Τι γνωρίζω;
Μουσολίνι του Paul Guichonnet
ΤΟ
ΒΥίΆκγνωση
Q u e sats-je
r
Ti γνωρίζω;
Μουσολίνι Paul Guichonnet Επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Αντεπιστέλλον μίλος του butitut
Μετάφραση: Μαρία Μουρκούση
Que sais-je ? Τι γνωρίζω; Τ(τλας πρωτοτύπου: Mussolini et le fucisme Συγγραφίας: Paul Guichonnet Μετάφραση: Μαρ(α Μουρκούση Σχώωκιμός εξοχρύλλου: Lunbnkis Creative Media Παραγωγή: SooEf / Α Ν Ο Ι Χ Τ Ο ΒΙΒΛΊΟ (e-raail: lÎverani.madroml^euf.fr /
[email protected])
ISBN: 978-960-6731-96-9 Ο Pretses Univenitaires de France, 1966,2000 © Γιο την Ελληνική γλώσσα, Δημοσιογραφυώς Οργανισμός Λαμπράκη, 2007
Digitized by lOukls,
Feb. 2009
Εισαγωγή
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Το φασιστικό καθεστώς που έχτισε τα θεμέλιά του επάνω στην προσωπαγή εξουσία και στη βία, κυριάρχησε στην Ιταλία επί είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια. Για πρώτη φορά μετά τον χρυσό αιώνα της Αναγέννησης, η ιταλική χερσόνησος επηρέαζε το πεπρωμένο της Ευρώττης -αλλά προς μία αρνητική κατεύθυνση που θα οδηγοόσε τη χώρα στην ήττα και στην καταστροφή. Ο φασισμός, ο οποίος ισχυριζόταν ότι εγκαθίδρυε μία νέα πολιτική και κοινωνική τάξη, δημιουργούσε τη δική του σχολή στον Μεσοπόλεμο. Από αυτήν προέκυψαν άμεσα οι δικτατορίες -συμπεριλαμβανομένης και της πλέον ολέθριας όλων, του ναζισμού- που όρθωσαν το ανάστημά τους απέναντι στις δημοκρατίες. Έτσι, ο φασισμός, του οποίου τα επακόλουθα δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως ακόμη, είναι ένα από τα μείζονα πολιτικά φαινόμενα του πρώτου ημίσεως του 20ού αιώνα. Περισσότερα από πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που το καθεστώς του Μουσολίνι κατέρρεε μέσα στην τραγωδία. Τις ελλιπείς, εμπαθείς και αλληλοσυγκρουόμενες μαρτυρίες των γεγονότων διαδέχθηκε η επιστημονική ανάλυση. Εδώ και αρκετό καιρό, ο αριθμός των ντοκουμέντων και των μελετών στην Ιταλία και στο εξωτερικό έχει πολλαπλασιαστεί.
γεγονός που μοις επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε το κριτικό πορτραίτο του ventennio, να ανιχνεύσουμε τα αίτιά του και να διακρίνουμε τις αδρές γραμμές της εξέλιξης του. Το πρόβλημα των απαρχών και της φύσεως του φασισμού αποτέλεσε, ήδη από την απαρχή αυτή καθεαυτή της δικτατορίας, ένα αμφιλεγόμενο θέμα. Οι διανοητές και οι πολιτικοί επεχείρησαν να απαντήσουν σε ερωτήματα που ετέθησαν από την πολιτική συνείδηση της εποχής τους σχετικά με τη ρήξη που προκαλούσε ο φασισμός στην εξέλιξη των ανετττυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες, το τελευταίο τρίτο του 19°" αιώνα, έμοιαζαν να στρέφονται στο δημοκρατικό πολίτευμα ή στην κοινοβουλευτική και φιλελεύθερη μοναρχία. Όσοι πλέκουν το εγκώμιο του Μουσολίνι θα επιμείνουν στην ατομική διάσταση, στο προσωπικό εκτόπισμα του θεόσταλτου υπερανθρώπου. Από τη δική τους πλευρά, οι Ιταλοί που μεγάλωσαν μέσα στο περιβάλλον του αστικού φιλελευθερισμού, ενός φιλελευθερισμού που είχε εγκαινιάσει την ηθική και υλική ανάττυυξη της νεαρής μοναρχίας, θα θεωρήσουν τον φασισμό ως μία αναπάντεχη εκτροττή του πολιτεύματος και ως μια συγκυριακή εισβολή -και μετέπειτα νίκη- μίας «συμμορί(χς τυχοδιωκτών δίχως ρίζες στο παρελθόν του έθνους». Αυτή η θέση περί «ρήγματος» με την προγενέστερη πολιτική εξέλιξη ανήκει στον Μπενεντέτο Κρότσε (1866-1952), τον σημαντικότερο Ιταλό στοχαστή του πρώτου ημίσεως του 20°^ αιώνα, του οποίου η επιρροή στη γενιά που θα βιώσει τη φασιστική εμπειρία θα είναι τεράστια. Άλλοι ιστορικοί, των οποίων ο βασικός εκπρόσωπος είναι ο Βρετανός Ντένις Μακ Σμιθ, αντιμετώπισαν αντιθέτως την έλευση Λου Μουσολίνι ως την λογική κατάληξη των ελλειμμάτων μιας ιταλικής χερσονή-
σου που δεν είχε μπορέσει να επιλύσει, την επαύριο της Ένωσής της, τα προβλήματα του έθνους και να εγκαθιδρύσει ένα πραγματικό κοινοβουλευτικό καθεστώς. Η μακιαβελική αυταρχικότητα του Καβούρ, η ατομική περιπέτεια του μοντέρνου condottiere α λα Γκαριμπάλντι, η επιθυμία για την εξουσία του Κρίσπι και ο εθνικισμός είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την φασιστική περιπέτεια. Από τη πλεύρα τους, οι υποστηρικτές της μαρξιστικής ερμηνείας έδωσαν έμφαση στους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Για εκείνους, ο φασισμός είναι προπάντων ένα «ταξικό φαινόμενο», η αντίδραση της καπιταλιστικής μπουρζουοζίας και των επεκτατικών εκφράσεών της στη μεταπολεμική κρίση και στις πιέσεις των εργατικών μαζών που ήταν τα θύματα αυτής της παγκόσμιας σύγκρουσης. Η αντισοσιαλιστική και αντεργατική πάλη του φασισμού θα βρει στον Μουσολίνι ένα εκτελεστικό όργανο, του οποίου η προσωπικότητα και οι ιδέες δεν αποτελούν ωστόσο τον πλέον καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχία της δικτατορίας. Στην πραγματικότητα, ο φασισμός, του οποίου θα αναλύσουμε τις απαρχές παρακάτω, είναι η συνισταμένη μιας περίπλοκης σειράς συνιστωσών διαφορετικής φύσεως και σημασίας. Ο φασισμός δεν συμπυκνώνεται σε ένα ή σε μερικά μόνον αίτια που, δια της συγκλίσεώς τ ο υ ς τον προκάλεσαν. Το γεγονός ότι η δικτατορία υτιήρξε ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο που εκμεταλλεύθηκε τις αδυναμίες των κλασικών δημοκρατιών κατά την περίοδο της πρώτης μεταπολεμικής κρίσης, αλλά και το γεγονός ότι η γέννηση των βασικών απολυταρχικών καθεστώτων, κυρίως του χιτλερισμού, παρουσιάζει πολλές αναλογίες με την άνοδο του φασισμού, μας απαγορεύουν να προσδώσουμε στο μουσσολινικό καθεστώς ένα αμιγώς ιταλι-
κό περιεχόμενο. Όμως, εάν αληθεύει πράγματι ότι οι οικονομικοκοινωνικοί παράγοντες της Ευρώπης μετά το 1918 εμπεριείχαν, σε πολλές χώρες, «προ-ςκχσιστικά» ψήγματα, αυτό δεν σημαίνει ότι η δικτατορία δεν προσέλαβε στην ιταλική χερσόνησο έναν έντονα τοπικό χαρακτήρα ως προς τις λετττομέρειες και τις μεθόδους της, τις νοοτροπίες της, την ψυχολογία του αρχηγού της και τις απόπειρες που έγιναν για την επίλυση των προβλημάτων και των αντιφάσεών της. Ο Μουσολίνι, μετά την ταραχώδη και αβέβαιη πρώτη εμφάνισή του στην πολιτική σκηνή (1919-1922), καταλαμβάνει την εξουσία και επί δεκαπέντε χρόνια εδραιώνει και επεκτείνει την επιρροή του στη χώρα. Όμως, η ανοδική ττορεία της δικτατορίας φθάνει στο απόγειό της την περίοδο του πολέμου της Αιθιοπίας και της διεθνούς έντασης που προαναγγέλλει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μτφοστά στην άνοδο και τις επιτυχίες του ναζισμού, ο φασισμός χάνει το ρόλο του γνήσιου προτύπου που είχε διαδραματίσει έως τότε για τους άλλους δικτάτορες. Ο Μουσολίνι παρασύρεται βαθμηδόν από την χιτλερική λαίλαπα και ο ρόλος του καταντά ολοένα και περισσότερο αυτός ενός υποτακτικού. Μετά τις επιτυχίες της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής πριν το 1938, ο πόλεμος σηματοδοτεί το τέλος της αυταπάτης και, μέσα σε μία απογοητευμένη -και μετέπειτα συγκαλυμμένα εχθρική- Ιταλία, η στρατιωτική ήττα και η Αντίσταση ενώνουν τις δυνάμεις τους για να αποτελειώσουν τον Ντούτσε και το καθεστώς του.
Κεφάλαιο 1
01 Α Π Α Ρ Χ Ε Σ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ
Είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε εν τάχει στις απαρχές του ενιαίου ιταλικού κράτους και να π α ρ α κολουθήσουμε την εξέλιξη της Ιταλίας α π ό το 1861 έως το 1914, προκειμένου να αναγνωρίσουμε το έδαφος, στο οποίο θα γεννηθεί και θα ανατττυχθεί ο φ α σισμός, και να εξατομικεύσουμε τα κυρίαρχα στοιχεία που συνετέλεσαν στην εμφάνισή του*. I. - Α π ό τον Κ α β ο υ ρ στον Τζιολίτι (1861-1914) 1. Η κυβέρνηση της Δεξιάς (1861-1876). - Την επομένη της ανακήρυξης του βασιλείου της Ιταλίας, το 1861, ο Πεδεμόντιος πατριώτης Μάσιμο ντ'Ατσέλιο δήλωνε: «Τώρα π ο υ έγινε η Ιταλία, πρέπει να γίνουν και οι Ιταλοί». Αυτό το λογοπαίγνιο εκφράζει με χαρακτηριστικό τρόπο την κατάσταση που θα επικρατήσει στην ιταλική χερσόνησο έως τις αρχές του 19"" αιώνα και, σε ό,τι αφορά συγκεκριμένους τομείς, μέχρι και το 1914. Ενώ στα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη σημειώνεται αυξανόμενη ε υ η μ φ ί α και διαρκώς ενεργότερη συμμετοχή των λαϊκών μαζών στον εθνικό βίο, η Ιταλία μοιάζει να παρουσιάζει σε ττολλά ε π ί π ε δ α 1. Βλ.: Paul Guichonnet, Histoire de l'Italie χαι L'unité italienne. Presses Universitaires de France, συλ. « Que sais-je ? ».
αδυναμία υπερπήδησης των εμποδίων που τίθενται από την οργάνωση του ενιαίου βασιλείου. Η ορμή του Risorgimento και οι προσδοκίες της ιθύνουσας τάξης για μία πολιτική ανεξαρτησίας και κύρους έρχονται σε αντίθεση με τους περιορισμούς που επιβάλλονται στη δράση των κυβερνήσεων λόγω της δυσχέρειας των οικονομικών συνθηκών, οι οποίες υφίστανται, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, τις συνέπειες της παγκόσμιας ύφεσης από το 1877 έως το 1896. Η «Ιστορική Δεξιά» των διαδόχων του Καβούρ, που έχει κληρονομήσει τις αρχές της παραδοσιακής φιλίας και της συμμαχίας με την Γαλλία, είχε θεσμοθετήσει ένα κεντρικό διοικητικό σύστημα για να αποσοβήσει τον φυγόκεντρο κίνδυνο ενός πάντα επίμονου ιδιότυπου τοπικισμού. Η Δεξιά αυτή αποχαιρέτησε την εξουσία το 1876, έχοντας εξαντλήσει τις δυνάμεις της στην προσπάθειά της να ελέγξει ανεπιτυχώς το δημοσιονομικό έλλειμμα -αφού η μη μετατρεψιμότητα των χαρτονομισμάτων θα διαρκέσει έως το 1881- και να πατάξει το λαθρεμπόριο στη Νότια Ιταλία, μία από τις πολιτικές διαστάσεις της υπανάπτυξης και της έλλειψης παιδείας των χωρικών του παλαιού βασιλείου της Νάπολης. 2. Η κυβέρνηση της Αριστεράς (1876-1896). Παρά την αλλαγή της ονομασίας των εκάστοτε κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία, λίγες διαφορές υπάρχουν στη νοοτροπία των ιθυνόντων. Μέχρι την έλευση του φασισμού, οι πολιτικοί θεσμοί θα παραμείνουν προϊόντα της επεξεργασίας του Θεμελιώδους Καθεστώτος του Καρόλου-Αλβέρτου του Πεδεμοντίου του 1847, το οποίο είχε καταστεί το Σύνταγμα του νέου βασιλείου. Οι αρμοδιότητες που εκχωρούνται στον ηγεμόνα είναι εκτεταμένες και το κοινοβουλευ-
τικό πολίτευμοι, το οποίο αποτελεί αντίγραφο αυτού της Ιουλιανής Μοναρχίας και βασίζεται στην τιμοκρατική ψηφοφορία, δίνουν την εξουσία σε ένα αυστηρά «έννομο κράτος». Αυτή η Ιταλία των προκρίτων αντιλαμβάνεται τα προβλήματα υπό το πρίσμα κυρίως των πολιτικών όρων. Προερχόμενη από την αστική τάξη και την αριστοκρατία των αγροτικών περιοχών και διαθέτοντας περιουσία και εισοδήματα που προέρχονται από την γεωργία και την έγγειο ιδιοκτησία, αυτή η Ιταλία βλέπει να γίνεται πραγματικότητα το ιδανικό του ρεφορμισμου της «χρυσής τομής» των μετριοπαθών του Risorgimento. Συντρίβοντας τις δημοκρατικές απόπειρες του Ματσίνι και την απαρχή της αγροτικής επανάστασης του Γκαριμπάλντι, αρνήθηκε να παρατείνει τον πολιτικό φιλελευθερισμό μέσω των οικονομικών και κοινωνικών μεταβολών. Αυτό το φαινόμενο δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της Ιταλίας, αφού ούτε η επίσημη Γαλλία της Γ" Δημοκρατίας θα εκδηλώσει ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στην κατάσταση των εργαζομένων. Όμως, το γεγονός αυτό βαθαίνει εν τέλει το χάσμα ανάμεσα στις «δύο Ιταλίες», αυτής του ανεπτυγμένου Βορρά με βάση το βορειοευρωπαϊκό πρότυπο και αυτής του Νότου, ο οποίος, παρά την ττνευματική καλλιέργεια της αφρόκρεμάς του, διατήρησε τη φεουδαρχική δομή του. Η Αριστερά προσανατολίζει την Ιταλία σε μία ενεργό εξωτερική πολιτική που χαρακτηρίζεται από την απομάκρυνση από την Γαλλία, ενώ στο εσωτερικό ο συγκαλυμμένος αυταρχισμός που είχαν μπορέσει να καταλογίσουν ορισμένοι στον Καβούρ, καθίσταται πλέον μία μέθοδος διακυβέρνησης που συμβάλλει στην απίσχναση και στην αμαύρωση της υπόληψης του Κοινοβουλίου απέναντι σε ένα σύνολο από παραδόσεις και σε μία κοινή γνώμη που είναι ακόμη
εύθραυστες. Από αυτή τη στιγμή, εμφανίζονται τα θέματα χαι οι συνήθειες που θα συμβάλλουν στη γένεση του εθνικισμού χαι του φασισμού. Παλαιοί γ α ριβαλδιχοί, προσδεδεμένοι στο άρμα της μοναρχίας, οι δύο βασικοί ηγέτες της Αριστεράς, ο Ντεπρέτις και ο ΚρΙσπι, συμφωνούν με τις αυταρχικές και συντηρητικές αντιλήψεις του βασιλιά Ουμβέρτου Α' (18781900) και της βασίλισσας Μαργαρίτας. Δύο υποθήκες βαραίνουν την εποχή μετά το Risorgimento. Κατ' αρχήν, η μη ολοκλήρωση του εθνικού χώρου, αφού το Τρεντίνο και η Τεργέστη παραμένουν αλύτρωτο εδάφη (irredente) στα χέρια της Αυστρίας, η οποία φαντάζει πάντοτε σαν ένας κληρονομικός εχθρός στα μάτια της μαζικής συνείδησης που τελεί εν συγχύσει. Η δεύτερη υποθήκη είναι η εμπλοκή του Ρωμαϊκού Ζητήματος. Αιχμάλωτος με τη θέλησή του στο Βατικανό, ο Πίος Θ' (1846-1878), ο οποίος έχασε τα παπικά κράτη και την προσωρινή εξουσία του, απορρίτττει πεισματικά όλες τις προτάσεις συμβιβασμού με το βασίλειο της Ιταλίας. Απαγορεύει στους καθολικούς να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία, μειώνοντας ακόμη περισσότερο το ήδη περιορισμένο πολιτικό σώμα και ο διάδοχός του Λέων Ι Γ (1878-1903) υιοθετεί και εκείνος την ίδιο αδιάλλακτη στάση. Το φιλελεύθερα μέτρο της Αριστεράς, τα οποία είχαν ληφθεί κυρίως γ ι ο αντιπολιτευτικούς λόγους απέναντι σε συντηρητικούς καθολικούς, παίζουν απλώς ένα μικρό ρόλο. Μετά την κατάργηση του διόλου δημοφιλούς φόρου επί της άλεσης των σπόρων, ακολούθησε το 1884 η μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου: το όριο ηλικίας για τη συμμετοχή στην ψηφοφορία μειώνεται οπό τα 25 στα 21 έτη, το ελάχιστο ποσό φόρου γ ι ο το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι πέφτει από τις 40 στις 19 λιρέτες.
10
ενώ αποκτούν δικαίωμα ψήφου και οι ατιόφοιτοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, γεγονός που αυξάνει τον αριθμό των ενεργών πολιτών από 500.000 σε 3 εκατομμύρια. Όμως, τα κοινά συνεχίζουν να παραμένουν υπόθεση της μειοψηφίας. Ο νόμος του 1877 περί υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης δεν εφαρμόζεται, ελλείψει πόρων στις περισσότερες περιτττώσεις. Η άγνοια και η αδια(ρορία ενός πληθυσμού 26.801.154 κατοίκων - μ ε το 67% των πολιτών άνω των 6 ετών να είναι κατά μέσο όρο αναλφάβητο, το 1871- ισοδυναμούσαν με απουσία πολιτικής συνείδησης του λαού. Ο Αγκοστίνο Ντεπρέτις (1813-1887), ο οποίος καταφέρνει να είναι σχεδόν συνέχεια μέσα στα πράγματα από το 1876 έως το 1887, εγκαινιάζει την πρακτική του μεταβολισμού, συγκεντρώνοντας, είτε δια της εκ περιτροτϊής εναλλαγής των κομμάτων είτε ενίοτε μέσω δωροδοκιών, περιστασιακές πλειοψηφίες. Η Ιταλία, απογοητευμένη από τα αποτελέσματα της Διάσκεψης του Βερολίνου (1877), όπου είχε ελπίσει ότι θα αποσπούσε κάποια αντισταθμίσματα στην Αδριατική, απομονωμένη από την Ευρώιτη και έχοντας κακές σχέσεις με την Αυστρία λόγω του «αλυτρωτισμού», συγκρούεται με την Γαλλία, η οποία το 1881 αρχ^ει να καταλαμβάνει την "Πίνησία. Η Ιταλία προσεγγίζει το Βερολίνο και τη Βιέννη με τη σύναψη της Τριπλής Συμμαχίας (20 Μαΐου 1881). Αυτή η συνθήκη, που ανανεωνόταν τακτικά, θα παραμείνει έως το 1915 η βάση της εξωτερικής πολιτικής της κυβφνησης της Ρώμης. Η Αριστερά εφάρμοσε μία μεγαλόττνοη και δαπανηρότατη πολιτική εξοτΐλισμών, ενισχύοντας τα σύνορα των Αλπεων και ναυττηγώντας ισχυρό πολεμικό στόλο. Η όξυνση του αντικληρικαλισμού στο εσωτερικό, η σύσφιγξη των δεσμών με τους συμμάχους της Τρι-
11
πλής Συμμίχχίος και οι αποφχές του αποικιοχρατικού εθνικισμού χοφακτήρισαν την περίοδο του Φραντσέσχο Κρίσπι (1819-1901), Πρωθυπουργού της Ιταλίας από το 1887 έως το 1889 και από το 1893 έως το 1896. Ενώ μαινόταν η καταστροφική μάχη των τελωνιακών δασμών με την Γαλλία, ο Κρίσπι ωθούσε τη χώρα στην περιπέτεια της αποικιακής κατάκτησης. Μετά τη δημιουργία της Ερυθραίας το 1890, οι επιχειρήσεις διείσδυσης στην Σομαλία επεκτάθηκαν εξαιτίας ενός ηθελημένου μεγαλομανούς επεκτατισμού έως την Αιθιοπία, με την οποία η Ιταλία είχε συνάψει, το 1889, στο Ουτσικάλμπ, μία ασαφή συνθήκη προτεκτοράτου που αμφισβητήθηκε γρήγορα από τον Νέγκους Μενελίκ. Ο στρατηγός Μπαρατιέρι κατέλαβε το Τιγκρέ, αλλά κατατροπώθηκε στην πόλη Αδουά, την ΐ ι Μαρτίου 1896, μία σοβοφότατη αποτυχία που προκάλεσε την πτώση της δεύτερης κυβέρνησης Κρίσπι. Τη δεκαετία του 1890 άρχισαν οι μεταρρυθμίσεις που επρόκειτο επιτέλους να εκσυγχρονίσουν την ιταλική οικονομία. Η αγροπκή χρίση που έπληττε ολόκληρη την Ευρώπη και η μείωση των εσόδων του τφωτογενούς τομέα απελευθέρωναν τις δυνάμεις παραγωγής, οι οποίες στρέφονταν προς τη βαριά βιομηχανία. Η ανάπτυξη ήταν έκδηλη στη μεταλλουργία (χαλυβουργεία του Τέρνι) -στην τόνωση της οποίας συντελούσαν από τις στρατιωτικές παραγγελίεςκαι στις κατασκευές. Η παπική Ρώμη τνεριτριγυριζόταν από νεόδμητες συνοικίες που στέγαζαν τις νέες δυνάμεις της γραφειοκρατικής μικροαστικής τάξης. Όμως, μετά το 1887, η ενίσχυση του προστατευτισμού που επιδείνωσε τα προβλήματα της τροφοδοσίας των βιομηχανιών σε πρώτες ύλες και καύσιμα, έθεσε σε κίνδυνο αυτήν την ταχεία, οικονομική «εκτίναξη». Η
12
ύφεση εκδηλώθηκε με πολυάριθμες τττωχεύσεις και τραπεζικά σκάνδαλα και διήρκησε έως το 1896. Η δικλείδα (χσφαλείας της μετανάστευσης δεν αρκούσε για να μετριάσει τις δυσκολίες που συνέθεταν το ιστορικό φόντο των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα. Τότε ακριβώς άρχισαν να συστήνονται - κ α ι κατόπιν να συγκρούονται- οι δύο δυνάμεις, από τις οποίες θα ξεπηδήσει ο φασισμός: από τη μία πλευρά υπήρχε η αστική Ιταλία της έννομης τάξης και του εθνικισμού· οπό την άλλη, στέκονταν οι λαϊκές μάζες και ο σοσιαλισμός. 3. Η κρίση του 1898 και «η εποχή του Τζιολίτι» (1897-1914). - Σ τ η γενιά που προήλθε από το Risorgimento ενυττήρχε ένα ριζοσπαστικό κίνημα που ακολουθούσε την παράδοση των επαναστάσεων του 1848 και αυτήν του τον Ματσίνι, ένα κίνημα που διαπνεόταν από ένα ρομαντικό και επαναστατικό σοσιαλισμό με έντονα αναρχικές αποχρώσεις, καθώς τελούσε υπό την επιρροή του Μπακούνιν. Από το 1872, αρχίζουν να δημιουργούνται εργατικές ενώσεις που διοργανώνουν συνέδρια, ενώ παράλληλα ξεσπούν αγροτικές εξεγέρσεις, ενταγμένες στο πλαίσιο της παράδοσης των μεσαιωνικών ξεσηκωμών της Γαλλίας (jacqueries) που είχαν συνταράξει κατά περιόδους την εξαθλιωμένη και απαίδευτη αγροτιά κυρίως στην Κεντρική και Νότια Ιταλία. Αυτή η ισχυρή παράμετρος της υπαίθρου, σε αντίθεση με τα «εργατικά» κόμματα των άλλων χωρών της Δυτικής Ευρώττης, αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιταλικού σοσιαλισμού. Έτσι, αρχής γενομένης από το 1892, παίρνει σάρκα και οστά στο Mezzogiomo το ρεύμα των «πυρήνων» ή «ομάδων» (fasci) των εργατών των αγρών, οπότε πρωτοεμφανίζεται ο όρος που επρόκειτο να χρησι-
13
μοποιηθεί αργότερα από τον φασισμό (fascismo). Μια καινούργια φάση άρχιζε περ( τ α 1880 με τη διάδοση του μαρξισμού. Μετά το 1870, η Ιταλία υφίσταται την ισχυρή επιρροή της γερμανικής κουλτούρας και ο θετικιστικός σοσιαλισμός κατακτά την ελίτ των διανοουμένων και των πανεπιστημιακών. Το Κεφάλαιο μεταφράζεται το 1886 και το 1891 ξεπηδά από τις ριζοσπαστικές και αναρχίζουσες τάσεις της εποχής ένα σοσιαλιστικό κόμμα με βάση το πρότυπο των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών. Οι ηγέτες του είναι ο Αντόνιο Λαμπριόλα (1843-1904), ο Αντρέα Κόστα (1851-1910), ο Λεονίντα Μπισολάτι (1857-1920), ο Φίλιππο Τουράτι (1857-1932) και η σύντροφός του Άννα Κουλισιόβα. Γύρω από τ α περιοδικά του όπως η Critica sociale και την εφημερίδα του, την Avanti που ιδρύθηκε το 1896, οργανώνεται μία προπαγάνδα που αγγίζει αρχικά τους εργάτες των βιομηχανικών μητροπόλεων και τους αγρότες της πεδιάδας του Πάδου. Παρά τα εμπόδια που ορθώνονταν από το τιμοκρατικό εκλογικό σύστημα, οι σοσιαλιστές κατόρθωσαν να κερδίσουν 138.000 ψήφους (9%) στις εκλογές του 1895. Από την πλευρά τους, ορισμένοι καθολικοί που εμψυχώνονται α π ό τον Τζιουζέπε Τονιόλο, διοργανώνουν κατά περιόδους συνέδρια και, κυρίως μετά την εγκύκλιο Rerum novarum του Λέοντος ΙΓ, εκδηλώνουν αυξανόμενο ενδιαφέρον για τ α κοινωνικά ζητήματα και εκφράζουν την επιθυμία να ενσωματωθούν στην εθνική πολιτική ζωή. Η οικονομική δυσχέρεια που επιδεινώνει τις κοινωνικές ανισότητες οδηγεί σε σειρά συγκρούσεων, το 1898, μεταξύ του έννομου κράτους και των δυνάμεων της διεκδίκησης. Η ωμή καταστολή των εργατικών εξεγέρσεων του Μιλάνου καταφέρει καίριο πλήγμα κατά των συντηρητικών κυβερνήσεων ντι Ρουντινί και
14
Πελού. Το πρώτο έτος του 20°^ αιώνα, σηματοδοτεί μία αποφασιστική αλλαγή. Οι γενικές εκλογές του 1900 αποκηρύσσουν τη Δεξιά που είχε διαδεχθεί τον Κρίσπι. Στις 24 Ιουλίου, ο αναρχικός Μπρέσι δολοφονεί στην Μόντσα τον βασιλιά Ουμβέρτο Α', σύμβολο της αντίστασης κατά της φιλελεύθερης εξέλιξης και του απολυταρχικού προτύπου διακυβέρνησης. Ο βασιλιάς Βίκτωρ-Εμμανουήλ Γ (1869-1947), ο οποίος ανεβαίνει στο θρόνο σε ηλικία 31 ετών, είναι μια προσωπικότητα που τυγχάνει πολύ μικρότερης αποδοχής σε σχέση με τους προκατόχους του και αποφασίζει να επανέλθει στην κοινοβουλευτική παράδοση, αφήνοντας στον Πρωθυπουργό την άσκηση της εξουσίας. Η πολιτική ζωή κυριαρχείται εφεξής από την υψηλού κύρους φυσιογνωμία του Τζιοβάνι Τζιολίτι (1844-1928) που θα παραμείνει στα πράγματα έως το Μάρτιο του 1914 -είτε άμεσα (1903-1905- 19061909· 1911-1914), είτε δια των «υπασπιστών» του Φόρτις και Λουτσάτι- εξαιρουμένων δύο σύντομων περιόδων διακυβέρνησης του Σίντνεϊ Σονίνο. Η εποχή του Τζιολίτι είναι, για την Ιταλία, περίοδος οικονομικής σταθεροποίησης, εξομάλυνσης των πολιτικών αντιθέσεων και εξωτερικών επιτυχιών. Ο Τζιολίτι που ήταν ένας ευφυής και φίλεργος Πεδεμόντιος με μακρά διοικητική σταδιοδρομία , δεν είναι επ' ουδενί ένας θεωρητικός ή ένας ιδεαλιστής. Είναι ένας μετριοπαθής φιλελεύθερος, τόσο στην πολιτική όσο και στην οικονομία, πραγματιστής και εμπειριστής. Η εσωτερική του δράση διέπεται από τις μεθόδους του μεταβολισμού: εφαρμόζει την αρχή του «διαίρει και βασίλευε», αποφεύγει τις βίαιες καταστολές, καταφεύγει σε επιδέξιους ελιγμούς μεταξύ ανθρώπων, κοινοβουλευτικών τάσεων και συνδικάτων. Η «δικτατορία» του είναι ήπια, διαπρέπει σε συμβιβασμούς και
15
μεθοδεύσεις που εξουδετερώνουν ή προσεταιρίζονται τον αντίπαλο και στηρίζεται στην εκλογική διαφθορά για να εξασφαλίσει πλειοψηφία. Ο «τζιολιτισμός», αποτελεσματικός ως προς την τακτική του, συνέβαλε στην μείωση του γοήτρου του κοινοβουλευτικού θεσμού και στην άμβλυνση της πολιτικής συνείδησης σε μία χώρα όπου η δημοκρατική παράδοση δεν είχε κατορθώσει ακόμη να ριζώσει βαθιά. Αυτός που οι πολέμιοί του θα αποκαλέσουν l'uomo délia malavita, επωμίζεται έτσι -μαζί με την ιθύνουσα τάξη που είχε διαμορφωθεί κατ' εικόνα και ομοίωσή του- σημαντικό μέρος των ευθυνών απέναντι στην έλευση του φασισμού. Η δράση του Τζιολίτι ευνοήθηκε από τη θετική οικονομική συγκυρία που σημαδεύτηκε από τη βραδεία άνοδο των αγροτικών τιμών. Η μετανάστευση, η οποία αγγίζει το 1913 το μέγιστο αριθμό των 872.558 αναχωρήσεων, απελευθερώνει θέσεις στην αγορά εργασίας και η Ιταλία αρχίζει να επωφελείται από τις δαπανηρές επενδύσεις εξοπλισμού που πραγματοποιούνται κατά τη μετενωσιακή περίοδο. Το 1906, το κράτος είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση των σιδηροδρόμων και προχωρεί στην κατασκευή δημοσίων έργων και σχολικών κτηρίων. Οι ανταλλαγές εντατικοποιούνται μετά την εμπορική συνθήκη με την Γαλλία, συνθήκη που θέτει τέλος το 1898 στην τελωνειακή διένεξη μεταξύ των δύο χωρών. Το τραπεζικό δίκτυο αναδιαρθρώνεται, μετά τις θύελλες στα τέλη του αιώνα και ο λευκός άνθρακας που αντισταθμίζει μερικά το έλλειμμα σε κάρβουνο, αναζωογονεί δυναμικά τη βιομηχανία, προπάντων στον ιταλικό Βορρά. Τότε ακριβώς γεννώνται, στο χώρο της μηχανουργίας, της σιδηρουργίας, της χημείας, της υφαντουργίας και του αυτοκινήτου - η Fiat ιδρύεται στο Τορίνο το
16
1898-, ot μεγάλες μονάδες που αρχίζουν να προσδίδουν στην ιταλική χερσόνησο το σύγχρονο οικονομικό της πρόσωπο. Ασφαλώς, το χάσμα μεταξύ Βορρά και Mezzogiomo βαθαίνει, αλλά συνολικά το βιοτικό επίπεδο βελτιώνεται και το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα περνά από τις 324 λιρέτες την περίοδο 18911895 στις 523 λιρέτες την περίοδο 1911-1916. Παρά την προπαρασκευή του νομοσχεδίου για τη ρύθμιση των κοινωνικών ζητημάτων, η αναταραχή στους κόλπους των εργατών και των αγροτών παραμένει, αλλά οι σοσιαλιστές έχουν εξασθενήσει λόγω των διχονοιών μεταξύ μετριοπαθών ρεφορμιστών και αδιάλλακτων μαξιμαλιστών. Ο νέος Πάπας Πίος Γ, μετά την άνοδό του στην Αγία Έδρα το 1903, τροποποιεί τη στάση του απέναντι στο ενοποιημένο κράτος. Το 1904, αίρει την απόφαση που απαγορεύει από την εποχή της κατάληψης της Ρώμης σε όλους τους καθολικούς να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή. Παρά τα πλήγματα ανάσχεσης κατά του εκσυγχρονισμού, οι Καθολικοί εντείνουν την πολιτική τους στράτευση και ενισχύουν τον φιλελευθερισμό τους. Το 1906, υπό την επιρροή του Ντον Στούρτσο, γεννιέται η Λαϊκή Ένωση που θα μεταμορφωθεί μετά το 1913 σε Λαϊκό Καθολικό Κόμμα. Στις εκλογές του 1913, το «σύμφωνο Τζεντιλόνι» που υπογράφεται μεταξύ του Τζιολίτι και του ηγέτη του νέου κόμματος επισφραγίζει τη συμμαχία κατά των σοσιαλιστών. Στις διεθνείς σχέσεις, η Ιταλία όπου ο αλυτρωτισμός παραμένει ζωντανός, παρότι έχει μπει επισήμως στην άκρη, αποδεσμεύεται μερικώς από την Τριπλή Συμμαχία και, μέσω ενός μυστικού συμφώνου που υπογράφεται με το Παρίσι το 1902, η χώρα δεσμεύεται για την είσοδό της σε πόλεμο κατά της Γαλλίας, σε περίτΓτωση επίθεσης της τελευταίας κατά της Γερ-
17
μανίας. Το 1911, ο πόλεμος κατά της Τουρκίας καταλήγει στην προσάρτηση της Λιβύης και στην κατοχή των Δωδεκανήσων, ανταλλάγματα με άθλιες αποικιακές προοπτικές που απαλύνουν, ωστόσο, την πικρία των αιθιοπικών αποτυχιών της εποχής του Κρίσπι. Έτσι, το βασίλειο φαίνεται, παρά την καθυστέρηση που το χωρίζει ακόμη από τα ανεπτυγμένα κράτη, να κατευθύνεται μέσω μίας σταδιακής εξέλιξης προς την οικονομική και πολιτική σταθερότητα, η οποία παγιώνεται με την εκλογική μεταρρύθμιση του Ιουνίου του 1912. Θεσμοθετείται η «σχεδόν καθολική ψηφοφορία», αφού δικαίωμα ψήφου παρέχεται σε όλους τους Ιταλούς που είναι 21 ετών, γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή ή έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, καθώς και σε όλους τους αναλφάβητους άνω των 30 ετών, γεγονός που αυξάνει τον αριθμό του εκλογικού σώματος από τα 3 στα 8,5 εκατομμύρια πολιτών. Αυτή η εξέλιξη πραγματοποιείται μέσα σε ένα πνευματικό και ψυχολογικό κλίμα που σημαδεύεται από τις προόδους μίας από τις βάσεις της μελλοντικής φασιστικής ιδεολογίας: του εθνικισμού, ενός φαινομένου εξαιρετικά σημαντικού, στο οποίο αξίζει να σταθούμε για λίγο. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19°" αιώνα, ο ιταλικός πολιτισμός είχε υποστεί και αυτός την επιρροή του θετικισμού. Ενώ μία απομονωμένη μεγαλοφυία, ο Τζιοζουέ Καρντούτσι, παρατείνει την ηχώ του ρομαντισμού του Risorgimento, ο «βερισμός» καθιερώνει στη λογοτεχνία την πραγματιστική θεώρηση της τέχνης. Όμως, γύρω στα 1900, όπως και σε άλλες χώρες, αρχίζουν να εμφανίζονται αντιδράσεις κατά του φιλοσοφικοϊστορικού θετικισμού που ανατττύσσονται σε ποικίλους βαθμούς και σε διάφορα επίπεδα. Η βαθύ-
18
τερη και πλέον πρωτότυπη μορφή αυτής της αντίδρασης χαρακτηρίζεται από τη σκέψη του Μπενεντέττο Κρότσε (1866-1952), του οποίου η επιρροή θα σημαδέψει βαθιά την Ιταλία του πρώτου ημίσεως του 19°" αιώνα. Ο Κρότσε κατακτά το κοινό του περιβάλλοντος των διανοουμένων με τα φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και ιστορικά του έργα, καθώς και με το περιοδικό του, την Critica, η οποία ιδρύεται το 1903. Αποσπάται από το θεωρητικό μαρξισμό των πρώτων του χρόνων για να επεξεργαστεί ένα ιδεαλιστικό σύστημα, ένα νεοχεγκελισμό που αποκαθιστά τη δημιουργική διαίσθηση, αποδίδοντας στην ιστορία μία προνομιακή λειτουργία απέναντι στη γνώση και επιμένοντας στην αυτονομία και στην ελευθερία της διανοητικής πρωτοβουλίας. Κατά βάθος, όμως, ο αντιθετικισμός τρέφει τη σκέψη και την προπαγάνδα των εθνικιστών. Πρόκειται για την ιταλική όψη ενός ευρωπαϊκού φαινομένου και αυτό ακριβώς το ιδιαίτερο στοιχείο θα αποτελέσει τον συνεκτικό ιστό μεταξύ των ποικίλων μορφών του εθνικισμού. Ο νιτσεϊσμός της ισχυρής θέλησης, ένα είδος αντικομφορμιστικού κυνισμού, η εξύμνηση του ενστίκτου και του υποκειμενισμού αναμειγνύονται με την «ορμή για τη ζωή», με τις αναμνήσεις του αλλοτινού μεγαλείου της Ρώμης, η οποία είχε εξευτελιστεί από τη μη ολοκλήρωση της πατρίδας και τονωθεί από τις οικονομικές και πολιτικές επιτυχίες της τζιολιτικής εποχής. Ο εθνικισμός γεννιέται την περίοδο των αποικιακών απογοητεύσεων και αναγορεύεται σε αισθητικό και πολιτικό δόγμα. Αναζητεί την επιχειρηματολογία του στα ιστορικά δοκίμια του Αλφρέντο Οριάνι (1852-1909) και, εν μέσώ ενός συγκεχυμένου και συχνά αντιφατικού αναβρασμού ιδεών και ρευμάτων, γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας από τον Ενρίκο Κοραντίνι (1865-1931), τον Τζιοβάνι
19
Παπίνι (1881-1956), τον Τζιουζέπε Πρετσολίνι (που γεννήθηκε το 1884) και εκφράζεται στα περιοδικά Leonardo (1903-1907), la Voce (1908-1916) και Lacerba (1913-1915) με τη θορυβώδη και προκλητική ενίσχυση των «φουτουριστών» του Μαρινέττι (1876-1944). Η λογοτεχνική φήμη του Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο (1863-1938) συνέβαλε τα μέγιστα στην εδραίωση του εθνικισμού. Η φορτισμένη από εικόνες γλώσσα του, η ρητορική του και ο παρηκμασμένος αισθητισμός του περιβάλλουν με εκλετττυσμένες οπτικοποιήσεις το κάλεσμα για «τη δράση, την αδελφή του ονείρου». Οι φραστικοί χείμαρροι του ντ' Ανούντσιο γοητεύουν τη μεσοαστική τάξη, της οποίας η μετριότητα ωστόσο στιγματίζεται από τους εθνικιστές. Έτσι, δημιουργείται μία συλλογική νοοτροπία που ενορχηστρώνεται από την Associazione nazionale italiana που ιδρύθηκε το 1910 και από την ημερήσια εφημερίδα της l'Idea nazionale (1911). Ο Τζιολίτι χρησιμοποιεί επιδέξια αυτή τη δύναμη, την οποία επιδιώκει να θέσει στην υττηρεσία της εξωτερικής του πολιτικής. Μολονότι οι εθνικιστές δεν αντιπροσωπεύουν ένα ισχυρό πολιτικό μόρφωμα -μόνο μερικοί βουλευτές τους θα μπουν στο Κοινοβούλιο το 1913- και π α ρ ά τις αντιφάσεις και τις επιφυλάξεις που εγείρει το χίνημά τους, αποτελούν μία ομάδα πίεσης που επηρέασε αποφασιστικά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο το 1915. Ο απόηχος αυτής της προπαγάνδας ενίσχυσε το συλλογικό ενθουσιασμό των Ιταλών, ο οποίος προκάλεσε τον πόλεμο της Λιβύης. Ο πόλεμος αυτός αποτελεί ταυτόχρονα τον περισσότερο δημοφιλή αλλά και τον λιγότερο δικαιολογημένο από τους πολέμους που κήρυξε η Ιταλία πριν το 1914. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ειδικότερα στην Γαλλία, τα έτη που προηγούνται του Α' Παγκοσμίου
20
Πολέμου χαρακτηρίστηκαν από την όξυνση του ανταγωνισμού των ακροτητών. Η κοινωνική αναταραχή που προκαλούν οι περιοδικές γενικές απεργίες επιτείνεται και ο «τζιολιτισμός» δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να την συγκρατήσει. Μετά τις εκλογές του 1913, που καταλήγουν σε άνοδο της άκρας Αριστεράς και σε αποσκιρτήσεις από την κυβερνητική πλειοψηφία, ο Τζιολίτι αποσύρεται, δίνοντας τη σκυτάλη στον Αντόνιο Σαλάντρα που χρειάστηκε να έρθει αντιμέτωπος, τον Ιούνιο του 1914, με τα δημοκρατικά και αναρχικά επεισόδια της «Κόκκινης Εβδομάδας» στις Περιφέρειες της Μάρκε και της Ρομάνια. Π. - Η επέμβαση. Ο πόλεμος. Η «ακρωτηριασμένη νίκη» (1915-1919) Η Ιταλία και ο Α ' Π<*γκόσμιος Πόλεμος. - Η συμμετοχή της Ιταλίας στο Μεγάλο Πόλεμο είναι ένα από τα σημεία που αναθεωρήθηκαν βαθιά υπό το πρίσμα της κριτικής της σύγχρονης ιστοριογραφίας, γεγονός που επέτρεψε να επανατοποθετηθεί στη σωστή της βάση η παραδοσιακή εκδοχή των γεγονότων, έτσι όπως είχε εκλαϊκευθεί και διαδοθεί από τους θιασώτες της δικτατορίας. Η επέμβαση υπαγορεύθηκε από τη βούληση της κυβέρνησης του Σαλάντρα Σονίνο με την συγκατάθεση του βασιλιά, ενάντια στο αίσθημα της πλειοψηφίας των πολιτών και των μελών του Κοινοβουλίου. Μόλις κήρυξε η Γερμανία τον πόλεμο στην Γαλλία, η Ρώμη επικαλέστηκε τη ρήτρα περί επιφυλάξεων στο σύμφωνο του 1902 και διακήρυξε την ουδετερότητά της. Επί ένα χρόνο, η Ιταλία έγινε το διακύβευμα μιας σκληρής διπλωματικής αναμέτρησης μεταξύ των κεντρικών αυτοκρατοριών και της
21
Αντάντ, προκειμένου να προσχωρήσει στο μεν ή στο δε στρατόπεδο. Το ζήτημα της επέμβασης έσπερνε βαθιά διχόνοια στο έθνος. Ο Τζιολίτι, διαυγής και συνετός, έχοντας συνειδητοποιήσει τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας, υπερασπίζεται τη θέση της «ενεργού ουδετερότητας», ο Σαλάντρα λανσάρει τον όρο «ιερός εγωισμός», ο οποίος στοχεύει, μέσω της αποχής από τον πόλεμο, στην εξασφάλιση εδαφικών αντισταθμίσεων από την Αυστροουγγαρία. Αυτήν την τάση συμμερίζεται η πλειονότητα της κοινής γνώμης για διάφορους λόγους: αντιμιλιταρισμός και διεθνισμός των σοσιαλιστών, επιθυμία για ειρήνη των περισσότερων καθολικών και των επιχειρηματικών κύκλων. Απέναντι στους «ουδετεριστές», οι υπέρμαχοι της Τριπλής Συμμαχίας (κάποιοι διανοητές και βιομήχανοι που συνδέονται με τη Γερμανία) είναι λιγότεροι από τους «επεμβατιστές». Οι τελευταίοι συγκεντρώνουν στους κόλπους τους τούς εθνικιστές που, κυρίως μετά τη νίκη του Μάρνη, πρεσβεύουν ότι συμφέρει περισσότερο τη «μεγαλύτερη Ιταλία» να παίξει το χαρτί των Συμμάχων. Με το μέρος τους τάσσονται Δημοκράτες γαριβαλδικής προελεύσεως· ορισμένα στοιχεία της παράδοσης του Resorgimento (μεταξύ των οποίων ο ηγεμόνας και ένα τμήμα του στρατού)· διανοούμενοι εμφορούμενοι από τη λατινική αλληλεγγύη και προπάντων μία ομάδα σοσιαλδημοκρατών. Ηγέτης τους είναι ο Μπενίτο Μουσολίνι, ιδρυτής μιας νέας ημερήσιας εφημερίδας, της ΡοροΙο d'Italia, και αποστάτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ενώ οι επαφές με τις Κεντρικές Δυνάμεις οδηγούνται σε αδιέξοδο, σκοντάφτοντας στους ενδοιασμούς της Αυστρίας, ο Σαλάντρα υπογράφει με την Αντάντ το μυστικό σύμφωνο του Λονδίνου (26 Απριλίου 1915). Η Ιταλία, μέσω της δέσμευσής της να κηρύξει τον
22
πόλεμο στην Αυστροουγγαρία εντός προθεσμίας ενός μηνός χαι να δηλώσει σαφώς τη θέση της κατά των εχθρών των Συμμάχων, θεωρούσε ότι θα επιτύγχανε, σε περίτττωση νίκης, τους στόχους του αλυτρωτισμού και ότι θα ανακτούσε εδάφη: από το Τρεντίνο έως το Μπρένερ· την Τεργέστη και την Ίστρια, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των νήσων και των ακτών της Δαλματίας, την αναγνώριση των «δικαιωμάτων» της επί της Αλβανίας με την υπόσχεση των αφρικανικών αντισταθμισμάτων και μίας ζώνης επιρροής στη Μικρά Ασία. Στις 3 Μαΐου, ο Σαλάντρα κατήγγειλε την Τριπλή Συμμαχία. Αυτή η απόφαση προκάλεσε την έντονη επιφύλαξη του Κοινοβουλίου, στο οποίο ο Τζιολίτι, που αγνοούσε την υπογραφή του συμφώνου του Λονδίνου, ασκούσε ισχυρή επιρροή και απαιτούσε να ληφθούν υ π ' όψη οι έσχατες αυστριακές προσφορές. Στις 13 Μαΐου, ο Σαλάντρα υπέβαλε την παραίτησή του, αλλά οι επεμβατιστές με τον Μουσολίνι και τον ντ' Ανούντσιο ενέτειναν τη σφοδρή εκστρατεία τους μέσω του Τύπου, αλλά και μέσω συναντήσεων και διαδηλώσεων, της οποίας η έναρξη τοποθετείται στις αρχές του 1915. Στις μεγάλες πόλεις, οι λαϊκές συγκεντρώσεις καταγγέλλουν την «προδοσία» του Τζιολίτι. Οι «ακτινοβόλες μαγιάτικες μέρες» που υποκινήθηκαν α π ό μία αποτελεσματική μειονότητα ανατρέπουν την απόφαση. Στις 16 Μαΐου, ο βασιλιάς καλεί εκ νέου στο παλάτι τον Σαλάντρα, στον οποίο η Βουλή εκχωρεί απεριόριστες εξουσίες για τη διεξαγωγή του πολέμου. Στις 23 Μαΐου, ανακοινώνεται η έναρξη εχθροπραξιών κατά της Αυστροουγγαρίας, οι οποίες επεκτείνονται διαδοχικά στην Τουρκία, στην Βουλγαρία και τέλος στη Γερμανία, στις 28 Αυγούστου 1916. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, χρέη κυβέρνησης θα εκτελεί ο συνασπισμός της «ιε-
23
ρής ένωσης», της οποίας θα προεδρεύσουν διαδοχικά οι Μποζέλι (1916-1917) και Ορλάντο (1917-1918). Οι πρώτες επιχειρήσεις απέδειξαν περίτρανα ότι η χώρα δεν ήταν προετοιμασμένη να μπει σε μία υλική και ηθική δοκιμασία τέτοιας έκτασης. Παρά την αριθμητική τους υπεροχή, οι Ιταλοί δεν ευνοήθηκαν από την μορφολογία των ορεινών εδαφών των συνόρων τους, ούτε από την έλλειψη στρατιωτικού εξοπλισμού. Η αναμέτρηση μετατράπηκε σε πόλεμο θέσεων στις Άλπεις και στα οροπέδια του Κάρσο, προκειμένου να καλυφθεί η Τεργέστη. Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Καντόρνα, επιδιώκοντας κατά μέτωπον διείσδυση, πολλαπλασίασε πεισματικά τις αιματηρές και αναποτελεσματικές επιθέσεις. Στις 24 Οκτωβρίου 1917, οι αυστρογερμανικές δυνάμεις προκαλούσαν ρήγμα στο μέτωπο του Καπορέτο και ο ιταλικός στρατός, ο οποίος είχε υποστεί τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό, υποχώρησε έως το Πιάβε. Με την εκ των υστέρων συνδρομή των Συμμάχων, ο Στρατηγός Αρμάντο Ντίατς κατόρθωσε να αντιστρέψει τους όρους. Οι Ιταλοί, αφού απέκρουσαν τη γερμανική επίθεση στο Πιάβε (15-22 Αυγούστου 1918), ξαναπήραν την κατάσταση στα χέρια τους και νίκησαν τους εχθρούς τους τον Οκτώβριο στο Βιτόριο-Βένετο, νίκη που διαδέχθηκε η ανακωχή της Βίλα Τζούστι. Οι συνθήκες ειρήνης επεφύλασσαν, όμως για την Ιταλία οικτρές απογοητεύσεις. Η αρχή των εθνοτήτων, της οποίας υπεραμυνόταν ο Ουίλσον, και η στήριξη του Λονδίνου και των Παρισίων στις προσδοκίες των Νότιων Σλάβων για ανεξαρτησία, έθεσαν εκ νέου υπό αμφισβήτηση την εφαρμογή του συμφώνου του Λονδίνου. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αλλά φέροντας έτσι την Ιταλία σε μειονεκτική θέση ως προς τις διαπραγματεύσεις, ο Ορλάντο εγκατέλει-
24
φε την Διάσκεψη Ειρήνης από τις 24 Απριλίου i g i g έως τ α μέσα Μαΐου. Στις 10 ΣετΓτεμβρίου, η συνθήκη του Σαιν Ζερμαίν με την Αυστρία επικύρωνε τη γέννηση του γιουγκοσλαβικού κράτους και περιόριζε τις ιταλικές κτήσεις στο Τρεντίνο και στην Ίστρια με την Τεργέστη. Η απόγνωση ήταν μεγάλη και ο εθνικιστικός Τύπος θα εκμεταλλευόταν εφεξής το σλόγκαν της «ακρωτηριασμένης νίκης». Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα πολιτικής και κοινωνικής όξυνσης και αστάθειας θα έκανε τα πρώτα του βήματα ο φασισμός. Πράγματι, ένας άνδρας, ο Μπενίτο Μουσολίνι, αποτέλεσε την ενσάρκωση της πολιτικής μετεξέλιξης πολλών Ιταλών πολιτών κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα: από το σοσιαλισμό στον εθνικισμό, α π ό το διεθνισμό στον επεμβατισμό. α π ό τη δημοκρατία στην υποστήριξη της βίας. Όμως, το ατομικό πεπρωμένο του Ντούτσε, κοινό με εκείνο τόσων άλλων συγχρόνων του, εφεξής θα επιβαλλόταν προοδευτικά στη χώρα του γ ι α να ταυτιστεί στη συνέχεια με τη μοίρα της Ιταλίας επί μία εικοσιπενταετία.
