ΖΑΚ ΝΤΕΡΡΙΝΤΑ
ΕΜΒΟΛΑ ΤΑ ΥΦΗ ΤΟΥ Ν1ΤΣΕ Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ Φ ΑΡΑΚΛ ΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.
'O Jacques Derrida, γ ε ν ν η μ έ ν ο ς τό 1930 σ τη ν ’Α λ γ ε ρ ία , είσ η γ ε ϊτ α ι μ ία π ρ α κ τικ ή τή ς φ ιλ ο σ ο φ ία ς ώ ς ά π ο κ α τ α σ κ ευ ή ς (άποδ ό μ η σ η ς) τώ ν π α ρ α δ ο σ ια κ ώ ν ε ν ν ο ιώ ν τ η ς θ εο λ ο γ ικ ο ΰ χ α ρ α κ τή ρ α , όπ ω ς ή α μ εσ ό τη τα τή ς «φ ω νή ς» κ α ί ή έν ν ο ια του « σ η μ είου», σ τ ις ό π ο ιε ς σ τ η ρ ίζ ε τ α ι κ ά θ ε ίδ ε α λ ισ τ ικ ή σ η μ α σ ιο λ ο γία . Α υτή ή π ρ α κ τικ ή δ ιδ ά σ κ ετα ι π ρ ο ν ο μ ια κ ά α π ό τό ν Ν ίτ σ ε κ α ί σ υ γ χ ρ ό ν ω ς ο δ η γ ε ί σ έ μια π ρ ω τό τυ π η α νά γν ω σ ή του, σ ύμ φ ω να με τή ν ό π ο ία ή α μ φ ισ η μ ία τή ς «γυ να ίκ α ς» σ υμ π υ κ νώ ν ε ι τή ν ά μ φ ισ η μ ία τή ς π α ρ α δ ο σ ια κ ή ς έ ν ν ο ια ς του ν ο ή μ α το ς -ο π ω ς σ υ ν έ β α ιν ε με τή ν έ ν ν ο ια του «φ αρμά κου» σ τό ν Π λ ά τω να ή του « ά να π λ η ρ ώ μ α το ς» σ τό ν Ρ ο υ σ σ ώ (βλ. Π λ ά τω ν ο ς φ α ρ μ α κ εία , Ά γ ρ α 1990 κ α ί Π ε ρ ί γρ α μ μ α το λ ο γία ς , Γ νώ σ η 1990).
ΕΜΒΟΛΑ. ΤΑ ΥΦΗ ΤΟΥ Ν ΙΤΣΕ
Υ π ε ύ θ υ ν ο ι σ ειρ ά ς: Ε λ έν η Π ερ δ ικ ο ύ ρ η - Γ ιώ ρ γ ο ς Φ α ρ ά κ λ α ς
Ε. ΜΠΑΛ1ΜΠΑΡ, Ό Σ π ιν ό ζα κα ί ή π ο λ ιτ ικ ή φρ.
ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ, Χ ώ ρ ο ς και σ χ ε τ ικ ό τ η τ α .
Ό ’Α ϊν σ τ ά ιν δ ια β ά ζ ε ι Γ α λ ιλ α ίο κ α ί Ν εύ τω να Μ. ΣΕΝΕΛΛΑΡ, Μ α κ ια β ε λ λ ισ μ ό ς κα'ι π ο λ ιτ ικ ή σ κ ο π ιμ ό τ η τ α Ζ.-Π. ΛΕΦΕΒΡ - Π. ΜΑΣΕΡΕ, Ό Έ γ ε λ ο ς κ α ί ή κ ο ινω ν ία Γ. ΡΙΤΤΕΡ, Ό Έ γ ε λ ο ς κ α ί ή Γ α λ λ ικ ή Ε π α ν ά σ τα σ η Γ. ΦΑΡΑΚΛΑΣ, Γ ν ω σ ιο θ εω ρ ία κ α ί μ έ θ ο δ ο ς σ τ ό ν "Ε γελο ΜΠ. ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ, Φ ιλ ο σ ο φ ία κα ί δ ικ α ιώ μ α τα το υ ανθρώ που.
Α π ό τό ν Κ α ν τ εω ς τ ό ν Μ α ρ ξ Ζ. ΝΤΕΛΕΖ, Ή κ ρ ιτ ικ ή φ ιλ ο σ ο φ ία το υ Κ ά ν τ.
Ή θ εω ρ ία τω ν ικ α νο τή τω ν Λ. ΜΠΑΛΤΑΣ, Α ν τ ικ ε ίμ ε ν α κ α ί ό ψ ε ις έα υ το ΰ Κ. ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ, Κ ρ ιτ ικ ή φ ιλ ο σ ο φ ία κα ί λ ο γ ι κ ή τω ν θεσμώ ν.
"Ε ρ ευ ν ες γ ια τ η ν π ο λ ιτ ικ ή φ ιλ ο σ ο φ ία το υ Κ α ν τ Ζ. ΝΤΕΡΡΙΝΤΑ, Έ μ β ο λ α . Τ α ύφ η το ύ Ν ί τ σ ε
ΖΑΚ ΝΤΕΡΡΙΝΤΑ
ΕΜΒΟΛΑ. ΤΑ ΥΦΗ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ
Πρόλογος Γ κ ο α φ ω Μ α γ γ ιν η
Μετάφραση Γ ιώ ρ γ ο ς Φ α ρ α κ λ α ς
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑ Σ” Ι.Δ . Κ Ο Λ Λ Α Ρ Ο Υ & ΣΙΑ Σ Α .Ε . Α Θ Η Ν Α 2002
Τίτλος πρωτοτύπου: Jacques Derrida, Éperons. Les styles de Nietzsche © Ε κ δ ό σ ε ις Flammarion, Π αρίσι 1978 © γ ια τήν ελλη νική γλώσσα, Β ιβλιοπω λεϊον τή ς " Ε σ τ ία ς ” Ε π ε ξ ε ρ γ α σ ία κειμένου: Μ αρία Γ εω ργακοπούλου Φίλμ-μοντάζ: «’Α λφάβητο» 'Εκτύπωση: Γραφικές τέ χ ν ε ς «Corfu» Β ιβλιοδεσία: Α. Π ετρ έλ η ς & Υ ιός ΒΙΒΛ ΙΟΠΩ ΛΕΪΟ Ν Τ Η Σ "Ε ΣΤ ΙΑ Σ” I. Δ. ΚΟΛ ΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. Ε ύριπίδου 84 - Α θήνα 105 53
[email protected] · www.hestia.gr
ISBN 960-05-1006-7
Περιεχόμενα
9
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
23
ΕΜΒΟΛΑ. ΤΑ ΥΦΗ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ
24
Τό ζήτημα τού ϋφους
25
'Α ποστάσεις
31 Π έπλα 36 'Α λήθειες 41 Κοσμήματα 44 Ή προσποίηση 47 « Ισ το ρ ία ένός λάθους» 53 Femina vita 61 Θ έσ εις 65 Ο ιδιπόδειο βλέμμα 69 Ή δοσιά 77 Ά β υσ σ ο ι τή ς αλήθειας 80 « Έ χ ω ξ εχά σ ει τήν όμπρέλλα μου» 92 Υ.Γ. 92 Υ.Γ. Β'
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Είπα «ή γυναίκα (του) Ν ίτσε», «ή γυ ναίκα Ν ίτσ ε»: Ό π ο υ κ αταφ άσ κει ό Ν ίτσ ε τή ν καταφ ατική γυναίκα, οποτε είνα ι αύτή, οποτε τή ν άγαπά, γρά φ ει, θα λ έγα μ ε, «μέ γυ να ικ είο χ έρι»... Θα ή θελα κι έγώ να γράψω σαν (μια) γυναίκα. Τό προσπαθώ... Ό Ντερριντά στήν συζήτηση μετά τήν ανακοίνωση στό συνέδριο του Σεριζύ, αρ χική εκδοχή τών Εμβόλων
στήν ιστορία τής πρόσληψης του έργου του Ζάκ Ντερριντά (J. Derrida) στήν Ε λ λ ά δα μέ τήν έμφάνιση πρωτότυπων μελετών1 άλλα καί χάρη στόν όγκο τών μεταφρασμένων κειμένων. Στήν συνέχεια τών πρώτων μεταφραστικών πονημάτων πού έφεραν τό έλληνικό κοινό σέ επαφή μέ τόν εισηγητή ένός άπό τα σημαντικότερα ρεύματα τής γαλλικής μεταδομιστικής σκέψης2τοποθετούνται κατά πρώτο λόγο μεταφράσεις πού έστιάζουν στίς απαρχές τού άποδομητικού έγχειρήματός του, στήν κριτική αντιπαράθεσή του μέ τήν χουσσερλιανή φαινομενολογία3 καί στήν Α ν ο ί γ ε ι μ ι α ν ε α σ ε λ ίδ α
1. Βλ. λ.χ. Χρ. Λ άζος, «Χώρα τή ς μετάφρασης», εις J.D., Π λά τω νος φαρμακεία, Ά γρα , Α θή να 1990. Γ. Βέλτσος, Χρ. Λάζος, Α. Μ παλτάς, Β. Μ πιτσώ ρης εις Μ α ρτυρία καί μετά φ ρα σ η , Γαλλικό 'Ινστιτούτο Α θηνών, Α θήνα 1996. Α. Μ παλτάς, Στο περιθώ ριο έπισ τή μ η ς καί π ο λιτική ς, Ε κ κ ρ εμ ές, Α θή να 1999. 2. De la grammatologie, Minuit, Π α ρίσ ι 1967- μτφ. Κ. Παπαγιώργης, Π ερ ί γρα μμα τολογίας, Γνώση, Α θή να 1990. «La pharmacie de Platon», είς La dissémination, Minuit, Π α ρ ίσ ι 1972' μτφ. Χρ. Λάζος, Π λά τω νος φαρμακεία, ο.π. 3. «Φ αινομενολογία καί μεταφυσική», ’Ε π ο χές 1966. La voix et
όξεία κριτική του στόν δομισμό.4 Κατά δεύτερο λόγο, μια σειρά δημοσιεύσεων φέρνουν τό έλληνικό κοινό σε επαφή με τις πολλαπλές προκλήσεις πού θέτει τό ίδιο έγχείρημα σε καίρια θέματα δπως τό μέλλον του μαρ ξισμού, τήν ίδιάζουσα θέση τής ψυχανάλυσης ή τό ίδιο τό πεπρωμένο τής φιλοσοφίας στόν σύγχρονο κόσμο.5
le phénomène, PUF, Π αρίσ ι 1967· μτφ. Κ. Π απαγιώ ργης, Ή φωνή καί τό φαινόμενο, 'Ο λκός, Α θή να 1997. «La parole soufflée», εις L'écriture et la différence, Seuil, Π α ρ ίσ ι 1967' μτφ. Μ. Ε ύαγγελινοΰΣ αντορινοΰ, « Ό υπαγορευμένος λόγος», Σ πείρα 6-7 (1986), 8-9 (1987). «Adieu» εις Adieu à Emmanuel Lévinas, Galilée, Π α ρ ίσ ι 1997· μτφ. B. Μ πιτσώ ρης, Adieu. Ε π ικ ή δ ειο ς γιά το ν Emmanuel Lévinas, "Αγρα, Α θή να 1996 (προηγήθηκε του γαλλικού). 4. «Cogito et histoire de la folie», εις L ’écriture et la différence, ο.π.· μτφ. Κ. Π απαγιώ ργης, «Τό cogito καί ή ιστορία τής τρέλλας», εις Τ ρ έλλ α και φιλοσοφία, Ο λκός, Α θή να 1994. «La structure, le signe et le jeu dans le discours des sciences humaines», είς L ’écriture et la différence, ο.π.' μτφ. Γ. Φ αράκλας, « Ή δομή, τό σ ημ είο καί τό παίγνιο στόν λόγο τών έπιστημώ ν τού ανθρώπου», Π ο λ ίτη ς δεκαπενθ. 39 (1997). 5. «Le dernier mot du racisme», είς Psyché, Galilée, Π α ρ ίσ ι 1987· μτφ. Xp. Λάζος, Ή τελευ τα ία λ έ ξ η του ρ α τσισ μ ο ύ, Α γρα , Α θήνα 1992. Points de suspension. Entretiens, E. Weber (έπιμ.), Galilée, Π α ρ ίσ ι 1992· μτφ. Μ. Άκτύπη-Δ. Γκινοσάτης, Σ υ νο μ ιλίες (εκλογή), Π λέθρον, Α θήνα 1995 (συνεντεύξεις). Khora, Galilée, Π α ρ ίσ ι 1993· μτφ. Κ. Κ ορομπίλη, Χ ώρα, Καρδαμίτσα, Α θή να 2000. Spectres de Marx, Galilée, Π α ρίσ ι 1993- μτφ. Κ. Παπαγιώ ργης, Φ αντάσματα τοΰ Μ άρξ, Ε κ κ ρ εμ ές, Α θή να 1995. Mal d ’archive, Galilée, Π α ρίσ ι 1995· μτφ. Κ. Π απαγιώ ργης, Ή έννοια τοΰ α ρχείου, ’Εκκρεμές, ’Α θήνα 1996. Politics and Friendship, Verso· μτφ. Δ. Π α παγιαννά κος-Α . Μ παλτάς, Π ο λ ιτικ ή καί φιλία, ’Ε κκρεμές, Α θή να 1996 (συνέντευ ξη κ αί Ε π ικ ή δ ε ιο ς για τόν Α λ του σ σ έρ ). «Témoignage et tra duction»· μτφ. Β. Μ πιτσώ ρης είς Μ α ρ τυ ρ ία καί μ ετά φ ρα ση, ο.π. Résistances de la psychanalyse, Galilée, Π α ρ ίσ ι 1996· μτφ. Έ . Κοντονάσιου-Β. Ν ασούλη, Α ν τ ισ τ ά σ ε ις τ ή ς ψ υχα νά λυσ ης, Π λέθρον, Α θήνα 1999. Echographies de la télévision, Galilée-INA, Π αρίσ ι 1996·
Τό άνά χείρας κείμενο του Ζάκ Ντερριντά Έμβολα. Τά υφη τον Ν ίτσ ε εμπίπτει άναμφίβολα στήν πρώτη κατη γορία. Συνιστά μια μοναδική μαρτυρία για τις καταβο λές καί την γένεση του ντερριντιανοϋ έγχειρήματος. Πράγματι, μ’ ολο πού μεθοδολογική αφετηρία τοϋ τε λευταίου στάθηκε ή χουσσερλιανή φαινομενολογία, ή εξέλιξή του θα ήταν αδιανόητη χωρίς τήν καταλυτική παρουσία στοχαστών «γενεαλόγων» όπως ό Νίτσε (Nietzsche) καί ό Χάιντεγγερ (Heidegger). Συγχρόνως, αυτή ή ερμηνεία τοϋ Νίτσε έπέφερε μια τεράστια ανατροπή στό πλαίσιο τών άλλεπάλληλων αναγνώσεων τών όποιων εχει γίνει αντικείμενο ό ίδιος. Τήν σημασία τών ’Ε μβόλων για τήν πρόσληψη τοϋ Νίτσε άπό τήν γαλλική μεταπολεμική διανόηση άλλα καί για τήν φιλοσοφική σκηνή τής εποχής τους, όπου ή έρμηνεία τοϋ Νίτσε άποτελεΐ κεντρικό διακύβευμα, τήν φανερώνει τό ίδιο τό συνέδριο τοϋ 1972 στό Σεριζύ όπου έκφωνήθηκε ή πρώτη μορφή τους. Τό θέμα του Ό Ν ίτσ ε σήμερα; προδίδει τόν προσανατολισμό τών μετεχόντων: Συγκεντρώνει μελετητές διαφορετικών γε νεών γύρω άπό εναν πυρήνα καινοτόμων έρμηνευτών μέ πρώτο τόν Ζίλ Ντελέζ (G. Deleuze). Σέ σχέση μέ τήν διεθνή συνάντηση γιά τόν Ν ίτσε τοϋ Ρουαγιομόν τό 1964, ό ορίζοντας τών έρμηνειών έχει μετατοπισθεΐ, άντικατοπρίζοντας άκριβώς τις γενικότερες άνακατατάξεις στήν φιλοσοφική ζωή. ’Α ξίζει λοιπόν να έξετασθοϋν οί διαφορές τών δύο
μτφ. Μ. Ά κτύπη, Υ π ερ η χ ο γρ α φ ή μ α τα τή ς τη λεό ρ α σ η ς, Ε κ κ ρ ε μές, ’Α θήνα 1996 (συνεντεύξεις). Δ ές καί τό «Demeure, Athènes», μτφ. Β. Μ πιτσώρη «Παραμονή, Αθήνα», εις J.-F. Bonhomme, Α ’ θή να σ τ ή ν σκιά τή ς ’Α κ ρ ό π ο λη ς, 'Ο λκός, Α θή να 1996, καί τό «Che cos’é la poesia?», 1988, μτφ. Β. Μ πιτσώ ρη, Π ο ίη σ η 6, 1995.
συναντήσεων. 'Αξιοπαρατήρητη στό Ρουαγιομόν είναι ή διαφοροποίηση ανάμεσα σέ έκπροσώπους των φθινουσών ύπαρξιστικών ερμηνειών, φαινομενολογικής ή άλλης έμπνευσης, που μονοπωλούσαν τήν νιτσεϊκή πρόσληψη ήδη άπό τήν δεκαετία του 1930, μέ τό εργο καί τήν γενικότερη πνευματική παρουσία στοχαστών όπως ό Κάρλ Λέβιτ (Κ. Löwith), ό Ζάν Βάλ (J. Wahl), ό Ά νρί ντέ Μπιρώ (H. de Birault), ό Γκαμπριέλ Μαρσέλ (G. Marcel), ό Ζάν Μπωφρέ (J. Beaufret) καί άλλων πού κινούνταν οριακά σέ σχέση μ’ αύτές. Ό Φουκώ (Μ. Fou cault), μέ τήν σημαίνουσα άνακοίνωσή του «Νίτσε, Φρόυντ, Μάρξ», εκπροσωπεί τήν δομιστική συνιστώ σα, κυρίαρχη στις κοινωνικές επιστήμες. Ό Κλοσσοβσκί (P. Klossowski) καί ό Ντελέζ άντιπροσωπεύουν δύο υπό μίαν έννοια άνένταχτες άναγνώσεις. Ή δεύτερη, ή όποία θά γνώριζε μιά λίγο ως πολύ άδιαφιλονίκητη κυριαρχία στήν Γαλλία του 1960, τοποθετείται έξ άρχής στους άντίποδες τής φαινομενολογίας καθώς έντάσσει τόν Νίτσε σέ μιά παράδοση κριτικής φιλοσοφίας. Τό νιτσεϊκό σχήμα τής «νομοθεσίας τών αξιών» εί ναι γιά τόν Ν τελέζ ή έσχατη μορφή τής «κοπερνίκειας επανάστασης» του Κάντ (Kant): «Τό πρώτο πράγμα πού μάς μαθαίνει ή κοπερνίκεια έπανάσταση είναι ότι έμεΐς κυβερνάμε», ότι είμαστε οί «νομοθέτες τής φύσης», κι έτσι «όταν ενας φιλόσοφος πού φαίνεται εντελώς ξέ νος στόν καντιανισμό άναγγέλλει τήν άντικατάσταση τού parère (φαίνεσθαι) άπό τό jubere (κελεύειν)», ό Ν ί τσε, αύτός «χρωστάει στόν Κάντ περισσότερα άπ’ όσα νομίζει ό ίδιος».6 ’Α ποφασιστικό γεγονός άποτέλεσε ή 6. G. Deleuze, La philosophie critique de Kant, PUF, Π α ρίσ ι 1963' μτφ. Έ . Π ερδικούρη, Ζ. Ν τελέζ, Ή κ ρ ιτικ ή φ ιλοσ οφ ία τον Κ ά ντ, Ε σ τ ία , ’Α θήνα 2000, σ. 28-29. Πρβλ. Nietzsche et la philosophie, PUF,
δημοσίευση, τό 1962, τοϋ Ό Ν ίτ σ ε καί ή φιλοσοφία, μέ τό όποιο ό Ντελέζ άπομάκρυνε οριστικά τις νιτσεϊκές σπουδές άπό τόν άκαδημαϊκά καθαγιασμένο ύπαρξισμό καί προέβαλλε την φιλοσοφική έγκυρότητα του Νίτσε μέ τρόπο πρωτοφανή για τήν μακρόχρονη πρόσληψή του στην Γαλλία άπό τις τελευταίες δεκαετίες τοϋ ιθ' αιώνα.7 Κατευθυντήριο νήμα είναι εδώ ή οίκειοποίηση τής νιτσεϊκής φιλοσοφίας ώς «φιλοσοφίας τής διαφοράς» ενάντια στον κυρίαρχο τότε έγελιανισμό, ειδικά στήν άνθρωπολογική άνάγνωση τοΰ Έ γελου (Hegel) άπό τόν Κοζέβ (A. Kojève) μέσα άπό τήν σχέση κυρίου καί δούλου,8 που τόν έφερνε κοντά στον υπαρξισμό.9 Αύτή Π αρίσ ι 1962, σ. 105: «Κ ελεύειν αντί για φαίνεσθαι: Μ ήπως αύτό δεν είνα ι ή ουσία τής κ οπερνίκ εια ς επανάστασης καί ό τρόπος μέ τόν όποιο ή κριτική άντιτίθεται στήν παλαιό φιλοσοφία, στήν δογ ματική ή θεολογική ύποταγή; Ή ιδέα πού έρ χετα ι να συμπληρώ σ ει τή ν ίδέα τή ς έσω τερικής κριτικής ώς κριτικής είνα ι ή ίδέα τής νομοθετούσα ς φ ιλο σ ο φ ία ς ώς νομοθέτούσας. Ο ί δύο άποτελοΰν τή ν βασική, τήν απελευθερω τική συμβολή τοΰ καντιανισμού». 7. Βλ. τή ν μελέτη για τήν πρόσληψ η τοΰ Ν ίτσ ε στή ν Γαλλία τοΰ L. Pinto, Les neveux de Zarathoustra, Seuil, Π α ρ ίσ ι 1995. Ό σ ο ν αφορά τόν τρόπο μέ τόν όποιο προσελήφθη ό Ν ίτσ ε άπό τους γάλλους διανοητές στήν περίοδο που διαδέχεται τόν φθίνοντα υπαρξι σμό τοΰ μεσοπολέμου καί τών μεταπολεμικώ ν χρόνω ν παρα τηρεί δηκτικά: «Μ ιας κ ι ό Ν ίτσ ε ορίσ θηκ ε ώς σοβαρός στοχασ τής... οί σ χολ ια σ τές βρήκαν έδώ τόν συγγραφέα όπου μπορούσαν να έκλεπτύνουν στό έπακρο τήν όντολογική έπιδεξιότητά τους... Ό Ν ίτσ ε έγινε ό καθρέφτης μέσα στον όποιο ο ί έρμηνευτές ατένιζαν τόν σοφιστικό άλλα καί ελεύθερο λόγο πού οί ίδιοι προτίθεντο να κα θιερώσουν ώς νέα μορφή τής φ ιλοσοφικής ολοκλήρω σης» (σ. 154). 8. A. Kojève, Introduction à la lecture de Hegel, Gallimard, Π α ρί σι 1947. 9. Γ ια τή ν σημαντική επιρροή τής κοζεβιανής ανάγνω σης τοΰ "Εγελου, βλ. V. Descombes, Le même et l ’autre, Minuit, Π α ρίσ ι
την πολεμική ακολουθεί μετά τόν Ντελέζ κι ό Ντερριντά. Ό δυναμισμός των νέων ερμηνειών σχετιζόταν μέ την ταχύρρυθμη πρόοδο στην έκδοση των 'Απάντων, την όποία παρουσίασαν στό συνέδριο του 1964 οί έπιμελητές της Κόλλι καί Μ οντινάρι (G. Colli, M. Monti nari).10Ή φιλολογική καί γραμματειακή έκθεση στηρι ζόταν στην διαμόρφωση ένός σώματος νιτσεϊκών κει μένων πού έμελλε να βρεθούν στό κέντρο τών έρμηνειών τις δύο επόμενες δεκαετίες, με έμφαση στην πρώιμη έργογραφία. Ή ερευνά στρέφεται τώρα πρός κείμενα όπως Ή γέννη ση της τραγωδίας (Geburt der Tragödie, 1872), Ή γέννηση τής φιλοσοφίας στα χρόνια τής τραγικής ποίησης τών Ελλήνω ν (Die Philosophie im tragischen Zeitalter der Griechen, 1872), Οί άνεπίκαιροι στοχασμοί (Unzeitgemäße Betrachtungen, 1873-1876), άλλα και ανέκδοτα όπως τό σύντομο άλλα ιδιαίτερα σημαν τικό Π ερί άληθείας καί ψεύδους ύπό έξωηθική έννοια (Über Wahrheit und Lüge im außermoralischen Sinne, 1872), πού μαρτυρούν τό ζωηρό ενδιαφέρον τού Νίτσε για τα ζητήματα τής γλώσσας," ένφ μέχρι τότε παρέμενε
1980· μτφ. Λ. Κ ασίμη, Τό ίδιο καί τό ά λλο, Π ράξις, Α θήνα 1984, σ. 46-68. 10. Βλ. τό κείμενό τους στα Cahiers de Royaumonf. Nietzsche, Minuit, Π α ρ ίσ ι 1967, σ. 127-140. 11. Τ ό « Π ερ ί ά λ η θ εία ς καί ψεύδους ύπό έξοηθική έννοια» (μτφ. Θ. Π ενολ ίδη ς εις Ή α λή θ εια καί ή ερμ η νεία , Βάνιας, Θ εσ σαλονίκη 1991), ενα άπό τα σπάνια δείγματα αύστηρά φ ιλοσ οφ ι κού λόγου στόν Ν ίτσ ε τών αρχώ ν τή ς δεκαετίας τού 1870, έκδόθηκε τό 1969 σέ γα λ λική μετάφραση μαζί μέ άλλα κ είμ ενα τής ίδιας περιόδου (« Ό τελευταίος φιλόσοφος»: Der letzte Philosoph, 1872' « Ό φιλόσοφος γιατρός του πολιτισμού»: Der Philosoph als Arzt der Kultur, 1873· « Ή έπιστήμη καί ή σοφία σ έ σύγκρουση»: Wis
εστιασμένη στό όψιμο εργο καί κυρίως στήν Βούληση γιά δύναμη, εργο αμφιλεγόμενο τό όποιο μεταφράσθηκε στα γαλλικά τήν δεκαετία τοϋ 1930.12Σ' αύτό άκριβώς τό κλίμα εντάσσονται τα Έμβολα, μελέτη για τό ΰφος, που ανοίγουν μέ μια επιστολή τοϋ 1872 όπου ό Νίτσε ομολογεί: «Κατάφερα, μέ τήν Γ έννηση τής τραγωδίας, να γίνω ό πιό ξεδιάντροπος φιλόλογος τών ήμερών»...13 Τα Έ μβολα είναι μεταγενέστερη δημοσίευση (1976) τής άνακοίνωσης τοϋ Ντερριντά στό δεύτερο συνέδριο γιά τόν Νίτσε, που διοργανώθηκε τό 1972 στό Σεριζύ,14 ή όποία έφερε τότε τόν σημαίνοντα τίτλο «Τό ζήτημα τοϋ ΰφους» (θα τής προστεθοϋν τρία Υστερόγραφα).15 Ή συνάντηση αυτή έχει ακόμη μεγαλύτερο ένδιαφέρον στό μέτρο πού, δίπλα στόν Ντελέζ16καί τόν Κλοσσοβsenschaft und Weisheit im Kampfe, 1875). Ε π ισ η μ α ίν ω τήν ιδ ια ίτε ρα διαφω τιστική εισαγω γή τή ς μεταφράστριας Angèle Kremer-Marietti, πού ά π η χ εΐ τό πνεύμα τών καιρώ ν στις ν ιτσ εϊκ ές σπουδές: «Nietzsche sur la vérité et le langage (1872-1875)», εις Le livre du phi losophe, Flammarion, Π α ρ ίσ ι 1969, σ. 9-34. 12. Volonté de puissance, Gallimard, Π α ρ ίσ ι 1936. 13. Π ρβλ. καί Sarah Kofman, «Le/les "concepts” de culture dans les Intempestives», είς Nietzsche aujourd’hui? (πρακτικά του συνε δρίου τοϋ Cerisy-la-Salle τό 1972), τ. β', UGE, σ ειρ ά «10/18», Π α ρίσ ι 1973. 14. Βλ. Nietzsche aujourd’hui?, τ. α': Intensités, τ. β': Passion, δ.π. Μ ια συνολική θεώ ρηση τών ανακοινώσεω ν στό συνέδριο τοϋ 1972 καθώς και τών δυναμικών σ υγκλίσεω ν καί αντιπαραθέσεω ν στό π λα ίσ ιο τών συζητήσεω ν μετά τή ν κάθε μια πρ οσ φ έρ ει ό G. Vattimo, «Nietzsche heute?», Philosophische Rundschau 24 (1977), σ. 67-91. 15. J. Derrida, «La question du style», είς Nietzsche aujourd’hui?, τ. a , δ.π., σ. 235-287. 2η δημοσίευση άναθ., Eperons. Les Styles de Nietzsche, Corbo e Fiore, Β ενετία 1976. 3η δημ. Flammarion, Π αρίσ ι 1978. Γιά τα Υ.Γ. βλ. παρακάτω σ. 82, 92. 16. G. Deleuze, «La pensée nomade», είς Nietzsche aujourd’hui?, τ. α', ο.π., σ. 159-174.
