Frαnco Berαrdi.- "Bίjo"
.ΠΟΙΟ ΕΙ ΝΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ;.· .
••• ΓΙΑΤΗΝ,ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΊΉΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΓΝΩΣΗΣ
,
...
21 downloads
410 Views
20MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Frαnco Berαrdi.- "Bίjo"
.ΠΟΙΟ ΕΙ ΝΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ;.· .
••• ΓΙΑΤΗΝ,ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΊΉΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΓΝΩΣΗΣ
,
",'
ΕλευθεριακήΚουλτοϋρα
ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ Α ΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ; Όχι υποκείμενο αλλά υποκειμενοποίηση ΔΕΝ ΠΡΟΤΙΘΕΜΑΙ ΝΑ ΠΡΟΒΩ σε μια ιστορική σύνοψη του κινήματος που αποκλήθηκε αυτονομία, αλλά θέλω να κατανοήσω την ιδιαιτερότητά του μέσω μιας σύντομης επισκόπησης εννοιών όπως «άρνηση της εργασίας» και «ταξική σύνθεση». Οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν συχνά τη λέξη «εργατισμόξ» για να ορίσουν το πολιτικό και φιλοσοφικό κίνημα που ήρθε στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 στην Ιταλία. Δεν μου αρέσει αυτός ο όρος, γιατί περιορίζει την πολυπλοκότητα της κοινωνικής πραγματικότητας στο απλό γεγονός της κεντρικότητας των βιομηχανικών εργατών στην κοινωνική δυναμική της ύστερη ς μοντερνικότητας. Η κεντρικότητα της εργατικής τάξης υπήρξε ένας μεγάλος πολιτικός μύθος του 200υ αιώνα, αλλά το πρόβλημα που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε είναι αυτό της αυτονομία; του κοινωνικού χώρου από την καπιταλιστική κυριαρχία και εκείνο των διαφορετικών πολιτιστικών, πολιτικών, φαντασιακών συνθέσεων που έχει επεξεργαστεί η κοινωνική εργασία. Γι' αυτό προτιμώ να χρησιμοποιώ την έκφραση συνθετισμός [composizionismo] προκειμένου να ορίσω αυτό το κίνημα σκέψης. Αυτό στο οποίο με ενδιαφέρει να δώσω έμφαση στο φιλοσοφικό έργο του λεγόμενου ιταλικού εργατισμού, είναι η αποσυναρμολόγηση της έννοιας του υποκειμένου που ο μαρξισμός κληρονόμησε από τη χεγκελιανή παράδοση. Στη θέση του ιστορικού υποκειμένου η συνθετιστική σκέψη άρχισε να σκέφτεται με όρους υποκειμενοποίησης [soggettivazione]. Η υποκειμενοποίηση καταλαμβάνει την εννοιολογική θέση του υποκειμένου. Αυτή η εννοιολογική μετάθεση είναι πολύ κοντά στη σύγχρονη τροποποίηση του φιλοσοφικού τοπίου που προώθησε ο γαλλικός μεταδομισμός. Η υποκειμενοποίηση στη θέση του υποκειμένου. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να επικεντρωνόμαστε στην ταυτότητα, αλλά στη διαδικασία του γίγνεσθαι. Αυτό σημαίνει επίσης ότι η έννοια της κοινωνικής τάξης δεν πρέπει να εκλαμβάνεται σαν μια οντολογική, αλλά μάλλον σαν μια ανυσματική έννοια. Η κοινωνική τάξη είναι προβολή φαντασιακών και προταγμάτων, αποτέλεσμα μιας πολιτικής πρόθεσης και ενός ιζήματοξ κουλτούρας. Στο πλαίσιο της αυτόνομης σκέψηξ η έννοια της κοινωνικής τάξης ορίζεται εκ νέου ως μια επένδυση της κοινωνική; επιθυμίας και σημαίνει ΚΟΥλτούρα, σεξουαλικότητα, άρνηση της εργασίας. Στις δεκαετίες του '60 και του '70 οι στοχαστές που έγραφαν σε περιοδικά 5
όπως το Classe Operaia και το Potere Operaio, δεν μιλούσαν για κοινωνικές επενδύσεις της επιθυμίας και εκφράζονταν μ' έναν πολύ πιο λενινιστικό τρόπο. Αλλά η φιλοσοφική τους στάση προκάλεσε μια σημαντική αλλαγή στο φιλοσοφικό τοπίο, στρέφοντας την προσοχή από τον συγκεντρωτισμό της εργατικής ταυτότητας στην αποκέντρωση της διαδικασίας της υποκειμενοποίησης. Ο Felix GuattaIi ο οποίος ήρθε σε επαφή με τον εργατισμό και τους αυτόνομους στοχαστές μετά το 1977, επέμενε πάντοτε στην ιδέα ότι δεν πρέπει να μιλάμε για υποκείμενο, αλλά μάλλον για «διαδικασία; υποκειμενοποίησης». Ξεκινώντας απ' αυτές τις παρατηρήσεις μπορούμε να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει η άρνηση της εργασίας. Αυτή η έκφραση δεν σημαίνει τόσο το προφανές γεγονός ότι στους εργάτες δεν αρέσει η εκμετάλλευση, αλλά κάτι παραπάνω: ότι η καπιταλιστική αναδιάρθρωση, οι τεχνολογικέ; αλλαγές και ο γενικότερος μετασχηματισμός των κοινωνικών θεσμών είναι τα προϊόντα της καθημερινή; δράσης αποφυγής της εκμετάλλευσης, άρνησης της υποχρέωσης παραγωγής υπεραξίας, άρνησης αύξησης της αξίας του κεφαλαίου (που σημαίνει μείωση της αξίας της ζωήξ). Όπως προείπα δεν μου αρέσει ο όρος «εργατισμόι;», γιατί παραπέμπει σε μια περιορισμένη κοινωνική αναφορά (τους εργάτες) και θα προτιμούσα να χρησιμοποιήσω τον όρο συνθετισμόξ. Η έννοια της κοινωνικής σύνθεσης ή της ταξικής σύνθεσης (χρησιμοποιούμενη ευρέως από τους «εργατιστέξ»), φαίνεται να έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με τη χημεία παρά με την κοινωνική ιστορία .. Μου αρέσει η ιδέα ότι το μέρος όπου συμβαίνουν τα κοινωνικά φαινόμενα δεν είναι το στέρεο, βραχώδες ιστορικό έδαφος της χεγκελιανής κληρονομιάς, αλλά το χημικό περιβάλλον όπου κουλτούρα, σεξουαλικότητα, ασθένεια και επιθυμία συναντώνται, αντιμάχονται, αναμειγνύονται και συνεχώς αλλάζουν το τοπίο. Αν χρησιμοποιήσου με την έννοια της σύνθεσης, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό που συνέβη στην Ιταλία τη δεκαετία του '70, όπως μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει αυτονομία: όχι τη συγκρότηση ενός υποκειμένου, ούτε την ταύτιση των ανθρώπινων όντων με μια δεδομένη κοινωνική φιγούρα, αλλά τη συνεχή αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, τον σεξουαλικό προσδιορισμό και αποπροσδιορισμό, την άρνηση της εργασίας. Η άρνηση της εργασίας στην πραγματικότητα οφείλεται στην πολυπλοκότητα των κοινωνικών επενδύσεων της επιθυμίας.
6
Σ' αυτό το πλαίσιο αυτονομία σημαίνει ότι η κοινωνική ζωή δεν εξαρτάται μόνο από τις πειθαρχικές ρυθμίσεις που επιβάλλει η οικονομική εξουσία, αλλά εξαρτάται και από τις μετατοπίσεις, ολισθήσεις και διαλύσεις που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της αυτοσύνθεσης της ζώσας κοινωνίας. Αγώνας, υποχώρηση, αποξένωση, σαμποτάζ, γραμμές διαφυγής από το σύστημα της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Η αυτονομία είναι η ανεξαρτησία του κοινωνικού χρόνου από τη χρονικότητα του καπιταλισμού. Αυτό είναι το νόημα της έκφρασης «άρνηση της εργασίας». Άρνηση της εργασίας σημαίνει πολύ απλά «δεν θέλω να πάω στη δουλειά, γιατί προτιμώ να κοιμηθώ». Αλλά αυτή η τεμπελιά είναι η πηγή της ευφυίας, της τεχνολογίας, της προόδου. Η αυτονομία είναι η αυτορρύθμιση του κοινωνικού σώματος μέσα στην ανεξαρτησία και την αλληλεπίδρασή του με τους κανόνες πειθάρχησης. Αυτονομία και απορρύθμιση Υπάρχει μια άλλη πλευρά της αυτονομίας, η οποία σπανίως έχει εξεταστεί μέχρι σήμερα. Η διαδικασία της αυτονόμησης των εργατών από τον ρόλο τους προκάλεσε έναν κοινωνικό σεισμό, ο οποίος με τη σειρά του πυροδότησε την καπιταλιστική απορρύθμιση. Η λέξη απορρύθμιση έκανε την εμφάνισή της στην ιδεολογική σκηνή στα τέλη της δεκαετίας του '60 και αποδίδει το αποδομητικό πνεύμα που προέρχεται από την ελευθεριακή και αντιαυταρχική σκέψη των προηγούμενων δεκαετιών. Υπάρχει μια παράδοση απορρύθμισης που διαπερνά σε βάθος την ελευθεριακή χίπικη κουλτούρα της Καλιφόρνιας, την ιταλική αυτόνομη σκέψη και τη γαλλική επιθυμητική επιστημολογία και η οποία κηρύττει την αυτονομία της κοινωνικής δυναμικής από την κρατική και αυταρχική κυριαρχία. Ο φιλελευθερισμός πήρε την ορμή αυτών των μορφών κουλτούρας και τη μετέτρεψε στον φανατισμό της οικονομίας. Η κοινωνική αυτονομία εκτόξευσε τις δυνατότητες της γνώσης και του κοινωνικού φαντασιακού, αλλά ο φιλελευθερισμός μετέφερε αυτή την απελευθέρωση στο παρανοϊκό πεδίο του .ανταγωνισμού. Η απορρύθμιση που εμφανίστηκε στην παγκόσμια σκηνή την εποχή της Θάτσερ και του Ρέηγκαν, μπορεί να θεωρηθεί σαν η καπιταλιστική απάντηση στην αυτονόμηση από την πειθαρχική τάξη της βιομηχανικής εργασίας. Οι εργάτες απαίτησαν ελευθερία από την καπιταλιστική ρύθμιση και τότε το κεφάλαιο έκανε το ίδιο, αλλά αντιστρόφως. Η ελευθερία από την κρατική ρύθμιση' έγινε στην πραγματικότητα δεσποτισμό; του κοινωνικού ιστού και της καθημερινής ζωής
7
συγκεκριμένων ανθρώπων. Οι εργάτες ζητούσαν ελευθερία από τη φυλακή της εργασίας του εργοστάσιου και η απορρύθμιση απάντησε με την ευελιξία του κατακερματισμού της εργασίας. Το κίνημα της αυτονομίας τη δεκαετία του '70 πυροδότησε μια επικίνδυνη διαδικασία, μια διαδικασία που από την κοινωνική άρνηση της καπιταλιστικής πειθαρχίας οδήγησε στην καπιταλιστική εκδίκηση, η οποία πήρε τη μορφή της απορρύθμισης, της ελευθερίας της επιχείρησης από το κράτος, της καταστροφής της κοινωνικής προστασίας, της μείωσης και εξωτερικοποίησης της παραγωγής, της περικοπής των κοινωνικών δαπανών και τελικά της ευελιξίας. Το κίνημα της αυτονομίας πυροδότησε αποτελεσματικά την αποσταθεροποίηση του κοινωνικού πλαισίου που είχε προέλθει από έναν αιώνα συνδικαλιστικών πιέσεων και κρατικών ρυθμίσεων. Μήπως διαπράξαμε ένα τρομερό λάθος; Μήπως πρέπει να μετανιώσουμε για τις πράξεις του σαμποτάζ και της έκφρασης της διαφωνίας, της αυτονομίας και της άρνησης της εργασίας, που φαίνεται να προκάλεσαν την καπιταλιστική απορρύθμιση; Σαφώς όχι. Το κίνημα της αυτονομίας στην πραγματικότητα προέβλεψε αυτήν την τάση, αφού το φαινόμενο της απορρύθμισης ήταν εγγεγραμμένο στην εξέλιξη του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού και ενυπήρχε φυσιολογικά στην τεχνολογική αναδιάρθρωση της παραγωγικής παγκοσμιοποίησης. Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της άρνησης της εργασίας, της πληροφοροποίησης των εργοστασίων, της διασποράς της απασχόλησης και της ευελιξίας του συνολικού κύκλου της εργασίας. Αλλά αυτή η σχέση είναι πολύ πιο σύνθετη απ' ότι μια απλή σχέση αιτίαςαποτελέσματος. Η διαδικασία της απορρύθμισης ήταν εγγεγραμμένη στην εξέλιξη των νέων τεχνολογιών, που επέτρεπαν στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις να ξεκινήσουν τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, μια παρόμοια διαδικασία συνέβη στο πεδίο των ΜΜΕ. Ας σκεφτούμε τους ιταλικού; ελεύθερους ραδιοφωνικούς σταθμούς τη δεκαετία του '70. Στην Ιταλία εκείνη την εποχή υπήρχε ένα κρατικό μονοπώλιο και απαγορευόταν η ιδιωτική ραδιοφωνία. Στα 1975-76 μια ομάδα ακτιβιστών των ΜΜΕ άρχισε να φτιάχνει μικρού; ραδιοφωνικούς σταθμούς όπως το ράδιο Αλίκη στην Μπολώνια. Η παραδοσιακή αριστερά (το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα κλπ) κατηγορούσε αυτούς τους ακτιβιστές ότι διασπούν το δημόσιο σύστημα επικοινωνιών, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στα ιδιωτικά ΜΜΕ. Μπορούμε να πούμε σήμερα ότι είχε δίκιο η κρατιστική
αριστερά που αντιτιθόταν στον επικοινωνιακό πλουραλισμό στο όνομα της υπεράσπισης του δημόσιου συστήματος; Δεν το νομίζω, πιστεύω ότι η παραδοσιακή αριστερά έκανε λάθος για διάφορους λόγους. Πρώτα απ' όλα γιατί το τέλος του κρατικού μονοπωλίου ήταν εγγεγραμμένο στην εξέλιξη των τεχνολογιών της επικοινωνίας και κατά δεύτερο λόγο γιατί η ελευθερία της έκφρασης είναι προτιμότερη από τον κρατικό συγκεντρωτισμό στα ΜΜΕ. Εκείνη την εποχή η αριστερά, στην Ιταλία όπως στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, ήταν μια δύναμη κρατιστικής συντήρησης. Αντιπροσώπευε ένα πολιτιστικό πλαίσιο που δεν μπορούσε να επιβιώσει στη μεταβιομηχανική περίοδο. Το ίδιο πράγμα μπορούμε να πούμε σε σχέση με το τέλος της σοβιετικής αυτοκρατορίας και του αποκαλούμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Γνωρίζουμε σήμερα ότι ο ρωσικός πληθυσμός ζούσε καλύτερα είκοσι χρόνια πριν και πως ο υποτιθέμενος εκδημοκρατισμός της ρωσικής κοινωνίας αυτό που έχει προκαλέσει κυρίως είναι η καταστροφή κάθε είδους κοινωνικής προστασίας και ο εφιάλτης ενός επιθετικού ανταγωνισμού, της βίας και της οικονομικής διαφθοράς. Αλλά η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων ήταν αναπόφευκτη, γιατί εκείνη η τάξη μπλόκα Ρε τη δυναμική της κοινωνικής επιθυμίας και εμπόδιζε τις πολιτιστικές καινοτομίες. Η διάλυση των κομμουνιστικών καθεστώτων ήταν εγγεγραμμένη στην κοινωνική σύνθεση της συλλογικής ευφυίας, στο φαντασιακό που δημιουργήθηκε από τα νέα παγκοσμιοποιημένα ΜΜΕ και στις συλλογικές επενδύσεις της επιθυμίας. Να γιατί η δημοκρατική ιντελλιγκέντσια και οι διαφωνούσες πολιτιστικές δυνάμεις συμμετείχαν στον αγώνα εναντίον των σοσιαλιστικών καθεστώτων, αν και συχνά γνώριζαν ότι ο καπιταλισμός δεν είναι παράδεισος. Σήμερα η απορρύθμιση καταστρέφει αυτό που κάποτε ήταν η σοβιετική κοινωνία (με τους ανθρώπους να υφίστανται μια εκμετάλλευση, αθλιότητα και ταπείνωση που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ στο παρελθόν), αλλά αυτό το μεταβατικό στάδιο ήταν αναπόφευκτο και με μια έννοια μπορεί να ιδωθεί σαν μια προοδευτική αλλαγή. Η απορρύθμιση δεν σημαίνει μόνο τη χειραφέτηση της ιδιωτικής επιχείρησης από τις κρατικές ρυθμίσεις και τη μείωση των δημοσίων δαπανών και της κοινωνικής προστασίας. Σημαίνει επίσης μια αύξηση της ελαστικότητας της εργασίας. Η πραγματικότητα της ελαστικότητας της εργασίας είναι η άλλη όψη αυτού του είδους της χειραφέτηση.; από την καπιταλιστική ρύθμιση. Δεν πρέπει να υποτιμούμε τη σχέση μεταξύ της άρνησης της εργασίας και της ελαστικότητας
8
9
Άνοδος και πτώση της συμμαχία ς της γνωστικής εργασίας και του ανασυνδυαστικού κεφαλαίου Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών η πληροφοροποίηση των μηχανών έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ελαστικότητα της εργασίας, μαζί με τη διανοητοποίηση και την αϋλοποίηση των σημαντικότερων παραγωγικών κύκλων. Η εισαγωγή των νέων ηλεκτρονικών τεχνολογιών και η πληροφοροποίηση του παραγωγικού κύκλου άνοιξαν τον δρόμο για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου πληροφοροπαραγωγής, απεδαφοποιημένης, αποκεντρωμένης, αποπροσωποποιημένης. Ολοένα και περισσότερο το υποκείμενο της κοινωνικής εργασιακής διαδικασίας γίνεται το παγκόσμιο δίκτυο της πληροφοροπαραγωγής και ο ανθρώπινος ιστός των ατόμων που το συνιστούν κατακερματίζεται, μέχρι που διαλύεται. Δεν υπάρχουν πλέον ανθρώπινα όντα που εργάζονται, αλλά πρόσκαιρα θραύσματα καθυποταγμένα στη διαδικασία της αξιοποίησης, μονάδες χρόνου συνδυαζόμενες στον παγκόσμιο παραγωγικό κύκλο. Οι βιομηχανικοί εργάτες αρνή-
θηκαν τον ρόλο τους στο εργοστάσιο και έτσι κατέκτησαν μια κάποια ελευθερία και αυτονομία από την καπιταλιστική κυριαρχία, από τον έλεγχο του χρόνου της ζωής τους. Όμως αυτή η κατάσταση οδήγησε τους καπιταλιστές να επενδύσουν σε τεχνολογίες εντάσεως κεφαλαίου και να αλλάξουν την τεχνική σύνθεση της εργασιακής διαδικασίας, προκειμένου να εκδιώξουν τους βιομηχανικούς εργάτες και όσες μορφές αυτόνομης οργάνωσης είχαν φτιάξει, προκειμένου να δημιουργήσουν μια νέα οργάνωση της εργασίας που θα μπορούσε να είναι πιο ελαστική. Η διανοητοποίηση και η αϋλοποίηση της εργασίας είναι η μία πλευρά της αλλαγής των μορφών της κοινωνικής παραγωγής. Η άλλη πλευρά είναι η πλανητική παγκοσμιοποίηση. Αϋλοποίηση και παγκοσμιοποίηση είναι δύο όψεις συμπληρωματικές. Η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία που εμπεριέχει στοιχεία καθαρής υλικότητας, αφού η βιομηχανική εργασία δεν εξαφανίζεται στη μεταβιομηχανική εποχή αλλά μεταναστεύει προς γεωγραφικές ζώνες όπου είναι δυνατή η καταβολή μικρότερων μισθών και η νομοθεσία δεν προστατεύει την εργασία και ευνοεί την ελεύθερη λειτουργία της επιχείρησης ακόμη και σε βάρος του περιβάλλοντος και της κοινωνίας. Η προοπτική της πλανητική ς επέκτασης της διαδικασίας της βιομηχανικής παραγωγής προβλέφτηκε από τον Mario Tronti σ' ένα άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Classe Operaia», το 1967. Είχε γράψει ο Tronti ότι το πιο σημαντικό φαινόμενο των επόμενων δεκαετιών μέχρι το τέλος του εικοστού αιώνα θα είναι η διεύρυνση της εργατικής τάξης σε παγκόσμια, πλανητική κλίμακα. Αυτή η διορατικότητα δεν βασίστηκε σε μια ανάλυση της διαδικασίας της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά μάλλον στην κατανόηση των μετασχηματισμών στη σύνθεση της εργασίας. Η παγκοσμιοποίηση και πληροφοροποίηση μπορούν να εκληφθούν σαν αποτέλεσμα της άρνησης της εργασίας που συνέβη στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης. Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών του εικοστού αιώνα υπήρξαμε μάρτυρες ενός είδους συμμαχίας μεταξύ του ανασυνδυαστικού κεφαλαίου και της γνωστική ς εργασίας. Αποκαλώ ανασυνδυαστικό το κεφάλαιο που δεν συνδέεται στενά με μια συγκεκριμένη βιομηχανική εγκατάσταση, αλλά μεταφέρεται ταχέως από το ένα μέρος στο άλλο, από τη μια βιομηχανική εγκατάσταση σε μια άλλη, από τον ένα τομέα της οικονομικής δραστηριότητας σ' έναν άλλο. Μπορούμε να ορίσουμε ως ανασυνδυαστικό το χρηματιστικό κεφάλαιο που παίζει κεντρικό ρόλο στην πολιτική και στην κουλτούρα της δεκαετίας του '90. Η σ:υμμαχία της γνωστικής εργασίας και του χρηματιστικού κε-
10
]1
που την ακολούθησε. Μια από τις βασικές ιδέες του κινήματος της αυτονομίας ήταν «το προσωρινό είναι όμορφο». Η προσωρινότητα της εργασίας είναι μια μορφή αυτονομίας από τη σταθερή εργασία, που κρατά μια ολόκληρη ζωή. Τη δεκαετία του '70 ήταν συνηθισμένο να δουλεύει κανείς για λίγους μήνες, έπειτα να απολύεται για να πάει κανένα ταξίδι, μετά επιστροφή, πάλι για λίγο στη δουλειά κ.ο.κ. Αυτό το στυλ ζωής ήταν δυνατό σε συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης και με την παρουσία μιας διάχυτη ς εξισωτικής, μη ανταγωνιστικής, μη καταναλωτικής κουλτούρας και έκανε καλό και στο πνεύμα και την ψυχή. Αυτή η κατάσταση επέτρεπε στους ανθρώπους να δουλεύουν για το συμφέρον τους και όχι για το συμφέρον των καπιταλιστών, αλλά είναι μάλλον προφανές πως κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα και ότι η νεοφιλελεύθερη επίθεση της δεκαετίας του '80 στόχευε στην αντιστροφή του συσχετισμού δυνάμεων. Η απορρύθμιση και η ελαστικότητα της εργασίας ήταν το αποτέλεσμα και η αντιστροφή της εργατικής αυτονομίας. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το καταλάβουμε και όχι μόνο για ιστορικούς λόγους. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τι πρέπει να κάνουμε σήμερα, στην εποχή της πλήρους ελαστικότητας της ανθρώπινης εργασίας, που όμως είναι επίσης φάση της κρίσης του νεοφιλευθερισμού, πρέπει να καταλάβουμε πώς συνέβη η κατάληψη του πεδίου της κοινωνικής επιθυμίας στο πέρασμα από τη δεκαετία του '70 στη δεκαετία του '80 από ένα οικονομίστικο και ανταγωνιστικό φαντασιακό.
