ROGER ZELAZNY
Ο ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΛΙΛΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
ARS LONGA/NEMO
ΤΙΤΛΟΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ: DREAM MASTER ΔΙ...
98 downloads
910 Views
2MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ROGER ZELAZNY
Ο ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΛΙΛΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
ARS LONGA/NEMO
ΤΙΤΛΟΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ: DREAM MASTER ΔΙΟΡΘΩΣΗ: ΟΡΕΣΤΗΣ ΣΧΙΝΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΙΡΑΣ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ © 1965 ROGER ZELAZNY © 1990 NEMO, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Δυο λόγια για τον συγγραφέα Ο Ρότζερ Ζελάζνυ γεννήθηκε το 1937 στο Οχάιο των ΗΠΑ και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Θεωρείται, μαζί με τον Σάμιουελ Ντηλέηνυ και τον Χάρλαν Έλισον, από τις αντιπροσωπευτικές μορφές του αμερικανικού νέου κύματος που έστρεψαν το ενδιαφέρον της ε.φ. από τον εξωτερικό κόσμο της τεχνολογίας στην εξερεύνηση του εσωτερικού κόσμου μέσω της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, της γλωσσολογίας κλπ. Άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα του το 1962 με γοργό ρυθμό, και βρίσκει την αναγνώριση το 1965, κερδίζοντας δυο βραβεία Νέμπιουλα κι ένα Χιούγκο. Το τελευταίο ήταν για το μυθιστόρημα του This Immortal (Επιστροφή στη Γη / Έψιλον 1970 και Οργάσματρο), και τα Νέμπιουλα για το διήγημα Οι Πόρτες τον Προσώπου του, οι Λάμπες του Στόματος του (Θεματική Ανθολογία Ε.Φ. - 4: Ιστορίες με Τέρατα / Εξάντας 1978) και για τον Κυρίαρχο των Ονείρων. Πολύ σημαντικά έργα και τα τρία, φανερώνουν τη γοητεία που ασκούν στον Ζελάζνυ οι αρχετυπικές εικόνες των μύθων, είτε είναι παλιότεροι, όπως οι αρχαιοελληνικοί, είτε νεότεροι, όπως ο Μόμπυ Ντικ. Η αγάπη του για τις μυθολογικές αναφορές είναι εμφανέστερη στο Lord of Light (1967), που κέρδισε και το βραβείο Χιούγκο. Πρόκειται για ένα ιδιοφυές έργο με καλοσχεδιασμένη πλοκή και θαυμάσια αφήγηση όπου μια ομάδα ανθρώπων σ' έναν άλλον πλανήτη υποδύονται (και κατά μία έννοια γίνονται) τους θεούς του ινδικού πανθέου, με τη βοήθεια μιας ιδιαίτερα εξελιγμένης τεχνολογίας, αναπαριστώντας με τις προσωπικές τους διαμάχες τη Μαχαβαράτα. Ακολούθησε το Isle of Dead (1969) και το Creatures of Light and Darkness (1969), στο οποίο κυριαρχούν οι θεοί της Αιγυπτιακής μυθολογίας. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το Damnation Alley, το πιο βίαιο ίσως βιβλίο του, που μεταφέρθηκε πολύ αλλαγμένο στον κινηματογράφο το 1977 από τον Τζακ Σμάιτ. Από το 1970 άρχισε να απομακρύνεται προς το χώρο της φαντασίας με τη σειρά μυθιστορημάτων «Άμπερ», αλλά επιστρέφει στην ε.φ. το 1975 κερδίζοντας το Χιούγκο και το Νέμπιουλα με τη νουβέλα Home is the Hangman. Συνέχισε συνεργαζόμενος με τον Φίλιπ Ντικ στο Deus Ire (1976), ένα κάπως αντιφατικό μυθιστόρημα, και εξακολουθεί να γράφει ως σήμερα, παρακολουθώντας το ρεύμα της εποχής και αφομοιώνοντας τα στοιχεία της δεκαετίας του '80, όπως γίνεται φανερό περισσότερο στο μυθιστόρημα του Coils (1982), που έγραψε σε συνεργασία με τον Φρεντ Σαμπερχάγκεν, και το διήγημα Η Βασίλισσα των Διόδων (Απαγορευμένος Πλανήτης, τ. 2/5, Ιανουάριος 1989).
Ο Ζελάζνυ έπεσε πολύ νωρίς θύμα της μοίρας των λογοτεχνών που γράφουν στο ζενίθ της έντασης και του οίστρου τους - την αναπόφευκτη πτώση, όταν οι έμμονες ιδέες και οι ανησυχίες τους πάρουν συγκεκριμένη μορφή. Οι επίπονες εξερευνήσεις του στο χώρο του «εσωτερικού διαστήματος» και στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αντιδρούν στις βαθιές ψυχικές προκλήσεις και τις κρίσεις της εξέλιξης της προσωπικότητας τους φάνηκαν να τον εξάντλησαν για ένα διάστημα. Εδώ και λίγα χρόνια όμως, δείχνει σημάδια μιας δημιουργικής αναγέννησης, χάρη στην αναζωπύρωση του είδους από το αμφιλεγόμενο κίνημα των «τεχνοπάνκ». Η καινούρια του δουλειά αναμένεται με ενδιαφέρον από τους αναγνώστες της ε.φ. που ο ίδιος αναζωογόνησε τόσο. Δ.Α.
ROGER ZELAZNY Ο ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
I Όσο ωραίο και αν ήταν, με όλα εκείνα τα αίματα, ο Ρέντερ ένιωθε ότι σε λίγο θα τελείωνε. Επομένως, κάθε μικροδευτερόλεπτο θα ήταν προτιμότερο να το κάνει λεπτό, αποφάσισε - ίσως θα 'πρεπε να αυξήσει και τη θερμοκρασία... Κάπου στην άκρη, το σκοτάδι έσφιγγε τον κλοιό του. Κάτι, σαν κρεσέντο ασυνείδητων κεραυνών, είχε αιχμαλωτιστεί σε μια παράφορη νότα. Αυτή η νότα ήταν ένα απόσταγμα ντροπής, πόνου και φόβου. Η Αγορά ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Ο Καίσαρας έτρεμε δίπλα στο έξαλλο πλήθος. Σκέπαζε τα μάτια με τα χέρια του, αλλά δεν τα κατάφερνε να μη βλέπει, όχι αυτή τη φορά. Οι συγκλητικοί δεν είχαν πρόσωπα, και τα ρούχα τους ήταν λερωμένα με αίμα. Οι φωνές τους θύμιζαν φωνές πουλιών. Με απάνθρωπη μανία βύθιζαν τα μαχαίρια τους στο πεσμένο κορμί. Όλοι, εκτός από τον Ρέντερ.
Η λίμνη αίματος εκεί που στεκόταν συνέχιζε να απλώνεται. Το χέρι του έμοιαζε να σηκώνεται και να πέφτει με μια μηχανική ρυθμικότητα, και ο λαιμός του θα μπορούσε να βγάζει κραυγές πουλιού, αλλά ήταν ταυτόχρονα μακριά από τα διαδραματιζόμενα και μέρος τους. Γιατί ήταν ο Ρέντερ, ο Πλάστης. Ζαρωμένος, διαμαρτυρόταν.
φοβισμένος,
νιώθοντας
φθόνο,
ο
Καίσαρας
«Τον σκοτώσατε! Δολοφονήσατε τον Μάρκο Αντώνιο - έναν αθώο, άχρηστο άνθρωπο!» Ο Ρέντερ γύρισε προς το μέρος του, και το μαχαίρι στη χούφτα του ήταν πελώριο και ματωμένο. «Ναι», είπε. Η λεπίδα κουνιόταν πέρα-δώθε. Ο Καίσαρας, μαγνητισμένος από το κοφτερό ατσάλι, κουνιόταν στον ίδιο ρυθμό. «Γιατί;» φώναξε. «Γιατί;» «Διότι», απάντησε ο Ρέντερ, «ήταν ένας Ρωμαίος πολύ πιο ευγενής από εσένα». «Λες ψέματα! Δεν είναι έτσι!» Ο Ρέντερ σήκωσε τους ώμους και ξανάρχισε το μαχαίρωμα. «Δεν είν' αλήθεια!» ούρλιαξε ο Καίσαρας. «Δεν είν' αλήθεια!» Ο Ρέντερ ξαναγύρισε προς το μέρος του και κούνησε το μαχαίρι. Σαν μαριονέτα, ο Καίσαρας μιμήθηκε την ταλάντωση της λεπίδας. «Δεν είν' αλήθεια;» χαμογέλασε ο Ρέντερ. «Και ποιος είσαι εσύ που θα αμφισβητήσεις μια δολοφονία σαν κι αυτή; Είσαι ένα τίποτε! Μειώνεις τη μεγαλοπρέπεια της περίστασης! Φύγε!» Σπασμωδικά, ο άνθρωπος με το ροζ πρόσωπο σηκώθηκε όρθιος, με τα μαλλιά ανακατεμένα, κολλημένα απ' τον ιδρώτα, σαν ξασμένο μπαμπάκι. Έστριψε και απομακρύνθηκε. Και καθώς περπατούσε, κοίταξε πίσω από τον ώμο του. Είχε απομακρυνθεί από τον κύκλο των δολοφόνων, αλλά η σκηνή δεν είχε μικρύνει. Διατηρούσε μιαν ηλεκτρική καθαρότητα. Τον έκανε να νιώθει ακόμα πιο απόμακρος, ακόμα πιο μόνος και παράταιρος. Ο Ρέντερ έστριψε μια γωνία που δεν είχε προσέξει προηγουμένως και στάθηκε μπροστά του, τυφλός ζητιάνος. Ο Καίσαρας τον άρπαξε από το ρούχο.
«Έχεις κανέναν κακό οιωνό για μένα σήμερα;» «Φυλάξου!» σάρκασε ο Ρέντερ. «Ναι! Ναι!» φώναξε ο Καίσαρας. «Φυλάξου! Από τι να φυλαχτώ;» «Από τις ειδούς—» «Ναι; Τις είδους—;» «—του Οκτέβρη». «Μα τι λες; Τι είναι ο Οκτέβρης;» «Μήνας». «Λες ψέματα! Δεν υπάρχει μήνας Οκτέβρης!» «Αυτός είναι ο μήνας που πρέπει να φοβάται ο ευγενικός Καίσαρας - ο ανύπαρκτος χρόνος, η περίσταση που δεν υπάρχει στο ημερολόγιο». Ο Ρέντερ εξαφανίστηκε στρίβοντας σε μιαν απροσδόκητη γωνία. «Περίμενε! Γύρνα πίσω!» Ο Ρέντερ γέλασε, και η Αγορά ολόκληρη γέλασε μαζί του. Οι φωνές πουλιών έγιναν μια χορωδία από απάνθρωπα γιουχαΐσματα. «Με κοροϊδεύεις!» παραπονέθηκε ο Καίσαρας. Η αγορά ήταν φούρνος, και ο ιδρώτας σχημάτιζε μια στιλπνή μάσκα πάνω στο στενό κούτελο του Καίσαρα, τη λεπτή μύτη, το στενό σαγόνι. «Θέλω να δολοφονηθώ κι εγώ», κλαψούρισε. «Είναι άδικο!» Και ο Ρέντερ διέλυσε την αγορά και το χαμογελαστό πτώμα του Αντωνίου και τα παράχωσε σ' ένα μαύρο σακί - με μιαν αδιόρατη κίνηση του δακτύλου του - και τελευταίος απ' όλους έφυγε ο Καίσαρας. Ο Τσάρλς Ρέντερ καθόταν μπροστά στα ενενήντα άσπρα κουμπιά και τα δύο κόκκινα, χωρίς να τα κοιτάζει. Το δεξί του χέρι κινείτο αθόρυβα στην επιφάνεια της κονσόλας - πιέζοντας κάποια κουμπιά, προσπερνώντας κάποια άλλα, προχωρώντας, γυρνώντας πίσω για να πατήσει την επόμενη Μνημονική Σειρά. Οι αισθήσεις σταμάτησαν, οι συγκινήσεις έπεσαν στο μηδέν. Ο γερουσιαστής Έρικσον γνώρισε τη λήθη της μήτρας. Ακούστηκε ένας απαλός θόρυβος. Το χέρι του Ρέντερ είχε γλιστρήσει στο τέλος της κάτι» σειράς των κουμπιών. Ήταν μια πράξη συνειδητής πρόθεσης - θέλησης, αν προτιμάτε - το πάτημα του κόκκινου κουμπιού. Ο Ρέντερ ελευθέρωσε το κεφάλι του και έβγαλε το κράνος με τα
σύρματα και τα μικροκυκλώματα που θύμιζε κεφάλι Μέδουσας. Σηκώθηκε από το γραφείο-καναπέ του και σήκωσε το κάλυμμα. Πήγε μέχρι το παράθυρο και το έκανε διάφανο. Άναψε τσιγάρο.
Ένα λεπτό στη μήτρα, αποφάσισε. Όχι περισσότερο. Είναι βασικό... Ελπίζω να μη χιονίσει ακόμα - αυτά τα σύννεφα δείχνουν απειλητικά... Ήταν λεία κίτρινα καφασωτά και ψηλοί πύργοι, γκρίζοι και γυάλινοι, που σιγόκαιγαν στο φως του γκρίζου απογευματινού ουρανού. Η πόλη ήταν τετραγωνισμένα ηφαιστειακά νησιά που γυάλιζαν στο δειλινό, γουργουρίζοντας βαθιά μέσα στη γη. Ήταν πηχτά, βουερά ποτάμια από βιαστική κυκλοφορία. Ο Ρέντερ απομακρύνθηκε από το παράθυρο και πλησίασε το μεγάλο αβγό που ήταν δίπλα στο γραφείο του, λείο και γυαλιστερό. Αντανακλούσε ένα φως που απάλυνε την αετίσια γραμμή της μύτης του, έκανε το περίγραμμα των μαλλιών του να λάμπει και την κοκκινωπή γραβάτα του να θυμίζει την πλατιά γλώσσα κάποιου δαίμονα. Χαμογέλασε, πλησίασε το γραφείο και πάτησε το δεύτερο κόκκινο κουμπί. Με έναν αναστεναγμό, το αβγό έχασε την εκθαμβωτική του γυαλάδα και μια οριζόντια σχισμή εμφανίστηκε στη μέση του. Μέσα από το κέλυφος που τώρα είχε γίνει διαφανές, ο Ρέντερ μπορούσε να δει τον Έρικσον να μορφάζει, να κλείνει τα μάτια του σφιχτά, να αγωνίζεται ενάντια στην επιστροφή στην πραγματικότητα και το περιεχόμενο της. Το πάνω μισό του αβγού σηκώθηκε κάθετα προς τη βάση και εμφανίστηκε ροζ και παχουλός στο κάτω μισό. Όταν άνοιξε τα μάτια του δεν κοίταξε τον Ρέντερ. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να ντύνεται. Ο Ρέντερ σ' αυτό το διάστημα έλεγξε τη μήτρα. Άπλωσε το χέρι στο γραφείο και πίεσε τα κουμπιά: έλεγχος θερμοκρασίας, σε όλη την κλίμακα, εντάξει. Εξωτικοί ήχοι - σήκωσε το ακουστικό -εντάξει, κουδούνια, βομβητές, ήχοι βιολιού, σφυρίχτρες, βογκητά, στριγκλίσματα, θόρυβοι κυκλοφορίας και ήχοι κυμάτων, όλα αναμμένα. Το κύκλωμα ανάδρασης, εντάξει - έχει τροφοδοτηθεί η φωνή του ασθενούς, που ηχογραφήθηκε σε προηγούμενες φάσεις της ανάλυσης. Η ηχητική επένδυση, το σπρέι υγρασίας, το στρώμα με τις μυρωδιές, εντάξει. Η κίνηση του καναπέ, τα χρωματιστά φώτα, τα διεγερτικά της γεύσης, όλα εντάξει... Ο Ρέντερ έκλεισε το αβγό και έσβησε το διακόπτη του. Έβαλε το μηχάνημα στο ντουλάπι, έκλεισε την πόρτα. Οι ταινίες είχαν καταγράψει μιαν έγκυρη αλληλουχία. «Κάτσε κάτω», διέταξε τον Έρικσον.
Ο άντρας έκατσε, παίζοντας με το κολάρο του. «Θυμάσαι τα πάντα», είπε ο Ρέντερ, «οπότε δεν χρειάζεται να σου περιγράψω το τι συνέβη. Δεν μπορείς να μου κρύψεις τίποτε. Ήμουν κι εγώ εκεί». Ο Έρικσον κούνησε το κεφάλι του. «Η σημασία των όσων έγιναν θα πρέπει να σου είναι προφανής». Ο Έρικσον ξανακούνησε το κεφάλι του και τελικά βρήκε τη φωνή του. «Αλλά έχουν ισχύ;» ρώτησε. «Θέλω να πω, εσύ κατασκεύασες το όνειρο και εσύ το έλεγχες από την αρχή ως το τέλος. Δεν τα ονειρεύτηκα πραγματικά όλα αυτά - με τον τρόπο που θα ονειρευόμουν φυσιολογικά. Προκαλείς όνειρα που υποστηρίζουν την προκατασκευασμένη σου θεωρία - έτσι δεν είναι;» Ο Ρέντερ κούνησε το κεφάλι του αργά, πέταξε μια στάχτη στο νότιο ημισφαίριο του σταχτοδοχείου του σε σχήμα υδρογείου και κοίταξε τον Έρικσον στα μάτια. «Είναι αλήθεια ότι δημιούργησα το υπόβαθρο και άλλαξα τις δομές. Εσύ όμως τις γέμισες με συναισθηματική φόρτιση και τις ανήγαγες σε σύμβολα που έχουν άμεση σχέση με το πρόβλημά σου. Αν το όνειρο δεν ήταν ανάλογο με την πραγματικότητα, δεν θα προκαλούσε τις αντιδράσεις που προκάλεσε. Δεν θα εμφάνιζε τους σχηματισμούς άγχους που κατέγραψαν οι ταινίες. «Κάνεις ανάλυση εδώ και πολλούς μήνες», συνέχισε, «και όλα όσα έχω μάθει μέχρι τώρα με πείθουν ότι οι φόβοι σου πως θα δολοφονηθείς είναι εντελώς αστήρικτοι». Ο Έρικσον τον κοίταξε άγρια. «Τότε γιατί στην ευχή τους νιώθω;» «Επειδή», είπε ο Ρέντερ, «θα ήθελες πολύ να πέσεις θύμα δολοφονίας». «Σε διαβεβαιώ, γιατρέ, δεν έχω ποτέ σκεφτεί την αυτοκτονία, ούτε και έχω καμιά διάθεση να πάψω να ζω». Έβγαλε ένα πούρο και το άναψε. Το χέρι του έτρεμε. «Όταν ήρθες να με βρεις στις αρχές του καλοκαιριού», είπε ο Ρέντερ, «δήλωσες ότι φοβόσουν δολοφονική απόπειρα εναντίον σου. Ήσουν μάλλον ασαφής για το ποιος θα μπορούσε να θέλει να σε δολοφονήσει—» «Η θέση μου! Δεν μπορείς να είσαι γερουσιαστής τόσον καιρό όσο είμαι εγώ και να μην έχεις εχθρούς!»
«Και όμως», είπε ο Ρέντερ, «φαίνεται ότι τα έχεις καταφέρει. Όταν μου επέτρεψες να συζητήσω το θέμα με τους ντετέκτιβ σου, με πληροφόρησαν ότι δεν είχαν μπορέσει να εντοπίσουν τίποτε που θα υποδήλωνε ότι οι φόβοι σου στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Τίποτε απολύτως». «Δεν έψαξαν πολύ - ή δεν έψαξαν σωστά. Κάτι θα βρουν». «Φοβούμαι πως όχι». «Γιατί;» «Διότι, επαναλαμβάνω, τα αισθήματά σου δεν έχουν αντικειμενική βάση. Να είσαι ειλικρινής μαζί μου. Έχεις οποιαδήποτε πληροφορία που να σε κάνει να υποψιάζεσαι ότι κάποιος σε μισεί αρκετά ώστε να θέλει να σε σκοτώσει;» «Παίρνω πολλά απειλητικά γράμματα...» «Όπως όλοι οι γερουσιαστές - και όλα όσα σου στάλθηκαν τον περασμένο χρόνο διερευνήθηκαν και αποκαλύφθηκε ότι είχαν γραφτεί από τρελούς. Μπορείς να μου δώσεις ένα αποδεικτικό στοιχείο που να στηρίζει τους ισχυρισμούς σου;» Ο Έρικσον μελέτησε την κάφτρα του πούρου του. «Ήρθα εδώ μετά από συστάσεις ενός συναδέλφου σου», είπε, «για να ψάξεις το μυαλό μου και να βρεις κάποιο στοιχείο που θα βοηθούσε τους ντετέκτιβ στη δουλειά τους. Κάποιον που έβλαψα σοβαρά - κάποια νομοθεσία που πρότεινα...» «—και δεν βρήκα τίποτε», είπε ο Ρέντερ, «τίποτε, δηλαδή, εκτός από τα αίτια της ανησυχίας σου. Τώρα, φυσικά, φοβάσαι να την ακούσεις και προσπαθείς να με εμποδίσεις να σου εξηγήσω τη διάγνωση μου—» «Δεν είν' αλήθεια!» «Τότε, άκου. Μπορείς να σχολιάσεις μετά, αν θες, αλλά χαζολογάς εδώ μήνες τώρα και δεν θέλεις να δεχτείς αυτό που σου έχω πει με χίλιους τρόπους. Τώρα θα στο πω στα ίσια, και μετά μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις». «Πολύ καλά». «Πρώτον», είπε, «θα ήθελες πολύ να έχεις κάποιον εχθρό ή εχθρούς—» «Ανοησίες!» «Επειδή είναι το μόνο υποκατάστατο των φίλων—» «Έχω πολλούς φίλους!» «—Επειδή κανείς δεν θέλει να τον αγνοούν, να είναι ένα
αντικείμενο για το οποίο κανείς δεν νιώθει ισχυρά συναισθήματα. Το μίσος και η αγάπη είναι οι ανώτατες μορφές του ανθρωπίνου ενδιαφέροντος. Όταν σου λείπει το ένα, και δεν μπορείς να το έχεις, αποζητάς το άλλο. Το ήθελες τόσο πολύ που κατάφερες να πείσεις τον εαυτό σου ότι υπήρχε. Αλλά υπάρχει πάντα και ένα ψυχικό αντίτιμο που πληρώνεις γι' αυτά τα πράγματα. Το να ικανοποιείς μια γνήσια συναισθηματική ανάγκη με ένα σύμπλεγμα υποκατάστατων επιθυμιών δεν δημιουργεί αληθινή ικανοποίηση, αλλά άγχος και ανασφάλεια επειδή σ' αυτά τα θέματα η ψυχή θα έπρεπε να είναι ένα ανοιχτό σύστημα. Δεν έψαξες έξω από σένα για ανθρώπινο ενδιαφέρον. Κλείστηκες. Δημιούργησες αυτό που είχες ανάγκη από την ίδια σου την ύπαρξη. Είσαι ένας άνθρωπος που έχει μεγάλη ανάγκη να δημιουργήσει ισχυρές σχέσεις με άλλους ανθρώπους». «Τρίχες!» «Όπως νομίζεις», είπε ο Ρέντερ. «Εγώ θα σε συμβούλευα να το παραδεχτείς». «Σε πληρώνω μισό χρόνο τώρα για να με βοηθήσεις να ανακαλύψω ποιος θέλει να με σκοτώσει. Τώρα έρχεσαι και μου λες ότι όλα είναι δημιούργημα του μυαλού μου για να ικανοποιήσω την ανάγκη να έχω κάποιον να με μισεί». «Να σε μισεί ή να σ' αγαπάει. Σωστά». «Είναι παράλογο! Συναντώ τόσους ανθρώπους, που κουβαλάω μαζί μου ένα μικρό μαγνητόφωνο και μια κάμερα μόνο και μόνο για να μπορώ να τους θυμηθώ όλους...» «Το να συναντάς μεγάλο αριθμό ατόμων δεν είναι αυτό που εννοούσα. Πες μου, αυτό το όνειρο είχε πραγματικά κάποια σημασία για σένα;» Ο Έρικσον έμεινε σιωπηλός για αρκετούς χτύπους του πελώριου ρολογιού στον τοίχο. «Ναι», παραδέχτηκε τελικά, «είχε. Αλλά η ερμηνεία που του δίνεις εξακολουθεί να είναι παράλογη. Αν υποθέσουμε όμως προς στιγμήν ότι αυτά που λες είναι σωστά, τι θα έπρεπε να κάνω για να βγω απ' αυτό το αδιέξοδο;» Ο Ρέντερ ξάπλωσε πίσω στην καρέκλα του. «Να διοχετεύσεις αλλού την ενέργεια που κατανάλωσες για να το δημιουργήσεις. Γνώρισε μερικούς ανθρώπους σαν Τζο Έρικσον, όχι σαν Γερουσιαστής Έρικσον. Ασχολήσου με δραστηριότητες που απαιτούν συνεργασία με άλλους - κάτι όχι πολιτικό, ει δυνατόν ούτε συναγωνιστικό - και θα αποκτήσεις μερικούς πραγματικούς φίλους ή
εχθρούς, καλύτερα φίλους. Σε ενθαρρύνω από την αρχή να κάνεις κάτι τέτοιο». «Τότε πες μου κάτι άλλο». «Ευχαρίστως». «Αν υποθέσουμε ότι έχεις δίκιο, γιατί συμβαίνει να μη με αγαπούν ούτε να με μισούν; Έχω μιαν υπεύθυνη θέση στη Δικαιοσύνη. Συναντώ πολλούς ανθρώπους. Γιατί είμαι ένα τόσο ουδέτερο - αντικείμενο;» Απολύτως ενημερωμένος πια για την καριέρα του Έρικσον, ο Ρέντερ αναγκάστηκε να παρακάμψει την πραγματική του γνώμη για το θέμα, γιατί δεν είχε λειτουργική αξία. Ήθελε να του θυμίσει τις παρατηρήσεις του Δάντη για τους καιροσκόπους -αυτές τις ψυχές που χάνουν τον Παράδεισο από έλλειψη σημαντικών αρετών, αλλά και την Κόλαση από έλλειψη σημαντικών παραπτωμάτων - κοντολογίς αυτούς που πάνε κατά κει που φυσάει ο άνεμος, που δεν έχουν δική τους κατεύθυνση, που δεν τους ενδιαφέρει προς τα πού βαδίζουν. Κάπως έτσι ήταν και η μακρόχρονη, άχρωμη σταδιοδρομία του Έρικσον, γεμάτη περιστασιακές συμμαχίες και πολιτικές μεταστροφές. Ο Ρέντερ είπε: «Όλο και περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση στην εποχή μας. Οφείλεται κυρίως στην αυξανόμενη πολυπλοκότητα της κοινωνίας και την αναγωγή του ατόμου σε κοινωνική μονάδα. Ακόμα και οι σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους έχουν γίνει πιο βεβιασμένες. Υπάρχει πολύς κόσμος στις μέρες μας». Ο Έρικσον συμφώνησε, και ο Ρέντερ χαμογέλασε μέσα του.
Μερικές φορές πρέπει να είσαι αυστηρός και ύστερα να κοπανάς και ένα λογύδριο... «Έχω την αίσθηση ότι μπορεί να έχεις δίκιο», είπε ο Έρικσον. «Μερικές φορές πραγματικά νιώθω όπως περιέγραψες μόλις τώρα - μια μονάδα χωρίς προσωπικότητα...» Ο Ρέντερ έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Φυσικά πρέπει μόνος σου να αποφασίσεις τι θα κάνεις από δω κι εμπρός. Νομίζω ότι χάνεις τον καιρό σου συνεχίζοντας την ανάλυση. Κι οι δυο ξέρουμε πια το πρόβλημά σου. Δεν μπορώ να σε πάρω από το χέρι και να σου δείξω πώς να ζήσεις τη ζωή σου. Μπορώ να σου υποδείξω, μπορώ να συμπάσχω - αλλά δεν θα σε πιέσω άλλο. Κλείσε ραντεβού όταν θα νιώσεις την ανάγκη να συζητήσεις τις δραστηριότητές σου και να τις συσχετίσεις με τη διάγνωσή μου». «Σύμφωνοι», είπε ο Έρικσον. «Αναθεματισμένο όνειρο! Με έχει επηρεάσει. Τα κάνεις όλα τόσο ζωντανά, σαν να τα ζει κανείς - και πιο
ζωντανά ακόμα... Θα κάνω καιρό να το ξεχάσω». «Το ελπίζω». «Σύμφωνοι, γιατρέ». Σηκώθηκε όρθιος, άπλωσε το χέρι. «Θα ξανάρθω μάλλον σε κάνα-δυο βδομάδες. Θα προσπαθήσω να κοινωνικοποιηθώ στο μεταξύ». Χαμογέλασε λέγοντας τη λέξη που συνήθως τον έκανε να συνοφρυώνεται. «Μάλιστα, λέω ν' αρχίσω από τώρα. Να σε κεράσω ένα ποτό στο μπαρ της γωνίας;» Ο Ρέντερ έπιασε την υγρή παλάμη που έμοιαζε τόσο κουρασμένη από την προσπάθεια όσο και ενός πρωταγωνιστή σε πετυχημένο έργο. Σχεδόν τον λυπήθηκε όταν έλεγε: «Ευχαριστώ, αλλά έχω ένα ραντεβού». Ο Ρέντερ τον βοήθησε να βάλει το παλτό του, του έδωσε το καπέλο του και τον συνόδευσε ως την έξοδο. «Τότε, καληνύχτα». «Καληνύχτα». Καθώς η πόρτα έκλεισε αθόρυβα πίσω του, ο Ρέντερ διέσχισε πάλι το σκούρο χαλί από αστρακάν ως το μαονένιο του φρούριο και πέταξε το τσιγάρο του στο νότιο ημισφαίριο. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και τα μάτια κλειστά. «Φυσικά ήταν πιο αληθινό από τη ζωή», είπε χωρίς να απευθύνεται σε κανέναν. «Εγώ το έπλασα». Χαμογελώντας, έκανε ανασκόπηση της σκηνής του ονείρου βήμα προς βήμα. Πολύ θα 'θελε να την είχαν παρακολουθήσει μερικοί από τους παλιούς του δασκάλους. Ήταν καλοφτιαγμένη, είχε εκτελεστεί δυναμικά και ήταν κομμένη και ραμμένη για την περίπτωση. Βέβαια, ήταν ο Ρέντερ, ο Πλάστης - ένας από τους διακόσιους περίπου ειδικούς αναλυτές που το ψυχολογικό τους προφίλ τους επέτρεπε να εισχωρούν σε νευρωτικούς σχηματισμούς χωρίς να τους μένει τίποτε περισσότερο από μια αισθητική ικανοποίηση για τη μίμηση της εκτροπής - ένας Τρελός Καπελάς που τα είχε τετρακόσια. Ο Ρέντερ αναπολούσε. Είχε υποστεί ο ίδιος ανάλυση, από την οποία βγήκε τρομερά ενισχυμένος, με σιδερένια θέληση - τόσο σκληρός που μπορούσε να αντιμετωπίσει το θανάσιμο βλέμμα μιας συναισθηματικής καθήλωσης, να περπατήσει αλώβητος ανάμεσα στις χίμαιρες των διαστροφών, να αναγκάσει τη Μητέρα Μέδουσα να κλείσει τα μάτια μπροστά στο κηρύκειον της τέχνης του. Η δική του ανάλυση δεν είχε παρουσιάσει δυσκολίες. Πριν εννέα χρόνια (του φαίνονταν πολύ περισσότερα) είχε υποστεί με τη θέλησή του μια ένεση νοβοκαΐνης στην πιο ευάλωτη περιοχή του πνεύματος. Ήταν μετά το αυτοκινητιστικό δυστύχημα, μετά το θάνατο της Ρουθ και της κόρης τους της Μιράντας, που είχε αρχίσει να νιώθει απόμακρος. Ίσως δεν
ήθελε να απαλλαγεί από μερικά αισθήματα. Ίσως ο κόσμος του τώρα να στηριζόταν σε μια σχετική συναισθηματική δυσκαμψία. Μπορεί να ήταν αλήθεια, αλλά ήταν αρκετά γνώστης των λαβυρίνθων του μυαλού ώστε να το καταλαβαίνει, και ίσως να είχε αποφασίσει ότι ένας τέτοιος κόσμος είχε τα δικά του αντισταθμίσματα. Ο γιος του ο Πήτερ ήταν τώρα δέκα χρόνων. Πήγαινε σε ένα καλό σχολείο και έγραφε στον πατέρα του μια φορά την εβδομάδα. Τα γράμματα γίνονταν όλο και πιο επιτηδευμένα, υποδηλώνοντας μια πρόωρη πνευματική ανάπτυξη που ο Ρέντερ δεν μπορούσε παρά να εγκρίνει. Θα έπαιρνε το παιδί μαζί του στην Ευρώπη το καλοκαίρι. Όσο για την Τζιλ - Τζιλ ΝτεΒίλ (τι αισθησιακό, γελοίο όνομα! πολύ του άρεσε) - γινόταν, αν μη τι άλλο, όλο και πιο ενδιαφέρουσα γι' αυτόν. (Αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν ένδειξη της επερχόμενης μέσης ηλικίας). Τον ενοχλούσε η ένρινη φωνή της, το ξαφνικό ενδιαφέρον της για την αρχιτεκτονική, η ανησυχία της για την ελιά στη δεξιά πλευρά της κατά τα άλλα καλοσχηματισμένης μύτης της. Θα 'πρεπε να της τηλεφωνήσει αμέσως και να ψάξουν για κανένα καινούριο εστιατόριο. Αλλά για κάποιο λόγο, δεν είχε καμία διάθεση να το κάνει. Είχε αρκετές εβδομάδες να πάει στη λέσχη του, την Πέρδικα και το Νυστέρι, και ένιωσε έντονη την επιθυμία να φάει σε δρύινο τραπέζι, μόνος του, στη διώροφη αίθουσα με τα τρία τζάκια, κάτω από τους τεχνητούς πυρσούς και τα κεφάλια των αγριογούρουνων που θύμιζαν διαφήμιση τζιν. Έτσι έσπρωξε την ταυτότητα της λέσχης στη σχισμή του τηλεφώνου στο γραφείο του και ακούστηκαν δυο βόμβοι πίσω από το μικρό ηχείο.
«Πέρδικα και Νυστέρι, λέγετε», είπε η φωνή. «Μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» «Τσάρλς Ρέντερ», είπε. «Θα ήθελα ένα τραπέζι σε μισή ώρα περίπου». «Πόσοι θα είσαστε;» «Μόνον εγώ». «Πολύ καλά, κύριε. Σε μισή ώρα, λοιπόν. "Ρέν-τερ"είπατε; Ρ-έ-ν-τε-ρ;» «Σωστά». «Ευχαριστώ». Διέκοψε τη σύνδεση και σηκώθηκε από το γραφείο του. Έξω, η μέρα είχε εξαφανιστεί. Οι μονόλιθοι και οι πύργοι τώρα έβγαζαν το δικό τους φως. Ένα
απαλό χιόνι, σαν ζάχαρη, έπεφτε ανάμεσα στις σκιές μεταμορφωνόταν σε χάντρες πάνω στο τζάμι του παραθύρου.
και
Ο Ρέντερ φόρεσε το παλτό του, έσβησε τα φώτα και κλείδωσε το εσωτερικό γραφείο. Υπήρχε μια σημείωση πάνω στο μπλοκ της κυρίας Χέτζες.
Τηλεφώνησε η δεσποινίς ΝτεΒίλ, έλεγε. Έσκισε το φύλλο και το πέταξε στην καταπακτή των σκουπιδιών. Θα της τηλεφωνούσε την επομένη και θα της έλεγε ότι δούλευε μέχρι αργά για τη διάλεξή του. Έσβησε και το τελευταίο φως, φόρεσε το καπέλο του και διέσχισε την εξωτερική πόρτα, κλειδώνοντας την βγαίνοντας. Το ασανσέρ τον πήγε στο τρίτο υπόγειο όπου ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του. Έκανε παγωνιά στο τρίτο υπόγειο, και τα βήματά του αντηχούσαν δυνατά στο τσιμέντο καθώς προσπερνούσε τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Κάτω από το φως των γυμνών γλόμπων, το Σπίνερ S-7 του ήταν ένα γυαλιστερό γκρίζο κουκούλι από το οποίο περίμενε κανείς ότι από στιγμή σε στιγμή θα φύτρωναν στριφτά φτερά. Η διπλή σειρά από κεραίες που προεξείχαν στο καπό του ενίσχυαν αυτή την εντύπωση. Ο Ρέντερ άνοιξε την πόρτα. Άγγιξε την ανάφλεξη και ακούστηκε ο βόμβος μοναχικής μέλισσας που ξυπνούσε σε μια μεγάλη κυψέλη. Η πόρτα έκλεισε αθόρυβα καθώς σήκωσε το τιμόνι και το κλείδωσε στη θέση του. Ανηφόρισε τη σπειροειδή ράμπα και στάθηκε για λίγο στην έξοδο. Καθώς άνοιγε η πόρτα του γκαράζ, φώτισε την οθόνη προορισμού του και γύρισε το κουμπί που μετακινούσε το χάρτη. Αριστερά-δεξιά, πάνω-κάτω, προχωρούσε από τομέα σε τομέα, μέχρι που εντόπισε το κομμάτι της λεωφόρου Κάρνεγκι που ήθελε. Πάτησε τις συντεταγμένες και χαμήλωσε το τιμόνι. Το αυτοκίνητο μπήκε στον αυτόματο και βγήκε στον παράλληλο δρόμο της λεωφόρου ταχείας κυκλοφορίας. Ο Ρέντερ άναψε τσιγάρο. Άφησε όλα τα παράθυρα διάφανα και τράβηξε τη θέση του πίσω, στο κέντρο του οχήματος. Ήταν ευχάριστο να βρίσκεται καθισμένος αναπαυτικά και να παρακολουθεί τα αυτοκίνητα που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση να τον προσπερνούν σαν σμήνη από πυγολαμπίδες. Έσπρωξε πίσω το καπέλο του και κοίταξε ψηλά. Θυμήθηκε την εποχή που αγαπούσε το χιόνι, που του θύμιζε μυθιστορήματα του Τόμας Μαν και μουσική Σκανδιναβών συνθετών. Στο μυαλό του όμως τώρα υπήρχε ένα άλλο στοιχείο από το οποίο δεν θα μπορούσε ποτέ να απεξαρτηθεί τελείως. Έβλεπε καθαρά τις δίνες της
κάτασπρης παγωνιάς να στριφογυρίζουν γύρω από το παλιό του αυτοκίνητο και να εισχωρούν στο καμένο εσωτερικό του για να ξανασπρίσουν ό,τι είχε μαυρίσει. Τόσο καθαρά - σαν να είχε διασχίσει τον άσπρο πάτο κάποιας λίμνης για να φτάσει ως εκεί - ως τα βυθισμένα συντρίμμια, κι εκείνος, ο δύτης - ανήμπορος να ανοίξει το στόμα για να μιλήσει από φόβο μην πνιγεί. Και ήξερε, όποτε κοίταζε το χιόνι να πέφτει, ότι κάπου μακριά, άσπριζαν κρανία. Αλλά τα εννιά χρόνια είχαν ξεπλύνει μεγάλο μέρος του πόνου, και ήξερε επίσης ότι η βραδιά ήταν ωραία. Προχωρούσε γρήγορα στους πλατείς δρόμους, πέρναγε ψηλές γέφυρες με επιφάνειες που γυάλιζαν και έλαμπαν κάτω από τα φώτα του, μπήκε σε μια διασταύρωση και βυθίστηκε σε ένα τούνελ που οι τοίχοι του, που φθόριζαν αμυδρά, τον ζάλιζαν σαν αντικατοπτρισμός. Τελικά, έκανε τα τζάμια αδιαφανή και έκλεισε τα μάτια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν αποκοιμήθηκε για ένα λεπτό ή όχι, πράγμα που σήμαινε ότι μάλλον είχε αποκοιμηθεί. Ένιωσε το αυτοκίνητο να επιβραδύνει, έφερε το κάθισμά του μπροστά και ξανάνοιξε τα παράθυρα. Σχεδόν ταυτόχρονα ακούστηκε ο βομβητής. Σήκωσε το τιμόνι και μπήκε στο πάρκινγκ, βγήκε στη ράμπα και πήρε το κουπόνι του από εκείνο το ρομπότ με το κουτί αντί για κεφάλι, που έπαιρνε την εκδίκησή του από το ανθρώπινο γένος βγάζοντας μια χαρτονένια γλώσσα σε όλους όσους εξυπηρετούσε. Όπως πάντα, οι θόρυβοι ήταν τόσο χαμηλοί όσο και τα φώτα. Το μέρος έμοιαζε να απορροφά τον ήχο και να τον μετατρέπει σε ζεστασιά. Καταπράυνε τη γλώσσα με αρώματα που μόλις τα έπιανε η γεύση, υπνώτιζε το αυτί με τα ζωηρά τριξίματα των τριών εστιών. Ο Ρέντερ χάρηκε που είδε ότι του είχαν κρατήσει το αγαπημένο του τραπέζι, στη γωνία δεξιά από το πιο μικρό τζάκι. Ήξερε απ' έξω τον κατάλογο, αλλά τον μελέτησε εμβριθώς πίνοντας ένα Μανχάταν και έφτιαξε μια παραγγελία που ταίριαζε με τη διάθεση του. Όταν τελείωναν οι συνεδρίες είχε πάντα μια διαβολεμένη πείνα. «Δρ Ρέντερ...;» «Ναι;» Σήκωσε το βλέμμα. «Η δρ Σάλοτ θα ήθελε να σας μιλήσει», είπε το γκαρσόνι. «Δεν ξέρω καμία Σάλοτ», είπε. «Είσαι βέβαιος ότι δεν θέλει τον Μπέντερ; Είναι ένας χειρουργός από τη Μέτρο που τρώει συχνά εδώ...» Το γκαρσόνι κούνησε το κεφάλι. «Όχι, κύριε Ρέντερ. Βλέπετε;» Του έδωσε μια κάρτα εννιά επί δεκαπέντε που είχε το πλήρες όνομα του Ρέντερ δακτυλογραφημένο με
κεφαλαία. «Η δρ Σάλοτ τρώει εδώ σχεδόν κάθε βράδυ τις τελευταίες δύο βδομάδες», εξήγησε, «και κάθε φορά μας ζητά να την ειδοποιήσουμε αν έρθετε». «Μπα;» απόρησε ο Ρέντερ. «Περίεργο. Γιατί δεν ήρθε να με βρει στο γραφείο μου;» Το γκαρσόνι χαμογέλασε και έκανε μιαν αόριστη χειρονομία. «Καλά, πες της να έρθει», είπε αποτελειώνοντας το Μανχάταν του, «και φέρε μου άλλο ένα ίδιο». «Δυστυχώς η δρ Σάλοτ είναι τυφλή», εξήγησε το γκαρσόνι. «Θα ήταν πιο απλό να—» «Εντάξει, βέβαια». Ο Ρέντερ σηκώθηκε, εγκαταλείποντας το αγαπημένο του τραπέζι με ένα ισχυρό προαίσθημα ότι δεν θα ξαναγυρνούσε εκείνο το βράδυ. «Οδήγησέ με». Προχώρησαν ανάμεσα στα τραπέζια και κατευθύνθηκαν στο επόμενο επίπεδο. Κάποιο γνώριμο πρόσωπο είπε «γεια» από ένα τραπέζι δίπλα στον τοίχο, και ο Ρέντερ χαιρέτησε χαμογελώντας έναν παλιό μαθητή του σε κάποιο σεμινάριο, ονόματι Γιούργκενς ή Τζίρκανς ή κάτι τέτοιο. Μπήκε στη μικρότερη αίθουσα όπου μόνον δύο τραπέζια ήταν κατειλημμένα Όχι, τρία. Ήταν και ένα στη γωνία στην άλλη άκρη του μισοσκότεινου μπαρ που κρυβόταν κατά το ήμισυ από μιαν αρχαία πανοπλία. Το γκαρσόνι τον οδηγούσε προς τα κεί. Σταμάτησαν μπροστά στο τραπέζι και ο Ρέντερ κοίταξε κάτω, μέσα στα σκούρα γυαλιά που είχαν ανασηκωθεί καθώς πλησίαζαν. Η δρ Σάλοτ ήταν μια γυναίκα κοντά στα τριάντα. Οι μακριές κόκκινες τούφες των μαλλιών της δεν έκρυβαν εντελώς την ασημένια κηλίδα που είχε στο μέτωπο, σαν το σημάδι κάποιας κάστας. Ο Ρέντερ τράβηξε μια ρουφηξιά και το κεφάλι της κινήθηκε ελαφρά καθώς έλαμψε η κάφτρα στην άκρη του τσιγάρου του. Έδειχνε σαν να τον κοιτάζει στα μάτια. Ήταν άβολο συναίσθημα, παρότι ήξερε ότι μπορούσε να διακρίνει απ' αυτόν μόνον όσα το μικροσκοπικό φωτοηλεκτρικό κύτταρο μετέδιδε στο οπτικό της νεύρο μέσα από τα λεπτά συρματάκια που ξεκινούσαν απ' αυτόν το μετατροπέα ταλαντώσεων: Κοντολογίς, τη λάμψη από το τσιγάρο του. «Δρ Σάλοτ, από δω ο δρ Ρέντερ», είπε το γκαρσόνι. «Καλησπέρα», είπε ο Ρέντερ. «Καλησπέρα», είπε εκείνη. «Το όνομά μου είναι Αϊλήν και ήθελα πάρα πολύ να σας συναντήσω». Νόμισε ότι διέκρινε μια ελαφριά
τρεμούλα στη φωνή της. «Θα καθήσετε μαζί μου για το δείπνο;» «Ευχαρίστως». Δέχτηκε, και το γκαρσόνι τράβηξε την καρέκλα για να καθήσει. Ο Ρέντερ κάθησε, παρατηρώντας ότι η γυναίκα απέναντι του είχε ήδη παραγγείλει ένα ποτό. Θύμισε στο γκαρσόνι το δεύτερο Μανχάταν του. «Έχετε παραγγείλει;» τους ρώτησε. «Όχι». «...Και δυο μενού—», άρχισε να λέει, ύστερα δάγκωσε τη γλώσσα του. «Μόνον ένα», είπε εκείνη χαμογελώντας. «Μάλλον κανένα», διόρθωσε ο Ρέντερ και απήγγειλε τον κατάλογο. «Το κάνεις πάντα αυτό;» «Ποιο;» «Να κουβαλάς καταλόγους στο κεφάλι σου». «Μόνον μερικούς», είπε, «για περιπτώσεις αμηχανίας. Για τι πράγμα ήθελες να με δεις - να μου μιλήσεις;» «Είσαι νευροσυμμετοχικός θεραπευτής», δήλωσε. «Πλάστης». «Και εσύ είσαι—;» «—τελειόφοιτος ψυχιατρικής της Κρατικής Σχολής. Θέλω άλλον ένα χρόνο για να τελειώσω». «Τότε θα ξέρεις τον Σαμ Ρίσκομπ». «Ναι, αυτός με βοήθησε να οργανώσω ετούτη τη συνάντηση. Ήταν πάντα ο συμβουλάτοράς μου». «Είναι πολύ καλός μου φίλος. Σπουδάζαμε μαζί στο Μέννινγκερ». Το ήξερε. «Μιλά πολύ συχνά για σένα - αυτός ήταν ένας από τους λόγους που πάντα με ενθάρρυνε να πραγματοποιώ τα σχέδιά μου, παρά την αναπηρία μου». Ο Ρέντερ την κοίταξε προσεκτικά. Φορούσε ένα σκούρο πράσινο φουστάνι που έδειχνε φτιαγμένο από βελούδο. Περίπου επτά πόντους προς τ' αριστερά στο μπούστο υπήρχε μια καρφίτσα που έμοιαζε χρυσή. Είχε μια κόκκινη πέτρα που μπορεί να ήταν ρουμπίνι, γύρω από την οποία ήταν σχηματισμένο το περίγραμμα ενός χρυσού κυπέλλου. Ή μήπως ήταν το περίγραμμα δύο προφίλ που κοιτούσαν το ένα το άλλο
μέσα από την πέτρα; Του θύμιζε κάτι αόριστα, αλλά προς στιγμήν δεν μπορούσε να εντοπίσει τι. Γυάλιζε με πολυτέλεια στο χαμηλό φως. Ο Ρέντερ πήρε το ποτό του από το γκαρσόνι. «Θέλω να γίνω νευροσυμμετοχική θεραπεύτρια», του είπε. Αν έβλεπε, ο Ρέντερ θα νόμιζε ότι τον κοιτούσε περιμένοντας να διακρίνει κάποια απάντηση στην έκφραση του. Δεν μπορούσε να υπολογίσει τι περίμενε να ακούσει απ' αυτόν. «Χαιρετίζω την επιλογή σου», είπε, «και σέβομαι τη φιλοδοξία σου». Προσπάθησε να βάλει ένα χαμόγελο στη φωνή του. «Φυσικά δεν είναι εύκολο, γιατί δεν είναι όλες οι προϋποθέσεις ακαδημαϊκού περιεχομένου». «Το ξέρω», είπε εκείνη. «Αλλά, στο κάτω-κάτω, είμαι εκ γενετής τυφλή και δεν ήταν εύκολο να φτάσω εκεί που έφτασα». «Εκ γενετής;» επανέλαβε. «Νόμιζα ότι είχες χάσει την όρασή σου πρόσφατα. Τότε έκανες όλη τη δουλειά στο πανεπιστήμιο και τελειώνεις την ιατρική σχολή χωρίς να βλέπεις... Αυτό είναι -μάλλον εντυπωσιακό». «Ευχαριστώ», είπε εκείνη, «αλλά δεν είναι. Όχι ιδιαίτερα. Άκουσα για τους πρώτους νευροσυμμετοχικούς - τον Μπάρτελμετς και τους υπόλοιπους -όταν ήμουν παιδί, και αποφάσισα ότι αυτό ήθελα να γίνω. Η ζωή μου από τότε κατευθύνεται απ' αυτή την επιθυμία». «Τι έκανες στα εργαστήρια;» ρώτησε. «Που δεν μπορούσες να δεις ένα δείγμα, να κοιτάξεις στο μικροσκόπιο...; Και όλο αυτό το διάβασμα;» «Προσελάμβανα ανθρώπους να μου διαβάζουν δυνατά. Δακτυλογραφούσα τα πάντα. Η σχολή δέχτηκε ότι, αφού θα έκανα ψυχιατρική, μπορούσα να παρακάμψω μερικά εργαστήρια. Στο εργαστήριο ανατομίας με οδηγούσαν οι βοηθοί, και μου περιέγραφαν τα πάντα. Μπορώ να ξεχωρίσω τα πράγματα με την αφή... και έχω μια μνήμη όπως εσύ με τους καταλόγους». Χαμογέλασε. «"Η ποιότητα των φαινομένων της ψυχοσυμμετοχής μπορεί να ρυθμιστεί μόνον από τον ίδιο τον θεραπευτή, εκείνη τη στιγμή, έξω από χώρο και χρόνο όπως τον εννοούμε συνήθως, που στέκεται μέσα σε ένα κόσμο χτισμένο από τα όνειρα κάποιου άλλου, αναγνωρίζει εκεί τη μη-Ευκλείδια αρχιτεκτονική της παρέκκλισης και ύστερα παίρνει τον ασθενή του από το χέρι και κάνουν βόλτες στο τοπίο... Αν μπορέσει να τον οδηγήσει πίσω στη γη, τότε οι κρίσεις του ήταν βάσιμες και οι πράξεις του έγκυρες"». «Από το Γιατί δεν υπάρχει Ψυχομετρική Εδώ», παρατήρησε ο Ρέντερ. «—υπό του δόκτορος Τσαρλς Ρέντερ».
«Το δείπνο μας έρχεται», παρατήρησε ρουφώντας το ποτό του καθώς το γεύμα ταχείας προετοιμασίας πλησίαζε προς το μέρος τους πάνω στο όχημα της κουζίνας. «Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ήθελα να σε συναντήσω», συνέχισε εκείνη υψώνοντας το ποτήρι της καθώς τα πιάτα μετακινούνταν μπροστά της. «Θέλω να με βοηθήσεις να γίνω Πλάστης». Τα σκοτεινά της μάτια, σαν μάτια αγάλματος, τον έψαξαν πάλι. «Η περίπτωση σου είναι εντελώς μοναδική», σχολίασε ο Ρέντερ. «Μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει νευροσυμμετοχικός θεραπευτής εκ γενετής τυφλός - για προφανείς λόγους. Θα πρέπει να εξετάσω όλες τις πλευρές του ζητήματος πριν μπορέσω να σε συμβουλεύσω. Ας φάμε όμως τώρα. Πεθαίνω της πείνας». «Σύμφωνοι. Αλλά το γεγονός ότι είμαι τυφλή δεν σημαίνει ότι δεν έχω δει ποτέ». Δεν την ρώτησε τι εννοούσε, γιατί μπροστά του είχαν καταφθάσει τα παϊδάκια και στον αγκώνα του στεκόταν ένα μπουκάλι Σαμπερτέν. Σταμάτησε όμως αρκετά για να προσέξει, καθώς σήκωσε το αριστερό της χέρι από κάτω από το τραπέζι, ότι δεν φορούσε δαχτυλίδια. «Αναρωτιέμαι αν χιονίζει ακόμα», παρατήρησε ο Ρέντερ καθώς έπιναν τον καφέ τους. «Έριχνε πολύ όταν ήρθα». «Το ελπίζω», είπε εκείνη, «αν και το χιόνι διαχέει το φως και δεν μπορώ να "δω" καθόλου. Μ' αρέσει να το βλέπω να πέφτει γύρω μου και να χτυπάει το πρόσωπό μου». «Πώς κυκλοφορείς;» «Ο σκύλος μου, ο Σίγκμουντ - έχει ρεπό σήμερα», χαμογέλασε, «μπορεί να με οδηγήσει οπουδήποτε. Είναι μεταλλαγμένο τσοπανόσκυλο». «Ναι;» ο Ρέντερ ένιωσε περιέργεια. «Μιλάει αρκετά;» Ένευσε καταφατικά. «Η επέμβαση δεν είχε τόση επιτυχία σ' αυτόν όσο σε μερικά άλλα σκυλιά, πάντως. Το λεξιλόγιό του περιλαμβάνει γύρω στις τετρακόσιες λέξεις, αλλά νομίζω ότι δεν του αρέσει να μιλάει. Θα πρέπει να τον γνωρίσεις κάποια στιγμή». Ο Ρέντερ άρχισε να σκέφτεται. Είχε μιλήσει με παρόμοια ζώα σε πρόσφατα ιατρικά συνέδρια και είχε εντυπωσιαστεί από το συνδυασμό των ικανοτήτων για λογικούς συνδυασμούς και της αφοσίωσης στους κυρίους τους. Παιχνίδι με τα χρωμοσώματα και λεπτή εμβρυοχειρουργική, έδινε στους σκύλους νοημοσύνη μεγαλύτερη από
του χιμπατζή. Αρκετές διορθωτικές επεμβάσεις ήταν απαραίτητες για να επιτευχθεί ικανότητα ομιλίας. Τα περισσότερα από αυτά τα πειράματα αποτύγχαναν τελικά, και τα καμιά δεκαριά κουτάβια το χρόνο που επιζούσαν κόστιζαν γύρω στις εκατό χιλιάδες δολάρια το ένα. Συνειδητοποίησε τότε, καθώς άναψε τσιγάρο και κράτησε για λίγο τον αναπτήρα αναμμένο, ότι η πέτρα στην καρφίτσα της δεσποινίδας Σάλοτ ήταν αληθινό ρουμπίνι. Άρχισε να υποψιάζεται ότι εκτός από τα ακαδημαϊκά της προσόντα, κάποια γενναία δωρεά στη σχολή της επιλογής της τη βοήθησε να γίνει δεκτή στο πανεπιστήμιο. Όμως μπορεί και να την αδικούσε, μάλωσε τον εαυτό του. «Ναι», είπε, «μπορεί να κάνουμε μια εργασία για τις νευρώσεις των σκύλων. Αναφέρεται ποτέ στον πατέρα του σαν "αυτός ο γιος θηλυκού τσοπανόσκυλου";» «Δεν έχει γνωρίσει τον πατέρα του», είπε εκείνη, μάλλον σκυθρωπά. «Ανατράφηκε χώρια από τα άλλα σκυλιά. Η συμπεριφορά του δεν μπορεί να είναι τυπική. Δεν νομίζω ότι μπορεί ποτέ να μάθει κανείς τη λειτουργική ψυχολογία του σκύλου από μια μετάλλαξη». «Φαντάζομαι ότι έχεις δίκιο». Παρέκαμψε το θέμα. «Θέλεις λίγο ακόμα καφέ;» «Όχι, ευχαριστώ». Αποφασίζοντας ότι ήταν ώρα να συνεχίσει τη συζήτηση, ο Ρέντερ είπε: «Ώστε θέλεις να γίνεις Πλάστης...» «Ναι». «Δεν μ' αρέσει να είμαι εκείνος που καταστρέφει τις υψηλές φιλοδοξίες κάποιου», της είπε. «Το μισώ σαν το θάνατό μου. Εκτός κι αν δεν έχουν καμία απολύτως βάση στην πραγματικότητα. Τότε μπορώ να γίνω αμείλικτος. Οπότε - αληθινά, τίμια και με όλη μου την ειλικρίνεια, δεν βλέπω πώς θα μπορούσες ποτέ να τα καταφέρεις. Μπορεί να είσαι καταπληκτική ψυχίατρος - αλλά κατά τη γνώμη μου, είναι φυσιολογικά και διανοητικά αδύνατον να γίνεις ποτέ νευροσυμμετοχική θεραπεύ-τρια. Όσο για τους λόγους μου—» «Περίμενε», είπε εκείνη. «Όχι εδώ, σε παρακαλώ. Κάνε μου τη χάρη. Έχω βαρεθεί αυτό το αποπνικτικό μέρος - πάμε κάπου αλλού να μιλήσουμε. Νομίζω ότι μπορώ να σε πείσω ότι υπάρχει τρόπος». «Γιατί όχι;» σήκωσε τους ώμους του. «Έχω πολλή ώρα στη διάθεσή μου. Λέγε. Κατά πού;» «Τι θα 'λεγες για μια βόλτα στα τυφλά;» Ο Ρέντερ κατάπιε ένα αυθόρμητο γέλιο για την επιλογή της έκφρασης, αλλά εκείνη γέλασε δυνατά.