σκί,17 μέντορες τής νιτσεϊκής έρμηνείας τήν δεκαετία του 1960, έμφανίζεται μια νέα έρμηνευτική τάση μέ αδιαμόρφωτο άκόμη στοχαστικό προσανατολισμό, όπου τό ζήτημα του δφους είναι πάντως κεντρικό, μέ τούς Ζάν-Λύκ Νανσύ (J.-L. Nancy), Ζάν-Μ ισέλ Ρέυ (J.Μ. Rey), Φιλ'ιπ Λακού-Ααμπάρτ (Ph. Lacoue-Labarthe), Σαρά Κοφμάν (S. Kofman), Μπερνάρ Πωτρά (Β. Pautrat), Ροντόλφ Γκασέ (R. Gasché)1* καί μέ πρώτο τόν Ντερριντά. Τό Σεριζύ είναι ή στιγμή ισορροπίας μεταξύ έρμηνειών πού θά κυριαρχήσουν στήν γαλλική διανόηση έντός καί έκτός άκαδημαϊκού χώρου τά έπόμενα χρό νια. Ά φ’ ενός, τό τοπίο τών φιλοσοφικών τάσεων πού διεκδικούν τόν Ν ίτσε είναι χωρισμένο σέ άντίπαλα 17. P. Klossowski, «Circulus vitiosus», εις Nietzsche aujourd'hui! , τ. a , δ.π., σ. 91-103. Ή συμπαράταξη του Ν τελ έζ μέ τόν Κ λοσ σ οβ σκί γίνετα ι έδώ για τήν οικονομία του λόγου μας. Στήν πραγματι κότητα ή ερμη νεία του Κ λοσ σ οβσ κί (βλ. Sade mon prochain, Seuil, Π α ρίσ ι 1947' καί αργότερα τό Nietzsche et le cercle vicieux, Mercure de France, Π α ρ ίσ ι 1975) δ ια φ ορ οπ οιείτα ι ό χ ι μόνο χρονολ ογικά άλλά καί ουσιαστικά. Ό Κ λ οσ σ οβσ κί υπήρξε ένας άπό εκείνους που άντιστάθηκαν στόν κυρίαρχο έγελια νισ μό τή ν δεκαετία του 1950. Ε ίνα ι οπαδός ένός α ιρετικού υπαρξισμού, που φ έρ ν ει τόν Ν ίτσ ε κοντά σ τόν Κ ίρκεγκω ρ (Kierkegaard). Αύτός, ό Μ πλανσό (Μ. Blanchot, «Du côté de Nietzsche», εις La part du feu, Gallimard, Π α ρίσ ι 1949) καί, ύπό μίαν έννοια, ό Μ πατάιγ (G. Bataille, Sur Nietz sche. Volonté de chance, Gallimard, Π α ρ ίσ ι 1945) υπήρξαν ο ί πρωτο πόροι στήν ριζοσπαστική ανάγνωση τού Ν ίτσ ε στό περιθώ ριο τών κυρίαρχω ν ρευμάτων τή ς δεκαετίας τού 1950. 18. Μ ια πλειάδα έργων δημοσιεύθηκαν σ χεδόν ταυτόχρονα μέ τό συνέδριο τού 1972 καί διάνοιγαν τόν ορίζοντα τής νέας προβλη ματικής: Jean-Michel Rey, L ’enjeu des signes. Lecture de Nietzsche, Seuil, Π α ρ ίσ ι 1972’ Bernard Pautrat, Versions du soleil. Figures et sy stème de Nietzsche, Seuil, Π α ρίσ ι 1971· Sarah Kofman, Nietzsche et la métaphore, Payot, Π α ρ ίσ ι 1972.
στρατόπεδα όπου, όπως θα πει ό Ντερριντά, «κανείς δέν παραπέμπει ούτε κατονομάζει» τόν αντίπαλο.19 Ά φ’ ετέρου, ό Ν ίτσε συνιστά, παρά τις αντιπαραθέ σεις, την φιλοσοφική μορφή εκείνη που καθιερώνεται ώς ή κατ εξοχήν φιλοσοφική αναφορά για μερικές γενιές πανεπιστημιακών δασκάλων καί διανοουμένων, χάρη στις θεματικές τής έρμηνείας καί τής διαφοράς -ή τελευταία ιδωμένη ώς άντιεγελιανή καί άντιδιαλεκτική-, κάτι που δέν ειχε ποτέ έπιτευχθεΐ στις προη γούμενες δεκαετίες νιτσεϊκών ερμηνειών. Ό μ ω ς ή ιδιαιτερότητα αύτής τής καταξίωσης έγκειται στό οτι ό Νίτσε δέν προσφέρει απλώς ένα φιλοσοφικό σύστη μα ή μία έννοιολογικά αύστηρή φιλοσοφική προβλη ματική άλλα έναν διαφορετικό τρόπο τού φιλοσοφεϊν, 19. Ζ. Ν τερριντά, Π ο λ ιτικ ή και φιλία, δ.π., σ. 23. Ή κατάστα ση αύτή ά ντικατοπτρίζεται καί στή ν αντιπαλότητα των ακαδη μαϊκών θεσμών: Ή ντελεζικ ή σκέψ η τή ς «διαφοράς» μέ βάση έναν ριζοσπαστικό όντολογικό πλουραλισμό είχ ε ώς εδρα τό νεοϊδρυθέν πανεπισ τή μιο τής Β ε ν σ έ ν στή ν Ν α ντέρ ήταν καθηγητής ό Λυοτάρ (J.-F. Lyotard), εισ η γη τή ς ά λλης ά νερ χόμ ενη ς έρμηνευτική ς πρ οσ έγγισ η ς πού θα συγκροτούσε αργότερα τό θεω ρητικό μόρφωμα του μ ετα νεω τερ ικ ο ϋ με ά φετηρία, μεταξύ άλλων, τήν φαινομενολογική παράδοση- στό Κ ολλέγιο τή ς Γ αλλίας ήταν κα θηγητή ς άπό τό 1970 ό Φουκώ, πού πρέσβευε μια γενεα λογική έρμη νεία τού Ν ίτσε· αυτό τό άκρως διαφοροποιημένο τοπίο συμ πλήρω νε ό Ν τερρ ιντά πού δίδασκε άπό τό 1963 σ τήν Έ κ ό λ Ν ορ μάλ Συπεριέρ. Ο ί σ χ έσ εις τών ρευμάτων οπω σδήποτε δέν ήσαν αρμονικές, αν κ αί οί α νοικτές ρήξεις ήσαν σ πάνιες -μ ια ιδ ια ιτε ρότητα, δπω ς φ αίνεται, τών ήθώ ν τή ς γα λ λική ς διανόησης. Τ ις θεω ρη τικές ά ντιπαραθέσ εις, πού υποβαστάζονταν άπό ιδ εο λ ο γι κές διαμάχες, συνόδευε έτσ ι καί ένας κεκαλυμμένος θεσμικός πόλεμος, όπως αύτός άνάμεσα στήν Β ενσέν καί τή ν Έ κ ό λ Ν ορ μάλ στα τέλη τής δεκαετίας τού 1960, ό ά πόη χος τού όποιου άπαντάται σ τις άνακοινώ σ εις καί π ερ ισ σ ότερ ο στις σ υζη τήσ εις τού Σεριζύ.
ενα φιλοσοφικό ύφος -ή καί πολλά φιλοσοφικά ύφη-, κάτι πού νομιμοποιεί μεταξύ άλλων τήν άναγωγή τού ίδιου τού ύφους σέ αυτοδύναμο θέμα φιλοσοφικής πραγμάτευσης. Ή ντερριντιανή έρμηνεία τού Νίτσε εντάσσεται σέ μια σκέψη τής διαφοράς καί σέ μια άντιπαράθεση πρός τήν διαλεκτική κληρονομιά, οπως ή ντελεζική.20 Τις χωρίζει όμως ένα χάσμα ώς πρός τήν αρχή τής σκέψης. Έ νφ ή ντελεζική «φιλοσοφία τής διαφοράς» καταδικά ζει τήν φαινομενολογία τού Χοϋσσερλ (Husserl) έπειδή μένει εγκλωβισμένη σέ μια μεταφυσική τής συνεί δησης,21 για τόν Ντερριντά ή ίδια συνιστά μια κληρο νομιά πού ποτέ δεν άρνεΐται, ούτε σέ στιγμές μετωπι κής αντιπαράθεσής του μέ αύτήν, ένω τό σταθερό του ενδιαφέρον για μια φαινομενολογία τής ιστορίας22 τόν στρέφει πρός τήν χαϊντεγγεριανή έρμηνευτική φαινο μενολογία, ενα απόθεμα πού δέν παύει να ένεργοποιεΐ μέ δηλωμένους καί άδηλους τρόπους. Τα Έμβολα δέν άποτελούν εξαίρεση. Σ’ αύτά διασταυρώνονται ή φιλο σοφία τής διαφοράς (différence: τής διαφοράς ώς καί χρονικής), πού στηρίζεται καί στον Ν ίτσε,23 καί ή δια μάχη μέ τήν χαϊντεγγεριανή θέση περί «εποχικής» συγ
20. Βλ. σ χετικ ά J. Derrida, «La différence», εις Marges de la phi losophie, Minuit, Π α ρίσ ι 1972, σ. 3-29. Ό σ ο ν αφορά τήν σημασία του Ν ίτσ ε για τή ν φιλοσοφία τή ς άποδόμησης, βλ. «Implications», εις Positions, Minuit, Π α ρίσ ι 1972, σ. 18-19. 21. Βλ. σ χετικ ά Jean-François Sebbah, L ’épreuve de la limite. Der rida, Henry, Lévinas et la phénoménologie, PUF, Π α ρ ίσ ι 2001, σ. 159. 22. "Ηδη στό δοκίμιο για τή ν Κ α τα γω γή τή ς γεω μετρία ς τοϋ Χ οϋσσερλ. Ε. Husserl, L ’origine de la géométrie, PUF, Π α ρ ίσ ι 1962, είσαγω γή-μετάφραση J. Derrida. 23. Βλ. ενδεικτικ ά «Force et signification» (1963), εις L ’écriture et la différence, ο.π., σ. 44-49.
κράτησης τής μεταφυσικής, δύο άπό τις γονιμότερες διαδρομές σκέψης τοΰ Ντερριντά τό ’60.24 Έ τσ ι ή νέα έρμηνευτική προσέγγιση δεν συγκρο τείται μόνο ένάντια στην ντελεζική άλλα καί διά τής κριτικής αντιπαράθεσής της, διακριτικής ή απροκάλυ πτης, πρός μιάν άλλη σημαντική ερμηνεία: τα μαθήμα τα τού Χάιντεγγερ για τον Νίτσε, πού είχαν έκδοθεΐ στις αρχές τού 1960 καί στα γαλλικά μια δεκαετία αρ γότερα,25 καί τα όποια έμελλε να σημαδεύσουν βαθιά όχι μόνο τις νιτσεϊκές σπουδές άλλα καί ολη τήν πνευ ματική κίνηση τής εποχής.26 Μέσα άπό τά σημεία έπαφής τοΰ ντερριντιανοΰ Ν ίτσε μέ τόν χαϊντεγγεριανό διαφαίνεται ή σημασία τής νέας έρμηνείας τοΰ Νίτσε, πού έξηγει γιατί ή άνακοίνωση τοΰ 1972 έκδόθηκε αύτοτελώς τό 1976.27 24. Βλ. ενδεικτικά «Les fins de l’homme» (1968), είς Marges, ό.π., σ. 131-164. 25. Σε μετάφραση του Κ λοσσοβσκί. M. Heidegger, Nietzsche, Neske, Π φ ούλλιγκεν 1961· γαλλ. μτφ. Gallimard, Π α ρ ίσ ι 1971. 26. Μ ια άπό τις πρώ τες ά πόπ ειρ ες π ρ ο σ έγγισ η ς τών δύο ήταν ή άνακοίνω ση του Μ πω φρε (J. Beaufret, «Heidegger et Nietzsche Le concept de valeur», Cahiers de Royaumont, ό.π., σ. 245-264) στην συνάντηση τοΰ 1964. Ό μ ω ς διαβάζει τόν Χ ά ιντεγγερ ώς ύπαρξιστή καί ε π ιχ ε ιρ ε ί να σ υγκ ρ ίνει τους δυο φ ιλοσόφους στη ν βάση τής άξίας: Γιά τους δύο λόγους τίθεται στους άντίποδες τών π ροσ εγγίσ εω ν τοΰ Σεριζύ γιά τό «ύφος». 27. Ό Π εντό πραρα τηρεΐ σωστά: « Ό Ν τερρ ιντά ά ρνεΐτα ι τήν παραδοσιακή άγιογραφ ική έρμηνεία άλλά καί τήν έναλλακτική λύση τοΰ εικονοκλαστικού καί άνορθόλογου προφητισμοΰ, κι έτσι φ ιλ οδοξεί ν ’ άνα τρέψ ει τήν έρμηνευτική θέση τή ς άναπόφευκτης ά νατροπής τής παράδοσης. Τό άποτέλεσ μ α ήταν ότι, ένώ τά κ εί μενα τοΰ Ν τελ έζ καί τοΰ Λ υοτάρ, μέ τή ν πομπώδη τους μορφή προπαγανδιστικών φυλλαδίων, παραμένουν συγκυριακά, τό κ είμε νο τοΰ Ν τερριντά έπανεκδόθηκε τό 1976 ύπό πολυτελή μορφή» (L. Pinto, Les neveux, ο.π., σ. 192).
Πρώτα πρώτα ό Νίτσε τοΰ ϋφους καί τής μεταφοράς είναι άντιμεταφυσικός. Γ ι’ αύτό ό Ν ίτσ ε τοΰ Χάιντεγγερ διατρέχει τό σχόλιο στό σύνολό του. Αύτό στηλι τεύει τίς «προσπάθειες» πού «έχουν καταβληθεί στήν Γαλλία, μέ όρίσιμα κίνητρα, για ν ’ άποκρυφθεΐ». Αλλά ύποστηρίζει τόν Ν ίτσε ένάντια στήν κατηγορία τοΰ Χάιντεγγερ ότι ολοκληρώνει τήν νεώτερη μεταφυσική. Καταγγέλλει δε δτι ό εγκλεισμός του αύτός είναι αθέ μιτο εργο τοΰ ίδιου τοΰ χαϊντεγγεριανοΰ κειμένου: «Σχεδόν ολόκληρη ή πορεία τής [ανάγνωσης τοΰ Χάιντεγγερ] παραμένει... στόν έρμηνευτικό χώρο τοΰ ζη τήματος τής άλήθειας (τοΰ είναι). Τό πόρισμά της, μέ τήν αξίωση οτι εισδύει στα μύχια τής σκεπτόμενης βού λησης τοΰ Νίτσε..., είναι δε οτι ή τελευταία άνήκε άκόμη, προκειμένου να τήν ολοκληρώσει, στήν ιστορία τής μεταφυσικής». Ό μω ς «τα μύχια τής σκεπτόμενης βού λησης τοΰ Νίτσε» είναι μια μεταφυσική έννοια, τό «υποκείμενο», στήν όποία εχει ασκήσει κριτική ό ίδιος ό Χάιντεγγερ. Τό εκκεντρικό έπίκεντρο τής στρατηγι κής περικύκλωσης στα ’Εμβολα, μέσα άπό μιά σειρά (μη διαλεκτικών) άντιθέσεων -άνδρα καί γυναίκας, έν νοιας καί μεταφοράς, γραφής καί ϋφους-, είναι ετσι ό μεταφυσικός λόγος περί υποκειμένου (τής παράστασης, τής ύπο-γραφής, τής έρμηνείας), κι ας μήν άναφέρεται ρητά. Τό μαρτυρεί ή χαϊντεγγεριανής καταγωγής προ βληματική τοΰ ίδίου (Eigentum) που διατρέχει όλο τό κείμενο, οργανώνοντας τό πλέγμα τών μεταφορών γύρω άπό τό δίπολο γυναίκα-άλήθεια (βλ. τά κεφάλαια Ή δοσιά καί Ά β υσ σο ι τής άλήθειας). Ό π ω ς θά πει ό Ντερριντά: «Λαβαίνοντας ύπ’ όψη τά ερωτήματα πού ό Χάιντεγγερ άπευθύνει στήν μεταφυσική τοΰ subjectum [ύποκείμενο] ώς έρείσματος τών παραστάσεων κ.τ.λ., θεώρησα οτι αύτή ή χειρονομία του καλοϋσε γιά νέα
έρωτήματα. Πόσο μάλλον πού... άναπαράγει στην πραγ ματικότητα συνήθως (π.χ. στον Ν ίτσ ε του) τήν κλασι κή και ακαδημαϊκή κίνηση, που συνίσταται στόν δια χωρισμό μιας "εσωτερικής” άνάγνωσης του κειμένου ή τής "σκέψης”... άπό τήν μία πλευρά, καί άπό τήν άλλη πλευρά μιας "βιογραφίας”».28 Έ τσ ι έπιτίθεται μέ χαϊντεγγεριανό τρόπο στήν χαϊντεγγεριανή ανάγνωση του Νίτσε, κατηγορώντας την για αφελή χρήση μετα φυσικών διακρίσεων. Συνάμα θεωρεί οτι αυτές δεν εί ναι έξαλείψιμες, ότι δεν τίθεται ζήτημα «έξάλειψης» του υποκειμένου29 καί τών άλλων έννοιών τής μεταφυ σικής. - Έ ξ ου ή δύσκολη στρατηγική τού άποδομητικοΰ κειμένου: Ή αποσταθεροποίηση τών εννοιών επι διώκεται συνειδητά άλλά δεν παύει ποτέ συνάμα νά διεκδικεΐται μια θετικότητα. Παρ’ όλα αύτά, ή έναρκτήρια άποσταθεροποίηση είναι πολύ έντονη: Ό Ντερριντά μετακινείται άπό τό δηλωμένο θέμα τού ύφους πρός ενα άλλο, φαινομενικά άσύνδετο: « Ό τίτλος γ ι’ αύτή τήν συνεδρία έχει έπιλεγεϊ νά είναι τό ζήτημα του ύφους. Πλήν - θέμα μου θά είναι ή γυναίκα». Έ πέμενε ό ίδιος, άπαντώντας στις έρωτήσεις τών έκπληκτων άκροατών, στήν έρμηνευτική καί όχι μόνο άναγκαιότητα νά προταχθεί αύτό τό θέμα. Πράγματι, ό Χάιντεγγερ στόν Ν ίτσε «παρέλειψε» τήν άναφορά τού Νίτσε στήν ιδέα ώς γυναίκα, καί τού τη ή άφορμή, πού οδηγεί ευθέως στις χαϊντεγγεριανές 28. Σ υνομιλίες, ο.π., σ. 73-74. 29. Ό π ω ς αναφ έρει έπ ανειλημμένα ό Ν τερριντά: «Τό ερώ τη μα "π οιός;” , ιδιαιτέρω ς στόν Ν ίτσ ε, εμμένει μέ ακόμη μεγαλύτε ρη δύναμη. Τό ίδιο ισ χύ ει καί μέ τόν Χ άιντεγγερ... Ή όντολογι κή έρω τηματοθεσία σ χετικ ά μέ τό υποκείμενο τόσο στή ν καρτε σιανή όσο καί στήν μετακαρτεσιανή μορφή του κάθε άλλο παρά τό εξαλείφ ει», Points de suspension, δ.π., σ. 271.
θεματικές τοϋ ίδίου καί τής αυθεντικότητας (Eigentlichkeit),30 άφαιρεΐ άπό τήν μετατόπιση τόν αυθαίρετο χα ρακτήρα της: Ή γυναίκα ώς σχήμα λόγου στόν Νίτσε οδηγεί τήν διάκριση τών εννοιών μέχρι τα όριά της καί ετσι δείχνει γιατί δέν μπορούμε «νά άκινητοποιοϋμε τό κείμενο σέ μία θέση, μια τοποθέτηση, ενα νόημα ή μιά άλήθεια», ενα κύριο ή ίδιον νόημα, όπως θά πει ό Ντερριντά γιά τα Έμβολα.*' Έ τσ ι τό κείμενό του γιά τό ή τά ΰφη θέτει τό ίδιο τό ζήτημα τών ύφών σέ μιά αέναη κίνηση, που ό ίδιος τήν ορίζει ώς τήν κατ έξοχήν λει τουργία τής φιλοσοφίας.32 Γ κ ό λ φ ω Μ α γ γ ίν η , Π ε ιρ α ιά ς 2001
30. Βλ. επ ίσ η ς «Les fins de l’homme», ο.π., σ. 160-164. 31. «Chorégraphies», είς Points de suspension, δ.π., σ. 101. Π ιό πάνω λ έει: « Ό Ν ίτσ ε τα βάζει μέ τις γυναίκες όσο καί μέ τόν φ ε μινισμό μέ τρόπο... φαινομενικά αντιφατικό... Τ ίς κ ινή σ εις καί τις σ τιγμές αύτής τής διαμάχης τοϋ Ν ίτσ ε προσπάθησα νά τυποποιή σω στα ’Έ μβολα μέσα άπό ενα σύνολο κειμένω ν έξαιρετικά δια φ οροποιημένο καί εύρύ. Τό κατόρθωσα μ έχρ ις ένός σημείου, τό όποιο υποδεικνύω κ αί στό όποιο ή τυποποιητική απόφαση απο τυγχά νει για λόγους καθαρά δομικούς». Αυτή ή δυναμική κατάφα ση μαρτυρεί μέ τόν εναργέστερο τρόπο τήν παρουσία τής νιτσ εϊκής κ ληρονομιάς μέσα στό κείμενο κατά τόν Χάρ: M. Haar, «Le jeu de Nietzsche dans Derrida», Revue philosophique 1990, σ. 207-227. 32. Βλ. « Υ π ά ρ χ ε ι φ ιλοσοφική γλώσσα;», είς Σ υνομιλίες, δ.π., σ. 67-86.
τό έβδομήντα δύο (Γέννηση τής τρα γωδίας), ό Νίτσε γράφει στήν Μαλβίντα φόν Μάυζενμπουγκ.1
Α π ο τ η ν β α σ ίλ ε ια ,
Κόβω στό γράμμα του τίς μορφές μιας -πλανώμενηςπρομετωπίδας. «...τελικά τό δεματάκι μου γιά σάς [ή ή επιστολή: mein Bündelchen für Sie. Θα μάθουμε ποτέ τί ονομάσθη κε ετσι μεταξύ τους;] είναι έτοιμο καί τελικά άκούτε πάλι νέα μον, άφοΰ θα φάνηκα βυθισμένος σε πραγμα τική σ ιγή τάφου (Grabesschweigen)... θά μπορούσαμε νά είχαμε γιορτάσει μιά νέα συνεύρεση σάν τήν Σύνοδο τής Βασιλείας (Basler Konzil) πού διατηρώ μ έ εύλάβεια στήν μνήμη μου... Γιά τήν τρίτη εβδομάδα του Ν οεμ βρίου, καί μάλιστα γιά οκτώ ?ημέρες, μου έχει α να γγελ θ εί μιά μεγαλειώ δης έπίσκεψη (ein herrlicher Besuch) εδώ σ τή ν Βασιλεία). Ή "επίσκεψη αύτή καθ’αύτή” (der "Besuch an sich”), Wagner mit Frau, ό Βάγκνερ μετά τής συζύγου. Κάμνουν μια μεγά λη περιοδεία γιά νά δοΰν όλα τά σημαντικά θέατρα τής Γερμανίας, άλλά επ' εύκαιρίφ καί τόν διάσημο οδοντίατρο τής Βασιλείας, που τοϋ χρωστώ λοιπόν πολύ μεγάλη χάρη (dem ich also sehr viel Dank schulde)! [Σ' αύτό τό μακρύ γράμμα οδοντία τρος είναι ή μία άπό τίς τρεις μόνες ύπογραμμισμένες λέξεις]... Γιατί κατάφερα, μ έ τήν Γέννηση τής τραγω δίας, νά γίνω ό πιό ξεδιάντροπος φιλόλογος τών ήμ ε ρών (der anstößigste Philologe des Tages), πού ή υπερά σπισή του θ ’ άποτελούσε θαύμα τής τόλμης, όταν τό 1. ’Ε πιστολή άρ. 74 τή ς εκδ. τοϋ Κ. Schlechta. Σ.τ.μ.
σύμπαν μέ καταδικάζει ομόφωνα σ έ θάνατο (Über mich den Staub zu brechen)». (7 Ν οεμ βρίου 1872)
Τό ζή τη μ α τού ϋφ ους
Ό τίτλος γ ι’ αύτή τήν συνεδρία εχει έπιλεγεΐ να είναι τό ζήτημα του ύφους.1 Πλήν - θέμα μου θα είναι ή γυναίκα. Θα εμενε ν’ άναρωτηθοΰμε αν τα δυό ανάγονται στό ταυτόν -ή στό ετερον. Τό «ζήτημα του ύφους», μάλλον θά τό άναγνωρίσατε, είναι ενα παράθεμα. Θέλησα νά έπισημάνω δτι δεν θά προτείνω έδώ τίποτα που νά μήν έμπίπτει στόν χώρο που άνοιξαν τήν τελευ ταία διετία αναγνώσεις, οί όποιες έγκαινιάζουν μιά νέα φάση σέ μιά διαδικασία άποκατασκευαστικής ερμη νείας, δηλαδή καταφατικής. Τό οτι δέν άναφέρω αυτά τά εργα,1στά όποια χρω 2. 'Ο τίτλος αυτός παραπέμπει στή ν πρώτη έκδοχή καθώς καί στήν πρώτη ευκαιρία αΰτοδ του κειμένου, τό συμπόσιο μέ θέμα τόν Ν ίτσ ε στό Σεριζύ (Cerisy-la-Salle) τόν ’Ιούλιο του 1972. Ή δεύ τερη έκδοχή, αύτή πού διατηρείται έδώ, δημοσιεύθηκε πρώτα άπό τις έκδόσεις Corbo e Fiore (Βενετία 1976, πρόλογος τού Stefano Agosti, σ χέδια τού François Loubrieu) σύμφωνα μέ μια τετράγλω σση διάταξη (γαλλικά, ιταλικά, α γγλικά, γερμανικά). 3. Οί «δημιουργοί» τους (ή Sarah Kofman, ό Philippe LacoueLabarthe, ό Bernard Pautrat, ό Jean-Michel Rey) παρευρίσκονταν σ ’ αύτή τή ν συνεδρία. | Βλ. S. Kofman, Nietzsche et la métaphore, Payot,
στώ πολλά, οΰτε καν τό 'Εκδοχές τον ήλίου (Versions du soleil) που μου προσφέρει τοϋτο τόν τίτλο, καί ανοί γει τό πεδίο τής προβληματικής, ώς καί τό περιθώριο όπου θα σταθώ, έκτός άπό μια ορισμένη παρέκβαση, δεν όφείλεται σ ε παράλειψη ούτε σε άξίωση άνεξαρτησίας. Δεν τά άναφέρω, γιά νά μή θρυμματίσω τό χρέος καί γιά νά τό προϋποθέτω κάθε στιγμή ολόκληρο.
'Α π ο σ τ ά σ ε ις
Τό ζήτημα τοΰ ύφους, τοΰ style, είναι πάντα ή εξέταση, τό βάρος ένός αίχμηροΰ άντικειμένου, ένός stylus.4 Ε νίο τε μόνον ένός φτεροΰ, μιας πέννας. Ά λλ’ επίσης μιας λεπίδας, ένός στιλέτου, άν όχι ένός έγχειριδίου. Μέ τά όποια μπορώ βέβαια νά έπιτεθώ άσπλαχνα σ ’ ο,τι ή φιλοσοφία έπικαλεΐται υπό τό όνομα materia ή mater, δλη ή μήτρα, γιά νά τοΰ έμποιήσω εναν τύπο, νά τοΰ έντυπώσω ενα σημάδι ή μιά μορ φή, άλλά καί γιά ν ’ άποκρούσω μιά άπειλητική μορφή, νά τήν κρατήσω σε άπόσταση, νά τήν άπωθήσω, νά φυ λαχθώ άπό δαύτην -νά τραπώ σέ φυγή διπλωνόμενος ή άναδιπλωνόμενος πίσω άπό ύφές.5 Π α ρ ίσ ι 1972· Β. Pautrat, Versions du soleil. Figures et système de Niet zsche, Seuil, Π α ρίσ ι 1971· Ph. Lacoue-Labarthe, «Le détour», Poétique 5' J.-M. Rey, L ’enjeu des signes. Lecture de Nietzsche, Seuil, Π αρίσ ι 1972.] 4. Α ιχμ ηρό έργαλεΐο, γραφίδα μέ τήν όποία χαρά σσ εται μιά κέρινη πλάκα. Σ.τ.μ. 5. Voiles. Ή έλλ. λ έξη ϋφος σημ αίνει α ρχικά ύφασμα, ύφάδι, ύφή. Ό Ν τερρ ιντά θεματίζει ακριβώς τή ν συμπληρω ματικότητα τοΰ δφους ώς α ιχμ ή ς κ αί ώς πέπλου, ισ τίου, πανιοΰ, δηλ. ώς «ϋφους», παρ όλο που ξεκινά άπό τήν πρώτη σημασία, αυτήν τοΰ
"Ας άφήσουμε τό ελυτρο μετέωρο ανάμεσα στό άρσενικό καί τό θηλυκό. Ή γαλλική μάς έξασφαλίζει τήν απόλαυση αύτή του μή εναρθρου: l’élytre. Κι όσον αφορά τις υφές, ιδού, ό Νίτσε έπιδόθηκε σ’ όλα τά είδη, δηλαδή σ’ όλα τά γένη (genres), τοΰ λό γου. Ή γραφίδα ϊσως προβάλλει λοιπόν ώς éperon, δη λαδή ώς τό έμβολο, λ.χ. μιας πλησιστίας νηός, ώς τό rostrum, ή προτεταμένη αιχμή πού ανακόπτει τήν έπίθεση σχίζοντας τήν αντίπαλη έπιφάνεια. Ακόμη, πάντα μέ ναυτικούς όρους, ώς ό κυματο θραύστης, ή βραχώδης αιχμή πού λέγεται κι αύτή éperon καί «θραύει τά κύματα στήν είσοδο ένός κόλπου». Τό ύφος μπορεΐ λοιπόν και να προστατεύει μέ τό έμ βολό του άπό τήν τρομακτική, έκτυφλωτική καί θανά σιμη απειλή (αύτοΰ) πού παρουσιάζεται, πού προσφέρεται μέ επιμονή στήν θέα: τής παρουσίας, άρα, τοΰ πε ριεχομένου, τοΰ «πράγματος αύτοΰ»,6τοΰ νοήματος, τής άλήθειας -έκτός αν πρόκειται ήδη γιά τήν άπειλή τής άβύσσου πού έχασε τό άνθος της μ’ ολην έτούτη τήν άπογύμνωση τής διαφοράς. Ή δη: Ό νομα αύτοΰ πού σβήνεται ή έκ προοιμίου άποσύρεται, άλλ’ άφήνει παρ’ όλα αύτά ενα σημάδι, έξαιρεϊ άπό τήν άπόσυρσή του μιά ύπογραφή πού τήν άφήνει έκεΐ άκριβώς απ’ όπου άποσύρεται -σ τό έδώ
γαλλικού style (<stylus), ένφ δεν χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί τή ν συμπληρω μα τική έλληνική μεταφορά. Σ.τ.μ. 6. La chose même: άπό τό γερμανικό die Sache selbst, άπό τό άρχαΐο τό πράγμα αύτό: αύτό τό πρά γμα ώ δο π ο ίη σ εν α ύτοϊς καί συνη νά γκα σε ζ η τ ε ϊν (Μ ε τ ά τα φ υσικά, 984α 18-19). Σ.τ.μ.
