργο, για καιρό αδικημένες λόγω της θέσεώς τους σε σύνορα τρωτά και απαγορευμένα από στρατιωτική άποψη. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, εγκαταστάσεις και επιχειρήσεις κάθε είδους εδραιώνονται στην ύπαιθρο της Αλσατίας και στην περιοχή του Μπάντεν, μάλιστα ταχύτερα στη δεύτερη. Επιπλέον, ανατολικά του Μέλανος Δρυμού, υλοποιείται μια αναδίπλωση του διαδρόμου του μέσου Ρήνου, κατά μήκος της ηλιόλουστης κοιλότητας που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον ορεινό αυτόν όγκο και τον Ιούρα. Εξάλλου η ανάπτυξη της Στουτγάρδης δημιούργησε ένα σύνολο βιομηχανικών δραστηριοτήτων σε μια σειρά κωμοπόλεων ανάμεσα στη μητρόπολη της Βυρτεμβέργης και τη λίμνη της Κωσταντίας. Τέλος, η Βασιλεία, γηραιά αριστοκρατική πόλη μεγαλωμένη στο εμπόριο, διαθέτει κεφάλαια που συνετέλεσαν ώστε οι βιομηχανίες της, κυρίως χημικές, να επεκταθούν σε προάστια επί του γαλλικού εδάφους (Σαιν Λουί) ή του γερμανικού (Lörrach). Πέρα από τον τομέα της Βασιλείας, ο άξονας Ρήνου-Μεσογείου συνεχίζεται με τη ζώνη των ελβετικών λόφων, όπου διασταυρώνεται με τον υποαλπικό διάδρομο στον οποίο θα αναφερθούμε αργότερα. Έτσι αυτό το τμήμα του ελβετικού εδάφους οφείλει την εξαιρετική πληθυσμιακή του πυκνότητα στη θέση κόμβου την οποία κατέχει. Μετά τη λύση συνεχείας που επιβάλλουν οι Άλπεις, όχι σε ό,τι αφορά την επικοινωνία αλλά τους τρόπους οργάνωσης του χώρου, πυκνή συγκέντρωση πληθυσμού εμφανίζεται ξανά από τους πρόποδες της οροσειράς στη Λομβαρδία (βλ. τους τύπους προνομιούχων χώρων που προηγουμένως αναφέραμε) και αυξάνεται στο κέντρο της πεδιάδας χάρη στη συσσώρευση δραστηριοτήτων και προϊόντων όσο πλησιάζουμε το Μιλάνο. Έτσι ο βιομηχανικός και αστικός ιστός εξαπλώνεται έως τα Απένινα της Λιγουρίας, όπου σχεδόν εφάπτεται με τη λιμενική ζώνη της Γένουας. Υπάρχει, ωστόσο, μεταξύ της Βασιλείας και της Μεσογείου ένας άλλος άξονας ανάπτυξης, που θα μπορούσε να επωφεληθεί από μια φυσική δίοδο αρκετά ευρεία: εκείνη που συνδέει την πόλη της Βουργουνδίας και τον αύλακα των ποταμών Σαόν-Ροδανού. Όμως, η διαμόρφωση του ποταμού ώστε να καταστεί κατάλληλος για τη ναυσιπλοΐα, ενώ άρχισε στα μέσα του εικοστού αιώνα, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και η σύνδεση του Σων με τον Ρήνο γίνεται πάντα μέσω ενός καναλιού απαρχαιωμένου και απροσάρμοστου στη σύγχρονη εμπορική διακίνηση. Τώρα η βιομηχανία αρχίζει να εγκαθίσταται στην εκβολή του Ροδανού και το τμήμα της κοιλάδας από τη Βιλφράνς-συρ-Σων έως τα νότια της Βιέννης έγινε μια οδός εργοστασίων. Στην πραγματικότητα η επέκταση του άξονα Ρήνου-Μεσογείου, στο μεσημβρινό του τμήμα, στο γαλλικό έδαφος αφορά ακόμη μελλοντική προοπτική. Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε τον εντυπωσιακό εντοπισμό μιας λωρίδας εδάφους Digitized by 10uk1s
της οποίας η πληθυσμιακή πυκνότητα, εξίσου σημαντική, συνδέεται με εκείνη του άξονα Ρήνου-Μεσογείου στη Λομβαρδία και φαίνεται να την επεκτείνει κατά μήκος των ανατολικών Απενίνων από τη Ρωμανία μέχρι την Απωλία: παντού, ή σχεδόν παντού, κατά μήκος των παραλίων της Αδριατικής έχουμε περισσότερους από 200 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Στην πραγματικότητα, οι συνθήκες εποικισμού εδώ είναι διαφορετικής φύσεως. Βέβαια, η συγκέντρωση ανθρώπων, κυρίως σε αγροτικές περιοχές, έχει κάποια σχέση με συστήματα εντατικής καλλιέργειας, αφού χρησιμοποιούνται κατά τον καλύτερο τρόπο τα αποθέματα ύδατος για άρδευση, με αποτέλεσμα προϊόντα υψηλής αποδόσεως —λαχανικά ή οπωρικά— καθώς και δημητριακά και χορτονομή. Αλλά οι κοινωνικές δομές, που χαρακτηρίζονται από κάποια υπεροχή της μεγάλης γαιοκτησίας, προπάντων στο νότο, εναντιώνονται στην ευημερία των αγροτών, με αποτέλεσμα οι πόλεις να είναι γενικώς μεγάλες κωμοπόλεις υπηρεσιών. Εξαιρούνται μερικές μόνον, από την αφετηρία τους λιμάνια, όπως το Μπάρι και η Αγκόνα, ή διοικητικά κέντρα όπως η Φότζια, που απέκτησαν βιομηχανικές λειτουργίες χάρη στο πλεονέκτημα ότι διέθεταν άφθονα εργατικά χέρια και καταρχήν λίγο απαιτητικά. Πράγματι αυτή ακριβώς η φυσική δημογραφική πίεση υπαγορεύει τον εποικισμό, στην ουσία τον σημερινό υπερπληθυσμό αυτής της σειράς προπόδων: βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα ανθρώπινο φυτώριο, από το οποίο πολλά άτομα μεταναστεύουν για να εργασθούν στους ποικίλους τομείς δραστηριοτήτων, είτε στη Βόρειο Ιταλία, είτε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως κατά μήκος του άξονα Ρήνου-Μεσογείου από την Ελβετία έως τη Βόρειο Θάλασσα.
ΗΜΙΤΕΛΕΙΣ ΑΞΟΝΕΣ Υπάρχουν στην Ευρώπη και άλλα γεωγραφικά σύνολα τομέων φύσει προνομιούχων λόγω μιας πληθώρας συνδυαζομένων συνθηκών: αγρονομική διαμόρφωση των εδαφών, ευχέρεια επικοινωνίας, συσσώρευση ενεργειακού δυναμικού, ενώ η συγκέντρωση ανθρώπων και δραστηριοτήτων υλοποιείται εδώ κατά τρόπο ασυνεχή: πρόκειται για άξονες ημιτελείς που, μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις, απλώς σκιαγραφούνται. Ο υποαλπικός διάδρομος από τη λίμνη Λεμάν έως τη Βιέννη Η ζώνη των ασβεστολιθικών λόφων της Ελβετίας, που διακόπτεται ενδιαμέσως από ευρείες και όχι πολύ βαθιές κοιλάδες, κληροδότημα των παγετώνων της Τεταρτογενούς εποχής, αποτελεί μεταξύ της Γενεύης και των περιχώρων της λίμνης της Κωσταντίας μια περιοχή με μεγάλη φυσική ιδιομορφία, και πλάτος πενήντα περίπου χιλιόμετρα ανάμεσα στην Ιούρα και τους λεγόμενους «προαλπικούς» ορεινούς όγκους. Περίπου στο μέσον, ως προς το γεωγραφικό μήκος, περιέχεται μια στενή λωρίδα χαμηλών εδαφών, φυσικός διάδρομος επικοινωνίας από τα γαλλικά σύνορα έως το Βόραλμπεργκ και το βαυαρικό οροπέδιο, όπου η πυκνότητα των κατοίκων υπερβαίνει χωρίς διακοπή τους 200 ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο και σε πολλά σημεία ξεπερνά τους 400. Εκατέρωθεν του πυκνοκατοικημένου αυτού αύλακα, υπάρχουν τομείς, οι περισσότεροι αγροτικοί σε πρώτη προσέγγιση, με συγκέντρωση πληθυσμού σαφώς ανώτερη από τον μέσο όρο των αγροτικών περιοχών της δυτικής Ευρώπης. Ωστόσο, όταν κανείς εισχωρήσει στους βαυαρικούς πρόποδες ή στον υποαλπικό διάδρομο της Αυστρίας, που αποτελούν την προέκταση προς ανατολάς της ίδιας φυσικής ζώνης, τα σχετικά με την οργάνωση του χώρου παρουσιάζουν πολύ περισσότερες διακυμάνσεις: οι περιφέρειες με πληθυσμιακή πυκνότητα μεγαλύτερη των 200 κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο δεν σχηματίζουν πλέον μια συνεχή λωρίδα αλλά διαιρούνται σε τμήματα χωριστά μεταξύ τους, με άνιση έκταση, μολονότι είναι ευθυγραμμισμένα στον ίδιο φυσικό άξονα: Λάντσμπεργκ - Άουγκσμπουργκ, το Μόναχο και η περιφέρειά του, Ρόζενχαϊμ, το Σάλτσμπουργκ και η ζώνη των προαστίων του, βιομηχανικοί πυρήνες του Βόκλαμπρουκ στο Λιντς, νησίδες με διάσπαρτους αστικούς οικισμούς γύρω από το Άμστετεν, το Μελκ, το Σανκτ-Πόλτεν και το Κρεμς, κοιλάδα του Δούναβη μεταξύ Τουλν και Βιέννης. Στα διάκενα παρεμβάλλονται περιοχές λιγότερο Digitized by 10uk1s
κατοικημένες, όπου διατηρήθηκε ο αγροτικός κυρίως χαρακτήρας. Η συγκέντρωση ανθρώπων στους ελβετικούς λόφους εξηγείται από ένα συνδυασμό ευνοϊκών δεδομένων συγκρίσιμων με εκείνα των πλέον ευημερούντων τμημάτων του παραρήνιου άξονα. Από εδώ πράγματι προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής προϊόντων διατροφής της Ομοσπονδίας. Ορισμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις επέτυχαν απόδοση κατά επιφάνεια επαρκή, ώστε να είναι συμφέρουσα η χρήση κάθε είδους σύγχρονης τεχνολογίας. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας αναδιάρθρωσης που πραγματοποιήθηκε μάλλον αυθόρμητα και προοδευτικά και όχι αυταρχικά, στο μέτρο που πολυάριθμα στοιχεία του ενεργού πληθυσμού απορροφήθηκαν σε απασχολήσεις του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα: αυτές ανταποκρινόμενες στις καλές συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος και ακόμη περισσότερο σε μιαν εξαιρετική διαθεσιμότητα κεφαλαίων, προσέφεραν υψηλά ημερομίσθια ήδη από το πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα. Αλλά η ίδια εντατικοποίηση της περιφερειακής οικονομίας επέτρεψε σε μέτριες αγροτικές εκμεταλλεύσεις να αποκτήσουν από αλλού, χάρη σε μικτές οικογενειακές δραστηριότητες, τα μέσα για να πραγματοποιήσουν ορισμένες απαραίτητες επενδύσεις ώστε να προχωρήσουν σε μιαν ανταγωνιστική παραγωγή. Όσον αφορά τους πεδινούς πρόποδες των βουνών της Βαυαρίας, καθώς και τις πεδιάδες και τους λόφους της Αυστρίας, μπορεί να γίνει λόγος για εξέλιξη προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά καθυστερημένη και ανολοκλήρωτη καθώς σαφέστερα προχωρούμε ανατολικά. Οφείλουμε, πράγματι, να λάβουμε υπόψη, αφενός, ορισμένες περιφερειακές διαφορές ως προς τη φυσική οργάνωση του κατοικήσιμου χώρου και, αφετέρου, καταναγκασμούς που επέβαλε στην οικονομία το εδαφικό και νομοθετικό πλαίσιο των Κρατών στο τέλος του 19ου αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ου. Στη Βαυαρία η υποαλπική ζώνη, λόγω της απουσίας του Ιούρα, εκτείνεται σε μήκος άνω των 100 χλμ. προς βορρά, και διαμορφώνεται σε επίπεδη ορεινή πεδιάδα που καλύπτεται από χαλικώδεις εναποθέσεις, με εξαίρεση τις προσχωσιγενείς λωρίδες των κοιλάδων οι οποίες απολήγουν στις Άλπεις. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς ότι οι ενδιαφέροντες τομείς εντοπίζονται σε ορισμένους άξονες όπως η κοιλάδα του Δούναβη από την Ουλμ έως το Ρέγκενσμπουργκ, ή ακόμη όπως ο παραδοσιακός δρόμος της Βυρτεμβέργης στην Αυστρία που διέρχεται νοτιότερα, από το Άουσμπουργκ, το Μόναχο και το Σάλτσμπουργκ και ο οποίος σε πολλά σημεία διασταυρώνεται με τα παλαιότερα δρομολόγια της Μεσογείου προς την κεντρική Ευρώπη. Σε αυτή τη βάση η άνοδος της πόλης του Μονάχου στην κατηγορία διαπεριφερειακής μητρόπολης ευρωπαϊκής κλίμακας υπαγόρευσε τον πυκνότερο εποικισμό του βαυαρικού οροπεδίου που την περιβάλλει, χάρη σ' έναν πολλαπλασιασμό απασχολήσεων και εισοδηματικών πόρων που, πέραν των υποαλπικών τομέων, αφορούν επίσης ένα τμήμα της υπαίθρου. Στην Αυστρία η στένωση του υποαλπικού διαδρόμου, που βόρεια περιορίζεται από τα όρη της Βοημίας, δημιουργεί ένα φυσικό πλαίσιο με πολλά χαρακτηριστικά ανάλογα των ελβετικών λόφων. Όμως, η ανάπτυξή του για πολύ καιρό επηρεάστηκε δυσμενώς επειδή αποτελούσε τμήμα μιας εκτεταμένης αυτοκρατορίας, όπου δέσποζαν οι αγροτικές περιοχές με καθυστερημένη οικονομία, με αποτέλεσμα τα διαθέσιμα κεφάλαια για βιομηχανικές εγκαταστάσεις να επενδύονται κατά προτίμηση σε κάποιες ζώνες που συνδύαζαν καλύτερα από εκείνη την ευχέρεια της επικοινωνίας, τη γονιμότητα του εδάφους και την ύπαρξη σημαντικών ορυκτών πόρων: αυτή ήταν η περίπτωση της βόρειας περιφέρειας του βοημικού οροπεδίου, του διαδρόμου Μοραβίας-Σιλεσίας και του αύλακα Μυρτς-Μυρ στις Άλπεις της Στυρίας. Στο Μεσοπόλεμο η υποαλπική περιοχή της Αυστρίας περιελάμβανε ακόμη ένα σύνολο εδαφών σχετικώς πρόσφορων από αγροτική άποψη, όπου, όμως, ο χώρος δεν είχε πλήρως αξιοποιηθεί. Στη χιτλερική κατοχή οφείλεται η εγκατάσταση μεγάλων σιδηρουργικών συγκροτημάτων στο Λιντς. Ακολούθως χρειάστηκε η αμερικανική βοήθεια του τέλους της δεκαετίας 1940, έπειτα η συρροή των ιδιωτικών κεφαλαίων με προέλευση την ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και τέλος οι νέες δυνατότητες εθνικών επενδύσεων, από τα μέσα της δεκαετίας 1950, για να εγκατασταθούν κάθε είδους βιομηχανίες παραγωγής Digitized by 10uk1s
καταναλωτικών αγαθών στην Άνω Αυστρία και στα περίχωρα της Βιέννης, και να αρχίσει μια αναδιάρθρωση της αγροτικής ζωής. Αλλά η εξέλιξη αυτή, που τείνει να προσεγγίσει το ελβετικό πρότυπο, δεν κάλυψε ακόμη όλη την καθυστέρηση σε σχέση με το τελευταίο. Ο άξονας Σιλεσίας-Αδριατικής Μια σειρά ζωνών με προβλήματα τεκτονικής φύσεως, οι οποίες έχουν προσανατολισμό βορειο-ανατολικό, νοτιοδυτικό και βόρειο-βορειοανατολικό, νότιο-νοτιοδυτικό, διαμόρφωσε διαμέσου του ερκυνίου τομέα και νοτιότερα διαμέσου των ανατολικών Άλπεων έναν ασυνεχή διάδρομο, ανισομερώς ευρύ, ο οποίος προαπεικονίζει μια οδό διάβασης ανάμεσα στη γερμανοπολωνική πεδιάδα και την Αδριατική. Η βόρεια είσοδος αντιστοιχεί στη γαιανθρακούχα περιοχή της Σιλεσίας που κατανέμεται μεταξύ της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας: τα χρήσιμα στρώματα της εποχής του Άνθρακα διατηρήθηκαν εδώ χάρη σε ένα τμήμα εδάφους που υπέστη λόγω ρήγματος καθίζηση σε σχέση με τον παλαιό ορεινό όγκο των Σουδητών, ενώ στο άλλο άκρο του διαδρόμου οι πτυχώσεις των Καρπαθίων ανύψωσαν την οροσειρά των Βεσκίων. Λίγο νοτιότερα οι λόφοι της Μοραβίας διαμορφώθηκαν από ιζηματογενείς εναποθέσεις μιας τεκτονικής τάφρου που προσέλαβε κάποια ευρύτητα κατά την Τριτογενή εποχή ανάμεσα στα συμπαγή υψίπεδα του οροπεδίου της Βοημίας και στα Καρπάθια της Σλοβακίας. Στη νότια προέκταση αυτής της λοφοσκεπούς κοιλότητας η καθίζηση εξακολούθησε κατά τη διάρκεια της Τεταρτογενούς εποχής, γεγονός που εξηγεί τη σχετική μονοτονία των προσχωσιγενών πεδιάδων του λεκανοπεδίου της Βιέννης. Εκτός των ορυκτών πόρων, που είναι διάσπαρτοι σε όλο το μήκος του άξονα αυτού, η φύση προσέφερε στους ανθρώπους, από την αρχή της εγκατάστασής τους, εκτεταμένα ξέφωτα, εύκολα καλλιεργήσιμα και γενικώς εύφορα χάρη στην εξάπλωση της επικάλυψης του εδάφους από λαις. Από τη νότια εσχατιά του λεκανοπεδίου της Βιέννης, πέρα από την αλπική δίοδο του Σέμεριγκ (980 μ.), ο άξονας που ανοίγεται προς την κατεύθυνση της Αδριατικής μετατρέπεται στον στενό αύλακα των κοιλάδων Μυρτς και Μυρ, όπου βλέπουμε ένα ευθύγραμμο κομπολόι από μικρές τεκτονικές τάφρους που περιέχουν λιγνίτες της Τριτογενούς εποχής, ενώ το παραπλήσιο βουνό βρίθει από σιδηρομετάλλευμα υψηλής περιεκτικότητας. Πρέπει να διασχίσουμε ένα νέο αυχένα, εκείνον του Νόυμαρκτ (880 μ. υψόμετρο) για να φθάσουμε στο ευρύχωρο λεκανοπέδιο της Καρινθίας, πεδινό κόλπο στο μέσον των ανατολικών Άλπεων και προθάλαμο του Φρίουλι. Ωστόσο, νότια της Βιέννης, μια άλλη ζώνη συγκέντρωσης δραστηριοτήτων και πληθυσμού βαίνει παράλληλα προς τον αύλακα της Στυρίας. Πρόκειται για τους πρόποδες που εκτείνονται μεταξύ Μπούργκενλαντ και Γκρατς: πολλές κοιλάδες πλούσιες σε ορυκτούς πόρους και δασικές καλλιέργειες απολήγουν εδώ σε εδάφη ηλιόλουστα και πρόσφορα για καλλιέργειες υψηλής απόδοσης. Είναι ευνόητο ότι ο διάδρομος αυτός Σιλεσίας-Αδριατικής είχε φύσει τη δυνατότητα να αποτελεί το ανατολικό ομόζυγο του άξονα του Ρήνου. Στην ουσία, η ένταση του εποικισμού δεν συγκρίνεται καθόλου με την αντίστοιχη που χαρακτηρίζει αυτόν τον τελευταίο. Οι περιοχές με μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα, χωρίς συνοχή, εντοπίζονται σε κάποιον αριθμό προνομιούχων τομέων ως προς τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις: οροπέδιο της Σιλεσίας, βόρεια Μοραβία, κέντρο και νότος του λεκανοπεδίου της Βιέννης, κόμβος του Μπρουκ-Λέμπεν στη Στυρία, περιφέρεια του Γκρατς, προαστιανή ζώνη του Κλάγκενφουρτ και του Βίλαχ. Στα διάκενα επανεμφανίζονται τοπία κατεξοχήν αγροτικά, όπου εντούτοις αφθονούν οι μεγάλες κωμοπόλεις, και όπου η πληθυσμιακή πυκνότητα προσεγγίζει και γενικώς υπερβαίνει τους 100 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Πιθανώς το ίδιο το φυσικό πλαίσιο επιβάλλει ορισμένως κάποια έλλειψη συνοχής, στην οποία οφείλεται η ανισομερής ανάπτυξη επιπέδων εκτάσεων, προικισμένων με εύφορα εδάφη, και ο εντοπισμός των ορυκτών κοιτασμάτων. Αλλά πρέπει εξίσου να λάβουμε υπόψη τη θέση του διαδρόμου Σιλεσίας Αδριατικής στην παρυφή των μεγάλων ζωνών με λατιφούντια που σημάδεψαν για αιώνες, και μέχρι πολύ πρόσφατα, την ανατολικο-κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Παρόμοιες δομές διατήρησαν τις συνθήκες αγροτικής υποανάπτυξης, ενώ τα διαθέσιμα κεφάλαια στην παλαιά διπλή μοναρχία Digitized by 10uk1s
επενδύονταν κατά προτίμηση είτε στον γαιάνθρακα της Μοραβίας και στο σίδηρο της Στυρίας (όχι χωρίς ανταλλαγή πρώτων υλών μεταξύ των δύο ζωνών), είτε στο λεκανοπέδιο της Βιέννης. Μόνο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χάρη στην εφαρμογή μιας σύγχρονης ενεργειακής υποδομής καθώς και στην αποδέσμευση οικονομικών διαθεσίμων κατά ποικίλους τρόπους ανάλογα με την περιοχή, τα διάκενα μεταξύ των παλαιών δραστήριων τομέων άρχισαν να πληρούνται με την εγκατάσταση δευτερογενών δραστηριοτήτων (παραγωγή κάθε είδους καταναλωτικών αγαθών) και τριτογενών. Η όψη του τοπίου και οι αλλεπάλληλοι δημογραφικοί χάρτες (για παράδειγμα των ετών 1961 και 1971 στην Αυστρία) εκφράζουν αυτές τις σημαντικές μεταβολές. Αλλά η εξέλιξη, την οποία μόλις σκιαγραφήσαμε, παραμένει και σήμερα ανολοκλήρωτη λόγω των επιβεβλημένων δυσχερειών ως προς τη διακίνηση των εμπορευμάτων και των ανθρώπων ανάμεσα στους τομείς του διαδρόμου που εξαρτώνται, αφενός από μια οικονομία σοσιαλιστική και κρατικοποιημένη και αφετέρου σ' εκείνους που ανήκουν στη φιλελεύθερη οικονομία. Οι μεθοριακές περιφέρειες της Τσεχοσλοβακίας στην Κάτω Αυστρία και της Ουγγαρίας στο Μπούργκενλαντ εμφανίζονται με τις συνθήκες αυτές, σαν ζώνες αγροτικής εξόδου προς όφελος των περισσότερο προνομιούχων τμημάτων του διαδρόμου, για παράδειγμα της περιοχής ανάμεσα στη Βιέννη και την κεντρική Στυρία.
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ Ορισμένες από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης ξεχωρίζουν μέσα στο νεφέλωμα των αστικών οικισμών το οποίο συνθέτουν, σε πολλούς τομείς, οι προνομιούχοι άξονες που προηγουμένως αναφέραμε. Άλλες, αντίθετα, εντοπίζονται σε φαινομενικά σκόρπια διάταξη, μακριά από τις οικονομικές αυτές σπονδυλικές στήλες και σε περιοχές όπου η αγροτική ζωή εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο: τούτο μπορεί να διαπιστωθεί στη νοτιο-δυτική πτέρυγα της ηπείρου (όπου συμπεριλαμβάνεται μεγάλο τμήμα της Γαλλίας), καθώς και ανατολικά του άξονα Σιλεσίας-Αδριατικής. Στην πραγματικότητα οι μητροπόλεις, δηλαδή οι πόλεις που οφείλουν την υπεροχή τους όχι μόνο στην παραγωγή που πραγματοποιούν, αλλά προπάντων στην ικανότητα προώθησης και στις υπηρεσίες υψηλού επιπέδου που εξασφαλίζουν, μπορούν να υπαχθούν σε πολλές κατηγορίες, σύμφωνα με τους τρόπους ανάπτυξής τους: αυτοί εξαρτώνται από βασικές γεωγραφικές συνθήκες, οι οποίες είναι δυνατόν να κλίνουν προς ευνοϊκή ή δυσμενή κατεύθυνση ανάλογα με τις συγκυρίες της ιστορικής εξέλιξης —οικονομικής και πολιτικής— στα διάφορα τμήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Πολιτικές μητροπόλεις εθνικού επιπέδου Τα περισσότερα ευρωπαϊκά Κράτη έχουν πρωτεύουσα που ο σημερινός πληθυσμός της υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο κατοίκους, ακόμη και αν η έκταση του εθνικού εδάφους είναι σχετικώς μέτρια: τούτο ισχύει για την Πράγα, τη Βαρσοβία, το Βουκουρέστι, όπως επίσης για τη Μαδρίτη και τη Ρώμη. Οι διάφορες αυτές πόλεις έχουν ως κοινό στοιχείο μια κεντρική θέση είτε σε σχέση με το σύνολο της χώρας, είτε σε σχέση με την επαρχία που αποτέλεσε τον αρχικό ιστορικό πυρήνα. Η τοποθεσία τους μπορεί να είναι απόρροια ενός συνόλου παλαιών συμβάντων των οποίων τα αποτελέσματα συνέκλιναν στο σημείο αυτό, ή έργο μιας ηγεμονικής βούλησης σχετικά όψιμης, όπως στη Μαδρίτη και το Βουκουρέστι. Πάντως η πρόσφορη γεωγραφική θέση κυρίως καθόρισε τον ηγετικό ρόλο σε εθνική κλίμακα. Στις μέρες μας άλλωστε, οι λειτουργίες του Κράτους προσέλαβαν τέτοια ευρύτητα, τέτοια πολυπλοκότητα και είναι τόσο πανταχού παρούσες, ώστε επηρεάζουν όχι μόνον ως προς τη συγκέντρωση πληθυσμού, αλλά επίσης ως προς τον εντοπισμό και τη φύση των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Η Ρώμη και η Μαδρίτη, πόλεις άλλοτε χωρίς περίχωρα, διέθεταν στην προαστιακή τους ζώνη ελεύθερους χώρους όπου εγκαταστάθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, βιομηχανίες παραγωγής γεωργικών προϊόντων μεγάλης κατανάλωσης και επίσης ειδών υψηλής τεχνολογίας. Παρόμοια ανάπτυξη, σε μεγάλο ποσοστό αυθόρμητη, ωφελήθηκε από την εύνοια των Κρατών. Η ανάλυση αυτή παρουσιάζει διαβαθμίσεις σε ό,τι αφορά Digitized by 10uk1s
τη Ρώμη, της οποίας η περίπτωση είναι περιπλοκότερη από εκείνη της Μαδρίτης, στο μέτρο που σ' όλα αυτά προστίθεται η διεθνής διάσταση μιας πρωτεύουσας της χριστιανοσύνης και της κλασικής παιδείας. Στη Βουδαπέστη, το Κράτος, οργανωτής της οικονομίας συντήρησε συστηματικά τη βιομηχανική ανάπτυξη των αστικών οικισμών, σε αντίθεση με την πλειονότητα των υπολοίπων σοσιαλιστικών χωρών της ανατολικο-κεντρικής Ευρώπης, όπου η ανάπτυξη των εθνικών μητροπόλεων επιβραδύνθηκε (Πράγα, Βουκουρέστι) για λόγους διαπεριφερειακής ισορροπίας. Οικονομικές μητροπόλεις σε ευρωπαϊκή κλίμακα Πρόκειται για πόλεις των οποίων οι λειτουργίες παραγωγής, συντονισμού και προώθησης υπερβαίνουν τα σύνορα της χώρας τους και αντανακλώνται σε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης, ακόμη και πιο πέρα. Κατά τρόπο ενδεικτικό εντοπίζονται είτε στον έναν από τους άξονες μεγάλης πληθυσμιακής πυκνότητας, είτε σε σχετικώς παραπλήσια θέση που επιτρέπει άνετη επικοινωνία με αυτόν. Από τους λιμενικούς οργανισμούς, το Αμβούργο αποτελεί ως προς αυτή την άποψη το επιτυχέστερο παράδειγμα· η περίπτωση του Λονδίνου, πιο σύνθετη, θα εξετασθεί στο τέλος. Στις δύο εσχατιές της υφερκύνιας γραμμής το Μπίρμιγχαμ και το Χάρκοβο, που ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο κατοίκους, αναδύονται μέσα από ένα σμάρι πόλεων (άλλωστε άνισα πυκνοκατοικημένων) ήσσονος σημασίας. Στην πραγματικότητα το μέγεθος του Μπίρμιγχαμ βρίσκεται σε συνάρτηση με τις εμπορικές του σχέσεις σε παγκόσμια κλίμακα, ήδη από δύο περίπου αιώνες. Στο Χάρκοβο οι λειτουργίες παραγωγής υπερισχύουν σε σχέση με εκείνες της οργάνωσης και επικοινωνίας προς όφελος του Κιέβου και της Μόσχας: ωστόσο η οικονομική αυτή μητρόπολη των λεκανοπεδίων του Δνειπέρου και του Ντόνετς, ακτινοβολεί λόγω ορισμένων δραστηριοτήτων της, στο σύνολο της Σοβιετικής Ένωσης. Στον άξονα Ρήνου-Μεσογείου, η αστική ζώνη του Μιλάνου, με τα 3 εκατομμύρια κατοίκους, ευνοήθηκε όχι μόνον, λόγω μιας προνομιούχας γεωγραφικής θέσης, ήδη από την αυγή της ιστορίας, στο σημείο σύγκλισης των οδών που κατεβαίνουν από τις κεντρικές Άλπεις, αλλά επίσης λόγω μιας εξαιρετικής συσσώρευσης πόρων μιας μεγάλης χώρας μετά την πραγματοποίηση της ιταλικής ενότητας. Το Μιλάνο, αφού έγινε ένα από τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης και στηρίχθηκε σε μαζική παραγωγή κάθε είδους, αποτελεί την κεραία της Ιταλίας στα μεγάλα ρεύματα της παγκόσμιας οικονομίας. Τέλος, άλλα τμήματα στους ευρωπαϊκούς άξονες συγκέντρωσης δραστηριοτήτων περιλαμβάνουν, όχι πλέον μια μητρόπολη κυρίαρχη σε σχέση με την περιφέρεια, αλλά συγκροτήματα συμπληρωματικών πόλεων, όπως το σύνολο Ρότερντμαμ-Χάγη-Άμστερνταμ-Ουτρέχτη, ή εκείνο του Ρουρ, ή ακόμη η σαξωνική τριάδα Χάιλε-Λειψία-Δρέσδη. Υπερμητροπόλεις παγκόσμιας κλίμακας Από τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις ορισμένες επέτυχαν τέτοια συγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριοτήτων ανωτέρου επιπέδου ώστε να κατατάσσονται στις πόλεις που κυριαρχούν στον πλανήτη. Προφανώς πρόκειται για παράγωγα της ιστορίας στο μέτρο που είναι πρωτεύουσες ισχυρών Κρατών. Το Παρίσι και η Μόσχα, των οποίων οι οικισμοί με αδιάλειπτο αστικό χαρακτήρα περιλαμβάνουν περίπου 8 εκατομμύρια κατοίκους, οφείλουν την ανάπτυξή τους όχι τόσο στην οικονομική αξία της χώρας τους, αλλά στα αποτελέσματα, που συσσωρεύθηκαν με τους αιώνες, ενός πολιτικού και διοικητικού συγκεντρωτισμού ο οποίος άλλωστε ανταποκρίνεται σε διαφορετικούς τύπους από τη μια στην άλλη περίπτωση. Στο Παρίσι υπάρχει η παρουσία ενός Κράτους του οποίου η πολιτική και οι οικονομικές σχέσεις προσέλαβαν και διατήρησαν παγκόσμια ακτινοβολία παρά τις βαθιές σύγχρονες μεταλλαγές. Εξάλλου η έλλειψη προσαρμοστικότητας ορισμένων επαρχιακών κέντρων, προπάντων δυτικά και νοτιοδυτικά όσον αφορά τις σύγχρονες μορφές ανάπτυξης, αποτελεί στη Γαλλία κληρονομιά του παρελθόντος και συμβάλλει στο να ενισχύει τη συγκέντρωση πόρων γύρω από την πρωτεύουσα. Όσο για τη Μόσχα η ανάπτυξη Digitized by 10uk1s
υπαγορεύθηκε από μια δύναμη που βασίζεται σε απέραντα εδάφη με πόρους που αδιάκοπα αξιοποιούνται κατά τον καλύτερο τρόπο. Αν το Λονδίνο φθάνει σήμερα, μαζί με τα περίχωρα, σε σαφώς ανώτερο επίπεδο πληθυσμιακής συγκέντρωσης, δηλαδή 17 εκατομμύρια κατοίκους, είναι γιατί εδώ πραγματοποιείται ένας εξαιρετικός συνδυασμός ευνοϊκών δεδομένων: ηγετικός πολιτικός ρόλος που το Κράτος και το έθνος άσκησαν στον κόσμο, ισορροπημένο πλέγμα γεωγραφικών συνθηκών στο λεκανοπέδιο του Τάμεση, λιμενική θέση κοντά σε έναν πορθμό, σχεδόν απέναντι στην απόληξη του παραρήνιου άξονα, σε μιαν από τις πλέον πολυσύχναστες θάλασσες του κόσμου. Δύο μητροπόλεις, άλλοτε παγκόσμιας κλίμακας, υπέστησαν αντίθετα τις μεταστροφές της ιστορίας. Το Βερολίνο, που ως προς τον πληθυσμό εξισωνόταν με το Παρίσι πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υποβαθμίσθηκε αισθητά εξαιτίας δυσχερειών, συναφών με το πολιτικό του καθεστώς —διαρκώς προσωρινό— και κυρίως εξαιτίας της διχοτόμησής του μεταξύ δύο αντιπάλων κόσμων. Όσο για τη Βιέννη, γοητευτική πρωτεύουσα —ιδιαίτερα στον τομέα των τεχνών και της παιδείας— βρίσκεται σε αξιόλογη θέση, στην καρδιά της Ευρώπης, σ' ένα σταυροδρόμι εθνών, κατά μήκος του άξονα Σιλεσίας-Αδριατικής, όπου η Ανατολή και η Δύση έρχονται σε επαφή μέσα στις ίδιες συνιστώσες του φυσικού πλαισίου, όπως και στη διαδοχή των γεγονότων της ιστορίας. Αλλά, οι σημερινές συνθήκες μάλλον ορθώνουν φραγμούς, παρά το καθεστώς ουδετερότητας της Αυστρίας. Έτσι η μεγάλη παραδουνάβια πόλη πρέπει να αγωνισθεί για να διατηρήσει κάθε είδους δραστηριότητες οι οποίες της επιτρέπουν να συντηρεί ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους. Στην πραγματικότητα, διαφυλάσσει άθικτο το δυναμικό της ως μητρόπολη παγκόσμιας κλίμακας, και τολμούμε να ελπίζουμε ότι στο μέλλον θα πραγματοποιήσει αυτή τη φυσική τάση.
Digitized by 10uk1s
ΒΙΒΛΙΟ Ι Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ Jacwques-Pierre Millotte
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Οι πρώτοι Ευρωπαίοι και οι παγετώνες της Τεταρτογενούς εποχής Κατά την προϊστορική και πρωτοϊστορική εποχή, δηλαδή περίπου ένα εκατομμύριο χρόνια πριν από τη χριστιανική εποχή, η Ευρώπη δεν αποτελεί ζώνη πρωτογενούς εποικισμού. Οι άνθρωποι που εγκαθίστανται σ' αυτήν προέρχονται κυρίως από τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή, την Ευρασία, χρησιμοποιούν κατά το καλύτερο δυνατόν τις τοπικές φυσικές συνθήκες και επωφελούνται από μεγάλες οδούς επικοινωνίας που διαρθρώνουν το σύνολο της ηπείρου.
Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΘΗΡΑΜΑΤΩΝ Ένα παράρτημα της Αφρικής Οι Αυστραλοπίθηκοι ίσως πέρασαν στην Ευρώπη από την Αφρική, αν και τα σπάνια λαξευμένα όστρακα του Σιλάκ και άλλων τοποθεσιών στον Άνω Λείγηρα θεωρούνται ακόμη αβέβαιες μαρτυρίες. Κατά τον μέσο Πλειστόκαινο, οι Πιθηκάνθρωποι μεταφέρουν πιθανώς από το Μάγκρεμπ την τεχνική των εγχειριδίων, αυτά τα σχεδόν οικουμενικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν δείγματα ενίοτε σοφής τεχνικής, στη διάρκεια της Παλαιολιθικής εποχής. Οι σταθμοί πολλαπλασιάζονται στην Ευρώπη ενώ στα σπήλαια της μεσημβρινής Γαλλίας αντιστοιχούν οι εγκαταστάσεις στις παραποτάμιες κοιλάδες του Σομ και του Τάμεση. Ο μουστέριος άνθρωπος Μαζί με τον άνθρωπο του Νεάρντερταλ, ο μουστέριος πολιτισμός καταλαμβάνει την ελεύθερη από πάγους ευρωπαϊκή ζώνη, από την Αγγλία έως τη Σιβηρία και με μόνιμες εγκαταστάσεις στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Τα εργαλεία διαφοροποιούνται λίγο, ενώ η θηρευτική τεχνική παραμένει η ίδια. Εμφανίζονται πολιτισμικές καινοτομίες: οι καλύβες που καλύπτονται από δέρματα ζώων όπως στη Μόλδοβα της ΕΣΣΔ και τα ταφικά έθιμα όπως στη Λα-Σαπέλ-ω-Σαιν της περιφέρειας Κορέζ και στην Κίικ-Κόμπα της Κριμαίας. Ο πολιτισμός του ταράνδου και η τέχνη του Γύρω στα 35.000 π.Χ. ο Homo sapiens επικρατεί σε όλη την Ευρώπη και οι μετακινήσεις και μεταναστεύσεις προς τις πλέον διαφορετικές κατευθύνσεις πολλαπλασιάζονται, φθάνοντας μέχρι και τη Μεγάλη Βρετανία που ήταν ακόμη ενωμένη με την ήπειρο. Παρά το δριμύτατο ψύχος, στο μακρόχρονο αυτό τέλος του παγετώνα του Βυρμ, που διακοπτόταν ελάχιστα από κλιματολογικές υφέσεις, οι συχνά εξειδικευμένοι κυνηγοί μαμούθ, ρινοκέρων, ίππων και ταράνδων, διαθέτουν λίθινα εργαλεία διαφοροποιημένα και καλύτερα προσαρμοσμένα. Μεταξύ αυτών οι λεπίδες, οι αιχμές, τα κοπίδια που προορίζονται για τη χάραξη, παίζουν σημαντικό ρόλο και συμπληρώνονται από τη χρήση οστέινων εργαλείων όπως τα καμάκια, χωρίς να υπολογίζουμε το τόξο και τα βέλη. Η κινητικότητα των πληθυσμών κάνει περίπλοκο τον ακριβή καθορισμό των πολιτισμικών ομάδων: η ωριγνάσιος οικογένεια πρέπει να συνυπάρχει με τη γραβέτιο οικογένεια ανάμεσα στα 30.000 με 18.000 π.Χ. τόσο στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη όσο και στη δυτική. Οι τοπικές ιδιομορφίες είναι πολλαπλές. Ανατολικά, ο γραβέτιος χαρακτήρας θα διατηρηθεί για πολύ, ενώ στη Γαλλία ανάμεσα στα 18.000 π.Χ. με 15.000 π.Χ. τοποθετείται το μακρόχρονο ενδιάμεσο στάδιο της Σολουτρίου εποχής με ασαφή προέλευση και κύριο γνώρισμα την ανάπτυξη μιας αξιόλογης λίθινης τέχνης. Οι Μαγδαλήνιοι, με επίδοση στο κυνήγι του ταράνδου, υφίστανται τις κλιματολογικές διακυμάνσεις που προκαλούν οι παροδικές αναθερμάνσεις, με Digitized by 10uk1s
συνέπεια αλλαγές στη βλάστηση, και μετακινούμενοι από νότο προς βορρά, καταλαμβάνουν τις πεδιάδες της βόρειας Γερμανίας, τη Δανία, τη μεσημβρινή Σουηδία. Στο τελικό στάδιο της Παλαιολιθικής εποχής καταγράφονται εκπληκτικές πολιτισμικές πρόοδοι, ιδιαίτερα στην κατοικία, με μακρόστενες καλύβες, όπως στο Κοστιένκι της ΕΣΣΔ, αλλά με πολλά δωμάτια. Το σχέδιο είναι ενίοτε κυκλικό. Οι άνθρωποι για να αντιμετωπίσουν το κρύο θάβουν τελείως ή εν μέρει τις καλύβες τους. Στη Μαγδαλήνιο εποχή οι ελαφρές σκηνές ανάλογες με το tipi των ερυθρόδερμων Ινδιάνων πολλαπλασιάζονται. Οι ενδείξεις αυτού του είδους μαρτυρούν ότι οι πληθυσμοί της Ευρώπης τελειοποιούν την κοινωνική τους οργάνωση. Τα γένη αντικαθιστούν την ορδή ώστε να είναι πιο αποτελεσματικά στο κυνήγι μεγάλων θηραμάτων. Μεγαλύτερη αφθονία τροφής, αποτέλεσμα μιας τεχνικής περισσότερο τελειοποιημένης και μιας ισχυρής κοινωνικής δομής, θα έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη μιας ιδεολογίας της οποίας οι πλέον ορατές εκφάνσεις είναι η τέχνη των βράχων στα σπήλαια του Λασκώ και της Αλταμίρα, η φροντίδα του στολισμού, τα ταφικά ή μαγικά έθιμα (λατρεία των κρανίων, ζωγραφισμένα όστρακα). Το τέλος των πάγων και οι συλλέκτες κυνηγοί Η επάνοδος στις σημερινές κλιματολογικές συνθήκες, με κάποια ελαφρά διαφορά, κάνει τον άνθρωπο να προσαρμοσθεί στο νέο περιβάλλον και να μεταβάλει τον τρόπο ζωής. Η άνοδος της στάθμης των ωκεανών προκαλεί στην Ευρώπη την απομόνωση των βρετανικών νήσων και τη διαμόρφωση της Βαλτικής. Αξιοσημείωτο γεγονός είναι ο εποικισμός των βορείων περιοχών από την Αγγλία έως τις χώρες της Βαλτικής, με εγκατάσταση στις παραθαλάσσιες λωρίδες και στους ελώδεις τομείς. Αλλά εξάπλωση των οικισμών είναι ορατή κατά μήκος των ακτών της Σκανδιναβίας προς το Φίνμαρκ και τη Λευκή Θάλασσα αφενός, τη Σκωτία και την Ιρλανδία αφετέρου. Τα φύλα αντλούν πόρους από το κυνήγι του ελαφιού, του ζαρκαδιού και του αγριόχοιρου. Ο σκύλος, όψιμα εξημερωμένος, με καταγωγή πιθανώς το λύκο, συμβάλλει, καθώς και το τόξο και τα βέλη, στον πολλαπλασιασμό της λείας. Ως συμπληρωματικούς πόρους οι φυλές ασκούν την αλιεία, επιδίδονται στη συλλογή διαφόρων αγρίων καρπών, επίσης μαλακίων. Ο τεράστιος σωρός από κοχύλια κατά μήκος των ακτών της Δανίας (Kjokkenmodinger) μαρτυρεί αυτή τη δραστηριότητα, πολύ γνωστή στην ομάδα του Ertebolle. Άλλα βόρεια φύλα κόβουν τα δένδρα και επεξεργάζονται το ξύλο με τη βοήθεια μεγάλων εργαλείων από πυριτόλιθο, όπως τσεκούρια, πελέκεις. Στη δυτική και κεντρική Ευρώπη τα φύλα του Ταρντενουά και της Σωβετέρ εγκαθίστανται σε αμμώδη εδάφη και χρησιμοποιούν εργαλεία πολύ μικρών διαστάσεων και γεωμετρικού σχήματος. Το χειμώνα οι άνθρωποι ζουν πάντα στα σπήλαια, ενώ το καλοκαίρι κατασκευάζουν καλύβες από κλαδιά δένδρων σε σχήμα ωοειδές ή πεταλοειδές και ενίοτε με δάπεδο.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Η Ευρώπη των πρώτων γεωργών Σημαντικές μεταβολές, κυρίως οικονομικής φύσεως, παρουσιάζονται στην Ευρασία και την Αφρική από το 7.500 π.Χ. Η Νεολιθική εποχή αντιστοιχεί με την προοδευτική γενίκευση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Ο άνθρωπος παύει να εκμεταλλεύεται απλώς τους φυσικούς πόρους χωρίς να επιδιώκει να τους αναπαραγάγει και θέλει να εξασφαλίσει αποθέματα για περίπτωση ανάγκης. Οι καινοτομίες της Μέσης Ανατολής Είναι βέβαιο ότι η εξημέρωση του προβάτου και της κατσίκας, ακολούθως του χοίρου και του βοδιού, σε συνδυασμό με τις απόπειρες καλλιέργειας της άγριας κριθής και της σίκαλης χαρακτηρίζουν την περιοχή μεταξύ Μεσογείου και Κασπίας αφενός, Μαύρης Θάλασσας και Περσικού Κόλπου αφετέρου. Τοποθεσίες όπως το Zawi Chemi Shanidar και το Jarmo στο Ιράκ, η Ιεριχώ στην Ιορδανία και άλλοι οικισμοί στην Ανατολία φθάνουν στο στάδιο αυτό ανάπτυξης ήδη γύρω στο 7.000 π.Χ., αλλά χωρίς να γνωρίζουν την κεραμεική. Η φάση της προκεραμεικής Νεολιθικής εποχής είναι επίσης γνωστή στην Ευρώπη, στην Άργισσα-Μαγούλα της Θεσσαλίας. Ο αποικισμός των παραδουνάβιων περιοχών Οι αρχαιότεροι νεολιθικοί πολιτισμοί της Μέσης Ανατολής φθάνουν στις περιοχές που συνορεύουν με την ανατολική Ευρώπη όπου συναντούν σχεδόν παρόμοιες φυσικές συνθήκες, διευκολύνοντας έτσι την υιοθέτηση των νέων τεχνικών. Ένα πρώτο ρεύμα φθάνει στη Θεσσαλία, όπου εμφανίζεται ο πολιτισμός της εγχάρακτης κεραμεικής με αγγεία διακοσμημένα από σχέδια χαραγμένα στον πηλό με τη βοήθεια ενός όστρακου από κάρδιο ή μιας γλυφίδας. Ο πολιτισμός του Σέσκλου παρουσιάζει μικρές οικίες τετράγωνες, με τοίχους από πλίνθινα τούβλα. Οι πρωτοπόροι της Νεολιθικής εποχής φθάνουν ακολούθως στη Γιουγκοσλαβία, Μάλτα, Νότιο Ιταλία, μεσημβρινή Γαλλία και ανατολική Ισπανία. Η βαλκανική χερσόνησος συμμετέχει στην κίνηση αυτή, με τις ομάδες του Starcevo στη Γιουγκοσλαβία, του Körös στην Ουγγαρία. Το εκτεταμένο αυτό σύνολο, εγκατεστημένο μεταξύ των ποταμών Tisja και κάτω Δουνάβεως περί το 5.000 π.Χ., είναι γνωστό από μόνιμα χωριά με καλύβες που έχουν τοίχους από ωμές πλίνθους και δρομίσκους που διαιρούν τον οικισμό. Οι διαδοχικές φάσεις κατεδάφισης και αναδόμησης, διακρίνουν τη διαμόρφωση μιας καλύβας, ένα είδος «tell». Στον υλικό εξοπλισμό των κατοικιών αυτών περιλαμβάνονται γυναικεία αγαλματίδια, πήλινα ή οστέινα, τα οποία ίσως αφορούν κάποια λατρεία γονιμότητας. Αργότερα, γύρω στο 4.000 π.Χ., άλλες κοινότητες που ανήκουν στην παράδοση των πρώτων νεολιθικών αποίκων, καταλαμβάνουν πάντα τα ίδια εδάφη: Πολιτισμός της Vinca στη Γιουγκοσλαβία, του Boian στη Μολδοβλαχία. Οι αγροτικές αυτές κοινότητες φθάνουν αργά στη βορειο-ανατολική Ευρώπη, στα πλούσια εδάφη της μεσημβρινής Ουκρανίας. Οι εκχερσώσεις Η εξάπλωση του νεολιθικού πολιτισμού στην Ευρώπη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις οικολογικές συνθήκες. Οι πρώτοι γεωργοί, με υποτυπώδη εργαλεία, με επίδοση σε εμπειρικές μεθόδους, συχνά εκμεταλλεύονται όσο γίνεται καλύτερα το φυσικό περιβάλλον. Είναι η περίπτωση των Παραδουνάβων, που είναι φορείς αγγείων διακοσμημένων με μοτίβα από εγχάρακτες λωρίδες (ταινιωτή κεραμεική), και οι οποίοι μέσω του Δούναβη και των παραποτάμων της Βαλτικής φθάνουν στη μέση Γερμανία και στην κοιλάδα του Ρήνου, στις Κάτω Χώρες και στη βόρεια Γαλλία. Αλλά, όταν στα Βαλκάνια ή στην Ουγγαρία οι πρωτόγονοι γεωργοί συναντούσαν ένα τοπίο με αραιά δάση ή λιβάδια με τη μορφή στέπας, εδώ θα συγκαταλέξουμε το δάσος που λέγεται μικτός δρυμός και απλώνεται σε προσχωσιγενή εδάφη τα οποία προτιμώνται γιατί είναι ελαφρά και γόνιμα, τότε Digitized by 10uk1s
υλοτομούσαν τα δάση καίγοντας τμήματά τους για να εμπλουτισθεί το έδαφος με τη στάχτη. Έτσι, σιγά-σιγά ξέφωτα ανοίγονται στα δάση, αλλά η γονιμότητα γρήγορα μειώνεται από έλλειψη λιπάσματος και παρά την κοπριά των ζώων που βόσκουν στη χέρσα γη. Η μετατόπιση του χωριού γίνεται αναγκαία· η λόχμη σκεπάζει τον εγκαταλειμμένο τομέα ο οποίος ανανεώνεται με βραδύτητα πριν τον ξανακάψουν. Χωριά, όπως το Μπύλανυ στη Βοημία, μαρτυρούν δέκα περιόδους διαδοχικού εποικισμού, σε διάστημα εξακοσίων έως εννιακοσίων ετών. Τα χωριά Οι παραδουνάβιοι οικισμοί, με περίπου τριάντα σπίτια, συχνά με προσανατολισμό σε συνάρτηση με τους ανέμους που κυριαρχούν, παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ομοιομορφία. Ένας φράκτης από πασσάλους, για να εμποδίζει τα ζώα να περιπλανούνται, περιβάλλει το χωριουδάκι. Ίχνη που βρέθηκαν στις ανασκαφές (τρύπες για πασσάλους, ορύγματα θεμελιώσεων) επιτρέπουν να αποκαταστήσουμε τη γενική όψη των καλυβών. Σε σχήμα ορθογώνιο ή τραπεζοειδές, το μήκος τους κυμαίνεται από 10 έως 30 μέτρα, το πλάτος είναι περίπου 5 μ., ενώ οι διαστάσεις τους έχουν την τάση να μειώνονται με τον καιρό. Πάσσαλοι υποβαστάζουν τη δοκό της δικλινούς στέγης. Οι ξυλοστάτες των πλαγίων τοιχωμάτων, σε ακανόνιστη απόσταση μεταξύ τους, συνδέονται με πλεγμένες επιφάνειες που καλύπτονται από αργιλώδες επίχρισμα (αχυροπηλός). Εξόρυσσαν το απαραίτητο για την κατασκευή χώμα από λάκκους που βρίσκονταν στον περίβολο του χωριού και ακολούθως τους γέμιζαν με απορρίμματα. Εσωτερικά χωρίσματα διαιρούν τις μεγάλες οικίες σε τρία ή περισσότερα μέρη, αλλά ο προορισμός του κάθε δωματίου δεν είναι πάντα εμφανής. Μια μεγάλη οικογένεια (γένος) με περισσότερα από είκοσι άτομα ίσως κατοικούσε το κτίσμα με τους ειδικευμένους χώρους, κοινή αίθουσα, σταύλος, σιταποθήκη ή αποθήκη. Η ύπαρξη μικροτέρων καλυβών στην τελική φάση του Παραδουνάβιου πολιτισμού ίσως μαρτυρεί μεταβολή στις κοινωνικές δομές. Τεχνικές και ανταλλαγές Τα πλέον πρωτόγονα εργαλεία, από λειασμένη πέτρα, χρησιμεύουν για την εργασία της γης και του δάσους. Ένα είδος κυρτών πελέκεων χρησιμοποιούνταν για τσάπες. Πελέκεις-σφυριά τρυπημένοι θα ήταν τα εργαλεία του ξυλουργού. Το χωριό θα ζούσε με πλήρη σχεδόν αυτάρκεια, πράγμα, όμως, που δεν αποκλείει σχέσεις με τις γειτονικές ομάδες και κάποιες σποραδικές ανταλλαγές από μεγάλη απόσταση, όπως η εισαγωγή στην κεντρική και δυτική Ευρώπη μεσογειακών οστράκων. Οι πολιτισμοί αυτοί της Νεολιθικής εποχής —ο πολιτισμός της ταινιωτής κεραμεικής ή ο Παραδουνάβιος— που γεννήθηκαν στο τέλος της 5ης χιλιετίας, εξελίσσονται αργά μέχρι τα μέσα της 4ης χιλιετίας. Έκφραση αυτών των πολιτισμών είναι η ομάδα του Rössen που εξακολουθεί να υφίσταται στην αρχή της 3ης χιλιετίας. Εκτεινόμενη στην κοιλάδα του Ρήνου, στις Κάτω Χώρες, στη βόρεια και ανατολική Γαλλία, είναι φορέας μιας περίεργης κεραμεικής που καλύπτεται από διάστικτες γραμμές σε ποικίλη διάταξη. Η Μεσόγειος και η δυτική Ευρώπη Κατά την τρίτη χιλιετία, ο τρόπος αυτός αγροτικής παραγωγής εξαπλώνεται και επικρατεί στην ηπειρωτική Ευρώπη και γνωρίζει μια εξέλιξη που οφείλεται στην εισαγωγή του χαλκού. Η δυτική Μεσόγειος, ανοιχτή στις επιδράσεις με προέλευση την ανατολική λεκάνη, χρησιμεύει ως σταθμός. Οι πρώτοι άποικοι έφθασαν στη μεσημβρινή Ιταλία, στη Σικελία και στα νησιά Λίπαρι, στη διάρκεια της 5ης χιλιετίας, όπου υπήρχε ο Πολιτισμός της Matera-Capri, και ο οποίος θα εξακολουθήσει να υφίσταται στην τρίτη χιλιετία. Από αυτήν την περιοχή, αλλά ίσως επίσης από την Αδριατική οι φορείς των Αγγείων με τετράγωνους λαιμούς θα στραφούν προς τη Λιγουρία, τη Λομβαρδία, το Πεδεμόντιο. Digitized by 10uk1s
Η προοδευτική επέκταση της ερήμου στη Σαχάρα προκάλεσε την αναχώρηση πληθυσμών προς το Μάγκρεμπ, και διαμέσου του Γιβραλτάρ, προς την Ισπανία (Πολιτισμός της Αλμερίας) ή προς την Πορτογαλία, έπειτα βορειότερα με κατεύθυνση την Καταλωνία. Η κατάκτηση του εσωτερικού Οι μεσογειακές επιρροές δρουν επίσης εκτεταμένα στο Languedoc και στην Προβηγκία, τόπο καταγωγής της Ομάδας του Chassey, που θα φθάσει στην κεντρική Γαλλία, στην κοιλάδα του Ροδανού, στη Βουργουνδία, στον Ιούρα. Οι γεωργοί, που εξακολουθούν να αφιερώνουν σημαντικό μέρος της δραστηριότητάς τους στο κυνήγι, συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τα σπήλαια, αλλά επίσης, ανάλογα με τις περιστάσεις, συγκροτούν χωριά στην πεδιάδα και οχυρωμένους οικισμούς σε υψώματα, ιδιαίτερα σε βραχώδεις πρόποδες. Ένας πολιτισμός, εκείνος του Cortaillod, αναπτύσσεται στη δυτική και κεντρική Ελβετία ήδη από το 3200 π.Χ. Χαρακτηρίζεται από πρωτότυπο τρόπο εγκατάστασης: τους παράκτιους οικισμούς που ιδρύονται στις ακτές των ελβετικών λιμνών. Μια παλαιά ερμηνεία, φυσική απόρροια μέτριων ανασκαφών, υποστήριζε πως οι καλύβες ήταν κτισμένες σε μια εξέδρα την οποία υποβάσταζαν πάσσαλοι πάνω από τη στάθμη του νερού. Στην πραγματικότητα πρόκειται για καλύβες που κατασκευάζονταν σε υγρό έδαφος, με τους πασσάλους βαθιά χωμένους σε σταθερά στρώματα ώστε να παραμένει στέρεο το κτίσμα, που το χώριζε από το έδαφος ένα κενό αέρος. Η φροντίδα της μόνωσης έπαιζε μεγάλο ρόλο, όπως μαρτυρούν επενδύσεις από φλοιούς δένδρων ή δάπεδα σύνθετα από κορμούς και πηλό. Μια λωρίδα αποψιλωμένης γης χώριζε τη λίμνη από τα δάση και προφύλασσε τα πρωτόγονα χωράφια. Επρόκειτο, τελικώς, για ένα ιδανικό περιβάλλον που επέτρεπε το συνδυασμό γεωργικών, ποιμενικών και δασικών δραστηριοτήτων και με συμπληρωματικούς πόρους το κυνήγι και το ψάρεμα. Οι παράκτιοι οικισμοί απαντώνται επίσης στις όχθες ορισμένων αλπικών ιταλικών λιμνών, όπως σε εκείνη του Βαρέζε (Πολιτισμός της Lagozza). Τα νησιά και οι ακτές Την ίδια εποχή, με αφετηρία τη Γαλλία, αρχίζει η εξάπλωση του νεολιθικού πολιτισμού στη νότιο και βορειο-ανατολική Αγγλία. Η ομάδα Windmill Hill έμεινε ονομαστή για τους κυκλοτερείς περιβόλους που κτίζονταν σε μια εδαφική προεξοχή και αποτελούνταν από πολλά αναχώματα και ομόκεντρες τάφρους και των οποίων ο ακριβής προορισμός παραμένει προβληματικός. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του νεολιθικού πολιτισμού στην Αγγλία είναι οι ταφές σε ξύλινους θαλάμους κάτω από επιμήκεις τύμβους που το μήκος τους υπερβαίνει ενίοτε τα 100 μέτρα. Οι τεχνικές Η παρουσία εργαλείων με μεγάλο όγκο, όπως εργαλεία από πυριτόλιθο, κοπίδια, κασμάδες, τσεκούρια, ξέστρα, στην Αγγλία, το Βέλγιο, και στη μισή βόρεια Γαλλία, θέτει πολλά προβλήματα. Ίσως πρόκειται για εργαλεία κληροδοτημένα από ντόπιους μεσολιθικούς πληθυσμούς και τα οποία προορίζονταν για την υλοτομία και τις δασικές εργασίες. Πιο πρωτότυπη, μια τεχνική εξόρυξης πυρίτη θα αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας σε αργιλώδη εδάφη της Αγγλίας, του Βελγίου, του παρισινού Λεκανοπεδίου. Έτσι, για πρώτη φορά, θα αναπτυχθεί εξειδικευμένη δραστηριότητα με μεταφορά και ανταλλαγή μιας πρώτης ύλης, του πυριτόλιθου. Οι Μεγάλιθοι Στο εσωτερικό αυτών των νεολιθικών ομάδων θα διαδοθεί γύρω στο 3000 π.Χ., όπως μαρτυρούν πρόσφατες χρονολογήσεις με ραδιοάνθρακα 14, το έθιμο των ομαδικών ενταφιασμών μέσα σε μεγαλιθικούς τάφους. Το φαινόμενο αυτό επιμαρτυρείται ιδιαίτερα στη δυτική Ευρώπη, όπου Digitized by 10uk1s
υπάρχουν ο θολωτός τάφος με πλακοστρωμένο διάδρομο, ολόκληρος σκεπασμένος από σωρό πέτρες, ο απλός dolmen4 ή με στοά, ο στεγασμένος διάδρομος, ο υπόγειος τάφος που σκάπτεται στο βράχο, στη Σικελία, στη Σαρδηνία και προπάντων στη Μάλτα. Ορισμένοι συνδέουν αυτό το έθιμο με μια κοινή θρησκεία που τα δόγματά της παραμένουν άγνωστα, και η οποία διαδόθηκε στις δυτικές ζώνες της Μεσογείου και στις ακτές του Ατλαντικού μέχρι το τέλος της 2ης χιλιετίας. Ένας συνοπτικός χάρτης κατανομής των μεγαλιθικών μνημείων δείχνει πυκνό εποικισμό της νότιας Ισπανίας, της Πορτογαλίας, των ακτών της Γαλικίας, της Βισκάιας, της Χώρας των Βάσκων, του ορεινού όγκου των Πυρηναίων, της μεσημβρινής, κεντρικής και δυτικής Γαλλίας, των δυτικών ακτών της Αγγλίας και της Σκωτίας, της Ιρλανδίας, της βόρειας Γερμανίας, της Δανίας και της μεσημβρινής Σουηδίας. Τα βαθύτερα αίτια της διάδοσης του περίεργου αυτού ταφικού εθίμου, για την ώρα, παραμένουν άγνωστα: κατάκτηση, μεταναστεύσεις, ειρηνική διείσδυση ως απόρροια εμπορικών σχέσεων μέσω κυρίως του Ατλαντικού ή προπαγάνδας προσυλητισμού. Η ιδέα της χρήσης ομαδικών τάφων έχει αιγαιακή προέλευση, αλλά στην περιοχή του Ατλαντικού πρόκειται για πρωτότυπη προσαρμογή. Αυτή η μεγαλιθική θρησκεία θα είχε τα μνημεία της ή τους ναούς της, τους μονολίθους (menhir) της Βρετάνης, τα μεγαλιθικά ευθύγραμμα μνημεία του τύπου Καρνάκ, τους κύκλους από όρθιες πέτρες. Εγχάρακτες παραστάσεις αφηρημένες ή εικονικές, όπως τα καμπυλόγραμμα μοτίβα ή οι πελέκεις, γυναικείες φιγούρες με το στολισμό τους (αγάλματα-μενχίρ), απαντώνται συχνά σε περίφημα μνημεία, στο Gavrinis της Βρετάνης, στο New Grange της Ιρλανδίας. Οι καθυστερημένες περιοχές Μία περιοχή της Ευρώπης παρέμενε πιστή στις μεσολιθικές παραδόσεις: οι παρυφές της Βαλτικής. Λίγο μετά το 3000, ο νεολιθικός τρόπος παραγωγής αναπτύσσεται εδώ στις κοινότητες που είχαν ίσως επηρεαστεί από τους παραδουνάβιους γείτονές τους. Πρόκειται για την αρχή του Πολιτισμού των κυλίκων. Ο αποικισμός αυτός είναι απόρροια μιας βελτίωσης των κλιματολογικών συνθηκών και ταυτόχρονα τεχνικών τελειοποιήσεων που επέτρεψαν την καλλιέργεια των αργιλο-αμμωδών εδαφών. Ορισμένες ανθρώπινες ομάδες απομονωμένες δεν θα φθάσουν ποτέ στο νεολιθικό στάδιο και ζουν απομονωμένες σε δασικές περιοχές μεταξύ Βαλτικής, Λευκής Θάλασσας και Ουραλίων, αλλά επίσης σε επαφή με πιο εξελιγμένα φύλα, στη Δανία, στις βρετανικές νήσους και ακόμη στην ισπανική Ανατολή (δευτερογενής νεολιθική εποχή).
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III Η Ευρώπη των μεταλλουργών του ορείχαλκου και του σιδήρου Η εμφάνιση του χαλκού Γύρω στα 2000 π.Χ. η νεολιθική οικονομία στην Ευρώπη προσεγγίζει στην πλήρη ανάπτυξή της. Στην καλλιέργεια του σίτου και της κριθής προστίθενται τα όσπρια, οι φακές, τα ρεβύθια, τα φασόλια, η συγκομιδή μήλων, καθώς επίσης η χρησιμοποίηση του λιναριού. Ωστόσο, πολύ καιρό νωρίτερα οι κοινωνίες της αρχαίας Ανατολής γνώριζαν μια ευρύτατη κοινωνικο-οικονομική εξέλιξη. Στην εκτεταμένη αυτή περιοχή η γεωργία, με το να παράγει πλεονάσματα τροφής, επέτρεψε τη σύσταση νέων κοινωνικών κατηγοριών που ασχολούνταν με τη βιοτεχνία, το εμπόριο, ακόμη και με την έρευνα. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι στην Ανατολία, κατά την 7η χιλιετία, επεξεργάζονταν τον καθαρό χαλκό, ότι στην ίδια αυτή ζώνη οι τεχνικές της τήξης και έκχυσης διαπιστώνονται από την 4η χιλιετία. Η έρευνα του μεταλλεύματος του χαλκού, σχετικά σπάνιου, επιβάλλει μια διερεύνηση, μια οργάνωση των μεταφορών και του εμπορίου. Ο σιδηρουργός, ο μεταλλωρύχος γίνονται ειδικοί που δεν εργάζονται πλέον στο πλαίσιο του γένους ή του χωριού, αλλά μετακινούνται σύμφωνα με τις ανάγκες και δεν αποκτούν απλώς κάποια ανεξαρτησία, αλλά βοηθούν στη διάδοση των καινοτομιών και των ιδεών. Τον ίδιο δρόμο θα ακολουθήσουν και άλλοι ειδικοί, ο ξυλουργός, ο αγγειοπλάστης. Έτσι διάφορες εφευρέσεις με προέλευση τη Μικρά Ασία ή τις Ινδίες συνέβαλαν στη μεταλλαγή των κοινωνιών της νεολιθικής Ευρώπης: η ζεύξη του βοδιού, του αλόγου, των όνων, η εμφάνιση του τροχού και του αρότρου, εκείνη του ιστιοφόρου πλοίου γύρω στα 3000, και λίγο αργότερα η γενίκευση του κεραμεικού τροχού. Ένα άλλο φαινόμενο είναι η δημιουργία πόλεων στη Μεσοποταμία, με την εμφάνιση διαφοροποιημένων κοινωνικών κατηγοριών, με την εγκαθίδρυση σταθερής εξουσίας, αφού ο βάρβαρος ηγέτης έγινε βασιλιάς και οι ιερείς διοικητικοί υπάλληλοι. Με πορεία αρκετά ταυτόσημη με εκείνη της εξάπλωσης του νεολιθικού πολιτισμού, οι τεχνολογικές και πολιτισμικές καινοτομίες φθάνουν στην Ευρώπη από τους ίδιους δρόμους. Εισχωρούν στις αγροτικές κοινότητες των οποίων τις οικονομικές και κοινωνικές δομές μεταβάλλουν λιγότερο ή περισσότερο. Απόρροια αυτής της εξέλιξης είναι μια άνιση ανάπτυξη των διαφόρων περιοχών, ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ευχέρεια προσαρμογής που εκδηλώνουν τα φύλα. Για παράδειγμα, ο χαλκός γίνεται γνωστός στις ανθρώπινες ομάδες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης με μεγάλες χρονολογικές διακυμάνσεις. Ανάλογα με τις κατά τόπους συνθήκες, το νέο μέταλλο χρησιμοποιείται λιγότερο ή περισσότερο και τα λίθινα εργαλεία συχνά διατηρούν εξέχουσα θέση στη διάρκεια της Χαλκολιθικής εποχής ή Εποχής του Χαλκού. Αλλά αντίστροφα με τη Νεολιθική εποχή, η αύξηση της εμπορικής κίνησης, που συνδέεται και με άλλα προϊόντα εκτός από τα αντικείμενα πολυτελείας, διευκολύνει και επιταχύνει μια εξέλιξη που από καιρό είχε αρχίσει στην Ανατολή. Η οδός της Μεσογείου Οι δρόμοι διάδοσης του χαλκού ακολουθούν τα δρομολόγια των πρώτων ποιμένων και γεωργών. Η θαλάσσια οδός του Αιγαίου, με αφετηρία την πόλη της Τροίας και κατεύθυνση την Κρήτη, τις Κυκλάδες, την Πελοπόννησο, με ενδιάμεσο σταθμό την Κύπρο, πλούσια σε φλέβες μετάλλου χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μεταλλουργικών εργαστηρίων στη Λέσβο και τη Λήμνο, γύρω στο 2700. Στην Κρήτη γεννιέται ένα εμβρυακό δίκτυο πόλεων (Μινωική περίοδος) κατ' εικόνα του αντίστοιχου της Μέσης Ανατολής. Αυτός ο θαλάσσιος δρόμος καταλήγει στη Μεσόγειο με ενδιάμεσους κατάλληλους σταθμούς, τη Μάλτα, τις Βαλεαρίδες νήσους, τη Σαρδηνία, τη Σικελία, την Κορσική. Στη Μάλτα και στη Σαρδηνία οι πληθυσμοί κατασκευάζουν περίεργους ομαδικούς τάφους, πραγματικά υπόγεια, τα οποία συχνά σκάβονται μέσα στο βράχο με πολλαπλούς θαλάμους, σε περίπλοκο σχήμα όπως στο Hal Saflieni. Digitized by 10uk1s
Παντού σ' αυτούς τους σταθμούς-νησιά αφθονούν τα ανθρωπόμορφα ειδώλια, με θρησκευτική σημασία, αιγαιακής προέλευσης. Πολύ συχνά, οι νέες επιδράσεις είναι περιορισμένες και τα μεταλλικά αντικείμενα σπάνια, όπως στους Πολιτισμούς του Ripoli ή του Rinaldone στη μεσημβρινή και κεντρική Ιταλία. Στην Ιβηρική χερσόνησο, η παρουσία φλεβών χαλκού στη Σιέρα Μορένα καθορίζει την εμφάνιση ενός εξαγωγικού εμπορίου του μετάλλου προς το Αιγαίο. Είναι πιθανόν οι άποικοι με προέλευση την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου να εγκαταστάθηκαν στις χώρες αυτές των πρακτορείων και να προκάλεσαν τη δημιουργία μιας τοπικής βιοτεχνίας. Τα φύλα αυτά ήδη κατασκευάζουν επιμελημένα χάλκινα εργαλεία: επιπέδους πελέκεις, εγχειρίδια, δόρατα, αιχμές βελών, σουβλιά. Κτίζουν επίσης μικρές οχυρωμένες πόλεις, κατά την αιγαιακή παράδοση, που περιβάλλονται με τείχος από ξηρολιθιά με ημικυκλικούς προμαχώνες, όπως στο Λος Μιλάρες της Ισπανίας και στη Βίλα Νόβα του Σαν Πέντρο της Πορτογαλίας. Οι ομαδικές ταφές είναι συνήθεις, αλλά η αρχιτεκτονική των μνημείων, συχνά μεγαλιθικών, παρουσιάζει πολυάριθμες παραλλαγές. Η πιο περίεργη συνίσταται σε ένα πέτρινο θόλο, του οποίου προηγείται ένας μακρύς διάδρομος πρόσβασης. Οι μεταλλωρύχοι της Ιβηρικής χερσονήσου πιθανώς μετανάστευσαν ομαδικά προς την κατεύθυνση του Languedoc, περιοχή πλούσια σε μικρές φλέβες μετάλλου. Η οδός του Δουνάβεως Ένας άλλος δρόμος διείσδυσης του χαλκού στην Ευρώπη ήταν ήδη γνωστός στη Νεολιθική εποχή. Πρόκειται για τον Δούναβη. Πλούσια κοιτάσματα στη Σλοβακία και στην Τρανσυλβανία ευνόησαν τη δημιουργία μιας ντόπιας μεταλλουργίας. Αλλά επιβιώνουν πολυάριθμες πολιτισμικές ομάδες, πάντα πιστές στη νεολιθική οικονομία, και τα χάλκινα αντικείμενα είναι αναλόγως περισσότερα ή λιγότερα. Τα απλά αρχικά κοσμήματα διαδέχονται πρωτότυπα εργαλεία, τσεκούρια-σφυριά ή κυρτοπελέκεις με μία οπή για τη λαβή. Παρά τον φαινομενικό κατακερματισμό των πολιτισμικών περιοχών, μπορούμε να αναγνωρίσουμε πολλά μεγάλα σύνολα. Πρόκειται για την ομάδα του Bubanj-Hum με τοπικά χαρακτηριστικά στη νότια Γιουγκοσλαβία, δυτική Βουλγαρία και νότια Ρουμανία και για εκείνη της Gumelnita στα ανατολικά σύνορα της πρώτης. Τα ζωγραφιστά αγγεία, που απαντώνται επίσης στον πολιτισμό του Διμηνιού στην Ελλάδα, χαρακτηρίζουν και την ομάδα του Tripolje/Cucuteni, από την Τρανσυλβανία έως τον ποταμό Δνείπερο. Οι αγροτικές κοινωνίες χρησιμοποιούν σε συνδυασμό τους πόρους από τα δάση και τις στέπες της Ουκρανίας, αλλά από ενωρίς ασχολούνται με τη βιοτεχνία του χαλκού, υπό την επίδραση των ανατολικών παραδόσεων. Τα χωριά καταλαμβάνουν εδαφικές προεξοχές που προστατεύονται από μία ή δύο τάφρους και χωμάτινα οχυρά. Οι καλύβες, με κυμαινόμενο αριθμό (από 30 έως 50), σχηματίζουν παράλληλες σειρές ή ενίοτε κύκλο ο οποίος περιβάλλει μια κεντρική πλατεία. Πήλινα ομοιώματα οικιών παρέχουν μιαν ιδέα της μορφής των σπιτιών. Τα πολλαπλά χωρίσματα, γνωστά από τον Παραδουνάβιο πολιτισμό, υπάρχουν και εδώ και υπονοούν την παρουσία ενός γένους. Ένα τελευταίο σύνολο των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού στην κεντρική Ευρώπη περιλαμβάνει μια σειρά από τοπικές ομάδες εγκατεστημένες στα εδάφη της Ουγγαρίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Κάτω Αυστρίας, της μεσημβρινής Πολωνίας. Η ύπαρξη πλουσίων φλεβών χαλκού δικαιολογεί την ανάπτυξη, στις κοινωνίες αυτές, μιας βιοτεχνίας με κυμαινόμενη σπουδαιότητα, που συνδυάζεται με τη γεωργία η οποία αρχίζει να χρησιμοποιεί το άροτρο. Αλλά και η κτηνοτροφία την εποχή αυτή έχει μεγάλη σημασία. Αυτή η οικονομική κατάσταση χαρακτηρίζει σαφώς τις ομάδες του Lengyel, Tiszapolgar και Baden. Δυτικότερα, ο χαλκός εισδύει αργά ανάμεσα στις νεολιθικές φυλές. Στην κεντρική Ευρώπη δεν θα μπορούσαμε να διακρίνουμε μεγάλα σύνολα, αλλά μόνον πολύ μικρές πολιτισμικές ενότητες, με Digitized by 10uk1s
επιδράσεις ταυτόχρονα των ανατολικών ή δυτικών τους γειτόνων, όπως οι ομάδες του Aichbühl ή του Vucedol. Στο τέλος της τρίτης χιλιετίας, η οδός του Μπρένερ αρχίζει να χρησιμοποιείται με κατεύθυνση τη βόρεια Ιταλία όπου εγκαθίσταται ο Πολιτισμός του Remedello. Προς τη Δύση Στη δυτική Ευρώπη, παρά τα ανθεκτικά κατάλοιπα της ομάδας του Chassey, σημαντικά σύνολα εμφανίζονται περί τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας: εκείνο του Michelsberg με επίκεντρο τον Ρήνο, και το άλλο του Seine-Oise-Marne στο παρισινό Λεκανοπέδιο, που όμως θα ασκήσει αναμφισβήτητη επίδραση μέχρι τη δυτική Ελβετία (Πολιτισμός του Horgen), τη Βεστφαλία και την Έσση. Οι άνθρωποι της ομάδας Seine-Oise-Marne κατασκευάζουν μεγαλιθικούς τάφους που έχουν τη μορφή εστεγασμένου διαδρόμου και με μία θύρα με οπή, καθώς και τεχνητά σπήλαια-τάφους τα οποία σκάβονται στο σχιστόλιθο. Περίοδος μεταναστεύσεων Μια σειρά γεγονότων που μαρτυρούν μετακινήσεις λαών και διάφορες πολεμικές εκστρατείες προσβάλλουν τη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο και τον αιγαιακό κόσμο γύρω στο 2000 π.Χ. Επιδρομές καταλήγουν στην καταστροφή του βασιλείου της Ακκάδης, των πόλεων της Τροίας, της Τίρυνθας, της Λέρνης. Τα γεγονότα αυτά συχνά καταλογίζονται σε φύλα με γλώσσα συγγενή προς εκείνη των Ινδοευρωπαίων. Οι περίφημοι Χετταίοι ίσως ανήκαν στην οικογένεια αυτή. Σύμφωνα με τους φιλολόγους, μια ευρεία εδαφική έκταση που περιλαμβάνει όλες τις περιοχές γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τους πρόποδες του Καυκάσου και των Ουραλίων κατοικείται από ανθρώπινες ομάδες των οποίων οι γλώσσες έχουν κοινές λέξεις, οι περισσότερες αφορούν στο όνομα ενός ζώου ή φυτού. Στους ίδιους αυτούς λαούς υπάρχει όμοια κοινωνική οργάνωση σε κάστες (πολεμιστές, ελεύθεροι άνδρες) και με έναν εκλεγμένο βασιλιά. Κατά τους αρχαιολόγους, υλικές μαρτυρίες μας προτρέπουν να θεωρήσουμε τις παρυφές της Μαύρης Θάλασσας ως τον τόπο καταγωγής των Ινδοευρωπαίων. Στην Υπερκαυκασία, στην περιοχή της λίμνης Βαν, καθώς και στην Καυκασία, στην κοιλάδα του Κουμπάν, οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τα πλούσια ορυχεία του χαλκού στον Καύκασο και κατασκευάζουν αξιόλογα όπλα, δόρατα, εγχειρίδια, πολεμικούς πελέκεις. Θάβουν τους νεκρούς σε πολλαπλούς τάφους, ένα είδος οικίας από κορμούς δένδρων που επικαλύπτεται από έναν τύμβο ή Κοurgane. Τα ίδια ταφικά έθιμα, με αισθητές παραλλαγές, απαντώνται στην Ευρώπη, από τον Δούναβη έως τη Βαλτική. Πολύ συχνά μέσα στον τάφο το σώμα του πολεμιστή συνοδεύεται από έναν πέλεκυ με κομψό περίγραμμα ή από κεραμεικό σκεύος διακοσμημένο με σχέδια που έχουν γίνει με σχοινάκι. Για τον λόγο αυτό οι αρχαιολόγοι χρησιμοποιούν τις εκφράσεις, Πολιτισμός των πολεμικών πελέκεων ή Πολιτισμός της εσχοινωμένης κεραμεικής. Στην πραγματικότητα, μεταναστευτικές κινήσεις μακράς εμβέλειας πραγματοποιήθηκαν γύρω στο 2000 προς ποικίλες κατευθύνσεις, με αφετηρία τις ασιατικές στέπες και για διάφορους και λίγο γνωστούς λόγους: δημογραφική πίεση, αναζήτηση βοσκοτόπων, κλιματολογικές διακυμάνσεις. Ο βίαιος χαρακτήρας αυτών των εκστρατειών δεν βεβαιώνεται, ενώ πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο της αφομοίωσης. Αυτά τα φύλα ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, νομαδικής ίσως μορφής. Πάντως, οι διαστάσεις των νεκρικών οικιών, μίμηση της κατοικίας των ζωντανών (5x5 μ.), διαφέρουν από τις αντίστοιχες των παραδουνάβιων καλυβών. Τα καταλύματα αυτά με ένα μόνο δωμάτιο θα ταίριαζαν σε μικρή οικογένεια. Οι τάφοι ίσως ανήκαν σε αριστοκρατία πολεμιστών. Τα κύρια μεταναστευτικά ρεύματα κατέληξαν στην κεντρική Ρωσία (Πολιτισμός του Fatyanovo), στην Ουκρανία, στα Βαλκάνια και στην κοιλάδα του Δούναβη, στη Σαξωνία, και στη Θουριγγία, στις ακτές της Βαλτικής μέχρι τη Δανία και τη Σουηδία και τέλος, στις Κάτω Χώρες. Μια άλλη σειρά μεταναστεύσεων της ίδιας φύσεως και σχεδόν σύγχρονη εμφανίζεται: εκείνη των Digitized by 10uk1s
λαών με τα κωδωνόσχημα αγγεία. Το σκεύος που χαρακτηρίζει τους πληθυσμούς αυτούς συνίσταται σε ένα περίεργο ρητό, που εναποθέτουν στους τάφους, σε σχήμα κώδωνος και που ίσως χρησίμευε ως αγγείο σπονδών για την μπύρα, το γάλα. Το τόξο χρησιμοποιείται πολύ από αυτούς τους γεωργούς και κτηνοτρόφους βοδιών, προβάτων και χοίρων, οι οποίοι ενίοτε έκτιζαν μικρούς περιβόλους (Kraal). Οι θεωρητικοί τους βλέπουν ως ανιχνευτές φλεβών χαλκού, ως πλανόδιους εμπόρους. Με τις μετακινήσεις τους συνέβαλαν πολύ στη διάδοση της μεταλλουργίας στη Δυτική Ευρώπη. Με αφετηρία τα περίχωρα της Σεβίλλης και της νότιας Πορτογαλίας θα φθάσουν, μέσω θαλάσσης, στις ακτές του Ατλαντικού, τη Μεγάλη Βρετανία, τις Κάτω Χώρες. Διαμέσου της Καταλωνίας, του Languedoc, των κοιλάδων του Ροδανού και του Ρήνου έφθασαν, γύρω στα 2000 π.Χ., στη Γερμανία και ακόμη στην Τσεχοσλοβακία. Στις τελευταίες αυτές περιοχές συνάντησαν τους φορείς της εσχοινωμένης κεραμεικής και των πολεμικών πελέκεων. Απόρροια είναι μια συγχώνευση και ευρεία κίνηση επιστροφής, περί το 1800, μέσω των ιδίων οδών, με κατεύθυνση τη νότια Γαλλία, την κεντρική Ισπανία, τη βόρεια Ιταλία, τη Σαρδηνία και τη Σικελία. Η εμφάνιση του ορείχαλκου Ο ορείχαλκος, επίσης δάνειο από τους πολιτισμούς της Μέσης Ανατολής, με ανθεκτικότητα μεγαλύτερη από εκείνη του χαλκού, επιτρέπει την κατασκευή πιο στερεών αντικειμένων. Επιπλέον, τεχνικές καινοτομίες, πολλαπλές εφευρέσεις επιφέρουν αδιάκοπη ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Το γύρωμα που χρησιμοποιείται στις λαβές των όπλων, η εξέλιξη στο σύστημα του στειλεού των πελέκεων, ο πολλαπλασιασμός των μεταλλικών κοσμημάτων, η υιοθέτηση του ξίφους και του μαχαιριού είναι μερικά παραδείγματα ανάμεσα σε πολλά άλλα. Βέβαια, η γεωργία και η κτηνοτροφία παραμένουν η κύρια απασχόληση, αλλά το άροτρο διευκολύνοντας την αγροτική εργασία περιορίζει κάπως τον οικονομικό ρόλο της γυναίκας. Ωστόσο, στον τομέα της καλλιέργειας των φυτών μεσολαβούν σημαντικές καινοτομίες. Το ουσιώδες όσον αφορά τις κοινωνίες της Εποχής του Ορείχαλκου είναι η επεξεργασία και η μεταφορά των μεταλλευμάτων (χαλκός, κασσίτερος και χρυσός) συνήθως με τη μορφή ράβδων, ενίοτε με τη μορφή ετοίμων προϊόντων. Οι κάτοχοι φλεβών μετάλλου, οι φύλακες των δρόμων αποκτούν σοβαρή σημασία. Από όλους αυτούς τους παράγοντες που τείνουν στη συνεχή αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων πηγάζουν κοινωνικές μεταβολές και επίσης νέες θρησκευτικές συνήθειες. Η Ευρώπη, χωρίς να διακόπτει τις σχέσεις της με την Ασία ή την Αφρική, φανερώνει το πρόσωπό της. Ένας γενικός χάρτης της Εποχής του Ορείχαλκου εξακολουθεί να δίνει την εντύπωση κάποιου κατακερματισμού, αλλά ήδη εμφανίζονται μεγάλα σύνολα που προαπεικονίζουν ορισμένους ιστορικούς λαούς: Γερμανούς, Κέλτες, Σλάβους. Είναι δύσκολο να χαράξουμε την εξέλιξή τους μέσα στο πολύ αυστηρό πλαίσιο των παραδοσιακών χρονολογικών διαγραμμάτων. Οι ακμαίοι πολιτισμοί των μετάλλων Ο Πολιτισμός του Unetice έχει επίκεντρο τη Βοημία αλλά καλύπτει μια εκτεταμένη ζώνη από τη νότιο Γερμανία έως την Πολωνία. Παρουσιάζει πρωτότυπα χαρακτηριστικά κατά περιοχές, αλλά πιθανώς αποτελεί ένα από τα κέντρα προέλευσης της μεταλλουργίας στην Ευρώπη, το οποίο, από το 1800, θα συγκεντρώσει πλανόδιους σιδηρουργούς με καταγωγή την Ανατολία ή το Αιγαίο και ικανούς να χρησιμοποιήσουν τους τοπικούς ορυκτούς πόρους. Η ζώνη του πολιτισμού αυτού οριοθετείται στο νότο από ένα άλλο αρχαιολογικό σύνολο, γνωστό τυπολογικά από καρφίτσες με περίεργα σχήματα που κόβονται στο φύλλο του ορείχαλκου και από περιδέραια με περιτυλιγμένα άκρα. Αυτή η οντότητα περιλαμβάνει πολλές όψεις: εκείνη του Kisapostag (Ουγγαρία και Γιουγκοσλαβία), εκείνη του Straubing (Βαυαρία), εκείνη του Ροδανού (μεσημβρινή Ελβετία και Ιούρας). Οι μεταλλουργοί αυτοί χρησιμοποίησαν τα χαλκοφόρα κοιτάσματα του συγκροτήματος των Άλπεων.