25
Κεφάλαιο 2
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ (1919-1925)
I. - Μπενίτο Μουσολίνι 1. Το περιβάλλον και ο άνδρας. - Η προσωπικότητα του πατέρα του φασισμού προβάλλει σιγά σιγά κάτω από το πέπλο που υφάνθηκε από τους οπαδούς και τους πολεμίους του και κάλυπτε τα πραγματικά του χαρακτηριστικά. Στην ιστορία της δικτατορίας, η βιογραφία και η ψυχολογία του Ντούτσε αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία που επιβάλλεται να αναλύσουμε επιμελώς. Μέσα από τις υπερβολές που εξυμνούν την ιδιοφυία του «υπερανθρώπου» και τους δυσφημιστικούς τίτλους του τύπου «Καίσαρ του Καρναβαλιού» -χαρακτηρισμός που ήταν ιδιαίτερα του συρμού κατά τη μεταπολεμική περίοδο και επηρεάζει ακόμη τη συστηματικά αρνητική άποψη σειράς πρόσφατων μελετών- αναδύεται ένα περισσότερο ισορροπημένο πορτραίτο, με το δικό του κράμα δυνάμεων και αδυναμιών, φάσεων και αντιφάσεων. Ο Μουσολίνι, όπως ο ίδιος έγραψε στην Αυτοβιογραφία του, «γεννήθηκε μια Κυριακή, στις 25 Ιουλίου 1883, στο Βαράνο ντέι Κόστα. σε μια μικρή συστάδα παλιών σπιτιών, σκαρφαλωμένη σε ένα ύψωμα της Ντόβια, έναν συνοικισμό της κοινότητας του Πρεντάπιο, κοντά στο Φορλί της Ρομάνια». Η καταγωγή του έχει τις ρίζες της στα ρομανικά εδάφη, μια γη πο-
26
τισμένη με πάθη και βία, όηου από την εποχή της ποντιφικής κυριαρχίας είχε δημιουργηθεί παράδοση εξεγέρσεων κατά της εδραιωμένης εξουσίας και της κοινωνικής τάξης. Ο δικτάτορας, μεριμνώντας στη συνέχεια για την υστεροφημία του, αρέσκεται να αυτοπαρουσιάζεται ως γιος του λαού. ως ένας προλετάριος που ξεφύτρωσε από το πουθενά. Στην πραγματικότητα, παρόλο που ήταν απόγονος οικογένειας χωρικών, οι γονείς του ανήκαν σε ένα περισσότερο ευκατάστατο περιβάλλον, στα κατώτερα στρώματα μιας ασήμαντης αστικής τάξης της υπαίθρου. Έτσι, στον Ντούτσε θα συγκατοικήσουν κατά παράδοξο τρόπο ο σκοτεινός πόθος της κοινωνικής ανόδου και ο ηθελημένα εριστικός αντισυμβατισμός. Ο πατέρας του Αλεσάντρο Μουσολίνι είναι ο κόκορας του χωριού, ένας σιδηρουργός με παράλληλες γεωργικές δραστηριότητες, ο οποίος σπατάλησε γρήγορα το μικρό βιός που είχε κληρονομήσει α π ό την οικογένειά του. Μέγας σοσιαλιστής ρήτορας, θαμώνας των πανδοχείων και λάτρης του εύκολου έρωτα -ταλέντο που θα κληροδοτήσει στον γιο του-, δίνει στο πρώτο του παιδί τα ονόματα Μπενίτο προς τιμήν του Μεξικανού επαναστάτη Χουάρες, Αμιλκάρε προς τιμήν του διεθνιστή Τσιπριάνι και Αντρέα σε ανάμνηση του σοσιαλδημοκράτη ηγέτη Κόστα. Η μητέρα του Ρόζα Μαλτόνι, το σταθερό στοιχείο της οικογενειακής εστίας που θα πεθάνει νέα το 1905, είναι μία ταπεινή δασκάλα στο χωριό, χάρη στο μισθό της οποίας μπορούσε να ζει η οικογένεια. Αργότερα, θα γεννηθούν ένας ακόμη αδελφός, ο Αρνάλντο, φίλος και σύμβουλος - μ ε επιρροή- του μεγαλύτερου γιου και κατόπιν μία αδελφή, η Έντβιγκε. «Παιδί ακατάδεχτο και βίαιο», ο Μπενίτο είναι ένας προικισμένος μαθητής, αλλά και ταραξίας που θα αναστατώσει το Κολλέγιο του
27
Σαλεσιανού Τάγματος της Φαέντσα και ύστερα το Κολλέγιο και το Διδασκαλείο του Φορλιμπόπολι, από όπου θα αποφοιτήσει με το τττυχίο του δασκάλου. Το 1900, έχει ήδη εγγραφεί μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Το ξεκίνημά του στη ζωή ήταν δύσκολο. Δίχως κλίση στη διδασκαλία, απασχολείται περιστασιακά ως αναπληρωτής δάσκαλος, συνδυάζοντας την εργασία του με επισκέψεις στη γενέτειρά του. Τον Ιούνιο του 1902, έχοντας αποφασίσει να μην κάνει το στρατιωτικό του, περνά στην Ελβετία. Θα ζήσει σχεδόν αδιάλειτΓτα έως το 1904 στη Βέρνη και κατόπιν στο Τεσίνο, στη Λωζάνη και στη Γενεύη ασκώντας διάφορα επαγγέλματα: κτίστης, υπάλληλος καταστήματος, προπαγανδιστής και συνδικαλιστικός διοργανωτής των διαλπικών μεταναστών-εργατών. Λιγότερο εξαθλιωμένος, όπως θα γράψει ο ίδιος στη συνέχεια, συνδέεται στην Γενεύη με τους κοσμοπολίτικους σοσιαλιστικούς κύκλους των πολιτικών προσφύγων, όπου κυριαρχούν οι Ρώσοι. Αυτή η εμπειρία είναι σπουδαιότατη. Διευρύνει τον πνευματικό του ορίζοντα με πυρετώδεις συζητήσεις, ασυνάρτητες αναγνώσεις θεωρ>ιτικών του σοσιαλισμού, λογοτεχνών και φιλοσόφων, γεγονός που του επιτρέπει να τελειοποιήσει τις γνώσεις του r ra Γαλλικά και να μάθει Γερμανικά. Ανυπότακτος, επιστρέφει στην Ιταλία, επωφελούμενος από την αμνηστία, ολοκληρώνει σε δύο χρόνια τη στρατιωτική του θητεία και ύστερα ξαναρίχνεται στις άτακτες περιπλανήσεις του. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, φυλακίζεται μερικές ημέρες για την ανάμιξή του .-^α επεισόδια που προκοΛούν Ρομάνοι αγρότες, περνά στην Μασαλία, από όπου εκδιώκεται και ανακαταλαμβάνει τη θέση του δασκάλου στο Τομέτσο, στην επαρχία του Ούντινε. Κατόπιν, έχοντας αποκτήσει ένα νέο πτυχίο, γίνεται καθηγητής Γαλλι-
28
κών σε ένα ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ονέλια, στην Λιγουρική Ριβιέρα. Γραμματέας του Εργατικού Επιμελητηρίου και σοσιαλιστής δημοσιογράφος στο Τρέντο, απελαύνεται από την αυστριακή αστυνομία. Το 1909, εγκαθίσταται στο Φορλί όπου ο πατέρας του, ο οποίος ζει με την χήρα Γκουίντι, διατηρεί ένα μικρό πανδοχείο. Ο Μπενίτο σαγηνεύει την Ρακέλε Γκουίντι, που ήταν τότε δεκαετττά ετών, την κλέβει και συμβιώνουν. Θα την παντρευτεί μόλις το 1925. Η Ρακέλε Μουσολίνι (1892-1979), εύρωστη Ρομανιάνα, θα γίνει η πιστή σύντροφός του, κατά την περιπετειώδη ζωή του. Παρέμεινε στη σκιά της δόξας και της πολιτικής και του χάρισε πέντε παιδιά.' Επί τρία χρόνια, ο Μουσολίνι ζει στο Φορλί και πέφτει με τα μούτρα στη σοσιαλιστική και αντιμιλιταριστική προπαγάνδα που θα του κοστίσει νέα φυλάκιση κατά τη διάρκεια του πολέμου της Λιβύης. Δημοσιεύει στις τοπικές εφημερίδες εμπρηστικά και δριμύτατα αντικληρικαλιστικά άρθρα. Σιγά σιγά, το όνομά του γίνεται γνωστό εκτός της Ρομάνια και στα τέλη του 1912, οι σοσιαλιστές ηγέτες τον καλούν στο Μιλάνο για να διευθύνει την καθημερινή εφημερίδα του κόμματος, την Auanti. Με την εγκατάσταση στη 1. Πρόκειται για την'Εντα (i9i0-1995), την αγαπημένη κόρη του Ντούτσε, που ο χαρακτήρας της έμοιαζε πολύ με αυτόν του πατέρα της, η οποία παντρεύεται τον Γχαλεάτσο Τσιάνο (1903-1944), Υπουργό Εξωτερικών του φασισμούτον Βιττόριο (1916-1997)· τον Μπρούνο (1918-1941)· τον Ρομάνο που γεννήθηκε το 1926· και την Αννα Μαρία (19291968). Ο Μουσολίνι απέκτησε τρία -ίσως και έξι- νόθα παιδιά, των οποίων την ύπαρξη, με εξαίρεση ένα αγόρι το οποίο αναγνώριζε ως δικό του για κάποια περίοδο, προσπαθούσε πάντοτε να αποκρύψει. Η Αλεσάντρα, κόρη του Ρομάνο, είναι στρατευμένο μέλος και βουλευτής του μεταφασιστικού κόμματος. 29
λομβοφδική πρα)τεύουσα, τελειώνουν για τον Μουσολίνι τα δύσκολα χρόνια της αβεβαιότητας και της μαθητείας. Εφεξής έχει στη διάθεσή του ένα βήμα και ένα κοινό ανάλογα των φιλοδοξιών του. Έ ω ς τον Οκτώβριο του 1914, παραμένει αδιάλλακτος σοσιαλιστής, εχθρικός απέναντι στο ρεφορμιστικό ρεύμα και σε κάθε συνεργασία με το αστικό κράτος. Όταν ξεσπά ο πόλεμος, υιοθετεί απερίφραστα ουδέτερη στάση. Όμως, ξοκρνικά, τάσσεται υπέρ της «ενεργού ουδετερότητας» και μετά υπέρ της επέμβασης. ΕγκατοΛείπει τη διεύθυνση της Avanti και μετά από σφοδρές διαμάχες διαγράφεται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Εκδίδει τότε μία νέα εφημερίδα, την ΡοροΙο d'Italia. που γίνεται γρήγορα το όργανο της επεμβατικής τάσης με την υψηλότερη αναγνωσιμότητα και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα του Μαΐου. Αυτή η ρήξη στη μουσολινική πολιτική εξέλιξη συνιστά ένα επεισόδιο μείζονος σημασίας, καθώς σηματοδοτεί την έναρξη της εξελικτικής πορείας που θα οδηγήσει στον φασισμό. Αυτή η αιφνίδια μεταστροφή προκάλεσε εντύπωση στους ιστορικούς και ενέπνευσε πολύ διαφορετικές εκτιμήσεις και απόπειρες ερμηνείας. Όμως, το μυστήριο δεν θα διαλευκανθεί ποτέ πλήρως και ο Πάολο Αλάτρι, ένας από τους καλύτερους γνώστες των απαρχών της δικτατορίας, φρονεί ότι «γράφτηκαν πολλά για την προσχώρηση του Μουσολίνι στον επεμβατισμό και για την αποχώρηση του από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, αλλά πάντοτε με εμπαθείς παραμορφώσεις». Δύο σημεία πρέπει να ληφθούν υπ' όψη: - Το βαθύ κίνητρο αυτής της αλλαγής μπορεί να εδράζεται στο γεγονός ότι ο Μουσολίνι εμφορείται κυρίως από την επιθυμία να παίξει κάποιο προσωπικό
30
ρόλο. Ο σοσιαλισμός του, ατομικιστικός και διψασμένος για δράση, δεν υπήρξε ποτέ εντελώς ορθόδοξος και παρέμεινε υποταγμένος στην πραγματοποίηση των δικών του φιλοδοξιών, καθώς και στον πειρασμό να αδράξει, προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του, τις κατάλληλες ευκαιρίες. Ο πόλεμος μοιάζει να του προσφέρει τη δυνατότητα της ρήξης με την παλαιά τάξη, ρήξη που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει η σοσιαλιστική επανάσταση και στις 18 Οκτωβρίου 1914 γράφει σε ένα από τα τελευταία του éditorials στην Avanti: «Θέλουμε να είμαστε, ως άνθρωποι και ως σοσιαλιστές, αδρανείς θεατές αυτού του μεγαλειώδους δράματος; Δεν θέλουμε να είμαστε, κατά κάποιο τρόπο και υπό κάποια έννοια, οι πρωταγωνιστές του;» - Το δεύτερο πρόβλημα είναι αυτό των όρων υπό τους οποίους πραγματοποιήθηκε αυτή η μεταβολή. Ο Μουσολίνι κατηγορήθηκε ότι «ξεπουλήθηκε στον γαλλικό χρυσό». Σε πρόσφατο σύγγραμμά του, ο Ρέντσο ντε Φελίτσε επέμεινε στο θέμα αυτό και διερεύνησε το παρελθόν της εφημερίδας ΡοροΙο d'Italia με έμφαση στη γένεση της. Η αρχική χρηματοδότηση -μισό εκατομμύριο λιρέτες- προήλθε από τον Φίλιππο Νάλντι, ιδιοκτήτη της συντηρητικής εφημερίδας Resta del Carlino, και από μία ομάδα μεγαλοβιομηχάνων που τάσσονταν υπέρ του επεμβατισμού και ενδιαφέρονταν για την προοπτική της αξιοποίησης των στρατιωτικών προμηθειών (από τον εφοπλιστικό χώρο, καθώς και από το χώρο της ζαχαροποιΐας και της μεταλλουργίας με εταιρείες όπως η Edison, η Fiat, η Ansaldo). Σε αυτούς τους χρηματοδότες προστέθηκαν ακολούθως οι επιχορηγήσεις των Βέλγων και Γάλλων σοσιαλιστών. Οι τελευταίοι, που συμμετείχαν στην κυβέρνηση του πολέμου, χρησίμευσαν ως
31
διαμεσολαβητές στη γαλλική κυβέρνηση, στην οποία είχε στραφεί ο διευθυντής της νέας εφημερίδας για να εξασφαλίσει τακτική οικονομική υποστήριξη. Εάν αποκλεισθούν τα κίνητρα του προσωπικού κέρδους, είναι προφανές π ω ς το γεγονός ότι ο Μουσολίνι κατέφυγε σε αυτή την «αδιαφανή» πηγή ευθυγραμμιζόταν με την απουσία οιασδήποτε αναστολής α π ό την πλευρά του, καθώς ο ίδιος πίστευε ότι όλα τ α μέσα είναι θεμιτά γ ι α να επιτύχει τ ο σκοπό του. Στα τέλη του Αυγούστου του 1915, επιστρατεύθηκε και κλήθηκε με την κλάση του να υπηρετήσει στους μπερσαλιέρους. Έχοντας προαχθεί σε δεκανέα, διάγει τον ζοφερό βίο των χαρακωμάτων και συμπεριφέρεται σαν πειθαρχημένος στρατιώτης. Στις 23 Φεβρουαρίου 1917, κατά τη διάρκεια άσκησης στα μετόπισθεν τραυματίζεται σοβαρά από την έκρηξη όλμου. Αποστρατευμένος, ξαναπιάνει την πένα του στην ΡοροΙο d'ittùia, εξακολουθώντας να υποστηρίζει τις εθνικιστικές και προσαρτησιακές θέσεις, διαμαρτυρόμενος για την αδικία που έγινε στην Ιταλία μετά τη νίκη. 2. Η ψυχολογία και η πολιτική σκέψη. - Ο χαρακτήρας του Μουσολίνι είναι ένα συνονθύλευμα αντιθέσεων που συνθέτουν μία περίπλοκη προσωπικότητα. Ό π ω ς και η προσωπικότητα του ιδρυτή του, έτσι και ο φασισμός υπήρξε μία συνεχής εξέλιξη και μία προσαρμογή στις περιστάσεις. Επίσης, πολλά από τ α σταθερά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του Ντούτσε ανάγονται στα σκοτεινά χρόνια της αρχής της πολιτικής του σταδιοδρομίας· κατ' αρχήν η δίψα γ ι α δράση, η τάση προς τη βία και η φιλοδοξία της ανόδου. Ο Μουσολίνι είναι ένας εξωστρεφής άνθρωπος που του αρέσει να αυτοπροβάλλεται. Αυτή
32
η επιδεικτικά υπερκινητική φρενίτιδα θα μεταφραστεί σε πάθος για την οδήγηση αυτοκινήτων και το χειρισμό αεροσκαφών, καθώς και σε αγάπη για τον αθλητισμό. Ο σοσιαλιστής ταραχοποιός εντυπωσιάζει με την φλόγα που πυρακτώνει το βλέμμα του και με τις έντονες χειρονομίες του- ο βαρύς και σφιγμένος στη στολή του Ντούτσε θα διαμορφώσει προοδευτικά ένα υπεροττΓΐκό και προκλητικό προσωπείο που θα διατηρήσει για πολλά χρόνια. Πίσω από αυτή τη μάσκα. ωστόσο, κρύβονται τα πιο πεζά γνωρίσματα του «μικροαστού» Μουσολίνι, όπως θα τον χαρακτηρίσει ο Πάολο Μονελι, ένας από τους πλέον διεισδυτικούς βιογράφους του: η ικανοποίηση ενός νεόπλουτου που κατορθώνει να αποτελέσει τμήμα της κοινωνίας των ισχυρών, η ακαμψία που κρύβει την αδεξιότητα και την έλλειψη καλλιέργειας -τις οποίες δεν θα είναι πάντοτε σε θέση να συγκαλύψουν η οικονομική ευρωστία που θα αποκτήσει ο Μουσολίνι αργότερα- και η προσωπολατρεία που κυριαρχεί μετά το 1932. Ωστόσο, αυτός ο άνθρωπος είναι ένας μονήρης που, παρά το σύμπλεγμα ανωτερότητάς του, δυσπιστεί απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Δεν έχει αληθινούς φίλους και, εκτός από τον αδελφό του Αρνάλντο, δεν εμπιστεύεται κανέναν. Η περιφρόνηση του για τους ανθρώπους είναι απόλυτη («Ο άνθρωπος είναι η κόπρος της ιστορίας»). Δεν δημιουργεί δεσμούς με τα όντα που τον περιστοιχίζουν και η αγνωμοσύνη του είναι παροιμιώδης. Οι σχέσεις του με τις γυναίκες περιορίζονται σε αμέτρητες περιστασιακές συνευρέσεις και οι ερωμένες που άφησαν τα ίχνη τους στη ζωή του ήταν δύο: ωστόσο, πολύ περισσότερο ωφελήθηκε ο ίδιος ο Μουσολίνι από την ευφυή Ισραηλινή δημοσιογράφο Μαργαρίτα Σαρφάτι και τη νεαρή Κλαρέτα Πετάτσι, παρά τις ωφέλησε. Αυτός ο υποστηρικτής
33
της βίας, που είναι εν τούτοις ικανός να επιδείξει και τυπική καλή προαίρεση, αποστρέφεται τις αιματοχυσίες. Τπό αυτήν την προοτττική, ο φασισμός θα είναι μία πολύ λιγότερο βάρβαρη δικτατορία σε σχέση με το χιτλερισμό. Ο Ντούτσε μιχγνητίζει τα πλήθη με εκπληκτικό τρόπο. Κατ' αρχήν, είναι ένας δημοσιογράφος με γερή πένα, ένας επιτήδειος λιβελογράφος με γλαφυρό ύφος κι ένας έξοχος ρήτορας με εντυπωσιακά πυκνό λόγο και γραφικές εικόνες, ενίοτε κοινότυπες, οι οποίες όμως έχουν μεγάλη απήχηση στον κόσμο. Του αρέσει η επαφή με τις «ωκεάνειες δυνάμεις», τις οποίες επικαλείται, προσφωνώντας τις από τον εξώστη του ανακτόρου της Βενετίας, αφού αυτές μόνο μπορούν να αναμετρηθούν με την ισχύ του. Αυτή η τάση προς την επιδεικτικότητα -αθλητικές δραστηριότητες με τον ίδιο επικεφαλής των Τπουργών του, αλώνισμα του σιταριού με γυμνό κορμό- θα ενισχυθεί με το πέρασμα του χρόνου. Οι αγιογράφοι του επαίνεσαν τα πολλά ταλέντα του, την εγκυκλοπαιδική του μόρφωση, την πολυγλωσσία του. Ο Μουσολίνι γρατζουνάει το βιολί, αλλά η αισθητική του είναι περιορισμένη. Η καλλιέργεια του αυτοδίδακτου πνεύματός του είναι βεβιασμένη και επιφανειακή, καρπός ανομοιογενών αναγνωσμάτων. Ο ίδιος απαρίθμησε αυτάρεσκα τους ττνευματικούς του πατέρες: Μαρξ, Νίτσε, Παρέτο, ο Ζωρζ Σορέλ των Στοχασμών για τη βία. Όμως, τους γνωρίζει όλους από δεύτερο χέρι κυρίως και έχει συγκρατήσει από το έργο τους μόνο κάποιες σχηματικές και περιληπτικές ιδέες. Την εποχή της δικτατορίας θα πλάσει το θρύλο του αλάθητού του (Mussolini ha sempre ragione θα γράφουν οι προσόψεις και οι τοίχοι ολόκληρης της ιταλικής χερσονήσου), της μονολιθικής «γρανιτικής» δομής του
34
δόγματός του και της «σιδερένιας ορθότητας» της λογικής τοϋ. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Παρά το ύφος του υπεράνθρωπου, ο Μουσολίνι είναι ένας άνθρωπος ανήσυχος, δειλός, ακόμη και «άτολμος» θα πουν αρκετοί μάρτυρες που τον γνώρισαν καλά. Αναμένει και μεταθέτει τη στιγμή της δράσης, πράγμα που του επιτρέπει να αφήσει τον αντίπαλο να αποκαλυφθεί και να επιτρέψει στην κατάσταση να ωριμάσει. Δημαγωγός, διαπρέπει <JTlf)V αναδίπλωση της στάσης του ανάλογα με τις συγκυρίες και στην εκμετάλλευση των ευκαιριών που δημιουργήθηκαν από άλλους. Αυτή η αβεβαιότητα που εξυμνήθηκε ως μία πολιτική διαίσθηση με μαντική διάσταση 6α μετατραπεί, κατά τη διάρκεια των δύσκολων χρόνων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, σε πραγματική αβουλία. Το παράδοξο είναι ότι η προσωπικότητα του Ντούτσε -και ενώ προχωρεί βαθμιαία η σωματική φθορά που οφείλεται στην υπερκόπωση και στο έλκος στομάχου-, καθηλωμένη στην ακαμψία της απάθειάς της, θα συγκαλύψει την υποχώρηση της βούλησης για να δώσει απλώς το προβάδισμα σε αντανακλαστικά και νοητικούς μηχανισμούς που ο Μουσολίνι επιστρατεύει, όταν έρχεται αντιμέτωπος με γεγονότα που υπέστη και δεν ορίζει πλέον ο ίδιος. Γι' αυτό και αντιδρά συχνά «με αντιχρονισμό» απέναντι στην πραγματικότητα. Έτσι, ο φασισμός, κατ' εικόνα και ομοίωση του αρχηγού του, δεν αποτελεί παρά μία μακρά μετάλλαξη, μία σειρά προσαρμογών, όπως το μαρτυρά άλλωστε το δύσκολο ξεκίνημά του κόμματος του Μουσολίνι.