«Πολύ καλά», είπε εκείνος. «Αλλά διψάω ακόμα». Παράγγειλε ένα μπουκάλι σαμπάνια και υπέγραψε το λογαριασμό, παρά τις διαμαρτυρίες της. Έφτασε σ' ένα χρωματιστό καλάθι «Πιες Ενώ Οδηγείς», και σηκώθηκαν όρθιοι, και ήταν ψηλή, αλλά εκείνος ψηλότερος. Βόλτα στα τυφλά. Το αυτόματο όχημα πρόσφερε μεγάλη ποικιλία δυνατοτήτων. Να διασχίζεις την εξοχή στα σίγουρα χέρια ενός αόρατου οδηγού, με τα παράθυρα όλα σκούρα, μέσα στη νύχτα, στο ύπαιθρο, και οι ρόδες να ορμάνε στο δρόμο από κάτω σαν τέσσερα κυκλικά πριόνια - και να ξεκινάς και να καταλήγεις στο ίδιο σημείο, και να μην ξέρεις πού πηγαίνεις ή πού ήσουν - όλα αυτά μπορούν, για μια στιγμή, να γεννήσουν κάποιο αίσθημα ατομικότητας ακόμα και στο πιο ψυχρό μυαλό, να παράγουν μια στιγμιαία αυτοσυνειδησία χάρις σ' αυτή την αίσθηση της κίνησης που σε απομακρύνει από όλα τα άλλα. Αυτό συμβαίνει γιατί η κίνηση στο σκοτάδι είναι η υπέρτατη αφαίρεση της ίδιας της ύπαρξης τουλάχιστον αυτό ισχυριζόταν ένας από τους Ζωτικούς Κωμικούς, και όλοι γελούσαν. Το φαινόμενο που ήταν γνωστό με το όνομα βόλτα στα τυφλά έγινε πρώτα δημοφιλές (όπως ήταν φυσικό) στα πιο νεαρά μέλη της κοινωνίας, όταν οι αυτόματοι αυτοκινητόδρομοι τους στέρησαν τη δυνατότητα να οδηγούν τα αυτοκίνητά τους με κάποιους πιο προσωπικούς τρόπους που δεν ενέκρινε απόλυτα η Εθνική Υπηρεσία Ελέγχου Κυκλοφορίας. Κάτι έπρεπε να γίνει. Και έγινε. Η πρώτη καταστροφική αντίδραση περιλάμβανε το απλό μηχανικό γεγονός της αποσύνδεσης της μονάδας ελέγχου αφού έμπαινε κανείς σε αυτόματο αυτοκινητόδρομο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να εξαφανίζεται από το μόνιτορ και ο έλεγχος του να περνά στον οδηγό του. Φθονερό σαν θεότητα, το μόνιτορ δεν μπορεί να ανεχτεί κάτι που αρνείται την προγραμματισμένη παντογνωσία του. Θα στείλει αστραπόβροντα στον πλησιέστερο Σταθμό Ελέγχου Αυτοκινητοδρόμων και θα ξεκινήσουν φτερωτά σεραφείμ εις αναζήτησιν του βέβηλου. Συχνά όμως έφταναν πολύ αργά, γιατί οι δρόμοι ήταν πολλοί και καλοστρωμένοι. Στην αρχή ήταν αρκετά εύκολο να καταφέρεις να μη σε εντοπίσουν. Τα άλλα οχήματα, όμως, συμπεριφέρονταν σαν να μην ήταν δυνατή η ύπαρξη του επαναστάτη. Η παρουσία του δεν ήταν ανεκτή. Στριμωγμένος σε ένα πολυσύχναστο τμήμα του οδικού δικτύου, ο
παραβάτης θα καταστραφεί αμέσως στην περίπτωση μιας γενικής επιτάχυνσης ή κάποιας αλλαγής στο πλάνο της κυκλοφορίας που να περιλαμβάνει κίνηση διαμέσου αυτής της θεωρητικά κενής θέσης. Αυτό, τον πρώτο καιρό των αυτοματισμών, προκαλούσε θεαματικές καραμπόλες. Αργότερα τα μηχανήματα έγιναν πιο πολύπλοκα, και απέκλειαν την πιθανότητα σύγκρουσης λόγω μιας τέτοιας πράξης. Οι τραυματισμοί όμως δεν ήταν δυνατόν να αποτραπούν. Η επόμενη αντίδραση στηριζόταν σε κάτι που είχε αγνοηθεί, ακριβώς επειδή ήταν προφανές. Τα μόνιτορ πήγαιναν τους ανθρώπους εκεί που ήθελαν να πάνε, απλώς και μόνον επειδή οι άνθρωποι τους έλεγαν ότι ήθελαν να πάνε εκεί. Κάποιος που θα πατούσε μια τυχαία σειρά συντεταγμένων χωρίς αναφορά σε κανένα χάρτη, είτε θα έμενε με χαλασμένο αυτοκίνητο και την ένδειξη «ΕΠΑΝΕΛΕΓΧΟΙ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΩΝ», είτε θα εκσφενδονιζόταν ξαφνικά σε τυχαία κατεύθυνση. Η δεύτερη περίπτωση περικλείει κάποια ρομαντική γοητεία γιατί προσφέρει ταχύτητα, απρόσμενα θεάματα και ελεύθερα χέρια. Επίσης, είναι απολύτως νόμιμη. Και μπορείς να ταξιδέψεις σε δυο ηπείρους μ' αυτό τον τρόπο, αν έχεις αρκετές προμήθειες σε τρόφιμα και χρήματα. Όπως συμβαίνει με όλα αυτά τα θέματα, η πρακτική επεκτάθηκε και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Καθηγητές που οδηγούσαν μόνον τις Κυριακές έπεφταν σε ανυποληψία γιατί αντάλλασσαν βαθμούς με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. Κάπως έτσι έρχεται η συντέλεια του κόσμου, έλεγε ο διασκεδαστής. Συντέλεια ξεσυντέλεια, το αυτοκίνητο που έχει σχεδιαστεί για να κινείται σε αυτόματους αυτοκινητόδρομους είναι μια ευέλικτη και εύχρηστη μονάδα, περιλαμβάνει δε και τουαλέτα, ντουλάπι, ψυγείο και τραπέζι παιχνιδιών. Επίσης κοιμίζει άνετα δύο άτομα και τέσσερα με κάποια δυσκολία. Μερικές φορές, και οι τρεις μπορεί να είναι πλήθος. Ο Ρέντερ βγήκε από το κτίριο οδηγώντας και ακολούθησε τον ακρινό δρόμο. Σταμάτησε το αυτοκίνητο. «Θέλεις να παίξεις με τις συντεταγμένες;» ρώτησε. «Κάν' το εσύ. Τα δάχτυλά μου ξέρουν πολλές απέξω». Ο Ρέντερ πίεσε κουμπιά στην τύχη. Το Σπίνερ μπήκε στον αυτοκινητόδρομο. Ο Ρέντερ τότε ζήτησε από το όχημα ταχύτητα, και μπήκαν στη ζώνη μεγάλης επιτάχυνσης. Τα φώτα του Σπίνερ άνοιγαν καυτές τρύπες στο σκοτάδι. Η πόλη έμεινε γρήγορα πίσω τους. Άναψαν φωτιές και στις δύο άκρες του δρόμου που αναδεύονταν από απότομες ριπές ανέμου, κρύβονταν από άσπρους στροβίλους και θάμπωναν από τη σταθερή πτώση γκρίζας
στάχτης. Ο Ρέντερ ήξερε ότι η ταχύτητά του ήταν μόνο εξήντα τα εκατό περίπου απ' όσο θα μπορούσε να είναι μια στεγνή νύχτα με ξαστεριά. Δεν έκλεισε τα παράθυρα, αλλά έγειρε πίσω και κοίταξε από μέσα. Η Αϊλήν «κοίταζε» μπροστά ό,τι φως υπήρχε. Κανείς τους δεν είπε τίποτε για δέκα-δεκαπέντε λεπτά. Η πόλη μίκραινε καθώς προχωρούσαν. Μετά από λίγο άρχισαν να εμφανίζονται σύντομα κομμάτια ανοιχτού δρόμου. «Πες μου πώς είναι έξω», είπε εκείνη. «Γιατί δεν μου ζήτησες να σου περιγράψω το δείπνο, ή την πανοπλία δίπλα στο τραπέζι;» «Γιατί το ένα το γεύτηκα και το άλλο το άγγιξα. Αυτό είναι διαφορετικό». «Έξω χιονίζει. Αν εξαιρέσεις αυτό, τα υπόλοιπα είναι σκέτη μαυρίλα». «Τι άλλο;» «Ο δρόμος έχει γλίτσα. Όταν θα αρχίσει να παγώνει, η κυκλοφορία θα προχωρά με βήμα σημειωτόν, εκτός κι αν βγούμε απ' αυτή την καταιγίδα. Η γλίτσα θυμίζει σκούρο, πολυκαιρισμένο σιρόπι που μόλις έχει αρχίσει να ζαχαρώνει στην επιφάνεια». «Τι άλλο;» «Αυτά είν' όλα, κυρία μου». «Χιονίζει λιγότερο ή περισσότερο από την ώρα που φύγαμε από τη λέσχη;» «Περισσότερο, θα έλεγα». «Μου βάζεις ένα ποτό;» τον ρώτησε. «Φυσικά». Γύρισαν τα καθίσματά τους προς τα μέσα και ο Ρέντερ άνοιξε το τραπέζι. Έφερε δυο ποτήρια από το ντουλάπι. «Στην υγειά σου», είπε ο Ρέντερ αφού σερβίρισε. «Στην υγειά σου». Ο Ρέντερ κατέβασε το ποτό του μονορούφι. Εκείνη έπινε το δικό της λίγο-λίγο. Περίμενε το επόμενο της σχόλιο. Ήξερε ότι δύο δεν μπορούν να παίξουν το παιχνίδι του Σωκράτη, και ήταν προετοιμασμένος για πολλές ερωτήσεις πριν εκείνη πει τελικά αυτό που είχε στο νου της. Είπε: «Ποιο είναι το πιο ωραίο πράγμα που έχεις δει ποτέ;»
Ναι, αποφάσισε, και μάντεψε σωστά. Απάντησε χωρίς δισταγμό: «Ο χαμός της Ατλαντίδος». «Μιλώ σοβαρά». «Κι εγώ το ίδιο». «Θα ήθελες να γίνεις πιο σαφής;» «Βύθισα την Ατλαντίδα», είπε εκείνος, «μόνος μου. »Συνέβη εδώ και τρία χρόνια περίπου. Και, Θεέ μου, τι ωραία που ήταν! Ήταν γεμάτη πύργους από ελεφαντόδοντο και χρυσούς μιναρέδες και ασημένια μπαλκόνια. Υπήρχαν γέφυρες από οπάλι και πορφυρές σημαίες και ένα ποτάμι άσπρο σαν το γάλα κυλούσε ανάμεσα σε όχθες στο χρώμα του λεμονιού. Υπήρχαν καμπαναριά από νεφρίτη και δέντρα παλιά σαν τον κόσμο που χάιδευαν την κοιλιά των σύννεφων και πλοία στο μεγάλο θαλασσινό λιμάνι του Ξαναντού, κατασκευασμένα με τόση δεξιοτεχνία, σαν μουσικά όργανα, που λικνίζονταν στα ρεύματα. Οι δώδεκα πρίγκιπες του βασιλείου συγκεντρώνονταν στο δωδεκάστυλο Αμφιθέατρο των Ζωδίων για ν' ακούσουν έναν Έλληνα να παίζει σαξόφωνο το δειλινό. »Ο Έλληνας, φυσικά, ήταν ασθενής μου - παρανοϊκός. Η αιτιολογία του πράγματος είναι μάλλον περίπλοκη, αλλά γι' αυτό ακριβώς περιπλανήθηκα στο μυαλό του. Τον άφησα ελεύθερο για λίγο, και στο τέλος αναγκάστηκα να κόψω την Ατλαντίδα στα δύο και να τη βυθίσω. Παίζει ακόμα, και ασφαλώς θα τον έχεις ακούσει, αν σ' αρέσουν αυτοί οι ήχοι. Είναι καλός. Τον βλέπω κατά καιρούς, αλλά δεν είναι πια απόγονος του μεγαλύτερου βάρδου της Ατλαντίδας. Είναι μόνο ένας εξαιρετικός σαξοφωνίστας του τέλους του εικοστού αιώνα. »Μερικές φορές, πάντως, καθώς αναπολώ την αποκάλυψη που προκάλεσα στα πλαίσια του παραληρήματος μεγαλοπρέπειας που είχε, νιώθω μια φευγαλέα αίσθηση χαμένης ομορφιάς - γιατί, για ένα λεπτό, τα αφύσικα έντονα συναισθήματά του ήταν και δικά μου συναισθήματα, και εκείνος είχε νιώσει ότι αυτό το όνειρο ήταν το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο». Ξαναγέμισε τα ποτήρια τους. «Δεν είναι ακριβώς αυτό που εννοούσα», είπε εκείνη. «Το ξέρω». «Εννοούσα κάτι αληθινό». «Ήταν πιο αληθινό κι απ' την αλήθεια, σε διαβεβαιώ». «Δεν αμφιβάλλω, αλλά...»
«—Αλλά κατέστρεψα το θεμέλιο όπου θα στήριζες τα επιχειρήματά σου. Εντάξει, ζητώ συγνώμη. Θα επανορθώσω. Να κάτι που θα μπορούσε να είναι αληθινό: «Κινούμαστε στην άκρη μιας μεγάλης γυάλας γεμάτης άμμο», είπε. «Μέσα της πέφτει απαλό χιόνι. Την άνοιξη το χιόνι θα λιώσει, τα νερά θα ποτίσουν τη γη, ή θα εξατμιστούν από τη ζέστη του ήλιου. Τότε θα μείνει μόνον άμμος. Τίποτε δεν φυτρώνει στην άμμο, εκτός από κανένα κάκτο πού και πού. Τίποτε δεν ζει εκεί εκτός από φίδια, λίγα πουλιά, έντομα, κάποια ζώα που σκάβουν λαγούμια, και ένα-δυο περιπλανώμενα κογιότ. Το απόγευμα όλα αυτά ψάχνουν για σκιά. Όπου υπάρχει κάποιος παλιός στύλος από φράχτη ή κάποιος βράχος ή κρανίο ή κάκτος που να κρύβουν τον ήλιο, εκεί θα δεις συγκεντρωμένη τη ζωή, που τρέμει μπροστά στα στοιχεία της φύσης. Αλλά τα χρώματα είναι απίστευτα, και η φύση είναι σχεδόν πιο όμορφη από τα πράγματα που καταστρέφει». «Δεν υπάρχει τέτοιο μέρος εδώ κοντά», είπε εκείνη. «Αν το λέω, τότε υπάρχει. Δεν υπάρχει; Το έχω δει». «Ναι... Έχεις δίκιο». «Και δεν έχει σημασία αν είναι κάποιος πίνακας μιας γυναίκας που την λένε Ο'Κήφυ ή κάτι που βρίσκεται έξω από το παράθυρό μας, έτσι δεν είναι; Αφού το έχω δει;» «Αναγνωρίζω την αλήθεια της διάγνωσης», είπε. «Θα 'θελες να την πεις αντί για μένα;» «Όχι, συνέχισε». Ξαναγέμισε τα μικρά ποτήρια άλλη μια φορά. «Η ζημιά είναι στα μάτια μου», του είπε, «όχι στο μυαλό μου». Της άναψε το τσιγάρο. «Μπορώ να δω με τα μάτια των άλλων αν μπορέσω να μπω στο μυαλό τους». Αναψε και το δικό του. «Η νευροσυμμετοχή στηρίζεται στο γεγονός ότι δυο νευρικά συστήματα μπορούν να μοιραστούν τα ίδια ερεθίσματα, τις ίδιες φαντασιώσεις...»
«Ελεγχόμενες φαντασιώσεις». «Μπορώ να κάνω θεραπεία και την ίδια στιγμή να βιώνω γνήσια οπτικά ερεθίσματα». «Όχι», είπε ο Ρέντερ. «Δεν ξέρεις πώς είναι να είσαι αποκομμένος από μια ολόκληρη
περιοχή ερεθισμάτων! Να ξέρεις ότι ένας μογγολοειδής ηλίθιος έχει εμπειρίες που εσύ δεν θα γνωρίσεις ποτέ - και που δεν μπορεί να εκτιμήσει γιατί, όπως κι εσύ, έχει καταδικαστεί πριν γεννηθεί σε ένα δικαστήριο βιολογικής συγκυρίας, σε ένα μέρος όπου δεν υπάρχει δικαιοσύνη -μόνο απλή και καθαρή τύχη». «Τη δικαιοσύνη την εφεύρε ο άνθρωπος, όχι η φύση. Δυστυχώς, ο άνθρωπος ζει αναγκαστικά μέσα στη φύση». «Δεν ζητώ από τη φύση να με βοηθήσει - το ζητώ από σένα». «Λυπάμαι», είπε ο Ρέντερ. «Γιατί δεν θέλεις να με βοηθήσεις;» «Αυτή τη στιγμή εικονογραφείς τον κυριότερο λόγο μου». «Που είναι...;» «Το συναίσθημα. Αυτό το πράγμα σημαίνει πάρα πολλά για σένα. Όταν ο θεραπευτής είναι σε φάση, είναι ναρκοηλεκτρικά αποκομμένος από τις περισσότερες αισθήσεις του δικού του σώματος. Αυτό είναι απαραίτητο - επειδή το μυαλό του πρέπει να είναι απολύτως απορροφημένο από το έργο που έχει αναλάβει. Είναι επίσης απαραίτητο τα συναισθήματά του να υποστούν μια παρόμοια αναστολή. Αυτό, φυσικά, είναι αδύνατον, με την έννοια ότι ως ένα σημείο ο καθένας μας κάτι αισθάνεται. Αλλά τα συναισθήματα του θεραπευτή μετατρέπονται σε ένα γενικευμένο αίσθημα ευφροσύνης - ή, όπως στην περίπτωση μου, σε καλλιτεχνική ονειροπόληση. Εσένα, πάντως, αυτά που "βλέπεις" θα σε εξουθενώσουν. Θα διατρέχεις διαρκώς τον κίνδυνο να χάσεις τον έλεγχο του ονείρου». «Διαφωνώ μαζί σου». «Φυσικά διαφωνείς. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι θα έχεις να κάνεις διαρκώς με το μη φυσιολογικό. Η δύναμη μιας νεύρωσης είναι κάτι το αδιανόητο στο ενενήντα εννέα τα εκατό του πληθυσμού, γιατί δεν μπορούμε ποτέ να κρίνουμε αντικειμενικά την ένταση των δικών μας νευρώσεων - άσε των άλλων, που τις βλέπουμε μόνον απέξω. Να γιατί κανείς νευροσυμμετοχικός θεραπευτής δεν θα αναλάβει ποτέ τη θεραπεία μιας βαριάς ψύχωσης. Οι λίγοι πρωτοπόροι σ' αυτό τον τομέα είναι όλοι υπό θεραπεία σήμερα. Είναι σαν να οδηγείς μέσα σε τυφώνα. Αν ο θεραπευτής χάσει τον έλεγχο οε μια έντονη συνεδρία, πλάθεται ο ίδιος αντί να πλάθει. Οι συνάψεις αντιδρούν αλυσιδωτά όταν τα νευρικά ερεθίσματα αυξάνονται τεχνητά. Η μεταβίβαση συναισθημάτων είναι σχεδόν αυτόματη. »Πριν πέντε χρόνια έκανα πολύ σκι. Και αυτό γιατί είχα γίνει
κλειστοφοβικός. Μου πήρε έξι μήνες να το καταπολεμήσω - και όλα αυτά για ένα μικρό λάθος που διήρκεσε κλάσματα του δευτερολέπτου. Αναγκάστηκα να παραπέμψω τον ασθενή σε άλλον θεραπευτή. Και αυτό ήταν ένα αμελητέο ατύχημα. Αν χαζέψεις με το τοπίο, κορίτσι μου, θα σε κλείσουν μέσα εφ' όρου ζωής». Αποτελείωσε το ποτό της και ο Ρέντερ ξαναγέμισε το ποτήρι. Η νύχτα προχωρούσε. Είχαν αφήσει την πόλη πολύ πίσω τους, και ο δρόμος ήταν ανοιχτός και άδειος. Το σκοτάδι αραίωνε όλο και περισσότερο ανάμεσα στις νιφάδες που έπεφταν. Το Σπίνερ επιτάχυνε. «Εντάξει», παραδέχτηκε, «μπορεί να έχεις δίκιο. Κι όμως νομίζω ότι πάλι μπορείς να με βοηθήσεις». «Πώς;» τη ρώτησε. «Με το να με εξοικειώσεις με την όραση, έτσι ώστε οι εικόνες να χάσουν την πρωτοτυπία τους, και τα συναισθήματα να φθαρούν. Πάρε με σαν ασθενή και απάλλαξε με από το άγχος της όρασης. Τότε όλα αυτά που είπες δεν θα ισχύουν πια. Θα μπορέσω μετά να αρχίσω την εκπαίδευση, και να αφιερώσω όλη μου την προσοχή στη θεραπεία. Θα μπορέσω να μεταβιβάσω την απόλαυση της όρασης σε κάτι άλλο». Ο Ρέντερ έμεινε σκεφτικός. Ίσως να γινόταν. Θα ήταν πολύ δύσκολο, βέβαια. Μπορεί να έγραφε ιστορία στη θεραπευτική. Κανείς δεν είχε πραγματικά τα προσόντα να το επιχειρήσει, γιατί κανείς δεν το είχε επιχειρήσει στο παρελθόν. Αλλά η Αϊλήν Σάλοτ ήταν σπάνιο είδος - όχι, μοναδικό - γιατί μάλλον ήταν το μόνο πρόσωπο στον κόσμο που συνδύαζε το απαραίτητο τεχνικό υπόβαθρο με το μοναδικό πρόβλημα. Άδειασε το ποτήρι του, το ξαναγέμισε, γέμισε και το δικό της. Ακόμα αναλογιζόταν το πρόβλημα καθώς άναψε το σήμα «ΕΠΑΝΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΩΝ» και το αυτοκίνητο σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και περίμενε. Έσβησε το βομβητή και έκατσε εκεί πολλή ώρα και σκεφτόταν. Σπάνια τον άκουγαν οι άλλοι να παραδέχεται αυτά που πίστευε για τις ικανότητες του. Οι συνάδελφοι του τον θεωρούσαν μετριόφρονα. Αμέσως όμως μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πως είχε επίγνωση ότι η μέρα που θα γεννιόταν καλύτερος νευροσυμμετοχικός θεραπευτής ήταν ακόμα πολύ μακριά. Έμεναν δυο ποτά ακόμα. Ύστερα πέταξε το άδειο μπουκάλι. «Ξέρεις κάτι;» είπε τελικά.
«Τι;» «Μπορεί ν' αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε». Τότε έστριψε για να βάλει συντεταγμένες, αλλά εκείνη τον πρόλαβε. Καθώς πίεζε τα κουμπιά και το S-7 άρχισε να στρίβει, τον φίλησε. Κάτω από τα σκούρα γυαλιά της, τα μάγουλά της ήταν υγρά.
ΙΙ Η αυτοκτονία τον είχε ενοχλήσει περισσότερο απ' όσο θα 'πρεπε, και η κυρία Λάμπερτ είχε τηλεφωνήσει την προηγουμένη για να ακυρώσει το ραντεβού της. Οπότε ο Ρέντερ αποφάσισε να περάσει το πρωινό του σκεπτικός. Μπήκε στο γραφείο συνοφρυωμένος, με ένα πούρο στο στόμα. «Είδατε...;» ρώτησε η κυρία Χέτζες. «Ναι». Πέταξε το παλτό του στο τραπέζι που βρισκόταν στην άλλη γωνία του δωματίου. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε κάτω. «Ναι», επανέλαβε, «περνούσα με το αυτοκίνητο και είχα τα παράθυρα διαφανή. Ακόμα καθάριζαν όταν πέρασα». «Τον ξέρατε;» «Ακόμα δεν ξέρω ούτε το όνομά του. Πώς να τον ξέρω;» «Μόλις μου τηλεφώνησε η Πρις Τούλυ - είναι γραμματέας σ' εκείνο το τεχνικό γραφείο στον ογδοηκοστό έκτο. Λέει ότι ήταν ο Τζέημς Ιρίζαρυ, σχεδιαστής διαφημίσεων που είχε γραφείο στον ίδιο όροφο μ' αυτούς. Μεγάλο ύψος. Θα πρέπει να ήταν αναίσθητος όταν έφτασε κάτω, ε; Χτύπησε πρώτα στο χτίριο. Αν ανοίξετε το παράθυρο και σκύψετε έξω μπορείτε να δείτε - στα αριστερά -εκεί που...» «Δεν πειράζει, Μπένι. Η φίλη σου μήπως ξέρει γιατί το έκανε;» «Όχι. Η γραμματέας του βγήκε έξω ουρλιάζοντας. Φαίνεται ότι μπήκε στο γραφείο του να τον ρωτήσει για κάτι σχέδια την ώρα ακριβώς που έπεφτε από το περβάζι. Υπήρχε ένα σημείωμα στο γραφείο του. "Είχα όλα όσα ήθελα", έλεγε. "Γιατί να περιμένω άλλο;" Κάπως αστείο, δεν σας φαίνεται; Δεν εννοώ αστείο...» «Ναι... Ξέρεις τίποτε για τα προσωπικά του;» «Παντρεμένος. Δυο παιδιά. Καλό επαγγελματικό όνομα. Πολλές δουλειές. Δεν έπινε ιδιαίτερα. Άντεχε οικονομικά να συντηρεί γραφείο
σ'αυτό το κτίριο». «Θεούλη μου!» ο Ρέντερ γύρισε. «Τι συμβαίνει, κρατάς φακέλους για τον καθένα;» «Ξέρετε», σήκωσε τους χοντρούς της ώμους, «έχω φίλους σ' όλους τους ορόφους αυτής της κυψέλης. Συνηθίζουμε να τα λέμε όταν δεν υπάρχει πολλή δουλειά. Η Πρίσυ άλλωστε είναι και κουνιάδα μου—» «Θέλεις να πεις ότι αν αυτή τη στιγμή βούταγα από το παράθυρο, το πλήρες βιογραφικό μου θα είχε κυκλοφορήσει μέσα σε πέντε λεπτά;» «Πιθανόν» - στράβωσε τα γυαλιστερά της χείλη σε ένα χαμόγελο «δύο πάνω δύο κάτω. Αλλά μην το κάνετε σήμερα, σύμφωνοι; Ξέρετε, θα ήταν κάπως κοινότοπο και δεν θα είχε την ανάλογη δημοσιότητα. «Πάντως», συνέχισε, «εσείς ανακατεύεστε με μυαλά. Δεν θα το κάνατε». «Στοιχηματίζεις ενάντια στις στατιστικές», παρατήρησε. «Το ιατρικό επάγγελμα, μαζί με τους δικηγόρους, έχει τρεις φορές περισσότερες αυτοκτονίες από τα άλλα». «Ε!» έδειξε ανήσυχη. «Φύγετε από το παράθυρό μου! »Θα έπρεπε να πάω να δουλέψω για τον δόκτορα Χάνσον τότε», πρόσθεσε, «και είναι άξεστος». Ο Ρέντερ πλησίασε στο γραφείο της. «Ποτέ δεν ξέρω αν μιλάτε σοβαρά», αποφάσισε εκείνη. «Σ' ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου» - κούνησε το κεφάλι του «αληθινά σ' ευχαριστώ. Στην πραγματικότητα, δεν έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στις στατιστικές - αλλιώς θα είχα βγει από το παιχνίδι της νευροσυμμετοχής εδώ και τέσσερα χρόνια». «Θα γινόσασταν πρωτοσέλιδο, πάντως», αναλογίστηκε. «Θα με ρωτούσαν ένα σωρό δημοσιογράφοι για σας... Γιατί λέτε να το κάνουν, ε;» «Ποιος;» «Οποιοσδήποτε». «Πώς θες να ξέρω, Μπένι; Είμαι ένας απλός αναδευτής ψυχών. Αν μπορούσα να εντοπίσω μια γενική υποβόσκουσα αιτία - και έβρισκα ίσως και κάποιον τρόπο για να το προβλέψω - ε, τότε θα συγκέντρωνα περισσότερη δημοσιότητα απ' ότι αν πηδούσα. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω, γιατί δεν υπάρχει ένας μοναδικός, απλός λόγος - δεν νομίζω». «Ω». «Πριν τριάντα πέντε περίπου χρόνια ήταν η ένατη πιο συχνή αιτία
θανάτου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τώρα είναι έκτη στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική. Νομίζω ότι είναι έβδομη στην Ευρώπη». «Και κανείς δεν θα καταλάβει ποτέ πραγματικά γιατί πήδηξε ο Ιρίζαρυ;» Ο Ρέντερ έστριψε μια καρέκλα προς τα πίσω και έκατσε. Έριξε τη στάχτη του στο μικροσκοπικό, πεντακάθαρο τασάκι της. Εκείνη το άδειασε στην καταπακτή βιαστικά και έβηξε με νόημα. «Μπορούμε πάντα να κάνουμε υποθέσεις», είπε. «Και όλοι οι συνάδελφοι μου συνηθίζουν να κάνουν. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να εξετάσει κανείς είναι τα κομμάτια της προσωπικότητας που θα μπορούσαν να προδιαθέσουν κάποιον άνθρωπο για περιόδους κατάθλιψης. Άνθρωποι που καταπιέζουν αυστηρά τα συναισθήματά τους, άνθρωποι που είναι σχολαστικοί και τους απασχολούν συνεχώς ακόμα και τα πιο ασήμαντα πράγματα...» Πέταξε πάλι τη στάχτη στο τασάκι της και την παρακολουθούσε καθώς άπλωσε το χέρι της να ανοίξει την καταπακτή, αλλά το μάζεψε πάλι αμέσως. Χαμογέλασε με κακεντρέχεια. «Κοντολογίς», τελείωσε, «μερικά από τα χαρακτηριστικά ανθρώπων από επαγγέλματα που απαιτούν προσωπική μάλλον παρά ομαδική δουλειά ιατρική, νομική, καλές τέχνες». Τον κοίταξε εξεταστικά. «Μην ανησυχείς πάντως» ευχαριστημένος από τη ζωή».
-
κάγχασε
-
«είμαι
απόλυτα
«Είσαστε κάπως εκνευρισμένος σήμερα». «Μου τηλεφώνησε ο Πήτερ. Έσπασε τον αστράγαλό του χτες στη γυμναστική. Έπρεπε να επιβλέπουν τα παιδιά πιο σωστά. Σκέφτομαι να του αλλάξω σχολείο». «Πάλι;» «Μπορεί. Θα δω. Ο διευθυντής θα μου τηλεφωνήσει το απόγευμα. Δεν μου αρέσει να του αλλάζω συνέχεια, αλλά θα προτιμούσα να αποφοιτήσει σώος και αβλαβής». «Τα παιδιά δεν μεγαλώνουν χωρίς να πάθουν ένα-δυο ατυχήματα. Έτσι λένε οι στατιστικές». «Οι στατιστικές δεν είναι το ίδιο με τη μοίρα, Μπένι. Ο καθένας μπορεί να φιάξει μία για λογαριασμό του». «Στατιστική ή μοίρα;» «Και τα δύο, φαντάζομαι». «Εγώ πιστεύω ότι αν κάτι είναι να συμβεί, θα συμβεί».
«Εγώ διαφωνώ. Πιστεύω ότι η ανθρώπινη θέληση, συνδυασμένη με τετράγωνη λογική, μπορεί να ασκήσει κάποιον έλεγχο στα γεγονότα. Αν δεν το πίστευα, δεν θα έκανα τη δουλειά που κάνω». «Ο κόσμος είναι μια μηχανή - ξέρετε - αίτιο, αποτέλεσμα. Οι στατιστικές προϋποθέτουν την πιθ...» «Το ανθρώπινο μυαλό δεν είναι μηχανή, και δεν ξέρω τίποτε για αιτία και αποτέλεσμα. Κανείς δεν ξέρει». «Έχετε πτυχίο χημείας, αν θυμάμαι καλά. Είσαστε επιστήμονας, γιατρέ». «Είμαι όμως και τροτσκιστής αιρετικός» - χαμογέλασε καθώς τεντωνόταν - «και εσύ ήσουν κάποτε καθηγήτρια μπαλέτου». Σηκώθηκε όρθιος και πήρε το παλτό του. «Να μην το ξεχάσω, τηλεφώνησε η δεσποινίς ΝτεΒίλ και άφησε ένα μήνυμα. Είπε: "Τι θα 'λεγες για το Σαιν Μόριτς;"» «Πολύ κυριλέ», αποφάσισε δυνατά. «Προτιμώ το Νταβός». Επειδή η αυτοκτονία τον απασχολούσε περισσότερο απ' όσο θα 'πρεπε, ο Ρέντερ έκλεισε την πόρτα του γραφείου του, σκοτείνιασε τα παράθυρα και έβαλε το πικάπ. Άναψε μόνο το φως του γραφείου.
Πώς έχει αλλάξει η ποιότητα της ανθρώπινης ζωής, έγραψε, από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης. Σήκωσε τη σελίδα και ξαναδιάβασε τη φράση. Ήταν το θέμα που του είχαν ζητήσει να αναπτύξει το ερχόμενο Σάββατο. Ως συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν είχε τι να πει, γιατί είχε πάρα πολλά να πει, και μόνο μια ώρα στη διάθεσή του για να τα πει. Σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει στο γραφείο που είχε πλημμυρίσει από την Ογδόη του Μπετόβεν. «Η δύναμη να βλάπτεις», είπε ανοίγοντας ένα μικρόφωνο στο πέτο του και ανάβοντας το μαγνητόφωνό του, «έχει εξελιχτεί σε άμεση σχέση με την τεχνολογική πρόοδο». Το φανταστικό του ακροατήριο έμεινε σιωπηλό. Χαμογέλασε. «Η δυνατότητα του ανθρώπου να προκαλεί μικρές καταστροφές έχει πολλαπλασιαστεί με τη μαζική παραγωγή. Η ικανότητά του να πληγώνει την ψυχή μέσω προσωπικών επαφών έχει μεγαλώσει χάρις στις βελτιωμένες τεχνικές επικοινωνίας. Αλλά όλα αυτά είναι πολύ γνωστά, και δεν είναι γι' αυτά που θα 'θελα να σας μιλήσω σήμερα. Θα προτιμούσα να συζητήσω για το φαινόμενο εκείνο που αποκαλώ αυτοψυχομίμηση - τα αυτογενή συμπλέγματα άγχους που σε πρώτη ματιά δείχνουν αρκετά όμοια με τα κλασικά πρότυπα, αλλά στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν μια ριζική διασπορά ψυχικής ενέργειας. Είναι ίδιον των καιρών μας...»
Σταμάτησε για να πετάξει το πούρο του και να μορφοποιήσει τις επόμενες λέξεις του. «Η αυτοψυχομίμηση», σκέφτηκε φωναχτά, «ένα αυτοδιαιωνιζόμενο σύμπλεγμα μίμησης - αποσκοπεί στο να προσελκύσει την προσοχή. Όπως ένας τζαζίστας, για παράδειγμα, που παρίστανε συνεχώς τον μαστουρωμένο, αν και δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ εθιστικό ναρκωτικό και θυμόταν μόνον αμυδρά κάποιον που να είχε - αφού όλα τα διεγερτικά και τα ηρεμιστικά σήμερα είναι μάλλον αθώα. Σαν τον Δον Κιχώτη, κυνηγούσε ένα μύθο, ενώ η μουσική του και μόνον θα έπρεπε να είναι επαρκής εκτόνωση για τις εντάσεις του. »Ή εκείνο το ορφανό από τον πόλεμο της Κορέας, που ζει σήμερα χάρις στον Ερυθρό Σταυρό, τη UNISEF και θετούς γονείς που δεν συνάντησε ποτέ. Ήθελε τόσο πολύ μια οικογένεια, που εφηύρε μία μόνο του. Και τότε τι; Μισούσε τον φανταστικό του πατέρα και αγαπούσε τη φανταστική του μητέρα πάρα πολύ - γιατί ήταν ένα πολύ έξυπνο αγόρι, και λαχταρούσε κι αυτό τα αμφισβητούμενα παραδοσιακά συμπλέγματα. Γιατί; »Σήμερα, όλοι είναι αρκετά υποψιασμένοι ώστε να καταλαβαίνουν τα προαιώνια πρότυπα των ψυχικών διαταραχών. Στις μέρες μας, πολλά από τα αίτια αυτών των διαταραχών έχουν εκλείψει -όχι ριζικά, όπως του ενήλικου πια ορφανού μου, αλλά με αντίστοιχα αξιοπρόσεκτο αποτέλεσμα. -Και πάλι, γιατί; Επειδή η εποχή μας είναι συνδεδεμένη με τη φυσική υγεία, την ασφάλεια και την καλοπέραση. Έχουμε εξαλείψει την πείνα, αν και το ορφανό ακόμα θα προτιμούσε να δεχτεί ένα δέμα με ξηρά τροφή από κάποια ανθρώπινη ύπαρξη που ενδιαφέρεται γι' αυτό, παρά να αποκτήσει ένα ζεστό γεύμα από ένα αυτόματο μηχάνημα στη μέση της ζούγκλας. »Η φυσική ευημερία είναι τώρα δικαίωμα κάθε ανθρώπου, και με το παραπάνω. Η αντίδραση σ' αυτό το γεγονός εμφανίστηκε στον τομέα της ψυχικής υγείας. Χάρη στην τεχνολογία, οι λόγοι για πολλά από τα παλιά κοινωνικά προβλήματα έχουν εκλείψει, και μαζί τους εξαφανίστηκαν και πολλά από τα αίτια ψυχικών διαταραχών. Αλλά ανάμεσα στο μαύρο του χτες και το άσπρο του αύριο υπάρχει το απέραντο γκρι του σήμερα, γεμάτο νοσταλγία για το παρελθόν και φόβο για το μέλλον, που δεν μπορεί να εκφραστεί σε καθαρά υλική βάση και αντιπροσωπεύεται από μια θεληματική αναζήτηση ιστορικών πηγών άγχους...» Το τηλέφωνο χτύπησε προς στιγμήν. Ο Ρέντερ δεν το άκουσε λόγω της Ογδόης. «Νιώθουμε φόβο για όσα δεν ξέρουμε», συνέχισε, «και το αύριο είναι ένας πολύ μεγάλος άγνωστος. Ο δικός μου ειδικευμένος τομέας της
ψυχιατρικής δεν υπήρχε καν πριν από τριάντα χρόνια. Η επιστήμη είναι ικανή να προοδεύει τόσο γρήγορα, που υπάρχει μια γενικευμένη κοινωνική ανησυχία - θα μπορούσα ίσως να πω "απόγνωση" - ως προς τη λογική συνέπεια: την απόλυτη αυτοματοποίηση των πάντων...» Πέρασε δίπλα από το γραφείο καθώς το τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Έκλεισε το μικρόφωνό του και χαμήλωσε την Ογδόη. «Ναι;» «Σαιν Μόριτς;» είπε εκείνη. «Νταβός», απάντησε σταθερά. «Τσάρλι, είσαι εξοργιστικός!» «Χρυσή μου Τζιλ - κι εσύ το ίδιο». «Το συζητάμε το βράδυ;» «Δεν υπάρχει τίποτε να συζητήσουμε!» «Θα 'ρθεις όμως να με πάρεις στις πέντε;» Δίστασε, και μετά: «Εντάξει, στις πέντε. Γιατί είναι νεκρή η οθόνη;» «Έφτιαξα τα μαλλιά μου. Θα σου κάνω έκπληξη πάλι». Έπνιξε ένα χαζό γελάκι, είπε «Ευχάριστη, ελπίζω. Λοιπόν, θα σε δω το απόγευμα». Περίμενε το χαιρετισμό της και διέκοψε τη σύνδεση. Έκανε τα παράθυρα διαφανή, έσβησε το φως στο γραφείο του και κοίταξε έξω. Γκρίζος ουρανός ακόμα, και πολλές αργές νιφάδες χιονιού αιωρούμενες, γιατί δεν φυσούσε -που έπεφταν προς τα κάτω και χάνονταν στην οχλοβοή... Είδε επίσης, όταν άνοιξε το παράθυρο και έσκυψε έξω, το σημείο προς τα αριστερά όπου ο Ιρίζαρυ είχε αφήσει το προτελευταίο ίχνος του στη γη. Έκλεισε το παράθυρο και άκουσε την υπόλοιπη Συμφωνία. Είχε περάσει μια βδομάδα από τότε που είχε πάει βόλτα στα τυφλά με την Αϊλήν. Το ραντεβού τους ήταν για τη μία. Θυμήθηκε τις άκρες των δακτύλων της ν' αγγίζουν το πρόσωπό του, σαν φύλλα ή έντομα, μαθαίνοντας τη μορφή του με τον αρχαίο τρόπο των τυφλών. Η ανάμνηση δεν ήταν εντελώς ευχάριστη. Αναρωτήθηκε γιατί. Κάτω, ένα κομμάτι πεζοδρομίου που το είχαν πλύνει πρόσφατα ήταν πάλι καθαρό. Σκεπασμένο μ' ένα λεπτό, φρέσκο στρώμα πάγου,
γλιστρούσε σαν γυαλί. Κάποιος συντηρητής του κτιρίου βγήκε έξω και σκόρπισε αλάτι, μήπως γλιστρήσει κανείς και χτυπήσει. Ο Σίγκμουντ ήταν η προσωποποίηση τον μύθου του Φένρις. Όταν ο Ρέντερ είπε στην κυρία Χέτζες να τους ανοίξει, η πόρτα άρχισε ν' ανοίγει, ξαφνικά κάποιος την έσπρωξε, και ένα ζευγάρι γκριζοκίτρινα μάτια τον κοίταξαν. Τα μάτια ανήκαν σ' ένα περίεργα παραμορφωμένο κρανίο σκύλου. Το μέτωπο του Σίγκμουντ δεν ήταν μια χαμηλή προεξοχή πάνω από τη μουσούδα. Ήταν ένα ψηλό, μαλλιαρό κούτελο, που έκανε τα μάτια να δείχνουν ακόμα πιο χωμένα απ' ότι ήταν στην πραγματικότητα. Ο Ρέντερ ανατρίχιασε ελαφρά με το μέγεθος και τη μορφή αυτού του κεφαλιού. Οι μεταλλάξεις που είχε δει ήταν όλες κουτάβια. Ο Σίγκμουντ ήταν μεγάλος, και το γκριζόμαυρο τρίχωμα του είχε μια τάση να κατσαρώνει, πράγμα που τον έκανε να δείχνει ακόμα πιο μεγαλόσωμος από ένα συνηθισμένο δείγμα της ράτσας του. Κοίταξε τον Ρέντερ μ' έναν καθόλου σκυλίσιο τρόπο και έβγαλε ένα γρύλισμα που θύμιζε υπερβολικά «Καλησπέρα, γιατρέ» για να ήταν τυχαίο. Ο Ρέντερ χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού και σηκώθηκε όρθιος. «Γεια σου Σίγκμουντ», είπε. «Έλα μέσα». Το σκυλί γύρισε το κεφάλι του, μυρίζοντας την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο - σαν να ήθελε να αποφασίσει αν έπρεπε ν' αφήσει την κυρία του να μπει μέσα. Ύστερα ξανακοίταξε τον Ρέντερ, έριξε κάτω το κεφάλι και άνοιξε την πόρτα με τον ώμο. Η όλη συνάντηση είχε κρατήσει μόνο ένα δυσάρεστο δευτερόλεπτο. Η Αϊλήν το ακολούθησε, κρατώντας ελαφρά το διπλό λουρί. Το σκυλί διέσχισε αθόρυβα το παχύ χαλί, με το κεφάλι κάτω, σαν να οσμιζόταν κάτι. Τα μάτια του δεν άφηναν τον Ρέντερ ούτε στιγμή. «Ώστε αυτός είναι ο Σίγκμουντ...; Πώς είσαι, Αϊλήν;» «Πολύ καλά... Ναι, ήθελε πάρα πολύ να έρθει μαζί μου, και ήθελα κι εγώ να τον γνωρίσεις». Ο Ρέντερ την οδήγησε σε μια καρέκλα και την έβαλε να κάτσει. Εκείνη έλυσε το λουρί του σκύλου και το άφησε στο πάτωμα. Ο Σίγκμουντ κάθισε δίπλα και συνέχισε να παρατηρεί τον Ρέντερ. «Πώς είναι τα πράγματα στην Κρατική Σχολή Ψυχιατρικής;» «Τα ίδια και τα ίδια. Να δανειστώ ένα τσιγάρο, γιατρέ; Ξέχασα τα δικά μου».
Το έβαλε ανάμεσα στα δάχτυλά της και της άναψε. Φορούσε ένα σκούρο μπλε κουστούμι και τα γυαλιά της ήταν μπλε ανοιχτά. Το ασημένιο σημάδι στο μέτωπό της αντανακλούσε τη λάμψη από τον αναπτήρα του. Συνέχισε να κοιτάζει εκείνο το σημείο στο χώρο αφού απομακρύνθηκε το χέρι του. Τα μαλλιά της, που έφταναν ως τους ώμους, έδειχναν λίγο πιο ανοιχτόχρωμα απ' ότι τη νύχτα που συναντήθηκαν. Σήμερα ήταν σαν ολοκαίνουριο μπακιρένιο νόμισμα. Ο Ρέντερ έκατσε στη γωνία του γραφείου του, ανοίγοντας το τασάκι-υδρόγειο με το πόδι του. «Μου είπες κάποια στιγμή ότι μπορεί να είσαι τυφλή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχεις δει ποτέ. Δεν σου ζήτησα τότε να μου το διευκρινίσεις αυτό. Θα 'θελα όμως να σε ρωτήσω τώρα». «Είχα μια συνεδρία ψυχοσυμμετοχής με τον δόκτορα Ρίσκομπ», του είπε, «πριν πάθει το ατύχημα. Ήθελε να εξοικειώσει το μυαλό μου με τα οπτικά ερεθίσματα. Δυστυχώς, δεν υπήρξε ποτέ δεύτερη συνεδρία». «Καταλαβαίνω. Τι κάνατε σ' αυτή τη συνεδρία;» Έπλεξε τους αστραγάλους της και ο Ρέντερ παρατήρησε ότι ήταν καλοσχηματισμένοι. «Κυρίως χρώματα. Η εμπειρία ήταν καταλυτική». «Πόσο καλά τα θυμάσαι; Πόσος καιρός έχει περάσει;» «Γύρω στους έξι μήνες - και δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Από τότε βλέπω ακόμα και έγχρωμα οράματα». «Πόσο συχνά;» «Αρκετές φορές την εβδομάδα». «Τι συνειρμούς περιέχουν;» «Τίποτε ιδιαίτερο. Έρχονται στο μυαλό μου μαζί με άλλα ερεθίσματα - μάλλον τυχαία». «Πώς;» «Να, για παράδειγμα, όταν μου κάνεις μια ερώτηση, "βλέπω" κίτρινα-πορτοκαλί σχέδια. Ο χαιρετισμός σου ήταν κάπως ασημί. Τώρα που κάθεσαι απλώς και με ακούς, χωρίς να μιλάς, σε συνδέω με ένα βαθύ μπλε, σχεδόν βιολετί». Ο Σίγκμουντ μετέφερε το βλέμμα του στο γραφείο και κοίταξε το πλαϊνό ντουλάπι.
Άραγε ν' ακούει το μαγνητόφωνο που δουλεύει εκεί μέσα; αναρωτήθηκε ο Ρέντερ. Και αν το ακούει, μπορεί τάχα να μαντέψει τι είναι και τι κάνει;
Αν ήταν έτσι, τότε ο σκύλος αναμφίβολα θα το έλεγε στην Αϊλήν. Όχι πως δεν ήξερε κάτι που τώρα πια ήταν αποδεκτή πρακτική, αλλά μπορεί να μην της άρεσε να της θυμίζουν ότι ο Ρέντερ αντιμετώπιζε την περίπτωσή της σαν θεραπεία και όχι σαν απλή διαδικασία προσαρμογής. Αν αποφάσιζε ότι μπορεί να ωφελούσε (χαμογέλασε μόνος του με τη σκέψη), θα μιλούσε ιδιαιτέρως στο σκύλο γι' αυτό. Μέσα του, σήκωσε τους ώμους. «Τότε θα κατασκευάσω έναν μάλλον στοιχειώδη φανταστικό κόσμο», είπε τελικά, «και θα σε εισαγάγω σε μερικές βασικές μορφές σήμερα». Εκείνη χαμογέλασε. Και ο Ρέντερ κοίταξε το μύθο που ήταν κουλουριασμένος στο πλευρό της, με τη γλώσσα του σαν ένα κομμάτι κρέας που κρεμόταν πάνω από κάποιο φράχτη.
Χαμογελάει κιόλας; «Ευχαριστώ», είπε εκείνη. Ο Σίγκμουντ κούνησε την ουρά του. «Ωραία λοιπόν» - ο Ρέντερ πέταξε το τσιγάρο του κοντά στη Μαδαγασκάρη - «θα φέρω τώρα το "αβγό" και θα το δοκιμάσω. Στο μεταξύ» - πάτησε ένα αθέατο κουμπί - «λίγη μουσική μπορεί να σε βοηθήσει να χαλαρώσεις». Πήγε να απαντήσει, αλλά μια Βαγκνεριανή εισαγωγή έπνιξε τις λέξεις. Ο Ρέντερ πάτησε πάλι το κουμπί και έγινε ησυχία για μια στιγμή, στη διάρκεια της οποίας είπε: «Χμ. Νόμιζα ότι αμέσως μετά είχα γράψει Ρεσπίγκι». Πίεσε άλλες δυο φορές και βρήκε τα Ρωμαϊκά Πεύκα. «Μπορούσες να το αφήσεις», παρατήρησε εκείνη. «Αγαπώ τον Βάγκνερ». «Όχι, ευχαριστώ», είπε εκείνος ανοίγοντας την ντουλάπα, «θα σκόνταφτα συνέχεια σ' όλα εκείνα τα λαϊτμοτίβ». Το μεγάλο αβγό βγήκε στο δωμάτιο, αθόρυβα σαν σύννεφο. Ο Ρέντερ άκουσε ένα απαλό γρύλισμα πίσω του καθώς το οδήγησε προς το γραφείο. Γύρισε γρήγορα. Σαν τη σκιά ενός πουλιού, ο Σίγκμουντ είχε σηκωθεί και γύριζε γύρω από το μηχάνημα μυρίζοντας το - με την ουρά ορθωμένη, τα αυτιά κατεβασμένα και τα δόντια γυμνά. «Ήσυχα, Σιγκ», είπε ο Ρέντερ. «Είναι μια Παντοδρομική Νευρική Μονάδα Εκπομπής και Λήψης. Δεν δαγκώνει. Είναι ένα μηχάνημα κι αυτό, όπως το αυτοκίνητο, η τηλεόραση και το πλυντήριο πιάτων, θα το
χρησιμοποιήσουμε σήμερα για να δείξουμε στην Αϊλήν την όψη μερικών πραγμάτων». «Δεν μ' αρέσει», μούγκρισε ο σκύλος. «Γιατί;» Ο σκύλος δεν ήξερε ν' απαντήσει, γι' αυτό πήγε πάλι στην Αϊλήν κι ακούμπησε τη μουσούδα του στα πόδια της. «Δεν μ' αρέσει», επανέλαβε, κοιτώντας την. «Γιατί;» «Δεν ξέρω», αποφάσισε. «Πάμε σπίτι τώρα;» «Όχι», του απάντησε. «Θα κουρνιάσεις στη γωνία και θα πάρεις έναν υπνάκο, κι εγώ θα κουρνιάσω μέσα στο μηχάνημα και θα κάνω το ίδιο - κατά κάποιον τρόπο». «Δεν είναι καλό», είπε με κρεμασμένη την ουρά. «Προχώρα τώρα» - τον έσπρωξε - «κάτσε κάτω και μείνε ήσυχος». Υπάκουσε, αλλά κλαψούρισε όταν ο Ρέντερ σκούρυνε τα παράθυρα και ακούμπησε το κουμπί που μετέτρεπε το γραφείο του σε χειριστήριο. Κλαψούρισε άλλη μια φορά, όταν το αβγό, συνδεδεμένο τώρα με μια παροχή ρεύματος, άνοιξε στη μέση και το πάνω μέρος γλίστρησε προς τα πάνω και πίσω, αποκαλύπτοντας το εσωτερικό. Ο Ρέντερ κάθισε. Η καρέκλα του είχε γίνει κυκλικός καναπές και τη μετακίνησε λίγο πίσω από την κονσόλα. Ανακάθισε και ο καναπές ξανάγινε καρέκλα. Ακούμπησε ένα σημείο του γραφείου και το μισό ταβάνι αποσπάστηκε, άλλαξε σχήμα, χαμήλωσε κι έμεινε κρεμασμένο πάνω από το κεφάλι του σαν πελώρια καμπάνα. Σηκώθηκε και πήγε στην πλευρά της μήτρας. Ο Ρεσπίγκι μιλούσε για πεύκα και άλλα παρόμοια, και ο Ρέντερ ξεκρέμασε ένα ακουστικό από πίσω από το αβγό, ξάπλωσε εκεί και άπλωσε το χέρι προς το γραφείο του. Κλείνοντας το ένα αυτί με τον ώμο του και πιέζοντας το ακουστικό στο άλλο, έπαιξε με τα κουμπιά με το ελεύθερο χέρι του. Ορδές κυμάτων έπνιξαν το συμφωνικό ποίημα. Μίλια κυκλοφορίας πέρασαν από πάνω του και η μνήμη του είπε: «...Τώρα που κάθεσαι απλώς και με ακούς χωρίς να μιλάς, σε συνδέω μ' ένα βαθύ μπλε, σχεδόν βιολετί...» Ξαναγύρισε στο ταμπλό και πάτησε ένα - κανέλα, δύο - σάπια φύλλα, τρία - βαθιά μυρωδιά φιδιού... και κάτω στη δίψα, και τις γεύσεις από μέλι και ξύδι και αλάτι, και ξανά πάνω, μέσα από πασχαλιές και υγρό τσιμέντο, μια μυρωδιά από όζον όπως λίγο πριν την καταιγίδα, και όλα τα βασικά γευστικά και οσφρητικά ίχνη για το πρωί, το απόγευμα και το βράδυ.