Digitized by 10uk1s
Αριστοκράτες και υποτελείς πληθυσμοί Μια άλλη όψη της κοινωνίας των αρχών της Εποχής του Χαλκού είναι ο Πολιτισμός του Ουέσσεξ στη μεσημβρινή Αγγλία, ο οποίος παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με τον πολιτισμό των αρμορικανών τύμβων. Κάτω από τεράστιους σωρούς λίθων ανακαλύπτεται μια ηγεμονική ταφή με πλούσια κτερίσματα. Αυτά τα μνημεία ίσως ανήκαν σε κάποια ηγεμονική αριστοκρατία που, με προέλευση τη Βρετάνη, θα είχε υποτάξει τον ντόπιο πληθυσμό (Πολιτισμός των τεφροδόχων υδριών). Οι ηγεμόνες αυτοί υπήρξαν κυρίως έμποροι. Τέλος, μια μετανάστευση οδήγησε αυτό το λαό προς τις Κάτω Χώρες και το Βέλγιο (Πολιτισμός του Hilversum και του Drakenstein). Στην υπόλοιπη Ευρώπη η κατάσταση είναι σαφώς λιγότερο ευκρινής. Η σφραγίδα που κατέλιπαν οι φορείς των κωδωνόσχημων αγγείων είναι έκδηλη στη Μεγάλη Βρετανία και προπάντων στην Ιρλανδία όπου άνθισε μια πλούσια τέχνη του χρυσού και του ορείχαλκου. Από αφομοίωση με τους νεολιθικούς γεωργούς θα γεννηθεί ο Πολιτισμός των Αγγείων τροφής. Οι ίδιοι αυτοί λαοί ανεγείρουν τους περίεργους κυκλοτερείς ναούς από όρθιες πέτρες, όπως το Stonehenge και το Avebury, που ίσως είναι μνημεία αφιερωμένα σε κάποια λατρεία των άστρων, ιδιαίτερα του ήλιου. Η ίδια επίδραση των φορέων των κωδωνόσχημων αγγείων είναι εξίσου αισθητή στην κοιλάδα του μέσου Ρήνου (Πολιτισμός του Adlerberg) και προπάντων στη μεσημβρινή Ισπανία όπου η ομάδα του El-Argar, που εκμεταλλεύεται τους τοπικούς πόρους, κατασκευάζει επιμελημένα όπλα, όπως τα δόρατα με πλατιά αιχμή και ενίοτε ενταφιάζει τους νεκρούς σε ωοειδή πιθάρια. Η μέση Εποχή του ορείχαλκου και οι τύμβοι Γύρω στα 1500 σε όλη σχεδόν την εδαφική επικράτεια του Πολιτισμού του Knetice, από την Αλσατία έως την Τσεχοσλοβακία και από τις Άλπεις έως τη Βόρεια Γερμανία, γεννιέται με ειρηνική εξέλιξη ο Πολιτισμός των τύμβων της ορειχάλκινης εποχής, ο οποίος πιθανώς προαπεικονίζει τον κελτικό κόσμο. Οι περιφερειακές όψεις αυτού του πολιτισμού, γνωστές από τις διαφορές στα σκεύη, είναι πολυάριθμες, αλλά τα ταφικά έθιμα παραμένουν αμετάβλητα. Το σώμα του νεκρού ξαπλώνεται κάτω από πέτρες και επικαλύπτεται από έναν τύμβο. Τα κοσμήματα διευκολύνουν τη διάκριση των φύλων. Ας σημειωθεί ότι σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, στην ανατολή όπως και στη δύση, οι νεκροί θάβονται με συνεσταλμένα μέλη ή σε εμβρυακή στάση. Η κατάσταση παρουσιάζεται πολύ περισσότερο συγκεχυμένη στις παραδουνάβιες και βαλκανικές περιοχές, κατά την Εποχή του Ορείχαλκου μεταξύ του 1700 και του 1200, λόγω ενός εδαφικού διαμελισμού, ήδη αισθητού από τη Νεολιθική Εποχή. Ομάδες όπως εκείνη του Bubanj/Hum στη Γιουγκοσλαβία, καθώς και μια σειρά πολιτισμικών οντοτήτων κατέχουν τους παρόχθιους τομείς του μέσου Δούναβη, όπου τα κατάλοιπα αγροτικών χωριών σχηματίζουν πραγματικούς γεώλοφους ή «tells». (Πολιτισμός του Nagyrev και Perjamos). Υπήρχαν σχέσεις με την Ανατολία και την Ελλάδα. Μια βραδεία εξέλιξη θα καταλήξει στη γέννηση πολιτισμικών ομάδων με έγκρουστη κεραμεική, με εγχάρακτα κοσμήματα που γεμίζονται με λευκωπή ζύμη και διαδίδονται από την Ουγγαρία έως τη Βουλγαρία και τη Μολδαβία (Πολιτισμός του Dubovac, Otomani, Monteoru). Ανατολικότερα, στο έδαφος της ΕΣΣΔ, οι κατεστημένες παραδόσεις των φορέων των πολεμικών πελέκεων, με προέλευση τις ασιατικές στέπες, θα επιβιώσουν για πολύ καιρό. Ο Πολιτισμός του Fatyanovo, ήδη γνωστός στην κεντρική Ρωσία, συγγενεύει με εκείνον των Τάφων σε κατακόμβες, με ωοειδείς και πολλαπλούς νεκρικούς θαλάμους που σκάβονται στο έδαφος και στερεώνονται με πασσάλους. Γύρω στα 1500, μια εξέλιξη στην περιοχή μεταξύ Κασπίας και Μαύρης Θάλασσας αντιστοιχεί στην άφιξη φυλών από την ανατολή. Πρόκειται για τον Πολιτισμό των «ξύλινων τάφων». Ένα σπουδαίο πρόσωπο, πιθανώς σημαντικός αρχηγός, τοποθετείται κάτω από ένα είδος κατασκευής με ξύλινες δοκούς. Ολόγυρα υπάρχουν πλούσιες προσφορές χρυσών αντικειμένων ή ζώων και ταφές ατόμων που συνήθως θυσιάζονταν για την περίσταση. Η παρουσία εξαρτημάτων ιπποσκευής, όπως χαλινάρια, καθώς και η ύπαρξη αρμάτων, ίσως ανταποκρινόταν στην εισαγωγή ενός είδους μάχης Digitized by 10uk1s
με ιππείς, προγόνους των Σκυθών. Ο ίδιος αυτός τύπος ηγεμονικών τάφων απαντάται στη μεσογειακή Λεκάνη. Στην Κρήτη, μια εμβρυώδης αστυφιλία χαρακτηρίζει τη Μινωική εποχή, όταν έφθασε στο απόγειό της, και εκδηλώνεται με την κατασκευή ανακτόρων, μικρών —άλλωστε— διαστάσεων, στην Κνωσό και τα Μάλλια, αλλά επίσης με θαλάσσια κυριαρχία στις Κυκλάδες. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, επιδρομές με προέλευση την κεντρική Ευρώπη καταλήγουν από το 1600 στη γέννηση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού και των αριστοκρατικών του δομών, όπως το επιμαρτυρούν οι «βασιλικοί» τάφοι με τα πολύ πλούσια κτερίσματα. Ενώ διαρκούσε ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, ασκήθησαν επιρροές προς την κατεύθυνση της Σικελίας όπου η Εποχή του Ορείχαλκου αρχίζει αρκετά αργά. Ιδιομορφία της Ιταλίας Στην κεντρική Ιταλία, ο Πολιτισμός των Απεννίνων δέχεται μικρή επίδραση της μεταλλουργίας, ενώ στο βορρά η συμβολή των αλπικών και παραδουνάβιων περιοχών παίζει μεγάλο ρόλο. Η ομάδα του Remedello επιβιώνει έως την πρώτη Εποχή του Ορείχαλκου, αφού αντικαταστάθηκε από πολιτισμούς που έχτιζαν παρόχθιους οικισμούς: πολιτισμός της Pojada στις λομβαρδικές λίμνες, εκείνος της Terramare στην πεδιάδα του Πάδου. Στην περιοχή αυτή υπάρχουν λιμναία χωριά, σχήματος τραπεζοειδούς, που περιβάλλονται από μια τάφρο, με καλύβες σε παράλληλες σειρές. Μια λαμπρή σκανδιναβική μεταλλουργία Στις μεγάλες πεδιάδες της βόρειας Ευρώπης και στη Σκανδιναβία θα γεννηθεί μια εκπληκτική βιοτεχνία ορειχάλκου, που χαρακτηρίζεται από την ποικιλία και την ποιότητα των προϊόντων της. Στις ίδιες αυτές επαρχίες, τα ταφικά έθιμα εμφανίζουν μεγάλη ομοιογένεια: οι ενταφιασμοί και οι αποτεφρώσεις γίνονται κάτω από πελώριους τύμβους. Το ευρύ αυτό αρχαιολογικό σύνολο ίσως αντιστοιχούσε στους Γερμανούς. Το πλέον αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι αναπτύχθηκε μια βιοτεχνία ορειχάλκου σε περιοχές που στερούνταν το μέταλλο. Το εμπόριο επέτρεψε αυτό το θαύμα. Οι αυξημένες εμπορικές ανταλλαγές Έτσι, ανταλλαγές όχι μόνον εμπορευμάτων, αλλά ανθρώπων και ιδεών, συγκόλλησαν τα κομμάτια αυτού του μωσαϊκού. Οδοί βορρά-νότου αποκατέστησαν επαφές μεταξύ της βόρειας Ευρώπης και του μεσογειακού κόσμου, ιδιαίτερα με το Αιγαίο που χρησίμευε ως ενδιάμεσος σταθμός μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας. Τα δρομολόγια ακολουθούσαν τους άξονες Ροδανού-Ρήνου, Έλβα-Μπρένερ, Αξιού-Μοράβα. Από τις ακτές της Βαλτικής προερχόταν το κεχριμπάρι, από το Νότο ο χαλκός ή έτοιμα προϊόντα. Η εμπορική κίνηση υπήρξε σημαντική κατά τη μυκηναϊκή εποχή, και χάνδρες από κεχριμπάρι που ανακαλύφθηκαν στην Πελοπόννησο και τη Νότιο Γερμανία σηματοδοτούν αυτά τα ίχνη. Ένα άλλο δρομολόγιο, με αφετηρία την Κρήτη και την Ελλάδα, έφθανε στον κόλπο του Λέοντος και από την Νωρούζ έως την Γκαρόν και τον Ατλαντικό. Από εκεί πρέπει να περνούσε ο δρόμος του κασσίτερου με αφετηρία την Κορνουάλλη, αλλά επίσης χρησιμοποιήθηκε και η κοιλάδα του Λείγηρα. Η εμπορική διακίνηση κατέληγε στη μεσημβρινή Αγγλία, στην περιοχή του Πολιτισμού του Ουέσσεξ. Εδώ, οι κάτοικοι ήλεγχαν τους δρόμους που οδηγούσαν στην Κορνουάλλη, καθώς επίσης και εκείνους διαμέσου των οποίων ο χρυσός και ο κασσίτερος προωθούνταν από την Ιρλανδία προς το Στενό του Καλαί και τη μεγάλη πεδιάδα της βόρειας Ευρώπης. Ισχυροί αρχηγοί Σύμφωνα με όσα αναφέραμε προκύπτει η σημασία των λαών που ήταν εγκατεστημένοι σε σταυροδρόμια, στη Σαξωνία και τη Θουριγγία για παράδειγμα, και οι οποίοι ταυτόχρονα ήλεγχαν Digitized by 10uk1s
τους δρόμους βορρά-νότου και ανατολής-δύσης προσκομίζοντας κέρδη από την εμπορική διακίνηση. Από εδώ πιθανώς απορρέει ο πλούτος ορισμένων τοπικών ηγεμόνων, των οποίων οι νεκροί βρέθηκαν να περιβάλλονται από πλούσιες προσφορές και θαμμένοι κάτω από πελώριους τύμβους. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες δεν μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε τη δομή αυτών των κοινωνιών. Το περισσότερο που μπορούμε να διακρίνουμε είναι η ύπαρξη μιας αριστοκρατίας πολεμιστών. Στις ανασκαφές των χωριών, καμιά οικία αρχηγού, καμιά προνομιούχα διαμονή δεν στάθηκε δυνατό να επισημανθεί με βεβαιότητα στην κεντρική και δυτική Ευρώπη. Τα «Πεδία Υδριών» και οι μεταναστεύσεις Η πρώτη και η μεσαία φάση της Εποχής του Ορείχαλκου, μεταξύ 1700 και 1200 π.Χ., πρέπει να θεωρηθεί περίοδος σταθερότητας. Από το 1200 περίπου η κατάσταση μεταβάλλεται: αφενός, γενικεύεται το έθιμο της καύσης των νεκρών και η τέφρα εναποτίθεται σε υδρίες που θάβονται μέσα στη γη και συγκροτούν εκτεταμένες νεκροπόλεις. Αφετέρου, μετακινήσεις λαών πολεμικού χαρακτήρα, οι περισσότερες με προέλευση το Λεκανοπέδιο του Δούναβη, θα καταλήξουν στην πτώση της μυκηναϊκής ισχύος, στην καταστροφή της Αυτοκρατορίας των Χετταίων, στην επιδρομή στην Αίγυπτο (Λαοί της θάλασσας). Άγνωστα παραμένουν τα αίτια αυτών των μεταβολών και μεταναστεύσεων. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την αναζήτηση του τόπου καταγωγής αυτών των αναταραχών. Ίσως θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε το σημείο αφετηρίας στην αρχή του 13ου αιώνα, στο λεκανοπέδιο του μέσου και κάτω Δούναβη. Γύρω στις αρχές του 13ου αιώνα κάποια μετανάστευση θα παρέσυρε φυλές μεταξύ Έλβα και Βιστούλα, άλλες στη Νότια Γερμανία, στο διάδρομο Ροδανού-Ρήνου, άλλες πάλι προς την ιταλική χερσόνησο. Από τον 11ο αιώνα διαπιστώνεται γενική σταθερότητα που θα διαρκέσει περίπου έως το 800. Η ονομασία της περιόδου, Πεδία Υδριών, που ανακαλεί στη μνήμη το κύριο ταφικό έθιμο, αντιστοιχεί στο τελικό στάδιο της Εποχής του Ορείχαλκου. Τα μεγάλα σύνολα Από την εμφανή αυτή αναταραχή απορρέει η διαμόρφωση μεγάλων συνόλων: 1) εκείνο της Ουγγαρίας, των Καρπαθίων και των Βαλκανίων. 2) η ομάδα της Λουσατίας στο βορρά, με οχυρωμένα χωριά, όπως το Μπισκούπιν στην Πολωνία. Από την ομάδα αυτή ίσως κατάγονται οι Σλάβοι των ιστορικών χρόνων. 3) Οι τσεχοσλοβακικές ομάδες του Knoviz, Milavce και Velatice. 4) Η δυτική ζώνη, πιθανώς προκελτική, με πολλαπλές κατά τόπους οντότητες, όπως εκείνες της Φραγκωνίας, του Ρήνου-Ελβετίας, του Μαιν-Σουάμπ, του κάτω Ρήνου, του Τυρόλου-Ανατολικής Γαλλίας, Καταλονίας, Αραγωνίας. 5) Στην Ιταλία οι επιρροές της κεντρικής Ευρώπης γίνονται αισθητές στη Λομβαρδία, στην Εμιλία, σε ήδη αρχαίους πολιτισμούς, όπως εκείνος των Terramare και ακολούθως θα προκαλέσουν τη γέννηση της ομάδας της Villanova, προς την περιοχή της Μπολώνια. Αλλά αυτή η δραστηριότητα εξασθενίζει βαθμιαία προς νότο και προπάντων στα νησιά όπου επιβιώνουν οι επιδράσεις της κεντρικής και ανατολικής Μεσογείου. Αυτή είναι η περίπτωση του νουραγικού Πολιτισμού στη Σαρδηνία. Ας σημειωθεί ότι οι περιοχές του Ατλαντικού από την Πορτογαλία έως τις βρετανικές νήσους θα εξαιρεθούν από αυτές τις μετακινήσεις. Μια περίοδος ευμάρειας και σταθερότητας Είναι περίπου βέβαιο ότι οι τελικές φάσεις της Εποχής του Ορείχαλκου συμπίπτουν στην Ευρώπη με αύξηση του πληθυσμού, η οποία έχει ενδεχομένως σχέση με μιαν ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής. Η γενίκευση του οργώματος είναι σαφής και ίχνη από αυλάκια ανακαλύφθηκαν κάτω από τύμβους στη βόρεια Ευρώπη. Παντού επίσης αναπτύσσεται η μεταλλουργία του ορείχαλκου, προπάντων στις παραδουνάβιες περιοχές. Η κατασκευή όπλων, ξιφών και μαχαιριών, θωράκων και Digitized by 10uk1s
περικεφαλαίων τροφοδοτεί ένα σημαντικό εμπόριο που συχνά κατευθύνεται προς τις ακτές της Βαλτικής. Το ίδιο ισχύει για τα κοσμήματα, ιδιαίτερα τα βραχιόλια, τις καρφίτσες, τις πόρπες και τις ζώνες. Το χωριό και η οικία Κάποια καινοτομία υπάρχει επίσης στην κατοικία. Τις περισσότερες φορές, το χωριό έχει μικρή έκταση και περιλαμβάνει περίπου δεκαπέντε καλύβες. Οι οικισμοί με εκατό οικίες, όπως στο Μπισκούπιν (Πολωνία), αποτελούν εξαίρεση. Αν και υπάρχουν πολλοί τύποι οικιών, απαντώνται ανάμικτοι σε όλη την ήπειρο. Οι κάθετοι πάσσαλοι υποβαστάζουν τη στέγη και η κατασκευή των τοίχων ποικίλλει: ελαφρές καλαμωτές, σανίδες ή οριζόντιοι κορμοί δένδρων. Γενικώς, οι διαστάσεις των κτισμάτων μειώνονται σε σχέση με τη Νεολιθική Εποχή. Οι ορθογώνιες οικίες έχουν μήκος μέχρι 12μ., με 4 έως 7 μ. πλάτος, όπως στο Πέρλεμπεργκ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Καμιά φορά διακοσμούνται με αψίδα ή πρόστυλο. Το σχήμα U των καλυβών του Μπουχάου στη Βυτεμβέργη ίσως αντιστοιχούσε σε αγροικίες των 15-25 μ. περίπου, με μία μόνο στέγη, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε το χαρακτήρα των έξι διαμερισμάτων που πιθανώς προορίζονταν για κατοικία και φιλοξενία. Στις βρετανικές νήσους απαντώνται συχνά οι κυκλικές καλύβες. Στη Μεσόγειο, στη μεσημβρινή Ιταλία, ωοειδείς ή υποορθογώνιες οικίες κατασκευάζονται από ξηρολιθιά. Οι οχυρωμένοι οικισμοί Σε όλη σχεδόν την Ευρώπη εκδηλώνεται η μέριμνα για ασφάλεια, που συνδέεται με τον πολλαπλασιασμό των πολεμικών εκστρατειών. Ο οικισμός καταλαμβάνει μια νησίδα σε λίμνη ή σε έλος και ένας φράκτης τον περιβάλλει, όπως στο Βάσσερμπουργκ του Μπουχάου. Η ίδια διάταξη απαντάται στην κεντρική Ευρώπη. Αλλά, κατά τρόπο γενικό, τα αναχώματα αρχίζουν να γεμίζουν τα υψώματα. Φροντίζουν για καταφύγια σε ταραγμένες περιόδους. Ένα προτείχισμα και μια τάφρος απομονώνουν συχνά μια βραχώδη βουνοπλαγιά. Στο Ομπερριέ της Σουηδίας ένα ήδη περίπλοκο σύστημα δοκών αποτελεί τον οπλισμό ενός αναχώματος από συμπιεσμένο χώμα. Αυτές οι κατασκευές θα διαρκέσουν σε όλη την Εποχή του Σιδήρου. Οι παράλιοι οικισμοί Ένας άλλος ιδιόμορφος οικισμός θα έχει, αντίθετα, μικρή διάρκεια: πρόκειται για τις παράλιες εγκαταστάσεις που μοιάζουν πολύ με τις αντίστοιχες της Νεολιθικής Εποχής. Είναι σταθερή η φροντίδα για μόνωση με την παρεμβολή στρωμάτων από φλοιό δένδρων ή δαπέδων από κορμούς. Ο νέος αυτός εποικισμός των λιμνών στην Ελβετία και στις γαλλικές Άλπεις, όπως εκείνος του Μπουρζέ, αρχίζει γύρω στα 800 π.Χ. και ίσως οφείλεται στη σημαντική πτώση της στάθμης των υδάτων κατά την υποαρκτική περίοδο.
ΜΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: Ο ΣΙΔΗΡΟΣ Η σχετική σπανιότητα των κοιτασμάτων χαλκού και κασσίτερου περιόρισε την ανάπτυξη της μεταλλουργίας του ορείχαλκου. Αντίθετα, το σιδηρομετάλλευμα ποιότητας είναι άφθονο στην Ευρώπη και η εκμετάλλευση κοιτασμάτων που βρίσκονται σχεδόν στην επιφάνεια του εδάφους δεν παρουσιάζει δυσκολία. Η μετριότητα των τεχνικών εγκαταστάσεων συνεπαγόταν περιορισμένη κατανάλωση μεταλλεύματος και σε τούτο οφειλόταν η δυνατότητα εκμετάλλευσης μικρών φλεβών.
Digitized by 10uk1s
Ο ρόλος της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου Η χρήση του σιδήρου διαδίδεται στην Ευρώπη με αρκετή καθυστέρηση. Βέβαια, οι λαοί της Μέσης Ανατολής και της Μικράς Ασίας, ιδιαίτερα οι Χετταίοι, γνώριζαν το νέο μέταλλο που δεν έφθασε στην Ελλάδα και ακολούθως στην κεντρική Ευρώπη νωρίτερα από τα μέσα ή το τέλος της δεύτερης χιλιετίας. Επίσης συχνά τον χρησιμοποιούσαν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και ο σίδηρος, προϊόν πολυτελείας, χρησιμεύει για να ενισχύεται η κόψη ενός όπλου ή ενός εργαλείου ή για διακοσμητική επένδυση στον ορείχαλκο. Πάντως, τα εργαλεία γίνονται περισσότερο αποτελεσματικά, αφθονότερα και λιγότερο δαπανηρά. Ο ορείχαλκος και ο χρυσός χρησιμεύουν για την κατασκευή αντικειμένων πολυτελείας, ιδιαίτερα των κοσμημάτων. Μια σαφής πολιτισμική ενότητα Η εγκατάσταση πολιτισμικών ομάδων στην Ευρώπη, κατά το πρώτο στάδιο του σιδήρου (750-450 π.Χ.), επιβάλλει ορισμένες παρατηρήσεις. Πρώτα, η Μέση Ανατολή χάνει το προβάδισμα, για ποικίλους λόγους, προς όφελος δυτικοτέρων περιοχών. Κράτη όπως η Φρυγία, η Φοινίκη, έπειτα η Ελλάδα με τις πόλεις της αναπτύσσουν την ισχύ τους και επεκτείνουν την επιρροή τους προς τη βόρεια Αφρική, την κεντρική και δυτική Ευρώπη. Η γραφή διαδίδεται γρήγορα στον εδαφικό αυτόν τομέα και τούτο επιβάλλει πολιτισμικές μεταβολές. Ακολούθως, οι μεσογειακοί λαοί πολλαπλασιάζουν τις εμπορικές συναλλαγές με τους «βαρβάρους» στο εσωτερικό της ηπείρου και ανταλλάσσουν έτοιμα προϊόντα με πρώτες ύλες, μεταξύ άλλων, αλάτι και κεχριμπάρι. Ένα τρίτο χαρακτηριστικό εδράζεται στην ενίσχυση των μεγάλων ανθρωπίνων συνόλων που ήδη είχαν συσταθεί κατά την Εποχή του Ορειχάλκου: του πολιτισμού του Χάλλστατ, των Σκυθών και της Λουσατίας. Η τελευταία συνεχίζει τις παραδόσεις της Εποχής του Ορειχάλκου και υιοθετεί το σίδηρο από τον 6ο αιώνα, συντελώντας στην εμφάνιση των Σλάβων των ιστορικών χρόνων. Οι λαοί των ιππέων Ο εδαφικός τομέας του Χάλλστατ, από την ομώνυμη νεκρόπολη στην Αυστρία, έχει επίκεντρο τις Άλπεις και κυρίως τις προαλπικές περιοχές βόρεια του συγκροτήματος, με προέκταση στην Ισπανία και τη Γιουγκοσλαβία. Το εκτεταμένο αυτό έδαφος είναι, από τα μέσα του 7ου αι., το θέατρο πολυπλόκων και δυσερμηνεύτων μεταβολών. Από την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία έως το Βέλγιο και τη μεσημβρινή Γαλλία, με ενδιάμεσους σταθμούς στη Βαυαρία, στην κοιλάδα του Ρήνου, στον Ιούρα και στις κεντρικές Άλπεις, κτίζουν τύμβους που περιέχουν μία μόνον ταφή, συχνά συνοδευόμενη από μία ιπποσκευή και ένα μακρύ ξίφος από ορείχαλκο ή σίδηρο. Οι τάφοι αυτοί θα ανήκαν σε ιππείς που άλλοτε τους αποκαλούσαν Θρακο-Κιμμέριους, ονομασία, άλλωστε, έντονα αμφισβητήσιμη. Η χρήση του αλόγου ως ζώου για ίππευση φαίνεται ότι πραγματοποιείται στην αρχή του 8ου αιώνα, στις στέπες γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, σε εδάφη που κατελάμβαναν οι Σκύθες και οι Κιμμέριοι. Η καινοτομία αυτή θα επέφερε ανάπτυξη του νομαδισμού και των ποιμενικών δραστηριοτήτων σε βάρος της γεωργίας. Προσέτι, γύρω στο 750, κλιματολογικές μεταβολές μαζί με αύξηση των βροχοπτώσεων θα επέτειναν αυτή την αλλαγή. Είναι δυνατόν, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, οι μετακινήσεις των Σκυθών που έδιωξαν τους Κιμμέριους από τα εδάφη τους, να είχαν αντανάκλαση στη δύση. Ομοιότητα και διαφορά Ύπαρξη περιφερειακών γνωρισμάτων Με βάση τους λαούς των ιππέων θα προέλθει μια εξέλιξη που γύρω στα 600-500 καταλήγει στο απόγειο του Πολιτισμού του Χάλλστατ. Αυτό μαρτυρούν οι καινοτομίες στα γυναικεία κοσμήματα, Digitized by 10uk1s
οι μεταβολές στον τρόπο του ενταφιασμού, παρά τις τοπικές αποχρώσεις που αντιστοιχούν σε διαφορετικούς λαούς. Τα σημαντικότερα σύνολα είναι: η ομάδα της Βοσνίας και Καρνιόλης, εκείνη της Αυστρίας και νότιας Γερμανίας, εκείνη της Ελβετίας, του Ιούρα, της Αλσατίας, της Βουργουνδίας. Οι υπόλοιποι εδαφικοί τομείς της περιοχής του Χάλλστατ εξελίσσονται λίγο και οι ακτές του Ατλαντικού ή της Βαλτικής παραμένουν πιστές στον ορείχαλκο. Η Ιταλία ήδη από τα μέσα της Εποχής του Ορείχαλκου διατηρούσε επαφές με τους πολιτισμούς της κεντρικής Ευρώπης, ταυτόχρονα επωφελούμενη από τη μεσογειακή συμβολή. Από την τελευταία αυτή οδό, δηλαδή από την Κρήτη και την Ελλάδα, ο σίδηρος εισέδυσε πολύ ενωρίς στη χερσόνησο κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα. Τοπικά χαρακτηριστικά αποκτούν μια ιδιαιτερότητα, αλλά στο βορρά επιβιώνουν οι παραδόσεις που έχουν κληρονομηθεί από την τελική φάση της Εποχής του Ορειχάλκου, όπως η καύση των νεκρών, ενώ διατηρούνται σχέσεις με γειτονικές περιοχές όπως με την Καρνιόλη και τη Βοσνία. (Πολιτισμοί της Villanova, Golasecca και Este). Στην κεντρική και μεσημβρινή Ιταλία κυριαρχούν οι ελληνικές επιδράσεις και το ταφικό έθιμο είναι ο ενταφιασμός σε λάκκο ή κάτω από τύμβο (Πολιτισμός των λακκοειδών τάφων, της Νοβιλάρα και της Απουλίας). Οι ίδιες αυτές επιδράσεις θα ασκηθούν επίσης από τον 7ο αιώνα στους κατοίκους της Villanova οι οποίοι θα δεχθούν στην Τοσκάνη μετανάστες που ήλθαν διά θαλάσσης από τη Μέση Ανατολή. Από τη συμβίωση αυτή απορρέει ο ετρουσκικός Πολιτισμός. Μεταλλουργία και βιοτεχνία υψηλού επιπέδου Σε όλες αυτές τις ομάδες η τεχνική της μεταλλουργίας φθάνει σε αξιόλογο επίπεδο τελειότητας, πολύ προωθημένο ακόμη και σε σχέση με εκείνη που εφάρμοσαν αργότερα οι Ρωμαίοι. Οι χαμηλοί φούρνοι παράγουν σίδηρο καλής ποιότητας για την κατασκευή ξιφών και προπάντων εργαλείων που χειρίζονται επιδέξιοι ξυλουργοί και αμαξουργοί που κατασκευάζουν λέμβους ή άρματα πολύ στέρεα. Αλλά και άλλες βιοτεχνικές δραστηριότητες γνωρίζουν επιτυχία. Στην Αυστρία, στη Γερμανία, στη Λοραίνη και σε περιοχές του Ατλαντικού, οι εκμεταλλεύσεις άλατος επωφελούνται από κοιτάσματα ή αλμυρά ύδατα. Τα μεταλλεία χαλκού, προπάντων του Τυρόλου, αναπτύσσουν επίσης μεγάλη δραστηριότητα. Η κατασκευή μάλλινων υφαντών γνωρίζει άνθηση, χάρη στην τελειοποίηση του αργαλειού. Πρόκειται, εν ολίγοις, για μιαν ανθούσα βιοτεχνία που περιλαμβάνει τους πλέον ποικίλους τομείς, μεταξύ των οποίων εκείνους του δέρματος και του ορειχάλκου. Έντονη εμπορική κίνηση στη Μεσόγειο Φυσιολογική συνέπεια της ανάπτυξης της παραγωγής είναι η εντατικοποίηση των εμπορικών συναλλαγών. Εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται οι άξονες των προηγουμένων περιόδων, αλλά ορισμένοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί. Αυτές οι ανταλλαγές, άλλωστε, φαίνονται περίπλοκες και το είδος τους ποικίλλει. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται το μεταπρατικό εμπόριο διά ξηράς ή θαλάσσης· αλλού, όπως στη Μεσόγειο ή τη Μαύρη Θάλασσα, αναπτύσσεται η ακτοπλοΐα, που συνδέεται με την ίδρυση εμπορείων, πρακτορείων. Οι λαοί με γραφή, Φοίνικες και Έλληνες, υιοθετούν αυτή τη μέθοδο. Γνωρίζουμε προπάντων την ίδρυση της Καρχηδόνας και άλλων φοινικικών εγκαταστάσεων, γύρω στα 800, καθώς και της Μασσαλίας περί το 600. Με αφετηρία την ανατολική Μεσόγειο, ένα εμπορικό ρεύμα φθάνει στη Σικελία, την Ιβηρική χερσόνησο, την Ιταλία και την Αδριατική. Οι Ετρούσκοι θα επωφεληθούν από αυτό και θα χρησιμεύσουν ως ενδιάμεσος σταθμός προς την κεντρική και δυτική Ευρώπη. Από τα στενά της Νωρούζ τα προϊόντα φθάνουν στις βρετανικές νήσους προς βορρά. Παγιώνονται ανταλλαγές περιορισμένης εμβέλειας: από τη Βενετία προς τις αυστριακές Άλπεις και αντίστροφα, από τη Μαύρη Θάλασσα με κατεύθυνση τις στέπες που κατοικούν οι Σκύθες, από την Ελλάδα και τις ελβετικές λίμνες προς τις ακτές της Βαλτικής. Τα διακινούμενα εμπορεύματα είναι μικρής ποικιλίας και σταθερής αξίας: ασπίδες, ξίφη, κοσμήματα από χρυσό. Digitized by 10uk1s
Ο κόσμος των «βαρβάρων» και η μεσόγειος Ένα πολύ σημαντικό ρεύμα ανταλλαγών συνδέει με τον μεσογειακό χώρο από τον 8ο αιώνα έως τον 7ο αι., μια ευρεία ζώνη που εκτείνεται στον άνω Δούναβη, τον άνω Ρήνο, το ελβετικό οροπέδιο, τον Ιούρα στη Βουργουνδία. Σε εκτεταμένους τομείς του άξονα Ροδανού-Ρήνου και παρακειμένων περιοχών, τάφοι και οικισμοί περικλείουν αγγεία από ορείχαλκο, κύστεις, αμφορείς, υδρίες, κρατήρες καθώς και αντικείμενα κεραμεικής που προέρχονται από μεσογειακές χώρες, από κέντρα της Ελλάδας, της Μεγάλης Ελλάδας, της Ετρουρίας ή άλλων παράκτιων εμπορείων. Πολλά από αυτά τα μεταλλικά αγγεία και οι αμφορείς πρέπει να έχουν σχέση με κάποιο εμπόριο οίνου, ποτό που είχαν σε μεγάλη εκτίμηση οι τοπικοί ηγεμόνες της Γαλατίας. Οι ακριβείς δρόμοι διακίνησης αυτών των προϊόντων είναι ακόμη λίγο γνωστοί. Ο δρόμος των αλπικών αυχένων (Σαιν-Γκοττάρ) οδηγούσε προς το ελβετικό οροπέδιο και την περιοχή της Βασιλείας. Γύρω στα 600, μετά την ίδρυση της Μασσαλίας, εχρησιμοποιείτο επίσης ο διάδρομος του Ροδανού και της Σαόν. Οδηγούσε από την άνω Σαόν στον Ρήνο και στον Δούναβη. Οι ηγεμονικοί τάφοι και η κοινωνική ιεραρχία Μεγαλοπρεπείς τάφοι περικλείουν τους νεκρούς αρκετά ισχυρών ηγεμόνων. Οι υπόλοιποι τύμβοι του κόσμου του Χάλλστατ περιέχουν πολύ συχνά πολλαπλές ταφές που αντιστοιχούν σε μια οικογένεια. Συνολικά έχουμε μια διαστρωματωμένη κοινωνία, με μιαν αριστοκρατία πιθανώς πολεμιστών και το λαό από χωρικούς και τεχνίτες. Στους ηγεμονικούς τάφους ένα άρμα συνοδεύει ενίοτε το νεκρό. Τα οχήματα αυτά που προορίζονταν για τη μάχη, εμφανίζονται περίπου στις αρχές του 7ου αιώνα στην Τσεχοσλοβακία, αλλά η χρήση τους φθάνει στον άνω Δούναβη, την Ιούρα και στην άνω Σαόν, κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα. Η καταγωγή αυτού του ταφικού εθίμου είναι δυσδιάκριτη και αποδίδεται στους Θράκες, τους Κιμμέριους ή τους Σκύθες. Η ίδια αυτή αριστοκρατία θα διέθετε ως κατοικίες οχυρωμένους περιβόλους στα σημεία υποχρεωτικής διάβασης, κοντά στα οποία επίσης έκτιζαν ηγεμονικούς τύμβους. Ως ονομαστούς συνδυασμούς αυτού του τύπου θα αναφέραμε τον τάφο του Βιξ και το Μον-Λασσουά στη Βουργουνδία, το Χόλμικέλε και το Χόυνεμπουργκ στη Βυρτεμβέργη. Οι κατοικίες των λαϊκών στρωμάτων κατασκευάζονται από κορμούς δένδρων, σε σχήμα τετράγωνο, ήδη γνωστό στην τελική φάση του Ορειχάλκου, ή σε σχήμα κυκλικό. Καταλαμβάνουν ένα μέρος των οχυρωμένων περιβόλων, ενώ στην ύπαιθρο προτιμούνται οι λόφοι. Παρατηρείται συχνά η φροντίδα της άμυνας.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Η εμφάνιση των ιστορικών λαών Γύρω στα 500 π.Χ. αρχίζει στην Ευρώπη το δεύτερο στάδιο της Εποχής του Σιδήρου. Η χρονολογική αυτή τομή, αρκετά τεχνητή, ανταποκρίνεται στην εδραίωση μεγάλων εδαφικών συνόλων, που είχαν ήδη διαφανεί, αλλά προπάντων στη δυνατότητα που προσφέρουν ορισμένα κλασικά κείμενα να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη λαών που ακόμη αγνοούσαν τη γραφή: Κέλτες, Ίβηρες και ιδιαίτερα Σκύθες. Ο κελτικός πολιτισμός La Tène Από τις βρετανικές νήσους έως τις εκβολές του Δούναβη και από τις πεδιάδες της βόρειας Γερμανίας έως τον Πάδο, ο κελτικός εποικισμός αντιστοιχεί στον Πολιτισμό της La Tène, που διαρκεί μεταξύ του 500 και 0 π.Χ. Ο πολιτισμός αυτός, από αρχαιολογική σκοπιά, σε ό,τι αφορά κυρίως τα υλικά του κατάλοιπα, μαρτυρεί αξιοσημείωτη ομοιογένεια. Τα ίδια όπλα, τα ίδια κοσμήματα, οι ίδιοι τάφοι είναι διάσπαρτοι στην ευρεία εδαφική περιοχή που κατοικούν οι Κέλτες. Παρά τις ομοιότητες αυτές, δεν πρόκειται για μια φυλή, ένα έθνος, ούτε μια εθνότητα, ακόμη λιγότερο για ένα κράτος με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Μόνον η γλώσσα, παρά τις αναπόφευκτες παραλλαγές, χρησίμευσε ως σύνδεσμος ανάμεσα στα πολυάριθμα φύλα ή ομοσπονδίες φύλων. Η καταγωγή του κελτικού τομέα είναι δυσδιάκριτη. Χωρίς να ανατρέξουμε πολύ πίσω στο παρελθόν, είναι βέβαιο ότι πρέπει να την αναζητήσουμε στον Πολιτισμό του Χάλλστατ. Αυτός γύρω στα 500 π.Χ., εκτείνεται, λόγω αγνώστων αιτίων, ίσως οικονομικοκοινωνικής τάξεως, σε μια ευρεία περιοχή που περιλαμβάνει την κοιλάδα του μέσου Ρήνου, τη Βαυαρία, την Ελβετία, τον Ιούρα και τη Βουργουνδία. Οι κελτικές μετακινήσεις Επί τρεις αιώνες, μεταναστεύσεις θα παρασύρουν ανθρώπινες ομάδες προς ποικίλες κατευθύνσεις. Από τον 5ο αιώνα παρακολουθούμε τη σύσταση ενός σταθερού δευτερογενούς κέντρου ανάμεσα στη Μάρνη και την αριστερή όχθη του Ρήνου. Θα αποτελέσει το σημείο αφετηρίας των μετακινήσεων προς την Ισπανία (5ος αι.), τη νότια Γαλλία (4ος αι.) και τις βρετανικές νήσους. Ο αρχικός πυρήνας διοχετεύεται κυρίως προς τον Δούναβη και τη Μαύρη Θάλασσα (5ος αι., 4ος αι. και 3ος αι.), προς την κεντρική Ιταλία (4ος αι.). Μια πολεμική κοινωνία Οι μεταναστεύσεις αυτές παρουσιάζουν πολεμικό χαρακτήρα, και η σημασία της στρατιωτικής δομής βαραίνει στην κελτική Αρχαιότητα. Πολύ συχνά πρέπει να υπήρχε συσχετισμός μεταξύ των πολεμικών γεγονότων και των οικονομικο-πολιτικών. Τα άρματα με δύο τροχούς και δύο ίππους που ανακαλύφθηκαν στους πλούσιους τάφους της Καμπανίας του 5ου αιώνα, θα ανήκαν σε ευγενείς. Τον 4ο αιώνα τάφοι οπλιτών μαζί με ξίφος, ασπίδα και τόξο μαρτυρούν σαφή ομοιομορφία στην κεντρική και δυτική Ευρώπη. Θα αντιστοιχούσαν σε μια κοινωνία ελευθέρων ανδρών, που απολάμβαναν συλλογική γαιοκτησία, ταυτόχρονα γεωργοί, κτηνοτρόφοι και μαχητές. Οι ευγενείς υπηρετούσαν κυρίως στο ιππικό. Μια κελτική κοινωνία εν εξελίξει Η κελτική κοινωνία, παρά την παρουσία αρχαϊκών χαρακτηριστικών σε σχέση με την Ελλάδα ή τη Ρώμη και παρά τις τοπικές ιδιομορφίες ή τη διαφορετική εξέλιξη, διαθέτει μερικά γνωρίσματα ουσιώδη και κοινά στα διάφορα φύλα ή πόλεις. Πρόκειται, πράγματι, για μια κοινωνία «βάρβαρη», Digitized by 10uk1s
σε πλήρη αποσύνθεση λόγω του οικονομικού προτσές. Η βασιλεία με λειτουργίες κυρίως στρατιωτικές, δύσκολα αντιστέκεται, ιδιαίτερα στη Γαλατία, στην άνοδο μιας αριστοκρατίας, και μάλιστα ολιγαρχίας, η οποία επωφελείται από μια πελατεία 5, αποτελούμενη από ανθρώπους κατεστραμμένους και χρεωμένους, σε κατάσταση παραπλήσια με τη δουλεία. Υπήρχε επίσης στην Κελτική ένας άλλος παράγοντας ενότητας: μια κάστα ιερέων, οι δρυίδες, κοινοί θεοί και κοινές ιεροτελεστίες (λατρεία των κεφαλών). Αναφέρουμε επίσης τα ιερά ή τους λατρευτικούς περιβόλους σε σχήμα τετράπλευρο του τύπου του Χηθ Ρον στην Αγγλία ή του Λιμπενίτσε στη Βοημία. Μια εμβρυώδης πολεοδομία: μια δραστήρια οικονομία Ένας άλλος παράγοντας ενότητας μέσα στον κελτικό κόσμο εδράζεται στην οικοδόμηση ισχυρών οχυρών, τα oppida, προστατευμένα από στέρεα τείχη με διασταυρούμενες δοκούς (murus gallicus). H λειτουργία τους ποικίλλει: καταφύγιο, αγορά, βιοτεχνικό κέντρο. Στα πέριξ, σε τοπίο που ήδη καλλιεργείται καλά, πρωτόγονοι αγροί σε σχήμα παραλληλογράμμου περιβάλλουν χωριά από καλύβες, άλλοτε ορθογώνιες στη Γαλατία και στην κεντρική Ευρώπη, άλλοτε κυκλικές στις βρετανικές νήσους. Στο σύνολο, η κελτική οικονομία δίνει την εντύπωση ευημερίας σε σχέση με εκείνη άλλων χωρών, όπως της Ελλάδας και της Ρώμης. Η παραγωγή δημητριακών, σίτου και κριθής, πρέπει να ήταν σημαντική. Η κτηνοτροφία, προσαρμοσμένη στις διάφορες περιοχές, ήταν επίσης ανθηρή. Η Γαλατία εκτρέφει χοίρους και βόδια, ενώ η Μεγάλη Βρετανία προτιμάει το πρόβατο. Όσο για τους τεχνίτες, η δραστηριότητά τους και η επιδεξιότητά τους είναι αξιόλογες, είτε πρόκειται για σιδηρουργούς κατασκευαστές όπλων, είτε για ξυλουργούς και μαραγκούς, είτε για αγγειοπλάστες, είτε για τεχνίτες κοσμημάτων και σμάλτου. Αυτή η οικονομική δραστηριότητα, σχετικά σημαντική, θα τροφοδοτήσει ένα εμπόριο με ποικίλες όψεις. Δεν πρέπει να υπερβάλλουμε όσον αφορά την αυτάρκεια ορισμένων πόλεων. Η παραγωγή ποικίλων προϊόντων, αντικειμένων πολυτελείας χρησίμευσε σε ορισμένες πόλεις για ανταλλαγές περιορισμένης εμβέλειας με τις γειτονικές ομάδες. Αντίθετα, υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες για την εμπορική συναλλαγή με τον μεσογειακό κόσμο, ελληνικό, ετρουσκικό και ρωμαϊκό. Τον 5ο αιώνα διαιωνίζονται συνήθειες συναλλαγών που υπήρχαν ήδη από την εποχή του Χάλλστατ και αφορούν περίπου τις ίδιες περιοχές: κοιλάδες του Ροδανού και της Σαόν, Αλσατία, Λοραίνη, Παλατινάτο της Ρηνανίας, έπειτα Καμπανία. Τα αντικείμενα της ελληνικής κεραμεικής, τα αγγεία από ορείχαλκο είναι πάντα περιζήτητα και μαρτυρούν την αντοχή αυτού του εμπορίου οίνου, το οποίο θα διαρκέσει έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Από την Κελτική εξάγονται τα δημητριακά, τα αλίπαστα, τα δέρματα, ο κασσίτερος και το αλάτι. Χρησιμοποιούνται επίσης και άλλοι οδοί με κατεύθυνση τον Δούναβη και αφετηρία την Αδριατική, την Ελλάδα, τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτή η εμπορική διακίνηση διευκολύνεται, από τον 3ο αιώνα, με την εισαγωγή νομίσματος στους Κέλτες. Έμποροι Έλληνες, Ετρούσκοι και Ρωμαίοι διατρέχουν το εσωτερικό της ηπείρου, αλλά μακρινές θαλάσσιες σχέσεις αποκαθίστανται πέραν του Γιβραλτάρ μέσω των ακτών του Ατλαντικού, προς τη Μεγάλη Βρετανία και τη Σκανδιναβία. Η καλλιτεχνική ενότητα του κελτικού κόσμου Η κελτική τέχνη, αν και έχει δανεισθεί θέματα και τεχνικές από τους γειτονικούς λαούς, παρουσιάζει σαφή ενότητα. Οι ανθρώπινες αναπαραστάσεις ενίοτε αποκαλύπτουν αδέξια μίμηση των ελληνικών αγαλμάτων, αλλά η τυποποίηση της ανθρώπινης μορφής είναι ουσιαστικά εγχώριο χαρακτηριστικό. Όσον αφορά τα διακοσμητικά θέματα, μερικά μπορεί να εμπνέονται είτε από τους Σκύθες, όπως τα φανταστικά ζώα, είτε από τους Έλληνες, όπως το φοινικόφυλλο, αλλά οι Κέλτες τεχνίτες καταφέρνουν πάντα να τα συνδυάζουν με πρωτότυπο τρόπο και να τα εντάσσουν μέσα σε καμπύλες, σε σπείρες με εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Τα πλέον ποικίλα υλικά, χρυσός, κοράλι, σμάλτο, που χρησιμοποιούνται για επένδυση, στολίζουν πολυάριθμα αντικείμενα.
Digitized by 10uk1s
Η Ισπανία και οι Ίβηρες Οι Κέλτες, λοιπόν, σε σχέση με τα έθνη που διαθέτουν γραφή, αποτελούν την ουσία του βαρβαρικού κόσμου. Οι γείτονές τους, άνισης σημασίας, έχουν ωστόσο τη θέση τους στην ευρωπαϊκή σκακιέρα. Στην ανατολική πλευρά της Ισπανίας, οι Ίβηρες δημιουργούν έναν πρωτότυπο πολιτισμό. Προς το εσωτερικό και στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου ήταν γείτονες με τους Κέλτες, από την εποχή ακόμη του Χάλλστατ. Αλλά στα παράλια, σε στενή επαφή με το ελληνικό εμπόριο ανέπτυξαν έναν πρωτότυπο πολιτισμό από την Καταλωνία έως την Ανδαλουσία. Γνωρίζουμε καλά τις οχυρωμένες πόλεις τους, οργανωμένες με σύστημα παραπλήσιο προς εκείνο των ελληνικών πόλεων, οι οποίες χρησιμοποιούσαν με ικανότητα συνδυασμό πόρων από τη θάλασσα, από το γόνιμο αγροτικό έδαφος, από τα μεταλλεία αργύρου και σιδήρου στη Σιέρρα Μορένα και στην Καταλωνία. Η θρησκεία και η τέχνη δέχονται επίσης τις ελληνικές επιδράσεις. Η Ιβηρία, που ακμάζει από τον 5ο αι. έως τον 3ο αιώνα, γρήγορα θα περιέλθει στην εξουσία των Ρωμαίων. Στις παρυφές της μεσογειακής Λεκάνης και άλλοι λαοί μικρότερης σημασίας, αλλά σε στενή επαφή με την Ελλάδα και την Ιταλία, θα χάσουν την ανεξαρτησία τους με τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Πρόκειται για τους Λίγυες, τους Ενετούς και τους Ιλλυριούς. Ένας λαός των στεπών: οι Σκύθες Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται επίσης στις παρυφές της Μαύρης Θάλασσας, με τους Θράκες και τους Δακούς των εκβολών του Δούναβη, οι οποίοι απορροφήθηκαν από τους Σκύθες. Αυτοί, κληρονόμοι του Πολιτισμού των ξύλινων τάφων της Εποχής του Ορειχάλκου, από τον 8ο αιώνα έρχονται σε επαφή με τους Έλληνες στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας και στην Κριμαία. Το απόγειο του σκυθικού πολιτισμού χρονολογείται τον 6ο αιώνα. Στον δυτικό τομέα η γεωργία προηγείται της κτηνοτροφίας. Ωστόσο, τον 6ο αιώνα, οργανώνουν σποραδικές εκστρατείες προς την κεντρική Ευρώπη και τη Γερμανία, χωρίς να αφήνουν σαφή ίχνη στις χώρες που διατρέχουν. Η ακτινοβολία αυτή έχει σύντομη διάρκεια και περί το 340 π.Χ. η ισχύς των Σκυθών καταρρέει από τα πλήγματα του Φιλίππου της Μακεδονίας και των Κελτών. Επιπλέον θα πρέπει να υπέστησαν, από τον 5ο αι. έως τον 3ο αι., τις εφόδους των γειτόνων και συγγενών τους, των Σαρματών. Αυτοί, με προέλευση τις όχθες του ποταμού Ντον, πιστοί στο νομαδισμό, θα καταλάβουν προοδευτικά τις στέπες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, από τα Καρπάθια έως την Κασπία όπου και διατηρούν την επικυριαρχία τους έως τον 4ο αιώνα. Η συμβολή των λαών της στέπας στους πολιτισμούς της υπόλοιπης Ευρώπης δεν είναι αμελητέα, είτε πρόκειται για τη χρησιμοποίηση του ίππου και των αρμάτων, είτε για τα περίπλοκα ταφικά έθιμα που εν μέρει υιοθέτησε η Δύση. Η ζωομορφική Τέχνη των Σκυθών, παρά τις σαφείς μιμήσεις της Μέσης Ανατολής ή της Περσίας, παρουσιάζει μεγάλη πρωτοτυπία. Η βόρεια Ευρώπη και οι Γερμανοί Βόρεια της Ευρώπης, την ιδιαίτερα λαμπρή Εποχή του Ορειχάλκου διαδέχεται τον 5ο αιώνα μια αρκετά σκοτεινή Εποχή του Σιδήρου. Βέβαια, οι πληροφορίες που μας παρέχουν οι αρχαίοι συγγραφείς για τις χώρες αυτές είναι λίγο σαφείς. Τα υλικά κατάλοιπα συχνά δύσκολο να αποδοθούν σε συγκεκριμένη ανθρώπινη ομάδα και ο όρος Γερμανοί ή Γερμανία καλύπτει μια πολύπλοκη πραγματικότητα. Όσον αφορά την εδαφική επικράτεια είναι δύσκολο να καθορίσουμε σαφή όρια. Γενικά, η βόρεια Γερμανία, με πολύ ευημερούσα μεταλλουργία ορειχάλκου, είχε αποκοπεί από τον μεσογειακό κόσμο γύρω στον 5ο αιώνα. Η ευρεία αυτή περιοχή, αφού στερήθηκε τις παραδοσιακές πηγές προμήθειας μεταλλεύματος και εμποδίστηκε στις εμπορικές της συναλλαγές, στρέφεται με βραδύτητα προς τις νέες τεχνικές. Το φυσικό περιβάλλον με τα Digitized by 10uk1s
εκτεταμένα δάση και τα υγρά εδάφη έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο (Πολιτισμοί του Jastorf και Ripdorf). Ασαφή σύνορα λαών Η χάραξη των συνόρων μεταξύ Γερμανών και Κελτών είναι δύσκολο έργο. Ο κελτικός εποικισμός δεν σταματούσε πιθανώς στις όχθες του Ρήνου αλλά προχωρούσε βορειο-ανατολικά προς την κατεύθυνση της Έσσε και της Βεστφαλίας από την εποχή του Χάλλστατ. Υπήρχαν μεταξύ των ποταμών Ρήνου και Έλβα πληθυσμοί με άγνωστη γλώσσα που αποίκισαν άγονα εδάφη. Περίεργες αγροικίες εγκατεστημένες σε λοφίσκους (Terp ή Wurf) είναι διάσπαρτες στη ζώνη μεταξύ Φρισλανδίας και Κάτω Σαξωνίας. Οι Κέλτες πολύ ενωρίς άσκησαν επιρροή στις ομάδες αυτές, παρά τις περιορισμένες εμπορικές συναλλαγές, ακόμη και αν λάβουμε υπόψη ότι οι Γαλάτες χρησιμοποίησαν τα κοιτάσματα μετάλλων του Ρουρ. Την περιοχή αυτή είχαν αφετηρία, σε ακαθόριστη χρονολογία (300-150), οι λεγόμενες βελγικές μετακινήσεις που κατέληξαν βόρεια της Γαλατίας μεταξύ Βόρειας Θάλασσας και του ποταμού Μόζα. Ανατολικά του Έλβα και μέχρι τον Όντερ, ο Πολιτισμός του Jastorf παραλληλίζεται με εκείνον της La tène. Στις περιοχές αυτές έφθασε η μετανάστευση των Κίμβρων και των Τευτόνων από το 120, με κατεύθυνση τη Βοημία-Μοραβία, έπειτα εκείνη του Αριόβιστου, με κατεύθυνση τον άνω Ρήνο και τη Σαόν το 60-58 π.Χ. Πέραν του ποταμού Όντερ εισδύουμε στην περιοχή των Πολιτισμών της Λουσατίας και Βαλτικής, ήδη γνωστών την Εποχή του Ορειχάλκου, οι οποίοι από τον 4ο αιώνα εισέρχονται σε περίοδο στασιμότητας. Είναι δύσκολο στις επαρχίες αυτές να διακρίνουμε το τμήμα των Σλάβων ή των Γερμανών.
Στο τέρμα του μακρινού αυτού ταξιδιού, η Ευρώπη δεν εμφανίζεται ως ήπειρος όπου γεννήθηκαν σημαντικές πολιτισμικές καινοτομίες. Αλλά αυτή η εδαφική έκταση μαρτυρεί εκπληκτική ευχέρεια προσαρμογής και, από το πλέον απώτερο παρελθόν σε σχέση με τη ρωμαϊκή εποχή, είναι πολύ ευκρινής μια μεγάλη ομοιογένεια των αρχαίων πολιτισμών από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια. Παρά την άνιση ανάπτυξη, που συχνά οφείλεται σε παραλλάσσουσες οικολογικές συνθήκες, οι καθυστερήσεις γρήγορα προλαμβάνονται χάρη στην ευχέρεια της επικοινωνίας. Στη χαραυγή, λοιπόν, της Ιστορίας, ο ρωμαϊκός ιμπεριαλισμός βλέπει να διευκολύνεται πλατιά το ενοποιητικό του έργο.
Digitized by 10uk1s
ΒΙΒΛΙΟ II Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Pierre Grimal
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I Η έννοια της Ευρώπης και ο εποικισμός Στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, η έννοια μιας ηπείρου με το όνομα Ευρώπη, διαφορετικής από τις δύο άλλες, την Ασία και την Αφρική (τότε την αποκαλούσαν Λιβύη) οι οποίες μαζί με την πρώτη σχημάτιζαν το σύνολο της Γης, επικράτεια των ανθρώπων, εδραιώνεται και γίνεται αποδεκτή από όλο τον κόσμο. Ο Ηρόδοτος στοχάζεται την τριμερή αυτή διαίρεση του κόσμου, του οποίου ομολογεί ότι αγνοεί την καταγωγή και που τον απασχολεί. Ο σύγχρονός του, ο σοφιστής Ιππίας από την Ήλιδα, αφηγείται ότι η Ασία και η Ευρώπη είναι οι δύο πρωτότοκες κόρες του Ωκεανού, και ότι έδωσαν το όνομά τους στις δύο ηπείρους. Πράγματι, η αντίληψη αυτή των μερών του κόσμου ανάγεται στην αρχή του αιώνα ή στο τέλος του προηγουμένου. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, που γεννήθηκε, όπως πιστεύεται, περί το 520 π.Χ., είχε δώσει μια εικόνα του σύμπαντος όπου η Γη εμφανιζόταν σαν ένα απέραντο νησί, αναδυόμενο στο μέσον του περιβάλλοντος Ωκεανού. Στο κέντρο του νησιού, υπήρχε μια κλειστή θάλασσα, η γνωστή Μεσόγειος (το όνομά της μαρτυρεί επίσης την αντίληψη που είχαν για τη θέση της), η οποία επικοινωνούσε με τον Ωκεανό διαμέσου των Ηρακλείων Στηλών (το στενό του Γιβραλτάρ) και επίσης διαμέσου ορισμένων μεγάλων ποταμών, που θα αποκαλούσαμε «αξονικούς»: τον Νείλο και τον Φάσι. Ο Νείλος διοχέτευε στη Μεσόγειο τα νερά του Ωκεανού, και το ρεύμα του, επειδή δημιουργούσε έτσι μια λύση της συνέχειας μεταξύ δυο γαιών, θεωρούνταν το σύνορο ανάμεσα στην Ασία και την Αφρική. Όσο για τον Φάσι (πρέπει ίσως με το όνομα αυτό να εννοήσουμε τον ποταμό που αργότερα ονόμασαν Ύπανι, τον σημερινό Κουβάν) 6 ο Εκαταίος πίστευε ότι συνέδεε τον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη Θάλασσα) και την Κασπία θάλασσα, την οποία επίσης θεωρούσαν διακλάδωση του Ωκεανού. Για το λόγο αυτό, ο Φάσι ποταμός αποτελούσε τη δεύτερη διώρυγα που διαιρούσε τη Γη· στη βόρεια όχθη του άρχιζε η Ευρώπη, ενώ η μεσημβρινή του όχθη βρισκόταν στην Ασία. Βλέπουμε για ποιους λόγους οι ήπειροι ορίζονται σε σχέση με το νερό και τα ρεύματά του. Το νερό είναι το αρχέγονο στοιχείο, από το οποίο τα πάντα προήλθαν. Η αντίληψη ότι ο Ωκεανός περιβάλλει την επικράτεια των ανθρωπίνων όντων δεν είναι ουσιαστικά ελληνική, αν και απεικονίζεται στη Θεογονία του Ησιόδου και ήδη μαρτυρείται σαφώς στο ομηρικό έπος· απαντάται πολλούς αιώνες νωρίτερα, στα αιγυπτιακά κείμενα των Πυραμίδων, όπου ο Ωκεανός αποκαλείται «ο Μέγας Κύκλος» (Phr-wr, μεταγράφεται συνήθως: Pekher-Our) και αποτελεί απόθεμα αρχέγονης ζωής. Αυτήν ακριβώς την ιδέα εξέφρασαν οι Έλληνες ισχυριζόμενοι ότι οι ήπειροι είναι οι θυγατέρες του Ωκεανού. Αυτός είναι στοιχείο αρσενικό, πράγμα που δεν παύει να εκπλήσσει, αλλά που πιθανώς εξηγείται από το γεγονός ότι ο Ωκεανός των Αιγυπτίων είναι το σώμα του Νουν, ο αρχέγονος Ωκεανός, θεός γεννήτωρ και άρρην. Άρρενες επίσης ήταν, στην ελληνική μυθολογία, οι θεοί των ποταμών που είχαν τόσες θυγατέρες, και γέννησαν τις χώρες· και το αρχέτυπο όλων αυτών των θεών είναι αναμφισβήτητα ο Νείλος, όπως, πολλούς αιώνες αργότερα και ακολουθώντας την ίδια παράδοση ο Τίβερις θα είναι για τους Ρωμαίους πατέρας του Λατίου και της κεντρικής Ιταλίας. Όποια κι αν είναι η μακρινή προέλευση της θεωρίας του Εκαταίου — και θεωρείται μάλλον βέβαιο ότι είναι αιγυπτιακή — οι ήπειροι, στο εξής, θα εκλαμβάνονται ως νησιά. Όσο για τη Λιβύη (η Αφρική όπως την αποκάλεσαν οι Αιγύπτιοι, λόγω του λαού των Λιμπού που εμφανίζονται περί το έτος 1.100 π.Χ.) το γεγονός ότι είναι νησί φαινόταν αποδεδειγμένο χάρη στους πλόες των Φοινίκων. Ας αρκεσθούμε στο σημείο αυτό να παραπέμψουμε στις Ιστορίες του Ηροδότου. Για την Ασία η απόδειξη ήταν λιγότερο προφανής και τον καιρό του Εκαταίου στηριζόταν σε εξερευνήσεις όψιμες, σχεδόν σύγχρονες. Για την Ευρώπη, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά: πιθανώς, από την εποχή του Ηροδότου, ήξεραν ότι δυτικά του στενού της Δάδης, ο Ωκεανός περιέβρεχε τις ακτές της, αλλά, καθώς έλεγαν, σε ό,τι αφορούσε «την πλευρά της Ανατολής και εκείνη του βορρά, δεν είναι Digitized by 10uk1s
ουδόλως προφανές ότι περιβαλλόταν από νερό». Από την αβεβαιότητα αυτή για τα όρια της Ευρώπης, και από τη βεβαιότητα που είχαν για τις δύο άλλες ηπείρους απορρέει ότι η Ευρώπη ήταν η πιο μυστηριώδης από τις τρεις. Ενώ ισχυρίζονταν (τουλάχιστον μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα) ότι το ανατολικότερο τμήμα της Ασίας, μετά τη χώρα των Ινδών, ήταν έρημος «εξαιτίας της άμμου», πίστευαν την ίδια εποχή ότι η βόρειος Ευρώπη κατοικούνταν από λαούς ιδιαίτερα ευσεβείς και ευτυχισμένους, τους οποίους αποκαλούσαν Υπερβορείους. Αργότερα, όταν θα επικρατήσει η θεωρία των ζωνών, θα διαπιστώσουν ότι η Ευρώπη περικλείεται στη ζώνη όπου είναι δυνατή η ανθρώπινη ζωή και τούτο θα ενισχύσει την ιδέα ότι αυτή η ευρεία ήπειρος είναι ένα απόθεμα ανθρώπων. Από τις πρώτες αυτές επιστημονικές προσεγγίσεις, η παραδοσιακή αντίληψη για την Ευρώπη έχει διατηρήσει πολλά. Και πρώτον την ιδέα ότι η Ευρώπη σχηματίζει μία ήπειρο, μολονότι δεν πληροί την ουσιώδη προϋπόθεση της θεωρίας του Εκαταίου, δηλαδή να περιβάλλεται παντού από νερό. Παρόλα αυτά και παρά τη διάψευση που προσκόμισε η εμπειρία, η Ευρώπη παρέμεινε μια ήπειρος και ουδέποτε την θεώρησαν αληθινά ως παράρτημα της Ασίας. Ίσως όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια, να ήταν πολύ αργά για να μεταβάλουν μια θεωρία τόσο παλαιά, αλλά κυρίως η έννοια της ηπείρου είχε πάψει τότε να είναι καθαρά γεωγραφική και είχε λάβει άλλη σημασία, περισσότερο συνδεδεμένη με τον πολιτισμό των ανθρώπων. Μια άλλη συνέπεια είναι η εικόνα την οποία, για καιρό, σχημάτισαν για την Ευρώπη και που δεν έσβησε τελείως: η ιδέα ότι τα βόρεια τμήματά της είναι παραρτήματα, ολοένα και μακρινότερα, των μεσογειακών χερσονήσων της, ότι το «κέντρο βάρους» βρίσκεται στο νότο. Ακόμη και στις μέρες μας, είναι δύσκολο να εννοήσουμε μια Ευρώπη γεωπολιτική της οποίας ο άξονας θα ήταν μια γραμμή από τη Βουλώνη έως τις εκβολές του Δούναβη. Άραγε η ιδέα της Μέσης Ευρώπης θα καταφέρει ποτέ να επιβληθεί σαν κάτι διαφορετικό από μια φιλοδοξία; Για καιρό, η Ευρώπη δεν εννοείτο στη συνολική της πραγματικότητα· εμφανιζόταν σαν ένα μωσαϊκό παρατειθεμένων χωρών, μικροτέρων αλλά περισσότερο πυκνών στο νότο, εκτενέστερων αλλά περισσότερο δυσδιάκριτων όσο απομακρυνόμαστε, βόρεια της Μεσογείου, η οποία παρέμεινε για καιρό στο νου των ανθρώπων ως το «κέντρον του κόσμου». Η σειρά όμως των λανθασμένων υποθέσεων που έχουν συντρέξει στη διαμόρφωση της έννοιας της Ευρώπης είχε επίσης και ένα άλλο αποτέλεσμα· δηλαδή να δώσει στην ήπειρο αυτή μια προεξέχουσα αξία σε σχέση με τις υπόλοιπες. Στη θεωρία του Εκαταίου, πράγματι, η Ευρώπη εμφανίζεται ως το ομόζυγο της Ασίας, ενώ η Αφρική ελαχιστοποιείται. Τούτο προκαλούσε σύγκριση μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας οι οποίες βρίσκονταν αντιμέτωπες στις δύο όχθες του Αιγαίου πελάγους, του οποίου τις παρυφές είχαν καταλάβει, συγχρόνως, ελληνικοί πληθυσμοί. Η ενδοχώρα της μιας και της άλλης δεν προξενούσε τα ίδια αισθήματα. Βέβαια, η Ασία ήταν η γοητευτικότερη λόγω της ιστορικής μνήμης και των θησαυρών που είχαν συσσωρευθεί σ' αυτήν από χιλιετίες, αλλά η Ευρώπη φαινόταν ευρύτερη, πλουσιότερη επίσης σε προσφορά δυνατοτήτων για την ανθρώπινη δραστηριότητα, ένα πεδίο εξερεύνησης και αποικισμού. Η Ασία είχε ένδοξο παρελθόν, από τον καιρό της γέννησης του ελληνισμού, αλλά η Ευρώπη έμοιαζε να έχει ένα μέλλον περισσότερα υποσχόμενο, γιατί οι απόπειρες διείσδυσης δεν ήταν προορισμένες σε αποτυχία όπως στην Ασία, λόγω των ισχυρών πολιτικών δομών που ίσχυαν στην περιοχή από αιώνες. Στην Ασία χρειαζόταν η κατάκτηση, στην Ευρώπη συνήθως αρκούσε ο εποικισμός.
Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ Ευρώπη και Βάρβαροι Οι Έλληνες φιλόσοφοι γνώριζαν καλά ότι η διαίρεση της Γης σε ηπείρους δεν ανταποκρινόταν στη Digitized by 10uk1s
διαίρεση σε ανθρώπινες φυλές. Όταν ο Αισχύλος στους Πέρσες αφηγείται τα όνειρα της Άτοσσα, φροντίζει να διευκρινίσει ότι οι δύο γυναίκες που ο βασιλιάς επιχειρεί να ζέψει στο άρμα του είναι «όμαιμες αδελφές», αν και κατοικούν σε διαφορετικά εδάφη· στη μία, λέει ο ποιητής, έλαχε η ελληνική γη, στην άλλη η βάρβαρος: η μία από τις γυναίκες αυτές φοράει το δωρικό ιμάτιο, η άλλη το περσικό. Η πρώτη συμβολίζει τους Έλληνες της Ευρώπης, και η δεύτερη την Ασία, στο μέτρο που είναι απόλυτα υποταγμένη στο βασιλιά των Περσών. Ωστόσο ο Αισχύλος επιφυλάσσεται πολύ να ταυτίσει την Ελλάδα με την Ευρώπη. Η χώρα που ο Ξέρξης ξεκίνησε να αφανίσει είναι η «γη των Ιώνων», ή μάλλον το δυτικό ήμισυ της Ιωνίας, αφού η ασιατική Ιωνία είναι υποτελής. Στον πόλεμο που ξεσπάει, δεν αντιπαρατίθεται η Ευρώπη στην Ασία, αλλά το πνεύμα της ελευθερίας εναντιώνεται στο πνεύμα της υποταγής. Η δυτική Ελλάδα είναι το καταφύγιο της Ελευθερίας. Η ενότητα του αιγαιακού κόσμου ήταν σαφέστερη από εκείνη της ηπείρου που στις ακτές της είχαν εγκατασταθεί οι Έλληνες. Μόνο στην εποχή της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο Οράτιος θα μπορέσει να γράψει ότι, κατά τον Τρωικό πόλεμο, «η Ελλάδα αντιμετώπισε τη βαρβαρότητα». Στο ομηρικό έπος, ο τρωικός κόσμος δεν παρουσιάζεται βάρβαρος. Η καταγωγή των βασιλέων της Τροίας είναι ανάλογη με των Ελλήνων ηγεμόνων: ο πρόγονός τους, ο Δαρδανός, θεωρούνταν ότι είχε έλθει από τη Σαμοθράκη και καταγόταν από τον Δία. Ο Τεύκρος, που είχε δεχθεί τον Δαρδανό στην Τρωάδα, προερχόταν επίσης από τη Δύση — είτε από την Κρήτη, είτε ακόμη από την Αττική, κατά τους συγγραφείς. Οι Αχαιοί, που πολιορκούν την Τροία, και οι Τρώες, μέσα στην πόλη, αναγνωρίζουν τους ίδιους θεούς, τις ίδιες ηθικές αξίες, και φαινομενικά μιλούν όμοιες γλώσσες. Οι σύμμαχοι του Πριάμου, δεν έρχονται αποκλειστικά από την Ασία. Η ευρωπαϊκή ακτή του βορείου Αιγαίου του παρέχει συμμάχους, και εκείνος εμπιστεύεται τον έναν από τους γιους του, τον Πολύδωρο, στο βασιλιά της Θράκης Πολυμήστορα που είναι γαμπρός του. Είναι λοιπόν σαφές ότι την εποχή της συγγραφής της Ιλιάδας, όπως περίπου την διαβάζουμε, δηλαδή περί τον 8ο ή 7ο π.Χ. αιώνα, δεν υφίσταται φανερή αντίθεση μεταξύ της Ασίας και της Ευρώπης. Η Φρυγία έχει στενές σχέσεις με τις ευρωπαϊκές χώρες· ο Πάρις φιλοξενήθηκε ως ευπρόσδεκτος ξένος στην αυλή της Σπάρτης. Ο Εύανδρος από την Αρκαδία είναι επίσης φίλος του Αγχίση, και ο Βιργίλιος θα θυμηθεί αυτή την αρχαία παράδοση που του επιτρέπει να στηρίξει την αντίληψή του για τις σχέσεις μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων. Η εντύπωση που απορρέει από τα γεγονότα αυτά, καθώς επίσης από τους μύθους τους σχετικούς με τη συγγένεια μεταξύ της μεσογειακής Δύσης και των χωρών της Ασίας είναι ότι η γνωστή άκρη της Ευρώπης σχηματίζει μαζί με το θαλάσσιο «μέτωπο» της Ασίας μια πολιτισμική ενότητα ισχυρότερη από εκείνη που θα ενώσει αργότερα τις «ευρωπαϊκές» χώρες. Η εντύπωση αυτή θεμελιώνεται με βεβαιότητα και όχι μόνον από το μύθο. Σε ενίσχυση της θέσης που υποστήριξε ο μακαρίτης Jean Bérard, γνωρίζουμε ότι οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις έχουν φανερώσει «μυκηναϊκές» εγκαταστάσεις στις ακτές του Τυρρηνικού πελάγους. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τις εμπορικές και πολιτισμικές σχέσεις, επίσης για τις μεταναστεύσεις από την ανατολή στη δύση, στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας, και δεν εκπλήσσουν καθόλου οι μύθοι που αφηγούνται ότι οι Τρώες εγκαταστάθηκαν στη Σικελία, πριν ακόμη από τον Τρωικό πόλεμο, δηλαδή, σύμφωνα με τη γενικώς αποδεκτή χρονολογία, πριν από το 1183 π.Χ. Την ίδια περίπου εποχή (περί το 1230 π.Χ.) τα αιγυπτιακά κείμενα μας γνωστοποιούν την περιπέτεια εκείνων που αποκαλούν «Λαούς της θάλασσας». Πρόκειται για πολυπληθείς και ποικίλους λαούς οι οποίοι, κυνηγημένοι από τη Μικρά Ασία και την Ανατολία, λόγω της πίεσης των επιδρομέων, ζήτησαν να εγκατασταθούν σε ειρηνικότερα εδάφη. Συγκρούσθηκαν με τις αιγυπτιακές δυνάμεις που κατάφεραν να τους απαγορεύσουν τη διάβαση από την Αίγυπτο. Κάποιοι από τους λαούς αυτούς ξαναπήραν το δρόμο της θάλασσας και, ανάμεσά τους, εκείνος που αναφέρεται με το όνομα των Turusha θα στραφεί προς τη δυτική Μεσόγειο, αν δεχθούμε ότι ο λαός αυτός είναι ένα κύμα Τυρρηνών, δηλαδή Ετρούσκων, ή τουλάχιστον ο πρώτος πυρήνας του λαού που γνωρίζουμε, πολλούς αιώνες αργότερα, εγκατεστημένο στην κεντρική Ιταλία, και ο οποίος ανέπτυξε τόσο Digitized by 10uk1s
αξιόλογο πολιτισμό και, για μας, ακόμη τόσο μυστηριώδη. Στον μεσογειακό αυτόν κόσμο της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., η πλέον ζωηρή εστία πολιτισμού είναι προφανώς η Λεκάνη της Μεσογείου, όπου ήδη αναμιγνύονται πολυπληθείς «φυλές», όπου κανένα πολιτισμικό φαινόμενο, σε καμιά στιγμή, δεν αναπτύχθηκε σε ένα κλειστό σύμπαν, όπου τα πάντα είναι σύνθεση, επιμειξία και επαγωγή σε μιαν αδιάκοπη κίνηση, από το ένα νησί στο άλλο, από ακρογιάλι σε ακρογιάλι. Η κίνηση αυτή διευρύνεται προς τις χώρες της Δύσης όπου θα εγκατασταθούν, στη διάρκεια των αιώνων, αποικίες φοινικικές (δηλαδή σημιτικές), ετρουσκικές και ελληνικές. Δεν γνωρίζουμε παρά μερικές από τις «φυλές» οι οποίες κατά τη δεύτερη χιλιετία μοιράστηκαν τις χώρες που έμελλε να αποτελέσουν την Ευρώπη. Δύο κριτήρια μας επιτρέπουν να διακρίνουμε την ύπαρξη της καθεμιάς ως ξεχωριστής πραγματικότητας: ένας τύπος «πολιτισμού» που προσδιορίζεται από τα αντικείμενα των αρχαιολογικών ανασκαφών και τις γλωσσολικές μαρτυρίες. Είναι, όμως, βέβαιο ότι, αφενός, τα κριτήρια αυτά είναι σχετικώς χονδροειδή και, αφετέρου, ότι δεν μπορεί να ισχύουν παρά σε περιπτώσεις σχετικώς ολιγάριθμες, ασφαλώς πολύ λιγότερες από τον αριθμό των διαφόρων ανθρωπίνων ομάδων οι οποίες, σε κάποια στιγμή, συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός πολιτισμού «ευρωπαϊκού». Στην καλύτερη περίπτωση, μπορούμε μόνο να διακρίνουμε τις μεγάλες γραμμές του πίνακα και κάθε συμπέρασμα είναι πρόσκαιρο, αβέβαιο, αρκετά υποθετικό. Έτσι δεν θα έπρεπε να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τα θεωρητικά κατασκευάσματα, οι ιδεολογίες που στηρίχθηκαν άλλοτε σε μια ορισμένη ιδέα όσον αφορά το παρελθόν της Ευρώπης, τις φυλές της. Το κριτήριο της γλώσσας, ομιλουμένης ή γραπτής από τη μία ή την άλλη ομάδα, είναι ίσως το πλέον ασφαλές και εκείνο που επιτρέπει να προσεγγίσουμε περισσότερο την πραγματικότητα. Είναι γνωστό ότι ανάμεσα στις γλώσσες των οποίων την παρουσία μπορούμε να αντιληφθούμε στον αιγυπτιακό κόσμο την εποχή που έτεινε να διαμορφωθεί η πρώτη έννοια της Ευρώπης, οι κυριότερες συνδέονται με τη σημητική ομάδα, άλλες με την ινδοευρωπαϊκή (ουσιαστικά οι ελληνικές διάλεκτοι), και, τέλος, οι «μη ταξινομημένες» γλώσσες, και δυστυχώς λίγο γνωστές, που ανήκαν στην «αιγαιακή» ομάδα. Για καιρό νομίζαμε ότι τα κείμενα που συνήθως αναγράφονται στις πήλινες πινακίδες, οι οποίες βρέθηκαν αρχικά στην Κνωσό της Κρήτης, ακολούθως στην Πύλο της Μεσσηνίας (δηλαδή στο έδαφος μιας χώρας της ευρωπαϊκής ηπείρου), έπειτα στις Μυκήνες, και έμοιαζαν με ιερογλυφική γραφή, είχαν όλα συνταχθεί σε γλώσσα μη ελληνική, η οποία ίσως ανήκε στους λαούς του αιγαιακού πολιτισμού, όπως αυτός ορίζεται από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις της Κρήτης στην αρχή του αιώνα μας. Η αποκρυπτογράφηση όμως ενός μέρους των κειμένων αυτών απέδειξε ότι είχαν συνταχθεί στην ελληνική και απλώς το σύστημα των στοιχείων ήταν δάνειο άλλης γλώσσας, με χαρακτήρα ασφαλώς μη ελληνικό. Η αποκρυπτογράφηση της γραφής αυτής που ονομάζεται «Γραμμική Β» (για να διακρίνεται από τη γραμμική Α της οποίας η γλώσσα είναι άγνωστη) ανάγκασε τους ιστορικούς να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους για τις απαρχές του ελληνικού πολιτισμού στις παρυφές του Αιγαίου και συνεπώς για την πρώτη εποχή του «ευρωπαϊκού» πολιτισμού, στην ανατολική αυτή εσχατιά της ηπείρου. Είναι λοιπόν αποδεκτό ότι στην αρχή της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., ίσως περί το 1900, έκαναν την εμφάνισή τους στην ευρωπαϊκή παραλία του Αιγαίου οι πρώτοι άνθρωποι που μιλούσαν μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, συγκεκριμένα εκείνη που 1500 χρόνια αργότερα έγινε η κλασική ελληνική. Στην περιοχή αυτή συνάντησαν έναν ήδη λαμπρό πολιτισμό, εκείνον της Κρήτης, της οποίας οι πολιτισμικές σχέσεις με τη Συρία και την Αίγυπτο είναι αναντίρρητες, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε με μεγάλη ακρίβεια τη φύση και το βάθος των επιρροών αυτών. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι η ανατολική Μεσόγειος, τη χρονική στιγμή της άφιξης των Ελλήνων, είναι ήδη ο τόπος ενός σύνθετου πολιτισμού, τον οποίο μπορούμε να αποκαλέσουμε αιγυπτο-συρο-αιγαιακό, που οι διάφορες όψεις του παραλλάσσουν ανάλογα με τις περιοχές και όπου τα ρεύματα της σκέψης Digitized by 10uk1s
διαδίδονταν προς κάθε κατεύθυνση. Οι πρώτοι Έλληνες εισβολείς (θα ήταν προτιμότερο να μιλάμε μόνο για νεοφερμένους) θα αφομοιώσουν, με τη σειρά τους και θα προαγάγουν τον πολιτισμό αυτόν· έτσι, μακροπρόθεσμα, θα γεννηθεί ένας νέος πολιτισμός, ο ελληνικός. Στους κόλπους του ελληνικού κόσμου θα υπάρξουν μεγάλες διαφορές, πολύ ευδιάκριτες ακόμη στους κλασικούς χρόνους: ο «πολιτισμός» της Αθήνας θα διαφέρει αισθητά από εκείνον των Δωριέων της Λακωνίας ή της Κρήτης. Μία από τις βαθιές αιτίες των παραλλαγών αυτών οφείλεται πιθανώς στη χρονολογία άφιξης κάθε λαού στις παρυφές του Αιγαίου, στη φύση των επαφών με τους πληθυσμούς που συνάντησαν, καθώς και στη διάρκεια των επαφών αυτών. Έτσι, φαίνεται οι κάτοικοι της Αττικής είχαν διαποτισθεί για μακρότερο χρόνο σε σχέση με τους υπολοίπους Έλληνες από τον «προελληνικό» πολιτισμό, σε σημείο ώστε να αποκαλούνται αυτόχθονες· επίσης μετέβαλαν βαθύτερα τις θρησκευτικές αντιλήψεις που είχαν κληρονομήσει από το ινδοευρωπαϊκό παρελθόν τους, οι παραδοσιακές κοινωνικές δομές επισκιάσθηκαν, επικαλύφθηκαν από άλλες, η οικονομική ισορροπία της κοινωνίας τους μεταλλάχθηκε και προσαρμόσθηκε στους πόρους και τις απαιτήσεις του τόπου κατοικίας. Εν ολίγοις, επρόκειτο για έναν πολιτισμό που εγεννάτο, που γεννήθηκε στο έδαφος της Αττικής· δεν ήταν ο ίδιος με εκείνον που, λίγο νωρίτερα, είχε διαμορφωθεί σε άλλα τμήματα της Ελλάδας, ιδίως στην Πελοπόννησο, λίκνο του λεγόμενου μυκηναϊκού πολιτισμού, περί τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας. Τη χρονική εκείνη στιγμή, δεν πρόκειται για μια νέα «φυλή» ούτε για έναν ξένο «πολιτισμό» που εγκαθίστανται στην πεδιάδα του Άργους, αλλά είναι ένας πρωτότυπος πολιτισμός που γεννιέται και διατηρεί πολλά από τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές των αφικνουμένων ινδοευρωπαίων, για παράδειγμα τον κατακερματισμό σε μικρές ομάδες πολεμιστών υπό την εξουσία ενός αρχηγού, την προσφυγή στον πόλεμο ως κύρια πηγή πλούτου. Διατηρούν επίσης μαζί με τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους τις προγονικές θεότητες, τον Δία, πρώτα, ως προστάτη του όρκου και του ξένου, ως θεού, επίσης, της καταιγίδας και ως ηγεμόνα των άλλων θεών· ο Απόλλων, ο Ερμής διατηρούν την παραδοσιακή τους θέση στο πάνθεο των «αρείων» αλλά αρχίζουν ήδη να αποκτούν χαρακτηριστικά, δάνεια από «προελληνικές» θεότητες. Τα πολλαπλά πρόσωπα του ελληνικού πολιτισμού διαμορφώνονται τελειωτικά, με βραδύτητα, γύρω από το Αιγαίο, κατά το δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας. Η διαμόρφωση όμως αυτή δεν προέκυψε χωρίς συγκρούσεις και παλινδρομήσεις. Το καθεστώς της ανασφάλειας, λόγω της δραστηριότητας των Λαών της θάλασσας, περί το μέσον του 13ου π.Χ. αιώνα, επίσης η διακοπή ή η επιβράδυνση στην πορεία των σχέσεων με τις ακμαίες πηγές του πολιτισμού της εποχής (Αίγυπτος, Συρία) και τις εξελληνισμένες χώρες, μεταφράζονται για τις τελευταίες σε στασιμότητα και ένδεια και επιδεινώνονται ακόμη περισσότερο γύρω στο έτος 1000 π.Χ., εποχή των δωρικών επιδρομών, όπως την αποκαλούν οι σύγχρονοι ιστορικοί, δηλαδή την άφιξη νέου κύματος Ελλήνων από το βορρά, με μεγαλύτερη προσήλωση σε παλαιές μορφές πολιτισμού. Υπό την ώθηση των τελευταίων, οι Έλληνες που είχαν ήδη από αιώνες μετοικήσει στην περιοχή αυτή, διασχίζουν το Αιγαίο, φθάνουν στα νησιά, ακολούθως στα παράλια της Ασίας όπου εγκαθίστανται σε μια ελληνική λωρίδα γης. Έτσι, ο ελληνικός πολιτισμός, μετά από βραδεία προπαρασκευή, θα μπορέσει να αναπτυχθεί σε διαφορετικά εδάφη, από σπέρματα με άνιση ωριμότητα, και η μακρά αυτή ιστορία, που μόνον σχηματικά περιγράψαμε εδώ, μας διδάσκει ότι ένας πολιτισμός δεν είναι το έργο μιας φυλής, ότι δεν δίνεται από κάποιο δημιουργό σε έναν περιούσιο λαό, αλλά ότι γεννιέται και διαμορφώνεται όταν οι ανθρώπινες συνθήκες είναι ευνοϊκές, ότι επιδέχεται τελειοποιήσεις, είναι εύκαμπτος και — φυσικά — θνητός. Η κληρονομιά της προϊστορίας Ο πίνακας των υπολοίπων διεσπαρμένων στην ευρωπαϊκή ήπειρο «πολιτισμών», κατά τη χαραυγή των ιστορικών χρόνων και των χρόνων της πρωτοϊστορίας, είναι ακόμη περισσότερο περίπλοκος και λιγότερο ακριβής από εκείνον που σκιαγραφήσαμε στα νότια Βαλκάνια. Για την αρχαιότερη Digitized by 10uk1s
περίοδο, μόνον η αρχαιολογία και μερικώς η ανθρωπολογία μπορούν να προσφέρουν κάποια βοήθεια. Η πηγή της γλωσσολογικής ανάλυσης παρεμβαίνει πολύ πρόσφατα και με την πιο τελειωμένη μορφή της μόνον όσον αφορά ορισμένες ανθρώπινες ομάδες. Για τη μεσολάβησή της, δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν γραπτά κείμενα· είναι δυνατές δύο συμπληρωματικές μέθοδοι: η ανάλυση των τοπωνυμίων (βουνά, ποταμοί, χωριά) που επιτρέπει να ελέγξουμε την παρουσία μιας συγκεκριμένης ανθρώπινης ομάδας σε μια περιοχή η οποία, κάποια ιστορική στιγμή, αποτέλεσε τον τόπο της κατοικίας της και, δεύτερον, η συγκριτική μέθοδος η οποία, με τη μελέτη των αναλογιών και των γλωσσολογικών σχέσεων, μας παρέχει τον τρόπο να ανατρέξουμε σε ένα πολύ μακρινό παρελθόν και να διακρίνουμε ή άλλως να γνωρίσουμε, πλήρως τις κοινωνικές δομές, τα συστήματα συγγένειας, τις κύριες μορφές της τεχνικής, καθώς επίσης την πανίδα και τη χλωρίδα της περιοχής, την εποχή που αναπτύχθηκε η «μητέρα» γλώσσα. Υπάρχει λοιπόν μια πρωτο-ιστορία των γλωσσών η οποία μπορεί σε κάποιο μέτρο, να δώσει φωνή στα καθαρώς υλικά κατάλοιπα, όπως είναι το υλικό της αρχαιολογίας. Το ίχνος των ανθρωπίνων «πολιτισμών» στο ευρωπαϊκό έδαφος φανερώνεται, τουλάχιστον σύμφωνα με τις σύγχρονες γνώσεις μας, οι οποίες προφανώς είναι πρόσκαιρες, και σύμφωνα με υποθέσεις, συχνά αμφιλεγόμενες, μεταξύ των οποίων πρέπει να επιλέξουμε — από το 500.000 π.Χ., ίσως και χίλια έτη νωρίτερα μαζί με την αποκαλούμενη Παλαιολιθική εποχή. Για μας, ο «πολιτισμός» αυτός σημαίνει την απαρχή της χρήσης, από όντα που πλησίαζαν την ανθρώπινη μορφή, εργαλείων που ήταν κατασκευασμένα από όστρακα και θραύσματα λίθου κατειργασμένα καλώς ή κακώς. Παρόμοια εργαλεία έχουν ανακαλυφθεί σχεδόν παντού στη Δυτική Ευρώπη, τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και στο παρισινό Λεκανοπέδιο, στη Δανία, στα όρη που δεσπόζουν στην περιοχή της Νίκαιας, στην Ιταλία και Ισπανία. Οι πρώτοι αυτοί άνθρωποι φαίνεται πως είχαν ήδη ζήσει ομαδικά, αλλά είχαν νομαδική ζωή, μετακινούμενοι από το ένα μέρος στο άλλο, ανάλογα με τις εποχιακές ανάγκες της συλλογής καρπών και επίσης τις δυνατότητες για κυνήγι. Είναι βέβαιο ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν την ικανότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους, άρα χρησιμοποιούσαν κάποια γλώσσα. Είναι επίσης βέβαιο ότι είχαν κάποια στοιχειώδη πνευματική ζωή, αφού έθαβαν τους νεκρούς και δεν τους εγκατέλειπαν όπως τα πτώματα των ζώων: η συντήρηση των σωμάτων τα οποία εναποθέτουν μέσα σε λάκκους σημαδεμένους από πέτρες, δείχνει είτε το σεβασμό, είτε τον φόβο που τους ενέπνεαν και ίσως και τα δύο μαζί. Σιγά-σιγά, αλλά με εξαιρετική βραδύτητα, η τεχνική της κατασκευής εργαλείων εξελισσόταν και τελειοποιούνταν. Περί το 200.000 π.Χ., οι ειδικοί της προϊστορίας τοποθετούν τη μέση Παλαιολιθική εποχή, της οποίας τα ίχνη (η χρήση κατεργασμένου πυριτόλιθου, για την παραγωγή λεπίδων, αιχμών κ.λπ. από τον οποίο κατασκεύαζαν λίθινα μαχαίρια και ξέστρα για την κατεργασία των δερμάτων) έχουν διαπιστωθεί σχεδόν παντού στην ευρωπαϊκή επικράτεια, και κυρίως στο Λάτιο. Δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε αν η περίοδος αυτή σημαδεύεται από την άφιξη νέων ανθρωπίνων φυλών, ή αν οι πληθυσμοί οι εγκατεστημένοι από παλαιότερα σε μια συγκεκριμένη περιοχή απ' όπου επιχειρούσαν εποχιακές μεταναστεύσεις, εξελίχθηκαν μόνοι τους, με τρόπο σχετικώς αυτόνομο. Η εξέλιξη αυτή, μετά την τεσσαρακοστή χιλιετία π.Χ., κατέληξε στην εποχή που αποκαλείται νέα Παλαιολιθική, γιατί η τεχνική των εργαλείων, που εξακολουθεί να βασίζεται κυρίως στη χρήση της πέτρας, ενώ η κατασκευή διαφέρει, μαρτυρεί μεγαλύτερη επιδεξιότητα και, άλλωστε, ο «πολιτισμός» όσων την χρησιμοποιούν είναι περισσότερο διαφοροποιημένος, οι ενασχολήσεις τους φαίνονται λιγότερο στενά συνδεδεμένες με την υλική επιβίωση. Δίπλα στα λίθινα εργαλεία συναντάμε τώρα οστέινα μικρότερα λιγότερο ανθεκτικά, αλλά για το λόγο αυτό επιδεκτικά εκλεπτυσμένων σχημάτων, τα οποία δεν προσφέρονται μόνο για λεπτότερες εργασίες αλλά επίσης προσδίδουν στα αντικείμενα της καθημερινότητας μιαν αξία αισθητική πέρα από την απλή Digitized by 10uk1s
χρηστικότητά τους. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής γεννώνται σημαντικές μεταβολές στον τρόπο ζωής. Το κλίμα της Ευρώπης γίνεται ξανά πολύ ψυχρό, πράγμα που κάνει δυσκολότερη τη νομαδική ζωή. Είναι η χρονική στιγμή που οι άνθρωποι αναζητούν καταφύγιο στα σπήλαια (λιγότερο για να προστατευθούν από τα επικίνδυνα ζώα, όπως θα υποθέσουν οι Λατίνοι φιλόσοφοι και ποιητές, και περισσότερο για να καταπολεμήσουν το κρύο), ή στηρίζουν την καλύβα τους στις παρειές των βράχων. Ωστόσο οι μονιμότερες αυτές κατοικίες προϋποθέτουν την επιλογή τοποθεσιών καταλλήλων γι' αυτόν τον τρόπο ζωής, τοποθεσίες που να παρέχουν αποθέματα τροφής μονίμως προσιτά. Για το λόγο αυτόν προσφεύγουν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση στην αλιεία. Έτσι, εκτιμούν ιδιαίτερα τις κοιλάδες με υδάτινα ρεύματα τα οποία περιβάλλονται από ασβεστούχα πετρώματα με βαθιά νερά. Γι' αυτό ακριβώς έχει ανευρεθεί ένας τόσο μεγάλος αριθμός από λείψανα που χρονολογούνται την περίοδο αυτή στις όχθες της Vézère, της Cure, και σε πολλές της ακτής νότια του Paestum. (Ποσειδωνία) Οι πρώτες και οι πλέον εκπληκτικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης τέχνης ανάγονται στη μακρά αυτή περίοδο, η οποία διαρκεί τριάντα περίπου χιλιετίες (μεταξύ της τεσσαρακοστής και των αρχών της δεκάτης). Αρκεί να μνημονεύσουμε εδώ τα ονόματα της Αλταμίρα, του Λασκώ, της Μαντελέν, της Αλμπασέτε. Η ζωγραφική, έπειτα η γλυπτική — μετά από μερικές χιλιετίες — εμφανίζονται διαδοχικά. Εκτεταμένες τοιχογραφίες όπου βλέπουμε ομάδες ζώων, ανάγλυφα χαραγμένα επάνω στις πλατιές παρειές της πέτρας, καθώς επίσης ορισμένα περίοπτα αγάλματα θέτουν πολλά ερωτήματα στον ιστορικό. Γιατί όλες αυτές οι εικόνες; Είχαν κάποια χρησιμότητα; Είχαν σχεδιασθεί ή χαραχθεί απλώς μόνον από ευχαρίστηση; Το ερώτημα με τη μορφή αυτή, δεν επιδέχεται απλή απάντηση. Είναι δυνατό, ακόμη πολύ πιθανόν η αναπαράσταση των μεγάλων αυτών ζώων, βοοειδών και ίππων (όσα, δηλαδή, θα εξημερωθούν μελλοντικά από τον άνθρωπο) να νοείται ως ένα μαγικό μέσον για να εξασφαλίσει ο άνθρωπος την κατοχή του ζώου. Μπορούμε, ίσως, να θεωρήσουμε ορισμένες από τις εικόνες αυτές ως κατάλοιπο μιας τελετουργίας κυνηγιού, αλλά η ιδέα αυτή, λίγο απλοϊκή, δεν εξηγεί τα πάντα. Η φροντίδα για την ομοιότητα, απαραίτητη για την αποτελεσματικότητα της μαγείας, προσέτι, η υποβολή της ζωής και της αληθινής κίνησης είναι αναγκαίες για να αιχμαλωτισθούν η δύναμη, η ζωική ορμή του αναπαριστώμενου όντος. Μαγική βούληση και καλλιτεχνική βούληση είναι λοιπόν αδιαχώριστες. Η εικόνα που προσφέρει την αληθινή εντύπωση — και δεν πρόκειται για φιλολογικό ρεαλισμό, αλλά για μοντέλο που ο τεχνίτης έχει στοχασθεί, αναβιώσει εκ των ένδον — είναι εκείνη που θα μεταδώσει καλύτερα το μυστικό του αναπαριστώμενου όντος. Η ιδέα αυτή που μοιάζει να περικλείεται σε κάθε αναπαράσταση ζώντος όντος, εξηγεί ίσως γιατί προπάντων τα ζώα αναπαριστάνονται έτσι στην τέχνη της νέας Παλαιολιθικής εποχής, και γιατί επίσης οι άνθρωποι ή απουσιάζουν ή αποδίδονται πολύ σχηματικά, ώστε να έχουμε την εντύπωση ότι παίζουν το ρόλο κομπάρσων μάλλον παρά πρωταγωνιστών. Οι πρωταγωνιστές είναι τα ζώα, θεματοφύλακες της ζωικής αυτής δύναμης την οποία οι άνθρωποι ποθούν και θα καταφέρουν κάποτε να αιχμαλωτίσουν, πολλαπλασιάζοντας έτσι τις προσωπικές τους δυνάμεις. Ίσως με τον ίδιο τρόπο πρέπει να εννοήσουμε τις γυναικείες απεικονίσεις, ότι υπαγορεύονται, δηλαδή, από την επιθυμία να συλλάβουν τη μυστηριώδη δύναμη που υποκρύπτει το σώμα των γυναικών. Στην περίπτωση αυτή επίσης η τέχνη δεν είναι — ή δεν θα ήταν — καταρχήν ανέξοδη απόλαυση του κάλλους, αλλά δημιουργία αυτού του ίδιου του κάλλους, διαμόρφωση της έννοιας του κάλους, που διαπλάσσει την εικόνα των όντων έτσι ώστε να αιχμαλωτίζει τη δύναμη, και ό,τι προκαλεί στη συνείδησή μας έκπληξη, θαυμασμό, πόθο και κάθε μορφή επιθυμίας. Είναι άραγε απλώς τυχαίο ότι τα μεγάλα μνημεία της παλαιολιθικής τέχνης των βράχων έχουν ανευρεθεί σε μια περιοχή που εκτείνεται από τη νότιο Ισπανία κατά μήκος της μεσογειακής ακτής έως την Καταλωνία και, από την άλλη μεριά, κατά μήκος της ακτής των Κανταβρίων ορέων, στα Digitized by 10uk1s
δυτικά και κεντρικά Πυρηναία, στη Σαράντ και τη Ντορντόνη; Μήπως η εμφάνιση της τέχνης υπήρξε το προνόμιο ορισμένων «φυλών»; Οι γνώσεις μας είναι πολύ αβέβαιες για να καταλήξουμε σε συμπέρασμα. Μάλλον θα πρέπει να σκεφθούμε ότι καθορισμένες συνθήκες ζωής, διευκόλυναν τη γέννηση της τέχνης των βράχων όπως βέβαια και πνευματικές προϋποθέσεις (μερικές, αρνητικές, όπως η απουσία κάποιων ταμπού), τις οποίες δυστυχώς μόνο να φαντασθούμε μπορούμε.
Προς το τέλος της Παλαιολιθικής εποχής, με την επίδραση της γενικής αναθέρμανσης, οι μεγάλες γραμμές της Ευρώπης αρχίζουν να διαγράφονται. Το κλίμα των διαφόρων περιοχών αλλάζει και μαζί του, η πανίδα και η χλωρίδα. Οι συνθήκες της ανθρώπινης ζωής παράλληλα μεταβάλλονται: το καταφύγιο των σπηλαίων και των βραχωδών παρειών δεν είναι πλέον τόσο απαραίτητο· επιστρέφουν στις καλύβες· ωστόσο η τεχνική που απέκτησαν κατά την προηγούμενη περίοδο δεν χάνεται. Το ψάρεμα και το κυνήγι παραμένουν οι κύριοι πόροι ζωής· φαίνεται όμως ότι οι ανθρώπινες ομάδες τείνουν σε μονιμότερη εγκατάσταση, τουλάχιστον στη δυτική και βόρειο Ευρώπη (τότε θερμότερη από ό,τι σήμερα). Οι άνθρωποι, περιορισμένοι σε στενότερο ορίζοντα, φαίνεται να έχουν χάσει το ζήλο — ή την ανάγκη — για εκτεταμένες τοιχογραφίες, χαρακτηριστικές των πολιτισμών της τελευταίας Παλαιολιθικής εποχής. Καταγίνονται λιγότερο με το να αιχμαλωτίσουν το πνεύμα της άγριας ζωής, και μεριμνούν περισσότερο για τη διακόσμηση των αντικειμένων που τους συντροφεύουν στην καθημερινή ζωή. Αλλά προπάντων είναι σαφές ότι το ίδιο το πνεύμα του ανθρώπου στρέφεται σιγά-σιγά προς άλλες αξίες. Βαθμιαία, στη διάρκεια των χιλιετιών που μεσολαβούν από την τελευταία περίοδο της Παλαιολιθικής εποχής έως τη Νεολιθική (οι χρονολογίες αυτής της εξέλιξης δεν είναι ομόχρονες από την Ανατολή στη Δύση· αυτή είναι ταχύτερη στην Ανατολή, βραδύτερη στη Δύση) εκείνο που ο άνθρωπος ζητάει από τη φύση δεν είναι πλέον η κυριαρχία ή η κατοχή του ζώου, αλλά τα πλούτη του φυτικού κόσμου: η ζωή δεν περιορίζεται πλέον στα θηρία ή τα άγρια ζώα, εδρεύει στα φυτά, στη σπορά του σίτου. Οι ειδικοί της προϊστορίας, οι κοινωνιολόγοι διαπιστώνουν ότι τη θηρευτική οικονομία (ας προσθέσουμε και την αλιευτική) διαδέχεται η οικονομία της συλλογής καρπών και ακολούθως της καλλιέργειας. Λίγο διερωτώνται (δικαίως;) για τις πνευματικές συνέπειες αυτής της μεταλλαγής. Ωστόσο, με το φως της γνώσης που μας παρέχουν κείμενα, πολύ μεταγενέστερα πιθανώς, αλλά μάρτυρες παλαιοτάτων χρόνων, είναι δυνατό να σχηματίσουμε κάποια ιδέα. Θα συγκρίνουμε την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο μορφές λατρείας και θρησκευτικής πίστης, ανάμεσα σε δύο απολύτως ετερογενή συστήματα, εκείνο που περιέχει ζωολατρικά στοιχεία και το άλλο που στηρίζεται στη ζωή των φυτών διατροφής. Στον πρώτο τύπο θα ανήκαν τελετουργίες, όπως εκείνες που διακρίνουμε στον αιγαιακό, προελληνικό κόσμο, η ταυροθυσία, μετά από τελετουργικό κυνήγι — όλα όσα ο Πλάτων απεικόνισε στο μύθο του Κριτία και συμβόλισε στην περιγραφή της Ατλαντίδας. Με τον δεύτερο τύπο θα συνδέονταν όλοι οι μύθοι των θεών «δέμας», η πίστη σε αρχέγονες θεότητες των οποίων το σώμα, μετά θάνατο, δημιούργησε τα φυτά της ζωής. Η έδρα των δυνάμεων της ζωής άλλαξε και τα μέσα κοινωνίας με αυτές είναι διαφορετικά. Στην πνευματική ιστορία της αρχαϊκής Ευρώπης θα συναντήσουμε τους δύο αυτούς πόλους της θρησκείας, που η αφομοίωσή τους είναι αισθητή, συχνά ταυτόχρονα, στον ίδιο λαό και στην ίδια χρονική στιγμή. Μαζί με τη Νεολιθική εποχή αρχίζει μια περίοδος μόνιμης εγκατάστασης, και τούτο συνεπάγεται τη συγκρότηση χωριών και, επομένως, την οργάνωση κοινωνιών που θα άξιζε να ονομάζονται «πολιτικές». Ακολούθως εμφανίζονται οι εμπορικές συναλλαγές, ενόσω η κατασκευαστική τεχνική γίνεται περίπλοκη και απαιτεί όλο και περισσότερο επιδέξιους τεχνίτες. Τα οποιαδήποτε υλικά δεν είναι κατάλληλα για την κατασκευή των εργαλείων. Οι ομάδες που τα διαθέτουν τα ανταλλάσσουν με όσες δεν έχουν. Πρόκειται για την απαρχή μιας διαφοροποίησης στη βιοτεχνία και το εμπόριο. Ως παράδειγμα των διαφοροποιημένων αυτών βιοτεχνιών αναφέρουμε την καλαθοπλεκτική και Digitized by 10uk1s
προπάντων την κεραμεική που κάνει τα πρώτα της βήματα, και ήδη τα σχήματα πολλαπλασιάζονται μαζί με τη χαρακτηριστική κόσμηση. Η εμφάνιση ενός «πολιτισμού» με αγροτικό χαρακτήρα σημειώνεται στη μεσογειακή Ανατολή γύρω στην ένατη π.Χ. χιλιετία. Πιθανώς, οφειλόταν στις ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες ενός κλίματος όπου τα φυτά αναπτύσσονταν γρήγορα και όπου η γη δεν απαιτούσε μεγάλη ανθρώπινη εργασία για να ανταμείψει όποιον την φρόντιζε. Ο κλασικός πίνακας της χρυσής εποχής, που τον συναντάμε τόσο στους δυτικούς Σημίτες όσο στους Έλληνες και στη Ρώμη, καθώς επίσης στην αιγυπτιακή παράδοση, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει κάποια ιστορική δικαιολογία με την ανάμνηση μιας εποχής, πολύ μακρινής, όπου η γόνιμη γη μόνη της παρείχε στον άνθρωπο σίγουρη τροφή και όχι προβληματική, όπως εκείνη που προσεπόριζε το κυνήγι. Η αργή πρόοδος που κατάφερε να εξασφαλίζει την ομαλότητα της συγκομιδής ασφαλώς απαίτησε χιλιετίες, και, στο τέλος της, ίσως γύρω στην έκτη χιλιετία, οι κάτοικοι των χωρών που σήμερρα ορίζονται με τον γενικό όρο «Εγγύς Ανατολή», είχαν στην πλειονότητα εγκαταλείψει το νομαδισμό και αρχίσει να δημιουργούν έναν αστικό πολιτισμό. Εδώ βρίσκεται ένας από τους λόγους για τους οποίους κρίνουμε, στη μεταγενέστερη ιστορία, ότι οι χώρες της Εγγύς Ανατολής διεδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο, αλλά όχι ίσως αποφασιστικό στην πρωτο-ιστορία της Ευρώπης. Οι χώρες αυτές διέθεταν αξιόλογο πολιτισμικό προβάδισμα, και η ακτινοβολία τους επέσπευσε, επιτάχυνε την εξέλιξη των διαφόρων πολιτισμικών ζωνών που αποτέλεσαν την Ευρώπη.
Είναι πολύ δύσκολο να αποκαταστήσουμε μια χρονολογία, έστω σχετική, των διαφόρων πολιτισμικών ζωνών. Είναι επίσης δύσκολο να διακρίνουμε με ικανή επάρκεια τα ρεύματα επιρροής. Διαπιστώνουμε ότι εστίες πολιτισμού έτειναν να συσταθούν ταυτόχρονα (με την ευρεία έννοια της λέξης) σε πολυάριθμα σημεία, κάθε φορά με τοπικές ιδιαιτερότητες πολύ εμφανείς. Είναι επίσης βέβαιο ότι η εξέλιξη όλων αυτών των κέντρων υπήρξε παράλληλη, αφού προέκυπτε από την επήρεια αναλόγων παραγόντων. Ωστόσο δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι γίνονταν ανταλλαγές καθώς και μετατοπίσεις πληθυσμών, σε πολύ απώτερη εποχή. Γενικώς, οι πολιτισμοί οι εγκατεστημένοι στα παράλια του Αιγαίου πελάγους εξελίχθηκαν ταχύτερα από εκείνους που απαντώνται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της πέμπτης π.Χ. χιλιετίας η Αίγυπτος μεταβαίνει από τη Νεολιθική εποχή στο πρώτο στάδιο του πολιτισμού του ορειχάλκου, ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα διατηρείται ο νεολιθικός πολιτισμός που πάντως είναι περισσότερο εξελιγμένος από τον αντίστοιχο της δυτικής Ευρώπης, ενώ, την ίδια εποχή, οι ρωσικές πεδιάδες γνωρίζουν μόνον τις απαρχές του ίδιου πολιτισμού. Η ανακάλυψη, ακολούθως η γενίκευση της χρήσης του μετάλλου μετέβαλαν βαθιά τη ζωή των ανθρώπων. Δεν μετέτρεψαν μόνον τις μορφές της παραδοσιακής τεχνικής αλλά επίσης αύξησαν τις διαφορές ανάμεσα στις ποικίλες ανθρώπινες ομάδες. Υπήρχαν λαοί που διέθεταν το μέταλλο, άλλοι που ήταν υποχρεωμένοι να το εισάγουν, δηλαδή να το πληρώνουν. Υπήρξε εντατικοποίηση των εμπορικών ρευμάτων· οι οδοί διακίνησης άρχισαν να χαράσσονται. Οι ανθρώπινες μετακινήσεις δεν είναι πλέον μεταναστεύσεις, όπως υπήρξαν για καιρό, γίνονται ταξίδια. Αυτό είχε μεγάλες πολιτισμικές συνέπειες. Ο «πολιτισμός του ορειχάλκου» ενίσχυσε και επιτάχυνε πολλές τάσεις που είχαν ήδη εκδηλωθεί στους νεολιθικούς πολιτισμούς, για παράδειγμα η εξημέρωση των ζώων, η εντατικοποίηση των μεθόδων καλλιέργειας, και η σχεδόν ολική εγκατάλειψη μιας οικονομίας συλλεκτικής η οποία, ήδη από καιρό, ήταν μόνο συμπληρωματική. Η ανάγκη να επιχειρούν μακρινά ταξίδια, σε αναζήτηση μεταλλευμάτων ή, συχνότερα, μετάλλων ήδη ετοίμων ή επεξεργασμένων, οδήγησε στην τελειοποίηση της τεχνικής των μεταφορών. Το άρμα κάνει την εμφάνισή του, ενώ τα σχήματα των Digitized by 10uk1s
πλοίων είναι λιγότερο πρωτόγονα. Η εξέλιξη αυτή διευκόλυνε, πιθανώς, την αποκατάσταση σχέσεων μεταξύ των διαφόρων ομάδων, αλλά επίσης συνέβαλε, αντίστροφα, στο να καταστήσει αισθητότερες τις διαφορές τους. Ο μύθος των Αργοναυτών, που αφηγείται το πρώτο θαλάσσιο ταξίδι των Ελλήνων, φωτίζει το γεγονός αυτό, όπως επίσης το κάνει και η Οδύσσεια. Τα Αργοναυτικά (αν με τη λέξη ορίζουμε ένα μυθικό κύκλο σχετικό με το ταξίδι των Αργοναυτών) συμβολίζουν τη συνείδηση των πρώτων Ελλήνων για την Ανατολή. Η Οδύσσεια που, λόγω της σχέσης της με τον τρωικό κύκλο, τοποθετείται σε νεότερη χρονολογία, στρέφεται προς τη Δύση. Είναι δύσκολο να ξέρουμε αν η απαρχή της μεταλλουργίας, έπειτα οι πρόοδοί της, προκάλεσαν βαθιές πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές. Αυτό είναι δυνατόν, αλλά η πληροφόρησή μας έχει πολλά κενά για να μας επιτρέπει κάτι διαφορετικό από υποθέσεις. Θα σημειώσουμε ορισμένα γεγονότα, για παράδειγμα τη διαμόρφωση διαφοροποιημένων οικονομικών τάξεων, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που προσέλαβε μεγάλος αριθμός πολιτισμών από τους «σιδηρουργούς», οι οποίοι θεωρούνται ότι κατέχουν γνώσεις παραπλήσιες της μαγείας. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι βέβαιο αν η κατοχή αποτελεσματικότερων όπλων προκάλεσε περισσότερους πολέμους και ευνόησε τη διαμόρφωση στρατιωτικών τάξεων. Η σημαντικότερη επανάσταση, όσον αφορά την τακτική, υπήρξε η εισαγωγή αρμάτων μάχης, μέθοδος που η αποτελεσματικότητά της υπήρξε ίση στις διαφορετικές εποχές όπου εμφανίσθηκαν: στις μάχες γύρω από την Τροία καθώς σε εκείνες της νησιωτικής Βρετανίας, ενάντια στις ρωμαϊκές λεγεώνες την εποχή του Καίσαρα και του Κλαυδίου. Αλλά μόνο με αυτή την προσέγγιση υπολογίζουμε την αξιόλογη χρονολογική κλιμάκωση πολιτισμικών γεγονότων, αφού διάστημα μεγαλύτερο της μιας χιλιετίας χωρίζει την εποχή όπου ο μύθος τοποθετεί τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα και τις εκστρατείες των Ρωμαίων στις πεδιάδες της Βρετάνης.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Η ελληνική συνιστώσα
ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Οι Κρήτες, Ίωνες και Δωριείς Επειδή δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε εδώ, έστω και από πολύ μακριά, την περίπλοκη πορεία των διαφόρων πολιτισμών που τελικά διαμόρφωσαν την αρχαία Ευρώπη, θα αρκεσθούμε να περιγράψουμε σχηματικά τους κυριότερους από αυτούς, ακολουθώντας όσο είναι δυνατόν τη χρονολογία εμφάνισής τους. Αν πρέπει, όπως επιβάλλει η μεταγενέστερη ιστορία του Αιγαίου, να εντάξουμε στο χώρο της Ευρώπης τον πολιτισμό της Κρήτης, το λεγόμενο «μινωικό», είναι προφανές ότι από αυτόν αρμόζει να αρχίσουμε. Ο «μινωικός» πολιτισμός εμφανίζεται περί το μέσον της τρίτης π.Χ. χιλιετίας, εποχή όπου η τεχνική του ορειχάλκου βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. Ο «πολιτισμός» αυτός δεν προβάλλει μεμονωμένα, αλλά, από ορισμένη άποψη, εμφανίζεται ως προέκταση των ανατολικών πολιτισμών που μαρτυρούνται πριν από αυτόν, για παράδειγμα στη Φοινίκη και κυρίως στην Αίγυπτο. Ο μύθος διατήρησε την ανάμνηση των σχέσεων μεταξύ του «μινωικού» κόσμου και των χωρών της Ανατολής. Αυτές τις σχέσεις επίσης μαρτυρεί η ανάλυση των μορφών της τέχνης. Αναφέραμε, ήδη, ότι η γλώσσα των Κρητών εκείνης της εποχής δεν είχε ινδοευρωπαϊκή καταγωγή, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχαν έλθει από το βορρά, όπως αργότερα οι Έλληνες, αλλά ότι ανήκαν σε πανάρχαιο εθνολογικό στρώμα, ίσως σε εκείνο που θα επιβιώσει, κερματισμένο, στα νησιά ολόκληρης της Μεσογείου και σε ορισμένες περιοχές της Δύσης. Αυτός ο κρητικός πολιτισμός είναι σημαντικός για την ιστορία της Ευρώπης, γιατί χρησίμευσε ως έρεισμα στον ελληνικό πολιτισμό και επέτρεψε την ταχεία ανάπτυξη και πρόοδό του. Οι «μινωικοί», όπως αναφέραμε, εφοδίασαν τους πρώτους Έλληνες εισβολείς με γραφή ικανή, καλώς ή κακώς, να σημειώνει τις λέξεις της γλώσσας τους. Για την Ευρώπη, η ιστορία αρχίζει αυτή τη χρονική στιγμή, με τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες που έφθασαν έως εμάς. Αυτές οι μαρτυρίες μας επιτρέπουν να διακρίνουμε ότι ο πολιτισμός των Ελλήνων είχε ήδη διαμορφωθεί στο σύνολό του: οι κυριότερες θεότητες αποκαλούνται με το παραδοσιακό τους όνομα, η κοινωνία των Αχαιών (εκείνη που απεικονίζει το ομηρικό έπος) έχει συσταθεί, με τους βασιλείς της, πολεμικούς ηγέτες, που οδηγούν τους άνδρες τους στη λεηλασία. Συναντάμε εδώ, στον μυκηναϊκό κόσμο, μια «επαρχία» του απέραντου συνόλου που αποτελούσαν οι «άρειοι», δηλαδή οι λαοί που μιλάνε γλώσσα ινδοευρωπαϊκού χαρακτήρα. Για τον πρώτον αυτόν ελληνικό πολιτισμό — ευρωπαϊκό — μπορούμε να σχηματίσουμε αρκετά σαφή ιδέα, κατανοητή χάρη στις αρχαιολογικές ανακαλύψεις αφενός, και στα ομηρικά κείμενα αφετέρου. Η χρονική απόσταση ανάμεσα στις δύο σειρές γεγονότων είναι αλήθεια ότι αφήνει έδαφος σε κάποια αβεβαιότητα: το ομηρικό έπος ανακαλεί με καθυστέρηση περίπου πέντε ή έξι αιώνων, πολιτισμικά γεγονότα τα οποία, όταν το έπος προσέλαβε την οριστική του μορφή, γύρω στον 8ο π.Χ. αιώνα, ήδη ανήκαν σε μακρινό παρελθόν, αν αληθεύει ότι πρέπει να τοποθετήσουμε την άλωση της Τροίας το 1183 π.Χ., όπως μας διδάσκει μια αρχαία παράδοση. Αλλά, μεταξύ της μυκηναϊκής εποχής και εκείνης του Ομήρου υπήρχε ιστορική και πολιτισμική συνέχεια. Η ανάμνηση των παλαιοτέρων χρόνων δεν είχε σβήσει, το δεύτερο κύμα των αρείων εισβολέων (οι Έλληνες τους αποκαλούσαν Δωριείς) που έφθασε στην ηπειρωτική Ελλάδα περί το τέλος του 10ου αιώνα, δεν εξαφάνισε τον προγενέστερο αχαϊκό πολιτισμό. Στη διάρκεια των αιώνων αυτών, που συχνά ορίζονται με το όνομα ελληνικός «Μεσαίωνας», διαμορφώθηκε πραγματικά ο ελληνικός πολιτισμός, με αφετηρία ποικίλα στοιχεία που ενώθηκαν και συνδυάσθηκαν χωρίς να καταστραφούν. Είναι αξιοσημείωτο και ενδεικτικό ότι το ομηρικό έπος, μολονότι απεικονίζει έναν υλικό και ηθικό πολιτισμό πολύ αρχαϊκό, είχε γίνει αποδεκτό από όλους τους Έλληνες, σε Digitized by 10uk1s
οποιοδήποτε κλάδο και αν ανήκαν, επειδή ανταποκρινόταν σε όλα τα ηθικά και θρησκευτικά ιδεώδη του ελληνισμού. Τον 4ο και 5ο αι., το ομηρικό έπος, προπάντων η Ιλιάδα, αναγιγνώσκεται και αποστηθίζεται στα σχολεία. Ο Αχιλλέας είναι ο προσφιλής ήρωας του Αλεξάνδρου, αλλά επίσης το πρότυπο που κατεξοχήν προβάλλουν οι έφηβοι όσους εμπνέει η δόξα. Η μορφή των ομηρικών θεών δεσπόζει στην εικονογραφία. Η υπεροχή του ομηρικού έπους συνέβαλε στη δημιουργία ενός πολιτισμικού μύθου, εκείνου ενός πανάρχαιου ελληνισμού σε διαπάλη με τους ασιατικούς πολιτισμούς: ο Αγαμέμνων και οι Αχαιοί ηγεμόνες αντιμέτωποι με τον φρύγα Πρίαμο. Αυτή η αντίληψη θα εμφανισθεί στην Ελλάδα από την κλασική εποχή· θα την ξανασυναντήσουμε στη Ρώμη. Πρόκειται για την αντιπαράθεση ελληνισμού και βαρβαρότητας. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε σαφώς ότι εδώ υπάρχει μια αυταπάτη για την οποία το ίδιο το ομηρικό έπος δεν είναι ο υπέγγυος. Ας το επαναλάβουμε: οι Τρώες και οι Αχαιοί έχουν συνείδηση των στενών δεσμών που τους ενώνουν. Οι βασιλείς του Ιλίου έχουν έλθει από τη Δύση, και οι ηγεμονικές οικογένειες έχουν συγγένειες στον ελληνικό κόσμο. Όλοι οι αρχηγοί, και από τις δύο πλευρές, μιλούν την ίδια γλώσσα και αναφέρονται στην ίδια ηθική, αναγνωρίζουν τους ίδιους θεούς. Η Ιλιάδα συνηγορεί υπέρ μιας πολιτισμικής κοινότητας της οποίας είναι δύσκολο να αρνηθούμε την ύπαρξη. Η κοινότητα αυτή, μάλλον η συνείδησή της, δεν θα θραυσθεί παρά αργότερα, μετά την εγκαθίδρυση στη Μικρά Ασία της περσικής Αυτοκρατορίας — που επίσης είχε σχηματισθεί από αρείους εισβολείς — και τούτο μαρτυρεί σαφώς ότι ο φυλετικός παράγοντας, με οποιαδήποτε έννοια και αν δίνουμε στη λέξη αυτή, δεν είναι προεξέχων. Όπως κι αν είναι, το ομηρικό έπος επέβαλε την ιδέα ενός ενιαίου ελληνισμού. Αλλά στην πραγματικότητα, ο ελληνισμός εμφανίζεται, στη διάρκεια του ελληνικού Μεσαίωνα και επίσης στην κλασική εποχή, σαν να έχει συσταθεί από πολυάριθμα πολιτισμικά και εθνικά θραύσματα. Η πολυφωνία αυτή καταρχήν μαρτυρείται στις διαλέκτους. Οι «Ίωνες», οι «Αιολείς», οι «Δωριείς» δεν μιλούσαν την ίδια εντελώς γλώσσα. Δεν πρόφεραν με τον ίδιο τρόπο τα φωνήματα της «ινδοευρωπαϊκής» κοινής γλώσσας, πράγμα που φανερώνει ότι στο παρελθόν είχαν μιαν αρκετά μακριά ιστορία, ιδιαίτερη ο καθένας, μια μακρά περίοδο κατά την οποία είχαν υποστεί ποικίλες επιδράσεις και, απλούστερα, είχαν ζήσει ανεξάρτητα από τους φυλετικούς συγγενείς τους. Έτσι δεν είναι παράξενο ότι το καθένα από τα γένη αυτά ήταν φορέας ιδανικών, τάσεων όχι απολύτως ταυτοσήμων. Οι Δωριείς είναι πιο κοντά σε ληστρική καταγωγή, είναι προσηλωμένοι σε αρχαϊκούς θεσμούς κοινοτικού χαρακτήρα (κοινή σίτιση, για παράδειγμα, η συλλογική ιδιοκτησία, δυσπιστία προς τον κινητό πλούτο που εξαίρει τα άτομα σε βάρος του γένους). Οι Αιολείς ήταν εγκατεστημένοι στον αιγαιακό χώρο πολύ ενωρίτερα από τους Δωριείς, και είχαν ομαδικά μεταναστεύσει στη Μικρά Ασία. Στην κυρίως Ελλάδα, η Βοιωτία είναι η κατεξοχήν αιολική γη, και ο ποιητής Ησίοδος είναι, από πολλές απόψεις, το φερέφωνο του ό,τι συνιστά την αιολική του πατρίδα. Με προέλευση την Αιολίδα της Ασίας, είχε εγκατασταθεί ανάμεσα στους χωρικούς της Βοιωτίας. Βέβαια, ο Ησίοδος δεν γράφει σε αιολική διάλεκτο, αλλά στη μικτή γλώσσα του Ομήρου, που είναι κράμα αιολικής και ιωνικής. Την εποχή ακριβώς του Ησιόδου, δύο ή τρεις γενιές μετά τον Όμηρο (δηλαδή γύρω στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα), αυτή η ομηρική γλώσσα που είχε γίνει η γλώσσα όλης της επικής ποίησης (με απαγγελία στο ρυθμό της λύρας) επιβάλλεται στον Ησίοδο. Πράγματι, αυτός εκφράζει τα αισθήματα ενός αγροτικού πληθυσμού, ο οποίος αποτελείται από βοσκούς μάλλον παρά από γεωργούς, αλλά είναι προσηλωμένος στους αγρούς και ουσιαστικά μόνιμα εγκατεστημένος. Στο «Έργα και Ημέραι», η εικόνα της κεντρικής Ελλάδας προσεγγίζει περισσότερο την πραγματικότητα της εποχής από ό,τι η Ιλιάδα, της οποίας οι αναφορές είναι αναχρονιστικές σε σχέση με την εποχή όπου διαμορφώθηκε οριστικά το έπος. Έτσι, ο Ησίοδος μας μεταφέρει στην Ελλάδα των μικρών χωριών, όπου ο βίος είναι λιτός, συνδεδεμένος με τη ροή των εποχών, όπου περιφρονούν τη χλιδή που αδειάζει τις σιταποθήκες και τους σιτοβολώνες. Ωστόσο, ο αιολικός ελληνισμός εκφράστηκε και με διαφορετικό τρόπο, αλλά σε άλλη γη: στις αιολικές πόλεις της Ασίας, και κυρίως στη Λέσβο, γεννήθηκε η λυρική ποίηση ή Digitized by 10uk1s
τουλάχιστον κάποιο είδος λυρισμού, πιθανώς με λαϊκή καταγωγή, αυθόρμητη, που εξέφραζε τα ερωτικά αισθήματα, τα πολιτικά πάθη, την οργή. Η Σαπφώ και ο Αλκαίος, κατά πολύ μεταγενέστεροι του Ησιόδου, ίσως δύο αιώνες, έχουν από κοινού με εκείνον μια «τάση» προς ευαισθησία, μια επιθυμία προσωπικής δέσμευσης, στοιχεία που αποτελούν την ουσία κάθε λυρισμού. Για να μετρήσουμε την απόσταση που χωρίζει το αιολικό πνεύμα από το δωρικό, αρκεί να διαβάσουμε, παράλληλα, μια ωδή της Σαπφούς και ένα ποίημα του Σπαρτιάτη Τυρταίου. Από τη μια πλευρά έχουμε μια ψυχή που ρέπει στις προσωπικές συγκινήσεις, που αφουγκράζεται τους κτύπους της καρδιάς της· από την άλλη, έναν ποιητή που απευθύνεται στους άλλους και εξαίρει τα μεγάλα συλλογικά αισθήματα, την αγάπη της δόξας, τη φρίκη της ατιμίας, δηλαδή συγκινήσεις που μόνον η παρουσία, πραγματική ή φανταστική, ολόκληρης της κοινωνικής ομάδας μπορεί να προκαλέσει. Στα δύο αυτά είδη ποίησης, την αιολική και τη δωρική, υπάρχει εντούτοις κοινό ένα μόνο χαρακτηριστικό, η επιθυμία να επιβάλουν μια τέλεια μορφή, παραδειγματική, άρα σταθερή, στο βιωμένο συναίσθημα. Και αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό είναι που δημιουργεί από τη μία ποίηση και από την άλλη, μια ελληνική ποίηση. Δυσκολότερο είναι να συλλάβουμε τον ιωνικό κόσμο. Όπως οι Αιολείς, τα ιωνικά φύλα ανήκουν στο παλαιότερο στρώμα του ελληνισμού και η προϊστορία τους μοιάζει παράλληλη με εκείνη των Αιολέων. Αλλά ίσως αφομοίωσαν βαθύτερα τους προελληνικούς πολιτισμούς που συνάντησαν: εγκατεστημένοι στο ακρότατο σημείο της ελληνικής χερσονήσου, στην Εύβοια, που αποτελεί το περιθώριό της, διασκορπίσθηκαν στην απέναντι ακτή του Αιγαίου, από τη Σμύρνη έως νότια της Μιλήτου. Στον πίνακα των βασικών τάσεων του ελληνισμού, που επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε, οι Ίωνες εμφανίζονται βαθύτερα «αστοί», ζηλωτές της χλιδής και της κομψότητας, επίσης, σε σχέση με τους υπολοίπους Έλληνες, δεκτικότεροι στις πολιτισμικές καινοτομίες που συναντούν ή δέχονται από έξω. Οι Ίωνες είναι επίσης ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις μυστικιστικές μορφές της θρησκείας. Στο έδαφός τους θα διαμορφωθεί και θα επιβιώσει το πλέον ονομαστό ιερό μυστικής λατρείας του ελληνισμού, το ιερό της Ελευσίνας. Κοντά τους, επίσης, στην Αθήνα, θα εγκατασταθεί σταθερότερα η θρησκεία του Διονύσου, την οποία οι Αιολείς, αντίθετα (τουλάχιστον οι Βοιωτοί των Θηβών), θεώρησαν για καιρό ύποπτη και τελικά τους επιβλήθηκε με τη βία. Η Αθήνα επίσης είχε, από πολύ ενωρίς, τις στενότερες σχέσεις με τη Δήλο, το νησί του Απόλλωνος. Ο θεός της Κλάρου 7 αφομοιώθηκε από τους Ίωνες και διαφοροποιήθηκε από τον δωρικό Απόλλωνα. Ο πρώτος έλαμψε από το ιερό της Δήλου· ο δεύτερος εγκαταστάθηκε στους Δελφούς, υποκαθιστώντας ένα πανάρχαιο μαντείο, ίσως προελληνικό, όπου πίστευαν ότι αποκαλυπτόταν μια ισχυρή χθόνια θεότητα, της οποίας σύμβολο ήταν το φίδι Πύθων. Η αντίθεση ανάμεσα στους Δωριείς και τους Ίωνες σχηματοποιείται, κατά την αρχαϊκή εποχή (7ος-6ος αι.), με τους δύο ρυθμούς στην αρχιτεκτονική και τη γλυπτική. Η αρχιτεκτονική γνωρίζει ένα δωρικό «ρυθμό», που χαρακτηρίζεται από τις γεωμετρικές γραμμές, τη σχεδόν παντελή απουσία καμπυλών (με εξαίρεση τον εχίνο που στην αρχαϊκή μορφή είναι ακόμη εύκαμπτος, σαν πεπιεσμένο μαξιλάρι, αλλά αργότερα θα γίνει πιο αυστηρός και η καμπύλη του θα είναι μόλις αισθητή). Παράλληλα, ο ιωνικός «ρυθμός» είναι πολύ περισσότερο ποικιλμένος και με περισσότερες καμπύλες: ωά του εχίνου, κυμάτια της βάσης επάνω στην οποία στηρίζεται ο κίων, εντονότερη καμπύλη των ραβδώσεων. Πρόκειται για δύο πολύ διαφορετικές ερμηνείες, δύο παραλλαγές του παλαιού θέματος, αιγυπτιακού στην προέλευσή του, της υποστύλου αρχιτεκτονικής. Στη γλυπτική, με τον ίδιο τρόπο, θα αντιπαρατεθούν από την αρχαϊκή εποχή, ένας δωρικός ρυθμός, αυστηρότερος, λιγότερο ποικιλμένος, όπου τα ενδύματα είναι ευθύγραμμα και δεν σχηματίζουν παρά μερικές βαθιές πτυχές, και ένας ιωνικός ρυθμός, όπου τα ιμάτια, κολλημένα στη σάρκα που αποκαλύπτουν, είναι εξαιρετικής λεπτότητας. Επίσης η έκφραση του προσώπου είναι πολύ διαφορετική ανάλογα με τους ρυθμούς: βαρύτητα, σοβαρότητα των χαρακτηριστικών στα δωρικά αγάλματα, αντίθετα, μειδίαμα των αρχαϊκών κορών που ανακαλύφθηκαν στην Ακρόπολη και, γενικότερα, του αρχαΐζοντος ιωνικού ρυθμού.