35
II. - Η γέννηση του φασισμού (1919-1921) 1. Η μεταπολεμική Ιταλία. - Η σύγκρουση προκάλεσε ισχυρούς κλονισμούς στις δομές ενός ενοποιημένου κράτους που δεν είχε καν συμπληρώσει πενήντα χρόνια ζωής. Ο πόλεμος, κατ' οφχήν, υπογράμμισε τη σοβαρότητα του κοινωνικού διαχωρισμού και της μη ολοκλήρωσης του έθνους. Ασφαλώς, η συμβίωση στα χαρακώματα «ζύμωσε» εκατομμύρια Ιταλών φέρνοντάς τους για πρώτη φορά πιο κοντά, χωρίς ωστόσο να εξαλείψει τις διαφορές ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο, ανάμεσα στις ιθύνουσες πλουτοκρατικές σφαίρες και το λαό. Η αφρόκρεμα της μορφωμένης νεολαίας που είχε εμποτισθεί από το ηθικό ιδεώδες του Risorgimento και από έναν ακόμη ρομαντικό εθνικισμό σφαγιάστηκε και οι επιζήσαντες ξαναβρίσκουν, μετά από αυτά τα χρόνια της έξαψης, την πεζή μονοτονία της καθημερινότητας. Ο κοινοβουλευτικός βίος ξαναπαίρνει την αλλοτινή του ρουτίνα με την επιστροφή των συμφιλιωμένων επεμβατιστών και ουδετεριστών πολιτικών γύρω από τον Τζιολίτι και τον Νίτι. Μπορεί ο πόλεμος να μην ανανέωσε το δυναμικό των ιθυνόντων, αλλά τροποποίησε τη βάση της κοινωνίας, όπως άλλωστε συνέβη και στις άλλες εμπόλεμες χώρες ίσως όμως πιο βαθιά. Η εθνικιστική μικροαστική τάξη που είχε αποτελέσει την κινητήρια δύναμη της ενότητας και γύρω από την οποία είχε συσπειρωθεί το έννομο κράτος από το 1871, πλήττεται ως προς την περιουσία της λόγω της υποτίμησης της λιρέτας και της κρίσης του αγροτικού κόσμου, από όπου αντλεί τα εισοδήματά της. Η Ιταλία, παρότι δεν υπέστη καταστροφές συγκρίσιμες με αυτές της Γαλλίας, φέρει βαριά τραύματα από τις μάχες: επί 5.758.277 επιστρατευθέντων -χωρικών σε ποσοστό 42%-, χάνει
36
670.000 νεκρούς και μετρά 950.000 τραυματίες, εκ των οποίων 220.000 είναι ανάπηροι. Το όλο στρατιωτικό εγχείρημα απαίτησε σκληρές στερήσεις και απορρόφησε το 34 με 54% του ετήσιου εθνικού εισοδήματος, ήτοι το διπλάσιο όλων των κρατικών πόρων από το 1861 έως το 1913! Παρά την αύξηση των cpôρων, το δημόσιο χρέος περνά από τα 15.218 εκατομμύρια λιρέττες το 1914 στα 50.554 εκατομμύρια το 1918. Λαμβανομένων υπ' όψη των δανείων που είχαν συναφθεί με την Αγγλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία, μπορεί κανείς να εκτιμήσει τον εθνικό δανεισμό σε περισσότερα από 60 δισεκατομμύρια. Το εθνικό νόμισμα παρουσιάζει κάμψη και η ισοτιμία με το δολάριο, το οποίο ανταλλασσόταν το 1914 με 5 χρυσές λιρέτες, αγγίζει τον Ιανουάριο του 1921 τις 29,78 λιρέτες. Ο πληθωρισμός επιφέρει τις συνηθισμένες του συνέπειες στις τιμές και στους μισθούς. Ο δείκτης τιμών του χονδρεμπορίου εκτινάσσεται από τις 100 μονάδες το 1913 σε 590,7 το 1920. Η παγκόσμια σύρραξη τροποποίησε τις σχέσεις άστεως και υπαίθρου, στις οποίες στηριζόταν επί αιώνες η ιταλική ζωή. Οι πολεμικές κατασκευές ενίσχυσαν τις μεγάλες βιομηχανίες του Βορρά και προκαλούν τη γέννηση στο Μιλάνο, στη Γένοβα και κυρίως στο Τορίνο ισχυρών εργατικών συγκεντρώσεων, στους κόλπους των οποίων είχε γίνει η σοσιαλιστική και ειρηνιστική προπαγάνδα, μάζες που από το 1917 είχαν στραμμένο το βλέμμα οτην Σοβιετική Ρωσία. Οι αποστρατευμένοι αγανακτούσαν με τους κερδοσκόπους του πολέμου, τους λεγόμενους «κοιρχαρίες» (pescicani), και έτειναν ευήκοον ους στις κριτικές και στις διεκδικήσεις των εθνικιστών και της άκρας Δεξιάς. Ο εκκολατττόμενος φασισμός θα προσεταιριστεί τους οπαδούς αυτών των δύο ρευμάτων, τους οποί-
37
ους θα επιχειρήσει να εκμεταλλευθεί προς όφελός του και να τους ενσωματώσει. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι πράγματι ένα «ταξικό φαινόμενο». Ό μ ω ς θα ήταν εσφαλμένο, εξαιτίας αυτής της διαπίστωσης, να καταλήξει κανείς σε μία υπερβολικά μηχανιστική και ντετερμινιστική ερμηνεία, όπως συνέβη συχνά με τους μαρξιστές ιστορικούς. Οι απαρχές του κινήματος που δημιουργήθηκε από τον Μουσολίνι, ήταν οδυνηρές και αβέβαιες και η τελική επιτυχία του φασισμού εξασφαλίσθηκε τελικά χάρη σε μία συγκυρία, όπου οι προσωπικές αδυναμίες και η τύχη διαδραμάτισαν έναν διόλου ευκαταφρόνητο ρόλο. 2. Η ίδρυση χαι οι απαρχές του κινήματος. - Οι παλαίμαχοι συνιστούσαν το πλέον διαπερατό περιβάλλον απέναντι στην έκκληση για την ανόρθωση του κράτους. Στις 7 Ιανουαρίου 1919, ο Μάριο Κάρλι ίδρυσε στο Μιλάνο την πρώτη ένωση των Arditi, που συγκέντρωνε τους στρατιώτες των παλαιών στρατευμάτων εφόδου, οι οποίοι εξακολουθούσαν να φορούν τη στολή τους και να αρθρώνουν τον λόγο του μετώπου. Απέναντι σε αυτούς τους πυρήνες που πολλαπλασιάζονται συνεχώς, η πολιτική σκακιέρα περιλαμβάνει επίσης δίπλα στους σοσιαλιστές ποικίλων δογμάτων, το Partito popolare itdiano, - τ ο Ιταλικό Λαϊκό Κόμμα του Ντον Λουίτζι Στούρτσο, που μεγαλώνει γρήγορα και προτείνει στους καθολικούς ένα φιλελεύθερο πρόγραμμα και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις-, καθώς και περισσότερο κατακερματισμένους συντηρητικούς και μετροπαθείς φιλελεύθερους σχηματισμούς που είχαν κυβερνήσει πριν το 1915. Ο Μουσολίνι, εντελώς ξεχασμένος, δεν είναι πλέον ο μαγνήτης που τραβούσε τα πλήθη της εποχής της επέμβασης. Στις 21 Μαρτίου 1919, μαζεύει στη λομβαρδική πρω-
38
τεύουσα μια χούφτα arditi και στις 23 Μαρτίου γεννιούνται επίσημα οι «Ιταλικοί Πυρήνες Μάχης» (Fasci italiani di combattimento). H ονομασία τους θυμίζει τους «Επαναστατικούς πυρήνες βράσης» των στρατευμένων επεμβατιστών και τον «Κοινοβουλευτικό Πυρήνα Εθνικής Άμυνας» που είχε σχηματιστεί την επομένη του Καπορέτο. Οι στόχοι του κινήματος παραμένουν συγκεχυμένοι. Οι «Ιταλικοί Πυρήνες Μάχης» προτάσσουν τις εθνικιστικές διεκδικήσεις στο Φιούμε και στην Δαλματία αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζονται ως αριστερός, δημοκρατικός και σοσιαλίζων πολιτικός σχηματισμός. Οι προσχωρήσαντες φορούν το στρατιωτικό φέσι και λαμβάνουν ως στολή μελανούς χιτώνες. Στις 23 Μαρτίου, ο Μουσολίνι γράφει τις παρακάτω χαρακτηριστικές αράδες: «Επιτρέπουμε στους εαυτούς μας την πολυτέλεια να είμαστε αριστοκράτες και δημοκράτες, συντηρητικοί και προοδευτικοί, αντιδραστικοί και επαναστατικοί, νομιμόφρονες ή μη νομιμόφρονες, ανάλογα με τις χρονικές, τοπικές και περιβαλλοντικές περιστάσεις». Η διεύρυνση των πυρήνων είναι περιορισμένη και η οργάνωση αριθμεί 170.000 μέλη στα τέλη του 1919. Έτσι, οι φασιστικοί πυρήνες θα χρειαστεί να επιβληθούν στους παραδοσιακούς πολιτικούς σχηματισμούς. Όντως, ο Μουσολίνι θα έρθει αντιμέτωπος με μία διπλή θετική συγκυρία. Η πρώτη είναι αυτή του ντ' Ανούντσιο. Πριν την εκδήλωση της εχθρότητας των Συμμάχων απέναντι στις αδριατικές αξιώσεις της Ιταλίας και την πίεση που ασκούν οι τελευταίοι για την εκκένωση της Αλβανίας, η οποία βρίσκεται υπό κατοχή από το 1917, ο Ντ' Ανούντσιο, που με τα κατορθώματά του στον πόλεμο έχει αναγορευθεί σε εθνικό ήρωα, αποφασίζει να προχωρήσει στη δράση. Τον Σεπτέμβριο του 1919, οργανώνει πορεία στο Φιούμε με 1.000 περίπου εθνικιστές
39
λεγεωνάριους και κάνει κατάληψη στην πόλη επί ένα χρόνο. Οι αρχές, ανήμπορες, και οι στρατιωτικοί, σε μεγάλο βαθμό συνυπεύθυνοι, τον αφήνουν ανενόχλητο. Το Φιουμε αποκτά ένα απολυταρχικό Σύνταγμα και η οικονομική ζωή οργανώνεται γύρω από τις συντεχνίες. Ο Comandcmte πολλαπλασιάζει τις ρητορικές εμφανίσεις του. Ο Μουσολίνι τον διαβεβαιώνει για την αλληλεγγύη και τη στήριξη του, αλλά κατά βάθος τον φθονεί. Ο Ντ' Ανούντσιο θα προσδώσει στον φασισμό το δικό του ύφος και το δικό του τελετουργικό (εξ ου και η περίφημη κραυγή των πολιτικών συγκεντρώσεων: Α ηοί! Eia! Eia! Alalà!). Μετά την αποχώρηση του Ορλάντο, θύματος τον Ιούνιο του 1919 του κλίματος δυσαρέσκειας που δημιουργήθηκε λόγω της συνθήκης ειρήνης, η κυβέρνηση Νίτι (Ιούνιος 1919-Ιούνιος 1920) προκηρύσσει γενικές εκλογές με καθολική ψηφοφορία και αναλογική εκπροσώπηση. Αυτή η εκλογική αναμέτρηση σημαδεύεται από την επιτυχία των δύο μεγάλων φιλελεύθερων σχηματισμών (επί 508 εδρών, οι Ενωτικοί Σοσιαλιστές κερδίζουν 156 και οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλιστές 21· οι Λαϊκοί εξασφαλίζουν 100, έναντι 61 των Ριζοσπαστών, 9 των Δημοκρατικών, 25 των Φιλελεύθερων και 91 των μετριοπαθών Τζιολιτικών). Το πιο ξεκάθαρο γεγονός ήταν η αποτυχία των φασιστών, οι οποίοι είχαν εμφανίσει ένα μόνο ψηφοδέλτιο στο Μιλάνο και που, δίχως κανέναν εκλεγμένο υποψήφιο, συνετρίβησαν από τους Σοσιαλιστές (170.000 ψήφοι έναντι 4.795). Ωστόσο, το συνολικό αποτέλεσμα έκρυβε ανησυχητικές αδυναμίες: το ποσοστό αποχής που άγγιζε σχεδόν το 50% αποδείκνυε την αδιαφορία της πλειονότητας των πολιτών. Οι Σοσιαλιστές, διχασμένοι απέναντι στο πρόβλημα της Σοβιετικής Ρωσίας, το
40
φθινόπωρο βλέπουν την αριστερή τους τττέρυγα να αποσχίζεται και τον Ιανουάριο του 1921 να γεννιέται το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Από την πλευρά τους, οι Λαϊκοί δεν συσπείρωσαν όλους τους καθολικούς, οι οποίοι είχαν θορυβηθεί από το κοινωνικό πρόγραμμα του Ντον Στούρτσο, ενώ οι έντονες προσωπικές αντιπάθειες, όπως αυτή μεταξύ των Τζιολίτι και Νίτι, καθιστούσαν εύθραυστο το σχηματισμό και την επιβίωση κυβερνήσεων συνασπισμού. Ο Φραντσέσκο Σαβέριο Νίτι (1868-1953), ριζοσπάστης πολιτικός με περιορισμένη τάση, λόγω ιδιοσυγκρασίας, προς τα αυταρχικά μέτρα θέλησε να εφαρμόσει μία ορθολογική τακτική προσέγγισης των Συμμάχων και διευθέτησης της αντιπαλότητας που είχε αφήσει πίσω του ο πόλεμος ως παρακαταθήκη. Πράγματι, παρά τις πολλές δυσχέρειες, η κατάσταση της χώρας δεν ήταν απελπιστική. Ο Νίτι και ο διάδοχός του, ο Τζιολίτι (Ιούνιος 1920-1921) αρχίζουν την επιχείρηση ανάκαμψης. Ο Τζιολίτι δρέπει τους καρπούς των προσπαθειών του Νίτι, τον οποίο οι εθνικιστές είχαν αμαυρώσει με το επίθετο «μειοδότης» και με το υβριστικό προσωνύμιο Cagota (όνομα ενός λαϊκού γελωτοποιού από την Τεργέστη). Το Σετττέμβριο του 1920 εκκενώνεται η Αλβανία. Το Φιούμε, αποκλεισμένο από θαλάσσης, περικυκλώνεται από το βασιλικό στρατό. Τον Δεκέμβριο ο Ντ' Ανούντσιο υποκύτττει και αποσύρεται αναίμακτα. Εφεξής η πολιτική του σταδιοδρομία είναι τελειωμένη. Η κληρονομιά του θα περάσει στον φασισμό που θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τη δημοτικότητά του στις δύσκολες στιγμές της κατάκτησης της εξουσίας αλλά που, στη συνέχεια, θα τον βάλει επιμελώς στην άκρη, φροντίζοντας ωστόσο να του χαρίσει πολλές τιμές.
41
ο modus vivendi που είχε επιτευχθεί στην Αδριατική, εκτονώνει την έ\ηαστι στη διεθνή σκηνή'. Το καλοκαίρι του 1920, η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν άλλο κίνδυνο, τον οποίο κατορθώνει επίσης να αποσοβήσει: την εργατική και αγροτική αναταραχή. Η βραδύτητα της αποστράτευσης και οι απώλειες του πολέμου είχαν εξομαλύνει μερικώς το πρόβλημα της απασχόλησης και της μετατροπής των βιομηχανιών στρατιωτικού εξοπλισμού. Όμως, οι εργαζόμενοι προσδοκούσαν ότι η ειρήνη θα έφερνε καλύτερες συνθήκες ζωής και λύση των κοινωνικών ζητημάτων, τα οποία ήταν παραμείνει σε εκκρεμότητα λόγω της προτεραιότητας της πολιτικής ενότητας του βασιλείου. Από τον Ιούλιο του 1919, με τη σιωπηρή συγκατάθεση των αρχών, οι χωρικοί καταλαμβάνουν μεγάλο αριθμό λατιφουντίων και ανατττύσσουν αγροτικούς συνεταιρισμούς εκμετάλλευσης και κατανάλωσης. Από πλευρά τους, οι εργάτες, οργανωμένοι υπό την ισχυρή Γενική Συνομοσπονδία τους που ιδρύεται το 1919, απαιτούν μισθολογικές αυξήσεις και εξαπολύουν κύματα απεργιακών κινητοποιήσεων. Με την υποκίνηση των «μαξιμαλιστών» καταλαμβάνουν τα εργοστάσια και επιδιώκουν να αναλάβουν την άμεση διαχείριση. Ο Τζιολίτι. πιστός στη στρατηγική του, αφήνει το κίνημα να διευρυνθεί. Αυτό κορυφώνεται, μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 1920, και παραλύει την παραγωγή. Όμως, η άκρα Αριστερά, παρασυρμένη από δημαγωγικό βερμπαλισμό, δεν έχει σα-
1. Το ζήτημα του Φιούμε διευθετείται απευθείας μεταξύ της Ρώμης και του Βελιγραδίου. Στις 12 Νοεμβρίου 1920, η Συνθήκη του Ράπαλο καθορίζει τα ιταλογιουγκοσλαβικά σύνορα και ανακηρύσσει το Φιούμε ελεύθερη πόλη υπό διεθνές καθεστώς. Τον Ιανουάριο του 1924, η πόλη παραχωρείται στην Ιταλία μέσω νέας συνθήκης. 42
φές πρόγραμμα. Η ήττα των Σοβιετικών στην Πολωνία γκρεμίζει την ελπίδα της γενίκευσης της ρωσικής επανάστασης. Η σοβαρή οικονομική ύφεση που θα διαρκέσει έως το 1922, θα φέρει ανεργία. Η κοινωνική αναταραχή εμφανίζει δείγματα κόπωσης και φθοράς και στο τέλος κατευνάζεται. Το φθινόπωρο του 1920. η «μπολσεβικίζουσα φάση» έχει λήξει. Αλλά ο φόβος του κόκκινου φαντάσματος στοιχειώνει τους βιομηχάνους και τους γαιοκτήμονες. Αρχίζουν να χρηματοδοτούν το φασιστικό κίνημα που βλέπουν ως προστάτη κατά της κομμουνιστικής ανατροπής. Έκτοτε επικρατεί κατάσταση μόνιμης αταξίας και ανασφάλειας. Ο φασισμός, ο οποίος μέχρι τότε ήταν ένα περιορισμένο αστικό φαινόμενο, επεκτείνεται στην ύπαιθρο της πεδιάδας του Πάδου και της Τοσκάνης, όπου οι αποστολές τιμωρητικής φύσεως διαδέχονται η μία την άλλη. Πρόκειται περί γεγονότων που τις λεπτομέρειές τους δεν τις γνωρίζουμε ακόμη καλά, αφού στη συνέχεια το καθεστώς θα φροντίσει να καλύψει με ένα πέπλο «διακριτικότητας» αυτή τη διόλου ένδοξη στιγμή της ιστορίας του, όπου τα επεισόδια εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου και τα περιστατικά προσωπικών εκδικήσεων εμπλέκονται με την αντίδραση κατά των φιλελεύθερων στοιχείων. Ομάδες (squadre) φασιστών, ένα ετερόκλητο συνονθύλευμα παλαιών πολεμιστών, ανέργων, φοιτητών, πρωτευουσιάνων και μπουρζουάδων, ιδεαλιστών και εγκληματιών επιτίθενται και ρημάζουν υπό την καθοδήγηση των τοπικών τους αρχηγών, των ras, τις έδρες των νομαρχιών, των συνδικάτων και των εργατικών επιμελητηρίων που ελέγχονται από τους Σοσιαλιστές και τους Καθολικούς ροροΐαή. Ο «σκουαντρισμός», επωφελούμενος της -συχνά συνένοχης- αδράνειας των αρχών, συντηρεί ένα κλίμα εκφοβισμού ακόμη και τρόμου, όπως συ-
43
νέβη στις αιματοβαμμένες ημέρες της Μπαλόνια στις 21 Νοεμβρίου και της Φεράρα στις 10 Δεκεμβρίου 1920. Όσοι αντιτίθενται, ξυλοκοπούνται βάναυσα με ρόπαλα imanganello) ή υποχρεώνονται να καταπιούν ρετσινόλαδο. Η εγκατάλειψη των ηθικών αξιών είναι εφεξής τίτλος τιμής, από την οποία θα σημαδευτεί βαθιά η φασιστική νοοτροπία. Ενώ φαινόταν ότι η οικονομική και δημοσιονομική ισορροπία αποκαθίσταντο, η κοινοβουλευτική δημοκρατία εισερχόταν και πάλι σε περίοδο κρίσης. Για να παταχθεί η φοροδιαφυγή και να αυξηθούν έτσι τα έσοδα, ο Τζιολίτι θεσπίζει την ονομαστικότητα των χρημοΓΓίστηριακών μετοχών, πράγμα που αφαιρεί από το Βατικανό τη δυνατότητα να τις αποκτήσει. Η κυβέρνηση χάνει την υποστήριξη των Λαϊκών Καθολικών. Τότε, διαλύεται η Βουλή, αλλά στις εκλογές της Ιδ*"^ Μαΐου 1921 σημειώνεται πτώση του αριθμού των εδρών του φιλελεύθερου χώρου (145 Σοσιαλιστές, Ενωτικοί και Κομμουνιστές έναντι 156 και 25 Ρεφορμιστές· 106 Λαϊκοί έναντι 101- 158 Φιλελεύθεροι Δημοκράτες και 32 Φασίστες μεταξύ των οποίων ο Μουσολίνι). Ο Τζιολίτι δεν μπόρεσε να παραμείνει στην εξουσία και έδωσε τη σκυτάλη στον Ιβανόε Μπονόμι (Ιούλιος 1921 - Φεβρουάριος 1922) και στον Λουίτζι Φάκτα (Φεβρουάριος - Ιούλιος 1922), μία προσωπικότητα ελάσσονος σημασίας, στη σκιά της οποίας ο παλαιός αρχηγός ήλπιζε να διατηρήσει τον έλεγχο των ηνίων. Μετά τη νέα κρίση και ένα μήνα διακυβέρνησης άνευ Πρωθυπουργού, γεγονός που καταρράκωσε το γόητρο του Κοινοβουλίου απέναντι στην κοινή γνώμη, ο Φάκτα επανέκαμψε στις 10 Αυγούστου 1922. Αυτή η αδυναμία διακυβέρνησης αποθράσυνε τον Μουσολίνι, ο οποίος σκεφτόταν πλέον να σφετεριστεί την εξουσία. Στο Συνέδριο της Ρώμης
44
(7-11 Νοεμβρίου 1921), το κίνημα μετασχηματίστηκε σε πολιτικό κόμμα, ενώ παράλληλα οργάνωνε το δικό του συνδικάτο, την «Εργατική Ένωση», υπό τη διεύθυνση του Ίταλο Μπάλμπο (1896-1940) και του Ντίνο Γκράντι (γεν. 1895). Ένα αντανακλαστικό άμυνας, κόπωσης ή αποστροφής προκαλούσε κοσμοσυρροή στο κόμμα, το οποίο αριθμούσε ήδη 310.000 μέλη στα τέλη του 1921 και θα αποκτούσε 720.000 την προσεχή άνοιξη. Η εξασθένιση των Σοσιαλιστών απέτρεψε τον κίνδυνο της δημοκρατικής αντίστασης στη φασιστική απόπειρα. Η παρακμή αυτή είχε γίνει αντιληπτή κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής κρίσης του 1922. Οι Σοσιαλιστές οργάνωσαν, την Ι^ Αυγούστου, γενική απεργία διαμαρτυρίας. Οι φασίστες, καταφεύγοντας στη συνδρομή του κύρους του Ντ' Ανούντσιο, κατόρθωσαν να τη σπάσουν δια της βίας. Κατέλαβαν τις σοσιαλιστικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις στην Ανκόνα, στο Λιβόρνο, στη Γένοβα και στο Μιλάνο, από όπου εκδίωξαν το Δημοτικό Συμβούλιο προκαλώντας σκηνές πρωτοφανούς έντασης για τα ιταλικά δεδομένα. Η χλιαρή αντίδραση των αρχών και της κοινής γνώμης φάνηκε να τους εγγυάται την ατιμωρησία. III. - Η κατάκτηση της εξουσίας και η εδραίωση του καθεστώτος (Οκτώβριος 1922 - Δεκέμβριος 1925) Η «πορεία προς τη Ρώμη», μία ιδέα που είχε προταθεί για πρώτη φορά από τον ντ' Αννούντσιο, αποτέλεσε το αποφασιστικό επεισόδιο για την κατάκτηση της εξουσίας. Η πορεία αυτή, που εξυμνήθηκε από τον επίσημο φασισμό κατά τη διάρκεια του ventennio ως ηρωική πράξη, εμπεριέχει υπό το φως της
45
ιστορίας πολύ λιγότερο λαμπρές όψεις και στέφεται από επιτυχία όχι τόσο λόγω της ισχύος του Μουσολίνι, όσο από την συνθηκολόγηση της φιλελεύθερης Ιταλίας των προεστών. Η επιχείρηση προετοιμάστηκε σχολαστικά. Ο Ντούτσε («ο Οδηγός»), όπως θα ονομαζόταν στο εξής σύμφωνα με τον όρο που είχε προτείνει πρώτος ο Κοριντόνι, είχε πολλαπλασιάσει τις επαφές με τους πολιτικούς, παρουσιάζοντας ένα πρόσωπο που ενέττνεε σιγουριά. Οι μελανοχίτωνες, καλά εξοπλισμένοι λόγω των υφαρπαγών από τις κρατικές αποθήκες και τα στρατόπεδα και με την ανοχή των αρχών, είχαν οργανωθεί σε λεγεώνες σε όλες τις επαρχίες υπό τους «ιεράρχες» τους. Το θησαυροφυλάκιο του πολέμου είχε εμπλουτισθεί με νέες εισφορές από μεγάλους βιομήχανους και γαιοκτήμονες. Ο Τζιολίτι, που ενέπνεε τον Φάκτα, δεν πίστευε στο φασιστικό κίνδυνο· άλλοι κύκλοι προχωρούσαν πέρα από αυτήν την λίγο-πολύ καλοπροαίρετη ουδετερότητα και συμφωνούσαν με την ανανέωση του πολιτικού συστήματος προς μία απολυταρχική κατεύθυνση. Αυτή ακριβώς ήταν η περίτττωση κάποιων συντηρητικών που είχαν απομακρυνθεί από το πολιτικό γίγνεσθαι όπως ο Σαλάντρα, αλλά και των αντικοινοβουλευτικών στρατιωτικών αρχηγών όπως ο Καντόρνα και ίσως ο Ντίατς. Αν και οι αξιωματικοί ήταν στο σύνολό τους αφοσιωμένοι στη δυναστεία, η Αυλή και ειδικότερα η βασίλισσα Μαργαρίτα (18511926), χήρα του Ουμβερτου Α', εκδήλωνε ανοικτά τη συμπάθεια της προς τον φασισμό. Το ίδιο συνέβαινε και με τον δούκα Εμμανουήλ-Φιλιβέρτο της Αόστα (1869-1931), εξάδελφο του βασιλιά και πρώην διοικητή της Γ Στρατιάς. Ο δούκας θα είχε παραγκωνίσει ευχαρίστως τον Βίκτορα-Εμμανουήλ Γ και τον Νίτι και βεβαιώνει στα Απομνήμονεύματά του ότι, από
46
τις αρχές του 1921, αιηός ο συγγενής εξ αίματος του βασιλιά κατέστρωνε σχέδια πραξικοπήματος και είχε επαφές με τους φασίστες. Την παραμονή της πορείας προς την Ρώμη, θα βρεθεί άνευ υπηρεσιακής εντολής στο αρχηγείο των μελανοχιτώνων έτοιμο να αναλάβει δράση, σε περίτττωση αντίστασης του ηγεμόνα. Ο βασιλιάς ήταν ενήμερος για την όλη κατάσταση, γεγονός που επιδρούσε αρνητικά στη συμπεριφορά του. Ακόμη και σε αυτό το σημείο, ο προσωπικός παράγοντας θα παίξει θεμελιώδη ρόλο. Ο μονάρχης ήταν ένας μυστικοπαθής, λιγομίλητος και ψυχρός άνθρωπος, που είχε ανατραφεί με την αυστηρότητα των αγγλικών αρχών. Λάτρης της ίδιας του της εξουσίας, την οποία ασκούσε επιμένοντας και στην παραμικρή λετττομέρεια, στερούνταν της πνευματικής εμβέλειας και της φυσικής παρουσίας που θα του είχαν ενδεχομένως επιτρέψει να επιβληθεί. Καθώς δεν συμπαθούσε σχεδόν καθόλου το Κοινοβούλιο και τις μεθόδους του, φοβόταν τους Σοσιαλιστές, έτρεφε αντικληρικά αισθήματα και δυσπιστούσε απέναντι στους Λαϊκούς λόγω οικογενειακής παράδοσης κληροδοτημένης από το Risorgimento, η «λύση Μουσολίνι» τού φαινόταν κάτι καινούργιο και ίσως ευεργετικό. Ενδόμυχα, δεν θα συμπαθήσει ποτέ τον Ντούτσε, τον οποίο θα περιφρονήσει, αλλά, λόγω άρνησης να αναλάβει τις ευθύνες του ή λόγω φόβου για το χειρότερο, θα εγκρίνει την πραξικοπηματική ενέργεια του Μουσολίνι. Αυτό το γεγονός θα αποτελέσει τον πρώτο κρίκο μιας μακριάς αλυσίδας υποχωρήσεων του βασιλιά στη θέλησή του Ντούτσε. Οι φασίστες διοργάνωσαν παρελάσεις των δυνάμεων τους στη Νάπολη, στις 24 Οκτωβρίου και η δράση άρχισε το βροχερό και κρύο πρωινό της 27'κ. Ο Μουσολίνι δίσταζε έως την τελευταία στιγμή να δώσει το σύνθημα κι έτσι ο Ίταλο Μπάλμπο
47
θα διεκδικεί πάντα, κατ' ιδίαν, την πατρότητα της όλης επιχείρησης, δηλώνοντας ότι είχε πιέσει τον αβέβαιο και άτολμο Μπενίτο να κάνει το αποφασιστικό βήμα. Ο Μουσολίνι έμεινε στο Μιλάνο περιμένοντας τα νέα για τις εξελίξεις, ενώ οι μελανοχίτωνες συναθροίζονταν στις νομαρχίες και μετά συγκεντρώνονταν στην Μπεβάνια κοντά στην Περούτζια για να βαδίσουν προς την πρωτεύουσα. Την επιχείρηση διηύθυνε η ακόλουθη τετρανδρία iquadrumvirs): ο Μπάλμπο, ο στρατηγός Εμίλιο ντε Μπόνο (1886-1944)· ο Μικέλε Μπιάνκι (1883-1930) και ο Τσέζαρε Μαρία ντε Βέκι. Πρώτα αφίχθησαν τα αποσπάσματα που είχαν αναχωρήσει από τα περίχωρα της Ρώμης, με τα οποία ενώθηκαν οι εθνικιστές που ενισχύθηκαν στη συνέχεια από τους καταμουσκεμένους και λιμοκτονούντες μελανοχίτωνες της επαρχίας. Συνολικά ανέρχονταν σε 26.000 άνδρες, ελάχιστα απειλητικούς και πενιχρά οπλισμένους, οι οποίοι θα γίνουν 40.000 τις επόμενες ημέρες. Η κυβέρνηση, που δεν είχε λάβει καμία ειδική προφύλαξη, είχε να παρατάξει εναντίον τους μόνον 12.000 στρατιώτες, οι οποίοι όμως θα ήταν υπεραρκετοί για να διαρραγεί το μέτωπο της πορείας. Ο Φάκτα, ελάχιστα πεπεισμένος κατά βάθος ότι έπρεπε να δράσει και τελών ήδη υπό παραίτηση, παρουσιάστηκε στον βασιλιά, ο οποίος αρνήθηκε να δώσει εντολή να παραχωρηθεί στράτευμα και να υπογράψει το ήδη συνταχθέν διάταγμα μέσω του οποίου επιβαλλόταν ο στρατιωτικός νόμος. Σκέφτηκαν να ανακόψουν μιάς και δια παντός την ορμή του κινήματος ζητώντας από τον Μουσολίνι να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο αρχηγός των φασιστών κλήθηκε στο παλάτι με τηλεγράφημα και έφθασε στο σταθμό το πρωί της 30'^ Οκτωβρίου σαν κοινός επιβάτης έχοντας ταξιδέψει σε κλινάμαξα και φορώντας πολιτικά. Από την επομένη της αφί-
48
ξεώς του κιόλας, πέτυχε την έγκριση του καταλόγου των Υπουργών του, τον οποίο είχε καταρτίσει πλήρως εκ των προτέρων. Μολονότι ο Μουσολίνι είχε σημαδευτεί από το αντιδραστικό παρελθόν του και στερούνταν όχι μόνο βαθιάς πολιτικής κουλτούρας και κυβερνητικής πείρας αλλά και κοινοβουλευτικής εξοικείωσης, εκμεταλλεύτηκε επιτήδεια τη νίκη του και απέφυγε να θορυβήσει την κοινή γνώμη, υφαρπάζοντας αμέσως όλους τους κατευθυντήριους μοχλούς. Έδωσε χαρτοφυλάκια σε δημοφιλείς στρατιωτικούς αρχηγούς (Ντίατς και ναύαρχος Ταόν ντι Ρεβέλ) επιτρέποντας παράλληλα τη συμμετοχή μετριοπαθών Φιλελεύθερων, Συντηρητικών και Λαϊκών Καθολικών και αποκλείοντας μόνον τους Σοσιαλιστές. Ο ίδιος ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών και προσωρινά το Υπουργείο Εξωτερικών. Οι φασίστες, που είχαν πάρει μόνο άλλα δύο σημαντικά Υπουργεία (Δικαιοσύνης και Οικονομικών), υποβαθμίζονταν στις Γενικές Γραμματείες. Στους κοινοβουλευτικούς κύκλους, στο στρατό και στη διοίκηση, οι συνασπισμοί πολλαπλασιάστηκαν, ενώ η θεαματική παραίτηση του κόμη Κάρλο Σφόρτσα (1872-1952) δεν κατόρθωσε να καταστεί σημαντικό αντίβαρο στην πολιτική ζυγαριά. Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών και Πρέσβης στο Παρίσι θα συνεχίσει την αντιπολιτευτική τακτική του και θα παραμείνει εξόριστος μέχρι την πτώση του φασισμού. Ακόμη σοβαρότερη υπήρξε η προσχώρηση στο Φασιστικό Κόμμα διαπρεπών προσωπικοτήτων που προσέφεραν τη δική τους προσωπική υποστήριξη. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει και ο Μπενεντέτο Κρότσε που ήταν ευάλωτος στο δυναμισμό του φασισμού, ένα κόμμα που έμοιαζε σαν μία ανανεωτική ζύμωση για την ιταλική κοινωνία. Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσεται κυρίως ο Τζιολίττι που υπερηφανευόταν
49
- κ α ι το είχε καταφέρει συχνά στο παρελθόν- ότι είχε απορροφήσει και ξαναφέρει στον παραδοσιακό δρόμο αυτή την ετερόκλητη δύναμη. Ο Μουσολίνι, που είχε προσπαθήσει να καθησυχάσει τις ξένες δυνάμεις με ήπιες δηλώσεις θα εφαρμόσει, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, τη συνταγή «του καρότου και του μαστιγίου», εναλλάσσοντας την ευμένεια με την απειλή. Η Γερουσία όπου εκπροσωπούνταν κυρίως οι συντηρητικοί κύκλοι, επιπλήχθηκε αυστηρά και κατόπιν παρέμεινε δέσμια της αυταπάτης της εξομάλυνσης της κατάστασης. Όσο για την Βουλή, από την έναρξη της συνεδρίασης της, στις 16 Νοεμβρίου 1922, εκφοβίστηκε με την «ομιλία του καταυλισμού» («Θα μπορούσα να κάνω καταυλισμό για τα αποσπάσματά μου αυτή την άψυχη και γκρίζα αίθουσα»), η οποία με 306 ψήφους έναντι 429 και 7 αποχές παραχώρησε στον Ντούτσε πλήρεις εξουσίες για δώδεκα μήνες. Όμως, για να εξασφαλιστεί η μονιμότητα αυτής της επιτυχίας, έπρεπε να ελεγχθεί ο κρατικός μηχανισμός. Αυτό ακριβώς ήταν το αντικείμενο των κλιμακούμενων μέτρων «φασιστοποίησης» που το καθεστώς θα συνεχίζει να λαμβάνει έως το 1928. Αν και τα μέτρα αυτά διατήρησαν το εξωτερικό περίβλημα του Συντάγματος, σιγά σιγά θα του αφαιρέσουν την ουσία του. Νέοι οργανισμοί, που έρχονταν σε αντιπαράθεση με τους παραδοσιακούς θεσμούς, θα τους παραλύσουν προοδευτικά αποσκοπώντας στην κατάργηση τους. Ενώ μαινόταν η εντατική καμπάνια της δηλητηρίασης της κοινής γνώμης με βάση την εθνικιστική ρητορική, τον Ιούνιο του 1923 έπαιρναν σάρκα και οστά η φασιστική πολιτοφυλακή, στρατιωτικός σχηματισμός υπεράσπισης του καθεστώτος που απαρτιζόταν από arditi και σχουαντριστές, και
50
το Μέγα Συμβούλιο του Φασισμού που συγκέντρωνε τους ιθύνοντες νόες του κινήματος και προοριζόταν να χρησιμεύει ως σύνδεσμος μεταξύ του Κόμματος και της κυβέρνησης. Το Μάρτιο, ο φασισμός συγχωνεύθηκε με ποικίλα εθνικιστικά μορφώματα και ο δεξιός προσανατολισμός του έγινε σαφέστερος. Ο Μουσολίνι επιχείρησε να διαμελίσει την αντιπολίτευση χρησιμοποιώντας βία και πανουργία. Κατ' αρχήν επήλθε ρήξη με τους Λαϊκούς Καθολικούς που εκδιώχθηκαν από το υπουργείο τον Απρίλιο του 1923. Ο π ά π α ς Πίος ΙΑ' (Ακίλε Ράτι, 1857-1939) που είχε εκλεγεί στις 6 Φεβρουαρίου 1922, ήταν άνθρωπος της γνώσης, αλλά λόγω της παιδείας και της ιδιοσυγκρασίας του δεν ευνοούσε ιδιαίτερα το άνοιγμα προς το φιλελεύθερο και κοινωνικό καθολικισμό. Δεν παρέσχε πλήρη υποστήριξη στον Ντον Στούρτσο και έδειξε αντιθέτως την προτίμηση του στο φασισμό. Ο Ντούτσε προσπάθησε να συμφιλιωθεί με το Βατικανό, αρνούμενος να επιδείξει τον αλλοτινό, υπέρμετρο αντικληρικαλισμό του, αποπέμποντας τους μασόνους από την παράταξη - ο Τεκτονισμός αυτός καθεαυτός απαγορεύθηκε το Νοέμβριο του 1925- και παρέχοντοις τη συνδρομή του κράτους στη στήριξη της Banco di Rama, της οποίας οι οικονομικοί δεσμοί με την Αγία Έ δ ρ α ήταν γνωστοί. Εν όψει των εκλογών του 1924, η κυβέρνηση επεδίωξε - κ α ι πέτυχε με δυσκολία- την ψήφιση από τη Βουλή (178 ψήφοι έναντι 157) ενός νέου εκλογικού νόμου που έφερε το όνομα του εμπνευστή του βαρόνου Τζιάκομο Ατσέρμπο, ενός εκ των «ιεραρχών» του φασισμού. Ο νόμος αυτός παραχωρούσε τα δύο τρίτα των εδρών στο ψηφοδέλτιο που θα εξασφάλιζε τη σχετική πλειοψηφία του 25% των ψήφων. Η Confindustria, το γενικό επιτελείο της βαριάς βιομηχανίας, διέθεσε 25 εκατομμύρια χρυσές λιρέτες για να χρηματοδοτήσει
51
την εκστρατεία, η οποία διεξήχθη σε κλίμα υλικού και ηθικού καταναγκασμού και σκουαντριστικών βιαιοτήτων κατά των δημοκρατικών ηγετών (Νίτι, Αμέντολα). Για το λόγο αυτό, οργανώθηκαν παράνομες ομάδες «κομάντο» από τραμπούκους που βαφτίστηκαν από την αντιπολίτευση φασιστική Τσέχα. Στις 6 Απριλίου 1924, η φασιστική λίστα, που είχε κοσμηθεί από τους αντιπάλους της με το διόλου κολακευτικό υποκοριστικό listone, εξασφάλιζε 4.305.936 ψήφους και αποσπούσε 356 έδρες. Οι «παράλληλες λίστες» των φασιστών και των εθνικιστών εξασφάλιζαν άλλες 19, δηλαδή ο Μουσολίνι συγκέντρωνε συνολικά το 64,9% των ψήφων. Οι ΡσροΙαή είχαν 39 βουλευτές, οι σοσιαλιστές διαφόρων τάσεων 46 και οι κομμουνιστές 19. Οι Φιλελεύθεροι, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Τζιολίτι, κέρδιζαν 15 έδρες· οι Σοσιαλδημοκράτες 10, οι Δημοκρατικοί 7 και οι άλλοι φιλελεύθεροι σχηματισμοί 11. Αν και κατακερματισμένη, η αντιπολίτευση ήταν ακόμη ισχυρή. Το σημαντικότερο ήταν ότι ο φασισμός θριάμβευε στην Ιταλία του Κέντρου και του Νότου, (χλλά αποτελούσε μειοψηφία στις βόρειες περιοχές, στο πλέον εξελιγμένο οικονομικό τμήμα της χώρας. Οι πολέμιοι του Μουσολίνι εξέφρασαν την αντίθεση τους σθεναρά στη Βουλή, συσπειρωμένοι γύρω από ορισμένους ηγέτες, όπως ο μετριοπαθής σοσιαλιστής Τζιάκομο Ματεότι. Στις 10 Ιουνίου, απήχθη και, δύο μήνες αργότερα, το ιττώμα του βρέθηκε στα περίχωρα της Ρώμης. Η υπόθεση είχε οργανωθεί από τους υπαρχηγούς του Ντούτσε με τη συναίνεση του και φαίνεται ότι οι σικάριοί του, οι οποίοι βασάνισαν τον Ματεότι, τον εκτέλεσαν, επειδή φοβήθηκαν την αντίσταση του. Παρά τις υπόνοιες σε βάρος της, η κυβέρνηση αρνιόταν την ύπαρξη οιασδήποτε συνεργασίας με τους δολοφόνους. Όμως,
52
σιγά σιγά, η (τυμπαιγνία τους ήρθε στο φως, γεγονός που προκάλεσε σε όλη τη χώρα μεγάλο ηθικό σοκ και τεράστια αγανάκτηση. Πολλοί φιλελεύθεροι - έ ν α ς εκ των οποίων ήταν ο Κρότσε— που μέχρι τότε είχαν «συμπορευθεί» με το φασισμό, τον επέκριναν δριμύτατα και μεταπήδησαν στην αντιπολίτευση. Η υπόθεση Ματεότι μπορούσε να είχε αποτελέσει καίριο πλήγμα κατά της εκκολατττόμενης δικτατορίας. Αντιθέτως, υπήρξε η τελευταία χαμένη ευκαιρία διάσωσης του φιλελεύθερου κράτους. Η αντιπολίτευση διασπάστηκε και η παρουσία της κατέστη ασαφής. Στις 10 Ιουλίου, μετά από πιέσεις του Βατικανού, ο Ντον Στούρτσο παραιτήθηκε από τη θέση του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος. Ή δ η στις 27 Ιουνίου, 127 βουλευτές, εξαιρουμένων των κομμουνιστών, είχαν εγκαταλείψει τη Βουλή σε ένδειξη διαμαρτυρίας και «αποσύρονταν στο Αβεντίνο», ενώ ο βασιλιάς αρνιόταν να λάβει γνώση των τεκμηρίων που αποδείκνυαν τη συνέργεια του Μουσολίνι στο κακούργημα που είχε διαπραχθεί κατά του Ματεότι. Αυτή η κοινοβουλευτική απόσχιση ήταν μία από τις πλέον αδέξιες τακτικές που ακολουθήθηκαν, αφού στέρησε από την αντιπολίτευση ένα νόμιμο βήμα και άφησε το πεδίο ελεύθερο στο φασισμό. Ο τελευταίος, όταν είχε πια παρέλθει η επικίνδυνη περίοδος, βιάστηκε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση. Στις 3 Ιανουαρίου 1925, ο Ντούτσε ανέλαβε ανοικτά, ενώπιον των βουλευτών, την ευθύνη του εγκλήματος και, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ενίσχυσε την εξουσία του με σειρά μέτρων που σηματοδότησαν την ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση από τις συνταγματικές νόρμες. Έγιναν εκκαθαρίσεις στις διοικήσεις, η ελευθεροτυπία πρακτικά καταργήθηκε, ενώ ένα πρώτο κύμα μετανάστευσης απομάκρυνε από την πολιτική σκηνή τους
53
σημαντικότερους αντιπάλους του Μουσολίνι (Αμέντολα, Νίτι, Ντον Στούρτσο, Κώρλο Σφόρτσα, Γκαετάνο Σαλβέμινι). Στις 24 Δεκεμβρίου 1925, ο Μουσολίνι, ήδη Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου από τις 30 Οκτωβρίου 1922, διοριζόταν αρχηγός της κυβέρνησης συγκεντρώνοντας αυξημένες και πιο αυταρχικές εξουσίες στο πρόσωπό του. Η δικτατορία είχε εδραιωθεί οριστικά.