φαλαίου είχε σημαντικά πολιτιστικά αποτελέσματα, όπως η ιδεολογική ταύτιση εργασίας και επιχείρησης. Οι εργάτες παρακινούνταν να θεωρήσουν τους εαυτούς τους αυταπασχολούμενους επιχειρηματίες και αυτό δεν ήταν εντελώς ψευδές κατά την περίοδο άνθησης των dotcom, όταν ο γνωστικός εργάτης μπορούσε να φτιάξει τη δική του επιχείρηση, επενδύοντας στη διανοητική του δύναμη (μια ιδέα, ένα σχέδιο, έναν τύπο) ως περιουσιακό του στοιχείο, μιλώντας με χρήματιστηριακούς όρους. ' Αυτή είναι η περίοδος που ο Geert Lovink όρισε σαν dotcOΙnl11ania στο αξιόλογο βιβλίο του Dark Fiber. Τι ήταν η dotCOl11mania; Η μαζική συμμετοχή στον κύκλο των χρηματιστικών επενδύσεων τη δεκαετία του '90 έδωσε ώθηση σε μια διαδικασία αυτοοργάνωσης των γνωστικών παραγωγών. Οι γνωστικοί εργάτες επένδυσαν στην εμπειρία, τις γνώσεις και τη δημιουργικότητά τους, και βρήκαν στο χρηματιστήριο τα μέσα για να φτιάξουν επιχειρήσεις. Για κάμποσο καιρό η επιχειρηματική μορφή έγινε το σημείο συνάντησης του χρηματιστικού κεφαλαίου και της υψηλά παραγωγικής γνωστικής εργασίας. Η ελευθεριάζουσα και φιλελεύθερη ιδεολογία που κυριαρχούσε στην (κυρίως αμερικανική) κυβερνοκουλτούρα της δεκαετίας του '90, εξιδανίκευσε την αγορά, παρουσιάζοντάς την σαν ένα αγνό περιβάλλον. Σ' αυτό το περιβάλλον, τόσο φυσικό όσο ο αγώνας για την επιβίωση του ισχυροτέρου που καθιστά δυνατή την εξέλιξη, η εργασία θα βρει τα αναγκαία μέσα προκειμένου να αξιοποιήσει τα προσόντα της και να μετατραπεί σε επιχείρηση. Μόλις αφεθεί ελεύθερη η δυναμική του, το δικτυακό οικονομικό σύστημα είναι προορισμένο να μεγιστοποιήσει τα οικονομικά οφέλη για όλους, ιδιοκτήτεξ και εργαζόμενους, αφού και η διάκριση μεταξύ ιδιοκτητών και εργαζομένων γίνεται ολοένα και πιο ανεπαίσθητη μόλις κάποιος μπει στον εικονικό παραγωγικό κύκλωμα. Αυτό το μοντέλο, θεωρητικοποιημένο από συγγραφείς όπως ο Kevin Kelly και μεταμορφωμένο από το περιοδικό «Wired» σε ένα είδος ψηφιακο-φιλελεύθερο WeltanscllaιIng, αλαζονικό και θριαμβεύων, χρεοκόπησε στις αρχές της νέας χιλιετίας, μαζί με την νέα οικονομία και ένα μεγάλο μέρος του στρατού των αυταπασχολούμενων γνωστικών επιχειρηματιών, οι οποίοι σύχναζαν στον κόσμο των dotcom. Χρεοκόπησε γιατί το μοντέλο μιας πλήρως ελεύθερης αγοράς είναι ένα πρακτικό και θεωρητικό ψέμα. Αυτό που μακροπρόθεσμα ενισχύει ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι η ελεύθερη αγορά, αλλά το μονοπώλιο. Ενώ η αγορά εξιδανικεύτηκε σαν ένας ελεύθερος χρόνοι; όπου συγκλίνουν γνώση, πείρα και δημιουργικότη-
τα, η πραγματικότητα έδειξε ότι οι μεγάλες ομάδες προσταγή ς λειτουργούν μ' έναν τρόπο που μακράν απέχει από το να είναι ελευθεριακός, αλλά αντιθέτως εισάγει τεχνολογικούξ αυτοματισμούς, επιβαλλόμενους μέσω της ισχύος των ΜΜΕ ή του χρήματοξ, που τελικά ληστεύουν ξεδιάντροπα την πλειοψηφία των μετόχων και των γνωστικών εργαζομένων. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '90 ξέσπασε ένας πραγματικός ταξικός αγώνας στο εσωτερικό του παραγωγικού κυκλώματος της υψηλής τεχνολογίας. Το γίγνεσθαι του δικτύου χαρακτηρίστηκε από αυτόν τον αγώνα, που η έκβασή του σήμερα είναι ασαφής. Σίγουρα η ιδεολογία μιας ελεύθερης και φυσικής αγοράς αποδείχθηκε πλάνη. Η ιδέα ότι η αγορά δουλεύει σαν ένα αγνό περιβάλλον ισότιμης αντιπαράθεσης ιδεών, σχεδίων, ποιότητας και χρησιμότητα; των υπηρεσιών σαρώθηκε από την πικρή αλήθεια του πολέμου που εξαπέλυσαν τα μονοπώλια εναντίον του πλήθους των αυταπασχολούμενων εργατών και της παθητικής μάζας των μικροεμπόρων. Στον αγώνα για την επιβίωση δεν νίκησαν οι καλύτεροι και πιο τυχεροί, αλλά αυτοί που χρησιμοποίησαν τα κανόνια, τα κανόνια της βίας, της ληστείας, της συστηματικής κλοπής, της παραβίασης κάθε νομικού και ηθικού κανόνα. Η συμμαχία Bllsh-Gates καθιέρωσε τη ρευστότητα των κανόνων λειτουργίας των αγορών και σ' εκείνο το σημείο η φάση του αγώνα στο εσωτερικό της εικονικής τάξης τελείωσε. Ένα μέρος της εικονικής τάξης μπήκε στο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, ενώ το άλλο μέρος (η πλειοψηφία) εκδιώχθηκε από τις επιχειρήσει; και σπρώχθηκε στα όρια μιας σαφούς προλεταριοποίησης. Στο πολιτιστικό επίπεδο προέκυψαν οι συνθήκες για τη δημιουργία μιας κοινωνικής συνείδησης στο γνωσιαριάτο [cognitariato] και αυτό μπορεί να συνιστά το πιο σημαντικό φαινόμενο για τα χρόνια που έρχονται, το μόνο κλειδί που προσφέρει λύσεις στην καταστροφή. Ο ψηφιακός κόσμος υπήρξε το πειραματικό εργαστήρι τόσο για τη δημιουργία ενός παραγωγικού μοντέλου όσο και μιας αγοράς. Στο τέλος η αγορά κατακτήθηκε και στραγγαλίστηκε από τις μονοπωλιστικές εταιρείες και ο στρατός των αυταπασχολούμενων και των ευκαιριακών μικροκαπιταλιστών ληστεύθηκε και διαλύθηκε. Έτσι άρχισε μια νέα φάση: οι ομάδες που έγιναν κυρίαρχε; στον κύκλο της δικτυακής οικονομίας, σφυρηλάτησαν μια συμμαχία με τις κυρίαρχε; ομάδες της παλιάς οικονομίας (τη μαφιόζικη πατριά τύπου Βιιείι ή Βετίιιεοουί, τη στρατιωτική και πετρελαϊκή βιομηχανία, κ.ο.κ) και σ' αυτή τη φάση παρατηρείται το μπλοκάρισμα του σχεδίου της παραγωγική;. παγκοσμιοποίησης. Ο νεοφιλελευθερισμός παρήγαγε την
12
13
ίδια του την άρνηση και εκείνοι που ήταν οι πιο ενθουσιώδεις οπαδοί του, μετατράπηκαν στα περιθωριοποιημένα θύματά του. Με το dotcom κραχ η γνωστική εργασία χωρίστηκε από το κεφάλαιο. Οι ψηφιακοί τεχνίτες, εκείνοι οι οποίοι αισθάνονταν επιχειρηματίες που εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι την εργασία τους κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, σιγά-σιγά κατάλαβαν ότι τους είχαν εξαπατήσει, ληστέψει, εκμεταλλευθεί και αυτό θα δημιουργήσει τις συνθήκες για να υπάρξει μια νέου τύπου συνείδηση των γνωστικών εργατών. Αυτοί θα αντιληφθούν πως αν και κατέχουν ολόκληρη την παραγωγική δύναμη, τους καρπούς της εργασίας τους τούς εκμεταλλεύεται μια μειοψηφία άσχετων αλλά ικανών κερδοσκόπων ως προς τον χειρισμό των νομικών και χρηματιστικών πλευρών της παραγωγικής διαδικασίας. Ο μη παραγωγικός τομέας της εικονική; τάξης, οι δικηγόροι και οι λογιστές, καρπούνται τη γνωστική υπεραξία των φυσικών και των μηχανικών, των χημικών και των συγγραφέων. Αλλά αυτοί οι τελευταίοι μπορούν να ξεκόψουν από το νομικό και χρηματιστικό κάστρο του σημειωτικοκαπιταλισμού και να οικοδομήσουν μια άμεση σχέση με την κοινωνία, με τους χρήστες: ίσως τότε ξεκινήσει η διαδικασία .της αυτόνομης αυτοοργάνωσης της γνωστική ς εργασίας. Μια διαδικασία που άλλωστε είναι ήδη υπό εξέλιξη, όπως δείχνουν οι εμπειρίες του ακτιβισμού στα ΜΜΕ και η δημιουργία δικτύων αλληλεγγύης της μεταναστατευτικής εργασίας. Έπρεπε να περάσουμε από το καθαρτήριο των dotcom, από την αυταπάτη της συγχώνευσης εργασίας και καπιταλιστικής επιχείρησης, όπως επίσης από την κόλαση της ύφεσης και του χωρίς τέλος πολέμου, προκειμένου να δούμε ξεκάθαρα το πρόβλημα. Από τη μια πλευρά το άχρηστο και ιδεοληπτικό σύστημα της χρηματιστικής συσσώρευση ς και η τρέλα της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας γνώσης, κληρονομιά της παλιάς βιομηχανική; οικονομίαξ. Από την άλλη πλευρά η παραγωγική εργασία, που ολοένα και περισσότερο εγγράφεται στις γνωστικές λειτουργίες της κοινωνίας: η γνωστική εργασία αρχίζει να εκλαμβάνεται ως γνωσιαριάτο και έχει ξεκινήσει να οικοδομεί θεσμούς γνώσης, δημιουργίας, φροντίδας, επινόησης και εκπαίδευσης που είναι αυτόνομοι από το κεφάλαιο. Φρακταλοποίηση [Frαttαlizzαzione}, ψυχοπάθεια, αυτοκτονία Στη δικτυακή οικονομία η ελαστικότητα εξελίχτηκε σε μια μορφή φρακταλοποίησης της εργασίας. Η φρακταλοποίηση σημαίνει κατακερματισμό του χρόνου δραστηριότητας. Ο εργάτης δεν υπάρχει πλέον ως άτομο. Είναι απλώς ο διαδραστικός παραγωγός των μικρο-
θραυσμάτων της συνδυαστική ς σημείωσης, η οποία εισέρχεται στη συνεχή ροή του δικτύου. Το κεφάλαιο δεν πληρώνει πλέον τη διαθεσιμότητα του εργάτη να υφίσταται την εκμετάλλευση για μια μεγάλη χρονική περίοδο, δεν πληρώνει πλέον έναν μισθό που να καλύπτει ολόκληρο το εύρος των οικονομικών αναγκών ενός ατόμου που εργάζεται. Ο εργάτης (μια μηχανή που κατέχει ένα μυαλό το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για θραύσματα του χρόνου) πληρώνεται για τη στιγμιαία, ευκαιριακή, πρόσκαιρη παρουσία του. Ο χρόνος εργασίας φρακταλοποιείται και κυτταροποιείται. Τα κύτταρα του χρόνου πωλούνται στο δίκτυο και οι εταιρείες μπορούν να αγοράζουν όσα τους χρειάζονται χωρίς να ασχολούνται καθόλου με την κοινωνική προστασία του εργαζομένου. Το κινητό τηλέφωνο είναι το εργαλείο που ορίζει άριστα τη σχέση μεταξύ του εργάτη φράκταλ και του ανασυνδυαστικού κεφαλαίου. Η γνωστική εργασία είναι ένας ωκεανός μικροσκοπικών θραυσμάτων του χρόνου και η κυτταροποίηση είναι η ικανότητα να συνδυάζονται αυτά τα θραύσματα χρόνου στο πλαίσιο ενός μόνο σημειοπροϊόντος. Το κινητό τηλέφωνο μπορεί να θεωρηθεί η γραμμή συναρμολόγησης της γνωστικής εργασίας . Αυτό είναι το αποτέλεσμα της ελαστικοποίησης και της φρακταλοποίησης της εργασίας αυτό που συνήθιζε να είναι η αυτονομία και η πολιτική δύναμη της εργατικής δύναμης, μετατράπηκε στην πλήρη εξάρτηση της γνωστική; εργασίας από την καπιταλιστική οργάνωση του παγκόσμιου δικτύου. Αυτός είναι ο κεντρικός πυρήνας της δημιουργίας του σημειοκαπιταλισμού. Αυτό που ήταν η άρνηση της εργασίας έγινε η ολική εξάρτηση των συναισθημάτων και της σκέψης από τη ροή της πληροφορίας. Και το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ένα είδος νευρικής κατάρρευσης που χτυπά το παγκόσμιο μυαλό και προκαλεί αυτό που συνηθίσαμε να λέμε dotcom κραχ. Η κρίση του χρηματιστηριακού μαζικού καπιταλισμού μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα της κατάρρευση; της οικονομική; επένδυσης της κοινωνικής επιθυμίας. Χρησιμοποιώ τον όρο κατάρρευση με μια έννοια που δεν είναι μεταφορική, αλλά μάλλον έχει να κάνει με μια κλινική περιγραφή αυτού που συμβαίνει στο δυτικό μυαλό. Η λέξη κατάρρευση εκφράζει ένα πραγματικό παθολογικό κραχ του ψυχοκοινωνικού οργανισμού. Αυτό που είδαμε την περίοδο που ακολούθησε τα πρώτα σημάδια του οικονομικού κραχ, τους πρώτους μήνες του νέου αιώνα, είναι ένα ψυχοπαθολογικό φαινόμενο, είναι η κατάρρευση του παγκόσμιου μυαλού. Θεωρώ την παρούσα οικονομική ύφεση ως το παράπλευρο αποτέλεσμα μιας ψυχικής κατάθλιψης. Η έντονη και παρατ~ταμένη εργασιακή επένδυση της επιθυμία; και των νοητικών
14
15
και λιβιδικών ενεργειών, δημιούργησε το ιδανικό ψυχικό περιβάλλον για μια κατάρρευση, η οποία εκδηλώνεται σήμερα στο πεδίο της οικονομίας με την ύφεση και την πτώση της ζήτησης, στο πεδίο της πολιτικής με τη μορφή της στρατιωτικής επιθετικότητας και στο πεδίο της κουλτούρας με τη μορφή μιας μαζικής τάσης προς την αυτοκτονία. Η οικονομία της προσοχής [economia dell'attenzione] έγινε ένα σημαντικό ζήτημα τα τελευταία χρόνια. Οι εικονικοί εργάτες διαθέτουν ολοένα και λιγότερο χρόνο προσοχής, αφού εμπλέκονται σ' έναν αυξανόμενο αριθμό νοητικών καθηκόντων που καταλαμβάνουν κάθε χώρο του χρόνου προσοχής τους και δεν έχουν πια χρόνο να αφιερώσουν στη ζωή τους, στον έρωτα, στην τρυφερότητα και τη στοργή. Παίρνουν. βιάγκρα γιατί δεν έχουν χρόνο για τα προκαταρκτικά της σεξουαλικής συνεύρεσης. Η κυτταροποίηση δημιούργησε ένα είδος διαρκούς κατοχής του χρόνου της ζωής. Το αποτέλεσμα είναι η ψυχοπαθολογικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Τα συμπτώματά της είναι προφανή: εκατομμύρια κουτιά ψυχοφάρμακα πωλούνται στα φαρμακεία, η επιδημία των διαταραχών της προσοχής διαδίδεται μεταξύ των νηπίων και των εφήβων, η διάδοση ουσιών στα σχολεία όπως το Ritalin θεωρείται κάτι το φυσιολογικό, ενώ φαίνεται να υπάρχει μια επιδημία πανικού. Το σενάριο των πρώτων χρόνων της νέας χιλιετίας μοιάζει να κυριαρχείται από ένα πραγματικό κύμα ψυχοπαθητική; συμπεριφοράς. Οι αυτοκτονίες είναι πολύ διαδεδομένες πέρα από τα όρια των ισλαμιστών φανατικών. Μετά την 1Ι η Σεπτεμβρίου 2001 η αυτοκτονία έχει γίνει η κρίσιμη πολιτική πράξη στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό. Η επιθετική αυτοκτονία δεν πρέπει να ιδωθεί σαν ένα απλό φαινόμενο απελπισίας και επιθετικότητας, αλλά ως η αναγγελία του τέλους. Το κύμα αυτοκτονιών φαίνεται να δείχνει ότι ο χρόνος της άνθρωπότητας έχει παρέλθει και η απελπισία έχει γίνει ο κυρίαρχος τρόπος να σκεφτόμαστε το μέλλον. Και τι θα γίνει; Δεν έχω κάποια απάντηση. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι στην πραγματικότητα αυτό που κάνουμε ήδη: η αυτοοργάνωση της γνωστικής εργασίας είναι ο μόνος τρόπος υπέρβασης του ψυχοπαθητικού παρόντος. Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος μπορεί να κυβερνηθεί από τον Λόγο. Η ουτοπία του διαφωτισμού απέτυχε. Αλλά πιστεύω ότι η διάδοση της αυτοοργανωμένης γνώσης μπορεί να φτιάξει ένα κοινωνικό πλαίσιο που θα περιέχει άπειρους αυτόνομους κόσμους. Η διαδικασία της δημιουργίας ενός δικτύου είναι τόσο σύνθετη, ώστε η ανθρώπινη λογική δεν μπορεί να τη διαχειρι16