Digitized by 10uk1s
Είναι αλήθεια ότι οι αντιθέσεις αυτές είναι κάπως επίπλαστες και θα υπεραπλουστεύαμε αν αναφερόμαστε μόνο σε αυτές. Στην πραγματικότητα, αυτές οι σχολές γλυπτικής, αυτοί οι ρυθμοί αρχιτεκτονικής από πολύ ενωρίς υπέστησαν αλληλοεπιδράσεις, στο μέτρο που βαθμιαία εκδηλωνόταν η ενότητα του ελληνισμού. Έτσι, στην Αθήνα, σε καθαρά ιωνικό έδαφος, θα ανεγείρουν ένα δωρικό ναό, τον Παρθενώνα, για να εκφράσουν τη δόξα της πόλης νικήτριας των βαρβάρων Ασιατών. Μπορούμε να φαντασθούμε τους λόγους αυτής της επιλογής: οι καλλιτέχνες και οι πολιτικοί άνδρες που εμπνεύστηκαν τον Παρθενώνα, παίρνοντας ό,τι πιο φιλοπόλεμο και αυστηρό διέθετε ο ελληνισμός, θέλησαν να εκφράσουν μιαν αυτοκρατορική ιδέα. Αλλά στην εποχή αυτή, δηλαδή στα μέσα του 5ου π.Χ., αιώνα, τα διάφορα στοιχεία του ελληνισμού έχουν εδραιωθεί, το καθένα προσφέρει στον τομέα του, ο ίδιος ο ελληνισμός οικοδομείται. Διότι φαίνεται σαφώς ότι ο ελληνισμός αυτός, που ορισμένοι σύγχρονοι σχεδόν θεοποίησαν και θεώρησαν ως αληθινή αποκάλυψη, δωρεά των θεών στους ανθρώπους, δεν υπήρξε ποτέ μια οντότητα πολύ καθορισμένη. Ίσως αρμόζει να τον εννοήσουμε μάλλον ως ιδέα προς πραγμάτωση παρά ως εφάπαξ συντελεσθείσα πραγματικότητα, περισσότερο ως σύνολο τάσεων, ενίοτε παραλλήλων, ενίοτε διαφορετικών, ή ακόμη αντιφατικών, παρά ως κοινή πολιτισμική κληρονομιά από όπου άντλησαν διανοητές, πολιτικοί και καλλιτέχνες. Ο ελληνισμός γίγνεται υπό το βλέμμα του ιστορικού. Αλλά, πολύ ενωρίς, προβλήθηκε σε ένα μυθικό παρελθόν, ενώ πρόκειται, πιστεύουμε, για μια πολιτισμική κατάσταση που αναπτύχθηκε βαθμιαία, ψηλαφητά, ανάμεσα σε αντιφάσεις που, τελικά, αποκαλύφθηκαν θανάσιμες — οι ατέρμονες έριδες που τον διαίρεσαν, τα μίση μεταξύ των πόλεων που προκάλεσαν τις χειρότερες προδοσίες και τις πλέον ανηλεείς ωμότητες. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ελληνισμός έλαβε την πραγματική του διάσταση μόνο με το θάνατό του. Από τα βασίλεια στις πόλεις Είναι γενικά αποδεκτό ότι μία από τις ουσιαστικές συνεισφορές του ελληνισμού στην Ευρώπη συνίσταται στη σύλληψη ενός πρωτοτύπου πολιτικού σχήματος, που είναι η «πόλη». Αν και μπορούμε να διακρίνουμε στον υπόλοιπο κόσμο της Ανατολής, κυρίως στους δυτικούς Σημίτες, τάσεις για δημιουργία πραγματικών πόλεων, παραμένει αληθινό ότι αυτό το είδος κοινωνικής οργάνωσης αναπτύχθηκε και έφθασε σε πλήρη άνθηση στον ελληνικό κόσμο, που επαιρόταν ότι ήταν η κατεξοχήν χώρα των «πόλεων», με πολίτες ελεύθερους, αυτόνομους και μη υποτελείς σε βασιλιά. Το αρχαιότερο πολιτικό σχήμα σε ελληνική χώρα, και στις μεθοριακές περιοχές της, είναι η στρατιωτική βασιλεία. Απαντάται, όπως αναφέραμε, στον μυκηναϊκό κόσμο. Είναι χαρακτηριστική του «ομηρικού» πολιτισμού: οι βασιλείς του Άργους είναι πολεμικοί αρχηγοί, φαινομενικά εκλέγονται από τους οπλίτες, με ψήφο σε περισσότερο ή λιγότερο τακτά διαστήματα. Θα ξανασυναντήσουμε την οργάνωση αυτή πολλούς αιώνες αργότερα, στο μακεδονικό βασίλειο, όπου η ομήγυρις των στρατιωτών απονέμει το αξίωμα και την εξουσία στο βασιλιά που εκλέγει. Την συναντάμε επίσης στην κοινωνία των Χετταίων, η οποία παρουσιάζει αξιοσημείωτες παραλληλότητες με εκείνην των ομηρικών Αχαιών: και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένας μεγάλος βασιλιάς, με υποτελείς βασιλείς, μια ομήγυρις παρεμβαίνει στην αναγόρευση ή τουλάχιστον στην επικύρωση του βασιλιά και ελέγχει κάπως την άσκηση της εξουσίας. Στην Ιλιάδα, ίσως γιατί το έπος απεικονίζει μια κοινωνία εμπόλεμη, ο ρόλος των βασιλέων φαίνεται προεξέχων. Στην Οδύσσεια, προπάντων στο βασίλειο της Ιθάκης, η λαϊκή ομήγυρις αποφαίνεται με περισσότερη δύναμη. Ο βασιλιάς είναι υπόλογος σ' αυτή για ορισμένες πράξεις· οφείλει να λογοδοτήσει για το φόνο των μνηστήρων. Η σύλληψη του ποιήματος φαίνεται ότι έγινε σε εποχή όπου εσκιαγραφείτο το ένα από τα χαρακτηριστικά της μέλλουσας πόλης, η ενεργός συμμετοχή του λαού στις υποθέσεις του Κράτους. Ήδη η πόλη διαθέτει το ουσιώδες όργανο του άστεως: την αγορά, τόπο συγκέντρωσης των ανδρών για τη λήψη από κοινού σημαντικών αποφάσεων, ή, συχνότερα, για να ακούσουν τις Digitized by 10uk1s
ειλημμένες αποφάσεις του βασιλιά ή των «Γερόντων». Αλλά η αγορά, στη διάρκεια των αιώνων που χωρίζουν τη μυκηναϊκή Ελλάδα από την αρχαϊκή και την κλασική, είναι κυρίως ένας από τους τόπους της κοινωνικής ζωής. Συνήθως απλώνεται στα πόδια της ακρόπολης. Δεν αποτελεί τμήμα της καθαυτό πόλης — η τελευταία περικλείεται μέσα στην ακρόπολη, στην προστασία των τειχών της, και σ' αυτήν ακριβώς την ακρόπολη — το άνω άστυ (την Ακρόπολη της κλασικής Αθήνας) — είναι εγκατεστημένα τα κυριότερα ιερά λατρείας, όσα έχουν σημασία για τη σωτηρία της Πόλεως. Για παράδειγμα, στην Αθήνα η λατρεία της Πολιάδος Αθηνάς και του Ποσειδώνος, των δύο προστάτιδων θεοτήτων της πόλης. Έτσι, αρχικά η πόλη εμφανίζεται ως υλική πραγματικότητα: ένας οχυρωμένος λόφος όπου αποκαλύφθηκε η παρουσία των θεών. Θα αναφέρουμε την Καδμεία των Θηβών, ή ακόμη τον Ακροκόρινθο που είναι ταυτόχρονα τόποι οχυροί και θρησκευτικοί, όπως η Ακρόπολη της Αθήνας. Η υλική προστασία που παρείχαν οι οχυρώσεις επαυξάνεται από τη βεβαιότητα ότι στον ίδιο αυτό τόπο ασκείται η προστασία των θεών που, άλλοτε, κατακρήμνισαν από το ύψος της θεϊκής Ακρόπολης — τον Όλυμπο — τους Γίγαντες και τους εξεγερθέντες συνδαιτημόνες του Ταρτάρου. Η Ακρόπολη είναι καταρχήν ο τόπος της εξουσίας. Εκεί διατηρείται η ανάμνηση του οικιστή, του Ιδρυτή, που επίσης υπήρξε, πρώτα, ο βασιλιάς. Αργότερα, αφού η πόλη έχει συσταθεί, την Ακρόπολη θα κυριεύσουν επίσης όλοι οι σφετεριστές, οι τύραννοι. Και το γεγονός αυτό δεν ερμηνεύεται μόνον από στρατιωτικές ανάγκες: το άνω άστυ, η ακρόπολη, είναι η καρδιά της πόλης, εδώ εδρεύει η ψυχή της. Κατά τα Μηδικά, ο Θεμιστοκλής θα κοπιάσει πολύ να κατανικήσει αυτό το αίσθημα και να κάνει αποδεκτό ότι η πόλη βρίσκεται όπου είναι οι πολίτες της, ακόμη και σε «ξύλινα τείχη», και όχι όπου έχει ριζώσει το ορατό ίχνος των θεών της. Μπορούμε, λοιπόν, να δεχθούμε ότι, στην ουσία της, η πόλη είναι ένας κοινωνικός σχηματισμός, μια ανθρώπινη ομάδα που συνδέεται συνειδητά με έναν υψηλό τόπο, σύμβολο της ενότητάς της. «Πόλις» υπάρχει ακόμη και αν δεν υπάρχει δημοκρατία, ακόμη και όταν υπάρχει τυραννίδα. Η έννοια αυτή θα ισχύσει όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για τη Ρώμη, καθώς επίσης και για τον ετρουσκικό κόσμο. Από υλική σκοπιά, η «πόλη» αποτελείται από μιαν ακρόπολη, στον ίσκιο της οποίας απλώνεται η αγορά, και περιβάλλεται από πεδιάδα όπου ζουν οι χωρικοί που τροφοδοτούν το σύνολο της κοινότητας. Συχνά επίσης, η πόλη διαθέτει λιμάνι και αποκομίζει μεγάλο τμήμα των πόρων της από τη θάλασσα, είτε με την αλιεία, κυρίως, με το εμπόριο, ακόμη και την πειρατεία. Είναι φανερό ότι οι υλικές αυτές συνθήκες μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν μόνον όταν οι Έλληνες μετανάστες είχαν εγκατασταθεί, ήδη από πολλές γενιές, στη γη της Ελλάδας και στα νησιά του Αιγαίου. Χρειάσθηκε πρώτα οι νεοφερμένοι να συνηθίσουν σε μια ζωή σχετικώς ειρηνική και να μην αναζητούν την κύρια πηγή του πλούτου στον πόλεμο ή στη λεηλασία. Χρειάσθηκε ακόμη η ειρηνευτική αυτή κίνηση να γενικευθεί αρκετά ώστε να εγγυάται σχετική ασφάλεια στα μικροσκοπικά Κράτη που είχαν διαμορφωθεί με τον τρόπο αυτόν. Η πόλη αντιδιαστέλλεται προς τις αυτοκρατορίες, πρώτα γιατί διαθέτει η ίδια, κατά κανόνα, όλα τα στοιχεία για μια περίπου αυτόνομη ζωή, πολιτική, οικονομική και θρησκευτική, και έπειτα γιατί οφείλει να παραμείνει σε μικρές διαστάσεις. Βέβαια, τα γεγονότα μοιάζουν να διαψεύδουν αυτόν τον ορισμό: η Αθήνα θέλησε να έχει μιαν αυτοκρατορία, υπήρξε σπαρτιατικός ιμπεριαλισμός. Τέλος, αν αληθεύει ότι η Ρώμη υπήρξε επίσης ένα Κράτος-πόλη, μήπως δεν είδαμε να διαμορφώνεται γύρω της η μεγαλύτερη αυτοκρατορία που γνώρισε ποτέ η Δύση, και η πλέον μακρόχρονη; Αλλά είναι εύκολο να αποδείξουμε ότι αυτές οι φαινομενικές διαψεύσεις επιβεβαιώνουν στην πραγματικότητα τις ιδέες που εκθέσαμε εδώ. Η Αθήνα φιλοδόξησε την Αυτοκρατορία απιστώντας στην ίδια της την αποστολή, και έθραυσε την ισορροπία του ελληνικού πολιτικού κόσμου και απείλησε ολόκληρο το σύστημα τόσο εντός όσο και εκτός. Αυτό το παράπτωμα είχε ως σκληρό Digitized by 10uk1s
τίμημα την αντίδραση των Λακεδαιμονίων. Οι αθηναϊκές φιλοδοξίες αποδεικνύουν ότι μια πόλη μεμονωμένη δεν μπορεί να διογκώνεται απεριόριστα, ότι οι πόλεις συνυπάρχουν, ότι η ύπαρξη των άλλων πόλεων είναι απαραίτητη για την ύπαρξη της καθεμιάς, όχι βέβαια για λόγους οικονομικούς (αφού κάθε πόλη είναι αυτάρκης, καθώς μνημονεύει ο Αριστοτέλης), αλλά για να δημιουργείται ισορροπία δυνάμεων και να παρεμποδίζονται οι φιλοδοξίες της μιας να διακυβεύουν όλο το σύνολο. Όσο για την τύχη της Ρώμης, αποδεικνύεται — ελπίζουμε να γίνει κατανοητό — ότι ένα Κράτος-πόλη δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε αυτοκρατορία παρά αφού μεταβάλει δομή, με αντίτιμο μια μακρόχρονη και σοβαρή κρίση και αφού βαθμηδόν, επινοήσει νέα πολιτικά σχήματα. Η ουσία της πόλης είχε, λοιπόν, διαμορφωθεί — τουλάχιστον δυνάμει— ήδη από την εποχή που την εξουσία ασκούσαν ακόμη οι βασιλείς. Η εξέλιξη που προέκυψε, στην πορεία του αρχαϊκού ελληνισμού (7ος-6ος αι.), και η οποία στις περισσότερες πόλεις έτεινε να αφαιρέσει την εξουσία από τους βασιλείς (που ήταν κατά το ήμισυ κληρονομικοί αφού η εξουσία τους έπρεπε να επικυρώνεται από διάφορες συνελεύσεις, έστω και αν συνήθως αυτοί εκλέγονταν από την ίδια οικογένεια) είχε γενικά ως αποτέλεσμα να επαυξήσει το ρόλο των αρχηγών της οικογένειας. Η παρακμή αυτή των βασιλέων, τους οποίους βαθμιαία υποκατέστησαν οι αρχηγοί των γενών — ενίοτε, όπως στην Κόρινθο τα μέλη του ιδίου γένους — είναι αρκετά φυσικό φαινόμενο που μάλιστα απαντάται και σε άλλες ιστορικές στιγμές. Ωστόσο η παρακμή αυτή δεν οδήγησε στην πλήρη εξαφάνιση του «βασιλιά»: εκείνος άλλοτε επιβίωσε πολιτικά, παρά την περιστολή που επέβαλαν στην εξουσία του, όπως στη Σπάρτη, άλλοτε διατήρησε θρησκευτική υπόσταση, όπως στην Αθήνα ή τη Ρώμη. Ταυτόχρονα εγκαταστάθηκε ένα πολύπλοκο σύστημα δικαστικών, πολιτικών, θρησκευτικών συνελεύσεων, που η καθεμιά τους ανέλαβε μια ιδιαίτερη πλευρά της συλλογικής εξουσίας, δηλαδή του Κράτους. Φαίνεται ότι το Συμβούλιο των Γερόντων, που, κατά τους ηρωικούς χρόνους, βοηθούσε τους βασιλείς στην άσκηση της εξουσίας, κυρίως δέχθηκε ή έλαβε τις βασικότερες αρμοδιότητες, αλλά, παράλληλα και άλλα συμβούλια διαθέτουν θρησκευτικά προνόμια και συνεπώς ρυθμίζουν τις σχέσεις της πόλης με τους θεούς της. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι προήλθε η Βουλή και το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, στο πολίτευμα της Αθήνας, δύο σώματα ολιγαρχικά αλλά ξεχωριστά. Το επόμενο στάδιο ως προς την εξέλιξη της πόλης συνίστατο στη διεύρυνση των συμβουλίων και, ταυτόχρονα, στην αύξηση του ρόλου της λαϊκής συνέλευσης, η οποία φαίνεται ότι για καιρό είχε δικαίωμα απλώς να καταγράφει τις αποφάσεις που λαμβάνονταν εκτός και ερήμην αυτής. Για αρκετό χρόνο, η ζωή της πόλης παρέμεινε, σχεδόν παντού, στα χέρια των «αριστοκρατών», των αρχηγών των παλαιών οικογενειών, οι οποίοι από παράδοση συνδέονταν με τις μνήμες της μυθικής εποχής και συγγένευαν με τους θεούς. Ο σεβασμός για τους τελευταίους εγγυάται την εξουσία των απογόνων τους. Μια αδιαφιλονίκητη ιεραρχία εγκαθίσταται και αναγνωρίζεται στον κόσμο: ψηλά βασιλεύουν οι θεοί που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ασχολούνται πολύ δραστήρια με τα ανθρώπινα· ακολουθούν οι θνητοί και, πρώτα, εκείνοι που στις φλέβες τους ρέει θεϊκό αίμα, έπειτα οι υπόλοιποι. Τέλος, στην τελευταία βαθμίδα βρίσκονται οι δούλοι. Ο Ηρόδοτος βεβαιώνει ότι όταν οι Έλληνες έφθασαν στην Ελλάδα, την εποχή που ακόμη αγωνίζονταν ενάντια στους αυτόχθονες πληθυσμούς, τους Πελασγούς, δεν είχαν δούλους στην κατοχή τους. Είναι πράγματι δυνατόν ο θεσμός αυτός να υπήρξε δάνειος στην Ελλάδα, όπως και στη Ρώμη, και να είχε ξένη καταγωγή. Οι δούλοι θα ήταν οι «αιχμάλωτοι», οι δέσμιοι του πολέμου και, φυσικά, και απόγονοί τους. Όπως κι αν είναι, οι δούλοι αποτελούσαν το ουσιαστικό κομμάτι της ελληνικής πόλης, όσο παλαιά στο παρελθόν και αν ανατρέξουμε. Αυτή είναι η συνθήκη της ζωής των «ελευθέρων ανθρώπων». Ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι στη φυσική τάξη πραγμάτων υπάρχουν όντα «ικανά να προνοούν» (κατά γράμμα, προνοούν χάρη στη διορατικότητά τους) και φύσει έχουν το δικαίωμα να κυβερνούν· άλλα Digitized by 10uk1s
όντα διαθέτουν τη φυσική ρώμη και μπορούν να εκτελούν τις διαταγές των πρώτων. Τα υποδεέστερα αυτά όντα είναι οι δούλοι. Στην πραγματικότητα, ο Αριστοτέλης που γράφει την εποχή όπου η πόλη εξακολουθεί να είναι η αδιαφιλονίκητη μορφή των ελληνικών κοινωνιών, συστηματοποιεί φιλοσοφικά τις αντιλήψεις της κοινής γνώμης, για την οποία οι δούλοι είναι πηγή ενέργειας και χειρωναξίας της ίδιας κατηγορίας με τα κατοικίδια ζώα. Αυτήν ακριβώς την αντίληψη επιχειρεί να αιτιολογήσει με τη λογική. Είναι δίκαιο να υπενθυμίσουμε ότι στους Έλληνες, και μάλιστα πριν από τον Αριστοτέλη, άλλοι φιλόσοφοι είχαν υποστηρίξει ότι η δουλεία ήταν το αποτέλεσμα της βίας και, συνεπώς, αδικία. Ορισμένοι ποιητές αναπολούσαν τη χρυσή εποχή όπου κανείς δεν ήταν δούλος. Οι φιλόσοφοι της ελληνιστικής περιόδου θα καταλήξουν να θεωρούν ότι η δουλεία είναι συνθήκη της Τύχης, που δεν αφορά το είναι των ανθρώπων. Αυτή, όμως, δεν ήταν η κρατούσα αντίληψη της κλασικής εποχής, ούτε του Αριστοτέλη και, πολύ περισσότερο, του Πλάτωνα. Στη διάρκεια του 6ου αιώνα, η πόλη γνώρισε μια κρίση που έπληξε όλους σχεδόν τους λαούς της Ελλάδας. Σε πολυάριθμες πόλεις ένας άνδρας, συχνά ευγενής, μέλος της άρχουσας αριστοκρατίας, ανέτρεπε το καθεστώς και κατελάμβανε βίαια την εξουσία, εγκαθιδρύοντας ό,τι αποκάλεσαν τυραννίδα, όνομα ξένο προς την αρχαιότερη ελληνική γλώσσα. Ο «τύραννος» στηριζόταν σε στρατιωτικές δυνάμεις, σε μια ομάδα «σωματοφυλάκων», και γενικώς η πρώτη πράξη της επανάστασης ήταν η κατάληψη της ακρόπολης. Φυσικά, ο τύραννος δεν μπορούσε να διατηρηθεί με τρόπο μονιμότερο παρά αν είχε τη συναίνεση της λαϊκής μάζας. Ο τύραννος δεν ήταν βασιλιάς, δεν ήταν ιερός, ήταν ένας de facto κύριος. Η τυραννίδα, επειδή καταργούσε το αριστοκρατικό πολίτευμα αφαιρώντας τη νομιμότητά του, δηλαδή την ορατή υποστήριξη των θεών, είχε συχνά ως αποτέλεσμα να επιτρέπει και να επισπεύδει την άνοδο της δημοκρατίας. Τέτοιες κυρίως υπήρξαν οι μεγάλες φάσεις που γνώρισε η ιστορία της Αθήνας, στη διάρκεια του 6ου π.Χ. αιώνα. Μετά τους βασιλείς ανήλθαν στην εξουσία μεγάλες οικογένειες ιερατικού χαρακτήρα. Εκδιώχθηκαν από τον Πεισίστρατο που κατάφερε να διατηρηθεί στην εξουσία από το 561 έως το 518. Ο Πεισίστρατος, την ίδια εποχή, δεν ήταν ο μόνος τύραννος στον ελληνικό κόσμο. Στη Νάξο βασίλευε ο Λύγδαμις, στη Σάμο ήταν ο Πολυκράτης, διάφοροι άλλοι σε άλλες πόλεις. Διαπιστώνουμε ότι μεταξύ των πόλεων υπήρχε μια περίεργη de facto αλληλεγγύη, ή μάλλον ένα φαινόμενο αντήχησης — σύμφωνα με όσα προαναφέραμε προσπαθώντας να προσδιορίσουμε τη φύση της πόλης· δηλαδή κάθε πόλη δεν μπορεί να υπάρξει παρά δίπλα σε άλλες πόλεις που την περιορίζουν και την καθορίζουν και, φυσικά, έχουν την τάση να παρουσιάζουν τις ίδιες αντιδράσεις και να γνωρίζουν τις ίδιες περιπέτειες. Έτσι, όταν άρχισαν να εκδιώκονται οι τύραννοι από τις πόλεις, το καθεστώς δεν κατάφερε να επιβιώσει πουθενά αλλού και σιγά-σιγά η Ελλάδα εξήλθε από την εποχή της τυραννίδας. Στη μεταλλαγή αυτή έπαιξαν σημαντικό ρόλο τα μαντεία και το «ιερό». Είναι χαρακτηριστικό ότι το μαντείο των Δελφών διεμήνυσε στους Σπαρτιάτες να ανατρέψουν το καθεστώς του Ιππία, του μόνου επιζώντος από τους γιους του Πεισιστράτου — ο άλλος, ο Ίππαρχος είχε δολοφονηθεί από προσωπικούς εχθρούς, τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, τους οποίους αργότερα περιέβαλαν με τιμές και σχεδόν θεοποίησαν. Υπό την πίεση των σπαρτιατικών όπλων, ο Ιππίας αναγκάστηκε να δραπετεύσει και με τον τρόπο αυτόν έλαβε τέλος, το 510, η τυραννίδα στην Αθήνα. Αυτή την ενέργεια είχε οργανώσει μια από τις μεγάλες ιερατικές οικογένειες της Αττικής, οι Αλκμαιωνίδες, και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποίησαν το ιερό οι ολιγαρχικοί του προηγουμένου αιώνα προφανώς στόχευε στην αποκατάσταση της εξουσίας τους. Αλλά εκείνη η εποχή είχε παρέλθει, και ο Κλεισθένης, επίσης Αλκμαιωνίδης, υπήρξε αυτός που εγκαθίδρυσε ένα νέο καθεστώς το οποίο είχε ως αρχή την ισονομία όλων των πολιτών. Ο Κλεισθένης συνέτριψε τα παλαιά θρησκευτικά στελέχη της πόλης, μην αναγνωρίζοντάς τους πλέον πολιτική αξία, αλλά επιτρέποντάς τους να επιβιώνουν απλώς ονομαστικά. Επρόκειτο για την άνοδο της δημοκρατίας. Digitized by 10uk1s
Η αποικιακή ακτινοβολία Η αρχαϊκή εποχή του ελληνισμού υπήρξε επίσης η περίοδος όπου αυτός γνώρισε τη μεγαλύτερη επεκτατική του δύναμη. Ήταν η εποχή που του δόθηκε η ευκαιρία να «εκπολιτίσει» τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, εφόσον διέθετε το πνεύμα. Σήμερα πλέον κανείς δεν αμφισβητεί την πραγματικότητα των εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα στον μυκηναϊκό κόσμο και στις χώρες της μεσογειακής Δύσης. Ωστόσο, αυτός ο «προ-αποικισμός» δεν φαίνεται να άφησε έντονα ίχνη στα εδάφη όπου ασκήθηκε και, στην καλύτερη περίπτωση, προετοίμασε το δρόμο για τον «δεύτερο» αποικισμό, που πραγματοποιήθηκε κατά τους ιστορικούς χρόνους. Ο ελληνικός αποικισμός στα μεσογειακά παράλια άρχισε να είναι πραγματικά ενεργός περίπου στο μέσον του 8ου αιώνα, και διήρκεσε έως το τέλος του 6ου αιώνα. Μερικές σπάνιες μεταγενέστερες απόπειρες κατέληξαν σε αποτυχία. Αλλά, για διάστημα δυόμισι αιώνων, οι Έλληνες άποικοι εγκαταστάθηκαν σχεδόν παντού, στη μεσογειακή Ανατολή, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και προπάντων στην Ιταλία, στο νότο της Γαλατίας, στην Ισπανία και σε ορισμένα νησιά. Σπανιότερες ήταν οι εγκαταστάσεις στις νότιες ακτές της Μεσογείου. Η σημαντικότερη ήταν η ίδρυση της Κυρήνης που, όπως πρόσφατα αποδείχθηκε, δεν πρέπει να είναι παλαιότερη του 631 π.Χ. Αλλά, η Κυρήνη, εγκατεστημένη ανάμεσα στο αιγυπτιακό βασίλειο — όπου οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να ιδρύσουν παρά το εμπορείο της Ναυκράτιδος και ποτέ μιαν αληθινή αποικία, τουλάχιστον πριν από τον Αλέξανδρο — και στην επικράτεια των Φοινίκων της Καρχηδόνας, ήταν μια θέση απομονωμένη και δεν φαίνεται να άσκησε επιρροή στην ενδοχώρα. Ως προς τη διαμόρφωση και την ιστορία της Ευρώπης, ο πλέον σημαντικός αποικισμός είναι προφανώς ο δυτικός. Όπως οι παλαιότεροι Έλληνες, πολλούς αιώνες ενωρίτερα, είχαν επιδιώξει τη μετανάστευση προς την Ασία, διαμέσου της Κρήτης, της Κύπρου και των νησιών της Μικράς Ασίας, έτσι και οι Έλληνες αυτής της εποχής αρκετά πρώιμα σκέφθηκαν να διασχίσουν το Ιόνιο πέλαγος και να προωθηθούν δυτικά της Κέρκυρας και των βαλκανικών ακτών. Περιέργως, η παλαιότερη εγκατάσταση της ιστορικής εποχής στη δυτική Μεσόγειο υπήρξε η αποικία της Κύμης, στην ακτή της Καμπανίας, πολύ μακριά από την πατρίδα των ιδρυτών της που κατάγονταν άλλοι από τη Χαλκίδα, άλλοι από την Ερέτρια της Εύβοιας, άλλοι, τέλος, από την Κύμη, την πόλη της ασιατικής Αιολίδας όπου άλλοτε είχε ζήσει ο πατέρας του Ησιόδου. Οι λόγοι που εξηγούν την επιλογή της ακτής της Καμπανίας για την αποικία αυτή (που η παράδοση τοποθετούσε στα 1049 π.Χ.) είναι πολλαπλοί και περίπλοκοι. Πριν από την ίδρυση της Κύμης, Έλληνες με προέλευση την Εύβοια είχαν εποικίσει τα παράκτια νησιά, κυρίως την Ίσκια. Η εγκατάσταση της Ίσκια αποτελούσε σταθμό σε μιαν εμπορική οδό, και η Κύμη έγινε από την «ιστορική» ίδρυσή της — που δεν μπορεί να χρονολογηθεί πολύ πριν από το 750 π.Χ.— η σημαντικότερη βάση των Ευβοέων εμπόρων σε ιταλικό έδαφος. Η Κύμη εμφανίζεται ως ο τόπος συγκέντρωσης των πρώτων υλών που χρειάζονταν οι «βιοτέχνες» της Χαλκίδας και της Ερέτριας, ιδιαίτερα της ξυλείας και των μεταλλευμάτων, τα οποία αντήλασσαν με έτοιμα προϊόντα κατασκευασμένα στα εργαστήρια της Εύβοιας: μάλλινα υφάσματα και αντικείμενα κεραμεικής. Ταυτόχρονα η ενδοχώρα ήταν πρόσφορη για γεωργικές εγκαταστάσεις, χάρη σε εδάφη φυσικά εύφορα τα οποία στερούνταν οι άποικοι στην πατρίδα τους. Έτσι, η νέα αποικία δεν περιορίσθηκε απλώς σε μια πόλη, αλλά οι κάτοικοί της προσπάθησαν να διώξουν τον αυτόχθονα πληθυσμό των Όσκων και να αποκτήσουν αρκετά εκτεταμένα εδάφη. Μια νέα ελληνική πόλη, παρόμοια με εκείνες της πατρίδας, είχε γεννηθεί, με την ακρόπολη, το λιμάνι της και τους αγρούς που τα προϊόντα τους εξασφάλιζαν τον καθημερινό επισιτισμό. Γύρω ακριβώς από την Κύμη θα πραγματοποιηθεί ο μεταγενέστερος εποικισμός όλης της Καμπανίας και παρόλον ότι, σήμερα, είμαστε λιγότερο διατεθειμένοι να αποδεχθούμε ότι οι Χαλκιδείς άποικοι κατέστησαν γνωστή τη γραφή στους λαούς της Ιταλίας, και αν λάβουμε υπόψη ότι το ρωμαϊκό αλφάβητο υπήρξε δάνειο με τη μεσολάβηση των Ετρούσκων, η συμβολή του ελληνισμού στον πολιτισμό της αρχαϊκής Ιταλίας δεν είναι λιγότερο Digitized by 10uk1s
αξιόλογη. Αυτός, άλλωστε, από την Καμπανία κυρίως εισέδυσε στη χερσόνησο. Σε διάστημα μικρότερο της μιας γενιάς μετά την ίδρυση της Κύμης, οι Χαλκιδείς εγκαταστάθηκαν στη Νάξο της Σικελίας, στην ανατολική ακτή, όχι μακριά από τον πορθμό της Μεσσήνης. Η ίδρυση της Νάξου τοποθετείται γύρω στα 757. Στη Σικελία, όπως και στην Καμπανία, οι Έλληνες προσπάθησαν να επεκτείνουν την επικράτειά τους σε εδάφη όπου η γεωργία φαινόταν πολύ επικερδής, ιδίως η αμπελουργία. Έτσι, από το 729, οι Χαλκιδείς άποικοι ίδρυσαν άλλες δύο πόλεις στις ακτές του στενού της Μεσσήνης: τη Ζάγκλη στην ακτή της Σικελίας (τη μέλλουσα Μεσσήνη) και το Ρήγιο στην ιταλική ακτή. Αυτή η σειρά εγκαταστάσεων δείχνει την εμφανή επιθυμία να σηματοδοτήσουν και να διασφαλίσουν μια εμπορική οδό, εκείνη που οδηγούσε διαμέσου του Ιονίου πελάγους, του κόλπου της Κορίνθου, στο στενό της Σικελίας και, πιο πέρα, προς την Καμπανία. Οι Χαλκιδείς ίδρυσαν επίσης, στη βόρεια παραλία της Σικελίας, τις πόλεις Μύλαι και Ιμέρα. Αλλά οι Χαλκιδείς σύντομα έμελλε να έχουν ανταγωνιστές. Η Χαλκίδα και η Ερέτρια στη διάρκεια του 8ου αιώνα παραδόθηκαν σε έναν αιματηρό πόλεμο που τις εξάντλησε αμοιβαία. Έτσι, διευκολύνθηκε σχετικώς η Κόρινθος για να επιχειρήσει με τη σειρά της, αποικιακή πολιτική. Οι εγκαταστάσεις, άλλωστε, της Κορίνθου προσομοίαζαν με εκείνες των Χαλκιδέων: ίδιος εμπορικός σταθμός στην Κέρκυρα, έπειτα, γύρω στο 734, ίδρυση των Συρακουσών στη Σικελία, στην ανατολική ακτή επίσης, αλλά αρκετά νότια της Νάξου. Η πόλη των Συρακουσών έμελλε να γίνει το μεγαλοπρεπέστερο δημιούργημα του ελληνισμού στη Σικελία. Με αφετηρία την πόλη αυτή και γύρω από αυτή θα διαμορφωθεί τελικώς ένα από τα πολύ σπάνια ελληνικά βασίλεια που θα καταφέρουν να ξεπεράσουν το στενό πλαίσιο της πόλης. Η πόλη αυτή θα προσφέρει στη Ρώμη το παράδειγμα των πρώτων επαρχιακών δομών, αλλά, πριν ακόμη από την εποχή αυτή, που τοποθετείται προς το τέλος του 3ου αι. π.Χ., οι Συρακούσες υπήρξαν ο πρόμαχος του ελληνισμού ενάντια στους Καρχηδόνιους, επίσης εγκατεστημένους στη Σικελία. Ένα μεγάλο μέρος από την ιστορία της Σικελίας, μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση και από τα πρώτα χρόνια του ελληνικού αποικισμού, κυριαρχείται από την πάλη μεταξύ των Ελλήνων και των Καρχηδονίων. Στην πραγματικότητα, η πάλη αυτή δεν θα είναι παρά ένα επεισόδιο, ίσως το πλέον μακρόχρονο και αιματηρό, του ανταγωνισμού που έφερε αντιμέτωπους σε όλη τη δυτική λεκάνη της Μεσογείου, τους Σημίτες εμπόρους και τους Έλληνες αποίκους, επίσης εμπόρους. Η παρουσία των Φοινίκων στο δυτικό τμήμα του νησιού καθυστέρησε και περιόρισε σημαντικά την επέκταση προς τη δύση του ελληνικού αποικισμού στη Σικελία. Η πόλη των Συρακουσών επέτυχε να εποικίσει στην ενδοχώρα, την περιοχή της Άκρας, στα πρόσφορα για την κτηνοτροφία οροπέδια και παρακάμπτοντας το ακρωτήριο Πάχυνον, να ιδρύσει τη ναυτική πόλη της Καμαρίνης, στο τέλος του 4ου αιώνα. Ένα νέο κύμα αποίκων, αυτή τη φορά από τα Μέγαρα, ήλθε να ενισχύσει την ελληνική παρουσία στη Σικελία. Μερικά μίλια βορειότερα των Συρακουσών, οι Μεγαρείς ίδρυσαν τα Υβλαία Μέγαρα, γύρω στο τέλος του 8ου αιώνα, και έναν αιώνα αργότερα τον Σελινούντα, προφυλακή του ελληνισμού σε χώρα φοινικικής επιρροής. Από τους Έλληνες της Σικελίας, οι τελευταίοι που έφθασαν ήταν οι Ρόδιοι μαζί με τους Κρήτες. Γύρω στο 690 ίδρυσαν τη Γέλα, όχι μακριά από την Καμάρινα και, έναν αιώνα αργότερα, περί το 580, τον Ακράγαντα, που μετέπειτα ονομάστηκε Agrigentum. Έτσι οι ανατολικές και μεσημβρινές ακτές της Σικελίας οριοθετούνται με ελληνικές πόλεις. Το εσωτερικό του νησιού παρέμεινε στην κατοχή προελληνικών πληθυσμών. Η Δύση ανήκε στη ζώνη της φοινικικής επιρροής. Αλλά, οι Έλληνες της Σικελίας ήταν διαιρεμένοι τόσο βαθιά όσο και οι μητροπόλεις τους. Οι διαφορές ως προς την εθνική εξάρτηση ήταν εντονότατα αισθητές, όπως ακριβώς ήταν και στις ελληνικές αποικίες που ιδρύθηκαν στη Μεγάλη Ελλάδα. Digitized by 10uk1s
Μόνον προς το τέλος του 8ου αιώνα (δηλαδή πολλές γενιές μετά τις πρώτες εγκαταστάσεις των Χαλκιδέων), οι Αχαιοί επιχείρησαν να εγκατασταθούν στον κόλπο όπου η δωρική πόλη του Τάραντα έμελλε αργότερα να δώσει το όνομά της. Η πρώτη αχαϊκή αποικία στη Μεγάλη Ελλάδα υπήρξε η Σύβαρις (περίπου το 750 π.Χ.). Οι Αχαιοί φαίνεται ότι είχαν προσεταιρισθεί, για την εγκατάσταση αυτή, ανθρώπους από την Τροιζήνα, αλλά οι τελευταίοι, επειδή εθεωρούντο Δωριείς, δεν άργησαν να εκδιωχθούν από τα αχαϊκά στοιχεία και ζήτησαν αλλού τύχη. Αυτοί ίδρυσαν την Ποσειδωνία (Paestum) στο Τυρρηνικό πέλαγος. Η Σύβαρις έγινε πολύ μεγάλη πόλη, με εξαιρετική ευμάρεια. Εδώ έφθαναν σε τακτά διαστήματα τα πλοία της Μιλήτου, και από εδώ ο ελληνικός πολιτισμός της Ασίας διαδόθηκε ευρέως στην Ιταλία, προκαλώντας ή μάλλον ίσως ευνοώντας την ανατολίζουσα περίοδο του ετρουσκικού πολιτισμού. Οι Αχαιοί, εκτός από τη Σύβαρη, ίδρυσαν και τον Κρότωνα, με προορισμό να αναχαιτίζει τους αυτόχθονες πληθυσμούς των ορεινών περιοχών. Αυτή υπήρξε η εξέλιξη μιας πραγματικής αχαϊκής Αυτοκρατορίας, ή μάλλον (ήδη) μιας αχαϊκής Ομοσπονδίας η οποία προς βορρά έφθανε έως το Μεταπόντιο και περιελάμβανε την πόλη της Σίριος. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Πελοποννήσου ακολούθησαν τους Αχαιούς. Λάκωνες, δηλαδή Δωριείς, ίδρυσαν τον Τάραντα στην τελευταία δεκαετία του 8ου αιώνα. Ο Τάρας έμεινε πάντα πιστός στη δωρική καταγωγή του και διατήρησε ζηλότυπα τη διάλεκτό του, καθώς και τις αρχαϊκές πολιτικές δομές, απομίμηση των σπαρτιατικών. Η πολιτική κατάσταση που προέκυψε στη μεσογειακή Δύση τάχιστα έγινε πολύ περίπλοκη. Στους αγώνες κατά των Καρχηδονίων και κατά των αυτοχθόνων πληθυσμών, οι οποίοι επιχειρούσαν συχνές επιδρομές εναντίον των ελληνικών πόλεων που προστατεύονταν από ισχυρά τείχη, προστέθηκαν οι πόλεμοι μεταξύ των Ελλήνων. Τα αίτια αυτών των πολέμων ίσως ήταν εμπορικοί ανταγωνισμοί, ιδίως στην Ιταλία, η επιθυμία να διατηρήσει έκαστος για τον εαυτό του τους δρόμους των καραβανιών που είχαν παγιωθεί στο εσωτερικό, διαμέσου των βουνών της Λουκανίας, μεταξύ του κόλπου του Τάραντος και εκείνου του Paestum, αλλά επίσης αιτία ήταν αυτό το ασυγκράτητο πνεύμα αμφισβήτησης και ανταγωνισμού από το οποίο δεν έπαυσε να διαπνέεται — και να σπαράσσεται — ο ελληνισμός. Οι υψηλότερες φιλοσοφικές εμπνεύσεις ήταν ανίσχυρες να κατασιγάσουν αυτά τα μίση. Έτσι, το 511, ο πυθαγόρειος Κρότων κατέστρεφε την παλαιά του σύμμαχο Σύβαρη: οι κάτοικοι φονεύθηκαν, η πόλη κατεδαφίσθηκε και το όνομά της μόνον στο μύθο επέζησε. Οι αγώνες στη Σικελία δεν υπήρξαν λιγότερο έντονοι. Τα στρατιωτικά κατορθώματα του Γέλωνος, τυράννου των Συρακουσών (το 485 π.Χ.), ερήμωσαν την περιοχή γύρω από την πόλη αυτή: η Καμάρινα, η Νάξος, τα Υβλαία Μέγαρα ερημώθηκαν από κατοίκους για να μεγαλώσει έτσι η πόλη των Συρακουσών που εξελισσόταν παντοδύναμη και αυτοκρατορική. Πέρα από το Τυρρηνικό πέλαγος, οι Έλληνες της Φωκαίας είχαν προωθήσει τις εξερευνήσεις τους έως τις πύλες της χώρας της Ταρτησσού (Ανδαλουσία), που από πολύ παλαιά ήταν ζώνη φοινικικής επιρροής. Τελικά, εγκαταστάθηκαν στη Λιγυρία, σε γη που τους παραχώρησε ο βασιλιάς της χώρας (γύρω στα 600). Αυτή υπήρξε η καταγωγή της Μασσαλίας και, με αφετηρία την πόλη αυτή, ενός δικτύου εμπορείων και πόλεων υποτελών, που εξαπλώθηκε σταδιακά στην ανατολική ακτή της Ισπανίας, στην ακτή της Λιγυρίας και στην Κορσική, όπου ιδρύθηκε η πόλη της Αλαλίας (Αλέρια). Στα ύδατα της τελευταίας αυτής πόλης διεξάγεται το 535 η ξακουστή ναυμαχία που αντιπαρέταξε τους Μασσαλιώτες στους Καρχηδόνιους συμμάχους των Ετρούσκων. Οι Μασσαλιώτες ηττήθηκαν και οι άποικοί τους αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα νησιά. Μερικοί που διασώθηκαν κατέφυγαν στο Ρήγιο και από εκεί ξεκίνησαν για να ιδρύσουν την Ελέα, επί της ακτής νότια του Paestum. Η σημασία της Μασσαλίας στη διαμόρφωση της Ευρώπης είναι αναμφισβήτητη. Η πόλη αυτή εδραίωσε στις μεσημβρινές ακτές της Γαλατίας το παραπέτασμα ελληνικής παιδείας που συνέβαλε στην ενότητα των ευρωπαϊκών χωρών από τις Ηράκλειες Στήλες έως τον Βόσπορο — ενότητα Digitized by 10uk1s
πολιτισμική που εκτεινόταν ακόμη μακρύτερα, κατά μήκος της Ανατολίας και της Συρίας, προτού ακάθεκτες επιδρομές καταλήξουν να χωρίσουν γεωγραφικώς την Ευρώπη από τις πολιτισμικές της διεισδύσεις στην Εγγύς Ανατολή. Η Μασσαλία άνοιξε στον ελληνικό υλικό πολιτισμό τις χώρες του Ροδανού, χρησίμευσε ως δίοδος στα καραβάνια που μετέφεραν από τη Βρετάνη και τη Γαλατία τα απαραίτητα μεταλλεύματα για τη βιοτεχνία του ορειχάλκου, και, ίσως, συνέβαλε στη διάδοση κάποιας παιδείας στον κελτικό κόσμο — αν και σήμερα τείνουμε να δεχθούμε ότι υπήρχαν άλλοι δρόμοι επικοινωνίας μεταξύ των Κελτών και των Ελλήνων. Ίσως ο σημαντικότερος ρόλος της να διαδραματίζεται τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν η Μασσαλία έγινε η σύμμαχος της Ρώμης και παρενέβη στις πολιτικές διαπλοκές που προκάλεσαν τον πόλεμο του Αννίβα, τον δεύτερο φοινικικό πόλεμο. Ο αποικισμός της Δύσης δεν απορρόφησε όλη την ενεργητικότητα του ελληνισμού στο τέλος του 8ου αι. και στη διάρκεια του 7ου αιώνα. Στις ίδιες μητροπόλεις ανήκουν οι εγκαταστάσεις που απαντώνται κατά μήκος των ακτών της Θράκης και στα νησιά: Χαλκιδείς, Ερετριείς, Κορίνθιοι με τους οποίους ενώνονται νησιώτες, όπως οι Χίοι και οι Λέσβιοι. Οι δύο ακτές του Ελλησπόντου και της Προποντίδας γίνονται μια ελληνική λίμνη, ακολούθως, με βραδύτερο ρυθμό, με δισταγμούς και παλινδρομήσεις, μερικές ελληνικές αποικίες αρχίζουν να κλιμακώνονται στις ακτές του Ευξείνου Πόντου (Μαύρη Θάλασσα), τις οποίες προσεγγίζουν ταυτόχρονα από νότο και από δύση, κυρίως χάρη στις εγκαταστάσεις των Μιλησίων. Οι πόλεις αυτές, καθώς ήταν εγκατεστημένες ανάμεσα σε εχθρικούς λαούς, ημινομάδες, διαρκώς επαπειλούνταν. Αλιευτικά λιμάνια που χρησίμευαν επίσης και ως τόπος συναλλαγής μεταξύ των Ελλήνων και των Σκυθών, και ενώ δεν ήταν οχυρές θέσεις εγκατεστημένες σε βαρβαρική περιοχή, ήταν υποχρεωμένες να καταβάλουν φόρο στους τελευταίους. Αρκετά σύντομα, οι ελληνικές αποικίες του Πόντου είχαν ως κύριο ρόλο να ανεφοδιάζουν με σιτάρι τους Έλληνες, πράγμα απαραίτητο επειδή δεν επαρκούσαν οι ντόπιες πηγές. Όσον αφορά τους λαούς της ενδοχώρας, οι αποικίες του Πόντου διεδραμάτισαν ρόλο αντίστοιχο με εκείνον της Μασσαλίας προς τις περιοχές των Κελτών και, όπως ακριβώς οι τελευταίοι ποτέ δεν εξελληνίσθηκαν πλήρως από τους Μασσαλιώτες εμπόρους, έτσι και οι λαοί της Σκυθίας και της σημερινής κεντρικής Ρωσίας δεν γνώρισαν άλλον ελληνισμό από εκείνον που τους προσέφεραν τα προϊόντα της ελληνικής βιοτεχνίας. Για τη διαμόρφωση της Ευρώπης, ο ουσιαστικός ρόλος του ελληνικού αποικισμού είναι εκείνος που διεδραμάτισαν οι πόλεις της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας, η οποία, ιδιαίτερα, έλαβε επαξίως το όνομα Μεγάλη Ελλάδα, επειδή παρείχε εικόνα παρόμοια με εκείνη της κυρίως Ελλάδας. Αυτόν άλλωστε το ρόλο τον οφείλουν κυρίως στο γεγονός ότι άσκησαν επίδραση σε λαούς έτοιμους να την δεχθούν, να την διευρύνουν αποτελεσματικά, να επιχειρήσουν τη διάδοσή της, αλλά επίσης να αναλάβουν τη δημιουργική δύναμη που εξαντλείτο στις ακτές του Αιγαίου. Δεν είναι άδικο να υποστηρίζουμε ότι η Ρώμη και η Ιταλία γενικότερα επέτρεψαν και έως ένα σημείο δημιούργησαν την ελληνική ακτινοβολία.
Ο ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ Θέση και ρόλος της Αθήνας Γύρω στις αρχές του 5ου αιώνα, αφού αποπερατώθηκε η αποικιακή ανάπτυξη, ο ελληνισμός βρήκε την τελειότερη έκφρασή του, μια έκφραση την οποία συνήθως διεκδικεί μια πόλη που, ανατρέχοντας το παρελθόν, εμφανίζεται η λαμπρότερη όλων και η πρωτεύουσα του ελληνικού κόσμου, αν και ποτέ δεν υπήρξε τέτοια. Αυτή η πόλη, η Αθήνα, γνώρισε ίσως ένα θαυμάσιο πολιτισμό, καλλιτεχνικό και πνευματικό. Υπήρξε ισχυρή, την εκόσμησαν με τα λαμπρότερα μνημεία, φιλοξένησε ή γέννησε τους ποιητές των οποίων το έργο κυριαρχεί στην ιστορία της ευρωπαϊκής γραμματείας, τους φιλοσόφους που κατέστησαν το ανθρώπινο πνεύμα ευαίσθητο σε αξίες τις οποίες έως τότε μόνον υποπτεύονταν. Στην πόλη αυτή αναπτύχθηκε το θέατρο, με τις ποικίλες Digitized by 10uk1s
μορφές του, στο διάστημα του ενάμιση αιώνα που χωρίζει τον Αισχύλο από τον Μένανδρο. Η Αθήνα, ωστόσο, δεν εξαντλεί όλες τις ζωντανές δυνάμεις και τον πλούτο του ελληνισμού, γιατί δεν είναι η μόνη πόλη που διαμόρφωσε γλύπτες και αρχιτέκτονες. Οι αρχιτέκτονες που ανήγειραν τους μεγάλους ναούς της Σικελίας (του Σελινούντα, του Ακράγαντα) και της Μεγάλης Ελλάδας (Μεταπόντιο, Ποσειδωνία, ιερό της Λακινίας Ήρας) δεν είναι Αθηναίοι και ο Παρθενώνας θα επωφεληθεί από τις εμπειρίες που εντοπίζονται σχεδόν παντού στον ελληνικό χώρο. Παρομοίως, στη Μεγάλη Ελλάδα, στην Ελέα, θα γεννηθεί και θα διδάξει μία από τις οξύτερες διάνοιες της ελληνικής φιλοσοφίας, ο Ζήνων ο Ελεάτης, του οποίου η σκέψη θα ταράξει και θα προκαλέσει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Αργότερα, μετά την πολιτική κατάπτωση και την ολική σχεδόν εξαφάνιση της Αθήνας από τη διεθνή σκηνή, στη διάρκεια του 3ου π.Χ., αιώνα, οι ζωντανές δυνάμεις του ελληνισμού, ίσως κάπως στερεμένες, θα εξακολουθήσουν να βλαστάνουν κάποια όψιμα κλαδιά, αλλά στη Ρόδο, μαζί με τους ρήτορες και φιλοσόφους, στη Συρία και, προπάντων, στην Αλεξάνδρεια. Η ευημερία της Αθήνας είναι η απόρροια ορισμένων συγκυριών, που δεν οφείλονται όλες στην τύχη, αλλά μερικές είναι αποτέλεσμα μιας συνειδητής επιλογής που αποδείχθηκε ευτυχής. Η δόξα της Αθήνας, ο κυριότερος τίτλος της ως προς την ηγεμονία της Ελλάδας ήταν ότι αποκρυστάλλωσε γύρω της την αντίσταση στους βαρβάρους, κατά την ένοπλη επιδρομή που οι βασιλείς των Περσών, ο Δαρείος και έπειτα ο Ξέρξης, αποπειράθηκαν για να υποτάξουν τους Έλληνες. Η πάλη, άλλοτε υποβόσκουσα άλλοτε ανοιχτή, μεταξύ των Ελλήνων και της περσικής Αυτοκρατορίας, δεσπόζει σε όλη την ιστορία του ελληνικού κλασικισμού, από το τέλος του 6ου αιώνα έως τη συντριβή του Μεγάλου Βασιλέως από τον Αλέξανδρο, λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα. Αυτή η αντιπαράθεση διήρκεσε περίπου ενάμιση αιώνα και, μολονότι η περσική μοναρχία υπέκυψε τελικώς, υπήρξαν μακρές περίοδοι όπου οι Έλληνες ήταν φόρου υποτελείς και όπου η περσική διπλωματία παρενέβαινε κυριαρχικά στις περίπλοκες σχέσεις μεταξύ των πόλεων. Αν και πολύ συχνά ορισμένες πόλεις φαίνεται ότι δεν αισθάνθηκαν πραγματική εχθρότητα προς τον βασιλέα, αν και κάποιες μάλιστα είχαν ικετεύσει την υποστήριξή του, η Αθήνα εκαυχάτο πάντα ότι ήταν ο πρόμαχος της ελευθερίας ενάντια στην τυραννία, την οποία συμβόλιζε η περσική διακυβέρνηση. Αλλά, αρχικά, η αντίθεση αυτή δεν ήταν τόσο εμφανής όσο υπήρξε στη συνέχεια. Ήταν εμφανής μόνο για ένα αρκετά σύντομο διάστημα, την εποχή που η Αθήνα, μετά από μακρόχρονη κοινωνική εξέλιξη και δύο ή τρεις πολιτικές επαναστάσεις, είχε αποκαταστήσει, τουλάχιστον ως αρχή, την ισότητα μεταξύ των πολιτών. Μια τέτοια διακυβέρνηση, με τη Βουλή των πεντακοσίων, της οποίας τα μέλη δεν εστρατολογούντο από τις αριστοκρατικές οικογένειες, όπως άλλοτε, αλλά εκλέγονταν μεταξύ όλων των ελευθέρων πολιτών, με τους δέκα άρχοντες, την οργάνωση του στρατού κατ' εικόνα των πολιτικών δομών, και απολύτως δημοκρατική, νόμιμα μπορούσε να εμφανίζεται ως αντίθεση προς μια «ελέω θεού» μοναρχία, όπου ο βασιλιάς ήταν ο ζων νόμος. Ήταν, δηλαδή, δύο διαφορετικές κοσμοθεωρίες που αντιπαρατάσσονταν και αφορούσαν τις σχέσεις μεταξύ θεού και ανθρώπων, τους λόγους ύπαρξης ακόμη και για καθένα χωριστά άτομο. Οι Αθηναίοι γνώριζαν ότι, αν οι Πέρσες νικούσαν, όλο το δικό τους σύμπαν θα κατέρρεε. Αρχικά δεν επρόκειτο για υπεράσπιση του ελληνισμού, αφού αυτός, στην Ασία, φαινομενικά δεν ήταν ασυμβίβαστος με τη δουλεία. Μάλιστα, ένας ικανός αριθμός ελληνικών πόλεων της Ευρώπης, όταν την άνοιξη του 490 ο Δαρείος αναγγέλλει εμφανώς την πρόθεσή του, να διαβεί με στρατό στην Ελλάδα, είναι έτοιμες να του το επιτρέψουν. Αλλά οι Αθηναίοι αισθάνονται άμεσα απειλούμενοι. Η βοήθεια την οποία προσέφεραν μερικά χρόνια νωρίτερα στους Έλληνες της Ασίας που είχαν στασιάσει σημαίνει την εκδίκηση του Δαρείου. Εύλογα μπορεί κανείς να σκεφθεί ότι η μικρή πόλη της Αττικής δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στην τεράστια δύναμη του βασιλιά. Και όμως, στην πεδιάδα του Μαραθώνα, πολύ στενή για να μπορέσει ο περσικός στρατός να αναπτύξει το ιππικό του, οι 10.000 οπλίτες υπό την αρχηγία του Μιλτιάδη, μαζί με τους 1.000 Πλαταιείς που ανταποκρίθηκαν στην έκκληση της Αθήνας, κέρδισαν την πλέον ανέλπιστη νίκη σε βάρος των 50.000 περίπου στρατιωτών του Δαρείου, στις 13 Σεπτεμβρίου του 490. Ένας από τους λόγους αυτής της επιτυχίας ήταν η τακτική ικανότητα του Μιλτιάδη, έμπειρου στρατιωτικού και συνηθισμένου στις μεθόδους των βαρβάρων. Τους υπολοίπους λόγους πρέπει ίσως να αναζητήσουμε στην αδεξιότητα Digitized by 10uk1s
των Περσών στρατηγών, ή στην ανεπάρκεια του οπλισμού των στρατιωτών τους, και πιθανώς στο αίσθημα ανωτερότητας που έτρεφαν προς τους Αθηναίους. Όπως κι αν είναι, στον Μαραθώνα παίχτηκε πραγματικά η τύχη του ελληνισμού, ή τουλάχιστον το μέλλον των πολιτικών δομών που αυτός είχε δημιουργήσει. Ο Μαραθώνας προσομοιάζει με εκείνες τις αψιμαχίες που οι Ρωμαίοι στρατηγοί θεωρούσαν, στην αρχή των εκστρατειών τους, σαν το προμήνυμα της τελικής έκβασης. Χωρίς τους οπλίτες του Μιλτιάδη, μια ορισμένη εικόνα της ανθρώπινης ελευθερίας ίσως είχε για πάντα χαθεί. Η πρώτη συνέπεια, η πλέον άμεση, υπήρξε η προσωρινή απομάκρυνση του περσικού κινδύνου από την Ελλάδα. Η δεύτερη ήταν η ταπείνωση της Σπάρτης, που, παρά τη στρατιωτική της υπερηφάνεια, δεν είχε θελήσει ή μπορέσει να ανταποκριθεί στο κάλεσμα των Αθηναίων. Η δύναμη που η δόξα του Μαραθώνα χάρισε στην Αθήνα δύσκολα μπορεί να εκτιμηθεί. Θα την μαντεύσουμε από την εχθρότητα που αρχίζουν να εκδηλώνουν εναντίον της ορισμένοι κύκλοι, κυρίως στους Δελφούς, όπου το μαντείο υιοθετεί μια ηττοπαθή γλώσσα και ειρωνεύεται τα «ξύλινα τείχη», πίσω από τα οποία συμβουλεύει τους Αθηναίους να αναζητήσουν καταφύγιο — οι ιερείς των Δελφών πιθανώς εννοούσαν τον φράκτη από πασσάλους που καλώς ή κακώς προστάτευε την Ακρόπολη της Αθήνας. Είναι αλήθεια ότι η Αθήνα είχε κάπως διασπαθήσει τη νίκη της, ευθύς μετά τον Μαραθώνα, επιχειρώντας μια εκστρατεία για την επιβολή κυρώσεων κατά των νησιών του Αιγαίου που είχαν πάρει το μέρος του Δαρείου, εκστρατεία που απέτυχε. Ο Ξέρξης, γιος και διάδοχος του Δαρείου, επιχείρησε μια εκστρατεία, ακόμη ισχυρότερη από εκείνη του πατέρα του. Αυτή τη φορά δεν επρόκειτο απλώς να τιμωρήσει μια πόλη ανυπότακτη, αλλά να συντρίψει τον ελληνισμό. Το επεισόδιο του Μαραθώνα είχε δώσει νέα διάσταση και σημασία στον πόλεμο. Είχε, άραγε, ο Ξέρξης αντιληφθεί το πολιτικό παιχνίδι, τη σύγκρουση ανάμεσα στο πνεύμα της ελευθερίας και σε εκείνο της υποταγής; Σχεδόν βέβαιο είναι πάντως ότι ήθελε να προκαλέσει μια γενική επίθεση κατά ολοκλήρου του ελληνισμού, από τη Σικελία έως τις ακτές του Αιγαίου, αφού κατάφερε τους Καρχηδόνιους να προσβάλουν τις ελληνικές πόλεις της Δύσης. Στο μεγαλόπνοο αυτό σχέδιο του Ξέρξη με αρκετή σαφήνεια σκιαγραφείται η ιδέα μιας αναμέτρησης ανάμεσα σε μιαν ασιατική Αυτοκρατορία και σε ό,τι ήδη συνιστούσε την απαρχή της μέλλουσας Ευρώπης. Ας μην λησμονούμε ότι οι Καρχηδόνιοι παρέμεναν πιστοί στη φοινικική τους μητρόπολη και ότι εκείνη, αν και απολάμβανε κάποια αυτονομία, ήταν ενταγμένη στην αυτοκρατορία του Ξέρξη. Η Αθήνα, ενώπιον της απειλής, προσπάθησε να υλοποιήσει τη στρατιωτική ενότητα της Ελλάδας. Το φθινόπωρο του 481 συνεννοείται με τη Σπάρτη ώστε να συγκαλέσουν μια γενική σύσκεψη των ελληνικών πόλεων στον ισθμό της Κορίνθου. Αλλά, μόνον περίπου τριάντα κράτη ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση — ανάμεσά τους τα σημαντικότερα: Σπάρτη, Κόρινθος, μέτρησαν όμως πολλούς απόντες. Παρόλα αυτά, για μιαν ακόμη φορά οι Έλληνες εθριάμβευσαν. Ο ηρωισμός του Σπαρτιάτη Λεωνίδα, που θυσιάστηκε για να υπερασπίσει το στενό των Θερμοπυλών, πύλη της κεντρικής Ελλάδας, δεν χρησίμευσε σε τίποτε. Ο Μαραθώνας δεν επρόκειτο να επαναληφθεί. Και τη φορά αυτή, την απόκρουση επινόησε ένας Αθηναίος. Ο Θεμιστοκλής, που είχε την τόλμη να αποφύγει τη μάχη στην ξηρά και να διατηρήσει όλες του τις δυνάμεις για μια μεγάλη ναυμαχία στην οποία θα συμμετείχε ολόκληρος ο περσικός στόλος. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 480, οι αθηναϊκές τριήρεις κέρδιζαν τη νίκη στο στενό της Σαλαμίνας. Ενα χρόνο αργότερα, η μάχη των Πλαταιών ελευθέρωσε οριστικά την Ελλάδα. Στη Δύση, η φοινικική επίθεση αποτύγχανε με τη μάχη της Ιμέρας, όπου ο Γέλων των Συρακουσών, με τη νίκη του, επεκύρωσε την ηγεμονία της πόλης του. Στην Ανατολή, ο θρίαμβος των Ελλήνων ολοκληρώνεται με τη νίκη της Μυκάλης, στην Ιωνία, όχι μακριά από την Πριήνη. Στο εξής, και για Digitized by 10uk1s
πολλές γενιές, η Ελλάδα διασφαλίζεται από περσική επιβουλή, πραγματοποιούνται οι συνθήκες μιας σχεδόν ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ Ελλήνων και Περσών, και ο ελληνισμός μπορεί ελεύθερα να αναπτύξει τις δυνάμεις του — όσο του το επιτρέπουν οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί και τα μίση που θα γεννηθούν. Ακολούθως η Αθήνα, αντί να γίνει μια αυτοκρατορία, δημιούργησε από έλλειψη ισχύος, μια συμμαχία πόλεων της οποίας ήταν ο αρχηγός, ο ηγεμών. Πρόκειται για τη συμμαχία της Δήλου που ιδρύεται υπό την επίκληση του Απόλλωνος της Ιωνίας. Απάντηση στις δωρικές τάσεις του δελφικού Απόλλωνα. Ήδη γίνεται αισθητή αυτή η ρωγμή στους κόλπους του ελληνισμού. Η διαίρεση μεταξύ Δωριέων και Ιώνων, οι πρώτοι με τους Αθηναίους, οι δεύτεροι στην ακολουθία της Σπάρτης. Έτσι, ο «αιών του Περικλέους», που χαρακτηρίζει το απόγειο της Αθήνας και γνωρίζει τα ωραιότερα επιτεύγματα του «ελληνικού θαύματος», λήγει μέσα στο αίμα και στα δάκρυα που ο Πελοποννησιακός πόλεμος έκανε να χυθούν άφθονα και στον οποίο ήλθαν αντιμέτωποι Σπαρτιάτες και Αθηναίοι για περισσότερα χρόνια από όσα είχε διαρκέσει ο Τρωικός πόλεμος. Ωστόσο, πριν από τη σύγκρουση αυτή, και όσο διήρκεσε η ηγεμονία της Αθήνας και η διακυβέρνηση του Περικλή και των Φίλων του, ο ελληνισμός είχε το χρόνο να αναπνεύσει, κατά κάποιον τρόπο, και ο καιρός αυτός ήταν εποχή δημιουργίας. Θρησκεία και κάλλος Είναι δύσκολο έργο να συλλάβουμε στο σύνολό της, έστω και σχηματικά, ολόκληρη την εικόνα του κλασικού ελληνισμού. Τα μεγάλα έργα της ποίησης που γεννώνται αυτή την εποχή, ιδιαίτερα τα αριστουργήματα του αθηναϊκού θεάτρου, τα κτίσματα που ανεγείρονται σχεδόν παντού και, φυσικά, τα μεγαλοπρεπέστερα στην Αθήνα, η κίνηση των φιλοσοφικών ιδεών, η ανάπτυξη της ζωγραφικής, η εξέλιξη της γλυπτικής και του αναγλύφου, η ολοένα και μεγαλύτερη τελειότητα της κεραμεικής, όλα αυτά σίγουρα διαμορφώνουν ένα συναφές σύνολο, του οποίου όμως είναι δύσκολο, ίσως αδύνατο, να συλλάβουμε τη βαθιά ενότητα. Πολύ συχνά έχει λεχθεί ότι η αρχή αυτή έδρευε στην υποταγή όλων των αξιών στο Λόγο, που είναι το «ίδιον του Ανθρώπου», η ίδια η φύση της Ανθρωπότητας. Είναι, άλλωστε, απολύτως αληθινό ότι τούτο αποτελεί ελληνική έκφραση και, από την Αρχαιότητα, οι διανοητές του ελληνισμού θεώρησαν ότι υπέρτατος σκοπός κάθε ενέργειας ήταν να καταστήσει τον άνθρωπο «μέτρον απάντων χρημάτων». Ο Αριστοτέλης, ένας από τους διανοητές που εμβάθυναν περισσότερο και εκ των ένδον στο ελληνικό πνεύμα, κατέδειξε πως η αρχή αυτή ανευρίσκεται σε όλους τους ελληνικούς θεσμούς: τόσο στους πολιτικούς θεσμούς, αν αληθεύει ότι η πόλη οφείλει να διατηρείται σε ανθρώπινες διαστάσεις, όπως και οι διαστάσεις των ναών της (ένας γιγαντιαίος ναός που άρχισε να ανεγείρεται στην Αθήνα παρέμεινε ημιτελής) όσο επίσης στην ιδέα που είχαν διαμορφώσει για το θείο. Συνεπώς, πρέπει ίσως να αναζητήσουμε μία από τις βαθύτερες ιδιαιτερότητες των Ελλήνων στον τρόπο με τον οποίο είχαν συλλάβει τις σχέσεις μεταξύ του ανθρώπου και του θείου. Ενώ οι θεοί των Σημιτών είναι πλαστουργοί που εξαρχής διαθέτουν μια οντολογική διάσταση, οι Έλληνες θεοί, ακόμη και ο μεγαλύτερος όλων, ο Ζευς, χρειάσθηκε να γεννηθεί πριν βασιλεύσει. Υπήρξε μικρός και αδύναμος, εκτεθειμένος στα μίση και τους κινδύνους — όπως θα συμβεί και με το γιο του, Ηρακλή. Αυτή η γέννηση του Δία δύσκολα συμβιβάζεται με την παντοδυναμία του, μάλιστα πολύ περισσότερο γιατί, ανάλογα με την πόλη ή την περιοχή, οι συνθήκες που εξιστορούν τα της γέννησής του είναι ποικίλες και αντιφατικές. Ακόμη και οι ιστορίες για τους έρωτές του είναι λίγο τιμητικές για τον Πατέρα των θεών, που μοιάζει μάλλον με πρόσωπο κωμωδίας ή με ακόλαστο αστό παρά με θεό. Τα ίδια ισχύουν και για τους αναρίθμητους μύθους που υφαίνονται γύρω από άλλες θεϊκές προσωπικότητες, τον Ερμή, τον Απόλλωνα, τη Δήμητρα και γενικώς όλους τους Ολύμπιους, όλους τους συνδαιτημόνες των μεγάλων συμποσίων των θεών, εύθυμους συντρόφους Digitized by 10uk1s
που διασκεδάζουν αμέριμνοι όσον αφορά το αύριο ή τις υποχρεώσεις της ζωής. Ένα από τα πλέον ενδεικτικά γνωρίσματα της «ελληνικής θρησκείας», δηλαδή της ιδέας που οι Έλληνες είχαν διαμορφώσει για τους θεούς τους, είναι η ολική της ασυνέπεια. Τους ίδιους θεούς που τους παρουσιάζουν μέσα στη νωχέλεια και την ευχαρίστηση, αυτούς επικαλούνται με το ένα ή το άλλο όνομα στις δυσκολίες της καθημερινής ζωής. Ή μάλλον επικαλούνται κυρίως τις ακατονόμαστες δυνάμεις που ενυπάρχουν στα πράγματα και στους θεούς, τους δαίμονες, οι οποίοι δεν έχουν ναούς ούτε βωμούς, αλλά είναι πάντα πρόθυμοι να ανταποκριθούν στις προσευχές. Συμβαίνει σαν οι Έλληνες να βίωναν τη θρησκευτική τους ζωή σε πολλά επίπεδα: μια λαϊκή θρησκεία, βαθιά ριζωμένη στις ψυχές, ενίοτε μαγική μάλλον παρά ουσιαστικά θρησκευτική — πρόκειται για εκείνη τη θρησκεία που ρυθμίζει τις τελετουργίες, μάλιστα τις επινοεί, που επιβάλλει την πίστη στους οιωνούς, στα μαντεία, που αποδίδει στους θεούς καλοπροαίρετες ή κακόβουλες προθέσεις, συνήθως ζηλότυπες, και τότε πρόκειται για την ιδέα της Νεμέσεως, την αντεκδίκηση του θεού για καθετί που φαίνεται να υπερβαίνει την ανθρώπινη υπόσταση, ως προς την ευτυχία ή την αλαζονεία, ένα είδος οντολογικής ισονομίας. Η θρησκεία αυτή δεν συνδέεται καθόλου με τους μύθους που αποτελούν έναν ξεχωριστό κόσμο, ρευστό για πολύ καιρό που μόνον αρκετά αργά παγιώνεται. Ο μύθος συχνά γεννιέται από αδυναμία κατανόησης, η οποία αφορά είτε μια ιεροτελεστία, είτε μια θεότητα, είτε τη σχέση ανάμεσα στο όνομα ενός θεού και ενός φυτού, ποταμού ή βράχου. Ορισμένοι μύθοι προέρχονται από τον εκτός ελληνισμού χώρο, από τον αιγαιακό πολιτισμό, από δοξασίες των διαφόρων λαών της Ασίας. Ο Ησίοδος, στην αφετηρία του αρχαϊκού ελληνισμού είχε συγκεντρώσει στη Θεογονία πολλούς από τους μύθους αυτούς, που ήταν ξένοι προς την παράδοση των αρείων μεταναστών, αλλά αυτοί, καλώς ή κακώς, τους προσάρμοσαν στις παραδοσιακές τους θεότητες. Η λαϊκή ευσέβεια υπάρχει και ζει έξω από τους μύθους. Κυρίως ενδιαφέρεται για τον τρόπο που ο ένας ή ο άλλος θεός ενεργεί σε μια δοσμένη στιγμή, σε συγκεκριμένο τόπο. Αυτή έχει την τάση να διακρίνει τη θεϊκή παρουσία, τα «επιφάνεια» — πολλές μαρτυρίες το τεκμηριώνουν από την Οδύσσεια έως τις μυθιστορίες της ρωμαϊκής εποχής. Η ευσέβεια αποδέχεται, τελείως φυσικά, την πλήρη οικειότητα μεταξύ των αθανάτων και των ανθρώπων, πράγμα που απαμβλύνει το σκάνδαλο των θεϊκών ερώτων καθώς και κάθε ιστορία λίγο τιμητική για τους θεούς. Ως προς αυτό το θέμα, μπορούμε να πούμε ότι το ελληνικό πνεύμα προσάρμοσε το θείο στα ανθρώπινα μέτρα. Επίσης θα υπενθυμίσουμε ότι οι θνητοί έχουν θεϊκή καταγωγή: οι μεγάλες οικογένειες, εκείνες των οικιστών πόλεων, επικαλούνται κάποιο θεϊκό πρόγονο. Οι Κορίνθιοι τόσο πολύ διατείνονταν ότι η επωνυμία τους ήταν «γιοι του Δία», ώστε η υπόμνηση αυτής της γενεαλογίας να καταλήξει τετριμμένος αστεϊσμός μεταξύ των υπολοίπων Ελλήνων. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί οι πρώτοι βασιλείς της ελληνιστικής εποχής θεοποιήθηκαν τόσο εύκολα από τους Αθηναίους, γιατί ο Δημήτριος ο Πολιορκητής διατεινόταν ότι ήταν ο σύζυγος της Αθηνάς, χωρίς να προκαλεί την αγανάκτηση του αθηναϊκού λαού. Η θεοποίηση των βασιλέων, χαρακτηριστικό της ελληνιστικής εποχής, καθόλου δεν αντέβαινε στην ελληνική συνείδηση. Δεν ενοχλούσε παρά ορισμένους φιλοσόφους, κυρίως εκείνους που, όπως οι στωικοί, είχαν διαμορφώσει για το θείο μιαν αντίληψη παραπλήσια με εκείνη των Σημιτών. Αυτή η προσέγγιση θεών και ανθρώπων, καθώς συνεπάγεται σταθερή παρουσία των πρώτων μεταξύ των δευτέρων, πιθανώς ερμηνεύει το γιατί όλη η ποίηση στην Ελλάδα επικαλείται την παρέμβαση των θεών. Δεν υπάρχει γιορτή που έως ένα βαθμό να μην προσφέρεται και στους θεούς. Αλλά σε θεούς παρόντες, ενυπάρχοντες. Κάθε θεατρική παράσταση αρχίζει, για παράδειγμα, με θυσία προσφοράς προς το θεό, για να τον προσελκύσουν και να είναι πράγματι παρών. Η ποίηση, διθύραμβος, τραγωδία ή κωμωδία, επικαλείται το θεό, χωρίς όμως τούτο να εμποδίζει να τον ειρωνεύονται — όπως κάνει ο Αριστοφάνης στους Βατράχους, όπου ο Διόνυσος, που μάλιστα η γιορτή ετελείτο προς τιμήν του, παρουσιάζεται αρκετά αξιοθρήνητα.
Digitized by 10uk1s
Οι Αθηναίοι, όπως και όλοι οι άλλοι Έλληνες, πίστευαν στους θεούς και επιδείκνυαν μεγάλη ευσέβεια προς αυτούς, τουλάχιστον φρόντιζαν να τελούν με σχολαστικότητα τις ιεροτελεστίες. Ξέρουμε πως η ελευθεροστομία του Σωκράτη (οι Έλληνες την αποκαλούσαν παρρησία και θεωρούσαν αρετή αυτή την ελευθερία, όταν δεν έθιγε τις παραδόσεις της πόλης) τον οδήγησε στη φυλακή και προκάλεσε την καταδίκη του σε θάνατο. Ξέρουμε ακόμη πως ο ακρωτηριασμός των Ερμών — η ιεροσυλία σε βάρος των κεφαλών του θεού που σηματοδοτούσαν τους δρόμους — προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο την εποχή που άρχιζε η εκστρατεία κατά των Συρακουσών, στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, και ο ίδιος ο Αλκιβιάδης υπήρξε θύμα αυτής της απότομης ανόδου του φανατισμού, που μαρτυρεί με αρκετή σαφήνεια ποια ήταν η βαθιά θρησκευτική στάση του «πλέον φιλόσοφου λαού του κόσμου». Από αρκετά ενωρίς οι ποιητές, αν και η μυθολογία υπήρξε η πηγή από την οποία κατά προτίμηση αντλούσαν, είχαν σκανδαλισθεί βλέποντας το θείο να υποβιβάζεται και να εξομοιώνεται με την πλέον ταπεινή ανθρώπινη φύση. Ο Πίνδαρος, για παράδειγμα, ενδιαφέρεται για το μεγαλείο των θεών, και άλλοι μαζί του επανελάμβαναν ότι τίποτε το ταπεινό δεν θα άρμοζε στους αθανάτους. Ωστόσο, την ίδια περίπου εποχή, οι ζωγράφοι των αγγείων στα εργαστήρια της Αθήνας δεν παρέλειπαν να αναπαριστάνουν μυθικές σκηνές όπου, για παράδειγμα, απεικονιζόταν ο Άρης τραυματισμένος ή γελοιοποιημένος, ή ακόμη η Αφροδίτη δέσμια στο μαγικό δίκτυ όπου την είχε φυλακίσει ο Ήφαιστος. Ο θεός, στα αττικά αγγεία του 5ου αιώνα, συμμετέχει στο ανέκδοτο. Η «διάστασή» του ουδέποτε υπήρξε πιο ανθρώπινη. Από αντίδραση, λοιπόν, προς αυτή την τάση της σκέψης και της λαϊκής τέχνης, οι τραγικοί ποιητές καλλιέργησαν ένα στοχασμό για το θείο που το εξύψωνε υπεράνω των παθών και των ανθρωπίνων αδυναμιών. Αυτή η κίνηση, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «εξύψωση» των θεών, για μας αρχίζει να γίνεται αντιληπτή με τον Αισχύλο. Ωστόσο, όπως εξετάσαμε τα πράγματα, η προσπάθεια ήταν δύσκολη: ο θεϊκός κόσμος που ο Αισχύλος βρίσκει και που θα αποτελέσει το υλικό του, είναι γεμάτος από μυστήρια και αγριότητα. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να διαφύγουν την άδικη εκδίκηση, το πλέον απεχθές πεπρωμένο. Ο Προμηθέας είναι καθηλωμένος στο βράχο γιατί θέλησε να απαλλάξει τους ανθρώπους από τη θλιβερή τους μοίρα. Αλλά «μέσα από την αγωνία και τον τρόμο, μέσα από το μυστήριο που περιβάλλει το ιερό, παντού ανευρίσκεται η ίδια πίστη που γυρεύει να αναγνωρίσει μέσα στις φοβερές αυτές δυνάμεις, τα ίχνη, τα σημάδια μιας δικαιοσύνης ανώτερης αλλά δύσληπτης». Είναι η ελληνική ψυχή που πασχίζει να ξεφύγει από τη δεισιδαιμονία, από τον τρόμο του εφιάλτη της, μολονότι ένας επίμονος μύθος θέλει τους θεούς καλοπροαίρετους ή τουλάχιστον γαλήνιους, κάτω από τον ελληνικό ουρανό. Τη γαλήνη των θεών είναι οι άνθρωποι που την επινόησαν. Ένα από τα βαθύτερα ελληνικά χαρακτηριστικά, που συνέβαλε το περισσότερο στην εξέλιξη αυτή, ήταν η μόνιμη αντίθεση μεταξύ του χορού και των πρωταγωνιστών. Ο χορός αναπτύσσεται στην ορχήστρα πολύ πιο κάτω από τα πρόσωπα του δράματος, και ο διάλογος διεξάγεται μεταξύ αυτών και των χορευτών, οι οποίοι είναι μάρτυρες των δρωμένων αλλά συμμετέχουν λίγο. Εξάλλου η διαφορά επιπέδου που χωρίζει τα δύο αυτά πλάνα της τραγωδίας κάνει υλικά αισθητή την εξής συνθήκη: ο χορός είναι το σύμβολο των ανθρώπων, του ανωνύμου πλήθους· οι ήρωες ανήκουν στον κόσμο των θεών, των οποίων είναι οι απόγονοι. Επίσης η απόσταση που τους ανυψώνει υπεράνω του χορού έχει κάτι το καθησυχαστικό. Αυτό το αίσθημα διατύπωνε ο φιλόσοφος Δημόκριτος όταν έγραφε ότι η ευτυχία, η ηρεμία της ψυχής είναι δυνατή μόνο σε όσους γνωρίζουν να απέχουν από τα πολύ μεγάλα έργα και να παραμένουν πιστοί στην ανθρώπινη υπόσταση. Το ίδιο ακριβώς εκφράζει και το επίγραμμα των Δελφών «Μηδέν άγαν», απαγορεύοντας τις πολύ υψηλές επιδιώξεις, τις υπέρμετρες φιλοδοξίες. Αλλά το ίδιο εκφράζει και η αποστροφή του Πινδάρου προς την ψυχή του, όταν την προτρέπει να μην επιθυμεί τη ζωή των αθανάτων και να αρκείται με ό,τι μπορεί να της προσφέρει η καθημερινότητα.
Digitized by 10uk1s
Κανένα λογοτεχνικό είδος δεν είναι πιο «αριστοκρατικό» από την αττική τραγωδία και την αρχαία κωμωδία, δηλαδή του Αριστοφάνη. Εδώ βλέπουμε τους θεούς και τους βασιλείς του μύθου. Είναι βέβαιο ότι το θέαμα αυτό ανταποκρίνεται σε μια ορισμένη αντίληψη για τον κόσμο, εκείνης της αρχαϊκής κοινωνίας, που έτεινε να εξαφανισθεί την εποχή που έγραφαν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Όλες οι προσπάθειες του Ευριπίδη δεν θα μπορέσουν να διασκεδάσουν αυτόν τον βαθύ αρχαϊσμό της τραγωδίας. Παραδόξως, η κωμωδία θα καταφέρει να αποδεσμευθεί. Αλλά θα χρειασθεί ένας περίπου αιώνας έως ότου η ελληνική σκηνή μάθει να απεικονίζει μια κοινωνία λιγότερο παρωχημένη και περισσότερο πραγματική. Κατά την ελληνιστική εποχή, μετά την παρακμή της πόλης και υπό την επίδραση διαφόρων αιτιών, η κωμωδία θα μεταμορφωθεί και θα γίνει αστική (αλλά και εδώ με κάποια καθυστέρηση, αφού οι αξίες που θα προβάλει είναι εκείνες του προηγουμένου αιώνα). Έτσι βλέπουμε να γεννιέται, σε αμοιβαία αντίθεση, το θέατρο των βασιλέων, με ιστορίες πάθους και αίματος, πάντως υποχρεωτικά δραματικό, και εκείνο των απλών θνητών που δεν μπορούσε παρά να είναι αισιόδοξο, κωμικό, και όπου οι περιπέτειες έχουν πάντα αίσια έκβαση. Αυτή η κληρονομιά θα βαρύνει στην ιστορία του θεάτρου της κλασικής Ευρώπης. Η φιλοσοφία Είναι αποδεκτό να αναζητάμε στην ελληνική φιλοσοφία μία από τις κύριες πηγές της ευρωπαϊκής σκέψης, ηθικής, μεταφυσικής, λογικής, ακόμη και επιστημονικής. Το όνομα του Αριστοτέλη είναι εκείνο που πρώτο μας έρχεται στο νου. Είναι βέβαιον ότι το έργο του άσκησε βαθιά επίδραση στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία σε όλους τους τομείς της. Αυτή η επίδραση ασκήθηκε ποικιλοτρόπως και σε διάφορες στιγμές. Στη διάρκεια των «ευρωπαϊκών» αιώνων, σχεδόν δεν υπάρχει εποχή όπου να μην είναι φανερή η επίδραση αυτή, τόσο με το ενδιάμεσο των εξισλαμισθέντων διανοητών όσο με τον θωμισμό και, αργότερα, με την εκ νέου ανακάλυψη του αριστοτελείου corpus. Αλλά η επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας δεν οριοθετείται στον Αριστοτέλη, και ακόμη ξεπερνάει ό,τι μπορούμε να αποδώσουμε σε τούτον ή εκείνον το συγγραφέα. Είναι απόρροια μιας βαθιάς διείσδυσης που έδρασε υπογείως, μιας συνεχούς επεξεργασίας, πρώτα στη Ρώμη, έπειτα στους χριστιανούς διανοητές που δεν αρνήθηκαν ποτέ ούτε την παράδοση του στωικισμού ούτε εκείνη του νεοπλατωνισμού. Αυτή τη φιλοσοφική σκέψη των Ελλήνων προφανώς δεν μπορούμε να τη συνοψίσουμε σε μερικά σχήματα, πρέπει αμέσως να σκεφθούμε ότι ένα μεγάλο μέρος της πλατωνικής σκέψης καθώς και του στωικισμού περιέχει, δίπλα στις ορθολογικές απαιτήσεις της διαλεκτικής που προσιδιάζει στα δύο αυτά συστήματα, έναν οιονεί μυστικιστικό διαλογισμό περί το θείο. Στην πραγματικότητα, η σκέψη μας, όπως έχει διαμορφωθεί πριν από δύο ή τρεις αιώνες μας εμποδίζει να συλλάβουμε την πολυειδεία, τις αντιφάσεις και τις αποχρώσεις της φιλοσοφίας των Ελλήνων. Για την τελευταία, τα πάντα αρχίζουν από το στοχασμό περί τον κόσμο, «περί του είναι», ορατού και αοράτου. Όπως και στη θρησκεία έτσι και στη φιλοσοφία δεν υπάρχει φύσει διαφορά μεταξύ του θείου και του ανθρωπίνου, τα οποία αποτελούν διαβαθμίσεις του είναι, ουδόλως ετερογενείς. Το θείο ανήκει στη «Φύση», δηλαδή στη δυναμική του είναι, όπως της ανήκουν τα φυτά, τα ζώα, τα πράγματα. Αυτό το απέραντο «δεδομένο» συλλαμβάνεται από μία και μόνη σκέψη. Μόνον η σκέψη υπερβαίνει το Είναι, αλλά αυτή η ίδια δεν είναι ύλη, και το ένα από τα προβλήματα που έθεσαν οι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο η σκέψη μπορούσε να είναι ομόλογη προς το Είναι, και αυτό είναι το πρόβλημα της Γνώσης. Ο φιλοσοφικός στοχασμός στράφηκε αρχικά προς τα πλέον μακρινά για τον άνθρωπο φαινόμενα, που φαίνονται τα πλέον σταθερά, άρα ευκολότερα νοητά. Εδώ πιθανώς οφείλεται ο λόγος για τον οποίο ο μακρός κατάλογος των Ελλήνων φιλοσόφων αρχίζει με το όνομα του Θαλή του Μιλήσιου, ο οποίος ασχολήθηκε με τα ουράνια σώματα και με τους ρυθμούς του σύμπαντος. Ο Αριστοτέλης μας πληροφορεί ότι ο Θαλής είναι ο θεμελιωτής της φιλοσοφίας εκείνης που επιδιώκει να προσεγγίσει Digitized by 10uk1s
την πραγματικότητα πέραν του φαινομένου. Εύλογα μπορούμε να σκεφθούμε ότι είχε εμπνευσθεί σε μεγάλο βαθμό από τις θεολογικές κοσμογονίες τόσο της Αιγύπτου όσο και της Βαβυλώνας, μεταφέροντας, όμως, στη γλώσσα της φυσικής τα μυθικά σύμβολα που παρέλαβε από τους Αιγυπτίους ιερείς. Η καθαυτό μυθολογική παράδοση των Ελλήνων λίγο φαίνεται να ενδιαφέρεται για την καταγωγή του κόσμου και των πραγμάτων. Ο «ορφικός» μύθος του αρχέγονου αυγού ίσως να μην είναι ελληνικός και με μεγάλη πιθανότητα μπορούμε να δεχθούμε ότι οι αρχέτυπες δυνάμεις τις οποίες μνημονεύει η Θεογονία του Ησιόδου είναι δάνεια από τον ασιατικό κόσμο. Αλλά είναι ενδεικτικό ότι πολύ σύντομα οι Έλληνες διανοητές εξάλειψαν από τη σκέψη τους τα θεολογικά κατάλοιπα. Αν και τα «στοιχεία» στις πρώτες κοσμογονίες εξακολουθούν να είναι προικισμένα με σχεδόν θείες δυνάμεις, πολύ γρήγορα απογυμνώνονται από αυτές και η σκέψη προσανατολίζεται σε μια σύλληψη μηχανική ή άλλως «προχημική», όπου τα στοιχεία ήταν η ύλη των πραγμάτων κατόπιν συνδυασμού μεταξύ τους ή κατόπιν συμπύκνωσης ή αραίωσης. Κάθε προσπάθεια στρέφεται προς το πρόβλημα που θέτουν η πολυειδεία του κόσμου και η απαίτηση μιας ενιαίας ερμηνείας. Ό,τι υπάρχει πρέπει να είναι «ένα», ενώ ό,τι προσλαμβάνουν οι αισθήσεις είναι πολλαπλό. Η γνώση, λοιπόν, πρέπει να επεξεργασθεί ένα σύστημα που να αναφέρεται ταυτόχρονα σ' αυτή την ενότητα και σ' αυτή την πολυειδεία. Πολλές είναι οι δυνατές κατευθύνσεις για τη ζητούμενη επίλυση του προβλήματος: μία από αυτές υποδεικνύει η λεγόμενη μαθηματική ανάλυση του κόσμου ή η γεωμετρική. Είναι λογική για όποιον στοχάζεται την τάξη των ουρανίων σωμάτων: όποιες κι αν είναι οι θέσεις των άστρων, τα σχήματα που αυτά διαγράφουν παρουσιάζουν σταθερές σχέσεις. Έτσι, σιγά-σιγά κατέληξαν να συλλάβουν μια μαθηματική δομή του Σύμπαντος και των πραγμάτων, δομή νοητή άλλοτε από μόνη την όραση, άλλοτε από την ακοή (όπως τον ήχο των χορδών της λύρας), άλλοτε από μόνη τη σκέψη. Αυτή η κατεύθυνση καθορίζει γενικά και σφαιρικά τους πυθαγόρειους. Επίσης θα την ακολουθήσει ο Πλάτων, τουλάχιστον σε ορισμένες πλευρές της φιλοσοφίας του. Μια άλλη κατεύθυνση όσον αφορά την αναζήτηση του αιωνίου, του αενάου που υπάρχει στα πράγματα, είναι η κατάφαση της ενότητας του Είναι και η απόδειξη ότι η ετερογένεια αποτελεί αυταπάτη. Ίσως πρέπει να αναγάγουμε στον Παρμενίδη αυτόν το διαχωρισμό ανάμεσα στην Οδό της Γνώμης και στην Οδό της Αλήθειας. Αλλά, μόνον αργότερα αυτή η διαίσθηση αποκάλυψε όλες τις συνέπειές της, όταν, αφενός με τον Δημόκριτο και αφετέρου με τον Ηράκλειτο, διαμορφώθηκαν δύο θεωρίες που επέτρεψαν να εκφρασθεί με όρους της φυσικής το μεταφυσικό αίτημα του Ενιαίου. Αλλά, ενώ η θεωρία του Ηρακλείτου στηριζόταν στα «στοιχεία», ορατά και αισθητά, ο Δημόκριτος (επηρεασμένος, φαίνεται, από τη διδασκαλία του Λευκίππου) αναζητούσε την αρχή του Ενός σε μια υπόσταση ασύλληπτη δια των αισθήσεων, την οποία ονόμασε άτομο. Στο εξής, ολόκληρο το Σύμπαν ερμηνεύεται από τη σχέση μεταξύ του Όντος (άτομο) και του Μη Όντος (Κενό), δηλαδή από την κίνηση των ατόμων. Το θείο εξαλείφεται εντελώς από την κοσμογονία — χωρίς τούτο να σημαίνει ότι ο Δημόκριτος και οι επικούρειοι μαθητές του υπήρξαν άθεοι. Δέχονταν τους θεούς αλλά αρνούνταν την παρέμβασή τους στο μηχανισμό του κόσμου. Σιγά-σιγά αναφαίνονται δύο μεγάλα ρεύματα: από τη μια οι φυσικοί (και μεταφυσικοί) που αναζητούν ως μόνη πραγματικότητα την ύλη, το άπειρο Ον, υπόσταση όλων των πραγμάτων, και από την άλλη εκείνοι που αποδίδουν σε ιδέες, δηλαδή σε μη υλική πραγματικότητα, τον καθοριστικό ρόλο όσον αφορά τη δημιουργία των πραγμάτων. Στην πρώτη περίπτωση ανήκουν ο Δημόκριτος και ο Ηράκλειτος, στη δεύτερη ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Μεταξύ Πλάτωνος και Αριστοτέλη υπάρχει ουσιώδης διαφορά: ο πρώτος είναι προσηλωμένος στα γεωμετρικά σχήματα και στην αριθμητική δομή που θεωρούσε ως υπέρτατη πραγματικότητα, ο δεύτερος αρνείται αυτή τη μαθηματική ιδιότητα των πραγμάτων και τονίζει εκείνο που σήμερα θα ονομάζαμε βιολογική πραγματικότητα, τη δύναμη μεταλλαγής των πραγμάτων τα οποία, διαμέσου όλων των εξελίξεων, Digitized by 10uk1s
διατηρούν μια καθορισμένη ουσία. Ένα παιδί είναι άνθρωπος όπως ακριβώς και ο ώριμος άνθρωπος. Η ιδέα του ανθρώπου είναι μια «μορφή» που υπάρχει δυνάμει σε ολόκληρο το είδος, και αυτή η μορφή είναι ενιαία, διαμορφώνει την ύλη, την υπόσταση κάθε όντος, χωρίς από μόνη της να διαθέτει υλική υπόσταση. Έτσι, η Φύση είναι απολύτως νοητή, γιατί ζει σύμφωνα με τις κατηγορίες της ανθρώπινης σκέψης. Είναι ομόλογη της σκέψης και, αμοιβαίως, η ανθρώπινη σκέψη είναι ομόλογη προς το υπάρχον Ον. Σε τελευταία ανάλυση, όλα εξαρτώνται από αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλεί αρχή της κίνησης, η ίδια ακίνητη και καθαρή σκέψη, χωρίς ύλη: το υπόλοιπο Σύμπαν κινείται γύρω της, υπό την επήρεια μιας επιθυμίας που το ωθεί να θέλει να πραγματοποιηθεί τελειούμενο, μιμούμενο το τέλειο Ον. Σε καμία από αυτές τις φιλοσοφίες ο διαλογισμός δεν αφετηριάζεται από μύθους ή από τη θρησκεία. Οι ιδιαίτερες θεότητες, εκείνες της παράδοσης, αντιμετωπίζονται ως όντα που η ύπαρξή τους δεν αμφισβητείται και που παίζουν ένα ρόλο στο σύστημα του Σύμπαντος, χωρίς όμως αυτός να είναι προεξέχων. Υπάρχουν, όπως υπάρχουν οι άνθρωποι ή τα άστρα, είναι προικισμένες με ύλη και παρασύρονται, περισσότερο ή λιγότερο άμεσα, στην κίνηση του σύμπαντος. Αλλά, πέραν των θεών, υπάρχει ο Θεός που είναι σημείο υπέρτατης αναφοράς, και απόλυτη κατάσταση του Όντος. Η ελληνική σκέψη δεν αποδεσμεύεται σταδιακά από την πολυθεΐα για να καταλήξει σε ένα θρησκευτικό μονοθεϊσμό. Ο θεός των φιλοσόφων στη βαθύτερη ουσία του δεν είναι ένας Ζευς, Jupiter, θεός κυρίαρχος ώστε τελικά να υποτάξει όλους τους υπολοίπους. Στους στωικούς συναντάμε ενίοτε κάποιους τρόπους σκέψης που ίσως αφήνουν να εννοηθεί κάτι ανάλογο, αλλά πρόκειται απλώς για σχήμα και τρόπο του λέγειν. Ο θεός των φιλοσόφων είναι μια έννοια μεταφυσική, ένα αξίωμα της γνώσης, στο μέτρο όπου το είναι του είναι λογικής τάξεως και, συνεπώς, ομόλογο της ανθρώπινης σκέψης. Η σωκρατική επανάσταση Τη σημασία της σωκρατικής επανάστασης — ή ό,τι αποκαλούμε με αυτό το όνομα — ομόφωνα υπογραμμίζουν οι Σύγχρονοι και ορισμένοι Αρχαίοι. Στον Πλάτωνα οφείλουμε το ότι εξήρε την προσωπικότητα του δασκάλου του, Σωκράτη, η οποία, άλλωστε, υπήρξε τόσο ισχυρή ώστε να προκαλέσει επίσης το θαυμασμό του Ξενοφώντος τόσο διαφορετικού από τον Πλάτωνα, καθώς και το σαρκασμό του Αριστοφάνη, που αντιπροσώπευε την «ορθή φρόνηση» των Αθηναίων απέναντι στα «καινά δαιμόνια» και τα παράδοξα του ανθρώπου που τόλμησε να περιφρονήσει την κοινή γνώμη και εν πλήρει δημοκρατία να δυσπιστήσει στους «πολλούς». Είναι δύσκολο και ίσως σχεδόν αδύνατο να αποδώσουμε το αληθινό πρόσωπο του Σωκράτη. Εκείνο που μπορούμε να διακρίνουμε συνίσταται σε μια στάση προπάντων αρνητική, σε μιαν αμφισβήτηση που θίγει τα πάντα, και καταρχήν τον ίδιο τον Σωκράτη. Εξάλλου, δεν θα αποτελούσαν καθοριστικές θέσεις το να αρνείται κανείς τη δυνατότητα μιας ανθρώπινης γνώσης όσον αφορά τον κόσμο (ή, όπως συχνά λέγεται, «να φέρουμε ξανά τη φιλοσοφία από τον ουρανό στη γη») και να αρκείται στην υπόμνηση των ορίων της και της άγνοιάς της. Αυτά μπορεί να αποτελούν ένα σωτήριο στοχασμό και μια επιφυλακτικότητα απέναντι στον υπερβολικό δογματισμό, αλλά, τελικά, ένα στοχασμό πρόσκαιρο. Έτσι, δεν είναι παράξενο ότι από τον Σωκράτη κατάγεται ο πλατωνισμός ο οποίος εννοεί να υποτάξει στους νόμους της λογικής τη δομή του Σύμπαντος, ακόμη και αν ο Πλάτων διαβεβαιώνει ότι μόνον τα φαινόμενα είναι άμεσα νοητά. Από τον Σωκράτη επίσης θα προέλθουν οι θεωρίες που στοχάζονται τα περί της ανθρώπινης υπόστασης και θα προσπαθήσουν να ανακαλύψουν τους νόμους της ανθρώπινης τελειότητας — της αρετής και ακολούθως της virtus των Ρωμαίων. Αν και η φιλοσοφία, μετά τον Σωκράτη, γίνεται μια «τέχνη του ζην», όπως συμβαίνει με τους επικούριους, τους στωικούς και μερικούς άλλους, αποβαίνει, στους ίδιους αυτούς φιλοσόφους, ένας στοχασμός περί τον κόσμο. Εξάλλου, η τάση που έστρεφε το ελληνικό πνεύμα στο να Digitized by 10uk1s
αποκαλύπτει και να προσδιορίζει κανόνες ζωής, μια ηθική των πράξεων, δεν ανάγεται αποκλειστικά στον Σωκράτη. Δεν πρέπει να λησμονούμε εκείνους εναντίον των οποίων είχε πολεμήσει και με τους οποίους τον εξομοιώνει ο Αριστοφάνης, τους σοφιστές, τους «επιτήδειους ανθρώπους», που τοποθετούν την ουσία της ανθρώπινης ευτυχίας στην πρακτική χρήση της ευφυίας και την υπεροχή του ανθρώπου στην πρόσκαιρη επιτυχία, τη δύναμή του μέσα στην πόλη και τη δόξα του εκτός αυτής. Ο Σωκράτης κατέδειξε ότι μια τέτοια αντίληψη ήταν ανάξια του φιλοσόφου, ότι αυτή δεν καθοδηγούσε τους ανθρώπους να διακρίνουν τις πραγματικές αξίες αλλά βύθιζε τα πνεύματα στην άγνοια. Προπάντων εξεγείρεται ενάντια σε εκείνο που αποτελούσε την υπέρτατη τέχνη των σοφιστών, δηλαδή στην πειθώ με το λόγο και στο επακόλουθό της, την επιρροή και την ισχύ. Ο Σωκράτης είναι εχθρός της κομψοέπειας που παρασύρει την καρδιά και θαμπώνει το λογικό. Η «επανάστασή» του εμφανίζεται τελικά ως αντίδραση απέναντι σε μία από τις βασικές τάσεις της πόλης: στην κυριαρχία των λόγων. Η άρνηση της ρητορείας απορρέει από τη δυσπιστία του προς τους πολλούς και την κοινή γνώμη. Πώς η «ειρωνεία» του, η συνεχής αμφισβήτηση των πάντων θα μπορούσε να συμβιβασθεί με τις ανάγκες της εξουσίας σε ένα δημοκρατικό καθεστώς; Είδαμε ακόμη, κατά την εξέγερση που υπέταξε την Αθήνα στην εξουσία των Τριάκοντα τυράννων, μετά την ήττα της πόλης από τη Σπάρτη, πόσο αυτή η ίδια ανεξαρτησία του Σωκράτη δεν άρμοζε ούτε σε ολιγαρχικό καθεστώς. Αργότερα, πολύ μετά το θάνατο του Δασκάλου, ο μακρινός μαθητής του, Διογένης ο Κυνικός, θα αποδείξει ότι η σωκρατική ειρωνεία δεν συμβιβαζόταν ούτε με τη μοναρχία. Έτσι, το ελληνικό πνεύμα, διχασμένο, γοητευμένο από τη μαγεία των λόγων, με κριτική ικανότητα, σωστή ή εσφαλμένη, αλλά με τρόπο αληθοφανή, ικανό να οδηγεί σε θρίαμβο τη μια ή την άλλη θέση (αυτό είναι το γνώρισμα των σοφιστών και, μετά από αυτούς, των ακαδημαϊκών από τους οποίους ο Καρνεάδης, τον β' π.Χ. αιώνα, παραμένει ο επιφανέστερος εκπρόσωπος) είναι ταυτόχρονα γεμάτο δυσπιστία προς τις ίδιες του τις ικανότητες και φοβάται μήπως και το ίδιο σφάλλει. Διστάζοντας να έλθει σε ρήξη με τη γνώμη των πολλών, θαυμάζει τους ρήτορες και καταδικάζει τον Σωκράτη, όπως άλλοτε ο λαός της Αθήνας είχε εξορίσει τον Αριστείδη μόνο για το λόγο ότι εθεωρείτο Δίκαιος και τούτο ανησυχούσε τα ανθρωπάκια του Δήμου. Ο θαυμασμός είναι ικανή αιτία τόσο για να καταπολεμήσει όσο και για να ακολουθήσει, και ο λαός αυτός του Λόγου είναι το ίδιο άλογος όπως κι η πλέον ιδιότροπη γυναίκα. Συνεπώς και για το λόγο αυτόν επίσης είναι αδύνατο να εφησυχάζει. Αυτά τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του ελληνικού πνεύματος εξηγούν ταυτόχρονα τα θαυμαστά του επιτεύγματα και τις αποτυχίες του, οι οποίες, ίσως, κυριαρχούν στην ιστορία της Ευρώπης. Η επιθυμία της δόξας, μάλιστα το πάθος για την «κατάκτηση του αιωνίου» κυριαρχούν στην ποίηση του Πινδάρου, καθώς και στην τέχνη των γλυπτών και των αρχιτεκτόνων. Οι Έλληνες είναι βαθιά πεπεισμένοι ότι μόνο το Κάλλος είναι αιώνιο. Οι θεοί είναι ωραίοι και το ανθρώπινο κάλλος είναι επίσης αρετή. Καλό και Αγαθό ταυτίζονται και τούτο είναι ένας τρόπος να αντιστέκεται κανείς με την τελειότητα της Στιγμής, στην παγκόσμια κίνηση που παρασύρει τα όντα προς τη φθορά. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτή η επιθυμία προς το Καλό σε σημείο ώστε να ταυτίζει υπό την έννοια αυτή κάθε τι που επιδοκιμάζουμε, αποτελεί για τα ενδότερα της ελληνικής ψυχής ένα αντίδοτο στην απελπιστική ροή του Κόσμου, την οποία τόσο καλά εξέφρασε ο Ηράκλειτος. Ίσως είναι παράτολμο να υπαινιχθούμε ότι η αισθητική της κλασικής Ελλάδας είναι σε μεγάλο βαθμό αντίδραση απελπισίας — αν και από ιστορική άποψη η ευρωπαϊκή σκέψη του 19ου αιώνα ξαναβρήκε ακριβώς ή ισχυρίσθηκε ότι ξαναβρήκε, με την επιστροφή στον ελληνισμό, την ηθική ισορροπία που είχε καταστρέψει ο μακρόχρονος ρομαντικός στοχασμός για το θάνατο. Αλλά αυτή η αισθητική εμφανίζεται ως όρος της διαλεκτικής που αντιπαραθέτει, μέσα στο ελληνικό πνεύμα, την κίνηση και την ακινησία, το σχετικό και το απόλυτο, τον άνθρωπο και το θείο. Δεν θα πρέπει άλλωστε να λησμονούμε, όταν διατρέχουμε τα πιο ονομαστά τοπία του ελληνισμού, ότι δίπλα στους ναούς των θεών, όσοι στέκουν ακόμη όρθιοι, συνωστίζονται ανώνυμες κατοικίες, σήμερα Digitized by 10uk1s
δυσδιάκριτες, που δεν είχαν λόγο να είναι όμορφες γιατί δεν ήταν αιώνιες.
Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ Ο Αλέξανδρος και τα βασίλεια Μέχρι το μέσον του 4ου π.Χ. αιώνα, ο ελληνισμός είχε διασπείρει στον περίγυρο της Μεσογείου κύτταρα πόλεων στις οποίες μια μειονότητα πολιτών εξουσίαζε ένα πληθυσμό υποτελή ή χωρικών (συχνά, ιδιαίτερα σε δωρικές περιοχές, παραπλήσιο της δουλείας). Καθεμιά από τις πόλεις αυτές είχε μέτρια εδαφική έκταση, και μόνο στη Δύση, στη Σικελία, είχαν συσταθεί κατά τον τρόπο αυτοκρατορίας, αν και οι διαστάσεις τους ήταν πολύ περιορισμένες και αρκετά ρευστές. Με σχεδόν προφητικό τρόπο, αυτές οι αυτοκρατορίες, που είχαν διαμορφωθεί από τις πόλεις και γύρω από αυτές, αποκτούσαν κάποια σταθερότητα μόνον από τη στιγμή που περιέρχονταν στην κατοχή ενός κυρίου, του τυράννου και γρήγορα του βασιλιά. Αλλού, ιδιαίτερα στη Μεγάλη Ελλάδα, οι διάφορες πόλεις έτειναν να αλληλοκαταστραφούν, όπως συνέβη στην κυρίως Ελλάδα με την Αθήνα, τη Σπάρτη και τη Θήβα, κατά τον 5ο αι. και τις αρχές του 4ου αι. Με την άνοδο της Μακεδονίας, μιας χώρας για την οποία αμφέβαλαν αν όντως υπήρξε ελληνική, φάνηκε ότι ήλθε η στιγμή να πραγματοποιηθεί η ενότητα όλων των Ελλήνων, πράγμα που στο παρελθόν φαινόταν ιδανικό απραγματοποίητο, ακόμη και ενάντια στον περσικό κίνδυνο. Οι απόπειρες να συσπειρωθούν κατά του Φιλίππου οι πόλεις που ήταν προσηλωμένες στη δημοκρατία δεν επέτυχαν. Στην ίδια την Αθήνα μια ισχυρή φιλομακεδονική μερίδα παρεμπόδισε κάθε αποτελεσματική αντίσταση. Αυτή τη φορά δεν εθριάμβευσε η υπόθεση της ελευθερίας, ίσως γιατί η κατάσταση δεν ήταν πια η ίδια όπως τον καιρό των μηδικών πολέμων. Τώρα δεν ήταν ένας στρατός δούλων που απειλούσε τις πόλεις, αλλά η διπλωματία ενός βασιλιά που υπέθαλπε τους ανταγωνισμούς μεταξύ των πόλεων. Καμιά απειλή σε βάρος των παραδοσιακών αξιών: οι ίδιοι θεοί, τα ίδια θρησκευτικά έθιμα, η ίδια γλώσσα. Έτσι στο όνομα του ελληνισμού ο Αλέξανδρος, ως νέος Αχιλλέας, επιχείρησε την κατάκτηση της Ασίας. Αλλά επρόκειτο πράγματι για μια ιδεολογική σταυροφορία ή για ένα είδος αντεκδίκησης που στρεφόταν ενάντια στους Πέρσες, τους δήμιους των Ελλήνων; Ο Αλέξανδρος κάποια στιγμή ίσως να διαπνεόταν από την ιδέα αυτή που, ως γνωστόν, αποτέλεσε ένα σύνθημα πλατιά διαδομένο από τους φίλους της Μακεδονίας, το οποίο εντούτοις δεν πρέπει να μας εξαπατά. Στην πράξη ο Αλέξανδρος δεν συμπεριφέρθηκε σαν δηλωμένος εχθρός του περσικού πολιτισμού και «έθνους». Δεν κατέλυσε την αυτοκρατορία του Δαρείου, αντίθετα, έκανε ό,τι το καλύτερο δυνατό για να τη διατηρήσει προς ίδιον όφελος, και επίσης για να δημιουργήσει έναν ανάμικτο πολιτισμό (όπως εκείνος των πόλεων της Ιωνίας οι οποίες βρίσκονταν υπό την περσική κυριαρχία). Γνωρίζουμε την πολιτική των επιγαμιών της οποίας το παράδειγμα έδωσε ο ίδιος παίρνοντας γυναίκα του τη Ρωξάνη. Εξάλλου και λογικά δεν μπορούσε να ενεργήσει διαφορετικά. Έχοντας κατακτήσει, επικεφαλής ενός σχετικά ολιγάριθμου στρατού, μιαν απέραντη χώρα, χωρίς να διαθέτει στην ίδια τη Μακεδονία παρά μια ελίτ ουσιαστικά στρατιωτική και λίγο προετοιμασμένη για τα κυβερνητικά καθήκοντα, έπρεπε να αποδεχθεί το πλαίσιο και τις δομές των χωρών που υπέταξε. Η περσική Αυτοκρατορία επιβίωσε, δεν έγινε παράρτημα της Ευρώπης, παρέμεινε ουσιαστικά «ασιατική»: η Αίγυπτος δεν έχασε την ιδιαιτερότητά της και διεφύλαξε τις παραδόσεις της. Το ίδιο συνέβη με τη Συρία, τη Βαβυλωνία και τις χώρες της Μικράς Ασίας που διατήρησαν τους θεούς τους, τις γλώσσες τους, τα έθιμά τους. Ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του προχώρησαν, ωστόσο, στην ίδρυση πολυαρίθμων πόλεων, οι οποίες εμφυτεύθηκαν στην καρδιά των χωρών της Ασίας και όχι πλέον μόνο στην παραθαλάσσια λωρίδα. Οι πόλεις αυτές ήταν ελληνικές κατά τον παραδοσιακό τύπο. Μετέφεραν πολύ μακριά από Digitized by 10uk1s
την Ελλάδα την παιδεία, τη θρησκεία, την τέχνη και τα ιδεώδη του ελληνισμού, ενώ διέθεταν το ίδιο νομικό καθεστώς με τις πόλεις της κυρίως Ελλάδας. Πόλεις βασιλικές που συχνά ίδρυσαν άποικοι. Αυτοί ήταν παλαίμαχοι μισθοφόροι που είχαν αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία. Οι πόλεις αυτές διατηρούσαν θρησκευτικό δεσμό με τον Οικιστή ο οποίος εξισωνόταν προς τους μυθικούς ήρωες της παλαιάς παράδοσης. Απολάμβαναν διοικητικά και οικονομικά προνόμια, αν και συνήθως παρέμεναν ξένα σώματα μέσα στις χώρες όπου είχαν ιδρυθεί. Στην καλύτερη περίπτωση ήταν τόποι συναντήσεως, όπως η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το ωραιότερο επίτευγμα του Μακεδόνα. Εκεί αναπτύχθηκε μια φιλοσοφία που άντλησε τις ρίζες της όχι μόνον από τον ελληνισμό αλλά και από τον ιουδαϊσμό καθώς και από τις ιερές παραδόσεις της Αιγύπτου. Αλλού, αυτές οι ελληνικές πόλεις, που συνδέονταν με την κυρίως Ελλάδα με δεσμούς ολοένα και περισσότερο εύθραυστους, σταδιακά απορροφήθηκαν, η τέχνη που ανέπτυξαν υπέστη την επίδραση του ντόπιου πολιτισμού (για παράδειγμα, η ελληνο-βουδική τέχνη) και αφομοιώθηκε στο νέο της περιβάλλον. Στα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατο του Αλεξάνδρου, η αυτοκρατορία του διανέμεται σε βασίλεια. Τα εδάφη που αποσπάσθηκαν με τον τρόπο αυτό και διαμόρφωσαν τα βασίλεια ήδη ανήκαν σε παλαιά γεωγραφικά και πολιτισμικά σύνολα και δεν ήταν απόρροια της έκβασης των μαχών. Έτσι, η ευρωπαϊκή Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου, με λίγες εξαιρέσεις, περιλαμβάνονται σε ένα βασίλειο, ενώ εκείνο των Αντιγονειδών αντικατέστησε τη δυναστεία του Φιλίππου στο θρόνο της Πέλλας στη Μακεδονία. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας εξουσίαζε τις ελληνικές πόλεις που, ωστόσο, θεωρητικώς παρέμεναν «ελεύθερες και αυτόνομες». Η βασιλική εξουσία ασκείτο με πολλούς τρόπους, άλλοτε με ενδιάμεσο τα φιλομακεδονικά πολιτικά κόμματα, που ήλθαν στην εξουσία και διατηρήθηκαν χάρη στην υποστήριξη του βασιλιά, και άλλοτε με «τυράννους» κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Στις σημαντικές στρατηγικές θέσεις ήταν εγκατεστημένη μακεδονική φρουρά ώστε να συγκρατεί τις πόλεις που ενδεχομένως αποπειρώνταν, με εσωτερική εξέγερση, να αποτινάξουν το ζυγό. Η ιστορία της Αθήνας στη διάρκεια αυτής της περιόδου απεικονίζει αρκετά καλά την κατάσταση. Μετά από μια στάση, συνακόλουθη του θανάτου του Αλεξάνδρου (13 Ιουνίου του 323 π.Χ.), η οποία είχε υποκινηθεί από το δημοκρατικό κόμμα, τότε υπό την ηγεσία του Υπερείδη, και μετά τη συντριβή των αθηναϊκών όπλων από τον Κάσσανδρο που τότε ασκούσε την αντιβασιλεία στη Μακεδονία, η διακυβέρνηση της πόλης επανήλθε στον Δημήτριο τον Φαληρέα, τον οποίο υποστήριζε το αριστοκρατικό κόμμα. Αλλά όταν το μήνα Ιούνιο του 307 ένας άλλος ηγεμόνας, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, εμφανίσθηκε προ των Αθηνών, το Δημοκρατικό κόμμα έδιωξε τη μακεδονική φρουρά από τον Πειραιά και επευφήμησε τον «ελευθερωτή» του. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την πόλη όπου επανέρχονται στην εξουσία οι αριστοκράτες υπό την αιγίδα του Κάσσανδρου. Τελικά, η Μακεδονία έλαχε στο γιο του Πολιορκητή, τον Αντίγονο Γονατά, και παρέμεινε στους απογόνους του έως τη μάχη της Πύδνας, το 168 π.Χ., κατά την οποία ο τελευταίος εκπρόσωπος της δυναστείας, ο βασιλιάς Περσεύς, νικήθηκε από τον Ρωμαίο Παύλο Αιμίλιο. Στην υπόλοιπη Ελλάδα είχαν συσταθεί ομοσπονδίες οι οποίες περιελάμβαναν συχνά πόλεις λίγο σημαντικές που ήταν ανίκανες να διατηρήσουν μόνες την αυτονομία τους. Αυτές οι ομοσπονδίες ανταποκρίνονταν, καλώς ή κακώς, σε παλαιότερα εθνικά σύνολα ή μάλλον πολιτισμικά και τα διάφορα στοιχεία τους συνδέονταν με κοινές μυθικές παραδόσεις και συχνά με κοινή διάλεκτο. Με τον τρόπο αυτό σχηματίσθηκε η Αιτωλική Συμπολιτεία, πολιτική οργάνωση πολύ αρχαϊκού τύπου, προγενέστερου της ανάπτυξης της πόλης: δεν υπάρχει μεγαλοπρεπής πρωτεύουσα αλλά μόνον ένα ομοσπονδιακό ιερό και διάσπαρτα χωριά. Η αιτωλική συμπολιτεία είχε πολιτικούς θεσμούς ανάλογους με εκείνους των πόλεων: μια συνέλευση όπου συμμετείχαν όλοι οι ενήλικοι άνδρες και οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα, ένα μόνιμο συμβούλιο και έναν άρχοντα του οποίου η επωνυμία, στρατηγός, εκφράζει τον στρατιωτικό χαρακτήρα. Τα πάντα, στη συμπολιτεία αυτή, στρέφονταν προς τον πόλεμο. Η Αιτωλία ήταν μια περιοχή ληστών και η Συμπολιτεία διέθετε στη θάλασσα Digitized by 10uk1s
πειρατές στην υπηρεσία της. Έχουμε απομακρυνθεί από το αθηναϊκό ιδεώδες και την ανθρώπινη παίδευση που για τους Σύγχρονους θεωρείται (κάπως εύκολα) αναπόσπαστη από τον ελληνισμό. Άλλες ομοσπονδίες είχαν συσταθεί στη Βοιωτία, την Αρκαδία, στα νησιά, αλλά οι πολιτικές μεταβολές, οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους βασιλείς, καθώς και οι αδιάκοποι πόλεμοι εναντίον άλλων ομοσπονδιών προκάλεσαν, αρκετά γρήγορα, τη διάλυσή τους. Στην Πελοπόννησο πάντως οι πόλεις με αχαϊκή παράδοση (εκείνες που ο πληθυσμός τους ήταν εγκατεστημένος στη γη αυτή πριν από την άφιξη των Δωριέων) είχαν επιτύχει να διατηρήσουν, με το όνομα της αχαϊκής Συμπολιτείας, μια ισχυρή οργάνωση με την οποία έμελλε να αναμετρηθούν τόσο οι Σπαρτιάτες όσο και ο βασιλιάς της Μακεδονίας. Φυσικά, τα μέλη της αχαϊκής Συμπολιτείας ήταν ορκισμένοι εχθροί των Αιτωλών και στην ίδια την Πελοπόννησο οι Αχαιοί καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να εντάξουν στη σφαίρα επιρροής τους τις άλλες πόλεις. Ο ελληνιστικός πολιτισμός Η ιστορία της ελληνιστικής Ελλάδας — από το θάνατο του Αλεξάνδρου έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση που πραγματοποιείται γύρω στα 150 π.Χ. — είναι μια πολύ συγκεχυμένη περίοδος που στη διάρκειά της η αναρχία και η ανασφάλεια, οι αιμοσταγείς πόλεμοι μεταξύ των βασιλέων, οι επαναστάσεις, επίσης αγριότερες, στο εσωτερικό των πόλεων και των ομοσπονδιών, οι ατελεύτητες μηχανορραφίες αποτελούν παράξενη αντίθεση σε σχέση με τη λάμψη ενός πολιτισμού που σιγά-σιγά χάνει την ιδιαιτερότητά του και αποκτά παγκόσμια σημασία. Αυτός ο πολιτισμός έχει τις πηγές του στο παρελθόν. Εξελίσσεται παρά τις αντιξοότητες, όπως βλέπουμε να φυτρώνουν κλαδιά σε ένα γέρικο κούτσουρο που ο κορμός του έχει κοπεί από καιρό. Στο τέλος του 4ου αιώνα, η Αθήνα εξακολουθεί να είναι η πρωτεύουσα, και τούτο οφείλεται στο παρελθόν της, στα μνημεία που διαιωνίζουν τη δόξα της. Οι βασιλείς την περιποιούνται με κάθε τρόπο και θεωρούν ότι συμμετέχουν στη δόξα της με το να ανεγείρουν μια στοά, ένα ναό, ένα άγαλμα με το όνομά τους κάτω από τον ίσκιο της Ακρόπολης. Στην Αθήνα έρχονται να εγκατασταθούν οι φιλόσοφοι που συνεχίζουν μια μακρά παράδοση. Η Ακαδημία εξακολουθεί να υπάρχει, σχολιάζει — και τροποποιεί — τη σκέψη του Πλάτωνος, οδηγώντας την ολοένα και περισσότερο προς το σκεπτικισμό και μη αποδεχόμενη άλλη γνώση από το δοκούν. Η σχολή του Αριστοτέλη, που κατάγεται από εκείνη του Πλάτωνα, λαβαίνει, μεταξύ άλλων, προεξέχουσα θέση τουλάχιστον σε όλο το τέλος του 4ου αιώνα. Αυτή είναι η επίσημη θεωρία της αθηναϊκής αριστοκρατίας. Εξήρε σε ηθική τις αρχές και τις αξίες της πόλης, το ιδανικό του πολίτη «καλού καγαθού», κύριου του εαυτού του, ανθρώπινου, δυνατού, επιφυλακτικού απέναντι σε κάθε υπερβολή, ο οποίος τιμάει τους θεούς γιατί η κατεστημένη θρησκεία είναι μία από τις ισχυρότερες δυνάμεις που στηρίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη και εγγυώνται τη μονιμότητα των πόλεων και γιατί επίσης είναι αναγκαία η επίσημη αναγνώριση της ιδέας του θεού, ως αρχέτυπου και πρότυπου του Καλού και του Αγαθού, και γιατί λίγο ενδιαφέρουν οι τρόποι αυτής της αναγνώρισης. Η αριστοτέλεια φιλοσοφία, λοιπόν, εμφανίζεται στη δεύτερη και τρίτη γενιά της ως στοχασμός του πνευματικού επιτεύγματος της Αθήνας, μια μαρτυρία αρετής τόσο στον τομέα του πολιτεύματος όσο και στις τέχνες, ιδιαίτερα την ποιητική και τη ρητορική. Είναι η φιλοσοφία με την οποία ανατρέφονται οι έφηβοι στη διάρκεια της «στρατιωτικής τους θητείας», είναι η φιλοσοφία του Δημητρίου του Φαληρέως που υπήρξε μαθητής του Θεοφράστου και αυτός άμεσος μαθητής του Αριστοτέλη. Είναι η φιλοσοφία του Κράτους που ήθελε να εντυπώνεται στους νέους πολίτες η ιδέα ότι η ευτυχία και γενικότερα η αρετή του ανθρώπου (εκείνου που γεννήθηκε ελεύθερος και ανατράφηκε με την παιδεία, τη μόρφωση την αρμόζουσα στον ελεύθερο άνθρωπο) απορρέουν όχι μόνον από τα φυσικά του προσόντα και την ευφυία του, αλλά από την ευτυχή συνάντηση αυτών των προσόντων με ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες, δηλαδή μια πόλη με συνετή διακυβέρνηση, και με αρκετά πλούτη ώστε να προσφέρει στους άλλους πολίτες την αρμονική Digitized by 10uk1s
εικόνα ενός πνεύματος απελευθερωμένου από κάθε χαμερπή ενασχόληση και γενναιόδωρου προς όλους. Αυτή η φιλοσοφία που τόσο καλά συνοψίζει πολλές πλευρές του ελληνισμού, θα ασκήσει εμφανή γοητεία στους Ρωμαίους διανοητές· ιδιαίτερα ο Κικέρων και οι δημόσιοι άνδρες, οι σύγχρονοι του Καίσαρα, ο ίδιος ο Καίσαρ, θα της οφείλουν μια ορισμένη αντίληψη περί της πόλης. Ό,τι επιβίωνε στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη από το παλαιό πνεύμα των σοφιστών είχε προκαλέσει γύρω στο τέλος του 4ου αιώνα μιαν αντίδραση που θα χαρακτηρίζαμε «σωκρατική», και εκφράζεται με τη φιλοσοφία του Επίκουρου. Ο Επίκουρος, μαθητής του Αριστοτέλη, αρνείτο ότι η ανθρώπινη αρετή εξαρτάτο, άμεσα ή έμμεσα, από συνθήκες εξωτερικές. Ο άνθρωπος είναι αυτάρκης, βρίσκει στο προφανές της ζωής του την αρχή της ευτυχίας αυτής που δεν είναι άλλη από τη συνείδηση της αρετής του και πραγματοποιείται με την τελειότητά του. Ο Επίκουρος τοποθετεί το κυρίαρχο Καλό στην ηδονή, πράγμα που σημαίνει ότι το ιδιαίτερο είναι πραγματοποιείται μέσα στην απόλαυση και δι' αυτής και, αμοιβαίως, η ηδονή είναι το σημάδι αυτής της αρετής. Μόνον ο Σοφός θα γίνει κάτοχος της ηδονής. Αλλά αυτή η ηδονή δεν είναι μια τρυφηλή απόλαυση που πηγάζει από τις αισθήσεις, γιατί μια τέτοια ηδονή είναι φευγαλέα, είναι «εν κινήσει» και συνεπώς δεν θα μπορούσε να αποτελεί ένα απόλυτο. Ο Αριστοτέλης το είχε δηλώσει και ο Επίκουρος ακολουθεί στο θέμα αυτό το δάσκαλό του. Για τον Επίκουρο, η ηδονή είναι «μόνιμη», αμετάθετη, η ίδια η συνείδηση του είναι απαλλαγμένου από τον πόνο, από ό,τι το φθείρει ή θα έτεινε να το φθείρει αν γινόταν η ελαχίστη παραχώρηση. Περισσότερο από ηδονή αρμόζει να κάνουμε λόγο για γαλήνη — η κατεξοχήν επικούρεια εικόνα είναι η γαλήνη σε μια φωτεινή θάλασσα όταν έχουν κατασιγάσει οι άνεμοι. Ο Επίκουρος, πολίτης της Αθήνας, είχε βαθιά μέσα του την εικόνα των θεών της πατρίδας του. Η κατάκτηση αυτής της σοφίας είναι δυνατή μόνον εφόσον εξορκίσει κανείς από την ψυχή του όλες τις δυνάμεις της διχόνοιας, και πρώτα το φόβο των θεών που προκαλεί την αγωνία. Αλλά αυτός ο φόβος πηγάζει από την άγνοια απέναντι στα φαινόμενα της Φύσης. Συνεπώς, η φιλοσοφία του Επίκουρου θα θεμελιώσει τη σοφία επάνω στη γνώση της φύσης. Είναι ανακριβές να επαναλαμβάνουμε, όπως συχνά συμβαίνει, ότι η φιλοσοφία του Επίκουρου είναι ουσιαστικά μια ηθική η οποία προσαρμόσθηκε, καλώς ή κακώς, στην ατομική φυσική του Δημόκριτου και του Λευκίππου. Ο Επίκουρος επεξεργάσθηκε ένα καθολικό σύστημα του κόσμου, όπως το είχε επιχειρήσει και ο Αριστοτέλης. Υπάρχει μια επικούρεια πολιτική, μια επικούρεια αισθητική, ακόμη και λογική (που ίσως αρνείται τη διαλεκτική, αλλά στοχάζεται ως προς τις συνθήκες της προφάνειας των αισθήσεων, ως μοναδικής πηγής της γνώσης), υπάρχει προπάντων μια απεριόριστη θέαση του Σύμπαντος, περισσότερο διαμορφωμένη από εκείνη του Δημόκριτου, περισσότερο «σύγχρονη», που φροντίζει περισσότερο να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα — για παράδειγμα να προσφέρει μια μηχανιστική δικαίωση της ανθρώπινης ελευθερίας, γεγονός απαραίτητο για την πραγμάτωση της Σοφίας και επίσης αναμφισβήτητο για την καθημερινή εμπειρία. Από τον διπλό αυτόν καταναγκασμό — αφενός του ατομικού πανμηχανισμού και αφετέρου της ηθικής ζωής — ο Επίκουρος καταλήγει σε μιαν άκρως τολμηρή σύλληψη, αντικείμενο αυστηρής κριτικής για αιώνες, που όμως σήμερα είναι καλύτερα κατανοητή, δηλαδή στην ιδέα ότι η κίνηση κάθε υλικού μορίου είναι σε ορισμένο βαθμό τυχαία. Είναι αυτό ακριβώς που ο Λουκρήτιος θα ονομάσει clinamen, δηλαδή τη δύναμη ελευθερίας που περιέχεται σε ορισμένα άτομα. Από τον Λουκρήτιο, ο οποίος θα συνθέσει ένα επικούρειο ποίημα, De natura verum (περί της φύσεως των πραγμάτων, θα μεταφράζαμε), κατά τα τελευταία χρόνια της ρωμαϊκής Δημοκρατίας, η επικούρεια θεωρία που οι Ρωμαίοι συχνά αρνούνταν, τουλάχιστον εμφανώς, εξαιτίας του ρόλου που έδινε στην ηδονή, θα διασχίσει τους αιώνες και θα ανακτήσει ισχύ στην Ευρώπη της Αναγέννησης και του κλασικισμού, όπου θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην αναγέννηση της επιστημονικής σκέψης. Μερικά χρόνια μετά τον Επίκουρο, ένας Κύπριος συριακής καταγωγής, ο Ζήνων ο Κιτιεύς, ίδρυσε Digitized by 10uk1s
στην Αθήνα μιαν άλλη σχολή, που επειδή είχε έδρα διδασκαλίας τη Στοά (την ονομαζόμενη Ποικίλη) την αποκάλεσαν στωικισμό. Αντίθετα, ο Επίκουρος δίδασκε μέσα σε κήπο, σε ένα μικρό περίβολο στα προάστια της Αθήνας, όπου συγκέντρωνε μερικούς φίλους. Ο Ζήνων διδάσκει σε δημόσιο χώρο και αυτή η διαφορά είναι ενδεικτική. Ο Επίκουρος πρότεινε μια φιλοσοφία της εσωτερικής ζωής, εχθρική προς την πολιτική δραστηριότητα που προξενεί ταραχή στην ψυχή. Ο Ζήνων που υπέστη την επίδραση των Κυνικών και, έμμεσα, του Σωκράτη (τον οποίο θαύμαζε πολύ, έτσι όπως τον γνώρισε μέσα από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα), απευθυνόταν στο πλήθος, καλούσε τους ανθρώπους να ακούσουν το μήνυμά του. Ο Ζήνων, όπως ο Επίκουρος και όπως ο Σωκράτης, ασκούσε κριτική στις αξίες της κοινής γνώμης. Κατά την άποψή του, ακόμη, η αρετή του ανθρωπίνου όντος έδρευε στο πνεύμα του και στην άσκηση της λογικής του. Όπως και ο Επίκουρος, ο Ζήνων θεμελίωνε τη φιλοσοφία του σε μιαν ορισμένη αντίληψη για το Σύμπαν, αλλά πολύ διαφορετική. Ενώ ο Επίκουρος αρνείτο κάθε παρέμβαση των θεών στο μηχανισμό του κόσμου, ο Ζήνων έβλεπε στα πράγματα, σε κάθε υπαρκτό, μια ενσάρκωση του Θεού. Ο θεός αυτός, υλικός, ήταν το ίδιο το Ον — νοητό ως μία αιτία, όφειλε να διαθέτει υλικότητα, γιατί τίποτε δεν μπορεί να δράσει χωρίς μεταβίβαση κίνησης και μόνον ό,τι είναι ύλη είναι επιδεκτικό κινήσεως. Αλλά αυτό το «σώμα του Θεού» (που ταυτόχρονα είναι μια Ψυχή, εκείνη του Σύμπαντος) τελεί υπό αέναη μεταμόρφωση. Ο Ζήνων είχε δανεισθεί την ουσία της φυσικής του Ηράκλειτου. Ο Θεός, άλλοτε πυρογενής ύλη, πριν αρχίσει ο κύκλος των πραγμάτων, άλλοτε συμπυκνωμένος σε διάφορους βαθμούς ώστε να δημιουργούνται ο κόσμος, οι πλανήτες, τα φυτά, τα ζώα και οι άνθρωποι, είναι πανταχού παρών. Η ψυχή μας είναι θεϊκή, συμμετέχει στο Λόγο του Σύμπαντος, που είναι ταυτόσημος με το Ον. Ο Λόγος είναι ο Νόμος κάθε ύπαρξης, είναι επίσης το αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος της ύπαρξης και, φύσει, έχει παγκόσμια αξία, όπως το ίδιο το Ον. Συνεπώς η ανθρώπινη σοφία συνίσταται στην ανεύρεση, σε δοσμένη κατάσταση του Σύμπαντος, αυτής της αρετής του όντος. Είναι γνώση, αλλά ακόμη δικαιοσύνη (αναγνώριση κάθε όντος ξεχωριστά, και της θέσης του στη γενική αρμονία), καθώς και δύναμη (ή θάρρος), λελογισμένη αντίσταση σε ό,τι τείνει να προκαλέσει ταραχή σε μας και στον κόσμο, άρνηση κάθε παρόρμησης που θα μας έστρεφε να εγκαταλείψουμε την ορθή μας θέση στην τάξη του σύμπαντος. Αυτές οι τέσσερις πρώτιστες αρχές του στωικισμού δεν επινοήθηκαν από τον Ζήνωνα· απαντώνται στον Επίκουρο και προέρχονται από την πλατωνική διδασκαλία, με το ενδιάμεσο του Αριστοτέλη. Αλλά είναι ενδεικτικό ότι τις αποδέχονται όλες οι θεωρίες της ελληνιστικής εποχής, αν και επιφυλάσσονται να δώσουν η καθεμιά ιδιαίτερη δικαιολόγηση και ερμηνεία. Αυτές αποτελούν τους τέσσερις στυλοβάτες της αρχαίας σοφίας που ο χριστιανισμός δεν θα αποκηρύξει. Ίσως πρόκειται για μία από τις πλέον μόνιμες κατακτήσεις της ανθρώπινης ηθικής. Από μια πλευρά βρίσκουμε εδώ δύο αρετές «θεωρίας», γνώσης (η Sapientia των Ρωμαίων, η καθαυτό Σοφία), στοχασμού για τα πράγματα, για τους δρόμους της σκέψης — δικαιοσύνη που είναι η γνώση της τάξης. Από την άλλη πλευρά έχουμε δύο αρετές πράξης: το θάρρος (ή την ισχύ) και την εγκράτεια (ή μετριοπάθεια). Αλλά οι αρετές αυτές ταξινομούνται επίσης ανάλογα με το αντικείμενό τους: οι δύο από αυτές (γνώση και μετριοπάθεια) αφορούν τον ίδιο το Σοφό, οι άλλες δύο εφαρμόζονται στους άλλους. Έτσι η κοινωνική ζωή περιφρουρείται εξίσου καλά με την εσωτερική ζωή. Το σύστημα αυτό των αρετών πραγματώνει την ισορροπία μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας και, με την έννοια αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ως ο όρος μιας μακράς εμπειρίας όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του πολίτη και του Κράτους, μεταξύ των δικαιωμάτων του ατόμου και εκείνων της ομάδας. Αυτό είναι πρόβλημα μεγάλης σημασίας στην ιστορία της ευρωπαϊκής σκέψης. Θεωρείται γενικά ότι οι ελληνιστικές φιλοσοφίες — δηλαδή ουσιαστικά η επικούρεια και ο στωικισμός — είναι φιλοσοφίες της εσωτερικής ζωής, που πρόβαλαν την εποχή όπου οι πόλεις, έχοντας πτωχεύσει και εξασθενίσει, δεν ήταν πλέον ικανές να προσφέρουν τα ιδεώδη της παραδοσιακής ζωής, και όπου κάθε άτομο, στην πράξη αποκλεισμένο από κάθε έννοια αληθινής πολιτικής ζωής, λόγω της ανάπτυξης των βασιλείων, όφειλε να αναζητήσει στον εαυτό του τους λόγους της ύπαρξής του. Αυτή η ευφυής ιδέα, καθώς επαναλήφθηκε συχνά, κινδυνεύει να είναι απατηλή. Δεν είναι αλήθεια ότι ο στωικισμός ή ακόμη η επικούρεια φιλοσοφία προκαλούν Digitized by 10uk1s
αναδίπλωση του όντος στον εαυτό του. Οι στωικοί ενασχολούνται με την πολιτική ζωή, γίνονται ευχαρίστως οι σύμβουλοι των βασιλέων. Επίσης βεβαιώνουν ότι η ανθρώπινη φύση ενέχει ό,τι σήμερα αποκαλούμε ένστικτο κοινωνικότητας και η ρωμαϊκή εξέλιξη του στωικισμού θα είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό πολιτική. Κατά τον ίδιο τρόπο, η επικούρεια φιλοσοφία θεωρεί ότι η ανάπτυξη της ανθρώπινης αρετής — η «ηδονή» με τη φιλοσοφική έννοια — πληρούται με τη φιλία και δι' αυτής. Ο Λουκρήτιος θέλει να διαπαιδαγωγήσει τον φίλο του Μέμμιο, να τον κατευθύνει στη σοφία, όπως ο Επίκουρος μέσα στον κήπο του συγκέντρωνε τους μαθητές του και, όταν διασκορπίζονταν, τους έγραφε μακροσκελείς επιστολές. Σε κανένα βαθμό, ουδεμία ελληνική φιλοσοφία, ούτε πολύ περισσότερο ρωμαϊκή, εκήρυξε τον αναχωρητισμό, το μοναχισμό. Στους ταραγμένους αυτούς καιρούς, η τάση αναχωρητισμού υπήρξε ενίοτε πραγματική, αν και ανέκαθεν την αποκήρυτταν τόσο οι φιλόσοφοι όσο και οι κωμικοί συγγραφείς, φερέφωνα της κοινωνικής ηθικής, σαν μια διαστροφή της ψυχής. Ο «μισάνθρωπος» Τίμων ο Αθηναίος ή ο ήρωας του «Δύσκολου» του Μενάνδρου καταδείχνουν το αίσθημα της πραγματικής αποστροφής απέναντι στον μοναχικό άνθρωπο — καταδίκη που δεν θα είναι απούσα από τη χριστιανική σκέψη και θα συμβάλει στο να καταστήσει τους «μοναχούς» του Θεού ανθρώπους εξαιρετικούς, στο περιθώριο όσων συγκεντρώνονταν στα μοναστήρια. Ο στωικισμός και η επικούρεια φιλοσοφία κατέδειξαν, αντίστροφα, ότι η ανθρώπινη αρετή δεν συνοδεύεται υποχρεωτικά από πολιτικές φιλοδοξίες και δεν προϋποθέτει την προσωπική άσκηση της εξουσίας ή τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή. Η «ανθρώπινη κοινωνία» διαχωρίζεται από την «πόλη», δηλαδή την έννοια του Κράτους. Οι φιλόσοφοι καταλήγουν στη σύλληψη μιας κοινωνίας υπερεθνικής, εκείνης των Σοφών, που δεν γνωρίζει όρια χρόνου ή χώρου, και επίσης εκείνης των ανθρώπων, όντων του Λόγου, που ποθούν τη Σοφία οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνθήκες όπου βρίσκονται. Αυτές οι ιδέες, σε αντίφαση με την πολιτική πραγματικότητα της εποχής εκείνης, θα βρουν το πλήρες νόημά τους στους κόλπους του Imperium romanum, όταν θα δημιουργηθεί, σε σχέση με τις πόλεις και τις ομοσπονδίες, ένα Κράτος υπερεθνικό, ισοδύναμο σε έκταση με το κατοικημένο σύμπαν. Κατά την ελληνιστική περίοδο, στον τομέα της τέχνης και της λογοτεχνίας, καθώς και της φιλοσοφίας αναδύεται για πρώτη φορά μια αληθινή κοινότητα του ελληνισμού. Από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. η πνευματική ζωή στην ανώτερη μορφή της δεν είναι πλέον η κληρονομιά μιας μόνον πόλης περίλαμπρης, της Αθήνας που υπερέχει των υπολοίπων — Θήβα, Συρακούσαι, Μίλητος ή Τάρας — με υπερήφανη ανωτερότητα. Τα πολιτισμικά κέντρα πολλαπλασιάζονται, κάθε βασίλειο διαθέτει ένα που ανταγωνίζεται τα υπόλοιπα. Η Αθήνα έχει αντίπαλο την Αλεξάνδρεια, και αυτή την Πέργαμο και την Αντιόχεια. Οι βασιλείς προσελκύουν τους σοφούς και τους ποιητές, καθώς και τους αρχιτέκτονες και τους γλύπτες. Προσπαθούν με κάθε μέσον (ακόμη και με τη βία) να προμηθευθούν τα βιβλία που θα κοσμήσουν τις επίσημες βιβλιοθήκες τους. Προς αυτά τα κέντρα, προπάντων στην Αλεξάνδρεια όπου οι μαικήνες Πτολεμαίοι συντηρούν ποιητές, καλλιτέχνες στο Μουσείο, κοντά στην αυλή τους, κατευθύνονται οι ταλαντούχοι άνθρωποι, από όλες τις πόλεις, άλλοι με προέλευση την Κυρήνη, όπως ο Καλλίμαχος, άλλοι από τη Σικελία ή την Ασία. Οι συγγραφείς εκμεταλλεύονται την επίκτητη κληρονομιά, αναζητούν στους σκοτεινούς μύθους των μικρών πόλεων, σε μισολησμονημένες αγροτικές παραδόσεις μιαν ανανέωση της ποίησης. Σχολιάζουν τον Όμηρο, μελετούν τη γλώσσα, τις διαφορές των γλωσσικών ιδιωμάτων και των διαλέκτων, ενώ η μελέτη των έργων που υπάρχουν αρχίζει να αποκτά σημασία μεγαλύτερη από τη δημιουργία νέων έργων. Ο κόσμος του μύθου ολοένα και περισσότερο απομακρύνεται από εκείνον της θρησκείας. Αν συνθέτουν ύμνους προς τους θεούς, αυτοί είναι μάλλον κοσμητικά επίθετα και γραφικές σκηνές παρά ειλικρινής προσευχή. Αντίθετα με τους ποιητές — και γλύπτες — της κλασικής Αθήνας, οι ποιητές και οι γλύπτες της εποχής λίγο ενδιαφέρονται για το θεϊκό μεγαλείο· μάλλον προτιμούν ό,τι προσεγγίζει τον άνθρωπο στο θείο, τις αφηγήσεις για την «παιδική» ηλικία του Δία, του Απόλλωνα, του Ερμή, τα ερωτικά επεισόδια, κυρίως όταν αυτά δεν τιμούν το θείο. Οι θεότητες που τιμούνται και εορτάζονται με περισσότερη ευχαρίστηση είναι η Αφροδίτη και ο Διόνυσος. Ίσως η επίδραση των σημιτικών χωρών (όπου λατρευόταν η Αστάρτη) εξηγεί τη μεγάλη δημοτικότητα της θεάς, την οποία έως τότε οι πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Η δημοτικότητα του Διονύσου φαίνεται σαφώς ότι έχει σχέση με τους νεωτερισμούς Digitized by 10uk1s
των Πτολεμαίων, που με τη λατρεία του θεού του οίνου, συμβόλου επίσης του θανάτου και της ανάστασης, βρήκαν τον τρόπο να δώσουν εξελληνισμένη μορφή σε ένα θρησκευτικό αίσθημα τυπικά αιγυπτιακό. Ο Διόνυσος προσομοιάζει αρκετά στον Αιγύπτιο Όσιρι, όπως υπεισέρχεται στην προσωπικότητα του Σαράπιδος, τον οποίο οι νέοι κύριοι νυμφεύουν με την Ίσιδα. Υπό την επίδραση αυτή, οι ελληνικές θεότητες ξαναβρίσκουν τη λαϊκή και νατουραλιστική τους καταγωγή, η ατομική ευσέβεια κυριαρχεί σε σχέση με τη δημόσια λατρεία ή την ζωογονεί. Παντού αναγγέλλονται «επιφάνεια», εμφανίσεις του θεού, τις οποίες τιμούν με την ανέγερση ιερών ή με τη θέσπιση εορτών. Στη διάρκεια όλου του έτους, οι πιστοί καταφθάνουν ως προσκυνητές στους θαυματουργούς ναούς. Υπάρχουν τόποι ιεροί, όπως η Δήλος ή η Πάφος, πιο πολυσύχναστοι ίσως από τα μαντεία που αρχίζουν να παρακμάζουν. Όλη η λεκάνη του Αιγαίου είναι τόπος πυρετώδους θρησκευτικής δραστηριότητας, σκοτεινής, ουσιαστικά λαϊκής, όπου κάθε έμπορος, κάθε ταξιδιώτης προσπαθεί να προσελκύσει για τον εαυτό του την ευλογία κάποιας θεότητας στην οποία ιδιαίτερα πιστεύει. Αυτή η δεισιδαίμων ευλάβεια αποτελεί εμφανή αντίθεση σε σχέση με τη θρησκεία των φιλοσόφων. Διηγούνται, ωστόσο, ότι η μητέρα του Επίκουρου είχε ως επάγγελμα τον εξορκισμό από την επιρροή του πονηρού και ότι κέρδιζε από τη λαϊκή δεισιδαιμονία — ίσως ο μύθος να είναι επινόημα της κακεντρέχειας κάποιου ανταγωνιστή φιλόσοφου, αλλά δεν παύει να είναι σύμβολο μιας εποχής όπου τα πάντα πρέπει να ξαναρχίσουν, όπου οι κατακτήσεις του πνεύματος μοιάζουν πολύ εύθραυστες και επιφανειακές μέσα σε έναν κόσμο που σύρεται προς κάθε κατεύθυνση, όπου ο λαός της Αθήνας χαιρετίζει τον Δημήτριο τον Πολιορκητή σαν θεό και του επιτρέπει να μολύνει το ιερό της Αθηνάς, όπου περισσότερο επικαλούνται την Τύχη παρά την Πρόνοια του Δία, όπου η αρχαία λατρεία της ελευθερίας έχει αντικατασταθεί από την υποταγή στους ξένους βασιλείς, όπου οι χωρικοί εξαντλούνται καλλιεργώντας μιαν άγονη γη, ενώ το χρήμα που προέρχεται από τις κατακτήσεις της Ασίας παρέχει μια επίφαση πλούτου στους αστούς και αναπτύσσει παντού την επιθυμία του κέρδους. Η Ελλάδα, λοιπόν, στο τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα παρουσιάζει το θέαμα ενός πολιτισμού που κέρδισε σε έκταση, είναι παρών σε χώρες πολύ μακρινές η μια από την άλλη, αλλά έχασε το παραδοσιακό του έρεισμα, δηλαδή την πόλη. Η κυρίως Ελλάδα, που έχει φτωχύνει και ο πληθυσμός της διαρκώς μειώνεται, ζει προπάντων με αναμνήσεις. Ακόμη και αυτό το μεγαλείο του παρελθόντος — που μεγαλύνθηκε με την πάροδο του χρόνου — συμβάλλει στο να στερεύει την επινοητικότητα. Οι άνθρωποι κουράσθηκαν από τον Όμηρο, από τον «κλασικό» ρυθμό, κουράσθηκαν από την τραγωδία και την κωμωδία του άλλοτε. Αναζητούν νέες μορφές που πλέον δεν ανταποκρίνονται τόσο άμεσα στις κοινωνίες που ανέδειξαν τις παλαιές. Πρόκειται για παρακμή; Μάλλον φαίνεται σαν μια χοάνη όπου το μέταλλο χάνει το σχήμα του πριν αποκτήσει κάποιο άλλο.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III Η ιταλική συνιστώσα (1) Η Ρώμη
Ο ΙΤΑΛΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Πολλές φορές, συνοψίζοντας την ιστορία του ελληνισμού, συναντήσαμε τους Ρωμαίους. Ο ιταλικός κόσμος αναπτύχθηκε παράλληλα με τον ελληνικό, και αποτελεί απλούστευση και χονδρή ανακρίβεια να υποστηρίζουμε ότι οι Ρωμαίοι έλαβαν από τους Έλληνες την ουσία αυτού που έμελλε να γίνει ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Τούτο είναι ανακριβές καταρχήν από χρονολογική άποψη. Νομίζουμε ότι ο ελληνισμός, πριν βρει και προσλάβει την ενότητά του, γνώρισε πολλές όψεις, αναφάνηκε σε πολλούς τόπους και σε πολλές εποχές. Παρομοίως, ο ιταλικός πολιτισμός άρχισε να εμφανίζεται σε εποχή όπου ο ελληνισμός δεν υπήρχε παρά στην πλέον υποτυπώδη μορφή του. Η ιταλική πρωτοϊστορία αρχίζει για μας με την έναρξη της πρώτης χιλιετίας π.Χ., ενώ η βόρειος και κεντρική Ιταλία φαίνεται να κατοικείται στο σύνολό της από έναν πληθυσμό που ονομάζουμε «βιλλανόβιο», ή, ακριβέστερα, όταν στην εκτεταμένη αυτή περιοχή κάνει την εμφάνισή του ένας τύπος πολιτισμού που αποκαλείται βιλλανόβιος. Αυτός χαρακτηρίζεται από μια δικωνική οστεοθήκη που αποτελείται από δύο αγγεία από τα οποία το ένα χρησιμεύει ως επικάλυμμα του άλλου. Οι άνθρωποι του πολιτισμού αυτού (όσο μπορούμε να μιλάμε για ενιαίο λαό) καίνε τους νεκρούς τους, ενώ οι προηγούμενοι λαοί στην Ιταλία τους ενταφιάζουν. Είναι συνήθως αποδεκτό ότι αυτός ο βιλλανόβιος πολιτισμός είχε εισαχθεί στην Ιταλία από ένα ή περισσότερα κύματα μεταναστών «ινδοευρωπαίων», προγόνων εκείνων που, κατά τους ιστορικούς χρόνους, μιλάνε γλώσσες και διαλέκτους ινδο-ευρωπαϊκού χαρακτήρα — δηλαδή συγγενείς προς την ελληνική — σε όλη τη χερσόνησο. Δεν πρόκειται μόνο για τους Λατίνους που αριθμητικά αποτελούν την ασθενέστερη ομάδα, αλλά για τους λαούς που αργότερα είναι γνωστοί στα Απέννινα όρη, τους Όμβριους (από την πλευρά του Τυρρηνικού πελάγους έως την Αδριατική, στο ύψος της Περούτζια και του Αρέτζο) και τους Όσκους, νότια του Λατίου, σε όλη την περιοχή που εκτείνεται έως την πεδιάδα του Τάραντα και στα βουνά της ακτής, έως το απώτερο άκρο της Ιταλίας. Στην ίδια αυτή γλωσσική ομάδα υπάγονται οι Σικανοί που, κατά την εποχή του ελληνικού αποικισμού, είχαν απωθηθεί στο κέντρο του νησιού, καθώς και οι Βενετοί, στη βόρεια ακτή της Αδριατικής και στις εκβολές του Πάδου. Είναι βέβαιον ότι ο πολιτισμός του Λατίου, περίπου την εποχή που η παράδοση τοποθετεί την ίδρυση της Ρώμης, είναι παραπλήσιος του βιλλανόβιου, αλλά δεν είναι πάντα υποχρεωτικός ο παραλληλισμός μεταξύ του υλικού πολιτισμού και της γλώσσας. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι την ιστορική εποχή ορισμένες μεγάλες ρωμαϊκές οικογένειες είχαν το έθιμο της ταφής των νεκρών, ενώ η πλειονότητα των υπολοίπων είχε την καύση, και ωστόσο όλες μιλούσαν τη λατινική γλώσσα. Πράγματι, κατά τους πρώτους αιώνες της πρώτης χιλιετίας π.Χ. είναι πολύ πιθανό το ιταλικό έδαφος να υπήρξε ο τόπος όπου διάφοροι λαοί αναμείχθηκαν και προέβησαν αμοιβαίως σε δάνεια, εξελισσόμενοι έτσι αρκετά γρήγορα. Μπορούμε να διακρίνουμε αυτή την εξέλιξη στους Ετρούσκους, των οποίων ο πολιτισμός εμφανίζεται ήδη τον 8ο αιώνα, από την Τοσκάνη έως τις εκβολές του Πάδου και προς νότο έως το Λάτιο και την Καμπανία. Ενίοτε θεωρούσαν ότι ο λαός στον οποίο οφείλουμε τα «ετρουσκικά» μνημεία (τάφοι διακοσμημένοι με τοιχογραφίες και ανάγλυφα, αγγεία σε απομίμηση των ελληνικών κεραμεικών αντικειμένων, καθρέπτες με εγχάρακτες μυθολογικές σκηνές, ολόκληρες πόλεις που αρχίζουν να έρχονται στο φως χάρη στις πρόσφατες ανασκαφές στο Marzabotto, κοντά στην Μπολώνια και την Μπολσένα) είχε έλθει εντελώς συγκροτημένος στην Ιταλία. Άλλοι ενόμιζαν, όπως υπαινίσσεται η παράδοση των αρχαίων ιστορικών, ότι είχε έλθει από τη Λυδία, θαλασσίως, άλλοι ότι ήλθε από το βορρά διά ξηράς και τελικά εγκαταστάθηκε στην Τοσκάνη. Οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι, σήμερα, έχουν την τάση να θεωρούν ότι ο λαός αυτός, ή μάλλον ο πολιτισμός που δηλώνεται με το όνομα αυτό, είναι το Digitized by 10uk1s
αποτέλεσμα μιας νέας διαμόρφωσης που καλλιεργήθηκε στην Ιταλία υπό ποικίλες επιδράσεις. Πράγματι, οι αρχαιολόγοι διαπιστώνουν ότι στα στρώματα που αναλύουν δεν υπάρχει τομή ανάμεσα στον βιλλανόβιο πολιτισμό και τον ετρουσκικό. Αντίθετα, η μεταξύ τους συνέχεια είναι απόλυτη. Βιλλανόβιες νεκροπόλεις απαντώνται σε όλες τις τοποθεσίες όπου αργότερα αναπτύχθηκε ετρουσκική πόλη. Η πλέον απλή και αληθοφανής ερμηνεία συνίσταται στο να αποδεχθούμε ότι ο ετρουσκικός πολιτισμός είναι το προϊόν μιας σύνθεσης μεταξύ των βιλλανόβιων ιταλικών παραδόσεων, εξίσου περίπλοκων, και πολιτισμικών επιρροών με προέλευση την Ανατολή, καθώς και με ορισμένες ομάδες μεταναστών που κατέφθασαν γύρω στο τέλος του 9ου π.Χ. αιώνα. Είπαμε με ποιον τρόπο αυτή η ομάδα μπορεί να ανήκε στο σύνολο των «Λαών της θάλασσας» — αλλά αυτή είναι μια τολμηρή υπόθεση. Αν αποδεικνυόταν αληθινή, θα έπρεπε η μετανάστευση αυτών των Turusha να είχε διαρκέσει περισσότερο από τρεις αιώνες και η παρουσία τους να παρέμεινε λανθάνουσα στην Ιταλία για πολλές γενιές, πράγμα όχι αδιανόητο. Όπως κι αν είναι, στην Ιταλία ανακαλύπτουμε γύρω στον 8ο αιώνα έναν υλικό πολιτισμό ανατολίζοντα, που ανήκει σε ένα λαό με γλώσσα ασφαλώς όχι ινδο-ευρωπαϊκή (αν και την γνωρίζουμε με αρκετά ατελή τρόπο, αφού μόνον ορισμένες λέξεις μας έχουν αποκαλύψει το μυστικό του νοήματός τους) και ο οποίος διαθέτει μια πρωτότυπη κοινωνική δομή. Αυτή, κατά την ιστορική εποχή, συνίσταται σε μια τάξη μεγαλογαιοκτημόνων που εξουσιάζουν ένα πληθυσμό γεωργών τους οποίους οι Ρωμαίοι εξομοιάζουν με δούλους. Ο «ετρουσκικός» λαός κατανέμεται σε πόλεις, που είναι κράτη τόσο ανεξάρτητα όσο το καθένα έχει τους άρχοντές του, τη λατρεία του, την πρωτεύουσά του. Αλλά υπάρχει μια ομοσπονδία των πόλεων αυτών γύρω από ένα ομοσπονδιακό ιερό. Αυτή η οργάνωση παρουσιάζει μερικές αναλογίες με τις ελληνικές πόλεις, αλλά παραμένει αρκετά διαφορετική ώστε να μπορούμε να μιλάμε για δάνεια των Ετρούσκων στους Έλληνες. Οι Λατίνοι Στις όχθες της λίμνης Άλβα, στο Λάτιο, ζούσε ένας λαός που γνωρίζουμε την ύπαρξή του χάρη σε μια μεγάλη νεκρόπολη επάνω στο λόφο ο οποίος δεσπόζει στη λίμνη. Αυτός ήταν ένας λαός που αποτέφρωνε τους νεκρούς, πιθανώς ποιμενικός, και ο οποίος ανήκε στο σύνολο των λαών των εγκατεστημένων στα οροπέδια που από τους πρόποδες του Απεννίνου κατεβαίνουν προς τη θάλασσα, νότια του Τίβερη. Αυτοί οι λαοί, ήδη από κάποιον καιρό, είχαν σχηματίσει χωριά, το καθένα φαίνεται υπό την εξουσία συνήθως, ενός βασιλιά, λάτρευαν τον ίδιο θεό, τον Λατίνο Δία (Jupiter) που το ιερό του υψωνόταν στο προεξέχον σημείο της περιοχής το Mons Albanus, το οποίο δεσπόζει στις δύο λίμνες, τη Νέμι και την Άλβα. Σ' αυτόν το λαό των «Αρχαίων Λατίνων» (όπως τους αποκάλεσαν αργότερα οι Ρωμαίοι) διατηρούνταν και μεταβιβάσθηκαν οι θρησκευτικές και κοινωνικές παραδόσεις καθώς και η γλώσσα των ινδο-ευρωπαίων μεταναστών. Στην πραγματικότητα, είμαστε άσχημα πληροφορημένοι για το λαό αυτό του Λατίου, που προϋπήρξε της Ρώμης. Ό,τι μπορούμε να αναφέρουμε, κυρίως ανάγεται σε υποθέσεις. Έτσι, πιθανώς το κοινωνικό σύστημα να στηριζόταν στο γένος (gens), την πατριά όπου κυριαρχούσε η εξουσία του πατέρα (Pater familias). Τουλάχιστον έτσι παρουσιάζεται η αρχαιότερη γνωστή κατάσταση της ρωμαϊκής κοινωνίας στη λατινική της συνιστώσα. Η κοινότητα αποτελείται, λοιπόν, από μερικές οικογένειες που έχουν διανείμει μεταξύ τους τη γη, αλλά αυτή δεν είναι εντελώς μοιρασμένη. Το μεγαλύτερο μέρος της ανήκει στο σύνολο (το τμήμα αυτό θα είναι, πολλούς αιώνες αργότερα, ο ager publicus, ιδιοκτησία της κοινότητας). Κάθε οικογένεια, στο πλαίσιο του γένους, κατέχει λίγη γη, μεταβιβάσιμη κληρονομικά (για το λόγο αυτόν καλείται heredium) η οποία περιβάλλει την κατοικία και χρησιμεύει για την παραγωγή λαχανικών, που άλλωστε, μαζί με το κυνήγι και το κρέας των χοίρων τους οποίους εκτρέφουν μέσα στα δάση, αποτελούν τη βάση της διατροφής. Πρέπει να προσθέσουμε μερικά χωράφια όπου καλλιεργείται σιτάρι, αλλά ίσως ανήκουν στη συλλογική ιδιοκτησία. Προφανώς πρόκειται για μια κοινωνία που ακόμη διατηρεί Digitized by 10uk1s
πολλά στοιχεία του νομαδισμού αλλά που αρχίζει να έχει μόνιμη εγκατάσταση. Σ' αυτές τις λανθάνουσες παραδόσεις του νομαδισμού, αιτία επίσης της μετανάστευσης που οδήγησε έως το Λάτιο αυτούς τους πληθυσμούς, ανήκει το έθιμο εκείνο που θέλει οι νέοι, όταν ανδρωθούν, να φεύγουν για να καταλάβουν νέα εδάφη, λίγο μακρύτερα. Ενίοτε αυτή η αποδημία της νεολαίας είναι αυθόρμητη — ένας άνδρας πιο δραστήριος από τους άλλους περιστοιχίζεται από συντρόφους για να δοκιμάσει αλλού την τύχη του — ενίοτε έχει τη μορφή ιεροτελεστίας, εκείνη της «ιερής» άνοιξης. Για να εξορκίσουν κάποια συμφορά, να θέσουν τέλος σε μια επιδημία, για παράδειγμα, ή σε ένα μακρόχρονο πόλεμο, οι «πατέρες» αποφασίζουν να αφιερώσουν στον θεό Άρη (Mars), το θεό της νεότητας και της άνοιξης, ό,τι πρόκειται να γεννηθεί ή γεννήθηκε τη συγκεκριμένη χρονιά. Τα νεαρά ζώα θυσιάζονται στο θεό, οι νέοι άνθρωποι, αφού φθάσουν στην κατάλληλη ηλικία για να φύγουν, θα σταλούν να ιδρύσουν ένα νέο χωριό. Είναι αυτό ακριβώς που ονόμαζαν «ιερή άνοιξη» (Uer sacrum). Το έθιμο αυτό που μαρτυρείται στους ορεινούς λαούς των Σαβίνων δεν είναι άγνωστο στους Ρωμαίους των ιστορικών χρόνων. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η αναχώρηση των νέων (τα κορίτσια φαίνεται πως εξαιρούνταν) οφειλόταν συνήθως στην αυστηρότητα του πατριαρχικού συστήματος, που κρατούσε τους γιους σε απόλυτη εξάρτηση από τον πατέρα τους. Η παράδοση της πατριαρχίας θα παραμείνει πολύ ισχυρή στο ρωμαϊκό Κράτος και θα διατηρηθεί για πολύ καιρό, προξενώντας πολλές δυσκολίες, αλλά συμβάλλοντας στην πρωτοτυπία του ρωμαϊκού δικαίου και θέτοντας έτσι τη σφραγίδα της στη νομική ιστορία της Ευρώπης. Για καιρό είχε ως αποτέλεσμα να περιορίζει την παρέμβαση της κοινότητας σε ό,τι αφορούσε τον Pater familias και μετρίαζε σημαντικά την εξουσία του Κράτους. Οι Ρωμαίοι ήταν ανέκαθεν δύσπιστοι απέναντι στην κεντρική εξουσία, όποια κι αν ήταν, και εύκολα της καταμαρτυρούσαν τάσεις προς την τυραννία. Πράγματι, είχαν το φόβο μήπως ένας άνδρας υπερτερήσει των υπολοίπων αρχηγών οικογένειας και μειώσει την «ελευθερία», δηλαδή την αυτονομία των γενών. Για όλους αυτούς τους λόγους, μπορούμε να υποθέσουμε ότι στα χωριά των αρχαίων Λατίνων ο βασιλιάς ήταν κυρίως ιερέας, που χειριζόταν τις ιερές δυνάμεις (με την ιδιότητα αυτή διατηρήθηκε στη ρωμαϊκή παράδοση ένας βασιλιάς όπως ο Νουμάς, δεύτερη φυσιογνωμία μετά τον Ρωμύλο, τον Ιδρυτή). Η ζωή της κοινότητας είναι αγροτική, χαρακτηρίζεται από ιεροτελεστίες που απέβλεπαν να εξασφαλίζουν την αίσια ροή των εποχών. Το ρωμαϊκό ημερολόγιο θα διατηρήσει πολλές από τις γιορτές αυτές, όπως τα Parilia της 21ης Απριλίου, που σήμαιναν τον καθαρμό των ποιμνίων (και έγιναν η γενέθλιος γιορτή της Ίδρυσης της Ρώμης), καθώς και των κύκλο των εορτών της σποράς, της ανάπτυξης του σίτου, της καλής του ωρίμανσης, τέλος του θερισμού. Επίσης διατήρησε τον κύκλο των εορτών του οίνου, όπου τον αντιμετώπιζαν και τον μεταχειρίζονταν σαν ιερό υγρό, με μαγικές ιδιότητες, υπό την προστασία του Δία, του υψίστου θεού του ουρανού, απόλυτου κύριου και παντογνώστη. Άλλες γιορτές φαίνεται πως είχαν σκοπό να αιχμαλωτίζουν ορισμένες φυσικές δυνάμεις και να τις θέτουν στην υπηρεσία της κοινότητας. Το άλογο που νικούσε θυσιαζόταν και το αίμα του, προφανώς φορέας της ενέργειας που του είχε εξασφαλίσει τη νίκη, φυλαγόταν στην εστία της κοινότητας. Έτσι όπως εμφανίζεται αυτή η πρώτη λατινική κοινωνία (διαμέσου, βέβαια, ενός ορισμένου αριθμού υποθέσεων), η προγενέστερη της Ρώμης, φαίνεται ότι όφειλε την ενότητά της στη θρησκεία μάλλον παρά στην κοινωνική δομή. Η τελευταία, αντίθετα, ευνοούσε ένα είδος ομοσπονδίας των γενών που εκφραζόταν με το «συμβούλιο των Γερόντων». Οι απαρχές της Ρώμης Η ρωμαϊκή παράδοση βεβαίωνε ότι η Ρώμη είχε ιδρυθεί από τον Ρωμύλο, γιο μιας πριγκήπισσας από τον βασιλικό οίκο της Άλβα και του θεού Άρη. Τον Ρωμύλο και τον δίδυμο αδελφό του Ρέμο, Digitized by 10uk1s
που είχε αφήσει έκθετους στις όχθες του Τίβερη ο ζηλότυπος αδελφός του παππού τους, έθρεψε μια λύκαινα (ιερό ζώο του Άρη) και τους περιμάζεψε ένας βοσκός που τους ανέθρεψε σαν παιδιά του. Έπειτα αναγνωρίσθηκαν, πήραν εκδίκηση από το διώκτη τους και τελικά έφυγαν πάλι για να ιδρύσουν μια πόλη στη θέση ακριβώς όπου είχαν από θαύμα σωθεί με τη φανερή παρέμβαση του θεϊκού τους πατέρα. Αυτός ο μύθος, καρπός μιας πολύ περίπλοκης διεργασίας, σε εποχή όπου οι ελληνικοί μύθοι σχετικά με την ίδρυση πόλεων παρείχαν πρότυπα στους ποιητές και στους ιστορικούς, παρουσιάζει ωστόσο κάποια ιστορική σημασία. Τα πορίσματα στα οποία έχουν καταλήξει οι αρχαιολόγοι οι οποίοι δεν παύουν να ερευνούν το έδαφος της Ρώμης, επιτρέπουν να δεχθούμε την ιδέα ότι οι πρώτοι οικιστές της Πόλης είναι συγγενείς των Λατίνων που κατελάμβαναν την περιοχή της Άλβα. Υπάρχει ο ίδιος τύπος πολιτισμού μεταξύ των δύο τοποθεσιών. Επίσης η προχωρημένη χρονολογία των Ρωμαίων ιστορικών, σύμφωνα με τους χρησμούς το 753 π.Χ., όπου στις 21 Απριλίου ο Ρωμύλος θα χάραξε το ιερό αυλάκι γύρω από τη μέλλουσα Ρώμη, δεν είναι χονδρικά ανακριβής, ακόμη και αν έχει υπολογισθεί, πολλούς αιώνες αργότερα, με βάση κάποιες χρονολογικές συμπτώσεις με τα χρονικά των ελληνικών πόλεων της Ιταλίας. Αντίστροφα, το ίδιο το γεγονός της ίδρυσης, η τελετουργική πράξη που δημιουργούσε μιαν αστική περιοχή, υπό το βλέμμα των θεών, δεν φαίνεται πως μπορεί να αναχθεί σε τόσο παρωχημένη εποχή. Σύμφωνα με τις σημερινές γνώσεις μας, φαίνεται πιθανόν ο εποικισμός της Ρώμης να έγινε σταδιακά, ίσως στη διάρκεια του 9ου ή του 8ου π.Χ. αι., να ήταν το έργο ενός λαού που είχε το έθιμο της καύσης των νεκρών, ζούσε ουσιαστικά από την κτηνοτροφία και τη συλλογή καρπών, και ο οποίος εγκαταστάθηκε στις πλαγιές των λόφων που έβλεπαν στην κοιλότητα του Forum, δηλαδή στις βόρειες και ανατολικές πλαγιές του Παλατινού λόφου, του Οππίου, του Βιμιναλίου και ίσως επίσης του Ησκυλίνου λόφου. Τότε επρόκειτο ακόμη για «χωριά» και όχι για πόλη. Για κάποιο διάστημα, οι νεκροί θάβονταν στην κοιλότητα της Αγοράς, αλλά τάφοι απαντώνται επίσης στον Παλατίνο, πράγμα που φαίνεται σαφώς να αποκλείει την ιδέα ότι ο λόφος αυτός είχε αρχικά επιλεγεί για τη θέση της πόλης, όπως θέλει η παράδοση του Ρωμύλου, αφού ένας σχεδόν απόλυτος κανόνας της μεταγενέστερης ρωμαϊκής θρησκείας απαγόρευε την ταφή των νεκρών στο εσωτερικό της πόλης. Αυτή η κατάσταση διήρκεσε έως το τέλος του 8ου αιώνα ή τις αρχές του 7ου αι. Ακολούθως παύουν οι ταφές στην Αγορά καθώς στο εξής την περιέβαλλε η πόλη. Πιθανώς αυτήν τη χρονική στιγμή να τοποθετείται η ίδρυση της Ρώμης. Αυτή δεν θα έγινε στον Παλατίνο, ούτε από έναν ήρωα με προέλευση την Άλβα και τη χώρα των Λατίνων, αλλά θα ήταν μια πράξη διοικητική και θρησκευτική, ετρουσκικής έμπνευσης. Ό,τι έως εκείνη την εποχή ήταν μια ομοσπονδία χωριών εγκατεστημένων επάνω στους λόφους — τους «επτά λόφους» της Ρώμης — γινόταν μια πόλη. Μια ανάμνηση αυτής της μεταλλαγής ίσως επιβιώνει στην εορτή του Septimontium, που εορταζόταν κάθε χρόνο και περιελάμβανε μια πομπή που διέσχιζε τους παλαιούς προ-αστικούς οικισμούς. Η αρχαϊκή Ρώμη, λοιπόν, θα παρουσίαζε μια σε σμίκρυνση εικόνα της λατινικής Ομοσπονδίας, όπου το Αλβανόν όρος είχε αντικατασταθεί από το Καπιτώλιο στο οποίο επίσης βασίλευε ο Δίας. Η συγγένεια μεταξύ των δύο θεοτήτων ποτέ δεν έπαυσε να είναι φανερή στους Ρωμαίους και, έως την εποχή της Αυτοκρατορίας, ο ηγέτης του ρωμαϊκού Κράτους δεν παρέλειπε να εορτάζει τον Δία της Άλβας κατά τις ημέρες της αργίας. Είναι πολύ πιθανόν η ίδρυση της Ρώμης να ανάγεται την εποχή όπου ο τόπος, μαζί με τα διάσπαρτα χωριά του, περιήλθε στην ετρουσκική επιρροή. Διακρίνουμε τα στοιχεία ενός κανονικού οικισμού στο ίδιο το Forum, όπου διασταυρώνονται σε ορθή γωνία οι δύο μεγάλες αρτηρίες της πόλης, η decumanus, με προσανατολισμό από την ανατολή στη δύση, και η cardo που σημαδεύει τον άξονα βορρά-νότου. Η πρώτη αργότερα έγινε η ιερά Οδός, η δεύτερη σημαδεύεται στη βόρεια θέση της από την οδό Αργιλήτου και νότια από το Βήλαβρο που συνεχίζει την προηγούμενη. Στη διατομή των Digitized by 10uk1s
δύο οδών υψώνεται ο ναός της Εστίας (Vesta), εστία του «ρωμαϊκού λαού», καθώς επίσης η Regia, ο τόπος όπου ο βασιλιάς ασκούσε τα ιερά του καθήκοντα. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η Ρώμη ως πόλη, μαζί με τον ιερό της περίβολο που περικλείει μια ζώνη όπου οι θεοί φανερώνονται με διαφορετικούς κανόνες από εκείνους που διέπουν τη δράση τους στον υπόλοιπο κόσμο, είναι ουσιαστικά μια πόλη ετρουσκική. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι μια πόλη «ξένη» προς τον ιταλικό κόσμο, ένα στοιχείο που βίαια είχε μεταφερθεί και εισχωρήσει σε έναν πολιτισμό του οποίου έτσι θα κατέστρεφε τις παραδόσεις. Αν αληθεύει ότι ο ετρουσκικός πολιτισμός, στο τέλος του 7ου π.Χ. αιώνα, ήταν ήδη φαινόμενο ιταλικό, απόρροια μιας πολιτισμικής σύνθεσης ανάλογης προς εκείνες που είχαν επιτρέψει τη διαμόρφωση και το επίτευγμα του ελληνισμού, η Ρώμη φαίνεται σαν μια λογική στιγμή της ιταλικής ιστορίας, όπου μια κοινωνία έως τότε όχι ιδιαίτερα δεμένη με το έδαφος που καταλαμβάνει, αποκτά ουσιαστικά ρίζες, αποβάλλει κάθε τάση προς το νομαδισμό και μεταβάλλει για πάντα μοίρα. Σήμερα οι ιστορικοί, λιγότερο από άλλοτε, έχουν την τάση να μην απορρίπτουν, στο σύνολο, την παράδοση των πρώτων χρόνων της Ρώμης. Όχι μόνον επειδή η αρχαιολογία έως ένα βαθμό, εγγυάται, το σημειώσαμε, τα στοιχεία της παράδοσης αυτής, όσα ανήκουν στον τομέα της, αλλά επειδή και η διαδοχή των βασιλέων, όπως την γνωστοποιεί αυτή η παράδοση, αντιστοιχεί αρκετά καλά μαζί με ό,τι γνωρίζουμε από την υπόλοιπη Ιταλία. Δεν είναι παράλογο ότι η εξουσία στη Ρώμη είχε περιέλθει γύρω στο τέλος του 7ου αιώνα (η παράδοση αναφέρει το 616 π.Χ.) σε κάποιο, Λουκούμονα, που καταγόταν από την ετρουσκική πόλη Ταρκυνία. Ο άνθρωπος αυτός, όπως αφηγούνται, θα βασίλεψε με το όνομα του Ταρκυνίου (δηλαδή του καταγόμενου από την Ταρκυνία), εγκαινιάζοντας έτσι την ετρουσκική δυναστεία που έδωσε στην πόλη τα σχεδόν οριστικά πολιτικά της πλαίσια, αφού στον βασιλιά Σέρβιο, διάδοχο του Ταρκυνίου, αποδίδεται η δημιουργία των φορολογουμένων τάξεων και προπάντων η κατάργηση της διαίρεσης του λαού σε τρεις φυλές (των οποίων ο χαρακτήρας παραμένει ασαφής, αλλά πιθανώς επρόκειτο για ομάδες χωριών) οι οποίες υποκαταστάθηκαν από σαφώς εδαφικές φυλές, όπου οι πολίτες υπάγονταν ανάλογα με τον τόπο κατοικίας τους. Είναι δυνατόν τα συμβολικά χαρακτηριστικά να κυριαρχούν στην ιστορική πραγματικότητα για τους προγενέστερους του Ταρκυνίου βασιλείς: τον Ρωμύλο, τον Νουμά Πομπίλιο, τον Τύλλο Οστίλιο και τον Άγγο Μάρτιο. Ασφαλώς ο πλέον μυθικός από όλους είναι ο Ρωμύλος. Αυτός είναι ο Οικιστής, ημίθεος, γιος του θεού Άρη, και που οι θεοί υπέδειξαν για να εκπληρώσει το έργο του. Τελικά ανελήφθη στους ουρανούς όπου έγινε ο ίδιος θεός με το όνομα Κουιρίνος. Αυτός είναι, σαφέστατα, το σύμβολο της «κοινότητας των ανδρών» (οι Κουιρίτες, όπως αποκαλούνται οι πολίτες της Ρώμης, όταν δεν βρίσκονται στον πόλεμο). Είναι ένας Λατίνος ήρωας και η προεξέχουσα θέση που του απονέμουν μαρτυρεί προπάντων την υπεροχή, μέσα στην πόλη, των εθνικών στοιχείων με λατινική καταγωγή, ίσως του οικισμού που είναι εγκατεστημένος στον Παλατίνο λόφο. Είναι αξιοσημείωτο ότι, κατά την παράδοση, η βασιλεία του Ρωμύλου περιλαμβάνει λίγα ιστορικά γεγονότα, αν εξαιρέσουμε τα συμβάντα που αφορούν στην ίδρυση της πόλης και από τα οποία ορισμένα, όπως η αρπαγή των Σαβίνων, είναι προφανώς μύθοι αιτιολογικοί. Ο Νουμάς, παρομοίως, βασιλιάς-ιερέας, υπάρχει κυρίως ως νομοθέτης. Αλλά στην προσωπικότητά του, η οποία συνέβαλε στο να θεωρείται εκπρόσωπος μιας κοινωνικής τάξης, εκείνης των ιερέων, προστίθεται ένα συμπληρωματικό χαρακτηριστικό: όλοι οι ιστορικοί επιμένουν στο γεγονός ότι ο Νουμάς ήταν Σαβίνος, ότι αντιπροσώπευε ένα εθνικό στοιχείο διαφορετικό από εκείνα που συνέθεσαν τη Ρώμη. Στον λειτουργικό συμβολισμό προστίθεται ο εθνικός. Κατά τη βασιλεία του Νουμά επίσης δεν συνέβησαν καθόλου σημαντικά γεγονότα. Αντίθετα όλα αλλάζουν με τον Τύλλο Οστίλιο που είναι ταυτόχρονα πολεμιστής και «μάγος». Οι ιστορικοί αρχίζουν να καταδείχνουν τις προόδους που η ισχύς της Ρώμης είχε επιτελέσει. Η ίδια πορεία συνεχίζεται με τον Άγγο Μάρτιο στον οποίο αποδίδουν την τιμή ότι ίδρυσε νέους οικισμούς στη θέση της Ρώμης, όπου εγκαταστάθηκαν οι κάτοικοι των παλαιών λατινικών κωμωπόλεων που ο ίδιος είχε καταστρέψει. Προφανώς, Digitized by 10uk1s
βρισκόμαστε την ύστερη φάση της προαστικής Ρώμης, δηλαδή σε εκείνη της ομοσπονδίας. Έτσι, και από αυτόν ακόμη το δρόμο, οδηγούμαστε στην υπόθεση ότι η κυρίως Πόλη, ως Κράτος και ηθική και θρησκευτική οντότητα, αρχίζει με τον Ταρκύνιο. Ρωμαϊκή πολιτική και κοινωνική ζωή Στη διάρκεια των δυόμισι αιώνων της περιόδου των βασιλέων προέκυψαν πολλές μεταβολές. Ήδη αναφέραμε πως ο Σέρβιος Τύλλιος μετέβαλε τη διοικητική δομή του ρωμαϊκού λαού, κατήργησε τις παλαιές φυλές και καθιέρωσε τη διπλή διαίρεση: η μία σε φυλές εδαφικές, η δεύτερη σε τάξεις με βάση την περιουσία. Τούτο σημαίνει ότι η πόλη έγινε Κράτος, με ορισμένη εδαφική έκταση, ότι οι κάτοικοι της Πόλης δεν ήταν οι μόνοι πολίτες της Ρώμης, αλλά και οι οικογένειες οι εγκατεστημένες σε εδάφη εκτός της Ρώμης επίσης συμμετείχαν στη δημόσια ζωή. Αυτές οι οικογένειες των εκτός του άστεος οικισμών ήταν συνήθως τα μεγάλα γένη της λατινικής αριστοκρατίας και όσα, αν και διαφορετικής καταγωγής (κυρίως σαβινικής), είχαν αφομοιωθεί από τα πρώτα. Οι κάτοικοι της πόλης φαίνεται επίσης ότι δεν είχαν ομοιογένεια. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται κυρίως για τεχνίτες, άτομα μεμονωμένα που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη και δεν συνδέονταν με γένη. Αυτός ο δυϊσμός της κοινωνικής δομής εξηγεί εν μέρει γιατί στη δημοκρατική Ρώμη, οι φυλές του άστεος θα συμπεριλάβουν παραδοσιακά τους λιγότερο ευγενείς πολίτες, ενώ οι αγροτικές φυλές θα έχουν αριστοκρατικό χαρακτήρα. Είναι επίσης δυνατόν από τη διαφορά αυτή να κατάγεται η διαίρεση του ρωμαϊκού λαού σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τους πατρικίους και τους πληβείους. Έχουν διατυπωθεί πολλά ερωτήματα ως προς τη σημασία αυτής της διαίρεσης και, ακόμη περισσότερο, ως προς την προέλευσή της. Οι πατρίκιοι ισχυρίζονταν ότι ήταν οι εκπρόσωποι των σημαντικότερων θρησκευτικών παραδόσεων και, φαίνεται, των αρχαιότερων. Μόνον αυτοί μπορούσαν να τελούν ορισμένες ιερές λειτουργίες, ακόμη και σε όψιμη εποχή, και για καιρό είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα να λαμβάνουν τους χρησμούς, δηλαδή να συμβουλεύονται τους θεούς στο όνομα του Κράτους. Συνεπώς, οι πατρίκιοι δεν είναι υποχρεωτικά τα μέλη των πλουσιοτέρων οικογενειών της Ρώμης, αλλά εκείνων των οικογενειών με τις αρχαιότερες δομές. Σήμερα γίνεται αποδεκτό ότι αυτοί συνδέονταν με τους Πατέρες, τους αρχηγούς των γενών που συμμετείχαν στη Σύγκλητο (το Συμβούλιο των Γερόντων) από την εποχή των πρώτων βασιλέων. Οι πληβείοι έχουν τους δικούς τους θεούς, ιδιαίτερα τη Δήμητρα του Αβεντίνου που στο ναό της τιμάται επίσης ο Liber Pater (το ισοδύναμο του Διονύσου) και ίσως μια εμβρυακή πολιτικοθρησκευτική οργάνωση, αν αληθεύει ότι οι πρώτοι καθαρώς πληβείοι άρχοντες υπήρξαν οι «αγορανόμοι», οι ιερείς του ναού της Δήμητρας, που θα είχαν ως αρμοδιότητα να ρυθμίζουν τις υποθέσεις των πληβείων. Έτσι, από την εποχή του Σερβίου, η οργάνωση της ρωμαϊκής κοινωνίας, εμφανίζεται ως επαλληλία τριών διαφορετικών συστημάτων: το ένα βασίζεται στον τόπο κατοικίας, το δεύτερο στην περιουσία, το τρίτο, εν μέρει τουλάχιστον, στη θρησκευτική ένταξη. Διακρίνεται επίσης μια τέταρτη δομή, προφανώς κληρονομιά της προ-ρωμαϊκής ομοσπονδίας, των οικισμών που προϋπήρχαν της Ίδρυσης. Πρόκειται για τις curias, φρατρίες, τοπικές συνελεύσεις με σκοπούς ουσιαστικά θρησκευτικούς. Οι φρατρίες είναι το ισοδύναμο του Δήμου της Αθήνας. Εκεί ρυθμίζονται τα ζητήματα τα σχετικά με το νομικό καθεστώς των ατόμων. Στην ενοποιημένη Ρώμη υπήρξε μια «συνέλευση φρατριών» (comitia curiata), αλλά, από τον Σέρβιο και μετά, ο λαός συγκαλείται στο πλαίσιο των εκατονταρχιών, οργάνωση στρατιωτικού τύπου στο εσωτερικό κάθε φορολογουμένης τάξης. Αυτή η νέα συνέλευση, με το όνομα comices centuriates, ήταν επιφορτισμένη, έως το τέλος της Δημοκρατίας, να εκδίδει σε ορισμένες περιπτώσεις δικαστικές αποφάσεις. Βλέπουμε ότι το «ρωμαϊκό πολίτευμα», αντικείμενο θαυμασμού για τους αρχαίους ιστορικούς, διαμορφώθηκε σταδιακά, χωρίς οι νεωτερισμοί να καταργούν τους προγενέστερους θεσμούς, αλλά επικαλύπτοντάς τους και περιορίζοντας έτσι το πεδίο εφαρμογής τους. Αυτοί οι νεωτερισμοί κάθε φορά επιβάλλονται από τις νέες συνθήκες της κοινωνίας, την ανάπτυξη της οικονομίας, την αύξηση του πληθυσμού, του εδάφους, τις ανάγκες της άμυνας. Από την εποχή του Σέρβιου, ο ρωμαϊκός λαός Digitized by 10uk1s
είναι κάθε στιγμή ετοιμοπόλεμος. Τα στελέχη του έθνους είναι επίσης στελέχη του στρατού. Όταν οι συνελεύσεις των εκατονταρχιών (λόχων) συνέρχονται στο Πεδίο του Άρεως, σκοποί τοποθετούνται σε ένα λόφο και, στο παραμικρό σύνθημα, οι άνδρες αντιμετωπίζουν κάθε ενδεχόμενη επίθεση εναντίον της ρωμαϊκής χώρας που για μια μέρα εκκενώνεται από τους υπερασπιστές της. Αλλά πρόκειται για κατάσταση άμυνας. Ο ρωμαϊκός στρατός δεν είναι εργαλείο επίθεσης. Η Ρώμη ουδέποτε ανήγαγε τη λεηλασία σε ευγενή δραστηριότητα και σε κύριο οικονομικό πόρο της χώρας — αντίθετα με ό,τι συνέβη σε πολλές ελληνικές και βαρβαρικές χώρες. Έτσι, από την καταγωγή της η Ρώμη εμφανίζεται ως πόλη χρηστή, που νοιάζεται για το δίκαιό της και σε κάποιο βαθμό σέβεται το δίκαιο του άλλου, τουλάχιστον ορισμένους νομικούς τύπους που εγγυώνται την κυριαρχία των άλλων πόλεων. Το δημοκρατικό Κράτος Το 509, αφηγείται η παράδοση, οι βασιλείς εκδιώκονται στο πρόσωπο του Ταρκύνιου του Υπερηφάνου, τελευταίου εκπροσώπου της ετρουσκικής δυναστείας. Είναι η εποχή που η ισχύς των Ετρούσκων στην κεντρική και μεσημβρινή Ιταλία παρακμάζει. Οι ιταλικοί λαοί, όπως και οι ελληνικές αποικίες της Ιταλίας, επιβάλλουν στους ετρουσκικούς συνασπισμούς ήττες των οποίων η ανάμνηση έχει διατηρηθεί. Έτσι η Ρώμη «ανακατακτάται» και δεν περιέρχεται στην εξουσία του λαού της ίδιας της πόλης αλλά των αρχηγών των οικογενειών, των πλουσιοτέρων πολιτών, καθώς και των αγροτικών φυλών. Για κάποιο καιρό, φαίνεται πως δεν λαμβάνεται υπόψη η διαφορά μεταξύ πατρικίων και πληβείων, αφού ο κατάλογος των υπάτων, που έφθασε έως εμάς, περιλαμβάνει, τα πρώτα χρόνια, μερικά ονόματα πληβείων. Αλλά, γρήγορα, η εξουσία επανήλθε στους πατρικίους και μόνο σ' αυτούς. Μέχρι τότε, ο βασιλιάς διατηρούσε ο ίδιος όλα τα αξιώματα. Ήταν ο ιερέας, προήδρευε των συνελεύσεων, τόσο εκείνων των εκατονταρχιών όσο και του Συμβουλίου των Πατέρων, που αποτελούσε τη Σύγκλητο, και επίσης ήταν ο ανώτατος αρχηγός του στρατού. Αυτά τα διάφορα προνόμια κατανεμήθηκαν μεταξύ των ετησίων αρχόντων και των συλλογικών σωμάτων. Αντί για ένα βασιλιά, υπήρχαν δύο άρχοντες με ίσα δικαιώματα και οι οποίοι, όταν βρίσκονταν αμφότεροι στη Ρώμη, ασκούσαν την εκτελεστική εξουσία κάθε μήνα εναλλάξ. Αυτοί οι ανώτατοι άρχοντες, που αρχικά ονομάσθηκαν πραίτωρες, σύντομα έλαβαν το όνομα ύπατοι. Ο τίτλος του πραίτωρα προορίζεται για εκείνους τους άρχοντες που ήταν ειδικότερα επιφορτισμένοι με την απονομή της δικαιοσύνης. Ακολούθως, υπήρχαν οι τιμητές (κήνσορες) που έργο τους ήταν να επαγρυπνούν για τη δομή της κοινωνίας. Δηλαδή, έκαναν απογραφή των πολιτών, ελέγχοντας αν ο κάθε πολίτης ήταν ορθά εγγεγραμμένος στην τάξη όπου ανήκε, αν άξιζε να είναι σ' αυτή, ηθικά και οικονομικά. Μια ορισμένη εποχή, περίπου στα μέσα του 5ου αιώνα, εμφανίζονται οι ταμίες, βοηθοί των υπάτων στις οικονομικές υποθέσεις. Το σύστημα των αρχόντων ολοκληρώνεται όταν οι πληβείοι αποκτούν τους ειδικούς τους άρχοντες, τους δημάρχους και τους αγορανόμους. Οι πρώτοι ήταν οι προστάτες των πληβείων, μπορούσαν να προτείνουν βέτο σε κάθε πράξη ή απόφαση των άλλων αρχόντων, εφόσον έκριναν ότι απειλούνταν τα δικαιώματα ενός πληβείου ή του συνόλου αυτών. Στο νέο αυτό σύστημα οι αγορανόμοι αντιμετωπίζονται σαν οι βοηθοί των δημάρχων. Την ίδια εποχή δημιουργείται ο θεσμός των αγορανόμων που ονομάσθηκαν μείζονες, γιατί συνεδρίαζαν καθήμενοι στον ελεφάντινο θρόνο, προνόμιο των πατρικίων αρχόντων. Τέτοιο ήταν το πολύ περίπλοκο σύστημα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Διαμορφώθηκε, όπως είπαμε, από το απώτερο παρελθόν, υπό την πίεση των γεγονότων, για να αντιμετωπίζει κάθε φορά μια νέα ανάγκη. Συνεπώς έτεινε να πραγματοποιήσει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα σε πολλές αντιφατικές απαιτήσεις. Πρώτα να διατηρήσει τις αρχαίες θρησκευτικές δομές — έτσι δημιουργείται ένας «βασιλιάς των θυσιών», γιατί το όνομα του βασιλιά είναι ουσιώδες σε Digitized by 10uk1s