54
Κεφάλαιο 3
ΤΟ ΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ 01 ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ (1925-1936)
Μεταξύ του θριάμβου και της πτώσης του φασισμού, το ventennio 1925-1945 θέτει στον ιστορικό πρόβλημα περιοδοποίησης. Σε αντίθεση με τα φιλελεύθερα καθεστώτα που ρυθμίζονται από σταθερούς θεσμούς και όπου οι ποικίλοι πολιτικοί σχηματισμοί εναλλάσσονται στην εξουσία, η μουσολινική δικτατορία είναι - τ ο υπογραμμίσαμε- μία συνεχής δημιουργία και ένας διαρκής αυτοσχεδιασμός. Μετασχηματίζεται γύρω από τον άξονα της αυξανόμενης επιρροής του κόμματος στην εθνική ζωή και της προσωποπαγούς εξουσίας, η οποία γίνεται ολοένα και πιο εμφανής. Παρασυρμένος από εξουσιαστική μέθη, ο Ντούτσε τροποποιεί ανάλογα με τη θέλησή του την ιθύνουσα ομάδα με «αλλαγές φρουράς». Όμως, αυτή η μεταμόρφωση του φασισμού λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα διεθνές οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο. Παρά τις αξιώσεις του καθεστώτος να αποσπαστεί από αυτό για να πλάσει το ίδιο τα γεγονότα και να διαμορφώσει το δικό του πεπρωμένο, η γενική συγκυρία καθορίζει το ρυθμό των φάσεων της εξέλιξης. Μπορεί να διακρίνει κανείς δύο μεγάλες στιγμές. Κατ' αρχήν, την ανοδική φάση του πρώτου decennio (1926-1936),
55
οπότε ο φασισμός λειτουργεί ως πρωτεργάτης και ως πρότυπο για τα απολυταρχικά συστήματα που δημιουργούνται στην Ευρώπη, την περίοδο της καταπάτησης και των αποτυχιών των παραδοσιακών δημοκρατιών. Έπειτα, μετά τα αποφασιστικά χρόνια της μεγάλης κρίσης που πλήττει την ιταλική χερσόνησο το 1930 και το επεισόδιο του πολέμου της Αιθιοπίας, το κορυφαίο -φαινομενικά- σημείο της φασιστικής ισχύος, αρχίζουν να αυξάνονται οι δυσκολίες και αρχίζουν η παρακμή και η τΓτώση. Η πρωταρχική σπουδαιότητα των εξωτερικών επιπλοκών και η καθυπόταξη του φασισμού στο χιτλερισμό θέτουν υπό αμφισβήτηση τα κεκτημένα αποτελέσματα και την ίδια τη δομή του καθεστώτος, το οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. I. - Η εσωτερική εξέλιξη Στις πολιτικοοικονομικές αλλαγές παρατηρείται κάποιος συγχρονισμός. Οι αλλαγές αυτές ήταν εξάλλου περισσότερο καθοριστικές στις καμπές και στις μετατΓτώσεις της μουσολινικής δράσης. 1. Η οικονομική πολιτική α) Η φιλελεύθερη φάση. - Μετά τον επικίνδυνο σκόπελο της κατάληψης της εξουσίας, η άνοδος του φασισμού ευνοήθηκε από την παγκόσμια θετική συγκυρία, η οποία διήρκησε έως την αμερικανική κρίση του 1929. Η ανάκαμψη, που διαδέχεται την μεταπολεμική ύφεση, αρχίζει στη γεωργία το 1920 και στις αρχές του 1922 στη βιομηχανία. Γίνεται πολύ ξεκάθαρη μεταξύ του 1922 και του 1925. Πράγματι, το κατά κεφαλήν εισόδημα περνά από τις 1.375 λιρέτες
56
την περίοδο 1916-1920 στις 2.786 λιρέτες την περίοδο 1921-1925 (+ 102.6%) και στις 3.189 λιρέτες την περίοδο 1926-1930 (+ 4,4 %). Παρά κάποιες διακυμάνσεις, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου είναι σαφής και το μέσο πραγματικό ημερομίσθιο που είχε διαμορφωθεί στη βάση των 100 λιρετών το 1913, αυξήθηκε στις 111,8 το 1925 και στις 120,7 το 1928. Αυτή η βελτίωση αμβλύνει τα κοινωνικά προβλήματα και ο αριθμός των ανέργων μειώνεται αισθητά από 541.725 στα τέλη του 1921 σε 122.000 στα τέλη του 1925. Καθώς ο έλεγχος του Τύπου στερεί όλο και περισσότερο τη χώρα από αντικειμενικές πληροφορίες σχετικά με την παγκόσμια κατάσταση, είναι εύκολο για το καθεστώς να εκμεταλλευθεί αυτές τις προόδους και να τις αποδώσει απλώς και μόνο στον φασισμό. Σε μία χώρα που είχε πληγεί τόσο σκληρά από τον πόλεμο, το πρωταρχικό μέλημα ήταν τ α οικονομικά της. Έ ω ς τον Ιούλιο του 1925, την ευθύνη τους είχε αναλάβει ο Αλμπέρτο ντι Στεφάνι, ο οποίος προσπάθησε να καθησυχάσει τους επιχειρηματικούς κύκλους με μία φιλελεύθερη πολιτική. Ασχολήθηκε με την αναζωογόνηση των εξαγωγών μέσω της υπογραφής σειράς εμπορικών συνθηκών και με τη μεταρρύθμιση των εισφορών, ρευστοποιώντας την πολεμική φορολογία. Από τ α κατάστιχα της οικονομίας σβήστηκε μεγάλο μέρος των παράνομων κερδών που είχαν συσσωρευθεί πριν την παγκόσμια σύρραξη και θεσμοθετήθηκε ο φόρος εισοδήματος, ενώ μειώθηκε ο φόρος κληρονομίας. Σειρά φιλελεύθερων μέτρων ευνόησε τους κεφαλαιοκράτες επιχειρηματίες: κατάργηση του ελέγχου των τιμών και των μισθωμάτωνξ διακοττή της χρηματοδότησης των συνεταιρισμών και πάγωμα του νομοσχεδίου περί αγροτικής μεταρρύθμισης που έτεινε προς τον επιμερισμό των μεγάλων ιδιοκτησιών. Το
57
καθεστώς αρνήθηκε να κρατικοποιήσει την ασφάλιση και παραχώρησε στον ιδιωτικό τομέα την κατασκευή σπίρτων και το τηλεφωνικό δίκτυο. Για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, ο προϋπολογισμός του 1925 ισοσκελίστηκε. Ωστόσο, το εμπορικό ισοζύγιο και κυρίως το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρέμεναν ελλειμματικά και η λιρέτα έδινε δείγματα κάμψης. Καθώς η άνοδος των τιμών προκαλούσε φαινόμενα αισχροκέρδειας, η κυβέρνηση άρχισε να επιβλέπει στενότερα τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου και αύξησε το προεξοφλητικό επιτόκιο από 5 σε 7%. Οι δυσαρεστημένοι επιχειρηματίες, στους οποίους είχε μεγάλη υποχρέωση το καθεστώς, πέτυχαν την αποπομπή του Ντι Στέφανι και την αντικατάστασή του από έναν δικό τους άνθρωπο, τον Τζιουζέπε Βόλπι ντι Μιζουράτα. Ο νέος Υπουργός Οικονομικών μείωσε το χρέος λαμβάνοντας μέτρα αναδιάρθρωσης των χρεών και, με τη συνδρομή του εξωτερικού δανεισμού, ρύθμισε με τη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες τους όρους αποπληρωμής των πολεμικών δανείων. Τον Μάιο του 1926, η Τράπεζα της Ιταλίας, πραγματοποιώντας μία μεταρρύθμιση που δεν είχε έως τότε κατορθώσει να ολοκληρώσει το ενιαίο κράτος, έγινε ο μοναδικός θεσμός έκδοσης νομισμάτων και τραπεζογραμματίων με την κατάργηση της προγενέστερης αποκλειστικότητας έκδοσης της Banco di Roma και της Banco di Sicilia. H ανάκαμψη της λιρέτας - μ ε την ισοτιμία έναντι του δολαρίου να έχει ανέβει στις 18,15 λιρέτες, τον Ιούνιο του 1927-, παρακίνησε τον Μουσολίνι να σταθεροποιήσει το εθνικό νόμισμα και να εφαρμόσει αποπληθωριστική πολιτική. Η νέα ισοτιμία καθορίζεται στις 19 λιρέττες = 1 $ και στις 92,46 λιρέττες = 1 £. Πρόκειται για την περίφημη quota ησοαηία π ο υ ξαναέδωσε στη νομισματική μονάδα το ένα τρίτο της
58
προπολεμικής της α%ίας. Τα κίνητρα της όλης επιχείρησης ήταν πολλαπλά. Κατ' αρχήν, το ενδιαφέρον για το εθνικό γόητρο· ύστερα η επιθυμία να μειωθεί το κόστος της εισοτγωγής των βιομηχανικών πρώτων υλών. Όμως, αυτά τα μέτρα δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η «κρίση της σταθεροποίησης» έγινε αισθητή στη βιομηχανία, όπου το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε από 100 το 1922 σε 195,8 το 1926 για να υποχωρήσει, το επόμενο έτος, στο 163,7, ενώ ο αριθμός των ανέργων άγγιξε τους 414.283 το 1927. Η ύφεση ήταν ακόμη σοβαρότερη στη γεωργία, κυρίως για τους αγρότες του Mezzogiomo που ήταν εξαγωγείς οπωρολαχανικών, ενώ η παραγωγή σιτηρών παρουσίασε σημαντική τττώση. Ο Βόλπι θυσιάστηκε τον Ιούλιο του 1928 στο βωμό της φασιστικής οικονομικής πολιτικής και αντικαταστάθηκε από τον Αντόνιο Μοσκόνι, υπέρμαχο του αυξημένου παρεμβατισμού του κράτους. β) Το συντεχνιακό κράτος χαι ο διευθυντισμός. - Ο φασισμός ακολούθησε μία νέα οδό συσφίγγοντας τον κλοιό του γύρω από την οικονομία και επιχειρώντας να τονώσει την παραγωγή. Η συνδικαλιστική ελευθερία είχε ουσιαστικά καταργηθεί από τον Ιούνιο του 1925 και τα φασιστικά συνδικάτα είχαν μονοπωλήσει τις σχέσεις μεταξύ μισθωτών και εργοδοσίας. Τπό την επιρροή του Εντμόντο Ροσόνι, το καθεστώς προσανατολίστηκε σε έναν «ολοκληρωτικό συνδικαλισμό», ενώ η λέξη «συντεχνία» άρχισε να υποκαθιστά αυτήν του «συνδικάτου». Η φιλελεύθερη πολιτική είχε οδηγήσει σε άνοδο των τιμών και είχε προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των εργατών, γεγονός που είχε μεταφραστεί σε απεργίες. Στις 3 Απριλίου 1926, ο «Νόμος Ρόκο» περί συντεχνιών δημιουργούσε
59
μία ιεραρχία φασιστικών συνδικάτων που κάλυπτε όλους τους τομείς της εθνικής δραστηριότητας και διαπραγματευόταν με τους εργοδότες τις συμβάσεις εργασίας και τους μισθούς, ενώ κήρυσσε κάθε απεργία παράνομη. Ένα νέο βήμα έγινε στις 21 Απριλίου 1927 με το Χάρτη Εργασίας που όριζε το ΣυντεχνΜΧχό Κράτος ως μοναδικό ρυθμιστή και νομοθέτη κάθε οικονομικής δραστηριότητας, υποτάσσοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία στο «εθνικό συμφέρον». Ο συντεχνισμός εγκωμιάστηκε ως μία θεμελιώδης δογματική επανάσταση που θα έδινε τη λύση στο πρόβλημα των κοινωνικών ανταγωνισμών, πράγμα που δεν είχαν κατορθώσει ούτε ο μαρξισμός, ούτε ο ρεφορμισμός. Έγινε αντικείμενο σχολίων και βρήκε μιμητές - ό π ω ς η Πορτογαλία του Σαλαζάρ. Θα δούμε ότι, σύμφωνα με την «ολοκληρωτική» θεώρηση του κράτους που είχε δει το φως την ίδια περίοδο, ο συντεχνισμός μετατρεπόταν επίσης σε πανοπλία της πολιτικής ζωής, υποκαθιστώντας το παραδοσιακό εκλογικό σύστημα, το οποίο ήταν το μοναδικό που αντιπροσώπευε τις οικονομικές κατηγορίες. Έ ν α από τα θετικά σημεία του συστήματος ήταν, στο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων, η επεξεργασία μίας κοινωνικής νομοθεσίας, η οποία απουσίαζε σχεδόν πλήρως από την Ιταλία έως τότε και της οποίας τα βασικά γνωρίσματα έχουν διατηρηθεί έως τις μέρες μας. Τα Ασφαλιστικά Ταμεία Αλληλοβοηθείας ομαδοποιήθηκαν ανά κλάδο με υποχρεωτική εγγραφή και ομοσπονδοποιήθηκαν υπό το «Εθνικό Ινστιτούτο Ασφάλισης Ασθενείας» (ΙΝΑΜ). Δημιουργήθηκε νέα σειρά άλλων ασφαλιστικών οργανισμών για τα εργατικά ατυχήματα, την αναπηρία, το γήρας (με περιορισμένες παροχές σε αυτόν τον τομέα), τη μητρότητα και τη φυματίωση. Οι οργανισμοί αυτοί τίθενται στο
60
συνολό τους υπό τη σκέττη του «Εθνικού Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (του σημερινού «Εθνικού Ινστιτούτου Κοινωνικής Πρόνοιας»). Μπορούμε να συσχετίσουμε αυτή την κοινωνική νομοθεσία με τη δημογραφική πολιτική. Η θεμελιώδης ιδέα αυτής της πολιτικής, παράγωγο της φασιστικής «θέλησης για ισχύ», είναι η αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού του έθνους, όργανο της ισχύος του καθεστώτος και βάση του επεκτατισμού και του μεγαλείου του. Για να επιτύχει αυτό το σκοπό, ο Μουσολίνι εφάρμοσε συγκεκριμένη νομοθεσία υπέρ της γεννητικότητας. Η τελευταία έπρεπε να αυξηθεί μέσω εντατικής προπαγάνδας που υποστηρίχθηκε από την Εκκλησία, μέσω επιδομάτων και παροχών, καθώς και μέσω ειδικού φόρου που επιβλήθηκε στον άγαμο πληθυσμό, ενώ η λήψη κοινωνικών μέτρων αναμενόταν να μειώσει το ποσοστό θνησιμότητας. Ο Ντούτσε ονειρευόταν μια Ιταλία με πληθυσμό 60 εκατομμυρίων κατοίκων περί τα μέσα του 20ού αιώνα. Για το λόγο αυτό επιβλήθηκαν επίσης αυστηρές ρυθμίσεις κατά της μετανάστευσης, η οποία εμποδίστηκε. Η ετήσια κίνηση έπεσε από τις 257.844 αναχωρήσεις και τις 120.030 οριστικές εξόδους κατά την περίοδο 1921-1930, στις 70.256 και 11.279 αντίστοιχα για την περίοδο 19311940. Η απογραφή του 1921 κατέγραφε 37.973.977 κατοίκους και αυτή του 1931 41.176.671. Ο δημογραφικός απολογισμός παρέμενε πολύ καλύτερος σε σχέση με αυτόν άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γαλλία ή η Μεγάλη Βρετανία που είχαν πληγεί από την υπογεννητικότητα, αλλά η κοττάσταση ήταν λιγότερο ανθηρή απ' όσο διατυμπάνιζε η φασιστική προπαγάνδα. Τα πλεονάσματα μειώνονταν τακτικά και το ποσοστό γεννητικότητας έπεσε από 27,5% τον 1927 σε 23,4 το 1934.
61
Παρά τις πολλές περιφερειακές ανισότητες, τη σχετική αναποτελεσματικότητα των περίπλοκων μηχανισμών του συντεχνιακού συστήματος και της γενικευμένης διαφθοράς που λυμαινόταν κυρίως τα ανώτερα κλιμάκια, ο κρατικός έλεγχος στην οικονομία επέτρεψε την καθαρή αύξηση της παραγωγής. Το δόγμα της aurâpxeuxç, το οποίο διατυπώθηκε το 1930, ενισχύθηκε από οικονομικές κυρώσεις που αποφασίστηκαν από την Κοινωνία τω Εθνών, κατά τον πόλεμο της Αιθιοπίας. Η θεαματικότερη πλευρά αυτής της εκστρατείας ήταν η «μάχη του σίτου», που άρχισε τον Ιούνιο του 1925, για να διασφαλίσει τον ανεφοδιασμό σε σιτηρά, ο οποίος ήταν ελλειμματικός επί σειρά ετών. Ετέθησαν σε ισχύ μέτρα δασμολογικής προστασίας των σιτηρών και έγινε εντατική προπαγάνδα, ενώ δόθηκαν επιδοτήσεις και αντισταθμίσεις στους αγρότες για να παρακινηθούν να επεκτείνουν τους σιταγρούς. Ο αγροτικός κόσμος ανταποκρίθηκε σε αυτή την έκκληση. Οι αποδόσεις βελτιώθηκαν (10,5 εκατοχιλιόγραμμα ανά εκτάριο το 1909· 13,9 το 1931 και 15,2 το 1932) και η συγκομιδή αυξήθηκε από 4,85 εκατομμύρια τόννους την περίοδο 1909-1913 σε 7,59 την περίοδο 1935-1939, γεγονός που κάλυψε τις ανάγκες της εθνικής κατανάλωσης. Μία περισσότερο πρωτότυτνη διάσταση ήταν η εξασφάλιση νέων καλλιεργήσιμων εδαφών δια της αποξήρανσης, της αποστράγγισης και της άρδευσης εκτάσεων σε συνδυασμό με αναδασώσεις. Αυτό ακριβώς ήταν το αντικείμενο της πλήρους αξιοποίησης των γαιών (bonificazione), η οποία θα εντατικοποιηθεί σημαντικά, αρχής γενομένης από το 1928. Η συγκεκριμένη δράση δεν ήταν κάτι νέο, το ιταλικό κράτος την επεξεργάζονταν από το 1870. Δεν είναι εύκολο να γίνει ακριβής απολογισμός του φασιστικού έργου σε
62
αυτόν τον τομέα, αφού ot στατιστικές δεν είναι πάντοτε σαφείς, αλλά οι δαπάνες ισοφάρισαν αυτές του ενοποιημένου κράτους από το 1870 έως το 1922. Η bonificazione που εξυμνήθηκε από την προπαγάνδα και δυσφημίστηκε μέχρι υπερβολής μετά το 1945, είχε θετικά αποτελέσματα, παρόλο που το φιλόδοξο πρόγραμμα ανάκτησης 5.700.000 εκταρίων πριν το 1938 δεν υλοποιήθηκε πλήρως. Με την παρώθηση ενός αξιόλογου τεχνοκράτη, του Αρίγκο Σερπιέρι, οι εγκαταλελειμμένες ή ακαλλιέργητες γαίες που είχαν εν μέρει απαλλοτριωθεί, εξυγιάνθηκαν και κατοικήθηκαν από χωρικούς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στους κλήρους που τους είχαν δοθεί και των οποίων μπορούσαν να γίνουν ιδιοκτήτες. Τα έργα έλαβαν χώρα στα τμήματα του κατώτερου Πάδου που πλημμύριζαν, στις ελώδεις πεδιάδες των τυρηνικών και αδριατικών παραλίων. Ωστόσο, για λόγους κύρους του καθεστώτος, το μέγιστο των προσπαθειών επικεντρώθηκε, αρχής γενομένης από το 1931, στη ρωμαϊκή επαρχία, στις πύλες της πρωτεύουσας. Τα 60.000 εκτάρια του Agro romano, τα οποία επί αιώνες μαστίζονταν από την ελονοσία, αποξηράνθηκαν και τεμαχίστηκαν σε 3.000 εκμεταλλεύσεις, στο πλαίσιο του εθνικού έργου των Παλαιμάχων. Γύρω από τις νέες πόλεις της Λιτόρια και της Σαμπαούντια δημιουργήθηκε η επαρχία της Λιτόρια (σημερινή Λατίνα). Η bonificazione. που απασχολούσε 77.776 εργαζόμενους το 1933, ήταν επίσης ένα μέσο απορρόφησης της ανεργίας. Το ίδιο ίσχυσε επίσης για την πολιτική των μεγάλων έργων, τυπικό χαρακτηριστικό όλων των δικτατοριών. Αφενός ήταν καθαρή προπαγάνδα, αλλά αφετέρου στόχευαν στη βελτίωση μιας υποδομής που ήταν ακόμη ιδιαίτερα ανεπαρκής. Ο εκσυγχρονισμός των επικοινωνιών αποτέλεσε ένα από τα μείζονα μελήμα-
63
τα του φασισμού. Πρ<χγματοποιήθηκε αναδιάρθρωση στη διαχείριση των σιδηροδρόμων, όπου κυριαρχούσε μεγάλη αταξία (ο Μουσολίνι υπήρξε για την ευρωπαϊκή αστική τάξη που θαύμαζε το φασισμό, «ο άνθρωπος που έκανε τα τρένα να φτάνουν στην ώρα τους»). Αρχισε η κατασκευή των ηλεκτροδοτούμενων γραμμών· ολοκληρώθηκε το τμήμα Ρώμη-Νάπολη και προπάντων η direttissima που συνέδεε την Μπολόνια με τη Φλωρεντία, μέσω της μεγάλης σήραγγας των Απεννίνων μήκους άνω των 18 χλμ., το εργοτάξιο της οποίας είχε εγκαινιαστεί το 1913. Το έργο παραδόθηκε στην κυκλοφορία το 1934. Το 1928, γεννήθηκε ένας αυτόνομος οργανισμός για την κατασκευή και τη συντήρηση του οδικού δικτύου, η ANAS (Azienda nazionale autonoma dette strade). Το κίνητρο ήταν το γόητρο της χώρας, ενώ η επιθυμία απασχόλησης του εργατικού δυναμικού ώθησε στην κατασκευή των πρώτων αυτοκινητοδρόμων, όπου η Ιταλία είχε την πρωτοκαθεδρία στην Ευρώπη. Πάντως, το 1926, η χώρα διέθετε μόλις 185.000 αυτοκίνητα οχήματα (1 ανά 250 κατοίκους) έναντι 590.000 στη Γερμανία (1 ανά 100) και 836.000 στην Γαλλία (1 ανά 38). ποσοστό που αυξήθηκε μόλις σε 399.000 το 1938 (1 ανά 93), τοποθετώντας την Ιταλία στην όγδοη θέση της παγκόσμιας κατάταξης. Ο φασισμός υποστήριξε το έργο του μηχανικού Πιέρο Πουριτσέλι, που άρχισε το 1922. Η εκτέλεση των εργασιών ανατέθηκε σε ιδιωτικές εταιρείες που εισέπρατταν διόδια, ενώ το κράτος ήταν εγγυητής των τόκων και της απόσβεσης για το ένα τρίτο του δεσμευμένου κεφαλαίου. Μεταξύ του 1922 και του 1933, κατασκευάστηκαν 432 χλμ. δρόμων, κυρίως γύρω από τη λομβαρδική πρωτεύουσα (Μιλάνο προς τις λίμνες· Μιλάνο-Μπέργκαμο-Μπρέσια· Φλωρεντία προς τη θάλασσα· Νά-
64
πολη-Πομττηία· Βενετία-Πάντοβα και άνευ διοδίων Ρώμη-Όστια). Το 1939, το συνολικό μήκος έφθανε τα 575 χλμ. αλλά το όλο εγχείρημα εγχαταλήφθηκε λόγω του πολέμου. Εκτός του τμήματος Μιλάνο-Κόμο, οι εταιρείες δεν μπόρεσαν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και χρειάστηκε να εξαγοραστούν από το κράτος. Η μεγαλόπνοη πολιτική του φασισμού ώθησε επίσης στην πραγματοποίηση πολλών πολεοδομικών παρεμβάσεων, κυρίως στην πρωτεύουσα. Το 1925, ο Μουσολίνι δήλωνε: «Σε πέντε χρόνια, η θαυμαστή εμφάνιση της Ρώμης για τους επισκέπτες που θα έρχονται από όλο τον κόσμο, θα πρέπει να δείχνει μία πόλη απέραντη, τακτοποιημένη, ισχυρή, όπως ήταν επί αυτοκράτορα Αυγούστου». Τα φασιστικά έργα αστικής υποδομής και η αρχιτεκτονική στόχευαν στο κολοσσιαίο. Τπό την επιρροή του Πιαντίνι, το «στυλ των ραβδούχων» που είναι ακόμη αισθητό σε πολλές ιταλικές πόλεις συνδύασε τις λειτουργικές ανάγκες με τη μαζικότητα των όγκων και τη ρητορική του διακόσμου. Δίχως σεβασμό προς έναν πολεοδομικό ιστό που είχε υφανθεί κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων, απομονώθηκαν τα νεότερα κτήρια και τα τεκμήρια του ρωμαϊκού παρελθόντος - η μόνη περίοδος προς την οποία έκλινε η προτίμηση του καθεστώτος-, τα οποία θυσιάστηκαν στο βωμό των καταστροφικών διατρήσεων και κατακρεουργήθηκαν με ανεπανόρθωτο συχνά τρόπο. Έτσι, το καθεστώς εξέσκαψε την αγορά του Τραϊανού, προέβαλε το Κολοσσαίο και άλλα αρχαία μνημεία, δημιουργώντας θριαμβευτικές «οδούς» που ως επί το πλείστον αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία του Urbs.
65
γ) Η παγκόσμια χρίση και οι συνέπειές της. Το αμερικανικό κραχ του 1929 οδήγησε σε σοβαρή κάμψη τις τράπεζες και το χρηματιστήριο και επιδείνωσε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η επιβράδυνση της παγκόσμιας δραστηριότητας έπληξε έναν από τους σπουδαιότερους κλάδους της ιταλικής οικονομίας, τον τουρισμό, ο οποίος είχε οργανωθεί αποτελεσματικά από την ΕΝΙΤ (Ente nazionale italiano del Turismo). H μεγάλη ύφεση ενέσκηψε στην Ιταλία τον Ιούνιο του 1930. Στα τέλη του 1932, ο αριθμός των ανέργων έφθανε το 1.290.000 και το ποσοστό της βιομηχανικής παραγωγής, σε σχέση με τον δείκτη 100 του 1929, κατρακυλούσε στο 66,8. Μεταξύ του 1929 και του 1933, το εξωτερικό εμπόριο μειώθηκε κατά δύο τρίτα- τα κέρδη από την εμπορική ναυτιλία κατά 63%· αυτά από τον τουρισμό κατά 62% και τα εμβάσματα χρημάτων που έστελναν οι μετανάστες κατά 77%. Η λιρέτα αποδυναμώνεται εκ νέου και τον Ιούλιο του 1932, ο Μοσκόνι αντικαθίσταται από τον τραπεζίτη Γκουίντο Γιούνγκ. Παρά τις υποτιμήσεις της στερλίνας το 1933 και του δολαρίου το 1934, ο Μουσολίνι γαντζώθηκε με εμμονή από την quota novanta, ενισχύοντας τους τελωνιακούς δασμούς, θεσπίζοντας τον αυστηρό συναλλαγματικό έλεγχο και εγκαινιάζοντας την πολιτική των συμφωνιών ανταλλαγών με διάφορες χώρες. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί ο κρατικός παρεμβατισμός. Καθώς το Ιταλικό Ινστιτούτο Κινητής Περιουσίας, το οποίο προοριζόταν για τη χρηματοδότηση των προβληματικών βιομηχανιών, είχε επιτύχει πενιχρά αποτελέσματα, δημιουργήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1933. το Ινστιτούτο για τη Βιομηχανική Ανασυγκρότηση (IRI) που κυριαρχεί πάντα στην ιταλική οικονομική ζωή. Το IRI συνέδραμε τις τράπεζες που βρίσκονταν σε δεινή
66
οικονομική θέση, εξαγοράζοντας μεγάλο μέρος των βιομηχανικών μετοχών που είχαν στην κατοχή τους. Όμως, καθώς η επαναπώληση αυτών των τίτλων ήταν δύσκολη, ο νέος οργανισμός κατέληξε να διαχειρίζεται ο ίδιος τις υποθέσεις, των οποίων είχε αποκτήσει τον έλεγχο. Προέβη σε συνενώσεις και συγχωνεύσεις, μέσω χρηματοοικονομικών εταιρειών χαρτοφυλακίου, κάτι σαν holdings, οι οποίες είχαν υπό τη σκέπη τους ένα συγκεκριμένο κλάδο. Το κράτος, το οποίο οπό το 1933 έως το 1941επένδυσε σε αυτήν την επιχείρηση 4 δισεκατομμύρια λιρέττες, ενέτεινε έτσι τον έλεγχό του επί του μηχανισμού παραγωγής με μια σειρά συγκεντρωτικών θεσμών όπως η STET, η Société finanziaria telefonica (1933), η FINMARE (1936) για τις εταψείες ναυσιπλοΐας και προπάντων η FINSIDER (1937) για τη σιδηρουργία και τα ναυπηγεία. Έκτοτε, μολονότι η κατάκτηση της Αιθιοπίας έμοιαζε να είναι το επιστέγασμα των επιτυχιών του καθεστώτος, άρχισε η καθοδική πορεία του φασισμού. Ο Μουσολίνι, για να βρει λύση για την οικονομική κρίση, επιδίωξε, μέσω εξοπλιστικών προσπαθειών, να είραρμόσει πολιτική αποικιακής εξάπλωσης και επεκτατισμού, η οποία επρόκειτο να σύρει τη χώρα στο βάραθρο του πολέμου. 2. Η εσωτερική πολιτική α) Η πορεία προς τον ολοκληρωτισμό. - Ο σκελετός του αυταρχικού καθεστώτος είχε αρχίσει να οικοδομείται στα τέλη του 1925 και συνεχίστηκε έως το 1927 με την «φασιστοποίηση» του κράτους. Αυτή η δράση κατέστη δυνατή μέσω της διάλυσης της νόμιμης αντιπολίτευσης, η οποία ήταν ήδη εξασθενημένη από τους πολυάριθμους συνασπισμούς. Οι Λαϊκοί
67
Καθολικοί βουλευτές που είχαν συμμετάσχει στην απόσχιση του Αβεντίνο, δεν θα γίνονταν δεκτοί εκ νέου στη Βουλή, εκτός εάν ταπεινώνονταν δημοσίως, πράγμα που δέχθηκαν μόνο τρεις εξ αυτών. Έτσι, το Νοέμβριο του 1926, 124 αντιφρονούντες. Λαϊκοί, Σοσιαλιστές, Φιλελεύθεροι και Κομμουνιστές, εξέπεσαν μαζικά του αξιώματός τους. Στην Γερουσία θα παραμείνει μόνον ένας μικρός πυρήνας αντιπάλων συσπειρωμένος γύρω από τον Μπενεντέτο Κρότσε και τον Λουίτζι Αλμπερτίνι (1871-1942), πρώην Διευθυντή της Corriere délia Sera. Εν τούτοις, ο Μουσολίνι θα παίξει αριστοτεχνικά το παιχνίδι του. Επιθυμούσε να εμφανίζεται ως το μετριοπαθές στοιχείο του κόμματος, τη διεύθυνση του οποίου είχε εμπιστευθεί σε δύο εξτρεμιστές, στον Φραντσέσκο Τζούντι και στον Ρομπέρτο Φαρινάτσι (1893-1945), ενώ διόρισε Υπουργό Εσωτερικών τον Λουίτζι Φεντερτσόνι (γεν. 1878), υπέρμαχο της τάξεως, συντηρητικό και βασιλόφρονα, ο οποίος καθησύχαζε την κοινή γνώμη. Επίσης, ο Ντούτσε αγωνίστηκε λυσσαλέα κατά των μετριοπαθών πολεμίων του, αφήνοντας να πλανιέται επάνω από τους αστούς το φάντασμα του κομμουνισμού, το οποίο ενίσχυε τη δύναμή του. Ο Μουσολίνι, επικεφαλής της κυβέρνησης και Πρωθυπουργός, έπαυε να είναι ένας υπεύθυνος κοινοβουλευτικός εντολοδόχος και βρισκόταν εκτός και υπεράνω των Υπουργών, που ήταν πλέον απλά εκτελεστικά όργανα, καθώς ο βασιλιάς του είχε εκχωρήσει πλήρη εκτελεστική εξουσία και ο Μουσολίνι λογοδοτούσε πλέον μόνο στο μονάρχη. Στις 31 Ιανουαρίου 1926 διευρύνθηκε και η νομοθετική του εξουσία. Κανένας νόμος δεν θα μπορούσε να υποβληθεί προς ψήφιση χωρίς τη συγκατάθεσή του Ντούτσε, ο οποίος εξουσιοδοτήθηκε να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα άνευ
68
κοςνοβουλευτικού ελέγχου. Το σύνθημα «όλα εντός του κράτους, τίποτε εκτός του κράτους, τίποτε εναντίον του κράτους» εφαρμόστηκε με αυξανόμενη αυστηρότητα. Νέοι νόμοι επέτρεπαν να αφαιρεθεί η ιταλική υπηκοότητα α π ό τους μετανάστες και να δημευθεί η περιουσία τους- οι κώδικες αναθεωρήθηκαν προς μία αυταρχική κατεύθυνση και οι κοινοτικές ελευθερίες μειώθηκαν προς όφελος των νομαρχών, οργάνων του δεσποτισμού. Ενώ το κόμμα και ο «ομοσπονδιακός» επαρχιωτισμός επενέβαιναν όλο και περισσότερο στο δημόσιο βίο, ο εκλεγμένος κοινοτικός σύνδικος αντικαταστάθηκε α π ό τον podestH που διοριζόταν α π ό τ ο καθεστώς. Ο καταναγκαστικός μηχανισμός των «φασιστικότατων νόμων» συμπληρώθηκε α π ό την οργάνωση μυστικής πολιτικής αστυνομίας, π ο υ στηριζόταν σε καταδότες. Αυτή η αστυνομία εκμεταλλεύτηκε τις αποτυχημένες απόπειρες κατά του Ντούτσε α π ό τον πρώην φασίστα Τίτο Τσανιμπόνι (4 Νοεμβρίου 1925), την Βάιολετ Γκίμπσον, μία ψυχικά διαταραγμένη Αγγλίδα (7 Απριλίου 1926), τον αναρχικό Τζίνο Αουτσέτι (11 Σετττεμβρίου 1926) και τον Αντέο Τσαμπόνι (4 Νοεμβρίου 1926). Στις 25 Νοεμβρίου 1926, ο «νόμος περί άμυνας του κράτους» επανέφερε τη θανατική ποινή και καθόριζε μία σειρά πολιτικών κακουργημάτων και εγκλημάτων που θα παραπέμπονταν σε Ειδικό Δικαστήριο. Μετά τη «φιλελεύθερη» οικονομική φάση, η εξέλιξη προς το συντεχνισμό κατέληξε σε απορρόφηση της πολιτικής εκπροσώπησης α π ό τους διάφορους τομείς της οικονομίας. Ο εκλογικός νόμος της ίΤ^ Μοίου 1928, ακολουθώντας εν μέρει το Χάρτη Εργασίας, επιχειρούσε αυτό τ ο μετασχηματισμό υπό την επιρροή του Τζιουζέπε Μποτάι (1895-1960), Υπουργού Συντεχνιών α π ό το 1929 έως το 1932 και θεωρητι-
69
κού που κατήγγειλλε τη χρεοκοπία του φιλελεύθερου κράτους. Η Γερουσία, παραδοσιακό προπύργιο του Στέμματος, εξακολουθούσε να διορίζεται από το βασιλιά, αλλά εφεξής θα δημιουργούνταν ένα σύστημα από «λίστες εμπιστοσύνης» για την ανανέωση ανά πενταετία της σύνθεσης της Βουλής. Οι Εθνικές Συνομοσπονδίες Συντεχνιών πρότειναν 800 υποψηφίους και άλλους 200 προερχόμενους από διάφορους δημόσιους οργανισμούς ή νομικά πρόσωπα. Από αυτά τ α 1.000 ονόματα το Μέγα Συμβούλιο του Φασισμού κράτησε 400, τα οποία συγκροτούσαν την «εθνική λίστα». Αυτή υποβαλλόταν στο εκλογικό σώμα προς έγκριση μέσω δημοψηφίσματος, όπου μπορούσε κανείς να ψηφίσει μόνο με ναι ή όχι. Οι εκλογές έγιναν έτσι μια απλή τυπική διαδικασία και ο αριθμός των αρνητικών ψήφων της αντιπολίτευσης μειώθηκε από 44,5% το 1924 σε 1.57% το 1929 και σε 0,15% το 1934. Το Μέγα Συμβούλιο του Φασισμού, το οποίο απαρτιζόταν από τον Μουσολίνι, ενεργά μέλη που είχαν συστρατευθεί με τον Ντούτσε από την πρώτη στιγμή και προσωπικότητες που είχαν διοριστεί από τον επικεφαλής της κυβέρνησης έλαβε στις 8 Δεκεμβρίου 1928 το δικαίωμα να διορίζει το διάδοχο του Μουσολίνι και να εγκρίνει τους σημαντικότερους νόμους. Επί μακρόν λειτούργησε απλώς ως ένα πειθήνιο εγκριτικό σώμα, αλλά θα δούμε αργότερα ό η το 1943 αυτό ακριβώς το Συμβούλιο ήταν που ανέτρεψε τον Ντούτσε. Μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινής γνώμης έτρεφε αυταπάτες για το φασισμό. Η συντηρητική αστική τάξη και η Δεξιά δεν διέκριναν το βαθιά ανήθικο και διεφθαρμένο χαρακτήρα του, αλλά φάνηκαν αμφότερες ευάλωτες κυρίως απέναντι στον δυναμισμό ενός συστήματος που δημιουργούσε νέες λύσεις, τη στιγμή
70
που οι φιλελεύθερες δημοκρατίες παρέμεναν στάσιμες. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1927, μετά από μια επίσκεψη στον Ντούτσε, ο Βρετανός Υπουργός Οικονομικών Ουίνστον Τσώρτσιλ δήλωνε: «Εάν ήμουν Ιταλός, είναι σίγουρο ότι θα είχα ταχθεί πλήρως με το μέρος σας, από την αρχή έως το τέλος της θριαμβευτικής πάλης σας κατά των κτηνωδών ορέξεων και των παθών του λενινισμού... Στο εξωτερικό, το κίνημά σας ευεργέτησε ολόκληρο τον κόσμο.» Η εξομάλυνση των σχέσεων με το Βατικανό επρόκειτο να συντελέσει στην αύξηση του γοήτρου του φασισμού. β) Ο «Συμβιβασμός» με την Αγια Έδρα. - Οι σχέσεις της δικτατορίας με την καθολική εκκλησία παραμένουν ένα από τα λιγότερο γνωστά και ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα σημεία της ιστορίας του φασισμού. Παρά την εκ των πραγμάτων προσέγγιση μεταξύ Βατικανού και κράτους την εποχή του Τζιολίτι και κατόπιν με την ευμενή στάση της Αγίας Έδρας απέναντι στον Μουσολίνι, η δικαστική διαμάχη που είχε αρχίσει στις 20 Δεκεμβρίου 1870 με το ενοποιημένο βασίλειο λόγω της κατάληψης της Ρώμης και της κατάργησης της προσωρινής εξουσίας του πάπα, παρέμενε ανοικτή. Ο Καβούρ, τους τελευταίους μήνες της θητείας του, δεν είχε μπορέσει να ρυθμίσει το «ρωμαϊκό ζήτημα»· ο Πίος Θ'είχε αρνηθεί τη διευθέτηση που είχε προταθεί μέσω του «νόμου των εγγυήσεων», στάση που μιμήθηκαν άλλωστε όλοι οι διάδοχοι του, και είχε θεωρήσει εαυτόν αιχμάλωτο με τη θέληση του εντός του Βατικανού. Παρότι ο βασιλιάς δεν επιθυμούσε να δεσμευθεί με κάποια ειδική συμφωνία, ο Ντούτσε επεδίωξε να ενισχύσει την εξουσία του με μία σημαντική συμφιλίωση με την καθολική
71
ιεραρχία. Από την πλευρά του, ο Πάπας Βενέβικτος ΙΕ', συμβουλευόμενος τον Υφυπουργό του καρδινάλιο Γχάσπαρι, προσδοκούσε να επιλυθεί το ρωμαϊκό ζήτημα κατά τη διάρκεια της δικής του αρχιερατείας (1914-1922). Ο διάδοχός του Πίος Θ' συμμεριζόταν αυτή την άποψη. Τον Ιανουάριο του 1923, έλαβε χώρα μία πρώτη μυστική συνάντηση μεταξύ του Μουσολίνι και του Ποντίφικα, ο οποίος επικροτούσε την τάξη που αντιπροσώπευε ο φασισμός και ενέκρινε ένα καθεστώς-αντίβαρο σε μια παραδοσιακά αντικληρικαλική παράδοση. Οι απόρρητες διαπραγματεύσεις ήταν μακρές και απαιτούσαν λεπτούς χειρισμούς, αλλά παρακωλύθηκαν από τις μουσολινικές αξιώσεις για πολιτικό και συνδικαλιστικό ολοκληρωτισμό. Το Νοέμβριο του 1926 παρουσιάστηκε το προσχέδιο μίας πρώτης συμφωνίας, το οποίο οι ανεπίσημοι διαπραγματευτές, ο Κρατικός Σύμβουλος Μπαρόνε, ο καρδινάλιος Γκάσπαρι και ο δικηγόρος Πατσέλι, αδελφός του μέλλοντος Πίου ΙΓ. τελειοποίησαν κατά τη διάρκεια συζητήσεων που παρατάθηκαν έως τις αρχές του 1929. Στις 11 Φεβρουαρίου 1929, υπεγράφη το σύνολο των εγγράφων που είναι γνωστά υπό την ονομασία Συνθήκες του Λατερανού, από το όνομα του ανακτόρου όπου φιλοξενήθηκε η τελετή. Συντίθενται από τρία μέρη: - Τη Συνθήκη που αναγνώριζε την προσωρινή εξουσία και τη διεθνή κυριαρχία του π ά π α στην πόλη του Βατικανού, ενός μικροσκοπικού κράτους εκτάσεως 0.4 τ. χλμ., «ουδέτερου και απαραβίαστου», το οποίο σχηματιζόταν από ποντιφικά ανάκτορα μέσα σε θύλακες στο εσωτερικό της Αιώνιας Πόλης και από την κατοικία του Καστελγκαντόλφο. Το ιταλικό κράτος δεσμευόταν να σέβεται την ακεραιότητα αυτού του κράτους, να διασφαλίζει την πλήρη ελευθερία των
72
επικοινωνιών με το εξωτερικό και τη διατήρηση των θυλάκων. Παραχωρούσε στους καρδιναλίους τις τιμές που προβλέπονταν για τους πρίγκιπες με εξ αίματος δεσμούς με τον Οίκο της Σαβοΐας και εξομοίωνε τα εγκλήματα και τα κακουργήματα που διαπράττονταν στην Ιταλία εις βάρος του ποντίφικα με αυτά εναντίον του βασιλιά. Ο ρωμαιοκαθολικισμός γινόταν «η μόνη θρησκεία του κράτους». Από την πλευρά του, ο πάπας αναγνώριζε το ενιαίο βασίλειο με πρωτεύουσα την Ρώμη. - Την Οικονομική Σύμβαση, για την οποία ο Πίος ΙΑ' δήλωνε στο προοίμιο ότι είχε περιορίσει τις απαιτήσεις του προκειμένου να επιτευχθεί διευθέτηση του ζητήματος. Η σύμβαση αυτή στόχευε στην αντιστάθμιση της απώλειας των προσωρινών ιδιοκτησιών. Η Ιταλία υποχρεωνόταν να καταβάλει στο Βατικανό το ποσό των 750 εκατομμυρίων λιρών μετρητοίς και το ισόποσο ενός δισεκατομμυρίου λιρών ως πάγιο δάνειο σε ιταλικά χρεώγραφα με επιτόκιο 5%. - Το Κονκορδάτο καθιέρωνε την ελεύθερη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας, τη δέσμευση της διατήρησης «του ιερού χαρακτήρα της Αιώνιας Πόλης», την πλήρη εξουσία της ιεραρχίας επί του κλήρου, τόσο ως προς το διορισμό όσο και ως προς την κατοχή και διαχείριση των κερδών εξαιρουμένης της προκαταρκτικής παρουσίασης των υποψηφίων για τις επισκοπικές έδρες προς πολιτική ικανοποίηση της κοσμικής εξουσίας. Ο χάρτης των μητροπόλεων μπορούσε να τροποποιηθεί, κατόπιν ενδεχόμενης κοινής συμφωνίαςξ οι εθνικές θρησκευτικές κοινότητες προσλάμβαναν κοσμικό χαρακτήρα και δινόταν άφεση σε αγοραστές εκκλησιαστικής περιουσίας που κινδύνευαν να υποστούν τις συνέπειες των εκκλησιαστικών κυρώσεων που τους είχαν επιβληθεί ή είχε επιβεβαιωθεί ότι τις
73