στεί. Το παγκόσμιο μυαλό είναι πολύ σύνθετο για να μπορέσει να γίνει γνωστό και να ελεγχθεί από τα τοπικά μυαλά. Δεν μπορούμε να ξέρουμε, δεν μπορούμε να ελέγξουμε, δεν μπορούμε να διευθύνουμε την πλήρη δύναμη του παγκόσμιου μυαλού. Αλλά μπορούμε να ελέγξουμε τη μοναδική διαδικασία παραγωγής ενός μοναδικού κόσμου κοινωνικότητας. Αυτό είναι η αυτονομία σήμερα. [Σεπτέμβρης 2003]
\ι
17
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ Επισφαλής εργασία και η κονιοποίηση του πανεπιστημίου Το παγκόσμιο κίνημα εναντίον της εξουσίας των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών, το οποίο εμφανίστηκε στο Σηάτλ στα τέλη του περασμένου αιώνα, γνώριζε ότι ράγιζε τη συναίνεση για τις ιδιωτικοποιήσεις θεμελιωδών πλουτοπαραγωγικών πόρων και αμφισβητούσε τον παράνομο έλεγχο που ασκούν στην παγκόσμια οικονομία οργανισμοί όπως ο ΠΟΕ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Αλλά δεν κατάφερε να παγιώσει αυτή του την επίδραση, επειδή δεν γνώριζε ότι έπρεπε να μεταφέρει την τεράστια υποκειμενική ενέργεια που είχε συσσωρεύσει με τα διεθνή ραντεβού του κινήματος και μέσω των οργανώσεων της βάσης που το είχαν στηρίξει, στα πραγματικά παραγωγικά κυκλώματα, στην τεχνολογική έρευνα, στην καθημερινή ζωή. Η ενέργεια της άρνησης δεν γνώριζε τον τρόπο να μετασχηματιστεί σε μια συγκεκριμένη πρακτική οικειοποίησης, απελευθέρωσης, μετασχηματισμού. Για παράδειγμα, παρότι στο κίνημα βρέθηκαν πάμπολλοι ερευνητές, αυτό δεν κατάφερε να παγιώσει δομές μιας αυτοοργανωμένης έρευνας, με την εξαίρεση του κυκλώματος του free software που προϋπήρχε του κινήματος και που συνιστά σήμερα τη μοναδική έκφραση κοινωνικής δομής. Δεν πραγματοποιήθηκε το πέρασμα από ένα κίνημα αμφισβήτησης σ' ένα κίνημα αυτοοργάνωσης των παραγωγών της γνώσης και της πληροφορίας. Αλλά αυτή η ανικανότητα δεν πρέπει να καταλογιστεί στη θέληση ή στην έλλειψή της εκ μέρους του κινήματοξ, Πρέπει να θεωρηθεί ως ένα αντικειμενικό όριο που εμπεριέχεται στην κοινωνική σύνθεση της πληροφοριο-εργασίας, στην ευθραυστότητα κυρίως ψυχική κι έπειτα κοινωνική- των μορφών της ζωής που διαμορφώνονται στο κύκλωμα της επισφαλούς εργασίας [lavoro precario]. Οι διαδικασίες της επισφάλειας [precarizzazione] στην εργασία δημιούργησαν συνθήκες στις οποίες το μάξιμουμ της οργανωτικότητας της εργασιακής διαδικασίας αντιστοιχεί στο μίνιμουμ της οργανωτικότητας των μορφών της κοινωνικής κοινότητας. Κάθε παραγωγός θεωρείται και είναι ανταγωνιστής και εχθρός εκείνων που έχουν τις ίδιες ανάγκες, διεκπεραιώνουν τα ίδια καθήκοντα, επιδεικνύουν τα αισθήματά τους απογοήτευση ς και μοναξιάς. Η έλλειψη αλληλεγγύης που ξεκίνησε με τις πολιτικές διώξεις και την ιδεολογική διαδικασία της υποχρεωτική; μετάνοιας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, μετασχηματίστηκε σε ουσιαστικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας της παραγωγικής συνεργασίας. 18
Το πραγματικό όριο και η πραγματική αδυναμία του αντιεταιρικού κινήματος ήταν η ευθραυστότητα των κοινοτικών εμπειριών, η αδυναμία του ως προς την ύπαρξη ενός υπαρξιακού ιστού. Γι' αυτό δεν είχε ούτε τη δυνατότητα να εμποδίσει τις διαδικασίες ιδιωτικοποίηση ς των προϊόντων της διανοητικής εργασίας, που από τη φύση της είναι συλλογική και συνεργατική, ούτε την πατεντοποίηση των φυσικών πόρων που ανακαλύπτονται, ταξινομούνται και τροποποιούνται από τη γνωστική εργασία. Η ευφυία κινδυνεύει σταδιακά να εκλείψει οριστικά από την ανθρωπότητα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί (εναντίοντης ανθρωπότητας) υπέρ του κέρδους. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, όπως ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει, δεν βλέπω πώς μπορεί να διασωθεί κάτι απ' αυτά που ήδη έχουμε μάθει να θεωρούμε απλώς ανθρώπινα. Άνδρες και γυναίκες εξαναγκάζονται ακόμη πιο σκληρά να θυσιάζονται στην υπερανθρώπινη θεότητα του κεφαλαίου, στους αυτοματισμούς που ενυπάρχουν στα τεχνολογικά συστήματα της υποταγής. Ο κατακερματισμός των διαδικασιών της παραγωγής της γνώσης και η ακύρωση της σχέσηξ μεταξύ κοινωνικής εμπειρίας και επιστημονικής αφαίρεσης, λειτουργούν ως συντελεστές της απανθρωποίησης της γνώσης. Η διαδικασία της διαμόρφωσης του παραγωγικού χώρου της γνώσης εκτυλίσσεται μέσω της οικοδόμησης της δικτυακή ς ψηφιακής Τεχνοσφαίραξ. Η κοινωνική υποδούλωση των γνωστικών εργασιών και η σημειωτικοποίηση της γνώσης προχώρησαν ως δύο φαινόμενα που αλληλοσυνδέονται, ως οι δύο όψεις της ίδιας διαδικασίας. Η δυναμική του δικτύου παρουσιάζει μια θεμελιώδη δυαδικότητα: από τη μια πλευρά η επέκτασή του συνιστά μια αύξηση της δύναμης των κοινωνικών συντελεστών της γνώσης. Αλλά από την άλλη πλευρά, και ταυτοχρόνως, υποτάσσει την οικοδόμηση της γνώσης σε τεχνογλωσσολογικούς αυτοματισμούς, οι οποίοι παράγονται και σχηματοποιούνται σύμφωνα με το παράδειγμα του οικονομικού ανταγωνισμού. Κάθε συντελεστής νοήματος, αν θέλει να είναι παραγωγικός, λειτουργικός, οφείλει να είναι συμβατός με το σχήμα που διέπει τις ανταλλαγές, καθιστώντας δυνατή τη γενικευμένη διαλειτουργικότητα του συστήματος. Η δυναμική της επέκτασης του δικτύου συνεπάγεται συνεπώς τη συμβατότητα των συντελεστών του νοήματος, η οποία εκδηλώνεται μέσω της αναγωγής της στο σχήμα του οικονομικού ανταγωνισμού. Η δυναμική του ίντερνετ αποκαλύπτεται έτσι ταχέως ισχύ; ενός συστήματος αποπροσωποποίησης, ακύρωσης των χαρακτηριστικών της μοναδικότητας. Το σύστημα διαμεσολάβησης έχει δημιουργήσει τις συνθήκεξ για τη διευρυμένη αναπαραγωγή μιας γνώσης χωρίς σκέψη, 19
μιας γνώσης απλώς λειτουργικής, εκτελεστικής, στερούμενης οποιουδήποτε μηχανισμού αυτοκατεύθυνσης. Έτσι ακυρώνονται οι ανθρωπιστικές επιταγές που υπονοούνταν στη μοντέρνα ιστορία. Στους αιώνες που κράτησε η μπουρζουάδικη μοντερνικότητα, η ανθρωπιστική και επιστημονική επανάσταση κατέληξε στην αυτονόμηση της γνώσης από κάθε υπερβατική αρχή. Αλλά αυτό που ζούμε σήμερα είναι ακριβώς η επαναθεολογικοποίηση της γνώσης: η έρευνα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι αυτόνομη από εκείνη την υπερβατική και αναμφισβήτητη τελικότητα που είναι η επιδίωξη του μέγιστου κέρδους. Και αυτή η θεολογικοποίηση δεν συμβαίνει μέσω της πειθ~ύς, ούτε μέσω μιας ιδεολογικής ή κατασταλτική; επιβολής. Επιβαλλεται με την ίδια την ισχύ των σχημάτων που ρυθμίζουν την πρόσβαση στη γενική ανταλλαγή. Απ' αυτό προέρχεται η επισφάλεια της γνώσης, εφόσον η διαδικασία της γνώσης δεν βρίσκει στον εαυτό της τα κίνητρα και τη συνέχειά της, ούτε συνιστά την έκφραση μιας υποκειμενικότητας. Το υποκείμενο της γνώσης δεν είναι πλέον το ανθρώπινο ον, αλλά το δίκτυο των αυτοματισμών, για το οποίο οι άνθρωποι δεν είναι παρά αυτοί που δανείζονται τον αφηρημένο χρόνο της προσοχής. Το Κεφάλαιο συνιστά την υπερβατική αρχή της γνώσης και της τεχνολογικής καινοτομίας, ενώ η γνώση παράγεται και αναπαράγεται σε συνθήκες αυτόματης εξάρτησης. Μ' αυτή την έννοια η γνώση καθίσταται επισφαλής, αφού χάνει τη σχέση της με την εμπειρική, βιωμέ~η, κοινωνική συνέχεια του υποκειμένου της γνώσης. Μ' αυτή την εwοι~ η καπιταλιστική οικονομία γίνεται ένα είδος νεοθεολογικού θεμελιου της γνωστικής και τεχνολογικής δράσης. Φυσιολογικά ανατίθεται στο πανεπιστήμιο ένας ουσιαστικός ρόλος σ' αυτή τη διαδικασία: η μεταρρύθμιση των πανεπιστημιακών συστημάτων καταλήγει στην ιδιωτικοποίηση της γνώσης και συνιστά το αποτέλεσμα της νεοθεολογικής δογματοποίησης. Στην Ευρώπη αυτή η μεταρρυθμιστική διαδικασία, που ατύπως πραγματοποιούνταν εδώ και δύ,Ο δεκαετίεξ, μορφοποιήθηκε στη Χάρτα της Μπολώνιας, που εκπονήθηκε το 1999. Οι δύο κατευθυντήριες αρχές της μπορούν να διατυπωθούν ως εξής: α) καμία γνώση δεν είναι νόμιμη αν δεν σέβεται τη θεμελιακή αρχή της οικονομίας του κέρδους β) η γνωστική διαδικασία δεν έχει πια κανένα συγκεκριμένο υποκείμενο. Καθίσταται μια ροή αφηρημένης ικανότητας, λειτουργικής και συμβατής με την πρώτη θεμελιακή αρχή. Η διαδικασία του μετασχηματισμού που έχει ξεκινήσει στα ιταλικά (αλλά και τα ευρωπαϊκά) πανεπιστήμια και που στοχεύει στην ομογε20
νοποίησή τους με τα αμερικανικά, έχει ως τελικότητα την ολοκληρωτική υποταγή της διαδικασία; παραγωγής της γνώσης στη διαδικασία της καπιταλιστική; αξιοποίηση; και τον διαχωρισμό μεταξύ της γνωστικής διαδικασία; και της συγκεκριμένης ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Ο τύπος 3+2, που είναι ο κινητήριος μοχλός της μεταρρύθμισης των ιταλικών πανεπιστημίων, στοχεύει στη διαίρεση των σπουδών σε δύο φάσεις: η πρώτη έχει να κάνει με την απόκτηση των λειτουργικών γνώσεων, δεξιοτήτων εκτελεστικού τύπου, κατά τη διάρκεια μιας τριετίας που πρέπει να αποτελεί τη μαζική γνωστική εργασία. Αυτή η τριετία προμηθεύει τα στοιχεία της εκπαίδευση; που επαρκούν για την είσοδο στην αγορά εργασίας, αλλά δεν προσφέρει απολύτως καμία .δεξιότητα αυτόνομης, δημιουργικής, κριτικής επεξεργασίας. Η επόμενη διετία, στην οποία θα έχει πρόσβαση μονάχα ένα μέρος των σπουδαστών, προορίζεται, αντιθέτως, στο να προμηθεύει εκείνα τα στοιχεία της γνώσης προκειμένου να ενισχύονται συγκεκριμένες δεξιότητες που είχαν αποκτηθεί προηγουμένως. Όπως γράφει ο Christian Marazzi στο δοκίμιό του με τίτλο Έρευνα και Οικονομία: «ο γενικός προσανατολισμός είναι προς το χαμήλωμα της ποιότητα; της βασικής πανεπιστημιακής εκπαίδευση; (με την αντικατάσταση του παλιού διπλώματος με το μπάτσελορ ή το βραχύ δίπλωμα) και την προώθηση μιας εξειδικευμένης εκπαίδευσης ελιτίστικου τύπου (με τα μάστερ επί πληρωμή). Στην Αγγλία, το 80% των σπουδαστών σταματά το πανεπιστήμιο μετά το μπάτσελορ, κάτι που σημαίνει μια κτηνώδη ισοπέδωση προς τα κάτω του επιπέδου της εκπαίδευσης [... ] Πρόκειται ούτε λίγο ούτε πολύ για την εφαρμογή στις εκπαιδευτικές διαδικασίες αρχών που ρυθμίζουν την ευέλικτη μεταφορντιστική παραγωγή, με την ιδιωτικοποίηση του κόστους της εκπαίδευσης (αύξηση των πανεπιστημιακών εξόδων και του κόστους για την απόκτηση εξειδίκευσης) και την απορρύθμιση που έχει να κάνει με τις απαιτήσεις του ιδιωτικού βιομηχανικού τομέα (ανταγωνισμός στο πλαίσιο του διπόλου εκπαίδευση-έρευνα στα πανεπιστήμια)». Ο Marazzi παρατηρεί επίσης ότι η αναδόμηση του εκπαιδευτικού συστήματος συνοδεύεται από την ανασύνθεση της γνωστικής εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο. «Η κρίση του 2000 είναι επίσης μια κρίση της ,ιδιαίτερης παγκόσμιας χωροποίησης της νέας οικονομίας. Η σύμβαση Ιντερνετ, που έσυρε τις αγορές μεταξύ 1998 και αρχές του 2000, δεν είναι παρά η ευρύτερη και δομική έκφραση της διαδικασίας της γνωστικοποίησης της εργασίας, της μετατόπισης των μοχλών της καινοτομίας r:πό τους ξεχωριστούς κλάδους της Έρευνας &Ανάπτυξης φορ21
φορντιστικής μνήμης, στα ζωντανά σώματα της εργατικής δύναμης. Τα κεφάλαια, που από τον υπόλοιπο κόσμο συρρέουν σε μετοχές και ομόλογα εταιρειών ενταγμένων στο αμερικανικό χρηματιστήριο, ακολουθούν κυριολεκτικά τη ροή των αμερικανών, ευρωπαίων και ασιατών ερευνητών, που τη δεκαετία του '90 πηγαίνουν στη Σίλικον Βάλλεϋ, όπως κάποτε οι νέοι ηθοποιοί πήγαιναν στο Χόλλυγουντ». Διαχωρισμένη από το κοινωνικό, συναισθηματικό σώμα, η ευφυία κατακερματίζεται και καθίσταται συμβατή με τους κώδικα; της αναγνώρισης και της πρόσβασης στο δίκτυο πληροφορίας-εργασίας, δηλαδή στη διαδικασία της γενικευμένης συμβατότητας, ουσιώδης υποκειμενική όψη της διαδικασίας της ψηφιοποίησης. Με τον όρο «εξαιρετικότητα» η επιχειρηματική γλώσσα δείχνει ακριβώς αυτή τη συμβατότητα του ανθρώπινου υποκειμένου με το σύστημα των ψηφιακών αυτοματισμών. Παράδοξη αντιστροφή, δεδομένου ότι «εξαιρετικότητα» θα έπρεπε να σημαίνει ακριβώς το αντίθετο (το είναι πέρα από τον κανόνα), όμως, αντιθέτως, στο new speak της φιλελεύθερης δουλείας σημαίνει την απόλυτη εξάρτηση του ατομικού μυαλού από το δίκτυο των ψηφιακών αυτοματισμών. Για την αυτοοργάνωση της γνώσης ~ Ο αυτοματισμός των εκπαιδευτικών διαδικασιών της γνωστική; εργατικής δύναμης (και συνεπώξ της ίδιας της κοινωνική; γνώσης), σύμφωναμε τα πρωτόκολλα εταιρειών που συμμετέχουν στο Global Mind Engineering (Microsoft, Μιιιτίοοίι & Co), συνιστά τη γραμμή σύμφωνα με την οποία εκτυλίσσεται ο μετασχηματισμός του εκπαιδευτικού συστήματος. Αφού αυτή η διαδικασία μπει σε κίνηση, είναι δυνατόν να τη σταματήσουμε, να την ανατρέψουμε, να της αλλάξουμε την πορεία; Δεν το ξέρουμε και αυτή τη στιγμή όλα συνωμοτούν για να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι αυτή η διαδικασία έχει χαρακτηριστικά μη αναστρεψιμότητας, εφόσον σ' αυτή ενυπάρχουν μηχανισμοί αυτοενίσχυσηξ: η λειτουργική υποδούλωση φτωχαίνει την ικανότητα αναστοχασμού του γνωστικού εργαζόμενου και την ποιότητα της ύπαρξής του, ενώ η διανοητική και υπαρξιακή φτωχοποίηση της γνωστικής εργασίας αναπόφευκτα ενισχύει την υποδούλωσή του. Αλλά η ίδια η πολυπλοκότητα αυτής της διαδικασίας καθιστά τολμηρή οποιαδήποτε πρόβλεψη και το απροσδόκητο, κυρίαρχη δύναμη στην ιστορία ολόκληρηξ της κοινωνίας, μπορεί να ανοίξει προοπτικές σε στιγμές απρόβλεπτες, για τις οποίες πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι.