Ο καναπές έπλεε όπως συνήθως μέσα στη λίμνη τον από υδράργυρο, που σταθεροποιούσαν μαγνητικά τα τοιχώματα του αβγού. Έβαλε τις ταινίες. Η μήτρα ήταν σε άψογη κατάσταση. «Ωραία», είπε ο Ρέντερ. «Όλα εντάξει». Εκείνη ακουμπούσε τα γυαλιά της πάνω στα διπλωμένα ρούχα της. Είχε γδυθεί ενώ ο Ρέντερ δοκίμαζε το μηχάνημα. Τον αναστάτωσε η λεπτή της μέση, τα μεγάλα στήθη της με τις σκούρες άκρες, τα μακριά της πόδια. Παραήταν καλοσχηματισμένη για τόσο ψηλή γυναίκα, αποφάσισε. Κατάλαβε όμως, καθώς την κοίταζε, ότι τον ενοχλούσε κυρίως το γεγονός ότι ήταν ασθενής του. «Εγώ είμαι έτοιμη», είπε εκείνη και έκανε στο πλάι. Την οδήγησε στο μηχάνημα. Τα δάχτυλά της εξερεύνησαν το εσωτερικό του. Καθώς τη βοηθούσε να μπει στη μονάδα, είδε ότι τα μάτια της ήταν πράσινα σαν τη θάλασσα. Ούτε αυτό του άρεσε. «Κάθεσαι αναπαυτικά;» «Ναι». «Ωραία, είμαστε έτοιμοι, θα το κλείσω τώρα. Όνειρα γλυκά». Το πάνω κέλυφος χαμήλωσε αργά. Μόλις έκλεισε έγινε θολό, ύστερα λαμπερό. Ο Ρέντερ κοίταξε το παραμορφωμένο του είδωλο. Κατευθύνθηκε πάλι προς το γραφείο του. Ο Σίγκμουντ είχε σηκωθεί και του έφραζε το δρόμο. Ο Ρέντερ άπλωσε το χέρι να του χαϊδέψει το κεφάλι, αλλά ο σκύλος το απώθησε απότομα. «Πάρτε με μαζί σας», γρύλισε. «Φοβάμαι πως είναι αδύνατον, φίλε μου», είπε ο Ρέντερ. «Άλλωστε δεν πρόκειται να πάμε πουθενά. Θα είμαστε εδώ, σ' αυτό το δωμάτιο, και θα λαγοκοιμόμαστε». Ο σκύλος δεν έδειξε να μαλάκωσε. «Γιατί;» Ο Ρέντερ αναστέναξε. Η συζήτηση με ένα σκύλο ήταν το πιο γελοίο πράγμα που μπορούσε να φανταστεί ξεμέθυστος. «Σιγκ», είπε, «προσπαθώ να τη βοηθήσω να μάθει την όψη των πραγμάτων. Ασφαλώς κάνεις μια πολύ καλή δουλειά οδηγώντας την σ' αυτόν τον κόσμο που δεν μπορεί να δει - αλλά τώρα της είναι απαραίτητο
να μάθει τη μορφή του, και εγώ θα της τη δείξω». «Τότε δεν θα με χρειάζεται». «Φυσικά και θα σε χρειάζεται». Ο Ρέντερ σχεδόν έβαλε τα γέλια. Αυτό το θλιβερό πλάσμα πλησίαζε τόσο πολύ τον παραλογισμό που δεν μπορούσε να κρατηθεί. «Δεν μπορώ να της δώσω πίσω την όρασή της», εξήγησε. «Απλώς θα της μεταφέρω μερικά οπτικά ερεθίσματα - κατά κάποιον τρόπο θα της δανείσω τα μάτια μου για λίγο. Εντάξει;» «Όχι», είπε ο σκύλος. «Πάρε τα δικά μου». Ο Ρέντερ έκλεισε τη μουσική.
Αυτή η σχέση μετάλλαξης-αφεντικού μπορεί να αξίζει έξι τόμους, αποφάσισε, στα Γερμανικά. Έδειξε την άλλη γωνία του δωματίου. «Πήγαινε κάτσε εκεί, όπως σου είπε η Αϊλήν. Δεν θ' αργήσουμε, και όταν τελειώσουμε, θα φύγετε όπως ήρθατε - εσύ θα οδηγείς. Εντάξει;» Ο Σίγκμουντ δεν απάντησε, αλλά έστριψε και τράβηξε κατά τη γωνία, με την ουρά πεσμένη. Ο Ρέντερ κάθισε και χαμήλωσε την κουκούλα, την τροποποιημένη μορφή της μήτρας για χρήση του χειριστή. Ήταν μόνος μπροστά στα ενενήντα άσπρα κουμπιά και τα δύο κόκκινα. Ο κόσμος χανόταν στο σκοτάδι πέρα από την κονσόλα. Χαλάρωσε τη γραβάτα του και ξεκούμπωσε το κολάρο του. Έβγαλε το κράνος από το στήριγμά του και έλεγξε τις συνδέσεις. Ύστερα το φόρεσε, έκλεισε τη μισή μάσκα πάνω από το πρόσωπό του και άφησε το σκούρο πανί να κρεμαστεί προς τα κάτω. Ακούμπησε το δεξί του χέρι στο περιλάβειο και με μια απότομη κίνηση πάτησε το κουμπί που αφαιρούσε τις αισθήσεις του ασθενή. Οι Πλάστες δεν πατούν συνειδητά τα άσπρα κουμπιά. Δημιουργούν συνθήκες. Ύστερα, βαθιά ριζωμένα μυϊκά αντανακλαστικά ασκούν μια σχεδόν ανεπαίσθητη πίεση στο ευαίσθητο περιλάβειο, που γλιστρά στη σωστή θέση και προκαλεί την κίνηση του απλωμένου δάχτυλου. Ένα κουμπί πιέζεται. Και το περιλάβειο προχωρεί. Ο Ρέντερ ένιωσε ένα ρίγος στη βάση του κρανίου του. Μύρισε φρεσκοκομμένο γρασίδι. Ξαφνικά ανηφόριζε τον πλατύ, γκρίζο δρόμο ανάμεσα στους κόσμους... Μετά από ένα διάστημα που του φάνηκε ατελείωτο, ο Ρέντερ ένιωσε ότι είχε προσγειωθεί σε μια παράξενη Γη. Δεν έβλεπε τίποτε.
Ήταν μόνο μια αίσθηση παρουσίας που τον πληροφορούσε ότι είχε φτάσει. Ήταν η πιο σκοτεινή απ' όλες τις νύχτες που είχε ζήσει. Διέταξε το σκοτάδι να διαλυθεί. Δεν έγινε τίποτε. Ένα κομμάτι του μυαλού του ξύπνησε ξανά, ένα κομμάτι που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι κοιμόταν. Θυμήθηκε τίνος ήταν ο κόσμος όπου είχε εισχωρήσει. Αφουγκράστηκε την παρουσία της. Άκουσε φόβο και προσδοκία. Παράγγειλε χρώμα. Πρώτα, κόκκινο... Ένιωσε μιαν ανταπόκριση. Ύστερα μιαν ηχώ. Όλα έγιναν κόκκινα. Βρισκόταν στο κέντρο ενός απέραντου ρουμπινιού. Πορτοκαλί. Κίτρινο... Αιχμαλωτίστηκε σ' ένα κομμάτι κεχριμπάρι. Πράσινο τώρα, πρόσθεσε και τη μυρωδιά της θάλασσας. Μπλε, και η δροσιά του απογεύματος. Άπλωσε το μυαλό του τότε, κι έφτιαξε όλα τα χρώματα μαζί. Ήρθαν σαν μεγάλα φτερά που στριφογύριζαν. Ύστερα τα χώρισε και τους έδωσε μορφή. Ένα λαμπρό ουράνιο τόξο γέμισε το μαύρο ουρανό. Ζήτησε καφέ και γκρίζα χρώματα πίσω του. Ήρθαν φωσφορίζοντας - σε λαμπερές, κινούμενες κηλίδες. Κάπου υπήρχε μια αίσθηση δέους. Κανένα ίχνος υστερίας, όμως, έτσι συνέχισε το Πλάσιμο. Κατάφερε να φτιάξει έναν ορίζοντα, και η μαυρίλα χάθηκε πίσω του. Ο ουρανός έγινε ελαφρά γαλάζιος, κι έριξε μερικά μαύρα σύννεφα. Συναντούσε αντίσταση στην προσπάθειά του να δημιουργήσει απόσταση και βάθος, γι' αυτό ενίσχυσε τον πίνακα με ένα πολύ απαλό ήχο από κύματα. Σιγά-σιγά ήρθε η μεταβίβαση από μια ακουστική σύλληψη της απόστασης, καθώς κινούσε τα σύννεφα. Γρήγορα πρόσθεσε ένα ψηλό δάσος για να ξεγελάσει ένα αίσθημα ακροφοβίας που δυνάμωνε. Ο πανικός εξαφανίστηκε. Ο Ρέντερ εστίασε την προσοχή του στα ψηλά δέντρα - βελανιδιές και πεύκα, λεύκες και πλατάνια. Τα εκσφενδόνιζε σαν ακόντια, τόνους πράσινο και καφέ και κίτρινο, ξετύλιξε ένα παχύ χαλί από γρασίδι σκεπασμένο με πρωινή πάχνη, έριξε μια σειρά γκρίζων βράχων και πρασινωπών κούτσουρων σε ακανόνιστα διαστήματα κι έπλεξε τα κλαδιά από πάνω, ρίχνοντας μια ομοιόμορφη σκιά σε όλο το λαγκάδι.
Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Έμοιαζε λες και ολόκληρος ο κόσμος σείστηκε από ένα λυγμό" μετά σιωπή. Μέσα στη σιωπή αισθανόταν την παρουσία της. Είχε αποφασίσει ότι ήταν καλύτερα να δημιουργήσει το υπόβαθρο γρήγορα, να στήσει ένα απτό περιβάλλον, να προετοιμάσει το έδαφος για επιχειρήσεις. Μπορούσε να επανέλθει αργότερα, για να διορθώσει και να θεραπεύσει τις συνέπειες του τραύματος στις επόμενες συνεδρίες. Αλλά αυτό τουλάχιστον ήταν απαραίτητο για ν' αρχίσει. Έκπληκτος συνειδητοποίησε ότι η σιωπή δεν ήταν απόσυρση. Η Αϊλήν βρισκόταν στα δέντρα και το γρασίδι, τις πέτρες και τους θάμνους. Προσωποποιούσε τις μορφές τους, συνδέοντάς τες με εντυπώσεις αφής, ήχους, θερμοκρασίες, μυρωδιές. Με μια απαλή αύρα, ανακάτεψε τα κλαδιά των δέντρων. Μόλις πέρα από τα όρια της όρασης δημιούργησε τον παφλασμό ενός ρυακιού. Υπήρχε ένα αίσθημα χαράς. Το μοιράστηκε μαζί της. Τα πήγαινε περίφημα, γι' αυτό ο Ρέντερ αποφάσισε να επεκτείνει τους σκοπούς της άσκησης. Άφησε το μυαλό του να περιπλανηθεί ανάμεσα στα δέντρα, ζώντας μια στιγμιαία αύξηση της όρασης στη διάρκεια της οποίας είδε ένα πελώριο χέρι μέσα σε μιαν άμαξα από αλουμίνιο να οδεύει προς έναν άσπρο κύκλο. Τώρα βρισκόταν δίπλα στο ρυάκι και την έψαχνε, προσεκτικά. Αφέθηκε να παρασυρθεί από το νερό. Ακόμα δεν είχε πάρει καμία μορφή. Οι παφλασμοί έγιναν κελάρυσμα καθώς έσπρωξε το ρυάκι μέσα από ρηχά περάσματα και πάνω από βραχάκια. Με την επιμονή του, τα νερά απέκτησαν λαλιά. «Πού είσαι;» ρώτησε το ρυάκι.
Εδώ! Εδώ! Εδώ! ...και εδώ! απάντησαν τα δέντρα, οι θάμνοι, οι πέτρες, το γρασίδι. «Διάλεξε ένα», είπε το ρυάκι, καθώς άπλωσε, προσπέρασε ένα μεγαλούτσικο βράχο και κατηφόρισε μια πλαγιά, κατευθυνόμενο προς μια γαλάζια λίμνη.
Δεν μπορώ ήρθε η απάντηση από τον άνεμο. «Πρέπει». Το ρυάκι πλάτυνε κι άλλο και χύθηκε στη λίμνη, στριφογύρισε στην επιφάνεια, ύστερα ηρέμησε και καθρέφτισε κλαδιά και σκοτεινά σύννεφα. «Τώρα!»
Πολύ καλά, αντήχησε το ξύλο, ένα λεπτό.
Η πάχνη υψώθηκε πάνω από τη λίμνη και πήγε στις όχθες της. «Τώρα», ψιθύρισε η πάχνη.
Ορίστε, λοιπόν... Είχε διαλέξει μια μικρή ιτιά. Λικνιζόταν στον άνεμο. Έβρεχε τα κλαδιά της στο νερό. «Αϊλήν Σάλοτ», είπε εκείνος, «κοίτα τη λίμνη». Οι αύρες φύσηξαν. Η ιτιά λύγισε. Δεν του ήταν δύσκολο να θυμηθεί το πρόσωπό της, το σώμα της. Το δέντρο στριφογύρισε σαν να μην είχε ρίζες. Η Αϊλήν στεκόταν στη μέση μιας σιωπηλής έκρηξης από φύλλα. Κοίταξε, τρομαγμένη, μέσα στο βαθύ γαλάζιο καθρέφτη του μυαλού του Ρέντερ, τη λίμνη. Σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της, αλλά δεν έπαψε να βλέπει. «Ιδού ο εαυτός σου», είπε ο Ρέντερ. Χαμήλωσε τα χέρια της και κοίταξε χαμηλά. Ύστερα γύρισε αργά σε κάθε κατεύθυνση. Μελετούσε την εικόνα της. Τελικά: «Νομίζω ότι είμαι αρκετά ωραία», είπε. «Νιώθω έτσι επειδή έτσι το θέλησες, ή είναι αλήθεια;» Κοίταξε γύρω της καθώς μιλούσε, γυρεύοντας τον Πλάστη. «Είναι αλήθεια», είπε ο Ρέντερ από παντού. «Σ'ευχαριστώ». Έγινε μια άσπρη λάμψη και βρέθηκε να φορά ένα ριγωτό δαμασκηνό φόρεμα. Το φως μακριά δυνάμωσε ανεπαίσθητα. Μια απαλή ροζ πινελιά εμφανίστηκε στο πιο χαμηλό σύννεφο. «Τι γίνεται εκεί;» ρώτησε εκείνη, κοιτάζοντας προς αυτή την κατεύθυνση. «Θα σου δείξω μιαν ανατολή», είπε ο Ρέντερ, «και κατά πάσα πιθανότητα θα τα μουσκέψω λίγο - αλλά στο κάτωκάτω είναι η πρώτη επαγγελματική μου ανατολή κάτω απ' αυτές τις συνθήκες». «Πού βρίσκεσαι;» τον ρώτησε. «Παντού», απάντησε. «Σε παρακαλώ, πάρε μια μορφή για να μπορώ να σε βλέπω». «Σύμφωνοι». «Τη φυσική σου μορφή».
Αποφάσισε να βρεθεί δίπλα της στην όχθη, και βρέθηκε. Ξαφνιασμένος από μια μεταλλική λάμψη, κοίταξε κάτω. Ο κόσμος χάθηκε για μια στιγμή, ύστερα σταθεροποιήθηκε ξανά. Γέλασε, και το γέλιο του πάγωσε καθώς σκέφτηκε κάτι. Φορούσε την πανοπλία που ήταν δίπλα στο τραπέζι τους στην Πέρδικα και το Νυστέρι το βράδυ που συναντήθηκαν. Άπλωσε το χέρι της και την άγγιξε. «Η πανοπλία που ήταν δίπλα στο τραπέζι μας», την αναγνώρισε, περνώντας τις άκρες των δακτύλων της πάνω από τις πλάκες και τους συνδέσμους. «Σε είχα συνδέσει μαζί της εκείνο το βράδυ». «...Και μου τη φόρεσες πριν από λίγο», σχολίασε εκείνος. «Έχεις πολύ ισχυρή θέληση». Η πανοπλία εξαφανίστηκε και βρέθηκε ντυμένος με το γκρι-καφέ του κουστούμι, την πλεχτή του γραβάτα και επαγγελματικό ύφος. «Ιδού ο αληθινός μου εαυτός». Χαμογέλασε αχνά. «Και τώρα το χάραμα. Θα χρησιμοποιήσω όλα τα χρώματα. Κοίτα!» Κάθησαν στο πράσινο παγκάκι που εμφανίστηκε πίσω τους, και ο Ρέντερ έδειξε προς την κατεύθυνση που είχε βαφτίσει ανατολή. Αργά, ο ήλιος ολοκλήρωσε την πρωινή του διαδικασία. Για πρώτη φορά σ' αυτό τον κόσμο έλαμψε σαν θεός, καθρεφτίστηκε στη λίμνη, διέλυσε τα σύννεφα και τσουρούφλισε το τοπίο κάτω από την πάχνη που σηκώθηκε από το υγρό δάσος. Παρατηρώντας με ένταση, κοιτώντας ίσια μέσα στη φωτιά που ανέβαινε, η Αϊλήν έμεινε ακίνητη πολλή ώρα, χωρίς να μιλά. Ο Ρέντερ ένιωθε το δέος της. Κοιτούσε την πηγή κάθε φωτός. Αντανακλούσε στο αστραφτερό νόμισμα πάνω στο μέτωπό της σαν μια σταγόνα αίμα. Ο Ρέντερ είπε: «Αυτός είναι ο ήλιος, κι εκείνα είναι τα σύννεφα» και χτύπησε τα χέρια του και τα σύννεφα σκέπασαν τον ήλιο και ακούστηκε μια βοή από πάνω τους - «και αυτός είναι ο κεραυνός», ολοκλήρωσε. Τότε άρχισε να βρέχει, και η βροχή ανάδευσε τη λίμνη και γαργάλησε τα πρόσωπά τους, αναπήδησε με θόρυβο στα φύλλα κι έσταξε από τα κλαδιά και μούσκεψε τα ρούχα τους κι έκανε το έδαφος λάσπη. Μια αστραπή έσχισε τον ουρανό, και ένα δευτερόλεπτο αργότερα ακούστηκε η βροντή. «...Και αυτή είναι μια καλοκαιριάτικη μπόρα», είπε με στόμφο.
«Βλέπεις πώς η βροχή επηρεάζει τα φυλλώματα κι εμάς τους ίδιους. Αυτό που είδες στον ουρανό προηγουμένως ήταν αστραπή.» «...Είναι πάρα πολλά», είπε εκείνη. «Σταμάτα ένα λεπτό, σε παρακαλώ». Η βροχή σταμάτησε αυτόματα και ο ήλιος βγήκε μέσα από τα σύννεφα. «Έχω λυσσάξει για τσιγάρο», είπε εκείνη, «αλλά τα δικά μου τα άφησα σ' έναν άλλο κόσμο». Μόλις τέλειωσε τη φράση, εμφανίστηκε ένα τσιγάρο, αναμμένο, ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Θα έχει μάλλον ουδέτερη γεύση», είπε ο Ρέντερ παράξενα. Την κοίταξε ένα λεπτό, ύστερα: «Δεν σου έδωσα αυτό το τσιγάρο», παρατήρησε. «Το πήρες από το μυαλό μου». Ο καπνός ανηφόρισε σχηματίζοντας σπείρα και παρασύρθηκε μακριά. «...Πράγμα που σημαίνει ότι, για δεύτερη φορά σήμερα, υποτίμησα την έλξη αυτού του κενού στο μυαλό σου - στο μέρος όπου έπρεπε να βρίσκεται η όραση. Αφομοιώνεις πολύ γρήγορα τις καινούριες εντυπώσεις. Φτάνεις μέχρι το σημείο να αναζητάς καινούριες. Πρόσεχε. Προσπάθησε να συγκρατήσεις αυτή την παρόρμηση». «Είναι σαν την πείνα», είπε εκείνη. «Ίσως να 'ναι καλύτερα να κλείσουμε αυτή τη συνεδρία τώρα». Τα ρούχα τους ήταν πάλι στεγνά. Ένα πουλί άρχισε να κελαηδάει. «Όχι, περίμενε! Σε παρακαλώ! Θα είμαι προσεκτική. Θέλω να δω κι άλλα πράγματα». «Υπάρχει πάντα η επόμενη επίσκεψη», είπε ο Ρέντερ. «Αλλά φαντάζομαι ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι ακόμα. Υπάρχει κάτι που θες πάρα πολύ να δεις;» «Ναι. Χειμώνα. Χιόνι». «Εντάξει» - ο Πλάστης χαμογέλασε - «τότε τυλίξου σ' αυτή τη γούνα...» Το απόγευμα πέρασε γρήγορα μετά την αποχώρηση της ασθενούς του. Ο Ρέντερ είχε καλή διάθεση. Είχε περάσει την πρώτη δοκιμασία χωρίς επιπτώσεις. Αποφάσισε ότι θα πετύχαινε. Η ικανοποίηση του ήταν μεγαλύτερη από το φόβο του. Ξαναγύρισε στην επεξεργασία της διάλεξης του με μια αίσθηση ευφορίας.
«...Και τι είναι η δύναμη της καταστροφής;» ρώτησε το μικρόφωνο. «Ζούμε με την απόλαυση και με τον πόνο», απάντησε στον εαυτό του. «Και τα δυο μπορούν να σε αναστείλουν, και τα δυο μπορούν να σε ενθαρρύνουν. Αλλά ενώ η ηδονή και ο πόνος έχουν τις ρίζες τους στη βιολογία, ρυθμίζονται από την κοινωνία: οπότε είναι παράγωγες αξίες. Λόγω των πελώριων ανθρώπινων μαζών που μετακινούνται πυρετικά κάθε μέρα ανάμεσα στις πολιτείες του κόσμου, έχουν γίνει αναγκαίοι μια σειρά απάνθρωποι έλεγχοι πάνω σ' αυτές τις κινήσεις. Κάθε μέρα επεκτείνονται σε νέες περιοχές - οδηγούν τα αυτοκίνητά μας, πιλοτάρουν τα αεροπλάνα μας, μας ανακρίνουν, διαγιγνώσκουν τις αρρώστιες μας και δεν δικαιούμαι να κρίνω ηθικά αυτές τις παρεμβάσεις. Έχουν γίνει απαραίτητες. Εκ των υστέρων, μπορεί να αποδειχτούν και σωτήριες. »Αυτό που θέλω να πω, πάντως, είναι ότι συχνά δεν συνειδητοποιούμε τις αξίες μας. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πραγματικά τι σημαίνει κάτι για μας μέχρι να βγει από τη ζωή μας. Αν κάτι πολύτιμο πάψει να υπάρχει, τότε η ψυχική ενέργεια που ήταν συνδεδεμένη μαζί του απελευθερώνεται. Ψάχνουμε για κάτι άλλο εξίσου πολύτιμο για να επενδύσουμε - μάννα, αν το θέλετε, ή λίμπιντο. Και τίποτε απ' αυτά που χάθηκαν τις τελευταίες δυο-τρεις-τέσσερις δεκαετίες δεν ήταν από μόνο του τρομερά σημαντικό. Και καμιά καινούρια εφεύρεση που εμφανίστηκε την ίδια περίοδο δεν είναι ιδιαίτερα δόλια γι' αυτούς που αντικατέστησε ή γι' αυτούς που κατά κάποιο τρόπο ελέγχει. Μια κοινωνία, όμως, αποτελείται από πολλά πράγματα, και όταν αυτά τα πράγματα αλλάζουν πολύ γρήγορα, οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες. Μια εκτεταμένη μελέτη των ψυχικών διαταραχών συχνά αποδεικνύεται αποκαλυπτική ως προς τη φύση των εντάσεων της κοινωνίας που παράγει τη διαταραχή. Αν οι μορφές του άγχους ανήκουν σε ειδικές τάξεις και κατηγορίες, τότε κάτι μπορούν να μας διδάξουν για τη δυσαρέσκεια της ίδιας της κοινωνίας. Ο Καρλ Γιουνγκ υπέδειξε ότι όταν η συνείδηση εμποδίζεται επανειλημμένα στην αναζήτηση αξιών, στρέφει την έρευνά της στο ασυνείδητο. Αποτυγχάνοντας εκεί, θα προχωρήσει στο υποθετικό συλλογικό ασυνείδητο. Σε μεταπολεμικές αναλύσεις πρώην Ναζί παρατήρησε ότι όσο πιο πολύ αναζητούσαν κάτι να ορθώσουν στη θέση των ερειπίων της ζωής τους - έχοντας ζήσει μια περίοδο κλασικής εικονομαχίας και έχοντας δει ύστερα τα ιδανικά τους να γκρεμίζονται όσο περισσότερο έψαχναν, τόσο πιο βαθιά έμοιαζαν να οπισθοχωρούν στο συλλογικό ασυνείδητο της φυλής τους. Τα ίδια τους τα όνειρα δανείζονταν μορφές από τους τευτονικούς μύθους. »Αυτό συμβαίνει και σήμερα, σε πιο ήπια μορφή. Υπάρχουν ιστορικές περίοδοι που η ομαδική τάση της εσωστρέφειας του μυαλού, της επιστροφής, είναι ισχυρότερη από άλλοτε. Ζούμε μια τέτοια περίοδο Δονκιχωτισμού με την αρχική έννοια του όρου. Κι αυτό γιατί η δύναμη
της καταστροφής σήμερα είναι η δύναμη της περιφρόνησης, της σύγχυσης - και δεν είναι πια αποκλειστική ιδιότητα των ανθρωπίνων υπάρξεων—» Ένα βουητό τον διέκοψε. Έκλεισε το μαγνητόφωνο κι έπιασε το τηλέφωνο. «Τσαρλς Ρέντερ, λέγετε», του είπε. «Πωλ Τσάρτερ», ψεύδισε το κουτί. «Είμαι ο διευθυντής του Ντίλλινγκ». «Ναι;» Η εικόνα καθάρισε. Ο Ρέντερ είδε έναν άντρα που τα μάτια του ήταν κοντά το ένα με το άλλο, κάτω από ένα ψηλό μέτωπο. Το μέτωπο ήταν βαθιά ρυτιδωμένο. Το στόμα παραμορφωνόταν όταν μιλούσε. «Θα ήθελα να εκφράσω και πάλι τη λύπη μου γι' αυτό που συνέβη. Ήταν ένα ελαττωματικό κομμάτι του εξοπλισμού που προκάλεσε—» «Δεν μπορείτε να αγοράσετε καλύτερο εξοπλισμό; Τα δίδακτρά σας είναι αρκετά υψηλά». «Ήταν ένα καινούριο κομμάτι εξοπλισμού. Βγήκε ελαττωματικό από το εργοστάσιο—» «Δεν ήταν κανείς υπεύθυνος για την τάξη;» «Ναι, αλλά—» «Γιατί δεν έλεγξε τον εξοπλισμό; Γιατί δεν ήταν εκεί για να προλάβει το πέσιμο;» « Ήταν εκεί, αλλά όλα έγιναν πολύ γρήγορα και δεν πρόλαβε ν' αντιδράσει. Και ο έλεγχος του εξοπλισμού για ελαττώματα δεν είναι δική του δουλειά. Κοιτάξτε, λυπάμαι πολύ. Αγαπώ πολύ το παιδί σας. Σας βεβαιώνω ότι τίποτε παρόμοιο δεν πρόκειται να επαναληφθεί στο μέλλον». «Σ' αυτό έχετε δίκιο. Αλλά οφείλεται στο γεγονός ότι αύριο το πρωί θα τον πάρω και θα τον γράψω σε κάποιο σχολείο που παίρνει σωστά μέτρα ασφαλείας». Ο Ρέντερ διέκοψε τη συνδιάλεξη με μια κίνηση του δάχτυλού του. Αφού πέρασαν μερικά λεπτά σηκώθηκε, διέσχισε το δωμάτιο και πήγε σ' ένα ράφι της βιβλιοθήκης. Του πήρε μόνον ένα λεπτό να το ανοίξει και να βγάλει μια κοσμηματοθήκη που περιείχε ένα φτηνό κολιέ και την κορνιζαρισμένη φωτογραφία ενός ανθρώπου που του έμοιαζε, αν και ήταν κάπως νεότερος, και μιας γυναίκας που τα ξεχτένιστα μαλλιά της ήταν μαύρα και το πηγούνι της λεπτό, και δυο παιδιών ανάμεσα τους
- ενός κοριτσιού που κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μωρό και χαμογελούσε βαριεστημένα. Ο Ρέντερ σ' αυτές τις περιπτώσεις έριχνε μόνο μια ματιά, έπαιζε με το κολιέ και ύστερα έκλεινε το κουτί και το κλείδωνε ξανά για πολλούς μήνες.
Μπουμ! Μπουμ! έκανε το μπάσο. Τσκ-τσκ-τσκα-τσκ, έκαναν οι μαράκες. Οι ζελατίνες έριξαν κόκκινα, πράσινα, μπλε και φρικτά κίτρινο πάνω στους εκπληκτικούς μεταλλικούς χορευτές. ΑΝΘΡΩΠΟΙ; ρώτησε η επιγραφή. Ρομπότ; (ακριβώς από κάτω). ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΜΟΝΟΙ ΣΑΣ! (στο κάτω μέρος, συνθηματικά). Έτσι κι έκαναν. Ο Ρέντερ και η Τζιλ κάθονταν σ' ένα μικροσκοπικό τραπέζι που ευτυχώς ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο, κάτω από σκίτσα, φτιαγμένα με κάρβουνο, προσωπικοτήτων εν πολλοίς αγνώστων (ανάμεσα στις υποκουλτούρες μιας πόλης 14 εκατομμυρίων υπάρχουν πολλές προσωπικότητες). Με τη μύτη ζαρωμένη από ευχαρίστηση, η Τζιλ παρατηρούσε το σημείο εστίασης αυτής της συγκεκριμένης υποκουλτούρας, σηκώνοντας κάθε τόσο τους ώμους της ως το ύψος των αυτιών για να δώσει έμφαση σ' ένα σιωπηλό γέλιο ή μια μικρή κραυγούλα, γιατί οι ηθοποιοί παραήταν ανθρώπινοι - ο τρόπος που το μαύρο ρομπότ περνούσε τα δάχτυλά του πάνω στο μπράτσο του ασημένιου ρομπότ την ώρα που χώριζαν... Ο Ρέντερ μοίραζε την προσοχή του ανάμεσα στην Τζιλ, τους χορευτές και ένα αφέψημα με πολύ κακή όψη που θύμιζε πολύ μικρό κουβά με ουίσκι σάουρ γαρνιρισμένο με φύκια (μέσα από το οποίο θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αναδυθεί το Κράκεν για να τραβήξει κάποιο άτυχο πλοίο κάτω στο χαμό του). «Τσάρλι, νομίζω ότι είναι αληθινοί άνθρωποι!» Ο Ρέντερ απέσπασε το βλέμμα του από τα μαλλιά της και τα κρεμαστά της σκουλαρίκια. Μελέτησε τους χορευτές που βρίσκονταν στην πίστα, κάπως χαμηλότερα από τα τραπέζια, πλημμυρισμένοι στη μουσική. Θα μπορούσαν να κρύβονται άνθρωποι κάτω απ' αυτά τα μεταλλικά περιβλήματα. Αν κρύβονταν πράγματι, τότε ο χορός τους έδειχνε τρομερή επιδεξιότητα. Αν και η κατασκευή αρκετά ελαφρών κραμάτων δεν παρουσίαζε πρόβλημα, θα ήταν οπωσδήποτε σπουδαίο αν ο χορευτής μπορούσε να
χοροπηδάει τόσο άνετα - και για τόσο πολλή ώρα, και με τόση φαινομενική άνεση - μέσα σε μια πανοπλία που τον κάλυπτε από την κορυφή ως τα νύχια, χωρίς ούτε ένα τρίξιμο ή χτύπημα ή κροτάλισμα. Αθόρυβα... Γλιστρούσαν σαν δυο γλάροι. Ο μεγαλύτερος στο χρώμα του γυαλιστερού ανθρακίτη και ο άλλος σαν αχτίδα φεγγαριού που πέφτει μέσα από ένα παράθυρο σε μια κούκλα τυλιγμένη στο μετάξι. Ακόμα και όταν αγγίζονταν δεν έβγαινε ήχος - ή κι αν έβγαινε, τον κάλυπταν εντελώς οι ρυθμοί της ορχήστρας.
Βουμπ-βουμπ! Τσκα-τσκ! Ο Ρέντερ ήπιε άλλο ένα ποτό. Αργά, το γύρισαν σε έναν απάχικο χορό. Ο Ρέντερ κοίταξε το ρολόι του. Κράτησαν πάρα πολύ για φυσιολογικοί ηθοποιοί, αποφάσισε. Πρέπει να είναι ρομπότ. Καθώς ξανασήκωσε το βλέμμα, το μαύρο ρομπότ εκσφενδόνισε το ασημένιο γύρω στα τρία μέτρα ψηλά και της γύρισε την πλάτη. Δεν ακούστηκε μέταλλο να χτυπάει.
Αναρωτιέμαι πόσο να κοστίζει ένας τέτοιος εξοπλισμός, συλλογίστηκε. «Τσάρλι! Δεν ακούστηκε θόρυβος! Πώς τα καταφέρνουν;» «Αλήθεια;» ρώτησε ο Ρέντερ. Οι ζελατίνες ήταν πάλι κίτρινες, ύστερα κόκκινες, ύστερα μπλε, ύστερα πράσινες. «Δεν θα 'πρεπε να καταστρέφονται οι μηχανισμοί τους, εσύ τι λες;» Το άσπρο ρομπότ γύρισε πίσω έρποντας και το άλλο στριφογύρισε τον καρπό του χεριού του μ' ένα αναμμένο τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα. Ακούστηκαν γέλια καθώς το πίεσε μηχανικά στο χωρίς χείλη και χαρακτηριστικά πρόσωπό του. Θα την εκσφενδόνιζε ξανά άραγε; Όχι... Αργά τότε, σαν τα μεγάλα μακρυπόδαρα πουλιά της Ανατολής, ξανάρχισαν τις κινήσεις τους, αργά, με πολλά γυρίσματα. Κάτι βαθιά μέσα στον Ρέντερ διασκέδαζε, αλλά ήταν πολύ αφηρημένος για ν' αναρωτηθεί αν αυτό που έβλεπε ήταν αστείο. Έτσι συνέχισε να ψάχνει για το Κράκεν στον πάτο του ποτηριού. Η Τζιλ τσίμπησε το μπράτσο του τότε, για να επαναφέρει την προσοχή του στην πίστα. Καθώς ο προβολέας βασάνιζε το φάσμα, το μαύρο ρομπότ σήκωσε το ασημένιο ψηλά πάνω από το κεφάλι του, αργά, αργά, και ύστερα
άρχισε να στριφογυρίζει μαζί της σ' αυτή τη θέση - με τα μπράτσα απλωμένα, τη ράχη κυρτωμένη, τα πόδια σταυρωμένα - πολύ αργά, στην αρχή. Ύστερα πιο γρήγορα. Ξαφνικά στριφογύριζαν με απίστευτη ταχύτητα, και οι ζελατίνες εναλλάσσονταν όλο και γρηγορότερα. Ο Ρέντερ κούνησε το κεφάλι του για να το καθαρίσει. Κινούνταν με τόσο μεγάλη ταχύτητα που φυσιολογικά έπρεπε οπωσδήποτε να πέσουν - άνθρωποι ή ρομπότ. Αλλά δεν έπεσαν. Αποτελούσαν μια μαντάλα. Μια γκρίζα ενότητα. Ο Ρέντερ χαμήλωσε το βλέμμα. Ύστερα επιβράδυναν, αργά, πιο αργά. Σταμάτησαν. Η μουσική σταμάτησε. Ακολούθησε σκοτάδι, που γέμισε από χειροκροτήματα. Όταν τα φώτα άναψαν ξανά, τα δυο ρομπότ στέκονταν σαν αγάλματα αντιμέτωπα με το κοινό. Πολύ, πολύ αργά, υποκλίθηκαν. Το χειροκρότημα δυνάμωσε. Ύστερα γύρισαν την πλάτη κι έφυγαν. Η μουσική συνέχισε και το φως ξανάγινε φυσιολογικό. Σηκώθηκε ένα βουητό από ομιλίες. Ο Ρέντερ σκότωσε το Κράκεν. «Πώς σου φάνηκε;» τον ρώτησε. Ο Ρέντερ πήρε σοβαρό ύφος και είπε: «Άραγε είμαι άνθρωπος που ονειρεύεται ότι είναι ρομπότ ή ρομπότ που ονειρεύεται ότι είναι άνθρωπος;» Χαμογέλασε και πρόσθεσε: «Δεν ξέρω». Εκείνη τον χτύπησε χαϊδευτικά στον ώμο και ο Ρέντερ παρατήρησε ότι ήταν μεθυσμένη. «Δεν είμαι», διαμαρτυρήθηκε. «Όχι πολύ, πάντως. Όχι όσο εσύ». «Παρ' όλα αυτά, νομίζω ότι πρέπει να δεις ένα γιατρό γι' αυτό το θέμα. Για παράδειγμα, εμένα. Για παράδειγμα, τώρα. Ας φύγουμε από δω μέσα και ας πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο». «Όχι ακόμα, Τσάρλι, θέλω να τους δω άλλη μια φορά, εντάξει; Παρακαλώ;» «Αν πιω άλλο ένα ποτό δεν θα είμαι σε θέση να διακρίνω τόσο μακριά». «Τότε παράγγειλε καφέ».
«Γιαχ!» «Τότε πάρε μια μπύρα». «Θα κάνω και χωρίς». Υπήρχε κόσμος στην πίστα τώρα, αλλά ο Ρέντερ ένιωθε τα πόδια του σαν μολύβι. Άναψε τσιγάρο. «Ώστε έπιασες κουβέντα μ' ένα σκύλο σήμερα;» «Ναι. Υπήρχε κάτι πολύ αμήχανο στην όλη κατάσταση...» «Ήταν όμορφη;» «Ήταν αρσενικός. Και, θεέ μου, πόσο άσχημος!» «Ανόητε. Εννοώ την κυρία του». «Ξέρεις ότι δεν συζητώ ποτέ για τους ασθενείς μου, Τζιλ». «Μου είπες ότι είναι τυφλή και μου μίλησες για το σκύλο της. Το μόνο που θέλω να μάθω είναι αν είναι όμορφη». «Εεε... και ναι και όχι». Τη σκούντηξε κάτω από το τραπέζι και έκανε μια αόριστη χειρονομία. «Ε, να, ξέρεις τώρα...» «Μία απ' τα ίδια», είπε εκείνη στο γκαρσόνι που εμφανίστηκε απότομα μέσα από ένα κοντινό σκοτεινό σημείο, κούνησε το κεφάλι κι εξαφανίστηκε το ίδιο απότομα. «Πάνε περίπατο οι καλές μου προθέσεις», αναστέναξε ο Ρέντερ. «Θα δεις τώρα τι καλά που είναι να σ' εξετάζει ένας αποβλακωμένος μεθύστακας, αυτό είναι το μόνο που μπορώ να σου πω». «Θα ξεμεθύσεις γρήγορα, έτσι κάνεις πάντα. Ιπποκράτης και τα ρέστα». Εκείνος ρούφηξε τη μύτη του και κοίταξε το ρολόι. «Πρέπει να πάω στο Κονέκτικατ αύριο. Να πάρω τον Πητ απ' αυτό το καταραμένο σχολείο...» Αναστέναξε, έχοντας βαρεθεί το ζήτημα. «Νομίζω ότι ανησυχείς υπερβολικά γι' αυτόν. Οποιοδήποτε παιδί μπορεί να σπάσει τον αστράγαλό του. Είναι μέσα στη διαδικασία της ενηλικίωσης. Εγώ έσπασα τον καρπό μου όταν ήμουν επτά χρονών. Ήταν ατύχημα. Δεν φταίει το σχολείο που αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μερικές φορές». «Βλακείες», είπε ο Ρέντερ παίρνοντας ένα σκούρο ποτό απ' το σκούρο δίσκο που κουβαλούσε ο σκούρος άνθρωπος. «Αν δεν μπορούν
να κάνουν καλά τη δουλειά τους θα βρω κάποιον άλλον που να μπορεί». Σήκωσε τους ώμους της. «Εσύ αποφασίζεις. Εγώ τα μόνα που ξέρω είναι όσα διαβάζω στις εφημερίδες». «—και επιμένεις ακόμα για το Νταβός, παρ' ότι ξέρεις πως θα συναντήσεις ανθρώπους πιο υψηλής τάξης στο Σαιν Μόριτς;» πρόσθεσε. «Πάμε για σκι, μήπως το ξέχασες; Προτιμώ τις πίστες του Νταβός». «Δεν πιάνω μπάζα σήμερα, απ' ό,τι βλέπω». Της έσφιξε το χέρι. «Πάντα κερδίζεις μαζί μου, γλυκιά μου». Και ήπιαν τα ποτά τους και κάπνισαν τα τσιγάρα τους και κρατήθηκαν από το χέρι μέχρι που ο κόσμος άδειασε την πίστα και ξανάκατσε στα μικροσκοπικά τραπέζια, και οι ζελατίνες άρχισαν να γυρίζουν, χρωματίζοντας τα σύννεφα του καπνού από κόλαση ώς ξημέρωμα και δώσ' του απ' την αρχή, και το μπάσο έκανε βουμπ!
Τσκα-τσκα! «Αχ, Τσάρλι! Νάτοι, ξανάρχονται!» Ο ουρανός ήταν καθαρός σαν κρύσταλλο. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Το χιόνι είχε σταματήσει. Η ανάσα της Τζιλ ήταν ανάσα ανθρώπου που κοιμόταν. To S-7 περνούσε πάνω από τις γέφυρες της πόλης. Αν ο Ρέντερ καθόταν ακίνητος θα μπορούσε να πείσει τον εαυτό του ότι μόνο το σώμα του ήταν μεθυσμένο. Αλλά όποτε κουνούσε το κεφάλι του το σύμπαν άρχιζε να χορεύει γύρω του. Καθώς γινόταν αυτό, φαντάστηκε τον εαυτό του μέσα σ' ένα όνειρο, Πλάστη των πάντων. Για ένα λεπτό ήταν αλήθεια. Γύρισε το μεγάλο ρολόι του ουρανού προς τα πίσω, χαμογελώντας καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος. Την άλλη στιγμή ήταν ξύπνιος και δεν χαμογελούσε πια. Το σύμπαν είχε εκδικηθεί την αυθάδειά του. Για ένα φρικτό λεπτό, όπως ήταν ανήμπορος και απολάμβανε την αδυναμία του, του είχε ξαναστείλει το όραμα του βυθού της λίμνης. Και καθώς είχε κινηθεί γι' άλλη μια φορά προς τα συντρίμμια στο βυθό του κόσμου - ανίκανος να μιλήσει σαν κολυμβητής - άκουσε, από κάπου ψηλά πάνω από τη Γη, φιλτραρισμένο μέχρι τ' αυτιά του μέσα από τα στρώματα του νερού, το ουρλιαχτό του λύκου Φένρις καθώς ετοιμαζόταν να καταβροχθίσει το φεγγάρι. Και καθώς έγινε αυτό, ήξερε πως ο ήχος έμοιαζε τόσο με τις σάλπιγγες της ημέρας της κρίσης όσο η κυρία στο πλευρό του δεν έμοιαζε με το φεγγάρι. Εντελώς. Από κάθε άποψη. Κι ένιωσε φόβο.
ΙΙΙ Ήταν σκύλος. Αλλά δεν ήταν συνηθισμένος σκύλος. Κατευθυνόταν με το αυτοκίνητο προς την εξοχή, μόνος του. Μεγαλόσωμος, γερμανικό τσοπανόσκυλο επιφανειακά - εκτός από το κεφάλι του - καθόταν στα καπούλια του στο μπροστινό κάθισμα, κοιτώντας έξω από το παράθυρο τα αυτοκίνητα και ό,τι μπορούσε να δει από το τοπίο. Προσπερνούσε τα άλλα αυτοκίνητα γιατί βρισκόταν στη λωρίδα υψηλής επιτάχυνσης. Ήταν ένα κρύο απόγευμα και οι αγροί είχαν στρωθεί με χιόνι. Τα δέντρα ήταν παγωμένα κι όλα τα πουλιά, στον ουρανό και το έδαφος, έδειχναν εξαιρετικά σκούρα. Ο σκύλος άνοιξε το στόμα του. Η μακριά του γλώσσα άγγιξε το τζάμι του παραθύρου και η ανάσα του το θόλωσε. Το κεφάλι του ήταν μεγαλύτερο από οποιοδήποτε σκυλίσιο κεφάλι, εκτός ίσως από των Ιρλανδέζικων Λυκόσκυλων. Τα μάτια του ήταν βαθιά και σκούρα, και το στόμα του ήταν ανοιχτό γιατί γελούσε. Συνέχισε το δρόμο του. Το αυτοκίνητο τελικά διέσχισε τον αυτοκινητόδρομο, επιβράδυνε, πέρασε στη δεξιά λωρίδα και ύστερα από λίγο έστριψε. Ανηφόρισε έναν επαρχιακό δρόμο γι' αρκετά χιλιόμετρα, ύστερα μπήκε σ' ένα στενό δρομάκι και πάρκαρε κάτω από ένα δέντρο. Ύστερα από ένα λεπτό, η μηχανή έσβησε και η πόρτα άνοιξε. Ο σκύλος βγήκε από το αυτοκίνητο κι έσπρωξε την πόρτα με τον ώμο του για να κλείσει. Όταν είδε την πλαφονιέρα να σβήνει, έστριψε και απομακρύνθηκε περπατώντας στον αγρό με κατεύθυνση το δάσος. Σήκωσε προσεκτικά τις πατούσες του κι εξέτασε τα αποτυπώματά του. Όταν μπήκε στο δάσος πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Ύστερα τινάχτηκε από πάνω ώς κάτω. Έβγαλε ένα περίεργο, καθόλου σκυλίσιο γάβγισμα, και άρχισε να τρέχει.
Έτρεχε ανάμεσα στα δέντρα και τα βράχια, πηδούσε πάνω από παγωμένους νερόλακους, μικρά ρυάκια, ανηφόριζε λόφους και κατηφόριζε πλαγιές, προσπερνούσε παγωμένους θάμνους με πολύχρωμες κουκίδες, ακολούθησε την όχθη ενός παγωμένου ρέματος. Σταμάτησε λαχανιασμένος. Οσμίστηκε τον αέρα. Άνοιξε το στόμα και γέλασε. Αυτό το είχε μάθει από τους ανθρώπους. Ύστερα, παίρνοντας μια πολύ βαθιά ανάσα, έριξε πίσω το κεφάλι και ούρλιαξε. Αυτό δεν το είχε μάθει οπό τους ανθρώπους. Για την ακρίβεια, δεν ήταν σίγουρος από πού το είχε μάθει. Το ουρλιαχτό του έφτασε ως τα βράχια κι αντήχησε ανάμεσά τους σαν βροντερή νότα από βούκινο. Τα αυτιά του ορθώθηκαν καθώς αφουγκράστηκε για τις αντηχήσεις. Ύστερα άκουσε ένα ουρλιαχτό-απάντηση που θύμιζε και δεν θύμιζε το δικό του. Δεν μπορούσε να υπάρχει ουρλιαχτό σαν το δικό του, γιατί η φωνή του δεν ήταν απόλυτα φωνή σκύλου. Άκουσε, μύρισε, ούρλιαξε ξανά. Ξανά, πήρε μιαν απάντηση. Πιο κοντά αυτή τη φορά... Περίμενε, μυρίζοντας την αύρα για ν' ανακαλύψει τα μηνύματα που έφερνε. Ένας σκύλος ανηφόρισε το λόφο προς το μέρος του, στην αρχή γρήγορα, ύστερα πιο σιγά. Σταμάτησε δέκα μέτρα μακριά και τον κοίταξε. Ύστερα χαμήλωσε το κεφάλι. Ήταν κάποιο είδος κυνηγόσκυλου με κρεμαστά αυτιά - μπάσταρδο, μεγαλόσωμο... Μύρισε άλλη μια φορά, έβγαλε ένα μικρό ήχο από το λαιμό του. Ο σκύλος έδειξε τα δόντια του. Προχώρησε προς το μέρος του, κι εκείνο δεν κινήθηκε μέχρι που έφτασε στα τρία μέτρα. Ύστερα άρχισε να οπισθοχωρεί. Σταμάτησε. Το σκυλί τον παρατηρούσε προσεκτικά και άρχισε να κάνει κύκλους. Στάθηκε με την πλάτη προς τον άνεμο και τον μύρισε. Τελικά έβγαλε έναν ήχο από το λαιμό του προς το σκυλί. Ακουγόταν περίεργα, σαν «Γεια».
Το σκυλί του γρύλισε. Το πλησίασε ένα βήμα. «Καλό σκυλί», είπε τελικά. Εκείνο έγειρε το κεφάλι του στη μια πλευρά. «Καλό σκυλί», επανέλαβε. Το πλησίασε άλλο ένα βήμα, ύστερα άλλο ένα. Ύστερα κάθισε κάτω. «...Πολύ καλό σκυλί», είπε. Εκείνο κούνησε την ουρά του ελαφρά. Σηκώθηκε και περπάτησε προς το μέρος του. Τον μύρισε από την κορυφή ως τα νύχια. Ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση. Κουνούσε την ουρά του κι έκανε βόλτες γύρω-γύρω κι έριξε πίσω το κεφάλι και γάβγισε δυο φορές. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα το είχε προλάβει κι έτρεχαν δίπλαδίπλα. Ύστερα πήρε κεφάλι, και τα ίχνη έκαναν κύκλο και πότισαν το έδαφος και δυνάμωσαν. Ένας λαγός βγήκε από ένα μικρό θάμνο. Ο σκύλος τον κυνήγησε και τον άρπαξε με τα πελώρια σαγόνια του. Πάλευε, κι εκείνος τίναξε το κεφάλι. Η πλάτη του λαγού έβγαλε έναν ανατριχιαστικό ήχο και σταμάτησε να παλεύει. Τον κράτησε άλλο ένα λεπτό και κοίταξε γύρω του. Το κυνηγόσκυλο ήρθε προς το μέρος του βιαστικά, τρέμοντας ολόκληρο. Άφησε το λαγό στα πόδια του. Το κυνηγόσκυλο σήκωσε το βλέμμα με προσδοκία. Εκείνος το κοίταζε. Κινείτο σ' έναν κύκλο που διαρκώς μεγάλωνε, χαμηλώνοντας κάθε τόσο το κεφάλι ως το έδαφος. Ύστερα όρμησε κατά το δάσος, με το κεφάλι ακόμα χαμηλά. Πλησίασε το μέρος όπου είχε σταθεί για τελευταία φορά και μύρισε το χώμα. Ύστερα γύρισε και ακολούθησε τη μυρωδιά ανάμεσα στα δέντρα. Το σκυλί χαμήλωσε το κεφάλι και ξέσκισε το μικρό σώμα. Το αίμα άχνιζε στον κρύο αέρα. Νιφάδες χιονιού έπεσαν στο καφέ του κεφάλι.
Μασούσε και κατάπινε, μασούσε και κατάπινε... Τελικά, ο σκύλος χαμήλωσε το κεφάλι κι έφαγε κι αυτός. Το κρέας ήταν ζεστό και ωμό και άγριο. Το σκυλί έκανε πίσω και ένα γρύλισμα πνίγηκε στο λαιμό του. Εκείνος όμως δεν πεινούσε ιδιαίτερα, οπότε άφησε το λαγό κι απομακρύνθηκε. Το σκυλί όρμησε ξανά και συνέχισε να τρώει. Ύστερα από αυτό, κυνήγησαν μαζί αρκετές ώρες. Πάντα εκείνος σκότωνε το θήραμα αλλά πάντα άφηνε το σκυλί να το φάει. Συνολικά, σκότωσαν εφτά λαγούς. Τους δυο τελευταίους ούτε που τους άγγιξαν. Το σκυλί έκατσε κάτω και τον κοίταζε. «Καλό σκυλί», του είπε εκείνος. Κούνησε την ουρά του. «Κακό σκυλί», του είπε. Η ουρά έπαψε να κουνιέται. «Πολύ κακό σκυλί». Χαμήλωσε το κεφάλι και σήκωσε τα μάτια να τον κοιτάξει. Εκείνος γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε. Τον ακολούθησε, με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια. Σταμάτησε και κοίταξε πίσω από τους ώμους του. Το σκυλί μαζεύτηκε. Ύστερα γάβγισε πέντε φορές και ούρλιαξε. Τα αυτιά και η ουρά σηκώθηκαν πάλι. Τον πλησίασε και τον μύρισε ξανά. Εκείνος έβγαλε έναν ήχο σαν να γελούσε. «Καλό σκυλί», είπε. Η ουρά κουνήθηκε. Ξαναγέλασε. «Μι-κρο, κέ, φα-λε, η-λί-θι, ε», είπε. Η ουρά συνέχισε να κουνιέται. Γέλασε. «Καλό σκυλί, καλό σκυλί, καλό σκυλί, καλό σκυλί, καλό σκυλί».
Έτρεξε ένα μικρό κύκλο, χαμήλωσε το κεφάλι ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια και σήκωσε το βλέμμα προς το μέρος του. Εκείνος γύμνωσε τους κυνόδοντες του και γρύλισε. Όρμησε πάνω του και του δάγκωσε τον ώμο. Έβγαλε ένα τρομαγμένο γαυγισματάκι και έφυγε τρέχοντας. «Ανόητε!» βρυχήθηκε. «Ανόητε, ανόητε,' ανόητε, ανόητε, ανόητε!» Δεν πήρε απάντηση. Ούρλιαξε ξανά, ένα ουρλιαχτό που δεν έμοιαζε με κανενός άλλου ζώου πάνω στη γη. Μετά ξαναγύρισε στο αυτοκίνητο, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Πάτησε ένα κουμπί στο ταμπλό και η μηχανή άναψε. Η πόρτα άνοιξε μόνη της διάπλατα και έκλεισε με φόρα. Με την πατούσα του πάτησε τις απαραίτητες συντεταγμένες. Το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε με την όπισθεν από το δέντρο, και ανηφόρισε το στενό ως το δρόμο. Μπήκε στον αυτοκινητόδρομο και χάθηκε.
Κάπου περπατούσε ένας άντρας. Θα μπορούσε να φοράει πιο βαρύ παλτό αυτό το παγωμένο πρωινό, αλλά αγαπούσε αυτό εδώ με το γούνινο γιακά. Με τα χέρια στις τσέπες, περπατούσε κατά μήκος του περιφράγματος. Από την άλλη μεριά τα αυτοκίνητα περνούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν γύρισε το κεφάλι του. Θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιοδήποτε άλλο μέρος, αλλά είχε διαλέξει να είναι εκεί. Είχε διαλέξει να περπατάει αυτό το παγωμένο πρωινό. Είχε διαλέξει να μη σκέφτεται τίποτε άλλο από το περπάτημα. Τα αυτοκίνητα περνούσαν από δίπλα με ιλιγγιώδη ταχύτητα κι εκείνος περπατούσε αργά, αλλά σταθερά. Λεν υπήρχε κανείς άλλος πεζός στο δρόμο. Ο γιακάς τον ήταν σηκωμένος για να τον προφυλάξει από τον άνεμο, αλλά δεν εμπόδιζε όλο το κρύο. Συνέχιζε να περπατάει και το πρωινό τον έτσουζε και τραβούσε τα ρούχα του. Η μέρα τον είχε αιχμαλωτίσει. Περπατούσε στην απέραντη στοά της, ανώνυμος κι ασήμαντος.