παρόν-· γεγονός που θα επρεπε να τό λάβουμε όπ’ δψιν. Αυτό θά κάμω, μόνο πού ή απλοποίηση αύτής τής πράξης, και ή εύρεση τού νήματός της ή τής αιχμής της, δέν μπορεϊ να γίνει μια κι εξω. Τό γαλλικό éperon, σπιρούνι, έμβολο, κυματοθραύστης, sporo στήν φραγκονική ή τήν άρχαία γερμανική, spor στα ιρλανδικά, λέγεται spur στα άγγλικά. Ό Μαλλαρμέ, στις Α γ γλ ικ ές λέξεις, τό σχετίζει μέ τό spurn, πε ριφρονώ, βδελύσσομαι, άπορρίπτω μέ περιφρόνηση.7 Δέν πρόκειται για μια εντυπωσιακή ομωνυμία, άλλα για τήν δράση μιας ιστορικής καί σημασιολογικής άναγκαιότητας μεταξύ γλωσσών τό αγγλικό spur, σπιρούνι, πτερνιστήρας, είναι ή «ίδια λέξη» μέ τό γερμανικό Spur: ίχνος, αύλακιά, ένδειξη, σημάδι. Τό δέ δηκτικό υφος είναι ενα έμβολο. Κι αύτό τό μα κρύ, μακρόστενο άντικείμενο, οπλο άμυντικό οσο καί διατρητικό, μακροστενόφυλλη αιχμή, πού βαστά τήν άποτροπαϊκή δύναμή του άπό στυόμενα ύφάσματα, ιστούς, ύφές, τά όποια διπλώνονται ή ξεδιπλώνονται γύρω του, είναι επίσης, μήν τό ξεχνάμε, ή όμπρέλλα. Παραδείγματος χάριν, άλλα μήν τό ξεχνάμε. Καί για να έπιμείνω σ’ αύτό πού εντυπώνει τό σημάδι τού ύφολογικοΰ εμβόλου στό ζήτημα τής γυναίκας -δέν λέω στό σχήμα τής γυναίκας, αύτή τήν πολύ συχνά μόνο συμβατική έκφραση-, σημειώνω ότι θά πρέπει να δού με τό σημάδι νά αίρεται, γιατί ο,τι λέγεται «ή γυναίκα» άνοίγει τό θέμα τού σχήματος λόγου, άλλά τό κλείνει 7. S. Mallarmé, Les mots anglais, Œuvres complètes, Gallimard, Π α ρ ίσ ι 1945, σ. 919. Σ.τ.μ.
κιόλας· για να προδιαγράψω έπίσης άπό τώρα αύτό που έπιτρέπει στό άποτροπαϊκό άγχος νά ρυθμίζει τό παι χνίδι τών ιστίων (λ.χ. ενός πλοίου)· γιά ν’ άφήσω, τέ λος, νά φανεί μιά κάποια συναλλαγή μεταξύ νιτσεϊκοΰ υφους καί νιτσεϊκής γυναίκας, ιδού μερικές γραμμές άπό τήν Χαρούμενη επιστήμη:8 «Οί γυναίκες και ή δράση τους εξ άποστάσεως (ihre Wirkung in die Ferne). »Έ χω άκόμη αύτιά; Μήπως είμαι πιά μόνον αυτιά καί τίποτ άλλο; [Ό λα τά ερωτήματα του Νίτσε, ειδικά τής γυναίκας, είναι τυλιγμένα στόν λαβύρινθο ενός αότιοϋ, καί μόλις λίγο πιό πέρα, στήν Χαρούμενη επιστήμη (Die Herrin nen der Herren, οί κυρίες τών κυρίων),9 ένα προπέτασμα ή παραπέτασμα, ένα πέπλο (Vorhang) σηκώνεται («μπρο στά άπό δυνατότητες που συνήθως δεν πιστεύουμε ότι ύπάρχουν») όταν υψώνεται κάποια βαθειά καί δυνατή φωνή μπάσου (eine tiefe mächtige Altstimme) ή οποία, ούσα τό καλύτερο τού άντρα στήν γυναίκα (das Beste vom Manne), φαίνεται νά υπερβαίνει τήν διαφορά τών φύλων (über das Geschlecht hinaus) καί νά ένσαρκώνει τό ιδανικό. Ό σ ο γιά τους βαθύφωνους που «παριστοΰν τόν ιδανικό άρσενικό έραστή, λ.χ. έναν Ρωμαίο», ό Νίτσε εκφράζει όμως τις έπιφυλάξεις του: « Τέτοιοι έραστές δέν πείθουν: Αύτές οί φωνές διατηρούν πάντα ένα χρώ μα μητέρας καί νοικοκυράς, πρό παντός άν ό τόνος τους περιέχει άγάπη».] »Μήπως είμαι πιά μόνον αύτιά καί τίποτ άλλο; Στέ κομαι έδώ καταμεσής τού ζώπυρου άντιμάμαλου [άμε8. Nietzsche, Ή χα ρ ο ύ μ εν η έπ ισ τή μ η , Die föhliche Wissenschaft, § 60. Σ. τ.μ. 9. "O.k ., § 70. Σ.τ.μ.
τάφραστο λογοπαίγνιο, όπως λένε: Hier stehe ich inmitten des Brandes der Brandung. Ή Brandung, συναφής μέ τήν φλόγα τοϋ Brand, που δηλώνει και τό σημάδεμα μέ πυ ρακτωμένο σίδερο, είναι τό άντιμάμαλο, τό γαλλικό res sac, όπως τό μεταφράζει σωστά ό ΚλοσσοβσκΙ (Klossowski), ή έφ’ έαυτών παλινδόμηση τών κυμάτων, όταν προσκρούουν σέ βράχια ή σπάνε στίς ξέρες, στις κρη μνώδεις άκτές, στίς κυματωγές ή τούς κυματοθραύστες, κ.λπ.] πού οί γλώσσες άπό τις λευκές φλόγες του πετά γονται ώς τά πόδια μου [άρα είμαι κυματοθραύστης κι έγώ] - όλα μοϋ ούρλιάζουν, μέ άπειλούν, μοΰ φωνάζουν, μοΰ στριγγλίζουν, ένώ άπό πολύ βαθειά ό άρχαΐος γαιάοχος τραγουδά τήν άριά του [seine Aria singt: Δέν ά πέχει πολύ ή ’Αριάδνη] ύπόκωφα, σάν ταΰρος πού μουγκρίζει, καί τσινά ρυθμικά σάν σεισμός, τόσο πού τρέμουν τά φυλλοκάρδια καί αύτών έδώ τών φαγωμένων βράχων. Τότε, ξαφνικά, ξεπροβάλλοντας άπό τό που θενά μπροστά στήν πύλη αύτοϋ τού δαιμονικοΰ λαβυ ρίνθου, λίγες όργυιές μακριά, ενα μεγάλο ιστιοφόρο (Segelschiff) πλέει σιγανά σάν φάντασμα. Ώ φασματική ομορφιά! Μέ πόση μαγεία μ' άρπάζει! Πώς; Κάθε ήσυχία καί σιωπή τοϋ κόσμου εχει άραγε μπαρκάρει έδώ [sich hier eingeschifft, ό Κλοσσοβσκί συλλέγει έδώ σέ μιά μόνο λέξη, esquif, όλες τις πιθανότητες πού πε ρικλείει αύτή ή έκφραση]; Σ’ αύτό τό ήρεμο μέρος κά θεται τάχα ή ευδαιμονία μου ή ίδια, τό μακαριότερο έγώ μου, ό δεύτερος έαυτός μου, πού εγινε αιώνιος; Πριν τόν θάνατο άλλά μετά τήν ζωή; Σάν ενα πλεούμενο, ενα με τέωρο μεσοβέζικο ον (Mittelwesen), σάν ενα πνεύμα πού ήρεμεϊ καί οραματίζεται. Ό μ ο ιο μέ τό πλοίο, πού μέ τά λευκά πανιά του πετά πάνω άπό τό σκοτεινό πέλα γος σάν μιά τεράστια πεταλούδα! Ναί! Νά πετάς πάνω άπό τήν ύπαρξη! (Über das Dasein hinlaufen!) Αύτό είναι!
Αύτό θα ήταν! - Έ γινα φαντασιόπληκτος (Phantasten) άπό τόν σάλο (Lärm); Ό π ο τε άντιμετωπίζουμε μιά με γάλη άναταραχή (Lärm) θεωρούμε ότι ή ευτυχία είναι ή ήρεμία κι ή άπομάκρυνση. Ό τα ν ένας άνδρας στέκε ται στήν μέση τοΰ δικού του σάλου (Lärm), τής ταρα χής του (Brandung) άπό προβολές καί σχέδια, σίγουρα βλέπει κι αύτός ήρεμα όντα μαγευτικά νά πλέουν δίπλα του, τών οποίων λαχταρά τήν ευδαιμονία καί τήν άπο μάκρυνση (Zurückgezogenheit: τήν άναδίπλωση είς έαυτόν) - είναι οί γυναίκες. »Σχεδόν νομίζει οτι έκεΐ, μέ τις γυναίκες, ζεΐ ό κα λύτερος εαυτός του (sein besseres Selbst), οτι σ ’ αύτά τά ήρεμα μέρη καί ή θορυβωδέστερη άναταραχή (Bran dung) καταλαγιάζει σέ νεκρική σιγή (Totenstille), κι ή ίδια ή ζωή γίνεται όνειρο γύρω άπό τήν ζωή (über das Leben). [Τό προηγούμενο άπόσπασμα,10 Wir Künstler], ’Εμείς οί κα λλιτέχνες!, πού άρχιζε λέγοντας «Ό ταν ερωτευόμα στε μιά γυναίκα», περιγράφει τήν κίνηση πού παρασύ ρει ταυτόχρονα τόν ύπνοβατικό κίνδυνο τού θανάτου, τό όνειρο θανάτου, τήν μετουσίωση καί άπόκρυψη τής φύσης. Ή άξία «άπόκρυψη» δέν άπομονώνεται άπό τήν σχέση τής τέχνης μέ τήν γυναίκα: «...μάς έρχεται τό πνεύμα κι ή δύναμη τού ονείρου, καί άνηφορίζουμε στούς πιό επικίνδυνους δρόμους μέ άνοιχτά μάτια, χω ρίς συναίσθηση τοΰ κινδύνου, στής φαντασίας (Phanta sterei) τις στέγες11 καί τούς πύργους, χωρίς καθόλου νά 10. “0.1τ., § 59. Σ.τ.μ. 11. Ό Ν τερριντά προσθέτει falaises, γκρεμούς, μετά τις σ τέ γ ες (toits=Dächer). Ή μτφ. τοΰ P. Klossowski πού χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί δέν έ χ ε ι αύτό τό λάθος {Le gai savoir, Le Club Français du Livre, Π α ρί σ ι 1957, ανατύπωση UGE, σ ειρ ά «10/18», Π α ρίσ ι [1973]). Σ.τ.μ.
ζαλιζόμαστε, λές κι είμαστε γεννημένοι για να σκαρ φαλώνουμε - έμεΐς οί ημερήσιοι υπνοβάτες (wir Nacht wandler des Tages)! Έ μεΐς οί καλλιτέχνες! Έ μεΐς που άποκρύπτουμε τό φυσικό (Wir Verhehler der Natürlich keit)! Έ μ εΐς οί σεληνιασμένοι καί θεόπληκτοι (Wir Mond- und Gottsüchtigen)! Έ μεΐς οί σιωπηροί σαν νε κροί, οί ακούραστοι οδοιπόροι (Wir totenstillen, uner müdlichen Wanderer), πάνω σέ ύψη πού δέν τα βλέπου με για ύψη, άλλα τά εχουμε γιά πεδιάδες μας, για βεβαιότητές μας!»] »Καί όμως! Καί όμως! Εύγενικέ μου όνειροπόλε, ύπάρχει καί στά ώραιότερα ιστιοφόρα πολύς θόρυβος καί φασαρία (Lärm), καί δυστυχώς πολλή θλιβερή μικροφασαρία (kleinen erbärmlichen Lärm)! Ή γοητεία καί ή ισχυρότερη έπίδραση τών γυναικών (der Zauber und die mächtigste Wirkung der Frauen) είναι, γιά νά μιλήσουμε τήν γλώσσα τών φιλοσόφων, μια δράση έξ άποστάσεως (eine Wirkung in die Ferne), μιά actio in distans- τούτο άπαιτεΐ όμως πρώτα πρώτα καί πρό πάντων - απόστα σ η ! (dazu gehört aber, zuerst und vor allem - Distanz!)».
Πέπλα
Κάτω άπό ποιό βήμα άνοίγεται αύτή ή Dis-tanz;12 Ή γραφή τού Νίτσε τήν μιμείται ήδη μ’ ενα ύφολογικό έκαρτέ13 άνάμεσα στό λατινικό παράθεμα (actio in dis tans), πού παρωδεί τήν γλώσσα τών φιλοσόφων, καί τό 12. Ή γερμανική λέξη Tanz σ ημ αίνει «χορός». Σ.τ.μ. 13. Ό ρ ο ς χορού. Σ.τ.μ.
θαυμαστικό: Τήν παύλα πού κρεμά τήν λέξη Distanz, πού μάς υποδεικνύει μέ μια πιρουέττα ή μ’ ένα παιγνί δι φωτοσκιάσεων να μείνουμε μακριά άπ’ αύτά τά πολ λαπλά πέπλα πού μάς γεννούν όνειρα θανάτου. Ή γοητεία τής γυναίκας δρά έξ άποστάσεως, στοιχείο τής εξουσίας της είναι ή άπόσταση. Αλλά πρέπει νά μένουμε σε άπόσταση άπ’ αύτό τό άσμα, άπ’ αύτό τό μαγικό, χρειάζεται νά μένουμε σέ άπόσταση άπό τήν άπόσταση, όχι μόνο γιά νά φυλα χθούμε άπό τούτη τήν βασκανία, όπως ίσως νομίζουμε, άλλά καί γιά νά τήν δοκιμάσουμε. Χ ρειάζεται ή άπόσταση (τής όποίας υπάρχει χρεία), πρέπει νά κρατούμε άπόσταση (Distanz!), αύτό είναι πού μάς λείπει, αύτό λείπουμε νά πράττουμε, τούτο μοιάζει καί μέ συμβουλή άνδρα πρός άνδρα: Γιά νά γοητεύεις χωρίς νά γοητεύεσαι. Ό τ ι πρέπει νά τηρούμε άπόσταση άπό τήν θηλυκή δρά ση (τήν actio in distans), κάτι πού δεν ίσοδυναμεί μέ άπλό πλησίασμα,14άφού τό τελευταίο ενέχει τόν κίνδυνο τού θανάτου τού ίδιου, ίσως σημαίνει ότι «ή γυναίκα» δεν είναι κάτι, ότι δεν είναι ή όρίσιμη ταυτότητα ένός σχή ματος, γιατί ενα σχήμα άναγγέλλεται κάλλιστα άπό άπόσταση, άφίσταται άπό κάτι άλλο, καί άπομακρυνόμαστε άπ’ αύτό ή τό πλησιάζουμε. "Ισως ή γυναίκα, ώς μή ταυτότητα, μή σχήμα, προσποίηση, είναι ή άβυσσος τής άπόστασης, ή άποστασίωση τής άπόστασης,15 ή 14. Γ ιά ν' άποφύγουμε τήν γυναικεία γοητεία, πού α πα ιτεί τήν άπόσταση, θ' άρκοΰσε τυπικά νά ά ρουμε τή ν άπόσ ταση , δηλ. νά πλησιάσουμε τήν γυναίκα. Σ.τ.μ. 15. Τ ό εικαστικό σχήμα όπου τό σύνολο τής παράστασης είναι
τομή τοΰ διάκενου, ή άπόσταση ή ίδια, αν δεν ήταν αδύ νατον να λέμε ακόμη ή άπόσταση ή ίδια. Ή άπόσταση άφίσταται, τό άπόμακρο άπομακρύνεται. Θά επρεπε έδώ ν ’ άνατρέξουμε στήν χαϊντεγγεριανή χρήση τής λέξης Entfernung: άνοιγμα, χωρισμός, άπομάκρυνση, καί συνάμα άπομάκρυνση τής άπομάκρυνσης, άπομάκρυνση τοΰ μακρινοΰ, άπο-μάκρυνση, μιά καταστροφή (Ent-) συγκροτητική τοΰ μακρινού ώς μακρινοΰ, τό καλυμμένο αίνιγμα τοΰ προσεγγισμοΰ. Άπό τό άφιστάμενο άνοιγμα αύτής τής Entfernung λα βαίνει χώρα ή άλήθεια, καί έδώ ή γυναίκα άφίσταται τοΰ έαυτοΰ της. Δεν ύπάρχει ούσία τής γυναίκας, γιατί άφίσταται άπό άλλους καί άφ’ έαυτής. Καταπίνει, τυλίγει καί βυθίζει,'6χωρίς τέλος, χωρίς βυθό, βάθος ή θεμέλιο, κάθε ούσιότητα, κάθε ταυτότη τα, κάθε κυριότητα ή ιδιότητα. Έδώ, τυφλωμένος, ό φι λοσοφικός λόγος βουλιάζει -άφ ήνεται νά όδηγηθεΐ στόν χαμό του. Δεν υπάρχει άλήθεια τής γυναίκας, άλλά δεν υπάρ χ ει έπειδή ή γυναίκα, τό άβυσσαλέο άφίστασθαι τής άλήθειας, αύτή ή άναλήθεια, είναι ή «άλήθεια». Γυναίκα είναι ενα όνομα αύτής τής άναλήθειας τής άλήθειας. καί ενα μέρος της, κάτι πού αυτομάτως συνεπάγεται τήν (δυνάμει) άπειρη α ύτοα πεικόνιση , ονομάζεται mise en abîme ή en abyme: «άβυσσοποίηση». Έ ν α τέτοιο σ χή μ α λόγου δ ια κρ ίνει ό Ν τερριντά στή ν περίπτω ση οπου ό όρος πρός τόν όποιο σ χετιζόμ ασ τε ε ί ναι ή ίδια ή σ χέσ η πρός αύτόν, ά π ο σ τα σ ιο π ο ίη σ η άπό τ ή ν άπό στασ η , άφοϋ πάλι ενα μ έρ ο ς τή ς σ χ έ σ η ς ά ναπαριστά ό λη τή ν σ χ έ ση. Σ.τ.μ. 16. Α μετάφραστο λογοπαίγνιο: envoile par le fond (envoie par le fond: καταποντίζει/envoiie: τυλίγει μέ πέπλα, πανιά, ιστία). Σ.τ.μ.
Τεκμηριώνω αύτή τήν πρόταση μέ μερικά κείμενα, με ταξύ άλλων πολλών. Ά φ’ ένός, ό Νίτσε υιοθετεί, μ’ εναν τρόπο που μέ νει νά χαρακτηρίσουμε, τό σχεδόν μή άλληγορικό σχή μα τής άλήθειας ώς γυναίκας ή ώς κίνησης πέπλων τής γυναικείας αίδοΰς. Έ να σπανίως παρατεθειμένο χωρίο άναπτύσσει, όχι τήν ενότητα, άλλα τήν σύμπραξη με ταξύ γυναίκας, ζωής, γοητείας, αίδοΰς καί όλων τών φαινομένων τοϋ πέπλου (Schleier, Enthüllung, Verhül lung). Μιλά γιά τό άκανθώδες θέμα αύτοϋ πού άποκαλύπτεται μόνον άπαξ, das enthüllt sich uns einmal. ’Ιδού μόνον οι τελευταίες άράδες: «...γιατί ή άθεη πραγματι κότητα δέν μάς δίνει τό ώραΐο ποτέ, ή μόνο μιά φορά! Θέλω νά πώ ότι ό κόσμος είναι γεμάτος ώραΐα πράγ ματα, άλλά ωστόσο φτωχός, φτωχότατος σέ ώραΐες στιγμές καί άποκαλύψεις (Enthüllungen) αύτών τών πραγμάτων. "Ομως ϊσως αύτό είναι ή ισχυρότερη μαγεία (Zauber) τής ζωής: Τήν καλύπτει ενα χρυσοποίκιλτο πέπλο (golddurchwirkter Schleier) άπό ώραΐες δυνατότη τες, πέπλο πολλά ύποσχόμενο, άνθιστάμενο, αίσχυνόμενο, χλευαστικό, συμπάσχον, γοητευτικό. Ναί, ή ζωή είναι μιά γυναίκα!».17 Άφ’ έτέρου, όμως, αύτή ή άλήθεια, πού είναι γυναί κα, είναι άκατανόητη γιά τόν φιλόσοφο, ό όποιος πι στεύει, εύπιστα καί δογματικά, στήν άλήθεια καί τήν γυναίκα. Τοϋ είναι άκατανόητες τόσο ή άλήθεια όσο καί ή γυναίκα. Γιατί άν ή γυναίκα είναι άλήθεια, τότε αύτή ξέρει ότι ή άλήθεια δέν ύφίσταται, ότι ή άλήθεια δέν λαβαί νει χώρα κι ότι δέν τήν έχουμε. Είναι γυναίκα έφ’ όσον 17. Χ α ρ ο ύ μ ενη έπ ισ τή μ η , § 201. Σ.τ.μ.
αύτή δέν πιστεύει στήν αλήθεια, άρα σ’ ο,τι ή ίδια εί ναι, σ’ ο,τι πιστεύουμε εμείς ότι αύτή είναι, τό όποιο συνεπώς αύτή δέν είναι. Έ τσ ι δρά ή απόσταση όταν ύποκλέπτει τήν ιδία ταυ τότητα τής γυναίκας, όταν προσγειώνει τόν καβαλημένο φιλόσοφο,18εκτός αν αύτός δέχεται άπό τήν ίδια τήν γυναίκα δύο σπιρούνια, στιλετιές ή μαχαιριές, πού ή συναλλαγή τους μπερδεύει τότε τήν έμφυλη ταυτότη τα: «Τό νά μή μπορεΐ καί συνεπώς νά μή θέλει κάποιος ν’ άμυνθεΐ δέν τόν ντροπιάζει άκόμη στά μάτια μας, άλλά εκτιμούμε έλάχιστα κάποιον πού δέν έχει ούτε τήν ικανότητα ούτε τήν θέληση νά έκδικηθεϊ -άδιάφορο άν είναι άντρας ή γυναίκα. Μιά γυναίκα θά μάς κρα τούσε τάχα (ή, όπως λέμε, θά μάς "συνάρπαζε”), άν δέν πιστεύαμε πώς θά μπορούσε μιά χαρά νά χρησιμοποιή σει ένα μαχαίρι (όποιοδήποτε είδος μαχαιριού, irgend eine Art von Dolch) εναντίον μας σέ ορισμένες συνθή κες; Ή καί έναντίον τού έαυτού της: Αύτή είναι ή πιό εύαίσθητη εκδίκηση σέ μιά ορισμένη περίπτωση (ή κι νεζική έκδίκηση)» (§ 69).19 Ή γυναίκα, ή δέσποινα, ή τσαούσα γυναίκα τοϋ Νίτσε μοιάζει ένίοτε στήν Πενθεσίλεια. (Ή Β ούληση γιά δύναμη20 άναφέρει κοντά στόν Σαίξπηρ καί τόν Κλάιστ,21σχετικά μέ τήν βία πρός 18. Θρασύ: désarçonne le philosophe cavalier. Σ.τ.μ. 19. Τ ής Χ α ρ ο ύ μ εν η ς έπ ισ τή μ η ς. Σ.τ.μ. 20. Die Wille zur Macht. Τ ίτλος έργου τού Ν ίτσ ε που σ υντέθη κε άπό μή δημοσιευμένους άπό τόν ίδιο άφορισμούς. Σ.τ.μ. 21. Ό H. von Kleist (1777-1811), που έν τέλ ει αύτοκτόνησε μέ τήν άγαπημένη του, εγραψε τό 1808 τήν τραγω δία Penthesilea όπου έξυμνεϊται ή γενετή σ ια ορμή. Τ ήν Π ενθεσ ίλ εια , βασ ίλισ σ α τών ’Αμαζόνων, ό Ά χιλ λ έα ς τή ν έρ ω τεύ θη κε ά φ οΰ τή ν λ ά βω σε θανά σιμα. Σ.τ.μ.
τόν αναγνώστη καί τήν «ήδονή τής απόκρυψης». Ό Κλάιστ είχε γράψει καί μια «Προσευχή τοΰ Ζοροάστρη».) Φύλο καλυμμένο άπό διαφανές πέπλο καί αιχ μή στραμμένη πρός έαυτόν είναι καί ή οπλισμένη Λου κρητία τοΰ Κράναχ.22 Πώς μπορεϊ ή γυναίκα, ούσα ή άλήθεια, νά μήν πιστεύει στήν άλήθεια; Άλλά καί πώς νά είσαι ή άλήθεια έν όσω πιστεύεις άκόμη σ’ αύτήν; Άνοιγμα στό Π έραν:23 «’Άν ύποθέσουμε πώς ή άλήθεια είναι μιά γυναίκα, τότε τί; Δέν είναι τάχα βάσιμη ή ύποψία πώς όλοι οί φιλόσοφοι, έφ’ όσον ήσαν δογματι κοί, δέν καταλάβαιναν άπό γυναίκες (sich schlecht auf Weiber verstanden, δέν διανοούνταν τις γυναίκες); "Οτι ή φοβερή σοβαρότητα καί ή άδέξια άδιακρισία μέ τις όποιες συνήθιζαν μέχρι τώρα νά πλησιάζουν τήν άλήθεια ήσαν άκατάλληλα καί άπρεπή μέσα (ungeschickte und unschickliche Mittel), άκριβώς, γιά νά ρίξουν μιά κοπέλλα (Frauenzimmer, περιφονητικός όρος: μιά εύκολη γυναίκα);»
'Α λήθειες
Ό Νίτσε, αύτή τήν στιγμή, μεταστρέφει τήν άλήθεια τής γυναίκας, τήν άλήθεια τής άλήθειας. «Τό βέβαιο 22. Lucas Cranach ό πρεσβύτερος (1472-1553), Λ ο υκ ρ η τία , πίνα κας τοΰ 1529: Ή Λ ουκρητία αύτοκτόνησε έπειδή τή ν βίασε ό βα σ ιλιά ς τής Ρώμης· έδώ, έτοιμάζεται ν ’ αύτοκτονήσει κρατώντας ένα μαχαίρι στό δεξί καί κρύβοντας τό αιδοίο της μέ τό α ρισ τε ρό, καθώς όλο τό σώμα της φ αίνεται μέσα άπό ενα σ χεδόν αόρα το πέπλο. Σ.τ.μ. 23. Π ρώ τες φράσεις τού (προλόγου τού) έργου Jenseits von Gut und Böse, Π έρ α ν κα λοΰ και κακού, 1886. Σ.τ.μ.
είναι ότι δέν ύπέκυψε -κ α ί κάθε λογής δογματισμός στέκεται τώρα έδώ μέ συντετριμμένη καί άποθαρρυμμένη όψη. "Ανπαραμένει καθόλου όρθιος!» Ή γυναίκα (ή άλήθεια) δέν υποκύπτει. Στ’ άλήθεια ή γυναίκα, ή άλήθεια δέν ύποκύπτει. Ό ,τ ι άληθινά δέν ύποκύπτει είναι - γυναικείο, κάτι πού δέν πρέπει να σπεύσουμε νά τό μεταφράσουμε ώς τήν θηλυκότητα, τήν θηλυκότητα τής γυναίκας, τήν γυναι κεία σεξουαλικότητα καί άλλα ούσιοκρατίζοντα ξόανα, τά όποια είναι άκριβώς ό,τι νομίζουμε πώς κατακτούμε όταν δέν ξεπερνούμε τήν χαζομάρα τού δογματικού φι λοσόφου, τού άνίκανου καλλιτέχνη ή τού άπειρου δια φθορέα. Αύτό τό άφίστασθαι τής άλήθειας, ή αύτεξαίρεσή της, ή άρση της σέ εισαγωγικά (μηχανορραφία, φωνή, άρση καί λαβή γερανού), ό,τι θ’ άναγκάσει τήν γραφή τού Νίτσε νά βάζει σέ εισαγωγικά τήν «άλήθεια» -καί, μέ αύστηρή συνέπεια, όλα τά ύπόλοιπα-, εκείνο λοιπόν πού θά έγγράψει τήν άλήθεια -καί, μέ αύστηρή συνέ πεια, θά έγγράψει γενικά, αύτό είναι, άς μήν πούμε καν τό θηλυκό: ή γυναικεία «δράση». Αύτή γράφ(ετα)ι. Αύτής είναι τό ύφος. Μάλλον, άν ή γραφίδα είναι ό άνδρας (όπως ύποτίθεται ότι τό πέος είναι «τό κανονικό πρωτότυπο τού φετίχ» γιά τόν Φρόυντ), τότε ή γραφή είναι ή γυναίκα. Ό λ ’ αύτά τά όπλα κυκλοφορούν άπό τό ενα χέρι στό άλλο, περνώντας άπό ένάντιο σέ ένάντιο, καί τό ζήτη μα παραμένει τί κάμνω έγώ αύτή τήν στιγμή.