Το καθήκον που η μεταανθρώπινη μετάλλαξη έχει αναθέσει στο πανεπιστήμιο είναι αυτό της διαμόρφωσης των ατομικών εγκεφάλων των γνωστικών εργαζομένων, της επεξεργασίας των γνωστικών λειτουργιών που είναι απαραίτητες για να καταστεί ο ατομικός εγκέφαλος συμβατός με την παγκόσμια ροή πληροφοριών. Η ιστορία της μοντερνικότητας συνδέεται κατά τρόπο ακατάλυτο με την ιστορία της αυτονομίας της γνώσης. Δεν θα είχαμε εξέλθει από το θεοκρατικό μεσαιωνικό σύστημα, ούτε θα είχε συμβεί η ανάπτυξη της μοντέρνας επιχείρησης, χωρίς την αυτονομία της γνώσης από τους μηχανισμούς εξουσίας. Γι' αυτό ότι συμβαίνει στη σχέση μεταξύ πανεπιστημίου και οικονομικού συστήματος έχει μια ιδιαίτερη επικινδυνότητα: γιατί προ εικονίζει ένα προοδευτικό μπλοκάρισμα των κοινωνικών, πολιτιστικών δυναμικών. Καθίσταται έτσι επιτακτική η οικοδόμηση κοινωνικών πλαισίων αυτόνομης παραγωγής της γνώσης. Με μια έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό είναι το τελικό καθήκον που τίθεται στην πολιτιστική και πολιτική πρωτοβουλία. Αλλά ποια δράση πρέπει να αναληφθεί στο εσωτερικό του παραγωγικού κύκλου της γνώσης, ώστε να μετασχηματιστεί ο τόπος της καθυπόταξης σε τόπο αυτοοργάνωσης; Δεν είναι εύκολο να απαντήσουμε σ' αυτή την ερώτηση και μάλιστα μπορώ να πω ότι δεν είμαστε ικανοί. Κατά βάθος, το να απαντήσουμε σ' αυτή την ερώτηση σημαίνει ότι απαντάμε στο θεμελιώδες πρόβλημα της εποχής μας: πώς είναι δυνατό να χειριστούμε το περιεχόμενο της ελευθερίας και της δύναμης που προέρχεται από τη μοντέρνα ιστορία σε μια εποχή που ορίζεται ως μεταμοντέρνα, ακριβώς γιατί αντικατέστησε την ακαμψία της επιστημονικής παιδείας με τη δυναμική και την εξέλιξη; Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι πρόκειται για μια διαδικασία που ενέχει μια κοινωνική πλευρά, την αναπαραγωγή των γνωστικών λειτουργιών, μια υπαρξιακή πλευρά, την ανασύνθεση της γνώσης και της συγκινησιακότητας στην καθημερινή ζωή των γνωστικών εργαζομένων και μια πλευρά επιστημονική, τον γνωστικό και τεχνικό ανασυνδυασμό των συστατικών στοιχείων διαφορετικών πλαισίων γνώσης. Αλλά ποιες είναι οι κατευθύνσεις που διαβλέπουμε σ' αυτό το σχέδιο επιστημονικού ανασυνδυασμού και κοινωνική; ανασύνθεσης; Θέλουμε να αντιτάξουμε τη συντήρηση του ανθρώπου στο δυστοπικό και ακαταμάχητο γεγονός μια μεταανθρώπινης σύνδεσης; Ή θέλουμε να μεταφέρουμε στις μεταανθρώπινες γενιές τη μνήμη των μορφών της ελεύθερης ζωής και της εξισωτικής κοινωνίας που κατά-
22
23
φερε να συγκροτήσει η μοντέρνα εποχή, τουλάχιστον με τη μορφή του εν δυνάμει; Ή θέλουμε, τέλος, να αναζητήσουμε τα σημεία της επιστημονικής, πρακτικής, υπαρξιακής διακλάδωση ς, από την οποία ανθούν άλλες δυνατότητες, που προς το παρόν δεν μπορούμε να φανταστούμε; Το πανεπιστήμιο τείνει να γίνει ένα άνυδρο τοπίο σκέτη ς εκγύμνασης για μια λειτουργική ενσωμάτωση. Ένα αυξανόμενο μέρος (αν και ακόμη μειοψηφικό) της νέας γενιάς φοιτητών αναζητεί κάτι που το πανεπιστήμιο δεν μπορεί να του δώσει. Πράγματι παρουσιάζεται εδώ ένα πρόβλημα πρωτόγνωρο στους διανοούμενους, στους επιστήμονες, στους καλλιτέχνες: αυτό της οικοδόμησης των διανοητικών και θεσμικών συνθηκών για την αυτονομία των γνώσεων και τον ελεύθερο πειραματισμό (ελεύθερο από κάθε οικονομίστικο δόγμα). Αλλά τον τρόπο με τον οποίο κάτι τέτοιο θα καταστεί δυνατό, δεν τον ξέρουμε. Αυτός είναι το αντικείμενο μιας πρώτης φάσης της έρευνας, που δεν μπορεί να διαχωριστεί χρονολογικά (αλλά μόνο λογικά) από την επόμενη φάση, αυτή που στοχεύει στην οικοδόμηση της αυτοοργάνωσης στα διάφορα εκπαιδευτικά πλαίσια στα οποία εφαρμόζεται η γνωστική εργασία. Ακριβώς επειδή θέλουμε να αποσπάσουμε τη διαδικασία της παραγωγής της γνώσης από την τεχνολογικο-επιστημονική εκπαίδευση, που έχει να κάνει με την κυριαρχία του οικονομικού κέρδους, μιλάμε για ένα νομαδικό πανεπιστήμιο. Το νομαδικό πανεπιστήμιο δεν πρέπει να έχει τον χαρακτήρα της ιδεολογικής σέκτας, ούτε να προτίθεται να προπαγανδίσει ηθικές αξίες ή πολιτικούς στόχους. Αυτό που πρόκειται να μεταδώσει είναι μια επιστημονική και μια συναισθηματική μέθοδος, μια τονικότητα του γνωρίζειν που διαφεύγει από την ακαμψία της συμβατότητας. Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε Derive Approdi, Φθινόπωρο 2005.
στο τεύχος 25 της ιταλικής επιθεώρησης
24
ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ «ΒΙΡΟ» ΓΙΑ ΤΑ «ΠΑΛΙΑ» Ποια ήταν η πορεία της πολιτικής και πολιτιστικής σου διαμόρφωσης και ποια 17ταντα βασικά σου σημεία αναφοράς στο πλαίσιο αυτής της διαμόρφωσης; Γράφτηκα στη FGCI [τη νεολαία του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος] σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Αν θα έπρεπε να πω ποιες ήταν οι εναλλακτικές προτάσεις τη δεκαετία του ' 60 (και πιο συγκεκριμένα το '64, όταν δηλαδή γράφτηκα στη FGCI) που παρουσιάζονταν ως οι πιο άμεσες σ' έναν πιτσιρικά που ήθελε να ασχοληθεί με την πολιτική, ήταν αυτές μιας παραδοσιακού τύπου σταλινικής ένταξης και μιας ελευθεριακής, η οποία αργότερα θα αποκτούσε χιλιάδες χαρακτηριστικά, ακόμη και μαοϊκά. Στη δική μου περίπτωση θα έλεγα ότι το αποφασιστικό στοιχείο για την ένταξή μου ήταν αυτό της άρνησης, μια μορφή ενόχλησης για τον σταλινισμό που υπήρχε στο εργατικό κίνημα. Τέλος πάντων, για να είμαι σύντομος, εκδιώχθηκα από τη FGGI το '67, συνεπώς μετάαπό δυόμισι χρόνια στράτευσης σ' εκείνο το κόμμα. Εκδιώχθηκα γιατί είχα μοιράσει μια προκήρυξη που τελείωνε με τα λόγια «τολμήστε να σκεφτείτε, τολμήστε να μιλήσετε, τολμήστε να δράσετε, τολμήστε να επαναστατήσετε», που ήταν ένα από τα συνθήματα της πολιτιστικής επανάστασης. Συνεπώς, η πολιτιστική επανάσταση βρέθηκε από την αρχή στο κέντρο όλου αυτού του ζητήματος, των ενδιαφερόντων μου ή των μυθολογιών μου εκείνης της περιόδου. Η αδελφή μου, για παράδειγμα, είχε γραφτεί στην ;Ενωση Μαρξιστών-Λενινιστών, συνεπώς εκείνου του τύπου το φαντασιακό με τους κοκκινοφρουρούς, είχε σταθερή παρουσία στην εφηβεία μου. Δηλαδή ακόμη κι αν δεν υπήρξα ποτέ μαοϊκός, ένιωθα την πολιτιστική επανάσταση σαν πιθανώς την πιο γοητευτική διαδικασία, την πιο ενδιαφέρουσα, την πιο σύνθετη, αλλά όμως δεν υπήρξα ποτέ μαοϊκός. Το να λέω σήμερα ότι δεν υπήρξα ποτέ μαοϊκός μπορεί να ενέχει τον κίνδυνο να είναι μια φράση που δεν σημαίνει τίποτα, αλλά σε σχέση με τη δεκαετία του ' 60 το πράγμα αλλάζει: ο μαοϊσμός συμπύκνωνε μια σειρά πραγμάτων που εντάσσονταν περισσότερο στη μυθολογία της υποκουλτούρας παρά σε μια πολιτική ταυτότητα, είναι να σαν να λες ότι σου αρέσει περισσότερο ο Μάικλ Τζάκσον από τη Μαντόνα, με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό. Με την έννοια ότι τότε κανείς δεν ήταν σε θέση, και ίσως δεν είναι ούτε σήμερα, να αποτιμήσει ιστορικά τι ήταν ο μαοϊσμός, που ίσως ήταν το πιο σημαντικό πράγμα του εικοστού αιώνα: ακριβώς γιατί δεν επρόκειτο απλώς για μια πολιτική γραμμή, αλλά μάλλον για ευρύτατη πολιτιστική τροπικό25
τητα. Αφού ο μαοϊσμός ήταν καλός και κακός, βίαιος και μη βίαιος, εξουσιαστικός και ελευθεριακός, τα πάντα και το ακριβώς αντίθετό τους. Ωστόσο, στη ρήξη μου με το ΙΚΚ, για μένα αυτό το πέρασμα ήταν σημαντικό. Έπειτα, αυτή την περίοδο, για την ακρίβεια το '66, άρχισα επίσης να δουλεύω με την εμιλιάνικη συντακτική ομάδα της Classe Operaia, δηλαδή με την Potere Operaio (ΡΟ), που είχε φτιαχτεί στο Ρέτζιο Εμίλια. Για την ακρίβεια, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή της σύμβασης των μεταλλομηχανικών το '66, άρχισα να δουλεύω με άλλα τρία άτομα που συνιστούσαν εκείνη την περίοδο τον πυρήνα της εργατικής παρέμβασης: παρεμβαίναμε σε κάποια εργοστάσια του Μπόργκο Πανιγκάλε, στη Σαμπιέμ, στην Καλτσόνι. Το '67 άρχισα να κάνω παρεμβάσεις μόνος μου σ' ένα εργοστάσιο που ήταν κοντά στο σπίτι μου και λεγόταν Ίκο, έφτιαχνε σύριγγες. Η περίοδος μεταξύ '67 και '68 ήταν φυσικά και η εποχή των φοιτητών, κι έτσι συμμετείχα σ' όλη αυτή την ιστορία με πολύ έντονο τρόπο, όμως η πιο ιδιαίτερη ενασχόλησή μου ήταν στην Ίκο: κυρίως την ώρα του μεσημεριανού, πηγαίνοντας από το πανεπιστήμιο στο σπίτι των δικών μου για να φάω τον χυλό μου, σταματούσα στην Ίκο, μιλάμε γύρω στις δυόμισι το μεσημέρι, κουβεντιάζοντας για καμιά ωρίτσα και για έναν χρόνο υπήρχε αυτό το καθημερινό ραντεβού με το συγκεκριμένο εργοστάσιο. Ήταν ένα εργοστάσιο με πολλές ενδιαφέρουσες πλευρές, γιατί είχε και μια πτέρυγα που ασχολούνταν με την περαιτέρω επεξεργασία του γυαλιού, υπήρχαν 450 εργάτες, κυρίως γυναίκες, παντελής απουσία συνδικαλισμού, με μισθολογικές και εργασιακές συνθήκες χείριστες, όπου κάποιοι επεξεργάζονταν κοβάλτιο υψηλής επικινδυνότητας. Τέλος πάντων, δεν επρόκειτο για μια κλασική περίπτωση, είχε τα χαρακτηριστικά που ταίριαζαν σε συνθήκες υπανάπτυξης. Στο τέλος αυτής της χρονιάξ των παρεμβάσεων, έγινα φίλος με τρεις-τέσσερις εργάτες, με τους οποίους φτιάξαμε την Επιτροπή Βάσης της Ίκο, στην αρχή λεγόταν έτσι, κατόπιν την ονομάσαμε Εργατική Επιτροπή. Μου φαίνεται ότι τον ΟκτώβρηΝοέμβρη του '68 (ήδη ήταν σε πλήρη ανάπτυξη το φοιτητικό κίνημα, στην πραγματικότητα μπορούμε να πούμε ότι η παρουσία των φοιτητών ήταν αυΊ11 που έδωσε την τελική ώθηση σ' αυτή τη διαδικασία της οργάνωσης), οργανώσαμε μια αυτόνομη απεργία: ήταν το φθινόπωρο του '68, συνεπώς σε σχέση με το μπολωνιέζικο πλαίσιο κάτι το απολύτως πρωτοφανές. Μπήκαν αιτήματα που είχαν να κάνουν κυρίως με τον μισθό, αύξηση του κατώτατου μισθού Κ.Ο.Κ.: εκείνη τη στιγμή παρενέβη το συνδικάτο και η απεργία έγινε επίσημη, οργανωμένη σύμφωνα με όλες τις διαδικασίες, και κράτησε για κάμποσο και-
ρό, μου φαίνεται από τον Οκτώβρη μέχρι τον Δεκέμβρη του '68. Τελικά στο μισθολογικό επίπεδο επετεύχθη μια πολύ σημαντική νίκη. Κάτι που μου προκάλεσε μεγάλη υπερηφάνεια ήταν όταν έμαθα πως το αφεντικό, κάποιος Romagnoli, τριγυρνούσε λέγοντας ότι εγώ προσωπικά του είχα κλέψει, δεν θυμάμαι ακριβώς το ποσό, κάμποσα χιλιάρικα, γιατί αφού έκανε τους λογαριασμούς είδε ότι αυτά ήταν τα λεφτά που του στοίχισε όλη αυτή η ιστορία, για την οποία κατηγορούσε προσωπικά εμένα, επειδή ένα χρόνο στεκόμουν εκεί απέξω. Αυτή ήταν η εμπειρία μου της για πρώτη φορά άμεσης σύνδεσης της φοιτητικής κατάστασης μ' εκείνη των εργατών. Αφού όταν ξεκίνησαν οι απεργιακές κινητοποιήσειξ, η πικετοφορία έξω από το εργοστάσιο ήταν κάτι το καινούργιο. Βρισκόμαστε στο φθινόπωρο του '68, είχε ήδη συμβεί το καλοκαίρι του Πόρτο Μαργκέρα, όμως ακόμη ήμασταν στην αρχή, η σχέση εργατών-φοιτητών δοκιμαζόταν εκείνους τους μήνες και στην Μπολώνια οι κοινές πικετοφορίες σ' εκείνη την περίπτωση ήταν κάτι το πολύ σημαντικό. Η εμπειρία της 'Ικο μ' έκανε να αρχίσω να σκέφτομαι πάνω στο ζήτημα που μετά χαρακτήρισε όλη τη σχέση μου με την ΡΟ, που είναι το πρόβλημα της οργάνωσης, το σημείο δηλαδή στο οποίο εγώ αισθάνθηκα να ταυτίζομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό με την υπόθεση της ΡΟ, ενώ από μια συγκεκριμένη στιγμή και μετά αισθανόμουν ότι η σχέση μου με την ΡΟ περνούσε κρίση. Έτσι λοιπόν, επρόκειτο για το ζήτημα της οργάνωσηξ: με ποια έννοια; Από την ανάγνωση των Qzιadani Rossi και Classe Operaia, ανάγνωση που ξεκίνησα από 14 ετών και συνεπώς υπήρξε σαφώς ένα στοιχείο της πρωταρχικής μου διαμόρφωσης, αυτό που με έπεισε ήταν ότι στις θέσεις της υπήρχε η ιδέα σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα της οργάνωσης δεν είναι πρόβλημα υποκειμενικότητας, αλλά πρόβλημα σύνθεσης. Φυσικά τώρα το παρουσιάζω με λόγια που ίσως δεν χρησιμοποιούσα τότε, όμως το νόημα μού ήταν απολύτως ξεκάθαρο: το πρόβλημα της οργάνωσης δεν είναι πρόβλημα κόμματος, δεν είναι πρόβλημα της συγκρότησης ενός πυρήνα υποκειμενικοτήτων ξένων σε σχέση μ' αυτή τη διαδικασία, έχει να κάνει με την ίδια τη διαδικασία. Μάλιστα θυμάμαι ότι τον Μάη του '68 ήταν σε εξέλιξη μια ιστορία στην Πίζα, όπου μου φαίνεται ότι είχαν συλληφθεί καμιά ντουζίνα άτομα για κάποια πράγματα που είχαν συμβεί εκεί, και υπήρξε μια πανεθνική διαδήλωση στις 11 Μάη του '68: σ' αυτήν εγώ και οι άλλοι δύο που αποτελούσαμε τον αρχικό πυρήνα της ΡΟ στην Μπολώνια, μοιράσαμε ένα κείμενο απολύτως επικεντρωμένο στο ζήτημα της οργάνωσης, η βασική θέση του οποίου ήταν πως το καθήκον του φοιτητικού κινή-
26
27
ματος ήταν να ωθήσει σε μια μορφή αυτοοργάνωσης που δεν θα μετατρεπόταν σε κόμμα. Συνεπώς είχαμε ήδη υιοθετήσει προφανώς ως κοινό σημείο αναφοράς μας την πολεμική απέναντι στον μαρξισμόλενινισμό, την Ένωση και όλους αυτούς τους σχηματισμούς εκεί, αλλά και απέναντι σ' εκείνες τις υποθέσεις που, στο εσωτερικό του ίδιου του χώρου του εργατισμού, κινούνταν προς τη διατύπωση μιας υπόθεσης οργανωτίστικου, υποκειμενίστικου τύπου κόμματος. Ιδού, αυτό το ζήτημα, η ιστορία με την Ίκο, έγινε για μένα κάτι σαν αποδεικτικό στοιχείο, γιατί εκεί ήταν εύκολο να πείσεις τέσσερις εργάτες να συμμετέχουν στις συναντήσεις της ΡΟ, κάτι που συνέβη για λίγο. Έπειτα εγώ ήμουν αντίθετος με την ιδέα ότι οι εργάτες της Ίκο όφειλαν να γίνουν μέλη της ομάδας, μου φαινόταν πως κάτι τέτοιο θα κατέληγε να καταστρέψει τις σχέσεις με μαζικές καταστάσεις, με το εργοστάσιο Κ.Ο.Κ., κι έτσι πρότεινα οι συναντήσεις να γίνονταν μονάχα στα μπαρ απέναντι από την Ίκο κλπ, αφού αυτή η πρακτική θα κατέληγε να οδηγήσει τους εργάτες να συγκροτήσουν τη δική τους οργανωτική δομή. Δεν θέλω τώρα να μεγαλοποιήσω '(η σημασία αυτού του ζητήματος, αλλά από τη δική μου οπτική γωνία αυτό συνιστούσε σ' έναν βαθμό ένα στοιχείο κριτικής σκέψης, από ένα σημείο όμως και μετά αποτέλεσε σαφώς μια κριτική απέναντι στην ιστορία της Ρα. Το '69, κατά τη διάρκεια της άνοιξης ήμουν στην Μπολώνια και μετά το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς το πέρασα κυρίως στο Μιλάνο, όπου μαζί με τον Τοπί Verita κάναμεπαρεμβάσευ; στην Αουτομπιάνκι στο Ντέζιο και για κάμποσο καιρό και στην Άλφα Ρομέο στο Αρέζε, όπου θυμάμαι ότι μοιράσαμε ένα κείμενο για το κλείσιμο της συμφωνίας για τις συμβάσεις μετά την 19 Νοέμβρη, στο οποίο λέγαμε κάτι σαν «ιδού η πρώτη σύμβαση-απάτη», ενώ έφαγα και μερικές μπουνιές από έναν συνδικαλιστικό στέλεχος. Έτσι λοιπόν, το φθινόπωρο του '69 το πέρασα στο Μιλάνο. Πρέπει επίσης να πω ότι τη σχέση με την ρα σε κάποιον βαθμό τη βίωνα κατά τρόπο πιο αντιθετικό σε σχέση με τη βαθύτερη ανάμειξή μου στις ιστορίες του φοιτητικού κινήματος στην Μπολώνια, με την έννοια ότι από τη μια πλευρά ήμουν μέλος της Κολεκτίβας της Φιλοσοφίας της Μπολώνιας (και .αυτή ήταν κατά κάποιο τρόπο η πιο φυσιολογική μου κοινωνική ενασχόληση), όμως, από την άλλη πλευρά, συμμετείχα στις εθνικές ή τοπικές συναντήσεις της Ρθ. Δεν παρενέβαινα στις φοιτητικές συνελεύσεις ως Ρθ, παρενέβαινα ως άτομο, ως φοιτητής. Αυτό για μια ακόμη φορά οφειλόταν λιγάκι στην πεποίθησή μου ότι έπρεπε να υπήρχε ένας οργανωτικός διαχωρισμός, σύμφωνα με τον οποίο το κίνημα έχει τις δικές του μορφές οργάνωσης και η ομάδα, ή η πολιτική