Παραμονή Χριστουγέννων. ...Το αντίθετο από την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς: Είναι μια μέρα του χρόνου αφιερωμένη στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, στα κλαδιά και τα στολισμένα δέντρα - στα δώρα και την κατανάλωση ειδικών φαγητών και ποτών. Είναι μια μέρα μάλλον προσωπική παρά κοινωνική. Είναι μια μέρα που εστιάζεις στον εαυτό σου και την οικογένειά σου μάλλον παρά στην ευρύτερη κοινωνία. Είναι η μέρα της πάχνης στα παράθυρα, των χάρτινων αγγέλων, των φλεγομένων βάτων, των αιχμαλωτισμένων ουράνιων τόξων, των χοντρών Αγιο-βασίληδων με τα δυο παντελόνια (επειδή τα πιτσιρίκια που κάθονται στα πόδια τους συχνά τα έκαναν πάνω τους από το φόβο) και η μέρα των βιτρό, της χιονοθύελλας, των τραγουδιών, των καμπάνων, της φάτνης, των ευχών απ' αυτούς που βρίσκονται μακριά (ακόμα κι αν ζουν σε μικρή απόσταση), των έργων του Ντίκενς, του γκυ και των κεριών, της ποϊνσέτιας και των αειθαλών, του χιονιού, των έλατων, των κυπαρισσιών, της Βίβλου και της Μεσαιωνικής Αγγλίας, του «Έλατου» και της «Άγιας Νύχτας», της γέννησης και της υπόσχεσης, του φωτός μέσ' στο σκοτάδι. Του παρόντος και του μέλλοντος, της αίσθησης πριν από τη συνειδητοποίηση, της συνειδητοποίησης πριν από την πραγμάτωση, του κόκκινου και του πράσινου, της αλλαγής του χρόνου, της παράδοσης, της μοναξιάς, της συμπάθειας, της συμπόνιας, του συναισθηματισμού, των τραγουδιών, της πίστης, της ελπίδας, της φιλανθρωπίας, της αγάπης, της επιθυμίας, της προσδοκίας, τον φόβου, της ολοκλήρωσης, της συνειδητοποίησης, της πίστης, της ελπίδας, του θανάτου. Η μέρα που συγκεντρώνεις πέτρες και η μέρα που πετάς πέτρες, που φιλάς, κερδίζεις, χάνεις, γελάς, χορεύεις, πενθείς, θλίβεσαι, σιωπάς, μιλάς, πεθαίνεις. Είναι η μέρα της κατάρρευσης και της ανασυγκρότησης, μέρα για φύτεμα και για ξερίζωμα... Ο Τσάρλς Ρέντερ και ο Πήτερ Ρέντερ και η Τζιλ ΝτεΒίλ ξεκίνησαν μαζί μια ήσυχη Παραμονή Χριστουγέννων. Το διαμέρισμα του Ρέντερ βρισκόταν στην κορυφή ενός πύργου από ατσάλι και γυαλί. Είχε κάποιον αέρα μονιμότητας. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ράφια με βιβλία που διέκοπτε πού και πού ένα μικρό αγαλματάκι. Πίνακες πριμιτίφ στα βασικά χρώματα γέμιζαν τα κενά. Μικροί καθρέφτες, κοίλοι και κυρτοί (τώρα πλαισιωμένοι από γκυ), κρέμονταν σε μερικά σημεία. Το ράφι πάνω από το τζάκι ήταν γεμάτο ευχετήριες κάρτες. Τα φυτά στις γλάστρες (δυο στο σαλόνι, ένα στο γραφείο, δυο στην κουζίνα κι ένας θάμνος στο υπνοδωμάτιο) ήταν στολισμένα με άστρα από χρυσόχαρτο. Μουσική πλημμύριζε το χώρο.
Το μπωλ με το ποντς έμοιαζε με ροδόχρωμη πολύτιμη πέτρα δεμένη με διαμάντια. Στόλιζε το χαμηλό τραπεζάκι από ξύλο κερασιάς, και τα φλιτζάνια που το συνόδευαν έλαμπαν γύρω του στο διάχυτο φως. Ήταν η ώρα του ανοίγματος των Χριστουγεννιάτικων δώρων... Η Τζιλ φορούσε το δικό της και έπαιρνε στροφές κάνοντάς το να στριφογυρίζει γύρω της σαν πριόνι με απαλά δόντια. «Ερμίνα!» αναφώνησε. «Τι ωραίο! Τι φίνο! Ω, σ' ευχαριστώ, καλέ μου Πλάστη!» Ο Ρέντερ χαμογέλασε κι έβγαλε τουλίπες καπνού από το στόμα του. Το φως έπεφτε πάνω στο παλτό της. «Χιόνι, αλλά ζεστό! Πάγος, αλλά μαλακός...» είπε. «Τα δέρματα των σκοτωμένων ζώων», παρατήρησε εκείνος, «είναι ο ύψιστος φόρος τιμής προς την ανδρεία του κυνηγού. Τα κυνήγησα για σένα, πηγαίνοντας πάνω-κάτω σ' όλη τη Γη, και μέσα κι έξω απ' αυτήν. Συνάντησα τα πιο όμορφα άσπρα πλάσματα και τους είπα, "δώστε μου το δέρμα σας", κι εκείνα μου το έδωσαν. Δόξα να 'χει ο Ρέντερ, ο Κυνηγός». «Έχω κάτι για σένα», είπε εκείνη. «Ναι;» «Ορίστε. Να το δώρο σου». Έβγαλε το περιτύλιγμα. «Μανικετόκουμπα», είπε, «σαν τοτέμ. Τρία πρόσωπα, το ένα πάνω από το άλλο - χρυσά. Το ιντ, το εγώ και το υπερεγώ - έτσι θα τα ονομάσω, μιας και το ψηλότερο πρόσωπο είναι και το πιο εκστατικό». «Το χαμηλότερο απ' τα τρία όμως χαμογελάει», είπε ο Πήτερ. Ο Ρέντερ συμφώνησε με τον γιο του. «Δεν διευκρίνισα ποιο είναι το ψηλότερο», του είπε, «και χαμογελάει γιατί έχει δικές του απολαύσεις, που το χυδαίο πλήθος δεν θα καταλάβει ποτέ». «Μπωντλαίρ;» είπε ο Πήτερ. «Χμ», είπε ο Ρέντερ. «Ναι, Μπωντλαίρ». «...Σε κακή παράφραση», είπε ο γιος του. «Η περίσταση», είπε ο Ρέντερ, «είναι συνάρτηση του χρόνου και της τύχης. Ο Μπωντλαίρ τα Χριστούγεννα είναι κάτι παλιό και καινούριο ταυτόχρονα». «Μυρίζομαι γάμους», είπε ο Πήτερ.
Η Τζιλ κοκκίνισε πάνω από τη χιονάτη γούνα της, αλλά ο Ρέντερ δεν φάνηκε να το πρόσεξε. «Τώρα είναι καιρός ν' ανοίξεις κι εσύ το δώρα σου», είπε. «Σύμφωνοι». Ο Πήτερ έσκισε το περιτύλιγμα. «Ένα αλχημικό σετ», είπε, «αυτό που πάντα ήθελα - έχει αποστακτήρα, φιάλες, βραστήρα, κι ένα μπουκαλάκι με ελιξήριο της νεότητας. Υπέροχα! Ευχαριστώ, δεσποινίς ΝτεΒίλ». «Λέγε με Τζιλ». «Ασφαλώς, Τζιλ. Ευχαριστώ». «Άνοιξε και το άλλο». «Σύμφωνοι». Έσκισε το άσπρο χαρτί με την πρασινάδα και τα κουδουνάκια. «Θεσπέσιο!» παρατήρησε. «Κάτι που επίσης ήθελα - κάτι έγκυρο και κάτι μπλε: το οικογενειακό άλμπουμ σε μπλε δέσιμο, και ένα αντίτυπο της Αναφοράς Ρέντερ για την Υποεπιτροπή της Γερουσίας σχετικά με την Κοινωνικοπαθητική Δυσπροσαρμοστικότητα μεταξύ των Κυβερνητικών Υπαλλήλων. Επίσης, τα άπαντα του Λόφτινγκ, του Γκρέηαμ και του Τόλκιν. Ευχαριστώ, Μπαμπά. -Ω, Θεοί! Υπάρχουν κι άλλα! Τάλις, Μόρλυ, Μότσαρτ, και αθάνατος Μπαχ. Λεπτοί ήχοι θα πλημμυρίσουν το δωμάτιο μου! Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ! Τι μπορώ να σας δώσω για αντάλλαγμα; - Για να δούμε... »Τι λέτε γι' αυτά;» ρώτησε. Έδωσε στον πατέρα του ένα πακέτο και στην Τζιλ άλλο ένα. Ο Ρέντερ άνοιξε το δικό του και η Τζιλ το δικό της. «Ένα σκάκι» - Ρέντερ. «Μια πούδρα» - Τζιλ. «Ευχαριστώ» - Ρέντερ. «Ευχαριστώ» - Τζιλ. «Να 'στε καλά κι οι δυο». «Πώς τα πας με το φλάουτο;» ρώτησε ο Ρέντερ. «Άκουσε μόνος σου», είπε ο Πήτερ. Συναρμολόγησε το φλάουτο του κι έπαιξε. Έπαιξε για τα Χριστούγεννα και την αγιοσύνη,
το απόγευμα και το λαμπρό άστρο, τη ζεστή εστία, το φαγοπότι, τους βοσκούς, τους βασιλιάδες, το φως, και τις φωνές των αγγέλων. Όταν τέλειωσε, έλυσε το φλάουτο και το μάζεψε. «Πολύ ωραία», είπε ο Ρέντερ. «Ναι - ωραία», είπε η Τζιλ. «Πολύ...» «Ευχαριστώ». «Πώς τα πήγες στο σχολείο;» ρώτησε η Τζιλ. «Εξαιρετικά», είπε ο Πήτερ. «Θα σ' ενοχλήσει πολύ η αλλαγή;» «Όχι ιδιαίτερα». «Πώς όχι;» «Γιατί είμαι καλός. Είμαι καλός μαθητής. Ο πατέρας μ' έχει εκπαιδεύσει καλά - πολύ καλά». «Αλλά θ' αλλάξεις καθηγητές...» Σήκωσε τους ώμους. «Όταν γνωρίζεις έναν καθηγητή, γνωρίζεις μόνο έναν καθηγητή», είπε. «Όταν όμως γνωρίζεις ένα θέμα, γνωρίζεις ένα θέμα. Και γνωρίζω πολλά θέματα». «Ξέρεις τίποτε από αρχιτεκτονική;» ρώτησε εκείνη ξαφνικά. «Τι θέλεις να μάθεις;» ρώτησε χαμογελώντας. Τραβήχτηκε πίσω κι απέφυγε το βλέμμα του. «Με τον τρόπο που έθεσες την ερώτηση, υποθέτω ότι έχεις γνώσεις αρχιτεκτονικής». «Ναι», συμφώνησε εκείνος, «έχω. Είναι ένα θέμα που με απασχόλησε πρόσφατα». «Στην πραγματικότητα αυτό ήταν που ήθελα να ξέρω...» «Ευχαριστώ. Χαίρομαι που πιστεύεις ότι κάτι γνωρίζω». «Πώς και ασχολήθηκες με την αρχιτεκτονική, όμως; Είμαι βέβαιη ότι δεν περιλαμβάνεται στην κανονική διδακτέα ύλη».
«"Nihil hominum"». Σήκωσε τους ώμους. «Καλά - απλώς αναρωτήθηκα». Έψαξε για την τσάντα της. «Και ποια είναι η άποψη σου;» ρώτησε βγάζοντας τα τσιγάρα. Χαμογέλασε. «Τι άποψη να έχει κανείς για την αρχιτεκτονική; Είναι σαν τον
ήλιο: Είναι μεγαλειώδης, είναι λαμπρή και πανταχού παρούσα. Αυτό είναι όλο -εκτός αν θες να γίνω πιο συγκεκριμένος». Εκείνη κοκκίνισε πάλι. Ο Ρέντερ άναψε το τσιγάρο της. «Θέλω να πω, σου αρέσει;» «Οπωσδήποτε, αν είναι αρχαία και βρίσκεται μακριά - ή αν είναι σύγχρονη και βρίσκομαι μέσα της όταν κάνει κρύο έξω. Είμαι πραγματιστής σε θέματα φυσικών απολαύσεων και ρομαντικός σε θέματα ευαισθησίας». «Θεούλη μου!» είπε η Τζιλ και κοίταξε τον Ρέντερ. «Μα τι κάθεσαι και μαθαίνεις στον γιο σου;» «Όλα όσα μπορώ», απάντησε εκείνος, «και όσο πιο γρήγορα μπορώ». «Γιατί;» «Γιατί δεν θέλω να τον πατήσει κάποτε κάτι μεγάλο σαν ουρανοξύστης, γεμάτο δεδομένα και σύγχρονη φυσική». «Δεν είναι καλόγουστο να μιλάς για τους ανθρώπους σαν να μην είναι παρόντες», είπε ο Πήτερ. «Σωστά», είπε ο Ρέντερ, «αλλά το καλό γούστο δεν είναι πάντα καλόγουστο». «Αφήνεις να εννοηθεί ότι κάποιος οφείλει να απολογηθεί;» «Αυτό είναι κάτι που ο καθένας αποφασίζει μόνος του, αλλιώς δεν έχει καμιά αξία». «Εν τοιαύτη περιπτώσει μόλις αποφάσισα ότι δεν οφείλω καμία απολύτως απολογία σε κανέναν. Αν όμως κάποιος οφείλει να απολογηθεί σε μένα, θα δεχτώ την απολογία του καλόγουστα, σαν κύριος». Ο Ρέντερ στάθηκε και κοίταζε τον γιο του. «Πήτερ—» άρχισε. «Μπορώ να έχω λίγο ακόμα ποντς;» ρώτησε η Τζιλ. «Είναι πολύ καλό, και το δικό μου το ήπια όλο». Ο Ρέντερ πήγε να πάρει το ποτήρι. «Θα το φέρω εγώ», είπε ο Πήτερ. Πήρε το ποτήρι και ανακάτεψε το ποντς με την κρυστάλλινη κουτάλα του. Ύστερα σηκώθηκε κι ακούμπησε τον αγκώνα του στην πλάτη της καρέκλας.
«Πήτερ!» Γλίστρησε. Το ποτήρι και το περιεχόμενό του έπεσαν πάνω στα πόδια της Τζιλ. Το περιεχόμενο χάραξε ένα φραουλί γαρνίρισμα στην άσπρη γούνα του παλτού της. Το ποτήρι κύλησε στον καναπέ και σταμάτησε στο κέντρο μιας κηλίδας που άπλωνε. Ο Πήτερ έβγαλε μια φωνή, έπιασε τον αστράγαλό του και κάθησε στο πάτωμα. Χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Ο Ρέντερ μνημόνευσε ένα μακρύ ιατρικό όρο στα λατινικά. Σταμάτησε και έπιασε την πατούσα του γιου του με το ένα χέρι και τον αστράγαλο με το άλλο. «Πονάς;» «Ναι!»
«Τώρα;» «Ναι! Πονάει παντού!» «Και τώρα;» «Στο πλάι...Εκεί!» Ο Ρέντερ τον βοήθησε να σηκωθεί, τον κράτησε όρθιο πάνω στο καλό του πόδι, κι έπιασε τα δεκανίκια. «Έλα μαζί μου. Ο Δόκτωρ Χεϋντέλ έχει ένα ερασιτεχνικό εργαστήριο στο διαμέρισμα του στον κάτω όροφο. Αυτός ο γύψος έσπασε, θέλω να ακτινοσκοπήσω το πόδι ξανά». «Όχι! Δεν είναι—» «Τι θα γίνει με το παλτό μου;» είπε η Τζιλ. Το θυροτηλέφωνο χτύπησε πάλι. «Κατάρα!» αναφώνησε ο Ρέντερ, και πάτησε το κουμπί. «Ναι! Ποιος είναι;» Ακούστηκε μια ανάσα. Ύστερα: «Ε, εγώ είμαι, αφεντικό. Μήπως ήρθα σε κακή στιγμή;» «Μπένι! Όχι, άκου - δεν ήθελα να είμαι απότομος, αλλά μόλις άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου. Έλα πάνω. Μέχρι να φτάσεις, τα πράγματα θα είναι πάλι φυσιολογικά και ήρεμα». «...Εντάξει, αν νομίζεις εσύ ότι είναι εντάξει, δηλαδή. Πέρασα μόνο για λίγα λεπτά. Πηγαίνω κάπου αλλού».
«Σίγουρα. Σου ανοίγω». Πάτησε το άλλο κουμπί. «Εσύ κάτσε εδώ και άνοιξέ της, Τζιλ. Θα γυρίσουμε σε λίγα λεπτά». «Τι θα γίνει με το παλτό μου; Και ο καναπές...;» «Κάθε πράγμα στην ώρα του. Μην ανησυχείς. Έλα, Πητ». Τον έβγαλε έξω στο διάδρομο, όπου μπήκαν σ' ένα από τα ασανσέρ και κατέβηκαν στον έκτο. Κατεβαίνοντας, το ασανσέρ τους διασταυρώθηκε με της Μπένι που ανέβαινε. Η πόρτα κουδούνισε. Πριν ανοίξει όμως ο Ρέντερ πάτησε το «στοπ». «Πήτερ», είπε, «γιατί φέρεσαι σαν στριμμένος έφηβος;» Ο Πήτερ έτριψε τα μάτια του. «Διάβολε, στριμμένος...»
είμαι στην προεφηβική ηλικία», είπε,«όσο για
Φύσηξε τη μύτη του. Ο Ρέντερ πήγε να σηκώσει το χέρι του, αλλά το ξανακατέβασε. Αναστέναξε. «Θα το συζητήσουμε αργότερα». Άφησε το «στοπ» κι η πόρτα άνοιξε. Το διαμέρισμα του δόκτορα Χεϋντέλ βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου. Ένα μεγάλο μπουκέτο από γκυ και κουκουνάρια κρεμόταν στην πόρτα, γύρω από το μπρούτζινο ρόπτρο. Ο Ρέντερ το σήκωσε και το άφησε να πέσει. Από μέσα ακούγονταν απαλοί ήχοι Χριστουγεννιάτικης μουσικής. Ύστερα από ένα λεπτό ακούστηκαν βήματα κι η πόρτα άνοιξε. Ο δόκτωρ Χεϋντέλ στεκόταν μπροστά τους και τους κοίταζε μέσα από τα χοντρά γυαλιά του. «Καλώς τους εορτάζοντες», ανακοίνωσε με βαθιά φωνή. «Έλα μέσα, Τσαρλς, και...;» «Από δω ο γιος μου ο Πήτερ», είπε ο Ρέντερ. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Πήτερ», είπε ο Χεϋντέλ. «Ελάτε στο πάρτυ μας». Άνοιξε την πόρτα διάπλατα και παραμέρισε. Μπήκαν σε μια Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, και ο Ρέντερ
εξήγησε: «Είχαμε ένα μικρό ατύχημα πάνω. Ο Πήτερ είχε σπάσει τον αστράγαλό του πριν από λίγες μέρες, και ξανάπεσε μόλις τώρα. Θα 'θελα να χρησιμοποιήσω τις ακτίνες σου για να το τσεκάρω». «Ασφαλώς», είπε ο κοντούλης γιατρός. «Ελάτε από δω. Λυπάμαι που το ακούω». Τους οδήγησε μέσα από το σαλόνι, όπου βρίσκονταν επτά-οκτώ άτομα. «Καλά Χριστούγεννα!» «Γεια σου Τσάρλι!» «Καλά Χριστούγεννα, γιατρέ!» «Πώς πάει το καθάρισμα των μυαλών;» Ο Ρέντερ σήκωσε αυτόματα το ένα του χέρι και ένευσε σε τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις. «Αυτός είναι ο Τσαρλς Ρέντερ. Είναι νευροσυμ-μετοχικός θεραπευτής», εξήγησε ο Χεϋντέλ στους υπόλοιπους, «κι αυτός είναι ο γιος του, ο Πήτερ. Θα γυρίσουμε σε λίγα λεπτά. Πάμε στο εργαστήριο». Βγήκαν από το δωμάτιο και μπήκαν σ' ένα διάδρομο. Ο Χεϋντέλ άνοιξε τη μονωμένη πόρτα του μονωμένου εργαστηρίου του. Το εργαστήριο του είχε κοστίσει αρκετά σε χρόνο και σε χρήμα. Είχε πάρει άδεια από τις τοπικές κατασκευαστικές αρχές, είχε υποχρεωθεί να λάβει αυστηρότερα μέτρα προστασίας και από τα νοσοκομεία, και είχε ζητήσει την έγκριση της διαχείρισης, που με τη σειρά της είχε βασιστεί στην έγγραφη συγκατάθεση όλων των υπολοίπων ενοίκων. Απ' όσο ήξερε ο Ρέντερ, του είχε κοστίσει ακριβά να πείσει μερικούς απ' αυτούς. Μπήκαν στο εργαστήριο κι ο Χεϋντέλ άναψε το μηχάνημα. Έβγαλε τις απαραίτητες ακτινογραφίες και τις πέρασε από τη συσκευή γρήγορης εμφάνισης. «Ωραία», ανακοίνωσε. «Δεν έγινε άλλη ζημιά και το σπάσιμο κλείνει σωστά». Ο Ρέντερ χαμογέλασε. Παρατήρησε ότι τα χέρια του έτρεμαν. Ο Χεϋντέλ τον χτύπησε στον ώμο φιλικά. «Ελάτε λοιπόν να δοκιμάσετε το ποντς μας». «Ευχαριστώ, Χεϋντέλ. Νομίζω ότι το χρειάζομαι». Πάντα τον φώναζε με το επώνυμό του, γιατί και τους δυο τους έλεγαν Τσάρλι. Έκλεισαν τα μηχανήματα και βγήκαν από το εργαστήριο. Πίσω στο σαλόνι, ο Ρέντερ αντάλλαξε μερικές χειραψίες και κάθησε στον καναπέ μαζί με τον Πήτερ.
Ήπιε μερικές γουλιές από το ποντς του και ένας από τους άντρες που είχε μόλις γνωρίσει, κάποιος δόκτωρ Μίντον, του έπιασε την κουβέντα. «Ώστε είσαι Πλάστης, ε;» «Ναι». «Πάντα με απασχολούσε αυτός ο τομέας. Την περασμένη βδομάδα είχαμε μια σύσκεψη στο νοσοκομείο...» «Ναι;» «Ο ψυχίατρός μας ισχυρίστηκε ότι η νευροσυμμετοχική θεραπεία δεν έχει πολύ διαφορετικά ποσοστά επιτυχίας από τις άλλες θεραπευτικές μεθόδους». «Δεν νομίζω ότι είναι σε θέση να κρίνει - ειδικά αν αναφέρεσαι στον Μάικ Μισμάιρ, όπως πιστεύω». Ο δόκτωρ Μίντον άπλωσε τα χέρια, με τις παλάμες προς τα πάνω. «Είπε ότι έχει συγκεντρώσει στοιχεία». «Η αλλαγή που επέρχεται σ' έναν ασθενή στη διάρκεια μιας συνεδρίας νευροσυμμετοχής είναι ποιοτική. Δεν ξέρω τι εννοεί με τον όρο "ποσοστό επιτυχίας", θεωρώ ότι επιτυχία είναι η εξάλειψη του προβλήματος του ασθενούς. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να το πετύχει κανείς - όσοι και θεραπευτές - αλλά η νευροσυμμετοχή είναι ποιοτικά ανώτερη από την ψυχανάλυση, για παράδειγμα, γιατί προκαλεί μετρήσιμες, οργανικές αλλαγές. Λειτουργεί απευθείας πάνω στο νευρικό σύστημα, πίσω από ένα επικάλυμμα αληθινών και προσποιητών προσαγωγών ερεθισμάτων. Δημιουργεί επιθυμητές καταστάσεις αυτοσυνείδησης και προσαρμόζει το νευρολογικό υπόβαθρο για να τις υποστηρίξει. Η ψυχανάλυση και οι παρεμφερείς τεχνικές είναι καθαρά λειτουργικές. Κάθε πρόβλημα έχει λιγότερες πιθανότητες να επαναληφθεί αν αντιμετωπιστεί με νευροσυμμετοχή». «Τότε γιατί δεν χρησιμοποιείται στη θεραπεία των ψυχωσικών;» «Έχει χρησιμοποιηθεί, μια-δυο φορές. Αλλά κανονικά είναι πολύ ριψοκίνδυνο. Θυμήσου ότι η λέξη-κλειδί είναι "συμμετοχή". Δυο νευρικά συστήματα, δυο μυαλά συμμετέχουν εξίσου. Μπορεί να αντιστραφεί η επιρροή και να διαμορφωθεί μια διαδικασία αντινευροσυμμετοχής, αν η μορφή της δυσλειτουργίας αποδειχτεί πολύ ισχυρή για να την ελέγξει ο χειριστής. Τότε αλλοιώνεται η δική του κατάσταση αυτοσυνείδησης και αναδιατάσσονται οι νευρολογικές του διαφυγές. Γίνεται ο ίδιος ψυχωσικός, υφίσταται οργανική βλάβη στον εγκέφαλο». «Και δεν υπάρχει τρόπος να περιορίσει κανείς αυτή την
ανάδραση;» είπε ο Μίντον. «Όχι ακόμα», εξήγησε ο Ρέντερ, «δεν υπάρχει -όχι χωρίς να θυσιάσουμε μεγάλο μέρος της αποτελεσματικότητας του χειριστή. Αυτή τη στιγμή ασχολούνται με το θέμα στη Βιέννη, αλλά μέχρι στιγμής η απάντηση μας διαφεύγει». «Άμα λύσετε αυτό το πρόβλημα, θα μπορέσετε να ασχοληθείτε με πιο σημαντικές κατηγορίες ψυχολογικών διαταραχών», είπε ο Μίντον. Ο Ρέντερ ρούφηξε το ποντς του. Δεν του άρεσε η έμφαση που είχε βάλει ο συνομιλητής του στη λέξη «σημαντικές». «Στο μεταξύ», είπε ο Ρέντερ ύστερα από ένα λεπτό, «θεραπεύουμε ό,τι μπορούμε με τον καλύτερο τρόπο που ξέρουμε, και η νευροσυμμετοχή είναι σίγουρα ο καλύτερος γνωστός τρόπος». «Υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν ότι δεν θεραπεύετε αληθινά τις νευρώσεις, αλλά τις υποθάλπετε - ότι ικανοποιείτε τους ασθενείς σας δίνοντας τους μικρούς δικούς τους κόσμους όπου μπορούν να είναι όσο νευρωτικοί θέλουν - διακοπές από την πραγματικότητα, τόπους όπου είναι δεύτεροι στην ιεραρχία αμέσως μετά τον Θεό». «Δεν είναι έτσι», είπε ο Ρέντερ. «Τα πράγματα που συμβαίνουν σ' αυτούς τους μικρούς κόσμους δεν είναι απαραίτητα ευχάριστα. Και ο ασθενής δεν έχει καμία απολύτως εξουσία. Βρίσκεται εξ ολοκλήρου στα χέρια του Πλάστη -ή, αν προτιμάς, του Θεού. Είναι μια εμπειρία μάθησης. Μαθαίνεις τόσο με την απόλαυση όσο και με τον πόνο. Γενικά, σ' αυτές τις περιπτώσεις, ο πόνος μάλλον υπερέχει της απόλαυσης». Άναψε τσιγάρο και δέχτηκε άλλη μια κούπα ποντς. «Οπότε δεν θεωρώ την κριτική αυτή αρκετά έγκυρη», ολοκλήρωσε. «...Είναι και πολύ ακριβή θεραπεία», είπε ο Μίντον. Ο Ρέντερ σήκωσε τους ώμους. «Έχεις ποτέ ρωτήσει την τιμή μιας Παντοδρομικής Νευρικής Μονάδας Εκπομπής και Λήψης;» «Όχι». «Ρώτα καμιά φορά από περιέργεια», είπε ο Ρέντερ. Άκουσε ένα Χριστουγεννιάτικο τραγούδι, έσβησε το τσιγάρο του και σηκώθηκε. «Ευχαριστώ πολύ, Χεϋντέλ», είπε. «Πρέπει να πηγαίνω τώρα». «Γιατί βιάζεσαι;» ρώτησε ο Χεϋντέλ. «Μείνε λίγο ακόμα». «Πολύ θα το 'θελα», είπε ο Ρέντερ, «αλλά έχω επάνω ανθρώπους που με περιμένουν».
«Α, ναι; Πολλούς;» «Δύο». «Φέρ' τους κάτω. Όπου να 'ναι σερβίρω μπουφέ, και υπάρχει άφθονο φαί για όλους. Θα τους ταίσω και θα τους πνίξω στα ποτά». «Δεν ξέρω—» είπε ο Ρέντερ. «Καλά!» είπε ο Χεϋντέλ. «Γιατί δεν τους παίρνεις τηλέφωνο από δω;» Αυτό και έκανε. «Ο αστράγαλος του Πήτερ είναι εντάξει», είπε. «Ωραία. Τώρα, τι θα γίνει με το παλτό μου;» ρώτησε η Τζιλ. «Ξέχασέ το προς στιγμήν. Θα ασχοληθώ αργότερα μ' αυτό». «Δοκίμασα με χλιαρό νερό, αλλά είναι ακόμα ροζ...» «Βάλ' το μέσα στο κουτί και πάψε να παίζεις μαζί του επιτέλους. Σου είπα ότι θα ασχοληθώ εγώ μ' αυτό». «Καλά, καλά. Θα κατέβουμε σ' ένα λεπτό. Η Μπένι έφερε ένα δώρο για τον Πήτερ και κάτι για σένα. Πηγαίνει στης αδελφής της, αλλά λέει ότι δεν βιάζεται». «Ωραία. Φέρ' την κάτω. Ξέρει τον Χεϋντέλ». «Σύμφωνοι». Έκλεισε το ακουστικό. Παραμονή Χριστουγέννων. ...Το αντίθετο της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς: Είναι μια μέρα μάλλον προσωπική παρά κοινωνική. Είναι μια μέρα που εστιάζεις στον εαυτό σου και την οικογένειά σου μάλλον παρά στην ευρύτερη κοινωνία. Είναι μια μέρα για πολλά πράγματα. Για να κερδίσεις, και να χάσεις. Για να κρατήσεις, και να πετάξεις. Για να φυτέψεις, και να ξεριζώσεις... Έφαγαν από τον μπουφέ. Οι περισσότεροι ήπιαν από το χλιαρό ποντς, φτιαγμένο με Ρονρίκο και κανέλα και γαρύφαλλα και διάφορα φρούτα και τζίντζερ. Μιλούσαν για πλαστικούς πνεύμονες και αναλύσεις αίματος και διαγνώσεις μέσω υπολογιστών και για το πόσο ξεπερασμένη ήταν η πενικιλίνη. Ο Πήτερ καθόταν με τα χέρια διπλωμένα στα γόνατά του: Άκουγε, παρατηρούσε. Τα δεκανίκια του ήταν ακουμπισμένα δίπλα στα πόδια του. Μουσική πλημμύριζε το δωμάτιο. Η Τζιλ καθόταν κι εκείνη κι άκουγε. Όταν μιλούσε ο Ρέντερ, όλοι άκουγαν. Η Μπένι χαμογέλασε και
σέρβιρε στον εαυτό της άλλο ένα ποτό. Μπορεί να τον έλεγαν γιατρόπλεημπόυ, αλλά όταν μιλούσε ο Ρέντερ είχε φωνή ντισκ-τζόκεϋ και λογική Ιησουίτη. Ο εργοδότης της ήταν διάσημος. Ποιος ήξερε τον Μίντον; Ποιος ήξερε τον Χεϋντέλ; Οι άλλοι γιατροί, το πολύ-πολύ. Οι Πλάστες ήταν σπουδαία πρόσωπα, κι εκείνη ήταν γραμματέας του. Όλοι ήξεραν τους Πλάστες. Δεν υπήρχε τίποτε το αμφιλεγόμενο σ' έναν καρδιολόγο ή ορθοπεδικό, αναισθησιολόγο ή νοσοκομειακό γιατρό. Ο εργοδότης της ήταν το μέτρο και της δικής της δόξας. Τα άλλα κορίτσια πάντα την ρωτούσαν γι' αυτόν, για το μαγικό του μηχάνημα... «Ηλεκτρονικούς Γκουρού», τους είχε αποκαλέσει το Time, και είχε αφιερώσει στον Ρέντερ τρεις παραγράφους, δύο περισσότερες απ' όλους τους άλλους - εκτός του Μπάρτελμετς, φυσικά. Η μουσική έγινε ελαφρά κλασική, μουσική μπαλέτου. Η Μπένι ένιωσε τρομερή νοσταλγία και διάθεση να χορέψει πάλι, όπως χόρευε παλιά. Η περίσταση και η παρέα, συνδυασμένη με τη μουσική και το ποντς και το διάκοσμο, έκανε τα πόδια της να χτυπούν στο πάτωμα, αργά, και γύρισε τη μνήμη της σε μια εποχή γεμάτη από προβολείς και χρώματα και κίνηση και τον εαυτό της. Παρακολούθησε τη συζήτηση. «...Αν μπορείς να τα εκπέμπεις και να τα μεταδίδεις, τότε μπορείς και να τα καταγράφεις, έτσι δεν είναι;» ρωτούσε ο Μίντον. «Ναι», είπε ο Ρέντερ. «Έτσι φαντάστηκα. Γιατί δεν γράφονται περισσότερα γι' αυτή την άποψη του θέματος;» «Σε άλλα πέντε-δέκα χρόνια θα γραφτούν. Τώρα, πάντως, η χρήση του υλικού επιτρέπεται μόνο σε εξουσιοδοτημένο προσωπικό». «Γιατί;» «Μα» - ο Ρέντερ σταμάτησε για ν' ανάψει κι άλλο τσιγάρο - «για να είμαι εντελώς ειλικρινής, γίνεται για να κρατάμε το πράγμα κάτω από τον έλεγχό μας μέχρι να μάθουμε περισσότερα γι' αυτό. Θα μπορούσε να υπάρξει εμπορική εκμετάλλευση -πιθανόν με καταστροφικά αποτελέσματα - αν το αφήναμε ελεύθερο». «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι θα μπορούσα να πάρω ένα αρκετά υγιές άτομο και να κατασκευάσω στο μυαλό του όποιο είδος ονείρου μου πεις, και μερικά που δεν μπορείς να μου πεις - όνειρα που ποικίλλουν από τη βία και το σεξ μέχρι το σαδισμό και τη διαστροφή - όνειρα με υπόθεση ή όνειρα που βρίσκονται στα όρια της ίδιας της τρέλας: Όνειρα εκπλήρωσης πόθων σε οποιονδήποτε τομέα, φτιαγμένα με οποιαδήποτε μορφή. Θα μπορούσα ακόμα να διαλέξω και τεχνοτροπία, από τον εξπρεσιονισμό ως
το σουρεαλισμό, αν θες. Όνειρο βίας σε κυβιστικό φόντο; Κάπως έτσι; Αμέσως! Θα μπορούσες να δεις τον εαυτό σου ακόμα και σαν το άλογο της Γκουέρνικα. Θα μπορούσα να το οργανώσω. Θα μπορούσα να καταγράψω το όλο θέμα και να το παίξω σε σένα, ή σε οποιονδήποτε άλλον, όσες φορές θέλεις». «Θεοί!» «Ναι, θεοί. Θα μπορούσα να σε κάνω και Θεό, αν το ήθελες - και θα μπορούσα να κάνω τη Δημιουργία να διαρκέσει και για σένα επτά ολόκληρες μέρες. Ελέγχω την αίσθηση του χρόνου, βλέπεις, το εσωτερικό ρολόι, και μπορώ να κάνω τα αντικειμενικά λεπτά υποκειμενικές ώρες». «Αργά ή γρήγορα αυτό θα γίνει, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Με τι αποτελέσματα;» «Ένας Θεός ξέρει». «Αφεντικό», ρώτησε η Μπένι απαλά, «θα μπορούσες να ξαναζωντανέψεις μιαν ανάμνηση; Θα μπορούσες να αναστήσεις κάτι από το παρελθόν και να το κάνεις να ξαναζήσει στο μυαλό ενός ανθρώπου, και να το κάνεις να μοιάζει αληθινό για μιαν ακόμη φορά;» Ο Ρέντερ δαγκώθηκε και την κοίταξε παράξενα. «Ναι», είπε μετά από αρκετή ώρα, «αλλά δεν θα ήταν σκόπιμο. Θα ενθάρρυνε το άτομο να ζει στο παρελθόν που τώρα δεν υπάρχει πια. Θα ήταν επιζήμιο για την ψυχική του υγεία. Θα ενθάρρυνε την αποχώρηση, την απόσυρση, θα ήταν άλλος ένας τρόπος νευρωτικής απόδρασης στο παρελθόν». Ο Καρυοθραύστης τελείωσε και οι ήχοι της Λίμνης των Κύκνων γέμισαν το δωμάτιο. «Κρίμα», είπε εκείνη, «θα ήθελα τόσο πολύ να ξαναγίνω αυτός ο κύκνος...» Σηκώθηκε αργά κι έκανε μερικά αδέξια βήματα -ένας βαρύς, μισομεθυσμένος κύκνος με κεραμιδί φόρεμα. Κοκκίνισε και κάθησε πάλι κάτω, βιαστικά. Ύστερα έβαλε τα γέλια και όλοι γέλασαν μαζί της. «Πού θα ήθελες να βρίσκεσαι εσύ;» ρώτησε ο Μίντον τον Χεϋντέλ. Ο μικροκαμωμένος γιατρός χαμογέλασε. «Κάποιο Σαββατοκύριακο, το καλοκαίρι του τρίτου χρόνου της ιατρικής σχολής», είπε. «Ναι, αν είχα αυτή την ταινία θα την είχα φθείρει
μέσα σε μια βδομάδα από το πολύ παίξιμο. Εσύ, αγόρι μου;» ρώτησε τον Πήτερ. «Είμαι πολύ νέος ακόμα για να έχω ωραίες αναμνήσεις», απάντησε ο Πήτερ. «Εσύ, Τζιλ;» «Δεν ξέρω... Νομίζω πως θα 'θελα να ξαναγίνω μικρό κορίτσι», είπε, «και να μου διαβάζει ο μπαμπάς - θέλω να πω ο πατέρας μου - ένα χειμωνιάτικο απόγευμα Κυριακής». Κοίταξε τον Ρέντερ. «Και συ, Τσάρλι;» ρώτησε. «Αν για μια στιγμή έπαυες να είσαι επαγγελματίας, ποια θα ήταν η δική σου στιγμή;» «Ετούτη εδώ», είπε εκείνος χαμογελώντας. «Είμαι ευτυχής εδώ που βρίσκομαι, στο παρόν, εκεί που ανήκω». «Είσαι, είσαι αλήθεια;» «Ναι!» είπε εκείνος, και σερβίρισε άλλη μια κούπα ποντς. Ύστερα γέλασε. «Ναι, αλήθεια, είμαι». Ένα σιγανό ροχαλητό ακούστηκε δίπλα του. Την Μπένι την είχε πάρει ο ύπνος. Και η μουσική συνέχιζε, και η Τζιλ κοιτούσε μια τον πατέρα και μια τον γιο. Ο Ρέντερ είχε ξαναβάλει το γύψο στον αστράγαλο του Πήτερ. Το παιδί χασμουριόταν. Η Τζιλ τον παρατηρούσε. Τι θα ήταν σε δέκα χρόνια; Ή δεκαπέντε; Κατεστραμμένο παιδί-θαύμα; Ειδικός σε κάποιον ακόμα ανεξερεύνητο τομέα; Παρατηρούσε τον Πήτερ, που κοίταζε τον πατέρα του. «...Αλλά θα μπορούσε να είναι μια γνήσια μορφή τέχνης», έλεγε ο Μίντον, «και δεν πιστεύω πως η λογοκρισία...» Έστρεψε την προσοχή της στον Ρέντερ. «...Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να είναι σχιζοφρενής», έλεγε, «όπως δεν έχει το δικαίωμα να αυτοκτονεί...» Ακούμπησε το χέρι του κι εκείνος αναπήδησε, σαν να ξύπνησε από λήθαργο, και τράβηξε το χέρι του. «Νιώθω κουρασμένη», είπε εκείνη. «Μπορείς να με πας σπίτι μου τώρα;» «Σε λίγο», απάντησε. «Ας αφήσουμε πρώτα την Μπένι να ξεκουραστεί λίγο ακόμα», και ξαναγύρισε στον Μίντον. Ο Πήτερ στράφηκε προς το μέρος της και χαμογέλασε.
Ξαφνικά, ένιωσε αληθινά πολύ κουρασμένη. Στο παρελθόν, πάντα αγαπούσε τα Χριστούγεννα. Απέναντι της, η Μπένι συνέχιζε να ροχαλίζει, κι ένα αχνό χαμόγελο φώτιζε κάθε τόσο τα χαρακτηριστικά της. Κάπου βρισκόταν και χόρευε. Κάπου, ένας άντρας που τον έλεγαν Πιέρ ούρλιαζε, ίσως επειδή δεν ήταν πια ένας άντρας που τον έλεγαν Πιέρ. Εγώ; Είμαι ο Ζωτικός, όπως γράφει το Time, το περιοδικό σου. Πλησίασε να βγουν τα μούτρα μου, Τσάρλι. Όχι, μην κάνεις εσύ μούτρα! Για τα δικά μου μούτρα μίλαγα. Κατάλαβες; Ωραία. Οι άνθρωποι στα εξώφυλλα παίρνουν την έκφραση τους αφού διαβάσουν τα άρθρα που κρύβονται πίσω από τα εξώφυλλα. Τότε, βέβαια, είναι πολύ αργά. Δεν έχουν κακή πρόθεση, αλλά να... Στείλε ένα παιδί να μου φέρει μια λεκάνη με νερό, εντάξει; «Ο Θάνατος του Κόλπου», έτσι το ονόμασαν. Έλεγαν ότι κάποιος μπορεί να κάνει το ίδιο κόλπο επί χρόνια, αν κινείται σε μια ευρεία και πολύπλοκη κοινωνιολογική δομή που ονομάζεται «κύκλωμα», και απευθύνεται κάθε φορά σε νέα και παρθένα αυτιά. Ο ζωντανός θάνατος! Οι τηλεπικοινωνίες παγκόσμιας εμβέλειας έσπρωξαν αυτή την αναπηρική καρέκλα στον γκρεμό πριν από αμέτρητες εκλογές. Τώρα βρίσκεται τσακισμένη στα βράχια της Λήθης. Ζούμε μια νέα, ένδοξη και ζωτική εποχή... Οπότε, όλοι εσείς στο Ελσίνκι και τη Γη του Πυρός, πείτε μου αν έχετε ακούσει ξανά αυτό εδώ: Μιλάει για έναν παλιό κωμικό που έκανε ένα απ' αυτά που λέμε «κόλπα». Μια φορά βγήκε σε μια εκπομπή στην τηλεόραση και, όπως συνήθιζε, έκανε το κόλπο του. Το κόλπο του, που λέτε, ήταν καλοστημένο και όμορφο, όλο νόημα, ισορροπία και αντιθέσεις. Δυστυχώς, μετά από κείνη την εκπομπή τον απέλυσαν, γιατί όλοι έμαθαν το κόλπο του. Απελπισμένος, πήρε μια πέτρα και έσυρε τα βήματά του ως το κιγκλίδωμα της πλησιέστερης γέφυρας. Την ώρα που ετοιμαζόταν να ριχτεί στο σκοτεινό σύμβολο του θανάτου που κυλούσε από κάτω, άκουσε μια φωνή. «Μη ριχτείς στο σκοτεινό σύμβολο του θανάτου που κυλάει από κάτω», είπε η φωνή. «Πέτα την πέτρα και κατέβα από το κιγκλίδωμα». Γύρισε και είδε ένα παράξενο πλάσμα - δηλαδή, άσχημο - ντυμένο στα άσπρα, που τον κοιτούσε μ' ένα ξεδοντιάρικο χαμόγελο. «Και ποιος είσαι εσύ, παράξενο, χαμογελαστό πλάσμα ντυμένο στα άσπρα;» ρώτησε. «Είμαι ένας Άγγελος του Φωτός», απάντησε εκείνη, «και ήρθα για να σε εμποδίσω να σκοτωθείς». Κούνησε το κεφάλι του. «Δυστυχώς», είπε, «πρέπει να σκοτωθώ, γιατί το κόλπο μου μαθεύτηκε». Εκείνη τότε σήκωσε το χέρι της, να, έτσι... «Μην απελπίζεσαι», είπε. «Μην απελπίζεσαι, γιατί εμείς, οι Άγγελοι του Φωτός, μπορούμε και κάνουμε θαύματα. Θα σου μάθω περισσότερα κόλπα απ' όσα μπορείς να χρησιμοποιήσεις στη σύντομη,
θλιβερή διάρκεια της θνητής σου ύπαρξης». Ύστερα εκείνος είπε: «Σε παρακαλώ, πες μου τι πρέπει να κάνω για να γίνει αυτό το θαύμα». «Κοιμήσου μαζί μου», απάντησε ο Άγγελος του Φωτός. «Δεν είναι κάπως παράδοξο και ασυνήθιστο για άγγελο;» ρώτησε εκείνος. «Καθόλου», είπε εκείνη. «Διάβασε προσεκτικά την Παλαιά Διαθήκη και θα εκπλαγείς μ' αυτά που θα μάθεις για τις σχέσεις των αγγέλων» -«Πολύ καλά», συμφώνησε, πετώντας την πέτρα του. Και απομακρύνθηκαν μαζί, κι εκείνος έκανε το άλλο του κόλπο, παρά το γεγονός ότι εκείνη δεν ήταν και η πιο όμορφη από τις Κόρες του Φωτός. Το άλλο πρωί σηκώθηκε ανυπόμονος, σκούντησε το χέρι που το προηγούμενο βράδυ αγκάλιαζε την ώρα του έρωτα και είπε δυνατά, «Ξύπνα! Ξύπνα! Ήρθε η ώρα να μου χαρίσεις την αστείρευτη πηγή από κόλπα!» Εκείνη άνοιξε το ένα της μάτι και τον κοίταξε. «Πόσον καιρό έκανες το κόλπο σου;» τον ρώτησε. «Τριάντα χρόνια», απάντησε εκείνος. «Δηλαδή πόσων χρόνων είσαι;» ξαναρώτησε. «Ε -σαράντα πέντε», απάντησε. Τότε εκείνη χασμουρήθηκε και χαμογέλασε. «Δεν είσαι μάλλον μεγάλος για να πιστεύεις σε Αγγέλους του Φωτός;» ρώτησε. Τότε, φυσικά εκείνος έφυγε κι έκανε το άλλο του κόλπο... Και τώρα, λίγη ήσυχη μουσική, τι λέτε; Ωραία. Δεν σας σηκώνεται η τρίχα; Ξέρετε γιατί; Πού ακούτε στις μέρες μας ήσυχη μουσική; Σε οδοντιατρεία, τράπεζες, καταστήματα και άλλα μέρη που πρέπει να περιμένεις πολλή ώρα για να σε εξυπηρετήσουν. Ακούς ήσυχη μουσική την ώρα που υφίστασαι αυτή την τραυματική εμπειρία. Το αποτέλεσμα; Η ήσυχη μουσική έχει καταντήσει το πιο ανησυχητικό πράγμα στον κόσμο. Άσε που μου φέρνει και πείνα. Παίζεται σε όλα εκείνα τα εστιατόρια που αργούν να σε σερβίρουν - και βάζουν αυτή την καταραμένη ήσυχη μουσική. Τέλος πάντων... Πού είναι το παιδί με τη λεκάνη με το νερό; Θέλω να πλύνω τα χέρια μου... Ακούσατε για τον αεροπόρο που το 'σκασε για τον Κένταυρο; Ανακάλυψε μια ράτσα ανθρωποειδών και βάλθηκε να μάθει τα ήθη, τα έθιμα, τις συνήθειες και τις προλήψεις τους. Τελικά, έφτασε και στο ζήτημα της αναπαραγωγής. Ένα τρυφερό νέο θηλυκό τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε σ' ένα μεγάλο εργοστάσιο όπου συναρμολογούνταν οι Κενταυριανοί. Μάλιστα, σωστά ακούσατε - τα σώματα περνούσαν σε κυλιόμενους διαδρόμους, και τους βίδωναν τ' αρχίδια, τους έριχναν τα μυαλά μέσα στα κρανία, τους φύτευαν νύχια, τους παράχωναν τα όργανα και ούτω καθεξής. Όταν εξέφρασε την κατάπληξή του με το θέαμα, εκείνη είπε: «Γιατί; Εσείς πώς το κάνετε στη Γη;» Τότε την πήρε από το τρυφερό της χέρι και της είπε: «Έλα μαζί μου στον απέναντι λόφο και θα σου δείξω». Στη διάρκεια της επίδειξης, εκείνη άρχισε να γελάει μέχρις υστερίας. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε εκείνος. «Γιατί γελάς μαζί μου;» - «Αυτός», είπε εκείνη, «είναι ο τρόπος που φτιάχνουμε αυτοκίνητα»... Μείνετε μαζί μου, μάγκες, να πουλήσω και καμιά οδοντόπαστα!
«...Αχ! Εγώ, ο Ορφέας, και να γίνομαι κομμάτια από κάποιον σαν εσένα! Από μια άποψη, όμως, μπορεί και να μου αρμόζει. Έλα, λοιπόν, Κορύβαντα, και κάνε ό,τι θέλεις τον τραγουδιστή!» Σκοτάδι. Μια κραυγή. Σιωπή... Χειροκρότημα! Πάντα ερχόταν νωρίς και έμπαινε μόνη της. Και πάντα καθόταν στην ίδια θέση. Καθόταν στη δέκατη σειρά της δεξιάς πτέρυγας, και η μόνη ώρα που είχε πρόβλημα ήταν στο διάλειμμα: Ποτέ δεν μπορούσε να καταλάβει όταν κάποιος ήθελε να προσπεράσει το κάθισμά της. Ερχόταν νωρίς και έμενε μέχρι που στο θέατρο επικρατούσε ησυχία. Της άρεσε το άκουσμα μιας καλλιεργημένης φωνής, γι' αυτό προτιμούσε τους Βρετανούς ηθοποιούς από τους Αμερικανούς. Της άρεσαν τα μιούζικαλ, όχι τόσο επειδή της άρεσε η μουσική, αλλά γιατί της άρεσε το άκουσμα των φωνών που έπαλλαν. Γι' αυτό αγαπούσε και τα έμμετρα έργα.
Ληρ.
Αγαπούσε τους Ελισσαβετιανούς, αλλά δεν της άρεσε ο Βασιλιάς Την ενδιέφεραν οι Έλληνες κλασικοί, αλλά δεν άντεχε τον
Οιδίποδα Τύραννο.
Δεν της άρεσε ο Θαυματοποιός, ούτε το Φως που Χάνεται. Φορούσε χρωματιστά γυαλιά, όχι πολύ σκούρα. Δεν είχε μπαστούνι. Κάποιο βράδυ, πριν ανέβει η αυλαία για την τελευταία πράξη, ένας προβολέας τρύπησε το σκοτάδι. Ένας άνδρας εμφανίστηκε μέσα στην τρύπα και ρώτησε: «Μήπως υπάρχει γιατρός στην αίθουσα;» Κανείς δεν απάντησε. «Είναι επείγουσα ανάγκη», είπε. «Εάν υπάρχει γιατρός στην αίθουσα, παρακαλώ να έρθει αμέσως στο γραφείο δίπλα στο φουαγιέ». Κοιτούσε δεξιά-αριστερά στην αίθουσα καθώς μιλούσε, αλλά κανείς δεν κινήθηκε. «Ευχαριστώ», είπε, και έφυγε από τη σκηνή. Το κεφάλι της είχε στραφεί προς το φωτεινό κύκλο όταν εμφανίστηκε.
Μετά την ανακοίνωση, χτύπησε το κουδούνι για το σήκωμα της αυλαίας και ξανάρχισε η κίνηση κι οι ομιλίες. Περίμενε και αφουγκραζόταν. Ύστερα σηκώθηκε και ανηφόρισε το διάδρομο, αγγίζοντας τον τοίχο με τα δάχτυλά της. Όταν έφτασε στο φουαγιέ σταμάτησε κι έμεινε εκεί. «Μπορώ να σας βοηθήσω, δεσποινίς;» «Ναι, ψάχνω για το γραφείο». «Είναι εκεί, αριστερά σας». Γύρισε και κινήθηκε προς τα αριστερά, με το χέρι ελαφρά απλωμένο μπροστά της. Όταν ακούμπησε τον τοίχο, έψαξε με το χέρι βιαστικά και βρήκε την πόρτα. Χτύπησε και περίμενε. «Ναι;» άνοιξε. «Χρειάζεστε γιατρό;» «Είστε γιατρός;» «Μάλιστα». «Γρήγορα! Από εδώ!» Ακολούθησε τα βήματα του άντρα ανηφορίζοντας ένα διάδρομο που ήταν παράλληλος με τις πτέρυγες της αίθουσας. Ύστερα τον άκουσε να ανεβαίνει επτά σκαλιά και τον μιμήθηκε. Έφτασαν σ' ένα καμαρίνι και μπήκε μέσα μαζί του. «Εδώ είναι». Ακολούθησε τη φωνή. «Τι συνέβη;» ρώτησε απλώνοντας το χέρι. Άγγιξε το σώμα ενός άνδρα. Ακουγόταν ένα πνιχτό λαχάνιασμα και ξέπνοος βήχας. «Είναι ο βοηθός σκηνής», είπε ο άνδρας. «Νομίζω ότι πνίγεται από μια καραμέλα. Πάντα μασούσε καραμέλες. Φαίνεται πως κάτι σφήνωσε στο λαιμό του. Δεν μπορώ να το φτάσω, όμως». «Καλέσατε ασθενοφόρο;» «Ναι. Αλλά δείτε τον - έχει μελανιάσει! Δεν ξέρω αν θα φτάσουν εγκαίρως». Άφησε τον καρπό και πίεσε το κεφάλι προς τα πίσω. Έψαξε το
εσωτερικό του λαιμού. «Ναι, υπάρχει κάποιο εμπόδιο. Ούτε εγώ δεν μπορώ να το φτάσω. Φέρτε μου ένα κοντό, κοφτερό μαχαίρι - αποστειρωμένο - γρήγορα!» «Μάλιστα, κυρία, αμέσως!» Την άφησε εκεί μόνη της. Ένιωσε τους παλμούς της καρωτίδας. Ακούμπησε τα χέρια της στο φουσκωμένο στήθος. Έσπρωξε το κεφάλι ακόμα πιο πίσω και ψαχούλεψε πάλι μέσα στο λαιμό. Πέρασε ένα λεπτό, και άλλο μισό. Ακούστηκαν βιαστικά βήματα. «Ορίστε... Πλύναμε τη λάμα με οινόπνευμα...» Πήρε το μαχαίρι στα χέρια της. Κάπου μακριά ακούστηκε η σειρήνα του ασθενοφόρου. Δεν μπορούσε να είναι βέβαιη ότι θα έφταναν εγκαίρως. Έτσι, εξέτασε τη λάμα με τα δάχτυλά της. Ύστερα εξέτασε το λαιμό του άντρα. Γύρισε ελαφρά προς την παρουσία που ένιωθε πίσω της. «Νομίζω ότι θα ήταν προτιμότερο να μην το δείτε αυτό», δήλωσε, «θα κάνω μια πρόχειρη τραχειοτομή. Δεν είναι ωραίο θέαμα». «Καλά. Θα περιμένω έξω». Βήματα που απομακρύνονταν... Έκοψε. Ακούστηκε ένας αναστεναγμός. Ένα σφύριγμα αέρα. Κύλησε υγρό... Ακούστηκε παφλασμός. Σήκωσε το κεφάλι. Όταν έφτασε το ασθενοφόρο, τα χέρια της ήταν πάλι σταθερά, γιατί ήξερε ότι ο άντρας θα ζούσε. «...Σάλοτ», είπε στον γιατρό, «Αϊλήν Σάλοτ, Κρατική Σχολή Ψυχιατρικής». «Σας έχω ακουστά. Δεν είστε...;» «Ναι, είμαι, αλλά είναι πιο εύκολο να διαβάζεις τους ανθρώπους παρά τη γραφή Μπράιγ». «Ναι - καταλαβαίνω. Μπορούμε να επικοινωνήσουμε μαζί σας στη Σχολή;» «Ναι».