ορισμένες ιεροτελεστίες από την εποχή των λατινικών οικισμών. Στους άρχοντες που προέρχονται άμεσα από το διαμελισμό της βασιλείας, δηλαδή στους υπάτους και στους πραίτωρες, παρέχεται το δικαίωμα να συμβουλεύονται επίσημα τους θεούς για τα μείζονα έργα του πολέμου και της ειρήνης. Από την άλλη πλευρά, είναι απαραίτητο η πόλη να διοικείται από σθεναρή εξουσία. Οι ύπατοι, όσο διαρκούσε η εντολή τους, περιβάλλονται με πληρεξουσιότητες, διαθέτουν το imperium, που καταρχήν παρέχει το δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των πολιτών, αλλά στην πράξη το imperium ασκείται πλήρως μόνο στο στρατό, όταν ο ύπατος εγκαταλείψει το έδαφος του άστεος αφού προηγουμένως λάβει τους οιωνούς. Όσο διάστημα αυτός βρίσκεται στην πόλη, θα παραπέμπει στην κρίση των συνελεύσεων των εκατονταρχιών τον πολίτη που θεωρείται ένοχος θανασίμου κακουργήματος. Οι δήμαρχοι επαγρυπνούν για το σεβασμό αυτού του κανόνα. Εξάλλου, η ένοπλη ισχύς, η βία (vis) δεν είναι δυνατό να ασκείται μέσα στην πόλη. Οι στρατιώτες δεν μπορούν να μπουν σ' αυτήν ένοπλοι. Ο ύπατος που έφυγε για τον πόλεμο, όταν επανέρχεται, χάνει τη στρατιωτική του ιδιότητα και το πρόσταγμα μόλις πατήσει το έδαφος του άστεος. Η Σύγκλητος συναινεί για μία μόνη εξαίρεση: όταν εκχωρεί σε ένα νικηφόρο αρχηγό το δικαίωμα να θριαμβεύσει, δηλαδή να μεταβεί έως το ναό του Δία, με την ιδιότητα του αρχηγού του στρατού, συνοδευόμενος από όλους τους στρατιώτες του, και να καταθέσει στα πόδια του θεού αυτού τα λάφυρα του εχθρού και τα διάσημά του ως στρατηγού. Αμέσως μετά, ο στρατός διαλύεται και ο θριαμβεύων ύπατος δεν είναι πλέον παρά ένας απλός ιδιώτης. Η πολύπλοκη οργάνωση του ρωμαϊκού Κράτους εξηγείται από το ότι φρόντιζε να διασφαλίζει το σεβασμό προς τον πολίτη, τον ίδιο και τα αγαθά του, να παρεμποδίζει τυχόν πραξικόπημα που ενδεχομένως επιχειρούσε ένας στρατηγός, θρασύς λόγω της νίκης του, και επίσης να επαγρυπνεί ώστε να μην παραμένει για αρκετό χρόνο ένας μόνον άνδρας στο ίδιο αξίωμα, πράγμα που μπορούσε να οδηγήσει στο σφετερισμό της εξουσίας. Η ρωμαϊκή κατάκτηση Ήδη από την Αρχαιότητα, οι ιστορικοί εκπλήσσονται βλέποντας μια μικρή πόλη της κεντρικής Ιταλίας να αυξάνει τόσο σε δύναμη ώστε, στη διαδρομή των αιώνων, τελικά να εξουσιάζει το σύνολο του γνωστού κόσμου — ή να γίνει τόσο μεγάλη χάρη στα όπλα της. Ο Πολύβιος, τον 2ο π.Χ. αιώνα, παρατηρώντας την αντίθεση του ρωμαϊκού επιτεύγματος σε σχέση με την άθλια κατάσταση του ελληνικού κόσμου (προτού η Ρώμη επέμβει σοβαρά) καθώς και την αστάθεια των αυτοκρατοριών που είχαν διαμορφωθεί εκεί, κρίνει ότι αυτή η τύχη της Ρώμης οφείλεται σε ιδιαίτερες αρετές και σε μια σύνεση που μόνον οι Ρωμαίοι διαθέτουν. Η ερμηνεία του Πολύβιου είναι πολιτική, επικαλείται την ανθρώπινη παρέμβαση. Οι σύγχρονοι ιστορικοί εμφανίζονται περισσότερο σκεπτικιστές και αμφισβητούν αυτές τις ρωμαϊκές αρετές. Ορισμένοι θεωρούν ότι το ρωμαϊκό Κράτος ευνοήθηκε από γεωγραφικές και οικονομικές συνθήκες, καθώς και από σειρά συγκυριών. Ωστόσο, δεν μοιάζει αμφίβολο ένας από τους λόγους του ρωμαϊκού επιτεύγματος να εδρεύει στην επίμονη υιοθέτηση ορισμένων ηθικών αξιών, οι οποίες κυριάρχησαν σε όλη την κρατική πολιτική, από την αρχή έως το τέλος της Αυτοκρατορίας, όταν τα ιδεώδη αυτά δεν θα αντιπροσωπεύουν πλέον τίποτε για τους ανθρώπους. Οι Ρωμαίοι ως πρώτη αρετή θεωρούσαν την ευσέβεια, δηλαδή το σεβασμό της παγκόσμιας τάξης που οι θεοί εγκαθίδρυσαν και διασφάλισαν. Αυτή η ευσέβεια τους επέβαλλε να επιδιώκουν να γνωρίσουν, με όλα τα θεμιτά μέσα, εκείνο που οι θεοί ήθελαν ή αποδέχονταν. Συναντήσαμε ήδη το νόημα των οιωνών, σύνολο σημείων (κυρίως το πέταγμα των πτηνών, αλλά επίσης διάφορα γεγονότα που παρουσιάζονται σε μια δοσμένη στιγμή, ή με τρόπο τυχαίο, οι βροντές του κεραυνού, κ.λπ.) που οι θεοί πρότειναν ως ερμηνεία στους θνητούς. Τη γνώση αυτής της γλώσσας παρείχαν οι παραδόσεις, των οποίων θεματοφύλακες ήταν οι Ετρούσκοι μάντεις. Διακρίνεται εδώ μια επίδραση που προήλθε από την ετρουσκική κυριαρχία, υπό την οποία φαίνεται να οργανώθηκε η ερμηνεία των οιωνών, σύμφωνα με μια γνώση ασιατικής προέλευσης. Αυτή η ερμηνεία είχε ανέκαθεν Digitized by 10uk1s
σημασία για τους Λατίνους, αλλά την αναζητούσαν μάλλον στο πέταγμα των πουλιών μέσα στο δάσος, στη συμπεριφορά των ζώων, στις μυστηριώδεις φωνές που έβγαιναν από τα σύδενδρα. Η Ρώμη οφείλει στους Ετρούσκους τον διοικητικό κατά κάποιον τρόπο χαρακτήρα της επίσημης θρησκείας. Η ευσέβεια έχει ως κύριο αντικείμενο τη διασφάλιση της ειρήνης μεταξύ θεών και ανθρώπων, και αυτή η ειρήνη υπάρχει μόνον με τον όρο ότι οι κανόνες είναι σεβαστοί. Συνεπώς δυσπιστούν απέναντι σε κάθε νεωτερισμό, κάθε έμπνευση της στιγμής, αυτό, δηλαδή, που οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν «δεισιδαιμονία» και είναι θρησκευτικός φόβος που προκαλείται εκτός των καθιερωμένων και των κανόνων. Αυτό το θεμελιώδες αίτημα ευσέβειας έχει ως αποτέλεσμα να υποβάλει στον έλεγχο των θρησκευτικών αρχών — των «ιερέων» που εκλέγονταν μεταξύ των πολιτών, χωρίς χειροτονία ή ειδική μύηση, και συγκροτούσαν συλλογικά σώματα, όπως και οι άλλοι άρχοντες — όλες τις πράξεις της πολιτικής και στρατιωτικής ζωής. Κάθε διάβημα έπρεπε να εξετάζεται για να ξέρουν αν αυτό ήταν σύμφωνο με τη βούληση των θεών ή αν είχε τη συγκατάθεσή τους. Σε κάθε κατάσταση αντιστοιχούσε μια ιδιαίτερη τάξη. Υπήρχε τάξη του πολέμου και τάξη της ειρήνης. Η μετάβαση από τη μια στην άλλη έπρεπε να συνοδεύεται από σαφώς καθορισμένες τελετουργίες: μια επίθεση αν δεν είχε προηγηθεί κήρυξη κανονικού πολέμου, κρινόταν «άδικη», και ένας τέτοιος πόλεμος δεν θα διεξαγόταν με τη συμφωνία των θεών. Θα ήταν προκαταβολικά χαμένος. Αλλά, για να υπάρξει κήρυξη πολέμου έπρεπε να υφίσταται νόμιμο κίνητρο διαμάχης που να εκτεθεί δεόντως στην αντίπαλη πλευρά, και η τελευταία να έκρινε ότι δεν όφειλε να δώσει την απαιτούμενη ικανοποίηση. Οι Ρωμαίοι ιερείς, οι επιφορτισμένοι να κηρύττουν τον πόλεμο, πάντα πρότειναν λύση ειρηνική. Ο πόλεμος άρχιζε αφότου η λύση αυτή είχε ουσιαστικά απορριφθεί. Από την άλλη, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις έπρεπε να διεξάγονται από έναν αρχηγό δεόντως περιβεβλημένο με τη λαϊκή εξουσία και αποδεκτό από τους θεούς. Στη Ρώμη δεν υπάρχει στρατιωτική τάξη, τουλάχιστον όσο παλαιά μπορούμε να ανατρέξουμε. Όλοι οι πολίτες είναι στρατιώτες μέσα στη λεγεώνα, και μόνον οι πολίτες μπορούν να είναι στρατιώτες. Θα ήταν σοβαρή ασέβεια να στρατολογούνται δούλοι. Όταν η ανάγκη το επέβαλε, στη διάρκεια μιας κρίσης, άρχιζαν να απελευθερώνουν τους άνδρες που επρόκειτο να οπλίσουν και το Κράτος τους εξαγόραζε από τον νόμιμο ιδιοκτήτη για το σκοπό αυτό. Μόνον ένας ελεύθερος άνδρας μπορούσε να δώσει τον στρατιωτικό όρκο (το sacramentum) και να γίνει, στα μάτια των θεών, το χέρι (manus) του αρχηγού. Ο στρατιώτης που προσωρινά είχε αποδεσμευθεί από τον όρκο του (για παράδειγμα, όταν ήταν σε άδεια) δεν μπορούσε, παρά ανευλαβώς, να συμμετάσχει σε μάχη. Τούτο θα ήταν αντίθετο προς την τάξη, το δίκαιο (ius). Είναι προφανές ότι ένας λαός τόσο αυστηρός και άκαμπτος στα θέματα αυτά δεν θα μπορούσε να έχει σκοπό κατακτητικούς πολέμους, γιατί, τότε, όλο το σύστημα θα στηριζόταν σε μιαν ακατανόητη υποκρισία. Πράγματι, η Ρώμη για καιρό είχε ως κύριο μέλημα να επιβάλει στους άλλους το σεβασμό της ιδίας και των δικαιωμάτων της και, συνεπώς, να εγκαθιδρύσει μαζί με τους άλλους λαούς, και πρώτα με τους γείτονές της, ένα νομικό καθεστώς σαφώς προσδιορισμένο. Κάθε πόλεμος έπρεπε να οδηγεί σε ένα foedus, ένα συμβόλαιο μεταξύ των εμπολέμων, και το οποίο αποτελούσε τη χάρτα των σχέσεών τους στον καιρό ειρήνης. Οι όροι του foedus ήταν κυμαινόμενοι, όπως και η κατάσταση που το είχε δημιουργήσει, αλλά το πνεύμα του ήταν πάντα το ίδιο: ο λαός που το συνήπτε με τη Ρώμη δεσμευόταν να σέβεται τον ρωμαϊκό λαό, να τον βοηθεί σε περίπτωση προσβολής, να διατηρεί το δίκαιό του, συχνά να του προμηθεύει στρατεύματα που αποτελούσαν τα «βοηθητικά» (auxilia) της λεγεώνας και μάχονταν με τους δικούς τους αρχηγούς, υπό τον έλεγχο ενός Ρωμαίου αξιωματούχου. Όταν η ήττα του εχθρού ήταν ολική και εκείνος παραδινόταν σύσσωμος στη Ρώμη, ο νικητής ηγέτης γενικώς δεν συμπεριφερόταν κατά τον τρόπο που γινόταν στην Ελλάδα, όπου έσφαζαν όσους άνδρες είχαν την ηλικία να φέρουν όπλα, και όπου πωλούσαν ως δούλους τον υπόλοιπο πληθυσμό. Όταν ο ηττημένος εχθρός αποφάσιζε να παραδοθεί και να τεθεί στην fides του ρωμαϊκού λαού, ο τελευταίος του επέτρεπε να διατηρήσει τη φυσιογνωμία του, την αυτονομία του, αλλά εφάρμοζε σ' Digitized by 10uk1s
αυτόν ένα ανώτερο δίκαιο: ό,τι είχε επιτραπεί στον ηττημένο ήταν δυνάμει της fides της Ρώμης, της απολύτως γενναιόδωρης απόφασης που είχε λάβει, να μην χρησιμοποιήσει δηλαδή έως τα άκρα τη δύναμη των όπλων. Αυτή η γενναιόδωρη απόφαση ήταν, φυσικά, ανακλητή ανά πάσα στιγμή. Στην πράξη, ο υποτελής λαός γινόταν ο πελάτης της Ρώμης και ειδικότερα του Ρωμαίου ηγέτη που ήταν ο νικητής, ακολούθως των απογόνων του οι οποίοι, δυνάμει της σχέσεως της fides που είχε δημιουργηθεί κατά την παράδοση, του όφειλαν βοήθεια και προστασία. Αυτός ο «προστάτης» φρόντιζε να μην επιβληθούν πολύ σκληρές συνθήκες στον πελάτη λαό, να μην τον μεταχειρίζονται με αδικία. Οι υποτελείς λαοί τόσο εκείνοι που είχαν καθαρά παραδοθεί (οι deditices) όσο και εκείνοι που είχαν ελεύθερα συμμαχήσει με τη Ρώμη (οι socii) και εκείνοι που είχαν συνάψει συνθήκη μαζί της κατόπιν εξαναγκασμού γενικώς (foederati), ήταν υπό τη γενική προστασία της Συγκλήτου που αναγνώριζε την ηθική και ταυτόχρονα θρησκευτική υποχρέωση να τους συμπεριφέρεται σύμφωνα με το δίκαιο αλλά επίσης με ευθυδικία. Η ρωμαϊκή κατάκτηση, λοιπόν, δεν επιφέρει την υλική καταστροφή των ηττημένων λαών. Όταν στρατηγικός λόγος επιβάλλει τον αφανισμό της εχθρικής πόλης, ο πληθυσμός μετατοπίζεται, εγκαθίσταται αλλού, σε σημείο λιγότερο επικίνδυνο. Αυτή η πολιτική υπήρξε συνεχής για αιώνες, από την κατάληψη της Άλβα, την εποχή των βασιλέων, στις αρχές του 4ου αιώνα, μέχρι την κατάκτηση της Γαλατίας από τον Καίσαρα. Η Ρώμη δεν μεταβάλλει τα πάντα μπροστά της σε έρημο, παρά τα όσα ο Τάκιτος λέει διά του στόματος ενός βαρβάρου. Επιβάλλει πράγματι την ειρήνη, ασφαλώς προς όφελός της και διατηρώντας τη γενική πολιτική καθοδήγηση που υπαγορεύεται προς τους συμμάχους, αλλά αναμιγνυόμενη το λιγότερο δυνατό στις εσωτερικές τους υποθέσεις. Έτσι ακριβώς γεννήθηκε και αναπτύχθηκε το imperium romanum, ενδιάμεσος τύπος συμμαχίας μεταξύ της απόλυτης υποταγής και της συμμαχίας ίσου προς ίσον. Ό,τι έκανε σταθερότερο αυτόν το σύνδεσμο με τη Ρώμη, και τουλάχιστον για ορισμένους συμμάχους περισσότερο ανεκτό, είναι ότι οι νομικές παραχωρήσεις δεν γίνονταν όλες από την πλευρά των συμμάχων. Από πολύ ενωρίς οι Ρωμαίοι επέτρεψαν στους συμμάχους να συμμετέχουν στο δικό τους νομικό καθεστώς, τους παραχώρησαν περιορισμένο πολιτικό δικαίωμα, πιθανώς, αλλά το οποίο τους εκχωρούσε, για παράδειγμα, το δικαίωμα της απόλυτης ιδιοκτησίας γαιών, τη σύναψη γάμων αναγνωρισμένων από τον ρωμαϊκό νόμο. Επιπλέον, αυτό το νομικό καθεστώς δεν ήταν οριστικό και συνεπώς οι άρχοντες της τοπικής αριστοκρατίας γρήγορα αποκτούσαν το δικαίωμα να ανέρχονται στα ρωμαϊκά αξιώματα. Από το τέλος του 4ου αιώνα ορισμένοι πολίτες του Λατίου ανήλθαν στην υπατεία. Η ενσωμάτωση των κατακτημένων λαών προχώρησε με βραδύτητα, βέβαια, αλλά από την αρχή φαινόταν βέβαιη κυρίως στην ιταλική αριστοκρατία. Ένας από τους λόγους του ρωμαϊκού επιτεύγματος εδρεύει στο γεγονός ότι το imperium romanum διατηρούσε και υποστήριζε στις σύμμαχες πόλεις την τοπική αριστοκρατία. Συνεπώς, φαίνεται ότι γενικώς οι ιταλικοί πληθυσμοί είχαν διαμορφώσει κοινωνίες όπου κυριαρχούσε η αριστοκρατία και ότι είχαν εκχωρήσει την εξουσία σε ορισμένες μεγάλες οικογένειες. Αυτό μαρτυρείται στη χώρα των Ετρούσκων, αλλά επίσης στους Σαμνίτες, αυτούς τους ορεισίβιους πληθυσμούς της κεντρικής και μεσημβρινής Ιταλίας, στους οποίους η Ρώμη δύσκολα κατάφερε να επιβάλει την κυριαρχία της. Είναι επίσης φανερό στην Καπούη την οποία, αν πιστέψουμε τις διηγήσεις των Ρωμαίων ιστορικών, παρέδωσε πράγματι στη Ρώμη η αριστοκρατία της, αφού οι ιππείς (δηλαδή οι πλέον πλούσιοι και ευγενείς πολίτες που, όπως στη Ρώμη, αποτελούσαν το σώμα του ιππικού) αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενάντια στον ρωμαϊκό στρατό. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτοί οι ίδιοι αριστοκράτες της Καπούης έλαβαν, σχεδόν αμέσως, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. Ένα από τα συνθήματα της ρωμαϊκής εξωτερικής πολιτικής είναι η fides, έννοια που δεν σημαίνει απλώς το σεβασμό της ένορκης πίστης. Αν και συχνά κατηγορούν τους Ρωμαίους συγκλητικούς για στρεψόδικο πνεύμα, αυτοί φαίνεται ότι θεωρούσαν ότι η οφειλόμενη στους λαούς fides (ακόμη και Digitized by 10uk1s
απέναντι όσων δεν είχαν συνάψει καμιά συνθήκη με τη Ρώμη), ήταν κάτι περισσότερο από την κατά γράμμα τήρηση των συμφωνιών. Η fides, φυσικά, αρχίζει από το σεβασμό των συνθηκών, αλλά προχωρεί περισσότερο. Είναι μια ενεργός βούληση συμπαράστασης που υπερβαίνει το δίκαιο, το απλό ius. Οι συγκλητικοί ευχαρίστως έδιναν σε μια χώρα, σε ένα έθνος, τον τίτλο, φίλοι του ρωμαϊκού λαού, και τούτο προϋπέθετε ότι η Ρώμη, καταρχήν, παραιτούνταν από τη χρήση βίας ή όπλων εναντίον τους. Επίσης σήμαινε ότι η Ρώμη τους παρείχε προστασία, τους κάλυπτε με το διεθνές της κύρος. Έτσι οι Ρωμαίοι, αν και ανηλεείς όταν οι σύμμαχες πόλεις αθετούσαν το λόγο τους και επαναστατούσαν, σέβονταν τις δεσμεύσεις, έστω και καθαρώς ηθικές, τις οποίες είχαν αναλάβει, γιατί πίστευαν ότι η fides διακυβευόταν. Η εξωτερική πολιτική της Ρώμης ρυθμιζόταν, λοιπόν, σύμφωνα με μία από τις πλέον πρωτότυπες δομές της ρωμαϊκής κοινωνίας, τις σχέσεις του «προστάτη» με τους «πελάτες» του. Οι πρώτοι ήταν πρόσωπα που απολάμβαναν κύρους και ιδιαίτερης επιρροής, μέσα στην πόλη. Οι δεύτεροι ήταν άνθρωποι που, επειδή αισθάνονταν απογυμνωμένοι από επιρροή και υποστήριξη, λόγω της φτώχειας τους ή της ταπεινής τους καταγωγής, ή για κάποια άλλη αιτία, συνδέονταν με την τύχη του ενός ή του άλλου «προστάτη». Η καταγωγή αυτού του θεσμού είναι σκοτεινή· πολύ πιθανώς σχετίζεται με την αρχαϊκή δομή των γενών, της οποίας αποτελεί ίσως διεύρυνση — δηλαδή η πατρωνεία διατηρεί το ρόλο που στο πλαίσιο του γένους ανήκε στον πατέρα. Μεταξύ προστάτη και πελάτη υπήρχαν δεσμοί πίστης (fides) που συνεπάγονταν αμοιβαίες, πολύ αυστηρές υποχρεώσεις. Ένας πελάτης δεν μπορούσε να καταθέσει ως μάρτυρας στο δικαστήριο κατά του προστάτη του και αντιστρόφως. Ο προστάτης όφειλε σε κάθε περίσταση να υπερασπίζεται τον πελάτη του. Ο πελάτης όφειλε να βοηθάει τον προστάτη να βρει το δίκιο του, να του συμπαραστέκεται στην υποψηφιότητα για αξιώματα, να τον συνοδεύει στις δημόσιες εμφανίσεις του, κ.λπ. Ο προστάτης όφειλε να συντρέχει, κατά τις περιστάσεις, στις ανάγκες του πελάτη του, να του παρέχει τα προς το ζην, να τον βοηθάει να παντρέψει τα παιδιά του. Στην κλίμακα των ηθικών αξιών, μετά τα πατρικά και υικά καθήκοντα, αλλά πριν από τα καθήκοντα προς εξαδέλφους και συγγενείς εξ αγχιστείας, ήταν ο σεβασμός προς αυτές τις υποχρεώσεις. Αναφέραμε ότι οι ηττημένοι λαοί γίνονταν πελάτες του νικητή. Αυτό αληθεύει γενικότερα για όλους τους συμμάχους της Ρώμης, οι οποίοι θεωρούνταν λαοί πελάτες και έτσι ο ρωμαϊκός λαός γίνεται ο προστάτης που διαθέτει, σε σχέση με αυτούς, μιαν ανωτερότητα, τη majestas, που προκύπτει από τη νίκη αλλά μετριάζεται από τη fides. Η fides των Ρωμαίων επιβεβαιώθηκε πολλές φορές στη διάρκεια των πολέμων κατά των Σαμνιτών, τον 4ο αιώνα, και αυτήν ακριβώς επικαλέσθηκαν οι ελληνικές αποικίες του κόλπου του Τάραντα, προς το τέλος του αιώνα. Για όλους αυτούς τους λόγους, φαίνεται ότι μία από τις κύριες αιτίες του ρωμαϊκού επιτεύγματος πρέπει να αναζητηθεί στην επιλογή των ηθικών αξιών η οποία κυριάρχησε στην εξωτερική πολιτική, στην έλξη που ασκούσε στους άλλους λαούς η ελπίδα ειρήνης και ασφάλειας που τους προσέφερε, ακόμη και με αντίτιμο μέρος της κυριαρχίας τους. Αλλά αυτή η βραδεία άνοδος, που συντελούσε στην τήρηση αυτής της προσφοράς, ήταν δυνατή μόνο με μια εθνική πειθαρχία, με μια πολιτική που απέφευγε τις σοβαρές διαφωνίες ανάμεσα στους αριστοκράτες και το λαό και τις βίαιες συγκρούσεις που είχαν εξασθενήσει και αποδυναμώσει τις μεγάλες ελληνικές πόλεις. Η Ρώμη κατάφερνε, με την ικανότητά της ή με κάποιο πολιτικό ένστικτο, να χαλαρώνει τους παλαιούς κοινωνικούς καταναγκασμούς, να αναγνωρίζει νόμιμη ύπαρξη στη μάζα του λαού, να προσφέρει στους πληβείους όχι μόνον τους δικούς τους άρχοντες αλλά και τη συνέλευσή τους, comices tributes, που γρήγορα απέκτησε το δικαίωμα να ψηφίζει νόμους δεσμευτικούς για όλο το λαό, πατρικίους και πληβείους. Αλλά, ταυτόχρονα το ρωμαϊκό πνεύμα κατάφερνε να αποτρέπει οι εξελίξεις αυτές να λαμβάνουν τη μορφή επαναστάσεων. Στο αποτέλεσμα αυτό είχε πολύ συμβάλει ο σεβασμός των τελετουργιών και των θρησκευτικών παραδόσεων, αυτή η pietas που κυριαρχούσε σε όλη τη ζωή του Κράτους. Έτσι, όταν ο δήμος απέκτησε το δικαίωμα να παρέχει τον ένα από τους δύο υπάτους, για καιρό δεν έκανε χρήση του δικαιώματος αυτού, και επινόησαν νέα αξιώματα, Digitized by 10uk1s
μεταβατικά, σαν να ήθελαν να εξοικειωθούν οι θεοί στο να συνδιαλέγονται με άρχοντα που δεν ήταν πατρίκιος. Εξάλλου, ο Τίτος Λίβιος επανειλημμένα βεβαιώνει ότι, κατά το απώτερο αυτό παρελθόν, οι πληβείοι δεν παραδόθηκαν ποτέ σε κανενός είδους βία για να κατακτήσουν τα δικαιώματα που ποθούσαν, ότι τα πάντα, ακόμη και οι αποσκιρτήσεις έγιναν με τάξη και οι πληβείοι ουδέποτε έχασαν το σεβασμό, ακόμη και την ευλάβεια, προς τους συγκλητικούς. Ίσως πρόκειται για έναν πατριωτικό εξωραϊσμό, όπως θέλουν να υποθέτουν, αλλά ο Τίτος Λίβιος δεν έχει συγκαλύψει πολλά γεγονότα δυσάρεστα για την εθνική υπερηφάνεια της Ρώμης, και στην περίπτωση που θίξαμε προαισθανόμαστε ότι αυτός αγγίζει μια βαθιά πραγματικότητα: το ηθικό κύρος των Πατέρων ανέκαθεν υπήρξε αισθητό, και οι δημαγωγοί της κλασικής εποχής θα δυσκολευθούν να το αμφισβητήσουν. Επιπλέον, ένα άλλο αίσθημα βαθιά ριζωμένο, είναι η πεποίθηση ότι κάθε είδους βία, στη δημόσια ζωή, στρέφεται σε βάρος του δημιουργού της, στο βαθμό που αυτή τείνει να καταστρέψει την ίδια την κοινωνία ή ακόμη να καταλύσει την «ειρήνη των θεών». Τέτοιες συγκυρίες συνέβαλαν στην πραγματοποίηση αυτού του φαινομένου, που ήταν σχεδόν αδιανόητο για έναν Έλληνα — και ίσως για ένα σημερινό άνθρωπο — δηλαδή μια πολιτική ζωή απαλλαγμένη, αν όχι από οργή, τουλάχιστον από μίση. Η Ρώμη και ο ελληνισμός Στην αρχή του 3ου αιώνα π.Χ., ενώ ο ανατολικός κόσμος είναι διαιρεμένος και αλληλοσπαράσσεται, και το νέο πνεύμα αρχίζει να εκδηλώνεται σε όλους τους τομείς, όπου οι παλαιές αξίες χάνουν την αποτελεσματικότητά τους, η Ρώμη κυριαρχεί σε όλη την ιταλική χερσόνησο. Από πολλές γενιές, είναι σε επαφή με τις ελληνικές αποικίες της μεσημβρινής Ιταλίας, αφομοίωσε τον ετρουσκικό πολιτισμό και, ήδη, βλέπουμε να συνάπτει σχέσεις με τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη του Αιγαίου, τη Δημοκρατία της Ρόδου, την οποία οι βασιλείς δεν μπορούν να περιορίσουν όπως θέλουν. Στην ίδια την Ιταλία, οι ελληνικές αποικίες που αισθάνονται να απειλούνται είτε από τους «βαρβάρους» της ενδοχώρας, είτε από τις ιμπεριαλιστικές επιχειρήσεις ορισμένων από τις ίδιες, επικαλούνται τη βοήθεια της Ρώμης ως προστάτιδας του ελληνισμού. Θα υποθέταμε ότι η Ρώμη και ο ελληνισμός θα συγκρούονταν, ότι οι Έλληνες θα έτρεφαν αίσθημα ανωτερότητας απέναντι αυτών των βαρβάρων που, εν πολλοίς, δεν είχαν τις δικές τους πολιτισμικές παραδόσεις και εκλεπτύνσεις. Αλλά, προς μεγάλη έκπληξη, όταν οι Έλληνες αρχίζουν να κάνουν λόγο για τη Ρώμη, που πρόβαλε στον ορίζοντά τους, μιλάνε σαν να πρόκειται για ελληνική πόλη και προσπαθούν να την εντάξουν στον τομέα του δυτικού ελληνισμού. Την περιγράφουν σαν εγκατάσταση που προήλθε από τη διασπορά των τρωικών ηρώων ή ακόμη των Ελλήνων πολεμιστών, νικητών της Τροίας. Όποιο κι αν είναι το νόημα αυτών των παραδόσεων με τη μυθική χροιά — και η παράδοση μιας τρωικής εγκατάστασης, δηλαδή της άφιξης στο Λάτιο των μεταναστών από την Ασία, στη διάρκεια της ευρείας μετακίνησης πληθυσμού ο οποίος διέσχισε τη Μεσόγειο δώδεκα αιώνες περίπου πριν από την εποχή μας, δεν περιέχει τίποτε το μη αληθοφανές — είναι βέβαιο ότι οι Έλληνες ιστορικοί, αποτελούν αναφαίρετη μαρτυρία με τις πληροφορίες που συλλέγουν από τους εμπόρους, ή τους απεσταλμένους ή τους προσκυνητές που γνώριζαν τη Ρώμη, είχαν ακούσει να μιλάνε γι' αυτήν, ή έρχονταν από εκεί. Η Ρώμη θεωρείται ότι υποδέχθηκε ευνοϊκά το ελληνικό πνεύμα και ότι, εξαρχής, ήταν ημιεξελληνισμένη. Αυτό ίσως το οφείλει στην ετρουσκική εποχή της. Ο Ταρκύνιος, λέγεται, ήταν γιος Κορίνθιου που ήλθε να εγκατασταθεί στην Ετρουρία, και ήδη από τον 8ο π.Χ. αιώνα, ίσως ακόμη νωρίτερα, στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού εμφανίζονται στο Λάτιο. Συνεπώς, η Ρώμη ήταν προετοιμασμένη ανέκαθεν να συμμετάσχει στην εξέλιξη η οποία, στην Ανατολή, οδήγησε στην άνθηση του κλασικού ελληνισμού. Αυτή η προσέγγιση των δύο πολιτισμών ευνοήθηκε επίσης από πολιτικές συγκυρίες. Στη διάρκεια Digitized by 10uk1s
του 5ου αιώνα, το υπενθυμίσαμε, πράγματι οι Ρωμαίοι βρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο με τους Έλληνες, αφού συνέβαλαν στη συντριβή του συνασπισμού Ετρούσκων και Καρχηδονίων, που στρεφόταν εναντίον των ελληνικών πόλεων της Δύσης. Από την άλλη πλευρά, οι θεσμοί των Ρωμαίων, μετά την επανάσταση του 509, δεν ήταν πολύ διαφορετικοί, τουλάχιστον φαινομενικά, από εκείνους που διείπαν πολλές ελληνικές πόλεις, οι οποίες επίσης είχαν εκβάλει τους τυράννους: την εξουσία, κατά κανόνα, ασκούσε ο λαός που εξέλεγε τους άρχοντες. Οι λαϊκές συνελεύσεις ψήφιζαν τους νόμους και δίκαζαν τους πολίτες. Τέλος, υπήρχε στη Ρώμη μια Σύγκλητος, όπως στην Αθήνα υπήρχε η Βουλή, ένα συμβούλιο των Γερόντων. Ασφαλώς, οι διαφορές είναι σημαντικές, παρά τις φαινομενικές αυτές ομοιότητες, αλλά αυτές δεν ήταν αρκετά εντυπωσιακές, με αποτέλεσμα οι ρωμαϊκοί θεσμοί να φανούν οικείοι στους Έλληνες, όταν τους γνώρισαν. Στην επίσημη θρησκεία της Ρώμης δεν υπάρχει τίποτε που να μην προσεγγίζει φαινομενικά την ελληνική θρησκεία. Και στη μία αλλά και στην άλλη κύριος των θεών ήταν ο Άρχοντας των Ουρανών, ο Jupiter στη Ρώμη, ο Ζευς στην Ελλάδα. Γύρω από αυτόν συναντάμε σχεδόν τους ίδιους Ολύμπιους θεούς, με διαφορετικά ονόματα αλλά εύκολα αναγνωρίσιμους. Στην πραγματικότητα αυτή η συγγένεια μεταξύ του ενός και του άλλου πανθέου προκαλεί πολλές δυσκολίες στον ιστορικό. Προφανώς δεν ερμηνεύεται ως απλό δάνειο των Ρωμαίων από τον ελληνικό κόσμο, αλλά απορρέει από πολλές αιτίες. Εν μέρει, ορισμένες από αυτές τις θεότητες έχουν σαφώς κοινή καταγωγή και ανάγονται στο απώτερο ινδο-ευρωπαϊκό παρελθόν. Έτσι ο Ζευς και ο Jupiter είναι ταυτόσημοι ιστορικώς. Η Vesta και η Εστία είναι σχεδόν ομώνυμες και αμφότερες έχουν ως έργο να διαφυλάττουν την οικιακή ή δημόσια εστία. Ωστόσο, όσον αφορά άλλες θεότητες η προσέγγιση Ρώμης και Ελλάδας είναι λιγότερο προφανής. Τούτο ισχύει για την Venus και την Αφροδίτη, τον Mars και τον Άρη, τον Liber Pater και τον Διόνυσο, τη Ceres και τη Δήμητρα. Στις παραπάνω περιπτώσεις, ο ετρουσκικός κόσμος, τουλάχιστον εν μέρει, χρησίμευσε ως ενδιάμεσο και η διαμόρφωση των θείων προσώπων που απαντώνται στην Ιταλία, στους Ρωμαίους, ίσως ανάγεται τελικώς στην εποχή όπου οι ανατολίτες πρόγονοι των Ετρούσκων συμμετείχαν ακόμη στη θρησκευτική και πολιτισμική εκείνη κοινότητα από την οποία προέκυψε ο ελληνισμός. Τούτο ίσως είναι η περίπτωση του Liber Pater ο οποίος εμμέσως αφομοίωσε την προσωπικότητα του Διονύσου διαμέσου του ετρουσκικού θεού, καταγόμενου προφανώς από τον ανατολικό θεό των οργιαστικών μυστηρίων. Άλλοτε επρόκειτο για πολύ παλαιά θεία δύναμη που ενσαρκώνεται και περιβάλλεται ένα ελληνικό πρόσωπο. Αυτή ίσως είναι η περίπτωση της Ceres, θεάς του σίτου, στην οποία οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν την ελληνική Δήμητρα, ενώ για τους Έλληνες ήταν μια μορφή της Γης δημιουργού των ανθρώπων. Αυτή η αλληλοδιείσδυση ελληνικής και ρωμαϊκής θρησκείας διήρκεσε πολλούς αιώνες, αφού αρχίζει με την προϊστορία της Ρώμης και δεν είχε ακόμη εντελώς ολοκληρωθεί την εποχή του δευτέρου καρχηδονικού πολέμου. Ήταν ήδη αρκετά προωθημένη στο τέλος του 4ου αιώνα, ώστε να συνηγορεί υπέρ της ιδέας ότι η Ρώμη ήταν στο βάθος, μια πόλη ελληνική. Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση που έφερε αντιμέτωπους τη Ρώμη και τα ελληνικά στρατεύματα δεν ήταν μια σταυροφορία των Ελλήνων κατά των βαρβάρων και ούτε πολύ περισσότερο μια κατακτητική επιχείρηση της Ρώμης, αλλά μια ενέργεια που οργανώθηκε από έναν ελληνιστικό ηγεμόνα σε αναζήτηση βασιλείου. Ο Πύρρος, αφού απελπίσθηκε ότι θα δημιουργούσε ένα βασίλειο στις ακτές του Αιγαίου, σκέφθηκε πως θα μπορούσε να το ιδρύσει, με λιγότερο κόστος, στη μεσημβρινή Ιταλία. Είχε όμως υπολογίσει χωρίς τους Ρωμαίους, που δεν ήθελαν ούτε μπορούσαν να δεχθούν την ίδρυση ελληνικού βασιλείου σε βάρος του λαού των Σαμνιτών του οποίου ήταν οι «προστάτες». Ο Πύρρος, αφού κέρδισε μεγάλες επιτυχίες αλλά τελικώς κουράσθηκε από έναν πόλεμο που είχε αποτελματωθεί, αφέθηκε να παρασυρθεί από άλλα όνειρα και εγκατέλειψε την Ιταλία. Αυτή υπήρξε η πρώτη και μοναδική φορά όπου ο ελληνισμός τόλμησε να αντιμετωπίσει τη Ρώμη σε ιταλικό έδαφος. Ο πόλεμος πάντως, παρά τη βιαιότητά του, δεν υπήρξε δόλιος. Η Ρώμη δεν μισούσε τον Πύρρο και ο Πύρρος εκτιμούσε τους Ρωμαίους. Αμφότεροι μιλούσαν συγγενείς γλώσσες, πράγμα που δεν ισχύει μια γενιά αργότερα, όταν οι Ρωμαίοι θα πολεμήσουν κατά των Καρχηδονίων. Digitized by 10uk1s
Από πολύ παλαιά, η Ρώμη και η Καρχηδών διατηρούσαν αμοιβαίες σχέσεις και υπέγραφαν συμφωνίες που αποσκοπούσαν να ορίζουν στον καθένα από τους δύο λαούς (στην περίπτωση της Ρώμης, στους συμμάχους της) καθορισμένες ζώνες για το θαλάσσιο εμπόριό τους. Την εποχή του Πύρρου, οι Καρχηδόνιοι ανησύχησαν από τις προόδους που τότε σημείωνε ο βασιλιάς και πρότειναν στους Ρωμαίους να τους βοηθήσουν. Βοήθεια ανώφελη που όμως η προσφορά της φανερώνει πόσο η Καρχηδών ήταν εχθρική σε κάθε τι που θα μπορούσε να αυξήσει την επέκταση του ελληνισμού στη Δύση. Παραδόξως η Καρχηδών έμελλε σύντομα να στρέψει εναντίον της Ρώμης την ίδια αυτή πολιτική. Οι Ρωμαίοι συγκλητικοί, όταν επρόκειτο να συνδράμουν στη Μεσσήνη μισθοφόρους της Καμπανίας που είχαν επαναστατήσει κατά των κυρίων τους, δίστασαν, γιατί οι στασιαστές είχαν παραβεί τα καθήκοντα νομιμοφροσύνης και τους όρκους τους. Αλλά οι «φιλέλληνες» της αριστοκρατίας — δηλαδή οι άνθρωποι που πίστευαν ότι το μέλλον της Ρώμης βρισκόταν στη σύσφιξη των πολιτικών και εμπορικών σχέσεων με τους Έλληνες — έπεισαν τη συνέλευση του λαού να οργανώσει εκστρατεία και να βοηθήσει τους Μαμερτίνους τους οποίους απειλούσαν ταυτόχρονα ο καρχηδονικός στρατός και ο στρατός των Συρακουσών. Μέσα σε λίγες μέρες ο ρωμαϊκός στρατός ανέτρεψε την κατάσταση: οι Συρακούσιοι, με αρχηγό τον Ιέρωνα, ζητούν ειρήνη με τη Ρώμη και συμμαχούν μαζί της κατά των Καρχηδονίων. Η συμμαχία αυτή θα απέβαινε διαρκής. Επέτρεψε στους Ρωμαίους να νικήσουν τελικώς τους Καρχηδονίους, με τη λήξη του πρώτου καρχηδονικού πολέμου, και μόνον με το θάνατο του Ιέρωνος καταγγέλεται, όταν οι άρχοντες στις Συρακούσες πίστεψαν ότι οι Ρωμαίοι είχαν χάσει οριστικώς το παιχνίδι κατά του Αννίβα στο πεδίο της μάχης των Καννών. Αλλά αυτή η συμμαχία Συρακουσίων και Αννίβα δεν διήρκεσε· η πόλη έπεσε τέσσερα χρόνια αργότερα και οι Ρωμαίοι εγκαταστάθηκαν εκεί, τούτη τη φορά οριστικά. Ακριβώς την εποχή του Αννίβα, η καρχηδονική διπλωματία (στην πράξη οι μηχανορραφίες κυρίως του Αννίβα) επεχείρησε να στρέψει τους Έλληνες εναντίον της Ρώμης. Ο Αννίβας υπήρξε υπεύθυνος για τον μακρόχρονο αγώνα που η Ρώμη διεξήγαγε κατά των βασιλέων της Μακεδονίας, του Φιλίππου Δ' και του Περσέως, και λόγω αυτών των τριών πολέμων, από τους οποίους ο τελευταίος έληξε το 168 με την ήττα του βασιλιά στην Πύδνα, οι σύγχρονοι ιστορικοί ισχυρίζονται συχνά ότι η Ρώμη «κατέστρεψε» τον ελληνισμό. Στην πραγματικότητα, η Ρώμη πριν από τον δεύτερο καρχηδονικό πόλεμο είχε επέμβει στην Ιλλυρία και την Αδριατική για να υπερασπίσει τους Έλληνες αποίκους τους οποίους απειλούσαν οι βάρβαροι. Αυτοί, μισθοφόροι των βασιλέων της Μακεδονίας (ο Δημήτριος Β' φαίνεται πως ήταν ο εμπνευστής της πολιτικής αυτής), ανέλαβαν να βλάψουν το περισσότερο δυνατόν τις πόλεις της Αιτωλικής Συμπολιτείας, από παράδοση εχθρικές προς τους βασιλείς της Μακεδονίας. Ανάλογα συμπεριφέρονταν προς τους Ιταλούς και Έλληνες εμπόρους οι οποίοι εμπορεύονταν από τη μία έως την άλλη ακτή της Αδριατικής, λεηλατούσαν τους ελληνικούς οικισμούς της Φοινίκης, της Ίσσας, της Κέρκυρας και της Επιδάμνου. Αυτές οι ληστείες προκάλεσαν τη σθεναρή αντίδραση της Ρώμης, τόσο για να υπερασπίσει τους συμμάχους της όσο και για να βοηθήσει, φαίνεται, τους εγκατεστημένους στην Ίσσα Συρακούσιους. Οι Έλληνες δεν παρεξήγησαν την ενέργεια αυτή. Όταν οι Ρωμαίοι απέστειλαν πρέσβεις στην Κόρινθο για να αναγγείλουν ότι χάρη σ' αυτούς δεν θα διέτρεχαν πλέον κίνδυνο προσβολής από τους βαρβάρους της Ιλλυρίας, οι Κορίνθιοι, ευγνώμονες, παραχώρησαν στους Ρωμαίους το δικαίωμα να συμμετέχουν στο εξής στους αγώνες των Ισθμίων. Εχθρότητα λοιπόν δεν υπήρχε μεταξύ των Ρωμαίων και του ελληνισμού, αλλά μεταξύ Μακεδονίας και Ρώμης, προστάτιδας του ελληνισμού, ή του τμήματος που αντιστεκόταν στον μακεδονικό ιμπεριαλισμό. Συνεπώς δεν είναι παράξενο που ο Αννίβας θέλησε να επωφεληθεί από την κατάσταση αυτή και ζήτησε τη βοήθεια του Φιλίππου Ε' κατά της Ρώμης. Εκείνος την παραχώρησε, γιατί έκρινε ότι έτσι θα μπορούσε εύκολα να επιβληθεί στους Αιτωλούς, που ήταν διαρκής απειλή για το βασίλειό του και το κύρος του στη λοιπή ηπειρωτική Ελλάδα. Οι Αιτωλοί φυσικά επεδίωξαν τη συμμαχία της Ρώμης και με τον τρόπο αυτόν εκείνη παρασύρθηκε, θέλοντας και μη — και με τη θέληση του Αννίβα — στη σφηκοφωλιά της Ανατολής. Digitized by 10uk1s
Ο δεύτερος καρχηδονικός πόλεμος Στη διάρκεια του πολέμου που απασχόλησε τα τελευταία χρόνια του 3ου π.Χ. αιώνα και ονομάζεται άλλοτε δεύτερος καρχηδονικός πόλεμος και άλλοτε πόλεμος του Αννίβα, η Ρώμη συγκρούσθηκε με την Καρχηδόνα. Για την ιστορία της Ευρώπης, ο πόλεμος αυτός έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί διακυβεύθηκε το μέλλον επί αιώνες, εφόσον ήλθαν αντιμέτωποι δύο διαφορετικές αντιλήψεις και σχεδόν δύο πολιτισμοί. Η Καρχηδόνα που είχε ιδρυθεί στο ακρότατο σημείο της Β. Αφρικής, ίσως στη διάρκεια του 8ου π.Χ. αιώνα (όπως η Ρώμη), ήταν εγκατάσταση της Τύρου και ουδέποτε διέκοψε τις σχέσεις με τη μητρόπολη στην οποία κάθε χρόνο απέστελλε ιερή πρεσβεία για να προσφέρει αναθήματα στον θεό Μελκάρτ. Η Καρχηδόνα ήταν δημοκρατία εμπόρων, εγκατεστημένη στο κατώφλι της δυτικής Μεσογείου και από τη θέση αυτή προσπαθούσε να εδραιώσει την οικονομική της υπεροχή σε όλους τους παράλιους λαούς. Η πρόθεση αυτή είχε φέρει, όπως είδαμε, αντιμέτωπους τους Καρχηδόνιους και τους Έλληνες αποίκους, και το κυριότερο πεδίο μάχης υπήρξε η Σικελία, απ' όπου η ρωμαϊκή νίκη κατά τον πρώτο καρχηδονικό πόλεμο τους είχε εκδιώξει, προς μέγιστο όφελος του σικελικού ελληνισμού και ιδιαίτερα του συρακούσιου. Η Καρχηδόνα, που εναντίον της ο Αλέξανδρος είχε ίσως την πρόθεση να στρέψει τα όπλα του, ενσωματώθηκε στην ελληνιστική πολιτική τάξη. Όταν οι Λαγίδες εγκαθίδρυσαν γύρω από την Αλεξάνδρεια τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Ανατολής, η Καρχηδόνα κυκλοφόρησε ένα νόμισμα όμοιο με την αιγυπτιακή μήτρα και χρησιμοποίησε το στόλο της και τις οικονομικές σχέσεις που είχε διαμορφώσει με τη Δύση (στην Αφρική και προπάντων στη νότια Ισπανία) για να υποκαταστήσει κατά κάποιον τρόπο το αιγυπτιακό εμπόριο. Η καρχηδονική δημοκρατία θα μπορούσε να γίνει μια χώρα ελληνική, να δεχθεί ελληνικές πολιτισμικές επιδράσεις. Αλλά στην πράξη, αυτές οι επιδράσεις, που είναι αναμφισβήτητες, ασκήθηκαν καθυστερημένα και κάπως επιφανειακά. Εκείνο που φαίνεται ότι είχε κυρίως εντυπωσιάσει τους Αρχαίους είναι η αστάθεια και επίσης η ωμότητα της πολιτικής ζωής στην Καρχηδόνα. Το ίδιο το πολίτευμα μοιάζει αρκετά προς εκείνο των ελληνικών πόλεων καθώς και της Ρώμης, με τους ετήσιους «δικαστές» (shofetim, λατινικά sufetes) που αντικατέστησαν τους βασιλείς, με τη σύγκλητο την οποία αποτελούσαν οι πλέον ευγενείς και πλούσιοι πολίτες και τη λαϊκή συνέλευση. Αλλά άλλοι θεσμοί προσέδιδαν, στην πράξη, σ' αυτή τη δομή ένα χαρακτήρα πολύ διαφορετικό από εκείνο της Ελλάδας και της Ρώμης. Η εξουσία των αρχόντων ελεγχόταν από ένα δικαστήριο αποτελούμενο από 104 μέλη που εκλέγονταν μέσα από τη Σύγκλητο από επιτροπή πέντε αρχόντων, οι οποίοι φαίνεται καθαρά ότι είχαν ουσιαστικά την εξουσία. Στη Δημοκρατία τα πάντα συνέβαιναν σαν ο καθένας να δυσπιστούσε προς τους άλλους, και μια ατμόσφαιρα βαριά από καχυποψία και προδοσία δηλητηρίαζε την πολιτική ζωή. Οι άρχοντες που ήταν επιφορτισμένοι με τη διοίκηση του στόλου ή του στρατού ήταν δυνατόν να ανακληθούν αιφνιδίως στην Καρχηδόνα και εκεί να σταυρωθούν. Διηγούνται επίσης ότι, συνεπεία αυτού του συστήματος, ηγέτης τόσο ένδοξος σαν τον Άννωνα τον Μέγα, νικητής του Διονύσου των Συρακουσών, είχε σχεδιάσει να δολοφονήσει όλους τους συγκλητικούς προσκαλώντας τους, όλους μαζί, στους γάμους της κόρης του, όπου θα τους δηλητηρίαζε. Θα υπενθυμίσουμε ότι στη διάρκεια του πολέμου του Πύρρου ο Ρωμαίος ύπατος είχε αρνηθεί την πρόταση που του είχε κάνει ο γιατρός του βασιλιά, να σκοτώσει τον κύριό του, και απέπεμψε τον άπιστο υπηρέτη στον τελευταίο αποκαλύπτοντάς του το σχέδιο. Για τους λόγους αυτούς και για άλλους, οι Ρωμαίοι κατηγορούσαν τους Καρχηδόνιους για perfidia, ενώ εκείνοι, όπως αναφέραμε, είχαν θεοποιήσει τη fides και την είχαν καταστήσει κανόνα της πολιτικής και ιδιωτικής τους ζωής. Στον πόλεμο κατά του Αννίβα, οι Ρωμαίοι διαπίστωσαν πολύ συχνά ότι ο εχθρός τους δεν σεβόταν τις συμφωνίες ούτε τις συνθήκες. Εκείνοι, βέβαια, είχαν μάθει στο παρελθόν να διαστρέφουν τα κείμενα, να καλύπτονται πίσω από μια νομική σοφιστεία, με τον ισχυρισμό, για παράδειγμα, ότι η ένορκη πίστη ενός στρατηγού μόνον τον ίδιο εδέσμευε και Digitized by 10uk1s
συνεπώς ο ρωμαϊκός λαός μπορούσε να αρνηθεί την επικύρωση μιας υποχρέωσης που ωστόσο είχε ληφθεί εν ονόματί του. Παρόλα αυτά ουδέποτε διέκοψαν ανακωχή ή εκεχειρία χωρίς δικαιολογία, όπως πολλές φορές έκανε ο Αννίβας. Ακόμη και αν κρίνουμε πως δεν πρέπει να δίνουμε πολύ πίστη σ' αυτές τις κατηγορίες που οι Ρωμαίοι απηύθυναν σε βάρος του εχθρού τους, η ίδια η φύση των κατηγοριών αυτών δείχνει σε ποιο σημείο η Ρώμη νόμιζε ότι μπορούσε να αντιταχθεί στην Καρχηδόνα. Η αντίθεση μεταξύ των δύο λαών αποκαλύπτεται άλλωστε και από το ρόλο που αμφότεροι αναγνωρίζουν στον πλούτο. Από παράδοση οι Ρωμαίοι της εποχής αυτής περιφρονούν τον κινητό πλούτο. Κατά την αντίληψή τους δεν υπάρχει άλλη μορφή πλούτου από τη γη. Λίγο καιρό πριν από τον πόλεμο του Αννίβα, ένας νόμος είχε απαγορεύσει στους συγκλητικούς να ασκούν το εμπόριο και, έως το τέλος της Ρώμης, η γαιοκτησία θα έχει όλως ιδιαίτερο γόητρο. Στην Καρχηδόνα συμβαίνει το τελείως αντίθετο. Βέβαια, οι ευγενείς είναι ιδιοκτήτες γης στην ενδοχώρα, όλη όμως η οικονομία της Δημοκρατίας στηρίζεται στο εμπόριο. Ο χρυσός και ο άργυρος, για καιρό με τη μορφή ράβδων, συσσωρεύονται στο δημόσιο ταμείο. Οι υποτελείς λαοί, ακόμη και στην Αφρική, οφείλουν να πληρώνουν φόρο και να καταβάλουν μέχρι το μισό των εσόδων τους. Αυτά τα ποσά, προστιθέμενα στα έσοδα του εμπορίου, τους επέτρεπαν να εξοπλίζουν στόλο και να συντηρούν μισθοφόρους. Και εδώ επίσης η Καρχηδών διαφέρει από τη Ρώμη: στις στρατιές των πολιτών που η Ρώμη στρατολογεί, αντιπαρατάσσονται οι ομάδες μισθοφόρων που προέρχονταν από οπουδήποτε, από τη μεσημβρινή Ιταλία, όπως εξίσου από τη Γαλατία ή την Ασία. Οι μισθοφορικοί αυτοί στρατοί δεν μάχονται υπέρ βωμών και εστιών, όπως οι Ρωμαίοι, αλλά για λογαριασμό των κυρίων τους που έχουν εμπλακεί σε αποικιακές εκστρατείες και κατακτητικούς πολέμους. Ο Αννίβας ήταν ο γιος του Αμίλκα, ο οποίος είχε για καιρό πολεμήσει στη Σικελία κατά των Ρωμαίων και όφειλε τη σωτηρία της ζωής του στο ότι νίκησε τους μισθοφόρους που επαναστάτησαν κατά της Καρχηδόνας. Ο Αμίλκας είχε επιχειρήσει να ιδρύσει ένα πραγματικό βασίλειο στη μεσημβρινή Ισπανία, του οποίου οι πόροι θα διοχετεύονταν στη μητρόπολη. Αυτό το βασίλειο έμελλε επίσης να αποτελέσει το σημείο αφετηρίας για τα στρατεύματα που προετοίμαζαν την αντεκδίκηση κατά της Ρώμης. Αυτή την αντεκδίκηση έλαχε να αναλάβει ο Αννίβας και ο νέος άνδρας με ενεργητικότητα και εξαιρετική ευφυΐα θα ριχθεί σ' έναν πόλεμο που στόχευε να εξαλείψει «το ρωμαϊκό όνομα» — δηλαδή όχι τόσο την ίδια την πόλη της Ρώμης όσο την πολιτική, θρησκευτική και ηθική οργάνωση που με την προστασία και την επιρροή της κάλυπτε ένα τμήμα ανέκαθεν μεγαλύτερο από την κατοικούμενη γη. Όποιες κι αν υπήρξαν οι άμεσες ή έμμεσες αιτίες και αφορμές του πολέμου (για παράδειγμα οι φιλοπόλεμες συμβουλές προς τη Ρώμη των μασσαλιωτών εμπόρων), είναι σαφές ότι ο Καρχηδόνιος ηγέτης εμφανιζόταν ως επιτιθέμενος και ότι η Ρώμη υπεράσπιζε τις ηθικές της αξίες και την ύπαρξή της. Ο Αννίβας εξαπέλυε εναντίον της τους βαρβάρους της Ισπανίας και της Γαλατίας, παραβίαζε το οχυρό των Άλπεων, απ' όπου δύο αιώνες νωρίτερα οι Γαλάτες Σένωνες είχαν εισβάλει στην Ιταλία. Η πορεία του επέφερε τη βία και την αναρχία σε όλη τη χερσόνησο. Η πολιτική του απέβλεπε να καταλύσει τους δεσμούς της fides που υπήρχαν μεταξύ της Ρώμης και των ιταλικών πόλεων. Ο πόλεμος, όπως τον διεξήγαγε, προκάλεσε πραγματική οπισθοδρόμηση στο «ευρωπαϊκό» έργο της Ρώμης. Η νίκη του θα είχε καταστήσει τις ευρωπαϊκές χώρες της μεσογειακής Δύσης αποικιακά εδάφη, που οι έμποροι της Καρχηδόνας θα τα εκμεταλλεύονταν όπως ήθελαν. Επιπλέον θα εγκαθιστούσε στην Ιταλία, τη Γαλατία, την Ισπανία μια σημιτική κουλτούρα, με αρχαϊκά χαρακτηριστικά — η Καρχηδόνα, την εποχή της καταστροφής της στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα, δεν διέθετε θέατρο — εχθρική στην εικόνα και την καλλιέργεια του ωραίου. Η ανάμνηση του πολέμου του Αννίβα διατηρήθηκε ζωηρή στη Ρώμη. Ο πόλεμος αυτός προσέδωσε στη Ρώμη διαυγέστερη συνείδηση της ιδιαιτερότητάς της, της πολιτισμικής της φυσιογνωμίας. Είχε επίσης ως απώτερη συνέπεια την καταστροφή του μισητού εχθρού, μετά από έναν νέο πόλεμο, και Digitized by 10uk1s
το τέλος της πολιτικής επιρροής των Σημιτών στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο ιμπεριαλισμός του Αννίβα προξένησε την καταστροφή της πατρίδας του και, παραδόξως, προκάλεσε τη Ρώμη να γίνει, με τη σειρά της, αυτοκρατορική δύναμη. Η κατάκτηση της Ανατολής Η κατάκτηση της Αυτοκρατορίας, μετά τη νίκη σε βάρος του Αννίβα και σε σύγκριση με τους κινδύνους που η Ρώμη διέτρεξε κατά τον δεύτερο καρχηδονικό πόλεμο, υπήρξε σχετικώς εύκολη. Η υποταγή της Καρχηδόνας άφηνε μεγάλο κενό στη μεσογειακή Δύση. Φυσικά, οι Ρωμαίοι το συμπλήρωσαν και θεώρησαν καθήκον τους να «ειρηνεύσουν» την Ισπανία, δηλαδή να αναγκάσουν τους αυτόχθονες λαούς να σέβονται τους κανόνες που διείπαν τους συμμάχους της Ρώμης. Η ειρήνευση έλαβε το προβάδισμα σε σχέση με την εκμετάλλευση. Βέβαια οι υποταγμένοι λαοί έγιναν φόρου υποτελείς, αλλά σχεδόν παντού οι νέοι κύριοι ίδρυσαν πόλεις, ευνόησαν την ανάπτυξη της τοπικής αριστοκρατίας. Στη νέα επαρχία συνέχιζαν να εφαρμόζουν τις αρχές που στο παρελθόν είχαν εφαρμόσει στις ιταλικές πόλεις και αυτές θα επιβιώνουν έναν αιώνα αργότερα, όταν ο Καίσαρ (που είχε κάνει τη μαθητεία του στην επαρχιακή διακυβέρνηση της Ισπανίας) θα επιχειρήσει να εγκαταστήσει τη ρωμαϊκή τάξη στη Γαλατία. Αυτή την τάξη θα ξανασυναντήσουμε σε όλες τις δυτικές επαρχίες, όσες κατέχονταν από «βάρβαρους» πληθυσμούς, δηλαδή μη ελληνικούς, και δεν διέθεταν εγχώριες δομές ισχυρές και συγκρίσιμες με εκείνες που στην πορεία του χρόνου είχαν επιδείξει οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, δηλαδή σε όλες τις ελληνικές και εξελληνισμένες χώρες σεβάστηκαν τις κατεστημένες δομές. Οι Ρωμαίοι μάλιστα προσπάθησαν να επαναφέρουν το προγενέστερο από τη σύσταση των βασιλείων καθεστώς. Όταν νίκησαν τον Φίλιππο Ε', η πρώτη τους απόφαση ήταν να διακηρύξουν στα Ίσθμια, το 196 π.Χ., ότι όλες οι ελληνικές πόλεις ήταν ελεύθερες. Στο παρελθόν και άλλοι είχαν εξαγγείλει το ίδιο. Η Ρώμη το επαναλάμβανε για λογαριασμό της, με τη σκέψη ότι τούτο θα αρκούσε να καταλύσει τα βασίλεια και ότι το ιταλικό σύστημα της ομοσπονδίας θα μπορούσε να λειτουργήσει ικανοποιητικά στην Ανατολή. Η πραγματικότητα σύντομα απέδειξε ότι ήταν αναγκαίο, στα εκτεταμένα εδάφη που είχαν υποταγεί στο ρωμαϊκό όνομα, να διατηρηθούν ενδιάμεσες Αρχές, στηριζόμενες σε στρατιωτικές δυνάμεις. Αλλά αυτές οι δυνάμεις και οι Αρχές για καιρό στρέφονταν κυρίως κατά των εξωτερικών κινδύνων. Σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της Δημοκρατίας η κυρίως Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν αποτέλεσε επαρχία. Στη ζώνη αυτή μόνο μια επαρχία υπήρχε σε επαφή με τους βαρβάρους, η Μακεδονία· στην κυρίως Ελλάδα, οι ένδοξες πόλεις του παρελθόντος εξαρτώνταν από τη Σύγκλητο που είχε καταστεί το ανώτατο δικαστήριο και ο διαιτητής. Το σύστημα αυτό επεκτάθηκε σιγά-σιγά σε όλη την Ανατολή, καθώς η Ρώμη υποκαθιστούσε σταδιακά τους βασιλείς. Ένας από αυτούς, ο Άτταλος Γ' που βασίλευε στη χώρα της Περγάμου (όπου επιβίωναν οι τρωικές μνήμες), όρισε το 133 μ.Χ. κληρονόμους του βασιλείου του τους Ρωμαίους. Οι σύγχρονοι ιστορικοί προβληματίζονται σχετικά με την απόφαση αυτή, που ωστόσο φαίνεται αρκετά σαφής αν αναλογισθούμε ότι εκείνη την εποχή η Ρώμη ήταν η μόνη ικανή δύναμη να διατηρήσει τη συνοχή αυτού του βασιλείου, αρκετά ετερογενούς, όπου αναμιγνύονταν επικίνδυνα ελληνικές πόλεις, ασιατικοί λαοί και κελτικά στοιχεία, οι Γαλάτες. Αυτοί είχαν εγκατασταθεί εκεί στο τέλος της μακράς μετανάστευσης η οποία τους οδήγησε στην περιοχή αυτή, στις αρχές του 3ου αι., αφού προηγουμένως είχαν σπείρει τον τρόμο σε όλη την Ελλάδα και είχαν λεηλατήσει κυρίως το μαντείο των Δελφών. Ένας άλλος βασιλιάς, εκείνος της Κυρήνης, έμελλε επίσης να κληροδοτήσει το βασίλειό του στους Ρωμαίους, μερικά χρόνια αργότερα. Σε όλο τον κόσμο της Ανατολής μόνο μία σοβαρή απόπειρα αντίστασης σημειώθηκε ενάντια στην κίνηση που τον ωθούσε να παραδοθεί στη Ρώμη: εκείνη του Μιθριδάτη, ενός ημιβάρβαρου που βασίλευε στον Πόντο, στα σύνορα των εξελληνισμένων χωρών. Ο Μιθριδάτης που είχε εμπλακεί σε Digitized by 10uk1s
διαμάχες συνόρων με το βασιλιά της Βιθυνίας, Νικομήδη, προστατευόμενο των Ρωμαίων, είχε την εξυπνάδα να θέσει εν αδίκω τους τελευταίους. Ο πόλεμος γρήγορα υπήρξε αναπόφευκτος, αλλά με τρόπο που ο Μιθριδάτης να εμφανίζεται στους λαούς της Ασίας σαν προστάτης τους ενάντια στη Ρώμη. Ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ήταν τότε εχθρικό προς τους Ρωμαίους, οι οποίοι δεν είχαν καταφέρει να περιορίσουν την απληστία των στρατηγών και κυρίως των φοροεισπρακτόρων στους οποίους είχαν αναθέσει τη διοίκηση ή μάλλον την εκμετάλλευση αυτών των χωρών. Ο Μιθριδάτης οργάνωσε μυστικά μία εξέγερση όλης της Ανατολής και μία ημέρα του έτους 88, σε όλες τις πόλεις, οι Ρωμαίοι και οι παραόντες Ιταλοί σφαγιάσθηκαν με φοβερές συνθήκες. Τον επόμενο χρόνο η Αθήνα, με την υποκίνηση ενός φιλόσοφου δημαγωγού, προσεχώρησε στον Μιθριδάτη. Αλλά οι Ρόδιοι προέβαλαν μανιώδη αντίσταση και μπόρεσαν να σώσουν ορισμένους Ιταλούς εμπόρους που είχαν καταφύγει στο νησί. Φιλοδοξία του βασιλιά ήταν να ανασυστήσει προς όφελός του την Αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου. Σε καμία περίπτωση δεν εμφανίσθηκε ως υπερασπιστής του ελληνισμού κατά των βαρβάρων που ήλθαν από τη Δύση. Ο ίδιος ήταν Ιρανός μάλλον παρά Έλληνας, και οι κυριότερες δυνάμεις του είχαν στρατολογηθεί από λαούς στο εσωτερικό της Ασίας, οι οποίοι δεν είχαν τίποτε το ελληνικό. Από τις πρώτες του χειρονομίες ήταν η επιβολή φόρων και φρουρών στις ελληνικές πόλεις — όπως είχαν πάντα κάνει οι βασιλείς της ελληνιστικής εποχής των οποίων ήθελε να είναι ο διάδοχος και τελικώς ο κληρονόμος. Χρειάσθηκαν δεκαπέντε χρόνια και πολλοί πόλεμοι για να νικηθεί ο Μιθριδάτης, που κατέληξε να ζητήσει άσυλο στις πιο μακρινές ακτές του Ευξείνου Πόντου (Μαύρη Θάλασσα). Το τέλος του, το 63, σημείωσε το τέλος των βασιλείων που κατάγονταν από τον Αλέξανδρο (εκτός από το βασίλειο των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο που έγινε ρωμαϊκή επαρχία στην αρχή των χρόνων της Αυτοκρατορίας, με τη νίκη του Αυγούστου κατά του Αντωνίου και της βασίλισσας Κλεοπάτρας). Ο Πομπηίος ανέλαβε να αποκαταστήσει οριστικώς το «ρωμαϊκό όνομα», σε όλη την Ανατολή, και τούτο τον έκανε να μετατρέψει σε αποικία ό,τι επιβίωνε από την παλαιά τάξη, στη Συρία, την Ιουδαία και την υπόλοιπη Ασία. Ένα αρκετά περίπλοκο σύστημα υποτελών βασιλείων εγκαθιδρύεται στις παρυφές της καθαυτό Αυτοκρατορίας. Στο εσωτερικό επίσης διατηρήθηκαν βασίλεια ή παραδοσιακές ηγεμονίες. Η Ρώμη, σύμφωνα προς τις παραδόσεις της, προσπαθούσε να μην διαταράξει τις υπάρχουσες ισορροπίες, αλλά να εμποδίσει την επάνοδο στην αναρχία η οποία, από γενιές, ήταν μία από τις μάστιγες της Ανατολής. Ο πόλεμος του Μιθριδάτη, η αποπεράτωση της κατάκτησης στην Ανατολή υπήρξαν γεγονότα σύγχρονα με φοβερές δονήσεις που συγκλόνισαν το ρωμαϊκό Κράτος, κατά την εποχή αυτή των αρχών του 1ου π.Χ. αιώνα. Η παλαιά εσωτερική ισορροπία, που είχε επιτρέψει στη Ρώμη να αντισταθεί νικηφόρα στην κρίση του δευτέρου καρχηδονικού πολέμου, διαταράχθηκε αιφνίδια και τα πάντα τέθηκαν σε αμφισβήτηση. Πρόκειται για την περίοδο των εμφυλίων πολέμων που έμελλε να καταλήξει στη σύσταση της Αυτοκρατορίας. Από τη Δημοκρατία στην Αυτοκρατορία Η μεγάλη μεταλλαγή της Ρώμης και μαζί της όλου του κόσμου τον οποίο εξουσίαζε, είναι ένα από τα σημαντικότερα φαινόμενα της ανθρώπινης ιστορίας, ένα από εκείνα που η μελέτη τους γοήτευε ανέκαθεν τους ιστορικούς. Οι παλαιές πολιτικές και ηθικές δομές, που είχαν επιτρέψει το «επίτευγμα» της πόλης και το είχαν προοδευτικώς οδηγήσει στο να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στον μεσογειακό κόσμο, δεν αντιστάθηκαν στις νέες συνθήκες που η ίδια η ανάπτυξη του imperium romanum επέβαλε. Η παλαιά Ρώμη στηριζόταν στη σύμπνοια των «τάξεων», στην αναγνώριση ορισμένων ηθικών αξιών, όπως επιχειρήσαμε να δείξουμε. Στηριζόταν, επίσης, σε μια ηθελημένη ένδεια, στη σπανιότητα του χρήματος και στην εξαφάνιση του ατόμου απέναντι στο σύνολο. Καθένας από αυτούς τους παράγοντες που είχαν προκαλέσει το ρωμαϊκό επίτευγμα, αιφνιδίως αμφισβητείται από το ίδιο το γεγονός της κατάκτησης που είχε απλωθεί έως τα πέρατα του κόσμου. Digitized by 10uk1s
Οι Ρωμαίοι ιστορικοί είχαν πλήρη συνείδηση αυτού του γεγονότος και οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν πολύ συχνά άδικο να μην τους πιστεύουν κατηγορώντας τους ότι υπέκυψαν σε κοινούς τόπους της ρητορικής και ότι παρανόησαν την πραγματικότητα. Αλλά ακριβώς η πραγματικότητα μας επιβάλλει να τους πιστεύουμε: οι πόλεμοι στην Ιταλία, ύστερα στις χώρες της ηπειρωτικής Ελλάδας, για καιρό δεν απέφεραν παρά μικρή λεία και δεν αύξησαν επικίνδυνα τον πλούτο της Ρώμης. Τα πράγματα άλλαξαν όταν οι Ρωμαίοι έγιναν κύριοι των θησαυρών που είχαν συσσωρεύσει οι βασιλείς των ελληνιστικών κρατών. Τα λάφυρα που προήλθαν από τον βασιλιά Περσέα υπήρξαν αρκετά ώστε να απαλλαγούν για πάντα οι Ρωμαίοι πολίτες από την άμεση φορολογία. Την ίδια εποχή ακόμη, οι νικητές στρατηγοί επιδεικνύουν μεγάλη διακριτικότητα όσον αφορά το μερίδιο της λείας που παίρνουν. Είναι γνωστό ότι ο Παύλος Εμίλιος κράτησε από τα πλούτη του Περσέα μόνον τη βιβλιοθήκη και την κυνηγητική του εξάρτυση. Αλλά σιγά-σιγά, όχι μόνον οι αρχηγοί μα και οι στρατιώτες κάθε βαθμού έβρισκαν πολλούς τρόπους για να πλουτίζουν κατά τις εκστρατείες και μετά τη νίκη. Οι αιχμάλωτοι πωλούνται ως δούλοι και το αντίτιμο καταβάλλεται στους στρατιώτες. Καραβάνια εμπόρων ακολουθούν τις λεγεώνες και εμπορεύονται αντικείμενα λεηλασίας. Αυτή η κίνηση, πρώτα σχετικώς συγκρατημένη, θα επιταχυνθεί και θα επεκταθεί στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα. Οι θησαυροί του Άτταλου Γ' παραδίδονται σε ολόκληρο τον ρωμαϊκό λαό. Στη Ρώμη συρρέει χρήμα ανάλογο με εκείνο που είχε κατακλύσει την Ελλάδα (και είχε συμβάλει στην καταστροφή της) την εποχή του Αλεξάνδρου. Η δημόσια χλιδή αρχίζει να αναπτύσσεται γύρω στις αρχές του αιώνα, μαζί με την κατασκευή μεγάλων στοών και ναών περισσότερο πεποικιλμένων από το παρελθόν. Βέβαια το παλαιό ρωμαϊκό πνεύμα αντιστέκεται. Έτσι, ενώ από το μέσον του 3ου αιώνα είχε εισαχθεί ένα θέατρο «κατά τον ελληνικό τρόπο», το κτίσμα που προοριζόταν για τις παραστάσεις ήταν προσωρινό και οι συγκλητικοί αρνούνταν πεισματικά να ανεγείρουν ένα από πέτρα, με δικαιολογία γι' αυτή την άρνηση ότι το θέατρο θα ήταν για το λαό τόπος οκνηρίας και διχόνοιας. Αφού οι θεοί αρέσκονταν να παρακολουθούν θεατρικά έργα, τραγωδίες ή κωμωδίες, οι Ρωμαίοι πολίτες μπορούσαν να παρευρίσκονται στους αγώνες αυτούς, αλλά μένοντας όρθιοι. Ο Πομπηίος ανήγειρε το πρώτο λίθινο θέατρο το 55 π.Χ., στο τέλος της Δημοκρατίας. Οι μεγάλοι άρχοντες ανεγείρουν ωστόσο πιο ευρύχωρες οικίες. Οι δούλοι, που λόγω των πολέμων στην Ανατολή αφθονούν, αποτελούν τώρα το υπηρετικό προσωπικό που κατακλύζει την οικία των συγκλητικών. Το πρωί, από τα χαράματα, πλήθη πελατών έρχονται να χαιρετήσουν στο άτριο τον οικοδεσπότη. Ανάμεσά τους, άνθρωποι που ζουν στη Ρώμη, αφού εγκατέλειψαν το χωριό τους, όπου άλλοτε διέθεταν κάποια γη. Αλλά είχαν δελεασθεί από τις προσφορές ανθρώπων πλουσιότερων και παραχώρησαν τα αγαθά τους έναντι χρημάτων που η αξία τους καθημερινά ελαττώνεται. Στη θέση της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας του άλλοτε διαμορφώνονται στην Ιταλία εκτεταμένες ιδιοκτησίες που ανήκουν σε ένα μόνον ιδιοκτήτη. Ο πληθυσμός των πόλεων και των χωριών της Ιταλίας ελαττώνεται και φτωχαίνει· της Ρώμης αυξάνει, ενώ το εισόδημα της πλειονότητας αυτών των νέων αστών είναι ανεπαρκές για τις ανάγκες τους. Αναγκάζονται να τεθούν υπό την προστασία των μεγάλων, οι οποίοι έτσι περιβάλλονται από ένα πλήθος αργόσχολων. Οι πληβείοι της Ρώμης σύντομα θα αποτελέσουν μια μάζα ανθρώπων διαθέσιμων για πολιτικές ενέργειες, ιδιαίτερα πολύτιμων σε εκλογική περίοδο — ως εκ τούτου κάθε χρόνο στη Ρώμη οι εκλογές διαρκούν πολλούς μήνες. Η κοινωνική ισορροπία, που στο παρελθόν είχε δημιουργήσει την ισχύ της Ρώμης προσφέροντας σταθερότητα στην Ομοσπονδία, απειλείται σοβαρά. Σύντομα θα καταλυθεί και η ρωγμή αυτή θα προκαλέσει μακρά περίοδο αναταραχών στην ίδια τη Ρώμη, αλλά επίσης στην Ιταλία. Κατά τον δεύτερο καρχηδονικό πόλεμο είχε αρχίσει να διαμορφώνεται μια νέα κοινωνική τάξη, εκείνη των «εκμισθωτών» δημοσίων υπηρεσιών που θα ονομασθούν publicani. Εξεμίσθωναν για παράδειγμα την προμήθεια όπλων, τον επισιτισμό, τη μεταφορά στρατευμάτων. Αυτοί οι επιχειρηματίες, που συχνά σύστηναν εταιρείες, πραγματοποιούσαν μεγάλα κέρδη με αντίτιμο την προκαταβολή που εκχωρούσαν στο Κράτος. Αυτό το σύστημα των δημοσίων μισθώσεων είχε εγκαθιδρυθεί κατά το παράδειγμα του αντίστοιχου που οι Ρωμαίοι είχαν δει σε πολλά ελληνιστικά βασίλεια, πολύ κοντά τους, στη Σικελία καθώς και στην Αίγυπτο, χώρα με την οποία πολύ ενωρίς Digitized by 10uk1s
είχαν προνομιούχες οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις. Εντελώς φυσικά ανέθεσαν στους πουμπλικάνους την είσπραξη των φόρων στις επαρχίες του imperium, οι οποίες συστήνονταν βαθμιαία. Η σημαντικότερη εκμίσθωση υπήρξε εκείνη της επαρχίας της Ασίας, μετά το 133 π.Χ. Συνέβαλε πολύ στον πλουτισμό των publicani και προσέδωσε πολιτική σημασία στη δεύτερη τάξη (ordo) του Κράτους, τους ιππείς. Ενώ οι συγκλητικοί εξακολουθούσαν να είναι ιδιοκτήτες γης, οι ιππείς συχνά εξίσου πλούσιοι, μάλιστα πλουσιότεροι από τους πρώτους, ήταν άνθρωποι του χρήματος και η περιουσία τους συνίστατο σε τόκους στις εταιρείες των πουμπλικάνων και σε δάνεια προς τις σύμμαχες πόλεις, με τοκογλυφικούς όρους. Η ρωμαϊκή κοινωνία είχε λοιπόν υποστεί βαθιά αλλαγή: στην κορυφή υπήρχε η σύγκλητος την οποία αποτελούσαν μερικές οικογένειες γαιοκτημόνων που συγκέντρωναν γύρω τους πελάτες ολοένα και πολυαριθμότερους και στενότερα εξαρτημένους οικονομικώς. Αυτοί οι «συγκλητικοί» κατείχαν αξιώματα, στην πράξη μη προσιτά στους νεοανερχόμενους, σε όσους δεν απολάμβαναν την υποστήριξη μιας οικογένειας ή μιας ευγενούς φατρίας. Δίπλα στους συγκλητικούς υπήρχαν οι επιχειρηματίες, οι ιππείς, που δεν είχαν πρόσβαση στα αξιώματα και συνεπώς εξηρτώντο από την καλή θέληση των συγκλητικών που ήταν κύριοι των συμβολαίων και απένειμαν τη δικαιοσύνη στις επαρχίες. Η σύγκρουση μεταξύ συγκλητικών και ιππέων υπήρξε αναπόφευκτη. Οι ιππείς ορέγονταν την πολιτική και προπάντων τη δικαστική εξουσία, διότι στις αναρίθμητες δίκες, αναπόσπαστες από τις οικονομικές τους δραστηριότητες, έπρεπε να υπολογίζουν στην ευμένεια των δικαστών. Από την άλλη πλευρά, οι Ιταλοί σύμμαχοι, που είχαν συνείδηση ότι συνέβαλαν μεγάλως στην κατάκτηση, βλέποντας τους μεγάλους Ρωμαίους γαιοκτήμονες να κατέχουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των ιταλικών γαιών, ήταν δυσαρεστημένοι επειδή δεν είχαν απολύτως ενσωματωθεί στη ρωμαϊκή πόλη. Όλες αυτές οι αιτίες αστάθειας συνενώθηκαν όταν ένας δήμαρχος των πληβείων, ο Τιβέριος Γράκχος, που εντούτοις ανήκε στην υψηλότερη αριστοκρατία, αφού ήταν συγγενής εξ αγχιστείας με τους Σκιπίωνες, θέλησε να επιβάλει μεταρρυθμίσεις, να αναχαιτίσει την κίνηση που ερήμωνε την ύπαιθρο, που έδιωχνε τους ελεύθερους χωρικούς για να τους αντικαταστήσει με δούλους και αύξανε υπέρμετρα την πόλη της Ρώμης και τον πληθυσμό της. Τούτο υπήρξε η αρχή ενός μακρόχρονου αγώνα. Η Ρώμη γνώρισε με τη σειρά της τα πολιτικά μίση, τη βία, τις δολοφονίες και τις προγραφές. Κάθε φορά που μια ισορροπία φαινόταν έτοιμη να πραγματοποιηθεί, νέα κρίση ξεσπούσε. Άλλοτε ήταν η εχθρική προς τη Σύγκλητο πολιτική μερίδα που κατελάμβανε την εξουσία και έσφαζε τους κυριότερους αντιπάλους της, άλλοτε, μαζί με τον Λ. Σύλλα, ήταν οι αριστοκράτες που επικρατούσαν και προέγραφαν τους εχθρούς τους. Υπήρξε, μάλιστα, κάποια στιγμή όπου οι Ιταλοί σύμμαχοι επαναστάτησαν μαζικά και φάνηκε πως τελείωνε η εποχή της Ρώμης. Παρόλα αυτά η Ρώμη επέζησε μέσα σε όλες αυτές τις δυσκολίες. Μια σθεναρή στάση — ένας πόλεμος που διεξάγεται αποφασιστικά κατά των Ιταλών και ταυτόχρονα παραχωρήσεις — το δικαίωμα του πολίτη εκχωρείται στους στασιαστές που θα υποτάσσονταν — οδήγησαν στην καταστολή της εξέγερσης. Επίσης, μερικοί άνδρες συνέβαλαν, με την ευφυΐα τους, στη σωτηρία της Ρώμης από τους εσωτερικούς κινδύνους. Ο ίδιος ο Λ. Σύλλας, αργότερα ο Λ. Λούκουλος καθώς και ο Γναίος Πομπηίος, που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως υπολοχαγός του Σύλλα, εξασφάλισαν τη νίκη στο εξωτερικό, τόσο κατά των επιχειρήσεων του Μιθριδάτη όσο και κατά των δολοπλοκιών των Ρωμαίων συγκλητικών οι οποίοι είχαν συστήσει κυβερνήσεις σχισματικές στις επαρχίες, στην Αφρική και προπάντων στην Ισπανία, γύρω από τον Σερτόριο. Η Ρώμη σώθηκε, αλλά η ομαλή λειτουργία των παραδοσιακών θεσμών είχε αθεράπευτα νοθευθεί, παρά την ανάπαυλα που της εξασφάλισαν η ανακατάκτηση της Ισπανίας, έπειτα η ήττα του Μιθριδάτη την οποία ακολούθησε η οριστική κατάκτηση όλης της Ανατολής, και παρά το γόητρο των ρωμαϊκών όπλων που προέκυψε από την υποταγή των λαών της Γαλατίας. Την επιχείρηση αυτή ανέλαβε, το 58 π.Χ., ο Καίσαρ και την αποπεράτωσε σε λιγότερο από δέκα χρόνια. Όλο το πρώτο μισό του πρώτου π.Χ. αιώνα υπήρξε περίοδος πολιτικών μεταλλαγών· οι θεσμοί συνεχώς μεταβάλλονταν μάλλον για λόγους Digitized by 10uk1s