Αυτές οί φαινομενικά φεμινιστικές προτάσεις δέν πρέ πει να συμβιβασθοΰν μέ τόν τεράστιο φάκελλο του μα νιώδους αντιφεμινισμού τοΰ Νίτσε; Ή άντιστοιχία τών δύο, λέξη πού αντιδιαστέλλω εδώ κατά σύμβαση στην συνέπεια, είναι άκρως αινιγματική άλλ’ αύστηρά άναγκαία. Αύτή θα ήταν πάντως ή θέση τής παρούσας ανα κοίνωσης. Ούσα αλήθεια, ή γυναίκα είναι ό σκεπτικισμός καί ή έπικαλύπτουσα απόκρυψη· νά τί θα έπρεπε νά κατορ θώσουμε νά σκεφτοΰμε. Ή «σκέψις» τής «αλήθειας» είναι συνομήλικη μέ τήν γυναίκα: «Φοβούμαι πώς οί γερασμένες γυναίκες (altgewordene Frauen), στην μυστι κότερη κρυψώνα τής ψυχής τους, είναι πιό σκεπτικί στριες άπ’ όλους τούς άνδρες: Πιστεύουν στήν έπιφανειακότητα τής ύπαρξης ώς ούσία της, κάθε άρετή καί κάθε βάθος είναι δέ γ ι’ αύτές μόνον επικάλυψη (Ver hüllung) αύτής τής "άλήθειας”, ή πολύ επιθυμητή κά λυψη ένός αιδοίου -άρα είναι θέμα πρέποντος καί αίδοΰς, τίποτε παραπάνω!» (Χαρούμενη έπιστήμη § 64, Οί σκεπτικοί. Πρβλ. επίσης, κυρίως, τό τέλος τοΰ Π ρολό γου τής Χαρούμενης έπιστήμης). Ή «άλήθεια» δέν θά ήταν παρά μιά έπιφάνεια, θά γι νόταν βαθειά άλήθεια, ώμή, ποθητή, μόνο μέ τό φαινό μενο τοΰ πέπλου: Πού πέφτει πάνω της. Μιά άλήθεια πού δέν κρέμεται άπό εισαγωγικά καί καλύπτει τήν έπιφάνεια μέ μιά κίνηση τής αίδοΰς. Θά άρκοΰσε νά κρεμασθεΐ τό πέπλο ή νά ριχθεΐ άλλιώς, ώστε νά μήν ύπάρχει πιά άλήθεια ή νά ύπάρχει μόνον ή «άλήθεια» -μ ’ αύτή τήν γραφή. Πεσόν/τό πέ πλο. Πρός τί τότε τό δέος, ό φόβος, ή «αιδώς»;
Ή γυναικεία απόσταση άφαιρεϊ άφ’ έαυτής τήν αλή θεια επειδή αφήνει μετέω ρη τήν σχέση μέ τόν ευνου χισμό. Μέ τήν έννοια που τεντώνουμε ένα πανί, μια σχέση, κ.λπ., καί συγχρόνως τό αφήνουμε -μετέω ροστό άνεπίκριτο. Στό έπέχειν.24 Σχέση μετέωρη μέ τόν ευνουχισμό: Ό χ ι μέ τήν αλήθεια τοΰ εύνουχισμοΰ, στήν όποία ή γυναίκα δέν πιστεύει, ούτε μέ τήν αλήθεια ώς εύνουχισμό, ούτε καί μέ τήν άλήθεια-εύνουχισμό. Ή άλήθεια-εύνουχισμός είναι ϊσα ϊσα ή δουλειά τού άντρα, ή άρσενική πολυπραγμοσύνη πού ποτέ δέν είναι άρκετά γηραιό, άρκετά σκεπτικιστική καί ύποκριτική, καί, σάν εύπιστη κι άπονήρευτη πού είναι (είναι άπονήρευτη πάντα στά άφροδίσια, καίτοι, δποτε μπορεΐ, παριστάνει τήν κυρίαρχη έμπειρογνωμοσύνη), εύνουχίζεται μέ τό νά εκκρίνει τήν φενάκη τής άλήθειας-εύνουχισμού. (Σ’ αύτό τό σημείο θά όφειλε ίσως ν' άνακριθεΐ - ν ’ «άποκνεφαλλισθει»- ή μεταφορική έκδίπλωση τοΰ πέπλου· τής λαλούσας άλήθειας, τού εύνουχισμοΰ καί τοΰ φαλλολογοκεντρισμοΰ, λ.χ. στόν λόγο τοΰ Λακάν [Lacan].) Ή «γυναίκα» -ό λόγος αύτός ανοίγει μιά έποχή- δέν πιστεύει περισσότερο στό ειλικρινές άντίθετο τοΰ εύνουχισμοΰ, στόν άντιευνουχισμό. Είναι πολύ πονηρή γι’ αύτό καί ξέρει -ά π ’ αύτήν, εστω άπό τήν δράση της, θά όφείλαμε νά τό μάθουμε κι έμεΐς, αλλά ποιοί εμείς;- ότι μιά τέτοια άντιστροφή θά τής άφαιροΰσε κάθε δυνατό-
24. «...dans l’indécision. Dans 1’έποχή». Τ ήν απόδοση του α να π ο φ ά σιστο υ ώς ά νεπ ίκ ρ ιτο υ πρ οτείνει ό Π. Μ πασάκος, ’Ε π ιχ ε ί ρημ α καί κρίσ η, Ν ήσος, ’Α θήνα 1999, σ. 83, 122. Ή «έποχή» δηλώ ν ει έδώ τό « έπ έχειν τή ς κρίσεω ς» τών Σκεπτικώ ν (πού υιοθέτησ ε ό Χ ουσσερλ [Husserl]). Σ.τ.μ.
τηχα προσποίησης, οτι, στ’ άλήθεια, θά κατέληγε στό ίδιο καί θά τήν έκλεινε μέ μεγαλύτερη άπό ποτέ βε βαιότητα στήν παλιά μηχανή, στον φαλλολογοκεντρισμό, συνεπικουρούμενο άπό τόν συνάδελφό του ή συμ πέθερο, άντεστραμμένο είδωλο τών κορών, άπό τόν άτακτο, πού θά πει δασκαλεμένο καί ύπάκουο, μαθητή του. “Ομως ή «γυναίκα» χρειάζεται τό φαινόμενο τοΰ εύνουχισμοΰ, χωρίς αύτό δέν θά γοήτευε ούτε θ’ άνοιγε τήν επιθυμία -άλλά προφανώς δέν τό πιστεύει. «Γυναί κα» είναι ο,τι δέν τό πιστεύει καί παίζει μ’ αύτό. Παί ζει μ’ αύτό: Κατά μιά νέα έννοια ή δομή τής πίστης, ή όποια άποβλέπει στό γέλιο. Γιά τόν άντρα - ξέρει, δυ νάμει μιας γνώσης μέ τήν όποία καμία δογματική ή εύ πιστη φιλοσοφία δέν θά εχει καταφέρει ν ’ άναμετρηθεΐ, οτι ό εύνουχισμός δέν λαβαίνει χώρα. Αύτός ό τύπος πρέπει νά μετατεθεί μέ πολλή περί σκεψη. Είναι πρώτα σημάδι τοΰ οτι ό τόπος τοΰ εύνουχισμοΰ δέν είναι όρίσιμος, σημάδι άνεπίκριτο ή μή ση μάδι, διακριτικό περιθώριο άνυπολόγιστων συνεπειών, μία έκ τών όποιων, έπιχείρησα νά τό σημειώσω άλλοΰ,25 καταλήγει στήν αύστηρή ισοδυναμία τής κατάφασης καί τής άρνησης τοΰ εύνουχισμοΰ, τοΰ εύνουχισμοΰ καί τοΰ άντευνουχισμοΰ, τής παραδοχής καί τής άποποίησης. Θά τό άναπτύξω άργότερα, ύπό τόν τίτλο τοΰ έπιχειρήματος τού περιβλήματος,26 μετα-τεθειμένο άπό τό κείμενο τοΰ Φρόυντ γιά τόν φετιχισμό.27
25. La Dissémination, Seuil, Π α ρίσ ι 1972, σ. 47 καί άλλοΰ. 26. Βλ. Glas, Galilée, Π α ρίσ ι 1974, σ. 234 κ.έ., 252 κ.έ. [Βλ. β' εκδ. 2 τ., Denoël-Gonthier, Π α ρ ίσ ι 1981, τ. β', σ. 315 κ.έ.]. 27. S. Freud, «Fetischismus», 1927, Studienausgabe, τ. 3, Fischer, Φ ραγκφούρτη 1982· μτφ. Ν α ρ κ ισ σ ισ μ ό ς, μα ζοχισμ ός, φ ετιχισμ ό ς,
Κοσμήματα
Ά ν - λάβαινε χώρα, ό ευνουχισμός θα έχει ύπάρξει τό συντακτικό τού άνεπίκριτου, που διασφαλίζει, μέ τό νά τους άκυρώνει καί νά τους έξισώνει, όλους τους λόγους ύπέρ καί κατά. Είναι τό «γιά τό τίποτα», πού άλλωστε κανείς δέν τό άποπειράται ποτέ χωρίς κάποιο συμφέ ρον. ’Εξ ού ή άκραία Skepsis des Weibes. Μόλις ή γυναίκα διαρρήξει τό πέπλο αίδοΰς, ή άληθείας, όπου ήθελαν νά τήν τυλίξουν, έπιβάλλοντάς της «τήν μεγίστη δυνατή άγνοια in eroticis», ό σκεπτικισμός της δέν έχει πια κανένα όριο. Διαβάστε τό Von der weib lichen Keuschheit (Π ερι τής γυναικείας άγνότητας, Χ α ρούμενη έπιστήμη):28 Στήν «άντίφαση τοΰ έρωτα καί τής αίδοΰς», στήν «γειτνίαση τοΰ θεοΰ καί τοΰ κτή νους», άνάμεσα στό «αίνιγμα τής λύσης» καί τήν «λύση τοΰ αινίγματος», «άγκυροβολεΐ ή έσχατη φιλοσοφία καί ό έσχατος σκεπτικισμός τής γυναίκας». Σ’ αύτό τό κενό ρίχνει τήν άγκυρά της (die letzte Philosophie und Skepsis des Weibes an diesem Punkt ihre Anker wirft). Ή «γυναίκα» ένδιαφέρεται τότε τόσο λίγο γιά τήν άλήθεια, πιστεύει τόσο λίγο σ’ αύτήν, πού παύει νά τήν άφορά έστω ή άλήθεια γιά τόν ίδιο τόν έαυτό της. 'Ε πίκουρος, Α θή να 1991, βλ. σ. 64-65: ή «ζώνη υπογαστρίου», φο ρεμένη σαν «μαγιό», «σήμαινε τόσο δ τι ή γυναίκα είνα ι ευνουχι σμένη όσο καί δ τι δέν είνα ι εύνουχισμένη, καί επ ιπ λέον έπέτρεπε τήν ύπόθεση τοΰ ευνουχισμού τοϋ άντρα... Έ ν α τέτοιο φ ετίχ, διπλοραμμένο άπό άντίθετα, είνα ι φυσικό νά κρατάει ιδιαίτερα καλά». Αύτό παραθέτει ό Ν τερριντά στό Glas (βλ. προηγ. σημ.), β' εκδ., τ. β", σ. 316. Σ.τ.μ. 28. § 71. 'Απ’ δπου καί τό αμέσως προηγούμενο παράθεμα. Σ.τ.μ.
Ό «άνδρας», αύτός πιστεύει ότι ό λόγος του περί γυναικός ή άληθείας αφορά -τό τοπογραφικό αύτό θέμα σκιαγραφούσα πρωτύτερα, καί μού ξεγλιστρούσε, όπως πάντα, σχετικά μέ τό άνεπίκριτο περίγραμμα τού εύνουχισμού- τήν γυναίκα. Τήν γυροφέρνει καί τήν τυλίγει. Ό «άνδρας», αύτός πιστεύει στήν άλήθεια τής γυ ναίκας, στήν γυναίκα-άλήθεια. Οί δέ φεμινίστριες, πού τις σαρκάζει πολλαπλώς ό Νίτσε, είναι άληθινά οί άνδρες. Ό φεμινισμός είναι ή πράξη μέ τήν όποία ή γυναί κα θέλει νά μοιάσει τού άντρα, τού δογματικού φιλο σόφου, μέ τό νά διεκδικεΐ τήν άλήθεια, τήν επιστήμη, τήν άντικειμενικότητα, δηλαδή, κοντά σ' όλη τήν άνδρική ψευδαίσθηση, τό φαινόμενο τού εύνουχισμοΰ πού τήν συνοδεύει. Ό φεμινισμός θέλει τόν εύνουχισμό - καί τής γυναί κας. Χάνει τό ύφος. Ό Ν ίτσε όντως καταγγέλλει τό ύφολογικό άτόπημα στόν φεμινισμό: «Δέν είναι ιδιαίτερα άκαλαίσθητο νά επιχειρεί μ’ αύτό τόν τρόπο ή γυναίκα νά γίνει επιστή μων (επιστημονική: wissenschaftlich); Εύτυχώς ώς τώρα ή διαφώτιση (Aufklären) ήταν δουλειά καί χάρισμα τών άνδρών (Männer-Sache, Männer-Gabe) -οπότε μέναμε "μεταξύ μας” ("unter sich”)» (Jenseits,29§ 232, πρβλ. 233). Είναι αλήθεια -άλλά τούτο δέν είναι διόλου άντιφατικό- ότι άλλού (§ 206) ό μέτριος έπιστήμονας, πού δέν δημιουργεί, δέν γεννά, δηλαδή άρκεϊται στό νά εχει τήν επιστήμη στό στόμα, καί «τό μάτι του είναι τότε 29. Σ.τ.μ.
Jenseits von Gut und Böse, Π έρ α ν κα λού κα'ι κακού, ο.π.
σαν μια επίπεδη άξενη λίμνη», άλλά γίνεται καί «μάτι τετραπέρατο γιά τις άδυναμίες τών, άφθαστων γ ι’ αυτόν, άνώτερων φύσεων», ότι αύτός ό στείρος επιστήμων παρομοιάζεται μέ γεροντοκόρη. Ό Νίτσε, τό διαπιστώνουμε παντοΰ, είναι ό στοχαστής τής κύησης. Τήν όποία έγκωμιάζει στόν άντρα όσο καί στήν γυναίκα. Καί καθώς έκλαιγε εύκολα, καθώς έτυχε νά μιλήσει γιά τήν σκέψη του σάν μιά έγκυος γιά τό παιδί της, συχνά τόν φαντάζομαι νά βρέχει μέ δά κρυα τήν κοιλιά του.’0 «... όπότε μέναμε "μεταξύ μας”· καί έν τέλει, βλέ ποντας τί γράφουν γυναίκες γιά "τήν γυναίκα”, έπιτρέπεται νά δυσπιστοϋμε έντόνως γιά τό άν ή γυναίκα θέ λ ει [υπογραμμίζει ό Νίτσε] -καί μπ ορεϊ νά θέλει (will 30. «Ο ί μ η τέ ρ ε ς - Τα ζώα λογίζονται τό θήλυ αλλιώ ς άπό τους άνθρώπους- τό θηλυκό είναι γι' αύτά τό παραγωγικό ον (als das pro duktive Wesen). Πατρική άγάπη δέν υπάρχει σ ’ αύτά, μόνο κάτι σαν άγάπη καί έθισμός στα παιδιά μιας έρωμένης. Τά παιδιά ικανο ποιούν τή ν άνάγκη τών θηλυκώ ν νά κ υριαρχούν (Herrschsucht), τούς προσφ έρουν μιά ιδιοκτησία, μιά ά σ χολία , κάτι πού τούς εί ναι πλήρω ς κατανοητό, μέ τό όποιο μπορούν νά κουβεντιάζουν: Ό λ α αύτά μαζί είναι ή μητρική άγάπη -σ υ γκ ρ ίσ ιμ η μέ τή ν άγά πη τοΰ καλλιτέχνη γιά τό έργο του. Ή κύηση εκαμε τις γυναίκες πιό μαλακές, καρτερικές, φοβισμένες, πρόθυμες νά ύπ οτα γούν κι έτσ ι άκριβώς ή πνευματική κύηση δημ ιουργεί τόν χαρακτήρα τών θεω ρητικώ ν, πού συγγενεύει μέ τόν γυνα ικείο - ε ίν α ι ο ί α νδρικές μητέρες. - Ώ ς ώραΐο φύλο λογίζεται στά ζώα τό άνδρικό» (Χ α ρ ο ύ μ εν η έπ ισ τή μ η . § 72). Ή εικόνα τής μητέρας καθορίζει λοιπόν τά χαρα κτη ρισ τικά τής γυναίκας. Αύτά διορίζονται, προορίζονται άπό τή ν γαλουχία: « Μ η τρ ό θ εν - Ό καθένας φ έρ ει μέσα του μιά εικόνα τής γυναί κας άπό τήν μητέρα του: Αύτή προκαθορίζει αν θά τιμά ή θά περιφ ρονεΐ γενικά τις γυναίκες ή θά αδιαφ ορεί γενικά γ ι’ αύτές» (Men schliches, allzumenschliches, 'Ανθρώπινο, π ο λν άνθρώπινο, § 380).
-und wollen kann) όντως (eigentlich, κυριολεκτικά) να διαφωτισθεΐ για τόν εαυτό της... Ά ν δέν αναζητεί ετσι ενα νέο κόσμημα για τόν έαυτό της (einen neuen Putz für sich) -α ν δέν άπατώμαι, τό να στολίζεται (Sich-Putzen) προσιδιάζει στό αιώνιο θήλυ-, τότε θέλει να φοβίσει ίσως θέλει ετσι έξουσία (Herrschaft). Άλλα δέν θέλει τήν αλήθεια (Aber es w ill nicht Wahrheit): Τί τήν μέλει ή αλήθεια! Τίποτε δέν είναι έξ ύπαρχής τόσο ξένο, αντίθετο, έχθρικό για τήν γυναίκα όσο ή αλήθεια -ή μεγάλη της τέχνη είναι τό ψέμα, ύψιστη υπόθεσή της ή έπίφαση (Schein) καί τό κάλλος» (§ 232).
'Η π ρ ο σ π ο ί η σ η
Ό λ η ή διαδικασία τής γυναικείας δράσης χωρεΐ σ ’ αύτή τήν έπίφαση αντίφασης. Ή γυναίκα είναι τό πρότυπο δυό φορές, καί μέ αντι φατικό τρόπο, επαινείται καί συνάμα καταδικάζεται γ ι’ αύτό. "Οπως ή γραφή τακτικά καί όχι τυχαία, ή γυναί κα ύπάγει τό επιχείρημα τού εισαγγελέα στήν λογική τής χύτρας.3' Ώ ς πρότυπο τής αλήθειας διαθέτει μια δύ
31. Έ ν α φροϋδικό παράδειγμα: Ό κατηγορούμενος σω ρεύει βεβαιώ σεις αντιφ ατικές μεταξύ τους πού ή κάθε μια χω ριστά τόν απα λλά σ σ ει άπό τήν κατηγορία. Ό Ν τερριντά θεω ρεί ό τι κάθε άντίφ αση μπ ορ εΐ νά έρμηνευθεΐ μ ’ αύτό τό σ χήμα, δηλ. ό τι πρέ π ει ν’ άναζητούμε τή ν επιθυμία πού εκπληρώ νει κάθε θέση χω ρ ι στά. Βλ. «La pharmacie de Platon», La Dissémination, ό.π., σ. 126, μτφ. Π λά τω νος Φ αρμακεία, "Αγρα, Αθήνα 1990, σ. 138: «1. Ή χύτρα πού σου επιστρέφ ω είνα ι καινούργια. 2. Ο ί τρύπες υπήρχαν ήδη όταν μοΰ τή ν δάνεισες. Έ ξ άλλου ποτέ δέν μού δάνεισ ες χύτρα», αύτό ισ χ ύ ει γιά τή ν έννοια τή ς γραφής. Βλ. «La structure, le signe et le jeu dans le discours des sciences humaines», L ’écriture et la différence,
ναμη γοητείας που κανονίζει τόν δογματισμό, παρα πλανά καί πλανεύει τούς άντρες, τούς εύπιστους, τούς φιλοσόφους. ’Α φού όμως ή ίδια δέν πιστεύει στήν αλή θεια, ένω αύτή ή αλήθεια πού δέν τήν ενδιαφέρει δέν παύει να τήν συμφέρει, είναι πάλι τό πρότυπο, τώρα τό καλό, ή μάλλον τό κακό ώς καλό: Παίζει τήν προσποίη ση, τό στολίδι, τό ψέμα, τήν τέχνη, τήν καλλιτέχνιδα φιλοσοφία, είναι δύναμη κατάφασης. Θά ήταν άκόμη καταδικαστέα μόνο στό μέτρο πού θά άρνιόταν αύτή τήν καταφατική δύναμη άπό τήν σκοπιά τού άντρα, πού θά ψευδόταν άν πίστευε άκόμη στήν άλήθεια, άν άντικατόπτριζε τόν χαζό δογματισμό πού προκαλεΐ. Μεσολαβούντος τοϋ έγκωμίου τής προσποίησης, τής «ήδονής τής προσποίησης» (Lust an der Verstellung), τοϋ ύποκρίνεσθαι, τής «έπικίνδυνης έννοιας καλλιτέχνης», ή Χαρούμενη έπιστήμη έντάσσει τούς έβραίους καί τις γυναίκες στούς καλλιτέχνες, πάντα ειδήμονες στήν προσποίηση. Ό συνδυασμός τοϋ έβραίου καί τής γυναί κας μάλλον δέν είναι άσήμαντος. Ό Νίτσε τούς πραγ ματεύεται συχνά έκ παραλλήλου, κάτι πού ϊσως μάς πα ραπέμπει πάλι στό σχήμα τού εύνουχισμού καί τής προσποίησης, άν όχι τής προσποίησης τοϋ ευνουχι σμού, μέ τήν περιτομή γιά σημάδι της, γιά όνομα τοϋ σημαδιού της. Τέλος αύτοϋ τοϋ άποσπάσματος γιά τό «ύποκριτικό ένστικτο» (§ 361): «...ποιός καλός ήθοποιός σήμερα δεν είναι -έβραϊος; Ε πίσ η ς ό έβραϊος ώς γεν νημένος γραφιάς, πραγματικός κυρίαρχος τοϋ εύρωπαϊSeuil, Π α ρ ίσ ι 1967, σ. 410, μτφ. « Ή δομή, τό σ ημ είο καί τό παίγνιο στόν λόγο τών επιστημώ ν τοϋ ανθρώπου», Π ο λ ίτη ς Δ εκ α π εν θ ή μ ερ ο ς 39, 1997, σ. 34/1: « Ή σ υνέπ εια στή ν αντίφαση μαρτυρεί τήν δύναμη μίας επιθυμίας»... Σ.τ.μ.
κοϋ τύπου, άσκεΐ αύτή τήν εξουσία στήν βάση τής ικα νότητάς του νά ύποδύεται -παίζει άκριβώς τόν "εμπει ρογνώμονα”, τόν "ειδικό”. Τέλος οί γυναίκες: Ά ς άναλογισθοΰμε ολόκληρη τήν ιστορία τών γυναικών -[σέ λίγο θά ξαναδιαβάσουμε αύτή τήν ιστορία, ιστορία έναλλαγής ύποκρισίας καί ύστερίας, ώς μια σελίδα στήν ιστορία τής άλήθειας] τάχα δέν είναι άπαραίτητο νά είναι πρώτα καί πάνω απ’ όλα ήθοποιοί; Άκούστε τούς γιατρούς πού έχουν ύπνωτίσει κοπέλλες (Frauen zimmer)· στό τέλος τις άγαπούμε -μάς "ύπνωτίζουν” αύτές! Τί βγαίνει πάντα απ' αύτό; Ό τ ι κάτι πουλάνε άκόμη κι όταν δίνονται, οτι προσ-ποιούνται μέχρι καί όταν έκ-ποιούνται... [Das sie "sich geben”, selbst noch, wenn sie -sich geben... Και πάλι άξίζει νά μελετηθεί τό παιγνίδι τών παυλών, όχι μόνο τών εισαγωγικών.] Das Weib ist so artistisch, ή γυναίκα είναι τόσο καλλιτεχνική...»32 Γιά ν ’ άκονίσουμε τήν κατηγορία, πρέπει νά θυμήσουμε, τήν ώρα αύτού τοΰ διφορούμενου εγκωμίου πού ελά χιστα διαφέρει άπό κατηγορητήριο, ότι ή έννοια τού καλλιτέχνη πάντοτε διαιρείται. 'Υπάρχει ό ύποκριτής καλλιτέχνης, ή καταφατική άπόκρυψη, άλλά ύπάρχει κι ό ύστερικός, ή άντιδραστική άπόκρυψη, ή συνεισφορά τοΰ «νεώτερου καλλιτέ χνη».33Τόν δεύτερο, ό Νίτσε τόν παρομοιάζει άκριβώς μέ τις «μικρές ύστερικές μας» καί τις «ύστερικές γυναι-
32. Σ χετικ ά μέ τό προσω πείο τή ς γυναίκας ώς έπιθυμία του άνδρα, δές τή ν § 405 [τής Χ αρούμενης επιστήμης], 33. Βλ. Aus dem Nachlaß der Achtzigerjahre, Werke in drei Bänden, έκδ. K. Schlechta, Hanser, Μ όναχο 1956, τ. Γ , σ. 830. Σ ’ αύτή τή ν διά κρισ η θά σ τη ρ ιχθ εϊ όλη ή έρμη νεία τοΰ Ν τερριντά. Σ χετικά δές Γ.Φ ., Θ έσ η καί α λήθ εια, Κ ρ ιτικ ή , ’Α θήνα 1997, σ. 50-72. Σ.τ.μ.
κοϋλες». Παρωδώντας τόν ’Α ριστοτέλη, κατατροπώνει καί τίς κοντές (Χ αρούμενη έπιστήμη, § 75, Τό τρίτο φύλο). «Κι οί καλλιτέχνες μας συγγενεύουν όντως πάρα πολύ μέ τίς ύστερικές γυναικούλες! Αύτό όμως κατη γορεί τό "σήμερα”, όχι τόν "καλλιτέχνη”». (Παράθε μα τοΰ Κλοσσοβσκί στό Ό Ν ίτσ ε καί ό φαύλος κύ κλος).3* Άκινητοποιώ πρός τό παρόν τό παιγνίδι σχετικά μέ τό «δίνω» καί τό «δίδομαι», τό «έκ-ποιοΰμαι» καί «προσ-ποιούμαι» (sich geben, se donner pour)' θά δοΰμε τήν κλήρωσή του (l’échéance) νά μετατοπίζεται πάρα πέρα. Τά ζητήματα τής τέχνης, τοΰ ύφους, τής άλήθειας δέν άποσυνδέονται λοιπόν άπό τό ζήτημα τής γυναίκας. Αλλά καί μόνον ό σχηματισμός αότής τής κοινής προ βληματικής άφήνει μετέωρο τό έρώτημα «τί είναι ή γυ ναίκα;». Δέν μπορούμε πιά ν ’ άναζητοΰμε τήν γυναίκα ή τήν θηλυκότητα τής γυναίκας ή τήν γυναικεία σε ξουαλικότητα. Δέν μποροΰμε πάντως νά τίς βρούμε κατά εναν γνωστό τρόπο τής έννοιας ή τής γνώσης, κι ας μήν κατορθώνουμε νά πάψουμε νά τίς άναζητοΰμε.
«'Ισ τορ ία ένός λάθους»
Θά ήθελα τώρα ν ’ άναγγείλω ότι τό σημείο όπου τό ζή τημα τοΰ ύφους διαπερνά -πρός τό σώμα τής γυναίκαςτό πέπλο τής άλήθειας καί τήν προσποίηση τοΰ εύνουχισμοΰ είναι ό τόπος όπου αύτό μπορεΐ καί πρέπει νά 34. "Ο.π., σ. 755. P. Klossowski, Nietzsche et le cercle vicieux, Mer cure de France, Π α ρ ίσ ι 21975. Σ.τ.μ.
άναμετρηθεΐ μέ τό μεγάλο ζήτημα τής ερμηνείας τού κειμένου του Νίτσε, τής έρμηνείας τής έρμηνείας, τής έρμηνείας απλώς· για να τό λύσει ή νά τό άκυρώσει ώς πρός τήν διατύπωσή του. ’Άν θέλουμε νά έκτιμήσουμε αύτό τό ζήτημα, ή μέτρη σή μας δέν μπορεΐ να μή συνυπολογίσει τήν χαϊντεγγεριανή ανάγνωση τού Νίτσε, όσο κι άν τήν λογαριάσου με έν τέλει, καί όσες προσπάθειες κι άν έχουν καταβλη θεί στήν Γαλλία, μέ όρίσιμα κίνητρα, γιά ν’ άποκρυφθεΐ, νά παρακαμφθεΐ ή ν ’ άναβληθεΐ ή δοκιμασία αύτή. Έ ξέφερα συχνά τήν λέξη ευνουχισμός χωρίς τό έρει σμα, έστω φαινομενικά καί ώς εδώ, ένός κειμένου τού Νίτσε. Επιστρέφω σ ’ αύτό τώρα. "Οσο άναπάντεχο κι άν φαίνεται, θά έπιστρέψω στόν εύνουχισμό μέ αφετηρία ενα ορισμένο χαϊντεγγεριανό τοπίο, μέ τα συμπαγή καί τά κενά του, τις έξοχές καί έσοχές του. Τό μεγάλο βιβλίο τού Χάιντεγγερ είναι πολύ λιγότερο άπλό ώς πρός τήν θέση του απ’ ο,τι τεί νουμε συνήθως να λέμε. ’Α νοίγει, ώς γνωστόν, μέ τό πρόβλημα τής βούλησης γιά δύναμη ώς τέχνης καί τό ζήτημα τού «μεγάλου ύφους». Δίκην συνδήλωσης ή συνοδείας, ύπενθυμίζω τρεις προειδοποιήσεις τού Χάιντεγγερ. Έ π είγει ν ’ άκουσθούν, θαρρώ, καί δέν ισχύουν μόνο γιά χθές. 1. Προειδοποίηση κατά τής αίσθητικίζουσας σύγχυσης, τυφλής στήν τέχνη όσο καί στήν φιλοσοφία, καί ή όποία θα ήθελε άπό κάποιες νιτσεϊκές προτάσεις βια στικά άποκρυπτογραφημένες νά μάς οδηγήσει στό συμ πέρασμα ότι, άφοΰ μπήκαμε πια στήν περίοδο τού φι
λοσόφου-καλλιτέχνη, ή αυστηρότητα τής έννοιας θα μπορούσε να φανεί λιγότερο αδιάλλακτη, θά μπορού με νά λέμε οτιδήποτε καί να διεκδικούμε τό άδόκιμο, πράγμα που ίσοδυναμεΐ πάντα μέ τό νά έπιβεβαιώνουμε καί νά ένισχύουμε, νά αφήνουμε άνέπαφη όποιαδήποτε τάξη νομίζουμε τότε δτι άντιστρατευόμαστε· λ.χ. τήν φιλοσοφία, άλλα καί τήν εξουσία, τις άρχουσες δυ νάμεις, τους νόμους τους, τήν άστυνομία τους -που πρέ πει νά προσέχουμε νά μην τους λέμε τήν άλήθεια. 2. Π ροειδοποίηση κατά τής σύγχυσης τοϋ «μεγάλου ύφους» μέ τό «ήρωικο-καυχησιάρικο» (heroisch-prahleri schen), πού άλλωστε, μέ τήν ψευτοανατρεπτική παν σπερμία του, είναι προϊόν τής «μορφωμένης» τάξης, λέει ό Νίτσε, ό όποιος μ’ αύτή τήν λέξη έννοεΐ πάντα τήν άμόρφωτη τάξη τών βαγκνερικών φιλισταίων, «άνάγκη μικροαστών, σχολιάζει ό Χάιντεγγερ, πού παί ζουν τούς άγριους». 3. 'Ό τι είναι άναγκαΐο νά διαβάζουμε τόν Νίτσε έπερωτώντας συνεχώς τήν ιστορία τής Δύσης, γιατί είδάλλως, πρό παντός όταν εχουμε τήν άξίωση νά άπαλλαγούμε άπό αιώνιες αύταπάτες, απλώς αναμασάμε καθιερωμέ νες ιδέες, καί «ή ιστορία μάς καταδικάζει άμετάκλητα» (τ. Ά , [σ. 146, 234]).35 Από τό ίδιο κεφάλαιο παίρνω τώρα τρεις προτάσεις. Σ’ αύτές δέν στέκεται ή κίνηση τής χαϊντεγγεριανής ανά λυσης, πού πρέπει ν ’ άκολουθήσουμε έδώ. 35. M. Heidegger, Nietzsche, 2 τ., Neske, Π φούλλιγκεν 1961. ’Α ντι καθιστώ τις παραπομπές στήν γαλλική μετάφραση μέ παραπομπές στό πρωτότυπο, προσθέτω όσ ες λείπουν. Σ.τ.μ.
