ΓΚΕΟΡΓΚ ΧΕΓΚΕΛ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ [Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΟΓΙΚΗ] ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ - ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ Εισαγ...
97 downloads
418 Views
13MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΓΚΕΟΡΓΚ ΧΕΓΚΕΛ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ [Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΟΓΙΚΗ] ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ - ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΖΩΡΤΖΟΠΟΥΑΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΔΟΔΟΝΗ» ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΜΑΑΒΒΠΧΗ. XITOror.ffW««» τ* «rn^ μτηΜηαρηβύ ιψΑ^ρβ/ααρβύ — Τβ η νηρβ, &»αμια — Εφημ^ρίκ. ψύαη^ ίβιίφιΛ — («ατβ μκρά Μμια τηTOnw^'ΗΜ Μ ^ MARBA. ΓΚΑΐαίΡΙΚΛ. Bm »m ign. Ni>«, Μ«(ΐή — ΐαίΟΧΒΊΚΙ, L, τψ ανγχραηκ ι ιαάχήζ φύαηφίβι:, ψΛιιηφβί της Äijc ας, της ζβής, της βυαίόκ, Tijc vnifbaK, tau βη ari Χρήηβν Μ^Ιιβήση — ΝΙΑΡΧΟΤ, ΧΤΑΙΤΟΤ, Ανη^ — ΝΠΤΚ,OTSIAlSraCOr,K m μΰαιαι β Ζβφηαύ (Tätt έψη Zafmaüirtpa), im 6£Ui> γ» Άακ χ «ν, οβ»γ»»γή, (ΐκάφραβη Αρη Aoctoiau — OP*AJ»UH NIKOr, ^axfo^ φύβσβφοιή rmgötm; — TONTOP, θηφία τη( αντανήλαηκ· Ανοαί ζητψ !αλιχίοαίΑισ·αχής γνωοηλαηΛκ, (κτάφρ. Α'χιλ. Σάββ« — ΙΑΠΑΝΟΤΤΧΟΤ, ΚΤΑΓΓΚΑΟΤ, Η ηιΑή. τβ imc vpiShffa — Aafoäi — Ο ιβμβς xm ij βρηη, 6ητη xm τα ιφο/Οαμαρή της - ι«φα)ΛΐΓτίς Πρα»·αχη φΛοαοφϊα, Suaefie, μοφίζ τψίς ματα — Γβ &tmo της πυγμής »β ΰΛα iattfue οΜοηοώ eikfta arm Πλάηη* — Ψιη/βίογία — Htoc τόμ«) — Ejäaapa xm mtiwimpa - Εφήμ ΠΟΛΤΑΟΤΡΗ, BAT, Η )ιχηκή της παρακμής — ΚΑΡΑ, Η ανβιχτή mamia xm βι (χφ« της. ιφύ η γαητώ τον lUrntm, μτηίφρβιη) Βφή»»)ς Πβ»Λ Snircpec τόμος, τβ μίγΛ» ρήμα της πρβψηταα Μβη, xm τα ααοιΰΜΛα, |utäfpm) Βρήιηις Π««« ssrro·, ΑΒΟΝ, ff τ))ί rtin|i«w), Λκ^ λαοοφία τοΜ Παβχάλ, |trw«ee»i Αρη itxtaku — ΠΑΝΝΗ, Το 6ΐ6αη nu Ληάτβυ — Ο Κητκαό τάτηΧοΒητττψ — 'Ερ^ι^-πΑψβς,ΛαάρΛΧΛ
(Π) Γβ»η T&Ä^ (2 — ^ yMfpmni ΧρϊμτΜ Μ<ΰ«6τ8η — Η χρβΑηοτη τέχ^. Ββαγοιτή - Mc«w«nj Ttim, TW^ — ΧΚΙΧΕΛ. nteopnt. Η ««rnjw; της Β»«τ~ γή - Ss»« τζρΛίφα - Η ψΛ, του χ^ύματος - Ε»>τ«τή - Ifctiw-n, - ΣχΑ ΤΙ^β^ Πρύη« τψϋ — *an^tm>0tm του *»ψ >ou.
t»^ - XrrXA. AimWM. Β^ίΛίρο
ι α ν π ^ Στ»χ·»|·«ί. T<M|I«4,
Soor. Oie« »»«*« Äi·***
— « « « « .
τ^
ΓΚΕΟΡΓΚ ΧΕΓΚΕΛ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΉΣ [Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΟΓΙΚΗ] Π Ρ Ω Τ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ - ΔΕΓΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΪΣΙΑΣ Εκταγαιγή - μετάφραση - Σχόλια ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΖΩΡΤΖΟΠΟΪΑΟΥ
ExiSöoa; «Δωδώνη» Αθήνα - Fevvwix 1998
2ßifre«f
0
9
i
f.
9) β R
D. QU. ^βίΙί>. S r i c ö r . ^ t f l e l , φΓοίν'ΙΤβι unb 9i«iQt am Κίηί^ί.
üpinna((uni
|tt SRuinbtig.
Cirflcr SSanb. Siit obMctibe
3)it
^osif.
»Olli QOcftn. ΰ r η b c c 9,
St^ann e t o n ^ a t » « 8 » 3.
βφια»
To εξώφυλλο της 1ης έκδοσης
Η μετάφροκτη αφιερώνεται στη Βάσω τη Δανάη και τον Ορέστη
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 1. Εκδόσεις των έργων του Χέγκελ στις οποίες παραπέμπω: α) GW: Gesammelte Werke. G W 4: Jenaer kritische Schriften. Felix Meiner Verlag, Hamburg 1968. G W 9: Phänomenologie des Geistes. Felix Meiner Verlag, Hamburg 1980. Ελλην. έκδοση: Φαινομενολογία του πνεύματος Τ. 1-2. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1993-95. Ο πρώτος αριθμός μετά τη συντομογραφία G W 9 παραπέμπει στις σελίδες της γερμανικής έκδοσης και ο δεύτερος στις σελίδες της ελληνικής έκδοσης. G W 11: Wissenschaft der Logik. Erster Band, die objektive Logik Bd 11. Felix Meiner Verlag, Hambiurg 1978. G W 12: Wissenschaft der Logik. Zweiter Band, die subjektive Logik Bd 12. Felix Meiner Verlag, Hamburg 1981. β) Briefe: Weltgeist zwischen Jena imd Berlin: Briefe. Ullstein, Frankftut/M-Berlin-Wien 1982. γ) W: Hegels Werke in 20 Bänden (Theorie-Werkausgabe) Suhrkamp, Frankfiirt/M 1969-71. W 5: Wissenschaft der Logik L W 7: Grundlinien der Philosophie des Rechtes. W 8: Enzyklopädie der philosophischen Wissenschaften 1/ Ελλην. έκδοση: Η επιστήμη της Λογικής. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Γιάννης Τζαβάρας. Δωδώνη, ΑΘήνα-Γιάννινα 1991. Ο δεύτερος αριθμός μετά τη συντομογραφία W 8 παραπέμπει στις σελίδες της ελληνικής έκδοσης, ενώ ο πρώτος στις σελίδες της γερμανικής έκδοσης.
W 19: Vorlesungen über die Geschichte der Iliilosophie Π. S) WdL I: Wissenschaft der Logik 1. Hreg. G. Lasson, Felix MeinerVerlag, Hamburg 1975. 2. Ως προς τον Kocvx παραπέμπω στην εξής έκδοση: K.r.V.: Kritik der reinen Vemimft. Felix Meiner Verlag, Hamburg 1990^. 3. Στα έργα του Leibniz παραπέμπω στην ακόλουθη έκδοση: Leibniz: Philosophische Schriften (ed. Gerhardt). Berlin 1875-1890. Monadologie: Philosophische Schriften, Bd. 6. 4. Στα έργα του Spinoza παραπέμπω στην ακόλουθη έκδοση: Spinoza: Opera (ed. Gebhardt) Bd. 4 χ.χ. 5. OWj: G.W.F. Hegel's Werke. Wissenschaft der Logit erster Teil, die objektive Logik· Zweite Abteilung, Die Lehre vom Wesen. Hrsg.: Leopold von Henning Berlin 1834. 6. L: Hegel: Sämtliche Werke. Band IV: WissenSchaft der L o ^ Zweiter Teil. Ausgabe Lasson, Leipzig 1923 & 1934.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ TOT ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ 1. Η ανάγκη της Λογικής και η πραγμάτακιη της Φιλοσοφίας 2. Η διαλεκτική και το σύστημα εννοιών 3. Η θεωρία της ουσίας: Από την αφηρημένη γενικότητα στη συγκεκριμένη ενότητα 4. Η ελληνική μετάφραση 5. Επιλογή βιβλιογραφίας ΔΕΓΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ Η ουσία ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ουσία ως ανασκόττηστη μέσα σ' αυτήν την ίδϋζ
17 17 25 33 44 47
57
65
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η εμιφάνεια 67 Α. Το ουσιώδες και το επουσιώδες 68 Β. Η εμφάνεια 70 C. Η ανασκόπηση 77 1. Η θέτουσα ανασκόπηση 79 2. Η εξωτερική ανασκόπηση [παρατήρηση σ.87] . . . 8 5 3. Η προσδιορίζουσα ανασκ07Π)ση 90 ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Οι ουσιότητες ή οι προσδιορισμοί [= κατηγορίες] - ανασκότςησης Παρατήρηση. Οι ανασκοπικοί προσδιορισμοί με τη μορφή προτάσεων Α. Η ταυτότητα
97 ^^ 11
Πβφατηρη^η 1. Αφηρη(ΐ£νη ταυτότητα Παρατήρηση 2. Πρώτος αρχέγονος νόμος της νόησης, πρόταση της ταυτότητας Β. Η διαφορά 1. Η απόλυτη διαφορά 2. Η διαφορετικότητα Παρατήρηση. Πρόταση της διαφορετικότητας. . . 3. Η αντίθεση Παρατήρηση. Τα αντί-θετα μεγέθη της αριθμητικής C. Η αντίφαση Παρατήρηση 1. Ενότητα του θετικού και [του] αρνητικού Παρατήρηση 2. Η πρόταση του αποκλειόμενου τρίτου Παρατήρηση 3. Πρόταση της αντίφασης ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Το θεμέλιο Παρατήρηση. Πρόταση του θεμέλιου Α. Το απόλυτο θεμέλιο a. Μορφή και ουσία b. Μορφή και ύλη C. Μορφή και περιεχόμενο Β. Το προσδιορισμένο θεμέλιο a. Το μορφικό θεμέλιο Παρατήρηση. Μορφικός τύπος εξήγησης ξεκινώντας από ταυτολογικά θεμέλια b. Το ρεαλιστικό θεμέλιο Παρατήρηση. Μορφικός τύπος εξήγησης ξεκινώντας από ένα θεμέλιο διαφορετικό από εκείνο που είναι θεμελιωμένο. . . . 12
101 104 111 111 11'4 121 125 133 138 147 151 153
161 165 167 167 174 . 183 186 186
189 195
199
c. C. Η a. b. c.
