IAN
HACKING
ΑΝΑΠΑΡΙΣΤΩΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΑ! Εισαγωγικά
Θέματα στη Φιλοσοφία της Φυσικής
Επιστήμης
Με πρόλογο του συγγραφέα στην ελληνική έκδοση
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ε.Μ.Π. ΑΘΗΝΑ 2002
Αναπαριστώντας και Παρεμβαίνοντας: Εισαγωγικά Θέματα στη Φιλοσοφία της Φυσικής Επιστήμης Copyright © 2002 Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. Πρωτότυπη έκδοση: Ιαη Hacking, Representing and Intervening: Introductory topics in the philosophy of natural science Copyright © 1983 Cambridge University Press
Μετάφραση: Τάσος Τσιαντοΰλας Επιστημονική επιμέλεια: Μιχάλης Ασημακόπουλος, Επίκ. Καθηγητής Ε.Μ.Π. Γλωσσική επιμέλεια: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. Ελένη Γιαννακοπούλου, Μακέτα εξωφΰλλου, ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Στέλλα Μπορσυτζή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ε.Μ.Π. Θωμαΐδειο Κτήριο Εκδόσεων Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 157 80 Ζωγράφου. Τηλ.: 010-7722578, fax: 010-7721127 e-mail:
[email protected] www.ntua.gr/ntuapress ISbN: 960-254-602-6
Για τη Rachel «Η πραγματικότητα
... τι ιδέα κι αυτή» - S.V.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ό σ α ακολουθούν γράφτηκαν την εποχή που η Nancy Cartwright, του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Stanford, επεξεργαζόταν τις ιδέες για το βιβλίο της, How the Laws of Physics Lie. Υπάρχουν αρκετοί παραλληλισμοί ανάμεσα στο δικό της βιβλίο και στο δικό μου. Και τα δυο υποβαθμίζουν την αλήθεια των θεωριών, αλλά διάκεινται ευνοϊκά υπέρ ορισμένων θεωρητικών οντοτήτων. Αυτή υποστηρίζει ότι μόνον οι φαινομενολογικοί νόμοι της φυσικής καταλήγουν στην αλήθεια, ενώ εγώ, στο Β' Μέρος παρακάτω, τονίζω ότι η πειραματική επιστήμη έχει μια ζωή πολΰ πιο ανεξάρτητη από τη θεωρία απ' ό,τι συνήθως της επιτρέπεται. Χρωστώ πολλά στη δική της διαπραγμάτευση αυτών των θεμάτων. Εκκινούμε από διαφορετικές αντιθεωρητικές αρχές, καθώς αυτή εξετάζει μοντέλα και προσεγγίσεις, ενώ εγώ τονίζω το πείραμα, αλλά συγκλίνουμε σε παρόμοιες φιλοσοφίες. Το ενδιαφέρον μου για το πείραμα ξεκίνησε από συζητήσεις με τον Francis Everitt του Hanson Physical Laboratory, Stanford. Γράψαμε μαζί ένα μακροσκελές άρθρο, «Τι προηγείται, η θεωρία ή το πείραμα;». Στην πορεία αυτής της συνεργασίας έμαθα πολλά από το χαρισματικό αυτόν πειραματιστή με το ευρΰ ιστορικό ενδιαφέρον. (Ο Everitt διευθύνει το γυροσκοπικό πρόγραμμα, που σύντομα θα ελέγξει τη γενική θεωρία της σχετικότητας μελετώντας ένα γυροσκόπιο μέσα σε ένα δορυφόρο. Είναι επίσης συγγραφέας του λήμματος James Clerk Maxwell και πολλών άλλων στο Dictionary of Scientific Biography.) To χρέος μου απέναντι στον Everitt είναι ιδιαίτερα εμφανές στο κεφάλαιο 9. Οι ενότητες που οφείλονται κατά κύριο λόγο στον Everitt σημειώνονται με (Ε). Τον ευχαριστώ επίσης που διάβασε το τελικό κείμενο με μεγάλη προσοχή. Ο Richard Skaer, στο Peterhouse, Cambridge, με εισήγαγε στα μικροσκόπια ενόσω έκανε έρευνα στο Αιματολογικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου του Cambridge, και έτσι προετοίμασε το έδαφος για το κεφάλαιο 11. Η Melissa Franklin του Stanford Linear Accelerator μου έμαθε για το PEGGY II, παρέχοντάς μου έτσι το κύριο υλικό για το κεφάλαιο 16. Τέλος, ευχαριστώ την κριτική αναγνώστρια του εκδότη, τη Mary Hesse, για τις πολλές βαθυστόχαστες προτάσεις της. Το κεφάλαιο 11 είχε δημοσιευτεί στο Pacific Philosophical Quarterly 62 -9-
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
(1981), 305-22. To κεφάλαιο 16 αποτελεί προσαρμογή ενός άρθρου στα Philosophical Topics 1 (1982). Μέρη των κεφαλαίων 10, 12 και 13 αποτελούν προσαρμογή άρθρων στο Vcrsuchungen: Aufsdtze zur Philosophic Paul Fcycrabcnds (επιμ. Peter Duerr), Suhrkamp: Frankfurt, 1981, Bd. 2, σσ. 126-58. To κεφάλαιο 9 στηρίζεται στο κοινό μας άρθρο με τον Everitt και το κεφάλαιο 8 αναπτύσσει την κριτική μου στον Lakatos, που δημοσιεύτηκε στο British Journalfor the Philosophy ofScicnce 30 (1979), σσ. 381-410. To βιβλίο ξεκίνησε να γράφεται από το μεσαίο τμήμα, το οποίο ονόμασα «Διάλειμμα». Αυτό αποτελούσε την ομιλία με την οποία είχα κληθεί να κηρύξω την έναρξη του συνεδρίου των Φοιτητών Φιλοσοφίας των Πανεπιστημίων Stanford και Berkeley, τον Απρίλιο του 1979. Επίσης, αφήνει σαφείς ενδείξεις ότι είχε γραφεί στους Δελφούς λίγες εβδομάδες νωρίτερα.
-10-
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αναλυτικός πίνακας περιεχομένων
13
Πρόλογος του συγγραφέα στην ελληνική έκδοση Σημείωμα του μεταφραστή
19 23
Πρόλογος
27
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ορθολογικότητα
29
Α' ΜΕΡΟΣ: ΑΝΑΠΑΡΙΣΤΩΝΤΑΣ 1.
Τι είναι ο επιστημονικός ρεαλισμός;
51
2. 3. 4. 5. 6. 7. 8.
Κατασκευές και αιτίες Θετικισμός Πραγματισμός Ασυμμετρία Αναφορά Εσωτερικός ρεαλισμός Ένα υποκατάστατο για την αλήθεια
65 75 95 103 115 135 159
ΔΙΑΑΕΙΜΜΑ: Τα πραγματικά και οι αναπαραστάσεις
181
Β' ΜΕΡΟΣ: ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΑΣ 9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16.
Πείραμα Παρατήρηση Μικροσκόπια Εικασίες, υπολογισμοί, μοντέλα, προσεγγίσεις Η δημιουργία των φαινομένων Μέτρηση Βακώνεια θέματα Πειραματισμός και επιστημονικός ρεαλισμός
Περαιτέρω μελέτη
203 223 247 275 287 301 317 335 351
-11-
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΠΙΜΕΤΡΟ: Η επιστήμη στο έργο του Ian Hacking Ευρετήριο
- 12-
359 395
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Εισαγωγή: Ορθολογικότητα 29 Η ορθολογικότητα και ο ρεαλισμός είναι τα δύο κύρια θέματα που απασχολούν σήμερα τους φιλοσόφους της επιστήμης. Δηλαδή, υπάρχουν τα ερωτήματα γύρω από το λόγο, την απόδειξη και τη μέθοδο, και υπάρχουν τα ερωτήματα γύρω από το τι είναι ο κόσμος, ποια πράγματα υπάρχουν εντός του και τι είναι αληθινό σε αυτά. Το παρόν βιβλίο αφορά στην πραγματικότητα κι όχι στο λόγο. Η εισαγωγή αναφέρεται σε ό,τι αναφέρεται το βιβλίο. Ως υπόβαθρο εξετάζει ορισμένα προβλήματα σχετικά με το λόγο, που ανέκυψαν από το κλασικό βιβλίο του Thomas Kuhn, Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων.
Α' ΜΕΡΟΣ: Α Ν Α Π Α Ρ Ι Σ Τ Ω Ν Τ Α Ι 1. Τι είναι ο επιστημονικός ρεαλισμός; 51 Ο ρεαλισμός για τις θεωρίες πρεσβεύει ότι στοχεύουν στην αλήθεια και μερικές φορές την προσεγγίζουν. Ο ρεαλισμός για τις οντότητες πρεσβεύει ότι τα αντικείμενα που αναφέρονται στις θεωρίες υπάρχουν πράγματι. Ο αντιρεαλισμός για τις θεωρίες πρεσβεύει ότι οι θεωρίες μας δεν πρέπει να γίνονται πιστευτές κυριολεκτικά και στην καλύτερη περίπτωση είναι απλά χρήσιμες, εφαρμόσιμες και καλές στην πρόβλεψη. Ο αντιρεαλισμός για τις οντότητες πρεσβεύει ότι οι οντότητες που αξιώνουν οι θεωρίες είναι στην καλύτερη περίπτωση χρήσιμες διανοητικές φαντασιώσεις.
2. Κατασκευές και αιτίες 65 Ο J. J. C. Smart και άλλοι υλιστές υποστηρίζουν ότι οι θεωρητικές οντότητες υπάρχουν, αν αυτές συμπεριλαμβάνονται στα δομικά στοιχεία του σύμπαντος. Η Ν. Cartwright δέχεται την ύπαρξη των οντοτήτων εκείνων, που είναι καλά γνωστές οι αιτιακές τους ιδιότητες. Κανείς από αυτούς τους ρεαλιστές σχετικά με τις οντότητες δε χρειάζεται να είναι ρεαλιστής σχετικά με τις θεωρίες.
3. θετικισμός 75 Οι θετικιστές, όπως ο Α. Comte, ο Ε. Mach και ο Β. van Fraassen, είναι αντιρεαλιστές τόσο για τις θεωρίες όσο και για τις οντότητες. Μόνον οι προ-13-
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
τάσεις που η αλήθεια τους κατοχυρώνεται από την παρατήρηση πρέπει να γίνονται πιστευτές. Οι θετικιστές είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε έννοιες όπως η αιτιότητα και η εξήγηση. Υποστηρίζουν ότι οι θεωρίες είναι όργανα για την πρόβλεψη φαινομένων και για την οργάνωση της σκέψης μας. Αναπτύσσεται μια κριτική στο «συμπερασμό στην καλύτερη εξήγηση».
4. Πραγματισμός 95 Ο C. S. Peirce είχε πει ότι κάτι είναι πραγματικό, αν μια κοινότητα ερευνητών καταλήγει να συμφωνήσει ότι υπάρχει. Σκεπτόταν ότι η αλήθεια είναι αυτό στο οποίο κατασταλάζει τελικά η επιστημονική μέθοδος, με δεδομένο ότι η έρευνα συνεχίζεται για επαρκή χρόνο. Ο W. James και ο J. Dewey δίνουν λιγότερη έμφαση στη μεγάλη διάρκεια W i περισσότερη σε ό,τι αισθανόμαστε άνετα να πιστεύουμε και να συζητούμε τώρα. Από τους νεότερους φιλοσόφους, ο Η. Putnam ακολουθεί τον Peirce, ενώ ο R. Rorty προτιμά τους James και Dewey. Αυτά είναι δυο διακριτά είδη αντιρεαλισμοΰ.
5. Ασυμμετρία 103 Οι Τ. S. Kuhn και Ρ. Feyerabend είπαν κάποτε ότι οι αντιμαχόμενες θεωρίες δεν μπορούν να συγκριθούν σωστά, ώστε να δοΰμε ποια ταιριάζει καλύτερα στα δεδομένα. Η ιδέα αυτή ευνοεί έντονα ένα είδος αντιρεαλισμοΰ. Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις ιδέες εδώ. Ασυμμετρία θέματος: Οι αντίπαλες θεωρίες ενδέχεται να επικαλύπτονται μόνο εν μέρει, έτσι δεν μπορεί κανείς να συγκρίνει τις επιτυχίες τους συνολικά. Αποσύνδεση: Μετά από αρκετό χρόνο και αλλαγές θεωριών, μία κοσμοεικόνα μπορεί να είναι σχεδόν ακατανόητη για μια κατοπινή εποχή. Ασυμμετρία νοήματος: Ορισμένες ιδέες περί γλώσσας υπονοούν ότι οι αντίπαλες θεωρίες είναι πάντοτε αμοιβαία ακατανόητες και ποτέ αλληλομεταφράσιμες, κι έτσι η λογική σύγκριση των θεωριών είναι από θέμα αρχής αδύνατη.
6. Αναφορά 115 Ο Η. Putnam έχει μια περιγραφή για το νόημα του «νοήματος», η οποία αποφεύγει την ασυμμετρία νοήματος. Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες της ιδέας αυτής εικονογραφούνται από μικρές ιστορίες της αναφοράς όρων όπως: γλυπτόδοντας, ηλεκτρόνιο, οξύ, θερμιδικό, μυόνιο, μεσόνιο. -14-
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
7. Εσωτερικός ρεαλισμός 135 Η περιγραφή του νοήματος του Putnam ξεκίνησε από ένα είδος ρεαλισμού, αλλά έχει καταλήξει εντελώς πραγματιστική και αντιρεαλιστική. Αυτές οι μετατοπίσεις περιγράφονται και συγκρίνονται με τη φιλοσοφία του Kant. Τόσο ο Putnam όσο και ο Kuhn πλησιάζουν κάτι που το καλύτερο όνομά του είναι υπερβατικός νομιναλισμός.
8. Έ ν α υποκατάστατο για την αλήθεια 159 Ο Ι. Lakatos είχε μια μεθοδολογία των επιστημονικών προγραμμάτων έρευνας, που προόριζε ως αντίδοτο για τον Kuhn. Αυτή μοιάζει με περιγραφή της ορθολογικότητας, αλλά περισσότερο είναι μια εξήγηση του πώς η επιστημονική αντικειμενικότητα δε χρειάζεται να βασίζεται σε μια θεωρία αντιστοιχίας της αλήθειας.
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ: Τα πραγματικά και οι αναπαραστάσεις 181 Το κεφάλαιο αυτό είναι μια ανθρωπολογική φαντασίωση γΰρω από τις ιδέες της πραγματικότητας και της αναπαράστασης, από τους τρωγλοδύτες έως τον Η. Hertz. Είναι μια παραβολή, για να δείξω γιατί οι συζητήσεις περί ρεαλισμοΰ/αντιρεαλισμοΰ είναι πάντοτε αναποτελεσματικές στο επίπεδο της αναπαράστασης. Έτσι, στρεφόμαστε από την αλήθεια και την αναπαράσταση στον πειραματισμό και το χειρισμό.
Β' Μ Ε Ρ Ο Σ : Π Α Ρ Ε Μ Β Α Ι Ν Ο Ν Τ Α Σ 9. Πείραμα 203 Η θεωρία και το πείραμα έχουν διαφορετικές σχέσεις στις διάφορες επιστήμες, στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους. Δεν υπάρχει ορθή απάντηση στο ερώτημα: Τι προηγείται, το πείραμα, η θεωρία, η εφεύρεση, η τεχνολογία...; Τ α παραδείγματα αντλούνται από την οπτική, τη θερμοδυναμική, τη φυσική στερεάς κατάστασης και τη ραδιοαστρονομία. - 10. Παρατήρηση 223 Ο Ν . R. Hanson υποστήριξε ότι όλες οι παρατηρησιακές δηλώσεις είναι φορτισμένες από θεωρία. Σ τ η ν πραγματικότητα, η παρατήρηση δεν -15-
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
είναι ένα γλωσσικό ζήτημα αλλά μία δεξιότητα. Ορισμένες παρατηρήσεις είναι εντελώς προθεωρητικές. Το έργο της C. Herschel στην αστρονομία και του W. Herschel στην ακτινοβολοΰμενη θερμότητα χρησιμοποιείται για να καταδείξει τις κοινοτοπίες γΰρω από την παρατήρηση. Συχνά μιλάμε για παρατήρηση και σε καταστάσεις που απέχουν πολΰ από την αβοήθητη όραση, όταν δε «βλέπουμε» κυριολεκτικά, αλλά χρησιμοποιούμε πληροφορίες που μεταδίδονται από θεωρητικά αντικείμενα, που έχουμε δεχθεί αξιωματικά.
11. Μικροσκόπια 247 Βλέπουμε με ένα μικροσκόπιο; Υπάρξουν πολλά είδη μικροσκοπίων φωτός, που βασίζονται σε διαφορετικές ιδιίότητες του φωτός. Πιστεύουμε ότι βλέπουμε κυρίως επειδή εντελώς διαφορετικά φυσικά συστήματα μάς παρέχουν την ίδια εικόνα. «Βλέπουμε» ακόμη και με ένα ακουστικό μικροσκόπιο, που χρησιμοποιεί τον ήχο αντί για φως.
12. Εικασίες, υπολογισμοί, μοντέλα, προσεγγίσεις 275 Δεν υπάρχει μία δραστηριότητα, η κατασκευή θεωριών. Υπάρχουν πολλά είδη και επίπεδα θεωριών, που έχουν διαφορετικές σχέσεις με το πείραμα. Η ιστορία του πειράματος και της θεωρίας του μαγνητο-οπτικού φαινομένου καταδεικνύει αυτό το γεγονός. Οι ιδέες της Ν. Cartwright για τα μοντέλα και τις προσεγγίσεις εικονίζουν ακόμη περισσότερες ποικιλίες της θεωρίας.
13. Η δημιουργία των φαινομένων 287 Πολλά πειράματα δημιουργούν φαινόμενα που δεν υπήρχαν ως τότε σε καθαρή μορφή στο σύμπαν. Η ιδέα της δυνατότητας επανάληψης των πειραμάτων είναι παραπλανητική. Τα πειράματα δεν επαναλαμβάνονται, αλλά βελτιώνονται μέχρι να μπορούν να αναδεικνύουν κανονικά τα φαινόμενα. Ορισμένα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα εικονίζουν αυτήν τη δημιουργία των φαινομένων. 14. Μέτρηση 301 Η μέτρηση έχει πολλούς διαφορετικούς ρόλους στις επιστήμες. Υπάρχουν μετρήσεις για τον έλεγχο των θεωριών, αλλά υπάρχουν επίσης και -16-
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
καθαροί καθορισμοί των σταθερών της φΰσης. Ο Τ. S. Kuhn δίνει επίσης μια σημαντική ττεριγραφή ενός απροσδόκητου λειτουργικού ρόλου της μέτρησης στην ανάπτυξη της γνώσης.
15. Βακώνεια θέματα 317 Ο F. Bacon έγραψε την πρώτη ταξινόμηση των ειδών του πειράματος. Προέβλεψε ότι η επιστήμη θα ήταν η συνεργασία δυο διαφορετικών δεξιοτήτων: της λογικής και της πειραματικής δεξιότητας. Έτσι απάντησε στο ερώτημα του Ρ. Feyerabend, «Τι είναι τόσο σημαντικό στην επιστήμη;». Ο Bacon δίνει μια καλή περιγραφή των κρίσιμων πειραμάτων, στην οποία είναι εμφανές ότι δεν είναι καθοριστικά. Ένα παράδειγμα από τη χημεία δείχνει ότι στην πράξη δεν μπορούμε γενικά να συνεχίζουμε επ' αόριστον να εισάγουμε βοηθητικές υποθέσεις, ώστε να διασώζουμε θεωρίες που έχουν καταρριφθεί από κρίσιμα πειράματα. Η κακή περιγραφή του πειράματος των Michelson-Morley από τον I. Lakatos χρησιμοποιείται ως ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο η θεωρία μπορεί να διαστρέψει τη φιλοσοφία του πειράματος.
16. Πειραματισμός και επιστημονικός ρεαλισμός 335 Ο πειραματισμός έχει μια δική του ζωή, που αλληλεπιδρά με τη διατύπωση εικασιών, τους υπολογισμούς, την κατασκευή μοντέλων, την εφεύρεση και την τεχνολογία με πολυάριθμους τρόπους. Αλλά ενώ αυτός που διατυπώνει εικασίες, κάνει υπολογισμούς ή κατασκευάζει μοντέλα μπορεί να είναι αντιρεαλιστής, ο πειραματιστής πρέπει να είναι ρεαλιστής. Η τοποθέτηση αυτή εικονογραφείται με μια αναλυτική περιγραφή μιας συσκευής που παράγει συγκεντρωμένες δέσμες πολωμένων ηλεκτρονίων, η οποία χρησιμοποιείται για να δείξει την παραβίαση της ομοτιμίας στις αλληλεπιδράσεις ασθενούς ουδέτερου ρεύματος. Τα ηλεκτρόνια γίνονται εργαλεία, των οποίων η πραγματικότητα θεωρείται δεδομένη. Δεν είναι το να σκέφτεσαι για τον κόσμο, αλλά το να τον αλλάζεις, που τελικά πρέπει να μας κάνει επιστημονικούς ρεαλιστές.
-17-
ΠΡΟΛΟΓΟΣ TOY ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗΝ ΕΑΑΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Το βιβλίο αυτό γράφτηκε πριν από είκοσι χρόνια. Είναι σήμερα δύσκολο να αισθανθούμε το πόσο θεωρητικά προσανατολισμένοι ήταν εκείνον τον καιρό οι φιλόσοφοι, οι ιστορικοί ή ακόμη και οι περισσότεροι κοινωνιολόγοι της επιστήμης. Θα δείτε ότι ορισμένες ενότητες στο παρόν βιβλίο έχουν την προσθήκη (Ε). Ό π ω ς εξήγησα ήδη στις «Ευχαριστίες», οι ενότητες αυτές γράφτηκαν από κοινού με τον Francis Everitt, ένα σημαντικό πειραματικό φυσικό, που έχει αφιερώσει την καριέρα του στον εργαστηριακό έλεγχο (σε διαστημόπλοια) των θεωριών του χώρου, του χρόνου και της σχετικότητας. Γράψαμε μαζί το άρθρο «Τι προηγείται, η θεωρία ή το πείραμα;» («Which comes first, theory or experiment?»). To υποβάλαμε προς κρίση σε επιστημονικά περιοδικά διαφόρων τύπων. Απορρίφθηκε από όλα, με την αιτιολογία ότι η πειραματική φυσική απλώς δεν ενδιέφερε τον οποιονδήποτε ασχολούνταν με τη φιλοσοφία. Ο Everitt είχε κι άλλες τέτοιες προηγούμενες εμπειρίες. Είχε γράψει στο Dictionary of Scientific Biography τα λήμματα για τους αδερφούς London, τον Fritz και τον Heinz, που ήταν κι οι δύο πρωταγωνιστές στη θεωρία και την πρακτική της φυσικής χαμηλών θερμοκρασιών. Ο Everitt είχε την τάση να τονίζει τα πειραματικά επιτεύγματα του Heinz, του πιο πειραματικού από τα δύο αδέρφια. Ένας από τους κριτές του λεξικού, ο Thomas S. Kuhn, επέπληξε αυστηρά τον Everitt, επειδή ξόδευε τόσα λόγια για το πείραμα, ενώ όλη η δράση βρισκόταν στη θεωρία. Έτσι, όταν έγραψα αυτό το βιβλίο που βασίστηκε σε προπτυχιακές διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο του Stanford, θεώρησα το πρώτο μισό, το Αναπαριστώντας^ ως ένα καθήκον μάλλον να πραγματευτώ κι εγώ τα ζητήματα που τότε αποτελούσαν το επίκεντρο ζωηρών συζητήσεων. Το οικοδόμησα γύρω από τα ζητήματα του επιστημονικού ρεαλισμού και παρήγαγα στα δύο μέρη του τη δική μου εκδοχή του ρεαλισμού, το ρεαλισμό περί οντοτήτων ή πειραματικό ρεαλισμό. Θεωρούσα ωστόσο τη διαδρομή αυτή ως έναν τρόπο να προβάλω τις ανησυχίες μου περί του πειράματος. Θεωρούσα το ρεαλισμό ως το άγκιστρο όπου θα κρεμούσα την προσπάθειά μου να επανεισαγάγω την πειραματική επιστήμη ως κεντρικό φιλοσοφικό ζήτημα. Θεωρούσα ότι το βιβλίο μου εγκαινίαζε μια κίνηση «επιστροφής στον Francis Bacon». -19-
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ TOY ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Σ Τ Η Ν ΕΑΑΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Τότε δεν το γνώριζα, αλλά το βιβλίο ήταν σίγουρα μέσα στο «πνεύμα των καιρών». Πολλοί άλλοι ασχολούνταν με την πειραματική επιστήμη και άρχισαν να δημοσιεύουν θεμελιώδη βιβλία. Τρία από αυτά συνιστούν τις αγαπημένες μου συνεισφορές στο θέμα, στα χρόνια αμέσως μετά τη δημοσίευση του δικοΰ μου βιβλίου. Το πρώτο ήταν το Leviathan and the Air Pump: Hobbes, Boyle and the Experimental Life (1986), των Steven Shapin και Simon Schaffer. Έγραψα τη βιβλιοκριτική για τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου αυτού σε ένα περιοδικό, του οποίου οι κριτές ντρέπονταν που είχαν νωρίτερα δημοσιεύσει μια ακατανόητη βιβλιοκριτική της πρώτης έκδοσης - αυτό ήταν κλασικό σύμπτωμα, νομίζω, της περιφρόνησης που τότε περιέβαλλε το πείραμα. Είπα ότι το βιβλίο ήταν απολύτως αξιοπρόσεκτο, διότι κεντρικός ήρωας δεν ήταν ούτε ο Boyle ούτε ο Hobbe^, αλλά ένα όργανο, η αεραντλία. Ένα δεύτερο βιβλίο ήταν το Flow Experiments End(l3K7) του Peter Galison, που ανάμεσα σ? άλλα στηρίχτηκε στη φράση μου στο παρόν βιβλίο, «τα πειράματα έχουν μια δική τους ζωή». Ο Galison έγραψε, δικαίως: «τα όργανα έχουν μια δική τους ζωή». Στο δικό μου βιβλίο είχα πολλά να πω για τις πειραματικές συσκευές, αλλά στ' αλήθεια δεν είχα εκτιμήσει όσο έπρεπε τη ζωή των οργάνων μέχρι που διάβασα τους Schaffer, Shapin και Galison. Ένα τρίτο βιβλίο, που δημοσιεύτηκε αμέσως μετά το δικό μου, ήταν το Constructing Quarks: A Sociological History of Quantum Physics (1984) του Andy Pickering, μια αξιοσημείωτη περιγραφή της Φυσικής Υψηλών Ενεργειών της δεκαετίας του 1970. Πολύ αργότερα, στο βιβλίο μου The Social Construction of What? (1999, κεφάλαιο 3) χρησιμοποίησα το βιβλίο του Pickering ως ένα από τα δύο αγαπημένα μου παραδείγματα θέσεων της κατασκευασιοκρατίας στις φυσικές επιστήμες. Το άλλο μου αγαπημένο παράδειγμα ήταν το βιβλίο του Bruno Latour, Laboratory Life: The Social Construction of Scientific Facts (1979), γραμμένο σε συνεργασία με τον Steve Woolgar. Αποτελεί παράλειψη του Αναπαριστώντας και Παρεμβαίνοντας το γεγονός ότι δε συζητώ το έργο των Latour και Woolgar* στο κάτω-κάτω, θα έπρεπε να το έχω χρησιμοποιήσει ως προκαταρκτικό για μια ακόλουθη σοβαρή μελέτη της εργαστηριακής επιστήμης. Προσπάθησα να απολογηθώ γι' αυτό με ένα δοκίμιο αναφορικά με το βιβλίο τους, στο οποίο κάνω ίσως την πρώτη μου προσπάθεια να πάρω στα σοβαρά τα ολοένα και πιο άγρια δόγματα της κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας. Θα άλλαζα κάτι σήμερα; Ό χ ι , καθώς το παρόν βιβλίο αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη στιγμή στην πρόσφατη εξέλιξη της φιλοσοφίας της επιστήμης. Μήπως μετανιώνω για κάτι; Ε λοιπόν, υπάρχει η επιπόλαιη δήλωσή -20-
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ TOY ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Σ Τ Η Ν ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
μου, το σοβαρό μου αστείο, «Όσον αφορά εμένα, αν μπορείς να τα ψεκάσεις, τότε είναι πραγματικά». Αυτό είναι μία μονόπλευρη συνεπαγωγή! Δεν εννοούσα ότι αν κάτι είναι πραγματικό, τότε μπορείς να το «ψεκάσεις». Ποτέ δε θεώρησα ότι θα το σκεφτόταν κανείς έτσι, και γι' αυτό δεν το διευκρίνισα περαιτέρω. Αλίμονο, ήταν πολλοί αυτοί που διάβασαν τη δήλωση μου ως αμφίδρομη συνεπαγωγή. Περίπου το ίδιο πρόβλημα εμφανίζεται και στο τέλος του βιβλίου, όπου λέω ότι «Το πειραματικό έργο παρέχει την πιο δυνατή απόδειξη για τον επιστημονικό ρεαλισμό». Δεν εννοώ ότι αυτό είναι η μόνη απόδειξη. Αλλά δεν εννοώ επίσης το οποιοδήποτε παλαιό πειραματικό έργο. Ό π ω ς γίνεται σαφές στη δήλωση που τονίζεται με πλαγιογράμματα στη σελίδα 339, αυτό που μας πείθει για την πραγματικότητα μιας μη παρατηρήσιμης θεωρητικής οντότητας είναι η ικανότητά μας να σχεδιάζουμε και να κατασκευάζουμε όργανα που μας επιτρέπουν να χειριζόμαστε και να χρησιμοποιούμε την εν λόγω οντότητα, προκειμένου να εξερευνήσουμε άλλες όψεις της φΰσης. Εξακολουθώ να νιώθω άβολα με τις μη παρατηρήσιμες θεωρητικές οντότητες, με τις οποίες δεν μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε κατ' αυτόν τον τρόπο. Το πρόβλημα αυτό ανακύπτει τυπικά στην αστρονομία και την αστροφυσική. Διερεύνησα μάλιστα αυτό το ερώτημα σε ένα άρθρο αναφορικά με τους βαρυτικοΰς φακούς, που γράφτηκε την εποχή που είχαν μόλις αποκτηθεί τα πρώτα σχετικά σαφή αποτελέσματα για αυτοΰς. Τα αποτελέσματα σχετικά με τους βαρυτικοΰς φακούς και τις χρήσεις τους ξεφυτρώνουν έκτοτε σαν τα μανιτάρια. Ανακαλύπτω εντός μου τόση αβεβαιότητα για το τι να πω σε αυτό το πεδίο, όση δεν νιώθω για τίποτε άλλο στο παρόν βιβλίο. Νομίζω όντως ότι το καλύτερο σύντομο πρόσφατο σχόλιο για την πραγματικότητα το έκανε ο Hilary Putnam: Αποτελεί «σύνηθες φιλοσοφικό σφάλμα να υποθέτουμε ότι η "πραγματικότητα" πρέπει να αναφέρεται σε ένα και μόνο υπερ-πράγμα, αντί να αναζητούμε τους τρόπους με τους οποίους ασταμάτητα αναδιαπραγματευόμαστε - και είμαστε αναγκασμένοι να αναδιαπραγματευόμαστέ - την αντίληψή μας περί πραγματικότητας, καθώς η γλώσσα μας και η ζωή μας εξελίσσονται». Το Αναπαριστώντας και Παρεμβαίνοντας μπορεί να συνιστά μια μικρή μόλις συνεισφορά στη συνεχιζόμενη επαναδιαπραγμάτευσή μας της έννοιας της πραγματικότητας στις φυσικές επιστήμες. Αλλά αυτό που με ευχαριστεί πάνω απ' όλα σ' αυτό το βιβλίο είναι το πώς έχει βοηθήσει τους φιλοσόφους, τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους των φυσικών επιστημών να επιστρέψουν στις πειραματικές τους ρίζες. Ian Hacking -21 -
ΣΗΜΕΙΩΜΑ TOY ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
To Αναπαζίστώντας και Παρεμβαίνοντας είναι ένα έργο που έχει ήδη γράψει τη δική του ιστορία στην αγγλοσαξονική (και όχι μόνον) βιβλιογραφία, σηματοδοτώντας μια στροφή προς τη μελέτη των εργαστηρίων, των πειραμάτων και των οργάνων. Στις αρχές ήδη της δεκαετίας του 1990 το παρόν βιβλίο αποτέλεσε υλικό για ένα σχετικό μεταπτυχιακό σεμινάριο του πρόσφατα εκλιπόντος Παντελή Νικολακόπουλου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπου ο υπογράφων και αρκετοί άλλοι πρωτογνωρίσαμε το έργο του Ι. Hacking κι επηρεαστήκαμε απ' αυτό. Νιώθω λοιπόν ξεχωριστή συγκίνηση που σήμερα τυχαίνω μεταφραστής του βιβλίου αυτοΰ, που εκδίδεται από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις το\) ίδιου ιδρύματος. Ένα έργο όπως αυτό, που εμπλέκει τεχνικά θέματα σύγχρονης και παλαιότερης επιστήμης με μια συνολική ανασκόπηση της πρόσφατης φιλοσοφίας της επιστήμης, είναι φυσικό να παρουσιάσει αρκετά προβλήματα για το μεταφραστή. Θα ήθελα να αναφερθώ με συντομία σε ορισμένα απ' αυτά, κυρίως σε όσα επικρέμαται το ενδεχόμενο της σύγχυσης από τη σύγκριση με άλλα σχετικά έργα στην ελληνική γλώσσα. Αφήνοντας κατά μέρος τις πάπιες του Παράκελσου, όπου προτίμησα να μεταφράσω με παιχνιδιάρικη καθαρεύουσα τους «λατινόφρονες» όρους, ας ξεκινήσω με τα θέματα απόδοσης των επιστημονικών όρων. Ο όρος «parity», αναφερόμενος στη συμμετρία αριστερού-δεξιού στη νεότερη θεωρητική φυσική, έχει αποδοθεί συχνά στα ελληνικά με τον όρο «ισοτιμία» - έτσι αποδίδει για παράδειγμα τον όρο ο Στέφανος Τραχανάς στα θαυμάσια βιβλία του για την Κβαντομηχανική (1985-88), των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης. Χωρίς να θέλω να αντιδικήσω, χρησιμοποιώ στην παρούσα μετάφραση τον όρο «ομοτιμία», για γλωσσικούς κυρίως λόγους, που έχουν να κάνουν με τη σύνδεση της λέξης «ισοτιμία» με οικονομικά πλαίσια συμφραζομένων. Ακολουθώ έτσι παράλληλη μεταφραστική γραμμή τόσο με το ΑγγλοΕλληνικό λεξικό Penguin-Helienews, όσο και με την ομάδα (Αθανάσιος Ααχανάς και άλλοι) που μετέφρασε το βιβλίο του Weinberg, Όνειρα για μια τελική θεωρία^ Κάτοπτρο, Αθήνα, 1995. Ακολουθώ την ίδια ομάδα και στην απόδοση λιγότερο αμφιλεγόμενων όρων: «weak neutral currents» ως «ουδέτερα ασθενή ρεύματα», «(ηοη-) standard model» ως «(μη) καθιερωμένο μοντέλο», «meson» ως «μεσόνιο». Διαφοροποιούμαι όμως σε όρους όπως το παλιό, καλό «calori-23-
ΣΗΜΕΙΩΜΑ TOY ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
que», το οποίο αποδίδω «θερμιδικό» και όχι «θερμικό», ακολουθώντας την παλαιότερη μετάφραση μου στο Harman, Ενέργεια, Δ νναμη και ^Υλη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (Π.Ε.Κ.)» 1994. Οι τότε αναζητήσεις μου στη σχετική ελληνική βιβλιογραφία αλλά κυρίως οι συζητήσεις που είχα με τους επιμελητές της σειράς, με πείθουν ακόμη και σήμερα για το προτιμητέο αυτής της επιλογής. Επίσης, επιμένω να γράφω το «muon» «μυόνιο» κι όχι «μιόνιο» για ακαθόριστους ίσως λόγους. Είχα την ευκαιρία, λόγω του μεγάλου διαστήματος που δουλεύτηκε αυτή η μετάφραση μέχρι να φτάσει στο τυπογραφείο, να ελέγξω τον τρόπο με τον οποίο απέδωσα όρους της κβαντομηχανικής με τη βοήθεια και του βιβλίου του Styer, Ο παράξενος κόσμος της Κβαντικής Μηχανικής, Κάτοπτρο, Αθήνα, 2000, μτφρ. Γ. Κατσιλιέρη. Χάρηκα όταν είδα ότι υπήρχε απόλυτη ταύτιση σε όρους (όχι ιδψίτερα αμφιλεγόμενους, είναι η αλήθεια) όπως: «magneton» ως «μαγνητόνη» (του Bohr), «collapse of the wave packet» ως «κατάρρευση του κυματοπακέτου» - αλλά και «reduction of the wave packet» ως «αναγωγή του κυματοπακέτου», αλλοΰ. Προτίμησα να αποδώσω την κβαντομηχανική έννοια του «spin» ως «ιδιοστροφορμή» και να χρησιμοποιήσω επιπρόσθετα τον όρο «ιδιοπεριστροφή» για να περιγράψω το κλασικό, μηχανικό της ανάλογο, της περιστροφής ενός σωματιδίου γΰρω από τον άξονά του. Εναλλακτικά, σε πιο εξειδικευμένα βιβλία, ο όρος αποδίδεται και ως «σπιν», κάτι που θέλησα να αποφύγω στο γενικότερης αναφοράς βιβλίο αυτό. Ο όρος «aberration» έχει διαφορετική απόδοση, ανάλογα με το αν αναφέρεται στην αστρονομία, όπου σημαίνει «(αστρική) αποπλάνηση», ή στην οπτική, όπου πέραν της «αποπλάνησης» χρησιμοποιείται και η απόδοση «(χρωματική ή σφαιρική) εκτροπή ή παρέκκλιση». Προτίμησα εδώ τον όρο «εκτροπή» για την οπτική, για να συμφωνήσω με την απόδοση του όρου στο Westfall, Η ζωή τον Ισαάκ Νεύτωνα, Π.Ε.Κ., 1999, από τον Διονύση Γιαννίμπα. Στην οπτική, επίσης, αποδίδω τους παλαιότερους ιστορικά όρους «refrangibility» («διαθλασιμότητα») και «differential refrangibility» («διαφορική διαθλασιμότητα») χρησιμοποιώντας κάποια νεότερα αντίστοιχά τους: «δείκτης διάθλασης» και «διασκεδασμός», αντίστοιχα. Αποδίδω ως «διάγραμμα δείκτη» το «indicator diagram» του Watt, διαφοροποιούμενος από την απόδοση που εγώ ο ίδιος είχα ακολουθήσει παλαιότερα («ενδεικτικό διάγραμμα» στο Harman, όπ.π.). Πιστεύω, όπως φαίνεται και από το πλαίσιο συμφραζομένων του όρου στο ανά χείρας βιβλίο, ότι η τωρινή απόδοση είναι η ορθότερη. -24-
ΣΗΜΕΙΩΜΑ TOY ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Για τον όρο «functionalism» στις κοινωνικές επιστήμες επιχειρώ την ελληνική απόδοση «λειτουργισμός» παράλληλα με το κακόηχο αλλά ίσως ακριβέστερο «φονξιοναλισμός». Αποδίδω ως «γνωσιακή ψυχολογία/επιστήμη» τον όρο «cognitive psychology/science», και αντίστοιχα «γνωσιακός» και όχι «γνωστικός» τον όρο «cognitive». Τόσο σε αυτόν τον όρο, όσο και σε πολλούς άλλους, έκανα κάθε προσπάθεια να ακολουθήσω το πιο πρόσφατο έργο αναφοράς στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, το συλλογικό Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Επιστή'μης, Π.Ε.Κ., 1998, όπως μεταφράστηκε από τους Π. Θεοδώρου, Κ. Παγωνδιώτη και Γ. Φουρτοΰνη με επιστημονική επιμέλεια του Α. Μπαλτά. Σε κάθε περίπτωση, στους περισσότερους απ' αυτούς τους όρους υπάρχει εντός παρενθέσεως και ο πρωτότυπος αγγλικός, για λόγους ευκολότερης αναφοράς· η ίδια τακτική ακολουθείται και στο Ευρετήριο. Δυο μόνο εξαιρέσεις τολμώ να προτείνω σε σχέση με την παραπάνω μετάφραση: την απόδοση «κατασκευασιοκρατία» αντί του «κατασκευαστισμός» για το «constructivism», και «πλαίσιο αιτιολόγησης» αντί του «πλαίσιο δικαιολόγησης» για το «context of justification». Αποδίδω επίσης ως «τέχνημα» τον όρο «artefact», σε συμφωνία με τους παραπάνω μεταφραστές, και όχι «τεχνούργημα» όπως θα μπορούσα ίσως. Καταλήγω να συμφωνήσω με πολλά ελληνικά λεξικά που κάνουν τη σχετική διάκριση (π.χ. Ελληνικό Αεξικό Τεγόπουλος-Φυτράκης, Αντιλεξικόν Βοσταντζόγλου), ότι ο όρος τεχνούργημα παραπέμπει περισσότερο σε ένα έργο τέχνης με την έννοια της καλλιτεχνίας, ενώ ο όρος τέχνημα είναι πιο ουδέτερος και ενέχει επίσης τη συνδήλωση του τεχνάσματος, που συχνά επιδιώκεται με τη χρήση του. Κράτησα λοιπόν στο παρόν βιβλίο τον όρο τεχνούργημα για τις περιπτώσεις όπου γίνεται αναφορά σε καλλιτεχνικά κατασκευάσματα ή ευρήματα. Πέρα από τις παραπάνω έντυπες πηγές που μνημόνευσα, αξίζει να σημειώσω εδώ και την ύπαρξη ποικίλων αγγλο-ελληνικών λεξικών που είναι πλέον διαθέσιμα στο Διαδίκτυο, τόσο γενικής υφής όσο και εξειδικευμένα σε τομείς όπως π.χ. Ιατρική, Βιολογία, Πληροφορική και Ακτινοφυσική. Δε θέλω να υπονοήσω κάποια αξιολόγηση παραθέτοντας εδώ κάποιες διευθύνσεις κι όχι άλλες· ο ενδιαφερόμενος μπορεί εύκολα να τις εντοπίσει με μηχανές αναζήτησης. Πρέπουν δύο σύντομες κουβέντες και για τους ανθρώπους που στάθηκαν αρωγοί στην εδώ μεταφραστική μου προσπάθεια. Κατ' αρχήν, χωρίς την ενδελεχή επιστημονική επιμέλεια του Μιχάλη Ασημακόπουλου και τις επίμονες και διεισδυτικές παρατηρήσεις του, η παρούσα μετάφραση θα ήταν σαφώς φτωχότερη. Ο Ιωάννης Βανδουλάκης είδε τα μέρη που είχαν σχέση -25-
ΣΗΜΕΙΩΜΑ TOY ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
με την τυπική λογική, ενώ ο Νίκος Ματσόπουλος ήταν πολύτιμος βοηθός σε ό,τι αναφερόταν στην αστρονομία και την αστροφυσική - χωρίς αυτόν η «επιπρόσθησις» θα είχε μείνει άγνωστη στο ευρΰ κοινό. Ο φίλος Χρήστος Νασιόπουλος υποστήριζε εδώ και καιρό ότι το βιβλίο αυτό του Hacking έπρεπε να μεταφραστεί στα ελληνικά, και με χαρά μου έστειλε μια πρόχειρη μετάφραση ορισμένων αποσπασμάτων που ο ίδιος είχε επιχειρήσει παλαιότερα, ενώ στην πρώτη μορφή της μετάφρασης ορισμένων κεφαλαίων βοήθησε επίσης η Αγγελική Βοσκάκη. Η επιμέλεια του Αριστείδη Μπαλτά σε προηγούμενες μεταφραστικές μου δουλειές άφησε επίσης τα σημάδια της ελπίζω. Τους ευχαριστώ όλους. Η παράθεση των τόσων ονομάτων δε σημαίνει βέβαια ότι αποτινάζω τις ευθΰνες μου. Για όλα τα λάθη και τις ανακρίβειες που παρέμειναν, τυπικά και ουσιαστικά ευθ|3νεται, προφανώς, ο υπογράφων.
Τάσος Τσιαντούλας
- 26-
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
To βιβλίο αυτό χωρίζεται σε δύο μέρη. Μπορείτε, αν θέλετε, να ξεκινήσετε από το δεύτερο μισό, το Παρε-μβαίνοντας, Αφορά στα πειράματα. Έχουν παραμεληθεί τόσο καιρό από τους φιλοσόφους της επιστήμης, που ό,τι γράφει κανείς γι' αυτά είναι καινοφανές. Οι φιλόσοφοι συνήθως εξετάζουν τις θεωρίες. Το Αναπαριστώντας αφορά στις θεωρίες και συνεπώς εξετάζει μέρος του έργου που έχει ήδη γίνει σε αυτό το πεδίο. Τα τελευταία κεφάλαια του Κ Μέρους μπορεί να ενδιαφέρουν κυρίως τους φιλοσόφους, ενώ ορισμένα του Β' Μέρους ταιριάζουν περισσότερο στις προτιμήσεις ενός φυσικού επιστήμονα. Διαλέξτε ό,τι σας ταιριάζει: ο αναλυτικός πίνακας περιεχομένων περιγράφει τι περιλαμβάνει κάθε κεφάλαιο. Η διάταξη των κεφαλαίων είναι σκόπιμη, αλλά δεν είναι απαραίτητο να ξεκινήσετε το διάβασμα με τη δική μου σειρά. Τα ονομάζω εισαγωγικά θέματα. Αποτελούν, για μένα, ακριβώς αυτό. Ή τ α ν τα θέματα του ετήσιου εισαγωγικού μαθήματός μου της φιλοσοφίας της επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Stanford. Με τον όρο «εισαγωγικά» δεν εννοώ απλουστευτικά. Τα εισαγωγικά θέματα πρέπει να είναι αρκετά σαφή και αρκετά σοβαρά, ώστε να συναρπάζουν ένα μυαλό για το οποίο είναι νέα, αλλά και αρκετά διεισδυτικά, ώστε να προκαλούν σπινθηρισμούς στο μυαλό όσων σκέφτονται γι' αυτά τα πράγματα επί χρόνια.
-27-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ
Με ρωτάτε να σας πω ποια από τα χαρακτηριστικά των φιλοσόφων είναι πράγματι ιδιοσυγκρασίες; Για παράδειγμα, η έλλειψη ιστορικής αίσθησης, το μίσος προς την ίδια την ιδέα του γίγνεσθαι, ο αιγυπτισμός τους. Πιστεύουν ότι δείχνουν το σεβασμό τους για ένα θέμα όταν το απο-ιστορικοποιοΰν, sub specie aeterni - όταν το μετατρέπουν σε μούμια. (F. Nietzsche, Το Λυκόφως των Ειδώλων, «Το 'Λογικό' στη Φιλοσοφία», Μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Εκδ. Θεσσαλονίκης, χ.χ., σ. 27)
Ε
1 δώ και καιρό, οι φιλόσοφοι μετέτρεψαν την επιστήμη σε μούμια. Ό τ α ν τελικά ξετύλιξαν το πτώμα και είδαν τα απομεινάρια μιας ιστοJ ρικής διαδικασίας εξέλιξης και ανακάλυψης, δημιούργησαν μεταξύ τους μια κρίση ορθολογικότητας. Αυτό συνέβη γύρω στα I960. Αποτέλεσε κρίση, επειδή αναστάτωσε την παλιά μας παράδοση σκέψης, ότι η επιστημονική γνώση αποτελεί την κορωνίδα των επιτευγμάτων του ανθρώπινου λόγου (reason). Οι σκεπτικιστές αμφισβητούσαν πάντοτε το αυτάρεσκο πανόραμα της αθροιστικής και συσσωρεύσιμης ανθρώπινης γνώσης, αλλά τώρα πλέον αντλούσαν πολεμοφόδια από τις λεπτομέρειες της ιστορίας. Αφού εξέτασαν πολλά από τα λυπηρά περιστατικά στην επιστημονική έρευνα του παρελθόντος, ορισμένοι φιλόσοφοι άρχισαν να ανησυχούν για το αν ο λόγος παίζει μεγάλο ρόλο στη διανοητική αντιπαράθεση. Είναι ο λόγος αυτός που καθορίζει ποια θεωρία προσεγγίζει την αλήθεια ή ποια έρευνα πρέπει να επιδιώξουμε; Κατέστη ασαφές αν ο λόγος ήταν αυτός πον όφειλε γα καθορίζει τέτοιες αποφάσεις. Κάποιοι, ίσως αυτοί που ήδη θεωρούσαν ότι η ηθική είναι αλληλένδετη με τον πολιτισμό και σχετική, υπέδειξαν ότι η «επιστημονική αλήθεια» αποτελεί κοινωνικό προϊόν, χωρίς κανένα εχέγγυο απόλυτης εγκυρότητας ή ακόμα και σχέση με αυτήν. Από τότε που εμφανίστηκε αυτή η κρίση εμπιστοσύνης, η ορθολογικότητα ήταν ένα από τα δύο θέματα που θα βασάνιζαν τους φιλοσόφους της επιστήμης. Ρωτάμε: Τι πραγματικά γνωρίζουμε; Τι πρέπει να πιστεύουμε; Τι είναι απόδειξη; Ποιοι είναι οι ορθοί λόγοι (good reasons); Είναι η επιστήμη τόσο ορθολογική όσο πίστευαν οι άνθρωποι; Μήπως όλες αυτές οι συζητήσεις γύρω από το λόγο είναι μόνο ένα προπέτασμα καπνού για τεχνοκράτες;
-29-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
Τέτοιου είδους ερωτήματα γΰρω από τη διαδικασία του λογικού συλλογισμοΰ και την πίστη ονομάζονται παραδοσιακά λογική και επιστημολογία. Αυτό το βιβλίο αναφέρεται σ' αυτά. Ο επιστημονικός ρεαλισμός (scientific realism) είναι το άλλο μείζον θέμα. Ρωτάμε: Τι είναι ο κόσμος; Τι είδους πράγματα βρίσκονται μέσα του; Τι είναι αληθινό σε αυτά; Τι είναι η αλήθεια; Είναι οι οντότητες που θεωρούνται δεδομένες από τους θεωρητικούς φυσικούς πραγματικές ή αποτελούν απλώς κατασκευάσματα του ανθρώπινου νου για την οργάνωση των πειραμάτων μας; Αυτά αποτελούν ερωτήματα για την πραγματικότητα. Συνιστούν μεταφυσικά ερωτήματα. Αυτά έχω επιλέξει σ' αυτό το βιβλίο, για να οργανώσω τα εισαγωγικά μου μαθήματα στη φιλοσοφία της επιστήμης. Οι αντιπαραθέσεις τόσο γύρω από το λργο όσο και την πραγματικότητα έχουν εδώ και κάιρό πολώσει τους φιλοσόφους της επιστήμης. Τα επιχειρήματα είναι σύγχρονα, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της φιλοσοφικής συζήτησης περί φυσικής επιστήμης περιστρέφεται σήμερα γύρω από το λόγο ή την πραγματικότητα, ή και τα δύο. Αλλά κανένα από τα δύο δεν είναι καινοφανές. Τ α συναντούμε στην αρχαία Ελλάδα, όπου άρχισε το φιλοσοφείν περί της επιστήμης. Εγώ επέλεξα το ρεαλισμό, αλλά και η ορθολογικότητα θα εξυπηρετούσε εξίσου. Αυτά τα δύο διαπλέκονται. Η προσήλωση στο ένα δε συνεπάγεται τον αποκλεισμό του άλλου. Είναι κάποια από τις δύο αυτές ερωτήσεις σημαντική; Αμφιβάλλω. Θέλουμε μεν να γνωρίζουμε τι είναι πραγματικά πραγματικό και τι αληθινά ορθολογικό. Ωστόσο, θα διαπιστώσετε ότι απορρίπτω τα περισσότερα ερωτήματα περί ορθολογικότητας και ότι είμαι ρεαλιστής μόνο στη βάση των πλέον πραγματιστικών λόγων. Αυτή η στάση δε μειώνει το σεβασμό μου για το μέγεθος της ανάγκης μας για λόγο και πραγματικότητα, ούτε την αξία κάθε μιας από τις ιδέες αυτές, ως σημείο εκκίνησης. Πρόκειται να μιλήσω για το τι είναι πραγματικό, αλλά, πριν συνεχίσουμε, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε πώς προέκυψε μια «κρίση ορθολογικότητας» στην πρόσφατη φιλοσοφία της επιστήμης. Αυτό θα μπορούσε να συνιστά την «ιστορία ενός λάθους». Είναι η ιστορία που περιγράφει πώς από πρώτης τάξεως έργα εξήχθησαν κάπως παράτονα συμπεράσματα. Οι ενδοιασμοί γύρω από το λόγο επηρεάζουν πολλά ρεύματα στη σύγχρονη ζωή, αλλά όσον αφορά στη φιλοσοφία της επιστήμης, αυτοί ξεκίνησαν ουσιαστικά με μια φημισμένη φράση που δημοσιεύτηκε πριν από είκοσι χρόνια: Η ιστορία, αν ιδωθεί ως αποθήκη για κάτι περισσότερο από ανεκδοτολογικά -30-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
περιστατικά ή χρονολογίες, θα μπορούσε να επιφέρει έναν αποφασιστικό μετασχηματισμό στην εικόνα εκείνη της επιστήμης, που μας διακατέχει σήμερα. Αποφασιστικός μετασχη^ματισμός — ανεκδοτολογικά περιστατικά ή χρονολογίες— εικόνα της επιστήμης — διακατέχει — αυτές είναι οι εναρκτήριες λέξεις του φημισμένου βιβλίου του Thomas Kuhn, Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων (The Structure of Scientific Revolutions). To ίδιο το βιβλίο προκάλεσε έναν αποφασιστικό μετασχηματισμό και ακουσία ενέπνευσε μια κρίση ορθολογικότητας.
ΜΙΑ ΔΙΧΑΣΜΕΝΗ ΕΙΚΟΝΑ Πώς μπόρεσε η ιστορία να προκαλέσει κρίση; Εν μέρει εξαιτίας της προηγουμένης εικόνας της μουμιοποιημένης επιστήμης. Αρχικά, φαίνεται σαν να μην υπήρχε μόνο μία εικόνα. Ας πάρουμε για παράδειγμα δυο από τους κορυφαίους φιλοσόφους. Ο Rudolf Carnap και ο Karl Popper ξεκίνησαν και οι δυο την καριέρα τους στη Βιέννη και στη δεκαετία του '30 διέφυγαν στο εξωτερικό. Ο Carnap στο Σικάγο και στο Λος Αντζελες και ο Popper στο Λονδίνο προετοίμασαν το έδαφος για πολλές κατοπινές συζητήσεις. Διαφωνούσαν σε πολλά σημεία, μόνο και μόνο επειδή συμφωνούσαν στα βασικά. Θεωρούσαν τις φυσικές επιστήμες εκπληκτικές και πίστευαν ότι η φυσική είναι η καλύτερη από αυτές, ότι αντιπροσωπεύει υποδειγματικά την ανθρώπινη ορθολογικότητα. Θ α ήταν ωραία να υπήρχε ένα κριτήριο για τη διάκριση της καλής επιστήμης από την κακή ανοησία και την κακοδιατυπωμένη εικασία. Εδώ φτάνουμε στην πρώτη διαφωνία: Ο Carnap πίστευε ότι είναι σημαντικό να κάνουμε τη διάκριση με βάση τη γλώσσα, ενώ ο Popper θεωρούσε ότι η μελέτη των νοημάτων δεν έχει σχέση με την κατανόηση της επιστήμης. Ο Carnap έλεγε ότι η επιστημονική διαπραγμάτευση (discourse) έχει νόημα, ενώ οι μεταφυσικές συζητήσεις δεν έχουν. Οι προτάσεις που έχουν νόημα πρέπει να είναι καταρχήν επαληθεύσιμες, διαφορετικά δε δηλώνουν τίποτα για τον κόσμο. Ο Popper πίστευε ότι η επαλήθευση ήταν παραπλανητική κατεύθυνση, επειδή οι ισχυρές επιστημονικές θεωρίες δεν μπορούν ποτέ να επαληθευτούν, καθώς το πεδίο τους είναι υπερβολικά ευρύ. Μπορούν ωστόσο να ελεγχθούν και ενδεχομένως να αποδειχτούν εσφαλμένες. Μια πρόταση είναι επιστημονική, αν είναι διαψεύσιμη. Κατά τη γνώμη του Popper, δεν είναι και τόσο κακό το να είσαι προεπιστημονικά μεταφυσικός, καθώς η μη διαψεύσιμη μεταφυσική είναι συχνά ο εικοτολογικός πρόγονος της διαψεύσιμης επιστήμης. -31-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
Η διάκριση εδώ προδίδει μια βαθύτερη διαφορά. Η επαλήθευση του Carnap αρχίζει από κάτω προς τα πάνω: Κάνε παρατηρήσεις και δες πώς αθροίζονται, ώστε να επικυρώσουν ή να επαληθεύσουν μια πιο γενική διατύπωση. Η διάψευση του Popper αρχίζει από πάνω προς τα κάτω. Διαμόρφωσε πρώτα μια θεωρητική υπόθεση και μετά βγάλε συμπεράσματα και έλεγξε την αλήθεια τους. Ο Carnap γράφει στο πλαίσιο μίας παράδοσης που ήταν κοινή από το δέκατο έβδομο αιώνα, μιας παράδοσης που ομιλεί περί «επαγωγικών επιστημών». Αρχικά, αυτό σήμαινε ότι ο ερευνητής έπρεπε να κάνει ακριβείς παρατηρήσεις, να διεξάγει πειράματα προσεχτικά και να καταγράφει με ειλικρίνεια τα αποτελέσματα* μετά να κάνει γενικεύσεις και να περιγράφει τις αντιστοιχίες, και σταδιακά να επεξεργάζεται τις υποθέσεις και τις θεωρίες, αναπτύσσοντας συνεχώς νέες έννοιες, προκειμένου να κατανοήσει και να οργανο^ει/ τα γεγονότα. Αν οι θεωρίες αντέξουν στους διαδοχικούς ελέγχους, τότε γνωρίζουμε κάτι για τον κόσμο. "Ισως και να οδηγηθούμε στους βαθύτερους νόμους της φύσης. Η φιλοσοφία του Carnap είναι η εκδοχή αυτής της στάσης στον εικοστό αιώνα. Θεωρούσε τις παρατηρήσεις μας ως θεμέλια της γνώσης μας και πέρασε τα ύστερα χρόνια της ζωής του προσπαθώντας να επινοήσει μια επαγωγική λογική, για να εξηγήσει πώς οι παρατηρησιακές ενδείξεις μπορούν να υποστηρίξουν υποθέσεις ευρείας εφαρμογής. Υπάρχει, ωστόσο, μια πιο πρώιμη παράδοση. Ο παλαιός ορθολογιστής Πλάτωνας θαύμαζε τη γεωμετρία και είχε σε λιγότερη υπόληψη την υψηλής ποιότητας μεταλλουργία, ιατρική ή αστρονομία της εποχής του. Αυτός ο σεβασμός για τη λογική παραγωγή διατηρήθηκε στη διδασκαλία του Αριστοτέλη, ο οποίος δίδαξε ότι η πραγματική γνώση - η επιστήμη - είναι ένα ζήτημα παραγωγής συμπερασμάτων από πρώτες αρχές διαμέσου αποδείξεων. Ο Popper απεχθάνεται πλήρως την ιδέα των πρώτων αρχών, αλλά αποκαλείται συχνά παραγωγιστής. Αυτό συμβαίνει, επειδή πιστεύει ότι υπάρχει, μόνο μία λογική - η παραγωγική λογική. Ο Popper συμφωνούσε με τον David Hume, ο οποίος το 1739 πρότεινε ότι, στην καλύτερη περίπτωση, έχουμε απλώς μια ψυχολογική τάση να προβαίνουμε σε γενικεύσεις από την εμπειρία. Αυτό δεν παρέχει κάποιο λόγο ή κάποια βάση για τις επαγωγικές μας γενικεύσεις, όπως άλλωστε η δυσπιστία ενός νεαρού απέναντι στον πατέρα του δεν είναι λόγος για να εμπιστευόμαστε περισσότερο το νεαρό από το γέρο άνδρα. Σύμφωνα με τον Popper, η ορθολογικότητα της επιστήμης δεν έχει καμία σχέση με το πόσο καλά «υποστηρίζουν» οι αποδείξεις μας -32-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
τις υποθέσεις μας. Η ορθολογικότητα είναι θέμα μεθόδου* αυτή η μέθοδος έγκειται στο σχήμα: εικασία και κατάρριψη {conjecture and refutation). Σχημάτισε τολμηρές Όττοθέοεις για τον κόσμο, βγάλε από αυτές κάποια παρατηρήσιμα συμπεράσματα. Κάνε έλεγχο, για να δεις αν αληθεύουν. Αν ναι, κάνε κι άλλους ελέγχους. Αν όχι, αναθεώρησε την εικασία ή καλύτερα επινόησε μια καινούργια. Συμφωνά με τον Popper, μπορούμε να ποΰμε ότι μια υπόθεση που έχει περάσει πολλούς ελέγχους είναι «επιρρωμένη» (corroborated). Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι υποστηρίζεται καλά από τα στοιχεία που έχουμε συλλέξει. Σημαίνει μόνο ότι αυτή η υπόθεση έχει παραμείνει στην επιφάνεια της ταραγμένης θάλασσας του κριτικού ελέγχου. Ο Carnap, από την άλλη μεριά, προσπάθησε να δημιουργήσει μια θεωρία επικύρωσης, αναλύοντας τον τρόπο με τον οποίο οι ενδείξεις καθιστούν την υπόθεσή μας περισσότερο πιθανή. Οι οπαδοί του Popper (Ποπεριανοί) περιγελούν τους Καρναπιανούς, επειδή δεν έχουν διατυπώσει καμία βιώσιμη θεωρία της επικύρωσης. Οι Καρναπιανοί, για να ανταποδώσουν, υποστηρίζουν ότι ο λόγος του Popper για την επίρρωση είναι είτε κενός είτε ένας μεταμφιεσμένος τρόπος διαπραγμάτευσης της επικύρωσης.
ΠΕΔΙΑ ΜΑΧΗΣ Ο Carnap θεωρούσε ότι τα νοήματα και μια θεωρία για τη γλώσσα έχουν σημασία για τη φιλοσοφία της επιστήμης. Ο Popper τα περιφρονούσε ως σχολαστικά. Ο Carnap προτιμούσε την επαλήθευση, για να διαχωρίζει την επιστήμη από τη μη επιστήμη. Ο Popper υποστήριζε τη διάψευση. Ο Carnap προσπάθησε να εξηγήσει αναλυτικά τον ορθό λόγο σε σχέση με μία θεωρία επικύρωσης (confirmation). Ο Popper θεωρούσε ότι η ορθολογικότητα έγκειται στη μέθοδο. Ο Carnap πίστευε ότι η γνώση έχει θεμέλια' ο Popper υποστήριζε ότι δεν υπάρχουν θεμέλια και ότι όλη η γνώση μας είναι επισφαλής. Ο Carnap πίστευε στην επαγωγή' ο Popper θεωρούσε ότι δεν υπάρχει άλλη λογική πέραν της παραγωγικής. Ό λ α αυτά δίνουν την εντύπωση ότι δεν υπήρχε κάποια καθιερωμένη «εικόνα» της επιστήμης στη δεκαετία πριν γράψει ο Kuhn. Συμβαίνει το αντίθετο: Ό π ο τ ε συναντούμε δύο φιλοσόφους, οι οποίοι αντιπαρατίθενται ακριβώς σε πέντε-έξι σημεία, γνωρίζουμε ότι στην ουσία συμφωνούν σχεδόν σε όλα. Μοιράζονται μία εικόνα της επιστήμης, μια εικόνα την οποία απορρίπτει ο Kuhn. Αν δύο άνθρωποι διαφωνούν πραγματικά σε μεγάλα θέματα. -33-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
ποτέ δε θα έβρισκαν αρκετά κοινά σημεία, ώστε να διαφωνούν στις λεπτομέρειες μία προς μία.
ΚΟΙΝΑ Σ Η Μ Ε Ι Α Ο Popper και ο Carnap θεωρούν ότι η φυσική επιστήμη αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα ορθολογικής σκέψης. Τώρα, ας προσθέσουμε μερικές κοινές τους πεποιθήσεις. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούν αυτές τις πεποιθήσεις διαφέρει. Το ζήτημα είναι ότι είναι κοινές. Και οι δύο θεωρούν ότι υπάρχει μια αρκετά σαφής διάκριση μεταξύ παρατήρησης και θεωρίας. Και οι δύο θεωρούν ότι η αύξηση της γνώσης είναι γενικά αθροιστική. Ο Popper μπορεί να αναίητά τις απορρίψεις, αλλά θεωρεί την επιστήμη ω]ς εξελικτική και ως κατευθυνόμενη προς τη μόνη αληθή θεωρία του σύμπαντος. Και οι δύο θεωρούν ότι η επιστήμη έχει μια αρκετά σφιχτή παραγωγική δο'μή. Και οι δύο θεωρούσαν ότι η επιστημονική ορολογία είναι ή οφείλει να είναι αρκετά ακριβής. Και οι δύο πίστευαν στην ενότητα της επιστή'μης. Αυτό σημαίνει αρκετά πράγματα. Ό λ ε ς οι επιστήμες θα έπρεπε να χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους, έτσι ώστε οι ανθρωπιστικές επιστήμες να έχουν την ίδια μεθοδολογία με τη φυσική. Επιπλέον, τουλάχιστον οι φυσικές επιστήμες αποτελούν τμήμα μίας επιστήμης και θα περιμέναμε η βιολογία να ανάγεται στη χημεία, όπως η χημεία ανάγεται στη φυσική. Ο Popper κατέληξε να πιστεύει ότι ένα τουλάχιστον μέρος της ψυχολογίας και του κοινωνικού κόσμου δεν αναγόταν αυστηρά στο φυσικό κόσμο, αλλά ο Carnap δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς. Ή τ α ν θεμελιωτής μιας σειράς τόμων υπό το γενικό τίτλο: Η Εγκυκλοπαίδεια της Ενοποιημένης Επιστήμης. Και οι δύο συμφώνησαν ότι υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο πλαίσιο αιτιολόγησης (context of justification) και το πλαίσιο ανακάλυψης (context of discovery). Οφείλουμε τους όρους αυτούς στον Hans Reichenbach, έναν τρίτο διακεκριμένο πρόσφυγα της φιλοσοφίας αυτής της γενιάς. Στην περίπτωση μιας ανακάλυψης, οι ιστορικοί, οι οικονομολόγοι, οι κοινωνιολόγοι ή οι ψυχολόγοι θα κάνουν μια σειρά ερωτήσεων: Ποιος έκανε την ανακάλυψη; Πότε; Ή τ α ν καθαρή τύχη, μια ιδέα κλεμμένη από έναν ανταγωνιστή ή η ανταμοιβή είκοσι ετών αδιάκοπου μόχθου; Ποιος πλήρωσε για την έρευνα; Ποιο θρησκευτικό ή κοινωνικό περιβάλλον υποβοήθησε ή παρεμπόδισε αυτήν την εξέλιξη; Ό λ α αυτά είναι ερωτήματα που αφορούν στο πλαίσιο της ανακάλυψης. Τώρα αναλογιστείτε το τελικό διανοητικό προϊόν: μια υπόθεση, μια -34-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
θεωρία ή πεποίθηση. Είναι εύλογο, υποστηρίζεται από τις ενδείξεις, επικυρώνεται από το πείραμα, επαληθεύεται από αυστηρούς ελέγχους; Αυτά είναι ερωτήματα για την αιτιολόγηση ή την ορθότητα (soundness). Οι φιλόσοφοι ενδιαφέρονται για την αιτιολόγηση, τη λογική, το αίτιο, την ορθότητα, τη μεθοδολογία. Οι ιστορικές συνθήκες της ανακάλυψης, οι ψυχολογικές ιδιορρυθμίες, οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, το οικονομικό περιβάλλον δεν αποτελούν επαγγελματική ανησυχία του Popper ή του Carnap. Χρησιμοποιούν την ιστορία αποκλειστικά για λόγους χρονολόγησης ή για ανεκδοτολογικά παραδείγματα, ακριβώς όπως ανέφερε ο Kuhn. Δεδομένου ότι η περιγραφή της επιστήμης από τον Popper είναι πιο δυναμική και διαλεκτική, το έργο του συγγενεύει περισσότερο με αυτό του ιστορικιστή Kuhn απ' ό,τι οι μονότονες τυπικότητες του έργου του Carnap πάνω στην επικύρωση* ωστόσο, κατά έναν ουσιαστικό τρόπο, οι φιλοσοφίες του Carnap και του Popper είναι διαχρονικές: έξω από το χρόνο, έξω από την ιστορία.
θ ο λ ώ ν ο ν τ α ς ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ Προτού εξηγήσουμε γιατί ο Kuhn διαφωνεί με τους προκατόχους του, μπορούμε εύκολα να φτιάξουμε έναν κατάλογο αντιθέσεων, αν εξετάσουμε απλώς τα κοινά σημεία των Popper/Carnap και αρνηθούμε τα πάντα. Ο Kuhn πρεσβεύει ότι: Δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ παρατήρησης και θεωρίας. Η επιστήμη δεν είναι σωρευτική. Μια ζωντανή επιστήμη δεν έχει αυστηρή παραγωγική δομή. Οι εν ζωή επιστημονικές έννοιες δεν είναι ιδιαίτερα ακριβείς. Η επιστήμη δεν είναι μεθοδολογικά ενιαία: υπάρχουν πολλά ασύνδετα εργαλεία, τα οποία χρησιμοποιούνται για διάφορα είδη έρευνας. Οι ίδιες οι επιστήμες είναι διαιρεμένες. Αποτελούνται από μια πλειάδα μικρών κλάδων, οι οποίοι επικαλύπτονται μόνο εν μέρει, ενώ πολλοί απ' αυτούς με το πέρασμα του χρόνου δεν μπορούν καν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο. (Είναι ειρωνεία ότι το δημοφιλέστερο έργο του Kuhn εμφανίστηκε στην εκφυλιζόμενη σειρά, Η Εγκυκλοπαίδεια της Ενοποιη^μένης Εηιστή'μης?! Το πλαίσιο της αιτιολόγησης δεν μπορεί να διαχωριστεί από το πλαίσιο της ανακάλυψης. Η επιστήμη υπάρχει εν χρόνω και είναι κατ' ουσίαν ιστορική. -35-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
ΤΙΘΕΤΑΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟ Α Μ Φ Ι Σ Β Η Τ Η Σ Η ; Μέχρι στιγμής παρέλειψα το πρώτο σημείο στο οποίο συμφωνούν οι Popper και Carnap, δηλαδή ότι η φυσική επιστήμη είναι το πρότυπο της ορθολογικότητας, ο πολύτιμος λίθος του ανθρώπινου λόγου. Πίστευε ο Kuhn ότι η επιστήμη είναι ανορθολογική; Ό χ ι ακριβώς. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι τη θεωρούσε «ορθολογική». Αμφιβάλλω αν ενδιαφερόταν καθόλου για το ερώτημα αυτό. Τώρα θα πρέπει να ανατρέξουμε σε μερικούς από τους προβληματισμούς του Kuhn, τόσο για να κατανοήσουμε τον παραπάνω κατάλογο των αρνήσεων όσο και για να δούμε πώς σχετίζονται όλα με την ορθολογικότητα. Μην περιμένετε να είναι ο Kuhn τόσο ξένος με τους προκατόχους του, όσο ίσως φαίνεται. Η σημείο προς σημείο αντιπαράθεση ανάμεσα σε φιλοσόφους υποδεικνύει μια βαθύτερη συμφωνία στα βασικά, και από κάποια άποψη ο Kuhn αντιπαρατίθεται σημείο προς σημείο με τους Carnap και Popper.
ΚΑΝΟΝΙΚΗ Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Η Η πλέον φημισμένη λέξη του Kuhn είναι το Παράδειγμα, την οποία θα εξετάσουμε σύντομα. Πρώτα θα πρέπει να αναλογιστούμε την τακτοποιημένη δομή της επανάστασης του Kuhn: κανονική επιστήμη, κρίση, επανάσταση, νέα κανονική επιστήμη, Η θέση περί κανονικής επιστήμης υποστηρίζει ότι ένα καθιερωμένο παρακλάδι της επιστήμης ασχολείται κυρίως με σχετικά ελάσσονος σημασίας ζητήματα της τρέχουσας θεωρίας. Η κανονική επιστήμη επιλύει γρίφους. Σχεδόν οποιαδήποτε καλά επεξεργασμένη θεωρία, γύρω από οτιδήποτε, θα αποτύχει σε κάποιο σημείο να συνδεθεί με τα πραγματικά γεγονότα - «Κάθε θεωρία γεννιέται διαψευσμένη». Τέτοιες αποτυχίες σε μία κατά τα άλλα ελκυστική και χρήσιμη θεωρία omxoxom ανωμαλίες. Ελπίζει κανείς ότι με μικρές μάλλον μετατροπές η θεωρία μπορεί να επιδιορθωθεί, έτσι ώστε να εξηγεί και να απομακρύνει αυτά τα μικρά αντιπαραδείγματα. Ένα μέρος της κανονικής επιστήμης ασχολείται με τη μαθηματική έκφραση της θεωρίας, έτσι ώστε η θεωρία να γίνεται πιο κατανοητή, οι συνέπειές της πιο εμφανείς και η σύνδεσή της με τα φυσικά φαινόμενα πιο συνεκτική. Μεγάλο μέρος της κανονικής επιστήμης αποτελεί τεχνολογική εφαρμογή. Κάποιο μέρος της κανονικής επιστήμης είναι η πειραματική επεξεργασία και διασαφήνιση των γεγονότων, τα οποία εμπλέκονται στη θεωρία. Κάποιο μέρος της κανονικής επιστήμης είναι η εκλε-36-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
πτυσμένη μέτρηση των μεγεθών, τα οποία η θεωρία υποδεικνύει ως σημαντικά. Συχνά, ο σκοπός είναι απλώς να εξαγάγουμε έναν ακριβή αριθμό με ευφυή μέσα. Αυτό δε γίνεται ούτε για να ελέγξουμε ούτε για να επικυρώσουμε τη θεωρία. Η κανονική επιστήμη, δυστυχώς, δε συμμετέχει καθόλου στο παιχνίδι της επικύρωσης, της επαλήθευσης, της διάψευσης ή της εικασίας και κατάρριψης. Από την άλλη μεριά, συσσωρεύει εποικοδομητικά ένα σύνολο γνώσεων και εννοιών σε κάποιον τομέα.
Κ Ρ Ι Σ Η ΚΑΙ Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Σ Η Μερικές φορές οι ανωμαλίες δεν εξαλείφονται, αλλά συσσωρεύονται η μία πάνω στην άλλη. Ορισμένες ίσως να αποδειχθούν ιδιαίτερα φορτικές. Συγκεντρώνουν την ενέργεια των πιο δραστήριων μελών της ερευνητικής κοινότητας. Ωστόσο, όσο περισσότερα άτομα δουλεύουν πάνω στις αποτυχίες μιας θεωρίας, τόσο χειρότερα γίνονται τα πράγματα. Τ α αντιπαραδείγματα συσσωρεύονται. Μια ολόκληρη θεωρητική προοπτική διαγράφεται νεφελώδης. Ο κλάδος περνάει κρίση. Έ ν α πιθανό αποτέλεσμα είναι να προκύψει μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση, που χρησιμοποιεί καινοφανείς έννοιες. Τ α προβληματικά φαινόμενα γίνονται αίφνης κατανοητά, υπό το φως αυτών των νέων ιδεών. Πολλοί μελετητές, ίσως συχνότερα οι νεότεροι, προσηλυτίζονται στις νέες υποθέσεις, παρόλο που μπορεί να υπάρχουν μερικοί τελευταίοι υπερασπιστές, οι οποίοι μπορεί να μην καταλαβαίνουν καν τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στον τομέα τους. Καθώς η νέα θεωρία καταγράφει ραγδαίες προόδους, οι παλιές ιδέες παραγκωνίζονται. Μια επανάσταση έχει συμβεί. Η νέα θεωρία, όπως και οποιαδήποτε άλλη, γεννιέται διαψευσμένη. Μια νέα γενιά μελετητών καταπιάνεται με τις ανωμαλίες. Προκύπτει μια νέα κανονική επιστήμη. Αρχίζουμε πάλι από την αρχή* επιλύουμε γρίφους, προβαίνουμε σε εφαρμογές, εκφράζουμε με μαθηματικά, επεξεργαζόμαστε πειραματικά φαινόμενα, μετράμε. Τ α ενδιαφέροντα της νέας κανονικής επιστήμης ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά από το σώμα της γνώσης που εκτόπισε. Ας πάρουμε το λιγότερο αμφιλεγόμενο παράδειγμα, δηλαδή τη μέτρηση. Η νέα κανονική επιστήμη μπορεί να υποδεικνύει διαφορετικά πράγματα προς μέτρηση και να αδιαφορεί για τις ακριβείς μετρήσεις της προκατόχου της. Το δέκατο ένατο αιώνα οι χημικοί αναλυτές εργάστηκαν σκληρά, για να καθορίσουν τα ατομικά βάρη. Κάθε στοιχείο μετρήθηκε με ακρίβεια τουλάχιστον τριών δεκαδι-37-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
κών ψηφίων. Τότε, γύρω στα 1920, η νέα φυσική ξεκαθάρισε ότι τα στοιχεία που υπάρχουν στη φΰση είναι μείγματα ισοτόπων. Σε πολλά πρακτικά ζητήματα εξακολουθεί να είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι το χλώριο έχει ατομικό βάρος 35,453. Αλλά αυτό είναι ένα γεγονός εντελώς συμπτωματικό για τον πλανήτη μας. Η βαθύτερη ουσία είναι ότι το χλώριο έχει δύο σταθερά ισότοπα, το 35 και το 37. (Αυτά δεν είναι τα ακριβή νούμερα, εξαιτίας ενός πρόσθετου παράγοντα που λέγεται ενέργεια σύνδεσης.) Αυτά τα ισότοπα αναμειγνύονται εδώ στη γη σε αναλογίες 75,53% και 24,47%.
Η «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ» ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Κ Α Ι Ν Ο Φ Α Ν Η Σ Η ιδέα της επιστημονικής επανάστασης δεν είναι του Kuhn. Εδώ και καιρό κυκλοφορεί η ιδέα της Κοπερνίκειας επανάστασης ή της «επιστημονικής επανάστασης», που μεταμόρφωσε την πνευματική ζωή στον 17ο αιώνα. Στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Κριτική τον Καθαρού Λόγο ν (1787) ο Kant μιλά για τη «διανοητική επανάσταση», με την οποία ο Θαλής ή κάποιος άλλος αρχαίος μεταμόρφωσε τα εμπειρικά μαθηματικά σε καταδεικτική απόδειξη (demonstrative proof). Πράγματι, η ιδέα της επανάστασης στην επιστημονική σφαίρα είναι σχεδόν σύγχρονη με αυτήν της πολιτικής επανάστασης. Και οι δύο εδραιώθηκαν με τη Γαλλική Επανάσταση (1789) και την επανάσταση στη χημεία (ας πούμε το 1785). Αυτή δεν ήταν η αρχή φυσικά. Οι Άγγλοι έκαναν την «ένδοξη επανάστασή» τους (και μάλιστα αναίμακτη) το 1688, ακριβώς όταν γινόταν αντιληπτό ότι μία επιστημονική επανάσταση συνέβαινε και στις συνειδήσεις ανδρών και γυναικών.^ Υπό την καθοδήγηση του Lavoisier η φλογιστική θεωρία της καύσης αντικαταστάθηκε από τη θεωρία της οξείδωσης. Περίπου την ίδια εποχή, όπως τόνισε ο Kuhn, συνέβη ένας ολικός μετασχηματισμός σε πολλές χημικές έννοιες, όπως στις έννοιες μείγμα, ένωση, στοιχείο, ουσία κ.λπ. Για να κατανοήσουμε τον Kuhn ορθά, δεν πρέπει να επικεντρωνόμαστε σε μεγάλες επαναστάσεις όπως αυτή. Είναι καλύτερα να έχουμε στο μυαλό μας μικρότερες επαναστάσεις στη χημεία. Ο Lavoisier δίδαξε ότι το οξυγόνο είναι η αρχή της οξύτητας* αυτό σημαίνει ότι κάθε οξύ είναι μία χημική ένωση του οξυγόνου. Ένα από τα πιο ισχυρά οξέα (τότε και τώρα) ονομαζόταν μουριατικό οξύ. Το 1774 αποδείχθηκε πώς μπορεί να απελευθερωθεί αέριο από αυτό. Το αέριο ονομάστηκε Ι.Β. Cohen, «The eighteenth century origins of the concept of scientific revolution», Journalfor the History ofIdeas 37 (1976), σα. 257-88.
-38-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
αποφλογιστικοποιημένο μουριατικό οξΰ. Μετά το 1785, το ίδιο αυτό αέριο αναπόφευκτα μετονομάστηκε οξυγονοποιημένο μουριατικό οξύ. Το 1811 ο Humphry Davy απέδειξε ότι αυτό το αέριο είναι ένα στοιχείο και συγκεκριμένα το χλώριο. Το μουριατικό οξΰ είναι το δικό μας υδροχλωρικό οξΰ, HC1. Δεν περιέχει οξυγόνο. Επομένως η αντίληψη του Lavoisier περί οξΰτητας ανατράπηκε. Αυτό το γεγονός, στην εποχή του, ονομάστηκε αρκετά εΰστοχα επανάσταση. Έφερε επίσης το Κουνιανό χαρακτηριστικό ότι υπήρχαν και κάποιοι επιφυλακτικοί από την παλιά σχολή. Ο μεγαλύτερος χημικός αναλυτής της Ευρώπης, ο J. J. Berzelius (1779-1848), δεν παραδέχτηκε ποτέ δημοσίως ότι το χλώριο ήταν ένα στοιχείο και όχι μια χημική ένωση του οξυγόνου. Η ιδέα της επιστημονικής επανάστασης δεν αμφισβητεί εγγενώς την επιστημονική ορθολογικότητα. Ενώ είχαμε την ιδέα της επανάστασης για μεγάλο διάστημα, εξακολουθούσαμε ωστόσο να είμαστε καλοί ορθολογιστές. Αλλά ο Kuhn εισάγει την ιδέα ότι κάθε κανονική επιστήμη ενέχει το σπόρο της ίδιας της καταστροφής της. Αυτή είναι μια αντίληψη αιώνιας επανάστασης. Ακόμα κι αυτή δεν είναι απαραιτήτως ανορθολογική. Θ α μπορούσε η αντίληψη του Kuhn, ότι η επανάσταση είναι εναλλαγή «Παραδειγμάτων», να συνιστά πρόκληση για την ορθολογικότητα;
Τ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΩΣ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ Το «Παράδειγμα» (Paradigm) είναι μια λέξη πολύ της μόδας τα τελευταία είκοσι χρόνια, χάρη στον Kuhn. Είναι μια πολύ καλή λέξη από το παρελθόν, που εισήχθη απευθείας από την ελληνική στην αγγλική γλώσσα 500 χρόνια πριν. Σημαίνει ένα πρότυπο (pattern), ένα υπόδειγμα (exemplar) ή μοντέλο (model). Η λέξη είχε μια τεχνική χρήση. Ό τ α ν μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα παπαγαλιστί, μαθαίνεις για παράδειγμα πώς να κλίνεις το ρήμα απιο (απαρέμφατο: amare) (αγαπώ) ως απιο, amas, amat... και μετά κλίνεις ρήματα αυτής της κατηγορίας ακολουθώντας αυτό το μοντέλο, το οποίο ονομάζεται Παράδειγμα. Ένας άγιος, με του οποίου το πρότυπο ζούμε τις ζωές μας, ονομαζόταν επίσης Παράδειγμα. Αυτή είναι η λέξη που ο Kuhn διέσωσε από την αφάνεια. Έχει ειπωθεί ότι στη Δομή ο Kuhn χρησιμοποιεί τη λέξη «Παράδειγμα» με 22 διαφορετικούς τρόπους. Αργότερα ο ίδιος επικεντρώθηκε σε δύο σημασίες. Η μία είναι το «Παράδειγμα ως επίτευγμα». Κατά τη διάρκεια μιας επανάστασης υπάρχει συνήθως μια υποδειγματική επιτυχία στη λύση ενός παλιού προβλήματος με έναν εντελώς καινούργιο τρόπο, χρησιμοποιώντας νέες έννοιες. Αυτή η επιτυχία χρησιμεύει ως μοντέλο για την επόμενη γενιά -39-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
μελετητών, που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν άλλα προβλήματα με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει εδώ το στοιχείο της παπαγαλίας, όπως και στην κλίση των λατινικών ρημάτων με κατάληξη -are. Υπάρχει επίσης ένα πιο φιλελεύθερο στοιχείο μοντελοποίησης, όπως όταν κάποιος θεωρεί τον αγαπημένο του άγιο ως Παράδειγμά του, ως πρότυπο προς μίμηση. Το Παράδειγμα ως επίτευγμα είναι το πρότυπο προς μίμηση της κανονικής επιστήμης. Τίποτα στην ιδέα του Παραδείγματος ως επιτεύγματος δεν αντιτίθεται στην επιστημονική ορθολογικότητα - ακριβώς το αντίθετο.
Τ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΩΣ ΟΜΑΔΑ Κ Ο Ι Ν Ω Ν ΑΞΙΩΝ Ό τ α ν ο Kuhn γράφει για την επιστήμη, δεν εννοεί συνήθως την τεράστια μηχανή της σύγχρονης επιστήμης αλλα μάλλον μικρές ομάδες ερευνητών, οι οποίοι ακολουθούν μία ερευνητική γραμμή. Αυτό το αποκάλεσε /cA/S!(disciplinary matrix), η οποία αποτελείται από αλληλεπιδρώσες ερευνητικές ομάδες με κοινά προβλήματα και στόχους. Μπορεί να αριθμεί περίπου εκατό ανθρώπους στην πρώτη γραμμή, συν τους σπουδαστές και τους βοηθούς. Μια τέτοια ομάδα μπορεί συχνά να αναγνωριστεί από έναν αμαθή ή από έναν κοινωνιολόγο που αγνοεί πλήρως τη συγκεκριμένη επιστήμη. Ο αμαθής σημειώνει απλώς ποιος αλληλογραφεί με ποιον, ποιος τηλεφωνεί, ποιος είναι στις λίστες αποστολής των δοκιμίων, ποιος είναι προσκαλεσμένος στις αμέτρητες συγκεντρώσεις των ειδικών του κλάδου, όπου πληροφορίες από πρώτο χέρι ανταλλάσσονται χρόνια πριν δημοσιευτούν. Τ α κοινά σύνολα παραπομπών στο τέλος των δημοσιευμένων άρθρων είναι ένα καλό στοιχείο. Τις αιτήσεις για χρήματα επιμελούνται «ομότεχνοι κριτικοί». Αυτοί οι ομότεχνοι κριτικοί συνιστούν έναν πρόχειρο οδηγό στην κλαδική μήτρα μιας χώρας, αλλά τέτοιες μήτρες είναι συχνά διεθνείς. Μέσα σε μια τέτοια ομάδα υπάρχει μια κοινή σειρά μεθόδων, κριτηρίων και βασικών υποθέσεων. Αυτά μεταφέρονται στους σπουδαστές, ενσταλάζονται στα εγχειρίδια, χρησιμοποιούνται στο να αποφασιστεί ποια έρευνα θα υποστηριχθεί, ποια προβλήματα έχουν σημασία, ποιες λύσεις είναι αποδεκτές, ποιος προάγεται, ποιος κρίνει τα άρθρα, ποιος δημοσιεύει, ποιος εξαφανίζεται. Αυτό είναι ένα Παράδειγμα ως ομάδα κοινών αξιών. Το Παράδειγμα ως ομάδα κοινών αξιών συνδέεται τόσο στενά με το Παράδειγμα ως επίτευγμα, ώστε να είναι φυσικό να χρησιμοποιείται η ίδια λέξη «Παράδειγμα». Μία από τις κοινές αξίες είναι το επίτευγμα. Το επίτευγμα ορίζει ένα κριτήριο τελειότητας, ένα μοντέλο έρευνας και μια τάξη -40-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
ανωμαλιών για τις οποίες αξίζει κανείς να προβληματίζεται. Εδώ η λέξη «αξίζει» είναι διφορούμενη. Σημαίνει ότι, εντός του πλαισίου των εννοιολογικών περιορισμών που τίθενται από το αρχικό επίτευγμα, αυτοΰ του είδους η εργασία προσφέρει διανοητική ικανοποίηση. Σημαίνει επίσης ότι αυτό είναι το είδος της εργασίας που ο κλάδος ανταμείβει με προώθηση, χρηματοδότηση, σπουδαστές που βοηθούν στην έρευνα κ.ο.κ. Μήπως τελικά διαβλέπουμε ένα ίχνος ανορθολογικότητας; Μήπως αυτές οι αξίες είναι απλώς κοινωνικές κατασκευές; Μήπως αυτές οι ιεροτελεστίες μύησης και περάσματος είναι ακριβώς του ίδιου είδους που μελετούν οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι σε μέρη του δικοΰ μας και άλλων πολιτισμών, που δεν έχουν μεγάλες αξιώσεις στο λόγο; Τσως, αλλά και τι μ' αυτό; Η επιδίωξη της αλήθειας και του λόγου θα οργανώνεται αναμφίβολα συμφωνά με τους ίδιους κοινωνικούς τΰπους με τους οποίους οργανώνονται και οι άλλες επιδιώξεις, όπως η ευτυχία ή η γενοκτονία. Το γεγονός ότι οι επιστήμονες είναι άνθρωποι και ότι οι επιστημονικές κοινότητες είναι κοινότητες, δε θέτει - ακόμη - υπό αμφισβήτηση τον επιστημονικό ορθολογισμό.
ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ Η απειλή για τον ορθολογισμό προέρχεται βασικά από την αντίληψη του Kuhn για την επαναστατική αλλαγή Παραδείγματος. Τη συγκρίνει με το θρησκευτικό προσηλυτισμό και με το φαινόμενο μιας αλλαγής gestalt. Αν σχεδιάσεις το προοπτικό σχήμα ενός κύβου σε ένα κομμάτι χαρτί, μπορείς να το δεις άλλοτε να βλέπει προς μια κατεύθυνση, άλλοτε προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Ο Wittgenstein χρησιμοποίησε ένα σχήμα που μπορεί να ιδωθεί πότε ως λαγός και πότε ως πάπια. Ο θρησκευτικός προσηλυτισμός θεωρείται ως μια γιγαντιαία εκδοχή ενός παρόμοιου φαινομένου, που συνεπιφέρει μια ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς τη ζωή. Οι αλλαγές gestalt δεν ενέχουν λογικούς συλλογισμούς. Μπορεί να υπάρχει έλλογος θρησκευτικός προσηλυτισμός - ένα γεγονός που υπογραμμίζεται περισσότερο στην καθολική παράδοση παρά στην προτεσταντική. Αντ' αυτού, ο Kuhn φαίνεται να προτιμά την αντίληψη του «ξαναγεννήματος». Θα μπορούσε επίσης να μνημονεύσει τον Pascal, ο οποίος πίστευε ότι ένας καλός τρόπος να γίνεις πιστός είναι να ζήσεις ανάμεσα σε πιστούς, ασχολούμενος αδιάφορα με την τελετουργία μέχρι να καταστεί αληθινή. Τέτοιες σκέψεις δε δείχνουν ότι μια μη ορθολογική αλλαγή πεποίθησης δε θα μτΓορούσε να είναι και μια στροφή από το λιγότερο λογικό στο περισ-41-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
σότερο λογικό δόγμα. Ο ίδιος ο Kuhn μας εξωθεί να αλλάξουμε την οπτική μας εικόνα, να σταματήσουμε να θεωρούμε ότι η εξέλιξη στην επιστήμη υπόκειται μόνο στους παλιούς κανόνες της ορθολογικότητας και της λογικής. Σημαντικότερο είναι ότι προτείνει μια νέα εικόνα: μετά από μια αλλαγή Παραδείγματος, τα μέλη της νέας κλαδικής μήτρας «ζουν σε ένα διαφορετικό κόσμο» από τους προκατόχους τους.
ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ Τ ο να ζεις σε ένα διαφορετικό κόσμο φαίνεται να έχει ένα σημαντικό επακόλουθο. Τσως θελήσουμε να συγκρίνουμε τα πλεονεκτήματα ενός παλιού με τα πλεονεκτήματα ενός διάδοχου Παραδείγματος. Η επανάσταση είναι εύλογη μρνο αν η νέα θεωρία προσαρμόζεται στα γνωστά δεδομένα καλύτερα απόιτην παλιά. Αντί γι' αυτό, ο Kuhn θεωρεί ότι μπορεί να μην είναι καν &υνάτή η διατύπωση των ιδεών της παλιάς θεωρίας στη γλώσσα της νέας. Μια νέα θεωρία είναι και μια καινούργια γλώσσα. Πραγματικά δεν υπάρχει τρόπος να βρούμε μια γλώσσα ουδέτερη ως προς τη θεωρία, στην οποία να διατυπώσουμε και μετά να συγκρίνουμε τις δύο θεωρίες. Αυτάρεσκα, συνηθίζαμε να θεωρούμε ότι η διάδοχη θεωρία θα ενσωμάτωνε τις ανακαλύψεις της προκατόχου της. Κατά την άποψη του Kuhn, μπορεί να μην έχει καν τη δυνατότητα να διατυπώσει αυτές τις ανακαλύψεις. Η παλιά εικόνα μας για την ανάπτυξη της γνώσης ήταν μια εικόνα συσσώρευσης της γνώσης, παρ' όλες τις περιστασιακές αντιθέσεις. Ο Kuhn υποστηρίζει ότι μολονότι η εκάστοτε κανονική επιστήμη μπορεί να είναι αθροιστική, η επιστήμη γενικά δεν είναι έτσι. Συνήθως, μετά από μια επανάσταση ένα μεγάλο τμήμα της χημείας ή της βιολογίας ή οποιασδήποτε επιστήμης θα ξεχαστεί και θα είναι προσπελάσιμο μόνο από τον ιστορικό, ο οποίος αποκτά με κόπο ένα εγκαταλελειμμένο κοσμοείδωλο. Οι κριτικοί φυσικά θα διαφωνήσουν για το πόσο «σύνηθες» είναι αυτό. Θ α υποστηρίξουν - με κάποιο δίκιο - ότι η χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι αυτή όπου, για παράδειγμα, η κβαντική θεωρία της σχετικότητας ενσωματώνει την κλασική σχετικότητα.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ Ο Kuhn ξαφνιάστηκε με τον τρόπο που το έργο του (και το έργο άλλων) προκάλεσε μια κρίση ορθολογικότητας. Στη συνέχεια έγραψε ότι ποτέ δε σκόπευε να αρνηθεί τις καθιερωμένες αρετές των επιστημονικών θεωριών. Οι -42-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ θεωρίες πρέπει να είναι ακριβείς, δηλαδή να ταιριάζουν σε γενικές γραμμές με τα διαθέσιμα πειραματικά δεδομένα. Θα πρέπει να είναι εσωτερικά συνεπείς, αλλά και συνεπείς προς άλλες αποδεκτές θεωρίες. Θα πρέπει να έχουν ευρύ πεδίο εφαρμογής και να είναι πλούσιες σε συνέπειες. Θα πρέπει να είναι απλές στη δομή τους και να οργανώνουν τα γεγονότα με έναν κατανοητό τρόπο. Θ α πρέπει να είναι καρποφόρες, να αποκαλύπτουν νέα γεγονότα, νέες τεχνικές, νέες σχέσεις. Μέσα σε μια κανονική επιστήμη, τα κρίσιμα πειράματα, τα οποία αποφασίζουν μεταξύ ανταγωνιστικών υποθέσεων που χρησιμοποιούν τις ίδιες έννοιες, μπορεί να είναι σπάνια, αλλά δεν είναι απίθανα. Τέτοιες παρατηρήσεις μοιάζουν να είναι πολύ μακριά από τον εκλαϊκευμένο Kuhn της Δομής. Αλλά ο ίδιος προχωρεί σε δύο θεμελιώδη σημεία. Πρώτον, οι πέντε παραπάνω αξίες του, μαζί με άλλες του ίδιου είδους, δεν επαρκούν ποτέ για να κάνουμε μια αποφασιστική επιλογή μεταξύ ανταγωνιστικών θεωριών. Εμπλέκονται άλλες κρίσιμες ιδιότητες, ιδιότητες για τις οποίες δε θα μπορούσε, θεωρητικά, να υπάρχει τυπικός αλγόριθμος. Δεύτερον: Έχω ισχυριστεί ότι οι οπαδοί διαφορετικών θεωριών είναι οι αυτόχθονες ομιλητές διαφορετικών γλωσσών ... Απλώς υποστηρίζω με σθένος την ύπαρξη σημαντικών περιορισμών στην επικοινωνία μεταξύ οπαδών διαφορετικών θεωριών ... Εντούτοις, παρά την ανεπάρκεια της επικοινωνίας τους, οι οπαδοί διαφορετικών θεωριών μπορούν να επιδείξουν ο ένας στον άλλο, όχι πάντα με ευκολία, τα ακριβή τεχνικά αποτελέσματα που παράγονται από αυτούς που εξασκούν την κάθε θεωρία.^ Ό τ α ν επενδύεις σε μια θεωρία, συνεχίζει ο Kuhn, «αρχίζεις να μιλάς τη γλώσσα σαν αυτόχθων ομιλητής. Δεν έχει συμβεί καμία διαδικασία που να ομοιάζει με επιλογή», αλλά παρ' όλα αυτά καταλήγεις να μιλάς τη γλώσσα σαν αυτόχθων ομιλητής. Δεν έχεις δύο θεωρίες στο μυαλό σου και τις συγκρίνεις βήμα προς βήμα - είναι πολύ διαφορετικές για να γίνει αυτό. Σταδιακά προσηλυτίζεσαι και αυτό φαίνεται με τη μετακίνηση σε μια νέα γλωσσική κοινότητα.
ΑΝΑΡΧΙΚΌς ΟΡΘΟΑΟΓΙΣΜΟΣ Νομίζω ότι ο Kuhn δε σκόπευε αρχικά να ασχοληθεί καθόλου με το λόγο. Ο σύγχρονός του, Paul Feyerabend, διαφέρει. Οι ριζοσπαστικές ιδέες του συχνά συμπίπτουν με του Kuhn, αλλά αυτός είναι από πολύ καιρό εχθρός της δογματικής ορθολογικότητας. Αυτοαποκαλείται αναρχικός, αλλά επειδή ^ «Objectivity, value judgement, and theory choice», στο T.S. Kuhn, The Essential Tension, Chicago, 1977, σο. 320-39.
-43-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
συχνά οι αναρχικοί πληγώνουν ανθρώπους, προτιμά την ονομασία Ντανταϊστης. Ας θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχει κανόνας ορθολογικότητας οΰτε προνομιούχα τάξη ορθών λόγων ούτε προτιμώμενη επιστήμη ή Παράδειγμα που να περιορίζει το νου. Αυτές οι ηθικές επιταγές πηγάζουν εν μέρει από μια αντίληψη της ανθρώπινης φύσης. Οι ορθολογιστές προσπαθούν συστηματικά να περιορίσουν το ελεύθερο πνεύμα του ανθρώπινου νου. Υπάρχουν πολλές ορθολογικότητες, πολλοί τρόποι συλλογισμού (styles of reasoning), αλλά επίσης πολλοί εύσχημοι τρόποι ζωής, όπου τίποτα που θα άξιζε να ονομαστεί λόγος δεν έχει και μεγάλη σημασία. Από την άλλη μεριά, ο Feyerabend δεν αποκλείει τη χρήση οποιουδήποτε ύφους λόγου και σίγουρα έχει το δικό του.
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ Αντίθετα από κάποιους πολεμικούς λόγους του Feyerabend, τα κύρια ρεύματα στο βιβλίο του Kuhn δεν αντιτίθενται ρητά στην επιστημονική ορθολογικότητα. Το εν λόγω βιβλίο προσφέρει όντως μια άλλη εικόνα της επιστήμης. Αμφισβητήθηκε σε κάθε σημείο του. Οι ιστορίες και οι γενικεύσεις του Kuhn τίθενται υπό αμφισβήτηση και οι απόψεις του πάνω στη γλώσσα και την ασυμμετρία υφίστανται δριμύτατη κριτική. Ορισμένοι φιλόσοφοι πήραν αμυντική θέση, προσπαθώντας να διατηρήσουν τις παλιές ιδέες. Αλλοι επιτίθενται με μία νέα αντίληψη, ελπίζοντας να βελτιώσουν τον Kuhn. Ο Imre Lakatos είναι ένας από αυτούς. Το έργο του γίνεται αντικείμενο συζήτησης στο κεφάλαιο 8 παρακάτω. Πίστευε για τον εαυτό του ότι αναθεωρεί τον Popper έχοντας υπόψη τον Kuhn. Επιζητούσε μια επιστημονική ορθολογικότητα απελευθερωμένη από την «ψυχολογία του όχλου» του Kuhn. Επινόησε μια περίπλοκη «Μεθοδολογία των Επιστημονικών Ερευνητικών Προγραμμάτων», όχι τόσο για να απορρίψει τον Kuhn, όσο για να προσφέρει μία εναλλακτική, ορθολογική θέαση της επιστήμης. Η δική μου στάση απέναντι στην ορθολογικότητα μοιάζει τόσο με αυτήν του Feyerabend, που δε χρειάζεται να την αναλύσουμε περισσότερο* αυτά που ακολουθούν αφορούν στον επιστημονικό ρεαλισμό, όχι στην ορθολογικότητα. Η καλύτερη σύνοψη της τρέχουσας κατάστασης γύρω από την ορθολογικότητα προέρχεται από τον Larry Laudan. Από τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία, μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής: (1) Οι μεταβολές θεωριών είναι γενικά μη αθροιστικές, δηλαδή ούτε το λογικό ούτε το εμπειρικό περιεχόμενο (ούτε ακόμα και οι επικυρωμένες συνέπειες) -44-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ των παλαιότερων θεωριών διατηρείται ολοκληρωτικά, όταν αυτές οι θεωρίες υποσκελίζονται από νεότερες. (2) Οι θεωρίες γενικά δεν απορρίπτονται απλώς επειδή παρουσιάζουν ανωμαλίες, οΰτε γίνονται γενικά αποδεκτές απλώς επειδή έχουν επικυρωθεί εμπειρικά. (3) Οι αλλαγές στις επιστημονικές θεωρίες και οι συζητήσεις σχετικά με αυτές συχνά περιστρέφονται γύρω από εννοιολογικά θέματα παρά από ερωτήματα εμπειρικής υποστήριξης. (4) Οι ειδικές και «τοπικές» αρχές της επιστημονικής ορθολογικότητας, τις οποίες χρησιμοποιούν οι επιστήμονες κατά την αξιολόγηση των θεωριών, δεν ορίζονται μια για πάντα, αλλά έχουν μεταβληθεί σημαντικά κατά την πορεία της επιστήμης. (5) Υπάρχει ένα ευρΰ φάσμα γνωσιακών θέσεων, τις οποίες παίρνουν οι επιστήμονες απέναντι στις θεωρίες, και σ' αυτές συμπεριλαμβάνονται η αποδοχή, η απόρριψη, η επιδίωξη, η επιφύλαξη κ.λπ. Οποιαδήποτε θεωρία ορθολογικότητας συζητά μόνο τις δύο πρώτες θα είναι ανίκανη να καλύψει την πλειονότητα των καταστάσεων που αντιμετωπίζουν οι επιστήμονες. (7) Με δεδομένες τις περιβόητες δυσκολίες της «κατά προσέγγιση αλήθειας» τόσο στο σημασιολογικό όσο και στο επιστημικό επίπεδο - είναι απίθανο οι χαρακτηρισμοί εκείνοι της επιστημονικής προόδου, που θεωρούν την εξέλιξη προς μία μεγαλύτερη αληθοφάνεια ως τον κύριο στόχο της επιστήμης, να επιτρέψουν σε κάποιον να αναπαραστήσει την επιστήμη ως ορθολογική δραστηριότητα. (8) Η συνύπαρξη ανταγωνιστικών θεωριών είναι μάλλον ο κανόνας παρά η εξαίρεση κι έτσι η αξιολόγηση της θεωρίας είναι εν πρώτοις μια συγκριτική υπόθεση.^ Ο Laudan πιστεύει ότι η επιστημονική ορθολογικότητα έγκειται στη δύναμη της επιστήμης να λύνει προβλήματα. Η θεωρία 7"πρέπει να προτιμάται από τη θεωρία όταν η 7"λύνει περισσότερα προβλήματα από την Τ* Δε θα πρέπει να ανησυχούμε για το αν η Γείναι πιο κοντά στην αλήθεια από την Γ* (σημείο 7). Οι θεωρίες μπορούν να αξιολογηθούν μόνο αν συγκρίνουμε την ικανότητα τους να λύνουν προβλήματα (σημείο 8). Αυτό που μετράει δεν είναι μόνο η σύνδεση με τα πειραματικά γεγονότα, αλλά και η ικανότητα επίλυσης εννοιολογικών προβλημάτων (σημείο 3). Μπορεί να είναι ορθολογικό να επιδιώκουμε μία έρευνα βασισμένη σε ιδέες που δε συμβιβάζονται με τις τρέχουσες πληροφορίες, διότι η έρευνα αποκτά την αξία της από τη συνεχιζόμενη επίλυση προβλημάτων (σημείο 2). ^ L. Laudan, «Α problem solving approach to scientific progress», στο I. Hacking (ed.), Scientific Revolutions, Oxford, 1981, σσ. 144 κ.ε.
-45-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνήσουμε σε όλα τα σημεία με τον Laudan. Συμμερίζομαι την αμφιβολία των κριτικών, για το αν μπορούμε να συγκρίνουμε την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων. Για μένα, η πιο σημαντική παρατήρηση του Laudan είναι (σημείο 5): Η αποδοχή και απόρριψη των θεωριών είναι ένα μάλλον μικρό τμήμα της επιστήμης. Σχεδόν κανείς δεν το κάνει αυτό. Εγώ βγάζω ένα συμπέρασμα αντίθετο από αυτό του Laudan: Η ορθολογικότητα είναι μικρής σημασίας για την επιστήμη. Ο φιλόσοφος της γλώσσας, Gilbert Ryle, παρατήρησε εδώ και καιρό ότι δεν είναι η λέξη «ορθολογικός» (rational) που μας εξυπηρετεί αλλά μάλλον η λέξη «ανορθολογικός-ανορθόλογος» (irrational). Ποτέ δε θα 'λεγα για τη σοφή θεία μου Παναγιώτα ότι είναι ορθολογική (περισσότερο είναι λογική, σοφή, ευρηματική, διορατική). Λέω όμως ψ α τον ανόητο θείο μου Παναγιώτη ότι μερικέςΟφορές είναι ανορθόλογος (καθώς και οκνηρός, απερίσκεπτος, μπερδεμένος, αναξιόπιστος). Ο Αριστοτέλης δίδαξε ότι οι άνθρωποι είναι έλλογα ζώα, που σημαίνει ότι μπορούν να σκέφτονται λογικά. Μπορούμε να συμφωνήσουμε με αυτό, χωρίς να θεωρούμε ότι η λέξη «ορθολογικός» είναι μια αξιολογική λέξη. Μόνο η λέξη «ανορθολογικός-ανορθόλογος» στην τρέχουσα γλώσσα μας είναι αξιολογική και μπορεί να σημαίνει τρελός, πνευματικά ασταθής, διστακτικός, αβέβαιος, με έλλειψη αυτογνωσίας και πολλά άλλα. Η «ορθολογικότητα», την οποία μελετούν οι φιλόσοφοι της επιστήμης, είναι εξίσου ελάχιστα ελκυστική για εμένα, όσο και για τον Feyerabend. Η πραγματικότητα έχει περισσότερη πλάκα, όχι πως η «πραγματικότητα» είναι καλύτερη λέξη. Πραγματικότητα ... τι ιδέα κι αυτή! Ό π ω ς και να 'χουν τα πράγματα, δείτε πόσο ιστορικιστές έχουμε γίνει. Ο Laudan εξάγει τα συμπεράσματά του «από τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία». Ο λόγος της φιλοσοφίας της επιστήμης έχει μετασχηματιστεί από την εποχή που έγραψε ο Kuhn. Δεν πρέπει πια, όπως λέει και ο Nietzsche, να δείχνουμε το σεβασμό μας για την επιστήμη με το να την αφιστορικοποιούμε.
Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α ΚΑΙ Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Ρ Ε Α Α Ι Σ Μ Ο Σ Αρκετά πια με τα καθιερωμένα εισαγωγικά θέματα στη φιλοσοφία της επιστήμης που & θα συζητηθούν σ' αυτό το βιβλίο. Αλλά φυσικά ο λόγος και η ορθολογικότητα δεν είναι τόσο διαχωρίσιμα. Ό τ α ν ασχολούμαι με θέματα που αναφέρονται στην παρούσα εισαγωγή, η έμφαση δίνεται πάντα στο ρεαλισμό. Το κεφάλαιο 5 αφορά στην ασυμμετρία, αλλά μόνο επειδή περιέχει το σπόρο του μη ρεαλισμού (irrealism). Το κεφάλαιο 8 αφορά στον Αάκατος, ο -46-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
οποίος συχνά θεωρείται ως ο πρωταθλητής της ορθολογικότητας, αλλά εμφανίζεται εδώ επειδή δείχνει έναν τρόπο να είναι κανείς ρεαλιστής χωρίς να κατέχει μια θεωρία αντιστοιχίας της αλήθειας. Άλλοι φιλόσοφοι φέρνουν πιο κοντά το λόγο με την πραγματικότητα. Ο Laudan, για παράδειγμα, είναι ένας ορθολογιστής που επιτίθεται στις θεωρίες των ρεαλιστών. Αυτό συμβαίνει επειδή πολλοί θέλουν να χρησιμοποιούν το ρεαλισμό ως βάση για μία θεωρία της ορθολογικότητας, πράγμα που ο Laudan θεωρεί τρομερό λάθος. Στο τέλος εγώ καταλήγω σε ένα είδος ρεαλισμού, αλλά αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με τον Laudan, επειδή εγώ δε θα χρησιμοποιούσα ποτέ το ρεαλισμό ως θεμέλιο για την «ορθολογικότητα». Αντίθετα ο Hilary Putnam αρχίζει ένα βιβλίο του το 1982, Λόγος, Αλήθεια και Ιστορία, με τη σύσταση «ότι υπάρχει μια εξαιρετικά στενή σχέση μεταξύ των ιδεών της αλήθειας και της ορθολογικότητας», (Η αλήθεια είναι μία από τις επικεφαλίδες, υπό τις οποίες συζητάμε τον επιστημονικό ρεαλισμό). Και συνεχίζει, «για να το πω ακόμα πιο ωμά, το μόνο κριτήριο για το τι είναι γεγονός είναι αυτό που είναι ορθολογικά αποδεκτό». Είτε έχει δίκιο ο Putnam είτε όχι, ο Nietzsche δικαιώνεται για μια ακόμα φορά. Τα βιβλία φιλοσοφίας στην αγγλική γλώσσα είχαν κάποτε τίτλους όπως του Α. J. Ayer: Γλώσσα, Αλήθεια και Αογική (Language, Truth and Logic, 1936). To 1982 έχουμε το Λόγος, Αλήθεια και Ιστορία (Reason, Truth and History). Δεν είναι, ωστόσο, η ιστορία με την οποία πρόκειται να ασχοληθούμε τώρα. Θα χρησιμοποιήσω ιστορικά παραδείγματα για να διδάξω μαθήματα και θα υποθέσω ότι η ίδια η γνώση είναι μια ιστορικά αναπτυσσόμενη οντότητα. Μέχρι εδώ θα μπορούσε να είναι μέρος μιας ιστορίας των ιδεών ή μιας διανοητικής ιστορίας. Υπάρχει μια απλούστερη, πιο παλιομοδίτικη έννοια για την ιστορία, ως ιστορία όχι αυτοΰ που σκεφτόμαστε αλλά αυτοΰ που κάνουμε. Αυτή δεν αποτελεί ιστορία των ιδεών αλλά ιστορία (χωρίς προσδιορισμούς). Διαχωρίζω το λόγο από την πραγματικότητα πιο έντονα απ' ό,τι οι Laudan και Putnam, επειδή πιστεύω ότι η πραγματικότητα έχει να κάνει περισσότερο με το τι κάνουμε στον κόσμο παρά με το τι σκεφτόμαστε γι' αυτόν.
-47-
A' ΜΕΡΟΣ:
ΑΝΑΠΑΡΙΣΤΏΝΤΑς
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΩΤΟ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ;
Ο
επιστημονικός ρεαλισμός Ίίρεο^εύει ότι οι οντότητες, οι καταστάσεις και οι διαδικασίες που περιγράφονται από ορθές θεωρίες πράγματι υπάρχουν. Τα πρωτόνια, τα φωτόνια, τα δυναμικά πεδία και οι μαύρες τρύπες είναι τόσο πραγματικά όσο και τα νΰχια των δάχτυλων μας, οι τουρμπίνες, οι δίνες σ' ένα χείμαρρο και τα ηφαίστεια. Οι ασθενείς αλληλεπιδράσεις της μικροφυσικής είναι τόσο πραγματικές όσο και το να ερωτεύεσαι. Οι θεωρίες για τη δομή των μορίων που μεταφέρουν το γενετικό κώδικα είναι είτε αληθείς είτε ψευδείς, και μια γνήσια ορθή θεωρία θα ήταν αληθινή. Ακόμα κι αν οι επιστήμες μας δεν τα έχουν ακόμα καταφέρει εντελώς, ο ρεαλιστής θεωρεί ότι συχνά προσεγγίζουμε την αλήθεια. Στοχεύουμε στο να ανακαλύψουμε την εσωτερική σύνθεση των πραγμάτων και στο να γνωρίσουμε τι κατοικεί στα πιο μακρινά μέρη του σύμπαντος. Και δε χρειάζεται να είμαστε πολύ μετριόφρονες. Ή δ η έχουμε ανακαλύψει αρκετά. Ο αντιρεαλισμός υποστηρίζει το αντίθετο: δεν υπάρχουν ηλεκτρόνια. Σίγουρα υπάρχουν τα φαινόμενα του ηλεκτρισμού και της κληρονομικότητας, αλλά ο λόγος που κατασκευάζουμε θεωρίες για μικροσκοπικές καταστάσεις, διαδικασίες και οντότητες είναι μόνο για να προβλέψουμε και να δημιουργήσουμε συμβάντα που μας ενδιαφέρουν. Τα ηλεκτρόνια είναι μύθος. Οι θεωρίες που τα αφορούν είναι εργαλεία σκέψης. Οι θεωρίες είναι επαρκείς ή χρήσιμες ή εγγυημένες ή εφαρμόσιμες, αλλά ανεξάρτητα από το πόσο θαυμάζουμε τους εικοτολογικούς και τεχνολογικούς θριάμβους της φυσικής επιστήμης, δε θα πρέπει να θεωρούμε ως αληθινές ούτε καν τις πιο χαρακτηριστικές της θεωρίες. Μερικοί αντιρεαλιστές διστάζουν, επειδή πιστεύουν ότι οι θεωρίες είναι διανοητικά εργαλεία που δεν μπορούν να κατανοηθούν ως κυριολεκτικές αναφορές περί του πώς είναι ο κόσμος. Άλλοι λένε ότι οι θεωρίες πρέπει να λαμβάνονται κυριολεκτικά - δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τις κατανοήσουμε. Αλλά τέτοιου είδους αντιρεαλιστές διατείνονται ότι, όσο κι -51-
A ' ΜΕΡΟΣ: Α Ν Α Π Α Ρ Ι Σ Τ Ω Ν Τ Α Ι
αν χρησιμοποιούμε τις θεωρίες, δεν έχουμε ισχυρούς λόγους να πιστεύουμε ότι είναι σωστές. Ομοίως, οι αντιρεαλιστές οποιασδήποτε από τις δύο ομάδες δε θα συμπεριλάβουν τις θεωρητικές οντότητες ανάμεσα σε αυτά που πραγματικά υπάρχουν στον κόσμο: τουρμπίνες ναι, αλλά φωτόνια όχι. Έχουμε πράγματι γίνει κυρίαρχοι πολλών συμβάντων στη φύση, λέει ο αντιρεαλιστής. Η γενετική μηχανική έχει γίνει τόσο τετριμμένη όσο και η παραγωγή χάλυβα. Αλλά μη γελιέστε. Μην υποθέσετε ότι οι μακριές μοριακές αλυσίδες είναι πράγματι εκεί, για να είναι πλεγμένες. Οι βιολόγοι μπορεί να αποκτήσουν μία πιο ξεκάθαρη ιδέα για ένα αμινοξύ, όταν φτιάξουν ένα μοριακό μοντέλο από σύρματα και χρωματιστές μπάλες. Το μοντέλο μπορεί να μας βοηθήσει να τακτοποιήσουμε τα φαινόμενα στο μυαλό μας. Μπορεί να υποδηλώνει κάποια καινούργια μικρο|τεχνολογία, αλλά δε συνιστά μια κυριολεκτική έικόνα για το πώς είναι πράγματι τα πράγματα. Θα μπορούσα να φτιάξω το μοντέλο της οικονομίας με τροχαλίες, μοχλούς, σφαιρίδια και βαρίδια. Κάθε μείωση στο βάρος Μ (την «προμήθεια χρημάτων») προκαλεί μια μείωση στη γωνία / (το «δείκτη του πληθωρισμού») και μια αύξηση στον αριθμό Νχωγ σφαιριδίων σ' αυτήν την κατσαρόλα (τον αριθμό των άνεργων εργατών). Βάζουμε τα σωστά στοιχεία και παίρνουμε τις σωστές πληροφορίες, αλλά κανείς δεν υποστηρίζει ότι αυτό είναι πράγματι η οικονομία.
ΑΝ Μ Π Ο Ρ Ε Ί Σ ΝΑ ΤΑ ΨΕΚΑΣΕΙΣ, Τ Ο Τ Ε ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ Όσον αφορά εμένα προσωπικά, ποτέ δεν είχα σκεφτεί πολύ για τον επιστημονικό ρεαλισμό, μέχρι που ένας φίλος μού είπε για ένα διεξαγόμενο πείραμα, που ανιχνεύει την ύπαρξη κλασματικών ηλεκτρικών φορτίων. Αυτά ονομάζονται κουάρκ. Όμως δεν είναι τα κουάρκ που με έκαναν ρεαλιστή αλλά μάλλον τα ηλεκτρόνια. Επιτρέψτε μου να διηγηθώ την ιστορία. Δε θα είναι μια ιστορία απλή, αλλά ρεαλιστική, μια ιστορία που μας συνδέει με την καθημερινή επιστημονική έρευνα. Ας αρχίσουμε με ένα παλιό πείραμα πάνω στα ηλεκτρόνια. Ως θεμελιώδη μονάδα του ηλεκτρικού φορτίου θεωρούσαμε για πολύ καιρό το ηλεκτρόνιο. Το 1908 ο J. Α. Millikan επινόησε ένα ωραίο πείραμα, για να μετρήσει την ποσότητα αυτή. Ένα πολύ μικρό αρνητικά φορτισμένο σταγονίδιο λαδιού αιωρείται ανάμεσα σε ηλεκτρικά φορτισμένες πλάκες. Αρχικά, με το ηλεκτρικό πεδίο κλειστό, αφήνεται να πέσει. Έπειτα το πεδίο ενεργοποιείται, ώστε να επιταχυνθεί ο ρυθμός της πτώσης. Οι δύο παρατηρούμενες οριακές ταχύτητες του σταγονιδίου συνδυάζονται με το συντελεστή του ιξώδους του αέρα και τις πυκνότητες του αέρα και του λαδιού. Αυτές, -52-
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ;
μαζί με τη γνωστή τιμή της βαρύτητας και του ηλεκτρικού πεδίου μάς επιτρέπουν να υπολογίσουμε το φορτίο πάνω στη σταγόνα. Σε επαναλαμβανόμενα πειράματα τα φορτία σ' αυτές τις σταγόνες είναι μικρά ακέραια πολλαπλάσια μιας συγκεκριμένης ποσότητας. Αυτή θεωρείται ως το ελάχιστο φορτίο, δηλαδή το φορτίο των ηλεκτρονίων. Ό π ω ς όλα τα πειράματα, έτσι κι αυτό κάνει υποθέσεις που είναι μόνο χονδρικά σωστές: ότι, για παράδειγμα, οι σταγόνες είναι σφαιρικές. Ο Millikan αρχικά αγνόησε το γεγονός ότι οι σταγόνες δεν είναι μεγάλες σε σύγκριση με τη μέση ελεύθερη διαδρομή των μορίων του αέρα, κι έτσι «χοροπηδούν» λίγο. Αλλά η ιδέα του πειράματος είναι καθοριστική. Το ηλεκτρόνιο θεωρείτο για πολύ καιρό ως η μονάδα του φορτίου. Χρησιμοποιούμε το γράμμα e, για να συμβολίσουμε το φορτίο αυτό. Η φυσική των μικροσωματιδίων, ωστόσο, υποθέτει όλο και πιο συχνά μια οντότητα που λέγεται κονάρκ και που έχει φορτίο \Ι?> e. Τίποτα στη θεωρία δεν υποδηλώνει ότι τα κουάρκ έχουν ανεξάρτητη ύπαρξη* αν αποκτήσουν υπόσταση, υπαινίσσεται η θεωρία, τότε αντιδρούν αμέσως και συσσωματώνονται άμεσα. Αυτό δεν αποθάρρυνε ένα ευφυές πείραμα, που άρχισε από τους LaRue, Fairbank και Hebart στο Stanford. Αυτοί κυνηγούν «ελεύθερα» κουάρκ, χρησιμοποιώντας τη βασική ιδέα του Millikan. Αφού τα κουάρκ μπορεί να σπανίζουν ή να έχουν μικρή διάρκεια ζωής, βοηθά να έχεις μια μεγάλη μπάλα παρά μια μικρή σταγόνα, επειδή τότε υπάρχει μια μεγαλύτερη πιθανότητα να κολλήσει ένα κουάρκ πάνω της. Η σταγόνα που χρησιμοποιήθηκε, μολονότι ζύγιζε λιγότερο από γραμμάρια, ήταν 10^ φορές μεγαλύτερη από τις σταγόνες που χρησιμοποίησε ο Millikan. Αν ήταν από λάδι, θα έπεφτε σχεδόν σαν πέτρα. Αντίθετα, είναι από μια ουσία που ονομάζεται νιόβιο, η οποία ψύχεται κάτω από τη θερμοκρασία της υπεραγωγιμότητάς της, δηλαδή των 9° Κ. Ό τ α ν ένα ηλεκτρικό φορτίο τίθεται σε κίνηση γύρω από αυτήν την πολύ ψυχρή μπάλα, παραμένει σε αέναη κίνηση. Επομένως η σταγόνα μπορεί να ταλαντώνεται μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο και πράγματι να οδηγείται μπρος-πίσω με την αλλαγή του πεδίου. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει ένα μαγνητόμετρο, για να βρει πού ακριβώς βρίσκεται η σταγόνα και με ποια ταχύτητα κινείται. Το αρχικό φορτίο της μπάλας σταδιακά αλλάζει και, με την εφαρμογή της υπάρχουσας τεχνολογίας με έναν τρόπο που μοιάζει με εκείνον του Millikan, μπορούμε να καθορίσουμε αν το πέρασμα από το θετικό στο αρνητικό φορτίο γίνεται στο μηδέν ή στο ±1/3 Αν ισχύει το τελευταίο, πρέπει να υπάρχει σίγουρα ένα ελεύθερο κουάρκ στην μπάλα. Σε πρόσφατη δημοσί-53-
A ' ΜΕΡΟΣ: α ν α π α ρ ι σ τ ώ ν τ α ς ευσή τους, ο Fairbank και οι συνεργάτες του αναφέρουν τέσσερα κλασματικά φορτία με +1/3 e, τέσσερα με - 1 / 3 εκοχ 13 με μηδέν. Τώρα, πώς αλλάζει κανείς το φορτίο στη μπάλα νιοβίου; «Λοιπόν, σ' αυτό το στάδιο», λέει ο φίλος μου, «την ψεκάζουμε με ποζιτρόνια, για να αυξήσουμε το φορτίο, ή με ηλεκτρόνια, για να μειώσουμε το φορτίο». Από εκείνη την ημέρα και μετά είμαι επιστημονικός ρεαλιστής. ^Οσον αφορά ε^μένα, αν μπορείς να τα ψεκάσεις, τότε είναι πραγματικά. Τα κλασματικά φορτία με μακρά διάρκεια ζωής αποτελούν θέμα διαμάχης. Δεν είναι τα κουάρκ που με έπεισαν για το ρεαλισμό. Οΰτε θα είχα πειστεί, ίσως, για τα ηλεκτρόνια το 1908. Υπήρχαν πάντα τόσα περισσότερα πράγματα, για να ανακαλύψει ο σκεπτικιστής: υπήρχε αυτή η επίμονη ανησυχία για τις ενδομοριακές δυνάμεις πο^ επιδρούν στη σταγόνα λαδιού. Μήπως είναι άυτές που στην ουσία μετρούσε ο Millikan, έτσι ώστε οι αριθμοί του να μη δείχνουν τίποτα για τα αποκαλούμενα ηλεκτρόνια; Αν είναι έτσι, ο Millikan δεν πλησιάζει κατά κανέναν τρόπο την πραγματικότητα των ηλεκτρονίων. Θ α μπορούσαν να υπάρχουν ελάχιστα ηλεκτρικά φορτία αλλά όχι ηλεκτρόνια; Στο παράδειγμα με τα κουάρκ έχουμε τις ίδιες ανησυχίες. Οι Marinelli και Morpurgo σε μια πρόσφατη προδημοσίευση προτείνουν ότι η ομάδα του Fairbank μετρά μια νέα ηλεκτρομαγνητική δύναμη και όχι τα κουάρκ. Αυτό που με έπεισε για το ρεαλισμό δεν έχει καμία σχέση με τα κουάρκ. ^Ηταν το γεγονός ότι τώρα υπάρχουν τυποποιημένα ηλεκτρόδια με τα οποία μπορούμε να ψεκάζουμε ποζιτρόνια και ηλεκτρόνια, και αυτό ακριβώς κάνουμε με αυτά. Κατανοούμε τα αποτελέσματα, κατανοούμε τις αιτίες και τα χρησιμοποιούμε για να ανακαλύψουμε κάτι άλλο. Τ ο ίδιο φυσικά ισχύει και για τα άλλα εργαλεία του επαγγέλματος, τις συσκευές για να θέσουμε το κύκλωμα στην υπερψυγμένη μπάλα νιοβίου και τους υπόλοιπους, σχεδόν ατελείωτους, χειρισμούς του «θεωρητικού».
ΤΙ ΑΦΟΡΑ Η ΔΙΑΦΩΝΙΑ; Ο πρακτικός άνθρωπος λέει: Σκέψου τι χρησιμοποιείς για να κάνεις αυτό που κάνεις. Αν ψεκάσεις τα ηλεκτρόνια, τότε είναι πραγματικά. Αυτή είναι μια υγιής αντίδραση, αλλά δυστυχώς τα ζητήματα δεν μπορούν να λήξουν τόσο εύκολα. Ο αντιρεαλισμός μπορεί να μοιάζει χαζός στον πειραματιστή, αλλά ερωτήματα περί ρεαλισμού εμφανίζονται ξανά και ξανά στην ιστορία της γνώσης. Πέρα από τις σοβαρές λεκτικές δυσκολίες για τις σημασίες των λέξεων «αληθινό» και «πραγματικό», υπάρχουν ερωτήματα επί της ουσίας. Μερικά -54-
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ;
απορρέουν από τη συνύφανση του ρεαλισμού με άλλες φιλοσοφίες. Για παράδειγμα, ο ρεαλισμός, ιστορικά, έχει αναμειχθεί με τον υλισμό, ο οποίος κατά μια εκδοχή υποστηρίζει πως οτιδήποτε υπάρχει οικοδομείται από μικροσκοπικούς υλικοΰς κΰβους. Αυτοΰ του είδους ο υλισμός θα είναι ρεαλιστικός όσον αφορά στα άτομα, αλλά μπορεί να είναι αντιρεαλιστικός σχετικά με τα «άυλα» δυναμικά πεδία. Ο διαλεκτικός υλισμός κάποιων ορθόδοξων Μαρξιστών δυσκόλεψε τη ζωή πολλών συγχρόνων θεωρητικών οντοτήτων. Ο Lysenko απέρριψε τη γενετική του Mendel, εν μέρει επειδή αμφισβητούσε την πραγματικότητα των «γονιδίων», που ο τελευταίος υπέθετε αξιωματικά. Ο ρεαλισμός έρχεται επίσης σε αντίθεση με μερικές φιλοσοφίες σχετικά με την αιτιότητα. Οι θεωρητικές οντότητες θεωρούνται συχνά ότι έχουν αιτιακές δυνάμεις: τα ηλεκτρόνια εξουδετερώνουν τα θετικά φορτία πάνω στις μπάλες νιοβίου. Οι πρώτοι θετικιστές του 19ου αιώνα ήθελαν να κάνουν επιστήμη χωρίς να μιλούν ποτέ για «αιτίες», κι έτσι είχαν την τάση να απορρίπτουν και τις θεωρητικές οντότητες. Αυτό το είδος αντιρεαλισμοΰ υπάρχει σήμερα σε αφθονία. Ο αντιρεαλισμός τρέφεται επίσης με ιδέες περί γνώσης. Μερικές φορές απορρέει από το δόγμα ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε ως πραγματικά μόνο τα υποκείμενα της αισθητηριακής εμπειρίας. Ακόμα και θεμελιώδη προβλήματα λογικής εμπλέκονται* υπάρχει ένας αντιρεαλισμός που θέτει υπό αμφισβήτηση το τι σημαίνει για τις θεωρίες να είναι αληθείς ή ψευδείς. Ερωτήματα από τις επιμέρους επιστήμες έχουν επίσης πυροδοτήσει διαμάχες. Οι παραδοσιακοί αστρονόμοι δεν ήθελαν να υιοθετήσουν μια ρεαλιστική στάση απέναντι στον Κοπέρνικο. Η ιδέα ενός ηλιακού συστήματος ίσως να βοηθούσε τους υπολογισμούς, αλλά δε φανερώνει το πώς είναι πραγματικά ο κόσμος, διότι η γη και όχι ο ήλιος, επέμεναν, είναι το κέντρο του σύμπαντος. Ή πάλι, θα πρέπει να είμαστε ρεαλιστές σχετικά με την κβαντομηχανική; Θα πρέπει να πούμε ρεαλιστικά ότι τα σωματίδια έχουν μία συγκεκριμένη, μολονότι μη αναγνωρίσιμη, θέση και ορμή; Ή θα πρέπει, στο άλλο άκρο, να πούμε ότι «η αναγωγή του κυματοπακέτου», η οποία συμβαίνει κατά τη διάρκεια των μικροφυσικών μετρήσεων, είναι μια αλληλεπίδραση με τον ανθρώπινο νου; Δε θα βρούμε τα προβλήματα των ρεαλιστών μόνο στις εξειδικευμένες φυσικές επιστήμες. Οι επιστήμες του ανθρώπου προσφέρουν ακόμα πιο ευρύ φάσμα για συζήτηση. Μπορεί να υπάρξει πρόβλημα με τη λίμπιντο, το υπερεγώ και τη μετάθεση την οποία διδάσκει ο Freud. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί την ψυχανάλυση, για να κατανοήσει τον εαυτό του ή κάποιον άλλο, κι όμως να πιστεύει κυνικά ότι τίποτα δεν ανταποκρίνεται πραγματικά στο -55-
A ' ΜΕΡΟΣ: Α Ν Α Π Α Ρ Ι Σ Τ Ω Ν Τ Α Ι
δίκτυο των όρων που εμφανίζονται στη θεωρία; Τι θα έπρεπε να ποΰμε για την υπόθεση του Durkheim ότι υπάρχουν πραγματικές, μολονότι κατά κανέναν τρόπο φανερά ευδιάκριτες, κοινωνικές διαδικασίες που ενεργούν πάνω μας τόσο αμείλικτα όσο και οι νόμοι της βαρύτητας και οι οποίες ωστόσο υπάρχουν αυτόνομα, σε ένα επίπεδο πάνω από τις ιδιότητες των ατόμων που αποτελούν την κοινωνία; Θα μπορούσε κανείς ευλόγα να είναι ρεαλιστής σχετικά με την κοινωνιολογία και αντιρεαλιστής με τη φυσική ή αντίστροφα; Έ π ε ι τ α υπάρχουν και τα μεταζητήματα. Ίσως ο ρεαλισμός να είναι το καλύτερο παράδειγμα που θα μπορούσαμε να βρούμε για την κοινοτοπία των βασικών φιλοσοφικών στοχασμών. Τα ερωτήματα που καταρχήν δημιουργήθηκαν στην αρχαιότητα είναι αρκετά σοβαρά. Δεν υπήρχε τίποτα κακό στην ερώτηση αν τα άτομα είναι πραγματικά. Α ^ ά το να συνεχίσουμε να συζητάμε μια τέτοια ερώτηση ίσως να αποτελεί απλώς ένα ανεπαρκές υποκατάστατο για σοβαρές σκέψεις σχετικά με το φυσικό κόσμο. Αυτή η ανησυχία συνιστά αντιφιλοσοφικό κυνισμό. Υπάρχει επίσης η φιλοσοφική αντιφιλοσοφία. Αυτή πρεσβεύει ότι όλη η ομάδα των ζητημάτων γύρω από το ρεαλισμό και τον αντιρεαλισμό είναι μια καρικατούρα, εδραιωμένη πάνω σε ένα πρότυπο που στοιχειώνει τον πολιτισμό μας, την εικόνα μιας γνώσης που «αναπαριστά» την πραγματικότητα. Ό τ α ν η ιδέα της αντιστοιχίας ανάμεσα στη σκέψη και τον κόσμο μπει στη θέση που δικαιωματικά της ανήκει - δηλαδή στον τάφο - δε θα ακολουθήσουν γρήγορα, τίθεται το ερώτημα, ο ρεαλισμός και ο αντιρεαλισμός;
ΚΙΝΗΜΑΤΑ, ΟΧΙ ΔΟΓΜΑΤΑ Οι ορισμοί του «επιστημονικού ρεαλισμού» μόλις που δείχνουν το δρόμο. Είναι περισσότερο μια νοοτροπία παρά ένα σαφώς ορισμένο δόγμα. Είναι ένας τρόπος σκέψης για το περιεχόμενο της φυσικής επιστήμης. Η τέχνη και η λογοτεχνία προσφέρουν καλή σύγκριση, επειδή η λέξη «ρεαλισμός» δεν απέκτησε μόνο πολλές φιλοσοφικές αποχρώσεις, αλλά δηλώνει και αρκετά καλλιτεχνικά κινήματα. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα πολλοί ζωγράφοι προσπάθησαν να δραπετεύσουν από τις συμβάσεις που τους υποχρέωναν να απεικονίζουν ιδεαλιστικά, ρομαντικά, ιστορικά ή θρησκευτικά θέματα σε τεράστιους καμβάδες γεμάτους κίνηση. Επέλεξαν να ζωγραφίζουν σκηνές από την καθημερινή ζωή. Αρνήθηκαν να «αισθητικοποιήσουν» μια σκηνή. Δέχτηκαν υλικό που ήταν κοινότοπο ή ξεπερασμένο. Αρνήθηκαν να το εξιδανικεύσουν, αρνήθηκαν να το εξυψώσουν: δεν έκαναν καν τους πίνακές τους -56-
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ;
γραφικούς. Οι μυθιστοριογράφοι υιοθέτησαν αυτήν τη ρεαλιστική στάση και έτσι είχαμε τη σπουδαία παράδοση στη γαλλική λογοτεχνία, που περνά από τον Flaubert και καταλήγει στις συγκλονιστικές περιγραφές του Zola για τη βιομηχανική Ευρώπη. Για να παραθέσω έναν αντιπαθητικό ορισμό του παρελθόντος, «ρεαλιστής είναι αυτός που εσκεμμένα αρνείται να επιλέξει τα θέματά του από το όμορφο ή το αρμονικό και, πιο συγκεκριμένα, περιγράφει άσχημα πράγματα και βγάζει στην επιφάνεια απωθητικές λεπτομέρειες». Σε τέτοιου είδους κινήματα δε λείπουν τα δόγματα. Πολλά εξέδωσαν μανιφέστα. Ό λ α εμποτίστηκαν με τις φιλοσοφικές ευαισθησίες της εποχής και συνεισέφεραν σ' αυτές. Στη λογοτεχνία ο ύστερος ρεαλισμός ονομάστηκε θετικισμός. Αλλά περισσότερο μιλάμε για κινήματα κι όχι για δόγματα, για δημιουργική εργασία που εμπνέεται από ένα σύνολο κινήτρων και εν μέρει αυτοκαθορίζεται αντιθετικά προς άλλους τρόπους σκέψης. Ο επιστημονικός ρεαλισμός και ο αντιρεαλισμός είναι κάπως έτσι: και αυτοί είναι κινήματα. Μπορούμε να μπούμε στις συζητήσεις τους εφοδιασμένοι με ορισμούς που θα έχουν έκταση μιας παραγράφου, αλλά όταν θα είμαστε μέσα θα αντιμετωπίσουμε έναν ακαθόριστο αριθμό από ανταγωνιστικές και αποκλίνουσες απόψεις, που αποτελούν τη φιλοσοφία της επιστήμης στην παρούσα συναρπαστική της κατάσταση.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΥΠΑΡΞΗ Με παραπλανητική συντομία θα χρησιμοποιήσω τον όρο «θεωρητική οντότητα» ως ενσάρκωση όλης αυτής της πληθώρας των εννοιών που εκλαμβάνονται από τις θεωρίες ως αξιωματικά υπαρκτές, αλλά τις οποίες δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, σωματίδια, πεδία, διαδικασίες, δομές, καταστάσεις κ.λπ. Υπάρχουν δυο είδη επιστημονικού ρεαλισμού: ένας για τις θεωρίες κι ένας για τις οντότητες. Το ερώτημα για τις θεωρίες είναι αν είναι αληθείς, αν είναι αληθείς ή ψευδείς, αν είναι υποψήφιες για την αλήθεια ή αν στοχεύουν σ' αυτήν. Το ερώτημα για τις οντότητες είναι αν είναι υπαρκτές. Η πλειοψηφία των σύγχρονων φιλοσόφων ανησυχεί περισσότερο για τις θεωρίες και την αλήθεια. Μπορεί να φαίνεται πως αν πιστεύεις ότι μια θεωρία είναι αληθινή, τότε αυτόματα πιστεύεις ότι και οι οντότητες της θεωρίας είναι υπαρκτές. Διότι πώς γίνεται να πιστεύεις ότι μια θεωρία για τα κουάρκ είναι αληθινή, αλλά εντούτοις να αρνείσαι την ύπαρξη των κουάρκ; Πριν από πολύ καιρό ο Bertrand Russell έδειξε πώς μπορεί να γίνει αυτό. Τότε δεν προβλημα-57-
A' ΜΕΡΟΣ: α ν α π α ρ ι σ τ ώ ν τ α ς τιζόταν με την αλήθεια των θεωριών, αλλά ανησυχούσε για τις μη παρατηρήσιμες οντότητες. Πίστευε ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τη λογική, για να ξαναγράψουμε τη θεωρία, έτσι ώστε οι υποτιθέμενες οντότητες να αναδειχθούν ως λογικές κατασκευές. Ο όρος «κουάρκ» δε θα δήλωνε τα κουάρκ, αλλά θα ήταν μια συντομογραφία, μέσω της λογικής, για μια πολύπλοκη έκφραση που αναφέρεται μόνο σε παρατηρήσιμα φαινόμενα. Ο Russell ήταν τότε ρεαλιστής όσον αφορά στις θεωρίες, αλλά αντιρεαλιστής σχετικά με τις οντότητες. Είναι επίσης πιθανόν να είσαι ρεαλιστής όσον αφορά στις οντότητες, αλλά αντιρεαλιστής σχετικά με τις θεωρίες. Πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας αποτελούν παραδείγματα γι' αυτό. Πίστευαν ότι ο Θεός υπάρχει, αλλά πίστευαν ότι είναι από θέμα αρχής αδύνατο να φτιάξεις μια αληθινή, θετική, κατανοητή θεωρία για το Θεό. Θ α μπορούσε κανείς, στην καλύτερη περίπτωση, να φιρίαξει έναν κατάλογο με το τνόεν είναι ο Θεός - μη πεπερασμένος, μη περιορίσιμος κ.ο.κ. Η εκδοχή αυτού, η οποία αφορά στις επιστημονικές οντότητες, πρεσβεύει ότι έχουμε επαρκείς λόγους να υποθέτουμε ότι τα ηλεκτρόνια υπάρχουν, μολονότι καμία ολοκληρωμένη περιγραφή των ηλεκτρονίων δεν έχει πιθανότητα να είναι αληθινή. Οι θεωρίες μας αναθεωρούνται συνεχώς· για διαφορετικούς σκοπούς χρησιμοποιούμε διαφορετικά και μη συμβατά μοντέλα ηλεκτρονίων, τα οποία δεν πιστεύει κανείς ότι είναι κυριολεκτικά αληθινά, αλλά παρ' όλα αυτά υπάρχουν ηλεκτρόνια.
ΔΥΟ ΡΕΑΛΙΣΜΟΙ Ο ρεαλισμός σχετικά με τις οντότητες πρεσβεύει ότι ένας μεγάλος αριθμός θεωρητικών οντοτήτων πράγματι υπάρχει. Ο αντιρεαλισμός το αρνείται και υποστηρίζει ότι οι οντότητες είναι μύθοι, λογικές κατασκευές ή τμήματα ενός διανοητικού οργάνου που επιτελεί συλλογισμούς για τον κόσμο. Ή , λιγότερο δογματικά, μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν έχουμε και δεν μπορούμε να έχουμε κανένα λόγο να υποθέσουμε ότι οι οντότητες δεν είναι μύθοι. Μπορεί να υπάρχουν, αλλά δε χρειάζεται να υποθέσουμε κάτι τέτοιο για να κατανοήσουμε τον κόσμο. Ο ρεαλισμός σχετικά με τις θεωρίες χ^ηοοτ^ρίζζχ ότι οι επιστημονικές θεωρίες είναι είτε αληθείς είτε ψευδείς, ανεξάρτητα από το τι γνωρίζουμε: η επιστήμη κατ' ελάχιστο στοχεύει στην αλήθεια και η αλήθεια είναι το πώς είναι ο κόσμος. Ο αντιρεαλισμός πρεσβεύει ότι οι θεωρίες στην καλύτερη περίπτωση είναι εγγυημένες, επαρκείς, καλές για να τις επεξεργαστείς, αποδεκτές αλλά απίστευτες ή ακαθόριστες. -58-
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Ρ Ε Α Λ Ι Σ Μ Ο Σ ;
ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ Έ χ ω μόλις συνυφάνει ισχυρισμούς για την πραγματικότητα και ισχυρισμούς για αυτό που γνωρίζουμε. Ο ρεαλισμός μου σχετικά με τις οντότητες υποδηλώνει επίσης ότι ικανοποιητική θεωρητική οντότητα θα ήταν αυτή που υπάρχει (και όχι αυτή που είναι απλώς ένα πρακτικό διανοητικό εργαλείο). Αυτός είναι ένας ισχυρισμός τόσο για τις οντότητες όσο και για την πραγματικότητα. Υποδηλώνει επίσης ότι ουσιαστικά γνωρίζουμε, ή ότι έχουμε επαρκείς λόγους να εμπιστευθούμε, τουλάχιστον ορισμένες τέτοιες οντότητες στην τρέχουσα επιστήμη. Αυτός είναι ένας ισχυρισμός για τη γνώση. Αναφέρω τη γνώση και την πραγματικότητα μαζί, επειδή το όλο θέμα θα ήταν ανενεργό, αν δεν κατείχαμε τώρα κάποιες οντότητες, των οποίων την ύπαρξη πιστεύουν κάποιοι από μας. Αν μιλούσαμε για κάποια μελλοντική επιστημονική ουτοπία, θα αποσυρόμουν από τη συζήτηση. Τα δύο ρεύματα που αναφέρω μαζί μπορούν εύκολα να διαχωριστούν, όπως στο ακόλουθο σχήμα του W. Newton-Smith.^ Αυτός επισημαίνει τρία συστατικά στον επιστημονικό ρεαλισμό. 1. Έ ν α οντολογικό ο\^οτατ\κ6: Οι επιστημονικές θεωρίες είναι είτε αληθείς είτε ψευδείς και ό,τι από τα δύο είναι μια δεδομένη θεωρία, είναι τέτοιο επί τη βάσει τού πώς είναι ο κόσμος. 2. Έ ν α αιτιακό συστατικό: Αν μία θεωρία είναι αληθής, οι θεωρητικοί όροι της θεωρίας δηλώνουν θεωρητικές οντότητες που είναι αιτιωδώς υπεύθυνες για τα παρατηρήσιμα φαινόμενα. 3. Έ ν α επιστημολογικό συστατικό: Μπορούμε να έχουμε εγγυημένη πίστη στις θεωρίες ή τις οντότητες (τουλάχιστον ως θέμα αρχής). Σε γενικές γραμμές, τα οντολογικά και επιστημολογικά συστατικά του Newton-Smith ενισχύουν το ρεαλισμό μου σχετικά με τις οντότητες. Από τη στιγμή που υπάρχουν δύο συστατικά, μπορούν να υπάρχουν δύο είδη αντιρεαλισμού. Ο ένας απορρίπτει το (1)· ο άλλος απορρίπτει το (3). Μπορείτε να αρνηθείτε το οντολογικό συστατικό. Αρνείστε ότι πρέπει να παίρνουμε τις θεωρίες κυριολεκτικά* δεν είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς* είναι διανοητικά εργαλεία για την πρόβλεψη φαινομένων* είναι κανόνες, για να επεξεργαστούμε το τι θα γίνει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
^ W. Newton-Smith, «The underdetermination of theory by data», Proceedings of the Aristotelian Society, συμπληρωματικός τόμος 52 (1978), ο. 72.
-59-
λ' ΜΕΡΟΣ: α ν α π α ρ ι σ τ ώ ν τ α ς
Υπάρχουν πολλές εκδοχές αυτοΰ. Συχνά μια τέτοια θεωρία ονομάζεται εργαλείοκρατία (ή ινστρονμενταλίσμό^, επειδή υποστηρίζει ότι οι θεωρίες είναι μόνο εργαλεία. Η εργαλείοκρατία αρνείται το (1). Εσείς μπορείτε αντ' αυτοΰ να αρνηθείτε το (3). Ένα παράδειγμα αποτελεί ο Bas van Fraassen στο βιβλίο του Η Επιστημονική Εικόνα {The Scientific Image, 1980). Πιστεύει ότι οι θεωρίες πρέπει να εκλαμβάνονται κυριολεκτικά - δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τις προσλάβουμε. Είναι είτε αληθείς είτε ψευδείς και το τι είναι εξαρτάται από τον κόσμο - δεν υπάρχει εναλλακτική σημειολογία. Αλλά δεν έχουμε καμία εγγύηση, οΰτε χρειάζεται να πιστέψουμε οποιεσδήποτε θεωρίες για το μη παρατηρήσιμο, προκειμένου να κατανοήσουμε την επιστήμη. Έτσι, αρνείται το επιστημολογικό συστατικό. · Ο ρεαλΐ9||ΐός μου σχετικά με τις θεωρίες είναι, επομένως, χονδρικά το (1) και το (3), άλλά ο ρεαλισμός μου σχετικά με τις οντότητες δεν είναι ακριβώς το (2) και το (3). Το αιτιακό συστατικό του Newton-Smith πρεσβεύει ότι αν μια θεωρία είναι αληθής, τότε οι θεωρητικοί όροι δηλώνουν οντότητες, οι οποίες είναι αιτιωδώς υπεύθυνες γι' αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε. Αυτός υπαινίσσεται ότι η πίστη σε τέτοιου είδους οντότητες εξαρτάται από την πίστη στη θεωρία στην οποία αυτές είναι εδραιωμένες. Αλλά κάποιος μπορεί να πιστεύει σε κάποιες οντότητες, χωρίς να πιστεύει σε καμία συγκεκριμένη θεωρία στην οποία αυτές είναι εδραιωμένες. Μπορεί ακόμα να θεωρήσει κανείς ότι καμία γενική βαθιά θεωρία για τις οντότητες δε θα μπορούσε να είναι αληθής, επειδή δεν υπάρχει τέτοια αλήθεια. Η Nancy Cartwright εξηγεί αυτήν την ιδέα στο βιβλίο της Πώς ψεύδονται οι νόμοι της φυσικής {How the Laws of Physics Lie, 1983). Εννοεί τον τίτλο κυριολεκτικά. Οι νόμοι είναι απατηλοί. Μόνο οι φαινομενολογικοί νόμοι είναι πιθανόν αληθείς, αλλά παρ' όλα αυτά μπορεί να έχουμε καλή γνώση των αιτιωδώς αποτελεσματικών θεωρητικών οντοτήτων. Φυσικά όλες αυτές οι περίπλοκες ιδέες θα παρουσιαστούν ακολούθως. Ο van Fraassen αναφέρεται σε πολλά σημεία, ιδιαίτερα στο κεφάλαιο 3. Η Cartwright εμφανίζεται στα κεφάλαια 2 και 12. Το γενικό νόημα του ανά χείρας βιβλίου απομακρύνεται από το ρεαλισμό σχετικά με τις θεωρίες και πλησιάζει το ρεαλισμό εκείνων των οντοτήτων, τις οποίες μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σε πειραματική εργασία. Αυτό σημαίνει ότι γενικά απομακρύνεται από το «αναπαριστώντας» και πλησιάζει το «παρεμβαίνοντας».
-60-
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ;
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ 0 1 ΕΙΔΙΚΕΣ Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ε Σ Θ α πρέπει επίσης να διαχωρίσουμε το γενικό ρεαλισμό (realism-ingeneral) από τον επιμέρους ρεαλισμό (realism-in-particular). Για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα από τη Nancy Cartwright, από τότε που ο Einstein έκανε την εργασία του πάνω στο φωτοηλεκτρικό φαινόμενο το φωτόνιο θεωρείται ως βασικό στοιχείο κατανόησης του φωτός. Ωστόσο υπάρχουν σοβαροί μελετητές της οπτικής, όπως ο Willis Lamb και οι συνεργάτες του, οι οποίοι αμφισβητούν την πραγματικότητα των φωτονίων, υποθέτοντας ότι μια βαθύτερη θεωρία θα έδειχνε πως το φωτόνιο είναι κυρίως ένα τέχνημα των τωρινών θεωριών μας. Ο Lamb δεν υποστηρίζει ότι η υπάρχουσα θεωρία του φωτός είναι ξεκάθαρα ψευδής. Μια πιο βαθιά θεωρία θα διατηρούσε τα περισσότερα από αυτά που πιστεύουμε τώρα για το φως, αλλά θα έδειχνε ότι, κατά βάθος, τα φαινόμενα που σχετίζουμε με τα φωτόνια αποδίδονται σε μια διαφορετική όψη της φύσης. Ένας τέτοιος επιστήμονας θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ρεαλιστής γενικά, αλλά αντιρεαλιστής όσον αφορά συγκεκριμένα στα φωτόνια. Έ ν α ς τέτοιος επιμέρους αντιρεαλισμός είναι ζήτημα για την οπτική και όχι για τη φιλοσοφία. Ωστόσο ο Ν . R. Hanson επισήμανε ένα παράξενο χαρακτηριστικό στις νέες κατευθύνσεις των φυσικών επιστημών. Αρχικά, μια ιδέα εισάγεται περισσότερο ως υπολογιστικό εργαλείο παρά ως μια κυριολεκτική αναπαράσταση του πώς είναι ο κόσμος. Οι κατοπινές γενιές μεταχειρίζονται τη θεωρία και τις οντότητές της με έναν αυξανόμενα ρεαλιστικό τρόπο. (Ο Lamb είναι ένας σκεπτικιστής, ο οποίος προχωρεί προς την αντίθετη κατεύθυνση). Συχνά οι πρώτοι συγγραφείς ταλαντεύονται για τις οντότητές τους. Έ τ σ ι ο James Clerk Maxwell, ένας από τους δημιουργούς της στατιστικής μηχανικής, ήταν αρχικά απρόθυμος να πει αν ένα αέριο αποτελείται πραγματικά από μικρές ταλαντευόμενες μπάλες, οι οποίες προκαλούν φαινόμενα θερμικής πίεσης. Άρχισε θεωρώντας αυτήν την περιγραφή ως ένα «απλό» μοντέλο, το οποίο οργανώνει εύκολα όλο και περισσότερα μακροσκοπικά φαινόμενα. Έ γ ι ν ε σταδιακά ρεαλιστής. Οι κατοπινές γενιές θεωρούν προφανώς την κινητική θεωρία ως ένα καλό σκιαγράφημα του πώς είναι όντως τα πράγματα. Είναι αρκετά συχνό στην επιστήμη ο αντιρεαλισμός για μια συγκεκριμένη θεωρία ή τις οντότητές της να παραχωρεί τη θέση του στο ρεαλισμό. Η επιφυλακτικότητα του Maxwell για τα-μόρια ενός αερίου αποτελούσε μέρος μιας γενικότερης δυσπιστίας για τον ατομισμό. Η κοινότητα των -61-
A' ΜΕΡΟΣ: ΑΝΑΠΑΡΙΣΤΩΝΤΑΙ
φυσικών και χημικών πείστηκε εντελώς για την πραγματικότητα των ατόμων μόνο στον αιώνα μας. Ο Michael Gardner συνόψισε πολΰ καλά μερικά από τα ρεύματα που σχετίζονται με αυτήν την ιστορία.^ Τελειώνει, μάλλον, όταν η κίνηση Brown αναλύθηκε πλήρως σε σχέση με τις τροχιές των μορίων. Αυτό το επίτευγμα ήταν σημαντικό, όχι μόνο επειδή υποδείκνυε λεπτομερώς πώς τα μόρια πέφτουν πάνω στους κόκκους γΰρης, δημιουργώντας την παρατηρούμενη κίνηση. Το πραγματικό επίτευγμα ήταν ένας νέος τρόπος υπολογισμού του αριθμού Avogadro, χρησιμοποιώντας την ανάλυση της κίνησης του Brown από τον Einstein και τις πειραματικές τεχνικές του Jean Perrin. Αυτό ήταν φυσικά μια «επιστημονική» κι όχι μία «φιλοσοφική» ανακάλυψη. Ωστόσο, ο ρεαλισμός γΰρω από τ^ άτομα και τα μόρια ήταν κάποτε το κεντρικό θέμα της φιλοσοφίας της επιστήμης. Τ α άτομα και τα μόρια ξεπερνούσαν κατά πολΰ το επίπεδο του τοπικού προβλήματος γύρω από ένα είδος οντοτήτων - αποτελούσαν τους κεντρικούς πρωταγωνιστές της συζήτησης γύρω από το πραγματικό (ή το απλώς φανταστικό) των θεωρητικών οντοτήτων. Πολλές από τις τωρινές μας θέσεις περί επιστημονικού ρεαλισμού καταστάλαξαν τότε, σε σχέση με τη συζήτηση εκείνη. Η ίδια η ονομασία «επιστημονικός ρεαλισμός» άρχισε να χρησιμοποιείται εκείνη την εποχή. Ο γενικός ρεαλισμός πρέπει επομένως να διαχωρίζεται από τον επιμέρους ρεαλισμό, με την επιφύλαξη ότι ο επιμέρους ρεαλισμός μπορεί να κυριαρχεί στη συζήτηση τόσο, ώστε να καθορίζει την πορεία του γενικού ρεαλισμού. Ένα ερώτημα σχετικά με τον επιμέρους ρεαλισμό πρέπει να διευθετείται από την έρευνα και την ανάπτυξη μιας επιμέρους επιστήμης. Στο τέλος, αυτός που είναι σκεπτικιστής σχετικά με τα φωτόνια ή τις μαύρες τρύπες πρέπει ή να συμμορφωθεί ή να σωπάσει! Ο γενικός ρεαλισμός διαδίδεται με την παλιά μεταφυσική και με την πρόσφατη φιλοσοφία της γλώσσας. Εξαρτάται εξαιρετικά λιγότερο από τα γεγονότα της φύσης από ό,τι οποιοσδήποτε επιμέρους ρεαλισμός. Ωστόσο, αυτοί οι δύο δε διαχωρίζονται εντελώς και συχνά, σε καθοριστικά στάδια του παρελθόντος μας, έχουν υπάρξει στενά συνδεδεμένοι.
^ Μ. Gardner, «Realism and instrumentalism in 19th century atomism», Philosophy of Science AG (1979), σσ. 1-34.
-62-
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ;
Α Ν Α Π Α Ρ Ι Σ Τ Ώ Ν Τ Α ς ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΊΝΟΝΤΑς Η επιστήμη λέγεται ότι έχει δυο σκοπούς: τη θεωρία και το πείραμα. Οι θεωρίες προσπαθούν να πουν πώς είναι ο κόσμος. Το πείραμα και η συνακόλουθη τεχνολογία αλλάζουν τον κόσμο. Αναπαριστούμε και παρεμβαίνουμε. Αναπαριστούμε για να παρέμβουμε και παρεμβαίνουμε υπό το φως των αναπαραστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος των σημερινών συζητήσεων για τον επιστημονικό ρεαλισμό διατυπώνεται με όρους θεωρίας, αναπαράστασης και αλήθειας. Οι συζητήσεις είναι διαφωτιστικές αλλά όχι αποφασιστικές. Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή έχουν μπολιαστεί κατά πολΰ από μια απείθαρχη μεταφυσική. Υποψιάζομαι ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάποιο καθοριστικό επιχείρημα υπέρ του ρεαλισμού ή εναντίον του, στο επίπεδο της αναπαράστασης. Ό τ α ν περνάμε από την αναπαράσταση στην παρέμβαση, στον ψεκασμό της μπάλας νιοβίου με ποζιτρόνια, ο αντιρεαλισμός βρίσκει μικρότερη εφαρμογή. Σ' αυτά που ακολουθούν αρχίζω με ένα κάπως παλιομοδίτικο ενδιαφέρον για το ρεαλισμό των οντοτήτων. Αυτό οδηγεί σύντομα στις κυριότερες σύγχρονες μελέτες της αλήθειας και της αναπαράστασης, του ρεαλισμού και του αντιρεαλισμού των θεωριών. Προς το τέλος επιστρέφω στην παρέμβαση, στο πείραμα και στις οντότητες. Ο τελικός κριτής στη φιλοσοφία δεν είναι το πώς σκεφτόμαστε, αλλά το τι κάνουμε.