είχαν ήδη υποστεί. Οι κληριχοί εξαιρούνταν από τη στρατιωτική θητεία και τα άτομα που είχαν εγκαταλείψει την Εκκλησία δεν μπορούσαν να φέρουν θρησκευτική περιβολή, ούτε να υπηρετούν σε κρατικές θέσεις που απαιτούσαν επαφή με το κοινό. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν το άρθρο 34, το οποίο αναγνώριζε στο θρησκευτικό γάμο όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το αστικό δίκαιο, ενώ εισαγόταν η διδασκαλία του καθολικού δόγματος στα σχολεία της βασικής και μέσης εκπαίδευσης. Οι καθολικές οργανώσεις αναγνωρίζονταν, στο μέτρο που δρούσαν «εκτός οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος». Αυτή η ιδιαίτερα ισόρροπη συμφωνία απέβαινε στο σύνολό της μάλλον ευνοϊκή για το βασίλειο, βγάζοντας από τη μέση το αγκάθι του ρωμαϊκού ζητήματος, ενώ το Κονκορδάτο παραχωρούσε στον π ά π α ουσιωδέεττατα προνόμια και η οικονομική Συνθήκη εξασφάλιζε τα κάθε άλλο παρά ανθηρά διαθέσιμα του Βατικανού. Ο Πίος ΙΑ' είχε κατορθώσει να επιλύσει την εκνευριστική διαμάχη που έθετε υπό αμφισβήτηση την ποντιφική κυριαρχία μέσα στην ίδια την κοιτίδα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Εν προκειμένω, επρόκειτο για σαφέστατη επιτυχία. Μας επιτρέπεται, ωστόσο, να προσυπογράψουμε και εμείς την κρίση του Αουίτζι Σαλβατορέλι, ενός από τους πλέον οξυδερκείς ιστορικούς της σύγχρονης Ιταλίας, ο οποίος γράφει: «Υπό το πρίσμα της πολιτικής πραγματικότητας της στιγμής, δεν μπορούσε να μην αναγνωρίσει κανείς ότι οι συμφωνίες κατέληγαν στην τελειοποίηση της μουσολινικής δικτατορίας στην Ιταλία και στην εξασφάλιση, στα μάτια του κόσμου, της παπικής ευλογίας· ιδίως όταν τα σχόλια του Πάπα Ράτι συνέδεαν την
74
περιφρονητική καταδίκη του φιλελεύθερου καθεστώτος με την εξιδίχνίκευση της μορφής του Μουσολίνι.». Το ίδιο συνέβη - κ α ι ο Πίος ΙΑ' θ(χ το αναγνωρίσει- και με ευρύτατα στρώματα της παγκόσμιας ρωμαιοκαθολικής κοινής γνώμης, καθώς και μεταξύ όλων όσοι ενδιαφέρονταν για την ηθική εξουσία του Βατικανού. Εν τούτοις, θα ήταν εσφαλμένο να αποφανθεί κανείς ότι ο Συμβιβασμός εξομάλυνε πλήρως όλες τις αντιδικίες μεταξύ φασισμού και παπισμού. Πράγματι, βαθμιαία δημιουργήθηκε χάσμα ανάμεσα στις ολοκληρωτικές αντιλήψεις του Ντούτσε σχετικά με την παιδεία και τη διδασκαλία και στην επιθυμία της Εκκλησίας να θέσει αυτούς τους τομείς υπό τη σκέπη της θρησκείας και της οικογένειας. Η διαμάχη οξύνθηκε το 1931 λόγω της στρατολόγησης της νεολαίας στους παραστρατιωτικούς και αθλητικούς σχηματισμούς της δικτατορίας, τη στιγμή που η Καθολική Δράση διαβεβαίωνε τον Ντούτσε ότι καθήκον της ήταν να ασχολείται με τα εργατικά προβλήματα και τα κοινωνικά ζητήματα. Ξέσπασε σκληρή πολεμική μεταξύ του καθεστωτικού Τύπου και του Osservatore romano. Κορυφώθηκε στις 29 Ιουνίου με την εγκύκλιο Non abbiamo bisogno, η οποία επέκρινε το πνεύμα και το δόγμα του φασισμού και καταλόγιζε «αγνωμοσύνη» σε «ένα κόμμα και ένα καθεστώς που, κατά την άποψη όλου του κόσμου, είχε εξασφαλίσει χάρη στις φιλικές του σχέσεις με την Αγία Έδρα, τόσο εντός όσο και εκτός Ιταλίας, την αύξηση του γοήτρου και της αξιοπιστίας του, αύξηση που φάνηκε σε πολλούς υπερβολική, στην Ιταλία και στο εξωτερικό. όπως ακριβώς ήταν υπερβολική η εύνοια και η εμπιστοσύνη που δείξαμε στο καθεστώς». Ο πάπας, ενώ προηγουμένως είχε αποκηρύξει ως παράνομο το
75
φασιστικό όρκο που είχε επιβληθεί στα παιδιά, όταν κατάλαβε ότι «ο όρκος και ο χάρτης [του φασιστικού κόμματος] αποτελούσαν για πολλούς τις προϋποθέσεις για την εξασφάλιση σταδιοδρομίας, επιούσιου άρτου και επιβίωσης», ζήτησε από τους καθολικούς να ορκιστούν πίστη στον Ντούτσε, διατυπώνοντας και θέτοντας σε εφαρμογή τον νοητικό αποκλεισμό όλων όσοι λειτουργούσαν «εκτός των νόμων του Θεού και της Εκκλησίας» ή «εκτός των καθηκόντων του καλού Χριστιανού». Από όλα τα μέρη του κόσμου συνέρευσαν δηλώσεις αποδοχής της εγκυκλίου, την οποία ο Μουσολίνι είχε χαρακτηρίσει ως «αληθινή έκκληση προς το εξωτερικό». Εκδόθηκε διάταγμα περί ασυμβατότητας μεταξύ της προσχώρησης στο φασισμό και της εισδοχής στην Καθολική Δράση, ενώ οι ακραιφνείς του καθεστώτος μιλούσαν για καταγγελία του Κονκορδάτου. Όμως η κατάσταση εκτονώθηκε τον Αύγουστο-Σετττέμβριο 1931 εν μέρει χάρη στην παρέμβαση του Αρνάλντο, αδελφού του Ντούτσε. Η Καθολική Δράση, η οποία είχε τεθεί εκ νέου υπό τον αποκλειστικό έλεγχο των επισκόπων, περιοριζόταν στους κατ' εξοχήν θρησκευτικούς στόχους της, εγκαταλείποντας τη συνδικαλιστική δράση· κατά τον ίδιο τρόπο, στους κύκλους της νεολαίας απαγορεύθηκε «κάθε αθλητική και φίλαθλη δραστηριότητα». Σε ένδειξη συμφιλίωσης, ο π ά π α ς απένειμε στις 9 Ιανουαρίου 1932 στον Μουσολίνι το παράσημο του Χρυσού Πτερνιστήρα και στις 3 Μαρτίου ο καρδινάλιος Πατσέλι τιμήθηκε με τη διάκριση του Περιδεραίου του Ευαγγελισμού. Εφεξής οι σχέσεις Εκκλησίας-κράτους επρόκειτο να παραμείνουν «ορθές». Η γένεση αυτού που μπορέσαμε να αποκαλέσουμε «Δεύτερη Συμφιλίωση» εξακολουθεί πάντως να είναι ένα σκοτεινό σημείο. Ο Μάριο Μισιρόλι έγραψε σχετικά ότι «οι
76
διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στις διαπραγματεύσεις παρέμειναν μυστηριώδεις και κανείς δεν έμαθε πότε σε ποιον ανατέθηκαν». 3. Η ιταλική κουλτούρα επί φασισμού. - Σκοπός του φασιστικού κράτους ήταν να υποτάξει στενά το άτομο στο καθεστώς. Η επιχείρηση αυτή εξελίχθηκε σε πολλά επίπεδα και η προοδευτική πορεία της θα καταλήξει, την παραμονή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στο λατρευτικό παροξυσμό υπέρ του Ντούτσε. Η προσχώρηση των μαζών επιτεύχθηκε μέσω του καταναγκαστικού μηχανισμού των εκτάκτων νόμων που επέτρεπαν τη στέρηση απασχόλησης από κάθε ύποτΓΓΟ στοιχείο. Οι νόμοι αυτοί προκάλεσαν αντιθέτως τη δημιουργία μίας γραφειοκρατίας, γεγονός που είχε ως συνέπεια την αύξηση της αναλογίας των δημοσίων υπαλλήλων από 11% επί του συνολικού πληθυσμού το 1920 σε 12% το 1930 και σε 18% το 1938. Η κατοχή της κάρτας του κόμματος ήταν πρακτικά απαραίτητη για όλους όσοι ζούσαν από την εργασία τους και η αύξηση του αριθμού των εγγεγραμμένων, από όπου η εξουσία αντλούσε τα επιχειρήματα της για να κάνει επίδειξη δυνάμεως, έχασε στην ουσία μεγάλο μέρος της σημασίας της. Μέλημα του καθεστώτος ήταν να επεξεργαστεί ένα «φασιστικό δόγμα» συνδυάζοντας τα ανομοιογενή και συχνά αντιφατικά στοιχεία που είχαν εμπνεύσει μέχρι τότε τη μουσολινική δράση. Μέγας στοχαστής του καθεστώτος υπήρξε ένας παλιός μαθητής του Κρότσε, ο Τζιοβάνι Τζεντίλε (1875-1944), Υπουργός Δημόσιας Εκπαίδευσης, μετά την πορεία προς τη Ρώμη. Έντιμος διανοητής, αλλά αποστερημένος από την αίσθηση της πραγματικότητας και δέσμιος των θεωρητικών οικοδομημάτων του, ο Τζεντίλε εξώθησε στα άκρα τις
77
ιδέες περί ενότητας και δυναμισμού του πνεύματος του δασκάλου του. Για εκείνον, ο φασισμός, «σκέψη εν τω γίγνεσθαι», είναι κουλτούρα. Εκφράζεται μέσω του «εθνικού κράτους» που έχει τη δική του ηθική και το δικό του ύφος. Μόνον αυτό το κράτος επιτρέπει την πραγμάτωση του ατόμου μέσω της εισδοχής στη συλλογικότητα και μέσω της ταύτισης με αυτήν. Ο Τζεντίλε επιχείρησε, το 1923, μία σημαντική σχολική μεταρρύθμιση, της οποίας τα ουσιαστικά γνωρίσματα υφίστανται ακόμη στην Ιταλία. Έδινε έμφαση στον προσανατολισμό προς μία ιδεαλιστική διδασκαλία βασισμένη στις λατινοελληνικές ανθρωπιστικές επιστήμες, η οποία περιφρονούσε την τεχνική διάσταση και συνέδεε στενά την ιστορία με τη φιλοσοφία. Από τη δική του πλευρά, ο εθνικιστικών επιρροών ιστορικός Τζιοακίνο Βόλπε δικαιολογούσε τη δικτατορία καταδεικνύοντας ότι ανταποκρινόταν στο μεγαλοφυές πνεύμα και στην ιστορία της Ιταλίας. Αυτές οι απόψεις θεσμοποιήθηκαν από τον Αλφρέντο Ρόκο, Υπουργό Δικαιοσύνης από το 1925 έως το 1932, πατέρα του συντεχνιακού συστήματος και εισηγητή της νομοθεσίας που στόχευε στη «συνοχή της ευνομούμενης οργάνωσης της κοινωνίας». Το Μάρτιο του 1925, ο Τζεντίλε παρουσίαζε για πρώτη φορά στους διανοούμενους ένα μανιφέστο, το οποίο απέρριψε ο Κρότσε με ειρωνεία, για να τους προτρέψει να ταχθούν στο πλευρό του Μουσολίνι. Το σύνολο των οικοδόμων ευθυγραμμίστηκε, στη συντριιττική του πλειονότητα, με αυτό το μανιφέστο. Το 1927, ο Γενικός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αποφαινόταν ότι η δικαιοσύνη ήταν πολιτικό γεγονός και ότι ο δικαστής όφειλε να εφαρμόζει του νόμους «ερμηνεύοντάς τους συμφώνως προς το πνεύμα του καθεστώτος». Το 1928 δημιουργήθηκε το Ανώτερο Συμβούλιο Ερευνών,
78
προκειμένου να ασκηθεί αυστηρός έλεγχος στην επιστημονική δραστηριότητα και τον Οκτώβριο του 1931 επιβλήθηκε στους καθηπρττές πανεπιστημίου ο όρκος πίστης στο φασισμό. Επί 1.200 καθητρττών μόλις 12 αρνήθηκαν να υπακούσουν. Σε κατώτερο επίπεδο, τ α θέματα της «φασιστικής κουλτούρας» είχαν διαδοθεί στις μάζες μέσω της προπαγάνδας, η οποία στηριζόταν στο «μουσολινικό μυστικισμό». Επρόκειτο γ ι α έργο των Γραμματέων του Κόμματος, του Αουγκούστο Τουράτι, ο οποίος κατείχε τη θέση αυτή από το 1926 έως το 1930, και του διαδόχου του Ακίλε Σταράτσε (1931-1939). Ο έλεγχος του Τύπου, του αθλητισμού και της «εθνικής παιδείας» ήταν πλήρης. Στα σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης διδασκόταν μία σειρά εγχειριδίων ειδικού τύπου και οι δάσκαλοι υποχρεώθηκαν από το 1933 να παραδίδουν το μάθημα φορώντας τη φασιστική στολή. Διάφοροι θεσμοί, οι οποίοι συμπληρώθηκαν και τελειοποιήθηκαν σιγά σιγά, συνόδευαν τον Ιταλό από το λίκνο του έως την ενηλικίωση του και καθ' όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του. Η γέννηση διεπόταν α π ό τους κανόνες του Έργου της μητέρας χαι του παιδιού· α π ό τ α 4 έως τ α 8 ήταν Πος της λύχαινας- από τ α 14 έως τα 18 τα κορίτσια ανήκαν στις Μικρές Ιταλίδες και από τ α 8 έως τα 18 τ α αγόρια στρατολογούνταν στους Balilla'. Στις παρελάσεις, φορούσαν στολές, τους έδιναν όπλα σε ηλικία 12 ετών και τους υπέβαλαν σε στρατιωτική εκπαίδευση. Κατόπιν περνούσαν στους Πρωτοπόρους και μετά έμπαιναν, στην πλειονότητά τους, στην Πολιτοφυλακή και στο κόμμα. Οι σπουδαστές μάχο1. Αυτή η ονομασία οφείλεται στο προσωνύμιο του παιδιού που λέγεται ότι, σύμφωνα με την παράδοση, έδωσε το σύνθημα της πατριωτικής εξέγερσης των Γενοβέζων κατά των Αυστριακών, το 1746. 79
νταν από τις τάξεις των GUF (Φασιστικές Πανεπιστημιακές Ομάδες) και οι αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου των πολιτών διοργανώνονταν από την Opéra Nazionale Dopolavoro. Το 1927 εγκαινιάστηκε η φασιστική εποχή με το νέο ημερολόγιο, το οποίο άρχιζε στις 28 Οκτωβρίου 1922, ημέρα της «πορείας προς τη Ρώμη». Με αυτόν τον τρόπο καταλήγουμε, κατά τον Ρόκο, στο «ριζικό μετασχηματισμό του ττνεύματος και του χαρακτήρα του ιταλικού λαού. Έτσι, η Ιταλία, μετά από αιώνες απειθαρχίας και απραξίας, θα μπορέσει να γίνει, για μία φορά ακόμη, ένα μεγάλο στρατιωτικό και πολεμικό έθνος». Ποια ήταν η απήχηση αυτής της «φασιστικοποίησης» των μαζών; Παρότι ένας γενικευμένος κομφορμισμός έδινε την εντύπωση μιας καθολικής επιτυχίας, οφείλει να ομολογήσει κανείς ότι πολλοί Ιταλοί, ειδικά αυτοί που είχαν γνωρίσει την προμουσολινική περίοδο, εξέφραζαν κάποιο σκεπτικισμό που μετρίαζε ενδόμυχα αυτές τις πεποιθήσεις. Η σφραγίδα του φασισμού υπήρξε έντονη στις νεαρές γενεές, που είχαν αποκοπεί από οποιαδήποτε πολιτιστική επαφή με το εξωτερικό και είχαν παραδοθεί στο αδιάλειτττο σφυροκόπημα της εθνικιστικής ρητορικής. Το 1925, ιδρύθηκε το Εθνικό Φασιστικό Ινστιτούτο Πολιτισμού, υπό την αιγίδα του οποίου λειτουργούσαν πολλοί θυγατρικοί φορείς. Το Ινστιτούτο εξέδιδε το δικό του περιοδικό, την Educazione fascista. που μετονομάστηκε το 1934 σε Civiltà fascista. Παρά τις προθέσεις και τις αυταπάτες του Τζεντίλε, το περιεχόμενο του φασιστικού προσηλυτισμού ήταν μετριότατης ποιότητας. Η δικτατορία είχε εξασφαλίσει αριθμητική αλλά όχι ποιοτική υπεροχή. Το 1926 θεσπίστηκε η Accademia d'Italia, την οποία εμπνεύσθηκε το καθεστώς από την
80
ομώνυμη γαλλική, αλλά άρχισε να λειτουργεί μόλις το 1929. Υπήρξε λιγότερο μία πνευματική εστία και περισσότερο ένα όργανο κύρους, μέσω του οποίου οι ιθύνοντες θεωρούσαν ότι θα διασφάλιζαν την σύμπραξη των στοχαστών και των διανοουμένων. Εάν εξαιρέσει κανείς τον ζήλο ενός Γκουλιέλμο Μαρκόνι, οι προσχωρήσεις ήταν τυπικές και η Ακαδημία διήγαγε διακριτικό βίο, ανταποκρινόμενη στη δόξα των διαπρεπών προδρόμων της όπως η Accademia dei Lincei. Ο φασισμός γνώρισε τη μοίρα όλων των δικτατοριών: η αφρόκρεμα του έθνους εδραίωσε τη θέση της εκτός ή εναντίον της δικτατορίας. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1930-1935 που σηματοδοτεί το απόγειο του Ντούτσε, ο Αντόνιο Γκράμσι ξανασκέφτεται από τη φυλακή τα προβλήματα της ιταλικής ιστορίας, ενώ στο περιθώριο ωριμάζει η φήμη του Ενρίκο Φέρμι και των μυθιστοριογράφων Αλμπέρτο Μοράβια, Κάρλο Λέβι και Τσέσαρε Παβέζε. Οι δυνάμεις που εδραιώνονται με την Απελευθέρωση προδίδουν τη δύναμη «της νέας κουλτούρας που γεννιέται απέναντι στο ακαδημαϊκό κενό» (Φράνκο Βεντούρι). Ήδη, με την ευκαιρία των ετήσιων διαγωνισμών Littorali που απευθύνονται σε νέους, οι φασίστες νεολαίοι ανταλλάσσουν ιδέες και επιχειρούν πολιτικές αναθεωρήσεις, όπως άλλωστε αναφέρει ο Ρουτζέρο Τσανγκράντι στο βιβλίο του Το μακρύ ταξίδι μέσα από το φασισμό. Κατ' αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται, σε ορισμένους κύκλους, μία αντιφασιστική νοοτροπία που συμπορεύεται με τη δράση των δηλωμένων εχθρών του Μουσολίνι.
ηι
II. - ο αντιφασισμός. Εξόριστοι και σ υ ν ω μ ό τ ε ς Ο εξόριστος είναι μ£ο κλασική φιγούρα της εθνικής ζωής της Ιταλίας από την αρχή του Risorgimento και ο αντιφασισμός θα έχει κι αυτός τους fuorusciti του. Είναι δυσχερέστατο, λόγω των ίδιων των συνθηκών υ π ό τις οποίες εκτυλίχθηκε η αντικαθεστωτική πάλη, να εξιστορήσει κανείς τις φάσεις της εκτός και εντός Ιταλίας και να εκτιμήσει την αποτελεσματικότητά της. Οφείλει να πει κανείς, πάντως, ότι, μολονότι αυτό το ρεύμα αντίθεσης υπήρξε μία α π ό τις πλέον υψηλόφρονες στιγμές της πολιτικής και ηθικής συνείδησης στης Ιταλίας και συνέβαλε στη διαμόρφωση της Αντίστασης και της Απελευθέρωσης, δεν ήταν ικανό α π ό μόνο του να ανατρέψει το φασισμό. Το μουσσολινικό καθεστώς υπέκυψε στα πλήγματα της ισχύος των Συμμάχων, έχοντας διαβρωθεί στο εσωτερικό του α π ό τη λαϊκή δυσαρέσκεια π ο υ οφειλόταν μάλλον στην οικονομική και στρατιωτική χρεοκοπία του συστήματος π α ρ ά σε αμιγώς πολιτικά αίτια. Ο αντιφασισμός αγκαλιάζει όλο τ ο φ ά σ μ α των τάσεων του Αβεντίνο, η καθεμία α π ό τις οποίες λειτουργεί με τ α δικά της μέσα και με τις δικές της μεθόδους. Οι φιλελεύθεροι της παλαιάς γενεάς, οι μη συνωμότες, παραμένουν στην Ιταλία και ασκούν αντιπολίτευση στη Γερουσία έως το 1929 και ύστερα στο εσωτερικό κάποιων καλλιεργημένων κύκλων, μια αντιπολίτευση π ο υ παραμένει πάντοτε μέσα στο πλαίσιο των νομομαθών και των διανοούμενων. Οι βασικοί εκπρόσωποί της είναι ο Λουίτζι Αλμπερτίνι, ο Φραντσέσκο Ρουφίνι και προπάντων ο Μπενεντέτο Κρότσε με το περιοδικό του, την Critica. Μπορεί κανείς να συνδέσει με αυτούς την Ε&\^ική Συμμαχία, η
82
οποία οργανώθηκε παράνομα το 1930 από φιλελεύθερους συντηρητικούς. Όμως, η πλέον δραστήρια εστία αντιφρονούντων είναι αυτή της μετανάστευσης. Κατευθύνεται κυρίως από το Παρίσι, όπου οι κυβερνήσεις της Γ Δημοκρατίας παραχωρούν το δικαίωμα της ασυλίας στους εξορίστους- άλλοι πάλι εγκαθίστανται στο καντόνι του Τεσίνο, στη Γενεύη (Γκουλιέλμο Φερέρο), στο Λονδίνο και στις Ηνωμένες Πολιτείες (Ντον Στούρτσο και Κάρλο Σφόρτσα). Την επομένη της ανάληψης της εξουσίας από τον Μουσολίνι, οι φασιστικές βιαιοπραγίες προκαλούν τη μαζική έξοδο από τη χώρα των πλέον απειλούμενων ηγετών. Στα τέλη του 1926, όταν η δικτατορία έχει πια εδραιωθεί για τα καλά, οι αναχωρήσεις πολλαπλασιάζονται και αφορούν όχι μόνον τους πολιτικούς αρχηγούς αλλά και στρατευμένους ενεργούς πολίτες, των οποίων ο βίος γίνεται αβίωτος. Επίσης, πολλοί εποχικοί εργαζόμενοι δεν επιστρέφουν στην Ιταλία. Οργανώνονται πραγματικά δίκτυα για τη διάβαση των συνόρων. Ο Πιέρο Γκομπέττι, ιδρυτής του κινήματος Φιλελεύθερη Επανάσταση, πεθαίνει στις 16 Φεβρουαρίου 1926, την επαύριο της άφιξής του στο Παρίσι. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους μετά από πολλές περιπέτειες, ο Φερούτσιο Πάρι και ο Κάρλο Ροσέλλι αρπάζουν, κάτω από τη μύτη της αστυνομίας, των πρώην σοσιαλιστή ηγέτη Φίλιππο Τουράτι και κατορθώνουν να τον φυγαδεύσουν ασφαλή στην Κορσική. Αντίθετα με τους fuorusciti και τους συνωμότες του Risorgimento, οι αντιφασίστες δεν κατάφεραν ποτέ να επιτεθούν ευθέως στο μουσολινικό κράτος, ούτε να υποκινήσουν ένοπλες εξεγέρσεις στο εσωτερικό. Η δράση τους συνίστατο στην καταγγελία της δικτατορίας ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης, στη διανομή στην Ιταλία εφημερίδων και π α -
83
ράνομων προκηρύξεων και στην πραγματοποίηση κάποιων βομβιστικών επιθέσεων. Οι κριτικές αν<χλύσεις και οι πολεμικές κατά των θιασωτών του καθεστώτος από τους πολιτικούς εξόριστους (Σφόρτσα, Ντον Στούρτσο, Ροσέλι, Σαλβέμινι, Α. Τάσκα) έθεσαν τις πρώτες βάσεις για την επιστημονική ιστορική ανάλυση του φασισμού. Οι πολιτικοί μετανάστες, αντιμέτωποι με τις υλικές δυσκολίες της ζωής και συχνά συγκρουόμενοι με ψυχολογικές και δογματικές διαφοροποιήσεις που οξύνονταν λόγω της εξορίας, ετίθεντο υπό την άγρυπη παρακολούθηση των φασιστών. Οι κύκλοι τους έβριθαν σπιούνων και προβοκατόρων, όπως ήταν για παράδειγμα δύο εγγονοί του Γκαριμπάλντι. Η πολυσχιδία των απόψεων ήταν μεγάλη. Έβρισκε κανείς Δημοκρατικούς, όπως ο κόμης Σφόρτσα· Ριζοσπάστες, όπως ο Νίτι· Χριστιανοδημοκράτες· Σοσιαλιστές κάθε απόχρωσης που ήταν και οι πολυπληθέστεροι και συσπειρώνονταν γύρω από τον Πιέτρο Νάνι και τον Τζιουζεπε Σαραγκάτι. Μία από τις πλέον πρωτότυπες ομάδες ήταν αυτή των Φιλελεύθερων της νέας γενιάς (Ρικάρντο Μπάουερ, Πάρι) που εμπνέονταν από τον Πιέτρο Γκομπέτι, ιδρυτή το 1922 του κινήματος της Φιλελεύθερης Επανάστασης, το οποίο επιθυμούσε «να εκσοσιαλίσει τον φιλελευθερισμό και να τον αναζωογονήσει με δυνάμεις και ιδέες που θα προέρχονταν από τη βάση» (Ντ. Μακ Σμιθ). Στο περιθώριο και σε στενή σχέση με την Ρωσία ήταν οι Κομμουνιστές. Ο πλέον πρωτότυπος θεωρητικός τους, ο Αντόνιο Γκράμσι, που καταδικάστηκε το Μάιο του 1928 σε είκοσι χρόνια φυλάκισης, θα πεθάνει το 1937 λίγο μετά την απελευθέρωσή του. Οι άλλοι ηγέτες του κινήματος ήταν ο Παλμίρο Τολιάτι (1893-1964) που μετανάστευσε στη Ρωσία με το όνομα Έρκολε Έρκολι, ο Ουμπέρτο Τερατσίνι και ο Ινιά-
84
τσο Σιλόνε που αργότερα ήρθε σε ρήξη με τη Μόσχα. Τον Απρίλιο του 1927, δημιουργήθηκε το πρόπλασμα μιας «Αντιφασιστικής Συσπείρωσης», η οποία εξέδιδε την εβδομαδιαία εφημερίδα Libertà που διηύθυνε ο ρεφορμιστής σοσιαλιστής Κλάουντιο Τρέβες. Τα μέλη της αποπειράθηκαν να συνεργαστούν με πυρήνες αντιφρονούντων της μητρόπολης, οι πλέον δραστήριοι από τους οποίους βρίσκονταν στο Τορίνο και στη Φλωρεντία όπου οι φίλοι του Γκαετάνο Σαλβέμινι τύπωναν την παράνομη επιθεώρηση Non mollare («Μην υποκύτττεις»). Το ηθικό τους ανατττερώθηκε μετά την απόδραση του Εμίλιο Λούσου και του Νέλο Ροσέλι από τις νήσους Αίπαρι τον Ιούλιο του 1928. Οι παλαιότεροι σχηματισμοί συγχωνεύτηκαν σε ένα νέο κίνημα, το Giustizia e Libertà, του οποίου η ομώνυμη εφημερίδα κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1929. Επίσης, το κίνημα δημιούργησε σύνδεσμο με τις ομάδες που είχαν συσταθεί σε όλες τις βόρειες πόλεις της ιταλικής χερσονήσου και στη Ρώμη με εμψυχωτές τους Ρικκάρντο Μπάουερ και Ερνέστο Ρόσι. Εκτός της προφορικής και γραπτής προποογάνδας, ο αντιφασισμός εκδηλώθηκε και με μία σειρά βίαιων επεισοδίων, όπου δεν είναι πάντα εύκολο να διαχωρίσουμε σαφώς το μερίδιο ευθύνης των μεμονωμένων δραστών και των προβοκατόρων. Οι αντιφασίστες εκτέλεσαν πράκτορες της δικτατορίας και έβαλαν στο στόχαστρο των βομβιστικών τους επιθέσεων κτήρια που είχαν καταληφθεί από φασιστικές οργανώσεις στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Στις 24 Οκτωβρίου 1929 ο Φερνάντο ντε Ρόζα έριξε με το περίστροφό του στον πρίγκιπα διάδοχο του θρόνου Ουμβέρτο στις Βρυξέλλες και με την ευκαιρία της δίκης του διοργανώθηκε μεγάλη αντιφασιστική
85
διαδήλωση. Μεταξύ των θεαματικότερων επιχειρήσεων πρέπει κανείς να αναφέρει αυτήν του Τζιοβάνι Μπασανέζι, ο οποίος στις 11 Ιουλίου 1930, έχοντας αναχωρήσει αεροπορικώς από το Τεσίνο, έριξε εκατοντάδες χιλιάδες προκηρύξεις στο Μιλάνο· στις 3 Οκτωβρίου ο Λάουρο ντε Μπόζις έκανε το ίδιο στηνΡώμη αλλά καταποντίστηκε στη Μεσόγειο μαζί με το αεροσκάφος του. Το Μάιο και τον Ιούνιο του 1932, το καθεστώς εκμεταλλεύθηκε, μέσω των καταδικών σε θάνατο που στόχευαν στον εκφοβισμό της κοινής γνώμης, τα σχέδια απόπειρας δολοφονίας κατά του Ντούτσε από τον αναρχικό Μικέλε Σκίρου [του οποίου η εκτέλεση ήταν «μία αληθινή νόμιμη δολοφονία» (Λ. Σαλβατορέλι)], τον Αντζελο Σμπαρτελόττο και τον Ντομένικο Μποβόνε. Από τις αρχές του 1930, οι Κομμουνιστές εφάρμοσαν άλλη τακτική στον αγώνα τους. Επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην Ιταλία, εισχωρώντας σε φασιστικές οργανώσεις και προσπαθώντας να δημιουργήσουν στο εσωτερικό τους αντικαθεστωτικούς πυρήνες και να υποκινήσουν εκδηλώσεις δυσαρέσκειας, ακόμη και απεργίες. Για να καταπολεμήσει τον αντιφασισμό, ο Ντούτσε στα τέλη του 1927 αναδιοργάνωσε την πολιτική του αστυνομία. Ένας επιτήδειος και κυνικός άνδρας, ο Αρτούρο Μποκίνι, τοποθετήθηκε επικεφαλής του συνόλου των υπηρεσιών καταστολής, οι οποίες ήταν γνωστές με την ονομασία OVRA (Οργάνωση Επαγρύπνισης και Καταστολής του Αντιφασισμού). Ένα ολόκληρο οπλοστάσιο μέτρων τιμωρητικού χαρακτήρα ετέθη σε ισχύ. Ορισμένα ήταν διοικητικά (προειδοποίηση, σύσταση) και κάποια άλλα δικαστικά: περιορισμός υπό επιτήρηση (confino) σε χωριά χαμένα στην Κεντρική και Νότια Ιταλία - γ ι α τις σοβαρότερες
86
περιτΓτώσεις προβλεπόταν εκτοπισμός σε διάφορα αρχιπέλαγα (Λίπαρι, Ούστικα, Πόντσα, Λαμπεντούζα)-, κατόπιν τακτικά δικαστήρια και τέλος ειδικά δικαστήρια. Το Σετττεμβριο του 1927, την επομένη της απόδρασης του Τουράτι, οι υπαίτιοι της φυγάδευσης προσήχθησαν στο τακτικό δικαστήριο της Γένοβας που δεν ήταν πλήρως υποταγμένο στην εξουσία. Το αποτέλεσμα ήταν να εκδοθούν ασαφείς καταδικαστικές αποφάσεις που δυσαρέστησαν ιδιαίτερα τον Μουσολίνι. Οι υποθέσεις αντιφασιστικών ενεργειών παραπέμφθηκαν τότε στο Ειδικό Δικαστήριο που λειτούργησε από το 1927 έως το 1943. γεγονός που έπληξε κυρίως τους Κομμουνιστές, όπως συνέβη για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «τερατώδους δίκης» κατά των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ι. κατόπιν αγωγής που ασκήθηκε το Μάιο του 1928. Μπορεί κανείς να συνδέσει την πάλη κατά του αντιφασισμού με τη συστηματική ιταλοποίηση των αλλογενών στοιχείων και των γλωσσικών μειονοτήτων. Οι φασίστες, επιλήσμονες ως προς το γεγονός ότι η διεκδίκηση εθνικού χαρακτήρα είχε αποτελέσει τη βάση του αλυτρωτισμού, αρνήθηκαν να αποδεχθούν την πολιτιστική αυτονομία των μη ιταλικών πληθυσμών που είχαν συσσωρευθεί στα σύνορα του κράτους. Από το 1922 οι 200.000 κάτοικοι γερμανικής καταγωγής του Άλτο Άντιτζε, το οποίο είχε προσαρτηθεί στην Ιταλία το 1919, υπεβλήθησαν με ευθύνη του Ετόρε Τολομει σε διώξεις που εκμηδένισαν την παραμικρή πιθανότητα ειρηνικής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων. Το ίδιο συνέβη επίσης με τους 500.000 Σλάβους των περιοχών της Γκορίτσια, της Πόλα, της Τεργέστης, της Τσάρα (Ζαντάρ) και του Φιούμε που συναποτελούσαν τη Βενέτσια Τζούλια.
87
Από το 1938, άρχισε να εφαρμόζεται η ίδια πολιτική στους γαλλόφωνους πληθυσμούς της Βάλε ντ' Αόστα, οι οποίοι όμως ήταν ανέκαθεν πιστοί στον Οίκο της Σαβοΐας. III. - Η εξωτερική πολιτική (1925-1936) Ο φασισμός, εθνικιστική και πολεμοχαρής δικτατορία που υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση για αρκετές χώρες, οδηγήθηκε στην έξοδο από τα σύνορά του. Η παρακμή του καθεστώτος και αργότερα η κατάρρευσή του οφείλονται κατά πρώτον στην εξέλιξη των εξωτερικών σχέσεων του φασισμού που κατέληξαν να κυριαρχούν σε ολόκληρη την ιταλική ζωή και να τη ρυθμίζουν. Και εκεί η πολιτική του Μουσολίνι που κάθε άλλο παρά συνεκτική ήταν ως προς το δόγμα της ταυτίστηκε με μία σειρά προσαρμογών στις περιστάσεις. Η βαθιά αντίφασή της πολιτικής αυτής συνίστατο στο γεγονός ότι ο Ντούτσε ισχυριζόταν απέναντι στις ξένες δυνάμεις ότι ήταν ο πρωτεργάτης στην επιβολή της τάξης και της ευρωπαϊκής σταθερότητας κατά του μπολσεβικισμού. Ταυτόχρονα επέμενε να αμφισβητεί το καθεστώς που είχε δημιουργηθεί από τις συνθήκες ειρήνης, ορμώμενος από ένα ρεβιζιονισμό, ο οποίος θα μπορούσε να είχε επιτρέψει στην Ιταλία να κατασιγάσει τις αποικιακές ορέξεις της και να επιβάλει την ηγεμονία της στη Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Ο Μουσολίνι ανέλαβε τις εξωτερικές υποθέσεις της Ιταλίας από το 1925 έως τον Ιούνιο του 1936 -εξαιρουμένης της περιόδου 1929-1932, οπότε το χαρτοφυλάκιο δόθηκε στον Ντίνο Γκράντι-, αλλά στην πραγματικότητα είχε αναλάβει την ευθύνη τους ήδη από το 1926. Φαίνεται ξεκάθαρα ότι αυτός ο τομέας υπήρξε όντως αποκλειστικότητά του Ντούτσε,
88
αφού η λήψη αποφάσεων σε θέματα εξωτερικής πολιτικής εξορτότο μόνο οπό τον ίδιο σε τελική ανάλυση. Οι συνεργάτες του δεν θα αντιταχθούν αποφασιστικά στη θέληση του ποτέ. εάν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι ορισμένοι εξέφρασαν τις επικρίσεις τους στα προσωπικά τους ημερολόγια ή στα απομνημονεύματα τους. Από την έλευση στην εξουσία έως την επομένη του Πολέμου της Αιθιοπίας, η εξωτερική πολιτική του φασισμού παρουσιάζει, επιγραμματικά, τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά. 1. Η διεθνής συνεργασία (1922-1926). - Μετά την πορεία προς τη Ρώμη, ο Μουσολίνι, όπως το έπραττε και στα εσωτερικά θέματα, θέλησε να εμφανιστεί ως ένας ήπιος μετριοπαθής. Μην διαθέτοντας ο ίδιος εμπειρία, άφησε όλες τις πρωτοβουλίες στα χέρια του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Σαλβατόρε Κονταρίνι. ενός δραστήριου διπλωμάτη καριέρας με μεγάλη πείρα στις επιχειρηματικές δραστηριότητς. Ο εθνικιστής Κονταρίνι που όμως δεν επιθυμούσε να υποτάξει την πολιτική στη φασιστική ιδεολογία συνέχισε τη γραμμή του κόμη Σφόρτσα, στοχεύοντας να διαδραματίσει ρόλο διαιτητή μεταξύ των κρατών που είχαν βγει πρόσφατα από το πεδίο των συγκρούσεων και εξασφαλίζοντας προηγουμένως τη σύμφωνη γνώμη της Γαλλίας και της Αγγλίας. Η Ιταλία εφάρμοσε κατευναστική πολιτική απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, πολιτική που σηματοδοτήθηκε από τη συμφωνία για το Φιούμε (27 Ιανουαρίου 1924) και την υπογραφή εμπορικής συνθήκης. Ταυτόχρονα, αναγνώριζε τη Σοβιετική Ρωσία (7 Φεβρουαρίου 1924), διατηρούσε εγκάρδιες σχέσεις με τη Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία και συνυπέγραφε με την Αγγλία συμφωνία για τον καθορισμό των αντίστοιχων ζωνών επιρροής στη
89
Σομαλία και την Αιθιοπία. Μέλος της Κοινωνίας των Εθνών, η Ιταλία (τυντάχθηκε με το Σύμφωνο ΕριόΜακ Ντόναλντ περί συλλογικής ασφάλειας και με το Σύμφωνο του Λοκάρνο (16 Οκτωβρίου 1925), μέσω του οποίου η Γαλλία, η Γερμανία και το Βέλγιο διασφάλιζαν το σεβασμό των συνόρων τους με την εγγύηση του Λονδίνου και της Ρώμης. Χάρη στην επιδεξιότητα του Κονταρίνι αποσβέσθηκαν οι συνέπειες των εμπρηστικών πρωτοβουλιών του Ντούτσε που είχαν αρχίσει ήδη να εκδηλώνονται με την ενθάρρυνση του Γκράντι. Έτσι, στις 29 Αυγούστου 1923 μετά τη δολοφονία των Ιταλών που συμμετείχαν σε στρατιωτική αποστολή οριοθέτησης των ελληνοαλβανικών συνόρων, ο Μουσολίνι απηύθυνε στην Ελλάδα τελεσίγραφο και έστειλε στρατεύματα κατοχής στην Κέρκυρα. Οι δύο δυνάμεις διαπραγματεύθηκαν φιλικά μία ρύθμιση εκκένωσης. Ο Κονταρίνι παραιτήθηκε από τη θέση του τον Ιανουάριο του 1926 και ο δικτάτορας μπόρεσε εφεξής να εγκαινιάσει τη δική του πολιτική. 2. Ο «ρεβιζιονισμός». - Ο φασισμός επιχείρησε να θέσει υπό αμφισβήτηση τους όρους της Διάσκεψης Ειρήνης. Αυτή η δράση, καλυμμένη από το προσωπείο των αγαθών προθέσεων - ό π ω ς η προσχώρηση στο Σύμφωνο Μπριάν-Κέλογκ που έθετε εκτός νόμου τον πόλεμο (27 Αυγούστου 1928) και στη Διάσκεψη Αφοπλισμού του Φεβρουαρίου 1932- απέβη ορισμένες φορές προς όφελος των νικητών (στήριξη στην Γαλλία για το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων) αλλά κυρίως προς όφελος των νικημένων. Οι σχέσεις μεταξύ Ρώμης και Βελιγραδίου επιδεινώθηκαν ραγδαία και όλες οι προσπάθειες του Ντούτσε απέβλεπαν στη διπλωματική απομόνωση του νεαρού κράτους μέσω της προσέγγισης με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
90
Γι' αοτό. ο Μουσολίνι υποστήριξε τον ουγγρικό ρεβιζιονισμό και ανέτττυξε σχέσεις φιλίας με τη δεξιά κυβέρνηση που είχε εγκαθιδρυθεί στην Αυστρία από τον Σεβασμιότατο Ζάιπελ. Ο Ντίνο Γκράντι, ο οποίος είχε εξωθήσει ο ίδιος τον Μουσολίνι να υιοθετήσει αυτή τη στάση, άλλαξε γραμμή πλεύσης και αποπειράθηκε να ξανακάνει την Ιταλία διαιτητή στους κόλπους της Κοινωνίας των Εθνών. Ο Ντούτσε όμως, του οποίου το κύρος μόλις είχε ενισχυθεί από τις Συνθήκες του Λατερανού. τον απέπεμψε στις 20 Ιουλίου 1932. «Η ιδέα ότι μία χώρα θα μπορούσε να είναι δυνατή δίχως να κάνει στρατιωτική χρήση της ισχύος της δεν χωρούσε στο μυαλό του» (Λ. Βαλιάνι). 3. Η προσέγγιση των δημοκρατικών χωρών και η πολιτική της Στρέζα. - Στην εξωτερική εξέλιξη του φασισμού, οι σχέσεις με τη Γερμανία αποτελούν εφεξής θεμελιώδες πρόβλημα. Έ ω ς τότε ο Μουσολίνι εμφανιζόταν ως αδιαμφισβήτητος πρωτοπόρος μεταξύ των δικτατόρων. Οι φασιστικές τάσεις που είχαν γεννηθεί σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης και τα αυταρχικά καθεστώτα που είχαν αρχίσει να εγκαθιδρύονται στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Πολωνία, στην Ουγγαρία, στην Ρουμανία, στην Ελλάδα και στην Τουρκία επικαλούνταν την υποστήριξή του. Ο Αδόλφος Χίτλερ, μετά την πορεία προς τη Ρώμη, θαύμαζε τον Ντούτσε και δήλωνε ότι εάν δεν είχε νικήσει ο φασισμός, «το τότε ισχνό δενδρύλλιο του εθνικοσοσιαλισμού» δεν θα είχε μπορέσει να ριζώσει στην Γερμανία. Η Ιταλία βοήθησε τον εκκολατττόμενο ναζισμό, του οποίου ο αρχηγός εξέφραζε πάντοτε τον απεριόριστο σεβασμό του για τον Μουσολίνι. Όμως, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία την επομένη των εκλογών της Μαρτίου 1933, φάνηκε πολύ
91
γρήγορα ότι η νέα δικτατορία, πιο ολοκληρωτική, πιο ισχυρή και πιο βίαιη από το φασισμό, δεν επρόκειτο να αποτελέσει πλέον «λαμπρό μιμητή» της Ιταλίας αλλά αντίπαλό της. Στο εξής θα ήταν δύσκολη η συμφιλίωση της ιδεολογικής αλληλεγγύης των δύο κινημάτων με τον γερμανικό ρεβιζιονισμό που ερχόταν σε ανοικτή σύγκρουση με τις απόψεις του Μουσολίνι για την Αυστρία και την παραδουνάβια Ευρώπη. Ο Ντούτσε επιχείρησε τότε να βάλει τροχοπέδη στη γερμανική επέκταση, αντιπαρατάσσοντας το αντίβαρο των παραδοσιακών δημοκρατιών. Εκμεταλλευόμενος την επιθυμία προσέγγισης που είχε εκδηλώσει η Γαλλία ήδη από το 1932, ανέλαβε την πρωτοβουλία της υπογραφής του δεκαετούς Συμφώνου των Τεσσάρων στις 7 Ιουνίου 1933 με το Παρίσι και το Λονδίνο, μέσω του οποίου γινόταν προσπάθεια να συμμετάσχει το Βερολίνο στη διευθέτηση των ευρωπαϊκών ζητημάτων. Η συνθήκη προέβλεπε την ειρηνική αναθεώρηση των συνθηκών ειρήνης, στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών και την ισοτιμία δικαιωμάτων για τη Γερμανία. Η ανυπομονησία του Χίτλερ στόχευε στην ταχεία προσάρτηση της Αυστρίας, όπου ο καγκελάριος Ντόλφους μαχόταν από το 1932 κατά της διπλής αντιπολίτευσης των σοσιαλδημοκρατών και των εθνικοσοσιαλιστών. Ήταν μία άμεση απειλή για την Ιταλία. η οποία μετά τη συνάντηση Μουσολίνι-Ντόλφους στο Ριτσόνε τον Αύγουστο του 1933 προσέγγισε τη Βιέννη. Στις 14 Οκτωβρίου, η Γερμανία εγκατέλειπε τη Διάσκεψη Αφοπλισμού και αποχωρούσε από την Κοινωνία των Εθνών. Στην Γαλλία, ο Λουί Μπαρτού επιχειρούσε να συσφίγξει τις συμμαχίες της δανούβιας Μικρής Συνεννόησης για να αποσοβήσει το χιτλερικό κίνδυνο. Μετά την αποτυχία της συνάντησης Μουσολίνι-Χίτλερ στη Βενετία (14-15 Ιουνίου 1934).