δομή Ρθ, για μένα δεν ήταν οργάνωση. Δεν μου πολυάρεσε η θεώρηση της ρα σαν οργάνωσης, αλλά θα μπορούσα να πω ότι αντιθέτως (και μ' αυτή την έννοια εγώ την εκτιμούσα) επρόκειτο για έναν πυρήνα θεωρητικής επεξεργασίας, δηλαδή ήταν ο τόπος στον οποίο ένας συγκεκριμένος αριθμός ατόμων που προέρχονταν από πολύ διαφορετικές εμπειρίες επεξεργάζονταν υποθέσεις, θεωρίες, πράγματα γενικότερου ενδιαφέροντος, που κατόπιν έβρισκαν την πολιτική τους επαλήθευση στο κίνημα, αλλά το οποίο δεν θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να επιβάλλονται στο κίνημα. Προφανώς η τοποθέτησή μου ήταν (έτσι οριζόταν τότε, έτσι πιστεύω πως μπορούμε να την ορίσουμε) αυθορμητίστικη και αν θέλουμε να της δώσουμε ένα πιο ευγενικό όνομα θα τη λέγαμε αναρχοσυνδικαλιστική. Προσθέτω ότι η αναρχοσυνδικαλιστική τοποθέτηση μου φαίνεται η πλέον γοητευτική, αναφέρομαι κυρίως στην εμπειρία των Wobblies, των αμερικανών Διεθνών Εργατών του Κόσμου: πρόκειται για μια εμπειρία στην οποία η αυτοοργάνωση δεν έχει την τυπική και επίσημη πολιτική διάσταση, κι αυτή μου φαίνεται η περίπτωση με την οποία ταυτίζομαι περισσότερο. προβληματισμός γι' αυτού του είδους τη διαφοροποίηση μεταξύ κινηματική; εμπειρίας και της φάσης της επεξεργασίας σίγουρα μπήκε σε κρίση από τον Γενάρη του 1970, όταν έγινε η συνάντηση στη Φλωρεντία, η πρώτη συνάντηση (ή συνέδριο δεν ξέρω) της Ρθ. Στην πραγματικότητα δεν είχε κανέναν επίσημο χαρακτήρα, επρόκειτο για μια συνάντηση πολύ άτυπη, περισσότερο διερευνητική. Όμως, την ίδια στιγμή άρχισε να διαφαίνεται ένα σχέδιο, μια ένδειξη προθέσεων που είχε έναν χαρακτήρα απολύτως λενινιστικό, μπολσεβίκικο, και μάλιστα είναι η πρώτη φορά που νιώθω ότι έπρεπε να μιλήσω για τον λενινισμό ως στοιχείο του ορισμού της ομάδας. Θυμάμαι με μεγάλη ακρίβεια, άλλωστε πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι πρακτικά πάσχω από ένα είδος υπερμνήμης, όχι μόνο σε σχέση με την Ρθ, είμαι σε θέση να θυ μάμαι αν το παγωτό που έφαγα στις 14 Ιούνη του 1961 ήταν βανίλια ή σοκολάτα Κ.Ο.Κ.! Θυμάμαι λοιπόν πολύ καλά τη δυ~αμΙKή εκείνης της συνάντησης: ουσιαστικά η ρωμαϊκή συνιστώσα (Pιpemo, Ceccoti κ.α.) υποστήριζε με σαφή τρόπο μια συζήτηση για την πολιτική διαμόρφωση ενός κόμματος, ενώ ο Negri μου φαίνεται πως είχε μια πιο λογική θέση, όμως ουσιαστικά γοητευόταν από τη θέση των Ρωμαίων. Έπειτα υπήρχε η αντίθετη θέση του Sergio Bologna, που πάνω σ' αυτό αντιστεκόταν ρητώς, όχι όμως με πολεμική διάθεση, ίσως γιατί η πολεμική δεν ήταν στο στυλ του, ενώ αντιθέτως η ομάδα από το, Πόρτο Μαργκέρα, εγώ και κάποιοι άλλοι Μπολωνιέζοι που ήμασταν εκεί, αντιτιθόμασταν σαφώς σ' αυτή την ιστορία. Στα πρα-
28
?9
α
κτικά της συνάντησης (που αργότερα δημοσιεύθηκαν) υπάρχουν δύο παρεμβάσεις, μία από τις οποίες είναι η δική μου, όπου η πρόταση της μπολσεβικοποίησης αποκρούεται ριζικά. Θα πρέπει να πω ότι σ' εκείνο που δεν ξέρω πώς να το αποκαλέσω, συνέδριο ή συνάντηση, η πρόταση των Ρωμαίων θα αποδειχθεί πλειοψηφική: η εφημερίδα από εκείνη τη στιγμή και μετά θα αρχίσει να χαρακτηρίζεται από ένα έλλειμμα θέσεων. Αν δεις την πρώτη περίοδο της Potere Operaio, αυτή του φθινοπώρου του '69, και μετά σε αντίθεση, εκείνη της άνοιξης του '70, έχεις την εντύπωση ότι παρουσιάζεται μια δραματική φτώχεια στη συζήτηση, στη γλώσσα, θα μπορούσα να πω ακόμη και στη γραφιστική. Είναι σαν από μια φάση εμπειρική και αυθόρμητη να περάσαμε κατά κάποιο τρόπο σε μια φάση όπου πιθηκίζαμε μια γλώσσα πιο μ-λ. Τους μήνες της άνοιξης του '70 τους πέρασα μεταξύ Μπολώνιας και Τορίνου, αλλά σε κάθε περίπτωση η σχέση μου με την μπολωνιέζικη πτέρυγα της Ρθ άρχισε να γίνεται λιγάκι προβληματική, γιατί έδρα με έδρα, πόλη με πόλη, άρχισε να τίθεται το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ της αυθορμητίστικη'ς γραμμής (μέχρι εκείνη τη στιγμή θα μπορούσα να πω κυρίαρχη) και της μπολσεβίκικης γραμμής. Έτσι, για παράδειγμα την περίοδο αμέσως μετά τη συνάντηση της Φλωρεντίας, θυμάμαι ότι εγώ και ο Franco Piro (που εκείνη την εποχή ήταν γραμματέας του μπολωνιέζικου τομέα) πήγαμε και συναντήσαμε τους ανθρώπους στο Πόρτο Μαργκέρα, τον Augusto Finzi, κάποιους εργάτες της Πετροχημικής και μερικούς αγωνιστές, δεν θυμάμαι ακριβώς ποιους, άλλά ήταν αρκετοί: η συζήτηση επικεντρώθηκε πλήρως στο πώς θα εμποδιζόταν η ρα να ακολουθήσει τον δρόμο της μπολσεβικοποίησης. Αυτό-το λέω για να δείξω ότι την προσπάθεια να σταματήσει εκείνη η επιλογή την είχαμε πάρει αρκετά σοβαρά: δεν θα κρατήσει πολύ, γιατί πρέπει να πω ότι προφανώς ήμασταν μια ελάχιστη μειοψηφία, κάποιες πραγματικότητες όπως αυτές του Πόρτο Μαργκέρα και της Μπολώνιας, και, θα έλεγα, τέλος. Υπήρχαν βέβαια προσωπικότητες όπως ο Sergio Bologna, ο οποίος είχε μια πολύ διφορούμενη θέση, αλλά δεν πιστεύω ότι ήθελε να εμπλακεί σε μια διαμάχη. Έτσι θα έλεγα ότι κατά τη διάρκεια της άνοιξης του '70 οι αντιμπολσεβίκικες αντιστάσεις, για να τους δώσω ένα όνομα, διαλύθηκαν γρήγορα. Εκείνη την εποχή ο Frarco Piro, ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε τέρας σταθερότητας και αντιθέτως θα μπορούσαμε να πούμε πως είχε πάντοτε μια προτίμηση για εξουσία (μικρή στην αρχή, αλλά στη συνέχεια σκεφτόταν πιο μεγάλα πράγματα), μετά κανά μήνα επέλεξε να συμμαχήσει με την πανεθνική θέση. Θυμάμαι ότι αυτό υπήρξε και αιτία προσωπικής δυσαρέσκειας, ζούσαμε μαζί, μέ-
ναμε στο ίδιο σπίτι εκείνη την περίοδο, έτσι το ότι αυτός αποφάσισε να αναλάβει αυτή την ευθύνη με δυσαρέστησε προσωπικά. Εγώ με τον Fl'anco είχαμε μια πολύ έντονη σχέση μεταξύ '68, '69 και '70, από τότε και μετά κατά κάποιο τρόπο οι σχέσεις μας χαλάρωσαν, κάποια στιγμή εγώ άλλαξα και σπίτι. Κατόπιν, το φθινόπωρο του '70, συνέβη κάτι που με ανάγκασε να φύγω από την Μπολώνια: έγινε μια εργατική διαδήλωση στην Ντουκάτι και στο τέλος της η ομάδα περιφρούρησης της Ρθ οργάνωσε μια μεγάλη πορεία που έφτασε μέχρι ένα σχολείο, το Εειιτε Bassi, όπου το πρωί είχαν συγκρουστεί μαθητές με την αστυνομία και οι αστυνομικοί δεν θυμάμαι αν είχαν συλλάβει, σταματήσει ή απλώς κυνηγήσει από το σχολείο τον μαθητικό πυρήνα που ήθελε να κάνει κατάληψη, πάντως η Ρθ είχε αποφασίσει, από τη στιγμή που είχε προσβάσεις στο συγκεκριμένο σχολείο, να πάει και να το ανακαταλάβει. Εγώ, όντας πάντοτε πιο αυθορμητιστής και ο λιγότερο οργανωτικός, την προηγούμενη ημέρα δεν είχα πάει στη συνάντηση στην οποία αποφασίστηκε ότι στην περίπτωση που θα συνέβαιναν κάποια πράγματα, θα περνάγαμε σε μια μαχητική και οργανωμένη ενέργεια. Έτσι αγνοούσα τις αποφάσεις και ακολούθησα την πορεία χωρίς να ξέρω τι επρόκειτο να συμβεί, τα τελευταία τριάντα μέτρα οι άλλοι φόρεσαν τις κουκούλες, εγώ όμως όχι, αφού δεν είχα μαζί μου! Τέλος πάντων, το αποτέλεσμα ήταν πως υπήρξε μια σύντομη αλλά πολύ βίαιη σύγκρουση, δύο αστυνομικοί τραυματίστηκαν, ένας είχε σπασμένο το ρινικό διάφραγμα, ήταν μια πραγματική μετωπική σύγκρουση: εγώ στεκόμουν εκεί σαν χαζός, ο μοναδικός με ακάλυπτο πρόσωπο, έτσι από την επόμενη ημέρα άρχισαν να με αναζητούν, οπότε αναγκάστηκα να φύγω την ίδια νύχτα και να ξεκινήσει μια περίοδος φυγοδικίας, η οποία θα κρατήσει μέχρι την άνοιξη του '72, δηλαδή περίπου ενάμιση χρόνο. Ήταν μια φυγοδικία που το '71 την πέρασα στη Ρώμη, όμως αποξενωνόμουν ολοένα και περισσότερο από την Ρθ, με την έννοια ότι πήγαινα στις πανεθνικές συναντήσεις, αλλά δεν είχα μια σταθερή βάση. Συνέχιζα να πηγαίνω στην Μπολώνια, γιατί θα πρέπει να πω ότι εκείνη την εΠΟΧΙ1(τη θυμάμαι άριστα) η φυγοδικία ήταν ένα αρκετά εύκολο σπορ: τέλος πάντων, εκεί πραγματικά λειτουργούσε η αντιεξουσία των πολιτών, με την έννοια ότι οι αστυνομικοί δεν είχαν και τόσο μεγάλη διάθεση να ψάξουν εφόσον τα πράγματα δεν έφταναν στα άκρα. Τέλος πάντων, για να συντομεύω, το '71 το πέρασα κυρίως στη Ρώμη, όπου ζούσα στο σπίτι ενός γνωστού συγγραφέα του οποίου δεν χρειάζεται να πω το όνομα, ζούσα σ' ένα φιλικό σπίτι, με πολύ κόσμο, ,άπό εκεί περνούσε όλος ο λογοτεχνικό ς κόσμος της Ρώμης,
30
31
εγώ ήμουν γνωστός ως ο φυγόδικος, αυτό το λέω επίσης για να δείξω ότι τότε το πράγμα είχε χαρακτηριστικά που σήμερα ούτε που μπορεί να τα φανταστεί κανείς. Το '71 έκανα επίσης πολύ τη διαδρομή Ρώμη-Τορίνο, κυρίως το καλοκαίρι θυμάμαι, μεταξύ Μάη, Ιούνη και Ιούλη συνέχισα να πηγαίνω στο Τορίνο, αλλά περνούσα και από την Μπολώνια για να πάω στις συναντήσεις της Ρα. Όμως, εν κατακλείδι, το '71 η σχέση μου με την ΡΟ ήταν η σχέση ενός παλιού φίλου, με την έννοια ότι κατά βάθος ήμουν ένας από τους ιδρυτές του μπολωνιέζικου τομέα και συνεπώς είχα μια πολύ εγκάρδια σχέση μ' εκείνη την κατάσταση, αλλά δεν ένιωθα στρατευμένος και ακόμη περισσότερο στέλεχος. Ήμουν μέλος της Εθνικής Εκτελεστικής Επιτροπής που οργάνωσε τη συνάντηση στη Φλωρεντία, μου φαίνεται από το φθινόπωρο του '69 μέχρι το καλοκαίρι του '70, από το τέλος εκείνης της χρονιάς και μετά δεν συμμετείχα πλέον, δεν ξέρω αν έγινε κατόπιν προσωπικής απόφασης ή γιατί κάποιος μου υπέδειξε πως η θέση μου ήταν αρκούντως διαφορετική. Αλλά, εν κατακλείδι, ένιωθα πάντοτε ελάχιστα συντονισμένος με τις θέσεις της οργάνωσης. Αυτό μέχρι το συνέδριο του Ιούλη του '71, που έγινε στο Eur, όπου αποφάσισα ξεκάθαρα να φύγω από την οργάνωση. . Πρέπει επίσης να πω ότι υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που θυμάμαι, όπως το ότι την άνοιξη του '70 κυκλοφόρησε μια μπροσουρίτσα που λεγόταν Εναντίον της Εργασίας, από τις εκδόσεις Feltrinelli. Εκείνη η μπροσουρίτσα αναφερόταν κυρίως στην εσωτερική συζήτηση στην ΡΟ και είχε έναν χαρακτήρα άκρως αντιλενινιστικό, εναντίον της μετάλλαξης. Εκείνη την περίοδο ο Τοτυ egri (θυμάμαι ακριβώ; και σε ποια περίπτωση), πριν ακόμη βγει το βιβλίο, ήταν ακόμη στο τυπογραφείο, μου είπε: «Διάβασα το βιβλιαράκι σου, έπρεπε πρώτα να το συζητήσουμε μέσα στην οργάνωση».Του είπα ότι ούτε που μου πέρασε από το μυαλό να κάνω κάτι τέτοιο. Η συζήτησή μας ήταν πολύ φιλική, εκείνος δεν με επέπληξε, με έκανε απλώς να καταλάβω ότι ένας στρατευμένος έπρεπε να συμπεριφέρεται μ' έναν συγκεκριμένο τρόπο. Εγώ τον έκανα να καταλάβει ότι, αντιθέτως, πίστευα πως αν κάποιος έγραφε κάτι αφορά εκείνον και όχι την οργάνωση. Το λέω αυτό γιατί κατά κάποιο τρόπο μεγάλωσε η απόσταση, η ασυμφωνία σ' εκείνο το συγκεκριμένο σημείο που δεν έχει να κάνει με τον χαρακτήρα, πρόκειται για ένα πολιτικό, θεωρητικό ζήτημα, το οποίο έχει να κάνει με τη σχέση μεταξύ οργάνωσης και κινήματος: σ' αυτό το σημείο πιστεύω ότι απείχα πολύ από την οργανωτίστικη πρόταση, αλλά θα ήθελα επίσης να προσθέσω και από το οργανωτίστικο στυλ. Όμως θα πρέπει και να πω ότι κατά τη γνώμη μου αυτή η απόστασή
μου υπήρχε στη μεγάλη πλειοψηφία των αγωνιστών της Ρθ. Κατά κάποιο τρόπο εγώ πάντοτε αντιλαμβανόμουν ότι υπήρχε μια διπλή συζήτηση στο εσωτερικό της ΡΟ: από τη μια πλευρά η επίσημη συζήτηση που γινόταν στο συνέδριο, στη συνάντηση, στη σύσκεψη, εν κατακλείδι στους τόπους όπου συνήθως γίνονται οι πολιτικές συζητήσεις, κατά βάθος υιοθετούνταν μια πρόταση λενινιστικού τύπου (συνεπώς η συγκρότηση μιας κομματικής δομής, η αναγνώριση της οργάνωσης ως ο τόπος ο οποίος κατά κάποιο τρόπο πρέπει να καθοδηγεί το κίνημα), όλα αυτά που ανήκαν στο επίσημο λεξιλόγιο. Όμως, στις ας τις πούμε ανεπίσημες συζητήσεις, η αντίληψη για το τι σημαίνει να είσαι αγωνιστής της ΡΟ ήταν με την πλευρά του αυθορμητισμού. Δηλαδή αν και η επίσημη συζήτηση ήταν λενινιστικού τύπου, εμείς νιώθαμε ως οι λιγότερο λενινιστές της οικογένειας. Πρέπει να πω ότι αυτό συνέχιζα να το νιώθω και στην καθημερινή μου συμπεριφορά: εγώ για χρόνια ήμουν νομάδας, κινιόμουν μεταξύ Τορίνου, Μιλάνου, Μπολώνιας, Ρώμης, Φερράρας, αλλά και σε άλλα μέρη (όχι στο Βένετο), όπου είχα κάποιες φιλίες γενικότερα από τον χώρο της ΡΟ, λίγοπολύ αγωνιστές, αλλά όλα αυτά μ' έναν πολύ ελεύθερο τρόπο αναφορικά με το οργανωτικό επίπεδο. Ήταν κόσμος που παρενέβαινε στα εργοστάσια, δούλευε εκεί ως μισθωτός, έκανε το ένα και το άλλο, αναφερόμενος γενικά στην οργάνωση, με την οποία μπορεί να είχε μια σχέση στράτευσης, αλλά πολύ αστεία, δηλαδή του τύπου «ναι, συμφωνώ, την Παρασκευή υπάρχει συνάντηση του κόμματος και θα παραστήσω ότι είμαι μέλος του κόμματος, αλλά στην πραγματικότητα είμαι αναρχικός αγκιτάτορας». Αυτό το στοιχείο του ελευθεριακού, αυθορμητίστικου αυτοκαθορισμού, συνιστούσε για μένα το πιο χαρακτηριστικό αναγνωριστικό σημάδι του εργατιστή αγωνιστή, με τη λενινιστική οργανωτική μορφή κατά κάποιο τρόπο να επιβάλλεται σ' αυτόν τον τύπο ταυτότητας. Ίσως δεν ίσχυε το ίδιο στη Ρώμη. Από μια συγκεκριμένη στιγμή και μετά, κάποιοι τομείς και συνιστώσες σταμάτησαν να παίρνουν πολύ στα σοβαρά εκείνη τη στροφή, ακόμη και στο προσωπικό επίπεδο, μέχρι και σε σχέση με τις συνέπειες αυτού που αργότερα αποκαλέσαμε επιλογή της ένοπλης οργάνωσης. Αλλά μέχρι τη στιγμή που η εμπειρία της ΡΟ ήταν ζωντανή και ενεργή, θα έλεγα ότι στο πολιτιστικό επίπεδο η θεμελιώδης ταυτότητα δεν ήταν η λενινιστική αλλά η αυθορμητίστικη. Το '72 συνελήφθην, αμέσως μετά τον θάνατο του Feltril1elli: την εβδομάδα που ακολούθησε, προφανώς στο πλαίσιο ερευνών και ανακρίσεων, με συνέλαβαν, έμεινα στη φυλακή για επτά μήνες και όταν βγήκα, 'ΕΟ καλοκαίρι του '72, για κάποιους μήνες άρχισα να κάνω .,.,
32
.).)