-63-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΕΣ /
I 1 χει καμία χρήση η λέξη «πραγματικός» στη φυσική επιστήμη; | Η Σίγουρα. Μερικές πειραματικές συζητήσεις είναι γεμάτες από Ε J αυτήν. Ορίστε δυο πραγματικά παραδείγματα. Ο κύτταρο βιολόγος επισημαίνει ένα ινώδες δίκτυο, το οποίο συναντάται τακτικά σε μικρογραφίες κυττάρων που προετοιμάζονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Μοιάζει με τη χρωματίνη, δηλαδή το υλικό που βρίσκεται μέσα στον πυρήνα του κυττάρου και είναι γεμάτο από θεμελιώδεις πρωτεΐνες. Λεκιάζει όπως η χρωματίνη, αλλά δεν είναι πραγματικό. Είναι μόνο ένα τέχνημα που προκύπτει από τη στερέωση του πυρηνικού χυμού με γλουταραλδεΰδη. Ό ν τ ω ς παίρνουμε ένα χαρακτηριστικό πρότυπο αναπαραγωγής, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον πυρήνα. Είναι ένα τέχνημα, προϊόν της προετοιμασίας.^ Για να επιστρέψουμε από τη βιολογία στη φυσική, μερικοί κριτικοί της αναζήτησης των κουάρκ δεν πιστεύουν ότι ο Fairbank και οι συνάδελφοί του απομόνωσαν κλασματικά ηλεκτρικά φορτία μακράς διάρκειας ζωής. Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι σημαντικά, αλλά τα ελεύθερα κουάρκ δεν είναι πραγματικά. Στην ουσία κάποιος ανακάλυψε κάτι αρκετά διαφορετικό* μία μέχρι τώρα άγνωστη ηλεκτρομαγνητική δύναμη. Τι σημαίνει «πραγματικό» τέλος πάντων; Οι καλύτερες περιληπτικές σκέψεις για τη λέξη είναι αυτές του J. L. Austin, ο οποίος ήταν κάποτε η πιο ισχυρή μορφή της φιλοσοφίας στην Οξφόρδη, όπου πέθανε το 1960 σε ηλικία 49 ετών. Τον ενδιέφερε βαθιά η καθημερινή γλώσσα και πίστευε ότι συχνά καμαρώνουμε για χιμαιρικές φιλοσοφικές θεωρίες χωρίς να θυμόμαστε αυτά που λέμε. Στο κεφάλαιο 7 των διαλέξεών του Αίσθηση και Αισθητά (Sense and Sensibilia), γράφει για την πραγματικότητα: «Δεν πρέπει να παραγράφουμε ^ Για παράδειγμα, R. J. Skaer και S. Whytock, «Chromatin-like artifacts from nuclear sd.^-», Journal of Cell Science IG (1977), σσ. 301-5.
-65-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
από περιφρόνηση τέτοιες ταπεινές αλλά οικείες φράσεις όπως 'μη πραγματική κρέμα'». Αυτός ήταν ο πρώτος μεθοδολογικός του κανόνας. Ο δεύτερος ήταν να μην αναζητούμε «ένα μοναδικό προσδιοριστέο και αμετάβλητο νόη'μα^^. Μας προειδοποιεί να μην ψάχνουμε συνώνυμα, ενώ ταυτόχρονα προτρέπει σε συστηματικές έρευνες για κανονικότητες στη χρήση μιας λέξης. Κάνει τέσσερις κυρίες παρατηρήσεις για τη λέξη «πραγματικός». Δυο από αυτές μου φαίνονται σημαντικές, αν και εκφράζονται κάπως παιχνιδιάρικα. Οι δυο αυτές παρατηρήσεις είναι ότι η λέξη «πραγματικός» πεινάει για ουσία (substantive-hungry): ζητά ουσιαστικά. Η λέξη είναι επίσης αυτό που ο Austin αποκαλεί, με έναν καθαρά σεξιστικό τρόπο, μια λέξη-παντελόνι (trouser-word). Η λέξη πεινάει για ουσιαστικά, επειδή η έκφραση «αυτό είναι πραγματικό» χρειάζεται ένα ουσιαστικό, για να γί\|ει πλήρως κατανοητή: πραγματική κρέμα, πραγί^ατικά λΰτρα, πραγματικός Αΰτρας.* Το «πραγματικό» ονομάζεται λέξη-παντελόνι εξαιτίας των αρνητικών χρήσεων που έχει η έκφραση «φοράει τα παντελόνια». Η ροζ κρέμα είναι ροζ, το ίδιο χρώμα με το ροζ φλαμίνγκο. Αλλά το να αποκαλείς κάποιο υλικό πραγματική κρέμα δεν είναι το ίδιο είδος θετικής διαβεβαίωσης. Η πραγματική κρέμα είναι ίσως ένα γαλακτοκομικό προϊόν για τον καφέ και όχι υποκατάστατο. Το πραγματικό δέρμα είναι προβιά, όχι δερματίνη, τα πραγματικά διαμάντια δεν είναι μπριγιάν, οι πραγματικές πάπιες δεν είναι τα δολώματα των κυνηγών κ.ο.κ. Η δύναμη της φράσης «πραγματικό 5» απορρέει από την αρνητική φράση «όχι πραγματικό vS». Το να ζητά ουσία μια λέξη και το να είναι λέξη-παντελόνι συνδέονται. Για να μάθουμε ποιο πράγμα φορά τα παντελόνια πρέπει να γνωρίζουμε το ουσιαστικό, για να μπορούμε να πούμε τι γίνεται αντικείμενο άρνησης σε μια αρνητική χρήση. Τα πραγματικά τηλέφωνα σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο συμφραζομένων δεν είναι παιχνίδια, ενώ σε ένα άλλο πλαίσιο δεν είναι απομιμήσεις ή απλώς διακοσμητικά. Αυτό δε συμβαίνει επειδή η λέξη είναι διφορούμενη, αλλά επειδή το αν κάτι είναι ένα πραγματικό Νν^ όχι εξαρτάται από το Λ/'που αμφισβητείται. Η λέξη «πραγματικό» κάνει συχνά την ίδια δουλειά, αλλά πρέπει να κοιτάξεις το Λζ για να δεις τι είδους δουλειά γίνεται. Η λέξη «πραγματικό» μοιάζει με μετανάστη εργάτη σε φάρμα, του οποίου η δουλειά είναι ξεκάθαρη: να μαζέψει την τωρινή σοδειά. Αλλά τι θα μαζέψει; Πού θα το μαζέψει; Πώς θα το μαζέψει; Αυτό εξαρτάται από τη σοδειά, αν είναι μαρούλια, λυκίσκος, κεράσια ή χόρτο. ^ ΣτΜ: Το λογοπαίγνιο στα Αγγλικά είναι: «real cream, a real constable, a real Constable».
- 66-
κ α τ α σ κ ε υ ε σ και α ι τ ι ε σ
Από αυτήν την άποψη, η λέξη «πραγματικός» δεν είναι διφορούμενη ανάμεσα στην «πραγματική χρωματίνη», το «πραγματικό φορτίο» και την «πραγματική κρέμα». Ένας σημαντικός λόγος που τονίζω αυτό το γραμματικό σημείο είναι για να αποθαρρύνω τη συνηθισμένη ιδέα ότι πρέπει να υπάρχουν διαφορετικά είδη πραγματικότητας απλώς και μόνο επειδή η λέξη χρησιμοποιείται με τόσους πολλούς τρόπους. Λοιπόν, ίσως να υπάρχουν διαφορετικά είδη πραγματικότητας. Δεν ξέρω, αλλά ας μην αφήσουμε μια βιαστική γραμματική ανάλυση να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη πραγματικότητας. Επιπλέον πρέπει τώρα να πιέζουμε το φιλόσοφο να εξηγεί την αντίθεση που υπονοεί η λέξη «πραγματικός» σε μια εξειδικευμένη συζήτηση. Αν οι θεωρητικές οντότητες είναι, ή δεν είναι, πραγματικές οντότητες, τι αντίθεση δημιουργείται; ΥΛΙΣΜΟΣ Ο J. J. C. Smart απαντά στην πρόκληση στο βιβλίο του Η Φιλοσοφία και ο Επιστημονικός Ρεαλισμός {Philosophy and Scientific Realism, 1963). Ναι, γράφει ο Smart, η λέξη «πραγματικός» θα πρέπει να υποδεικνύει μια αντίθεση. Δεν είναι όλες οι θεωρητικές οντότητες πραγματικές. «Οι δυναμικές γραμμές, αντίθετα από τα ηλεκτρόνια, είναι ένα θεωρητικό αποκύημα. Θα ήθελα να πω ότι αυτό το τραπέζι αποτελείται από ηλεκτρόνια κ.λπ., ακριβώς όπως αυτός ο τοίχος αποτελείται από τούβλα» (σελ. 36). Ένας σμήνος μελισσών αποτελείται από μέλισσες, αλλά τίποτα δεν αποτελείται από δυναμικές γραμμές. Υπάρχει ένας καθορισμένος αριθμός μελισσών σε ένα σμήνος και ηλεκτρονίων σε ένα μπουκάλι, αλλά δεν υπάρχει καθορισμένος αριθμός δυναμικών γραμμών σε ένα δεδομένο όγκο* μόνο μια σύμβαση μάς επιτρέπει να τις μετρήσουμε. Έχοντας το φυσικό Max Born στο μυαλό του, ο Smart λέει ότι ο αντιρεαλιστής θεωρεί πως τα ηλεκτρόνια δεν εμφανίζονται στην ακόλουθη σειρά: «αστέρια, πλανήτες, βουνά, σπίτια, τραπέζια, κόκκοι ξύλου, μικροσκοπικοί κρύσταλλοι, μικρόβια». Αντιθέτως, υποστηρίζει ο Smart, οι κρύσταλλοι απαρτίζονται από μόρια, τα μόρια από άτομα και τα άτομα απαρτίζονται από ηλεκτρόνια, μεταξύ άλλων. Έτσι, όπως συμπεραίνει ο Smart, ο αντιρεαλιστής κάνει λάθος. Υπάρχουν τουλάχιστον μερικές πραγματικές θεωρητικές οντότητες. Από την άλλη μεριά η λέξη «πραγματικός» υποδεικνύει μια σημαντική διάκριση. Κατά τον Smart οι μαγνητικές δυναμικές γραμμές δεν είναι πραγματικές. Ο Michael Faraday, ο οποίος πρώτος μας μίλησε για τις δυναμικές γραμμές, δε συμφωνούσε με τον Smart. Αρχικά πίστευε ότι οι δυναμικές γραμμές -67-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
είναι πράγματι μόνο ένα εννοιολογικό εργαλείο, μια γεωμετρική κατασκευή χωρίς καμία φυσική σημασία. Στα 1852, όταν ήταν πάνω από 60 ετών, ο Faraday άλλαξε γνώμη. «Δεν μπορώ να συλλάβω καμπύλες δυναμικές γραμμές χωρίς την προϋπόθεση φυσικής ύπαρξης σ' αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο».^ Είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι είναι δυνατό να ασκήσεις πίεση πάνω στις δυναμικές γραμμές, κι έτσι έπρεπε, στο μυαλό του, να έχουν μια πραγματική ύπαρξη. «Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία», γράφει ο βιογράφος του, «ότι ο Faraday ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι οι δυναμικές γραμμές ήταν πραγματικές». Αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο Smart κάνει λάθος. Μας υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι μερικές φυσικές έννοιες της πραγματικότητας ξεπερνούν το μάλλον απλοϊκό επίπεδο των δομικών κΰβων. Ο Smart είναι νλιστής — ο ίδιος πρρτιμά τώρα τον όρο ψνσικαλιστής (physicalist);]Δεv εννοώ ότι επιμένει πως τα ηλεκτρόνια είναι «ωμή ΰλη» (brute matter). Σήμερα οι παλαιότερες ιδέες για την ΰλη έχουν αντικατασταθεί από λεπτότερες έννοιες. Η σκέψη του ωστόσο παραμένει βασισμένη στην ιδέα ότι τα υλικά αντικείμενα, όπως τα αστέρια και τα τραπέζια, απαρτίζονται από ηλεκτρόνια κ.ο.κ. Ο αντιρεαλιστής Berkeley, έχοντας αντιρρήσεις για τα σωματίδια των Robert Boyle και Isaac Newton, απέρριπτε ακριβώς αυτήν την εικόνα. Πράγματι, ο Smart θεωρεί ότι έρχεται σε αντίθεση με το φαινομεναλισμό, μια μοντέρνα εκδοχή του αντιυλισμοΰ του Berkeley. Είναι ίσως σημαντικό το γεγονός ότι ο Faraday δεν ήταν υλιστής, αλλά αποτελούσε μέρος εκείνης της παράδοσης στη φυσική, που μειώνει τη σημασία της ΰλης και δίνει έμφαση στα δυναμικά πεδία και στην ενέργεια. Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί αν ο υλισμός του Smart είναι μια εμπειρική θέση. Ας υποθέσουμε ότι πολΰ πιο πετυχημένο από τον ατομισμό αποδεικνύεται στην πράξη το μοντέλο εκείνο για το φυσικό κόσμο, το οποίο οφείλουμε στον Leibniz, τον Boscovic, το νεαρό Kant, τον Faraday, τους ενεργητικιστές του 19ου αιώνα. Ας υποθέσουμε ότι η ιστορία για τους δομικούς κύβους εξαντλείται μετά από λίγο. Θα συμπέραινε τότε ο Smart ότι οι θεμελιώδεις οντότητες της φυσικής είναι θεωρητικά αποκυήματα; Η Φυσική Πραγματικότητα (La Realite Physique), το πιο πρόσφατο βιβλίο του φιλοσόφου της κβαντικής θεωρίας, Bernard d' Espagnat, συνιστά επιχείρημα ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστε επιστημονικοί ρεαλιστές χωρίς να είμαστε υλιστές. Ως εκ τούτου, η λέξη «πραγματικό» θα πρέπει να ^Όλες οι παραπομπές του Faraday και τα σχόλια γι' αυτόν είναι από τον L. Pearce Wi\]i2imSy Michael Faraday, Λ Biography, London and New York, 1965.
- 68-
κ α τ α σ κ ε υ ε σ και α ι τ ι ε σ
υποδεικνύει άλλες αντιθέσεις από αυτήν που επέλεξε ο Smart. Σημειώστε επίσης ότι ο διαχωρισμός του Smart δε μας βοηθάει να πούμε αν οι θεωρητικές οντότητες της κοινωνιολογίας ή της ψυχολογίας είναι πραγματικές. Φυσικά, μπορεί κάποιος να προχωρήσει μέχρι ενός σημείου με έναν υλιστικό τρόπο. Έτσι βρίσκουμε το γλωσσολόγο Noam Chomsky, στο βιβλίο του Κανόνες και Αναπαραστάσεις {Rules and Representations, 1980), να προωθεί το ρεαλισμό στη γνωσιακή ψυχολογία. Έ ν α μέρος του ισχυρισμού του είναι ότι κάποιο δομημένο υλικό, που συναντάται στον εγκέφαλο και περνά από γενιά σε γενιά, μας βοηθά να εξηγήσουμε την πρόσκτηση της γλώσσας. Αλλά ο Chomsky δεν υποστηρίζει μόνο ότι ο εγκέφαλος αποτελείται από οργανωμένη ύλη. Πιστεύει ότι οι δομές είναι υπεύθυνες για μερικά από τα φαινόμενα της σκέψης. Δομές από σάρκα και αίμα στον εγκέφαλό μας προξενούν ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης. Αυτή η λέξη «προξενούν» (cause) παραπέμπει σε μια άλλη εκδοχή του επιστημονικού ρεαλισμού.
ΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ Ο Smart είναι υλιστής. Κατ' αναλογία λέμε ότι κάποιος που δίνει έμφαση στις αιτιακές δυνάμεις των πραγματικών υλικών είναι αιτιοκράτης (causalist). Ο David Hume ενδεχομένως ήθελε να αναλύσει την αιτιότητα ως κανονική συσχέτιση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος. Αλλά οι γνήσιοι οπαδοί του H u m e ξέρουν ότι πρέπει να υπάρχει κάτι περισσότερο από έναν απλό συσχετισμό. Καθημερινά διαβάζουμε τέτοιου είδους πράγματα: Μολονότι το Αμερικάνικο Κολλέγιο Μαιευτικής και Γυναικολογίας παραδέχεται ότι έχει διαπιστωθεί σχέση ανάμεσα στο σύνδρομο του τοξικού σοκ και τη χρήση του ταμπόν, δε θα πρέπει να υποθέτουμε πως αυτό υπονοεί την ύπαρξη μιας σίγουρης σχέσης αιτίας και αποτελέσματος, μέχρι να κατανοήσουμε καλύτερα το μηχανισμό που δημιουργεί αυτήν την κατάσταση. (Δελτίο Τύπου, 7 Οκτωβρίου 1980). Μερικές νεαρές γυναίκες που χρησιμοποιούν μια νέα μάρκα («Ό,τι ζητούσατε πάντα από ένα ταμπόν ... ή μια σερβιέτα») κάνουν εμετό, έχουν διάρροια και υψηλό πυρετό, τοπική αναφυλαξία και πεθαίνουν. Δεν είναι μόνο ο φόβος των μηνύσεων για συκοφαντία που κάνει το Κολλέγιο να θέλει να κατανοήσει καλύτερα τους μηχανισμούς προτού μιλήσει για αιτίες. Μερικές φορές κάποια ενδιαφερόμενη πλευρά αρνείται ότι ένας συσχετισμός δείχνει οτιδήποτε. Για παράδειγμα, στις 19 Σεπτεμβρίου του 1980 εξερράγη ένας πύραυλος που περιείχε μια πυρηνική κεφαλή, όταν κάποιος έριξε ένα γαλλικό κλειδί στο σωλήνα -69-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
εκτόξευσης. Η πυρηνική κεφαλή δεν εξερράγη, αλλά λίγο μετά τη χημική έκρηξη το κοντινό χωριό Guy στο Αρκάνσας είχε καλυφθεί από μια κοκκινωπήκαφέ ομίχλη. Μέσα σε μία ώρα από τη έκρηξη οι κάτοικοι του Guy αισθάνονταν τα χείλη τους να καίνε και είχαν δύσπνοια, πόνους στο στήθος και ναυτία. Τα συμπτώματα συνεχίστηκαν για αρκετές εβδομάδες και κανείς σε κανένα άλλο μέρος της Γης δεν είχε το ίδιο πρόβλημα. Αιτία και Αποτέλεσμα; «Η Πολεμική Αεροπορία των Η.Π.Α. διατείνεται ότι δε διαπιστώθηκε τέτοιος συσχετισμός». (Δελτίο Τΰπου, 11 Οκτωβρίου 1980). Το Κολλέγιο Μαιευτικής και Γυναικολογίας επιμένει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για αιτίες μέχρι να ανακαλύψουμε πώς πραγματικά λειτουργούν οι αιτίες του συνδρόμου του τοξικού σοκ. Η Πολεμική Αεροπορία, αντιθέτως, ψεύδεται ασύστολα. Είναι σημαντικό για τον αιτιοκράτη τέτοιου είδους διακρίσεις να προκύπτουν με φυσικό τρόπο. Διαχωρίζουμε τις γελοίες αρνήσεις οποιουδήποτε συσχετισμού, από την εξέταση ενός συσχετισμού. Διαχωρίζουμε επίσης τους συσχετισμούς από τις αιτίες. Ο φιλόσοφος C. D. Broad παρουσίασε κάποτε αυτό το σημείο, το οποίο αντιτίθεται στον Hume, με τον ακόλουθο τρόπο: Μπορεί να παρατηρήσουμε ότι κάθε μέρα η κόρνα ενός εργοστασίου στο Μάντσεστερ ηχεί το μεσημέρι και ακριβώς το μεσημέρι οι εργάτες ενός εργοστασίου στο Ληντς παρατάνε τα εργαλεία τους για μια ώρα. Υπάρχει μια τέλεια κανονικότητα, αλλά η κόρνα στο Μάντσεστερ δεν είναι η αιτία για το διάλειμμα στο Ληντς. Η Nancy Cartwright υποστηρίζει τον αιτιοκρατισμό. Κατά τη γνώμη της, όταν κάποιος αποκαλεί κάτι αιτία, εγείρει σοβαρές αξιώσεις. Πρέπει να καταλάβουμε γιατί ένας συγκεκριμένος τύπος γεγονότος παράγει τακτικά ένα αποτέλεσμα. Πιθανόν η πιο σαφής απόδειξη μιας τέτοιας κατανόησης είναι ότι ουσιαστικά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε γεγονότα κάποιου είδους, ώστε να παραγάγουμε γεγονότα ενός άλλου είδους. Επομένως, τα ποζιτρόνια και τα ηλεκτρόνια πρέπει να αποκαλούνται πραγματικά, στο λεξιλόγιό της, αφού μπορούμε για παράδειγμα να τα ψεκάσουμε ξεχωριστά στο σταγονίδιο νιοβίου και έτσι να αλλάξουμε το φορτίο του. Είναι αρκετά κατανοητό γιατί το αποτέλεσμα αυτό ακολουθεί τον ψεκασμό. Κάποιος έφτιαξε την πειραματική μηχανή, επειδή γνώριζε ότι θα δημιουργούσε αυτά τα αποτελέσματα. Ένας τεράστιος αριθμός πολύ διαφορετικών αιτιακών αλυσίδων γίνεται κατανοητός και χρησιμοποιείται εδώ. Έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε για την πραγματικότητα των ηλεκτρονίων, όχι επειδή αυτά είναι δομικοί κύβοι, αλλά επειδή γνωρίζουμε ότι έχουν αρκετά συγκεκριμένες αιτιακές δυνάμεις. - 70-
κ α τ α σ κ ε υ ε σ και α ι τ ι ε σ Αυτή η εκδοχή του ρεαλισμού κάνει κατανοητό τον Faraday. Ό π ω ς το θέτει ο βιογράφος του: Οι μαγνητικές δυναμικές γραμμές είναι ορατές, εάν και εφόσον ρινίσματα σιδήρου διασκορπίζονται γύρω από ένα μαγνήτη και οι γραμμές είναι υποθετικά πιο πυκνές εκεί όπου τα ρινίσματα είναι πυκνότερα. Αλλά κανείς δεν υπέθεσε ότι οι δυναμικές γραμμές είναι εκεί, στην πραγματικότητα, ακόμα κι όταν απομακρύνονται τα ρινίσματα σιδήρου. Ο Faraday το έκανε: μπορούμε να κόψουμε αυτές τις γραμμές και να έχουμε ένα πραγματικό αποτέλεσμα (για παράδειγμα με τον ηλεκτρικό κινητήρα που επινόησε ο Faraday) - ως εκ τούτου είναι αληθινές. Η αληθινή ιστορία του Faraday είναι λίγο πιο περίπλοκη. Μόνο μετά από αρκετό καιρό αφού είχε εφεύρει τον κινητήρα εξέθεσε γραπτώς τη θεωρία του για το ρεαλισμό των δυναμικών γραμμών. Άρχισε λέγοντας: «Πρόκειται να ξεφύγω από την αυστηρή γραμμή του (λογικού) συλλογισμού για λίγο, για να κάνω μερικές υποθέσεις αναφορικά με το φυσικό χαρακτήρα των δυναμικών γραμμών». Αλλά όποια κι αν είναι η ακριβής δομή της σκέψης του Faraday, έχουμε μια έκδηλη διάκριση ανάμεσα σε ένα εργαλείο για υπολογισμούς και σε μία αντίληψη αιτίας και αποτελέσματος. Κανένας υλιστής που ακολουθεί τον Smart δε θα θεωρήσει τις δυναμικές γραμμές ως πραγματικές. Ο Faraday, με μια ελαφριά χροιά αντιυλισμού και με ολίγο αιτιοκρατισμό, έκανε αυτό ακριβώς το βήμα. Ή τ α ν μια θεμελιώδης κίνηση στην ιστορία της επιστήμης. Έπειτα ήρθε η ηλεκτροδυναμική του Maxwell, που μας καλύπτει ακόμα.
Ο Ν Τ Ο Τ Η Τ Ε Σ , ΟΧΙ Θ Ε Ω Ρ Ι Ε Σ Διαχωρίζω το QeaXiafio περί οντοτήτων από το ρεαλισ^ιό περί θεωριών. Τόσο οι αιτιοκράτες όσο και οι υλιστές ενδιαφέρονται περισσότερο για τις οντότητες παρά για τις θεωρίες. Κανείς από τους δύο δεν είναι υποχρεωμένος να θεωρήσει ότι υπάρχει μια βέλτιστη αληθής θεωρία για τα ηλεκτρόνια. Η Cartwright προχωρά ακόμη παραπέρα: αρνείται ότι οι νόμοι της φυσικής καθορίζουν τα γεγονότα. Αρνείται ότι τα μοντέλα, που παίζουν έναν τόσο κεντρικό ρόλο στην εφαρμοσμένη φυσική, αποτελούν κυριολεκτική αναπαράσταση του πώς είναι τα πράγματα. Είναι αντιρεαλίστρια ως προς τις θεωρίες, αλλά ρεαλίστρια ως προς τις οντότητες. Ο Smart θα μπορούσε, αν το είχε επιλέξει, να πάρει μια παρόμοια θέση. Μπορεί να μην έχουμε καμία αληθή θεωρία για το πώς τα ηλεκτρόνια συγκροτούν τα άτομα και μετά τα μόρια και μετά τα κύτταρα. Θα έχουμε μοντέλα και θεωρητικά σκιαγραφήματα. Η Cartwright τονίζει ότι σε πολλούς τομείς της κβαντομηχανικής ο ερευνητής χρησιμοποιεί τακτικά μια -71 -
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
ολόκληρη ομάδα μοντέλων των ίδιων φαινομένων. Κανείς δε θεωρεί ότι ένα από αυτά συνιστά ολόκληρη την αλήθεια και μπορεί μεταξύ τους να είναι αμοιβαία αντικρουόμενα. Είναι διανοητικά εργαλεία, που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα φαινόμενα και οικοδομούν τα επιμέρους τμήματα της πειραματικής τεχνολογίας. Μας διευκολύνουν να παρέμβουμε σε διαδικασίες και να δημιουργήσουμε νέα φαινόμενα, που μέχρι τώρα δεν τα είχαμε φανταστεί. Αλλά αυτό που στη ουσία «κινεί τα πράγματα» δεν είναι το σύνολο των νόμων ή των αληθών νόμων. Δεν υπάρχουν ακριβώς αληθείς νόμοι, για να κάνουν οτιδήποτε να κινηθεί. Είναι το ηλεκτρόνιο και το σόι του που παράγουν αυτά τα αποτελέσματα. Τα ηλεκτρόνια είναι πραγματικά, αυτά παράγουν τα αποτελέσματα. Αυτό είναι μια εντυπωσιακή αντιστροφή της παράδοσης του εμπειρισμού που ανάγεται στον Hume. Σ' αυτό το δόγμα μόνο οι κανονικότητες είναι πραγμα,τικές. Η Cartwright πρεσ(1εύει ότι στη φύση δεν υπάρχουν βαθιές και εγτελώς ομοιόμορφες κανονικότητες. Οι κανονικότητες είναι χαρακτηριστικά των τρόπων με τους οποίους κατασκευάζουμε θεωρίες για να σκεφτούμε τα πράγματα. Ένα τέτοιο ριζοσπαστικό δόγμα μπορεί να αξιολογηθεί μόνο υπό το φως της λεπτομερούς πραγμάτευσης στο βιβλίο της Πώς Ψεύδονται οι Νόμοι της Φυσικής (How the Laws of Physics Lie). Μια πλευρά της προσσέγγισής της περιγράφεται στο κεφάλαιο 12. Η δυνατότητα μιας τέτοιας αντιστροφής οφείλει πολλά στον Hilary Putnam. Ό π ω ς θα δούμε στα κεφάλαια 6 και 7, είχε ήδη τροποποιήσει τις απόψεις του. Το σημαντικό εδώ είναι ότι απορρίπτει την εύλογη ιδέα ότι οι θεωρητικοί όροι, όπως το «ηλεκτρόνιο», αποκτούν το νόημά τους στο εσωτερικό μιας συγκεκριμένης θεωρίας. Αντ' αυτού, προτείνει ότι μπορούμε να δώσουμε όνομα σε εκείνα τα είδη των πραγμάτων, που τα φαινόμενα υποδεικνύουν σε έναν ερευνητικό και εφευρετικό νου. Μερικές φορές θα ονομάζουμε το τίποτα, αλλά συχνά θα κατορθώνουμε να διαμορφώσουμε την ιδέα ενός είδους πράγματος, το οποίο θα διατηρείται στις διαδοχικές επεξεργασίες της θεωρίας. Το πιο σημαντικό είναι ότι αρχίζει κανείς να έχει τη δυνατότητα να κάνει διάφορα με τη θεωρητική οντότητα. Πρώτα μπορεί να αρχίσει να τη μετράει* αργότερα μπορεί να την ψεκάσει. Θα έχουμε κάθε είδους ασύμβατες αναφορές γι' αυτήν, που όλες θα συμφωνούν στην περιγραφή διαφόρων αιτιακών δυνάμεων, τις οποίες μπορούμε στην ουσία να χρησιμοποιήσουμε ενώ επεμβαίνουμε στη φύση. (Οι ιδέες του Putnam συχνά συνδέονται με ιδέες περί ουσίας και αναγκαιότητας, που αποδίδονται ορθότερα στον Saul Kripke: Εγώ ασχολούμαι μόνο με το πρακτικό και πραγματιστικό κομμάτι της θεώρησης του Putnam περί ονοματολογίας). - 72-
κ α τ α σ κ ε υ ε σ και α ι τ ι ε σ ΠΕΡΑ Α Π Ο Τ Η ΦΥΣΙΚΗ Αντίθετα από τον υλιστή, ο αιτιοκράτης μπορεί να εξετάσει αν το υπερεγώ ή ο ύστερος καπιταλισμός είναι πραγματικά. Η κάθε περίπτωση θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη: Μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα ότι το συλλογικό ασυνείδητο του Jung δεν είναι πραγματικό, ενώ η συλλογική συνείδηση του Durkheim είναι πραγματική. Κατανοούμε επαρκώς τι κάνουν αυτά τα αντικείμενα ή οι διαδικασίες; Μπορούμε να παρέμβουμε και να τα ανασυντάξουμε; Η μέτρηση δεν είναι αρκετή. Μπορούμε να μετρήσουμε το I Q και να καυχηθούμε ότι αρκετές διαφορετικές τεχνικές δίνουν την ίδια σταθερή σειρά αριθμών, αλλά δεν έχουμε την παραμικρή αιτιακή κατανόηση. Σε μια πρόσφατη κριτική του, ο Stephen Jay Gould μιλά για την «πλάνη της πραγμοποίησης» (fallacy of reification) στην ιστορία του IQ· εγώ συμφωνώ. Ο αιτιοκρατισμός δεν είναι άγνωστος στις κοινωνικές επιστήμες. Πάρτε τον Max Weber (1864-1920), έναν από τους θεμελιωτές τους. Αυτός έχει ένα διάσημο δόγμα, των ιδεατών τύπων. Χρησιμοποιούσε τη λέξη «ιδεατός» (ideal) έχοντας πλήρη γνώση της φιλοσοφικής της ιστορίας. Τη χρησιμοποιεί ως αντιτιθέμενη στη λέξη «πραγματικός». Τ ο ιδεατό είναι μια ιδέα του ανθρώπινου νου, ένα εργαλείο σκέψης, και αυτό δεν έχει τίποτε κακό. Ό π ω ς και η Cartwright στις μέρες μας, ήταν εντελώς «αντίθετος με τη νατουραλιστική προκατάληψη ότι ο σκοπός των κοινωνικών επιστημών πρέπει να είναι η αναγωγή της πραγματικότητας σε 'νόμους'». Σε μια προσεκτική παρατήρησή του για τον Marx, ο Weber γράφει: Όλοι ειδικά οι «νόμοι» και οι αναπτυξιακές κατασκευές του Marx, στο βαθμό που είναι θεωρητικά ορθοί, είναι ιδεατοί τΰποι. Η εξαιρετική, πράγματι ενρετική σημασία αυτών των ιδεατών τΰπων, όταν χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της πραγματικότητας, είναι γνωστή σε όλους όσοι έχουν χρησιμοποιήσει κάποτε τις έννοιες και τις υποθέσεις του Marx. Ομοίως, η βλαβερότητά τους από τη στιγμή που θα θεωρηθούν ως εμπειρικά έγκυρες ή πραγματικές (δηλαδή αληθινά μεταφυσικές) «αποτελεσματικές δυνάμεις», τάσεις κ.λπ. είναι εξίσου γνωστή σ' αυτούς που τις έχουν χρησιμοποιήσει.^ Δύσκολα μπορεί κανείς να προκαλέσει μεγαλύτερη διαμάχη από το να παραθέσει ταυτόχρονα τον Marx και τον Weber. Το ζητούμενο του παραδείγματος είναι, ωστόσο, μετριοπαθές. Μπορούμε να απαριθμήσουμε τα διδάγματα:
' «Objectivity in social science and social policy», Γερμανικό πρωτότυπο 1904, στο Max Weber, The methodology of the Social Sciences (E. A. Shils and H. A. Finch, eds. and trans.), New York, 1949, σελ. 103.
-73-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
1. Ο υλιστής, όπως ο Smart, δεν μπορεί να προσδώσει άμεσο νόημα στην πραγματικότητα των οντοτήτων των κοινωνικών επιστημών. 2. Ο αιτιοκράτης μπορεί. 3. Ο αιτιοκράτης μπορεί στην ουσία να απορρίψει την πραγματικότητα οποιωνδήποτε οντοτήτων προτείνονται μέχρι τώρα στις θεωρητικές κοινωνικές επιστήμες· ο υλιστής και ο αιτιοκράτης μπορεί να είναι εξίσου σκεπτικιστές απέναντι σε αυτές - εντούτοις, όχι περισσότερο από τους θεμελιωτές τους. 4. Το δόγμα των ιδεατών τΰπων του Weber φανερώνει τη στάση του αιτιοκράτη προς τους νόμους της κοινωνικής επιστήμης. Ο ίδιος το χρησιμοποιεί με αρνητικό τρόπο. Θεωρεί, για παράδειγμα, ότι οι ιδεατοί τΰποι του Marx δεν είναι πρ{αγματικοί, επειδή δεν εμπεριέχουν αιτιακές δυνάμεις. 5. Ο αιίιοκράτης μπορεί να διακρίνει κάποια κοινωνική επιστήμη από μία φυσική επιστήμη, με το σκεπτικό ότι η τελευταία έχει ανακαλύψει κάποιες οντότητες, των οποίων οι αιτιακές ιδιότητες είναι πλήρως κατανοητές, ενώ η πρώτη όχι. Το κΰριο μάθημά μου εδώ είναι ότι τουλάχιστον κάποιος επιστημονικός ρεαλισμός μπορεί να χρησιμοποιήσει τη λέξη «πραγματικός» σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που ο Austin ισχυρίζεται ότι είναι καθιερωμένος. Η λέξη δεν είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη. Δεν είναι ιδιαίτερα βαθιά. Είναι μια λέξη-παντελόνι, που πεινάει για ουσιαστικά. Σηματοδοτεί μια αντίθεση. Το τι αντίθεση σηματοδοτεί εξαρτάται από το ουσιαστικό ή από την ονοματική φράση Ν xr\v οποία προσδιορίζει ή θεωρείται ότι προσδιορίζει. Έπειτα, εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο αυτοί που είναι υποψήφιοι για να είναι Ν, αποτυγχάνουν να είναι Ν. Αν ο φιλόσοφος προτείνει ένα νέο δόγμα ή ένα καινούργιο πλαίσιο συμφραζομένων, τότε θα πρέπει κανείς να διευκρινίσει γιατί οι δυναμικές γραμμές του Faraday ή το Id του Freud αποτυγχάνουν να είναι πραγματικές οντότητες. Ο Smart πρεσβεύει ότι οι οντότητες χρησιμεύουν για την κατασκευή. Η Cartwright υποστηρίζει ότι χρησιμεύουν ως αιτίες. Και οι δύο συγγραφείς θα αρνηθούν, για διαφορετικούς λόγους ωστόσο, ότι όλες οι διάφορες υποψήφιες πραγματικές οντότητες είναι, στην ουσία, πραγματικές. Και οι δύο είναι επιστημονικοί ρεαλιστές αναφορικά με κάποιες οντότητες, αλλά από τη στιγμή που χρησιμοποιούν τη λέξη «πραγματικός» για να επιφέρουν διαφορετικές αντιθέσεις, τα περιεχόμενα των «ρεαλισμών» τους είναι διαφορετικά. Θα δούμε τώρα ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και για τους αντιρεαλιστές. - 74-
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Τ Ρ Ι Τ Ο
ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ
Μ
ια αντιρεαλιστική παράδοση επιβιώνει εδώ και καιρό. Εκ πρώτης όψεως μοιάζει να μην ασχολείται με τη σημασία της λέξης «πραγματικό». Λέει απλώς: δεν υπάρχουν ηλεκτρόνια οΰτε και οποιαδήποτε άλλη θεωρητική οντότητα. Με μια λιγότερο δογματική διάθεση, υποστηρίζει ότι δεν έχουμε κανέναν καλό λόγο να υποθέτουμε ότι τέτοιου είδους πράγματα υπάρχουν οΰτε και έχουμε την προσδοκία να αποδείξουμε ότι υπάρχουν. Τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι γνωστό ως πραγματικό, εκτός από αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε. Η παράδοση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει το έργο του David Hume, Μια πραγματεία για την ανθρώπινη φύση (Α Treatise of Human Nature, 1739). To πιο πρόσφατο λαμπρό παράδειγμά της είναι το έργο του Bas van Fraassen, Η επιστημονική εικόνα {The Scientific Image, 1980). Συναντούμε προδρόμους του Hume ακόμα και στα αρχαία χρόνια και θα εξακολουθούμε να συναντούμε την ίδια παράδοση και στο μέλλον. Θα την αποκαλέσω θετικισμό. Δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερο στο όνομα, εκτός από το ότι θυμίζει κάτι. Το όνομα δεν είχε καν επινοηθεί στις μέρες του Hume. Ο Hume κατατάσσεται συνήθως στους εμπειριστές. Ο van Fraassen αποκαλεί τον εαυτό του κατασκευαστικό εμπειριστή. Σίγουρα η κάθε γενιά φιλοσόφων με ένα θετικιστικό τρόπο σκέψης δίνει μια νέα μορφή στις υποβόσκουσες ιδέες και συχνά επιλέγει μια νέα ταμπέλα. Εγώ θέλω απλώς έναν πρόχειρο τρόπο για να αναφέρομαι σ' αυτές τις ιδέες και τίποτα δε με εξυπηρετεί καλύτερα από το «θετικισμό».
ΕΞΙ Θ Ε Τ Ι Κ Ι Σ Τ Ι Κ Α Ε Ν Σ Τ Ι Κ Τ Α Οι ιδέες κλειδιά είναι οι ακόλουθες: (1) Μια έμφαση στην επαλήθευση ή σε κάποια παραλλαγή της, όπως η διάψευση: Σημαντικές προτάσεις είναι αυτές, των οποίων η αλήθεια ή το ψεύδος μπορεί με κάποιο τρόπο να -75-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
καθοριστεί. (2) Υπέρ της ηαζοτήρησης, Ό , τ ι μπορούμε να δοΰμε, να αισθανθούμε, να αγγίξουμε κ.λπ. παρέχει το καλύτερο περιεχόμενο ή θεμέλιο για όλα τα υπόλοιπα της μη μαθηματικής γνώσης μας. (3) Ενάντια στις αιτίες. Δεν υπάρχει αιτιότητα στη φύση, πέραν της σταθερότητας με την οποία γεγονότα ενός είδους ακολουθούνται από γεγονότα ενός άλλου είδους. (4) Υποβάθμιση των εξηγήσεων. Οι εξηγήσεις μπορεί να βοηθούν στην οργάνωση των φαινομένων, αλλά δεν παρέχουν καμία βαθύτερη απάντηση στο Γιατί, εκτός από το να πουν ότι τα φαινόμενα συχνά εμφανίζονται με αυτόν ή τον άλλο τρόπο. (5) Ενάντια στις θεωρητικές οντότητες. Οι θετικιστές τείνουν να είναι αντιρεαλιστές, όχι μόνο επειδή περιορίζουν την πραγματικότητα στο παρατηρήσιμο, αλλά επίσης επειδή είναι ενάντια στις αιτίες και έχουν αμφιβολίες για τις εξηγήσεις. Δε συμπεραίνουν την ύπαρξη των ηλεκτρονίων απ(^; τα αιτιακά αποτελέσματά τους, αφού απορρίπτουν τις αιτίες, θεωρώντας όίϋΐ υπάρχουν μόνο σταθερές κανονικότητες ανάμεσα στα φαινόμενα. (fejOi θετικιστές συνοψίζουν τα σημεία από το (1) έως το (5) λέγοντας ότι είναι εναντίον της μεταφυσικής. Προτάσεις μη ελέγξιμες, μη παρατηρήσιμες οντότητες, αιτίες, βαθύτερες εξηγήσεις — όλα αυτά, υποστηρίζει ο θετικιστής, αποτελούν το υλικό της μεταφυσικής και πρέπει να τα ξεπεράσουμε. Θ α εξετάσω διάφορες εκδοχές αυτών των έξι ζητημάτων σε τέσσερις περιόδους: του Hume (1739), του Comte (1830-42), του λογικού θετικισμού (1920-40) και του van Fraassen (1980).
0 1 ΑΥΤΟΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕΝΟΙ Θ Ε Τ Ι Κ Ι Σ Τ Ε Σ Η ονομασία «θετικισμός» επινοήθηκε από το Γάλλο φιλόσοφο August Comte. T o έργο του Μαθήματα Θετικής Φιλοσοφίας {Cours de Philosophie Positive) εκδόθηκε σε πυκνές συνέχειες ανάμεσα στο 1830 και το 1842. Αργότερα είπε ότι επέλεξε τη λέξη «θετικός», για να συμπεριλάβει πολλές αξίες, στις οποίες έπρεπε τότε να δοθεί έμφαση. Μας λέει ότι επέλεξε τη λέξη «θετικός» εξαιτίας των ευχάριστων συνδηλώσεών της. Στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες η λέξη «θετικός» είχε μια χροιά από πραγματικότητα, χρησιμότητα, βεβαιότητα, ακρίβεια και άλλες ιδιότητες που εκτιμούσε ο Comte. Σήμερα, όταν οι φιλόσοφοι μιλούν για τους «θετικιστές» εννοούν συνήθως όχι τη σχολή του Comte αλλά μάλλον την ομάδα των λογικών θετικιστών, που σχημάτισαν μια πολύ γνωστή φιλοσοφική ομάδα στη Βιέννη στα - 76-
θετικισμοσ
1920. Οι Moritz Schlick, Rudolf Carnap και Otto Neurath ήταν κάποια από τα πιο γνωστά μέλη της. Επίσης, οι Karl Popper, Kurt Godel και Ludwig Wittgenstein πήγαν σε κάποιες από τις συναντήσεις. Ο Κύκλος της Βιέννης είχε στενές σχέσεις με μια ομάδα στο Βερολίνο, της οποίας κεντρική μορφή ήταν ο Hans Reichenbach. Κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος, αυτοί οι μελετητές πήγαν στην Αμερική ή την Αγγλία και διαμόρφωσαν εκεί μια εντελώς νέα φιλοσοφική παράδοση. Εκτός από αυτοΰς που ήδη ανέφερα έχουμε και τους Herbert Feigl και C. G. Hempel. Και ο νεαρός Εγγλέζος Α. J. Ayer πήγε στη Βιέννη στις αρχές του 1930 και επέστρεψε για να γράψει την εκπληκτική για την Αγγλία πραγματεία του για το λογικό θετικισμό, Γλώσσα, Αλήθεια και Λογική (Language, Truth and Logic, 1936). Την ίδια εποχή ο Willard V. Ο. Quine επισκέφτηκε τη Βιέννη, πράγμα που του έσπειρε την αμφιβολία για μερικές από τις θέσεις των λογικών θετικιστών οι σπόροι αυτοί άνθισαν στις περίφημες αρνήσεις του Quine αναφορικά με τη διάκριση αναλυτικοΰ-συνθετικοΰ και με το δόγμα της αοριστίας της μετάφρασης (indeterminacy of translation). Αυτή η τόσο διαδεδομένη επιρροή καθιστά φυσικό το να αποκαλούμε τους λογικούς θετικιστές απλά θετικιστές. Ποιος θυμάται το φτωχό γεροComte, με το μακροσκελή λόγο, τις σκουριασμένες ιδέες και την παντελή έλλειψη επιτυχίας στη ζωή του; Αλλά όταν κυριολεκτώ, θα χρησιμοποιώ την πλήρη ονομασία «λογικός θετικισμός», διατηρώντας τον όρο «θετικισμός» με την παλαιότερη σημασία του. Ανάμεσα στα διακριτικά του λογικού θετικισμού, εκτός από τα σημεία (1) έως (6), είναι και η έμφαση στη λογική, το νόημα και την ανάλυση της γλώσσας. Αυτά τα ενδιαφέροντα είναι ξένα για τους αρχικούς θετικιστές. Πράγματι, όσον αφορά στη φιλοσοφία της επιστήμης, προτιμώ τον παλιό θετικισμό απλά και μόνο επειδή δεν έχει τέτοια εμμονή με τη θεωρία του νοήματος. Η συνήθης οιδιπόδεια αντίδραση έχει ξεκινήσει. Παρά την επίδραση του λογικού θετικισμού στην αγγλόφωνη φιλοσοφία, κανείς δε θέλει σήμερα να τον αποκαλούν θετικιστή. Ακόμα και οι λογικοί θετικιστές έφτασαν στο σημείο να προτιμούν τον τίτλο «λογικός εμπειριστής». Στη Γερμανία και τη Γαλλία ο «θετικισμός», σε πολλούς κύκλους, είναι όρος ντροπής, ο οποίος χαρακτηρίζει μια εμμονή στη φυσική επιστήμη και μια απόρριψη των εναλλακτικών δρόμων προς την κατανόηση στις κοινωνικές επιστήμες. Συχνά συνδέεται, εσφαλμένα, με μια συντηρητική ή αντιδραστική ιδεολογία. Στη συλλογή Η διαμάχη για το θετικισμό στη γερμανική κοινωνιολογία (Der Positivismusstreit in der Deutschen Soziologie), που εκδόθηκε από τον Theodore -77-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
Adorno, βλέπουμε τους Γερμανούς καθηγητές Κοινωνιολογίας και τους φιλοσόφους συμμάχους τους - τον Adorno, τον Jiirgen Habermas κ.ά. - να συμπαρατάσσονται ενάντια στον Karl Popper, τον οποίο αποκαλούν θετικιστή. Ο τελευταίος αρνείται αυτόν τον τίτλο, επειδή πάντα διαχώριζε τη θέση του από το λογικό θετικισμό. Ο Popper δεν συμφωνεί σε αρκετά από τα χαρακτηριστικά (1) έως (6), ώστε να τον αποκαλέσω θετικιστή. Είναι ρεαλιστής σχετικά με τις θεωρητικές οντότητες και θεωρεί ότι η επιστήμη προσπαθεί να ανακαλύψει εξηγήσεις και αιτίες. Του λείπει η θετικιστική εμμονή με την παρατήρηση και με τα ακατέργαστα δεδομένα των αισθήσεων. Αντίθετα με τους λογικούς θετικιστές, πίστευε ότι η θεωρία του νοήματος αποτελεί καταστροφή για τη φιλοσοφία της επιστήμης. Είναι αλήθεια ότι ορίζει την επιστήμη ως την τάξη των ελέγξιμων προτάσεων, αλλά απέχει πολΰ ^πό το να επικρίνει τη μεταφυσική και πιστεύει ότι η μη ελέγξιμη μεταφυσική εικοτολογία είναι ένα πρώτο στάδιο στη διαμόρφωση πιο ελέγξιμων τολμηρών υποθέσεων. Γιατί τότε οι αντιθετικιστές καθηγητές της Κοινωνιολογίας αποκαλούν τον Popper θετικιστή; Επειδή πιστεύει στψ ενότητα της επιστη'μονικής 'μεθόδου. Ν α κάνεις υποθέσεις, να συνάγεις συμπεράσματα για τις συνέπειες, να τις ελέγχεις: αυτή είναι η μέθοδος της εικασίας και κατάρριψης του Popper. Αρνείται ότι υπάρχει κάποια ιδιαίτερη τεχνική για τις κοινωνικές επιστήμες, κάποιο Verstehen — μια μέθοδος κατανόησης uox^ είναι διαφορετική από αυτό που αρμόζει καλύτερα στις φυσικές επιστήμες. Σ ' αυτό συμφωνεί με τους λογικούς θετικιστές. Αλλά εγώ θα κρατήσω τον όρο «θετικισμός» ως όνομα για την αντιμεταφυσική συλλογή ιδεών (1) έως (6), παρά ως δόγμα για την ενότητα της επιστημονικής μεθοδολογίας. Ταυτόχρονα παραδέχομαι ότι όποιος τρέμει τον ενθουσιασμό για την επιστημονική αυστηρότητα θα βρει λίγες διαφορές ανάμεσα στον Popper και τα μέλη του Κΰκλου της Βιέννης. ΕΝΑΝΤΙΑ Σ Τ Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ Οι θετικιστές ήταν καλοί στα συνθήματα. Ο H u m e έδωσε τον τόνο με τις εύηχες φράσεις, με τις οποίες ολοκληρώνει το έργο του ΜιαΕρεννα που Αφορά στην Ανθρώπινη Νόηση {Απ Enquiry Concerning Human Understanding:
Όταν πηγαίνουμε στις βιβλιοθήκες, πεισμένοι από τις παραπάνω αρχές, τι καταστροφή πρέπει να προκαλέσουμε; Ας πάρουμε στα χέρια μας, για παράδειγμα, οποιονδήποτε τόμο θεϊκής ή σχολικής μεταφυσικής κι ας αναρωτηθούμε: Περιέχει κάποιον αφηρημένο συλλογισμό που αφορά σε ποσότητα ή αριθμό; Όχι. Περιέχει κάποιον - 78-
θετικισμοσ
πειρα-ματικό συλλογισμό πον αφορά σε θέματα για τα γεγονότα και την ύπαρξη; Όχι. Παραδώστε το τότε στις φλόγες! Καθώς δεν περιέχει τίποτα άλλο από σοφιστείες και ψευδαισθήσεις. Στην εισαγωγή της ανθολογίας του Ο Λογικός Θετικισμός {Logical Positivism) ο Α. J. Ayer πρεσβεύει ότι το παραπάνω παράθεμα συνιστά «μια εξαιρετική διατύπωση της θέσης των θετικιστών». Στην περίπτωση των λογικών θετικιστών, το επίθετο «λογικός» προστέθηκε επειδή ήθελαν να επικαρπωθούν τις ανακαλύψεις της σύγχρονης λογικής. Στον Hume, λοιπόν, εντοπίζεται η απαρχή του κριτηρίου της επαληθευσιμότητας, που ως στόχο έχει να διαχωρίσει τις ανοησίες (μεταφυσική) από τη λογική διαπραγμάτευση (κυρίως την επιστήμη). Ο Ayer ξεκίνησε το Γλώσσα, Αλήθεια και Λογική με ένα δυναμικό κεφάλαιο που ονομάζεται «Η εξάλειψη της μεταφυσικής». Οι λογικοί θετικιστές, με το πάθος τους για τη γλώσσα και τα νοήματα, συνδύασαν την περιφρόνησή τους για την αναποτελεσματική μεταφυσική με ένα νοηματικά προσανατολισμένο δόγμα που ονομάζεται «η αρχή της επαλήθευσης». Ο Schlick ανακοίνωσε ότι το νόημα ενός ισχυρισμού είναι η μέθοδος της επαλήθευσής του. Μιλώντας γενικά, μια αναφορά έχει νόημα ή έχει γνωσιακό νόημα, αν και μόνο αν είναι επαληθεΰσιμη. Προς έκπληξη όλων, κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να ορίσει την επαληθευσιμότητα, έτσι ώστε να αποκλείει όλες τις κακές μεταφυσικές συζητήσεις και να περικλείει όλες τις καλές επιστημονικές συζητήσεις. Οι αντιμεταφυσικές προκαταλήψεις και η επαληθευτική θεωρία του νοήματος οφείλουν σε μεγάλο βαθμό τη συσχέτισή τους στην ιστορική σύμπτωση. Οπωσδήποτε ο Comte ήταν ένας μεγάλος αντιμεταφυσικός, που δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τη μελέτη των «νοημάτων». Και ο van Fraassen, στην εποχή μας, αντιτίθεται εξίσου στη μεταφυσική. Αυτός είναι της ίδιας γνώμης μ' εμένα ότι όποιο ενδιαφέρον κι αν έχει η φιλοσοφία της γλώσσας, η συμβολή της στην κατανόηση της επιστήμης είναι ελάχιστη. Στην αρχή της Επιστημονικής Εικόνας ^pai^zv. «Η δική μου άποψη είναι ότι ο εμπειρισμός είναι σωστός, αλλά δε θα μπορούσε να επιβιώσει στη γλωσσική μορφή που του έδωσαν οι [λογικοί] θετικιστές». (σελ. 3) COMTE Ο Auguste Comte ήταν σε μεγάλο βαθμό τέκνο του πρώτου μισοΰ του 19ου αιώνα. Ό χ ι μόνο δεν καλούπωσε τον εμπειρισμό σε κάποια γλωσσική μορφή, αλλά ήταν επίσης ιστορικιστής: δηλαδή πίστευε ακράδαντα στην -79-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
ανθρώπινη πρόοδο και στο σχεδόν αναπόδραστο των ιστορικών νόμων. Έχει θεωρηθεί μερικές φορές ότι ο θετικισμός και ο εμπειρισμός διαφωνούν μεταξύ τους. Ακριβώς το αντίθετο* αποτελούν, για τον Comte, συμπληρωματικά τμήματα των ίδιων ιδεών. Οπωσδήποτε δεν είναι περισσότερο αναγκαίος ο διαχωρισμός του ιστορικισμοΰ και του θετικισμού, απ' ό,τι η σύνδεση του θετικισμού και της θεωρίας του νοήματος. Μοντέλο για τον Comte αποτέλεσε το παθιασμένο Δ οκίμιο για την Ιστορική Εξέλιξη τον Ανθρώπινου Πνεύματος {Esquisse d' un tableau historique des progres de I' esprit humaine), που αφέθηκε ως κληρονομιά στο προοδευτικό ανθρώπινο είδος από το ριζοσπαστικό αριστοκράτη Condorcet (1743-94). Αυτό το έγγραφο γράφτηκε λίγο πριν ο Condorcet αυτοκτονήσει στο κελί του, απ' όπου την επόμενη μέρα θα τον πάγαιναν στη γκιλοτίνα. Οΰτε καν η Τρομοκρατία [ϋης Γαλλικής Επανάστασης, το 1794, δε θα νικούσε την πίστη στην ανθρώπινη πρόοδο. Ο Comte κληρονόμησε από τον Condorcet μια δομή ανάπτυξης του ανθρώπινου πνεύματος. Αυτή ορίζεται από το Νόμο των Τριών Σταδίων. Αρχικά περάσαμε από ένα θεολογικό στάδιο, που χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση των πρωταρχικών αρχών και του μΰθου των θεοτήτων. Έπειτα περάσαμε από ένα κάπως διφορούμενο μεταφυσικό στάδιο, στο οποίο σταδιακά αντικαταστήσαμε τις θεότητες με τις θεωρητικές οντότητες της ημιολοκληρωμένης επιστήμης. Τελικά, προχωρούμε πλέον στο στάδιο της θετικής επιστήμης. Η θετική επιστήμη επιτρέπει στις προτάσεις να θεωρούνται αληθείς ή ψευδείς, αν και μόνο αν υπάρχει κάποιος τρόπος καθορισμού των τιμών αλήθειας τους. Τα Μαθήματα Θετικής Φιλοσοφίας Comte είναι μια γενική επιστημολογική ιστορία της ανάπτυξης των επιστημών. Καθώς όλο και περισσότεροι τρόποι επιστημονικού συλλογισμού αποκτούν υπόσταση, γεννώνται όλο και περισσότεροι τομείς της θετικής γνώσης. Οι προτάσεις δεν μπορούν να έχουν «θετικότητα» - να είναι υποψήφιες για αλήθεια ή ψεύδος - εκτός κι αν υπάρχει κάποιος τρόπος συλλογισμού που να σχετίζεται με την τιμή αλήθειας τους και να μπορεί τουλάχιστο θεωρητικά να καθορίσει αυτήν την τιμή αλήθειας. Ο Comte, ο οποίος επινόησε την ίδια τη λέξη «κοινωνιολογία», προσπάθησε να επινοήσει μια νέα μεθοδολογία, ένα νέο τρόπο συλλογισμού για τη μελέτη της κοινωνίας και της «επιστήμης της ηθικής». Έσφαλε στη θεώρησή του περί κοινωνιολογίας, αλλά ήταν ορθός στη μετααντίληψή του για αυτό που έκανε: να δημιουργήσει ένα νέο τρόπο συλλογισμού, για να εισαγάγει τη θετικότητα - αλήθεια ή ψεύδος - σε έναν καινούργιο τομέα γνώσης. - 80-
θετικισμοσ
Η Θεολογία και η μεταφυσική, πρεσβεύει ο Comte, αποτελούν πρώιμα στάδια στην ανθρώπινη ανάπτυξη και πρέπει να τα προσπεράσουμε, όπως τα παιδιάστικα πράγματα. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να κατοικούμε σε έναν κόσμο απογυμνωμένο από αξίες. Στην τελευταία περίοδο της ζωής του, ο Comte ίδρυσε μια θετικιστική εκκλησία, η οποία θα εδραίωνε τις ανθρωπιστικές αξίες. Αυτή η εκκλησία δεν έχει ακριβώς εξαλειφθεί* κάποια κτήρια υπάρχουν ακόμα - σε κάπως κακή κατάσταση - στο Παρίσι και ακοΰω ότι στη Βραζιλία υπάρχουν ακόμα προπύργια αυτοΰ του ιδρύματος. Πριν από αρκετό καιρό ανθούσε σε συνεργασία με άλλες ανθρωπιστικές κοινωνίες, σε πολλά μέρη του κόσμου. Ως εκ τοΰτου, ο θετικισμός δεν ήταν μόνο μια φιλοσοφία του επιστημονισμού αλλά και μια καινούργια, ανθρωπιστική θρησκεία.
ΕΝΑΝΤΙΑ Σ Τ Ι Σ Α Ι Τ Ι Ε Σ Ο Hume είναι πασίγνωστο ότι δίδαξε ότι η αιτία είναι μόνο μια συνεχής σύνδεση. Το να ποΰμε ότι το Α προκάλεσε το Β δε σημαίνει το ίδιο με το να ποΰμε ότι το Α, από κάποια εσωτερική δύναμη ή χαρακτήρα, επέφερε το Β. Σημαίνει μόνο ότι πράγματα του τΰπου Α ακολουθούνται συνήθως από πράγματα του τύπου Β. Οι λεπτομέρειες του επιχειρήματος του Hume αναλύονται σε εκατοντάδες φιλοσοφικών βιβλίων. Μπορεί ωστόσο να μας ξεφύγουν αρκετά νοήματα, αν διαβάσουμε τον H u m e έξω από το ιστορικό του πλαίσιο. Ο Hume στην ουσία δεν ευθύνεται για την ευρέως αποδεκτή από τους φιλοσόφους στάση, να θεωρούν την αιτιότητα ως σταθερή σύνδεση. Αυτό το έκανε ο Newton, ακούσια. Μεγαλύτερος θρίαμβος του ανθρώπινου πνεύματος στην εποχή του Hume θεωρείται η θεωρία της βαρύτητας του Newton. Ο Newton ήταν τόσο επιφυλακτικός για τη μεταφυσική της βαρύτητας, που οι μελετητές θα συζητούν μέχρι τέλους τι πραγματικά πίστευε. Μέχρι πριν από τον Newton, όλοι οι προοδευτικοί επιστήμονες πίστευαν ότι ο κόσμος πρέπει να γίνεται κατανοητός σε σχέση με τις μηχανικές έλξεις και ωθήσεις. Αλλά η βαρύτητα δε φαινόταν να είναι «μηχανική», διότι ήταν δράση από απόσταση. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο μοναδικός ομότιμος του Newton, ο Leibniz, απέρριπτε εντελώς τη νευτώνεια βαρύτητα: διότι αποτελούσε μια αντιδραστική επιστροφή σε ανεξήγητες απόκρυφες δυνάμεις. Το θετικιστικό πνεύμα θριάμβευε στον Leibniz. Μάθαμε να σκεφτόμαστε ότι οι νόμοι της βαρύτητας είναι κανονικότητες που περιγράφουν τι συμβαίνει στον κόσμο. Τότε αποφασίσαμε ότι όλοι οι αιτιακοί νόμοι είναι απλώς κανονικότητες!
-81-
a' μεροσ: αναπαριστωνται Για εμπειρικά σκεπτόμενους ανθρώπους η μετά τον Newton αντίληψη ήταν, τότε, η εξής: δε θα πρέπει να αναζητούμε αιτίες στη φΰση παρά μόνο κανονικότητες. Δε θα πρέπει να σκεπτόμαστε νόμους της φΰσης που θα αποκαλύπτουν το τι πρέπει να συμβεί στο σύμπαν παρά μόνο αυτό που πράγματι συμβαίνει. Ο φυσικός επιστήμονας προσπαθεί να βρει καθολικούς ισχυρισμούς - θεωρίες και νόμους - που να καλύπτουν όλα τα φαινόμενα ως ειδικές περιπτώσεις. Το να πούμε ότι έχουμε βρει την εξήγηση ενός γεγονότος είναι απλώς το να πούμε ότι μπορούμε να συναγάγουμε το γεγονός από μια γενική κανονικότητα. Υπάρχουν πολλές κλασικές αναφορές αυτής της ιδέας. Ορίστε μία από τα Δοκψια πάνω στις Ενεργές Δυνάμεις τον Ανθρώπινου Νου {Essays on the Actwe Powers of the Human Mind, 1788)ρου Thomas Reid. Ο Reid ήταν ο ιδρυτής αυτόύ που συχνά ονομάζουμε Σκωτική Σχολή της Φιλοσοφίας του Κοινού Νου, η οποία εισήχθη στην Αμερική, για να διαμορφώσει εκεί το κύριο φιλοσοφικό ρεύμα μέχρι την έλευση του πραγματισμού στο τέλος του 19ου αιώνα. Οι φυσικοί φιλόσοφοι, που σκέπτονται με ακρίβεια, δίνουν ένα συγκεκριμένο νόημα στους όρους που χρησιμοποιούν στην επιστήμη* και, όταν υποκρίνονται ότι καταδεικνύουν την αιτία οποιουδήποτε φαινομένου της φύσης, εννοούν, λέγοντας αιτία, ένα νόμο της φύσης του οποίου αυτό το φαινόμενο είναι αναγκαία συνέπεια. Το όλο αντικείμενο της φυσικής φιλοσοφίας ανάγεται, όπως διδάσκει ρητά ο Newton, σ' αυτά τα δύο σημεία: πρώτα στην απλή επαγωγή από το πείραμα και την παρατήρηση, για να ανακαλυφθούν οι νόμοι της φύσης* και μετά στην εφαρμογή αυτών των νόμων για τη λύση των φαινομένων της φύσης. Αυτό ήταν που επιχείρησε να κάνει αυτός ο μεγάλος φιλόσοφος και αυτό μόνο θεωρούσε εφικτό. (I. νϋ. 6.) Ο Comte δίνει μια παρόμοια ιστορία στα Μαθήματα Θετικής Φιλοσοφίας {Cours dephilosophiepositwe): To πρώτο χαρακτηριστικό της θετικής φιλοσοφίας είναι ότι θεωρεί όλα τα φαινόμενα ως υποκείμενα σε σταθερούς φυσικούς νόμους. Η δική μας δουλειά - βλέποντας πόσο μάταιη είναι οποιαδήποτε έρευνα σ' αυτά που ονομάζονται αιτίες, είτε πρωταρχικές είτε τελικές - είναι να επιδιώξουμε μια ακριβή ανακάλυψη αυτών των νόμων με σκοπό να τους μειώσουμε στο μικρότερο δυνατό αριθμό. Με το να κάνουμε υποθέσεις για τις αιτίες δε θα μπορούσαμε να λύσουμε κανένα πρόβλημα σχετικά με την προέλευση και το σκοπό. Η πραγματική δουλειά μας είναι να αναλύσουμε με ακρίβεια τις περιστάσεις των φαινομένων και να τις συνδυάσουμε με τις φυσικές σχέσεις της διαδοχής και της ομοιότητας. Το καλύτερο παράδειγμα γι' αυτό είναι η περίπτωση του δόγματος της βαρύτητας. Λέμε ότι εξηγεί τα γενικά φαινόμενα του σύμπαντος, επειδή κάτω από τον ίδιο τίτλο συνδέει όλη την απέραντη ποικιλία των - 82-
θετικισμοσ αστρονομικών γεγονότων επιδεικνύοντας τη σταθερή έλξη των ατόμων σε άμεση αναλογία με τις μάζες τους και σε αντίστροφη αναλογία με το τετράγωνο της απόστασης τους· επειδή το ίδιο το γενικό γεγονός είναι μια απλή επέκταση ενός γεγονότος που μας είναι οικείο και που επομένως λέμε ότι γνωρίζουμε - το βάρος των σωμάτων στην επιφάνεια της Γης. Όσον αφορά στο τι είναι το βάρος και η έλξη, αυτά είναι ερωτήματα που τα θεωρούμε ανεξήγητα, τα οποία δεν αποτελούν μέρος της θετικής φιλοσοφίας και τα οποία δικαίως εγκαταλείπουμε στη φαντασία των θεολόγων ή στην εξυπνάδα των μεταφυσικών. (Παρίσι, 1830, σσ. 14-16). Λογικός θετικισμός είναι επίσης η αποδοχή της περιγραφής της συνεχούς σύνδεσης των αιτιών του Hume. Οι Νόμοι της Φύσης, κατά το ρητό του Mortitz Schlick, περιγράφουν τι συμβαίνει, αλλά δεν το επιβάλλουν. Είναι περιγραφές μόνο των κανονικοτήτων. Η περιγραφή της εξήγησης από τους λογικούς θετικιστές συνοψίστηκε τελικά στο «παραγωγικο-νομολογικό» μοντέλο εξήγησης του Hempel. Τ ο να εξηγήσεις ένα γεγονός, του οποίου η εμφάνιση εξηγείται από την πρόταση 5, είναι το να παρουσιάσεις κάποιους νόμους της φύσης (δηλαδή κανονικότητες) L και κάποια συγκεκριμένα γεγονότα Ρκαι να δείξεις ότι η πρόταση 5 συνάγεται από προτάσεις που ορίζουν τα L και F. Ο van Fraassen, ο οποίος έχει μια πιο ενδιαφέρουσα κι εκλεπτυσμένη περιγραφή της εξήγησης, συμμερίζεται την εχθρότητα των παραδοσιακών θετικιστών για τις αιτίες. «Πτήσεις φαντασίας» τις αποκαλεί περιφρονητικά στο βιβλίο του (επειδή οι αιτίες είναι ακόμα χειρότερες, στο βιβλίο του, από τις εξηγήσεις).
ΕΝΑΝΤΙΑ Σ Τ Ι Σ Θ Ε Ω Ρ Η Τ Ι Κ Ε Σ Ο Ν Τ Ο Τ Η Τ Ε Σ Η αντίδραση προς τις μη παρατηρήσιμες οντότητες πηγαίνει μαζί με την αντίδραση προς τις αιτίες. Η περιφρόνηση του Hume για τις επιστήμες της εποχής του, που θεωρούν τις θεωρίες ως αξιώματα, δηλώνεται, όπως πάντα, με μια ειρωνική πρόζα. Θαυμάζει τον χημικό του 17ου αιώνα Robert Boyle για τα πειράματά του και το λογικό συλλογισμό του, αλλά όχι για τη σωματιδιακή και μηχανική φιλοσοφία του, η οποία εικονίζει τον κόσμο ως αποτελούμενο από μικρές ελαστικές μπάλες ή από κορυφές που θυμίζουν ελατήρια. Στο κεφάλαιο LXII του θαυμάσιου έργου του Ιστορία της Αγγλίας {History of England) γράφει ότι «Ο Boyle ήταν ένας μεγάλος θιασώτης της μηχανικής φιλοσοφίας, μιας θεωρίας, η οποία αφού ανακάλυψε κάποια μυστικά της φύσης και μας επέτρεψε να φανταστούμε τα υπόλοιπα, έγινε τόσο αρεστή στη φυσική ματαιοδοξία και περιέργεια των ανθρώπων». Ο Isaac Newton, «η μεγαλύτερη και σπανιότε-
-83-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
ρη ευφυία που εμφανίστηκε ποτέ για το στόλισμα και την καθοδήγηση του είδους», είναι καλύτερος δάσκαλος από τον Boyle. «Την ίδια ώρα που ο Newton τραβούσε το πέπλο που κάλυπτε ορισμένα μυστήρια της φΰσης, καταδείκνυε ταυτόχρονα και τις ατέλειες της μηχανικής φιλοσοφίας και ως εκ τούτου επανέφερε τα έσχατα μυστικά της στην αφάνεια στην οποία βρίσκονταν και στην οποία θα παραμείνουν για πάντα». Ο Hume σπάνια αρνείται το γεγονός ότι ο κόσμος διέπεται από κρυμμένες και μυστικές αιτίες. Δε δέχεται όμως ότι μας αφορούν. Η φυσική ματαιοδοξία και περιέργεια του είδους μας μπορεί να μας επιτρέψει να αναζητήσουμε θεμελιώδη σωματίδια, αλλά η φυσική δε θα το επιτύχει. Οι θεμελιώδεις αιτίες ήταν πάντα και θα παραμείνουν για πάντα κρυμμένες στην αφάνεια. . Η αντίδραση προς τις θεωρητικές οντότητες διατρέχει όλο το θετικισμό. Ο Comte παραδέχτηκε ότι δεν μπορούμε απλώς να γενικεύουμε από τις παρατηρήσεις, αλλά θα πρέπει να προχωράμε μέσω υποθέσεων. Αυτές, ωστόσο, θα πρέπει να θεωρούνται μόνο ως υποθέσεις και όσο περισσότερα δέχονται αξιωματικά τόσο απομακρύνονται από τη θετική επιστήμη. Από πρακτική άποψη, ο Comte αντιτίθεται στο νευτώνειο αιθέρα, ο οποίος σύντομα έγινε ηλεκτρομαγνητικός αιθέρας που γεμίζει όλο το χώρο. Αντιτίθεται εξίσου και στην υπόθεση για τα άτομα. Κερδίζεις από τη μια, χάνεις από την άλλη. Οι λογικοί θετικιστές δυσπιστούσαν απέναντι στις θεωρητικές οντότητες σε ποικίλους βαθμούς. Η γενική στρατηγική ήταν να χρησιμοποιούν τη λογική και τη γλώσσα. Πήραν μερικές από τις σημειώσεις του Bertrand Russell. Ο Russell πίστευε ότι όπου αυτό είναι δυνατόν, οι συναγόμενες οντότητες θα πρέπει να αντικαθίστανται από λογικές κατασκευές. Αυτό σημαίνει ότι ένας ισχυρισμός που περιλαμβάνει μια οντότητα, της οποίας η ύπαρξη συνάγεται απλώς από τα δεδομένα, πρέπει να αντικαθίσταται από ένα λογικά ισοδύναμο ισχυρισμό για τα δεδομένα. Γενικά, αυτά τα δεδομένα συνδέονται στενά με την παρατήρηση. Ως εκ τούτου, παρουσιάστηκε ένα θαυμάσιο πρόγραμμα αναγωγής για τους λογικούς θετικιστές, οι οποίοι ήλπιζαν ότι όλοι οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνουν θεωρητικές οντότητες θα «ανάγονταν» μέσω της λογικής σε ισχυρισμούς που δε θα αναφέρονταν σε τέτοιες οντότητες. Η αποτυχία αυτού του σχεδίου ήταν ακόμα μεγαλύτερη από την αποτυχία του ορισμού της αρχής της επαλήθευσης. Ο van Fraassen δίνει συνέχεια στην αντιπάθεια των θετικιστών για τις θεωρητικές οντότητες. Πράγματι, δε μας αφήνει να μιλάμε καν για θεωρητικές
θετικισμοσ
οντότητες: εννοούμε, γράφει, απλώς τις μη παρατηρήσιμες οντότητες. Αυτές, επειδή δεν είναι ορατές, πρέπει να συνάγονται. Είναι η στρατηγική του van Fraassen να εμποδίζει κάθε συναγόμενο συμπέρασμα για την αλήθεια των θεωριών μας ή την ύπαρξη των οντοτήτων τους.
ΠΙΣΤΗ Ο Hume δεν πίστευε στις αόρατες ελαστικές μπάλες ή στα άτομα της μηχανικής φιλοσοφίας του Boyle. Ο Newton μάς υπέδειξε ότι θα πρέπει να αναζητούμε μόνον τους φυσικούς νόμους που συνδέουν τα φαινόμενα. Δε θα πρέπει να επιτρέπουμε στη φυσική ματαιοδοξία μας να φαντάζεται ότι μπορούμε να αναζητούμε επιτυχώς τις αιτίες. Ο Comte δυσπιστεί εξίσου απέναντι στα άτομα και στον αιθέρα της επιστήμης της εποχής του. Οι υποθέσεις χρειάζονται, για να μας υποδείξουν πού να ερευνήσουμε τη φύση, αλλά η θετική γνώση πρέπει να βρίσκεται στο επίπεδο των φαινομένων, των οποίων τους νόμους μπορούμε να καθορίσουμε με ακρίβεια. Αυτό δε σημαίνει ότι ο Comte αγνοούσε την επιστήμη. Εκπαιδεύτηκε από τους μεγάλους Γάλλους θεωρητικούς φυσικούς και καθηγητές των εφαρμοσμένων μαθηματικών. Πίστευε στους δικούς τους νόμους για τα φαινόμενα και ήταν επιφυλακτικός απέναντι σε οποιαδήποτε εισαγωγή νέων αξιωματικών οντοτήτων. Ο λογικός θετικισμός δεν είχε τέτοιες απλουστευτικές ευκαιρίες. Τα μέλη του Κύκλου της Βιέννης πίστευαν στη φυσική της εποχής τους: μερικοί μάλιστα είχαν συμβάλει σ' αυτήν. Ο ατομισμός και ο ηλεκτρομαγνητισμός είχαν από καιρό καθιερωθεί, η σχετικότητα ήταν αποδεδειγμένα επιτυχής και η θεωρία των κβάντων προχωρούσε αλματωδώς. Έτσι παρουσιάστηκε, στην ακραία εκδοχή του λογικού θετικισμού, το δόγμα της αναγωγής. Προτάθηκε ότι, ως θέμα αρχής, υπάρχουν λογικοί και γλωσσικοί μετασχηματισμοί των θεωρητικών προτάσεων, οι οποίοι μπορούν να τις αναγάγουν σε προτάσεις για τα φαινόμενα. Τσως όταν μιλάμε για άτομα και ρεύματα και για ηλεκτρικά φορτία δεν πρέπει να μας εκλαμβάνει κανείς εντελώς κυριολεκτικά, διότι οι προτάσεις που χρησιμοποιούμε μπορούν να αναχθούν σε προτάσεις για τα φαινόμενα. Οι λογικοί μάς εξυπηρέτησαν σε κάποιο βαθμό. Ο F. Ρ. Ramsey μάς έδειξε πώς να παραλείπουμε τα ονόματα των θεωρητικών οντοτήτων στις θεωρίες, χρησιμοποιώντας αντί γι' αυτά ένα σύστημα ποσοτικών δεικτών. Ο William Craig απέδειξε ότι για οποιαδήποτε θεωρία που επιδέχεται αξιωματικοποίηση, η οποία περιλαμβάνει τόσο παρατηρησιακούς όσο και θεωρητι-85-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
κούς όρους, υπάρχει μια αξιωματική θεωρία που περιλαμβάνει μόνο τους παρατηρησιακοΰς όρους. Αυτά τα αποτελέσματα όμως δεν πέτυχαν ακριβώς εκείνο που αποζητούσε ο λογικός θετικισμός, οΰτε και υπήρχε κάποια γλωσσική αναγωγή για οποιαδήποτε πραγματική επιστήμη. Αυτό ερχόταν σε τρομερή αντίθεση με τις αξιοσημείωτες επιμέρους επιτυχίες με τις οποίες οι περισσότερες επιφανειακές επιστημονικές θεωρίες ανάγονταν σε βαθύτερες, όπως για παράδειγμα οι τρόποι με τους οποίους η αναλυτική χημεία στηρίχτηκε στην κβαντική χημεία ή η θεωρία των γονιδίων μετασχηματίστηκε στη μοριακή βιολογία. Οι προσπάθειες στην επιστημονική αναγωγή - την αναγωγή μιας εμπειρικής θεωρίας σε μια βαθύτερη - έχουν καταφέρει αναρίθμητες επιμέρους επιτυχίες, αλλά οι προσπάθειες στη γλωσσική αναγωγή δεν οδήγησαν πουθενά.
ΑΠΟΔΟΧΗ Οι Hume και Comte πήραν όλες τις προτάσεις για τα θεμελιώδη σωματίδια και είπαν: Δεν τις πιστεύουμε. Ο λογικός θετικισμός τις πίστεψε, αλλά είπε κατά μία έννοια ότι δεν πρέπει να εκλαμβάνονται κυριολεκτικά* οι θεωρίες, στην πραγματικότητα, μας μιλάνε για φαινόμενα. Καμία επιλογή δεν είναι ανοιχτή στο σημερινό οπαδό του θετικισμού, καθώς τα προγράμματα της γλωσσικής αναγωγής απέτυχαν, ενώ από την άλλη μεριά δύσκολα μπορεί κανείς να απορρίψει το σύνολο της σύγχρονης θεωρητικής επιστήμης. Ωστόσο, ο van Fraassen βγαίνει από αυτό το αδιέξοδο με το να διαχωρίσει την πίστη από την αποδοχή. Σε αντίθεση με τους λογικούς θετικιστές, ο van Fraassen πρεσβεύει ότι οι θεωρίες πρέπει να εκλαμβάνονται κυριολεκτικά. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τις εκλάβει κανείς! Σε αντίθεση με το ρεαλιστή, πρεσβεύει ότι δεν είναι ανάγκη να πιστέψουμε ότι οι θεωρίες είναι αληθινές. Αντιθέτως μας παρακινεί να χρησιμοποιήσουμε δύο περαιτέρω έννοιες: την αποδοχή και την εμπειρική επάρκεια. Ορίζει τον επιστημονικό ρεαλισμό ως τη φιλοσοφία που υποστηρίζει ότι «η επιστήμη έχει στόχο να μας δώσει, με τις θεωρίες της, μια κυριολεκτικά αληθινή ιστορία για το πώς είναι ο κόσμος* και η αποδοχή μιας επιστημονικής θεωρίας συνεπάγεται την πίστη ότι αυτή είναι αληθινή» (σελ. 8). Ο δικός xo\d κατασκευαστικός εμπειρισμός, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι «η επιστήμη έχει στόχο να μας δώσει θεωρίες, οι οποίες είναι εμπειρικά επαρκείς* και η αποδοχή μιας θεωρίας συνεπάγεται ως πίστη μόνο ότι είναι εμπειρικά επαρκής» (σελ. 12). - 86-
θετικισμοσ
Γράφει ότι «Δεν είναι ανάγκη να πιστεύουμε ότι οι καλές θεωρίες είναι αληθινές, ούτε να πιστεύουμε ipso facto ότι οι οντότητες, τις οποίες αξιώνουν, είναι πραγματικές». Το «ipso facto» μας θυμίζει ότι ο van Fraassen δε διαχωρίζει ιδιαίτερα το ρεαλισμό περί θεωριών από το ρεαλισμό περί οντοτήτων. Εγώ ισχυρίζομαι ότι θα μπορούσε κάποιος να πιστεύει ότι οι οντότητες είναι πραγματικές όχι «λόγω του γεγονότος» ότι θεωρεί κάποια θεωρία ως αληθινή, αλλά για άλλους λόγους. Λίγο αργότερα ο van Fraassen εξηγεί: «το να αποδεχτούμε μια θεωρία σημαίνει (για μας) να πιστέψουμε ότι είναι εμπειρικά επαρκής - αυτό που πρεσβεύει η θεωρία για το παρατηρήσι-μο (από εμάς) είναι αληθινό». Οι θεωρίες είναι διανοητικά εργαλεία για πρόβλεψη, έλεγχο, έρευνα και καθαρή απόλαυση. Η αποδοχή σημαίνει δέσμευση, μεταξύ άλλων. Το να αποδεχτείς μια θεωρία στο δικό σου πεδίο έρευνας σημαίνει να είσαι δεσμευμένος στην ανάπτυξη του προγράμματος που αυτή υποδεικνύει. Μπορεί ακόμα και να δεχτείς ότι παρέχει εξηγήσεις. Αλλά πρέπει να απορρίψεις αυτό που έχει ονομαστεί «συμπερασμός στην καλύτερη εξήγηση» (inference to the best explanation): το να αποδεχτείς μια θεωρία επειδή διασαφηνίζει κάτι, δε σημαίνει να πιστεύεις κατά συνέπεια ότι αυτό που πρεσβεύει η θεωρία είναι κυριολεκτικά αληθινό. Ο πιο συνεκτικός σύγχρονος θετικισμός είναι αυτός του van Fraassen. Διαθέτει και τα έξι χαρακτηριστικά με τα οποία εγώ ορίζω το θετικισμό και τα οποία συμμερίζονται και οι Hume, Comte και οι λογικοί θετικιστές. Φυσικά του λείπει η ψυχολογία του Hume, ο ιστορικισμός του Comte και οι θεωρίες νοήματος του λογικού θετικισμού, διότι αυτά δεν έχουν καμία ουσιώδη σχέση με το θετικιστικό πνεύμα. Ο van Fraassen μοιράζεται με τους προκατόχους του την αντιμεταφύσικη στάση: «Η απόδειξη της εμπειρικής επάρκειας είναι κατά πολύ ασθενέστερη από την απόδειξη της αλήθειας, και ο περιορισμός της αποδοχής μάς απελευθερώνει από τη μεταφυσική» (σελ. 69). Ο van Fraassen είναι νπέρ της παρατήρησης κα\ ενάντια στις αιτίες. Υποβαθ'μίζει τη ση}ΐασία της εξήγησης δεν πιστεύει ότι η εξήγηση οδηγεί στην αλήθεια. Πράγματι, ακριβώς όπως ο Hume και ο Comte, παραθέτει την κλασική αδυναμία του Newton να εξηγήσει τη βαρύτητα ως απόδειξη ότι η επιστήμη δεν είναι, κατά βάση, θέμα εξήγησης (σελ. 94). Οπωσδήποτε είναι ενάντια στις θεωρητικές οντότητες. Έτσι διατηρεί πέντε από τα δικά μας έξι δόγματα των θετικιστών. Το μόνο που απέμεινε είναι η έμφαση στην επαλήθευση ή σε κάποια παραλλαγή. Ο van Fraassen δεν επιδοκιμάζει τη θεωρία της επαληθευσιμότητας του νοήματος των λογικών -87-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
θετικιστών. Οΰτε και ο Comte. Ούτε, νομίζω, ο Hume, μολονότι ο H u m e είχε ένα δόγμα μη επαληθευσιμότητας, που σχετίζεται με το κάψιμο των βιβλίων. Ο ενθουσιασμός των Θετικιστών για την επαληθευσιμότητα συνδέθηκε μόνο προσωρινά με το νόημα, στις μέρες του λογικού θετικισμού. Γενικά αναπαριστά μια επιθυμία για τη θετική επιστήμη, για γνώση που μπορεί να οριστεί ως αληθινή και της οποίας τα γεγονότα καθορίζονται με ακρίβεια. Αυτόν τον ενθουσιασμό συμμερίζεται και ο κατασκευαστικός εμπειρισμός του van Fraassen.
ΕΝΑΝΤΙΑ Σ Τ Ι Σ Ε Ξ Η Γ Η Σ Ε Ι Σ Πολλές θέσεις των θετικιστών ήταν περισσότερο ελκυστικές στην εποχή του C o m e απ' ό,τι στη δική μας. Τ ο 1840 οι θεωρητικές οντότητες ήταν ολοκληρωτικά υποθετικές και η αποστροφή γι' αυτό που απλώς θεωρείται ως αξίωμα ήταν το εναρκτήριο σημείο για κάθε ορθή φιλοσοφία. Αλλά σταδιακά φτάσαμε ακόμα και να δοΰμε αυτό που κάποτε είχε θεωρηθεί απλώς ως αξίωμα: τα μικρόβια, τα γονίδια, ακόμα και τα μόρια. Έχουμε μάθει επίσης πώς να χρησιμοποιούμε τις θεωρητικές οντότητες, για να επηρεάζουμε άλλα τμήματα του κόσμου. Αυτά τα επιχειρήματα υπέρ του οντολογικού ρεαλισμού συζητιούνται στα κεφάλαια 10 και 16 παρακάτω. Ωστόσο, ένα θετικιστικό χαρακτηριστικό στέκει καλά: η επιφυλακτικότητα για την εξήγηση. Η ιδέα για το «συμπερασμό στην καλύτερη εξήγηση» είναι αρκετά παλιά. Ο C. S. Peirce (1839-1914) τον αποκάλεσε μέθοδο υπόθεσης ή απαγωγή (abduction). Η ιδέα είναι ότι αν, αντιμέτωπος με κάποιο φαινόμενο, βρεις μια εξήγηση (ίσως με κάποια αρχική αληθοφάνεια), η οποία καθιστά κατανοητό αυτό που διαφορετικά είναι ανεξήγητο, τότε θα πρέπει να συμπεράνεις ότι η εξήγηση είναι μάλλον σωστή. Στην αρχή της καριέρας του ο Peirce πίστευε ότι υπάρχουν τρεις θεμελιώδεις τρόποι επιστημονικού συμπερασμού: η αναγωγή, η επαγωγή και η υπόθεση. Ό σ ο μεγάλωνε, τόσο πιο δύσπιστος γινόταν για την τρίτη κατηγορία και προς το τέλος της ζωής του δεν έδινε καθόλου βάρος στο «συμπερασμό στην καλύτερη εξήγηση». Είχε δίκιο ο C. S. Peirce να τον αποκηρύξει ολοκληρωτικά; Πιστεύω πως ναι, αλλά δεν είναι ανάγκη να το αποφασίσουμε τώρα. Ο συμπερασμός στην καλύτερη εξήγηση μάς ενδιαφέρει μόνον ως επιχείρημα υπέρ του ρεαλισμού. Η βασική ιδέα διατυπώθηκε από τον Η. Helmholtz (1821-94), ο οποίος το 19ο αιώνα συνεισέφερε πολλά στην ψυχολογία, την οπτική, την ηλεκτροδυ-
θετικισμοσ
ναμική και σε άλλες επιστήμες. Ο Helmholtz ήταν επίσης ένας φιλόσοφος, ο οποίος αποκαλούσε το ρεαλισμό «μια θαυμαστά χρήσιμη και ακριβή υπόθεση».' Μέχρι τώρα φαίνεται να υπάρχουν τρία διακριτά επιχειρήματα σε χρήση. Θα τα αποκαλώ το επιχείρημα του απλοΰ συμπερασμού, το επιχείρημα του κοσμικού ατυχήματος και το επιχείρημα της επιτυχίας της επιστήμης. Είμαι σκεπτικιστής και για τα τρία. Θα ήθελα να ξεκινήσω λέγοντας ότι η εξήγηση ίσως να παίζει ένα λιγότερο κεντρικό ρόλο στον επιστημονικό συλλογισμό από αυτόν που φαντάζονται κάποιοι φιλόσοφοι. Ούτε και είναι η εξήγηση ενός φαινομένου ένα από τα συστατικά του σύμπαντος, λες και ο Συγγραφέας της Φύσης είχε σημειώσει διάφορα πράγματα στο Βιβλίο του Κόσμου - τις οντότητες, τα φαινόμενα, τις ποσότητες, τις ποιότητες, τους νόμους, τις αριθμητικές σταθερές και επίσης τις εξηγήσεις των γεγονότων. Οι εξηγήσεις είναι σχετικές με τα ανθρώπινα ενδιαφέροντα. Δεν αρνούμαι ότι η εξήγηση - «το να αισθάνεσαι το κλειδί να γυρνά στην κλειδαριά», όπως το έθεσε ο Peirce - πράγματι συμβαίνει στη διανοητική μας ζωή. Αλλά αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό ένα γνώρισμα των ιστορικών και ψυχολογικών περιστάσεων της στιγμής. Υπάρχουν φορές που αισθανόμαστε ένα μεγάλο κέρδος στο να κατανοούμε, με την οργάνωση νέων εξηγητικών υποθέσεων. Αλλά αυτό το αίσθημα δε συνιστά λόγο, για να θεωρούμε ότι η υπόθεση είναι αληθινή. Ο van Fraassen και η Cartwright υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη μιας εξήγησης δεν αποτελεί ποτέ λόγο για να πιστεύουμε. Εγώ είμαι λιγότερος αυστηρός από εκείνους: φαίνεται σ' εμένα, όπως και στον Peirce ότι αποτελεί απλώς έναν αδύναμο λόγο. Το 1905 ο Einstein εξήγησε το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο με τη θεωρία των φωτονίων. Κατά συνέπεια κατέστησε ελκυστική την ιδέα των κβαντισμένων πακέτων του φωτός. Αλλά ο λόγος για να πιστέψεις μια θεωρία είναι η επιτυχία της να προβλέπει κ.ο.κ., όχι η εξηγητική ισχύς της. Το να αισθάνεσαι ότι το κλειδί γυρνάει στην κλειδαριά σε κάνει να αισθάνεσαι ότι έχεις μια συναρπαστική καινούργια ιδέα να επεξεργαστείς. Δε συνιστά λόγο για την αλήθεια της ιδέας: αυτό έρχεται αργότερα.
^ «Οη the aim and progress of physical science» (Γερμανικό πρωτότυπο, 1871) στο Η. von Helmholtz, Popular Lectures and Addresses on Scientific Subjects (μετάφραση D. Atkinson), London, 1873, σελ. 247.
-89-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
ΑΠΛΟΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΣ Το επιχείρημα του απλοΰ συμπερασμού υποστηρίζει ότι θα ήταν πραγματικό θαΰμα αν, για παράδειγμα, το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο συνέχιζε να λειτουργεί, ενώ δεν υπήρχαν φωτόνια. Η εξήγηση για την επιμονή αυτοΰ του φαινομένου - είναι αυτό με το οποίο η τηλεοπτική πληροφορία μετατρέπεται από εικόνα σε ηλεκτρική ταλάντωση και σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα που λαμβάνονται από το δέκτη του σπιτιού μας - είναι ότι τα φωτόνια πράγματι υπάρχουν. Ό π ω ς εκφράζει την ιδέα ο Smart: «Θα έπρεπε κανείς να υποθέσει ότι υπήρχαν αναρίθμητες ευοίωνες συγκυρίες για τη συμπεριφορά που αναφέρθηκε στο παρατηρησιακό λεξιλόγιο, έτσι ώστε να συμπεριφέρονται ως εκ θαύματος ωσάν να έχουν προκληθεί από τα μη υπάρχοντα πράγματα, για τα οποία δήθεν γίνεται λόγος c^o θεωρητικό λεξιλόγιο».^ Ο ρεαλιστής λοιπόν συμπεραίνει ότι τα φωτόνια είναι πραγματικά, επειδή διαφορετικά δε θα μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς οι εικόνες μετατρέπονται σε ηλεκτρονικά μηνύματα. Ακόμα κι αν, αντίθετα από αυτά που έχω πει, η εξήγηση συνιστούσε λόγο για να πιστεύουμε, αυτό δε φαίνεται διόλου να αποτελεί συμπερασμό στην καλύτερη εξήγηση. Αυτό συμβαίνει, επειδή η πραγ^ματικότητα των φωτονίων δε συνιστά τμήμα της εξήγησης. Δεν υπήρξε, μετά τον Einstein, κάποια περαιτέρω εξήγηση, του τύπου «και τα φωτόνια είναι πραγματικά» ή «τα φωτόνια είναι υπαρκτά». Τείνω να επαναλάβω τον Kant και να πω ότι η ύπαρξη είναι απλώς ένα λογικό κατηγόρημα, το οποίο δεν προσθέτει τίποτα στο υποκείμενο. Μ ε το να προσθέσουμε τη φράση «και τα φωτόνια είναι πραγματικά», αφού τελειώσει ο Einstein, δε συμβάλλουμε περισσότερο στην κατανόηση. Η εξήγηση κατά κανέναν τρόπο δε μεγαλώνει ή επαυξάνεται. Αν αυτός που εξηγεί διαμαρτυρηθεί, λέγοντας ότι ο ίδιος ο Einstein υποστηρίζει την ύπαρξη των φωτονίων, τότε θεωρεί ως αποδεδειγμένο το αποδεικτέο. Διότι η συζήτηση μεταξύ ρεαλιστών και αντιρεαλιστών αφορά στο αν η επάρκεια της θεωρίας των φωτονίων του Einstein προαπαιτεί να είναι τα φωτόνια πραγματικά.
^J. J. C. Smart, «Difficulties for realism in the Philosophy of Science», στο Logic, Methodology and Philosophy of Science VI, Proceedings of the 6th International Congress of Logic, Methodology and Philosophy of Science, Hannover, 1979, σα. 363-75.
- 90-
θετικισμοσ
ΚΟΣΜΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ Το επιχείρημα του απλοΰ συμπερασμού εξετάζει μόνο μία θεωρία, ένα φαινόμενο και ένα είδος οντότητας. Το επιχείρημα του κοσμικού ατυχήματος επισημαίνει ότι στην ανάπτυξη της γνώσης συναντούμε συχνά το φαινόμενο μια καλή θεωρία να εξηγεί ανόμοια φαινόμενα, τα οποία μέχρι τότε δε θεωρείτο ότι συνδέονται. Αντιστρόφως, συχνά καταλήγουμε στις ίδιες «ωμές οντότητες» (brute entities) από εντελώς διαφορετικούς τρόπους συλλογισμού. Αυτό ο Hans Reichenbach το αποκάλεσε επιχείρημα της κοινής αιτίας και το αναβίωσε ο Wesley Salmon.^ To παράδειγμα που προτιμά δεν είναι το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, αλλά ένας άλλος από τους θριάμβους του Einstein. Το 1905 ο Einstein εξήγησε και την κίνηση Brown - τον τρόπο με τον οποίο, όπως σήμερα λέμε, τα σωματίδια της γύρης χοροπηδούν με έναν τυχαίο τρόπο, καθώς πέφτουν πάνω τους μόρια που βρίσκονται σε κίνηση. Ό τ α ν οι υπολογισμοί του Einstein συνδυαστούν με τα αποτελέσματα προσεκτικών πειραμάτων, μπορούμε, για παράδειγμα, να υπολογίσουμε τον αριθμό Avogadro, τον αριθμό των μορίων ενός τυχαίου αερίου που περιέχεται σε ένα δεδομένο όγκο σε μια καθορισμένη θερμοκρασία και πίεση. Αυτός ο αριθμός έχει υπολογιστεί με βάση πολυάριθμες, αρκετά διαφορετικές πηγές, από το 1815. Το αξιοσημείωτο είναι ότι πάντα καταλήγουμε βασικά στον ίδιο αριθμό, φτάνοντας σ' αυτόν από διαφορετικούς δρόμους. Η μόνη εξήγηση είναι ότι όντως υπάρχουν μόρια, περίπου 6 , 0 2 3 x 1 μ ό ρ ι α ανά γραμμομόριο οποιουδήποτε αερίου. Αυτό μου φαίνεται για άλλη μια φορά ότι παρακάμπτει το ζήτημα ρεαλισμού και αντιρεαλισμού. Ο αντιρεαλιστής συμφωνεί ότι η περιγραφή, που οφείλεται στον Einstein και σε άλλους, της μέσης ελεύθερης διαδρομής των μορίων είναι ένας θρίαμβος. Είναι εμπειρικά επαρκής - πράγμα θαυμάσιο. Ο ρεαλιστής ρωτά γιατί είναι εμπειρικά επαρκής - δε συμβαίνει αυτό επειδή απλώς υπάρχουν μόρια; Ο αντιρεαλιστής απαντά ότι η εξήγηση δεν αποτελεί σήμα κατατεθέν της αλήθειας και ότι όλες οι ενδείξεις καταδεικνύουν απλώς την εμπειρική επάρκεια. Εν συντομία, το επιχείρημα κάνει κύκλους (όπως, υποστηρίζω, κάνουν όλα τα επιχειρήματα που διατυπώνονται σ' αυτό το επίπεδο συζήτησης γύρω από τις θεωρίες).
^Wesley Salmon, «Why ask 'Why?' An Inquiry Concerning Scientific Explanation», Proceedings and Addresses of the American Philosophical Association 'yl (1978), σσ. 683-705.
-91 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
Η Α Φ Η Γ Η Σ Η Τ Η Σ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ Οι προηγούμενες σκέψεις σχετίζονται περισσότερο με την ύπαρξη των οντοτήτων τώρα θα εξετάσουμε την αλήθεια των θεωριών. Κάνουμε σκέψεις όχι μόνο για ένα μικρό τμήμα της επιστήμης αλλά για την «Επιστήμη», η οποία, όπως πρεσβεύει ο Hilary Putnam, είναι μια Επιτυχία. Αυτό συνδέεται με τον ισχυρισμό ότι η Επιστήμη προσεγγίζει την αλήθεια, όπως προτείνεται από πολλούς, συμπεριλαμβανομένου του W. Newton-Smith στο βιβλίο του Ορθολογικότητα {Rationality, 1982). Γιατί είναι επιτυχημένη η Επιστήμη; Πρέπει να είναι, επειδή προσεγγίζουμε την αλήθεια. Αυτό το θέμα έχει γίνει πια πολΰ γνωστό και σας παραπέμπω σε έναν αριθμό πρόσφατων συζητήσεων.^ Ο ισχυρισμός ότι εδώ έχουμε ένα «επιχείρημα» με οδηγεί στις ακόλουθες επιπρόσθετες αιτιάσεις: f 1. Το φαινόμενο της ανάπτυξης συνιστά το πολΰ πολΰ μια μονοτονική αΰξηση της γνώσης, όχι σΰγκλιση. Αυτή η κοινότοπη παρατήρηση είναι σημαντική, επειδή η λέξη «σΰγκλιση» υπονοεί μάλλον ότι υπάρχει ένα πράγμα, ένα όριο στο οποίο κατατείνει η σΰγκλιση, αλλά η λέξη «αΰξηση» δεν υπονοεί κάτι τέτοιο. Μπορεί να υπάρχουν επιμέρους σωροί γνώσης, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια ενιαία επιστήμη στην οποία όλα να προστίθενται. Μπορεί επίσης να υπάρχει ένα αυξανόμενο βάθος κατανόησης και πλάτος γενίκευσης, χωρίς να υπάρχει κάτι που να αξίζει να αποκαλείται σΰγκλιση. Αυτό μαρτυρά η φυσική του 20οΰ αιώνα. 2. Υπάρχουν πολυάριθμες αποκλειστικά κοινωνιολογικές εξηγήσεις της ανάπτυξης της γνώσης, χωρίς ρεαλιστικές επιπτώσεις. Μερικές από αυτές παρουσιάζουν σκόπιμα την «ανάπτυξη της γνώσης» ως μια πρόφαση. Σΰμφωνα με την ανάλυση του Kuhn στη Δομή, όταν η κανονική επιστήμη λειτουργεί καλά, επιλΰει τους γρίφους που η ίδια δημιουργεί ως επιλΰσιμους κι έτσι οικοδομείται η ανάπτυξη. Μετά από επαναστατικές μεταβάσεις, η ιστορία ξαναγράφεται, έτσι ώστε κάποιες προηγοΰμενες επιτυχίες να αγνοοΰνται ως βαρετές, ενώ το «ενδιαφέρον» να είναι ακριβώς εκείνο το οποίο η μετακατακλυσμιαία επιστήμη μπορεί να κάνει καλά. Έτσι, η θαυμαστά ομοιΑνάμεσα στα πολλά επιχειρήματα που ευνοοΰν αυτήν τη / ιδέα της σύγκλισης, βλ. R. Ν. Boyd, «Scientific realism and naturalistic epistemology», στο P. D. Asquith and R. Gierre (eds.), PSA 1980, Volume 2, Philosophy of Science Assn., East Lansing, Mich., σσ. 613-62, και W. Η. Newton-Smith, The Rationality of Science, London, 1981. Για μια πολύ δυναμική έκθεση της αντίθετης άποψης, βλ. L. Laudan, «Α confutation of convergent realism», Philosophy ofScience (1981), σσ. 19-49.
- 92-
θετικισμοσ
όμορφη ανάπτυξη αποτελεί ένα τεχνητό προϊόν της εκπαίδευσης και των εγχειριδίων. 3. Αυτό που αναπτύσσεται δεν είναι ιδιαίτερα το αυξανόμενο σώμα της (σχεδόν αληθινής) καθαρής θεωρίας. Οι φιλόσοφοι που σκέφτονται με βάση θεωρίες προσηλώνονται στη συσσώρευση της θεωρητικής γνώσης - έναν πολΰ αμφίβολο ισχυρισμό. Διάφορα πράγματα όντως συσσωρεύονται, (α) Τα φαινόμενα συσσωρεύονται. Για παράδειγμα, ο Willis Lamb προσπαθεί να κάνει οπτική χωρίς φωτόνια. Ο Lamb ενδεχομένως καταφέρει να εξολοθρεύσει τα φωτόνια, αλλά το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο θα συνεχίσει να υπάρχει, (β) Εφαρμογές και τεχνολογικές δεξιότητες συσσωρεύονται - το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο θα συνεχίσει να ανοίγει τις πόρτες των σουπερμάρκετ. (γ) Οι τρόποι του επιστημονικού συλλογισμού τείνουν να συσσωρεύονται, πράγμα πιο ενδιαφέρον για το φιλοσόφο. Συσσωρεύσαμε σταδιακά μια ορδή μεθόδων, συμπεριλαμβανομένης της γεωμετρικής, της αξιωματικής, της μεθόδου οικοδόμησης του μοντέλου, της στατιστικής, της υποθετικοπαραγωγικής, της γονιδιακής, της εξελικτικής, ίσως ακόμα και της ιστορικιστικής. Σίγουρα υπάρχει ανάπτυξη τύπου (α), (β) ή (γ), αλλά σε καμία από αυτές δεν ενυπάρχει κάποια επίπτωση αναφορικά με την πραγματικότητα των θεωρητικών οντοτήτων ή την αλήθεια των θεωριών. 4. Ισως υπάρχει μια καλή ιδέα, την οποία αποδίδω στον Imre Lakatos και η οποία προδιαγράφεται από τον Peirce και τον πραγματισμό που θα περιγράψουμε αμέσως μετά. Είναι ένας δρόμος ανοιχτός στον μετα-Καντιανό και μετα-Εγελιανό φιλόσοφο, ο οποίος έχει εγκαταλείψει τη θεωρία αντιστοιχίας της αλήθειας: θεωρεί κανείς ως δεδομένο γεγονός την ανάπτυξη της επιστήμης και προσπαθεί να χαρακτηρίσει την αλήθεια σε σχέση με αυτήν. Αυτό δεν αποτελεί εξήγηση που ξεκινά με το να υποθέσουμε μια πραγματικότητα, αλλά έναν ορισμό της πραγματικότητας ως «εκείνο το οποίο αναπτύσσουμε». Αυτό μπορεί να είναι λάθος, αλλά τουλάχιστον έχει μια αρχική πειστικότητα. Το περιγράφω στο κεφάλαιο 8 παρακάτω. 5. Επιπλέον, μπορούμε να συναγάγουμε γνήσια υποθετικά συμπεράσματα από την ανάπτυξη της γνώσης. Για να παραθέσω ξανά τον Peirce, το ταλέντο μας στη διαμόρφωση χονδρικά των ορθών προσδοκιών για τον κόσμο των ανθρώπινων διαστάσεων μπορεί να εξηγηθεί από τη θεωρία της εξέλιξης. Αν διαμορφώναμε συνεχώς λανθασμένες προσδοκίες, θα ήμαστε όλοι νεκροί. Αλλά φαίνεται ότι έχουμε μια μυστηριώδη ικανότητα να διατυπώνουμε δομές, οι οποίες εξηγούν και προβλέπουν τόσο την εσωτερική σύνθεση της φύσης όσο και τα πιο μακρινά βασίλεια της κοσμολογίας. Σε τι θα μπορούσε να μας -93-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
είχε ωφελήσει, αναφορικά με την επιβίωση, το ότι διαθέτουμε έναν εγκέφαλο εφοδιασμένο με τα κατάλληλα εργαλεία για το μικρό και το μέγα σύμπαν; Ισως θα έπρεπε να καταλήξουμε ότι οι άνθρωποι είναι πράγματι ορθολογικά ζώα, που ζουν σε ένα ορθολογικό σύμπαν. Ο Peirce έκανε μια πιο διδακτική, αν και απίθανη, πρόταση. Υποστήριξε ότι ο καθαρός υλισμός και ο αιτιοκρατισμός είναι λανθασμένοι. Όλος ο κόσμος είναι αυτό που ονόμαζε «καταβεβλημένος νους» (effete mind), ο οποίος διαμορφώνει συνήθειες. Οι συνήθειες του συμπερασμού, τις οποίες διαμορφώνουμε για τον κόσμο, διαμορφώνονται σύμφωνα με τις ίδιες συνήθειες που χρησιμοποιούσε ο κόσμος, καθώς αποκτούσε το αυξανόμενο φάσμα του από κανονικότητες. Αυτή είναι μια παράξενη και συναρπαστική μεταφυσική εικασία, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε μια εξήγηση για «την επιτυχία της επιστήμης». . Πόσο δφφέρει η φαντασία του Peirce από την ξεπερασμένη κενότητα της Αφήγησης της Επιτυχίας ή το επιχείρημα της σύγκλισης για το ρεαλισμό! Ο Popper είναι, πιστεύω, ένας περισσότερο σοφός αυτοαποκαλούμενος ρεαλιστής από τους περισσότερους, όταν γράφει ότι δεν έχει ποτέ νόημα να ζητάμε την εξήγηση για την επιτυχία μας. Μπορούμε μόνο να έχουμε αρκετή πίστη, ώστε να ελπίζουμε ότι θα συνεχιστεί. Αν πρέπει οπωσδήποτε να έχεις μια εξήγηση για την επιτυχία της επιστήμης, τότε πες αυτό που είπε και ο Αριστοτέλης: ότι είμαστε ορθολογικά ζώα, που ζουν σε ένα ορθολογικό σύμπαν.
- 94-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΌς
Ο
πραγματισμός είναι η αμερικάνικη φιλοσοφία που αναπτύχθηκε από τον Charles Sanders Peirce (1839-1914) και έγινε δημοφιλής από τον William James (1842-1910). Ο Peirce ήταν μια δύστροπη ευφυία, που εξασφάλισε μερική απασχόληση στο Αστεροσκοπείο του Harvard και στην Υπηρεσία Ακτών και Γεωδαισίας των Η.Π.Α., και τα δυο χάρη στον πατέρα του, ο οποίος ήταν τότε ένας από τους λίγους διακεκριμένους μαθηματικούς στην Αμερική. Σε μια εποχή που οι φιλόσοφοι γίνονταν καθηγητές, ο James τού βρήκε δουλειά στο Πανεπιστήμιο John Hopkins. Εκεί προκάλεσε φασαρίες με την κακή δημόσια συμπεριφορά του (όπως όταν πέταξε ένα τούβλο σε μια φίλη του στο δρόμο). Έτσι ο πρόεδρος του Πανεπιστημίου κατήργησε όλο το Φιλοσοφικό Τμήμα, μετά δημιούργησε ένα νέο και τους προσέλαβε πάλι όλους εκτός από τον Peirce. Ο Peirce δε συμπαθούσε την εκλαΐκευση του πραγματισμού από τον James κι έτσι επινόησε ένα νέο όνομα για τις ιδέες του - πραγματικισμός - ένα όνομα αρκετά άσχημο, έλεγε, για να μην το κλέψει κανείς. Η σχέση του πραγματικισμού με την πραγματικότητα ορίζεται επακριβώς στο ευρέως επανεκδοθέν δοκίμιό του «Μερικές συνέπειες των τεσσάρων αδυναμιών» (Some consequences of four incapacities, 1868). Και τι εννοούμε με το πραγματικό; Είναι μια ιδέα, που θα πρέπει να πρωτοείχαμε, όταν ανακαλύψαμε ότι υπάρχει ένα μη πραγματικό, μια ψευδαίσθηση* δηλαδή όταν πρωτοδιορθώσαμε τους εαυτούς μας ...Το πραγ}ΐατικό eivaiy XoinoVy αντό στο οποίο αργά ή γρήγορα καταλήγουν η πληροφορία και ο συλλογισμός και το οποίο είναι ανεξάρτητο από τις δικές μου και τις δικές σου ιδιοτροπίες. Έτσι, η ίδια η προέλευση της ιδέας της πραγματικότητας δείχνει ότι αυτή η ιδέα κατά βάση περιλαμβάνει την ιδέα μιας ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ, χωρίς καθορισμένα όρια, που είναι ικανή για κάποια αύξηση της γνώσης. Κι έτσι αυτά τα δύο είδη αντιλήψεων - το πραγματικό και το μη πραγματικό - αποτελούνται από εκείνα, τα οποία, σε ένα χρόνο αρκετά μελλοντικό, η κοινότητα θα συνεχίζει να επιβεβαιώνει* και από εκείνα, τα οποία, υπό τις ίδιες -95-
a' μεροσ: αναπαριστωνται συνθήκες, θα γίνονται συνεχώς αντικείμενο άρνησης. Τώρα, μια πρόταση, της οποίας η ανακρίβεια δεν μπορεί ποτέ να ανακαλυφθεί και το λάθος της οποίας δε γίνεται καθόλου αντιληπτό, δεν περιέχει, συμφωνά με τη δική μας αρχή, απολύτως κανένα λάθος. Κατά συνέπεια, αυτό που γίνεται αντικείμενο σκέψης σ' αυτές τις γνωστικές λειτουργίες είναι το πραγματικό, όπως πραγματικά είναι. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτα που να εμποδίζει να γνωρίζουμε τα εξωτερικά πράγματα όπως πραγματικά είναι και είναι πολΰ πιθανό ότι έτσι τα γνωρίζουμε σε αναρίθμητες περιπτώσεις, μολονότι ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε εντελώς σίγουροι για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. (The Philosophy ofPeirce, J. Buchler (επιμ.), σο. 247 κ.ε.) Ακριβώς αυτή η ιδέα αναβιώνει στις μέρες μας από τον Hilary Putnam, του οποίου ο «εσωτερικός ρεαλισμός» είναι το θέμα του κεφαλαίου 7.
Ο Δ Ρ Ο Μ Ο Σ Π Ρ Ο Σ ( Τ Ο Ν PEIRCE Ο Peirce και ο Nietzsche είναι οι δυο πιο αξιομνημόνευτοι φιλόσοφοι που έγραψαν πριν από έναν αιώνα. Και οι δυο είναι διάδοχοι του Kant και του Hegel. Αντιπροσωπεύουν εναλλακτικούς τρόπους αντίδρασης σ' αυτοΰς τους φιλοσόφους. Και οι δυο εξέλαβαν ως δεδομένο ότι ο Kant έδειξε πως η αλήθεια δεν μπορεί να συνίσταται από μια κάποια αντιστοιχία προς την εξωτερική πραγματικότητα. Και οι δύο θεώρησαν δεδομένο ότι η εξέλιξη και πιθανώς η πρόοδος αποτελούν ουσιώδη χαρακτηριστικά της φύσης της ανθρώπινης γνώσης. Αυτό το έμαθαν από τον Hegel. Ο Nietzsche θυμάται με θαυμάσιο τρόπο το πώς ο αληθινός κόσμος έγινε μύθος. Ένας αφορισμός στο βιβλίο του Το Λυκόφως των Ειδώλων {Gotzen Dammerun^ αρχίζει με τον «αληθινό κόσμο του Πλάτωνα - που είναι εφικτός στο σοφό, τον ενάρετο άνθρωπο». Φτάνουμε με τον Kant σε κάτι «φευγαλέο, χλωμό, υπερβόρειο, καινιγκσμπέργκειο». Τότε έρχεται η παράξενη εμφάνιση του υποκειμενισμού του Ζαρατούστρα. Αυτή δεν είναι η μόνη μετακαντιανή διαδρομή. Ο Peirce προσπάθησε να αντικαταστήσει την αλήθεια με τη μέθοδο. Η αλήθεια είναι αυτό που στο τέλος παραδίδεται στην κοινότητα των ερευνητών, οι οποίοι επιδιώκουν ένα συγκεκριμένο στόχο με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι ο Peirce βρίσκει ένα αντικειμενικό υποκατάστατο για την ιδέα ότι η αλήθεια αντιστοιχεί σε μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Μερικές φορές αποκαλεί τη φιλοσοφία του αντικειμενικό ιδεαλισμό. Είναι πολύ εντυπωσιασμένος από την ανάγκη των ανθρώπων να αποκτήσουν ένα σύνολο σταθερών πεποιθήσεων. Σ ' ένα φημισμένο δοκίμιο για την προσήλωση στις πεποιθήσεις, εξετάζει με γνήσια σοβαρότητα την ιδέα ότι θα πρέπει ίσως να καθορίζουμε τις πεποιθήσεις μας ακολουθώντας την αυθε- 96-
πραγματισμός
ντία ή πιστεύοντας ό,τι μας έρχεται πρώτο στο νου και εμμένοντας σ' αυτό. Οι σύγχρονοι αναγνώστες συχνά αντιμετωπίζουν πρόβλημα με το δοκίμιο αυτό, επειδή δεν παίρνουν οΰτε για μια στιγμή στα σοβαρά το ότι ο Peirce θεωρούσε μια Καθιερωμένη (και δυναμική) Εκκλησία ως έναν πολΰ καλό τρόπο για τον καθορισμό των πεποιθήσεων. Αν δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο να αντιστοιχεί μια αληθινή πεποίθηση, γιατί να μην έχεις μια Εκκλησία που θα ορίζει τις πεποιθήσεις σου; Μπορεί να είναι πολΰ ανακουφιστικό να ξέρεις ότι το δικό σου Κόμμα κατέχει την αλήθεια. Ο Peirce απορρίπτει αυτό το ενδεχόμενο, γιατί θεωρεί ως δεδομένο της ανθρώπινης φΰσης (όχι της προανθρώπινης αλήθειας) ότι στο τέλος θα υπάρχουν πάντα διαφωνούντες. Έτσι ψάχνεις έναν τρόπο να καθορίσεις πεποιθήσεις, που θα ταιριάζουν με αυτήν την ανθρώπινη ιδιομορφία. Αν μπορείς να έχεις μια μέθοδο που θα είναι εσωτερικά αυτοσταθεροποιητική, που θα αναγνωρίζει την αναπόφευκτη πιθανότητα λάθους και ωστόσο ταυτόχρονα θα τείνει να κατασταλάξει κάπου, τότε θα έχεις βρει έναν καλύτερο τρόπο να καθορίζεις τις πεποιθήσεις.
0 1 ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΌΜΕΝΕΣ Μ Ε Τ Ρ Η Σ Ε Ι Σ ΩΣ Μ Ο Ν Τ Ε Λ Ο ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΖΕΣΟΑΙ Ο Peirce ήταν ίσως ο μόνος φιλόσοφος της σύγχρονης εποχής που ήταν αρκετά καλός πειραματιστής. Έκανε πολλές μετρήσεις, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού της βαρυτικής σταθεράς. Έγραψε πολλά για τη θεωρία σφαλμάτων. Έτσι, ήταν εξοικειωμένος με τον τρόπο που μια αλληλουχία μετρήσεων μπορεί να κατασταλάξει σε μια βασική τιμή. Η μέτρηση, κατά την εμπειρία του, συγκλίνει και αυτό στο οποίο συγκλίνει είναι εξ ορισμού σωστό. Πίστευε ότι και όλες οι ανθρώπινες πεποιθήσεις θα ήταν κάπως έτσι. Η έρευνα, που συνεχιζόταν για αρκετό χρόνο, θα οδηγούσε σε μια σταθερή γνώμη για οποιοδήποτε ζήτημα με το οποίο ασχολούμαστε. Ο Peirce δεν πίστευε ότι η αλήθεια αντιστοιχεί στα γεγονότα: οι αλήθειες είναι τα σταθερά συμπεράσματα στα οποία καταλήγει εκείνη η ατέρμονη Κ Ο Ι Ν Ο Τ Η Τ Α ερευνητών. Αυτή η πρόταση αντικατάστασης της αλήθειας από τη μέθοδο - η οποία θα συνέχιζε να εγγυάται την επιστημονική αντικειμενικότητα - άρχισε ξαφνικά να γίνεται πάλι δημοφιλής. Πιστεύω ότι αποτελεί τον πυρήνα της μεθοδολογίας των ερευνητικών προγραμμάτων του Imre Lakatos και εξηγείται στο κεφάλαιο 8. Αντίθετα από τον Peirce, ο Lakatos ασχολείται με το ετε-97-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
ρόκλητο πλήθος των επιστημονικών πρακτικών και έτσι δεν έχει την απλοϊκή εικόνα της γνώσης ως καταστάλαγμα μιας επαναλαμβανόμενης και ελαφρώς ανόητης διαδικασίας δοκιμής και λάθους. Πιο πρόσφατα ο Hilary Putnam ενστερνίζεται τον Peirce. Ο Putnam δε θεωρεί ότι οι απόψεις του Peirce για τη μέθοδο της έρευνας συνιστούν την τελευταία λέξη, οΰτε και πιστεύει ότι υπάρχει τελευταία λέξη. Πιστεύει όμως ότι υπάρχει μια εξελισσόμενη ιδέα ορθολογικής διερεύνησης και ότι η αλήθεια είναι εκείνο που θα προέκυπτε από τα αποτελέσματα στα οποία συντείνει μια τέτοια διερεύνηση. Στον Putnam υπάρχει μια διπλή περιοριστική διαδικασία. Για τον Peirce υπήρχε μια μέθοδος έρευνας βασισμένη στην παραγωγή, την επαγωγή και, σε κάποιο μικρό βαθμό, στο συμπερασμό στην καλύτερη εξήγηση. Η αλήθεια ήταν, χονδρικά, οτιδήποτε στο οποίο καταστάλαζε η διεξαγωγή υποθέσεων, επαγωγών και ελέγχων. Αυτό είναι μία περιοριστική διαδικασία. Για τον Putnam οι μέθοδοι έρευνας μπορούν να αναπτυχθούν από μόνες τους και νέοι τρόποι συλλογισμού μπορούν να οικοδομηθούν πάνω στους παλιούς. Αλλά ελπίζει ότι θα υπάρξει ένα είδος συσσώρευσης κι εδώ και όχι μια απότομη μετάβαση σε έναν τρόπο συλλογισμού που απλά αντικαθιστά έναν άλλο. Μπορεί τότε να υπάρχουν δύο περιοριστικές διαδικασίες: η μακροπρόθεσμη κατάληξη σε μια «ορθολογικότητα» συσσωρευμένων τρόπων σκέψης και η μακροπρόθεσμη κατάληξη σε γεγονότα που είναι σύμφωνα με αυτά τα εξελισσόμενα είδη συλλογισμού.
ΟΡΑΜΑ Ο Peirce έγραψε για όλη την κλίμακα των φιλοσοφικών ζητημάτων. Είχε συγκεντρώσει γύρω του έναν αριθμό συντρόφων, που είχαν εντελώς αντίθετες ιδέες. Μερικοί τον θεωρούν πρόδρομο του Karl Popper, επειδή πουθενά αλλού δε βρίσκουμε μια τόσο δηκτική άποψη για την αυτοδιορθούμενη μέθοδο της επιστήμης. Οι λογικοί βρίσκουν ότι είχε πολλά προαισθήματα για το πώς θα αναπτυσσόταν η σύγχρονη λογική. Οι σπουδαστές της πιθανότητας και της επαγωγής βλέπουν δικαίως ότι ο Peirce είχε μια τόσο βαθιά κατανόηση του πιθανοκρατικού συλλογισμού, όσο ήταν δυνατή στην εποχή του. Ο Peirce έγραψε ένα μεγάλο όγκο μάλλον δυσνόητου αλλά συναρπαστικού υλικού για τα σύμβολα και ένας ολόκληρος κλάδος, που αυτοαποκαλείται σημειωτική, τον τιμά ως ιδρυτή. Τον θεωρώ σημαντικό εξαιτίας της αλλόκοτης πρότασής του ότι κάποιος είναι απλά ό,τι και η γλώσσα του, μιας πρότασης που έγινε ο άξονας της σύγχρονης φιλοσοφίας. Τον θεωρώ σημαντικό, επειδή ήταν ο πρώ- 98-
πραγματισμοι
τος που εξέφρασε την ιδέα ότι ζοΰμε σε ένα σύμπαν συμπτώσεων, συμπτώσεων που είναι και απροσδιόριστες, αλλά οι οποίες εξαιτίας των νόμων της πιθανότητας εξηγούν τη λανθασμένη μας πεποίθηση ότι η φΰση διέπεται από ακριβείς νόμους. Μια ματιά στο ευρετήριο στο τέλος αυτοΰ του βιβλίου θα σας παραπέμψει και σε άλλα πράγματα που μπορούμε να μάθουμε από τον Peirce. Ο Peirce είχε την ατυχία να έχει κοντόφθαλμους αναγνώστες κι έτσι επαινείται για την ακριβή του σκέψη στη λογική ή γι' αυτήν την ανεξιχνίαστη ιδέα του για τα σύμβολα. Θα έπρεπε αντίθετα να τον δοΰμε ως αγριάνθρωπο, ως έναν από τους λίγους που κατανόησαν τα φιλοσοφικά γεγονότα του αιώνα του και επεδίωξε να βάλει τη σφραγίδα του πάνω τους. Δεν το κατόρθωσε. Δεν ολοκλήρωσε σχεδόν τίποτα, αλλά ξεκίνησε σχεδόν τα πάντα.
Η ΔΙΑΚΛΑΔΩΣΗ Τ Ω Ν Τ Ρ Ο Π Ω Ν Ο Peirce έδινε έμφαση στην ορθολογική μέθοδο και στην κοινότητα των ερευνητών που θα καταστάλαζαν σταδιακά σε μια μορφή πεποίθησης. Αλήθεια είναι ό,τι προκύπτει στο τέλος. Οι δυο άλλοι μεγάλοι πραγματιστές, ο William James και ο John Dewey, είχαν πολΰ διαφορετικά ένστικτα. Εκείνοι ζούσαν, αν όχι για το παρόν, τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον. Σπάνια έκαναν την ερώτηση τι θα έβγαινε στο τέλος, αν υπάρχει τέλος. Η αλήθεια είναι αυτό που ικανοποιεί τις παρούσες ανάγκες μας ή τουλάχιστον εκείνες τις ανάγκες που είναι προσιτές. Οι ανάγκες μπορεί να είναι βαθιές και ποικίλες, όπως βεβαιώνεται στις περίφημες διαλέξεις του James, Οι Ποικιλίες της Θρησκευτικής Ε'μπειζίας (The Varieties of Religious Experience). Ο Dewey μάς έδωσε την ιδέα ότι η αλήθεια είναι εγγυημένη αποδεκτότητα (acceptability). Θεωρούσε τη γλώσσα ως ένα εργαλείο που το χρησιμοποιούμε για να πλάσουμε τις εμπειρίες μας, έτσι ώστε να ταιριάζουν με τους σκοπούς μας. Ως εκ τούτου ο κόσμος, και η δική μας αναπαράστασή του, φαίνεται ότι στα χέρια του Dewey μοιάζει αρκετά με μια κοινωνική κατασκευή. Ο Dewey απεχθανόταν όλους τους δυϊσμούς: πνεύμα-ύλη, θεωρία-πράξη, σκέψη-δράση, γεγονός-αξία. Κορόιδευε αυτούς που αποκαλούσε θεατές της γνώσης και την αντίστοιχη θεωρία τους. Έλεγε ότι αυτή προκύπτει από την ύπαρξη μιας τάξης αργόσχολων, οι οποίοι σκέφτονταν και έγραφαν φιλοσοφία, σε αντίθεση με μια τάξη ερασιτεχνών και εργαζομένων, που δεν είχαν την πολυτέλεια χρόνου απλώς να κοιτάζουν. Και η δική μου άποψη ότι ο ρεαλισμός είναι περισσότερο ένα ζήτημα παρέμβασης στον κόσμο παρά αναπαράστασής του με λόγια και σκέψεις, σίγουρα οφείλει πολλά στον Dewey.
-99-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
Υπάρχει, ωστόσο, στον James και τον Dewey μια αδιαφορία απέναντι στο όραμα της έρευνας του Peirce. Δεν τους ενδιαφέρει σε ποιες πεποιθήσεις καταλήγουμε μακροπρόθεσμα. Η τελική προσήλωση των ανθρώπων σε πεποιθήσεις τους φαινόταν χίμαιρα. Αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που ο επαναπροσδιορισμός του πραγματισμού από τον James προκάλεσε την αντίδραση του Peirce. Η ίδια αυτή διαφωνία υφίσταται ακόμα και τώρα. Ο Hilary Putnam είναι ο Peirce του σήμερα. Ο Richard Rotry στο βιβλίο του Η Φιλοσοφία και ο Καθρέπτης της Φύσης {Philosophy and the Mirror of Nature, 1979) υποδύεται κάποιους από τους ρόλους των James και Dewey. Υποστηρίζει ρητά ότι η πρόσφατη ιστορία της αμερικάνικης φιλοσοφίας δίνει έμφαση σε λάθος σημεία. Αυτά για τα οποία ο Peirce επαινείται είναι μόνο τα ασήμαντα πράγματα. (Η παραπάνω παράγραφός μου για το όραμα του Peirce προφανώς διαφωνεί). Ο Dewey και ο James είναι οι αληθινοί δάσκαλοι και ο Dewey κατατάσσεται μαζί με τον Heidegger και τον Wittgenstein στους τρεις μεγάλους του 20οΰ αιώνα. Ωστόσο, ο Rorty δε γράφει μόνο για να θαυμάσει. Δεν έχει το ενδιαφέρον για το μακροπρόθεσμο των Peirce και Putnam ούτε για τους αναπτυσσόμενους κανόνες της ορθολογικότητας. Τίποτα δεν είναι πιο λογικό από οτιδήποτε άλλο, μακροπρόθεσμα. Ο James είχε δίκιο. Η λογική είναι οτιδήποτε συζητιέται στις μέρες μας και αυτό φτάνει. Μπορεί να είναι θαυμάσιο, εξαιτίας αυτοΰ που εμπνέει μέσα μας και ανάμεσά μας. Δεν υπάρχει τίποτα που να κάνει μια συζήτηση εγγενώς περισσότερο ορθολογική από μια άλλη. Η ορθολογικότητα είναι εξωγενής: είναι όλα αυτά στα οποία συμφωνούμε. Αν υπάρχει λιγότερη επιμονή στις τρέχουσες θεωρίες της λογοτεχνίας από ό,τι στις τρέχουσες χημικές θεωρίες, αυτό είναι θέμα κοινωνιολογίας. Δε σημαίνει ότι η χημεία έχει καλύτερη μέθοδο, ούτε ότι είναι πιο κοντά στη αλήθεια. Έτσι, οι κλάδοι του πραγματισμού διαμορφώνονται ως εξής: είναι οι Peirce και Putnam από τη μια μεριά και οι James, Dewey και Rorty από την άλλη. Ό λ ο ι είναι αντιρεαλιστές αλλά με κάπως διαφορετικό τρόπο. Οι Peirce και Putnam ευελπιστούν ότι υπάρχει κάτι στο οποίο θα καταλήξουν αργά ή γρήγορα η πληροφορία και ο συλλογισμός. Αυτό αποτελεί, γι' αυτούς, το πραγματικό και το αληθινό. Για τον Peirce και τον Putnam είναι ενδιαφέρον τόσο το να προσδιορίσουν το πραγματικό όσο και το να μάθουν ποιο, στο πλαίσιο της δικής μας τάξης πραγμάτων, θα αποδειχτεί ως πραγματικό. Αυτό δεν ενδιαφέρει ιδιαιτέρως την άλλη ομάδα των πραγματιστών. Τ ο πώς να ζεις και να μιλάς είναι αυτό που έχει σημασία σ' αυτούς τους κύκλους. Ό χ ι μόνο δεν υπάρχει εξωτερική αλήθεια, αλλά δεν υπάρ- 100-
πραγματισμός
χουν οΰτε εξωτερικοί ή ακόμα και εξελισσόμενοι κανόνες ορθολογικότητας. Η εκδοχή του πραγματισμού του Rorty είναι ωστόσο άλλη μία φιλοσοφία τΓου βασίζεται στη γλώσσα, η οποία αντιμετωπίζει όλη μας τη ζωή ως θέμα συζήτησης. Ο Dewey δικαίως απεχθανόταν τη θεωρία του θεατή της γνώσης. Τι θα είχε σκεφτεί για την επιστήμη ως συζήτηση; Κατά τη γνώμη μου το σωστό στοιχείο στον Dewey είναι η προσπάθεια να καταστρέψει την έννοια της γνώσης και της πραγματικότητας ως σκέψη και αναπαράσταση. Θ α έπρεπε να είχε στρέψει την προσοχή των φιλοσόφων στην πειραματική επιστήμη, αλλά αντί γι' αυτό οι νέοι οπαδοί του επαινούν τη συζήτηση. Ο Dewey διαχώρισε τη φιλοσοφία του από αυτήν των πρώιμων πραγματιστών της φιλοσοφίας με το να την αποκαλέσει εργαλειοκρατία (ή ινστρονμενταλισμο), Αυτό εν μέρει υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο, κατά τη γνώμη του, τα πράγματα που φτιάχνουμε (συμπεριλαμβανομένων όλων των εργαλείων, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας ως εργαλείο) είναι εργαλεία που παρεμβαίνουν, όταν μετατρέπουμε τις εμπειρίες μας σε σκέψεις και πράξεις που εξυπηρετούν τους σκοπούς μας. Αλλά σύντομα ο «ινστρουμενταλισμός» άρχισε να δηλώνει μια φιλοσοφία της επιστήμης. Έ ν α ς ινστρουμενταλιστής, στη διάλεκτο των περισσότερων σύγχρονων φιλοσόφων, είναι ένα συγκεκριμένο είδος αντιρεαλιστή σχετικά με την επιστήμη - κάποιος που θεωρεί ότι οι θεωρίες αποτελούν απλώς εργαλεία ή υπολογιστικές μηχανές για την οργάνωση της περιγραφής των φαινομένων και για την εξαγωγή συμπερασμάτων από το παρελθόν στο παρόν. Οι θεωρίες και οι νόμοι δεν ενέχουν καμία αλήθεια. Είναι μόνον εργαλεία, που δεν πρέπει να τα θεωρούμε ως κυριολεκτικές διαβεβαιώσεις. Ό ρ ο ι που φαινομενικά δηλώνουν αόρατες οντότητες δε λειτουργούν ως αναφορικοί όροι (referential terms). Έτσι η εργαλειοκρατία πρέπει να αντιπαρατεθεί στην άποψη του van Fraassen ότι τις θεωρητικές εκφράσεις πρέπει να τις εκλαμβάνουμε κυριολεκτικά — αλλά να μην τις πιστεύουμε, απλώς να τις «αποδεχόμαστε» και να τις χρησιμοποιούμε.
ΣΕ ΤΙ ΔΙΑΦΕΡΕΙ Ο Θ Ε Τ Ι Κ Ι Σ Μ Ο Σ Α Π Ο Τ Ο Ν Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ι Σ Μ Ο ; Οι διαφορές αρχίζουν από τα θεμέλια. Θ πραγματισμός είναι ένα εγελιανό δόγμα, το οποίο πιστεύει ακράδαντα στη διαδικασία της γνώσης. Ο θετικισμός απορρέει από την αντίληψη ότι πρέπει να πιστεύουμε μόνο αυτό που βλέπουμε. Ο πραγματιστής δε φιλονικεί με την κοινή λογική: σίγουρα οι καρέκλες και τα ηλεκρόνια είναι εξίσου πραγματικά, αν πράγμα-101 -
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
τι δεν αμφισβητήσουμε ποτέ ξανά την αξία τους για μας. Ο θετικιστής υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να πιστεύουμε στα ηλεκτρόνια, επειδή ποτέ δεν μπορούμε να τα δοΰμε. Τ α ίδια ισχΰουν για όλη τη θετικιστική λιτανεία. Εκεί όπου ο θετικιστής αρνείται την αιτιότητα και την εξήγηση, ο πραγματιστής, τουλάχιστον στην παράδοση του Peirce, τα δέχεται με ευχαρίστηση — εφόσον αποδεικνύεται ότι είναι χρήσιμα αλλά και σταθερά για τους μελλοντικούς ερευνητές.
- 102-
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Π Ε Μ Π Τ Ο
ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ
Γ
ιατί ένα τόσο τετριμμένο θέμα όπως ο επιστημονικός ρεαλισμός κατέχει πάλι εξέχουσα θέση στη φιλοσοφία της επιστήμης; Ο ρεαλισμός έδωσε μεγάλη μάχη, όταν, αρκετό καιρό πριν, οι ιδέες του Κοπέρνικου και του Πτολεμαίου περί κόσμου ήταν υπό συζήτηση. Προς το τέλος του 19ου αιώνα οι ανησυχίες γΰρω από τον ατομισμό συνέβαλαν έντονα στον αντιρεαλισμό μεταξύ των φιλοσόφων της επιστήμης. Υπάρχει ένα ανάλογο επιστημονικό ζήτημα και σήμερα; Ισως. Ένας δρόμος για την κατανόηση της κβαντομηχανικής είναι να ακολουθήσουμε μια ιδεαλιστική κατεύθυνση. Μερικοί υποστηρίζουν ότι η ανθρώπινη παρατήρηση παίζει καθοριστικό ρόλο στην ίδια τη φΰση ενός φυσικοΰ συστήματος, έτσι ώστε το σύστημα να αλλάζει απλώς όταν μετριέται. Οι συζητήσεις για το «πρόβλημα της μέτρησης στην κβαντομηχανική», την «ερμηνεία της άγνοιας» και την «κατάρρευση του κυματοπακέτου» καθιστούν φανερό ότι οι συνεισφορές στη φιλοσοφία της κβαντομηχανικής παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στα γραπτά των πρωτοπόρων της συζήτησης περί ρεαλισμού. Αρκετές από τις ιδέες των Hilary Putnam, Bas van Fraassen ή της Nancy Cartwright φαίνεται να προκύπτουν από μια θεώρηση της κβαντομηχανικής ως προτύπου όλων των επιστημών. Αντιστρόφως, πολυάριθμοι φυσικοί φιλοσοφούν. Ο Bernard d' Espagnat έκανε μια από τις πιο σημαντικές πρόσφατες συνεισφορές σ' ένα νέο ρεαλισμό. Παρακινείται εν μέρει από τη διάλυση, σε ορισμένα σημεία της σύγχρονης φυσικής, παλιών ρεαλιστικών εννοιών όπως η ύλη και η οντότητα. Ιδιαίτερα καθοδηγείται από μερικά πρόσφατα αποτελέσματα, τα οποία φέρουν τη γενική ονομασία ανισότητες του Bell και τα οποία έχουν θεωρηθεί ότι αμφισβητούν έννοιες τόσο ποικίλες όσο η λογική, η χρονική διαδοχή της αιτιότητας και η δράση από απόσταση. Στο τέλος υπερασπίζεται ένα ρεαλισμό διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλο συζητιέται σ' αυτό το βιβλίο. Υπάρχουν λοιπόν προβλήματα μέσα στην επιστήμη, που κεντρίζουν την -103-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
τρέχουσα σκέψη γύρω από το ρεαλισμό. Αλλά τα προβλήματα μιας συγκεκριμένης επιστήμης δε συνιστούν ποτέ ολόκληρη την ιστορία μιας φιλοσοφικής αναταραχής. Κατά γενική ομολογία, η αντιπαράθεση του Πτολεμαίου και του Κοπέρνικου, που κλιμακώθηκε με την καταδίκη του Γαλιλαίου, είχε τις ρίζες της στη θρησκεία. Αφορούσε την αντίληψή μας για τη θέση της ανθρωπότητας στο σύμπαν: είμαστε στο κέντρο του ή στην περιφέρεια; Ο αντιρεαλιστικός αντιατομισμός αποτελούσε μέρος του θετικισμού του ύστερου 19ου αιώνα. Παρομοίως, και το ιστορικοφιλοσοφικό έργο του Kuhn, στην εποχή μας, υπήρξε μείζον στοιχείο στον επαναπροσδιορισμό του ρεαλισμού. Ο Kuhn δε σφυρηλάτησε ολομόναχος ένα μετασχηματισμό στην ιστορία και φιλοσοφία της επιστήμης. Ό τ α ν το 1962 εκδόθηκε το βιβλίο του Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, παρόμοιες σκέψεις εκφράζονταν από διάφορα στόματα. Επιπλέον τότε διαμορφωνόταν ένας νέος κλάδος, η ιστορία της επιστήμης. Το 1950 αυτή αποτελούσε βασικά αρμοδιότητα χαρισματικών ερασιτεχνών. Μέχρι το 1980 είχε μεταβληθεί σε βιομηχανία. Τον νεαρό Kuhn, που είχε παρακολουθήσει μαθήματα φυσικής, προσέλκυσε η ιστορία ακριβώς τη στιγμή που πολλοί άλλοι άνθρωποι είχαν στραφεί προς την ίδια κατεύθυνση. Ό π ω ς έχω πει και στην εισαγωγή μου, ο θεμελιώδης μετασχηματισμός στη φιλοσοφική αντίληψη ήταν ο εξής: η επιστήμη έγινε ένα ιστορικό φαινόμενο. Αυτή η επανάσταση είχε δύο αλληλοσυνδεόμενες επιδράσεις στους φιλοσόφους. Υπήρξε η κρίση της ορθολογικότητας που περιέγραψα. Υπήρξε επίσης ένα μεγάλο κύμα αμφιβολίας για τον επιστημονικό ρεαλισμό. Με κάθε αλλαγή παραδείγματος, υπονοεί ο Kuhn, τείνουμε να βλέπουμε τον κόσμο διαφορετικά - ίσως ζούμε σε ένα διαφορετικό κόσμο. Ούτε συγκλίνουμε σε μια αληθινή εικόνα, γιατί μια τέτοια εικόνα δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει πρόοδος προσέγγισης στην αλήθεια παρά μόνο αυξανόμενη τεχνολογία και ίσως πρόοδος «απομάκρυνσης από» ιδέες, που ποτέ ξανά δε θα βρούμε δελεαστικές. Υπάρχει έστω ένας πραγματικός κόσμος, άραγε; Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο ιδεών μια λέξη-κλειδί είχε ιδιαίτερη πέραση - η λέξη ασυμμετρία. Έχει ειπωθεί ότι διαδοχικές και ανταγωνιστικές θεωρίες μέσα στον ίδιο τομέα «μιλούν διαφορετικές γλώσσες». Δεν μπορούν να συγκριθούν αυστηρά μεταξύ τους ούτε και να μεταφραστούν η μία στην άλλη. Οι γλώσσες διαφορετικών θεωριών είναι τα γλωσσικά ομόλογα των διαφορετικών κόσμων τους οποίους ίσως κατοικούμε. Μπορούμε να μεταβούμε από τον ένα κόσμο ή από τη μια γλώσσα στην άλλη με μία αλλαγή οπτικής εικόνας, μια αλλαγή gestalt, αλλά όχι με κάποια διαδικασία κατανόησης. - 104-
ασυμμετρια
Ο οπαδός του ρεαλισμού ως προς τις θεωρίες δεν μπορεί να δεχθεί ευχάριστα αυτήν την άποψη, στην οποία ο σκοπός της ανακάλυψης της αλήθειας για τον κόσμο διασκορπίζεται. Οΰτε και ο οπαδός του οντολογικού ρεαλισμού είναι ευχαριστημένος, επειδή όλες οι θεωρητικές οντότητες μοιάζουν πλήρως εξαρτώμενες από τη θεωρία. Ίσως να υπάρχουν ηλεκτρόνια μέσα στη δική μας τρέχουσα θεωρία, αλλά δεν απομένει κανένα νόημα στον ισχυρισμό ότι απλώς υπάρχουν ηλεκτρόνια, ανεξάρτητα από το τι πιστεύουμε. Υπάρχουν πολυάριθμες θεωρίες για τα ηλεκτρόνια, που υποστηρίχτηκαν από διακεκριμένους επιστήμονες: οι R. Α. Millikan, Η. Α. Lorentz και Niels Bohr είχαν πολύ διαφορετικές ιδέες. Ο οπαδός της ασυμμετρίας υποστηρίζει ότι εννοούσαν κάτι διαφορετικό σε κάθε περίπτωση με τη λέξη «ηλεκτρόνιο». Μιλούσαν για διαφορετικά πράγματα, λέει ο οπαδός της ασυμμετρίας, ενώ ο οπαδός του οντολογικού ρεαλισμού πιστεύει ότι μιλούσαν για ηλεκτρόνια. Ως εκ τούτου, μολονότι η ασυμμετρία είναι ένα σημαντικό θέμα στις συζητήσεις περί ορθολογικότητας, ταυτόχρονα έρχεται σε αντίθεση με τον επιστημονικό ρεαλισμό. Περισσότερη προσοχή, ωστόσο, την κάνει να φαίνεται λιγότερο τρομακτική απ' ό,τι μερικές φορές υποθέτουμε.
ΕΙΔΗ Α Σ Υ Μ Μ Ε Τ Ρ Ι Α ! Η νέα φιλοσοφική χρήση της λέξης «ασύμμετρος» είναι το προϊόν συζητήσεων ανάμεσα στον Paul Feyerabend και τον Thomas Kuhn στη Αεωφόρο Telegraph του Berkeley το 1960. Τι σήμαινε προτού αυτοί οι δύο άντρες την ξαναφέρουν στη μόδα; Έχει μια ακριβή σημασία στα αρχαία ελληνικά μαθηματικά. Σημαίνει ότι δεν υπάρχει κοινό μέτρο. Δύο μήκη μπορούν να έχουν κοινό μέτρο, αν μπορείς να τοποθετήσεις πι φορές το ένα μήκος ακριβώς σε η φορές του δεύτερου κι έτσι να μετρήσεις το ένα με το άλλο. Δεν είναι όλα τα μήκη σύμμετρα. Η διαγώνιος ενός τετραγώνου δεν έχει κοινό μέτρο με το μήκος των πλευρών ή, όπως σήμερα διατυπώνουμε αυτήν την αρχή, η V2 δεν ισούται προς ένα ρητό κλάσμα, πιί η. Οι φιλόσοφοι δεν έχουν κάτι τόσο ακριβές στο μυαλό τους, όταν χρησιμοποιούν τη μεταφορά της ασυμμετρίας. Εκείνοι σκέφτονται τη σύγκριση επιστημονικών θεωριών, αλλά φυσικά δε θα μπορούσε να υπάρχει ακριβές μέτρο γι' αυτόν το σκοπό. Μετά από είκοσι χρόνια ένθερμων συζητήσεων, η ίδια η λέξη «ασύμμετρος» μοιάζει να υποδεικνύει τρία ξεχωριστά πράγματα. Θα τα ονομάσω «ασυμμετρία θέματος», «αποσύνδεση» και «ασυμμετρία νοήματος». Τα δύο πρώτα μπορεί να είναι σχετικά απλά, αλλά το τρίτο δεν είναι. - 105 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ Η Δ ομή της Επιστήμης (The Structure of Science) του Ernest Nagel, το 1961 αποτέλεσε μια κλασική έκθεση του μεγαλύτερου μέρους της φιλοσοφίας της επιστήμης που είχε πρόσφατα γραφτεί στην Αγγλική γλώσσα. (Οι τίτλοι μπορούν να πουν τόσα πολλά. Η επιτυχία του 1962 ήταν Η Δ ομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων). Ο Nagel μιλά για σταθερές δομές και για συνέχεια. Θεώρησε δεδομένο ότι η γνώση τείνει να συσσωρεύεται. Από καιρό σε καιρό μια θεωρία Γ αντικαθίσταται από μια διάδοχο θεωρία Γ^. Πότε είναι λογικό να αλλάξουμε θεωρίες; Η ιδέα του Nagel ήταν ότι η νέα θεωρία Γ*πρέπει να μπορεί να εξηγεί τα φαινόμενα που εξηγεί η Γκαι θα πρέπει επίσης να κάνει όποιες αληθινές προβλέψεις κάνει και η θεωρία Τ. Επιπλέον θα πρέπει ή να αποκλείει κάπο(ο μέρος της 7"που είναι εσφαλμένο ή να καλύπτει μια ευρύτερη κλίμακα φαινομένων και προβλέψεων. Στην ιδανική περίπτωση η τα κάνει και τα δύο. Τότε η Τ"^ εμπεριέχει ττ\γ 7"ή η Τ υπάγεται οτΎ\γ Όταν η εμπεριέχει την Γ, υπάρχει, θα λέγαμε, ένα κοινό μέτρο στη σύγκριση των δύο. Εν πάση περιπτώσει, το σωστό τμήμα της Τ^περιλαμβάνεται στην Τ\ Έτσι μεταφορικά μπορούμε να πούμε ότι οι δύο θεωρίες είναι σύμμετρες. Αυτή ακριβώς η συμμετρία παρέχει μια βάση για τη λογική σύγκριση των θεωριών.
ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΘΕΜΑΤΟΣ Οι Feyerabend και Kuhn κατέστησαν σαφές ότι ο Nagel δεν εξάντλησε τις πιθανότητες για την αλλαγή της θεωρίας. Μια διάδοχη θεωρία μπορεί να αντιμετωπίζει διαφορετικά προβλήματα, να χρησιμοποιεί καινούργιες έννοιες και να έχει εφαρμογές διαφορετικές από εκείνες της παλιάς θεωρίας. Μπορεί απλώς να αγνοεί πολλές παλαιότερες επιτυχίες. Οι τρόποι με τους οποίους αναγνωρίζει, ταξινομεί και, πάνω απ' όλα, παράγει φαινόμενα μπορεί να μην ταιριάζουν με τις παλιές εκτιμήσεις. Για παράδειγμα, η θεωρία του οξυγόνου για την καύση και τη λεύκανση αρχικά δεν εφαρμοζόταν σε όλα τα φαινόμενα που ταίριαζαν στο φλογιστό. Ως ιστορικό γεγονός, απλώς δεν ήταν αλήθεια ότι η νέα θεωρία εμπεριείχε την παλιά. Κατά την άποψη του Nagel η θεωρία έπρεπε να καλύπτει τα ίδια θέματα με την Τ και να τα καλύπτει τουλάχιστον το ίδιο καλά. Θα έπρεπε επίσης να καλύπτει μερικά νέα θέματα. Αυτός ο διαμοιρασμός και η επέκτα- 106-
ασυμμετρια
ση των θεμάτων συμβάλλει στη συμμετρία μεταξύ των θεωριών Γ και Γ* Οι Kuhn και Feyerabend υποστηρίζουν ότι συχνά υπάρχει μια ριζική αλλαγή στα θέματα. Δεν μπορούμε να ποΰμε ότι η κάνει την ίδια δουλειά καλύτερα από τη θεωρία Τ, καθώς επιτελούν διαφορετικές εργασίες. Η εικόνα που δίνει ο Kuhn για την κανονική επιστήμη, την κρίση, την επανάσταση, την κανονική επιστήμη ξανά, καθιστά αυτήν την ασυμμετρία θέματος εύλογη. Μια κρίση εμφανίζεται στη θεωρία Γ, όταν μια ομάδα από αντιπαραδείγματα προσελκύει ευρεία προσοχή, αλλά αρνείται να υποκύψει σε αναθεωρήσεις της θεωρίας Τ. Μια επανάσταση περιγράφει εκ νέου τα αντιπαραδείγματα και παράγει μια θεωρία που εξηγεί τα παλαιότερα προβληματικά φαινόμενα. Η επανάσταση πετυχαίνει, αν οι νέες της έννοιες επιλύουν συγκεκριμένα παλιά προβλήματα και η ίδια δημιουργεί νέες προσεγγίσεις και θέματα προς έρευνα. Η προκύπτουσα κανονική επιστήμη μπορεί να αγνοήσει πολλούς από τους θριάμβους της απερχόμενης κανονικής επιστήμης. Επομένως, παρά το γεγονός ότι θα υπάρξει κάποια επικάλυψη μεταξύ των θεωριών και Τ, ίσως να μην υπάρχει τίποτα ανάλογο με την εικόνα του Nagel περί υπαγωγής. Επιπλέον, ακόμα κι εκεί όπου υπάρχει επικάλυψη, οι τρόποι με τους οποίους η Γ^περιγράφει κάποια φαινόμενα μπορεί να είναι τόσο διαφορετικοί από την περιγραφή που μας δίνει η Γ, ώστε να νιώσουμε ενδεχομένως ότι οι περιγραφές αυτές δε γίνονται καν κατανοητές με τον ίδιο τρόπο. Το I960, όταν οι περισσότεροι αγγλόφωνοι φιλόσοφοι θα είχαν συμφωνήσει με τον Nagel, οι Kuhn και Feyerabend προκάλεσαν μεγάλο σοκ. Σήμερα πια η ασυμμετρία θέματος μοιάζει από μόνη της αρκετά απλή. Αποτελεί ένα ιστορικό ζήτημα το αν η θεωρία του οξυγόνου μετατοπίστηκε προς μια ομάδα θεμάτων διαφορετικών από αυτά που μελέτησε το φλογιστό. Αναμφίβολα θα υπάρξει μια σωρεία ιστορικών παραδειγμάτων, που θα ξεκινούν από το ένα άκρο με την καθαρή υπαγωγή του Nagel και θα φτάνουν στο αντίθετο άκρο, στο οποίο θα λέγαμε ότι η διάδοχη θεωρία αντικατέστησε πλήρως τα θέματα, τις έννοιες και τα προβλήματα της θεωρίας Τ. Στο άκρο αυτό, οι σπουδαστές μιας κατοπινής γενιάς που έχουν εκπαιδευτεί στη θεωρία Γ* ίσως να θεωρήσουν τη θεωρία 7"απλά ακατανόητη, μέχρι να παίξουν το ρόλο του ιστορικού και ερμηνευτή, μαθαίνοντας τη θεωρία Ταηό την αρχή.
ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ Αρκετός χρόνος και αρκετά ριζικές αλλαγές στη θεωρία ίσως καθιστούν το πρωιμότερο έργο ακατανόητο για το μελλοντικό επιστημονικό κοινό. Εδώ - 107 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
είναι σημαντικό να κάνουμε μια διάκριση. Μια παλιά θεωρία μπορεί να έχει ξεχαστεί, αλλά να είναι ακόμα κατανοητή στο σύγχρονο αναγνώστη, που είναι πρόθυμος να αναλώσει χρόνο μαθαίνοντάς την ξανά. Από την άλλη μεριά, μερικές θεωρίες παρουσιάζουν μια τόσο ριζική αλλαγή, που απαιτείται κάτι πολΰ περισσότερο από την απλή εκμάθηση της θεωρίας. Δυο παραδείγματα αρκούν για να καταδείξουν την αντίθεση. Το πεντάτομο έργο Πραγματεία περί Ουράνιας Μηχανικής {Celestial Mechanic^ είναι ένα υπέροχο βιβλίο νευτώνειας φυσικής, που γράφτηκε από τον Laplace γΰρω στα 1800. Ο σύγχρονος σπουδαστής των εφαρμοσμένων μαθηματικών μπορεί να το κατανοήσει. Αυτό αληθεύει ακόμα και προς το τέλος του έργου, όπου ο Laplace γράφει για τη θεωρία του θερμιδικού {caloric). Το θερμιδικό είναι μια ουσία, μ ρ μονάδα μέτρησης της θερμότητας, και υποθ/έτουμε ότι αποτελείται απο μικρά σωματίδια εφοδιασμένα με μια απωστική δύναμη, η οποία φθίνει ραγδαία με την απόσταση. Ο Laplace είναι περήφανος που επέλυσε μερικά σημαντικά προβλήματα με το θερμιδικό μοντέλο. Μπόρεσε να υπολογίσει ορθά για πρώτη φορά την ταχύτητα του ήχου στον αέρα. Ο Laplace καταλήγει περίπου στην παρατηρούμενη ταχύτητα, ενώ οι υπολογισμοί του Newton είχαν δώσει τελείως λανθασμένη απάντηση. Δεν πιστεύουμε πια ότι υπάρχει μια τέτοια ουσία όπως το θερμιδικό και έχουμε αντικαταστήσει πλήρως τη θεωρία της θερμότητας του Laplace. Αλλά μπορούμε να την επεξεργαστούμε και να καταλάβουμε τι ακριβώς κάνει ο Laplace. Για μια αντίθεση στραφείτε στους πολλούς τόμους του Παράκελσου, ο οποίος πέθανε το 1541. Αντιπροσωπεύει μια βορειοευρωπαϊκή αναγεννησιακή παράδοση ενός συνονθυλεύματος ερμητικών ενδιαφερόντων: ιατρικής, φυσιολογίας, αλχημείας, βοτανολογίας, αστρολογίας, μαντικής. Ό π ω ς πολλοί άλλοι «γιατροί» της εποχής, τα ασκούσε όλα αυτά ως μέρος μιας μόνο τέχνης. Ο ιστορικός μπορεί να βρει στον Παράκελσο προεικάσματα της κατοπινής χημείας και ιατρικής. Ο βοτανολόγος μπορεί να ανασύρει από τις παρατηρήσεις του κάποιες ξεχασμένες παραδόσεις. Αλλά αν προσπαθήσετε να τον διαβάσετε, θα ανακαλύψετε κάποιον εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι εμείς. Δεν είναι ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τα λόγια του ένα προς ένα. Έγραφε σε κακά Αατινικά και σε πρωτογερμανικά, αλλά αυτό δεν αποτελεί σοβαρό πρόβλημα. Τώρα έχει μεταφραστεί στη σύγχρονη Γερμανική γλώσσα και μερικά από τα έργα του διατίθενται στα Αγγλικά. Το ύφος του φαίνεται καθαρά σε κείμενα όπως αυτό: «Η φύση λειτουργεί μέσα από άλλα πράγματα, όπως εικόνες, πέτρες, βότανα, λόγια, ή όταν δημιουργεί κομήτες, ομοιό- 108-
ασυμμετρια
τητες, την άλω και άλλα αφύσικα ουράνια προϊόντα». Είναι η διάταξη της σκέψης που δεν μπορούμε να συλλάβουμε εδώ, επειδή βασίζεται σε ένα σύστημα κατηγοριών, που είναι σχεδόν ακατανόητο σε μας. Ακόμα κι όταν φαίνεται ότι κατανοούμε πολΰ καλά τις λέξεις, παραμένουμε σε σΰγχυση. Πολλοί σοβαροί και ευφυείς συγγραφείς της Αναγέννησης κάνουν ιδιόρρυθμες δηλώσεις για την προέλευση της πάπιας ή της χήνας ή του κΰκνου. Σαπισμένα κούτσουρα, που επιπλέουν στον κόλπο της Νάπολης, δημιουργούν χήνες. Οι πάπιες προέρχονται από τις πεταλίδες. Οι άνθρωποι τότε ήξεραν τα πάντα για τις πάπιες και τις χήνες: τις είχαν στους αχυρώνες τους δίπλα στα σπίτια τους. Οι κύκνοι ήταν είδος ημιεξημερωμένο από την άρχουσα τάξη. Ποια δύναμη κινεί αυτές τις παράλογες απόψεις για τις πεταλίδες και τα κούτσουρα; Δε μας λείπουν οι προτάσεις, για να εκφράσουμε αυτές τις σκέψεις. Έχουμε λέξεις, όπως αυτή που βρίσκουμε αυτούσια στο Λεξικό του Johnson (1755) και στο Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης: «Anatiferous (νησσοφόρος): αυτός που παράγει πάπιες ή χήνες, δηλαδή δημιουργεί πεταλίδες, που παλιότερα πίστευαν ότι μεγάλωναν στα δέντρα και αφού έπεφταν στο νερό μεταβάλλονταν σε αγριόχηνες». Ο ορισμός είναι αρκετά απλός, αλλά τι νόημα έχει η ιδέα; Ο Παράκελσος δεν είναι κλειστό βιβλίο. Μπορεί κανείς να μάθει να τον διαβάζει. Μπορεί ακόμα και να τον μιμηθεί. Στις μέρες του τον μιμήθηκαν πολλοί, τους οποίους τώρα αποκαλούμε ψευδο-Παράκελσους. 0 α μπορούσε κανείς να μπει ικανοποιητικά στον τρόπο σκέψης του, έτσι ώστε να συντάξει ακόμα έναν τόμο ψευδο-Παράκελσου. Αλλά για να το κάνεις αυτό, θα πρέπει να αναπλάσεις ένα ξένο σύστημα σκέψης, το οποίο τώρα μόνο αμυδρά ανακαλούμε στη μνήμη μας, στην ομοιοπαθητική ιατρική, για παράδειγμα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι πιστεύουμε ότι ο Παράκελσος έγραφε εσφαλμένα, αλλά ότι δεν μπορούμε να προσδώσουμε αλήθεια ή ψεύδος σε πάρα πολλές από τις προτάσεις του. Ο τρόπος σκέψης του μας είναι ξένος. «Η σύφιλη πρέπει να αντιμετωπίζεται με μια αλοιφή υδραργύρου και με εσωτερική χορήγηση του μετάλλου, επειδή ο υδράργυρος είναι το σύμβολο του πλανήτη Ερμή και αυτός με τη σειρά του δηλώνει την αγορά και η σύφιλη μεταδίδεται στην αγορά». Η κατανόηση αυτής της πρότασης είναι μια εντελώς διαφορετική άσκηση από την εκμάθηση της θερμιδικής θεωρίας του Laplace. Ο λόγος του Παράκελσου είναι ασύμμετρος με το δικό μας, επειδή δεν υπάρχει τρόπος να ταιριάξουμε αυτά που ήθελε να πει με οτιδήποτε θέλουμε να πούμε εμείς. Μπορούμε να τον εκφράσουμε στην Αγγλική γλώσσα, αλλά - 109 -
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ή να αρνηθούμε αυτό που λέγεται. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί κανείς να αρχίσει να μιλά με τον τρόπο του Παράκελσου, μόνο αν αποξενωθεί ή αποσυνδεθεί από τη σκέψη της εποχής μας. Επομένως θα πω ότι η αντίθεση μεταξύ των δικών μας απόψεων και αυτών του Παράκελσου έγκειται στην αποσύνδεση. Δεν εξωθούμε μια μεταφορά, αν ποΰμε ότι ο Παράκελσος έζησε σε ένα διαφορετικό κόσμο από το δικό μας. Υπάρχουν δυο ισχυρά γλωσσικά αντίστοιχα της αποσύνδεσης. Το ένα είναι ότι πολλές από τις θέσεις του Παράκελσου δεν περιλαμβάνονται στις υποψήφιες από εμάς για την αλήθεια ή το ψευδός. Το άλλο είναι ότι κεντρικοί στη σκέψη του είναι κάποιοι ξεχασμένοι τρόποι συλλογισμού. Υποστηρίζω σε άλλο σημείο ότι αυτές οι δύο πλευρές είναι στενά συνδεδεμένες. Μια ενδιαφέρρυσα πρόταση είναι γενικά αληθής ή ψευδής μόγο, εάν υπάρχει ένας τρόπο(^ σκέψης που μας βοηθά να καθορίσουμε την τιμή αλήθειας της.^ Ο Quine και άλλοι γράφουν για εννοιολογικά σχήματα, με τα οποία εννοούν ένα σύνολο προτάσεων που θεωρούνται αληθείς. Αυτό, πιστεύω, είναι ένας λανθασμένος χαρακτηρισμός. Ένα εννοιολογικό σχήμα είναι ένα δίκτυο δυνατοτήτων, του οποίου η γλωσσική διατύπωση είναι μία κλάση προτάσεων που είναι υποψήφιες να χαρακτηριστούν αληθείς ή ψευδείς. Ο Παράκελσος έβλεπε τον κόσμο ως ένα διαφορετικό δίκτυο δυνατοτήτων, ριζωμένο σε διαφορετικούς τρόπους συλλογισμού από τους δικούς μας και γι' αυτόν το λόγο είμαστε ασύνδετοι προς αυτόν. Μολονότι ο Paul Feyerabend μίλησε για ασυμμετρία σε πολλούς τομείς της επιστήμης, οι ώριμες σκέψεις του στο βιβλίο Ενάντια στη Μέθοδο {Against Method) αφορούν κυρίως σε αυτό που εγώ ονομάζω αποσύνδεση. Το κλασικό παράδειγμά του είναι η αλλαγή από την αρχαϊκή στην κλασική Ελλάδα. Επικαλούμενος κυρίως την επική ποίηση και τις παραστάσεις στις τεφροδόχους, διατείνεται ότι οι Ομηρικοί Έλληνες έβλεπαν κυριολεκτικά τα πράγματα διαφορετικά από τους Αθηναίους. Το αν αυτό είναι σωστό ή όχι είναι ένας ισχυρισμός που προκαλεί πολύ μικρότερη έκπληξη από αυτόν που υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι η κάθε ομάδα φυσικών αναφέρεται σε διαφορετικά πράγματα, όταν μιλάει για ηλεκτρόνια. Πολλά παραδείγματα βρίσκονται ανάμεσα στα δύο άκρα του Laplace και του Παράκελσου. Ο ιστορικός ανακαλύπτει σύντομα ότι τα παλιά κείμε-
^ Βλέπε Ι. Hacking, «Language, truth and reason», στο Μ. Hollis and S. Lukes (eds.), Rationality and Relativism, Oxford, 1982, σσ. 48-66.