1. Ή παλιά αισθητική υπήρξε πάντα, κατά τόν Νίτσε, αισθητική καταναλωτών: παθητικών καί δεκτικών. Θά επρεπε λοιπόν νά τήν αντικαταστήσουμε μέ μιά αισθη τική παραγωγών (erzeugenden, zeugenden, schaffenden). Ά ρα μια άνδρική αισθητική θά όφειλε νά διαδεχθεί μιά γυναικεία. Ό πω ς μαρτυρούσε, μεταξύ πολλών άλλων κειμένων, τό άπόσπασμα 72 τής Χαρούμενης έπιστήμης, ή παραγωγή είναι άνδρική στά μάτια τοΰ Νίτσε, όπως καί ολόκληρης τής παράδοσης, καί μιά παραγωγική μητέρα είναι μιά άνδρική μητέρα. Ό Χάιντεγγερ πα ραθέτει άλλο άπόσπασμα: «Ή αισθητική μας ήταν μέ χρι τώρα αισθητική γυναικών (eine Weibs-Ästhetik), άφοΰ μόνον οί δεκτικοί (die Empfänglichen) στήν τέχνη δια τύπωσαν τήν εμπειρία τους γιά τό "τί είναι ώραΐο.” Άπό ολόκληρη τήν μέχρι σήμερα φιλοσοφία λείπει ό καλ λιτέχνης (fehlt der Künstler)» (Άπ. 811,“ [A', σ. 83-84]). Μ ’ άλλα λόγια, ή μάλλον μ’ άλλη άπόδοση (ό Χάιντεγγερ δέν τό λέει), ώς έδώ, μπροστά στήν τέχνη, ό φι λόσοφος τής τέχνης, πού άκριβώς είναι πάντα εμπρός σ τήν τέχνη, πού δέν άπτεται αύτής, πού σ ’ ορισμένες περιπτώσεις φαντάζεται τόν έαυτό του καλλιτέχνη καί παραγωγό έργων ένώ τοΰ άρκοΰν τά λόγια γιά τήν τέ χνη, αύτός ό φιλόσοφος είναι γυναίκα: στείρα, βέβαια, όχι männliche Mutter, άνδρική μητέρα. Ενώπιον τής τέ χνης, ό δογματικός φιλόσοφος, άδέξιος κόλαξ, παρα μένει, όπως ό λόγιος δεύτερης τάξεως, ό άνίκανος, ένα είδος γεροντοκόρης. Ό Νίτσε μεταχειρίζεται όμως έδώ τό παμπάλαιο φι λοσόφημα πού ονομάζεται παραγωγή μέ τις λίγο-πολύ απαρατήρητες καί άφελώς συνεπαγόμενες συνδηλώσεις 36. Βλ. Nachlaß der Achtzigerjahre, Werke in drei Bänden, Γ', σ. 717. Σ.τ.μ.
o .k .,
τ.
του τής δημιουργικότητας, ενεργητικότητας, μορφο ποίησης καί φανέρωσης, μ’ εναν λόγο τής παρουσία σης, τής εκδηλης παροντοποίησης. Καί έγγράφει αύτή τήν έννοια, μέ τήν μεταφυσική πατίνα της, μέσα στήν παραδοσιακή υπόθεση, άπό τόν ’Α ριστοτέλη εως τόν Κάντ καί μέχρι τόν Έ γελ ο (στήν γνωστή άνάλυσή του τής παθητικότητας τής κλειτοριδικής ήδονής),37γιά τήν ισοδυναμία τής ένεργητικής ή μορφοποιητικής παρα γωγικότητας μέ τήν άρσενικότητα καί τής μή παραγω γικής καί ύλικής παθητικότητας μέ τήν θηλυκότητα. Κάτι πού φαίνεται νά άντιφάσκει, θά τό ξαναδοΰμε, μέ άλλες προτάσεις γιά τήν γυναίκα. 2. Ή σκέψη τού Νίτσε γιά τήν τέχνη, αν ακολουθήσου με τόν Χάιντεγγερ, είναι «μεταφυσική ώς πρός τήν ένδότερη πρόθεσή της», άφού ή τέχνη είναι γ ι’ αύτόν «ό ούσιαστικός τρόπος μέ τόν όποιο τό ον παράγεται ώς ον» ([Α', σ. 154]). 3. Σχετικά μέ τήν μεταφυσική καί τόν πλατωνισμό, μέ τήν πλατωνική σχέση, ό Νίτσε φαίνεται ώς επί τό πλεΐστον νά διενεργεί μιά άπλή «άντιστροφή (Umdrehung), πού νά φέρνει τά πάνω κάτω στίς πλατωνικές προτά σεις, νά τίς άναποδογυρίζει» ([Α', σ. 232]). Ό Χάιντεγγερ δέν μένει σ’ αύτό τό σχήμα, όπως θεω ρείται συχνά. Ό χ ι ότι τό έγκαταλείπει άπλά καί μόνο. Σ’ αύτόν όπως καί στόν Νίτσε τό έργο τής άνάγνωσης
37. Hegel, Enzyklopädie der philosophischen Wissenschaften, § 368 (369), προσθήκη, Werke in zwanzig Bänden, Suhrkamp, Φ ραγκφούρτη 1969, σ. 519: « Ή κ λειτορίδα (Kitzler) είνα ι τό άπραγο αίσθημα γενικώς». Σ.τ.μ.
καί τής γραφής δέν ειναν ομοιογενές καί δέν χοροπηδά χωρίς στρατηγική άπό τό υπέρ στό κατά. Μολονότι ό Ν ίτσε συχνά φαίνεται ή άναγκάζεται νά επιδίδεται στήν Umdrehung, είναι έμφανές, παρατηρεί ό Χάιντεγγερ, ότι «άναζητεΐ κάτι άλλο» (etwas anderes sucht) ([A', σ. 232]). Γιά ν’ άναγγείλει αύτό τό άλλο, πού παύει νά συγκρο τεί ενα άντιθετικό ζεύγος άντιστρόφων μέ τό πρώτο, ό Χάιντεγγερ άναφέρεται στήν διάσημη πιά άφήγηση μιάς μοναδικής μυθοποίησης, στήν 'Ιστορία ένός λά θους, άπό τό Λυκόφως τών ειδώλων (1888): Πώς ό «άληθης κόσμος» εγινε τελικά μύθος. Δέν επαναλαμβάνω τό σχόλιο τού Χάιντεγγερ καί όσων έχουν τώρα φωτίσει γιά μάς, στήν Γαλλία, αύτό τό κεί μενο. Εντοπίζω μόνο ενα-δυό χαρακτηριστικά του πού δέν έχουν τύχει επεξήγησης, άπ’ όσο ξέρω, ιδίως όχι άπό τόν Χάιντεγγερ, καί τά όποια άφορούν άκριβώς τήν γυναίκα. Ό Χάιντεγγερ άξιοποιεΐ τό ισχυρότερο στρίψιμο σχε τικά μέ τήν προβληματική τής Umdrehung: Ή άντιστρέψιμη άντίθεση καταργεΐται κι αύτή: «Μαζί μέ τόν άληθή κόσμο καταργήσαμε καί τόν φαινομενικό!», λέει ή άφήγηση (mit der Wahren Welt haben wir auch die schein bare abgeschafft!). Ή ιεραρχία τών δύο κόσμων, τού αισθητού καί τού νοητού, δέν άντιστράφηκε άπλώς. Μιά νέα ιεραρχία καταφάσκεται καί μιά νέα άξιοθεσία. Ή καινοτομία δέν συνίσταται στήν άνανέωση τού περιεχομένου τής ιε ραρχίας ή τής ούσίας τών άξιών, άλλά στήν μεταμόρ φωση τής ίδιας τής άξίας «ιεραρχία». «Μιά νέα ίεραρ-
χία (Rangordnung) καί μια νέα άξιοθεσία (Wertsetzung) σημαίνουν ότι αλλάζει τό ίεραρχικό σχήμα (das Ord nungs-Schema verwandeln)» [A', σ. 242]. Δέν καταργού με κάθε ιεραρχία, γιατί ή άν-άρχία σταθεροποιεί πάντα τήν καθεστηκυία τάξη, τήν μεταφυσική ιεραρχία- δέν αλλάζουμε μήτε άντιστρέφουμε τούς ορούς μιας δεδο μένης ιεραρχίας- άλλα μεταβάλλουμε τήν ίδια τήν δομή τού ίεραρχικοϋ. Ό Χάιντεγγερ παρακολουθεί λοιπόν τήν δράση τού Νίτσε σέ ό,τι ύπερβολικό έχει άναφορικά μέ τήν με ταφυσική καί τόν πλατωνισμό. Αύτό, όμως, τό κάμνει μόνο καί μόνο γιά ν’ άναρωτηθεΐ, τούλάχιστον έδώ, άν ό Νίτσε έπέτυχε ό,τι άσφαλώς σχεδίαζε, καί «μέχρι ποιου σημείου» ύπερέβη όντως τόν πλατωνισμό, άλλ’ αύτή ή μορφή έρωτήματος έμπίπτει άκόμη στήν έρμηνευτική, άρα καί στήν φιλο σοφία έκείνη, πού ή ιεράρχησή της ύποτίθεται ότι διαταράσσεται άπό μιά τέτοια πράξη. Ό Χάιντεγγερ ονομάζει αύτό ενα «κριτικό ερώτημα» (Fragen der Kri tik), πού πρέπει ν’ άκολουθεΐ τόν «άνα-στοχασμό τής ένδότατης σκεπτόμενης βούλησης τού Νίτσε», τού βα θύτερου θέλειν-είπεΐν του (wenn wir Nietzsches innersten denkerischen Willen nach-gedacht haben) [A', σ. 242].
Femina vita
Τόν ορίζοντα αύτού τού χαϊντεγγεριανού έρωτήματος, τήν στιγμή πού προσανατολίζει τήν πλέον άπαιτητική άνάγνωση, θά πρέπει λίγο άργότερα, ίσως, μετά τήν παρέκβαση όπου βρισκόμαστε, νά τόν σχίσουμε.
Πράγμα προφανώς έφικτό μόνο μέ τήν παρέμβαση κά ποιου πρακτικού στιλέτου. Κάποιας πρακτικής στυλάτης, ναί, άλλα ποιου είδους, ποιου γένους; Τοΰτο γράφεται μόνο μέ τήν σύντονη μυθοποίηση τής γυναίκας καί τής άλήθειας. Είσοδος γυναικός. Σέ πεί σμα τού βάθους, τό όποιο είναι ή αίδώς. ’Α ναμένοντας τήν ιστορία τής άλήθειας, ιδού μερι κοί άφορισμοί άπό τό Λυκόφως, μερικές σελίδες πιό πρίν: «Ρήσεις και β έλη (Sprüche und Pfeile). § 16. Unter Frauen. «Die Wahrheit? O Sie kennen die Wahrheit nicht! Ist sie nicht ein Attentat auf alle unsere pudeursl». «Μ εταξύ γυναικών.™ "Τήν άλήθεια; Ώ ! Δέν ξέρετε τήν άλήθεια! Μά είναι ή προσβολή κάθε αίδοΰς μας!”» § 27. Man hält das Weib für tief -warum? weil man nie bei ihm auf den Grund kommt. Das Weib ist nicht einmal flach. «Θεωρούμε τήν γυναίκα βαθειά. Γιατί; ’Επειδή σ' αύτήν δέν φθάνουμε ποτέ στό βάθος. Ή γυναίκα δέν εί ναι καν έπίπεδη». § 29. «Wie viel hatte ehemals das Gewissen zu beißen! welchen guten Zähne hatte es! - Und heute? woran fehlt es?» - Frage eines Zahnarztes. «"Πόσο δάγκωνε παλιά ή συν είδηση! Τί καλά δόντια πού είχε! - Καί σήμερα; Τί τής λείπει;” - ’Ερώτηση οδοντιάτρου». Ή Ιστορία ενός λάθους. Στό καθένα άπό τά εξι τμή ματα, άπό τίς εξι εποχές, μέ εξαίρεση τήν τρίτη, υπο γραμμίζονται κάποιες λέξεις. Στήν δεύτερη έποχή ό 38. Στό πρωτότυπο παρα λείπεται ή μετάφραση αύτών τών λ έ ξεων. Σ.τ.μ.
Νίτσε ύπογραμμίζει μόνο τις λέξεις sie wird Weib, αύτή [ή ίδέα] γίνεται γυναίκα. Ό Χάιντεγγερ παραθέτει τό τμήμα, σέβεται τήν υπο γράμμιση [Α', σ. 237], άλλα τό σχόλιό του -όπως πάντα, καθώς φαίνεται- παρα-κάμπτει τήν γυναίκα. Αναλύον ται ολα τά στοιχεία τοϋ κειμένου, μηδενός έξαιρουμένου, έκτός άπό τό γυναικείο γίγνεσθαι τής ιδέας (sie wird Weib), τό όποιο βρίσκεται λοιπόν παρατημένο, κά πως όπως παραλείπουμε μιά αισθητή εικόνα άπό ενα βιβλίο φιλοσοφίας, ή καί όπως σκίζουμε μιά εικονο γραφημένη σελίδα ή μιά άλληγορική παράσταση άπό ενα σοβαρό βιβλίο. Ώ σ τε νά βλέπουμε χωρίς νά διαβάζουμε ή νά διαβάζου με χωρίς νά βλέπουμε. Κοιτάζοντας τό sie wird Weib άπό πιό κοντά δέν πάμε ενάντια στόν Χάιντεγγερ, όπότε θ’ άκολουθούσαμε άκόμη τήν τροχιά τής χειρονομίας του. Δέν πάμε νά κάμουμε τό άντίθετο απ' ο,τι κάμνει, πού θά ήταν γ ι’ άλλη μιά φορά τό ίδιο. Δέν πάμε νά κόψουμε ενα μυ θολογικό άνθος, γιά νά τό μελετήσουμε, αύτή τήν φορά, χωριστά, νά τό συλλέξουμε άντί νά τό παρατήσουμε, άντί νά τό άφήσουμε νά πέσει. "Ας δοκιμάσουμε καλύτερα ν ’ άποκρυπτογραφήσουμε αύτή τήν έγγραφή τής γυναίκας: Είναι αναγκαία, άλλά όχι σάν μεταφορική ή άλληγορική εικονογράφηση χω ρίς έννοια, ούτε σάν καθαρή έννοια χωρίς φανταστικό σχηματισμό. Ή συνάφεια τό καταδεικνύει σαφώς, εκείνο πού γί νεται γυναίκα είναι ή ίδέα. Τό γυναικείο γίγνεσθαι άποτελεΐ «πρόοδο τής ιδέας» (Fortschritt der Idee).
Ή Ιδέα είναι μορφή αύτοπαρουσίασης τής αλήθειας. ”Αρα ή άλήθεια δέν ύπήρξε ανέκαθεν γυναίκα. Ή γυ ναίκα δέν είναι πάντοτε άλήθεια. Οί δύο έχουν μιά ιστο ρία, συγκροτούν μιά ιστορία -ίσω ς τήν ίδια τήν ιστο ρία, αν ή αύστηρή άξία «ιστορία» παρουσιάσθηκε πάν τα καθ’ αύτή μέσα στήν μεταβολή τής άλήθειας- τήν όποία ή φιλοσοφία άδυνατεϊ ν’ άποκρυπτογραφήσει άπό μόνη της, άφού περιέχεται σ’ αύτήν. Πρίν άπ' αύτή τήν πρόοδο στήν ιστορία τού άληθούς-κόσμου, ή ιδέα ήταν πλατωνική. Ή δέ Umschrei bung, ή μεταγραφή, περίφραση ή παράφραση τής πλα τωνικής έκφοράς τής άλήθειας, σ ’ αύτή τήν στιγμή έγκαινίασης τής ίδέας, είναι Ich, Platon, bin die Wahr heit, «Έγώ, ό Πλάτων, είμαι ή άλήθεια». Ό δεύτερος χρόνος, τό γυναικείο γίγνεσθαι τής ί δέας ώς παρουσίας ή σκηνοθεσίας τής αλήθειας, είναι λοιπόν ή στιγμή, όταν ό Πλάτων δέν μπορεΐ πιά νά λέει «είμαι ή άλήθεια», όταν ό φιλόσοφος έπαψε νά είναι ή άλήθεια, όταν τήν χωρίζει και χωρίζεται άπό τόν έαυτό του, τήν άκολουθεΐ πιά μόνον ιχνη λατώντας την, εξορίζεται ή άφήνει τήν ιδέα νά έξορισθεΐ. Τότε άρχίζει ή ιστορία, ξεκινούν οί ιστορίες. Τότε ή άπόσταση -ή γυναίκα- παραμερίζει τήν άλήθεια -τόν φιλόσοφο, καί δίνει τήν ίδέα. Ή όποία άπομακρύνεται, γίνεται ύπερβατική, άπρόσιτη, γοητευτική, δρά καί κα θοδηγεί έξ άποστάσεως, in die Ferne. Τά πέπλα της πλέουν μακριά, τό όνειρο θανάτου ξεκινά, είναι ή γυ ναίκα. « Ό άληθής κόσμος, άπρόσιτος τώρα, άλλά ταγμέ νος στόν σοφό, τόν ευσεβή, τόν ένάρετο ("τόν άμαρτωλό πού μετανοεί”)».
«(Πρόοδος τής ιδέας: Γίνεται πιό λεπτή, παραπει στική, άπιαστη -γίνετα ι γυναίκα...».*9 Ό λ α τα προσόντα, όλα τα κατηγορήματα, όλα τά θέλ γητρα πού ό Νίτσε είχε άναγνωρίσει στήν γυναίκα, ή γοητευτική απόσταση, τό απρόσιτο που παγιδεύει, ή άπείρως έπικαλυμμένη ύπόσχεση, ή υπερβατικότητα που γεννά τόν πόθο, ή Entfernung, ανήκουν όντως στήν ιστορία τής αλήθειας ώς ιστορίας ένός λάθους. Ό μω ς, ώς άν παραθετικά, λές καί διευκρινίζει καί αναλύει τό «γίνεται γυναίκα», ό Νίτσε προσθέτει sie wird christlich..., «γίνεται χριστιανική...», καί κλείνει τήν παρένθεση. Ή έποχή αύτής τής παρένθεσης προσφέρεται γιά νά φέρουμε δοκιμαστικά αύτό τό μύθευμα κοντά στό σ χή μα τοΰ εύνουχισμοΰ μέσα στό νιτσεϊκό κείμενο, δηλα δή κοντά στό αίνιγμα μιάς μή παρουσίας τής άλήθειας. Θά προσπαθήσω ν’ άποδείξω, ότι αύτό που έντυπώνεται στό «γίνεται γυναίκα, γίνεται χριστιανική...» είναι τό δίδαγμα «αύτή εύνουχίζε(τα)ι», ευνουχίζει επειδή είναι εύνουχισμένη, παίζει τόν εύνουχισμό της στήν έποχή μιάς παρένθεσης, ύποκρίνεται τόν εύνουχισμό τό ότι ευνουχίζεται καί ότι εύνουχίζει-, ώστε νά κυριεύ σει τόν κύριο έκ τοΰ μακρόθεν, ώστε νά παραγάγει τήν έπιθυμία καί συνάμα -έδώ αύτά είναι «τό ίδιο»- νά τόν σκοτώσει. ’Α ναγκαία φάση καί περίφραση στήν ιστορία τής γυναίκας-άλήθειας, τής γυναίκας ώς άλήθειας, τής επα λήθευσης καί τής έκθήλυνσης. Γυρίζουμε σελίδα. Περνάμε στήν σελίδα πού άκο39. Götzen-Dämmerung, Λ υκόφ ω ς τών ειδώλων, Werke in drei Bänden, δ.π., τ. Β', σ. 963. Σ.τ.μ.
λουθεί τήν Ιστορία ένός λάθους στό Λυκόφως τών ει δώλων. Τότε ανοίγεται ή Moral als Widernatur, ή Παρά φύσιν ηθική. Έδώ ό χριστιανισμός έρμηνεύεται ώς εύνουχοκρατία (Kastratismus). Ή έξαγωγή τοΰ όδόντος, ή αφαίρεση τοΰ όφθαλμοΰ, λέει ό Νίτσε, είναι χριστια νικές έπεμβάσεις. Είναι βιαιοπραγίες τής χριστιανικής ιδέας, τής ίδέας πού έγινε γυναίκα. «Έδώ όμονοοΰν όλα τα παλιά ήθικά τέρατα: Il faut tuer les passions, "πρέπει νά σκοτωθοΰν τα πάθη”. Ή διασημότερη σχετική δια τύπωση βρίσκεται στήν Κ αινή Διαθήκη, σ ’ έκείνη τήν έπί τοΰ όρους ομιλία, όπου, είρήσθω έν παρόδω, τα πράγματα δέν εξετάζονται διόλου άφ ' ύψηλοϋ. Έδώ λέ γεται, για παράδειγμα, μ’ ενα ήθικό δίδαγμα περί σε ξουαλικότητας, εί δέ ό οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, εξελε αύτόν: Εύτυχώς κανένας χριστιανός δέν πράττει σύμφωνα μ’ αύτή τήν προσταγή. Νά έκμηδενίσουμε τα πάθη καί τούς πόθους, μόνο καί μόνο για ν ’ άποφύγουμε τήν βλακεία τους καί τίς δυσάρεστες συνέπειές της, αύτό μάς φαίνεται μόνο σαν οξεία μορφή βλακείας. Δέν θαυμάζουμε πια τούς οδοντιάτρους πού ξεριζώ νουν (ausreißen, ύπογραμμισμένο) τα δόντια για να πάψουν να πονοΰν». Ε νά ντια στήν χριστιανική έκρίζωση ή εύνουχισμό, τούλάχιστον τής «πρώτης έκκλησίας» (άλλα πότε βγή καμε άπό τήν εκκλησία;), ό Νίτσε άντιπροτείνει τήν πνευμάτωση τοΰ πάθους (Vergeistung der Passion). Ε ν νοεί, όπως φαίνεται, κάτι πού δέν είναι αυτονόητο: Ό τ ι σέ μιά τέτοια πνευμάτωση δέν υποβόσκει κάποιος ευ νουχισμός. ’Α φήνω αύτό τό πρόβλημα άνοιχτό. Α ρα ή έκκλησία, ή πρώτη, άλήθεια τής γυναίκας-ίδέας, δρά μέ ακρωτηριασμό, έκρίζωση, έκτομή. «Ή έκκλη-
σία καταπολεμά τό πάθος διά τής άποκοπής μ’ όλες τις έννοιες40 (Ausschneidung: κοπή, ευνουχισμός): Πρακτι κή της, "κούρα” της, είναι ή εύνουχοκρατία. Δέν ρωτά ποτέ "πως πνευματώνουμε, ομορφαίνουμε, θεώνουμε μιά έπιθυμία;” - σ ’ όλες τις εποχές ή πειθαρχία της έδι νε τό βάρος στήν έκρίζωση (Ausrottung) (τής αίσθητότητας, τής υπερηφάνειας, τής έπιθυμίας κυριαρχίας [Herrschsucht], κτήσεως [Habsucht], εκδίκησης [Rach sucht]). Αλλά χτυπώ τά πάθη στήν ρίζα σημαίνει χτυπώ τήν ζωή στήν ρίζα: Ή πράξη τής έκκλησίας είναι έχθρική πρός τήν ζωή (lebensfeindlich)...»4| Α ρα εχθρεύεται τήν γυναίκα πού είναι ή ζωή (femina vita): Ό ευνουχισμός είναι μια πράξη τής γυναίκας κατά τής γυναίκας όσο καί κάθε φύλου κατά τού έαυτού του καί τού άλλου του.42 40. Ο ί τέσ σ ερ εις τελευταίες λ έξεις λείπουν άπό τό παράθεμα τοΰ Ν τερρντά. Σ.τ.μ. 41. Götzen-Dämmerung, δ.π., σ. 965 (§ 1). Σ.τ.μ. 42. Μ όλις ή διαφορά τών φύλων όρ ισ θ εΐ ώς ά ντίθεσ η, κάθε δ ρ ος ά ντισ τρ έφ ει τή ν εικόνα του σ τόν άλλο. Μ ια πρόταση πού τά δύο χ τη ς θά ήσαν καί υποκείμενο καί κατηγορούμενο, τό δέ συνδετικό τη ς ενας καθρέφτης. Αύτή είναι ή μηχανή τής άντίφασης. Ό Ν ίτσ ε α κολουθεί τή ν παράδοση, εγγρά φ ει τόν άντρα στό σύστημα τής ένεργητικότητας (μ’ δλες τις παρεπόμενες άξίες), τήν γυναίκα στό σύστημα τή ς παθητικότητας, άλλα συμβαίνει ν ’ άντισ τρέφ ει τήν κατεύθυνση τοΰ ζεύγους, ή μάλλον νά εξ η γ εί τόν μη χανισμό ά ντιστροφ ής του. Τό Α νθρώ πινο, πολύ ανθρώ πινο (§ 411) ά ποδίδει τή ν διάνοια καί τή ν κυρια ρχία στήν γυναίκα, τήν ευαι σ θησία καί τό πάθος σ τόν άνδρα, τού οποίου ή νοημοσύνη είνα ι «αύτή τούτη κάτι παθητικό» (etwas Passives). Δεδομένου δ τι ή έπ ι θυμία ώς πάθος είνα ι ναρκισ σ ισ τική , ή παθητικότητα άγαπά τόν έαυτό της ώς παθητικότητα στόν άλλον, προβάλλεται έκ εΐ ώς «ιδα νικό», καθηλώ νει τή ν σύντροφο σ ’ αύτό, ή όποία σέ άνταπόδοση άγαπά τήν ο ικ εία ένεργητικ ότητα καί παραιτεϊται, ενεργητικά, τοΰ νά π αραγάγει τό πρότυπο αύτής καί νά παγιδεύσ ει τόν άλλο
«Τό ϊδιο μέσον, ό ευνουχισμός, τό ξερίζωμα, έκλέγεται ένστικτωδώς43 άπό όσους πολεμούν μιά επιθυμία, άλλά είναι πολύ άβουλοι, πολύ εκφυλισμένοι γιά νά τής έπιβάλουν ενα μέτρο... Άνασκοπήστε ολόκληρη τήν ιστορία τών ιερέων καί τών φιλοσόφων, συμπεριλάβετε τούς καλλιτέχνες: Τά πιό δηλητηριώδη λόγια κατά τών αισθήσεων δεν προήλθαν άπό τούς άνίκανους οϋτε άπό τούς άσκητές44 άλλ’ άπό τούς άνήμπορους άσκητές, απ' όσους θά είχαν ώφεληθεϊ άν ήσαν άσκητές...»45 [...] «Ή πνευμάτωση τής αίσθησης λέγε ται έρωτας· είναι ενας μεγάλος θρίαμβος κατά τού χρι στιανισμού. Ά λλος θρίαμβος είναι ή πνευμάτωσή μας τής εχθρας. Συνίσταται στό ότι άντιλαμβανόμαστε σέ βάθος τήν άξία τού νά έχουμε έχθρούς· δηλαδή στό ότι πράττουμε καί συλλογιζόμαστε άντίστροφα (um gekehrt) άπό τό πώς πράτταμε καί συλλογιζόμασταν πρωτύτερα... Ή εκκλησία ήθελε άνέκαθεν τήν έξόντωση τών έχθρών της· έμεΐς, οί άνήθικοι καί άντίχριστοι, θεωρούμε έπωφελή γιά μάς τήν ύπαρξη τής σ ’ αύτό. Ή άντίθεσ η ενεργητικό/παθητικό αντανακλά έπ ’ ά πει ρον τό ομόφυλο σβήσιμό της, α να ιρ είται στή ν δομή τή ς έξιδανίκ ευσ ης ή τή ς έπιθυμούσας μηχανής. «Οί γυναίκες εκπλήσ σ οντα ι συχνά ανομολόγητα με τή ν με γάλη λατρεία τών άνδρών γιά τή ν εύαισθησία τους. Ό τ α ν , κατά τή ν έπιλογή συζύγου, ο ί άνδρες άναζητοΰν πρό παντός κάποιον μέ βάθος κ αί ψ υχή, ένώ ο ί γυναίκες κάποιον έξυπνο, εύστροφο καί λαμπρό, είνα ι σαφ ές ότι κατά βάθος αναζητούν, ό άνδρας τόν έξιδανικευ μ ένο άνδρα, ή γυναίκα τή ν έξιδανικευμένη γυναίκα, άρα τήν αποπεράτω ση (Vollendung) καί ό χ ι τό συμπληρω ματικό (Ergänzung) τών οικείω ν προτερημάτων». 43. Ή τελευταία λέξη λ είπ ει άπό τό γα λλικό κείμενο. Σ.τ.μ. 44. Ο ί τέσ σ ερ εις τελ ευτα ίες λ έξ εις λείπουν άπό τό γαλλικό κείμενο. Σ.τ.μ. 45. Götzen-Dämmerung, δ.π., σ. 966 (§ 2). Σ.τ.μ.
εκκλησίας...46 Θεάρεστος άγιος είναι ό ιδανικός ευ νούχος».47
Θέσεις
Ή έτερογένεια του κειμένου τό δηλώνει σαφώς. Ό Ν ί τσε δέν βαυκαλιζόταν μέ τήν ψευδαίσθηση -ίσ α ίσα τήν ανέλυε- οτι ήξερε τί είναι τα φαινόμενα πού ονομάζον ται «γυναίκα», «αλήθεια», «ευνουχισμός», ή τα όντολο γικά φαινόμενα παρουσίας ή απουσίας. Άπέφυγε έπιμελώς τήν έσπευσμένη αποποίηση που θα άποτελοΰσε ή άντιπαράθεση ένός όποιουδήποτε όπλου λόγου στόν ευνουχισμό ή στό σύστημά του. Δίχως διακριτική παρωδία, στατηγική γραφής, δια φορά ή άπόσταση πεννών, δίχως τό ύφος, άρα, τό με γάλο, ή άνατροπή έπαναλαμβάνει τό ίδιο, ένώ διακη ρύσσει θορυβωδώς τό άντίθετο. Έ ξ ού ή έτερογένεια τοΰ κειμένου. Έδώ δέν μπορώ νά πραγματευθώ τό πλήθος τών προ τάσεων γιά τήν γυναίκα, άλλά θά έπιχειρήσω νά έκφράσω τυπικά τόν κανόνα τους, νά τίς άναγάγω σ ’ εναν πεπερασμένο άριθμό τύπων καί μητρών. "Επειτα θά ση μειώσω τό ούσιαστικό όριο μιάς τέτοιας κωδικοποίη σης καί τό πρόβλημα άνάγνωσης πού ορίζεται άπ’ αύτήν. Τρεις τύποι άποφάνσεων, λοιπόν, τρεις θεμελιώδεις προτάσεις πού είναι καί τρεις άξιοθεσίες, οί όποιες προκαλοΰνται άπό τρεις διαφορετικές τοποθεσίες. Αύ46. "O.k ., σ. 967 (§ 3). Σ.τ.μ. 47. "Ο.π.,σ. 968 (§4). Σ.τ.μ.