πολιτική δουλειά στη Φρανκφούρτη. Ξέχασα μια μικρή λεπτομέρεια, ότι δηλαδή μετά το συνέδριο στη Ρώμη, τον Ιούλη του '71, ζήτησα επισήμως (και μου φάνηκε άκρως παράδοξο και ένδειξη μιας πολεμικής διάθεσης) να γραφτώ στη Lotta Continua (LC). Έτσι για δύο μήνες σύχναζα στα γραφεία της LC στην Μπολώνια, ενώ ταυτοχρόνως στην εφημερίδα Lotta Continua δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Guido Viale που μου έκανε προσωπική επίθεση για το Contro Ιαvοτο, αυτό το βιβλιαράκι το θεωρούσε ως ένδειξη ενός τρελού εξτρεμισμού. Το λέω αυτό γιατί κατά βάθος η μορφή της στράτευσης που εγώ αποδεχόμουν ήταν πολύ κοντά στην κινέζικη, είχε να κάνει με συμβολικές χειρονομίες, όπου η πίστη στο κόμμα δεν έχει καμία σημασία, ενώ έχει σημασία η παρουσία έστω των συμβολικών στοιχείων που ορίζουν το πλαίσιο. Γι' αυτό εκείνη την εποχή η LC αντιπροσώπευε στα μάτια μου μια πολύ πιο αυθορμητίστικη συνιστώσα από την ΡΟ, και παρότι γνώριζα πολύ καλά ότι η θεωρητική επεξεργασία της ΡΟ είχε πολύ μεγαλύτερο βάρος από εκείνη της LC, εκείνη τη στιγμή μου φαινόταν σημαντικό να υπάρξει μια συζήτηση για τον αυθόρμητο χαρακτήρα του κινήματος, συνεπώς μια εν κατακλείδι συζήτηση αντιμπολσεβίκικου τύπου. Η σχέση μου με την LC υπήρξε στη συνέχεια πολύ φιλική, ίσως και γιατί στην καθημερινότητά μου ήταν ο κόσμος που έκανα περισσότερη παρέα. Φεύγοντας από το σπίτι που έμενα με τον Franco ΡίΓΟ,πήγα σ' ένα σπίτι που έμενε μια ομαδούλα μελών της LC, με τα οποία έζησα τα επόμενα δέκα χρόνια. Όλα αυτά λοιπόν είχαν έναν χαρακτήρα που θα γελούσα λιγάκι αν τον αποκαλούσα πολιτικό, ανήκαν ακριβώς στην καθημερινότητα. Το '73, όταν λοιπόν είχα βγει από τη φυλακή, .πέρασα μια περίοδο στη Φρανκφούρτη όπου υπήρχε ένας μικρός τομέας της ΡΟ αποτελούμενος από εργάτες της Όπελ στο Ρούσελχάιμ, με τον οποίο είχα επαφές Έπειτα βοήθησα να κυκλοφορήσει μια μπροσουρίτσα που είχε τίτλο Classe operaia n1ultinazionale [πολυεθνική εργατική τάξη] (σ' εκείνο το σημείο ξαναπόκτησα επαφή και με τον Negri), όπου προσπαθήσαμε κάπως να ξαναβάλουμε σε κίνηση μια μη λενινιστική αυτοοργάνωση σε διεθνές επίπεδο, ξεκινώντας από τα αυθόρμητα κυκλώματα του κινήματος των μεταναστών εργατών. Είναι επίσης η περίοδος κατά την οποία κυκλοφορούν κάποια τεύχη της Potere Operaio αφιερωμένα ακριβώς στο πρόβλημα της μετανάστευσης: θυμάμαι ότι σ' ένα τεύχος υπήρχε έναάρθρο με τίτλο «Οι νέγροι από το Φρίουλι της Ευρώπης», σχετικά με τη μετανάστευση από το Φρίουλι, για την ικανότητα αυτών των μεταναστών να αποτελέσουν στοιχείο αυτοοργάνωσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Επρόκειτο δηλαδή για μια σειρά σκέψεων που
κατά βάθος, βάσει της δικής μου οπτικής, συνιστούν την πραγματικά ουσιαστική συμβολή της ΡΟ, οργανωτικά ψίχουλα εδώ κι εκεί, αλλά και η ύπαρξη ορισμένων πυρήνων μεγάλης αυτοοργανωτικής δύναμης, όπως και το ότι η μετανάστευση είναι ένας παράγοντας πολιτιστικής, άρα πολιτικής αυτοοργάνωσης κ.ο.κ. Υπήρχαν έπειτα σκέψεις που δουλεύτηκαν πολύ πέρα από την πολιτική κρίση, για τον πολιτικό σκοπό της ομάδας. Το '73 για καλή μου τύχη μετακόμισα στο Τορίνο: Ήμουν με την CΙaudia για κάμποσο καιρό και αυτή είχε εκεί μια δουλειά, έκανε φωτογραφίσεις σε μεγάλα περιοδικά, την πλήρωναν πάρα πολύ καλά, αυτή και οι φίλες της έκαναν τις μαζορέτες και εκείνη την εποχή την κάλεσαν στη Rinascente του Τορίνου, ήταν Φλεβάρης-Μάρτης του '73, δηλαδή όταν εξερράγη η Φίατ, ήταν τότε που έγινε η κατάληψη. Έτσι εκείνη την περίοδο βρέθηκα στο Τορίνο για κάμποσους μήνες, από τον Φλεβάρη-Μάρτη και παρακολούθησα όλη την τελική φάση του αγώνα για τη σύμβαση και κατόπιν την κατάληψη της Μιραφιόρι. Τώρα πια η σχέση μου με την ΡΟ δεν είχε οργανωτικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν πήγαινα στις συναντήσεις του τομέα, όμως οι φίλοι μου ήταν όλοι αγωνιστές της ΡΟ, ζούσα μαζί τους και έκανα τα πράγματα που έκαναν κι αυτοί, μάλιστα εκείνη την περίοδο ήμουν φίλος με τον Τοιιί Verita που τότε βρισκόταν στο Τορίνο, ήταν ο Paolo ΑΙbani, ήμουν και φίλος με τον Paolo Bertetto, μ' έναν που τον έλεγαν Cicci, αλλά δεν θυμάμαι το πραγματικό του όνομα, Umberto ή Mauriείο Piana, εν κατακλείδι ήταν όλη αυτή η μικρή ομάδα ατόμων με τα οποία ζούσα μαζί και με τα οποία πήγαινα και έκανα πολιτική δουλειά στη Μιραφιόρι, όπου μοίραζα φυλλάδια της ΡΟ, παρότι δεν συμμετείχα στη συγγραφή τους. Εκείνο που κατά τη γνώμη μου ήταν πολύ σημαντικό στην κατάληψη της Μιραφιόρι, που εγώ κατά κάποιο τρόπο το θεωρώ μια επιβεβαίωση της αυθορμητίστικης υπόθεσης, είναι ότι εντελώς ξαφνικά εκεί, την περίοδο της κατάληψης, εμφανίστηκε με απόλυτη καθαρότητα το ότι δεν υπήρχε ανάγκη να πάει οποιοσδήποτε στους εργάτες για να τους διδάξει εκείνο που έπρεπε να κάνουν, αφού το ήξεραν άριστα και από μόνοι τους: εν κατακλείδι, επειδή η γνώση των τρόπων οργάνωσης του αγώνα ήταν τόσο διαδεδομένη, η παρουσία της LC και της ΡΟ στα κάγκελα χρησίμευε ως ένα στοιχείο διάδοσης του αγώνα, όχι ως στοιχείο πολιτικής καθοδήγησηξ. Ιδού λοιπόν, η πολιτική καθοδήγηση δεν μπορούσε να είναι εξωτερική ως προς το ίδιο το κίνημα, ενώ οι ομάδες μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως στοιχεία διάδοσης, πολιτιστικής αντιπροσώπευσης, σαφώς πληροφόρησητ. Πρέπει να πω ότι δεν ξέρω από πότε ακριβώς, αλλά εκείνα
34
35
τα χρόνια άρχισα να πείθομαι ολοένα και περισσότερο για το ότι η εμπειρία (πώς θα θέλαμε να τις αποκαλέσουμε.) των εξωκοινοβουλευτικών ομάδων, τέλος πάντων εκείνου του τύπου πρωτοπορίας, δεν είχαν και δεν θα έπρεπε να είχαν μια λειτουργία πολιτικής καθοδήγησης, αλλά αυτή της πολιτιστικής διάδοσης και πληροφόρησης. Ανάμεσα στ' άλλα εγώ εκείνα τα χρόνια άρχισα να ασχολούμαι και με όλα αυτά τα ζητήματα που αργότερα με οδήγησαν στο ραδιόφωνο, στο Ράδιο Αλίκη, ιστορία που ξεκίνησε μεταξύ '76 και '77, αλλά εγώ με μια ομαδούλα ατόμων (που άλλωστε προέρχονταν από την ΡΟ) συζητούσαμε στην Μπολώνια γι' αυτά τα πράγματα ήδη από το '72: δηλαδή για το ζήτημα της σχέσης μεταξύ πληροφόρησης και κινήματος θα ήθελα να πω ότι εγώ προσωπικά άρχισε να ασχολούμαι αφότου διάβασα ένα βιβλίο που λεγόταν Για μια Σοσιαλιστική Στρατηγική της Πληροφόρησης, εκδόσειξ Guaraldi, στο οποίο υπήρχε κι ένα κείμενο του Enzesberger κι ένα του Baudrillard (ίσως του '73). Σ' εκείνα τα κείμενα έμπαιναν τα προβλήματα που αργότερα θα μας έφερναν στο ραδιόφωνο ράδιο Αλίκη, δηλαδή η πληροφορία πρέπει να θεωρείται ως μια μορφή αποκατάσταση; της προλεταριακής αλήθειας εναντίον του ψεύδους της μπουρζουαζίας, ή αντιθέτως θα πρέπει, πιο λαϊκά, να θεωρείται ως ένα από τα στοιχεία της αυτοοργάνωσης του κοινωνικού; Η βάση γι' αυτή την προβληματική βρίσκεται εδώ, που σημαίνει και χειραφέτηση από τη λενινιστική και σταλινική κληρονομιά, ακόμη και στο ιδιαίτερο σημείο τη; πληροφόρησης. Να απελευθερωθούμε από την ιδέα ότι εμείς είμαστε οι φορείς της αλήθειας έναντι του μπουρζουάδικου ψεύδους και να λάβουμε υπόψη ότι δεν υπάρχει καμία αλήθεια και κανένα ψεύδος, υπάρχει απλώς μια διαδικασία αυτοοργάνωσης ενός χώρου, ενός κινήματος, μιας τάξης, αυτού ή εκείνου. Για μένα η κατάληψη της Μιραφιόρι ήταν μια ευχάριστη εμπειρία, πολύ διασκεδαστική, ακριβώς λόγω αυτών που συνέβησαν. Συμμετείχα στις εσωτερικές διαδηλώσεις, μια και είχα φίλους εργάτες. Παραδόξως γνώρισα τις ουσίες κατά τη διάρκεια της κατάληψη; της Μιραφιόρι στο Τορίνο, δηλαδή ανακάλυψα, αφού μου το είπαν εκείνα τα παιδιά που δούλευαν μέσα, ότι στις εγκαταστάσεις της Φίατ έπιναν χασίς. Μια και είχα την άποψη ότι οι ουσίες αποτελούσαν έναν κίνδυνο για την ακεραιότητα του προλεταριάτου, ανακάλυψα ξαφνικά ότι αντιθέτως ήταν ένας τρόπος για να πέφτει ο ρυθμός παραγωγής και πάει λέγοντας. Συνεπώς εκεί, στην κατάληψη της Μιραφιόρι έζησα και ένα είδος έκρηξης συμπεριφορών κάθε άλλο παρά μπολσεβίκικων, αλλά πολύ χίπικων, πολύ εβδομηνταεπτάρικων αρκετό καιρό πριν απ' αυτό. Όταν εγώ τώρα μιλάω για τους Ινδιάνους της Μητρό-
πολης του '77, μου έρχεται πάντοτε στο μυαλό ότι τους πρώτους Ινδιάνου ς τους συνάντησα στο Τορίνο το '73, ήταν αυτοί που έβαζαν το κόκκινο μαντήλι γύρω από το κεφάλι κι έκαναν πορείες όπου κανείς δεν φώναζε τα λογικά συνθήματα, αλλά έλεγαν τους πιο απόλυτους παραλογισμούς, γύριζαν ένα-γύρω παίζοντας τα ταμπούρλα Κ.Ο.Κ. Στο εσωτερικό, όμως, αναπτύσσονταν επίπεδα αγώνα πολύ βίαια, αναπτύσσονταν και οι Brigate Rosse (BR). Είναι την ίδια περίοδο, όμως αυτό συνέβη στους μηχανοτεχνίτες, οι φίλοι μου ήταν όλοι στα αμαξώματα. Πιστεύω ότι ακόμη και από ιστορική άποψη η δημιουργία των BR, ξεκινώντας από το '73, είναι καθ, ολοκληρίαν φαινόμενο των μηχανοτεχνιτών, ενώ τα αμαξώματα ήταν ο τόπος που στην ουσία ήταν πιο δυνατή η LC. Όσον αφορά την κατάληψη του '73, παρότι αυτή η πλευρά είναι σημαντική, εγώ δεν είδα τίποτα, άλλωστε ο καθένας βλέπει αυτά που θέλει να δει. Επιπλέον θυμάμαι ότι αμέσως μετά έγραψα κι εγώ για την παραστατικότητα των πορειών: μου είχαν κάνει εντύπωση αυτοί οι μεγάλοι χώροι όπου υπήρχαν 5.000 αυτοκίνητα για να πάνε για δοκιμή και οι εργάτες περνούσαν και χτυπούσαν τα κλάξον, έτσι υπήρχαν 5.000 αυτοκίνητα που ούρλιαζαν σαν τρελά και η πορεία γυρνούσε ολόγυρά τους. Ήταν ένας είδος κύκλου της κόλασης, όμως ταυτοχρόνως απολύτως κεφάτοξ, με μια αίσθηση παράλογη ς και χαρούμενη; συμμετοχής, που αργότερα τη συνάντησα σ' αυτά που έγιναν από το '75 μέχρι το '77 από εμάς στο Μιλάνο Κ.Ο.Κ. Όλη αυτή η ενέργεια δεν είχε τίποτα το μπολσεβίκικο, τίποτα του εικοστού αιώνα, τίποτα ιστορικό και σοβαρό, αυτό το ένιωθες ήδη στην κατάληψη της Μιραφιόρι. Μετά τι συνέβη; Από την άλλη πλευρά, για μένα η εμπειρία της ΡΟ ήδη σ' έναν βαθμό είχε εξαντληθεί, μιλάμε για την εποχή μεταξύ του συνεδρίου της Φλωρεντίας τον Γενάρη του '70 και του συνεδρίου της Ρώμης τον Ιούλη του '71. Την περίοδο που ακολούθησε, συνέχισα να παρακολουθώ, θα λέγαμε περισσότερο ως φίλος των φίλων της ΡΟ παρά σαν αγωνιστής ή σαν στέλεχος της ομάδας, με την οποία ωστόσο, το επαναλαμβάνω, συνέχισα να έχω σχέσεις, έγινα φίλος με τον Οτεειε Scalzone, συνέχισα να βλέπω τον Negri κάθε φορά που πήγαινα στο Μιλάνο, αλλά δεν ένιωθα, και πιστεύω πως είναι πια κατανοητό, πως ήμουν κάποιοι; στον οποίο έπρεπε να λένε τα πάντα. Αυτό σίγουρα με βοήθησε πολύ κάποια χρόνια μετά, γιατί εγώ δεν είχα κάποια σχέση με τις συλλήψεις του '79, δηλαδή ποτέ δεν ανακρίθηκα για εκείνη την ιστορία. Λοιπόν, πρέπει να πω ότι το μεταξύ συνέβη το '77 και εκείνη η ιστορία ήταν που με έβαλε στο μάτι των δικαστών, που πιστεύω ότι ήξεραν απολύτως τη δική μου ιστορία. Γνωρίζω α-
36
37
κόμη κάτι που είπε ο δικαστής ο οποίος ασχολήθηκε με τα γεγονότα της Μπολώνιας το '77, ο οποίος συνεργάστηκε με τον δικαστή Calogero το '79, αφού ο τελευταίος ήθελε να βρει ένα νήμα στην Μπολώνια και ο Catalanoti (που ήταν ακριβώς ο δικαστής ο οποίος είχε κυνηγήσει το κίνημα στην Μπολώνια το '77) μου είπε επ' ευκαιρία ότι η σχέση μου με την ΡΟ δεν είχε σε τίποτα να κάνει με ότι συνέβη το '77, κατά κάποιο τρόπο αυτό εμπόδισε την ανάμιξη των Μπολωνιέζων στην υπόθεση της 7ης Απρίλη ή της 21 Δεκέμβρη. Κάτι που από τη μια πλευρά σημαίνει ότι ήταν καλά ενημερωμένοι, για παράδειγμα ήξεραν ότι εγώ δεν ήμουν στη συνάντηση της Ροζολίνα, αφού ούτε που ήξερα ότι θα γινόταν, κανείς δεν μου το είχε πει, δεν ανήκα πλέον στην οργάνωση. Κατόπιν ο Oreste μου μίλησε για τη συνάντηση της Ροζολίνα, αλλά εν κατακλείδι για μένα τώρα πια το εσωτερικό ζήτημα της ΡΟ ήταν μια πολύ μακρινή συζήτηση. Την ίδια εποχή πρέπει να πω ότι ενώ αντιθέτως η συνέχεια στα ζητήματα που είχε θέσει η ΡΟ μέχρι το '77 είναι απολύτως γραμμική, η εμπειρία βάσει της δικής μου οπτικής γωνίας μεταξύ '67, '68, '69, '70 και '71, κι αν θέλετε η εμπειρία εκείνης που εγώ θεωρώ την ουσιαστική φάση της ΡΟ, εκείνης που προηγήθηκε της λενινιστικής στροφής, επανεμφανίζεται καθαρά και ξάστερα τη στιγμή κατά την οποία στην Μπολώνια είναι σε διαδικασία μια κινηματική κατάσταση που ξεκίνησε μετά το '75. Πρόκειται για το A/traverso, που έφτιαξα εγώ με μια μικρή ομάδα ατόμων, με κάποιους που είχαν φύγει μετά το τέλος της ΡΟ (ήταν πάντως λίγοι), όπου ξαναπιάνονται τα ζητήματα που είχαν να κάνουν με τον εργατίστικο αυθορμητισμό και είχαν μπει πριν το συνέδριο της Φλωρεντίας. Το περιοδικό άρχισε να βγαίνει από τον Μάη του'75 και συνεπώς κατά κάποιο τρόπο συνόδευσε τη δημιουργία του κινήματος στην Μπολώνια, αυτού που θα εμφανιστεί μετά τον Μάρτη του '77, και η θέση την οποία είχαμε επικεντρωνόταν καθ' ολοκληρίαν στην ιδέα μιας πορείας αυτοοργάνωσης, όπου η πολιτική υποκειμενικότητα δεν παίζει κανέναν ρόλο, πέρα από τον ρόλο του οργάνου της πληροφόρησης, του οργάνου ακριβώς, ποτέ της καθοδήγησης, αλλά πάντοτε και μονάχα του οργάνου. Άλλωστε το '75 διαθέταμε κάποια νέα πολιτιστικά εργαλεία, είχαμε διαβάσει τον Αντι-οιδίποδα, είχαμε ζήσει την εμπειρία του φεμινιστικού κινήματος όπως κι αυτό των γκέι, ως στοιχεία πολύ μεγάλης σημασίας για τον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής προοπτικής. Συνεπώς, σ' εκείνο το σημείο, όταν μιλούσαμε για αυτοοργάνωση δεν σκεφτόμαστε πλέον μονάχ.α το εργοστάσιο, αλλά η διαδικασία της αυτοοργάνωσης σημαίνει την' καθημερινή ζωή, τη μορφή των αστεακών σχέσεων, τη σχ.έση μεταξύ των τάξεων, όπως