- 110-
ασυμμετρια
να μας αποκρύπτουν διαρκώς το βαθμό στον οποίο είναι ασύνδετα προς τους δικούς μας τρόπους σκέψης. Ο Kuhn, για παράδειγμα, μας λέει ότι η φυσική του Αριστοτέλη βασίζεται σε ιδέες κίνησης, οι οποίες είναι ασύνδετες προς τις δικές μας και μπορεί να τον καταλάβει κανείς μόνο αναγνωρίζοντας τις συσχετίσεις των λέξεών του. Ο Kuhn είναι ένας από τους πολλούς ιστορικούς, οι οποίοι διδάσκουν την ανάγκη να επανεξετάσουμε τα έργα των προκατόχων μας με το δικό τους τρόπο και όχι με το δικό μας. ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ Ν Ο Η Μ Α Τ Ο Σ Το τρίτο είδος της ασυμμετρίας δεν είναι ιστορικό αλλά φιλοσοφικό. Ξεκινά από την ερώτηση για το νόημα των όρων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν θεωρητικές, μη παρατηρήσιμες οντότητες. Πώς αποκτούν το νόημά τους λέξεις για θεωρητικές οντότητες και διαδικασίες; Τσως νομίζουμε ότι ένα παιδί μπορεί να συλλάβει τη χρήση λέξεων όπως «χέρι» και «άρρωστος» και «λυπημένος» και «φρικτό» με το να του δείξουμε πράγματα στα οποία αυτές οι λέξεις βρίσκουν εφαρμογή (συμπεριλαμβανομένων των δικών του χεριών, της δικής του λΰπης). Ό π ο ι α κι αν είναι η θεωρία μας για τη γλωσσική πρόσκτηση, η έκδηλη παρουσία ή απουσία χεριών ή λύπης πρέπει να βοηθά στην κατανόηση της έννοιας των λέξεων. Οι θεωρητικοί όροι αναφέρονται όμως - σχεδόν εξ ορισμού - σε αυτό που δεν μπορεί να παρατηρηθεί. Πώς λοιπόν παίρνουν το νόημά τους; Μπορούμε να δώσουμε μερικά νοήματα με ορισμούς. Αλλά στην περίπτωση βαθιών θεωριών, οποιοσδήποτε ορισμός θα συμπεριλάμβανε ο ίδιος άλλους θεωρητικούς όρους. Επιπλέον, σπανίως χρησιμοποιούμε ορισμούς για να εκκινήσουμε μια διαδικασία κατανόησης. Εξηγούμε τους θεωρητικούς όρους μιλώντας θεωρητικά. Αυτό έχει εδώ και καιρό υποδείξει ότι η σημασία των όρων δίνεται από μια ακολουθία λέξεων από την ίδια τη θεωρία. Το νόημα μεμονωμένων όρων στη θεωρία δίνεται από τη θέση τους μέσα στη δομή της συνολικής θεωρίας. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη περί νοήματος, έπεται ότι η «μάζα» στη θεωρία του Newton δεν έχει το ίδιο νόημα με τη «μάζα» στη μηχανική της σχετικότητας. Ο «πλανήτης» στη θεωρία του Κοπέρνικου δεν έχει το ίδιο νόημα με τον «πλανήτη» στη θεωρία του Πτολεμαίου και πράγματι ο ήλιος είναι πλανήτης για τον Πτολεμαίο αλλά όχι για τον Κοπέρνικο. Τέτοια συμπεράσματα δεν είναι αναγκαστικά προβληματικά. Μήπως ο ίδιος ο ήλιος δε σήμαινε κάτι διαφορετικό, όταν ο Κοπέρνικος τον τοποθέτησε στο κέντρο - 111 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
του συστήματος των πλανητών μας; Γιατί θα πρέπει να πειράζει, αν πούμε ότι ο «πλανήτης» ή η «μάζα» ανέπτυξαν νέα νοήματα, καθώς οι άνθρωποι σκέφτονταν περισσότερο για πλανήτες και μάζες; Γιατί θα πρέπει να κάνουμε φασαρία για την αλλαγή του νοήματος; Επειδή φαίνεται να έχει σημασία, όταν αρχίσουμε να συγκρίνουμε θεωρίες. Ας θεωρήσουμε μια πρόταση σχετική με τη μάζα, η οποία υποστηρίζεται από τη μηχανική της σχετικότητας και απορρίπτεται από τη μηχανική του Newton. Αν η λέξη «μάζα» αποκτά το νόημά της από τη θέση της μέσα σε μια θεωρία, θα σημαίνει κάτι διαφορετικό αναλόγως με το αν χρησιμοποιείται στη μηχανική του Newton ή στη μηχανική της σχετικότητας. Επομένως η πρόταση i·, που υποστηρίζεται από τον Einstein, πρέπει να διαφέρει νοηματικά από την πρόταση s, την οποία αρορρίπτει ο Newton. Πράγματι, ας θεωρήσουμί^ μια άλλη πρόταση r, η οποία χρησιμοποιεί τη λέξη «μάζα», αλλά, αντίθ!«τα με την s υποστηρίζεται και από τον Newton και από τον Einstein. Δεν μπορούμε να ποΰμε ότι η πρόταση r, η οποία εμφανίζεται στη νευτώνεια θεωρία, εμπεριέχεται στη θεωρία της σχετικότητας, επειδή η λέξη «μάζα» δε θα έχει το ίδιο νόημα στα δυο αυτά πλαίσια συμφραζομένων. Δε θα υπάρχει ούτε μία πρόταση, η οποία θα συνιστούσε το νόημα της πρότασης r, που να είναι κοινή και στον Newton και στον Einstein. Αυτό αποτελεί κλασικό παράδειγμα ασυμμετρίας, και με το παραπάνω. Δεν υπάρχει κοινό μέτρο για δύο οποιεσδήποτε θεωρίες, οι οποίες χρησιμοποιούν θεωρητική ορολογία, επειδή εξαρχής δεν μπορούν ποτέ να συζητούν τα ίδια θέματα. Δεν μπορούν να υπάρχουν θεωρητικές προτάσεις, τις οποίες η μια θεωρία να μοιράζεται με τη διάδοχή της. Το δόγμα του Nagel για την υπαγωγή γίνεται τότε λογικά αδύνατο, απλώς επειδή αυτό που πρεσβεύει η θεωρία Γδεν μπορεί καν να υποστηριχθεί (ή να απορριφθεί) από τη διάδοχη θεωρία Τέτοιες είναι οι αξιοσημείωτες απόψεις για την ασυμμετρία νοήματος. Μπορεί κανείς να αρχίσει να αναρωτιέται για το αν είναι λογικά δυνατά τα κρίσιμα πειράματα. Αν κάποιο πείραμα πρέπει να αποφασίσει ανάμεσα σε θεωρίες, δε θα έπρεπε να υπάρχει μια πρόταση, η οποία να υποστηρίζει αυτό που η μία θεωρία προβλέπει και αυτό που η άλλη αρνείται; Μπορεί να υπάρξει μια τέτοια πρόταση; Το δόγμα της ασυμμετρίας νοήματος προκάλεσε κραυγές οργής. Ό λ η η ιδέα θεωρήθηκε ασυνάρτητη. Για παράδειγμα, κανείς δε θα απέρριπτε το γεγονός ότι η αστρονομία και η γενετική είναι ασύμμετρες - αφορούν διαφορετικές περιοχές. Η ασυμμετρία νοήματος όμως πρεσβεύει ότι ανταγωνιστικές ή διαδοχικές θεωρίες είναι ασύμμετρες. Πώς θα μπορούσαμε καν να τις - 112-
ασυμμετρια
αποκαλούμε ανταγωνιστικές ή διαδοχικές, αν δεν αναγνωρίζαμε ότι αφορούν στα ίδια θέματα και, συνεπώς, αν δεν τις συγκρίναμε μεταξύ τους; Υπάρχουν και άλλες εξίσου ρηχές αντιδράσεις απέναντι στην ασυμμετρία νοήματος. Έπειτα υπάρχουν και οι σοβαρές, από τις οποίες η καλύτερη είναι του Donald Davidson. Ο Davidson υπαινίσσεται ότι η ασυμμετρία δεν έχει νόημα, επειδή στηρίζεται στην ιδέα διαφορετικών και μη συγκρίσιμων εννοιολογικών σχημάτων. Ισχυρίζεται, όμως, ότι η ίδια η ιδέα του εννοιολογικού σχήματος είναι ασυνάρτητη.^ Σε ένα πιο άμεσο επίπεδο έχει υποστηριχθεί προσεκτικά, για παράδειγμα από τον Dudley Shapere, ότι υπάρχει αρκετή ομοιότητα νοήματος ανάμεσα σε διαδοχικές θεωρίες, ώστε να επιτραπεί η σύγκρισή τους.^ Ο Shapere είναι από αυτούς, στους οποίους τώρα συμπεριλαμβάνεται και ο Feyerabend, οι οποίοι πιστεύουν ότι τέτοια θέματα συζητιούνται καλύτερα, αν δεν τίθεται καθόλου ζήτημα νοήματος. Συμφωνώ. Αλλά στη ρίζα της ασυμμετρίας νοήματος βρίσκεται η ερώτηση για το πώς οι όροι που δηλώνουν θεωρητικές οντότητες αποκτούν το νόημά τους. Η ερώτηση προϋποθέτει μια πρωτογενή αντίληψη περί νοήματος. Με δεδομένο ότι η ερώτηση τέθηκε και προκάλεσε τέτοια αναταραχή, είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε μια πιο βελτιωμένη πρωτογενή αντίληψη περί νοήματος. Ο Hilary Putnam τίμησε αυτήν την υποχρέωση κι έτσι τώρα στρεφόμαστε στη δική του θεωρία της αναφοράς, ώστε να αποφύγουμε εντελώς την ασυμμετρία νοήματος.
^ D. Davidson, «Οη the very idea of a conceptual scheme», Proceedings and Addresses ofthe American Philosophical Association 57 (1974), σσ. 5-20. ^ D. Shapere, «Meaning and scientific change», στο R. Colodny (ed). Mind and Cosmos: Essays in Contemporary Science and Philosophy^ Pittsburgh, 1966, σο. 41—85.
- 113 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΑΝΑΦΟΡΑ
Ε
άν οι φιλόσοφοι της επιστήμης δεν είχαν προβληματιστεί ποτέ για το νόημα, δε θα είχαμε τώρα το δόγμα της ασυμμετρίας νοήματος. Ό π ω ς είναι τώρα η κατάσταση, χρειαζόμαστε μια εναλλακτική περιγραφή του νοήματος, η οποία θα επιτρέπει στους ανθρώπους, που υποστηρίζουν αντιμαχόμενες ή διαδοχικές θεωρίες, να εξακολουθούν να μιλούν για το ίδιο πράγμα. Η πιο βιώσιμη εναλλακτική περιγραφή είναι του Hilary Putnam.^ Την προόριζε για τμήμα του πρώιμου επιστημονικού του ρεαλισμού. Από τότε έχει γίνει σταδιακά αντιρεαλιστής, αλλά αυτή είναι μια ιστορία που την κρατώ για το επόμενο κεφάλαιο. Στο παρόν εξετάζω το νόημα του «νοήματός» του.
ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ Η λέξη «νόημα» έχει πολλές χρήσεις, πολλές από τις οποίες είναι περισσότερο υποβλητικές παρά ακριβείς. Ακόμα κι αν εμμείνουμε στο τετριμμένο νόημα των λέξεων, εν αντιθέσει με το νόημα των λέξεων στα ποιήματα, υπάρχουν τουλάχιστον δυο διακριτά είδη νοήματος. Διαχωρίζονται σε ένα φημισμένο δοκίμιο του 1892 από τον Gottlob Frege, «Για τη σημασία και την αναφορά» (tJber Sinn und Bedeutung). Θεωρήστε δυο διαφορετικά είδη απαντήσεων στην ερώτηση: «Τι εννοείς;». Ας υποθέσουμε ότι μόλις σας είπα ότι ο γλυπτόδοντας, που έφερε ο Richard Owen από το Μπουένος Αιρες, έχει αποκατασταθεί. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν τι είναι ο γλυπτόδοντας κι έτσι ίσως ρωτήσουν: Τι εννοείς; ^ Όλες οι αναφορές στον Hilary Putnam είναι στο «The meaning of'meaning'» και σε άλλα δοκίμια που επανεκδόθηκαν στον Τόμο 2 των Philosophical Papers. Mind, Language and Reality, Cambridge, 1979.
-115-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
Αν στεκόμαστε στο μουσείο, απλώς θα δείξω ένα μεγαλοΰτσικο και τερατωδώς σχηματισμένο σκελετό. Αυτό εννοώ. Στη διάλεκτο του Frege, αυτός ακριβώς ο σκελετός είναι η αναφορά (reference) της φράσης μου: «Ο γλυπτόδοντας που έφερε ο Richard Owen από το Μπουένος Άιρες». Από την άλλη μεριά, αφοΰ πιθανόν δεν έχετε ιδέα τι σημαίνει η λέξη «γλυπτόδοντας», μπορεί να σας πω ότι ο γλυπτόδοντας είναι ένα τεράστιο θηλαστικό της Αμερικής, που έχει πια εξαφανιστεί, παρόμοιο με τον αρμαδίλο αλλά με αυλακωτά δόντια. Με αυτόν τον ορισμό υποδεικνύω αυτό που ο Frege θα είχε ονομάσει σημασία (sense) της λέξης «γλυπτόδοντας». Είναι φυσικό να σκεφτόμαστε ότι μία φράση έχει κάποια σημασία, δηλαδή το τι καταλαβαίνουμε με αυτήν, η οποία μας διευκολύνει να επιλέξουμε την αναφορά, αν υπάρχει. Ακούγοντας τον ορισμό της λέξεως «γλυπτόδοντας» μπορώ να πάω σε ένα μουσείο και να προσπαθήσω να βρω τους σκελετούς τους, αν υπάρχουν, χωρίς να κοιτώ τις πινακίδες κάτω από τα δείγματα. Ο Frege πίστευε ότι μια λέξη έχει μια καθιερωμένη σημασία, πράγμα που καθιστά δυνατή μια επιστημονική παράδοση. Η σημασία είναι κοινή σε όλους τους επικοινωνούντες και μπορεί να μεταδοθεί από τη μία γενιά μελετητών στην άλλη.
ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ Ν Ο Η Μ Α Τ Ο Σ Ο Frege θα περιφρονούσε την ασυμμετρία νοήματος, αλλά ο τρόπος του να βλέπει τα πράγματα οδήγησε σ' αυτήν την παγίδα. Μας δίδαξε ότι μια έκφραση θα πρέπει να έχει μια καθορισμένη παγιωμένη σημασία, την οποία κατανοούμε και η οποία μας διευκολύνει να επιλέξουμε την αναφορά. Τώρα, προσθέστε σ' αυτό την αντιφρεγκιανή ιδέα ότι μπορούμε να συλλάβουμε τη σημασία των θεωρητικών όρων μόνο αν λάβουμε υπόψη τη θέση τους σε ένα δίκτυο θεωρητικών προτάσεων. Φαίνεται να προκύπτει τότε ότι η σημασία ενός τέτοιου όρου θα πρέπει να αλλάζει όποτε η θεωρία υφίσταται μεταβολή. Μπορούμε να αποφύγουμε αυτό το συμπέρασμα με αρκετούς τρόπους. Ο ένας είναι να μη διασπάσουμε το νόημα σε δύο μόνο συστατικά, τη σημασία και την αναφορά, όπου όλη τη δουλειά την κάνουν οι αφηρημένες, αντικειμενικές σημασίες. Στο κάτω-κάτω, η ιδέα του νοήματος δεν έρχεται σε δύο ωραία πακέτα, τα οποία η φύση έχει χαρακτηρίσει σημασία και αναφορά. Η ταξινόμηση και η περιτύλιξη είναι έργο των λογικών και των γλωσσολόγων. Ο J. S. Mill το έκανε με έναν ελαφρώς διαφορετικό τρόπο (συνεκδοχή και προσδιορισμός - connotation and denotation). To ίδιο και οι σχολα- 116-
αναφορα
στικοί γραμματικιστές (ένταση και έκταση - intension and extension). Οι Γάλλοι συγγραφείς ακολουθώντας το γλωσσολόγο Ferdinand de Saussure κάνουν μια αρκετά διαφορετική διαίρέση (σημαίνον και σημαινόμενο signifier and signified). Μπορούμε να χαλαρώσουμε το σχοινί του Frege και να δέσουμε τα πακέτα διαφορετικά. Αναμφίβολα υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το κάνουμε. Ο τρόπος του Hilary Putnam είναι ιδιαίτερα χρήσιμος, επειδή, αντίθετα από όλους τους άλλους συγγραφείς, δεν έχει μόνο ένα ζευγάρι συστατικών του «νοήματος».
Τ Ο Ν Ο Η Μ Α ΤΟΥ «ΝΟΗΜΑΤΟΣ» ΤΟΥ PUTNAM Τα λεξικά είναι θησαυρός πληροφοριών. Δεν εκθέτουν μόνο αφηρημένες φρεγκιανές σημασίες, παραλείποντας όλα τα εμπειρικά, μη γλωσσικά γεγονότα για τον κόσμο. Ανοίξτε ένα στην τΰχη και θα μάθετε, ας ποΰμε, ότι το γαλλικό χρυσό νόμισμα, το χρυσό λουδοβίκειο, κόπηκε για πρώτη φορά το 1640 και συνέχισε να κυκλοφορεί ως την Επανάσταση. Θα μάθετε ότι η θρησκευτική τέχνη των αρχαίων Αιγυπτίων και των Ινδουιστών περιλαμβάνει:την τελετουργική αναπαράσταση ενός νούφαρου, που λέγεται λωτός, και ότι το φρούτο του μυθικού λωτού θεωρείται ότι προκαλεί ονειρική ευχαρίστηση. Ένα λεξικό ξεκινά ένα λήμμα με κάποια στοιχεία προφοράς και γραμματικής, προχωρά από την ετυμολογία σε πολλές πληροφορίες και μπορεί να καταλήξει σε παραδείγματα χρήσης. Το συνοπτικό λεξικό μου τελειώνει το λήμμα για τη λέξη «αυτή» με το παράδειγμα: «Είναι μια βρώμικη δουλειά αυτή η κονσερβοποίηση». Ο Putnam δημιουργεί τη δική του περιγραφή του νοήματος από μια αντίστοιχη ακολουθία συστατικών. Μπορούμε να τον σκεφτόμαστε ως κάποιον που ηγείται μιας κίνησης επιστροφής στα λεξικά. Θα χρησιμοποιήσω δύο λέξεις ως παραδείγματα. Η μια είναι και δική του επιλογή, «νερό», και η άλλη είναι η δική μας λέξη «γλυπτόδοντας». Το πρώτο συστατικό του νοήματος του Putnam είναι γραμματικό. Το ονομάζει «συντακτικό δείκτη>\ (syntactic marker). Η λέξη «γλυπτόδοντας» είναι ένα αριθμήσιμο ουσιαστικό και ή λέξη «νερό» είναι ένα περιληπτικό ουσιαστικό. Αυτό σχετίζεται, για παράδειγμα, με το σχηματισμό του πληθυντικού. Αέμε ότι υπάρχει λίγο νερό στο λάκκο, αλλά λέμε είτε ότι υπάρχει ένας γλυπτόδοντας στο λάκκο είτε ότι υπάρχουν μερικοί γλυπτόδοντες στο λάκκο. Οι λέξεις έχουν διαφορετική γραμματική. Ο Putnam θα συμπεριλάμβανε στους συντακτικούς του δείκτες την ένδειξη ότι και οι δύο λέξεις είναι συγκεκριμένα (και όχι αφηρημένα) ονόματα. - 117-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
To δεύτερο συστατικό του Putnam είναι ο ση}ΐασιολογικός δείκτης (semantic marker). Στη δική μας περίπτωση αυτός θα έδειχνε την κατηγορία αντικειμένων στην οποία βρίσκουν εφαρμογή οι λέξεις. Αμφότερες οι λέξεις «νερό» και «γλυπτόδοντας» είναι ονόματα πραγμάτων που συναντούμε στη φΰση, έτσι ο Putnam εισάγει την ένδειξη «όρος φυσικοΰ είδους» στους σημασιολογικούς δείκτες. Κάτω από τη λέξη «νερό» εισάγει την ένδειξη «υγρό». Κάτω από τη λέξη «γλυπτόδοντας» θα έγραφε «θηλαστικό».
ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ Η πιο πρωτότυπη συνεισφορά του Putnam είναι το τρίτο συστατικό, το στερεότυπο. Το στερεότυπο είναι μια συμβατική ιδέα, που σχετίζεται με μια λέξη, η οποίίΐ μπορεί κάλλιστα να είναι ανακριβής. Για να χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του, κάποιος που καταλαβαίνει τη λέξη «τίγρη» στη δική μας κοινότητα πρέπει να ξέρει ότι τις τίγρεις τις φανταζόμαστε ραβδωτές. Απεικονίσεις σε παιδικά βιβλία δίνουν έμφαση στις ραβδώσεις της τίγρης* αυτό είναι σημαντικό, για να τις κάνουμε να μοιάζουν με την εικόνα της τίγρης. Ακόμα κι αν κάποιος πίστευε ότι οι ραβδώσεις είναι κάτι τυχαίο και ότι οι τίγρεις σύντομα θα προσαρμοστούν στην καταστροφή των δασών τους με το να αποκτήσουν ένα ομοιόμορφο χρώμα όπως αυτό της ερήμου, εξακολουθεί να είναι αλήθεια ότι οι κλασικές μας τίγρεις είναι ραβδωτές. Πρέπει να το γνωρίζεις αυτό, για να συνεννοείσαι γενικά σχετικά με τις τίγρεις. Αλλά δεν είναι εσωτερικά αντιφατικό να μιλήσουμε για μια τίγρη που έχει χάσει τις ραβδώσεις της. Μια εντελώς λευκή τίγρη έχει καταγραφεί αξιόπιστα. Ομοίως, είναι τμήμα του στερεότυπου των σκύλων ότι έχουν τέσσερα πόδια, μολονότι ο σκύλος μου ο Bear έχει μόνο τρία πόδια. Ως τμήμα του στερεότυπου για το «νερό» ο Putnam μάς δίνει τους χαρακτηρισμούς άχρωμο, διαφανές, άγευστο, δροσιστικό κ.λπ. Για τη λέξη «γλυπτόδοντας» μπορεί να έχουμε τους χαρακτηρισμούς τεράστιο, υπό εξαφάνιση, της Νοτίου Αμερικής, όμοιο με τον αρμαδίλο, με αυλακωτά δόντια. Σημειώστε ότι κάποια από αυτά τα στοιχεία μπορεί να είναι λανθασμένα. Η λέξη «γλυπτόδοντας» προέρχεται από τις ελληνικές γλυπτός (αυλακωτός)+δόντι. Επινοήθηκε από τον παλαιοντολόγο που ανακάλυψε υπολείμματα του γλυπτόδοντα το 1839, τον Richard Owen. Ισως όμως τα περιώνυμα αυλακωτά δόντια να είναι γνώρισμα μερικών μόνο γλυπτόδοντων. Κάθε μεμονωμένο στοιχείο στο στερεότυπο θα μπορούσε να είναι λάθος. Ίσως - 118-
αναφορα
βρούμε γλυπτόδοντα μικρού μεγέθους. Υπήρχαν γλυπτόδοντες και στη Βόρεια Αμερική. Ισως το είδος δεν έχει εκλείψει, αλλά επιβιώνει κάπου στον Αμαζόνιο ή στις Άνδεις. Ισως ο Owen να έκανε λάθος για το δέντρο της εξέλιξης και το ζώο να μη μοιάζει με τον αρμαδίλο. Ομοίως, μπορούμε να προσθέσουμε πράγματα στο στερεότυπο. Οι γλυπτόδοντες έζησαν στην εποχή του Πλειστόκαινου. Είχαν αγκαθωτές ουρές με γρόμπους στην άκρη, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ρόπαλο. Έτρωγαν οτιδήποτε μπορούσαν να πιάσουν στα αυλακωτά τους δόντια. Έχω παρατηρήσει ότι τα σχετικά βιβλία που γράφτηκαν πριν από 70 χρόνια δίνουν έμφαση σε γνωρίσματα του γλυπτόδοντα αρκετά διαφορετικά από αυτά που βρίσκω εγώ σήμερα.
Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ Τ Η Σ ΓΑΩΣΣΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Τ α στοιχεία των στερεότυπων του Putnam δεν αποτελούν μόνιμα κριτήρια για τη χρήση των υπό αμφισβήτηση λέξεων. Μπορεί κάποιος να γνωρίζει το νόημα της λέξης και να ξέρει να τη χρησιμοποιεί σε διαφορετικές καταστάσεις, χωρίς να ξέρει ποια είναι τα καλύτερα τρέχοντα κριτήρια για την εφαρμογή της λέξης. Μπορεί να ξεχωρίσω ένα σκελετό γλυπτόδοντα όταν τον δω, αλλά να μην είμαι καλά πληροφορημένος σχετικά με τα τρέχοντα κριτήρια μεταξύ των παλαιοντολόγων. Ο Putnam μιλά για τον καταμερισμό της γλωσσικής εργασίας. Στηριζόμαστε στους ειδικούς, για να μάθουμε τα καλύτερα κριτήρια και πώς θα τα εφαρμόσουμε. Αυτό το είδος δεξιότητας δεν είναι θέμα γνώσης του νοήματος αλλά γνώσης του κόσμου. Ο Putnam προτείνει ένα είδος ιεραρχίας στην κατανόησή μας. Είναι όμοια με αυτή που παρουσιάστηκε από τον Leibniz αρκετό καιρό πριν, στο βιβλίο του Στοχασμοί για την Αλήθεια και τις Ιδέες {^Meditations Concerning Truth and Ideas, 1684). Στη χειρότερη περίπτωση μπορεί κάποιος να μη γνωρίζει τι σημαίνει μια λέξη. Έτσι σε ένα από τα γραπτά του ο Putnam ισχυρίζεται ότι το «heather» (ρείκι) είναι συνώνυμο της λέξης «gorse» (ράχος). Αυτό είναι ένα αθώο ολίσθημα, που απεικονίζει χαριτωμένα τις προσωπικές διακρίσεις του Putnam. Ο ράχος και το ρείκι είναι και τα δύο φυτά της Σκωτίας, για παράδειγμα, αλλά ο ράχος είναι ένας μεγάλος θάμνος, αγκαθωτός, με φωτεινά κίτρινα λουλούδια. Το ρείκι είναι μικρό, μαλακό με μικροσκοπικά μωβ καμπανόσχημα λουλούδια. Ο Putnam δε θα πρέπει να γνώριζε ή θα - 119-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
είχε ξεχάσει ακόμα και τα στερεότυπα αυτών των θάμνων. Αλλά είναι αναμφίβολα ένα ολίσθημα: Θα έπρεπε να πει ότι το «furze» (ράχος) είναι συνώνυμο του «gorse» (ράχος). Στο βιβλίο Η χρήση των μοντέρων Αγγλικών (Modern English Usage) του Fowler αναφέρεται ότι τα δυο τελευταία είναι από τα σπανιότερα ζεΰγη τέλειων συνωνύμων, που χρησιμοποιούνται στις ίδιες περιοχές εναλλάξ από τους ίδιους ομιλητές χωρίς την παραμικρή διαφορά στο νόημα. Έπειτα, μπορεί κάποιος να γνωρίζει τι σημαίνει μια λέξη κι όμως να μην μπορεί να τη χρησιμοποιήσει σωστά. Ο Putnam, συνεχίζοντας τις ειλικρινείς βοτανολογικές εξομολογήσεις του, μας εξομολογείται ότι δεν μπορεί να ξεχωρίσει μια οξιά από μια φτελιά. Γι' αυτόν το λόγο έχει αυτό που ο Leibniz ονόμασε μια ασαφή (obscure) ιδέαψα την οξιά: κατά τα λόγια του Leibniz «όταν η αμυ§ρή ιδέα μου για ένα λουλο\3δι ή ζώο που είχα δει κάποτε δεν είναι αρκετή για να αναγνωρίσω ένα νέο περιστατικό όταν το συναντήσω». Έπειτα, μπορεί κάποιος να είναι σε θέση να ξεχωρίσει τις οξιές από τις φτελιές ή να μπορεί να ξεχωρίσει το χρυσό από άλλα μέταλλα χωρίς να γνωρίζει τα καθιερωμένα κριτήρια ή πώς να τα εφαρμόσει. Αυτό ο Leibniz το ονομάζει ξεκάθαρη (clear) ιδέα. Κάποιος που γνωρίζει τα κριτήρια και πώς να τα χρησιμοποιεί έχει μια σαφή (distinct) ιδέα. Ο Putnam και ο Leibniz χρησιμοποιούν το ίδιο παράδειγμα: Ο αναλυτής μεταλλευμάτων είναι ένας ειδικός που κατέχει τις αρχές αναγνώρισης του χρυσού και μπορεί να εφαρμόσει τους ελέγχους. Ο αναλυτής μεταλλευμάτων έχει μια σαφή ιδέα του χρυσού. Μόνο λίγοι ειδικοί έχουν σαφείς ιδέες, δηλαδή γνωρίζουν τα κριτήρια που είναι κατάλληλα για κάποιον τομέα. Αλλά γενικά όλοι γνωρίζουμε το νόημα κοινών λέξεων όπως «χρυσός» ή «οξιά», για τα οποία υπάρχουν καθορισμένα κριτήρια. Τσως αυτές οι λέξεις να μην είχαν την τρέχουσα χρήση τους, αν δεν υπήρχαν κάπου οι αντίστοιχοι ειδικοί. Ο Putnam υποθέτει ότι ο καταμερισμός της γλωσσικής εργασίας αποτελεί σημαντικό τμήμα οποιασδήποτε γλωσσικής κοινότητας. Σημειώστε επίσης ότι τα κριτήρια των ειδικών μπορεί να αλλάξουν. Οι αναλυτές μεταλλευμάτων δε χρησιμοποιούν σήμερα τις ίδιες τεχνικές που χρησιμοποιούσαν στην εποχή του Leibniz. Είναι επίσης σύνηθες η πρώτη απόπειρα ορισμού ενός είδους να συναντά δυσκολίες. Αναγνωρίζουμε τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά, αλλά δε γνωρίζουμε αρκετά πράγματα, για να πούμε ποιο είναι το σημαντικό. Τι μένει λοιπόν σταθερό στο νόημα; Ο Putnam κάνει τα πάντα να περιστρέφονται γύρω από την αναφορά και την έκταση. - 120-
αναφορα
ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΚΤΑΣΗ Η αναφορά ενός όρου φυσικοΰ είδους είναι το εν λόγω φυσικό είδος - αν πράγματι υπάρχει τέτοιο φυσικό είδος. Η αναφορά του «νεροΰ» είναι ένα συγκεκριμένο υλικό, δηλαδή το Η2Ο. Η έκταση ενός όρου είναι το σύνολο των πραγμάτων για τα οποία αληθεύει. Έτσι η έκταση του όρου γλυπτόδοντας είναι το σύνολο όλων των γλυπτόδοντων του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Κι αν ο «γλυπτόδοντας» δεν αποτελεί φυσικό είδος; Φανταστείτε ότι οι παλαιοντολόγοι έκαναν ένα τρομερό λάθος και ότι όλα τα αυλακωτά δόντια ήταν από ένα είδος ζώου, ενώ ο σκελετός που μοιάζει με τον αρμαδίλο ήταν από ένα άλλο. Δεν υπήρξε ποτέ γλυπτόδοντας. Τότε η λέξη «γλυπτόδοντας» δεν αποτελεί όρο φυσικού είδους και το ερώτημα της έκτασής της δεν προκύπτει. Αν πρέπει να προκύψει, η έκταση είναι το κενό σύνολο. Η περιγραφή του νοήματος του Putnam διαφέρει από τις προηγούμενες στο ότι περιλαμβάνει την έκταση ή την αναφορά (ή και τα δυο) ως μέρος του νοήματος. Αυτά, και όχι η σημασία του Frege, είναι που παραμένουν σταθερά από γενιά σε γενιά.
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ «ΝΟΗΜΑΤΟΣ» Ποιο είναι το νόημα της λέξης «γλυπτόδοντας»; Η απάντηση του Putnam είναι ένα διάνυσμα με τέσσερες συνιστώσες: τους συντακτικούς δείκτες, τους σημασιολογικούς δείκτες, το στερεότυπο, την έκταση. Στην πράξη, λοιπόν, έχουμε: Γλνπτόδοντας. [Συγκεκριμένο αριθμήσιμο ουσιαστικό]. [Όνομα ενός φυσικού είδους, ενός θηλαστικού]. [Έχει εξαφανιστεί, κυρίως της Νοτίου Αμερικής, τεράστιο, παρόμοιο με τον αρμαδίλο, έχει έναν τεράστιο συμπαγή σκελετό περίπου πέντε πόδια μήκος χωρίς κινητούς δακτύλιους ή τμήματα, έζησε κατά την εποχή του Πλειστόκαινου, ήταν παμφάγο]. [ ]. Εδώ δεν έχουμε τίποτα άλλο από ένα κακογραμμένο λήμμα λεξικού, εκτός από τις τελικές αγκύλες που δεν μπορούν να συμπληρωθούν. Δεν μπορούμε να αναφέρουμε όλους τους γλυπτόδοντες στη σελίδα του λεξικού. Ούτε μπορούμε νά τοποθετήσουμε εκεί το φυσικό είδος. Τα εικονογραφημένα λεξικά κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, καθώς μας δίνουν μια εικόνα του σκελετού ενός πραγματικού γλυπτόδοντα ή ένα σχέδιο για το πώς θα πρέπει να ήταν ο γλυπτόδοντας. Ας ονομάσουμε τις τελικές αγκύλες [ ] τελείες της έκτασης. - 121-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ Τα στερεότυπα μπορεί να αλλάζουν, καθώς ανακαλύπτουμε περισσότερα για ένα συγκεκριμένο πράγμα ή υλικό. Αν όντως έχουμε ένα γνήσιο όρο φυσικού είδους, η αναφορά του όρου θα παραμείνει η ίδια, ακόμα κι αν οι στερεοτυπικές απόψεις του είδους αλλάξουν. Ως εκ τούτον, η θεμελιώδης αρχή της ταυτότητας ενός όρου ^μετατοπίζεται από τη ση^ιασία τον Frege στην αναφορά τον Putnam. Ο Putnam είχε πάντα αντιρρήσεις για την ασυμμετρία νοήματος. Ο οπαδός της ασυμμετρίας νοήματος υποστηρίζει, αβάσιμα, ότι όποτε μια θεωρία αλλάζει, σταματάμε να μιλάμε για το ίδιο πράγμα. Ο Putnam απαντά ρεαλιστικά ότι αυτό είναι παράλογο. Φυσικά και μιλάμε για το ίδιο πράγμα, δηλαδή για τη σταθερή έκταση του όρου.Ι Ό τ α ν ο Putnam ανέπτυξε τη θεωρία του της αναφοράς, εξακολουθούσε να είναι επιστημονικός ρεαλιστής. Η ασυμμετρία νοήματος βλάπτει τον επιστημονικό ρεαλισμό κι έτσι υποχρέωσε τον Putnam να αναπτύξει μια θεωρία νοήματος, για να αποφύγει τις παγίδες της ασυμμετρίας. Αυτό είναι ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Υπάρχει κι ένα θετικό. Για παράδειγμα, ο van Fraassen είναι ένας αντιρεαλιστής, που, όπως κι εγώ, πιστεύει ότι η θεωρία του νοήματος θα έπρεπε να καταλαμβάνει πολύ μικρό χώρο στη φιλοσοφία της επιστήμης. Ωστόσο, αυτός πειράζει το ρεαλιστή, που είναι πεπεισμένος ότι υπάρχουν ηλεκτρόνια: «Τίνος το ηλεκτρόνιο παρατήρησε ο Millikan; Του Lorentz, του Rutherford, του Bohr ή του Schrodinger;» {Η επιστημονική εικόνα, σελ. 214). Η περιγραφή της αναφοράς του Putnam παρέχει στο ρεαλιστή την προφανή απάντηση: Ο Millikan μέτρησε το φορτίο του ηλεκτρονίου. Οι Lorentz, Rutherford, Bohr, Schrodinger και Millikan μιλούσαν όλοι για ηλεκτρόνια. Είχαν διαφορετικές θεωρίες για τα ηλεκτρόνια. Συχνά τα στερεότυπα που είναι της μόδας για τα ηλεκτρόνια διαφέρουν, αλλά η αναφορά είναι αυτή που ορίζει την ομοιότητα αυτών που συζητάμε. Αυτή η απάντηση προχωρά ένα επικίνδυνο βήμα πιο πέρα από αυτά που έχουν ειπωθεί ως τώρα. Στην περίπτωση του νερού και του γλυπτόδοντα φαίνεται ότι υπάρχει ένα καλός τρόπος σύνδεσης των λέξεων με τον κόσμο. Τουλάχιστον μπορούμε να δείξουμε κάποιο από αυτό το υλικό, το νερό* μπορούμε να δείξουμε, να φωτογραφήσουμε ή να αναπλάσουμε το σκελετό ενός μέλους αυτού του είδους, του γλυπτόδοντα. Δεν μπορούμε να δείξουμε τα ηλεκτρόνια. Πρέπει να δείξουμε πώς λειτουργεί η θεωρία του Putnam πάνω στις θεωρητικές οντότητες. - 122-
αναφορα
Στις επόμενες ενότητες περιγράφω μερικές πραγματικές διαδικασίες ονοματοδοσίας. Θα όφειλε κανείς να πάρει μια μυρωδιά των παράξενων πραγμάτων που συμβαίνουν στην επιστήμη, σε αντίθεση με τα περιορισμένης φαντασίας πεζά γεγονότα που κατοικοεδρεύουν στο βασίλειο της επιστημονικής φαντασίας. Αποτελεί ελάττωμα των δοκιμίων του Putnam το ότι προτιμά τα παραμυθία και όχι τα γεγονότα. Τα γεγονότα αποκαλύπτουν κάποιες ατέλειες στο απλουστευμένο νόημα του «νοήματος» του Putnam. Ωστόσο, μας αποκάλυψε το ψευτοπρόβλημα της ασυμμετρίας νοήματος. Δε χρειαζόμαστε καμιά θεωρία περί ονομάτων, για να ονομάσουμε τα ηλεκτρόνια. (Υποστηρίζω ενδόμυχα, σε φιλοσοφική βάση, ότι για λόγους αρχής δεν μπορεί να υπάρξει καμία ολοκληρωμένη, γενική θεωρία του νοήματος ή της ονομασίας). Χρειάζεται μόνο να βεβαιωθούμε ότι μια φανερά λανθασμένη θεωρία δεν είναι η μόνη πιθανή θεωρία. Ο Putnam το έκανε αυτό. Πρέπει επίσης να προειδοποιήσω για κάποια προαιρετικά συμπληρώματα, που προστίθενται μερικές φορές στην περιγραφή του Putnam. Οι ιδέες του Putnam αναπτύχθηκαν σε μια εποχή που ο Saul Kripke παρουσίασε ανεξάρτητα δύο αξιοσημείωτες διαλέξεις, που τώρα έχουν εκδοθεί με τον τίτλο Ονοματοδοσία και Αναγκαιότητα (Naming and Necessity). Ο Kripke υποστηρίζει ότι όταν κάποιος ονομάσει επιτυχώς ένα φυσικό είδος πραγμάτων, ένα πράγμα αυτού του είδους πρέπει, ως τμήμα ακριβώς της ουσίας του, ακριβώς της φύσης του, να είναι αυτού του είδους. Αυτό μας γυρνά πίσω σε μια φιλοσοφία, την οποία οφείλουμε στον Αριστοτέλη, που ονομάζεται ουσιοκρατία (essentialism). Σύμφωνα με τον Kripke, αν το νερό είναι στην πραγματικότητα Η2Ο, τότε το νερό είναι απαραιτήτως Η2Ο. Ως ζήτημα μεταφυσικής αναγκαιότητας δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο. Φυσικά, σύμφωνα με αυτά που γνωρίζουμε, μπορεί να είναι κάτι άλλο, αλλά αυτό είναι επιστημονικό ζήτημα. Αυτή η ουσιοκρατία συνδέεται μόνο κατά συντυχία με το νόημα του «νοήματος» του Putnam. Οι αναφορές του δεν είναι απαραίτητο να είναι «ουσίες». Ο D. Η. Mellor μάς παρέχει τα επιχειρήματα για να αντισταθούμε σ' αυτήν την ιδέα, τουλάχιστον όσον αφορά στη φιλοσοφία της επιστήμης.^ (Αυτό είναι άλλο ένα παράδειγμα της ανάγκης των φιλοσόφων της επιστήμης να είναι επιφυλακτικοί με τις θεωρίες του νοήματος). Παρά το εσωτερικό ενδιαφέρον των ιδεών του Kripke για τους σπουδαστές της λογικής, αυτές δεν προστίθενται εδώ στη δική μου εκδοχή των ιδεών του Putnam. 'D. Η. Mellor, «Natural kinds», British Journal for the Philosophy of Science 28 (1977), σσ. 299-312.
- 123-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
ΒΑΠΤΊΖΟΝΤΑς TO ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΟ Νέα φυσικά είδη, όπως τα ηλεκτρόνια, συχνά είναι το αποτέλεσμα αρχικών υποθέσεων, οι οποίες σταδιακά εκφράζονται σε θεωρία και πείραμα. Ο Putnam υποστηρίζει ότι δεν είναι απαραίτητο να καταδείξεις κάποια πραγμάτωση ενός φυσικοΰ είδους, προκειμένου να το ξεχωρίσεις και να το ονομάσεις. Επιπλέον, αυτό δεν είναι ποτέ αρκετό. Ένας πολύ γνωστός ισχυρισμός, που συχνά αποδίδεται στον Wittgenstein, είναι ότι οποιοδήποτε πλήθος κατάδειξης παραδειγμάτων και ονομασίας τους ως μήλα μπορεί να συμφωνεί με αρκετούς - ή αορίστως πολλούς - τρόπους εφαρμογής της λέξης «μήλο» στη συνέχεια. Επιπλέον, κανένα πλήθος ορισμού των μήλων δεν αποτρέπει, θεωρητικά, την πιθανότητα να διακλαδιστεί ο κανόνας για τη χρησιμοποίηση της λέξης «μήλο» σε αορίστως πολλούς δΙιφορετικούς τρόπους - για να μην αναφερθούμε στις περίεργες μεταφορές μας, όπως αυτό το μέρος του λαιμού του ανθρώπου που ονομάζουμε μήλο του Αδάμ ή το «βελανιδόμηλο», μια μεγάλη σκληρή μπάλα στις βελανιδιές της Καλιφόρνια, που χρησιμεύει ως φωλιά παρασίτων. Ανεξάρτητα από το πώς αισθανόμαστε γι' αυτό το υποτιθέμενο δόγμα του Wittgenstein, είναι τουλάχιστο σαφές ότι η κατάδειξη δεν είναι ποτέ αρκετή. Αυτό που καταφέρνει η κατάδειξη είναι να μας προμηθεύσει μια αιτιακή, ιστορική σύνδεση μεταξύ της δικής μας λέξης «μήλο» κι ενός συγκεκριμένου είδους φρούτου, τα μήλα. Αυτή η σύνδεση θα μπορούσε να καθιερωθεί και με άλλους τρόπους, όπως φαίνεται από την ιστορική ανάπτυξη της θεωρίας και του πειράματος γύρω από τη λέξη «ηλεκτρόνιο». Ο Putnam μάς διηγείται μια ιστορία για τον Bohr και το ηλεκτρόνιο. Ο Bohr, σύμφωνα με τον Putnam, είχε μια θεωρία για τα ηλεκτρόνια. Δεν ήταν μια απόλυτα σωστή θεωρία, αλλά τράβηξε την προσοχή μας σ' αυτό το φυσικό είδος πραγμάτων. Ο Putnam ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε να εφαρμόσουμε ένα είδος αρχής επιείκειας. Ο Putnam το ονομάζει αρχή του «πλεονεκτήματος της αμφιβολίας» ή, όπως το θέτει με παιχνιδιάρικη διάθεση, το «πλεονέκτημα του βαπτιζομένου»*. Μπορεί να αμφιβάλλουμε γι' αυτά που έκανε ο Bohr, αλλά με δεδομένη τη θέση του στην ιστορική μας παράδοση, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μιλούσε πράγματι για τα ηλεκτρόνια, αν και με μια ανεπαρκή θεωρία. Ως συνήθως, προτιμώ την αλήθεια από την επιστημονική φαντασία. Ο Bohr δεν επινόησε τη λέξη «ηλεκτρόνιο», αλλά οικειοποιήθηκε μια λέξη με
* Σ.τ.Μ.: Το λογοπαίγνιο στα αγγλικά είναι: «The benefit of the doubt» και «The benefit of the dubbed», αντίστοιχα.
- 124-
αναφορα
καθιερωμένη χρήση. Έκανε υποθέσεις για ένα ήδη αρκετά κατανοητό σωματίδιο. Το ακριβές ιστορικό είναι το ακόλουθο. Η λέξη «ηλεκτρόνιο» ήταν η λέξη που προτάθηκε το 1891 για τη στοιχειώδη μονάδα ηλεκτρισμού. Ο Johnstone Stoney έγραφε για μια τέτοια στοιχειώδη μονάδα ήδη από το 1874 και τη βάφτισε «ηλεκτρόνιο» το 1891. Το 1897 ο J. J. Thomson απέδειξε ότι οι καθοδικές ακτίνες αποτελούνται από αυτά που τότε ονομάζονταν «υποατομικά σωματίδια» και είχαν ένα ελάχιστο αρνητικό φορτίο. Αυτά τα σωματίδια ονομάζονταν «σωμάτια» (corpuscles) για πολΰ καιρό από τον Thomson, ο οποίος δικαίως πίστευε ότι είχε ανακαλύψει κάποιο θεμελιώδες υλικό. Καθόρισε τη μάζα τους. Στο μεταξύ, ο Lorentz επεξεργαζόταν τη θεωρία ενός σωματιδίου με ελάχιστο φορτίο, το οποίο σύντομα ονόμασε ηλεκτρόνιο. Γύρω στα 1908 ο MiUikan μέτρησε αυτό το φορτίο. Η θεωρία του Lorentz και άλλων αποδείχτηκε ότι συνδέεται ωραία με το πειραματικό έργο. Κατά τη γνώμη μου ο Johnstone Stoney έκανε εικασίες, όταν έλεγε ότι υπάρχει μια ελάχιστη μονάδα ηλεκτρικού φορτίου. Του δίνουμε το πλεονέκτημα της αμφιβολίας ή μάλλον το πλεονέκτημα του βαπτιστή, διότι αυτός επινόησε το όνομα. Αν θέλετε, κι αυτός μιλούσε για ηλεκτρόνια (έχει σημασία;). Δεν έχω καμία αμφιβολία, ωστόσο, σχετικά με τον Thomson και τον Milhkan. Βρίσκονταν στο σωστό δρόμο, για να καθιερώσουν την πραγματικότητα αυτών των φορτισμένων υποατομικών σωματιδίων, με τον πειραματικό προσδιορισμό της μάζας και του φορτίου τους. Ο Thomson είχε πράγματι μια εσφαλμένη εικόνα για το άτομο, που συχνά ονομάζεται πρότυπο του σταφιδόψωμου*. Το άτομό του περιείχε ηλεκτρόνια σαν σταφίδες μέσα σε μια αγγλική πουτίγκα. Αλλά ο οπαδός της ασυμμετρίας θα ήταν παράλογος, αν έλεγε ότι ο Thomson μέτρησε τη μάζα κάποιου άλλου πράγματος και όχι του ηλεκτρονίου - του δικού μας ηλεκτρονίου, του ηλεκτρονίου του Millikan, του ηλεκτρονίου του Bohr. Το ηλεκτρόνιο παρέχει μια επιτυχημένη απεικόνιση της άποψης του Putnam για την αναφορά. Γνωρίζουμε πολύ περισσότερα απ' ό,τι ο Thomson. Έχουμε βρει πολλές φορές ότι οι υποθέσεις για τα ηλεκτρόνια και τα πειράματα πάνω στα ηλεκτρόνια μπορούν να εναρμονιστούν. Στις αρχές της δεκαετίας του '20 ένα πείραμα από τους Ο. Stern και W. Gerlach υπέδειξε ότι τα ηλεκτρόνια έχουν στροφορμή και λίγο αργότερα, το 1925, οι S. Α. Goudsmit και G. Ε. Uhlenbeck διατύπωσαν τη θεωρία του σπιν των ηλε-
' Σ.τ.Μ.: ή - επί λέξει της - «πουτίγκας».
- 125-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
κτρονίων. Προς το παρόν κανείς δεν αμφισβητεί ότι το ηλεκτρόνιο είναι ένα φυσικό είδος θεμελιώδους σημασίας. Σήμερα πολλοί φαντάζονται ότι το ηλεκτρόνιο δεν είναι φορτισμένο με την ελάχιστη μονάδα ηλεκτρικού φορτίου. Τα κουάρκ, εικάζεται, έχουν φορτίο 1/3^', αλλά αυτό δεν προσβάλλει την πραγματικότητα ή τη γνησιότητα των ηλεκτρονίων. Σημαίνει μόνο ότι ένα κομμάτι του μακρόβιου στερεοτύπου τους πρέπει να αναθεωρηθεί.
ΟΞΕΑ: ΔΙΑΚΛΑΔΙΖΟΜΕΝΑ ΕΙΔΗ Ένα από τα πρώτα παραδείγματα του Putnam αφορά στα οξέα. Η λέξη «οξΰ» δεν υποδηλώνει μια θεωρητική οντότητα, αλλά είναι ένας όρος φυσικού είδους, όπως το «νερό». Ο οπαδός ττκ ασυμμετρίας θα έλεγε ότι εννοούμε κάτι διαφορετικό με τη λέξη «οξΰ» απα αυτό που εννοούσε ο Lavoisier ή ο Dalton γύρωι στα 1800. Οι θεωρίες μας για τα οξέα έχουν αλλάξει σημαντικά, αλλά ο Putnam υποστηρίζει ότι μιλάμε ακόμα για το ίδιο είδος υλικού όπως και οι πρωτοπόροι της νέας χημείας. Έχει δίκιο ο Putnam; Σίγουρα υπάρχει μια σημαντική ομάδα ιδιοτήτων στο επαγγελματικό στερεότυπο για τα οξέα: τα οξέα είναι ουσίες που σε διάλυμα νερού έχουν ξινή γεύση και αλλάζουν το χρώμα των δεικτών, όπως το βάμμα του ηλιοτροπίου. Αντιδρούν με πολλά μέταλλα σχηματίζοντας υδρογόνο και αντιδρούν με βάσεις σχηματίζοντας άλατα. Ο Lavoisier και ο Dalton θα συμφωνούσαν απόλυτα με αυτό το στερεότυπο. Ο Lavoisier έτυχε να έχει μια λανθασμένη θεωρία για τέτοιες ουσίες, διότι πίστευε ότι κάθε οξύ περιέχει οξυγόνο. Πράγματι όρισε τα οξέα με αυτόν τον τρόπο, αλλά το 1810ο Davy απέδειξε ότι έκανε λάθος, καθώς το μουριατικό οξύ είναι απλώς HC1, αυτό που τώρα ονομάζουμε υδροχλωρικό οξύ. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Lavoisier και Dalton μιλούσαν για το ίδιο υλικό. Δυστυχώς για την επιλογή παραδείγματος του Putnam, τα οξέα δεν είναι μια τόσο επιτυχημένη ιστορία όσο τα ηλεκτρόνια. Ό λ α πήγαιναν καλά μέχρι το 1923. Εκείνη τη χρονιά ο J. Ν. Br0nsted στη Νορβηγία και ο Τ. Μ. Lowry στη Βρετανία δημιούργησαν ένα νέο ρρισμό για το «οξύ», ενώ ο G. Ν. Lewis στις Η.Π.Α. δημιούργησε ένα διαφορετικό ορισμό. Σήμερα υπάρχουν δύο φυσικά είδη: τα οξέα των Br0nsted - Lowry και τα οξέα του Lewis. Φυσικά και τα δύο αυτά είδη οξέων περιλαμβάνουν όλα τα τυπικά οξέα, αλλά μερικες ουσίες είναι οξέα μόνο ενός από τα δύο είδη. Ένα οξύ κατά Br0nsted - Lowry είναι μέλος ενός είδους που έχει την τάση να χάνει ένα πρωτόνιο (ενώ οι βάσεις έχουν την τάση να κερδίζουν ένα). - 126-
αναφορα
Ένα οξΰ κατά Lewis ανήκει σε ένα είδος που μπορεί να δεχτεί ένα ζευγάρι ηλεκτρονίων από μια βάση, σχηματίζοντας ένα χημικό δεσμό που αποτελείται από ένα ζευγάρι κοινών ηλεκτρονίων. Οι δύο ορισμοί τυχαίνει να συμφωνούν για τις βάσεις αλλά όχι για τα οξέα, επειδή τα τυπικά οξέα του Lewis δεν περιέχουν πρωτόνια, τα οποία είναι προϋπόθεση για να ανήκει κάτι στα οξέα των Br0nsted - Lowry. Ό π ω ς το αντιλαμβάνομαι εγώ, οι περισσότεροι χημικοί προτιμούν την περιγραφή των Br0nsted - Lowry για τις περισσότερες περιπτώσεις, επειδή φαίνεται να παρέχει μια πιο ικανοποιητική εξήγηση για πολλές πλευρές της οξύτητας. Από την άλλη, η περιγραφή του Lewis χρησιμοποιείται για ορισμένες περιπτώσεις και αρχικά παρακινήθηκε από συγκεκριμένους παραλληλισμούς προς τα παλαιότερα φαινομενολογικά χαρακτηριστικά των οξέων. Ένας χημικός, αυθεντία στον τομέα του, γράφει: «πολυάριθμες μακροσκελείς ανταλλαγές έντονων λεκτικών επιθέσεων έχουν λάβει χώρα, οι οποίες αφορούν στις σχετικές αξίες των ορισμών των οξέων και των βάσεων από τους Br0nsted - Lowry και Lewis. Η διαφορά σχετίζεται κυρίως με την ονοματολογία και ελάχιστα με την επιστήμη». Ωστόσο ο φιλόσοφος της ονοματοδοσίας θα πρέπει να συνεχίσει να ρωτά αν ο Lavoisier, όταν μιλούσε για οξέα, εννοούσε αυτά των Br0nsted - Lowry ή του Lewis. Προφανώς δεν εννοούσε κανένα από τα δύο. Εμείς τώρα πρέπει να εννοούμε το ένα ή το άλλο είδος; Όχι, παρά μόνο για συγκεκριμένους ειδικούς σκοπούς. Νομίζω πως αυτό το παράδειγμα είναι κάπως μέσα στο πνεύμα της προσέγγισης του νοήματος από τον Putnam. Υπάρχει, ωστόσο, ένα πρόβλημα, αν εκλάβουμε τον Putnam κυριολεκτικά. Το νόημα του «οξέος» το 1920 (δηλαδή πριν από το 1923) όφειλε να έχει τις τελείες της έκτασης συμπληρωμένες. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση των Br0nsted-Lowry; Ή του Lewis; Από τη στιγμή που και οι δύο σχολές της χημείας επέκτειναν εν μέρει τη θεωρία των οξέων, θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε «όλα τα πράγματα που είχε συμφωνηθεί ότι είναι οξέα το 1920, πριν αρχίσει η επέκταση». Αλλά αυτό σχεδόν σίγουρα ^εν είναι ένα φυσικό είδος. Μπορούμε να δοκιμάσουμε τον κοινό τόπο των δύο ορισμών, αλλά αμφιβάλλω αν κι αυτό είναι ένα φυσικό είδος. Αυτό το παράδειγμα μάς θυμίζει ότι η ιδέα του νοήματος δεν έχει προσαρμοστεί καλώς στη φιλοσοφία της επιστήμης. Θα έπρεπε να μας απασχολούν τα είδη των οξέων, όχι τα είδη του νοήματος.
ΘΕΡΜΙΔΙΚΟ: Η ΜΗ Ο Ν Τ Ο Τ Η Τ Α Οι άνθρωποι μιλούν για το φλογιστό, όταν θέλουν να αναφερθούν σε ένα μη υπαρκτό φυσικό είδος. Το θερμιδικό είναι ωστόσο πιο ενδιαφέρον. Ό τ α ν - 127-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
ο Lavoisier ξεφορτώθηκε τη φλογιστική θεωρία, εξακολουθούσε να χρειάζεται κάποια περιγραφή της θερμότητας. Αυτήν τη βρήκε στο θερμιδικό. Ακριβώς όπως και με τη λέξη «ηλεκτρόνιο», ξέρουμε ακριβώς πότε η ουσία βαπτίστηκε θερμιδικό. Δε συνέβη με έναν τυχαίο τρόπο. Το 1785 υπήρχε μια γαλλική επιτροπή χημικής ονοματολογίας, η οποία αποφάσιζε πώς πρέπει να αποκαλούνται τα πράγματα. Πολλές ουσίες διατηρούν το όνομά τους από τότε μέχρι σήμερα. Ένα καινούργιο όνομα ήταν το calorique (θερμιδικό), ένας ακριβής όρος για να αντικατασταθεί μια έννοια της παλιάς λέξης chaleur. Υπέθεσαν ότι το θερμιδικό δεν έχει καθόλου (ή έχει μη ζυγίσιμη) μάζα και ότι ήταν η ουσία που ονομάζουμε θερμότητα. Δεν αποδέχτηκαν όλοι τον επίσημο γαλλικό ορισμό. Οι Βρετανοί συγγραφείς μιλούσαν ειρωνικά γι' «αυτό που οι Γάλλοι επιμένουν να αποκαλούν θερμιδικό, (|ταν υπάρχει μια πολΰ καλή αγγλική λέξη, η 'φω-ριρ'». ^ Υπάρχει η τάση να θεωρούμε τα υλικά όπως το θερμιδικό απλώς ηλιθιότητες. Αυτό είναι λάθος. Ό π ω ς παρατήρησα στο κεφάλαιο 5, το θερμιδικό παίζει έναν πραγματικό ρόλο στον τελευταίο τόμο του έργου του Laplace Ουράνια Μηχανική {Celestial Mechanics) και όχι ως «φωτιά». Ο Laplace ήταν μεγάλος οπαδός του Newton και oxr\y Οπτική {Optics) ο Newton είχε υποθέσει ότι η λεπτή δομή του σύμπαντος αποτελείται από σωματίδια εφοδιασμένα με ελκτικές και απωστικές δυνάμεις. Ο ρυθμός εξασθένησης αυτών των δυνάμεων ποικίλλει από περίπτωση σε περίπτωση (ο ρυθμός εξασθένησης για τη δύναμη της βαρύτητας είναι ανάλογος με το τετράγωνο της απόστασης). Ο Laplace αξίωσε διαφορετικούς ρυθμούς εξασθένησης για την έλξη και την άπωση του θερμιδικού προς τα άλλα σωματίδια. Έτσι μπόρεσε να λύσει ένα από τα κυριότερα προβλήματα του αιώνα. Η φυσική του Newton τα είχε μέχρι τότε θαλασσώσει εντελώς στην εξήγηση της ταχύτητας του ήχου στον αέρα. Από τις υποθέσεις του για το θερμιδικό ο Laplace μπόρεσε να βρει ένα λογικό αποτέλεσμα, πολύ κοντά στους διαθέσιμους πειραματικούς υπολογισμούς. Ο Laplace ήταν δικαίως υπερήφανος για το κατόρθωμά του - πριν ακόμα δημοσιεύσει το έργο του, όμως, ο Rumford είχε πείσει μερικούς ότι δεν μπορεί να υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως το θερμιδικό. Το θερμιδικό δε φαίνεται να αποτελεί πρόβλημα για το νόημα του «νοήματος» του Putnam. Αυτή είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου μπορούμε να συμπληρώσουμε τις τελείες της έκτασης. Η έκταση είναι το κενό σύνολο. Αλλά αυτό είναι υπερβολικά απλό. Θυμηθείτε ότι ο Putnam προσπαθούσε να εξηγήσει το πώς τόσο εμείς όσο και ο Lavoisier μπορούμε να - 128-
αναφορα
μιλάμε για οξέα. Το μεγαλύτερο μέρος της απάντησης μάς το παρέχουν οι τελείες της έκτασης. Τι γίνεται όμως με το θερμιδικό; Η κοινότητα των Γάλλων επαναστατών επιστημόνων - άνδρες όπως ο Berthollet, ο Lavoisier, ο Biot και ο Laplace - είχαν όλοι διαφορετικές θεωρίες για το θερμιδικό. Εξακολουθούσαν όμως να μπορούν να μιλούν μεταξύ τους και μου φαίνεται ότι μιλούσαν για το ίδιο πράγμα. Η εύκολη παρατήρηση είναι, ναι, για το ίδιο πράγμα, δηλαδή για τίποτα. Αλλά αυτοί οι τέσσερις μεγάλοι άνδρες δε μιλούσαν για το ίδιο πράγμα όπως οι προκάτοχοί τους, οι οποίοι συζητούσαν για το φλογιστό, επίσης μηδενικής έκτασης. Χαίρονταν που γνώριζαν ότι το θερμιδικό δεν είναι φλογιστό. Η θεωρία του Putnam δε δίνει μια ικανοποιητική περιγραφή τού γιατί το «θερμιδικό» έχει το ίδιο νόημα για όλους αυτούς τους ανθρώπους: ένα νόημα διαφορετικό από το φλογιστό. Τα στερεότυπά τους για το θερμιδικό ήταν διαφορετικά από εκείνα για το φλογιστό - αλλά όχι τόσο διαφορετικά. Ούτε, στη θεωρία του Putnam, είναι τα στερεότυπα αυτά που ορίζουν το νόημα. Νομίζω πως το μάθημα είναι ότι το γλωσσικό παιχνίδι της ονομασίας υποθετικών οντοτήτων μπορεί περιστασιακά να λειτουργεί καλά, ακόμα κι αν δεν ονομάζεται κάποιο πραγματικό αντικείμενο.
ΜΕΣΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΥΟΝΙΑ: ΠΩΣ 0 1 ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΛΕΒΟΥΝ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ Είναι πιο εύκολο να δώσεις παλαιότερα παραδείγματα απ' ό,τι πρόσφατα, επειδή πολλά παλιά παραδείγματα έχουν μετατραπεί σε γενική γνώση. Αλλά η φιλοσοφία της επιστήμης χάνει σε πλούτο, όταν προσκολλάται στο παρελθόν. Έτσι, το τελικό μου παράδειγμα θα είναι περισσότερο σύγχρονο και αντίστοιχα πιο δύσκολα κατανοητό. Επεξηγεί ένα απλό σημείο. Μπορείς να βαπτίσεις κάποια χ με το καινούργιο όνομα Ν μ ε τ ά να αποφασιστεί ότι κάποιο εντελώς διαφορετικό αντικείμενο y είναι Ν. Κάποιο άλλο όνομα πρέπει να βρεθεί για τα χ Οι ονομασίες δεν είναι προσκολλημένες κάπου μπορούν να κλαπούν. Ό π ο ι ο ς πιστεύει ότι η αναφορά λειτουργεί με μια αιτιακή και ιστορική σύνδεση με το αντικείμενο που ονομάζεται πρέπει να σκεφτεί το ακόλουθο παράδειγμα. Το μεσόνιο είναι ένα μεσαίου βάρους σωματίδιο, βαρύτερο από ένα ηλεκτρόνιο κι ελαφρύτερο από ένα πρωτόνιο. Υπάρχουν πολλά είδη μεσονίων. Το μυόνιο μοιάζει αρκετά με το ηλεκτρόνιο, αλλά είναι 207 φορές βαρύτερο. Τα μεσόνια είναι πολύ ασταθή. Διασπώνται σε ελαφρύτερα μεσόνια και μυόνια και μετά σε ηλεκτρόνια, νετρίνα και φωτόνια. Τα μυόνια διασπώνται σε ηλεκτρό- 129-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
νια και δύο είδη νετρίνων. Τα περισσότερα μυόνια προέρχονται από διάσπαση μεσονίων. Εφόσον και τα μυόνια είναι φορτισμένα, πρέπει να χάσουν το φορτίο τους, όταν διασπώνται. Αυτό το κάνουν με ιονισμό, δηλαδή αποσπώντας ηλεκτρόνια από άτομα. Αφού και αυτή η διαδικασία δαπανά μικρή ενέργεια, τα μυόνια είναι πολύ διεισδυτικά. Εμφανίζονται στις κοσμικές ακτίνες και αποτελούν εκείνο το τμήμα της ακτινοβολίας, που μπορεί να ταξιδέψει μίλια κάτω από την επιφάνεια της Γης για να ανιχνευθεί στο βάθος ενός ορυχείου. Το θεμελιώδες γεγονός γι' αυτά τα δύο είδη οντοτήτων σχετίζεται με τις δυνάμεις και τις αλληλεπιδράσεις. Υπάρχουν τέσσερα είδη δυνάμεων στο σύμπαν: η ηλεκτρομαγνητική, η βαρυτική, η ασθενής και η ισχυρή πυρηνική. Περισσότερες εξηγήσεις για τις δύο τελευταίες θα δοθούν στο κεφάλαιο 16. Προς το παρόν είναι απλ^ς υποδηλωτικά ονόματα. Οι ισχυρές δυνάμεις συνδέουν τα νετρόνια και'τα πρωτόνια στον πυρήνα, ενώ οι ασθενείς δυνάμεις μπορούν να ερμηνεύσουν ραδιενεργές διασπάσεις. Τ α μεσόνια έχουν να κάνουν με τις ισχυρές δυνάμεις και αρχικά απαίτησαν την ύπαρξή τους αξιωματικά, για να εξηγήσουν πώς ο πυρήνας παραμένει ενωμένος. Αυτά υπόκεινται σε ισχυρές αλληλεπιδράσεις. Τ α μυόνια υπόκεινται μόνο σε ασθενείς αλληλεπιδράσεις. Καθώς η κβαντομηχανική εφαρμόστηκε στην ηλεκτροδυναμική, γύρω στα 1930, προέκυψε η κβαντική ηλεκτροδυναμική ή QED για συντομία. Από τότε αυτή έχει αποδειχθεί η καλύτερη θεωρία για το σύμπαν που έχει επινοηθεί ποτέ, η οποία εφαρμόζεται σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα φαινομένων και μεγεθών οντοτήτων από οτιδήποτε άλλο ως τότε γνωστό. (Τσως είναι η εκπλήρωση του ονείρου του Newton στην Οπτική). Στην αρχή οι υποθέσεις της ήταν απλοϊκές, όπως για παράδειγμα ότι το ηλεκτρόνιο είναι σημειακό. Θεωρήθηκε ως δεδομένο ότι μερικές από τις εξισώσεις της θα εμφάνιζαν ιδιομορφίες χωρίς ανταπόκριση σε κάποιο πραγματικό φυσικό πρόβλημα και ότι αυτό θα διορθωνόταν με ποικίλες ad hoc προσεγγίσεις, όπως για παράδειγμα προσθέτοντας επιπλέον όρους σε μια εξίσωση. Αρχικά θεωρήθηκε ότι η υπάρχουσα κβαντική ηλεκτροδυναμική (QED) δεν έβρισκε εφαρμογή στα πολύ διεισδυτικά σωματίδια των κοσμικών ακτίνων. Αυτά θα πρέπει να είναι υψηλής ενέργειας ηλεκτρόνια, και ηλεκτρόνια με τόση μεγάλη ενέργεια θα προκαλούσαν μια ιδιομορφία στις εξισώσεις της QED. Αυτό δεν προξένησε ανησυχίες σε κανέναν, μιας και η φυσική είναι κυρίως θέμα τέτοιων προσαρμογών στις εξισώσεις. Το 1934 οι Η. Α. Bethe και W. Η. Heitler ανακάλυψαν μια σημαντική συνέπεια της QED. Ονομάζεται τύπος της ενεργειακής απώλειας και βρί- 130-
ΑΝΑΦΟΡΑ σκει εφαρμογή στα ηλεκτρόνια. Τ ο 1936 δυο ομάδες μελετητών (οι C. D. Anderson και S. Η. Neddermeyer και οι J. C. Street και Ε. C. Stevenson) μελετώντας τις κοσμικές ακτίνες σε θαλάμους ιονισμού μπόρεσαν να αποδείξουν ότι τα πιο ενεργά σωματίδια στις κοσμικές ακτίνες δεν υπακούουν στον τύπο της ενεργειακής απώλειας των Bethe - Heitler. Στην ουσία, εκείνη την εποχή επαληθεύτηκε η Q E D , αντίθετα προς τις προσδοκίες. Οι εξισώσεις της Q E D ήταν καλές* ωστόσο υπήρχε ένα νέο σωματίδιο, που μέχρι τότε κανείς δεν το φανταζόταν. Αυτό ονομάστηκε μεσοτρόνιο, επειδή η μάζα του ήταν ανάμεσα στη μάζα του ηλεκτρονίου και του πρωτονίου. Αυτό το όνομα σύντομα συντομεύτηκε σε μεσόνιο. Στο μεταξύ, το 1935 ο Η . Yukawa έκανε υποθέσεις για το τι κρατούσε τον πυρήνα ενωμένο. Θεώρησε αξιωματικά ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα νέο είδος αντικειμένου, επίσης ενδιάμεσης μάζας μεταξύ ηλεκτρονίου και πρωτονίου. Προφανώς, ασχολήθηκε με ένα πρόβλημα εντελώς διαφορετικό από τις κοσμικές ακτίνες και δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι οι Anderson, Neddermeyer, Street ή Stevenson γνώριζαν για τα προβλήματα των ισχυρών δυνάμεων. Η υπόθεση και το πείραμα γρήγορα συνδέθηκαν από ανθρώπους όπως ο Niels Bohr και υποτέθηκε ότι η θεωρία του Yukawa έβρισκε εφαρμογή στα μεσόνια που ανακαλύφτηκαν από τους πειραματιστές. Γνωρίζουμε ακριβώς πότε και πώς έγινε η βάπτιση του πειραματικού σωματιδίου. Ο Millikan έγραψε στο Physical Review τα ακόλουθα:^ Αφού διάβασα την ανακοίνωση του καθηγητή Bohr στην British Association τον περασμένο Σεπτέμβρη, στην οποία πρότεινε δοκιμαστικά το όνομα «γιουκόνιο» για το προσφάτως ανακαλυφθέν σωματίδιο, του έγραψα αναφέροντας επί τη ευκαιρία το γεγονός ότι οι Anderson και Neddermeyer είχαν προτείνει το όνομα «μεσοτρόνιο» (ενδιάμεσο σωματίδιο) ως το πιο κατάλληλο όνομα. Μόλις έλαβα την απάντηση του Bohr σ' αυτήν την επιστολή, στην οποία γράφει: «Με ευχαρίστηση σας ανακοινώνω ότι άπαντα τα μέλη ενός μικρού συνεδρίου για τα προβλήματα των κοσμικών ακτινών, συμπεριλαμβανομένων και των Auger, Blackett, Fermi, Heisenberg και Rossi, το οποίο μόλις έλαβε χώρα στην Κοπεγχάγη, ^ Αυτή η επιστολή εκδόθηκε στο The Physical Reviews 55 (1939) σελ. 105. Τα άρθρα που χρησιμοποιούν τον τΰπο απώλειας της ενέργειας των Bethe—Heitler για να αποκαλύψουν τα αρχικά μεσόνια (μυόνια) είναι των S. Η. Neddermeyer και C. D. Anderson, ibid. 51 (1937), σσ. 884-6, στηρίζονται σε δεδομένα υπολογισμού και φωτογραφίες, ibid'b^ (1936), σσ. 236-7. Επίσης]. C. Street και Ε. C. Stevenson, ibid. 51 (1937), σσ. 1005Α.
-131-
a' μεροσ: αναπαριστωνται
συμφώνησαν πλήρως με την πρόταση του Anderson για το όνομα 'μεσοτρόνιο' για τα διεισδυτικά σωματίδια των κοσμικών ακτίνων.» Robert Α. Millikan Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια Pasadena, Καλιφόρνια /Δεκεμβρίου 1938 Σημειώστε ότι ο Bohr είχε προτείνει το όνομα «γιουκόνιο» προς τιμήν του Yukawa, αλλά το όνομα των πειραματιστών επικράτησε με ομόφωνη συναίνεση. Πράγματι υπήρχαν προβλήματα από την αρχή για το σωματίδιο του 1936, το οποίο ήταν αυτό που χρειαζόταν ο Yukav^a - η υπολογισμένη και η πραγματική διάρκεια ζωής του ήταν εντελώς ασύμφωνες. Πολύ αργότερα, το 1947, άλλο ένα σωματίδιο βρέθηκε στις κοσμικές ακτίνες, ενώ οι νέοι επιταχυντές άρχιζαν να επαληθεύουν την ύπαρξη μιας σειράς σχετικών σωματιδίων σε πειράματα σκέδασης. Αυτά ήταν πράγματα που αναζητούσε ο Yukav^a και ονομάστηκαν 7?μεσόνια. Το σωματίδιο του 1936 έγινε ji μεσόνιο. Μετά από λίγο έγινε φανερό ότι αποτελούσαν δύο εντελώς διαφορετικά είδη - το 77 μεσόνιο και το ft μεσόνιο ήταν σχεδόν τόσο ανόμοια όσο μπορεί να είναι οποιοδήποτε ζεύγος οντοτήτων στη φύση. Το όνομα μεσόνιο διατηρήθηκε για τα σωματίδια μετά το 1947 και το σωματίδιο του 1936 έγινε μυόνιο. Οι σχετικές εξιστορήσεις υποδεικνύουν σήμερα ότι ο Anderson και οι άλλοι έψαχναν στην ουσία για ένα αντικείμενο που θα ταίριαζε στην υπόθεση του Yukawa - μια υπόθεση την οποία δεν είχαν καν ακούσει! Θ α επανέλθω αργότερα στην ερώτηση: «Ποιο έχει προτεραιότητα, η θεωρία ή το πείραμα;» Το κεφάλαιο 9 περιέχει περισσότερα παραδείγματα για το πώς οι εξιστορήσεις που διακατέχονται από τη θεωρία μετατρέπουν τις πειραματικές εξερευνήσεις σε έρευνες μιας θεωρίας, η οποία είναι εντελώς άγνωστη στους πειραματιστές.^ Προς το παρόν το ενδιαφέρον μας στρέφεται στην αναφορά. Η ιστορία του μεσονίου και του μυονίου δεν εναρμονίζεται με το νόημα του «νοήματος» του Putnam. Ο Putnam ήθελε, τελικά, να κάνει την αναφορά να καρφώνει το νόημα. Το όνομα θα εφαρμοζόταν σε μια
Σε μία επιστολή προς τον C. W. F. Everitt για το κοινό μας πρόγραμμα, «Θεωρία ή πείραμα, ποιο προηγείται;» ο τιμημένος με Νόμπελ φυσικός Ε. Purcell υποδεικνύει πολυάριθμα παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο η θεωρία ξαναγράφει την πειραματική ιστορία. Ο έλεγχος της υπόθεσής του για το //-μεσόνιο με οδήγησε να χρησιμοποιήσω το παράδειγμα, για να εξηγήσω την κλοπή της αναφοράς, όπως παραπάνω.
- 132-
αναφορα
οντότητα, η οποία είχε αποκτήσει αυτό το όνομα σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίσταση, όπως γίνεται σε μια βάπτιση. Στη δική μας περίπτωση υπήρξε μια τέτοια βάπτιση, το 1938. Ωστόσο, αυτό ακριβώς το όνομα «μεσοτρόνιο» ή «μεσόνιο» κατέληξε να σημαίνει για τους θεωρητικούς «οτιδήποτε ικανοποιεί την υπόθεση του Yukawa». Εν συντομία, το όνομα απέκτησε μια φρεγκιανή σημασία. Αυτό συνέβη με ή χωρίς βάπτιση. Ό τ α ν συνειδητοποιήθηκε ότι αυτή η σημασία δεν έβρισκε εφαρμογή στο βαπτισμένο αντικείμενο, η βάπτιση ακυρώθηκε και μια καινούργια ονοματοδοσία έλαβε χώρα.
ΝΟΗΜΑ Η θεωρία του νοήματος του Putnam λειτουργεί καλά για επιτυχημένες ιστορίες, όπως του ηλεκτρονίου. Στις λεπτομέρειες φαίνεται η ατέλειά της. Μας αφήνει ανικανοποίητους με διακλαδιζόμενες έννοιες, όπως η οξύτητα. Δεν εξηγεί πώς άνθρωποι με διαφορετικές θεωρίες για μία μη οντότητα, όπως το θερμιδικό, μπορούν να επικοινωνούν το ίδιο καλά μεταξύ τους όσο και οι άνθρωποι με διαφορετικές θεωρίες για πραγματικές οντότητες, όπως ας ποΰμε τα ηλεκτρόνια. Βασίζεται εν μέρει σε ιστορικές ονοματοδοσίες, στο πλεονέκτημα του βαπτιζομένου και σε μια κατάλληλη αιτιακή αλυσίδα που περνάει από την πρώτη βάπτιση στη δική μας τρέχουσα χρήση του ονόματος. Οι πραγματικές κοινότητες αγνοούν με ευχαρίστηση τη βάπτιση, αν το θελήσουν. Εκείνοι που επιζητούν μια θεωρία του νοήματος για τους επιστημονικούς όρους θα πρέπει να βελτιώσουν τον Putnam. Θα πρέπει επίσης να προσέξουν την αντίθεση ανάμεσα στην ιστορία του Putnam και στο τι συμβαίνει, στην πραγματικότητα, στις επιστήμες της ζωής. Αυτή η αντίθεση έχει περιγραφεί καλά από τον John Dupre.^ Έ χ ω μία μόνο νουθεσία. Ό τ α ν οι φιλόσοφοι στρέφονται σ' αυτό το θέμα, ας μην κουνοΰν τα χέρια τους πέραδώθε, για τις ονοματοδοσίες και τις βαπτίσεις κ.ο.κ. Ας ψάξουν, όπως ο Dupre, για παράδειγμα στην ταξινόμηση. Ας μην μιλούμε για τις ονοματοδοσίες αφηρημένα, αλλά για εκείνα τα γεγονότα κατά τα οποία οι γλυπτόδοντες, το θερμιδικό, τα ηλεκτρόνια ή τα μεσόνια πήραν το ονομά τους. Υπάρχει μια πραγματική ιστορία για το καθένα. Υπάρχει μια πραγματική επιστολή από τον Millikan. Υπάρχει μια πραγματική συνεύρεση Γάλλων για τον ονοματισμό ουσιών, συμπεριλαμβανομένου και του θερμιδικού. Υπήρχε ακόμα
^ John Dupre, «Natural kinds and biological taxa», The Philosophical Review 90 (1981), σσ. 66-90.
-133-
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
και ένας πραγματικός Johnstone Stoney. Οι αλήθειες γι' αυτά τα γεγονότα κατατροπώνουν κάθε μέρα τη φιλοσοφική μυθοπλασία. Δεν είχα την πρόθεση να προωθήσω μια φιλοσοφική θεωρία νοήματος. Είχα μόνο τον αρνητικό σκοπό να περιγράψω μια θεωρία νοήματος, η οποία να είναι αρκετά φυσική για μια ευρεία κλίμακα γλωσσικών πρακτικών και η οποία να μην προκαλεί συζητήσεις περί ασυμμετρίας. Είναι το είδος της θεωρίας που χρειάζονται οι οντολογικοί ρεαλιστές της επιστήμης. Διότι αν κάποιος πιστεύει ότι οι θεωρίες μας δεν είναι απόλυτα αληθινές, δε θα θέλει να τις χρησιμοποιήσει για να ορίσει τις οντότητες με μόνιμο τρόπο. Μάλλον προτιμά μια αντίληψη της αναφοράς, η οποία να μην περιορίζεται από καμία συγκεκριμένη δεσμευτική θεωρία γι' αυτό στο οποίο αναφέρεται. Μια κατά Putnam περιγραφή της αναφοράς ^ε σας αναγκάζει, ωστόσο, να είστε ρεαλιστές. Τώρα θα πρέπει να εξετάσουμε για ποιο λόγο ο Putnam εγκατέλειψε ολοκληρωτικά το ρεαλισμό.
- 134-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΒΔΟΜΟ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Α
υτό το κεφάλαιο είναι πιθανώς άσχετο με τον επιστημονικό ρεαλισμό και μπορεί κάλλιστα να παραλειφθεί. Αφορά στον «εσωτερικό ρεαλισμό» του Putnam, προφανώς ένα είδος ιδεαλισμού/ Μια μεταστροφή από το ρεαλισμό στον ιδεαλισμό θα φαινόταν κεντρική για τη συζήτησή μας, αλλά δεν είναι. Ο Putnam δεν ασχολείται πλέον με τη διαμάχη ανάμεσα στον επιστημονικό ρεαλιστή και τον αντιρεαλιστή σχετικά με την επιστήμη. Εκείνη η συζήτηση κάνει ένα σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στις θεωρητικές και στις παρατηρήσιμες οντότητες. Ό λ α όσα πρεσβεύει σήμερα ο Putnam αγνοούν το διαχωρισμό αυτό. Κι έτσι θα έπρεπε. Η φιλοσοφία του είναι μια φιλοσοφία που θεμελιώνεται πάνω στις σκέψεις για τη γλώσσα και καμία τέτοια φιλοσοφία δεν μπορεί να διδάξει κάτι θετικό για τις φυσικές επιστήμες. Το να παραλείψουμε ωστόσο τις θέσεις του Putnam θα σήμαινε να παρακάμψουμε θέματα τρέχοντος ενδιαφέροντος. Επιπλέον, αφοΰ ο ίδιος βρίσκει έναν πρόδρομο στον Kant, μπορούμε να συμπεριλάβουμε τις αντιλήψεις του Kant περί ρεαλισμού και ιδεαλισμού. Ο Kant αποτελεί μια χρήσιμη αντίθεση στον Putnam. Αν κάνουμε μια απλοποίηση και υποκριθούμε ότι και ο Kant είναι ένας «εσωτερικός ρεαλιστής» (ή ότι ο Putnam είναι ένας «υπερβατικός ιδεαλιστής»), μπορούμε να φανταστούμε έναν Kant, ο οποίος αντίθετα με τον Putnam δίνει έμφαση στη διαφορά μεταξύ παρατηρησιακών και συναγόμενων οντοτήτων. Ο Putnam φαίνεται να είναι ένας επιστημονικός ρεαλιστής μέσα στον εσωτερικό ρεαλισμό του, ενώ μπορούμε να επινοήσουμε έναν Kant, ο οποίος μέσα σε ένα παρόμοιο περιβάλλον είναι αντιρεαλιστής, όσον αφορά στις θεωρητικές οντότητες.
^ Όλες οι αναφορές στον Hilary Putnam σ' αυτό το κεφάλαιο είναι στο βιβλίο του Λόγος, Αλήθεια και Ιστορία {Reason, Truth and History), Cambridge, 1982.
-135-
a' μ ε ρ ο σ :
αναπαριστωνται
Ε Σ Ω Τ Ε Ρ Ι Κ Ο Σ ΚΑΙ Ε Ξ Ω Τ Ε Ρ Ι Κ Ο Σ Ρ Ε Α Λ Ι Σ Μ Ο Σ Ο Putnam διακρίνει δυο φιλοσοφικές απόψεις. Η μία είναι ο «μεταφυσικός ρεαλισμός» με μια «εξωτερικιστική άποψη» για τις οντότητες και την αλήθεια: «ο κόσμος αποτελείται από κάποια παγιωμένη ολότητα αντικειμένων ανεξάρτητων από το νου. Υπάρχει ακριβώς μία αληθινή και πλήρης περιγραφή του 'πώς είναι ο κόσμος'. Η αλήθεια συνεπάγεται κάποιο είδος αντιστοιχίας ανάμεσα στις λέξεις ή τα νοητικά σύμβολα και τα εξωτερικά πράγματα και σύνολα πραγμάτων», (σελ. 49) Ο Putnam προτείνει και μια αντίθετη «εσωτερικιστική άποψη», η οποία πρεσβεύει ότι η ερώτηση: από τι αντικεψενα αποτελείται ο κόσμος, είνηι μια ερώτηση, η οποία έχει νόημα μόνο αν γίνειψέσα στο πλαίσιο μιας Βεωρία(; ή περιγραφής ... «Η αλήθεια», από μια εσωτερικιστική άποψη, είναι ένα είδος (εξιδανικευμένης) ορθολογικής αποδεκτότητας (acGeptability) - ένα είδος ιδεατής λογικής συνεκτικότητας των πεποιθήσεών μας αναμεταξύ τους και με τις εμπειρίες μας, όπως αντές παρουσιάζονται στο σύστη-μα των πεποιθήσεών μας. Σ ' αυτό το επίπεδο ο εσωτερικισμός και ο πραγματισμός έχουν πολλά κοινά σημεία. Η θέση του Putnam εξαρτάται επιπλέον από ιδέες σχετικές με την αναφορά. Απορρίπτει το μεταφυσικό ρεαλισμό, επειδή δεν υπάρχει καμία σύνδεση ή αντιστοιχία ανάμεσα στα λόγια μου και μια συγκεκριμένη στοίβα οντοτήτων ανεξάρτητων από τη σκέψη. Τ α «αντικείμενα» δεν υπάρχουν ανεξάρτητα α π ό τα εννοιολογικά σχήματα. «Τεμαχίζουμε τον κόσμο σε αντικείμενα, όταν εισάγουμε το ένα ή το άλλο σύμβολο. Εφόσον τα αντικείμενα και τα σύμβολα είναι ομοίως εσωτερικά ως προς το σχήμα της περιγραφής, είναι δυνατό να ποΰμε τι ταιριάζει με τι», (σελ. 52) Ο Putnam αναφέρει και μια άλλη διαφορά μεταξύ μεταφυσικού και εσωτερικού ρεαλισμού. Ο οπαδός του εσωτερικισμού πρεσβεύει ότι η αλήθεια είναι η βέλτιστη επάρκεια της θεωρίας. Ο οπαδός του εξωτερικισμού πρεσβεύει ότι η αλήθεια είναι, όπως και να το κάνουμε, αλήθεια. Εσωτερικιστής. Αν είχαμε μια πλήρη θεωρία για καθετί που μας ενδιαφέρει στο σύμπαν και η θεωρία ήταν εντελώς επαρκής με τα ισχύοντα κριτήρια εγγυημένης αποδεκτότητας, ορθολογικότητας ή οτιδήποτε, τότε αυτή η θεωρία θα ήταν, εξ ορισμού, αληθινή. Εξωτερικιστής. Μια τέτοια θεωρία θα ήταν, πολύ πιθανά, αληθινή. Αλλά είναι κατανοητό ότι η επάρκεια είναι θέμα τύχης ή δαιμονολογίας. Η θεωρία - 136-
εσωτερικοσ
ρεαλισμοσ
μπορεί να λειτουργεί για μας και ωστόσο να είναι μια λανθασμένη θεωρία για το σύμπαν. ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ Τ Ο ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟ ΡΕΑΑΙΣΜΟ Ο οπαδός του εσωτερικισμοΰ του Putnam δεν μπορεί να κατανοήσει την ιδέα μιας πλήρους θεωρίας για το σύμπαν που μας ενδιαφέρει, η οποία είναι εντελώς επαρκής, αλλά εξακολουθεί να είναι λανθασμένη. Εγώ είμαι ένας εξωτερικιστής και επίσης δεν μπορώ να την κατανοήσω, αλλά για ένα διαφορετικό λόγο. Δεν μπορώ να κατανοήσω την ιδέα μιας πλήρους θεωρίας για το ενδιαφέρον σύμπαν μας. Α fortiori, δεν μπορώ να καταλάβω την ιδέα ότι μια τέτοια θεωρία μπορεί να είναι επαρκής αλλά λανθασμένη, επειδή η ιδέα μιας τέτοιας θεωρίας είναι από μόνη της ασυνάρτητη. Μπορώ να σκεφτώ μια θεωρία γι' αυτούς τους άθλιους ονομαζόμενους πιθανούς κόσμους, τους οποίους οραματίζονται οι λογικοί, αλλά για τον κόσμο μας; Ανοησίες. Τέσσερα άρθρα διαφημίστηκαν σ' ένα φυλλάδιο για το τεύχος του Απριλίου του 1979 του Scientific American'. Πώς το γυμνό χέρι καταφέρνει ένα χτύπημα καράτε* ένα ρολόι ενζύμων η εξέλιξη των δισκοειδών γαλαξιών οστά χρησμών από τις δυναστείες Shang και Chow. Πώς θα μπορούσε να υπάρχει μια πλήρης θεωρία ακόμα και γι' αυτά τα τέσσερα θέματα, πόσο μάλλον μια πλήρης και ενοποιημένη θεωρία για τα πάντα (συμπεριλαμβανομένων αυτών των τεσσάρων θεμάτων); Πώς πράγματι θα μπορούσε να υπάρχει μια πλήρης περιγραφή ακόμη κι ενός πράγματος ή ενός προσώπου; Ο Ρ. F. Strawson παρατηρεί στο βιβλίο του Ατο-μα {Individuals): «Η ιδέα μιας 'εξαντλητικής περιγραφής' στην πραγματικότητα είναι εντελώς χωρίς νόημα» (σελ. 120). Ο Strawson τότε έγραφε για τον Leibniz. Ο Leibniz ίσως να είναι ο καλύτερος υποψήφιος για μεταφυσικός ρεαλιστής. Πίστευε ότι υπάρχει ένα σύνολο αληθειών εξωτερικό προς τις δικές μας πεποιθήσεις. Πιθανότατα πίστευε ότι υπάρχει μια άριστη, θεϊκή περιγραφή του σύμπαντος. Πίστευε ότι υπάρχει μια ολότητα βασικών αντικειμένων, δηλαδή οι μονάδες. Δε νομίζω πως πίστευε ότι είναι «ανεξάρτητες από το νου», μιας και οι μονάδες είναι νόες, σχεδόν. Αλλά ο Leibniz δεν πρέσβευε μια θεωρία αντιστοιχίας της αλήθειας. Ακόμα και ο Leibniz δεν ικανοποιεί πλήρως τον Putnam. Υπήρξε κανείς σοβαρός διανοούμενος, που να είναι μεταφυσικός ρεαλιστής; Ι σ ω ς δεν έχει σημασία. Ο Putnam περιέγραφε μια συγκεκριμένη άποψη, παρά μια ορισμένη θεωρία περί πραγματικότητας. Αναγνωρίζουμε -137 -
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
πολύ καλά αυτήν την εξωτερικιστική άποψη. Αλλά εδώ πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Θα μπορούσαν να υπάρχουν μερικές εκδοχές αυτής της άποψης - κάποια είδη εξωτερικού ρεαλισμού - που να εμφανίζουν ανοσία στις αντιρρήσεις του Putnam, επειδή οι αντιρρήσεις του στοχεύουν στο μεταφυσικό ρεαλισμό, όπως εκείνος τον όριζε. Για παράδειγμα, πάρτε την εξής έκφρασή του στον ορισμό: «παγιωμένη ολότητα ανεξάρτητων από το νου αντικειμένων». Γιατί παγιωμένη; Γιατί μία ολότητα; Λάβετε υπόψη μόνο το κοινότοπο παράδειγμα του Eddington υπάρχουν δύο τραπέζια, δηλαδή το ξύλινο τραπέζι επάνω στο οποίο γράφω κι ένα συγκεκριμένο συνονθύλευμα ατόμων. Ένας οπαδός του οντολογικού ρεαλισμού μπορεί κάλλιστα να πρεσβεύει ότι α) υπάρχουν τραπέζια ανεξάρτητα από το νου, β) υπάρχουν άτομα ανεξάρτητα από το νου και γ) κανένα σύνολο ατόμων δεν είναι ταυτόσημο με αυτό το τραπέζι αυτήν τη στιγμή. Τα άτομα και τα τραπέζια έχουν να κάνουν με διαφορετικούς τρόπους κατασκευής του κόσμου. Δεν υπάρχει μία παγιωμένη ολότητα αντικειμένων. Ένας κύβος του Rubik μπορεί να αποτελεί μια ολότητα από 27 μικρότερους κύβους, αλλά δε χρειάζεται να μας απασχολεί το θέμα ότι ο κάθε ένας από αυτούς είναι μία ολότητα ατόμων, τα οποία όλα μαζί αποτελούν την ολότητα του κύβου του Rubik. Μήπως με αυτόν τον τρόπο δέχομαι τον ισχυρισμό του Putnam, τον οποίο παραθέτω παραπάνω; Τεμαχίζουμε τον κόσμο σε αντικείμενα, όταν εισάγουμε το ένα ή το άλλο σχήμα περιγραφής. Ναι, το δέχομαι αυτό, μιλώντας μεταφορικά. Δε δέχομαι την προηγούμενη πρόταση, «'Τα αντικείμενα' δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από τα εννοιολογικά σχήματα». Υπάρχουν και άτομα και κύβοι του Rubik. Για να πάρουμε ένα άλλο τετριμμένο παράδειγμα, οι Εσκιμώοι λέγεται ότι διακρίνουν τόσα πολλά είδη χιονιού, τα οποία μοιάζουν σχεδόν ίδια σε μας. Τεμαχίζουν τον παγωμένο Βορρά με την εισαγωγή ενός περιγραφικού σχήματος. Δε συνάγεται με κανέναν τρόπο ότι δεν υπάρχουν 22 ευδιάκριτα είδη χιονιού ανεξάρτητα από το νου, ακριβώς αυτά που διακρίνουν οι Εσκιμώοι. Σύμφωνα με αυτά που γνωρίζω, το χιόνι πούδρα, το χιόνι του καλαμποκιού και το «τσιμέντο της Sierra», τα οποία αναφέρουν κάποιοι σκιέρ, ούτε περιέχουν ούτε περιέχονται σε κάποια από τις κατηγορίες χιονιού των Εσκιμώων. Οι Εσκιμώοι δεν κάνουν σκι και μπορεί να μη χρειάστηκαν ποτέ αυτές τις κατηγορίες. Φαντάζομαι ότι υπάρχει ακόμα χιόνι πούδρα και όλα τα είδη χιονιού των Εσκιμώων, όλα πραγματικές, ανεξάρτητες από το νου διακρίσεις μέσα σε έναν πραγματικό κόσμο. Αυτές οι επισημάνσεις δεν αποδεικνύουν ότι υπάρχει χιόνι πούδρα, είτε - 138-
εσωτερικοσ
ρεαλισμοσ
το σκέφτεται κάποιος είτε όχι. Απλώς παρατηρούν ότι το γεγονός ότι τεμαχίζουμε τον κόσμο σε ποικίλες πιθανόν ασύμμετρες κατηγορίες δεν υπονοεί από μόνο του ότι όλες αυτές οι κατηγορίες εξαρτώνται από το νου. Ας είμαστε λοιπόν επιφυλακτικοί απέναντι στον τρόπο με τον οποίο ο Putnam παραθέτει μαζί έναν αριθμό διαφορετικών θέσεων, ωσάν να υπήρχε κάποια λογική συσχέτιση μεταξύ τους.
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ Ε Π Ι Τ Ο Π Ι Α ΕΡΕΥΝΑ Είπα ότι ο Putnam ήταν ένας επιστημονικός ρεαλιστής, ο οποίος έγινε κατά κάποιον τρόπο αντιρεαλιστής. Άλλαξε στρατόπεδο; Ό χ ι . Για να χρησιμοποιήσω μια ανατριχιαστική αναλογία, άλλαξε πόλεμο. Ο επιστημονικός ρεαλισμός, σε αντίθεση με τον αντιρεαλισμό σχετικά με την επιστήμη, είναι ένας αποικιοκρατικός ΊιοΚεμος. Ο επιστημονικός ρεαλιστής πρεσβεύει ότι τα μεσόνια και τα μυόνια είναι εξίσου «δικά μας» όσο και οι μαϊμούδες και οι κεφτέδες. Ό λ α αυτά τα πράγματα υπάρχουν. Το γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε μερικές αλήθειες για κάθε είδος πράγματος και μπορούμε να ανακαλύψουμε περισσότερες. Ο αντιρεαλιστής διαφωνεί. Στη θετικιστική παράδοση, από τον Comte μέχρι τον van Fraassen, η φαινομενική συμπεριφορά των κεφτέδων και των μαϊμούδων μπορεί να είναι γνωστή, αλλά η συζήτηση για τα μυόνια είναι το πολύ πολύ μια διανοητική κατασκευή για πρόβλεψη και έλεγχο. Οι αντιρεαλιστές σχετικά με τα μυόνια είναι ρεαλιστές σχετικά με τους κεφτέδες. Αυτό το ονομάζω αποικιοκρατικό πόλεμο, επειδή η μια πλευρά προσπαθεί να αποικίσει καινούργιες περιοχές και να τις αποκαλέσει πραγματικότητα, ενώ η άλλη αντιτίθεται σ' αυτόν τον φαντασμένο ιμπεριαλισμό. Έπειτα υπάρχει ο εμφύλιος πόλεμος, μεταξύ ας πούμε των Locke και Berkeley. Ο ρεαλιστής (Locke) υποστηρίζει ότι πολλές οικείες οντότητες έχουν μια ύπαρξη ανεξάρτητη από οποιαδήποτε πνευματικά καμώματα: θα υπήρχαν μαϊμούδες ακόμα κι αν δεν υπήρχαν ανθρώπινες σκέψεις. Ο ιδεαλιστής (Berkeley) υποστηρίζει ότι όλα είναι πνευματικά. Αυτό το ονομάζω εμφύλιο πόλεμο, επειδή λαμβάνει χώρα στο οικείο έδαφος της καθημερινής εμπειρίας. Οι εμφύλιοι πόλεμοι δεν είναι απαραίτητο να γίνονται σε πάτριο έδαφος. Ο Berkeley έλαβε μέρος και σε έναν αποικιοκρατικό πόλεμο. Αντιπαθούσε τη σωματιδιακή και μηχανική φιλοσοφία του Robert Boyle. Αυτή υποστήριζε, στην ακραία εκδοχή της, ότι η ύλη αποτελείται από ελαστικά σωμάτια που μοιάζουν με ελατήρια (μόρια, άτομα και σωματίδια, όπως θα λέγα-139 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
με). Ο Berkeley πήρε μέρος σ' έναν αποικιοκρατικό πόλεμο εν μέρει επειδή πίστευε ότι, αν νικούσε, η ιμπεριαλιστική κυβέρνηση της πατρίδας του ρεαλισμοΰ-υλισμοΰ θα κατέρρεε. Η ΰλη θα είχε κατατροπωθεί από το νου. Τέλος υπάρχει ο ολοκληρωτικός πόλεμος, βασικά προϊόν των πιο πρόσφατων καιρών. Τσως τον ξεκίνησε ο Kant. Αυτός απορρίπτει τις υποθέσεις του εμφυλίου πολέμου. Τα υλικά γεγονότα λαμβάνουν χώρα με την ίδια σιγουριά που συμβαίνουν και τα πνευματικά. Υπάρχει πράγματι μια διαφορά μεταξύ τους. Τα υλικά γεγονότα συμβαίνουν στο χώρο και το χρόνο και είναι «εξωτερικά», ενώ τα πνευματικά γεγονότα συμβαίνουν στο χρόνο αλλά όχι στο χώρο και είναι «εσωτερικά». Μπορώ όμως να γνωρίζω ότι οι κεφτέδες στο πιάτο μου είναι πολτοποιημένοι, ακριβώς όσο καλά γνωρίζω ότι τα αισθήματά μου είναι μπερδεμένα. Γενιΐ|ά, δε συνάγω την πολτότητα των κεφτέδων από τα δεδομένα των αισθήσεων μου περισσότερο απ' ό,τι συμπεραίνω από τη συμπεριφορά μου ότι είμαι μπερδεμένος (μολονότι θα μπορούσα να κάνω οτιδήποτε από τα δυο, κατά περίσταση). Ο Putnam κάποτε επιχειρηματολόγησε υπέρ του επιστημονικού ρεαλισμού σε έναν αποικιοκρατικό πόλεμο. Τώρα, σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο επιχειρηματολογεί υπέρ μίας θέσης, η οποία υποστηρίζει ότι μοιάζει με του Kant. Ας κατανοήσουμε τη θέση του Kant με μεγαλύτερη λεπτομέρεια πριν ασχοληθούμε με τη θέση του Putnam.
KANT Ο Kant έβλεπε τους προκατόχους του να ασχολούνται με τον εμφύλιο πόλεμο. Από τη μια πλευρά ήταν η θέση του Locke. Ο Kant την αποκαλεί νπεφατικό ξεαλισμό'. υπάρχουν πράγματι αντικείμενα εκεί έξω και συνάγουμε την ύπαρξή τους και τις ιδιότητές τους από την εμπειρία των αισθήσεών μας. Έπειτα υπήρχε η αντίθεση του Berkeley. Ο Kant την αποκαλεί εμπειρικό ιδεαλισμό. Η ίδια η ύλη δεν υπάρχει* ό,τι υπάρχει είναι πνευματικό. Ο Kant επινόησε μια σύνθεση για να ανατρέψει όλα αυτά. Στην κυριολεξία αντιστρέφει τις ταμπέλες. Αποκαλεί τον εαυτό του εμπειρικό ρεαλιστή και υπερβατικό ιδεαλιστή. Δεν έφτασε στην τελική του θέση κατευθείαν, αλλά την προσέγγισε μέσω ενός άλλου δυϊσμού. Είναι ο χώρος απλώς μια σχετική ιδέα, όπως υποστήριξε ο Leibniz και όπως υποτίθεται ότι καθιέρωσε ο Einstein; Ή είναι απόλυτη, όπως στο νευτώνειο σχήμα; Ο Newton πρέσβευε ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι πραγματικά. Τα αντικείμενα καταλαμβάνουν θέσεις σε έναν προκαθορι- 140-
εσωτερικοσ
ρεαλισμοι
σμένο χώρο και χρόνο. Ο Leibniz εξέφρασε την αντίθεση ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι πραγματικά. Είναι ιδεατά, δηλαδή κατασκευές έξω από τις συσχετιστικές (relational) ιδιότητες των αντικειμένων. Ο Kant αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στα δυο για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και τελικά δημιούργησε μια σύνθεση. Ο χώρος και ο χρόνος είναι προϋποθέσεις για να αντιληφθούμε κάτι ως αντικείμενο. Δεν αποτελεί εμπειρικό γεγονός το ότι τα αντικείμενα υπάρχουν στο χώρο και το χρόνο, παρ' ότι μπορούμε πειραματικά να προσδιορίσουμε τις χωροχρονικές σχέσεις των αντικειμένων μέσα στο πλαίσιο του χώρου και του χρόνου. Αυτός είναι ένας εμπειρικός Qεaλισ}ιόςy που δέχεται «την αντικειμενική εγκυρότητα του χώρου σε σχέση με οτιδήποτε μπορεί να μας παρουσιαστεί εξωτερικά ως αντικείμενο». Ταυτόχρονα είναι ένας υπερβατικός ιδεαλισ^ιός, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο χώρος «δεν είναι τίποτα απολύτως ... από τη στιγμή που θα αποσύρουμε ... τον περιορισμό του στην πιθανή εμπειρία και τον θεωρήσουμε έτσι ως κάτι που αποτελεί τη βάση των πραγμάτων καθεαυτών» (σελ. 72).^ Ο Kant χρειάστηκε άλλη μια δεκαετία, για να ταιριάξει αυτήν την προσέγγιση σε όλη την κλίμακα των φιλοσοφικά προβληματικών εννοιών. Ο Berkeley, ο αντίυλιστής, είχε αρνηθεί την ύπαρξη της ύλης και την εξωτερικότητα των εξωτερικών αντικειμένων. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο από πνεύμα και πνευματικά γεγονότα. Η απάντηση του Kant: «Η ύλη είναι ... απλώς ένα είδος αναπαραστάσεων (εποπτεία intuition), οι οποίες ονομάζονται εξωτερικές, όχι όμως εξωτερικές όσον αφορά στη σχέση τους με αντικείμενα καθεαυτά εξωτερικά, αλλά επειδή συσχετίζουν τις αντιλήψεις με το χώρο, στον οποίο όλα τα πράγματα είναι εξωτερικά το ένα για το άλλο, ενώ ωστόσο ο ίδιος αυτός χώρος είναι μέσα μας». Έτσι ο ίδιος ο χώρος είναι ιδεατός, «μέσα μας», και η ύλη σωστά αποκαλείται εξωτερική, επειδή υπάρχει ως μέρος ενός συστήματος αναπαράστασης μέσα σ' αυτόν τον ιδεατό χώρο. Για να φτάσω στην πραγματικότητα των εξωτερικών αντικειμένων έχω τόσο μικρή ανάγκη να καταφύγω στο συμπερασμό, όση έχω σε σχέση με την πραγματικότητα των αντικειμένων της εσωτερικής μου αίσθησης, δηλαδή σε σχέση με την πραγματικότητα των σκέψεών μου. Διότι ομοίως και στις δύο περιπτώσεις τα αντικείμενα δεν είναι τίποτα άλλο από αναπαραστάσεις, των οποίων η άμεση αντίληψη (συνείδηση) αποτελεί ταυτοχρόνως μια επαρκή απόδειξη της πραγματικότητάς τους. Ο υπερβατικός ιδεαλιστής είναι, επομένως, ένας εμπειρικός ρεαλιστής. Όλα τα αποσπάσματα από τον Kant είναι από τη μετάφραση του βιβλίου του Κριτική τον ΚαθαρούΛόγον, από τον Ν. Kemp Smith, London, 1923.
-141-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
Είναι ουσιώδες στην άποψη του Kant ότι αυτά που αποκαλούμε αντικείμενα συγκροτούνται μέσα σε ένα σχήμα και ότι όλη η γνώση μας μπορεί να αναφέρεται μόνο σε αντικείμενα συγκροτούμενα με αυτόν τον τρόπο. Η γνώση μας είναι γνώση φαινομένων και τα αντικείμενά μας βρίσκονται σε ένα φαινομενικό κόσμο. Υπάρχουν επίσης νοούμενα ή πράγματα καθεαυτά, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε καμία γνώση αυτών. Οι έννοιες και οι κατηγορίες μας δεν εφαρμόζονται καν στα πράγματα καθεαυτά. Οι φιλόσοφοι από τον Hegel και μετά συνήθως απορρίπτουν τα πράγματα καθεαυτά του Kant. Ο Putnam, προσεγγίζοντας σιγά σιγά τον Kant, εκφράζει ήπια εύνοια προς την ιδέα.
ΑΛΗΘΕΙΑ Σύμφωνα με τον Putnam, «παρ' ότι ο Kant ποτέ δε λέει ακριβώς ότι αυτό κάνει, μπορεί κανείς να τον ερμηνεύσει καλύτερα, αν θεωρήσει ότι προτείνει για πρώτη φορά αυτό που εγώ ονομάζω αντίληψη περί αλήθειας του 'εσωτερικιστή' ή του 'εσωτερικού ρεαλιστή'» (σελ. 60). Ό π ω ς τόσοι πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι, ο Putnam οικοδομεί μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας του γύρω από την ιδέα της αλήθειας. Για τον Kant λέει ότι «δεν υπάρχει θεωρία αντιστοιχίας της αλήθειας στη φιλοσοφία του». Δε μου κάνει εντύπωση: Δεν υπάρχει καμία θεωρία αλήθειας στη φιλοσοφία του Kant! Οι ανησυχίες του Putnam δεν ανησυχούσαν τον Kant. Στο βαθμό που αφορά στο ρεαλισμό, ο Kant είχε δύο κύρια προβλήματα: Ο χώρος και ο χρόνος είναι πραγματικά ή ιδεατά, Νευτώνεια ή Λαϊμπνίκεια; Είναι τα εξωτερικά αντικείμενα ανεξάρτητα από το νου, όπως κατά τον Locke ή είναι τα πάντα πνευματικά, όπως κατά τον Berkeley; Ο εμπειρικός ρεαλισμός και ο υπερβατικός ιδεαλισμός του είναι μια σύνθεση αυτών των αντιθέσεων και ελάχιστα αφορούν στην αλήθεια. Ωστόσο, η εισαγωγή από τον Putnam μιας θεωρίας της αλήθειας στον Kant δεν είναι απόλυτα λαθεμένη. Ο Putnam αποδίδει στον Kant τις ακόλουθες ιδέες: Ο Kant δεν πιστεύει ότι έχουμε αντικειμενική γνώση. Η χρήση του όρου «γνώση» και «αντικειμενικός» ισοδυναμεί με την αποδοχή ότι εξακολουθεί να υπάρχει-μιαιδέα αλήθειας. Ένα κομμάτι γνώσης (δηλαδή μια «αληθής πρόταση») είναι μια πρόταση που ένα έλλογο ον θα δεχόταν στη βάση επαρκούς εμπειρίας τέτοιας που είναι πιθανόν να έχουν τα όντα της δικής μας φύσης. Η αλήθεια είναι η τελική βέλτιστη προσαρμογή, (σελ. 64) - 142-
εσωτερικοσ ρεαλισμοσ ^Ισως ο Putnam να πέτυχε διάνα, ιδιαίτερα αφοΰ αυτός ο ίδιος πλησιάζει την ιδέα των πραγματιστών ότι αλήθεια είναι οτιδήποτε μια ορθολογική κοινότητα θα θεωρούσε κατανοητό στον κατάλληλο χρόνο και θα συμφωνούσε σ' αυτό. Ο Kant έγραψε: Το να θεωρούμε ένα πράγμα αληθές αποτελεί ένα συμβάν στην κατανόηση μας, το οποίο, μολονότι μπορεί να βασίζεται σε αντικειμενικούς λόγους, προαπαιτεί και υποκειμενικές αιτίες στη σκέψη του ατόμου, το οποίο κάνει την κρίση. Αν η κρίση είναι έγκυρη για όλους, υπό τον όρο απλώς ότι διαθέτει λογική, η θεμελίωσή της είναι αντικειμενικά επαρκής ... Η αλήθεια εξαρτάται από τη συμφωνία με το αντικείμενο, και από αυτήν την άποψη οι κρίσεις κάθε κατανόησης θα πρέπει επομένως να συμφωνοΰν μεταξύ τους ... Η λυδία λίθος, μέσω της οποίας αποφασίζουμε αν η θεώρηση ενός πράγματος ως αληθούς είναι αντικειμενική, είναι η δυνατότητα να επικοινωνήσουμε σχετικά με αυτό και να βρούμε ότι ισχύει για όλη την ανθρώπινη λογική. Επειδή τότε υπάρχει τουλάχιστον η ένδειξη ότι η θεμελίωση της συμφωνίας όλων των κρίσεων μεταξύ τους, παρά τους διαφορετικούς χαρακτήρες των ατόμων, εντοπίζεται στο κοινό έδαφος, με άλλα λόγια, στο αντικείμενο, και είναι γι' αυτόν το λόγο που όλες συμφωνοΰν με το αντικείμενο - η αλήθεια της κρίσης έχει ως εκ τοΰτου αποδειχτεί, (σελ. 645) Σε ποιο βαθμό συνδέουν όλα αυτά τον Putnam με τον Kant; Αυτό το αφήνω στον αναγνώστη. Ο Putnam πιστεύει ότι η εγγυημένη ορθολογική ικανότητα απόδειξης και η αλήθεια συμβαδίζουν. Ο Kant έγραψε επίσης «Δεν μπορώ να αποδείξω τίποτα, δηλαδή να διακηρύξω ότι κάτι αποτελεί μια κρίση απαραίτητα ισχύουσα για όλους, εκτός κι αν προκαλεί» καθολική συμφωνία ανάμεσα σε λογικούς ανθρώπους, (σελ. 646)
Θ Ε Ω Ρ Η Τ Ι Κ Ε Σ Ο Ν Τ Ο Τ Η Τ Ε Σ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΘΕΑΥΤΑ Οι μελετητές δε συμφωνούν για τον κόσμο των νοουμένων, των πραγμάτων καθεαυτών του Kant. Ο Kant, όπως ερμηνεύεται από τον Putnam, υποστηρίζει ότι όχι μόνο δεν μπορούμε να περιγράψουμε τα πράγματα καθεαυτά, αλλά επίσης δεν υπάρχει μια αντιστοιχία ένα προς ένα μεταξύ των πραγμάτων για μας και των πραγμάτων καθεαυτών. Δεν υπάρχει άλογο καθεαυτό που να αντιστοιχεί με το άλογο στο χωράφι. Υπάρχει μόνο ο κόσμιος των νοουμένων, ο οποίος ως σύνολο «συνεγείρει» με κάποιον τρόπο το σύστημα αναπαράστασής μας. Έχουν υπάρξει αρκετά διαφορετικές παραδόσεις ερμηνείας. Μια από αυτές πρεσβεύει ότι οι θεωρητικές οντότητες είναι τα πράγματα καθεαυτά του Kant. Αυτό το πρωτοσυναντώ στον]. Μ. Ampere (1775 - 1836), θεμελιωτή της θεωρίας του ηλεκτρομαγνητισμού. Βαθιά επηρεασμένος από τον -143 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
Kant, δεν μπορούσε να ανεχθεί τις αντιρεαλιστικές παρορμήσεις να κυκλοφορούν ελεύθερες στον κόσμο. Επέμενε ότι μπορούμε να δεχτούμε αξιωματικά τα νοούμενα και τους μεταξύ τους νόμους, ώστε να ελεγχθούν από την εμπειρία. Αυτή η αξιωματική και υποθετικοπαραγωγική μέθοδος, είπε ο Ampere, συνιστά μια έξυπνη έρευνα του κόσμου των νοουμένων. Παρόμοια άποψη πρεσβεύει στις μέρες μας ο φιλόσοφος Wilfred Sellars. Μπορεί ακόμα και να υπάρχει μια σημαντική σχέση, στην ανάπτυξη της ίδιας της σκέψης του Kant, ανάμεσα στα νοούμενα και τις θεωρητικές οντότητες. Το 1755, όταν ήταν νέος, ο Kant έγραψε ένα μικρό φυλλάδιο φυσικής, που λεγόταν Μοναδολογία {Monadolog^. Αυτό είναι μια αξιοσημείωτη πρόβλεψη της δικής μας σύγχρονης θεωρίας των πεδίων και των δυνάμεων. Δύο χρόνια αργότερα ο Boscovic την ε^τεξεργάστηκε με πολύ μεγαλύτερη μαθηματική δεξιοτεχνία και εισήγαγε τη θεωρία των πεδίων στον κόσμο. Στην πρώιμη φυσική του Kant, ο κόσμος αποτελείται από σημειακά σωματίδια - μονάδες - , τα οποία χωρίζονται από πεπερασμένες αποστάσεις και ασκούν δυναμικά πεδία στο περιβάλλον τους. Οι ιδιότητες της ύλης εξηγήθηκαν από την προκύπτουσα μαθηματική δομή. Το 1755 αυτά τα θεωρητικά ση'μειακά σω'ματίδια τον Kant ήταν τα δικά τον νοούμενα. Πολύ αργότερα αναθεώρησε αυτήν την ιδέα και συνειδητοποίησε ότι υπήρχε μια τυπική ασυνέπεια στις θεωρίες του. Θα μπορούσε να επιλυθεί μόνο εξαλείφοντας τα πράγματα, τα σημειακά σωματίδια και αφήνοντας μόνο τα δυναμικά πεδία. Ως αποτέλεσμα, στη βαθύτερη δομή του σύμπαντος, δεν νπάρχονν πράγματα, δεν νπάρχονν νοούμενα. Έπειτα ήρθε η συνήθης καντιανή σύνθεση αυτών των αντιμαχόμενων προτάσεων: δεν υπάρχουν γνώσιμα νοούμενα. Έτσι είναι δελεαστικό να προτείνουμε ότι το δόγμα του Kant για τα πράγματα καθεαυτά προέκυψε τόσο από τη φυσική του όσο και από τη μεταφυσική του. Ο Kant δεν ήταν σημαντικός ως επιστήμονας, αλλά θα μπορούσε θαυμάσια να είναι μέλος μιας εθνικής επιτροπής ερευνών, που θα αποφάσιζε πώς θα μοιραστούν τα χρήματα για έρευνες μεταξύ εντελώς διαφορετικών πεδίων. Ήξερε να επιλέγει τους νικητές. Υπάρχει αυτό που σήμερα ονομάζουμε υπόθεση των Kant-Laplace για το σχηματισμό του ηλιακού μας συστήματος. Από την αρχή υποστήριζε τις εξελικτικές υποθέσεις για την προέλευση των ειδών και της ανθρώπινης φυλής. Προτιμούσε τις θεωρίες πεδίου από τις ατομιστικές προσεγγίσεις. Τώρα, η κατάσταση της γνώσης του αιώνα του ήταν τέτοια, ώστε να υποβαθμίζει τη σημασία των θεωρητικών οντοτήτων ως πράγματα καθεαυτά. Υπήρχαν, πράγματι, υποθετικά υλικά ποικίλων ειδών, όπως τα ηλεκτρικά ρευστά του Φραγκλίνου και πολλών άλλων ή οι μαγνητικοί - 144-
εσωτερικοσ
ρεαλισμοσ
πόλοι του Coulomb. Υπήρχε ένας τεράστιος αριθμός συζητήσεων γΰρω από τα σωματίδια και τις δυνάμεις του Newton, αλλά μόνο την εποχή που πέθανε ο Kant, ακριβώς μετά τις αρχές του 19ου αιώνα, αυτές πραγματικά άρχισαν να αναβιώνουν. Η νοοτροπία του Kant για το «πράγμα καθεαυτό» είναι μια ημιεπιστημονική αντίδραση στις τροποποιήσεις του προγράμματός του, του 1755. Ο Ampere, ο πρώτος που διακήρυττε ότι τέλος πάντων υπάρχουν γνώσιμα νοούμενα, ot θεωρητικές οντότητες της νέας φυσικής και χημείας, αντικατοπτρίζει τη μεταμόρφωση στη φυσική. Ξεκίνησε την καριέρα του ως χημικός και υποστήριζε τα γνώσιμα νοούμενα σχεδόν αμέσως μόλις κατανόησε τις νέες εικασίες για την ατομική δομή των στοιχείων. Τι θέση όφειλε να πάρει ο Kant για τις θεωρητικές οντότητες που πραγματικά επιτελούν έργο στην επιστήμη; Τι θα είχε κάνει, όταν τον 20ό αιώνα μάθαμε πώς να χειριζόμαστε, ακόμα και να ψεκάζουμε ηλεκτρόνια και ποζιτρόνια; Ο ίδιος ο ρεαλισμός-ιδεαλισμός του απευθυνόταν σε οικεία, παρατηρήσιμα αντικείμενα. Απέρριπτε τη θεωρία ότι τα συνάγουμε από τα δεδομένα των αισθήσεών μας. Αντιθέτως, οι θεωρητικές οντότητες συνάγονται από τα δεδομένα. Θα ήταν ο Kant ένας εμπειρικός ρεαλιστής όσον αφορά στις καρέκλες, που δε χρειάζεται να τις συναγάγουμε, ενώ θα παρέμενε εμπειρικός αντιρεαλιστής όσον αφορά στα ηλεκτρόνια; Αυτή μοιάζει να είναι μια ενδεχόμενη θέση.
ΑΝΑΦΟΡΑ Η πλέον πρωτότυπη συνεισφορά του Putnam αφορά περισσότερο στην αναφορά παρά στην αλήθεια. Το νοήμα του «νοήματός» του, που περιγράφηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, εμπεριέχει τα σπέρματα της ίδιας του της φθοράς. Είναι εύκολο να τα διακρίνουμε, μιας και δεν είναι τίποτα άλλο από τις «τελείες της έκτασης». Το νόημα ενός όρου που αναφέρεται σε φυσικό είδος είναι μια ακολουθία στοιχείων, τα οποία αποτελούν την κατάληξη της έκτασης, αλλά δεν μπορεί κανείς να τα καταγράψει. Ο Putnam πίστευε κατ' αρχάς ότι, αντίθετα από τις σημασίες του Frege, η αναφορά δεν παρουσίαζε προβλήματα. Η αναφορά στου «γλυπτόδοντα» θα μπορούσε να υποδηλωθεί δείχνοντας ένα σκελετό και κάποια χαρακτηριστικά στο στερεότυπο. Αν οι γλυπτόδοντες αποτελούν ένα φυσικό είδος, η φΰση θα αναλάμβανε τα υπόλοιπα και θα προσδιόριζε την έκταση. Τις θεωρητικές οντότητες δεν μπορούσε να τις δείξει κανείς, αλλά μπορούσε να ειπωθεί μια ιστορία σχετικά με την εισαγωγή των όρων που τις δηλώνουν, υποστηριγμένη χαριστικά από την αρχή του πλεονεκτήματος της αμφιβολίας. -145 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
Ο Putnam άρχισε να γίνεται σκεπτικιστής. Η δυσανασχέτηση για τα νοήματα και τις σημασίες του Frege οφείλει πολλά στο δόγμα της αοριστίας της μετάφρασης (indeterminacy of translation) του W. V. Ο. Quine. Ο Quine είχε και μια παράλληλη θέση για την αναφορά: το ανεξιχνίαστο της αναφοράς (inscrutability of reference). Σε αδρές γραμμές η ιδέα αυτή συνίσταται στο ότι, δεν μπορείς ποτέ να πεις για ποιο πράγμα μιλάει κάποιος άλλος, οΰτε κι έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Quine το υποστήριξε αυτό με απλά παραδείγματα: όπου μιλάω για κουνέλια μπορεί να νομίζετε ότι μιλάω για χωροχρονικές φέτες κουνελότητας*. Ο Putnam προσθέτει το πραγματικά ανεξιχνίαστο. Ό π ο τ ε μιλάτε για γάτες και χαλάκια, ίσως να αναφέρεστε σε αυτό που εγώ αναφέρομαι όταν μιλώ για κεράσια και δέντρα - ωστόσο καμία διαφορά στην αναφορά δε θα εμφανιζόταν, |πειδή οτιδήποτε για το οποίο είμαι σίγουρος (κάΐτοια γάτα είναι πάνω σε κάττοιο χαλάκι) εκφράζεται με μια πρόταση, η οποία, συμφωνά με τη δική σας ερμηνεία, είναι κάτι για το οποίο είστε εξίσου σίγουροι (μερικά κεράσια είναι πάνω σε κάποιο δέντρο). Αυτό είναι πράγματι παράξενο. Αντιμετωπίζουμε δυο δυσκολίες. Πρέπει να κατανοήσουμε αυτόν τον παράξενο ισχυρισμό και πρέπει να αντιληφθούμε τη θέση που κατέχει στο επιχείρημα ενάντια στον εξωτερικό ή μεταφυσικό ρεαλισμό. Ως εκ τοΰτου, χρειαζόμαστε ένα τοπικό επιχείρημα για την περίπτωση γάτας/κερασιοΰ και ένα καθολικό επιχείρημα, που να δείχνει πώς αυτό οδηγεί στην αντιμεταφυσική θέση.
ΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΚΕΡΑΣΙΑ Καμία άποψη, η οποία ορίζει μόνο τις τιμές αλήθειας ολόκληρων προτάσεων, δεν μπορεί να ορίσει την αναφορά, ακόμα κι αν προσδιορίζει τις τιμές αλήθειας για προτάσεις σε κάθε δυνατό κόσμο. Αυτό είναι το θεώρημα του Putnam (σελ. 33), το οποίο θα εξηγήσουμε. Η καθαρή αξία του φαίνεται στις γάτες και τα κεράσια. Κάθε φορά που μιλάτε για κεράσια, θα μπορούσατε να αναφέρεστε σε αυτό που εγώ ονομάζω γάτες, και αντιστρόφως. Πράγματι, αν έλεγα ότι μια γάτα είναι πάνω σε ένα χαλάκι, θα συμφωνούσατε, επειδή θα νομίζατε ότι έλεγα ότι ένα κεράσι είναι πάνω σε ένα δέντρο. Μπορούμε να καταλήξουμε σε απόλυτη συμφωνία για τα γεγονότα του κόσμου - δηλαδή για τις προτάσεις που θεωρούμε ότι είναι αληθινές - και ωστόσο να μην αποκαλυφθεί ποτέ ότι όταν μιλάω για γάτες. *Σ.τ.Μ.: απόδοση του αγγλικού όρου rabbithood.
- 146-
εσωτερικοσ
ρεαλισμοσ
εσείς μιλάτε γι' αυτό που εγώ ονομάζω κεράσια. Επιπλέον, το δικό σας σύστημα αναφοράς μπορεί συστηματικά να διαφέρει τόσο πολΰ από το δικό μου, ώστε η διαφορά μεταξύ μας να μη μπορεί να αποκαλυφθεί, ανεξάρτητα από το τι είναι αληθινό για τις γάτες και τα κεράσια. Το εντυπωσιακό αυτό συμπέρασμα προκύπτει από ένα πολύ γνωστό αποτέλεσμα στη μαθηματική λογική, που λέγεται θεώρημα των Lowenheim Skolem. Η βασική ιδέα είναι το αποτέλεσμα του έργου του L. Lowenheim το 1915 και αναπτύχθηκε από τον Th. Skolem το 1920. Εκείνη την εποχή φαινόταν πραγματοποιήσιμο να προσπαθήσεις να χαρακτηρίσεις μαθηματικά αντικείμενα, όπως τα σύνολα, θέτοντας αξιώματα. Ένα αντικείμενο της πρωταρχικής ερμηνείας (intended object), όπως το σύνολο, θα ήταν κάτι που ταίριαζε σε κάποια αξιώματα κι έτσι τα αξιώματα θα καθόριζαν την κλάση των αντικειμένων της πρωταρχικής ερμηνείας. Επιπλέον, ελπίζαμε ότι αυτό θα το καταφέρναμε στο μόνο κλάδο της λογικής τον οποίο κατανοούμε καλά και ο οποίος ονομάζεται πρωτοβάθμια λογική - η λογική των προτασιακών συνδετικών («και», «όχι», «ή» κ.λπ.) και των πρωτοβάθμιων ποσοδεικτών («για κάθε», «υπάρχει»). Οι λογικοί της εποχής πίστευαν ότι κάποιο είδος θεωρίας των συνόλων θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως θεμέλιο για πολλούς ή για όλους τους κλάδους των μαθηματικών. Ο Georg Cantor απέδειξε ένα περίφημο θεώρημα. Πρώτα αποσαφήνισε την ιδέα ότι ορισμένα απειροσύνολα είναι μεγαλύτερα από άλλα. Έπειτα έδειξε ότι το σύνολο των υποσυνόλων των φυσικών αριθμών είναι μεγαλύτερο από το σύνολο των φυσικών αριθμών. Σε μια άλλη διατύπωση έδειξε ότι το σύνολο όλων των πραγματικών αριθμών, ή όλων των αριθμών που εκφράζονται ως δεκαδικοί, είναι μεγαλύτερο από το σύνολο των φυσικών αριθμών. Τη στιγμή που αυτό το γεγονός είχε αφομοιωθεί και γίνει αποδεκτό από τους κλασικούς λογικούς, οι Lowenheim και Skolem απέδειξαν κάτι που αρχικά έμοιαζε παράδοξο. Καταγράφεις μερικά αξιώματα, τα οποία ελπίζεις ότι συλλαμβάνουν την ουσία των συνόλων που κατασκευάζονται από σύνολα φυσικών αριθμών. Στο πλαίσιο αυτών των αξιωμάτων αποδεικνύεις το θεώρημα του Cantor, που λέει ότι το σύνολο των υποσυνόλων των φυσικών αριθμών δεν είναι αριθμήσιμο, δηλαδή δεν μπορεί να αντιστοιχηθεί ένα προς ένα με τους φυσικούς αριθμούς κι επομένως είναι μεγαλύτερο από το ίδιο το σύνολο των φυσικών αριθμών. Ως εδώ καλά. Με τον τρόπο με τον οποίο θέλεις να κατανοούνται τα αξιώματά σου, μιλάς για Καντοριανά σύνολα. Οι Lowenheim και Skolem απέδειξαν, ωστόσο, ότι οποιαδήποτε θεωρία, εκφρασμένη στην πρωτοβάθμια λογική, η οποία είναι αληθής για κάποιο πεδίο αντικειμένων, είναι επίσης αληθής για κάποιο αριθμή-147 -
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
σιμο πεδίο. Έτσι έχουμε τα εξής: ήθελες να αληθεύουν τα αξιώματά σου για τα Καντοριανά σύνολα. Το θεώρημα του Cantor μάς πείθει αμέσως ότι υπάρχουν περισσότερα Καντοριανά σύνολα απ' ό,τι φυσικοί αριθμοί. Αλλά ακριβώς αυτά τα ίδια αξιώματα μπορούν να επανερμηνευθοΰν, έτσι ώστε να αληθεύουν για ένα πολύ μικρότερο πεδίο. Έστω Ρ το σύμβολο που συμβολίζει, στη δική σου θεωρία, το σύνολο όλων των υποσυνόλων του συνόλου των φυσικών αριθμών. Αυτό είναι μεγαλύτερο από το σύνολο των φυσικών αριθμών. Η θεωρία σου μπορεί να επανερμηνευθεί, έτσι ώστε το Ρ να συμβολίζει κάτι εντελώς διαφορετικό, ένα σύνολο όχι μεγαλύτερο από το σύνολο των φυσικών αριθμών. Το θεώρημα των Lowenheim και Skolem φαινόταν κάποτε παράδοξο, αλλά σήμερα έχει πια αφομοιωθεί. Οι περισσότεροι σπουδαστές της λογικής το βρίσκουν μάλλον προφανές, φυσικό και αναπόφευκτο. Λένε πράγματα όπως: «μια πρωτοβάθμια θεωρία θα ^πρέπει να έχει μη καθιερωμένα (nonstandard) μοντέλα». Ο Putnam μετατρέπει πάλι το θεώρημα σε φαινομενικά παράδοξο. Κάνει μια σωστή γενίκευση. Εφαρμόζεται σε οποιοδήποτε πεδίο ατομικών αντικειμένων, ας πούμε σε γάτες και σε κεράσια. Θεώρησε ως αξιώματα όλες τις αλήθειες γι' αυτά - όλες τις αλήθειες που πρόκειται ποτέ να εκφέρω ή που θα εκφέρουν ποτέ οι άνθρωποι ή απλώς όλες τις γνήσιες αλήθειες που μπορούν να εκφραστούν στην πρωτοβάθμια γλώσσα. Όποιες αλήθειες κι αν επιλέξεις θα έχουν μη πρωταρχικές ερμηνείες: επιπλέον, όταν επιλέγουμε δύο είδη αντικειμένων, τις γάτες και τα κεράσια, και χρησιμοποιούμε ένα μικρό κατάλογο αληθειών, μπορούμε να απεικονίσουμε την πρωταρχική ερμηνεία για τις γάτες στη μη πρωταρχική ερμηνεία για τα κεράσια. Ο Putnam παρέχει τις λεπτομέρειες τόσο για το σύντομο παράδειγμα όσο και για το πλήρες θεώρημα.
0 1 Ε Π Ι Π Τ Ω Σ Ε Ι Σ ΓΙΑ Τ Ο Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο ΡΕΑΛΙΣΜΟ Ο Putnam υποθέτει ότι αυτά τα τεχνικά αποτελέσματα κάνουν κακό στον επιστημονικό ρεαλισμό. Γιατί; Κατά μεγάλο μέρος επειδή πιστεύει ότι στο τέλος ο επιστημονικός ρεαλισμός είναι μία θεωρία αντιγραφής ή αντιστοιχίας της αλήθειας. Οι δικές μας θεωρίες είναι αληθινές, επειδή αναπαριστούν τον κόσμο και αντιστοιχούν στον κόσμο με το να αναφέρονται σε αντικείμενα - μια αναφορά, η οποία, όπως πιστεύει τώρα ο Putnam, έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο ενός συστήματος πεποιθήσεων. Μεγάλο μέρος αυτής της θέσης είναι αρκετά γνωστό. Μια μακροχρόνια κριτική στις θεωρίες αντιστοιχίας είναι ότι οι προτάσεις υποτίθεται ότι αντι- 148-
εσωτερικοσ ρεαλισμοσ στοιχούν σε γεγονότα, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να διαχωρίσεις τα γεγονότα παρά μόνο αναφορικά με τις προτάσεις στις οποίες αντιστοιχούν. Ο G. Ε. Moore, ο οποίος δε διακρίνεται για τον αντιρεαλισμό του, εξέφρασε την ιδέα 80 χρόνια πριν, σε ένα άρθρο για την «Αλήθεια» που εκδόθηκε στο Λεξικό της Φιλοσοφίας χον> Baldwin, ως εξής: Υποτίθεται συνήθως ότι η αλήθεια μιας πρότασης συνίσταται σε κάποια σχέση που έχει με την πραγματικότητα* και το ψευδός της στην απουσία αυτής της σχέσης. Η εν λόγω σχέση ονομάζεται γενικά «αντιστοιχία» ή «συμφωνία» και φαίνεται ότι γίνεται γενικά αντιληπτή ως σχέση μερικής ομοιότητας. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι μόνο προτάσεις μπορεί να θεωρηθούν ως αληθείς λόγω της μερικής ομοιότητάς τους με κάτι άλλο, και συνεπώς είναι ουσιαστικό για τη θεωρία ότι μια αλήθεια διαφέρει κατά κάποιο συγκεκριμένο τρόπο από την πραγματικότητα, αναφορικά με την οποία συνίσταται η αλήθεια της, σε κάθε περίπτωση εκτός από εκείνη στην οποία η πραγματικότητα είναι η ίδια μια πρόταση. Αυτό που απορρίπτει τη θεωρία είναι ότι αδυνατοΰμε να βρούμε οποιαδήποτε τέτοια διαφορά μεταξύ μιας αλήθειας και της πραγματικότητας, στην οποία υποτίθεται ότι αντιστοιχεί. Έχει υποστηριχθεί, για παράδειγμα από τ ο ν ] . L. Austin, ότι οι θεωρίες αντιστοιχίας έχουν πράγματι αξία, επειδή, αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει ο Moore, υπάρχει ένας ανεξάρτητος τρόπος να ξεχωρίζουμε τα γεγονότα. Υπάρχουν, πρώτα απ' όλα, ανεξάρτητοι τρόποι να επιλέγουμε πράγματα και ποιότητες για τις οποίες μιλάμε - με το να δείχνουμε, για παράδειγμα. Έπειτα, διατυπώνουμε ισχυρισμούς συνδέοντας αναφορικές εκφράσεις και ονόματα για ιδιότητες και σχέσεις. Μια πρόταση είναι αληθής, εάν το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται κατέχει την ιδιότητα που ονομάστηκε. Ο Putnam πρέπει να υποθέτει ότι η δική του χρήση του θεωρήματος των Lowenheim-Skolem ακυρώνει αυτήν την κίνηση του Austin, με το να δείχνει για άλλη μια φορά ότι δεν υπάρχει τρόπος να κάνουμε ανεξάρτητες αναφορές. Αλλά το μόνο που έδειξε ήταν ότι δεν μπορείς να επιτύχεις την αναφορά καθορίζοντας ένα σύνολο αληθειών εκφρασμένων σε πρωτοβάθμια λογική. Ό τ α ν εξετάζουμε πιο προσεκτικά το θεώρημα Lowenheim-Skolem, θυμόμαστε ότι έχει συγκεκριμένες προκείμενες. Υπάρχουν τρόποι να αποφύγουμε αυτές τις προκείμενες κι έτσι να δημιουργήσουμε αμφιβολίες για τα συμπεράσματα του Putnam.
ΠΡΟΚΕΊΜΕΝΕς 1. Το θεώρημα Lowenheim-Skolem αφορά σε προτάσεις πρωτοβάθμιας λογικής. Κανείς δεν έχει δείξει ποτέ ότι η συνήθης γλώσσα των φυσικών επι-149 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
στημόνων μπορεί να χωρέσει σε ένα πρωτοβάθμιο σχήμα. Κι έτσι το επιχείρημα δε θεωρείται σχετικό με, ας ποΰμε, την κβαντική ηλεκτροδυναμική κι επομένως οΰτε με τον επιστημονικό ρεαλισμό. 2. Υπάρχει μια σοβαρή σχολή σκέψης, που προέρχεται από τον Richard Montague, ότι τα συνήθη Αγγλικά χρησιμοποιούν κατά βάση δευτεροβάθμιους ποσοτικούς δείκτες. Το θεώρημα των Lowenheim-Skolem δεν επεκτείνεται με κανέναν άμεσο τρόπο σε τέτοιες γλώσσες, έτσι η δυνατότητα εφαρμογής του έργου του Putnam στην απλή προεπιστημονική Αγγλική γλώσσα είναι αμφιλεγόμενη. 3. Μεγάλο μέρος της καθημερινής ομιλίας περιλαμβάνει αυτά που ονομάζουμε δεικτικά (indexicals). Αυτά είναι λέξεις, των οποίων η αναφορά εξαρτάται από τα συμφραζόμενα της έκφρασης: αυτό, εκείνο, εσύ, εγώ, εδώ, τώρα (για να μην αναφέρουμε τα ρήματά μας, που έχουν χρόνους). Καθώς βγαίνω έξω ένα υπέροχο πρωινό, ακοΰω τυχαία: «Ε, εσΰ, σταμάτα να μαζεύεις τα κεράσια μου, έλα εδώ αυτήν τη στιγμή!». Μόνο δογματικά θα μπορούσαμε να επιμένουμε ότι αυτή η συνηθισμένη πρόταση μπορεί να εκφραστεί σε πρωτοβάθμια λογική. 4. Η εισαγωγή των δεικτικών προχωρά μόνο μέχρι τη μέση της διαδρομής. Τα δεικτικά αποτελούν δείκτες, αλλά εξακολουθούν να είναι γλωσσικοί. Η γλώσσα είναι βαθιά ριζωμένη σε μια ευρεία κλίμακα δραστηριοτήτων μέσα στον κόσμο. Ο Putnam περιέργως αναφέρεται στον Wittgenstein κατά τη διάρκεια της συζήτησής του, ενθυμοΰμενος το επιχείρημα του Wittgenstein ότι τα νοήματα δεν μπορούν να αποδοθούν πλήρως από κανόνες. Αυτό για τον Wittgenstein δεν σήμαινε ότι υπήρχε κάτι ουσιαστικά ακαθόριστο και ανοιχτό σε επανερμηνεία στη γλωσσική μας πρακτική. Σήμαινε ότι η γλώσσα είναι κάτι παραπάνω από ομιλία. Δε υπάρχει χώρος να εκθέσουμε μια ερμηνεία των αντιλήψεών του, αλλά τα κεράσια είναι για φάγωμα, οι γάτες, ίσως, για χάιδεμα. Από τη στιγμή που ο λόγος θα ριζώσει στη δράση, το να συζητούμε το θεώρημα Lowenheim-Skolem είναι σχολαστικισμός. Είχαν απόλυτο δίκιο, όταν μιλούσαν για μια συγκεκριμένη άποψη των μαθηματικών αντικειμένων. Πολύ σοφά απείχαν από τις συζητήσεις για γάτες. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο για τους πολύ μεγάλους αριθμούς παρά μόνο να μιλάμε γι' αυτούς. Με τις γάτες συνδεόμαστε με άλλους τρόπους πέρα από το λόγο. 5. Ο Putnam υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε θεωρία κι αν προτείνουμε για την αναφορά και τον προσδιορισμό, λέξεις όπως «προσδιορίζω» και «αναφέρομαι» μπορούν οι ίδιες να επανερμηνευθούν. Ας υποθέσουμε πως λέω ότι η λέξη «γάτα» προσδιορίζει ζώα όπως αυτό στα πόδια μου. Πώς ξέρω ότι η λέξη - 150-
εσωτερικοσ
ρεαλισμοσ
«προσδιορίζει» προσδιορίζει τον προσδιορισμό; Αλλά, φυσικά, συνήθως δε χρησιμοποιώ λέξεις όπως το «προσδιορίζω» για να εξηγήσω τη χρήση των λέξεων. Αυτή η λειτουργία μπορεί να εξυπηρετείται από τη φράση: «Αυτός είναι ένας σκελετός γλυπτόδοντα», που χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τι είναι ο γλυπτόδοντας. Δε χρειάζομαι μια θεωρία αναφοράς για να αναφέρω, και είναι τουλάχιστον αμφίβολο, για λόγους που πιθανώς μάθαμε από τον Wittgenstein, ότι θα μπορούσε να υπάρχει κάποια γενική θεωρία αναφοράς. 6. Ο Putnam γράφει για το μη επιστημονικό αντιρεαλισμό, οπότε είναι σωστό να συζητάμε για κεράσια και γάτες. Να μην του αναγνωρίσουμε το δίκιο του για τις θεωρητικές οντότητες της φυσικής επιστήμης; Η ονοματοδοσία των οντοτήτων δε βρίσκεται εξ ολοκλήρου στο επίπεδο της γλώσσας; Ό χ ι , συχνά δεν είναι έτσι. Κοιτάξτε στο άρθρο του 1936 των Anderson και Neddermeyer, που αναφέρεται στο προηγούμενο κεφάλαιο. Είναι εκείνο που περιέχει τα στοιχεία, βάσει των οποίων η κοινότητα της φυσικής ονομάτισε το μεσοτρόνιο ή μεσόνιο - αργότερα μυόνιο. Το άρθρο είναι γεμάτο με φωτογραφίες. Ό χ ι στιγμιότυπα των μυονίων, αλλά φωτογραφίες ιχνών. Μετράει τις γωνίες ανάμεσα στα ίχνη που προκαλούνται από τις συγκρούσεις αυτού με εκείνο. Χρησιμοποιούμε δεικτικά τόσο σύντομα, όπως τα «αυτό» ή «εκείνο», για να δείξουμε τις πλέον θεωρητικές των οντοτήτων - όχι για να δείξουμε τις ίδιες αλλά τα ίχνη τους. Και δε σταματάμε εκεί. Ό π ω ς είναι σαφές από το προηγούμενο κεφάλαιό μου, οι άνθρωποι ήταν στην αρχή αρκετά αβέβαιοι για εκείνα τα πράγματα που κατέληξαν να ονομάζονται μυόνια. Αλλά σήμερα, για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι η μάζα του μυονίου είναι 206,768 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου. Αυτή η τελευταία πρόταση μοιάζει να ρίχνει νερό στο μύλο του Putnam, επειδή αποτελεί ακριβώς εκείνο το είδος αλήθειας που μπορούμε να θέσουμε ως αξίωμα σε μια περιγραφή των μυονίων. Δεν μπορούμε λοιπόν να την υποβάλουμε στην επανερμηνεία των Lowenheim και Skoiem; Δεν το νομίζω, γιατί πώς φτάσαμε σε αυτόν τον ακριβή τριψήφιο δεκαδικό αριθμό; Πρόκειται για έναν μάλλον περίπλοκο υπολογισμό, στον οποίο προσδιορίζουμε μια ολόκληρη ομάδα ποσοτήτων, όπως τη μαγνητική ροπή του ελεύθερου ηλεκτρονίου, τη μαγνητόνη (magneton) του Bohr και άλλα φανταχτερά πράγματα και ιδιαιτέρως σχέσεις ανάμεσα σε ένα πλήθος σταθερών της φύσης. Τώρα, εάν αυτές αποτελούσαν απλώς μια ομάδα προτάσεων και μπορούσαμε να κάνουμε όλη τη μαθηματική φυσική με όρους πρωτοβάθμιας λογικής, το θεώρημα Lowenheim-Skolem θα έβρισκε εφαρμογή. Αλλά σε κάθε περίπτωση, οι αριθμοί και οι αναλογίες είναι στενά συνδεδεμένα με συγκεκριμένες πειραματικές μετρή-151 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
σεις. Αυτές με χη σειρά τους συνδέονται όλες με ανθρώπους, τόπους και, πάνω απ' όλα, με πράξεις. [Τυπικό παράδειγμα: η ερευνητική ομάδα του Lawrence Radiation Laboratory του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, δηλαδή οι Κ. Μ. Crowe, J. F. Hague, J. Ε. Rotherberg, A. Schenck, D. L. Williams, R. W. Williams και Κ. Κ. Young, Phys. Rev. D. 2145 (1972).] Οΰτε και πρόκειται για ένα μόνο τέτοιο σύνολο πράξεων, αλλά για πολλές ανεξάρτητες αλλά όχι εντελώς ανόμοιες πράξεις GZ όλο τον κόσμο. 7. Ο Putnam απευθύνει όντως το ερώτημα αν οι άνθρωποι θα μπορούσαν ποτέ να χρησιμοποιήσουν τη μη επιδιωκόμενη ερμηνεία του της λέξης «γάτα». Παρατηρεί μια συμμετρία ανάμεσα στις πρωταρχικές και τις μη πρωταρχικές ερμηνείες - οτιδήποτε εξηγούμε από την άποψη των γατών, άλλοι μπορούν να το εξηγήσουν από την,άποψη των κερασιών. Επαναλαμβάνει μια συζήτηση που αντλεί από το βιβλίο του Nelson Goodman Γεγονός, Μνθογραφία και Πρόβλεψη {Fact, Fiction and Forecasi), Υπάρχει ένα σημαντικό γεγονός, το οποίο αγνοεί. Το θεώρημα των Lowenheim-Skolem είναι μη κατασκευαστικό. Αυτό σημαίνει ότι θεωρητικά δεν υπάρχει κανένας ανθρωπίνως εφικτός τρόπος να προκαλέσουμε μια μη πρωταρχική ερμηνεία. 8. Ούτε και χρειαζόμαστε τεχνικά παραδείγματα, για να αρχίσουμε να αμφισβητούμε τη σιγουριά του Putnam. Ο Putnam παραπέμπει στο συνάδελφό του, Robert Nozick, που (κατά τη γνώμη του Putnam) υποδεικνύει ότι όλες οι γυναίκες μπορεί να εννοούν τις γάτες όταν μιλούν για κεράσια, ενώ «εμείς» οι άντρες να εννοούμε κεράσια. Αλλά υπάρχουν, για παράδειγμα, ονοματικοί προσδιορισμοί, που επεξηγούνται από τα κεράσια Βοδενών και τις γάτες Περσίας. Οι ονοματικοί προσδιορισμοί όπως το «Βοδενών» δεν είναι συνηθισμένοι ποιοτικοί δείκτες όπως το «γλυκός», γιατί τα γλυκά κεράσια Βοδενών είναι γλυκά φρούτα αλλά όχι «φρούτα Βοδενών». Πώς συνεχίζεται η επανερμηνεία των Putnam/Nozick; Οι γυναίκες της φαντασίας τους εννοούν γάτες Περσίας, όταν μιλούν για κεράσια της Βασίλισσας Αννας; Δηλαδή, αντιστοιχούν αμφιμονοσήμαντα ένα είδος κερασιού σε ένα είδος γάτας; Αυτό δεν ισχύει, επειδή ο αριθμός των ειδών των κερασιών είναι διαφορετικός από τον αριθμό των ειδών των γατών, κι έτσι καμία τέτοια αντιστοίχιση δε θα διατηρήσει τη δομή των ονοματικών προσδιορισμών. Πιο σημαντικό είναι ότι τα κεράσια της Βασίλισσας Αννας είναι για κονσέρβες ή για πίτες, ενώ τα κεράσια Βοδενών είναι για φάγωμα, όταν είναι ώριμα πάνω στο δέντρο. Πώς μπορούν αυτά τα γεγονότα να εμφανιστούν στη δομή των γεγονότων για τις γάτες; Ο Putnam μάλλον διαπράττει ένα από τα σοβαρότερα σφάλματα στη φιλοσοφία. Έχει ένα αφηρημένο θεώρημα. Έπειτα εξηγεί το περιεχόμενό - 152-
εσωτερικοσ
ρεαλισμοσ
του σε σχέση με μια πρόταση που κανείς άλλος πριν από αυτόν δεν έχει ποτέ εκφράσει, οΰτε και θα είχε συνήθως κανένα νόημα - έξω από τη λογική - το να ποΰμε: «Κάποιο κεράσι είναι πάνω σε ένα δέντρο». Έπειτα, περνάει στον ισχυρισμό ότι, όπως ακριβώς μπορείς να επανερμηνεΰσεις τη λέξη «κεράσι», μπορείς να επανερμηνεΰσεις τη λέξη «προσδιορίζει». Ό λ ο ς ο ζωντανός συνηθισμένος κόσμος του να φτιάχνεις μια πίτα με κεράσια της Βασίλισσας Άννας, του να μετράς την αναλογία των μαζών μυονίων και ηλεκτρονίων όλα αυτά μένουν απ' έξω. Δε θα συνεχίσω. Ήθελα μόνο να τονίσω ότι: α) η εξασφάλιση της αναφοράς δεν είναι πρωταρχικά θέμα έκφρασης αληθειών, αλλά αλληλεπίδρασης με τον κόσμο και β) ακόμα και στο επίπεδο της γλώσσας υπάρχει μια απέραντα μεγαλύτερη δομή από αυτήν που συζητά ο Putnam, είτε πρόκειται για βαθιές ερωτήσεις σχετικά με τη γλώσσα της μαθηματικής φυσικής είτε για κοινότοπες παρατηρήσεις σχετικά με τα κεράσια Βοδενών.
ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ Οι παραπάνω σκέψεις δε σημαίνουν ότι πρέπει να διαφωνήσετε με τη βαθύτερη φιλοσοφία του Putnam. Σημαίνουν μόνο πως ό,τι μοιάζει με περιποιημένο επιχείρημα χρειάζεται περισσότερο «χτένισμα» από αυτό που έχει δεχτεί μέχρι τώρα. Τι κρύβεται κάτω από αυτά; Ακολούθησα τον Putnam στη σύγκριση των ιδεών του με εκείνες του Kant, αλλά υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Ο Kant αποκαλούσε τον εαυτό του υπερβατικό ιδεαλιστή. Εγώ θα ονόμαζα τον Putnam υπερβατικό νομιναλιστή. Και τα δυο είναι είδη αντιρεαλισμοΰ. Πριν από τον Kant ο ρεαλισμός συνήθως είχε την έννοια του αντινομιναλισμοΰ. Μετά τον Kant συνήθως είχε την έννοια του ανταδεαλισμού. Ο ιδεαλισμός είναι μια θέση που αφορά στην ύπαρξη. Στην ακραία του μορφή πρεσβεύει ότι καθετί που υπάρχει είναι πνευματικό, ένα παράγωγο του ανθρώπινου πνεύματος. Ο νομιναλισμός αφορά στην ταξινόμηση (classification). Πρεσβεύει ότι μόνον οι τρόποι σκέψης μας μάς κάνουν να ξεχωρίζουμε το χορτάρι από το άχυρο, τη σάρκα από το φύλλωμα. Ο κόσμος δεν είναι απαραίτητο να ταξινομείται με αυτόν τον τρόπο* δεν έρχεται πακεταρισμένος σε «φυσικά είδη». Αντίθετα, ο αριστοτελικός ρεαλιστής (ο αντινομιναλιστής) πρεσβεύει ότι ο κόσμος απλώς έρχεται σε συγκεκριμένα είδη. Αυτός είναι ο τρόπος της φύσης, όχι του ανθρώπου.' Ο ιδεαλιστής δε χρειάζεται να έχει άποψη για την ταξινόμηση. Μπορεί -153 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
να πρεσβεύει ότι υπάρχει πράγματι μια αληθής διάκριση ανάμεσα στο χορτάρι και το άχυρο. Υποστηρίζει απλώς ότι δεν υπάρχει κανένα υλικό, χορτάρι και άχυρο* υπάρχουν μόνο ιδέες, πνευματικές οντότητες. Οι ιδέες όμως θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν πραγματικές ουσίες. Αντιστρόφως, ο νομιναλιστής δεν αρνείται ότι υπάρχει πραγματικό υλικό, το οποίο υπάρχει ανεξάρτητα από το νου. Αρνείται απλώς ότι αυτό το υλικό έχει ταξινομηθεί φυσικά και εσωτερικά με οποιονδήποτε συγκεκριμένο τρόπο, ανεξάρτητα από το πώς σκεφτόμαστε γι' αυτό. Στην ουσία, ο νομιναλισμός και ο ιδεαλισμός τείνουν να αποτελέσουν μέρος της ίδιας νοοτροπίας. Αυτός είναι ένας λόγος που η λέξη «ρεαλισμός» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την αντίθεση στα δύο δόγματα. Αλλά αυτά τα δύο είναι λογικά διακριτά. ^ Ερμηνε]ύω τον Kant με έναν πιθοίνώς ακραίο τρόπο. Πίστευε ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι ιδεατά. Στην κυριολεξία δεν υπάρχουν. Παρ' ότι υπάρχουν εμπειρικές σχέσεις προσδιορίσιμες μέσα στο χώρο και το χρόνο, αυτές οι σχέσεις, όντας χωροχρονικές, δεν υπάρχουν πέρα από το πνεύμα. Ο Kant ήταν πράγματι ένας υπερβατικός ιδεαλιστής. Ο Putnam είναι αντιθέτως ένας υπερβατικός νομιναλιστής. Ο εσωτερικός ρεαλισμός του Putnam καταλήγει σ' αυτό: Μέσα στο πλαίσιο του συστήματος σκέψης μου αναφέρομαι σε ποικίλα αντικείμενα, και λέω διάφορα για τα αντικείμενα αυτά, μερικά αληθή, μερικά ψευδή. Ωστόσο, δεν μπορώ να βγω έξω από το σύστημα της σκέψης μου και να αποκτήσω κάποια βάση για την αναφορά, η οποία να μην αποτελεί μέρος του δικού μου συστήματος ταξινόμησης και ονοματισμού. Αυτό ακριβώς είναι εμπειρικός ρεαλισμός και υπερβατικός νομιναλισμός.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ Ν Ο Μ Ι Ν Α Α Ι Σ Μ Ο Σ Ο Τ. S. Kuhn έχει ερμηνευθεί επίσης ως ιδεαλιστής. Πιστεύω ότι και αυτός είναι πιο κατανοητός ως υπερβατικός νομιναλιστής - που έφτασε εκεί πριν από τον Putnam. Ενώ όμως οι σκέψεις του Putnam βασίζονται σε ένα α priori θεώρημα και σε υποτιθέμενες επιπτώσεις για τη γλώσσα, ο Kuhn στηρίζει τη θέση του περισσότερο στην πραγματική ζωή. Μια επιστημονική επανάσταση, κατά τη γνώμη του Kuhn, παράγει έναν καινούργιο τρόπο ενασχόλησης με κάποια όψη της φύσης. Παρέχει μοντέλα, υποθετικούς νόμους, κατηγορίες οντοτήτων, αιτιακές δυνάμεις που δεν εισάγονταν στην προηγηθείσα επιστήμη. Κατά μία απόλυτα μη αντιφατική - 154-
εσωτερικοσ ρεαλισμοσ άποψη, ίσως να ζοΰμε τώρα σε ένα διαφορετικό κόσμο από εκείνον της εποχής του ατμοΰ του 19ου αιώνα - έναν κόσμο στον οποίο τα αεροπλάνα είναι παντού και οι σιδηρόδρομοι χρεωκοποΰν. Πιο φιλοσοφικά (ίσως), είναι ένας διαφορετικός κόσμος, καθότι κατηγοριοποιείται με νέους τρόπους και θεωρείται ότι είναι γεμάτος με νέες δυναμικότητες, νέες αιτίες, νέα αποτελέσματα. Αλλά αυτή η καινοτομία δεν έγκειται στην παραγωγή νέων οντοτήτων στη σκέψη. Είναι η επιβολή ενός καινούργιου συστήματος κατηγοριών πάνω στα φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένων και των νέων φαινομένων που δημιουργούνται. Γι' αυτόν το λόγο το αποκαλώ ένα είδος νομιναλισμοΰ. Ορίστε μια πρόσφατη διατύπωση του ίδιου του Kuhn: Αυτό που χαρακτηρίζει τις επαναστάσεις είναι, ως εκ τούτου, η αλλαγή των ταξινομικών κατηγοριών που προαπαιτούνται για τις επιστημονικές περιγραφές και γενικεύσεις. Αυτή η αλλαγή, επιπλέον, είναι μια προσαρμογή όχι μόνο των κριτηρίων που σχετίζονται με την κατηγοριοποίηση, αλλά επίσης του τρόπου με τον οποίο συγκεκριμένα αντικείμενα και καταστάσεις κατανέμονται σε προϋπάρχουσες κατηγορίες. Από τη στιγμή που μια τέτοια ανακατανομή αφορά πάντοτε σε περισσότερες από μία κατηγορίες και καθώς αυτές οι κατηγορίες αλληλοκαθορίζόνται, αυτού του είδους η μεταβολή είναι απαραιτήτως ολιστική.^ Ο Kuhn δεν είναι παλαιομοδίτης νομιναλιστής. Κάποιος τέτοιος θα πίστευε ότι όλες οι ταξινομήσεις μας αποτελούν προϊόν της ανθρώπινης σκέψης κι όχι του κόσμου και ότι αυτές οι ταξινομήσεις αποτελούν εξίσου απόλυτα σταθερά χαρακτηριστικά της σκέψης μας. Ο Kuhn μπορεί να διαφωνήσει με αυτόν το νομιναλιστή και στα δύο σημεία. Προφανώς ευνοεί το ενδεχόμενο της επαναστατικής αλλαγής και μας παρέχει παραδείγματα γι' αυτό. Μπορεί ομοίως να ισχυριστεί ότι πολλές από τις προεπιστημονικές μας κατηγορίες αποτελούν είδη: οι άνθρωποι και το χορτάρι, η σάρκα και η σάρκα του αλόγου. Ο κόσμος απλώς περιέχει άλογα και χορτάρι, ανεξαρτήτως του τι σκεφτόμαστε, και οποιοδήποτε εννοιολογικό σχήμα θα το αναγνωρίσει αυτό. Δεν υπάρχει λόγος να αρνηθεί η ιστορία της επιστήμης ότι ο κόσμος ταξινομεί τον εαυτό του με αυτούς τους τρόπους. Ούτε και υπάρχει σημαντικός λόγος, στη συγκριτική μελέτη των πολιτισμών, να υποθέτουμε ότι οποιοιδήποτε άλλοι άνθρωποι αποτυγχάνουν να κάνουν ταξινομήσεις με παρόμοιους τρόπους. Ο νομιναλισμός του Kuhn, στο βαθμό που
^ Τ. S. Kuhn, «What are scientific revolutions?» Center for Cognitive Science Occasional Paper 18, Massachusetts Institute for Technology, 1981, σελ. 25.