«Ευχαριστούμε, γιατρέ. Ευχαριστούμε», είπε ο διευθυντής. Ξαναγύρισε στη θέση της για το υπόλοιπο έργο. Μετά το φινάλε, κάθησε μέχρι ν' αδειάσει το θέατρο. Ενώ καθόταν, ένιωθε ακόμα τη σκηνή. Γι' αυτήν, η σκηνή ήταν μια εστία ήχων, ρυθμών, μια αίσθηση κίνησης, κάποια εναλλαγή φωτός και σκιάς - όχι όμως και χρωμάτων: Ήταν το κέντρο μιας ειδικής λαμπρότητας γι' αυτήν: Ήταν ο τόπος όπου ένιωθε τον ρυθμό του τρίπτυχου πάθημα – μάθημα - ποίημα, την πορεία της ζωής μέσα από τον κύκλο των παθών και των αισθήσεων. Το μέρος όπου όσοι είναι ικανοί να υποφέρουν με αξιοπρέπεια υπέφεραν με αξιοπρέπεια, ο τόπος όπου οι έξυπνοι Γάλλοι ύφαιναν τους ιστούς των κωμωδιών τους ανάμεσα στους Στύλους της Ιδέας. Το μέρος όπου η μαύρη ποίηση των μηδενιστών εκ-πορνευόταν με αντίτιμο την αναγνώριση αυτών ακριβώς που περιφρονούσε, ο τόπος όπου χυνόταν αίμα και ακούγονταν κραυγές και λέγονταν τραγούδια, όπου ο Απόλλων και ο Διόνυσος παραμόνευαν στα παρασκήνια, όπου ο Αρλεκίνος διαρκώς ξεγελούσε τον Καπιτάνο Σπετσαφέρ και του έπαιρνε το παντελόνι. Ήταν ο τόπος όπου μπορούσε να παρασταθεί οποιαδήποτε πράξη, αλλά όπου στην πραγματικότητα υπήρχαν μόνο δύο πράγματα πίσω από κάθε πράξη: η ευτυχία και η θλίψη, το κωμικό και το τραγικό δηλαδή, ο έρωτας και ο θάνατος - τα δύο πράγματα που καθόριζαν την κατάσταση του ανθρώπου. Ήταν ο τόπος των ηρώων και των αντιηρώων. 0 τόπος που αγαπούσε, και έβλεπε εκεί τον μόνο άνθρωπο που γνώριζε το πρόσωπό του, να περπατάει φορτωμένος σύμβολα, στην επιφάνεια του... Για να παλέψει με μια θάλασσα από προβλήματα, μέσα στο φεγγαρόφωτο - ο άνθρωπος που είχε καλέσει τους αντάρτες ανέμους και είχε υφάνει την πράσινη θάλασσα και το γαλάζιο θόλο και τα μαργαριτάρια που ήταν τα μάτια του... Τι αριστούργημα που είναι ο άνθρωπος! Απέραντος σε ικανότητα, μορφή και κίνηση! Τον είχε γνωρίσει σε όλους τους ρόλους του, που δεν μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς Ακροατήριο. Ήταν ίδιος η Ζωή. Ήταν ο Πλάστης... Ήταν ο Δημιουργός και ο Υποκινητής. Ήταν σπουδαιότερος από τους ήρωες. Το μυαλό μπορεί να συγκρατήσει πολλά πράγματα. Μαθαίνει. Δεν μπορεί όμως να διδαχθεί να μη σκέφτεται. Τα συναισθήματα μένουν τα ίδια, ποιοτικά, σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Τα ερεθίσματα στα οποία ανταποκρίνονται υπόκεινται σε ποσοτικές μετατροπές, αλλά τα συναισθήματα βρίσκονται σε διαρκή
παρακαταθήκη. Γι' αυτό επιβιώνει το θέατρο. Είναι διαπολιτισμικό. Περικλείει το Βόρειο και το Νότιο Πόλο της ανθρώπινης κατάστασης. Τα συναισθήματα εγκλωβίζονται σαν ρινίσματα σιδήρου στο μαγνητικό του πεδίο. Το μυαλό δεν μπορεί να διαταχθεί να μη σκέφτεται, αλλά τα συναισθήματα έχουν προκαθορισμένες μορφές. Εκείνος ήταν το θέατρο της. Εκείνος ήταν οι πόλοι του κόσμου. Εκείνος ήταν όλες οι πράξεις. Δεν ήταν η μίμηση των πράξεων, ήταν οι πράξεις οι ίδιες. Ήξερε ότι ήταν ένας πολύ ικανός άνθρωπος που τον έλεγαν Τσαρλς Ρέντερ. Ένιωθε ότι ήταν ο Πλάστης. Το μυαλό μπορεί να συγκρατήσει πολλά πράγματα. Αλλά εκείνος ήταν πολύ περισσότερο από ένα πράγμα: Ήταν το παν. ...Το ένιωθε. Όταν σηκώθηκε να φύγει, τα τακούνια της αντήχησαν στο άδειο σκοτάδι. Καθώς ανηφόριζε το διάδρομο, οι ήχοι ξαναγύριζαν διαρκώς σ' αυτήν. Διέσχιζε ένα άδειο θέατρο, απομακρυνόταν από μια άδεια σκηνή. Ήταν μόνη. Στο τέλος του διαδρόμου, σταμάτησε. Όπως το μακρινό γέλιο που σταματά μ' ένα ξαφνικό χαστούκι, έγινε ησυχία. Τώρα δεν ήταν ούτε ακροατήριο ούτε ηθοποιός. Ήταν μόνη σ' ένα άδειο θέατρο. Είχε κόψει ένα λαιμό -και είχε σώσει μια ζωή. Σήμερα είχε ακούσει, είχε νιώσει, είχε χειροκροτήσει. Τώρα, πάλι, όλα είχαν τελειώσει, και ήταν μόνη σ' ένα σκοτεινό θέατρο. Φοβόταν.
Ο άντρας συνέχισε να περπατά κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου μέχρι που έφτασε σε κάποιο δέντρο. Στάθηκε και το κοίταζε πολλή ώρα, με τα χέρια στις τσέπες. Τελικά γύρισε πίσω, από την κατεύθυνση που είχε έρθει. Αύριο ξημέρωνε άλλη μέρα. «Ω, θλιβερέ έρωτα της ζωής μου, γιατί με πρόδωσες; Δεν είμαι ωραία; Σε αγάπησα πολύν καιρό, και όλοι οι τόποι της σιωπής έχουν γνωρίσει τους θρήνους μου. Σε αγάπησα περισσότερο από τον εαυτό μου, και υποφέρω γι' αυτό. Σε αγάπησα πάνω από τη ζωή μ' όλη της τη γλύκα και η γλύκα έγινε μοσχοκάρφι και πικραμύγδαλο. Είμαι έτοιμη να εγκαταλείψω τούτη εδώ τη ζωή μου για σένα. Γιατί να φύγεις στη θάλασσα με τα πολυκάταρτα, πολύκωπα πλοία, παίρνοντας μαζί σου τους Λάρητες και τους Πενάτες, και να μ' αφήσεις εδώ πέρα μόνη μου; Θ' ανάψω μια φωτιά για να καώ. Θ' ανάψω μια φωτιά - μια πυρά για ν' αποτεφρώσει το χρόνο και το χώρο που μας χωρίζει. Θέλω να 'μαι μαζί σου παντοτινά. Δεν θα μπω στο ολοκαύτωμα σιωπηλή, αλλά θρηνώντας. Δεν είμαι μια συνηθισμένη κόρη, για να λιώσω από τον πόνο και να πεθάνω χλωμή, με σκοτεινά μάτια. Γιατί στις φλέβες μου τρέχει το αίμα των Πριγκίπων της Γης, και το μπράτσο μου είναι μπράτσο πολεμιστή στη μάχη. Το υψωμένο σπαθί μου σκίζει το κράνος του εχθρού μου και πέφτει μπροστά μου νεκρός. Δεν υποτάχτηκα ποτέ, κύριέ μου. Αλλά τα μάτια μου βαρέθηκαν να κλαίνε, κι η γλώσσα μου να θρηνεί. Εμφανίστηκες μπροστά μου για να εξαφανιστείς για πάντα, κι αυτό είναι ασυγχώρητο κρίμα. Δεν μπορώ να συγχωρέσω τον ερωτά μου, ούτε και σένα. Κάποτε κορόιδευα τα ερωτικά τραγούδια και τα παράπονα των κοριτσιών στις όχθες του ποταμού. Τώρα το γέλιο μου τραβήχτηκε, όπως το βέλος από την πληγή, κι είμαι κι εγώ μόνη, χωρίς εσένα. Μη με συγχωρείς, μεγάλε μου έρωτα, που σ' αγάπησα. Θέλω ν' ανάψω μια φωτιά από μνήμες και ελπίδες. Θέλω να βάλω φωτιά στις σκέψεις μου για σένα που καίνε κιόλας, να σε αποθέσω σαν ποίημα στην πυρά, για να κάνω στάχτη τη ρυθμική σου απαγγελία. Σ' αγάπησα, κι εσύ έφυγες. Ποτέ πια δεν θα σε ξαναδώ σε τούτη τη ζωή, ούτε θ' ακούσω τη μελωδία της φωνής σου, ούτε θα νιώσω ξανά τον κεραυνό από το άγγιγμά σου. Σ' αγαπούσα, κι είμαι προδομένη και μόνη. Σ' αγαπούσα, και τα λόγια μου έπεφταν σ' αυτιά που ήταν κουφά και η όψη μου αντίκριζε μάτια που δεν έβλεπαν. Δεν είμαι ωραία, ω άνεμοι της Γης που με ξεπλένετε και συνδαυλίζετε τις φωτιές μου; Γιατί λοιπόν με εγκατέλειψες, ω ζωή της καρδιάς μέσα στο στήθος μου; Πάω τώρα στον πατέρα μου, τη φλόγα, να με υποδεχτεί καλύτερα. Απ' όλες τις μορφές του έρωτα δεν θα υπάρξει άλλη σαν τη δική σου. Είθε οι Θεοί να σ' ευλογούν και να σε υποστηρίζουν, φως μου, και είθε η κρίση τους να μην πέσει επάνω σου βαριά γι' αυτό που μου 'κανες. Αινεία, καίγομαι για σένα! Φλόγα, γίνε ο
τελευταίος μου έρωτας!» Ακούστηκαν χειροκροτήματα καθώς παρέπαιε στο φωτισμένο κύκλο και τελικά έπεσε κάτω. Ύστερα το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ένα λεπτό αργότερα τα φώτα άναψαν ξανά, και τα υπόλοιπα μέλη της Λέσχης Παραστάσεων Από Τη Μυθολογία σηκώθηκαν και πλησίασαν για να τη συγχαρούν για τη διεισδυτική της ερμηνεία. Συζήτησαν για τη σημασία των λαϊκών μοτίβων, από το σατί ως τη θυσία της Βρουγχίλδης. Καλό, θεμελιώδες - φωτιά - αποφάσισαν. «Φωτιά... η τελευταία μου αγάπη» - Καλό: Ο Έρως και ο Θάνατος σε μια τελειωτική καθαρτήρια φλόγα. Αφού τελείωσαν τις εκτιμήσεις τους, ένας μικρόσωμος, σκυφτός άντρας και η γυναίκα του που θύμιζε πουλί προχώρησαν προς το μέσον του δωματίου. «Αβελάρδος και Ελοίζα», ανακοίνωσε ο άντρας. Μια σιωπή όλο σεβασμό τους τύλιξε. Ένας χοντρός σαραντάρης τον πλησίασε, με το πρόσωπο λουσμένο στον ιδρώτα. «Ο αρχιευνούχος μου», είπε ο Αβελάρδος. Ο χοντρός χαμογέλασε και υποκλίθηκε. «Και τώρα, ας αρχίσουμε...» Ακούστηκε ένα μοναχικό χειροκρότημα κι έγινε σκοτάδι.
Σαν βαθιά χωμένα μυθολογικά σκουλήκια, τα ηλεκτρικά καλώδια, οι υδραυλικές σωληνώσεις και τα κανάλια μεταφοράς με πεπιεσμένο αέρα απλώνονται σ' όλη την ήπειρο. Πάλλονται, περιστέλλονται και πίνουν από τη Γη και τον κεραυνό. Παίρνουν το πετρέλαιο και το νερό και τα απόβλητα και μικρά πακέτα και μεγάλα δέματα και γράμματα και τα καταπίνουν. Αυτά περνούν μέσα τους, κάτω από τη Γη, και ξεβράζονται το καθένα στον προορισμό του, και οι μηχανές που δουλεύουν σ' εκείνα τα μέρη αναλαμβάνουν από κει και πέρα. Τυφλά, έρπουν μακριά από τον ήλιο. Δεν έχουν γεύση, έτσι η Γη και ο κεραυνός καταπίνονται αμάσητα. Δεν έχουν όσφρηση ούτε ακοή, και η Γη είναι η γρανιτένια τους φυλακή. Ξέρουν μόνο ό,τι αγγίζουν. Και η αφή είναι η διαρκής λειτουργία τους. Αυτή είναι η βαθιά κρυμμένη χαρά του σκουληκιού. Ο Ρέντερ είχε μιλήσει με τον ψυχολόγο και είχε εξετάσει τον εξοπλισμό του γυμναστηρίου του νέου σχολείου. Είχε επίσης επισκεφθεί τα διαμερίσματα των μαθητών και είχε μείνει ευχαριστημένος.
Τώρα όμως, καθώς άφησε τον Πήτερ ξανά στο ναό της γνώσης, ένιωθε ελαφρά ανικανοποίητος. Δεν ήξερε γιατί. Τα πάντα έδειχναν σε τάξη, όπως και την πρώτη φορά που είχε επισκεφθεί το μέρος. Ο Πήτερ έμοιαζε ευδιάθετος, επίσης. Ιδιαίτερα ευδιάθετος. Ξαναγύρισε στο αυτοκίνητό του και βγήκε στον αυτοκινητόδρομο αυτό το μεγάλο δέντρο χωρίς ρίζες που τα κλαδιά του κάλυπταν δύο ηπείρους (και όταν θα τελείωνε η γέφυρα του Βερίγγειου πορθμού θα κάλυπταν όλο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία, τους δυο πόλους και τα νησιά). Αναρωτήθηκε, αναρωτήθηκε, αλλά δεν έβρισκε λόγο για τη δυσαρέσκειά του. Μήπως έπρεπε να τηλεφωνήσει στην Τζιλ και να τη ρωτήσει πώς πήγαινε το κρυολόγημά της; Ή μήπως ήταν ακόμα θυμωμένη για το παλτό της και τα Χριστούγεννα που το είχαν συνοδεύσει; Τα χέρια του έπεσαν στα γόνατά του, και η εξοχή ανεβοκατέβαινε γύρω του καθώς περνούσε τις σειρές των λόφων. Το χέρι του ακούμπησε ξανά στον πίνακα ελέγχου. «Εμπρός;» «Αϊλήν, εδώ Ρέντερ. Δεν κατάφερα να σου τηλεφωνήσω όταν συνέβη, αλλά έμαθα για την τραχειοτομή που έκανες στο Θέατρο...» «Ναι», είπε εκείνη, «ευτυχώς που ήμουν εκεί -εγώ και το κοφτερό μου μαχαίρι. Από πού τηλεφωνείς;» «Από το αυτοκίνητό μου. Μόλις άφησα τον Πήτερ στο σχολείο. Τώρα γυρίζω πίσω». «Ναι; Πώς είναι; Ο αστράγαλός του...;» «Πολύ καλά. Πήραμε μια τρομάρα τα Χριστούγεννα, αλλά δεν έγινε τίποτε τελικά. - Πες μου τι έγινε στο Θέατρο, αν δεν σε πειράζει». «Το αίμα να πειράζει μια γιατρό;» γέλασε απαλά. «Να, ήταν αργά, λίγο πριν την τελευταία πράξη...» Ο Ρέντερ ξάπλωσε πίσω και χαμογέλασε, άναψε ένα τσιγάρο και άκουγε. Έξω, η εξοχή είχε σταθεροποιηθεί σε μια ομαλή πεδιάδα και το αυτοκίνητο κυλούσε κατά μήκος της σαν μπάλα του μπόουλινγκ, μέσα στο κανάλι, ίσα στον προορισμό του. Προσπέρασε έναν πεζό.
Κάτω από ψηλά καλώδια και πάνω από θαμμένα καλώδια περπατούσε ξανά, δίπλα σ' ένα μεγάλο κλαδί τον δέντρου των δρόμων. Περπατούσε μέσα σε μια ατμόσφαιρα κηλιδωμένη από το χιόνι και τα
μαγνητικά κύματα. Τα αυτοκίνητα προσπερνούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, και λίγοι από τους επιβάτες τους τον πρόσεξαν. Τα χέρια τον βρίσκονταν στις τσέπες τον σακακιού του, και το κεφάλι του ήταν χαμηλωμένο γιατί δεν κοιτούσε τίποτε. Ο γιακάς του ήταν ανασηκωμένος και η υγρή συνεισφορά του ουρανού, οι νιφάδες, μαζεύονταν στο γείσο του καπέλου του. Φορούσε γαλότσες. Το έδαφος ήταν υγρό και λίγο λασπωμένο. Συνέχιζε να περπατά, ένα αδέσποτο φορτίο στο πεδίο μιας μεγάλης γεννήτριας. «Δείπνο απόψε στην Πέρδικα και το Νυστέρι;» «Γιατί όχι;» είπε ο Ρέντερ. «Κατά τις οκτώ;» «Οκτώ. Άντε γεια!»
Μερικές έπεφταν από τον ουρανό, αλλά οι περισσότερες εκσφενδονίζονταν από τους τροχούς των αυτοκινήτων... Τα αυτοκίνητα άφηναν τους επιβάτες τους πάνω σε πλατφόρμες μέσα στις μεγάλες κυψέλες των αυτοκινήτων. Τα αεροταξί άφηναν τους δικούς τους σε σημεία προσγείωσης κοντά στις εισόδους των υπόγειων κυλιόμενων διαδρόμων. Αλλά με ό,τι μέσον κι αν είχαν έρθει, οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν στο Μέγαρο των Εκθέσεων πεζή. Το κτίριο ήταν οκταγωνικό, και η οροφή του ήταν σαν αναποδογυρισμένη σουπιέρα. Οκτώ διακοσμητικά τρίγωνα από μαύρη πέτρα στόλιζαν κάθε γωνία, απέξω. Η σουπιέρα ήταν επιλεκτικό φίλτρο. Αυτή τη στιγμή απορροφούσε όλο το μπλε από το γκρίζο απόγευμα και γυάλιζε ελαφρά απέξω - πιο άσπρο απ' όλα τα βρώμικα χτεσινά χιόνια. Η οροφή του ήταν ένας ανέφελος καλοκαιριάτικος ουρανός στις έντεκα το πρωί, χωρίς κανένας ήλιος να χαλά την παγωνιά της Πρωινής του Δόξας. Ο κόσμος συνέρρεε κάτω απ' αυτό τον ουρανό, περνούσε ανάμεσα στα εκθέματα, κινείτο σαν ρηχό ρυάκι σε βραχώδες έδαφος. Προχωρούσαν κατά κύματα και τυχαίες δίνες. Στροβιλίζονταν. Κελάρυζαν, πάφλαζαν, φλυαρούσαν. Πότε-πότε σπίθιζαν... Έρχονταν σταθερά από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα πέρα από τον μπλε ορίζοντα. Αφού έκαναν τη βόλτα τους, έκλειναν το κύκλωμα ξαναγυρίζοντας στα μεταλλικά σύννεφα που τους είχαν φέρει τρέχοντας. Περνούσαν Έξω.
Έξω ήταν η έκθεση που διοργάνωνε η Πολεμική Αεροπορία και ήταν ανοιχτή εδώ και δυο βδομάδες, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, και είχε προσελκύσει επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Έξω βρισκόταν μια επισκόπηση των επιτευγμάτων του Ανθρώπου στο Διάστημα. Προς τα Έξω κατευθυνόταν ένας στρατηγός με δύο άστρα, μαζί με καμιά δεκαριά συνταγματάρχες, δεκαοκτώ αντισυνταγματάρχες, πολλούς ταγματάρχες, πολλούς λοχαγούς κι αμέτρητους υπολοχαγούς. Κανείς δεν έβλεπε ποτέ τον στρατηγό, εκτός από τους συνταγματάρχες και τους ανθρώπους του Οργανισμού Εκθέσεων. Το Μέγαρο των Εκθέσεων, εκεί δίπλα στο διαστημοδρόμιο, ανήκε στον Οργανισμό Εκθέσεων που δάνειζε το καλό του γούστο στους επιδειξίες που απευθύνονταν σ' αυτόν. Πρώτα, προς τα δεξιά, καθώς έμπαινες στην Αίθουσα-Μανιτάρι (της είχε μείνει το παρατσούκλι), ήταν η Γκαλερί. Στην Γκαλερί υπήρχαν φωτογραφίες που έπιαναν ολόκληρο τοίχο. Ο θεατής νόμιζε ότι θα μπορούσε να περπατήσει μέσα τους και να χαθεί στα ψηλά, λεπτά βουνά πίσω από τη Σεληνιακή Βάση III (που νόμιζες ότι θα τα 'παιρνε ο αέρας, αν υπήρχε αέρας για να τα πάρει). Ή ότι θα μπορούσε να περιπλανηθεί κάτω από τη διάφανη οροφή της υπόγειας σεληνιακής πόλης, και ν' αγγίξει έναν από τους κρύους λοβούς του εγκέφαλου του παρατηρητήριου και να νιώσει τις γοργές του σκέψεις να περνούν από κάτω. Ή, προσπερνώντας, να μπει σ' αυτή την έρημο στο χρώμα της σκουριάς κάτω από τον πρασινωπό ουρανό, να βήξει μια-δυο φορές, να φτύσει αίμα, να τριγυρίσει τους ψηλούς τοίχους του υπέργειου Συγκροτήματος του Διαστημοδρόμιου - γκριζογάλανο, μονολιθικό, χτισμένο ένας θεός ξέρει πάνω σε τι ερείπια - και να μπει σ' αυτό το φρούριο όπου οι άνθρωποι κινούνται σαν φαντάσματα σε αρειανό σούπερ μάρκετ, να νιώσει την υφή αυτών των υαλωδών τοίχων και να βγάλει κάποιους απαλούς ήχους, από τους λίγους στον κόσμο αυτό. Ή να περάσει με τη φαντασία του την Κόλαση του Ερμή, δοκιμάζοντας τα χρώματα - το φλογερό κίτρινο, το κανελί και το πορτοκαλί - και να σταθεί τελικά να ξεκουραστεί στο Μεγάλο Ψυγείο, όπου ο Παγωμένος Γίγαντας παλεύει με το Πύρινο Πλάσμα, και όπου κάθε διαμέρισμα είναι σφραγισμένο και συντηρείται χωριστά - όπως στα υποβρύχια ή στους πυραύλους μεταφορών, για τον ίδιο, θεμελιώδη λόγο. Ή να περιπλανηθεί προς τους Πέντε Εξώτερους, όπου ήρωας είναι η ζέστη κι εχθρός το κρύο, να σταθεί εκεί σ' ένα παγωμένο φούρνο πίσω από το βουνό, με τα χέρια στις τσέπες, και να μετρήσει τις χρωματιστές πινελιές στους τοίχους, να δει τον Ήλιο σαν λαμπρό άστρο, να παγώσει, να εκπνεύσει ατμούς και να συμφωνήσει ότι όλα αυτά τα μέρη που γυρνούν γύρω από τον Ήλιο είναι πολύ όμορφα, αλλά οι φωτογραφίες τους ακόμα πιο
ωραίες. Μετά την Γκαλερί υπήρχαν οι Αίθουσες των Βαρυτήτων, όπου ανέβαινες από μια σκάλα που μύριζε φρεσκοκομμένο ξύλο. Στην κορυφή μπορούσες να διαλέξεις τη βαρύτητα που ήθελες - της Σελήνης, του Άρη, του Ερμή - και να ξαναγυρίσεις στο επίπεδο της Αίθουσας πάνω σ' ένα μαξιλάρι αέρα, σαν σε ασανσέρ, νιώθοντας για μια στιγμή την αίσθηση της βαρύτητας που έχεις στον κόσμο που διάλεξες. Η πλατφόρμα φτάνει κάτω, η προσγείωση είναι ομαλή... Σαν να πέφτεις σε άχυρα, ή σε πουπουλένιο στρώμα. Μετά υπήρχε ένα μπρούτζινο κάγκελο στο ύψος της μέσης. Περιέφραζε την Πηγή των Κόσμων. Έσκυβες και κοιτούσες κάτω... Προφυλαγμένο από το φως, βρισκόταν ένα απύθμενο μαύρο πηγάδι... Ήταν ένα πλανητάριο. Μέσα του, οι κόσμοι στριφογύριζαν σε μαγνητικές τροχιές, λάμποντας. Κινούνταν γύρω από έναν ήλιο σαν πύρινη μπάλα. Η απόσταση των πιο μακρινών ήταν αναλογικά μικρότερη απ' την πραγματικότητα, και έλαμπαν παγωμένα, αχνά, μέσα στη μαυρίλα. Η Γη ήταν τυρκουάζ. Η Αφροδίτη θαμπό σμαραγδί. Ο Άρης, σαν γρανίτα πορτοκάλι. Ο Ερμής στο χρώμα, του βουτύρου και ο Γαλιανός σαν την κόρα του φρεσκοψημένου ψωμιού. Φαγητά και θησαυροί κρέμονταν στην Πηγή των Κόσμων. Όσοι πεινούσαν και λαχταρούσαν πλούτη έσκυβαν πάνω από το μπρούτζινο κιγκλίδωμα και χάζευαν. Απ' αυτό το υλικό είναι φτιαγμένα τα όνειρα. Οι άλλοι κοίταζαν και προσπερνούσαν, πηγαίνοντας να δουν τη μακέτα σε φυσική κλίμακα του θαλάμου αποσυμπίεσης της Σεληνιακής Βάσης III, ή να ακούσουν τον αντιπρόσωπο της κατασκευάστριας εταιρείας των βαλβίδων να δίνει άγνωστα στοιχεία για την κατασκευή των πιεστικών κλείστρων και την ισχύ των αεραντλιών. (Ήταν ένας κοντός κοκκινομάλλης που ήξερε απέξω πολλές στατιστικές.) Ή διέσχιζαν το Μέγαρο με τα οχήματα του μονορέηλ που κρεμόταν από πάνω. Ή έβλεπαν το εικοσάλεπτο φιλμάκι Έξω - Σταματώντας στα Αξιοθέατα που ήταν τόσο προσεγμένο ώστε είχε ζωντανό αφηγητή και όχι ηχογράφηση. Ανέβαιναν τεχνητά στημένα βράχια με αναρριχητικές βάρκες και λειτουργούσαν τις δαγκάνες από τις μεγάλες μεταλλικές διχάλες που χρησίμευαν για εξορύξεις εκτός του πλανήτη. Αυτοί που πεινούσαν, πάντως, έμεναν περισσότερη ώρα στο ίδιο σημείο.
Έμεναν περισσότερο και γελούσαν λιγότερο. Ήταν μέρος του πλήθους που έκανε πηγαδάκια και πετούσε σπίθες... «Θα σ' ενδιέφερε να πετάξεις κάποια μέρα;» Το αγόρι με τα δεκανίκια γύρισε το κεφάλι. Κοίταξε τον αντισυνταγματάρχη που του είχε απευθύνει το λόγο. Ο αξιωματικός ήταν ψηλός. Ηλιοκαμένα χέρια και πρόσωπο, σκούρα μάτια, ένα μικρό μουστάκι και μια λεπτή, καφετιά πίπα ήταν τα πιο έντονα χαρακτηριστικά του, πέρα από την καλοραμμένη και ατσαλάκωτη στολή του. «Γιατί;» ρώτησε το αγόρι. «Είσαι στη σωστή ηλικία για να προγραμματίζεις το μέλλον σον. Οι σταδιοδρομίες πρέπει να προγραμματίζονται από πολύ νωρίς. Ένας άντρας μπορεί να είναι αποτυχημένος από τα δεκατρία του χρόνια αν δεν κοιτάζει μπροστά.» «Έχω διαβάσει πολλά σχετικά...» «Ασφαλώς. Όλοι στην ηλικία σου έχουν διαβάσει. Αλλά τώρα βλέπεις δείγματα - πρόσεξε, είναι μόνο δείγματα - της πραγματικότητας. Το μεγάλο, νέο σύνορο είναι πέρα. Το μεγαλύτερο απ' όλα. Δεν μπορείς να καταλάβεις την αίσθηση διαβάζοντας μόνο φυλλάδια». Από πάνω τους, το μονορέηλ διέσχιζε το Μέγαρο. Ο αξιωματικός το έδειξε με την πίπα του. «Ακόμα κι αυτό δεν είναι το ίδιο όπως αν το οδηγούσες πάνω από μια χιονισμένη χαράδρα», παρατήρησε. «Αυτό οφείλεται στην ανεπάρκεια των ανθρώπων που συγγράφουν τα φυλλάδια», είπε το αγόρι. «Οποιαδήποτε ανθρώπινη εμπειρία θα έπρεπε να είναι περιγράψιμη και ερμηνεύσιμη - από κάποιον καλό συγγραφέα». Ο αξιωματικός τον κοίταξε λοξά. «Για ξαναπές το αυτό, αγόρι μου». «Είπα ότι αν τα βιβλία σας δεν λένε όσα θα θέλατε να λένε, δεν φταίει το υλικό γι' αυτό». «Πόσων χρόνων είσαι;» «Δέκα». «Δείχνεις πολύ ξύπνιος για την ηλικία σου». Το παιδί σήκωσε τους ώμους, πήρε το ένα δεκανίκι και έδειξε κατά
το Μέγαρο. «Τότε γιατί δεν αλλάζετε τα πράγματα προσλαμβάνοντας μερικούς καλλιτέχνες; Μπορεί να σας βοηθούσαν να βρείτε πολύ περισσότερους σκαπανείς». «Ένας καλός ζωγράφος θα μπορούσε να κάνει πενήντα φορές καλύτερα τη δουλειά που κάνουν αυτές οι μεγάλες, γυαλιστερές φωτογραφίες». «Είναι πολύ καλές φωτογραφίες». «Φυσικά, είναι τέλειες. Και πανάκριβες, κατά πάσα πιθανότητα. Αλλά οποιαδήποτε από αυτές τις σκηνές δοσμένη από κάποιον αληθινό καλλιτέχνη θα ήταν ασύγκριτα καλύτερη». «Εκεί πάνω δεν υπάρχει ακόμα χώρος για καλλιτέχνες. Πρώτα πάνε οι σκαπανείς. Ο πολιτισμός ακολουθεί». «Χμ», είπε ο αξιωματικός, «είναι μια άποψη κι αυτή. Θα 'θελες να περπατήσουμε λίγο μαζί; Να δούμε μερικά από τα εκθέματα;» «Ασφαλώς», είπε το παιδί. «Γιατί όχι; Αν και "περπατάω" δεν είναι το σωστό ρήμα...» Ακολούθησε τον αξιωματικό και συνέχισαν να χαζεύουν την έκθεση. Οι αναρριχητικές βάρκες σκαρφάλωναν αριστερά τους, και οι δαγκάνες κροτάλιζαν. «Είναι αλήθεια ότι αυτό το πράγμα σχεδιάστηκε με πρότυπο τις δαγκάνες του σκορπιού;» «Ναι», είπε ο αξιωματικός. «Κάποιος λαμπρός μηχανικός έκλεψε ένα κόλπο από τη φύση. Αυτό είναι το είδος των ανθρώπων που θέλουμε να στρατολογήσουμε». Το παιδί κούνησε το κεφάλι του. «Έχω ζήσει στο Κλήβελαντ. Κάτω στον Ποταμό Κουγιαχόγκα χρησιμοποιούν ένα πράγμα που το λένε Μεταφορέα Χούλαν για να ξεφορτώνουν το μετάλλευμα από τις βάρκες. Βασίζεται στην αρχή των ποδιών του τζίτζικα. Κάποιος έξυπνος νέος με το είδος του μυαλού που σας ενδιαφέρει καθόταν στην αυλή του μια μέρα και έκοβε πόδια από τα τζιτζίκια, όταν του κατέβηκε: "Ε", είπε, "μπορεί κάτι να βγει απ' αυτό". Διαμέλισε μερικά ακόμα τζιτζίκια κι έτσι γεννήθηκε ο Μεταφορέας Χούλαν. Όπως είπατε, έκλεψε ένα κόλπο που η φύση είχε σπαταλήσει σε πράγματα που το μόνο που κάνουν είναι να χοροπηδούν στους αγρούς μασουλώντας καπνό και προκαλώντας ενόχληση. Ο πατέρας μου με πήγε μια φορά βαρκάδα στο ποτάμι και είδα τα πράγματα να δουλεύουν. Είναι
μεγάλα μεταλλικά πόδια με δαγκάνες στην άκρη, και κάνουν τον πιο φρικτό θόρυβο που έχω ακούσει ποτέ μου - σαν να τρίζουν τα κόκαλα όλων των τζιτζικιών που μαρτύρησαν. Φοβάμαι ότι δεν έχω το είδος του μυαλού που σας ενδιαφέρει». «Ναι», είπε ο αξιωματικός, «φαίνεται ότι έχεις από το άλλο είδος». «Ποιο άλλο είδος;» «Το είδος που έλεγες: Αυτό που θα δει και θα ερμηνεύσει, το είδος που θα πει στους ανθρώπους πίσω στην πατρίδα πώς είναι τα πράγματα εκεί έξω». «Θα με παίρνατε σαν χρονικογράφο;» «Όχι. Είμαστε υποχρεωμένοι να σε πάρουμε σαν κάτι άλλο. Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να σε σταματήσει. Πόσοι άνθρωποι επιστρατεύτηκαν στους Παγκόσμιους Πολέμους για να γράψουν πολεμικά μυθιστορήματα; Πόσα πολεμικά μυθιστορήματα έχουν γραφτεί; Και πόσα καλά; Υπάρχουν αρκετά, ξέρεις. Μπορείς να προγραμματίσεις τη μόρφωσή σου μ' αυτό το στόχο». «Ίσως», είπε το παιδί. Συνέχισαν να περπατούν. «Πάμε από δω;» πρότεινε ο αξιωματικός. Το αγόρι συμφώνησε και τον ακολούθησε σ' ένα διάδρομο και μετά σ' ένα ασανσέρ. Έκλεισε την πόρτα του και τους ρώτησε πού ήθελαν να πάνε. «Στο κάτω μπαλκόνι», είπε ο αντισυνταγματάρχης. Ούτε που κατάλαβαν ότι κινήθηκαν, όταν οι πόρτες άνοιξαν ξανά. Βγήκαν έξω στο στενό μπαλκόνι που προεξείχε γύρω-γύρω από τη σουπιέρα. Ήταν κλεισμένο με συνθετικό τζάμι και ελαφρά φωτισμένο. Από κάτω τους βρίσκονταν ο περίβολος και ένα κομμάτι του αγρού. «Σύντομα θα ξεκινήσουν αρκετά οχήματα», είπε ο αξιωματικός. «Θέλω να τα κοιτάξεις, να τα δεις ν' ανεβαίνουν πάνω στις ρόδες τους από φωτιά και καπνό». «Ρόδες από φωτιά και καπνό», είπε το αγόρι χαμογελώντας. «Έχω δει αυτή τη φράση σε πολλά φυλλάδιά σας. Αληθινά ποιητική, μάλιστα κύριε». Ο αξιωματικός δεν του απάντησε. Κανείς από τους μεταλλικούς πύργους δεν κινήθηκε. «Αυτά στην πραγματικότητα δεν πάνε μακριά, ξέρεις», είπε τελικά. «Απλώς μεταφέρουν υλικά και προσωπικό στους σταθμούς που
βρίσκονται σε τροχιά. προσεδαφίζονται ποτέ».
Τα
πραγματικά
μεγάλα
σκάφη
δεν
«Ναι, το ξέρω. Είναι αλήθεια ότι κάποιος αυτοκτόνησε δίπλα σ' ένα από τα εκθέματά σας σήμερα το πρωί;» «Όχι», είπε ο αξιωματικός χωρίς να τον κοιτάζει, «ήταν ατύχημα. Μπήκε στην αίθουσα βαρύτητας του Άρη πριν μπει η πλατφόρμα στη θέση της και χωρίς να έχει σχηματιστεί το στρώμα του αέρα. Έπεσε στο φρεάτιο». «Τότε γιατί δεν κλείνετε αυτή την αίθουσα;» «Γιατί όλοι οι μηχανισμοί ασφαλείας λειτουργούν σωστά. Το προειδοποιητικό φως και το προστατευτικό κιγκλίδωμα δουλεύουν και τα δυο κανονικά». «Τότε γιατί το χαρακτηρίσατε ατύχημα;» «Γιατί δεν άφησε σημείωμα. -Κοίτα, εκείνο εκεί ετοιμάζεται να απογειωθεί!» Έδειξε με την πίπα του. Ένας στρόβιλος από καπνούς σχηματίστηκε στη βάση ενός από τους μεταλλικούς σταλαγμίτες. Ένα φως άναψε στο κέντρο του στροβίλου. Ύστερα η φωτιά κατέβηκε πιο χαμηλά, και κύματα καπνού γέμισαν τον αγρό, απλώθηκαν κι ανέβηκαν ψηλά στον αέρα. Αλλά όχι τόσο ψηλά όσο το σκάφος. ...Γιατί τώρα είχε ξεκινήσει. Σχεδόν αδιόρατα, είχε υψωθεί πάνω από το έδαφος. Τώρα η κίνηση ήταν ευδιάκριτη. Ξαφνικά, με μια μεγάλη φλόγα, βρέθηκε ψηλά στον αέρα, σκίζοντας το γκρίζο. Ήταν σαν να 'χε πάρει φωτιά ο ουρανός. Ύστερα η λάμψη μίκρυνε και έγινε σαν αστέρι που απομακρυνόταν. «Τίποτε δεν είναι σαν έναν πύραυλο που εκτοξεύεται», είπε ο αξιωματικός. «Ναι», είπε το παιδί, «έχετε δίκιο». «Θέλεις να to ακολουθήσεις;» είπε ο άντρας. «Θέλεις ν' ακολουθήσεις αυτό το άστρο;» «Ναι», είπε το παιδί. «Κάποια μέρα θα το κάνω». «Η δική μου εκπαίδευση ήταν πολύ σκληρή, και οι απαιτήσεις σήμερα είναι ακόμα μεγαλύτερες». Παρακολούθησαν άλλα δυο σκάφη να εκτοξεύονται. «Πότε πετάξατε για τελευταία φορά;» ρώτησε το αγόρι.
«Πάει καιρός...», είπε ο άντρας. «Πρέπει να πηγαίνω τώρα. Έχω να γράψω μια εργασία για το σχολείο». «Να σου δώσω πρώτα μερικά από τα καινούρια μας φυλλάδια». «Ευχαριστώ, τα έχω όλα». «Καλά, λοιπόν... Καληνύχτα, φίλε». «Καληνύχτα. Ευχαριστώ για την ξενάγηση». Το αγόρι πήγε πίσω στο ασανσέρ. Ο αξιωματικός έμεινε στο μπαλκόνι, κοιτώντας πέρα, κοιτώντας πάνω, κρατώντας σφιχτά την πίπα του που είχε σβήσει. Τα ελαφρά και συστραμμένα σώματα παλεύουν... Ύστερα, σκοτάδι. «Ω, το ατσάλι! Ο πόνος καθώς εισχωρεί η λεπίδα! Είμαι όλο στόματα, κι απ' όλα ξερνάω αίμα!» Σιωπή. Ύστερα, χειροκρότημα.
IV «...Το απλό, το άμεσο, το ευθύ. Αυτός είναι ο καθεδρικός ναός του Γουίντσεστερ», έλεγε ο ξεναγός. «Με τους ψηλούς του κίονες, σαν πελώριους κορμούς δέντρων, ασκεί έναν αμείλικτο έλεγχο στους χώρους του. Οι οροφές είναι επίπεδες. Κάθε εξώστεγο που σχηματίζεται ανάμεσα σ' αυτούς τους κίονες, είναι από μόνο του ένα θαύμα σταθερότητας και βεβαιότητας. Μοιάζει, αληθινά, να αντανακλά κάτι από το πνεύμα του Γουλιέλμου του Κατακτητή. Η περιφρόνηση της διακοσμητικότητας και η παθιασμένη αφοσίωση στη λατρεία ενός άλλου κόσμου το κάνουν επίσης κατάλληλο σκηνικό για κάποιο μύθο από τον Μάλορυ...» «Κοιτάξτε τα περίτεχνα επίκρανα », έλεγε ο ξεναγός, «μέσα στο διάκοσμό τους βλέπετε κάτι που αργότερα έγινε πολύ συνηθισμένο μοτίβο...» «Τρίχες!» είπε ο Ρέντερ - αρκετά σιγά, γιατί βρισκόταν σ' ένα γκρουπ μέσα στην εκκλησία. «Σσστ!», είπε η Τζιλ (Φότλοκ - αυτό ήταν το αληθινό της επώνυμο) ΝτεΒίλ. Ο Ρέντερ ήταν εντυπωσιασμένος όσο κι εξαντλημένος. Αλλά είχε τόσο συνηθίσει να μισεί το χόμπυ της Τζιλ, που θα
προτιμούσε να αναπαύεται κάτω από κάποια ανατολίτικη συσκευή που θα έσταζε νερό στο κεφάλι του, παρά να παραδεχτεί πως μερικές φορές απολάμβανε τις βόλτες κάτω από αψίδες και γαλαρίες, σε τούνελ και διαδρόμους και το εξαντλητικό σκαρφάλωμα στις ατελείωτες στριφογυριστές σκάλες των πύργων. Έτσι, έβλεπε τα πάντα, τα έσβηνε κλείνοντας τα μάτια, και ξανάχτιζε τα μέρη από την αρχή μέσα από τις ακόμα ζεστές στάχτες της μνήμης, ώστε στο μέλλον να μπορεί να επαναλάβει την εμπειρία, προσφέροντας το όραμα σ' εκείνη την ασθενή του που μπορούσε να δει μόνο μ' αυτό τον τρόπο. Αυτό το κτίριο ήταν λιγότερο αντιπαθητικό από πολλά. Ναι, θα το 'παιρνε μαζί του για χάρη της. Ενώ η κάμερα του μυαλού του φωτογράφιζε το περιβάλλον, ο Ρέντερ περπατούσε μαζί με τους υπόλοιπους, με το παλτό στο χέρι και τα δάχτυλα να πεθαίνουν για τσιγάρο. Προσπαθούσε ν' αγνοεί τον ξεναγό, συνειδητοποιώντας ότι αυτό ήταν το ναδίρ όλων των μορφών ανθρώπινης διαμαρτυρίας. Καθώς περπατούσε μέσα στο Γουίντσεστερ, σκεφτόταν τις τελευταίες δύο συνεδρίες του με την Αϊλήν Σάλοτ. Περιπλανήθηκε ξανά μαζί της.
Εκεί όπου ο πάνθηρας ισορροπεί στο κλαδί από πάνω... Περπατούσαν.
Εκεί όπου το ελάφι ψάχνει απεγνωσμένα για τροφή... Σταμάτησαν όταν έβαλε τα χέρια στους κροτάφους της με τα δάχτυλα ανοιχτά, και τον κοίταξε λοξά, με μισάνοιχτα χείλη, σαν να ήθελε να τον ρωτήσει κάτι. «Ελάφια», είχε πει. Εκείνη κούνησε το κεφάλι, και το ελάφι πλησίασε. Έπιασε τα κέρατά του, έτριψε τη μύτη του, εξέτασε τις οπλές του. «Ναι», είπε, κι εκείνο έστριψε κι απομακρύνθηκε, κι ο πάνθηρας πήδησε στη ράχη του και του ξέσκισε το λαιμό. Το κοίταξε καθώς χτύπησε δυο φορές με τα κέρατα το αιλουροειδές πριν πεθάνει. Ο πάνθηρας άρχισε να το καταβροχθίζει κι εκείνη απομάκρυνε το βλέμμα της.
Εκεί που ο κροταλίας λιάζει το πλαδαρό κορμί τον πάνω σ' ένα βράχο... Τον κοίταζε να μαζεύεται και να κροταλίζει τρεις φορές. Ύστερα έπιασε τα κρόταλά του. Ξαναγύρισε στον Ρέντερ. «Γιατί μου δείχνεις αυτά τα πράγματα;»
«Πρέπει να μάθεις και τα δυσάρεστα», είπε και της έδειξε.
...Εκεί που ο αλιγάτορας με το αδρό του δέρμα κοιμάται δίπλα στο βάλτο. Ακούμπησε τις φολίδες του δέρματος. Το ζώο χασμουρήθηκε. Μελέτησε τα δόντια του, την κατασκευή των σιαγόνων του. Έντομα βούιζαν γύρω της. Ένα κουνούπι έκατσε στο μπράτσο της και την τσίμπησε. Το χτύπησε με την παλάμη και γέλασε. «Πώς τα πάω;» ρώτησε. Ο Ρέντερ χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Κρατάς καλά». Χτύπησε τα χέρια και το δάσος εξαφανίστηκε, το ίδιο και ο βάλτος. Στέκονταν ξυπόλητοι σε κινούμενη άμμο, και ο ήλιος και το είδωλό του τους φώτιζαν από την επιφάνεια του νερού, ψηλά πάνω από το κεφάλι τους. Ένα κοπάδι πολύχρωμα ψάρια κολυμπούσε ανάμεσα τους, και τα φύκια λικνίζονταν πέρα-δώθε, στολίζοντας τα περαστικά ρεύματα. Τα μαλλιά τους κολυμπούσαν όπως τα φύκια, και τα ρούχα τους έπλεαν. Ελικοειδή, συστραμμένα και συσπειρωμένα, ροζ και γαλάζια και άσπρα και μπλε και κόκκινα και καφέ, σειρές ολόκληρες από χιλιάδες όστρακα κείτονταν μπροστά τους και τους οδηγούσαν μέσα από κοραλένιους τοίχους, σωρούς από λεία βότσαλα και δίπλα από τα ανοιχτά, χωρίς γλώσσα και δόντια στόματα γιγάντιων στρειδιών. Έπλεαν μέσα στο πράσινο. Εκείνη έσκυψε κι έψαξε μέσα στα όστρακα. Όταν σηκώθηκε ξανά, κρατούσε έναν πελώριο γαλάζιο κοχλία, λεπτό σαν κέλυφος αβγού, που στη μια του άκρη συστρεφόταν σχηματίζοντας ένα μεγάλο δάχτυλο, και μετά από λαβύρινθους με σιφώνια λεπτά σαν μακαρόνια κατέληγε σε μια στριφογυριστή ουρά. «Αυτό είναι», είπε. «Το αυθεντικό όστρακο του Δαίδαλου». «Όστρακο του Δαίδαλου;» «Δεν ξέρεις την ιστορία, κύριε μου, πώς ο πιο μεγάλος τεχνίτης, ο Δαίδαλος, κάποτε κυνηγήθηκε από τον βασιλέα Μίνωα;» «Κάτι θυμάμαι...» «Ο βασιλιάς τον έψαχνε παντού, χωρίς αποτέλεσμα. Γιατί ο Δαίδαλος, με την τέχνη του, μπορούσε να παίρνει όλες τις μορφές του Πρωτέα. Τελικά ένας από τους συμβούλους του βασιλιά βρήκε έναν τρόπο να τον εντοπίσει». «Και ποιος ήταν αυτός ο τρόπος;»
«Μ' αυτό το όστρακο, αυτό εδώ το ίδιο όστρακο που δημιούργησα σήμερα και σου παρουσιάζω». Ο Ρέντερ πήρε το δημιούργημα της στα χέρια του και το περιεργάστηκε. «Το έστειλε σ' όλες τις πόλεις του Αιγαίου», του εξήγησε, «και πρόσφερε μια μυθική αμοιβή σε όποιον θα κατάφερνε να περάσει απ' όλα του τα διαμερίσματα μία και μόνη κλωστή». «Τώρα θυμάμαι...» «Τι θα γινόταν, και γιατί; Ο Μίνωας ήξερε ότι ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να βρει τον τρόπο να τα καταφέρει ήταν ο πιο μεγάλος απ' όλους τους τεχνίτες, και ήξερε καλά και την υπερηφάνειά του - ήξερε ότι θα δελεαζόταν να δοκιμάσει το ακατόρθωτο, για να αποδείξει ότι μπορούσε να κάνει ό,τι δεν έκανε κανείς άλλος». «Ναι», είπε ο Ρέντερ, καθώς περνούσε μια μεταξωτή κλωστή από το ένα άκρο και την παρακολουθούσε να βγαίνει από το άλλο. «Ναι, θυμάμαι. Ένας μικροσκοπικός κόμπος, δεμένος στη μέση ενός εντόμου ενός εντόμου που ανάγκασε να μπει από το ένα άκρο, ξέροντας ότι ήταν συνηθισμένο σε σκοτεινούς λαβύρινθους, και ότι η δύναμή του ήταν πολύ μεγαλύτερη από το μέγεθός του». «...Και νίκησε το όστρακο και εισέπραξε την αμοιβή του και τον συνέλαβε ο βασιλιάς». «Αυτό ας αποτελέσει μάθημα σε όλους τους Πλάστες - να δημιουργείτε με σοφία, αλλά όχι με τελειότητα». Γέλασε. «Φυσικά, απέδρασε αργότερα». «Φυσικά». Ανέβηκαν μια κοραλένια σκάλα. Ο Ρέντερ έβγαλε την κλωστή, ακούμπησε το όστρακο στα χείλη του, και φύσηξε. Μία μοναδική νότα αντήχησε ώς πέρα από τη θάλασσα.
Εκεί που η βίδρα τρέφεται με ψάρια... Το ευέλικτο σώμα σε σχήμα οβίδας κολυμπώντας, και ρίχτηκε σ' ένα κοπάδι ψάρια.
τους
προσπέρασε
Το παρακολούθησαν να καταβροχθίζει μέχρι που τελείωσε το γεύμα του και ξαναγύρισε στην επιφάνεια. Συνέχισαν ν' ανεβαίνουν τη σπειροειδή σκάλα.
Τα κεφάλια τους βγήκαν έξω από το νερό, μετά οι ώμοι τους, τα χέρια τους, οι γοφοί τους, ώσπου βρέθηκαν να στέκονται στεγνοί και ζεστοί στη μικρή ακτή. Μπήκαν στο δάσος που άρχιζε δίπλα και περπάτησαν πλάι στο ποταμάκι που κυλούσε προς τη θάλασσα.
Εκεί που η μαύρη αρκούδα ψάχνει για ρίζες και μέλι, εκεί που ο κάστορας στρώνει τη λάσπη με την ουρά του για φτυάρι... «Λέξεις», είπε εκείνη αγγίζοντας το αυτί του. «Ναι, αλλά δες την αρκούδα και τον κάστορα». Τα κοίταξε. Οι μέλισσες βούιζαν σαν τρελές γύρω από τη σκούρα κυψέλη, και η λάσπη πιτσιλιζόταν κάτω από την ουρά του τρωκτικού. «Κάστορας και αρκούδα», είπε εκείνη. «Πού πηγαίνουμε τώρα;» καθώς τον είδε να ξεκινάει πάλι.
«Εκεί που φυτρώνει το ζαχαροκάλαμο, στη βαμβακοφυτεία με τα κίτρινα λουλούδια, στους χαμηλούς, υγρούς ορυζώνες», απάντησε και προχώρησε μπροστά. «Τι λες;» «Κοίτα δίπλα σου και δες. Δες τα φυτά, τα σχήματα και τα χρώματα τους». Προχώρησαν περπατώντας δίπλα στα φυτά.
«Πέρα από το διόσπυρο», είπε ο Ρέντερ, «πέρα απ' το ψηλό καλαμπόκι, πέρα απ' το λεπτό λινάρι με τα γαλάζια άνθη». Εκείνη γονάτισε, μελέτησε, μύρισε, άγγιξε, γεύτηκε. Διέσχισαν τους αγρούς, κι ένιωσε τη γη κάτω από τα πόδια της. «...Κάτι προσπαθώ να θυμηθώ», είπε.
«Πέρα από το σκούρο πράσινο του ρυζιού», είπε, «καθώς τρέμει και αλλάζει χρώματα με την αύρα». «Περίμενε μια στιγμή, Δαίδαλε», του είπε. «Αρχίζω να θυμάμαι σιγά-σιγά. Μου ικανοποίησες μιαν ανομολόγητη επιθυμία». «Ας σκαρφαλώσουμε ένα βουνό», πρότεινε, «με πεισματάρικα,
κοκαλιάρικα πόδια».
Το έκαναν, και άφησαν την πεδιάδα πίσω τους. «Βράχια, και κρύος αέρας. Αυτό το μέρος είναι ψηλά, είπε εκείνη. «Πού πηγαίνουμε;» «Στην κορυφή. Στην ψηλότερη κορυφή». Σκαρφάλωναν για ένα ατελείωτο λεπτό και στάθηκαν στην κορυφή του βουνού. Τους φάνηκε ότι σκαρφάλωναν ώρες ολόκληρες.
«Απόσταση, προοπτική», της είπε. «Περάσαμε από όλα όσα βλέπεις κάτω. Κοίτα πέρα από τους αγρούς και το δάσος, ως τη θάλασσα». «Σκαρφαλώσαμε ένα μυθικό βουνό», δήλωσε εκείνη, «που το έχω σκαρφαλώσει ξανά, χωρίς να το βλέπω». Συμφώνησε. Ο ωκεανός τράβηξε ξανά την προσοχή της, κάτω από το διαφορετικό μπλε του ουρανού. Ύστερα από λίγο γύρισε προς το μέρος του, κι άρχισαν να κατεβαίνουν την πίσω πλευρά του βουνού. Ξανά, ο Χρόνος διαστρεβλώθηκε και πήρε τη μορφή που εκείνοι του έδωσαν, και βρέθηκαν στη βάση του βουνού και συνέχισαν να προχωρούν.
«Πατάμε το γρασίδι στο μονοπάτι και αγγίζουμε τα φύλλα των θάμνων». «Τώρα ξέρω!» είπε χτυπώντας τα χέρια της. «Τώρα ξέρω!» «Πού βρισκόμαστε λοιπόν;» ρώτησε ο Ρέντερ. Τράβηξε ένα φυλλαράκι από το γρασίδι, το κράτησε μπροστά του, ύστερα το μάσησε. «Πού;» είπε. «Μα, εκεί που η πέρδικα σφυρίζει στα δάση και τους σιτοβολώνες, φυσικά». Μια πέρδικα σφύριξε τότε και διέσχισε κάθετα το μονοπάτι τους, και τα μικρά της ακολουθούσαν λες και τα τραβούσε με σκοινί. «Ανέκαθεν», του είπε, «αναρωτιόμουν τι να σημαίνουν όλ' αυτά». Συνέχισαν το δρόμο τους ανάμεσα στα δάση και τους σιτοβολώνες. Σκοτείνιαζε. «...Τόσα πράγματα!» είπε. «Σαν εγκυκλοπαίδεια των αισθήσεων. Δείξε μου άλλη μια σελίδα».
«Εκεί που η νυχτερίδα πετάει την αυγή των Επτά Μηνών», είπε ο Ρέντερ υψώνοντας το χέρι. Έσκυψε το κεφάλι για να ξεφύγει από το πέταγμά της, και η σκοτεινή μορφή εξαφανίστηκε μέσα στο δάσος.