καιροσκοπικούς, κάθε φορά, παρά για τη δημιουργία πάγιας κατάστασης. Μέχρι τις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα, μία από τις κατευθυντήριες γραμμές της Δημοκρατίας ήταν η μη παραχώρηση υπερβολικής εξουσίας, ούτε υπερβολικής ισχύος σε κανέναν άνδρα όσο γόητρο και αν διέθετε. Έκτοτε η αρχή αυτή είχε πολλές φορές παραβιασθεί. Η Ρώμη άρχισε να γνωρίζει «άνδρες χαρισματικούς». Τούτο ξεκίνησε με την εποχή του Σκιπίωνος του νεότερου ο οποίος, ενώ δεν έχει τη νόμιμη ηλικία για να ασκήσει την αρχηγία του στρατού, την αναλαμβάνει και μεταβαίνει στην Ισπανία για να αποκαταστήσει την τάξη εκεί. Ο Σκιπίων, μυστικιστής αναφέρουν οι μεν, επιδέξιος αγύρτης οι άλλοι, σύντομα θεωρείται από τους στρατιώτες του θείος άνδρας, με την έμπνευση του Δία, ένας ηγέτης ευλογημένος από την Τύχη. Έτσι, ο Ρωμαίος στρατηγός εξομοιώνεται προς εκείνους τους ελληνιστικούς βασιλείς —και προς τον Αννίβα, που είχαν εξαρθεί υπεράνω των ανθρωπίνων. Μέχρι τότε η ευλογία των θεών απευθυνόταν στο αξίωμα και όχι στο πρόσωπο· ήταν απρόσωπη. Στο εξής ο στρατηγός μετέχει προσωπικώς του θείου μεγαλείου. Μετά τον Σκιπίωνα ακολούθησαν και άλλοι ηγέτες που φαίνονταν περιβεβλημένοι με το ίδιο χάρισμα: ο Γ. Μάριος, άνδρας επίσης χαρισματικός, που αναχαίτισε την επιδρομή των Τευτόνων και των Κίμβρων. Ο Λ. Σύλλας, που έλαβε την επωνυμία felix, ο ευδαίμων. Ο Πομπηίος, που η σταδιοδρομία του υπήρξε πρόκληση για όλους τους συνταγματικούς κανόνες. Ο Καίσαρ, τέλος, ο οποίος, καθώς δήλωσε σε έναν ονομαστό του λόγο κατά την κηδεία της θείας του Ιουλίας, ιδιοποιήθηκε το μεγαλείο των θεών και των βασιλέων από τους οποίους ισχυριζόταν ότι κατάγεται. Η έρις που οδήγησε σε διαμάχη τον Καίσαρα και τους συγκλητικούς στις αρχές του έτους 49 π.Χ., είχε ως αντικείμενο το αν ο κατακτητής των Γαλατιών, ο απόγονος της Αφροδίτης και του Αινεία, θα αποστρατευόταν μετά τη λήξη της αρχηγίας του, ή θα απολάμβανε μία εξαιρετική θέση μέσα στην πόλη. Αντιμέτωπος με τον Καίσαρα, ο Πομπηίος επισήμως υπέρμαχος της Συγκλήτου, αξίωνε παρόμοιες τιμές. Η ένοπλη σύγκρουση που ξέσπασε έφερε σε αντιπαράθεση δύο αντιλήψεις μάλλον για την πολιτική ζωή παρά δύο άνδρες. Μια αντίληψη δημοκρατική (ή τουλάχιστον ολιγαρχική) που θεωρούσε τους πολιτικούς άνδρες «υποκαταστάσιμους», με προσωρινή αποστολή, καθορισμένη και περιορισμένη, στο όνομα του «ρωμαϊκού λαού», δηλαδή της διφυούς πολιτικής κοινότητας η οποία αποτελείτο από το σύνολο των πολιτών αφενός και από τη Σύγκλητο αφετέρου —και μια αντίληψη μοναρχική που αναδείκνυε στην εξουσία, ως εκπρόσωπο της ρωμαϊκής κοινότητας, έναν άνδρα που είχε διακριθεί για τις νίκες του, το παρελθόν του και για ένα είδος συναίνεσης, λαϊκής ετυμηγορίας, που τον αναγνώριζε ως αρχηγό. Αυτή η συναίνεση ή άλλως λαϊκή ετυμηγορία ήταν πραγματικός θεσμός, παραδοσιακός στη Ρώμη. Στο πεδίο της μάχης, το εσπέρας της νίκης, οι στρατιώτες είχαν το έθιμο να χαιρετίζουν τον αρχηγό τους με το όνομα του imperator. Έτσι κατέληξε ο τίτλος αυτός να απονέμεται από τη Σύγκλητο μόλις έφθαναν οι ειδήσεις που ανάγγελαν μια νίκη, δηλαδή οι δαφνοστεφανωμένες πινακίδες που κατ' έθιμον αποστέλλονταν σε ανάλογες περιστάσεις. Αυτός ο τίτλος του imperator, που μετά τον Καίσαρα θα ορίζει το πρόσωπο του Ηγεμόνα (τότε το imperator θα φέρεται ως επωνυμία) έχει βαρύνουσα σημασία: σημαίνει ότι οι στρατιώτες (που είναι όλοι πολίτες!) αναγνωρίζουν στον αρχηγό τους το δικαίωμα ζωής και θανάτου, ένα δικαίωμα που από το νόμο διέθετε βέβαια, αλλά τώρα το λαβαίνει με μια πράξη θεληματική. Σημαίνει επίσης ότι οι ίδιοι στρατιώτες διακρίνουν σε εκείνον την παρουσία μιας ανώτερης εξουσίας, σχεδόν θείας, που τον προσεγγίζει στον θεό Δία, κυρίαρχο της Ρώμης και σύμβολο απόλυτης ισχύος. Ο Καίσαρ, μετά τις νίκες του, θα επιτύχει από τη Σύγκλητο να θεσπίσει προς τιμή του «ικεσίες», όπως στους θεούς. Κατά τη διάρκεια των ικεσιών, οι ναοί ήταν ανοιχτοί, οι πολίτες, άνδρες και γυναίκες, προσέρχονταν για να ευχαριστήσουν τους θεούς για τα ευεργετήματα που χάρισαν στον ρωμαϊκό λαό με τη μεσολάβηση του νικηφόρου imperator. Έτσι εκείνος εξυψωνόταν υπεράνω των άλλων ανθρώπων και δεν υπήρχε πλέον όμοιός του μέσα στην πόλη. Ο Καίσαρ —είναι βέβαιο— επιθυμούσε τη βασιλεία, μια βασιλεία όχι όπως εκείνη των παλαιών βασιλέων της Ρώμης, αλλά που να έμοιαζε περισσότερο με τη βασιλεία των ελληνιστικών βασιλέων, κληροδότημα του Αλεξάνδρου. Διακατεχόταν από την ανάμνηση του κατακτητή που είχε ξεκινήσει Digitized by 10uk1s
αναζητώντας τα πέρατα του κόσμου. Αφού είχε φθάσει στην εσχατιά της Δύσης, με την εκστρατεία στη Βρετανία, σχεδίαζε την εποχή που δολοφονήθηκε, την ημέρα των ειδών του Μαρτίου του 44, να οργανώσει μιαν άλλη προς την Ανατολή. Ονειρευόταν να γίνει ο απόλυτος άρχοντας της Γης. Είχε φροντίσει να διαδοθεί η φήμη ότι η Ανατολή θα μπορούσε να κατακτηθεί μόνον από έναν άντρα που θα έφερε τον τίτλο του βασιλιά. Οι συνωμότες των ειδών του Μαρτίου θέλησαν να συντρίψουν εκείνον που τον αποκαλούσαν τύραννο, που είχε αναδειχθεί μέσα στη Δημοκρατία με τρόπο που τους φαινόταν αφόρητος. Αλλά η πράξη τους σε τίποτε δεν μετέβαλε την πραγματική κατάσταση. Όλες οι απόπειρες για αποκατάσταση της παλαιάς τάξης πραγμάτων, δηλαδή να αποδοθούν στη Σύγκλητο οι εξουσίες της, στο λαό τα προνόμιά του, κατέληξαν σε νέο χάος. Οι εμφύλιοι πόλεμοι που ολοκλήρωσαν τον αποδεκατισμό της αριστοκρατίας, από το 43 έως το 31, από τον πόλεμο που διεξήγαγαν ο Αντώνιος και ο Οκτάβιος, θετός γιος του νεκρού δικτάτορα, κατά των δολοφόνων του τελευταίου, οι οποίοι είχαν αρχηγούς τον Βρούτο και τον Κάσσιο, μέχρι τον αγώνα που έφερε αντιμέτωπους τους δύο συμμάχους του 43 και έληξε με τη νίκη του Οκτάβιου στο Άκτιο, στις 2 Σεπτεμβρίου του 31, έκαναν φανερό ότι η Δημοκρατία είχε πεθάνει, ότι ήταν αναπόφευκτο να αναγνωρίσουν στο εξής την αναγκαιότητα ενός ηγεμόνα, ενός ανθρώπου που θα προστάτευε όλο το «ρωμαϊκό όνομα», θα εγγυάτο την ενότητα και θα διασφάλιζε την πόλη από τη διχόνοια. Το προφανές αυτής της αναγκαιότητας αρχικώς δεν επιβλήθηκε βιαίως αλλά εμφανίσθηκε στη σκέψη πολιτικών στοχαστών και κατά πρώτον στον Κικέρωνα που διέθετε την εξαιρετική αρετή να συνδυάζει την πρακτική και την πείρα της εξουσίας με τη γνώση των φιλοσοφικών θεωριών από τον Πλάτωνα έως τον ίδιο και να συναγάγει συμπεράσματα προς όφελος της Ρώμης. Μετά τη δοκιμασία και την περίοδο περισυλλογής που ήταν η εξορία του, το 58 π.Χ., και ενώ την εξουσία ασκούσε η τριανδρία Πομπηίου, Καίσαρα και Κράσσου, τους οποίους συνέδεε μια ιδιωτική συμφωνία και ιδιοποιούνταν προς όφελός τους κάθε εξουσία, ο Κικέρων από το 55 π.Χ., έξι χρόνια πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος, είχε συλλάβει θεωρητικώς την ουσία της μέλλουσας Ηγεμονίας —όπως διαμορφώθηκε εικοσιπέντε περίπου χρόνια αργότερα, το 27 π.Χ. Ήδη σκιαγραφεί ένα σύστημα όπου ένας Προστάτης (ένας Πρώτος Πολίτης, Princeps) θα ρύθμιζε την άσκηση της εξουσίας στηριζόμενος σε μια σύγκλητο που θα ήταν το συμβούλιό του και μέσω αυτής ο λαός θα επικύρωνε τις πράξεις του. Έτσι η πόλη θα ανακτούσε την ομοψυχία της, αυτήν την concordia ordinum (τη συναίνεση των διαφόρων τάξεων του Κράτους), της οποίας ο Κικέρων υπήρξε ο συνήγορος σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του και την οποία προσπάθησε να πραγματοποιήσει την εποχή όπου διέθετε κάποια επιρροή. Είχε απολύτως κατανοήσει ότι η δυστυχία της Ρώμης οφειλόταν στις έριδες που είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα στις τάξεις: οι ιθύνοντες (η Σύγκλητος, ρυθμιστής της πολιτικής εξουσίας) συχνά ερχόταν σε αντίθεση συμφερόντων με τους ιππείς, κατόχους του πλούτου και ρυθμιστές όλης της οικονομίας στην Αυτοκρατορία, ενώ οι πληβείοι ήταν εξαρτημένοι από όποιον τους πλήρωνε. Για τον Κικέρωνα το ιδανικό πολίτευμα είναι το «μικτό» καθεστώς, που ήδη είχε συλλάβει ο Αριστοτέλης και είχαν επιδοκιμάσει οι στωικοί οι οποίοι, όλοι, είχαν επαινέσει τα προτερήματα ενός τέτοιου συστήματος που συνδύαζε μοναρχία, ολιγαρχία και δημοκρατία και απέφευγε τις υπερβολές και τις ανωμαλίες. Αλλά ο Κικέρων, που είχε συλλάβει τον Princeps σαν έναν ρήτορα — φιλόσοφο, όπως ο ίδιος, έτρεφε μερικές αυταπάτες όσον αφορά τις συνθήκες με τις οποίες ο Princeps όφειλε να εγκαθιδρύσει την εξουσία του. Αυτή δεν θα έπρεπε να είναι αποκλειστικώς ηθική. Ο γηραιός πολιτικός έκρινε ότι η Ρώμη όφειλε να αποτρέψει μιαν αιματηρή εξέγερση. Θυμόταν εκείνη την ημέρα του Δεκεμβρίου του 63, όταν, αφού είχαν εκτελεσθεί οι συνένοχοι του Κατιλίνα, επέστρεψε στο σπίτι του ανάμεσα στις λαϊκές επευφημίες, και φανταζόταν ότι είχε επαναφέρει, με μόνη τη δύναμη του λόγου του στην υπηρεσία του Νόμου, την ομοψυχία της Πατρίδας. Στην πραγματικότητα χρειάσθηκε ένα λουτρό αίματος, όχι μόνο στη Ρώμη αλλά και στην Ιταλία καθώς και σε ορισμένες επαρχίες, για να γεννηθεί το νέο καθεστώς. Οι λόγοι υπήρξαν πολλαπλοί. Ο Digitized by 10uk1s
πρώτος, πιθανώς, ήταν ότι ο Καίσαρ είχε θριαμβεύσει με την ισχύ και ότι το δημοκρατικό καθεστώς, αφού είχε αποκατασταθεί με τη βία, όφειλε επίσης να επικαλείται τη βία για να διατηρηθεί. Οι κληρονόμοι του Καίσαρα κατέφυγαν πάλι στα όπλα για να οδηγήσουν σε θρίαμβο ό,τι θεωρούσαν δικαιώματά τους, και, επομένως, οι ανταγωνισμοί κρίθηκαν στα πεδία των μαχών. Ο αναπόδραστος κύκλος της βίας εξακολούθησε έως τη στιγμή όπου απόμεινε ένας νικητής. Αλλά το θαύμα ήταν ότι ο φαύλος κύκλος του πολέμου έληξε μετά τη νίκη του Αυγούστου. Οι συνωμοσίες που εξυφάνθηκαν εναντίον του είχαν εύκολα κατασταλεί, γιατί δεν βρήκαν την υποστήριξη που είχε συναντήσει εκείνη των ειδών του Μαρτίου. Τούτο οφειλόταν στο γεγονός ότι ο νικητής, για τα μάτια της κοινής γνώμης και του κόσμου, είχε προσλάβει σχεδόν υπεράνθρωπη διάσταση, ένα θείο χαρακτήρα που ο κικερώνειος Princeps ήταν αδύνατο να απαιτήσει.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Η Ιταλική συνιστώσα (2) Η ρωμαϊκή Αυτοκρατορία Η αυτοκρατορική ιδέα Ο Καίσαρ, σχεδόν θεοποιημένος πριν από το θάνατό του, ευθύς μετά το τέλος του θεωρείται θεός. Μια παλαιά παράδοση, από τον Ρωμύλο και έπειτα, ήθελε οι βασιλείς της Ρώμης να έχουν σχέσεις με τον κόσμο των θεών. Ο Ρωμύλος για τον οποίον αφηγούνταν ότι επίσης είχε δολοφονηθεί από τους Πατέρες επειδή ζήλεψαν τη δόξα του, επιστεύετο ότι είχε ανέλθει στον ουρανό. Ο Καίσαρ φρόντιζε να ανανεώνει αυτή την αρχαία δοξασία εφόσον ισχυριζόταν ότι καταγόταν από τον Άρη, όπως ο Ρωμύλος. Εξάλλου έχουμε και τον κομήτη που φάνηκε στον ουρανό την κατάλληλη στιγμή ώστε να θεωρηθεί ότι επρόκειτο για την ψυχή του δολοφονημένου ήρωα που όδευε προς το υπερπέραν. Ο Οκτάβιος, που διεκδίκησε και έδρεψε την κληρονομιά του θετού του πατέρα, έγινε Υιός Θεού, χάρισμα ανυπέρβλητο. Στο εξής κάθε πολιτική αντιζηλία γύρω από το πρόσωπό του φαινόταν πως θέτει σε αμφισβήτηση το ιερό. Ο Αντώνιος ματαίως διατεινόταν ότι ήταν επίσης θεός, ματαίως υπενθύμιζε τη μυθική καταγωγή της οικογένειάς του που τον συνέδεε με τον Ηρακλή και τον Βάκχο, ματαίως νυμφεύθηκε μια βασίλισσα την οποία επίσης θεωρούσαν ως τη Νέα Ίσιδα. Οι εξωτικές αυτές θεότητες συγκινούσαν τους Ρωμαίους και τους Ιταλούς λιγότερο από τον Άρη και τον Καίσαρα. Υπεράνω της σύγκρουσης των στρατών και των στόλων υπάρχουν, όπως στην ομηρική εποχή, οι θεότητες που έρχονται αντιμέτωπες και ακόμη μία φορά η νίκη ανήκει σε εκείνες της Ευρώπης ενάντια στις άλλες της ασιατικής και αφρικανικής Ανατολής. Με το μέρος του Οκτάβιου είναι ο Άρης, ο θεοποιημένος Καίσαρ, ο Απόλλων προπάντων, θεός ταυτόχρονα ελληνικός και ιταλικός που από πολύ καιρό είχε εισαχθεί στη Ρώμη. Με το μέρος του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας είναι ο Διόνυσος, προς τον οποίον οι Ρωμαίοι ανέκαθεν δυσπιστούσαν, και προπάντων οι αιγυπτιακές θεότητες, ζωομορφικές, που η προπαγάνδα του Οκτάβιου αρεσκόταν να επιδεικνύει στην ακολουθία της Κλεοπάτρας. Οι ποιητές που περιέβαλαν τον Αύγουστο, κυρίως ο Βιργίλιος και ο Οράτιος, συνεισέφεραν πολύ στη διάδοση αυτής της ερμηνείας όσον αφορά τη νίκη κατά του Αντωνίου. Επανέλαβαν μάλλον συνειδητά τα παλαιά θέματα που είχαν αναπτυχθεί κατά την ένδοξη εποχή του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας και αντιπαρέταξαν την «ελευθερία», προσφιλή στους λαούς της Ευρώπης, στην τυραννία που αποδέχονταν οι Ασιάτες. Όντως, αυτή η μυθική εικόνα του γεγονότος ανταποκρινόταν σε κάποια πραγματικότητα. Ο Αντώνιος εμφανιζόταν ως συνεχιστής του Βασιλέως-Καίσαρα — ίδιες φιλοδοξίες για παγκόσμια αυτοκρατορία, για βασιλεία με επίκεντρο την Αίγυπτο και όλη την Ανατολή, μάλιστα σε βάρος της ρωμαϊκής ενότητας. Ο Οκτάβιος, αντίθετα, μπορούσε (και όφειλε) να αποκηρύξει αυτή τη μορφή καισαρικής επανάστασης, πράγμα που προκαταβολικώς αφόπλιζε κάθε βασιλοκτόνο και τον συνέδεε με τους δημοκρατικούς, ή τουλάχιστον δεν τον αποξένωνε οριστικώς από αυτούς. Φυσικά, ο Οκτάβιος, από τη βασιλεία που η νίκη του προσέφερε, διατήρησε ό,τι του επέτρεπε να ασκεί εκείνο το είδος της Προστατείας που ο Κικέρων έκρινε αναγκαίο και αναπόφευκτο. Αλλά έγινε Ηγεμόνας, θα λέγαμε με «σφετερισμό», αφού αφήρεσε από τη βασιλεία ό,τι έμοιαζε με τυραννία και διατήρησε μόνον τη majestus του νικητή, γιου ενός θεού. Για το λόγο αυτόν το περιβάλλον του σκέφθηκε να δώσει στο χάρισμα του Οκτάβιου μιαν αληθινά ρωμαϊκή έκφραση, και, μετά από κάποιες ατυχείς απόπειρες, του απένειμαν τον τίτλο του Αυγούστου, που όριζε αρκετά καλά αυτό που έπρεπε να είναι για τη Ρώμη ο «πρώτος πολίτης»: μεσολαβητής μεταξύ της πόλης και των θεών (ό,τι ήταν άλλοτε οι εκλεγμένοι άρχοντες, όμως λόγω του αξιώματός τους και όχι λόγω του χαρισματικού τους χαρακτήρα), ένας ηγέτης επιτυχής στις επιχειρήσεις, στο εξωτερικό και στο εσωτερικό. Παράλληλα ο Αύγουστος διατήρησε το δημοκρατικό σύστημα, τουλάχιστον στις ουσιώδεις δομές: δικαστική εξουσία, Σύγκλητος και λαϊκές συνελεύσεις. Αλλά η λειτουργία αυτών των θεσμών Digitized by 10uk1s
υπάγεται στον έλεγχο του Ηγεμόνα. Αυτός ο έλεγχος ασκείται με ποικίλους τρόπους: άλλοτε ο Αύγουστος περιβάλλεται την υπατεία, και συνεπώς καθίσταται αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας, άλλοτε ασκεί την εξουσία των δημάρχων που τον θέτει υπεράνω των νόμων, τον κάνει απαραβίαστο και του παρέχει το δικαίωμα να αντιτίθεται σε τυχόν αποφάσεις άλλων αρχόντων. Το καθεστώς λοιπόν γίνεται μοναρχία, τουλάχιστον δυνάμει. Ο αρχηγός του Κράτους, ωστόσο, δεν εξέφραζε συνεχώς και άμεσα την εξουσία του, άφηνε τα πράγματα και επιφυλασσόταν να παρεμβαίνει όταν το έκρινε αναγκαίο. Αλλά η παρέμβασή του ήταν αποφασιστική. Έτσι, όσον αφορά το διορισμό των αρχόντων «συνιστούσε» στο λαό ορισμένους υποψηφίους, αφήνοντας τις υπόλοιπες θέσεις χωρίς επισήμους υποψηφίους. Ήταν, φυσικά, ο ανώτατος αρχηγός του στρατού, ο imperator· οι στρατηγοί, που όντως διοικούσαν, δεν ήταν παρά υφιστάμενοί του, legati. Οι οιωνοί λαμβάνονται στο όνομά του και μόνον αυτός, τουλάχιστον μετά από μια ορισμένη εποχή, είχε το δικαίωμα να τελεί θρίαμβο. Έτσι γεννήθηκε η Αυτοκρατορία, που η ιδέα της έμελλε να ασκήσει τέτοια γοητεία στα πνεύματα, σε όλον τον Μεσαίωνα. Τα πρώτα της βήματα ήταν ηθελημένα μετριοπαθή. Έπρεπε να αποφύγει το όνομα και ακόμη την όψη της μοναρχίας. Ωστόσο δεν ήταν τα πάντα αρνητικά στη νέα αυτή μορφή εξουσίας. Ενυπάρχουν βαθιά ρωμαϊκά στοιχεία, όπως σταθερά ριζωμένη η ιδέα ότι η άσκηση της εξουσίας έχει θρησκευτική διάσταση, ότι μία από τις θεμελιώδεις λειτουργίες της είναι να διασφαλίζει την «Ειρήνη των θεών». Ο αυτοκράτορας είναι ο πρώτος ιερέας του Κράτους, ενώ ως imperator, που τον αναγόρευσαν οι στρατιώτες, είναι ο ηγέτης της πόλης σε καιρό πολέμου, διότι οι στρατιώτες που τον αναγορεύουν ανήκουν στις λεγεώνες ή στις πραιτοριανές κοόρτεις οι οποίες επίσης αποτελούνται από πολίτες. Συνεπώς η υποστήριξή τους δεν απορρέει απλώς και μόνον από την ισχύ· πρόκειται για τη συναίνεση του ένοπλου έθνους. Η αυτοκρατορική εξουσία στο βάθος προσομοιάζει αρκετά με εκείνη του πατέρα ή του προστάτη: ασκείται «κατόπιν συμβουλίου», και, όπως ο πατέρας της οικογένειας, πριν λάβει κάποια σοβαρή απόφαση, καλούσε τους συγγενείς και φίλους του, έτσι και ο Ηγεμόνας δεν διέθετε απλώς το προσωπικό και ιδιωτικό του «συμβούλιο», όπως όλοι οι άρχοντες, αλλά συμβουλευόταν τη Σύγκλητο η οποία συνιστούσε, καθώς το προσδιόρισε ο Κικέρων, το «συμβούλιο» της πόλης. Ο Ηγεμόνας περιβάλλεται από ξεχωριστό μεγαλείο, είναι υπεράνω των πολιτών αν και ταυτοχρόνως παραμένει πολίτης. Το numen, η υπεράνθρωπη υπόστασή του, το Genius του Ηγεμόνα (άλλωστε κάθε πατέρας, κάθε άνδρας υπεύθυνος μιας οικογένειας, ενός οίκου, διαθέτει ένα Genius κηδεμονίας προς όσους εξαρτώνται από αυτόν) είναι ανώτερο των άλλων. Συνεπώς του αποδίδουν λατρεία. Όπως τα μέλη μιας familia τιμούν το Genius του κυρίου, έτσι ο λαός της Ρώμης αποδίδει επίσημη λατρεία στο Genius Augusti, που είναι ο προστάτης του και με τη θρησκευτική έννοια ο «πολιούχος». Βλέπουμε με ποιον τρόπο η πανάρχαια ρωμαϊκή παράδοση, με καταγωγή το γένος, συνέβαλε στη διαμόρφωση της αυτοκρατορικής ιδέας. Ακολούθως ο αυτοκράτορας πολύ γρήγορα θεωρήθηκε «πολιούχος» και προστάτης όχι μόνον των κατοίκων της Ρώμης αλλά επίσης όλων των επαρχιωτών, πολιτών και μη, ακόμη και των δούλων. Αυτός είναι ένας θεός προστάτης από τον οποίο προσδοκούν δικαιοσύνη και συχνά σωτηρία. Άνθρωποι από τις πλέον μακρινές χώρες και από τις ταπεινότερες τάξεις απευθύνονται προς εκείνον και του υποβάλλουν αιτήσεις. Είναι ο ανώτατος δικαστής. Φαίνεται μάλιστα πως ο θρησκευτικός χαρακτήρας του αυτοκράτορα ήταν βαθύτερα αισθητός στις επαρχίες παρά στη Ρώμη. Από πολύ ενωρίς βλέπουμε να ανεγείρουν βωμούς στον ηγεμόνα. Αυτή η αυθόρμητη κίνηση ευσέβειας ενοχλούσε τους πρώτους αυτοκράτορες που διατηρούσαν την ανάμνηση του Καίσαρα. Προσπάθησαν να συγκαλύψουν ό,τι περιείχε πρόκληση για ορισμένους Ρωμαίους της Ρώμης (και ιδίως τους συγκλητικούς), δηλαδή την αποθέωση ενός ζώντος, με το να συνδέουν, όσον αφορά τη λατρεία των επαρχιωτών, το όνομά τους με εκείνο της Ρώμης. Παρόλα αυτά η Ρώμη και ο αυτοκράτορας σύντομα ταυτίσθηκαν. Δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε εδώ όλη την εξέλιξη της θεοποίησης του αυτοκράτορα, παρά σε γενικές γραμμές. Το κύριο στοιχείο της θεότητας του Αυγούστου, η υική του ιδιότητα, Digitized by 10uk1s
συνετέλεσε ώστε η Αυτοκρατορία να παραμείνει στον οίκο των Ιουλίων και, με υιοθεσία, σε εκείνον των Κλαυδίων. Αλλά η σειρά των απογόνων του Αυγούστου τελειώνει με τον Νέρωνα —αν και πρόκειται για μια γενιά που θεμελιώθηκε σε πολλαπλές υιοθεσίες και μακρινή συγγένεια. Ο Καλλιγούλας και ο Νέρων, βέβαια, είχαν προσπαθήσει να αποκτήσουν μιαν άλλη θεία νομιμότητα, στηριζόμενοι στην παράδοση του Αντωνίου. Ο Καλλιγούλας είχε θεοποιήσει μία από τις αδελφές του, νεκρή, δημιουργώντας μια Ίσιδα. Ο ίδιος συνομιλούσε συχνά με τον Δία στο Καπιτώλιο, συμπεριφερόμενος ως ίσος προς ίσον. Ο Νέρων εμφανιζόταν σαν νέος Απόλλων, παίζοντας λύρα, οδηγώντας τα άρματα όπως ο θεός. Αλλά αν αυτές οι απόπειρες, ιδιαίτερα εκείνες του Νέρωνα, είχαν συναντήσει ευνοϊκή απήχηση στην Ανατολή, η ρωμαϊκή αριστοκρατία δεν ήταν ακόμη έτοιμη να τις δεχθεί και να κάνει τους αυτοκράτορες ζώντες θεούς. Έτσι, όταν η ισχύς των όπλων επέβαλε τον Βεσπασιανό, μετά από τρία διαδοχικά πραξικοπήματα, η κοινή γνώμη εύκολα συμβιβάσθηκε με αυτόν τον Ιταλό αστό, ο οποίος ανελάμβανε το βάρος της Αυτοκρατορίας αλλά μετέτρεπε σε γελοία τη θρησκευτική διάσταση του θεσμού. Του αρκούσε να λαβαίνει τους οιωνούς, όπως οι άρχοντες του παρελθόντος, να επιτελεί τις ιεροτελεστίες, χωρίς ο ίδιος να αισθάνεται ότι έχει θεϊκή φύση. Αλλά ο δεύτερος γιος του ο Δομιτιανός, κατανόησε ότι ένας αυτοκράτορας χωρίς το θεϊκό μεγαλείο μόνον κατά το ήμισυ πληρούσε το ρόλο του. Ο Δομιτιανός αναζήτησε τη θρησκευτική του δικαίωση στον Ηρακλή, πράγμα εξαιρετικά έξυπνο, διότι από αιώνες ο Ηρακλής ήταν για τους Ρωμαίους ο κατεξοχήν νικηφόρος ήρωας που είχε κατακτήσει την αθανασία με την αρετή της ρώμης, το θάρρος του, και οι θριαμβευτές, κατά την τελετή που τους οδηγούσε στο Καπιτώλιο, του απέδιδαν φόρο τιμής. Για πολύ καιρό μετά τον Δομιτιανό, οι αυτοκράτορες θα διατηρήσουν την ανάμνηση του ηρακλείου χαρίσματος, το οποίο θα επιβληθεί κατά τη διανομή των αυτοκρατορικών εξουσιών τον 4ο αιώνα, αφού ο Αύγουστος θα επικαλείται τον Δία και ο Καίσαρ, ο τοποτηρητής του και μέλλων διάδοχος, θα αποκαλείται Ηράκλειος. Αλλά ο Δομιτιανός φονεύεται σε μια εξέγερση του παλατιού, και οι Συγκλητικοί για μιαν ακόμη φορά επεχείρησαν να εγκαταστήσουν στη Ρώμη έναν ηγεμόνα προσιτότερο στη ρωμαϊκή παράδοση. Επέλεξαν τον Νέρβα και για έναν αιώνα η αυτοκρατορική διαδοχή κύλησε χωρίς βία, καθώς κάθε αυτοκράτορας υιοθετούσε το διάδοχό του, συστήνοντάς τον ως τον «καλύτερο» άνδρα στην πόλη. Παρόλα αυτά ο θείος χαρακτήρας του θεσμού δεν εξαλείφθηκε, αντιθέτως. Ο Πανηγυρικός του Τραϊανού, τον οποίο εκφώνησε ο Πλίνιος, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο αυτή η ιδέα της υπεροχής ενός άνδρα ήταν τότε απαραίτητα συνδεδεμένη με την ιδέα του θείου. Η Ρώμη συνέλεγε τους καρπούς της μακροχρόνιας διάβρωσης η οποία, από τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα, είχε εθίσει τη ρωμαϊκή και ιταλική ελίτ να αποδέχεται και να εφαρμόζει τις αξίες των στωικών. Για τους στωικούς, ο ενάρετος άνδρας, ο Σοφός, είναι θείος άνδρας, εικόνα επιγής του υψίστου θεού. Ο Τραϊανός, Optimus Princeps, θα είναι λοιπόν όπως ο Δίας μεταξύ των ανθρώπων, Optimus, επίκουρος και αλάθητος, λόγω της ηθικής του τελειότητας. Ο Ηγεμόνας θα είναι θαρραλέος και δυνατός, κύριος του εαυτού του και ιδιαίτερα της οργής του, θα είναι δίκαιος, αφού είναι ο Υπέρτατος κριτής του Κόσμου, θα είναι προνοητικός και σοφός για να καθοδηγεί τους λαούς. Αυτά τα τέσσερα προτερήματα, οι τέσσερις κύριες αρετές που οι φιλόσοφοι είχαν διακρίνει από την εποχή του Πλάτωνα, ακολούθως του Αριστοτέλη, χαρακτηρίζουν τον αυτοκράτορα. Θα προσδιορίζουν το θείο της ύπαρξής του και θα του εξασφαλίσουν την αποθέωση, μετά θάνατον. Είναι αδιάφορο αν του ανεγείρουν βωμούς όσο ζει, τουλάχιστον στις επαρχίες, αφού η θεοποίηση λαβαίνει συμβολική αξία, και η φιλοσοφία δικαιολογεί το μυστικισμό. Ο Ηγεμόνας δεν έχει πλέον ανάγκη να προβαίνει σε εκδηλώσεις προκλητικές για την παλαιά ρωμαϊκή αντίληψη, όπως ο Καλλιγούλας, ο Νέρων, ο Δομιτιανός, να οδηγεί άρματα, να εμφανίζεται στο θέατρο και να κατεβαίνει στην αρένα για να αποδείξει τη δύναμή του. Ένα θείο πνεύμα τον ενοικεί, και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, αφού ο Δίας τον εκάλεσε να καθοδηγεί τον κόσμο των θνητών, όπως εκείνος κυβερνά με την πρόνοιά του ολόκληρο το Σύμπαν. Οι ποιητές αποκαλύπτουν τις εκδηλώσεις αυτού του θείου πνεύματος, σε κάθε περίσταση, όπως για παράδειγμα ο Μαρτιάλιος με την ευκαιρία των αγώνων που συνόδευσαν τα εγκαίνια του Κολοσσαίου. Ο αυτοκράτορας είναι ο κύριος των θηρίων, τα οποία διακρίνουν σ' αυτόν υπεράνθρωπη δύναμη και υποκλίνονται μπροστά του. Αυτό το αίσθημα που τείνει να διαμορφωθεί στα πνεύματα και στις καρδιές εκφράζει η κολακεία ενός Digitized by 10uk1s
στιχουργού. Ο ηγεμόνας είναι ασφαλώς θείος, είναι ο επίγειος εκπρόσωπος της αιώνιας δικαιοσύνης, της δύναμης που διέπει τον κόσμο και τον κινεί. Ό,τι συνιστά φιλοσοφική σύλληψη για τους συγκλητικούς και την ελίτ, είναι ενστικτώδης θρησκεία για τους υπολοίπους. Στην Ανατολή οι παλαιές δοξασίες προσελκύουν την αυτοκρατορική θρησκεία. Η αρχαία ηλιακή λατρεία, κοινή στους Σημίτες της Συρίας και της Αιγύπτου, καθώς και στους αρίους λαούς της Μ. Ασίας, μέσω της θρησκείας του Μίθρα, ξαναβρίσκει με τον αυτοκράτορα την παλαιά πολιτική της σημασία. Αυτή η κίνηση ήδη διαφαίνεται από την εποχή του Νέρωνα, ενώ κυριαρχεί με τη δυναστεία των Σηβήρων, στο τέλος του 2ου π.χ. αιώνα και στην αρχή του 3ου αι. Γρήγορα, τα νομίσματα όλων των αυτοκρατόρων, ακόμη και των πλέον εφήμερων, τους απεικονίζουν με ηλιακό στέμμα. Στο τέλος του αιώνα ο Αυρηλιανός κάνει επίσημη τη λατρεία του κυρίαρχου Ηλίου, του οποίου είναι ο επιγής εκπρόσωπος. Έτσι, η αυτοκρατορική ιδέα διά της οδού της σκέψης και της θρησκείας παίρνει διαφορετικές αποχρώσεις, ανάλογα με τους καιρούς και τις χώρες καθώς και τις πνευματικές ατομικές συνήθειες. Αλλά, μέσα από όλους αυτούς τους δρόμους τείνει προς μια οικουμενική σύλληψη: δικαιωματικά, ο αυτοκράτορας είναι ο κύριος του Σύμπαντος, ακόμη και των λαών που δεν αναγνωρίζουν εισέτι το νόμο του. Δεσπόζει με ένα ανώτερο δίκαιο που θεμελιώθηκε στη Δικαιοσύνη και την Πρόνοιά του. Είναι ο φύλακας του Νόμου και ο προστάτης όλων. Στο έργο του βοηθείται από το θείο που για χάρη του προκαλεί θαύματα, κάνοντας, για παράδειγμα, να βρέξει, όταν τα στρατεύματα διψούν. Η εξέγερση εναντίον του είναι αμάρτημα κατά των θεών. Οι πνευματικές δομές Από τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο ρωμαϊκός κόσμος καλύπτει το σύνολον των ανθρώπων που αναγνωρίζουν το ίδιο ιδεώδες και αυτό συνοψίζεται στη λέξη libertas: η libertas, δηλαδή το γεγονός να είναι ένας άνθρωπος ελεύθερος, είναι μια κατάσταση για την οποία ο Πανδέκτης δίνει τον ακόλουθο ορισμό: «η ελευθερία είναι η δυνατότητα που δόθηκε από τη φύση στον άνθρωπο να πράττει ό,τι του αρέσει εκτός ανωτέρας βίας ή υποχρεώσεων εκ του νόμου». Ο αυτοκράτορας δεν είναι βασιλιάς, το Κράτος είναι κατά το νόμο μια δημοκρατία, res publica, και ο αυτοκράτορας είναι, όπως αναφέραμε, ο πλέον εξαίρετος των πολιτών, ο «πρώτος» (princeps). Δεν είναι, καθώς ο βασιλιάς, ο ζωντανός νόμος και η βούλησή του δεν είναι τυραννική. Οι αποφάσεις του, αν και έχουν ισχύ νόμου, παρουσιάζονται ως ερμηνεία του δικαίου. Συνήθως άλλωστε στηρίζονται πράγματι σε προγενέστερη νομολογία ή, οσάκις νεωτερίζουν, συνοδεύονται από αιτιολόγηση, σύμφωνα με τη λογική ή το δίκαιο. Ο αυτοκράτορας, στην περίπτωση αυτή, ενεργεί όπως οι άρχοντες των οποίων είναι ο διάδοχος, με την ίδια σύνεση που οι πραίτωρες του παρελθόντος όταν αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους, δημοσίευαν ένα διάταγμα που καθόριζε τους νόμους που σκόπευαν να ακολουθήσουν για την απονομή της δικαιοσύνης. Μετά τη βασιλεία του Αδριανού, το διάταγμα του πραίτωρα έπαυσε να είναι ετήσιο, δηλαδή μεταβλητό· έγινε «διηνεκές» (edictum perpetuum) και αποτελεί πραγματικό κώδικα. Αυτή η επεξεργασία του δικαίου, καθώς θεμελιώνει την ελευθερία και προστατεύει τους πολίτες από την αυθαιρεσία, είναι χαρακτηριστική του ρωμαϊκού κόσμου και θα βαρύνει πολύ στην ιστορία της Ευρώπης. Θα υλοποιήσει τους παλαιούς πόθους που η ηχώ τους ήταν αισθητή τον καιρό των μηδικών πολέμων. Η Ευρώπη θα εμφανισθεί ως η χώρα της ελευθερίας, μία γη όπου η ισχύς δεν δημιουργεί το δίκαιο —σε αντίθεση με τις χώρες τις υποτελείς στους βαρβάρους, Δύσης ή Ανατολής, Γερμανούς ή Πάρθους, στους οποίους το δίκαιο είναι η απλή και καθαρή έκφραση της νίκης των όπλων. Αυτή η ιδέα θα επιβληθεί με τόση δύναμη ώστε η εικόνα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, του μεγάλου νομοθέτη, όπως τον βλέπουμε στον Άγιο Βιτάλιο της Ραβέννας, θα ενσαρκώνει, ακόμη και για τον Δάντη, το πνεύμα της αυτοκρατορίας στα οράματα του Παραδείσου. Δεν είναι δυνατόν ούτε καν να σκιαγραφήσουμε εδώ αυτό που ήταν το ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο Digitized by 10uk1s
τόσο πολύ συνέβαλε στη θεμελίωση της ευρωπαϊκής ιδεολογίας. Ας αρκεσθούμε να υπενθυμίσουμε ότι είχε ορίσει, μακροπρόθεσμα, ορισμένες έννοιες ή μάλλον αξιώματα της ανθρώπινης υπόστασης: το σεβασμό του προσώπου στη ζωή του, στο σώμα του και στα αγαθά του. Μόνον η κρίση που απαγγέλλεται από ένα δικαστήριο μπορεί να προσβάλει το ένα ή το άλλο από τα προηγούμενα. Βέβαια, ο αυτοκράτορας διαθέτει το ius gladii, αλλά μόνο δυνάμει του imperium, μια στρατιωτική εξουσία που ασκείται κατ' εξαίρεση και δικαιολογείται από τις περιστάσεις ή για εγκλήματα μη συνήθη. Στην καθημερινότητα της ζωής, ο αυτοκράτορας δεν εμφανίζεται ως τύραννος, αλλά αντιθέτως ως προστάτης, εγγυητής της δικαιοσύνης και της αμεροληψίας ενάντια σε κάθε ντόπια τυραννία. Κάθε πολίτης μπορεί να απευθύνει έκκληση προς τον αυτοκράτορα και τούτο γίνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε η αυτοκρατορική γραμματεία να βρίθει από άφθονη αλληλογραφία και η διεκπεραίωση να πρέπει να απαντά σε άπειρες αιτήσεις. Οι αυτοκρατορικές απαντήσεις φυλάσσονται και κάνουν νομολογία. Ο αυτοκράτορας εμφανίζεται ως υπέρτατος νομοδιδάσκαλος μάλλον παρά ως στρατιώτης, που υποτίθεται πως είναι δυνάμει του τίτλου του. Η «πολιτική» παράδοση που προσιδιάζει στη ρωμαϊκή πόλη υπερτερεί του στρατιωτικού λειτουργήματος. Βλέπουμε λοιπόν εδώ τον απόηχο της διατύπωσης που ο Κικέρων είχε στοχασθεί και που είχε θριαμβεύσει, με νόμιμες (ή σχεδόν) νόμιμες οδούς, απέναντι στη βία και τον πόλεμο του Κατιλίνα και των φίλων του ενάντια στο ρωμαϊκό Κράτος. «Τα όπλα ας υποκλίνονται στην τήβεννο». Αυτή η υπεροχή της πολιτικής εξουσίας, της ειρήνης απέναντι στο πόλεμο, θα παραμείνει ένα ιδεώδες, πολύ μακρινό βέβαια στο πέρασμα των αιώνων, που όμως οι άνθρωποι στις χώρες τις καταγόμενες από την Αυτοκρατορία δεν θα παύσουν να ατενίζουν. Ο Τάκιτος και ο Καίσαρ κατέδειξαν ότι οι Γερμανοί διαπνέονταν από εντελώς διαφορετικό ιδεώδες: επειδή μισούν την ειρήνη και την ανάπαυση (οι δύο λέξεις είναι συναφείς στη λατινική γλώσσα), είναι διαρκώς πλάνητες που αρνούνται να ριζώσουν. Ο κύριος πόρος της οικονομίας τους είναι η λεηλασία. Κάθε μορφή ιδιοκτησίας είναι γι' αυτούς πρόσκαιρη, ανακλητή. Θεσμοί και τάσεις που αντιμάχονταν οι Ρωμαίοι. Εντός των συνόρων της Αυτοκρατορίας, δηλαδή από τις εκβολές του Ρήνου έως το ρου του Δούναβη, από τον Καύκασο έως τον Ευφράτη — με διάφορες παρεκκλίσεις— τέλος, από το Σουδάν έως τη Σαχάρα και τη γραμμή του Άτλαντα, το imperium Romanum εγκατέστησε μονίμως τους ανθρώπους ή είχε την τάση να το κάνει. Αυτή η εξέλιξη άρχισε από την Ιταλία, όπου κατά τις απαρχές της Ρώμης, οι πληθυσμοί της ενδοχώρας ήταν ακόμη ημινομάδες με χωριά καταφύγια (τα oppida). Σιγά-σιγά οι πόλεις-οικισμοί αναπτύσσονται και ο αρχαίος κόσμος προσλαμβάνει την όψη που βλέπουμε τον 2ο αι. μ.Χ. με εκτεταμένα εδάφη, διάσπαρτα από πόλεις, σύμμαχες της Ρώμης ή εξομοιωμένες προς τις αποικίες των Ρωμαίων πολιτών. Οι πόλεις αυτές συγκροτούν επαρχίες των οποίων η ύπαρξη δικαιολογείται μάλλον από την ιστορία των λαών που ενσωματώθηκαν στην Αυτοκρατορία παρά από λόγους διοικητικής ευχέρειας. Η Ρώμη δεν παραβίασε τις τοπικές παραδόσεις. Οι επαρχίες που δημιουργήθηκαν, αφήνουν να διαφαίνονται προηγούμενες κατατάξεις και επιτρέπουν την εξέλιξή τους. Έτσι, ήδη διακρίνουμε στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας τα Κράτη της μέλλουσας Ευρώπης. Οι Γαλατίες που ο Καίσαρ κατέκτησε, εκτείνονται, για παράδειγμα, κατά μήκος του Ρήνου, προστατευόμενες από τη λωρίδα των δύο Γερμανιών όπου σταθμεύουν οι λεγεώνες που προορίζονταν να απωθούν τις επιδρομές των βαρβάρων. Αρχικώς χωρίσθηκαν σε τρία τμήματα, τη Βελγική Γαλατία στο βορρά, την Κελτική Γαλατία στο κέντρο, την Ακουιτανία στο νότο· τρία μεγάλα τρίγωνα που η κοινή κορυφή τους βρίσκεται στη Λυών, όπου συνορεύουν με την αρχαιότερη γαλατική επαρχία τη Ναρβωνησία. Αλλά σιγά-σιγά η διαίρεση αυτή καταργείται. Φαινομενικά δικαιολογείτο από την ύπαρξη ομοσπονδιών ανάμεσα στα γαλατικά γένη (gentes). Στο εξής, το γόητρο του ρωμαϊκού πολιτισμού εξαλείφει τις κληρονομημένες διαφορές, και βλέπουμε να γεννιέται μια κοινή γαλατική συνείδηση που τον καιρό της ανεξαρτησίας δεν είχε καταφέρει να λάβει υπόσταση, ενώ τώρα αναπτύσσεται γύρω από το βωμό της Λυών, όχι μόνο στη συμβολή των ποταμών Σαόν και Ροδανού αλλά και μεταξύ των γαλατικών λαών που έρχονται να λατρεύσουν τη θεότητα της Ρώμης και του Αυγούστου. Αυτή η εξέλιξη, που διαμορφώνει τις επαρχίες και προαπεικονίζει τα έθνη, είναι ιδιαίτερα σαφής και κατανοητή στη Γαλατία. Αλλά απαντάται και σε άλλα τμήματα της αυτοκρατορίας: Για Digitized by 10uk1s
παράδειγμα, στην Ισπανία όπου η Ρώμη συμβάλλει στη συγχώνευση των διαφόρων λαών, αποδυναμώνοντας τις διαφορές στη γλώσσα, στις πολιτικές παραδόσεις, στην οικονομική δομή. Η ίδια ενοποιός επίδραση ασκείται στις αλπικές χώρες και στις παραδουνάβιες επαρχίες, και επίσης στην Αφρική, όπου η Ρώμη καταφέρνει να υπερκεράσει εν μέρει τον προγενέστερο φυλετικό κατακερματισμό. Στις άλλοτε βαρβαρικές χώρες διευρύνεται ο ορίζοντας της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Στην Ανατολή, όπου τα ελληνιστικά βασίλεια είχαν ασκήσει ανάλογη επίδραση, χωρίς πάντοτε να καταφέρνουν να περιορίζουν όλες τις ιδιαιτερότητες, η Ρώμη επέτυχε να δώσει στον ελληνισμό διαυγέστερη συνείδηση της πνευματικής του ενότητας και ευνόησε την ανάπτυξή του, ενώ ταυτοχρόνως η διατήρηση της ειρήνης επέτρεπε μια περίπου δεύτερη άνθηση. Μολονότι μέσα στην Αυτοκρατορία, υπήρξαν δύο ημίσεα όπου δεν ομιλείτο η ίδια γλώσσα, και η λατινική ήταν η επίσημη γλώσσα όλων των επαρχιών δυτικά της Αδριατικής και της Λιβυκής ερήμου, η ελληνική ανατολικά της γραμμής αυτής, η ενότητα του συνόλου διατηρήθηκε για πολύ καιρό. Από την εποχή του Αυγούστου, οι αυτοκρατορικές υπηρεσίες απαντούσαν στις αιτήσεις στη μία ή στην άλλη γλώσσα, ανάλογα με τις επαρχίες, η κίνηση των ιδεών και των ανθρώπων ήταν ελεύθερη από τη Συρία έως τη Γαλατία, Έλληνες «σοφιστές» με προέλευση την Ασία ή την Αίγυπτο, ή την κυρίως Ελλάδα, συχνά έρχονταν να μιλήσουν στις πόλεις της Δύσης, και, αντίστροφα, ρήτορες Γαλάτες ή Ισπανοί φοιτούσαν στις σχολές της Αθήνας ή της Περγάμου. Όλοι οι πολίτες της Αυτοκρατορίας, κάποτε συχνά και οι απλοί άνθρωποι, για καιρό ήταν δίγλωσσοι. Τα παιδιά άρχιζαν μαθαίνοντας την ελληνική, ακόμη και στη Ρώμη, και μόνον πολύ αργότερα λάβαιναν λατινική μόρφωση. Συνεπώς, οι δύο πνευματικές παραδόσεις, οι δύο γραμματείες, συνοικούσαν στα ίδια πνεύματα. Θα ήταν ανακριβές να ισχυρισθούμε ότι αυτός ο πολιτισμικός δυϊσμός του ρωμαϊκού κόσμου επέφερε τη διαίρεσή του σε δύο ημίσεα, μετά τον 4ο αιώνα, μία αυτοκρατορία της Δύσης και μία αυτοκρατορία της Ανατολής, γεγονός που είχε μεγάλες συνέπειες για την ιστορία της Ευρώπης και τη διαμόρφωσή της. Στρατιωτικοί υπήρξαν ουσιαστικά οι λόγοι που επέβαλαν τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Η Δύση ολοένα και εντονότερα πιεζόταν από τους βαρβάρους και πολύ γρήγορα μερικοί από αυτούς έγιναν αποδεκτοί στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας. Ο Κωνσταντίνος είχε την ψευδαίσθηση ότι θα αρκούσε η μεταφορά της πρωτεύουσας για να σωθεί η Αυτοκρατορία; Σκέφθηκε ότι οι πλέον άμεσοι κίνδυνοι προέρχονταν από την Ανατολή και απειλούσαν ιδιαίτερα τα σύνορα στον Δούναβη και τη Θράκη; Όπως και αν έγινε, η απόφαση που πήρε να μεταφέρει στην Ανατολή το κέντρο εξουσίας, είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση της Ρώμης στη Δύση, μετά από μερικές γενιές. Όταν οι αυτοκράτορες, μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, επεχείρησαν να ανακτήσουν τις δυτικές επαρχίες, που είχαν παραδοθεί στους Γερμανούς, οι ιταλικοί πληθυσμοί αντέδρασαν δυσμενώς στην ενέργεια αυτή που τους φαινόταν μάλλον ως επιχείρηση ξένου ηγεμόνα παρά ως επάνοδος στην παλαιά τάξη. Η Ραβέννα, τελευταία πόλη που στέγασε την πρωτεύουσα της Δυτικής Αυτοκρατορίας, έμελλε να είναι ένα θλιβερό προγεφύρωμα στα χέρια των Βυζαντινών. Οι πολιτικές αντιθέσεις, οι αναγκαστικές μεταναστεύσεις που είχαν διενεργηθεί προς όφελος των βαρβάρων στη Γαλατία, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Αφρική, δεν υπήρξαν οι μόνοι παράγοντες που συνέβαλαν στη διάλυση της Αυτοκρατορίας και από τα ερείπιά της προκάλεσαν τη γέννηση εθνών. Οι θρησκευτικές συγκρούσεις επιτάχυναν αυτή την εξέλιξη, αφού προηγουμένως μία μοναδική θρησκεία, ο χριστιανισμός, έγινε θρησκεία του Κράτους με τον Κωνσταντίνο. Παραδόξως, η πνευματική ενότητα που ο παγανισμός είχε γνωρίσει και πραγματοποιήσει, θραύεται και πολλές διαιρέσεις, σχίσματα ή αιρέσεις, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός χάσματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, το οποίο ακόμη και σήμερα θεωρείται ότι δύσκολα μπορεί να γεφυρωθεί. Digitized by 10uk1s
Πριν ο 3ος μ.Χ. αιώνας επιφέρει στην Αυτοκρατορία τη σειρά εξεγέρσεων, σφετερισμών που συνοδεύθηκαν από γενική ένδεια, ανάσχεση του εμπορίου και αυξανόμενη δυσχέρεια των χερσαίων και θαλασσίων συγκοινωνιών, ο ρωμαϊκός κόσμος, στο απόγειό του, είχε προσφέρει στους ανθρώπους που ζούσαν εντός των συνόρων του όχι μόνον την ειρήνη, αλλά κοινές συνήθειες ζωής και σκέψης. Σιγά-σιγά είχαν απαλειφθεί οι νομικές διακρίσεις μεταξύ των πόλεων και των ανθρώπων. Το 212 μ.Χ. ο Καρακάλλας, με ένα περίφημο διάταγμα, διακήρυξε ότι στο εξής κάθε ελεύθερος άνθρωπος ήταν Ρωμαίος πολίτης, με πλήρη δικαιώματα. Όποια και αν ήταν τα κίνητρα της απόφασης αυτής, οι συνέπειες υπήρξαν σημαντικές. Η Ρώμη γίνεται πλέον πατρίδα του ανθρωπίνου γένους: το διάταγμα του 212 επικύρωνε μία από τις βαθιές φιλοδοξίες της Ρώμης, δηλαδή να επιτύχει την παγκοσμιότητα ή, όπως το διατύπωναν τότε στην ελληνική, την «καθολικότητα». Φιλοδοξία που βρίσκεται στον αντίποδα του ιμπεριαλισμού, αφού κάθε ιμπεριαλισμός προϋποθέτει κυρίους και υποτελείς. Από νομικής πλευράς, όλοι οι λαοί του κόσμου έγιναν Ρωμαίοι. Τούτο απλοποιούσε σημαντικά το έργο της αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας, αλλά προπάντων καθιέρωνε μια ντε φάκτο κατάσταση, στο τέρμα μιας εξέλιξης που είχε διαρκέσει πέντε έως έξι αιώνες. Στην πραγματικότητα, η έννοια του «δικαιώματος του πολίτη» δεν είχε τότε το περιεχόμενο που προσέλαβε στο τέλος της Δημοκρατίας. Δεν επρόκειτο για ενεργό συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική ζωή της Ρώμης, η οποία ήταν συγκεντρωμένη ολόκληρη στα χέρια του Ηγεμόνα. Αλλά αυτό το δικαίωμα προϋπέθετε ίση νομική προστασία των πολιτών, συμμετοχή σε όλα τα φορολογικά και δικαστικά προνόμια. Στην ουσία η συμμετοχή στη δημόσια ζωή εκδηλωνόταν στο εσωτερικό των πόλεων. Η αυτονομία των δήμων είναι μία από τις παλαιότερες αρχές που είχαν εφαρμοσθεί με τη μεγαλύτερη επιμονή στο imperium Romanum. Κάθε μικρή πόλη διέθετε τη δημοτική της συνέλευση, τους δεκάρχους, η οποία αποφάσιζε για όλα τα τοπικά προβλήματα, τη διαχείριση των οικονομικών, τις σχέσεις με τις γειτονικές πόλεις, τη συντήρηση ή κατασκευή των δημοσίων μνημείων. Επίσης επέβλεπε στην απονομή της δικαιοσύνης σε δίκες μικρής ή μέτριας σημασίας (συχνά, με την επιφύλαξη έφεσης στον Ηγεμόνα). Δύο συλλογικά σώματα και δύο άρχοντες ασκούσαν την εκτελεστική και δικαστική εξουσία, όπως ακριβώς συνέβαινε παλαιά στη δημοκρατική Ρώμη. Μπορούμε να πούμε ότι, στην εποχή αυτή, η Αυτοκρατορία είναι μοναρχία που αποτελείται από ομοσπονδία δημοκρατιών. Το σύστημα αυτό, που συμφιλίωνε δύο φαινομενικώς αντίθετα πολιτεύματα, είναι σύμφωνο προς την παράδοση των πολιτικών φιλοσόφων της Ρώμης, οι οποίοι ήταν θιασώτες μικτών πολιτευμάτων, καθώς το μνημονεύσαμε όταν αναφέραμε την καταγωγή της ηγεμονίας. Είχε το προφανές πλεονέκτημα ότι παρείχε πραγματικές ευθύνες στους πολίτες και τους προσέφερε, στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής, την εικόνα και την άσκηση της ελευθερίας. Επιπλέον παρείχε εγγυήσεις σταθερότητας: ακόμη και όταν σφετεριστές άναβαν εμφύλιο πόλεμο, οι τοπικοί θεσμοί διατηρούντο και τούτο, σαν ένα είδος στεγανού, περιόριζε τις αναταραχές. Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη της δημοτικής ζωής, δημιουργώντας, θα λέγαμε, «μικρές πατρίδες», ικανοποιούσε τα ατομικά συναισθήματα, καθώς προσέφερε στους φιλόδοξους εφικτές ικανοποιήσεις και επέτρεπε σε όσους σταδιοδρομούσαν μακριά, για παράδειγμα στην αυτοκρατορική διοίκηση, όπου αποκτούσαν κάποια φήμη, να επιστρέφουν στη μικρή τους πόλη με το φωτοστέφανο της δόξας. Είναι γνωστά πολλά παραδείγματα αρχόντων, συγγραφέων, φιλοσόφων ή ρητόρων, ή ποιητών, τους οποίους οι συμπατριώτες τους τίμησαν με ένα άγαλμα, μια επιγραφή, ένα τιμητικό ψήφισμα των δεκάρχων της πόλης ή της αποικίας. Ο ονομαστότερος είναι πιθανώς ο Πλίνιος ο Νεώτερος από το Κόμο, που έγινε ο προστάτης και ο ευεργέτης αυτής της πόλης. Αλλά επίσης γνωρίζουμε τις τιμές που απέδωσαν τα Μάδαυρα στον Απουλήιο, «πλατωνικό φιλόσοφο», που έλαμψε στην Καρχηδόνα. Οι συλλογές επιγραφών διατηρούν τα ονόματα πολλών ανθρώπων που απόκτησαν τοπική δόξα και οι οποίοι, διαφορετικά, θα είχαν βυθιστεί στη λησμονιά. Digitized by 10uk1s
Μετά το τέλος του ρωμαϊκού κόσμου, η ανάμνηση αυτής της δημοτικής ζωής, θα παραμείνει για καιρό ζωντανή. Αυτοί οι θεσμοί ή άλλοι παρόμοιοι θα επιβιώσουν τόσο εντονότερα όσο βαθύτερα θα έχουν εκρωμαϊσθεί οι χώρες. Η Ρώμη λοιπόν πραγματοποίησε, με την ειρήνη, ένα παλαιό ελληνικό ιδεώδες, εκείνο δηλαδή ενός πολιτισμού ουσιαστικά «αστικού», χωρίς όμως αυτός ο όρος να συνεπάγεται, όπως σήμερα, κοινωνίες δυσάρεστες με χαρακτήρα απάνθρωπο και άνευ μέτρου. Η ρωμαϊκή urbanitas είναι ένα είδος ηπιότητας, ευγένειας, πνεύματος και παιδείας, που κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν ευχαρίστηση ζώντας μαζί, να έχουν αμοιβαίο ενδιαφέρον ακόμη και αν δεν συνδέονται με φιλία. Αυτή η urbanitas υπάρχει και εκτός Ρώμης, βασιλεύει στις πιο μακρινές πόλεις και συνεχίζει και υποκαθιστά την ελληνική παιδεία, επίσης προϊόν ηθικής και διανοητικής παιδείας. Έτσι, η ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προσέφερε στους ανθρώπους μια πολιτική τάξη και ταυτοχρόνως έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ένα κοινωνικό σύστημα όπου οι πολίτες περνούσαν πολλές ώρες μαζί, πολύ περισσότερες ίσως από ό,τι στο ίδιο τους το σπίτι. Επρόκειτο για μια ζωή που τα απογεύματα περιλάμβανε τις συναντήσεις στις Θέρμες και το πρωί τις επαγγελματικές συζητήσεις στο Forum. H ρωμαϊκή πόλη, όταν μεγάλωνε, αποκτούσε μιαν αγορά πιο ευρύχωρη και καλύτερα εξοπλισμένη, γιατί εκεί ακριβώς βρισκόταν η ουσία της πόλης. Αλλά η ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε επίσης διαδώσει, μάλιστα βαθύτερα, σε όλες τις πόλεις που την αποτελούσαν μια ζωντανή πνευματική κουλτούρα, σύνθεση ελληνική και λατινική. Αυτή η κουλτούρα είχε διαδοθεί από πολυάριθμες σχολές, οι οποίες συντηρούνταν με έξοδα των πόλεων, συχνά επιχορηγούμενες από τους πλουσιότερους πολίτες, οι οποίες προσείλκυαν ονομαστούς δασκάλους. Οι ταπεινότεροι πολίτες, οι δούλοι επίσης, γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Στις σχολές διάβαζαν και μελετούσαν τα έργα μεγάλων συγγραφέων, προπάντων τους ποιητές, τους ιστορικούς και τους ρήτορες. Προσπαθούσαν να διαφυλάξουν την καθαρότητα της γλώσσας της Ρώμης απέναντι στον «επαρχιωτισμό», σε τελευταία ανάλυση, δηλαδή, να διασφαλίσουν την πνευματική ενότητα και ένα ορισμένο ιδανικό τυπικού κάλλους. Οι δύο μορφές διανοητικής δραστηριότητας που θεωρούντο οι ανώτερες ήταν η ποίηση και η ευγλωττία. Η πρώτη εθεωρείτο ότι μαρτυρεί εύστροφο πνεύμα, με μεγάλη γλωσσική ικανότητα, και άρμοζε στις κοσμικές συναναστροφές. Η δεύτερη είχε χάσει το παλαιό μεγαλείο της, όταν η πολιτική ζωή εξαρτώνταν από το λαό, και, όπως είπαμε, ο λαός εξαρτώνταν από το λόγο. Αλλά δύο είδη επιβίωναν: η δικανική ρητορεία και η πομπώδης. Η πρώτη είχε μεγάλη εκτίμηση σε μια κοινωνία όπου οι δίκες ήταν εξαιρετικά πολυάριθμες, όπου όλοι οι άρχοντες ήταν ταυτόχρονα και δικαστές. Αλλά και η πομπώδης ρητορεία ασκείτο εξίσου πολύ. Το να είναι κανείς ευφραδής, να ξέρει να κυριαρχεί στο ακροατήριο για οποιοδήποτε θέμα — τόσο ασήμαντο, όσο για παράδειγμα, το εγκώμιο του ανέμου ή των λουλουδιών — θεωρείτο αρετή του ανθρωπίνου πνεύματος, του ίδιου του ανθρώπου. Κανένα πλέον δεν εσκανδάλιζε η ικανότητα να υπερασπίζει κανείς μια θέση και την αντίθεσή της, διαδοχικώς, να πείθει το κοινό ότι έχει δίκιο. Οι άνθρωποι άκουγαν μια ομιλία που εκφωνούνταν δημόσια σαν να παρευρίσκονταν σε ένα θέαμα μίμων ή σε συναυλία. Έτσι είχε διαμορφωθεί ένα ανθρώπινο ιδεώδες που πρώτοι οι σοφιστές είχαν σκιαγραφήσει, ο Σωκράτης είχε επικρίνει και εμβαθύνει, ο Κικέρων είχε διευρύνει καθώς και οι άλλοι δημόσιοι άνδρες στους οποίους η Ρώμη όφειλε τον μη αφανισμό της στη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων. Αυτό το ιδεώδες, του ανθρώπου που ήταν ικανός στο λέγειν, όπως είχε άλλοτε ορισθεί, προσέλαβε σιγά-σιγά φιλοσοφική χροιά. Οι ηθικές αξίες του στωικισμού, που έθεταν υπεράνω παντός άλλου σκοπού την πίστη στην ανθρώπινη φύση, εκείνες του πλατωνισμού, που εξήραν τη δραστηριότητα του πνεύματος και ό,τι απεκαλείτο λατρεία των μουσών, και επίσης η ρωμαϊκή παράδοση που καταχώριζε ανάμεσα στις κυριότερες αρετές την αφοσίωση του ατόμου στην πόλη, τη γενναιοδωρία των πλουσίων, την αποδοχή των ευθυνών στο μέτρο της τάξης του καθενός, όλα αυτά είχαν συμβάλει στη σκιαγράφηση μιας νέας εικόνας του Ρωμαίου άνδρα, αντάξιου αυτού του ονόματος. Digitized by 10uk1s
Μέχρι το τέλος της ρωμαϊκής εποχής οι αντιλήψεις αυτές θα εξακολουθήσουν να εκφράζονται. Τις συναντάμε στο έργο του Αυσονίου, για παράδειγμα. Επιβιώνουν στις σχολές της Γαλατίας, της Ισπανίας, παντού όπου η ρωμαϊκή τάξη υφίστατο, και είναι γνωστό ότι η δύναμη της γοητείας τους ήταν ακόμη μεγάλη για καιρό μετά τον πολιτικό θάνατο της Ρώμης. Ήταν συνδεμένες με την ίδια την ιδέα της Αυτοκρατορίας και δεν είναι τυχαίο ότι η Αναγέννηση των Καρολιδών αποκατέστησε την πολιτική και συγχρόνως πολιτισμική όψη της ρωμαϊκής παράδοσης. Η ανάμνηση του Βιργίλιου, του Κικέρωνα, του Σενέκα συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της Ευρώπης, προμηθεύοντας στους λαούς που την συνέθεσαν ένα είδος κοινής πνευματικής αναφοράς. Έως τις μέρες μας, διαμέσου όλων αυτών, η Ευρώπη επέτυχε να στοχάζεται και να προσδιορίζεται. Η δουλεία Ένα από τα εντονότερα χαρακτηριστικά του αρχαίου κόσμου και μία από τις εμφανέστερες διαφορές σε σχέση με τον σύγχρονο, είναι ασφαλώς η ύπαρξη της δουλείας. Αυτός ο θεσμός, φαινομενικώς ξένος προς τις ινδοευρωπαϊκές κοινωνίες, αναπτύχθηκε εξίσου στον ελληνικό και στον ιταλικό κόσμο. Αρχικώς φαίνεται ότι συνίστατο στη χρησιμοποίηση, για χειρωνακτική εργασία, των αιχμαλώτων πολέμου, των ξένων στην πόλη, που δεν είχαν κανένα δικαίωμα πέρα από εκείνο που είχαν τη διάθεση να τους αναγνωρίζουν. Οι Ρωμαίοι νομικοί θεωρούσαν ότι οι δούλοι υπάγονταν στο «δίκαιο των γενών» (ius gentium), όπως ακριβώς και ο οποιοσδήποτε ξένος του οποίου η πόλη δεν συνδεόταν με το ρωμαϊκό Κράτος με συμμαχία ή συνθήκη φιλίας. Μην ανήκοντας στην κοινότητα των πολιτών, οι δούλοι δεν μπορούν να συνάψουν γάμους που να αναγνωρίζονται από την πόλη. Δεν μπορούν συνεπώς να είναι πατέρες, δεν μπορούν να κατέχουν τίποτε, ούτε, φυσικά, να ενάγουν σε δίκη· βρίσκονται στην απόλυτη εξουσία του κυρίου τους. Τούτο συνεπάγεται ότι τα παιδιά που ενδέχεται να γεννηθούν από αυτούς είναι επίσης δούλοι. Με αφετηρία τις δύο αυτές πηγές, το δικαίωμα της κατάκτησης και το γεγονός της γέννησης, διαμορφώθηκε μια τάξη δούλων που την ιστορία της είναι αρκετά δύσκολο να κατανοήσουμε, διότι οι μαρτυρίες που την αφορούν είναι σπάνιες, αποσπασματικές, και συνήθως έμμεσες. Ωστόσο, εκείνο που μπορούμε να διακρίνουμε μας επιτρέπει να σκεφθούμε ότι η ύπαρξη των δούλων άσκησε σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση και τη δομή του αρχαίου πολιτισμού. Αυτή η επίδραση είναι πολλαπλή. Στον ελληνικό κόσμο, η παρουσία πολυάριθμων δούλων συνέβαλε ασφαλώς στη διαμόρφωση της εικόνας του «καλού καγαθού» άνδρα, που είναι το ιδεώδες του κλασικού ελληνισμού. Ο Αριστοτέλης αδιάκοπα αναφέρεται στην τελειότητα του ανθρώπου που γεννήθηκε σε μια ευτυχή πόλη, είναι απαλλαγμένος από υλικές εργασίες και κάθε άλλη προσπάθεια, εκτός από τις αρμονικές ασκήσεις του γυμναστηρίου. Συνεπώς η αρετή ενός τέτοιου άνδρα εδρεύει φυσικά στο πνεύμα του. Οι κάτοικοι της αττικής υπαίθρου που συχνά, αν και είναι πολίτες, καταγίνονται με αγροτικές εργασίες, θεωρούνται άξεστοι και ανάξιοι του ονόματος του ελευθέρου ανθρώπου. Ακόμη και στην εποχή του Μενάνδρου, ένας πλούσιος άνθρωπος που αποφασίζει να καλλιεργήσει ο ίδιος τη γη του, θεωρείται περίεργο πρόσωπο, ένας μισάνθρωπος ή κάποιος που τον κατατρύχουν οι τύψεις για κάποια κακή πράξη. Στη Ρώμη δεν υπάρχει αυτή η προκατάληψη. Αντιθέτως, οι αρχηγοί της οικογένειας, για καιρό, θεωρούσαν τιμή τους να καλλιεργούν οι ίδιοι τα χωράφια τους. Τότε, την εποχή της αρχαϊκής Ρώμης, οι δούλοι είναι βοηθοί του κυρίου τους. Είναι ενσωματωμένοι στενότερα από ό,τι στην Ελλάδα στον οίκο, τον domus, είναι familiares. Επίσης στη Ρώμη υπάρχει, πιθανώς από ενωρίς, συνδρομή προς τους δούλους που ο κύριος τους κακομεταχειρίζεται. Μπορούν να κάνουν αναφορά στον πραίτορα, αν δεν διατρέφονται ή δεν ενδύονται κατάλληλα. Μια οικονομία πολύ κλειστή, σε εποχή όπου το χρήμα σπανίζει, φροντίζει το δούλο που άλλωστε συμμετέχει στην οικογενειακή λατρεία, προσφέρει κάθε μήνα, μαζί με τον κύριο, ή στη θέση εκείνου, θυμίαμα στους Εφέστιους Digitized by 10uk1s
θεούς. Το νομικό πρόσωπο που δεν διαθέτει, το αποκτά σε ορισμένο βαθμό από τα ήθη. Η ανθρώπινη ιδιότητά του συντελεί ώστε να μην θεωρείται, όπως ήθελε ο Αριστοτέλης, σαν «εργαλείο», σαν υποζύγιο. Πέραν των νόμων της πόλης, υπάρχει το δίκαιο των γενών, ius gentium, ένα δίκαιο φυσικό, από το οποίο ο δούλος ευεργετείται. Τέλος, ο δούλος έχει πάντα τη δυνατότητα να απελευθερωθεί και, στην περίπτωση αυτή, γίνεται πολίτης. Ως απελεύθερος οφείλει στον κύριό του, που έγινε «προστάτης» του (δηλαδή το ισοδύναμο του πατέρα), υπηρεσίες που όμως δεν καθορίζονται σαφώς. Παραμένει οικονομικά εξαρτημένος από εκείνον, έως ένα βαθμό, κυρίως όσον αφορά την κληρονομιά (τα αγαθά του, μετά θάνατον, ανήκουν στον προστάτη), αλλά οι δεσμοί αυτοί δεν υφίστανται πλέον στην επόμενη γενιά και ένας γιος απελεύθερου είναι πολίτης όπως και οι άλλοι. Οι χειραφετήσεις ήταν πολύ συχνές και στο μέτρο που ο αριθμός των δούλων μεγάλωνε, αυξανόταν σημαντικά κάθε χρόνο ο αριθμός των νέων πολιτών. Τόσο ώστε ο Αύγουστος αναγκάσθηκε να ρυθμίσει και περιορίσει τις χειραφετήσεις. Πολλοί νόμοι καθόρισαν αναλογικά προς ένα συνολικό αριθμό δούλων που ανήκαν στον ίδιο κύριο, τον αριθμό που εκείνος μπορούσε να απελευθερώσει, με διαθήκη. Επίσης εξόρισαν μακριά από τη Ρώμη τους απελεύθερους δούλους που είχαν σοβαρές καταδίκες, στη διάρκεια της δουλείας τους, εκ μέρους του κυρίου τους ή των δημοσίων αρχόντων. Απέτρεπαν τους κυρίους να απελευθερώνουν δούλους ηλικίας κάτω των τριάντα ετών, εκτός ειδικής εξουσιοδοτήσεως, και ένας πολύ νέος κύριος δεν είχε το δικαίωμα να προβεί σε χειραφετήσεις χωρίς την ευνοϊκή γνωμάτευση του άρχοντα. Όλα αυτά τα μέτρα μαρτυρούν ότι ο Αύγουστος είχε πλήρη συνείδηση των επιπτώσεων που θα υφίστατο η ρωμαϊκή κοινωνία από τις πολύ γενναιόδωρες χειραφετήσεις. Οι εθνικές παραδόσεις που ήδη είχαν έντονα απειληθεί από τους εμφυλίους πολέμους, ο βίαιος αφανισμός των κυριοτέρων αρχηγών παλαιών οικογενειών, που είχαν πάρει το μέρος του Πομπήιου ή του Αντωνίου, η μείωση των δικαιοδοσιών της Συγκλήτου, όλες οι οικονομικές μεταβολές που είχε προκαλέσει η ολική ενσωμάτωση της Ανατολής στην Αυτοκρατορία, κατά τη διάρκεια του αιώνα, διέτρεχαν τον κίνδυνο να χαθούν. Εάν ήθελαν να διαφυλάξουν την ηθική ιδιαιτερότητα της Ρώμης και ό,τι είχε δημιουργήσει το μεγαλείο της, ήταν απαραίτητο να μην καταποντισθούν οι άνθρωποι που γεννήθηκαν ελεύθεροι από τη συρροή των απελεύθερων, τους οποίους μπορεί να υποπτεύονταν ότι έτρεφαν κάποια μνησικακία σε βάρος της κοινωνίας που τους είχε κάνει δούλους. Ο ρωμαϊκός νόμος, όπως και τα ήθη, δεν είχε προκατάληψη όσον αφορά την ένταξη των παλαιών δούλων στην πόλη. Μάλιστα τα ήθη προπορεύονταν του νόμου έτσι, αν και σύμφωνα με το δίκαιο ο δούλος δεν είχε τη δυνατότητα να συνάπτει γάμο, στην πράξη, οι ενώσεις μεταξύ δούλων αναγνωρίζονται από την εποχή της Δημοκρατίας. Επιπλέον, συνέβαινε αρκετά συχνά γυναίκες ελεύθερες να «παντρεύονται» δούλους. Τα παιδιά που γεννιούνταν είχαν το νομικό καθεστώς της μητέρας τους, ήταν δηλαδή πολίτες με πλήρη δικαιώματα. Οι γάμοι αυτοί είχαν γίνει τόσο πολυάριθμοι, ώστε ο αυτοκράτορας Κλαύδιος έκρινε απαραίτητο να περιορίσει τα αποτελέσματά τους. Κατ' απαίτησή του, ένα συγκλητικό διάταγμα διακήρυξε ότι, στο εξής, τα παιδιά που θα γεννιούνταν από δούλο και γυναίκα ελεύθερη θα ήταν δούλοι. Αλλά το μέτρο αυτό σύντομα θεωρήθηκε από τους νομικούς ότι αντέβαινε το φυσικό δίκαιο, και συνεπώς καταργήθηκε και επανήλθαν στο προηγούμενο καθεστώς. Υπήρξε μια εποχή, τον 2ο αι. π.Χ., όπου ο αριθμός των δούλων αυξήθηκε σημαντικά στην Ιταλία. Τούτο ήταν συνέπεια των κατακτήσεων στην Ανατολή, και οι Ιταλοί γαιοκτήμονες στη νέα οικονομία που προέκυψε άρχισαν να εφαρμόζουν τις μεθόδους καλλιέργειας που υφίσταντο στην Ανατολή και στις ελληνιστικές χώρες. Ανέθεσαν την καλλιέργεια των κτημάτων τους στους δούλους, άφθονο εργατικό δυναμικό αλλά χαμηλής ποιότητας, και όπως ξέρουμε τούτο υπήρξε ένας από τους λόγους για τους οποίους, τουλάχιστον για ένα ορισμένο διάστημα, η Ιταλία έγινε χώρα βοσκοτόπων, ενώ έως τότε είχαν κυρίως εφαρμόσει την καλλιέργεια του σίτου, της αμπέλου ή της ελιάς. Την ίδια εποχή ο δούλος που στέλνεται στο χωράφι, δεν ανήκει πλέον στο σπίτι. Γνωρίζει μόνον τον Digitized by 10uk1s
επιστάτη, δούλο ή απελεύθερο, και υπόκειται σε αυστηρή πειθαρχία. Η εικόνα της ζωής του είναι απόρροια των αρχών που περιγράφει ο Κάτων ο Πρεσβύτερος στην πραγματεία του Περί Γεωργίας, απ' όπου συνήθως συνάγονται ανακριβή συμπεράσματα σχετικά με τις συνθήκες των δούλων στη Ρώμη. Η αυστηρότητα, η σκληρότητα του Κάτωνα εξηγούνται από την επιθυμία να καταστήσει «αποδοτικές» τις αγροτικές εργασίες· μαρτυρούν ένα νέο πνεύμα που ήλθε από την Ανατολή, και δεν είναι τεκμήριο των πραγματικών ηθών. Αντιθέτως, όλα τα γεγονότα δείχνουν ότι η Ρώμη αφομοίωσε πολύ φιλελεύθερα τους δούλους και ότι σιγά-σιγά, αφότου τα βασίλεια της Ανατολής δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να στέλνουν τους υπηκόους τους για δούλους στις αγορές της Μεσογείου, και οι πόλεμοι κατά των βαρβάρων μειώθηκαν, ο πληθυσμός των δούλων ελαττώθηκε. Πάντως στις μεγάλες ιδιοκτησίες, και κυρίως στα αυτοκρατορικά κτήματα, που υπήρχαν σε όλες τις επαρχίες, η δουλεία διατηρήθηκε το περισσότερο. Αλλά εξελίχθηκε: «οικογένειες» δούλων, εγκαταστημένες σ' αυτά τα κτήματα, δημιουργήθηκαν σταδιακά, με την ενθάρρυνση των κυρίων που έτσι έβλεπαν μια συμφέρουσα λύση για να στρατολογούν εργάτες, από γενιά σε γενιά. Τούτο συνετέλεσε στη διαμόρφωση ενός αγροτικού πληθυσμού familia Caesaris, που εξαρτώνταν από την αυτοκρατορική διοίκηση, από την εξουσία των επιτρόπων, πραγματικών ειδικών υπαλλήλων του ηγεμόνα και κατά συνέπεια, απολάμβαναν διάφορα προνόμια. Αυτοί οι «χωρικοί του ηγεμόνα» δεν διέφεραν καθόλου από τους ελεύθερους καλλιεργητές που ήταν στην υπηρεσία άλλων μεγάλων γαιοκτημόνων ή, πράγμα σπανιότερο, καλλιεργούσαν τα δικά τους χωράφια. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μια νέα τάξη, εκείνη των ελεύθερων γεωργών (colonis), που ήταν συνδεδεμένη κληρονομικά με τη γη. Αυτή η οργάνωση άλλωστε δεν ήταν ειδική μόνο για τη γεωργία, αφού όλες οι κοινωνικές τάξεις θεωρούνταν πάγιες στην Αυτοκρατορία του 4ου αιώνα, οι γιοι των στρατιωτών γίνονταν στρατιωτικοί, οι γιοι των εμπόρων γίνονταν με τη σειρά τους έμποροι και οι γιοι των δεκάρχων στις επαρχιακές πόλεις όφειλαν να διαδεχθούν τον πατέρα τους στο αξίωμα αυτό που είχε αποβεί πολύ βαρύ, σχεδόν ανυπόφορο μέσα στη γενική καταρράκωση της οικονομίας. Αλλά, ενώ οι άλλες τάξεις δεν παρέμεναν και δεν μπορούσαν να παραμένουν αμετακίνητες, οι γεωργοί και γενικώς ο αγροτικός πληθυσμός διατήρησαν μεγαλύτερη σταθερότητα. Χάρη σ' αυτούς, στα χωριά, διατηρήθηκε το περισσότερο το πνεύμα της αρχαίας Ρώμης — αυτοί οι «κάτοικοι των χωριών» (pagani) είναι οι ειδωλολάτρες που τόσο δύσκολα εκχριστιανίσθηκαν, ακόμη και επιφανειακά, από τους ιεραποστόλους και τους μοναχούς των αιώνων της βαρβαρότητας. Βλέπουμε με ποιον τρόπο η δουλεία, μεταλλασσόμενη και επιβιώνοντας προπάντων στην ύπαιθρο, έτεινε να μεταβάλει χαρακτήρα. Στις πόλεις εξαφανίζεται προοδευτικά, καθώς εξαντλούνται τα αποθέματα της τάξης των δούλων, γιατί η γέννηση δεν αρκούσε να εφοδιάζει με ικανό αριθμό δούλων και κυρίως γιατί οι νέοι δούλοι που γεννώνται με τον τρόπο αυτό στο σπίτι εξομοιώνονται όλο και περισσότερο με τα άλλα μέλη της οικογένειας. Είναι δυνατόν, αλλά όχι βέβαιο, να συνέβαλε ο χριστιανισμός στο να αποπερατωθεί μια κίνηση σύμφυτη με το ρωμαϊκό πνεύμα, την οποία οι φιλόσοφοι ενθάρρυναν (αλλά κυρίως στη Ρώμη) και που διαμόρφωσε την αντίληψη ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είχαν δικαίωμα σεβασμού και ελευθερίας. Η αυτοκρατορική οικονομία Είναι γενικώς αποδεκτή η ιδέα ότι η οικονομία του αρχαίου κόσμου εξαρτάται στενά από τη δουλεία. Τούτο αληθεύει για ορισμένες μορφές αυτής της οικονομίας και για ορισμένες εποχές. Είπαμε ότι η αγροτική παραγωγή στηριζόταν στα εργατικά χέρια των δούλων, προπάντων στα μεγάλα κτήματα του ελληνιστικού κόσμου και μετά τον εξελληνισμό της ρωμαϊκής οικονομίας. Τελικώς, οι ελεύθεροι γεωργοί αντικατέστησαν τους δούλους.