To ολοτελές θεμέλιο συνθήκη To σχετιχά απόλυτο To απολύταχ; απόλυτο Ανάδυση του Πράγματος [Sache] μιέσα στην ύπαρξη
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Το φαινόμενο ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ύπαρξη Α. Το πράγμα [Ding] και οι ιδιότητές του a. Πράγμα καθεαυτό και ύπαρξη b. Η ιδιότητα Παρατήρηση. Το πράγμα καθεαυτό του υπερβατολογικού Ιδε<ζλισμού . . . . C. Η αλληλεπίδραση των πραγμάτων Β. Η σύσταση του πράγματος από ύλες C. Η διάλυση του πράγματος Παρατήρηση. Το πορώδες των υλών
204 209 209 214 219
227
230 235 236 241 244 246 250 254 256
ΔΕΓΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Το φαινόμ£νο Α. Ο νόμος του φαινομένου Β. Ο κόσμος του φαινομένου και ο κόσμος που είναι καθεαυτόν C. Διάλυση του φαινομένου
273 280
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ουσιώδης σχέση Α. Η σχέση του όλου και των μερών Παρατήρηση. Άπεφη διαιρετότητα
285 288 294
265
13
Β. Η σχέση της δύναμης και της εξωτερόίευσης της . . 296 a. Το υπό συνθήκες-ευρισκόμενο-Είναι της δύναμης . 297 b. Η διέγερση της δύναμης 300 C. Η απειρότητα της δύναμης 304 C. Σχέση του εξωτερικού και [του] εσωτερικού 305 Παρατήρηση. Άμεση ταυτότητα του εσωτερικού και [του] εξωτερικού.... 309 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Η πραγματικότητα ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Το Απόλυτο ; Α. Η έκθεση του Απόλυτου Β. Το απόλυτο κατηγορούμενο C. Ο τρόπος του Απόλυτου Παρατήρηση. Η φιλοσοφία του Spinoza και του Leibniz
315
317 318 323 325 329
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η πραγματικότητα 337 Α. Συμπτωματικότητα, ή μορφική πραγματικότητα, δυνατότητα και αναγκαιότητα 340 Β. Σχετική αναγκαιότητα ή ρεαλιστική πραγματικότητα, δυνατότητα και αναγκαιότητα . . . 347 C. Απόλυτη ίζναγκαιότητα 356 ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η απόλυτη σχέση Α. Η σχέση της υποστασιακότητας Β. Η σχέση-αιτιότητας a. Η μορφική αιτιότητα b. Η καθορισμένη σχέση-οατιότητας 14
364 366 371 372 376
c. Δράση και αντί-δραση [= επανά-δρ<χ<Γη] C. Η αλληλεπίδραση Πίνακας γερμανικών όρων και εννοιών Πίνακας κυρίων ονομάτων
387 393 399 405
15
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ 1. Η ανάγκη της Λογικής και η πραγμάτωση της Φιλοσοφίας Στις 8 Ιουλίου 1807, λίγο μετά την έκδοση της Φαινομενολογίας του πνεύματοί^, ο Χέγκελ έγραφε στον Niethammer: «εργάζομαι, όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, πάνω στη γενική Λογική μου και δεν βλέπω να τελειώνω σύντομα»^. Τελικά, στα έτη 1812-16 κυκλοφορεί σε τρία βιβλία την επιστήμη της Λογική^, η οποία προορίζεται να είναι η περάτωση της εννοιακής θεμελίωσης της φιλοσοφίας για όλο το σύστημα, έτσι ώστε τα μέρη αυτού, στη συλλογιστική τους αλληλοδιαδοχή, να συνιστούν μια κυκλοτερή κίνηση που επανακάμπτει μέ1. Το έργο αυτό αποτελεί για τον Χέγκελ βασική προϋπόθεση της επιστήμης της Λογικής. Είναι το πρώτο του μεγάλο έργο, όπου διαφαίνεται η ανάγκη του συστήματος και διανοίγεται μια αντίστοιχη προοπτική στην ανθρώπινη συνείδηση να φτάσει στον Όλυμπο της φιλοσοφικής ετηστήμης και να ανακτήσει τον εαυτό της μέσο στη γνώση, δικαιώνοντας έτσι τη βΰθισή της στο σύμπαν της αμφιβολίας. Σχετικά δες Γκ. Χέγκελ: Φαινομενολογία του πνεύματος Τ. Ι-ΙΙ, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλου. Εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα - Γιάννινα 1993-1995. 2. Briefe, σ.79. 3. Η κυκλοφορία της επιστήμης της Λογικής έχει ως εξής: Το Βιβλίο I: Η διδασκαλία περί του Είναι κυκλοφόρησε το 1812, το Βιβλίο II: Η διδασκαλία περί της ουσίας το 1813 και το Βιβλίο III: Υποκειμενική Λογική ή διδασκαλία περί της έννοιας το 1816. Το κείμενο που μεταφράζεται εδώ είναι το βιβλίο II που αναφέρεται στη θεωρία της ουσίας. Αυτή η τρίτομη επιστήμη της Λογικής είναι γνωστή ευρύτερα ως μεγάλη Λογική και αντιδιαστέλλεται οπό τη μικρή Λογική της Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών επιστημών. Η τελευταία κυκλοφορεί στα εUηvικά από τις εκδόσεις «Δωδώνη» 1991 σε μετάφραση του Γιάννη Τζαβάρο.
17
σα στον εαυτό της. Από αυτή την άποψη, η επιστήμη της Λογικής εγείρει την απαίτηση να είναι «το σύστημα του καθαρού Λόγου, το βασίλειο της καθαρής σκέψης»" και να συγκροτεί την απόλυτη μέθοδο του γνωρίζειν. Γι' αυτό απέχει πολύ από το να είναι μια απλή επανάληψη του αριστοτελικού Οργάνου^. Ως όλο αυτή εξετάζει τις ιδέες μέσα στο καθαρό άχρονο και άχωρο του καθεαυτό-Είναι. Αυτό όμως δεν την καταδικάζει να είναι ένα έργο άτοπο και άχρονο, αλλά την αναδεικνύει σε εκείνο το έργο, το οποίο μέσα από την προσέγγιση του προβλήματος του χρόνου και του χώρου κατορθώνει να δώσει απαντήσεις στις αναζητήσεις της εποχής του και να χωρήσει πολύ πιο πέρα και πάνω από αυτήν. Όταν ο Χέγκελ έγραφε τη Λογική, είχε σαφή επίγνωση ότι θεμελίωνε μια Λογική διαφορετική από εκείνες που διατηρούσαν σε απόλυτη ισχύ την παραδοσιακή Μεταφυσική. Το διαφορετικό της δικής του Λογικής οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στη μέθοδο της, «η οποία ζει μέσα στο διαλεκτικό στοιχείο»^ και γι' αυτό καθιστά τη Λογική τούτη, μέσα στον ιστό των φιλοσοφικών επιστημών, ικανή «να είναι καθαρή επιστήμη»'. Αυτό που συμβαίνει πραγματικά εδώ προσδιορίζει, πρωτίστως, τη Λογική στο να υπερβαίνει την απλή γνωσιακή μορφή, η οποία προσλαμβάνει έξωθεν το περιεχόμενο και επιβάλλεται ως μια προκατασκευασμένη απολυταρχία του σημαίνοντος πάνω στο σημαινόμενο. Κατά συνέπεια, τη συνδέει περαιτέρω με το καθήκον να φανερώ4. G W l l , 2 1 . 5. Υπό το γενικό τίτλο Όργανον έχεχ συγκεντρωθεί ένα σύνολο λογικών πραγματειών του Αριστοτέλη, οι οποίες, αν και δεν διέπονται από μια οργανική ενότητα μεταξύ τους, θεμελιώνουν ωστόσο την Αριστοτελική Λογική ως μια πρώτη συστηματική προσπάθεια να αξιοποιηθεί, μέσα από τη μελέτη της, η ανθρώπινη σκέψη προς κατανόηση της βαθύτερης λογικής δομής των πραγμάτων και να αναδειχθούν οι προϋποθέσεις μετασχηματισμού της δύναμης του ανθρώπινου Λόγου σε ενέργεια του έλλογου ανθρώπου. 6.GW11,27. 7. GW 11, 24.
18
νει ένα φιλοσοφικό κώδικα της πραγματικότητας, ο οποίος προϋποθέτει την άφεση της σκέψης στην ελευθερία της αυτο-ανάπτυξής της σαν στη δρώσα «απελευθέρωση από την αντίθεση της συνείδησης»® και στην ανάδειξη μιας αλήθειας που περιέχεται μέσα στο νόημα «μιας Μεταφυσικής του Απόλυτου»'. Ιδωμένη, λοιπόν, σε ένα ευρύτερο πεδίο, η ετηοτήμτι ττ\ς Λογικής δεν εγκλείει μια μέθοδο της θεωρησιακής φιλοσοφίας που μας οδηγεί με σιγουριά στο μέλλον'®, αλλά είναι η ίδια η θεωρησιακή φιλοσοφία που με τη δική της ολοκλήρωση θέτει την ερμηνεία της πραγματικότητας· και τη θέτει μέσα στο νόημα της αναζήτησης των προϋποθέσεων της «αντικειμενικής νόησης», όπως τούτη-εδώ παρουσιάζεται να αποτελεί «το περιεχόμενο της καθαρής επιστήμης»^'.Toipa βρισκόμαστε στο κέντρο της πιο στέρεης φιλοσοφικής προοπτικής. Πέρα από εικοτολογικές σκιαμαχίες σημασιολογείται σταθερά και απόλυτα η ανέλιξη της φιλοσοφικής γνώσης μέσα στην καρδιά της πραγματικότητας και η πραγματικότητα μέσα στην αποδεικτική πορεία της λογικής της. δομής. Δεν υπάρχει τίποτε που να αυτονομιμοποιείται ως η υπέρτατη αρχή και να μπορεί έτσι να δεσμεύει ή να υποτάσσει κάθε αναδυόμενη προοπτική στους δικούς του προσανατολισμούς ως αξιωματικά έγκυρους. Η φιλοσοφική ερμηνεία ταυτίζεται συνειδητά πλέον με την κριτική ανατροπή κάθε προηγούμενης λογικής επεξεργασίας που εξαντλεί τη νόηση στη δεδομένη κατάσταση των πραγμάτων και 8.GW11,21. 9. Fr. Hogemann und W. Jaeschke 1977, σ. 78. 10. Ο Χίγκελ που αναζητεί την επιστημονική θεμελίωση της μεταφυσικής δεν αποπέμπει τη συμβολή της φαινόμενης κίνησης του Πράγματος στην αληθινή φανέρωση της ουσίας του. Πιστεύει ότι μια τέτοια κίνηση προσιδιάζει στο απροϋπόθετο της εκδίπλωσης της ίδιας της σκέψης και γι' αυτό τον δεσμεύει στο να απορρίπτει κάθε αξιωματική ή αναπόδεικτη βεβαιότητα που χαρακτηρίζει τον δογματικό λόγο, όταν αυτός-εδώ επιχειρεί να θεσμίσει την ιδεολογική στοτικότητα ενάντια στη διαλεκτική περιπέτεια του θεωρησιακοΰ λόγου. 11.GWll,21.