-155 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
βασίζεται στις ιστορικές του σπουδές, μπορεί να διδάξει μόνο ότι κάποιες από τις επιστημονικές μας κατηγορίες μπορούν να εκτοπιστούν. Κατηγορίες που έχουν αντέξει στο χρόνο, όπως η ουσία και η δύναμη, ενδέχεται να βουλιάξουν. Ακόμα και ο χώρος και ο χρόνος μπορεί να υποστούν ήττα. Ο Kuhn διδάσκει ένα συγκεκριμένο σχετικισμό, ότι δεν υπάρχει μια μοναδικά σωστή κατηγοριοποίηση οποιασδήποτε όψης της φΰσης. Πράγματι, η ιδέα μιας όψης της φΰσης, που θα εξετάζει αυτά κι εκείνα τα ζητήματα, είναι από μόνη της μια μεταβλητή. Οι Έλληνες, λέμε, δεν είχαν την έννοια του ηλεκτρισμού και ο Φραγκλίνος δεν είχε την έννοια του ηλεκτρομαγνητισμού. Ακόμα και τέτοιες «όψεις της φΰσης» ανακύπτουν, έρχονται και φεύγουν κατά τη διάρκεια της ιστορίας μας. Ο επαναστατικός νομιναλιστής συμπεραίνει ότι δεν έχουμε φτάσει ακόμρ στο τέλος του δρόμου. Ούτε και είναι η ιδέα ενός τέτοιου τέλους του δρόμου, μιας τελικής επιστήμης, μια αληθινά κατανοητή ιδέα. Ο παλαιομοδίτης νομιναλιστής των περασμένων εποχών πρέσβευε ότι τα συστήματα ταξινόμησής μας αποτελούν προϊόντα της ανθρώπινης σκέψης. Όμως δε θεωρούσε ότι μπορούσαν να μεταβληθούν ριζικά. Ο Kuhn τα άλλαξε όλα αυτά. Οι κατηγορίες μεταβλήθηκαν και μπορούν να μεταβληθούν και πάλι. Δύσκολα μπορούμε να αποφύγουμε την προσέγγιση της φύσης με τις δικές μας υπάρχουσες κατηγορίες, προβλήματα, συστήματα ανάλυσης, μεθόδους τεχνολογίας και μάθησης. Είμαστε στην ουσία εμπειρικοί ρεαλιστές: σκεφτόμαστε ωσάν να χρησιμοποιούμε φυσικά είδη, πραγματικές αρχές ταξινόμησης. Ωστόσο, στην πορεία της ιστορικής σκέψης συνειδητοποιούμε ότι οι πλέον αγαπημένες μας έρευνες μπορούν να αντικατασταθούν. Για να συνοψίσουμε την ιδέα: πράγματι ερευνούμε τη φύση ως ταξινομημένη σε φυσικά είδη που μας έχουν παραδοθεί από τις δικές μας σύγχρονες επιστήμες, αλλά ταυτόχρονα υποστηρίζουμε ότι αυτά τα ίδια τα σχήματα αποτελούν απλώς ένα ιστορικό γεγονός. Επιπλέον, δεν υπάρχει η ιδέα της μίας οίύοττγ;, έσχατης αναπαράστασης του κόσμου. Οι παρατηρήσεις του Putnam μπορεί να στρέψουν κάποιον στην ίδια κατεύθυνση, αλλά υπάρχει μια έννοια υπό την οποία η παρούσα ερμηνεία του είναι μάλλον Καντιανή. Ο Putnam έχει γίνει συντηρητικός. Για τον Kant δεν υπήρχε δρόμος εξόδου από το εννοιολογικό μας σχήμα. Ούτε και ο Putnam μάς δίνει κάποιο λόγο, για να υποθέσουμε ότι υπάρχει. Ο Kuhn περιγράφει λεπτομερώς τρόπους με τους οποίους έχουν γίνει βαθιές μεταβολές. Επομένως, ο νομιναλισμός του είναι επαναστατικά υπερβατικός, ενώ του Putnam είναι πιο συντηρητικός. - 156-
εσωτερικοσ
ρεαλισμοσ
ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ Υπάρχει άλλο ένα σημείο στην παρούσα θέση του Putnam, που θυμίζει τον Peirce. Υποστηρίζει ότι αληθινό είναι οτιδήποτε στο οποίο καταλήγουμε να συμφωνούμε χρησιμοποιώντας ορθολογικά μέσα και αναγνωρίζει ότι μπορεί να υπάρξει τουλάχιστον εξέλιξη, καθώς αναπτύσσουμε όλο και περισσότερους τρόπους συλλογισμού (styles of reasoning). Θεωρώ φυσικό να εξηγήσω αυτήν τη θέση, όχι σε σχέση με τη φιλοσοφία του Putnam αλλά με αυτήν του Imre Lakatos.
-157 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΓΔΟΟ
ΕΝΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΑΗ0ΕΙΑ
ψ
υχολογία του όχλου» - έτσι χαρακτήρισε ειρωνικά ο Imre Lakatos (1922-74) την περιγραφή της επιστήμης του Kuhn. JL «Η επιστημονική μέθοδος (ή 'λογική της ανακάλυψης') εννοούμενη ως ο κλάδος της ορθολογικής αποτίμησης των επιστημονικών θεωριών - και των κριτηρίων της προόδου — εξαφανίζεται. Φυσικά, μπορούμε ακόμα να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τις αλλαγές στα 'παραδείγματα' με όρους της κοινωνικής ψυχολογίας. Αυτός είναι ... ο τρόπος του Kuhn» (I, σελ. 31).^ Ο Lakatos αντιτίθεται πλήρως σε αυτό που ισχυριζόταν ότι έκανε ο Kuhn: την αναγωγή της φιλοσοφίας της επιστήμης στην κοινωνιολογία. Πίστευε ότι δεν άφηνε χώρο για τις ιερές και απαραβίαστες επιστημονικές αξίες της αλήθειας, της αντικειμενικότητας, της ορθολογικότητας και του λόγου. Παρ' ότι αυτό είναι μια παρωδία του Kuhn, οι προκύπτουσες ιδέες είναι σημαντικές. Τα δυο επίκαιρα θέματα στη φιλοσοφία της επιστήμης είναι επιστημολογικά (ορθολογικότητα) και μεταφυσικά (αλήθεια και πραγματικότητα). Ο Lakatos φαίνεταΐΝα μιλάει για το πρώτο. Πράγματι θεωρείται από όλους ότι παρουσιάζει μια νέα θεωρία για τη μέθοδο και το λόγο και γι' αυτόν το λόγο μερικοί τον θαυμάζουν και άλλοι τον κριτικάρουν. Αν αυτός ήταν ο στόχος του Lakatos, η θεωρία του περί ορθολογικότητας είναι παράξενη. Δε μας βοηθάει καθόλου να αποφασίσουμε τι είναι λογικό να πιστεύουμε ή να κάνουμε τώρα. Είναι εντελώς αναδρομική. Μπορεί να μας πει ποιες αποφάσεις ήταν ορθολογικές στην επιστήμη του παρελθόντος, αλλά δεν μπορεί να μας βοηθήσει για το μέλλον. Στο βαθμό που τα δοκίμια του Lakatos σχετίζονται με το μέλλον αποτελούν ένα συνονθύλευμα κοινοτοπιών
' Όλες οι αναφορές στον Imre Lakatos σε αυτό το κεφάλαιο περιέχονται στα Philosophical Papers, 2 τόμοι 0· Worrall and G. Currie, eds.), Cambridge, 1978.
-159-
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
και προκαταλήψεων. Ωστόσο τα δοκίμιά του παραμένουν επιβλητικά. Ως εκ τοΰτου θεωρώ ότι ασχολούνται με κάτι άλλο και όχι με τη μέθοδο και την ορθολογικότητα. Ο Lakatos είναι σημαντικός ακριβώς επειδή ασχολείται όχι με ένα επιστημολογικό ζήτημα αλλά με ένα μεταφυσικό. Τον ενδιαφέρει η αλήθεια ή η απουσία της. Πίστευε ότι η επιστήμη είναι το μοντέλο μας για την αντικειμενικότητα. Θα δοκιμάζαμε να το εξηγήσουμε αυτό, θεωρώντας ότι μια επιστημονική πρόταση πρέπει να λέει πώς είναι τα πράγματα. Πρέπει να αντιστοιχεί στην αλήθεια. Αυτό κάνει την επιστήμη αντικειμενική. Ο Lakatos, ο οποίος εκπαιδεύτηκε στην Ουγγαρία σε μια εγελιανή και μαρξιστική παράδοση, θεώρησε ως δεδομένη τη μετακαντιανή, εγελιανή ανατροπή των θεωριών της αντιστοιχίας. Έμοιαζε συνεπώς με τον Peirce, ο οποίος είχε επίσης διαμορφωθεί σε ένα εγελιανό πλαίσιο και όπως και άλλοι πραγματιστές δε/)ίρειαζόταν αυτό που ο William James αποκαλούσε θεωρία αντιγραφής της αλήθειας. Στις αρχές του 20οΰ αιώνα οι φιλόσοφοι στην Αγγλία και μετά στην Αμερική αποκήρυξαν τον Hegel και αναβίωσαν τις θεωρίες αντιστοιχίας της αλήθειας και τις θεωρήσεις του νοήματος ως αναφοράς. Αυτά αποτελούν ακόμα κεντρικά θέματα στην αγγλόφωνη φιλοσοφία. Ο Hilary Putnam είναι διδακτικός εδώ. Στο Λόγος, Αλήθεια και Ιστορία κάνει τη δική του προσπάθεια να τερματίσει τις θεωρίες της αντιστοιχίας. Ο Putnam θεωρεί τον εαυτό του ως εντελώς ριζοσπαστικό και γράφει «εδώ έχουμε το θάνατο μιας θεωρίας που διήρκεσε πάνω από 2000 χρόνια» (σελ. 74). Ο Lakatos και ο Peirce πίστευαν ότι το θανατικό στην οικογένεια είχε συμβεί περίπου 200 χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο και οι δυο επιζητούσαν μια περιγραφή των αντικειμενικών αξιών της δυτικής επιστήμης. Έτσι προσπάθησαν να βρουν ένα υποκατάστατο για την αλήθεια. Στο πλαίσιο της εγελιανής παράδοσης, είπαν ότι αυτό εντοπίζεται στη διαδικασία, στη φΰση της ανάπτυξης της ίδιας της γνώσης.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΘΟΔΟΑΟΓΙΩΝ Ο Lakatos παρουσίασε τη δική του φιλοσοφία της επιστήμης ως το τελικό αποτέλεσμα μιας ιστορικής αλληλουχίας φιλοσοφιών. Αυτή η αλληλουχία θα περιλαμβάνει τα γνώριμα γεγονότα σχετικά με τον Popper, τον Carnap, τον Kuhn, σχετικά με την επανάσταση και την ορθολογικότητα, τα οποία περιέγραψα ήδη στην Εισαγωγή. Αλλά έχει ευρύτερο πεδίο δράσης και είναι πολύ πιο στυλιζαρισμένη. Τώρα θα εξετάσω εν τάχει αυτήν την ιστορία. - 160-
ε ν α υ π ο κ α τ α σ τ α τ ο για τ η ν
αληθεια
Αρκετοί από τους περιφερειακούς ισχυρισμούς της ήταν της μόδας μεταξύ των φιλοσόφων της επιστήμης το 1965. Πρόκειται για απλοϊκές απόψεις, όπως: δεν υπάρχει γενικά καμία διάκριση ανάμεσα στη θεωρητική διατύπωση και τις παρατηρησιακές αναφορές* δεν υπάρχουν αποφασιστικά πειράματα, επειδή μόνο εκ των υστέρων αποκαλούμε ένα πείραμα αποφασιστικό* μπορείς πάντα να συνεχίζεις την επινόηση αληθοφανών βοηθητικών υποθέσεων, οι οποίες θα διατηρήσουν μια θεωρία· δεν είναι ποτέ λογικό να εγκαταλείπεις μια θεωρία χωρίς να έχεις μια καλύτερη θεωρία για να την αντικαταστήσεις. Ο Lakatos δε δίνει ποτέ ένα καλό ή έστω ένα λεπτομερές επιχείρημα για οποιαδήποτε από αυτές τις προτάσεις. Οι περισσότερες από αυτές αποτελούν συνέπεια μιας φιλοσοφίας εξαρτημένης από τη θεωρία και αναθεωρούνται ή διαψεύδονται με τον καλύτερο τρόπο μετά από σοβαρή σκέψη πάνω στον πειραματισμό. Τις αξιολογώ στο δεύτερο μέρος, το «Παρεμβαίνοντας». Σχετικά με τα αποφασιστικά πειράματα και τις βοηθητικές υποθέσεις δες το κεφάλαιο 15. Σχετικά με τις διακρίσεις ανάμεσα στην παρατήρηση και τη θεωρία δες το κεφάλαιο 10.
ΤΟ ΕΥΚΛΕΙΔΕΙΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΚΑΙ Η ΕΠΑΓΩΓΗ Αρχικά, λέει ο Lakatos, η μαθηματική απόδειξη ήταν το μοντέλο της αληθινής επιστήμης. Τα συμπεράσματα έπρεπε να αποδεικνύονται και να επιβεβαιώνονται απόλυτα. Οτιδήποτε λιγότερο από την απόλυτη βεβαιότητα ήταν ελαττωματικό. Η επιστήμη ήταν εξ ορισμού αλάθητη. Ο 17ος αιώνας και η πειραματική μέθοδος συλλογισμού έκαναν το παραπάνω να φαίνεται ανέφικτος στόχος. Ωστόσο η ιστορία τροποποιείται μόνο καθώς περνάμε από τη λογική παραγωγή στην επαγωγή. Αν δεν μπορούμε να έχουμε ασφαλή γνώση, ας έχουμε τουλάχιστον πιθανή γνώση, βασισμένη σε σίγουρα θεμέλια. Οι σωστά καμωμένες παρατηρήσεις θα εξυπηρετούν ως βάση. θ α κάνουμε γενικεύσεις πάνω σε ορθά πειράματα, θα βρίσκουμε αναλογίες και θα ενισχύουμε τα επιστημονικά συμπεράσματα. Ό σ ο μεγαλύτερη είναι η ποικιλία και η ποσότητα των παρατηρήσεων που επικυρώνουν ένα συμπέρασμα, τόσο πιθανότερο είναι το συμπέρασμα. Μπορεί να μην έχουμε πια βεβαιότητα, αλλά έχουμε υψηλή πιθανότητα. Εδώ τότε υπάρχουν δύο στάδια στο μακρύ δρόμο προς τη μεθοδολογία: η απόδειξη και η πιθανότητα. Ο Hume, γνωρίζοντας την αποτυχία του πρώτου, δημιουργούσε ήδη αμφιβολίες για το δεύτερο το 1739. Με κανέναν τρόπο δεν μπορούν συγκεκριμένα γεγονότα να παρέχουν «επαρκή λόγο» για -161 -
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
γενικότερες διαπιστώσεις ή ισχυρισμούς για το μέλλον. Ο Popper συμφώνησε και το ίδιο έκανε με τη σειρά του ο Lakatos. ΔΙΑΨΕΥΣΙΜΟΤΗΤΕΣ Ο Lakatos περικόπτει κάποιο μέρος της ιστορίας της μεθοδολογίας, αλλά επεκτείνει κάποια άλλα. Είχε ακόμα και τους όρους Popper ι, Popper2 και Popper3, για να δηλώσει τις αυξανόμενα εξεζητημένες εκδοχές αυτών που είχε μάθει ο Lakatos από τον Popper. Και οι τρεις δίνουν έμφαση στον έλεγχο και στη διάψευση των εικασιών παρά στην επαλήθευση και την επικύρωση τους. Η πιο απλή άποψη θα ήταν, «οι άνθρωποι προτείνουν, η φύση απορρίπτει». Αυτό σημαίνει ότι εμείς επινοούμε θεωρίες και η φύση τις πετάει στα άχρηάτα, αν είναι λανθασμένες. Αυτό συνεπάγεται μια αρκετά οξεία διάκριση ανμμεσα στις λανθασμένες θεωρίες και τις βασικές παρατηρήσεις της φύσης. Οι τελευταίες, από τη στιγμή που θα έχουν διερευνηθεί, αποτελούν ένα τελικό και αναμφισβήτητο εφετείο. Μια θεωρία που δε συμφωνεί με την παρατήρηση πρέπει να απορρίπτεται. Αυτή η ιστορία της εικασίας και της κατάρριψης μάς κάνει να πιστεύουμε σε μια ευχάριστα αντικειμενική και τίμια επιστήμη. Αλλά αυτό δεν επαρκεί: αφ' ενός «όλες οι θεωρίες γεννιούνται διαψευσμένες» ή τουλάχιστον είναι πολύ συνηθισμένο να προτείνεται μια θεωρία ακόμα κι όταν είναι γνωστό ότι δε συμφωνεί με όλα τα γνωστά γεγονότα. Αυτή ήταν η θέση του Kuhn για την κανονική επιστήμη της επίλυσης γρίφων. Δεύτερον, (σύμφωνα με τον Lakatos) δεν υπάρχει σταθερή διάκριση θεωρίας-παρατήρησης. Τρίτον, υπάρχει ο ισχυρισμός του μεγάλου Γάλλου ιστορικού της επιστήμης, Pierre Duhem. Αυτός παρατήρησε ότι οι θεωρίες ελέγχονται μέσω βοηθητικών υποθέσεων. Κατά το παράδειγμά του, αν ένας αστρονόμος προβλέψει ότι ένα ουράνιο σώμα θα βρεθεί σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία, αλλά αυτό εμφανιστεί κάπου αλλού, δεν είναι απαραίτητο να αναθεωρήσει την αστρονομία του. Θα μπορούσε ίσως να αναθεωρήσει τη θεωρία του τηλεσκοπίου [ή να δημιουργήσει μια κατάλληλη περιγραφή για το πώς τα φαινόμενα διαφέρουν από την πραγματικότητα (Kepler) ή να επινοήσει μια θεωρία αστρικής αποπλάνησης (G. G. Stokes) ή να υποστηρίξει ότι το φαινόμενο Doppler λειτουργεί διαφορετικά στο διάστημα]. Επομένως μια απείθαρχη παρατήρηση δεν απορρίπτει απαραίτητα μια θεωρία. Ο Duhem πιθανώς πίστευε ότι είναι θέμα επιλογής ή σύμβασης το αν πρέπει να αναθεωρηθεί μια θεωρία ή μια από τις βοηθητικές υποθέσεις της. Ο Duhem ήταν ένας διακεκριμένος αντι-
ε ν α υ π ο κ α τ α σ τ α τ ο για τ η ν
αληθεια
ρεαλιστής, έτσι ένα τέτοιο συμπέρασμα ήταν ελκυστικό. Είναι όμως αποκρουστικό για τα ριζωμένα ορμέμφυτα του επιστημονικού ρεαλισμού που βρίσκουμε στον Popper ή στον Lakatos. Έτσι, ο οπαδός της διαψευσιμότητας προσθέτει δυο επιπλέον προτάσεις. Πρώτον, καμία θεωρία δεν απορρίπτεται οΰτε εγκαταλείπεται εκτός κι αν υπάρχει μια καλύτερη ανταγωνιστική θεωρία. Δεύτερον, μια θεωρία είναι καλύτερη από μια άλλη, αν κάνει περισσότερες καινοφανείς προβλέψεις. Παραδοσιακά οι θεωρίες έπρεπε να συμφωνούν με τα αποδεικτικά στοιχεία. Ο οπαδός της διαψευσιμότητας, λέει ο Lakatos, δεν απαιτεί να συμφωνεί η θεωρία με τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά στην πράξη να τα ξεπερνά. Σημειώστε ότι αυτό το τελευταίο στοιχείο έχει μια μακρά προϊστορία από διαμάχες. Γενικά οι επαγωγιστές πιστεύουν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συμφωνούν με μια θεωρία την υποστηρίζουν, ανεξάρτητα από το αν η θεωρία προηγήθηκε των αποδεικτικών στοιχείων ή το αντίστροφο. Περισσότερο ορθολογιστικοί και παραγωγικά προσανατολισμένοι στοχαστές θα επιμείνουν σ' αυτό που ο Lakatos αποκαλεί «αξίωση των Leibniz-WhewellPopper, ότι το - καλά προγρα^ίρατισρένο - χτίσιμο των φωλιών των περιστεριών θα πρέπει να προχωρά πολύ πιο γρήγορα από την καταγραφή των γεγονότων, τα οποία πρόκειται να στεγαστούν σ'αυτές». (I, σελ. 100)
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ (RESEARCH PROGRAMMES) Μπορεί να επωφεληθούμε από τις δύο ορθογραφίες της λέξης και να χρησιμοποιήσουμε την αμερικάνικη ορθογραφία «research program», για να δηλώσουμε αυτό που οι ερευνητές κανονικά ονομάζουν ερευνητικό πρόγραμμα, δηλαδή μια συγκεκριμένη προσέγγιση σε ένα πρόβλημα χρησιμοποιώντας έναν καλά ορισμένο συνδυασμό θεωρητικών και πειραματικών ιδεών. Ένα ερευνητικό πρόγραμμα (research program) είναι ένα πρόγραμμα, το οποίο μπορεί ένα πρόσωπο ή μια ομάδα να αναλάβει, να αναζητήσει χρηματοδότηση, να εξασφαλίσει βοήθεια γι' αυτό κ.ο.κ. Αυτό που ο Lakatos ονομάζει «research programme» (πρόγραμμα έρευνας) δε μοιάζει πολύ μ' αυτό. Είναι πιο αφηρημένο, πιο ιστορικό. Είναι μια αλληλουχία ανάπτυξης θεωριών, που θα μπορούσαν να διαρκέσουν για αιώνες και οι οποίες μπορεί να λησμονηθούν για 80 χρόνια και μετά να αναβιώσουν από μια εντελώς φρέσκια ενστάλαξη γεγονότων ή ιδεών. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι συχνά εύκολο να αναγνωρίσουμε μια διαδοχή αναπτυσσόμενων θεωριών. Είναι λιγότερο εύκολο να δημιουργήσου-163 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
με ένα γενικό χαρακτηρισμό. Ο Lakatos εισάγει τη λέξη «ευρετική» (heuristic), για να βοηθήσει. Τώρα η λέξη «ευρετική» είναι ένα επίθετο, το οποίο περιγράφει μια μέθοδο ή διαδικασία που κατευθύνει την ανακάλυψη ή την έρευνα. Ή δ η στις απαρχές της Τεχνητής Νοημοσύνης στα 1950 οι άνθρωποι μιλούσαν για τις ευρετικές διαδικασίες, που θα βοηθούσαν τις μηχανές στην επίλυση προβλημάτων. Στο βιβλίο Πώς να το λύσετε {How to solve it) και σε άλλα θαυμάσια βιβλία ο συμπατριώτης και σύμβουλος του Lakatos, ο μαθηματικός Georg Polya, τροφοδότησε με κλασικά σύγχρονα έργα τη μαθηματική ευρετική. Το έργο του Lakatos πάνω στη φιλοσοφία των μαθηματικών όφειλε πολλά στον Polya. Τότε υιοθέτησε την ιδέα της ευρετικής ως κλειδί για την αναγνώριση των προγραμμάτων έρευνας. Υποστηρίζει ότι ένα πρόγραμμα έρευνας καθορίζεται από τη θετική και την αρνητιΐ|ή ευρετική του. Η αρνητική ευρετική λέει: Κάτω τα χέρια - μην ανακατεύεσαι εδώ. Η θετική ευρετική λέει: Εδώ υπάρχει ένα σύνολο προβληματικών περιοχών, ταξινομημένων κατά σειρά σπουδαιότητας - να ανησυχείς μόνο για τα ερωτήματα που είναι στην κορυφή του καταλόγου.
ΣΚΛΗΡΟΙ ΠΥΡΉΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ Η αρνητική ευρετική είναι ο «σκληρός πυρήνας» ενός προγράμματος, ένα σώμα κεντρικών γνώσεων, τις οποίες δεν πρέπει ποτέ να αμφισβητούμε. Θεωρούνται αδιάψευστες. Έτσι, στο πρόγραμμα του Newton έχουμε στον πυρήνα τους τρεις νόμους της δυναμικής και το νόμο της βαρύτητας. Αν οι πλανήτες συμπεριφέρονται άσχημα, ένας οπαδός του Newton δε θα αναθεωρήσει το νόμο της βαρύτητας, αλλά θα προσπαθήσει να εξηγήσει την ανωμαλία υποθέτοντας την ύπαρξη ενός πιθανώς αόρατου πλανήτη, ενός πλανήτη, ο οποίος, αν υπάρξει ανάγκη, μπορεί να ανιχνευθεί μόνο από τις διαταραχές που προκαλεί στο ηλιακό σύστημα. Η θετική ευρετική είναι μια ατζέντα που καθορίζει ποια προβλήματα πρέπει να επεξεργαστούμε. Ο Lakatos φαντάζεται ένα υγιές πρόγραμμα έρευνας να κολυμπά με σιγουριά σε ένα βάλτο ανωμαλιών, παραμένοντας ωστόσο πληθωρικό. Σύμφωνα με αυτόν, η θεώρηση του Kuhn για την κανονική επιστήμη καθιστά σχεδόν τυχαία υπόθεση το ποιες ανωμαλίες θα αποτελέσουν το αντικείμενο της δραστηριότητας επίλυσης γρίφων. Ο Lakatos, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι υπάρχει μια διαβάθμιση των προβλημάτων. Μερικά επιλέγονται συστηματικά για έρευνα. Αυτή η επιλογή ενεργοποιεί μια «προστατευτική ζώνη» γύρω από τη θεωρία, διότι προσηλωνόμαστε μόνο σε ένα σύνολο - 164-
ε ν α υ π ο κ α τ α σ τ α τ ο για τ η ν
αληθεια
προβλημάτων, που είναι εκ των προτέρων διατεταγμένα. Άλλες φαινομενικές απορρίψεις απλώς αγνοούνται. Ο Lakatos το χρησιμοποιεί αυτό, για να εξηγήσει γιατί, jie την άδεια του Popper, η επαλήθευση φαίνεται τόσο σημαντική στην επιστήμη. Οι άνθρωποι επιλέγουν μερικά προβλήματα για να τα επεξεργαστούν και αισθάνονται δικαιωμένοι από μια λύση* οι απορρίψεις, από την άλλη μεριά, μπορεί να μην έχουν κανένα ενδιαφέρον.
ΠΡΟΟΔΟΣ ΚΑΙ ΕΚΦΥΛΙΣΜΟΣ Τι κάνει ένα πρόγραμμα έρευνας καλό ή κακό; Τα καλά είναι προοδευτικά, τα κακά είναι εκφυλιζόμενα. Ένα πρόγραμμα έρευνας είναι μια αλληλουχία θεωριών Tj, Τ2, Τ3 ... Κάθε θεωρία θα πρέπει να είναι τουλάχιστον εξίσου συνεπής προς τα γεγονότα όσο και η προκάτοχή της. Η αλληλουχία είναι θεωρητικά προοδευτική, αν κάθε θεωρία διαδοχικά προφητεύει κάποια καινοφανή γεγονότα, που δεν είχαν προβλεφτεί από τις προκάτοχές της. Είναι εμπειρικά προοδευτική, αν κάποιες από αυτές τις προβλέψεις αποδώσουν. Ένα πρόγραμμα είναι απλώς προοδευτικό, εάν είναι ταυτόχρονα θεωρητικά και εμπειρικά προοδευτικό. Διαφορετικά είναι εκφνλιζόμενο. Εκφυλιζόμενο είναι το πρόγραμμα που σταδιακά κλείνεται στον εαυτό του. Δίνεται το ακόλουθο παράδειγμα.^ Μια από τις διάσημες ιστορίες επιτυχίας είναι αυτή του Pasteur, του οποίου η εργασία πάνω στα μικρόβια τού έδωσε τη δυνατότητα να σώσει τις γαλλικές βιομηχανίες μπύρας, κρασιού και μεταξιού, οι οποίες απειλούνταν από διάφορους εχθρικούς μικροοργανισμούς. Αργότερα αρχίσαμε να παστεριώνουμε το γάλα. Ο Pasteur επίσης ταυτοποίησε τους μικροοργανισμούς που τον διευκόλυναν να δημιουργήσει εμβόλια για τον άνθρακα και τη λύσσα. Αναπτύχθηκε ένα πρόγραμμα έρευνας, του οποίου ο σκληρός πυρήνας υποστήριζε ότι κάθε οργανική βλάβη, που μέχρι τότε δεν μπορούσε να εξηγηθεί με παράσιτα ή τραυματισμένα όργανα, μπορούσε να εξηγηθεί με τους μικροοργανισμούς. Ό τ α ν πολλές ασθένειες δεν μπορούσαν να έχουν προκληθεί από βακτήρια, η θετική ευρετική κατεύθυνε την έρευνα σε κάτι μικρότερο, τον ιό. Αυτό το προοδευτικό πρόγραμμα έρευνας είχε εκφυλιζόμενα υποπρογράμματα. Ή τ α ν τέτοιος ο ενθουσιασμός για τα μικρόβια, ώστε αυτό που τώρα αποκαλούμε στερητική νόσο έπρεπε Να
^ Κ. Codell Carter, «The germ theory, Beri-beri, and the deficiency theory of disease». Medical History 2\ (1977), σσ. 119-36.
-165 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
προκαλείται από ιούς. Στα πρώτα χρόνια του 20οΰ αιώνα ο κυριότερος μελετητής των τροπικών ασθενειών, ο Patrick Manson, επέμενε ότι το μπέριμπέρι και μερικές άλλες στερητικές ασθένειες προκαλούνται από βακτηριδιακή μόλυνση. Μια επιδημία μπέρι-μπέρι προκλήθηκε στην πραγματικότητα από τη νέα διαδικασία ραφιναρίσματος του ρυζιοΰ με ατμό, μια διαδικασία εισηγμένη από την Ευρώπη, που αφάνισε εκατομμύρια Κινέζων και Ινδονησίων, των οποίων το κύριο φαγητό ήταν το ρύζι. Η βιταμίνη Bj στο φλοιό του ρυζιού καταστρεφόταν με το ραφινάρισμα. Χάρη κυρίως στα διαιτητικά πειράματα του Γιαπωνέζικου Ναυτικού οι άνθρωποι άρχισαν σταδιακά να συνειδητοποιούν ότι το πρόβλημα δεν ήταν η παρουσία των μικροβίων, αλλά η απουσία κάποιου στοιχείου από το ραφιναρισμένο ρύζι. Ό τ α ν απέτυχαν όλα τα άλλα, ο Manson επέμεινε ότι υπάρχου|ιΓ βακτήρια που ζουν και πεθαίνουν στο ραφιναρισμένο αλλά όχι στο μη ραφιναρισμένο ρύζι, και αυτά είναι η αιτία της νέας μάστιγας. Αυτή η κίνηση ήταν θεωρητικά εκφυλιζόμενη, επειδή κάθε τροποποίηση στη θεωρία του Manson γινόταν μόνο μετά από κάποιες νέες παρατηρήσεις και όχι πριν ήταν επίσης εμπειρικά εκφυλιζόμενη, επειδή δεν μπορούν να βρεθούν οι μικροοργανισμοί του ραφιναρισμένου ρυζιού.
ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ Δεν μπορούμε να πούμε αν ένα πρόγραμμα έρευνας είναι προοδευτικό παρά μόνο μετά το γεγονός. Λάβετε υπόψη σας τη θαυμάσια μετατόπιση προβλήματος του προγράμματος του Pasteur, στο οποίο οι ιοί αντικαθιστούν τα βακτήρια ως ρίζες όλων των κακών που εξακολουθούν να υπάρχουν στον ανεπτυγμένο κόσμο. Στη δεκαετία του '60 εμφανίστηκε η εικασία ότι τα είδη του καρκίνου - καρκινώματα και λεμφώματα - προκαλούνται από ιούς. Λίγες εξαιρετικά σπάνιες επιτυχίες έχουν καταγραφεί. Για παράδειγμα, ένα παράξενο και απαίσιο τροπικό λέμφωμα (το λέμφωμα του Burkitt), το οποίο προκαλεί τερατώδη πρηξίματα στα μέλη ανθρώπων που ζουν σε υψόμετρο πάνω από 5000 πόδια κοντά στον Ισημερινό, έχει αποδοθεί σχεδόν σίγουρα σε ιό. Λλλά τι γίνεται με το γενικό πρόγραμμα των καρκινικών ιών; Ο Lakatos μάς λέει: «Πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα πρωτοεμφανιζόμενα προγράμματα με επιείκια* τα προγράμματα μπορεί να χρειαστούν δεκαετίες προτού απογειωθούν και γίνουν εμπειρικά προοδευτικά» (I, σελ. 6). Πολύ καλά, αλλά ακόμα κι αν έχουν υπάρξει προοδευτικά στο παρελθόν - ποιο ήταν περισσότερο προοδευτικό από το πρόγραμμα του Pasteur - αυτό δε μας λέει απολύτως τίποτα, εκτός από το «Να είστε ανοιχτόμυαλοι και να ξεκινάτε πολυάριθμα - 166-
ε ν α υ π ο κ α τ α σ τ α τ ο για τ η ν
αληθεια
διαφορετικά είδη έρευνας, αν αντιμετωπίζετε εμπόδια». Δεν αποτυγχάνει απλώς να συμβάλει στην επιλογή νέων προγραμμάτων, που δεν έχουν ιστορικό φάκελο. Γνωρίζουμε λίγα πιο προοδευτικά προγράμματα από αυτό του Pasteur, ακόμα κι αν κάποιες από τις αποτυχίες του έχουν ανατεθεί για λύση σε άλλους, για παράδειγμα στη θεωρία των στερητικών νόσων. ΓΓ προσπάθεια να ανιχνεύσουμε καρκινικούς ιούς είναι προοδευτική ή εκφυλιζόμενη; Θα το γνωρίζουμε μόνο αργότερα. Αν προσπαθούσαμε να αποφασίσουμε τι ποσοστό του «Πολέμου ενάντια στον Καρκίνο» πρέπει να ξοδέψουμε στη μοριακή βιολογία και τι στους ιούς (όχι απαραίτητα αμοιβαία αποκλειόμενα, φυσικά) ο Lakatos δε θα μπορούσε να μας βοηθήσει.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΣΜΟΙ Τι έκανε λοιπόν ο Lakatos; Η υπόθεσή μου υποδηλώνεται από τον τίτλο του κεφαλαίου αυτού. Ήθελε να βρεί ένα υποκατάστατο για την ιδέα της αλήθειας. Αυτό μοιάζει κάπως με τη μεταγενέστερη πρόταση του Putnam ότι η θεωρία αντιστοιχίας της αλήθειας είναι λανθασμένη και αλήθεια είναι οτιδήποτε είναι ορθολογικό να πιστεύουμε. Αλλά ο Lakatos είναι πιο ριζοσπαστικός από τον Putnam. Ο Lakatos δεν είναι ένας ξαναγεννημένος πραγματιστής. Είναι εναντίον της αλήθειας, όχι μόνο κάποιας συγκεκριμένης θεωρίας της αλήθειας. Δε θέλει ένα υποκατάστατο για τη θεωρία αντιστοιχίας, αλλά για την ίδια την αλήθεια. Ο Putnam πρέπει να προσπαθήσει πολύ για να απομακρυνθεί από μια θεωρία αντιστοιχίας της αλήθειας, επειδή στην αγγλόφωνη φιλοσοφία οι θεωρίες αντιστοιχίας, παρά την επίθεση των πραγματιστών πριν από πολύ καιρό, εξακολουθούν να είναι δημοφιλείς. Ο Lakatos, μεγαλώνοντας σε μια εγελιάνή παράδοση, δε σκέφτεται σχεδόν ποτέ τη θεωρία της αντιστοιχίας. Ωστόσο, όπως και ο Peirce, εκτιμά την αντικειμενικότητα στην επιστήμη, η οποία παίζει μικρό ρόλο στην εγελιανή πραγμάτευση. Ο Putnam εκτιμά αυτήν την αξία ελπίζοντας, όπως και ο Peirce, ότι υπάρχει μια επιστημονική μέθοδος για την οποία θα συμφωνήσουμε και η οποία με τη σειρά της θα οδηγήσει όλους μας σε μια συμφωνία, στην ορθολογική, εγγυημένη πεποίθηση. Ο Putnam είναι ένας απλός οπαδός του Peirce, ακόμα κι αν είναι λιγότερο σίγουρος από αυτόν ότι είμαστε ήδη στην τελική ευθεία. Η ορθολογικότητα κοιτάει μπροστά. Ο Lakatos προχώρησε ένα βήμα μακρύτερα. Δεν υπάρχει προοδευτική ορθολογικότητα, αλλά μπορούμε να κατανοήσουμε την αντικειμενικότητα των τωρινών μας πεποιθήσεων ανασκευάζοντας τον τρόπο με τον οποίο φτάσαμε εδώ. Από πού θα αρχίσουμε; Από την ανάπτυξη της ίδιας της γνώσης.
-167 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ Το ένα σταθερό σημείο στην προσπάθεια του Lakatos είναι το γεγονός ότι η γνώση όντως αυξάνεται. Πάνω σ' αυτό προσπαθεί να χτίσει τη στερημένη από αναπαραστάσεις φιλοσοφία του, ξεκινώντας από το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να δει ότι η γνώση αυξάνεται, ανεξάρτητα από το τι πιστεύουμε για την «αλήθεια» ή την «πραγματικότητα». Μπορούμε να παρατηρήσουμε τρεις σχετικές όψεις αυτού του γεγονότος. Πρώτον, μπορεί κανείς να δει με άμεσο έλεγχο ότι η γνώση έχει αυξηθεί. Αυτό δεν είναι ένα μάθημα που διδάσκεται από τη γενική φιλοσοφία ή την ιστορία αλλά από το λεπτομερές διάβασμα συγκεκριμένων ακολουθιών κειμένων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σήμερα είναι περισσότερα πράγματα γνωστά απ' όσα είχαν συλλάβει οι προή^ούμενες ευφυίες. Για να πάρουμε ένα δικό του παράδειγμα, είναι φανερό ότι, μετά το έργο των Rutherford και Soddy και την ανακάλυψη των ισοτόπων, απείρως περισσότερα έγιναν γνωστά για τα ατομικά βάρη απ' ό,τι είχαν ονειρευτεί σκληρά εργαζόμενοι έναν αιώνα αφότου ο Prout είχε υποθέσει το 1815 ότι το υδρογόνο είναι το υλικό του σύμπαντος και ότι τα ατομικά βάρη είναι βασικά πολλαπλάσια του ατομικού βάρους του υδρογόνου. Αυτό το δηλώνω, για να θυμηθούμε ότι ο Lakatos ξεκινά από ένα βαθύ αλλά στοιχειώδες σημείο. Η ουσία δεν είναι ότι υπάρχει γνώση, αλλά ότι υπάρχει ανάπτυξη* γνωρίζουμε περισσότερα για τα ατομικά βάρη από παλαιότερα, ακόμα κι αν το μέλλον μάς βυθίσει σε αρκετές καινούργιες, εκτεταμένες αναδιαμορφώσεις ιδεών (reconceptualizations) σ' αυτούς τους τομείς. Δεύτερον, δεν υπάρχει καμία διαφωνία για το ότι μερικά ιστορικά γεγονότα όντως επιδεικνύουν την ανάπτυξη της γνώσης. Αυτό που χρειάζεται είναι μια ανάλυση, που θα προσδιορίζει σε τι έγκειται αυτή η ανάπτυξη και θα μας λέει ποια είναι η ανάπτυξη που ονομάζουμε επιστήμη και ποια δεν είναι. Τσως κάποιοι ανόητοι να πιστεύουν ότι η ανακάλυψη των ισοτόπων δεν αποτελεί ανάπτυξη της πραγματικής γνώσης. Η θέση του Lakatos είναι ότι δεν πρέπει να τους αμφισβητούμε - είναι ενδεχομένως τεμπέληδες και δεν έχουν διαβάσει ποτέ τα κείμενα ούτε έχουν ασχοληθεί με τα πειραματικά αποτελέσματα μιας τέτοιας ανάπτυξης. Δεν πρέπει να διαφωνούμε με τέτοιους αδαείς. Ό τ α ν θα έχουν μάθει πώς να χρησιμοποιούν τα ισότοπα ή απλώς διαβάσουν τα κείμενα, θα ανακαλύψουν ότι η γνώση όντως αναπτύσσεται. Αυτή η σκέψη οδηγεί στο τρίτο σημείο. Η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης, με δεδομένη μια έξυπνη ανάλυση, μπορεί να μας παράσχει μια οριο- 168-
ε ν α υ π ο κ α τ α σ τ α τ ο για τ η ν
αληθεια
θέτηση ανάμεσα στην ορθολογική δραστηριότητα και τον ανορθολογισμό. Παρότι ο Lakatos έχει εκφράσει κάποια ζητήματα με αυτόν τον τρόπο, δεν είναι αυτή η κατάλληλη επιλογή λέξεων που πρέπει να χρησιμοποιούμε. Τίποτα δεν έχει αναπτυχθεί πιο σταθερά και εξακολουθητικά στο πέρασμα των χρόνων από τα σχόλια για το Ταλμοΰδ. Αποτελεί αυτό μια ορθολογική δραστηριότητα; Διαπιστώνουμε αμέσως πόσο κούφια είναι η λέξη «ορθολογικός», όταν χρησιμοποιείται για θετική αξιολόγηση. Οι σχολιασμοί αποτελούν τον πιο μεγάλο όγκο λογικών κειμένων που γνωρίζουμε, απείρως πιο λογικά από τα επιστημονικά γραπτά. Οι φιλόσοφοι συχνά θέτουν την ανιαρή ερώτηση, γιατί η δυτική αστρολογία του 20ού αιώνα, έτσι όπως είναι, δεν αποτελεί επιστήμη. Δε βρίσκονται εκεί τα ακανθώδη ζητήματα της οριοθέτησης. Ο Popper ανέλαβε να κάνει κάτι πιο σοβαρό, με το να αμφισβητήσει το δικαίωμα της ψυχανάλυσης ή της μαρξιστικής ιστοριογραφίας να έχει αξιώσεις «επιστήμης». Ο μηχανισμός των προγραμμάτων έρευνας, οι σκληροί πυρήνες και οι προστατευτικές ζώνες, η πρόοδος και ο εκφυλισμός πρέπει, αν αξίζουν κάτι, να επιφέρουν μια διάκριση όχι ανάμεσα στο ορθολογικό και το λογικό και το ανορθολογικό και το άλογο, αλλά ανάμεσα σε αυτούς τους συλλογισμούς που οδηγούν σ' εκείνο που ο Popper και ο Lakatos ονομάζουν αντικειμενική γνώση και σε εκείνους που επιδιώκουν διαφορετικούς στόχους και έχουν διαφορετικές διανοητικές τροχιές.
ΑΞΙΟΛΟΓΏΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ Επομένως ο Lakatos δεν παρέχει μη αναδρομικές αξιολογήσεις για τις τρέχουσες αντιμαχόμενες επιστημονικές θεωρίες. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να κοιτάξει πίσω και να πει γιατί, με τα δικά του κριτήρια, αυτό το πρόγραμμα έρευνας ήταν προοδευτικό, γιατί κάποιο άλλο δεν ήταν. Ό σ ο για το μέλλον, υπάρχουν λίγοι δείκτες τους οποίους μπορούμε να αντλήσουμε από τη «μεθοδολογία» του. Υποστηρίζει ότι θα πρέπει να έχουμε συγκρατημένες ελπίδες για τα δικά μας σχέδια, επειδή μπορεί να αποδειχτεί ότι την τελευταία λέξη την έχουν τα αντίπαλα προγράμματα. Υπάρχει ένας χώρος για τη χοντροκεφαλιά, όταν το πρόγραμμα κάποιου περνάει μια άσχημη περίοδο. Το σύνθημα θα πρέπει να είναι: πολλαπλασιασμός των θεωριών, επιείκια στην αξιολόγηση και τιμιότητα στην καταγραφή του σκορ, προκειμένου να δούμε ποιο πρόγραμμα φέρει αποτελέσματα και αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις. Αυτά αποτελούν όχι τόσο πραγματική μεθοδολογία, όσο μια λίστα των υποτιθέμενων αξιών μιας επιστήμης τάχα ελεύθερης από ιδεολογία. -169 -
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
Αν ο Lakatos είχε ασχοληθεί με την αξιολόγηση των θεωριών, τότε θα έπρεπε να συμφωνήσω με τον πιο χαρακτηριστικό κριτή του, τον Paul Feyerabend. To κύριο βάρος το3ν επιθέσεων του ενάντια στον Lakatos, οι οποίες χαρακτηρίζονται συχνά από βαθιά κατανόηση και τις συναντάμε στο κεφάλαιο 17 του έργου του Ενάντια στη Μέθοδο, είναι ότι η μεθοδολογία του Lakatos δεν αποτελεί έναν καλό μηχανισμό συμβουλών για το τρέχον επιστημονικό έργο. Συμφωνώ, αλλά ας υποθέσουμε ότι αυτό δεν ήταν ποτέ το θέμα της ανάλυσής του, η οποία, όπως ισχυρίζομαι, είχε ένα πιο ριζοσπαστικό αντικείμενο. Ο Lakatos είχε μια καυστική γλώσσα, δυνατές απόψεις και ελάχιστη διστακτικότητα. Έκανε αρκετές διασκεδαστικές παρατηρήσεις για εκείνο ή το άλλο τρέχον ερευνητικό σχέδιο, αλλά αυτοί οι καυστικοί μονόλογοι ήταν συντυχιακοί και ανεξάρτητοι από τη φιλοσοφία την οποία του αποδίδω. ' Αποτελεί ελάττωμα της μεθοδολογίας του Lakatos ότι είναι μόνο αναδρομική; Δε νομίζω. Δεν υπάρχουν σημαντικοί γενικοί νόμοι, σε ένα τρέχον τμήμα της έρευνας, σχετικά με το τι είναι καλός οιωνός για το μέλλον. Υπάρχουν μόνο αυταπόδεικτες αλήθειες. Μια ομάδα μελετητών που μόλις είχαν μια καλή ιδέα συχνά ξοδεύουν τουλάχιστον μερικά ακόμα χρόνια εφαρμόζοντάς την γόνιμα. Τέτοιες ομάδες συνήθως παίρνουν πολλά χρήματα από οργανισμούς, κυβερνήσεις και ιδρύματα. Υπάρχουν κι άλλες ήπιες κοινωνιολογικές επαγωγές, για παράδειγμα όταν μια ομάδα ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο να προστατεύσει τον εαυτό της από την κριτική και δεν τολμάει να δοκιμάσει κάτι εντελώς καινούργιο, τότε σπάνια παράγει μια ενδιαφέρουσα νέα έρευνα. Ισως το κύριο πρακτικό πρόβλημα αγνοείται αρκετά από τους φιλοσόφους της ορθολογικότητας. Πώς σταματάς τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος που έχεις υποστηρίξει για 5 ή 15 χρόνια - ένα πρόγραμμα στο οποίο πολλοί νέοι άνθρωποι έχουν αφιερώσει τις καριέρες τους - και το οποίο ανακαλύπτει πολύ λίγα; Αυτή η πραγματική κρίση έχει μικρή σχέση με τη φιλοσοφία. Υπάρχει μια τρέχουσα μόδα ανάμεσα σε μερικούς φιλοσόφους της επιστήμης, την οποία ο Lakatos θα είχε ονομάσει «νέο επαληθευτισμό». Παράγει ολόκληρα βιβλία, που προσπαθούν να δείξουν ότι ένα σύστημα αξιολόγησης θεωριών μπορεί να χτιστεί με απλούς, άμεσα εφαρμόσιμους κανόνες. Προτείνεται επίσης ότι οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να χρηματοδοτούν το έργο της φιλοσοφίας της επιστήμης, για να μαθαίνουν πώς να χρηματοδοτούν προγράμματα στην πραγματική επιστήμη. Δε θα πρέπει να συγχέουμε αυτά τα γραφειοκρατικά εκτρώματα με την προσπάθεια του Lakatos να κατανοήσει το περιεχόμενο της αντικειμενικής αξιολόγησης. - 170-
ε ν α υ π ο κ α τ α σ τ α τ ο για τ η ν α λ η θ ε ι α ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Το εργαλείο του Lakatos για την κατανόηση της αντικειμενικότητας ήταν κάτι που ονόμαζε ιστορία. Οι ιστορικοί της επιστήμης, ακόμα και κάποιοι που γοητεύονται από ευρηματικές πτήσεις δημιουργικής φαντασίας, βρίσκουν στον Lakatos μόνο «μια παρωδία της ιστορίας που 'σου σηκώνει την τρίχα'». Αυτός είναι ο χαρακτηρισμός του Gerald Holton στο έργο του Η Επιστημονική Φαντασία {The Scientific Imagination, σελ. 106)' πολλοί συνάδελφοί του συμφωνούν. Ο Lakatos ξεκινά με μια «ανορθόδοξη καινούργια οριοθέτηση ανάμεσα στην 'εσωτερική' και την 'εξωτερική' ιστορία» (I, σελ. 102), αλλά δεν είναι πολΰ σαφές τι ακριβώς συμβαίνει. Η εξωτερική ιστορία γενικά ασχολείται με οικονομικούς, κοινωνικούς και τεχνολογικούς παράγοντες, οι οποίοι δε σχετίζονται άμεσα με το περιεχόμενο μιας επιστήμης, αλλά θεωρούνται ότι επηρεάζουν ή εξηγούν μερικά γεγονότα στην ιστορία της γνώσης. Η εξωτερική ιστορία μπορεί να περιλαμβάνει ένα γεγονός, όπως ο πpώτos σoβιετικόs δορυφόρο5 που τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη γη - ο Sputnik - , το οποίο ακολουθήθηκε από άμεση ροή τεράστιων αμερικανικών κεφαλαίων για την εκπαίδευση στις επιστήμες. Η εσωτερική ιστορία είναι συνήθως η ιστορία ιδεών συναφών προς την επιστήμη και ασχολείται με τα κίνητρα των ερευνητών, τα πρότυπα της επικοινωνίας τους και τις γραμμές της διανοητικής συσχέτισης - ποιος έμαθε τι από ποιον. Η εσωτερική ιστορία του Lakatos υποτίθεται ότι αποτελεί το ένα άκρο αυτού του φάσματος. Εννοεί να αποκλείσει κάθε τι στην υποκειμενική ή προσωπική περιοχή. Το τι πίστευαν οι άνθρωποι είναι άσχετο: εννοείται ως μια ιστορία κάποιου είδους αφαίρεσης. Εννοείται, εν συντομία, ως μια ιστορία εγελιανής αποξενωμένης γνώσης, μια ιστορία ανώνυμων και αυτόνομων προγραμμάτων έρευνας. Λυτή η ιδέα του σχετικά με την ανάπτυξη της επιστήμης προς κάτι αντικειμενικό και μη ανθρώπινο προδιαγράφεται στο πρώτο μείζον φιλοσοφικό του έργο. Αποδείξεις και Απορρίψεις (Proofs and Refutations). Στη σελίδα 146 αυτού του θαυμάσιου διαλόγου για τη φύση των μαθηματικών, διαβάζουμε: Η μαθηματική δραστηριότητα είναι ανθρώπινη δραστηριότητα. Συγκεκριμένες όψεις αυτής της δραστηριότητας - όπως και κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας - μπορούν να μελετηθούν από την ψυχολογία, άλλες από την ιστορία. Η ευρετική μέθοδος δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για αυτές τις όψεις. Αλλά η μαθηματική δραστηριότητα παράγει μαθηματικά. Τα μαθηματικά, αυτό το προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας, «αποξενώνονται» από την ανθρώπινη δραστηριότητα που τα παράγει. Εξελίσσο-171 -
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
νται σε ένα ζωντανό, αναπτυσσόμενο οργανισμό, που αποκτά μια συγκεκριμένη αυτονομία από τη δραστηριότητα που τα δημιούργησε. Εδώ βρίσκονται οι σπόροι του επαναπροσδιορισμού της «εσωτερικής ιστορίας» από τον Lakatos, το δόγμα που αποτελεί τη βάση των «ορθολογικών αναδομήσεών» του (rational reconstructions). Έ ν α από τα διδάγματα του βιβλίου Αποδείξεις και Απορρίψεις zivai ότι τα μαθηματικά μπορεί να είναι τόσο το προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας όσο και αυτόνομα, με το δικό τους εσωτερικό χαρακτηρισμό της αντικειμενικότητας που μπορεί να αναλυθεί σε σχέση με το πώς έχει αναπτυχθεί η μαθηματική γνώση. Ο Popper έχει προτείνει ότι μια τέτοια αντικειμενική γνώση θα μπορούσε να αποτελεί έναν «τρίτο κόσμο» πραγματικότητας και ο Lakatos φλέρταρε με αυτήν την ιδέα. Η μεταφορά του Popper για τον xpfxo κόσμο εγείρει προβληματισμούς. Κατά τον ορισμό του Lakatos, «ο 'πρώτος κόσμος' είναι ο φυσικός κόσμος* ο 'δεύτερος κόσμος' είναι ο κόσμος του συνειδητού, των πνευματικών καταστάσεων και ιδιαίτερα των πεποιθήσεων ο τρίτος κόσμος' είναι ο πλατωνικός κόσμος του αντικειμενικού πνεύματος, ο κόσμος των ιδεών» (II, σελ. 108). Προσωπικά προτιμώ εκείνα τα κείμενα του Popper, όπου υποστηρίζει ότι ο τρίτος κόσμος είναι ένας κόσμος αποτελούμενος από βιβλία και περιοδικά αποθηκευμένα σε βιβλιοθήκες, από διαγράμματα, πίνακες και μνήμες υπολογιστή. Αυτά τα υπερανθρώπινα πράγματα, οι εκφρασμένες προτάσεις, είναι περισσότερο πραγματικά απ' ό,τι αφήνει να εννοηθεί η οποιαδήποτε κουβέντα περί Πλάτωνα. Ό τ α ν καταγράφονται ως μια λίστα τριών κόσμων, αποτελούν ένα μυστήριο. Ό τ α ν ορίζονται ως μια αλληλουχία από τρία αναπτυσσόμενα είδη οντοτήτων, με τους αντίστοιχους νόμους, είναι λιγότερο μπερδεμένα. Αρχικά ήταν ο φυσικός κόσμος. Έπειτα, όταν όντα με αισθήσεις και στοχασμό αναδύθηκαν από αυτόν το φυσικό κόσμο, υπήρξε κι ένας δεύτερος κόσμος, του οποίου οι περιγραφές δεν μπορούσαν με κανένα γενικό τρόπο να αναχθούν στις περιγραφές του φυσικού κόσμου. Ο τρίτος κόσμος του Popper είναι περισσότερο υποθετικός. Η ιδέα του είναι ότι υπάρχει μια περιοχή της ανθρώπινης γνώσης (προτάσεις, εκτυπώσεις, δισκέτες), που υπόκειται σε δικές της περιγραφές και νόμους και η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε γεγονότα του δεύτερου κόσμου (στοιχείο προς στοιχείο), όπως τα γεγονότα του δεύτερου κόσμου δεν μπορούν να αναχθούν σε γεγονότα του πρώτου. Ο Lakatos μένει σταθερός στη μεταφορική έκφραση αυτής της ιδέας: «Τα προϊόντα της ανθρώπινης γνώσης* οι προτάσεις, οι θεωρίες, τα συστήματα θεωριών, τα προβλήματα, οι μετατοπίσεις προβλημάτων, τα προγράμματα έρευνας ζουν και αναπτύσσονται στον 'τρίτο κόσμο'* οι παραγωγοί της γνώσης
- 172-
ε ν α υ π ο κ α τ α σ τ α τ ο για τ η ν
αληθεια
ζουν στον πρώτο και το δεύτερο κόσμο» (II, σελ. 108) . Δε χρειάζεται να είναι κανείς τόσο μεταφορικός. Είναι μια δύσκολη αλλά άμεση ερώτηση το αν υπάρχει ένα εκτεταμένο και συνεκτικό σύνολο περιγραφής μιας «αποξενωμένης» και αυτόνομης ανθρώπινης γνώσης που δεν μπορεί να αναχθεί σε ιστορίες και ψυχολογίες υποκειμενικών πεποιθήσεων. Μια συγκεκριμένη παραλλαγή της θεωρίας του «τρίτου κόσμου» μπορεί να βρεθεί ακριβώς στο πεδίο του περιεχομένου των μαθηματικών. Αυτή θα δεχόταν ότι τα μαθηματικά αποτελούν προϊόν του ανθρώπινου νου, αλλά ότι είναι επίσης αυτόνομα από οτιδήποτε προσιδιάζει στην ψυχολογία. Επέκταση αυτοΰ του θέματος αποτελεί και η έννοια της «μη ψυχολογικής» εσωτερικής ιστορίας του Lakatos. Εσωτερική ιστορία θα είναι μια ορθολογική ανασυγκρότηση του τι πραγματικά συνέβη, μια κατασκευή που θα επιδεικνύει γιατί όσα έγιναν σε πολλά από τα καλύτερα συμβάντα της ιστορίας της επιστήμης αξίζουν ονομασίες όπως «ορθολογικό» και «αντικειμενικό». Ο Lakatos είχε ένα ρητό που ακούγεται καλά, μια παρωδία μιας από τις υψηλές εκφράσεις του Kant: «Η φιλοσοφία της επιστήμης χωρίς την ιστορία της επιστήμης είναι κενή* η ιστορία της επιστήμης χωρίς τη φιλοσοφία της επιστήμης είναι τυφλή». Αυτό ακούγεται καλό, αλλά ο Kant μιλούσε για κάτι άλλο. Ό , τ ι χρειάζεται να πούμε για την κάπως απερίσκεπτη ιστορία της επιστήμης ειπώθηκε ευθέως από τον ίδιο τον Kant, στις διαλέξεις του για τη Λογικψ «Η απλή πολυιστορία είναι μια κυκλώπεια πολυμάθεια, που της λείπει ένα μάτι, το μάτι της φιλοσοφίας». Ο Lakatos θέλει να ξαναγράψει την ιστορία της επιστήμης, έτσι ώστε τα «καλύτερα» συμβάντα στην ιστορία της επιστήμης να αποτελούν περιπτώσεις προοδευτικών προγραμμάτων έρευνας.
ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ Ο Lakatos έχει ένα πρόβλημα, να χαρακτηρίσει την ανάπτυξη της επιστήμης εσωτερικά αναλύοντας παραδείγματα ανάπτυξης. Εικάζεται ότι η μονάδα της ανάπτυξης είναι το πρόγραμμα έρευνας (που ορίζεται από το σκληρό πυρήνα, την προστατευτική ζώνη, την ευρετική μέθοδο) και ότι τα προγράμματα έρευνας είναι προοδευτικά ή εκφυλιζόμενα και, τελικώς, ότι η γνώση αναπτύσσεται από το θρίαμβο των προοδευτικών προγραμμάτων έναντι των εκφυλιζόμενων προγραμμάτων. Για να ελέγξουμε αυτήν την υπόθεση, επιλέγουμε ένα παράδειγμα, το οποίο πρέπει να παρουσιάζει prima facie κάτι που έχουν ανακαλύψει οι επιστήμονες. Επομένως το παράδειγμα θα πρέπει σήμερα να το θαυμάζουν οι επιστήμονες ή άνθρωποι που σκέφτο-173 -
a' μ ε ρ ο σ :
αναπαριστωνται
νται για τον αντίστοιχο κλάδο της γνώσης, όχι επειδή υποκλινόμαστε στην ορθοδοξία, αλλά γιατί οι μελετητές ενός δεδομένου τομέα τείνουν να έχουν καλύτερη αίσθηση του τι έχει σημασία απ' ό,τι οι άλλοι άνθρωποι. Ο Feyerabend αποκαλεί αυτήν τη συμπεριφορά ελιτισμό. Είναι; Η επόμενη συμβουλή του Lakatos είναι όλοι να διαβάσουμε όλα τα κείμενα που μπορούμε να βρούμε, καλύπτοντας ολόκληρη την εποχή με την οποία ασχολείται το πρόγραμμα έρευνας και ολόκληρο το πλέγμα των ερευνητών. Ναι, αυτός είναι ελιτισμός, γιατί λίγοι έχουν αυτόν το χρόνο για διάβασμα. Ό μ ω ς ενέχει την αντιελιτίστικη διανοητική προκείμενη (σε αντίθεση με την ελιτίστικη οικονομική προκείμενη) ότι, αν τα κείμενα είναι διαθέσιμα, οποιοσδήποτε μπορεί να τα διαβάσει. Από αυτά που διαβάζουμε πρέπει^να επιλέξουμε την κατηγορία των προτάσεων που εκφράζουν το τι προσπαθούσαν να ανακαλύψουν οι ερευνητές της εποχής και το πώς προσπαθούσαν να το ανακαλύψουν. Παραμερίστε τα σχετικά συναισθήματα των ανθρώπων, τις στιγμές της δημιουργικής ευφορίας, ακόμα και τα κίνητρά τους ή τα πρότυπά τους. Έχοντας κατασταλάξει σε ένα τέτοιο «εσωτερικό» τμήμα των δεδομένων μπορούμε τώρα να δοκιμάσουμε να οργανώσουμε το αποτέλεσμα σε μια ιστορία λακατοσιανών προγραμμάτων έρευνας. Ό π ω ς στις περισσότερες έρευνες, δεν πρέπει να αναμένουμε μια άμεση προσαρμογή της εικασίας προς τα επεξεργασμένα δεδομένα. Τρία είδη αναθεώρησης μπορούν να βελτιώσουν την εναρμόνιση ανάμεσα στην εικασία και τα επιλεγμένα δεδομένα. Πρώτον, μπορούμε να ασχοληθούμε με την ανάλυση των δεδομένων, δεύτερον, μπορούμε να αναθεωρήσουμε την εικασία και τρίτον, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η επιλεγμένη προς μελέτη περίπτωση δεν αποτελεί, τελικά, παράδειγμα ανάπτυξης της γνώσης. Θα εξετάσω αυτά τα τρία είδη αναθεώρησης με τη σειρά. Λέγοντας βελτίωση της ανάλυσης των δεδομένων δεν εννοώ να πούμε ψέματα. Ο Lakatos έκανε μια-δυο ανόητες παρατηρήσεις στο γραπτό του για τη «διάψευση», όπου χαρακτηρίζει κάτι ως ιστορικό γεγονός στο κείμενο, αλλά το αναιρεί στις υποσημειώσεις, επιμένοντας να διαβάσουμε το κείμενό του χωρίς απαιτήσεις αυστηρότητας (I, σελ. 55). Ο ιστορικός αναγνώστης ενοχλείται πραγματικά όταν του «τραβάνε το αυτί» μ' αυτόν τον τρόπο. Κανένας σκοπός δεν επιτεύχθηκε. Το μικρό αστείο του Lakatos δεν έγινε στη διάρκεια μιας ορθολογικής ανασυγκρότησης, παρά το γεγονός ότι αυτό υποστηρίζει. Ακριβώς όπως και σε οποιαδήποτε άλλη έρευνα, δεν είναι κακό να προσπαθείς να αναλύσεις ξανά τα δεδομένα. Αυτό δε σημαίνει ότι λες ψέμα- 174-
ε ν α υ π ο κ α τ α σ τ α τ ο για τ η ν
αληθεια
τα. Μπορεί να σημαίνει απλώς επανεξέταση ή επιλογή και τακτοποίηση των γεγονότων ή μπορεί να είναι μια περίπτωση επιβολής ενός νέου προγράμματος έρευνας πάνω σε γνωστά ιστορικά γεγονότα. Αν τα δεδομένα και η λακατοσιανή υπόθεση δεν μπορούν να συμβιβαστούν, δυο επιλογές μένουν. Πρώτον, η ιστορική περίπτωση να θεωρηθεί ως κάτι άλλο από την ανάπτυξη της γνώσης. Έ ν α τέτοιο δόγμα θα μπορούσε εύκολα να κυοφορήσει τέρατα, αλλά εκεί είναι που τίθεται ο περιορισμός της εξωτερικής ιστορίας. Ο Lakatos μπορεί πάντα να υποστηρίξει ότι ένα συγκεκριμένο συμβάν στην ιστορία της επιστήμης αποτυγχάνει να ταιριάξει στο δικό του μοντέλο επειδή είναι «ανορθολογικό», αλλά επιβάλλει στον εαυτό του την απαίτηση ότι αυτό επιτρέπεται μόνον αν μπορεί κανείς να πει ποιο είναι το ανορθολογικό στοιχείο. Εξωτερικά στοιχεία μπορεί να είναι η πολιτική πίεση, οι διεφθαρμένες αξίες ή ίσως η καθαρή ηλιθιότητα. Οι ιστορίες του Lakatos είναι κανονιστικές, καθόσον μπορεί να συμπεράνει ότι ένα δεδομένο μέρος της έρευνας «δε θα έπρεπε» να έχει την έκβαση που είχε και ότι είχε αυτήν την έκβαση εξαιτίας της παρεμβολής εξωτερικών παραγόντων μη συναφών προς το πρόγραμμα. Ό τ α ν συμπεραίνουμε ότι μια επιλεγμένη περίπτωση δεν ήταν «ορθολογική», μας επιτρέπεται να διαφωνήσουμε με την ισχύουσα επιστημονική σοφία. Αλλά παρ' ότι σε γενικές γραμμές ο Lakatos μπορεί να το ανεχθεί αυτό, παρακινείται στην κυριολεξία από σεβασμό προς τις άρρητες αξιολογήσεις των επιστημόνων. Δεν μπορώ να φανταστώ τον Lakatos να συμφωνεί με προθυμία στο ότι ο Einstein, ο Bohr, ο Lavoisier ή ακόμα και ο Κοπέρνικος συμμετείχαν σε ένα ανορθολογικό πρόγραμμα. «Υπερβολικά μεγάλο μέρος της σύγχρονης ιστορίας της επιστήμης» θα γινόταν τότε «ανορθολογικό» (I, σελ. 172). Δεν μπορούμε να καταφύγουμε σε άλλα κριτήρια, ακολουθώντας το πρόγραμμα του Lakatos, παρά μόνο στην ιστορία της γνώσης, ως αυτή έχει. Το να τη διακηρύξουμε ως καθολικά ανορθολογική σημαίνει να εγκαταλείψουμε την ορθολογικότητα. Αντιλαμβανόμαστε γιατί ο Feyerabend μίλησε για τον ελιτισμό του Lakatos. Η ορθολογικότητα θα οριστεί απλώς από αυτό που μια παρούσα κοινότητα ονομάζει καλό και τίποτα δε θα αντισταθμίσει το εξωπραγματικό μέγεθος ενός Einstein. Ο Lakatos κατόπιν ορίζει την αντικειμενικότητα και την ορθολογικότητα σε σχέση με τα προοδευτικά προγράμματα έρευνας και επιτρέπει να είναι ένα συμβάν στην ιστορία της επιστήμης αντικειμενικό και ορθολογικό, εάν η εσωτερική του ιστορία μπορεί να γραφεί ως μια ακολουθία προοδευτικών μετατοπίσεων προβλημάτων. -175 -
a' μεροσ:
αναπαριστωνται
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΙ ΣΤΟ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟ Ο Peirce όρισε ως αλήθεια αυτό που επιτυγχάνεται ως ιδεατό τέλος στην επιστημονική έρευνα. Πίστευε ότι συνιστά έργο της μεθοδολογίας να χαρακτηρίζει τις αρχές της έρευνας. Υπάρχει ένα προφανές πρόβλημα: Τι γίνεται, αν η έρευνα τυχαίνει να μην συγκλίνει σε τίποτα; Ο Peirce, ο οποίος ήταν τόσο εξοικειωμένος στην εποχή του με τη συζήτηση για τις επιστημονικές επαναστάσεις όσο κι εμείς στη δική μας, είχε καταλήξει ότι οι «κατακλυσμοί» στη γνώση (όπως τους ονόμαζε) δεν αντικαταστάθηκαν από άλλους, αλλά ότι όλο αυτό αποτελεί τμήμα του αυτοδιορθοΰμενου χαρακτήρα της έρευνας. Ο Lakatos έχει μια παρόμοια στάση με αυτήν του Peirce. Ή τ α ν αποφασισμένος να διαψεύσει το δόγμα, το οποίο απέδιδε στον Kuhn, ότι η γνώση αλλάζει διαμέσου ανορθολογικών^«προσηλυτισμών» από το ένα παράδειγμα στο άλλο. Ό π ω ς είπα στην Εισαγωγή, δεν πιστεύω ότι ένα ορθό διάβασμα του Kuhn αποπνέει τον εξ αποκαλΰψεως αέρα του πολιτιστικού σχετικισμού που ο Lakatos βρήκε εκεί. Αλλά υπάρχει μια πραγματικά βαθιά ανησυχία, που αποτελεί το υπόβαθρο της αντιπάθειας του Lakatos για το έργο του Kuhn και η οποία δεν πρέπει να συγκαλυφθεί. Συνδέεται με μια σημαντική έμμεση παρατήρηση του Feyerabend, ότι οι περιγραφές της επιστημονικής ορθολογικότητας του Lakatos στην καλύτερη περίπτωση εναρμονίζονται με τα σημαντικότερα επιτεύγματα «των τελευταίων διακοσίων χρόνων». Έ ν α σώμα γνώσης μπορεί να αποκοπεί από το παρελθόν με δύο ευδιάκριτους τρόπους. Μέχρι τώρα είμαστε όλοι εξοικειωμένοι με την πιθανότητα ότι οι καινούργιες θεωρίες μπορεί να αντικαταστήσουν εντελώς την εννοιολογική οργάνωση των προκατόχων τους. Η ιστορία του Lakatos για τα προοδευτικά και εκφυλιζόμενα προγράμματα είναι μια καλή προσπάθεια, για να αποφασίσουμε πότε τέτοιες αντικαταστάσεις είναι «ορθολογικές». Αλλά όλος ο συλλογισμός του Lakatos θεωρεί ως δεδομένο αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε υποθετικοπαραγωγικό μοντέλο του συλλογισμού. Παρά τις ανασκευές του στον Popper, θεωρεί ως δεδομένο ότι οι εικασίες γίνονται και ελέγχονται απέναντι σε μερικά προβλήματα τα οποία επιλέγει η προστατευτική ζώνη. Μια πολύ πιο ριζοσπαστική αλλαγή στη γνώση προκύπτει, όταν αναδύεται ένας εντελώς νέος τρόπος συλλογισμού (style of reasoning). Η δύναμη του χλευασμού του Feyerabend για τα «τελευταία διακόσια χρόνια» έγκειται στο ότι η ανάλυση του Lakatos δε σχετίζεται με τη διαχρονική γνώση και το διαχρονικό λόγο, αλλά με ένα συγκεκριμένο είδος γνώσης που παράγεται από - 176-
ε ν α υ π ο κ α τ α σ τ α τ ο για τ η ν
αληθεια
ένα συγκεκριμένο τρόπο συλλογισμοΰ. Αυτή η γνώση και αυτός ο τρόπος έχουν καθορισμένη χρονική αρχή. Έτσι ο φόβος του Peirce για τον κατακλυσμό γίνεται: Μήπως υπάρχουν περαιτέρω τρόποι συλλογισμού, που θα παράγουν ένα ακόμη νέο είδος γνώσης; Μήπως το υποκατάστατο του Lakatos για την αλήθεια είναι ένα τοπικό και πρόσφατο φαινόμενο; Εκφράζω μια ανησυχία, όχι ένα επιχείρημα. Ο Feyerabend κάνει εντυπωσιακούς αλλά απίθανους ισχυρισμούς για διαφορετικούς τρόπους συλλογισμού, ακόμα και τρόπους όρασης στο αρχαϊκό παρελθόν. Με έναν πιο πεζό τρόπο το δικό μου βιβλίο, Η Εμφάνιση της Πιθανότητας (The Emergence of Probability, 1975), υποστηρίζει ότι μέρος της παρούσας αντίληψης μας για τα επαγωγικά αποδεικτικά στοιχεία απέκτησε υπόσταση μόλις στο τέλος της Αναγέννησης. Ο ιστορικός Α. C. Crombie, από τον οποίο παίρνω τη λέξη «τρόπος», στο βιβλίο του Τρόποι Επιστημονικής Σκέψης στην Ευρωπαϊκή Παράδοση {Styles of Scientific Thinking in the European Tradition, 1983) γράφει για έξι ευδιάκριτους τρόπους. Έ χ ω επεξεργαστεί αλλού την ιδέα του Crombie. Όμως, δε συνεπάγεται ότι η εμφάνιση ενός νέου τρόπου είναι ένας κατακλυσμός. Πράγματι μπορούμε να προσθέτουμε τον έναν τρόπο στους προηγούμενους, με ένα σωρευτικό σώμα εννοιολογικών εργαλείων. Αυτό διδάσκει ο Crombie. Σαφώς και ο Putnam και ο Laudan περιμένουν να συμβεί αυτό. Αλλά αυτά είναι θέματα που μόνο πρόσφατα τέθηκαν προς συζήτηση και έχουν κατανοηθεί απολύτως εσφαλμένα. Θα πρέπει να μας κάνουν επιφυλακτικούς απέναντι σε μια περιγραφή της πραγματικότητας και της αντικειμενικότητας, η οποία ξεκινά από την ανάπτυξη της γνώσης, όταν το είδος της ανάπτυξης που περιγράφεται αποδεικνύεται ότι αφορά κυρίως σε μια συγκεκριμένη γνώση που επιτυγχάνεται από ένα συγκεκριμένο τρόπο συλλογισμού. Για να κάνω τα πράγματα χειρότερα, υποψιάζομαι ότι ένας τρόπος συλλογισμού μπορεί να καθορίσει την ίδια τη φύση της γνώσης που παράγει. Η αξιωματική μέθοδος των Ελλήνων έδωσε μια γεωμετρία που επί μακρόν χρησίμευσε ως μοντέλο της γνώσης των φιλοσόφων. Ο Lakatos καταφέρεται εναντίον της κυριαρχίας του ευκλείδειου τρόπου. Ποιος μελλοντικός Lakatos θα καταφερθεί εναντίον του υποθετικοπαραγωγικού τρόπου και της θεωρίας των προγραμμάτων έρευνας τα οποία δημιούργησε; Ένα από τα πιο ειδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του τρόπου είναι η αξιωματική αποδοχή των θεωρητικών οντοτήτων που προκύπτουν σε νόμους ανώτερου επιπέδου και που ωστόσο έχουν πειραματικές συνέπειες. Αυτό το χαρακτηριστικό της επιτυχημένης επιστήμης γίνεται ενδημικό μόνο στο τέλος του 18ου αιώνα. -177 -
a' μεροσ:
αναπαριστώντας
Είναι πιθανό τα ερωτήματα για την αντικειμενικότητα, που διατυπώθηκαν για την εποχή μας από τον Kant, να είναι ακριβώς τα ερωτήματα που θέτει αυτή η νέα γνώση; Αν ναι, τότε αυτό σημαίνει ότι ο Lakatos θα έπρεπε να προσπαθήσει να απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις σε σχέση με τη γνώση των τελευταίων δυο αιώνων. Αλλά θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι μπορούμε να φτάσουμε από αυτό το συγκεκριμένο είδος ανάπτυξης σε μια θεωρία αλήθειας και πραγματικότητας. Το να πάρουμε στα σοβαρά τον τίτλο ενός βιβλίου που πρότεινε ο Lakatos, αλλά δεν έζησε για να γράψει, «Η μεταβαλλόμενη λογική της επιστημονικής ανακάλυψης», σημαίνει να πάρουμε στα σοβαρά την πιθανότητα ότι ο Lakatos, όπως οι Έλληνες, εξαρτά τις αιώνιες αξίες από ένα απλό επεισόδιο στην ιστορία της ανθρώπινης γνώσης. Απομένει μια αισιόδοξη εκδοχή αυ|ής της ανησυχίας. Ο Lakatos προσπαθούσε νά χαρακτηρίσει συγκεκριμένες αντικειμενικές αξίες της δυτικής επιστήμης χωρίς να καταφύγει στις θεωρίες αντιγραφής της αλήθειας. Ισως αυτές οι αντικειμενικές αξίες να είναι αρκετά πρόσφατες, ώστε ο περιορισμός του στους τελευταίους δύο ή τρεις αιώνες να είναι σωστός. Δε μας μένει κανένας εξωτερικός τρόπος για να εκτιμήσουμε τη δική μας παράδοση, αλλά για ποιο λόγο να θέλουμε κάτι τέτοιο;
- 178-
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ 0 1 ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
Η
ασυμμετρία, ο υπερβατικός νομιναλισμός, τα υποκατάστατα για την αλήθεια και οι τρόποι συλλογισμού αποτελούν την επαγγελματική διάλεκτο των φιλοσόφων. Προκύπτουν από το στοχασμό γύρω από τη σχέση της θεωρίας με τον κόσμο. Όλα οδηγούν σε ένα ιδεαλιστικό αδιέξοδο. Κανένα δεν προκαλεί μια υγιή αίσθηση της πραγματικότητας. Πράγματι, μεγάλο μέρος της σύγχρονης φιλοσοφίας της επιστήμης παραλληλίζεται με την επιστημολογία του 17ου αιώνα. Ασχολούμενοι μόνο με τη γνώση ως απεικόνιση της φύσης, αναρωτιόμαστε πώς θα μπορέσουμε ποτέ να ξεφύγουμε από τις απεικονίσεις και να αγκιστρωθούμε στον κόσμο. Εδώ έγκειται ένας ιδεαλισμός, με εκπρόσωπο το Berkeley. Στο δικό μας αιώνα ο John Dewey μίλησε περιφρονητικά για μια θεωρία θέασης της γνώσης, που είχε γίνει έμμονη ιδέα στη δυτική φιλοσοφία. Αν είμαστε απλοί θεατές στο θέατρο της ζωής, πώς θα μπορέσουμε ποτέ να ξέρουμε, για λόγους εσωτερικούς ως προς το θέαμα που διαδραματίζεται, τι είναι απλή αναπαράσταση από τους ηθοποιούς και τι είναι πραγματικότητα; Αν υπήρχε μια ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στη θεωρία και την παρατήρηση, θα μπορούσαμε τότε να βασιστούμε σε αυτό που παρατηρείται ως πραγματικό, ενώ οι θεωρίες, οι οποίες απλώς αναπαριστούν, είναι ιδεατές. Αλλά όταν οι φιλόσοφοι αρχίζουν να διδάσκουν ότι όλες οι παρατηρήσεις είναι φορτισμένες από θεωρία, φαίνεται να είμαστε εντελώς φυλακισμένοι μέσα στην αναπαράσταση και επομένως σε μι^ εκδοχή του ιδεαλισμού. Να λυπάστε το φτωχό Hilary Putnam, για παράδειγμα. Όντας κάποτε ο πλέον ρεαλιστής των φιλοσόφων, προσπάθησε να ξεφύγει από την αναπαράσταση επισυνάπτοντας την «αναφορά» στο τέλος της λίστας των στοιχείων που συγκροτούν το νόημα του κόσμου. Έμοιαζε σαν κάποιος πελώριος ουράνιος γάντζος της αναφοράς να μπορούσε να διευκολύνει τη γλώσσα μας, να στερεώσει εντός της ένα κομμάτι από εκείνο το υλικό στο οποίο ακριβώς αναφέρεται. Ωστόσο ο Putnam δεν μπορούσε να παραμείνει εκεί και κατέλη- 181 -
διαλειμμα
ξε ως ένας «εσωτερικός ρεαλιστής» απλώς, πολιορκημένος από υπερβατικές αμφιβολίες και αφιερωμένος σε κάποιο είδος ιδεαλισμού ή νομιναλισμοΰ. Συμφωνώ με τον Dewey. Τον συμμερίζομαι στην απόρριψη της εσφαλμένης διχοτόμησης ανάμεσα στην πράξη και τη σκέψη, από την οποία προκύπτει ένας τέτοιος ιδεαλισμός. Ι σ ω ς όλες οι φιλοσοφίες της επιστήμης που έχω περιγράψει να αποτελούν μέρη μιας ευρύτερης θεωρίας θέασης της γνώσης. Ωστόσο, δε νομίζω ότι η ιδέα της γνώσης ως αναπαράστασης του κόσμου είναι από μόνη της η πηγή αυτοΰ του κακοΰ. Η ζημιά προέρχεται από μια τυφλή εμμονή στην αναπαράσταση, τη σκέψη και τη θεωρία, εις βάρος της παρέμβασης, της πράξης και του πειράματος. Γι' αυτόν το λόγο στο επόμενο μέρος αυτού του βιβλίου μελετώ την πειραματική επιστήμη και ανακαλύπτω σε αυτήν τη σταθερή βάσΊ| ενός μη αμφιλεγόμενου ρεαλισμού. Αλλά πριν ^ κ α τ α λ ε ί ψ ο υ μ ε τη θεωρία για το πείραμα, ας σκεφτούμε λίγο περισσότερο τις ιδέες της αναπαράστασης και της πραγματικότητας.
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ Τ Ω Ν ΙΔΕΩΝ Ποια είναι η προέλευση αυτών των δύο ιδεών, της αναπαράστασης της πραγματικότητας, Ο Locke ίσως να είχε διατυπώσει αυτήν την ερώτηση ως μέρος μιας ψυχολογικής έρευνας, επιζητώντας να δείξει πώς ο ανθρώπινος νους σχηματίζει, πλαισιώνει ή συγκροτεί τις ιδέες του. Υπάρχει μια γνήσια επιστήμη που μελετά την ωρίμανση των ανθρώπινων διανοητικών ικανοτήτων, αλλά οι φιλόσοφοι συχνά παίζουν ένα διαφορετικό παιχνίδι, όταν εξετάζουν την καταγωγή των ιδεών. Αένε φανταστικές ιστορίες για να παραδώσουν μαθήματα φιλοσοφίας. Ο ίδιος ο Locke έπλαθε μια παραβολή, όταν υποκρινόταν ότι εφαρμόζει τη φυσική ιστορία του νου. Οι σύγχρονές μας ψυχολογίες έχουν μάθει πώς να ξεγλιστρούν από τις περισσότερες δοκιμασίες της εμπειρικής έρευνας, αλλά είναι πιο κοντά στη φαντασίωση του Locke απ' όσο νομίζουν. Ως φιλόσοφοι, ας καλωσορίσουμε τις φαντασιώσεις. Μπορεί να υπάρχει περισσότερη αλήθεια στη μέση α priori φαντασίωση για τον ανθρώπινο νου απ' ό,τι στις δήθεν αμερόληπτες παρατηρήσεις και τη μαθηματική οικοδόμηση μοντέλων της γνωσιακής επιστήμης.
ΦΙΑΟΣΟΦΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΑΟΓΙΑ Φανταστείτε ένα φιλοσοφικό κείμενο του 1850 περίπου: «Η πραγματικότητα είναι μια εξίσου άνθρωπο μορφική δημιουργία όσο είναι και ο ίδιος ο - 182 -
τ α π ρ α γ μ α τ ι κ α και 01 α ν α π α ρ α σ τ α σ ε ι σ
Θεός». Αυτό δεν πρέπει να ειπωθεί με μια πομπώδη φωνή, που να λέει: «Ο Θεός είναι νεκρός, το ίδιο και η πραγματικότητα». Πρέπει να είναι ένας πιο συγκεκριμένος και πρακτικός ισχυρισμός: Η πραγματικότητα αποτελεί απλώς υποπροϊόν ενός ανθρωπολογικού γεγονότος. Πιο απλά, η έννοια της πραγματικότητας είναι υποπροϊόν ενός γεγονότος για τα ανθρώπινα όντα. Λέγοντας ανθρωπολογία δεν εννοώ την εθνογραφία ή εθνολογία, τις μελέτες που γίνονται στα σημερινά πανεπιστημιακά τμήματα ανθρωπολογίας και που συνεπάγονται πολλή επιτόπια εργασία. Με τη λέξη ανθρωπολογία εννοώ την κίβδηλη επιστήμη του «Ανθρώπου» του 19ου αιώνα. Ο Kant έθεσε κάποτε τρεις φιλοσοφικές ερωτήσεις: Ποιο πρέπει να είναι το ζήτημα; Τι θα πρέπει να κάνουμε; Σε τι μπορούμε να ελπίζουμε; Προς το τέλος της ζωής του πρόσθεσε μια τέταρτη ερώτηση: Τι είναι ο^Ανθρωπος;Με αυτήν εγκαινίασε τη (φιλοσοφική) Ανθρωπολογία {(philosophische) Anthropologic και έγραψε ακόμα και βιβλίο με τίτλο Ανθρωπολογία, Ο ρεαλισμός δεν πρέπει να θεωρείται τμήμα του καθαρού λόγου ούτε της κριτικής δύναμης οΰτε της μεταφυσικής της ηθικής ούτε ακόμα της μεταφυσικής της φυσικής επιστήμης. Αν θα πρέπει να τον ταξινομήσουμε σύμφωνα με τους τίτλους των σπουδαίων βιβλίων του Kant, ο ρεαλισμός θα μελετάται ως τμήμα της ίδιας της Ανθρωπολογίας. Μια Καθαρή Επιστήμη των Ανθρώπινων Όντων είναι κάπως ριψοκίνδυνη. Ό τ α ν ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ο Άνθρωπος είναι ένα ζώο που κατοικεί στις πόλεις, έτσι ώστε η πόλιςνα αποτελεί τμήμα της φύσης του Ανθρώπου προς την οποία κατατείνει, ο μαθητής του, ο Αλέξανδρος, τον διέψευσε επανεπινοώντας την Αυτοκρατορία. Μας έχουν πει ότι ο Άνθρωπος είναι κατασκευαστής εργαλείων ή ότι έχει αντίχειρα ή ότι στέκεται όρθιος. Μας έχουν πει ότι αυτά τα τυχαία χαρακτηριστικά παρατηρούνται μόνον αν ασχοληθούμε με τα μισά είδη που λανθασμένα αποκαλούνται Άνθρωπος και ότι τα εργαλεία, οι αντίχειρες και η όρθια στάση είναι μετά βίας αυτά που προσδιορίζουν τη φυλή. Σπάνια είναι ξεκάθαρο ποιοι μπορεί να είναι οι λόγοι για μια οποιαδήποτε τέτοια δήλωση, υπέρ ή κατά. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος ορίζει τους ανθρώπους ως έλλογα όντα και κάποιος άλλος τους ορίζει ως κατασκευαστές εργαλείων. Γιατί τέλος πάντων θα πρέπει να υποθέτουμε ότι το να είσαι έλλογο ζώο έχει την ίδια έκταση με το να κατασκευάζεις εργαλεία; Οι εικασίες για την ουσιώδη φύση της ανθρωπότητας επιτρέπουν και άλλα παρόμοια. Οι φιλόσοφοι από την εποχή του Καρτέσιου ελκύονταν από την εικασία ότι οι άνθρωποι είναι ομιλητές. Έχει υποστηριχθεί ότι η ορθολογικότητα, από την ίδια της τη φύση, απαιτεί τη γλώσσα, επομένως οι άνθρωποι ως έλλογα ζώα και οι άνθρωποι ως ομιλητές έχουν όντως την ίδια έκτα- 183-
διαλειμμα
ση. Αυτό είναι ένα ικανοποιητικό κεντρικό θεώρημα για ένα θέμα τόσο φευγαλέο όσο η φαντασιακή ανθρωπολογία. Ωστόσο, παρά την πρόδηλη βαθύνοια αυτοΰ του συμπεράσματος, ενός συμπεράσματος που έχει τροφοδοτήσει σημαντικά βιβλία, προτείνω μια άλλη φαντασίωση. Τα ανθρώπινα όντα είναι απεικονιστές. Ό χ ι homo faber, υποστηρίζω, αλλά homo depictor. Οι άνθρωποι φτιάχνουν αναπαραστάσεις.
π ε ρ ι ο ρ ί ζ ο ν τ α ς ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ Οι άνθρωποι φτιάχνουν ομοιότητες. Ζωγραφίζουν εικόνες, μιμούνται το κακάρισμα της κότας, πλάθουν πηλό, λαξεύουν αγάλματα και σφυρηλατούν τον μπρούντζο. Αυτά είναι τα είδη των αναπαραστάσεων που αρχίζουν να χαρακτηρίζουν τα ανθρώπινα όντα. ' Η λέξη «αναπαράσταση» έχει ένα ικανό φιλοσοφικό παρελθόν. Χρησιμοποιήθηκε για να μεταφράσει τη λέξη Vorstellungxoxi Kant, μια «τοποθέτηση μπροστά από το πνεύμα», μια λέξη που περιλαμβάνει τόσο εικόνες όσο και πιο αφηρημένες σκέψεις. Ο Kant χρειαζόταν μια λέξη για να αντικαταστήσει την «ιδέα» των Γάλλων και Άγγλων εμπειριστών. Αυτό ακριβώς είναι που ^εν εννοώ με τη λέξη αναπαράσταση. Ό λ α όσα αποκαλώ αναπαράσταση είναι δημόσια. Δεν μπορείς να αγγίξεις μια ιδέα του Locke, αλλά μόνο ο φύλακας του μουσείου μπορεί να σε σταματήσει από το να αγγίξεις κάποιες από τις πρώτες αναπαραστάσεις των προγόνων μας. Δεν εννοώ ότι μπορούμε να αγγίξουμε όλες τις αναπαραστάσεις, αλλά ότι όλες είναι δημόσιες. Σύμφωνα με τον Kant, μια κρίση είναι αναπαράσταση μιας αναπαράστασης, μια τοποθέτηση μπροστά από το πνεύμα μιας τοποθέτησης μπροστά από το πνεύμα, διπλά ιδιωτική. Αυτό είναι δύο φορές ό,τι δεν αποκαλώ αναπαράσταση. Αλλά για μένα, μερικά δημόσια λεκτικά γεγονότα μπορεί να είναι αναπαραστάσεις. Δε σκέφτομαι τις απλές επεξηγηματικές προτάσεις, οι οποίες με βεβαιότητα δεν είναι αναπαραστάσεις, αλλά περίπλοκες εικασίες που επιχειρούν να αναπαραστήσουν τον κόσμο μας. Ό τ α ν μιλώ για αναπαραστάσεις, εννοώ πρώτα απ' όλα τα φυσικά αντικείμενα: ειδώλια, αγάλματα, εικόνες, χαρακτικά, αντικείμενα που προορίζονται από μόνα τους για έλεγχο, για θεώρηση. Αυτά τα βρίσκουμε από τόσο παλιά όσο και οτιδήποτε ανθρώπινο. Περιστασιακά, εξαιτίας κάποιου τυχαίου γεγονότος, διατηρούνται ακόμα και θραύσματα από ξύλο ή άχυρο, που σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν σαπίσει. Οι αναπαραστάσεις είναι εξωτερικές και δημόσιες, είτε πρόκειται για το πιο απλό σχέδιο στον τοίχο είτε, όταν - 184 -
τ α π ρ α γ μ α τ ι κ α και 01 α ν α π α ρ α σ τ α σ ε ι σ
επεκτείνω τη λέξη «αναπαράσταση», για την πιο πολυσύνθετη θεωρία για τις ηλεκτρομαγνητικές, ισχυρές, ασθενείς ή βαρυτικές δυνάμεις. Οι αρχαίες αναπαραστάσεις που έχουν διατηρηθεί είναι συνήθως οπτικές και απτές, αλλά δεν αποκλείω οτιδήποτε δημόσια προσιτό στις άλλες μας αισθήσεις. Οι σφυρίχτρες που μιμούνται τα πουλιά ή οι μηχανές που μιμούνται τον άνεμο μπορεί επίσης να φτιάχνουν ομοιότητες, μολονότι συνήθως αποκαλούμε τους ήχους που εκπέμπουν απομιμήσεις, θ ε ω ρ ώ ότι εάν ένα είδος τόσο έξυπνο όσο τα ανθρώπινα όντα ήταν αμετάκλητα τυφλό, θα τα είχε καταφέρει μια χαρά με τις ακουστικές και απτές αναπαραστάσεις, διότι το να φτιάχνουμε αναπαραστάσεις είναι τμήμα της ίδιας της φύσης μας. Εφόσον έχουμε μάτια, οι περισσότερες από τις πρώτες αναπαραστάσεις ήταν οπτικές, αλλά η αναπαράσταση δεν είναι από τη φύση της οπτική. Οι αναπαραστάσεις προορίζονται να είναι λιγότερο ή περισσότερο δημόσιες ομοιότητες. Αποκλείω τις Vorstellungen του Kant και τις εσωτερικές ιδέες του Locke, οι οποίες αναπαριστούν τον εξωτερικό κόσμο στα μάτια του πνεύματος. Αποκλείω επίσης τις συνηθισμένες δημόσιες προτάσεις. Ο William James ειρωνευόταν αυτό που εκείνος ονόμαζε θεωρία αντιγραφής της αλήθειας, που φέρει την πιο αξιοπρεπή ταμπέλα της θεωρίας αντιστοιχίας της αλήθειας. Η θεωρία αντιγραφής πρεσβεύει ότι οι αληθείς προτάσεις είναι αντίγραφα αυτού που τις καθιστά αληθείς στον κόσμο. Το Tractatus Wittgenstein έχει μια εικονιστική θεωρία της αλήθειας, σύμφωνα με την οποία αληθής είναι εκείνη η πρόταση που απεικονίζει σωστά τα γεγονότα. Ο Wittgenstein έκανε λάθος. Οι απλές προτάσεις δεν είναι εικόνες, αντίγραφα ή αναπαραστάσεις. Αναμφίβολα, η φιλοσοφική συζήτηση για την αναπαράσταση προκαλεί αναμνήσεις των προτάσεων {Sdtze) του Wittgenstein. Ξεχάστε τις. Η πρόταση «η γάτα είναι πάνω στο χαλάκι» δεν είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας. Ό π ω ς μας δίδαξε αργότερα ο Wittgenstein, είναι μια πρόταση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάθε είδους σκοπό, κανένας από τους οποίους δεν είναι να απεικονίζει το πώς είναι ο κόσμος. Από την άλλη μεριά, οι θεωρίες του ηλεκτρομαγνητισμού του Maxwell προορίζονταν να αναπαραστήσουν τον κόσμο, να πουν με τι μοιάζει. Οι θεωρίες, όχι οι μεμονωμένες προτάσεις, είναι αναπαραστάσεις. Ορισμένοι φιλόσοφοι, συνειδητοποιώντας ότι οι προτάσεις δεν είναι αναπαραστάσεις, συμπεραίνουν ότι η ίδια η ιδέα της αναπαράστασης είναι άχρηστη για τη φιλοσοφία. Αυτό είναι λάθος. Μπορούμε να χρησιμοποιή- 185-
διαλειμμα
σουμε πολύπλοκες προτάσεις συλλογικά, για να κάνουμε αναπαραστάσεις. Αυτό είναι μόνο συνηθισμένο αγγλικό ιδίωμα. Ένας δικηγόρος μπορεί να εκπροσωπήσει (represent) τον πελάτη και μπορεί επίσης να παρατηρήσει (represent) ότι οι αστυνομικοί συνεργάστηκαν αντικανονικά στην ετοιμασία των αναφορών τους. Μια μεμονω'μένη πρόταση γενικά δε θα κάνει αναπαραστάσεις. Μια αναπαράσταση μπορεί να είναι λεκτική, αλλά μια λεκτική αναπαράσταση θα χρησιμοποιεί αρκετά ρήματα.
0 1 Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Ι ΩΣ ΟΜΙΛΗΤΕΣ Η πρώτη πρόταση της φιλοσοφικής μου ανθρωπολογίας είναι ότι τα ανθρώπινα όντα φτιάχνουν αναπαραστάρεις. Αν ο εθνογράφος μου έλεγε για μια φυλή πόυ δε φτιάχνει καμία εικόνα^όχι επειδή αυτό αποτελεί ταμπού, αλλά επειδή κανείς δε σκέφτηκε να αναπαραστήσει οτιδήποτε), τότε εγώ θα έπρεπε να πω ότι αυτοί δεν είναι άνθρωποι, δεν είναι homo depictor. Εάν είμαστε πεπεισμένοι ότι το ανθρώπινο είδος (και όχι οι προγενέστεροί του) ζούσαν στο φαράγγι του Olduvai τρία εκατομμύρια χρόνια πριν και ωστόσο δε βρίσκουμε τίποτα άλλο εκτός από παλιά κρανία και πατημασιές, θα προτιμούσα να θεωρήσω αξιωματικά ότι οι αναπαραστάσεις που έγιναν από αυτούς τους αφρικανούς προγόνους σβήστηκαν από την άμμο, παρά ότι οι άνθρωποι δεν είχαν αρχίσει ακόμα να κάνουν αναπαραστάσεις. Πώς συνδέεται η α priori παλαιολιθική μου φαντασίωση με την αρχαία ιδέα ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση έλλογα όντα και ότι η ορθολογικότητα είναι κατά βάση γλωσσική; Πρέπει να θεωρήσω ότι η απεικόνιση χρειάζεται τη γλώσσα ή ότι η ανθρωπότητα δεν είναι απαραίτητα ορθολογική; Αν πρέπει να στριμωχτεί η γλώσσα μέσα στην ορθολογικότητα, θα συμπέραινα με ευχαρίστηση ότι οι άνθρωποι μπορεί να γίνουν έλλογα ζώα. Αυτό σημαίνει ότι ο homo depictor δεν άξιζε πάντα τον τίτλο της ορθολογικότητας του Αριστοτέλη, παρά τον κέρδισε μόνο καθώς γινόταν πιο έξυπνος και άρχιζε να μιλάει. Ας φανταστούμε, για μια στιγμή, ανθρώπους απεικονιστές, που φτιάχνουν ομοιότητες, πριν μάθουν να μιλούν.
0 1 ΑΠΑΡΧΕΣ Τ Η Σ ΓΑΩΣΣΑΣ Η εικασία για την καταγωγή της γλώσσας τείνει να στερείται φαντασίας και συγκατάβασης. Η γλώσσα, ακούμε, θα πρέπει να επινοήθηκε για να βοηθήσει σε πρακτικά ζητήματα, όπως το κυνήγι και η αγροτική ζωή. «Τι χρήσι- 186 -
τ α π ρ α γ μ α τ ι κ α και 01 α ν α π α ρ α σ τ α σ ε ι σ
μο», λέει το ρεφραίν, «να μπορείς να μιλάς. Πόσο περισσότερο ικανοί θα ήταν οι άνθρωποι, αν μπορούσαν να μιλούν. Η ομιλία ενισχύει την πιθανότητα να επιβιώσουν οι κυνηγοί και οι αγρότες». Οι διανοούμενοι που προτιμούν αυτές τις ανοησίες δεν έχουν προφανώς οργώσει ποτέ ένα χωράφι ούτε έχουν παραφυλάξει στο κυνήγι, όπου η σιωπή είναι στην ημερήσια διάταξη, κι όχι η φλυαρία. Έξω στα χωράφια, οι άνθρωποι που ξεχορταριάζουν δε μιλούν συνήθως. Μιλούν μόνον όταν ξεκουράζονται. Στις στέπες της Ανατολικής Αφρικής ο κυνηγός με το καλύτερο ποσοστό επιτυχίας είναι ο άγριος σκύλος. Ωστόσο, μεσήλικες καθηγητές, που λαχανιάζουν εύκολα, αλλά έχουν συμφωνήσει να μη μιλούν ποτέ οΰτε να κάνουν σινιάλα, θα ήταν πολΰ καλύτεροι στο πιάσιμο της αντιλόπης και της γαζέλας από οποιονδήποτε άγριο σκΰλο. Το λιοντάρι που βρυχάται και τα σκυλιά που γαβγίζουν θα πεθάνουν από την πείνα, αν αρκετοί σιωπηλοί άνθρωποι κυνηγούν με γυμνά χέρια. Η γλώσσα δεν είναι για πρακτικά ζητήματα. Ο Jonathan Bennett διηγείται μια ιστορία για τη γλώσσα, που αρχίζει όταν ένα «μέλος της φυλής» προειδοποιεί ένα άλλο ότι μια καρύδα πρόκειται να του πέσει στο κεφάλι.^ Ο ιθαγενής No 1 το κάνει αυτό αρχικά με μια υπερβολική παντομίμα, χτυπώντας το κεφάλι του και αργότερα εκφράζοντας μια προειδοποίηση και ξεκινώντας με τον τρόπο αυτό τη γλώσσα. Στοιχηματίζω ότι ποτέ δεν έπεσε κάποια καρύδα στο κεφάλι κάποιου μέλους φυλής παρά μόνο στα ρατσιστικά εικονογραφημένα, κι έτσι αμφισβητώ τη φαντασίωση αυτή. Προτιμώ μια πρόταση για τη γλώσσα, η οποία αποδίδεται στην οικογένεια Leakey που ανέσκαψε το φαράγγι Olduvai. Η ιδέα είναι ότι οι άνθρωποι επινόησαν τη γλώσσα από βαριεστημάρα. Από τη στιγμή που είχαμε τη φωτιά δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε για να περάσουμε τις μεγάλες νύχτες κι έτσι ξεκινήσαμε να λέμε ανέκδοτα. Αυτή η φαντασίωση για την καταγωγή της γλώσσας έχει το μεγάλο προσόν ότι θεωρεί την ομιλία ως κάτι το ανθρώπινο. Προσηλώνεται όχι στα μέλη κάποιας φυλής στους τροπικούς αλλά στους ανθρώπους. Φανταστείτε τον homo depictovYa αρχίζει να χρησιμοποιεί ήχους, τους οποίους θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε ως «πραγματικό» ή «έτσι είναι», ειπωμένους για ένα πήλινο ειδώλιο ή για μια μουντζούρα στον τοίχο. Ας συνεχίσει η συζήτηση ως εξής: «αν αυτό πραγματικό, τότε εκείνο πραγματι-
^ J. Bennett, «The meaning-nominalist strategy», Foundations ofLanguage 10 (1973), σσ. 141-68.
- 187-
διαλειμμα
κό» ή πιο ορθά, «αν αυτό είναι έτσι, τότε και εκείνο είναι έτσι». Από τη στιγμή που οι άνθρωποι επιχειρηματολογούν, άλλοι ήχοι σύντομα εκφράζουν το: «όχι, όχι εκείνο, αλλά αυτό εδώ είναι πραγματικό». Σε μια τέτοια φαντασίωση δε φτάνουμε πρώτα στα ονόματα και τις περιγραφές ή στη σημασία και την αναφορά, τα οποία τόσο πολΰ συμπαθούν οι φιλόσοφοι. Αντί γι' αυτά ξεκινάμε με τα δεικτικά (indexicals), τις λογικές σταθερές και τα παιχνίδια της αναζήτησης και της εύρεσης. Η περιγραφική γλώσσα έρχεται αργότερα, όχι ως υποκατάστατο για την απεικόνιση, αλλά καθώς επινοούνται άλλες χρήσεις για την ομιλία. Η γλώσσα τότε ξεκινά με τη φράση «αυτό πραγματικό», που ειπώνεται για μια αναπαράσταση. Μια τέτοια ιστορία έχει στα υπέρ της το γεγονός ότι η φράση «αυτό πραγματικό» δεν είναι Κ(^^θόλου όπως η φράση «εσύ Ταρζάν, εγώ Τζέιν», διότι αντιπροσωπεύει μια πολύπλοκη - δηλαδή χαρακτηριστικά ανθρώπινη - σκέψη, ότι δηλαδή αυτή η ξύλινη ανάγλυφη παράσταση δείχνει κάτι πραγματικό σχετικά με αυτό που αναπαριστά. Αυτή η φανταστική ζωή προορίζεται ως αντίδοτο στο μειωμένης αυτοπεποίθησης χαρακτήρα του χωρίου με το οποίο ξεκίνησα: Η πραγματικότητα είναι μια ανθρωπομορφική δημιουργία. Η πραγματικότητα μπορεί να είναι μια ανθρώπινη δημιουργία, αλλά δεν είναι παιχνίδι* αντιθέτως είναι η δεύτερη από τις ανθρώπινες δημιουργίες. Η πρώτη ιδιαίτερα ανθρώπινη επινόηση είναι η αναπαράσταση. Από τη στιγμή που υπάρχει μια πρακτική αναπαράστασης, μια δευτεροβάθμια έννοια την ακολουθεί. Αυτή είναι η έννοια της πραγματικότητας, μια έννοια που έχει περιεχόμενο μόνον όταν υπάρχουν πρωτοβάθμιες αναπαραστάσεις. Θα διαμαρτυρηθεί κάποιος ότι η πραγματικότητα, ή ο κόσμος, υπήρχε πριν από οποιαδήποτε αναπαράσταση ή ανθρώπινη γλώσσα. Φυσικά. Αλλά η διαμόρφωση της έννοιάς της, ως πραγματικότητας, είναι δευτερεύουσα. Αρχικά υπάρχει αυτό το ανθρώπινο πράγμα, η κατασκευή αναπαραστάσεων. Έπειτα ήταν η κρίση των αναπαραστάσεων ως πραγματικών ή μη πραγματικών, ως αληθών ή ψευδών, πιστών ή μη πιστών. Τελικά ακολουθεί ο κόσμος, όχι πρώτος αλλά δεύτερος, τρίτος ή τέταρτος. Αέγοντας ότι η πραγματικότητα έχει μια παρασιτική σχέση με την αναπαράσταση, δε συντάσσομαι με αυτούς που, όπως ο Nelson Goodman ή ο Richard Rotry, αναφωνούν ότι «ο κόσμος χάθηκε για τα καλά». Ο κόσμος έχει μια θαυμάσια θέση, ακόμα και αν δεν είναι η πρώτη. Ανακαλύφθηκε με τη διαμόρφωση της ιδέας του πραγματικού ως γνωρίσματος της αναπαράστασης. - 188 -
τ α π ρ α γ μ α τ ι κ α και 01 α ν α π α ρ α σ τ α σ ε ι σ
Υπάρχει έστω και το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο για τη δική μου ιστορία σχετικά με την καταγωγή της γλώσσας; Ό χ ι . Υπάρχουν μόνο ενδείξεις για το που πάνε τα πράγματα. Ισχυρίζομαι ότι οι αναπαραστάσεις είναι ιδιαίτερα ανθρώπινες. Αυτό ονομάστε το ειδοποιό γνώρισμα (species specific). Χρειάζεται απλώς να ανατρέξουμε στο δέντρο της εξέλιξης, για να δοΰμε ότι υπάρχει κάποια αλήθεια σ' αυτό. Αρπάξτε έναν μπαμπουίνο και ζωγραφίστε το πρόσωπό του, μετά δείξτε του έναν καθρέπτη. Δε θα παρατηρήσει τίποτα έξω από το συνηθισμένο. Κάντε το ίδιο σε ένα χιμπαντζή. Θα αναστατωθεί τρομερά, βλέπει ότι υπάρχει μπογιά στο πρόσωπό του και προσπαθεί να τη βγάλει. Στους ανθρώπους, στη συνέχεια, αρέσουν οι καθρέπτες, για να εξετάζουν το μέικ απ τους. Οι μπαμπουίνοι δε θα ζωγραφίσουν ποτέ εικόνες. Ο σπουδαστής της γλώσσας, David Premack, δίδαξε στους χιμπαντζήδες ένα είδος γλώσσας χρησιμοποιώντας εικονογραφική αναπαράσταση. Ο homo depictor^xav πολΰ καλύτερος, από την αρχή κιόλας. Ακόμα είμαστε.
ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ Οι αναπαραστάσεις είναι πάνω απ' όλα ομοιότητες. Ό τ α ν το λέμε αυτό, το εκτοξεύουμε στο πρόσωπο των φιλοσοφικών κοινοτοπιών. Δεν υπάρχει, το γνωρίζουμε όλοι, αναπαράσταση χωρίς τεχνοτροπία. Ακόμα και οι πιο αμαθείς πολιτισμοί πρέπει να έχουν ένα σύστημα αναπαράστασης, αν πρόκειται να κάνουν αναπαραστάσεις. Έτσι είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι δεν μπορεί στην αρχή να υπήρξε απλώς η αναπαράσταση, η δημιουργία ομοιοτήτων. Θα πρέπει να υπήρξε ένας τρόπος δημιουργίας αναπαραστάσεων, προτού υπάρξει η δημιουργία αναπαραστάσεων. Δε χρειάζεται να διαφωνήσω με αυτό το δόγμα, αρκεί να γίνει παραδεκτό ότι οι τρόποι δεν προηγούνται της αναπαράστασης. Αναπτύσσονται με την αναπαράσταση, καθώς δουλεύονται τα υλικά και οι τεχνίτες παράγουν τεχνουργήματα που συγκινούν την ευαισθησία των πελατών τους. Ένας περισσότερο φιλοσοφικός γρίφος κρύβεται εδώ γύρω. Τα πράγματα είναι ίδια (alike), λέγεται, από τη μία ή την άλλη άποψη και δεν μπορούν να είναι απλώς όμοια (like). Θ α πρέπει να υπάρχει μια έννοια που χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυτό στο οποίο έγκειται η ομοιότητα. Δύο άνθρωποι έχουν το ίδιο βάδισμα ή το ίδιο παράστημα ή την ίδια μύτη ή τους ίδιους γονείς ή τον ίδιο χαρακτήρα. Αλλά δύο άνθρωποι δεν μπορούν απλώς να είναι «όμοιοι» (like). Συμφωνώ και με αυτό, αλλά πιστεύω με κάποια επιφύλαξη ότι αυτό δεν αποκλείει την απλή ομοιότητα. - 189-
διαλειμμα
Έ χ ω υποστεί υπερβολική πλΰση εγκεφάλου από τη φιλοσοφία, για να θεωρώ ότι τα πράγματα γενικά μπορεί να είναι απλά ή απεριόριστα ίδια (alike). Μπορεί να είναι όμοια (like) ή ανόμοια (unlike) από αυτή ή την άλλη άποψη. Ωστόσο, ένα συγκεκριμένο είδος πράγματος, δηλαδή μια αναπαράσταση φτιαγμένη από ανθρώπους, μπορεί χωρίς περιορισμούς να είναι όμοια με αυτό που προορίζεται να αναπαραστήσει. Η γενικευμένη ιδέα μας για την ομοιότητα έχει, όπως η ιδέα μας για την πραγματικότητα, μια παρασιτική σχέση με τις πρακτικές μας της αναπαράστασης. Ισως να υπάρχει κάποιος αρχικός τρόπος με τον οποίο οι αναπαραστάσεις μοιάζουν με αυτό που αναπαριστούν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποια ανθρώπινα τεχνουργήματα άγνωστων και πολΰ παλαιών ανθρώπων αναγνωρίζονται αμέσως ως ομοιότητες, ακόμα κι αν δε γνωρίζουμε ακριβώς «ποιων πραγμάτων είναι ομοιότητες. Αυτές οι εικόνες, οι ανάγλυφες παραστάσεις, οι χρυσές ένθετες διακοσμήσεις, ο επεξεργασμένος χαλκός, τα πήλινα προσωπεία, οι ανάγλυφες παραστάσεις των μαμούθ πάνω στο βράχο, οι μικρογραφίες των κανό για ταφικούς σκοπούς - όλα τα καλλιτεχνικά κατάλοιπα που βρίσκουμε εκεί όπου κάποτε έζησαν άνθρωποι - είναι ομοιότητες. Μπορεί να μην ξέρω ποιου πράγματος είναι ομοιότητες ή για τι προορίζονται. Δεν κατανοώ πλήρως τα συστήματα της αναπαράστασης, αλλά γνωρίζω ότι αυτά είναι αναπαραστάσεις. Στους Δελφούς βλέπω μια ανάγλυφη φιλντισένια παράσταση ενός ατόμου, ίσως ενός θεοΰ, σε αυτό που ονομάζουμε τυπική ή άψυχη τεχνοτροπία. Βλέπω τις χρυσές περικνημίδες και το πέπλο, τα οποία είχαν διακοσμηθεί με φίλντισι. Έχει χαραχτεί και η πιο μικροσκοπική και «ρεαλιστική» λεπτομέρεια με σκηνές από ταΰρους και λιοντάρια. Τα αρχαϊκά και τα ρεαλιστικά αντικείμενα σε διαφορετικά μέσα είναι φτιαγμένα την ίδια περίοδο, κατά τους αρχαιολόγους. Δε γνωρίζω τη χρησιμότητα κανενός από τα δυο. Γνωρίζω ότι και τα δυο είναι ομοιότητες. Βλέπω τον αρχαϊκό μπρούντζινο ηνίοχο με τα συναρπαστικά ανθρώπινα βαθουλωτά μάτια από ημιπολύτιμη πέτρα. Πώς, αναρωτιέμαι, τεχνίτες τόσο ικανοί σε αυτό που ονομάζουμε άψυχες μορφές μπορούσαν να δουλεύουν με άλλους που εμφυσούσαν ζωή στις δημιουργίες τους; Επειδή διαφορετικές τέχνες που χρησιμοποιούν διαφορετικά μέσα αναπτύσσονται με διαφορετικούς ρυθμούς; Εξαιτίας ενός ξεχασμένου συνδυασμού άγνωστων σκοπών; Τέτοιες περίπλοκες ερωτήσεις τίθενται με φόντο αυτά που εμείς θεωρούμε ως δεδομένα. Γνωρίζουμε τουλάχιστον αυτό: Αυτά τα τεχνουργήματα είναι αναπαραστάσεις. Αναγνωρίζουμε την ομοιότητα και την αναπαράσταση ακόμα κι όταν δεν μπορούμε να απαντήσουμε, ομοιότητα προς τι; Σκεφτείτε τα παράξενα - 190 -
τ α π ρ α γ μ α τ ι κ α και 01 α ν α π α ρ α σ τ α σ ε ι σ
μικρά πήλινα ειδώλια πάνω στα οποία είναι ζωγραφισμένα σκίτσα ενδυμάτων, αλλά τα οποία αντί για κεφάλια έχουν μικρά σε σχήμα δίσκου βαθουλώματα, για λάδι ίσως. Οι Μυκήνες βρίθουν από αυτά τα αντικείμενα με ύψος όσο ένα δάχτυλο. Αμφιβάλλω για το αν αναπαριστούν τίποτα συγκεκριμένο. Μου θυμίζουν περισσότερο τα παιδιά που κάνουν σχήματα αγγέλων ξαπλώνοντας στο χιόνι και κουνώντας τα χέρια και τα πόδια τους πάνω κάτω για^ να δημιουργήσουν την εντύπωση μικρών φτερών και φούστας. Τα παιδιά παριστάνουν αυτοΰς τους αγγέλους για διασκέδαση. Δε γνωρίζουμε ακριβώς τι έκαναν οι κάτοικοι της Κνωσού με τα ειδώλιά τους. Αλλά γνωρίζουμε ότι και τα δυο είναι κατά τον ίδιο τρόπο ομοιότητες. Τα φτερά και η φούστα μοιάζουν με φτερά και φούστα, παρ' ότι ο άγγελος που απεικονίζεται δε μοιάζει με τίποτα πάνω στη γη. Οι αναπαραστάσεις δεν προορίζονται εν γένει για να πουν πώς είναι κάτι. Μπορεί να είναι εικονιστικές ή προϊόντα για απόλαυση. Μετά την πρόσφατη εμμονή μας στις λέξεις θα μας κάνει καλό να συλλογιστούμε τις εικόνες και τις ανάγλυφες παραστάσεις. Οι φιλόσοφοι της γλώσσας σπανίως αντιστέκονται στην παρόρμηση να πουν ότι η πρώτη χρήση της γλώσσας πρέπει να είναι να λέει την αλήθεια. Δεν πρέπει να υπάρχει τέτοια πίεση με τις εικόνες. Το να επιχειρηματολογείς συγκρίνοντας τα σχέδια δυο βισόνων: «Αν αυτό είναι έτσι, τότε κι εκείνο επίσης θα είναι έτσι» θα ήταν κάτι απόλυτα ασυνήθιστο. Οι εικόνες σπανίως και τα αγάλματα σχεδόν ποτέ δε χρησιμοποιούνται για να πουν πώς είναι τα πράγματα. Ταυτόχρονα, υπάρχει ένας πυρήνας της αναπαράστασης, που διευκολύνει τους αρχαιολόγους χιλιετίες αργότερα να ξεχωρίζουν συγκεκριμένα αντικείμενα από τα κατάλοιπα μιας αρχαίας τοποθεσίας και να τα αναγνωρίζουν ως ομοιότητες. Αναμφίβολα η λέξη «ομοιότητα» είναι λαθεμένη, επειδή τα αντικείμενα «τέχνης» θα περιλαμβάνουν σίγουρα και προϊόντα της φαντασίας, όμορφα ή άσχημα, που έχουν γίνει χάριν ιδιοτροπίας, εκδίκησης, πλούτου, κατανόησης, φλερτ ή τρόμου. Αλλά μέσα σε όλα αυτά ενυπάρχει μια ιδέα αναπαράστασης, η οποία μας επαναφέρει στην ομοιότητα. Η ομοιότητα στέκεται μόνη της. Δεν είναι μια σχέση. Δημιουργεί τους όρους μιας σχέσης. Υπάρχει πρώτα απ' όλα η ομοιότητα και μετά η ομοιότητα με κάτι ή με κάτι άλλο. Πρώτα υπάρχει η αναπαράσταση και μετά το «πραγματικό». Πρώτα υπάρχει μια αναπαράσταση και πολύ αργότερα υπάρχει η δημιουργία ιδεών, σε σχέση με τις οποίες μπορούμε να περιγράψουμε αυτό ή την άλλο σημείο στο οποίο έχουμε ομοιότητα. Αλλά η ομοιότητα μπορεί να σταθεί από μόνη της, χωρίς την ανάγκη κάποιων εννοιών λγ, j)/ ή έτσι ώστε κάποιος θα πρέπει να σκέφτεται πάντα. - 191-
διαλειμμα
όπως στην αναπαράσταση του αλλά όχι του ΧΎ\ του y. Δεν υπάρχει κανένας παραλογισμός στη σκέψη ότι υπάρχει μια ακατέργαστη και ανεπεξέργαστη ιδέα ομοιότητας, που αναδύεται με τη δημιουργία των αναπαραστάσεων και η οποία, καθώς οι άνθρωποι γίνονται πιο επιδέξιοι στο χειρισμό των υλικών, γεννά κάθε είδους διαφορετικούς τρόπους για να παρατηρούμε το τι μοιάζει με τι.
Ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Αν η πραγματικότητα ήταν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της αναπαράστασης και δεν είχαμε αναπτύξει εναλλακτικούς τρόπους αναπαράστασης, τότε ο ρεαλισμός δε θα ήταν πρόβλημα^οΰτε για τους φιλοσόφους ούτε για τους εστέτ. Το πρόβλημα προκύπτει, επειδή έχουμε εναλλακτικά συστήματα αναπαράστασης. Αυτό είναι το κλειδί για το τρέχον φιλοσοφικό ενδιαφέρον μας για τον επιστημονικό ρεαλισμό. Οι προηγούμενες κρίσεις του «ρεαλισμού» είχαν συνήθως τις ρίζες τους στην επιστήμη. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα συστήματα του Πτολεμαίου και του Κοπέρνικου οδήγησε σε μια αναμέτρηση ανάμεσα στις κοσμολογίες των ινστρουμενταλιστών και των ρεαλιστών. Διαφωνίες για τον ατομισμό στο τέλος του 19ου αιώνα έκαναν τους ανθρώπους να αναρωτιούνται αν, ή υπό ποια έννοια, θα μπορούσαν να είναι πραγματικά τα άτομα. Η παρούσα συζήτησή μας για τον επιστημονικό ρεαλισμό δεν τροφοδοτείται από ένα αντίστοιχο θεμελιώδες ζήτημα στις φυσικές επιστήμες. Από που προέρχεται τότε; Από τις προτάσεις του Kuhn και άλλων ότι με την ανάπτυξη της γνώσης μπορεί, από τη μια επανάσταση στην άλλη, να φτάσουμε στο σημείο να κατοικούμε σε διαφορετικούς κόσμους. Οι νέες θεωρίες είναι νέες αναπαραστάσεις. Αναπαριστούν με διαφορετικούς τρόπους και έτσι υπάρχουν νέα είδη πραγματικότητας. Ως εδώ αυτό είναι απλώς μια συνέπεια της δικής μου περιγραφής της πραγματικότητας ως γνωρίσματος της αναπαράστασης. Ό τ α ν υπήρχαν μόνο μη διαφοροποιημένες αναπαραστάσεις, συνεπώς, στη δική μου φανταστική ιστορία σχετικά με την καταγωγή της γλώσσας το «πραγματικό» ήταν σαφές. Αλλά μόλις οι αναπαραστάσεις άρχισαν να συναγωνίζονται, έπρεπε να αναρωτηθούμε τι είναι πραγματικό. Ο αντιρεαλισμός δεν έχει κανένα νόημα, όταν τριγύρω υπάρχει μόνο ένα είδος αναπαράστασης. Αργότερα γίνεται δυνατός. Στην εποχή μας αυτό το έχουμε δει ως συνέπεια της Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων του Kuhn. Είναι, -192-
τ α π ρ α γ μ α τ ι κ α και 01 α ν α π α ρ α σ τ α σ ε ι σ
ωστόσο, ένα αρκετά παλιό θέμα στη φιλοσοφία, που αναφαίνεται καλύτερα στους πρώτους ατομιστές.
Τ Ο ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ Από τη στιγμή που μας συνάντησε η αναπαράσταση, η πραγματικότητα δεν μπορούσε να είναι μακριά. Είναι μια προφανής ιδέα, την οποία μπορεί να καλλιεργήσει ένα έξυπνο είδος. Η προϊστορία του πολιτισμού μας δίνεται απαραίτητα από αναπαραστάσεις ποικίλων ειδών, αλλά όλα όσα μας έχουν απομείνει είναι μικροσκοπικά αντικείμενα, ζωγραφισμένα δοχεία, χυτά μαγειρικά σκεΰη, ένθετες διακοσμήσεις, φίλντισι, ξΰλο, μικροσκοπικά ταφικά εργαλεία, διακοσμημένοι τοίχοι, θραύσματα από κροκάλες. Η Ανθρωπολογία [Anthropologie) προσπερνά τις φαντασιώσεις που κατασκεύασα, μόνον όταν έχουμε τον κόσμο των αναμνήσεων, τα έπη, τις μαγικές επικλήσεις, τις χρονολογήσεις και τις εικασίες. Τα αποσπάσματα που σώζονται από τους προσωκρατικούς θα ήταν απλές ασυναρτησίες, αν δεν υπήρχε σε αυτά η καταγωγή των στρατηγικών που εμείς τώρα ψύχραιμα ονομάζουμε «επιστήμη». Ο σημερινός επιστημονικός ρεαλιστής ασχολείται κυρίως με αυτό που κάποτε ονομαζόταν εσωτερική σύνθεση των πραγμάτων έτσι θα τραβήξω μόνο ένα νήμα από το προσωκρατικό κουβάρι, αυτό που οδηγεί στον ατομισμό. Προσπερνώντας τον Λεύκιππο και άλλους ξεχασμένους προδρόμους, είναι φυσικό να το συσχετίσουμε με τον Δημόκριτο, έναν άνδρα λίγο μόνο μεγαλύτερο από τον Σωκράτη. Οι καλύτερες επιστήμες της εποχής του ήταν η αστρονομία και η γεωμετρία. Οι ατομιστές ήταν κακοί στην πρώτη και αδύνατοι στη δεύτερη, αλλά είχαν ένα ασυνήθιστο προαίσθημα. Τα πράγματα, υπέθεσαν, έχουν μια εσωτερική σύνθεση, μια σύνθεση την οποία μπορούμε να διανοηθούμε, ίσως ακόμα και να αποκαλύψουμε. Τουλάχιστον μπόρεσαν να μαντέψουν το εξής: τα άτομα και το κενό είναι τα μόνα που είναι υπαρκτά και όσα βλέπουμε και αγγίζουμε και ακούμε αποτελούν μόνο μετασχηματισμούς τους. Ο ατομισμός δεν είναι ουσιώδης σ' αυτό το όνειρο της γνώσης. Αυτό που έχει σημασία είναι να υπάρχει μια κατανοήσιμη οργάνωση πίσω από αυτά που προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις. Παρά τον κεντρικό ρόλο της κοσμολογίας, της ευκλείδειας απόδειξης, της ιατρικής και της μεταλλουργίας στο σχηματισμό του δυτικού πολιτισμού, τα τρέχοντα προβλήματά μας αναφορικά με τον επιστημονικό ρεαλισμό απορρέουν κυρίως από το όραμα του Δημόκριτου. Αυτό έχει στόχο ένα νέο είδος αναπαράστασης. Ωστόσο εξακολουθεί να στο-193-
διαλειμμα
χεΰει στην ομοιότητα. Αυτή η πέτρα, φαντάζομαι τον Δημόκριτο να λέει, δεν είναι όπως φαίνεται στο μάτι. Είναι κάπως έτσι - κι εδώ ζωγραφίζει κουκκίδες στην άμμο ή σε μια πλάκα, η οποία εννοείται ως το κενό. Αυτές οι κουκκίδες βρίσκονται σε συνεχή και ενιαία κίνηση, υποστηρίζει, και αρχίζει να λέει μια ιστορία για σωματίδια, την οποία οι απόγονοί του μετέτρεψαν σε παράξενα σχήματα, ελατήρια, δυνάμεις, πεδία, όλα πολΰ μικρά ή πολΰ μεγάλα για να μπορούμε να τα δοΰμε ή να τα αισθανθούμε ή να τα ακούσουμε παρά μόνον ως σύνολο. Αλλά το σύνολο, συνεχίζει ο Δημόκριτος, δεν είναι τίποτα άλλο από αυτήν την πέτρα, αυτό το χέρι, αυτήν τη γη, αυτό το σύμπαν. Ακολουθούν οικείες φιλοσοφικές σκέψεις. Ο σκεπτικισμός είναι αναπόφευκτος, διότι εάν τα άτομα και το κενό συγκροτούν το πραγματικό, πώς μπορούμε ποτέ να το ξέρουμε; Ό π ω ς αναφέρει ο Πλάτωνας στον Γοργία, αυτός ο σκεΐττικισμός έχει τρία σκέλη. Όλος ο σκεπτικισμός είχε τρία σκέλη από τότε που ο Δημόκριτος διαμόρφωσε τον ατομισμό. Υπάρχει πρώτα απ' όλα η αμφιβολία, αν θα μπορούσαμε να ελέγξουμε οποιαδήποτε συγκεκριμένη εκδοχή του Δημοκρίτειου οράματος. Αν πολύ αργότερα ο Αουκρήτιος προσθέσει γάντζους στα άτομα, πώς μπορούμε να ξέρουμε αν αυτός ή κάποιος άλλος εικοτολόγος έχει δίκιο; Δεύτερον, υπάρχει ένας φόβος ότι αυτό το όραμα είναι μόνο ένα όραμα· δεν υπάρχουν άτομα, ούτε κενό, μόνο πέτρες, για τις οποίες μπορούμε, για ποικίλους σκοπούς, να κατασκευάσουμε συγκεκριμένα μοντέλα των οποίων το μοναδικό αντίστοιχο, η μοναδική βάση σύγκρισης, η μοναδική πραγματικότητα είναι η ίδια η πέτρα. Τρίτον, υπάρχει η αμφιβολία ότι παρόλο που δε θα ήταν ποτέ δυνατόν να πιστέψουμε τον Δημόκριτο, ακριβώς το ευλογοφανές αυτής της ιστορίας δείχνει ότι δεν μπορούμε να θεωρούμε ως βέβαιο ό,τι βλέπουμε και έτσι ίσως θα ήταν καλύτερο να μη στοχεύουμε στη γνώση αλλά στη στοχαστική άγνοια του πιθαριού. Η φιλοσοφία είναι το προϊόν της γνώσης, όσο ασαφής κι αν είναι η εικόνα αυτού που γνωρίζουμε. Ο σκεπτικισμός του είδους «ξέρω ότι αυτό μπροστά μου είναι ένα χέρι;» ονομάζεται «αφελής», αν και θα μπορούσαμε να τον περιγράψουμε καλύτερα ως εκφυλιστικό. Ο αντίστοιχος σοβαρός σκεπτικισμός δεν είναι του είδους «αυτό είναι χέρι ή μήπως κατσίκα ή ψευδαίσθηση;», αλλά ο σκεπτικισμός εκείνος που προέρχεται από την πιο προκλητική ανησυχία ότι το χέρι που αναπαριστάται ως σάρκα και οστά είναι εσφαλμένο, ενώ το χέρι που αναπαριστάται ως άτομα και κενό είναι περισσότερο σωστό. Ο σκεπτικισμός είναι το προϊόν του ατομισμού και άλλης αναδυόμενης γνώσης. Το ίδιο είναι και η φιλοσοφική διάκριση ανάμεσα στην εμφάνιση (appearance) και την πραγματικότητα. Σύμφωνα με το Δημοκρίτειο -194-
τ α π ρ α γ μ α τ ι κ α και 01 α ν α π α ρ α σ τ α σ ε ι σ
όραμα, τα άτομα πρέπει να μοιάζουν με την εσωτερική σύνθεση της πέτρας. Εάν το «πραγματικό» είναι γνώρισμα της απεικόνισης, τότε, υποστηρίζοντας το δόγμα του, ο Δημόκριτος μπορεί μόνο να πει ότι η δική του εικόνα των σωματιδίων απεικονίζει την πραγματικότητα. Τι γίνεται τότε με την απεικόνιση της πέτρας ως καφετιάς, καλυμμένης με χώμα, αιχμηρής, που κρατιέται στο χέρι; Αυτή, πρεσβεύει ο ατομιστής, πρέπει να είναι η εμφάνιση. Ανόμοια με την αντίθετή της, την πραγματικότητα, η «εμφάνιση» είναι μια εξ ολοκλήρου φιλοσοφική έννοια. Επιβάλλει τον εαυτό της πάνω από τους δυο αρχικούς πυλώνες, της αναπαράστασης και της πραγματικότητας. Μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας κατατάσσει σε λάθος σειρά αυτήν την τριάδα. Ο Locke πίστευε ότι έχουμε την εμφάνιση, μετά διαμορφώνουμε τις νοητικές αναπαραστάσεις και τελικά αναζητούμε την πραγματικότητα. Αντιθέτως, κάνουμε δημόσιες αναπαραστάσεις, διαμορφώνουμε την έννοια της πραγματικότητας και, καθώς τα συστήματα αναπαράστασης πολλαπλασιάζονται, γινόμαστε σκεπτικιστές και διαμορφώνουμε την ιδέα της απλής όψης. Κανείς δεν αποκαλεί το Δημόκριτο επιστημονικό ρεαλιστή: ο «ατομισμός» και ο «υλισμός» είναι οι μοναδικοί «-ισμοί» που του ταιριάζουν. Θεωρώ τον ατομισμό ως φυσικό βήμα από τη λίθινη εποχή στον επιστημονικό ρεαλισμό, επειδή εκφράζει την ιδέα μιας «εσωτερικής σύνθεσης των πραγμάτων». Με αυτήν τη φράση του 17ου αιώνα προσδιορίζουμε μια δομή την οποία μπορούμε να σκεφτούμε και - ελπίζουμε - να αποκαλύψουμε. Αλλά κανείς δεν είχε ανακαλύψει τα άτομα για πολΰ, πολύ καιρό. Ο Δημόκριτος μετέδωσε ένα όραμα αλλά καμία γνώση. Οι πολύπλοκες έννοιες χρειάζονται κριτήρια εφαρμογής. Εκεί υστερούσε ο Δημόκριτος. Δε γνώριζε αρκετά, πέρα από τις εικασίες του, για να έχει κριτήρια για το αν η εικόνα του ήταν εικόνα της πραγματικότητας ή όχι. Η πρώτη του κίνηση ήταν να φωνάξει «πραγματικό» και να διαβάλει την εμφάνιση των πραγμάτων ως απλή εμφάνιση. Ο επιστημονικός ρεαλισμός και ο αντιρεαλισμός δε γίνονται πιθανά δόγματα, μέχρι να υπάρξουν κριτήρια, ώστε να κρίνουμε αν η εσωτερική σύνθεση των πραγμάτων είναι όπως αναπαριστάται.
ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ο Δημόκριτος μάς έδωσε μία αναπαράσταση: ο κόσμος αποτελείται από άτομα. Αιγότερο απόκρυφοι παρατηρητές μάς έδωσαν μία άλλη. Ζωγράφισαν βότσαλα στην παραλία, έκαναν γλυπτό τους ανθρώπους και έλεγαν ιστορίες. Στη δική μου περιγραφή, η λέξη «πραγματικό» αρχικά -195-
διαλειμμα
σήμαινε απλώς αδιαφοροποίητη ομοιότητα. Έπειτα όμως κάποιοι έξυπνοι άνθρωποι ανακάλυψαν υποθετικές ομοιότητες, από πολλαπλές απόψεις. Το «πραγματικό» δεν ήταν πλέον σαφές. Αμέσως μόλις αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε εικοτολογική φυσική μάς έδωσε εναλλακτικές εικόνες της πραγματικότητας, η μεταφυσική βρέθηκε στη σωστή της θέση. Η μεταφυσική αφορά στα κριτήρια της πραγματικότητας. Η μεταφυσική προορίζεται να ξεχωρίσει τα καλά συστήματα αναπαράστασης από τα κακά. Η μεταφυσική τοποθετείται στη σωστή θέση για να ξεχωρίσει τις αναπαραστάσεις, όταν τα μόνα κριτήρια για τις αναπαραστάσεις υποτίθεται ότι είναι εσωτερικά ως προς την ίδια την αναπαράσταση. Αυτή είναι η ιστορία της παλιάς μεταφυσικής και της δημιουργίας του προβλήματος του ρεαλισμού. Η νέα επο^ή στην επιστήμη φαινόταν ότι μας γλιτώνει όλα αυτά. Παρά τους όπο'ιους δυσαρεστημένους της φιλοσοφίας, όπως ρ Berkeley, η νέα φιλοσοφία του 17ου αιώνα μπόρεσε να παραγκωνίσει ακόμα και την οργανωμένη θρησκεία και να πει ότι έδινε την αληθινή αναπαράσταση του κόσμου. Περιστασιακά κάποιος παρανοούσε τα πράγματα, αλλά η ανατροπή των λανθασμένων ιδεών μάς έβαζε απλώς σε αυτό που τελικά ήταν το σωστό μονοπάτι. Έτσι, η χημική επανάσταση του Lavoisier θεωρήθηκε ως μια πραγματική επανάσταση. Ο Lavoisier παρανόησε μερικά πράγματα: Έ χ ω ήδη χρησιμοποιήσει δύο φορές το παράδειγμα της πεποίθησής του ότι όλα τα οξέα περιέχουν οξυγόνο. Αυτό το ξεκαθαρίσαμε. Το 1816 ο καινούργιος καθηγητής της χημείας στο Κολλέγιο του Harvard αφηγείται την ιστορία της χημείας σε μια εναρκτήρια διάλεξη προς τους εφήβους που είχαν μόλις εγγραφεί. Σημειώνει τις επαναστάσεις του πρόσφατου παρελθόντος και λέει ότι τώρα είμαστε στο σωστό δρόμο. Από τώρα και στο εξής θα υπάρχουν μόνο διορθώσεις. Ό λ α αυτά ήταν περίφημα, μέχρι που άρχισε να γίνεται συνείδηση 6τ\ μπορεί να υπάρχουν αρκετοί τρόποι αναπαράστασης των ίδιων γεγονότων. Δεν ξέρω πότε προέκυψε αυτή η ιδέα. Είναι εμφανής στο σημαντικό βιβλίο του Heinrich Hertz, Οι Αρχές της Μηχανικής {Principles of Mechanics, 1894), το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό έργο, που συχνά λέγεται ότι οδήγησε τον Wittgenstein στην εικονιστική θεωρία του νοήματος, τον πυρήνα του βιβλίου του, Tractatus Logico-Philosophicus (1918). Τσως αυτό το βιβλίο, ή η αγγλική μετάφραση του 1899, είναι το πρώτο που προσφέρει τη σαφή ορολογία μιας επιστημονικής «εικόνας» (image) - που τώρα έχει απαθανατιστεί στην εισαγωγική πρόταση της Δομής του Kuhn και, ακολουθώντας τον Wilfred Sellars, χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος -196-
τ α π ρ α γ μ α τ ι κ α και 01 α ν α π α ρ α σ τ α σ ε ι σ
στο αντιρεαλιστικό βιβλίο του van Fraassen. Ο Hertz παρουσιάζει «τρεις εικόνες της μηχανικής» - τρεις διαφορετικούς τρόπους αναπαράστασης της τότε υφιστάμενης γνώσης γΰρω από την κίνηση των σωμάτων. Εδώ, ίσως για πρώτη φορά, μας επιδεικνύονται τρία διαφορετικά συστήματα αναπαράστασης. Οι αρετές τους ζυγίζονται και ο Hertz ευνοεί ένα από αυτά. Επομένως, ακόμα και στην καλύτερα κατανοημένη φυσική επιστήμη - τη μηχανική - ο Hertz χρειαζόταν κριτήρια, για να επιλέξει ανάμεσα σε αναπαραστάσεις. Δεν είναι μόνο οι καλλιτέχνες των δεκαετιών του 1870 και 1880 που μας δίνουν νέα συστήματα αναπαράστασης, τα οποία ονομάζονται μεταιμπρεσιονισμός ή οτιδήποτε. Η ίδια η επιστήμη πρέπει να δημιουργήσει κριτήρια γι' αυτό που «ομοιάζει», γι' αυτό που θα θεωρείται ως η σωστή αναπαράσταση. Ενώ η τέχνη μαθαίνει να ζει με εναλλακτικούς τρόπους αναπαράστασης, έχουμε εδώ τον Hertz που τολμηρά προσπαθεί να βρει μονοσήμαντα τον ορθό για τη μηχανική. Καμία από τις παραδοσιακές αξίες - αξίες που εξακολουθούν να καθαγιάζονται το 1983 - οι αξίες της πρόβλεψης, της εξήγησης, της απλότητας, της γονιμότητας κ.ο.κ. δεν του κάνουν. Το πρόβλημα είναι, όπως γράφει ο Hertz, ότι και οι τρεις τρόποι αναπαράστασης της μηχανικής είναι αρκετά καλοί, ο ένας καλύτερος σε κάτι, ο άλλος καλύτερος σε κάτι άλλο. Ποια είναι τότε η αλήθεια για την κίνηση των σωμάτων; Ο Hertz προκαλεί την επόμενη γενιά των θετικιστών, συμπεριλαμβανομένου και του Pierre Duhem, να πουν ότι δεν υπάρχει αλήθεια στο όλο ζήτημα - υπάρχουν μόνο καλύτερα ή χειρότερα συστήματα αναπαράστασης και μπορεί άνετα να υπάρχουν ασυνεπείς αλλά εξίσου καλές εικόνες της μηχανικής. Το βιβλίο του Hertz εκδόθηκε το 1894, του Duhem το 1906. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα σχεδόν το σύνολο της φυσικής ανατράπηκε. Ολοένα και περισσότερο, άνθρωποι που δε γνώριζαν καθόλου φυσική κουτσομπόλευαν ότι τα πάντα είναι σχετικά στον πολιτισμό μας, αλλά για μια ακόμα φορά οι φυσικοί ήταν βέβαιοι ότι βρίσκονταν στο μοναδικό μονοπάτι προς την αλήθεια. Δεν είχαν καμία αμφιβολία για τη σωστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Εμείς έχουμε μόνο ένα μέτρο της ομοιότητας: την υποθετικοπαραγωγική μέθοδο. Προτείνουμε υποθέσεις, συνάγουμε τις συνέπειες και ελέγχουμε αν είναι αληθείς. Οι προειδοποιήσεις του Hertz, ότι μπορεί να υπάρχουν αρκετές αναπαραστάσεις των ίδιων φαινομένων, περνούν απαρατήρητες. Οι λογικοί θετικιστές, οι υποθετικοπαραγωγιστές, οι οπαδοί της διαψευσιμότητας του Popper - όλοι συγκινήθηκαν βαθύτατα από τη νέα επιστήμη του 1905 και στάθηκαν επιστημονικοί ρεαλιστές ακόμα κι όταν η φιλοσοφία τους όφειλε να τους έχει κάνει κάπως αντιρεαλιστές. -197-
διαλειμμα
Μόνο σε μια εποχή που η φυσική ήταν μάλλον αδρανής, μπόρεσε ο Kuhn να αμφισβητήσει την όλη ιστορία. Η επιστήμη δεν είναι υποθετικοπαραγωγική. Ό ν τ ω ς κάνει υποθέσεις, όντως συνάγει συμπεράσματα, όντως ελέγχει τις εικασίες, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν καθορίζει την εξέλιξη της θεωρίας. Δεν υπάρχουν - στην ακραία ανάγνωση του Kuhn - κριτήρια για να πούμε ποια αναπαράσταση της πραγματικότητας είναι η καλύτερη. Οι αναπαραστάσεις επιλέγονται με βάση τις κοινωνικές πιέσεις. Αυτό που ο Hertz εκλάμβανε ως πιθανότητα υπερβολικά τρομακτική για να τη συζητήσει, ο Kuhn έλεγε ότι ήταν απλώς γεγονός.
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ Π Ε Ρ Ι Λ Η Ψ Η Οι άνθρωποι δημιουργούν αναπαραστάσεις. Αυτό είναι μέρος του να είσαι άνθρωπος. Στην αρχή το να αναπαριστάς ήταν το να κατασκευάζεις ένα αντικείμενο που να μοιάζει με κάτι γύρω μας. Η ομοιότητα δεν ήταν προβληματική. Κατόπιν, έγιναν δυνατά διαφορετικά είδη αναπαράστασης. Τι ήταν το όμοιο, ποιο ήταν το πραγματικό; Η επιστήμη και η φιλοσοφία της αντιμετώπισαν αυτό το πρόβλημα από την αρχή, με τον Δημόκριτο και τα άτομά του. Ό τ α ν η επιστήμη εξελίχθηκε σε ορθοδοξία του σύγχρονου κόσμου, μπορούσαμε, για λίγο, να φανταζόμαστε ότι υπάρχει μία αλήθεια στην οποία στοχεύουμε. Αυτή είναι η σωστή αναπαράσταση του κόσμου. Αλλά οι σπόροι των εναλλακτικών αναπαραστάσεων ήταν εκεί. Ο Hertz το ξεκαθάρισε αυτό, ακόμα και πριν από το νέο κύμα της επαναστατικής επιστήμης, με την οποία ξεκινά ο αιώνας μας. Ο Kuhn θεώρησε την επανάσταση ως βάση για το δικό του υποβόσκοντα αντιρεαλισμό. Θα πρέπει να γνωρίζουμε το εξής: Ό τ α ν υφίσταται κάποια τελική αλήθεια του όλου ζητήματος ας πούμε, η αλήθεια ότι η γραφομηχανή μου είναι πάνω στο τραπέζι - τότε αυτό που λέμε είναι είτε αληθές είτε ψευδές. Δεν τίθεται θέμα αναπαράστασης. Το Tractatus τοχ^ Wittgenstein είναι ακριβώς λάθος. Οι συνηθισμένες απλές ατομικές προτάσεις δεν αποτελούν αναπαραστάσεις κανενός πράγματος. Εάν ο Wittgenstein άντλησε την εικονιστική περιγραφή του νοήματος από τον Hertz, κακώς το έκανε. Αλλά ο Hertz είχε δίκιο για την αναπαράσταση. Στη φυσική και σε πολλές άλλες ενδιαφέρουσες συζητήσεις δημιουργούμε αναπαραστάσεις - εικόνες με λόγια, αν θέλετε. Στη φυσική το κάνουμε με περίπλοκα συστήματα διαμόρφωσης μοντέλων, δόμησης, θεωρητικοποίησης, υπολογισμού, προσέγγισης. Αυτά είναι πραγματικές, επεξεργασμένες αναπαραστάσεις τού πώς είναι ο κόσμος. Οι αναπαραστάσεις της φυσι-198-
τ α π ρ α γ μ α τ ι κ α κ α ι 01 α ν α π α ρ α σ τ α σ ε ι σ κής είναι εντελώς διαφορετικές από τους απλούς, μη απεικονιστικούς ισχυρισμούς για τη θέση της γραφομηχανής μου. Υπάρχει μια αλήθεια του όλου ζητήματος για τη γραφομηχανή. Στη φυσική δεν υπάρχει τελική αλήθεια του όλου ζητήματος, μόνο ένας καταιγισμός από περισσότερο ή λιγότερο καθοδηγητικές αναπαραστάσεις. Εδώ απλώς επανέλαβα εκτεταμένα έναν από τους αφορισμούς του Ελβετοϊταλού ασκητή των αρχών του αιώνα, Danilo Domodosala: «Όταν υπάρχει μια τελική αλήθεια του όλου ζητήματος, τότε ό,τι λέμε είναι σύντομο και είναι είτε αληθές είτε ψευδές. Δεν είναι θέμα αναπαράστασης. Ό τ α ν , όπως στη φυσική, παρέχουμε αναπαραστάσεις του κόσμου, δεν υπάρχει τελική αλήθεια του όλου ζητήματος». Η απουσία της τελικής αλήθειας στη φυσική θα πρέπει να είναι κάθε άλλο παρά ανησυχητική. Μια ορθή εικόνα της δραστήριας έρευνας δίνεται από τον Hegel, στον πρόλογό του στη Φαινομενολογία τον Πνεύματος (Phenomenologie des Geistes): «Το Αληθές είναι συνεπώς το βακχικό όργιο, στο οποίο κανείς δεν είναι ξεμέθυστος* ωστόσο, επειδή ο καθένας λιποθυμά καθώς αποσύρεται, το όργιο θα μπορούσε να είναι ένας καθαρός, ήσυχος ύπνος». Τόσο ο ρεαλισμός όσο και ο αντιρεαλισμός τρέχουν πέρα-δώθε, προσπαθώντας να προσκολληθούν πάνω σε κάτι στη φύση της αναπαράστασης, που θα κατατροπώσει τον αντίπαλο. Δεν υπάρχει όμως τίποτα εκεί. Γι' αυτόν το λόγο στρέφομαι από την αναπαράσταση στην παρέμβαση.
ΠΡΑΤΤΟΝΤΑΣ Με μια διάθεση λεπτής ειρωνείας, αφήστε με να σας εισαγάγω στο πειραματικό μέρος αυτού του βιβλίου, παραθέτοντας τον πλέον θεωρητικά προσανατολισμένο φιλόσοφο της σύγχρονης εποχής, τον Karl Popper: Υποθέτω ότι η κύρια χρήση του όρου «πραγματικό» είναι η χρήση του, όταν χαρακτηρίζει υλικά πράγματα κανονικού μεγέθους - πράγματα που μπορεί να πιάσει ένα μωρό και (κατά προτίμηση) να βάλει στο στόμα του. Από εκεί, η χρήση του όρου «πραγματικό» επεκτείνεται πρώτα σε μεγαλύτερα πράγματα - πράγματα που είναι υπερβολικά μεγάλα για να τα πιάσουμε, όπως τα τρένα, τα σπίτια, τα βουνά, η γη και τα αστέρια - και επίσης σε μικρότερα πράγματα - πράγματα όπως τα σωματίδια της σκόνης ή τα ακάρεα. Επεκτείνεται φυσικά, περαιτέρω, στα υγρά και κατόπιν στον αέρα, στα αέρια, στα μόρια και τα άτομα. Ποια είναι η αρχή που διέπει αυτήν την επέκταση; Είναι, προτείνω, ότι οι οντότητες οι οποίες υποθέτουμε ότι είναι πραγματικές θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν μια αιτιακή επίδραση πάνω στα prima facie Ίΐρα^\ιατικά αγτικζψενα' δηλαδή πάνω σε υλικά πράγματα κανονικού μεγέθους: ότι μπορούμε να εξηγήσουμε τις -199-
διαλειμμα
αλλαγές στο συνήθη υλικό κόσμο των πραγμάτων διαμέσου των αιτιακών επιδράσεων των οντοτήτων, οι οποίες εικάζεται ότι είναι πραγματικές/ Αυτός είναι ο χαρακτηρισμός του Karl Popper της δικής μας χρήσης της λέξης «πραγματικό». Παρατηρήστε στην αρχή την παραδοσιακή φαντασίωση του Locke. Το «πραγματικό» είναι μια έννοια την οποία προσλαμβάνουμε από αυτό που, ως βρέφη, μπορούσαμε να βάλουμε στο στόμα μας. Αυτή είναι μια χαριτωμένη εικόνα, όχι εντελώς αχρωμάτιστη. Ο παραλογισμός της ισούται με αυτόν της δικής μου εξωφρενικής ιστορίας για τα πραγματικά και τις αναπαραστάσεις. Ωστόσο, ο Popper δείχνει προς τη σωστή κατεύθυνση. Η πραγματικότητα έχει να κάνει με την αιτιότητα και οι ιδέες μας για την πραγματικότητα σχηματίζονται από τις ικανότητές μας να αλλάξουμε τον κόσμο. Ι σ ω ς να υπάρχουν δυο εντελώς διαφιτές μυθικές προελεύσεις της ιδέας της «πραγμαίτικότητας». Η μία είναι η πραγματικότητα της αναπαράστασης, η άλλη ετίναι η ιδέα αυτού που μας επηρεάζει και αυτού που μπορούμε να επηρεάσουμε. Ο επιστημονικός ρεαλισμός εξετάζεται συνήθως υπό την επικεφαλίδα της αναπαράστασης. Ας τον εξετάσουμε τώρα υπό την επικεφαλίδα της παρέμβασης. Τ ο συμπέρασμά μου είναι προφανές, ίσως ακόμα και μηδαμινό. Θα θεωρούμε ως πραγματικό αυτό που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να παρέμβουμε στον κόσμο και να επηρεάσουμε κάτι άλλο ή αυτό που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο κόσμος για να μας επηρεάσει. Η πραγματικότητα ως παρέμβαση δεν αρχίζει καν να συνδέεται με την πραγματικότητα ως αναπαράσταση, μέχρι την έλευση της σύγχρονης επιστήμης. Η φυσική επιστήμη από τον 17ο αιώνα ήταν η περιπετειώδης σύνδεση της αναπαράστασης με την παρέμβαση. Είναι καιρός να καλύψει η φιλοσοφία το χαμένο έδαφος τριών αιώνων του ίδιου μας του παρελθόντος.
^ Karl Popper and John Eccles, The Self and its Brain, Berlin, New York and London,
1977, σ. 9. -200-
Β' ΜΕΡΟΣ:
ΠΑΡΕΜΒΑΊΝΟΝΤΑς
ΊΙ Γ®.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Ε Ν Α Τ Ο
ΠΕΙΡΑΜΑ
0
1 φιλόσοφοι της επιστήμης συζητούν συνεχώς γΰρω από τις θεωρίες και την αναπαράσταση της πραγματικότητας, αλλά δεν αναφέρουν σχεδόν τίποτα σχετικά με το πείραμα, την τεχνολογία ή τη χρήση της γνώσης για τη μεταβολή του κόσμου. Αυτό είναι παράξενο, δεδομένου ότι η «πειραματική μέθοδος» ήταν παλιότερα μία άλλη ονομασία για την επιστημονική μέθοδο. Η εκλαϊκευμένη, αδαής εικόνα που είχαμε για τον επιστήμονα ήταν αυτή ενός ανθρώπου με λευκή μπλούζα μέσα σ' ένα εργαστήριο. Βεβαίως, η επιστήμη προηγήθηκε των εργαστηρίων. Οι Αριστοτελικοί υποβάθμισαν τη σημασία του πειράματος και προτίμησαν τη λογική παραγωγή από βασικές αρχές. Ωστόσο, η επιστημονική επανάσταση του δέκατου έβδομου αιώνα άλλαξε για πάντα αυτό το σκηνικό. Το πείραμα ανακηρύχθηκε επίσημα ως λαμπρό μονοπάτι της γνώσης, ενώ οι παραδοσιακοί λόγιοι αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση, καθώς αντλούσαν τα επιχειρήματά τους από τα βιβλία, αντί να παρατηρούν τον κόσμο γύρω τους. Ο Francis Bacon (1561-1626) υπήρξε ο φιλόσοφος αυτής της επαναστατικής εποχής. Δίδαξε πως όχι μόνο πρέπει να παρατηρούμε τη φύση γυμνή, αλλά πρέπει επίσης να «τραβήξουμε την ουρά του λιονταριού» (twist the lion's tail), δηλαδή να διαχειριζόμαστε τον κόσμο μας, έτσι ώστε να μάθουμε τα μυστικά του. Η επανάσταση στην επιστήμη επέφερε τη σύσταση νέων ιδρυμάτων. Ένα από τα πρώτα ήταν η Βασιλική Ακαδημία του Αονδίνου (Royal Society of London), που ιδρύθηκε γύρω στα 1660, η οποία λειτούργησε ως μοντέλο για άλλες εθνικές ακαδημίες στο Παρίσι, στην Αγία Πετρούπολη ή στο Βερολίνο. Παράλληλα, επινοήθηκε μία νέα μορφή επικοινωνίας: τα επιστημονικά περιοδικά. Ή δ η τα πρώτα φύλλα των Επιστη'μονικών Πεπραγμένων της Βασιλικής Ακαδημίας (Philosophical Transactions of the Royal Society) έχουν ένα περίεργο ύφος. Μολονότι αυτό το έντυπο αρχείο των εργασιών που παρουσιάστηκαν στην Ακαδημία περιείχε πάντοτε μερικά μαθηματικά και ορισμέ-203-
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
νες θεωρητικολογίες, ήταν επίσης ένα χρονικό γεγονότων, παρατηρήσεων, πειραμάτων και συμπερασμάτων από πειράματα. Αναφορές για θαλάσσια τέρατα ή ο καιρός των Εβρίδων συναγελάζονταν με αξιομνημόνευτα έργα ανθρώπων όπως ο Robert Boyle ή ο Robert Hooke. Ούτε κι ο Boyle ή ο Hooke θα απευθύνονταν ποτέ στην Ακαδημία, αν δεν είχαν να επιδείξουν ενώπιον της συγκεντρωμένης ομήγυρης μια κάποια καινούργια μηχανή ή ένα πειραματικό φαινόμενο. Οι καιροί άλλαξαν. Η ιστορία των φυσικών επιστημών σήμερα καταγράφεται σχεδόν παντού ως ιστορία της θεωρίας. Η φιλοσοφία της επιστήμης έχει τόσο πολύ μεταβληθεί σε φιλοσοφία της θεωρίας, που και η ίδια η ύπαρξη προθεωρητικών παρατηρήσεων και πειραμάτων αμφισβητείται. Ελπίζω τα επόμενα κεφάλαια να αποτελέσουν αφετηρία για μία κίνηση επιστροφής στόν Bacon, κατά την οποία βα ασχοληθούμε πιο σοβαρά με την πειραματική επιστήμη. Ο πειραματισμός έχει μία δική του αυτοτελή ζωή.
ΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΣΤΕΣ Σύμφωνα με τους θρύλους και ίσως σύμφωνα με τη φύση τους οι φιλόσοφοι έχουν συνηθίσει να βρίσκονται καθισμένοι σε μία πολυθρόνα, παρά σε έναν πάγκο εργασίας. Δεν αποτελεί τόσο μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι λατρέψαμε τη θεωρία εις βάρος του πειράματος. Ωστόσο, δε ζούσαμε πάντα τόσο απομονωμένοι. Ο Leibniz περιγράφηκε ως ο μεγαλύτερος γνήσιος διανοούμενος που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Σκέφτηκε για τα πάντα. Μολονότι είχε λιγότερη επιτυχία στην κατασκευή ανεμόμυλων για την εξόρυξη αργύρου από όση είχε συμμετέχοντας στην επινόηση του διαφορικού λογισμού, οι παρατηρήσεις αυτού του υπερδιανοητή σχετικά με το ρόλο του πειράματος είναι αναμφισβήτητα πιο πιστές στην επιστημονική πρακτική, του τότε ή του σήμερα, απ' ό,τι πολλές από αυτές που εμφανίζονται σε μοντέρνα εγχειρίδια φιλοσοφίας. Φιλόσοφοι, όπως ο Bacon και ο Leibniz, δείχνουν πως δε χρειάζεται να είμαστε αντιπειραματιστές. Πριν εξετάσουμε τη φιλοσοφία των πειραμάτων, πρέπει να καταγράψουμε μία ορισμένη διαφορά τάξης ή κάστας μεταξύ του θεωρητικού και του πειραματιστή. Δεν έχει μεγάλη σχέση με τη φιλοσοφία. Ό σ ο πίσω στο χρόνο συναντούμε τη θεσμοθετημένη επιστήμη, συναντούμε και προκαταλήψεις υπέρ της θεωρίας. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης σύχναζαν στην Ακαδημία των Αθηνών. Τ ο κτήριο αυτό βρίσκεται στη μία πλευρά της Αγοράς. Είναι σχεδόν όσο πιο μακριά γίνεται από το Ηράκλειον, το ναό του - 204 -
πειραμα
θεοΰ της φωτιάς, του προστάτη των μεταλλουργών. Βρίσκεται «στην άλλη πλευρά του δρόμου». Πιστοί σ' αυτήν τη διάκριση των τάξεων, όλοι γνωρίζουμε κάτι σχετικά με την αρχαία ελληνική γεωμετρία και τις διδαχές των φιλοσόφων. Ποιος γνωρίζει κάτι σχετικά με την αρχαία ελληνική μεταλλουργία; "Ισως όμως οι θεοί να μας μιλούν με το δικό τους τρόπο. Απ' όλα τα κτήρια που κοσμούσαν κάποτε την Αθηναϊκή Αγορά, μόνο ένα υπάρχει όπως ήταν πάντα, άθικτο από το χρόνο και την ανοικοδόμηση. Αυτός είναι ο ναός των μεταλλουργών. Η Ακαδημία κατέρρευσε προ πολλού. Ανοικοδομήθηκε, όμως, εν μέρει από χρήματα που κερδήθηκαν στα χαλυβουργεία του Πίτσμπουργκ. Ακόμα και η νέα επιστήμη, που αφιερώθηκε στο πείραμα, διατήρησε στην πράξη την προκατάληψη υπέρ των θεωρητικών. Είμαι σίγουρος πως ο Robert Boyle (1627-91), για παράδειγμα, είναι μία πιο οικεία επιστημονική φιγούρα από τον Robert Hooke (1635-1703). Ο Hooke, ο πειραματιστής, ο οποίος επίσης θεωρητικολογούσε, έχει σχεδόν ξεχαστεί, ενώ ο Boyle, ο θεωρητικός που επίσης πειραματιζόταν, εξακολουθεί να αναφέρεται στα βασικά σχολικά εγχειρίδια. Ο Boyle είχε μία εικοτολογική θεώρηση ότι ο κόσμος συντίθεται από μικρές ελαστικές μπάλες. Ή τ α ν ο εκπρόσωπος της σωματιδιακής και μηχανοκρατικής φιλοσοφίας, όπως ονομαζόταν τότε. Τα χημικά πειράματά του ελάχιστα τα θυμόμαστε, ενώ ο Hooke έχει τη φήμη ενός απλοΰ πειραματιστή - του οποίου τις θεωρητικές αντιλήψεις αγνοούμε σε μεγάλο βαθμό. Ο Hooke επόπτευε τα πειράματα που γίνονταν για τη Βασιλική Ακαδημία, ενώ ήταν ένας πολΰ ευέξαπτος άνθρωπος, που προκαλούσε διαμάχες με άλλους εν μέρει λόγω του δικοΰ του χαμηλού επιπέδου ως πειραματιστή. Παρ' όλα αυτά, του αξίζει μία θέση στο πάνθεον της επιστήμης. Κατασκεύασε τη συσκευή, με την οποία ο Boyle ερεύνησε επιστημονικά τη διαστολή του αέρα (νόμος του Boyle). Ανακάλυψε τους νόμους της ελαστικότητας, τους οποίους εφάρμοσε για παράδειγμα κατά την κατασκευή ελικοειδών ελατηρίων για τα ρολόγια τσέπης (νόμος του Hooke). Το μοντέλο που κατασκεύασε, με ελατήρια μεταξύ των ατόμων, υιοθετήθηκε από τον Newton. Ή τ α ν ο πρώτος που κατασκεύασε ένα ριζικά καινούργιο ανακλαστικό τηλεσκόπιο, με το οποίο ανακάλυψε σημαντικά νέα αστέρια. Διαπίστωσε ότι ο πλανήτης Δίας περιστρέφεται γΰρω από τον άξονά του - μία ιδέα καινοφανής. Η εργασία του με το μικροσκόπιο κατατάσσεται σε μία από τις υψηλότερες θέσεις, ενώ σε αυτόν χρωστάμε την ίδια τη λέξη «κύτταρο». Δουλεύοντας πάνω σε μικροσκοπικά απολιθώματα, έγινε ένας από τους πρώιμους υποστηρικτές μιας -205 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
εξελικτικής θεωρίας. Έδειξε πώς χρησιμοποιείται το εκκρεμές για τη μέτρηση της δύναμης της βαρύτητας. Συνέβαλε στην ανακάλυψη της περίθλασης του φωτός (το φως στρίβει γΰρω από οξείες γωνίες, έτσι ώστε οι σκιές φαίνονται πάντα θαμπές. Το πλέον σημαντικό είναι ότι οι σκιές χωρίζονται σε σκοτεινές και φωτεινές λωρίδες). Αυτό το χρησιμοποίησε ως βάση για την κυματική θεωρία του φωτός. Διατύπωσε έναν νόμο της βαρύτητας αντιστρόφου τετραγώνου, εμφανώς πριν από τον Newton, αν και όχι σε τόσο τέλεια μορφή. Ο κατάλογος συνεχίζεται. Αυτός ο άνθρωπος μάς δίδαξε πολλά για τον κόσμο στον οποίο ζοΰμε. Το ότι μέχρι σήμερα είναι άγνωστος σε όλους με εξαίρεση κάποιους ειδικούς - έχει να κάνει εν μέρει με την προκατάληψη υπέρ της θεωρίας έναντι του πειράματος. Οφείλεται εξάλλου στο γεγονός ότι ο Boyle ήταγ ευγενής, ενώ ο Hooke ήτα|^ φτωχός και αυτοδίδακτος. Η διαφορά κΰρούς μεταξύ θεωρίας και πειράματος δομήθηκε πάνω στην κοινωνική ιεραρχί(±. ~ Εξάλλου η προκατάληψη δεν ανήκει μόνο στο παρελθόν. Ο συνάδελφός μου C. W. F. Everitt έγραψε στο Λεξικό Επιστημονικών Βιογραφιών {Dictionary of Scientific Biography) για δυο αδέρφια. Αμφότεροι συνέβαλαν θεμελιωδώς στην κατανόηση της υπεραγωγιμότητας. Ο Fritz London (1900-53) ήταν ένας διακεκριμένος θεωρητικός φυσικός των χαμηλών θερμοκρασιών. Ο Heinz London (1907-70) ήταν ένας πειραματιστής των χαμηλών θερμοκρασιών, ο οποίος επίσης συνέβαλε στη θεωρία. Αποτελούσαν ένα καλό δίδυμο. Το Λεξικό δέχτηκε με ευχαρίστηση τη βιογραφία του Fritz, αλλά η βιογραφία του Heinz εστάλη πίσω για σύντμηση. Ο επιμελητής (που σε αυτήν την περίπτωση ήταν ο Kuhn) προέβαλε τη σταθερή προτίμηση του κοινού να μαθαίνει περισσότερο για τη θεωρία παρά για το πείραμα.
ΕΠΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗ Τι είναι η επιστημονική μέθοδος; Μήπως είναι η πειραματική μέθοδος; Το ερώτημα τίθεται σε λάθος βάση. Γιατί θα πρέπει να υπάρχει μία επιστημονική μέθοδος; Δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να φτιάξουμε ένα σπίτι ή για να καλλιεργήσουμε τομάτες. Δε θα έπρεπε να αναμένουμε κάτι τόσο ετερόκλητο, όπως είναι η ανάπτυξη της γνώσης, να είναι προσκολλημένο σε μία μεθοδολογία. Ας ξεκινήσουμε με δυο μεθοδολογίες. Φαίνεται να προσδίδουν στο πείραμα εντελώς διαφορετικούς ρόλους. Ααμβάνω ως παραδείγματα δυο δηλώσεις δυο μεγάλων χημικών του τελευταίου αιώνα. Η διάκριση μεταξύ τους - 206 -
πειραμα δεν έχει εκλείψει: είναι η ίδια ακριβώς που χωρίζει τον Carnap από τον Popper. Ό π ω ς αναφέρω και στην Εισαγωγή, ο Carnap προσπάθησε να αναπτύξει μία λογική για την επαγωγή, ενώ ο Popper επέμεινε ότι δεν υπάρχει κανένας συλλογισμός εκτός από την παραγωγή. Εδώ παραθέτω την αγαπημένη μου διατύπωση της επαγωγικής μεθόδου: Οι βάσεις της φιλοσοφίας της χημείας είναι η παρατήρηση, το πείραμα και η αναλογία. Μέσω της παρατήρησης, τα γεγονότα εντυπώνονται καθαρά και λεπτομερέστατα στο μυαλό. Μέσω της αναλογίας, συσχετίζονται τα όμοια γεγονότα. Μέσω του πειράματος, ανακαλύπτονται νέα γεγονότα και, καθώς η γνώση προχωρά, η παρατήρηση που καθοδηγείται από την αναλογία οδηγεί στο πείραμα, ενώ η αναλογία που επικυρώνεται από το πείραμα γίνεται επιστημονική αλήθεια. Δίνω ένα παράδειγμα: Όποιος παρατηρήσει με προσοχή τα λεπτά πράσινα φυτικά ρινίσματα (Conferva rivulari^ που συναντάμε το καλοκαίρι σε όλα σχεδόν τα ποτάμια, τις λίμνες και τις στέρνες, υπό διαφορετικές συνθήκες σκιάς ή ηλιοφάνειας, θα ανακαλύψει φυσαλίδες αερίου πάνω από τα ρινίσματα, τα οποία είναι σκιασμένα. Θα διαπιστώσει ότι το φαινόμενο οφείλεται στην παρουσία του φωτός. Αυτό είναι μία παρατήρηση, αλλά δε μας δίνει καμία πληροφορία σε σχέση με τη φΰση του αερίου. Αν αναποδογυρίσουμε ένα ποτήρι γεμάτο νερό πάνω από την Conferva, το αέριο θα συγκεντρωθεί στο πάνω μέρος του ποτηριού και, όταν το ποτήρι γεμίσει με αέριο, μπορούμε να το κλείσουμε με το χέρι μας, να το βάλουμε στη συνήθη θέση του και να βάλουμε μέσα μία αναμμένη θρυαλλίδα. Τότε η θρυαλλίδα θα καεί με μεγαλύτερη λαμπρότητα απ ό,τι αν την καίγαμε στην ατμόσφαιρα. Αυτό είναι ένα πείρα}ΐα. Αν τα φαινόμενα εξεταστούν περαιτέρω και τεθεί το ερώτημα, μήπως όλα τα φυτά αυτού του είδους σε φρέσκο ή αλμυρό νερό παράγουν το ίδιο αέριο κάτω από ίδιες συνθήκες, ο ερευνητής καθοδηγείται από την αναλογία' και όταν νέες δοκιμές καθορίσουν ότι έτσι έχουν τα πράγματα, καθιερώνεται μία γενική επιστημονική αλήθεια: το γεγονός ότι όλα τα Confervae παράγουν υπό το φως του ήλιου ένα είδος αερίου, που συντηρεί τη φλόγα σε μεγαλύτερο βαθμό, το οποίο έχει αποδειχθεί ως αληθές μέσω διαφόρων επιμέρους ερευνών. Αυτά είναι τα λόγια με τα οποία ο Humphry Davy (1778-1829) ξεκινά το εγχειρίδιο χημείας, Στοιχεία Χημικής Φιλοσοφίας {Elements of Chemical Philosophy, 1812, σσ. 2-3). Υπήρξε ένας από τους ικανότερους χημικούς της εποχής του, τον οποίο θυμόμαστε συνήθως για την εφεΰρεσή του, τη λάμπα ασφαλείας των ανθρακωρύχων, η οποία έσωσε πολλούς από ένα σκληρό θάνατο. Ωστόσο, η συμβολή του στη γνώση περιλαμβάνει την ηλεκτρολυτική χημική ανάλυση, μία τεχνική που του επέτρεψε να καθορίσει ποιες ουσίες είναι στοιχεία (λ.χ. το χλώριο), ενώ άλλα είναι ενώσεις. Την επαγωγική θεώρηση του Davy περί επιστήμης δεν τη συμμερίστηκαν όλοι οι χημικοί. Στο σημείο αυτό παρατίθενται τα λόγια του Justus von Liebig (1803-73), του -207 -
β ' μεροσ: παρεμβαινοντασ μεγάλου πρωτοπόρου της οργανικής χημείας, ο οποίος έμμεσα επέφερε επανάσταση στη γεωργία εισάγοντας τα τεχνητά αζωτούχα λιπάσματα. Σε όλες του τις έρευνες ο Bacon προσδίδει μεγάλη αξία στο πείραμα. Ωστόσο, δεν κατανοεί καθόλου τη σημασία του. Νομίζει πως είναι ένα είδος μηχανισμού, το οποίο άπαξ και τεθεί σε κίνηση θα επιφέρει ένα δικό του αποτέλεσμα. Ωστόσο, στην επιστήμη όλες οι έρευνες είναι είτε επαγωγικές είτε α priori. Το πείραμα αποτελεί μόνο μία αρωγή στη σκέψη, όπως ένας υπολογισμός: η σκέψη πρέπει πάντα και απαραίτητα να προηγείται του πειράματος, αν θέλουμε να έχει κάποιο νόημα. Δεν υπάρχει εμπειρικός τρόπος έρευνας, με τη συνήθη σημασία του όρου. Ένα πείραμα του οποίου δεν προηγείται η θεωρία, δηλαδή μία ιδέα, έχει την ίδια σχέση με την επιστημονική έρευνα όσο έχει η κουδουνίστρα ενός παιδιού με τη μουσική [Περί τον Francis Bacon τον Verulam και της Μεθόδον Εξερεύνησης της Φύσης, {Uber Francis Bacon von Verulam und die Methode der Natpforschung), 1863, σελ. 49]. Πόσο βαθιά είναι η αντίθεση μεταξύ των δύο αποσπασμάτων; Ο Liebig λέει ότι ένα πείραμα πρέπει να έπεται μίας θεωρίας, δηλαδή μίας ιδέας. Ωστόσο, αυτή η δήλωση είναι διφορούμενη. Έχει μία αδύναμη και μία ισχυρή εκδοχή. Η αδύνα^ιη εκδοχή \έε\ απλώς ότι πριν διεξαγάγουμε ένα πείραμα, πρέπει να έχουμε κάποιες ιδέες σχετικά με τη φιίση και με τη συσκευή μας. Έ ν α εντελώς απρόσεκτο ανακάτεμα της φύσης, χωρίς να μπορούμε να κατανοήσουμε ή να ερμηνεύσουμε το αποτέλεσμα, δε μας διδάσκει σχεδόν τίποτα. Κανένας δεν αμφισβητεί αυτήν την αδύναμη εκδοχή. Ο Davy είχε σίγουρα μία ιδέα όταν πειραματιζόταν με τα φύκια. Υποπτευόταν πως οι φυσαλίδες αερίου πάνω από τα πράσινα ρινίσματα είναι κάποιου ιδιαίτερου είδους. Έ ν α πρώτο ερώτημα ήταν αν το αέριο συντηρεί ή σβήνει τη φλόγα. Διαπίστωσε πως η θρυαλλίδα φουντώνει (από το οποίο συνήγαγε πως το αέριο είναι ασυνήθιστα πλούσιο σε οξυγόνο;). Χωρίς αυτήν την κατανόηση το πείραμα δε θα είχε κανένα νόημα. Τ ο φούντωμα της θρυαλλίδας θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση μία αδιάφορη παρατήρηση. Κατά πάσα πιθανότητα κανένας δε θα το πρόσεχε καν. Τ α πειράματα χωρίς ιδέες, όπως αυτές, δεν είναι καν πειράματα. Υπάρχει, ωστόσο, μία ισχυρή εκδοχή ττ\ς δήλωσης του Liebig, βάσει της οποίας το πείραμά μας είναι σημαντικό, μόνο αν δοκιμάζουμε μία θεωρία σχετική με τα φαινόμενα κάτω από λεπτομερή εξέταση. Μόνο αν, για παράδειγμα, ο Davy πίστευε πως η θρυαλλίδα θα έσβηνε (ή θα φούντωνε), αξίζει κάτι το πείραμά του. Πιστεύω πως αυτό είναι απλώς λάθος. Μπορεί κάποιος να διεξαγάγει ένα πείραμα απλά από περιέργεια, για να δει τι θα γίνει. Φυσικά, πολλά από τα πειράματά μας γίνονται έχοντας πιο συγκεκριμένες υποθέ- 208 -
πειραμα
σεις στο μυαλό μας. Έτσι, ο Davy ρωτά αν όλα τα φΰκια του ίδιου είδους, είτε σε φρέσκο νερό είτε σε αλάτι, παράγουν αέριο του ίδιου είδους, το οποίο αναμφίβολα υποθέτει πως είναι οξυγόνο. Κάνει καινούργιες δοκιμές, οι οποίες τον οδηγούν σε μία «γενική επιστημονική αλήθεια». Δε θα ασχοληθώ εδώ με το αν ο Davy συνάγει πραγματικά ένα επαγωγικό συμπέρασμα, όπως θα μπορούσε να πει ο Carnap ή με το αν τελικά ακολουθεί τη μεθοδολογία του Popper, της εικασίας και της κατάρριψης. Τ ο γεγονός ότι το παράδειγμα του Davy δεν ήταν, όπως νόμιζε, μία επιστημονική αλήθεια, είναι μάλλον άσχετο. Η μετά τον Davy αναταξινόμηση των φυκιών δείχνει ότι τα Confervae δεν αποτελούν καν φυσική κατηγορία! Δεν υπάρχει τέτοιο γένος ή είδος. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι απλώς το ερώτημα της ισχυρής εκδοχής: Πρέπει να υπάρχει μία υπόθεση υπό εξέταση, προκειμένου ένα πείραμα να έχει νόημα; Νομίζω πως όχι. Πράγματι, ακόμη και η αδύναμη εκδοχή δεν είναι πέραν αμφισβήτησης. Ο φυσικός George Darwin έλεγε πως κάθε τόσο κάποιος πρέπει να κάνει ένα τελείως τρελό πείραμα, όπως να παίζει τρομπέτα στις τουλίπες κάθε πρωί για ένα μήνα. Κατά πάσα πιθανότητα δε θα συμβεί τίποτα, αλλά αν κάτι συμβεί, θα είναι μία φοβερή ανακάλυψη.
ΤΙ Π Ρ Ο Η Γ Ε Ι Τ Α Ι , Η ΘΕΩΡΙΑ Ή Τ Ο ΠΕΙΡΑΜΑ; Δε θα πρέπει να υποτιμούμε το χάσμα γενεών μεταξύ του Davy και του Liebig. Θα μπορούσε η σχέση μεταξύ χημικής θεωρίας και χημικού πειράματος να έχει αλλάξει στα 50 χρόνια που χωρίζουν τα δύο αποσπάσματα. Ό τ α ν έγραφε ο Davy, μόλις που είχε δημοσιευθεί η ατομική θεωρία του Dalton και άλλων, ενώ μόλις που ξεκινούσε η χρήση υποθετικών μοντέλων για τις χημικές δομές. Την εποχή του Liebig δεν μπορούσε κανείς να εξασκεί πια τη χημεία απλώς αποσυνθέτοντας ενώσεις με ηλεκτρισμό ή ταξινομώντας τα αέρια με βάση το αν συντηρούν ή όχι την καύση. Μόνο ένα μυαλό εφοδιασμένο με ένα θεωρητικό μοντέλο μπορούσε να αναλάβει τη λύση του μυστηρίου των οργανικών χημικών ουσιών. Θα δούμε ότι η σχέση μεταξύ θεωρίας και πειράματος διαφέρει σε διαφορετικά στάδια εξέλιξης και ότι δε διέρχονται όλες οι φυσικές επιστήμες τους ίδιους κύκλους. Ό λ α αυτά μπορεί, κατόπιν σκέψης, να φαίνονται πολύ προφανή, ωστόσο έχουν συχνά τεθεί υπό αμφισβήτηση, για παράδειγμα από τον Karl Popper. Φυσικά, αναμέναμε ότι ο Popper θα ήταν ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της θεωρίας έναντι του πειράματος. Εδώ παρα-209 -
β ' μεροσ: παρεμβαινοντασ τίθενται τα λεγόμενά του στη Λογική της Επιστημονικής Ανακάλυψης {Logic of Scientific Discovery): Ο θεωρητικός θέτει ορισμένα σαφή ερωτήματα στον πειραματιστή και ο δεύτερος προσπαθεί μέσω των πειραμάτων του να αποσπάσει μία κατηγορηματική απάντηση σε αυτά ακριβώς τα ερωτήματα και όχι σε άλλα. Προσπαθεί σκληρά να αποκλείσει όλα τα άλλα ερωτήματα ... Είναι λάθος να υποθέτουμε πως ο πειραματιστής [ ... στοχεύει] «στο να ελαφρύνει το έργο του θεωρητικού» ή ... στο να εφοδιάσει τον θεωρητικό με μία βάση για επαγωγικές γενικεύσεις. Αντίθετα, ο θεωρητικός πρέπει από πολΰ πριν να έχει κάνει τη δουλειά του ή τουλάχιστον το πιο σημαντικό μέρος της δουλειάς του: πρέπει να έχει διατυπώσει τα ερωτήματά του όσο σαφέστερα γίνεται. Άρα αυτός είναι εκείνος που θα δείξει το δρόμο στον πειραματιστή. Αλλά ακόμα και ο πειραματιστής δεν ασχολείται κατά κΰριο λόγο με το να κάνει ακριβείς παρατηρήσεις. Η δουλειά του είναι σε μεγάλο μέρος θεωρητική. Η θεωρία κυριαρχεί στην πειραματική εργασία, από τον αρχικό Ιτης προγραμματισμό μέχρι τις τελικές διορθώσεις στο εργαστήριο (σελ. 107). Αυτή ήταν η άποψη του Popper στην έκδοση του βιβλίου του το 1934. Στη συμπληρωμένη έκδοση του 1959 προσθέτει, σε μία υποσημείωση, ότι θα έπρεπε επίσης να έχει τονίσει «την άποψη ότι οι παρατηρήσεις, και ακόμα περισσότερο οι δηλώσεις των παρατηρήσεων και οι δηλώσεις των αποτελεσμάτων των πειραμάτων, συνιστούν πάντοτε ερμηνείες των υπό παρατήρηση γεγονότων, ότι συνιστούν ερμηνείες υπό το φως των θεωριών». Σε μία σύντομη αρχική επισκόπηση των διαφόρων σχέσεων μεταξύ θεωρίας και πειράματος, καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε με τα προφανώς αντίθετα προς τον Popper παραδείγματα. Η παρατήρηση του Davy, της φυσαλίδας αερίου πάνω από το φύκι, είναι ένα από αυτά. Δεν ήταν «μία ερμηνεία υπό το φως της θεωρίας», δεδομένου ότι ο Davy δεν είχε αρχικά καμία θεωρία. Ούτε η παρατήρηση του φουντώματος της θρυαλλίδας συνιστούσε μία ερμηνεία. "Ισως, αν συνέχιζε λέγοντας, «Α, άρα είναι οξυγόνο», θα έκανε μία ερμηνεία. Αλλά δεν έκανε κάτι τέτοιο.
Α Ξ Ι Ο Σ Η Μ Ε Ί Ω Τ Ε Σ Π Α Ρ Α Τ Η Ρ Η Σ Ε Ι Σ (Ε) Πολλές από τις πρώιμες εξελίξεις της οπτικής, μεταξύ 1600 και 1800, βασίζονταν στην απλή παρατήρηση κάποιου εκπληκτικού φαινομένου. Ισως η πλέον αποδοτική όλων είναι η ανακάλυψη της διπλής διάθλασης στον ισλανδικό κρύσταλλο ή ασβεστίτη. Ο Erasmus Bartholin (1625-98) εξέτασε μερικούς πανέμορφους κρυστάλλους, τους οποίους έφερε από την Ισλανδία. Αν τοποθετούσαμε έναν από αυτούς τους κρυστάλλους σε αυτήν την τυπωμένη σελίδα. - 210 -
πειραμα
θα βλέπαμε τα τυπογραφικά στοιχεία διπλά. Όλοι γνώριζαν για την κανονική διάθλαση, και το 1689, όταν ο Bartholin έκανε την ανακάλυψη του, οι νόμοι της διάθλασης ήταν ευρέως γνωστοί, ενώ τα κιάλια, το μικροσκόπιο και το τηλεσκόπιο ήταν ήδη οικεία. Αυτή η προϊστορία καθιστά τον ισλανδικό κρύσταλλο αξιοπρόσεχτο σε δύο επίπεδα. Ακόμα και σήμερα, οι κρύσταλλοι αυτοί μας προκαλούν έκπληξη και ασκούν μια κάποια γοητεία. Επιπλέον, αποτελούσαν έκπληξη για τον φυσικό της εποχής, γνώστη των νόμων της διάθλασης, ο οποίος παρατηρούσε ότι εκτός από την κανονικά διαθλούμενη ακτίνα, υπάρχει μία ακόμη «έκτακτη» ακτίνα, όπως εξακολουθεί να ονομάζεται. Ο ισλανδικός κρύσταλλος παίζει ένα θεμελιώδη ρόλο στην ιστορία της οπτικής, καθώς ήταν ο πρώτος γνωστός παραγωγός πολωμένου φωτός. Το φαινόμενο έγινε σε γενικές γραμμές κατανοητό από τον Huygens, ο οποίος πρότεινε πως η έκτακτη ακτίνα είχε μία ελλειπτική και όχι μια σφαιρική επιφάνεια κύματος. Ωστόσο, η σύγχρονη κατανόησή μας έπρεπε να περιμένει την αναβίωση της κυματικής θεωρίας του φωτός. Ο Fresnel (1788-1827), ο ιδρυτής της σύγχρονης κυματικής θεωρίας, έδωσε μία έξοχη ανάλυση, στην οποία οι δύο ακτίνες περιγράφονται με μία απλή εξίσωση, της οποίας η λύση είναι μία δίφυλλη επιφάνεια τέταρτου βαθμού. Η πόλωση έχει κατ' επανάληψη αποδειχθεί οδηγός μας στη βαθύτερη θεωρητική κατανόηση του φωτός. Υπάρχει μία ολόκληρη σειρά τέτοιων «εκπληκτικών» παρατηρήσεων. Ο Grimaldi (1613-63) και στη συνέχεια ο Hooke εξέτασαν προσεχτικά κάτι, το οποίο γνωρίζουμε αόριστα όλοι - ότι στη σκιά ενός αδιαφανούς σώματος υπάρχει κάποιο φως. Η προσεχτική παρατήρηση αποκάλυψε κανονικά κλιμακούμενες λωρίδες στο άκρο της σκιάς. Αυτό ονομάζεται περίθλαση, που αρχικά σήμαινε «τεμαχισμό» του φωτός σε λωρίδες. Οι παρατηρήσεις αυτές προηγήθηκαν της θεωρίας με έναν τρόπο χαρακτηριστικό. Το ίδιο συνέβη και με την παρατήρηση του Newton της ανάλυσης του φωτός, και με το έργο των Hooke και Newton πάνω στα χρώματα των λεπτών δίσκων. Με τον καιρό αυτά ομαδοποιήθηκαν ως φαινόμενα συμβολής, τα οποία ονομάστηκαν «δακτύλιοι του Newton». Η πρώτη ποσοτική εξήγηση του φαινομένου αυτού δεν έγινε παρά μόλις έναν αιώνα αργότερα, το 1802, από τον Thomas Young (1773-1829). Βεβαίως ο Bartholin, ο Grimaldi, ο Hooke και ο Newton δεν ήταν άμυαλοι εμπειριστές χωρίς κάποια «ιδέα» στο κεφάλι τους. Είδαν αυτά που είδαν, διότι ήταν άνθρωποι περίεργοι και σκεπτόμενοι, που προσπαθούσαν να διαμορφώσουν θεωρίες. Αλλά σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι σαφές ότι οι παρατηρήσεις προηγήθηκαν οποιασδήποτε διατύπωσης της θεωρίας. -211 -
β ' μεροσ:π α ρ ε μ β α ι ν ο ν τ α σ
ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ Τ Η Σ ΘΕΩΡΙΑΣ (Ε) Σε μία μεταγενέστερη εποχή βρίσκουμε αξιοπρόσεχτες παρατηρήσεις, που κεντρίζουν τη θεωρία. Για παράδειγμα, το 1808 ανακαλύφθηκε η πόλωση λόγω ανάκλασης. Ένας συνταγματάρχης στο σώμα μηχανικών του Ναπολέοντα, ο Ε. L. Malus (1775-1812), πειραματιζόμενος με τον ισλανδικό κρύσταλλο παρατήρησε τα φαινόμενα που προκαλούσε το απογευματινό ηλιακό φως, το οποίο ανακλούσαν τα παράθυρα του γειτονικού Παλατιού του Λουξεμβούργου. Το φως διαπερνούσε τον κρΰσταλλό του, όταν τον κρατούσε σε κάθετο επίπεδο, αλλά αποκοβόταν, όταν κρατούσε τον κρύσταλλο σε οριζόντιο επίπεδο. Ομοίως, ο φθορισμός παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1845 από τον John Herschel (1792-1871), όταν άρχισε να προσέχει το μπλε φως που εκπεμπόταν από ένα διάλυμα σουλφα|ιιδικής κινίνης, όταν αυτό φωτιζόταν με κάποιους συγκεκριμένους τρόπους. Η αξιοπρόσεχτη παρατήρηση πρέπει, από τη φΰση της, να αποτελεί μόνο την αρχή. Είναι δυνατόν κάποιος να μην παραδέχεται ότι υπάρχουν αρχικές παρατηρήσεις που προηγούνται της θεωρίας, αλλά να ισχυρίζεται ωστόσο ότι κάθε σκόπιμος πειραματισμός κυριαρχείται από τη θεωρία, όπως λέει και ο Popper; Δε νομίζω. Ας αναλογιστούμε τον David Brewster (1781-1868), έναν ξεχασμένο πλέον, αλλά κάποτε παραγωγικό πειραματιστή. Ο Brewster ήταν το κύριο πρόσωπο στην πειραματική οπτική μεταξύ 1810 και 1840. Καθόρισε τους νόμους της ανάκλασης και της διάθλασης για το πολωμένο φως. Κατάφερε να προσδώσει πολωτική ικανότητα σε σώματα υπό πίεση. Ανακάλυψε τη διαξονική διπλή ανάκλαση και έκανε τα πρώτα και θεμελιώδη βήματα προς τους πολύπλοκους νόμους της μεταλλικής ανάκλασης. Σήμερα μιλάμε για τους νόμους του Fresnel, τους νόμους του ημίτονου και της εφαπτομένης για την ένταση του ανακλώμενου πολωμένου φωτός, ωστόσο ο Brewster τους είχε δημοσιεύσει το 1818, πέντε χρόνια πριν από την πραγμάτευσή τους από τον Fresnel στο πλαίσιο της κυματικής θεωρίας. Η δουλειά του Brewster καθιέρωσε το υλικό, πάνω στο οποίο επρόκειτο να βασιστούν πολλές εξελίξεις στην κυματική θεωρία. Ωστόσο, στο βαθμό που είχε κάποιες θεωρητικές απόψεις, ήταν φανατικός οπαδός του Newton, πιστεύοντας ότι το φως αποτελείται από ακτίνες σωματιδίων. Ο Brewster σε καμία περίπτωση δεν έλεγχε ούτε σύγκρινε θεωρίες. Προσπαθούσε να ανακαλύψει πώς συμπεριφέρεται το φως. Ο Brewster πίστευε ακράδαντα στην «εσφαλμένη» θεωρία* ταυτόχρονα, δημιουργούσε τα πειραματικά φαινόμενα, τα οποία μπορούμε να κατανοήσουμε μόνο βάσει της «ορθής» θεωρίας, της ίδιας θεωρίας που ο ίδιος απέρ- 212 -
πειραμα
ρίπτε κραυγαλέα. Δεν «ερμήνευσε» τα πειραματικά του ευρήματα υπό το φως της εσφαλμένης του θεωρίας. Δημιούργησε κάποια φαινόμενα, τα οποία κάθε θεωρία πρέπει, εν τέλει, να εξηγήσει. Και ο Brewster δεν ήταν ο μόνος σ' αυτό. Έ ν α ς νεότερος λαμπρός πειραματιστής ήταν ο R.W. Wood (1868-1955), ο οποίος μεταξύ του 1900 και 1930 συνέβαλε θεμελιωδώς στην κβαντική οπτική, ενώ αντιμετώπιζε με αφέλεια και σκεπτικισμό την κβαντική μηχανική. Η ακτινοβολία συντονισμού, ο φθορισμός, τα φάσματα απορρόφησης, τα φάσματα Raman, όλα αυτά προϋποθέτουν την κατανόηση της κβαντικής μηχανικής, αλλά η συμβολή του Wood, όπως και του Brewster, δεν ήταν απόρροια της θεωρίας, αλλά μίας εξαιρετικής ικανότητας να αναγκάζει τη φύση να συμπεριφέρεται με νέους τρόπους.
Φ Α Ι Ν Ο Μ Ε Ν Α ΑΝΕΥ Σ Η Μ Α Σ Ι Α Σ Δεν υποστηρίζω ότι οι αξιοσημείωτες παρατηρήσεις μπορούν από μόνες τους να κάνουν κάτι. Πολλά από τα φαινόμενα προκαλούν ιδιαίτερο ενθουσιασμό, αλλά στη συνέχεια παραμένουν ανεκμετάλλευτα, γιατί κανείς δεν μπορεί να δει τι σημαίνουν, πώς συνδέονται με κάθε τι άλλο ή πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Το 1827 ένας βοτανολόγος, ο Robert Brown, αναφέρθηκε στην ασυνήθη κίνηση της γύρης που αιωρείται στο νερό. Αυτή η κίνηση του Brown είχε παρατηρηθεί κι από άλλους, ακόμα και πριν από 60 χρόνια, και κάποιοι πίστευαν ότι ήταν η ζωτική δράση της ίδιας της ζωντανής γύρης. Ο Brown έκανε επιμελείς παρατηρήσεις, αλλά για πολύ καιρό δεν κατέληγε πουθενά. Μόλις την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας είχαμε ταυτόχρονη δουλειά από πειραματιστές, όπως ο J. Perrin, και από θεωρητικούς, όπως ο Einstein, ο οποίος έδειξε ότι η γύρη αναπηδούσε γύρω-γύρω χάρη στα μόρια. Τα αποτελέσματα αυτά προσηλύτισαν ακόμα και τους μεγαλύτερους σκεπτικιστές στην κινητική θεωρία των αερίων. Παρόμοια είναι και η ιστορία του φωτοηλεκτρικού φαινομένου. Το 1839 ο A.-C. Becquerel παρατήρησε κάτι πολύ περίεργο. Είχε ένα μικρό ηλεκτροβολταϊκό στοιχείο, δηλαδή ένα ζευγάρι μεταλλικών πλακών βυθισμένων σε ένα αραιωμένο διάλυμα οξέος. Φωτίζοντας τη μία από τις δύο πλάκες άλλαζε το δυναμικό του στοιχείου. Αυτό προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον για δύο περίπου χρόνια. Παρατηρήθηκαν κι άλλα μεμονωμένα φαινόμενα. Έτσι, η αντίσταση του μεταλλικού σεληνίου μειωνόταν απλώς διά του φωτισμού του (1873). Για μία ακόμη φορά ο Einstein ήταν αυτός που έπρεπε να ανακαλύψει τι συνέβαινε. Σε αυτόν χρωστούμε τη θεωρία του φωτονίου και αναρίθμητες γνωστές εφαρ-213 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
μογές, συμπεριλαμβανομένης της τηλεόρασης (φωτοηλεκτρικά στοιχεία μετατρέπουν το φως που ανακλάται από ένα αντικείμενο σε ηλεκτρικά ρεύματα). Δεν ισχυρίζομαι ότι η πειραματική εργασία θα μπορούσε να υπάρξει ανεξάρτητα από τη θεωρία. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε εθελοτυφλία εκείνων, τους οποίους ο Bacon χλεύαζε ως «χυδαίους εμπειριστές». Ωστόσο, μεγάλο μέρος της πραγματικά θεμελιώδους έρευνας προηγείται της οποιασδήποτε σχετικής θεωρίας.
ΕΥΤΥΧΕΊΣ Σ Υ Ν Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ Ορισμένα εξέχοντα πειραματικά έργα γεννήθηκαν εξ ολοκλήρου από τη θεωρία. Ορισμένες μεγάλες θεωρίες προέρχονται από προθεωρητικά πειράματα. Ορισμένες θεωρίες χωλαίνουν λόγω έλλειψης συσχετισμού τους με τον πραγματικό κόσμο, ενώ ορισμένα πειραματικά φαινόμενα καθίστανται άσκοπα λόγω της έλλειψης θεωρίας. Υπάρχουν επίσης ευτυχείς οικογένειες, στις οποίες συναντώνται θεωρίες και πειράματα που προέρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις. Θα δώσω ένα παράδειγμα, στο οποίο η απόλυτη αφοσίωση σε ένα πειραματικό έκτρωμα οδήγησε σε ένα ακλόνητο γεγονός, το οποίο ξαφνικά συσχετίστηκε με θεωρίες που προέρχονταν από μία εντελώς διαφορετική πηγή. Τ ο ν πρώτο καιρό του υπερατλαντικού ασυρμάτου υπήρχαν πάντοτε πολλά παράσιτα. Μολονότι υπήρχε δυνατότητα αναγνώρισης των πηγών του θορύβου, δεν ήταν πάντα δυνατή η απαλοιφή τους. Μερικά προέρχονταν από ηλεκτρικές καταιγίδες. Ακόμα και στη δεκαετία του 1930, ο Karl Jansky στα Εργαστήρια της Τηλεφωνικής Εταιρείας Bell εντόπισε ένα «σφύριγμα», που προερχόταν από το κέντρο του Γαλαξία. Άρα, υπήρχαν πηγές ραδιενέργειας στο διάστημα, που συντελούσαν στα γνωστά παράσιτα. Το 1965 οι ραδιοαστρονόμοι Arno Penzias και R. W. Wilson προσάρμοσαν ένα ραδιοτηλεσκόπιο, προκειμένου να μελετήσουν αυτό το φαινόμενο. Περίμεναν να ανιχνεύσουν πηγές ενέργειας, όπως και έγινε. Αλλά ήταν επίσης ιδιαίτερα επιμελείς. Ανακάλυψαν μία μικρή ποσότητα ενέργειας, που έμοιαζε να υπάρχει παντού στο διάστημα, ομοιόμορφα κατανεμημένη. Έμοιαζε σαν κάθε τι στο διάστημα, το οποίο δεν αποτελούσε πηγή ενέργειας, να βρίσκεται στους 4°Κ. Καθώς αυτό δε σήμαινε και πολλά, έκαναν ό,τι καλύτερο για να εντοπίσουν κάποια σημαντικά λάθη. Για παράδειγμα, νόμισαν ότι ένα μέρος αυτής της ακτινοβολίας μπορεί να προερχόταν από τα περιστέρια που κούρνιαζαν πάνω στο τηλεσκόπιό τους και κατέβαλαν τεράστιο κόπο προσπαθώντας να απαλλαγούν απ' αυτά. Αλλά αφού απάλειψαν - 214 -
πειραμα
κάθε πιθανή πηγή θορΰβου, κατέληξαν σε μία ομοιόμορφη θερμοκρασία 3°Κ. Δε θέλησαν να δημοσιεύσουν, δεδομένου ότι ένα απόλυτα ομογενές φόντο ακτινοβολίας δεν έβγαζε ιδιαίτερο νόημα. Ευτυχώς, όταν ακριβώς είχαν βεβαιωθεί γι' αυτό το άνευ σημασίας φαινόμενο, μία ομάδα θεωρητικών στο Πρίνστον κυκλοφορούσε ένα έντυπο που εισηγήθηκε, μ' έναν τρόπο ποιοτικό, πως αν το σύμπαν είχε προέλθει από μια Μεγάλη Έκρηξη, θα υπήρχε μια ομοιόμορφη θερμοκρασία σε ολόκληρο το σύμπαν, η υπολειμματική θερμοκρασία της πρώτης έκρηξης. Επιπλέον, η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να ανιχνευθεί υπό μορφή ραδιοσημάτων. Η πειραματική εργασία των Penzias και Wilson συσχετίστηκε άψογα με κάτι, το οποίο σε άλλη περίπτωση θα ήταν μια απλή υπόθεση. Οι Penzias και Wilson έδειξαν ότι η θερμοκρασία του σύμπαντος βρίσκεται σχεδόν παντού γύρω στους τρεις βαθμούς πάνω από το απόλυτο μηδέν αυτή είναι η υπολειμματική ενέργεια της δημιουργίας. Ή τ α ν ο πρώτος πραγματικά πειστικός λόγος, ώστε να πιστέψουμε σε αυτήν τη Μεγάλη Έκρηξη. Κάποιες φορές λέγεται πως στην αστρονομία δεν πειραματιζόμαστε, μπορούμε μόνο να παρατηρούμε. Είναι γεγονός ότι δεν μπορούμε να επέμβουμε ιδιαίτερα στις μεγάλες αποστάσεις του διαστήματος, αλλά οι τεχνικές που υιοθετήθηκαν από τους Penzias και Wilson είναι πανομοιότυπες με αυτές που χρησιμοποιούνται από τους εργαστηριακούς πειραματιστές. Θα πρέπει να υποστηρίξουμε, όπως ο Popper, υπό το φως αυτής της ιστορίας ότι σε γενικές γραμμές «ο θεωρητικός πρέπει πολύ πριν να έχει κάνει τη δουλειά του ή τουλάχιστον το πιο σημαντικό μέρος της δουλειάς του: πρέπει να έχει διατυπώσει τα ερωτήματά του όσο σαφέστερα γίνεται. Άρα, αυτός είναι που θα δείξει το δρόμο στον πειραματιστή»; Ή μήπως πρέπει να πούμε ότι παρόλο που κάποιες θεωρίες προηγούνται κάποιων πειραμάτων, ορισμένα πειράματα και παρατηρήσεις προηγούνται της θεωρίας και μπορούν επί μακρόν να είναι αυθύπαρκτα; Η ευτυχής οικογένεια που μόλις περιέγραψα είναι η συνάντηση της θεωρίας και της επιδέξιας παρατήρησης. Οι Penzias και Wilson είναι μεταξύ των λίγων πειραματιστών στη φυσική, στους οποίους δόθηκε Βραβείο Nobel. Δεν το πήραν γιατί διέψευσαν κάτι, αλλά γιατί εξερεύνησαν το σύμπαν.
ΘΕΩΡΙΑ - Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Ι σ ω ς φανεί ότι μεγαλοποίησα τον τρόπο με τον οποίο η θεωρητικοκρατούμενη ιστορία και φιλοσοφία της επιστήμης διαστρεβλώνουν την αντίληψή μας περί του πειράματος. Στην πραγματικότητα, η παρουσίασή μου ήταν μάλ-215 -
β ' μεροσ: παρεμβαινοντασ λον συγκρατημένη. Για παράδειγμα, αφηγήθηκα την ιστορία των τριών βαθμών, όπως ακριβώς ειπώθηκε από τους ίδιους τους Penzias και Wilson, στην αυτοβιογραφική τους ταινία Τρεις Βαθμοί {Three Degree^! Έ,ξε^ενιγώγτας, βρήκαν την ομοιόμορφη ακτινοβολία του φόντου πριν από οποιαδήποτε θεωρία. Αλλά δείτε τι συμβαίνει στο ίδιο αυτό πείραμα, όταν γίνεται «ιστορία»:
Οι θεωρητικοί αστρονόμοι προέβλεψαν ότι αν πριν από δισεκατομμύρια χρόνια είχε γίνει μία έκρηξη, η ψΰχρανση θα συνεχιζόταν από τότε που συνέβη το γεγονός. Το μέγεθος της ψΰχρανσης θα είχε μειώσει την αρχική θερμοκρασία των ενδεχομένως δισεκατομμυρίων βαθμών στους 3°Κ - 3° πάνω από το απόλυτο μηδέν. Οι ραδιοαστρονόμοι πίστευαν ότι αν μπορούσαν να στοχεύσουν με έναν πολύ ευαίσθητο δέκτη σε ένα κενό σημείο του ουρανούς σε μία περιοχή που μοιάζει άδειay θα ήταν ενδεχομένως δυνατό να καθορίσουμε αν οι θεωρητικοί είχαν δίκιο ή όχι. Αυτό συνέβη στις αρχές του 1970. Δυο επιστήμονες στα Εργαστήρια τη(| Τηλεφωνικής Εταιρείας Bell (στο ίδιο μέρος όπου ο Karl Jansky είχε ανακαλύψει τα κοσμικά ραδιοκύματα) συνέλεξαν ραδιοσήματα από to «άδειο» διάστημα. Αφοΰ ταξινόμησαν όλες τις γνωστές αιτίες των σημάτων, έμεινε ένα σήμα 3° που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Μετά από αυτό το πρώτο πείραμα διεξήχθησαν και άλλα. Όλα παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα - ακτινοβολία 3^ Το διάστημα δεν είναι απόλυτα ψυχρό. Έχει την ακριβή θερμοκρασία την οποία θα έπρεπε να έχει το σύμπαν, αν όλα ξεκίνησαν πριν από 13 δισεκατομμύρια χρόνια, με ένα Μεγάλο Μπαμ (Big Bang).^ Είδαμε άλλο ένα παράδειγμα μιας τέτοιας ανασκευής της ιστορίας στην περίπτωση του μυονίου ή μεσονίου, που περιγράφεται στο κεφάλαιο 6. Δυο ομάδες ερευνητών ανίχνευσαν το μυόνιο ή μεσόνιο με βάση τις μελέτες των κοσμικών ακτίνων σε θάλαμο ιονισμού σε συνδυασμό με τον τύπο BetheHeitler για την απώλεια ενέργειας. Η ιστορία τώρα λέει ότι έψαχναν για το «μεσόνιο» του Yukawa και νόμισαν από λάθος ότι το είχαν βρει - ενώ στην πραγματικότητα δεν είχαν ποτέ ακούσει για την υπόθεση του Yukawa. Δε θέλω να υπαινιχθώ ότι ένας ικανός ιστορικός της επιστήμης θα υπέπιπτε σε τόσο μεγάλες παρανοήσεις, αλλά κυρίως να επισημάνω μια σταθερή τάση της εκλαϊκευμένης ιστορίας και της λαϊκής παράδοσης.
AMPERE, Ο ΘΕΩΡΗΤΙΚΌΣ Δεν πρέπει να νομίσει κανείς ότι σε μία καινούργια επιστήμη το πείραμα και η παρατήρηση προηγούνται της θεωρίας, ακόμα και αν στη συνέχεια η ^ Information and Publication Division, Εργαστήρια Bell, 1979. ^ F. M. Bradley, The Electromagnetic Spectrum, New York, 1979, σελ. 100. Τα πλαγιογράμματα του Ian Hacking.
- 216 -
πειραμα
θεωρία προηγηθεί της παρατήρησης. Ο Α.-Μ. Ampere (1775-1836) είναι ένα καλό παράδειγμα ενός μεγάλου επιστήμονα, ο οποίος ξεκίνησε σε θεωρητική βάση. Δούλεψε πρώτα πάνω στη χημεία, παράγοντας περίπλοκα μοντέλα ατόμων, τα οποία χρησιμοποιούσε για να εξηγήσει και να αναπτύξει τις πειραματικές του έρευνες. Δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία σε αυτό, παρ' ότι ήταν ένας από αυτοΰς που, ανεξάρτητα, γΰρω στα 1815, αντελήφθη αυτό που σήμερα ονομάζουμε νόμο του Avogadro, ότι δηλαδή ίσοι όγκοι αερίων σε ίση θερμοκρασία και πίεση περιέχουν ακριβώς τον ίδιο αριθμό μορίων, ανεξάρτητα από το είδος του αερίου. Ό π ω ς ήδη είδαμε παραπάνω, στο κεφάλαιο 7, θαύμαζε πολύ τον Kant και επέμενε ότι η θεωρητική επιστήμη είναι η μελέτη των νοουμένων που κρύβονται πίσω από τα φαινόμενα. Διαμορφώνουμε θεωρίες για τα πράγματα αυτά καθαυτά, τα νοούμενα, και γι' αυτό είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε τα φαινόμενα. Ο Kant δεν εννοούσε αυτό ακριβώς, αλλά δεν έχει σημασία. Ο Ampere ήταν ένας θεωρητικός, για τον οποίο η μεγάλη στιγμή ήρθε στις 11 Σεπτεμβρίου 1820. Παρακολούθησε μία επίδειξη του 0ersted, όπου μία βελόνα πυξίδας απέκλινε εξαιτίας ενός ηλεκτρικού ρεύματος. Ξεκινώντας στις 20 Σεπτεμβρίου, ο Ampere έθεσε, σε εβδομαδιαίες διαλέξεις, τα θεμέλια της θεωρίας του ηλεκτρομαγνητισμού, που τα επινοούσε καθώς προχωρούσε. Αυτή, εν πάση περιπτώσει, είναι η ιστορία. Ο C. W. F. Everitt επισημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει κάτι περισσότερο απ' αυτό και ότι ο Ampere, μη έχοντας καμία επίσημη δική του μετακαντιανή μεθοδολογία, έγραψε το έργο του, έτσι ώστε να ταιριάζει. Ο μεγάλος θεωρητικός-πειραματιστής του ηλεκτρομαγνητισμού, ο James Clerk Maxwell, έγραψε μία σύγκριση του Ampere και του Michael Faraday, μαθητή του H u m p h r y Davy, όπου επαινούσε και τους δύο, τον «επαγωγιστή» Faraday και τον «παραγωγιστή» Ampere. Περιέγραψε την έρευνα του Ampere ως «ένα από τα λαμπρότερα επιτεύγματα της επιστήμης ... τέλεια σε μορφή, ακαταμάχητη σε ακρίβεια ... συνοψισμένη σε έναν τύπο, από τον οποίο μπορούν να παραχθούν όλα τα φαινόμενα», αλλά συνέχισε λέγοντας ότι ενώ οι εργασίες του Faraday αποκαλύπτουν ευθέως τον τρόπο που σκεφτόταν: Μόλις και μετά βίας μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Ampere ανακάλυψε πραγματικά το νόμο της δράσης μέσω των πειραμάτων που περιγράφει. Τείνουμε να υποψιαστούμε αυτό που πράγματι ο ίδιος μας λέει, πως ανακάλυψε το νόμο με κάποια διαδικασία, την οποία δε μας έδειξε, και πως όταν μετά δημιούργησε μία τέλεια επίδειξη, έσβησε όλα τα ίχνη της σκαλωσιάς με την οποία την ανέγειρε. Η Mary Hesse σημειώνει, στο έργο της Δομή τον Επιστημονικού -217 -
Σνμπε-
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ξασ'μού {Structure of Scientific Inference, σσ. 201 κ. ε., 262) ότι ο Maxwell αποκαλούσε τον Ampere Newton του ηλεκτρισμού. Αυτό υπαινίσσεται μία εναλλακτική παράδοση σχετική με τη φύση της επαγωγής, η οποία ανατρέχει στον Newton. Μιλούσε για την παραγωγή από τα φαινόμενα, πράγμα το οποίο ήταν μία επαγωγική διαδικασία. Από τα φαινόμενα συνάγουμε προτάσεις που τα περιγράφουν με ένα τρόπο γενικό και μετά είμαστε σε θέση, διαμέσου του στοχασμού, να δημιουργήσουμε καινούργια φαινόμενα, που μέχρι τούδε δεν είχαμε σκεφθεί. Αυτή εν πάση περιπτώσει ήταν η διαδικασία που ακολουθούσε ο Ampere. Συνήθως ξεκινούσε τις εβδομαδιαίες διαλέξεις του με ένα φαινόμενο, που επιδείκνυε μπροστά στο κοινό του. Συχνά, το πείραμα που δημιουργούσε το φαινόμενο δεν υπήρχε στο τέλος της διάλεξης της προηγούμενης βδομάδας.
ΕΦΕΥΡΕΣΗ (Ε) Ένα ερώτημα που τίθεται με όρους θεωρίας και πειράματος είναι παραπλανητικό, καθώς μεταχειρίζεται τη θεωρία ως ένα μάλλον ενιαίο πράγμα και το πείραμα ως ένα άλλο. Οι ποικιλίες της θεωρίας θα ακολουθήσουν στο κεφάλαιο 12. Έχουμε δει κάποιες ποικιλίες στο πείραμα, αλλά υπάρχουν επίσης άλλες σχετικές κατηγορίες, εκ των οποίων η εφεύρεση είναι μία από τις σημαντικότερες. Η ιστορία της θερμοδυναμικής είναι μία ιστορία πρακτικής εφεύρεσης, που σταδιακά οδηγεί στη θεωρητική ανάλυση. Ένας δρόμος προς τη νέα τεχνολογία είναι η επεξεργασία της θεωρίας και του πειράματος, τα οποία στη συνέχεια εφαρμόζονται σε πρακτικά προβλήματα. Αλλά υπάρχει και άλλος ένας δρόμος, στον οποίο οι εφευρέσεις προηγούνται με το δικό τους πρακτικό ρυθμό και η θεωρία έπεται. Το πιο προφανές παράδειγμα είναι το καλύτερο: η ατμομηχανή. Υπήρξαν τρεις φάσεις εφεύρεσης και αρκετές πειραματικές ιδέες. Οι εφευρέσεις είναι η ατμοσφαιρική μηχανή (1709-15) του Newcomen, η μηχανή συμπύκνωσης (1767-84) του Watt και η μηχανή υψηλής πίεσης (1798) του Trevithick. Αυτό που αποτέλεσε τη βάση των μισών εξελίξεων μετά τη πρωτότυπη εφεύρεση του Newcomen ήταν η έννοια, τόσο από οικονομική όσο και από επιστημονική άποψη, της «απόδοσης» μίας μηχανής, δηλαδή ο αριθμός ποδόλιτρων νερού που αντλούνταν ανά μόδι κάρβουνου. Δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκε η ιδέα. Πιθανώς δεν ανήκε σε κάποιον που καταγράφηκε στην ιστορία της επιστήμης, αλλά μάλλον οφείλεται στην πρακτική αντίληψη - «να αξίζει τα λεφτά του» - των Κορνουαλών διευθυντών - 218 -
πειραμα
των ορυχείων, που παρατήρησαν ότι κάποιες μηχανές αντλούσαν πιο αποδοτικά από άλλες και δεν έβλεπαν το λόγο να βγάζουν λιγότερα, τη στιγμή που το γειτονικό ορυχείο είχε καλύτερη απόδοση. Στην αρχή, η επιτυχία της μηχανής του Newcomen ήταν αβέβαιη, γιατί με εξαίρεση τα βαθιά ορυχεία ήταν ελάχιστα φθηνότερη από τις αντλίες που κινούνταν με άλογα. Το επίτευγμα του Watt, μετά από δεκαεπτά χρόνια δοκιμών και σφαλμάτων, ήταν η παραγωγή μίας μηχανής που είχε εγγυημένα τουλάχιστον τέσσερις φορές καλύτερη απόδοση από την καλύτερη μηχανή του Newcomen. (Φανταστείτε ένα εμπορεύσιμο αυτοκίνητο με την ίδια ισχΰ όπως τα υπάρχοντα αυτοκίνητα, αλλά με τη δυνατότητα να κάνει 100 μίλια ανά γαλόνι, αντί για 25.) Ο Watt ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τον ξεχωριστό συμπυκνωτή και στη συνέχεια μετέτρεψε τη μηχανή σε μηχανή διπλής δράσης, δηλαδή, ενώ έμπαινε ατμός από τη μία μεριά του κυλίνδρου, από την άλλη γινόταν αναρρόφηση κενοΰ. Τέλος, το 1782 εισήγαγε την αρχή της διασταλτικής λειτουργίας, δηλαδή η ροή του ατμοΰ στον κύλινδρο διακοπτόταν νωρίς, επιτρέποντάς του να διαστέλλεται στο υπόλοιπο της διαδρομής κάτω από τη δική του πίεση. Διασταλτική λειτουργία σημαίνει απώλεια της ισχύος μίας μηχανής δεδομένου μεγέθους, αλλά αύξηση σε «απόδοση». Η πιο σημαντική από αυτές τις ιδέες, από την άποψη της καθαρής επιστήμης, ήταν η διασταλτική λειτουργία. Ένα ιδιαίτερα χρήσιμο πρακτικό βοήθημα, που επινοήθηκε γύρω στα 1790 από το συνεργάτη του Watt, τον James Southern, ήταν το διάγραμμα δείκτη. Ο δείκτης ήταν ένας αυτόματος καταγραφέας, που μπορούσε να προσαρμοστεί στη μηχανή, και σχεδίαζε την πίεση στον κύλινδρο ως συνάρτηση του όγκου που καλυπτόταν σε κάθε χρόνο της μηχανής: η επιφάνεια της καμπύλης που καθοριζόταν με αυτόν τον τρόπο ήταν ένα μέτρο του έργου που γίνεται σε κάθε χρόνο της μηχανής. Ο δείκτης χρησιμοποιούνταν για τη ρύθμιση της μηχανής στη μέγιστη απόδοση. Το ίδιο αυτό διάγραμμα έγινε μέρος του κύκλου του Carnot στη θεωρητική θερμοδυναμική. Η μεγάλη συμβολή του Trevithick - που ήταν περισσότερο ζήτημα θάρρους παρά θεωρίας - ήταν το βήμα που έκανε με την κατασκευή μιας μηχανής υψηλής πίεσης, παρά τον κίνδυνο εκρήξεων. Το πρώτο επιχείρημα υπέρ της λειτουργίας υψηλής πίεσης είναι το συμπαγές μέγεθος: μπορούμε να κερδίσουμε περισσότερη ισχύ από μία μηχανή ενός δεδομένου μεγέθους. Έτσι ο Trevithick κατασκεύασε την πρώτη επιτυχημένη κινητήρια μηχανή το 1799. Σύντομα προέκυψε ένα ακόμα αποτέλεσμα. Αν η μηχανή υψηλής πίεσης λειτουργούσε διασταλτικά με έγκαιρη διακοπή της ροής, αυξανόταν η απόδοσή της (τελικά κατά πολύ) σε σχέση με την καλύτερη μηχανή του Watt. Χρειά-219 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
στηκε η μεγαλοφυία του Sadi Carnot (1796-1832), ο οποίος καταπιάστηκε με αυτό το φαινόμενο και ανακάλυψε ότι το πλεονέκτημα της μηχανής υψηλής πίεσης δεν ήταν μόνο η πίεση αλλά και η ανύψωση του σημείου βρασμού του νερού μαζί με την πίεση. Η αποδοτικότητα της μηχανής δεν εξαρτάται από τις διαφορές πίεσης, αλλά από τη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ του ατμού που εισέρχεται στον κύλινδρο και του διεσταλμένου ατμού που βγαίνει από τον κύλινδρο. Έτσι γεννήθηκε ο κύκλος του Carnot, η έννοια της θερμοδυναμικής αποδοτικότητας και τέλος, όταν ενοποιήθηκαν οι ιδέες του Carnot με την αρχή της διατήρησης της ενέργειας, η επιστήμη της θερμοδυναμικής. Τι πραγματικά σημαίνει «θερμοδυναμική»; Το αντικείμενο δεν αφορά στη ροή της θερμότητας, που μπορεί να ονομαστεί δυναμική της θερμότητας, αλλά σε αυτά που μπορούμε να αποκ(|λέσουμε θερμοστατικά φαινόμενα. Κακώς ονομάστηκε έτσι; Ό χ ι . Ο Kelvin έπλασε τις λέξεις «θερμο-δυναμική μηχανή» το 1850, για να περιγράψει κάθε μηχανή σαν την ατμομηχανή ή την ιδανική μηχανή του Carnot. Οι μηχανές αυτές ονομάστηκαν δυναμικές, γιατί μετατρέπουν τη θερμότητα σε έργο. Άρα η ίδια η λέξη «θερμοδυναμική» θυμίζει ότι η επιστήμη αυτή προήλθε από μία βαθιά ανάλυση μίας αξιόλογης σειράς εφευρέσεων. Η ανάπτυξη αυτής της τεχνολογίας συνεπάγεται ατελείωτο «πειραματισμό», αλλά όχι με την έννοια που του έδωσε ο Popper, της δοκιμής της θεωρίας, ούτε της επαγωγικής μορφής κατά Davy. Τα πειράματα ήταν οι εφευρετικές δοκιμές που απαιτούνταν για την τελειοποίηση της τεχνολογίας, που βρίσκεται στο κέντρο της βιομηχανικής επανάστασης.
ΕΝΑ Π Λ Η Θ Ο Σ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΩΝ Ν Ο Μ Ω Ν , ΠΟΥ ΑΝΑΜΕΝΟΥΝ Τ Η ΘΕΩΡΙΑ (Ε) Τ ο βιβλίο Η Θεωρία των Ιδιοτήτων των Μετάλλων και των Κραμάτων {Theory of the Properties of Metals and Alloys, 1936) είναι ένα καθιερωμένο παλιό εγχειρίδιο, του οποίου οι διακεκριμένοι συγγραφείς, ο Ν. F. Mott και ο Η. Jones, συζητούν, μεταξύ άλλων, την αγωγιμότητα του ηλεκτρισμού και της θερμότητας σε διάφορες μεταλλικές ουσίες. Τι πρέπει να συμπεριλαμβάνει σε αυτό το θέμα μία αξιοπρεπής θεωρία; Οι Mott και Jones λένε ότι μία θεωρία της αγωγιμότητας των μετάλλων πρέπει να εξηγεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα πειραματικά αποτελέσματα: (1) Το νόμο Wiedemann-Franz, σύμφωνα με τον οποίο η αναλογία της θερμικής προς την ηλεκτρική αγωγιμότητα ισούται με το Ζ Γ, όπου το Γείναι η απόλυτη θερμοκρασία και το L είναι μία σταθερά, ίδια για όλα τα μέταλλα. - 220 -
πειραμα (2) To απόλυτο μέγεθος της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ενός καθαρού μετάλλου και την εξάρτηση της από τη θέση του στον περιοδικό πίνακα, λ.χ. τις μεγάλες αγωγιμότητες των μονοσθενών μετάλλων και τις μικρές αγωγιμότητες των μετάλλων μετάπτωσης. (3) Τις σχετικά μεγάλες αυξήσεις της αντίστασης, που προκαλούνται από μικρές προσμείξεις σε στερεό διάλυμα, και τον κανόνα Mathiessen, συμφωνά με τον οποίο η μεταβολή της αντίστασης, εξαιτίας μίας μικρής ποσότητας ξένου μετάλλου σε στερεό διάλυμα, είναι ανεξάρτητη από τη θερμοκρασία. (4) Την εξάρτηση της αντίστασης από τη θερμοκρασία και την πίεση. (5) Την εμφάνιση της υπεραγωγιμότητας. Οι Mott και Jones συνεχίζουν λέγοντας πως «εκτός από το (5), η θεωρία της αγωγιμότητας που βασίζεται στην κβαντομηχανική έδωσε τουλάχιστο μία ποιοτική κατανόηση όλων αυτών των αποτελεσμάτων» (σελ. 27). (Η κβαντομηχανική κατανόηση της υπεραγωγιμότητας επετεύχθη τελικώς το 1957.) Τ α πειραματικά αποτελέσματα αυτοΰ του καταλόγου καθιερώθηκαν πολΰ πριν υπάρξει μία θεωρία για να τα συνδυάσει. Ο νόμος Wiedemann-Franz (1) χρονολογείται από το 1853, ο κανόνας Mathiessen (3) από το 1862, οι σχέσεις μεταξύ αγωγιμότητας και θέσης στον περιοδικό πίνακα (2) από το 1890 και η υπεραγωγιμότητα (5) από το 1911. Ό λ α τα δεδομένα υπήρχαν, αυτό που χρειαζόταν ήταν μία θεωρία να τα εναρμονίζει. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτήν την περίπτωση και σε εκείνες της οπτικής και της θερμοδυναμικής είναι ότι η θεωρία δεν προερχόταν άμεσα από τα δεδομένα, αλλά από πολύ πιο γενικές αντιλήψεις περί ατομικής δομής. Η κβαντική μηχανική ήταν ταυτόχρονα κίνητρο και λύση. Κανένας δε θα μπορούσε λογικά να θεωρήσει ότι η οργάνωση των φαινομενολογικών νόμων στο πλαίσιο τη γενικής θεωρίας είναι ένα απλό ζήτημα επαγωγής, αναλογίας ή γενίκευσης. Η θεωρία ήταν εν τέλει ιδιαίτερα σημαντική για τη γνώση και για τις εφαρμογές της. Με αυτό το δεδομένο δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε ότι οι διάφοροι φαινομενολογικοί νόμοι της φυσικής στερεάς κατάστασης προϋπέθεταν μία θεωρία - οποιαδήποτε θεωρία - πριν γίνουν γνωστοί. Ο πειραματισμός έχει πολλές δικές του ζωές.
ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΠΟΛΛΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ; Μετά από αυτήν τη βακώνεια παράθεση παραδειγμάτων πολλών διαφορετικών σχέσεων μεταξύ πειράματος και θεωρίας, ενδεχομένως να δίνεται η εντύπωση ότι δεν έγινε καμία δήλωση που να έχει κάποια καθολικότητα. -221 -
β ' μεροσ:π α ρ ε μ β α ι ν ο ν τ α σ
Αυτό αποτελεί ήδη επίτευγμα, γιατί όπως δείχνουν τα αποσπάσματα από τον Davy και τον Liebig, οποιαδήποτε μονόπλευρη θέαση του πειράματος είναι σίγουρα εσφαλμένη. Ας προχωρήσουμε τώρα προς κάποιες θετικές τοποθετήσεις. Τι είναι η παρατήρηση; Μπορούμε να δοΰμε την πραγματικότητα μέσω ενός μικροσκόπιου; Υπάρχουν κρίσιμα πειράματα; Γιατί οι άνθρωποι μετρούν μετά μανίας μερικές ποσότητες, των οποίων η τιμή, με τουλάχιστον τρία δεκαδικά ψηφία, δεν έχει ουσιαστικό ενδιαφέρον για τη θεωρία ή την τεχνολογία; Υπάρχει κάτι στη φΰση του πειραματισμού, που κάνει τους πειραματιστές επιστημονικούς ρεαλιστές; Ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Τι είναι η παρατήρηση; Είναι κάθε παρατήρηση στην επιστήμη φορτισμένη από θεωρία;
- 222 -
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Δ Ε Κ Α Τ Ο
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Κ
οινότοπα γεγονότα σχετικά με την παρατήρηση έχουν παραποιηθεί με δυο φιλοσοφικούς τρόπους. Ο ένας είναι η εμμονή προς εκείνο που ο Quine αποκαλεί σημασιολογική κλίση (μη μιλάτε για τα πράγματα, μιλήστε για τον τρόπο που μιλάμε για τα πράγματα). Ο άλλος είναι η κυριαρχία της θεωρίας επί του πειράματος. Η πρώτη τάση μάς προτρέπει να μη σκεφτόμαστε την παρατήρηση, αλλά τις παρατηρησιακές δηλώσεις - τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να εκθέσουν τις παρατηρήσεις. Η δεύτερη υποστηρίζει ότι κάθε παρατηρησιακή δήλωση είναι φορτισμένη από θεωρία - δεν υπάρχει παρατήρηση που να προηγείται της θεωρίας. Γι' αυτό, καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε με μερικές μη θεωρητικές, μη γλωσσικές κοινοτοπίες. 1. Η παρατήρηση, ως μία πρωταρχική πηγή δεδομένων, αποτελούσε πάντοτε μέρος των φυσικών επιστημών, αλλά αυτό δεν είναι και τόσο σημαντικό. Εδώ αναφέρομαι στην αντίληψη των φιλοσόφων περί παρατήρησης: την αντίληψη ότι ο πειραματιστής περνάει τη ζωή του κάνοντας παρατηρήσεις, οι οποίες παρέχουν δεδομένα που θέτουν υπό δοκιμασία τη θεωρία ή πάνω στα οποία δομείται η θεωρία. Αυτού του είδους η παρατήρηση παίζει ένα σχετικά επουσιώδη ρόλο στα περισσότερα πειράματα. Μερικοί μεγάλοι πειραματιστές υπήρξαν ανεπαρκείς παρατηρητές. Συχνά το πειραματικό έργο, και το τεκμήριο της εφευρετικότητας ή ακόμα και του μεγαλείου, έχει να κάνει λιγότερο με την παρατήρηση και την καταγραφή και περισσότερο με το να καταφέρουμε, ώστε μία συσκευή να εκθέσει τα φαινόμενα με έναν αξιόπιστο τρόπο. 2. Υπάρχει, ωστόσο, ένα πιο σημαντικό και λιγότερο προσεγμένο είδος παρατήρησης, που είναι απαραίτητο για τον καλό πειραματισμό. Ο καλός πειραματιστής είναι συχνά ο παρατηρητικός εκείνος άνθρωπος, που εντοπίζει τα διδακτικά τεχνάσματα ή τις απροσδόκητες ενδείξεις της μίας ή της -223-
β ' μεροσ: παρεμβαινοντασ
άλλης συσκευής. Δεν μπορούμε να θέσουμε τον εξοπλισμό μας σε λειτουργία, παρά μόνο αν είμαστε παρατηρητικοί. Κάποιες φορές η επίμονη προσοχή σε ένα παράδοξο, το οποίο έχει παραβλεφθεί από ένα λιγότερο ικανό πειραματιστή, είναι αυτό ακριβώς που οδηγεί στη νέα γνώση. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό δεν αφορά τόσο στην έννοια της παρατήρησης όπως την εννοεί ο φιλόσοφος, ως καταγραφή αυτού που κανείς βλέπει, αλλά στην έννοια που χρησιμοποιούμε όταν αποκαλούμε κάποιον παρατηρητικό ενώ κάποιον άλλο όχι. 3. Οι αξιοσημείωτες παρατηρήσεις, όπως αυτές που περιγράφηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο, υπήρξαν κάποιες φορές απαραίτητες για την έναρξη ερευνών, αλλά σπάνια κυριαρχούν στο μεταγενέστερο έργο. Τ ο πείραμα υπερβαίνει την απλή παρατήρηση. 4. Η παρατήρηση είναι μία δεξιότη|α. Κάποιοι άνθρωποι είναι καλύτεροι σ' αυτήν απ' ό,τι άλλοι. Συχνά μπορούμε να βελτιώσουμε αυτήν τη δεξιότητα με εκπαίδευση και εξάσκηση. 5. Μεταξύ της παρατήρησης και της θεωρίας υπάρχουν πολλές διαφορές. Η φιλοσοφική ιδέα μίας γνήσιας «παρατηρησιακής δήλωσης» έχει υποστεί κριτική, επειδή όλες οι δηλώσεις είναι φορτισμένες από θεωρία. Αυτός όμως δεν είναι λόγος για επίθεση. Υπάρχουν αρκετές προθεωρητικές παρατηρησιακές δηλώσεις, ωστόσο σπάνια εμφανίζονται στα χρονικά της επιστήμης. 6. Μολονότι υπάρχει η έννοια του «βλέπω με γυμνό μάτι», οι επιστήμονες σπάνια περιορίζουν σ' αυτό την παρατήρηση. Συνήθως παρατηρούμε αντικείμενα ή γεγονότα με κάποια όργανα. Τ α πράγματα που «βλέπουμε» στην επιστήμη του εικοστού αιώνα μπορούν σπάνια να παρατηρηθούν με τις μη επικουρούμενες ανθρώπινες αισθήσεις.
Η Π Α Ρ Α Τ Η Ρ Η Σ Η ΕΧΕΙ Υ Π Ε Ρ Τ Ι Μ Η Θ Ε Ι Πολλές από τις συζητήσεις σχετικά με την παρατήρηση, τις παρατηρησιακές δηλώσεις και την παρατηρησιμότητα οφείλονται στην κληρονομιά που μας άφησαν οι θετικιστές. Προ του θετικισμού η παρατήρηση δεν κατείχε κεντρική θέση. Ο Francis Bacon είναι ο πρώιμος φιλόσοφος των επαγωγικών επιστημών. Ενδεχομένως θα περιμένατε να λέει πολλά αναφορικά με τις παρατηρήσεις. Στην πραγματικότητα δε χρησιμοποιεί καν τη λέξη. Ο θετικισμός δεν είχε κάνει την εμφάνισή του ακόμα. Η λέξη «παρατήρηση» χρησιμοποιούνταν στην αγγλική γλώσσα, όταν έγραφε ο Bacon, και αναφερόταν κυρίως στις παρατηρήσεις του ύψους ουράνιων σωμάτων, όπως ο ήλιος. Έτσι, από την αρχή κιόλας, η παρατήρη- 224 -
παρατηρηση
ση συνδέθηκε με τη χρήση οργάνων. Ο Bacon χρησιμοποίησε ένα γενικότερο τεχνικό όρο, που συχνά μεταφράζεται με την περίεργη φράση πζονο}ΐιακά παραδείγματα {prerogative instance^. To 1620 κατέγραψε 27 διαφορετικά είδη τέτοιων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σήμερα ονομάζουμε κρίσιμα πειράματα ή πιο σωστά παραδείγματα των σταυροδρομιών {instantiae crucis). Μερικά από τα 27 είδη παραδειγμάτων του Bacon είναι προθεωρητικές αξιοσημείωτες παρατηρήσεις. Άλλα έχουν ως κίνητρο την επιθυμία να τεθεί η θεωρία υπό δοκιμασία. Κάποια άλλα έγιναν με τεχνάσματα που «βοηθούν τις άμεσες δράσεις των αισθήσεων». Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο τα καινούργια μικροσκόπια και το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου, αλλά και «οι κανόνες, οι αστρολάβοι και τα παρόμοια, τα οποία δε μεγεθύνουν την αίσθηση της όρασης, αλλά τη βελτιώνουν και την κατευθύνουν». Ο Bacon προχωρά στις «προκλητικές» συσκευές που «ανάγουν το μη αισθητό σε αισθητό, δηλαδή κάνουν προφανή πράγματα που δεν είναι άμεσα αντιληπτά, μέσω άλλων τα οποία είναι αντιληπτά». [Το Νέον ^Οργανον, {Novum Organuni)^ παράγρ. xxi-lii ]. Ωστόσο, ο Bacon γνωρίζει τη διαφορά μεταξύ αυτού που είναι άμεσα αντιληπτό και αυτών των αθέατων γεγονότων, τα οποία μπορούμε μόνο να τα «προκαλέσουμε». Η διαφορά αυτή είναι για τον Bacon προφανής μεν, ασήμαντη δε. Υπάρχουν στοιχεία, που δείχνουν ότι η διαφορά αυτή καθίσταται σημαντική μόλις μετά το 1800, όταν η ίδια η αντίληψη του «βλέπω» υφίσταται μία μικρή μετατροπή. Μετά το 1800, το ρήμα βλέπω σημαίνει βλέπω την αδιαφανή επιφάνεια των πραγμάτων και όλη η γνώση οφείλει να αντλείται μέσω αυτής της οδού. Αυτό είναι το σημείο εκκίνησης τόσο του θετικισμού όσο και της φαινομενολογίας. Στο σημείο αυτό θα ασχοληθούμε μόνο με το θετικισμό, στον οποίο χρωστάμε τη σαφή διάκριση μεταξύ του συμπερασμού και του να βλέπει κανείς με γυμνό μάτι (ή με άλλες μη επικουρούμενες αισθήσεις).
Η ΘΕΤΙΚΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ Οι θετικιστές, όπως θυμόμαστε, στράφηκαν ενάντια στις αιτίες, στις εξηγήσεις, στις θεωρητικές οντότητες και στη μεταφυσική. Το πραγματικό περιορίστηκε στο παρατηρήσιμο. Αν ο θετικιστής κατανοήσει απόλυτα την παρατηρήσιμη πραγματικότητα, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με τα υπόλοιπα. Το τι επιθυμεί για τα υπόλοιπα διαφέρει ανά περίπτωση. Οι λογικοί θετικιστές αρέσκονταν στην ιδέα της χρήσης της λογικής για την «αναγωγή» των θεωρητικών δηλώσεων, προκειμένου η θεωρία να γίνει μία λογική συντο- 225 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
μογραφία για την έκφραση γεγονότων και την οργάνωση σκέψεων σχετικά με ό,τι μπορεί να παρατηρηθεί. Κατά μία εκδοχή κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε έναν ανούσιο επιστημονικό ρεαλισμό: οι θεωρίες μπορεί να αληθεύουν και οι οντότητες που αναφέρουν μπορεί να υφίστανται, υπό την προϋπόθεση ότι καμία από αυτές τις συζητήσεις δε γίνεται κατανοητή κυριολεκτικά. Κατά μία άλλη εκδοχή της λογικής αναγωγής, αν αναλύονταν οι όροι που αναφέρονται σε θεωρητικές οντότητες, θα καταδεικνύονταν ως εντελώς στερούμενοι της λογικής δομής των αναφορικών όρων. Εφόσον δεν είναι αναφορικοί, δεν αναφέρονται σε τίποτα και οι θεωρητικές οντότητες δεν είναι πραγματικές. Αυτή η χρήση της αναγωγής οδηγεί σε έναν αυστηρό αντιρεαλισμό. Ωστόσο, δεδομένου ότι κανείς δεν έχει κάνει μία λογική αναγωγή οποιασδήποτε ενδιαφέρουσας φυσικής επιστήμης, τέτοιου είδους ερωτήματα παραμένουν μάλλον κενά. Σε 0ίυτήν την περίπτωση οι θετικιστές αλλάζουν τακτική. Ισως, συμφωνώντας με τον Comte και τον van Fraassen, να υποστηρίξουν ότι οι θεωρητικές δηλώσεις μπορούν μεν να γίνουν κυριολεκτικά κατανοητές, αλλά δεν απαιτείται να γίνουν πιστευτές. Ό π ω ς το θέτει ο van Fraassen στο βιβλίο του Η Επιστημονική Εικόνα, «όταν ο επιστήμονας προτείνει μία καινούργια θεωρία, ο ρεαλιστής τον θεωρεί ως υποστηρικτή (της αλήθειας) των προτεινομένων. Αλλά ο αντιρεαλιστής τον θεωρεί ως κάποιον που επιδεικνύει αυτήν τη θεωρία, που την προβάλλει ως έχει, προς θέαση, και που αξιώνει γι' αυτήν ορισμένες αρετές» (σ. 27). Μία θεωρία μπορεί να γίνει αποδεκτή, γιατί εξηγεί κάποια φαινόμενα και συμβάλλει στην πρόβλεψη. Μπορεί να γίνει αποδεκτή για τις πρακτικές της αρετές, χωρίς παράλληλα να θεωρείται ως πραγματικά αληθινή. Θετικιστές, όπως οι Comte, Mach, Carnap και van Fraassen, επιμένουν με διάφορους τρόπους ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ θεωρίας και παρατήρησης. Έτσι προσπαθούν να διασφαλίσουν τον κόσμο από τις επιδρομές της μεταφυσικής.
Η ΑΡΝΗΣΗ Τ Η Σ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ Από τη στιγμή που η διάκριση μεταξύ παρατήρησης και θεωρίας κατέστη σημαντική, ήταν βέβαιο ότι επρόκειτο να την αντικρούσουν. Υπάρχουν δύο λόγοι άρνησης. Ο ένας εκφράζει συντηρητικές και ρεαλιστικές τάσεις. Ο άλλος είναι ριζοσπαστικός, πιο ρομαντικός και συχνά τείνει προς τον ιδεαλισμό. Γύρω στο 1960 υπήρξε ένα ξέσπασμα και των δύο ειδών αντίδρασης. - 226 -
παρατηρηση
Ο Grover Maxwell εξηγεί παραδειγματικά τη ρεαλιστική αντίδραση. Σε ένα άρθρο του, το 1962, υποστηρίζει ότι η αντίθεση μεταξύ του να είναι κανείς παρατηρήσιμος και απλά θεωρητικός είναι ακαθόριστη. Συχνά εξαρτάται περισσότερο από την τεχνολογία, παρά από οτιδήποτε στη σύσταση του κόσμου.^ Εξάλλου, συνεχίζει, η διάκριση δεν έχει μεγάλη σημασία για τις φυσικές επιστήμες. Δεν μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε για να επιχειρηματολογήσουμε ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα καμία θεωρητική οντότητα. Πιο συγκεκριμένα, ο Maxwell υποστηρίζει ότι υπάρχει ένα συνεχές, που ξεκινά με το να κοιτάμε μέσω του κενοΰ. Στη συνέχεια κοιτάμε μέσω της ατμόσφαιρας και μετά κοιτάμε μέσω ενός μικροσκοπίου φωτός. Προς το παρόν αυτή η συνέχεια ενδεχομένως να τερματίζεται κοιτώντας μέσω ενός ηλεκτρονικού μικροσκοπίου σάρωσης. Αντικείμενα όπως τα γονίδια, τα οποία κάποτε υπήρχαν απλώς σε θεωρητική βάση, μεταμορφώνονται σε παρατηρήσιμες οντότητες. Πλέον μπορούμε να δοΰμε τα μεγαλομόρια. Άρα η παρατηρησιμότητα δε μας προσφέρει καμία κατάλληλη μέθοδο για να ταξινομήσουμε τα αντικείμενα της επιστήμης σε πραγματικά και μη πραγματικά. Το ζήτημα του Maxwell δεν έχει κλείσει. Πρέπει να ασχοληθούμε πιο προσεχτικά με τις ίδιες τις τεχνολογίες που θεωρεί ως δεδομένες. Κάτι τέτοιο επιχειρώ να κάνω στο επόμενο κεφάλαιο, που αφορά στα μικροσκόπια. Συμφωνώ με την απαξίωση που δείχνει ο Maxwell στην ορατότητα ως βάση της οντολογίας. Σε μία εργασία, στην οποία αναφέρομαι στη συνέχεια αυτοΰ του κεφαλαίου, ο Dudley Shapere επισημαίνει ότι οι φυσικοί συνήθως μιλούν για την παρατήρηση, ακόμα και για το βλέπειν, με τη χρήση μηχανισμών στους οποίους ούτε το μάτι αλλά ούτε και κανένα άλλο αισθητήριο όργανο δεν μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο. Στο παράδειγμά του προσπαθούμε να παρατηρήσουμε το εσωτερικό του ήλιου χρησιμοποιώντας νετρίνα που εκπέμπονται από ηλιακές διαδικασίες σύντηξης. Το τι θεωρείται παρατήρηση, λέει, εξαρτάται από την ισχύουσα θεωρία. Θα επανέλθω σε αυτό το θέμα, αλλά πρώτα πρέπει να δούμε την πιο τολμηρή και τείνουσα προς τον ιδεαλισμό απόρριψη της διάκρισης μεταξύ θεωρίας και παρατήρησης. Ο Maxwell έλεγε ότι η παρατηρησιμότητα των οντοτήτων δεν έχει να κάνει με την οντολογική τους κατάσταση. Ταυτόχρονα, άλλοι φιλόσοφοι υποστήριζαν ότι δεν υπάρχουν γνήσιες
^ G. Maxwell, «The ontological status of theoretical entities», Minnesota Studies in the Philosophy ofScience 3 (1962), σσ. 3-27.
- 227 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ηαρατηρησιακές δηλώσεις^ γιατί όλες επηρεάζονται από τη θεωρία. Χαρακτηρίζω την άποψη αυτή τείνουσα προς τον ιδεαλισμό, διότι καθορίζει το ίδιο το περιεχόμενο ακόμη και της πλέον ασήμαντης επιστημονικής έκφρασης βάσει του πώς σκεφτόμαστε, παρά βάσει της ανεξάρτητης από το νου πραγματικότητας. Οι διαφορές αυτές μπορούν να παρασταθούν σχηματικά ως εξής:
Θετικισμός: (μία έντονη διάκριση μεταξύ θεωρίας και παρατήρησης)
/ (
Συντηρητική αντίδραση (ρεαλιστική): δεν υπάρχει σημαντική διάκριση μεταξύ παρατηρήσιμων και μη παρατηρήσιμων οντοτήτων. Ριζοσπαστική αντίδραση (ιδεαλιστική): όλες οι παρατηρησιακές δηλώσεις είναι φορτισμένες από θεωρία.
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ Φ Ο Ρ Τ Ι Σ Η Το 1959 ο Ν. R. Hanson μας έδωσε τη λέξη-κλειδί «θεωρητική φόρτιση» στο εξαιρετικό του βιβλίο Υποδείγ^ιατα Ανακάλυψης {Patterns of Discovery). Η ιδέα είναι ότι κάθε παρατηρησιακός όρος και πρόταση θεωρείται ότι φέρει πάνω του ένα φορτίο θεωρίας. Ένα γεγονός σχετικό με τη γλώσσα τείνει να κυριαρχήσει σε εκείνα τα τμήματα του βιβλίου Υποδείγματα Ανακάλυψης, όπου εμφανίζεται η λέξη «θεωρητική φόρτιση». Ο Hanson μας υπενθυμίζει ότι υπάρχουν πολΰ περίπλοκοι γλωσσικοί κανόνες ακόμα και για τις πιο κοινές λέξεις, για παράδειγμα το ρήμα «πληγώνω» και το ουσιαστικό «πληγή». Μόνο μερικά κοψίματα, τραυματισμοί κ.λπ., σε πολΰ συγκεκριμένες περιπτώσεις, θεωρούνται πληγές. Αν ένας χειρουργός περιγράψει μια ανοιχτή πληγή στο πόδι ενός άντρα ως τραύμα, αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι ο άντρας χτυπήθηκε σε καβγά ή σε μάχη. Τέτοιου είδους επαγωγές εμφανίζονται διαρκώς, αλλά κατά τη γνώμη μου δεν αξίζει να τις ονομάσουμε θεωρητικές υποθέσεις. Αυτό το κομμάτι του δόγμαι^ς περί φορτισμένων από θεωρία προτάσεων αποτελεί ένα σημαντικό και αναντίρρητο ισχυρισμό για την κοινή γλώσσα. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δε συνεπάγεται ότι όλες οι παρατηρησιακές αναφορές πρέπει να είναι φορτισμένες από επιστημονικές θεωρίες. Ο Hanson επισημαίνει επίσης ότι έχουμε την τάση να προσέχουμε - 228 -
παρατηρηση
πράγματα μόνον όταν τα προσδοκούμε, συχνά από θεωρητική άποψη, πράγμα το οποίο τα κάνει να φαίνονται ενδιαφέροντα ή τουλάχιστον σημαντικά. Αυτό ισχύει μεν, αλλά διαφέρει από το δόγμα της θεωρητικής φόρτισης. Θα επανέλθω σ' αυτό σύντομα, αλλά πρώτα θα ασχοληθώ με ορισμένους πιο αμφίβολους ισχυρισμούς.
0 1 ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ LAKATOS ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ Τ Η Ν ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ Ο Lakatos, για παράδειγμα, λέει ότι το απλούστερο είδος διαψευσιμότητας - το είδος που συχνά αποδίδουμε στον Popper - δε μας εξυπηρετεί, καθώς εκλαμβάνει ως δεδομένη μία διάκριση μεταξύ θεωρίας και παρατήρησης. Δεν μπορούμε να δεχτούμε τον απλοϊκό κανόνα για τις θεωρίες, ότι ο άνθρωπος τις προτείνει και η φύση τις ανατρέπει. Αυτός ο κανόνας, ισχυρίζεται ο Lakatos, βασίζεται σε δύο εσφαλμένες υποθέσεις. Πρώτον ότι υπάρχει ένα ψυχολογικό όριο μεταξύ εικοτολογικών και παρατηρησιακών προτάσεων και δεύτερον ότι οι παρατηρησιακές προτάσεις μπορούν να αποδειχτούν εξετάζοντας τα γεγονότα. Τα τελευταία 15 χρόνια αποδοκιμάζουμε αυτές τις υποθέσεις, ωστόσο οφείλουμε να έχουμε και κάποια επιχειρήματα. Τα επιχειρήματα του Lakatos είναι απογοητευτικά απλοϊκά και ατελέσφορα. Λέει πως «ήδη μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα υπονομεύουν την πρώτη υπόθεση». Στην πραγματικότητα δίνει το παράδειγμα του Γαλιλαίου, ο οποίος χρησιμοποίησε ένα τηλεσκόπιο για να δει ηλιακές κηλίδες, ένα θέαμα, το οποίο δεν μπορεί να είναι γνήσια παρατηρησιακό. Υποτίθεται πως κάτι τέτοιο αντικρούει ή υπονομεύει τη διάκριση μεταξύ θεωρίας και παρατήρησης; Ό σ ο ν αφορά στο δεύτερο σημείο, ότι κάποιος μπορεί να κοιτάξει και να δει αν οι παρατηρησιακές προτάσεις είναι αληθείς, ο Lakatos γράφει με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία: «καμία αναφερόμενη σε γεγονότα πρόταση δεν μπορεί ποτέ να αποδειχτεί με ένα πείραμα ... κανείς δεν μπορεί να αποδείξει μία δήλωση βασιζόμενος στην εμπειρία ... Αυτό αποτελεί ένα από τα βασικά σημεία της στοιχειώδους λογικής, σημείο, ωστόσο, το οποίο ακόμα και σήμερα σχετικά λίγοι κατανοούν» (I, σ. 16). Μία τέτοια υπεκφυγή όσον αφορά στο ρήμα «αποδεικνύω» είναι ιδιαίτερα απογοητευτική, όταν προέρχεται από ένα συγγραφέα, από τον οποίο έμαθα τις διαφορετικές έννοιες του ρήματος: ότι στην κυριολεξία το ρήμα φέρει την έννοια του «δοκιμάζω» (π.χ. «η απόδειξη της πουτίγκας είναι το να τη φας», το τυπογραφικό δοκίμιο) και ότι τέτοιες δοκιμές μάς οδηγούν συχνά στην απόδειξη γεγονότων (η πουτίγκα είναι βαριά, το δοκίμιο είναι γεμάτο με τυπογραφικά λάθη). - 229 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ΠΕΡΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ Ο Paul Feyerabend στα δοκίμιά του, σύγχρονα της εργασίας του Hanson, υποτίμησε και αυτός τη σημασία της διάκρισης μεταξύ θεωρίας και παρατήρησης. Έκτοτε έφτασε στο σημείο να απορρίψει τη φιλοσοφική εμμονή στη γλώσσα και στα νοήματα. Κατήγγειλε την ίδια την έκφραση «θεωρητική φόρτιση». Αλλά αυτό δεν έγινε επειδή θεώρησε ότι κάποια από όσα λέμε είναι ελεύθερα από τη θεωρία. Εντελώς το αντίθετο. Το να ονομάσουμε μία δήλωση φορτισμένη από θεωρία, λέει, σημαίνει ότι θεωρούμε πως υπάρχει κάποιου είδους παρατηρησιακό φορτηγό, στο οποίο φορτώνεται ένα θεωρητικό φορτίο. Δεν υπάρχει κανένα τέτοιο φορτηγό. Η θεωρία βρίσκεται παντού. Ο Feyerabend λέει στο πιο γνωστό του βιβλίο, Ενάντια στη Μέθοδο (1977), ότι δεν υπάρχει νόημα στη διάκριση μεταξύ θεωρίας και παρατήρησης. Περιέργως, παρά την ομολογοΰμενη απόρριψη των γλωσσολογικών συζητήσεων, εξακολουθεί να μιλά ωσάν η διάκριση μεταξύ θεωρίας και παρατήρησης να είναι μία διάκριση μεταξύ προτάσεων. Θεωρεί ότι πρόκειται μόνο για προφανείς και λιγότερο προφανείς προτάσεις ή για μία διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων προτάσεων. «Κανείς δεν αρνείται ότι μπορούν να γίνουν τέτοιες διακρίσεις, αλλά κανείς δεν πρόκειται να τους δώσει ιδιαίτερη σημασία, γιατί δεν παίζουν κανέναν αποφασιστικό ρόλο στο έργο της επιστήμης» (σ. 68). Διαβάζουμε, εξάλλου, κάτι που μοιάζει με το δόγμα του «θεωρητικής φόρτισης» σε πλήρη ισχΰ: «οι παρατηρησιακές αναφορές, τα πειραματικά αποτελέσματα, 'οι αναφερόμενες σε γεγονότα δηλώσεις' είτε περιέχουν θεωρητικές υποθέσεις είτε τις υποστηρίζουν με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται» (σ. 31). Διαφωνώ με αυτό που στην ουσία λέγεται εδώ, αλλά, πριν εξηγήσω γιατί, θέλω να αναιρέσω κάτι το οποίο υπονοείται με σχόλια όπως το παρακάτω. Δίνουν την εικόνα ότι τα πειραματικά αποτελέσματα εξαντλούν ό,τι έχει σημασία για ένα πείραμα και ότι τα πειραματικά αποτελέσματα δηλώνονται, ή ακόμα και συγκροτούνται, από μία παρατηρησιακή αναφορά ή από μία «αναφερόμενη σε γεγονότα δήλωση». Θα επιμείνω στην κοινοτοπία ότι το να πειραματίζεται κανείς δε σημαίνει να δηλώνει ή να αναφέρει, αλλά να πράττει - και όχι να κάνει πράγματα με τα λόγια.
ΔΗΛΩΣΕΙΣ, ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ, ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Η παρατήρηση και το πείραμα δεν είναι το ίδιο πράγμα οΰτε καν οι αντίθετοι πόλοι μίας ομαλής κλίμακας. Προφανώς πολλές ενδιαφέρουσες - 230 -
παρατηρηση
παρατηρήσεις δεν έχουν καμία σχέση με πειράματα. Το έργο του Claude Bernard, Εισαγωγή στη Μελέτη της Πειραματικής Ιατρικής {Introduction to the Study of Experimental Medicine, 1865), συνιστά την κλασική απόπειρα διάκρισης μεταξύ της έννοιας του πειράματος και της παρατήρησης. Δοκιμάζει αυτήν την ταξινόμηση με ένα πλήθος δύσκολων παραδειγμάτων από την ιατρική, όπου η παρατήρηση και το πείραμα μπερδεύονται. Ας μελετήσουμε τον Δρα Beauchamp, ο οποίος στον αγγλοαμερικανικό πόλεμο του 1812 είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τις λειτουργίες του πεπτικού συστήματος ενός άντρα με μία τρομερή ανοιχτή πληγή στο στομάχι. Αυτό ήταν πείραμα ή απλά μία αλληλουχία μοιραίων παρατηρήσεων σε σχεδόν μοναδικές συνθήκες; Δε θέλω να συνεχίσω με τέτοιου είδους θέματα, αλλά αντίθετα να τονίσω κάτι, το οποίο είναι περισσότερο καταφανές στη φυσική παρά στην ιατρική. Το πείραμα Michelson-Morley έχει το πλεονέκτημα ότι είναι ευρέως γνωστό. Είναι διάσημο, γιατί στα μάτια μερικών ιστορικών αντέκρουε, εκ των υστέρων, ολόκληρη τη θεωρία του ηλεκτρομαγνητικού αιθέρα και άρα ήταν ο πειραματικός πρόδρομος της θεωρίας της σχετικότητας του Einstein. Η κυρίως δημοσιευμένη αναφορά στοχ) πειράματος του 1887 έχει έκταση 12 σελίδες. Οι παρατηρήσεις i^waN κατά τη διάρκεια μερικών ωρών στις 8, 9, 11 και 12 Ιουλίου. Τα αποτελέσματα \oxi πειράματος ήταν έντονα αμφιλεγόμενα. Ο Micheison θεώρησε ότι το κυριότερο αποτέλεσμα ήταν η απόρριψη της κίνησης της γης ως προς τον αιθέρα. Ό π ω ς δείχνω παρακάτω, στο κεφάλαιο 15, πίστευε επίσης ότι το αποτέλεσμα αναιρούσε μία θεωρία που είχε χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει γιατί τα αστέρια δεν είναι ακριβώς εκεί που φαίνεται πως βρίσκονται. Εν πάση περιπτώσει, το πείραμα διήρκεσε πάνω από ένα χρόνο. Αυτό συμπεριλάμβανε την κατασκευή και την ανακατασκευή της συσκευής, καθώς και την προσπάθεια να την κάνει να δουλέψει και πάνω από όλα να αποκτήσει την ιδιαίτερη ικανότητα να αναγνωρίζει πότε η συσκευή δουλεύει. Η κοινή πρακτική επέβαλε να χρησιμοποιούμε την ταμπέλα «το πείραμα Micheison - Morley», για να δείξουμε μία σειρά διακοπτόμενων εργασιών, που ξεκινούν με την αρχική επιτυχία του Micheison το 1881 (ή ακόμα νωρίτερα με κάποιες αποτυχίες) και συνεχίζουν με τη δουλειά του D. C. Miller στη δεκαετία του 1920. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το πείραμα διήρκεσε μισό αιώνα, ενώ οι παρατηρήσεις διήρκεσαν ίσως μιάμιση μέρα. Επιπλέον, το κύριο αποτέλεσμα του πειράματος, παρ' ότι δεν ήταν ένα πειραματικό αποτέλεσμα, ήταν μία ριζοσπαστική αλλαγή ως προς τις δυνατότητες των μετρήσεων. Ο Micheison κέρδισε το - 231 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
βραβείο Nobel γι' αυτήν την αλλαγή και όχι για τη συνεισφορά του στις θεωρίες περί αιθέρα. Εν ολίγοις, «οι αναφερόμενες σε γεγονότα δηλώσεις, οι παρατηρησιακές αναφορές και τα πειραματικά αποτελέσματα» του Feyerabend δεν είναι καν το ίδιο πράγμα. Αν τα περιλάβουμε στην ίδια κατηγορία, θα είναι αδύνατο να αντιληφθούμε οτιδήποτε συμβαίνει στην πειραματική επιστήμη. Πιο συγκεκριμένα, δεν έχουν καμία σχέση με τη διάκριση του Feyerabend μεταξύ μακρών και βραχέων προτάσεων.
Π Α Ρ Α Τ Η Ρ Η Σ Η ΑΝΕΥ ΘΕΩΡΙΑΣ Ο Feyerabend λέει ότι οι παρατηρησιακές αναφορές κ.λπ. πάντα περιέχουν ή υποστηρίζουν θεωρητικές υποθέσεις. Η υποστήριξη αυτή δεν αξίζει να συζητηθεί, γιατί προφανώς είναι εσφαλμένη, εκτός αν κάποιος προσδώσει στις λέξεις ένα αρκετά ευρΰ νόημα, έτσι ώστε η υποστήριξη να είναι μεν αληθής αλλά κοινότοπη. Οι περισσότερες από τις λεκτικές σοφιστείες προέκυψαν γΰρω από τη λέξη «θεωρία», μία λέξη η οποία είναι καλύτερο να περιοριστεί σε ένα αρκετά ειδικό σύνολο υποθέσεων ή προτάσεων με ένα συγκεκριμένο θέμα. Δυστυχώς, στο απόσπασμα που παρέθεσα, ο Feyerabend χρησιμοποιεί τη λέξη «θεωρία» για να δηλώσει όλα τα είδη εμβρυωδών, άρρητων ή καταλογιζόμενων πεποιθήσεων. Συνοψίζοντας τις θέσεις του χωρίς καμία κακόβουλη διάθεση, παραθέτουμε τα γραφόμενά του περί κάποιων υποτιθέμενων συνηθειών και πεποιθήσεων: Η συνήθεια μας να λέμε ότι το τραπέζι είναι καφέ, όταν το βλέπουμε υπό κανονικές συνθήκες, ή να λέμε ότι το τραπέζι φαίνεται καφέ, όταν το βλέπουμε κάτω από άλλες συνθήκες ... η πεποίθηση ότι μερικές από τις αισθητηριακές εντυπώσεις μας λένε την αλήθεια και άλλες όχι ... ότι το μέσο ανάμεσα σε εμάς και το αντικείμενο δε διαστρεβλώνει ... ότι η φυσική οντότητα που εγκαθιστά την επαφή μάς μεταφέρει μία αληθή εικόνα ... Ό λ α αυτά υποτίθεται ότι είναι θεωρητικές υποθέσεις, που κρύβονται πίσω από τις κοινές παρατηρήσεις και «το υλικό που έχει ο επιστήμονας στη διάθεσή του, οι πιο εμπνευσμένες του θεωρίες, συμπεριλαμβανομένων των πλέον εκλεπτυσμένων τεχνικών του, δομούνται κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο». Τώρα αν εκλάβουμε όλα τα παραπάνω κατά λέξη, έχουν ειπωθεί μάλλον βιαστικά, για να το πούμε ευγενικά. Για παράδειγμα, τι σημαίνει αυτό το: «συνήθεια να λέμε ότι το τραπέζι είναι καφέ, όταν το βλέπουμε υπό κανονι- 232 -
παρατηρηση
κές συνθήκες»; Αμφιβάλλω αν ποτέ πριν, σε όλη μου τη ζωή, εκστόμισα καν την πρόταση «το τραπέζι είναι καφέ» ή «το τραπέζι φαίνεται καφέ». Σίγουρα δε συνηθίζω να λέω την πρώτη πρόταση, όταν κοιτάζω με καλό φωτισμό ένα τραπέζι. Έ χ ω γνωρίσει ένα μόνον άνθρωπο με μια τέτοια συνήθεια, έναν τρελό Γάλλο, που συνήθιζε να επαναλαμβάνει «C est de la merdey ςα», όποτε έβλεπε περιττώματα υπό κανονικές οπτικές συνθήκες, όπως όταν, για παράδειγμα, ρίχναμε κοπριά σε ένα χωράφι. Οΰτε πρόκειται να καταλογίσω στον κακομοίρη τον Boul-boul οποιαδήποτε από τις υποθέσεις που καταγράφει ο Feyerabend. Ο Feyerabend μας έδειξε πώς να μην μιλάμε για την παρατήρηση, το λόγο, τη θεωρία, τις συνήθειες ή τις αναφορές. Φυσικά, όταν λέμε κάτι, έχουμε παντός είδους προσδοκίες, προκαταλήψεις, απόψεις, λειτουργικές υποθέσεις και συνήθειες. Κάποιες από αυτές τις εκφράζουμε, κάποιες υπονοούνται από τα συμφραζόμενα. Ένας ευαίσθητος μελετητής του ανθρώπινου μυαλοΰ μπορεί να καταλογίσει κάποιες άλλες στον ομιλητή. Κάποιες προτάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι υποθέσεις ή προϋποθέσεις σε σχέση με κάποια συμφραζόμενα, δεν είναι τέτοιες στο πλαίσιο της καθημερινότητας. Άρα, θα μπορούσα να κάνω την υπόθεση ότι ο αέρας μεταξύ εμού και της τυπωμένης σελίδας δεν αλλοιώνει τα σχήματα των λέξεων που βλέπω και θα μπορούσα ίσως να ερευνήσω αυτήν την υπόθεση. (Πώς;) Ό μ ω ς όταν διαβάζω δυνατά ή κάνω διορθώσεις σε αυτήν τη σελίδα, απλώς αλληλεπιδρώ με κάτι που με ενδιαφέρει και είναι λάθος να μιλώ για υποθέσεις. Ειδικότερα, είναι λάθος να μιλώ για θεωρητικές υποθέσεις. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα πώς θα ήταν μία θεωρία της μη διαστρέβλωσης από τον αέρα. Φυσικά, αν θέλει κανείς να ονομάζει θεωρία την κάθε πεποίθηση, αρχική πεποίθηση ή πεποίθηση που μπορεί να εφευρεθεί, ας το κάνει. Αλλά τότε, ο ισχυρισμός περί θεωρητικής φόρτισης είναι τετριμμένος. Στην ιστορία της επιστήμης έχουν γίνει σημαντικές παρατηρήσεις, οι οποίες δε συμπεριλάμβαναν καμία θεωρητική υπόθεση. Οι αξιοσημείωτες παρατηρήσεις του προηγούμενου κεφαλαίου προσφέρονται ως παραδείγματα. Εδώ παρατίθεται ένα ακόμα πιο πρόσφατο παράδειγμα, στο οποίο μπορούμε να επισημάνουμε και μία πρωταρχική παρατηρησιακή δήλωση.
Ο HERSCHEL ΚΑΙ Η ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΟΥΜΕΝΗ Θ Ε Ρ Μ Ο Τ Η Τ Α Ο William Herschel ήταν ένας έξυπνος και ακόρεστος ερευνητής του μεσονύκτιου ουρανού, κατασκευαστής του μεγαλύτερου τηλεσκοπίου της εποχής του και ένας από αυτούς που επέκτειναν κατά πολύ τις γνώσεις μας - 233 -
β ' μεροσ:π α ρ ε μ β α ι ν ο ν τ α σ
για τον ουρανό. Εδώ, αναφέρομαι σε ένα γεγονός του 1800, όταν ο Herschel ήταν 61 ετών. Εκείνη τη χρονιά, όπως υπολογίζουμε σήμερα, ανακάλυψε την ακτινοβολούμενη θερμότητα. Έκανε περίπου 200 πειράματα και δημοσίευσε τέσσερις σημαντικές εργασίες πάνω στο θέμα, εκ των οποίων η τελευταία έχει έκταση 100 σελίδες. Ό λ α βρίσκονται στα Φιλοσοφικά Πεπραγμένα της Βασιλικής Ακαδημίας τον» 1800 {Philosophical Transactions of the Royal Society. Ξεκίνησε κάνοντας αυτό που σήμερα θεωρούμε ως τη σωστή πρόταση για την ακτινοβολούμενη θερμότητα, αλλά κατέληξε σε ένα δίλημμα, όντας αβέβαιος για το πού βρίσκεται η αλήθεια. Σε ένα από τα τηλεσκόπιά του χρησιμοποιούσε έγχρωμα φίλτρα. Παρατήρησε ότι τα διαφορετικού χρώματος φίλτρα μεταδίδουν διαφορετική ποσότητα θερμότητας: «Όταν χρησιμοποίησα κάποια από αυτά ένιωσα μια αίσθηση θε|ζί|ιότητας, παρ' ότι το φως ήταν λίγο, ενώ άλλα μου έδιναν πολύ φως με μία ελάχιστη αίσθηση θερμότητας». Στο σύνολο της φυσικής επιστήμης δε θα μπορούσαμε να βρούμε μία αισθητηριακή αναφορά καλύτερη από αυτή. Φυσικά, δεν τη θυμόμαστε για την αισθητηριακή αξία της, αλλά για ό,τι επακολούθησε. Γιατί ο Herschel συνέχισε; Πρώτα από όλα ήθελε φίλτρα καταλληλότερα για να κοιτάζει τον ήλιο. Ασφαλώς είχε κατά νου και ορισμένα υποθετικά ζητήματα, που τότε μόλις έρχονταν στο προσκήνιο. Χρησιμοποίησε θερμόμετρα για να μελετήσει το θερμικό αποτέλεσμα των ακτίνων φωτός, που χωρίζονταν με τη βοήθεια ενός πρίσματος. Αυτό πραγματικά τον έβαλε σε σκέψεις, αφού ανακάλυψε όχι μόνον ότι το πορτοκαλί θερμαίνει περισσότερο από το γαλάζιο, αλλά και ότι εμφανίζεται θερμικό αποτέλεσμα και κάτω από το κόκκινο στο ορατό φάσμα. Η πρώτη του εικασία για το φαινόμενο αυτό ήταν σε γενικές γραμμές αυτό που πιστεύουμε σήμερα. Θεώρησε ότι ο ήλιος εκπέμπει τόσο ορατές όσο και αόρατες ακτίνες. Τα μάτια μας είναι ευαίσθητα μόνο σε ένα τμήμα του φάσματος της ακτινοβολίας. Η θερμότητα προέρχεται από ένα διαφορετικό τμήμα, εν μέρει επικαλυπτόμενο. Εφόσον πίστευε στη νευτώνεια σωματιδιακή θεωρία του φωτός, θεωρούσε ότι οι ακτίνες συντίθενται από σωματίδια. Η όραση αντιδρά στα σωματίδια από το ιώδες έως το κόκκινο, ενώ η αίσθηση της θερμότητας αντιδρά στα σωματίδια από το κίτρινο έως το υπέρυθρο. Στη συνέχεια ξεκίνησε να ερευνά την ιδέα αυτή, ελέγχοντας αν οι ακτίνες θερμότητας και φωτός στο ορατό φάσμα έχουν τις ίδιες ιδιότητες. Έτσι, σύγκρινε την ανάκλαση, τη διάθλαση και τη «διαφορική διαθλασιμότητα» ή διασκεδασμό, την τάση τους να απορροφώνται από διαφανή σώματα και την τάση τους να διασκορπίζονται από τραχιές επιφάνειες. - 234 -
παρατηρηση
Στο στάδιο αυτό βλέπουμε στις εργασίες του Herschel ένα μεγάλο αριθμό παρατηρήσεων για το ποσοστό εκπομπής του φωτός υπό διαφορετικές γωνίες κ.ο.κ. Έχει βεβαίως μία πειραματική ιδέα, η οποία όμως είναι θολή. Η θεωρία του ήταν πέρα για πέρα νευτώνεια: πίστευε ότι το φως αποτελούνταν από ακτίνες σωματιδίων, αλλά αυτό είχε περιορισμένο αντίκτυπο στις λεπτομέρειες της έρευνάς του. Οι δυσκολίες του δεν ήταν θεωρητικές αλλά πειραματικές. Η φωτομετρία - η πρακτική μέτρησης των ιδιοτήτων του εκπεμπόμενου φωτός — είχε προχωρήσει αρκετά μετά από 40 χρόνια ερευνών, αλλά η θερμιδομετρία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Υπήρχαν διαδικασίες για το φιλτράρισμα των ακτίνων του φωτός, αλλά πώς θα μπορούσε κανείς να φιλτράρει ακτίνες θερμότητας; Ο Herschel διερευνούσε διάφορα φαινόμενα. Ισχυρίστηκε πολλές φορές ότι έφτασε σε επίπεδα ακρίβειας, τα οποία σήμερα θεωρούμε εσφαλμένα. Μέτρησε όχι μόνο τη μετάδοση του φωτός, αλλά και τη μετάδοση της θερμότητας με σφάλμα ένα τοις χιλίοις. Δε θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι τέτοιο! Αλλά, αν θέλουμε να επαναλάβουμε αυτά που ενδεχομένως έκανε, αντιμετωπίζουμε ένα ιδιαίτερο πρόβλημα, διότι ο Herschel εργάστηκε με μία ευρεία ποικιλία πρόχειρων φίλτρων όπως, για παράδειγμα, μία κανάτα με μπράντι. Ό π ω ς σημειώνει ένας ιστορικός, το δικό του μπράντι ήταν σχεδόν μαύρο σαν πίσσα. Σήμερα δεν μπορούμε να επαναλάβουμε τη μέτρηση με αυτήν την ουσία, όποια κι αν ήταν. Ο Herschel έδειξε ότι η θερμότητα και το φως μοιάζουν όσον αφορά στην ανάκλαση, τη διάθλαση και το διασκεδασμό. Αυτό που τον δυσκόλεψε ήταν η διάδοση. Φαντάστηκε ένα ημιδιαφανές μέσο, το οποίο θα εμπόδιζε μία συγκεκριμένη ποσότητα ακτίνων ενός ορισμένου είδους, για παράδειγμα κόκκινων. Η ιδέα του για το κόκκινο ήταν ότι η θερμική ακτίνα, που διαθλάται με το συντελεστή του κόκκινου φωτός, ταυτίζεται με το κόκκινο φως που έχει τον ίδιο συντελεστή. Έτσι, αν το χψο του φωτός διαδοθεί και η θερμότητα και το φως ταυτιστούν σε αυτό το τμήμα του φάσματος, πρέπει επίσης να διαδοθεί το Λ:% της θερμότητας. Ρωτά: «Η θερμότητα, που έχει το δείκτη διάθλασης των κόκκινων ακτίνων, προκαλείται από το φως αυτών των ακτίνων;». Βρίσκει πως όχι. Ένα ορισμένο κομμάτι γυαλιού που μεταδίδει σχεδόν όλο το κόκκινο φως παρεμποδίζει το 96,2% της θερμότητας. Άρα η θερμότητα δεν μπορεί να ταυτιστεί με το φως. Ο Herschel εγκατέλειψε την αρχική του υπόθεση και δεν ήξερε τι ακριβώς να σκεφτεί. Έτσι, κατά τα τέλη του 1800, μετά από 200 πειράματα και τέσσερις κύριες δημοσιεύσεις, τα παράτησε. Ακριβώς τον επόμενο χρόνο, ο Thomas Young, του οποίου το έργο στη συμβολή έθεσε τα θεμέλια ή αναδη- 235 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
μιοΰργησε την κυματική θεωρία του φωτός, έδωσε την Bakerian διάλεξη, όπου τέθηκε υπέρ της αρχικής υπόθεσης του Herschel. Άρα, το πειραματικό δίλημμα του Herschel του ήταν μάλλον αδιάφορο. Ισως η κυματική θεωρία να ήταν πιο δεκτική στην ακτινοβολοΰμενη θερμότητα απ' ό,τι η νευτώνεια θεωρία των ακτίνων ελαφρών σωματιδίων. Αλλά στην πραγματικότητα, ο σκεπτικισμός γΰρω από την ακτινοβολοΰμενη θερμότητα διήρκεσε πολΰ μετά την εξασθένηση της νευτώνειας θεωρίας. Λύθηκε μόνο με τον εξοπλισμό που εφηύρε ο Macedonio Melloni (1798-1854). Ό τ α ν εφηύρε το θερμοστοιχείο (thermocouple, 1830), ο Melloni συνειδητοποίησε ότι είχε τώρα στα χέρια του ένα όργανο με το οποίο μπορούσε να μετρήσει τη διάδοση της θερμότητας μέσω διαφορετικών ουσιών. Αυτό είναι ένα από τα αναρίθμητα παραδείγματα για το ότι μία εφεύρεση καθισ^τά έναν πειραματιστή ικανό να επιχειρήσει μί/Χ νέα έρευνα, η οποία με τη 'σειρά της καθιστά σαφή την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ο θεωρητικός. Ο Herschel είχε πιο πριμιτίφ πειραματικά προβλήματα. Τι ήταν αυτό που παρατηρούσε; Αυτό ήταν το ερώτημα που έθεταν οι επικριτές του. Το 1801 αμφισβητήθηκε με κακοήθη τρόπο. Τα πειραματικά του αποτελέσματα καταρρίφθηκαν. Ένα χρόνο αργότερα, τα αποτελέσματα αυτά, λίγο-πολύ, αναπαρήχθησαν. Υπήρχαν πολλές σοβαρές και απλές πειραματικές δυσκολίες. Για παράδειγμα ένα πρίσμα δεν τελειώνει απλά στο κόκκινο. Κάποιο διάχυτο φως διασπείρεται και φτάνει κάτω από το κόκκινο ως αχνό λευκό φως. Άρα, δεν είναι πιθανό να προκαλείται η «υπέρυθρη» θερμότητα από αυτό το λευκό φως; Εδώ παρεμβλήθηκε μία νέα πειραματική ιδέα. Δεν υπάρχει καμία σημαντική αόρατη θερμότητα πάνω από το ιώδες, αλλά δεν είναι πιθανό να εξακολουθεί να υπάρχει «ακτινοβολία»; Ή τ α ν γνωστό ότι το χλωρίδιο του αργΰρου αντιδρά, όταν εκτίθεται στο ιώδες άκρο του φάσματος. (Αυτή είναι η αρχή της φωτογραφίας.) Ο J. W. Ritter to εξέθεσε πέρα από το ιώδες και πέτυχε μία αντίδραση· σήμερα λέμε ότι στα 1802 ανακάλυψε το υπεριώδες.
Ο Σ Ο Ν ΑΦΟΡΑ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η Ο Herschel παρατήρησε το φαινόμενο της διαφοράς στη θέρμανση από τα διαφορετικά χρώματα του φωτός και αυτό το ανέφερε ως καθαρή καταγραφή αισθητηριακών δεδομένων, που όμοιά της δε θα ξανασυναντήσουμε στη φυσική. Δεν έχω την πρόθεση να απορρίψω όσα υποστήριξε ο Hanson, ότι κάποιος μπορεί να δει ή να προσέξει ένα φαινόμενο μόνο αν έχει μία θεωρία, η οποία να βγάζει κάποιο νόημα από αυτό. Στην περίπτωση του - 236 -
παρατηρηση
Herschel η έλλειψη θεωρίας τον έκανε να βγει από το λήθαργο και να παρατηρήσει. Συχνά συναντούμε το αντίθετο. Το βιβλίο του Hanson, Το Ποζιτρόνιο {The Positron, 1965), μολονότι περιέχει ορισμένες αμφιλεγόμενες περιγραφές ανακαλύψεων, συνιστά μία καλή απεικόνιση αυτής της τοποθέτησης. Ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι μπόρεσαν να δουν τα ίχνη των ποζιτρονίων μόνον όταν υπήρξε μία θεωρία* και ότι μετά τη θεωρία ακόμα και ένας φοιτητής μπορεί να δει τα ίδια ακριβώς ίχνη. Αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε δόγμα της θεωρητικής φόρτισης της προσοχής. Αναμφίβολα οι άνθρωποι έχουν την τάση να προσέχουν πράγματα που είναι ενδιαφέροντα, εκπληκτικά κ.λπ., και τέτοιες προσδοκίες και ενδιαφέροντα επηρεάζονται από τις θεωρίες που πιθανώς υποστηρίζουν - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθούμε το ενδεχόμενο ενός προικισμένου «καθαρού» παρατηρητή. Ωστόσο, από ιστορίες όπως αυτή του ποζιτρονίου, υπάρχει μία τάση να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι οποιοσδήποτε κοιτάζει μία φωτογραφική πλάκα και αναφέρει «αυτό είναι ένα ποζιτρόνιο», με αυτή τη φράση υπαινίσσεται ή υποστηρίζει αρκετή θεωρία. Δεν πιστεύω ότι είναι έτσι. Ένας εργαστηριακός βοηθός μπορεί με την κατάλληλη εκπαίδευση να μάθει να αναγνωρίζει αυτά τα ίχνη, χωρίς να έχει ιδέα για τη θεωρία. Στην Αγγλία μπορεί ακόμα κανείς να συναντήσει σε κάποιο εργαστήριο ένα νεαρό τεχνικό, χωρίς τυπική εκπαίδευση, που δεν ξεπερνά τα 16 ή 17 χρόνια, ο οποίος όχι μόνο είναι εξαιρετικά επιδέξιος στη χρήση της συσκευής, αλλά και πολύ γρήγορος στο να προσέχει κάτι περίεργο, για παράδειγμα, στις φωτογραφικές πλάκες που προετοιμάζει από το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Ωστόσο, μπορεί να τεθεί το ερώτημα, δε βρίσκεται η ουσία της θεωρίας σχετικά με τα ποζιτρόνια μεταξύ των συνθηκών ή των προϋποθέσεων αλήθειας για την απόφανση, την οποία μπορούμε να αποδώσουμε με τη φράση «αυτό είναι ένα ποζιτρόνιο»; Πιθανώς, αλλά αμφιβάλλω. Η θεωρία μπορεί να εγκαταλειφθεί ή να τη διαδεχθεί μία εντελώς διαφορετική θεωρία σχετικά με τα ποζιτρόνια, αφήνοντας ανέπαφη την έως τότε αποδεκτή τάξη παρατηρησιακών προτάσεων, που αποδίδεται με τη φράση «αυτό είναι ένα ποζιτρόνιο». Βέβαια, η παρούσα θεωρία μπορεί να ναυαγήσει με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, δηλαδή με το να αποδειχθεί ότι τα επονομαζόμενα ίχνη ποζιτρονίων αποτελούσαν τεχνήματα του πειραματικού μηχανισμού. Κάτι τέτοιο είναι σχεδόν εξίσου πιθανό με το ενδεχόμενο να ανακαλύψουμε ότι όλα τα πρόβατα είναι απλώς λύκοι με μάλλινα κοστούμια. Σε μία τέτοια περίπτωση θα μιλούσαμε και πάλι διαφορετικά! Δεν ισχυρίζομαι ότι το νόημα της φράσης «αυτό είναι ένα ποζιτρόνιο» είναι περισσότερο ασύνδετο με το υπόλοιπο - 237 -
Β' ΜΕΡΟΣ: π α ρ ε μ β α ί ν ο ν τ α ς της συζήτησης, απ' ό,τι το «αυτό είναι ένα πρόβατο». Ισχυρίζομαι απλώς ότι το νόημά της δε χρειάζεται απαραίτητα να εμπλέκεται σε κάποια συγκεκριμένη θεωρία, έτσι ώστε κάθε φορά που λέμε «αυτό είναι ένα ποζιτρόνιο» να επικαλούμαστε εμμέσως τη θεωρία αυτή.
Η ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΔΕΞΙΟΤΗΤΑ Ένα παράδειγμα παρόμοιο με αυτό του Hanson επισημαίνει ότι η προσοχή και η παρατήρηση είναι δεξιότητες. Νομίζω ότι η Caroline Herschel, (αδερφή του William) ανακάλυψε περισσότερους κομήτες από οποιονδήποτε άλλον στην ιστορία. Ανακάλυψε οχτώ σε ένα μόλις χρόνο. Σε αυτό τη βοήθησαν διάφορα πράγματα. Ή τ α ν ακρυραστη. Δεν υπήρχε στιγμή ανέφελης νύχτας ^ου να μη βρισκόταν στο παρατηρητήριό της. Εξάλλου ο αδερφός της ήταν ένας έξυπνος αστρονόμος. Χρησιμοποίησε μία συσκευή, η οποία ανακατασκευάστηκε μόλις το 1980 από τον Michael Hoskin, που της έδινε τη δυνατότητα κάθε βράδυ να εξερευνά ολόκληρο τον ουρανό, κομμάτι-κομμάτι, χωρίς να παραλείπει ποτέ την παραμικρή γωνιά του ουρανοΰ.^ Ό τ α ν εντόπιζε κάτι περίεργο «με γυμνό μάτι», είχε στη διάθεσή της καλά τηλεσκόπια, για να μπορέσει να δει πιο κοντά. Αλλά το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι μπορούσε να αναγνωρίσει έναν κομήτη αμέσως. Καθένας, εκτός ίσως από τον αδερφό της William, έπρεπε να παρακολουθήσει την τροχιά του πιθανολογούμενου κομήτη προτού καταλήξει σε οποιαδήποτε άποψη για τη φΰση του. (Οι κομήτες έχουν παραβολικές τροχιές.) Ό τ α ν λέω ότι η Caroline Herschel μπορούσε να αναγνωρίσει έναν κομήτη κοιτάζοντάς τον και μόνο, δεν εννοώ ότι είχε έναν αδιάφορο αυτοματισμό. Εντελώς το αντίθετο. Κατανοούσε βαθύτατα την κοσμολογία και ήταν ένα από τα πλέον εξέχοντα θεωρητικά πνεύματα της εποχής της. Ή τ α ν ακούραστη, όχι γιατί της άρεσε ιδιαίτερα η βαρετή εργασία να εξετάζει τον ουρανό, αλλά γιατί ήθελε να μάθει περισσότερα για το σύμπαν. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αποδειχτεί ότι η θεωρία της Herschel για τους κομήτες είναι ριζικά λανθασμένη. Θα μπορούσε μέχρι σήμερα να έχει αντικατασταθεί από μια περιγραφή τόσο διαφορετική, που κάποιος θα ονόμαζε ασύμμετρη με το δική της. Ωστόσο, αυτό δε θα έθετε απαραίτητα υπό αμφι-
^ Μ. Hoskin and Β. Warner, «Caroline Herschel's comet sweepers». Journal of the History of Astronomy 12 (1981), σσ. 27-34.
-238-
παρατηρηση
σβήτηση την αξίωση της για διασημότητα. Θα εξακολουθούσε να αληθεύει ότι ανακάλυψε περισσότερους κομήτες από οποιονδήποτε άλλο. Πράγματι, αν η δικιά μας καινούργια θεωρία μετέβαλλε τους κομήτες σε ένα απλό τίποτα, σε μία οπτική ψευδαίσθηση κοσμικής κλίμακας, τότε η ανακάλυψή της, των οχτώ κομητών σε έναν και μόνο χρόνο, θα προκαλούσε περισσότερο ένα χαμόγελο συγκατάβασης παρά ένα σφύριγμα θαυμασμοΰ, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΝ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΑΕΓΕΙΝ Η τακτική του εκτοπισμού των παρατηρήσεων από γλωσσικές οντότητες (παρατηρησιακές προτάσεις) συνεχίζεται καθ' όλη την πρόσφατη φιλοσοφία. Έτσι, ο W. V. Ο. Quine προτείνει, σχεδόν σαν καινοτομία, ότι θα έπρεπε να «αφήσουμε τη συζήτηση για την παρατήρηση και να μιλάμε αντ' αυτής για παρατηρησιακές προτάσεις, για τις προτάσεις που λέγονται για να αναφέρουν παρατηρήσεις». \0ι Ρίζες της Αναφοράς {The Roots ofReferenc^, σο. 36-9.] To παράδειγμα της Caroline Herschel όχι μόνο βοηθά στο να αντικρούσουμε τον ισχυρισμό ότι η παρατήρηση σημαίνει απλώς να λες κάτι, αλλά και μας οδηγεί στο να αμφισβητήσουμε τις βάσεις του ισχυρισμού του Quine. Ο Quine έγραφε εσκεμμένα ενάντια στο δόγμα ότι όλες οι παρατηρήσεις είναι φορτισμένες από θεωρία. Υπάρχει, λέει, μία απόλυτα διακριτή τάξη παρατηρησιακών προτάσεων, γιατί «οι παρατηρήσεις είναι αυτό στο οποίο οι μάρτυρες συμφωνούν, επιτόπου». Μας διαβεβαιώνει ότι μία «πρόταση είναι παρατηρησιακή, στο βαθμό που η τιμή αληθείας της, σε κάθε περίπτωση, είναι η ίδια σχεδόν για όλα τα μέλη της γλωσσικής κοινότητας που θα ήταν μάρτυρες στην περίπτωση». Και «μπορούμε να αναγνωρίσουμε αν κάποιος μετέχει στη γλωσσική κοινότητα απλώς από την ευχέρεια του διαλόγου». Είναι δύσκολο να φανταστούμε μία πιο εσφαλμένη προσέγγιση της παρατήρησης στις φυσικές επιστήμες. Γενικά, κανένας στη γλωσσική κοινότητα της Caroline Herschel δε θα συμφωνούσε ή θα διαφωνούσε μαζί της για ένα νεοεντοπισθέντα κομήτη, στη βάση της παρατήρησης μίας βραδιάς. Μόνο αυτή, και σε μικρότερο βαθμό ο αδερφός της William, είχαν τις απαιτούμενες δεξιότητες. Βέβαια, δε θα λέγαμε ότι είχε αυτήν την δεξιότητα, παρά μόνον αν και άλλοι μελετητές με τη χρήση άλλων μέσων κατέληγαν τελικά να συμφωνούν με πολλές· από τις αναγνωρίσεις της. Οι κρίσεις της αποκτούν πλήρη εγκυρότητα μόνο στο πλαίσιο της έντονης επιστημονικής ζωής της περιόδου. Αλλά η απαίτηση του Quine για συμφωνία «επιτόπου» έχει λίγη σχέση με τις παρατηρήσεις στην επιστήμη. - 239 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
Αν θέλουμε να κάνουμε μια περιεκτική περιγραφή της επιστημονικής ζωής, θα πρέπει, σε πλήρη αντίθεση με τον Quine, να αφήσουμε τη συζήτηση γυρω από τις παρατηρησιακές προτάσεις και να μιλάμε για τις παρατηρήσεις. Θα πρέπει να μιλάμε με προσοχή για τις αναφορές, τις δεξιότητες και τα πειραματικά αποτελέσματα. Θα πρέπει να αναλογιστούμε τι σημαίνει, για παράδειγμα, το να λειτουργεί ένα πείραμα αρκετά καλά, ώστε ο ικανός πειραματιστής να γνωρίζει ότι τα δεδομένα που του παρέχει μπορεί να έχουν κάποια σημασία. Τι είναι αυτό που κάνει ένα πείραμα πειστικό; Η παρατήρηση έχει ελάχιστη σχέση με αυτό το ερώτημα.
ε π ε κ τ ε ί ν ο ν τ α ς ΤΙΣ Α Ι Σ Θ Η Σ Ε Ι Σ Το μη έ^τικουροΰμενο μάτι δε βλέπει τόσο μακριά ή τόσο βαθιά. Μερικοί από μας έχουμε ανάγκη από γυαλιά, για να αποφύγουμε να είμαστε σχεδόν τυφλοί. Ένας τρόπος για να επεκτείνουμε τις αισθήσεις επιτυγχάνεται με τη χρήση όλο και πιο εφευρετικών τηλεσκοπίων και μικροσκοπίων. Στο επόμενο κεφάλαιο θα συζητήσουμε αν βλέπουμε με ένα μικροσκόπιο (πιστεύω ότι βλέπουμε, αλλά το θέμα δεν είναι απλό). Υπάρχουν πιο ριζοσπαστικές επεκτάσεις της έννοιας της παρατήρησης. Στις πλέον απόμακρες περιοχές της πειραματικής επιστήμης αποτελεί κοινοτοπία να μιλάμε για «παρατήρηση» αυτών που αφελώς θα θεωρούσαμε μη παρατηρήσιμα - αν το «παρατηρήσιμος» σήμαινε πράγματι τη χρήση των μη επικουρούμενων πέντε αισθήσεων. Ασφαλώς, αν ήμαστε προ-θετικιστές, όπως ο Bacon, θα λέγαμε «και τι μ' αυτό;». Ωστόσο εξακολουθούμε να έχουμε μία θετικιστική κληρονομιά και συνεπώς αιφνιδιαζόμαστε λίγο από τις συνήθεις επισημάνσεις των φυσικών. Για παράδειγμα, τα φερμιόνια είναι εκείνα τα θεμελιώδη σωμάτια με κλασματική στροφορμή, όπως 1/2 ή 3/2, τα οποία υπακούουν στη στατιστική Fermi-Dirac: συμπεριλαμβάνουν τα ηλεκτρόνια, μυόνια, νετρόνια και πρωτόνια και πολλά άλλα, μεταξύ των οποίων τα γνωστά κουάρκ. Κάποιος λέει πράγματα όπως: «Από αυτά τα φερμιόνια, μόνο το ί κουάρκ παραμένει ακόμα αόρατο. Η αποτυχία παρατήρησης των ίί'καταστάσεων στην e e~ εξαΰλωση στο PETRA παραμένει γρίφος».^ Μπορεί κανείς να δει τη γλώσσα που θεσμοθετήθηκε μεταξύ των φυσικών ^ C. Υ. Prescott, «Prospects for polarized electrons at high energies», Stanford Linear Accelerator, SLAC~PUB~2630, Οκτώβριος 1980, σελ. 5. (Αυτό είναι μία αναφορά που συνδέεται με το πείραμα που περιγράφεται παρακάτω στο κεφάλαιο 16.)
- 240 -
παρατηρηση
θεμελιωδών σωματιδίων ρίχνοντας μια ματιά σε κάτι τόσο επίσημο, όσο ένας πίνακας μεσονίων. Στην κορυφή του Πίνακα Μεσονίων του Απρίλη του 1982 διαβάζουμε ότι «οι ποσότητες σε πλάγια γραφή είναι καινούργιες ή έχουν αλλάξει περισσότερο από μία (παλιά) σταθερά απόκλισης του Απριλίου του 1980».'^ Δεν είναι σαφές οΰτε καν πώς μετράμε τα είδη των μεσονίων που καταγράφονται σήμερα, αλλά ας περιοριστούμε σε μία ανοιχτή σελίδα (σσ. 28-29) με εννέα μεσόνια που κατατάσσονται με βάση έξι διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο «τρόπος μερικής διάσπασης» και το κλάσμα των διασπάσεων, που καταγράφονται ποσοτικά μόνον όταν έχει κανείς στατιστική ανάλυση σε ποσοστό βεβαιότητας 90%. Από τις 31 διασπάσεις που συνδέονται με τα εννέα αυτά μεσόνια, έχουμε 11 ποσότητες που καταγράφονται ως άνω όρια, μία καταγράφεται ως «μεγάλη», μία «κυρίαρχη», μία «κυρίαρχη», οχτώ «ορατές», έξι «ορατές» και τρεις «πιθανώς ορατές». Ο Dudley Shapere επιχείρησε πρόσφατα μία λεπτομερή ανάλυση μίας τέτοιας διαπραγμάτευσης.^ Λαμβάνει το παράδειγμά του από τη συζήτηση περί παρατήρησης του εσωτερικού του ήλιου ή ενός άλλου αστέρα. Αυτό γίνεται με συλλογή νετρίνων σε μεγάλες ποσότητες καθαριστικού υγροΰ* ακολούθως συνάγονται οι διάφορες ιδιότητες του εσωτερικού του ήλιου. Ασφαλώς αυτό δείχνει διάφορα στάδια της ιδέας του Bacon «να κάνει κανείς προφανή τα πράγματα, τα οποία δεν είναι άμεσα αντιληπτά, διαμέσου άλλων, τα οποία είναι», στάδια που ο Bacon δεν είχε καν ονειρευτεί. Το πρόβλημα είναι ότι οι φυσικοί εξακολουθούν να το ονομάζουν αυτό «άμεση παρατήρηση». Ο Shapere μας παραπέμπει σε πολλά τέτοια αποσπάσματα: «Δεν υπάρχει κανένας γνωστός τρόπος εκτός από αυτόν των νετρίνων, για να δούμε μέσα στο εσωτερικό ενός άστρου». «Τα νετρίνα», γράφει κάποιος άλλος συγγραφέας, «αποτελούν το μόνο τρόπο άμεσης παρατήρησης» του καυτού αστρικού πυρήνα. Ο Shapere καταλήγει ότι αυτή η χρήση του όρου «άμεση παρατήρηση» είναι κατάλληλη και την αναλύει ως εξής: «το Λ: παρατηρείται άμεσα αν (1) η πληροφορία λαμβάνεται από έναν κατάλληλο ανιχνευτή και (2) αυτή η πληροφορία μεταδίδεται άμεσα, δηλαδή χωρίς παρεμβολή, στον ανιχνευτή από την οντότητα (η οποία είναι η πηγή της πληροφορίας)». Υποψιάζομαι ότι η
Particle Properties Data Booklet, Απρίλιος 1982, σελ. 24. [Διαθέσιμο από το Lawrence Berkeley Laboratory και το CERN. Βλ. και «Review of physical properties», Physics Lettersim ^ D. Shapere, «The concept of observation in science and philosophy». Philosophy of 49 (1982), σσ. 231-67.
- 241 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
χρήση του όρου από μερικούς φυσικούς - όπως φαίνεται από το απόσπασμα που παρέθεσα παραπάνω για τα κουάρκ - είναι ακόμα πιο ελεύθερη από αυτή, αλλά σαφώς ο Shapere δίνει τις βάσεις μίας ορθής ανάλυσης.^
Π Α Ρ Α Τ Η Ρ Η Σ Η ΕΝΤΟΝΑ Φ Ο Ρ Τ Ι Σ Μ Ε Ν Η ΑΠΟ ΘΕΩΡΙΑ (Ε) Ο Shapere σημειώνει ότι το αν κάτι είναι παρατηρήσιμο ή όχι εξαρτάται από την τρέχουσα κατάσταση της γνώσης. Οι θεωρίες για τις λειτουργίες των ανιχνευτών ή τη μετάδοση της πληροφορίας μέσω των νετρίνων εμπεριέχουν όλες μεγάλες ποσότητες θεωρίας. Έτσι, μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι, καθώς η θεωρία λαμβάνεται ως δεδομένη, επεκτείνουμε το βασίλειο αυτού που ονομάζουμε παρατήρηση. Ωστόσο, δεν πρέπει να πέφτουμε θύματα της πλάνής τού να συζητάμε για τη θε'ωρία χωρίς να κάνουμε διακρίσεις. Για παράδειγμα, υπάρχει ένας εξαιρετικός λόγος προκειμένου να μιλάμε για την παρατήρηση σε σχέση με τα νετρίνα και τον ήλιο. Η θεωρία του νετρίνου και των αλληλεπιδράσεών του είναι σχεδόν απόλυτα ανεξάρτητη από υποθέσεις σχετικά με τον πυρήνα του ήλιου. Η απουσία ενότητας της επιστήμης είναι αυτή που μας επιτρέπει να παρατηρούμε (χρησιμοποιώντας μια μεγάλη δέσμη θεωρητικών υποθέσεων) μία άλλη όψη της φύσης (για την οποία έχουμε αρκετές ασύνδετες μεταξύ τους ιδέες). Φυσικά, για να μπορούμε να κρίνουμε αν οι δύο τομείς συνδέονται ή όχι, πρέπει να έχουμε όχι ακριβώς θεωρία, άλλα ένα προαίσθημα για τη φύση της φύσης. Έ ν α ελαφρώς διαφορετικό παράδειγμα για τον ήλιο θα μας δώσει περισσότερες διευκρινίσεις. Πώς μπορούμε να διερευνήσουμε την υπόθεση του Dicke, ότι το εσωτερικό του ήλιου περιστρέφεται 10 φορές γρηγορότερα απ' ό,τι η επιφάνειά του; Έχουν προταθεί τρεις μέθοδοι: (1) χρησιμοποιώντας οπτικές παρατηρήσεις της πλάτυνσης του ήλιου* (2) προσπαθώντας να μετρήσουμε το τετραδιάνυσμα της μάζας-ορμής του ήλιου μέσω της κοντινής πτήσης του Starprobe, του δορυφόρου που κινείται γύρω από τον ήλιο σε απόσταση τεσσάρων ηλιακών ακτίνων (3) μετρώντας τη σχετικιστική μετάπτωση ενός γυροσκοπίου σε τροχιά γύρω από τον ήλιο. Μπορεί καμία από αυτές να μας επιτρέψει να «παρατηρήσουμε» την εσωτερική περιστροφή; Η πρώτη μέθοδος θεωρεί ως δεδομένο ότι το οπτικό σχήμα σχετίζεται Βλέπε το έργο της Κ. S. Shrader Frechette, «Quark quantum numbers and the problem of microphysical observation», Synthese5^ (1982), σο. 125—46.
- 242 -
παρατηρηση
με το σχήμα της μάζας. Ένα συγκεκριμένο σχήμα του ήλιου μπορεί να μας βοηθήσει να συμπεράνουμε κάτι σχετικά με την εσωτερική περιστροφή, αλλά αποτελεί συμπέρασμα που βασίζεται σε μία αβέβαιη υπόθεση, που η ίδια σχετίζεται με το υπό εξέταση ζήτημα. Η δεύτερη μέθοδος θεωρεί ως δεδομένο ότι η μόνη πηγή τετραορμής είναι η εσωτερική περιστροφή, ενώ θα ήταν δυνατό επίσης να συμβάλλουν και τα εσωτερικά μαγνητικά πεδία. Άρα μία υπόθεση για το τι συμβαίνει (ή δε συμβαίνει) μέσα στον ήλιο είναι απαραίτητη, προκειμένου να συναγάγουμε ένα συμπέρασμα για την εσωτερική του περιστροφή. Από την άλλη πλευρά, η σχετικιστική μετάπτωση του γυροσκοπίου βασίζεται στη θεωρία και δεν έχει καμία σχέση με τον ήλιο, και μέσα στο γενικό πλαίσιο της σύγχρονης θεωρίας δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε άλλο παρά μόνο τη στροφορμή ενός αντικειμένου (π.χ. του ήλιου), που να μπορεί να παραγάγει κάποια σχετικιστική μετάπτωση σε ένα γυροσκόπιο που περιστρέφεται πολικά γύρω από τον ήλιο. Το ζήτημα δεν είναι ότι η θεωρία της σχετικότητας διατυπώθηκε καλύτερα από τις θεωρίες που εμπλέκονται στα δύο άλλα δυνατά πειράματα. Τσως η θεωρία της σχετικιστικής μετάπτωσης να είναι η πρώτη που θα εγκαταλειφθεί. Το ζήτημα είναι ότι, εντός του γενικού πλαισίου της κατανόησής μας σήμερα, έχουμε καταλήξει στον κύριο όγκο των θεωρητικών υποθέσεων, που αποτελούν τη βάση του πειράματος του γυροσκοπίου, με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από τις προτάσεις που οι άνθρωποι επινοούν για τον πυρήνα του ήλιου. Από την άλλη πλευρά, τα πρώτα δύο πειράματα ενέχουν υποθέσεις, οι οποίες αφορούν σε πεποιθήσεις για το εσωτερικό του ήλιου. Είναι λοιπόν φυσικό για τον πειραματιστή να λέει ότι το γυροσκόπιο σε πολική τροχιά μάς παρέχει έναν τρόπο να παρατηρήσουμε την εσωτερική περιστροφή του ήλιου, ενώ οι δύο άλλες έρευνες μπορούν να προτείνουν μόνο υποθέσεις. Αυτό δε σημαίνει καν ότι το τρίτο πείραμα είναι το καλύτερο - το καθαρό κόστος και η δυσκολία του καθιστούν τα δύο πρώτα ελκυστικότερα. Τονίζω απλώς ένα φιλοσοφικό σημείο, γύρω από το ποια πειράματα οδηγούν στην παρατήρηση και ποια όχι. Πιθανώς αυτό σχετίζεται με τις διαμάχες για τη θεωρητικά φορτισμένη παρατήρηση, με τις οποίες ξεκίνησα αυτό το κεφάλαιο. Τσως τα δύο πρώτα πειράματα περιέχουν θεωρητικές υποθέσεις, που σχετίζονται με το υπό εξέταση θέμα, ενώ το τρίτο - παρ' ότι φορτισμένο από θεωρία - δεν περιέχει τέτοιες υποθέσεις. Στην περίπτωση που βλέπουμε πίνακες, οι δηλώσεις μας ομοίως δεν περιέχουν θεωρητικές υποθέσεις σχετικές με το υπό εξέταση - 243 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
αντικείμενο, δηλαδή τους πίνακες, ακόμα και αν (με κατάχρηση των λέξεων «θεωρία» και «περιέχω») περιέχουν θεωρητικές υποθέσεις για την όραση.
ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ Από αυτήν την άποψη, κάτι θωρείται παρατηρήσιμο και όχι συναγόμενο, όταν ικανοποιεί στο ελάχιστο τα κριτήρια του Shapere και όταν ο σωρός των θεωριών πάνω στις οποίες στηρίζεται δεν εμπλέκεται με τα γεγονότα για το υπό εξέταση ζήτημα. Το ακόλουθο κεφάλαιο για τα μικροσκόπια επιβεβαιώνει την ισχΰ αυτής της πρότασης. Δεν πιστεύω ότι το όλο ζήτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Η παρατήρηση, με τη φιλοσοφική έννοια της παραγωγής και καταγραφής δεδομένων, είναι μία μόνο όψη της πειραματικής εργασίας. Είναι ένας άλλος τρόπος να λέμε ό^:ι ο πειραματιστής πρέπει να είναι παρατηρητικός - ευαίσθητος και σε επαγρύπνηση. Μόνο κάποιος που είναι παρατηρητικός μπορεί να κάνει ένα πείραμα να λειτουργήσει, να ανιχνεύσει τα προβλήματα που το κάνουν να μπερδεύεται, να το ξεκαθαρίσει, να προσέξει αν κάτι ασυνήθιστο αποτελεί απόρροια της φΰσης ή ένα τέχνημα, ένα τεχνητό κατασκεύασμα της μηχανής. Τέτοιου είδους παρατηρήσεις σπάνια εμφανίζονται στις τελικές αναφορές του πειράματος. Είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικές με οτιδήποτε άλλο εμφανίζεται στα τελικά γραπτά, αλλά τίποτα το φιλοσοφικό δεν εξαρτάται από αυτές. Ο Shapere είχε έναν πιο φιλοσοφικό σκοπό στην ανάλυσή του για την παρατήρηση. Υποστηρίζει ότι η παλιά θεμελιοκρατική αντίληψη περί γνώσης ήταν στο σωστό δρόμο. Η γνώση τελικά στηρίζεται στην παρατήρηση. Σημειώνει ότι αυτό που θεωρείται παρατήρηση εξαρτάται από τις θεωρίες μας για τον κόσμο και από ειδικά φαινόμενα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει μία απόλυτα θεμελιώδης ή παρατηρησιακή πρόταση. Αλλά το γεγονός ότι η παρατήρηση εξαρτάται από θεωρίες δεν ενέχει καμία από τις αντιορθολογικές συνέπειες, που κάποιες φορές έχουν συναχθεί από την τοποθέτηση ότι όλες οι παρατηρήσεις είναι φορτισμένες από θεωρία. Έτσι, παρ' ότι ο Shapere έγραψε την πιο εκτεταμένη μελέτη των τελευταίων ετών για την παρατήρηση, στο τέλος είχε προσωπικό συμφέρον, που αφορούσε στη θεμελίωση και την ορθολογικότητα των θεωρητικών πεποιθήσεων. Ο van Fraassen σημειώνει επίσης, παρεμπιπτόντως, ότι η θεωρία μπορεί να θέσει όρια στην παρατήρηση. Οι σκοποί του και πάλι διαφέρουν. Το πραγματικό είναι γι' αυτόν παρατηρήσιμο, αλλά υποστηρίζει ότι η θεωρία μπορεί από μόνη της να τροποποιήσει τις πεποιθήσεις μας για το τι είναι παρατηρήσιμο - 244 -
παρατηρηση
και τι είναι πραγματικό. Οι σκοποί μου σε αυτό το κεφάλαιο είναι πιο γήινοι. Ήθελα να επιμείνω σε μερικές από τις πιο πληκτικές όψεις της παρατήρησης. Η φιλοσοφία της πειραματικής επιστήμης δεν μπορεί να επιτρέψει στην κυριαρχούμενη από τη θεωρία φιλοσοφία να καταστήσει ύποπτη την ίδια την έννοια της παρατήρησης.
- 245 -
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Ε Ν Δ Ε Κ Α Τ Ο
ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΑ Χ I
1 να γεγονός για τις μεσαίου μεγέθους θεωρητικές οντότητες συνιατά ένα τόσο πειστικό επιχείρημα για το μεσαίου μεγέθους επι^ J στημονικό ρεαλισμό, που οι φιλόσοφοι ντρέπονται να το συζητήσουν: αφορά στα μικροσκόπια. Πρώτα μαντεύουμε ότι υπάρχει το τάδε γονίδιο, ας ποΰμε, και στη συνέχεια αναπτύσσουμε όργανα που θα μας επιτρέψουν να το δούμε. Δε θα έπρεπε ακόμα και οι θετικιστές να δεχτούν αυτά τα στοιχεία; Κι όμως: ο θετικιστής λέει ότι μόνο η θεωρία μάς κάνει να υποθέτουμε ότι αυτό που μας διδάσκει ο φακός ακούγεται αληθές. Η πραγματικότητα, στην οποία πιστεύουμε, είναι μόνο η φωτογραφία αυτού που βγήκε από το μικροσκόπιο και όχι κάποιο πιστευτό πραγματικό μικροσκοπικό πράγμα. Τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις μεταξύ ρεαλισμού και αντιρεαλισμού ωχριούν μπροστά στη μεταφυσική σοβαρών ερευνητών. Έ ν α ς από τους δασκάλους μου, ο οποίος ήταν κατά βάση ένας τεχνικός που προσπαθούσε να φτιάξει καλύτερα μικροσκόπια, θα μπορούσε να παρατηρήσει αδιάφορα: «Η μικροσκοπία περίθλασης ακτίνων Χ συνιστά σήμερα την πρωτεύουσα επαφή ανάμεσα στην ατομική δομή και τον ανθρώπινο νου». Οι φιλόσοφοι της επιστήμης που συζητούν για το ρεαλισμό και τον αντιρεαλισμό οφείλουν να γνωρίζουν λίγα πράγματα γι' αυτά τα μικροσκόπια, τα οποία επιβάλλουν μια τέτοια πειστικότητα. Ακόμα και το μικροσκόπιο φωτός αποτελεί το θαύμα των θαυμάτων. Δε λειτουργεί με τον τρόπο που νομίζουν οι περισσότεροι μη εκπαιδευμένοι άνθρωποι. Αλλά γιατί θα έπρεπε ένας φιλόσοφος να ενδιαφέρεται για το πώς λειτουργεί; Επειδή συνιστά έναν τρόπο να ανακαλύπτει κανείς πράγματα για τον πραγματικό κόσμο. Το ερώτημα είναι: Πώς το καταφέρνει αυτό; Ο χειριστής του μικροσκοπίου ξέρει πολύ περισσότερα θαυμαστά κόλπα από τον πιο επινοητικό μελετητή της πολυθρόνας που ασχολείται με τη φιλοσοφία της αντίληψης. Πρέπει να κατα-247-
β ' μεροσ:παρεμβαινοντασ
νοήσουμε αυτά τα εκπληκτικά φυσικά συστήματα «με των οποίων την επαυξητική δύναμη βλέπουμε σήμερα περισσότερα / απ' ό,τι έχει κάνει ποτέ όλος ο κόσμος»/
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΥΣΙΔΑ Τ Η Σ ΥΠΑΡΞΗΣ Οι φιλόσοφοι έχουν γράψει συνεπαρμένοι για τα τηλεσκόπια. Ο ίδιος ο Γαλιλαίος προκάλεσε τη φιλοσοφία, όταν ισχυρίστηκε ότι είδε τους δορυφόρους του Δία, θεωρώντας ότι οι νόμοι της όρασης στην αστρική σφαίρα είναι οι ίδιοι με αυτούς της Γης. Ο Paul Feyerabend χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση για να επιμείνει στο ότι η σπουδαία επιστήμη προχωρά τόσο χάρη στην προπαγάνδα όσο και χάί^η στη λογική: ο Γαλιλαίος ήταν ένας άνθρωπος ^έ γνωριμίες και όχι ένας λογικός πειραματιστής. Ο Pierre Duhem χρησιμοποίησε το τηλεσκόπιο για να παρουσιάσει τη διάσημη θέση του ότι ποτέ δε χρειάζεται να απορρίψουμε καμία θεωρία, καθώς τα φαινόμενα που δεν ταιριάζουν μπορούμε πάντα να τα φιλοξενήσουμε, αν αλλάξουμε τις βοηθητικές υποθέσεις (αν τα αστέρια δε βρίσκονται εκεί όπου προβλέπει η θεωρία, κατηγορούμε το τηλεσκόπιο κι όχι τον ουρανό). Συγκριτικά, τα μικροσκόπια έχουν παίξει έναν ταπεινό ρόλο και σπανίως χρησιμοποιήθηκαν για να προκαλέσουν κάποιο φιλοσοφικό παράδοξο. Ενδεχομένως αυτό οφείλεται στο ότι ο καθένας περίμενε να ανακαλυφθούν κόσμοι μέσα σε κόσμους, εδώ στη Γη. Ο Shakespeare είναι απλώς ένας ποιητής που εκφράστηκε με σαφήνεια για τη μεγάλη αλυσίδα της ύπαρξης, όταν έγραψε στο Ρωμαίος και Ιονλίέταψα τη Βασίλισσα Μάμπ και τη μικροσκοπική της άμαξα «που την τραβούσε μαζί με ένα σωρό μικρών ατόμων... ο αμαξάς της, μία μικρή γκριζοφορεμένη σκνίπα, ούτε καν η μισή από ένα στρογγυλό μικρό σκουλήκι κεντημένο από τα οκνά δάχτυλα μιας υπηρέτριας». Ή τ α ν αναμενόμενο να υπάρχουν μικροσκοπικά πλάσματα πέρα από τα όρια της ανθρώπινης όρασης. Μόλις είχαμε στη διάθεσή μας τα διοπτρικά γυαλιά, οι νόμοι της άμεσης όρασης και της διάθλασης έγιναν αδιαφιλονίκητοι. Λυτό ήταν λάθος. Υποθέτω ότι κανείς δεν κατάλαβε πώς λειτουργεί ένα μικροσκόπιο πριν από τον Ernst
^ Από το ποίημα «Προς επιδοκιμασία του μικροσκοπίου» («Ιη commendation of the microscope», Henry Powers, 1664). Παρατίθεται στην εξαιρετική ιστορική έρευνα Το Μικροσκόπιο, Παρελθόν και Παρόν (The Microscope, Past and Present, Saville Bradbury, Oxford, 1968.
- 248 -
μικροσκοπια Abbe (1840-1905). Μία άμεση αντίδραση, από έναν πρόεδρο της Βασιλικής Εταιρείας Μικροσκοπίας, που παρατίθεται επί χρόνια σε πολλές εκδόσεις του βιβλίου του Gage Το Μικροσκόπιο (The Microscope) - επί μακρόν το κλασικό αμερικάνικο εγχειρίδιο μικροσκοπίας - ήταν ότι τελικά δε βλέπουμε μέσω ενός μικροσκοπίου. Το θεωρητικό όριο της ανάλυσης [Α] καθίσταται εξηγήσιμο δια της έρευνας του Abbe. Έχει αποδειχτεί ότι η μικροσκοπική όραση είναι sui generis (ιδιότυπη). Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει ουδεμία σύγκριση μεταξύ της μικροσκοπικής και της μακροσκοπικής όρασης. Οι εικόνες των μικροσκοπικών αντικειμένων δε διαγράφονται μικροσκοπικά διά των συνηθισμένων νόμων της διάθλασης' δε συνιστούν διοπτρικά αποτελέσματα, αλλά εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από τους νόμους της περίθλασης. Νομίζω ότι αυτό το απόσπασμα, το οποίο παρακάτω αναφέρω απλώς [Α], σημαίνει ότι δε βλέπουμε, με οποιαδήποτε κοινή έννοια της λέξης, με ένα μικροσκόπιο.
Φ Ι Α Ο Σ Ο Φ Ο Ι ΤΟΥ Μ Ι Κ Ρ Ο Σ Κ Ο Π Ι Ο Υ Περίπου κάθε είκοσι χρόνια ένας φιλόσοφος έλεγε κάτι για τα μικροσκόπια. Καθώς το πνεύμα του λογικού θετικισμού ερχόταν στην Αμερική, μπορούσε κανείς να διαβάσει τον Gustav Bergman, ο οποίος μας έλεγε ότι με τον τρόπο που χρησιμοποιούσε φιλοσοφική ορολογία «τα αντικείμενα της μικροσκοπίας δεν είναι φυσικά πράγματα με μία κυριολεκτική έννοια, αλλά μόνο χάρη στη γλωσσική αβροφροσύνη και στην εικονιστική φαντασία.... Ό τ α ν κοιτάζω μέσα από ένα μικροσκόπιο, αυτό που βλέπω είναι ένας λεκές από χρώμα που γλιστρά στην επιφάνεια σαν μία σκιά πάνω σ' έναν τοίχο».^ Με τον καιρό ο Grover Maxwell, αρνούμενος ότι υπάρχει οποιαδήποτε θεμελιώδης διάκριση μεταξύ παρατηρησιακών και θεωρητικών οντοτήτων, πρότεινε μία κλίμακα οπτικής συνέχειας: «το να κοιτάζει κανείς μέσα από το τζάμι ενός παραθύρου, μέσα από γυαλιά, μέσα από κιάλια, μέσα από ένα μικροσκόπιο χαμηλής ισχύος, το να κοιτάζει κανείς μέσα από ένα μικροσκόπιο υψηλής ισχύος κ.λπ.».^
^ G. Bergman, «Outline of an empiricist philosophy of physics», American Journal of P V c i II (1943), σσ. 248-58, 335-42. ' G. Maxwell, «The ontological status of theoretical entities», στο Minnesota Studies in the Philosophy ofScience?) (1962), σα. 3-27.
-249-
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
Κάποιες οντότητες μπορεί κάποτε να είναι αόρατες και αργότερα, χάρη σε ένα καινούργιο κόλπο της τεχνολογίας, γίνονται παρατηρήσιμες. Η διάκριση μεταξύ του παρατηρήσιμου και του απλώς θεωρητικού δεν ενδιαφέρει την οντολογία. Ο Grover Maxwell προωθούσε μία μορφή επιστημονικού ρεαλισμού. Απέρριπτε τον όποιο αντιρεαλισμό υποστηρίζει ότι πρέπει να πιστεύουμε στην ύπαρξη μόνο των παρατηρήσιμων οντοτήτων που αποτελούν συνέπεια των θεωριών μας. Στο έργο του Η Επιστημονική Εικόνα ο van Fraassen διαφωνεί έντονα. Ό π ω ς είδαμε παραπάνω στο Α' Μέρος, αποκαλεί τη φιλοσοφία του κατασκευαστικό εμπειρισμό και υποστηρίζει ότι «Ηεπιστήμη στοχεύει στο να μας δώσει θεωρίες, οι οποίες είναι εμπειρικά επαρκείς και η αποδοχή μίας θεωρίας συνεπάγεται ως πεποίθηση ^όνο το ότι είναι εμπειρικά επαρκής» (σ.12). Έξι σελίδες παρακάτω επιχειρεί αυτήν τη συγκάλυψη: «Το να δεχτούμε μία θεωρία σημαίνει (για μας) να πιστέψουμε ότι είναι εμπειρικά επαρκής - ότι αυτό που λέει η θεωρία γι αυτό που είναι παρατηρήσιμο (από εμάς) είναι αληθές». Σαφώς λοιπόν είναι ουσιώδες για τον van Fraassen να αποκαταστήσει τη διάκριση μεταξύ παρατηρήσιμου και μη παρατηρήσιμου. Αλλά δεν είναι ουσιώδες γι' αυτόν εκεί που θα έπρεπε. Αναγνωρίζει ότι το «παρατηρήσιμο» είναι ένας αόριστος όρος, που η ίδια του η έκταση μπορεί να καθορίζεται από τις θεωρίες μας. Ταυτόχρονα, θέλει το όριο να τεθεί στο χώρο που είναι, γι' αυτόν, ο πλέον εύκολα προστατεύσιμος, έτσι ώστε αν στην πορεία του επιχειρήματος θα έπρεπε να υποχωρήσει λίγο, θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν αρκετά στη «μη παρατηρήσιμη» πλευρά του φράχτη. Είναι δύσπιστος απέναντι στη συνεχή κλίμακα του Grover Maxwell και προσπαθεί να σταματήσει την ολίσθηση από τις ορατές στις συναγόμενες οντότητες το συντομότερο δυνατό. Έτσι απορρίπτει συνολικά την ιδέα μιας συνεχούς κλιμάκωσης. Υπάρχουν, λέει ο van Fraassen, δύο εντελώς διαφορετικά είδη περιπτώσεων, όπως προκύπτουν από τον κατάλογο του Grover Maxwell. Μπορούμε να ανοίξουμε το παράθυρο και να δούμε άμεσα το έλατο. Μπορούμε να συναντήσουμε τουλάχιστο μερικά από τα αντικείμενα που βλέπουμε μέσα από τα κιάλια και να τα δούμε σφαιρικά με γυμνό μάτι. (Προφανώς δεν είναι απ' αυτούς που παρακολουθούν πουλιά.) Ωστόσο δεν υπάρχει περίπτωση να δούμε ένα αιμοπετάλιο με γυμνό μάτι. Το πέρασμα από το μεγεθυντικό φακό ακόμα και σε ένα μικροσκόπιο χαμηλής ισχύος είναι το πέρασμα από αυτό που ενδεχομένως μπορούμε να παρατηρήσουμε με το μη επικουρούμενο μάτι, σε αυτό που δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε παρά μόνο διαμέσου - 250 -
μικροσκοπια
οργάνων. Ο van Fraassen καταλήγει στο ότι δε βλέπουμε μέσω ενός μικροσκοπίου. Ωστόσο βλέπουμε μέσω μερικών τηλεσκοπίων. Μπορούμε να φτάσουμε στο Δία και να κοιτάξουμε τα φεγγάρια, αλλά δεν μπορούμε να συρρικνωθούμε στο μέγεθος μιας αμοιβάδας και να την κοιτάξουμε. Επίσης συγκρίνει το ίχνος του ατμοΰ που παράγεται από ένα τζετ και το ίχνος ιονισμού σε ένα θάλαμο ιονισμού. Και τα δύο προκύπτουν από παρόμοιες φυσικές διαδικασίες, όμως μπορούμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη προς τα εμπρός και να εντοπίσουμε το τζετ ή τουλάχιστο να περιμένουμε να προσγειωθεί, αλλά δεν μπορούμε να περιμένουμε σε καμία περίπτωση να προσγειωθεί και να γίνει ορατό το ηλεκτρόνιο.