Digitized by 10uk1s
Από την άλλη πλευρά, το εμπόριο διεξάγεται από τους negotiators, πλούσιους γενικώς, πλοιοκτήτες, που ενώ διαθέτουν δούλους, προσφεύγουν επίσης σε υπαλλήλους απελεύθερους ή γεννημένους ελεύθερους. Είναι ακόμη βέβαιο ότι μέσα στις πόλεις μεγάλο μέρος του μικρεμπορίου διεξάγεται από δούλους που κρατούσαν για λογαριασμό τους τμήμα του κέρδους αλλά απέδιδαν το μεγαλύτερο στον κύριό τους. Η χειρωνακτική εργασία των δούλων κυριαρχούσε στις μεγάλες εκμεταλλεύσεις, στην αλιεία (παρασκευή κονσερβών και ιχθυελαίων), και προπάντων στα μεταλλεία. Αλλά σ' αυτά, που συνήθως ανήκαν στο Κράτος, κυρίως χρησιμοποιούσαν κατάδικους, όπως επίσης και στα μεγάλα δημόσια ναυπηγεία. Ας μην θεωρηθεί ότι, λόγω απουσίας μηχανικών μέσων, η ανθρώπινη ενέργεια εξασφάλιζε τη βάση της εργασίας. Ασφαλώς, το pistrinum (ο μύλος) χρησίμευε για φυλακή στους ατίθασους δούλους που εκεί γύριζαν τη μυλόπετρα, αλλά συνήθως χρησιμοποιούσαν υποζύγια, ενώ από την εποχή της Αυτοκρατορίας αρχίζουν να εμφανίζονται νερόμυλοι. Το νομικό καθεστώς των εργατών έχει, συνολικώς, μικρή σημασία. Το αποφασιστικό είναι η αφθονία των εργατικών χεριών, ακόμη και των ελευθέρων, και η χαμηλή παραγωγικότητα που απαιτείται. Η βάση του εισοδήματος δεν στηρίζεται στην εργασία αλλά στο εμπόριο, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της παραγωγής αγαθών και τη διοχέτευση του πλούτου προς μία τάξη εμπόρων και, γενικότερα, σε όσους εξασφαλίζουν τη διακίνηση των υπαρχόντων αγαθών. Ο αρχαίος κόσμος γνωρίζει πολύ μεγάλη ανισότητα όσον αφορά τα αγαθά. Ως προς αυτό το θέμα οι μαρτυρίες αφθονούν. Ας υπενθυμίσουμε μόνον την κατάσταση των πραγμάτων στο τέλος της Δημοκρατίας, όπου οι μεγάλοι Ρωμαίοι άρχοντες διανέμονταν τα έσοδα των επαρχιών και έφτιαχναν έτσι απέραντες περιουσίες. Η Αυτοκρατορία επέφερε μερικές αλλαγές, εφόσον οι ηγεμόνες ιδιοποιούνται το δικαίωμα να δημεύουν ή να κληροδοτούν τα αγαθά των πλουσιοτέρων συγκλητικών. Αλλά ενώ τα αυτοκρατορικά κτήματα μεγάλωναν υπερβολικά, ταυτόχρονα, στις μικρές πόλεις της Αυτοκρατορίας αστικές οικογένειες ευημερούσαν επίσης, υπό την προστασία του Κράτους. Η ευημερία που διαπιστώνεται από τις επιγραφές, στη διάρκεια του 2ου μ.Χ. αιώνα, μεταφραζόταν λοιπόν ως ευημερία των μεγάλων ντόπιων οικογενειών. Ωστόσο μια παλαιά ρωμαϊκή παράδοση ήθελε τα αγαθά των πλουσιοτέρων να εξυπηρετούν και τους υπόλοιπους. Μια οργάνωση αγαθοεργίας που άρχιζε με τους θεσμούς υπό την προστασία του αυτοκράτορα — για παράδειγμα τα alimenta του Τραϊανού — και επεκτεινόταν σε απειρία τοπικών ιδρυμάτων (μνημονεύσαμε τη σχολή του Πλίνιου στο Κόμο της Άνω Ιταλίας), σε δημόσια κτίρια, συμπόσια για το λαό, αγώνες, ανακούφιζε και έκανε πιο ευχάριστη τη ζωή όλων. Ο Σενέκας, στο βιβλίο του για τις Αγαθοεργίες, διατύπωσε τη θεωρία αυτού του συστήματος που διαδόθηκε σε όλον τον ρωμαϊκό κόσμο και στηριζόταν στην αλληλεγγύη όλων των μελών της πόλης. Αυτή περίπου είναι η εικόνα που η ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε δώσει για ένα Κράτος ικανό να ικανοποιεί, όσο το επιτρέπουν οι ανθρώπινοι θεσμοί, τις θεμελιώδεις επιθυμίες μιας Κοινωνίας: την ασφάλεια και την ειρήνη, ένα ιδεώδες δικαιοσύνης και ευθυδικίας, πραγματική αλληλεγγύη και κοινωνικά πλαίσια από τα οποία κανένα, παρά την απεραντοσύνη της Αυτοκρατορίας, δεν φαινόταν πολύ μακρινό. Γρήγορα, αυτή η ανάμνηση θα γίνει νοσταλγική, αλλά τότε θα είναι περισσότερο πολύτιμη και αποτελεσματική.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V Η επίδραση της Ανατολής Η Ευρώπη διαμορφώθηκε στους κόλπους της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και με αυτή ως αφετηρία, αφού προηγουμένως λύθηκαν οι δεσμοί που την ενσωμάτωναν με τη Βόρειο Αφρική, την Αίγυπτο και τις ασιατικές επαρχίες. Από γεωγραφική πλευρά, απέραντα εδάφη που υπήρξαν ρωμαϊκά, χάθηκαν από την Ευρώπη. Αλλά συνέβαλαν στη δημιουργία της με άλλους τρόπους, που το ρόλο τους δεν μπορούμε να υπερεκτιμούμε εφόσον μέσα στην Αυτοκρατορία και δι' αυτής εκδηλώθηκαν και ανέπτυξαν την αποτελεσματικότητά τους. Οι χώρες αυτές, πράγματι, συμμετείχαν από πολύ ενωρίς, το είπαμε, στη γέννηση της πολιτισμικής και πνευματικής κοινότητας που έγινε η Αυτοκρατορία. Καθόρισαν τις απαρχές και την εξέλιξη του ελληνισμού. Αργότερα, γνωρίζουμε πως, οι θρησκείες της Ανατολής — Μικρά Ασία, Συρία, Αίγυπτος— συνέβαλαν στον εμπλουτισμό και στη διαφοροποίηση του θρησκευτικού αισθήματος του ρωμαϊκού κόσμου. Τέλος, στην Ανατολή γεννήθηκε η θρησκεία που, με το όνομα του χριστιανισμού, κατέκτησε σιγά-σιγά την Αυτοκρατορία και αντικατέστησε την παλαιά θρησκευτική τάξη, ενώ δεν περιορίσθηκε στο να εισαγάγει έναν ακόμη θεό στο αρχαίο πάνθεον, ούτε νέες τελετουργίες για τους πιστούς, αλλά εξάλειψε ό,τι δεν ήταν δικό της, καταστρέφοντάς το ή αφομοιώνοντάς το, με κίνδυνο να εκφυλισθεί, επεχείρησε μια εκτενή σύνθεση όλων σχεδόν των μεγάλων ρευμάτων της αρχαίας σκέψης και, τελικώς, κατάφερε να τροποποιήσει —ή άλλως να κυριαρχήσει απόλυτα τις πολιτικές δομές της Ευρώπης. Οι ανατολικές θρησκείες Από τους αρχαιότερους χρόνους, οι θρησκείες της Ανατολής παρουσίαζαν πολύ μεγάλη ζωτικότητα και επίσης μεγάλη ποικιλία. Πολλές από αυτές περιέγραφαν ένα σύστημα του κόσμου, μια ιστορία των θεών και της δημιουργίας και είχαν αναπτύξει πραγματικές μυστικιστικές κοσμογονίες, πράγμα που δεν συνέβαινε με τις θρησκευτικές δοξασίες των ινδοευρωπαϊκών λαών, οι οποίες την εποχή που μπορούμε να τις διακρίνουμε, στη χαραυγή του ελληνικού κόσμου, αποτελούν ένα αρκετά ετερογενές σύνολο τελετουργιών, δοξασιών και μύθων απ' όπου πολύ δύσκολα ξεχωρίζουμε ό,τι ανήκει στην κυρίως ινδοευρωπαϊκή παράδοση και ό,τι προέκυψε μετά το διαχωρισμό των διαφόρων ελληνικών στρωμάτων. Είπαμε ότι η Θεογονία του Ησιόδου, πρώτος στοχασμός όσον αφορά τον κόσμο των θεών, περιέχει εμφανείς ασιατικές επιδράσεις στις οποίες προστίθεται ένας μεγάλος αριθμός όψιμων στοιχείων. Το ομηρικό πάνθεον είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο του Ησιόδου. Φαίνεται σαν προβολή της ανθρώπινης πόλης στην επικράτεια των θεών, και οι μεγάλες δυνάμεις του σύμπαντος, αν δεν απουσιάζουν, παίζουν ασήμαντο ρόλο. Σποραδικά, σε ορισμένα ιερά λατρεύονται θρησκείες άλλου τύπου, περισσότερο συγκινησιακές και ενδιαφερόμενες να εξηγήσουν το μυστήριο της ζωής. Το πιο ονομαστό είναι το ιερό της Ελευσίνας, όπου βασίλευε η Δήμητρα, θεά μητέρα, προστάτιδα της βλάστησης και ειδικότερα του σίτου. Μια «ιερή ιστορία», που έπρεπε να παραμείνει μυστική, όπως και οι ιεροτελεστίες, αποκάλυπτε πως η θεά που την κόρη της Περσεφόνη είχε απαγάγει ο Άδης, ο θεός του κάτω κόσμου, αρχικά είχε πλήξει τη γη με στειρότητα, έπειτα, αφού ξαναβρήκε την κόρη της, είχε δεχθεί να παίξει πάλι το ρόλο της τροφοδότρας θεάς. Οι πιστοί της Ελευσίνας, κατά τη διάρκεια νυκτερινών τελετών, εμυούντο στα μυστήρια της θεάς και λάβαιναν την υπόσχεση ότι μια μέρα και οι ίδιοι θα νικούσαν το θάνατο. Λατρεία νατουραλιστική, μιμόδραμα του μεγάλου κύκλου της ζωής και του θανάτου, η θρησκεία της Ελευσίνας ανήκει στις λατρείες εκείνες της «σωτηρίας», που απορρέουν από το στοχασμό για τις δυνάμεις του μέλλοντος και, συνήθως, έχουν αφετηρία ένα μύθο προορισμένο να ερμηνεύει τη γέννηση των φυτών. Αυτός ο τύπος θρησκείας απαντάται σχεδόν παντού στον κόσμο. Πιθανώς η θρησκεία της Ελευσίνας να έχει προελληνική καταγωγή, μινωική ίσως, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο. Μπορεί να γεννήθηκε επιτόπου. Αλλά δεν ανήκει στα θρησκευτικά σχήματα που συνήθως απαντώνται στον ελληνικό κόσμο.
Digitized by 10uk1s
Υπήρχε μια άλλη «θρησκεία σωτηρίας» που δεν άργησε να ενσωματωθεί με εκείνη της Ελευσίνας. Είχε διαμορφωθεί γύρω από το πρόσωπο και τις ιεροτελεστίες του Διονύσου. Ο Διόνυσος, θεός του οίνου, μοιάζει να συνδυάζει πολλά στοιχεία που προέρχονταν άλλα από τη Θράκη, άλλα από τη Μ. Ασία και ακόμη μερικά χαρακτηριστικά δάνεια, κάποια χρονική στιγμή, από τον αιγυπτιακό Όσιρι. Θεός της ζωής, της βλάστησης και της γέννησης, είναι επίσης ο ήρωας μιας καθόδου στον Άδη, και επαγγέλλεται στους πιστούς, αν όχι την αθανασία, τουλάχιστον αναγέννηση μέσα στον παγκόσμιο κύκλο της βλάστησης. Η διονυσιακή θρησκεία συχνά προσεγγίζει τον ορφισμό, κίνηση θρησκευτική και πνευματική που οι ιστορικοί διαφωνούν για τη φύση της, και η οποία θα συνένωσε πολλά ρεύματα με ποικίλη καταγωγή και ποικίλα θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Υπάρχει ένας φιλοσοφικός ορφισμός που επεξεργάσθηκε μια συμβολική κοσμογονία, και ένας ορφισμός λαϊκός και ποιητικός, που ο ήρωάς του, ο ποιητής Ορφέας, είχε νικήσει τις δυνάμεις του Άδη, με μόνη τη δύναμη των ασμάτων του, και είχε ξαναδώσει τη ζωή στην αγαπημένη του. Ορισμένες μορφές αυτών των θρησκειών σωτηρίας αναπτύχθηκαν έξω από το έδαφος του κλασικού ελληνισμού, και βλέπουμε να ανθίζουν στη Σικελία και τη μεσημβρινή Ιταλία, ίσως γιατί συνέβαλαν στη διατύπωση γηγενών νατουραλιστικών δοξασιών και λατρείας. Δεν είναι τυχαίο ασφαλώς ότι οι γνωστές ορφικές πινακίδες προέρχονται, σχεδόν στο σύνολό τους, από την περιοχή των Λοκρών καθώς και ότι ο πυθαγορισμός, φιλοσοφία μυστική, που υποστηρίζει την ένταξη των ψυχών σε μεγάλους Κύκλους αναγέννησης, εμφυτεύθηκε τόσο σταθερά στον Τάραντα και γενικότερα στη Μεγάλη Ελλάδα. Οι δοξασίες αυτές εξακολούθησαν να επιβιώνουν κάπως περιθωριακά στον διάδοχο ρωμαϊκό κόσμο, και δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνουμε την πραγματική τους σημασία. Η ρωμαϊκή θρησκεία, εκείνη του ρωμαϊκού Κράτους, δεν αφήνει καμιά ελπίδα για μετά θάνατο ζωή των όντων και δεν υπάρχει καμιά «επίσημη» θεωρία περί θανάτου και περί της τύχης των «ψυχών». Από την άλλη πλευρά, ένα αρκετά αυστηρό τυπικό εξαντλεί σχεδόν εντελώς τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των θεών. Η έννοια του «αμαρτήματος» δεν έχει καμιά ηθική χροιά· αμάρτημα υπάρχει μόνο σε σχέση με το τυπικό. Υπάρχουν μιάσματα, αλλά αφορούν αποκλειστικώς την καθαρότητα των τελετουργιών: μίασμα αίματος, για παράδειγμα, υπάρχει μόνον επειδή θεωρείται ως υλικό μίασμα —και το ίδιο ίσχυε όσον αφορά τη θρησκευτική αντίληψη των Ελλήνων, σε όλες τις εποχές. Αντίθετα στον ορφισμό, η ηθική αγνότητα έπαιζε ρόλο. Παρά την πολεμική σε βάρος του ορφισμού ή του «υποτιθέμενου ορφισμού», δεν θα μπορούσαμε να αρνηθούμε ότι αυτός είχε αναπτύξει ένα σύστημα δοξασιών που έτειναν να θεωρούν την ανθρώπινη ψυχή σαν ένα θεϊκό στοιχείο, προερχόμενο Άνωθεν και φυλακισμένο στο σώμα, όπως σε φυλακή. Με το θάνατο, αυτή η ψυχή επιτέλους ελευθερώνεται και παρουσιάζεται ενώπιον των κριτών που αποφασίζουν να την δεχθούν στην πατρίδα της ή να την αποστείλουν στον κύκλο των γεννήσεων, ανάλογα με τις αρετές που προσέλαβε κατά την επίγεια ζωή της. Στους διάλογους του Πλάτωνα βλέπουμε κυρίως να θίγονται αυτές οι δοξασίες, αλλά επίσης εμφανίζονται και αλλού, για παράδειγμα στον Πίνδαρο, τον Ηρόδοτο, τον Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη. Ο δυναμισμός τους επιμαρτυρείται από την ανάπτυξη, κατά την ελληνιστική εποχή και αργότερα κατά την εποχή της Ρώμης, μιας λαϊκής εικονογραφίας, όπου βλέπουμε Έρωτες να παίζουν, καμιά φορά να βασανίζουν, τις φτερωτές κόρες που συμβολίζουν την Ψυχή. Ένα από τα γνωστότερα κείμενα — και ενίοτε τα πλέον παραγνωρισμένα — που υπαινίσσονται αυτές τις δοξασίες, είναι η ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής, που ο πλατωνικός φιλόσοφος Απουλήιος καταχώρισε στις Μεταμορφώσεις του. Είναι δύσκολο να ξέρουμε αν αυτή η μυθική εσχατολογία αναπτύχθηκε με την επίδραση τω θρησκειών της Ασίας και, ειδικότερα, όπως για καιρό υποστηρίχθηκε, των συριακών θρησκειών. Είναι ωστόσο πιθανό να αντανακλά προπάντων δοξασίες που διαμορφώθηκαν σε ελληνικό περιβάλλον και γενικότερα «ιθαγενές», με αφετηρία πανάρχαιες θρησκευτικές μορφές. Εκείνο πάντως που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο ελληνικός κόσμος και ο ιταλικός, ίσως και ο κελτικός (αν πιστέψουμε ορισμένες ενδείξεις σχετικά με τη θρησκεία των Δρυίδων), ήταν ολοένα Digitized by 10uk1s
και περισσότερο προετοιμασμένος να δεχθεί μια θρησκεία που ένα από τα δόγματά της θα αναφερόταν στην αθανασία της ψυχής. Λαϊκές δοξασίες και φιλοσοφικοί μύθοι συνδυάζονταν σ' αυτήν την ευαγγελική προπαρασκευή. Οι σημιτικές μυθολογίες Αν αληθεύει ότι οι πρώτες λατρείες των φυτών που χρησίμευαν ως τροφή εμφανίσθηκαν στη Μεσοποταμία και την κοιλάδα του Νείλου, δεν είναι περίεργο ότι σ' αυτές τις ίδιες χώρες είδαν το φως από πολύ ενωρίς λατρείες νατουραλιστικές και μύθοι προορισμένοι να ερμηνεύσουν το μυστήριο της βλάστησης και της ζωής. Οι μυθολογίες των σημιτικών χωρών —και των προσημιτικών μαζί με τους Σουμέριους— περιλαμβάνουν το θέμα ενός θνήσκοντος θεού, που διαμελίζεται και με τα λείψανα του σώματός του προκαλεί τη γέννηση των φυτών. Το θέμα αυτό απαντάται σε πολλά μέρη, κάθε φορά που εμφανίζεται η έννοια των αρχέγονων θεών κατά τη μυθική εποχή (πριν από τους ιστορικούς χρόνους) και οι οποίοι δημιούργησαν τα όντα. Ένας μύθος που επιμαρτυρείται στη Νέα Γουινέα, για παράδειγμα, αφηγείται πως μία θεά, που γεννήθηκε από τη γονιμοποίηση ενός άνθους με ανθρώπινο αίμα, στο τέλος της σύντομης ζωής της διαμελίσθηκε και ενταφιάσθηκε σε ένα ξέφωτο. Από τις σάρκες της φύτρωσαν άγνωστα φυτά, εκείνα που σήμερα χρησιμεύουν στους ανθρώπους για τροφή. Η ελληνική μυθολογία δέχθηκε μερικούς μύθους όπου βλέπουμε τα ανθρώπινα σώματα να μεταμορφώνονται σε δένδρα ή άνθη, αλλά πρόκειται για διηγήσεις που στερούνται μυστηριακής σημασίας, για ανέκδοτα που το ελληνικό πνεύμα απογύμνωσε από το ιερό του νόημα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η σημιτική προέλευση αυτών των διηγήσεων είναι βέβαιη, για παράδειγμα η ιστορία της Μύρρας και προπάντων του Άδωνι, εραστή της Αφροδίτης (Ishtar), του οποίου η ζωή και ο θάνατος συμβολίζουν, σε ένα αληθινό ιερό δράμα, το μυστήριο της ζωής και του θανάτου των όντων μέσα στη Φύση. Από τις σημιτικές θρησκείες, η λατρεία του Όσιρι διατήρησε καθαρότερα τη μυστηριακή της σημασία, και πιθανώς το οφείλει στο γεγονός ότι η προσωπικότητα αυτού του θεού καθώς και της γυναίκας του Ίσιδος, που αρχικώς δεν φαίνονται να είχαν μεγάλη σπουδαιότητα μέσα στο σύνολο της αιγυπτιακής θρησκευτικής σκέψης, θεωρήθηκαν ιδιαίτερα κατάλληλες να εκφράσουν αυτή τη σταθερή του ανατολικού νατουραλισμού, δηλαδή την ιδέα ότι η ζωή είναι απόρροια του θανάτου των θεών. Το ίδιο θέμα εμφανίζεται στην ιστορία του Βάαλ και Μοτ, τους οποίους γνωρίζουμε χάρη στα κείμενα που ανακαλύφθηκαν στη Ras-Shamra: ο Βάαλ, ο Κύριος, κατασπαράσσεται από τον Μοτ (που είναι ο θάνατος), αλλά ο νεκρός του Βάαλ επανεμφανίζεται και δίνει τη γονιμότητα στον κόσμο. Τόσο στη λατρεία του Όσιρι όσο και σε εκείνη του Βάαλ και του Άδωνι, οι πιστοί συμμετείχαν στο δράμα, κλαίγοντας, βαρυπενθούντες για το θάνατο του θεού και χαιρόμενοι για την ανάστασή του. Το Ισραήλ Αυτό ήταν το θρησκευτικό υπόβαθρο από το οποίο ξεχωρίζει η θρησκεία του Ισραήλ, θρησκεία μονοθεϊστική, απολύτως εχθρική προς τους «ψεύτικους θεούς», στην οποία δεν μπόρεσαν να ασκήσουν βέβαιη επίδραση οι προγενέστερες νατουραλιστικές θρησκείες της γης Χαναάν, όπου τελικώς εγκαταστάθηκαν οι έως τότε νομάδες Ισραηλίτες. Ο ιουδαϊσμός, θρησκεία του Ισραήλ, κυρίως συνίσταται στην πίστη σε ένα μόνο θεό, τον Ιεχωβά, που έκανε διαθήκη με το λαό του, του έδωσε ένα Νόμο, με το ενδιάμεσο του Μωυσή, και του υπόσχεται την πανίσχυρη βοήθειά του αν παραμείνει πιστός σ' αυτή τη διαθήκη και σέβεται απολύτως τις ιεροτελεστίες, συλλογικές και προσωπικές. Το περιεχόμενο της θρησκείας περιλαμβάνεται σε ένα βιβλίο που περιέχει το λόγο του θεού. Κάθε παράβαση του Νόμου τιμωρείται. Ο Ιεχωβά τιμωρεί το λαό του, και η εκδίκησή του Digitized by 10uk1s
στρέφεται επίσης κατά των αμαρτωλών, ατομικά. Η πίστη ανταμείβεται με την υλική ευμάρεια, την απουσία δεινών, την ειρήνη της ψυχής. Αλλά αυτή η ανταμοιβή είναι περιορισμένη κατά την επίγεια ζωή. Η αθανασία της ψυχής δεν είναι αποδεκτή από όλους τους προφήτες και, χωρίς να αποκλείεται, δεν θεωρείται ως επαγγελία του Θεού. Η ζωή του Ισραήλ εμφανίζεται σαν μια αέναη πάλη: κατά των εξωτερικών εχθρών που απειλούν την ίδια του την ύπαρξη, περιάγουν το Ισραήλ σε δουλεία, το εξαναγκάζουν σε εξορία, καταστρέφουν το ναό, υποβάλλουν σε πειρασμούς τους πιστούς, ή ακόμη τους απαγορεύουν να συμμορφώνονται στη ζωή τους με τις υποχρεώσεις του Νόμου. Επίσης, αγώνας κατά των άλλων λαών που, χωρίς να είναι εχθροί του Ισραήλ, δεν εφαρμόζουν το Νόμο, λατρεύουν ψεύτικους θεούς και συνεπώς είναι μισητοί στον Ιεχωβά. Θεωρητικώς οι ξένοι (εκείνοι που λατινικά θα ονομασθούν Gentiles, Εθνικοί) είναι καταδικασμένοι στην αμαρτία. Στην πράξη ο ιουδαϊσμός είχε αρχίσει να κατανοεί, αν όχι τη ανεξιθρησκεία, τουλάχιστον τη δυνατότητα να προσηλυτίζει τους Εθνικούς περίπου κατά την ελληνιστική εποχή. Από την άλλη πλευρά, οι διάφορες ιουδαϊκές παροικίες που υπήρχαν εκτός της χώρας του Ισραήλ, από την ελληνιστική εποχή —στην Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, έπειτα στην Καρχηδόνα, τη Ρώμη— είχαν αποκτήσει τη συνήθεια να τελούν τη λατρεία σε άλλες γλώσσες εκτός της εβραϊκής, προπάντων στην ελληνική, και μόνον αυτό το γεγονός ήταν αρκετό για να αποκατασταθεί μια πραγματική πνευματική επικοινωνία ανάμεσα στους ιουδαίους και στο εξελληνισμένο περιβάλλον όπου ζούσαν. Συνεπώς ο ιουδαϊσμός, παρά την απαίτηση της απόλυτης μονολιθικότητας, αφήνει να διαφαίνονται στους κόλπους του πολλές τάσεις, περίπου σαν σχίσματα. Αν οι Ιουδαίοι που κατοικούν την Ιουδαία αντιστέκονταν με όλες τους τις δυνάμεις ενάντια στις απόπειρες των Σελευκιδών βασιλέων να τους εξελληνίσουν, οι αδελφοί τους της Διασποράς δεν μπορούσαν να κωφεύουν στη φωνή των λαών που τους περιέβαλαν. Αλλά, μέσα στον ίδιο τον ιουδαϊκό λαό, μερικές θρησκευτικές ομάδες δεν συναινούσαν στον απόλυτο συντηρητισμό. Ορισμένοι, όπως οι Φαρισαίοι, στο όνομα της καθαρότητας του Νόμου, κολακεύονταν να τον ερμηνεύουν, να αποκαλύπτουν το πνεύμα του. Τούτο τους οδηγούσε στην εισαγωγή νέων στοιχείων, όπως η ιδέα της ανάστασης των ανθρώπων με το πλήρωμα του χρόνου. Άλλοι —και συγκεκριμένα οι Εσσαίοι που τη ζωή και τη σκέψη τους σήμερα γνωρίζουμε καλύτερα μετά την ανακάλυψη των ιερών τους βιβλίων που βρέθηκαν σε χειρόγραφα στις ακτές της Νεκράς θάλασσας— εγκαταλείπουν τα εγκόσμια και ζουν στην έρημο, προσμένοντας τη Βασιλεία του Θεού. Οι Εσσαίοι υπερτονίζουν ένα θρησκευτικό φαινόμενο ανέκαθεν λανθάνον στο Ισραήλ, το μεσσιανισμό. Πιστεύουν, ανά πάσα στιγμή, ότι πλησιάζει η Βασιλεία του Θεού, ότι ένας προφήτης εμφανίζεται για να την αναγγείλει, ότι τον Μεσσία γρήγορα θα ακολουθήσει ο θρίαμβος του Ιεχωβά και ο αφανισμός των Εθνικών. Αυτός ο μεσσιανισμός, που ωφέλησε το χριστιανισμό, θα επιβιώσει μεταξύ των χριστιανών. Θα δώσει έδαφος σε ολόκληρη Αποκαλυπτική φιλολογία, της οποίας μόνον ένα μέρος έχει περιληφθεί στην Καινή Διαθήκη. Είναι αδιαχώριστος από μια στάση απολύτως απαισιόδοξη απέναντι στα πράγματα ενός κόσμου που ξέρουμε —ή πιστεύουμε— ότι βαδίζει στην απώλεια και συχνά συνεπάγεται έναν ασκητισμό που φθάνει ενίοτε στα όρια του απάνθρωπου. Αυτός ο ασκητισμός των Εσσαίων, που ήδη λαβαίνει τη μορφή του μοναχισμού, είναι επίσης αντίθετος προς το πνεύμα της ελληνικής και ρωμαϊκής παιδείας, όπου κάθε σκέψη στρέφεται στη διαμόρφωση μιας τέχνης του ζειν, όπου οι αρετές είναι η υπεροχή του ανθρώπου στον κόσμο αυτό, στο σύνολο της φύσης του, και τελικώς μορφές του κάλλους και της ζωής. Ορισμένοι φιλόσοφοι, Έλληνες και Ρωμαίοι, στωικοί και επικούρειοι, πίστευαν ότι ο κόσμος θα είχε ένα τέλος, αλλά δεν θεωρούσαν ότι τούτο θα επέφερε καταδίκη των όντων, ούτε προπάντων ότι η άρνηση, εκμέρους των ανθρώπων, της ίδιας της ζωής ενέχει κάποια σημασία για τη μοίρα του κόσμου.
Digitized by 10uk1s
Ακτινοβολία του ιουδαϊσμού Η εβραϊκή κοινότητα που επέδρασε περισσότερο στη θρησκευτική ιστορία του αρχαίου κόσμου υπήρξε εκείνη της Αλεξάνδρειας. Από την ίδρυση της πόλης διαπιστώνουμε την ύπαρξή της. Εκεί, οι Εβραίοι ήταν αναμεμιγμένοι με τον υπόλοιπο πληθυσμό, παρόλον ότι οι περισσότεροι ήταν συγκεντρωμένοι σε ιδιαίτερη συνοικία. Σχημάτιζαν μια ιδιαίτερη πολιτική οντότητα, σαν πόλη μέσα σε πόλη, με το Συμβούλιο των Γερόντων και τον αρχηγό του, που ονομάσθηκε Εθνάρχης και είχε δικαστική και οικονομική εξουσία. Αυτοί οι Εβραίοι είχαν τις συναγωγές τους, ασκούσαν κάθε είδους επάγγελμα που δεν τους ξεχώριζε από τους υπόλοιπους κατοίκους. Όπως εκείνοι, ήταν τεχνίτες ή έμποροι, ναυτικοί ή υπάλληλοι, αλλά διατηρούσαν την πίστη τους στο Ναό της Ιερουσαλήμ και, φυσικά, τον δικό τους τρόπο ζωής. Παρά ταύτα, ήταν μοιραίο να γεννηθεί μια σκέψη, και γενικότερα μια παιδεία «ελληνο-ιουδαϊκή», πρώτο βήμα προσέγγισης ανάμεσα στον περιούσιο λαό και τους Εθνικούς. Έχουμε πολλές μαρτυρίες αυτής της παιδείας. Γνωρίζουμε τα ονόματα ιουδαίων ιστορικών που έγραψαν στην ελληνική, ποιητών, και έναν από αυτούς, ονομαζόμενο Εζεκιήλ, που συνέθεσε μια τραγωδία όπου εξιστορούσε τη ζωή του Μωυσή, μοναδικό δείγμα γνωστό (τουλάχιστον με τη μορφή περίληψης) ελληνιστικής τραγωδίας. Η βιβλική παράδοση δημιουργούσε πολλές δυσκολίες στους Εβραίους εκείνους που επιχειρούσαν να παντρέψουν τον ιουδαϊσμό με τη σκέψη των Ελλήνων φιλοσόφων: δύο ορίζοντες εκ διαμέτρου αντίθετοι· από τη μια ένας τυραννικός φορμαλισμός, η αποδοχή μιας αποκάλυψης, ένας έντονος εθνικισμός, ένας αυστηρός μονοθεϊσμός. Από την άλλη, ανάλογα με τις σχολές, μια πολυθεΐα που εξελίσσεται (τουλάχιστον στους στωικούς) προς ένα μονοθεϊσμό χωρίς να αποκλείει την ύπαρξη ιδιαιτέρων θεϊκών οντοτήτων, η πίστη στην παντοδυναμία του Λόγου, ως οντολογικής αρχής, αλλά επίσης ως εργαλείου κριτικής έρευνας. Ακόμη και ο σχετικός θρησκευτικός φιλελευθερισμός των Αθηναίων είχε σκανδαλισθεί από τις ελευθεριότητες του Σωκράτη απέναντι στις ιερές παραδόσεις, και οι φιλόσοφοι ήταν όλοι οπαδοί του Σωκράτη. Σε όλους υπάρχει, παρά το βαθιά ριζωμένο αίσθημα της υπεροχής των Ελλήνων σε σχέση με τους άλλους λαούς, μια θετική συμπεριφορά προς τους ανθρώπους, μια αίσθηση παγκοσμιότητας, τουλάχιστον δυνάμει. Στα μάτια των Ελλήνων, οι βάρβαροι είναι βάρβαροι λόγω της γλώσσας τους, των πολιτικών τους παραδόσεων, σπάνια λόγω της θρησκείας τους, και όχι επειδή δεν υπακούουν σε ένα νόμο αποκαλυπτικό και δεν τηρούν έθιμα που η λογική τους είναι δυσδιάκριτη. Τέτοια είναι τα προβλήματα που συνάντησαν οι ελληνο-εβραίοι διανοητές. Για την επίλυσή τους, μία μόνον οδός ήταν ανοιχτή, εκείνη της αλληγορικής ερμηνείας. Η παλαιότερη απόπειρα προς αυτή την κατεύθυνση — τουλάχιστον από όσες διασώθηκαν— είναι η Επιστολή κάποιου Αρισταίου προς τον Φιλοκράτη, για να τον διδάξει την εβραϊκή πραγματικότητα. Αυτή η επιστολή (στην πραγματικότητα μια απολογητική πραγματεία) έχει πιθανώς γραφεί τον 2ο π.Χ. αιώνα. Εδώ βρίσκουμε, από στόματος ενός μεγάλου ιερέα της Ιερουσαλήμ, του Ελεάζαρ, μια κριτική, την οποία θα μπορούσαμε ήδη να θεωρήσουμε χριστιανική, των πολλαπλών θεών του παγανισμού, και η οποία στηρίζεται πράγματι στο εφήμερο, δηλαδή στην επικούρειας έμπνευσης ιδέα όπου οι θεοί ήταν θεοποιημένοι θνητοί λόγω των υπηρεσιών που είχαν προσφέρει στους ανθρώπους. Οι Εβραίοι είναι η μοναδική εξαίρεση στον παγκόσμιο παραλογισμό που συγχέει Δημιουργό με δημιούργημα. Ο νομοθέτης τους, με τη θεία έμπνευση, τους περιέβαλε με πραγματικό φράγμα απαγορεύσεων και διατάξεων που τους προστατεύουν από την πνευματική διαφθορά. Η λεπτομέρεια της συμβολικής ερμηνείας δεν φαίνεται ενδεχομένως καθόλου πειστική στην αντίληψή μας, αλλά θα ενοχλούσε λιγότερο τους Έλληνες φιλόσοφους προς τους οποίους απευθύνονταν τέτοια γραπτά. Και άλλες θρησκείες είχαν γίνει επίσης το αντικείμενο ανάλογης ερμηνείας: η αιγυπτιακή και, φυσικά, οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι. Ήταν επίσης αποδεκτό ότι ορισμένοι λαοί πλησίαζαν περισσότερο από άλλους την Αλήθεια, ότι οι Σοφοί του παρελθόντος είχαν τυλίξει τις διδαχές τους σε πέπλα Digitized by 10uk1s
αλληγορίας που έπρεπε να ερμηνευθούν. Η μέθοδος του Αρισταίου δεν διαφέρει πολύ από εκείνη που ο Πλάτων ακολουθεί για να σχολιάσει τα έθιμα των Ατλάντων. Τρεις περίπου αιώνες μετά τον Αρισταίο, ο Φίλων, επίσης ιουδαίος της Αλεξάνδρειας και σύγχρονος του Τιβέριου και του Καλιγούλα, επεχείρησε, με περισσότερο βάθος και συνέπεια, να δώσει μια λογική ερμηνεία του μωσαϊκού Νόμου. Αλλά η ανάλυσή του δεν αφορά μόνο τις εντολές του μωσαϊκού Νόμου, ασχολείται επίσης με την ιστορία του ιουδαϊκού λαού, στην οποία ο Φίλων προσπαθεί να διακρίνει μιαν αληθινή οδύσσεια της ανθρώπινης συνείδησης: τα γεγονότα που αναφέρονται στη Βίβλο, χωρίς να χάνουν την ιστορική τους αυθεντικότητα, αποκτούν συμβολική αξία —πράγμα που ήδη αναγγέλλει τη χριστιανική ερμηνεία των επεισοδίων της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Φίλων στοχάζεται επίσης τη δημιουργία του κόσμου, σύμφωνα με τη Γένεση, και ακολούθως τη φύση του Θεού. Με αφετηρία το ιερό κείμενο προσπαθεί να διεισδύσει στο βαθύ του νόημα. Για το λόγο αυτό προσκολλάται στις ίδιες τις λέξεις, διερωτάται για την ετυμολογία τους (πραγματική ή υποτιθέμενη) —στάση πλατωνική όσο και ιουδαϊκή. Η θεία έμπνευση που υπαγόρευσε τη Βίβλο εγγυάται την απόλυτη κυριολεξία των όρων· απομένει στους ανθρώπους να εκτιμήσουν ακριβώς την αξία τους. Διερωτάται επίσης και για την ίδια την αφήγηση. Όταν ο Αδάμ και η Εύα εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο, ο προαιώνιος Θεός, αναφέρει η Γένεση, τοποθέτησε μπροστά στην πόρτα της Εδέμ δύο χερουβείμ και ανάμεσά τους μια φλεγόμενη ρομφαία που περιστρεφόταν. Αυτά τα δύο χερουβείμ είναι, όπως σχολιάζει ο Φίλων, δύο «δυνάμεις» του Θεού, η Καλοσύνη και η Ισχύς του, και η ρομφαία συμβολίζει τη δύναμη που ενώνει αυτά τα δύο σύμβολα, και που είναι ο Λόγος, δηλαδή η Ομιλία και η Λογική ταυτόχρονα —το Ρήμα κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Ο Φίλων, ως εχέγγυο αυτής της ερμηνείας, προτείνει «την εσωτερική φωνή, την πλήρη σοφίας, που έχει την έξη ενδομύχως να εμπνέεται από τον Θεό ο οποίος της αποκαλύπτει προφητικά ό,τι εκείνη δεν γνωρίζει». Αυτή η αντίληψη προσεγγίζει πολύ τον Πλάτωνα, τον σωκρατικό δαίμονα και το μύθο που χρησιμεύει για να υπερβεί κανείς το σημείο όπου σταματάει η λογική. Όπως ο Πλάτων και οι πυθαγόρειοι, ο Φίλων θεωρεί ότι το σώμα είναι η φυλακή της ψυχής, ένα σαρκίο από το οποίο αυτή πρέπει να απελευθερωθεί να μετοικήσει, όπως μετοίκησε ο Αβραάμ, με την εντολή του Θεού. Αλλά δεν είναι απαραίτητο να σκεφθούμε ότι η ιδέα αυτή οφείλεται στον Πλάτωνα. Είχε παρεισφρήσει στη σκέψη των στωικών και συναντάται, ευρύτατα αναπτυγμένη, στα μαθήματα του Σενέκα προς τον μαθητή του Λουκίλιο. Στο έργο του Φίλωνα απαντώνται τα περισσότερα ρεύματα που τότε ζωογονούν την πνευματική ζωή και τα οποία σύντομα θα συμβάλουν στο χριστιανισμό. Η σκέψη του Φίλωνα δεν φαίνεται να άσκησε την ελαχίστη επίδραση στον ιουδαϊσμό. Δεν ήταν άλλωστε και η πρόθεση του φιλόσοφου που απευθυνόταν στους Εθνικούς μάλλον παρά στους ομοθρήσκους του. Αντιθέτως, άσκησε αξιόλογη επίδραση στους χριστιανούς διανοητές, καθώς έδειχνε με ποιον τρόπο η ιουδαϊκή παράδοση μπορούσε να συνδυασθεί καλώς ή κακώς, με τις απαιτήσεις της ειδωλολατρικής φιλοσοφίας και να λάβει ένα είδος ορθολογικής δικαίωσης στα μάτια των Εθνικών. Επίδραση ορισμένων ιουδαϊκών ιδεών Σύμφωνα με τα προηγούμενα, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, όταν η προφητεία των μαθητών του Χριστού θα διαδοθεί στον ρωμαϊκό κόσμο, η ιουδαϊκή θρησκευτική παράδοση είχε από καιρό διασχίσει τα σύνορα της Ιουδαίας. Θα γινόταν το όχημα ορισμένων ιδεών που η καλλιεργημένη ελίτ ήταν έτοιμη να δεχθεί. Η αντίληψη ενός μοναδικού θεού, απόλυτου κυρίου όλων των όντων, είναι οικεία σε κάθε πνεύμα που διαθέτει κάποιο επίχρισμα φιλοσοφίας ή απλώς στους αναγνώστες του Βιργιλίου. Εξάλλου, ο μοραλισμός που με την επίδραση των φιλοσόφων τείνει να διαποτίσει το τυπικό της ειδωλολατρικής θρησκείας, αρχίζει να διαδίδει την ιδέα της αμαρτίας, του σφάλματος απέναντι στον Θεό, που έχει ως συνέπεια το θάνατο. Στο σημείο αυτό, ο στωικισμός είχε προετοιμάσει τα Digitized by 10uk1s
πνεύματα, καταδείχνοντας πώς κάθε παράβαση της τάξης των πραγμάτων, κάθε εξέγερση ενάντια στον παγκόσμιο Λόγο, επέφεραν σε κάποιο βαθμό καταστροφή του Είναι. Οι άνθρωποι συνήθιζαν σιγά-σιγά να ζουν υπό το βλέμμα του Θεού, να θεωρούν ότι αυτός ο κόσμος είναι ο Ναός του, όπου εκείνος είναι παρών και δρων. Ένα σημείο δείχνει τον τρόπο με τον οποίο αυτή η επίδραση του ιερού, ή μάλλον του θείου, που εισδύει τότε στην καθημερινή ζωή, κατέληξε να μεταβάλει αρχαίες παραδόσεις. Στον ιουδαϊσμό, ο χρόνος, όπως κάθε πράγμα, είναι δημιούργημα του Θεού. Η εβδομάδα των επτά ημερών παρουσιάζει ένα χαρακτήρα αναλλοίωτο, και ρυθμίζει τις ανθρώπινες δραστηριότητες όπως κατά τη Δημιουργία είχε ρυθμίσει εκείνες του Θεού. Εξάλλου, οι εποχιακοί ρυθμοί προσδιορίζουν την επάνοδο των εορτών οι οποίες σημαδεύουν τα μεγάλα γεγονότα της φύσης. Η εβδομάδα, οι μήνες, οι εποχές «μιμούνται» τον Θεό. Πρόκειται για μιαν αντίληψη εντελώς ξένη προς την ειδωλολατρική έννοια του χρόνου. Για τον Ρωμαίο, ο χρόνος είναι το πλαίσιο των πραγμάτων, δεν ενυπάρχει στα πράγματα, αλλά επαναπροσδιορίζεται κάθε στιγμή. Αρχικά, ο μεγάλος ποντίφικας αναγγέλλει κάθε μήνα τις καλένδες, τις νόννες, τους ειδούς, τρία σταθερά χρονικά σημεία, εφόσον οι υπόλοιπες ημέρες δεν έχουν άλλη σημασία από την καθαρή και απλή ροή τους. Όσον αφορά την πρακτική ζωή, αναφέρονται μόνον οι ημέρες της αγοράς, γιατί τότε όλοι οι πολίτες έρχονται στην Πόλη. Αλλά, την εποχή της Αυτοκρατορίας αυτή η πρωτόγονη αντίληψη του χρόνου αναιρείται. Μετά από μια μακροχρόνια μεταβατική περίοδο, επιβάλλεται το ημερολόγιο του Καίσαρα, ημερολόγιο αστρονομικό, επιστημονικό, χωρίς καμιά θρησκευτική επίδραση. Η χριστιανική εβδομάδα, που υπολογίσθηκε με βάση την εβραϊκή, θα «καθαγιάσει» κατά κάποιον τρόπο το ειδωλολατρικό ημερολόγιο, δηλαδή, θα επιθέσει σε κάθε μέρα τη σφραγίδα του Θεού, όπως στην Ιουδαία. Από την αρχή της μετά Χριστόν εποχής, και πριν από κάθε δυνατή χριστιανική επίδραση, ορισμένα ρωμαϊκά ημερολόγια υποθέτουν ότι κάθε ημέρα τίθεται υπό την επίκληση ενός άστρου, και είναι βέβαιο ότι αυτή η καινοτομία, που πιθανώς οφείλεται στην επίδραση των αστρολόγων, των Χαλδαίων, όπως τους αποκαλούσαν τότε, διευκόλυνε και προετοίμασε την υιοθέτηση του χριστιανο-ιουδαϊκού συστήματος. Ακολούθως η αστρολογία, αφού είχε παίξει αυτό το ρόλο, περιέπεσε γρήγορα στη λησμονιά και περιορίσθηκε στη σολομωνική των μάγων. Ο χριστιανισμός Αν ο χριστιανισμός μπορεί να φαίνεται αρχικά σαν μια αίρεση στους κόλπους του ιουδαϊσμού, είναι βέβαιο ότι μετά από μερικές γενιές — πάντως από το τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα— έγινε γεγονός θρησκευτικό, φιλοσοφικό και κοινωνικό που απλώνεται πολύ πέραν των συνόρων της Ιουδαίας. Σύντομα θα προκαλέσει στους κόλπους της Αυτοκρατορίας μια σειρά κρίσεων που θα συμβάλουν στο να επισπεύσουν την πολιτική και πνευματική εξέλιξη του ρωμαϊκού κόσμου. Η Ρώμη και οι χριστιανοί Από τον ιουδαϊσμό, ο χριστιανισμός διατηρεί ένα θεμελιώδες γνώρισμα, τη μισαλλοδοξία: μισαλλοδοξία όχι πλέον «φυλετική» αλλά θρησκευτική. Πολύ ενωρίς, οι προπαγανδιστές του χριστιανικού δόγματος παύουν να απαιτούν (τουλάχιστον οι περισσότεροι) από τον πιστό του Χριστού την περιτομή, καθώς και το να μην έχει με τους άπιστους καμιά σχέση, ή τη λιγότερο δυνατή. Αλλά οι χριστιανοί ουδέποτε μπόρεσαν να συλλάβουν ότι είναι δυνατόν η «σωτηρία» να επιτευχθεί από άλλους δρόμους εκτός από τη χριστιανική λατρεία και πίστη. Ο Θεός τους αναθεμάτιζε ό,τι δεν υπάκουε στο Νόμο του, πράγμα αντίθετο προς όλες τις θρησκευτικές παραδόσεις της Ρώμης. Ο χριστιανισμός ήταν ένα ολοκληρωτικό δόγμα που επέβαλε μεταφυσικές επιλογές για όσα φαίνονταν στους ειδωλολάτρες διανοητές ως εξαιρετικά αμφίβολες προτάσεις. Επέβαλε επίσης ένα είδος ζωής, μια ηθική, που a priori δεν θα φαινόταν σκανδαλώδης σε έναν «έντιμο άνθρωπο». Αυτός θα ξανάβρισκε εκεί, αν τις είχε γνωρίσει, έννοιες που του ήταν από καιρό Digitized by 10uk1s
οικείες, την αλληλεγγύη και την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων (την conciliatio hominum των στωικών), την ανάγκη της μετριοπάθειας, την άρνηση της βίας στις ιδιωτικές σχέσεις, την εφαρμογή της δικαιοσύνης (αρετή πρώτιστη για τους Ρωμαίους διανοητές ιδιαίτερα). Για να γνωρίσουμε όμως το πρόσωπο αυτό του χριστιανισμού, έπρεπε να περιμένουμε το έργο του Κλήμεντος του Αλεξανδρέος. Οι Ρωμαίοι αρχικά δεν γνώρισαν αυτή την καθησυχαστική όψη. Η πρώτη μνεία των χριστιανών, δηλαδή των οπαδών του Χριστού, απαντάται στον Σουητώνιο: ο Κλαύδιος θα τους είχε διώξει από τη Ρώμη «γιατί υπέθαλπαν ταραχές», πολύ πιθανώς στις ιουδαϊκές συνοικίες της Πόλης. Αργότερα, το 64, κατά την πυρκαγιά που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της Ρώμης, οι χριστιανοί κατηγορήθηκαν ότι την είχαν ανάψει εκουσίως, λόγω του «μίσους τους προς το ανθρώπινο γένος». Αυτή η κατηγορία, που συχνά θεωρήθηκε ψευδής, εξηγείται αρκετά καλά αν δεχθούμε ότι οι επίσημοι κύκλοι (ενημερωμένοι ίσως από την Ποππαία η οποία είχε δεσμούς με τους Ιουδαίους της Ρώμης) εκδικήθηκαν τους χριστιανούς για τις μεσσιανικές τους προσδοκίες: αν ο Μεσσίας εμφανιζόταν, πλησίαζε το πλήρωμα του χρόνου και οι χριστιανοί περίμεναν να πραγματοποιηθεί επιτέλους η Βασιλεία του Θεού. Μέσα στον αφανισμό του ανθρωπίνου γένους, μόνον οι Δίκαιοι (εννοείται οι Μυημένοι στην Πίστη του Χριστού) θα σώζονταν. Το περιβάλλον του Νέρωνα θα δίκαζε λοιπόν τους χριστιανούς, αποδίδοντάς τους (πιθανώς άδικα) την αρχή τελέσεως αδικήματος, που ήταν ο εμπρησμός της Ρώμης. Είναι σχεδόν αποδεδειγμένο ότι ο άγιος Παύλος ουδέποτε είχε με τον Σενέκα τις σχέσεις που υπαινίσσεται η ύπαρξη μιας αλληλογραφίας (προφανώς απόκρυφης) μεταξύ του ειδωλολάτρη φιλόσοφου και του χριστιανού αποστόλου. Δεν συνεπάγεται ότι οι καλλιεργημένοι Ρωμαίοι, γενικώς περίεργοι προς ό,τι ερχόταν από την Ανατολή, αγνοούσαν τελείως τις χριστιανικές ιδέες, ή τουλάχιστον όσες τότε κυκλοφορούσαν από κοινότητα σε κοινότητα και τις οποίες μαρτυρούν οι Επιστολές. Έτσι, οι χριστιανοί δέχονταν την ανωτερότητα της παρθενίας και της εγκράτειας στη συζυγική ζωή. Ορισμένοι, μάλιστα, έφθαναν να καταδικάζουν την τελευταία και κατά κάποιον τρόπο προετοίμαζαν το τέλος του ανθρωπίνου είδους. Τούτο δεν ήταν δυνατό να μην σκανδαλίσει και ανησυχήσει μια κοινωνία που θεμελιώθηκε στη σταθερότητα της οικογένειας και στη συνέχεια της πόλης. Βέβαια, η ολική καταδίκη της ομαλής σεξουαλικής ζωής δεν θα διατηρηθεί στην ορθοδοξία· θα σήμαινε, αν όχι το τέλος του ανθρωπίνου γένους, τουλάχιστον το τέλος της ίδιας της Εκκλησίας ή έστω της επίγειας. Σιγά-σιγά, προπάντων στη Δύση, επικράτησε η ιδέα ότι ο γάμος και η χριστιανική ζωή ήταν συμβιβάσιμα, αλλά παρέμειναν πολλά ίχνη από την αρχική θέση, η οποία βρίσκεται στην καταγωγή του μοναχισμού και των πλέον ανθεκτικών έως σήμερα θεσμών της καθολικής Εκκλησίας. Είναι δυνατόν η προέλευση αυτής της απολογίας περί της αποχής να οφείλεται στους Εσσαίους. Όπως και αν είναι, ήταν προορισμένη να ασκήσει βαθιά επίδραση στην πνευματική ιστορία της Ευρώπης. Σ' αυτούς τους δογματικούς λόγους προστέθηκαν πολιτικοί λόγοι, που κατέστησαν τους χριστιανούς ύποπτους στην εξουσία: ζώντας με την ανάμνηση του Ιησού, «υιού του Δαβίδ», έμοιαζαν ότι συμμετείχαν στον ιουδαϊκό μεσσιανισμό και, συνεπώς, ήταν σε αντίθεση με τη Ρώμη. Έτσι, ήταν ουσιαστικό για τους διοικούντες και γενικώς για τις ρωμαϊκές αρχές να πεισθούν σχετικά με τη νομιμοφροσύνη των χριστιανών. Ο καλύτερος τρόπος ήταν να τους υποχρεώσουν να συμμετέχουν στη λατρεία του αυτοκράτορα, που ήταν απτό σύμβολο της πίστης προς τη Ρώμη, της ένταξης στο Imperium romanum. Έτσι, οι χριστιανοί που είχαν κληρονομήσει από τον ιουδαϊσμό τη φρίκη για τους «ψεύτικους θεούς» και θεωρούσαν ότι ήταν ανόσια ύβρις προς τον ένα Θεό να κάνουν θυσίες σε άλλους αντί Εκείνου, δεν μπορούσαν να υποταχθούν στην απαίτηση αυτή. Γύρω από την αυτοκρατορική λατρεία, λοιπόν, αποκρυσταλλώθηκε η αντίθεση μεταξύ της Ρώμης και των χριστιανών. Μια αντίθεση που δεν ενυπήρχε στη φύση των πραγμάτων ούτε ήταν αναπόφευκτη, και η οποία θα έπρεπε να είχε εξαλειφθεί αν το χριστιανικό δόγμα είχε ενωρίτερα αποδεσμευθεί από την εξάρτηση με τον περιθωριακό ιουδαϊσμό και είχε νωρίτερα προσεγγίσει την ηθική των φιλοσόφων.
Digitized by 10uk1s
Η ειρήνη της Εκκλησίας Δεν τίθεται βέβαια θέμα να σκιαγραφήσουμε εδώ την ιστορία των σχέσεων μεταξύ του χριστιανισμού και της αυτοκρατορικής εξουσίας: αυτή άλλωστε είναι όλο και περισσότερο ευαίσθητη στην απειλή που η Εκκλησία αποτελεί για το παλαιό ειδωλολατρικό ιδεώδες, καθώς γίνεται συνεχώς πολυαριθμότερη και διακλαδίζεται σε όλο τον ρωμαϊκό κόσμο. Οι χριστιανοί, από την πλευρά τους, διαιρεμένοι από αιρέσεις και μερικά σχίσματα, αναζητούν στο σύνολο να πλησιάσουν προχριστιανικές ιδέες, να καταδείξουν ότι το δόγμα τους δεν είναι ασυμβίβαστο με αυτές. Τελικά, στην αρχή του 4ου αιώνα πραγματοποιήθηκε η συμφιλίωση, στο ανώτατο επίπεδο, όπως όφειλε να γίνει, με τον προσηλυτισμό του Κωνσταντίνου. Αυτός ο προσηλυτισμός πιστοποιούσε μια ντε φάκτο κατάσταση, τον εκχριστιανισμό ενός τμήματος της Αυτοκρατορίας ολοένα και περισσότερο πολυάνθρωπου. Αναιρούσε επίσης τον κύριο λόγο του παλαιού ανταγωνισμού, αφού επισήμως υπήγαγε το αυτοκρατορικό μεγαλείο σε εκείνο του Θεού, ή μάλλον καλύτερα προσέδιδε στον αυτοκράτορα χριστιανικό χάρισμα. Τέλος, ήταν ένα μέσο για να αποκατασταθεί κάποια ενότητα σε ένα πολιτικό σύστημα το οποίο, ήδη επί ένα περίπου αιώνα, απειλείτο αδιάκοπα με κατακερματισμό. Η Εκκλησία γίνεται οργανισμός του Κράτους και αποκτά ιδιαίτερο νομικό καθεστώς, ή, καλύτερα, οι επίσκοποι αναγνωρίζονται ως δικαστές, εξομοιώνονται προς τους Ρωμαίους άρχοντες. Ήδη αναφαίνεται ο μεσαιωνικός κόσμος με τα εδάφη της Εκκλησίας δίπλα στα εδάφη των λαϊκών. Τέλος, η δημιουργική δύναμη καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων, γλυπτών, ζωγράφων αρχίζει να τίθεται στην υπηρεσία της χριστιανικής τάξης, και το ίδιο ισχύει για τους φιλοσόφους και ρήτορες που συνεχίζουν τη διάδοση και την καλλιέργεια της Πίστης. Η Ρώμη και η Εκκλησία τείνουν να ταυτισθούν. Ο χριστιανισμός, ενώ έως τότε είχε παραμείνει μια θρησκεία που την επέλεγαν γι' αυτή την ίδια, στο εξής τείνει να επιβληθεί ανεξάρτητα από το πνευματικό του περιεχόμενο, γιατί είναι θρησκεία του Κράτους. Οι χριστιανικές κοινότητες διαποτίζουν τη μάζα των ανθρώπων, οι παλαιές ειδωλολατρικές δοξασίες προσβάλλονται, συχνά απορροφώνται από το χριστιανισμό ο οποίος στην ύπαιθρο επικαλύπτει τις παραδοσιακές τελετουργίες αφομοιώνοντάς τες. Έτσι, ο χριστιανισμός είχε ως αποτέλεσμα όχι τη διαίρεση της Ρώμης αλλά το μετασχηματισμό της, και της προσέδωσε μια πνευματική διάσταση η οποία έμελλε να εξασφαλίσει την επιβίωσή της, παρά τις πολιτικές καταστροφές που, διαφορετικά, θα την είχαν παρασύρει στην εξαφάνιση και τη λήθη. Στη μεσαιωνική και στη σύγχρονη Ευρώπη, η Ρώμη επιβίωσε σε μεγάλη βαθμό χάρη στην Εκκλησία η οποία άλλωστε της οφείλει ότι τελικώς κατέκτησε τους λαούς που άλλοτε συγκέντρωνε η Αυτοκρατορία. Θα το είχε καταφέρει χωρίς τη συνδρομή του ρωμαϊκού συστήματος, το οποίο είχε προετοιμάσει το δρόμο, είχε κάνει ευπρόσδεκτα το ηθικό της ιδεώδες και τη διοικητική της οργάνωση, την υπερεθνική της κυριαρχία; Πέρα από τα σύνορα, ο χριστιανισμός προετοίμασε την έστω και σχετική αφομοίωση των βαρβάρων, αφού ο Θεοδώριχος στη Ραβέννα θέλησε και κατάφερε να επιχειρήσει την ανασύσταση ενός ρωμαϊκού Κράτους, αντί να εγκαταλείψει την κατακτημένη γη στη διάθεση των βαρόνων του. Γύρω από την Εκκλησία θα επιβιώσει το παλαιό ιδεώδες της δικαιοσύνης και της ειρήνης, της ανθρώπινης ενότητας που για τη δημιουργία του η Ρώμη είχε διαθέσει τόσους αιώνες.
1
Η Ελλάδα στο κατώφλι του Εικοστού Αιώνα, Αθήνα, 1990, έκδ. Α. Σάκκουλα, σελ. 27-28.
2
Ο ξηρός μήνας προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τον τύπο Ρ ≤ 2t όπου Ρ αντιστοιχεί με τον μέσο όρο σε χιλιοστόμετρα κατακρημνισμάτων που αναλογούν στον μήνα αυτό· Και t αντιστοιχεί με τη μέση θερμοκρασία σε °C. 3
Σ.τ.μ.: πετρώδεις προεξοχές που περιέκλειαν μια κοιλάδα της παγετώδους περιόδου.
Digitized by 10uk1s
4
Dolmen: μεγαλιθικό μνημείο, αποτελούμενο από μία μεγάλη επίπεδη πέτρα που τοποθετείται επάνω σε άλλες κάθετες.
5
Clientèle: οι ιδιώτες που βρίσκονται υπό την προστασία του φεουδάρχη.
6
Σ.τ.μ. ποταμός της Ρωσίας, στο Β. Καύκασο, ο Ύπανις των αρχαίων.
7
Πολίχνη της Μ. Ασίας, κοντά στην Κολοφώνα, όπου υπήρχαν ναός και μαντείο του θεού Απόλλωνος (Κλάριος).
Digitized by 10uk1s