τές οί άξιοθεσίες, μ' ενα ορισμένο δούλεμα πού έδώ μπορώ μόνο νά τό ύποδείξω, ίσως άποκτήσουν τό νόη μα πού δίνει ή ψυχανάλυση (για παράδειγμα) στήν λέξη «θέση». 1. Ή γυναίκα καταδικάζεται, άπαξιώνεται, περιφρονεΐται ώς σχήμα ή δύναμη τοΰ ψέματος. Ή κατηγορία, ή έννοια τής κατηγορίας, παράγεται τότε στό όνομα τής αλήθειας, τής δογματικής μεταφυσικής, τοΰ εύπιστου άνδρα πού προ-τείνει τήν άλήθεια καί τόν φαλλό ώς ίδια προσόντα. Τά -φαλλολογοκεντρικά- κείμενα πού γράφονται άπ’ αύτή τήν άντιδραστική βαθμίδα είναι πάρα πολλά. 2. Ή γυναίκα καταδικάζεται, περιφρονείται ώς σχήμα ή δύναμη τής άλήθειας, ώς φιλοσοφικό και χριστιανικό όν, εϊτε έπειδή ταυτίζεται μέ τήν άλήθεια, είτε επειδή άποστασιοποιεΐται άπ’ αυτήν, άλλα δέν παύει νά παί ζει μαζί της, σάν ενα ξόανο, πρός όφελος της, οπότε δέν πιστεύει στήν άλήθεια, άλλά παραμένει, άπό πανουρ γία καί άφέλεια (ή πανουργία δέν είναι ποτέ άμοιρη άφέλειας), μέσα στό σύστημα καί τήν οικονομία τής άλήθειας, μέσα στόν φαλλολογοκεντρικό χώρο. Εισαγγελέας σ ’ αύτή τήν διαδικασία είναι ό προσωπιδοφόρος καλλιτέχνης. Ά λλ’ αύτός πιστεύει άκόμη στόν εύνουχισμό τής γυναίκας καί δέν ξεπερνά τήν άντιστροφή τής άντιδραστικής καί άρνητικής βαθμίδας. ’Ώ ς έδώ ή γυναίκα είναι δυό φορές ό ευνουχισμός: άλήθεια καί άναλήθεια. 3. Ή γυναίκα άναγνωρίζεται πέραν αύτής τής διπλής άρνησης, καταφάσκεται ώς δύναμη καταφατική, προσποιητική, καλλιτέχνιδα, διονυσιακή. Καταφάσκεται,
όχι άπό τόν άνδρα, άλλ’ άπό τόν έαυτό της, μέσα της καί μέσα του. Μέ τήν έννοια πού τό έλεγα πρίν, ό ευνουχισμός δεν λαβαίνει χώρα. Άνατρέπεται καί ό άντιφεμινισμός μέ τήν σειρά του: Δέν καταδίκαζε τήν γυναίκα παρά έφ’ δσον ήταν τοΰ άνδρα, ύπόλογη σ ’ αύτόν γιά τις δύο άντιδραστικές θέσεις. Αύτοί οί τρεις τύποι άπόφανσης θά συγκροτούσαν έναν πλήρη κώδικα, ή άνασυγκρότηση τής συστηματικής ένότητάς τους θά ήταν έφικτή, άν ή παρωδική έτερογένεια τοΰ ύφους, τών ύφών, ήταν έλέγξιμη καί άναγώγιμη στό περιεχόμενο μιάς θέσης. Καί άν άφ' ετέ ρου -ά λ λ ’ αύτοί οί δύο όροι είναι άχώριστοι- όποιαδήποτε άξία ένυπάρχει στά τρία σχήματα ήταν έπικρίσιμη μέσα σ ’ ενα άντιθετικό ζεύγος, ώς άν κάθε όρος νά ειχε τόν άντίθετό του: π.χ. ή γυναίκα, ή άλήθεια, ό εύνουχισμός. Ό μ ω ς ή γραφική τοΰ ύμένα ή τοΰ φαρμάκου,48 ή όποία έγγράφει μέσα της, χωρίς νά εξαντλείται σ’ αύτό, τό φαινόμενο ευνουχισμού πού ένεργεΐ παντού, καί ει δικά στό κείμενο τοΰ Νίτσε, περιορίζει άμετάκλητα τήν
48. Βλ. «La pharmacie de Platon», μτφ. Π λά τω νος Φαρμακεία, δ.π. Ή γραφή ορίζεται άπό τόν Πλάτωνα ώς «φάρμακον», σε σ χ έ ση μέ τήν φωνή, τόν άμεσο προφορικό λόγο, άλλα τό φάρμακο σημ αίνει πάντα καί θεραπευτικό μέσον καί φαρμάκι, δηλητήριο (όπως καί σήμερα), κ αί τοΰτο έπειδή, καί στήν θετική του σημα σία, άποκαθιστά ά π ’ έξω (πράγμα κακό) τή ν έσω τερική εύρυθμία (πράγμα καλό). Ή α ντίσ τοιχη λέξη τοΰ Ρουσσώ (Rousseau) πού χρησ ιμ οποιούσ ε ό Ν τερριντά στήν Γ ρα μ μ α το λο γία ήταν supplé ment, τό άναπλήρω μα ώς έξω τερική προσθήκη έσω τερικά αναγ καία (De la grammatologie, Π αρίσι 1967' μτφ. Π ερ ί Γ ρ α μ μ α το λο γίας, Γνώση, Α θή να 1989). Σ.τ.μ.
έγκυρότητα αύτών τών ερμηνευτικών ή συστηματικών ζητημάτων. 'Υπεξαιρεί πάντοτε ενα περιθώριο άπό τόν έλεγχο του νοήματος ή τοΰ κώδικα. Ό χ ι πώς πρέπει νά συμβιβασθοΰμε παθητικά μέ τό ετερογενές ή τό παρωδικό (αύτό θά ήταν πάλι ένας άναγωγισμός). Ό χ ι πώς πρέπει, έπειδή δέν βρίσκεται τό κυρίαρχο, μοναδικό καί άμίαντο νόημα, νά προικίσου με τόν Νίτσε μέ μιάν άπειρη κυριαρχία, μιάν άπαρτη έξουσία, μιάν άψογη ικανότητα νά στήνει παγίδες, μέ κάτι σάν άπειρο υπολογισμό, σχεδόν αύτόν τοΰ Θεοΰ στόν Λάιμπνιτς,49 μέ τήν διαφορά ότι αύτός θά λογάρια ζε τό άνεπίκριτο, ώστε νά είναι έρμηνευτικά άπιαστος. Γιατί έτσι, θέλοντας ν’ άποφύγουμε σίγουρα τήν παγί δα, θά πέφταμε σίγουρα μέσα της. Γ ιατί έτσι θά μετα τρέπαμε τήν παρωδία ή τήν προσποίηση σέ κυριαρχικό όργανο στήν ύπηρεσία τής άλήθειας ή τοΰ εύνουχισμοΰ, θ' άνασυγκροτούσαμε τήν θρησκεία, λ.χ. τήν λα τρεία τοΰ Νίτσε, καί θά έπωφελούμασταν έμεΐς αύτής, ώς οί ιερείς τής έρμηνείας παρωδιών, ώς «έρμιερεϊς». Ό χ ι. Ή παρωδία προϋποθέτει πάντα κάπου μιά άφέλεια, μ' ένα άσυνείδητο άπό πίσω, καί τόν ίλιγγο άπό τήν άπώλεια τοΰ έλέγχου, μιάν άναισθησία. Ή άπόλυτα υπολογισμένη παρωδία θά ήταν μιά ομολογία πίστεως ή μιά πλάξ γεγραμμένη τώ δακτύλιο τοΰ Θεοΰ. Π ρέπει νά δεχθούμε τό έξής άπλοϊκό, ότι ή άδυναμία μας νά συμβιβάσουμε τους άφορισμοΰς γιά τήν γυ ναίκα μέ τά υπόλοιπα, καί πρώτα πρώτα μεταξύ τους,
49. Ό Θ εός, σύμφωνα μέ τήν Θ εοδικία τοΰ Λ άιμπνιτς (Leib niz, Théodicée, 1710), ύπολογίζει όλους τούς δυνατούς συνδυασμούς συμβάντων σ τόν κόσμο καί έπ ιλ έγει να δημ ιουργή σ ει έκ εϊνο τόν δυνατό κόσμο πού π ερ ιέχει τήν μεγαλύτερη ποσότητα καλού (ανά λογα μέ τό κ ριτή ριο τής «συνδυνατότητας»). Σ.τ.μ.
σημαίνει οτι καί ό Νίτσε δέν είχε σαφή ούτε στιγμιαία -έ ν μία ριπή οφθαλμού- εικόνα, κι ότι συμβαίνει στό κείμενο κάποια τύφλωση τακτική, ρυθμική, πού δέν θα μπορέσουμε ποτέ νά τήν εξαντλήσουμε. Ό Νίτσε τα εχει λίγο χαμένα. Μπορούμε να καταφάσκουμε τό ότι ύπάρχει χάσιμο μόλις ύπάρχει υμένας, ότι ό «ύμένας» χάνει. Στόν ίστό τού κειμένου, ό Νίτσε τα εχει λίγο χαμένα, σαν μια αράχνη άσύμμετρη πρός αύτό πού παρήχθη δια μέσου της, ναί, σαν μία ή πολλές αράχνες, τού Νίτσε, τοΰ Λωτρεαμόν (Lautréamont), τού Μαλλαρμέ, αράχνες τοΰ Φρόυντ καί τοΰ 'Αβραάμ. Ή ταν, φοβόταν κάποια εύνουχισμένη γυναίκα. Ή ταν, φοβόταν κάποια εύνουχίστρια γυναίκα. Ή ταν, φοβόταν κάποια καταφατική γυναίκα. Ό λ ’ αύτά μαζί, ταυτοχρόνως ή διαδοχικά, ανάλογα μέ τούς τόπους τοΰ σώματός του καί τίς θέσεις τής ιστο ρίας του. Είχε νά κάμει μέ τόσες γυναίκες μέσα κι έξω του. Ό π ω ς στήν σύνοδο τής Βασιλείας.
Ο ιδιπόδειο βλέμμα
Δέν ύπάρχει μία γυναίκα, μία αύταλήθεια τής αύτογυναίκας, αύτό πάντως τό είπε, τό λέει κι ή μεγάλη ποι κιλία τής τυπολογίας, τό πλήθος άπό μητέρες, θυγατέ ρες, άδελφές, γεροντοκόρες, παντρεμένες, παραμάνες,
παρθένες, γιαγιάδες, μικρά καί μεγάλα κορίτσια στό έργο του. Γ ι’ αύτό τόν λόγο καί δέν ύπάρχει μία άλήθεια τού Νίτσε ή τού κειμένου του. Ό τα ν διαβάζουμε στό Π έραν ότι «αυτές είναι οί άλήθειες μου», ύπογραμμίζοντας τό μου: meine Wahr heiten sind, τούτο βρίσκεται άκριβώς σέ μιά παράγρα φο περί γυναικών. Τό ότι είναι οί αλήθειες μου ύπονοεΐ προφανώς ότι δέν είναι άλήθειες, άφού είναι πολλα πλές, ποικίλες, αντιφατικές. Ά ρα δέν ύπάρχει μέν μιά αύταλήθεια, καί επιπλέον, ή αλήθεια είναι πληθυντική μέχρι καί γιά μένα, άπό μένα. ’Α λλά τούτο τό χωρίο50 βρίσκεται άνάμεσα στήν πε ρίφημη παράγραφο γιά τό schreckliche Grundtext homo natura, «τό τρομερό πρωτότυπο κείμενο τού φυσικού άνθρώπου», όπου έπικαλειται τό άφοβο βλέμμα τοΰ Οίδίποδα (unerschrocknen Ödipus-Augen) ένάντια στούς κράχτες τών γέρων μεταφυσικών όρνιθοθήρων (die Lockweisen alter metaphysischer Vogelfänger),51τόν πονη ρεμένο Οίδίποδα, πού δέν άπαρνεΐται ούτε έπωμίζεται τό έκτυφλωτικό κατηγορητήριο, καί στό κατηγορητή ριο ένάντια στόν φεμινισμό, τό «αιώνιο θήλυ»,52 τήν «γυναίκα καθ’ αύτή»,53 τήν μαντάμ Ρολάν, τήν μαντάμ Ντέ Στάλ, τόν μεσιέ Γεώργιο Σάνδη, τήν «άκαλαισθησία» τους-54 στό mulier taceat in ecclesia τής έκκλησίας, στό mulier taceat in politicis τού Ναπολέοντα, ό Νίτσε
50. Jenseits von Gut und Böse, § 231. Σ.τ.μ. 51. "O.K., § 230, Werke in drei Bänden, δ.π., τ. B', σ. 696. Σ.τ.μ. 52. "O.K., § 236. Σ.τ.μ. 53. 'O.K., § 232, 233. Σ.τ.μ. 54. "O.K., § 233 (Madame Roland oder Madame de Staël oder Mon sieur George Sand). Σ. τ.μ.
προσθέτει mulier taceat de muliere, ώς «γνήσιος φίλος τών γυναικών».55 Δέν υπάρχει λοιπόν αλήθεια καθ’ αύτή τής διαφο ράς τών φύλων καθ’ αύτής, τοϋ άνδρα ή τής γυναίκας καθ’ αύτών, ένώ όλη ή οντολογία, άντίθετα, προϋποθέ τει, εμπεριέχει αύτό τό άνεπίκριτο, καθώς ή ίδια είναι τό φαινόμενο κατακυρίευσής του, ιδιοποίησής του, ταύ τισής του, έπαλήθευσης τής ταυτότητάς του. Έδώ, πέραν τής μυθολογίας τής ύπογραφής, τής θεο λογίας τοϋ δημιουργοΰ, ή βιογραφική επιθυμία έγγράφεται στό κείμενο, τό μαρκάρει άνεξάλειπτα, καί μέ τρόπο άναφαίρετα πληθυντικό. Ό «γρανίτης πνευματι κής μοίρας» τοϋ καθενός δίνει καί παίρνει τίς μάρκες, σχηματίζει τήν ύλη τους. Πεσούσα ή στύση. Τό βιογραφικό κείμενο παγώνει, στερεοποιείται γιά ενα άβέβαιο διάστημα, καί άποτελεΐ έπί μακρόν αμε τακίνητη στήλη, μ’ όλους τούς κινδύνους τής monu mentale Historie, τής «μνημειώδους ιστορίας», πού οί Un zeitgemäße56 είχαν έντοπίσει άπό καιρό. 55. "Ο.π., § 232 [Werke in drei Bänden, δ.π., τ. Β', σ. 698-699: Ή γυναίκα να σιω πά σ τήν εκκλησ ία (βλ. Π ρό ς Κ ορινθ ίο υς Α ’, ιδ', 34: «αί γυναίκες υμών έν ταΐς έκκλησ ίαις σιγάτωσαν»), να σιωπά στήν π ολιτική, να σιω πά για τις γυναίκες]. Βλ. καί § 230-239. Π ρός αύτά δέν αντιφ άσκει, ίσ α ίσα τα έπιβεβαιώ νει, ή άκόλουθη διατύπωση: « Ή τέλ εια γυναίκα - Ή τέλ εια γυναίκα (das vollkommene Weib) είνα ι ανώ τερος ανθρώ πινος τύπος άπό τόν τέλ ειο άνδρα· είνα ι καί κάτι πολύ πιό σπάνιο. - Ή φυσική επιστήμη τών ζώων π ροσφ έ ρει ενα μέσον γιά νά κάμουμε αύτή τή ν πρόταση πιθανή» (Men schliches, allzumenschliches, ’Α νθρώ πινο, πο λν ανθρώπινο, § 377). 56. Unzeitgemäße Betrachtungen, Π αράκαιροι στοχα σμ οί, 18731876, βλ. τόν δεύτερο: «Vom Nutzen und Nachteil der Historie für das Leben», 1874, μτφ. Ιστο ρία καί ζωή, Γνώση, ’Α θήνα 1993. Σ.τ.μ.
Αύτός ό γρανίτης είναι ένα σύστημα «προκαθορι σμένης απόφασης κι απάντησης σέ προκαθορισμένες έπιλεγμένες έρωτήσεις. Σέ κάθε μεΐζον πρόβλημα ά παντά ενα άπαράλλαχτο "das bin ich” ("τέτοιος είμαι εγώ”)· λ.χ., γιά τόν άνδρα καί τήν γυναίκα, ένας στο χαστής δέν μπορεΐ ν ’ άλλάξει γνώμη (umlernen), μπορεΐ μόνο νά έξαντλήσει [νά άκολουθήσει μέχρι τέρμα, auslernen] ό,τι σκέφτεται... Ύ στερα άπό τήν γενναία φιλοφρόνηση μέ τήν όποία μέ καταϋποχρέωσα τώρα δά [μόλις όρισε τήν πνευματική μοίρα ώς τήν ήλιθιότητά μας], ίσως θά μοϋ έπιτραπεΐ κιόλας νά έκφέρω μερικές αλήθειες γιά τήν "γυναίκα καθ’ αύτή”· μέ τήν προϋπό θεση ότι ξέρετε πιά έκ προοιμίου πόσο πολύ αύτές εί ναι μόνο καί μόνον -ο ί άλήθειες μου» Καί στό Ecce homo (Γιατί γράφω τόσο καλά βιβλία),51 σέ δύο παραγράφους πού άκολουθούν ή μία τήν άλλη (§ 4 καί 5), ό Νίτσε ισχυρίζεται διαδοχικά ότι έχει «πολλές δυνατότητες ύφους», ή ότι δέν ύπάρχει τό «ύφος καθ’ αύ τό»,58έφ’ όσον «ξέρει τίς γυναίκες» (ή μάλλον τά θηλυκά, Weiblein): «Είναι στόν διονυσιακό κλήρο μου. Ποιός ξέ ρει; Ίσω ς είμαι ό πρώτος ψυχολόγος τού αιωνίου θήλεος. Μ ’ άγαποϋν όλες-παλιά ιστορία: ’Εξαιρούνται τά βλαμ μένα θηλυκά (verunglückten Weiblein), οί "άπελευθερωμένες”, όσες δέν έχουν τήν στόφα γιά παιδιά. Εύτυχώς δέν προτίθεμαι ν ’ άφήσω νά μέ κατασπαράξουν: Ή ολο κληρωμένη γυναίκα κατασπαράσσει όταν άγαπά...»59 'Άπαξ καί τό ζήτημα τής γυναίκας άφήνει μετέωρη τήν έπικρίσιμη άντίθεση τού άληθούς καί τού άναληθοϋς, 57. Ecce homo, Ιδού ό άνθρωπος, συγγρ. 1888, δημοσ. 1908, κεφ. Warum ich so gute Bücher schreibe. Σ.τ.μ. 58. Werke in drei Bänden, δ.π., τ. B', σ. 1104 (§ 4). Σ.τ.μ. 59. "Ο.π., σ. 1105 (§ 5). Σ.τ.μ.
απαξ καί εγκαθιδρύει τό εποχικό καθεστώς τών εισα γωγικών για όσες έννοιες ανήκουν στό σύστημα αύτού τού φιλοσοφικού έπικρίσιμου, άπαξ καί άκυρώνει τό έρμηνευτικό σχέδιο πού προϋποθέτει τό αληθινό νόη μα ενός κειμένου, απαξ καί άπελευθερώνει τήν άνάγνωση άπό τόν ορίζοντα τού νοήματος τού είναι, ή τής άλήθειας τού είναι, άπό τις άξιες παραγωγής τού προϊόντος ή παρουσίας τού παρόντος, έκεΐνο πού έκ-λύεται είναι τό ζήτημα τού ύφους ώς ζήτημα τής γραφής, τό ζήτημα μιας πράξης έμβόλισης ισχυρότερης άπό κάθε περιε χόμενο, άπό κάθε θέση καί κάθε νόημα. Τό ύφολογικό έμβολο διαπερνά τό πέπλο, δέν τό σχίζει γιά νά δει ή νά παράξει μόνο τό «πράγμα αύτό»,60 παρά λύνει τήν άντίθεση πρός έαυτόν, τήν διπλωμένη έφ' έαυτής άντίθεση τού έπικαλυμμένου/άποκαλυμμένου, διαλύει τήν άλήθεια ώς παραγωγή, άποκάλυψη/ άπόκρυψη τού προσαχθέντος στήν παρουσία. Ούτε ση κώνει τό πέπλο ούτε τό άφήνει νά πέσει, άφ’ ορίζει τήν μετεώρισή του -τήν εποχή του. Ά φ’ ορίζω, λύνω, λύνομαι, προκειμένου γιά τό πέ πλο, αύτό δέν σημαίνει πάλι ότι άποκαλύπτω; Ή καί ότι καταστρέφω ενα φετίχ; Αύτό τό έρώτημα, ώς ερώτημα (μεταξύ λόγου καί θεωρίας,6' μεταξύ ομιλίας καί όρασης), μένει, άτελείωτα. Ή δοσιά
Ή χαϊντεγγεριανή άνάγνωση είχε πέσει σέ ξέρα -άλλά ξεκινήσαμε άπό τά αινίγματα τής ξέρας- τήν στιγμή πού τής διέφευγε ή γυναίκα μέσα στό μύθευμα τής άλή60. Βλ. παραπάνω σημ. 6, σ. 26. Σ.τ.μ. 61. Οί δύο πλά γιες λ έξ εις έλλη νικ ά στό πρωτότυπο. Σ.τ.μ.
θείας- δέν έθετε τό ζήτημα τοΰ φύλου, ή πάντως τό ύπήγαγε στό γενικό ζήτημα τής αλήθειας τοΰ είναι. Δέν διακρίναμε όμως τώρα δά, ότι τό ζήτημα τής διαφοράς τοΰ φύλου δέν είναι ένα τοπικό ζήτημα ύπαγόμενο σέ μια γενική οντολογία, υστέρα σέ μιά θεμελιακή οντο λογία, τέλος στό ζήτημα τής άλήθειας τοΰ είναι; Ό τ ι ίσως δέν είναι κάν πιά ένα ζήτημα; Ίσ ω ς τά πράγματα δέν είναι τόσο απλά. Οί σημα σίες ή οί έννοιολογικές άξίες πού άποτελοΰν τό διακύβευμα ή τό έλατήριο, όπως φαίνεται, όλων τών νιτσεϊκών άναλύσεων γιά τήν έμφυλη διαφορά, γιά τόν «συν εχή πόλεμο τών φύλων», τό «θανάσιμο μίσος τών φύ λων»,62 γιά τόν «έρωτα», τόν έρωτισμό κ.λπ., όλες πα τούν σέ κάτι, πού θά μπορούσαμε νά τό ονομάσουμε δια δικασία τής κυριο-ποίησης (propriation) [μ’ όλες τις έν νοιες τοΰ proprium (ίδιον, οικείο, κύριο)]:63 οίκειοποίηση, Ιδιοποίηση, κυρίευση, άπαλλοτρίωση, λήψη, νομή, δωρεά καί άνταλλαγή, κυριότητα καί δουλεία, κ.τ.λ. Πολλές άναλύσεις, πού δέν μπορώ νά έπαναλάβω έδώ, δείχνουν ότι, σύμφωνα μέ τόν νόμο πού έκφράσθηκε τυπικά παραπάνω, άλλοτε ή γυναίκα είναι γυναίκα μέ τό νά δίνει, νά δίδεται, νά έκ-ποιεϊται, ένώ ό άνδρας παίρνει, κατέχει, νέμεται, άλλοτε πάλι, άντίθετα, μέ τό 62. «Ε ιχε κα νείς αύτιά γιά τόν ορισμό μου τού έρωτα; Ε ίναι ό μόνος αντάξιος ένός φιλοσόφου. Ό έρωτας - ώς πρός τά μέσα πό λεμος, ώς πρός τό έρεισμα θανάσιμο μίσος τών φύλων. - Άκούσθηκε ή άπάντησή μου στό έρώτημα, πώς θερα πεύουμ ε (kuriert) μιά γυναίκα -π ώ ς τή ς δίνουμε "ά φ εσ η ”; Κ άμνοντάς τη ς ένα παι δί. Ή γυναίκα έ χ ε ι άνάγκη παιδιών, ό άνδρας είνα ι πάντα μόνο μέσον: Τάδε έφη Ζαρατούστρας»· Ecce homo, κεφ. Warum ich so gute Bücher schreibe, § 5 [Werke in drei Bänden, o . k . , τ . B', σ. 11051106]. Θ ά έπ ρ επε v’ άναλυθεΐ ολόκληρο τό κεφάλαιο. 63. Π ροσθήκη τοΰ μεταφραστή. Σ.τ.μ.
να δωρίζεται, δίδεται ώς κάτι άλλο, προσ-ποιεϊται, κι επειδή καμώνεται έξασφαλίζει τήν κτητική κυριότητα.64 64. « Π όσα λ έγο ν τα ι ά γά πη - ’Α πληστία (Habsucht) καί αγάπη: Π όσο διαφορετικό είνα ι αύτό πού νοιώθουμε όταν άκοΰμε τή ν μια ή τή ν άλλη λέξη! - Μ π ορ εΐ όμως νά είνα ι ή ίδια ένόρμηση μέ δυό ονομασίες, τή ν μιά νά έξυβρίζεται άπό τή ν σκοπιά τών ήδη έχόντων (bereits Habenden), στούς όποιους ή ένόρμηση έχ ει κάπως ήσυχ ά σ ει καί οί όποιοι φοβούνται τώρα γιά τό " έ χ ε ιν ” τους· τή ν άλλη άπό τήν σ κοπιά τών ανικα νοποίητω ν, τών διψ ασμένω ν, κ αί γ ι’ αύτό νά δοξάζεται ώς "κ αλή” . Ή άγάπη μας πρός τόν π λη σ ίον μήπως είνα ι μιά όρμή γιά νέα κυ ρ ιό τη τα (ein Drang nach neuem Ei gentum)·, Τ ό ίδιο κ ι ή άγάπη μας γιά τήν γνώ ση, τή ν αλήθεια;» ’Α φού ά να γνω ρίσ ει δε τό κίνητρο κατοχής (besitzen) καί κτή σ ης κάτω άπό δλα τά φαινόμενα ά νιδιοτέλ εια ς ή αύταπάρνησης, ό Ν ίτσ ε ο ρ ίζει τή ν ύπερβολή του, ά λ λα έξ ίσου αύτό πού προσα νατολίζει τή ν πρώτη του κίνηση: « Ή άγάπη μεταξύ τών φύλων προδίδει όμως μέ τόν σαφ έσ τερο τρόπο ότι είνα ι όρμή γιά κυριό τη τα (Eigentum): Ό έραστής θ έλ ει τή ν άνυπόθετη ιδιοκτη σ ία (un bedingten Alleinbesitz) τού ποθητού προσώπου...», Χ α ρ ο ύ μ ενη επ ι σ τή μ η , § 14. Ή φ ιλία, πού ό Ν ίτσ ε δ ια σ τέλλ ει σ ’ αύτό τό άπόσπασμα πρός τόν έρωτα, δέν «ύπερβαίνει» τή ν ίδιοπ οιη τική ένόρμη ση, καθιστά τις έπιθυμίες, τις α πλησ τίες κ ο ινές καί τις προσανα το λ ίζει πρός ενα κ οινό «αγαθό», τό ιδανικό. Ά λ λ ο παράθεμα, γιά νά φ ανεί ή συστηματική οργάνωση αύτών τών κινήσ εω ν κυριο-ποίησης: «Πώς κάθε φ ύ λο έ χ ε ι τ ή ν προ κ α τά λη ψ ή του γιά τό ν έρω τα - Ό σ ε ς ύπ οχω ρ ή σ εις κ ι αν είμαι πρόθυμος νά κάμω σ τή ν μονογαμική προκατάληψη, πάντως δέν θά δεχθώ ποτέ νά μιλάμε γιά ισ ο τιμ ία τού άνδρα καί τή ς γυναίκας στόν έρωτα [...]. Τό τί έννο εΐ ή γυναίκα μέ τόν έρωτα είνα ι αρ κετά σαφές: τήν πλήρη παράδοση (vollkommene Hingabe) (όχι μόνο έγκατάλειψ η) (nicht nur Hingebung) ψυχή τε καί σώματι [...]. Ό άνδρας, δταν έρω τεύεται μιά γυναίκα, θ έλει α π ’ αύτήν άκριβώς τού το τόν έρωτα [...]. Ό άντρας πού έρω τεύεται σαν γυναίκα γίνετα ι δούλος· ένώ ή γυναίκα πού έρω τεύεται σάν γυναίκα γίνετα ι μιά πιό ο λο κληρω μ ένη (vollkommneres) γυναίκα... Τό πάθος τή ς γυναί κας, μέ τήν άνυπόθετη παραίτησή του άπό ίδια δικαιώματα (eignem Rechte), έ χ ε ι ίσα ϊσα ώς προϋπόθεση δ τι δ έν ύφίσταται άπό τήν
Τό προσ-ποιοΰμαι, τό πρός, όποια κι αν είναι ή αξία του-είτε εξαπατά δίνοντας κάποια εντύπωση, εϊτε προσ θέτει στήν απώλεια τοΰ proprium κάποιον προορισμό, σκοπιμότητα ή δολοπλοκία, κάποια απόδοση, άπόσβεση ή κέρδος-, προσθέτει στήν δωρεά μιά νόμιμη μοίρα, βάζει μια επίσχεση μέσα στό δόσιμο, όπότε άλλάζει όλα τά πρόσημα στήν αντίθεση τών φύλων. Ό άνδρας καί ή γυναίκα αλλάζουν θέση, ανταλλάσσουν τά προσωπεία τους έπ’ άπειρον. «Οί γυναίκες κατάφεραν, διά τής ύποταγής τους (Unterordnung), νά έξασφαλίσουν ώστόσο τήν πρωτοκαθεδρία, καί μάλιστα τήν εξουσία (Herrschaft)». ([’Α νθρώπινο, πολύ άνθρώπινο], § 412). ’Άν ή αντίθεση τοΰ δούναι καί τοΰ λαβεΐν, τοΰ νέμομαι καί τής νομής είναι ενα είδος ύπερβατολογικής επίφασης65 πού τήν παράγει ή γραφική τοΰ «ύμένα», άλλη πλευρά ενα όμοιο πάθος [Pathos], μια όμοια θέλησ η παραί τησης: Γ ιατί αν παραιτούνταν άπό άγάπη κι οί δύο άπό τόν έαυτό τους, θά προέκυπτε -δ έ ν ξέρω κ ι έγώ τί, ίσω ς ενας κενός χώρος; - Ή γυναίκα θ έλ ει νά παίρνεται, νά καταλαμβάνεται ώς κατοχή (will genommen, angenommen werden als Besitz), νά χάνετα ι στήν έννοια "κ α το χή ” (in den Begriff "Besitz”), νά "κ α τέχετα ι” (beses sen)· άρα θ έλ ει κάποιον πού παίρνει (nimmt), πού αύτός δέν δ ίνε ται καί δέν φ ιλεύεται [...]. Ή γυναίκα φιλεύεται, ό άνδρας π ορί ζεται -ο ύ τε μέ κοινω νικά συμβόλαια, θαρρώ, ούτε καί μέ τή ν κα λύτερη βούληση γιά δικαιοσύνη μπορούμε νά ξεφύγουμε απ’ αύτή τή ν φυσική αντίθεση· όσο θεμιτό κι αν είνα ι νά μή κοιτάζουμε σ υνεχώ ς πόσο σκληρός, τρομερός, αινιγματικός, ά νή θικος είναι αύτός ό άνταγωνισμός. Γ ιατί ό έρωτας, αν τόν σκεφτούμε σ υνο λικά, σ ' όλη του τή ν έκταση, πλήρως, είνα ι φύση, καί ώς φύση είν α ι ές ά εί κάτι "ά ν ή θ ικ ο ”». Ό Ν ίτσ ε τότε βγάζει τό συμ πέρασμα: Ή π ίσ τη είνα ι ούσιαστική γιά τή ν γυναικεία άγάπη, εί ναι άντιφατική γιά τή ν άνδρική (ό.π, § 363). 65. Έ τ σ ι ονομάζεται άπό τόν Κάντ μιά ψ ευδής έπίφαση πού ώστόσο δέν έξαφανίζεται όταν άποκαλυφθεΐ, καθώς α πορρέει άπό τόν τρόπο που προσλαμβάνουμε άναγκαστικά τά πράγματα. Σ.τ.μ.