19
κατορθώνει έτσι να την εκτοπίσει ως «κάτι το ελλειπτικό»^^ μέσα σε μια ψευδή πραγματικότητα. Το εγχείρημα της πραγμάτωσης της φιλοσοφίας που άρχισε με την Φαινομενολογία του πνεύματος βρίσκει τη συνέχεια του και την κορύφωση του στην επιστήμη της Λογικής, εάν στο πρώτο έργΟ δοκιμάζεται η δυνατότητα της νόησης-σκέψης να αναλύεται στην κίνηση του εαυτού της, όταν ο τελευταίος διαλέγεται σοβαρά με την ατομικότητά του και το αντικείμενο, στο δεύτερο έργο τίθεται η αυτοκίνηση της έννοιας ως αδιάψευστο κριτήριο υπαγωγής των κατηγοριών της παραδοσιακής Λογικής στην απόλυτη ισχύ της νόησης-σκέψης. Η επιβεβαίωση της σκέψης στην απόλυτη ισχύ της γίνεται, κατ' αυτό τον τρόπο, η απαρχή του διαλεκτικού επαναπροσδιορισμού αυτών των κατηγοριών στη βάση μιας ενδολογικης συνάφειας, η οποία απηχεί άμεσα «την καθαρή αυτο-αναπτυσσόμενη συνείδηση του Εαυτού» Αυτό που χρειάζεται τώρα η φιλοσοφία για να πραγματωθεί δεν είναι οι μορφές της νόησης που θα αναπτύσσονταν δυνάμει της σχέσης τους με περιεχόμενα ανεξάρτητα από τη συνείδηση, αλλά εκείνες «οι αναγκαίες μορφές και ιδιαίτεροι προσδιορισμοί της νόηση(^*», που δεν διαφοροποιούνται από το περιεχόμενο'^, παρά σχηματίζουν ένα ενιαίο όλο ως μέτρο της δικής τους αναγκαιότητας. Από αυτή την άποψη, διαλεκτική και φιλοσοφία δεν συνιστούν δύο παραπληρωματικά στάδια ενός α12. G W 11,16. 13.WdLI,30. 14. GW 11, 21. 15. Ο Χέγκελ δεν αποδέχεται τον ως τότε χωρισμό της μορφής από το περιεχόμενο. θεωρεί πως οι λογικές μορφές της παραδοσιακής μεταφυσικής δεν αλληλοδιεισδύουν η μια μέσα στην άλλη και δεν αλληλοσυνάπτονται σε μια αυτοκαθοριζόμενη λογική ενότητα. Κείτονται η μια έξω από την άλλη «ως παγιωμένοι προσδιορισμοί» GW 11, 19 και είναι τόσο στατικές και άκαμπτες, που να χαρακτηρίζονται ως «νεκρές μορφές» ο.π. Γιο μια διεξοδική πραγμάτευση των εννοιών μορφή-τιεριεχόμενο στη μεγάλη Λογική δες Richi 1982.
20
μοιβαίου καθορισμού, αλλά μια ενιαία θεωρία του αυτοπροσδιοριζόμενου όλου^*^. Η διαλεκτική, κατ' επέκταση, υπερβαίνει τον περιοριστικό χαρακτήρα της μεθόδου, έτσι όπως αυτή ορίζεται στο παραδοσιακό πλαίσιο προσδιορισμού της κίνησης από το μερικό στο γενικό και από το γενικό στο μερικό' Μια φιλοσοφική θεωρία που δεν αρκείται στη μορφική συμφωνία της νόησης με το Είναι, αλλά συλλαμβάνει το Είναι ως αντικειμενική έννοια και αποδίδει στις λογικές μορφές την ισχύ της ρεαλιστικής πραγματικότητας, χρειάζεται, όσο τίποτε άλλο, τη δύναμη της εξωτερίκευσης της νόησης: αυτή η δύναμη είναι η συνείδηση της εμμενούς αυτο-ανάπτυξης του όλου και αποτελεί τη μορφική αναγκαιότητα έκφρασης αυτού του όλου στην αυτοκινησία του ως περιεχομένου'®. Γίνεται φανερό πως καθετί που υπάρχει ανάγει το θεμέλιο του στις καθαρές ουσιότητες, οι οποίες, σε τελική ανάλυση, αντανακλούν την απεριόριστη γνωσιακή ικανότητα του ανθρώπου, έτσι όπως αυτή μορφοποιείται σε ιστορικά αποκτημένη γνώση και συγκροτεί την υποστασιακή του ενότητα ως φιλοσοφική ή θεωρησιακή νόηση. Από εδώ συνάγεται όπ η φιλοσοφία φτάνει να πραγματωθεί στο πνεύμα μιας φιλοσοφικής θεωρίας 16. Η συνολη κίνηση των οντο-νοητικών προσδιορισμών που εκδιπλώνεται υπό την λογική ανάπτυξη του όλου και οδηγεί στην κατηγοριοποίηση ή σε μια αντίστοιχη θέσμιση αυτών των προσδιορισμών μέσα στο χρόνο και στο χώρο δεν αφήνει περιθώρια να ταυτίζεται η επιστήμη της Λογικής με τη θέσμιση επί μέρους ιστορικο-φιλοσοφικών αναπτύξεων και να υποστηρίζεται «ότι αυτή παριστά τη θεωρητική επανάληψη της πορείας της ιστορίας της φιλοσοφίας» W. Marx 1967, σ. 65. 17. GW 12, 95: «Όλα τα πράγματα είναι ο συλλογισμός, ένα γενικό, το οποίο συνάπτεται συλλογιστικά με την ενικότητα μέσω της μερικότητας· αλλά αυτά δεν είναι ασφαλώς το Όλο που αποτελείται από τρεις προτάσεις». 18. Ο Χέγκελ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εφόσον η έννοια είναι ο ίδιος ο Εαυτός του αντικειμένου, ο οποίος παρουσιάζεται σαν το γίγνεσθαι του, αυτός δεν είναι ένα εν ηρεμία υποκείμενο που αδρανώς ανέχεται τα συμβεβηκότα, αλλά η έννοια που κινείται αφ' εαυτής και αποσύρει τους προσδιορισμούς της πίσω στον εαυτό της» GW9, 42/183-84.
21
της Λογικής, η οποία «μπορεί να είναι μόνο η φύση του περιεχομένου που κινείται μέσα στο επιστημονικό γνωρίζειν»^'. Αυτό καταδηλώνει πως η Λογική, που έχει για περιεχόμενό της τη νόηση και τις έννοιες ως τους προσδιορισμούς της, συμπίπτει με το επιστημονικό γνωρίζειν ή την επιστημονική έκθεση των περιεχομένων ως εννοιών. Έτσι αυτή δεν λαμβάνεται ως ένας επί μέρους κλάδος της φιλοσοφίας, αλλά ως η ίδια «η λογική επιστήμη, η οποία συνιστά την αυθεντική μεταφυσική ή την καθαρή θεωρησιακή φιλοσοφία»^". Ο χαρακτηρισμός της ως θεωρησιακής φιλοσοφίας δεν την κάνει να έρχεται σε εξωτερική αντίθεση με την παλιά Λογική, αλλά να συμπεριέχει την τελευταία και μάλιστα να την συμπεριέχει ως τον βασικό πυρήνα της πολυσύστατης δομής της. Γι' αυτό και τα περιεχόμενα της Λογικής δεν μπορούν να υπάγονται σε μια εξωτερική τάξη και να ταξινομούνται δυνάμει αναπόδεικτων αρχών απεναντίας απαιτούν εκείνη τη συνολιστική ανάπτυξη που θα τα θεμελιώνει σε αυτοποιούμενες έννοιες και θα τα συνωθεί να συγκροτούν την ολοτελή πραγματικότητα. Έτσι εκπληρώνεται η πιο πάνω απαίτηση και πραγματώνεται η φιλοσοφία ως θεωρησιακή διαλεκτικής^ Αυτή η απόπειρα του Χέγκελ να αναζητήσει τη φιλοσοφική αλήθεια μέσα σε μια διαλεκτική διαδικασία που αποδίδει οντολογικό περιεχόμενο στις λογικές αρχές φαίνεται προς στιγμήν να επιφυλάσσει μια σύλληψη της ιστορικής πράξης ισόμορφη προς τα γνωσιακά της επιτεύγματα. Μια τέτοια ωστόσο ισόμορφη σχέση βρί19.GW11,7. 20. Ό.π. 21. Η συνύφανση της φιλοσοφίας ως συγκεκριμένης ολότητας με αυτό που θέλει να εκφράσει δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο ως διαλεκτική. Ο Χέγκελ λέει στη μικρή Λογική: «Η διαλεκτική είναι λοιπόν η κινητήρια ψυχή της επιστημονικής προόδου και είναι το αξίωμα [Prinzip], μέσω του οποίου και μόνο παρέχεται εμμενής συνάφεια και αναγκαιότητα στα περιεχόμενα της επιστήμης· έτσι, λοιπόν, μόνο σ' αυτήν εναπόκειται η αληθινή και όχι εξωτερική εξύψωση πάνω από τα πεπερασμένα» W8, 173/196-97.
22
σκει τα όριά της μέσα στην ίδια τη σκέψη του Χέγκελ και δεν αποτελεί μοιραία ανακολουθία της Λογικής του. Αυτό που καλείται να γνωρίσει η Λογική μάς το έχει κάμει οικείο ήδη η Φαινομενολογία: η αυτογένεση της ανθρώπινης συνείδησης είναι το γίγνεσθαι, μέσω του οποίου η ανθρώπινη νόηση στην ιστορική της διαδρομή βεβαιώνει τη μορφοποίησή της σε επιστήμη. Κατ' αυτό τον τρόπο, η φιλοσοφική επιστήμη με την πραγματοποίησή της έρχεται να καταχωρηθεί στα δεδομένα της ιστορικής πράξης. Μια τέτοια πραγματοποίηση ικανώνει τη Λογική να παρουσιάζει οιονεί το σύνολο των σχέσεων, όπου η γνώση εξελίσσεται σε επιστήμη, από την άποψη της «εσωτερικής, αναγκαίας συνάφειας»^^ αυτών ως ουσιοτήτων του κόσμου. Η ανάγκη να εκπληρώνεται ο Λόγος δεν ικανοποιείται, κατά το Χέγκελ, με την εργώδη κυρίως προσπάθεια της ηθικής ατομικότητας να φτάσει σε μια εσωτερική καθαρότητα που θα της επιτρέπει να προσβλέπει σε έναν ένθεο υπέρκοσμο, αλλά με τη δυνατότητα του ίδιου του Λόγου, μέσα από τη διαλεκτική του φαινόμενου κόσμου, να ταυτίζεται με τη δομή της πραγματικότητας. Μια τέτοια ταύτιση σημαίνει ότι, κατ' αρχήν, διασώζεται η ενότητα της ατομικότητας σε συνδυασμό με την αναζήτηση της αλήθειας των πραγμάτων στην πεπερασμένη τους ύπαρξη^^. Κατά δεύτερον, καταγγέλλεται ως ασθένεια της σκέψης η περίπτωση που λαμβάνεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στο Λόγο και την πραγματικότητα ως αμετάθετη αρχή της δοκιμής να σκεφτούμε διαλεκτικά τον κόσμο και αξιολογείται η αποδοχή από τον Kant ενός τέτοιου διαχωρισμού μόνο ως ένα μεταβατικό στάδιο της κίνησης «του Λόγου να γνωρίσει το α22. GW11,26. 23. Εδώ γίνεται πιο ορατή η διαχωριστική γραμμή που σύρει ο Χέγκελ ανάμεσα στη δική του φιλοσοφική ερμηνεία της ενιαίας πραγματικότητας και στη θεολογική αντΛηψη για μια πραγματικότητα εκείθεν της πεπερασμένης πραγματικότητας.