ΔΕ ΦΤΑΝΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΕΡΓΑΖΕΣΑΙ: ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΕΙΣ Οι φιλόσοφοι έχουν την τάση να βλέπουν τα μικροσκόπια ως μαύρα κουτιά με μία πηγή φωτός στο ένα άκρο και μία τρύπα στο άλλο για να κοιτάζουν από μέσα. Υπάρχουν, σύμφωνα με τον Grover Maxwell, μικροσκόπια χαμηλής και υψηλής ισχύος, πάνω-κάτω του ίδιου είδους. Αυτό είναι λάθος και ούτε υπάρχουν μικροσκόπια απλώς για να κοιτάζουμε μέσα απ' αυτά. Στην πραγματικότητα ένας φιλόσοφος σίγουρα δεν μπορεί να δει μέσα από ένα μικροσκόπιο, μέχρι να μάθει να χρησιμοποιεί αρκετά από αυτά. Ό τ α ν του ζητηθεί να σχεδιάσει αυτό που βλέπει, μπορεί να σχεδιάσει, όπως ο James Thurber, την ανάκλαση του δικού του βολβού του ματιού ή να δει, όπως ο Gustav Bergman, μόνο «ένα λεκέ χρώματος που γλιστράει πάνω στην επιφάνεια όπως μία σκιά πάνω στον τοίχο». Σίγουρα δε θα μπορεί να ξεχωρίσει ένα μόριο σκόνης από το σιελογόνο αδένα μιας μύγας, μέχρι να ξεκινήσει να ανατέμνει τη μύγα κάτω από ένα μικροσκόπιο μέτριας μεγέθυνσης. Αυτό είναι το πρώτο μάθημα: μαθαίνουμε να βλέπουμε μέσα από ένα μικροσκόπιο κάνοντας, όχι μόνο βλέποντας. Υπάρχει ένας παραλληλισμός προς τη Νέα Θεωρία τηςΌρασης {New Theory of Vision, 1710) του Berkeley, σύμφωνα με την οποία αποκτούμε τρισδιάστατη όραση μόνο αφού μάθουμε να κινούμαστε στον κόσμο και να επεμβαίνουμε σε αυτόν. Η αίσθηση της αφής συσχετίζεται με την υποτιθέμενη δισδιάστατη εικόνα του αμφιβληστροειδούς και η ακολουθία των απτικών αισθήσεων παράγει τρισδιάστατη αντίληψη. Ομοίως, ένας δύτης μαθαίνει να βλέπει στο καινούργιο περιβάλλον των ωκεανών μόνο κολυμπώντας. Είτε ο Berkeley είχε δίκιο είτε όχι σχετικά με τη βασική όραση, οι νέοι τρόποι όρασης, που αποκτούνται μετά την παιδική ηλικία, συνεπάγονται την εκμάθηση μέσω της πράξης και όχι απλώς -251-
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
του παθητικού κοιτάγματος. Η πεποίθηση ότι ένα συγκεκριμένο τμήμα ενός κυττάρου είναι όπως απεικονίζεται ενισχύεται, για να μην ποΰμε τίποτε άλλο, όταν χρησιμοποιώντας καθαρά φυσικά μέσα μικροεγχέουμε ένα υγρό μόνο σε αυτό το τμήμα του κυττάρου. Βλέπουμε τη μικροσκοπική γυάλινη βελόνα - ένα εργαλείο που έχουμε κατασκευάσει οι ίδιοι κάτω από το μικροσκόπιο - να τινάζεται κατά μήκος των τοιχωμάτων του κυττάρου. Βλέπουμε το λιπίδιο να εκχέεται από το άκρο της βελόνας, καθώς στρίβουμε με προσοχή τη βίδα του μικρομέτρου σε μία μεγάλη, εξ ολοκλήρου μακροσκοπικά φτιαγμένη σύριγγα. Ανάθεμα! Λόγω της αγαρμποσΰνης μου, μόλις έσπασα τα τοιχώματα του κυττάρου και πρέπει να ξαναπροσπαθήσω σε ένα άλλο δείγμα. Οι χλευασμοί του John Dewey για τη «θεωρία της θέασης της γνώσης» ισχΰουν εξίσου για τη θεωρία της θέασης^της μικροσκοπίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρακτικοί χειριστές των μικροσκοπίων είναι απαλλαγμένοι από φιλοσοφικά μπερδέματα. Ας δοΰμε ένα δεύτερο απόσπασμα, [Β], από το πιο ολοκληρωμένο εκ των διαθέσιμων εγχειριδίων που προορίζεται για βιολόγους, το έργο της Ε. Μ. Slayter Ot Οπτικές Μέθοδοι στη Βιολογία {OpticalMethods in Biology) : [Β] Ο χειριστής του μικροσκοπίου μπορεί να παρατηρήσει ένα γνωστό αντικείμενο σε ένα μικροσκόπιο χαμηλής ισχύος και να δει μία ελαφρώς μεγεθυσμένη εικόνα, η οποία είναι «ίδια με» το αντικείμενο. Αύξηση της μεγέθυνσης μπορεί να αποκαλύψει λεπτομέρειες στο αντικείμενο, που δεν είναι ορατές στο γυμνό μάτι* είναι φυσικό να συμπεράνουμε ότι και αυτές, επίσης, είναι «το ίδιο» αντικείμενο. (Σε αυτό το στάδιο είναι απαραίτητο να αποδείξουμε ότι οι λεπτομέρειες δεν αποτελούν συνέπεια της καταστροφής του δείγματος κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για τη μικροσκοπία.) Αλλά τι υποδηλώνει στην πραγματικότητα η έκφραση ότι «η εικόνα είναι ίδια με το τεχνητό αντικείμενο»; Προφανώς η εικόνα είναι ένα αμιγώς οπτικό φαινόμενο. ... Η «ομοιότητα» αντικειμένου και εικόνας υποδηλώνει στην πραγματικότητα ότι οι φυσικές αλληλεπιδράσεις με την ακτίνα φωτός, που καθιστούν το τεχνητό αντικείμενο ορατό στο μάτι (ή που θα το καθιστούσαν ορατό, αν ήταν αρκετά μεγάλο) είναι πανομοιότυπες με αυτές που οδηγούν στη διαμόρφωση μίας εικόνας στο μικροσκόπιο. ... Ας υποθέσουμε, ωστόσο, ότι η ακτινοβολία που χρησιμοποιείται για τη διαμόρφωση της εικόνας είναι μία ακτίνα υπεριώδους φωτός, ακτίνες Χ ή ηλεκτρόνια, ότι το μικροσκόπιο διαθέτει ένα μηχανισμό, που μετατρέπει τις διαφορές φάσης σε μεταβολές έντασης. Σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί η εικόνα να είναι «ίδια» με το αντικείμενο, ακόμα και με την περιορισμένη έννοια που μόλις ορίσαμε! Το μάτι είναι ανίκανο να συλλάβει την υπεριώδη ακτινοβολία, την ακτινοβολία Χ ή των ηλεκτρονίων ή να ανιχνεύσει - 252 -
μικροσκοπια
μεταβολές φάσης μεταξύ ακτίνων φωτός. ... Αυτή η γραμμή σκέψης αποκαλύπτει ότι η εικόνα πρέπει να είναι ένας χάρτης των αλληλεπιδράσεων-μεταξύτον δείγματος και της εικονίζονσας ακτινοβολίας {οο. 261-3). Η συγγραφέας συνεχίζει λέγοντας ότι όλες οι μέθοδοι που ανέφερε, καθώς και άλλες, «μπορούν να παράγουν "αληθείς" εικόνες, οι οποίες είναι κατά μία έννοια "σαν" το δείγμα». Σημειώνει επίσης ότι σε μία τεχνική όπως το ραδιοαυτογράφημα «εξασφαλίζει κανείς μία "εικόνα" του δείγματος ... που αποκτάται αποκλειστικά από τη θέση των ραδιενεργών ατόμων. Η "εικόνα" αυτού του τύπου είναι τόσο εξειδικευμένη, ώστε να είναι σε γενικές γραμμές μη ερμηνεύσιμη χωρίς τη βοήθεια μίας επιπρόσθετης εικόνας, της φωτομικρογραφικής, πάνω στην οποία υπερτίθεται». Ο χειριστής του μικροσκοπίου χαίρεται να λέει ότι βλέπουμε μέσα από ένα μικροσκόπιο, μόνον όταν οι φυσικές αλληλεπιδράσεις του δείγματος και της ακτίνας φωτός είναι «πανομοιότυπες» για τη διαμόρφωση της εικόνας στο μικροσκόπιο και στο μάτι. Αντιπαραβάλετε το απόσπασμα [Α] μίας παλιότερης γενιάς, το οποίο υποστηρίζει ότι εφόσον το κοινό μικροσκόπιο φωτός λειτουργεί διά της περίθλασης, δεν είναι το ίδιο με την κοινή όραση, αλλά είναι sui generis. Είναι δυνατόν οι χειριστές μικροσκοπίων [Α] και [Β], που διαφωνούν ακόμη και για το απλούστερο μικροσκόπιο φωτός, να βρίσκονται στο σωστό φιλοσοφικό δρόμο σχετικά με το «βλέπειν»; Τα τεράστια εισαγωγικά που περικλείουν την «εικόνα» και το «αληθές» υποδεικνύουν περισσότερη δισημία στο [Β]. Θα πρέπει κανείς να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στη λέξη «εικόνα» στη μικροσκοπία. Μερικές φορές υποδηλώνει κάτι το οποίο δεν μπορούμε να δείξουμε, ένα σχήμα που εμφανίζεται σε μία οθόνη, σε ένα μικρογράφο ή σε οτιδήποτε* αλλά σε άλλες περιπτώσεις υποδηλώνει αυτό που εισάγεται στο ίδιο το μάτι. Η σύγχυση προέρχεται από τη γεωμετρική οπτική, στα διαγράμματα της οποίας εμφανίζεται ένα σύστημα με ένα δείγμα στη μία εστία και ένα «είδωλο», μία «εικόνα», σε ένα άλλο εστιακό επίπεδο, όπου το «είδωλο» υποδεικνύει αυτό που πρόκειται να δούμε αν βάλουμε το μάτι μας εκεί. Αντιστέκομαι σε ένα συμπέρασμα, το οποίο θα μπορούσαμε να συναγάγουμε ακόμα και από το απόσπασμα [Β]. Μπορεί να φαίνεται ότι κάθε δήλωση γι' αυτό που βλέπουμε με ένα μικροσκόπιο είναι φορτισμένη από θεωρία: φορτισμένη από θεωρία της οπτικής ή όποιας άλλης ακτινοβολίας. Διαφωνώ. Η θεωρία είναι απαραίτητη για την κατασκευή ενός μικροσκοπίου, όχι για τη χρήση του. Η θεωρία μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε γιατί τα αντικείμενα που γίνονται αντιληπτά με
-253-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ένα μικροσκόπιο αντίθεσης συμβολής έχουν ασύμμετρα περιθώρια γΰρω τους, αλλά μπορούμε να μάθουμε να παραβλέπουμε αυτό το φαινόμενο εντελώς εμπειρικά. Δύσκολα μπορεί ένας οποιοσδήποτε βιολόγος να γνωρίζει αρκετά γύρω από την οπτική, σε βαθμό που να ικανοποιεί ένα φυσικό. Η πρακτική - και εννοώ γενικά το να πράττει κανείς και όχι να κοιτάζει παράγει την ικανότητα να διακρίνουμε μεταξύ των ορατών τεχνουργημάτων, που είναι αποτελέσματα της προπαρασκευής ή του οργάνου και της πραγματικής δομής που βλέπουμε με το μικροσκόπιο. Αυτή η πρακτική ικανότητα γεννά την πεποίθηση. Η ικανότητα μπορεί να προϋποθέτει μία κάποια κατανόηση της βιολογίας, μολονότι μπορεί κανείς να συναντήσει πρώτης τάξεως τεχνικούς, που δε γνωρίζουν καν βιολογία. Σε κάθε περίπτωση η φυσική είναι απλώς άσχετη με την έννοια της μucpoσκoπικής πραγματικότητας που έχουν οι βιόλόγοι. Οι παρατηρήσεις 'και οι χειρισμοί σπανίως φέρουν οποιονδήποτε εμποτισμό από φυσική θεωρία, και αυτό που υπάρχει εκεί είναι εντελώς ανεξάρτητο από τα υπό μελέτη κύτταρα ή τους κρυστάλλους.
ΚΑΚΗΣ Π Ο Ι Ο Τ Η Τ Α Σ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΑ Υπάρχει η εντύπωση ότι ο Leeuwenhoek εφηύρε το μικροσκόπιο και ότι έκτοτε οι άνθρωποι συνέχισαν να φτιάχνουν ολοένα και καλύτερες εκδοχές του ίδιου είδους. Θα ήθελα να διορθώσω αυτήν την εντύπωση. Ο Leeuwenhoek δεν ήταν ο πρώτος κατασκευαστής μικροσκοπίου, ήταν ένας ιδιοφυής τεχνικός. Τα μικροσκόπιά του είχαν έναν απλό φακό και έφτιαξε ένα φακό για κάθε δείγμα που επρόκειτο να εξετάσει. Το αντικείμενο τοποθετούνταν πάνω σε μία καρφίτσα ακριβώς στη σωστή απόσταση. Δε γνωρίζουμε ακριβώς πώς έκανε τόσο εκπληκτικά ακριβή σχέδια των δειγμάτων του. Η πιο αντιπροσωπευτική συλλογή των φακών και των δειγμάτων του δόθηκε στη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου, η οποία έχασε ολόκληρη τη σειρά σχεδόν μετά από έναν αιώνα κάτω από ύποπτες συνθήκες, για να το πούμε ευγενικά. Αλλά ακόμα και μέχρι τότε, η κόλλα για τα δείγματά του είχε χάσει τη δύναμή της και τα αντικείμενα είχαν αρχίσει να πέφτουν από τις καρφίτσες τους. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Leeuwenhoek πέτυχε αυτά τα εκπληκτικά αποτελέσματα χάρη σε ένα μυστικό για το φωτισμό και όχι χάρη στην κατασκευή του φακού και φαίνεται ότι ποτέ δε δίδαξε στο κοινό την τεχνική του. Πιθανόν ο Leeuwenhoek να εφηύρε το φωτισμό σκοτεινού πεδίου μάλλον, παρά το μικροσκόπιο. Η υπόθεση αυτή θα έπρεπε να λειτουργήσει ως η πρώτη μίας σειράς πιθανών υπενθυμίσεων, ότι πολλές από τις πρω-254-
μικροσκοπια
ταρχικές προόδους στη μικροσκοπία δεν είχαν καμία σχέση με την οπτική. Χρειαστήκαμε μικροτόμους για να τέμνουμε τα δείγματα σε λεπτότερα κομμάτια, βαφές ανιλίνης για να τα χρωματίσουμε, πηγές καθαρού φωτός και, σε πιο ταπεινά επίπεδα, τη βίδα του μικρόμετρου για να προσαρμόσουμε την εστία, κόλλες και φυγοκεντρίσεις. Μολονότι τα πρώτα μικροσκόπια συντάραξαν το λαό δείχνοντας κόσμους μέσα σε κόσμους, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι μετά το σύνθετο μικροσκόπιο του Hooke η τεχνολογία δεν παρουσίασε καμία αξιοσημείωτη βελτίωση. Οΰτε και ακολούθησαν πολλές νέες γνώσεις μετά τον ενθουσιασμό των αρχικών παρατηρήσεων. Το μικροσκόπιο έγινε παιχνίδι στα χέρια των κυριών και κυρίων της Αγγλίας. Το παιχνίδι αποτελούνταν από ένα μικροσκόπιο και ένα κουτί με μονταρισμένα δείγματα από το φυτικό και ζωικό βασίλειο. Σημειώστε ότι ένα κουτί με μονταρισμένα πλακίδια μπορεί να κόστιζε περισσότερο από την αγορά του ίδιου του μικροσκοπίου. Δεν έβαζαν απλώς μία σταγόνα νεροΰ από τη λίμνη σε ένα δοκιμαστικό γυαλί και το κοίταζαν. Σχεδόν όλοι, εκτός από τους ειδικούς, χρειάζονταν μία ήδη μονταρισμένη διαφάνεια, ώστε να κατορθώσουν να δουν κάτι. Πράγματι, αν λάβει κανείς υπόψη τις οπτικές εκτροπές, είναι εκπληκτικό ότι ο οποιοσδήποτε μπόρεσε να δει κάτι μέσα από ένα σύνθετο μικροσκόπιο, μολονότι στην πραγματικότητα, όπως πάντα στην πειραματική επιστήμη, ένας πραγματικά ικανός τεχνικός μπορεί να κάνει θαύματα με φριχτό εξοπλισμό. Υπάρχουν σχεδόν οχτώ κύριες οπτικές εκτροπές στην απλή μικροσκοπία φωτός. Δύο σημαντικές είναι η σφαιρική και η χρωματική. Η πρώτη είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο φακός λειαίνεται με τυχαία τριβή. Αυτό, όπως μπορεί να αποδειχτεί, μας δίνει μία σφαιρική επιφάνεια. Μία ακτίνα φωτός που κινείται σε μία μικρή απόσταση από τον άξονα δε θα εστιάσει στο ίδιο σημείο με μία ακτίνα που βρίσκεται πιο κοντά στον άξονα. Για τις γωνίες /, για τις οποίες το ημίτονο i διαφέρει αρκετά από το i δεν επιτυγχάνουμε μία καλή εστίαση των φωτεινών ακτίνων και έτσι ένα σημείο του δείγματος μπορεί να ιδωθεί μόνο ως κηλίδα μέσα από το μικροσκόπιο. Αυτό το κατανόησε καλά ο C. Huygens, ο οποίος γνώριζε επίσης πώς να το διορθώσει κατ' αρχήν, αλλά στην πράξη οι συνδυασμοί των κοίλων και των κυρτών φακών για την αποφυγή της σφαιρικής εκτροπής θα καθυστερούσαν πολύ ακόμα. Οι χρωματικές εκτροπές προκαλούνται από διαφορές μήκους κύματος μεταξύ διαφορετικών χρωμάτων φωτός. Αρα το κόκκινο και το μπλε φως, που προέρχονται από το ίδιο σημείο του δείγματος, θα εστιάσουν σε διαφο-255 -
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ρετικά σημεία. Μία έντονη κόκκινη εικόνα υπερτίθεται σε μία μπλε κηλίδα ή το αντίστροφο. Μολονότι οι πλούσιοι αρέσκονταν στο να έχουν ένα μικροσκόπιο στο σπίτι για διασκέδαση, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η σοβαρή επιστήμη δεν είχε καμία σχέση με το όργανο. Συχνά θεωρούμε τον Xavier Bichat ως ιδρυτή της ιστολογίας, της μελέτης των ζωντανών ιστών. Το 1800 δεν επέτρεπε μικροσκόπια στο εργαστήριό του. Στην εισαγωγή του έργου του Γενική Ανατομία {GeneralAnatomy) έγραφε: «Όταν οι άνθρωποι παρατηρούν σε συνθήκες ασάφειας, ο καθένας βλέπει με το δικό του τρόπο και σύμφωνα με τις επιρροές του. Επομένως, αυτό που πρέπει να μας οδηγεί είναι η παρατήρηση των ζωτικών ιδιοτήτων» και όχι οι θαμπές εικόνες που μας δίνουν ακόμα και τα καλύτερα μικροσκόπια. Κανείς δεν κατέβαλε ιδιαίτερες πρρσπάθειες να φτιάξει αχρωματικά μικροσκόπια] γιατί ο Newton είχε γράψει ότι είναι φυσικώς ακατόρθωτα. Η κατασκευή τους κατέστη δυνατή με την έλευση του γυαλιού από πυρόλιθο, που έχει δείκτες διάθλασης διαφορετικούς από αυτούς του κανονικού γυαλιού. Ένα ζεύγος φακών με διαφορετικούς δείκτες διάθλασης μπορεί να αποτρέψει εντελώς την εκτροπή για ένα δεδομένο ζευγάρι κόκκινων και μπλε μηκών κύματος, και μολονότι η ανάλυση είναι ατελής στο σύνολο του φάσματος, το αποτέλεσμα μπορεί να βελτιωθεί με ένα σετ τριών φακών. Ο πρώτος άνθρωπος που είχε τις σωστές ιδέες ήταν τόσο κρυψίνους, ώστε έστειλε τις προδιαγραφές για τους φακούς σε δύο διαφορετικούς εργολήπτες. Και οι δύο ανέθεσαν την υπεργολαβία στον ίδιο τεχνίτη, ο οποίος στη συνέχεια κατέληξε στην πονηρή υπόθεση ότι οι φακοί προορίζονταν για την ίδια συσκευή. Έτσι, το 1758 η ιδέα εκλάπη. Η δίκη για τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας κατέληξε υπέρ του σφετεριστή, John Dolland. Ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου απεφάνθη: «Δεν είναι ο άνθρωπος που κλείδωσε την εφεύρεση στα τεφτέρια του αυτός που πρέπει να επωφεληθεί από την ευρεσιτεχνία για μία τέτοια εφεύρεση, αλλά αυτός που την παρήγαγε προς όφελος του κοινού».^ Το κοινό δεν ωφελήθηκε και τόσο. Ακόμα και μέχρι τη δεκαετία του 1860 υπήρχαν σοβαρές διαμάχες για το αν τα σφαιρίδια που φαίνονταν μέσω του μικροσκοπίου ήταν τεχνήματα του οργάνου ή αυθεντικά στοιχεία έμβιου υλικού. (Ήταν τεχνήματα.) Τα μικροσκόπια έγιναν καλύτερα και τα βοηθήματα της μικροσκοπίας βελτιώθηκαν σε μάλλον μεγαλύτερο βαθμό. Αν σχεδιάσουμε ένα γράφημα της εξέλιξης, θα εντοπίσουμε μια
^Αναφέρεται στο Bradbury, The Microscope, Past and Present, σ.130.
-256-
μικροσκοπια
πρώτη κορυφή γύρω στα 1660, μετά ένα αργά ανυψούμενο επίπεδο έως ένα μεγάλο άλμα γύρω στα 1870* η επόμενη μεγάλη περίοδος, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ξεκίνησε γύρω στο 1945. Ένας ιστορικός σχεδίασε αυτό το γράφημα με μεγάλη ακρίβεια, χρησιμοποιώντας ως κλίμακα τα όρια ανάλυσης των υπαρχόντων οργάνων διαφόρων εποχών. Αν προβαίναμε σε μία υποκειμενική εκτίμηση των μεγάλων εφαρμογών του μικροσκοπίου, θα σχεδιάζαμε ένα παρόμοιο γράφημα, με μόνη εξαίρεση την αντίθεση 1870/1660, η οποία θα ήταν μεγαλύτερη. Μερικά πραγματικά αξιομνημόνευτα γεγονότα ανακαλύφθηκαν με το μικροσκόπιο μόλις μετά το I860. Το κύμα της νέας μικροσκοπίας οφείλεται εν μέρει στον Abbe, αλλά η πλέον άμεση αιτία προόδου ήταν η διάθεση των βαφών ανιλίνης για χρωματισμό. Οι νέες βαφές ανιλίνης κατέστησαν δυνατό το να βλέπουμε τα μικρόβια και πολλά περισσότερα.
Ο ΑΒΒΕ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΘΛΑΣΗ Πώς βλέπουμε «κανονικά»; Ως επί το πλείστον βλέπουμε ανακλώμενο φως. Αλλά αν χρησιμοποιήσουμε ένα μεγεθυντικό φακό για να κοιτάξουμε ένα δείγμα που φωτίζεται από πίσω, τότε αυτό που «βλέπουμε» είναι μεταδιδόμενο ή απορροφώμενο φως. Έτσι προκύπτει η ακόλουθη ιδέα: το να δούμε κάτι μέσα από ένα μικροσκόπιο φωτός είναι το να δούμε κηλίδες σκοτεινού και φωτεινού, που αντιστοιχούν στις ποσότητες του μεταδιδόμενου ή του απορροφώμενου φωτός. Βλέπουμε μεταβολές στην ένταση των φωτεινών ακτίνων. Νομίζω ότι ακόμα και ο Huygens γνώριζε ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτήν την ιδέα, αλλά μόλις το 1873 εξήγησε ο Abbe πώς λειτουργεί το μικροσκόπιο. Ο Ernst Abbe μας δίνει το πιο ευτυχές παράδειγμα μίας ιστορίας για ένα φτωχό που έγινε πλούσιος. Γιος ενός εργάτη κλωστηρίου, έμαθε μαθηματικά και τελείωσε με υποτροφία το γυμνάσιο. Έγινε λέκτορας μαθηματικών, φυσικής και αστρονομίας. Οι εργασίες του στην οπτική οδήγησαν στην πρόσληψή του σε μία μικρή εταιρεία του Carl Zeiss στην Ιένα, και όταν ο Zeiss πέθανε, έγινε ιδιοκτήτης της και αποσύρθηκε σε μια ζωή αφιερωμένη στη φιλανθρωπία. Οι αναρίθμητες μαθηματικές και πρακτικές καινοτομίες του Abbe μετέτρεψαν την Carl Zeiss σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες οπτικών. Εδώ θα αναφερθώ μόνο σε μία. Ο Abbe ενδιαφερόταν για την ανάλυση. Η μεγέθυνση δεν έχει αξία, αν με τη «μεγέθυνση» δύο διακριτές κουκκίδες συνενώνονται σε μία μεγάλη κηλίδα. Αυτό που χρειάζεται είναι να αναλύσει κανείς τις δύο κουκκίδες σε -257-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
δύο ξεχωριστές εικόνες. Είναι ζήτημα περίθλασης. Το πλέον γνωστό παράδειγμα περίθλασης είναι το γεγονός ότι οι σκιές των αντικειμένων με κοφτερές ακμές είναι θαμπές. Αυτό είναι συνέπεια της κυματικής φΰσης του φωτός. Ό τ α ν το φως οδεύει μεταξύ δύο στενών σχισμών, ένα μέρος της ακτίνας μπορεί να πάει ευθεία, αλλά ένα άλλο θα εκτραπεί κατά μία γωνία ως προς τη βασική ακτίνα και ένα άλλο μέρος θα εκτραπεί κατά μία μεγαλύτερη γωνία: αυτές είναι οι περιθλώμενες ακτίνες πρώτης τάξης, δεύτερης τάξης κ.λπ. Ο Abbe προβληματίστηκε για το πώς να αναλύσει (δηλαδή να διακρίνει οπτικά) τις παράλληλες γραμμές πάνω σε ένα διάτομο (τα μικροσκοπικά πλάσματα του ωκεανού που οι φάλαινες τρώνε κατά δισεκατομμύρια). Αυτές οι γραμμές βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους και έχουν σχεδόν ομοιόμορφη απόσταση και πλάτος. Σύντομα ήτα'ν σε θέση να εκμεταλλευτεί ακόμα κανονικότερα τεχνητά πλέγματα περίθλασης. Η ανάλυσή του αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζεται η καθαρή επιστήμη, διότι επεξεργάστηκε την καθαρή περίπτωση τού να κοιτάζει κανείς ένα διάτομο ή ένα πλέγμα περίθλασης και συμπέρανε ότι αυτό αντιπροσωπεύει την τεράστια πολυπλοκότητα της φυσικής που εμπλέκεται, όταν βλέπει κανείς ένα ετερογενές αντικείμενο με ένα μικροσκόπιο. Ό τ α ν το φως χτυπά ένα πλέγμα περίθλασης, το περισσότερο περιθλάται παρά μεταδίδεται. Εκπέμπεται από το πλέγμα υπό τη γωνία των πρώτης, δεύτερης ή τρίτης τάξης περιθλάσεων, όπου οι γωνίες των περιθλώμενων ακτίνων είναι εν μέρει συνάρτηση των αποστάσεων μεταξύ των γραμμών πάνω στο πλέγμα. Ο Abbe συνειδητοποίησε ότι για να δει κανείς τις σχισμές στο πλέγμα, πρέπει να συγκεντρώσει όχι μόνο το μεταδιδόμενο φως, αλλά τουλάχιστον και τις πρώτης τάξης περιθλώμενες ακτίνες. Αυτό που βλέπουμε, στην πραγματικότητα, αναπαριστάται καλύτερα ως μία σύνθεση Fourier των μεταδιδόμενων και των περιθλώμενων ακτίνων. Αρα, σύμφωνα με τον Abbe, η τελική εικόνα του αντικειμένου παράγεται από τη συμβολή των φωτεινών κυμάτων της αρχικής εικόνας με εκείνα των δευτερευουσών εικόνων της φωτεινής πηγής — οι τελευταίες είναι αποτέλεσμα περίθλασης. Οι πρακτικές εφαρμογές αφθονούν. Προφανώς θα συγκεντρώσουμε περισσότερες περιθλώμενες ακτίνες έχοντας ένα φαρδύτερο διάφραγμα στον αντικειμενικό φακό, αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα έχουμε επίσης και πολύ μεγαλύτερη σφαιρική εκτροπή. Αντ' αυτού μπορούμε να αλλάξουμε το μέσον ανάμεσα στο δείγμα και το φακό. Με κάτι πυκνότερο από τον αέρα. -258-
μικροσκοπια
όπως στο μικροσκόπιο όπου το δείγμα βυθίζεται σε λάδι, αιχμαλωτίζουμε περισσότερες περιθλώμενες ακτίνες εντός ενός δεδομένου διαφράγματος και αυξάνουμε έτσι την ανάλυση του μικροσκοπίου. Μολονότι τα πρώτα μικροσκόπια Abbe-Zeiss ήταν καλά, η θεωρία συνάντησε αντίσταση για αρκετά χρόνια, ιδιαίτερα στην Αγγλία και στην Αμερική, οι οποίες είχαν απολαύσει έναν αιώνα κυριαρχίας στην αγορά. Ακόμα και το 1910 τα καλύτερα αγγλικά μικροσκόπια, που κατασκευάζονταν με βάση την καθαρή εμπειρία (κλέβοντας, ωστόσο, μερικές ιδέες από τον Abbe) μπορούσαν να επιτύχουν το ίδιο καλή ή καλύτερη ανάλυση από τα όργανα Zeiss. Κάτι τέτοιο δεν είναι εντελώς ασυνήθιστο. Παρ' ότι τα ιστιοφόρα αποτελούσαν σχεδόν πάντοτε μέρος της ανθρώπινης κουλτούρας, οι μεγαλύτερες βελτιώσεις στο ιστιοφόρο έγιναν μεταξύ του 1870 και 1900, όταν το ατμόπλοιο τα έκανε να φαίνονται απαρχαιωμένα. Ή τ α ν ακριβώς εκείνη την περίοδο που η μαστοριά θριάμβευσε. Το ίδιο συνέβη και με το μικροσκόπιο, αλλά φυσικά οι ακριβοί, μη θεωρητικοί Αγγλοι μάστορες της μικροσκοπίας ήταν εξίσου καταδικασμένοι με τα ιστιοφόρα. Δεν ήταν, ωστόσο, μόνο ο εμπορικός ή εθνικός ανταγωνισμός, που έκανε μερικούς ανθρώπους να διστάζουν να πιστέψουν τον Abbe. Ανέφερα παραπάνω ότι το απόσπασμα [Α] χρησιμοποιήθηκε στο Μικροσκόπιο {The Microscope) του Gage. Στην ένατη έκδοση (1901) αυτού του εγχειριδίου, ο συγγραφέας αναφέρεται στην εναλλακτική θεωρία ότι η μικροσκοπική όραση είναι ίδια «με το μη επικουρούμενο μάτι, το τηλεσκόπιο και τη φωτογραφική μηχανή. Αυτή είναι η αρχική άποψη και αυτή που ευνοούν πολλοί σήμερα». Στην ενδέκατη έκδοση (1916) αυτό τροποποιείται: «Επινοήθηκαν συγκεκριμένα, πολύ εντυπωσιακά πειράματα για να δείξουν την ακρίβεια της υπόθεσης του Abbe, αλλά, όπως έχουν τονίσει πολλοί, στη συνήθη χρήση του μικροσκοπίου ποτέ δεν εμφανίζονται οι συνθήκες που λαμβάνουν χώρα σε αυτά τα πειράματα». Αυτό αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα αυτού που ο Lakatos ονομάζει εκφυλιζόμενο πρόγραμμα έρευνας. Το απόσπασμα παραμένει το ίδιο, κατά βάση, ακόμα και στη δέκατη έβδομη έκδοση (1941). Αρα υπήρχε μία πραγματικά βαθιά αποστροφή προς τη θέση του Abbe, η οποία λέει, κατά το απόσπασμα [Α], ότι «δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει ουδεμία μεταξύ της μικροσκοπικής και της μακροσκοπικής όρασης». Αν υποστηρίξει κανείς (όπως το πιο σύγχρονο απόσπασμα [Β] εξακολουθεί να υποστηρίζει) πως ό,τι βλέπουμε είναι στην ουσία ζήτημα ενός συγκεκριμένου είδους φυσικής διεργασίας στο μάτι, τότε οτιδήποτε άλλο πρέπει να βρίσκεται περισσότερο στο πεδίο της οπτικής αυταπάτης ή στην -259-
Β' ΜΕΡΟΣ: π α ρ ε μ β α ί ν ο ν τ α ς καλύτερη περίπτωση της αντιστοίχησης. Σε αυτήν την περίπτωση, τα συστήματα του Leeuwenhoek και του Hooke μας επιτρέπουν να βλέπουμε. Μετά τον Abbe, ακόμα και το συμβατικό μικροσκόπιο φωτός είναι στην ουσία ένας κατά Fourier συνθέτης πρώτης - ή έστω δεύτερης- τάξης περιθλάσεων. Άρα, πρέπει να τροποποιήσουμε την ιδέα μας περί του τι βλέπουμε ή να πιστέψουμε ότι ποτέ δε βλέπουμε μέσα από ένα σοβαρό μικροσκόπιο. Προτού καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα σε αυτήν την ερώτηση, θα πρέπει καλύτερα να εξετάσουμε μερικά πιο πρόσφατα όργανα.
ΜΙΑ Π Α Η Θ Ω Ρ Α Μ Ι Κ Ρ Ο Σ Κ Ο Π Ι Ω Ν Προχωράμε μετά το Β' Παγκόσμι^ Πόλεμο. Οι περισσότερες ιδέες υπήρχαν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολφου, αλλά δεν ξεπέρασαν το στάδιο του πρωτότυπου μοντέλου, παρά μόνο αργότερα. Μία εφεύρεση είναι αρκετά μεγαλύτερη σε ηλικία, αλλά για ένα διάστημα δεν την εκμεταλλεύτηκαν σωστά. Τ ο πρώτο πρακτικό πρόβλημα για τον κυτταροβιολόγο είναι ότι τα περισσότερα έμβια υλικά δεν εμφανίζονται κάτω από ένα κοινό μικροσκόπιο φωτός, γιατί είναι διαφανή. Για να δοΰμε οτιδήποτε, πρέπει να χρωματίσουμε το δείγμα. Οι περισσότερες βαφές ανιλίνης είναι πρώτης τάξεως δηλητήρια, έτσι αυτό που θα δοΰμε είναι συνήθως ένα εντελώς νεκρό κύτταρο, που είναι επίσης πιθανό να είναι ένα δομικά κατεστραμμένο κύτταρο, το οποίο να παρουσιάζει δομές, οι οποίες είναι αποτέλεσμα της προπαρασκευής. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι τα έμβια υλικά διαφέρουν ως προς τις πολωτικές ιδιότητές τους. Ας ενσωματώσουμε, λοιπόν, στο μικροσκόπιό μας έναν πολωτή και έναν αναλυτή. Ο πολωτής μεταδίδει στο δείγμα μόνο πολωμένο φως με συγκεκριμένες ιδιότητες. Στην απλούστερη των περιπτώσεων, τοποθετούμε τον αναλυτή σε ορθή γωνία προς τον πολωτή, έτσι ώστε να μεταδίδεται μόνο φως με πόλωση αντίθετη αυτής του πολωτή. Τ ο αποτέλεσμα είναι απόλυτο σκοτάδι. Αλλά αν υποθέσουμε ότι το δείγμα είναι οπτικά ενεργό, μπορεί τότε να αλλάξει το επίπεδο πόλωσης του προσπίπτοντος φωτός και έτσι μπορεί χάρη στον αναλυτή να διαμορφωθεί μία ορατή εικόνα. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να παρατηρήσουμε τις διαφανείς ίνες των ραβδωτών μυών, χωρίς να τις χρωματίσουμε καθόλου, βασιζόμενοι απλώς σε ορισμένες ιδιότητες του φωτός, τις οποίες κανονικά δε «βλέπουμε». Η θεωρία του Abbe για τη περίθλαση, υποστηριζόμενη από το μικροσκόπιο πόλωσης, οδηγεί σε κάτι σαν εννοιολογική επανάσταση. Δε χρειαζό-260 -
μικροσκοπια
μαστέ την «κανονική» φυσική της όρασης, για να αντιληφθούμε δομές σε ζωντανά υλικά. Στην πραγματικότητα, σπανίως τη χρησιμοποιούμε. Ακόμα και σε συνηθισμένες περιπτώσεις προτιμούμε να κατασκευάσουμε περιθλώμενες ακτίνες, παρά να δοΰμε το δείγμα με τον τρόπο που προτείνει η «κανονική» οπτική φυσική. Το πολωτικό μικροσκόπιο μάς υπενθυμίζει ότι υπάρχουν περισσότερα γΰρω από το φως, πέραν της διάθλασης, της απορρόφησης και της περίθλασης. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε οποιαδήποτε ιδιότητα του φωτός που αλληλεπιδρά με ένα δείγμα, προκειμένου να μελετήσουμε τη δομή του δείγματος. Πράγματι θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε οποιαδήποτε ιδιότητα οποιονδήποτε είδους κύματος. Ακόμα και αν εμμείνουμε στο φως, υπάρχουν πολλά να κάνουμε. Η υπεριώδης ακτινοβολία διπλασιάζει την ισχύ ανάλυσης, μολονότι το βασικό της ενδιαφέρον στοιχείο εντοπίζεται στην παρατήρηση ορισ|^ένων υπέρυθρων απορροφήσεων, που είναι χαρακτηριστικές σε ορισμένες βιολογικά σημαντικές ουσίες. Στη μικροσκοπία φθορισμού ο προσπίπτων φωτισμός καταργείται και παρατηρούμε μόνο φως που επανεκπέμπεται σε διαφορετικά μήκη κύματος από φυσικό ή εξαναγκασμένο φωσφορισμό ή φθορισμό. Αυτή είναι μία ανεκτίμητη ιστολογική τεχνική για διάφορα είδη ζωντανών αντικειμένων. Ωστόσο, πιο ενδιαφέροντα από τη χρήση ασυνήθιστων τρόπων μετάδοσης ή εκπομπής φωτός είναι τα παιχνίδια που μπορούμε να παίξουμε με το ίδιο το φως: το μικροσκόπιο αντίθεσης φάσης Zernicke και το μικροσκόπιο συμβολής Nomarski. Ένα δείγμα, το οποίο είναι διαφανές, είναι ισότροπο όσον αφορά στην απορρόφηση φωτός. Πιθανώς να εξακολουθεί να έχει αόρατες διαφορές στο δείκτη διάθλασης σε διάφορα τμήματα της δομής του. Το μικροσκόπιο αντίθεσης φάσης τις μετατρέπει σε ορατές διαφορές έντασης στην εικόνα του δείγματος. Σε ένα κανονικό μικροσκόπιο η εικόνα κατασκευάζεται από τα περιθλώμενα κύματα D και τα άμεσα μεταδιδόμενα κύματα U. Στο μικροσκόπιο αντίθεσης φάσης τα κύματα Uκαι D διαχωρίζονται φυσικά με έναν ευφυή, μολονότι φυσικά απλό, τρόπο και το ένα ή το άλλο είδος κύματος υποβάλλεται στη συνέχεια σε μία σταθερή καθυστέρηση φάσης, κάτι που έχει ως συνέπεια να παράγονται αντιθέσεις φάσης κατά την εστίαση, που αντιστοιχούν στις διαφορές στο δείκτη διάθλασης του δείγματος. Το μικροσκόπιο αντίθεσης συμβολής είναι ίσως ευκολότερο στην κατανόηση. Η πηγή φωτός χωρίζεται απλά με έναν ημιπερατό καθρέφτη και το μισό φως διαπερνά το δείγμα, ενώ το άλλο μισό διατηρείται ως ένα ανεπηρέαστο κύμα αναφοράς, για να επανασυντεθεί στην παραγόμενη εικόνα. Οι -261-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
αλλαγές στην οπτική διαδικασία εξαιτίας των διαφορετικών δεικτών διάθλασης εντός του δείγματος παράγουν, λοιπόν, φαινόμενα συμβολής με την ακτίνα αναφοράς. Το μικροσκόπιο συμβολής συνοδεύεται από παραπλανητικούς κροσσούς, αλλά είναι ιδιαίτερα πολύτιμο, καθώς παρέχει έναν ποσοτικό καθορισμό των δεικτών διάθλασης εντός του δείγματος. Φυσικά, άπαξ και έχουμε τέτοιες συσκευές στη διάθεσή μας, μπορούμε να δημιουργήσουμε άπειρες παραλλαγές, όπως τα πολωτικά μικροσκόπια συμβολής, συμβολής πολλαπλής ακτίνας, συμβολής διαμόρφωσης φάσης κ.λπ.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΜΕΑΙΑ ΤΩΝ Π Ε Π Ο Ι Θ Η Σ Ε Ω Ν Μια θεωρία του φωτός είναι φυσικά ουσιώδης για την κατασκευή ενός καινούργιου είδους μικροσκοπίου και είναι συνήθως σημαντική για τη βελτίωση ενός παλιού είδους. Τα μικροσκόπια συμβολής ή αντίθεσης φάσης δε θα μπορούσαν να έχουν εφευρεθεί χωρίς την κυματική θεωρία του φωτός. Η θεωρία της περίθλασης βοήθησε τον Abbe και την εταιρεία του να φτιάξει καλύτερα μικροσκόπια. Ωστόσο, δε θα πρέπει να υποτιμήσουμε τον προθεωρητικό ρόλο της εφεύρεσης και της πειραματικής αναζήτησης. Για μιαδυο δεκαετίες οι παλιοί εμπειρικοί κατασκευαστές μικροσκοπίων έφτιαχναν καλύτερα μικροσκόπια από την Zeiss. Ό τ α ν τέθηκε σε εφαρμογή η ιδέα του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου, αποτέλεσε ένα τόλμημα, καθώς οι άνθρωποι ήταν πεπεισμένοι, από θεωρητική άποψη, ότι το δείγμα σχεδόν αμέσως θα πάγωνε και στη συνέχεια θα καιγόταν. Το μικροσκόπιο ακτίνων Χ υπήρξε για αιώνες ένα θεωρητικό ενδεχόμενο, αλλά μπορεί να κατασκευαστεί με επιτυχία μόνο στα επόμενα χρόνια με τη χρήση υψηλής ποιότητας ακτίνων, οι οποίες μπορούν να προέλθουν από ένα γραμμικό επιταχυντή. Ομοίως, το ακουστικό μικροσκόπιο που περιγράφεται παρακάτω ήταν επί μακρόν μία προφανής δυνατότητα, αλλά μόλις τα τελευταία δέκα χρόνια είχαμε τα ταχέα ηλεκτρονικά μέσα, ώστε να παράγουμε καλό ήχο υψηλής ποιότητας και ποιοτικούς ανιχνευτές. Η θεωρία φέρει μόνο ένα μέτριο ποσοστό συνεισφοράς στην κατασκευή αυτών των ευφυών συσκευών. Η σχετική θεωρία συνίσταται κυρίως σε αυτά που μαθαίνει κανείς στο πρώτο εξάμηνο Φυσικής στο πανεπιστήμιο. Αυτό που μετράει είναι η μηχανολογία. Η θεωρία φαίνεται να υπεισέρχεται σε ένα άλλο επίπεδο. Γιατί πιστεύουμε τις εικόνες που κατασκευάζουμε με τη χρήση ενός μικροσκοπίου; Δεν είναι γιατί έχουμε μία θεωρία σύμφωνα με την οποία παράγουμε μία αληθο-262-
μικροσκοπια
φανή εικόνα; Δεν αποτελεί αυτό μία ακόμα περίπτωση της επισήμανσης του Shapere ότι αυτό που ονομάζουμε παρατήρηση καθορίζεται το ίδιο από τη θεωρία; Μόνο μερικώς. Παρά τον Bichat, οι άνθρωποι ορθώς πίστευαν πολλά από αυτά που έβλεπαν μέσα από τα προηγηθέντα του Abbe μικροσκόπια, μολονότι είχαν μόνο τις πλέον ακατάλληλες και κοινότοπες θεωρίες για να τα υποστηρίξουν (και μάλιστα εσφαλμένα, όπως προέκυψε). Οι οπτικές προβολές είναι περιέργως ευσταθείς κάτω από τις μεταβολές της θεωρίας. Παράγουμε μία προβολή και έχουμε μία θεωρία σχετικά με το γιατί ένα μικροσκοπικό δείγμα φαίνεται όπως φαίνεται. Αργότερα αναιρούμε τη θεωρία του μικροσκοπίου μας και εξακολουθούμε να πιστεύουμε την αναπαράσταση. Μπορεί η θεωρία να γίνει πραγματικά η πηγή της βεβαιότητάς μας ότι αυτό που βλέπουμε είναι το πώς είναι τα πράγματα; Ο Heinz Post μου έγραψε ότι παλιότερα είχε εξετάσει το μικροσκόπιο εκπομπής πεδίου, προκειμένου να τονίσει τη σημασία παραγωγής οπτικών αναπαραστάσεων των μεγάλων μορίων. (Το παράδειγμά του αφορούσε δακτυλίους ανθρακενίου.) Την εποχή εκείνη, η συσκευή αυτή ήρθε για να επικυρώσει όσα είχε θέσει ως δεδομένα ο F. Α. Kekule (1829-96) το 1865, ότι τα μόρια βενζολίου είναι δακτύλιοι που περιέχουν έξι άτομα άνθρακα. Η αρχική θεωρία για το μικροσκόπιο εκπομπής πεδίου ήταν ότι στην ουσία βλέπαμε σκιές των ατόμων, δηλαδή ότι παρατηρούσαμε ένα φαινόμενο απορρόφησης. Ο Post έμαθε πολύ αργότερα ότι η θεωρία-βάση είχε αναιρεθεί. Παρατηρούσαμε φαινόμενα περίθλασης. Δεν είχε καμία σημασία. Οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να θεωρούν τα μικρογραφήματα των μορίων ως γνήσια ορθές αναπαραστάσεις. Όλες αυτές οι ανοησίες είναι λοιπόν ένα είδος κόλπου που κλέβει αξιοπιστία; Μόνο μία φιλοσοφία κυριαρχούμενη από τη θεωρία θα μπορούσε να μας κάνει να πιστέψουμε κάτι τέτοιο. Η πειραματική ζωή της μικροσκοπίας χρησιμοποιεί θεωρία για να ταξινομήσει τα τεχνήματα από τον αληθινό κόσμο. Ας δούμε πώς προχωρά.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΑ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΑ Η διαφορική τεχνική αντίθεσης συμβολής διακρίνεται από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Τόσο τα σαφώς ορατά περιγράμματα (ακμές) εντός του αντικειμένου, όσο και οι συνεχείς δομές (αυλακώσεις) απεικονίζονται στην πραγματική τους μορφή. Έτσι γράφει ένας κατάλογος πωλήσεων της εταιρείας Carl Zeiss. Τι είναι αυτό που κάνει τον ενθουσιώδη πωλητή να πιστεύει ότι οι εικόνες που -263-
Β' ΜΕΡΟΣ: π α ρ ε μ β α ί ν ο ν τ α ς παράγονται από αυτά τα διάφορα οπτικά συστήματα είναι «αληθείς»; Ασφαλώς οι εικόνες είναι αληθείς, εφόσον έχει μάθει κανείς να παραβλέπει τις παραμορφώσεις. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που στηρίζουν την πεποίθηση ότι ένα κομμάτι της δομής που γίνεται αντιληπτό είναι πραγματικό ή αληθές. Ένας από τους πλέον φυσικούς είναι και ο πλέον σημαντικός. Θα το εξηγήσω παραθέτοντας τη δική μου πρώτη εμπειρία μέσα στο εργαστήριο. Η χαμηλής ισχύος ηλεκτρονική μικροσκοπία αποκαλύπτει μικρές κουκκίδες στα μικρά ερυθρά αιμοπετάλια. Αυτές ονομάζονται πυκνά σωμάτια: αυτό σημαίνει απλώς ότι είναι πυκνές ως προς τα ηλεκτρόνια και ότι εμφανίζονται σε ένα ηλεκτρονικό μικροσκόπιο μετάδοσης χωρίς καμία απολύτως προετοιμασία ή χρωματισμό. Με βάση τις κινήσεις και τις πυκνότητες αυτών των σωματίων σε διάφορα στάδια της εξέλιξης ενός κυττάρου ή μίας ασθένειας, εικάζεται μπορεί να έχουν σημαντιΙ:ό ρόλο στη βιολογία του αίματος. Από την άλΧη πλευρά, μπορεί απλώς να είναι τεχνήματα του μικροσκοπίου ηλεκτρονίων. Μία δοκιμή είναι προφανής: μπορεί κανείς να δει αυτά τα ίδια σώματα χρησιμοποιώντας εντελώς διαφορετικές τεχνικές της φυσικής; Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε λύσει σχεδόν το πρόβλημα. Το χαμηλής ανάλυσης ηλεκτρονικό μικροσκόπιο έχει την ίδια σχεδόν ισχύ με ένα υψηλής ανάλυσης μικροσκόπιο φωτός. Τα πυκνά σωμάτια δεν εμφανίζονται με κάθε τεχνική, αλλά αποκαλύπτονται με φθορίζοντα χρωματισμό και ακόλουθη παρατήρηση με ένα μικροσκόπιο φθορισμού. Σε ένα πλέγμα μικροσκοπίου στερεώνουμε πλακίδια με ερυθρά αιμοπετάλια. Αυτό είναι κυριολεκτικά ένα πλέγμα: όταν κοιτάξει κανείς μέσα από ένα μικροσκόπιο, βλέπει ένα πλέγμα, που καθένα από τα τετράγωνά του έχει χαρακτηριστεί με ένα κεφαλαίο γράμμα. Τα μικρογραφήματα ηλεκτρονίων φτιάχνονται από πλακίδια που μοντάρονται πάνω σε τέτοια πλέγματα. Τα δείγματα με ιδιαίτερα εντυπωσιακούς σχηματισμούς πυκνών σωματίων προετοιμάζονται στη συνέχεια για φθορίζουσα μικροσκοπία. Τελικά, συγκρίνουμε τα μικρογραφήματα ηλεκτρονίων και τα μικρογραφήματα φθορισμού. Γνωρίζουμε ότι τα μικρογραφήματα δείχνουν το ίδιο κομμάτι του κυττάρου, καθώς αυτό το κομμάτι βρίσκεται σαφώς στο τετράγωνο του πλέγματος που ονομάζεται, ας πούμε, Ρ. Στα μικρογραφήματα φθορισμού υπάρχει η ίδια ακριβώς διάταξη πλέγματος, γενική δομή κυττάρου και «σωματίων» που βλέπουμε στο μικρογράφημα ηλεκτρονίων. Συμπεραίνουμε ότι τα σωμάτια δεν είναι τεχνήματα του μικροσκοπίου ηλεκτρονίων. Για να ανιχνεύσουμε τα σωμάτια χρησιμοποιούμε δύο φυσικές διαδικασίες: τη διάδοση ηλεκτρονίων και την επανεκπομπή φθορισμού. Οι διαδικα-264 -
μικροσκοπια
σίες αυτές δεν έχουν πρακτικά τίποτα κοινό μεταξύ τους. Στην ουσία είναι άσχετα κομμάτια φυσικής. Θα ήταν παράλογη σύμπτωση, αν κατ' επανάληψη δυο εντελώς διαφορετικές φυσικές διαδικασίες παρήγαν πανομοιότυπους οπτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι θα αποτελούσαν, ωστόσο, περισσότερο τεχνήματα των φυσικών διαδικασιών, παρά πραγματικές δομές του κυττάρου. Σημειώστε ότι ουσιαστικά κανένας δεν υποστηρίζει αυτό «το επιχείρημα της σύμπτωσης» στην πραγματική ζωή. Απλά κοιτάζουμε τα δυο (ή κατά προτίμηση περισσότερα) σύνολα μικρογραφημάτων από διαφορετικά φυσικά συστήματα και βλέπουμε ότι τα πυκνά σωμάτια εμφανίζονται ακριβώς στην ίδια θέση σε κάθε ζευγάρι μικρογραφημάτων. Αυτό λύνει το πρόβλημα αμέσως. Ο μέντορας μου, ο Richard Skaer, ήθελε στην πραγματικότητα να αποδείξει ότι τα πυκνά σωμάτια είναι τεχνήματα. Πέντε λεπτά αφότου εξέτασε τα ολοκληρωμένα πειραματικά του μικρογραφήματα ήξερε ότι έκανε λάθος. Σημειώστε, επίσης, ότι δεν είναι απαραίτητο να έχει κανείς ιδέα για το τι είναι τα πυκνά σωμάτια. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι υπάρχουν μερικά δομικά χαρακτηριστικά του κυττάρου που καθίστανται ορατά με διάφορες τεχνικές. Η ίδια η μικροσκοπία δεν πρόκειται ποτέ να μας μιλήσει γι' αυτά τα σωμάτια (αν πράγματι υπάρχει κάτι σημαντικό να πει). Εδώ πρέπει να επικαλεστούμε τη βιοχημεία. Εξάλλου, έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα τη φασματοσκοπική ανάλυση του πυκνού σωματίου σε συστατικά στοιχεία, διά του συνδυασμού ενός μικροσκοπίου ηλεκτρονίων και ενός φασματοσκοπικού αναλυτή. Αυτή λειτουργεί περίπου όπως η φασματοσκοπική ανάλυση των αστέρων.
Σ Υ Μ Π Τ Ω Σ Η ΚΑΙ Ε Ξ Η Γ Η Σ Η Αυτό το επιχείρημα της σύμπτωσης μπορεί να φανεί ως ειδική περίπτωση του επιχειρήματος του κοσμικού ατυχήματος, στο οποίο αναφερθήκαμε στο τέλος του κεφαλαίου 3. Οι θεωρίες εξηγούν διάφορα φαινόμενα και θα αποτελούσε κοσμικό ατύχημα αν μία θεωρία ήταν εσφαλμένη και παρ' όλα αυτά προέβλεπε ορθώς τα φαινόμενα. Ο «συμπερασμός στην καλύτερη εξήγηση» είναι ότι η θεωρία είναι αληθής. Η συνήθης αιτία των φαινομένων πρέπει να είναι οι θεωρητικές οντότητες που τίθενται ως δεδομένες από τη θεωρία. Ως επιχείρημα για τον επιστημονικό ρεαλισμό, η ιδέα αυτή προκάλεσε πολλές διαμάχες. Έτσι μπορεί να φανεί ότι τα λόγια μου περί συμπτώσεως με τοποθετούν στο μέσο μιας συνεχιζόμενης βεντέτας. Όχι! Το επιχείρημά μου είναι πολύ πιο εντοπισμένο. Πρώτα απ' όλα, τέτοιου είδους επιχειρήματα τίθενται συχνά με όρους -265-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ενός παρατηρησιακοΰ και ενός θεωρητικού λεξιλογίου. («Άπειρα ευνοϊκά ατυχήματα προκαλούν τη συμπεριφορά που αναφέρθηκε στο παρατηρησιακό λεξιλόγιο, ωσάν να προκλήθηκε από τα ανύπαρκτα πράγματα, για τα οποία συζητήσαμε στο θεωρητικό λεξιλόγιο»). Δε μας ενδιαφέρει λοιπόν ένα θεωρητικό και ένα παρατηρησιακό λεξιλόγιο. Μπορεί κάλλιστα να μην υπάρχει θεωρητικό λεξιλόγιο για τα πράγματα που βλέπουμε κάτω από το μικροσκόπιο - «πυκνό σωμάτιο» δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά κάτι πυκνό, δηλαδή κάτι που εμφανίζεται κάτω από το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο χωρίς κανένα χρωματισμό ή άλλη προετοιμασία. Δεύτερον, δε μας ενδιαφέρει η εξήγηση. Βλέπουμε τις ίδιες διατάξεις κουκκίδων είτε χρησιμοποιήσουμε ένα ηλεκτρονικό μικροσκόπιο είτε ένα φθορίζοντα χρωματισμό και δεν αποτελεί «εξήγηση» αυτοΰ το να ποΰμε ότι κάποιο ορισμένο είδος πράγματος (του οποίου η φΰ/ση παραμένει άγνωστη) είνίιι υπεύθυνο για τις επίμονες διατάξεις των κουκκίδων. Τρίτον, δεν έχουμε καμία θεωρία που να προβλέπει μία ευρεία κλίμακα φαινομένων. Η τέταρτη και ίσως σημαντικότερη διαφορά είναι η ακόλουθη: μας ενδιαφέρει να ξεχωρίσουμε τα τεχνήματα από τα πραγματικά αντικείμενα. Στις μεταφυσικές διαμάχες για το ρεαλισμό, η αντίθεση βρίσκεται μεταξύ «της πραγματικής, αν και μη παρατηρήσιμης οντότητας» και μίας «μη αληθούς οντότητας, αλλά μάλλον ενός εργαλείου σκέψης». Με το μικροσκόπιο γνωρίζουμε ότι υπάρχουν κουκκίδες στο μικρογράφημα. Το ερώτημα είναι: αποτελούν τεχνήματα του φυσικού συστήματος ή η δομή τους βρίσκεται στα ίδια τα δείγματα; Το επιχείρημά μου της σύμπτωσης λέει απλά ότι θα ήταν παράλογη σύμπτωση αν δύο τελείως διαφορετικά είδη φυσικών συστημάτων επρόκειτο να παράγουν ακριβώς τις ίδιες διατάξεις κουκκίδων στα μικρογραφήματα.
Τ Ο ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΠΛΕΓΜΑΤΟΣ* Τολμώ τώρα να πάρω το μέρος ενός φιλοσόφου πάνω στο θέμα του επιστημονικού ρεαλισμού. Ο van Fraassen λέει ότι μπορούμε να δούμε μέσα από ένα τηλεσκόπιο, γιατί παρ' ότι χρειαζόμαστε το τηλεσκόπιο για να δούμε τα φεγγάρια του Δία, όταν βρισκόμαστε στη Γη, θα μπορούσαμε να πάμε εκεί και να δούμε τα φεγγάρια με γυμνό μάτι. Αυτό δεν είναι τόσο ευφάνταστο όσο ακούγεται, καθώς υπάρχει ένας πολύ μικρός αριθμός ανθρώπων εν ζωή σήμερα, που, όπως φαίνεται, μπορούν να διακρίνουν τα φεγγάρια του Δία με γυμνό μάτι από εδώ. Όμως για όσους από εμάς διαθέτουν μικρότερη οξύτητα όρασης αποτελεί, προς το παρόν, επιστημονική φαντασία. Οι χειριστές μικρο-266-
μικροσκοπια
σκοπιών αποφεύγουν τη φαντασία. Αντί να πετάξουμε στο Δία, συρρικνώνουμε τον ορατό κόσμο. Ας αναλογιστούμε τα πλέγματα που χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση των πυκνών σωματίων. Τα μικροσκοπικά πλέγματα είναι φτιαγμένα από μέταλλο και είναι μετά βίας ορατά με γυμνό μάτι. Τα κατασκευάζουμε σχεδιάζοντας ένα πολΰ μεγάλο πλέγμα με πένα και μελάνι. Τα γράμματα χαράσσονται καθαρά στη γωνία κάθε τετραγώνου στο πλέγμα. Στη συνέχεια το πλέγμα σμικρύνεται φωτογραφικά. Χρησιμοποιώντας αυτές που σήμερα αποτελούν συνήθεις τεχνικές, το μέταλλο τοποθετείται πάνω στο τελικό μικρογράφημα. Τα πλέγματα πωλούνται σε πακέτα, ή μάλλον σε σωλήνες, των 100, 250 και 1000. Οι διαδικασίες για την κατασκευή τέτοιων πλεγμάτων γίνονται εξ ολοκλήρου αντιληπτές και είναι εξίσου αξιόπιστες με κάθε άλλο σύστημα υψηλής ποιότητας μαζικής αναπαραγωγής. Εν ολίγοις, αντί να πετάξουμε στο Δία σε ένα φανταστικό διαστημόπλοιο, συνήθως συρρικνώνουμε ένα πλέγμα. Στη συνέχεια κοιτάζουμε το μικρό αυτό δίσκο μέσω οποιουδήποτε είδους μικροσκοπίου και βλέπουμε ακριβώς τα ίδια σχήματα και γράμματα, όπως σχεδιάστηκαν αρχικά σε μία μεγάλη κλίμακα. Είναι πράγματι αδύνατο να απορρίψω τη σκέψη ότι ο μικροσκοπικός δίσκος, τον οποίο κρατάω με ένα τσιμπιδάκι, δεν έχει στην πραγματικότητα τη δομή ενός βαθμονομημένου πλέγματος. Ξέρω ότι αυτό που βλέπω μέσα από το μικροσκόπιο είναι αληθές, γιατί εμείς φτιάξαμε το πλέγμα για να είναι ακριβώς έτσι. Γνωρίζω ότι η διαδικασία κατασκευής είναι αξιόπιστη, γιατί μπορούμε να ελέγξουμε τα αποτελέσματα με το μικροσκόπιο. Επιπλέον μπορούμε να ελέγξουμε τα αποτελέσματα με ένα οποιοδήποτε είδος μικροσκοπίου, χρησιμοποιώντας μία εκ των πολλών άσχετων φυσικών διαδικασιών για την παραγωγή μίας εικόνας. Μπορούμε να απορρίψουμε το ενδεχόμενο ότι, παρ' όλα αυτά, πρόκειται για μία γιγαντιαία σύμπτωση; Είναι λάθος το ότι ο δίσκος έχει μικροσκοπικά το σχήμα ενός βαθμονομημένου πλέγματος; Πρόκειται τότε περί μίας γιγαντιαίας συνωμοσίας, δεκατριών εντελώς άσχετων φυσικών διαδικασιών, όταν λέμε ότι το πλέγμα μεγάλης κλίμακας συρρικνώνεται σε ένα μη πλέγμα, που όταν το δούμε χρησιμοποιώντας δώδεκα διαφορετικά είδη μικροσκοπίων εξακολουθεί να μοιάζει με πλέγμα; Αν θέλαμε να είμαστε αντιρεαλιστές σχετικά με το πλέγμα, θα έπρεπε να επικαλεστούμε έναν κακόβουλο Καρτεσιανό δαίμονα του μικροσκοπίου. Το επιχείρημα του πλέγματος προϋποθέτει μία υγιή αναγνώριση της μη ενότητας της επιστήμης, τουλάχιστο στο φαινομενολογικό επίπεδο. Τα μικροσκόπια φωτός, κατά τρόπο επιφανειακό, χρησιμοποιούν όλα το φως, αλλά τα μικροσκόπια συμβολής, αντίθεσης φάσης, πόλωσης, άμεσης μετάδο-267-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
σης, φθορισμού κ.λπ. εκμεταλλεύονται ουσιαστικά ασύνδετες φαινομενολογικές όψεις του φωτός. Αν η ίδια δομή μπορεί να αναγνωριστεί με τη χρήση πολλών από αυτές τις διαφορετικές όψεις των φωτεινών κυμάτων, δεν μπορούμε στα σοβαρά να υποθέσουμε ότι η δομή είναι ένα τέχνημα όλων αυτών των διαφορετικών φυσικών συστημάτων. Επιπλέον, πρέπει να τονίσω ότι όλα αυτά τα φυσικά συστήματα φτιάχνονται από ανθρώπους. Εξαγνίζουμε κάποια όψη της φύσης, απομονώνοντας, ας πούμε, τη φύση της συμβολής φάσης του φωτός. Σχεδιάζουμε ένα όργανο γνωρίζοντας εξαρχής ακριβώς πώς θα λειτουργήσει, απλώς γιατί η οπτική έχει γίνει αντιληπτή ως επιστήμη. Ξοδεύουμε χρόνια διορθώνοντας αρκετά πρωτότυπα και τελικά έχουμε ένα χρηστικό όργανο, διαμέσου του οποίου διακρίνουμε μία συγκεκριμένη δομή. Διάφορα χρηστικά όργανα, τα οποία έχουν κατασκευαστεί με βάση εντελώς διαφορετικές αρχές αποκαλύπτουν την ίδια ακριβώς δομή. Κανένας εκτός από τους Καρτεσιανούς σκεπτικιστές δεν μπορεί να υποθέσει ότι η δομή κατασκευάστηκε από τα όργανα και δεν είναι έμφυτη στο δείγμα. Στα 1800 δεν ήταν μόνο δυνατό να καταργηθεί το μικροσκόπιο από το εργαστήριο ιστολογίας, αλλά ήταν και εύλογο* κι αυτό, απλούστατα επειδή αποκάλυπτε κυρίως τεχνήματα του οπτικού συστήματος παρά τη δομή των ινών. Σήμερα δε συμβαίνει πλέον κάτι τέτοιο. Στην εφευρετική μικροσκοπία αποτελεί πρόβλημα να πειστεί κανείς ότι αυτό που βλέπει είναι πραγματικά στο δείγμα και δεν είναι τέχνημα της οπτικής προετοιμασίας. Αλλά το 1983, σε αντίθεση προς το 1800, έχουμε ένα τεράστιο οπλοστάσιο τρόπων για να επιτύχουμε μία τέτοια πεποίθηση. Τονίζω μόνο την «οπτική» πλευρά. Ακόμα και σε αυτό είμαι απλουστευτικός. Αέω ότι αν μπορούμε να δούμε τα ίδια θεμελιώδη χαρακτηριστικά μιας δομής χρησιμοποιώντας διάφορα φυσικά συστήματα, έχουμε έναν εξαιρετικό λόγο για να πούμε «αυτό είναι πραγματικό», παρά «είναι τέχνημα». Δεν είναι αδιαμφισβήτητος λόγος. Αλλά η κατάσταση δε διαφέρει από την κανονική όραση. Αν μία ζεστή μέρα δούμε μαύρες κηλίδες πάνω σε έναν ασφαλτωμένο δρόμο, από πολλές διαφορετικές γωνίες αλλά πάντα στην ίδια θέση, καταλήγουμε στο ότι βλέπουμε λακκούβες και όχι τη γνωστή οφθαλμαπάτη. Μπορεί να κάνουμε και πάλι λάθος. Και στη μικροσκοπία μπορεί ενίοτε να κάνουμε λάθος. Πράγματι, και μόνο η ομοιότητα ως προς τον τύπο των σφαλμάτων που γίνονται στη μακροσκοπική και στη μικροσκοπική αντίληψη μπορεί να επιτείνει την τάση να λέμε, απλώς, ότι βλέπουμε μέσα από ένα μικροσκόπιο. Πρέπει να επαναλάβω ότι, όπως και στην όραση μεγάλης κλίμακας, οι πραγματικές εικόνες ή τα μικρογραφήματα συνιστούν μόνο ένα μικρό μέρος -268-
μικροσκοπια
της εμπιστοσύνης στην πραγματικότητα. Σε μία πρόσφατη διάλεξη ο μοριακός βιολόγος G. S. Stent μας θύμισε ότι το περιοδικό Lifeoxa τέλη της δεκαετίας του σαράντα είχε ένα έγχρωμο εξώφυλλο ενός ηλεκτρονικού μικρογραφήματος, το οποίο χαρακτηρίστηκε ενθουσιωδώς ως «η πρώτη φωτογραφία του γονιδίου» (17 Μαρτίου 1947). Δεδομένης της θεωρίας ή απούσης της θεωρίας του γονιδίου την εποχή εκείνη, είπε ο Stent, ο τίτλος δεν έβγαζε ιδιαίτερο νόημα. Μόνο μία ευρύτερη κατανόηση τού τι είναι ένα γονίδιο μπορεί να οδηγήσει σε πεποίθηση σχετικά με το τι δείχνει το μικρογράφημα. Μπορούμε να πειστούμε για την πραγματικότητα των λωρίδων και των ενδιάμεσων λωρίδων στα χρωμοσώματα, όχι μόνο γιατί τα βλέπουμε, αλλά γιατί διαμορφώνουμε αντιλήψεις για το τι κάνουν, για το γιατί υπάρχουν. Αλλά και από αυτήν την άποψη η μικροσκοπική και η μακροσκοπική όραση δε διαφέρουν: ένας Λάπωνας στο Κονγκό δε θα δει πολλά στο παράξενο αυτό καινούργιο περιβάλλον, μέχρις ότου αρχίσει να καταλαβαίνει τι είναι η ζούγκλα. Δεν προβάλλω λοιπόν το επιχείρημα της σύμπτωσης ως τη μοναδική βάση της πεποίθησής μας ότι βλέπουμε μέσα από το μικροσκόπιο. Είναι ένα στοιχείο, ένα επιβεβλημένο οπτικό στοιχείο, που συνδυάζεται με περισσότερους διανοητικούς τρόπους κατανόησης και με άλλους τρόπους πειραματικής εργασίας. Η βιολογική μικροσκοπία χωρίς την πρακτική βιοχημεία είναι τόσο τυφλή όσο και η εποπτεία του Kant ελλείψει των εννοιών.
ΤΟ ΑΚΟΥΣΤΙΚΟ Μ Ι Κ Ρ Ο Σ Κ Ο Π Ι Ο Αποφεύγω εδώ το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Δεν υπάρχει τίποτα παραπάνω στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο απ' ό,τι στο μικροσκόπιο φωτός: χρησιμοποιούνται όλες οι διαφορετικές ιδιότητες των ηλεκτρονικών ακτίνων. Δεν είναι σκόπιμο να εξηγήσουμε εδώ όλα αυτά, αλλά σε περίπτωση που θεωρούμε λίγα τα παραδείγματα που βασίζονται στις ιδιότητες του ορατού φωτός, ας δούμε με συντομία το πιο απίθανο είδος ακτινοβολίας που θα μπορούσαμε να φανταστούμε: τον ήχο.^ Το ραντάρ, που επινοήθηκε για τον εναέριο πόλεμο, και το σόναρ, που επινοήθηκε για τον πόλεμο στη θάλασσα, μας υπενθυμίζουν ότι τόσο τα διαμήκη όσο και τα εγκάρσια κύματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους ίδι-
Δείτε, για παράδειγμα, το «Το ακουστικό μικροσκόπιο» (C. F. Quate, «The acoustic microscope», Scientific American Οκτ. 1979, σσ. 62-9.)
-269-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ους σκοπούς. Ο υπέρηχος είναι ένας «ήχος» πολΰ υψηλής συχνότητας. Η εξέταση με υπερήχους του εμβρΰου στη μήτρα της μητέρας έχει πρόσφατα αποκτήσει τη δημοσιότητα που της αξίζει. Παραπάνω από σαράντα χρόνια πριν σοβιετικοί επιστήμονες πρότειναν ένα μικροσκόπιο που θα χρησιμοποιούσε έναν ήχο συχνότητας χίλιες φορές μεγαλύτερης από τον ήχο που ακούγεται. Η τεχνολογία μόλις πρόσφατα κατόρθωσε να υλοποιήσει αυτήν την ιδέα. Μόλις σήμερα βρίσκονται σε λειτουργία τα πρώτα χρηστικά μοντέλα. Το ακουστικό μέρος του μικροσκοπίου είναι σχετικά απλό. Ηλεκτρικά σήματα μετατρέπονται σε ηχητικά σήματα και στη συνέχεια, μετά την αλληλεπίδραση με το δείγμα, ξαναμετατρέπονται σε ηλεκτρισμό. Οι δυνατότητες των σύγχρονων οργάνων οφείλονται μάλλον στην ηλεκτρονική παρά στην ακουστική. Το ακουστικό μικροσκόπιο εΙ^αι μία συσκευή ανίχνευσης. Παράγει τις εικόνες του μετατρέποντας τα σήματα σε μία χωρική προβολή σε μία οθόνη τηλεόρασης, ένα μικρογράφο ή, όταν μελετάμε ένα μεγάλο αριθμό κυττάρων, σε μία βιντεοταινία. Ό π ω ς πάντα, ένα καινούργιο είδος μικροσκοπίου είναι ενδιαφέρον εξαιτίας των καινούργιων όψεων ενός δείγματος, τις οποίες ενδέχεται να αποκαλύψει. Οι μεταβολές στο δείκτη διάθλασης είναι πολύ μεγαλύτερες για τον ήχο απ' ό,τι είναι για το φως. Επιπλέον ο ήχος μεταδίδεται μέσα από αντικείμενα που είναι εντελώς αδιαφανή. Έτσι, μία από τις πρώτες εφαρμογές του ακουστικού μικροσκοπίου εντοπίζεται στη μεταλλουργία και στην ανίχνευση ελαττωμάτων σε τσιπ σιλικόνης. Για το βιολόγο οι προοπτικές είναι επίσης εντυπωσιακές. Το ακουστικό μικροσκόπιο είναι ευαίσθητο στην πυκνότητα, το ιξώδες και την ελαστικότητα της έμβιας ύλης. Επιπλέον οι πολύ σύντομες ηχητικές εξάρσεις, που χρησιμοποιούνται από τον ανιχνευτή, δεν καταστρέφουν το κύτταρο άμεσα. Μπορεί λοιπόν κάποιος να μελετήσει τη ζωή ενός κυττάρου με έναν απόλυτα πιστό τρόπο: μπορεί να παρατηρήσει τις μεταβολές στο ιξώδες και την ελαστικότητα, καθώς το κύτταρο κάνει τη δουλειά του. Η ραγδαία εξέλιξη του ακουστικού μικροσκοπίου μάς προκαλεί αβεβαιότητα σχετικά με το πού θα οδηγήσει. Μερικά χρόνια πριν οι ερευνητικές αναφορές απέρριπταν επιμελώς οποιαδήποτε δυνατότητα ανταγωνισμού με τα ηλεκτρονικά μικροσκόπια· αναφέρονταν ευχάριστα σε δυνατότητες ανάλυσης στο ίδιο περίπου επίπεδο με τα μικροσκόπια φωτός. Σήμερα, χρησιμοποιώντας τις ιδιότητες του ήχου σε υπερψυγμένα στερεά, μπορεί κανείς να προσεγγίσει την ανάλυση των ηλεκτρονικών μικροσκοπίων, μολονότι κάτι τέτοιο δεν προσφέρει ιδιαίτερη βοήθεια σε ένα μελετητή ζωντανών ιστών! Βλέπουμε με ένα ακουστικό μικροσκόπιο; -270-
μικροσκοπια
ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΕΝΑ Μ Ι Κ Ρ Ο Σ Κ Ο Π Ι Ο Το πρώτο βήμα στην τεχνολογία ήταν το κοίταγμα μέσα από ένα φακό. Ακολούθησε η εξέταση μέσα από το σωλήνα ενός συνθέτου μικροσκοπίου, αλλά το να κοιτάζει κανείς «μέσα» από το όργανο είναι επουσιώδες. Μελετάμε φωτογραφίες που ελήφθησαν με ένα μικροσκόπιο. Χάρη στο τεράστιο βάθος εστίασης ενός μικροσκοπίου ηλεκτρονίων, είναι φυσικό να βλέπουμε την εικόνα σε μία μεγάλη επίπεδη επιφάνεια, έτσι ώστε ο καθένας να μπορεί να σταθεί γΰρω της και να δείξει ό,τι είναι ενδιαφέρον. Τα μικροσκόπια σάρωσης συγκροτούν την εικόνα σε μία οθόνη ή σε μία πλάκα. Οποιαδήποτε εικόνα μπορεί να ψηφιοποιηθεί και να αναμεταδοθεί σε μία οθόνη τηλεόρασης ή σε οτιδήποτε άλλο. Επιπλέον, η ψηφιοποίηση είναι εκπληκτικά αποτελεσματική για την απαλοιφή του θορύβου ή ακόμα και για την ανασύσταση χαμένων πληροφοριών. Ωστόσο, δε θα πρέπει η τεχνολογία να μας προκαλεί δέος. Κατά τη μελέτη της δομής των κρυστάλλων, ένας καλός τρόπος για να απαλλαγούμε από το θόρυβο είναι να κόψουμε με ένα συστηματικό τρόπο ένα μικρογράφημα, να το ξανακολλήσουμε και να το ξαναφωτογραφήσουμε για να φανεί η αντίθεση συμβολής. Άρα, σε γενικές γραμμές δεν μπορούμε να δούμε μέσα από ένα μικροσκόπιο, αλλά με ένα μικροσκόπιο. Αλλά βλέπονμε όντως με ένα μικροσκόπιο; Θα ήταν ανόητο να συζητάμε την κοινή χρήση της λέξης «βλέπω», ιδίως αν θυμηθούμε τις χρήσεις που αναφέρθηκαν στο τέλος του προηγούμενου κεφαλαίου, όπου «βλέπουμε» τα περισσότερα φερμιόνια ή «παρατηρούμε» τον πυρήνα του ήλιου με τα νετρίνα. Ας φανταστούμε μία συσκευή για υπερηχητικά αεροπλάνα χαμηλών πτήσεων, φορτωμένα με πυρηνικά όπλα, τα οποία περνούν ξυστά μερικές δεκάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της Γης, προκειμένου να αποφύγουν την ανίχνευσή τους από τα ραντάρ. Τον πιλότο τον ενδιαφέρει τόσο η κάθετη όσο και η οριζόντια κλίμακα, καθώς χρειάζεται και τις δύο για να δει μερικές εκατοντάδες πόδια από κάτω και πολλά μίλια μακριά. Η οπτική πληροφορία ψηφιοποιείται, υπόκειται σε επεξεργασία και εμφανίζεται σε μία οθόνη στο τζάμι πάνω από το κεφάλι του πιλότου. Οι αποστάσεις συμπυκνώνονται και τα ύψη επιμηκύνονται. Βλέπει ο πιλότος το έδαφος; Ναι. Σημειώστε ότι σε αυτήν την περίπτωση ο πιλότος δε θα μπορούσε να δει το έδαφος βγαίνοντας από το αεροπλάνο και κοιτάζοντας καλά. Δεν υπάρχει τρόπος να κοιτάξει κανείς όλο αυτό το τοπίο χωρίς ένα όργανο. Ας σκεφτούμε το μικροσκόπιο περίθλασης ηλεκτρονίων, με το οποίο παράγονται εικόνες κρυστάλλων είτε στο συμβατικό ή στον αντίστροφο φασικό χώρο - στις μέρες μας με το πάτημα ενός κουμπιού. Δεδομένου ότι οι -271-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
κουκκίδες ενός μοτίβου περίθλασης ηλεκτρονίων είναι αντίστροφες προς την ατομική δομή ενός κρυστάλλου, ο αντίστροφος χώρος είναι, σε γενικές γραμμές, ένας συμβατικός χώρος που γυρίζεται ανάποδα. Το κοντά είναι μακριά και το μακριά είναι κοντά. Οι κρυσταλλογράφοι θεωρούν συχνά πιο φυσικό το να μελετούν τα δείγματά τους σε αντίστροφο χώρο. Τα βλέπουν σε έναν αντίστροφο χώρο; Βέβαια έτσι λένε και γι' αυτό αμφισβητούν το δόγμα του Kant για τη μοναδικότητα του αντιληπτικού χώρου. Πόσο μακριά θα μπορούσε κανείς να τραβήξει την έννοια του βλέπω; Ας υποθέσουμε ότι παίρνω ένα ηλεκτρονικό πινέλο βαφής και βάφω, πάνω σε μία οθόνη τηλεόρασης, μία ακριβή εικόνα (α) ενός κυττάρου που είχαμε μελετήσει νωρίτερα, χρησιμοποιώντας, ας ποΰμε, μία ψηφιοποιημένη και ανασυσταθείσα εικόνα (β). Ακόμα και αν «κοιτάζω το κΰγυαρο» στην περίπτωση (β), στην (α) κοιτάζω μόγρ ένα σχέδιο του κυττάρου. Ποια είναι η διαφορά; Το σημαντικό στοιχείο είνάι ότι στο (β) υπάρχει μία άμεση αλληλεπίδραση μεταξύ μίας κυματικής πηγής, ενός αντικειμένου και μίας σειράς φυσικών φαινομένων που καταλήγουν σε μία εικόνα του αντικειμένου. Για να χρησιμοποιήσουμε για μία ακόμα φορά το απόσπασμα [Β], στην περίπτωση (β) έχουμε μία απεικόνιση αλληλεπιδράσεων μεταξύ του δείγματος και της εικονίζουσας ακτινοβολίας. Αν η απεικόνιση είναι καλή, τότε το (β) σημαίνει ότι βλέπουμε με ένα μικροσκόπιο. Αυτό είναι αναμφίβολα μία πολΰ ελεύθερη επέκταση της αίσθησης της όρασης. Βλέπουμε με ένα ακουστικό μικροσκόπιο. Φυσικά, βλέπουμε με την τηλεόραση. Δε λέμε ότι είδαμε μία απόπειρα δολοφονίας 'μετψ τηλεόραση, αλλά στην Αυτό είναι ένας απλός ιδιωματισμός, που κληρονομήθηκε από τη φράση «Το άκουσα στο ραδιόφωνο». Κάνουμε διάκριση μεταξύ ζωντανών και μαγνητοσκοπημένων προγραμμάτων στην τηλεόραση. Έχουμε άπειρες διακρίσεις, που γίνονται με διάφορα επιρρήματα, επίθετα, ακόμα και με προθέσεις. Κανένα μπέρδεμα, απ' όσο ξέρω, δεν προκύπτει από τη συζήτηση για το αν βλέπουμε με ένα μικροσκόπιο.
Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ ΡΕΑΑΙΣΜΟΣ Ό τ α ν μία εικόνα αποτελεί αντιστοίχηση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ του δείγματος και της εικόνας της ακτινοβολίας και η απεικόνιση είναι καλή, τότε βλέπουμε με ένα μικροσκόπιο. Τι είναι μία καλή απεικόνιση; Αφού ξεχωρίσουμε ή παραβλέψουμε τις εκτροπές ή τα τεχνήματα, η απεικόνιση θα πρέπει να αναπαριστά μία δομή στο δείγμα ουσιαστικά με το ίδιο δισδιάστατο ή τρισδιάστατο σύνολο σχέσεων, όπως πράγματι υπάρχουν μέσα στο δείγμα. -272-
μικροσκοπια
Έχει σχέση αυτό με τον επιστημονικό ρεαλισμό; Πρώτα πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι μπορεί να έχει μόνο μέτρια σχέση. Φανταστείτε έναν αναγνώστη, ο οποίος αρχικά βρήκε ενδιαφέροντα τον van Fraassen και πίστεψε ότι τα αντικείμενα που μπορούμε να δοΰμε μόνο με μικροσκόπια φωτός δεν θεωρούνται παρατηρήσιμα. Αυτός ο αναγνώστης θα μπορούσε να αλλάξει γνώμη και να εντάξει τέτοια αντικείμενα στην τάξη των παρατηρήσιμων οντοτήτων. Κάτι τέτοιο θα εξακολουθούσε να αφήνει ανέπαφες τις βασικές θέσεις του αντιρεαλισμοΰ του van Fraassen. Αλλά αν καταλήξουμε στο ότι βλέπουμε με τα μικροσκόπια φωτός, συνεπάγεται αυτό ότι τα αντικείμενα που αναφέρουμε ότι έχουμε δει είναι πραγματικά; Οχι. Γιατί το μόνο που είπα είναι ότι δεν πρέπει να κολλήσουμε στη χιλιοπερασμένη διαδρομή του δέκατου ένατου αιώνα, του θετικισμού και της φαινομενολογίας, και ότι θα πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να λέμε ότι βλέπουμε με ένα μικροσκόπιο. Μία τέτοια σύσταση υποδηλώνει μία ισχυρή δέσμευση στο ρεαλισμό όσον αφορά στη μικροσκοπία, ωστόσο θεωρεί ως αποδεδειγμένο το αποδεικτέο. Αυτό καθίσταται σαφές από το απόσπασμά μου από τη φυσική υψηλής ενέργειας, με την ενθουσιώδη συζήτηση ότι έχουμε δει ηλεκτρονικά νετρίνα κ.λπ. Ο φυσικός είναι και ρεαλιστής, κι αυτό το δείχνει με τη χρήση της λέξης «βλέπω», αλλά η χρήση αυτή δεν αποτελεί επιχείρη-μα για το ότι υπάρχουν τέτοια πράγματα. Άρα η μικροσκοπία θεωρεί ως αποδεδειγμένο το αποδεικτέο του ρεαλισμού; Οχι. ΕψαστεΊΐΖΛίζχΌγέΝΟΧ για τις δομές που παρατηρούμε χρησιμοποιώντας διάφορα είδη μικροσκοπίων. Η πεποίθησή μας προκύπτει εν μέρει από την επιτυχία μας στη συστηματική απομάκρυνση των εκτροπών και των τεχνημάτων. Το 1800 δεν υπήρχε τέτοια επιτυχία. Ο Bichat κατάργησε το μικροσκόπιο από τα εργαστήριά του, γιατί τότε κανείς δεν παρατηρούσε δομές, που να μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι υπάρχουν στα δείγματα. Αλλά σήμερα έχουμε απαλλαγεί σε μεγάλο βαθμό από τις εκτροπές, έχουμε απομακρύνει πολλά τεχνήματα, έχουμε παρακάμψει άλλα και είμαστε πάντα σε επαγρύπνηση για να ανακαλύψουμε κρυμμένες απάτες. Είμαστε πεπεισμένοι για τις δομές που φαίνεται ότι βλέπουμε, γιατί μπορούμε να παρέμβουμε με τρόπους πολύ φυσικούς, ας πούμε διά της μικροέγχυσης. Έχουμε πειστεί, διότι όργανα που χρησιμοποιούν εντελώς διαφορετικές φυσικές αρχές μάς οδηγούν στο να παρατηρούμε τις ίδιες σχεδόν δομές στο ίδιο δείγμα. Έχουμε πειστεί από τη σαφή κατανόηση του μεγαλύτερου μέρους της φυσικής, που χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή οργάνων που μας δίνουν τη δυνατότητα να βλέπουμε, αλλά αυτές οι θεωρητικές πεποιθήσεις παίζουν -273-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ένα σχετικά μικρό ρόλο. Έχουμε πειστεί ακόμα περισσότερο από τις αξιοθαύμαστες διασταυρώσεις με τη βιοχημεία, που επιβεβαιώνουν ότι οι δομές που διακρίνουμε με το μικροσκόπιο διακρίνονται επίσης από διαφορετικές χημικές ιδιότητες. Δεν έχουμε πειστεί από μία ισχυρή λογικά παραγωγική θεωρία για το κύτταρο - δ ε ν υπάρχει καμία- αλλά εξαιτίας ενός μεγάλου αριθμού αλληλένδετων γενικεύσεων χαμηλού επιπέδου, που μας δίνουν τη δυνατότητα να ελέγχουμε και να δημιουργούμε φαινόμενα στο μικροσκόπιο. Εν ολίγοις, μαθαίνουμε να κινούμαστε στο μικροσκοπικό κόσμο. Η Νέα Θεωρία τηςΌρασηςτολ^ Berkeley ενδεχομένως να μη συνιστά ολόκληρη την αλήθεια για την παιδική διεστιακή τρισδιάστατη όραση, αλλά βρίσκεται σίγουρα στο σωστό δρόμο, όταν εισερχόμαστε στους καινούργιους κόσμους εντός των κόσμων που μας αποκαλύπτει το μικροσκρπιο.
-274-
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Δ Ω Δ Ε Κ Α Τ Ο
ΕΙΚΑΣΙΕΣ, ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ, ΜΟΝΤΕΛΑ, ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ /
I 1 χω αποδυναμώσει την ιδέα ότι υπάρχει μόνο μία μονολιθική πραΙ Η κτική, η παρατήρηση. Πρέπει τώρα να εφαρμόσω την ίδια τακτική H J στην άλλη πλευρά του παλιού αυτοΰ ζευγαριού, της θεωρίας και της παρατήρησης. Η θεωρία είναι εξίσου ποικιλόμορφη όσο και η παρατήρηση. Ένα στοιχειώδες αλλά όχι λιτό παράδειγμα θα αποδείξει αυτό το γεγονός.
Τ Ο ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ FARADAY Ο Michael Faraday (1791-1867), ένας μαθητευόμενος βιβλιοδέτης, βρήκε δουλειά στα 21 του ως βοηθός του Humphry Davy. Έπειτα προώθησε τη γνώση μας και μεταμόρφωσε τα μηχανήματά μας. Οι δυο από τις διαχρονικότερες ιδέες του πορεύονται χέρι-χέρι: η εφεύρεση της ηλεκτρικής μηχανής (και, αντίστροφα, το ηλεκτρικό δυναμό) και η συνειδητοποίηση ότι οι αλλαγές στο ρεΰμα επιφέρουν αλλαγές στη μαγνητική ένταση (αντίστροφα, η περιστροφή μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο προκαλεί ρεΰμα). Υπάρχει επίσης αυτό που ονομάζεται φαινόμενο Faraday ή μαγνητο-οπτικό φαινόμενο. Ο Faraday ανακάλυψε ότι ο μαγνητισμός επηρεάζει το φως. Λυτή η διαπίστωση είναι τεράστιας ιστορικής σημασίας. Υποδείκνυε ότι μπορεί να υπάρχει μια θεωρία που να ενοποιεί το φως και τον ηλεκτρομαγνητισμό. Ο Maxwell τη συναρμολόγησε μέχρι το 1861 και την παρουσίασε συστηματικά το 1873. Το φαινόμενο Faraday είχε αποδειχθεί πειραματικά το 1845. Ο Faraday, ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, ήταν πεπεισμένος ότι όλες οι δυνάμεις της φΰσης αλληλοσυνδέονται. Ο Newton είχε δημιουργήσει ένα χώρο για την ενοποιημένη επιστήμη, που κράτησε μέχρι το 1800. Εκείνα τα χρόνια, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 10, ο WiUiam Herschel παρουσίασε το πρόβλημα της ακτινοβολοΰμενης θερμότητας. Την ίδια χρονιά ο Guiseppe -275 -
β' μεροσ:π α ρ ε μ β α ι ν ο ν τ α σ
Volta έφτιαξε την πρώτη βολταϊκή στήλη. Υπήρχε, για πρώτη φορά, μια πηγή σταθερού ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο, όπως απέδειξε σύντομα ο 0ersted, μπορούσε να εκτρέπει τη βελόνα της μαγνητικής πυξίδας. Το 1801 ο Thomas Young ανακοίνωσε την κυματική θεωρία του φωτός, θέτοντας τέλος σε έναν αιώνα νευτώνειας, ακτινικής θεωρίας για το φως. Εν συντομία, η νευτώνεια ενότητα της επιστήμης ψυχορραγούσε. Επιπλέον, δεν υπήρχε προφανής σύνδεση μεταξύ των δυνάμεων του ηλεκτρομαγνητισμού, της βαρύτητας, του φωτός. Ο Faraday στράφηκε σε αυτό το ζήτημα. Ο David Brewster, ο μεγάλος πειραματιστής που ανέφερα στο κεφάλαιο 9, έδειξε το 1813 ότι ασκώντας πίεση σε ορισμένα είδη γυαλιού μπορούσε να κάνει το γυαλί να πολώσει το φως. Χρησιμοποιώντας αυτήν την αναλογία, ο Faraday μάντεψε ότι αν η πίεση σε ένα σώμα μτ|ορούσε να επηρεάσει τη μετάδοση του φωτός, ΐ ο να το ηλεκτρίσεις μπορούσε να έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Ο Faraday προσπάθησε επανειλημμένα να ανακαλύψει ένα τέτοιο φαινόμενο το 1822, το 1834, το 1844. Κατόπιν, το 1845, εγκατέλειψε τον ηλεκτρισμό και στράφηκε στο μαγνητισμό. Ακόμα και αυτό ήταν μια αποτυχία, μέχρι που χρησιμοποίησε ένα γυαλί μεγάλης πυκνότητας, το οποίο είχε αναπτύξει πολλά χρόνια νωρίτερα για άλλο σκοπό. Ανακάλυψε ότι το επίπεδο πόλωσης μιας ακτίνας φωτός θα περιστρεφόταν, όταν περνούσε μέσα από αυτό το βοριοπυριτικό γυαλί, παράλληλα προς τις γραμμές της μαγνητικής έντασης. Ο Γάλλος φυσικός Μ.Ε. Verdet (1824-96) ερεύνησε αργότερα αυτήν την ιδιότητα σε μια ευρεία κλίμακα ουσιών, καθιερώνοντάς την έτσι ως ένα γενικό χαρακτηριστικό της φύσης.
ε ξ η γ ώ ν τ α ς ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ FARADAY (Ε) Ο Faraday δεν είχε θεωρία γι' αυτό που είχε ανακαλύψει. Το επόμενο έτος, το 1846, ο G. Β. Airy (1801-92) υπέδειξε πώς να το αναπαριστούμε αναλυτικά στο πλαίσιο της κυματικής θεωρίας του φωτός. Οι εξισώσεις για το φως περιείχαν κάποιες δεύτερες παραγώγους της μετατόπισης ως προς το χρόνο. Ο Airy πρόσθεσε κάποιους ad hoc zurnXzoY όρους, είτε πρώτες είτε τρίτες παραγώγους. Αυτό είναι μια συνηθισμένη κίνηση στη φυσική. Για να κάνεις τις εξισώσεις να ταιριάζουν με τα φαινόμενα, ανασύρεις από το ντουλάπι κάποιους σχετικά συνηθισμένους επιπλέον όρους για τις εξισώσεις, χωρίς να ξέρεις γιατί αυτός και όχι κάποιος άλλος όρος είναι ο κατάλληλος. Το 1856 ο Kelvin πρότεινε ένα φυσικό μοντέλο: το μαγνητικό πεδίο κάνει τα μόρκΙ του γυαλιού να περιστρέφονται γύρω από άξονες παράλλη-276-
εικασιεσ, υ π ο λ ο γ ι σ μ ο ι , μ ο ν τ ε λ α , προσεγγισεισ
λους προς τις δυναμικές γραμμές. Αυτές οι μοριακές περιστροφές συνδέονται με τις ταλαντώσεις που προκαλούνται από τα κύματα του φωτός και έτσι κάνουν το επίπεδο της πόλωσης να περιστρέφεται. Το μοντέλο του Kelvin υιοθετήθηκε από τον Maxwell και τον βοήθησε να σχηματίσει την ηλεκτρομαγνητική θεωρία του φωτός. Ωστόσο, δε συμφωνεί εντελώς με τις πειραματικές λεπτομέρειες, όπως αναφέρονται από τον Verdet. Έτσι, ο Maxwell χρησιμοποίησε επιχειρήματα συμμετρίας, για να προσδιορίσει τους επιπλέον όρους στη Λαγκραντζιανή του διανύσματος του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου που χρησιμοποίησε για να περιγράψει τα φαινόμενα. Τελικά, το 1892, ο Lorentz συνδύασε τις εξισώσεις του Maxwell με τη θεωρία του των ηλεκτρονίων. Αυτό έδωσε την εξήγηση που χρησιμοποιείται σήμερα. Το φαινόμενο εξηγείται με φυσικοΰς όρους -στο στυλ του Kelvinαπό μια τοπική κίνηση γύρω από τις δυναμικές γραμμές. Δεν είναι όμως μια μυστήρια κελβίνεια μοριακή περιστροφή που απλά συμβαίνει. Είναι μια κίνηση ηλεκτρονίων που προκαλείται ηλεκτρομαγνητικά.
ΕΞΙ ΕΠΙΠΕΔΑ «ΘΕΩΡΙΑΣ» Η ιστορία μας φανερώνει τουλάχιστον έξι διαφορετικά επίπεδα θεωρίας. Δεν είναι απλώς επίπεδα μεγαλύτερης γενικότητας ή παραγωγικής ισχύος, αλλά μάλλον διαφορετικά είδη εικασίας. Το βασικό πειραματικό έργο είναι αυτό του Faraday, που ακολουθείται από τον Verdet. Οι «θεωρητικές» ιδέες, κατά σειρά εμφάνισης, είναι οι εξής: 1. Παρακινημένος από την πίστη στην ενότητα της επιστήμης, ο Faraday εικάζει ότι πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ ηλεκτρομαγνητισμού και φωτός. 2. Υπάρχει η αναλογία του Faraday με την ανακάλυψη του Brewster: κάτι ηλεκτρομαγνητικό μπορεί να επηρεάσει τις πολωτικές ιδιότητες. 3. Ο Airy παρέχει μια ad hoc μαθηματική αναπαράσταση. 4. Ο Kelvin δίνει ένα φυσικό μοντέλο, χρησιμοποιώντας μια μηχανική εικόνα περιστρεφόμενων μορίων στο γυαλί. 5. Ο Maxwell χρησιμοποιεί επιχειρήματα συμμετρίας, για να δώσει μια τυπική ανάλυση στο πλαίσιο της νέας ηλεκτρομαγνητικής θεωρίας. 6. Ο Lorentz δίνει μια φυσική εξήγηση στο πλαίσιο της θεωρίας των ηλεκτρονίων. Δε θέλω να υπονοήσω ότι αυτά τα διαφορετικά είδη υποθέσεων προκύπτουν σε σχέση με κάθε έρευνα, ούτε ότι πρέπει να εμφανίζονται με αυτήν -277 -
Β' ΜΕΡΟΣ: π α ρ ε μ β α ί ν ο ν τ α ς τη σειρά. Αυτή η μάλλον βακώνεια ιστορία ξεκινά με μια γενική ιδέα και μια αναλογία* υποστηρίζεται από το πείραμα και μετά αναπτύσσεται σε ολοένα και πιο ικανοποιητικές θεωρητικές διατυπώσεις. Συχνά βέβαια η μεγάλη εικασία (6) έρχεται πρώτη. Το παράδειγμα επεξηγεί μόνο το σύνηθες -αλλά εύκολο να το ξεχάσει κανείς- γεγονός ότι ο όρος θεωρία «καλύπτει» πολλούς τρόπους παραγωγής. Το λεξικό γράφει ότι ετυμολογικά η λέξη «theory» προέρχεται από την ελληνική λέξη, η οποία υπό μια έννοια σημαίνει εικασία. Ας συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σε αυτό.
ΕΙΚΑΣΙΑ Αντί της απλής διχοτόμησης, ο Everitt κι εγώ προτιμούμε έναν τριμερή διαχωρισμό/^ων δραστηριοτήτων. Εγώ τόν ονομάζω εικασία, υπολογισμό και πειραματισμό. Η λέξη «εικασία»* μπορεί να φέρνει στο μυαλό σπεκουλαδόρους στο χρηματιστήριο. Με τη λέξη «εικασία» εγώ θα εννοώ μια διανοητική αναπαράσταση για κάτι ενδιαφέρον, εκείνο το παιχνίδι με τις ιδέες και την ανακατασκευή τους, που δίνει τουλάχιστον μια ποιοτική κατανόηση κάποιου γενικού χαρακτηριστικού του κόσμου. Είναι οι εικασίες μόνο ποιοτικές; Φυσικά όχι. Η φυσική είναι μια ποσοτική επιστήμη. Ωστόσο οι περισσότερες θεωρίες έχουν κάποιες ελεύθερες παραμέτρους, οι οποίες συμπληρώνονται από το πείραμα. Η βασική θεωρία είναι πιο ποιοτική. Μια παλιά εικασία είναι ότι η απόσταση που διασχίζει ένα σώμα που πέφτει ελεύθερα προς τη γη είναι ανάλογη με το τετράγωνο του χρόνου που χρειάζεται για να πέσει. Αυτό αναπαριστάται ως εξής: Vigf. Η αριθμητική τιμή της τοπικής επιτάχυνσης της βαρύτητας, g, δεν αποτελεί μέρος της αρχικής εικασίας. Είναι απλώς ένα κενό, το οποίο συμπληρώνουμε με μια μη θεωρητική μέτρηση. Προς το παρόν όλες οι ποσοτικές θεωρίες λένε στο τέλος: «Οι εξισώσεις είναι αυτού του τύπου, με συγκεκριμένες σταθερές της φύσης, οι οποίες συμπληρώνονται εμπειρικά.» Υπάρχει, ήδη από την εποχή του Leibniz, το όνειρο της εξήγησης των θεμελιωδών σταθερών, αλλά αυτό εξακολουθεί να είναι ένα συναρπαστικό πρόγραμμα, όχι ένα πεδίο που έχει δώσει αποτελέσματα. Έτσι, παρ' όλο τον ποσοτικό της εξοπλισμό, η εικασία μπορεί να είναι ουσιαστικά ποιοτική.
*Σ.τ.Μ.: στα αγγλικά «speculation»
-278 -
εικασιεσ, υ π ο λ ο γ ι σ μ ο ι , μ ο ν τ ε λ α , προσεγγισεισ
Υπάρχουν τουλάχιστον τόσα είδη εικασίας όσα και είδη αναπαράστασης. Υπάρχουν φυσικά μοντέλα, όπως η περιγραφή του φαινομένου Faraday από τον Kelvin. Υπάρχουν μαθηματικές δομές. Και οι δυο προσεγγίσεις έχουν οδηγήσει σε αξιοσημείωτες ιδέες. Συμφωνά με ένα παραπλανητικό κλισέ για την επιστήμη του 19ου αιώνα, οι Γερμανοί φυσικοί χρησιμοποιούσαν αρχικά μαθηματικές προσεγγίσεις, ενώ οι Βρετανοί ομόλογοί τους έφτιαχναν φυσικά μοντέλα. Και τα δυο είδη έργου συνεργάζονται, και τα δύο είδη μελετητών συχνά αποκάλυπταν σχεδόν τα ίδια γεγονότα με αρκετά διαφορετικούς τρόπους. Επιπλέον, με πιο προσεκτική έρευνα, τα περισσότερα από τα φυσικά μοντέλα, για παράδειγμα του Maxwell, αποδεικνύεται ότι ενέχουν αφηρημένες κατασκευές. Έτσι τα στοιχεία της στατιστικής μηχανικής του δεν ήταν σκληρά σωματίδια αλλά μαθηματικά διαφορικά χωρίς προφανές φυσικό νόημα. Αντίστροφα, πολλά από τα εφαρμοσμένα μαθηματικά στη Γερμανία εξαρτώνται από την περιγραφή απλών φυσικών μοντέλων. Αυτές οι πλευρές του ανθρώπινου νου δεν είναι γενικά διαχωρίσιμες, αλλά θα συνεχίσουν να συνδέονται και να μεταβάλλονται με τρόπους που δεν μπορούμε να προβλέψουμε.
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Ο Kuhn σημειώνει ότι η φυσιολογική επιστήμη είναι ζήτημα αυτοΰ που ονομάζει διάρθρωση (articulation). Διαρθρώνουμε τη θεωρία, για να την κάνουμε να εναρμονιστεί με τον κόσμο, ανοιχτή σε πειραματική επαλήθευση. Οι περισσότερες αρχικές εικασίες δε συνδέονται σχεδόν καθόλου με τον κόσμο. Αυτό συμβαίνει για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι σπάνια μπορεί κανείς να συναγάγει συνέπειες από μια εικασία, οι οποίες να είναι ελέγξιμες έστω κατ' αρχήν. Ο άλλος λόγος είναι ότι ακόμα και μια πρόταση, η οποία κατ' αρχήν είναι ελέγξιμη, συχνά δεν είναι πραγματικά ελέγξιμη, απλώς επειδή κανείς δε γνωρίζει πώς να διεξαγάγει τον έλεγχο. Καινούργιες πειραματικές ιδέες και νέα είδη τεχνολογίας απαιτούνται. Στο παράδειγμα του Herschel και της ακτινοβολοΰμενης θερμότητας, χρειαστήκαμε το θερμοηλεκτρικό στοιχείο και τις αντιλήψεις του Macedonio Melloni, προκειμένου να ερευνήσουμε τις αρχικές εικασίες του Herschel. Έτσι η διάρθρωση του Kuhn πρέπει να δηλώνει δυο είδη πραγμάτων, τη διάρθρωση της θεωρίας και τη διάρθρωση του πειράματος. Θα αποκαλέσω αυθαίρετα την πιο θεωρητική από αυτές τις δύο δραστηριότητες «υπολογισμό». Δεν εννοώ την απλή αριθμητική, αλλά τη μαθηματική μεταλλαγή μιας δεδομένης εικασίας, έτσι ώστε να έρθει σε στενότερο συντονισμό με τον κόσμο. -279 -
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
Ο Newton ήταν μεγάλος εικοτολόγος. Ή τ α ν επίσης ένας μεγάλος υπολογιστής· επινόησε το διαφορικό λογισμό, έτσι ώστε να κατανοήσει τη μαθηματική δομή της εικασίας του σχετικά με τις κινήσεις των πλανητών. Ο Newton ήταν επίσης ένας προικισμένος πειραματιστής. Λίγοι επιστήμονες είναι μεγάλοι σε όλους τους τομείς. Ο Pierre Simon Laplace (1749-1827) αποτελεί παράδειγμα ικανότατου υπολογιστή. Η ουράνια μηχανική του, το 1800 περίπου, αποτέλεσε στις ημέρες του μια ανυπέρβλητη επεξεργασία της νευτώνειας θεωρίας για την πλανητική κίνηση. Ο Newton είχε αφήσει αναπάντητες αμέτρητες ερωτήσεις και απαιτούνταν νέα μαθηματικά για να απαντήσει κανείς ή ακόμα και για να διατυπώσει τις ερωτήσεις. Ο Laplace τα συνάρμοσε με καταπληκτικό τρόπο. Θεωρείται επίσης ότι είχε ίσως τη σημαντικότερη συνεισφορά στη θεωρία των πιθανοτήτων. Στην αρχή μιας διάσημης ει^^αγωγικής διάλεξης για τις'πιθανότητες, ορίζει μια κλασική εκδοχή του ντετερμινισμού. Υποστηρίζει ότι ένα υπέρτατο πνεύμα, που θα γνώριζε τις εξισώσεις του σύμπαντος και ένα σύνολο οριακών συνθηκών, θα μπορούσε να βρει τη θέση και την κίνηση κάθε σωματιδίου κάθε μελλοντική στιγμή. Εχει κανείς την αίσθηση ότι ο Laplace επινόησε αυτό το Υπέρτατο Ον ως μια ελαφρώς ανώτερη παραλλαγή του εαυτού του, του Υπέρτατου Υπολογιστή. Ο Laplace εφάρμοσε τις ιδέες του Newton για την έλξη και την άπωση στα περισσότερα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της θερμότητας και της ταχύτητας του ήχου. Ό π ω ς ανέφερα και παραπάνω, ενώ ο Laplace αποκορύφωνε το κατόρθωμα του Newton με παντοδύναμους υπολογισμούς, σεμνοί πειραματιστές με τη βολταϊκή στήλη τους, τις πυξίδες τους και τα διαφορετικά τους έγχρωμα φίλτρα φωτός, για να αναφέρω τα πιο σημαντικά, ανέστειλαν το νευτώνειο πρόγραμμα.
Τ Ο ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ Ο τριμερής διαχωρισμός μου -εικασία, υπολογισμός και πείραμα- δεν αντιτίθεται στις παραδοσιακές υποθετικοπαραγωγικές περιγραφές της επιστήμης, όπως εκείνη του Ν. R. Campbell, στο βιβλίο του Φυσική, τα Στοιχεία {Physics, the Elements, 1920), το οποίο επανεκδόθηκε ως Θεμέλια της Επιστήμης {Foundations of Science), κάτι που περιέγραψε λεπτομερώς ο R. Β. Braithwaite στο έργο του Επιστημονική Εξήγηση {Scientific Explanation, 1953). Ο Campbell παρατήρησε ότι ακόμα και σε μια ολοκληρωμένη θεωρία οι θεωρητικές αναφορές δε συνδέονται άμεσα με οτιδήποτε παρατηρήσιμο. Δεν υπάρχει τρόπος να συναγάγει κανείς πειραματικούς ελέγχους από τις κεντρικές προτάσεις της -280-
εικασιεσ, υ π ο λ ο γ ι σ μ ο ι , μ ο ν τ ε λ α , προσεγγισεισ
κλασικής φυσικής, ας ποΰμε. Ως εκ τούτου, ο Campbell διακρίνει δύο είδη προτάσεων. Υπάρχουν οι υποθέσεις, δηλαδή «αναφορές για κάποια συλλογή ιδεών, που είναι χαρακτηριστικές της θεωρίας». Έπειτα υπάρχει ένα «λεξικό» - ο Braithwaite το ονομάζει λεξικό του Campbell- «αναφορών για τη σχέση μεταξύ αυτών των ιδεών και κάποιων ιδεών διαφορετικής φύσεως». Δεν εγκρίνω τη διάκριση αυτή ως προς τη γλωσσική άποψη της αναφοράς, αλλά η ιδέα διαθέτει τόνο αλήθειας. Είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα από τη δισδιάστατη εικόνα της εικασίας και της κατάρριψης. Οι Campbell και Braithwaite υποδεικνύουν την απάντηση σε ένα γρίφο. Αν η εικασία έχει ως σκοπό μια ποιοτική κατασκευή για κάποιον τομέα και ο πειραματισμός, όπως υποστηρίζω, επιδιώκει μερικές φορές να αποκτήσει δική του ύπαρξη, ποια είναι τότε η σύνδεση μεταξύ των δύο; Απάντηση: Ο υπολογισμός φτιάχνει τη σχετικά σφιχτή υποθετικοπαραγωγική κατασκευή που βρίσκουμε μερικές φορές σε ένα απλό εγχειρίδιο. Οι υπολογιστές γράφουν το λεξικό. Οικοδομούν τη σημειολογική γέφυρα ανάμεσα στη θεωρία και την παρατήρηση. Η εικασία και το πείραμα δε χρειάζεται γενικά να συνδέονται στενά, αλλά η δραστηριότητα την οποία ονομάζω υπολογισμό τα φέρνει αρκετά κοντά, ώστε να διακρίνουμε μια ποσοτική συμφωνία μεταξύ των δύο. Δεν προωθώ μια εξαντλητική ταξινόμηση σε τρεις ξένες μεταξύ τους μορφές ζωής. Ισχυρίζομαι μόνο ότι η καλύτερη παραλλαγή της υποθετικοπαραγωγικής ιστορίας, με τρεις βαθμίδες αντί για δύο, είναι ένα αβέβαιο μεν, αλλά όχι και ανώφελο στιγμιότυπο τριών ειδών δεξιότητας, τα οποία πρέπει να διακριθούν στο πλαίσιο των ώριμων και μαθηματικών επιστημών.
ΜΟΝΤΕΛΑ Η παραπομπή στο υποθετικοπαραγωγικό σχήμα δείχνει ότι ο διαχωρισμός σε εικασία, υπολογισμό και πείραμα είναι συντηρητικός. Τα διαφορετικά επίπεδα της θεωρητικής διατύπωσης, όπως φαίνονται στο μαγνητο-οπτικό φαινόμενο, δεν είναι και τόσο άγνωστα. Το βιβλίο της Nancy Cartwright, Πώς Ψεύδονται οι Νόμοι της Φυσικής (1983), αποτελεί μια πιο ριζική απομάκρυνση από την παράδοση. Μέχρι τώρα γράφω σαν να είναι η συμφωνία της θεωρίας με πιθανούς προσδιορισμούς της φύσης απλώς θέμα διάρθρωσης και υπολογισμού. Ξεκινάμε με εικασίες, τις οποίες σταδιακά βάζουμε σε μια φόρμα απ' όπου μπορούν να συναχθούν οι πειραματικοί έλεγχοι. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Υπάρχει μια ενδιάμεση δραστηριότητα ευρείας κλίμακας, την οποία συνήθως ονομάζουμε κατασκευή μοντέλων. -281 -
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
Η λέξη «μοντέλο» έχει καταλήξει να σημαίνει διάφορα πράγματα στις επιστήμες. Στα πρώιμα χρόνια της μοριακής βιολογίας τα μοντέλα των μορίων έμοιαζαν με τα μοντέλα των αεροπλάνων που έφτιαχναν τα παιδιά από χόμπι. Υπήρχαν δηλαδή κομμάτια σύρματος, ξΰλου, πλαστικού και κόλλας. Έ χ ω δει σοφίτες γεμάτες με παραπεταμένα μοντέλα μοριακής βιολογίας φτιαγμένα από ελατήρια, μαγνήτες, αρκετό αλουμινόχαρτο και άλλα. Κάποιοι φυσικοί του 19ου αιώνα, για να αναπαραστήσουν την εσωτερική σύσταση της φΰσης, κατασκεύασαν παρόμοια μοντέλα μικρής κλίμακας, που μπορείς να τα κρατήσεις στο χέρι σου, από τροχαλίες, ελατήρια, σχοινιά και κερί. Πιο γενικά, ωστόσο, ένα μοντέλο στη φυσική είναι κάτι που το έχεις στο κεφάλι σου και όχι στα χέρια σου. Ακόμα κι έτσι, υπάρχει ένα παράξενο μείγμα του εικονιστικού και του μαθηματικού. Κοιτάξτε ένα καλό εγχειρίδιο, ας ποΰμε τοΑΚν'μ^τ^^ι^ή Μηχανική (Ν. Mott και I. Sneddon, Wave Mechanics). Εκεί βρίσκουμε τέτοιες προτάσεις: Το ακόλουθο εξιδανικευμένο πρόβλημα είναι διδακτικό, μολονότι δεν αναφέρεται σε κάποιο πραγματικό φυσικό φαινόμενο (σ. 49). Αρχικά θα θεωρήσουμε τον πυρήνα ωσάν να έχει άπειρη μάζα (σ. 54). Θεωρούμε το μόριο ως άκαμπτη βέργα (σ. 60). Θα υπολογίσουμε τώρα τις ενεργειακές στάθμες ενός ηλεκτρονίου σε ένα άτομο, όταν υπόκειται σε ένα μαγνητικό πεδίο, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας την περιστροφή (σ. 87). Για τα ελεύθερα σωματίδια μπορούμε να πάρουμε είτε τα εξελιγμένα είτε τα καθυστερημένα δυναμικά ή μπορούμε να θέσουμε τα αποτελέσματα σε συμμετρική μορφή, χωρίς να επηρεάσουμε το αποτέλεσμα (σ. 342). Η Cartwright ωφελείται από το τελευταίο απόσπασμα. Τρία μοντέλα, εκ των οποίων το ένα το πολΰ (λογικά) θα μπορούσε να είναι αληθές για το φυσικό κόσμο, χρησιμοποιούνται αδιάφορα και εναλλακτικά σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα.
ΡΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΑ ΜΟΝΤΕΑΑ Ας ποΰμε υποθετικά ότι υπάρχουν θεωρίες, μοντέλα και φαινόμενα. Μια φυσιολογική ιδέα θα ήταν ότι τα μοντέλα είναι μοντέλα κατά μία διπλή έννοια. Είναι μοντέλα των φαινομένων και μοντέλα της θεωρίας. Αυτό σημαίνει ότι οι θεωρίες είναι πάντα πολΰ περίπλοκες για να διακρίνουμε τις συνέπειές τους· έτσι τις απλοποιοΰμε σε μαθηματικά ανιχνεΰσιμα μοντέλα. Ταυτόχρονα, αυτά τα μοντέλα είναι κατά προσέγγιση αναπαραστάσεις του -282-
εικασιεσ, υ π ο λ ο γ ι σ μ ο ι , μ ο ν τ ε λ α , προσεγγισεισ
σύμπαντος. Σ' αυτό το πλαίσιο αυτό που ο Kuhn ονομάζει διάρθρωση γίνεται εν μέρει ζήτημα κατασκευής μοντέλων, τα οποία ο ανθρώπινος νους και οι γνωστές υπολογιστικές τεχνικές μπορούν να θέσουν σε λειτουργία. Αυτό οδηγεί στην ακόλουθη αντίληψη. 1. Τα φαινόμενα είναι πραγματικά, τα έχουμε δει να συμβαίνουν. 2. Οι θεωρίες είναι αληθινές ή εν πάση περιπτώσει στοχεύουν στην αλήθεια. 3. Τα μοντέλα είναι διαμεσολαβητές, οι οποίοι μεταφέρουν κάποιες όψεις των πραγματικών φαινομένων και τις συνδέουν με τις θεωρίες που κυβερνούν τα φαινόμενα, απλοποιώντας τις μαθηματικές δομές. Σ' αυτό το πλαίσιο τα φαινόμενα είναι πραγματικά και οι θεωρίες στοχεύουν στην αλήθεια, συχνά ευρισκόμενες αρκετά κοντά σ' αυτήν. Ναι, υπάρχουν παραδείγματα αυτής ακριβώς της σχέσης. Η Cartwright σημειώνει ότι υπάρχουν επίσης παραδείγματα πολλών άλλων ειδών σχέσης. Περιγράφει μερικά με λεπτομέρεια. Εδώ αναφέρω μόνο δύο, χωρίς να ανακεφαλαιώσω τα παραδείγματά της. ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΓΙΑ Π Ο Ι Ο ΠΡΑΓΜΑ; Τα ζητήματα συνδέονται στενά με τον επιστημονικό ρεαλισμό. Η Cartwright είναι γενικά αντιρεαλίστρια σχετικά με τις θεωρίες. Τα μοντέλα τής παρέχουν μία βάση γι' αυτό. Παρατηρεί ότι τα μοντέλα όχι μόνο δεν μπορούν να συναχθούν από τη θεωρία στην οποία είναι εδραιωμένα, αλλά ότι οι φυσικοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν, για λόγους ευκολίας, έναν αριθμό αμοιβαία ασύμβατων μοντέλων μέσα στην ίδια θεωρία. Ωστόσο, αυτά τα μοντέλα είναι οι μόνες διαθέσιμες τυπικές αναπαραστάσεις των φαινομενολογικών νόμων που πιστεύουμε ότι αληθεύουν. Δεν έχουμε τίποτα άλλο για να προχωρήσουμε, εκτός από αυτούς τους φαινομενολογικούς νόμους. Η τυπική διατύπωση των νόμων αυτών από εμάς δεν μπορεί να είναι αληθής εξ ολοκλήρου, μιας και δεν είναι αμοιβαία συμβατοί. Ούτε και υπάρχει κάποιος καλός λόγος, για να πιστέψουμε ότι ένας νόμος είναι από κάθε άποψη καλύτερος από κάποιον άλλο. Κανείς δε βασίζει τους λόγους της πεποίθησής του στη θεωρία, στο πλαίσιο της οποίας έχει προταθεί. Επιπλέον, τα μοντέλα τείνουν να αντέχουν σε αλλαγές θεωρίας, δηλαδή κρατάμε το μοντέλο και πετάμε τη θεωρία. Υπάρχει περισσότερη τοπική αλήθεια στα ασύμβατα μοντέλα, παρά στις πιο εξεζητημένες θεωρίες. Μπορεί να ειπωθεί ότι αυτό είναι μια παρατήρηση για το παρόν στάδιο -283 -
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
της επιστήμης. Ο ρεαλιστής, υποστηρίζεται, μιλάει για το μέλλον, για ένα ιδανικό. Μπορούμε να συγκλίνουμε σε θεωρίες, τις οποίες διαμέσου ολοένα απλούστερων μοντέλων συνδέουμε σταδιακά με τους νόμους των φαινομένων. Αυτή είναι η αλήθεια στην οποία στοχεύουμε. Απαντώ σ' αυτό με έναν επαγωγικό τρόπο. Κάθε χρόνο από το 1840 και μετά, η φυσική και μόνο έχει χρησιμοποιήσει με επιτυχία περισσότερα (ασύμβατα) μοντέλα φαινομένων στην καθημερινή εργασία της απ' ό,τι είχε χρησιμοποιήσει τον προηγούμενο χρόνο. Το ιδανικό τέλος της επιστήμης δεν είναι η ενότητα αλλά η απόλυτη πληθώρα. Αυτή η παρατήρηση μπορεί να συμβαδίσει με τον έντονο θαυμασμό για προγράμματα τα οποία προσπαθούν να ενοποιήσουν την επιστήμη. Η ανακάλυψη του μαγνητο-οπτικού φαινομένου από τον Faraday αποτελεί μάθημα για όλους μάς. Ο Stephen Hawking, ο 'μεγάλος κοσμολόγος, επέλεξε την εξής ερώτηση ως τίτλο της εναρκτήριας διάλεξής του στο Πανεπιστήμιο του Cambridge: «Πλησιάζει το τέλος της θεωρητικής φυσικής;». Πιστεύει ότι η απάντηση είναι καταφατική. Θα έχουμε μια ενοποιημένη θεωρία. Και προσθέτει: αυτό θα αφήσει το μεγαλύτερο τμήμα της φυσικής ανέπαφο, διότι ακόμα και τότε θα πρέπει να ασκούμε εφαρμοσμένη φυσική, εξετάζοντας αυτό που συμβαίνει από περίπτωση σε περίπτωση.
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Οι σχέσεις των μοντέλων με τη θεωρία και τα φαινόμενα είναι ποικίλες και περίπλοκες. Οι προσεγγίσεις μοιάζουν περισσότερο άμεσες. Η Cartwriglit δείχνει ότι δεν είναι. Η συνηθισμένη μας αντίληψη για μια προσέγγιση είναι ότι ξεκινάμε με κάτι αληθινό και για να αποφύγουμε την ανακατωσούρα γράφουμε μία εξίσωση, η οποία μόνο κατά προσέγγιση είναι αληθής. Μολονότι όμως υπάρχουν τέτοιες προσεγγίσεις που απομακρύνονται από την αλήθεια, υπάρχουν πολύ περισσότερες προσεγγίσεις που πλησιάζουν στην αλήθεια. Σε πολλές θεωρίες της μαθηματικής φυσικής έχουμε μια δομική αναπαράσταση με κάποιες εξισώσεις σε καθαρά υποθετικό επίπεδο, εξισώσεις οι οποίες αποτελούν ήδη απλοποιήσεις των εξισώσεων που δεν μπορούν να επιλυθούν. Για να τις κάνουμε να ταιριάζουν σε κάποιο επίπεδο φαινομενολογικού νόμου, υπάρχουν ατελείωτες δυνατές προσεγγίσεις. Μετά από αρκετό μαγείρεμα βλέπει κάποιος ότι μια προσέγγιση ταιριάζει ωραία με τα φαινόμενα. Τίποτα στη θεωρία δεν υποδηλώνει ότι αυτή είναι η προσέγγιση που θα χρησιμοποιήσουμε. Τίποτα στη θεωρία δεν υποδηλώνει ότι αυτή -284-
εικασιεσ, υ π ο λ ο γ ι σ μ ο ι , μ ο ν τ ε λ α , προσεγγισεισ
είναι η αλήθεια. Είναι όμως η αλήθεια, αν κάποια αλήθεια υπάρχει. Η Cartwright ισχυρίζεται ότι η ίδια η θεωρία δεν εμπεριέχει καμία αλήθεια. Μας βοηθά να σκεφτόμαστε, αλλά αποτελεί απλώς αναπαράσταση. Αν υπάρχει κάποια αλήθεια, αυτή βρίσκεται στις προσεγγίσεις και όχι στην περιβάλλουσα θεωρία.
Ο ΚΟΣΜΟΣ Η Cartwright καταλήγει στο εισαγωγικό δοκίμιό της αναφέροντας τη διάκριση που έκανε ο Duhem το 1906 ανάμεσα στα δυο είδη πνεύματος, ανάμεσα στα βαθιά αλλά στενά πνεύματα των Γάλλων και τα πλατιά αλλά ρηχά πνεύματα των Άγγλων. (Ας αφήσουμε κατά μέρος τη σωβινιστική χαιρεκακία ότι η βαθιά μαθηματική φυσική των ημερών του Duhem ήταν έργο των Γερμανών, ενώ το πλατύ φυσικό μοντέλο που αναφέρεται από τον Duhem ήταν συχνότερα έργο των Σκωτσέζων. Ο Lagrange του αποσπάσματος που ακολουθεί ήταν περήφανος για την ιταλική καταγωγή του.) Το γαλλικό πνεύμα [γράφει η Cartwright] βλέπει τα πράγματα με έναν κομψό, ενοποιημένο τρόπο. Παίρνει τους τρεις νόμους κίνησης του Newton και το νόμο της βαρύτητας και τους μετατρέπει στα όμορφα αφηρημένα μαθηματικά του Lagrange. Το αγγλικό πνεύμα, λέει ο Duhem, είναι το ακριβώς αντίθετο. Οργανώνει κομμάτια γραναζιών και τροχαλιών και βοηθάει να μην μπερδεύονται τα σχοινιά. Κρατάει ταυτόχρονα χίλιες διαφορετικές λεπτομέρειες, χωρίς να επιβάλλει τόση αφηρημένη τάξη ή οργάνωση. Η διαφορά ανάμεσα στο ρεαλιστή και σε μένα είναι σχεδόν θεολογική. Ο ρεαλιστής πιστεύει ότι ο δημιουργός του σύμπαντος εργαζόταν όπως ο Γάλλος μαθηματικός. Εγώ όμως πιστεύω ότι ο Θεός έχει το ακατάστατο πνεύμα των Άγγλων (σ. 19). Εγώ προτιμώ τη φαντασία των Αργεντινών. Ο Θεός δεν έγραψε ένα Βιβλίο της Φύσης του είδους που φαντάζονταν οι παλιοί Ευρωπαίοι. Έγραψε μια μπορχεσιανή βιβλιοθήκη* κάθε βιβλίο της είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομο, ωστόσο κάθε βιβλίο είναι ασυνεπές προς τα υπόλοιπα. Κανένα βιβλίο δεν είναι περιττό. Για κάθε βιβλίο υπάρχει κάποιο ανθρώπινα προσιτό κομμάτι της Φύσης, τέτοιο ώστε αυτό το βιβλίο, και κανένα άλλο, να κάνει δυνατή την κατανόηση, την πρόβλεψη και τον επηρεασμό αυτού που συμβαίνει. Αυτή είναι μια κατά Leibniz φιλοσοφία του Νέου Κόσμου, που δεν είναι καθόλου ακατάστατη. Ο Leibniz είπε ότι ο Θεός επέλεξε έναν κόσμο, στον οποίο μεγιστοποίησε την ποικιλία των φαινομένων επιλέγοντας τους απλούστερους νόμους. Ακριβώς έτσι: ο καλύτερος τρόπος, όμως, να πληθύ-285 -
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
νεις τα φαινόμενα και να έχεις τους απλούστερους νόμους είναι να έχεις νόμους ασύμβατους μεταξύ τους, ο κάθε ένας να εφαρμόζεται σε αυτό ή σε εκείνο, αλλά κανένας να μη βρίσκει εφαρμογή σε όλα.
-286-
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Δ Ε Κ Α Τ Ο
Τ Ρ Ι Τ Ο
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ
Κ
άποιος ρόλος των πειραμάτων είναι τόσο παραμελημένος, ώστε δεν έχουμε καν όνομα γι' αυτόν. Εγώ τον ονομάζω «δημιουργία των φαινομένων». Από παράδοση οι επιστήμονες θεωρείται ότι εξηγούν φαινόμενα, τα οποία ανακαλύπτουν στη φύση. Εγώ ισχυρίζομαι ότι συχνά δημιουργούν τα φαινόμενα, τα οποία στη συνέχεια γίνονται το βασικό τμήμα μιας θεωρίας. Η λέξη «φαινόμενο» έχει μια μακρά φιλοσοφική ιστορία. Στην Αναγέννηση κάποιοι αστρονόμοι προσπάθησαν να «σώσουν τα φαινόμενα», δηλαδή να δημιουργήσουν ένα σύστημα υπολογισμού, το οποίο θα ταίριαζε στις ήδη γνωστές κανονικότητες. Δεν το θαύμασαν όλοι αυτό. Ποιος μπορεί να αντικρούσει την περιφρόνηση του Francis Bacon, όταν γράφει στη Δεισιδαι^μονία {Superstition), ένα δοκίμιο του 1625: «Μοιάζουν με τους αστρονόμους, οι οποίοι προσποιήθηκαν ότι υπάρχουν έκκεντροι, επίκυκλοι και τέτοιες μηχανές τροχιών, για να σώσουν τα φαινόμενα, παρόλο που γνώριζαν ότι δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα». Ωστόσο ο μεγάλος Γάλλος ιστορικός και φιλόσοφος της επιστήμης, ο επιφανής αντιρεαλιστής Pierre Duhem, θα έπαιρνε με θαυμασμό την ίδια φράση για να ονομάσει ένα από τα βιβλία του, το Σώζειν τα Φαινόμενα {ΣΩΖΕΙΝ ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ: Essai sur la motion de theoriephysique de Platon h Galileey 1908). Ο Bas van Fraassen την επαναλαμβάνει στον τίτλο ενός κεφαλαίου στο βιβλίο του Η Επιστημονική Εικόνα, Τέτοιοι συγγραφείς διδάσκουν ότι μια θεωρία παρέχει ένα φορμαλισμό, ώστε να ενσωματώσει τα φαινόμενα σε μία κατανοητή τάξη, αλλά η θεωρία, όπου επεκτείνεται πέρα από τα φαινόμενα, δεν υποδηλώνει καμία πραγματικότητα. Θεωρούν ως δεδομένο ότι τα φαινόμενα ανακαλύπτονται από τον παρατηρητή και τον πειραματιστή. Πώς μπορώ τότε να πω εγώ ότι ένας κύριος ρόλος για το πείραμα είναι η δημιουργία των φαινομένων; Μήπως προτείνω κάποιο είδος έσχατου ιδεαλισμού, στο πλαίσιο του οποίου εμείς φτιάχνουμε
-287 -
β' μεροσ:π α ρ ε μ β α ι ν ο ν τ α σ
τα φαινόμενα που ακόμα και ο Duhem υπολογίζει ως «δεδομένα»; Απεναντίας, η δημιουργία των φαινομένων ευνοεί πιο έντονα ένα σκληροπυρηνικό επιστημονικό ρεαλισμό. ΜΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ Η λέξη «φαινόμενο» έχει μια αρχαία φιλοσοφική καταγωγή. Στην ελληνική γλώσσα δηλώνει ένα πράγμα, ένα γεγονός ή μια διαδικασία που μπορεί να ιδωθεί και προέρχεται από το ρήμα «φαίνομαι». Ή δ η από την αρχή χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει φιλοσοφικές σκέψεις για την εμφάνιση και την πραγματικότητα. Η λέξη αποτελεί λοιπόν ναρκοπέδιο για ένα φιλόσοφο. Ωστόσο έχει μια αρκετά σαφή σημασία στα κοινά γραπ^τά των επιστημόνων. Ένα φαινόμενο είναι αξιοση/βμωτο. Ένα φαινόμενο είναι ευδιάκριτο. Ένα φαινόμενο είναι συνήθως ένα γεγονός ή μια διαδικασία κάποιου συγκεκριμένου τΰπου, που εμφανίζεται τακτικά υπό ορισμένες συνθήκες. Η λέξη μπορεί επίσης να δηλώνει ένα μοναδικό γεγονός, το οποίο ξεχωρίζουμε ως ιδιαιτέρως σημαντικό. Ό τ α ν γνωρίζουμε την κανονικότητα που επιδεικνύει ένα φαινόμενο, την εκφράζουμε με μια νομοφανή γενίκευση, μια γενίκευση που μοιάζει με νόμο. Η ίδια η ύπαρξη μιας τέτοιας κανονικότητας ονομάζεται μερικές φορές φαινόμενο. Παρά τη χρήση αυτή, πολλοί από τους αρχαίους θεωρούσαν ότι τα φαινόμενα είναι μεταβαλλόμενα αντικείμενα των αισθήσεων, σε αντίθεση με την ουσία των πραγμάτων, τη μόνιμη πραγματικότητα. Έτσι τα φαινόμενα βρίσκονταν σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Ένας σύγχρονος θετικιστής, όπως ο van Fraassen, πρεσβεύει ότι τα φαινόμενα είναι η -μόνη πραγματικότητα. Η λέξη «φαινόμενο» είναι ουδέτερη ανάμεσα σε αυτά τα δυο δόγματα. Συγγραφείς της Ελληνιστικής εποχής αντιτάσσουν τα φαινόμενα προς τα νοούμενα, τα πράγματα όπως είναι καθαυτά. Ο Kant το μετέφερε αυτό στη μοντέρνα φιλοσοφία και έκανε τα νοούμενα μη γνώσιμα. Το σύνολο της φυσικής επιστήμης έγινε επιστήμη των φαινομένων. Τότε λάλησε κι ο πετεινός του θετικισμού. Το μη αναγνωρίσιμο μπορεί να αγνοηθεί, σαν να μην υπάρχει. Τα «φαινόμενα» αποτελούν για κάποιους εμπειριστές φιλόσοφους ιδιωτικά, προσωπικά αισθητηριακά δεδομένα. Ο φαινομεναλισμός είναι το δόγμα συμφωνά με το οποίο, κατά τα λόγια του J. S. Mill, τα πράγματα είναι απλώς οι μόνιμες δυνατότητες των αισθήσεων και ο εξωτερικός κόσμος είναι φτιαγμένος από πραγματικά και πιθανά αισθητηριακά δεδομένα. Η λέξη «φαινομενολογία» εισάγεται το 1764 από το φυσικό J. Η. Lambert ως ονομασία για την επιστήμη των φαινομένων, αλλά η λέξη έχει διαχωριστεί -288-
η δημιουργια των
φαινομενων
από τότε σε δυο διακριτά κατ' ουσίαν νοήματα. Οι φιλόσοφοι θα γνωρίζουν ότι Η Φαινομενολογία τον Πνεύματος {Phenomenologie des Geistes^ 1807) του Hegel είναι μια μελέτη του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσεται το πνεύμα μέσω διαφόρων σταδίων συνείδησης του εαυτοΰ του ως εμφάνιση, αλλά στο τέλος κατανοεί τον εαυτό του ως πραγματικότητα. Στις αρχές του αιώνα «φαινομενολογία» είναι το όνομα της Γερμανικής Σχολής της Φιλοσοφίας, της οποίας το πιο διάσημο μέλος είναι ο Husserl. Εκπαιδεύτηκα τόσο πολύ σε αυτήν τη φιλοσοφική σημασία της λέξης, ώστε όταν έδωσα διαλέξεις γι' αυτά τα θέματα στη σειρά Προοπτικές {Perspective^ (για τις οποίες ευχαριστώ πολύ) του Πανεπιστημίου της Notre Dame, εξεπλάγην όταν άκουσα από το εκεί τμήμα της Φυσικής ότι προσέλαβαν έναν φαινομενολόγο. Η φαινομενολογία αποτελεί σημαντικό τμήμα της φυσικής των στερεών σωμάτων και της φυσικής σωματιδίων. Αν θέλατε να ελέγξετε αυτά που έγραψα στο κεφάλαιο 8 για τα μυόνια και τα μεσόνια, θα ανατρέχατε πιθανόν σε κάποια κλασική πηγή, όπως το έργο του Η. Bethe, Μεσόνια και Πεδία {Mesons and Fields). Εκεί θα αναζητούσατε τα μυόνια και θα βρίσκατε τη συζήτηση που ακολουθείται από μια μακρά παράγραφο για τη φαινομενολογία. Η δική μου χρήση της λέξης «φαινόμενο» μοιάζει με αυτήν των φυσικών. Θα πρέπει να διατηρείται όσο είναι δυνατόν πιο ξεχωριστά από το φαινομεναλισμό των φιλοσόφων, τη φαινομενολογία και τα ιδιωτικά, εφήμερα αισθητηριακά δεδομένα. Ένα φαινόμενο είναι για μένα κάτι δημόσιο, κανονικό, πιθανότατα νομοφανές, αλλά ίσως εξαιρετικό. Έτσι χρησιμοποιώ ως πρότυπο για τη δική μου χρήση της λέξης τη φυσική και την αστρονομία. Οι μελετητές των άστρων στην Αναγέννηση είχαν στο μυαλό τους τόσο τις τακτικά παρατηρούμενες κινήσεις των σφαιρών, όσο και συγκεκριμένα γεγονότα, όπως η «επιπρόσθησις»* του Άρη, για τα οποία ήλπιζαν πως θα αποδεικνυόταν ότι προέρχονται από κάποια νομοφανή δομή των ουρανών. Αλλά βέβαια οι αστρονόμοι ήταν και φιλόσοφοι, πιο κοντά από εμάς στους ελληνικούς απόηχους της λέξης. Τα φαινόμενα ήταν «όψεις». Ο ιστορικός της επιστήμης Nicholas Jardine μου λέει ότι ο Kepler θεωρούσε ως ελάττωμα του ηλιακού μας συστήματος το γεγονός ότι όταν κοιτάμε πάνω βλέπουμε φαινόμενα - τ ο πού φαίνεται να κινούνται οι πλανήτες- παρά την αληθινή τοποθεσία και διαδρομή των ουράνιων σωμάτων.
*Σ.τ.Μ.: Στην παρατηρησιακή αστρονομία, επιπρόσθησις {occxxltmoO., και όχι occlusion, όπως είναι στο πρωτότυπο) είναι η απόκρυψη κάποιου ουράνιου σώματος από κάποιο άλλο που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε αυτό και τον γήινο παρατηρητή. Ευχαριστώ το Νίκο Ματσόπουλο για τον όρο αυτόν.
-289-
β' μεροσ:π α ρ ε μ β α ι ν ο ν τ α σ
ΕΠΙΛΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ Μερικές φορές, οι παλαιοί αστρονόμοι μιλούσαν εντελώς σοβαρά για το πώς θα σώσουν τα φαινόμενα, αλλά πιστεύω ότι συχνά, πολΰ πριν από τον Bacon, η χρήση ήταν κάπως ειρωνική. Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα η επιστημονική εφαρμογή της λέξης «φαινόμενο» επεκτάθηκε σε οτιδήποτε ονομαζόταν «φαινόμενο της φΰσης». Αυτό περιελάμβανε τόσο τις νομοφανείς κανονικότητες όσο και ό,τι οι σύγχρονες ασφαλιστικές εταιρείες επιμένουν να ονομάζουν θεϊκές πράξεις: τα εξαιρετικά τρομακτικά γεγονότα, όπως οι σεισμοί. Ο Daniel Defoe αναφέρει την ορατότητα ενός άστρου το μεσημέρι ως φαινόμενο. Ένα φαινόμενο μπορεί κάλλιστα να είναι μια ανωμαλία παρά οποιαδήποτε γνωστή κανονικότητα. Η έκφραση «σώζω τα φαινόμενα»^έχει υποστεί κάποια λογοπαίγνια. Μπορούμε να βρούμε τα ίχνη της στην ελληνική και κατόπιν στη λατινική γλώσσα, όπου η λέξη για το save (σώζω) θα ήταν salve. Το 17ο αι. μετατράπηκε όχι στη λέξη save (σώζω) αλλά στη λέξη solve (επιλύω), οπότε ο D. Hume, για παράδειγμα, θα γράψει τότε για την «επίλυση του φαινομένου». Λυτό σήμαινε ουσιαστικά την εξήγηση του φαινομένου, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που εννοεί ο Duhem με τη φράση «σώζειν τα φαινόμενα». Όποιος ελπίζει ότι η φιλολογία θα δώσει κάποια μαθήματα στη φιλοσοφία έχει φρονηματιστεί, ελπίζω. Έχει λοιπόν πάθει τέτοιο αμόκ η ετυμολογία της λέξης «φαινόμενο», ώστε να μην υπάρχει ελπίδα επικόλλησης της δικής μου σημασίας στη λέξη; Απεναντίας, το γενεαλογικό δέντρο της δικής μου χρήσης είναι εκπληκτικά σταθερό και επιπλέον αποτελεί την κύρια πρόσφατη χρήση στη φυσική επιστήμη. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα η αγγλική λέξη «phenomenon» χρησιμοποιείται κυρίως με το δικό μου τρόπο. Μπορεί να νομίζετε ότι ο Berkeley είναι το αντίστροφο παράδειγμα, επειδή σήμερα θεωρείται φαινομεναλιστής, αφού ανάγει τον εξωτερικό κόσμο σε αισθητηριακά δεδομένα. Ακριβώς το αντίθετο. Ακόμα και προς το τέλος της καριέρας του, όταν έγραψε το Siris (1744), συναντούμε τη λέξη πάνω από 40 φορές. Αυτό το βιβλίο είναι ένα θαυμάσιο -μολονότι κάπως τρελό- φυλλάδιο για τα πάντα, από τη δυσκοιλιότητα μέχρι την επιστήμη και την πίστη στο Θεό. Χρησιμοποιεί τη φράση «φαινόμενα της φύσης» με τον τυπικό τρόπο της εποχής του, για να δηλώσει τις γνωστές κανονικότητες. Είναι αλήθεια ότι ο Berkeley πίστευε πως όλα τα φαινόμενα είναι όψεις. Αλλά όχι επειδή πίστευε πως είναι αισθητηριακά δεδομένα! Στο φιλοσοφικό τμήμα του βιβλίου του ο Berkeley επιχειρεί να αντικρούσει τους Άγγλους φυσικούς φιλοσόφους, οι οποίοι εργάζονταν στο πλαίσιο της παράδοσης των Boyle και Newton. -290-
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ Τ Ω Ν Φ Α Ι Ν Ο Μ Ε Ν Ω Ν
Δίνει μια ολοκληρωτικά μη υλιστική και κάπως αντιρεαλιστική περιγραφή της επίλυσης των φαινομένων, αλλά οι παρατηρήσεις του προέρχονται από τις θεωρίες του για την ΰλη και το αιτιατό, όχι από κάποια αδόκιμη σημασία της λέξης, στην οποία το «φαινόμενο» να σημαίνει ένα αισθητηριακό δεδομένο. Σ' αυτό το σημείο δεν μπορείς να βασιστείς εντελώς στα λεξικά. Εκείνη η πλούσια φλέβα παραδειγμάτων, το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης {OED), συχνά κάνει λάθος στις φιλοσοφικές λέξεις, επειδή απεικονίζει κάθε αναχρονιστικό στιλ φιλοσοφίας που ήταν τότε της μόδας στην πόλη όπου γράφτηκε το σπουδαίο αυτό βιβλίο. Έτσι το Ο^Ζ) γράφει ότι η λέξη «φαινόμενο» σημαίνει «το άμεσο περιεχόμενο της αισθητικής εμπειρίας», μόλις μετά την εμφάνιση του βιβλίου Ενεργές Δ ννάμεις τον Ανθρώπινου Πνεύματος {Active Powers of the Human Mind, 1788) του Thomas Reid. Αυτό αποτελεί παρερμηνεία του ίδιου του αποσπάσματος που παρατίθεται. Ο Reid μιλάει για τα φαινόμενα της φύσης και, όπως ο Berkeley, παίρνει ως τυπικό παράδειγμά του την επίδραση ενός μαγνήτη σε μια πυξίδα. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι κάποιο «άμεσο περιεχόμενο της αισθητικής εμπειρίας», όπως το θέτει το λεξικό, αλλά μια παρατηρήσιμη κανονικότητα της φΰσης. Ο Reid ακολουθεί την καθιερωμένη νευτώνεια γραμμή, που θα αποτελέσει μέρος του θετικισμού του Comte: Η επίλυση των φαινομένων παρέχει περιγραφικούς νόμους, αλλά δε διδάσκει αίτια. Στη γερμανική φιλοσοφία οφείλουμε την αναγέννηση της «φιλοσοφικής» σημασίας της λέξης «φαινόμενο», που είναι κωδικοποιημένη τόσο στην αγγλική σχολή του φαινομεναλισμοΰ όσο και στην ευρωπαϊκή σχολή της φαινομενολογίας. Παραδόξως, αν οι Βρετανοί παρέμεναν πιστοί στους ντόπιους δασκάλους όπως ο Berkeley ή ο Reid, δε θα είχαν ποτέ περιπέσει στις δικές τους εμπειρικές υπερβολές.
'ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ'* Ό τ α ν οι φυσικοί συνέλαβαν ένα πραγματικά διδακτικό φαινόμενο (phenomenon), άρχισαν να το αποκαλούν 'φαινόμενο {ejfeci). Δε γνωρίζω ακριβώς πότε άρχισε αυτή η πρακτική, αλλά έως τη δεκαετία του 1880 είχε εδραιωθεί: το 'φαινόμενο' Faraday ή το μαγνητο-οπτικό 'φαινόμενο', το 'φαινόμενο' Compton, το 'φαινόμενο' Zeeman, το φωτοηλεκτρικό 'φαι* Σ.τ.Μ.: Στο κείμενο που ακολουθεί στο παρόν κεφάλαιο χρησιμοποιώ τα μονά εισαγωγικά στη λέξη 'φαινόμενο' για να δηλώσω την αγγλική λέξη effect, σε συμφωνία με την απόδοση των αντίστοιχων όρων στα ελληνικά.
-291 -
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
νόμενο', το ανώμαλο 'φαινόμενο' Zeeman, το 'φαινόμενο' Josephson. Ο Everitt σημειώνει ότι ο Maxwell στο βιβλίο του Η Θεωρία της Θερμότητας (Theory of Heat, 1872) μιλάει για το 'φαινόμενο' Peltier* ίσως έτσι ξεκίνησε η χρήση της λέξης. Τ α 'φαινόμενα' άρχισαν πραγματικά να συσσωρεύονται στη φυσική στα μέσα της δεκαετίας του 1880. Θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει αυτό ως σύμπτωμα ενός καινούργιου σταδίου στην ίδια τη φυσική. Τι είναι το 'φαινόμενο' και γιατί οι άνθρωποι φτάνουν στο σημείο να αποκαλούν κάτι 'φαινόμενο'; Ας πάρουμε για παράδειγμα το 'φαινόμενο' που ανακαλύφθηκε από τον Ε. Η. Hall το 1879, ενώ ήταν ερευνητής-φοιτητής στο καινούργιο εργαστήριο φυσικής του Rowland στο Πανεπιστήμιο John Hopkins. Ο Rowland είχε ζητήσει α π ό ^ ο ν Hall να ερευνήσει μια κάπως πρόχειρη επίΐσήμανση του James Clerk Maxwell. Στο έργο του Πραγματεία για τον Ηλεία;ρισμό και τον Μαγνητισμό (Treatise on Electricity and Magnetisrn), ο Maxwell είχε πει ότι όταν ένας αγωγός που μεταφέρει ρεΰμα βρίσκεται υπό την επίδραση ενός μαγνητικού πεδίου, το πεδίο επενεργεί στον αγωγό αλλά όχι στο ρεΰμα. Σε μια πρόσφατη μελέτη του 'φαινομένου' Hall, ο Jed Ζ. Buchwald χρησιμοποιεί το συμβάν ως ενδεικτικό του πνεύματος της θεωρίας του Maxwell εκείνης της εποχής. Ο Hall υπέθεσε πως ο Maxwell εννοούσε ότι η αντίσταση του αγωγού μπορεί να επηρεάζεται από το πεδίο ή ότι θα μπορούσε να παραχθεί ένα ηλεκτρικό δυναμικό. Ο Hall απέτυχε να ανακαλύψει το πρώτο 'φαινόμενο', αλλά τελικά εντόπισε το δεύτερο. Ανακάλυψε μια εγκάρσια διαφορά δυναμικού σε ένα κομμάτι φύλλου χρυσού, που βρισκόταν σε ορθή γωνία τόσο προς το μαγνητικό πεδίο όσο και προς το ρεύμα. Κάποιες αρχικές εξηγήσεις για το γεγονός αυτό αποδείχθηκαν ελαττωματικές, επειδή διαφορετικοί αγωγοί παρουσιάζουν το 'φαινόμενο' της διαφοράς δυναμικού προς αντίθετη κατεύθυνση απ' ό,τι στο χρυσό. Ο ίδιος ο Hall περιέγραψε το 'φαινόμενο' ως φαινόμενο —όπως και ένα καθιερωμένο λεξικό φυσικής, το οποίο κάτω από την επικεφαλίδα «το 'φαινόμενο' (effect) Hall» αρχίζει ως εξής: «το φαινόμενο (phenomenon), το οποίο...». Στην καταχώριση του σημειωματαρίου του για τις 10 Νοεμβρίου 1879, ο Hall έγραψε, αφού πρώτα περιέγραψε κάποιες αξιοσημείωτες πειραματικές επιτυχίες, ότι: Δεν έμοιαζε σχεδόν καθόλου ασφαλές, ακόμα και τότε, το να πιστέψουμε ότι ένα καινούργιο φαινόμενο ανακαλύφθηκε, αλλά τώρα που έχει περάσει σχεδόν ένα δεκαπενθήμερο και το πείραμα επαναλήφθηκε με επιτυχία πολλές φορές και υπό διάφορες συνθήκες ... ίσως να μην είναι τόσο νωρίς, για να δηλώσουμε ότι ο μαγνή-292-
η δημιουργια των
φαινομενων
της έχει κάποια επίδραση στο ηλεκτρικό ρεΰμα ή τουλάχιστο στο κύκλωμα, η οποία ποτέ πριν δεν είχε ρητώς παρατηρηθεί ή αποδειχθεί/ Μόνο μια παρατήρηση προερχόμενη από τη θεωρητική σκοπιά του Maxw^ell θα έκανε τον Hall να αρχίσει να ψάχνει. Αυτό που βρήκε δεν ήταν αυτό που ο Maxw^ell πίστευε ότι θα βρει. Οΰτε δοκίμαζε ο Hall μια θεωρία. Επρόκειτο για μια εξερεύνηση, σαν να είχε πει ο Maxwell ότι ίσως να υπάρχει κάποιο νησί σ' αυτά τα ανεξερεύνητα νερά. Τα φαινόμενα και τα 'φαινόμενα' είναι στην ίδια γραμμή εργασίας: αξιοσημείωτες, ευδιάκριτες κανονικότητες. Οι λέξεις φαινόμενο και 'φαινόμενο' μπορεί συχνά να χρησιμεύσουν ως συνώνυμα, ωστόσο υποδεικνύουν διαφορετικές κατευθύνσεις. Τα φαινόμενα, σε αυτήν την ημισυνειδητή αποθήκη της γλώσσας, μας θυμίζουν γεγονότα, τα οποία μπορούν να καταγραφούν από τον προικισμένο παρατηρητή, ο οποίος δεν επεμβαίνει στον κόσμο αλλά παρατηρεί τα άστρα. Τα 'φαινόμενα' μάς θυμίζουν τα μεγάλα πειράματα στα οποία χρωστούν το όνομά τους τα 'φαινόμενα': τους άνδρες και τις γυναίκες, τον Compton και την Curie, οι οποίοι επενέβησαν στον ρου της φύσης για να δημιουργήσουν μια κανονικότητα, η οποία τουλάχιστο στην αρχή μπορεί να ιδωθεί ως κανονική (ή ανώμαλη) μόνο έναντι του περαιτέρω υπόβαθρου της θεωρίας.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ Ο Hall δε δημιούργησε το 'φαινόμενό' του! Ανακάλυψε ότι όταν περνάς ρεύμα μέσω ενός φύλλου από χρυσό σε ένα μαγνητικό πεδίο, παράγεται ένα δυναμικό σε ορθή γωνία με το πεδίο και το ρεύμα. Αυτός και άλλοι μελετητές ερεύνησαν αργότερα τα παρακλάδια του 'φαινομένου'. Τι συμβαίνει για παράδειγμα σε άλλους αγωγούς -εκτός από το χρυσό- ή σε ημιαγωγούς; Ό λ ο αυτό το έργο απαιτούσε εφευρετικότητα. Οι συσκευές ήταν φτιαγμένες από ανθρώπινα χέρια. Οι εφευρέσεις είχαν δημιουργηθεί. Ωστόσο, έχουμε την τάση να αισθανόμαστε ότι τα φαινόμενα που αποκαλύπτονται στο εργαστήριο είναι τμήμα του έργου του Θεού και περιμένουν να τα ανακαλύψουμε. Μια τέτοια στάση είναι φυσική για μια φιλοσοφία στην οποία κυριαρχεί η θεωρία. Διατυπώνουμε θεωρίες για τον κόσμο. Συνάγουμε διάφορους νόμους της φύσης. Τα φαινόμενα είναι κανονικότητες, συνέπειες αυτών των νόμων. Από τη στιγμή που οι θεωρίες μας στοχεύουν σε αυτό που εξαρχής ήταν αληθές για το σύμπαν μας - ο Θεός έγραψε τους νόμους στο Βιβλίο του ^ Αναφέρεται από τον Jed Ζ. Buchwald,
-293-
σ. 80.
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
πριν αρχίσουν όλα- συνεπάγεται ότι τα φαινόμενα ήταν πάντα εκεί και περίμεναν να τα ανακαλύψουμε. Εγώ αντιθέτως προτείνω ότι το 'φαινόμενο' Hall δεν υφίσταται έξω από συγκεκριμένα είδη συσκευών. Το αντίστοιχο σΰγχρονό του έχει γίνει θέμα τεχνολογίας, αξιόπιστης και κοινότοπης τεχνολογίας. Το 'φαινόμενο', τουλάχιστο στην αυθεντική του κατάσταση, μπορεί να υλοποιηθεί μόνο σε τέτοιες συσκευές. Αυτό ακούγεται παράδοξο. Έ ν α ρεύμα που περνάει μέσα από έναν αγωγό, σε ορθή γωνία προς ένα μαγνητικό πεδίο, δεν παράγει δυναμικό οπουδήποτε στη φύση; Και ναι και όχι. Εάν οπουδήποτε στη φύση υπάρχει κάποια τέτοια διευθέτηση, χωρίς παρεμβαίνουσες αιτίες, τότε εμφανίζεται το 'φαινόμενο' Hall. Αλλά πουθενά δεν υπάρχει μια τέτοια καθαρή διευθέτηση έξω από το εργαστήριο. Υπάρχουν συμβάντα στη φύση, που αποτελούν τη συνισταμένη του 'φαινομένου' Hall κάι πολλών άλλων 'φαινομένων'. Αλλά αυτός ο τρόπος περιγραφής - η αλληλεπίδραση ή συνισταμένη ενός πλήθους διαφορετικών νόμων- είναι θεωρητικά προσανατολισμένος. Λέει πώς να αναλύουμε περίπλοκα γεγονότα. Δε θα πρέπει να έχουμε την εικόνα ενός Θεού, ο οποίος τοποθετεί με το αριστερό του χέρι το 'φαινόμενο' Hall και με το δεξί κάποιον άλλο νόμο και μετά καθορίζει την έκβαση. Στη φύση υπάρχει μόνο το πολυσύνθετο, για το οποίο έχουμε την καταπληκτική δυνατότητα να το αναλύουμε. Αυτό το κάνουμε διαχωρίζοντας, στο μυαλό μας, πολυάριθμους διαφορετικούς νόμους. Επίσης το κάνουμε παρουσιάζοντας στο εργαστήριο καθαρά, απομονωμένα φαινόμενα. Έχουμε την ιδέα των πολυάριθμων νόμων της φύσης, οι οποίοι προστίθενται σε μια «συνισταμένη». Αυτή η μεταφορά προέρχεται από τη μηχανική. Έχεις αυτή και εκείνη τη δύναμη, αυτό και εκείνο το διάνυσμα και μπορείς να σχεδιάσεις ένα ωραίο διάγραμμα με χάρακα και διαβήτη για να δεις τι προκύπτει. Ο John Stuart Mill παρατήρησε πριν από πολύ καιρό ότι αυτό το συμβάν της μηχανικής δε γενικεύεται. Το μεγαλύτερο μέρος της επιστήμης δεν είναι μηχανική. Στην Αναγέννηση η λέξη «φαινόμενο» μαρτυρούσε πρωταρχικά τις ηλιακές και τις αστρονομικές κανονικότητες και ανωμαλίες. Πολύ πριν ο Θεός δημιουργήσει τον ήλιο και τη γη, εκείνοι που δε συμμερίζονται την Μπορχεσιανή φαντασίωσή μου ίσως φαντάζονται ότι είχε κάποια παγκόσμια θεωρία πεδίου στο μυαλό Του. Ό τ α ν έφτιαξε τον ουρανό και τη γη, αυτά υπάκουαν στις αρχές της βαρύτητας και των άλλων πεδίων. Φανταζόμαστε ότι οι νόμοι ήταν πάντα εκεί. Αλλά τα φαινό'μενα - ή τουλάχιστον αυτά που οι παλιοί αστρονόμοι αποκαλούσαν φαινόμενα- δεν υπήρχαν μέχρι τη -294-
η δημιουργια των
φαινομενων
δημιουργία του δικοΰ μας μέρους του σύμπαντος. Ομοίως, προτείνω ότι το 'φαινόμενο' Hall δεν υπήρχε μέχρι που αυτός ανακάλυψε, με μεγάλη εφευρετικότητα, πώς να το απομονώσει, να το ξεκαθαρίσει, να το δημιουργήσει στο εργαστήριο. Για να εκσυγχρονίσω το παράδειγμα, πριν από 20 χρόνια δεν υπήρχαν πηγές μικροκυμάτων (masers) ή λέιζερ στο σύμπαν. ^Ισως αυτό να είναι λάθος, ίσως να υπήρχαν μια-δυο. (Μερικά κοσμολογικά φαινόμενα προτάθηκαν πρόσφατα ως φαινόμενα μικροκυμάτων). Ωστόσο, σήμερα το σύμπαν έχει εκατοντάδες χιλιάδες πηγές λέιζερ, μερικές σε απόσταση μόλις 3 - 4 μιλίων από μένα τώρα που γράφω.
Η Σ Π Α Ν Ι Ο Τ Η Τ Α ΤΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αναγέννηση η λέξη «φαινόμενο» εφαρμοζόταν κυρίως σε ουράνια γεγονότα. Ούτε και είναι τυχαίο ότι στη σημερινή εποχή η πιο σεβαστή αρχαία εμπειρική επιστήμη είναι η αστρονομία. Μια καλή εικασία, μολονότι δεν έχει αποδειχθεί, είναι ότι μια μεγάλη ποικιλία τεράστιων παλαιών επίγειων έργων, οι πέτρινοι δακτύλιοι, τα Stonehenges, οι ναοί των Maya, διασκορπισμένα σε όλα τα μέρη του κόσμου, κατασκευάστηκαν με τεράστιο κόστος, για να μελετήσουν τα άστρα ή τις παλίρροιες. Γιατί η παλαιότερη επιστήμη σε κάθε ήπειρο αρχίζει, καθώς φαίνεται, με τα άστρα; Διότι μόνο οι ουρανοί επιδεικνύουν μερικά φαινόμενα, ενώ διαθέτουν και πολλά άλλα τα οποία μπορούν να γίνουν κτήμα μας με προσεκτική παρατήρηση και αντιπαραβολή. Μόνο οι πλανήτες και τα πιο μακρινά σώματα διαθέτουν το σωστό συνδυασμό σύνθετης κανονικότητας σε αντίθεση με ένα υπόβαθρο χάους. Μήπως ο Θεός δεν έδωσε στο ανθρώπινο είδος άλλα φαινόμενα για παρατήρηση πέρα από τον ουρανό, τις παλίρροιες και τα άλλα σεληνιακά φαινόμενα, όπως η εμμηνόρροια; Κάποιος μπορεί να αντιταχθεί σ' αυτό και να πει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος από προφανή φαινόμενα. Κάθε είδους βουκολικές παρατηρήσεις θα έρθουν στο νου. Ωστόσο αυτές συνήθως λέγονται από φιλοσόφους που κατοικούν σε πόλεις και που ποτέ στη ζωή τους δεν έχουν μαζέψει καλαμπόκι ούτε έχουν αρμέξει κατσίκα. (Πολλές από τις σκέψεις μου για την έλλειψη φαινομένων στον κόσμο προέρχονται από τις πρωινές συζητήσεις μου με την κατσίκα μας, την Μήδεια, κατά τη συλλογή του γάλακτος. Χρόνια καθημερινής μελέτης απέτυχαν να μου αποκαλύψουν οποιαδήποτε αληθινή γενίκευση για την Μήδεια, εκτός ίσως από το ότι «είναι συχνά ξεροκέφαλη».) Ό τ α ν λέω ότι υπάρχουν λίγα φαινόμενα στον κόσμο, οι άφθονες λαϊκές γνώσεις των μανάδων, των κυνηγών, των ναυτών -295 -
β' μεροσ:π α ρ ε μ β α ι ν ο ν τ α σ
και των μαγείρων παρατίθενται προς απάντηση μου. Ωστόσο, όταν συζητάμε με τους ρομαντικούς, οι οποίοι συμβουλεύουν να λογικευτοΰμε και να επιστρέψουμε στη φΰση, ποτέ δε μας λένε να παρατηρήσουμε τα φαινόμενά της, αλλά να γίνουμε μέρος των ρυθμών της. Επιπλέον, τα περισσότερα από τα πράγματα που αποκαλούμε φυσικά - όπως για παράδειγμα η μαγιά που φουσκώνει το ψωμί - έχουν μια μακρά προϊστορία τεχνολογίας. Εκτός από τους πλανήτες και τα άστρα και τις παλίρροιες, είναι λίγα ουσιαστικά τα φαινόμενα στη φΰση που περιμένουν να τα παρατηρήσουμε. Κάθε είδος φυτοΰ και ζώου έχει τις δικές του συνήθειες. Υποθέτω ότι κάθε μία από αυτές είναι ένα φαινόμενο. Ισως η φυσική ιστορία να είναι τόσο πλήρης από φαινόμενα όσο και ο νυχτερινός ουρανός. Κάθε φορά που λέω ότι υπάρχουν μόνον τόσα φαινόμενα εκεί έξω για παρατήρηση - α ς ποΰμε, 6 0 - κάποιος μου υπενθυμίζει σοφά ότι υπάρχουν μερΗκά ακόμη. Αλλά ακόμα κι εκείνος που θα φτιάξει τη μακρύτερη λίστα, θα συμφωνήσει ότι τα περισσότερα φαινόμενα της σύγχρονης φυσικής κατασκευάζονται. Τα φαινόμενα σχετικά με τα είδη των ζώων - α ς πούμε εκείνο όπου ένα κοπάδι λιονταριών κυνηγά ως εξής: τα αρσενικά κάθονται στη βάση τους και βρυχώνται, ενώ τα θηλυκά κυνηγούν και σκοτώνουν φοβισμένες γαζέλες- είναι ανέκδοτα. Αλλά τα φαινόμενα της φυσικής - το 'φαινόμενο' Faraday, το 'φαινόμενο' Hall, το 'φαινόμενο' Josephson - είναι τα κλειδιά που ξεκλειδώνουν το σύμπαν. Οι άνθρωποι έφτιαξαν τα κλειδιά - και ίσως και τις κλειδαριές τις οποίες αυτά ανοίγουν.
Τ Ο ' Φ Α Ι Ν Ο Μ Ε Ν Ο ' JOSEPHSON Εδώ και καιρό είναι γνωστό ότι περίπου στους 4 βαθμούς πάνω από το απόλυτο μηδέν πολλά περίεργα πράγματα συμβαίνουν. Ουσίες γίνονται υπεραγωγοί, έτσι ώστε εάν παράγεις ηλεκτρισμό σε ένα κλειστό κύκλωμα χρησιμοποιώντας ένα διακόπτη θερμότητας, το ρεύμα συνεχίζει να ρέει για πάντα. Τι θα συνέβαινε, αν χώριζες τους υπεραγωγούς με ένα λεπτό φύλλο ηλεκτρικής μόνωσης; Τι θα συνέβαινε, αν είχες μια μπαταρία που θα συνέδεε τους δύο υπεραγωγούς; Ο Brian Josephson προέβλεψε το 1962 ότι ανάμεσα στους δύο υπεραγωγούς που χωρίζονται από ένα μονωτή ρέει ρεύμα. Επιπλέον, αν συνδέσεις μια μπαταρία, το ρεύμα κάνει έντονες ταλαντώσεις, χωρίς καθαρή ροή προς τη μία ή την άλλη μεριά. Το 'φαινόμενο' Josephson συνάγεται από μια θεωρία υπεραγωγιμότητας, η οποία είχε προταθεί πέντε χρόνια νωρίτερα από τους J. Bardeen, J. Ν. Cooper και J. R. SchriefFer (θεωρία BCS). Η υπεραγωγιμότητα είναι μια κίνηση ζευγών -296-
η δημιουργια των
φαινομενων
ηλεκτρονίων, που ονομάζονται ζεΰγη Cooper, τα οποία δε συναντούν καμία αντίσταση σε ένα κρΰο σώμα. Για να σταματήσει το ρεύμα, πρέπει να σταματήσουν όλα τα ζεύγη Cooper ταυτόχρονα. Αυτό συμβαίνει τόσο συχνά όσο και το να βράσει νερό μέσα σε ένα ψυγείο. Ό τ α ν ένα πολύ κρύο σώμα αρχίζει να ζεσταίνεται, τα ηλεκτρόνια του ζεύγους αποχωρίζονται, περιπλανιούνται μέσα σε ένα άτομο ή οτιδήποτε άλλο και σταματούν. Ο Josephson συνειδητοποίησε ότι τα ζεύγη Cooper θα μετακινούνταν μέσω ενός μονωτή, συνιστώντας το ρεύμα Josephson. Πιθανότατα το 'φαινόμενο' Josephson να μην είχε ερευνηθεί, εάν δεν είχε προηγηθεί η θεωρία BCS. Μια τέτοια εικασία μπορεί να είναι αναχρονιστική (πρόσφατη) ιστορία, διότι η βασική ιδέα είναι παρούσα στη θεωρία κβάντωσης της ροής, η οποία ήταν αντικείμενο πολλών συζητήσεων εκείνη την εποχή. Μόνο από εκείνη τη στιγμή και μετά κατέστη η κβάντωση της ροής μια «προφανής» συνέπεια της θεωρίας BCS. Όποια κι αν είναι η ακρίβεια των γεγονότων, παρατηρούμε μια ποικιλία ενδεχομένων. Ο Faraday βρήκε το μαγνητο-οπτικό 'φαινόμενό' του, επειδή ήλπιζε ότι έπρεπε να υπάρχει κάποια αλληλεπίδραση ανάμεσα στον ηλεκτρομαγνητισμό και το φως. Ο riail ανακάλυψε το δικό του 'φαινόμενο', επειδή η ηλεκτροδυναμική του Maxwell υπέδειξε ότι μία από δύο ή τρεις αλληλεπιδράσεις πρέπει να υπάρχει. Ο Josephson ανακάλυψε το δικό του 'φαινόμενο' με μια ευφυέστατη λογική παραγωγή από τις προκείμενες της θεωρίας. Ο Hall δεν «επικύρωσε» τη θεωρία του Maxwell, μολονότι πρόσθεσε στον κατάλογο ένα ακόμα γεγονός που απορρέει από τη θεωρία του Maxwell. Ο Josephson πράγματι επικύρωσε τη νέα θεωρία της υπεραγωγιμότητας. Σημειώστε ότι αυτό δε συνέβη επειδή η νέα θεωρία παρέχει μια καλύτερη εξήγηση του φαινομένου, αλλά επειδή κανείς ποτέ δεν είχε σκεφτεί να δημιουργήσει αυτό το φαινόμενο χωρίς τη θεωρία. Στην τελευταία παράγραφο άλλαξα την έκφραση, από εύρεση ενός 'φαινομένου' σε δημιουργία ενός φαινομένου. Αυτό έγινε σκόπιμα. Το 'φαινόμενο' Josephson δεν υπήρχε στη φύση προτού δημιουργηθεί η συσκευή από ανθρώπους. Το 'φαινόμενο' δεν προϋπήρχε της θεωρίας. H συζήτηση για τη δημιουργία φαινομένων αποκτά ίσως περισσότερη δύναμη, όταν το φαινόμενο προηγείται οποιασδήποτε επεξεργασμένης θεωρίας, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Πολλά φαινόμενα δημιουργούνται μετά τη θεωρία.
ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΔΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ Δεν υπάρχει πιο οικείο ρητό από αυτό που λέει ότι τα αποτελέσματα των πειραμάτων πρέπει να μπορούν να επαναληφθούν. Κατά τη δική μου -297-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
άποψη αυτό λειτουργεί κάπως ως ταυτολογία. Το πείραμα είναι η δημιουργία των φαινομένων τα φαινόμενα θα πρέπει να έχουν διακριτές κανονικότητες -κι έτσι ένα πείραμα που δεν μπορεί να επαναληφθεί έχει αποτύχει στο να δημιουργήσει ένα φαινόμενο. Οι φοιτητές και οι μαθητές των λυκείων έχουν διαφορετική γνώμη. Δεν υπάρχει πιο συνηθισμένο σχόλιο στην «αξιολόγηση διδασκαλίας» των μαθημάτων με εργαστηριακό εξοπλισμό* τα πειράματα δε λειτουργούν οι αριθμοί πρέπει να μαγειρευτούν, η αντίδραση δεν αντιδρά, ο βακτηριοφάγος δεν αναπτύσσεται. Το εργαστήριο θα πρέπει απλώς να βελτιωθεί! Κι αυτό το πρόβλημα δεν είναι απλώς χαρακτηριστικό των χρόνων της προμαθητείας. Ορίστε άλλη μια οικεία ιστορία. Το πανεπιστήμιό μου έχει μια πολύ περίπλοκη και ακριβή συσκευή Χ, που σαν κι αυτήν υπάρχουν πολύ λίγες στο κόσμο* μόνον η δική μας ίσως λειτοϋργεί τόσο καλά. Είναι το είδος της συσκευής την οποία «κλείνεις» ένα χρόνο πριν και ανακρίνεσαι από ατελείωτες επιτροπές προτού σου επιτραπεί να εργαστείς δύο μέρες σ' αυτήν. Κάποιος «σπουδαίος» νεαρός Α στο ίδρυμά μας πετυχαίνει μερικά εντυπωσιακά αποτελέσματα με τη συσκευή Χ. Κάποιος αναγνωρισμένος κύριος Β, στο ίδιο πεδίο, καταφθάνει για τις δύο ημέρες που του αναλογούν και φεύγει απογοητευμένος. Υποδεικνύει επίσης να εξετάσουμε ενδελεχώς τη δουλειά του Α. Έχει πετύχει ο Α αυτό που ισχυρίζεται ή «κλέβει»; (Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία βασισμένη σε μια περίπτωση αίτησης μονιμότητας την οποία εξέτασα.) Φυσικά κάποια εργαστηριακά μαθήματα είναι απλώς απαίσια. Μερικές φορές ο παλιός Β έχει χάσει την επιδεξιότητά του ή ο νεαρός Α πράγματι «κλέβει». Αλλά ως παράδοξη γενίκευση μπορεί να πει κανείς ότι τα περισσότερα πειράματα δε λειτουργούν τις περισσότερες φορές. Το να αγνοήσεις αυτό το γεγονός σημαίνει να ξεχάσεις τι κάνει ο πειραματισμός. Το να πειραματίζεσαι σημαίνει να δημιουργείς, να παράγεις, να βελτιώνεις και να σταθεροποιείς τα φαινόμενα. Αν τα φαινόμενα ήταν άφθονα στη φύση, όπως τα καλοκαιρινά βατόμουρα που απλώς βρίσκονται εκεί για να τα μαζεύεις, θα ήταν αξιοσημείωτο αν τα πειράματα δε λειτουργούσαν. Τα φαινόμενα όμως είναι δύσκολο να παραχθούν κατά σταθερό τρόπο. Γι' αυτό μίλησα για δημιουργία και όχι απλώς για ανακάλυψη των φαινομένων. Αυτό είναι μια χρονοβόρα και δύσκολη εργασία. Ή μάλλον είναι ατελείωτες διαφορετικές εργασίες. Είναι το να σχεδιάσεις ένα πείραμα που ίσως λειτουργήσει. Το να μάθεις πώς να κάνεις το πείραμα να λειτουργήσει. Αλλά η πραγματική επιδεξιότητα ίσως είναι το να γνωρίζεις πότε λειτουργεί το πείραμα. Αυτός είναι ένας λόγος για το ότι η -298-
η δημιουργια των
φαινομενων
παρατήρηση, με τη χρήση που έχει ο όρος στη φιλοσοφία της επιστήμης, παίζει ένα σχετικά μικρό ρόλο στην πειραματική επιστήμη. Το να παρατηρείς και να σημειώνεις τις ενδείξεις των οργάνων - η εικόνα του πειράματος συμφωνά με τη φιλοσοφία της Οξφόρδης- δεν είναι τίποτα. Αυτό που μετράει είναι ένα άλλο είδος παρατήρησης: η δαιμόνια ικανότητα να ξεχωρίζεις αυτό που είναι παράξενο, λανθασμένο, καθοδηγητικό ή παραποιημένο στον παλιό εξοπλισμό σου. Ο πειραματιστής δεν είναι ο «παρατηρητής» της παραδοσιακής φιλοσοφίας της επιστήμης, αλλά μάλλον το θορυβημένο και παρατηρητικό άτομο. Μόνον όταν έχει πετύχει κανείς να λειτουργεί σωστά ο εξοπλισμός του μπορεί μετά να κάνει και να καταγράφει παρατηρήσεις. Κι αυτό είναι το εύκολο μέρος της ιστορίας. Η προμαθητεία στο σχολικό εργαστήριο τις περισσότερες φορές σε βοηθάει (ή αποτυγχάνει να σε βοηθήσει) να αποκτήσεις την ικανότητα να γνωρίζεις πότε λειτουργεί ένα πείραμα. Έχουν γίνει η σκέψη, τα σχέδια, η εφαρμογή, αλλά εξακολουθεί να λείπει κάτι. Η ικανότητα του να γνωρίζεις πότε λειτουργεί ένα πείραμα περιλαμβάνει, φυσικά, και την επαρκή αίσθηση του πώς λειτουργεί αυτή η συσκευή για να γνωρίζεις πώς να τη θέσεις σε σωστή λειτουργία. Ένα εργαστηριακό μάθημα, στο οποίο όλα τα πειράματα θα πετύχαιναν, θα ήταν προϊόν τέλειας τεχνολογίας, αλλά δε θα δίδασκε τίποτα απολύτως για τον πειραματισμό. Στο αντίθετο άκρο, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι ο νεαρός Α έχει κάποια αποτελέσματα, ενώ ο διακεκριμένος επισκέπτης Β όχι. Ο Α είχε την ευκαιρία να γνωρίζει καλύτερα το μηχάνημα* έχει κατασκευάσει ένα μέρος του κι έχει υποφέρει με τις αποτυχίες του. Αυτό αποτελεί βασικό στοιχείο για να γνωρίζει κανείς πώς να δημιουργεί φαινόμενα.
ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ Η λαϊκή θυμοσοφία λέει ότι τα πειράματα πρέπει να μπορούν να επαναληφθούν. Αυτό έχει δημιουργήσει ένα φιλοσοφικό ψευδοπρόβλημα. Είναι σαφές ότι μια ποικιλία πειραμάτων είναι πιο συναρπαστική από τις επαναλήψεις του ίδιου γεγονότος. Έτσι οι φιλόσοφοι είτε προσπάθησαν να δείξουν ότι οι επαναλήψεις είναι εξίσου πολύτιμες όσο και το πρωτότυπο είτε προσπάθησαν να εξηγήσουν, χρησιμοποιώντας ας πούμε το λογισμό των πιθανοτήτων, γιατί οι επαναλήψεις είναι λιγότερο πολύτιμες. Αυτό είναι ψευδοπρόβλημα, διότι σε γενικές γραμμές κανείς δεν επαναλαμβάνει ένα πείραμα. Τυπικά, οι σοβαρές επαναλήψεις ενός πειράματος αποτελούν προσπάθειες για να γίνει το ίδιο πράγμα καλύτερα - ν α παραχθεί μια πιο σταθε-299-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ρή, μια λιγότερο θορυβώδης παραλλαγή του φαινομένου. Στην επανάληψη ενός πειράματος χρησιμοποιείται συνήθως διαφορετικό είδος εξοπλισμού. Από καιρό σε καιρό υπάρχουν περιπτώσεις που οι άνθρωποι απλώς δεν πιστεύουν κάποιο πειραματικό αποτέλεσμα και οι σκεπτικιστές προσπαθούν ξανά. Τα ελεύθερα κουάρκ αποτελούν ένα τέτοιο παράδειγμα, όπως και η εργασία πάνω στα βαρυτικά κύματα. Διατυπώθηκε μια εντυπωσιακή πρόταση 20 χρόνια πριν, ότι κάποια σκουληκοειδή όντα μπορούσαν να εκπαιδευτούν για να φτιάχνουν λαβύρινθους* όταν κάποια άλλα όντα του ίδιου είδους έτρωγαν τα εκπαιδευμένα σκουλήκια, τα σκουλήκια-κανίβαλοι θα μπορούσαν επίσης να φτιάξουν λαβύρινθους. Αυτό το πείραμα επαναλήφθηκε, διότι κανείς δεν πίστευε το αποτέλεσμα. Και με το δίκιο τους. Στα σχολεία και στα κολέγια τα περάματα επαναλαμβάνονται μέχρι ναυτίας. Το ζήτημα με αυτές τις ασκήσείς μέσα στην τάξη δεν είναι ποτέ ο έλεγχος ή η ανάπτυξη της θεωρίας. Το ζήτημα είναι να διδάξεις τους ανθρώπους πώς να γίνουν πειραματιστές και να ξεχωρίσεις αυτούς για τους οποίους η πειραματική επιστήμη δεν είναι η ενδεδειγμένη καριέρα. Μπορεί να φαίνεται σαν να υπάρχει ένας τομέας, στον οποίο πρέπει να επαναλαμβάνονται τα πειράματα. Ό τ α ν δηλαδή προσπαθούμε να κάνουμε ακριβείς μετρήσεις των σταθερών της φύσης, όπως για παράδειγμα της ταχύτητας του φωτός. Οφείλουμε ίσως να κάνουμε πολλούς υπολογισμούς και να βγάλουμε το μέσο όρο. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε ότι το φως ταξιδεύει με 299792,5 ± 0,4 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο; Αλλά ακόμα και σ' αυτόν τον τομέα αυτό που απαιτείται είναι ένα καλύτερο πείραμα, όχι επαναλήψεις λιγότερο καλών δοκιμών σε λιγότερο καλό εξοπλισμό. Οι Κ. D. Froome και L. Essen γράφουν στην έρευνά τους Η Ταχύτητα τον Φωτός και τα Ραδιοκύματα {The Velocity of Light and Radio Waves, σ. 139): Θα θέλαμε να επαναλάβουμε τη φιλοσοφία μας για την πειραματική μέτρηση. Ο πιο σημαντικός στόχος πρέπει να είναι η αύξηση της ακρίβειας της μέτρησης, έτσι ώστε να μετρηθούν και να εξαλειφθούν τα συστηματική λάθη. Η εμπειρία δείχνει ότι η εκτεταμένη διαδικασία εύρεσης μέσων όρων αφήνει μονίμως συστηματικά λάθη στο αποτέλεσμα, τα οποία δεν τα υποπτευόμαστε. Δε βλέπουμε κανένα πλεονέκτημα στο να παίρνουμε έναν τεράστιο αριθμό μετρήσεων, όπως γινόταν στις κλασικές οπτικές μεθόδους και σε κάποιους από τους πρόσφατους υπολογισμούς. Το θεωρούμε επίσης εσφαλμένο να παίρνουμε την τυπική απόκλιση του μέσου όρου αντί για την απόκλιση μιας και μοναδικής παρατήρησης, καθώς τα υπολειπόμενα συστηματικά λάθη δε μειώνονται με το να κάνουμε περισσότερες μετρήσεις. Από την άποψη της ακρίβειας ο υπολογισμός του Froome το 1958 είναι ο μόνος που υπερβαίνει εκείνον του Essen (1950) και των Hansen και Βοΐ (1950). -300-
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Δ Ε Κ Α Τ Ο
Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο
ΜΕΤΡΗΣΗ
Φ
αίνεται σαν να κάναμε πάντα μετρήσεις. Δεν ήταν οι Βαβυλώνιοι τοπογράφοι οι πρόδρομοι της γεωμετρίας; Πλανητικές παρατηρήσεις, ακριβείς κατά αρκετές τάξεις του εξηκονταδικοΰ συστήματος μέτρησης, μπορούν να ανιχνευθούν πολΰ βαθιά στον αρχαίο κόσμο. Οι ιστορικοί είπαν κάποτε ότι ο Γαλιλαίος ήταν περισσότερο ένας Πλατωνιστής που έκανε πράγματα στο μυαλό του παρά ένας πειραματιστής που έκανε πράγματα με τα χέρια του, αλλά κατόπιν ξαναβρήκαν μερικές από τις ακριβείς αριθμητικές παρατηρήσεις του για την επιτάχυνση σωμάτων σε κεκλιμένα επίπεδα. Είδαμε ότι ο Herschel πέρασε ένα χρόνο της ώριμης ζωής του μετρώντας ατελείωτα αντανακλάσεις, περιθλάσεις, συντελεστές διάδοσης φωτός ή ακτινοβολοΰμενης θερμότητας. Η ανίχνευση του εγκάρσιου ηλεκτρικού δυναμικού από τον Hall απαιτούσε ακριβείς μετρήσεις του ρεύματος. Μετρήσεις που συνδέονται με την περίθλαση ακτίνων Χ του Bragg σήμαναν την αρχή του ταξιδιού προς τη μοριακή βιολογία. Από τη στιγμή που η μέτρηση αποτελεί προφανέστατα τμήμα της επιστημονικής ζωής, δε θα βλάψει λίγη εικονοκλασία. Είχε η μέτρηση πάντοτε τον τρέχοντα ρόλο της στη φυσική επιστήμη; Κατανοούμε καλώς τη σημασία των ακριβέστερων, λεπτότερων και θαυμαστότερων μετρήσεων στην ιστορία; Είναι η μέτρηση αναπόσπαστο τμήμα του επιστημονικού νου ή αντιπροσωπεύει μια φιλοσοφική θέση; Μετρούν οι μετρήσεις κάτι πραγματικό στη φύση ή είναι κυρίως τέχνημα του τρόπου με τον οποίο θεωρητικολογούμε;
ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΊΕς Η πιο παράλογη ανησυχία μου ξεκίνησε κοιτώντας μια καρτ-ποστάλ στο Μουσείο Ιστορίας της Επιστήμης της Οξφόρδης. Ή τ α ν αντίγραφο ενός πίνακα του 18ου αιώνα, που λέγεται Οι Μετρητές. Ο διευθυντής του -301 -
β' μεροσ:π α ρ ε μ β α ι ν ο ν τ α σ
Μουσείου θα θεωρεί ότι ο πίνακας συμπληρώνει με επιτυχία την ωραία συλλογή από σΰγχρονά του χάλκινα όργανα. Μια κυρία μετρά το ΰφασμά της. Ένας οικοδόμος μετρά το χαλίκι του. Μία κλεψύδρα μετρά το χρόνο. Εξάντες, αστρολάβοι και όργανα σχεδίασης κείτονται τριγύρω. Ωστόσο κανείς δε μετρά τίποτα. Οι οικοδόμοι δε δίνουν καμία σημασία στο επίπεδο του χαλικιοΰ στον κάδο τους. Η άμμος στην κλεψύδρα μένει απαρατήρητη. Η κυρία κρατά τη μεζοΰρα της στο πανί, αλλά όχι τεντωμένη. Η μεζοΰρα διπλώνει, έτσι ώστε η ένδειξή της να είναι ένα πόδι μακρύτερη από το μήκος του υφάσματος. Ισως αυτός ο πίνακας να είναι μια παρωδία. Ή ίσως η κυρία μόλις αρχίζει να μετράει το πανί της. Κάποιος πρόκειται να σηκώσει τον αστρολάβο. Οι οικοδόμοι πρόκειται να συνειδητοποιτ|σουν ότι το κουτί μέτρησης ξεχειλίζει. Κάποιος θα παρατηρήσει σύντομα την κλεψύδρα. Ή μήπως είμαστε μόνο εμείς ττόυ, αναχρονιστικά, πρέπει να ερμηνεύσουμε τον πίνακα με έναν από αυτούς τους δύο τρόπους, είτε ως παρωδία είτε ως μια ανεσταλμένη αρχή; Κατανοούμε καλώς τους παλαιούς σκοπούς της «μέτρησης»; Ο Herschel μέτρησε τα ποσοστά του φωτός και της θερμότητας που διαδίδονται μέσα από διάφορες ουσίες με ακρίβεια χιλιοστού. Αμφιβάλλουμε ότι θα μπορούσε να έχει τέτοια ακρίβεια για το φως και γνωρίζουμε ότι αυτό θα ήταν αδύνατο για τη θερμότητα. Τι έκανε στα 1800 αυτός ο προσεκτικός, τακτικός, νευτώνειος επαγωγιστής με τις εξωφρενικές υπερβολές του; Τα νούμερά του σίγουρα δεν ήταν αποτέλεσμα εφαρμογής μιας θεωρίας σφάλματος. Ό τ α ν κοιτάζουμε σε παλαιότερες εποχές τη σχέση μεταξύ των δηλωμένων αριθμών και των παρατηρήσεων που έχουν γίνει, οι ιστορικοί μπερδεύονται ακόμα περισσότερο. Ο Γαλιλαίος ίσως να ήταν ο πρώτος που συνέλαβε τους μέσους όρους και πέρασε πολύς χρόνος μέχρι να γίνει ο αριθμητικός μέσος όρος κοινοτοπία για τους πειραματιστές. Ο Gauss κατέστρωσε μία θεωρία σφάλματος το 1807 και οι αστρονόμοι τη χρησιμοποίησαν. Μολονότι όλες οι σύγχρονες φυσικές μετρήσεις απαιτούν μια ένδειξη σφάλματος, η φυσική πέραν της αστρονομίας δεν αναφέρει υπολογισμούς σφάλματος μέχρι το 1890 (ή κι αργότερα). Η δική μας αντίληψη για τους αριθμούς και τη μέτρηση καθίσταται σαφής και αναμφισβήτητη μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα. Μετά το 1800 περίπου εμφανίζεται ένας καταιγισμός αριθμών, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες. Στο θεμελιώδες άρθρο του «Μία λειτουργία για τις μετρήσεις στις φυσικές επιστήμες», ο Kuhn υποδεικνύει ότι υπήρξε μια δεύτερη επιστημονική επανάσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας ένα ευρύ φάσμα φυσικών επι-302-
μετρηση
στημών «μαθηματικοποιείται»^ για πρώτη φορά. Αυτήν την τοποθετεί κάπου ανάμεσα στα 1800 και τα 1850. Προτείνει το 1840 ως ημερομηνία κατά την οποία η μέτρηση, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, αναλαμβάνει το θεμελιώδη ρόλο της.
ΣΤΑΘΕΡΕΣ Τ Η Σ ΦΥΣΗΣ Η καμπή σηματοδοτείται ίσως το 1832, έτος που ο Charles Babbage (1792-1871), εφευρέτης του ψηφιακού υπολογιστή, εξέδωσε ένα σύντομο φυλλάδιο όπου παρακινούσε να εκδοθούν πίνακες όλων των σταθερών αριθμών που είναι γνωστοί στις επιστήμες και τις τέχνες. Ό λ ε ς οι γνωστές σταθερές θα τυπώνονταν. Υπάρχουν 20 κατηγορίες από αυτές. Ο Babbage ξεκινά με μια οικεία λίστα αστρονομικών μεγεθών, ειδικών βαρών, ατομικών βαρών κ.λπ. Υπάρχουν επίσης βιολογικά, γεωγραφικά και ανθρώπινα μεγέθη: τα μήκη των ποταμών, η ποσότητα της βελανιδιάς που μπορεί να πριονίσει κάποιος μέσα σε μία ώρα, η ποσότητα του αέρα που είναι απαραίτητος για να συντηρηθεί η ανθρώπινη ζωή για μια ώρα, ο μέσος όρος του μήκους των οστών των διάφορων ειδών, ο αριθμός των φοιτητών στα πανεπιστήμια και των βιβλίων στις μεγάλες βιβλιοθήκες. Ο Churchill Eisenhart του Γραφείου Μονάδων Μέτρησης των Η.Π.Α. μου είπε κάποτε ότι το φυλλάδιο του Babbage σηματοδοτεί την αρχή της σύγχρονης ιδέας των «σταθερών της φύσης». Δεν εννοούσε ότι οι σταθερές ήταν άγνωστες. Ο ίδιος ο Babbage αναφέρει πολλές πρόσφατες πηγές για τον ένα ή τον άλλο αριθμό. Μία θεμελιώδης σταθερά, η Οττ\ς νευτώνειας βαρύτητας, ήταν γνωστή από το 1798 τουλάχιστον. Το θέμα είναι ότι ο Babbage συνθέτει ένα τέτοιο έργο εκθέτοντας επίσημα αυτό που ήταν στο νου πολλών συγχρόνων του, ότι δηλαδή ο κόσμος μπορεί να οριστεί από ένα σύνολο αριθμών, οι οποίοι θα ονομάζονταν σταθερές.
ΑΚΡΙΒΗΣ Μ Ε Τ Ρ Η Σ Η Η καθημερινή πρακτική της μέτρησης ίσως να μη χρειάζεται εξήγηση. Χωρίς κάποια λεπτή μέτρηση, ο Hall δε θα μπορούσε να έχει δει το αποτέλεσμα του ρεύματος και του πεδίου στο δυναμικό. Ενδεχομένως να χρειαζόταν ^ «The function of measurement in modern physical science», στο T.S. Kuhn, The Essential Tension, Chicago, 1979, σο. 178-224, ιδιαίτερα σ. 220.
-303-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
απλώς ένα ποιοτικό αποτέλεσμα για να ξεκινήσει, αλλά χωρίς αρκετά ακριβείς μετρήσεις οι διάδοχοί του δε θα είχαν καταφέρει να παρατηρήσουν τις διαφορές ανάμεσα στους αγωγούς, οΰτε και θα είχαν ορίσει τη «γωνία Hall» ως χαρακτηριστικό των διαφόρων ουσιών. Υπάρχει, ωστόσο, άλλη μία κατηγορία από περισσότερο αξιομνημόνευτες μετρήσεις, που είναι προβληματική· περιλαμβάνει πολλές από τις μεγάλες μετρήσεις της ιστορίας. Θα χρειαστεί να ανασυγκροτήσουμε κάποια κείμενα για να μάθουμε περισσότερα για την καταπληκτική ιδέα του Αρίσταρχου, δηλαδή για το πώς θα βρούμε τη διάμετρο της Γης κοιτώντας μέσα σε ένα πηγάδι το μεσημέρι και περπατώντας μέσα από την έρημο.* Αλλά γνωρίζουμε πολλά για το πώς και το γιατί ο Cavendish «ζύγισε τη Γη» το 1798. Το έργο του Fizeau στα 1847 για την ταχύτητα του φωτός αγοτελεί αριστούργημα ακρίβειας. Ακολούθησε η τεχνική του Michelson για τα πλέγματα περίθλασης, τα οποία αυξάνουγ^τη/δυναμικότητα των μετρήσεων κατά πολλές τάξεις μεγέθους. Η μέτρηση του φορτίου του ηλεκτρονίου από τον Millikan στα 1908-1913 είναι ένα άλλο ορόσημο. Ποιο είναι το ενδιαφέρον σε αυτά τα εξαιρετικά πειράματα; Τα θαυμάζουμε για δυο τουλάχιστο λόγους. Πρώτον, ήταν εκπληκτικής ακρίβειας. Δεν μπορούμε να κάνουμε αξιόλογες διορθώσεις στους αριθμούς αυτών των πρωτοπόρων. Δεύτερον, κάθε ένας από αυτοΰς δημιούργησε μία ευφυέστατη νέα τεχνική. Κάθε πειραματιστής είχε όχι μόνο την ευφυία να συλλάβει μια εξαιρετική πειραματική ιδέα, αλλά και το ταλέντο να την κάνει να λειτουργήσει, συχνά εφευρίσκοντας πολυάριθμες βοηθητικές πειραματικές ιδέες και τεχνολογικές καινοτομίες. Αυτές οι δύο απλές απαντήσεις ίσως να μην είναι αρκετά ικανοποιητικές. Ποια είναι η σπουδαιότητα της ακρίβειας; Ποια είναι πράγματι η σημασία αυτής της θαυμάσιας ευστροφίας στο να αποκτάς πολύ ακριβείς αριθμούς που δεν παίζουν και τόσο μεγάλο ρόλο; Κατ' αρχάς, ας μη γενικεύουμε
* Σ.τ.Μ.: Ο συγγραφέας προφανώς αναφέρεται στη μέθοδο που πράγματι εφάρμοσε ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, σύγχρονος του Αρχιμήδη και διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, για να μετρήσει με ικανή ακρίβεια την περιφέρεια της Γης. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, λίγο προγενέστερος του Ερατοσθένη, είχε συγκρίνει την απόσταση μεταξύ Γης και Ήλιου με την απόσταση μεταξύ Γης και Σελήνης, βασιζόμενος σε τριγωνομετρικές μεθόδους. Ο Ίππαρχος, περίπου έναν αιώνα αργότερα, υπολόγισε απόλυτες τιμές των αποστάσεων του Ήλιου και της Σελήνης, ξεκινώντας από την απουσία ηλιακής παράλλαξης και από δεδομένα ηλιακών εκλείψεων.
-304-
μετρηση
υπερβολικά. Ό π ω ς πάντα στη μελέτη των πειραμάτων, μία απάντηση δε βρίσκει εφαρμογή σε κάθε περίπτωση. Η πρώτη συνέπεια του πειράματος του Millikan είναι μια ποιοτική επιβεβαίωση ότι υπάρχει μία ελάχιστη μονάδα ηλεκτρικού φορτίου. Βρήκε ότι το φορτίο πάνω στα σταγονίδια λαδιού ήταν πάντοτε μικρό ακέραιο πολλαπλάσιο ενός μόνον αριθμού. Συνήγαγαν επίσης ότι αυτό το ελάχιστο φορτίο θα πρέπει να είναι το φορτίο του ηλεκτρονίου. Αυτά περίμενε και ο Millikan, την εποχή όμως που τα ηλεκτρόνια βρίσκονταν στα σπάργανα, αυτό ήταν ένα σημαντικό αποτέλεσμα. Η ακριβής αξία του e^ σ' αυτό το πλαίσιο, ήταν όμως μέχρι τότε μικρής σημασίας. Συμφωνά με τα ίδια τα λόγια του, ο Millikan μπόρεσε να «παρουσιάσει μία άμεση και χειροπιαστή επίδειξη ότι όλα τα ηλεκτρικά φορτία, όπως και αν παράγονται, είναι ακριβή πολλαπλάσια ορισμένου στοιχειώδους ηλεκτρικού φορτίου ...». Ο Millikan ήταν επίσης περήφανος που μπορούσε να «προσδιορίσει με ακρίβεια την τιμή του στοιχειώδους ηλεκτρικού φορτίου ...». Οΰτε και μπορώ να αρνηθώ όσα ειπώθηκαν κατά την παρουσίασή του για το Βραβείο Nobel ότι «η ακριβής εκτίμηση της μονάδας από τον Millikan προσέφερε στη φυσική μια ανεκτίμητη υπηρεσία, καθώς μας διευκολύνει να υπολογίσουμε με μεγαλύτερο βαθμό ακρίβειας πολλές από τις πλέον σημαντικές φυσικές σταθερές». Ωστόσο, εάν κάποιος είναι αιρετικός σχετικά με την ακριβή μέτρηση, η δύναμη μιας μέτρησης να παράγει άλλες μετρήσεις δεν αποτελεί και τόσο ατράνταχτη αιτιολόγηση. Θα μπορούσε κανείς κάλλιστα, το 1908, να αμφισβητεί ότι υπάρχει ένα ορισμένο ελάχιστο αρνητικό φορτίο e. Αλλά όταν ο Cavendish «ζύγισε τη Γη» το 1798, κανείς δεν αμφισβήτησε ότι ο πλανήτης μας έχει ένα συγκεκριμένο βάρος. Ο θρίαμβος του Cavendish ήταν ότι μέτρησε αυτήν τη φαινομενικά ανυπολόγιστη ποσότητα. Αυτό δεν ικανοποίησε μόνο την εγγενή μας περιέργεια, αλλά επίσης, με μία μικρή αλυσίδα συμπερασμών, έδωσε μία τιμή για τη σταθερά της βαρύτητας G. Ο Newton στην πραγματικότητα γνώριζε την απάντηση καιρό πριν {Principia, Βιβλίο III, πρότ. χ). Είχε επίσης προτείνει κάποια πειράματα που έγιναν αργότερα από μία γαλλική αποστολή στο Εκουαδόρ στα 1740 περίπου, τα οποία έδωσαν αρκετά καλά αποτελέσματα σημειώνοντας το βαθμό στον οποίο αποκλίνει το νήμα της στάθμης από την κατακόρυφη, όταν έλκεται από ένα μεγάλο φυσικό αντικείμενο, όπως το βουνό Chimborazo με 6267 μ. ύψος. Ο Cavendish ήταν πιο σημαντικός, διότι στον προσδιορισμό της G μπόρεσε να θέσει σε εφαρμογή μία νέα πειραματική ιδέα (όχι δική του αρχικά), στην οποία χρησιμοποιεί κανείς τεχνητά βάρη. -305-
Β' ΜΕΡΟΣ: π α ρ ε μ β α ί ν ο ν τ α ς Υπάρχει κάποια αναλογία ανάμεσα στη δουλειά του Cavendish και τις μετρήσεις του Fizeau το 1847 για την ταχύτητα του φωτός. Το 1675 ο Roemer είχε υπολογίσει την ταχύτητα του φωτός παρατηρώντας τις εκλείψεις των δορυφόρων του Δία. Οι γνώσεις του περί πλανητικών αποστάσεων ήταν φτωχές κι έτσι έπεσε έξω κατά 20%, αλλά (σε αναλογία με τον Millikan) έδειξε ότι υπάρχει μια πεπερασμένη ταχύτητα του φωτός, την οποία τώρα ονομάζουμε c. Στα τέλη του ίδιου αιώνα ο Huygens είχε επαρκείς γνώσεις αστρονομίας για να δώσει μια καλή τιμή για το c. Μέχρι το 1847 η ταχύτητα του φωτός ήταν γνωστή, με τη μέθοδο του Roemer, για οποιονδήποτε πιθανό σκοπό. Ποια είναι η σημασία λοιπόν του Fizeau; Είναι φυσικά σημαντικό ότι διαφορετικές μέθοδοι δίνουν τα ίδια αποτελέσματα. Εάν ο Fizeau έβρισκε μια ριζικά διά|[ρορετική απάντηση απ' ό,τι με τη μέθοδο του Roemer, θα επιστρέφαμε πίσω στην προ Γαλιλαίου αστρονομία, με το φως να ταξιδεύει με διαφορετική ταχύτητα στη Γη απ' ό,τι στο ηλιακό σύστημα. Πιο σημαντικό είναι ότι οι Cavendish και Fizeau εργάστηκαν εξ ολοκλήρου στο εργαστήριο με τεχνητά όργανα. Δεν μπορείς να παίζεις με τα φεγγάρια του Δία ή με το Chimborazo. Αυτό συνδέεται με ό,τι ονομάζω δημιουργία των φαινομένων. Μπορεί κανείς να παράγει, σε εργαστηριακές συνθήκες, ένα σταθερό αριθμητικό φαινόμενο πάνω στο οποίο έχει αξιοσημείωτο έλεγχο. Ο Fizeau έκανε άλλο ένα πείραμα λίγο αργότερα. Πώς θα επηρεαζόταν η ταχύτητα του φωτός, καθώς αυτό περνούσε από ένα σωλήνα με τρεχούμενο νερό; Θα ήταν απλά το άθροισμα των ταχυτήτων του φωτός και του νεροΰ; Η αρχική του άποψη συνδέεται με τη θεωρία του αιθέρα και κάποιες λεπτομέρειες δίνονται στο επόμενο κεφάλαιο. Το τελευταίο πράγμα που είχε στο νου του ο Fizeau (ή που θα μπορούσε να έχει στο νου του το 1852) ήταν ένας έλεγχος ανάμεσα στην κλασική νευτώνεια θεωρία και τη θεωρία της σχετικότητας. Στο δημοφιλές βιβλίο του Η Θεωρία της Σχετικότητας, ο Einstein γράφει το 1916 για τους δυο τρόπους πρόσθεσης της κίνησης και συνεχίζει: «Σ' αυτό το σημείο μάς διαφωτίζει ένα πολύ σημαντικό πείραμα, το οποίο έκανε ο ευφυέστατος φυσικός Fizeau πάνω από μισό αιώνα πριν και το οποίο έχει επαναληφθεί έκτοτε από ορισμένους από τους καλύτερους πειραματικούς φυσικούς, έτσι ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το αποτέλεσμά του>>. Κατόπιν ο Einstein παρατηρεί ότι μία θεωρία για το φαινόμενο αυτό δόθηκε από τον Η. Α. Lorentz, αλλά συνεχίζει: «η περίσταση αυτή δε μειώνει ούτε στο ελάχιστο την πειστικότητα του πειράματος ως κρίσιμου ελέγχου για τη σχετικότητα, διότι η ηλεκτροδυναμική των Max-306 -
μετρηση
well-Lorentz, στην οποία είχε βασιστεί το αρχικό πείραμα, δεν αντιτίθεται κατά κανένα τρόπο στη θεωρία της σχετικότητας». Μία αξιοσημείωτη παρατήρηση: Το πείραμα που είχε γίνει πάνω από 50 χρόνια πριν ήταν ένα αποφασιστικό πείραμα για μια ολοκαίνουργια θεωρία! Η παρατήρηση αυτή είναι διπλά παράξενη, εφόσον και η παραδοσιακή θεωρία του αιθέρα δεν είχε κανένα πρόβλημα με το φαινόμενο Fizeau και, όπως θα δοΰμε στο επόμενο κεφάλαιο, οι Michelson και Morley, οι οποίοι επανέλαβαν αυτοΰ του είδους το πείραμα στα 1886, πίστευαν ότι επιβεβαίωσαν την ύπαρξη του κλασικού νευτώνειου αιθέρα. Αυτό που έχουμε είναι ένας λαμπρός τρόπος μέτρησης, τον οποίο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για τους δικούς τους σκοπούς. Ο ένας σκοπός είναι όποια θεωρία μας αρέσει. Ένας άλλος είναι η ανάπτυξη ακόμα πιο έξυπνων παραλλαγών της τεχνικής, της οποίας το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η εργασία του Michelson το 1881. Σε τέτοιες περιπτώσεις βρίσκουμε μερικές φορές τους μεγαλύτερους θεωρητικούς, τον Einstein εδώ, να χαίρονται που για μια στιγμή είναι παράσιτα, που τρέφονται άπληστα από πειράματα νεκρά εδώ και καιρό.
«ΘΕΩΡΙΑ ΜΕ ΑΑΛΑ ΜΕΣΑ» Η Eπιστηftovtκή Εικόνα xov) van Fraassen υποστηρίζει ότι «η πραγματική σπουδαιότητα της θεωρίας, για τον επιστήμονα, συνίσταται στο ότι αποτελεί παράγοντα του πειραματικού σχεδιασμού» (σ. 73). Στη συνέχεια συζητά για τον Millikan και γράφει σχετικά ότι «ο πειραματισμός είναι η συνέχεια της θεωρίας με άλλα μέσα». Αυτές οι δύο παρατηρήσεις ίσως δίνουν την εντύπωση ότι αντιμάχονται η μία την άλλη. "Ισως έχει μία εικόνα, όπου το πείραμα αυτοτροφοδοτείται, κουβαλά νερό στον ίδιο του το μύλο, και κάνει θεωρία με άλλα μέσα, ώστε να μπορεί κανείς να πειραματίζεται περισσότερο. Αυτό δεν είναι κακή εικόνα για το παράδειγμα του Millikan, διότι με μία τιμή για το e αρκετά διαφορετικά πειράματα γίνονται δυνατά. Ο αφορισμός «θεωρία με άλλα μέσα» βασίζεται στην ακόλουθη ιδέα. Η θεωρία έχει υποδείξει ότι υπάρχει ηλεκτρόνιο και ότι τα ηλεκτρόνια έχουν ένα ορισμένο φορτίο. Αλλά υπάρχει ένα κενό στη θεωρία' καμία θεωρητική σκέψη δεν μπορεί να συμπληρώσει την τιμή του e. Προάγουμε τη θεωρία «με άλλα μέσα» κάνοντας έναν πειραματικό προσδιορισμό του e. Αυτή είναι μία ελκυστική μεταφορά, αλλά δεν προτίθεμαι να της προσδώσω ιδιαίτερο βάρος. Ο Cavendish συμπλήρωσε την τιμή της σταθεράς της βαρύτητας G, αλλά πιστεύω ότι δε συνέχισε ούτε στο ελάχιστο τη νευτώνεια -307-
Β' ΜΕΡΟΣ:
παρεμβαίνοντας
θεωρία. Πράγματι μπορούμε να το εξετάσουμε με τον εξής τρόπο. Η θεωρία του Newton περιλαμβάνει μια δήλωση για τη βαρυτική δύναμη ανάμεσα σε δυο μάζες πΐχ και τπχ σε απόσταση dy\ μία από την άλλη, δηλαδή:
Η τιμή όμως της σταθεράς ΰ α π λ ά δεν αποτελεί μέρος της θεωρίας. Συμπληρώνοντας το G o Cavendish δεν προήγαγε τη θεωρία. Στην ουσία η Cείναι μία μοναδική σταθερά στη φΰση. Ό π ω ς θα παρατηρήσω παρακάτω, οι περισσότερες φυσικές σταθερές συνδέονται με άλλες σταθερές με φυσικούς νόμους. Αυτό είναι ένα σημαντικό γεγονός για τον προσδιορισμό κάθε σταθεράς. Η G, ωστόσο, δε συνδέεται μερπολΰτως τίποτα άλλο. Φυσικ(ΐ/]ελπίζουμε ότι τελικά η G θα συνδεθεί με κάτι. Η δύναμη της βαρύτητας κάι οι ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις, όπως επίσης οι ισχυρές και ασθενείς δυνάμεις, μπορεί κάποια μέρα να ενσωματωθούν σε μία πειστική θεωρία. Ή ίσως υπάρξει και η ακόλουθη ιδέα, την οποία επιδιώκει η 50χρονη εικασία του Ρ. Α. Μ. Dirac. Ας υποθέσουμε ότι το σύμπαν είναι ετών τότε θα περιμέναμε ότι η δύναμη της βαρύτητας, σε σύγκριση με την ηλεκτρομαγνητική δύναμη, θα μειώνεται κατά μέρη ετησίως, μία μεταβολή που είναι σχεδόν μετρήσιμη με τη σημερινή τεχνολογία. Μία τέτοια μέτρηση μπορεί να μας διδάξει πολλά για τον κόσμο, αλλά δε θα σήμαινε τη συνέχιση της νευτώνειας θεωρίας - ή οποιασδήποτε άλλης θεωρίας- με άλλα μέσα. Ο Millikan ήταν πιο σημαντικός για τη θεωρία του ηλεκτρονίου απ' ό,τι ο Cavendish για τη θεωρία της βαρύτητας, αλλά όχι επειδή συμπλήρωσε ένα κενό στη θεωρία. Μάλλον επειδή επιβεβαίωσε ότι υπάρχει μία ελάχιστη μονάδα φορτίου του ηλεκτρονίου. Έχει γίνει μέχρι τώρα προφανές ότι συμμερίζομαι την αντιπάθεια του van Fraassen για το μοντέλο της επιστήμης, στο οποίο οι πειραματιστές κάθονται και περιμένουν να τους πει κάποιος να ελέγξουν, να επικυρώσουν ή να καταρρίψουν θεωρίες. Παρ' όλα αυτά, συχνά επικυρώνουν θεωρίες ακόμα κι όταν, όπως στην περίπτωση του Millikan, αυτό δεν είναι το πρωταρχικό τους κίνητρο. Μου φαίνεται ότι η σχέση του Millikan με τη θεωρία είναι ότι επικύρωσε μια ευρεία κλίμακα πιθανών υποθέσεων, υπό την έννοια ότι υπάρχει ένα ελάχιστο αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο, που σχετίζεται ενδεχομένως με μία συναγόμενη οντότητα, το ηλεκτρόνιο. Βρήκε επίσης την τιμή αυτού του ελάχιστου φορτίου, αλλά αυτό το νούμερο δεν έχει μεγάλη σχέση με τη θεωρία. Το όφελος απ' αυτό, όπως φαίνεται και στο χωρίο για το Βραβείο Nobel που παρατίθεται παραπάνω, έγκειται στο γεγονός ότι βοήθησε -308 -
μετρηση
να καθιερωθούν με μεγαλύτερη ακρίβεια άλλες σταθερές, αλλά ούτε κι αυτές οι σταθερές επηρέασαν πολύ την πορεία της θεωρίας.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΚΡΙΒΕΊΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ Τ Η Σ ΦΥΣΗΣ; Ο μόνος μεγάλος φιλόσοφος που ήταν εξοικειωμένος με τη μέτρηση ήταν ο C. S. Peirce, ο οποίος εργαζόταν για καιρό στην Υπηρεσία Ακτών και Γεωδαισίας των Η.Π.Α. και στο Παρατηρητήριο Lowell στη Βοστώνη. Σχεδίασε μερικά ωραία πειράματα με εκκρεμές για τον προσδιορισμό της G. Αντίθετα με το φιλόσοφο της πολυθρόνας, περιφρονεί το αξίωμα ότι «ορισμένα συνεχή μεγέθη έχουν ακριβείς τιμές». Το 1892 έγραψε στο «Επανεξέταση του Δόγματος της Αναγκαιότητας» (The doctrine of necessity reexamined) -ένα δοκίμιο που εμφανίζεται στις περισσότερες ανθολογίες του- ότι: Σε κάποιον ο οποίος είναι στα παρασκήνια και γνωρίζει ότι οι πιο βελτιωμένες συγκρίσεις μαζών, μηκών και γωνιών, που ξεπερνούν κατά πολΰ σε ακρίβεια όλες τις άλλες μετρήσεις, μένουν ωστόσο πίσω σχετικά με την ακρίβεια των τραπεζικών λογαριασμών, και ότι ο κοινός προσδιορισμός των φυσικών σταθερών, όπως εμφανίζονται από μήνα σε μήνα στα περιοδικά, είναι ισάξιος με τις μετρήσεις των χαλιών και των κουρτινών από έναν ταπετσιέρη, η ιδέα μιας μαθηματικής ακρίβειας που αποδεικνύεται στο εργαστήριο θα φαίνεται απλά γελοία [ The Philosophy ofPeirce, J. Buckler (επιμ.), σσ. 329 κ.ε.]. Ένα παρόμοιο ρεΰμα βρίσκει κανείς και στον Pierre Duhem. Αυτός θεωρεί τις σταθερές της φΰσης ως τέχνημα των μαθηματικών μας. Εμείς παράγουμε θεωρίες, οι οποίες έχουν διάφορα κενά, όπως την G. Αλλά δεν αποτελεί αντικειμενικό γεγονός για το σύμπαν μας ότι η Gzyzx αυτά τα χαρακτηριστικά. Αποτελεί ποιοτικό γεγονός ότι το σύμπαν μας μπορεί να αναπαρασταθεί από συγκεκριμένα μαθηματικά μοντέλα και από αυτό προκύπτει ένα άλλο ποιοτικό γεγονός, ότι υπάρχει κάτι σαν ακριβές νούμερο που συμβαδίζει καλύτερα με τα μαθηματικά μας. Αυτή είναι η βάση του δριμύτατου αντιρεαλισμού του Duhem για τις θεωρίες και τις σταθερές της φύσης.
Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ Προδίδονται οι Duhem και Peirce για μια στιγμή, όταν οι σταθερές δεν είναι ακριβείς; Ό χ ι ακριβώς. Σκεφτείτε ποιο ήταν κατά την τελευταία δεκαετία το γενικά πιο αποδεκτό σύνολο θεμελιωδών σταθερών, το οποίο προτάθηκε για διεθνή χρήση από την Επιτροπή Δεδομένων για την Επιστήμη και -309-
Β' ΜΕΡΟΣ: π α ρ ε μ β α ί ν ο ν τ α ς την Τεχνολογία.^ Οι επιμελητές, Cohen και Taylor, έχουν έναν πολΰ μεγάλο αριθμό θεμελιωδών σταθερών, που βασίζονται σε εργασίες στα κύρια εθνικά εργαστήρια σε όλο τον κόσμο. Τα δεδομένα διαχωρίζονται σε «περισσότερο ακριβή», «λιγότερο ακριβή δεδομένα WQED» και «λιγότερο ακριβή δεδομένα QED». Το Q E D δηλώνει εργασία με τη χρήση θεωριών της κβαντικής ηλεκτροδυναμικής, ενώ το W Q E D δηλώνει εργασία χωρίς αυτές. Τέλος έχουμε μερικές «άλλες λιγότερο ακριβείς ποσότητες». Στην τελευταία κατηγορία βρίσκουμε τη φίλη μας, τη σταθερά της βαρύτητας. Το θέμα σχετικά με αυτήν είναι ότι «προς το παρόν δεν υπάρχει επαληθευμένη θεωρητική εξίσωση που να συσχετίζει την G με οποιαδήποτε άλλη φυσική σταθερά. Επομένως δεν μπορεί να έχει καμία άμεση σχέση με τις παραγόμενες τιμές της δικής μας προσαρμογής» (σ. 698). Αυτό που κυρίως κάνουμε με τις άλλες σταθερές είναι ότι προσδιορίζουμε τις αναλογίες ανάμεσα σε δυο από αυτές. Ως εκ τοΰτου το 'φαινόμενο' Josephson, το οποίο ανακαλύφθηκε το 1962 (βλ. κεφάλαιο 13) προκάλεσε μία ριζική διαφορά στην ακριβή μέτρηση, διότι έδωσε έναν παράξενα εύκολο τρόπο για τον προσδιορισμό του elk τη σχέση μεταξύ του φορτίου του ηλεκτρονίου και της σταθεράς του Planck. Μέχρι το 1972 γνωρίζαμε, με ακρίβεια πέντε δεκαδικών, την ακριβή τιμή της αναλογίας της μάζας του ηλεκτρονίου και του μυονίου* η δε μάζα του ηλεκτρονίου προσδιορίζεται καθεαυτή από άλλες αναλογίες. Τέλος έχουμε ένα μεγάλο αριθμό αριθμητικών εκτιμήσεων των σταθερών. Έπειτα προχωρούμε σε αυτήν τη «προσαρμογή ελαχίστων τετραγώνων». Θεωρούμε αξιωματικά ως δεδομένο ότι, σε γενικές γραμμές, όλες οι θεωρίες μέσα σε μία συγκεκριμένη ομάδα είναι αληθείς (ας πούμε Q E D ή WQED). Έτσι έχουμε πολλές εξισώσεις, που συνδέουν πολλούς αριθμούς. Φυσιολογικά οι αριθμοί δεν ταιριάζουν εντελώς σε όλες τις εξισώσεις. Έπειτα βρίσκουμε έναν ακριβή προσδιορισμό αριθμών, ο οποίος κάνει αληθείς όλες τις εξισώσεις και ελαχιστοποιεί το σφάλμα στις καλύτερες αρχικές μας ανεξάρτητες εκτιμήσεις των διαφόρων σταθερών και αναλογιών μεταξύ των σταθερών. Φυσικά το έργο αυτό είναι κάπως πιο περίπλοκο, διότι προσδίδουμε διαφορετικά επίπεδα ακρίβειας στις αρχικές μας μετρήσεις. Αυτή η «βέλτιστη συμφωνία», που έρχεται με μία εσωτερική εκτίμηση των συγκεκρι-
^ Ε. R. Cohen και Β. Ν. Taylor, Journal ofPhysical and Chemical Reference Data 2 (1973), σα. 663-738.
-310 -
μετρηση
μένων σφαλμάτων, παρέχει κατόπιν έναν προσδιορισμό όλων των σταθερών, εκτός από κάποιες μοναχικές όπως η «πρώτη» σταθερά στην επιστήμη, δηλαδή η G. Η εισαγωγή του 'φαινομένου' Josephson άλλαξε μία ομάδα προηγουμένων υπολογισμών, που όλοι τους «διορθώθηκαν» έτσι. Η διαδικασία δεν τελειώνει ποτέ: Ωστόσο, μέχρι την έκδοση της προσαρμογής του 1973, έχει ολοκληρωθεί μια σειρά νέων πειραμάτων, αποφέροντας βελτιωμένες τιμές για ορισμένες από τις σταθερές ... Πρέπει όμως να κατανοηθεί ότι, αφοΰ οι παραγόμενες τιμές της προσαρμογής των ελαχίστων τετραγώνων σχετίζονται με έναν περίπλοκο τρόπο και μία αλλαγή στη μετρημένη τιμή μίας εκ των σταθερών οδηγεί σε αντίστοιχες αλλαγές στις προσαρμοσμένες τιμές των άλλων, πρέπει κανείς να είναι επιφυλακτικός κατά τη διεξαγωγή υπολογισμών με τη χρήση τόσο των παραγόμενων τιμών της προσαρμογής του 1973 όσο και των αποτελεσμάτων πιο πρόσφατων πειραμάτων.^ Αναμφίβολα, όταν εκδοθεί η επόμενη προσαρμογή των ελαχίστων τετραγώνων (πολΰ σύντομα), το συνολικό δίκτυο θεωρίας και αριθμών για μικρό διάστημα θα μοιάζει περισσότερο ικανοποιητικό. Ωστόσο, ένας σκεπτικιστής μπορεί να επιμείνει ότι το μόνο που κάνουμε είναι να βρίσκουμε το πιο βολικό σύνολο αριθμών που θα βάλουμε στις σταθερές μας. Ι σ ω ς όλη μας η διαδικασία να μπορεί να μπει σ' ένα καλούπι τΰπου Duhem. Σε κάθε περίπτωση, μετά βίας μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτήν τη χαρακτηριστική φόρμα προσδιορισμού σταθερών «συνέχιση της θεωρίας με άλλα μέσα».
Μ Ε Τ Ρ Ώ Ν Τ Α ς ΤΑ ΠΑΝΤΑ Ο Kuhn υποστηρίζει ότι το πάθος για τη μέτρηση είναι σχετικά καινοφανές. Παραθέτει τον Kelvin: «Λέω συχνά ότι, όταν μπορείς να μετρήσεις αυτό για το οποίο μιλάς, γνωρίζεις κάτι γι' αυτό* όταν δεν μπορείς να το μετρήσεις ... η γνώση σου είναι μη κορεσμένη και ανικανοποίητη».^ Από τη στιγμή που ο Kelvin το έλεγε συχνά αυτό, κυκλοφόρησαν πολλές διαστρεβλωμένες εκδοχές. Ο Karl Pearson θυμάται «τον ισχυρισμό του Λόρδου
^ Από τη βίβλο τσέπης της φυσικής υψηλής ενέργειας, Particle Properties Data Booklet, Απρίλιος 1982 (επόμενη έκδοση Απρίλιος 1984), σ. 3. Διαθέσιμο από το Εργαστήριο Lawrence Berkeley και από το CERN. ''William Thompson (Αόρδος Κέλβιν), «Electrical units of measurement», Popular Lectures and Addresses, London, 1889, Τόμος I, σ. 73.
-311-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
Kelvin ότι μέχρι να μετρήσεις ένα φαινόμενο και να το μετατρέψεις σε αριθμούς, έχεις μια φτωχή και αμυδρή αντίληψη αυτού».^ Αν κάποιος πιστεύει ότι ο ενθουσιασμός για τη μέτρηση δεν έχει και μια χροιά ιδεολογίας, ας λάβει υπόψη αυτό το απόσπασμα από ένα μακροσκελές στιχοΰργημα για το εργαστήριο Ryerson στο Σικάγο, το οποίο είχε υπάρξει και βάση του Michelson: Λυτός είναι ο νόμος του Ryerson και αυτό είναι το τίμημα της ειρήνης Ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να μάθουν να μετρούν, διαφορετικά ο αγώνας τους θα πάψει για πάντα. Ο Pearson, ο Kelvin και το εργαστήριο του Ryerson, όλα αυτά ανήκουν στο τέλος του 19ου αιώνα. Αυτός ξεκίνησε με μία χιονοστιβάδα αριθμών. Ο κόσμος γινότμν τώρα αντιληπτός με έναλί περισσότερο ποσοτικό τρόπο από ποτέ άλλοτε/ Ο κόσμος θεωρείται ότι αποτελείται από αριθμητικά μεγέθη. Ποιες είναι οι συνέπειες αυτού του φετίχ της ακριβούς μέτρησης αριθμών στην πορεία της φυσικής επιστήμης; Για να απαντήσουμε θα πρέπει να ανατρέξουμε στο δοκίμιο του Kuhn που έχει ήδη αναφερθεί, «Μία λειτουργία της μέτρησης στη σύγχρονη φυσική επιστήμη», που επανεκδόθηκε στο βιβλίο του Η Ουσιαστική ^Ενταση (The Essential Tension).
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Τ Η Σ Μ Ε Τ Ρ Η Σ Η Σ Γιατί να μετράμε; Μία απάντηση είναι η διαλεκτική της εικασίας και της κατάρριψης του Popper. Τα πειράματα, από αυτήν την άποψη, έχουν ως στόχο τον έλεγχο των θεωριών. Τα καλύτερα πειράματα θέτουν τις θεωρίες στο μεγαλύτερο κίνδυνο. Γι' αυτόν το λόγο οι ακριβείς μετρήσεις θα πρέπει να είναι τα καλύτερα πειράματα, διότι οι αριθμοί που έχουν μετρηθεί είναι πιθανόν να συγκρουστούν με τους προβλεπόμενους. Το παιδί, στο παραμύθι του Andersen, είπε ότι ο αυτοκράτορας δε φοράει ρούχα. Ο Kuhn μοιάζει με εκείνο το παιδί. Διότι παρά τα στολίσματα της εικασίας και της κατάρριψης, η ιστορία που φαντάστηκε ο Popper δε συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Οι άνθρωποι δεν κάνουν ακριβείς μετρήσεις για να ελέγξουν τις θεωρίες. Ο Cavendish δεν έλεγξε καθόλου τη θεωρία της βαρύτητας· προσδιόρισε την G, Ο Fizeau πήρε μια καλύτερη τιμή για την ταχύτητα του φωτός κι έπειτα χρησιμοποίησε την τεχνολογία που είχε επι' Κ. Pearson, The History ofStatistics in the 17th and 18th Centuries^ London, σ. 472.
-312-
μετρηση
νοήσει γι' αυτό το σκοπό για να ερευνήσει (όχι να ελέγξει) την πιθανότητα να έχει το φως διαφορετικές ταχύτητες, που θα εξαρτώνται από την ταχύτητα του μέσου στο οποίο θα κινείται. Μόνο 60 χρόνια αργότερα θα έβρισκε ξαφνικά ο Einstein ότι αυτό είναι «ένας αποφασιστικός έλεγχος». Σε πιο συνηθισμένες υποθέσεις, οι αριθμοί που προσδιορίζονται στο εργαστήριο δε θέτουν συνήθως σε κίνδυνο τη θεωρία. Τα πειράματα, όπως υποστηρίζει ο Kuhn, επιβραβεύονται συνήθως, όταν δίνουν, με κάποια ακρίβεια, απλώς τους αριθμούς τους οποίους πάνω-κάτω προσδοκούν οι άνθρωποι. Το μεγαλύτερο μέρος της μέτρησης είναι αυτό που ο Kuhn αποκάλεσε φυσιολογική επιστήμη. Οι καλές μετρήσεις απαιτούν νέα τεχνολογία κι έτσι προκαλούν κυρίως την επίλυση γρίφων πειραματικού είδους. Οι μετρήσεις χειρίζονται τις λεπτομέρειες γνωστού υλικού. Επομένως ο φετιχισμός της μέτρησης που κορυφώνεται στον Kelvin δεν είχε καμία επίδραση στην επιστήμη, παρά μόνο στο ότι εντείνει τη «φυσιολογική» δραστηριότητα; Καθόλου. Ο Kuhn συνοψίζει τη λειτουργία της μέτρησης ως εξής: «Πιστεύω ότι το 19ο αιώνα η μαθηματικοποίηση της φυσικής επιστήμης παρήγαγε απείρως εκλεπτυσμένα επαγγελματικά κριτήρια για την επίλυση προβλημάτων και ταυτόχρονα αύξησε πολύ την αποτελεσματικότητα των επαγγελματικών διαδικασιών επαλήθευσης» (σ. 220). Σε μία υποσημείωση αναφέρει «τις εσωτερικές ποιοτικές διαφορές» που οδήγησαν στην επιλογή τριών προβλημάτων: του φωτοηλεκτρικού φαινομένου, της ακτινοβολίας του μέλανος σώματος και των ειδικών θερμοτήτων. Η κβαντική μηχανική ήταν η λύση αυτών των προβλημάτων. Ο Kuhn σημειώνει την ταχύτητα με την οποία η πρώτη εκδοχή της κβαντικής θεωρίας έγινε αποδεκτή από «τους ανθρώπους του επαγγέλματος». Μας έδωσε ένα απαράμιλλο βιβλίο για το δεύτερο από αυτά τα προβλήματα, το Θεωρία τον Μέλανος Σώματος και η Κβαντική Ασυνέχεια 1894-1912 {Black Body Theory and the Quantum Discontinuity 1894-1912). Βελτιώνω τον Kuhn ως εξής: Θα πρέπει να διαχωρίζουμε τη λειτουργία της μέτρησης από τους αναγνωρισμένους λόγους για μέτρηση. Τα πειράματα έχουν ποικίλα κίνητρα για τη μέτρηση. Επιβραβεύονται, όταν επινοούν εύστροφα συστήματα μέτρησης. Η πρακτική όμως της μέτρησης έχει ένα παραπροϊόν, το οποίο δεν προβλεπόταν κατά κανένα τρόπο από τους Kelvin, Pearson και το Εργαστήριο Ryerson. Κατά καιρούς, διαφορετικές ομάδες πειραματικών αριθμών αποδεικνύεται ότι δεν ταιριάζουν, παρά τις προσδοκίες μας. Αυτό συνιστά μια «ανωμαλία», που μερικές φορές ονομάζεται 'φαινόμενο' (effect). Ό σ ο μεγαλύτερο είναι το φετίχ της ακρίβειας, τόσο συχνότερα συναντά κανείς «εσωτερικές διαφορές». Στην ουσία δεν εμφανί-313-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ζονται πολλές και αυτές οι συναρπαστικές λίγες ανωμαλίες παρέχουν τη βάση για την επαγγελματική επίλυση προβλημάτων. Ό τ α ν κάποιος προτείνει μια καινούργια θεωρία, καθήκον του είναι να εξηγήσει τις «εσωτερικές διαφορές». Υπάρχουν, έπειτα, γρήγοροι έλεγχοι από τους οποίους πρέπει να περάσει η νέα θεωρία. Αυτές είναι οι αποτελεσματικές διαδικασίες επαλήθευσης για τις οποίες γράφει ο Kuhn και αποτελούν τμήμα της δομής της άποψής του για τις επιστημονικές επαναστάσεις. Ας μην φτάνουμε στα άκρα με αυτήν την ιστορία της λειτουργικότητας. Δεν είναι αυτό το θέμα. Φυσικά, πολλά πειράματα σχεδιάζονται εσκεμμένα, για να ελέγξουν τις θεωρίες. Όργανα αναπτύσσονται ειδικά για να κάνουν τον έλεγχο πιο επιτακτικό. Ούτε και είναι η φιλοσοφία άμοιρη ευθυνών. Την εποχή του Kelvin ήταν διαδεδομένος ο παλιός ^τικισμός της εύρεσης γεγονότων κι όταν κανείςφεριέγραφε το πείραμά του ίλεγε ότι προσπαθεί να ανακαλύψει αυστηρά, αρίιθμητικά γεγονότα. Σήμερα είναι διαδεδομένη η φιλοσοφία του Popper κι όταν κάποιος περιγράφει το πείραμά του λέει ότι προσπαθεί να ελέγξει τις θεωρίες (διαφορετικά δε θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί!). Ας προσθέσουμε επίσης ότι η περιγραφή της μέτρησης από τον Kuhn δε διαφέρει τόσο από εκείνη του Popper. Η ακριβής μέτρηση παρουσιάζει φαινόμενα που δεν ταιριάζουν στις θεωρίες κι έτσι προτείνονται νέες θεωρίες. Ενώ όμως ο Popper θεωρεί το γεγονός αυτό ως σαφή στόχο του πειραματιστή, ο Kuhn θεωρεί ότι είναι παραπροϊόν. Πράγματι η περιγραφή του γι' αυτήν τη «λειτουργία» είναι αρκετά όμοια με ό,τι στις κοινωνικές επιστήμες αποκαλείται λειτουργισμός ή φονξιοναλισμός.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΣΜΟΣ Αέγεται συχνά ότι η φιλοσοφία του Kuhn μετατρέπεται σε κοινωνιολογία. Αν αυτό σημαίνει εμπειρική κοινωνιολογία, είναι λάθος. Ο Kuhn δεν έχει συνεισφέρει θεωρήματα του είδους: «Εάν ένα εργαστήριο έχει επιστημονικό προσωπικό περισσότερους από Ν, η αναλογία των νέων επιστημόνων που εισέρχονται στο εργαστήριο και προωθούν την καριέρα τους είναι κ. Η αναλογία αυτών που μεταπηδούν σε άλλες δουλειές είναι Ι-κ». Μολονότι ο Kuhn δεν είναι εμπειρικός κοινωνιολόγος, είναι μέχρι ενός σημείου ένας παλαιομοδίτης κοινωνιολόγος, που δουλεύει με θεωρητικές εικασίες. Μερικοί από αυτούς, οι ονομαζόμενοι λειτουργιστές, ανακάλυπταν μία πρακτική εντός μιας κοινωνίας ή υποκουλτούρας. Δε ρωτούσαν πώς βρέθηκε εκεί, αλλά γιατί παραμένει. Υπέθεταν ότι, με δεδομένες άλλες όψεις της ομάδας. -314-
μετρηση
αυτή η πρακτική έχει αρετές που συνεισφέρουν στη διατήρηση της ίδιας της κοινωνίας. Αυτή είναι η λειτουργία της πρακτικής. Μπορεί να είναι άγνωστη στα μέλη της κοινωνίας. Αλλά θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε μια πρακτική με βάση τη λειτουργία της. Ομοίως, ο Kuhn παρατηρεί ότι η μέτρηση παίζει έναν αυξανόμενο ρόλο στη φυσική επιστήμη. Μόνο στα 1840, υποδεικνύει, βρίσκουμε μία ολοκληρωτική μαθηματικοποίηση. Δεν αναρωτιέται πώς συνέβη αυτό. Αναρωτιέται γιατί παρέμεινε. Οι κυνικοί μπορεί να υποστηρίξουν ότι η μέτρηση παρέχει μια ασχολία στους επιστήμονες. Ο Kuhn ισχυρίζεται ότι οι ανωμαλίες που αναπόφευκτα εμφανίζονται σε μια ρουτίνα ακριβούς μέτρησης αποτελούν το σημείο εστίασης της επακόλουθης δραστηριότητας, ακόμα και σε μία κατάσταση που ο ίδιος αποκαλεί κρίση. Καθορίζουν επίσης και το τι κάνει μια θεωρία να είναι καλός αντικαταστάτης μίας παλαιότερης. Έτσι, η μέτρηση έχει μία σημαντική θέση κατά την άποψη του Kuhn για τη φυσιολογική επιστήμη-κρίση-επανάσταση-νέα φυσιολογική επιστήμη.
ΜΙΑ Ε Π Ι Σ Η Μ Η Α Π Ο Ψ Η Ο Kuhn είναι περίεργος και εικονοκλαστικός. Οι ακριβείς μετρητές των σταθερών περιφρονούν την άποψή του, διότι ο προσδιορισμός των σταθερών μοιάζει να έχει μετατραπεί σε έναν αυτόνομο κόσμο. Χάρη στο 'φαινόμενο' Josephson, «Το Εθνικό Γραφείο των Μονάδων Μέτρησης των Η.Π.Α. την 1η Ιουλίου 1972 υιοθέτησε την ακριβή τιμή 2elh= 483593,420 ΟΗζ/Υγια χρήση στη διατήρηση του νόμιμου ή ως έχει Volt ως μονάδας διαφοράς δυναμικού των Η.Π.Α.» (σ. 667). Υπάρχουν τουλάχιστον 11 άλλα «ως έχει» Volt, που το καθένα τους εξαρτάται από ένα από τα 11 μεγαλύτερα εθνικά εργαστήρια της Ιαπωνίας, του Καναδά κ.λπ. Δεν είναι ακριβώς τρελό να έχεις 12 διαφορετικά τοπικά «Volt», διότι τμήμα του προβλήματος είναι ότι όταν ένας πειραματιστής θέλει ένα Volt πρέπει να πάει στο πλησιέστερο εργαστήριο ή να χρησιμοποιήσει «μετακινούμενες, θερμοκρασιακά ρυθμισμένες σταθερές μεταφοράς Volt». Ορίστε μία φιλοσοφία μέτρησης: βρίσκεται στο τέλος της έρευνας των Cohen και Taylor που αναφέρεται ανωτέρω, Η Προσαρμογή Ελαχίστων Τετραγώνων τον 1973 {The 1973 Least-Square Adjustmeni}: «Πιστεύουμε ότι απομένει να γίνει πολλή χρήσιμη εργασία στο πεδίο των θεμελιωδών σταθερών και ότι το θέλγητρο του επόμενου δεκαδικού στοιχείου θα πρέπει να καλλιεργείται με πάθος, όχι ως στόχος καθαυτός αλλά για τη νέα φυσική και τη βαθύτερη κατανόηση της φύσης, που προς το παρόν βρίσκονται κρυμμένες εκεί» (σ. 726). -315-
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Δ Ε Κ Α Τ Ο
Π Ε Μ Π Τ Ο
ΒΑΚΩΝΕΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ο
Francis Bacon (1560-1626) ήταν ο πρώτος φιλόσοφος της πειραματικής επιστήμης/ Μολονότι δεν συνεισέφερε στην επιστημονική γνώση, πολλές από τις μεθοδολογικές ιδέες του μας συντροφεύουν ακόμη. Το «αποφασιστικό πείραμα» αποτελεί ένα παράδειγμα. Ή τ α ν ένας αυλικός, που γεννήθηκε στη μακρόχρονη βασιλεία της Ελισάβετ Α'. («Όταν ρωτήθηκε από τη βασίλισσα πόσων χρονών είναι, απάντησε με πολύ διακριτικότητα, ενώ ήταν ακόμα παιδί, ότι ήταν δύο χρόνια νεότερος από την ευτυχή βασιλεία της Μεγαλειότητάς της»)} Ή τ α ν ο κύριος δημόσιος κατήγορος της εποχής του, που δίωκε «εξίσου τους εγκληματίες και το κεφάλαιο». («Δεν ήταν ποτέ προσβλητικός και κυριαρχικός απέναντί τους αλλά πάντα πονόψυχος ... όπως κάποιος που βλέπει το παράδειγγ,α υπό το πρίσμα της αυστηρότητας αλλά το άτο-μο υπό το πρίσμα του οίκτου και της συμπόνιας»). Δωροδοκήθηκε και πιάστηκε. («Ήμουν ο πιο δίκαιος δικαστής που υπήρξε στην Αγγλία αυτά τα 50 χρόνια: αλλά αυτή ήταν και η πιο δίκαιη κατηγορία που ακούστηκε στο Κοινοβούλιο αυτά τα 200 χρόνια»). Διαπίστωσε ότι η παρατήρηση της φύσης διδάσκει λιγότερα από το πείραμα. («Τα μυστικά της φύσης αποκαλύπτονται πιο εύκολα υπό την ενόχληση της τέχνης, παρά όταν παίρνουν το δικό τους δρόμο»). Ή τ α ν ένα είδος πραγματιστή. («Συνεπώς η αλήθεια και η χρησιμότητα είναι εδώ ακριβώς το ίδιο πράγμα και τα ίδια τα έργα αξίζουν περισσότερο ως απο-
' Ό λ ε ς οι αναφορές από τον Bacon στο κεφάλαιο αυτό είναι από το βιβλίο του J. Robertson (επιμ.), The Philosophical Works of Francis Bacon, reprintedfrom the texts and translations with the notes and prefaces ofR.L. Ellis and F. Spedding, London and New York, 1905. Αυτή είναι μία επιλογή από το πλήρες έργο Works. ^ Αυτές οι βιογραφικές ειδήσεις είναι από το βιβλίο του William Rawley, Life of Bacon, 1670, και περιλαμβάνονται στη συλλογή για τον Bacon της προηγούμενης υποσημείωσης.
-317 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
δείξεις αλήθειας παρά ως συνεισφορά στις ανέσεις της ζωής»). Μας είπε να πειραματιστούμε, για να «ταρακουνήσουμε τις πτυχώσεις της φΰσης». Πρέπει «να τραβήξουμε την ουρά του λιονταριού». Δεν παραδέχεται κανέναν σοφότερο περισσότερο από τον Σολομώντα: «Η δόξα του Κυρίου είναι η απόκρυψη κάποιου πράγματος* η δόξα ενός βασιλιά είναι η εΰρεσή του». Δίδαξε ότι το αληθινό νόημα αυτής της παροιμίας είναι ότι κάθε ερευνητής είναι βασιλιάς.
Τ Ο ΜΥΡΜΗΓΚΙ ΚΑΙ Η ΜΕΛΙΣΣΑ Ο Bacon αντιπαθούσε τις σχολαστικές και δασκαλίστικες προσπάθειες άντλησης γνώσεων από πρώτες αρχές. Γ ^ έ π ε ι αντ' αυτοΰ να δημιουργούμε έννοιες και νή, ανακαλύπτουμε αλήθειες σε ένα κατώτερο επίπεδο γενικότητας. Η επιστήμη θα πρέπει να οικοδομείται από κάτω προς τα πάνω* ο Bacon δεν προέβλεψε την αξία της εικασίας, της υπόθεσης και της μαθηματικής διατύπωσης, που έκτοτε έχουμε μάθει καλά να χρησιμοποιούμε, πριν από οποιοδήποτε διαθέσιμο σύστημα ελέγχου. Ό τ α ν απορρίπτει συγγραφείς που προχωρούν πέρα από τα γεγονότα, έχει στο μυαλό του το σχολαστικισμό και όχι τη νέα επιστήμη. Γι' αυτόν το λόγο τον κακομεταχειρίστηκαν πολλοί από τους σύγχρονους φιλοσόφους, που κυριαρχούνται από τη θεωρία και οι οποίοι τον αποκαλούν επαγωγιστή. Ωστόσο, ο Bacon είναι αυτός που είπε ότι «το να συμπεραίνεις με βάση μία απλή απαρίθμηση των επιμέρους (όπως κάνουν οι λογικοί), χωρίς αντιφατικές περιστάσεις, αποτελεί φαύλο συμπέρασμα». Αποκαλούσε την επαγωγή διαμέσου απλής απαρίθμησης ανόητη και παιδαριώδη. Ο Bacon, ως φιλόσοφος του πειράματος, δεν μπορεί να ενταχθεί στις απλές διχοτομίες του επαγωγισμού και του παραγωγισμού. Επεδίωκε να εξερευνήσει τη φύση, για καλό ή για κακό. «Κανείς δε θα πρέπει να αποκαρδιώνεται ή να συγχύζεται, αν τα πειράματά του δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του. Διότι αν και ένα επιτυχημένο πείραμα είναι πιο ευχάριστο, ωστόσο ένα αποτυχημένο είναι συχνά πιο διδακτικό». Συνεπώς ο Bacon γνώριζε ήδη την αξία της μάθησης μέσω της κατάρριψης. Θεωρεί ότι η νέα επιστήμη θα αποτελεί μια συμμαχία πειραματικών και θεωρητικών ικανοτήτων. Ό π ω ς συνηθιζόταν στην εποχή του, βγάζει ένα ηθικό δίδαγμα από τη ζωή των εντόμων: Οι πειραματιστές είναι όπως το μυρμήγκι: μόνο συγκεντρώνουν καί χρησιμοποιούν οι άνθρωποι της λογικής μοιάζουν με την αράχνη, που φτιάχνει ιστούς από τον ίδιο της τον οργανισμό. Η μέλισσα όμως ακολουθεί τη μέση οδό: μαζεύει -318-
βακωνεια
θεματα
υλικό από τα λουλοΰδια των κήπων και των αγρών, αλλά το μεταμορφώνει και το αφομοιώνει με μία δική της δύναμη. Σαν αυτή είναι και η αληθινή εργασία της φιλοσοφίας, διότι οΰτε εξαρτάται αποκλειστικά ή κυρίως από τις δυνάμεις του νου ούτε και αποθηκεύει στη μνήμη το υλικό που συγκεντρώνει από τη φυσική ιστορία και τα πειράματα μηχανικής ολόκληρο, όπως το βρίσκει, αλλά το αποθηκεύει στη νόηση μεταλλαγμένο και αφομοιωμένο. «Επομένως», συνεχίζει, «από ένα στενότερο και αγνότερο σύνδεσμο ανάμεσα στους δυο αυτοΰς τομείς, τον πειραματικό και τον ορθολογικό (που τέτοιος δεν έχει γίνει μέχρι τώρα), πολλά μπορούμε να ελπίζουμε».
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Τ Ο Σ Ο ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ Τ Η Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Η ; Η συμμαχία μεταξύ του πειραματικού και ορθολογικού τομέα μόλις είχε αρχίσει, όταν ο Bacon έγραφε τόσο προφητικά. Στην εποχή μας ο Paul Feyerabend αναρωτιέται πρώτα «τι είναι επιστήμη;» και μετά «τι είναι τόσο σπουδαίο σχετικά με την επιστήμη;». Δε θεωρώ τη δεύτερη ερώτηση τόσο πιεστική, αλλά από τη στιγμή που μερικές φορές μπορεί να δοΰμε κάτι το μεγαλειώδες στη φυσική επιστήμη, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον Bacon για να το εντοπίσουμε. Η επιστήμη είναι ένας σύνδεσμος ανάμεσα στους δύο αυτούς τομείς, τον ορθολογικό και τον πειραματικό. Στο κεφάλαιο 12 χώρισα τον ορθολογικό τομέα του Bacon σε εικασία και υπολογισμό, υποστηρίζοντας ότι αυτά σχετίζονται με διαφορετικές ικανότητες. Το σπουδαίο σχετικά με την επιστήμη είναι ότι συνιστά αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ ανθρώπων διαφορετικού τύπου: αυτούς που κάνουν εικασίες, αυτούς που κάνουν υπολογισμούς και αυτούς που κάνουν πειράματα. Ο Bacon συνήθιζε να επικρίνει τους δογματικούς και τους εμπειρικούς. Οι δογματικοί ήταν οι άνθρωποι της καθαρής θεωρίας. Αρκετοί δογματικοί της εποχής του ίσως να είχαν πραγματικά την εικοτολογική νοοτροπία* μερικοί εμπειρικοί πρέπει να ήταν πειραματιστές με πραγματικό ταλέντο. Η κάθε πλευρά μόνη της παρήγαγε μικρή γνώση. Τι είναι χαρακτηριστικό της επιστημονικής μεθόδου; Φέρνει σε επαφή τις δύο αυτές ικανότητες με τη χρήση ενός τρίτου ανθρώπινου χαρίσματος, αυτού που εγώ νωρίτερα αποκάλεσα διάρθρωση και υπολογισμό. Ακόμα και τα καθαρά μαθηματικά ωφελούνται από αυτήν τη συνεργασία. Τα μαθηματικά ήταν άγονα μετά την ελληνική εποχή, μέχρι που «εφαρμόστηκαν» ξανά. Ακόμα και τώρα, παρά τη δύναμη του μεγαλύτερου μέρους των καθαρών μαθηματικών, πολλοί από αυτούς που έκαναν τις σπουδαιότερες συνεισφορές σε βαθιές, «καθαρές» ιδέες -319 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
-Lagrange, Hilbert ή όποιος άλλος- ήταν εκείνοι ακριβώς οι μελετητές που βρίσκονταν πιο κοντά στα θεμελιώδη προβλήματα των φυσικών επιστημών της εποχής τους. Το αξιοσημείωτο γεγονός σχετικά με τη σύγχρονη φυσική επιστήμη είναι ότι δημιουργεί ένα νέο, συλλογικό, ανθρώπινο τέχνημα δίνοντας πλήρες πεδίο σε τρία θεμελιώδη ανθρώπινα ενδιαφέροντα: την εικασία, τον υπολογισμό και το πείραμα. Με τη συνεργασία μεταξύ των τριών βελτιώνει το κάθε ένα, με έναν τρόπο που θα ήταν αδύνατος διαφορετικά. Ως εκ τούτου, μπορούμε να διαγνώσουμε τις αμφιβολίες που συμμερίζονται κάποιοι από μας σχετικά με τις κοινωνικές επιστήμες. Αυτοί οι τομείς εξακολουθούν να βρίσκονται σε έναν κόσμο δογματικών και εμπειρικών. Υπάρχει ατελείωτος «πειραματισμός», αλλά μέχρι τώρα δεν έχει επιφέρει σχεδόν καθόλου σταθερά φαινόμενα. Υπάρχει πληθώρα εικασιών. Υπάρχει επίσής πληθώρα μαθηματικής ψυχολογίας ή οικονομικών μαθηματικών, καθαρές επιστήμες που δεν έχουν καμία ιδιαίτερη σχέση είτε με την εικασία είτε με τον πειραματισμό. Δεν είναι πρόθεσή μου να αξιολογήσω αυτού του είδους τις υποθέσεις. Ίσως όλοι αυτοί οι άνθρωποι να δημιουργούν ένα νέο είδος ανθρώπινης δραστηριότητας. Πολλοί από μας όμως βιώνουμε ένα είδος νοσταλγίας, ένα αίσθημα λύπης, όταν εξερευνούμε τις κοινωνικές επιστήμες. Ι σ ω ς αυτό να συμβαίνει επειδή της λείπει αυτό που είναι τόσο σπουδαίο στη σχετικά πρόσφατη φυσική επιστήμη. Οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν έχουν έλλειψη πειραμάτων δεν έχουν έλλειψη υπολογισμών δεν έχουν έλλειψη εικασιών έχουν έλλειψη από συνεργασία και των τριών. Και υποψιάζομαι ότι δε θα συνεργαστούν παρά μόνον όταν θα έχουν πραγματικές θεωρητικές οντότητες για τις οποίες θα κάνουν εικασίες —όχι απλώς αξιωματικά δεδομένες «κατασκευές» και «έννοιες», αλλά οντότητες τις οποίες μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, οντότητες οι οποίες να αποτελούν μέρος της εσκεμμένης δημιουργίας σταθερών νέων φαινομένων.
ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ Το ημιτελές βιβλίο του Bacon, Novum Organum {Νέον^Οργανον), του 1620 περιέχει μια περίεργη ταξινόμηση αυτών που ο ίδιος αποκαλεί προνομιακά περιστατικά. Αυτά συμπεριλαμβάνουν τις εντυπωσιακές και αξιοσημείωτες παρατηρήσεις. Συμπεριλαμβάνουν τα διαφορετικά είδη μέτρησης και τη χρήση μικροσκοπίων και τηλεσκοπίων για την επέκταση της όρασής -320-
βακωνεια
θεματα
μας. Συμπεριλαμβάνουν τους τρόπους με τους οποίους αποκαλύπτουμε κάτι ενδογενώς αόρατο, διαμέσου της αλληλεπίδρασης του με κάτι παρατηρήσιμο. Ό π ω ς σημείωσα στο κεφάλαιο 10, ο Bacon δε μιλά για παρατήρηση οΰτε και το θεωρεί σημαντικό να διακρίνει τα περιστατικά τα οποία είναι απλές παρατηρήσεις από αυτά που είναι συμπερασμοί που εξάγονται από ευαίσθητα πειράματα. Πράγματι, το πώς χρησιμοποιεί τα περιστατικά γενικά μοιάζει περισσότερο με τον τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη φυσική μιλά για την παρατήρηση, παρά με την έννοια της παρατήρησης όπως συναντάται στη θετικιστική φιλοσοφία.
ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ Το ΐ 4 ο είδος των περιστατικών του Bacon είναι τα Instantiae crucisένας όρος που αργότερα αποδίδεται ως αποφασιστικό πείραμα. Μια πιο κυριολεκτική και ίσως πιο χρήσιμη μετάφραση θα ήταν «περιστατικά των διασταυρώσεων». Οι παλαιότεροι μεταφραστές χρησιμοποιούν την έκφραση «περιστατικά των οδοσημάτων», διότι ο Bacon δανείζεται «τον όρο από τα σήματα που είναι στημένα εκεί όπου διακλαδίζονται οι δρόμοι, για να δηλώσουν τις διάφορες κατευθύνσεις». Η κατοπινή φιλοσοφία της επιστήμης κατέστησε τα αποφασιστικά πειράματα απολύτως καθοριστικά. Η εικόνα είναι ότι δύο θεωρίες ανταγωνίζονται μεταξύ τους και κατόπιν ένας και μοναδικός έλεγχος ευνοεί αποκλειστικά τη μία θεωρία εις βάρος της άλλης. Ακόμα κι αν η νικήτρια θεωρία δεν αποδειχθεί αληθής, τουλάχιστον η ανταγωνίστρια τίθεται εκτός δράσης. Δενλέεχ αυτό ο Bacon για τα περιστατικά των οδοσημάτων. Ο Bacon είναι πιο αληθινός από την πρόσφατη ιδέα. Ισχυρίζεται ότι τα περιστατικά των οδοσημάτων «διαθέτουν πολύ φως και έχουν μεγάλη εξουσία, μάλιστα σε αυτά τελειώνει μερικές φορές τ\ πορεία της ερμηνείας και ολοκληρώνεται». Δίνω έμφαση στη λέξη «μερικές φορές». Ο Bacon ισχυρίστηκε απλώς ότι τα αποφασιστικά περιστατικά είναι μερικές φορές καθοριστικά. Πρόσφατα έχει γίνει της μόδας να λέμε ότι τα πειράματα είναι αποφασιστικά μόνο εκ των υστέρων, ότι ποτέ δεν καθορίζουν κάτι εκείνη τη στιγμή. Ο Lakatos λέει ακριβώς αυτό. Επομένως προκύπτει μια λανθασμένη αναμέτρηση. Εάν οι φιλόσοφοι είχαν μείνει προσκολλημένοι στην καλή έννοια του Bacon, ίσως να είχαμε αποφύγει το ακόλουθο ζεύγος αντιθέσεων: (α) «Τα αποφασιστικά πειράματα αποφασίζουν καθοριστικά και οδηγούν αμέσως στην απόρριψη της μιας θεωρίας»' (β) «Δεν υπάρχουν -321 -
Β' ΜΕΡΟΣ: ΠΑΡΕΜΒΑΊΝΟΝΤΑς αποφασιστικά πειράματα στην επιστήμη» (Lakatos II, σ. 211). Σίγουρα ο Bacon διαφωνεί με τον Lakatos, και με το δίκιο του, αλλά διαφωνεί επίσης και με το (α). ΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΟΥ BACON Τα παραδείγματα του ίδιου του Bacon είναι σαν μία ανακατεμένη βαλίτσα. Ανάμεσα στα περιστατικά των οδοσημάτων συμπεριλαμβάνει μερικά μη πειραματικά δεδομένα. Έτσι εξετάζει «μια διακλάδωση δρόμων», που αφορά στις παλίρροιες. Μήπως θα έπρεπε να έχουμε το μοντέλο του νεροΰ που ταράσσεται μέσα σε μια λεκάνη, τη μια σηκώνεται από τη μία πλευρά, την άλλη από την άλλη; Ή πρόκειται για ανασ^κωμα του νεροΰ από κάτω, όπως όταν βράζει, π^υ ανεβαίνει και κατεβαίνει; Ρωτάμε λοιπόν τους κατοίκους του Παναμίά αγ το νερό κατεβαίνει και ανεβαίνει στις αντίθετες πλευρές του ισθμού ταυτόχρονα. Το συμπέρασμα που βγαίνει, όπως παρατηρεί ο Bacon αμέσως, δεν είναι ένας αποφασιστικός έλεγχος, διότι μπορεί να υπάρχει μια βοηθητική υπόθεση που θα σώσει τη μία θεωρία και που θα βασίζεται στην περιστροφή της Γης, για παράδειγμα. Έπειτα προχωρεί σε άλλες μελέτες σχετικά με την καμπυλότητα των ωκεανών. Ο Bacon σημειώνει ότι τα περισσότερα αποφασιστικά περιστατικά δε μας τα προμηθεύει η φύση: «διότι κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι καινούργια* τα αναζητούμε και τα εφαρμόζουμε ρητά και σκόπιμα και τα ανακαλύπτουμε μόνο με σοβαρή και ενεργή προσήλωση». Το πιο ωραίο παράδειγμά του αφορά στο πρόβλημα του βάρους. «Εδώ ο δρόμος θα διακλαδιστεί στα δύο, ως εξής: τα βαριά σώματα είτε τείνουν από τη φύση τους προς το κέντρο της Γης εξαιτίας της φυσικής σύστασής τους, είτε έλκονται από τη μάζα και το σώμα της ίδιας της Γης». Ορίστε το πείραμά του: πάρτε ένα εκκρεμές που λειτουργεί με μολύβδινα βάρη και ένα ρολόι με ελατήρια και συγχρονίστε τα στο επίπεδο του εδάφους. Πηγαίνετέ τα σε ένα καμπαναριό ή σε ένα άλλο ψηλό μέρος και αργότερα σε ένα βαθύ ορυχείο. Εάν τα ρολόγια δεν κρατούν την ίδια ώρα, αυτό θα οφείλεται στην επίδραση των βαρών και στην απόσταση της ελκτικής μάζας της Γης. Είναι μια θαυμάσια ιδέα, μολονότι μη πρακτική στην εποχή του Bacon. Ενδεχομένως δε θα είχε κανένα αποτέλεσμα κι έτσι θα ευνοούσε τη λανθασμένη θεωρία του Αριστοτέλη για τη φυσική κίνηση. Ωστόσο το γεγονός ότι θα παίρνατε λάθος δρόμο δε θα αναστάτωνε ιδιαίτερα τον Bacon. Ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι ένα αποφασιστικό πείραμα πρέπει να φέρει εις πέρας το έργο της ερμηνείας. Μπορεί -322 -
βακωνεια
θεματα
πάντα να σταλείς στο λάθος δρόμο και να πρέπει να γυρίσεις πάλι πίσω, επειδή τα οδοσήματα είναι παραπλανητικά. β ο η θ η τ ι κ έ ς ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ Αν είχε δοκιμαστεί επιμελώς το πείραμα του Bacon στα 1620, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι κανείς δε θα είχε ανιχνεύσει μια διαφορά ανάμεσα στο εκκρεμές και στο ρολόι με τα ελατήρια. Τα όργανα δεν κρατούσαν τη σωστή ώρα ούτως ή άλλως, και το βαθύτερο ορυχείο και το ψηλότερο καμπαναριό στην ίδια περιοχή δεν έχουν αρκετή υψομετρική διαφορά, ώστε τα όργανα να κάνουν τη διάκριση. Ένας υποστηρικτής της θεωρίας της βαρύτητας θα μπορούσε άνετα να απορρίψει το αποτέλεσμα του πειράματος, ισχυριζόμενος ότι απαιτούνται πιο λεπτές μετρήσεις. Αυτός είναι ο απλούστερος τρόπος να σώσεις μία υπόθεση από το αρνητικό αποτέλεσμα ενός αποφασιστικού πειράματος. Τσως να φαίνεται ότι είναι πάντοτε δυνατό να σώσεις μία υπόθεση με αυτόν τον τρόπο. Υπάρχει έπειτα η γενικότερη επισήμανση του Γάλλου φιλόσοφου και ιστορικού της επιστήμης, Pierre Duhem. Οποτεδήποτε ελέγχεις μία υπόθεση, μπορείς ταυτόχρονα να σώζεις την προτιμώμενη υπόθεσή σου αναθεωρώντας μερικές βοηθητικές υποθέσεις που συνδέονται με τη μέθοδο του ελέγχου. Είδαμε στο κεφάλαιο 8 ότι ο Lakatos πίστευε ότι αυτό ήταν ένα πρακτικό εργαλείο, για να παραμερίσεις την ιδέα ότι οι υποθέσεις μπορούν απλά και άμεσα να διαψευσθούν από το πείραμα. Το θέτει ως εξής: «ακριβώς οι πιο θαυμαστές επιστημονικές θεωρίες απλώς αποτυγχάνουν να αποκλείσουν την οποιαδήποτε παρατηρήσιμη κατάσταση πραγμάτων» (I, σ. 16). Προς υποστήριξη αυτού δεν παίρνουμε ένα γεγονός αλλά «μία φανταστική υπόθεση κακής πλανητικής συμπεριφοράς». Αυτό συνιστά τη θέση του Duhem, ότι μπορεί συνήθως κάποιος να επιδιορθώσει μία θεωρία με την προσθήκη βοηθητικών υποθέσεων όταν πετύχει κάποια από τις υποθέσεις, αυτό συνιστά θρίαμβο για τη θεωρία, ενώ αν δεν πετύχει, απλώς συνεχίζουμε να προσπαθούμε με περισσότερες βοηθητικές υποθέσεις. Έτσι υποστηρίζεται ότι η θεωρία δεν αποκλείει τίποτα, διότι η ασυνέπεια προς την παρατήρηση προκύπτει μόνο διαμέσου παρεμβατικών υποθέσεων. Και αυτό επίσης είναι κακό επιχείρημα και αποτελεί ένα άλλο είδος προχειρότητας. Από το ιστορικό γεγονός ότι μερικές φορές έχουν σωθεί υποθέσεις, έχει συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι υποθέσεις μπορούν πάντοτε να σώζονται. Τα επιχειρήματα υπέρ αυτού δεν προέρχονται τόσο από μία φανταστική υπόθεση όσο από την ευφάνταστη διαστρέβλωση ενός ιστορικού γεγονότος. -323 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
Στα 1814 και 1815 ο William Prout διατύπωσε δύο αξιοσημείωτες θέσεις. Εκείνη την εποχή, μετά τον Dalton και άλλους, έγιναν δυνατοί οι ακριβείς υπολογισμοί ατομικών βαρών. Ο Prout πρότεινε ότι όλα τα ατομικά βάρη είναι ακέραια πολλαπλάσια του ατομικού βάρους του υδρογόνου, έτσι ώστε, αν ορίσουμε Η=1, κάθε άλλη ουσία θα έχει έναν ακέραιο αριθμό, όπως C=12 ή 0=16. Οι ανακολουθίες μεταξύ μέτρησης και ακέραιων αριθμών θα συνιστούσαν τότε πειραματικό λάθος. Δεύτερον, όλα τα άτομα θα αποτελούνταν από άτομα υδρογόνου. Έτσι τα άτομα του υδρογόνου θα αποτελούσαν τους βασικούς δομικούς λίθους του σύμπαντος. Ο Prout ήταν πρωταρχικά γιατρός με κλίση στη χημεία. Ή τ α ν ένας από τους πολλούς μελετητές, οι οποίοι την ίδια περίπου στιγμή συνήγαγαν το νόμο του Avogadro. Ανακάλυψε ότι υπάρχει Ι | 0 1 στο στομάχι και ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην πέψη. Παρήγαγε χρήσψο έργο στα βιολογικά χημικά. Δεν είχε θεωρητιιςή βάση για την τολμηρή εικασία του σχετικά με το υδρογόνο. Επιπλέον, ήταν προφανώς λανθασμένη, διότι το χλώριο είχε ατομικό βάρος περίπου 35,5. Ο Lakatos χρησιμοποιεί τον Prout για να αποδείξει πώς μία υπόθεση μπορεί να επιπλεύσει, κολυμπώντας σε μια θάλασσα ανωμαλιών. Αναβιβάζει τον Prout σε μια σημαντική μορφή, που γνώριζε ότι το χλώριο έχει ατομικό βάρος 35,5, αλλά εξακολουθούσε να προτείνει ότι το βάρος είναι «στην πραγματικότητα» 36. Έπειτα «διορθώνει» τη δήλωση αυτή σε μια παραπομπή. Στην πραγματικότητα ο Prout απλά παραποίησε τους αριθμούς, έτσι ώστε να τους κάνει να φαίνονται ότι βγαίνουν σωστά. Ο Lakatos όμως έχει δίκιο, όταν λέει ότι πολλοί ικανοί χημικοί στη Βρετανία προσκολλήθηκαν στην υπόθεση του Prout, ακόμα κι όταν τα στοιχεία φαίνονταν λάθος. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπου εφαρμοζόταν πολύ πιο απαιτητική χημική ανάλυση, πολλοί λιγότεροι άνθρωποι πήραν τον Prout στα σοβαρά. Τώρα στρεφόμαστε στους βοηθητικούς τρόπους για να σώσουμε μία υπόθεση. Ο Lakatos ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί κανείς ποτέ να απορρίψει τον Prout, διότι μπορεί να εξακολουθήσει απλώς να επιμένει ότι το χλώριο απομονώθηκε ατελώς. Έτσι το πραγματικό υλικό έχει βάρος 36, μολονότι τα εξεταζόμενα δείγματα βγαίνουν 35,5. Ο Lakatos μάς δίνει μία φανταστική αναφορά: «αν δεκαεπτά χημικές διαδικασίες καθαρισμού pj, p2, ... piy εφαρμοστούν σε ένα αέριο, αυτό που απομένει θα είναι καθαρό χλώριο». Αν το παρουσιάσουμε σχηματικά, βλέπουμε αμέσως ότι μπορούμε να απορρίψουμε την αναφορά, απαιτώντας να εφαρμοστεί η pjg. Στην πραγματική ζωή όμως δε λειτουργεί έτσι. Η ανησυχία ότι τα βρετανικά (ακέραια) ατομικά βάρη διαφέρουν από τα βάρη της ηπειρωτικής Ευρώπης οδήγησε στο να συσταθούν διάφορες επιτρο-324-
βακωνεια
θεματα
πες και ο Edward Turner επιφορτίστηκε με το καθήκον να φτάσει στην καρδιά του θέματος. Έβρισκε συστηματικά 35,5 και για κάποιο διάστημα υπέστη κριτική. Για παράδειγμα ο Prout υπέδειξε ότι το χλωριούχο άλας του αργΰρου μπορεί να μεταφέρει μαζί του κάποια ποσότητα νεροΰ. Βρέθηκε μία μέθοδος για να εξαλειφθεί αυτή η πιθανότητα. Σύντομα έγινε σαφές στη βρετανική επιστημονική κοινότητα ότι το χλώριο είχε ατομικό βάρος περίπου 35,5. Περισσότερο εξελιγμένα εργαστήρια στο Παρίσι, με διεγερμένη ακόμη την περιέργεια από την πιθανότητα να είναι το υδρογόνο ο δομικός λίθος του σύμπαντος και σοκαρισμένα από την ανακάλυψη ότι οι παλαιότεροι υπολογισμοί για τον άνθρακα ήταν λανθασμένοι, το επιχείρησαν από την αρχή. Μετά από πολΰ μόχθο όμως, βρέθηκε ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να έχει το χλώριο ατομικό βάρος 36. Δεν υπήρχε τρόπος να σωθεί η υπόθεση ελπίζοντας σε έναν καλύτερο χημικό καθαρισμό και αυτό είναι όλο. Ό π ω ς αποδείχθηκε, η υπόθεση άγγιζε τα όρια της αλήθειας, αλλά αυτό απαιτούσε ένα αρκετά διαφορετικό ερευνητικό πρόγραμμα και την ιδέα του φυσικού διαχωρισμού των στοιχείων. Στις αρχές του αιώνα μας οι Rutherford και Soddy «έδειξαν ότι τα στοιχεία δεν έχουν μοναδικά ατομικά βάρη, αλλά είναι μείγματα από διαφορετικά ισότοπα, έτσι ώστε το βάρος 35,5 να είναι ο μέσος όρος διαφόρων πραγματικών ατομικών βαρών. Επιπλέον, η δεύτερη υπόθεση του Prout είναι σχεδόν σωστή. Αν δε μιλήσουμε για υδρογόνο αλλά για ιόν υδρογόνου ή πρωτόνιο, τότε τα βάρη όλων των ισοτόπων είναι κατά βάση ακέραια πολλαπλάσια αυτού. Αποδεικνύεται όχι ότι είναι ο μοναδικός δομικός λίθος, αλλά ότι είναι σίγουρα ένας από αυτούς. Δε θα πρέπει να θεωρούμε ότι η υπόθεση του Prout «σώθηκε» από βοηθητικές υποθέσεις. Η διαδικασία της εξάλειψης του αναλυτικού λάθους απλώς έφτασε στο τέλος της. Το ατομικό βάρος του χλωρίου στη Γη απλώς είναι 35,5 και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Ό σ ο για την ανακάλυψη των ισοτόπων, αυτή δεν ήταν μια νέα βοηθητική υπόθεση που θα έσωζε το αποκαλούμενο «ερευνητικό πρόγραμμα» του Prout. Ή τ α ν μια εντελώς καινούργια υπόθεση. Ο Prout ήταν απλώς ο τυχερός χημικός πρόδρομος της φυσικής ιδέας. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τις θέσεις του Duhem.
Α Π Ο Φ Α Σ Ι Σ Τ Ι Κ Ο Μ Ο Ν Ο ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ Η αντίθεση του Lakatos στα αποφασιστικά πειράματα αρνείται την αντιβακώνεια ιδέα ότι μπορεί να υπάρχουν ασυναγώνιστοι έλεγχοι, που θα ευνοούν τη μία θεωρία και θα γκρεμίζουν την άλλη. Μόνο αναδρομικά, λέει, θεω-325 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ρουν οι ιστορικοί τα πειράματα ως αποφασιστικά. Η μεθοδολογία του στα ερευνητικά προγράμματα διδάσκει ακριβώς αυτό. Αν η 7"είναι μια τρέχουσα θεωρία στο πρόγραμμα Ρ*, μπορούμε να επινοήσουμε ένα πείραμα για να ελέγξουμε την Γέναντι της Γ*. Αν η Γκερδίσει αυτόν το γΰρο, είναι ακόμα πιθανό ότι η Ρ* θα ανακάμψει και θα προτείνει μια καλύτερη θεωρία, η οποία με τη σειρά της θα δώσει τη χαριστική βολή στην Τ. Μόνο αν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα η Ρ* εγκαταλείψει, δηλώνουμε στη συνέχεια ότι η 2"* ήταν αποφασιστική. Κατά τη μετριοπαθή ορολογία του Bacon, ένα πείραμα των διασταυρώσεων μπορεί να ιδωθεί ως τέτοιο εκείνη τη χρονική στιγμή. Αν η δοκιμασία ευνοούσε την Γ, τότε τα οδοσήματα δείχνουν ότι η αλήθεια μπορεί να βρίσκεται στην κατεύθυνση της Ρ. Μπορούμε να κάνουμε μια λακατοσιανή ανάγνωση του Βααφη, προς δυσαρέσκεια και τών δύο συγγραφέων. Φανταστείτε ένα δίκτυο δρόμων -ένα συνηθισμένο οδικό χάρτη. Στη μία διασταύρωση το σήμα μπορεί να λέει ότι η αλήθεια είναι στη μία κατεύθυνση, την κατεύθυνση της Γκαι της Ρ. Έτσι δεν πηγαίνουμε προς την κατεύθυνση Ρ*, αλλά αυτή μπορεί αργότερα να διασταυρώνεται με το δρόμο Ρ, Ο Ρ* δοκιμάζει μια αναθεωρημένη θεωρία 7j*. Μια περίπτωση οδοσημάτων που ελέγχουν τις Γκαι μπορεί τώρα να μας οδηγήσει στο δρόμο Ρ*. Μόνο αν στο δρόμο Ρ δε συναντήσουμε ποτέ ξανά το δρόμο Ρ*, θα πούμε εκ των υστέρων ότι η αρχική διασταύρωση ήταν αποφασιστική. Αυτό σημαίνει, ωστόσο, ότι θα υποβαθμίσουμε υπερβολικά το ρόλο του πειράματος. Συγκεκριμένα είδη πειραματικών ευρημάτων εξυπηρετούν ως σημεία αναφοράς, ως μόνιμα γεγονότα σχετικά με τα φαινόμενα στα οποία θα πρέπει να προσαρμόζεται κάθε μελλοντική θεωρία και τα οποία, σε συνδυασμό με συγκρίσιμης σημασίας θεωρητικά σημεία αναφοράς, μας ωθούν αρκετά μόνιμα προς μία κατεύθυνση. Αυτό μπορούμε να το δούμε στην περίπτωση του αμφιλεγόμενου πειράματος των Michelson-Morley. Παρατέθηκε κάποτε, ως αποφασιστικός λόγος για την απόρριψη της νευτώνειας ιδέας, ότι ο χώρος είναι γεμάτος από έναν πανταχού διεισδυτικό αιθέρα. Ο Einstein τον αντικαθιστά με τη σχετικότητά του. Αλλά αυτός ο ίδιος καλά-καλά δε γνώριζε το πείραμα των Michelson-Morley, και η ιστορία του πειράματος αυτού σίγουρα δεν είναι μια ιστορία «ελέγχου του Newton και του Einstein». Ο Lakatos χρησιμοποιεί το γεγονός αυτό ως κεντρικό σημείο στη βίαιη επίθεσή του προς τα αποφασιστικά πειράματα. Το χρησιμοποιεί επίσης για να επιχειρηματολογήσει υπέρ του ότι όλα τα πειράματα υποβοηθούν τη θεωρία. -326-
βακωνεια
θεματα
Στην πραγματικότητα το πείραμα είναι ένα καλό παράδειγμα για την βακώνεια εξερεύνηση της φΰσης. Έχει συζητηθεί τόσο πολΰ, που θα είναι πάντα αμφιλεγόμενο, αλλά είναι χρήσιμο να θέτουμε την εκδοχή ενός πειραματιστή δίπλα σε αυτήν του Lakatos. Για να το κάνουμε αυτό θα πρέπει να ανακαλέσουμε από τη λήθη τον αιθέρα.
Ο ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΟΙ ΑΙΘΕΡΑΣ Ο Newton έγραψε ότι «Όλος ο χώρος διαποτίζεται από ένα ελαστικό μέσο ή αιθέρα, που είναι ικανός να αναπαράγει δονήσεις του ήχου, μόνο με πολΰ μεγαλύτερη ταχύτητα». Συνέχισε λέγοντας ότι το φως δεν είναι ένα κύμα μέσα στον αιθέρα, αλλά μάλλον ότι αυτός είναι ένα μέσο διά του οποίου κινούνται οι ακτίνες του φωτός. Η οπτική του Newton χρησιμοποίησε φειδωλά τον ακριβό αιθέρα. Οι οπαδοί του Leibniz τον χλεύασαν με ευχαρίστηση ως «απόκρυφη ουσία», όπως ακριβώς προσπάθησαν να απορρίψουν τη βαρύτητα ως «απόκρυφη δύναμη». Κύματα: Η κυματική θεωρία έθεσε πραγματικά τον αιθέρα σε λειτουργία. Αυτό δηλώνεται σαφέστατα από τον ιδρυτή της κυματικής θεωρίας (ή αυτόν που την ανακάλυψε ξανά), τον Tomas Young (1773-1829): «(I) Ένας φωτοφόρος (luminiferous) Αιθέρας διαποτίζει το Σύμπαν, αραιός και ελαστικός σε μεγάλο βαθμό. (II) Κυματισμοί διεγείρονται εντός αυτού του αιθέρα, όποτε ένα σώμα καθίσταται φωτεινό. (III) Η αίσθηση των διαφορετικών χρωμάτων εξαρτάται από τη διαφορετική συχνότητα των Δονήσεων, που διεγείρονται από το Φως στον Αμφιβληστροειδή».^ Ρεύμα αιθέρα: Οφείλουμε τα μαθηματικά της θεωρίας των κυμάτων στον Augustin Fresnel (1788-1827). Αυτός έκανε την παράπλευρη υπόθεση ότι αν το φως διέσχιζε ένα μέσο, το οποίο θα κατευθυνόταν προς την αντίθετη κατεύθυνση, τότε θα υπήρχε ένα συγκεκριμένο φαινόμενο «ανέμου» ή «ρεύματος» - η εμφανής κίνηση του φωτός θα μειωνόταν. Αυτό συμφωνούσε κατά έναν αόριστο τρόπο με την ανακάλυψη του J. Doppler (1803-53) το 1842. Εάν μία πηγή φωτός κινείται σχετικά με τον παρατηρητή, τότε υπάρχει μία
^ Thomas Young, «Bakerian Lecture», Philosophical Transactions of the Royal Society 92 (1801), σσ. 14-21.
-327 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
μεταβολή στη συχνότητα (το χρώμα) του φωτός που αυτός αντιλαμβάνεται. Αυτό αποτελεί ένα κατεξοχήν κυματικό φαινόμενο, οικείο από τον ήχο και την αλλαγή τόνου που εκείνη την εποχή σχετιζόταν με τα σφυρίγματα των τρένων και τώρα με τις σειρήνες της αστυνομίας. Αστρική αττοττλάνηση: Τα άστρα δεν είναι ακριβώς εκεί που φαίνονται πως είναι. Αυτή η «αστρική αποπλάνηση» εξηγήθηκε με διάφορους τρόπους. Μία εξήγηση έδωσε ο Fresnel με το ρεύμα του αιθέρα. Το 1845 ο G.G. Stokes πρότεινε την αντίθετη ιδέα, ότι ένα κινούμενο σώμα συμπαρασύρει μαζί του αιθέρα. «Θα υποθέσω ότι τα άστρα και οι πλανήτες κουβαλούν μαζί τους μία ποσότητα αιθέρα, έτσι ώστε ο αιθέρας που βρίσκεται κοντά στις επιφάνειές τους ηρεμεί σχετικά με αυτές, ε^ώ η ταχύτητά του μεταβάλλεται καθώς απομαι^ρυνόμαστε από την επιφάνειά τους μέχρι, σε μικρή απόσταση, να ηρεμήσει στ;ο διάστημα».^ Ηλεκτρομαγνητισμός: Ο James Clerk Maxwell συνένωσε ευφυώς τη θεωρία του φωτός με τη θεωρία του ηλεκτρομαγνητισμού. Δεν ήταν ενθουσιασμένος με τον αιθέρα, αλλά συμπέρανε ότι: «Οποιεσδήποτε δυσκολίες κι αν έχουμε στη διαμόρφωση μιας συνεπούς ιδέας για τη σύσταση του αιθέρα, δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία ότι οι διαπλανητικοί και διαστρικοί χώροι δεν είναι κενοί, αλλά καταλαμβάνονται από μία υλική ουσία ή σώμα .. Ένα από τα προβλήματα ήταν ότι ο αιθέρας που θα βασιζόταν σε οποιαδήποτε παραλλαγή του μοντέλου του ελαστικού στερεού δε θα λειτουργούσε, δηλαδή δε θα έδινε τους γνωστούς νόμους της αντανάκλασης και της διπλής διάθλασης. Ασύρματα κύματα: Το 1873 ο Maxwell προέβλεψε ότι θα πρέπει να υπάρχουν αόρατα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, όμοια με τα κύματα του φωτός. Ο Η. R. Hertz (1857-94) δικαίωσε τον Maxwell παράγοντας τα ραδιοκύματα. Ο Hertz ήταν κάπως επιφυλακτικός σχετικά με τον αιθέρα, αλλά το 1894 ο μεγάλος δάσκαλός του, Η. Helmholtz, έγραφε μετά το θάνατο του Hertz: «Με αυτές τις έρευνες ο Hertz εμπλούτισε τη φυσική με νέες
^ G. G. Stokes, «Οη the aberration of light», Philosophical Magazine, 3rd Ser., 27 (1845), σσ. 9-10. ^ J. Clerk Maxwell, «Ether», Encyclopedia Britannica, 9η έκδοση. Τόμος 8 (1893), σ. 572 (Πρωτοκυκλοφόρησετο 1878).
-328-
βακωνεια θ ε μ α τ α και πολΰ ενδιαφέρουσες απόψεις που αφορούν στα φυσικά φαινόμενα. Δεν μπορεί πλέον να υπάρχει αμφιβολία ότι τα κύματα του φωτός αποτελούνται από ηλεκτρικές δονήσεις σε έναν πανταχού διεισδυτικό αιθέρα και ότι αυτός έχει τις ιδιότητες ενός αγωγού και ενός μαγνητικού μέσου».
ΠΕΙΡΑΜΑ Αυτή είναι η συντομότερη δυνατή περίληψη της εξέλιξης του δράματος μέχρι την εποχή περίπου που ο Michelson άρχισε τη διάσημη πλέον σειρά των πειραμάτων του. Σκοπός μου είναι να αντιπαραβάλω τις περιγραφές του Lakatos με αυτές που μας παρέχει ένας πειραματιστής. Το 1878 ο Maxwell έγραψε ένα άρθρο, το οποίο αργότερα παρουσιαζόταν ως «Αιθέρας» στην ένατη έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα. Υποδεικνύει την ιδέα για το πείραμα του Michelson και ταυτόχρονα υπονοεί ότι δεν υπάρχει ελπίδα εφαρμογής του. Αν ήταν δυνατό να υπολογίσουμε την ταχύτητα του φωτός παρατηρώντας το χρόνο που χρειάζεται για να ταξιδέψει από τον ένα σταθμό στον άλλο στην επιφάνεια της Γης, θα μπορούσαμε, συγκρίνοντας τις παρατηρούμενες ταχύτητες σε αντίθετες κατευθύνσεις, να υπολογίσουμε την ταχύτητα του αιθέρα σε σχέση με αυτούς τους επίγειους σταθμούς. Όλες οι μέθοδοι, ωστόσο, μέσω των οποίων είναι δυνατό να υπολογίσουμε την ταχύτητα του φωτός από τα επίγεια πειράματα εξαρτώνται από τη μέτρηση του χρόνου που απαιτείται για το διπλό ταξίδι από τον ένα σταθμό στον άλλο και πάλι πίσω, και η αύξηση αυτού του χρόνου εξαιτίας μίας σχετικής ταχύτητας του αιθέρα ίσης με αυτήν της Γης σε τροχιά θα ήταν μόνο περίπου 1/100.000.000 του συνολικού χρόνου της μετάδοσης και θα ήταν επομένως ανεπαίσθητη.^ Πειραματική ιδέα: «Όλες οι μέθοδοι», είπε ο Maxwell, «θα αποτύχουν». Δεν είναι έτσι. Ο Michelson συνειδητοποίησε ότι θα πρέπει να διασπάσουμε μία ακτίνα φωτός με έναν ημιεπαργυρωμένο καθρέπτη και να στείλουμε τις μισές ακτίνες στην κατεύθυνση της κίνησης της Γης και τις άλλες σε ορθή γωνία προς αυτήν. Ό τ α ν επιστρέψουν, θα δούμε αν υπάρχει κάποιο φαινόμενο συμβολής, εξαιτίας της αλλαγής φάσης που προκαλείται από τις δύο προκύπτουσες ταχύτητες του φωτός. Σχεδόν κανείς δεν πίστεψε
Η. νοη Helmholtz, Πρόλογος στο βιβλίο του Η. Hertz, The Principle ofMechanics (Μετάφρ. D. Ε. Jones και J. J. Wallis), London, 1894, a. xi. ^ Maxwell, «Ether», σ. 570.
-329 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ότι αυτό θα λειτουργούσε. Και ο Michelson αντιμετώπιζε δυσκολίες. Για παράδειγμα, τα άλογα που περνούσαν απ' έξω αναστάτωναν εντελώς το πείραμα από το κατά τα άλλα απαρατήρητο τράνταγμα του κτηρίου. Στο τέλος πήγε στην εξοχή και έβαλε όλο το πείραμα σε μια μπανιέρα με υδράργυρο για να μειώσει το «θόρυβο». Αυτός είναι ένας χαρακτηριστικός πειραματικός τρόπος για να ξεφορτωθείς τα ανεπιθύμητα φαινόμενα. Το πείραμα ως τρόπος ελέγχου της θεωρίας: Ο Lakatos γράφει: «Ο Michelson πρώτος επινόησε ένα πείραμα για να ελέγξει τις αντιφατικές θεωρίες των Fresnel και Stokes σχετικά με την επίδραση της κίνησης της Γης στον αιθέρα». Αυτό δεν αληθεύει. Ως πειραματιστείς ο Michelson ήθελε να πετύχει αυτό που ο Maxwell ισχυριζόταν ότι είναι'αδΰνατο, δηλαδή να μετρήσει την κίνηση τη^Τής σε σχέση με τον αιθέρα -ανεξάρτητα από τη θεωρία οποιουδήποτε. Αυτό ακριβώς λέει σε ένα γράμμα προς τον Simon Newcomb, γραμμένο στο Βερολίνο στις 22 Νοεμβρίου 1880. Ο Michelson είχε σπουδάσει στο Παρίσι με καθηγητή ένα μαθητή του Fizeau και ήταν έτοιμος για το δικό του πειραματικό υπολογισμό. Πάτρονάς του ήταν ο Alexander Graham Bell, στον οποίο έγραφε στις 17 Απριλίου 1881: «Τα πειράματα που αφορούν στη σχετική κίνηση της Γης ως προς τον αιθέρα μόλις έφτασαν σε μία επιτυχή κατάληξη. Το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό»!' ^Ενα αρνητικό αποτέλεσμα: Το αποτέλεσμα ήταν πράγματι αρνητικό. Ένα θετικό αποτέλεσμα θα προκαλούσε αίσθηση. Διότι ένα θετικό αποτέλεσμα θα είχε καθορίσει την απόλυτη κίνηση της Γης στο διάστημα. Αν η φύση είχε συνεργαστεί, αυτό θα είχε καταγραφεί στην ιστορία ως θρίαμβος μετά από αιώνες εικασιών. Θα γνωρίζαμε ότι ο χώρος είναι απόλυτος, καθώς και την απόλυτη ταχύτητα με την οποία η Γη διασχίζει το διάστημα. Το αποτέλεσμα του πειράματος: Ο Lakatos γράφει: «Ο Michelson ισχυρίστηκε ότι το πείραμα του 1881 ήταν ένα αποφασιστικό πείραμα (μεταξύ των εξηγήσεων του Fresnel και του Stokes για την αστρική αποπλάνηση) και ότι αποδείκνυε θεωρία του Stokes». Ο Michelson δεν ισχυρίστηκε τίποτα τέτοιο.
^ Το γράμμα εκδόθηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο του Nathan Reingold, Science in Nineteenth Century America, Washington, 1971, σα. 288-90.
-330-
βακωνεια
θεματα
Έγραψε: «Η ερμηνεία αυτών των αποτελεσμάτων είναι ότι δεν υπάρχει μετατόπιση των κροσσών συμβολής. Το αποτέλεσμα της υπόθεσης ενός στατικού αιθέρα αποδεικνύεται έτσι λανθασμένο και το αναγκαίο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η υπόθεση είναι εσφαλμένη»/ Δεν ισχυρίστηκε πως απέδειξε ότι ο Stokes είχε δίκιο, αλλά το πολΰ-πολΰ ότι ο Fresnel έκανε λάθος. Αποττλάνηση: Ο Michelson συνεχίζει λέγοντας ότι τα συμπεράσματά του «έρχονται σε άμεση αντίθεση με την εξήγηση του φαινομένου της αποπλάνησης που είναι γενικά αποδεκτή», δηλαδή αυτήν του Fresnel. Στο τέλος ισχυρίζεται ότι «ίσως να μην είναι άτοπο να προσθέσουμε ένα απόσπασμα» από ένα κείμενο του Stokes. Ο Stokes λέει ότι φαίνεται να μην υπάρχει «κάποιο αποτέλεσμα που να επιδέχεται πειραματική σύγκριση, το οποίο θα ήταν διαφορετικό ανάλογα με τη θεωρία την οποία υιοθετούμε» (δηλαδή του ίδιου του Stokes ή του Fresnel). Ο Stokes ισχυρίζεται ότι «θα ήταν ικανοποιητικό, αν ήταν δυνατό να υποβάλουμε τις δύο θεωρίες στον έλεγχο ενός αποφασιστικού πειράματος». Ο Michelson παραθέτει τον Stokes χωρίς να πάρει θέση. Α εν «λέει πλαγίως» - ό π ω ς το θέτει ο Lakatos- ότι απέδειξε ότι ο Stokes είχε δίκιο. Αυτό άεντο αποκαλεί αποφασιστικό πείραμα. Αυτό που υπονοεί είναι ο θρίαμβος του πειραματιστή πάνω στο θεωρητικό: τώρα εγώ μπορώ να καθορίσω αυτό που μέχρι τώρα ήταν απρόσιτο σε σένα. Το πείραμα τον 1886:0 Michelson συνεργάστηκε με τον Morley για να επαναλάβουν το πείραμα του Fizeau του 1852, κατά το οποίο το φως διοχετεύεται μέσα από τρεχούμενο νερό σε κατεύθυνση αντίθετη προς τη ροή του νερού. Ο Morley ήρθε ως χημικός με ταλέντο στο φυσητό γυαλί, ο οποίος ήταν απαραίτητος για τη λεπτή κατασκευή του γυαλιού για το τρεχούμενο νερό. Συμπέραναν ότι ο Fizeau είχε κατά βάση δίκιο, μολονότι κατά κάποιο τρόπο επανερμήνευσαν τη θεωρία του Fresnel. Κατέληξαν λέγοντας: «Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας επομένως είναι ότι το συμπέρασμα του Fizeau είναι βασικά σωστό και ότι ο φωτοφόρος αιθέρας δεν επηρεάζεται καθόλου από την κίνηση της ύλης την οποία δ ι α π ε ρ ν ά » . Ν ο μ ί ζ ω ότι ο Lakatos δεν αναφέρει καθόλου αυτό το πείραμα.
^ Α. Α. Michelson, «The relative motion of the earth and of the luminiferous ether», American Journal ofScience, 3rcl Ser., 22 (1881), o. 128. A. A. Michelson και Ε. W. Morley, «Influence of the motion of the medium on the velocity of light», American Journal ofScience, 3rd Ser., 31 (1886).
-331 -
β ' μεροσ: παρεμβαινοντασ Η θεωρία υπεισέρχεται: Ο Lorentz, ένας από τους σπουδαίους θεωρητικούς του τέλους του αιώνα, ενδιαφερόταν έντονα για τον αιθέρα. Ο Lakatos μεγαλοποιεί κάπως την περίπτωση: Όπως συμβαίνει συχνά, ο πειραματιστής Michelson πήρε κατόπιν το μάθημά του από έναν θεωρητικό. Ο Lorentz, ο κορυφαίος θεωρητικός φυσικός ... απέδειξε ... ότι οι υπολογισμοί του Michelson ήταν λανθασμένοι* η θεωρία του Fresnel προέβλεψε μόνο το μισό από το αποτέλεσμα που υπολόγισε ο Michelson ... Πράγματι, όταν ένας Γάλλος φυσικός, ο Potier, υπέδειξε στον Michelson το λάθος του 1881, ο Michelson αποφάσισε να μην εκδώσει διορθωτικό σημείωμα. Αυτό είναι αναληθές. Ο Michelson εξέδωσε το σημείωμα στα Γαλλικά, στα Comptes Rendus 94 (1882), σ. 520. Υπήρχε μια υποσημείωση για τον Potier. Το πείραμα τον 1887: Αυτό είναι το πιο γνωστό πείραμα των Michelson-Morley. Ο Lakatos μιλά για «μια επιστολή από τον Rayleigh, που εφιστά την προσοχή στα γραπτά του Lorentz. Αυτή η επιστολή αποτέλεσε το έναυσμα για το πείραμα του 1887». Αυτό είναι αναληθές. Η επιστολή είχε γραφεί στις αρχές του 1887. Το πείραμα έγινε τον Ιούλιο του 1887. Μπορείτε να καταλάβετε γιατί ο Lakatos βιάστηκε να βγάλει συμπεράσματα. Στην πραγματικότητα το πείραμα είχε προγραμματιστεί για το 1886 και είχε χρηματοδοτηθεί εξ ολοκλήρου τότε. Οι εργασίες ξεκίνησαν τον Οκτώβριο, αλλά τα πραγματικά θεμέλια καταστράφηκαν σε μια φωτιά στις 27 Οκτωβρίου του 1886, καθυστερώντας έτσι πολύ την εκτέλεση του πειράματος. Επομένως, το πείραμα είχε ξεκινήσει πολύ πριν από την επιστολή του Rayleigh, που υποτίθεται ότι το παρακίνησε. (Μπορεί ωστόσο να πυροδοτήθηκε από τις διαλέξεις του Kelvin στη Βαλτιμόρη τον προηγούμενο χρόνο.) Το πείραμα του 1887 ήταν από κάποιες απόψεις λιγότερο ικανοποιητικό απ' ό,τι περίμενε ο Michelson. Παρά τον τελειότερο εξοπλισμό οι δύο μελετητές δε βρήκαν ένα μηδενικό αποτέλεσμα. Ό π ω ς έγραψε ο Michelson στον Rayleigh το 1887, «αν ο αιθέρας γλιστρά σε σχέση με τη Γη, η σχετική ταχύτητα είναι λιγότερη από το ένα έκτο της ταχύτητας της Γης».^^ Πίστευε ότι θα πρέπει να επαναλαμβάνουν το πείραμα σε διαφορετικές εποχές του χρόνου και να ελέγχουν αν υπάρχει ευδιάκριτη επίδραση του ύψους στο ρεύμα του αιθέρα. Προκαλεί έκπληξη στον Lakatos το γεγονός ότι ο Βλέπε και R. S. Shankland, «Michelson—Morley experiment», American Journal of Physics 32 (1964), σσ. 16-35.
-332-
βακωνεια
θεματα
Michelson δεν έκανε πράξη αυτό που υποστήριζε ότι θα έπρεπε να κάνει κανείς στη συνέχεια. Μήπως επειδή ανησυχούσε για το τι έκανε η θεωρία; Ό χ ι . Ο Michelson ήταν ένας πειραματιστής. Εξέδωσε μία ολόκληρη σειρά με νέες εργασίες του σχετικά με την εφεΰρεσή του, το συμβολόμετρο -εργασίες τις οποίες βρήκε πιο συναρπαστικές από τον αιθέρα. Αιχμαλώτισε τη φαντασία της ΑμερικάνικηςΈνωσηςγια την Προώθηση της Επιστήμης με τη «Συνηγορία υπέρ των κυμάτων του φωτός» - κυμάτων τα οποία, με τη χρήση της εφεΰρεσής του, μπορούσαν να προμηθεύσουν έναν νέο τρόπο καθορισμού του πρότυπου μέτρου. Επαναλαμβάνοντας το πείραμα: Ο Michelson ανέφερε δύο φορές τον αιθέρα. Ο Lakatos γράφει: «Η μακρά σειρά πειραμάτων του Michelson από το 1881 μέχρι το 1935, που διεξήχθη για να ελεγχθούν μεταγενέστερες εκδοχές του προγράμματος του αιθέρα, παρέχει ένα συναρπαστικό παράδειγμα μιας εκφυλιζόμενης εναλλαγής προβλήματος». Τα πειράματα, όμως, που έκανε από το 1931 ως το 1935 θα πρέπει να έγιναν στο αστρικό πεδίο, διότι ο Michelson πέθανε το 1931. Η «μακρά σειρά πειραμάτων» του Michelson μεταξύ 1881 και 1935 ήταν τα εξής πέντε: 1881, 1886, 1887, 1897, 1925. Πολλοί άλλοι προσπάθησαν να βελτιώσουν ή να τροποποιήσουν τα αποτελέσματα του Michelson, αλλά δεν υπάρχει μακρά αλληλουχία πειραμάτων του Michelson. Το πείραμά του το 1897 έδειξε ότι το ύψος δε διαφοροποιούσε τα αποτελέσματά του και ισχυρίστηκε ότι μπορεί να υπάρχουν πολλές ερμηνείες, τις οποίες αφήνει στους θεωρητικούς να ασχοληθούν. Ισως, είπε, η ατμόσφαιρα της Γης να είναι μεγαλύτερη απ' ό,τι πιστεύαμε. Ισως η ιδέα της Συστολής του FitzGerald, η οποία τότε ακριβώς ήταν της μόδας, να είναι σωστή. Ισως ο Stokes να είχε δίκιο από την αρχή. Ο πειραματιστής Michelson δεν ακολουθεί κάποιο από τα προγράμματα για τα οποία γράφει ο Lakatos. Όσον αφορά στο πείραμα του 1925, ο Miller ισχυρίστηκε ότι ανίχνευσε ένα ρεύμα αιθέρα κι έτσι ο 75χρονος Michelson επανέλαβε το νεανικό του πείραμα, για να ελέγξει μήπως είχε κάνει κάποιο τρομερό λάθος. Δεν είχε κάνει.
0 1 ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΟΡΘΟΑΟΓΙΚΟΙ Τ Ο Μ Ε Ι Σ Ο Popper θεώρησε το πείραμα των Michelson-Morley ως καθαρή περίπτωση αποφασιστικού πειράματος που σχετίζεται με τη θεωρία της σχετικότητας. Συγκεκριμένα, ενθαρρύνει την ιδέα ότι το φως έχει την ίδια ταχύτητα -333 -
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
σε όλα τα μέσα και προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Lakatos και πολλοί άλλοι ισχυρίζονται ορθώς ότι η ιστορική συνάφεια είναι επιπόλαιη. Και ο Popper και ο Lakatos δίνουν έμφαση μόνο στον ορθολογικό τομέα. Υπάρχουν πολΰ περισσότερες φαντασιώσεις που έχουν δημοσιευτεί σχετικά με το πείραμα των Michelson-Morley και σίγουρα δε διεκδικώ τον τελευταίο λόγο με τη σύντομη σκιαγράφηση μου. Διαλέγω τον Lakatos ως παράδειγμα, διότι πιστεύω ότι η φιλοσοφία του είναι σημαντική. Ωστόσο, όταν πρόκειται για εξαγωγή θεωρητικών συμπερασμών από πραγματικές περιπτώσεις, όπως με τον Prout ή τον Michelson, ο συμπερασμός είναι πάντα υπερβολικά γρήγορος. Μια φιλοσοφία που κυριαρχείται από τη θεωρία μπορεί να μας κάνει τυφλοΰς απέναντι στην πραγματικότητα. Αναμφίβολα ο Michelson είναι κάπω^ σαν το μυρ-μήγκι του Bacon, ένας μάγος στα μή]χανικά πειράματα και αδύνατος στη θεωρία - α ν και όχι αδαής σχετικά με α^τήν. Ομοίως, ο Lorentz ήταν (σε μικρότερο βαθμό) κάπως σαν την αράχνη του Bacon. Και οι δυο άνδρες εκτιμούσαν ο ένας τον άλλον. Ο Lorentz ενθάρρυνε το έργο του Michelson, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσε να αναπτύξει ένα μαθηματικό αιθέρα που θα το εξηγούσε. Εάν υπήρχε εκφυλιζόμενο πρόγραμμα, αυτό ήταν, υποθέτω, του Lorentz. Πιο σημαντικό είναι ότι βλέπουμε την αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ειδών ταλέντου. Το τεράστιο ενδιαφέρον που έχουν οι θεωρίες σχετικότητας του Einstein καθιστά φυσικά το θεωρητικό έργο το σημαντικότερο στον τομέα αυτό. Και ο Michelson, με τη σειρά του, αποκάλυψε νέες περιοχές πειραματικής μεθόδου. Η επιστήμη, όπως έγραψε ο Bacon, θα πρέπει να είναι όπως η ρέλισσα, με το ταλέντο και του μυρμηγκιού και της αράχνης, αλλά ικανή να κάνει περισσότερα, δηλαδή να αφομοιώνει και να ερμηνεύει και τα πειράματα και τις εικασίες.
-334-
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Δ Ε Κ Α Τ Ο
Ε Κ Τ Ο
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΡΕΑΑΙΣΜΟΣ
τ
Α I
W ο πειραματικό έργο παρέχει την πιο δυνατή απόδειξη για τον επιστημονικό ρεαλισμό. Αυτό δε συμβαίνει επειδή ελέγχουμε υποθέσεις σχετικά με οντότητες. Συμβαίνει επειδή οντότητες που θεωρητικά δεν μπορούν να «παρατηρηθούν» χρησιμοποιούνται συστηματικά για την παραγωγή νέων φαινομένων και την εξερεύνηση άλλων όψεων της φύσης. Αποτελούν εργαλεία όχι για τη σκέψη αλλά για την πράξη. Η αγαπημένη θεωρητική οντότητα του φιλοσόφου είναι το ηλεκτρόνιο. Θα δείξω πώς τα ηλεκτρόνια μεταβλήθηκαν σε πειραματικές οντότητες ή οντότητες των πειραματιστών. Σ τ α πρώιμα στάδια ανακάλυψης μιας οντότητας μπορούμε να ελέγξουμε την υπόθεση ότι αυτή υπάρχει. Ό μ ω ς ακόμα κι αυτό δεν είναι ρουτίνα. Ό τ α ν ο J. J. Thomson συνειδητοποίησε το 1897 ότι αυτά που αποκαλούσε «σωμάτια» (corpuscles) ξεπηδούσαν από θερμές καθόδους, σχεδόν το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μετρήσει τη μάζα αυτών των αρνητικά φορτισμένων σωματιδίων. Έκανε ένα χονδροειδή υπολογισμό του e, του φορτίου, και μέτρησε το λόγο elm Υπολόγισε σχεδόν σωστά και το πι. Ο Millikan ακολούθησε κάποιες ιδέες που συζητούνταν ήδη στο Εργαστήριο Cavendish του Thomson και γύρω στο 1908 είχε προσδιορίσει το φορτίο του ηλεκτρονίου, δηλαδή την πιθανή ελάχιστη μονάδα του ηλεκτρικού φορτίου. Έτσι ήδη από την αρχή οι άνθρωποι προσπαθούσαν όχι τόσο να ελέγξουν την ύπαρξη των ηλεκτρονίων όσο να αλληλεπιδράσουν μαζί τους. Ό σ ο περισσότερο κατανοούμε μερικές από τις αιτιώδεις δυνάμεις των ηλεκτρονίων, τόσο περισσότερο μπορούμε να κατασκευάζουμε συσκευές, οι οποίες επιτυγχάνουν κατανοήσιμα αποτελέσματα σε άλλα τμήματα της φύσης. Ό τ α ν καταφέρουμε να χρησιμοποιήσουμε το ηλεκτρόνιο για να χειριστούμε συστηματικά άλλα τμήματα της φύσης, τθ ηλεκτρόνιο σταματά να είναι κάτι υποθετι-
-335 -
β ' μεροσ:π α ρ ε μ β α ι ν ο ν τ α σ
κό, κάτι το συναγόμενο. Έ χ ε ι σταματήσει να είναι θεωρητικό και έχει μετατραπεί σε πειραματικό.
Π Ε Ι Ρ Α Μ Α Τ Ι Σ Τ Ε Ι ΚΑΙ Ο Ν Τ Ο Τ Η Τ Ε Σ Η συντριπτική πλειοψηφία των πειραματικών φυσικών είναι ρεαλιστές σχετικά με ορισμένες θεωρητικές οντότητες, εκείνες που χρησιμοποιούν. Διατείνομαι ότι δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Αναμφίβολα, πολλοί είναι και ρεαλιστές σχετικά με τις θεωρίες, αλλά αυτό είναι λιγότερο σημαντικό στις αντιλήψεις τους. Οι πειραματιστές είναι συχνά ρεαλιστές σχετικά με τις οντότητες που ερευνούν, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Ο Millikan είχε πιθανότατα κάποιους ενδ]οιασμούς για την πραγματικότητα των ηλεκτρονίων, όταν ξεκίνησε να μετρήσει το φορτίο τους. Θα μπορούσε όμως να είναι σκεπτικιστής για το τι θα ανακάλυπτε, μέχρι να το ανακαλύψει. Θα μπορούσε ακόμα και να παραμείνει σκεπτικιστής. Ίσως να υπάρχει μία ελάχιστη μονάδα ηλεκτρικού φορτίου, αλλά να μην υπάρχει σωματίδιο ή αντικείμενο με αυτήν ακριβώς τη μονάδα φορτίου. Ο πειραματισμός πάνω σε μία οντότητα δε σε δεσμεύει να πιστεύεις ότι αυτή υφίσταται. Μόνο ο χειρισμός μίας οντότητας, με σκοπό τον πειραματισμό πάνω σε κάτι άλλο, μπορεί να το κάνει αυτό. Επιπλέον, αυτό που καθιστά αδύνατη την αμφισβήτηση των ηλεκτρονίων δεν είναι καν το γεγονός ότι χρησιμοποιείς τα ηλεκτρόνια για να πειραματιστείς πάνω σε κάτι άλλο. Αν κατανοείς κάποιες αιτιώδεις ιδιότητες των ηλεκτρονίων, μαντεύεις πώς να κατασκευάσεις μια ευφυή συσκευή που σου επιτρέπει να παρατάξεις τα ηλεκτρόνια όπως θέλεις, για να δεις τι θα συμβεί σε κάτι άλλο. Από τη στιγμή που έχεις τη σωστή πειραματική ιδέα, γνωρίζεις εκ των προτέρων πώς να προσπαθήσεις χονδρικά να κατασκευάσεις τη συσκευή, επειδή γνωρίζεις ότι αυτός είναι ο τρόπος για να κάνεις τα ηλεκτρόνια να συμπεριφέρονται με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Τα ηλεκτρόνια δεν είναι πλέον τρόποι οργάνωσης των σκέψεών μας ή σωτηρίας των φαινομένων που έχουν παρατηρηθεί. Είναι τρόποι δημιουργίας φαινομένων σε κάποιον άλλο τομέα της φύσης. Τα ηλεκτρόνια είναι εργαλεία. Υπάρχει μια σημαντική πειραματική αντίθεση μεταξύ ρεαλισμού σχετικά με τις οντότητες και ρεαλισμού σχετικά με τις θεωρίες. Ας υποθέσουμε ότι λέμε πως ο δεύτερος αντιπροσωπεύει την πίστη ότι η επιστήμη στοχεύει σε αληθείς θεωρίες. Αίγοι πειραματιστές θα το αρνηθούν. Μόνο οι φιλόσοφοι το αμφισβητούν. Το να στοχεύεις στην αλήθεια είναι, ωστόσο, κάτι για το -336-
π ε ι ρ α μ α τ ι σ μ ο σ και ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ο σ ρ ε α λ ι σ μ ο σ
αόριστο μέλλον. Το να στοχεύεις μια ακτίνα ηλεκτρονίων σημαίνει να χρησιμοποιείς τα υπάρχοντα ηλεκτρόνια. Το να στοχεύεις με ένα τέλεια ρυθμισμένο λέιζερ προς ένα συγκεκριμένο άτομο με σκοπό να λακτίσεις ένα συγκεκριμένο ηλεκτρόνιο εκτός του ατόμου, ώστε να παραγάγεις ένα ιόν, σημαίνει να στοχεύεις σε υπάρχοντα ηλεκτρόνια. Αντιθέτως, δεν υπάρχει κάποιο τρέχον σύνολο θεωριών στο οποίο πρέπει να πιστέψει κάποιος. Αν ο ρεαλισμός σχετικά με τις θεωρίες είναι ένα δόγμα για τους στόχους της επιστήμης, είναι ένα δόγμα φορτωμένο με συγκεκριμένες αξίες. Αν ο ρεαλισμός σχετικά με τις οντότητες είναι ζήτημα στόχευσης ηλεκτρονίων την επόμενη εβδομάδα ή μετά από 15 μέρες, είναι ένα δόγμα πολΰ περισσότερο ουδέτερο ανάμεσα στις αξίες. Ο τρόπος με τον οποίο οι πειραματιστές είναι επιστημονικοί ρεαλιστές σχετικά με τις οντότητες είναι εντελώς διαφορετικός από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να είναι ρεαλιστές σχετικά με τις θεωρίες. Αυτό εκδηλώνεται όταν στρεφόμαστε από τις ιδεατές στις παρούσες θεωρίες. Ποικίλες ιδιότητες αποδίδονται με βεβαιότητα στα ηλεκτρόνια, αλλά οι περισσότερες από τις βέβαιες ιδιότητες εκφράζονται με πολυάριθμες διαφορετικές θεωρίες ή μοντέλα, απέναντι στα οποία ένας πειραματιστής είναι μάλλον αγνωστικιστής. Ακόμα και άτομα της ίδιας ομάδας, τα οποία εργάζονται σε διαφορετικά τμήματα του ίδιου μεγάλου πειράματος, μπορεί να έχουν διαφορετικές και αμοιβαία ασύμβατες περιγραφές για τα ηλεκτρόνια. Αυτό συμβαίνει επειδή τα διαφορετικά τμήματα του πειράματος θα χρησιμοποιούν διαφορετικά τα ηλεκτρόνια. Μοντέλα κατάλληλα για υπολογισμούς των ηλεκτρονίων μπορεί να είναι ακατάλληλα για άλλες απόψεις. Περιστασιακά, μία ομάδα πρέπει στην ουσία να επιλέξει ένα μέλος με αρκετά διαφορετική θεωρητική αντίληψη απλώς για να έχει κάποιον που να μπορεί να λΰσει αυτά τα προβλήματα των πειραμάτων. Μπορείς να επιλέξεις κάποιον με ξένη εκπαίδευση και με ομιλία σχεδόν ασύμμετρη με τη δική σου, μόνο και μόνο για να έχεις κάποιον που μπορεί να δημιουργήσει τα αποτελέσματα που επιδιώκεις. Μήπως όμως υπάρχει ένα κοινός πυρήνας θεωρίας, η τομή όλων των θεωριών μέσα στην ομάδα, που είναι η θεωρία του ηλεκτρονίου προς την οποία δεσμεύονται ρεαλιστικά όλοι οι πειραματιστές; Εγώ θα έλεγα κοινές παραδόσεις, όχι κοινός πυρήνας. Υπάρχει μια πληθώρα θεωριών, προτύπων, προσεγγίσεων, εικόνων, φορμαλισμών, μεθόδων κ.λπ. που αφορούν στα ηλεκτρόνια, δεν υπάρχει όμως λόγος να υποθέτουμε ότι η τομή αυτών είναι μία θεωρία. Οΰτε και υπάρχει λόγος να σκεφτόμαστε ότι υπάρχει «η δυνατότερη, μη τετριμμένη θεωρία που εμπεριέχεται στην τομή όλων των θεωριών στις -337-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντα!
οποίες το ένα ή το άλλο μέλος της ομάδας έχει εκπαιδευτεί για να πιστεύει». Ακόμα κι αν υπάρχουν πολλές κοινές πεποιθήσεις, δεν υπάρχει λόγος να υποθέτουμε ότι σχηματίζουν οτιδήποτε που να αξίζει να αποκαλείται θεωρία. Φυσιολογικά, οι ομάδες αποτελούνται συνήθως από ομοϊδεάτες του ίδιου ινστιτούτου κι έτσι πράγματι υπάρχει συνήθως κάποια πραγματική κοινή θεωρητική βάση στο έργο τους. Αυτό είναι ένα κοινωνιολογικό γεγονός κι όχι ένα θεμέλιο για τον επιστημονικό ρεαλισμό. Αναγνωρίζω ότι μεγάλο μέρος του επιστημονικού ρεαλισμού που αφορά στις θεωρίες είναι ένα δόγμα όχι για το παρόν, αλλά γι' αυτό που μπορεί να επιτύχουμε ή πιθανόν για ένα ιδανικό στο οποίο στοχεύουμε. Επομένως το να πούμε ότι δεν υπάρχει παρούσα ορθή θεωρία δεν ανατρέπει τον αισιόδοξο στόχο που έχουμε θέσει. Το θέμα είναι ότι ένας τέτοιος επιστημονικός ρεαλισμός οχετψμ με τις θεωρίες θα πρέπει να υιοθετήσει τις αρχές του Peirce, την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη.^ Ο επιστημονικός ρεαλισμός σχετικά με τις οντότητες δε χρειάζεται τέτοιες αρετές. Προκύπτει από αυτό που μπορούμε να κάνουμε στο παρόν. Για να το κατανοήσουμε αυτό πρέπει να δούμε με λεπτομέρεια πώς είναι να κατασκευάσεις μια συσκευή που κάνει τα ηλεκτρόνια να υπακούουν.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΙ Ακόμα κι αν οι πειραματιστές είναι ρεαλιστές σχετικά με τις οντότητες, δεν έπεται ότι έχουν δίκιο. Ισως είναι θέμα ψυχολογίας: ίσως εκείνες ακριβώς οι δεξιότητες που κάνουν έναν πειραματιστή μεγάλο να συμβαδίζουν με μια συγκεκριμένη νοοτροπία, που θεωρεί αντικειμενικό οτιδήποτε σκέφτεται. Ωστόσο αυτό δε φτάνει. Ο πειραματιστής πρόθυμα θεωρεί τα ουδέτερα μποζόνια ως υποθετικές οντότητες μόνο, ενώ τα ηλεκτρόνια είναι πραγματικά. Ποια είναι η διαφορά; Υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός τρόπων για να κατασκευάσουμε όργανα που να βασίζονται στις αιτιώδεις ιδιότητες των ηλεκτρονίων, ώστε να
^ «Διατυπώνω τρία αισθήματα, δηλαδή ενδιαφέρον για μια αόριστη κοινωνία, αναγνώριση της πιθανότητας να καταστεί υπέρτατο αυτό το ενδιαφέρον και ελπίδα στην απεριόριστη συνέχεια της διανοητικής δραστηριότητας ως απαραίτητη ανάγκη της λογικής ... αυτά τα τρία αισθήματα μοιάζουν πολύ με το διάσημο τρίο της Αγάπης, της Πίστης και της Ελπίδας ...» C. Hartshorne και Ρ. Weiss (eds.). The Collected Papers of C.S. Peirce, Τόμος 2, Παράγραφος 665.
-338-
π ε ι ρ α μ α τ ι σ μ ο σ και ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ο σ ρ ε α λ ι σ μ ο σ
δημιουργούν επιθυμητά αποτελέσματα αξεπέραστης ακρίβειας. Αυτό θα το διασαφηνίσω. Το επιχείρημα —θα μπορούσαμε να το αποκαλούμε «το πειραματικό επιχείρημα για το ρεαλισμό»- δεν είναι ότι συνάγουμε την πραγματικότητα των ηλεκτρονίων από την επιτυχία μας. Δεν κατασκευάζουμε πρώτα τα εργαλεία και μετά συνάγουμε την πραγματικότητα των ηλεκτρονίων, όπως όταν ελέγχουμε μία υπόθεση και μετά την πιστεύουμε επειδή πέρασε τον έλεγχο. Αυτό ανατρέπει τη σωστή χρονική ακολουθία. Σήμερα σχεδιάζουμε συσκευές στηριζόμενοι σε ένα μέτριο αριθμό βασικών αληθειών για τα ηλεκτρόνια, για να παραγάγουμε κάποιο άλλο φαινόμενο που επιθυμούμε να ερευνήσουμε. Αυτό ακούγεται σαν να πιστεύουμε στα ηλεκτρόνια επειδή προβλέπουμε πώς θα συμπεριφερθεί η συσκευή μας. Και αυτό είναι παραπλανητικό. Έχουμε έναν αριθμό γενικών ιδεών για το πώς να παραγάγουμε πολωμένα ηλεκτρόνια, ας πούμε. Ξοδεύουμε πολύ χρόνο φτιάχνοντας πρωτότυπα που δε λειτουργούν. Απαλλασσόμαστε από αναρίθμητους «κοριούς» (bugs). Συχνά πρέπει να τα παρατήσουμε και να δοκιμάσουμε μια διαφορετική προσέγγιση. Ο εντοπισμός των «κοριών» και η διόρθωση των προβλημάτων δεν είναι ζήτημα θεωρητικής εξήγησης ή πρόβλεψης για το τι πάει λάθος. Εν μέρει είναι θέμα απαλλαγής από το «θόρυβο» στη συσκευή. Μολονότι έχει ένα ακριβές νόημα, η λέξη «θόρυβος» σημαίνει συχνά όλα αυτά που δε γίνονται κατανοητά από καμία θεωρία. Το εργαλείο θα πρέπει να μπορεί να απομονώνει, με φυσικό τρόπο, τις ιδιότητες των οντοτήτων που επιθυμούμε να χρησιμοποιήσουμε και να ελαττώνει όλα τα άλλα φαινόμενα που μπορεί να μας εμποδίσουν. Είμαστε εντελώς πεπεισμένοι για την πραγματικότητα των ηλεκτρονίων, όταν αρχίζουμε κανονικά να κατασκευάζουμε —και συχνά το καταφέρνουμε— νέα είδη συσκευών, τα οποία χρησιμοποιούν ποικίλες κατανοητές αιτιώδεις ιδιότητες των ηλεκτρονίων για να παρέμβουν σε άλλα περισσότερο υποθετικά τμήματα της φύσης. Δεν είναι δυνατό να το κατανοήσουμε αυτό χωρίς παράδειγμα. Τα γνωστά ιστορικά παραδείγματα επικαλύπτονται συνήθως από φιλοσοφία ή από ιστορία λανθασμένα προσανατολισμένη στη θεωρία. Έτσι θα πάρω κάτι καινούργιο. Αυτό είναι ένα πολωμένο πιστόλι ηλεκτρονίων, του οποίου το ακρωνύμιο είναι PEGGY II. Το 1978 χρησιμοποιήθηκε σε ένα θεμελιώδες πείραμα, που προκάλεσε την προσοχή ακόμα και των Τάιμςχτ\ς Νέας Υόρκης. Στην επόμενη παράγραφο περιγράφω για ποιο λόγο κατασκευάστηκε το PEGGY II. Θα πρέπει λοιπόν να μιλήσω για τη νέα φυσική. Μπορείτε να το παραλείψετε αυτό και να διαβάσετε μόνο το μηχανικό-τεχνικό τμήμα που -339-
Β' ΜΕΡΟΣ:
παρεμβαίνοντας
ακολουθεί. Ωστόσο είναι ενδιαφέρον να γνωρίζετε τη μάλλον ευκολονόητη σημασία των κυρίων πειραματικών αποτελεσμάτων, ότι δηλαδή (I) η ομοτιμία (parity) δε διατηρείται στη σκέδαση των πολωμένων ηλεκτρονίων από το δευτέριο και (2) γενικότερα, η ομοτιμία παραβιάζεται στις ασθενείς αλληλεπιδράσεις ουδέτερου ρεύματος.^
Η ΟΜΟΤΙΜΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΥΔΕΤΕΡΑ Α Σ Θ Ε Ν Η ΡΕΥΜΑΤΑ Υπάρχουν τέσσερις θεμελιώδεις δυνάμεις στη φΰση, όχι απαραίτητα διακριτές. Η βαρύτητα και ο ηλεκτρομαγνητισμός είναι οικείες. Έπειτα υπάρχουν οι ασθενείς και ισχυρές δυνάμεις, που συνιστούν την εκπλήρωση του προγράμματος του Newton στην Οπτική, όπου δίδαξε ότι το σύνολο της φύσης θα μπορούσε να γίνει κατανοητό αΐιό την αλληλεπίδραση σωματιδίων με διάφορες δυνάμεις που θα δρούσαν ελκτικά ή απωστικά σε διαφορετικές αποστάσεις (δηλαδή με διαφορετικούς ρυθμούς εξασθένησης). Οι ισχυρές δυνάμεις είναι 100 φορές πιο ισχυρές από τον ηλεκτρομαγνητισμό, αλλά ενεργούν σε απειροελάχιστη απόσταση, το πολύ όσο η διάμετρος ενός πρωτονίου. Οι ισχυρές δυνάμεις ενεργούν στα «αδρόνια», που περιλαμβάνουν τα πρωτόνια, τα νετρόνια και κάποια πιο πρόσφατα σωματίδια, αλλά όχι στα ηλεκτρόνια ή σε οποιοδήποτε άλλο μέλος της τάξης των σωματιδίων που ονομάζονται «λεπτόνια». Οι ασθενείς δυνάμεις είναι μόνο 1/10 000 φορές ισχυρές σε σχέση με τον ηλεκτρομαγνητισμό και ενεργούν σε μια απόσταση 1/100 φορές μικρότερη από τις ισχυρές δυνάμεις. Ενεργούν όμως τόσο στα αδρόνια όσο και στα λεπτόνια, συμπεριλαμβανομένων και των ηλεκτρονίων. Το πιο γνωστό παράδειγμα ασθενούς δύναμης μπορεί να είναι η ραδιενέργεια. Η θεωρία που ενισχύει αυτές τις εικασίες είναι η κβαντική ηλεκτροδυναμική. Είναι απίστευτα επιτυχής, καθώς πολλές προβλέψεις της επιτυγχάνουν ακρίβειες εκατομμυριοστού, ένα θαύμα στην πειραματική φυσική. Εφαρμόζεται σε αποστάσεις που κυμαίνονται από τη διάμετρο της Γης μέχρι το 1/100 της διαμέτρου του πρωτονίου. Αυτή η θεωρία υποθέτει ότι όλες οι δυνάμεις «μεταφέρονται» από κάποιου είδους σωματίδιο. Τα φωτό-
^ Η εκλαϊκευμένη περιγραφή που δίνεται βασίζεται σε πολλές συζητήσεις με κάποιους πειραματιστές και επίσης στην «ντόπια» αναφορά, «Parity violation in polarized electron scattering» του Bill Kirk, SLAC Beam Line no. 8, Οκτώβριος 1978.
-340 -
π ε ι ρ α μ α τ ι σ μ ο σ και ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ο σ ρ ε α λ ι σ μ ο σ
νια κάνουν αυτήν τη δουλειά στον ηλεκτρομαγνητισμό. Υποθέτουμε ότι τα «βαρυτόνια» κάνουν το ίδιο για τη βαρύτητα. Στην περίπτωση των αλληλεπιδράσεων που ενέχουν ασθενείς δυνάμεις, υπάρχουν φορτισμένα ρεύματα. Δεχόμαστε ότι σωματίδια που ονομάζονται μποζόνια μεταφέρουν αυτές τις ασθενείς δυνάμεις. Για τα φορτισμένα ρεύματα τα μποζόνια μπορεί να είναι θετικά ή αρνητικά. Στη δεκαετία του 7 0 προέκυψε η πιθανότητα να υπάρχουν «ουδέτερα» ασθενή ρεύματα, στα οποία δε μεταφέρεται οΰτε ανταλλάσσεται φορτίο. Εξαιτίας της απλής αναλογίας προς τα αποδεδειγμένα τμήματα της κβαντικής ηλεκτροδυναμικής, τα ουδέτερα μποζόνια θεωρήθηκαν αξιωματικά ως φορείς των ασθενών αλληλεπιδράσεων. Η πιο διάσημη ανακάλυψη της πρόσφατης φυσικής υψηλών ενεργειών είναι η αποτυχία διατήρησης της ομοτιμίας. Αντίθετα από τις προσδοκίες πολλών φυσικών και φιλόσοφων, συμπεριλαμβανομένου και του Kant, η φΰση κάνει μια απόλυτη διάκριση ανάμεσα στην αριστεροστροφία και τη δεξιοστροφία. Προφανώς αυτό συμβαίνει μόνο στις ασθενείς αλληλεπιδράσεις. Αυτό που εννοούμε με τις λέξεις «δεξιόστροφο» ή «αριστερόστροφο» στη φΰση ενέχει το στοιχείο της σύμβασης. Σημείωσα ήδη ότι τα ηλεκτρόνια έχουν ιδιοστροφορμή (spin). Φαντάσου το δεξί σου χέρι δεμένο σε ένα ιδιοπεριστρεφόμενο σωματίδιο με τα δάχτυλα να δείχνουν την κατεύθυνση της ιδιοπεριστροφής. Ο αντίχειράς σου τότε θεωρείται ότι δείχνει προς την κατεύθυνση του διανύσματος της ιδιοπεριστροφής. Αν αυτά τα σωματίδια ταξιδεύουν μέσα σε μια ακτίνα, αναλογίσου τη σχέση μεταξύ του διανύσματος της ιδιοπεριστροφής και της ακτίνας. Αν η κατεύθυνση του διανύσματος της ιδιοπεριστροφής συμπίπτει με την κατεύθυνση της ακτίνας, τότε τα σωματίδια έχουν δεξιόστροφη γραμμική πόλωση, ενώ αν το διάνυσμα της ιδιοπεριστροφής είναι αντίρροπο προς την κατεύθυνση της ακτίνας, έχουν αριστερόστροφη γραμμική πόλωση. Η αρχική ανακάλυψη της παραβίασης της ομοτιμίας έδειξε ότι ένα από τα προϊόντα μιας διάσπασης ενός σωματιδίου, το επονομαζόμενο μυονικό νετρίνο, παράγεται μόνο σε αριστερόστροφη πόλωση και ποτέ σε δεξιόστροφη πόλωση. Οι παραβιάσεις της ομοτιμίας ανακαλύφθηκαν για τις ασθενείς φόρτισμένες αλληλεπιδράσεις. Τι γίνεται με τα ουδέτερα ασθενή ρεύματα; Το αξιοσημείωτο μοντέλο των Weinberg-Salam για τα τέσσερα είδη χης δύναμης προτάθηκε ανεξάρτητα από τους Stephen Weinberg το 1967 και Α. Salam το 1968. Υπονοεί μια μικρή παραβίαση της ομοτιμίας σε ουδέτερες ασθενείς αλληλεπιδράσεις. Δεδομένου ότι το μοντέλο αποτελεί μια απλή εικασία, η -341-
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
επιτυχία του ήταν εκπληκτική ή ακόμα και μεγαλοπρεπής. Έμοιαζε λοιπόν ότι αξίζει τον κόπο να ελεγχθεί η προβλεπόμενη παραβίαση της ομοτιμίας στις ουδέτερες ασθενείς αλληλεπιδράσεις. Αυτό θα μας δίδασκε περισσότερα για τις ασθενείς εκείνες δυνάμεις που ενεργούν σε τόσο μικρές αποστάσεις. Η πρόβλεψη είναι: Ελαφρώς περισσότερα αριστερόστροφα πολωμένα ηλεκτρόνια θα σκεδαστούν χτυπώντας συγκεκριμένους στόχους απ' ό,τι δεξιόστροφα ηλεκτρόνια. Ελαφρώς περισσότερα! Η διαφορά στη σχετική συχνότητα των δυο ειδών διασποράς είναι ένα μέρος στα 10 000, που αντιστοιχεί σε μια διαφορά πιθανοτήτων 0,50005 και 0,49995. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος χρησιμοποιούσε τον καθιερωμένο εξοπλισμό που ήταν διαθέσιμος στον Γραμμικό Επιταχυντή του Stanford (SLAC) στις αρχές της δεκαετίας του '70 προκαλώντας 120 παλμούς | ο δευτερόλεπτο, όπου ο κάθε παλμός παρείχε ένα συμβάν ηλεκτρονίου. Έτσι θα έπρεπε να «τρέχει» την ακτίνα του SLACt επί 27 χρόνια, προκειμένου να ανιχνεύσει μια τόσο μικρή διαφορά στη σχετική συχνότητα. Ααμβάνοντας υπόψη ότι κάποιος χρησιμοποιεί την ίδια ακτίνα για πολλά πειράματα ταυτόχρονα, επιτρέποντας σε διαφορετικά πειράματα να χρησιμοποιούν διαφορετικούς παλμούς, και ότι κανένας εξοπλισμός δεν παραμένει ο ίδιος ούτε για ένα μήνα, όχι για 27 χρόνια, ένα τέτοιο πείραμα είναι αδύνατο. Χρειάζονται πολύ περισσότερα ηλεκτρόνια να βγαίνουν σε κάθε παλμό. Χρειαζόμαστε από 1 000 έως 10 000 περισσότερα ηλεκτρόνια ανά παλμό απ' ό,τι ήταν παλαιότερα δυνατό. Στην πρώτη προσπάθεια χρησιμοποιήθηκε ένα όργανο που τώρα ονομάζεται PEGGY I. Στην ουσία ήταν μια εκλεπτυσμένη εκδοχή της θερμής καθόδου του Thomson. Θερμαινόταν λίθιο και εκπέμπονταν ηλεκτρόνια. Το PEGGY II χρησιμοποιεί εντελώς διαφορετικές αρχές.