«Εκεί που η μεγάλη χρυσόμυγα πετάει στο σκοτάδι», του απάντησε. Η αυγή των Επτά Μηνών ήταν κρύα, και αχνά άστρα ανέτειλαν στα ουράνια. Της έδειχνε τους αστερισμούς καθώς προχωρούσαν. Ένα μισοφέγγαρο ξεμύτισε από την άκρη του κόσμου, κι άλλη μια νυχτερίδα πέταξε από μπροστά. Μια κουκουβάγια ακούστηκε από μακριά. Από χαμηλά ακούγονταν φωνές τριζονιών. Μια επίμονη λάμψη που θύμιζε σούρουπο γέμιζε ακόμα τον κόσμο.
...Κι έλαμπε σαν μετεωρίτης είκοσι τεσσάρων καρατιών και έπεσε δίπλα στα πόδια του. Έμεινε εκεί για ένα λεπτό σαν σκαραβαίος στο χρώμα του ήλιου, ύστερα χάθηκε μέσα στο γρασίδι δίπλα στο μονοπάτι. «Τώρα θυμάσαι», της είπε. «Τώρα θυμάμαι», είπε εκείνη. «Πήγαμε μακριά», του είπε. «Πόσο μακριά;» τη ρώτησε.
«Εκεί που το ρυάκι αναβλύζει από τις ρίζες του γέρικου δέντρου και κυλάει στο λιβάδι», δήλωσε. «Ναι», είπε εκείνος, κι άπλωσε το χέρι κι έσκυψε στο πελώριο δέντρο όπου είχαν φτάσει. Ανάμεσα στις ρίζες του ανάβλυζε μια πηγή που τροφοδοτούσε το ρυάκι που είχαν ακολουθήσει νωρίτερα. Ακουγόταν σαν μια αλυσίδα από μικροσκοπικά κουδουνάκια ν' αντηχούσαν από μακριά, έτσι όπως ανέβλυζε στον αέρα και ξανάπεφτε στα ίδια του τα νερά και απομακρυνόταν κυλώντας. Κυλούσε ανάμεσα στα δέντρα, έσκαβε το χώμα, στριφογύριζε και άνοιγε δρόμο κατά τη θάλασσα. Μπήκε ξυπόλητη στο νερό. Την περικύκλωσε και άφρισε γύρω της. Την περιέλουσε και κύλησε στην πλάτη και το λαιμό και το στήθος και τα χέρια και τα πόδια της, και ξαναγύρισε. «Μπες μέσα, το μαγικό ρυάκι είναι υπέροχο», είπε. Αλλά ο Ρέντερ κούνησε το κεφάλι και περίμενε. Εκείνη βγήκε, τινάχτηκε, ήταν στεγνή. «Πάγος και ουράνια τόξα», παρατήρησε. «Ναι», είπε ο Ρέντερ, «κι έχω ξεχάσει τη συνέχεια». «Κι εγώ το ίδιο, αλλά θυμάμαι ότι λίγο αργότερα το κοτσύφι βγάζει
τους θαυμαστούς του λαρυγγισμούς και τους θρήνους».
Και ο Ρέντερ ανατρίχιασε καθώς άκουσε το κοτσύφι. «Αυτό δεν ήταν δικό μου κοτσύφι», παρατήρησε. Εκείνη γέλασε. «Τι σημασία έχει; Έτσι κι αλλιώς, όπου να 'ναι ήταν η σειρά του». Κούνησε το κεφάλι και απέφυγε το βλέμμα της. Εκείνη ξαναγύρισε κοντά του. «Με συγχωρείς, θα είμαι πιο προσεκτική». «Πολύ καλά».
Συνέχισε να διασχίζει την εξοχή. «Ξεχνώ το επόμενο κομμάτι». «Κι εγώ το ίδιο». Άφησαν το ρυάκι πολύ πίσω τους. Περπάτησαν πάνω στο γρασίδι που τσάκιζε κάτω από τα βήματά τους, σε επίπεδες, απέραντες πεδιάδες. Και στον ορίζοντα φαινόταν μόνον ένα μικρό κομμάτι από την κορυφή του ήλιου.
Εκεί που οι σκιές μακραίνουν το δειλινό πάνω από το απέραντο, μοναχικό λιβάδι... «Είπες κάτι;» τον ρώτησε. «Όχι. Αλλά θυμήθηκα. Αυτό είναι το μέρος όπου κοπάδια βόνασων
συνωστίζονται μίλια ολόκληρα, όσο πάει το μάτι».
Μια σκούρα μάζα μακριά στ' αριστερά τους σταδιακά άρχισε να παίρνει πιο συγκεκριμένη μορφή, και καθώς κοιτούσαν άρχισαν να ξεχωρίζουν τις μορφές των μεγάλων βόνασων της αμερικανικής πεδιάδας. Πέρα από ροντέο και ζωοπανηγύρεις και έξω από την εικόνα των παλιών νομισμάτων, τα ζώα στέκονταν ανεξάρτητα και σκοτεινά. Μύριζαν γη και ήταν αργά, πελώρια και τριχωτά. Κινούνταν όλα μαζί, με τα κεφάλια και τα κέρατα χαμηλωμένα, με τις μεγάλες ράχες να τρέμουν, το ζώδιο του Ταύρου, η ανελέητη γονιμότητα της άνοιξης που χανόταν μαζί με τη μέρα στο παρελθόν - ίσως εκεί που πετάει το κολιμπρί. Διέσχισαν τη μεγάλη πεδιάδα, και το φεγγάρι έλαμπε τώρα από πάνω τους. Έφτασαν τελικά στην άλλη άκρη της, όπου υπήρχαν λίμνες κι ένα άλλο ποταμάκι, και μια άλλη θάλασσα. Πέρασαν άδεια αγροκτήματα και κήπους κι ακολούθησαν το μονοπάτι του νερού.
«Εκεί που γυρίζει ο λαιμός του γέρικου κύκνου», είπε εκείνη, βλέποντας τον πρώτο της κύκνο να κολυμπά στη λίμνη μέσα στο φεγγαρόφωτο.
«Εκεί που ο γελαστός γλάρος πετάει κατά την ακτή», απάντησε εκείνος, «και γελά με το γέλιο του που μοιάζει ανθρώπινο». Και πέρα από τη νύχτα ακούστηκε γέλιο, αλλά δεν θύμιζε γέλιο γλάρου ούτε ανθρώπου, γιατί ο Ρέντερ δεν είχε ποτέ ακούσει γλάρο να γελά. Οι ήχοι που είχε δημιουργήσει με πρώτη ύλη καθαρά συναισθήματα πάγωσαν το απόγευμα γύρω του. Έκανε το απόγευμα να ζεσταθεί ξανά. Φώτισε το σκοτάδι, το χρωμάτισε ασημένιο. Το γέλιο απομακρύνθηκε κι έσβησε. Ένας γλάρος πέταξε κατά τον ωκεανό, σκοτάδι και ασήμι, σκοτάδι και ασήμι, απομακρύνθηκε.
«Νομίζω», ανακοίνωσε, «ότι αυτά είναι αρκετά για σήμερα». «Αλλά υπάρχουν κι άλλα, τόσα άλλα», του είπε. «Κουβαλάς καταλόγους εστιατορίων στο κεφάλι σου. Δεν θυμάσαι λίγο ακόμα απ' αυτά; Κάτι θυμάμαι για τις κοκκινολαίμικες πέρδικες που κουρνιάζουν σε κύκλο με τα κεφάλια προς τα έξω, και για τον ερωδιό με την κίτρινη κορόνα που τρώει καβούρια στις άκρες των βάλτων τις νύχτες, και τις ακρίδες στην καρυδιά πάνω από το πηγάδι, και...» «Είναι πλούσιο, είναι πολύ πλούσιο», είπε ο Ρέντερ. «Ίσως υπερβολικά πλούσιο». Πέρασαν μέσα από λιβάδια με λεμονιές και πορτοκαλιές, κάτω από έλατα, και στα μέρη που έβοσκε ο ερωδιός, και οι ακρίδες τραγούδησαν στην καρυδιά πάνω απ' το πηγάδι, και οι πέρδικες κούρνιασαν σε κύκλο πάνω στο έδαφος, με τα κεφάλια προς τα έξω. «Την άλλη φορά, θα μου δείξεις όλα τα ζώα;» τον ρώτησε. «Ναι». Έστριψε σ' ένα μικρό μονοπάτι που οδηγούσε σε μιαν αγροικία, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο Ρέντερ την ακολούθησε, χαμογελώντας. Σκοτάδι. Συμπαγές, απόλυτο - μαύρο όσο μαύρο μπορεί να είναι μόνον το απόλυτο κενό. Δεν υπήρχε απολύτως τίποτε μέσα στην αγροικία. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε από κάπου. «Ανεπίτρεπτη εκδρομή στο τοπίο», είπε ο Ρέντερ. «Ήμουν έτοιμος να κλείσω την αυλαία, αλλά εσύ αποφάσισες ότι το έργο έπρεπε να συνεχιστεί. Αυτή τη φορά, όμως, απέφυγα να σε τροφοδοτήσω με συμπληρωματικά ερείσματα ». «Δεν μπορώ πάντα να το ελέγξω», είπε. «Λυπάμαι. Ας ξαναγυρίσουμε τώρα. Μπορώ να ελέγξω την παρόρμηση». «Όχι, ας προχωρήσουμε», είπε ο Ρέντερ. «Προβολείς!» Στέκονταν στην κορυφή ενός ψηλού λόφου, και οι νυχτερίδες που πετούσαν μπροστά από το μισοφέγγαρο ήταν μεταλλικές. Το απόγευμα ήταν κρύο κι ένας τραχύς ήχος έβγαινε από ένα σωρό παλιοσίδερα. Τα δέντρα ήταν μεταλλικοί στύλοι με τα κλαδιά καρφωμένα στη θέση τους. Το γρασίδι κάτω από τα πόδια τους ήταν φτιαγμένο από πράσινο πλαστικό. Ένας γιγάντιος, άδειος αυτοκινητόδρομος περνούσε δίπλα στους πρόποδες του λόφου. «Πού - είμαστε;» τον ρώτησε.
«Απόλαυσες το Τραγούδι του Εγώ σον», είπε, «με όσο περισσότερο ναρκισισμό μπορούσε να χωρέσει. Δεν πειράζει ιδιαίτερα - μέχρις ένα ορισμένο σημείο. Αλλά το παρατράβηξες. Τώρα πιστεύω ότι είναι απαραίτητη λίγη εξισορρόπηση. Δεν μπορώ να παίζω παιχνίδια σε κάθε συνεδρία». «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Το Τραγούδι του "Όχι Εγώ;"» είπε και χτύπησε τα χέρια του. «Άς περπατήσουμε».
...Εκεί που η Σκόνη διψάει για νερό, είπε μια φωνή, από κάπου - και περπάτησαν, βήχοντας.
...Εκεί που το μολυσμένο από τ' απόβλητα ποτάμι δεν φιλοξενεί ζωντανό πλάσμα, είπε η φωνή, κι ο αφρός του έχει το χρώμα της σκουριάς. Περπάτησαν δίπλα στο ποτάμι που βρωμούσε, και κράτησε τη μύτη της αλλά δεν κατόρθωσε ν' αποφύγει τη βρώμα. ...Εκεί που το δάσος έχει εκχερσωθεί και το τοπίο είναι η ίδια η
Λήθη.
Περπάτησαν ανάμεσα στα κούτσουρα, πατώντας σκορπισμένα κλαδιά. Και τα ξερά φύλλα έτριζαν κάτω από τα πόδια τους. Από πάνω τους, το πρόσωπο του φεγγαριού που τους στραβοκοίταζε ήταν σημαδεμένο, και κρεμόταν από μια λεπτή κλωστή από το μαύρο ταβάνι. Περπατούσαν σαν γίγαντες ανάμεσα σε ξύλινα οροπέδια. Η γη ανάμεσα στα φύλλα ήταν ραγισμένη.
...Εκεί που η σκαμμένη γη γεμίζει με αίμα το άδειο αυλάκι τον εγκαταλειμμένου ορυχείου. Γύρω τους υπήρχαν σκουριασμένα μηχανήματα. Σωροί από χώμα και πέτρες κείτονταν γυμνοί κάτω από τη νύχτα. Οι μεγάλες τρύπες στη γη ήταν γεμάτες με ένα έκκριμα σαν αίμα. ... Τραγούδα, αλουμινένια Μούσα, που στην αρχή δίδαξες εκείνο
τον βοσκό πώς η τέχνη και η διαδικασία γεννήθηκαν από το Χάος, ή αν ο θάνατος πιότερο σε ευχαριστεί, ιδού το μεγαλύτερο απ' όλα τα Νεκροταφεία! Βρίσκονταν ξανά στην κορυφή του λόφου και κοίταζαν από πάνω το σωρό των παλιοσίδερων. Υπήρχαν τρακτέρ και μπουλντόζες και οδοστρωτήρες και γερανοί και εκσκαφείς και φορτηγά. Υπήρχαν σωροί από στρεβλωμένο μέταλλο, σκουριασμένο μέταλλο, σπασμένο μέταλλο. Πλαίσια και λαμαρίνες κι ελατήρια κι ελάσματα ήταν σκορπισμένα παντού, και οι λάμες και τα φτυάρια και τα τρυπάνια ήταν όλα
διαλυμένα. Ήταν ο Βόρβορος του εργαλείου, η Κόλαση της μηχανής. «Τι...;» είπε. «Παλιοσίδερα», είπε εκείνος. «Αυτό είναι το μέρος που δεν μας τραγούδησες - τα πράγματα που ποδοπατούν τα φύλλα του γρασιδιού σου και τα ξεριζώνουν». Άνοιξαν δρόμο ανάμεσα στα νεκρά μηχανήματα. «Είναι και στοιχειωμένο», πρόσθεσε, «κατά κάποιον τρόπο. »Αυτό το μηχάνημα ισοπέδωσε ένα ινδιάνικο νεκροταφείο, και αυτό εδώ ξερίζωσε το πιο γέρικο δέντρο της ηπείρου. Ετούτο έσκαψε κανάλια για να εκτρέψει ένα ποτάμι κι έκανε μια πράσινη κοιλάδα νεκρή γη. Αυτό γκρέμισε τους τοίχους του σπιτιού ενός από τους προγόνους μας, κι αυτό έστησε τα δοκάρια του τερατόμορφου πύργου που χτίστηκε στη θέση του—» «Γίνεσαι πολύ άδικος», του είπε. «Φυσικά», είπε ο Ρέντερ. «Πάντα πρέπει να υπερβάλλει κανείς αν θέλει να μείνει κάτι απ' όσα λέει. Θυμήσου, σε πήγα εκεί που ο πάνθηρας περπατάει στο επάνω κλαδί, κι εκεί που ο κροταλίας λιάζει το πλαδαρό κορμί του σ' ένα βράχο, κι εκεί που ο αλιγάτορας με το φολιδωτό δέρμα κοιμάται δίπλα στο βάλτο. Θυμάσαι τι σου είπα όταν ρώτησες "Γιατί μου δείχνεις αυτά τα πράγματα;"» «Είπες "Πρέπει να μάθεις και τα δυσάρεστα"». «Σωστά, κι αφού ήσουν παρ' όλα αυτά τόσο πρόθυμη να αναλάβεις υπηρεσία, αποφάσισα ότι λίγο περισσότερος πόνος και λίγο λιγότερη ευχαρίστηση μπορεί να ενίσχυαν τη θέση μου. Ήδη κατάλαβες τι δεν πάει καλά. Το βλέπω». «Ναι», είπε εκείνη, «το ξέρω. Αλλά αυτή η εικόνα των μηχανημάτων που στρώνουν το δρόμο για την κόλαση... Μαύρο ή άσπρο, αλήθεια; Τι απ' τα δυο είναι;» «Γκρι», της είπε. «Έλα λίγο πιο πέρα». Γύρισαν γύρω από ένα σωρό κονσερβοκούτια και μπουκάλια και σπασμένα ελατήρια από στρώματα. Έσκυψε πάνω από ένα κομμάτι μέταλλο που προεξείχε κι άνοιξε μια καταπακτή. «Ιδού, κρυμμένο στην κοιλιά αυτού του μεγάλου βυτιοφόρου, προφυλαγμένο στους αιώνες των αιώνων!» Η εξωπραγματική του λάμψη γέμισε τη σκοτεινή κοιλότητα μ' ένα απαλό πράσινο φως που ξεχυνόταν μέσα από μια εργαλειοθήκη που είχε μόλις ανοίξει.
«Ω...» «Το Άγιο Δισκοπότηρο», δήλωσε. «Εναντιοδρο-μία, αγαπητή μου. Ο κύκλος κλείνει ξανά. Όταν περάσει ξανά από την αρχή του, αρχίζει η σπείρα. Πώς μπορώ να κρίνω; Το Γκράαλ μπορεί να κρύβεται μέσα σ' ένα μηχάνημα. Δεν ξέρω. Τα πράγματα αλλάζουν όσο περνά ο καιρός. Οι φίλοι γίνονται εχθροί, το κακό γίνεται καλό. Αλλά θα σταματήσω το χρόνο όσο χρειάζεται για να σου πω στα γρήγορα μια ιστορία, αφού κι εσύ μου χάρισες το μύθο του Δαίδαλου, του Έλληνα. Μου την είπε ένας ασθενής μου που τον έλεγαν Ρόθμαν, κι είχε μελετήσει την Καμπάλα. Αυτό το Δισκοπότηρο που βλέπεις μπροστά σου, σύμβολο του φωτός και της αγνότητας και της αγιότητας και της θείας μεγαλοσύνης - ποια είναι η προέλευση του;» «Καμία δεν είναι γνωστή», είπε εκείνη. «Ναι, αλλά υπάρχει μια παράδοση, ένας μύθος που ο Ρόθμαν ήξερε: Το Δισκοπότηρο το είχε ο Μελχισαδέκ, Αρχιερέας των Ισραηλιτών, και το προόριζε σαν δώρο για τον Μεσσία. Αλλά πού το είχε βρει ο Μελχισαδέκ; Το είχε σκαλίσει από ένα πελώριο σμαράγδι που είχε πέσει από το στέμμα του Ισμαήλ, Αγγέλου του Σκότους, όταν εκδιώχτηκε από τον Παράδεισο. Και ιδού το Δισκοπότηρο σου, από το φως στο σκοτάδι, ξανά στο φως και ποιος ξέρει; Τι νόημα έχουν όλα αυτά; Εναντιοδρομία, αγαπητή μου. - Αντίο, Δισκοπότηρο». Έκλεισε το καπάκι και ξανάγινε σκοτάδι. Ύστερα, καθώς συνέχισε να περπατά στον Καθεδρικό ναό του Γουίντσεστερ, με τις επίπεδες οροφές παντού, κι ένα άγαλμα εκεί στα δεξιά του που είχε αποκεφαλίσει (όπως έλεγε ο ξεναγός) ο Κρόμγουελ, θυμήθηκε την επόμενη συνεδρία. Θυμήθηκε τη σχεδόν απρόθυμη προσαρμογή του στο ρόλο του Αδάμ καθώς είχε ονομάσει όλα τα ζώα που περνούσαν από μπροστά τους, με πρώτο, φυσικά, αυτό που είχε διαλέξει εκείνη να δει, φοβισμένη με την αμηχανία του. Είχε νιώσει ευχάριστα και βουκολικά αφού είχε πρώτα ξεσκονίσει μια παλιά Βοτανολογία και στη συνέχεια είχε καταφέρει να Πλάσει και να κατονομάσει όλα τα λουλούδια του αγρού. Μέχρι εκείνη την ώρα είχαν αποφύγει τις πόλεις. Τα συναισθήματά της ήταν ακόμη πολύ ισχυρά στη θέα των πιο απλών και προσεκτικά παρουσιασμένων πραγμάτων και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να τη βουτήξει σε κάτι τόσο περίπλοκο και χαώδες ακόμα. Θα έχτιζε την πόλη της σιγά-σιγά. Κάτι πέρασε βιαστικά, ψηλά πάνω από το ναό, βγάζοντας ένα δυνατό θόρυβο. Ο Ρέντερ πήρε το χέρι της Τζιλ στο δικό του για ένα λεπτό και της χαμογέλασε όταν τον κοίταξε. Ξέροντας ότι προσέγγιζε τα
όρια της ομορφιάς, η Τζιλ συνήθως κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες να τα φτάσει. Αλλά σήμερα τα μαλλιά της ήταν απλά τραβηγμένα πίσω σε κότσο, και τα χείλη και τα μάτια της ήταν χλωμά. Και τα γυμνά αυτιά της ήταν μικροσκοπικά και άσπρα και κάπως πεταχτά. «Κοίταξε τα περίτεχνα επίκρανα», ψιθύρισε, «μέσα στο διάκοσμό τους βλέπεις κάτι που αργότερα έγινε πολύ συνηθισμένο μοτίβο...» «Τρίχες!» είπε εκείνη. «Σσστ!» είπε μια ηλιοκαμένη κοντή γυναίκα δίπλα τους, που το πρόσωπό της έμοιαζε να σπάζει και να ξανακολλάει κάθε φορά που άνοιγε το στόμα της. Αργότερα, καθώς γύριζαν με τα πόδια στο ξενοδοχείο τους, ο Ρέντερ είπε: «Εντάξει με το Γουίντσεστερ;» «Εντάξει με το Γουίντσεστερ». «Ευχαριστημένη;» «Ευχαριστημένη». «Ωραία. Τότε μπορούμε να φύγουμε το απόγευμα». «Σύμφωνοι». «Για την Ελβετία...» Κοντοστάθηκε κι έπαιξε μ' ένα κουμπί του παλτού του. «Δεν θα μπορούσαμε να φάμε κάνα-δυο μέρες για να δούμε κάτι παλιούς πύργους πρώτα; Στο κάτω-κάτω, είναι ακριβώς απέναντι από τη Μάγχη, και μπορείς να δοκιμάσεις όλα τα ντόπια κρασιά ενώ εγώ θα χαζεύω...» «Εντάξει», της είπε. Τον κοίταξε - ελαφρά ξαφνιασμένη, «Τι; Καμία αντίρρηση;» χαμογέλασε. «Τι έγινε το αγωνιστικό σου πνεύμα; - Πώς μ' αφήνεις να σε χειραγωγώ μ' αυτό τον τρόπο;» Τον έπιασε αγκαζέ και συνέχισαν να περπατάνε καθώς εκείνος έλεγε «Εχτές, την ώρα που περιδιαβαίναμε το εσωτερικό εκείνου του παλιού κάστρου, άκουσα ένα αχνό βογγητό, και ύστερα μια φωνή είπε: "Προς Θεού, Μον τρεζόρ!" Νομίζω ότι ήταν το αγωνιστικό μου πνεύμα, γιατί είμαι βέβαιος ότι η φωνή ήταν η δική μου. Εγκατέλειψα der geist der stets verneint. Pax vobiscum! Εμπρός για τη Γαλλία. Alors!» «Χρυσέ μου Ρέντυ, θα 'ναι μόνο για μια-δυο μέρες ακόμα...» «Αμήν», είπε εκείνος, «αν και τα σκι μου που τα είχα κερώσει, τώρα θέλουν πάλι φτιάξιμο».
Αυτό και έκαναν, και το πρωί της τρίτης μέρας, όταν άρχισε να του μιλάει για κάστρα στην Ισπανία, σκέφτηκε φωναχτά ότι ενώ οι ψυχολόγοι πίνουν και θυμώνουν, οι ψυχίατροι είναι γνωστό ότι πίνουν, θυμώνουν, και σπάνε πράγματα. Εκλαμβάνοντας τη δήλωση αυτή σαν συγκεκαλυμμένη απειλή για τις πορσελάνες Γουέτζγουντ που είχε αγοράσει, συμμορφώθηκε στην επιθυμία του να πάνε για σκι. Ελεύθερος! Ο Ρέντερ παραλίγο να το ουρλιάξει. Ο χτύπος της καρδιάς του αντηχούσε μέσα στο κεφάλι του. Πάτησε με δύναμη. Έστριψε δεξιά. Ο αέρας χτυπούσε το πρόσωπό του. Μια βροχή από παγωμένους κρυστάλλους, σαν σφαίρες από σμύριδα που τις εκτόξευε ο ίδιος, έγδερναν τα μάγουλά του. Κινιόταν. Ναι - ο κόσμος είχε τελειώσει στο Βάισφλουγιοκ, και ο Ντορφτάλι τον οδηγούσε κάτω, μακριά απ' αυτή την πύλη. Τα πόδια του ήταν δυο λαμπερά ποτάμια που κυλούσαν στις γυμνές, ανάγλυφες πεδιάδες. Δεν μπορούσαν να παγώσουν στην κίνησή τους. Προς τα κάτω. Κυλούσε. Μακριά από όλα τα δωμάτια του κόσμου. Μακριά από την αποπνικτική έλλειψη έντασης, από την παραμασημένη καλοπέραση της κάθε μέρας, από το εξοντωτικό βήμα της αναγκαστικής διασκέδασης που πελεκά τη Λερναία Ύδρα, ξεκούραση. Μακριά. Και καθώς γλιστρούσε προς τα κάτω, ένιωσε μιαν ισχυρή επιθυμία να κοιτάξει πίσω από τον ώμο του, σαν για να δει αν ο κόσμος που είχε αφήσει πίσω και πάνω είχε στείλει μια τρομερή ενσάρκωσή του, σαν σκιά, να τον κυνηγήσει, να τον πιάσει και να τον σύρει πίσω σ' ένα ζεστό και καλοφωτισμένο φέρετρο στον ουρανό, για να μείνει στους αιώνες, μ' ένα αλουμινένιο καρφί να ακινητοποιεί τη θέληση του κι ένα σύμπλεγμα εναλλασσομένων ρευμάτων να καταπνίγει το πνεύμα του. «Σε μισώ», ψιθύρισε με σφιγμένα δόντια, και ο αέρας πήρε τα λόγια του προς τα πίσω. Τότε γέλασε, γιατί πάντα ανέλυε τα συναισθήματά του, από συνήθεια και πρόσθεσε: «Φεύγει ο Ορέστης, τρελός, καταδιωκόμενος από τις Εριννύες...» Ύστερα από λίγη ώρα η πλαγιά έγινε πιο ομαλή κι έφτασε στο τέλος του δρόμου κι αναγκάστηκε να σταματήσει. Τότε κάπνισε ένα τσιγάρο κι ανέβηκε πάλι στην κορφή για να ξανακατέβει, αυτή τη φορά όχι για θεραπευτικούς λόγους. Εκείνη τη νύχτα καθόταν μπροστά στη φωτιά στο μεγάλο σπίτι, νιώθοντας τη ζέστη της να μουλιάζει τους κουρασμένους μυς του. Η Τζιλ του έτριβε τους ώμους καθώς εκείνος έπαιζε το τεστ Ρόρσαχ με τις φλόγες, και βρήκε ένα λαμπερό ποτήρι, που του το πήραν αμέσως, την ίδια στιγμή που άκουσε να φωνάζουν το όνομά του κάπου στην Αίθουσα με τις Εννέα Εστίες.
«Τσάρλς Ρέντερ!» είπε η φωνή (μόνο που θύμιζε περισσότερο «Σαρλτς Ρούντερ»), και το κεφάλι του αμέσως στράφηκε προς εκείνη την κατεύθυνση, αλλά στα μάτια του χόρευαν τόσο πολλές εικόνες που δεν μπορούσε να απομονώσει την πηγή της φωνής. «Μωρίς;» ρώτησε ύστερα από ένα λεπτό, «Μπάρτελμετς;» «Ναι», ήρθε η απάντηση, και τότε ο Ρέντερ είδε το οικείο γκριζομάλλικο κεφάλι, με αρχή φαλάκρας, χωρίς λαιμό, πάνω από το κόκκινο-μπλε παλιό πουλόβερ που είχε τεντωθεί απελπιστικά από το βαρέλι που είχε στη θέση της κοιλιάς ο άντρας που τώρα τους πλησίαζε, αποφεύγοντας επιδέξια τα σκορπισμένα δεκανίκια και τα στοιβαγμένα σκι και τους ανθρώπους που, όπως η Τζιλ και ο Ρέντερ, δεν καταδέχονται να κάθονται σε καρέκλες. «Πάχυνες ακόμα περισσότερο», είπε ο Ρέντερ. «Αυτό είναι ανθυγιεινό». «Αηδίες, είμαι όλο μυς. Πώς τα περνάς και με τι ασχολείσαι αυτό τον καιρό;» Κοίταξε την Τζιλ κι· εκείνη του χαμογέλασε. «Από δω η δεσποινίς ΝτεΒίλ», είπε ο Ρέντερ. «Τζιλ», διευκρίνισε εκείνη. Υποκλίθηκε ελαφρά, αφήνοντας τελικά το χέρι του Ρέντερ που πονούσε από το σφίξιμο. «...Και από δω ο καθηγητής Μωρίς Μπάρτελμετς από τη Βιέννη», ολοκλήρωσε ο Ρέντερ, «σκοτεινός οπαδός όλων των μορφών του διαλεκτικού πεσιμι-σμού, και διακεκριμένος πρωτοπόρος της νευροσυμμετοχής - αν και δεν του φαίνεται. Είχα την τύχη να είμαι μαθητής του πάνω από ένα χρόνο». Ο Μπάρτελμετς συμφώνησε μαζί του, πήρε το μπουκάλι με το σναπς που έβγαλε ο Ρέντερ από μια πλαστική σακούλα και γέμισε το καπάκι-ποτηράκι ως επάνω. «Α, είσαι ακόμα καλός γιατρός», αναστέναξε. «Διέγνωσες το πρόβλημα σ' ένα λεπτό και έδωσες τη σωστή συνταγή. Νοζντρόβια!» «Εφτά χρόνια σε μια γουλιά», συμφώνησε ο Ρέντερ και ξαναγέμισε τα ποτήρια τους. «Τότε θα κάνουμε το χρόνο πιο εύπλαστο πίνοντάς το». Κάθησαν στο πάτωμα, και η φωτιά έκαιγε μέσα στο μεγάλο χτιστό τζάκι κάνοντας τα κούτσουρα ξανά κλαδιά, ύστερα κλαράκια, ύστερα σπιρτόξυλα, ύστερα στάχτη. Ο Ρέντερ σκάλισε τη φωτιά.
«Διάβασα το τελευταίο σου βιβλίο», είπε τελικά ο Μπάρτελμετς, «εδώ και τέσσερα χρόνια». Ο Ρέντερ παραδέχτηκε ότι αυτό ήταν σωστό. «Κάνεις καθόλου ερευνητική δουλειά αυτή την εποχή;» Ο Ρέντερ σκάλισε τεμπέλικα τη φωτιά. «Ναι», είπε, «κατά κάποιον τρόπο». Κοίταξε την Τζιλ, που είχε αποκοιμηθεί με το μάγουλό της ακουμπισμένο στο μπράτσο της πελώριας δερμάτινης πολυθρόνας όπου βρισκόταν η τσάντα του. Όλες οι επιφάνειες του προσώπου της ήταν κόκκινες, αντανακλώντας τις φλόγες. «Βρήκα μια μάλλον πρωτότυπη περίπτωση και δουλεύω μ' αυτήν. Κάποτε σκοπεύω να γράψω σχετικά». «Πρωτότυπη; Με ποιον τρόπο;» «Κατά πρώτον, είναι εκ γενετής τυφλή». «Χρησιμοποιείς την Π.Μ.Ε.& Λ.;» «Ναι. θέλει να γίνει Πλάστης». «Κατάρα! - Αντιλαμβάνεσαι τις ενδεχόμενες παρενέργειες;» «Φυσικά». «Άκουσες για τον άτυχο Πιέρ;» «Όχι». «Ωραία, αυτό σημαίνει ότι αποσιωπήθηκε επιτυχώς. Ο Πιέρ ήταν φοιτητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, κι έκανε μια εργασία για την εξέλιξη της συνείδησης. Το περασμένο καλοκαίρι αποφάσισε ότι του ήταν απαραίτητο να εξερευνήσει το μυαλό ενός πιθήκου, για να συγκρίνει ένα λιγότερο εξελιγμένο μυαλό με το δικό του, φαντάζομαι. Όπως και να 'χει το πράγμα, κατάφερε να αποκτήσει παράνομη πρόσβαση σε μια Π.Μ.Ε.& Λ. και να συνδεθεί με το μυαλό του τριχωτού μας εξαδέλφου. Ποτέ δεν διαπιστώθηκε πόσο προχώρησε στην έκθεση του ζώου στα ερεθίσματα που παράγει το μηχάνημα, αλλά υποθέτουμε ότι τα ερεθίσματα εκείνα που δεν είναι κοινά μεταξύ ανθρώπου και πιθήκου - ήχοι κυκλοφορίας και ούτω καθ' εξής - ήταν που τρομοκράτησαν το ζώο. Ο Πιέρ βρίσκεται ακόμα σ' ένα απομονωμένο δωμάτιο, και όλες οι αντιδράσεις του είναι αντιδράσεις τρομαγμένου πιθήκου. »Έτσι, ενώ δεν τελείωσε ποτέ την εργασία του», συμπλήρωσε, «μπορεί να αποδειχτεί πολύτιμο υλικό για την εργασία κάποιου άλλου». Ο Ρέντερ κούνησε το κεφάλι του.
«Τρομερή ιστορία», είπε απαλά, «αλλά αυτό που κάνω εγώ δεν είναι τόσο δραματικό. Έχω βρει ένα εξαιρετικά ισορροπημένο άτομο ψυχίατρο, για την ακρίβεια - που έχει ήδη υποστεί συνηθισμένη ανάλυση. Θέλει να ακολουθήσει τη νευροσυμμετοχική πρακτική - αλλά ο φόβος της τραυματικής εμπειρίας από την έλλειψη όρασης ήταν που την ανέστειλλε. Την εκθέτω σταδιακά σ' ένα πλήρες εύρος οπτικών φαινομένων. Όταν θα έχω τελειώσει, θα πρέπει να έχει εξοικειωθεί εντελώς με την όραση, ώστε να μπορεί να στρέψει την προσοχή της στη θεραπευτική και να μην τυφλώνεται από την όραση, τρόπος του λέγειν. Έχουμε ήδη κάνει τέσσερις συνεδρίες». «Και;» «...Και όλα πάνε καλά». «Είσαι βέβαιος;» «Ναι, όσο μπορεί κανείς να είναι βέβαιος γι' αυτά τα θέματα». «Μμμ-χμμ», είπε ο Μπάρτελμετς. «Πες μου, βρίσκεις ότι έχει εξαιρετικά δυνατή θέληση; Θέλω να πω, για παράδειγμα, μήπως έχεις εντοπίσει κάποια εμμονή ή καταναγκασμό σε σχέση με όσα έχει δει μέχρι τώρα;» «Όχι». «Κατάφερε ποτέ να σου πάρει τον έλεγχο της φαντασίωσης;» «Όχι!» «Λες ψέματα», είπε απλά. Ο Ρέντερ πήρε ένα τσιγάρο. Αφού το άναψε, χαμογέλασε. «Έμπειρε γερο-δάσκαλε», υποχώρησε, «η ηλικία δεν έχει επηρεάσει τη διορατικότητά σου. Μπορώ να κοροϊδέψω τον εαυτό μου, όχι όμως εσένα. -Ναι, πραγματικά, είναι πολύ δύσκολο να την κρατήσω κάτω από τον έλεγχό μου. Δεν ικανοποιείται να βλέπει μόνο. Θέλει κιόλας να Δημιουργεί πράγματα μόνη της. Είναι κατανοητό - και σ' εκείνη και σε μένα - αλλά ο συνειδητός φόβος και η συναισθηματική αποδοχή δεν συνδυάζονται. Πήρε τον έλεγχο σ' αρκετές περιπτώσεις, αλλά κατάφερα να τον ανακτήσω σχεδόν αυτόματα. Στο κάτω-κάτω, εγώ ελέγχω την τράπεζα συναισθημάτων». «Χμμ», είπε ο Μπάρτελμετς. «Έχεις διαβάσει ένα βουδιστικό κείμενο - την Κατήχηση του Σάνκαρα;» «Φοβάμαι πως όχι». «Τότε θα σου μιλήσω εγώ γι' αυτό. Θεωρεί δεδομένη - προφανώς όχι για θεραπευτικούς λόγους -την ύπαρξη ενός αληθινού κι ενός ψεύτικου εγώ. Το αληθινό εγώ είναι εκείνο το μέρος του ανθρώπου που
είναι αθάνατο και θα φθάσει τη νιρβάνα: Η ψυχή, αν θες. Πολύ ωραία. Λοιπόν, το ψεύτικο εγώ, από την άλλη μεριά, είναι το φυσιολογικό μυαλό, αιχμαλωτισμένο από τις ψευδαισθήσεις - η συνειδητότητα η δική σου και η δική μου και οποιουδήποτε έχουμε γνωρίσει επαγγελματικά. Ωραία; Ωραία. Τώρα, το υλικό του ψεύτικου εγώ αποτελείται από τις λεγόμενες σκάντα. Αυτές περιλαμβάνουν τα συναισθήματα, τις εντυπώσεις, τις προδιαθέσεις, την ίδια τη συνείδηση, ακόμα και τη φυσική μορφή. Πολύ αντιεπιστημονικό. Ναι. Τώρα δεν είναι το ίδιο πράγμα με τις νευρώσεις, ή μ' ένα από τα διαρκή ψέματα του κυρίου Ίψεν, ή με τις ψευδαισθήσεις - όχι, παρ' ότι είναι εξίσου ψεύτικες, όντας κατ' αρχήν μέρη ενός ψεύτικου πράγματος. »Καθεμία από τις πέντε σκάντα είναι μέρος μιας ιδιοτροπίας που αποκαλούμε ταυτότητα - ύστερα έρχονται οι νευρώσεις κι όλα τα άλλα μπερδέματα που μας απασχολούν. Σύμφωνοι; Σύμφωνοι. Σου κάνω αυτή τη διάλεξη γιατί χρειάζομαι ένα δραματικό όρο γι' αυτό που θα πω, γιατί θέλω να πω κάτι δραματικό. Φαντάσου τις σκάντα να βρίσκονται στο βυθό μιας λίμνης. Οι νευρώσεις είναι κυματάκια στην επιφάνεια του νερού. Το "αληθινό εγώ", αν υπάρχει κάτι τέτοιο, βρίσκεται θαμμένο κάτω από την άμμο του βυθού. Έτσι ακριβώς. Τα κύματα γεμίζουν το ενδιάμεσο διάστημα ανάμεσα στο αντικείμενο και το υποκείμενο. Οι σκάντα είναι τμήματα του υποκειμένου, θεμελιώδη, ενιαία, η ίδια η ουσία της ύπαρξής του. - Με παρακολουθείς ως εδώ;» «Με πολλές επιφυλάξεις». «Ωραία. Τώρα έχω περιγράψει κατά κάποιον τρόπο τον όρο μου, οπότε θα τον χρησιμοποιήσω. Παίζεις με τις σκάντα, όχι με απλές νευρώσεις. Προσπαθείς να διορθώσεις τη συνολική εικόνα αυτής της γυναίκας για τον κόσμο και τον εαυτό της. Χρησιμοποιείς την Π.Μ.Ε.& Λ. για να το κάνεις αυτό. Είναι το ίδιο ακριβώς σαν να παίζεις μ' έναν ψυχωσικό, ή μ' έναν πίθηκο. Όλα μπορεί να σου φαίνεται ότι πάνε καλά, αλλά, οποιαδήποτε στιγμή, είναι πιθανόν κάτι να κάνεις, να της δείξεις κάποιο θέαμα ή κάποιον τρόπο να βλέπει που θα διασπάσει την προσωπικότητά της, θα σπάσει ένα σκάντα - και πουφ - θα είναι σαν να σκάει ο πυθμένας της λίμνης. Θα προκληθεί δίνη, που θα σε τραβήξει πού; Δεν σε θέλω για ασθενή μου, νεαρέ άντρα, νεαρέ τεχνίτη, γι' αυτό σε συμβουλεύω να μη συνεχίσεις αυτό το πείραμα. Η Π.Μ.Ε.& Λ. δεν θα 'πρεπε να χρησιμοποιείται μ' αυτό τον τρόπο». Ο Ρέντερ πέταξε το τσιγάρο του στη φωτιά και μέτρησε με τα δάχτυλά του: «Ένα», είπε, «φτιάχνεις ένα μυστικιστικό όρος από ένα χαλίκι. Το μόνο που κάνω είναι να προσαρμόζω τη συνειδητότητά της ώστε να δεχτεί μια επιπλέον αισθητήρια περιοχή. Η περισσότερη δουλειά γίνεται
με μεταφορές από τις άλλες αισθήσεις. - Δύο, τα συναισθήματά της ήταν αρκετά ισχυρά στην αρχή, γιατί πραγματικά υπήρχε ένα τραύμα -αλλά έχουμε ήδη ξεπεράσει αυτό το στάδιο. Τώρα είναι γι' αυτήν μόνο ένας νεωτερισμός. Σε λίγο θα είναι κοινοτοπία. - Τρία, η Αϊλήν είναι η ίδια ψυχίατρος. Είναι εκπαιδευμένη σ' αυτά τα θέματα και καταλαβαίνει απόλυτα πόσο λεπτό είναι το εγχείρημα που επιχειρούμε. - Τέσσερα, η αίσθηση της ταυτότητάς της και οι επιθυμίες της, ή οι σκάντα της, ή όπως θέλεις να τις ονομάσεις, είναι σταθερές σαν το Βράχο του Γιβραλτάρ. Συνειδητοποιείς πόση προσπάθεια χρειάζεται να καταβάλει ένα τυφλό άτομο για ν' αποκτήσει τη μόρφωση που απέκτησε εκείνη; Χρειάστηκε ατσαλένια θέληση, μαζί με το συναισθηματικό αυτοέλεγχο ενός ασκητή—» «—Και αν κάτι τόσο ισχυρό πρόκειται να σπάσει, σε μια ελάχιστη στιγμή άγχους» - ο Μπάρτελμετς χαμογέλασε λυπημένα - «είθε η σκιά του Σίγκμουντ Φρόυντ και του Καρλ Γιουνγκ να περπατήσουν μαζί σου στην κοιλάδα του σκότους. »—Και πέντε», πρόσθεσε ξαφνικά κοιτώντας τον Ρέντερ στα μάτια. «Πέντε» - το σημείωσε μ' ένα του δάχτυλο - «είναι όμορφη;» Ο Ρέντερ ξανακοίταξε τη φωτιά. «Πολύ έξυπνο», αναστέναξε ο Μπάρτελμετς. «Δεν μπορώ να καταλάβω αν κοκκίνισες ή όχι, με την κόκκινη λάμψη της φωτιάς πάνω σου. Φοβάμαι πως κοκκίνισες, όμως, πράγμα που σημαίνει ότι συνειδητοποιείς πως κι εσύ ο ίδιος θα μπορούσες να είσαι η πηγή του κρίσιμου ερεθίσματος. Θ' ανάψω ένα κερί απόψε μπροστά στην εικόνα του Άντλερ και θα προσευχηθώ να σου δώσει τη δύναμη να βγεις σώος και αβλαβής από τη μονομαχία με την ασθενή σου». Ο Ρέντερ κοίταξε την Τζιλ, που κοιμόταν ακόμα. Άπλωσε το χέρι του και διόρθωσε ένα τσουλούφι από τα μαλλιά της. «Όμως», είπε ο Μπάρτελμετς, «αν τελικά προχωρήσεις και όλα πάνε καλά, θα περιμένω με τρομερό ενδιαφέρον να διαβάσω για τη δουλειά σου. Σου έχω πει ποτέ ότι έχω αναλύσει αρκετούς Βουδιστές και ποτέ μου δεν συνάντησα ένα "αληθινό εγώ";» Γέλασαν κι οι δύο. Σαν εμένα και όχι σαν εμένα, εκείνος με το λουρί, που αποπνέει φόβο, μικρός, γκρίζος και τυφλός. Ένα γράουλ και θα πνιγεί με το περιλαίμιό του. Το κεφάλι του είναι άδειο σαν το φούρνο πριν Εκείνη πατήσει το κουμπί για να φτιάξει δείπνο. Όσο και να μιλάς δεν καταλαβαίνουν, κι όμως είναι σαν εμένα. Μια μέρα θα σκοτώσω ένα γιατί;... Έλα εδώ.
«Τρία σκαλιά. Πάνω. Γυάλινη πόρτα. Χερούλι δεξιά». Γιατί; Μπροστά, ασανσέρ. Κάτω, χαμηλά, κήπος. Μυρίζει ωραία, εκεί. Γρασίδι, υγρή βρώμα, δέντρα και καθαρός αέρας. Βλέπω. Τα πουλιά όμως είναι μαγνητοφωνημένα. Βλέπω όλα. Εγώ. «Ασανσέρ. Τέσσερα βήματα». Κάτω. Ναι. Θέλω να κάνω ανόητους θορύβους με το λαιμό μου, νιώθω ανόητος. Καθαρά, λεία, όλο δέντρα, θεοί... Της αρέσει να κάθεται στον πάγκο, να μασάει φύλλα και να μυρίζει καθαρό αέρα. Δεν μπορεί να δει όπως εγώ. Μπορεί τώρα, λίγο...; Όχι. Δεν μπορεί να με μαλώνει πάνω στο γρασίδι, στα δέντρα, εδώ. Πρέπει να κρατηθεί. Κρίμα. Το καλύτερο μέρος... «Πρόσεχε, σκαλοπάτια». Μπροστά. Δεξιά, αριστερά, δεξιά, αριστερά, δέντρα και γρασίδι τώρα. Ο Σίγκμουντ βλέπει. Περπατάει... Ο γιατρός με το μηχάνημά του της δίνει τα μάτια του. Αν του κάνεις γράουλ δεν θα πνιγεί. Δεν μυρίζει φόβο. Θα σκάψω μια μεγάλη τρύπα στο χώμα να θάψω μάτια. Ο Θεός είναι τυφλός. Ο Σίγκμουντ βλέπει. Τα μάτια της τώρα γέμισαν, κι εκείνος φοβάται δόντια. Θα την κάνει να βλέπει και θα την πάρει ψηλά στον ουρανό για να δει, μακριά. Θ' αφήσουν εδώ τον Σίγκμουντ χωρίς να βλέπει κανέναν, μόνο του. Θα σκάψω μια βαθιά τρύπα στο χώμα... Ήταν περασμένες δέκα το πρωί όταν ξύπνησε η Τζιλ. Δεν ήταν ανάγκη να γυρίσει το κεφάλι της για να ξέρει ότι ο Ρέντερ είχε ήδη φύγει. Ποτέ δεν κοιμόταν μέχρι αργά. Έτριψε τα μάτια της, τεντώθηκε, άλλαξε πλευρό κι ανασηκώθηκε στους αγκώνες. Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο, και την ίδια στιγμή έψαξε για τα τσιγάρα και τον αναπτήρα της. Καθώς τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά, είδε ότι δεν υπήρχε τασάκι. Ασφαλώς ο Ρέντερ το είχε πάει στον προθάλαμο γιατί αντιπαθούσε το κάπνισμα στο κρεβάτι. Αναστέναξε, κάγχασε, σηκώθηκε κι έβαλε τη ρόμπα της πριν η στάχτη γίνει πολύ μακριά. Αντιπαθούσε να σηκώνεται, αλλά μόλις σηκωνόταν επέτρεπε στη μέρα ν' αρχίσει χωρίς καθυστέρηση και να συνεχίσει με την τακτική διαδοχή των γεγονότων. «Ανάθεμά τον». Χαμογέλασε. Ήθελε να πάρει το πρωινό της στο κρεβάτι, αλλά τώρα ήταν πολύ αργά. Διστάζοντας τι να φορέσει, πρόσεξε ένα ζευγάρι ξένα σκι ακουμπισμένα στη γωνία. Στο ένα υπήρχε καρφωμένο ένα κομμάτι χαρτί. «Θα 'ρθεις να με βρεις;» έλεγαν τα ορνιθοσκαλίσματα.
Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά μ' έμφαση και ένιωσε κάπως θλιμμένη. Είχε βάλει σκι δυο φορές στη ζωή της και τα φοβόταν. Καταλάβαινε ότι έπρεπε να ξαναδοκιμάσει, αφού κι εκείνος φάνηκε καλός μαζί της στο θέμα των πύργων, αλλά δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί την αίσθηση της απότομης κατηφόρας - που σε δυο περιπτώσεις την είχε αποθέσει τελικά σ' ένα σωρό χιονιού - χωρίς να ταράζεται και να νιώθει ξανά τον ίλιγγο που την είχε κυριεύσει στη διάρκεια της προσπάθειας. Έτσι, έκανε ένα ντους, ντύθηκε και πήγε κάτω να πάρει πρωινό. Και οι εννέα φωτιές έκαιγαν κιόλας καθώς πέρασε από τη μεγάλη αίθουσα και κοίταξε μέσα. Μερικοί σκιέρ με κόκκινα πρόσωπα κρατούσαν τα χέρια τους μπροστά στη λάμψη της κεντρικής εστίας. Δεν είχε πολύ κόσμο, πάντως. Στις σχάρες υπήρχαν λίγα μόνο ζευγάρια μπότες που έσταζαν, πολύχρωμα καπέλα κρέμονταν στους γάντζους, υγρά σκι στέκονταν όρθια στη θέση τους δίπλα στην πόρτα. Μερικοί κάθονταν στις καρέκλες που βρίσκονταν κοντά στη μέση της αίθουσας, διαβάζοντας εφημερίδες, καπνίζοντας, ή μιλώντας χαμηλόφωνα. Δεν είδε κανένα γνωστό, έτσι προχώρησε κατά την τραπεζαρία. Καθώς πέρασε από τη ρεσεψιόν, ο γέρος που δούλευε εκεί φώναξε το όνομά της. Τον πλησίασε και χαμογέλασε. «Γράμμα», της είπε και γύρισε προς τις θήκες. «Ορίστε», ανακοίνωσε, και της το έδωσε. «Δείχνει σημαντικό». «Ευχαριστώ». Πήγε σ' ένα κάθισμα δίπλα στο μεγάλο παράθυρο που έβλεπε έξω στο χιονισμένο κήπο και σε μια πίστα με μια μακρινή στριφογυριστή σειρά ανθρώπων που κουβαλούσαν σκι στους ώμους. Μισόκλεισε τα μάτια της που Θαμπώθηκαν από το φως και άνοιξε το φάκελο. Πρόσεξε ότι είχε ταχυδρομηθεί τρεις φορές. Ήταν ένας ογκώδης καφέ φάκελος και αποστολέας ήταν ο δικηγόρος της. Ναι, ήταν οριστικό. Το σημείωμα του δικηγόρου της συνοδευόταν από ένα αντίτυπο της απόφασης έκδοσης διαζυγίου. Είχε αποφασίσει μάλλον πρόσφατα να τερματίσει την τυπική της σχέση με τον κύριο Φότλοκ, που το όνομά του είχε πάψει να χρησιμοποιεί εδώ και πέντε χρόνια, όταν είχαν χωρίσει. Τώρα που είχε το διαζύγιο στα χέρια της, δεν ήταν βέβαιη τι ακριβώς θα το έκανε. Θα ήταν όμως τρομερή έκπληξη για τον αγαπητό της Ρέντυ, αποφάσισε. Θα έπρεπε να βρει ένα σχετικά αθώο τρόπο να του περάσει την πληροφορία. Έβγαλε το καθρεφτάκι της και δοκίμασε μια έκφραση «Λοιπόν;» Λοιπόν, υπήρχε χρόνος γι' αυτό αργότερα, σκέφτηκε. Όχι και πολύ αργότερα, βέβαια... Τα τριακοστά της γενέθλια, σαν πελώριο μαύρο σύννεφο, σκέπαζαν έναν Απρίλιο που
απείχε μόνον κατά τέσσερις μήνες. Λοιπόν... Έβαψε τα αινιγματικά της χείλη, πουδράρισε την ελιά της και κλείδωσε την έκφραση στο καθρεφτάκι για μελλοντική χρήση. Στην τραπεζαρία είδε τον κύριο Μπάρτελμετς, καθισμένο μπροστά σε ένα πελώριο βουνό από τηγανιτά αβγά, μεγάλες αλυσίδες σκούρα λουκάνικα, αρκετούς σωρούς κίτρινα τοστ κι ένα μισοάδειο μπουκάλι πορτοκαλάδα. Μια κανάτα με καφέ άχνιζε δίπλα στον αγκώνα του. Έσκυβε ελαφρά μπροστά καθώς έτρωγε, δουλεύοντας το πιρούνι του με μανία. «Καλημέρα», είπε. Σήκωσε το βλέμμα. «Δεσποινίς ΝτεΒίλ-Τζιλ... Καλημέρα». Έδειξε την καρέκλα απέναντι του. «Καθίστε μαζί μου». Το έκανε, και όταν πλησίασε το γκαρσόνι εκείνη έδειξε το τραπέζι και είπε: «Θα πάρω τα ίδια, μόνο γύρω στις δέκα φορές λιγότερα». Ξαναγύρισε στον Μπάρτελμετς. «Είδατε σήμερα τον Τσάρλς;» «Δυστυχώς, όχι» - άπλωσε τα χέρια σε μια κίνηση απελπισίας «και ήθελα να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας την ώρα που το μυαλό του θα ήταν φρέσκο από το ξύπνημα και κάπως πιο εύπλαστο. Δυστυχώς» ρούφηξε μια γουλιά καφέ - «όποιος κοιμάται καλά αρχίζει τη μέρα κάπου στη μέση της δεύτερης πράξης». «Εγώ συνήθως μπαίνω γύρω στο διάλειμμα και ζητώ από τον διπλανό μου να μου κάνει μια περίληψη», είπε εκείνη. «Οπότε, γιατί δεν συνεχίζετε τη συζήτηση μαζί μου; - Είμαι πάντα εύπλαστη, και οι σκάντα μου είναι σε καλή κατάσταση». Τα μάτια τους συναντήθηκαν, κι εκείνος δάγκωσε ένα κομμάτι τοστ. «Αχά», είπε τελικά. «Το είχα μαντέψει. Καλά, λοιπόν. Τι ξέρεις για τη δουλειά του Ρέντερ;» Βολεύτηκε στην καρέκλα της. «Χμμ. Δεδομένου ότι είναι ειδικευμένος ειδικός σε μια πολύ ειδική ειδικότητα, συναντώ δυσκολίες στην αξιολόγηση των λίγων πραγμάτων που μου αναφέρει σχετικά. Μερικές φορές θα ήθελα να μπορώ να ρίχνω μια ματιά στα μυαλά των άλλων ανθρώπων - για να δω τι σκέφτονται για μένα, φυσικά - αλλά δεν νομίζω ότι θ' άντεχα να έμενα μέσα για πολύ. Ειδικά» - έκανε πως ανατριχιάζει -«στο μυαλό κάποιου με - προβλήματα. Φοβάμαι ότι θα ένιωθα υπερβολική συμπόνοια ή φόβο ή κάτι. Ύστερα,
σύμφωνα με όσα έχω διαβάσει -πάου! - ως δια μαγείας, τα προβλήματα θα μεταβιβάζονταν σε μένα. »Ο Τσάρλς όμως δεν έχει ποτέ προβλήματα», συνέχισε, «τουλάχιστον δεν μου έχει μιλήσει γι' αυτά. Τελευταία όμως αναρωτιέμαι. Αυτό το τυφλό κορίτσι κι ο σκύλος της που μιλάει δείχνουν να σημαίνουν πάρα πολλά γι' αυτόν». «Σκύλος που μιλάει;» «Ναι, ο σκύλος που τη βοηθάει να βλέπει είναι μια από εκείνες τις χειρουργικές μεταλλάξεις». «Τι ενδιαφέρον... Την έχεις συναντήσει ποτέ;» «Ποτέ». «Α, έτσι», είπε σκεφτικός. «Μερικές φορές ένας θεραπευτής συναντά κάποιον ασθενή που έχει προβλήματα τόσο συγγενικά με τα δικά του που οι συνεδρίες γίνονται τρομερά οδυνηρές», παρατήρησε. «Πάντα μου συμβαίνει αυτό όποτε θεραπεύω κάποιον συνάδελφο ψυχίατρο. Μπορεί ο Τσάρλς να βλέπει σ' αυτή την κατάσταση μια αναλογία μ' ένα προσωπικό του πρόβλημα. Δεν έκανα εγώ την ανάλυσή του. Δεν ξέρω όλους τους δρόμους του μυαλού του, παρ' ότι υπήρξε μαθητής μου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν πάντα επιφυλακτικός και κάπως λιγομίλητος. Μερικές φορές γινόταν αρκετά αυταρχικός. - Τι άλλα θέματα τον απασχολούν αυτές τις μέρες;» «Ο γιος του ο Πήτερ είναι μόνιμη έννοια. Έχει αλλάξει το σχολείο του παιδιού πέντε φορές τα τελευταία πέντε χρόνια». Το πρωινό της έφτασε. Έβαλε την πετσέτα της και πλησίασε την καρέκλα της στο τραπέζι. «—και τελευταία διαβάζει ιστορικά αυτοκτονιών, και μιλάει γι' αυτά, και μιλάει γι' αυτά, και μιλάει γι' αυτά». «Με τι σκοπό;» Σήκωσε τους ώμους της κι άρχισε να τρώει. «Ποτέ δεν είπε γιατί», είπε και τον κοίταξε. «Ίσως γράφει κάτι...» Ο Μπάρτελμετς αποτελείωσε τα αβγά του και σερβίρισε κι άλλο καφέ. «Φοβάσαι αυτή την ασθενή του;» τη ρώτησε. «Όχι... Ναι», απάντησε, «τη φοβάμαι». «Γιατί;» «Φοβάμαι τη συμπαθητική μαγεία», είπε κοκκινίζοντας ελαφρά.