η
πόλυτο στοιχείο του κτόσμου»^^. Κατά τρίτον, η ταυτότητα που μας αφορά εδώ δεν είναι μια αφηρημένη τοιαύτη, αλλά προκύπτει από τη φύση της αντινομίας που χαρακτηρίζει το Λόγο στην προσπάθειά του να γνωρίσει τον κόσμο και η οποία αποτελεί τεκμήριο της διαλεκτικής δομής του κόσμου. Εάν, λοιπόν, κανείς χρειάζεται ένα γενικό προσδιορισμό της Λογικής, αυτόν μπορεί τώρα να τον αναζητήσει στο «ενδιαφέρον του λογικού στοιχείου»^^, το οποίο [ενδιαφέρον] προκύπτει από την ανάγκη της εννοιακής σύλληψης της ζωής ενάντια στις συνε'πειες του θανάτου και της αβέβαιης ταυτότητας της αισθητής πραγματικότητας^®. Το κίνητρο της Λογικής είναι, ως εκ τούτου, η αναζήτηση της ιδιαίτερης σημασίας του πραγμαηκού, το οποίο δεν εξαντλείται στη λογική ενέργεια της εμπειρικής ατομικότητας και στην αντίστοιχη σχέση της προς την δεδομένη δομή της εμπειρικής πραγματικότητας, αλλά υπάρχει σε μια υπερ-εμπηρική διάσταση που προϋποθέτει την κατ' αναγκαιότητα πραγματοποίηση της εμπειρικά δυνατής αυτο-εξέλιξης^^. Υπ' αυτή την έννοια, ο Χέγκελ θεωρεί ανεπαρκείς τις λογικές συλλήψεις της παραδοσιακής Λογικής, η οποία δεν μπόρεσε να θεμελιώσει και να δώσει στα λογικά περιεχόμενα, δηλ. στις καθαρές έννοιες, τη μορφή του συστήματος, επειδή σ' αυτή «δεν μπορεί να διακρίνει κανείς καμιά αίσθηση επιστημονικής μεθόδου»^^ παρά μόνο «τη μορφή μιας εμπειρικής επιστήμης»^'. 24. W 8, 126/135. 25. W8. 86. 26. Ο Χέγκελ αναφέρει σχετικά: «Όλα τα πεπερασμένα πράγματα έχουν μια ανολήθεια καθεαυτήν, έχουν μια έννοια και μια ύπαρξη, η οποία είναι ασύμμετρη προς την έννοια τους. Γι' αυτό πρέπει κατ' ανάγκη να πέσουν στο βάραθρο» W 8, 86. 27. Ο Χέγκελ σημειώνει: «Αλλά, εάν κανείς αντιπαραβάλλει τη φύση εν γένει, ως το φυσικό κόσμο, με τη σφαίρα του πνεύματος, τότε θα έπρεπε να πει ότι η Λογική είναι μάλλον το υπερφυσικό στοιχείο, το οποίο εισδύει σε κάθε φυσική συμπεριφορά του ανθρώπου, στο αίσθημά του, στην εποπτική του παράσταση, στον πόθο του, στην ανάγκη, στην ορμή του, και την κάνει ανθρώπινη» WdL I, 10 28. GW 11, 24. 29. Ό.π.
24
2. Η διαλεκτική και το σύστημα εννοιών Έ ν α πρώτο επίπεδο συστηματικής έκθεσης της Χεγκελιανής διαλεκτικής βρίσκουμε στη Φαινομενολογία του πνεύματος, όπου ο Χέγκελ παρουσιάζει μια διαλεκτική θεωρία της γνώσης, ενώ συνάμα αποσαφηνίζει την τάση να εφαρμόσει στην πράξη μια θεωρία των αυτοκινούμενων εννοιών. Στο έργο αυτό βλέπουμε να σκιαγραφείται ένα εντυπωσιακό πανόραμα της διαλεκτικής ανέλιξης του πνεύματος, η οποία αναδείχνει τη διάσπασή του σε υποκείμενο και αντικείμενο ως προϋπόθεση επανάκτησης της αυθεντικής του ενότητας. Η γενική διαλεκπκή αντικειμένου-υποκειμένου αποτελεί τη βάση για την κίνηση της γνώσης και για τη συνείδηση αυτής της κίνησης. Έτσι η αληθής γνώση προορίζεται να συγκροτεί ένα διαλεκτικά δομημένο Όλο, το οποίο διέρχεται διάφορα στάδια πραγμάτωσης. Αυτά τα στάδια συνιστούν διαμεσολαβήσεις του επιστημονικού περιεχομένου με την ενδολογικότητα των κατηγοριών και αναιρούνται μέσα σε μια νέα γνωσιακή σύνθεση^", η οποία συνδυάζει τη συστηματική μορφή της ετηστήμης και το περιεχόμενο της Λογικής. Τα αντικείμενα τώρα δεν συλλαμβάνονται ως εξωτερικευ-
30. Η έννοια της σύνθεσης, όταν συνδέεται με τη φιλοσοφία τού Χέγκελ παρατιέμπει συνήθως σε μια κατανόηση που υπαγορεύει το περιοριστικό πλαίσιο του γνωστού τριαδικού σχήματος θέση-αντ{θε€η]-σύνθεση. Εν πρώτοις, χρειάζεται να υπενθυμίσει κανείς πως ο Χέγκελ σε κανένα έργο του δεν αφήνει να διαφαίνεται η τάση μιας τέτοιας οικτρής σχηματοποίησης και πα>ς η «ευάρεστη» παρουσία αυτής της σχηματικής εκλογίκευσης συνδέεται κυρίως με βιαστικές ερμηνείες ιδεολογικής καθηκοντολογίας ή επιπόλαιας φιλοσοφίας του εγχειριδίου. Κατά δεύτερον, η έννοια της σύνθεσης, έτσι όπως συνυφαίνεται με το πνεύμα της διαλεκτικής ανάπτυξης των κατηγοριών της Λογικής, προσδιορίζεται ως η ανασκοπική ακεραίωση της αναγκαίας διαδρομής αυτών των κατηγοριών και προσλαμβάνει περισσότερο το χαρακτήρα αποδεικτικής αξίας και δικαίωσης των ενδιαφερόντων της Λογικής παρά την αναπόφευκτη απόληξη μιας προσχεδιασμένης πορείας.
25
μένες στη νόηση υποστάσεις, αλλά είναι αναπόσπαστα περιεχόμενα της γνωριστικής κίνησης της νόησης. Κατά συνέπεια, προσπίπτουν στη γνωριμία της νόησης ως υποστασιακά στοιχεία της επαλήθευσης της δικής της κίνησης και αποκλείουν κάθε άλλη θεώρηση που θα ήθελε να τα γνωρίζει ως παράγωγα μιας εξωτερικής σύγκλισης. Η ιδιαιτερότητα τους έγκειται στο ότι δεν μπορούν να κατανοούνται ολοκληρωτικά και τελειωτικά με βάση μια ξένη δομή, η οποία εντάσσεται σε μεταλογικά πλαίσια και συνδιαμορφώνεται έξω από την εμβέλεια της δικής τους αντικειμενικότητας. Έγκειται δηλ. στο ότι μπορούν να εξηγούνται μέσα από την ίδια την εννοιακή τους εκδίπλωση σε επίπεδο καθαρά οντο-λογικής κατηγοριοποίησης. Αναγνωρίζονται, λοιπόν, ως έννοιες που έχουν αντικειμενική υφή και εντάσσονται στην πιο γενική εργασία της εννοιολογικής θεμελίωσης της κλασσικής μεταφυσικής. Ως τέτοιες δεν συμπίπτουν με τις κατ' εξοχήν υποκειμενικές μορφές της νόησης, αλλά σχετίζονται με αυτές και αλληλοπροσδιορίζονται κατά τρόπο, που οι προσδιορισμοί τους να μην είναι παρά το ίδιο το περιεχόμενο της επιστήμης της Λογικής. Η επιθυμία του Χέγκελ να ανατιμήσει αυτό το περιεχόμενο τον αναγκάζει να φέρει σε συζήτηση μέσα στη Λογική του τις πιο θεμελιώδεις έννοιες της δυτικής μεταφυσικής -τέτοιες όπως το Είναι, η ουσία, το φαινόμενο, το Απόλυτο, η υπόσταση, η έννοια, η ιδέα- και να παρουσιάσει ένα σύστημα κατηγοριών και εννοιών, όπου οι έννοιες που έχουν αντικειμενική υφή συνάπτονται με τις υποκειμενικές μορφές της νόησης και συνυφαίνονται με τη γενικότερη προσπάθεια αποκρυπτογράφησης της εσώτερης ουσίας της πραγματικότητας. Το αίτημα μιας νέας Λογικής δεν εμποδί^ι το Χέγκελ να προσεγγίσει όλες τις μορφές της προγενέστερης μεταφυσικής και να αναμετρηθεί με εκείνες τις τάσεις που κατά τη διαμόρφωσή τους άσκησαν καταλυτική επίδραση σε ό,τι προηγήθηκε και σε ό,τι θα ακολουθούσε. Μια τέτοια αναμέτρηση παραπέμπει eo ipso στην ανά26
γκη να αναδεικνύεται κάθε νέα λογική δομή και αντίστοιχο σύστημα εννοιών μέσα από την κατανόηση της ανεπάρκειας των παλιών μορφών της Λογικής. Έ ν α τέτοιο εγχείρημα όμως συναρτάται, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο, με μια αυθεντικότερη ερμηνεία της δεδομένης πραγματικότητας. Μια τέτοια ερμηνεία αντλεί τρόπους και βαθμούς επάρκειας από το γεγονός ότι θεωρεί αυτονόητη αφετηρία τα επιτεύγματα της φιλοσοφίας του Kant και των συγκαιρινών του και επιχειρεί μια διαλεκτική εκδίπλωση των καθαρών κατηγοριών που συνέχουν το Είναι και το Νοείν, προκειμένου να νοηματοδοτήσει περαιτέρω τις έννοιες της απτής πραγματικότητας. Υπό το πνεύμα τούτο, ο Χέγκελ διαρθρώνει την επιστήμη της Λογικής και την διατέμνει σε αντικειμενική και υποκειμενική Λογική. Το πρώτο μέρος αντικαθιστά την παλιά μεταφυσική, ξεκινώντας με τη διερεύνηση των περιεχομένων εκείνου του τμήματός της που ονομάζεται οντολογία^'. Εάν η τελευταία τούτη ελάμβανε το αντικείμενο της υπό την έννοια του ενός [ενιαίου πράγματος] γενικά, ο Χέγκελ αντίθετα προχωρεί σε νέα διάτμηση της αντικειμενικής Λογικής για να προκύψει η Λογική του Είναι και η Λογική της ουσία<^^. Η Λογική του Είναι παριστά τους προσδιορισμούς της έννοιας να υπόκεινται στους όρους της αμεσότητας. Το Είναι λαμβάνεται ως η πιο αφηρημένη και ανεπεξέργαστη προσδιοριστικότητα της έννοιας εν γένει. Έχει τη μορφή του κατηγορήματος που μπορεί να υπαχθεί στην κατηγορία του αφηρημένου όλου. Αυτό το όλο δεν δείχνεται να είναι τεθειμένο και διαμεσολαβημένο, αλλά αρχέγονο που παραπέμπει στην «έννοια καθεαυτήν, δηλ. [στην έννοια] της ρεαλιστικής ύπαρξης ή του Είναι»". Οι κατηγορίες, συνακόλουθα, που αφορούν