τότε ή διαδικασία τής κυριο-ποίησης ξεφεύγει άπό κάθε διαλεκτική, όπως κι άπό κάθε όντολογική έπικρισιμότητα. Ά ρα δέν μπορούμε πιά νά ρωτάμε «τί είναι τό κύριο, οικείο, ίδιον, ή ιδιοποίηση, ή έκποίηση, ή κυριότητα, ή δουλεία κ.λπ.;» Ή κυριο-ποίηση, ώς έμφυλη πράξη -κ α ί δέν γνωρίζουμε τήν έμφυλη υπόσταση πριν απ' αύτήν-, είναι ισχυρότερη, καθ’ ό άνεπίκριτη, άπό τό έρώτημα τί έστί, άπό τό ζήτημα τού πέπλου πού σκε πάζει τήν άλήθεια ή τού νοήματος τού είναι. ’Αφού μά λιστα -ά λ λ ’ αύτό τό έπιχείρημα δέν είναι δεύτερο ούτε πρόσθετο- ή διαδικασία κυριο-ποίησης οργανώνει τήν ολότητα τής γλωσσικής διαδικασίας ή τής συμβολικής άνταλλαγής γενικά, περιλαμβανομένων, συνεπώς, όλων τών όντολογικών αποφάνσεων. Ή ιστορία (τής) άλήθειας (είναι) μιά διαδικασία κυριο-ποίησης. Ά ρα τό κύ ριον δέν έμπίπτει σέ μιά όντο-φαινομενολογική ή σημασιο-έρμηνευτική έρωτηματοθεσία. Τό ζήτημα τού νοήματος ή τής άλήθειας τού είναι δέν είναι ικανό γιά τήν θέση τού ζητήματος τής κυριό τητας, τής άνεπίκριτης άνταλλαγής τού σύν-πλήν, τού δίνω-παίρνω, τού δίνω-φυλάσσω, τού δίνω-ζημιώνω, τής δοσιάς. Τό πρώτο δέν μπορεΐ νά περιλάβει τό δεύτερο γιατί τό πρώτο έγγράφεται μέσα στό δεύτερο. 'Οποτεδήποτε άνακύπτει τό ζήτημα τής κυριότητας, στά πεδία τής οικονομίας (μέ τήν στενή έννοια), τής γλωσ σολογίας, τής ρητορικής, τής ψυχανάλυσης, τής πολι τικής κ.λπ., ή όντο-έρμηνευτική μορφή τού έρωταν φα νερώνει τό όριό της. Αύτό τό όριο είναι καθέκαστον. Δέν ορίζει ένα όντικό πεδίο ή μιά όντολογική περιοχή, άλλά τό όριο
τοΰ ϊδιου τοΰ είναι. Επομένως θα ήταν πολύ έσπευσμένο τό συμπέρασμα, ότι καθιστά απλώς περιττούς τούς κριτικούς πόρους πού προσφέρει τό όντολογικό ζήτη μα, γενικά ή προκειμένου για τήν άνάγνωση τοΰ Νίτσε. Θα ήταν έξ ίσου αφελές νά συμπεράνουμε ότι, άφοΰ τό ζήτημα τής κυριότητας δέν εμπίπτει πλέον στό ζή τημα τοΰ είναι, θα επρεπε νά μπορούμε ν ’ άσχοληθοϋμε εύθέως μαζί του, ώς αν νά ξέραμε τί είναι τό κύριο, τό οικείο, τό ίδιον, ή άνταλλαγή, τό νά παίρνεις, τό νά δίνεις, τό χρέος, τό τίμημα κ.λπ. Τότε θά έκφέραμε λό γους βολικά εγκατεστημένους μέσα στό τάδε ή τό δεί να ορισμένο πεδίο, θά ήμασταν δέσμιοι τής όντο-έρμηνευτικής προϋπόθεσης, επειδή δέν θά τήν είχαμε έπεξεργασθεΐ ώς πρόβλημα, δέσμιοι τής προ-κριτικής σχέ σης πρός τό σημαινόμενο, τής έπανάκαμψης τής παρού σας ομιλίας, τής φυσικής γλώσσας, τής άντίληψης, τής ορατότητας, μέ μιά λέξη τής συνείδησης καί όλου τοΰ φαινομενολογικού συστήματος της. Αύτός ό κίνδυνος σοβεί άπό παλιά, άλλά ξαναγίνεται πολύ επίκαιρος. Θά δείξω μ’ ενα σχήμα γιατί, στό σημείο όπου φθάσαμε, ή άνάγνωση τοϋ Χάιντεγγερ (τοΰ Χάιντεγγερ άναγνώστη τοΰ Νίτσε, ή άνάγνωση τοϋ Χάιντεγγερ, τόσο ή άνάγνωση όπως τήν κάμνει αύτός όσο καί ή άνάγνω ση τού κειμένου του πού διακινδυνεύω έδώ) δέν μοΰ φαίνεται ότι υστερεί απλώς ώς πρός τόν παραπάνω άφ’ ορισμό τής όντολογικής προβληματικής.66 Σχεδόν ολόκληρη ή πορεία της παραμένει -κ ι αύτό 66. Ό σ ο ν άφορδ τήν προ-κειμενική άνάγνωση του Ν ίτσ ε άπό τόν Χ ά ιντεγγερ, καί τή ν μετατόπιση πού αύτή ύφίσταται ενδεχο μένως άπό τή ν προβληματική τή ς γραφής, σ υνεχίζω έδώ τό σ χ ή μα ενός ζητήματος που ά νοίχθη κε στό Π ερ ί γρ α μμα τολογία ς (1.1, Τό γρ α π τό είναι).
συχνά σημειώνεται ώς ή θέση τη ς- στόν έρμηνευτικό χώρο τοΰ ζητήματος τής άλήθειας (τοΰ είναι). Τό πό ρισμά της, μέ τήν αξίωση ότι εισδύει στα μύχια τής σκεπτόμενης βούλησης τοΰ Νίτσε (δές παραπάνω), εί ναι δέ ότι ή τελευταία άνήκε άκόμη, προκειμένου νά τήν ολοκληρώσει, στήν ιστορία τής μεταφυσικής. 'Αναμφίβολα, άν ύποτεθει ότι τό ά νήκειν ώς άξία εχει κάποιο μονοσήμαντο νόημα, ότι δέν αύτοεκτοπίζεται. Ό μω ς μιά ορισμένη σχάση άνοίγει αύτή τήν άνάγνωση χωρίς νά τήν λύνει, τήν άνοίγει πρός μιά άλλη, όχι πιά περιλήψιμη σ ’ αυτήν. Ό χ ι ότι ή δεύτερη άναδρά μέ κριτικό ή καταστρεπτικό τρόπο σ ’ ό,τι ύφίσταται έτσι τήν βία άλλά καί τήν οίονεί εσωτερική άναγκαιότητα τής σχάσης. Παρά μεταμορφώνει τό σχήμα του, καί έπανεγγράφει τήν έρμηνευτική χειρονομία μέ τήν σειρά της [άλλού ή άλλιώς]. Γ ι’ αύτό όταν άνέφερα μιά «σχεδόν ολόκληρη πορεία», δέν προέτασσα μιά ποσοτική εκτί μηση· μάλλον άνήγγειλα μιά άλλη μορφή οργάνωσης πού στεγάζεται κάτω άπ’ αύτή τήν στατιστική έποψη. Αύτή ή σχάση θά προέκυπτε οποτε ό Χάιντεγγερ ύποβάλλει τό ζήτημα τοΰ είναι, τό άνοίγει πρός τό ζήτημα τής κυριότητας, τής κυριο-ποίησης, τού κυρώ (eigen, eignen, ereignen, Ereignis προ παντός).67 Δέν άποτελεΐ τομή ή στροφή στήν σκέψη τοΰ Χάιντεγγερ. Ή δη ή 67. La question du propre, du proprier, de la propriation. Τό άρχαϊο «κυρεΐν» σ ημ αίνει μεταξύ άλλων «συμβαίνω», όπως τό γερ μανικό sich ereignen, Ereignis, πού π ρ οέρχετα ι άπό τό κύριο-ϊδιονο ίκ εΐο ν (eigen), όπως καί τό sich zu etwas eignen: Ε ίμαι κατάλλη λος (άρμόδιος, ικανός) γιά κάτι (τό όποιο σ χετίζετα ι μέ τόν ιδιο κτήτη, Eigner). Σ.τ.μ.
άντίθεση τής Eigentlichkeit (αυθεντικότητα) καί τής Uneigentlichkeit (άναυθεντικότητα) οργάνωνε όλη τήν υπαρκτική αναλυτική τοΰ Είναι καί χρόνος. Μια κάποια άξιοποίηση τής κυριότητας καί τής Eigentlichkeit -που είναι ή ίδια ή άξιοποίηση- δέν διακόπτεται ποτέ. Π ρέ πει νά λαβαίνεται ύπ’ όψη αύτή ή μονιμότητα καί νά έπερωτάται συνεχώς ή άναγκαιότητά της. Ό μω ς μιά πλάγια κίνηση μπερδεύει τακτικά αύτή τήν διάταξη καί έγγράφει τήν άλήθεια τοΰ είναι μέσα στήν διαδικασία τής κυριο-ποίησης. Μιά διαδικασία ή όποία, μολονότι τήν μαγνητίζει ή άξιοποίηση τής κυ ριότητας, ή άνεξάλειπτη πρόκριση τής κυριότητας, οδηγεί ώστόσο στήν δομή άβύσσου“ πού έχει ή κυριό τητα. Αύτή ή δομή άβύσσου είναι μιά δομή μή θεμε λίου, έπιφανειακή καί συνάμα άβυθη, πάντοτε άκόμη «επίπεδη», όπου ή κυριότητα βυθίζει τόν έαυτό της, βουλιάζει στα ύδατα τής ιδίας έπιθυμίας, έξαιρεΐ καί έκτοπίζει -δέν συναντά ποτέ- τόν έαυτό της. Βέβαια έχουμε ώς έπί τό πλεΐστον τήν εντύπωση -τό επιβεβαιώνουν άλλωστε ό όγκος τών άποφάνσεων καί ή ποιότητα τών συνδηλώσεών τους- ότι πρόκειται γιά μιά νέα μεταφυσική τής κυριότητας, έν όλίγοις γιά τήν μεταφυσική. Έδώ άκριβώς ή άντίθεση μεταξύ μεταφυ σικής καί μή μεταφυσικής συναντά κι αύτή τό όριό της, τό όποιο είναι τό ίδιο τό όριο τής αντίθεσης αυτής, τής μορφής τής άντίθεσης. Α ν ή μορφή τής άντίθεσης, ή αντιθετική δομή, είναι μεταφυσική, τότε ή άναφορά τής μεταφυσικής πρός τό άλλο της δέν μπορει πιά νά είναι μιά σχέση άντίθεσης. 68. Δηλαδή αύτοαναφορική, καί κατ έπέκταση αύτοα ναιρετική. Βλ. παραπάνω σημ. 15, σ. 32-33. Σ.τ.μ.
"Αβυσσοι τή ς α λ ή θ ε ια ς
'Οποτεδήποτε τα μεταφυσικά ζητήματα καί τό ζήτημα τής μεταφυσικής έγγράφονται στό ισχυρότερο ζήτημα τής κυριο-ποίησης, όλος αύτός ό χώρος αναδιοργανώ νεται. Τοΰτο συμβαίνει αρκετά τακτικά, αν όχι θεαματικά, καί πρώτα, δέν είναι τυχαίο, στό τελευταίο κεφάλαιο τοΰ Ν ίτσ ε (Die Erinnerung in die Metaphysik). Περνά άπό μιά πρόταση τοΰ τύπου Das Sein selbst sich anfänglich er eignet (τήν όποια, όπως κι ό Κλοσσοβσκί, δέν τολμώ νά μεταφράσω),69 σέ μιά πρόταση όπου τό ίδιο τό «είναι» έχει άπαλειφθει (das Ereignis er-eignet) [Β', σ. 485], Στό μεταξύ: ...und so noch einmal in der eigenen Anfängnis die reine Unbedürftigkeit sich ereignen läßt, die selbst ein Ab glanz ist des Anfänglichen, das als Er-eignung der Wahrheit sich ereignet [Β', σ. 483],70 Έ ν τέλει, έφ’ όσον τό ζήτημα τής παραγωγής τοΰ ποιεΐν καί τής μηχάνευσης, τοΰ συμβάντος (αύτή είναι μιά άπό τις σημασίες τού Ereignis), έχει άποσπασθεΐ άπό τήν οντολογία, ή ιδιότητα, ή ιδιοκτησία, ή κυριο-ποίηση τής κυριότητας κατονομάζεται άκριβώς ώς αύτό πού δέν είναι καλό γιά τίποτα, άρα δέν είναι άγαθό κανενός, πού δέν άποφασίζει πιά γιά τήν κυριότητα τής άλήθειας τοΰ είναι, πού άποπέμπει στό άβυθο τής αβύσ σου τήν άλήθεια ώς άναλήθεια, τό ξεσκέπασμα ώς σκέ 69. Nietzsche, μτφ. P. Klossowski, [Gallimard, Π αρίσι], τ. Β', σ. 391-2, σημείω ση 2 τοΰ μεταφραστή. 70. Κατά λέξη απόδοση: Ό α να λ ο γισ μ ό ς σ τ η ν μ ετα φ υσική . «Τό ίδιο τό είναι συμβαίνει καταγωγικά... καί έτσ ι α φ ήνεται ακό μη μια φορά νά σ υμ βεΐ στήν ο ικ εία καταγω γικότητα ή άνένδεια, που ά π ο τελ εΐ ή ίδια άντικαθρέφτισμα του καταγω γικοΰ, τό όποιο συμβαίνει ώς συμβάν καί κύρωση τή ς άλήθειας». Σ.τ.μ.
πασμα, τήν φώτιση ώς άπόκρυψη, τήν ιστορία του εί ναι ώς ιστορία στήν όποία δέν προκύπτει κάτι, κάποιο όν, άλλά μόνον ή άθεμελίωτη διαδικασία τοΰ Ereignis, ή κυριότητα τής αβύσσου (das Eigentum des Ab-grundes) πού είναι, κατ άνάγκην, ή άβυσσος τής κυριότητας, κα θώς καί ή βία ένός συμβάντος πού προκύπτει χωρίς νά είναι. Ή άβυσσος τής άλήθειας ώς άναλήθειας, τής κυριο-ποίησης ώς άπόκτησης καί άπώλειας τής κυριότητας, τής δήλωσης ώς παρωδικοΰ ύποκρίνεσθαι, θ’ άναρωτηθοΰμε άν είναι αύτό πού ό Νίτσε ονομάζει ή μορφή τοΰ ύφους καί τό ότι ή γυναίκα δέν λαβαίνει χώρα. Τό δόσιμο -ούσιώδες κατηγόρημα τής γυναίκαςπού εμφανιζόταν στήν άνεπίκριτη ταλάντωση τού έκποιοΰμαι/προσποιοϋμαι, δίνω/παίρνω, ύποκύπτω/ρίχνω έχει τήν άξία ή τό τίμημα τοΰ δηλητηρίου. Τό τίμημα τοΰ φαρμάκου ,71 Παραπέμπω έδώ στήν ωραιότατη άνάλυση τού Ροντόλφ Γκασέ (R. Gasché) γιά τήν άνεπίκριτη άντιστοιχία τοΰ gift/Gift (δώρο-δηλητήριο),72L ’échan ge héliocentrique ( Ή ηλιοκεντρική άνταλλαγή, γιά τόν Μώς [Mauss], στό περιοδικό L ’Arc). Καί ό Χάιντεγγερ ύποτάσσει τό ζήτημα τοΰ είναι σέ αύτή τήν αινιγματική πράξη τοΰ άβυσσαλέου δώρου (δώρο τό χρέος, δώρο καί ή άπόσβεση), στό Zeit und Sein (.Χρόνος καί είναι, 1965). Μέσα σέ μιά πορεία πού δέν μπορώ ν ’ άνασυστήσω έδώ, δείχνει, σχετικά μέ τό es gibt Sein (ύπάρχει είναι), ότι τό δίνω (Geben) καί ή δωρεά (Gabe), έφ’ όσον συγκροτούν τήν διαδικασία κυ71. Ε λ λ η ν ικ ά στό πρωτότυπο. Βλ. σημ. 48, σ. 63. Σ.τ.μ. 72. Στα α γγλικ ά καί στα γερμανικά α ντίσ τοιχα . Βλ. M. Mauss, «Gift, gift», Œuvres, Minuit, Π α ρίσ ι 1968-1969, τ. Γ'. Σ.τ.μ.
ριο-ποίησης καί δέν κατηγοροϋνται τινός (ούτε ένός όντος-ύποκειμένου ουτε ένός όντος-άντικειμένου), δέν λογίζονται πια μέσα στό είναι, μέσα στόν ορίζοντα ή μέ αφετηρία τό νόημα τοΰ είναι, τής αλήθειας. Ό π ω ς δέν ύπάρχει είναι ή ουσία τής γυναίκας ή τής διαφοράς τών φύλων, δέν ύπάρχει ούσία τοΰ es gibt στό es gibt Sein, τοϋ δώρου καί τοΰ δοσίματος τοΰ είναι. Αύτό τό «δπως» δέν είναι συμπτωματικό. Δέν ύπάρχει δόσιμο τοΰ είναι μέ αφετηρία τό όποιο μποροΰμε να προσεγγίσουμε καί να έντάξουμε σέ μια αντίθεση κάτι σάν μιά ορισμένη δωρεά (τοϋ ύποκειμένου, τοΰ σώμα τος, τοΰ φύλου καί άλλων παρομοίων θεμάτων -άρα ή γυναίκα δέν ύπήρξε τό θέμα μου). Δέν επεται οτι πρέπει νά προχωρήσουμε σέ άπλή άντιστροφή καί νά θεωρήσουμε τό είναι ειδική περίπτωση ή είδος τοΰ γένους κυριο-ποίηση -όταν δίνω/παίρνω τήν ζωή/τόν θάνατο-, μιά περίπτωση τοΰ έν γένει συμβάν τος πού λέγεται Ereignis. Ό Χάιντεγγερ προειδοποιεί ένάντια στήν άκυρότητα καί τό μηδέποτε ύπάρξαν μιάς τέτοιας έννοιολογικής άντιστροφής τοΰ είδους καί τοΰ γένους.73 73. «"Ε ίνα ι” ώς Ereignis -ά λ λ ο τε ή φ ιλοσοφία σκεφτόταν, μέ α φετηρία τό δν, τό είνα ι ώς ίδέα, ώς εν τελ έ χ εια , ώς βούληση- καί τώρα -θ α νόμιζε κ α ν ε ίς - ώς Ereignis. ’Ιδωμένο έτσι, τό Ereignis δ ηλώ νει μιά νέα πτώση στή ν σ ειρ ά τών ερμηνειώ ν τοϋ είνα ι (eine abgewandelte Auslegung des Seins), ή όποια, έφ ’ όσον σ τέκ ει, συν ε χ ίζει τή ν μεταφυσική. Τό "ώ ς” (als) σημ αίνει έδώ: Τό Ereignis ώς ενα είδος τοϋ είνα ι (als eine Art des Seins) πού ύπάγεται στό είναι ώς βασική έννοια καί τη ρ εί τή ν ήγεμονία της (den festgehaltenen Leitbegriff). Ά ν σκεφθούμε άντίθετα, δπως έ χ ε ι έπ ιχ ειρ η θ εΐ, τό είνα ι μέ τή ν έννοια τή ς παρ οντοπ οίη σ ης καί τού παροντοποιώ (Sein im Sinne von Anwesen und Anwesenlassen), τό όποιο είνα ι δε
Αυτή ίσως θα ήταν ή τροχιά στήν όποία θα μπορού σαμε να έπανατοποθετήσουμε τήν ανάγνωση τού «Νί τσε» άπό τόν Χάιντεγγερ, γιά νά τήν κλέψουμε άπό τόν έρμηνευτικό κύκλο, μαζί μέ όλο τό τεράστιο πεδίο πού σηματοδοτεί. Τού όποιου ή χωρομέτρηση προσφέρεται μάλλον μόνο στόν βηματισμό περιστεράς. Έδώ θά μπορούσε ν’ άρχίσει ένας άλλος λόγος, γιά τόν περιστερώνα τού Νίτσε.
« Έ χ ω ξ ε χ ά σ ε ι τ ή ν ό μ π ρ έ λ λ α μου»
«Έ χω ξεχάσει τήν όμπρέλλα μου». δομένο στή ν π ερισ υλλογή τής μοίρας (die es im Geschick gibt), που αύτή σ τη ρίζετα ι σ τόν αύθεντικό χρόνο ώς επαρκές ξέφω το καί κρύψιμο (das seinerseits im lichtend-verbergenden Reichen der eigent lichen Zeit beruht), τότε τό είνα ι α νή κ ει σ τήν κίνηση πού φ έρει τό κύριον ή ίδιον στόν έαυτό του (dann gehört das Sein in das Ereig nen). Τό δεδομένο καί ή δωρεά του (das Geben und dessen Gabe) δ έχοντα ι καί α ποδέχοντα ι τόν προσδιορισ μό τους (Bestimmung) α π' αύτό. Τ ότε τό είνα ι ά π ο τελ εΐ είδος τού Ereignis κ ι ό χ ι αύτό είδος τού είναι. 'Ω στόσο ή προσφυγή σ έ μιά τέτοια άντιστροφή (Umkehrung) είνα ι πολύ εύκολη. Π αρακάμπτει τό θέμα πού πρέ π ει νά σκεφθοΰμε (sie denkt am Sachverhalt vorbei). Τό Ereignis δέν είνα ι ή ανώτατη έννοια (der umgreifende Oberbegriff) πού περιλαμ βάνει τά πάντα, στή ν όποία μπορούν νά ύποταχθούν τό είνα ι καί ό χρόνος. Έ δ ώ ο ί λ ο γικ ές διατακτικές σ χ έσ εις δέν σημαίνουν τί ποτα. Γιατί, έφ ’ όσ ον σκεφτόμαστε ζητώ ντας τό ίδιο τό είνα ι καί ακολουθούμε τό ιδιόν του (seinem Eigenen), αύτό προκύπτει ώς ή χορηγούμενη άπό τή ν έπάρκεια τού χρόνου δωρεά τής μοίρας τής παροντικότητας (Gabe des Geschickes von Anwesenheit). Τό δεδο μένο τής παρουσίας είνα ι κυριότητα τού Ereignen (Die Gabe von Anwesen ist Eigentum des Ereignens)» (Zeit und Sein, γαλλ. μτφ. F. Fédier, είς L'endurance de la pensée, σ. 61-63). [’Α κολούθησα τήν γα λλική μετάφραση. Σ.τ.μ.]
’Α νάμεσα στ’ άνέκδοτα άποσπάσματα τοΰ Νίτσε βρέ θηκαν αύτές οί λέξεις, μόνες τους, σέ εισαγωγικά.74 Ίσ ω ς ενα παράθεμα. Ίσ ω ς έχει περισυλλεχθεϊ κάπου. Ίσ ω ς είχε άκουσθεΐ σέ κάποιο σημείο. Ίσ ω ς ήταν τό θέμα για να γραφεί μιά φράση σέ κάποιο σημείο. Δέν διαθέτουμε κανέναν αλάνθαστο τρόπο, γιά νά μά θουμε ποΰ ελαβε χώρα ή περισυλλογή, ποΰ θά μπορού σε νά πιάσει τό μπόλιασμα. Δέν θά έχουμε ποτέ βέβαιη γνώση τοϋ τί θέλησε ό Ν ίτσε νά κάμει ή νά πει σημειώνοντας έτοΰτες τίς λέ ξεις. Ούτε καν τοϋ αν θ έλη σε οτιδήποτε. Ά ν ύποτεθεΐ μάλιστα ότι δέν έχουμε καμιά άμφιβολία ώς πρός τήν αύτόγραφη ύπογραφή του κι ότι ξέρουμε σέ τί νά ανα φέρουμε τήν έννοια τής αυτογραφίας καί τήν μορφή μιάς έπισφράγισης. 'Ως πρός τούτο, τό σημείωμα τών έκδοτών πού ταξινό μησαν αυτά τα άνέκδοτα άποτελεΐ μνημείο έρμηνευτικής ύπνοβασίας, τοϋ όποιου κάθε λέξη κρύβει, έν πλήρει άμεριμνησία, ενα σμήνος κριτικών ερωτημάτων. Θά επρεπε νά τό κοσκινίσουμε, όπότε καί θά καταγράφα με όσα προβλήματα μάς άπασχολοϋν έδώ.
74. Ά πόσπασμα ύπ’ αριθμόν 12, 175.