και μεταξύ του νεανικού προλεταριάτου και του αστεακού περιβάλλοντος. Ακόμη και η έννοια του νεανικού προλεταριάτου είναι μια έννοια που προήλθε από το μπόλιασμα της κλασσικής εργατίστικης προβληματικής με μια αστεακή διάσταση που δεν ανάγεται πλέον στην εργατική ταυτότητα. Όμως, πέρα απ' αυτά τα φαινομενολογικά στοιχεία, σε σχέση με τη νέα κοινωνική σύνθεση, η μέθοδος παραμένει η ίδια, δηλαδή παραμένει εκείνη σύμφωνα με την οποία η πολιτική δράση δεν είναι καθοδηγητική δράση, αλλά ένα εργαλείο της κοινωνικής αυτοοργάνωσης. Αναλύοντας τις πολιτικές εμπειρίες στις οποίες συμμετείχες, όπως και τα κινήματα που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του '70, επεσήμανες τα όρια μιας οργανωτικής θέσης που ενείχε τον κίνδυνο να οδηγήσει σε κλείσιμο τα κομματίδια που αναπαρήγαγαν παραδοσιακές θέσεις. Ωστόσο μπαίνει ένα πρόβλημα που παραμένει άλυτο (στη θεωρία και στην πρακτική), για τη σχέση μεταξύ κινημάτων και οργανωτικών μορφών: αν από τη μια πλευρά έχουμε εγκλωβισμό σε παραδοσιακά σχήματα, από την άJ.λη έχουμε αυτή που ορίζεις ως μια θέση αυθορμητίστικη και η οποία παρουσιάζει το πρόβλημα να μην υπάρχουν επαρκή περάσματα έτσι ώστε η πολιτική δράση να είναι αποτελεσματική και να έχει και μια προοπτική. Συνεπώς, ποια είναι τα όρια που βλέπεις εσύ όσον αφορά αυτή τη θέση που αποκαλείς αυθορμητίστικη; Από τη δική μου οπτική γωνία η έλλειψη συνέχειας ως προς την οργανωτικότητα δεν είναι καθόλου ευθύνη του αυθορμητισμού, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Θα προσπαθήσω να εξηγηθώ. Ας σκεφτούμε εκείνο που συνέβη μετά το '77, δηλαδή μετά το συνέδριο του Σεπτέμβρη: αυτό που συνέβη ήταν ότι υπήρξε ένα κίνημα που κοινωνικά είχε φτάσει σε μια σημαντική ευρύτητα και κατά βάθος εμπεριείχε έναν αριθμό κοινωνικών, επιστημονικών, τεχνολογικών, επικοινωνιακών ιδιοτήτων που κατόπιν τις είδαμε εν λειτουργία τα επόμενα είκοσι χρόνια, με την έννοια ότι αν σήμερα ψάξεις και δεις πολλά απ' αυτά που συνέβησαν σε επιστημονικό, πολιτιστικό, επικοινωνιακό, μέχρι και βιομηχανικό επίπεδο, ανακαλύπτεις ότι σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκαν βάσει των εργατίστικων εμπειριών. Κι έπειτα, θα μπορούσα να αναφέρω και ονόματα, εν κατακλείδι την ΡΟ και τη LC: από εκεί, από εκείνο το πλαίσιο ξεπήδησε ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού των καινοτομιών της δεκαετίας του '80 και του '90. Λοιπόν, εμείς εγκλωβίσαμε εκείνη τη δυναμική στην οργανωτίστικη μορφή, ενώ την ίδια στιγμή είχαμε την έκρηξη ενός κινήματος του οποίου θέλαμε να έχουμε την καθοδήγηση, αλλά όταν αυτό το κίνημα .φτάνει στο αποκορύφωμά του, μιλάμε για το '77 και μετά,
38
39
ιδιαιτέρως στη συνάντηση τον Σεπτέμβρη του '77, δεν υπήρχε καθόλου η ικανότητα (αυτή είναι η μεγαλύτερη βλακεία που κάναμε) και η ιδέα να δώσουμε μια μορφή άμεσα κοινωνική σ' εκείνη τη δυναμική, δηλαδή να πούμε «απ' αυτή τη στιγμή και πλέον οικοδομούμε κέντρα κοινωνική; αυτοοργάνωσης, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, δίκτυα πληροφόρησης, αυτό κι εκείνο». Αντιθέτως, όλα αυτά συζητήθηκαν στο πλαίσιο της μορφής της κλασική; οργάνωσης. Λοιπόν, για τις μορφές της εξωκοινοβουλευτική ς και παραδοσιακής οργάνωσης αυτό προκαλεί μια στιγμή μέγιστης έντασης, το τέλος της LC, τη δημιουργία των ομάδων της Αυτονομίας (που συνέχισαν να επιβιώνουν ολοένα και πιο μίζερα). Στη ροή του μετά-'77 αυτό κατέληξε να πάρει μια πιο άκαμπτη μορφή, θα μπορούσα να πω μιας σταλινικής οργάνωσης: πρόκειται για την εμπειρία των BR, που ήταν σαφώς σταλινικές. Και ταυτοχρόνως εμείς (σκέφτομαι τα χρόνια μεταξύ '77 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '80) χάσαμε στο δρόμο το 90% του υπό συγκρότηση κοινωνικού πλούτου. Φυσικά εδώ χρειάζεται να ληφθεί υπόψη ότι ενδιαμέσως υπάρχει η 7'1Απρίλη, που δεν είναι ένα επεισόδιο μικρής σημασίας πέρα από το ποσοτικό βάρος και τον αριθμό των εμπλεκόμενων ατόμων, το καταστροφικό πολιτικό αποτέλεσμα εκείνου του γεγονότος είναι ανάλογο μ' αυτό μιας ατομικής βόμβας. Και η 7'1Απρίλη, χωρίς να το πολυψάχνουμε, επρόκειτο ακριβώς για μια πολιτική πρωτοβουλία από πλευράς του κράτουξ, που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Όμως, εμείς εκείνη την περίοδο, αντί να σκεφτούμε ότι έπρεπε να συνεχίσουμε το παιχνίδι τοίχος εναντίον τοίχου, ήδη από τον Σεπτέμβρη του '77 έπρεπε να ήμασταν σε θέση να πούμε «τέλος η λενινιστική εμπειρία, η οποία ναι μεν είχε ήδη τελειώσει από καιρό, όμως σήμερα κάτι τέτοιο είναι απολύτως προφανές, συνεπώς ας ξεκινήσουμε ένα πείραμα κοινωνικής αυτοοργάνωσης παρόμοιο μ' αυτό που συμβαίνει στη Γερμανία». Τη δεκαετία του '80 οι Γερμανοί ήταν πολύ πιο ενδιαφέροντες και ζωντανοί από τους Ιταλούς, ακόμη γιατί το κίνημα εκεί ήξερε να περάσει σε εδαφικές, κοινωνικέξ μορφές αυτοοργάνωσης Κ.Ο.Κ.: στην Ιταλία δεν είχαμε ούτε καν αυτή τη δυνατότητα, εξαιτίας της κατασταλτική; επίθεσης, αλλά δεν είχαμε ούτε την ευφυία. Εδώ πήραμε κατά τη γνώμη μου λάθος δρόμο, γιατί η στιγμή κατά την οποία μπορούσε να τεθεί το πρόβλημα ήταν στη συνάντηση της Μπολώνιας τον Σεπτέμβρη του '77, αφού η συμβολική δύναμη που είχε προσλάβει εκείνο το γεγονός ήταν μεγάλη, με την έννοια ότι κατά κάποιο τρόπο αναμενόταν πως εκεί θα συζητούνταν δέκα χρόνια εμπειρίεξ, ενώ θα έμπαιναν και οι προοπτικές των επόμενων δέκα. Εγώ ήμουν φυγόδικος, κι έτσι τη
συνάντηση της Μπολώνιας την παρακολούθησα από το τηλέφωνο, δεν παραβρέθηκα προσωπικά αλλά προσπάθησα να καταλάβω εκείνο το γεγονός, που από την, άλλη πλευρά είχαμε ξεκινήσει εγώ και ο Guattari, συνεπώς επρόκειτο για κάτι που είχαμε προετοιμάσει σχολαστικά, κάνοντας λάθος σ' όλα: για παράδειγμα, κάναμε λάθος στο να κυκλοφορήσουμε την έκκληση για την καταστολή, δηλαδή δεν έπρεπε να επικεντρωθούμε στην καταστολή, δεν έπρεπε να την αποκαλέσουμε συνάντηση εναντίον της καταστολήξ, έπρεπε να την αποκαλέσουμε συνάντηση για τον πειραματισμό με νέες κοινωνικές μορφές. Ανάμεσα στ' άλλα πρέπει να πω ότι πιαστήκαμε και κορόιδα, γιατί από την προηγούμενη εμπειρία μας είχαμε μάθει ότι δεν χρειάζεται ποτέ να επικεντρωνόμαστε στην καταστολή λες και πρόκειται για το μοναδικό σημείο της σύγκρουσηξ, Ωστόσο η επικέντρωση στο πρόβλημα του τοίχου εναντίον τοίχου, στο ζήτημα της καταστολής, οδήγησε αναμφίβολα στο να υπάρξει μια κατάσταση ευνοϊκή για μια στροφή μιλιταριστικού τύπου. Ενώ, αντιθέτως, έπρεπε να είναι η ευκαιρία για να ξεκινήσει μια διαδικασία πειραματισμού. Συχνά, όταν μιλάς για τον λενινισμό, αναφέρεσαι σε κάτι απολύτως έξω από τα κείμενα, που έχει να κάνει με την ακαμψία, για να μην πούμε με το φετίχ, των προειλημμένων οργανωτικών μορφών. Αυτό όμως ελάχιστα έχει να κάνει με τον ίδιο τον Λένιν, που ερεύνησε την εργατική υποκειμενικότητα, τη γέννηση του καπιταλισμού στη Ρωσία και συνεπώς τη δυναμική των πλαισίων που άλλαζαν, και ήταν εκεί όπου εντόπισε, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, το ζήτημα της σχέσης μεταξύ αυθορμητισμού και οργάνωσης. Μ' αυτή την έννοια δεν έδωσε οργανωτικές λύσεις στατιστικά έγκυρες και εξαγώγιμες σε οποιαδήποτε περίπτωση, όμως ήταν αυτός που κατάφερε να θέσει το ζήτημα και να το αντιμετωπίσει στο πλαίσιο μιας πραγματικής διαδικασίας. Σε σχέση με τους εγκλωβισμούς για τους οποίους μιλάς εσύ, αυτός ο Λένιν δεν έχει μελετηθεί πολύ. Ο Λένιν, όσο μεγάλος ή μέγιστος κι αν ήταν, είναι ένας άνθρωπος που σκέφτεται τον 200 αιώνα. Πρόκειται πράγματι για τη σκέψη του 200υ αιώνα, από πολλές απόψεις: την ανάλυση του ιμπεριαλισμού, τη σχέση μεταξύ του κράτους ως μυαλού και της κοινωνική; πραγματικότητας ως κατά κάποιο τρόπο μη εγκεφαλικήξ άρθρωσης, μιλάμε για την ίδια την έννοια της διανοητική; εργασίας. Το Τι να κάνουμε; είναι ένα μεγαλοφυές βιβλίο για να καταλάβουμε τη σχέση μεταξύ διανοητικής εργασίας και παραγωγικής εργασίας την εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού: αλλά όλα αυτά είναι λάθος μονοπάτι όταν, αντιθέτως, αλλάζει ακριβώς η ουσία αυτού του ζητήματος. Για παράδειγμα,
40
41
ας δούμε το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ διανοητικής και κοινωνικής εργασίας: στον Λένιν υπάρχει μια εργατική κοινωνική εργασία χωρίς αυτοέλεγχο και μια διανοητική εργασία χωρίς κοινωνική παραγωγικότητα, συνεπώς το πρόβλημα του κόμματο; είναι να συσχετίσει αυτά τα δύο πράγματα, το κόμμα είναι η συνείδηση της διαδικασίας που λείπει από την παραγωγική εργασία, και μόνο υπό αυτή τη συνθήκη η παραγωγική εργασία μπορεί να αποκτήσει εκείνη την απαραίτητη ισΤΟΡΙΚ11 συνειδητοποίηση. Όλα αυτά, πέρα από την ιδεαλιστική πατίνα, λειτουργούν μια χαρά στην πραγματικότητα της βιομηχανική; κοινωνίας, αλλά εμείς, τη δεκαετία του '70, έπρεπε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να σκεφτούμε τη μεταβιομηχανική κοινωνία. Το ουσιαστικό γεγονός της εμπειρίας μας είναι ότι εμείς κάναμε το τελευταίο κίνημα της βιομηχανικής εργατικής τάξης, αλλά ταυτοχρόνως ήμασταν το πρώτο κίνημα αυτοοργάνωσης της διανοποιημένης εργασίας. Το '77 είναι αυτό, αλλά και το '68 είναι κατά βάθος αυτό, δηλαδή είναι επίσης το έργο εκείνου που προσδιόρισε ο Κrahl, δηλαδή το πρώτο κίνημα αυτοοργάνωσης της τεχνολογικο-επιστημονικής εργασίας, είναι η πρώτη φορά όπου η γνώση δεν γίνεται πλέον αντιληπτή σαν κάτι εξωτερικό σε σχέση με την κοινωνική σύνθεση, αλλά κατανοείται καθαυτή ως εσωτερική άρθρωση του κοινωνικού. Δεν ήταν ο Λένιν το κλειδί: να το ξανασκεφτούμε αυτό (ήδη το σκεφτόμουν τότε, αλλά το σκέφτομαι ακόμη περισσότερο σήμερα), αφού ενώ η επαναπρόταση του Μαρξ είχε ήδη ασυνήθιστα στοιχεία, γιατί εκεί ακριβώς η έννοια της γενικής νόησης [general intellect] σου επιτρέπει να θέσεις το πρόβλημα από την όσο το δυνατόν πιο προωθημένη άποψη, η επαναπρόταση του Λένιν ήταν ωστόσο, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση, ένας δρόμος που μας έφερνε σε μια κατεύθυνση άχρηστη και επικίνδυνη. Όχι γιατί ο Λένιν ήταν πιο υποκειμενιστής 11πιο πανούργος, αλλά απλώς γιατί έθετε ένα πρόβλημα που καθοριζόταν πολύ αυστηρά από εκείνη τη σύνθεση της διανοητικής εργασίας και τη σχέση μεταξύ διανοητικής εργασίας και χειρωνακτική; εργασίας. Πρέπει να πω, άλλωστε, ότι δεν μιλάμε για μια εναντίωση, αλλά για τον πλέον ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ μιας λενινιστικής συνιστώσας και μιας συνιστώσας που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αυθορμητίστικη 11όπως αλλιώς μας αρέσει (εγώ χρησιμοποιώ την έκφραση συνθετίστικη, αντιτάσσοντας τον συνθετισμό στον λενινισμό, αλλά δεν έχει τόση σημασία), εκείνη η διαφοροποίηση για μένα ήταν σαφή; το '70- '71. Όμως πρέπει να πω ότι στο κινηματικό επίπεδο το πρόβλημα γινόταν κατανοητό μ' έναν τρόπο που μου φαίνεται αρκετά σκοτεινόξ, ενώ στο εσωτερικό της ΡΟ, προφανώς, ήταν στην ημερη42