31. GW 11, 32. 32. Ό.π. 33. WdL^I, 43.
27
την έννοια στην προσδιορισηκότητα της αμεσότητας διακρίνονται για ένα άμεσο υφίστασθαι, το οποίο αντιφάσκει την αφαίρεση του Είναι τους και ως τέτοιο πρέπει να καταλυθεί, γιατί η φιλοσοφία στη διαλογική της αναζήτηση δεν ανέχεται την ταυτότητα των αντιφάσεων και στην πρακτική της στάση γίνεται διαλεκηκή κίνηση άρνησης του αφηρημένου αυτο-ταυτού. Όταν λοιπόν οι κατηγορίες του Είναι έρχονται σε ύπαρξη ως αυτοσχετισμοί, ουσιαστικά αναφέρονται σε ένα άλλο, το οποίο είναι η προσδιοριστικότητά τους και τις καταλύει ως αυτοσχετισμούς. Μέσα στη σκεπτόμενη πράξη της φιλοσοφίας, δηλ. της θεωρησιακής Λογικής, έχουν, κατ' ακολουθίαν, την αξία της έννοιας που αυτοκινείται ως αρνητικότητα· είναι δηλ. το ακατάπαυστα εξαφανιζόμενο γίγνεσθαι, το οποίο υποδηλώνει την άμεση ενότητα των κατηγοριών ως μετάβαση της μιας στην άλλη. Ό,τι εξαφανίζεται σε τούτη τη μετάβαση είναι το άμεσο Είναι και ό,τι εμφανίζεται είναι η αλήθεια των κατηγοριών, δηλ. το γεγονός ότι η έννοια εδώ δεν είναι παρά η προσδιοριστικότητά που προκύπτει ως το άλλο του εαυτού της και νομιμοποιεί την παρουσία της καθεαυτήν ως το όλο ή την ενότητα αμφοτέρων των όρων'''. Μέσα από την αντιφατική κίνηση τούτης της ενότητας ο Χέγκελ οδηγείται στην παράσταση εκείνης της βαθμίδας της έννοιας, όπου η έννοια μεθίσταται από την αμεσότητα του Είναι στη διαμεσολάβηση. Ο προσδιορισμός της έννοιας στο στάδιο της διαμεσολάβησης λαμβάνει τη μορφή της ανασκόπησης και είναι η ουσία'^ Η έννοια της ουσίας και οι κατηγορίες στην αρνητική τους σχέση συνιστούν το περιεχόμενο της 34. ο Χέγκελ εκφράζει αυτή την ενότητα πολύ λακωνικά: «Μέσα στο μίτρο το ποιοτικό στοιχείο είναι ποσοτικό» GW 11, 190. 35. «Από εδώ προκύπτει μια σφαίρα της διαμεσολάβησης, η έννοια ως σύστημα των ανασκοπικών προσδιορισμών, δηλ. του Είναι που μεταβαίνει στο εντός εαυτούΕίναι της έννοιας. Κατ' αυτό τον τρόπο, η έννοια ως τέτοια δεν είναι ακόμη τεθειμένη διεαυτην, αλλά βαρύνεται συνάμα από την εξωτερικότητα του άμεσου Είναι.
28
Λογικής της ουσίας. Στη σφαίρα του Είναι η ουσία αποτελούσε το αρνητικό υπέδαφος της κίνησής του· στη δική της σφαίρα ανάγει την προσδιοριστικότητά της στο να βρίσκεται σε αρνητική σχέση προς το Είναι, ειλημμένο σαν το στάδιο της αυτοταυτότητάς της. Αυτό σημαίνει ότι η διαφορά της ουσίας από το Είναι δεν βλασταίνει έξω από την διαφορά της ουσίας ως αυτοταυτού από τον εαυτό της ως το αυτοδιαφοροποιημένο, αλλά είναι εμμενής και φωτίζει την ίδια την κίνηση της ανασκόπησης, έτσι ώστε η σκεπτόμενη πράξη της φιλοσοφίας να χρειάζεται εδώ να επαναφέρει στο λόγο όλες τις κατηγορίες της παλιάς μεταφυσικής. Αυτό επιτρέπει στο Χέγκελ να υποστηρίξει πως μια ολοκληρωμένη θεωρία της ουσίας απαιτεί να δείχνεται η ενότητα της ουσίας και της ύπαρξης μέσα στην πραγματικότητα. Μια τέτοια απαίτηση, αν και μοιάζει να είναι ιεραρχική απόφαση, έχει ενδιαφέρον στο βαθμό που αρνείται κάθε σχολαστική προσκόλληση στη δευσμευτικότητα εσωγενών αρχών και παγιωμένων αληθειών για την ουσία και ανοίγει το δρόμο στη συνειδητή εργασία της γνώσης, η οποία [εργασία] είναι «κάτι περισσότερο από μια απλή περιπλάνηση από ποιότητα σε ποιότητα και από την απλή πρόοδο που μεταβαίνει από την ποσότητα στην ποιότητα και αντιστρόφως»^^ και ικανώνει τη σκέψη στο να διακρίνει με συνέπεια το φαινόμενο από την ουσία. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο Χέγκελ παρορμάται να φιλοσοφήσει πάνω στην πραγματικότητα και να σκεφτεί την έννοιά της με το να αναγνωρίζει στην εξωτερική ύπαρξη την αξία που της αποδίδει το διαλεκτικό στοιχείο της Λογικήί^^. Έτσι ανέρχεται στο πεδίο της έννοιας, όπου υπερβαίνεται τόσο η αφαίρεση του άμεσου Είναι όσο και εκείνη της αυτοϊΑυτή είναι η διδασκαλία περί της ουσίας, η οποία βρίσκεται στο μέσον ανάμεσα στη διδασκαλία περί του Είναι και τη διδασκαλία περί της έννοιας.» WdL 1,44. 36. W 8, 232. 37. W 8 , 279/302.
29
κανοποιουμενης ανασκόπησης. Αυτό το δεύτερο μέρος της επιστήμης της Λογικές, που θε'τεν αξιο-λογικά τη συμφιλίωση ή τη σύνθεση με το να παριστά την έννοια στην προσδιοριστικότητά της ως την ενότητα του Είναι και της ουσίας, ονομάζεται από το Χέγκελ υποκειμενική ΑογικτΫ^. Εδώ μέσα μελετάται το περιεχόμενο της μορφικής-τυπικής Λογικής και διατυπώνεται η θεωρία της ιδέας. Το περιεχόμενο αυτό περιλαμβάνει την έννοια, την κρίση και το συλλογισμό. Πρόκειται για έννοιες που συγκροτούν τη θεωρία της μορφικής έννοιας^^ και αποτελούν τη βάση για την διαλεκτική σύλληψη και ανάλυση της τυπικής Λογικής. Η έννοια κατ' αρχήν, με την οποία ξεκινάει η υποκειμενική Λογική, έχει το χαρακτήρα της αμεσότητας· γι' αυτό και τα γνωρίσματα που την προσδιορίζουν ως έννοια συνιστούν «μια εξωτερικευμένη μορφή, στην οποία η έννοια δε μπορεί να λογαριάζεται ως ένα καθεαυτό-και-διεαυτό-ον, αλλά μόνο ως τεθειμένο ή ένα υποκειμενικό τοιούτο Το αιτούμενο, που εξ υπαρχής δικαιολογεί τις διαλεκτικές συλλήψεις του Χέγκελ, είναι να πάψουν οι λογικές μορφές της έννοιας να αποτελούν «κενά και αναποτελεσματικά δοχεία παραστάσεων ή σκέψεων, άσχετα από το περιεχόμενό τους»'^^ Προς τούτο, οι έννοιες της συνηθισμένης Λογικής πρέπει να αντικατασταθούν από εκείνες που διακρίνονται για το διαλεκτικό τους περιεχόμενο και είναι, ως εκ τούτου, «το ζωντανό πνεύμα κάθε πραγματικότητας»^^. Οι έννοιες του διαλεκτικού περιεχομένου προϋποθέτουν αντιτιθέμενες σε αυτές έννοιες υπό το νόημα της αναγκαίας μετάβασης της μιας στην αντίθετη άλλη, προκειμένου η έννοια 38.GW11,32. 39. GW 12, 30. 40. Ό.π. 41. W8, 310/340. 42. Ό.π.
30
ως τέτοια να ανακτά τον εαυτό της μέσα από το εκάστοτε συγκεκριμένο περιεχόμενο και έξω από κάθε σχηματική ή μεταφυσική θεωρία διαχωρισμού της μορφής από το περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι οι μορφές πρέπει να εναρμονίζονται προς τη διαλεκτική'*^ για να είναι λογικές μορφές που συγχωνεύονται σε ένα διαλεκτικά δομημένο σύνολο μερών και δεν αποτελούν απλώς «κάτι το συντεθειμένο»**. Από εδώ προκύπτει και η απώτερη σημασία που δίνει ο Χέγκελ στη μελέτη του κατηγοριακού περιεχομένου του γνωρίζειν -κάτι που το οφείλει κατά πολύ στον Kant- και η οποία μας αποκαλύπτει έναν προσανατολισμό του φιλοσόφου στη διαλεκτική έρευνα της Λογικής. Σε κάθε περίπτωση, η αντίθεση στις μορφές εκείνες που υποβαστάζουν το όλο οικοδόμημα της τυπικής Λογικής συνιστά λογική έκφραση της ανάγκης για μια διαφορετική στάση απέναντι στην κατανόηση της φύσης της έννοιας· μια στάση που υπαγορεύει η ακοίμητη ενέργεια του υποκειμένου να συλλαμβάνει εννοιακά και να φωτίζει έτσι το καθεαυτό της έννοιας στην πληθώρα των προσδιορισμών που υπάρχουν πίσω από κάθε αφηρημένη του μορφή. Ιδωμένη απ' αυτή τη σκοπιά, η έννοια δείχνεται και στην πιο αφηρημένη της μορφή να συναπαρτίζεται από ποικιλία σχέσεων, οι οποίες αντανακλούν την πολλαπλότητα της πραγματικότητας. Η σπουδαιότητα αυτής της θεώρησης του Χέγκελ γίνεται ακόμα πιο καταφανής, όταν μελετάται ο ρόλος που ασκεί η αυτο-διαφοροποιούμενη έννοια στην κατανόηση της πραγματικότητας. Η τελευταία δεν προσλαμβάνεται μέσα εδώ ως κάτι που στις αρνητικές του εκφάνσεις φαίνεται να αντίκειται σε ένα θετικό όλο, αλλά προσδιορίζεται, κατά το πρότυπο της εν43. Έναν περιεκτικό προσδιορισμό της διαλεκτικής δίνει ο Χέγκελ στη φιλοσοφία του Δικαίου, όταν ταυτίζει την κινητική αρχή της έννοιας με την διαλεκτική, η οποία δεν είναι «ένα εξωτερικό ενέργημα μιας υποκειμενικής κίνησης, αλλά η ιδιαίτερη ψυχή του περιεχομένου» W 7, 84. 44. GW 12, 45.