92
η Triplice occidentale που είχαν επεξεργαστεί το Παρίσι, το Λονδίνο και η Ρώμη τέθηκε σύντομα σε δοκιμασία. Ο Χίτλερ, ο οποίος είχε συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του με την αιματηρή εκκαθάριση της SOi^ Ιουνίου κάνει ναζιστικό πραξικόπημα, κατά τη διάρκεια του οποίου δολοφονείται ο Ντόλφους. Η ιταλική αντίδραση είναι άμεση και ο Μουσολίνι που διαβεβαιώνει ότι θα υπερασπίσει την ακεραιότητα της Αυστρίας συγκεντρώνει στρατεύματα στα σύνορα. Ο Πιέρ Λαβάλ, διάδοχος του Μπαρτού, δίνει έμφαση στη γαλλοϊταλική προσέγγιση. Στις 7 Ιανουαρίου 1935 υπογράφει στη Ρώμη σειρά συμφωνιών που επαναβεβαιώνουν την ταύτιση των απόψεων μεταξύ των δύο χωρών σχετικά με την ανεξαρτησία της Αυστρίας και το δουνάβιο status quo. Η Γαλλία, για να επιλύσει τη διένεξη που είχε ανακύψει λόγω των αποικιακών υποσχέσεων που είχαν δοθεί στην Ιταλία το 1915 με το Σύμφωνο του Λονδίνου και δεν είχαν κρατηθεί, προέβη σε μερικές ελάσσονες παραχωρήσεις απέναντι στη χώρα-εταίρο της (εκχωρήσεις ερημικών ζωνών στα σύνορα της Λιβύης και της Ερυθραίας, καθώς και τΐ]ς νησίδας Ντουμέιρα στα στενά του Μπαμπ-ελ-Μαντέμπ· εισδοχή της Ιταλίας στην Εταιρεία Σιδηροδρόμων του Τζιμπουτί) και αναγνώριζε το ειδικό νομικό καθεστώς των Ιταλών που ήταν μόνιμοι κάτοικοι Τυνησίας. Με μυστική δήλωση ο Λαβάλ εξέφραζε τη γαλλική «αδιαφορία» για τα αιθιοπικά θέματα και αναγνώριζε την «ελευθερία κινήσεων» του Μουσολίνι στη συγκεκριμένη περιοχή της Αφρικής. Η Αγγλία επικρότησε αυτή την προσέγγιση που είχε ευνοηθεί από την καταγγελία των στρατιωτικών όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών από την Γερμανία. Ο Λαβάλ προκάλεσε από τις 11 έως τις 14 Απριλίου τη συνάντηση της Στρέζα (Μουσολίνι,
93
Λαβάλ, Π.-Ε. Φλαντρέν, Μακ Ντόναλντ. Τζ. Σάιμον) όπου επιβεβαιώθηκε η εχθρότητα των τριών κρατών απέναντι σε κάθε μη διαπραγματευθε{σα αλλαγή του ευρωπαϊκού status quo. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς εν προκειμένω για ένα «ανατολικό Λοκάρνο». Στις 16-17 Απριλίου, στην Κοινωνία των Εθνών, ο Λαβάλ οδηγούσε τα μέλη σε ομόφωνη καταδίκη της παραβίασης της Συνθήκης των Βερσαλλιών από τον Χίτλερ. Το Μέτωπο της Στρέζα φάνηκε να εγκαινιάζει μία νέα συνεργασία μεταξύ των παλαιών Συμμάχων του 1915-1918 και ακολούθησε αποφόρτιση της κατάστασης που σημαδεύτηκε από τη ρύθμιση του ζητήματος του Ζάαρ μέσω δημοψηφίσματος. Ωστόσο, η συνεννόηση παρέμενε εύθραυστη. Το πρώτο ρήγμα εμφανίστηκε στις 18 Ιουνίου με τη μονομερή ναυτιλιακή συμφωνία μεταξύ Αγγλίας-Γερμανίας, συμφωνία που παραχωρούσε στην τελευταία δύναμη το 35% της χωρητικότητας των βρετανικών πολεμικών πλοίων και τη δυνατότητα παραχώρησης αντίστοιχου ποσοστού στη χωρητικότητα των υποβρυχίων. Ενώ η Γαλλία διαμαρτυρόταν κατά αυτού του appeasement με το ναζισμό, το αιθιοπικό ζήτημα επρόκειτο να διαρρήξει οριστικά τους δεσμούς προσέγγισης με τις δημοκρατικές χώρες και να εξαναγκάσει εκ νέου την Ιταλία να αναπτύξει σχέσεις ολοένα στενότερης εξάρτησης από το χιτλερισμό. 4. Ο πόλεμος της Αιθιοπίας και οι κυρώσεις α) Οι απαρχές της σύγκρουσης. - Η αποικιακή πολιτική που είχε εγκαινιαστεί από τον Κρίσπι είχε πολύ περιορισμένα αποτελέσματα. Έχοντας μπει καθυστερημένα στη μάχη του ανταγωνισμού, η Ιταλία είχε αποκτήσει πυκνοκατοικημένα εδάφη όπως τα
94
Δωδεκάνησα ή άγονες περιοχές όπου ήταν δύσκολο να επιβληθεί ειρήνευση. Η βασική προσπάθεια είχε επικεντρωθεί στην Λιβύη με την ανθυπατεία του 'Ιταλό Μπάλμπο που είχε επιχειρήσει να εφαρμόσει μεγαλειώδη πολιτική δημοσίων έργων και εποικισμού με τη μεταφορά αγροτικών οικογενειών από τη μητρόπολη. Όμως, παρά τις αξιόλογες επενδύσεις (οι αποικιακές δαπάνες είχαν αυξηθεί από 107 εκατομμύρια λιρέτες το 1921 σε 530 το 1930), ο απολογισμός παρέμενε αρνητικός. Σύμφωνα με τα λόγια του Μουσολίνι, η Ιταλία είχε «περισυλλέξει ερήμους». Ήδη από το 1932, ο Ντούτσε είχε προσανατολιστεί στην ανάκαμψη του επεκτατισμού. Εξακολουθούσε να διαπνέεται από τις απόψεις του παλαιοϊδεατισμού και να πρεσβεύει ότι η ισχύς των εθνών εξαρτάτο από τις αποικιακές τους κτήσεις. Και όλα αυτά σε μία εποχή που τα καλύτερα εδάφη βρίσκονταν ήδη υπό κατοχή και που η ευρωπαϊκή κυριαρχία επί των έγχρωμων πληθυσμών άρχιζε να τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η Ιταλία θα μπορούσε να είχε ενισχύσει το οικονομικό δυναμικό της με την εντατικοποίηση των ανταλλαγών, αλλά ο Μουσολίνι επιζητούσε στρατιωτικές επιτυχίες. Τα κίνητρα αυτής της στάσης είναι πολλαπλά: ο φιλοπόλεμος προσανατολισμός του καθεστώτος που γινόταν όλο και πιο έντονος· ο εθνικιστικός μυστικισμός που ανέτΓτυσσε το δόγμα της εκπολιτιστικής ρωμαϊκότητας- επίσης η επιθυμία αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τον οικονομικό μαρασμό που οφειλόταν στην παγκόσμια κρίση (τον Δεκέμβριο του 1934, η λιρέτα είχε διολισθήσει σε σχέση με τη στερλίνα από την περίφημη quota novanta στο 58,7 %). Οι επιχειρηματικοί κύκλοι πάντως αντιτάσσονταν σε μία αποικιακή περιπέτεια και οι διπλωμάτες, όπως ο νέος Υφυπουργός Εξωτερικών Φούλβιο Σούβικ, θα
95
είχαν προτιμήσει τη συνέχιση της πολιτικής της συλλογικής ασφάλειας και της στήριξης της Αυστρίας. Όμως, και εκεί ακόμη, ο Ντούτσε επέβαλε τις απόψεις του. Στις 7 Ιανουαρίου 1935. ο Τπουργός Οικονομικών Γιούνγκ αντικαταστάθηκε από τον κόμη Πάολο Ταόν ντι Ρεβέλ και η Ιταλία, απαρνούμενη το σύστημα των πολυμερών εμπορικών και νομισματικών συμφωνιών, ακολουθούσε την οδό του συναλλαγματικού ελέγχου, της ποσόστωσης των εισαγωγών και της κατά προτεραιότητα αγοράς στρατηγικών πρώτων υλών. β) Ο ιταλοαιθίοπικός πόλεμος. - Ο Μουσολίνι, ενδυναμωμένος από την αγγλική ευμένεια και την εν λευκώ εξουσιοδότηση που είχε εξασφαλίσει α π ό τον Λαβάλ, αποδύθηκε σε έναν αγώνα κατά της Αιθιοπίας, για την ακεραιότητα της οποίας όμως είχαν εγγυηθεί το Παρίσι και το Λονδίνο. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών ήταν καλές. Η Ρώμη είχε υπογράψει με τον Νεγκους συνθήκη φιλίας το 1928 και είχε θέσει υπό την αιγίδα της ήδη από το 1923 την εισδοχή της Αιθιοπίας στην Κοινωνία των Εθνών. Η Ιταλία ενέτεινε την οικονομική της διείσδυση στην αφρικανική χώρα με το πρόσχημα της ειρηνικής συνεργασίας. Όμως, ο Χαϊλέ Σελασιέ, αντιλαμβανόμενος τις πραγματικές βλέψεις αυτής της εισχώρησης, προσπάθησε να χαλαρώσει τον κλοιό. Στα τέλη του 1934, ο Μουσολίνι προκάλεσε και υποδαύλισε σειρά συνοριακών επεισοδίων στην Ερυθραία, γεγονός που οδήγησε σε αποτυχία τις απόπειρες διαιτησίας. Στις 2 Οκτωβρίου 1935 ανακοίνωσε την έναρξη της ιταλικής επίθεσης την επόμενη μέρα. Στις 7 Οκτωβρίου ειδική επιτροπή της Κ.Τ.Ε. κατήγγειλε στο Συμβούλιο την παραβίαση του Συμφώνου και με ψήφους 50 επί συνόλου 54 καταδίκασε την επίθεση. Μία άλλη επιτροπή επιφορτί-
96
στηκε με την προετοιμασία σχεδίου οικονομικών κυρώσεων που έγινε αποδεκτό από 18 κράτη και ετέθη σε ισχύ στις 18 Οκτωβρίου. Αυτά τα μέτρα συνίσταντο σε διακοπή των ιταλικών εισαγωγών, σε απαγόρευση αγοράς ή διαμετακόμισης στρατιωτικού υλικού και σε κατάργηση κάθε πίστωσης προς την Ιταλία. Η πλήρης και αυστηρή εφαρμογή των κυρώσεων θα είχε οδηγήσει σίγουρα τον Μουσολίνι σε συνθηκολόγηση. Δυστυχώς πολλά κράτη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Αυστρία και η Ουγγοφία αρνήθηκαν να υιοθετήσουν το ψήφισμα, ακυρώνοντας πρακτικά τις συνέπειες του αποκλεισμού. Από την πλευρά τους, οι πετρελαϊκές εταιρείες προσφέρθηκαν να ανεφοδιάσουν την Ιταλία. Το ίδιο συνέβη και σε διπλωματικό επίπεδο. Ο Λαβάλ σε συμφωνία με τους Βρετανούς συντηρητικούς διαχειριζόταν τη σχέση με τον Μουσολίνι επιφυλακτικά χωρίς ωστόσο να τον δυσαρεστεί και επεδίωκε συμβιβασμό. Πρότεινε το Δεκέμβριο, από κοινού με τον Σερ Σάμιουελ Χόαρ, την παραχώρηση του μεγαλύτερου τμήματος της Αιθιοπίας αλλά με διατήρηση της κυριαρχίας του Νέγκους. Η αποτυχία αυτού του σχεδίου και ο διχασμός των μεγάλων δυνάμεων ενίσχυσαν την αδιαλλαξία του Μουσολίνι. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις συνίσταντο σε μία διπλή επίθεση που ξεκίνησε από το Βορρά με τον Στρατηγό ντε Μπόνο, πρώην μέλος της τετρανδρίας, και από το Νότο, στην Σομαλία με τον Ροντόλφο Γκρατσιάνι. Όμως, μετά την κατάληψη της Αδουά και του Ακσούμ το όλο εγχείρημα άρχισε να χωλαίνει και διακόπηκε για κάποιο διάστημα. Στις 16 Νοεμβρίου, ο ντε Μπόνο αντικαταστάθηκε από τον Πιέτρο Μπαντόλιο που είχε στη διάθεση του σημαντικούς ανθρώπινους πόρους με έμψυχο υλικό που έφθανε τους
97
500.000 άνδρες. Οπαδός της ταχείας επέμβασης με διαδοχιχά σφοδρά πλήγματα, ο Μπαντόλιο εκμηδένισε μέσα σε έξι μήνες την αιθιοπική αντίσταση έχοντας χρησιμοποιήσει μαζικούς εναέριους βομβαρδισμούς και ασφυξιογόνα αέρια. Στα μέσα του Ιανουαρίου του 1936. ο Νότος τελούσε υπό κατοχή και από το Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο μια σειρά μαχών αναχαίτιζε τον Χαϊλέ Σελασιέ και τους υπολοχαγούς του. Από τις 14 Απριλίου έως τις 8 Μαΐου ο Γκρατσιάνι κατέλαβε το Ογκαντέν και το Χαρέρ. Περικυκλωμένος από όλες τις πλευρές, ο Νέγκους εγκατέλειψε την πρωτεύουσα του και διέφυγε στο Λονδίνο. Στις 5 Μαΐου, οι Ιταλοί μπήκαν στην Αντίς-Αμπεμπα και στις 9 ο Βίκτωρ-Εμμανουήλ Γ ανακηρυσσόταν αυτοκράτορας της προσαρτημένης Αιθιοπίας. Οι οικονομικές κυρώσεις της ΚΤΕ προκάλεσαν στην Ιταλία αναζωπύρωση του εθνικιστικού και πατριωτικού ττνεύματος. Η ομοψυχία των Ιταλών εκφράστηκε με την επιτυχία της εκστρατείας που καλούσε τους πολίτες να δωρίσουν τις βέρες τους στο κράτος για να εξασφ(χλιστούν αποθέματα χρυσού για τη χώρα. Τότε παρατηρήθηκε επίσης η θεαματική συστράτευση κάποιων αντιφασιστών με τον Ντούτσε και η δημοτικότητα του Μουσολίνι βρέθηκε στο απόγειό της. Στις 15 Μαΐου η Κ.Τ.Ε. αποδέχτηκε το γεγονός ως τετελεσμένο και ήρε τις κυρώσεις. γ) Οι επιπτώσεις του πολέμου. - Το αιθιοπικό ζήτημα αποτέλεσε καμπή κεφαλαιώδους σημασίας για το φασισμό. Οι επιτυχίες του Μουσολίνι εδραίωσαν την πεποίθηση του ότι ήταν αλάθητος και ο δικτάτορας πίστεψε εφεξής ότι, εάν χρησιμοποιούσε βία, όλα ήταν πλέον δυνατά. Αρνούμενος να εξομαλύνει την κατάσταση εφαρμόζοντας και πάλι την πολιτική της
98
Στρέζα, ο Ντούτσε θεώρησε τη μαχροθυμία που επέδειξαν το Παρίσι και το Λονδ(νο ως αδιάσειστη απόδειξη της αδυναμίας των δημοκρατικών κρατών, αλλά και της απόρροιάς τους, της Κοινωνίας των Εθνών. Αυτή η επιλογή του 1936 οδτ]ΓΤ]οε O T T Q συνεργασία με τη Γερμανία και κατόπιν στη «φεουδοποίηση» της Ιταλίας από την πρώτη, καθώς και στη βαθμιαία διείσδυση της στρατοκρατίας στην εν γένει νοοτροπία του φασισμού. Από αποικιακής πλευράς, η κατάκτηση της Αιθιοπίας δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το 1937 ο Μουσολίνι δημιούργησε το Υπουργείο Ανατολικής Αφρικής, του οποίου ετέθη επικεφαλής ο ίδιος. Το σύνολο των Αιθιόπων αρνήθηκε να ταχθεί με το μέρος του και χρειάστηκε να εφαρμοστούν μέτρα σκληρής καταστολής κατά των «στασιαστών». Π<χρά τη διαφθορά και την αταξία που επικρατούσαν στη φααιστική διοίκηση, το φίλεργο πνεύμα των Ιταλών κατόρθωσε να φέρει σε πέρας ένα σημαντικό εγχείρημα υγειονομικής και οδικής υποδομής. Όμως, οι τεράστιες δαπάνες (άνω των 2.000 δισεκατομμυρίων λιρετών μεταξύ του 1936 και του 1945) είχαν ελάχιστο χρόνο για να αποφέρουν καρπούς. Το 1939 η Ιταλία δαπανούσε για τις αποικίες της το δεκαπλάσιο των εσόδων που εξασφάλιζε από αυτές και δεν πραγματοποιούσε με αυτές π<χρά το 2% του συνολικού εμπορίου της, ενώ ο πληθυσμός και μόνο της ιταλικής παροικίας της Νέας Τόρκης ήταν δέκα φορές μεγαλύτερος από το μητροπολιτικό πληθυσμό της Αυτοκρατορίας.
99
Κεφάλαιο 4
ΠΑΡΑΚΜΗ ΚΑΙ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ (1937-1945)
I. - Η πορεία προς τον πόλεμο (1936-1940) Ο φασισμός, επιλέγοντας τη γερμανική συνεργασία, την εγκατάλειψη της κλασικής διεθνούς πολιτικής και προτιμώντας τις περιπέτειες και τις επιδείξεις δυνάμεως, πήρε ένα νέο πρόσωπο με έντονα δικτατορικά χαρακτηριστικά. Το καθεστώς είχε υποτάξει πλέον την οικονομία του στους σκοπούς του πολέμου. Κατά τη διάρκεια αυτής της εξέλιξης, ο Μουσολίνι άρχισε να χάνει βαθμιαία έδαφος έναντι του Χίτλερ. 1. Ο εκγερμανισμός της εξωτερικής πολιτικής. - Στις 9 Μαρτίου 1935 επαναστρατιωτικοποιήθηκε η Ρηνανία, ενέργεια κατά της οποίας διαμαρτυρήθηκαν η Γαλλία και η Αγγλία, αλλά οι διαμαρτυρίες αυτές υπήρξαν απλώς αναποτελεσματικές. Η εξέλιξη αυτή παρέσυρε τον Ντούτσε σε ανατροπή των συμμαχιών. Η τηώση του Λαβάλ στις 22 Ιανουοφίου 1936 και κυρίως η άνοδος στην εξουσία της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου μετά τις εκλογές του Μαΐου βάθυναν το ρήγμα στις σχέσεις με την Γαλλία, η οποία προσανατολίστηκε σε αντιφασιστική στάση. Η υποστήριξη που είχε παράσχει ο Χίτλερ στον πόλεμο της Αιθο-
100
πίίχς άμβλυνε τη διχογνωμία σχετικά με την απειλή κατά της Αυαττρίας, μιας χώρας που θα θυσιαζόταν εφεξής στον βωμό των γερμανικών φιλοδοξιών λόγω της χαρακτηριστικής ασυνέπειας της μουσσολινικής πολιτικής. Η Ιταλία διαμεσολάβησε για τη σύναψη της συμφωνίας της 11* Ιουλίου 1936 που, μολονότι αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Αυστρίας, στην πραγματικότητα άνοιγε το δρόμο στον Χίτλερ και στις ραδιουργίες του, ο οποίος αποκτούσε δικαίωμα επίβλεψης των εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων της χώρας. Εκτελεστής αυτής της νέας πολιτικής υπήρξε ο Υπουργός Εξωτερικών κόμης Γκαλεάτσο Τσιάνο (1903-1944) που ανέλαβε καθήκοντα στις 9 Ιουνίου 1936. Γαμπρός του Ντούτσε και γιος ενός από τους πρώτους φασίστες, ο Τσιάνο, που θα διατηρήσει το χαρτοφυλάκιό του έως το 1943, εμφανιζόταν τότε ως δελφίνος του δικτάτορα, στεφανωμένος με τις δάφνες των κατορθωμάτων του ως αεροπόρου στην Αιθιοπία, η προβολή των οποίων είχε ενορχηστρωθεί αυτάρεσκα από την προπαγάνδα. Ευφυής και φιλόδοξος αλλά άπειρος, επιρρεπής στη χλιδή, πανέξυπνος και φαντασμένος, ο νέος Υπουργός, δημιούργημα του καθεστώτος, έπαιξε το παιχνίδι της Γερμανίας. Ο ισπανικός εμφύλιος που ξέσπασε τον Ιούλιο του 1936 προσέφερε στις δύο δικτατορίες «ένα νέο κίνητρο σύγκλισης ενδιαφερόντων και μία νέα ώθηση συνεργασίας» (Ε. Ανκιέρι). Η ιδεολογική αλληλεγγύη και οι μεσογειακές φιλοδοξίες του Μουσολίνι τον ώθησαν να επέμβει στον ισπανικό εμφύλιο, επέμβαση που ενθαρρύνθηκε από τον Χίτλερ, ο οποίος ήταν ικανοποιημένος που η Ιταλία απομακρυνόταν πλέον από το Μπρενερ. Ο Ντούτσε έστειλε οφχικά στο πλευρό του Φράνκο εθελοντές μελανοχίτωνες και ύστερα τακτικό στρατό με συνολικό δυναμικό που άγγιζε τους 70.000
101
άνδρες. Από αυτή τη μαχρά σύγχρουση, η οποία βιήρχησε έως το Μάρτιο του 1939, το μόνο όφελος που αποκόμισε η Ιταλία ήταν η συμμετοχή των στρατευμάτων της σε μία γενική δοκιμή για τον πόλεμο που θα επακολουθούσε. Μόνο που οι αδυναμίες του στρατού της εξακολουθούσαν να παραμένουν αθέατες. Παρότι η γερμανική υποστήριξη υπήρξε περισσότερο διακριτική στον ισπανικό εμφύλιο, ο Χίτλερ ήταν αυτός που αύξησε κατά πολύ το γόητρό του στην Ισπανία και κέρδισε οικονομική υπεροχή. Ο Τσιάνο έγινε ο πλέον δραστήριος παράγοντος της σύσφιγξης των σχέσεων με το ναζισμό. Στις 25 Οκτωβρίου 1936 μετά την παραμονή του στη Γερμανία υπέγραψε σειρά συμφωνιών που θέσπιζαν κοινή ιταλσγερμανική πολιτική, στην οποία ο Μουσολίνι έδωσε λίγο αργότερα την ονομ(χσία Άξονας Ρώμης-Βερολίνου. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1937 ο Μουσολίνι είχε συνάντηση με τον Χίτλερ στο Μπέρχτεσγκάντεν. Υποκύπτοντας στις αριστοτεχνικές κολακείες του Φύρερ, ο οποίος τον χαιρέτιζε ως «τον πρώτο κρατικό ηγέτη σε όλο τον κόσμο, με τον οποίο κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε καν εκ του μακρόθεν», εντυπωσιασμένος από την ανάτΓτυξη και την επίδειξη της γερμανικής ισχύος, ο Ντούτσε, που έως τότε είχε κρατήσει την αυτονομία του ως προς τους ελιγμούς στην εξωτερική πολιτική, ανέλαβε την πρώτη από μία μακρά σειρά δεσμεύσεων υποταγής στον εταίρο του. Στις 6 Νοεμβρίου, η Ιταλία προσχώρησε από κοινού με το Βερολίνο και το Τόκυο στην ιδεολογικών προθέσεων διακήρυξη του Συμφώνου Anti-Komintem- στις 7 Δεκεμβρίου εγκατέλειψε θορυβωδως την Κοινωνία των Εθνών. Χ>ταν ο Χίτλερ, ο οποίος είχε πλέον εξασφαλίσει τα νώτα του, αποφάσισε να προσαρτήσει την Αυστρία, ενημέρωσε τον Μουσολίνι μόλις στις 11 Μαρτίου 1938. οπότε
102
είχε ήδη δρομολογηθεί η Anschluss. Επρόκειτο για την κατάρρευση της παραδουνάβιας πολιτικής της Ιταλίας, πολιτική που είχε ακολουθήσει η χώρα από το 1915. Παρά την αναστάτωση που προκλήθηκε στην ιταλική κοινή γνώμη και τη δυσαρέσκεια του βασιλιά λόγω αυτής της φασιστικής αποτυχίας - η οποία αντισταθμιζόταν κακήν κακώς από τη συγκαταβατική διαβεβαίωση για το απαραβίαστο του συνόρου του Μπρένερ, πάνω από το οποίο θα κρεμόταν εφεξής η απειλή όλων των γερμανικών δυνάμεων- δεν έμενε στον Ντούτσε π α ρ ά μία επιλογή: να δεχθεί το γεγονός ως τετελεσμένο. Ωστόσο, είχε προηγουμένως αποπειραθεί να κάνει μία κίνηση αντιπερισπασμού, την τελευταία απόδειξη των προθέσεών του να αντισταθεί στον Χίτλερ, υπογράφοντας με την Αγγλία στις 16 Απριλίου το Σύμφωνο Φιλίας του Πάσχα. Όμως, η προσέγγιση με το Λονδίνο θα είναι εφήμερη. Στα τέλη Μαΐου, ο Τσιάνο διαβεβαίωσε τον Χίτλερ ότι η Ιταλία δεν ενδιαφερόταν για την τσεχική κρίση που δΐ(*γραφόταν στον ορίζοντα και ξέσπασε το Σετττέμβριο του 1938. Μετά τη βρετανική παρέμβαση για την επίτευξη συμβιβασμού σχετικά με το θέμα της γερμανικής μειονότητας που κατοικούσε στα Σουδητικά Όρη, μειονότητα που διεκδικούσε το Βερολίνο (συναντήσεις Χίτλερ-Τσάμπερλαιν στο Γκόντεσμπεργκ και στο Μπέρχτεσγκάντεν της 15*^ και 22"* Σετττεμβρίου), το Παρίσι και το Λονδίνο ζήτησαν από τον Μουσολίνι, ο οποίος δεν επιθυμούσε να ανοίξει τα χαρτιά του, να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο. Ο Ντούτσε πέτυχε την αναβολή για 24 ώρες της χιτλερικής επέμβασης. Στις 29-30 Σεπτεμβρίου επισημοποιήθηκε στη Διάσκεψη του Μονάχου η υποχώρηση των δημοκρατικών καθεστώτων και η θυσία της Τσεχοσλοβακίας. Την επομένη της Διάσκεψης του Μονάχου, ο Μουσολίνι θα
103
μπορούσε να είχε απαγκιστρωθεί από τη Γερμανία, να είχε εκμεταλλευθεί την ιδιότητά του ως διαιτητή και να είχε διαπραγματευθεί από θέση ισχύος τα αντισταθμίσματα για την αποτυχία της Anschluss. Εν τούτοις, μετά από μία περίοδο δισταγμού αποφάσισε να συμμαχήσει στρατιωτικά με τη Γερμανία και την Ιαπωνία, πρόταση που του είχε γίνει στις 28 Οκτωβρίου 1938 από τον φον Ρίμπεντροπ. Η Ιταλία επωφελήθηκε της Anschluss για να συνάψει με το Ράιχ στις 22 Μαΐου μία συμφωνία σχετικά με το θέμα του Άλτο Άντιτζε. Οι όροι της καθορίστηκαν από τη Συνθήκη της 23^ Ιουνίου. Ήταν προφανές ότι είχαν αποτύχει πλήρως οι προσπάθειες των Ιταλών να απεθνοποιήσουν τη γερμανόφωνη μειονότητα που ερχόταν αντιμέτωπη με τις φασιστικές προσβολές. Οι κάτοικοι αποκτούσαν το δικαίωμα επιλογής εθνικότητας. Επί συνόλου 247.000 Τύρολέζων. 213.000 (83%) επέλεξαν να γίνουν Γερμανοί και 34.000 να παραμείνουν Ιταλοί. Μεταξύ του 1939 και του 1943, 70.000 κάτοικοι εγκατέλειψαν το Νότιο Ήίρόλο για να εγκατασταθούν πέρα από το Μπρένερ. Αυτή η μεταφορά πληθυσμού χαιρετίστηκε ως ολοκλήρωση της ενότητας και ως τερματισμός κάθε εδαφικής διαμάχης γύρω από τα αυστριακά σύνορα. Στις 29 Μαΐου, παρά το αίσθημα μνησικακίας που προξένησε το ξεπούλημα των τσεχικών περιοχών, οι οποίες είχαν μετατραπεί σε ναζιστικό προτεκτοράτο (15 Μαρτίου), ο Μουσολίνι υπέγραψε με σπουδή το Χαλύβδινο Σύμφωνο που είχαν επεξεργαστεί ο Τσιάνο και ο φον Ρίμπεντροπ. Το έγγραφο αυτό θέσπιζε την αμυντική και επιθετική συμμαχία των δύο χωρών προβλέποντας την αυτόματη είσοδο σε πόλεμο του κάθε εταίρου σε περίτττωση σύγκρουσης της άλλης πλευράς με τρίτη δύναμη. Στην πραγματικότητα, η
104
Ιταλία προσδενόταν στο άρμα του Χίτλερ, ο οποίος είχε ήδη καθορίσει ως επόμενο στάδιο των κατακτήσεών του την επίθεση κατά της Πολωνίας. Ο Μουσολίνι αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και στις 30 Μαΐου απηύθυνε στον Φύρερ ένα μνημόνιο, μέσω του οποίου δήλωνε ότι η Ιταλία 6α ήταν έτοιμη, από στρατιωτικής άποψης, μετά από τρεις μήνες. Πράγματι, ο Ντούτσε σχεδίαζε να κερδίσει χρόνο και να περιμένει τη λήξη της Διεθνούς Έκθεσης που είχε προγραμματιστεί να γίνει στη Ρώμη το 1942. Όμως, η αμφισημία ως προς τη φύση αυτής της «προκαταρκτικής ειρήνης» είναι έκδηλη: οι Ιταλοί την εκλαμβάνουν ως γενική· ο Χίτλερ θεωρεί ότι η ειρήνη αυτή αφορά μόνο τη Γαλλία και την Αγγλία, γεγονός που επρόκειτο να φέρει τη Ρώμη μπροστά σε ένα ακόμη τετελεσμένο γεγονός σε ό,τι αφορά στην Πολωνία. Η Ιταλία επιδίωξε να εξασφαλίσει κάποιο αντιστάθμισμα για τον γερμανικό έλεγχο στην Τσεχοσλοβακία. Για να εδραιώσει τη δύναμή του στη Μεσόγειο και να εξασφαλίσει κάποια εγγύηση εν όψει της επίθεσης που σχεδίαζε κατά της Ελλάδας, ο Μουσολίνι απηύθυνε τελεσίγραφο στον βασιλιά Ζογκ της Αλβανίας στις 7 Απριλίου 1939. Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα οι Ιταλοί αποβιβάζονταν στη μικρή αυτή χώρα που ήταν ήδη πολιτικός και οικονομικός δορυφόρος της Ρώμης. Στις 12 Απριλίου, συγκλήθηκε συνέλευση των προεστών, οι οποίοι προσέφεραν το στέμμα στον Βίκτωρα-Εμμανουήλ Γ και στις 16 έγινε η διακήρυξη της προσωπικής ιταλοαλβανικής ένωσης. Αυτή η επιθετική ενέργεια προκάλεσε γενική κατακραυγή και κατέφερε ισχυρό πλήγμα στο φασισμό ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης. 'Οταν, στις 11 Αυγούστου 1939, ο Τσιάνο πείστηκε μετά τη συνάντηση του στο Σάλτσμπουργκ με τον Ρίμπεντροπ για την επικείμενη ανάληψη δράσης κατά
105
της Βο(ρσοβ(ας, ο γαμπρός του Ντούτσε και Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας συνειδητοποίησε πλέον ότι η χώρα του είχε υποταχθεί στον Χίτλερ. Μετά την Anschluss και προπάντων μετά το «χτύττημα κατά της Πράγας», η νέα πολιτική πραγματικότητα τον ανάγκαζε να δει ξεκάθαρα τους κινδύνους ενός πολέμου με τα δημοκρατικά κράτη, των οποίων την πραγματική κοττάσταση αγνοούσε ο Μουσολίνι που υποτιμούσε και τις δυνατότητες τους. Στο Ημερολόγιο του Τσιάνο θα καταγραφούν στο εξής οι φάσεις μιας αυξανόμενης γερμανοφοβίας. Επικουρούμενος από τον Πρέσβη στο Βερολίνο Μπερνάρντο Ατόλικο, ο Τσιάνο θα επιχειρήσει την απεμπλοκή της Ιταλίας, ενέργεια που υπογραμμίστηκε από την υπογραφή του γερμανοσοβιετικού συμφώνου στις 25 Αυγούστου 1939. Όμως, ο Μουσολίνι θα επιβάλει τελικά τη διατήρηση της γερμανικής συμμαχίας. Ωστόσο, η πολωνική κρίση προκαλεί στις 3 Σετττεμβρίου το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και η Ιταλία διακηρύσσει την «μη εμπόλεμη» θέση της. Η Ιταλία ξαναβρισκόταν σε μία κατάσταση που θύμιζε αυτήν του 1914, αλλά και εκεί ακόμη θα μπορούσε να είχε εξασφαλίσει την αποχή της. Μετά τον «πόλεμο-αστραπή» εναντίον της Πολωνίας, οι εχθροπραξίες σταμάτησαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1939-1940. Παρά τις έντονες αντιδράσεις του βασιλιά και του Τσιάνο ως προς την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο και παρά την επιθυμία του π ά π α Πίου ΙΒ' για διαρκή ουδετερότητα της Ιταλίας, ο Μουσολίνι έφερε βοφέως την υποταγή του στους Γερμανούς. Σιγά σιγά υποχώρησε στις γερμανικές απαιτήσεις φοβούμενος ότι θα υποσκελιζόταν από την ταχεία νίκη του Χίτλερ. Η επίθεση που εξαπολύεται στις 10 Μαΐου κατατροπώνει την Γαλλία και στις 10 Ιουνίου ο Μουσολίνι ανακοινώνει
106
την είσοδό του στον πόλεμο. Για μ(α φορά αχόμη, ο Ντούτσε προέταξε τα συμφέροντα και το χύρος της δικτατορίας σε εχείνα της χώρας. Πάντως, είναι πιθανό μία επιτυχία ή τουλάχιστον μία σθεναρή γαλλοαγγλιχή αντίσταση να τον είχε οδηγήσει σε νέα αλλαγή στρατοττέδου, όπως άλλωστε συνέβαινε συνήθως με την ευμετάβλητη ιδιοσυγκρασία του. Όμως, η γερμανική νίκη έμοιαζε σαν να του αποδείκνυε και πάλι το αλάθητό του, έτσι στο εξής όλοι οι ιεράρχες, συμπεριλαμβανομένου και του Τσιάνο, θα υπέκυττταν στη θέληση του «άνδρα που είχε πάντα δίκιο». Χ>ταν ο Μπαντόλιο επισήμανε στον Μουσολίνι τη στρατιοιτική και οικονομική ανετοιμότητα της Ιταλίας και μίλησε περί «αυτοκτονίας», ο Ντούτσε τού απάντησε κυνικά στις 26 Μαΐου 1940: «Σας δηλώνω ότι το Σετττέμβριο όλα θα έχουν τελειώσει και ότι χρειάζομαι μερικές χιλιάδες νεκρούς για να καθήσω στην τράπεζα της ειρήνης ως εμπόλεμος». Έτσι ο Μουσολίνι έγινε, αν όχι ο μοναδικός, τουλάχιστον ο βασικός υπαίτιος του ολέθρου, στον οποίο επρόκειτο να οδηγηθεί η χώρα. Ο Ντίνο Γκράντι θα γράψει αργότερα: «Ο ιταλικός λαός προδόθηκε από τον Μουσολίνι την ημέρα που η Ιταλία άρχισε να εκγερμανίζεται. Αυτός ο άνθρωπος ήταν που μας έδεσε στο άρμα του Χίτλερ- εγκατέλειψε την οδό της πιστής και ειλικρινούς συνεργασί(χς με την Αγγλία για να μας ρίξει σε έναν πόλεμο που διε^ίτ^ΐται κατά της τιμής, των συμφερόντων και των αισθημάτων του ιταλικού λαού.» Μολονότι την άποψη αυτή συμμιερίστηκε τον Ιούνιο του 1940 ττεριορισμένος αριθμός ττνευματικώς διαυγών Ιταλών, το γεγονός παραμένει ένα: η χειραγώγηση των μαζών ήταν τέτοια που θα χρειαστεί οι Ιταλοί να ζήσουν τις πιο ζοφερές στιγμές του πολέμου γιο να δουν να αναδύ-
107
εται από αυτό το σχοτάδι το κίνημα της εσωτερικής αντίστασης. 2. Η περίσφιγξη της δικτατορίας και το «νέο όφος» του φασισμού. - Οι επιτυχίες του 1936 και κατόπιν η ευθυγράμμιση με τη Γερμανία συνδυάζονται με μία εσωτερική αλλαγή που αφορά το πρόσωπο και τις μεθόδους του φασισμού. Η δικτατορία, έχοντας συνείδηση της δύναμής της, εγκαταλείπει όλο και περισσότερο τα προσχήματα και τις προσεκτικές τακτικές της για να διαμορφώσει ένα νέο ύφος. Οι δίκες και οι προσβολές κατά των υποτιθέμενων εχθρών του καθεστώτος συνεχίζονται αλλά η εσωτερική αντιπολίτευση έχει ουσιαστικά εξαναγκαστεί σε σιωττή. Στο εξωτερικό, οι αντιφασίστες απολαμβάνουν της συμπάθειας των φιλελεύθερων καθεστώτων αλλά η φθορά και οι κόπωση αποδυναμώνουν τις τάξεις τους. Η ενοποίηση του αντιφασισμού σε μία και μοναδική δύναμη των ποικίλων τάσεων διαφορετικών ιδεολογικών αποκλίσεων δεν θα επιτευχθεί ποτέ. Με την ποφώθηση των Κομμουνιστών και του Κάρλο Ροσέλι, Ιταλοί εθελοντές αγωνίζονται γενναία στο πλευρό των Ισπανών Δημοκρατικών. Όμως, η OVRA καταδιώκει τους εξόριστους. Στις 9 Ιουνίου 1937, η δολοφονία των αδελφών Κάρλο και Νέλο Ροσέλι από φασιστοειδή στοιχεία της Cagoule με την ηθική αυτουργία των ιταλικών υπηρεσιών καταστολής κατέφερε καίριο πλήγμα κατά του κινήματος «Δικαιοσύνη και Ελευθερία». Η εισβολή στην Γαλλία προκάλεσε τη φυγή ή τη φυλάκιση των πολιτικών προσφύγων και εκμηδένισε ουσιαστικά τον οργανωμένο και μάχιμο αντιφασισμό. Η συγκέντρωση των εξουσιών και η κατάργηση του Καθεστώτος της δ'κ Μαρτίου 1848 επικυρώθη-
108
καν στις 19 Ιανουαρίου 1939 από το θεσμό της Βουλής Πυρήνων χαι Συντεχνιών που αντικατέστησε το Κοινοβούλιο, το οποίο αντικατότττριζε την κομματική πολυφωνία που εφεξής έπαυε να υπάρχει. Το νέο όργανο απάρτιζαν μέλη του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου, του Εθνικού Συμβουλίου του Κόμματος και του Εθνικού Συμβουλίου Συντεχνιών, του οποίου οι έδρες είχαν μειωθεί από 825 σε 500. Από την παλαιά συνταγματική τάξη εξακολουθούσε να υφίσταται μόνον η Γερουσία που ήταν στην πλειονότητά της φασιστική. Η έννοια της εθνικής εκπροσώπησης καταργήθηκε, αφού η νεα Βουλή, την οποία η εξουσία συνέθετε κατά βούληση και δίχως περιοδική ανανέωση, δεν στηριζόταν πλέον στην εκλογή των μελών της από τη βάση αλλά στη συμμετοχή ατόμων που ήταν διορισμένα σε θέσεις του κομματικού ή κρατικού μηχανισμού. Έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι στο μυαλό του Μουσολίνι αυτή η μεταρρύθμιση ήταν το προκαταρκτικό στάδιο για την κατάργηση της μοναρχίας, ένα σχέδιο που θα είχε πετύχει ο Ντούτσε, εάν δεν είχε ακολουθήσει ο πόλεμος, τα επόμενα χρόνια. Μεταξύ του 1936 και του 1940, η λατρεία για το πρόσωπο του Μουσολίνι αγγίζει τα όρια του παροξυσμού. Ο δικτάτορας εμφανίζει συμτττώματα πραγματικής «επιδειξιομανούς υστερίας» (Λ. Σαλβατορέλι). Μένει στην ιστορία παίρνοντας προκλητικές πόζες με τη στολή του δεκανέα της Πολιτοφυλακής, απαθανατίζεται με ξυρισμένο κεφάλι, προτεταμένο σαγόνι και γουρλωμένα μάτια όλο οργή. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη μάσκα κρύβεται ένας μοναχικός άνδρας, συχνά διστακτικός και δειλός, που νιώθει τα πρώτα σημάδια της στομαχικής εξάντλησης και της νευρικής κατάπτωσης· σημάδια που προκαλούνται από μία αυστη-
109