σία διάταξη. Το '76 αυτό το ζήτημα θα γίνει απολύτως ξεκάθαρο: από τη μια πλευρά υπάρχει η εμπειρία του Rosso, εγώ για μια περίοδο δούλεψα στη σύνταξη του Rosso στα τέλη του '75 και διέκοψα σχέσεις τον Δεκέμβρη εκείνης της χρονιάς. Η αφορμή της ρήξης ήταν μια φεμινιστική πορεία τον Δεκέμβρη του '75 στη Ρώμη, στην οποία ήθελαν να συμμετάσχουν η ομάδα περιφρούρησης της Εργατικής Αυτονομίας του Τσεντοτσέλε και η ομάδα περιφρούρησης της LC, οπότε υπήρξε μια μικρή ανταλλαγή βρισιών, μέχρι και μερικά χαστούκια. Εγώ ήμουν στη σύνταξη του Rosso και έκλεισα την ύλη της εφημερίδας γράφοντας στην πρώτη σελίδα «Τραμπούκικη επίθεση εναντίον μιας φεμινιστικής πορείας από αγωνιστές της Αυτονομίας». Αυτή μου η κίνηση προκάλεσε ένα χαστούκι από τον Daniele Pifano, που έσπευσε στη σύνταξη, και στη συνέχεια μια πολύ βίαιη σύγκρουση με τον ίδιο τον Pifano, τον Miliucci, ακόμη και με τον ίδιο τον Negri, μετά την οποία θεώρησα τελειωμένη και τη σχέση μου με το Rosso, εγκατέλειψα τη σύνταξη, αλλά κατά βάθος θεώρησα τελειωμένη τη σχέση μου με την οργανωμένη Αυτονομία, τόσο τη μιλανέζικη όσο και τη ρωμαϊκή. Έπειτα, όπως πάντοτε στις ρήξεις μου λάμβανα υπόψη ότι εκεί ήταν οι φίλοι μου, όχι ότι δεν μπορούσα να τους χαιρετίζω στον δρόμο, όμως κατά κάποιον τρόπο ο διαχωρισμός είχε γίνει. Πρέπει να πω ότι αργότερα, τα επόμενα χρόνια, ο διαχωρισμός αποδείχθηκε χρήσιμος, γιατί το κίνημα στην Μπολώνια είχε έναν χαρακτήρα σαφώς και χαρακτηριστικώς διαφορετικό από εκείνον της παντοβάνικης-μιλανέζικης Αυτονομίας. Εδώ πρέπει να πω ότι το πρόβλημα ξαναβάζει (και για μια ακόμη φορά το ζήτημα που είχε θέσει ο Λένιν μου φαίνεται πως αποτελεί εμπόδιο) κάτι που σε αναγκάζει να μιλάς με επιχειρήματα που δεν ανήκουν πλέον στο παρόν και που ωστόσο ξαναβάζουν διαρκώς το ζήτημα της σχέσης μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας με όρους που δεν είναι πια εκείνοι οι οποίοι βρίσκονταν τότε στην ημερησία διάταξη. Σε σχέση με τη συζήτηση για τη γενική νόηση, κατηγορία πολυχρησιμοποιημένη τα τελευταία χρόνια, λ.ϊJρίως σε σχέση με τον λεγόμενο μεταφορντισμό, υπάρχει η εξής κριτική: υφίσταται ο κίνδυνος να δούμε να εμφανίζεται μια επαγγελματική και καπιταλιστική ιεραρχία, την οποία θα ξαναπροτείνουμε αμέσως ως πολιτική ιεραρχία, με την έννοια ότι παρουσιάζουμε αυτομάτως αυτόν που έχει περισσότερες επαγγελματικές ικανότητες, ως προνομιακό υποκείμενο σε πολιτικό επίπεδο. Η άμεση υπεροχή της επαγγελματικής και πολιτικής ιεραρχίας είναι αυτό που χαρακτήρισε τον υπαρκτό σοσιαλισμό, για τον οποίο ο πολιτικός , , 43
πυριjνας του εργοστασίου ιjταν εκείνος που είχε τις μέγιστες επαγγελματικές ικανότητες. Αναφορικά με την έννοια της γενικής νόησης δεν μου φαίνεται ότι αυτό είναι το ζήτημα, αφού και ο συλλογισμός που αναπτύσσει ο Μαρξ δεν είναι συλλογισμός πολιτικού τύπου, είναι ένας συλλογισμός για την κοινωνική σύνθεση και για την παραγωγική δύναμη, για το πώς αυτή η κοινωνική, αν θέλετε και πολιτική, σύνθεση, μπορεί να καταστεί δυνατή. Σ' αυτές τις σελίδες των Grιzndrisse η γενική νόηση δεν εκλαμβάνεται σαν αναπτυγμένος τομέας, σαν στοιχείο πρωτοπορίας, σαν οργανωτική πολιτική δύναμη: τίποτα απ' όλα αυτά, εκλαμβάνεται ως αντικειμενική δύναμη μετασχηματισμού της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας. Δηλαδή δεν υπάρχει κάτι το ανατρεπτικό στην έννοια της γενικής νόησης, αυτή η ανατροπή θα έρθει μόνη της. Η δύναμη που η γενική νόηση θέτει σε κίνηση στο εσωτερικό της διαδικασίας της παγκόσμιας παραγωγής τι σημαίνει; Σημαίνει τη δυνατότητα χειραφέτησης της εργασίας, αυτός είναι ο ρόλος που αντικειμενικά παίζει η γενική νόηση. Η υποκειμενοποίηση της έννοιας της γενικής νόησης δεν βρίσκεται στις σελίδες των Grιzndriss,e, δηλαδή δεν είναι ο Μαρξ που λέει «εσείς που αντιπροσωπεύετε τη γενική νόηση οργανωθείτε τώρα για να κάνετε αυτό κι εκείνο», δεν πρόκειται γι' αυτό. Τα λόγια που αυτός χρησιμοποιεί είναι τα εξής: «η κοινωνική δύναμη της επιστήμης και της τεχνολογίας (ή της τεχνικής) στο εσωτερικό της διαδικασίας της παραγωγής της υπεραξίας έχει αυτές τις τάσεις και θα φτάσει η στιγμή κατά την οποία οι άνθρωποι θα σταματήσουν να κάνουν αυτό που μπορούν να κάνουν στη θέση τους οι μηχανές». Δεν λέει «πρέπει να οργανωθείτε γιατί αυτό έχει καταστεί δυνατό». Εδώ, σ' αυτές τις σελίδες θα έλεγα ότι ακριβώς η υποκειμενίστικη τάση μειώνεται στο ελάχιστο, σχεδόν μηδενίζεται. Εγώ πάντοτε συμπαθούσα μια υπόθεση σύμφωνα με την οποία η πολιτική δεν πρέπει μας προκαλεί καμία κούραση, δηλαδή δεν σημαίνει ότι οφείλουμε να κάνουμε κάτι, πως πρέπει να οργανώσουμε τους εργάτες έξω από το εργοστάσιο, να αποτελέσουμε το στοιχείο της πρωτοπορίας, να αγωνιστούμε γι' αυτό ή για εκείνο. Δεν υπάρχει κάτι το κουραστικό, πρέπει απλώς να ακολουθήσουμε συνειδητά την κατεύθυνση της ίδιας της διαδικασίας. Από την άλλη πλευρά αυτό που από τον Ττοηιί και μετά μου φαίνονται ισχυρό σ' ολόκληρη την εργατίστικη σκέψη, είναι η ιδέα σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια ισχυρότατη συμμαχία μεταξύ εργατικής τάξης και κεφαλαίου και ότι είναι αυτή η συμμαχία που αργότερα εκδηλώνεται με την τεχνολογική ανάπτυξη. Τι είναι η τεχνολογική ανάπτυξη; Είναι το αποτέλεσμα 44
. μιας κοινής πίεσης των εργατών που θέλουν να εργάζονται λιγότερο και των αφεντικών που θέλουν να τους σπάνε λιγότερο τ' αρχίδια, αυτό είναι το ζήτημα: και όσο πιο πολύ θόρυβο κάνουν οι εργάτες, τόσο περισσότερο τα αφεντικά τείνουν επαγωγικά να τους αντικαταστήσουν, το αποτέλεσμα είναι λοιπόν ότι υπάρχει λιγότερη εργασία και ότι επίσης ολόκληρη η κοινωνία απολαμβάνει μια μεγάλη παραγωγική δύναμη της γενικής νόησης, της ευφυίας που μετασχηματίζεται από τα μηχανήματα Κ.Ο.Κ. ΤΟ σχηματάκι κατά βάθος κινήθηκε για την τελειοποίησή του τις δεκαετίεξ του '60 και του '70, δηλαδή εκείνες τις δεκαετίες συνέβη ακριβώς αυτό, συναντήθηκε η εργατική πίεση με την καπιταλιστική διάθεση για καινοτομίες και το αποτέλεσμα ήταν αυτό που συνέβη με την εισαγωγή της πληροφορικής: είναι σ' εκείνο το σημείο που εμείς χάσαμε το νήμα του συλλογισμού, γιατί τη στιγμή κατά την οποία αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ότι το καθήκον των επαναστατών είναι να αντιτίθενται στην τεχνολογική αναδιάρθρωση, στο συγκεκριμένο σημείο δεν καταλάβαμε τίποτα, κι έτσι ξεκίνησε εκείνη η διαδικασία σύμφωνα με την οποία η υποκειμενικότητα πρέπει να συγκροτηθεί έξω από τη διαδικασία της κοινωνικής αυτοοργάνωσης, έξω από τη διαδικασία συγκρότησης της γενικής νόησης. Υπάρχει εκείνη η περίοδος του απελευθερωμένου υποκειμενισμού, που μετά συμπίπτει "με την ήττα. Όμως το ισχυρό στοιχείο (ισχυρό τότε, αλλά ισχυρό και σήμερα) συνίσταται αντιθέτως στην αναγνώριση ότι υπάρχει μια συμμαχία μεταξύ αυτόνομης υποκειμενικότηταξ, μεταξύ αυτόνομης σύνθεσης της κοινωνίας και καπιταλιστικού συμφέροντος. Όταν εκείνη η συμμαχία μορφοποιείται, πρόκειται για μια συμμαχία διαρκώς συγκρουσιακή, όμως δίπλα στη συγκρουσιακότητα χρειάζεται επίσης να καταφέρουμε να διακρίνουμε τη συμμετοχικότητα, Αν χάσουμε από τα μάτια μας τη συμμετοχικότητα και το γεγονός ότι η υποκειμενικότητα είναι ικανή να συγκροτήσει τον κόσμο (κάτι το οποίο εγώ το πιστεύω), είναι σαν να δεχόμαστε ότι ο κοινωνικός κόσμος είναι προϊόν μιας πολιτικής βούλησης, κάτι που συνιστά ένα στοιχείο ολοκληρωτισμού, γιατί άλλωστε αυτό είναι το ζήτημα, αν πιστεύουμε στη συστατική δύναμη της πολιτικής βούλησης, το μοναδικό πράγμα που έχουμε να κάνουμε είναι αυτό που έκανε ο Πολ Ποτ, για τον οποίο όσοι φορούν γυαλιά πρέπει να πηγαίνουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στην αντίθετη περίπτωση είναι στο εσωτερικό της κοινωνική; δυναμικής που χρειάζεται να βρούμε τα στοιχεία τα οποία είναι ικανά να παράγουν τις καινοτομίες. Υπάρχει μια αμφισημία στις καπιταλιστικές καινοτομίες, σύμφωνα με την. 'οποία από τη μια πλευρά υπάρχει το άνοιγμα μιας ολόκληρης 45
σειράς νέων δυνατοτήτων που μπορεί να χρησιμοποιηθούν αντιθέτως, κριτικά, σε μια άλλη κατεύΘυνση. Υπάρχει, όμως, η άλλη πλευρά του νομίσματος, αυτή που κυριαρχεί σήμερα, που είναι ο λόγος της κυριαρχίας, των σκοπών, εκεί που τείνει η καπιταλιστικιj διαδικασία η οποία δεν υπάρχει αντικειμενικά, αλλά είναι ο καρπός εκείνου που εσύ αποκαλείς συγκρουσιακή ανταλλαγή. Στον Μαρξ υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθούμε σ' έναν κλειστό κύκλο, όπου ναι μεν υπάρχει μια εξαιρετική διακρίβωση της κατεύΘυνσης των τάσεων, όμως παραμένει άλυτο το πρόβλημα ότι λόγω της αμφισημίας της ανάπτυξης η επικράτηση της μιας ή της άλλης κατεύθυνσης δεν είναι ντετερμινιστικά και αντικειμενικά δεδομένη. Εγώ πηγαίνω σε μια κατεύθυνση διαφορετική από εκείνη που υποθέτεις εσύ, και η κατεύθυνση στην οποία πηγαίνω εγώ είναι η εξής: αν υπάρχει ένα πρόβλημα στη σκέψη του Μαρξ βρίσκεται στην έννοια της δομής και της υπερδομής. Δηλαδή εκείνο που λείπει, αν θέλετε, στον λόγο του Μαρξ σχετικά με τη γενική νόηση και τις επιπτώσεις που έχει αυτή, είναι η ιδέα σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια σφαίρα της υποκειμενικότηταξ ή της υποκειμενοποίησης που βρίσκεται στη σφαίρα της κουλτούραξ, όχι στην πολιτική οργάνωση. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι πρέπει να δημιουργηθούν οι πολιτιστικέξ, ανθρωπολογικέξ, καθημερινέξ, στεγαστικέξ, σχεσιακέξ, ψυχικές, επικοινωνιακές Κ.Ο.Κ. συνθήκες, γιατί μια διαδικασία αυτοοργάνωσης της κοινωνία; μπορεί να απελευθερωθεί από τα δεσμά που της βάζει η καπιταλιστική προσταγή. Όμως ο Λένιν διαπιστώνει μια ιδιαίτερη τροπικότητα σ' αυτή την αυτοθέσμιση του πολιτιστικού και πρόκειται για μια ιδιαίτερη τροπικότητα-που δεν μπορεί να απόλυτοποιηθεί, παρότι-ο λενινισμό ς είπε πως «από τη στιγμή που στη Ρωσία του '17 συγκροτήθηκε το κόμμα και το κόμμα αντιπροσωπεύει την πρωτοπορία της εργατικής τάξης και η εργατική τάξη αντιπροσωπεύει την πρωτοπορία της κοινωνίαξ, έτσι πρέπει να συμβεί παντού». Μόνο που στο μεταξύ η εργατική τάξη έγινε η πλειοψηφία στην κοινωνία, ενώ στη Ρωσία ήταν ένα μικρό τμήμα, με την τεχνολογικόεπιστημονική εργασία να μην είναι πλέον ένα περιθωριακό στοιχείο, αλλά να γίνεται κεντρικό: άλλαξαν δηλαδή όλα. Αυτό είναι το ζήτημα: καθόλου δεν αρνούμαι ότι ο λενινισμός ήταν μια εμπειρία ακριβέστατη και αποτελεσματικότατη, αλλά το 1917 στην Αγία Πετρούπολη και όχι στον υπόλοιπο κόσμο για ολόκληρο τον 200 αλλά και τον 21 ο πρώτο αιώνα. Άσε που αληθεύει, όπως είπες κι εσύ, ότι υπάρχει κι ένα εσωτερικό όριο στη θέση του Μαρξ στα Grundrisse, αλλά αυτό το όριο (που υπάρχει περισσότερο στον Ένγκελς παρά στον Μαρξ)
46
έχει να κάνει με την ντετερμινιστική διάκριση μεταξύ δομής και υπερδομής, την ιδέα σύμφωνα με την οποία η δομή καθορίζει την υπερδομή, δηλαδή το οικονομικό καθορίζει το πολιτιστικό: δεν είναι έτσι, γιατί το πολιτιστικό ανήκει στο οικονομικό και το οικονομικό ανήκει στο πολιτιστικό. Εδώ μπαίνει ένα άλλο ζήτημα, που είναι σχετικό με την ακαμψία του διαλεκτικού υλισμού σ' αυτό το σημείο. Η ανωτέρω συνέντευξη του Φράνκο Mπεράρvτι «Μπίφο» περιλαμβάνεται σ' ένα CD-ROM που κυκλοφόρησε μαζί με το βιβλίο των GLIido ΒΟΓίο, FI'ancesca ΡΟΖΖί, Gigi Roggao, Futuro anterίΟΓe. Dai "Quaderni Rossi" ai ιηοvίιηentί globali: ΓίccheΖΖe e limiti dell' operaismo italiano, εκδόσεις DeΓίve Approdi.
47
Το ρεύμα της αυτονομίας υiτήρξ~ μια από τις πιο σημαντικέ; τάσεις έμπρακτηςαμφισβήτησης της παρούσας τάξης πραγμάτων από την πλευρά του κοινωνικού ανταγωνισμού μετά το '68. ΝΙε κύρια πηγή διαμόρφωσης την Ιταλία, πρωταγωνίστησε στα κινηματικά δρώμενα και σε άλλες χώρες όπως η Γερμανία.η Ολλανδία; η Δανία αλλά και η Ελλάδα (με τη μορφή αυτού που από τη δεκαετία του '80 και μετά . ~ποκαλείται(t~αρχi.κός-αντίεξουσtαστικός χώρος). Σήμερα, πολλά πλέον χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή του και αφού πέρασε διάφορεξ φάσεις και περιπέτειεξ, ποιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι. είναι το νόημα ή ή σημασία του; Σ' αυτό .το ερώτημα προσπαθεί ν' απαντήσει ένα; «καθ' ύλην αρμόδιοξ», ο Φράνκο Μπεράρντι (επονομαζόμενο; και Μπίφο), ιστορική φιγούρα της ιταλική; εκδοχήξ τηξ'αυτονομία; από τα τρομερά χρόνια του '70. Επιπλέον, επειδή αυτή την εποχή αρκετά πράγματα φαίνονται να κινούνται στα καθ' . ημάς (και μιλάμε κυρίως σε σχέση με την παραγωγή και:, αναπαραγωγή τη; γνώσηξ, με την αναταραχή στις ανώτατε; και ανώτερες σχολές) συμπεριλάβαμε στην παρούσα έκδοση κι ένα . " κείμενο του Μπίφο που ασχολείταί με παρόμοια ζητήματα πόυ απασχολούν τουξιταλούξ κινηματικούξ. Τέλος, μια συνέντευξη υπό τον τύπο τηξαυτοβιογραφίω; του ιταλούδιανοητή/ακτιβιστή, . νομίζουμε πως φωτίζει αρκετά διαδρομές της αυτονομίας αλά ιταλικά καιπροσφέρει υλικό προς συζήτηση σε όσες και όσους δεναρκούνται σε προειλημμένεξ απαντήσειξ, αλλά προχωρούν ρωτώνταξ.. Η έκδοσή
3 Ευρώ