31
νοιακής της κίνησης, από το γεγονός ότι αναζητεί την αρχή της πλήρωσής της μέσα στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης ύπαρξης του καθολικού Λόγου και προς τούτο υπόκειται στην καθολική ισχύ της λογικής αναγκαιότητας της έννοιας. Αυτή η νέα αντίληψη για την έννοια στην αντικειμενική της υποχρεωτικότητα συζητείται στο δεύτερο μέρος της υποκειμενικής Λογικής, όπου η έννοια παριστάνεται στη διαμεσολάβηση των σταδίων προσδιορισμού της. Αυτά τα στάδια συνιστούν ρεαλιστικές οντότητες ή αντικειμενικές υπάρξεις, όπως λέει ο Χέγκελ^^. Οι έννοιες που εξετάζονται εδώ ανήκουν στις τρεις μορφές κοσμοαντίληψης ή αντικειμενικότητας: το μηχανισμό, το χημισμό και την τελεολογία και δείχνονται να είναι προσδιοριστικότητες της «ρεαλιστικής έννοιας»"*®. Στο τρίτο μέρος της υποκειμενικής Λογικής παρουσιάζεται η θεωρία της ιδέας, όπου η έννοια φτάνει στην τελείωσή της και ονομάζεται η σύμμετρη έννοια^^ ή η ιδέα. Αναδύεται, λοιπόν, ως η ενότητα της μορφικής και ρεαλιστικής έννοιας, στη βάση της οποίας [ενότητας] η διαλεκτική αλήθεια συλλαμβάνεται ως το εσωτερικό τέλος [= σκοπός] της έννοιας, έτσι ώστε η τελευταία να «έχει μέσα στην αντικειμενικότητά της όχι λιγότερο τη μορφή της ελευθερίας»"*®. Τότε μπορεί να πραγματοποιείται η ιδέα ως ταυτότητα του υποκειμένου και του αντικειμένου, η οποία δεν είναι δεδομένη ούτε μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να έχει προηγηθεί η σύνολη διαλεκτική ανέλιξη της έννοιας. Η παρακολούθηση αυτής της επίπονης εργασίας της έννοιας δείχνει πολύ γλαφυρά ότι η ιδέα ως ταυτότητα ή ενότητα δεν έχει αποκλείσει από τον εαυτό της τις προσδιοριστικές αντιθέσεις της αντιφατικής κίνησης, αλλά τις περικλείει μέσα 45. «Οι διαφορές της είναι ανηκειμενικές υπάρξεις, στις οποίες η ίδια η έννοια είναι πάλι το εσωτερικό» GW 12, 30. 46. Ό.π. 47. Ό.π. 48. Ό.π.
32
στο απόλυτο Είναι της ως ανηρημένες βαθμίδες που υποδείχνουν την αναγωγή της μερικής εννοιακής πράξης σε σύνολο σχέσεων ικανό να εκτίθεται σε αδιάκοπες αλλαγές και μετασχηματισμούς με προοπτική την ανασυγκρότηση του όλου. Η απόλυτη ιδέα, ως εκ τούτου, δεν προβάλλει ως το τέλος της κίνησης, αλλά είναι η ίδια η ανάπτυξη ως ασίγαστη αυτοκινησία της πραγματικότητας. Αυτό συντελεί ώστε να φέρει μέσα της την αλήθεια του περιεχομένου και να ενσαρκώνει το άχρονο και το άπειρο. 3. Η θεωρία της ουσίας: Από την αφηρημένη γενικότητα στη συγκεκριμένη ενότητα. Εάν στη Λογική του Είναι συναντάμε, όπως έχει ήδη λεχθεί, μόνο απλούς προσδιορισμούς που στερούνται τη σχέση, επειδή εκφράζουν το Είναι ως την πιο αφηρημένη έννοια, στη Λογική της ουσίας έχουμε να κάνουμε με σχεσιακούς προσδιορισμούς, οι οποίοι προσιδιάζουν στην αυτοκινησία της ουσίας ως της τεθειμένης έννοιας. Στην περίπτωση του Είναι η προσδιοριστικότητα εκτείνεται ως τα όρια της άμεσης παρουσίας του και υπηρετεί την αρχή, σύμφωνα με την οποία ο προσδιορισμός αναφέρεται στη σφαίρα του Άλλου. Στην περίπτωση της ουσίας η προσδιοριστικότητα τίθεται από την ίδια την ουσία, πράγμα που σημαίνη πως η τελευταία δεν διακρίνει τον εαυτό της ως Είναι από ένα άλλο Είναι ούτε «είναι ένα καινούριο αντικείμενο»'*', του οποίου ζητείται η διαβάθμιση μέσα στην ιεραρχία του Είναι. Η ουσία ομιλεί τη γλώσσα της λογικής ευκρίνειας της σχέσης, την οποία εκφράζει το Είναι, όταν επανευρίσκει, μέσω της άρνησης κάθε προσδιοριστικότητας, την ταυτότητα με τον εαυτό του. Αυτή η πρώτη ταυτότητα με τον εαυτό είναι, στη 49. Ε. Husserl 1980, σ. 10. Για τον Husserl η ουσία είναι το αντικείμενο που σκοπείται. Ως τέτοια αυτη αντιστοιχεί στην ενότητα.
33
γλώσσα της ουσίας, ανηρημένη προσδιοριστικότητα και ως τέτοια νοηματοδοτεί την κίνηση άρνησης των κατηγοριών του Είναι και αναίρεσής τους μεσα στην ουσία. Πρόκειται για μια κίνηση που έχει οντολογικό και γνωσιολογικό χαρακτήρα* είναι, λοιπόν, αυτή που αποδίδει στην ουσία εκείνες τις σταθερές ιδεατές αρχές, οι οποίες την τοποθετούν έξω από τη λογική της καθαρής εσωτερικότητας και μέσα στο Είναι του κόσμου ως την εκδηλωνόμενη ενδοσυνάφειά του. Συνάμα αυτή η κίνηση αναλογεί στην ολοένα και πιο βαθιά συγκεκριμενοποίηση της γνώσης μέσα στην ουσία'". Αποκτά, λοιπόν, έναν αντικειμενικό χαρακτήρα'\ ο οποίος, όσο και αν προσφέρεται ως θεωρησιακή αποτίμηση της αλληλοδιείσδυσης και συμπλεξης των λογικών κατηγοριών της ουσίας κατά την εννοιακή της εκδίπλωση, δεν παύει να αντανακλά την ακατάπαυστη εξέλιξη του κόσμου. Γι' αυτό και η ανάπτυξη της ουσίας εξετάζεται παράλληλα με την ανάπτυξη των εκδηλώσεων της, οι οποίες ανήκουν στην περιοχή του φαινομένου και στην περαίωσή τους συνενώνονται με την ουσία για να αποτελέσουν την πραγματικότητα. Εάν, συνεπώς, στη σφαίρα του Είναι ο Χέγκελ εστιάζει την οντολογική σημασία της κίνησης στο γεγονός ότι το άμεσο είναι μέσω του Άλλου, στη σφαίρα της ουσίας αυτό το Άλλο, το οποίο οντοποιείται ως η ενύπαρκτη μέσα στο Είναι αρνητικότητα, είναι η ίδια η ουσία. Αυτή είναι μόνο, εφόσον αρνείται το Είναι, δηλ. όταν φτάνει να θέτει τον εαυτό της σε συνάφεια με αυτό που στο Είναι ως στάδιο της αυτοταυτότητάς της δεν είναι. Όταν, συνακόλουθα, η ουσία σημασιολογείται ως μια πρώτη άρνηση του Είναι, δεν σημαίνει ότι συνδέεται με έναν εξωτερικό αναλογισμό γύρω από το Πράγμα [äußerliches Nachdenken über die Sache], αλλά υποδηλώνει τη θέσμιση 50. Δες στο παρόν έργο σ. 57. 51.Ό.π. σσ. 57-59.
34
της εμμενους κίνησης του Πράγματος και υπό την έννοια τούτη είναι «η απόλυτη αδιαφορία απέναντι στο όριο»^^. Η ουσία μέσα στη Λογική νομιμοποιείται από το γεγονός ότι είναι η εσωτερική αντιστάθμιση απέναντι σε ό,τι υποπίπτει στο γνωρίζειν ως ελλιπές και περιορισμένο, ως μη-ταυτό με τη δική του ουσιότητα. Από αυτή την άποψη είναι η ολότητα της σχέσης Είναι-ουσίας, μέσα στην οποία το Είναι κατηγοριοποιείται ως το διαφοροποιημένο στάδιο. Σε ευθεία αναλογία, λοιπόν, προς αυτό, το οποίο κάθε φορά αρνείται, η ουσία έρχεται να γνωρίσει την απώλειά της και γι' αυτό η αναφορά στον εαυτό της δεν είναι παρά αναφορά του αρνητικού προς τον εαυτό του σαν προς το άλλο της ουσίας. Η εντός εαυτού ανασκόπηση της ουσίας φαίνεται να πραγματοποιείται ως το προσδιορίζειν ενός Αλλου. Επειδή όμως τούτο το Άλλο αποδεικνύεται τώρα πως είναι η ουσία στην αυτοταυτότητά της, γι' αυτό και η αλήθεια της έγκειται στο να αυτοπροσδιορίζεται στην ενότητά της με την αφθονία του Είναι. Αυτό πιστοποιεί πως η ουσία δεν λαμβάνει θέση μέσα στη Λογική ως μια εξωτερική σχέση προς το Είναι, αλλά είναι ο τόπος ολικής αναίρεσης του Είναι σε ουσία. Επομένως είναι «η απόλυτη αρνητικότητα του Είναι»^^, με την έννοια ότι εκείνη η ενότητα δεν πραγματοποιείται απροϋπόθετα, αλλά προϋποθέτει την απώλεια που απαιτεί η πρόοδος της ουσίας ως σχέσης μέσα στο χρόνο. Και τι συμβαίνει τώρα με το Είναι; Στην αμεσότητά του υπόκειται στην εξουσία της ουσίας και διασώζεται μέσα στη δομή της όχι μόνο ως το γίγνεσθαι αυτής, αλλά και ως εμφάνεια. Δεν βρίσκεται έτσι ριζικά αποκομμένο από τις νομοτελειακές της εκφάνσεις ούτε συλλαμβάνεται ξεχωριστά από την τάξη του όλου, την οποία εκφράζει η ουσία. Γι' αυτό το λόγο, ως εμ52. Ό.π. σ. 62. 53. Ό.π. σ. 70.