«Πολλά πράγματα μπορούν να πάρουν αυτό το όνομα». «Πολλά, πράγματι», παραδέχτηκε. Και, ύστερα από ένα λεπτό: «Μας ενώνει η ανησυχία μας γι' αυτόν και συμφωνούμε γι' αυτό που τον απειλεί. Μπορώ, λοιπόν, να ζητήσω μια χάρη;» «Μπορείς». «Ξαναμίλησέ του», είπε. «Πείσε τον να εγκαταλείψει την υπόθεση». Δίπλωσε την πετσέτα του. «Σκόπευα να το επιχειρήσω μετά το δείπνο», δήλωσε, «γιατί πιστεύω στην τελετουργική αξία των επιχειρήσεων διάσωσης. Θα γίνει».
Αγαπητέ Πατέρα-Πρότυπο, Ναι, το σχολείο είναι καλό, ο αστράγαλός μου τείνει προς τα εκεί, και οι συμμαθητές μου είναι γενικά συμπαθείς. Όχι, δεν έχω ανάγκη από χρήματα, τρέφομαι ικανοποιητικά, και δεν έχω δυσκολίες προσαρμογής στο νέο μου περιβάλλον. Εντάξει; Δεν θα περιγράψω το κτίριο, γιατί έχεις ήδη δει το μακάβριο αυτό κατασκεύασμα. Τις γύρω εκτάσεις δεν μπορώ να τις περιγράψω γιατί προς στιγμήν αναπαύονται κάτω από ψυχρά, λευκά σεντόνια. Μπρρ! Ελπίζω εσύ να απολαμβάνεις τις χειμερινές τέχνες. Δεν μοιράζομαι τον ενθουσιασμό σου για το αντίθετο του καλοκαιριού, παρά μόνον σε εικόνες ή σε διαφημιστικά φυλλάδια παγωτών. Ο αστράγαλος αναστέλλει την κινητικότητά μου και ο συγκάτοικός μου έχει φύγει για το Σαββατοκύριακο - και τα δυο όμως αποτελούν ευτύχημα, γιατί έτσι έχω την ευχέρεια να αναπληρώσω κενά στη μελέτη μου. Σκοπεύω να το κάνω τώρα αμέσως. Ο μετανοών άσωτος, Πήτερ Ο Ρέντερ έσκυψε και χάιδεψε το πελώριο κεφάλι. Δέχτηκε τη χειρονομία στωικά, ύστερα σήκωσε το βλέμμα στον Αυστριακό από τον οποίο ο Ρέντερ είχε ζητήσει φωτιά, σαν να έλεγε: «Πρέπει να ανέχομαι αυτή την ταπείνωση;» Ο άντρας γέλασε με την έκφρασή του κι έκλεισε το σκαλιστό αναπτήρα πάνω στον οποίο ο Ρέντερ πρόσεξε ότι το μεσαίο αρχικό ήταν ένα μικρό φ. «Ευχαριστώ», είπε, και στο σκύλο: «Πώς σε λένε;» «Μπίσμαρκ», γρύλισε. «Μου θυμίζεις κάποιον άλλον του είδους σου», είπε στον σκύλο. «Κάποιον ονόματι Σίγκμουντ, σύντροφο και οδηγό μιας τυφλής φίλης μου στην Αμερική».
«Ο Μπίσμαρκ μου είναι κυνηγός», είπε ο νέος άντρας. «Δεν υπάρχει θήραμα που να μπορεί να σκεφτεί πιο γρήγορα απ' αυτόν, ούτε το ελάφι, ούτε τα μεγάλα αιλουροειδή». Τα αυτιά του σκύλου σηκώθηκαν και κοίταξε τον Ρέντερ με περήφανα μάτια που έκαιγαν. «Κυνηγήσαμε στην Αφρική και στο βόρειο και το νοτιοανατολικό τμήμα της Αμερικής. Και στην Κεντρική Αμερική. Δεν χάνει ποτέ τα ίχνη. Δεν εγκαταλείπει ποτέ. Είναι ωραίο ζώο, και τα δόντια του θα μπορούσαν να είχαν κατασκευαστεί στο Σόλινγκεν». «Είστε πράγματι τυχερός να έχετε τέτοιο σύντροφο στο κυνήγι». «Κυνηγάω», γρύλισε ο σκύλος. «Ακολουθώ... Καμιά φορά, πρέπει, να σκοτώσω...» «Δεν έχετε ακούσει λοιπόν γι' αυτόν που τον λένε Σίγκμουντ, ή για τη γυναίκα που οδηγεί - τη δεσποινίδα Αϊλήν Σάλοτ;» ρώτησε ο Ρέντερ. Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, μου έστειλαν τον Μπίσμαρκ από τη Μασαχουσέτη, αλλά εγώ δεν επισκέφθηκα ποτέ προσωπικά το Κέντρο. Δεν έχω γνωρίσει άλλους ιδιοκτήτες μεταλλάξεων». «Καταλαβαίνω. Ευχαριστώ για τη φωτιά. Καλό απόγευμα». «Καλό απόγευμα». «Καλό, από, γεύμα...» Ο Ρέντερ ανηφόρισε το στενό δρομάκι με τα χέρια στις τσέπες. Είχε χαιρετήσει χωρίς να πει πού πήγαινε. Κι αυτό γιατί δεν είχε στο μυαλό του καμία κατεύθυνση. Η δεύτερη διάλεξη του Μπάρτελμετς τον είχε σχεδόν εξωθήσει να πει πράγματα για τα οποία θα μετάνιωνε αργότερα. Ήταν πιο εύκολο να πάει μια βόλτα παρά να συνεχίσει τη συζήτηση. Με μια ξαφνική παρόρμηση μπήκε σ' ένα μικρό μαγαζί κι αγόρασε ένα ρολόι κούκου που τράβηξε την προσοχή του. Ήταν σίγουρος ότι ο Μπάρτελμετς δεν θα παρεξηγούσε το δώρο. Χαμογέλασε και συνέχισε να περπατάει. Και τι να ήταν εκείνο το γράμμα για την Τζιλ που ο υπάλληλος της ρεσεψιόν είχε έρθει ειδικά στο τραπέζι τους την ώρα του δείπνου για να της το δώσει; αναρωτήθηκε. Είχε ταχυδρομηθεί τρεις φορές, και αποστολέας ήταν μια δικηγορική φίρμα. Η Τζιλ δεν το είχε ανοίξει καν, αλλά είχε χαμογελάσει, είχε δώσει μεγάλο φιλοδώρημα στον γέρο και το είχε χώσει στην τσάντα της. Θα έπρεπε να τη ρωτήσει διακριτικά για το περιεχόμενό του. Η περιέργειά του είχε κεντριστεί τόσο πολύ που εκείνη θα τον λυπόταν και θα του έλεγε. Οι παγωμένοι στύλοι του ουρανού άρχισαν να τρέμουν μπροστά
του καθώς κατέβασε έναν κρύο αέρα από το βορρά. Ο Ρέντερ μάζεψε τους ώμους κι έχωσε το κεφάλι του πιο βαθιά στο γιακά. Κρατώντας σφιχτά το ρολόι κούκου, γύρισε πίσω βιαστικά. Εκείνο το βράδυ, το ερπετό που δαγκώνει την ίδια του την ουρά ρεύτηκε, ο λύκος Φένρις δάγκωσε το φεγγάρι, το μικρό ρολόι είπε «κούκου» και η επόμενη μέρα ήρθε σαν τον τελευταίο ταύρο του Μανολέτε, σείοντας τα κέρατά της και ουρλιάζοντας την υπόσχεση να λιώσει με τα πόδια ένα ποτάμι λιοντάρια. Ο Ρέντερ υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα απέφευγε το λιγωτικό φοντύ. Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν ταξίδευαν στον αιθέρα σ' ένα ιπτάμενο όχημα που θύμιζε χαρταετό, ο Ρέντερ κοίταξε κάτω τη σκοτεινή Γη και ονειρεύτηκε τις πόλεις της γεμάτες αστέρια, κοίταξε πάνω τον ουρανό όπου αντανακλούνταν τα πάντα, κοίταξε γύρω του τις οθόνες και όλους τους ανθρώπους που κινούνταν μέσα τους, και τους αυτόματους πωλητές καφέ, τσαγιού και αναψυκτικών που έστελναν τα υγρά τους να εξερευνήσουν τα σωθικά των ανθρώπων που ήθελαν να πατήσουν τα κουμπιά τους, ύστερα κοίταξε την Τζιλ που τα παλιά κτίρια την είχαν αναγκάσει να περπατά ανάμεσα στους τοίχους τους - επειδή ήξερε ότι εκείνη περίμενε πως θα την κοίταζε - ένιωσε την απαίτηση της καρέκλας του να τη μετατρέψει σε καναπέ, το έκανε, κι αποκοιμήθηκε.
V Το γραφείο της ήταν γεμάτο λουλούδια, και λάτρευε τα εξωτικά αρώματα. Μερικές φορές έκαιγε λιβάνι. Της άρεσε να μουλιάζει σε ζεστές πισίνες, να περπατά μέσα στο χιόνι, ν' ακούει πολλή μουσική, ίσως υπερβολικά δυνατή, να πίνει πέντεέξι ποικιλίες λικέρ (που συνήθως μύριζαν γλυκάνισο, μερικές φορές με μια ιδέα αψέντι) κάθε απόγευμα. Τα χέρια της ήταν απαλά και είχαν αχνές φακίδες. Τα δάχτυλά της ήταν μακριά και λεπτά. Δεν φορούσε δαχτυλίδια. Τα δάχτυλά της έπαιζαν διαρκώς με τα λουλουδένια σχέδια στα πλάγια της καρέκλας της καθώς μιλούσε στο μαγνητόφωνο. «...Τα βασικά παράπονα του ασθενούς μόλις ήρθε ήταν νευρικότητα, αϋπνία, και μια περίοδος κατάθλιψης. Ο ασθενής έχει ιστορικό προηγούμενης νοσηλείας για σύντομα χρονικά διαστήματα. Ήταν σ' αυτό το νοσοκομείο το 1995 για μανιοκαταθλιπτική ψύχωση,
καταθλιπτικού τύπου, και επέστρεψε στις 3-2-96. Ήταν σ' ένα άλλο νοσοκομείο στις 20-9-97. Οι εξετάσεις έδειξαν πίεση 170/ 100. Είχε φυσιολογική ανάπτυξη και βάρος τη μέρα της εξέτασης, 11-12-98. Εκείνη την ημέρα ο ασθενής παραπονέθηκε για χρόνιους πόνους στην πλάτη, και σημειώθηκαν μερικά ήπια συμπτώματα στέρησης οινοπνεύματος. Οι φυσικές εξετάσεις δεν έδειξαν άλλα παθολογικά συμπτώματα, εκτός του ότι τα αντανακλαστικά στους τένοντες του ασθενούς ήταν υπερβολικά, αλλά ομοιόμορφα. Αυτά τα συμπτώματα ήταν αποτέλεσμα της στέρησης του αλκοόλ. Κατά τη νοσηλεία αποδείχτηκε ότι δεν ήταν ούτε ψυχωσικός, ούτε είχε παραισθήσεις, ούτε έπαιρνε παραισθησιογόνα. Είχε συναίσθηση του εαυτού του, του χρόνου, του προσανατολισμού. Στην εκτίμηση του ψυχολογικού του προφίλ βρέθηκε κάπως μεγαλομανής και ομιλητικός και αρκετά εχθρικός. Θεωρήθηκε πιθανός ταραχοποιός. Λόγω της εμπειρίας του σαν μάγειρα, του ανατέθηκε δουλειά στην κουζίνα. Η γενική του κατάσταση τότε έδειξε σαφή βελτίωση. Έχει λιγότερη ένταση και είναι συνεργάσιμος. Διάγνωση: Μανιοκαταθλιπτική αντίδραση (εξωτερικός επισπεύδων παράγων άγνωστος). Ο βαθμός ψυχολογικής διαταραχής είναι ελαφρός. Η κατάστασή του θεωρείται ικανοποιητική. Προς περαιτέρω νοσοκομειακή νοσηλεία». Έκλεισε το μαγνητόφωνο και γέλασε. Ο ήχος την τρόμαξε. Το γέλιο είναι κοινωνικό φαινόμενο κι εκείνη ήταν μόνη της. Ξανάπαιξε την ταινία, δαγκώνοντας την άκρη του μαντιλιού της ενώ οι απαλές, κοφτές λέξεις επέστρεφαν σ' αυτήν. Σταμάτησε ν' ακούει μετά από λίγο. Όταν το μαγνητόφωνο σώπασε, το έκλεισε. Ήταν μόνη. Πολύ μόνη. Τόσο καταραμένα μόνη που η μικρή λάμψη που γεννήθηκε όταν χάιδεψε το μέτωπό της και στράφηκε προς το παράθυρο έγινε το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Θα ήθελε να ήταν ένας ωκεανός φωτός. Ή έστω, να ήταν εκείνη τόσο μικρή, που το αποτέλεσμα να ήταν το ίδιο: Ήθελε να πνιγεί μέσα του. Χτες έκλεισε τρεις βδομάδες...
Πολύς καιρός, αποφάσισε. Θα 'πρεπε να περιμένω. Όχι! Αδύνατον! Αλλά τι θα γίνει αν καταλήξει σαν τον Ρίσκομπ; Όχι. Αυτό δεν θα γίνει. Δεν θα το άφηνε να γίνει. Τίποτε δεν μπορεί να τον κλονίσει. Είναι όλο δύναμη και αντοχή. Αλλά -αλλά θα έπρεπε να περιμένουμε μέχρι τον επόμενο μήνα. Τρεις βδομάδες... Έλλειψη όρασης - αυτό φταίει. Σβήνουν άραγε οι μνήμες; Αδυνατίζουν; (Πώς είναι ένα δέντρο; Ή ένα σύννεφο δεν μπορώ να θυμηθώ! Τι είναι το κόκκινο; Το πράσινο; Θεέ μου! Αυτό είναι υστερία! Την παρακολουθώ και δεν μπορώ να τη σταματήσω! πάρε ένα χάπι! Ένα χάπι!) Οι ώμοι της άρχισαν να τρέμουν. Δεν πήρε χάπι ωστόσο, αλλά
δάγκωσε ακόμα πιο δυνατά το μαντίλι της, μέχρι που τα μυτερά της δόντια έσχισαν το ύφασμα. «Ας προσέχουμε», απήγγειλε ένα προσωπικό μακαρισμό, «όσοι πεινάμε και διψάμε για δικαιοσύνη, γιατί θα ικανοποιηθούμε. »Και ας προσέχουμε εμείς οι αδύναμοι», συνέχισε, «γιατί θα επιδιώξουμε να κληρονομήσουμε τη Γη. »Και ας προσέχουμε...» Ακούστηκε ένας σύντομος βόμβος από το τηλέφωνο. Άφησε το μαντίλι της, διόρθωσε την έκφραση του προσώπου της και άναψε τη συσκευή. «Ναι...;» «Αϊλήν, γύρισα. Πώς τα πήγες;» «Καλά, αρκετά καλά για την ακρίβεια. Πώς ήταν το ταξίδι σου;» «Δεν έχω παράπονο. Το προετοίμαζα καιρό. Νομίζω ότι το άξιζα. Άκου, έφερα μαζί μου μερικά πράγματα για να σου δείξω - όπως τον Καθεδρικό Ναό του Γούεστμίνστερ. Θέλεις να έρθεις αυτή τη βδομάδα; Μπορώ οποιοδήποτε απόγευμα».
Απόψε. Όχι. Το θέλω υπερβολικά πολύ. Θα με πάει πίσω αν καταλάβει... «Τι θα 'λεγες για αύριο βράδυ;» ρώτησε. «Ή μεθαύριο;» «Αύριο είναι πολύ καλά», είπε εκείνος. «Να συναντηθούμε στην Πέρδικα και το Νυστέρι κατά τις επτά;» «Εντάξει, θα είναι πολύ ευχάριστο. Στο ίδιο τραπέζι;» «Γιατί όχι; Θα το κλείσω». «Ωραία. Θα σε δω αύριο, λοιπόν». «Καληνύχτα». Η σύνδεση διακόπηκε. Ξαφνικά τότε, την ίδια στιγμή, τα χρώματα πλημμύρισαν το κεφάλι της ξανά. Και είδε δέντρα -βελανιδιές και πεύκα, λεύκες και συκομουριές -μεγάλα, πράσινα και καφετιά και στο χρώμα του σιδήρου. Και είδε σωρούς μαλλιαρά σύννεφα, βουτηγμένα σε μπογιά, να βάφουν τον απαλό ουρανό. Και έναν καυτό ήλιο, και μια μικρή ιτιά, και μια λίμνη από βαθύ μπλε, σχεδόν βιολετί. Δίπλωσε το σκισμένο της μαντίλι και το μάζεψε. Πάτησε ένα κουμπί δίπλα στο γραφείο της και το γραφείο γέμισε μουσική: Σκριάμπιν. Ύστερα πάτησε άλλο ένα κουμπί και ξανάπαιξε την ταινία που είχε υπαγορεύσει, ακούγοντας λίγο το ένα και λίγο το άλλο. Ο Πιέρ οσμίστηκε καχύποπτα την τροφή. Ο νοσοκόμος άφησε το
δίσκο και βγήκε στο χωλ, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του. Η πελώρια σαλάτα περίμενε πάνω στο πάτωμα. Ο Πιέρ πλησίασε προσεκτικά, άρπαξε ένα μαρουλόφυλλο και το καταβρόχθισε. Φοβόταν.
Αν γινόταν μόνο να πάψει το ατσάλι να σταματήσει να συγκρούεται συνέχεια με το ατσάλι, κάπου μέσα στη σκοτεινή νύχτα... Αν γινόταν... Ο Σίγκμουντ σηκώθηκε όρθιος, χασμουρήθηκε, τεντώθηκε. Τα πίσω πόδια του σέρνονταν πίσω του για λίγο, ύστερα ανασυγκροτήθηκε και τινάχτηκε. Εκείνη θα γύριζε σύντομα σπίτι. Κουνώντας την ουρά του αργά, κοίταξε ψηλά το ρολόι με τα ανάγλυφα νούμερα στο ανθρώπινο ύψος, επιβεβαίωσε τη διαίσθηση του, ύστερα διέσχισε το διαμέρισμα προς την τηλεόραση. Σηκώθηκε στα πίσω πόδια, ακούμπησε μια πατούσα στο τραπέζι και χρησιμοποίησε την άλλη για ν' ανοίξει τη συσκευή. Κόντευε η ώρα του δελτίου καιρού και οι δρόμοι θα είχαν πάγο. «Έχω οδηγήσει σε απέραντα νεκροταφεία», έγραφε ο Ρέντερ, «μεγάλα δάση από πέτρα που απλώνονται περισσότερο κάθε μέρα. »Γιατί ο άνθρωπος περιφρουρεί τόσο ζηλότυπα τους νεκρούς του; Μήπως επειδή αυτός είναι ο μνημειώδης δημοκρατικός τρόπος για την αθανασία, την ύστατη επιβεβαίωση της δύναμης να βλάπτει - δηλαδή, η ίδια η ζωή - και η επιθυμία να διαρκέσει αιώνια; Ο Ουναμούνο υπέθεσε ότι αυτό συμβαίνει. Αν συμβαίνει πράγματι, τότε πέρσι ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού από ποτέ πριν στην ιστορία αναζήτησε την αθανασία...»
Τσ-τσκ, τσκα-τσκ! «Νομίζεις πως είναι στ' αλήθεια άνθρωποι;» «Όχι, παραείναι καλοί». Το βράδυ ήταν φεγγαρόφωτο και παγωμένη σόδα. Ο Ρέντερ κατέβασε το S-7 στο κρύο κάτω υπόγειο, βρήκε τη θέση του πάρκινγκ του και μπήκε μέσα. Υπήρχε μια υγρή παγωνιά που έβγαινε από το τσιμέντο και δάγκωνε τη σάρκα τους με ποντικίσια δόντια. Ο Ρέντερ την οδήγησε προς τ' αριστερά, και η ανάσα τους προπορευόταν σε σύννεφα που διαλύονταν. «Ο αέρας είναι κάπως παγωμένος», παρατήρησε. Εκείνη συμφώνησε, δαγκώνοντας το χείλι της. Μέσα στο ασανσέρ ο Ρέντερ αναστέναξε, ξετύλιξε το κασκόλ του και άναψε τσιγάρο.
«Δώσε μου ένα, σε παρακαλώ», του ζήτησε μόλις μύρισε τον καπνό. Της έδωσε. Ανέβαιναν αργά, κι ο Ρέντερ ακούμπησε στα τοιχώματα ξεφυσώντας ένα μίγμα καπνού και στερεοποιημένης υγρασίας. «Συνάντησα άλλο ένα μεταλλαγμένο τσοπανόσκυλο», θυμήθηκε, «στην Ελβετία. Μεγάλο σαν τον Σίγκμουντ. Κυνηγετικό, όμως, και όσο πιο Πρωσσικό γίνεται». Χαμογέλασε. «Του Σίγκμουντ του αρέσει επίσης να κυνηγάει», παρατήρησε εκείνη. «Δυο φορές το χρόνο ανεβαίνουμε στα Βόρεια Δάση και τον αφήνω ελεύθερο. Φεύγει μέρες ολόκληρες κάθε φορά, και είναι πάντα πολύ ευτυχισμένος όταν γυρίζει. Ποτέ δεν λέει τι έκανε, αλλά δεν είναι ποτέ πολύ πεινασμένος. Όταν τον πρωτοπήρα, το φαντάστηκα ότι θα είχε ανάγκη από διακοπές μακριά από τους ανθρώπους για να διατηρήσει την ισορροπία του. Νομίζω πως είχα δίκιο». Το ασανσέρ σταμάτησε, η πόρτα άνοιξε, και βγήκαν στο διάδρομο. Ο Ρέντερ την οδήγησε πάλι. Μέσα στο γραφείο ρύθμισε το θερμοστάτη και ο ζεστός αέρας γέμισε το δωμάτιο. Κρέμασε τα παλτά τους στον προθάλαμο κι έβγαλε το μεγάλο αβγό από τη φωλιά του πίσω από τον τοίχο. Το συνέδεσε με μια πρίζα και πήγε να μετατρέψει το γραφείο του σε πίνακα ελέγχου. «Πόσον καιρό νομίζεις ότι θα πάρει;» ρώτησε εκείνη, περνώντας τα δάχτυλά της πάνω από τις λείες, ψυχρές καμπύλες του αβγού. «Όλο μαζί, εννοώ. Ολόκληρη η προσαρμογή μου στα οπτικά ερεθίσματα». Εκείνος σκέφτηκε. «Δεν έχω ιδέα», είπε, «δεν έχω την παραμικρή ιδέα, ακόμα. Έχουμε κάνει καλή αρχή, αλλά πρέπει να γίνει ακόμα πολλή δουλειά. Νομίζω ότι θα μπορώ να υπολογίσω περίπου τον χρόνο σε τρεις μήνες». Κούνησε το κεφάλι της σκεφτικά, πήγε στο γραφείο του, εξερεύνησε τα κουμπιά με ακροδάχτυλα σαν φτερά. «Πρόσεχε μην πατήσεις κάποιο απ' αυτά». «Προσέχω. Πόσον καιρό νομίζεις ότι θα μου πάρει να μάθω τη λειτουργία ενός;» «Τρεις μήνες για να το μάθεις. Έξι, για να είσαι σε θέση να το χρησιμοποιήσεις πάνω σε κάποιον. Και άλλους έξι υπό στενή παρακολούθηση πριν το χρησιμοποιήσεις μόνη σου. Γύρω στον ένα χρόνο συνολικά». «Αχά». Διάλεξε μια καρέκλα.
Ο Ρέντερ ζωντάνεψε με τα δάχτυλά του τις εποχές, και τις φάσεις της μέρας και της νύχτας, και την ανάσα της εξοχής, την πόλη, τα στοιχεία που τρέχουν γυμνά στους ουρανούς, και τα χιλιάδες υλικά που χρησιμοποιούσε για να χτίσει κόσμους. Διέλυσε το ρολόι του χρόνου και γεύτηκε τις επτά ηλικίες του ανθρώπου. «Εντάξει», είπε. «Όλα είναι έτοιμα». Έγινε γρήγορα, και με ελάχιστη παρέμβαση από τη μεριά του Ρέντερ. Για μια στιγμή, όλα έγιναν γκρίζα. Ύστερα μια κάτασπρη ομίχλη. Ύστερα η ομίχλη διαλύθηκε, σαν να είχε σηκωθεί αέρας, αν και δεν ένιωσε αέρα. Στεκόταν δίπλα στην ιτιά στην όχθη της λίμνης, κι εκείνη ήταν μισοκρυμμένη ανάμεσα στα κλαδιά και τα πλέγματα της σκιάς. Ο ήλιος χαμήλωνε προς το απόγευμα. «Ξαναγυρίσαμε», του είπε βγαίνοντας έξω, με φύλλα στα μαλλιά της. «Προς στιγμήν νόμισα ότι δεν είχε συμβεί ποτέ, αλλά τα βλέπω όλα ξανά, και τώρα θυμάμαι». «Ωραία», είπε εκείνος. «Δες τον εαυτό σου». Εκείνη κοίταξε μέσα στη λίμνη. «Δεν έχω αλλάξει», είπε. «Δεν έχω αλλάξει...» «Όχι». «Αλλά εσύ έχεις», συνέχισε κοιτάζοντας τον. «Είσαι πιο ψηλός, και υπάρχει κάτι το διαφορετικό...» «Όχι», είπε. «Θα κάνω λάθος», διόρθωσε. «Δεν καταλαβαίνω ακόμα όλα όσα βλέπω... »Θα τα καταλάβω, όμως». «Φυσικά». «Τι πρόκειται να κάνουμε;» «Κοίτα», τη συμβούλεψε. Από το βάθος ενός επίπεδου, άχρωμου ποταμού από άσφαλτο πρόσεξε μόλις τότε το αυτοκίνητο που ερχόταν. Ερχόταν από το πιο μακρινό σημείο του ορίζοντα, προσπερνώντας τα βουνά, κατηφορίζοντας τους λόφους, παρακάμπτοντας τα δάση, πιτσιλίζοντας τα πάντα με τα χρώματα της φωνής του - το γκρίζο και το ασημί της συγχρονισμένης ισχύος - και η λίμνη ανατρίχιασε από τον ήχο, και το αυτοκίνητο σταμάτησε τριάντα μέτρα μακριά, κρυμμένο από τους θάμνους. Περίμενε. Ήταν το S-7.
«Έλα μαζί μου», είπε, και την πήρε από το χέρι. «Θα πάμε βόλτα». Περπάτησαν ανάμεσα στα δέντρα και γύρω από τους θάμνους. Εκείνη άγγιξε το λείο κέλυφος, τις αντένες του, τα λάστιχά του, τα παράθυρά του -και τα παράθυρα έγιναν διάφανα μόλις τα ακούμπησε. Κοίταξε μέσα, το εσωτερικό του αυτοκινήτου, και κούνησε το κεφάλι της. «Είναι το Σπίνερ σου». «Ναι». Της άνοιξε την πόρτα. «Μπες μέσα. Θα ξαναγυρίσουμε στη λέσχη. Ήρθε η ώρα. Οι μνήμες είναι πρόσφατες, και θα πρέπει να είναι αρκετά ευχάριστες, ή τουλάχιστον ουδέτερες». «Ευχάριστες», είπε εκείνη μπαίνοντας μέσα. Εκείνος έκλεισε την πόρτα, πήγε γύρω από το αυτοκίνητο και μπήκε. Τον κοίταζε καθώς πατούσε φανταστικές συντεταγμένες. Το αυτοκίνητο πήδησε μπροστά. Ρύθμισε μια σταθερή ροή δέντρων δίπλα τους. Ένιωθε την ένταση να ανεβαίνει, γι' αυτό δεν ήθελε να προσθέσει ποικιλία στο τοπίο. Εκείνη έστριψε τη θέση της και παρατήρησε το εσωτερικό του αυτοκινήτου. «Ναι», είπε τελικά, «καταλαβαίνω τι είναι το κάθε τι». Κοίταξε ξανά έξω από το παράθυρο. Κοίταξε τα δέντρα που περνούσαν. Ο Ρέντερ είδε την πηγή του άγχους. Σκοτείνιασε τα παράθυρα. «Ωραία», είπε εκείνη. «Σ' ευχαριστώ. Ξαφνικά μου έπεσαν πολλά όλα μαζί, να περνούν βιαστικά, σαν...» «Φυσικά», είπε ο Ρέντερ, διατηρώντας την αίσθηση της κίνησης. «Το είχα προβλέψει αυτό. Αντέχεις όλο και περισσότερο, πάντως». Ύστερα από ένα λεπτό: «Χαλάρωσε», είπε, «χαλάρωσε τώρα», και κάπου πατήθηκε ένα κουμπί. Κι εκείνη χαλάρωσε και συνέχισαν να προχωρούν, ώσπου το αυτοκίνητο άρχισε να επιβραδύνει και ο Ρέντερ είπε: «Κοίτα τώρα έξω από το παράθυρο, ρίξε μόνο μια ματιά». Το έκανε. Άντλησε από την τράπεζα όλα τα ερεθίσματα που μπορούσαν να παράγουν αισθήματα ευχαρίστησης και χαλάρωσης, και τοποθέτησε την πόλη γύρω από το αυτοκίνητο, και τα παράθυρα έγιναν διάφανα, κι εκείνη κοίταξε τα περιγράμματα των πύργων και μια μονολιθική πολυκατοικία. Ύστερα είδε τρεις καφετέριες, ένα κέντρο διασκέδασης, ένα κατάστημα, ένα ιατρικό κέντρο από κίτρινο τούβλο μ' ένα αλουμινένιο κηρύκειο πάνω από τις καμάρες του, κι ένα γυμνάσιο από γυαλί, τώρα άδειο από μαθητές, ένα πυροσβεστικό σταθμό με πενήντα
αντλίες, άλλο ένα κατάστημα, και πολλά αυτοκίνητα που περνούσαν δίπλα τους είτε βρίσκονταν σταματημένα, και ανθρώπους, ανθρώπους που μπαινόβγαιναν από τις πόρτες και περπατούσαν μπροστά στα κτίρια κι έμπαιναν στα αυτοκίνητα και έβγαιναν από τα αυτοκίνητα. Και ήταν καλοκαίρι, και το φως του προχωρημένου απογεύματος φιλτραριζόταν πάνω στα χρώματα της πόλης και τα χρώματα των ρούχων που φορούσαν οι άνθρωποι καθώς κινούνταν κατά μήκος των λεωφόρων ή έκαναν βόλτες στις ταράτσες, ή διέσχιζαν τις βεράντες, ακουμπούσαν στα κάγκελα και τα περβάζια, έβγαιναν από τα μαγαζιά, στέκονταν και κουβέντιαζαν. Μια γυναίκα μ' ένα κανίς έστριψε τη γωνία. Οι πύραυλοι πηγαινοέρχονταν ψηλά στον ουρανό. Ο κόσμος τότε διαλύθηκε και ο Ρέντερ μάζεψε τα συντρίμμια του. Δημιούργησε απόλυτο σκοτάδι, σκεπάζοντας όλες τις αισθήσεις εκτός από την αίσθηση της κίνησης. Ύστερα από λίγο, ένα αχνό φως δημιουργήθηκε και βρίσκονταν ακόμα μέσα στο Σπίνερ, με τα παράθυρα ξανά κλειστά, και ο αέρας που ανάσαιναν ήταν σαν μαλακτική αλοιφή.' «Θεούλη μου», είπε, «ο κόσμος είναι τόσο γεμάτος. Τα είδα αλήθεια όλ' αυτά;» «Δεν σκόπευα να το κάνω αυτό απόψε, αλλά εσύ το θέλησες. Έδειχνες έτοιμη». «Ναι», είπε, και τα παράθυρα ξανάγιναν διάφανα. Απέστρεψε το βλέμμα της. «Τελείωσε», είπε εκείνος. «Ήθελα μόνο να ρίξεις μια ματιά». Κοίταξε, και ήταν σκοτάδι έξω τώρα, και περνούσαν μια ψηλή γέφυρα. Προχωρούσαν αργά. Δεν υπήρχε άλλη κυκλοφορία. Από κάτω τους βρισκόταν η ρηχή ακτή, όπου πότε-πότε άναβαν λάμψεις σαν μικρά νυσταλέα ηφαίστεια που έφτυναν πορτοκαλιές σπίθες στον ουρανό. Και υπήρχαν πολλά αστέρια. Έλαμπαν μέσα στο νερό που ανάσαινε κυλώντας κάτω από τη γέφυρα. Στόλιζαν σαν καρφιτσούλες τον ουρανό που αιωρείτο αχνά κάτω από την επιφάνειά του. Οι λοξοί ορθοστάτες της γέφυρας παρήλαυναν σταθερά δίπλα τους. «Το έκανες», του είπε, «και σ' ευχαριστώ». Ύστερα: «Ποιος είσαι, αλήθεια;» (Εκείνος θα πρέπει να σχημάτισε την ερώτηση στο μυαλό της.) «Είμαι ο Ρέντερ». Γέλασε. Και προχώρησαν διασχίζοντας μια σκοτεινή, άδεια πλέον πόλη, Τα έφτασαν τελικά στη λέσχη τους και μπήκαν στο μεγάλο σταθμό των αυτοκινήτων. Μέσα, εξέτασε με προσοχή όλα της τα συναισθήματα, έτοιμος να εξορίσει όλο τον κόσμο σε μια στιγμή. Πίστευε ότι δεν θα χρειαζόταν,
ωστόσο. Άφησαν το αυτοκίνητο και προχώρησαν. Μπήκαν στη λέσχη, που εκείνος είχε αποφασίσει να μην έχει πολύ κόσμο απόψε. Τους πήγαν στο τραπέζι τους δίπλα στο μπαρ στο μικρό δωμάτιο με την πανοπλία, κάθισαν και παράγγειλαν το ίδιο γεύμα ξανά. «Όχι», είπε κοιτώντας κάτω, «ανήκει εκεί πέρα». Η πανοπλία εμφανίστηκε ξανά δίπλα στο τραπέζι, κι εκείνος φορούσε ξανά το γκρίζο κουστούμι του και τη μαύρη γραβάτα με την ασημένια καρφίτσα σε σχήμα κλαδιού. Γέλασαν. «Δεν μου πάνε τα τσίγκινα ρούχα, γι' αυτό θα πρέπει να πάψεις να με βλέπεις μ' αυτό τον τρόπο». «Με συγχωρείς», χαμογέλασε. «Δεν ξέρω πώς το έκανα αυτό, ούτε γιατί το έκανα». «Εγώ ξέρω, και αποποιούμαι την τιμή. Επίσης, σε προειδοποιώ για άλλη μια φορά. Συνειδητοποιείς το γεγονός ότι όλα αυτά είναι μια ψευδαίσθηση. Αναγκάζομαι να το κάνω μ' αυτό τον τρόπο για να ωφεληθείς όσο γίνεται περισσότερο. Οι περισσότεροι ασθενείς μου, πάντως, πιστεύουν ότι η εμπειρία είναι αληθινή. Έτσι δημιουργείται ένα τραύμα ή μια συμβολική αλληλουχία ακόμα πιο ισχυρή. Εσύ ξέρεις όλους τους κανόνες του παιχνιδιού, και είτε το θέλεις είτε όχι, αυτό σου δίνει περισσότερο έλεγχο επάνω του απ' ό,τι αντιμετωπίζω συνήθως. Σε παρακαλώ να είσαι προσεκτική». «Λυπάμαι. Δεν το ήθελα». «Το ξέρω. Έρχεται το γεύμα που μόλις φάγαμε». «Ουφ! Δείχνει απαίσιο! Φάγαμε όλα αυτά τα πράγματα;» «Ναι». Γέλασε. «Αυτό είναι ένα μαχαίρι, εκείνο ένα πιρούνι, εκείνο κουτάλι. Αυτό είναι ψητό κρέας, ετούτο πουρές, εκείνα μπιζέλια κι αυτό εδώ βούτυρο...» «Θεέ μου! Δεν νιώθω τόσο καλά». «Και αυτές είναι οι σαλάτες, κι εκείνες οι σάλτσες. Αυτή είναι μια ποταμίσια πέστροφα - μμ! Αυτές είναι τηγανιτές πατάτες. Ετούτο ένα μπουκάλι κρασί. Χμμμ - για να δούμε - Ρομάνι-Κόντι, μιας και δεν το πληρώνω - κι ένα μπουκάλι Υκουέμ για χωνευτικό - Έι!» Το δωμάτιο έτρεμε. Άδειασε το τραπέζι, εξαφάνισε το εστιατόριο. Βρέθηκαν πίσω στο ξέφωτο. Μέσα από το διάφανο ύφασμα του κόσμου είδε ένα χέρι να
κινείται σ' έναν πίνακα ελέγχου. Κάποια κουμπιά πατήθηκαν. Ο κόσμος ξανάγινε απτός. Το άδειο τους τραπέζι βρισκόταν τώρα δίπλα στη λίμνη, και ήταν ακόμα νύχτα και καλοκαίρι, και το τραπεζομάντιλο ήταν κάτασπρο κάτω από τη λάμψη του πελώριου φεγγαριού που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους. «Αυτό ήταν πολύ ανόητο εκ μέρους μου», είπε. «Τρομερά ανόητο. Θα έπρεπε να στα δείξω ένα-ένα. Η θέα των βασικών γευστικών ερεθισμάτων μπορεί να είναι πολύ ανησυχητική για κάποιον που τα βλέπει για πρώτη φορά. Απορροφήθηκα τόσο πολύ από το Πλάσιμο που ξέχασα τον ασθενή, πράγμα που είναι απαράδεκτο. Ζητώ συγνώμη». «Είμαι εντάξει τώρα. Αλήθεια». Κάλεσε μια δροσερή αύρα από τη λίμνη. «...Κι αυτό είναι το φεγγάρι», είπε αμήχανα. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της, και φορούσε ένα μικροσκοπικό φεγγάρι στο κέντρο του μετώπου της. Έλαμπε σαν κι αυτό που βρισκόταν ψηλά, και τα μαλλιά και το φόρεμα της ήταν όλα ασημένια. Το μπουκάλι με το Ρομάνι-Κόντι βρισκόταν στο τραπέζι, μαζί με δυο ποτήρια. «Από πού ήρθαν αυτά;» Σήκωσε τους ώμους της. Εκείνος σέρβιρε ένα ποτήρι. «Μπορεί να έχει κάπως ουδέτερη γεύση», είπε. «Δεν έχεις δίκιο. Δοκίμασε—» του έδωσε το ποτήρι. Καθώς το έπινε ένιωσε την γεύση του - ένα fruite σαν να προερχόταν από σταφύλια των νησιών Μπλεστ, ένα λείο, ρωμαλέο charnu, και ένα capiteux παρμένο από τα αρώματα ενός αγρού με φλεγόμενες παπαρούνες. Έκπληκτος συνειδητοποίησε ότι το χέρι του διέσχιζε το δρόμο των αισθήσεων, αξιοποιώντας τα αισθητηριακά δεδομένα μιας αμφίδρομης μεταβίβασης που τον είχε πιάσει απροετοίμαστο εκεί, δίπλα στη λίμνη. «Είναι εντελώς ουδέτερο», είπε ξερά, «και τώρα πρέπει να γυρίσουμε». «Τόσο γρήγορα; Δεν είδα ακόμα τον καθεδρικό ναό...» «Τόσο γρήγορα». Διέταξε τη συντέλεια του κόσμου, και ο κόσμος χάθηκε. «Κάνει κρύο εδώ πέρα», είπε καθώς ντυνόταν, «και είναι σκοτεινά».
«Το ξέρω. Θα φτιάξω κάτι να πίνουμε όσο θα καθαρίζω τη μονάδα». «Ωραία». Κοίταξε τις ταινίες και κούνησε το κεφάλι του. Πήγε στο ντουλάπι με τα ποτά. «Δεν είναι ακριβώς Ρομάνι-Κόντι», παρατήρησε πιάνοντας ένα μπουκάλι. «Και λοιπόν; Δεν με πειράζει». Ούτε εκείνον τον πείραζε εκείνη την ώρα. Οπότε καθάρισε τη μονάδα, ήπιαν τα ποτά τους, τη βοήθησε να βάλει το παλτό της κι έφυγαν. Καθώς κατέβαιναν με το ασανσέρ στο τελευταίο υπόγειο, διέταξε και πάλι τη συντέλεια του κόσμου, αλλά ο κόσμος δεν χάθηκε αυτή τη φορά. «Υπάρχουν περίπου 1 δισεκατομμύριο 80 εκατομμύρια άνθρωποι στη χώρα σήμερα, και 560 εκατομμύρια ιδιωτικά αυτοκίνητα. Αν ένας άνθρωπος καταλαμβάνει περίπου ένα πέμπτο του τετραγωνικού μέτρου γης και ένα όχημα περίπου έντεκα τετραγωνικά μέτρα, τότε είναι προφανές ότι ενώ οι άνθρωποι καταλαμβάνουν 216 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα της χώρας μας, τα οχήματα καταλαμβάνουν 6,16 δις τετραγωνικά μέτρα, κοντά τριάντα φορές περισσότερο από τους ανθρώπους. Αν αυτή τη στιγμή λειτουργούν τα μισά από αυτά τα οχήματα και μεταφέρουν κατά μέσον όρο δύο επιβάτες το ένα, τότε η αναλογία είναι μεγαλύτερη από 50 προς ένα υπέρ των αυτοκινήτων. »Μόλις η χώρα γίνει μια ενιαία ασφαλτοστρωμένη έκταση, και οι άνθρωποι είτε γυρίσουν πίσω στη θάλασσα απ' όπου ήρθαν, είτε αποσυρθούν σε κατοικίες κάτω από την επιφάνεια της γης, είτε μεταναστεύσουν σε άλλους πλανήτες, τότε ίσως η τεχνολογική πρόοδος θα μπορέσει να συνεχίσει στο δρόμο που άνοιξαν γι' αυτήν οι στατιστικές». Σύμπιλ Κ. Ντέλφι, Ομότιμος Καθηγητής, Εναρκτήρια Διεύθυνση Σχολή Εκπαιδευτών Πολιτείας Μπρόκεν Ροκ, Σοτόβερ, Γιούτα
Μπαμπά, Πήγα κουτσαίνοντας από το σχολείο μέχρι το ταξί και από το ταξί
στο διαστημοδρόμιο, για την τοπική έκθεση της Αεροπορίας - την έλεγαν Έξω. (Εντάξει, υπερβάλλω με το κουτσαίνοντας. Ωστόσο μου εξασφάλισε ιδιαίτερη προσοχή.) Όλη η έκθεση αποσκοπούσε στο να σαγηνεύσει τους νέους ανθρώπους, απ' ό,τι κατάλαβα. Θέλω να πάω Εκεί Έξω. Νομίζεις ότι θα με πάρουν όταν θα έχω την κατάλληλη ηλικία; Εννοώ, να με πάρουν Έξω, όχι σε κάποια ασήμαντη δουλειά γραφείου. Τι λες; Εγώ το ελπίζω. Ήταν εκείνος ο σκατοσυνταγματάρχης (συγνώμη για την έκφραση) που είδε αυτό το παιδί να προχωράει κουτσαίνοντας και να ζουλάει τη μύτη του στις μεγάλες τζαμαρίες, και αποφάσισε να του κάνει πλύση εγκεφάλου. Υπέροχα! Με ξενάγησε στην γκαλερί και μου έδειξε όλες τις φωτογραφίες από τους θριάμβους της Αεροπορίας; από τη Σεληνιακή Βάση ως το Διαστημοδρόμιο στον Άρη. Μου έβγαλε ένα λογύδριο για τις Μεγάλες Παραδόσεις τον Σώματος, και με πήγε σ' ένα δωμάτιο όπου οι Συνταγματάρχες διασκεδάζουν παλεύοντας σε μηδενική βαρύτητα, «όπου το θέμα είναι η δεξιοτεχνία και όχι η δύναμη», φτιάχνοντας γλυπτά αριστουργήματα με χρωματιστό νερό στον αέρα και κάνοντας ασκήσεις πάνω στο κέλυφος ενός επιβατηγού σκάφους. Τι χαρά! Σοβαρά, πάντως, θα ήθελα να είμαι εκεί όταν θα φτάσουν στους Μακρινούς Πέντε - κι ακόμα πιο Έξω. Όχι για τις ανοησίες που λένε τα διαφημιστικά φυλλάδια, αλλά γιατί πιστεύω ότι κάποιος που διαθέτει ευαισθησία πρέπει να είναι εκεί για να καταγράψει σωστά τα γεγονότα. Ξέρεις, σκαπανέας παρατηρητής. Φράνσις Πάρκμαν, Μαίρη Ώστεν, κάτι τέτοιο. Γι' αυτό αποφάσισα να πάω. Ο αεροπόρος με τις σαρδέλες δεν ήταν καθόλου συγκαταβατικός, κάθε άλλο. Στεκόμασταν στη βεράντα και παρακολουθούσαμε τα σκάφη να απογειώνονται και μου είπε ότι αν ανασκουμπωθώ και μελετήσω σκληρά, μπορεί να πάω μαζί τους κάποια μέρα. Δεν έκανα τον κόπο να του πω ότι δεν είμαι διανοητικά καθυστερημένος και ότι θα πάρω το πτυχίο μου πριν έχω την ηλικία να το αξιοποιήσω για οτιδήποτε, ακόμα και για να καταταχτώ. Κοίταξα μόνο το σκάφος να απογειώνεται και είπα: «Σε δέκα χρόνια από σήμερα θα κοιτάζω προς τα κάτω, όχι προς τα πάνω». Τότε μου είπε πόσο σκληρή ήταν η δική του εκπαίδευση, κι εγώ δεν τον ρώτησα πώς και του ανέθεσαν μια τόσο δευτερεύουσα δουλειά σαν αυτή. Χαίρομαι που δεν το έκανα, πάντως. Έμοιαζε περισσότερο με τις διαφημίσεις τους παρά με το αληθινό προσωπικό τους. Ελπίζω να μην καταντήσω ποτέ να θυμίζω διαφήμιση. Σ' ευχαριστώ για τα λεφτά και τις ζεστές κάλτσες και τα Κουιντέτα Εγχόρδων του Μότσαρτ, τα οποία ακούω αυτή τη στιγμή. Θέλω να πιστεύω ότι του χρόνου το καλοκαίρι θα είμαι στο φεγγάρι αντί για την
Ευρώπη. Μπορεί... Ίσως...; Ενδεχομένως. ..; Χμμμ - Αν μπορέσω να περάσω εκείνο το νέο τεστ που ετοιμάζεις για μένα...; Όπως και να 'χει το πράγμα, σε παρακαλώ να το σκεφτείς. Ο γιος σου, Πητ «Εμπρός. Κρατικό Ψυχιατρικό Ινστιτούτο». «Θα ήθελα να κλείσω ραντεβού για μια εξέταση». «Μια στιγμή. Θα σας συνδέσω με το αρμόδιο γραφείο». «Θα ήθελα να κλείσω ραντεβού για μια εξέταση». «Μια στιγμή... Τι είδος εξέταση;» «Θέλω να δω τη δόκτορα Σάλοτ. Αϊλήν Σάλοτ. Όσο πιο γρήγορα γίνεται». «Μια στιγμή, να ελέγξω το πρόγραμμά της... Θα σας βόλευε στις δύο την επόμενη Τρίτη;» «Πολύ ωραία». «Τι όνομα, παρακαλώ;» «ΝτεΒίλ, Τζιλ ΝτεΒίλ». «Εντάξει, δεσποινίς Ντεβίλ. Την άλλη Τρίτη στις δύο». «Ευχαριστώ».
Ο άντρας περπατούσε δίπλα στον αυτοκινητόδρομο. Τα αυτοκίνητα περνούσαν δίπλα τον. Εκείνα που βρίσκονταν στη λωρίδα υψηλών ταχυτήτων μόλις που προλάβαινε να τα διακρίνει. Λεν είχε πολλή κίνηση. Ήταν 10:30 το πρωί κι έκανε κρύο. Ο γούνινος γιακάς του άντρα ήταν σηκωμένος, τα χέρια του ήταν στις τσέπες του, και προχωρούσε κόντρα στον άνεμο. Πέρα από το φράχτη, ο δρόμος ήταν καθαρός και στεγνός. Ο πρωινός ήλιος ήταν κρυμμένος μέσα στα σύννεφα. Στο βρώμικο φως, ο άντρας διέκρινε το δέντρο πεντακόσια μέτρα μπροστά. Το βήμα του δεν άλλαξε. Τα μάτια του δεν άφησαν το δέντρο. Οι πετρούλες έτριζαν κάτω από τα πόδια τον. Όταν έφτασε στο δέντρο, έβγαλε το σακάκι του και το δίπλωσε προσεκτικά. Το ακούμπησε κάτω και σκαρφάλωσε στο δέντρο. Καθώς προχώρησε στο κλαδί που προεξείχε πάνω από το φράχτη, κοίταξε να δει αν έρχονται αυτοκίνητα. Ύστερα άρπαξε το κλαδί και με
τα δυο του χέρια, χαμήλωσε, κρεμάστηκε εκεί για μια στιγμή, και πήδησε στον αυτοκινητόδρομο. Ήταν ενενήντα μέτρα φάρδος, η λωρίδα του αυτοκινητόδρομου που οδηγούσε ανατολικά. Κοίταξε προς τη δύση, είδε ότι ακόμα δεν ερχόταν κανένα αυτοκίνητο προς το μέρος του, κι άρχισε να περπατά προς τη νησίδα. Ήξερε ότι δεν θα έφτανε ποτέ ως εκεί. Αυτή την ώρα της ημέρας τα αυτοκίνητα κινούνταν με διακόσια εξήντα χιλιόμετρα την ώρα στη λωρίδα υψηλής ταχύτητας. Συνέχισε να περπατάει. Ένα αυτοκίνητο πέρασε δίπλα του. Δεν κοίταξε πίσω. Αν τα παράθυρα ήταν σκοτεινά, όπως συνέβαινε συνήθως, τότε οι επιβάτες δεν είχαν πάρει είδηση ότι διασταυρώθηκαν μαζί του. Θα το μάθαιναν αργότερα και θα εξέταζαν τον μπροστινό προφυλακτήρα για πιθανά σημάδια μιας τέτοιας συνάντησης. Άλλο ένα αυτοκίνητο τον προσπέρασε. Τα παράθυρά του ήταν διάφανα. Διέκρινε δυο πρόσωπα, με το στόμα ορθάνοιχτο, ύστερα τους έχασε από τα μάτια του. Το δικό του πρόσωπο παρέμενε ανέκφραστο. Το πρόσωπό του δεν άλλαξε. Δυο ακόμα αυτοκίνητα πέρασαν, με τα παράθυρα σκοτεινά. Είχε διασχίσει γύρω στα είκοσι μέτρα. Είκοσι πέντε... Κάτι στον αέρα, ή κάτω από τα πόδια του, του είπε ότι ερχόταν. Δεν κοίταξε. Κάτι στη γωνία του ματιού του τον βεβαίωσε ότι ερχόταν. Το βήμα του δεν άλλαξε. Ο Σέσιλ Γκρην είχε τα παράθυρα διάφανα γιατί του άρεσε έτσι. Το αριστερό του χέρι βρισκόταν μέσα στην μπλούζα της, η φούστα της ήταν μαζεμένη γύρω από τη μέση της, και το δεξί του χέρι ακουμπούσε στο μοχλό που θα χαμήλωνε τις θέσεις. Ύστερα εκείνη τραβήχτηκε, βγάζοντας μια φωνή βαθιά από το λαιμό της. Το κεφάλι του τινάχτηκε αριστερά. Είδε τον πεζό. Είδε το προφίλ που δεν γύρισε ποτέ να τον κοιτάξει. Είδε ότι το βήμα του άντρα δεν άλλαξε. Ύστερα έπαψε να τον βλέπει. Ακούστηκε ένας δυσάρεστος γδούπος, και οι καθαριστήρες του παρμπρίζ άρχισαν να δουλεύουν. Ο Σέσιλ Γκρην συνέχισε να προχωράει. Έκλεισε τα παράθυρα.
«Πώς...;» ρώτησε όταν εκείνη βρισκόταν πάλι στην αγκαλιά του, κι έκλαιγε. «Το μόνιτορ δεν τον είδε...» «Δεν θα πρέπει ν' άγγιξε το φράχτη...» «Θα πρέπει να ήταν τρελός!» «Και πάλι, θα μπορούσε να διαλέξει έναν πιο εύκολο τρόπο». Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο... Το δικό μου;
Τρομοκρατημένος, ο Σέσιλ χαμήλωσε τα καθίσματα. -Γεια σας, παιδάκια. Σας χαρίζω το πλατύ, χοντρό, κιτρινιάρικο χαμόγελό μου. Αρκετά όμως με το χιούμορ. Απόψε θα ξεφύγουμε από το ασυνήθιστο, ανεπίσημο στυλ μας. Θα ξεκινήσουμε με μια σχολαστικά σχεδιασμένη θεατρική αναπαράσταση της τελευταίας μόδας: Θα σας παρουσιάσουμε ένα Μύθο. -Μας πήρε πολύ ψυχοψάξιμο και νοσηρή ενδοσκόπηση μέχρι ν' αποφασίσουμε να παίξουμε αυτόν το συγκεκριμένο μύθο για σας απόψε. -Φτου! -Ναι, μασάω καπνό - Ρέντμαν, καλή μάρκα -αυτό ήταν τζάμπα διαφήμιση. -Τώρα, καθώς χοροπηδάω γύρω στη σκηνή φτύνοντας, ποιος θα είναι ο πρώτος που θ' αναγνωρίσει τη μυθική μου αγωνία; Μην τρέξετε όλοι μαζί στα τηλέφωνά σας. -Φτου! -Σωστά, κυρίες και κύριοι και όλοι οι υπόλοιποι. Είμαι ο Τιθωνός αθάνατος, κακογερασμένος, και θα μεταμορφωθώ σε τζιτζίκι. -Φτου! -Τώρα, για το επόμενό μου νούμερο θα χρειαστώ περισσότερο φως. -Πιο πολύ από τόσο. -Φτου! -Πολύ περισσότερο από τόσο... -Εκτυφλωτικό φως! Εκθαμβωτικό φως! -Πολύ ωραία. -Φτού! -Τώρα - φορώ το αεροπορικό μου τζάκετ, τα γυαλιά μου, το μεταξωτό μαντίλι - ορίστε! Πού είναι το μαστίγιό μου; -Εντάξει, είμαι έτοιμος. -Εμπρός, χάσκι μου! Μας! Μας! Τζιτ! Χο! Χο! Πάνω! Πάνω! Ψηλά στον αέρα μαζί σας, αθάνατά μου άλογα! Εμπρός! Ανεβείτε! -Περισσότερο φως!