"Ισως μάθουμε κάποτε σέ ποιά νοηματική συνάφεια ανήκει αύτή ή όμπρέλλα. Οί εκδότες ίσως τό γνωρί ζουν, άν καί δέν λένε τίποτα σχετικά· στήν δουλειά τους νά έπιλέξουν καί νά καθαρογράψουν τα χειρόγραφα, δηλώνουν ότι κράτησαν μόνον όσα έχουν κάτι κοινό μέ ό,τι έκριναν ότι άποτελεΐ «έπεξεργασμένη» δουλειά τού Ν ίτσε.75 Κάποτε ίσως κατορθώσουμε, άν κοπιάσουμε κι άν είμαστε τυχεροί, ν ’ άνασυστήσουμε τήν εσωτερική ή εξωτερική συνάφεια αύτοϋ τοΰ «εχω ξεχάσει τήν όμπρέλλα μου». Ωστόσο, αυτό τό πραγματολογικό εν δεχόμενο δέν θ’ άναιρέσει ποτέ τό ότι, στήν ίδια τήν δομή τοΰ άποσπάσματος (άλλά ή έννοια τού άποσπά75. Δ ές τό Λ ικ α ιο λ ο γη τικ ό σημ είω μ α (α ρ χ ή τώ ν έκδοτων), γαλλ. μτφ., σ. 294. Υ.Γ. Μ ήπω ς ο ί έκ δοτες σ υγκ όλ λη σ α ν άπό μακριά αύτό τό άπόσπασμα με κάποιο άλλο (430) πού τή ν άνάγνωσή του χρωστώ στήν Σαρά Κοφμάν (S. Kofman) καί πού τελ ειώ ν ει ώς έξής: « Ό χ ι σπάνια μιά γυναίκα άνακαλύπτει μέσα τη ς τή ν φ ιλοδοξία μιας τέτοιας αυτοθυσίας [νά προφυλάξει τόν μεγάλο άνδρα καί νά σ τρ έ ψ ει πρός τόν έαυτό τη ς τήν έπιθετικότητα πού αύτός άναγκαστικά προκαλεΐ] καί μ π ορ εΐ κάλλιστα ό άνδρας νά είναι πολύ εύχαριστημένος, εννοείτα ι αν είναι άρκετά έγω ιστής, γιά ν ’ ά νέχετα ι νά έ χ ε ι δίπλα του ενα τέτοιο έκούσιο άλεξικέρα υνο καί άλεξιθύελλο κ αί ά λ εξιβ ρ ό χιο (um sich einen solchen freiwilligen Blitz-, Sturm und Regenableiter in seiner Nähe gefallen zu lassen)»; Τό θεωρώ άπίθανο, γιά διάφορα είδη λόγων, αν καί ό Ν ίτσ ε κάποτε θά ήθελε νά είχ ε μιά τέτοια γυναίκα δίπλα του. 'Υ στερόγραφ ο ένός γράμ ματος στή ν άδελφ ή του (21 Μ αΐου 1887): «Κ ι έσύ φ αίνεσ αι νά μετα τρέπεσ αι σ έ "έκ ούσ ιο θύμα” καί νά έπω μίζεσαι όλες τις ταλαι πωρίες. Κ ι ό κύριος γαμπρός μου δέχεται νά π αίζεις τόν ρόλο άλεξικέραυνου; (Δές τό Α νθρώ πινο, πολύ άνθρώπινο'. - Σ χετικ ά μ' αύτό, για τί ή κυρία Βάγκνερ π α ρ εξηγήθηκ ε τόσο πολύ ειδικά μ' αύτό τόν άφορισμό; Έ ξ αιτίας τοϋ Βάγκνερ; Ή τοϋ έαυτοϋ της; Ποτέ δέν έλυσα αύτό τό αίνιγμα)». (29-3-1973)
σματος είναι έδώ άνεπαρκής, τό «σπάσιμό» του παρα πέμπει υπερβολικά στό συμπλήρωμα πού θά τό ολοκλή ρωνε), είναι έντυπωμένη ή δυνατότητά του νά μείνει συνάμα ολόκληρο καί γιά πάντα δίχως καμιά περαιτέ ρω συνάφεια, άποκομμένο όχι μόνο άπό τό στοιχείο παραγωγής του άλλά καί άπό κάθε πρόθεση ή θέλεινείπείν τού Νίτσε, καθώς τό τί θέλει νά πει καί ή ίδιοποιητική ύπογραφή του είναι κάτι πού μάς μένει άξιωματικά άπρόσιτο. Ό χ ι πώς αύτό τό άπρόσιτο είναι τό βάθος κάποιου μυ στικού' είναι ένδεχομένως άσυνάρτητο, άσήμαντο. Ίσ ω ς ό Νίτσε δέν θέλησε νά πει τίποτα, ίσως πάλι θέ λησε νά πει σχεδόν τίποτα, ή οτιδήποτε, ίσως άκόμη καμώθηκε ότι ήθελε νά πει κάτι. Αύτή ή φράση ίσως νά μήν είναι τοΰ Νίτσε, άκόμη κι άν νοιώθουμε βέβαιοι ότι άναγνωρίζουμε έδώ τό χέρι του. Σάμπως άναλαμβάνουμε, προσυπογράφουμε, ό,τι γράφουμε ίδιοχείρως; Σάμπως άναλαμβάνουμε ώς καί τήν «ιδία» ύπογραφή; Ή ίδια ή δομή τής ύπογραφής (πεσούσα/ή ύπογραφή) άκυρώνει τήν μορφή αύτών τών έρωτημάτων.76 76. Ή ύπογραφή καί τό κείμενο άλληλεκπίπτουν, έκκρίνονται, χωρίζονται καί άφοδεύονται, σχηματίζονται άπό τήν ίδια τή ν τομή πού τά καρατομεί, πού τα σ τή νει έν είδ ει ακέφαλω ν κορμών, άφ' ής στιγμής είνα ι έπαναλήψιμα. Ή δέ έπαναληψ ιμότητά τους αρ χ ίζει, τά α ρ χίζει, μέ τή ν έκποίησ η, καί σημαδεύει δσα εγ είρ ει μέ δομή σκατός. «Étron (é-tron), άρ. ούσ. Χυδαιότατο. Συμπαγές κ αί πλαστικό κόπρανο. | Étron de Suisse, μικρός κώνος πού πλάθουν τά παιδιά μέ βρεγμένη πυρίτιδα καί τόν ανάβουν άπό τή ν κορυφή. - Ίσ τ., ιγ' αί., "Estrons sans ordure”, Jubinal, Fatrasies, τ. 11, 222. | ιδ ’ ai., "Adonques, dit le veneur, tous les estrons que nos chiens font vous feussent en la gorge!”, Modus, f° Cil. | ις’ ai. "Une tartre bourbonnoise
"Επειτα, τούτη ή φράση είναι σέ εισαγωγικά. Έ πειτα, δέν χρειαζόμαστε ούτε τά εισαγωγικά, για να ύποθέσουμε πώς δέν είναι πέρα για πέρα «δική του», όπως λέμε. Ή απλή άναγνώσιμότητά της άρκεΐ, για νά τήν άποσπάσουμε άπό τήν κυριότητά του. Ακόμη, ό Νίτσε ίσως διέθετε εναν λίγο-πολύ μυστικό κώδικα, ό όποιος, γιά τόν ίδιο ή κάποιον άγνωστο composée... d’estrones tout chaulx”, Rabelais, Pantagruel, II, 16. | E. Wallon, stroiv ίταλ. stronzo, κουράδα, καί stronzare, κόβω· μτγν. λατ. strundius, struntus■φλαμανδ. stront, περίττωμα, κοπριά· άπό γερμ. strunzen, άπόκομμα· άπό άρχ. γερμ. strunzan, άποκόπτω: κυριολε κτικά δ,τι απορρίπτεται». Λ εξικό Littré. Έ δώ ό τόπος προσφ έρεται γιά μερικά επιπλέον γκράφιτι. Κ ά ποιος άφθονος ποιη τικολόγος θά ή θ ελε ν ’ απαγορεύσει τό παιγνί δι, ειδικά μέ τόν Λ ιττρέ, καί έπ ιδεικ νύει αυστηρότητα, έν όνόματι τή ς άπολιττρ εοπ οίησ η ς, έργου δημοσίας υγείας καί επα ναστα τικού («Μ ένει ή ούσιοκρατική αύταπάτη τή ς συνταγματικής ανά πτυξης όλων τών "νοημάτω ν” μιάς λέξης. Π αρατηρούμε, [άπό τόν Π όνζ (Ponge) μ έχρ ι τόν Ν τερριντά], τήν ούσιαστικά ιδεολογική προκατάληψ η, πού συνίσταται στό νά παρατίθεται τό λεξικ ό καί ειδικά ό Λ ιττρέ, ιδω μένος ώς γλω σ σική αναφορά -π ρ ά γμ α πού μαρτυρεί (πέραν τού ίδιου τού προβλήματος τής χρ ή σ η ς τών λ ε ξικών) μιά παράξενη έπιστροφή στή ν ά ντιεξελ ικ τικ ή ιδεολογία τή ς ά στικής τάξης, πού σταματά τή ν γλώ σσα στόν κλασικισμό τού ιζ'-ιη' αιώνα. Μ ία μόνο δικαιολογία θά υπήρχε γιά νά διαβάζουμε τόν Λ ιττρέ: γιά τόν Μ αλλαρμέ»), ’Α πέναντι σέ μιά τόσο αύστηρή ετυμηγορία (αλλά μήπως δέν άκούσθηκε πρόσφατα ή ειδ οπ οίη ση, άπό μιά έξέχου σ α εδρα, πώς δ ,τι έ χ ε ι λ ε χ θ ε ί γιά τή ν γραφή τά τελευταία χρόνια οφ είλ ει νά κ ατα γγελθεί «αύστηρά»;), θά έπικαλεσθώ μόνο τήν Δ ια σ π ο ρά [J.D., La Dissémination, Seuil, Π α ρί σι 1972], ή όποια δέν είναι ή πολυσημία, κ ι άκόμη λιγότερο άσχολεϊτα ι μέ «δλα τά "νοήματα” μιάς λέξης», μέ τό νόημα καί μέ τήν λέξη γενικά, καί δπου θά μπορούσε νά έ χ ε ι διαβάσει, μεταξύ άλ λων πραγμάτων: «(ό Λ ιττρέ, άπό τόν όποιο δέν ζητούμε έδώ κανενός είδους έτυμολογία)», σ. 288, ή άκόμη: «ό Λ ιττρέ, πάλι, άπό τόν όποιο δέν ζητήθηκε ποτέ, βέβαια, νά ξέρ ει» (σ. 303).
μυημένο συνομηλιτή, δίνει νόημα στήν έν λόγο) άπόφανση. Δέν θα τό μάθουμε ποτέ. Πάντως είναι δυνατόν νά μήν τό μάθουμε ποτέ, καί πρέπει να λογαριάζουμε αυτή τήν δυνατότητα, αύτή τήν αδυναμία. Ό λογαριασμός αύτός σημαδεύεται στό ύπολειπόμενο αύτού τού μή άποσπάσματος ώς ίχνους, τό υπεξαιρεί άπό όποιοδήποτε έρμηνευτικό έρώτημα είναι βέβαιο γιά τόν όρίζοντά του. Διαβάζω, άναφέρομαι σέ μιά γραφή, σημαίνει λοιπόν διατρυπώ αύτό τόν ορίζοντα ή τό ερμηνευτικό πέπλο, άποπέμπω όλους τούς Schleiermacher, τούς πεπλοποιούς, σύμφωνα μέ τό εύφυολόγημα τού Νίτσε πού άναφέρει ό Χάιντεγγερ.77 Καί τό ζήτημα είναι πράγματι νά δια βάσουμε αύτό τό άνέκδοτο, τό ώς τί δίδεται έν όσω κρύ βεται, σάν μιά γυναίκα ή μιά γραφή. Γιατί ή φράση διαβάζεται. Ή διαφάνειά της απλώ νεται χωρίς πτυχές, χωρίς έπιφύλαξη. Ή κατανοητότητα τού περιεχομένου της φαίνεται νά είναι παραπάνω άπό έπίπεδη. Ό καθένας καταλαβαίνει τί θά πει «έχω ξεχάσει τήν όμπρέλλα μου». Έ χω (ρήμα έχω, μ’ όλο πού χρησιμοποιείται ώς βοηθητικό καί πού τό έχειν τής όμπρέλλας μου δηλώνεται στήν κτητική άντωνυμία), μιά όμπρέλλα, πού είναι όντως δική μου καί τήν όποία έξέχασα. Μπορώ νά περιγράψω τό πράγμα. Τώρα έχω πάψει νά τό έχω, στό παρόν, άρα κάπου θά τό ξέχασα,
77. Ό ιδρυτής τή ς έρμηνευτικής παράδοσης τής φιλοσοφίας είν α ι ό Φ ρή ντρ ιχ Σ λά ϊερμά χερ (Fr. Schleiermacher, 1768-1834). Βλ. τό Über die Religion, 1799, πού έχ ει μεταφρασθεΐ: Γ ιά τή ν θρησκεία, Π απαζήσ ης, Α θήνα 1997. Τό όνομά του σ ημ αίνει «πεπλοποιός». Σ.τ.μ.
κ.ο.κ. Είναι ενα πράγμα πού μπορεΐς νά τό έχεις ή νά μ η ν τό εχ εις πια τήν ώρα που τό εχεις περισσότερο άνάγκη ή νά τό έχεις άκόμη όταν δέν τό έχεις πια άνάγκη. Είναι ζήτημα καιροΰ. Αύτό τό στρώμα άναγνωσιμότητας ένδέχεται νά μεταφρασθεΐ δίχως άπώλεια σ’ όσες γλώσσες διαθέτουν ενα ορισμένο ύλικό. Αύτό τό ύλικό, όμολογουμένως, δέν περιορίζεται στό σημείο «όμπρέλλα» (καί σέ μερικά άλλα) μέσα στήν γλώσσα, ούτε εστω στήν παρουσία τοϋ «πράγματος» μέσα στόν πολιτισμό, άλλά σέ μιά τερά στια λειτουργία. Αύτό τό στρώμα άναγνωσιμότητας προσφέρεται καί γιά έρμηνευτικές πράξεις πιό εξεζη τημένες. Μπορούμε λ.χ. νά προτείνουμε μιά «ψυχανα λυτική» άποκρυπτογράφησή του, άν τήν συνδέσουμε, μέσα άπό μιά ορισμένη γενικότητα, μέ τό νιτσεϊκό ιδίω μα. Ξέρουμε ή νομίζουμε πώς ξέρουμε ποιό είναι τό συμβολικό σχήμα τοϋ άλεξιβρόχιου: Λ.χ. τό έρμαφρόδυτο έμβολο ένός φαλλοϋ αίδημόνως άναδιπλωμένου στά πέπλα του, όργανο ταυτόχρονα έπιθετικό καί άποτροπαϊκό, άπειλητικό καί/ή άπειλούμενο, άντικείμενο παράξενο, πού δέν τό βρίσκουμε πάντα άπό άπλή συν τυχία μέ μιά άνα-ραπτομηχανή σ ’ ενα τραπέζι εύνουχισμοϋ.78 Γιά τόν Φρόυντ, δέν συνιστά μόνο συμβολικό άντικείμενο άλλά σχεδόν έννοια, είναι ή μεταφορά μιάς μεταψυχολογικής έννοιας, πολύ κοντά στό περίφημο
78. ’Α ναφορά σ τή ν γνω στή φράση τοϋ Λ ωτρεαμόν, ή όποια ά ναδείχθηκε σέ σύνθημα τοΰ σουρρεαλισμοΰ: «'Ω ραίο σαν τυχαία συνάντηση, σ ’ ενα τραπέζι ανατομίας, μιάς ραπτομηχανής καί μιας όμπρέλλας». Σ.τ.μ.
Reizschutz, τήν προστασία άπό έρεθίσματα, άπό τό σύ στημα άντίληψη-συνείδηση.79 Ε πιπ λέον, έκεΐνο πού άνακαλεΐται στήν μνήμη δέν είναι μόνον ή όμπρέλλα, άλλά ή λήθη τοΰ πράγματος, ή δέ ψυχανάλυση, πού ξέ ρει άπό λήθη κι άπό φαλλικά σύμβολα, μπορεΐ νά εύελπιστεΐ ότι θά εξασφαλίσει τήν έρμηνευτική κυρίευση αύτοϋ τοϋ υπολοίπου, ή έστω νά ύποψιασθεΐ -ο ί ψυχα ναλυτές δέν είναι δά τόσο άφελεΐς όσο μάς συμφέρει ένιοτε νά πιστεύουμε- πώς θά φέρει κάποτε σέ κορε σμό τήν έρμηνευτική άναμονή, αν συμπληρώσει προσ εκτικά τά συμφραζόμενα, άν άρθρώσει καί συρρικνώ σει τίς γενικότητες. 'Οπότε ό ή ή ψυχαναλύτρια θά έμπαινε έν άρχή στήν ίδια κατάσταση -άλλά λιγότερο άφελώς- μέ τόν άνεπιτήδευτο άναγνώστη ή τόν όντολόγο ερμηνευτή, πού όλοι νομίζουν ότι τό άνέκδοτο αύτό είναι ενας σημαίνων άφορισμός, ότι κάτι θά θέλει νά πει, ότι θά προέρχεται άπό τά μύχια τής σκέψης τοϋ συγγραφέα, άρκεΐ νά λησμονούμε ότι πρόκειται γιά ενα κείμενο, γιά ενα κείμενο ύπολειπόμενο, άν όχι καί ξεχασμένο, ίσως γιά μιά όμπρέλλα. Πού δέν είναι πιά χειροπιαστή. Αύτό τό ύπολειπόμενο δέν παρασύρεται σέ καμιά κυκλική τροχιά, σέ καμιά προσίδια διαδρομή άνάμεσα στήν καταγωγή του καί τό τέλος του. Ή κίνησή του δέν έχει κανένα κέντρο. Δομικά χειραφετημένο άπό κάθε ζωντανό θέλειν-είπεΐν, μπορεΐ πάντα νά μή θέλει νά πει τίποτα, νά μήν έχει κανένα έπικρίσιμο νόημα, νά παί ζει παρωδικά τό νόημα, νά μετατοπίζεται έμβόλιμα, άτελείωτα, έξω άπό κάθε σύνολο συμφραζομένων ή άπό κάθε πεπερασμένο κώδικα. 79. Βλ. S. Freud, «Jenseits des Lustprinzips» (1920), Gesammelte Werke, Fischer, Φ ραγκφούρτη *1976, τ. 13, σ. 28 κ.έ. Σ.τ.μ.
’Α ναγνώσιμο ώς ένα γραπτό, τό ανέκδοτο αύτό μπορεΐ να μείνει κρυφό ές άεί, όχι έπειδή κρύβει ένα μυ στικό, άλλα επειδή μπορεΐ πάντα νά μήν έχει κανένα καί νά προσποιείται οτι ύπάρχει μιά άλήθεια κρυμμέ νη στις πτυχές του. Αύτό τό όριο ύπαγορεύεται άπό τήν κειμενική του δομή, καί συνάμα είναι αύτή ή δομή· κι είναι τό ϊδιο πού, μέ τό παιγνίδι του, προκαλεΐ καί άφοπλίζει τόν έρ μη νευτή. Μή συμπεράνετε πώς πρέπει νά παραιτηθούμε άμέσως άπό τό νά μάθουμε τί θά πει αύτό: Τούτο θά ήταν άκόμη ή αίσθητίστικη καί σκοταδιστική άντίδραση τοΰ έρμ η ν ε ύ ε ιν *0 Γιά νά λάβουμε ύπ' όψιν όσο τό δυνατόν αύστηρότερα αύτό τό δομικό όριο, τήν γραφή ώς σημαδιακό ύπολειπόμενο τοΰ προσποιήματος, πρέπει, άντίθετα, νά προχωρήσουμε τήν άποκρυπτογράφηση όσο τό δυνατόν περισσότερο. Έ ν α τέτοιο όριο δέν περιφράσσει ένα έπίσταμαι άναγγέλλοντας ένα επέκεινα, διασχίζει καί διαιρεί μιά έπιστημονική δουλειά, τής όποίας άποτελεΐ καί τόν όρο, καί τήν όποία άνοίγει πρός τόν έαυτό της. Ά ν θέλησε ό Νίτσε νά πει κάτι, μήπως είναι αύτό τό όριο τής θέλησης τοΰ λέγειν, ώς φαινόμενο μιας βού λησης ισχύος κατ ανάγκην διαφορικής, άρα πάντοτε διηρημένης, διπλωμένης, πολλαπλασιασμένης; Ποτέ δέν θά μπορέσουμε νά άρουμε τήν ύπόθεση, όσοδήποτε προχωρήσουμε τήν εύσυνείδητη ερμηνεία, τό 80. Ε λ λ η ν ικ ά στό πρωτότυπο. Σ.τ.μ.
σύνολο τού κειμένου τού Νίτσε να είναι ίσως, τεραστίως, τοϋ τύπου «έχω ξεχάσει τήν όμπρέλλα μου». Ό πότε δέν ύπάρχει ούτε «σύνολο τοΰ κειμένου τοϋ Νίτσε», έστω αποσπασματικό καί αφοριστικό. Κι είμαστε έκθετοι στίς αστραπές ή στήν κατακεραύνωση ένός πελώριου γέλιου. Χωρίς άλεξικέραυνο μήτε στέγη. Wir unverständlichen... denn wir wohnen den Blitzen immer näher: « Έ μεϊς οί άκατανόητοι [τίτλος τοΰ άποσπάσματος 371 τής Χαρούμενης επιστήμης]... γιατί ζοΰμε όλο καί πιό κοντά στόν κεραυνό!» Γυρίστε λίγο πιό πάνω, πρός τό άπόσπασμα 365 πού κλείνει ώς έξής: («....wir posthumen Menschen'.»), «(..."έμεϊς οί μεταθανά τιοι άνθρωποι!”)». Άκόμη ένα βήμα. Υ ποθέστε πώς τό σύνολο όσων έγώ, άν μπορούμε νά πούμε, μόλις είπα είναι ένα πλανώμενο μπόλιασμα, ίσως παρωδικό, ένδεχομένως τοΰ τύπου ένός «έχω ξεχάσει τήν όμπρέλλα μου». ’Άν δέν είναι τέτοιο έν συνόλφ, πάντως τούτο έδώ τό κείμενο, πού ήδη άρχίσατε νά ξεχνάτε, ίσως είναι τέ τοιο σέ ορισμένες άπό τις πιό γλιστερές κινήσεις του, έτσι ώστε ό μή άποκρυπτογραφήσιμος χαρακτήρας του νά διαδίδεται άπροσμέτρητα. Κι όμως ό λόγος μου υπήρξε τόσο σαφής όσο «έχω ξεχάσει τήν όμπρέλλα μου». Είχε μέχρι καί μερικές ρη τορικές, παιδαγωγικές, πειστικές άρετές ή έλαττώματα, έτσι δέν είναι; 'Υποθέστε όμως πώς είναι κρυπτογραφημένο, πώς έπέλεξα κάποια κείμενα τοΰ Νίτσε (π.χ. «έχω ξεχάσει τήν
όμπρέλλα μου»), κάποιες έννοιες ή κάποιες λέξεις (π.χ. «έμβολο») για λόγους πού μόνον έγώ γνωρίζω τήν ιστο ρία καί τόν κώδικά τους. Ei μή άκολουθώντας κάποιους λόγους, μια ιστορία κι έναν κώδικα πού δέν είναι διό λου διαφανείς σέ μένα τόν ίδιο. Ό ριακά, θα λέγατε κι έσεϊς, δέν υπάρχει κώδικας γιά έναν μόνο. Άλλα θα μπορούσε νά ύπάρχει ένα κλειδί τοΰ κειμένου μεταξύ έμοϋ καί έμοΰ, ένα συμβόλαιο δια τοΰ οποίου είμαι πε ρισσότεροι άπό έναν. Αλλά έγώ καί έγώ θά πεθάνουμε, δέν άμφιβάλλετε γι' αύτό, όπότε ύπάρχει μιά δομικά μεταθανάτια άναγκαιότητα τής σχέσης μου -κ α ί τής δικής σας- πρός τό συμβάν αύτοΰ τοΰ κειμένου πού δέν προκύπτει ποτέ στόν έαυτό του. Τό κείμενο μπορεΐ πάντοτε συνάμα νά ανοίγεται, νά προσφέρεται καί νά μήν άποκρυπτογραφεΐται, χωρίς καν νά ξέρουμε ότι δέν είναι άποκρυπτογραφήσιμο. 'Υποθέστε τότε πώς δέν είμαι ό μόνος πού διατείνεται ότι γνωρίζει τόν ιδιωματικό κώδικα (έννοια άπό μόνη της άντιφατική) τού συμβάντος: "Οτι τεκμαίρεται κάπου μιά συμμετοχή στό μυστικό αύτοΰ τοΰ μή μυστικού. Αύτό δέν θ’ άλλαζε τίποτα στήν σκηνή. Οί συνεννοημένοι θά πεθάνουν, δέν άμφιβάλλετε γι’ αύτό, καί τό κείμενο τούτο ένδέχεται νά παραμείνει, άν είναι κρυπτογραφημένο καί παρωδικό (καί σάς λέω ότι είναι, άπ’ άκρη σ ’ άκρη, καί μπορώ νά σάς τό πώ, γιατί αύτό δέν σάς βοηθά σέ τίποτα, καί μπορώ νά ψεύδομαι όταν τό ομολογώ, άφοΰ άποκρύπτουμε μόνο μέ τό νά λέμε τήν άλήθεια, μέ τό νά λέμε ότι λέμε τήν άλήθεια), επ' άόριστον άνοιχτό, κρυπτογραφημένο καί παρωδικό, δηλαδή κλειστό, άνοιχτό καί κλειστό, συνάμα ή έναλλάξ. Διπλωμένο/έκδιπλωμένο, έν τέλει μιά όμπρέλλα
που δέν θα είχατε τί νά τήν κάμετε, τήν όποία θα μπο ρούσατε να ξεχάσετε εύθύς, ώς άν νά μήν είχατε ποτέ άκούσει για δαύτην, ώς άν νά ήταν τοποθετημένη πάνω άπό τό κεφάλι σας, ώς αν να μή μέ είχατε άκούσει κάν, μιάς καί δέν ειπα τίποτα πού νά μπορεΐτε νά νοιώσετε. Αύτή τήν όμπρέλλα, πάντα νομίζουμε πώς μπορού με νά τήν ξεφορτωθούμε, άρκεΐ νά μήν εχει βρέξει.81 Ό θάνατος γιά τόν όποιο κάμνω λόγο δέν είναι ή τρα γωδία ή ή κατηγόρηση πού άναφέρεται σ ’ ενα ύποκείμενο: Ή όποία θά επρεπε νά μνημονευθεΐ, άπό τήν όποία θά επρεπε νά όρισθεΐ ή συνέπεια, προκειμένου γιά τήν σκηνή πού μάς απασχολεί. Τό ζήτημα δέν εί ναι νά πορευθοϋμε λέγοντας: «Είμαι θνητός, άρα κ.τ.λ.» Άντιθέτως, ό θάνατος -κ α ί τό μετά θάνατον- άναγγέλλονται μόνο μέ άφετηρία τήν δυνατότητα παρόμοιας σκηνής. Α ρα τό ίδιο ισχύει, όσον άφορά τήν τραγωδία καί όσον άφορά τήν παρωδία, γιά τήν γέννηση. Αύτό ίσως ό Νίτσε κατονόμαζε ώς τό ύφος, τήν προσ ποίηση, τήν γυναίκα. 'Ωστόσο γίνεται άρκετά φανερό, δυνάμει ένός χα ρούμενου έπίστασθαι, ότι γ ι’ αύτόν άκριβώς τόν λόγο δέν ύπήρξε ποτέ τόύφος, ή προσποίηση, ή γυναίκα. Ούτε ή διαφορά τών φύλων. Γιά νά προκύψει προσποίηση, ή γραφή πρέπει νά κι νείται στό μεταξύ πολλών ύφών. ’Αν ύπάρχει ύφος -νά τί μάς ύποβάλλει ή γυναίκα (τού) Ν ίτσε- αύτό πρέπει νά είναι άνω τοΰ ένός. 81. Ά λ λ η ανάγνωση: «έφ’ δσον δέν άρεσε»: pour autant qu’il n’a pas plu. Σ.τ.μ.
Τουλάχιστον δύο έμβολα, δύο σπιρούνια, τέτοιος είναι ό κλήρος (l’échéance). Μεταξύ τους ή άβυσσος82 γιά νά ρίξουμε, νά διακιν δυνεύσουμε, ίσως νά χάσουμε τήν άγκυρα.
Υ.Γ. Ό Ροζέ Λαπόρτ (R. Laporte) μού ύπενθυμίζει μιά θυελλώδη συνάντηση -πάνω άπό πέντε χρόνια πρίν, τής όποίας δέν μπορώ νά άναφέρω τήν περίσταση έδώ- πού κατά τήν διάρκειά της χρειάσθηκε ν’ άντιπαρατεθούμε οί δυό μας, γιά άλλους λόγους, σέ κάποιον έρμηνευτικό ό όποιος είχε τήν άξίωση, έν παρόδω, νά γελοιοποιή σει τήν δημοσίευση όλων τών άνεκδότων τού Νίτσε: «Καταλήγουν νά δημοσιεύουν τούς λογαριασμούς κα θαριστηρίου του καί άπορρίμματα τού είδους "έχω ξεχάσει τήν όμπρέλλα μου”». Είχαμε ξαναμιλήσει γ ι’ αύτό, μάρτυρες τό επιβε βαιώνουν. Βεβαιώθηκα λοιπόν γιά τήν άλήθεια αύτής τής διή γησης, γιά τήν αύθεντικότητα αύτών τών «γεγονότων», γιά τά όποια δέν είχα άλλωστε κανένα λόγο ν ’ άμφιβάλλω. Κι όμως δέν έχω διατηρήσει τήν παραμικρή μνήμη απ’ αύτά, άκόμη σήμερα. (1-4-1973)
Υ.Γ. Β'. Ά ς μή κάμουμε πώς ξέρουμε τί είναι ή λήθη. Τό ζητούμενο είναι όμως άραγε, άπό κεΐ καί πέρα, νά έπερωτήσουμε τό νόημα τής λήθης; Ή νά έπαναφέρου82. Abyme. Αύτή ή παλαιό γραφή τού abîme δια τηρ είται μόνο στό αύτοαναφ ορικό εικ α σ τικ ό σ χή μ α πού άναφ έρω παραπάνω, σημ. 15, σ. 32-33.
με τό ζήτημα τής λήθης στό ζήτημα τοΰ είναι; Ή δέ παράλειψη ενός όντος (λ.χ. τής όμπρέλλας) είναι άρα γε άσύμμετρη πρός τήν λήθη τοΰ είναι; Τής όποίας τό πολύ ν ’ άποτελεΐ μιά κακή εικόνα; Όψόμεθα. Ούτε θυμόμουν τό παρακάτω κείμενο τοΰ Χάιντεγγερ, άπόσπασμα άπό τό Zur Seinsfrage πού έχω ωστόσο διαβάσει καί παραθέσει άλλοΰ: «Στήν φάση ολοκλήρω σης τοΰ μηδενισμοΰ φαίνεται πώς κάτι σάν τό " είναι το ΰ” όντος δέν ύπάρχει, δέν είναι ούδαμώς (μέ τήν έν νοια τοΰ nihil negativum). Τό είναι άπουσιάζει ιδιόμορ φα. Παραμένει σέ μιά καλυμμένη άπόσυρση (Verborgen heit) πού συγκαλύπτεται. Ό μω ς ή ούσία τής λήθης, δο κιμαζόμενη όπως τήν δοκιμάζουν οί "Ελληνες, συνίσταται σ ’ αύτή τήν συγκάλυψη. Τελικά (δηλαδή σύμφωνα μ’ ό,τι είναι τελικά ή ούσία της) δέν είναι τίποτε τό άρνητικό, άλλά ώς άπόσυρση είναι προφανώς μιά προστα τευτική άπόσυρση, πού διασώζει τό είσέτι άνεξιχνίαστο. Γιά τήν τρέχουσα παράσταση, ή λήθη άποκτά εύ κολα τήν έπίφαση τοΰ άπλοΰ κενού, τής έλλειψης, τής άβεβαιότητας. Συνηθίζουμε νά θεωροΰμε πώς τό νά λη σμονείς, τό νά είσαι έπιλήσμων, είναι μόνο τό νά "πα ραλείπεις”, καί ότι ή παράλειψη είναι μιά κατάσταση τοΰ άνθρώπου (παραστημένου καθ’ έαυτόν), πού άπαντά άρκετά συχνά. ’Α πέχουμε άκόμη πολύ άπό εναν προσ διορισμό τής ούσίας τής λήθης. ’Α κόμη καί όταν ή ού σία τής λήθης μάς άποκαλύπτεται έξ ολοκλήρου παρα μένουμε ύπερβολικά έκτεθειμένοι στόν κίνδυνο νά κα τανοήσουμε τήν λήθη ώς ένα άνθρώπινο γεγονός. Έ τσ ι ή "λήθη τοΰ είναι” (Seinsvergessenheit) παραστήθηκε μέ μύριους τρόπους ώς εάν τό είναι, γιά νά χρησιμοποιή σω μιά εικόνα, νά ήταν ή όμπρέλλα, πού ενας ξεχα σιάρης καθηγητής φιλοσοφίας τήν άφησε κάπου (daß, um es im Bilde zu sagen, das Sein der Schirm ist, den die
Vergeßlichkeit eines Philosophieprofessors irgendwo hat stehen lassen). »Ω στόσο ή λήθη δέν προσβάλλει μόνον, ώς διαφο ρετική άπ’ αυτήν, τήν ουσία του είναι (das Wesen des Seins). Είναι συνυφασμένη μέ τό είναι (Sie gehört zur Sa che des Seins), άρχει ώς μοίρα τής ούσίας του (als Ge schick seines Wesens)». (Γιά τό ζήτημα τον είναι, γαλλ. μτφ. G. Granel, είς Questions I, σ. 237-238). (17-5-1973)83
83. Α κολούθησα τήν γαλλική μετάφραση. Σ.τ.μ..