35
φάνεια δεν αντιτίθεται στο διατεταγμένο όλο της ουσίας, αλλά συνεργεί στο να κατανοείται ακριβέστερα η θέση της τελευταίας μέσα στη Λογική και να εκδηλώνεται παράλληλα η παρουσία της στα μέρη, με το να καταδηλώνει εκείνη τη δομή της διαμεσολάβησης που προσδιορίζει την αρνητικότητα της ουσίας ως αμεσότητα και την αμεσότητα ως άρνηση. Ο τρόπος, με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο Χέγκελ το χαρακτήρα της εμφάνειας και τη σχέση της προς την ουσία, πείθει ότι δεν πρόκειται, στην περίπτωση της εμφάνειας, απλώς για υποκειμενικές και ρευστές ουσιακές θεωρήσεις ή εκδοχές, αλλά για τη δυνατότητα να ρίχνεται φως στις πιο εσωτερικές συναρμόσεις της σχέσης Εαυτου-ετερότητας και με βεβαιότητα να συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω η προοπτική θεωρησιακής μεταερμηνείας των παραδοσιακών αξιωμάτων της Λογικής. Έτσι η εμφάνεια συνιστά μια αντικειμενική βάση, η οποία πρέπει να γνωρίζεται, γιατί παριστά την αυτονομία της ουσίας στην απειρότητα των γνωρισμάτων της και την αφορά άμεσα. Πού και πώς πρέπει όμως να γνωρίζεται αυτή η εμφάνεια; Επειδή είναι η ίδια η φύση της ουσίας που επιβάλλει την ανάγκη να λαμβάνεται η αυτονομία της ως προϋπόθεση των άπειρων γνωρισμάτων της, η εμφάνεια πρέπει να γνωρίζεται τόσο ως το μηδέν που υπάρχει όσο και ως στοιχείο του Είναι. Αυτό επιτρέπει στο Χέγκελ να αντιμετωπίσει την κίνηση από το Είναι στην ουσία όχι ως μονοσήμαντη προχωρητική πορεία, που οδηγεί κατ' απόλυτη αναγκαιότητα σε μια νέα ομοιογένεια και απλότητα, αλλά ως το θέτειν την προϋπόθεση να υποτάσσεται το Πράγμα [die Sache] στην καθολική δύναμη του γνωρίζειν. Εάν η εμφάνεια, με άλλα λόγια, επιβεβαιώνει την ύπαρξη της ουσίας [= οντολογική απόδειξη], τότε η υφή της τελευταίας γνωρίζεται μέσα από τη γνώση της απειρότητας των γνωρισμάτων και επόψεών της [= γνωσιολογική απόδειξη]. Η κίνηση αυτή δεν αποκλείει, ως προκύπτει, το άμεσο χάριν της ουσίας, παρά αποκαλύπτει την ενότητα της ουσίας με τα φαινό36
μενά της. Πολύ τολμηρά ο Χέγκελ παριστά αυτή την αναλογία, όταν υποστηρίζει ότι «το γίγνεσθαι μέσα στην ουσία, η ανασκοπική της δραστηριότητα είναι η κίνηση από το μηδέν στο μηδέν και κατ' αυτό τον τρόπο πίσω προς τον ίδιο τον εαυτό της»^*. Ό σ ο η ουσία υφίσταται ανάπτυξη, τόσο η ολοκλήρωσή της προϋποθέτει τη διαμεσολάβηση της από τα φαινόμενα ως τους αντικειμενικούς προσδιορισμούς της. Αυτό που της επιφυλάσσουν οι προσδιορισμοί της δεν μπορεί να είναι καθορισμένο πριν συμβεί η κίνησή της και πραγματοποιηθεί ο προσανατολισμός της. Και τούτο, γιατί η όλη ανάπτυξη από το Είναι ως την αυτο-ανασκοπούμενη ουσία στηρίζεται στη νόηση, δυνάμει της οποίας πραγματώνεται η μετάβαση από την ταυτότητα στην αντίφαση και από εκεί σε μια νέα ταυτότητα. Αυτή η μετάβαση είναι οργανικά συνδεδεμένη με την κατηγορία της αντίφασης, όπως η τελευταία συλλαμβάνεται να ενδημεί μέσα στη νόηση". Ο Χέγκελ λαμβάνει τη δομή της μετάβασης τούτης μέσα στη θεωρία της ουσίας και την ανάγει σε βασική αρχή της διαλεκτικής συσχέτισης και εκδίπλωσης του συστήματος των ανασκοπικών κατηγοριών. Η σημασία αυτών των κατηγοριών δεν αντλείται κυρίως από το πώς αυτές στέκονται μέσα στο δικό τους σύστημα λειτουργίας, αλλά από το γεγονός ότι στην αναλογία της λειτουργικότητάς τους αποτελούν το θεμέλιο των περαιτέρω δομικών κατηγοριών της ουσίας (φαινόμενο, μέρηόλο, εσωτερικό-εξωτερικό, συμπτωματικότητα-αναγκαιότητα, υποστασιακότητα-αιτιότητα-αλληλεπίδραση) και όχι λιγότερο όλης της επιστήμης της Λογικής. Αλλά πώς συνυφαίνεται αυτή η μετάβαση με την ίδια τη 54. Ό.π. σ. 79. 55. Ο Α. Kulenkampfif μελετά τη σημασία της αντίφασης στη φιλοσοφιιοί σκίψη και εξαίρει τον ρόλο της αντινομίας στη Χεγκελιανή διαλειττυηί. Περιορίζει ωστόσο την ερμηνεία του στο να αξιολογεί τις αντινομίες της θεωρησιακής fficiψης ως εγγενή αδυναμία της και ως ανυπέρβλητη ανεπάριεειά της. Δες Α. Kulenkainpff(1970), σσ. 98-100.
37
λογική και διαλεκτικοί έκπτυξη; Στη σφαίρα της ουσίας, πρωτίστως, το πρόβλημα της μετάβασης δεν κατανοείται ως απλό πέρασμα από ένα μέγεθος ή στάδιο σε ένα άλλο ούτε ως μια προχωρητική διαδικασία σε ένα μεταεπίπεδο, αλλά συνδέεται με τη στιγμή σύλληψης και παρουσίωσης της εσωτερικής αναγκαιότητας του Πράγματος. Αυτή η στιγμή, στη μορφική της έκφραση, αφορά κυρίως την ανασκόπηση εντός εαυτού των τριών σταδίων^*^ που ανήκουν στη λογική κίνηση της ουσίας και πιο ειδικά στο σύστημα των ανασκοπικών κατηγοριών. Κατά την πλευρά της δικής τους προσδιοριστικότητας αυτά οντοποιούνται ως αυτόνομες αναπτύξεις της ανθρώπινης όσο και της ατομικής νόησης και συνάπτονται προς τις αντίστοιχες αξιωματικές κατηγορίες. Μέσα στη θεωρία της ουσίας όμως συναποτελούν τη δομή της γνωσιακής της δύναμης, η οποία, όσο απεριόριστη φαίνεται απέναντι σε εκείνη που προσιδιάζει στο Είναι, τόσο περιορισμένη θα αποδειχθεί απέναντι στην έννοια ως τέτοια. Ο μέχρις εδώ προσδιορισμός της μετάβασης μας επιτρέπει να αναζητήσουμε περαιτέρω το νόημά της μέσα στο περιβάλλον, κατά κάποιο τρόπο, της εσωτερικής δόνησης, η οποία εγκατονκεί στη λειτουργική οντοποίηση της κάθε κατηγορίας και την εξαρτά από τη ζήτηση του άλλου. Υπό μια τέτοια προοπτική πρέπει να δείχνεται η διαφορά της μετάβασης, όπως απαντά στη σφαίρα της ουσίας, από το νόημα που αυτή έχει λάβει μέσα στη σφαίρα του Είναι. Στο πλαίσιο της θεωρίας του Είναι η μετάβαση είναι το επιτελεστικό πέρασμα από κατηγορία σε κατηγορία και από έννοια σε έννοια· με άλλα λόγια, πρόκειται για τη μορφή, υπό την οποία επιτελείται η κατηγορική έκπτυξη του Απόλυτου. Στη Λογική της ουσίας είναι το ανα-πλήρωμα
56. Τα τρία στάδια είναι: το στάδιο της διάνοιας, στο οποίο αντιστοιχεί η ταυτότητα και η διαφορά- το στάδιο της διαλίίαικής αρνητικότητας, όπου αντιστοιχεί η αντίθεση και αντίφαση, και το στάδιο του Λόγου, στο οποίο αντιστοιχεί το θεμίλιο.
38
που αποτρέπει την απόλυτη κατηγοριοποίηση της αντίθεσης και επιτρέπει στην ουσία να εμφαίνεται μέσα στο Αλλο. Αυτό σημαίνει ότι η διαφορά, που αποτελεί τη ρίζα των αντιθέσεων, τρέφεται κατά το περιεχόμενο από την παρουσία της διαλεκτικής άρνησης, η οποία δεν αφήνει πλέον τόπο για την ύπαρξη της απόλυτης ταυτότητας, αλλά ούτε και για την εδραίωση του άλυτου της αντίφασης^'. Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να εμβαθύνει ο Χέγκελ στη θεωρία της αντίφασης, προκειμένου να αποτιμήσει την όλη ανέλιξη των κατηγοριών της ταυτότητας, της αντίθεσης, της διαφοράς'® και διαφορετικότητας μέχρι και την αντίφαση^' και να ανατιμήσει έτσι τη διαλεκτική δομή της τελευταίας σε συνδυασμό με το ρόλο που αυτή παίζει στην αντικειμενική ροή του κόσμου και στην κατανόηση αυτής της ροής®". Είναι, λοιπόν, η ανατίμηση αυτή που πορίζει, ως προς την συμπερασματική αποδοχή της αντίφασης εν γένει, την ένδειξη ότι η τελευταία τούτη προορίζεται αργά ή γρήγορα να πέσει στο βάραθρο [zugrundegehen]. Πώς μπορούμε να αντιληφθού57. Η διαλεκτική άρνηση στο Χέγκελ έχει ενεργό παρουσία μέσα στις πιο διαφορετικές σχέσεις και μπορεί να κατανοείται στη θετική της έκβαση ως Aufliebung. Έτσι εκφράζεται η ανάγκη μετασχηματισμού και υπερβαίνεται δυναμικά η δογματική στενότητα της υποκειμενικής αυθαιρεσίας. Από εδώ προκύπτει ο δημιουργικός χαρακτήρας της Aufhebung ως αντικειμενικής κίνησης που οδηγεί στη λύση της αντίφασης, αλλά όχι στην αναπόδραστη κατάφαση, κατά την διαπίστωση του Adomo (1982), σ. 161· μια κίνηση που διανοίγει το δρόμο στην ενότητα και δεν αφήνει περιθώρια για απολυτοποίηση της έννοιας της άρνησης σε σημείο που η Aufliebung να ερμηνεύεται, όπως δείχνει η ανάλυση του Adomo (1982), σσ. 161-162, ως μια μονοσήμαντη αναίρεση, η οποία παραπέμπει στη μη αναστρέψιμη εκμηδένιση. 58. Η διαφορά δεν ταυτίζεται με την αντίθεση. Αντίθετα περιέχεται σε τούτηεδώ ως η μία πλευρά που της αντιτίθεται η ταυτότητα. 59. Δες στο παρόν έργο σ. 158. 6 0 . 0 Χέγκελ τονί!^ με έμφαση την καθοριστική σημασία της αντίφασης στην ανάπτυξη του ανπκειμενικού κόσμου: «Η αντίφαση είναι η κατ' εξοχήν κινητήρια <φχή του κόσμου· και είναι γελοίο να λέμε ότι η αντίφαση είναι αδιανόητη» W 8,247.