ρή δίαιτα, η οποία εγκωμιάζεται ως προϊόν ανδροπρεπούς ολιγάρκειας. Από το 1932, διατηρεί σχέσεις με μία νεαρή κοπέλα της αστικής τάξης της Ρώμης, την Κλάρα Πετάτσι, που έγινε από το 1936 η επίσημη «ευνοούμενη» του Ντούτσε. Αν και δεν είχε καμία πολιτική επφροή επάνω του, η Πετάτσι λειτούργησε ως σύνδεσμος για την προώθηση των αισχροκερδών δραστηριοτήτων της οικογένειάς της και το λαθρεμπόριο της πλειονότητας των υψηλών αξιωματούχων του καθεστώτος που ήταν αρκούντως διεφθαρμένοι. Καθώς η γερμανοφιλία του Ντούτσε προκαλούσε τις επιφυλάξεις της Αυλής -όπου η πριγκίπισσα και διάδοχος του θρόνου Μαρί-Ζοζέ, κόρη του Αλβέρτου του Βελγίου, είχε ανατροαρεί με φιλελεύθερες αρχές-, αλλά και ορισμένων κύκλων του στρατού και της υψηλής κοινωνίας, ο Μουσολίνι προσποιήθηκε ότι επέστρεφε στη δημοκρατική κοινωνική ισότητα των αρχών της πολιτικής σταδιοδρομίας του, πολλαπλασιάζοντας τις αμετροεπείς ρητορείες του και τις πολεμικές αιχμές κατά του βασιλιά, «αυτής της μισής μερίδας», των ιερέων και των «μπουρζουάδων». Κάλεσε τον ιταλικό λαό ευθέως να υποστεί δοκιμασίες και οδύνες, προκειμένου να σκληραγωγήσει και να «διαπλάσει τον άνδρα φασίστα». Ενώ το καθεστώς είχε μπορέσει στις απαρχές του να υπερηφανευθεί για τη συστράτευση αυθεντικών στοχαστών όπως ο Τζεντίλε, το ττνευματικό και ηθικό επίπεδο του προσηλυτισμού που χαρακτηριζόταν ως «πολιτιστική εξυγίανση» επρόκειτο στη συνέχεια να καταφύγει στην υπερβολή, στην κοινοτυπία και στο γενικευμένο συμβατισμό, ειδικά κατά τη διάρκεια της «εποχής» του Ακίλε Σταράτσε (1889-1945). Αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα του Κόμματος τις περιόβους 19211923 και 1926-1931 και μετέπειτα Γενικού Γραμμα-
110
τέα από το 1931 έως το 1939. Αδαής και αυλικός της χειρίστου υποστάθμης, ο Σταράτσε συνέβαλε στη μεταμόρφωση του φασισμού σε κακέκτυπο, συχνά γελοίο και χοντροκομμένο, του χιτλερικού προτύπου του. Την 1ι Ιουνίου 1937, δημιουργήθηκε το Υπουργείο Λαϊκού Πολιτισμού (MINCULPOP) για τον αυστηρό έλεγχο του Τύπου και τη διανομή οδηγιών και θεμάτων προπαγάνδας. Με τη συνδρομή ξεπουλημένων γραφιάδων και φιλοκαθεστωτικών πανεπιστημιακών εξυμνείτο μέσα από ένα επιτηδευμένο και εμφατικό ιδίωμα ο μύθος της «ρωμάίκότητας» και του «φασιστικού δόγματος». Παράλληλα με την υποκίνηση ενός «κλίματος γαλλοφοβίας» κατά του «αχρείου λαού» της γείτονος χώρας αναπτύχθηκε και η απομίμηση των εξωτερικών χαρακτηριστικών του ναζισμού. Ο «ρωμαϊκός χαιρετισμός» με το βραχίονα σε έκταση, αντίγραφο του χιτλερικού χαιρετισμού, ακολουθήθηκε από το «ρωμαϊκό βηματισμό», από τον οποίο είχε εξαλειφθεί το στοιχείο του πρωσικού «βηματισμού της χήνας». Ο Μουσολίνι, ο οποίος έφερε βαρέως την παρουσία της μοναρχίας, μεθόδευσε από κοινού με το βασιλιά την προαγωγή του στον βαθμό «του πρώτου στρατάρχη της Αυτοκρατορίας» τον Μάρτιο του 1938. Τότε επίσης άρχισε η εκστρατεία κατά της χειραψίας και κατά του παλαιού τύπου ευγενείας Lei, «προσποιητού και θηλυπρεπούς» και ένδειξης ενός «λαού λακέδων», προς όφελος του tu «έκφρασης της ρωμαϊκής και χριστιανικής παγκοσμιόττγΓας» και του voi «ένδειξης σεβασμού και ιεραρχίας». Η πλέον αξιοθρήνητη απομίμηση του ναζισμού υπήρξε, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 1938, η εγκαθίδρυση του φυλετισμού και του αντισημιτισμού. Με τη στήριξη φίλα προσκείμενων προς το καθεστώς πανεπιστημιακών κυκλοφόρησε τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς
111
ένα «Μανιφέστο υπεράσπισης της φυλής», το οποίο εγκωμίαζε την καθαρότητα του ιταλικού σωματότυπου που παρέμενε αναλλοίωτος εδώ και χίλια χρόνια και που έπρεπε να προφυλαχθεί από τη μιαρή επιμειξία. Τη διακήρυξη αυτή διαδέχθηκε η δημιουργία του «Ανωτέρου Συμβουλίου για τη Δημογραφία και τη Φυλή». Τον Αύγουστο, το καθεστώς άρχισε τις διώξεις κατά των Εβραίων. Εν τούτοις, ο αντισημιτισμός δεν είχε διόλου σχέση με την ιταλική παράδοση και η ισραηλιτική κοινότητα που είχε ριζώσει στη χώρα αιώνες πριν είχε προσφέρει ανέκαθεν στην Ιταλία εξαίρετους πολίτες, μαχητές στους αγώνες του Risorgimenlo, στις αποικιακές αποστολές και στο Μεγάλο Πόλεμο, ενώ είχε τροφοδοτήσει με πολυάριθμα μέλη τις τάξεις του φασισμού από την πρώτη κιόλας στιγμή. Μία σειρά διαταγμάτων έκλεισε τις πύλες της χώρας στους αλλοδαπούς Εβραίους και υποχρέωσε σε εξορία όλους όσοι είχαν εγκατασταθεί στη χώρα μετά την Ι"" Ιανουαρίου 1919. Παρά τις διαμαρτυρίες του Πίου ΙΑ', οι μεικτοί γάμοι απαγορεύθηκαν, οι Εβραίοι αποκλείστηκαν από το στρατό, από το κόμμα, από τη διοίκηση και από το Πανεπιστήμιο. Μεγάλος αριθμός εκπατρίστηκε. Ασφαλώς, ο αντισημιτισμός δεν προσέλαβε ποτέ στην Ιταλία την άγρια βαναυσότητα που τον χαρακτήρισε στην Γερμανία· μετριάστηκε από τη λατινική νοοτροπία, από την αμβλυμμένη αυστηρότητα των κριτηρίων διάκρισης και από τις εξαιρέσεις ορισμένων κατηγοριών (ανάπηροι πολέμου, παρασημοφορηθέντες. πρωτεργάτες του φασισμού). Ο ιταλικός αντισημιτισμός παρέμεινε σχετικά περιορισμένος, αφού έπληξε μόνον 3.522 οικογένειες επί συνόλου 15.000 και άνω. Όμως εξέθεσε τους Εβραίους στη λαϊκή αποδοκιμασία, προετοίμασε το έδαφος για τις σφαγές που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της γερ-
112
μανικής κατοχής και άφησε το σημάδι της ατίμωσης σε ένα καθεστώς που αρεσκόταν να παρουσιάζεται ως κήρυκας της κουλτούρας και του πολιτισμού. II. - Η Ιταλία σε πόλεμο 1. Η οικονομία του πολέμου. - Από τις αρχές του 1937, η Ιταλία προσανατολίζεται στην αυτάρχαα που στόχευε στην υποταγή της οικονομίας στην πολεμική προετοιμασία, στην τοποθέτηση της παραγωγής υπό την κηδεμονία του κράτους, στη μείωση της κατανάλωσης μέσω επιβολής περιορισμών και στην ανάπτυξη της στρατιωτικής παραγωγής. Οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το όλο εγχείρημα ήταν μετριότατες. Η ιταλική χερσόνησος, η οποία δεν διέθετε μεγάλο φυσικό πλούτο, δεν είχε τα απαραίτητα βασικά μέσα και η βιομηχανική της ανάκαμψη ήταν ακόμη περιορισμένη και εύθραυστη. Η δυσαναλογία των δυναμικών ήταν τεράστια μεταξύ των Συμμάχων, οι οποίοι κατείχαν το 59,9% της βιομηχανικής παραγωγής, επίδοση που είχε επιτευχθεί την περίοδο 19361938, και του Αξονα (16,9%, εκ του οποίου το 10,7 αντιστοιχούσε στην Γερμανία, το 3,5 στην Ιαπωνία και μόνο το 2,7 στην Ιταλία). Στις 5 Οκτωβρίου 1936, η λιρέτα υποτιμήθηκε κατά 41%, γεγονός που τόνωσε τις εξαγωγές και έτσι αρχικά η αυτάρκεια έδωσε σημαντική ώθηση στην οικονομία. Όμως από το 1940 ο αποκλεισμός των συμμάχων, ο οποίος ανισταθμιζόταν αναποτελεσματικά από την εξοικονόμηση πρώτων υλών, είχε ολέθρια αποτελέσματα, αφού το 40% των ιταλικών αγορών προερχόταν από τη βρετανική ζώνη έναντι 11% από τη Γερμανία. Χρειάστηκε να θεσπιστεί αυστηρό σύστημα παροχής αγαθών με δελτίο σε όλους τους τομείς. Το μείζον μειονέκτημα της αυτάρ-
113
κειας ήταν ότι δεν λάμβανε υ π ' όψη τις τιμές κόστους κι έτσι οι πολεμικές δαπάνες διογκώθηκαν φθάνοντας σε δυσθεώρητα ύψη, όπως άλλωστε το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα π α ρ ά τη βαριά φορολογία. 'Εσοδα
Δαπάνες
Α·τμ6αίθ
% εσόδων δαποηιών
χρέος
1938-1939
27.576
39.853
69.2
145.80
1940-1941
34.234
98.223
34.9
230.53
1943-1944
47.236
236.555
20.0
436.73
1945-1946
160.192
568.720
28.2
1.066.64
(Σε εκατομμύρια λιρέτες)
Ο δείκτης τιμών αυξήθηκε ιλιγγιωδώς, περνώντας α π ό τη βάση των 100 μονάδων το 1938 στις 273 το 1943, στις 1.215 το 1944 και στις 2.392 το 1945, ενώ οι πραγματικοί μισθοί ήταν το 1945 περίπου οι μισοί από αυτούς του 1938 στη βόρεια ζώνη που ήταν υπό γερμανική κατοχή, ενώ στην υπόλοιπη χώρα αντιστοιχούσαν στα τρία τέταρτα των μισθών της ίδιας χρονιάς. Οι ετήσιες κατά κεφαλή δαπάνες για τ α τρόφιμα έπεσαν, με βάση τις τιμές του 1938, από τις 1.272 λιρέτες το 1940 στις 826 το 1945 και το καθημερινό σιτηρέσιο των Ιταλών σε θερμίδες ήταν το χαμηλότερο της Ευρώπης, κατώτερο ακόμη και α π ό αυτό της Πολωνίας το 1944 (1.065 έναντι 1.200). Έτσι τ α λαϊκά στρώματα επλήγησαν βαρύτατα, ενώ το ηθικό τους καταρρακώθηκε α π ό τη μάστιγα της μαύρης αγοράς. Ο πόλεμος εκμηδένισε τ α αποτελέσματα της οικονομικής ανόρθωσης, η οποία είχε σημαδέψει την καλή εποχή του φασισμού και οι δείκτες π α ρ α γ ω -
114
γής, μετά α π ό ένα αρχικό ώλμα. σημείωσαν ραγδαία πτώση: ΒΑστ <938 = 100 1939
1940
1941
1942
1943
1944
1945
Γεωργία
104
98
95
84
75.6
71,1
63.3
Βιομηχοη/(α
109
110
103
89
69
42
29
Κατά την κατάρρευση του Μουσολίνι, το εθνικό εισόδημα είχε πέσει στο μισό α π ό εκείνο του 1939, ενώ ο πόλεμος είχε καταστρέψει το ένα τρίτο του εθνικού πλούτου. 2.
Οι στρατιο>τιχές επιχειρήσεις'
α) Ανεπαρχης προετοιμασία. - Ο Μουσολίνι που έφερε την ανώτατη ευθύνη γ ι α τον πόλεμο έτρεφε μεγάλες αιτταπάτες γ ι α τη στρατιωτική ικανότητα της χώρας του. Εξαπατημένος α π ό τους αυλοκόλακες-πληροφοριοδότες του, επηρεασμένος α π ό τον ψυχαναγχασμό του περί «δημογραφικής έκρηξης» και δηλητηριασμένος α π ό την ίδια του την εθνικιστική ρητορική, παρασύρθηκε μέχρι σημείου να προβλέψει τον Μάρτιο του 1937 ότι η Ιταλία θα μπορούσε να επιστρατεύσει « 8 εκατομμύρια ξιφολόγχες». Στην πραγματικότητα όμως ο μέγιστος αριθμός των ενόπλων ανδρών δεν ξεπερνούσε τους 1.600.000. Ο εξοπλισμός του στρατεύματος ήταν ανεπαρκέστατος ποιοτικά και ποσοτικά και αναγόταν, σε ό,τι αφορά την πλειονότητα των υλικών, στα π ρ ό τ υ π α του 1. Βλ.: R. Cérè. La seconde guerre mondiale (i939-i945). Presses Universitaires de France, συλ. « Que sais-je ? ». 115
πρώτου πολέμου. Έχοντας ελί^χιστα μηχανοκίνητα οχήματα και πενιχρό εξοπλισμό σε άρματα μάχης, ο στρατός αντιμετώπισε πολύ σύντομα προβλήματα ανεφοδιασμού σε πυρομαχικά και καύσιμα. Η αεροπορία είχε χρησιμεύσει ως ένα από τα μέσα της φασιστικής προπαγάνδας με τις υπερωκεάνιες τττήσεις του Ίταλο Μπάλμπο το διάστημα 1930-1931 και το 1933. Η Ιταλία διέθετε πλούσια συλλογή πρωτοτύπων, αλλά στερείτο μαζικού δυναμικού, ενώ από τα 3.006 αεροσκάφη που είχε επισήμως ανακοινωθεί το 1939 ότι ήταν σε θέση να πετάξουν, μόνο 982 ήταν ετοιμοπόλεμα. Λόγω της αγγλοϊταλικής συμφωνίας, ο στόλος είχε εκσυγχρονιστεί και ενισχυθεί μέσω σημαντικής προσπάθειας ναυτϊήγησης σκαφών παραδοσιακού προσανατολισμού χωρίς αεροπλανοφόρα, ούτε αποβατικά. Η Υπηρεσία Πληροφοριών ήταν κακώς ενημερωμένη και ελάχιστα αποτελεσματική και υποτίμησε κυρίως το ενδεχόμενο επέμβασης των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι εφεδρείες, στο σύνολό τους, ήταν περιορισμένες και οι κακοσυντονισμένες ένοπλες δυνάμεις σπαράσσονταν από ζηλοτυπίες και αντιπαλότητες που μείωναν την αποτελεσματικότητά τους. Ο Χίτλερ θεωρούσε πάντοτε την Ιταλία ως ελάχιστα ασφαλή, από στρατιωτικής απόψεως, τη μεταχειριζόταν ως τελευταίο τροχό της αμάξης και φρόντιζε ο ανεφοδιασμός της σε πρώτες ύλες και εξοπλισμούς να είναι περιορισμένος. β) Οι ατυχείς πρωτοβουλίες (Ιούνιος 1940-Μάιος 1943). - Μέχρι την απόβαση των Συμμάχων στην Σικελία την άνοιξη του 1943, η ιταλική συμμετοχή στον πόλεμο είναι μία ακολουθία επιχειρήσεων, μέσω των οποίων ο Ντούτσε αποπειράται να αναλάβει προσωπική δράση για να ξεφύγει, στο μέτρο του δυ-
116
νατού, από τη στρατγ|γική υπεροχή της Γερμανίας. Η βραχείας διάρκειας εκστρατεία κατά της Γαλλίας έφερε στην επιφάνεια τη στρατιωτική ανετοιμότητα. Στις 24 Ιουνίου, τη στιγμή της ανακωχής, οι Ιταλοί είχαν καταλάβει το Μεντόν και τις εισόδους μερικών κοιλάδων στις δυτικές πλαγιές των Άλπεων. Στις 12 Σετττεμβρίου, ο Μουσολίνι διέταξε επίθεση κατά της Αιγυτττου εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η Μεγάλη Βρετανία ήταν απασχολημένη με την απειλή εισβολής στο έδαφός της. Ενώ ο Γκρατσιάνι προελαύνει, το Τριμερές Σύμφωνο με την Γερμανία και την Ιαπωνία, μέσω του οποίου καθορίζονται οι σφαίρες επιρροής των τριών δυνάμεων στον κόσμο, εξαίρει στις 17 Σετττεμβρίου την αλαζονεία του Ντούτσε. Την επομένη της γερμανικής κατοχής της Ρουμανίας, η Ιταλία επιτίθεται στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου. Στο μεταξύ όμως ανακότττεται η επίθεση στη Λιβύη, οι Άγγλοι καταλαμβάνουν μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου το Τομπρούκ και μετά τη Βεγγάζη συλλαμβάνοντας 220.000 αιχμαλώτους, ενώ οι 300.000 άνδρες του δούκα της Αόστα στην Αιθιοπία υφίστανται επιθέσεις από το Σουδάν και την Κένυα. Το έτος 1941 υπήρξε το πλέον επαχθές για την Ιταλία ως προς τα στρατιωτικά σφάλματα. Ο Ντούτσε, αντί να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στην άμυνα της Μεσογείου, τις διέσπειρε πραγματοποιώντας διαδοχικά επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία (Απρίλιος), στη Ρωσία (Ιούνιος) και κηρύσσοντας τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες (Δεκέμβριος). Σε όλα τα μέτωπα, οι Ιταλοί γνωρίζουν την αποτυχία και υφίστανται τον εξευτελισμό της αντικατάστασης από τους Γερμανούς που θα αναλάβουν την επιχειρησιακή πρωτοβουλία. - Στα Βαλκάνια «η τιμωρητική εκστρατεία» κατά της Ελλάδας σκόνταψε σε μία αποφασιστιχή αντί-
117
στάση, στην ορεινή φυσιολογία του εδάφους και στο δριμύ χειμώνα. Η επίθεση άρχισε να παραπαίει και ύστερα σταμάτησε (31 Οκτωβρίου-5 Νοεμβρίου). - Στη Γιουγκοσλαβία, την επομένη της συνάντησης Χίτλερ-Μουσολίνι στο Μπέρχτεσγχάντεν (19-21 Ιανουαρίου 1941), η Ιταλία ήλπισε ότι θα εξασφάλιζε αντισταθμίσματα. Όμως, τον Απρίλιο, έκαναν επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία οι Γερμανοί που κατέλαβαν τη χώρα - μ ί α ζώνη που είχε συνδυαστεί ωστόσο με τις φιλοδοξίες του Μουσολίνι- και στις 24 επέβαλαν ανακωχή με την Ελλάδα. Η Ιταλία ττήρε ένα τμήμα της Σλοβενίας, τη δαλματική ακτή και το Μαυροβούνιο. Τα δύο τελευταία εδάφη αναγορεύθηκαν σε Αυτόνομο Βασίλειο της Κροατίας με την υποστήριξη του Άντε Πάβελιτς, αρχηγού των αντισέρβων ουστάσι. Το στέμμα δόθηκε στον δούκα Αιμόνε του Σπολέτο που καταγόταν από νεότερο κλάδο του οίκου της Σαβοΐας-Αόστα, ο οποίος δούκας έλαβε το όνομα Ζβονίμιρ. Ήδη όμως η εθνική αντίσταση είχε αρχίσει τον ανταρτοπόλεμο και ο ηγεμόνας δεν ανέβηκε ποτέ στο θρόνο του. - Στην Αφριχη, οι συγκρούσεις εκτυλίχθηκαν σε δυο θέατρα. Το Φεβρουάριο του 1941 ο Στρατηγός Ρόμμελ ανέλαβε τη διοίκηση της στρατιάς της ερήμου. Τον Ιούνιο, η νίκη στο Μάρσα-Ματρούχ τον έφερνε 144 χιλιόμετρα έξω από την Αλεξάνδρεια. Μετά τη βρετανική αντεπίθεση απωθήθηκε 70 χιλιόμετρα έξω από την Αίγυτττο στις 27 Ιουνίου 1942. Ο Ντούτσε, σίγουρος για τη νίκη, έφυγε τότε να παρελάσει στη Λιβύη, όπου η ισορροπία δυνάμεων μεταφραζόταν σε αλλεπάλληλες ταλαντεύσεις του μετώπου. Όμως, το πρόβλημα της διαχειριστικής και υλικοτεχνικής υποστήριξης άρχιζε να απλώνει τη σκιά του όλο και περισσότερο πάνω από τον Άξονα. Η κατάκτηση της
118
Μάλτας, η οποία είχε βομβαρδιστεί ανηλεώς, κατέστη αδύνατη· από τις 27 έως τις 30 Μαρτίου, η ναυμαχία στο Ακρωτήριο Ματαπάν προκάλεσε βαριές απώλειες στον ιταλικό στόλο. Από την κήρυξη του πολέμου, το 36,6% του εμπορικού στόλου είχε εγκλωβιστεί σε εχθρικά λιμάνια και από τον Ιούνιο του 1942 έως τον Ιανουάριο του 1943 οι Βρετανοί είχαν βυθίσει το 43% του ανεφοδιασμού σε καύσιμα και το 16,7% του στρατιωτικού υλικού που προοριζόταν για την Λιβύη. Τον Οκτώβριο του 1942, η 8'' Στρατιά του Στρατηγού Μοντγκόμερυ εξαπέλυσε από κοινού με μεραρχίες που είχαν έρθει από το Φεζάν επίθεση κατά των Ιταλών και του Afrika-Korps. Το Νοέμβριο, η αμερικανική απόβαση στο Μαρόκο και στην Αλγερία ενίσχυσε τους Εγγλέζους. Μετά τη δεύτερη μάχη του Ελ-Αλαμειν και το ρήγμα της γραμμής Μαρέθ, οι Ιταλσγερμανοί συνθηκολόγησαν στις 11 και 12 Μοιίου 1943. Ο στρατός της Αιθιοπίας που είχε αποκοπεί από τη μητρόπολη και δεν διέθετε αεροπορία, έχασε την Ερυθραία (Φεβρουάριος 1941). Η αγγλική προέλαση αναχαιτίστηκε στο υψίπεδο του Καρέν, αλλά η Σομαλία έπεσε το Μάρτιο και η Αντίς-Αμπέμπα καταλήφθηκε στις 6 Απριλίου. Στις 19 Μαΐου, μετά τη μάχη του Αμπα-Αλάτζι, ο δούκας της Αόστα με τους 250.000 άνδρες του κατέθεσε τα όπλα, επιτρέποντος έτσι στις συμμαχικές δυνάμεις να κινηθούν ελεύθερα προς το λιβυκό μέτωπο. - Μία άλλη πράξη εκούσιας υποταγής στον Χίτλερ, η οποία υπαγορεύθηκε πλήρως από τη θέληση του Μουσολίνι, ήταν η συμμετοχή στη Ρωσιχη Εκστρατεία. Στις 26 Ιουνίου 1941 αναχώρησαν τα πρώτα τμήματα του Εκστρατευτικού Σώματος (CSIR) που απαρτιζόταν από επίλεκτους αλπινιστές, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν φανεί περισσότερο χρήσιμοι σε
119
άλλους τομείς. Το Εκστρατευτικό Σώμα εστάλη το Δεκέμβριο στη ζώνη του Ντόνετς. Το 1942 χάρη στη συνεχή αποστολή ενισχύσεων συστήθηκε η Ιταλική Στρατιά στη Ρωσία (ARMIR) με δυναμικό 220.000 ανδρών, η οποία ανέλαβε την υπεράσπιση τμήματος του μετώπου του Ντον. Μετά τη νικητήρια επίθεση των Ιταλών από τις 20 έως τις 24 Αυγούστου, οι Ρώσοι απέκρουσαν την Ιταλική Στρατιά και την περικύκλωσαν από τις 11 Δεκεμβρίου έως τις 31 Ιανουαρίου 1943. Κατά το πέρας της δύσκολης υποχώρησης της, η Ιταλία είχε χάσει περισσότερους από 110.000 άνδρες, που είχαν σκοτωθεί ή αιχμαλωτιστεί. III. - Η ήττα Η κατάρρευση του καθεστώτος (Ιούλιος 1943-Απρίλιος 1945) Η εισβολή στην Ιταλία προκάλεσε την πρώτη σοβαρή εσωτερική κρίση του φασισμού που κατέληξε στη στάση μερίδας ιθυνόντων και στην εξόντωση του Ντούτσε. 1. Η συμμαχική απόβαση και η «αντοφσία των ιεραρχών». - Από την άνοιξη του 1943 κατέστη σαφές ότι ο Άξονας δεν μπορούσε εφεξής να λάβει την απόφαση της απομάκρυνσης του Ντούτσε. Ο Μουσολίνι, πάντως, που υπέφερε λόγω του ρόλου του ως «ουραγού» της Συμμαχίας και εμαίνετο ενίοτε χατά του Χίτλερ, εξακολουθούσε να τελεί υπό την επιρροή του Φύρερ, ο οποίος κατά τη διάρκεια των περιοδικών τους συναντήσεων τού μετέδιδε την πίστη του στη νίκη, για την οποία όμως στο εξής θα αμφέβαλλε ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός υψηλά ιστάμενων προσωπικοτήτων του φασισμού. Αυτή η ανη-
120
συχία ήταν έντονη κυρίως μεταξύ των υποστηρικτών της παλαιάς πολιτικής υπέρ της συνεννόησης με τα δημοκρατικά καθεστώτα, καθώς και στον Τσιάνο, του οποίου η γερμανοφοβία γινόταν όλο και περισσότερο έκδηλη. Ο Ντούτσε αντιλήφθηκε το κλίμα δυσφορίας που επικρατούσε και στις 5 Φεβρουαρίου 1943 προέβη σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης του με μία ακόμη «αλλαγή φρουράς» που θα ήταν και η τελευταία. Αυτή η τροποποίηση είναι ενδεικτική της πνευματικής κατάστασης του Μουσολίνι, ο οποίος ως γνήσιος εξουσιολάγνος εξουδετέρωσε τους «επικριτές» του, αντικαθιστώντας τους με νεοαφιχθέντες συνεργάτες χωρίς γόητρο και πείρα, που ήταν απλώς ευπειθή εκτελεστικά όργανα. Ο Μουσολίνι ξαναέπαιρνε τα ηνία των εξωτερικών υποθέσεων απομακρύνοντας τον Τσιάνο, ο οποίος διορίστηκε πρέσβης παρά τη Αγία Έδρα· ο Ατσέρμπο αντικαθιστούσε τον Ταόν ντι Ρεβέλ στο Υπουργείο Οικονομικών ο Μπιτζίνι έπαιρνε τη θέση του Μποτάι στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας· ο Γκράντι άφηνε το Υπουργείο Δικαιοσύνης στον Ντε Μάρσικο και στις 17 Απριλίου ο Κάρλο Σκόρτσα, ένας από τους πρώτους φανατικούς σκουαντριστές, γινόταν Γενικός Γραμματέας του Κόμματος. Στις 9 Ιουλίου, οι Αγγλοαμερικανοί έκαναν απόβαση στη Σικελία και ο τοπικός πληθυσμός τους υποδεχόταν ως απελευθερωτές. Ολόκληρο το νησί έπεσε στις αρχές Αυγούστου χωρίς να προβάλει σθεναρή αντίσταση. Στις 19 Ιουλίου, κατά τη συνάντηση του Φέλτρε, ο Μουσολίνι παρακινήθηκε από τους συμβούλους του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο νέος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού Αμπρόζιο που είχε μπει στη θέση του Καβαλέρο, να διαβιβάσει στον Χίτλερ ότι η Ιταλία αδυνατούσε να συνεχίσει τον αγώνα. Ο Ντούτσε όμως σιώττησε. Αυτή η «σιγή» ώθησε τους
121
αντιπάλους του Μουσολίνι στην ανάληψη δράσης, οι οποίοι αποφάσισαν να εξουδετερώσουν τον δικτάτορα. Από τη δική της πλευρά, η κοινή γνώμη είχε συγκλονιστεί από τον πρώτο βομβαρδισμό της Ρώμης και είχε αρχίσει να εκδηλώνεται ανοικτά κατά της συνέχισης των εχθροπραξιών. Έτσι εξυφάνθηκε μία «συνωμοσία» με ασαφές περίγραμμα κατά του Μουσολίνι, στο εσωτερικό της οποίας συγκεντρώνονταν ποικίλες τάσεις. Από το Νοέμβριο του 1942, ο βασιλιάς είχε βολιδοσκοπήσει εάν ο Τσιάνο ήταν πρόθυμος για ενδεχόμενες συνομιλίες με τους Συμμάχους. Ο πρίγκιπας-διάδοχος Ουμβέρτος ανησυχούσε για το μέλλον της δυναστείας· οι παλαιοί δημοκράτες όπως οι Ορλάντο και Μπονόμι έκαναν επαφές με το Στέμμα. Αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι την πρωτοβουλία δεν θα την έπαιρνε ο Βίκτωρ-Εμμανουήλ Π, ούτε οι αρχηγοί του στρατού όπως ο Μπαντόλιο που ήταν ωστόσο εχθρικοί απέναντι στον πόλεμο. Οι εκδιωχθέντες φασίστες ήταν αυτοί που μαζί με τον δούκα Ακουαρόνε, Υπουργό του Βασιλικού Οίκου, οργάνωσαν τη σκευωρία, έχοντας εξασφαλίσει την εν λευκώ συναίνεση του ηγεμόνα. Το βράδυ της Ιουλίου συγκλήθηκε από τον Μουσολίνι το Μέγα Συμβούλιο του Φασισμού, ανώτατο όργανο του καθεστώτος, για να εξετάσει τα γεγονότα της Σικελίας και τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν σε στρατιωτικό επίπεδο. Τότε, οι πολέμιοι του Ντούτσε παρουσίασαν μία ημερήσια διάταξη που είχαν επεξεργαστεί οι Γκράντι, Τσιάνο και Μποττάι, με την οποία αποκήρυσσαν τον Μουσολίνι, απαιτούσαν τον τερματισμό της άσκησης προσωπικής εξουσίας και την επιστροφή της μοναρχίας και του κοινοβουλίου στα συνταγματικά τους πλαίσια με τη σύμφωνη γνώμη του Φασιστικού Κόμματος. Μετά από βίαιες και συγκεχυμένες διαβουλεύσεις, στις 3 το
122
πρωί της 25^ Ιουλίου η ημερήσια διάταξη του Γκράντι έγινε δεκτή με 19 ψήφους υπέρ, 7 κατά και μία αποχή'. Ο βασιλιάς είχε ήδη υπογράψει το διάταγμα διορισμού του Μπαντόλιο ως αρχηγού της κυβέρνησης με πλήρεις στρατιωτικές αρμοδιότητες. Την επομένη, ο Μουσολίνι, μετά το πέρας μίας βασιλικής ακρόασης που του επιβεβαίωνε ουσιαστικά την αποπομττη του, συνελήφθη χωρίς να προβάλει ιδιαίτερη αντίσταση. Ο λαός της Ρώμης αγαλλίαζε, καμία φωνή δεν υψώθηκε υπέρ του έκτΐτωτου δικτάτορα. Τα αμφίρροπα αποτελέσματα αυτής της αντίδρασης των ανακτόρων δεν άργησαν να φανούν. Η κυβέρνηση Μπαντόλιο που δήλωνε ότι συνέχιζε τον αγώνα στο πλευρό του Άξονα δεν έφερε στην εξουσία τους παλαιούς φιλελεύθερους ή τους αποστάτες φασίστες, αλλά τεχνοκράτες που έχαιραν της εμπιστοσύνης του βασιλιά. Το Φασιστικό Κόμμα διαλύθηκε, όπως άλλωστε το Μέγα Συμβούλιο, η Πολιτοφυλακή - π ο υ ανταγωνιζόταν το στρατόκαι το Ειδικό Δικαστήριο. Προκηρύχθηκαν ελεύθερες εκλογές μετά τη λήξη των εχθροπραξιών αλλά, επί της ουσίας, τα φασιστικά στελέχη και η φασιστική νομοθεσία παρέμειναν στη θέση τους και δεν πραγματοποιήθηκε καμία εκκαθάριση σε βάθος. Η φάση της «κυβέρνησης των 45 ημερών» (25 Ιουλίου-3 Σετττεμβρίου) είναι μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες και σκοτεινές περιόδους της τραγικής χρονιάς του 1943. Ο Μπαντόλιο, που από κ α ψ ό είχε συμβιβαστεί με το φασισμό, προσπαθούσε να ελιχθεί μεταξύ της ναζιστικής απειλής και της επιθυμίας της εξόδου από τον πόλεμο. Οι Γερμανοί αντέδρασαν γρήγορα και από την επομένη της απομάκρυνσης 1. Ο Ίταλο Μπάλμπο είχε ήδη σκοτωθεί από τις 28 Ιουνίου 1940, όταν το αεροσκάφος του κατοφρίφθηκε κατά λάθος στο Τομπροΰκ από την ιταλική αεράμυνα. 123
του Μουσολίνι συνέσφιξαν το στρατιωτικό κλοιό τους γύρω από την Ιταλία και την πρωτευουσά της. Η νέα κυβέρνηση συνέχισε να διαμαρτύρεται και να προτάσσει την ευπείθειά της στον Άξονα, επιδιώκοντας όμως ταυτόχρονα επαφές με τους Αγγλοαμερικανούς, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει από τα τέλη Ιουλίου με τη διαμεσολάβηση του Μάιρον Τέιλορ, προσωπικού εκπροσώπου του Ρούζβελτ στον πάπα. 'Υστερα από άλλες συναντήσεις στην Ταγγέρη και στη Λισσαβώνα, οι Σύμμαχοι γνωστοποίησαν ότι δεν σκόπευαν να συζητήσουν τη ενδεχόμενο κατάπαυσης του πυρός και ότι ανέμεναν από την Ιταλία να υποβάλει αίτηση ανακωχής. Οι όροι της θα ανακοινωθούν με ακρίβεια στον στρατηγό Καστελάνο στην αποστολή του στη Λισσαβώνα (16-27 Αυγούστου). Η ανακωχή υπεγράφη στις 3 Σετττεμβρίου στο Κασίμπιλε στα βόρεια των Συρακουσών και ανακοινώθηκε ραδιοφωνικά από τον Μπαντόλιο στις 8. Ο Χίτλερ διέταξε τότε την κατοχή της Ρώμης και τη σύλληψη της κυβέρνησης και της βασιλικής οικογένειας. Όμως, ο βασιλιάς και οι Υπουργοί εγκατέλειψαν την πρωτεύουσα εσπευσμένα χωρίς να αφήσουν πίσω τους εκπρόσωπο της εξουσίας, ούτε οδηγίες σχετικά με τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν εντός Ιταλίας, α>λά και για την κατάσταση των ιταλικών στρατευμάτων που στάθμευαν στα Βαλκάνια. Οι φυγάδες εγκαθίστανται στο Μπρίντεζι υπό την προστασία των Συμμάχων. Οι σκευωροί της 25''« Ιουλίου είχαν ελπίσει ότι οι δυνάμεις που επιχειρούσαν στη Σικελία, θα έφθαναν αρκετά γρήγορα για να τους παράσχουν κάλυψη. Εν τούτοις μετά την απόβαση του Σαλέρνο και την απελευθέρωση της Νάπολης με τη βοήθεια της λαϊκής εξέγερσης από τις 27 έως τις 30 Σετττεμβρίου, η πορεία των Συμμάχων διακόπηκε στη «Γραμμή Γκούσταφ», η οποία περνούσε από το
124
Γκαριλιάνο, το όρος Κασίνο και το Σάνγκρο, όπου το μέτωπο είχε σταθεροποιηθεί μετά από λυσσαλέες μάχες καθ' όλη τη διάρκεια του χειμώνα 1943-1944. Έτσι, απομακρυνόταν η προοπτική μιας επικείμενης νίκης, ενώ η ιταλική χερσόνησος θα Γαρέμενε διαμοιρασμένη σε δύο χωριστά τμήματα επί είκοσι ακόμη μήνες και θα αφανιζόταν από τους βομβαρδισμούς και τον πόλεμο. 2. Η διχασμένη Ιταλία a j Η Νότια Μοναρχία. - Οι Σύμμαχοι είχαν συστήσει στα απελευθερωμένα εδάφη μία προσωρινή στρατιωτική διοίκηση, αλλά τον Απρίλιο του 1944 επέτρεψαν το σχηματισμό μιας ιταλικής κυβέρνησης αντιφασιστικού συνασπισμού, η οποία κήρυξε τον πόλεμο στις δυνάμεις του Άξονα στις 13 Οκτωβρίου και εξασφάλισε την αναγνώριση του καθεστώτος της «συνεμπόλεμης κατάστασης» από τα Ηνωμένα Έθνη. Η Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης συσπείρωνε παλαιούς μετροπαθείς Συντηρητικούς (Κρότσε, Εϊνάουντι, Ορλάντο). Ριζοσπάστες (Νίτι), Κομμουνιστές (Λόνγκο και Τολιάτι), Σοσιαλιστές (Νένι), Φιλελεύθερους δημοκρατικών τάσεων (Σφόρτσα), νέους σχηματισμούς Χριστιανοδημοκρατών όπου είχαν καταφύγει οι «Λαϊκοί» του Ντον Στούρτσο (Αλτσίντε ντε Γκάσπερι), το Κόμμα της Δράσης (Ομοντέο, Πάρι), καθώς και την αφρόκρεμα των διανοουμένων που ήθελαν να εκπροσωπήσουν την τρίτη δύναμη μεταξύ Φιλελεύθερων και Σοσιαλιστών. β) Η Δημοκρατία του Σαλό χαι ο «ναζιφασισμός». - Την επομένη της συλλήψεώς του, ο Μουσολίνι ετέθη υπό κράτηση στην Γκαέτα, κατόπιν εξορίστηκε στις
125
νησίδες Πόντσα και Μανταλένα και έπειτα μετήχθη στις 28 Ιουλίου σε ξενώνα του Κάμπο Ιμπεριάλε, ενός χειμερινού θερέτρου στις πλαγιές του Γκραν Σάσο ντ' Ιτάλια σε υψόμετρο 2.200 μέτρων. Όμως, στις 12 Σεπτεμβρίου τον απελευθέρωσε, χωρίς την αντίδραση των φρουρών του, μια αερομεταφερόμενη ομάδα Γερμανών αλεξιιττωτιστών υπό τις διαταγές του λοχαγού των SS 'Οτο Σκόρνυ και τον οδήγησε στη Γερμανία, στο Γενικό Αρχηγείο του Χίτλερ. Όταν επέστρεψε στην Ιταλία, ο Ντούτσε κήρυξε την μοναρχία έκττυωτη. Ανασύστησε το Φασιστικό Κόμμα και τα όργανά του και, εν αναμονή της Συντακτικής Συνέλευσης, ανακήρυξε στις 23 Σετττεμβρίου την Ιταλιχή Κοινωνική Α-ημοχρατία. Η κυβέρνηση των repubblichini, όπως θα επονομαστεί υποτιμητικά στη συνέχεια, που συγκροτήθηκε από εξτρεμιστές και φανατικούς σαν τους Παβολίνι, Μπουφαρίνι-Γκουίντι, Μετζαζόμα και Φαρινάτσι εγκαταστάθηκε στο Σαλό, στις όχθες της λίμνης Γκάρντα. Η κυβέρνηση του Σαλό επιστράτευσε εκ νέου τους στρατιώτες π ο υ είχαν διασκορπιστεί μετά την ανακωχή -τεράστιος αριθμός α π ό αυτούς δεν π α ρουσιάστηκε κ α ν - και σχημάτισε νέο στρατό υπό τη διοίκηση του Γκρατσιάνι που είχε διοριστεί Τπουργός Πολέμου. Σχηματισμοί εθελοντών που θύμιζαν τους σκουαντριστές αποτελούσαν το κατασταλτικό όργανο του καθεστώτος. Το Νοέμβριο, κατά το συνέδριο του κόμματος, έγινε η επεξεργασία της «Διακήρυξης της Βερόνας», του χάρτη του νεοφασισμού. Ο χάρτης ανέθετε την πολιτική εξουσία σε μία επίλεκτη ομάδα μαχητικών στελεχών και, για να προσελκύσει τις μάζες, ανακοίνωνε ένα κοινωνικό πρόγραμμα και την κρατικοποίηση των θεμελιωδών κλάδων της οικονομίας. Αυτό το κείμενο που είχε υπαγορευθεί από τις περιστάσεις και αποτελούσε ένα αντιφατικό συνον-
126
θύλευμα αυταρχισμού χαι «αντιαστιχών» μέτρων παρέμεινε εξάλλου μία δήλωση προθέσεων που δεν έτυχε ευρείας πρακτικής εφαρμογής. Πράγματι, η Δημοκρατία του Σαλό υπήρξε σε όλους τους τομείς ένα πλήρως παραγκωνισμένο γερμανικό προτεκτοράτο. Έξι από τους συνωμότες της 25*^ Ιουλίου συνελήφθησαν. Δικάστηκαν στις 8 Ιανουαρίου 1944 από Ειδικό Δικαστήριο που συνεδρίασε στη Βερόνα και πέντε εκ των κατηγορουμένων καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Μουσολίνι αρνήθηκε να δώσει χάρη στους ντε Μπόνο, Τσιάνο, Μαρινέλι, Παρέσι και Γκοτάρντι που τουφεκίστηκαν πισώπλατα στις 11 του ίδιου μήνα. Οι Γερμανοί πολλαπλασίασαν τις παρακρατήσεις πρώτων υλών και τροφίμων και εντατικοποίησαν την αποστολή εργατικού δυναμικού πέρα από τα σύνορα του Μπρένερ χωρίς την παραμικρή αντίδραση εκ μέρους του Ντούτσε. Απομονωμένος, κατηφής, αδυνατισμένος και χωρίς αυταπάτες πλέον, ο Μουσολίνι είχε καταρρακωθεί από την υποταγή που του είχε επιβληθεί από το γερμανικό παράγοντα και βυθιζόταν ενίοτε σε πραγματική αβουλία. Τα γεγονότα της 25*^ Ιουλίου τον είχαν συντρίψει ψυχολογικά. Δέχτηκε παθητικά και νέους εξευτελισμούς. Μετά την ανακωχή της ΣετΓτεμβρίου, οι επαρχίες του Μπολτσάνο, του Τρέντο και του Μπελούνε μετατράπηκαν σε γερμανικό στρατιωτικό «ορμητήριο» και αφαιρέθηκαν από την ιταλική διοικητική αρμοδιότητα λαμβάνοντας την ονομασία «προαλπική επιχειρησιακή ζώνη» (Operationszone ΑΙpenvortand). Ακολούθησε στη συνέχεια η πραγματική προσάρτηση των δύο Βενετιών που επιχειρήθηκε από το Ράιχ στα τέλη του 1943: της Βενέτσια Τριντεντίνα και της Βενέτσια Τζούλια.