PEGGY II Η βασική ιδέα ξεκίνησε όταν ο C. Υ. Prescott παρατήρησε («τυχαία»!) ένα άρθρο σε ένα περιοδικό οπτικής για μια κρυσταλλική ουσία που ονομαζόταν αρσενίδιο του γαλλίου (GaAs). Το GaAs έχει μία παράξενη ιδιότητα. Ό τ α ν προσβάλλεται από κυκλικά πολωμένο φως της σωστής συχνότητας, εκπέμπει πολλά γραμμικά πολωμένα ηλεκτρόνια. Υπάρχει μια πρόσφορη χονδρική κβαντική εξήγηση για τους λόγους που αυτό συμβαίνει και για το γιατί τα μισά από τα εκπεμπόμενα ηλεκτρόνια θα πολωθούν, τα 3/4 προς μια κατεύθυνση και το 1/4 προς την άλλη. Το PEGGY II χρησιμοποιεί το γεγονός αυτό, όπως επίσης και το γεγο-342-
π ε ι ρ α μ α τ ι σ μ ο σ και ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ο σ ρ ε α λ ι σ μ ο σ
νός ότι το GaAs εκπέμπει πολλά ηλεκτρόνια εξαιτίας ιδιοτήτων της κρυσταλλικής δομής του. Ακολουθεί λίγη μηχανολογία. Χρειάζεται έργο για να ελευθερωθεί ένα ηλεκτρόνιο από μια επιφάνεια. Γνωρίζουμε ότι η επίστρωση της επιφάνειας με το σωστό υλικό βοηθάει. Στην περίπτωση αυτή απλώνεται στον κρύσταλλο ένα λεπτό στρώμα καισίου και οξυγόνου. Επιπλέον, όσο μικρότερη είναι η πίεση του αέρα γΰρω από τον κρύσταλλο, τόσο περισσότερα ηλεκτρόνια θα δραπετεύσουν για μία δεδομένη ποσότητα έργου. Έτσι ο βομβαρδισμός λαμβάνει χώρα σε κενό αέρος σε θερμοκρασία υγροΰ αζώτου. Χρειαζόμαστε την κατάλληλη πηγή φωτός. Ένα λέιζερ με εκλάμψεις ερυθρού φωτός (7100 Angstroms) εστιάζεται στον κρύσταλλο. Το φως διέρχεται πρώτα μέσα από ένα συνηθισμένο πολωτή, ένα πολύ παλιομοδίτικο πρίσμα ασβεστίτη ή «Ισλανδικού κρυστάλλου». Αυτό δίνει γραμμικά πολωμένο φως. Εμείς θέλουμε να προσκρούσει στον κρύσταλλο κυκλικά πολωμένο φως. Η πολωμένη ακτίνα λέιζερ περνάει τώρα μέσα από μια έξυπνη συσκευή, που ονομάζεται κύτταρο του Pockel (Pockel's cell). Αυτό μετατρέπει ηλεκτρικά τα γραμμικά πολωμένα φωτόνια σε κυκλικά πολωμένα φωτόνια. Καθώς είναι ηλεκτρική συσκευή, ενεργεί ως πολύ γρήγορος διακόπτης. Η κατεύθυνση της κυκλικής πόλωσης εξαρτάται από την κατεύθυνση του ρεύματος μέσα στο κύτταρο. Ως εκ τούτου, η κατεύθυνση της πόλωσης μπορεί να ποικίλλει κατά τυχαίο τρόπο. Αυτό είναι σημαντικό, επειδή προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε μια μικροσκοπική ασυμμετρία ανάμεσα στη δεξιόστροφη και την αριστερόστροφη πόλωση. Το τυχαίο του πράγματος μάς βοηθά να προστατευτούμε από οποιαδήποτε συστηματική «διολίσθηση» του εξοπλισμού. Η τυχαιοποίηση ενεργοποιείται από μια ραδιενεργή συσκευή διάσπασης σωματιδίων και ένας υπολογιστής καταγράφει την κατεύθυνση της πόλωσης για κάθε παλμό. Ένας κυκλικά πολωμένος παλμός προσκρούει στον κρύσταλλο GaAs, με αποτέλεσμα έναν παλμό γραμμικά πολωμένων ηλεκτρονίων. Μια ακτίνα τέτοιων παλμών οδηγείται με μαγνήτες προς τον επιταχυντή για το επόμενο στάδιο του πειράματος. Περνάει μέσα από μια συσκευή που ελέγχει την αναλογία της πόλωσης κατά την πορεία. Το υπόλοιπο του πειράματος απαιτεί άλλες συσκευές και ανιχνευτές ανάλογης επινοητικότητας, αλλά ας σταθούμε στο PEGGY II. «ΚΟΡΙΟΙ» Οι σύντομες περιγραφές το κάνουν να μοιάζει υπερβολικά εύκολο, γι' αυτό ας σταθούμε για να σκεφτούμε πώς απαλλασσόμαστε από τα ελαττώ-343-
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
ματα ή τους «κοριούς». Πολλοί από τους «κοριούς» δε γίνονται ποτέ κατανοητοί. Εξαφανίζονται με τη δοκιμή και το λάθος. Ας παρουσιάσουμε τρία διαφορετικά είδη: (1) τους βασικούς τεχνικούς περιορισμούς που στο τέλος πρέπει να ληφθούν υπόψη στην ανάλυση σφάλματος, (2) απλουστέρα μηχανικά ελαττώματα που δεν μπορεί κανείς να τα φανταστεί μέχρι να παρουσιαστούν μπροστά του, (3) προαισθήματα για το τι μπορεί να πάει λάθος. 1. Οι ακτίνες λέιζερ δεν είναι τόσο σταθερές όσο διδάσκει η επιστημονική φαντασία και υπάρχει πάντα μια ποσότητα «τρέμουλου» στην ακτίνα, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, από το οποίο δεν μπορούμε να απαλλαγούμε. 2. Σε ένα πιο βασικό επίπεδο, τα ηλεκτρόνια από τον κρύσταλλο GaAs σκεδάζονται προς τα πίσω και ακολουθούν οπισθόδρομα το ίδιο κανάλι που χρησιμοποίησε η ακτίνα λέιζερ για να χτυρήσει τον κρύσταλλο. Τα περισσότερα από αψψί εκτρέπονται τότε μαγνητικά. Μερικά όμως αντανακλώνται από τη μη^χ^αγή λέιζερ και μπαίνουν πάλι πίσω στο σύστημα. Πρέπει λοιπόν να εξαφανίσεις αυτά τα καινούργια διάχυτα ηλεκτρόνια. Αυτό γίνεται με χονδροειδή μηχανικά μέσα, που τα κάνουν να εστιάσουν ακριβώς έξω από τον κρύσταλλο και έτσι να απομακρυνθούν. 3. Οι καλοί πειραματιστές φυλάγονται από το παράλογο. Ν α υποθέσουμε ότι σωματίδια σκόνης στην επιφάνεια ενός πειράματος είναι επίπεδα, όταν ο πολωμένος παλμός τα χτυπήσει, και έπειτα σηκώνονται, όταν προσβληθούν από έναν παλμό πολωμένο στην αντίθετη κατεύθυνση; θ α μπορούσε να έχει αυτό ένα συστηματικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι ανιχνεύουμε μια ελάχιστη ασυμμετρία; Αυτό το σκέφτηκε κάποιος από την ομάδα στα μαύρα μεσάνυχτα και το επόμενο πρωί άρχισε μανιωδώς να ψεκάζει τα πάντα με σπρέι κατά της σκόνης. Αυτό κράτησε περίπου ένα μήνα, για κάθε ενδεχόμενο.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Απαιτήθηκαν περίπου γεγονότα, προκειμένου να πάρουμε ένα αποτέλεσμα που να αναγνωρίζεται πάνω από τα συστηματικά και τα στατιστικά λάθη. Μολονότι η ιδέα του συστηματικού λάθους παρουσιάζει ενδιαφέροντα εννοιολογικά προβλήματα, μοιάζει να είναι άγνωστη στους φιλόσοφους. Υπήρχαν συστηματικές αβεβαιότητες στην ανίχνευση της δεξιόστροφης και αριστερόστροφης πόλωσης, υπήρχε κάποιο τρέμουλο και υπήρχαν και άλλα προβλήματα για τις παραμέτρους των δύο ειδών ακτίνων. Αυτά τα σφάλματα αναλύθηκαν και προστέθηκαν γραμμικά στο στατιστικό σφάλμα. Για ένα -344-
π ε ι ρ α μ α τ ι σ μ ο σ και ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ο σ ρ ε α λ ι σ μ ο σ
φοιτητή του στατιστικού συμπερασμού, αυτή αποτελεί μια πραγματικά ευφάνταστη ανάλυση χωρίς καμία απαιτούμενη λογική. Ό π ω ς κι αν έχει το πράγμα, χάρη στο PEGGY Π, ο αριθμός των γεγονότων ήταν αρκετά μεγάλος, ώστε να δώσει ένα αποτέλεσμα που ικανοποιούσε το σύνολο της φυσικής κοινότητας. Τα αριστερόστροφα πολωμένα ηλεκτρόνια σκεδάζονται από το δευτέριο ελαφρώς πιο συχνά από τα δεξιόστροφα ηλεκτρόνια. Αυτό ήταν το πρώτο πειστικό παράδειγμα παραβίασης της ομοτιμίας σε μια ασθενή αλληλεπίδραση ουδέτερου ρεύματος.
ΣΧΟΛΙΟ Η κατασκευή του PEGGY Π ήταν εντελώς μη θεωρητική. Κανείς δεν επεξεργάστηκε εκ των προτέρων τις πολωτικές ιδιότητες του GaAs -αυτό βρέθηκε από ένα τυχαίο συναπάντημα με μια άσχετη πειραματική έρευνα. Παρόλο που η στοιχειώδης κβαντική θεωρία των κρυστάλλων εξηγεί το φαινόμενο της πόλωσης, δεν εξηγεί τις ιδιότητες του πραγματικού κρυστάλλου που χρησιμοποιείται. Κανείς δεν έχει πραγματικό κρύσταλλο για να πολώσει περισσότερο από το 37% των ηλεκτρονίων, μολονότι θεωρητικά θα μπορούσε να πολωθεί το 50%. Ομοίως, μολονότι έχουμε μια γενική εικόνα του γιατί τα στρώματα του καισίου και του οξυγόνου θα «δημιουργήσουν αρνητική συνάφεια ηλεκτρονίων», που σημαίνει ότι θα διευκολύνουν τη δραπέτευση των ηλεκτρονίων, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ποσοτικά γιατί αυτό αυξάνει την αποδοτικότητα μέχρι το 37%. Ούτε υπήρχε εγγύηση ότι τα διάφορα κομμάτια θα ταίριαζαν. Για να δώσω ένα ακόμα πιο πρόσφατο παράδειγμα, η μελλοντική πειραματική εργασία, που περιγράφεται με συντομία παρακάτω, μας κάνει να θέλουμε περισσότερα ηλεκτρόνια ανά παλμό απ' ό,τι μπορούσε να προσφέρει το PEGGY Π. Ό τ α ν το πείραμα της ομοτιμίας αναφέρθηκε στους Τάιμςττ\ς Νέας Υόρκης, μία ομάδα στο Εργαστήριο Bell διάβασε την εφημερίδα και κατάλαβε τι γινόταν. Είχαν κατασκευάσει ένα κρυσταλλικό πλέγμα για εντελώς άσχετους λόγους. Αυτό χρησιμοποιεί στρώματα GaAs και μία σχετική ένωση του αλουμινίου. Η δομή αυτού του πλέγματος κάνει κάποιον να περιμένει ότι ουσιαστικά όλα τα ηλεκτρόνια που εκπέμπονται θα πολώνονται. Τσως λοιπόν να μπορούμε να διπλασιάσουμε την αποδοτικότητα του PEGGY II. Προς το παρόν αυτή η ωραία ιδέα παρουσιάζει προβλήματα. Το νέο πλέγμα θα πρέπει να είναι επίσης επιστρωμένο με υλικό που να ελαττώ-345-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντα!
νει χο έργο. Το μείγμα καισίου-οξυγόνου επιστρώνεται σε υψηλές θερμοκρασίες. ^Ετσι το αλουμίνιο έχει την τάση να διαποτίζει το γειτονικό στρώμα του GaAs και το όμορφο τεχνητό πλέγμα γίνεται κάπως ανώμαλο, περιορίζοντας τις ωραίες του ιδιότητες να πολώνει τα ηλεκτρόνια που εκπέμπονται. Ι σ ω ς λοιπόν αυτό να μη λειτουργήσει ποτέ. Ο Prescott αναβιώνει ταυτόχρονα μια αναβαθμισμένη νέα θερμιονική κάθοδο, για να πάρει περισσότερα ηλεκτρόνια. Η «θεωρία» δε θα μπορούσε να μας πει ότι το PEGGY II θα νικούσε το θερμιονικό PEGGY I. Ούτε και μπορεί να μας πει αν κάποιο θερμιονικό PEGGY III θα νικήσει το PEGGY II. Σημειώστε επίσης ότι οι άνθρωποι του εργαστηρίου Bell δεν ήταν απαραίτητο να γνωρίζουν πολλά για τη θεωρία του ουδέτερου ασθενούς ρεύματος, προκειμένου να στείλουν το δείγμα^του πλέγματός τους. Απλά διάβασαν τους Τάιμ^τχγ; Νέας Υόρκης. ^ ι ΔΙΔΑΓΜΑ Κάποτε είχε νόημα να αμφισβητείς την ύπαρξη των ηλεκτρονίων. Ακόμα και αφότου ο Thomson μέτρησε τη μάζα των σωματιδίων του και ο Millikan το φορτίο τους, η αμφισβήτηση μπορούσε να έχει νόημα. Πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι ο Millikan μετρούσε την ίδια οντότητα που μετρούσε και ο Thomson. Χρειαζόταν όμως μεγαλύτερη θεωρητική επεξεργασία. Η ιδέα έπρεπε να τροφοδοτήσει πολλά άλλα φαινόμενα. Η φυσική στερεάς κατάστασης, το άτομο, η υπεραγωγιμότητα: όλα έπρεπε να παίξουν το ρόλο τους. Κάποτε ο καλύτερος λόγος για να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχουν ηλεκτρόνια θα μπορούσε να ήταν η επιτυχημένη εξήγηση. Είδαμε στο κεφάλαιο 12 πώς εξήγησε ο Lorentz το φαινόμενο Faraday με τη θεωρία των ηλεκτρονίων. Έ χ ω πει ότι η ικανότητα να εξηγήσουμε κάτι φέρει λίγη μόνον εγγύηση αλήθειας. Ακόμα και στην εποχή του J. J. Thomson οι μετρήσεις είχαν μεγαλύτερο βάρος από τις εξηγήσεις. Οι εξηγήσεις οπωσδήποτε βοηθούσαν. Μερικοί μπορεί να πίστευαν στα ηλεκτρόνια, επειδή η αξιωματική αποδοχή της ύπαρξής τους μπορούσε να εξηγήσει μια μεγάλη ποικιλία φαινομένων. Ευτυχώς δε χρειάζεται πια να υποκρινόμαστε ότι συμπεραίνουμε από την επιτυχία στις εξηγήσεις (δηλαδή από αυτό που κάνει τη σκέψη μας να αισθάνεται καλά). Ο Prescott και άλλοι δεν εξηγούν τα φαινόμενα με τα ηλεκτρόνια. Γνωρίζουν πώς να τα χρησιμοποιούν. Κανείς που έχει τα λογικά του δεν πιστεύει ότι τα ηλεκτρόνια «πράγματι» είναι απλώς μικρές περιστρεφόμενες σφαίρες γύρω από τις οποίες θα μπορούσε κάποιος, με αρκετά μικρό χέρι, να
-346-
π ε ι ρ α μ α τ ι σ μ ο σ και ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ο σ ρ ε α λ ι σ μ ο σ
τυλίξει τα δάχτυλα και να βρει την κατεύθυνση της ιδιοπεριστροφής κατά μήκος του αντίχειρα. Αντ' αυτοΰ υπάρχει μία οικογένεια αιτιωδών ιδιοτήτων, με βάση τις οποίες προικισμένοι πειραματιστές περιγράφουν και παρατάσσουν τα ηλεκτρόνια για να ερευνήσουν κάτι άλλο, για παράδειγμα ουδέτερα ασθενή ρεύματα και ουδέτερα μποζόνια. Γνωρίζουμε απίστευτα πολλά πράγματα για τη συμπεριφορά των ηλεκτρονίων. Είναι εξίσου σημαντικό να γνωρίζουμε τι δεν έχει σημασία για τα ηλεκτρόνια. Έτσι, γνωρίζουμε ότι κατευθύνοντας μία πολωμένη ακτίνα ηλεκτρονίων σε ένα μαγνητικό σωληνοειδές δεν επηρεάζεται η πόλωση κατά κανένα σημαντικό τρόπο. Έχουμε προαισθήματα πολύ δυνατά για να τα αγνοήσουμε, αλλά πολύ ασήμαντα για να τα ελέγξουμε ανεξάρτητα. Για παράδειγμα, η σκόνη μπορεί να χορεύει με τις αλλαγές κατεύθυνσης της πόλωσης. Αυτά τα προαισθήματα βασίζονται σε μια δύσκολα αποκτημένη αίσθηση περί του τι είδους πράγματα είναι τα ηλεκτρόνια. (Δεν έχει καμία σημασία σε αυτό το προαίσθημα αν τα ηλεκτρόνια είναι νέφη ή κύματα ή σωματίδια.)
ΠΟΤΕ 0 1 Υ Π Ο Θ Ε Τ Ι Κ Ε ! Ο Ν Τ Ο Τ Η Τ Ε Σ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ Σημειώστε την απόλυτη αντίθεση μεταξύ ηλεκτρονίων και ουδέτερων μποζονίων. Μου έχουν πει ότι κανείς δεν μπορεί μέχρι τώρα να κατευθύνει μια δέσμη ουδέτερων μποζονίων, αν υπάρχουν τέτοια. Ακόμα και τα ουδέτερα ασθενή ρεύματα μόλις τώρα αναδύονται από την αχλύ των υποθέσεων. Μέχρι το 1980 μια επαρκής ποικιλία πειστικών πειραμάτων τα μετέτρεψε σε αντικείμενο έρευνας. Πότε μπορεί να χάσουν την υποθετική υπόστασή τους και να γίνουν τετριμμένη πραγματικότητα όπως τα ηλεκτρόνια; Ό τ α ν τα χρησιμοποιήσουμε για να ερευνήσουμε κάτι άλλο. Ανέφερα την επιθυμία να κατασκευάσουμε ένα καλύτερο πιστόλι από το PEGGY II. Γιατί; Επειδή τώρα «γνωρίζουμε» ότι η ομοτιμία παραβιάζεται στις ουδέτερες ασθενείς αλληλεπιδράσεις. Τσως με μία ακόμα πιο αλλόκοτη στατιστική ανάλυση από εκείνη που ενέχεται στο πείραμα της ομοτιμίας να μπορούμε να απομονώσουμε μόνο τις ασθενείς αλληλεπιδράσεις. Με άλλα λόγια, έχουμε πολλές αλληλεπιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων ας πούμε και των ηλεκτρομαγνητικών. Αυτές μπορούμε να τις αποκλείσουμε με διάφορους τρόπους, αλλά μπορούμε επίσης να επιλέξουμε στατιστικά μία τάξη ασθενών αλληλεπιδράσεων, όπως ακριβώς αυτές στις οποίες δε διατηρείται η ομοτιμία. Αυτό θα μπορούσε πιθανότατα να μας δείξει το δρόμο για αρκετά βαθιές
-347-
β ' μεροσ:
παρεμβαινοντασ
έρευνες περί της ύλης και της αντι-ύλης. Για να κάνει κάποιος την ανάλυση, θα χρειαζόταν ακόμα περισσότερα ηλεκτρόνια ανά παλμό απ' ό,τι θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα παράγει το PEGGY Π. Αν πετύχαινε ένα τέτοιο πείραμα, θα έπρεπε να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε τα ουδέτερα ασθενή ρεύματα ως εργαλείο χειρισμού για να ερευνήσουμε κάτι άλλο. Το επόμενο βήμα προς ένα ρεαλισμό σχετικά με τέτοια ρεύματα θα είχε γίνει.
0 1 ΚΑΙΡΟΙ ΑΛΛΑΖΟΥΝ Μολονότι ο ρεαλισμός και ο αντιρεαλισμός αποτελούν μέρος της φιλοσοφίας της επιστήμης ήδη από την ελληνική προϊστορία, οι παρούσες εκδοχές μας απορρέουν κυρίως από συζητήσεις για τον ατομισμό στο τέλος του 19ου αιώνα. Q αντιρεαλισμός σχετικά με τα άτομα ήταν εν μέρει ζήτημα της φυσικής: οι ενέργητιστές πίστευαν ότι στη βάση των πάντων βρισκόταν η ενέργεια, κι όχι μικροσκοπικά κομμάτια ύλης. Συνδεόταν επίσης με το θετικισμό των Comte, Mach, Pearson, ακόμα και του J. S. Mill. Ο νεότερος συνεργάτης του Mill, ο Alexander Bain, εκθέτει το ζήτημα με ένα χαρακτηριστικό τρόπο στο εγχειρίδιό του. Λογική, Παραγωγική και Επαγωγική {Logic, Deductive and Inductive). Του φαινόταν σωστό να γράφει το 1870 ότι: Μερικές υποθέσεις αποτελούνται από παραδοχές σχετικά με τη μικροσκοπική δομή και τη λειτουργία των σωμάτων. Λόγω της φύσης του θέματος, αυτές οι παραδοχές δεν μπορούν να αποδειχτούν ποτέ άμεσα. Η αξία τους έγκειται στην καταλληλότητά τους να εκφράσουν τα φαινόμενα. Αποτελούν Αντιπροσωπευτικούς Μύθους. «Όλες οι παραδοχές σχετικά με την έσχατη δομή των σωματιδίων της ύλης», συνεχίζει ο Bain, «είναι και θα πρέπει να είναι πάντα υποθετικές ...». Η κινητική θεωρία της θερμότητας, λέει, «υπηρετεί μία σημαντική διανοητική λειτουργία». Δεν μπορούμε όμως να θεωρήσουμε ότι αποτελεί μία αληθινή περιγραφή του κόσμου. Είναι ένας Αντιπροσωπευτικός Μύθος. Ο Bain είχε σίγουρα δίκιο έναν αιώνα πριν. Οι υποθέσεις για τη μικροσκοπική δομή της ύλης δεν μπορούσαν να αποδειχτούν τότε. Η μόνη απόδειξη μπορούσε να είναι έμμεση, ότι δηλαδή οι υποθέσεις φαίνονταν να παρέχουν κάποια εξήγηση και βοηθούσαν στο να κάνουμε καλές προβλέψεις. Τέτοιοι συμπερασμοί δεν είναι απαραίτητο να γεννούν πεποίθηση στο φιλόσοφο που τείνει προς την εργαλειοκρατία ή προς κάποιο άλλο είδος ιδεαλισμού. Πράγματι, η κατάσταση μοιάζει με την επιστημολογία του 17ου αιώνα. Εκείνη την εποχή η γνώση θεωρούνταν ως σωστή αναπαράσταση. Τότε -348-
π ε ι ρ α μ α τ ι σ μ ο σ και ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ο σ ρ ε α λ ι σ μ ο σ
όμως δεν μπορούσε κανείς να βγει έξω από τις αναπαραστάσεις, ώστε να είναι σίγουρος ότι ανταποκρίνονται στον κόσμο. Κάθε έλεγχος μιας αναπαράστασης είναι απλώς άλλη μια αναπαράσταση. «Τίποτα δε μοιάζει τόσο πολΰ σε μια ιδέα όσο μια ιδέα», όπως το έθετε ο Επίσκοπος Berkeley. Το να προσπαθήσεις να επιχειρηματολογήσεις υπέρ του επιστημονικού ρεαλισμού στο επίπεδο της θεωρίας, του ελέγχου, της εξήγησης, της προβλεπόμενης επιτυχίας, της σύγκλισης των θεωριών κ.ο.κ. σημαίνει να είσαι κλειδωμένος σε έναν κόσμο αναπαραστάσεων. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο επιστημονικός αντιρεαλισμός είναι τόσο σταθερός ανταγωνιστής. Αποτελεί κι αυτός μια παραλλαγή της «θεωρίας του θεατή της γνώσης». Οι επιστήμονες, σε αντίθεση με τους φιλόσοφους, γενικά είχαν γίνει ρεαλιστές σχετικά με τα άτομα μέχρι το 1910. Παρά την αλλαγή στο κλίμα, κάποια ποικιλία του ινστρουμενταλισμοΰ ή της φαντασιοκρατίας των αντιρεαλιστών παρέμενε ως ισχυρή φιλοσοφική εναλλακτική λύση το 1910 και το 1930. Αυτό μας διδάσκει η ιστορία της φιλοσοφίας. Το μάθημα είναι το εξής: σκέψου την πράξη, όχι τη θεωρία. Ο αντιρεαλισμός σχετικά με τα άτομα ήταν πολύ ευαίσθητος, όταν έγραφε ο Bain πριν από έναν αιώνα. Ο αντιρεαλισμός σχετικά με οποιεσδήποτε υπομικροσκοπικές οντότητες ήταν ένα στέρεο δόγμα εκείνες τις ημέρες. Τα πράγματα είναι διαφορετικά σήμερα. Η «άμεση» απόδειξη των ηλεκτρονίων κ.λπ. είναι η ικανότητά μας να τα κατευθύνουμε χρησιμοποιώντας κατανοητές χαμηλόβαθμες αιτιώδεις ιδιότητες. Δεν ισχυρίζομαι φυσικά ότι η πραγματικότητα συγκροτείται από την ικανότητα των ανθρώπων στο χειρισμό. Η ικανότητα του Millikan να προσδιορίσει το φορτίο του ηλεκτρονίου ήταν αποφασιστικής σημασίας για την ιδέα των ηλεκτρονίων: περισσότερο, πιστεύω, από τη θεωρία του Lorentz για το ηλεκτρόνιο. Ο προσδιορισμός του φορτίου ενός πράγματος κάνει κάποιον να t o πιστέψει πολύ περισσότερο από την αξιωματική αποδοχή του για να εξηγήσει κάτι άλλο. Ο Millikan βρίσκει το φορτίο του ηλεκτρονίου: ακόμα καλύτερα. Οι Uhlenbeck και Goudsmit το 1925 αποδίδουν στα ηλεκτρόνια στροφορμή, λύνοντας ευφυώς πολλά προβλήματα. Τα ηλεκτρόνια έχουν από τότε και για πάντα ιδιοστροφορμή. Το αποφασιστικό γεγονός είναι όταν μπορούμε να δώσουμε στα ηλεκτρόνια ιδιοστροφορμή, να τα πολώσουμε και να τα κάνουμε έτσι να σκεδαστούν σε ελαφρά διαφορετικές αναλογίες. Υπάρχουν σίγουρα αναρίθμητες οντότητες και διαδικασίες για τις οποίες δε θα μάθουν ποτέ οι άνθρωποι. Ι σ ω ς υπάρχουν πολλές, τις οποίες για λόγους αρχής δε θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε ποτέ. Η πραγματικότητα μας ξεπερνά. Το καλύτερο είδος απόδειξης για την πραγματικότητα μιας -349-
β' μεροσ:
παρεμβαινοντα!
αξιωματικής ή συναγόμενης οντότητας είναι ότι μπορούμε να αρχίσουμε να τη μετράμε ή αλλιώς να κατανοούμε το αιτιώδες πλέγμα της. Η καλύτερη απόδειξη, από την άλλη, ότι έχουμε αυτό το είδος της κατανόησης είναι ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε, από το τίποτα, να κατασκευάζουμε μηχανές που θα λειτουργούν σχετικά αξιόπιστα, εκμεταλλευόμενοι τη μία ή την άλλη αιτιώδη συνάφεια. Ως εκ τούτου, η μηχανοτεχνική, κι όχι η θεωρία, είναι η καλύτερη απόδειξη για τον επιστημονικό ρεαλισμό σχετικά με τις οντότητες. Η επίθεσή μου στον επιστημονικό αντιρεαλισμό είναι ανάλογη με τη σφοδρή επίθεση του Μαρξ στον ιδεαλισμό της εποχής του. Και οι δύο λέμε ότι το ζήτημα δεν είναι να κατανοήσουμε τον κόσμο, αλλά να τον αλλάξουμε. Ισως υπάρχουν μερικές οντότητες, τις οποίες μπορούμε για θεωρητικούς λόγους να τις γνωρίσουμε μόνο μέσα από τη θεωρίρ (μαύρες τρύπες). Τότε η απόδειξή μας είναι σαν κι αυτή που μας δίνει ο Lorentz. Τσως υπάρχουν οντότητες που μόνο^τις μετράμε και δεν τις χρησιμοποιούμε ποτέ. Το πειραματικό επιχείρημα για το ρεαλισμό δεν λέει ότι υπάρχουν μόνο τα αντικείμενα του πειραματιστή. Τώρα πρέπει να ομολογήσω κάποιο σκεπτικισμό μου, για τις μαύρες τρύπες, ας πούμε. Υποψιάζομαι ότι μπορεί να υπάρχει μια άλλη αναπαράσταση του σύμπαντος, εξίσου συνεπής με τα φαινόμενα, στην οποία να αποκλείονται οι μαύρες τρύπες. Έχω κληρονομήσει από τον Leibniz μια απέχθεια για τις απόκρυφες δυνάμεις. Θυμηθείτε πώς καταφέρθηκε ενάντια στη νευτώνεια βαρύτητα ως απόκρυφη. Χρειάστηκαν δύο αιώνες για να αποδειχθεί ότι είχε δίκιο. Ο αιθέρας του Newton ήταν επίσης εξαιρετικά απόκρυφος. Μας δίδαξε πολλά. Ο Maxwell έκανε τα ηλεκτρομαγνητικά του κύματα στον αιθέρα και ο Hertz επικύρωσε την ύπαρξη του αιθέρα αποδεικνύοντας την ύπαρξη ραδιοκυμάτων. Ο Michelson επινόησε έναν τρόπο αλληλεπίδρασης με τον αιθέρα. Πίστευε ότι το πείραμά του επιβεβαίωνε τη θεωρία του Stokes για το ότι παρασύρεται ο αιθέρας, στο τέλος όμως αυτό ήταν ένα από τα πολλά πράγματα που έκαναν τον αιθέρα να «παραδώσει το πνεύμα». Ένας σκεπτικιστής, όπως εγώ, έχει μια ελάχιστη επαγωγική σκέψη. Μακρόβιες θεωρητικές οντότητες, τις οποίες τελικά δε χειριζόμαστε, συνήθως αποδεικνύονται απλώς όμορφα λάθη.^
^ Σε προηγούμενη σελίδα τα ασθενή ουδέτερα μποζόνια χρησιμεύουν ως παράδειγμα καθαρά υποθετικών οντοτήτων. Τον Ιανουάριο του 1983 το CERN ανακοίνωσε την παρατήρηση του πρώτου τέτοιου σωματιδίου W στην αντίδραση πρωτονίου-αντιπρωτονίου στα 540 GeV.
-350-
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ Υπάρχει μια σχολιασμένη βιβλιογραφία από 95 εγγραφές στο τέλος μιας ανθολογίας μου με κείμενα μετα-Κουνιανής φιλοσοφίας της επιστήμης: (1) Ian Hacking (ed.), Scientific Revolutions, Oxford, 1982. Δε θα την επαναλάβω εδώ, οΰτε θα παραθέσω βιβλία που ήδη συζήτησα ενδελεχώς παραπάνω. Για τα κεφάλαια του πρώτου μέρους, «Αναπαριστώντας», παραθέτω εδώ ορισμένα κλασικά έργα, κάποιες χρήσιμες ανθολογίες και μερικά πρόσφατα γραπτά. Μερικές από τις ανθολογίες είναι αριθμημένες, ώστε να γίνεται κατόπιν εύκολη η αναφορά σε αυτές. Καθώς λίγα από τα θέματα του δεύτερου μέρους, «Παρεμβαίνοντας», έχουν συζητηθεί επί μακρόν από φιλοσόφους, δεν επιχειρώ μία κατανομή ανά κεφάλαιο, αλλά εφιστώ την προσοχή άμεσα σε λίγα κείμενα που βρήκα βοηθητικά.
Εισαγωγή: Ορθολογικότητα Αρχίζει κανείς, φυσικά, από το Τ. S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, Chicago, 1962, 2η έκδ., με προσθήκες, 1969. Δοκίμια του Kuhn για παρεμφερή θέματα βρίσκονται στο The Essential Tension: Selected Studies in Scientific Thought and Change, Chicago, 1977. «CommensurabiUty, comparabiUty, communicability», PSA 1982, Τόμος 2. «What are scientific revolutions?» Occasional Paper no. 18, Center for Cognitive Science, Massachusetts Institute of Technology. Μια εξαιρετική ανθολογία δοκιμίων γύρω από τις ιδέες του Kuhn είναι η (2) Gary Gutting (ed.). Paradigms and Paradoxes, Notre Dame, 1980. Ακολουθούν τρία βιβλία και μια συλλογή δοκιμίων για την ορθολογικότητα στην επιστήμη: Larry Laudan, Progress and its Problems, California, 1977. W. Newton-Smith, The Rationality of Science, London, 1981. Husain Sarkar, A Theory of Method, California, 1983. (3) Martin Hollis and Steven Lukes (eds.). Rationality and Relativism, Oxford, 1982. Θα πρέπει κανείς να συμβουλευτεί επίσης τα έργα που σχετίζονται με τον Imre Lakatos, που παρατίθενται στο κεφάλαιο 8 παρακάτω. Μια διεξοδική μελέτη της ιστορίας της ιδέας της επιστημονικής επανάστασης είναι η: -351 -
περαιτερω
μελετη
I. Β. Cohen, Revolution in Science: The History, Analysis and Significance of a Concept and a Name, Cambridge, Mass., 1984.
1. Ti είναι ο επιστημονικός ρεαλισμός; Για μια έξοχη επισκόπηση της τρέχουσας συζήτησης, δείτε το: (4) Jarrett Leplin (ed.). Essays on Scientific Realism, Notre Dame, 1983. Υπάρχουν πλέον πολλές ταξινομήσεις των επιστημονικών ρεαλισμών. Μία είναι η: Paul Horwich, «Three forms of reaUsm», Synthese 52 (1982), σσ. 181-201.
2. Κατασκευές και αιτίες Πέρα από το Sense and Sensibilia, που αν(|φέρεται εντός κειμένου, μπορεί κανείς να βρει και άλλα παραδείγματα της χρήσης από τον Austin των αγγλικών λέξεων στ0: J. L. Austin, Philosophical Papers, 3η έκδ., Oxford, 1979. Παρά την αρχική επιρροή αυτοΰ του έργου, πρέπει δυστυχώς να επισημάνω ότι σχεδόν κανείς δεν κάνει τέτοιου είδους φιλοσοφία σήμερα. Ο Austin είχε επίσης ένα πιο εικοτολογικό πρόγραμμα, το οποίο υιοθετήθηκε από ορισμένους εξέχοντες φιλοσόφους στη Γερμανία και, σε μικρότερο βαθμό, στις Ηνωμένες Πολιτείες: How to do Things with Words, Oxford, 1963. Για δριμεία κριτική περί των όσων λέει ο Austin για τη λέξη «πραγματικό», διαβάστε: Jonathan Bennett, «Real», Κ. Fann (ed.), / L. Austin, A Symposium, London, 1969. To εισαγωγικό βιβλίο του Smart είναι το: J. J. C. Smart, Between Science and Philosophy: An Introduction to the Philosophy of Science, New York, 1968. Δεν είναι σαφές αν ο αιτιοκρατισμός της Cartwright έχει συγκεκριμένους προδρόμους, αλλά η ίδια αναγνωρίζει σημαντικές οφειλές στο κλασικό έργο, δημοσιευμένο αρχικά στα γαλλικά το 1906, Pierre Duhem, The Aim and Structure of Physical Theory, Vvmc^ton, 1954. Σε ένα προς το παρόν αδημοσίευτο σημείωμα που μόλις είδα, ο Bas van Fraassen ισχυρίζεται ότι ο αιτιοκρατισμός έχει τις ρίζες του στη νευτώνεια αναζήτηση για vera causa (αληθείς αιτίες) σε συνδυασμό με το διάσημο ισχυρισμό, hypotheses ηοη fingo (δεν κάνω, ή δεν εξαρτώμαι από, υποθέσεις). -352 -
περαιτερω
μελετη
3. Θετικισμός Ό π ω ς επισημαίνεται στο κείμενο, πολλοί ανιχνεύουν το πνεύμα του θετικισμού στον Hume ή και νωρίτερα. Και πάλι, η λέξη ανήκει στον Comte. Κάθε πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη θα έχει στους καταλόγους της αρκετά βιβλία ή επιλογές του Comte σε μετάφραση. Μία από τις μορφές που αναφέρεται συχνά ως θετικιστής είναι ο Ernst Mach. Αυτό δεν είναι τελεσίδικο. Ο Paul Feyerabend θα συνεισφέρει ένα μεγάλο δοκίμιο σε έναν αναμνηστικό τόμο προς τιμήν του Grover Maxwell (University of Minnesota Press, αναμένεται το 1984), στο οποίο καταλήγει θαρραλέα ότι ο Mach δεν ήταν θετικιστής. Το διάβασμα του Mach θα μπορούσε να αρχίσει με το Ernst Mach, The Analysis of Sensations, Chicago, 1887, και αναρίθμητες επανεκδόσεις με αρκετές παραλλαγές του τίτλου. Πιο καθαρά θετικιστικό κλασικό κείμενο είναι το Karl Pearson, The Grammar of Science, London, σε πολλές και ουσιαστικά αναθεωρημένες ή συμπληρωμένες εκδόσεις από το 1897 και μετά. Η κλασική κριτική του θετικισμού σε αυτό το στάδιο της εξέλιξής του ξεχωρίζει τον Pearson ως ένα θετικιστή, του οποίου ο εμπειρικός κοινός νους τον βοηθά να σταματήσει τις υπερβολές των ομοτίμων του: V. I. Lenin, Materialism and Empirio-Criticism, New York, 1923. Η καλύτερη ανθολογία του λογικού θετικισμού είναι η: Α. J. Ayer (ed.). Logical Positivism, New York, 1959.
4. Πραγματισμός Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορική ανασκόπηση του πραγματισμού είναι η: Bruce Kuklick, The Rise of American Philosophy: Cambridgey Massachusetts, 1860-1930, New Haven, 1977. Υπάρχουν πάμπολλες ανθολογίες του Peirce, του James και του Dewey. Μια καινούργια και πιο ικανοποιητική έκδοση των γραπτών του Peirce είναι ήδη διαθέσιμη και τουλάχιστον δυο εκδοχές σε υπολογιστή των έργων του που σώθηκαν είναι ολοένα και περισσότερο διαθέσιμες. Ωστόσο, κάθε καθιερωμένη ανθολογία θα παρέχει μια καλή περιγραφή της φιλοσοφίας του για όλους πλην των εξειδικευμένων φιλοσόφων. Τα δοκίμιά του είναι, κατά τη γνώμη μου, τόσο δημοφιλή αλλά και τόσο βαθιά, που βελτιώνονται όσο κανείς τα ξαναδιαβάζει κάθε λίγα χρόνια.
5. Ασυμμετρία Η συζήτηση περί ασυμμετρίας οφείλεται σε έργα τόσο του Feyerabend όσο και του Kuhn: -353 -
περαιτερω
μελετη
Paul Feyerabend, «On the meaning of scientific terms», The Journal of Philosophy 62 (1965), σσ. 266-74. «Problems of empiricism», R. Colodny (ed.), Beyond the Edge of Certainty, Englewood Cliffs, N J . , 1965. Against Method, London, 1977. Science in a Free Society, London, 1979. Ανάμεσα στις πολλές συζητήσεις περί ασυμμετρίας, μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τις εξής: Dudley Shapere, «The structure of scientific revolutions». The Philosophical Review!?) (1964), σσ. 383-94. Επανεκδόθηκε στη (2). «Meaning and scientific change», στο R. Colodny (ed.). Mind and Cosmos: Essays in Contemporary Science and Philosojfhy, Pittsburgh, 1966, σσ. 41-85. Επανεκδόθηκε/στην (1). Hartrey Fieldi. «Theory change and the indeterminacy of reference». The Journal ofPhilosophylO (1973), σσ. 462-81. G. Pearce and P. Maynard (eds.). Conceptual Change, Dordrecht, 1973. Arthur Fine, «How to compare theories: reference and change». Nous 9 (1975), σσ. 17-32. Michael Levine, «On theory-change and meaning-change». Philosophy of Science, 46 (1979).
6. Αναφορά και 7. Εσωτερικός ρεαλισμός Πολλά από τα άρθρα στην (4) περιέχουν χρήσιμες μελέτες του Putnam ή μνείες σε αυτόν, του οποίου οι απόψεις περί ρεαλισμού έχουν, όπως είναι πασίγνωστο, εξελιχθεί στο πέρασμα του χρόνου. Είναι σημαντικό να διαβάσει κανείς τις συλλογές των γραπτών του με χρονολογική σειρά, το ίδιο και τα βιβλία του: Hilary Putnam, Mind, Language and Reality; Philosophical Papers, Τόμος 2, Cambridge, 1979. Meaning and the Moral Sciences, London, 1978. History, Truth and Reason, Cambridge, 1981. Απόψεις οι οποίες κατά κάποιο τρόπο συμπίπτουν με αυτές του Putnam έχουν εδώ και καιρό υποστηριχθεί από τον Nelson Goodman, ο οποίος τις συνοψίζει στο βιβλίο του: Nelson Goodman, WaysofWorldmaking,\ndi2in2^o]is, 1978. Η πιο τυπική παρουσίαση από τον Putnam του επιχειρήματος των Lowenheim-Skolem σχετικά με το ρεαλισμό δίνεται στο: -354 -
περαιτερω
μελετη
«Models and reality», The Journal of Symbolic Logic A5 (1980), σσ. 464-82. Πολλές συζητήσεις αυτοΰ του επιχειρήματος θα εμφανιστούν σύντομα. G. R. Merrill, «The model-theoretic argument against realism». Philosophy of Science ΑΊ (1980), σσ. 69-81. J. L. Koethe, «The stability or reference over time». Nous 16 (1982), σσ. 243-52. Μ. Devitt, «Putnam on realism, a critical study of Hilary Putnam's Meaning and the Moral Sciences», Nous, υπό έκδοση. David Lewis, «New work for a theory of universals». The Australasian Journal of Philosophy, υπό έκδοση.
8. Ένα υποκατάστατο για την αλήθεια Πολλές από τις απόψεις του Lakatos για την επιστήμη προδιαγράφονται σε έναν ιδιαίτερα πρωτότυπο και διασκεδαστικό διάλογο για τη φΰση των μαθηματικών. Imre Lakatos, Proofs and Refutations: The Logic of Mathematical Discovery, Cambridge, 1976. To 1965 διοργάνωσε ένα συνέδριο με τους Popper, Carnap, Kuhn και πολλούς άλλους. Ο τρίτος και πιο ζωντανός τόμος αυτού του συνεδρίου περιέχει και τη δική του σημαντικότατη συνεισφορά στη φιλοσοφία της επιστήμης. I. Lakatos και Α. Musgrave (eds.). Criticism and the Growth of Knowledge, Cambridge, 1970. Δύο αναμνηστικοί τόμοι που συζητούν το έργο του Lakatos και τις εφαρμογές του είναι: Colin Howson (ed.). Method and Appraisal in the Physical Sciences, Cambridge, 1976. R.S.Cohen et al (eds.). Essays in Memory of Imre Lakatos, Dordrecht, 1976.
Διάλειμμα: Τα πραγματικά και οι αναπαραστάσεις Καθώς καμία βιβλιογραφία δεν ταιριάζει με το υλικό του διαλείμματος, δράττομαι της ευκαιρίας για να επιστήσω την προσοχή σε δύο ενδιαφέρουσες σχολές, που χρησιμοποιούν τις κοινωνικές μελέτες για να συναγάγουν φιλοσοφικά συμπεράσματα. Στο Εδιμβούργο συναντούμε το πολύ ισχυρό δόγμα, ότι σχεδόν όλη η επιστημονική πραγματικότητα συνιστά κοινωνικό κατασκεύασμα. Το άρθρο «Relativism, rationalism and the sociology of knowledge», που περιέχεται στην (3) παραπάνω, παρέχει έναν πλούσιο κατάλογο πηγών. Ορισμένες από τις βασικές θέσεις αυτής της ομάδας περιέχονται στα: -355 -
περαιτερω
μελετη
Barry Barnes, Scientific Knowledge and Sociological Theory, London, 1974. Interests and the Growth of Knowledge, London, 1977. David Bloor, Knowledge and Social Imagery, London, 1976. Κάποια υποστήριξη προς αυτήν την ομάδα βρίσκεται στο δεύτερο κεφάλαιο ενός πολΰ καινοτόμου συνόλου δοκιμίων: Mary Hesse, Revolutions and Reconstructions in the Philosophy of Science, Brighton, 1980. Στο Bath υπάρχει άλλη μία κοινωνιολογικά προσανατολισμένη ομάδα μελετητών της επιστήμης, που έχουν πολύτιμα πράγματα να συνεισφέρουν στο δεύτερο μέρος αυτού του βιβλίου, το «Παρεμβαίνοντας», καθώς έχουν μελετήσει εσωτερικά μια ποικιλία πειραματικού έργου, από την παραψυχολογία έως τη φυσική των λέιζερ. Η. Μ. Collins/και Τ. J. Pinch, Frames of Meaning: The Social Contruction of Extraordinary^cience, London, 1981. H. M. Collins, «The TEA set: tacit knowledge and scientific networks». Science Studies A (1974), σσ. 165-86. Η. Μ. Collins και Τ. G. Harrison, «Building a TEA laser: the caprices of communication». Social Studies of Science 5 (1975), σσ. 441—50. David Gooding, «Α convergence of opinion on the divergence of lines: Faraday and Thomson's discussion of diamagnetism». Notes and Records of the Royal Society of London 36 (1982), σο. 243-59. Η. Μ. Collins, «Son of seven sexes: the social destruction of a physical phenomenon». Social Studies of Science W (1981), σσ. 33-62. To τελευταίο άρθρο περιγράφει την απόρριψη ορισμένων πειραματικών δεδομένων κατά την έρευνα για βαρυτικά κύματα.
9 - 1 6 Παρεμβαίνοντας Για μια ανάλυση του έργου του Millikan σχετικά με το ηλεκτρόνιο, δείτε: G. Holton, The Scientific Imagination, Cambridge, 1978, Κεφάλαιο 2. Ο Holton υποστηρίζει ότι η χρήση των δεδομένων από τον Millikan επηρεάστηκε ισχυρά από θεωρητικές προσδοκίες. Για μια περίληψη αυτής της θέσης και παρόμοιων όψεων του έργου του Holton, δείτε: «Thematic presuppositions and the direction of scientific advance», A.F. Heath (ed.). Scientific Explanation, Οχίοτά, 1981, σσ. 1-27. Ο παραπάνω τόμος περιέχει επίσης μια ισχυρή διατύπωση της θέσης του θεωρητικού, από τον Α. Salam (που αναφέρεται στο κείμενο): «The nature of the 'ultimate' explanation in physics», ibid, σσ. 28-35. Ακολουθεί το ιστορι-356 -
περαιτερω
μελετη
κό ενός αποφασιστικού πειράματος, μαζί με μια λεπτομερή περιγραφή του πειράματος αυτοΰ, και μια φιλοσοφική συζήτηση περί «καλών» πειραμάτων: Allan Franklin και Howard Smokier, «Justification of a 'cruciaF experiment: parity nonconservation», American Journal of Physics (1981), σσ. 109-11. Allan Franklin, «The discovery and nondiscovery of parity nonconservation». Studies in History and Philosophy of Science 10 (1979), σσ. 201-57. «What makes a good experiment?» British Journal for the Philosophy ofScience 32 (1981), σσ. 367-74. Υπάρχουν λίγα βιβλία που μελετούν λεπτομερώς πειραματικές ιστορίες. Ένα από τα καλύτερα αναφέρεται στην ανακάλυψη των ισοτόπων από τους Ε. Rutherford και F. Soddy. Ο ίδιος συγγραφέας έχει δυο ενδιαφέροντα άρθρα σχετικά με τους δύο τρόπους κατά τους οποίους μια επιστήμη μπορεί, για ένα διάστημα, να κινηθεί προς τη λάθος κατεύθυνση. Thaddeus Trenn, The Self Splitting Atom, London, 1975. «Thoruranium (U-236) as the extinct natural parent of thorium: the premature falsification of an essentially correct theory». Annals of Science 35 (1978), σσ. 581-97. «The phenomenon of aggregate recoil: the premature acceptance of an essentially incorrect theory», Annals of Science 57 (1980), σσ. 81-100. Μια βήμα προς βήμα περιγραφή του πειράματος των Michelson-Morley δίνεται στο: Loyd S. Swenson, The Etherial Aether: A History of the Michelson—Morley Experiment, Austin, Tex., 1972. Για αιτίες, μοντέλα και προσεγγίσεις, βλέπε: R. Harre, Causal Powers: Α Theory of Natural Necessity, Oxford, 1975. M. Hesse, Models and Analogies in Science, London, 1963. Πέρα από τα έργα της Hesse που αναφέρονται εντός κειμένου, δύο ακόμη βιβλία αυτών των συγγραφέων θα σας φανούν χρήσιμα: R. Harre, The Philosophers of Science: An Introductory Survey, Oxford, 1972. M. Hesse, Forces and Fields: The Concept of Action at a Distance in the History of Physics, Westport, Conn., 1970. Ο πιο πρόσφατος μελετητής της ιστορίας και της φιλοσοφίας της νέας πειραματικής φυσικής έχει δημοσιεύσει τα άρθρα που ακολουθούν. Τό πρώτο σχετίζεται με την περιγραφή μου για τα μυόνια και τα μεσόνια (κεφάλαιο 6) και το δεύτερο με τα ουδέτερα ασθενή ρεύματα (κεφάλαιο 16): Peter Galison, «The discovery of the muon and the failed revolution against quantum electrodynamics», Centaurus, ΑηριΚιος, 1983. -357 -
περαιτερω
μελετη
«How the first neutral current experiments ended», Reviews of Modern Physics^ Απρίλιος, 1983. «Einstein's experiment, the g-factor, and theoretical predispositions», Historical Studies in the Physical Sciences 12 (1982), σο. 285-323.
-358 -
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΑΝ HACKING στη μνήμη της Lily Kay Μ. Ασημακόπουλος «Και τελικά τι λέμε για την αλήθεια και την ομορφιά; Τη θρησκεία; Την επιστήμη; Και την τέχνη; Αυτές οι πλευρές της ανθρώπινης ζωής συνέβαλαν στην επιβίωση και ικανοποίησή μας, ενώ εξελίχθηκαν στο χρόνο ανταποκρινόμενες σε συνειδητές επιλογές. Οι ακριβείς σχηματοποιήσεις τους διαφέρουν σημαντικά και ήταν συχνά πολύ ισχυρή η προσκόλλησή τους σε τοπικές παραδόσεις. Αλλά οι άνθρωποι γενικά προτιμούν ακόμα την αλήθεια από το σφάλμα, την ομορφιά από την ασχήμια, όποτε αναγνωρίζουν τη διαφορά τους». William Η. McNeill
τ
"1 ο Representing and Interυening {Αναπαριστώντας και Παρεμβαίνοντα^ του Ian Hacking είναι ίσως ένα από τα σημαντικότερα έργα φιλοσοφίας της επιστήμης της δεκαετίας του 1980. Το βιβλίο αυτό ανοίγει διάλογο με την ιστορικιστική στροφή των Kuhn, Feyerabend, Lakatos, Hanson, Toulmin, Holton και με το ισχυρό πρόγραμμα της κοινωνιολογίας της επιστήμης του Εδιμβούργου, αντιπαρατίθεται στο επίσης εμβληματικό έργο του Bas van Fraassen, The Scientificlmageκαι συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη μελετών για τον πειραματισμό. Ο Ian Hacking εκθέτει μια μελέτη του επιστημονικού φαινομένου με ρητές πραγματιστικές αναφορές.
^ Bas C. van Fraassen, The Scientific Image, Oxford, 1980.
-359 -
επιμετρο
ενώ ήδη από το 1975 παρουσίασε μία από τις πρώτες εργασίες στην ιστορία της επιστήμης επηρεασμένη από τις απόψεις του Φουκώ.^ Ο συγγραφέας αναζητά ένα νέο τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας, αναδεικνύει τα όρια των αναλυτικών συζητήσεων για τη μελέτη της επιστήμης και ασκεί κριτική στον κοινωνιολογικό σχετικισμό, καθώς υποτιμά γενικότερα το ρόλο της φΰσης στις επιστήμες. Λαμβάνοντας υπόψη όσα ακολούθησαν στην εξέλιξη της ιστορίας και φιλοσοφίας της επιστήμης νομιμοποιούμαστε να θεωρήσουμε ότι αυτό το βιβλίο σηματοδοτεί τη μετάβαση από την «Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης»y που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα από τη δεκαετία του I960 με εμβληματικό έργο τη Δομή του Τ. Κουν, στις «Σπονδές της Επιστήμης και Τεχνολογίας» (Science and Technology Stupes)y οι οποίες αναπτύσσονται κυρίως στον αγγλοσαξονικό χώρο και στη Βόρεια Ευρώπη, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία. Για τη διευκόλυνση του μη ειδικευμένου αναγνώστη θα δώσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά των ρευμάτων με τα οποία συνομιλεί κριτικά ο I. Η. και στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε τις αντιλήψεις που εκφράζει σε κομβικά σημεία του έργου του: τους «τρόπους επιστημονικού συλλογισμού» {styles of reasoning), την πιθανότητα, τον πειραματισμό, την ενότητα των επιστημών.
Η ΙΣΤΟΡΙΚΙΣΤΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ Η ιστορικιστική στροφή μπορεί να περιγραφεί, παρά τις επιμέρους διαφορές των δημιουργών της, με τις παρακάτω θέσεις που κωδικοποιούν οι Ρώσοι φιλόσοφοι Griaznov και Sadovskii.^ 1. Η θεωρητική κατανόηση της επιστήμης είναι δυνατή μόνο σε συνθήκες κατασκευής μιας δυναμικής δομής της επιστημονικής γνώσης. 2. Η επιστημονική γνώση εμφανίζεται από τη φύση της ολιστική* είναι αδύνατο να τη διαχωρίσει κανείς σε ανεξάρτητα μεταξύ τους επίπεδα παρατήρησης και θεωρίας. Η παρατήρηση είναι εμποτισμένη με θεωρία. 3. Οι οντολογικές και μεταφυσικές έννοιες σχετίζονται στενά με την
^Ι. Hacking, The emergence of probability, Cambridge, 1975. ^ B. Griaznov, V. Sadovskii, «Istoricheeskaya shkola ν savremenoi zapadnoi metodologii nayki» Obtsheshveni Nayki, 1/1979, σσ. 112-3.
-360-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
ίδια την επιστημονική γνώση* η Φιλοσοφία δεν έχει απλώς σημαντική, θετική ή αρνητική, επίδραση στην επιστήμη, αλλά φιλοσοφικές αντιλήψεις εισχωρούν οργανικά στο «σώμα» της επιστήμης. 4. Η δυναμική της επιστημονικής γνώσης δεν παρουσιάζει αυστηρά σωρευτικό χαρακτήρα. 5. Ως σκοπός των αλλαγών της επιστημονικής γνώσης δεν παρουσιάζεται η κατάκτηση της αντικειμενικής αλήθειας, αλλά η επίτευξη κάποιων στόχων, όπως η καλύτερη κατανόηση θεμελιωδών φαινομένων, η επίλυση μεγαλύτερου αριθμού επιστημονικών προβλημάτων, η δόμηση απλούστερης και πιο συμπαγούς θεωρίας κ.λπ. 6. Οι μέθοδοι που ακολουθεί αυτό το φιλοσοφικό μεθοδολογικό ρεύμα ποικίλλουν, αλλά γενικά η λογική ανάλυση της επιστημονικής γνώσης υποβαθμίζεται και σε ορισμένες περιπτώσεις απαξιώνεται.^
Τ Ο ΙΣΧΥΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Το ισχυρό πρόγραμμα (strong programme) της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης του Εδιμβούργου συνεχίζει τη γερμανική παράδοση της κοινωνιολογίας της γνώσης, η όποια είχε κορυφωθεί με το έργο του Κ. Mannheim «Ιδεολογία και Ουτοπία» του 1927. Ο Robert Merton μας έδωσε το υποδειγματικό έργο της πρώτης περιόδου της κοινωνιολογίας της επιστήμης. Science Technology and Society in 17"'' century England,^ επηρεασμένος στη δεκαετία του 1930 από τον Mannheim, τον Σοβιετικό Β. Hessen^ και τον κοινωνιολογικό λειτουργισμό του καθηγητή του στο Harvard, Τ. Parsons. Ο ίδιος αργότερα πρότεινε και τέσσερις κοινωνιολογικές αξίες καθολικής εφαρμογής, οι οποίες επικαθορίζουν την επιστημονική πρακτική. Η περίοδος αυτή σήμερα αποκαλείται παλιά κοινωνιολογία της επιστήμης και διαφοροποιείται από την νέα στο ότι δε θεωρεί πως οι
Η ανάγνωση της φιλοσοφίας του Ι. Lakatos, κεντρικής μορφής του ρεύματος, από τον Ι. Η., Brit.yJ. Phil Sc. 1979, σσ. 381-410, περιέχει κριτική του Χεγκελιανισμοΰ και του Πλατωνισμοΰ του Οΰγγρου φιλοσόφου και προτείνει μια νομιναλιστική περιγραφή του τρίτον κόσμου. ^ R. Κ. Merton, Science Technology and Society in century England, δεύτερη έκδοση Fertig, 1970, πρώτη έκδοση Osirs, 1938 . Β. Hessen, « The social and economic roots of Newton's "Principia"», στο Science at the cross roads, δεύτερη έκδοση Frank Cass, 1970, πρώτη έκδοση Λονδίνο, 1931.
-361 -
επιμετρο
κοινωνικοί παράγοντες που σχετίζονται με την επιστημονική πράξη επιδρούν στο ίδιο το περιεχόμενο της επιστημονικής γνώσης. Να σημειώσουμε ότι την τελευταία αντίληψη προσυπογράφει και σοβιετική φιλοσοφία της ίδιας περιόδου/ Οι Mannheim και Merton στο κεντρικό ερώτημα του σχετικισμού της επιστημονικής γνώσης υιοθετούν την ασθενέστερη θέση, της σχεσιακότητας (relationism) της επιστημονικής γνώσης από τον κοινωνικό περίγυρο και όχι της αιτιακής της εξάρτησης. Ο Mannheim εξαιρεί ρητά τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες από την κοινωνιολογική ερμηνεία\ Ο Merton γράφει ότι «στην πραγματικότητα η επιστημολογία είναι στενά συνυφασμένη με τις κοινωνικές διαδικασίες, όπως είναι και το σύνολο της σκέψης μας», και η βασική του θέση μπορεί να συνοψισθεί κατ αναλογία με τη θέση του Μ. Weber, ότι δηλαδή όπως οι κοινωνικές άξιες που γέννησε ο προτεσταντισμός υπήρξαν ί^ατάλυτικές για την ανάπτυξη του καπιταλισμού το 17ο αιώνα αλλά όχι και αιτιακά καθοριστικές, οι ίδιες αξίες κατά τον Merton υπήρξαν καταλυτικές για τη δραστηριότητα την ίδια περίοδο της Royal Society, με άμεσες επιπτώσεις στην ανάπτυξη της αγγλικής επιστήμης. Ο Weber και ο Merton έγραψαν σε διαφορετικές εποχές. Η αυτονομία και η κοινωνική ουδετερότητα των επιστημόνων - τ η ν οποία και οι δύο προβάλλουν- σχετίζεται στον πρώτο με την ανάλυση της γραφειοκρατίας, αλλά όπως παρατηρεί ο Lynch,^ η αυτονομία στον Merton έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από την αυστηρή εικόνα του «σιδηρόφρακτου κλουβιού» της βιομηχανικής κοινωνίας. Ο Merton θα σημειώσει χαρακτηριστικά ότι η επιστήμη αιώνες πριν είχε ως κύριο σκοπό την επικύρωση πολιτιστικά της οικονομικής ωφελιμότητας και της δόξας του Θεού, χωρίς αυτοσκοπό, ενώ η σύγχρονη συνεχής ροή επιστημονικών επιτευγμάτων οδηγεί τελικά την επιστημονική πρακτική στην απόκτηση χαρακτηριστικών αυτοσκοπού. Τελικά η γενιά του 1930 μας κληρονόμησε τη διάκριση των εξωτερικών
^ L. Graham, «The sociopolitical roots of Boris Hessen: Soviet Marxism and the history of science», Soc. St. Sience, 15, 1985, σα. 705-722. D. Kaiser, στο «Α Mannheim for all seasons». Science in Context 11, 1998, σα. 51-87, επιχειρηματολογεί πειστικά ότι ο Mannheim είχε μειωμένο ενδιαφέρον για τις φυσικές επιστήμες, λόγω ακριβώς της πολιτικής κατάστασης που δημιουργήθηκε με την άνοδο του ναζισμού. ^Μ. Lynch, Scientific practice and ordinary action, Cambridge, 1993, o. 60.
-362-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
(κοινωνικών κ.λπ.) και των εσωτερικών (ενδοεπιστημονικών) παραγόντων που σχετίζονται με την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης, ενώ ταυτόχρονα διατήρησε μια εικόνα αυτόνομης επιστήμης. Αυτά είναι που υπονόμευσαν η νέα κοινωνιολογία του ισχυρού προγράμματος τη δεκαετία του 1970 και τα ρεύματα που ακολούθησαν. Οι πηγές των θεμελιωτών του ισχυροΰ προγράμματος, D. Bloor και Β. Barnes, είναι ποικίλες και εκτός από τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία περιλαμβάνουν ρητά και την ανθρωπολογία του Durkheim και της Mary Douglas. Ο Bloor εισάγει στα 1976^^ με προγραμματικό τρόπο τέσσερα αξιώματα για την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης: -την αιτιότητα όσον αφορά στις γνωσιακές πεποιθήσεις, η οποία έχει κοινωνικό χαρακτήρα, αλλά όχι μόνο* - την αμεροληψία μελετητή σε σχέση με την αλήθεια και το σφάλμα, τον ορθολογισμό και τον ανορθολογισμό, την επιτυχία και την αποτυχία, όπου και η δύο πλευρές των διχοτομιών αυτών απαιτούν ερμηνεία* - τη συμμετρία στον τρόπο των ερμηνειών, με την έννοια ότι ο ίδιος τύπος αιτίας (π.χ. κοινωνική) θα πρέπει να ερμηνεύει και τις σωστές και τις λάθος πεποιθήσεις* - τον αναστοχασμόχοχ^ ισχυρού προγράμματος, δηλαδή την απαίτηση της κοινωνιολογικής ερμηνείας του, σημειώνοντας ότι αυτό ενσαρκώνει τις ίδιες αξίες, οι οποίες ισχύουν και στις άλλες επιστήμες. Η καταστατική αυτή θέση της συμμετρίας, η οποία συνάντησε τις περισσότερες αντιδράσεις, έχει σκοπό να ξεπεράσει τις «τελολογικές ερμηνείες» της επιστήμης και συχνά οδηγεί το όλο πρόγραμμα σε μια αναγωγική, ουδέτερη και εμπειρική αντίληψη της επιστήμης, όπως τονίζει ο ίδιος ο Bloor και επισημαίνει η Τσινόρεμα,^^ δίνοντας τελικά μια εικόνα της επιστήμης όχι μακρινής από τη θετικιστική. Το πρόγραμμα προκάλεσε έντονη φιλοσοφική συζήτηση,^^ αλλά όπως τόνισε ο St. Shapin, «καλύτερα να περάσουμε από τη συζήτηση γύρω από το πρόγραμμα στην εφαρμογή του». Είναι βέβαιο ότι το ισχυρό πρόγραμμα
D. Bloor, Knowledge and social imagery, Chicago, 1976, 1991. ^^ Bloor, op cit, σ. 151, Β .Τσινόρεμα, «Επιστήμη και ορθολογικότητα. Τα αδιέξοδα του σχετικισμού στη σύγχρονη φιλοσοφία και κοινωνιολογία της επιστήμης». Αξιολογικά 7, σσ. 7-71. ^^π.χ. J. R. Brown ed., Scientific rationality: The sociological turn, Reidel, 1984.
-363 -
επιμετρο
άλλαξε το τοπίο στην ιστοριογραφία της επιστήμης των δυο τελευταίων δεκαετιών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι βασικές φιλοσοφικές του θέσεις έγιναν κοινός τόπος. Το έργο του Ρ. Forman, Weimar culture, causality and quantum theory του 1971/^ το οποίο πραγματεύεται το συσχετισμό ανάμεσα στο διανοητικό κλίμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την ανάπτυξη μη αιτιοκρατικών αντιλήψεων στη Φυσική την περίοδο μετά τον Κ Παγκόσμιο Πόλεμο, που οδήγησαν στη γένεση της κβαντικής μηχανικής, ήταν ουσιαστικά ο ιστοριογραφικός πρόδρομος του προγράμματος. Το έργο των St. Shapin και S. Schaffer, Leviathan and the airpump^^ στο οποίο μελετάται η επιστημονική πρακτική των Boyle και Hobbes, η επιτυχία και αποτυχία τους, στο πλαίσιο των ευρύτερων κοινωνικών αντιλήψεών του^ στην Αγγλία της παλινόρθωσης του 17ου αιώνα] θεωρείται η υποδειγματική μελέτη του νέου προγράμματος. Ο I. Η. στην κριτική του για την κατασκευασιοκρατία του Εδιμβούργου, αφοΰ τονίσει ότι θεωρεί δεδομένο πως η επιστήμη είναι κοινωνική δραστηριότητα, θέτει το ερώτημα της διάκρισης ανάμεσα στη δραστηριότητα των επιστημόνων και τη συσσώρευση αληθειών, της διάκρισης ανάμεσα στη διαδικασία και στο προϊόν της επιστηρονικής δραστηριότητας^^ γιατί προφανώς άλλα είναι τα κΰρια χαρακτηριστικά της επιστήμης για τον κοινωνιολόγο και άλλα για τον επιστήμονα. Η κατασκευασιοκρατία, τονίζει, είναι δημιούργημα της κατά Χιουμ συνήθειας, οι κατασκευασιοκράτες δέχονται βασικά την ορθότητα της επιστήμης, συχνότατα αγαπούν την επιστήμη, «δέχονται ότι τα αεροπλάνα γενικά δεν πέφτουν, απλώς δε μιλούν για τα αίτια που τα κρατούν στον αέρα». Ο I. Η. δεν παραλείπει να σημειώσει^^ ότι οι Barnes και Bloor τελευταία έχουν γίνει φιλόσοφοι της γλώσσας, μελετητές του Wittgenstein, ότι δηλαδή δε μελετούν την επιστήμη. Για τη σχέση γλώσσας και μελέτης της επιστήμης, ο I. Η. έχει γράψει ήδη από το 1975 στο έργο του « Why Does Language Matter to Philosophy», «Η
^^P. Forman, Weimar culture, causality and quanturn theory, 1918-1927: Adaptation b^ German physicists and mathematicians to a hostile intellectual environment. Hist. St. Phys. 5c. τόμ. 3, 1971,σσ.1-127. St. Shapin, S. Schaffer, Leviathan and the air pump, Princeton, 1985. Hacking, The social construction of what?. Harvard, 1999, a. 67. Hacking, «Working in a new world». World changes, Thomas Kuhn and the natural science, P. Horwich ed., MIT 1993, o. 283.
-364-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
γλώσσα είναι απαραίτητη, ναι, αλλά... ελάχιστα χρειαζόμαστε (hardly need) μια θεωρία της γλώσσας για να κατανοήσουμε την επιστήμη»,^^ και διατρέχει συνολικά το έργο του η άρνηση του πρώτου δόγματος της αγγλόφωνης φιλοσοφίας της γλώσσας, ότι δηλαδή μια ομοιόμορφη θεωρία αλήθειας ή νοήματος θα πρέπει να ισχύει σε ολόκληρη τη γλώσσα.
ΣΠΟΥΔΕΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ. Ο Β. LATOUR Από τα διάφορα ρεύματα που προέκυψαν από το ισχυρό πρόγραμμα, ιδιαίτερη σημασία απέκτησαν οι σπονδές τον ε^γαστηρίον {laboratory studies), -δηλαδή η μελέτη της επιστημονικής εργαστηριακής δραστηριότητας εν γένει- οι οποίες άρχισαν τη δεκαετία του 1970 με έντονα δάνεια από κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές θεωρίες. Το εμβληματικό έργο εδώ είναι το «Laboratory life» των Latour και Woolgar,^^ στο οποίο οι συγγραφείς εξερευνούν ανθρωπολογικά την άγνωστη «φυλή» των μελών του εργαστηρίου βιολογίας Salk στην Καλιφόρνια. Η συνολική συμβολή του Bruno Latour στις σύγχρονες συζητήσεις πάνω στο τρίπτυχο Επιστήμη - Τεχνολογία - Κοινωνία ή στην technoscience, όπως ο ίδιος ορίζει το αντικείμενο της μελέτης του, είναι θεμελιακή και έχει προκαλέσει πολλές και αντιθετικές αντιδράσεις. Ο Γάλλος στοχαστής προτείνει τελικά το 1987 νέους κανόνες περί μεθόδου, οι οποίοι είναι εμφανείς ήδη στο Laboratory life. Συγκεκριμένα ορίζει ότι «αφού ο διακανονισμός μίας αντιπαράθεσης (στο πλαίσιο της επιστημονικής πρακτικής) είναι η αιτία της αναπαράστασης της φύσης και όχι συνέπειά της, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη φύση, για να ερμηνεύσουμε πώς και γιατί μια αντιπαράθεση διακανονίστηκε» και στη συνέχεια προχωρά με συμμετρικό συλλογισμό, «αφού ο διακανονισμός στην αντιπαράθεση είναι η αιτία της ευστάθειας της κοινωνίας, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την κοινωνία, για να ερμηνεύσουμε πώς και γιατί μια αντιπαράθεση διακανονίσθηκε».^^
^^ Ι. Hacking, Why does language matter to philosophy?, Cambridge, 1975, σ. 118. ^^ B. Latour, St .Woolgar, Laboratory life, Sage 1979, 2η έκδοση Princeton 1986, όπου από τον υπότιτλο της πρώτης έκδοσης, η Κοινωνική κατασκευή των επιστημονικών γεγονότων, χωρίς καμία αλλαγή στο περιεχόμενο του βιβλίου παραλείφθηκε το επίθετο κοινωνική. ^^ Β. Latour, Science in action. Harvard, 1987, σ. 258.
-365 -
επιμετρο
Συνεπώς η κοινωνία, η επιστήμη και η τεχνολογία προγραμματικά δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν με διαφορετικά εργαλεία. Αυτή είναι η ουσία του αξιώματος της γενικευμένης συμμετρίας που θα ορίσει αργότερα,^^ ενώ θα τονίσει ότι, παρ' όλη την προσπάθεια του Διαφωτισμού, στην πραγματικότητα το κοινωνικό ουδέποτε είχε διαχωριστεί από το φυσικό.^^ Σκοπός μας δεν είναι να αναπτύξουμε τις γενικές θέσεις του Latour,^^ αλλά να σταθούμε στη σχέση του με τον Ι. Η., ο οποίος σημειώνει γι' αυτόν ότι ανεξαρτήτως «εάν ευχαριστεί μερικούς από εμάς και δυσαρεστεί άλλους, είναι τα τελευταία δέκα χρόνια ένας από τους πιο ευφυείς και πρωτότυπους συγγραφείς για την επιστήμη».^^ Οι Latour και Woolgar μελετούν τη δραστηριότητα του ινστιτούτου Salk, όπου ανακαλύφθηκε από τον Roger (^uillemin η χημική σύσταση της θυροτροπίνης/IThyrotropin Releasing Hormone T R H ) το 1969, η οποία του έφερε το (^|3αβείο Νόμπελ ιατρικής 1977 για την από κοινού ανακάλυψη με τον πρώην μαθητή του και κατοπινό ανταγωνιστή του, Andrew Schally. Η θυροτροπίνη, η οποία εκκρίνεται από τον υποθάλαμο των θηλαστικών, έχει τη δομή σειράς τριών αμινοξέων και καθίσταται γεγονός ^ιε την πράξη της ανακάλυψης της. Οι ανθρωπολόγοι συγγραφείς μας έχουν προφανώς φιλοσοφικά κίνητρα. «Τα φαινόμενα συνιστώνται ολοκληρωτικά από το υλικό πλαίσιο του εργαστηρίου. Η τεχνητή πραγματικότητα, την οποία οι συμμετέχοντες περιγράφουν με όρους μιας αντικειμενικής οντότητας, έχει στην πραγματικότητα κατασκευασθεί με χρήση συσκευών εγγραφής» - μια τέτοια πραγματικότητα ο Bachelard την ονόμαζε phenomenotechnique. Παρακάτω σημειώνουν ότι «θα είναι λάθος να αντιπαραβάλλει κανείς τις υλικές με τις εννοιολογικές συνιστώσες της εργαστηριακής πρακτικής», θυμίζοντας μας πάλι τον Γάλλο σοφό, ο οποίος μας δίδαξε ότι το επιστημονικό όργανο είναι υλικός φορέας των αφηρημένων θεωριών.^^ Τελικά θα τονίσουν ότι «το επιχειρημά μας δεν είναι ότι τα γεγονότα δεν
Β. Latour, «One more turn after the social turn», στο The social dimension ofscience, E. McMullin ed., Notre Dame, 1992. ^^ B. Latour, «Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι», Σύναλμα, 2000. ^^ Ο Κ. Χατζής θα το επιχειρήσει στο πλαίσιο της ελληνικής μετάφρασης του Latour, 1987. '' L Hacking, Book review, Phil. Sc. 59, 1992, o. 510. '' Latour, Woolgar, 1986, σ. 64.
-366-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
είναι πραγματικά, ούτε ότι είναι απλώς τεχνητά. Το επιχείρημά μας δεν είναι ότι τα γεγονότα είναι απλώς κοινωνικά κατασκευασμένα», για να καταλήξουν ότι στις αιχμές της επιστήμης οι δηλώσεις επιδεικνύουν συνεχώς ένα διπλό δυναμικό, είτε λογίζονται με όρους τοπικών αιτιών (υποκειμενικότητα ή τεχνούργημα), είτε αναφέρονται σαν κάτι «εκεί έξω» (αντικειμενικότητα ή γεγονός).^^ Ό τ α ν το επιστημονικό άρθρο γραφεί, τροποιηθεί λίγο και τελικά σταθεροποιηθεί ως γνώση, εύκολα ξεχνιέται ότι εξαρτιόταν από τους πάγκους του εργαστηρίου και τη θέση του παίρνουν οι ιδέες, οι θεωρίες και οι λόγοι.^^ Οι Latour και Woolgar δε θεωρούν κύριο αντικείμενο της μελέτης τους την επιστήμη ως μια δραστηριότητα που προσπαθεί να αντιστοιχίσει τα αντικείμενά της με αυτά του «κόσμου εκεί έξω» και τα φιλοσοφικά προβλήματα που γεννά αυτή η προσπάθεια, αλλά μελετούν την επιστημονική πρακτική και τους τρόπους νομιμοποίησης των αποτελεσμάτων της. Ο I. Η. θα γράψει ότι ήταν ντροπή που δεν εξέτασε το παραπάνω έργο, το μόνο εξαιρετικό έργο που υπήρχε, όταν έγραφε το Representing and Intervening, και του αφιερώνει το 1988 μια κριτική 17 σελίδων. Η ανακάλυψη της θυροτροπίνης, η οποία σήμερα παράγεται σε χημικά εργαστήρια, τιμήθηκε με Νόμπελ ακριβώς γιατί θεωρήθηκε ότι ο έλεγχος που έχει αυτή η έκκριση στο θυρεοειδή ανοίγει το δρόμο για τη μελέτη της ανθρώπινης φύσης.^^ Η φρασεολογία του και μόνο παραπέμπει σε ρεαλισμό. Θα σχολιάσει επίσης το φιλοσοφικό πλαίσιο των δύο συγγραφέων χαρακτηρίζοντάς το ως ένα είδος αντιρεαλισμού, ανάλογο στην αγγλόφωνη φιλοσοφία με τον α-ρεαλισμό (irreaiism) του Nelson Goodman. Στο Ways of Worldmaking^ διαβάζουμε ότι «ο επιστήμονας (όχι λιγότερο από τον καλλιτέχνη) απαρνείται ή εξευγενίζει τα περισσότερα από τα γεγονότα ή τις οντότητες του καθημερινού κόσμου, ενώ γεννά ποσότητες με τις οποίες γεμίζει καμπύλες που υποδεικνύονται από σποραδικά γεγονότα». Για τις εκδοχές τον κόσμον γράφει: «οι διαφορές ανάμεσα στην προσαρμογή μιας εκδοχής σε
^^ op.cit. σ. 179. ^^ op.cit. σ. 69. ^^ I. Hacking, «The participant irrealist at large in the laboratory», Br. J. Ph. Sc., 39, 1988 a. 289. ^^N. Goodman, Waysofworldmaking, Hackett, 1978, σ. 15, σ.138.
-367 -
επιμετρο
έναν κόσμο, ενός κόσμου σε μια εκδοχή, και μιας εκδοχής σε μια άλλη, εξασθενίζουν, όταν αναγνωρισθεί ο ρόλος των εκδοχών στην κατασκευή των κόσμων στους όποιους ταιριάζουν». Η εκδοχή, συμμετέχοντας στην κατασκευή του κόσμου, μας παρέχει την ομαδοποίηση των Latour, Woolgar και Goodman ως α-ρεαλιστών. Ο ρεαλιστής Ι. Η. διαφωνεί με αυτές τις α-ρεαλιστικές θέσεις, αλλά θεωρεί ότι μπορεί να τους δοθεί μια ρεαλιστική εκδοχή, χωρίς βέβαια να εννοεί ένα ρεαλισμό που απαιτεί τη σύγκλιση σε μια μεγάλη αλήθεια, αλλά μια ρεαλιστική θέση, η οποία δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας προσεγγίσιμης από τον άνθρωπο μοναδικής ενότητας, μιας έκφρασης του απόλυτου γνωσιολογικού ιδανικού. Για τον I. Η. η κΰρια συμβολή των Latcyur και Woolgar δεν είναι ακριβώς η γενική μεταφυσική θέση τους, αλλά η πρόταξη της μελέτης του πειραματισμού. Ιδιαίτερα εκτιμά τις αναφορές των συγγραφέων στο βιολογικό εκτιμητή περιεκτικοτήτων, bioassay, ο οποίος ουσιαστικά καθορίζει τα κριτήρια της ταυτότητας της θυροτροπίνης. Ανάλογα αντιμετωπίζει και ο I. Η. το δικό του έργο. Ο Latour στο «Science in action» και στο « The Pasteurization ofFrance» διατυπώνει την αντίληψή του για τα δίκτυα των δρώντων (actans), στοιχεία των οποίων όμως μπορεί να είναι και άνθρωποι και αντικείμενα. Όταν μελετάμε δηλαδή τους επιστήμονες και μηχανικούς, τους βρίσκουμε σε «δίκτυα συμμαχιών», τα οποία περιλαμβάνουν και μηχανήματα και άψυχα, π.χ. τα μικρόβια.^^ Υλοποιεί αυτό το πρόγραμμα κατεξοχήν στην περίπτωση του Pasteur, δίνοντας ταυτόχρονα την εικόνα του έργου του μεγάλου βιολόγου και μια εικόνα της γαλλικής κοινωνίας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Ο I. Η. παρόλο που αναγνωρίζει την πρωτοτυπία του Latour γράφει «ότι το μήνυμά του δεν είναι βιολογικό, σε σχέση με τον Pasteur, αλλά πολιτικό». Υπάρχει (για τον Latour) ένα μοναδικό μοντέλο για την τεχνοεπιστήμη και αυτό είναι πολιτικό, στο βαθμό που επιμένει ότι οι δρώντες που σχηματίζουν τα πολιτικά αυτά δίκτυα μπορεί να είναι οτιδήποτε (άνθρωποι ή αντικείμενα), ενώ τονίζει ότι «η θεωρία των δικτύων και ο ρόλος που παίζει η δύναμη μπορεί να χρειάζονται να εξηγήσουν πώς η επαναστατική ομάδα
^ Ο Ι. Η. μιλά για τις ρίζες του Latour στη γαλλική φιλοσοφία και ιδιαίτερα στον Canguilhem, ο οποίος θεωρεί ότι τα εργαλεία και οι μηχανισμοί είναι τμήμα της ζωής. Ι. Hacking, «Canguilhem amid the cyborgs», Economy and Society 27, 1998, σ. 205.
-368-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
αποκτά συμμάχους ουσιαστικούς για την νίκη, αλλά είναι κάτι άλλο ηον avjiβαίνει αρχικά 'μέσα στην κλαδική μήτρα»^^ (Η υπογράμμιση δική μας). Ο Ι. Η. ουσιαστικά διαφωνεί με το ευρηματικό σχήμα του Latour - και όσον αφορά στην αντίληψη της απλής εγγραφής του επιστημονικού γεγονότος και όσον αφορά στα δίκτυα των δρώντων - αλλά αναγνωρίζει ότι ο Latour παρεμβαίνει σε όλα τα σημεία, όπου είναι προβληματική η αγγλόφωνη φιλοσοφία της επιστήμης.
ΣΠΟΥΔΕΣ Τ Η Σ Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Η Σ (SCIENCE STUDIES) Παρατηρώντας στο διαδίκτυο περιγραφές πανεπιστημιακών προγραμμάτων των Σπονδών της Επιστήμης, μπορεί κανείς να καταλήξει σε ένα χρηστικό ορισμό τους. Ό τ ι δηλαδή πρόκειται για μελέτες της επιστήμης με χρήση μιας σειράς παραδοσιακών κλάδων, π.χ. Ιστορίας, Φιλοσοφίας, Πολιτικής Θεωρίας, Ανθρωπολογίας, Κοινωνιολογίας, Θεωρίας Πολιτισμού κ.λπ., χωρίς όμως κάποιος κλάδος να κατέχει κυρίαρχη θέση στη διαπραγμάτευση. Σε αντίθεση δηλαδή με ό,τι συνέβαινε με τις μελέτες της ιστορικιστικής στροφής, όπου προνομιακοί συνομιλητές ήταν η Φιλοσοφία και η Ιστορία και όπου ουσιαστικά η έρευνα αναγόταν σε προβλήματα φιλοσοφικά ή ιστορικά. Το ειδοποιό στοιχείο των νέων αντιλήψεων είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη αναγωγής, έλλειψη η οποία εξ αντικειμένου τοποθετεί στην πρώτη θέση της έρευνας την ίδια την επιστήμη και δεν προσπαθεί να την υποτάξει σε αναλυτικές κατηγορίες άλλων κλάδων, όσο σημαντικοί και αν ήταν αυτοί στην πορεία του πολιτισμού. Ο Mario Biagioli, ο οποίος επιμελήθηκε πρόσφατα τον πρώτο ογκώδη τόμο των «Science Studies Reader» {Κείμενα σπονδών επιστήμης), αποφεύγει ρητά να ορίσει το αντικείμενο των ανθολογημάτων του. Το θεωρεί μάλιστα περιττό, με το επιχείρημα ότι «με τα χρόνια οι ίδιοι οι επιστήμονες έκαναν την δουλειά»,^^ αφοΰ η επιστήμη είναι ένα καλά σκιαγραφημένο και αξιοπρεπές εγχείρημα. Η σαφήνεια της επιστήμης παρέχει μια ενότητα όσον αφορά στο αντικείμενο των σπονδών της, αλλά επιτρέπει και μια έντονη ανομοιο-
I. Hacking, «Working in a new world», στο World changes, Thomas Kuhn and the natural science, P. Horwich ed., MIT 1993, σ. 282. ^^ M. Biagioli, «Introduction», στο Science studies reader, M. Biagioli ed., Routledge, 1999, σ. XI.
-369 -
επιμετρο
μορφία σε ολόκληρο το πεδίο σε σχέση με τις μεθοδολογίες, τα ερωτήματα που θέτει και τους θεσμούς που το θεραπεύουν. Βασικά ερωτήματα, αντιλήψεις, θέματα έρευνας των Σπονδών τηςΕπιστψ σχετίζονται με το επιστημολογικό αδιέξοδο ρεαλισμού, κατασκευασιοκρατίας και γενικότερα με το πρόβλημα «φύση - πολιτισμός», για το οποίο προτείνονται διάφορα πλαίσια είτε παράκαμψης είτε επίλυσής του. Σημαντικό αντικείμενο μελέτης αποτελεί και το ερώτημα της εμφάνισης των διαφορετικών γνωσιακών στυλ, σε διαφορετικές επιστημονικές περιοχές, εθνικούς πολιτισμούς και ιστορικές περιόδους, συχνά σε σχέση με χρήση συγκεκριμένων τεχνολογιών, εργαλείων και τεχνικών. Τα προβλήματα του φύλου είναι επίσης εδώ ένα αναπτυσσόμενο αντικείμενο. Γενικά η τάση είναι μια στροφή των εν^διαφερόντων από τη μελέτη της επιστημονικής θεωρίας στην επιστημονική πρακτική, τη μελέτη των επιστημονικών οργάνοον kai των πειραμάτων. Ό π ω ς θα έλεγε κανείς με τη γλώσσα του Κουν, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από την ιδιόρρυθμη επιστήμη στην κανονική επιστήμη. Σε αυτά τα πλαίσια αναπτύσσονται μελέτες που αφορούν στους τόπους της επιστήμης και στα εργαστήρια,^^ μουσεία,^^ ιχθυοτροφεία,^^ στις διαφορετικές επαγγελματικές κουλτούρες,^^ στα προβλήματα αναγνώρισης συγγραφέα εργασιών.^^ Ο Biagioli επιχειρεί τέλος την κατασκευή ενός κανόνα, παρέχοντας μια γενεαλογία των Σπονδών της Επιστήμης με τα εξής έργα: Lundwig Fleck, Genesis and Development of a Scientific Fact (1935/1979), Thomas Kuhn, Η Δομή των επιστημονικών επαναστάσεων (1962), The Essential Tension (1977), Paul Κ. Feyerabend, Ενάντια στην μέθοδο (1975), Γνώση για ελενθερονς ανθρώπονς (1979), Robert Κ. Merton, The Sociology of Science:
^^π.χ. P. Galison, Image and logic, Chicago, 1997, K. Knorr Cetina, Epistemic cultures. Harvard, 1999. ^^ π.χ. Τ. Lenoir, C. Lynn Ross, «The naturalized history museum», The disunity of science^ P. Galison, D. Stump eds, Stanford, 1996, oo. 370-397. ^^ π.χ. Μ. Gallon, «Some elements of a sociology of translation: Domestication of the scallops and fishermen of St. Brieuc bay» στο J. Law, Power action and beliefiKouxkd^^, 1986, σσ. 196-229. ^^ π.χ. S. Schafifer, «Late victorian metrology and its instrumentation», συντομευμένο στο BiagioH ed., 1999, σσ. 457-478. ^^π.χ. Μ. BiagioU, «Aporias of scientific authorship; Credit and responsibility in contemporary Biomedicine», BiagioU ed., 1999, σσ. 12-30.
-370-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
Theoretical and Empirical Investigations (1973), Georges Canguilhem, The Normal and the Pathological (1943/1989), Barry Barnes, Scientific Knowledge and Sociological Theory (1974), T.S. Kuhn and Social Science (1982), David Bloor, Knowledge and Social Imagery (1976), Wittgenstein: A Social Theory ofKnowledge fl983), Gaston Bachelard, la formation de Tesprit scientifique (1934), Michel Foucault, Ot λέξεις και τα πράγματα, (1966), The birth of the clinic (1973).
ΛΙΓΑ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ TO ΡΕΑΛΙΣΜΟ Στο παρόν βιβλίο, στα αναλυτικά περιεχόμενα του κεφαλαίου «Διάλειμμα διαβάζουμε ότι «Το κεφάλαιο αντό ... είναι μια παραβολή, για να δείξω γιατί οι συζητήσεις περί ρεαλισμού!αντιρεαλισμον είναι πάντοτε αναποτελεσματικές στο επίπεδο της αναπαράστασης. Έτσι στρεφόμαστε από την αλήθεια και την αναπαράστασηy στον πειραματισμό και το χειρισμό». Λυτό ήταν το σημείο, πρόχειρα γραμμένο στους Δελφούς, από το οποίο ξετυλίχτηκε, όπως ομολογεί ο I. Η., το βιβλίο. Το απόσπασμα αυτό συνοψίζει και τη στροφή που επιχείρησε και που έκανε το βιβλίο κλασικό. Αυτό το επίμετρο προφανώς δεν περιγράφει το περιεχόμενο του βιβλίου, ούτε διαβάζεται ως μια συζήτηση θεωριών για το ρεαλισμό. Σε αυτήν τη συζήτηση ο I. Η. συνέβαλε με τον πειραματικό ρεαλισμό του, ένα ρεαλισμό που αφορά στις πειραματικές οντότητες αλλά όχι τις θεωρίες. Παλιότερα,^^ αλλά και στο νέο πρόλογο του για την ελληνική μετάφραση, ο I. Η. τονίζει ότι το κΰριο θέμα του ήταν η επανεισαγωγή του πειράματος στη φιλοσοφική συζήτηση. Ο D. Resnik^^ έκανε μια συστηματική κριτική στον πειραματικό ρεαλισμό του I. Η., με χρήση αναλυτικών εργαλείων και με κύρια θέση ότι πρόκειται για μια άλλη μορφή του επιχειρήματος «επιτυχίας της επιστήμης», σημειώνοντας ότι οι θεωρητικές οντότητες του πειραματικού ρεαλιστή μπορεί να γίνουν γνωστές μόνο εάν οι θεωρίες που τις περιγράφουν είναι κατά προσέγγιση σωστές. Είναι γεγονός ότι ο I. Η. χρησιμοποιεί την αναλυτική φιλοσοφία, π.χ. τη θεωρία αναφοράς του Putnam, για να στηρίξει την πραγματικότητα των αγαπημένων του πειραματικών οντοτήτων, των ηλεκτρονίων, διασαφηνίζει όμως
''Hacking, 1988, σ. 293. D. Β. Resnik, «Hacking's experimental realism», Canadian J. of Phil. 24, 1994, σσ. 395412.
-371 -
επιμετρο
ότι η βασική αντίληψη του για το ρεαλισμό έχει τοπικά χαρακτηριστικά και σχετίζεται με επιμέρους επιστήμες, ενώ ο γενικός ρεαλισμός στηρίζεται στην παλιά μεταφυσική και στη σύγχρονη φιλοσοφία της γλώσσας και εξαρτάται πολύ λιγότερο από τα γεγονότα της φΰσης. Ο I. Η. δε μελετά το ρεαλισμό του στο πλαίσιο της αναλυτικής παράδοσης, αλλά αναδεικνύει στο έργο του έντονες ιστορικιστικές και πραγματιστικές επιδράσεις. Θα σημειώσει π.χ. ότι στις αρχικές θεωρίες για τα ηλεκτρόνια του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20οΰ, η ερμηνευτική ισχΰς των θεωριών της εποχής ενίσχυσε τις αντιλήψεις που υποστήριζαν την ύπαρξη του ηλεκτρονίου. «Οι εξηγήσεις οπωσδήποτε βοηθούσαν» (σ. 346), αλλά αργότερα μάθαμε να τα χρησιμοποιούμε και τελικά έχουμε μια διαίσθηση, «Έχουμε προαισθήματα πολΰ δυνατά για να τα^γνοήσουμε... Αυτά τα προαισθήματα βασίζονται σε μια δύσκολα αποκτημένη αίσθηση περί του τι είδους πράγματα ^ίναι τα ηλεκτρόνια» (σ. 347), και αλλοΰ στο ίδιο βιβλίο «Δεν αρνούμαι ότι η εξήγηση — "το να αισθάνεσαι το κλειδί να γυρνά στην κλειδαριά", όπως το έθεσε ο Peirce - πράγματι συμβαίνει στη διανοητική μας ζωή... αλλά ο λόγος για να πιστέψεις μια θεωρία είναι η επιτυχία της να προβλέπει κ.ο.κ., όχι η εξηγητική της ισχΰς» (σ. 89). Διευκρινίζει ότι η αναφορά της «καλύτερης εξήγησης» δεν μπορεί να συμβάλει στην πραγματικότητα του φωτονίου, π.χ., γιατί απλά η πραγματικότητα του φωτονίου δεν είναι τμήμα του ερμηνευτικού σχήματος, όπως ακριβώς η ύπαρξη στον Kant δεν αποτελεί κατηγόρημα. Το επιχείρημα της επιτυχίας της επιστήμης ο I. Η. το τοποθετεί σε άλλα πλαίσια από τον Resnik, ανεξάρτητα δηλαδή από θεωρίες για σύγκλιση της επιστήμης στη μια αλήθεια του ρεαλισμού. Σε πρόσφατο άρθρο του στο θέμα^^ και ύστερα από πραγματολογικές έρευνες, καταλήγει ότι οι τύποι της επιστημονικής γνώσης θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικοί αλλά εξίσου επιτυχείς, κάνοντας την πραγματιστική υπενθύμιση ότι αναφερόμαστε στο πώς θα μπορούσε να είχε αναπτυχθεί η γνώση και όχι σε αυτό που σήμερα καθορίζει το σωστό και το λάθος. Βέβαια είναι προφανές ότι εάν κάποιος ασχολείται με τις Σπονδές της Επιστήμης, αυθόρμητα δέχεται ότι η επιστήμη είναι μια σημαντική δραστηριότητα, - ο I. Η. τελικά γράφει ρητά ότι υπάρχει αύξηση της γνώσης, αλλά
' Ι. Hacking, «How inevitable are the results of successful science», Phil. Sc. 67, 2000, σα. 58-71.
-372-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
όχι και σύγκλιση, όπως αποδεικνύει και το παράδειγμα της Φυσικής στα τέλη του 20ού αιώνα. Ο Ι. Η. τα τελευταία χρόνια έχει εκδώσει δύο βιβλία, το «Rewriting the Soul Multiple personality and the Science of memory» και το «Mad travelers-. Reflections on the reality of transient mental illness» ^^ και οι αναφορές μας σ' αυτά θα περιοριστούν στις θέσεις που προβάλλουν για το ρεαλισμό. Ο I. Η. το 1986 δημοσιεύει για σχετικά θέματα και το άρθρο του «Making up People»,^^ όπου δίνει τη βασική του φιλοσοφική θέση τού δυνα^μικον νομιναλισμού, με βασικό παράδειγμα την ιδέα για την έννοια του ανθρώπου ως ατόμου. Ρητά δηλώνει την οφειλή του στον Φουκώ, όταν ο τελευταίος μιλά για «τη σύσταση των υποκειμένων» λέγοντας ότι «θα πρέπει να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε με ποιον τρόπο τα υποκείμενα, βαθμιαία, προοδευτικά, πραγματικά και υλικά, συνιστώνται μέσα από μια πολλαπλότητα οργανισμών, δυνάμεων, ενεργειών, υλικών επιθυμιών, σκέψεων κ.λπ.». Ο I. Η. αναδομεί την παραδοσιακή φιλοσοφία ρεαλιστών - νομιναλιστών, τονίζοντας ότι οι εκπρόσωποι του νομιναλισμού, όπως ο Τ. Hobbes ή ο Ν. Goodman, θεωρούν ότι όλες οι κατηγορίες και ταξινομήσεις δίνονται στατικά από τους ανθρώπους και όχι από τη φύση. Ο ίδιος, με το δυναμικό νομιναλισμό του, ο οποίος «έλκεται από το ρεαλιστικό του εγώ», θεωρεί ότι πολλές κατηγορίες προέρχονται από τη φύση και σε καμία περίπτωση δεν είναι οι κατηγοριοποιήσεις μόνιμες, π.χ. στο πρόβλημα της σύστασης του ατόμου τα πολυάριθμα είδη ανθρώπινων όντων και πράξεων εμφανίστηκαν ταυτόχρονα με την ανακάλυψη των κατηγοριοποιήσεών τους. Σε αντίθεση με τον John Locke, ο οποίος έγραφε για την προέλευση των ιδεών κοιτώντας αφηρημένα το γραφείο του, ο I. Η. θεωρεί ότι ο δυναμικός ρεαλισμός του απαιτεί μελέτη κάθε φορά του συγκεκριμένου προβλήματος, την εξέταση π.χ. της προέλευσης των αντιλήψεών μας για τη διχασμένη προσωπικότητα ή την αυτοκτονία. Δεν παραλείπει βέβαια να τονίσει ότι αυτή η ενασχόληση περιορίζει αποφασιστικά τις πιθανότητες η θεωρία που επεξεργαζόμαστε να απαιτήσει καθολική ισχύ. Σχετικά με το διχασμό της προσωπικότητας ο I. Η. παρουσιάζει τις απόψεις του για το ρεαλισμό σε ένα πλαίσιο μακριά από την πολυχρησιμο-
Ι. Hacking, Rewriting the soul Multiple personality and the Science of memory, Princeton 1995, Mad travelers: Reflections on the reality of transient mental illness ,Υϊΐ^ινύ^ί, 1998. ^^ I, Hacking, «Making up people», 1986, επαναδημοαίευση, Biagioli ed., 1999, σα. 161-
-373 -
επιμετρο
ποιημένη Φυσική. Στην Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία συζητήθηκε τη δεκαετία του 1980 το θέμα εάν η «πολλαπλή προσωπικότητα» είναι μια αληθινή «νοσολογική οντότητα» (disease entity), οι γνώμες διχάστηκαν και μερικοί υποστήριξαν ότι δεν είναι. Ο I. Η. θεωρεί ότι εάν απαιτούμε μια απάντηση τύπου ναι/όχι σε αυτό το ερώτημα, τότε η πολλαπλή προσωπικότητα είναι νοσολογική οντότητα, δηλαδή δε γεννιέται από τη σχέση του ασθενή με το γιατρό, αλλά αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι δεν είναι και προϊόν κοινωνικών καταστάσεων. Το γεγονός ότι συγκεκριμένοι τΰποι νοητικών ασθενειών εμφανίζονται μόνο σε ορισμένα ιστορικά και γεωγραφικά πλαίσια δε σημαίνει ότι είναι κατασκευασμένοι, τεχνητοί ή γενικότερα μη πραγματικοί. Δεν υπάρχει για τον I. Η. αντίθεση ανάμεσα στην πραγματική ασθένεια και στο γεγονός ότι είναι προϊόν κοινωνικών συνθηκών. ^ Μπορεί να κλ&ίσει κανείς αυτά τα σχόλια με τη φράση του συγγραφέα: «υπάρχει μια μρδα στους διανοουμένους που αυτοχαρακτηρίζονται μεταμοντέρνοι ότι θα πρέπει να περιβάλουμε τη λέξη πραγματικότητα με ένα πλήθος ειρωνικών εισαγωγικών. Δεν είναι αυτή δική μου μόδα, θέλω να ξέρω πώς αυτές οι ιδέες (για την πολλαπλή προσωπικότητα) εμφανίστηκαν και πώς έφτιαξαν και διέλυσαν την ζωή μας, τα έθιμά μας, την επιστήμη μας».^^
Ο ΙΑΝ HACKING ΓΙΑ Τ Ο Ν ΚΟΥΝ Η αντιλήψεις για το δυναμικό νομιναλισμό του I. Η. επανέρχολααι ρητά στην κριτική^^ που ασκεί στο έργο του Κουν «The essential tension», κριτική η οποία συνδυάζεται με βαθιά εκτίμηση, «η ύπαρξη αυτών των τάσεων (εσωτερικών) είναι που έκανε το έργο του Κουν μεγαλειώδες». Ο βασικός χαρακτηρισμός του I. Η. για την ιστορική αφήγηση του Κουν είναι ότι συνιστά «ιστορία της πολυθρόνας», δηλαδή ιστορία η οποία τεκμηριώνεται κυρίως σε δημοσιευμένες πηγές, και ότι θεωρεί βασικό αντικείμενο της την επιστημονική θεωρία.^^ Θα σταθούμε κυρίως στο παράδειγμα και την ασυμμετρία του Κουν.
''Hacking 1995, σ. 13. Ι. Hacking, «Review essays», History and Theory, 18, 1979, σσ. 223-236. '"'ο μαθητής του Kuhn και σημαντικός ιστορικός της επιστήμης, John Heilbron, σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το Μάιο του 2000 μας είπε, συμφωνώντας με μια τέτοια εκτίμηση, «ότι ο Kuhn έκανε ιστορία της επιστήμης με τη μορφή της ιστορίας των ιδεών».
-374-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
Ο Κουν μετά την κριτική που δέχθηκε για τον ασαφή τρόπο που παρουσιάστηκε το παράδειγμα στη «Δομή», το διαφοροποίησε στο «Second Thoughts on Paradigms», το 1970, σε κλαδική μήτρα {disciplinary matrio^, που υποδηλώνει το σύνολο πεποιθήσεων, αξιών και τεχνικών μιας ομάδας επιστημόνων, και σε υπόδειγμα {exemplar), που υποδηλώνει τρόπους λΰσης προβλημάτων, πρότυπες θεωρίες και πειραματικές διατάξεις - είναι γνωστή άλλωστε η κεντρική θέση του ότι μετά την επιστημονική επανάσταση ζούμε σε ένα νέο κόσμο, όπου υπάρχουν νέοι τρόποι επίλυσης των επιστημονικών προβλημάτων. Ο Ι. Η. παρατηρεί εύστοχα ότι ο Κουν «πολύ εύκολα τρέχει το σκάφος του σ' ένα συνεχές»,^^ από τη μία ανάμεσα στις εκατό περίπου ψυχές που κυριαρχούνται από την κλαδική μήτρα, με τις θεσμοθετημένες ιεραρχίες τους και την τυποποιημένη διδασκαλία τους στους φοιτητές, και από την άλλη στη νέα υφή της ανθρώπινης εμπειρίας στο νέο κόσμο. Αυτή ακριβώς η ευκολία συγκαλύπτει την εσωτερική ένταση του έργου του Κουν ανάμεσα σε μια κοινωνιολογική μελέτη του επιστημονικού φαινομένου, που ο ίδιος γονιμοποίησε, και στη δημιουργία μιας νέας κατηγορικής δομής του κόσμου. Κατά τον I. Η. ο Κουν είχε «χάσει την μάχη» για το ξεκαθάρισμα της έννοιας παράδειγμα. Ο Ι. Η. συγκρίνει το παράδειγμα του Κουν με τις epistemexox} Φουκώ, για τις οποίες ο Canguilhem εύστοχα έγραψε^*^ ότι «είναι είδος ρευστού στο οποίο μόνο ορισμένες μορφές διαπραγμάτευσης μπορούν να αναπτυχθούν, οι οποίες δεν είναι δυνατό να αντιπαρατεθούν με άλλες βάσει αξιολογικών κρίσων». Ο I. Η. σημειώνει ότι ενώ το παράδειγμα του Κουν είναι «ατομιστικό και ορισμένο αναφορικά με ένα ειδικό και καλοοργανωμένο επίτευγμα, η episteme είναι ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα, ένα είδος «"βαθιάς δομής"... το οποίο είναι τυπικά μη διασαφηνισμένο, πιθανώς και μη διασαφηνίσιμο». Την ίδια περίοδο θα τονίσει ότι στις Λέξεις και τα πράγματα οι τομές {irruption^, είναι ισχυρότερα σχετισμένες με εξωγενείς παράγοντες από ό,τι οι επαναστάσεις του Κουν, καθώς και με γεγονότα στο εσωτερικό της γνώσης, ενώ θα επισημάνει ότι ο Φουκώ ασχολείται περισσότερο με την κανονική επιστήμη και μάλιστα με τη συχνά πιεστική επιβολή που έχει πάνω μας."^^ Το σύστημα του Φουκώ δεν είναι ένα σύστημα θετικών προτά-
'' Ι. Hacking 1979, σ. 234. ^^ G. Canguilhem, «The death of man, or exhaustion of the cogito», The Cambridge companion to Foucault, G. Gutting ed., Cambridge, 1994, σ. 84. 1. Hacking 1979, σ. 235,1. Hacking, «Michel Foucault's Immature Science», Nous 13, 1979a, σ. 47.
-375 -
επιμετρο
σεων, αλλά ένα σύστημα το οποίο αφορά στο είδος των κατηγοριών που μπορούν να καθορίσουν τι μπορεί να θεωρηθεί ως σωστό ή λάθος. Το σύστημα αυτό αποτελεί τη βάση των «τρόπων επιστημονικού συλλογισμού». Υ.ΧΟ Αναπαριστώντας και Παρεμβαίνοντας ο Γ. Η. αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην ασυμμετρία του Κουν και αντιπροτείνει ως όρο και περιεχόμενο την αποσύνδεση (dissociation) ανάμεσα στις θεωρίες. Η διαπραγμάτευση του Παράκελσου π.χ. είναι ασύνδετη με τη δική μας, γιατί δεν υπάρχει τρόπος να αντιστοιχίσουμε αυτά που ήθελε να πει με αυτά που εμείς λέμε. Δημιουργείται δηλαδή πρόβλημα με προτάσεις, οι οποίες στο σύστημα σκέψης του Παράκελσου είναι υποψήφιες για αληθοτιμή και στο δικό μας δεν είναι, καθώς και με το γεγονός ότι ένας ξεπερασμένος τρόπος συλλογισμού είναι κεντρικός στη σκέψη του. Ο I. Η. θεωρεί ότι η ασυμμετρία νοήματος που προτείνει ο Κουν είναι ουσιαστικά φιλοσοφικός, όχι ιστορικός όρος και^υμφωνεί με τον κριτικό του Κουν, τον D. SHaf/ere, ότι στις διαδοχικές θεωρίες παρουσιάζεται αρκετή ομοιότητα εννοιών η οποία επιτρέπει την σύγκρισή τους, αλλά θεωρεί ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η σύγκριση, αλλά ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο οι όροι πήραν το νόημά τους. Οι ενστάσεις στο έργο του Κουν είναι η ένταση ανάμεσα στο φιλόσοφο και τον ιστορικό, ανάμεσα στη φιλοσοφική ανάγνωση της Αομηςμε την ασυμμετρία, και στην εσωτερική ιστορία της επιστήμης που προτείνει ο ιστορικός Κουν ως λύση. Ο Κουν στην ύστερη περίοδο του έργου του, σε σειρά διαλέξεων που είχαν την υποσημείωση να μη γίνεται αναφορά, αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ασυμμετρίας με βάση γλωσσολογικές θεωρίες και λογικές θεωρίες ταξινόμησης και αναφέρει την παραδειγματική επιστήμη ως ένα δομημένο λεξικό. Η ταξινόμηση του Κουν είναι ταξινόμηση «φυσικών ειδών», αλλά, όπως παρατηρεί ο I. Η., είναι δύσκολο στα γραπτά του Κουν να γίνει σαφές εάν ασχολείται με τη γλώσσα του κόσμου ή με την εννοιολογική δομή του κόσμου. Ο I. Η. προτείνει μετασχηματισμό της ταξινομικής προοπτικής του Κουν, με χρήση επιστημονικών ειδών αντί των φυσικών, και θεωρεί αναγκαίες τρεις συνθήκες: τα επιστημονικά είδη να είναι ταξινομημένα, οι ταξινομήσεις τους να έχουν τελικά είδη και οι επιστημονικοί όροι να είναι δυνατό να προβληθούν. Η προβολή γίνεται διαπαραδειγματικά, αλλά οι επιστημονικοί όροι προβάλλονται ακριβώς λόγω της φύσης της επιστήμης, δηλαδή επειδή οι γενικές αλήθειες της επιστήμης θα πρέπει να ισχύουν κάτω από μεταβαλλόμενες συνθήκες.^^
'' Ι. Hacking, 1993, σ. 295.
-376-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
Το κεντρικό όμως σημείο του Καναδού φιλοσόφου είναι ότι η προβολή αυτή δε γίνεται από ένα κοσμικό σημείο, αλλά είναι μια ανθρώπινη έννοια και υποδηλώνει τη δραστηριότητα μιας επιστημονικής κοινότητας, η οποία με τις γενικεύσεις της δημιουργεί δυνατότητες επίλυσης νέων προβλημάτων. Η ταξινομική λογική στη μελέτη της επιστήμης κατά τον I. Η. στηρίζεται στο γεγονός ότι τα τελευταία τριακόσια χρόνια κυριαρχίας της μηχανοκρατίας οι επιστήμονες, σε αντίθεση με τους καλλιτέχνες, ασχολούνταν πάντοτε με κάτι που ήταν είδος. Ο Κουν θα τονίσει^^ ότι ο νομιναλισμός -έστω και ο δυναμικός του I. Η . δεν μπορεί να δώσει λύσεις, γιατί υπάρχει δυσκολία να κατασκευασθούν ως ατομικότητες «αναφορές όρων όπως η δύναμη, το μέτωπο του κύματος ή ακόμη λιγότερο η προσωπικότητα», οπότε απαιτείται μια θεωρία νοήματος, την οποία όμως προσπαθεί να εκμηδενίσει ο Ι. Η. Η απαίτηση του I. Η. να αντικαταστήσει ο Κουν τα φυσικά είδη με επιστημονικά είδη οφείλεται και στο ότι η φιλοσοφική προοπτική που δείχνουν τα φυσικά είδη σχετίζεται άμεσα με αντίστοιχα κοσμικά είδη, γνωστικό στόχο των φιλοσόφων από την εποχή του Διαφωτισμού. Τα φυσικά είδη είναι εν γένει εξωτικά, τίγρεις (για μας) ή λεμόνια (για τους αγγλοσάξονες), δεν μπορεί να είναι η λάσπη ή ο ποδοσφαιριστής, και οδηγούν την ψυχή των φιλοσόφων στα πλατωνικά είδη, θα μας διδάξει ο I. Η. Ανεξαρτήτως του αν οι φιλόσοφοι επιλέγουν τα κοσμικά είδη ως συνδέσμους της φύσης ή θεωρούν ότι κάποια είναι κεντρικότερα για τα επιστημονικά μας ενδιαφέροντα, πάντα υπάρχει το πρόβλημα του πιθανού σφάλματος. Το υδρογόνο, π.χ., θεμελιακό συστατικό της φύσης στη σημερινή αντίληψη της φυσικής πραγματικότητας, αύριο μπορεί να αποτελεί ένα συνηθισμένο γήινο στοιχείο και να χάσει την ιδιαίτερη επιστημονική σημασία του. Για τους παραπάνω λόγους, που ο Κουν προφανώς δεν αποδέχεται, ο I. Η. τον καλεί να αντικαταστήσει τα φυσικά είδη με τα επιστημονικά, τα οποία οι επιστήμονες πάντα ελπίζουν ότι έχουν κάτι το κοσμικό - και οι επιστήμες ικανοποιούνται όταν προσεγγίζουν αυτήν τη διάσταση. Στα 1999 ο I. Η. γράφοντας^^ για τους Ρ. Κ. Feyerabend και Τ. Κουν χαρακτηρίζει τον αντιεξουσιαστή Feyerabend ως φιλόσοφο ο οποίος δεν προσπάθησε να αποσαθρώσει την ιδεολογία της επιστήμης μέσω της αφαίρεσης του προσωπείου της, αλλά ασχολήθηκε με την εξέταση της εξωθεωρη''Τ. S. Kuhn, «Afterwords», Horwich ed.,.1993, σ. 310. Hacking, 1999, σ. 98.
-377 -
επιμετρο
τικής λειτουργίας της επιστήμης, οπότε και δεν έχουμε τη θεωρητική της άρνηση, αλλά απλά καταστροφή της πρακτικής χρησιμότητάς της. Κατά τον I. Η. ο Kuhn σε αντίθεση με τον Feyerabend αφαίρεσε το προσωπείο της επιστήμης με τη «Δομή» και έτσι ο σοβαρός επαναστάτης Κουν ήταν περισσότερο κοινωνικός κατασκευασιοκράτης από τον φανταχτερό αναρχικό Feyerabend. Η ανάγνωση του Κουν από τον I. Η. μπορεί να συνοψισθεί στο ότι το κΰριο πρόβλημα δεν είναι η μελέτη των επιστημονικών επαναστάσεων αλλά της κανονικής επιστήμης, της ευστάθειας του επιστημονικού φαινομένου.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ Τ Ι Σ Π Ι Θ Α Ν Ο Τ Η Τ Ε Σ Ο I. Η. έγραφε, όπως αναφέρθηκε, για τη'ν εμφάνιση της πιθανότητας, επηρεασμένος/απ^ το «Οι λέξεις και τα πράγματα» του Φουκώ. Η εμφάνιση της πιθανότητας, τα μαθηματικά του τυχαίου εμφανίζονται τον 17ο αιώνα, αν και η πρακτική των παιχνιδιών με ζάρια είναι πανάρχαια και καμιά από τις ερμηνείες για την «καθυστέρηση» αυτή δεν είναι πειστική. Στον Φουκώ διαβάζουμε ότι το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, στο κατώφλι της κλασικής εποχής, το σημείο παύει να είναι μια μορφή του κόσμου, να συνδέεται δηλαδή με τα άλλα σημεία με μυστικούς δεσμούς ομοιότητας ή συνάφειας, όπως όριζαν οι αναγεννησιακές αντιλήψεις για τη φυσική πραγματικότητα. Το νέο σημείο είναι πάντα ή βέβαιο ή πιθανό και οφείλει να βρει το χώρο του μέσα στη γνώση. Η γνώση διαρρηγνύοντας τη σχέση της με τη divinatio επιτρέπει στο σημείο να συγκροτηθεί μέσω της γνωστικής πράξης, χωρίς να προϋποθέτει σημεία προγενέστερα από αυτήν, δηλαδή μια τάξη σημείων κατανεμημένων από το Θεό. «Στο εξής το σημείο θα αρχίσει να σημαίνει κάτι στο εσωτερικό της γνώσης, από αυτή θα δανειστεί τη βεβαιότητα ή πιθανότητά του».^^ Από την απόλυτη γνώση περνάμε σε ένα δίκτυο σημείων, υφασμένο λίγο λίγο από τη γνώση του πιθανού. Αυτό το πλαίσιο ιδεών το μετατρέπει ο I. Η. σε ιστορία της πιθανότητας, τονίζοντας ότι η πιθανότητα ήταν ουσιαστικά πάντα δυική: από τη μια σχετιζόταν με βαθμούς πίστης και από την άλλη με όργανα που έτειναν να παράγουν μακροπρόθεσμα σταθερές συχνότητες εμφάνισης φαινομένων. Η πιθανότητα ήταν παιδί των αναγεννησιακών χαμηλών επιστημών
^^Μ. Φουκώ, Οι λέξεις και τα πράγματα, Γνώση, 1986, σσ. 99-100.
-378-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
(αλχημεία, ιατρική) ττου απέβλεπαν σε γνώμη, σε αντίθεση με την αστρονομία και μηχανική, που στόχευαν στην αποδεικτική γνώση. Με το τέλος της Αναγέννησης τα σημεία των χαμηλών επιστημών απέκτησαν αυξημένο γνωσιακό βάρος λόγω της συχνότητας των ακριβών, σωστών προβλέψεων και αυτός ο μετασχηματισμός από σημείο σε μαρτυρία επέτρεψε την εμφάνιση της πιθανότητας. Το πρόβλημα της επαγωγής του Hume εμφανίστηκε το 1737 πολΰ αργότερα από το 1660, οπότε τοποθετείται η εμφάνιση της πιθανότητας, γιατί θα έπρεπε να συμπέσουν οι υψηλές και χαμηλές επιστήμες, πράγμα που έγινε σταδιακά ολόκληρο το 17ο αιώνα και τυποποιήθηκε από τον επίσκοπο Berkeley, όταν επισήμανε ότι όλες οι αιτίες των υψηλών επιστημών είναι απλά σημεία, εργαλεία των χαμηλών, και «έτσι μπόρεσε να εμφανιστεί ο Hume».^^ Στα 1990 ο I. Η. έγραψε για την Εξημέρωση τον τνχαίον^^ όπου περιγράφει την καταβαράθρωση της αιτιοκρατίας κατά το 19ο αιώνα και τη δημιουργία αυτόνομων νόμων του τυχαίου. Οι στατιστικοί νόμοι που άρχισαν να εμφανίζονται κυρίως στις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, τη δημογραφία, τους δείκτες θνησιμότητας, την εγκληματικότητα, αρχικά θεωρούνταν αναγώγιμοι σε υποκείμενα αιτιοκρατικά γεγονότα. Στην πράξη, αυτοί οι νόμοι απέκτησαν σταδιακά αυτονομία, επεκτάθηκαν στα φυσικά φαινόμενα και διείσδυσαν σε όλες τις πλευρές της ζωής. Έτσι το τυχαίο έγινε στοιχείο των θεμελιωδών διαδικασιών της φΰσης και της κοινωνίας, εξημερώθηκε. Το τυχαίο που για τον Hume το 18ο αιώνα δεν ήταν τίποτα το πραγματικό, για τον νοη Neumann των αυτομάτων και των βομβών στα 1940 ήταν ίσως το μόνο πραγματικό. Οι μελέτες για το τυχαίο στο 19ο και στις αρχές του 20οΰ αιώνα παρουσιάζουν πρόσθετο ενδιαφέρον, γιατί αναδεικνύουν και την αντίληψη του I. Η. για τις επιστημονικές επαναστάσεις. Σε άρθρο του «Υπήρξε πιθανοκρατική επανάσταση; 1800-1930»^^ τοποθετεί σε τέσσερα στάδια, πιθανώς επικαλυπτόμενα, την ολοκλήρωση αυτής της επανάστασης.
^^ό.π. σ. 102. Να σημειωθεί ότι ο I. Η. στη Rothschild διάλεξη του στο Harvard στις 22/4/1999 συνέδεσε την εμφάνιση του προβλήματος επαγωγής και με τις αναπτυσσόμενες εμπορικές πρακτικές και τις νοητικές αφαιρέσεις που αυτές απαιτούσαν. ^^Ι. Hacking, Taming of chance, Cambridge, 1990. I.Hacking, «Was there a probabilistic revolution ? 1800-1930» στο The probabilistic revolution, L. Kruger, L. Daston, M. Heidelberger eds, τόμ. 1, MIT 1987, σσ. 45-55.
-379 -
επιμετρο
α. 1820-40. Εμφανίζονται διαθέσιμοι τυπωμένοι αριθμοί, οι οποίοι αυξάνουν κατακόρυφα μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Οι αριθμοί αφορούσαν κυρίως στην κοινωνική σφαίρα και όχι σε αποτελέσματα φυσικών μετρήσεων, οι οποίες επίσης αναπτύσσονταν τότε. β. 1835-75. Ενισχύεται η πίστη στην κανονικότητα αυτών των αριθμών, αλλά ταυτόχρονα η αιτιοκρατία δεν κινδυνεύει. Τα βιολογικά και κοινωνικά φαινόμενα πιστευόταν ότι υπακούουν σε μια κατανομή Gauss, η οποία με τη σειρά της θεωρούνταν ότι υπόκειται σε αιτιοκρατική ερμηνεία. γ. 1875-(;) Την περίοδο αυτή οι άνθρωποι αδιαφορούσαν για την εύρεση αιτιοκρατικών ερμηνειών και έτσι άρχισαν να δίδονται καθαρά πιθανοκρατίες αυτόνομες ερμηνείες σε κοινωνικά φαινόμενα, π.χ. νόμος Galton για τα παιδιά διακεκριμένων γονιών. Ο Peirce στα 1890 ενισχύει φιλοσοφικά τη σύγχρονη μη αιι:ιοκρατία, χωρίς κανείς να τον πάρει στα σοβαρά. δ. 1892-1936. Η φυσική παίρνει την κεντρική θέση στην πιθανοκρατία, με τη στατιστική μηχανική των Maxwell-Boltzmann, στην οποία ο Einstein και άλλοι στα 1905-7 έδωσαν πραγματικό μηχανιστικό περιεχόμενο απαλλάσσοντάς την από το εργαλειακό status και παράγοντάς την από στατιστικούς νόμους. Τέλος, η κβαντική θεωρία ολοκλήρωσε την ιστορία. Ο I. Η. θεωρεί ότι αυτές οι μικροεπαναστάσεις οδήγησαν σε μια από τις σημαντικότερες αλλαγές στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος, την εξημέρωση του τυχαίου και την αποσάθρωση της αιτιοκρατίας, και αν αυτό δεν είναι επανάσταση με την καθημερινή έννοια της λέξης, τότε τίποτα δε θα είναι. Αυτή η περιγραφή μιας επιστημονικής επανάστασης δεν έχει βέβαια καμία ομοιότητα με τη Δομήχοχ^ Κουν. Ο I. Η. θα τονίσει ότι δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να αποκληθεί «δομή» των επιστημονικών επαναστάσεων. Οι μελέτες του τυχαίου έφεραν στο προσκήνιο του I. Η. τη στατιστική γλώσσα, τη στατιστική αλήθεια και το στατιστικό συλλογισμό, στοιχεία που συνιστούν αυτό που ο ίδιος θα ονομάσει στατιστικό τρόπο επιστημονικού συλλογισμού.
Τ Ρ Ο Π Ο Ι Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Υ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΥ (STYLES OF REASONING) Οι τρόποι επιστημονικού συλλογισμού είναι κεντρικό σημείο στη φιλοσοφία του I. Η. και οι απόψεις του κωδικοποιούνται σε δύο άρθρα, «Language -380-
η ε π ι σ τ η μ η στο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
Truth and Reason»^^ και «Style for historians and philosophers»/^ όπου αναζητά ένα εργαλείο που να είναι ταυτόχρονα κοινωνικό και μεταφυσικό, για να συσχετίσει τις κοινωνιολογικές σπουδές της επιστήμης, τη μεταφυσική του Hilary Putnam και τις πλευρές της επιστήμης που μοιάζουν με το ιστοριογραφικό σύστημα της Μεσογείου του Braudel, την ιστορία δηλαδή του χρόνου της μακράς διάρκειας με επίμονη και σωρευτική ανάπτυξη. Το σχήμα του το δανείζεται από το θεμελιακό έργο του Α. C. Crombie «Styles of Scientific Thinking in the European Tradition: The History of Argument and Explanation especially in the Mathematical and Biomedical Sciences and Art» (3 τόμ., Duckworth, 1994, σελ. 2456), το οποίο διάβασε σε χειρόγραφο και του οποίου οι βασικές ιδέες ήταν δημοσιευμένες από τα 1978.^^ Ο ίδιος όμως γράφει ότι οφείλει περισσότερα στον Φουκώ παρά στον Crombie, αν και χωρίς το τρίτομο έργο του τελευταίου, το όλο του εγχείρημα θα ήταν ιστοριογραφικά αστήρικτο. Ο Α. Crombie πρότεινε τους εξής τρόπους επιστημονικής σκέψης: 1. την απλή αξιωματική θεώρηση, όπως αυτή καθιερώθηκε από τα ελληνικά μαθηματικά' 2. την ανάπτυξη του πειράματος για τον έλεγχο των αξιωμάτων και τη διερεύνηση μέσω της παρατήρησης και της μέτρησης* 3. τη δόμηση υποθετικών αναλογικών μοντέλων 4. τη διάταξη ποικιλιών μέσω της σύγκρισης και της ταξινόμησης* 5. τη στατιστική ανάλυση κανονικοτήτων πληθυσμών και το λογισμό των πιθανοτήτων* 6. την ιστορική παραγωγή της γενετικής ανάπτυξης. Ο I. Η. θεώρησε επίσης ότι «οι τρόποι επιστη]4>ονικής σκέψης» έχουν αδυναμία, γιατί η «σκέψη είναι κυρίως στο κεφάλι», και υιοθέτησε τον όρο συλλογισμό στην αξιοποίηση του συστήματος του Crombie, θέλοντας να συμπεριλάβει στη γνωσιακή διαδικασία και όλες τις πειραματικές και χειροτεχνικές πρακτικές. Ο Α. Crombie, από τους μεγαλύτερους ιστορικούς της επιστήμης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ήταν σαφής στους στόχους του και τους παραθέτει στην πρώτη σελίδα του μεγάλου έργου του: «όταν μιλάμε σήμερα
^^Ι. Hacking, «Language truth and reason» στο Rationality and relativism, M. Hollis, St. Lukes eds, Blackwell, 1982, σο. 48-66. ^^I. Hacking, «Style for historians and philosophers», St. His. Phil Sc. 23, 1992, oo.l-20. ^^A. Crombie, «Philosophical perspectives and scientific interpretations of Galileo» στο Theory change, ancient axiomatics and Galileo's Methodology, Reidel, 1981.
-381 -
επιμετρο
για φυσικές επιστήμες, εννοούμε μια ειδική θέαση δημιουργημένη στο πλαίσιο της δυτικής κουλτούρας, ταυτόχρονα της γνώσης και του αντικειμένου αυτής της γνώσης, μια θέαση ταυτόχρονα της φυσικής επιστήμης και της Φύσης» και κλείνει με μια σύντομη παρουσίαση αυτού του έργου του τονίζοντας την αντικειμενικότητα της επιστήμης,«like it or not», και τη μοναδικότητα της ευρωπαϊκής επιστημονικής σκέψης. Ο I. Η., σε αντίθεση με το κλασικό αυτό πανόραμα, με τους τρόπους του θέλει να συμβάλλει a la Φουκώ στην ιστορία του παρόντος και γι' αυτό τροποποιεί ελαφρά τη λίστα του Crombie εισάγοντας και τον πειρα^ιατικό τρόπο. Ο Ι. Η. δηλώνει ότι δε θα δώσει ακριβή ορισμό^^ των τρόπων, αλλά αναγνωρίζει ότι η παλιότερη προϊστορία τους οδηγεί στον Oswald Spengler με τους πολιτισμικούς κύκλους στην Παρακμή της^Δ νσης, στον Edmund Husserl με το γαλιλαιικό τρόπο της κατασκευής των αφηρημένων μοντέλων του σύμπαντος στην Κρίση των ευρωπαϊκών επιστημών και υπερβατική φαινομενολογία, και στην πλατωνική ερμηνεία του Γαλιλαίου από τον Koyre. Οι τρόποι πάντως δε σημαίνουν για τον Ι. Η. λογική, γιατί η λογική συμβάλλει στη διατήρηση της αλήθειας, ενώ οι τρόποι δίνουν την δυνατότητα για την ύπαρξη αλήθειας. Ο Ludwig Fleck έβαλε στον τίτλο βιβλίου του στα 1935^^ τους τρόπους σκέψης, denkstily οι οποίοι όμως είχαν πεδίο εφαρμογής στο πλαίσιο μιας επιστήμης και ο όρος τότε ήταν καθημερινής χρήσης στη Γερμανία (π.χ. Judisch Denkstil) από τους Ναζί, ενώ ο ίδιος συγγραφέας μάς έδωσε πολλά χρόνια πριν από τον Κουν και τις denkkollectWy τις κολεκτίβες της σκέψης. Η νεότερη ιστορία των τρόπων ανήκει στα παραδείγματα του Κουν, τα προγράμματα του Lakatos, τα θέματα του Holton, στους τρόπους διαπραγμάτευσηςχοχ) Φουκώ, στα γλωσσικά παιχνίδια χοχ^ Wittgenstein, στη νέα ιστοριογραφία του Ν. Jardine,^^ στα σχήματα δηλαδή μεγάλων αφηγήσεων της επιστήμης, που σήμερα δεν είναι της μόδας. Τα παραπάνω είναι βέβαια καντιανά
® I. Hacking, Statistical language, statistical truth and statistical reason, Mcmullin ed., 1992, σ. 138. ^ L. Fleck, Genesis and development of a scientific fact, Chicago, 1979, πρώτη γερμανική έκδοση, Entstehung und Entwicklung einer wissenschaftlichen Tatsache: Einfiihrung in die Lehre vom Denkstil und Denkkolektiv, 1935. Jardine, «The scenes of inquiry», Oxford, 1991, σ. 146.
-382-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
εργαλεία και ενώ ο Wittgenstein δεν είχε ιδιαίτερο πάθος με την ιστορικότητα στα παιχνίδια του, ο Φουκώ, όπως μας δίδαξε ο Canguiihem, διαβάζεται ως μελετητής του ιστορικού a priori. «Το savoirxov χρόνου, του τόπου, του αντικειμένου μελέτης και της κοινότητας των διαλεγομένων ορίζει τι είναι δυνατόν να λεχθεί», διασαφηνίζει σχετικά με τις episteme ο I. Η.*^^ Οι τρόποι επιστημονικού συλλογισμού παρέχουν καταρχήν a la Φουκώ τη δυνατότητα σε μια πρόταση να μπορεί να θεωρηθεί υποψήφια αληθοτιμής. Συγχωρήστε το εκτενές απόσπασμα από τις Λέξεις και τα πράγ-ματα, το οποίο δείχνει με σαφήνεια τα δάνεια του I. Η. από το Γάλλο στοχαστή. «Οι θε^ιελιώδεις κώδικες ενός πολιτισ'μού - εκείνοι πον διέπουν τη γλώσσα τον^ τα αντιληπτικά τον σχήματα, τις ανταλλαγές τον, τις τεχνικές τον, τις αξίες τον, την ιεραρχία των πρακτικών τον — ορίζονν απαρχής τις εμπειρικές τάξεις με τις οποίες θα έχει να κάνει ο κάθε άνθρωπος και στις οποίες θα ξαναβρεί τον εαντό τον. Στο άλλο άκρο της σκέψης, επιστημονικές θεωρίες ή ερμηνείες φιλοσόφων εξηγούν το γιατί νπάρχει γενικά μια τάξη, σε ποιο γενικό νόμο νπακούει, ποια αρχή μπορεί να την εξηγήσει, για ποιο λόγο έχει επιβληθεί αντή η τάξη και όχι κάποια άλλη. Αλλά ανάμεσα σε αντές τις δύο τόσο απομακρνσμένες περιοχές νπάρχει μια περιοχή πον, μολονότι παίζει ρόλο ενδιαμέσον, δεν είναι λιγότερο θεμελιώδης: αναμφίβολα είναι πιο σνγκεχνμένη, πιο σκοτεινή, πιο δύσκολη στην ανάλνση. Μέσα σ' αντή ν ένας πολιτισμός, απομακρνσμένος ανεπαίσθητα από τις εμπειρικές τάξεις πον τον έχονν επιβληθεί από τονς πρωταρχικούς τον κώδικες, κρατώντας μια ορισμένη απόσταση από αντές, τις κάνει να χάνονν την αρχική τονς διαφάνεια, δεν τις αφήνει να τον διαπερνούν παθητικά, αποσπάται από τις άμεσες και αόρατες δννάμεις τονς, ελενθερώνεται αρκετά, ώστε να διαπιστώνει ότι αντές οι τάξεις ίσως να μην είναι οι μόνες δννατές ούτε οι καλύτερες. Έτσι βρίσκεται αντιμέτωπος με το χοντρικό γεγονός ότι κάτω από τις ανθόρμητες τάξεις τον νπάρχονν πράγματα πον είναι αφ' εαντών τακτοποιήσιμα, πον ανήκονν σε μια ορισμένη σιωπηρή τάξη, με ένα λόγο ότι νπάρχει τάξη... Σύμφωνα με ποια τάξη σνγκροτήθηκε η γνώση. Με κριτήριο ποιο ιστορικό α priori και μέσα στο στοιχείο ποιας θετικότητας μπόρεσαν να εμφανιστούν ιδέες, να σνγκροτηθούν επιστήμες, να γίνονν εμπειρίες αντικείμενο στοχασμού μέσα σε φιλοσοφίες, να σχηματιστούν ορθολογικότητες, ίσως για να εξαρθρωθούν παρενθύς και να εξαφανιστούν. Σννεπώς δε θα γίνει λόγος για γνώσεις πον περιγράφονται στην πρόοδό τονς προς μια αντικειμενικότητα, μέσα στην οποία η σημερινή μας επιστήμη θα μπορούσε επιτέλονς να αναγνωρίσει τον εαντό της. Εκείνο πον θα θέλαμε
'^Ι. Hacking, 1979, σ. 43.
-383 -
επιμετρο
να φανερώσουμε είναι το επιστημολογικό πεδίο, η επιστήμη, όπου οι γνώσεις, ιδωμένες έξω από κάθε κριτήριο που αναφέρεται στην ορθολογική τους αξία ή στις αντικειμενικές τους μορφές, στερεώνουν τη θετικότητά τους και φανερώνουν έτσι μια ιστορία, η οποία δεν είναι η ιστορία της αυξανόμενης τελείωσής τους, αλλά μάλλον εκείνη των συνθηκών της δυνατότητάς τους>κ^ Τον Ι. Η. δεν τον απασχολεί το πρόβλημα της υποκειμενικότητας των επιστημονικών προτάσεων αλλά του σχετικισμού, δηλαδή τι σημαίνει το ότι η αλήθεια ή το ψεύδος τους εξαρτάται από τον «τρόπο συλλογισμού» στο πλαίσιο του οποίου μελετώνται, και παρατηρεί ότι και ο κλασικός θετικισμός από τον Comte ως τον Schlick, με την εμβληματική φράση «το νόημα μιας πρότασης είναι η μέθοδος επαλήθευσής της», παρά την υποταγή που όφειλε στην θεωρία νοήματος του Frege, δεν αποφεύγει το π||όβλημα του σχετικισμού. Οι τρόποι δομρύνται διαφοριζόμενοι από την ασυμμετρία των Kuhn Feyerabend και τηγ απροσδιοριστία της μετάφρασης του Quine, σχολές οι οποίες οδηγούν σε αντιθετικά αποτελέσματα.^^ Η ασυμμετρία, δηλαδή η αδυναμία μετάφρασης στο νέο παράδειγμα, δε συμβάλλει στην κατανόηση νέων δυνατοτήτων για την εξέταση της αλήθειας ή του ψεύδους μιας πρότασης, στο πλαίσιο του νέου τρόπου. Κχ^χό που έχει σημασία για τον I. Η. είναι η προσπάθεια κατανόησης του νέου τρόπου συλλογισμού, η μάθησή του, δεδομένου ότι συχνά είναι δύσκολη η μετάφραση, και με αυτή την έννοια το σχήμα της ασυμμετρίας, το οποίο εξαρχής την αρνείται, είναι αναποτελεσματικό. Η απροσδιοριστία στη μετάφραση του Quine επίσης δε βοηθά, γιατί γνωρίζουμε βέβαια ότι υπάρχει στην πράξη μετάφραση μεταξύ των δύο κοινοτήτων, αλλά οι δυνατότητες διατήρησης της αλήθειας μιας πρότασης, οι οποίες είναι το κεντρικό σημείο στο σχήμα αυτό, δεν είναι αναγκαία ταυτόσημες στις δύο γλώσσες. «Η επικοινωνία των τρόπων σκέψης είναι αυτό που έχει βάρος». Οι τρόποι και η ευστάθειά τους σχετίζονται άμεσα με τις υλικές, θεσμικές προϋποθέσεις εμφάνισής τους, και έτσι ο συγγραφέας θα πει ότι εάν πρέπει να διαλέξει ένα φιλοσοφικό -ισμό, αυτός που περισσότερο ταιριάζει είναι ο υλισμός. Οι τρόποι του I. Η. δεν αποτελούν καντιανά σχήματα για να αντιμετωπί'^Μ. Φουκώ, 1986, σσ. 17-19. 'η. Hacking, 1982, σ. 59. ^^op.cit., σ. 61.
-384-
η ε π ι σ τ η μ η στο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
σουν τον κόσμο, «Ο τρόπος δεν είναι ένα σχήμα το οποίο αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ... και είναι εσωτερικό σε αυτό που σκεφτόμαστε όσο οι τΰποι του Davidson».^^ Ο Donald Davidson, όπως είναι γνωστό, αρνείται το δόγμα του δυϊσμού ανάμεσα στο σχήμα και την πραγματικότητα και τονίζει ότι η αλήθεια των προτάσεων σχετίζεται με μια γλώσσα, «αλλά αυτό είναι αντικειμενικό όσο μπορεί». Εδώ ο Ι. Η. οδηγείται στην αναγκαία διάκριση ανάμεσα σε προτάσεις που μπορεί να γίνουν σε κάθε γλώσσα και δεν απαιτούν τρόπο και στις υπόλοιπες, για τις οποίες όμως «αρέσει στους ανθρώπους να ομιλούν». Οι ψυχο-ανθρωπολόγοι ισχυρίζονται ότι υπάρχουν βασικές έννοιες που είναι σχετικά ευσταθείς ανάμεσα στις διάφορες γλώσσες,*^^ για τις άλλες -τις πιο ενδιαφέρουσες- προτείνονται οι τρόποι. Οι μελέτες στη στατιστική οδήγησαν το συγγραφέα στο συμπέρασμα ότι οι μέθοδοι επαλήθευσης είχαν συγκεκριμένη ιστορική διαδρομή και τελικά «ο τρόπος συλλογισμού» γίνεται το μέτρο της αντικειμενικότητας, αποκτά δηλαδή την a la Peirce «αρετή της παραγωγής της αλήθειας». Η κυκλικότητα που εμφανίζεται εδώ είναι καλοδεχούμενη από τον I. Η., ο οποίος μας δίνει επίσης κατάλογο των καινοτομιών που μπορεί να εισαγάγει ένας νέος τρόπος^ οι οποίες αφορούν αντικείμενα, μαρτυρίες, προτάσεις, νόμους, δυνατότητες. Εδώ δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε ανάλογες μελέτες του Ρώσου φιλόσοφου V. S. Stiopin από τη δεκαετία του 1970, με το γενικό τίτλο «Ιδανικά και κανονικότητες της επιστημονικής γνώσης». Τελικά ο I. Η. επισημαίνει ότι οι τρόποι του, αν και ηχούν σύμφωνοι με σκεπτικιστικές τάσεις υπονόμευσης της επιστήμης, στην ουσία αποτελούν μια συντηρητική στρατηγική ερμηνείας, έναν τονισμό της ιδιαιτερότητας του επιστημονικού.
Η ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Η Η πειραματική επιστήμη επανήλθε στη φιλοσοφία σε σημαντικό βαθμό με το βιβλίο που κρατάτε. Στο άρθρο The Ββψυιηάκαύοη of the Laboratory Science^ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην ιδιάζουσα ευστάθεια των εργαστη-
'^op.cit., σ. 64. '^Ο George Lakoff στο Women, Fire and Dangerous Things, Chicago, 1987, συνοψίζει αυτές τις αντιλήψεις. '^Ι. Hacking, «The self-vindication of the laboratory science» στο Science as a practice and culture, A. Pickering ed., Chicago, 1992a, σσ. 29-65.
-385 -
επιμετρο
ριακών επιστημών, ότι δηλαδή αυτές παράγουν μια αυτοεπιβεβαιοΰμενη δομή, που τις κρατά σταθερές. Οι εργαστηριακές επιστήμες για τον Ι.Η. είναι στενότερη κατηγορία από τις πειραματικές, η Βοτανολογία π.χ. δεν ανήκει σε αυτές, σε αντίθεση με τη Φυσιολογία των φυτών. Πρόκειται για πρωταρχική έννοια a la Lakoff, η οποία αφορά στις επιστήμες στις οποίες η απάντηση των ερωτημάτων αλήθειας γίνεται με την εργασία στο εργαστήριο. Η θέση αυτή με κανέναν τρόπο δεν υποκρύπτει ότι τα εργαστηριακά αποτελέσματα είναι νοητικές ή κοινωνικές κατασκευές, π.χ. τα ηλεκτρόνια δε δημιουργούνται στο εργαστήριο, αλλά το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο δημιουργήθηκε εκεί, αφού όλοι θα συμφωνήσουν ότι πριν από την ανακάλυψή του δεν εμφανίστηκε στη φΰση σε καθαρή μορφή. Η ευστάθεια τις πειραματικής επιστήμης ^ ν αφορά στην έρευνα στα πιο προωθημένα μέτωπα της επιστήμης, όπου μπορεί να παρατηρηθεί η μέγιστη αστάθεια, η οτιοία κατά τον I. Η. δεν είναι προτέρημα αλλά απλώς γεγονός.^^ Η θέση του και εδώ μπορεί να αποκληθεί υλιστική, αφού σχετίζεται με την υλική πλευρά της επιστημονικής πράξης, σε αντίθεση με τον διανοουμενισμό του Duhem, όπου η ευστάθεια της επιστήμης αφορούσε κυρίως στην ευστάθεια της βασικής θεωρητικής δομής. Ο υλισμός αυτός όμως είναι επίσης άσχετος με τη συζήτηση περί επιστημονικού ρεαλισμού, αφού δε θεωρεί ότι σκοπός της επιστήμης είναι μια αληθινή θεωρία για το σύμπαν και οι διαφορετικές ευσταθείς εργαστηριακές επιστήμες δεν ορίζονται ως τμήμα μιας μεγάλης ενότητας των επιστημών και για τον απλό λόγο ότι οι πειραματικές πρακτικές τους είναι ασύμμετρες με την κυριολεκτική έννοια του όρου, δεν υπάρχουν όργανα για κοινές μετρήσεις. Οι αντιλήψεις για αστάθεια της επιστήμης ενισχύθηκαν με τις πραγματικά επαναστατικές αλλαγές στη Φυσική το πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα και φιλοσοφικά επενδύθηκαν με το έργο του Πόπερ, του Κουν κ.ά. Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα, ιδίως στην περίπτωση της ειδικής και γενικής σχετικότητας, η θεωρία δομήθηκε ανεξάρτητα από την πειραματική εργασία και σε κάθε περίπτωση το λεπτό παιχνίδι πειραματιστή και θεωρητικού χάθηκε. Από την άλλη είναι φανερό ότι οι πειραματικές διατάξεις που χρησιμοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1920 στην επιβεβαίωση ή διάψευση των θεωρητικών καινοτομιών της κβαντικής φυσικής, στηρίζονταν στην παραδοσιακή φασματοσκοπία. Η φαινομενική τουλάχιστον σταθερότητα στις καθιερωμένες επιστήμες κατά τον I. Η. μπορεί να ερμηνευθεί καταρχήν από την αναχρονιστική αναφο^ Ι. Hacking, 1992a, σ. 38.
-386-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
ρά που γίνεται συνηθέστατα σε συγκεκριμένα επεισόδια. Ελάχιστοι πειραματιστές μπορούν σήμερα να αναπαραγάγουν π.χ. το φαινόμενο Zeeman. Η πρακτική του μαΰρου κουτιοΰ, όπου ολόκληρα συστήματα οργάνων λειτουργούν συχνά χωρίς ο χειριστής τους να μπορεί να κατανοήσει τον τρόπο λειτουργίας τους, κωδικοποιεί σε υλική μορφή την προηγουμένη γνώση, εκφράζοντας έτσι την ευστάθεια του επιστημονικού. Η αντίληψη ότι η επιστημονική πρακτική μοιάζει με σχοινί με πολλά καλώδια -της θεωρίας του πειράματος και των οργάνων- όπου η διακοπή στο ένα έχει μικρή επίπτωση στη συνολική δραστηριότητα τεκμηριώνεται ιστορικά με το θεμελιακό έργο του Peter Galison.^^ Η πειραματική πρακτική αφορά στο παιχνίδι ανάμεσα στις ιδέες-θεωρίες, τα υλικά αντικείμενα και τις ενδείξεις της εργαστηριακής πράξης. Ό λ α αυτά ταξινομούνται από τον Ι. Η. σε δεκαπέντε συνολικά θέματα και θεωρούνται ότι παρουσιάζουν διάφορους βαθμούς πλαστικότητας με την έννοια ότι επιδέχονται ποικίλους συνδυασμούς και χρήσεις, επεκτείνοντας τη θέση του Duhem του 1906, της μιας πλαστικότητας, δηλαδή της τροποποίησης της θεωρίας, όταν η παρατήρηση, αστρονομική κατά κύριο λόγο, δε συμβάδιζε με τη θεωρία. Ο Α. Pickering^^ θεωρούσε «πλαστικές πηγές», και συνεπώς αλληλεξαρτημένες, τις τοπικές υποθέσεις της θεωρίας, τις θεωρίες γύρω από το εργαστηριακό όργανο και το υλικό του αντικειμένου του πειράματος. Ο Ackermann^^ ασχολείται με μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα δεδομένα, την ερμηνεία τους και τη βασική θεωρία και -όπως ο Duhem και σε αντίθεση με τον Pickering- έχει μια απόλυτα παθητική στάση για το όργανο. Την ευστάθεια της πειραματικής επιστήμης στον Ackermann την εγγυάται η διαρκής σχέση ανάμεσα στην ερμηνεία των δεδομένων και τη θεωρία, ενώ στον Pickering η σχέση ανάμεσα στη λειτουργία του οργάνου και τη θεωρία. Ο I. Η., προτείνοντας την επέκταση της θέσης του Duhem στις 15 κατηγοριοποιήσεις του με διάφορους βαθμούς πλαστικότητας, καταλήγει στο να μην είναι ο συσχετισμός απλά ανάμεσα σε θεωρία και παρατήρηση, όπως μας δίδαξε ο Hanson, αλλά ανάμεσα σε δεδομένα, θεωρία, πείραμα, φαινομενολογία, εξοπλισμό, επεξεργασία δεδομένων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η ωρίμανση της εργαστηριακής επιστήμης επιτυγχάνεται με την εξέλιξη των
''P.Galison, 1997. Pickering, «Knowledge, practice and mere construction», Soc. St. Sc. 20, 1990, σα. 652-729. ^'R. Ackermann, Data instruments and theory, Princeton, 1985.
-387 -
επιμετρο
οργάνων, σε συσχετισμό με τις θεωρίες που ερμηνεύουν και τα δεδομένα που παράγουν. Έχουμε αυτοεπαλήθευση. Η αυτοεπαλήθευση της εργαστηριακής επιστήμης δεν έχει κοινά σημεία με το πρόβλημα της επαγωγής του Hume. Ό π ω ς χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ι. Η., το πρόβλημα αυτό τότε είχε διατυπωθεί σε σχέση με παιχνίδια, «η κίνηση της δεύτερης μπάλας του μπιλιάρδου είναι εντελώς διαφορετικό γεγονός από την κίνηση της π ρ ώ τ η ς . Η μορφή που πρέπει να πάρει σήμερα το πρόβλημα της επαγωγής είναι ανοιχτή και το ερώτημα γιατί τα όργανα θα συνεχίσουν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο στο μέλλον είναι μια πρόκληση. Τέλος, η αλήθεια των εργαστηριακών επιστημών αποτελεί προφανώς ερώτημα. Για τον I. Η. οι θεωρίες δεν ελέγχονται σε σύγκριση με έναν παθητικό κόσμο που περιμένει να ανακαλυφθεί όπο^ς η Αμερική και ο συνδυασμός υποθέσεων, οργάνων, η απομόνωση των φαινομένων, τα δίκτυα διαφόρων θεωριών συμβά^Λόυν στην αλήθεια. Χρειαζόμαστε, λέει ο Ι.Η. χαρακτηριστικά, την αλήθεια για λόγους επικοινωνίας, συμφωνίας και συντομίας, αφού θέλουμε να αποφεύγουμε την πλήρη αναφορά στο πλαίσιο των συνδυασμών που αυτή απαιτεί... «Δεν είναι η μεταφυσική που κάνει την αλήθεια τόσο βολική, αλλά το μυαλό, όπου η ψυχή είναι η συντομία».^^
ΓΙΑ Τ Η Ν Ε Ν Ο Τ Η Τ Α ΤΩΝ Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ω Ν Η προβληματική του Ι. Η. για την ενότητα των επιστημών αναπτύσσεται κυρίως σε δύο άρθρα, Disunified Sciences^^ και The Disunities of the Sciences^^ Στην πρώτη ανακοίνωση ο I. Η. είχε ένα διάλογο με τον Sh. Giashow, ο οποίος βραβεύτηκε με Νόμπελ Φυσικής για τις σχετικές με την ενοποίηση των φυσικών δυνάμεων εργασίες του. Ο Giashow δηλώνει σε αυτό το συμπόσιο: «Κάθε νέα ιδέα στην επιστήμη, στη σύλληψή της είναι βέβαια λειτουργία του χρόνου, του τόπου και των κοινωνικών συμπτώσεων. Οι περισσότερες... εκλείπουν απλά γιατί δεν αντιστοιχούν στην εξωτερική
^^D. Hume, An inquiry concerning human understanding. Collier, 1962, σ. 50. Hacking 1992a, σ. 58. Η διερεύνηση της σχέσης αυτών των απόψεων με την έννοια της αλήθειας του Μ. Χάιντεγκερ σίγουρα παρουσιάζει ενδιαφέρον. ^"^Ι. Hacking, «Disunified sciences» στο The end ofscience"^. Attack and defense, R.Q. Elvee ed., Gustavus Adolfus, 1992, σσ. 33-52. ^^I. Hacking, «The Disunities of the Sciences», στο P. Galison, D. Stump eds. The Disunity ofScience, Stanford U.P., 1996, σσ. 37-74.
-388-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
πραγματικότητα... μόνο λίγες ιδέες επιβιώνουν του εργαστηριακού ελέγχου, για να ισχΰουν στα πεδία τους, να είναι εξωτερικές, αντικειμενικές και ακόμα και αληθινές! Τι χαρά για τον τυχερό επιστήμονα... κρίμα στον κοινωνικό επιστήμονα ή τον ιδεολόγο ή τον ψευδοφιλόσοφο, που ίσως ποτέ δε θα γνωρίσει τέτοια βεβαιότητα. Ζήτω η Επιστήμη!».^^ Ο I. Η. απαντώντας σημειώνει ότι η αντίληψη αυτή του πειραματισμού υποδηλώνει απλά την επιβεβαίωση της θεωρίας από το πείραμα και όχι μια ενεργητική συμμετοχή του πειράματος στον κόσμο όπου εκτελείται. Ο Glashow απαντά λέγοντας ότι ο πειραματιστής «δεν προσπαθεί να συμφωνήσει με τη φΰση, αλλά να διαφωνήσει, για να ελέγξει τη θεωρία του». Ο φυσικός επιστήμονας εδώ παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος της επιστήμης, που ο Latour ονόμασε «ready made science» (έτοιμη ή παγιωμένη επιστήμη), και ο φιλόσοφος της «science in the making» (επιστήμη εν τω γίγνεσθαι). Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει ότι το επιστημονικό πεδίο του Glashow συμβάλλει στη δημιουργία τέτοιων αντιλήψεων, ενώ άλλων, όπως για παράδειγμα του Μ. Δερτοΰζου στην πληροφορική, οδηγεί σε μια αντίληψη κατασκευής της επιστήμης. Έτσι κι αλλιώς ο Αριστοτέλης μας δίδαξε ότι η γνώση είναι με έναν τρόπο καθολική και με έναν άλλο όχι.^^ Τις θέσεις του στο θέμα της ενότητας της επιστήμης τις διατύπωσε ο I. Η. ήδη από το βιβλίο που κρατάτε: «Εγώ προτιμώ τη φαντασία των Αργεντινών. Ο Θεός δεν έγραψε ένα Βιβλίο της Φΰσης του είδους που φαντάζονταν οι παλιοί Ευρωπαίοι. Έγραψε μια μπορχεσιανή βιβλιοθήκη* κάθε βιβλίο της είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομο, ωστόσο κάθε βιβλίο είναι ασυνεπές με τα υπόλοιπα. Κανένα βιβλίο δεν είναι περιττό. Για κάθε βιβλίο υπάρχει κάποιο ανθρώπινα προσιτό κομμάτι της Φύσης, τέτοιο ώστε αυτό το βιβλίο, και κανένα άλλο, να κάνει δυνατή την κατανόηση, την πρόβλεψη και τον επηρεασμό αυτού που συμβαίνει», (σελ. 285) Η ενότητα στη δυτική παράδοση έχει συνδεθεί με ισχυρότατες ιδέες, τον μονοθεϊστικό θεό, το έθνος, το λαό, το εγώ. Ο πυρήνας της ενότητας
''Sh .Glashow, The death of science !?, Elvee ed, 1992, σ. 31. ^^Αριστοτέλης, Μετά τά Φυσικά, Μ 1087. Σ τ ο ΠερΙ ζώων μορίων εξάλλου, 6 4 4 b - 6 4 5 ,
διαφορίζει τις μελέτες που έχουν ως αντικείμενο αγέννητα, αιώνια, θεϊκά κατά την αντίληψη του όντα από αυτές που αφορούν σε θνητά. Από τις πρώτες αντλούμε «περισσότερη ευχαρίστηση», ενώ οι δεύτερες μας αποζημιώνουν, γιατί αφορούν στη φύση που μας περιβάλλει.
-389 -
επιμετρο
είναι η μοναδικότητα, αλλά ο Ι. Η. παρατηρεί ότι η μοναδικότητα καθεαυτή δεν είναι αξία, δεν μπορεί να είναι κατηγόρημα, είναι αξία εν τη γενέσει, υποδηλώνοντας ένα πλαίσιο επιθυμητής ενότητας. Οδηγούμαστε δηλαδή από τη μοναδικότητα στην αρμονία. Ο I. Η. διακρίνει τρεις τρόπους μελέτης της ενότητας της επιστήμης: τον μεταφυσικό, της μελέτης της επιστημονικής πρακτικής και τον μεθοδολογικό. Η μεταφυσική αντιμετώπιση στηρίζεται καταρχήν στο μεταφυσικό συναίσθημα του ενός κόσμου, της μιας πραγματικότητας, της μιας αλήθειας, τα οποία ο I. Η. τροποποιεί σε έναν επιστημονικό κόσμο, μια επιστημονική πραγμάτωση, μια επιστημονική αλήθεια. Διατυπωμένες φιλοσοφικά θέσεις για την ενότητα των επιστημών είναι και οι αντιλήψεις για τον αλληλοσχετισμό, τις οποίες ασπάζονται επιστήμονες έντο\|ΐ επηρεασμένοι από μονοθεϊστικές θρησκείες όπως οι Faraday, Einstein, Abus Salam, ότι δηλαδή ο Θεός έφτιαξε τον κό^μό και ως εκ τούτου εμφανίζει δομική ενότητα. Οι επιστήμονες με τις ιδέες τους και την πρακτική τους μίλησαν για την ενότητα σε πολιτισμούς που δίνουν ιδιαίτερο βάρος στο βιβλίο, τους Εβραίους, τους Χριστιανούς και τους Άραβες. Υπάρχει πάντα η μεταφορά ανάμεσα στο Βιβλίο τον Θεού και το Βιβλίο της Φύσης, και στα 1624 ο Γαλιλαίος ήταν ο μεγάλος ενοποιητής, όταν τόνιζε ότι ο Θεός έγραψε το Βιβλίο της Φύσης και μάλιστα με Μαθηματικά. Ο Helmholz στη Γερμανία του 19ου αιώνα συνέβαλε στην ενοποίηση της ενέργειας, του ηλεκτρισμού και της οπτικής φυσιολογίας, όταν όλα αυτά ήταν γι' αυτόν μια επιστήμη. Ο Maxwell που θεωρείται μεγάλος ενοποιητής, κατά τον I. Η. παρουσιάζει αντί για μια αντίληψη «Βιβλίου Φυσικής» ένα «σπουδαστικό εγχειρίδιο», όπου κάθε κεφάλαιο θέλει να μάθει στην κάθε σπουδάστρια να λύνει μέσω παραδειγμάτων, με την σκωτσέζικη πρακτική του κοινού νου, τα επιμέρους προβλήματα. Ό τ α ν ο Maxwell μιλούσε για το τηλέφωνο του Bell, τόνιζε ότι «αυτό είναι μια στιγμή ωφέλειας, από τη γονιμοποίηση των διαφόρων επιστημών». Ο Einstein και ο Dirac ήταν οι μεγάλοι ενοποιητές της θεωρητικής φυσικής του 20ού αιώνα, αλλά η ενότητα που μας έδωσαν μπορούμε να πούμε ότι πήγαζε από ασυνέπειες των μέχρι τότε περιγραφών της Φύσης. Ο Einstein βέβαια είχε μια βαθιά πίστη στην ενότητα, η οποία σήμερα είναι κύριο αιτούμενο της θεωρητικής φυσικής. Ο St. Hawking στην εναρκτήρια διάλεξή του στα 1980 μίλησε για το τέλος της Θεωρητικής Φυσικής, αλλά έτσι ή αλλιώς για πολλούς το μεγαλύτερο τμήμα της Φυσικής είναι μπροστά μας ανοιχτό στην έρευνα. Μεθοδολογικά η ενότητα, η οποία εκφραζόταν ρητά στους θετικιστές, είχε υπονομευτεί από τον Popper, όπου η ένδειξη για επιλάθευση λειτουργεί -390-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
στο πλαίσιο της ανακάλυψης, και βέβαια από την ιστορικιστική στροφή. Για τον I. Η. στην επιστήμη, η οποία δεν έχει ανάγκη ορισμού και κάθε }ΐαθητής γνωρίζει τις ιδιαηερότητές της, συμβαίνουν ενοποιήσεις που σχετίζονται π.χ. με τη χρήση των μαθηματικών, τα κοινά εργαλεία, τις πρακτικές, το κατατεθειμένο σώμα γνώσης, τις ανακαλύψεις. Ο I. Η. θα σχετίσει την αντίληψή του για την ενότητα των επιστημών με το διάλογο Rorty-Bernard Williams. Ο Williams^^ δεχόμενος «μια απόλυτη έννοια πραγματικότητας», η οποία διαπερνά όλους τους πολιτισμούς, διαφοροποίησε την επιστήμη από την ηθική, η οποία κατ' αυτόν έχει τοπικά χαρακτηριστικά. Η απάντηση, από την άλλη, του Rorty, ότι η επιστήμη δεν είναι φυσικό είδος, οδηγεί στην αντίληψη ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη χημεία και τη φιλολογική κριτική. Ομαδοποιώντας τις μη ενωμένες επιστήμες ανάλογα με τους «τρόπους συλλογισμού», ο I. Η. ξεφεύγει από τον πραγματισμό του Rorty και τη θεμελιοκρατία του Williams. Δεν υπάρχουν μόνο οι δύο αυτές διευθύνσεις, αλλά η ποικιλία των μεθόδων. * *
*
Κλείνοντας την παρουσίαση του έργου του Ian Hacking για τις επιστήμες, ως πιο χαρακτηριστική παρουσίαση του πνεύματος του συγγραφέα αλλά και της δικής μας ανάγνωσής του, βρήκαμε το συμπέρασμα που προκύπτει από σχόλιό του^^ για τον Πολωνο-Γερμανο-Εβραίο γιατρό Lundwig Fleck, ο οποίος μας έδωσε τα denkstil μέσα από την επιδημιολογική και ανοσολογική πρακτική του στα 1935. Ο γιατρός έγραψε, μας θυμίζει ο I. Η., ότι στοχαστές όπως ο Durkheim και ο Levy-Bruhl, οι οποίοι ήταν εκπαιδευμένοι στις κοινωνικές ανθρωπιστικές επιστήμες και διατύπωσαν ανάλογες με τις δικές του μεθοδολογικές σκέψεις, «επιδείκνυαν έναν τεράστιο σεβασμό, που μοιάζει με θρησκευτική ευλάβεια, για τα επιστημονικά γεγονότα».^^ Αυτή ακριβώς η εποχή πιστεύουμε πως τελειώνει, όχι γιατί δε σέβεται κανείς τα επιστημονικά γεγονότα, το αντίθετο μάλιστα, αλλά γιατί η επιστή}ίη είναι πια πολύ ισχυρή δύναμη για να κρύβεται «εκεί έξω». Στις 3.5.2000 η Καθημερινή αναδημοσίευσε άρθρο από τους Ν.Υ. Times σχετικά με μια προσπάθεια αξιοποίησης σε θέματα τραπεζικής κρυπτογράφησης, του γνωστού παραδόξου Einstein, Podolsky, Rosen του 1935, με το
Williams, Ethics and the limits of philosophy, Harvard, 1985. Hacking, 1999, σ. 60. Fleck, 1979, σ. 47
-391 -
επιμετρο
οποίο ο μεγάλος φυσικός προσπάθησε να ανατρέψει την κβαντική θεωρία.^^ Το παράδοξο απασχόλησε και απασχολεί και σήμερα κορυφαίους φιλοσόφους της επιστήμης, αναδεικνύοντας το εΰρος των πρακτικών του κλάδου. Οι Σπονδές της Επιστή'μης^ στις οποίες ο Ι. Η. τόσο αποφασιστικά συνέβαλε, ήρθαν ως απάντηση στις συζητήσεις περί ρεαλισμού, σχετικισμού, που για πολλούς είχαν οδηγήσει σε αδιέξοδο. Τα νέα προβλήματα που προκύπτουν είναι και φιλοσοφικά, οι ιδέες όμως για την επίλυσή τους φαίνεται να προέρχονται από τη μελέτη της επιστήμης στα συγκεκριμένα πλαίσια άσκησής της.
^π.χ. Μ. Β. Menskii, «Quantum Mechanics: new experiments, new applications and new formulations of old questions», Physics-Uspekhi, 2000, τ. 43, σσ. 585-600.
-392-
η ε π ι σ τ η μ η σ τ ο εργο τ ο υ ιαν h a c k i n g
Ευχαριστίες Στην καθηγήτριά μον, Ε. Α. Mamchury για τψ πρώτη μον επαφή με το έργο τον Ι. Η. και για πολλά άλλα, και στους συναδέλφους Σ. Γάγγα, Γ. Μαλάμη, Α. Μπαλτά, Μ. Ρετεντζή και Τ. Τύμπα, που σχολίασαν ένα προχειρογραμμένο χειρόγραφο. Επίσης στην Ελένη Γιαννακοπούλου για τη φιλολογική επιμέλεια τον κειμένου και στη Στέλλα Μπορουτζή για την ηλεκτρονική σελιδοποίησή του.
-393 -