-Εμπρός, αλογάκια μου! Πιο γρήγορα! Πιο ψηλά! Σας βλέπουν ο μπαμπάς και η μαμά, και το κορίτσι μου εκεί κάτω! Εμπρός! Μην ντροπιαστείτε σ' αυτό το ύψος! Μας! -Τι στο διάβολο είναι αυτό που έρχεται καταπάνω μου τώρα; Μοιάζει με κεραυνόοοοο - ααααααχ! -Ωχ. Ήταν ο Φαέθων, που βγήκε βόλτα στα τυφλά με την άμαξα του ήλιου. -Τώρα, όλοι θα πρέπει να έχετε ακούσει το παλιό γνωμικό: «Μόνον ένας θεός μπορεί να κατασκευάσει ένα δέντρο». Λοιπόν, αυτός ο μύθος λέγεται «Απόλλων και Δάφνη». -Σκοτώστε τους...! Ο Τσάρλς Ρέντερ έγραφε το κεφάλαιο «Νεκρόπολις» για το βιβλίο Ο Κρίκος που Λείπει Είναι ο Άνθρωπος, που θα ήταν το πρώτο του βιβλίο μετά από τέσσερα χρόνια και βάλε. Από τότε που γύρισε αφιέρωνε τα απογεύματα της Τρίτης και της Πέμπτης για να το δουλεύει, απομονωμένος στο γραφείο του, γεμίζοντας σελίδες με τα ορνιθοσκαλίσματά του. «Υπάρχουν πολλές παραλλαγές του θανάτου, αλλά μία μόνο διαδικασία...» έγραφε την ώρα που κουδούνισε το θυροτηλέφωνο, πρώτα κοφτά, ύστερα παρατεταμένα, ύστερα πάλι κοφτά. «Ναι;» το ρώτησε πατώντας το διακόπτη. «Έχετε έναν επισκέπτη»· κι έγινε μια σύντομη παύση ανάμεσα στο «έναν» και στο «επισκέπτη». Έχωσε ένα μικρό αεροζόλ στην τσέπη του, ύστερα σηκώθηκε και πέρασε στο γραφείο. Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε έξω. «Γιατρέ... Βοήθεια...» Ο Ρέντερ έκανε τρία βήματα, ύστερα γονάτισε. «Τι τρέχει;» «Έλα, είναι... άρρωστη», γρύλισε. «Άρρωστη; Πώς; Τι τρέχει;» «Δεν ξέρω. Έλα». Ο Ρέντερ κοίταξε τα παράξενα μάτια. «Τι είδους αρρώστια;» επέμενε. «Δεν ξέρω», επανέλαβε ο σκύλος. «Δεν μιλάει. Κάθεται. Το... νιώθω, είναι άρρωστη». «Πώς ήρθες εδώ;»
«Οδήγησα. Ξέρω τις συν-τε, ταγ, μέ-νες... Άφησα αυτοκίνητο έξω». «Θα την πάρω τηλέφωνο τώρα αμέσως». Ο Ρέντερ γύρισε. «Δεν ωφελεί. Δεν το σηκώνει». Είχε δίκιο. Ο Ρέντερ ξαναγύρισε στο μέσα γραφείο για να πάρει το παλτό του και την ιατρική του τσάντα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε πού ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητό της, κάτω μακριά, μόλις μέσα στην είσοδο της παρακαμπτήριος, εκεί που το μόνιτορ το είχε αποδώσει στον έλεγχο του οδηγού. Αν κανείς δεν αναλάμβανε τον έλεγχο, τα αυτοκίνητα έβαζαν αυτόματα νεκρό και πάρκαραν. Τα άλλα οχήματα το προσπερνούσαν.
Είναι τόσο απλό που ακόμα κι ένας σκύλος μπορεί να το οδηγήσει, σκέφτηκε. Καλύτερα να κατέβω πριν περάσει κανένα περιπολικό. Θα πρέπει ήδη να έχει αναφέρει ότι βρίσκεται εγκαταλειμμένο εδώ κάτω. Μπορεί και όχι. Μπορεί να έχω ακόμα λίγα λεπτά καιρό. Κοίταξε το πελώριο ρολόι. «Εντάξει, Σιγκ», φώναξε. «Πάμε». Πήραν το ασανσέρ ώς το ισόγειο, βγήκαν από την κύρια είσοδο και έτρεξαν στο αυτοκίνητο. Η μηχανή του δούλευε ακόμα στο ρελαντί. Ο Ρέντερ άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και ο Σίγκμουντ πήδηξε μέσα. Στριμώχτηκε δίπλα του στη θέση του οδηγού, αλλά ο σκύλος ήδη πατούσε τις βασικές συντεταγμένες και τα κουμπιά με τις πατούσες του.
Μου φαίνεται ότι κάθομαι σε λάθος θέση. Άναψε ένα τσιγάρο καθώς το αυτοκίνητο μπήκε σε μια υπόγεια σήραγγα. Βγήκε στην αντίθετη λουρίδα, στάθηκε για ένα λεπτό, ύστερα μπήκε στο ρεύμα της κυκλοφορίας. Ο σκύλος έβαλε το αυτοκίνητο στην λωρίδα υψηλής ταχύτητας. «Αχ», είπε ο σκύλος, «αχ». Ο Ρέντερ ένιωσε τη διάθεση να του χαϊδέψει το κεφάλι εκείνη τη στιγμή, αλλά τον κοίταξε, είδε ότι είχε γυμνώσει τα δόντια, κι αποφάσισε να μην το επιχειρήσει. «Πότε άρχισε να φέρεται περίεργα;» ρώτησε. «Γύρισε σπίτι από τη δουλειά. Δεν έφαγε. Δεν μου απαντούσε όταν της μιλούσα. Κάθεται και δεν κάνει τίποτε». «Ήταν ποτέ στο παρελθόν έτσι;» «Όχι».
Τι μπορεί να το προκάλεσε; - αλλά μπορεί να είχε απλώς περάσει άσχημη μέρα. Στο κάτω-κάτω, είναι μόνο ένας σκύλος-κατά κάποιο
τρόπο. -Όχι. Καταλαβαίνει. Τότε, τι; «Πώς ήταν χτες - και όταν έφυγε από το σπίτι σήμερα το πρωί;» «Όπως συνήθως». Ο Ρέντερ ξαναπροσπάθησε να την πάρει στο τηλέφωνο. Δεν απαντούσε. «Εσύ το έκανες», είπε ο σκύλος. «Τι εννοείς;» «Τα μάτια. Η όραση. Εσύ. Μηχάνημα. Κακό». «Όχι», είπε ο Ρέντερ, και το χέρι του άγγιξε το σπρέυ στην τσέπη του. «Ναι», είπε ο σκύλος, κοιτώντας τον ξανά. «Θα την κάνεις καλά...;» «Φυσικά», είπε ο Ρέντερ. Ο Σίγκμουντ κοίταξε πάλι μπροστά. Ο Ρέντερ ένιωθε σωματικά εξαντλημένος και διανοητικά βραδύς. Προσπάθησε να εντοπίσει τον παράγοντα της σύγχυσης. Είχε αυτά τα προαισθήματα για την περίπτωσή της από την πρώτη κιόλας συνεδρία. Υπήρχε κάτι πολύ ανησυχητικό με την Αϊλήν Σάλοτ: Ένας συνδυασμός υψηλής νοημοσύνης και αδυναμίας, αποφασιστικότητας και ευάλωτου, ευαισθησίας και πικρίας.
Μήπως όλα αυτά τα βρίσκω ιδιαίτερα ελκυστικά; - Όχι. Φταίει η μεταβίβαση, πανάθεμά την! «Μυρίζεις φόβο», είπε ο σκύλος. «Τότε βάψε με φοβισμένο», είπε ο Ρέντερ, «και άλλαξε σελίδα». Χαμήλωσαν ταχύτητα για μια σειρά στροφές, ύστερα επιτάχυναν πάλι, επιβράδυναν, επιτάχυναν. Τελικά βρέθηκαν να ταξιδεύουν σ' ένα στενό κομμάτι δρόμου που διέσχιζε μια αραιοκατοικημένη περιοχή της πόλης. Το αυτοκίνητο μπήκε σε μια παράκαμψη, προχώρησε ακόμα πεντακόσια μέτρα περίπου, έβγαλε έναν απαλό ήχο κάτω από το καπώ του και μπήκε σ' ένα πάρκινγκ πίσω από μια ψηλή πολυκατοικία από τούβλα. Ο ήχος θα πρέπει να ήταν κάποιος ειδικός σερβομηχανισμός που αναλάμβανε το όχημα εκεί που το άφηνε το μόνιτορ, γιατί το αυτοκίνητο προχώρησε αργά μέσα στο πάρκινγκ, βρήκε τη θέση του και σταμάτησε. Ο Ρέντερ έσβησε τη μηχανή. Ο Σίγκμουντ είχε ήδη ανοίξει την πόρτα από την πλευρά του. Ο Ρέντερ τον ακολούθησε ως το κτίριο, και πήραν το ασανσέρ ως τον πεντηκοστό. Ο σκύλος όρμησε στο διάδρομο, πίεσε τη μύτη του σε μια
πινακίδα που ήταν στερεωμένη χαμηλά σε μια πόρτα, και περίμενε. Ύστερα από μια στιγμή, η πόρτα μισάνοιξε. Την άνοιξε σπρώχνοντας με τον ώμο και μπήκε. Ο Ρέντερ ακολούθησε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Το διαμέρισμα ήταν μεγάλο, οι τοίχοι του λίγο-πολύ άδειοι από διακόσμηση, οι χρωματικοί συνδυασμοί εκνευριστικοί. Μια μεγάλη βιβλιοθήκη γεμάτη μαγνητοταινίες γέμιζε τη μια γωνία. Ένας τερατώδης, πολύπλοκος πομπός στεκόταν δίπλα. Υπήρχε ένα φαρδύ τραπέζι με καμπύλα πόδια μπροστά στο παράθυρο, κι ένας χαμηλός καναπές στον δεξί τοίχο. Δίπλα στον καναπέ βρισκόταν μια κλειστή πόρτα. Μια καμάρα στ' αριστερά προφανώς οδηγούσε σε άλλα δωμάτια. Η Αϊλήν καθόταν σε μια παραφουσκωμένη καρέκλα στην απέναντι γωνία, δίπλα στο παράθυρο. Ο Σίγκμουντ στάθηκε δίπλα στην καρέκλα. Ο Ρέντερ διέσχισε το δωμάτιο κι έβγαλε ένα τσιγάρο από την τσάντα του. Ανοίγοντας τον αναπτήρα του με θόρυβο, κράτησε τη φλόγα μέχρι που το κεφάλι της γύρισε σ' αυτή την κατεύθυνση. «Τσιγάρο;» τη ρώτησε. «Τσαρλς;» «Μάλιστα». «Ναι, σ' ευχαριστώ, θα πάρω». Άπλωσε το χέρι της, δέχτηκε το τσιγάρο, το έβαλε στα χείλη της. «Ευχαριστώ. - Τι θέλεις εδώ;» «Κοινωνική επίσκεψη. Έτυχε να περνάω». «Δεν άκουσα κουδούνι ή χτύπημα στην πόρτα». «Πρέπει να λαγοκοιμόσουν. Μου άνοιξε ο Σιγκ». «Ναι, έτσι φαίνεται». Τεντώθηκε. «Τι ώρα είναι;» «Σχεδόν τέσσερις και μισή». «Τότε είμαι σπίτι πάνω από δυο ώρες... Πρέπει να ήμουν πολύ κουρασμένη». «Πώς νιώθεις τώρα;» «Τέλεια», δήλωσε. «Θέλεις ένα φλιτζάνι καφέ;» «Δεν θα 'λεγα όχι». «Θέλεις και μια μπριζόλα μαζί;» «Όχι, ευχαριστώ». «Μπικάρντι στον καφέ;»
«Καλή ιδέα». «Με συγχωρείς, τότε. Δεν θ' αργήσω». Διέσχισε την πόρτα δίπλα στον καναπέ, και ο Ρέντερ είδε για μια στιγμή μια μεγάλη, γυαλιστερή, αυτόματη κουζίνα. «Λοιπόν;» ψιθύρισε στο σκύλο. Ο Σίγκμουντ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είναι η ίδια». Ο Ρέντερ κούνησε το κεφάλι του. Άφησε το παλτό του στον καναπέ, διπλώνοντάς το προσεκτικά γύρω από την ιατρική του τσάντα. Κάθησε δίπλα του σκεπτικός.
Μήπως της πέταξε μια πολύ μεγάλη μπουκιά όρασης μονομιάς; Μήπως υποφέρει από καταθλιπτικού τύπον παρενέργειες - ας πούμε, απώθηση μνήμης, νευρική κόπωση; Μήπως αναστάτωσα το μηχανισμό αισθητηριακής προσαρμογής της κατά κάποιο τρόπο; Και γιατί να προχωρήσω τόσο γρήγορα; Δεν υπάρχει βία. Βιάζομαι τόσο πολύ να γράψω την καταραμένη μελέτη για την περίπτωσή της; - Ή μήπως το κάνω επειδή νιώθω ότι το θέλει; Είναι δυνατόν να είναι τόσο δυνατή, συνειδητά ή ασυνείδητα; Ή είμαι τόσο ευάλωτος - κατά κάποιον τρόπο; Τον φώναξε στην κουζίνα για να μεταφέρει το δίσκο. Τον άφησε στο τραπέζι και κάθησε απέναντι της. «Ωραίος καφές», είπε, καίγοντας τα χείλη του στο φλιτζάνι. «Έξυπνο μηχάνημα», είπε εκείνη στην κατεύθυνση της φωνής του. Ο Σίγκμουντ τεντώθηκε στο χαλί δίπλα στο τραπέζι, χαμήλωσε το κεφάλι ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια, αναστέναξε, κι έκλεισε τα μάτια. «Αναρωτιόμουν», είπε ο Ρέντερ, «μήπως υπήρχαν κάποιες παρενέργειες μετά την τελευταία συνεδρία - όπως για παράδειγμα αυξημένες συναισθητικές εμπειρίες, ή όνειρα σχετικά με μορφές, ή παραισθήσεις, ή...» «Ναι», είπε άχρωμα, «όνειρα». «Τι είδους;» «Εκείνη την τελευταία συνεδρία. Την ονειρεύτηκα ξανά και ξανά». «Από την αρχή ως το τέλος;» «Όχι, δεν υπάρχει σειρά στα γεγονότα. Διασχίζουμε την πόλη, ή περνάμε τη γέφυρα, ή καθόμαστε στο τραπέζι, ή περπατάμε προς το αυτοκίνητο -αποσπασματικές εικόνες. Πολύ έντονες».
«Τι είδους συναισθήματα συνοδεύουν αυτές τις -εικόνες;» «Δεν ξέρω. Είναι πολύ ανάμικτα». «Τι συναισθήματα νιώθεις τώρα που τις θυμάσαι;» «Το ίδιο. Ανάμικτα». «Φοβάσαι;» «Ό - όχι. Δεν νομίζω». «Θέλεις να διακόψεις για λίγο καιρό; Νομίζεις ότι προχωράμε πολύ γρήγορα;» «Όχι. Κάθε άλλο. Είναι - να, είναι σαν να μαθαίνεις κολύμπι. Όταν τελικά μάθεις τον τρόπο, τότε θέλεις να κολυμπάς συνεχώς μέχρι που νιώθεις εξαντλημένος. Ύστερα στέκεις εκεί λαχανιασμένος και θυμάσαι την αίσθηση, ενώ οι φίλοι σου τριγυρίζουν και σου γκρινιάζουν ότι παρακουράζεσαι - και είναι ωραία η αίσθηση, παρ' ότι έχεις κρυολογήσει και όλοι σου οι μυς πονάνε. Τουλάχιστον, έτσι βλέπω εγώ τα πράγματα. Οι Πρώτες Φορές είναι πάντα πολύ ειδικές φορές... Ο πόνος έχει περάσει, πάντως, και έχω ξελαχανιάσει. Θεέ, μου, δεν θέλω να σταματήσω τώρα! Νιώθω υπέροχα». «Συνηθίζεις να κοιμάσαι το μεσημέρι;» Τα δέκα κόκκινα νύχια στην άκρη των δακτύλων της κινήθηκαν πάνω στο τραπέζι καθώς τεντώθηκε. «...κουρασμένη». Χαμογέλασε, καταπίνοντας ένα χασμουρητό. «Το μισό προσωπικό λείπει σε διακοπές ή σε αναρρωτική άδεια και χτυπιέμαι σαν χταπόδι όλη τη βδομάδα. Ήμουν έτοιμη να πέσω κάτω όταν έφυγα από τη δουλειά. Τώρα που ξεκουράστηκα, νιώθω μια χαρά, πάντως». Σήκωσε το φλιτζάνι της και με τα δυο της χέρια και ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ. «Αχά», είπε εκείνος. «Ωραία. Είχα ανησυχήσει λίγο για σένα. Χαίρομαι που βλέπω ότι δεν υπήρχε λόγος». «Ανησύχησες; Διάβασες τις σημειώσεις του δόκτορα Ρίσκομπ για την ανάλυσή μου - και για τη δοκιμή της Π.Μ.Ε.& Λ. - και νομίζεις ότι είμαι από τους ανθρώπους που πρέπει ν' ανησυχείς γι' αυτούς; Χα! Έχω μια λειτουργικά ευεργετική νεύρωση σχετικά με την επάρκειά μου σαν ανθρώπινο πλάσμα. Εστιάζει την ενεργητικότητά μου, συντονίζει τις προσπάθειες μου προς την επιτυχία. Εντείνει την αίσθηση της μοναδικότητάς μου...» «Έχεις πραγματικά καταπληκτική μνήμη. Είναι σχεδόν κατά λέξη». «Φυσικά».
«Ανησύχησες και τον Σίγκμουντ σήμερα». «Τον Σιγκ; Πώς;» Ο σκύλος κινήθηκε ανήσυχα, άνοιξε το ένα του μάτι. «Ναι», γρύλισε κοιτώντας τον Ρέντερ. «Πρέπει να τον πάω σπίτι». «Πάλι οδήγησες το αυτοκίνητο;» «Ναι». «Αφού σου είπα να μην το κάνεις». «Ναι». «Γιατί;» «Φο, βόμουν. Δεν μου, απαντούσες, όταν μίλαγα». «Ήμουν πολύ κουρασμένη - και αν ξαναπάρεις ποτέ το αυτοκίνητο, θα κλείσω την πόρτα για να μην μπορείς να μπαινοβγαίνεις όποτε θέλεις». «Συγνώμη». «Δεν έχω τίποτε». «Κατά, λαβαίνω». «Δεν θα το ξανακάνεις ποτέ». «Συγνώμη». Το μάτι του δεν άφηνε τον Ρέντερ. Ήταν σαν καυτός φακός. Ο Ρέντερ απέφυγε το βλέμμα του. «Μην είσαι τόσο σκληρή μαζί του», είπε. «Στο κάτω-κάτω, νόμιζε ότι ήσουν άρρωστη και πήγε να. φέρει τον γιατρό. Σκέψου να είχε δίκιο: Θα του χρωστούσες ευγνωμοσύνη, δεν θα τον μάλωνες». Χωρίς να μαλακώσει, ο Σίγκμουντ κοίταξε για ένα λεπτό ακόμα κι έκλεισε το μάτι του. «Πρέπει να του το λένε όταν κάνει λάθος», ολοκλήρωσε. «Μπορεί», είπε εκείνος πίνοντας τον καφέ του. «Δεν έγινε και τίποτε, πάντως. Αφού ήρθα, ας κουβεντιάσουμε. Γράφω κάτι και θα 'θελα μια γνώμη ». «Πολύ ωραία. Πες μου συγκεκριμένα». «Θα σου αναφέρω δυο-τρία σημεία. - Κατά τη γνώμη σου, τα γενικά υποβόσκοντα κίνητρα που οδηγούν στην αυτοκτονία διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό;» «Έχω εξετάσει το θέμα εξαντλητικά στο παρελθόν κι έχω
καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν διαφέρουν», είπε. «Οι απογοητεύσεις μπορεί να οδηγήσουν σε καταθλίψεις ή σε μανίες. Και αν αυτές είναι αρκούντως σοβαρές, μπορεί να οδηγήσουν σε τάσεις αυτοκαταστροφής. Με ρωτάς για τα κίνητρα. Πιστεύω ότι είναι λίγο-πολύ τα ίδια. Πιστεύω ότι πρόκειται για μια διαπολιτισμική, διαχρονική πλευρά της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να αλλάξει, αν δεν αλλάξει πρώτα θεμελιακά η φύση του ανθρώπου». «Σύμφωνοι. Τώρα, τι λες για τον προτρεπτικό παράγοντα;» ρώτησε. «Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος είναι σταθερός, το περιβάλλον του παραμένει μεταβλητό. Αν ζει σ' ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον, νομίζεις ότι θα πάθαινε κατάθλιψη - ή θα οδηγείτο σε μανία - πιο εύκολα ή πιο δύσκολα απ' ότι σε ένα περιβάλλον λιγότερο προστατευτικό;» «Χμμ. Επειδή γενικά πιστεύω στην ιδιαιτερότητα της κάθε περίπτωσης, θα 'λεγα ότι εξαρτάται από τον άνθρωπο. Αλλά καταλαβαίνω πού το πας: μια μαζική προδιάθεση να πηδάς από το παράθυρο για ψύλλου πήδημα - με το παράθυρο να ανοίγει από μόνο του μπροστά σου - η επανάσταση των βαριεστημένων μαζών. Δεν μ' αρέσει η ιδέα. Ελπίζω να κάνεις λάθος». «Κι εγώ το ελπίζω, αλλά σκεφτόμουν και τις συμβολικές αυτοκτονίες - λειτουργικές διαταραχές που παρατηρούνται για αρκετά ασήμαντες αιτίες». «Αχά! Η διάλεξή σου του περασμένου μήνα: αυτοψυχομίμηση. Έχω την κασέτα. Το έθεσες πολύ κομψά, αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω». «Ούτε εγώ συμφωνώ απόλυτα ακόμα. Ξαναγράφω όλο εκείνο το κομμάτι - το τιτλοφόρησα "Θάνατος στη Χώρα των Σύννεφων και της Τρέλας". Πρόκειται για το ένστικτο του θανάτου που πλησιάζει όλο και περισσότερο στην επιφάνεια». «Αν σου φέρω ένα νυστέρι κι ένα πτώμα, θα κόψεις το ένστικτο του θανάτου να μου το δώσεις να το πιάσω;» «Είναι αδύνατον», έβαλε το χαμόγελο στη φωνή του, «γιατί στο πτώμα θα είχε ξοδευτεί όλο. Βρες μου όμως έναν εθελοντή, και θ' αποδείξει την άποψή μου πρόθυμα». «Η λογική σου είναι ακατάρριπτη». Χαμογέλασε. «Φέρε μας λίγο ακόμα καφέ, εντάξει;» Ο Ρέντερ πήγε στην κουζίνα, γέμισε τα φλιτζάνια, ήπιε ένα ποτήρι νερό και ξαναγύρισε στο σαλόνι. Η Αϊλήν δεν είχε κουνηθεί. Ούτε ο Σίγκμουντ.
«Τι κάνεις όταν δεν είσαι Πλάστης;» τον ρώτησε. «Ό,τι όλος ο κόσμος - τρώω, πίνω, κοιμάμαι, μιλάω, βλέπω φίλους και λιγότερο φίλους, πηγαίνω σε διάφορα μέρη, διαβάζω...» «Είσαι επιεικής άνθρωπος;» «Μερικές φορές. Γιατί;» «Τότε συγχώρεσέ με. Τσακώθηκα με μια γυναίκα σήμερα, μια γυναίκα που την έλεγαν ΝτεΒίλ». «Για ποιο θέμα;» «Για σένα - με κατηγόρησε για τόσο τρομερά πράγματα που θα ήταν καλύτερα να μη με είχε γεννήσει η μητέρα μου. Σκοπεύεις να την παντρευτείς;» «Όχι, ο γάμος είναι σαν την αλχημεία. Κάποτε έπαιζε σημαντικό ρόλο, αλλά δεν νομίζω ότι έχει μέλλον πια». «Ωραία». «Τι της είπες;» «Της έδωσα ένα παραπεμπτικό της κλινικής που έλεγε: "Διάγνωση: Στρίγγλα. Θεραπεία: Φάρμακα κι ένα σφιχτό φίμωτρο"». «Ω», είπε ο Ρέντερ, δείχνοντας ενδιαφέρον. «Το έσχισε και μου το πέταξε κατάμουτρα». «Γιατί άραγε;» Εκείνη χαμογέλασε, σήκωσε τους ώμους, σχεδίασε τετραγωνάκια πάνω στο τραπεζομάντιλο με τα δάχτυλά της. «"Πρόγονοι και πατέρες μου"» αναστέναξε ο Ρέντερ, «"Τι είναι η κόλαση, αναρωτιέμαι;"» «"Πρέπει να είναι το μαρτύριο να μην μπορείς ν' αγαπήσεις"», αποτελείωσε εκείνη. «Είχε δίκιο ο Ντοστογιέφσκι;» «Αμφιβάλλω. Προσωπικά θα του συνιστούσα ομαδική ψυχοθεραπεία. Να η αληθινή κόλαση γι' αυτόν - με όλους αυτούς τους ανθρώπους να φέρονται σαν τους χαρακτήρες του, και να το γλεντάνε κι από πάνω». Ο Ρέντερ άφησε το φλιτζάνι του, έσπρωξε πίσω την καρέκλα. «Φαντάζομαι ότι πρέπει να πηγαίνεις τώρα». «Πραγματικά θα 'πρεπε», είπε ο Ρέντερ. «Και δεν μπορώ να σε δελεάσω μ' ένα γεύμα;» «Όχι».
Σηκώθηκε όρθια. «Εντάξει, πάω να φέρω το παλτό μου». «Μπορώ να γυρίσω μόνος μου με το αυτοκίνητο και να το στείλω πίσω με τον αυτόματο». «Όχι! Με τρομάζει η εικόνα των άδειων αυτοκινήτων που τριγυρίζουν στην πόλη. Θα 'χα την αίσθηση ότι το πράγμα είναι στοιχειωμένο για τις επόμενες δυόμιση βδομάδες. «Άλλωστε», είπε περνώντας κάτω από την καμάρα, «μου υποσχέθηκες τον Καθεδρικό Ναό του Γουίντσεστερ». «Θέλεις να το κάνεις σήμερα;» «Αν μπορώ να σε πείσω». Καθώς ο Ρέντερ στάθηκε και αποφάσιζε, ο Σίγκμουντ σηκώθηκε όρθιος. Κάθησε ακριβώς μπροστά του και τον κοίταξε στα μάτια. Άνοιξε το στόμα του και το ξανάκλεισε, αρκετές φορές, αλλά δεν έβγαλε κανέναν ήχο. Ύστερα τους γύρισε την πλάτη και βγήκε από το δωμάτιο. «Όχι», ακούστηκε η φωνή της Αϊλήν, «θα μείνεις εδώ μέχρι να γυρίσω». Ο Ρέντερ πήρε το παλτό του και το φόρεσε, κρύβοντας την ιατρική τσάντα από κάτω του. Καθώς ανηφόρισαν το διάδρομο προς το ασανσέρ, ο Ρέντερ νόμισε ότι άκουσε ένα πολύ αχνό και πολύ απόμακρο ήχο, σαν γρύλισμα. Μόνο σ' αυτό το μέρος ο Ρέντερ ήξερε ότι έλεγχε τα πάντα. Ένιωθε άνετα σ' αυτούς τους παράξενους κόσμους, πέρα από το χρόνο, σ' αυτούς τους κόσμους όπου τα λουλούδια ζευγαρώνουν και τα αστέρια δίνουν μάχες στον ουρανό, πέφτοντας τελικά στη γη, ματωμένα, σαν σκόρπια πέταλα από μαδημένα λουλούδια, και οι θάλασσες χωρίζουν και αποκαλύπτουν σκάλες που κατεβαίνουν στα βάθη, και χέρια βγαίνουν από σπηλιές, κραδαίνοντας δαυλούς που φέγγουν σαν υγρά πρόσωπα - Εφιάλτες Χειμερινής Νυκτός που ποθούν το καλοκαίρι, απ' ό,τι ήξερε ο Ρέντερ - γιατί είχε επισκεφτεί επαγγελματικά αυτούς τους κόσμους για πάνω από μία δεκαετία. Με μια κίνηση των δαχτύλων του μπορούσε να απομονώσει τους μάγους, να τους δικάσει για προδοσία του βασιλείου - θα μπορούσε ακόμα και να τους εκτελέσει και να ορίσει τους διαδόχους τους. Ευτυχώς, αυτό το ταξίδι ήταν μια απλή εθιμοτυπική επίσκεψη... Προχώρησε στο ξέφωτο, αναζητώντας την. Ένιωθε την παρουσία που ξυπνούσε ολόγυρά του.
Παραμέρισε τα κλαδιά, στάθηκε δίπλα στη λίμνη. Ήταν κρύα, γαλάζια και απύθμενη η λίμνη, και καθρέφτιζε εκείνη τη λεπτή ιτιά που είχε γίνει ο σταθμός των αφίξεών της. «Αϊλήν!» Η ιτιά λικνίστηκε προς το μέρος του, απομακρύνθηκε ξανά. «Αϊλήν! Έλα εδώ!» Φύλλα έπεσαν πάνω στην επιφάνεια της λίμνης και διατάραξαν την ηρεμία του καθρέφτη, παραμορφώνοντας τα είδωλα. «Αϊλήν;» Τότε όλα τα φύλλα κιτρίνισαν μονομιάς, κι έπεσαν στο νερό. Το δέντρο έπαψε να κινείται. Ακούστηκε ένας παράξενος ήχος από τον ουρανό που σκοτείνιαζε, σαν το σφύριγμα των καλωδίων υψηλής τάσης τις κρύες μέρες. Ξαφνικά πέρασαν απ' τον ουρανό δυο σειρές φεγγάρια. Ο Ρέντερ διάλεξε ένα, άπλωσε το χέρι του και το έπιασε. Τα άλλα εξαφανίστηκαν μόλις το έκανε, κι ο κόσμος έγινε πιο φωτεινός. Το σφύριγμα έπαψε να ακούγεται. Έκανε το γύρο της λίμνης για να κερδίσει λίγο υποκειμενικό χρόνο από την απόρριψη και τη δική του αντίδραση σ' αυτήν. Προχώρησε κατά μήκος μιας σειράς από πεύκα προς το σημείο όπου ήθελε να εμφανίσει τον καθεδρικό ναό. Πουλιά τραγουδούσαν τώρα στα δέντρα. Ο αέρας φυσούσε απαλά δίπλα του. Ένιωσε την παρουσία αρκετά έντονα. «Εδώ, Αϊλήν. Εδώ». Τότε εκείνη περπάτησε δίπλα του, ντυμένη με πράσινο μετάξι, μπρούτζινα μαλλιά, μάτια από λιωμένο σμαράγδι. Φορούσε ένα σμαράγδι στο μέτωπό της. Περπατούσε με πράσινα πέδιλα πάνω στις πευκοβελόνες, λέγοντας: «Τι συνέβη;» «Φοβήθηκες». «Γιατί;» «Μπορεί να φοβάσαι τον καθεδρικό ναό. Μήπως είσαι μάγισσα;» Χαμογέλασε. «Ναι, αλλά σήμερα έχω ρεπό». Γέλασε και την έπιασε από το μπράτσο, και προσπέρασαν ένα νησί από φυλλώματα, και ο καθεδρικός ναός ήταν εκεί, σε μια πράσινη πλαγιά, ορθώνοντας το ανάστημά του πάνω απ' αυτούς και πάνω απ' τα δέντρα, σκαρφαλώνοντας προς τον ουρανό, εκπνέοντας νότες από εκκλησιαστικό όργανο, αντανακλώντας μιαν αδέσποτη ηλιαχτίδα από
κάποιο παράθυρο. «Κρατήσου καλά στον κόσμο», της είπε. «Αρχίζει η ξενάγηση». Προχώρησαν και μπήκαν μέσα. «"...Με τους ψηλούς του κίονες, σαν πελώριους κορμούς δέντρων, ασκεί έναν αμείλικτο έλεγχο στους χώρους του"», είπε. «Αυτό το πήρα από τον οδηγό. Βρισκόμαστε στη βόρεια πτέρυγα...» «Το Γκρήνσληβς», είπε εκείνη, «το όργανο παίζει το Γκρήνσληβς». «Έχεις δίκιο. Δεν μπορείς να με κατηγορήσεις γι' αυτό όμως. Κοίτα τα περίτεχνα επίκρανα—» «Θέλω να πάω πιο κοντά στη μουσική». «Πολύ καλά. Από δω λοιπόν». Ο Ρέντερ ένιωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορούσε όμως να το εντοπίσει. Όλα διατηρούσαν τη σταθερότητά τους... Κάτι πέρασε γρήγορα τότε, ψηλά πάνω από το ναό, προκαλώντας μια ηχητική έκρηξη. Ο Ρέντερ χαμογέλασε, γιατί θυμήθηκε. Ήταν σαν παραδρομή της γλώσσας: Για ένα λεπτό είχε μπερδέψει την Αϊλήν με την Τζιλ - ναι, αυτό είχε συμβεί. Μα τότε... Το ιερό ήταν μια λάμψη από άσπρο φως. Δεν το είχε ξαναδεί ποτέ στο παρελθόν. Όλοι οι τοίχοι ήταν σκοτεινοί και κρύοι γύρω τους. Κεριά τρεμόφεγγαν σε γωνιές και εσοχές. Το όργανο έβγαζε κεραυνούς κάτω από την πίεση αθέατων χεριών. Ο Ρέντερ ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Γύρισε προς την Αϊλήν Σάλοτ, που το καπέλο της ήταν ένας πράσινος κώνος που διέσχιζε το σκοτάδι, αφήνοντας ίχνη πράσινης γάζας. Ο λαιμός της ήταν στη σκιά, αλλά... «Εκείνο το κολιέ - Πού;» «Δεν ξέρω». Χαμογέλασε. Το δισκοπότηρο που κρατούσε ακτινοβολούσε ένα ρόδινο φως. Καθρεφτιζόταν στο σμαράγδι της. Τον ξέπλενε σαν ρεύμα δροσερού αέρα. «Θες να πιεις;» τον ρώτησε. «Μείνε ακίνητη», τη διέταξε. Διέταξε τους τοίχους να καταρρεύσουν. Κολύμπησαν στη σκιά.
«Μείνε ακίνητη!» επανέλαβε αυστηρά. «Μην κάνεις τίποτε. Προσπάθησε να μη σκέφτεσαι καν. »-Πέσε κάτω!» φώναξε. Τότε οι τοίχοι εκτινάχτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις και η στέγη εκσφενδονίστηκε ώς την άλλη άκρη του κόσμου, και βρέθηκαν να στέκονται μέσα σε ερείπια που φωτίζονταν από ένα μόνο κερί. Η νύχτα ήταν κατασκότεινη. «Γιατί το έκανες αυτό;» τον ρώτησε, κρατώντας ακόμα το δισκοπότηρο προς το μέρος του. «Μη σκέφτεσαι. Μη σκέφτεσαι τίποτε», είπε. «Χαλάρωσε. Είσαι πολύ κουρασμένη. Καθώς το κερί τρεμοπαίζει και σβήνει, το ίδιο κάνουν και οι αισθήσεις σου. Μόλις που κρατιέσαι ξύπνια. Μόλις που σε βαστούν τα πόδια σου. Τα μάτια σου κλείνουν. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει πια τίποτε εδώ γύρω για να δεις». Διέταξε το κερί να σβήσει. Εκείνο συνέχισε να καίει. «Δεν είμαι κουρασμένη. Σε παρακαλώ, πιες». Άκουσε μουσική από εκκλησιαστικό όργανο μέσα στη νύχτα. Διαφορετική μελωδία, που στην αρχή δεν την αναγνώρισε. «Χρειάζομαι τη βοήθεια σου». «Εντάξει. Ό,τι θες». «Κοίτα! Το φεγγάρι!» της έδειξε. Σήκωσε το κεφάλι της και το φεγγάρι φάνηκε πίσω από ένα μολυβένιο σύννεφο. «...Κι άλλο, κι άλλο». Φεγγάρια, σαν μαργαριτάρια σε περιδέραιο, προχωρούσαν μέσα στη μαυρίλα. «Το τελευταίο θα είναι κόκκινο», δήλωσε. Ήταν. Άπλωσε τότε το δείκτη του δεξιού του χεριού, κίνησε το χέρι του πλάγια σε όλο το μήκος του οπτικού του πεδίου, ύστερα προσπάθησε ν' αγγίξει το κόκκινο φεγγάρι. Το χέρι του πονούσε. Έκαιγε. Δεν μπορούσε να το κουνήσει. «Ξύπνα!» ούρλιαξε. Το κόκκινο φεγγάρι εξαφανίστηκε, το ίδιο και τα άσπρα. «Σε παρακαλώ, πιες». Της πέταξε το ποτήρι από τα χέρια και γύρισε το κεφάλι του. Όταν
ξαναγύρισε, εκείνη ακόμα το κρατούσε προς το μέρος του. «Θα πιεις;» Γύρισε και το 'βαλε στα πόδια μέσα στη νύχτα. Ήταν σαν να τρέχει μέσα σε μια χιονοθύελλα που του 'φτανε ώς τη μέση. Ήταν λάθος. Επιδείνωνε το σφάλμα με τη φυγή του ελαχιστοποιούσε τη δύναμή του και μεγιστοποιούσε τη δική της. Απορροφούσε την ενέργειά του, τον εξαντλούσε. Στάθηκε ακίνητος στη μέση της σκοτεινιάς. «Ο κόσμος γύρω μου γυρίζει», είπε. «Είμαι το κέντρο του». «Σε παρακαλώ, πιες», του είπε, και στεκόταν στο ξέφωτο δίπλα στο τραπέζι τους που βρισκόταν δίπλα στη λίμνη. Η λίμνη ήταν μαύρη και το φεγγάρι ασημένιο, και δεν μπορούσε να το φτάσει. Ένα κερί τρεμόφεγγε πάνω στο τραπέζι, κάνοντας τα μαλλιά της ασημένια σαν το φόρεμά της. Φορούσε το φεγγάρι στο φρύδι της. Ένα μπουκάλι Ρομάνι-Κόντι στεκόταν πάνω στο λευκό τραπεζομάντιλο δίπλα σε ένα ψηλό ποτήρι του κρασιού. Ήταν ξέχειλο, εκείνο το ποτήρι, και ροδοπέταλα στόλιζαν το χείλος του. Διψούσε τρομερά, κι εκείνη ήταν πιο όμορφη απ' οποιαδήποτε είχε δει ποτέ στη ζωή του, και το περιδέραιό της έλαμπε, και η αύρα ερχόταν δροσερή από τη λίμνη, και υπήρχε κάτι - κάτι που έπρεπε να θυμηθεί... Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και η πανοπλία του έτριξε ελαφρά καθώς κινήθηκε. Άπλωσε το χέρι του προς το ποτήρι, αλλά το χέρι του μούδιασε από τον πόνο κι έπεσε στο πλευρό του. «Είσαι πληγωμένος!» Αργά, γύρισε το κεφάλι. Το αίμα κυλούσε από την ανοιχτή πληγή στο δικέφαλο μυ του, έτρεχε στο μπράτσο του κι έσταζε από τις άκρες των δαχτύλων του. Η πανοπλία του είχε τρυπήσει. Πίεσε τον εαυτό του ν' απομακρύνει το βλέμμα. «Πιες αυτό, αγάπη μου. Θα σε θεραπεύσει». Σηκώθηκε όρθια. «Θα σου κρατήσω εγώ το ποτήρι». Την κοίταξε καθώς το έφερε στα χείλη του. «Ποιος είμαι;» ρώτησε. Δεν του απάντησε, αλλά κάτι άλλο του απάντησε - με ένα παφλασμό των νερών πέρα, πάνω από τη λίμνη:
«Είσαι ο Ρέντερ, ο Πλάστης». «Ναι, θυμάμαι», είπε. Και στρέφοντας το νου του στο μοναδικό
ψέμα που θα μπορούσε να διαλύσει όλη την ψευδαίσθηση, ανάγκασε το στόμα του να πει: «Αϊλήν Σάλοτ, σε μισώ». Ο κόσμος άρχισε να τρέμει και να κολυμπάει γύρω του, κλονίστηκε, σαν από ένα πελώριο λυγμό. «Τσαρλς!» ούρλιαξε, και το σκοτάδι τους σκέπασε. «Ξύπνα! Ξύπνα!», φώναξε, και το δεξί του χέρι έκαιγε και πονούσε και αιμορραγούσε μέσα στο σκοτάδι. Στεκόταν μόνος στη μέση μιας άσπρης πεδιάδας. Ήταν σιωπηλή, ήταν απέραντη. Κατηφόριζε προς την άκρη του κόσμου. Εξέπεμπε δικό της φως, και ο ουρανός δεν ήταν ουρανός, αλλά δεν υπήρχε τίποτε από πάνω. Τίποτε. Ήταν μόνος. Η φωνή του ξαναγύρισε σ' αυτόν από την άκρη του κόσμου: «...μισώ», έλεγε, «...μισώ». Έπεσε στα γόνατα. Ήταν ο Ρέντερ. Ήθελε να κλάψει. Ένα κόκκινο φεγγάρι εμφανίστηκε πάνω από την πεδιάδα, ρίχνοντας ένα εξωπραγματικό φως σε όλη την απεραντοσύνη. Αριστερά του υπήρχε μια οροσειρά, δεξιά του άλλη μία. Σήκωσε το δεξί του χέρι. Το βοήθησε με το αριστερό. Έσφιξε τον καρπό του, άπλωσε το δείκτη να αγγίξει το φεγγάρι. Ύστερα ακούστηκε ένα ουρλιαχτό ψηλά από τα βουνά, μια δυνατή, σπαρακτική φωνή - μισο-ανθρώπινη, όλο πρόκληση, όλο μοναξιά και όλο τύψεις. Τον είδε τότε, να ανεβαίνει τα βουνά, με την ουρά του να σκουπίζει τα χιόνια από τις πιο ψηλές κορφές τους, τον πιο απόμακρο λυκάνθρωπο του Βορρά - τον Φένρις, γιο του Λόκι - να τα βάζει με τον ουρανό. Πήδησε στον αέρα. Κατάπιε το φεγγάρι. Το πλάσμα προσγειώθηκε δίπλα του, και τα μεγάλα μάτια του γυάλιζαν κατακίτρινα. Τον καταδίωξε πάνω σε αθόρυβα πέλματα μέσα στους ψυχρούς, λευκούς αγρούς που χώριζαν τα βουνά. Εκείνος το απέφευγε ανεβαίνοντας λόφους και κατηφορίζοντας πλαγιές, προσπερνώντας σταλαγμίτες και κορυφές - κάτω από τις αιχμές των παγόβουνων, δίπλα σε παγωμένες κοίτες ποταμών, πάντα κατηφορίζοντας - μέχρι που η καυτή ανάσα του τον άγγιξε και το στόμα του βρισκόταν μπροστά του ανοιχτό και γελούσε. Γύρισε τότε και τα πόδια του έγιναν δυο αστραφτερά ποτάμια που τον πήραν μακριά. Ο κόσμος πήδησε προς τα πίσω. Γλίστρησε πάνω από τις πλαγιές. Κατηφορίζοντας. Όλο και γρηγορότερα—
Μακριά... Κοίταξε πίσω, πάνω από τον ώμο του. Στο βάθος, η γκρίζα σιλουέτα κάλπαζε προς το μέρος του. Ένιωσε πως αν ήθελε, θα μπορούσε να μικρύνει την απόσταση που τους χώριζε. Έπρεπε να βιαστεί. Ο κόσμος ξετυλιγόταν γύρω του. Άρχισε να χιονίζει. Συνέχισε να τρέχει. Μπροστά, μια θολούρα, ένα διακεκομμένο περίγραμμα. Διέσχισε τα πέπλα από χιόνι που τώρα έμοιαζε να πέφτει από το έδαφος προς τα πάνω - σαν κορδόνια από φυσαλίδες. Πλησίασε την κατεστραμμένη μορφή. Πλησίασε σαν κολυμβητής - ανίκανος ν' ανοίξει το στόμα του για να μιλήσει, από φόβο μήπως πνιγεί - μήπως πνιγεί και δεν μάθει, δεν μάθει ποτέ. Δεν μπορούσε να ελέγξει την κίνησή του προς τα μπρος. Προχωρούσε σαν να τον παρέσυρε κάποια παλίρροια προς το ναυάγιο. Σταμάτησε, τελικά, μπροστά του. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Είναι πράγματα που έχουν πάψει από καιρό να υφίστανται σαν αντικείμενα και παραμένουν μόνον σαν περιπτώσεις που δεν έχουν καταχωρηθεί σ' αυτή την αλληλουχία στοιχείων που λέμε Χρόνο. Ο Ρέντερ στεκόταν εκεί και δεν τον ένοιαζε αν ο Φένρις πηδούσε στην πλάτη του και του έτρωγε το μυαλό. Είχε σκεπάσει τα μάτια του, αλλά δεν μπορούσε να πάψει να βλέπει. Όχι αυτή τη φορά. Δεν τον ένοιαζε τίποτε. Το μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού του κειτόταν νεκρό στα πόδια του. Ακούστηκε ένα ουρλιαχτό. Μια γκρίζα μορφή τον προσπέρασε. Τα κακόβουλα μάτια και η ματωμένη μουσούδα χώθηκαν στο κατεστραμμένο αυτοκίνητο, μασουλώντας το ατσάλι, το γυαλί, ψάχνοντας μέσα για... «Όχι! Κτήνος! Πτωματοφάγε!» φώναξε. «Οι νεκροί είναι ιεροί! Οι δικοί μου νεκροί είναι ιεροί!» Τότε βρέθηκε μ' ένα νυστέρι στο χέρι, κι έκοψε επιδέξια τους τένοντες, τη δέσμη των μυώνων στους σφιγμένους ώμους, τη μαλακή κοιλιά, τα σχοινιά των αρτηριών. Κλαίγοντας, διαμέλισε το τέρας, κομμάτι-κομμάτι, κι εκείνο αιμορραγούσε συνέχεια, βρωμίζοντας το όχημα και το περιεχόμενό του
με τους σατανικούς ζωικούς του χυμούς, και το αίμα του έσταζε κι έτρεχε μέχρι που όλη η πεδιάδα είχε κοκκινίσει και σπαρταρούσε γύρω του. Ο Ρέντερ έπεσε πάνω στην πολυκαιρισμένη κουκούλα του αυτοκινήτου, και ήταν απαλή και ζεστή και στεγνή. Έκλαψε πάνω της. «Μην κλαις», του είπε η Αϊλήν. Βρέθηκε να στηρίζεται στον ώμο της, να την κρατά σφιχτά, εκεί δίπλα στη μαύρη λίμνη κάτω από το φεγγάρι που ήταν πορσελάνη του Γουέτζγουντ. Ένα μοναδικό κερί τρεμόπαιζε στο τραπέζι τους. Του έφερε το ποτήρι στα χείλη. «Πιες το, σε παρακαλώ». «Ναι, δώσ' το μου!» Κατάπιε το κρασί που ήταν απαλό και ελαφρύ. Έκαιγε τα σωθικά του. Ένιωσε τη δύναμή του να επανέρχεται. «Είμαι...»
«-Ο Ρέντερ, ο Πλάστης», πιτσίλισε η λίμνη. «Όχι!» Γύρισε και το 'βαλε στα πόδια ξανά, ψάχνοντας για το κατεστραμμένο αυτοκίνητο. Έπρεπε να πάει πίσω, να ξαναγυρίσει... «Δεν μπορείς». «Μπορώ!» φώναξε. «Μπορώ, αν προσπαθήσω...» Κίτρινες φλόγες στριφογύρισαν στον πηχτό αέρα. Κίτρινα φίδια. Τυλίχτηκαν λαμπερές γύρω από τους αστραγάλους του. Ύστερα, μέσα στη σκοτεινιά, δικέφαλος και θεόρατος, πλησίασε ο Αντίπαλος του. Μικρές πετρούλες κύλησαν κάτω από τα πόδια του. Μια πολύ έντονη μυρωδιά βιδώθηκε από τη μύτη ως τον εγκέφαλό του. «Πλάστη!» ακούστηκε ο βρυχηθμός ατό το ένα κεφάλι. «Ξαναγύρισες για να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας!» είπε το άλλο. Ο Ρέντερ κοίταξε, και θυμήθηκε. «Δεν έχουμε τίποτε να ξεκαθαρίσουμε, Θωμιέλ», είπε. «Σε νίκησα και σε αλυσόδεσα για - για τον Ρόθμαν, ναι, ήταν ο Ρόθμαν - τον καμπαλιστή». Σχεδίασε την πεντάλφα στον αέρα. «Ξαναγύρισε στην Κλιφώθ. Σε εξορίζω». «Αυτό εδώ το μέρος είναι η Κλιφώθ».
«...Στο όνομα του Χαμαήλ, του αγγέλου του αίματος, στο όνομα της όστιας των Σεραφείμ, στο όνομα του Ελοχίμ Γκεμπόρ, σε διατάζω να εξαφανιστείς!» «Όχι αυτή τη φορά». Και τα δυο κεφάλια γέλασαν. Προχώρησε. Ο Ρέντερ οπισθοχώρησε αργά, με τα πόδια του δεμένα από τα κίτρινα φίδια. Ένιωσε το χάσμα ν'· ανοίγει πίσω του. Ο κόσμος ήταν ένα παζλ που διαλυόταν. Έβλεπε τα κομμάτια να χωρίζονται. «Εξαφανίσου!» Ο γίγαντας ξέσπασε στο διπλό του γέλιο. Ο Ρέντερ σκόνταψε. «Από δω, αγάπη μου!» Στεκόταν σε μια μικρή σπηλιά στα δεξιά του. Κούνησε το κεφάλι του και οπισθοχώρησε προς το χάσμα. Ο Θωμιέλ τον πλησίασε. Ο Ρέντερ γκρεμίστηκε πάνω από το χείλος. «Τσάρλς!» φώναξε εκείνη, και ο κόσμος σείστηκε και σχίστηκε στα δυο από το θρήνο της. «Τότε, Vernichtung!», απάντησε καθώς έπεφτε. «Έρχομαι στο σκοτάδι σου». Όλα τελείωσαν. «Θέλω να δω τον δόκτορα Τσάρλς Ρέντερ». «Λυπάμαι, είναι αδύνατον». «Μα ήρθα αεροπορικώς από πολύ μακριά, μόνο και μόνο για να τον ευχαριστήσω. Είμαι άλλος άνθρωπος! Άλλαξε τη ζωή μου!» «Λυπάμαι, κύριε Έρικσον. Όταν τηλεφωνήσατε σήμερα το πρωί, σας εξήγησα ότι είναι αδύνατον». «Κύριε, είμαι ο Γερουσιαστής Έρικσον - και ο Ρέντερ κάποτε μου έκανε μια μεγάλη χάρη». «Τότε μπορείτε να του κάνετε κι εσείς μία. Φύγετε». «Δεν μπορείτε να μου μιλάτε μ' αυτό τον τρόπο!» «Μόλις το έκανα. Φύγετε, σας παρακαλώ. Ίσως του χρόνου κάποια μέρα...»
«Αλλά μερικά λόγια μπορούν να κάνουν θαύματα...» «Μην τα σπαταλάτε άδικα, τότε!» «Λυ-λυπάμαι...» Όσο ωραία κι αν ήταν, ρόδινη από το πρωινό φως - η ξέχειλη, αχνιστή κούπα με τη θάλασσα -εκείνος ήξερε ότι έπρεπε να τελειώσει. Οπότε... Κατέβηκε τις ατέλειωτες σκάλες του πύργου και βγήκε στο προαύλιο. Πήγε ως την πέργκολα με τις τριανταφυλλιές και κοίταξε το ξυλοκρέβατο που βρισκόταν στη μέση. «Καλημέρα, άρχοντά μου», είπε. «Καλή σου μέρα και σένα», είπε ο ιππότης, και το αίμα του ανακατευόταν με το χώμα, τα λουλούδια, το γρασίδι, έτρεχε από την πληγή, άστραφτε πάνω στην πανοπλία του, έσταζε από τα ακροδάχτυλά του. «Δεν θεραπεύτηκε;» Ο ιππότης κούνησε το κεφάλι. «Αδειάζω. Περιμένω». «Η αναμονή σου φτάνει στο τέλος της». «Τι εννοείς;» ανακάθισε. «Το καράβι. Πλησιάζει στο λιμάνι». Ο ιππότης σηκώθηκε όρθιος. Ακούμπησε την πλάτη του σ' ένα χορταριασμένο κορμό. Κοίταξε τον πανύψηλο, γενειοφόρο υπηρέτη που συνέχιζε να μιλάει, τραχιές λέξεις με άξεστη προφορά: «Έρχεται σαν μαύρος κύκνος μπροστά απ' τον άνεμο ξαναγυρίζει». «Μαύρος, είπες; Μαύρος;» «Τα πανιά είναι μαύρα, Λόρδε Τριστάνε». «Λες ψέματα!» «Θέλεις να δεις; Να δεις και μόνος σου; - Κοίτα λοιπόν!» Έδειξε. Η γη σείστηκε, ο τοίχος γκρεμίστηκε. Η σκόνη σηκώθηκε ψηλά και κατακάθησε ξανά. Από εκεί που στέκονταν διέκριναν το καράβι να μπαίνει στο λιμάνι πάνω στα φτερά της νύχτας. «Όχι! Είπες ψέματα! - Δες! Είναι άσπρα!» Η αυγή χόρευε πάνω στα νερά. Οι σκιές έφυγαν από τα πανιά του
καραβιού. «Όχι, ανόητε! Μαύρα! Πρέπει να είναι μαύρα!» «Άσπρα! Άσπρα! - Ιζόλδη! Κράτησες το λόγο σου! Ξαναγύρισες!» Άρχισε να τρέχει προς το λιμάνι. «Γύρνα πίσω! - Η πληγή σου! Είσαι άρρωστος! -Σταμάτα...» Τα πανιά ήταν άσπρα. Ο ήλιος ήταν ένα κόκκινο κουμπί που ο υπηρέτης άπλωσε γρήγορα το χέρι για να τ' αγγίξει. Νύχτωσε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Φένρις: Ο μεγάλος λύκος της Σκανδιναβικής μυθολογίας που πεπρωμένο του είναι να καταστρέψει τον κόσμο. Κράκεν: Τέρας της θάλασσας που βυθίζει τα πλοία. Οι Λάρητες και Πενάτες: Ρωμαϊκές θεότητες της εστίας, παριστάνονται με δόρατα όπως οι Διόσκουροι. Σατί: Τελετή στην Ινδία στη διάρκεια της οποίας η χήρα καίγεται μαζί με τη σορό του άντρα της. Γκράαλ, το Άγιο Δισκοπότηρο: Σκεύος στο οποίο κατά τη δυτική παράδοση ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίας περισυνέλεξε το αίμα του Εσταυρωμένου. Κατ' άλλους σκαλισμένο από ένα σμαράγδι, εμφανίζεται και σαν πηγή φωτός. Der geist der stets verneint. Pax vobiscum!: To πνεύμα που διαρκώς αρνείται (πνεύμα αντιλογίας). Ειρήνη Υμίν! Γουέτζγουντς: Βρετανικές πορσελάνες, από το όνομα του κατασκευαστή τους. fruite, charnu, capiteux: Ιδιότητες που χαρακτηρίζουν κάθε κρασί κατά τους γευσιγνώστες. Τιθωνός: Ωραίος νέος, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμούς. Τον αγάπησε η Ηώ. Ζήτησε από τον Δία να τον κάνει αθάνατο, αλλά ξέχασε να ζητήσει την αιώνια νεότητα. Αφού δεν άντεχε να βλέπει τον εαυτό του να γερνάει και να ασχημαίνει, οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε τζιτζίκι. Λόκι: Στη σκανδιναυική μυθολογία, πνεύμα του κακού που
προκάλεσε το θάνατο του Μπώλντερ, θεού του ήλιου του καλοκαιριού. Vernichtung: Καταστροφή.