127
3. Η Αντίσταση χαι η Απελευθέρωση. — Η μοίρα της Ιταλίας ξέφευγε εφεξής α π ό τις δ ύ ο κυβερνήσεις του Μπρίντεζι και του Σαλό και εξαρτιόταν α π ό τ α στρατιωτικά γεγονότα. Δίπλα σ τ α συμμαχικά στρατ ε ύ μ α τ α όμως εμφανίστηκε ενας νέος παράγοντας, η ιταλική Αντίσταση, π ο υ καθιερώθηκε ως δύναμη αυξανόμενου κύρους στον α γ ώ ν α γ ι α την απελευθέρωση. Αναφορικά με την Αντίσταση, ό π ω ς και σε όλες τις άλλες χώρες υπό γερμανική κατοχή, τίθεται μια σειρά προβλημάτων π ο υ αφορούν τ α κίνητρά της, τη δράση της και τις σχέσεις της με τον τακτικό στρατό, προβλήματα π ο υ αφήνουν ελεύθερο το π ε δ ί ο στην ιστορική έρευνα και ερμηνεία' λόγω της ίδιας της επί μακρόν παράνομης φύσεως του όλου φαινομένου. Η Βόρεια Ιταλία υπήρξε τ ο λίκνο της λαϊκής εξέγερσης κατά του φασισμού. Ή τ α ν η πλέον βιομηχανοποιημένη ζώνη, το π ι ο πυκνοκατοικημένο τμήμα της χ ώ ρ α ς και η εργατική τάξη της ήταν περισσότερο μορφωμένη και δεκτική α π ό πολιτικής α π ό ψ ε ω ς σε νέες ιδέες. Η τάξη αυτή υ φ ί σ τ α τ ο α π ό τ α τέλη του 1942 μαζικούς βομβαρδισμούς π ο υ υπονόμευαν τ ο ηθικό των πολιτών, π ά ν ω α π ό τους οποίους άπλωνε τη σκιά τ ο υ ο γερμανοφασιστικός καταναγκασμός. Η Αντίσταση υπήρξε μία σύγκλιση δυνάμεων ποικίλης προελεύσεως. Μετά την ανακωχή, πολλοί στρατιώτες π ο υ είχαν αποστρατευθεί δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στις κατεχόμενες εποφχίες. Κρύφτηκαν με τ α όπλα τους και οχυρώθηκαν, π λ α ι 1. Βλ.: Henri Michel,. Les mouvements clandestins en Europe (Î949-I9i5), Presses Universitaires de France, συλ. « Que sais-je ? ».
128
σιωμένοι από τους αξιωματικούς τους, στα χωριά της υπαίθρου και στα Απέννινα Όρη, όπου έσμιξαν με πολίτες, αντιφασίστες μαχητές ή προσωπικότητες που απειλούνταν από τα αντίποινα του καθεστώτος του Σαλό. Έτσι συστήθηκαν οι πρώτοι αυτόνομοι σχηματισμοί που ήταν φιλομοναρχικής παράδοσης ή που συσπειρώθηκαν γύρω από ποικίλες αντιμουσολινικές ιδεολογίες. Από τον Οκτώβριο 1943 άρχισαν οι πρώτες ενέργειες του ανταρτοπόλεμου με επιθέσεις κατά γερμανικών στρατοπέδων, αποθηκών και αυτοκινητοπομπών. Οι αντάρτες έβρισκαν θετική ανταπόκριση α π ό τον πληθυσμό, αλλά εκδιώκονταν από τις ναζιστικές και φασιστικές δυνάμεις, οι οποίες δεν δίσταζαν να διεξάγουν αιματηρές αποστολές αντιποίνων κατά των κρησφύγετών τους. Στην αρχή του 1944, οι Σύμμαχοι επιχείρησαν να στρέψουν τη Γραμμή Γκούσταφ προς τα βόρεια για να απελευθερώσουν τη Ρώμη. Στις 22 Ιανουαρίου αποβιβάστηκαν στο Άντσιο και στο Νετούνο αιφνιδιάζοντας τους Γερμανούς, αλλά δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τις θέσεις του Κασίνο. Αυτή η επίθεση ενθάρρυνε τους αντάρτες, των οποίων το έμψυχο δυναμικό αυξανόταν και οι οποίοι εντατικοποιούσαν τις επιχειρήσεις π α ρενόχλησης κυρίως στις αλπικές κοιλάδες. Η αναταραχή εξαπλώθηκε στα τέλη του φθινοπώρου και στις αστικές περιοχές, οι οποίες ελέγχονταν στενότερα από τις Ομάδες Λαϊκής Δράσης (GAP) που είχαν διαδώσει το σύνθημα της Αντίστασης στα εργοστάσια. Από την πλευρά τους, οι κομμουνιστές δημιουργούν μέσα στις επιχειρήσεις, παράνομους πυρήνες που ενισχύουν το αίσθημα δυσαρέσκειας των εργατών. Στις 16 Νοεμβρίου, αρχίζουν απεργίες διαμαρτυρίας στο Τορίνο και επεκτείνονται στην Άνω Ιταλία. Την Ι""
129
Μαρτίου, μία στάση εργασίας παραλύει όλη την κατεχόμενη ζώνη. Ταυτόχρονα, οι αντιστασιακοί επιδιώκουν να δημιουργήσουν σύνδεσμο με τους Συμμάχους για να λάβουν προμήθειες όπλων και τροφίμων με αλεξίτΓτωτα και αποπειρώνται να δώσουν στο κίνημα τους μια ενοποιημένη κατεύθυνση. Στη Ρώμη, όπου ο αγώνας είναι δύσκολος λόγω της στρατιωτικής κατοχής, η βομβιστική επίθεση εναντίον ενός γερμανικού αποσπάσματος στις 23 Μαρτίου 1943 προκαλεί αντίποινα και οδηγεί στο σφαγιασμό 335 αιχμαλώτων, εκ των οποίων περί τους 100 ήταν Εβραίοι, στις Fosse Ardealine. Την άνοιξη του 1944 αναζωττυρώθηκε δυναμικά η συμμαχική επίθεση, όπου συμμετείχε το Ιταλιχό Σώμα Απελευθέρωσης, το οποίο συμπεριελάμβανε και τις ανασυνταχθείσες μονάδες της νότιας ζώνης. Μεταξύ και 30''« Μαΐου, μία μανιασμένη μάχη διείσδυσης οδηγούσε στην κατάρρευση της Γραμμής Γκούσταφ και η Ρώμη - π ο υ είχε κηρυχθεί ανοικτή πόλη και στην οποία δεν απέδιδε μεγάλη στρατηγική σημασία ο Κέσελρινγκ παρά τις διαταγές του Χίτλερ περί υπεράσπισης της πρωτεύουσας μέχρι τελευταίας ρανίδος- καταλήφθηκε στις 5 Ιουνίου. Την επομένη άρχισε η απόβαση των Συμμάχων στην Νορμανδία που ήταν το προανάκρουσμα της ανάκτησης της Γαλλίας. Η απελευθέρωση της Ρώμης είχε σημαντικές επιτΓτώσεις στην κυβέρνηση του Νότου. Στις 28 Ιανουαρίου 1944, το Εθνικό Απελευθερωτικό Συνέδριο που είχε συγκληθεί στο Μπάρι διεκδίκησε δια στόματος Μπενεντέτο Κρότσε το δικαίωμα της Ιταλίας να θεωρεί εαυτήν σύμμαχο των δημοκρατιών και είχε διατυπώσει ένα πολιτικό πρόγραμμα που στόχευε στην παλινόρθωση μίας κυβέρνησης, η οποία θα στηριζό-
130
ταν στη λαϊκή κυριαρχία και θα εγκαθιδρυόταν με μία Συντακτική Συνέλευση που θα συνεδρίαζε μετά τη λήξη των εχθροπραξιών. Αυτή την πολιτική αναγέννηση δεν την έβλεπε με καλό μάτι ο Τσώρτσιλ, ο οποίος προτιμούσε να είχε παραμείνει στην εξουσία ο Μπαντόλιο, καθώς ο τελευταίος είχε υπογράψει την ανακωχή, της οποίας εκτελούσε ευπειθώς τους όρους. Όμως, οι Σύμμαχοι αναγκάστηκαν να υποκύψουν μπροστά στην αυξανόμενη δυσαρέσκεια των μαζών και στην αναζωπύρωση των αναταραχών, μετά την επιστροφή από την Ε.Σ.Σ.Δ. του Παλμίρο Τολιάτι, αρχηγού του Κομμουνιστικού Κόμματος. Εξάλλου, ο αντιφασιστικός συνασπισμός είχε δεσμευθεί να δώσει προτεραιότητα στη μάχη κατά των Γερμανών. Η θέση του Μπαντόλιο καθίστατο δυσχερής. Στις 12 Απριλίου, ο βασιλιάς Βίκτωρ-Εμμανουήλ Γ, ο οποίος έως τότε είχε παραμείνει πεισματικά στο θρόνο, ανακοίνωσε ότι αποσυρόταν και ότι θα παραχωρούσε την εξουσία στον γιο του, πρίγκιπα Ουμβέρτο που έφερε την ιδιότητα του αντιστράτηγου του βασιλείου από την απελευθέρωση της Ρώμης. Στις 10 Ιουνίου, η κυβέρνηση Μπαντόλιο αντικαταστάθηκε από μία άλλη που σχηματίστηκε από τον Ιβανόε Μπονόμι, τ α μέλη της οποίας ανήκαν στους διάφορους σχηματισμούς της Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης. Ο αντιστράτηγος και το Υπουργικό Συμβούλιο εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη. Τον Δεκέμβριο, αυτός ο σχηματισμός αναδομήθηκε και, στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε στις 19 Ιουνίου 1945 από έναν άλλο συνδυασμό, του οποίου προήδρευε ο Φερούτσιο Πάρι, ηγέτης του Κόμματος της Δράσης που θα ποφαμείνει στη θέση του έως τις 15 Νοεμβρίου. Χάρη στην αγγλοαμερικανική προέλαση στη Γαλλία η γερμανική πίεση επί της Ιταλίας μειωνόταν.
131
Εφεξής, ο Χίτλερ θα θεωρούσε την Ιταλία δευτερεύον μέτωπο, όπου οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να έχουν βραδύτερους ρυθμούς. Μετά την κατάληψη της Ρώμης, οι Σύμμαχοι ανέβηκαν αργά προς την Ούμπρια και την Τοσκάνη, απελευθερώνοντας τη Σιεννα, το Λιβόρνο και τη Φλωρεντία. η οποία, αν και ήταν ανοικτή πόλη, είχε αφανιστεί από τις μάχες. Οι Γερμανοί όμως οχυρώθηκαν τότε πίσω από την έσχατη αμυντική θέση τους, τη Γοτθική Γραμμή, που διέσχιζε τ α Απέννινα σε μήκος άνω των 200 χλμ. από την Πίζα έως το Ρίμινι. Το φθινόπωρο, το μέτωπο σταθεροποιήθηκε εκ νέου και παρέμεινε σταθερό όλο τον χειμώνα. Ο Μουσολίνι είχε συναντήσει τον Χίτλερ στο Κλέσταϊν, κοντά στο Σάλτσμπουργκ στις 21 Απριλίου 1944 και τον ξαναείδε τον Ιούλιο για τελευταία φορά στο Γενικό Αρχηγείο της Ανατολικής Πρωσίας, την επομένη της απόπειρας που παρά λίγο να κοστίσει τη ζωή του Φύρερ. Ο Ντούτσε πλέον δεν αντιμετωπιζόταν ως εταίρος αλλά ως δευτερεύων δορυφόρος. Ωστόσο, από τη συζήτηση αυτή βγήκε πεπεισμένος ότι η τελική νίκη ήταν εξασφαλισμένη χάρη στην χρήση μυστικών όπλων, για τα οποία τον είχε ενημερώσει ο συνομιλητής του. Στις 21 Ιουλίου, ο Μουσολίνι αποφάσιζε ένα είδος γενικής επιστράτευσης των φασιστών, η οποία κινητοποιούσε όλα τα μέλη το κόμματος από 18 έως 60 ετών. Έ π ρ ε π ε να συστήσουν, στο πλευρό των μελανοχιτώνων, μία βοηθητική δύναμη, τις «Μελανές Ταξιαρχίες». Το αποτέλεσμα ήταν μέτριο, αφού, διαισθανόμενοι την κατάρρευση της δικτατορίας, πολλοί εγγεγραμμένοι αποσκίρτησαν. Όμως, κάποια αποσπάσματα φανατικών προσέθεσαν τις δικές τους κατασταλτικές υπερβολές σε αυτές που διέπρατταν οι ειδικές δυνάμεις του καθεστώτος. Ο
132
δικτάτορας, προφασιζόμενος ότι επέστρεφα στις σοσιαλιστικές και λαϊκές ρίζες του κινήματος, εξεδωσε διάταγμα στις αρχές του 1945. το οποίο υποχρέωνε τις εργατικές επιτροπές να επιτάσσουν τρόφιμα και επέβαλλε φορολογικά μέτρα που έπλητταν τους ιδιοκτήτες και τους μεγαλοβιομηχάνους, οι οποίοι είχαν ωστόσο χρηματοδοτήσει και υποστηρίξει το φασισμό. Εν τούτοις, οι εργάτες, με εντολή της Αντίστασης, μποϋκοτάρισαν τις εκλογές στις επιτροπές διαχείρισης και η πραγματική αττηχηση των μεταρρυθμίσεων παρέμεινε περιορισμένη. Εν όψει της υπέρτατης φάσης του αγώνα, στις 7 Δεκεμβρίου 1944 υπογράφηκε συμφωνία συνεργασίας με τη γενική διοίκηση των Συμμάχων στην Καζέρτα, η οποία αναγνώριζε επισήμως τις εξουσίες της ένοπλης Αντίστασης. Στην κατεχόμενη ζώνη, η διεύθυνση του κινήματος δινόταν στην Επιτροττη Εθνιχης Απελευθέρωσης της Άνω Ιταλίας (CLNAI), η οποία είχε προκύψει από την Εθνική Επιτροπή. Οι υπεύθυνοι δράσης των ανταρτών ήταν οι Φερούτσιο Πάρι, Λουίτζι Λόνγκο και ο στρατηγός Ραφαέλε Καντόρνα, γιος του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων του 1915 και εγγονός του φιλελεύθερου πατριώτη του Risorgimento. Παράλληλα με τις ομάδες πολιτών στα αστικά κέντρα, δημιουργήθηκαν πυρήνες αντίστασης, οι Πατριωτικές Ομάδες Δράσης (SAP), και στις αγροτικές περιοχές. Η ένοπλη πάλη γινόταν σφοδρότερη, όπως άλλωστε και η ναζιστική και φασιστική καταστολή, η οποία συνοδευόταν από φρικαλεότητες και εκτοπισμούς. Η επίθεση κατά της Γοτθικής Γραμμής άρχισε στις 9 Απριλίου και στο τέλος του μήνα οι Σύμμαχοι και οι συνεργαζόμενοι α^^άρτες είχαν φθάσει έως τον Πάδο, απελευθερώνοντας την Μπολόνια και προε-
133
τοιμάζοντας την πορεία τους προς τη Βενετία, την Λομβαρδία και την ακτή της Λιγουρίας. Οι βασικές πόλεις απελευθερώνονταν με λαϊκές εξεγέρσεις που πλαισιώνονταν από ομάδες παρτιζάνων και οι Γερμανοί με καταρρακωμένο ηθικό παραδίνονταν συχνά δίχως καν να προβάλουν την παραμικρή αντίσταση. Η Γένοβα έδωσε το σήμα στις 25 Απριλίου και την ακολούθησαν την επομένη το Τορίνο και το Μιλάνο. Οι τακτικές ιταλικές δυνάμεις έφθαναν στο εξής τις εττεά μεραρχίες και η αντιπροσωπευτικότητα της κυβέρνησης δεν αμφισβητείτο πλέον από τους Συμμάχους. Η Γερμανία και η Δυτική Ευρώπη είχαν π ι α απελευθερωθεί πλήρως και τα ναζιστικά στρατεύματα της Ιταλίας απειλούνταν να βρεθούν μεταξύ διασταυρουμένων πυρών. Στις 8 Μαρτίου ο Στρατηγός Καρλ Βολφ, αρχηγός της γερμανικής αστυνομίας στην Ιταλία, ζητούσε στη Ζυρίχη α π ό τον Αμερικανό διαμεσολαβητή Άλαν Νταλς να καθορίσει τους όρους μιας ενδεχόμενης παράδοσης. Όμως ο Χίμλερ και ο Χίτλερ αρνήθηκαν τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, η κατάσταση ήταν απελπιστική και η συνθηκολόγηση που υπογράφτηκε στις 29 Απριλίου στην Καζέρτα ετέθη σε εφαρμογή στις 2 Μαΐου. 4. Το τέλος του Μουσολίνι. - Ο δικτάτορας π α ρέμενε μόνος. Επί μακρόν, είχε καταστρώσει χιμαιρρικά σχέδια προδικάζοντας ότι οι Αμερικανοί θα έρχονταν σε ρήξη με τους Ρώσους, γεγονός που θα του επέτρεπε να υπογράψει μεμονωμένη ειρήνη με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο - κ α τ ά προτίμηση αυτό του Στάλιν. Υποχρεώθηκε σιγά σιγά να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και προσπάθησε να διαπραγματευθεί με τους Συμμάχους τη μεταβίβαση εξουσιών που
134
θα του επέτρεπαν να αποτρέψει τη λαϊκή εξέγερση. Το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1945, επιφόρτισε τον καρδινάλιο-αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου, Ιλδεφόνσο Σούστερ να κοινοποιήσει τις προτάσεις του στους Αγγλοαμερικανους. Αυτοί απάντησαν ότι δεν σκόπευαν να διαπραγματευθούν και ότι αντιθέτως απαιτούσαν απλώς την παράδοση του Μουσολίνι. Από τη δική τους πλευρά οι Γερμανοί τον κρατούσαν σε άγνοια ως προς τις μυστικές μεθοδεύσεις τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα επωφελέστερα αποτελέσματα για λογαριασμό τους. Στις 17 Απριλίου, ο επικεφαλής της κυβέρνησης του Σαλό εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο. Σκεφτόταν την πιθανότητα να καταφύγει στο τελευταίο αμυντικό του προπύργιο στη Βαλτελίνα και να διαφύγει στην Ελβετία. Στις 25 του μηνός, τη στιγμή που οι αντάρτες έμπαιναν στο Μιλάνο, ο Μουσολίνι ήταν στο μέγαρο της αρχιεπισκοπής σε σύσκεψη με τους αρχηγούς της Αντίστασης (Καντόρνα, Αομπάρντι, Μαράτσο) που ζητούσαν άνευ όρων συνθηκολόγηση. Ο Ντούτσε, που νόμιζε ότι έκρυβε τον άσσο της γερμανικής παρουσίας στο μανίκι του, βγήκε από την αυταπάτη του με την ανακοίνωση της παράδοσης των ναζιστικών δυνάμεων. Τότε, αποσύρθηκε με την ακολουθία του στην λίμνη του Κόμο κοντά στη Βαλτελίνα ή στο Τεσίνο. Οι τελευταίες ημέρες του Μουσολίνι είναι μία τραγική εποποιία, της οποίας οι ιδιαιτερότητες είχαν παραμείνει επί μακρό χρονικό διάστημα ελάχιστα γνωστές και είχαν περιβληθεί άνευ λόγου από πέπλο μυστηρίου. Ο κλοιός θα στενέψει γύρω από μία ομάδα φυγάδων που μαθαίνει ότι ο δρόμος προς την Ελβετία έχει κλείσει από τους αντιστασιακούς. Στις 27, η ιταλική φάλαγγα που λαμβάνει θέση σε μία γερμανική αυτοκινητοπομπή, ξαναπαίρνει το δρόμο της. Ένα από-
135
σπασμα παρτιζάνων την σταματά και ο αξιωματικός εξασφαλίζει άδεια να συνεχίσει την πορεία του υπό την προϋπόθεση να παραδώσει τους φασίστες που μεταφέρει. Ο Μουσολίνι, που είναι ντυμένος με γερμανική στολή. ανακαλΰτΓτεται κρυμμένος στο βάθος ενός φορτηγού και συλλαμβάνεται με τους συντρόφους του. Οδηγείται με την Κλαρέτα Πετάτσι, που ακολουθεί τη μοίρα του. στο μικρό χωριό Ντόνγκο όπου περνά τη νύχτα σε ένα σπίτι χωρικών. Στις 28 Απριλίου, φθάνει εκεί ένας κομμουνιστής αξιωματικός των Εθελοντών της Ελευθερίας, ο Ουώλτερ Αουντίζιο, ο επονομαζόμενος συνταγματάρχης Βαλέριο, ο οποίος κομίζει εντολή που του έχει παραδοθεί από τη Γενική Διοίκηση της Αντίστασης και τον διατάσσει να βεβαιωθεί για την ταυτότητα του Μουσολίνι και των ιεραρχών του. Τα ανώτατα κλιμάκια της Αντίστασης φοβούνταν μήπως ο Ντούτσε είχε κατορθώσει να περάσει στην Ελβετία ή μήπως είχε πέσει στα χέρια των Αμερικανών. Πάντως, η εγκυρότητα αυτών των οδηγιών αμφισβητήθηκε εκ των υστέρων και φαίνεται πως ο Αουντίζιο ενήργησε σε μεγάλο βαθμό με δική του πρωτοβουλία. Επικαλέστηκε απόφαση της Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης της 25*^ Απριλίου που προέβλεπε την ποινή του θανάτου για τους φασίστες ιθύνοντες κι έτσι οι τοπικές δυνάμεις τού παρέδωσαν τον δικτάτορα και τους συνεργάτες του. Έ ν α πρόχειρο δικαστήριο που στήθηκε από τους αξιωματικούς της τοπικής ανταρτικής ταξιαρχίας εξέδωσε γρήγορα την απόφαση. Ο Αουντίζιο εκτέλεσε με τ α ίδια του τ α χέρια τον Μουσολίνι και την Κλαρέτα Πετάτσι σε ένα χαντάκι στο Μποντσανίγκο κοντά στο Ντόνγκο. Κατόπιν, έβαλε να τουφεκίσουν μέσα στο χωριό τους άλλους 15 αιχμαλώτους, εκ των οποίων 5 ήταν Υπουργοί της κυβέρνησης του Σαλό.
136
Οι σοροί μεταφέρθηκαν στο Μιλάνο, στο σημείο όπου είχαν εκτελεστεί παρτιζάνοι. Το πΙνήθος, ξέφρενο, κρέμασε από τα πόδια τα πτώματα του Μουσολίνι και της Κλαρέτα Πετάτσι στην πρόσοψη ενός πρατηρίου καυσίμων της Πλατείας Λορέτο. Η τιμωρία του δικτάτορα και των ανθρώπων του περιγύρου του ανταποκρινόταν πιθανότατα στις ψυχολογικές περιστάσεις της στιγμής και στην πολιτική ανησυχία της Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, η οποία επιθυμούσε να εδραιώσει την αυτονομία της απέναντι στους Συμμάχους και να εντυπωσιάσει την κοινή γνώμη με μία θεαματική κίνηση. Όμως, αυτή η εκτέλεση προσέλαβε στα μάτια των «νοσταλγών» του φασισμού μία μυστηριώδη διάσταση που άγγ·ιξε τα όρια του θρύλου, ενός θρύλου που είχε ήδη αρχίσει να δημιουργείται γύρω από τον Ντούτσε και που συνέβαλε στην προσθήκη αληθοφάνειας σε λίγο πολύ ευφάνταστες υποθέσεις σχετικά με τα πραγματικά κίνητρα μιας τόσο βιαστικής εξόντωσης. Είναι σίγουρο ότι η απόφαση του Ντόνγκο εμπόδισε την εμφάνιση του Μουσολίνι ενώπιον του τακτικού δικαστηρίου, το οποίο θα μπορούσε να είχε εμβαθύνει σε πολλά σημεία της ιστορίας του ventennio και να τα είχε διαφωτίσει. Η εξόντωση αυτή προκάλεσε την εξαφάνιση πολύτιμων τεκμηρίων που είχε πάρει μαζί του ο φυγάς. Ένα από αυτά ήταν το προσωπικό του ημερολόγιο, το οποίο φαίνεται ότι είχε όντως υπάρξει - γ ι α να μην μιλήσουμε για τον υποθετικό «θησαυρό» που ορισμένοι εμμένουν να πιστεύουν ότι καταποντίστηκε στα νερά της λίμνης του Κόμο.
137
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Ο φασισμός, ο οποίος όφειλε να προσδώσει στην Ιταλία ισχύ και μεγαλείο, έσυρε το έθνος στον τραγικότερο όλεθρο της ιστορίας του. Ο απολογισμός αυτής της εικοσαετίας μουσολινικού δεσποτισμού είναι εύγλωττος: πάνω από 40.000 πολίτες και στρατιωτικοί πέθαναν εκτοπισμένοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ 444.523 άνθρωποι φέρονται επισήμως ως νεκροί ή αγνοούμενοι λόγω του πολέμου. Το 1945, η βιομηχανική παραγωγή ξεπερνούσε μετά βίας το ένα τέταρτο αυτής του 1938, ενώ οι αγροτικές αποδόσεις μόλις υπερέβαιναν το ήμισυ των αποδόσεων προ εττταετίας. Το εξωτερικό εμπόριο είχε καταστραφεί λόγω της αυτάρκειας, τα αποθέματα χρυσού είχαν εξαντληθεί, ο πληθωρισμός και η ανεργία αυξάνονταν και στα οικονομικά του Δημοσίου επικρατούσε αναρχία. Μολονότι η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων με τα Ηνωμένα Έθνη (10 Φεβρουαρίου 1947) υττήρξε σχετικά επιεικής ως προς τους οικονομικούς της όρους, επικύρωνε την απώλεια των αποικιών και των εκχωρηθέντων μητροπολιτικών εδαφών προς όφελος της Γαλλίας (Τεντ, Μπριγκ και το υψίπεδο του όρους Σενίς) και κυρίως της Γιουγκοσλαβίας Πστρια εκτός της Τεργέστης). Οι Σύμμαχοι αρνήθηκαν να παραχωρήσουν το Άλτο Αντιτζε στην Αυστρία. Το ένα τρίτο των μεταναστών γερμανικής καταγωγής επανεγκαταστάθηκε στην περιοχή όπου ανέκυψε εκ νέου το ζήτημα των μειονοτήτων, το οποίο επιλύθηκε μερικώς
138
από τις συμφωνίες Γκρύμπερ-ντε Γκάσπερι της Σετΐτεμβρίου 1946. Όμως οι ηθικές ζημίες ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Μια ολόκληρη γενιά πολιτών είχε διαποτισθεί από τη φασιστική προπαγάνδα και όφειλε να διαμορφώσει μία νέα συνείδηση που θα καθοδηγείτο από κάποιους πολιτικούς, οι οποίοι είχαν ζήσει τα ζοφερά χρόνια του ventennio δίχως να καμφθούν. Αφότου η Συντακτική Συνέλευση έδωσε στη χώρα δημοκρατικούς θεσμούς σύμφωνους προς την ετυμηγορία του δημοψηφίσματος, η Ιταλία ρίχτηκε και πάλι στη δουλειά για να ανασηκωθεί από τα ερείπια. Η ανόρθωση της ήταν τόσο γρήγορη που μπορέσαμε να μιλήσουμε, μετά το 1950, για «ιταλικό θαύμα». Όμως από το 1963 η επιβράδυνση της ανάκαμψης επιδείνωσε την αστάθεια των κυβερνήσεων της «κεντροδεξιάς», αστάθεια που έγινε χρόνιο φαινόμενο από το 1953. Οι βίαιες κοινωνικές χαι πολιτικές αναταραχές του 1968 αποτέλεσαν το προοίμιο μιας κρίσης που συγκλόνισε συθέμελα την Ιταλική Δημοκρατία, μέσα σε ένα κλίμα βίας, διαφθοράς, δράσης μυστικών εταιρειών (Μαφία και Καμόρα) και συνωμοσιών κατά του κράτους, οι οποίες επωφελήθηκαν συχνά της συνέργειας υψηλών κλιμακίων του στρατού και της διοίκησης. Η μεταγενέστερη περίοδος του φασισμού Γνωρίζει δύο φάσεις με έντονες αντιθέσεις, από το «νεοφασισμό» έως το «μετα-φασισμό». Το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI) σχηματίστηκε τον Δεκέμβριο του 1946 στην ημιπαρανομία συσπειρώνοντας μέλη που προέρχονταν από τα στελέχη και υπέρμαχους της Κοινωνικής Δημοκρατίας του Σαλό.
139
Δεδομένου ότι επί της ουσίας όλοι οι πολίτες είχαν υποχρεωθεί να προσχωρήσουν στο φασισμό, η εκκαθάριση ήταν περιορισμένη. Δεν προσέλαβε όπως στην Γαλλία συστηματικό χαρακτήρα και παρότι ορισμένοι είχαν μιλήσει για δεκάδες χιλιάδες θύματα, ο επίσημος αριθμός των εκτελέσεων φασιστικών προσωπικοτήτων ανήλθε τελικώς σε 1.732 άτομα. Αρχικά, το MSI είχε περισσότερο το χαρακτήρα ανασύνταξης πιστών υποστηρικτών του Φασισμού με σκοπό την αλληλοβοήθεια π α ρ ά της σύστασης ενός πολιτικού κόμματος. Όμως όταν υποχώρησε ο ενθουσιασμός της Απελευθέρωσης, οι παλαιοί οπαδοί του Ντούτσε αναθάρρησαν με τις θεαματικές διαδηλώσεις «σκουαντριστικού» ύφους νεαρών μελών του MSI και θέλησαν να αυξήσουν την αριθμητική τους δύναμη. Στις εκλογές του 1948. το MSI κέρδισε περίπου το 2% των ψήφων και διεξήγαγε το ίδιο έτος ένα ταραχώδες συνέδριο στη Νάπολη και ένα δεύτερο στη Ρώμη το 1949. Στις τέσσερις ψηφοφορίες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των βουλευτικών εκλογών από το 1953 έως το 1968, το νεοφασιστικό κόμμα συγκέντρωσε τα υψηλότερα έως τότε ποσοστά στην ιστορία του, τα οποία κυμάνθηκαν μεταξύ του 4,4 και του 5,1% των ψήφων. Οι ψηφοφόροι του συντίθεται από «νοσταλγούς» της δικτατορίας, παλαίμαχους της Κοινωνικής Δημοκρατίας, γονείς δολοφονηθέντων, πρώην αξιωματούχους του καθεστώτος και νέους, οι οποίοι είχαν γεννηθεί πολύ μετά το τέλος του Ventennio και έρχονταν σε βίαιη σύγκρουση με στοιχεία της «εξωκοινοβουλευτικής» άκρας Αριστεράς. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του κόμματος διατηρούν το τελετουργικό και τη φρασεολογία της εποχής του Μουσολίνι, ο οποίος τροφοδοτεί τους πύρινους λόγους του ηγέτη του MSI Τζιόρτζιο Αλ-
0
μιράντε (1914-1988). Το πρόγραμμα εμπνέεται α π ό αυτό της Δημοκρατίας του Σαλό και παρουσιάζεται ως κοινωνικό και «επαναστατικό». Στην πραγματικότητα, το κόμμα αποτελεί ένα ακροδεξιό μόρφωμα. Γνώρισε συνεχείς αμφιταλαντεύσεις ως προς τις πολιτικές του επιλογές: συνέπραξε με τους φιλομοναρχικούς μετά το 1950 (μολονότι δήλωνε δημοκρατικό), κατόπιν προσέφερε τους ψήφους του στους δημο-χριστιανούς το 1952-1953, πραγματοποίησε κάποιες τοπικές συμμαχίες και στήριξε τα συντηρητικά ρεύματ α του Κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών. Το MSI χρηματοδοτείται από οικονομικούς ομίλους μεγάλων γαιοκτημόνων και από ορισμένους βιομηχάνους. Τα μέλη του, δέσμια ενός αναχρονιστικού και εξωραϊσμένου οράματος του παρελθόντος ή μίας συγκεχυμένης επαναστατικής ιδεολογίας, είναι εγκλωβισμένα σε αντιθέσεις, οι οποίες καθιστούν τη δράση της συγκεκριμένης παράταξης ολοένα και λιγότερο επίκαιρη. Ο αφανισμός του Οίκου της Σαβοΐας προκάλεσε την παρακμή των φιλοβασιλικών σχηματισμών, οι οποίοι σπαράσσονταν από εσοιτερικές αντιπαλότητες (Εθνικό Μοναρχικό Κόμμα, Λαϊκό Μοναρχικό Κόμμα, Ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα Μοναρχικής Ενότητας). Το εκλογικό βάρος των υποστηρικτών της βασιλείας, των οποίων το ποσοστό εκτινάσσεται α π ό το 2,8% του 1948 στο 6,9% του 1953, φθίνει στη συνέχεια γ ι α να πέσει στο 1,7% το 1963 και στο 1,3% το 1968. Το Δημοκρατικό Κόμμα Μοναρχικής Ενότητας, το μοναδικό που έμεινε στο πολιτικό προσκήνιο μετά το 1963, άρχισε τότε να προσεγγίζει όλο και περισσότερο το νεοφασισμό, ο οποίος κατέληξε ουσιαστικά να το απορροφήσει. Το 1972 οι δύο σχηματισμοί κατέβηκαν στις εκλογές με κοινό ψηφοδέλτιο υπό την επωνυμία Εθνική Δεξιά και συγκέντρωσαν το 8,7% των
141
ψήφων. Αυτή η αναμέτρηση ήταν το κύκνειο άσμα των βασιλοφρόνων, οι οποίοι στη συνέχεια εξαφανίστηκαν ως οργανωμένη πολιτική δύναμη και είδαν να εξανεμίζονται οι ελπίδες τους για την παλινόρθωση της μοναρχίας στην Ιταλία, μετά το θάνατο του Ουμβέρτου V στον τόπο εξορίας του το 1983. Στις τέσσερις ψηφοφορίες που μεσολάβησαν μεταξύ του 1976 και του 1987, η Εθνική Δεξιά συνέχισε να παραμένει στάσιμη, εκπροσωπώντας μόλις το 6 με 7% του εκλογικού σώματος. Η ενηλικίωση της δεύτερης γενιάς που γεννήθηκε μετά την τττώση της δικτατορίας, τροποποίησε βαθιά την αντίληψη περί ventennio, την παρακαταθήκη του οποίου είχαν διαχειριστεί το MSI και η Εθνική Δεξιά. Ο εκλογές του 1994 σημαδεύτηκαν από την ανάδυση του «μεταφασιστικού» ρεύματος της Εθνικής Συμμαχίας. Ο ηγέτης της Τζιανφράνκο Φίνι που γεννήθηκε το 1952 είναι ένας επιδέξιος και φιλόδοξος πολιτικός και θεωρείται ο πρωτεργάτης της επιτυχίας του ετερόκλητου κεντροδεξιού συνασπισμού που συγκέντρωσε στους κόλπους του Πόλου των Ελευθεριών το κόμμα «Φόρτσα Ιτάλια!» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τους «αυτονομιστές» της Αίγχας του Βορρά-Ομόσπονδης Ιταλίας του Ουμπέρτο Μπόσι, τ α κατάλοιπ α της Εθνικής Δεξιάς και μικρούς αντικομμουνιστικούς σχηματισμούς. Για πρώτη φορά, το ρεύμα που επικαλείται το φασισμό βγαίνει από το μακρόχρονο γκέτο του και συμμετέχει στην κυβέρνηση. Στις εκλογές του 1996 σημειώνεται θεαματική μεταστροφή με τη νίκη της κεντροδεξιάς Ελιάς που υποστηρίχθηκε από τους «επανιδρυτές» κομμουνιστές. Η Εθνική Συμμαχία του Φίνι κερδίζει το 15,7% των ψήφων έναντι 20,6% του κόμματος του Μπερλουσκόνι, ενώ ο τελευταίος μικροσκοπικός πυρήνας των «ιστορικών»
142
φασιστών του MSI-Fiamma tricolore κατακτά μόλις το 0,7% των ψήφων. Οι μεταφασίστες συνένωσαν σημαντική μερίδα της δεξιάς πτέρυγας της πρώην Χριστιανικής Δημοκρατίας και ο Φίνι, που βρίσκει σημαντική ανταπόκριση στη νεολαία, είναι εφεξής ένας από τους πλέον δημοφιλείς πολιτικούς. Αποκήρυξε επισήμως τις αρνητικές πλευρές του μουσσολινικού καθεστώτος: τη βία, τον ολοκληρωτισμό, τον εθνικισμό, το φυλετισμό, τον αντισημιτισμό και απέρριψε κάθε συνάφεια με τους Γερμανούς νεοναζί και ακροδεξιούς σχηματισμούς όπως το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο. Η «Συμμαχία», μέσα από κάποια ιδεολογική ασάφεια, αυτοπροσδιορίζεται ως ένα νομιμόφρον και δημοκρατικό δεξιό κόμμα, «καθαρό, λαϊκό και κοινωνικό» που υπερασπίζεται τις «πατριωτικές» αξίες ενός ενιαίου και κεντρικού κράτους, το οποίο οφείλει να ενσωματωθεί στην «Ευρώπη των Εθνών». Στο κατώφλι της τρίτης χιλιετίας, ο μεταφασισμός έχει γίνει πλέον αναπόσπαστο δεδομένο αυτού που οι Ιταλοί αποκαλούν «Β' Δημοκρατία».
143
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή - Ο φασισμός ενώπιον της ιστορίας
3
- Οι απαρχές του φασισμού 7 I. Από τον Καβούρ στον Τζιολίτι (1861-1914) 7 Π. Η επέμβαση. Ο πόλεμος. Η «ακρωτηριασμένη νίκη» (1915-1919) 21 ΚΕΦΑΛΑΊΟ 1
ΚΕΦΑΛΑΊΟ 2 - Η άνοδος του φασισμού (1919-1925) I. Μπενίτο Μουσολίνι II. Η γέννηση του φασισμού (1919-1921) III. Η κατάκτηση της εξουσίας και η εδραίωση του καθεστώτος (Οκτώβριος 1922 - Δεκέμβριος 1925) Τ Ο φασιστικό κράτος και οι επιτυχίες το.» καθεστώτος (1925-1936) I. Η εσωτερική εξέλιξη II. Ο αντιφασισμός. Εξόριστοι και συνωμότες III. Η εξωτερική πολιτική (1925-1936)
26 26 36
45
ΚΕΦΑΛΑΊΟ 3 -
Κεφάλαιο 4 - Παρακμή και πτώση του φασισμού (1937-1945) I. Η πορεία προς τον πόλεμο (1936-1940) II. Η Ιταλία σε πόλεμο III. Η ήττα. Η κατάρρευση του καθεστώτος (Ιούλιος 1943 - Απρίλιος 1945) Συμπέρασμα
55 56 82 88
100 100 113 120 138
144