39
με την αντίφαση ως ενεργό και συνάμα ως εκπνέουσα λογική κατηγορία, αν λάβουμε υπόψη ότι καμιά προηγούμενη θεωρία Λογικής δεν την είχε αποπέμψει in toto από το εννοιολόγιό της; Κατ' αρχήν, το ότι η αντίφαση πέφτει στο βάραθρο δεν ισοδυναμεί με το ότι αυτή περιορίζει τη γνώση ή την οδηγεί στον αφανισμό και ως τέτοια πρέπει να εκριζωθεί. Απεναντίας, η εσωτερική της λειτουργία βρίσκει την ωρίμανσή της μέσα στο σύστημα των κατηγοριών και συμβάλλει στη διεύρυνση του ορίζοντα της γνώσης με αποτέλεσμα να καθίσταται αναπότρεπτη η συμφιλίωση των αντιθέσεων, οι οποίες συγκροτούν τις πλευρές της. Η κατάλυση της αντίφασης, επομένως, δεν είναι στη θεωρητική της σύλληψη παρά μετάβαση στο θεμέλιο^^ [zum Grunde gehen], άρα επιστροφή στην ταυτότητα. Αυτή η συμφιλίωση συνεπιφέρει τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό της σκέψης, ο οποίος για τη γνώση σημαίνει εμβάθυνση και επανάκαμψη στην οντολογική της ρίζα σε ευθεία αναλογία με την αδιάκοπη αλλαγή της κατάστασης των πραγμάτων. Σε αντίθεση με την τυπική Λογική, η οποία δεν αναγνωρίζει καμιά αντίφαση μέσα στη γνώση, ή μέσα στην αντίφαση βλέπει μόνο το άτοπο, ο Χέγκελ μέσω της αντίφασης οδηγεί τη γνώση σε θετική ανανέωση και αξιοποιεί τα επιτεύγματα της ιστορικής διαδρομής των εννοιών για να συναγάγει την ιδέα του απόλυτου όντος. Η λογική ύπαρξη της αντίφασης εκπληρώνει τη μεταφυσική απαίτηση να σταματήσει η κακομεταχείριση του Απόλυτου. Και τούτο, γιατί το Απόλυτο, το οποίο ούτως ή άλλως είναι συνυφασμένο με την πραγματικότητα, απαιτεί να αποδεικνύεται η αλήθεια του μέσα από την ανήσυχη γαλήνη της λογικής ανάπτυξης, έτσι ώστε αυτό να μην παραμένει στον κύκλο του απόλυτα Ασυνείδητου, το οποίο πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από τον άνθρωπο και σκορπά τη σύγκρουση και το 61. Λες στο παρόν έργο σσ. 146-147.
40
θάνατο, πριν ακόμα προλάβει η νόηση, μέσα από την αυτοδιαμεσολάβηση της αντίφασης, να αρνηθεί την άρνηση της ζωής. Η πιο συγκεκριμένη σύλληψη της ουσίας, η οποία υπάρχει στο βάθος κάθε φαινόμενης πραγματικότητας, αναδέχεται την πρακτική της αντίφασης, με την έννοια ότι υπαγορεύει την αυτοδιαμεσολάβηση της τελευταίας και πραγματοποιεί κατ' εξοχήν τη μετεξέλιξη αυτής σε θεμέλιο. Το θεμέλιο υποδηλώνει πως η κατάλυση της αντίφασης είναι αποτέλεσμα της λογικής εμβάθυνσης της σκέψης και πως αυτό το ίδιο ενσαρκώνει μια νέα αναπτυγμένη ενότητα ή ταυτότητα. Εδώ εξετάζεται η κατηγορία της μορφής στη σχέση της προς τις κατηγορίες της ουσίας, της ύλης, του περιεχομένου. Η μορφή αντανακλά μια πολυκύμαντη κίνηση σχέσεων και σχημάτων, τα οποία πρωτο-υποστασιοποιήθηκαν στον Αριστοτέλη, διαφοροποιήθηκαν στον Kant και διαμορφώθηκαν από τον Χέγκελ®^ στο πεδίο φανέρωσης της ουσίας ως εσωτερικής ενότητας των καθέκαστων συνθέσεων του ενιαίου συνόλου. Αυτές οι συνθέσεις εκτίθενται, ως επί το πλείστον, σύμφωνα με τα σύνθετα του Leibniz. Καθετί που έχει την ουσιώδη του δυνατότητα μέσα στην προς εαυτό ομοιότητα, επιδεικνύει μια μορφή ύπαρξης, όπου η δυνατότητά του πραγματοποιείται ως διάκριση ή διαφορά από το άλλο. Αυτή η διάκριση ή διαφορά είναι ο προσδιορισμός που καθιστά δυνατή την ύπαρξη, αλλά δεν την πραγματοποιεί ως ουσία. Ό,τι προκύπτει είναι οι δυνατές υπάρξεις ή ουσίες που ζητούν να πραγματωθούν, δηλ. να βρουν την αυτο-ολοκλήρωσή τους μέσα στην πραγματικότητα που συναπαντούν και με την οποία συνδέονται. Έτσι προσλαμβάνουν το χαρακτήρα συγκεκριμένων δυνατοτήτων που έρχονται να υπάρξουν ως ρεαλιστικοί προσανα62. Σύμφωνα με την Αριστοτελική παράδοση η μορφή βρ(σκεται σε αντίθετη σχέση προς την ΰλη, ενίδ στην Καντιανή παράδοση βρίσκεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο. Ο Χέγκελ, όταν εξετάζει τη μορφή, λαμβάνει υπόψη του το σύνολο αυτής της παράδοσης.
41
τολισμοί της αφηρημένης δυνατότητας εν γένει. Αυτό σημαίνει ότι η ρεαλιστική δυνατότητα προσδιορίζεται διττά: αφενός μεταβάλλεται σε πραγματικότητα, αφετέρου συμπίπτει με τον εαυτό της^^. Η δυνατότητα, κατά πρώτον, συμπυκνώνει τη μεταβολή της ρεαλιστικής της ύπαρξης ως την αναγκαιότητα να πραγματοποιεί η πραγματικότητα τις μη πραγματοποιήσιμες ακόμα δυνατότητες της. Κατ' αυτό τον τρόπο έρχονται σε αλληλοσυνάφεια η δυνατότητα, η αναγκαιότητα και η σνμπτωματικότητα και συγκροτούν βαθμίδες της ενιαίας κίνησης της πραγματικότητας. Κατά δεύτερον, η τελευταία δεν είναι προϊόν αυθαίρετων θεωρητικών ή ιδεολογικών υποκαταστάσεων, αλλά το σύστημα που ενεργοποιεί αφ' εαυτού τις δυνάμεις του για να πραγματοποιεί τις δυνατότητές του. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι η λογικότητα της πραγματικότητας δεν μπορεί να συλλαμβάνεται ως η απροϋπόθετη αρχή, αλλά προκύπτει μέσα από μια κατ' αναγκαιότητα μεταβολή της συμπτωματικής πραγματικότητας σε εκπληρωμένη τοιαύτη· δηλ. στην πραγματικότητα που μέσα στην έγχρονη παρουσίωσή της υπερβαίνει το ανοίκειο ανάμεσα στο δυνατό και πραγματικό και ανυψώνεται στον εαυτό της. Μια τέοια πραγματικότητα δε συγκλονίζεται από οντολογικές διαφορές και αντίστοιχες αρνήσεις, αλλά διακρίνεται για τις διαφοροποιήσεις που προσιδιάζουν στην αυτο-ανάπτυξη της καθολικής της μορφής. Η μετοχή της στο Απόλυτο έγκειται, συνεπώς, στην καθολική άρνηση κάθε συμπτωματικότητας, πράγμα που σημαίνει ότι η διηνεκής διαφοροποίηση της καθολικής μορφής παραπέμπει στην απόλυτη φανέρωση της αλήθειας του περιεχομένου αυτής της πραγματικότητας. Από εδώ διαπιστώνουμε ότι η ο63. Δες στο παρόν έργο σσ. 251-2: «Η ίδια η δυνατότητα είναι η διττότητα [που έγκειται] στο να είναι πραγματικότητα και δυνατότητα».
42
ποιαδήποτε εξωτερική ενέργεια της συμπτωματικότητας διέπεται από εσωτερικούς νόμους που πρέπει να αποκαλύπτονται και να γνωρίζονται. Το γνωρίζειν αυτό φωτίζει την εσωτερική κίνηση της πραγματικότητας και δείχνει ότι αυτή είναι μια διαδικασία γνώσης της αναγκαιότητας ως ελευθερίας· με άλλες λέξεις, η αναγκαιότητα είναι η εγνωσμένη ικανότητα του πραγματικού και η προχώρηση αυτής της ικανότητας. Η πραγματικότητα, ως εκ τούτου, συνδέει την ανάπτυξή της με την ύπαρξη της ανυπόθετης-απόλυτης αναγκαιότητας, η οποία δεν εξαρτάται από συνθήκες και αιτίες, αλλά ενεργοποιεί τις δυνατότητες και τις συνθήκες που χρειάζεται το Πράγμα για να έλθει στο Είναι. Άρα είναι αυτή που αναιρεί τη διαφορά ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο και θέτει το Πράγμα. Αυτό που έχει τώρα πραγματικότητα είναι η απόλυτη σχέση, της οποίας οι πλευρές είναι εμφάνεια, αλλά είναι ως ολότητες εμφάνεια. Η σχέση έτσι δείχνεται να είναι εκείνη της υπόστασης με τον εαυτό της, ο'οποίος λαμβάνεται στην εξωτερική του ύπαρξη και ανασκοπείται εντός εαυτού: καθετί έξω από την υπόσταση είναι τυχαίο και συμβεβηκός, το οποίο υπόκειται σε μια ακατάπαυστη κίνηση φθοράς και αλλαγής· η κίνηση δε αυτή δείχνει την υπόσταση να ενεργεί, δηλ. να θέτει και να αναιρεί τα συμβεβηκότα. Τότε η σχέση της υπόστασης με την εξωτερική της ύπαρξη, δηλ. με τα συμβεβηκότα, γίνεται αιτιώδης-σχέση, στο πλαίσιο της οποίας αναπτύσσεται δράση και αντί-δραση ως αμοιβαία επενέργεια αιτίας και αποτελέσματος. Πάνω σε αυτή τη βάση η σχέση-αιτιότητας μετεξελίσσεται σε σχέση αλληλεπίδρασης. Η τελευταία συνδέεται με την αναίρεση εκείνης της εξωτερικής αναγωγής του αποτελέσματος στην αιτία και αντίστροφα. Κατά συνέπεια, αμφότερες οι πλευρές, που εμφανίζονταν ως διαφορετικές ολότητες, αποδεικνύονται ως μερικές πλευρές της ολόκληρης έννοιας. 43
4. Η ελληνική μετάφραση Προορισμένη να έχει διάρκεια και ισχύ η άποψη της μεταφυσικής βρίσκει μέσα στην επιστήμη της Λογικής έναν άλλο προσανατολισμό. Ο προσιτός ορίζοντας του αναγκαίου και του δυνατού πρέπει τώρα να λέγεται διαμέσου της ρεαλιστικά προσδιορισμένης ύπαρξης των λογικών προτάσεων. Προς τούτο είναι αναγκαία η λογική επεξεργασία της γλώσσας, η οποία δεν θα υποκλίνεται στον πειρασμό μιας απλοποιητικής συγκατάβασης, αλλά θα οδηγεί σε ριζικό μετασχηματισμό τη χωροχρονική εκδήλωση του Δυνατού και θα ανυψώνει σε αληθινή πραγματικότητα την κατακτημένη άποψη της αυτοκινούμενης έννοιας. Αυτό υποδηλώνει ότι το προσιτό δεν είναι παντού και πάντοτε το ίδιο* γι' αυτό μπορεί να κατανοείται μόνο με την ένταξη του μέσα στο περιδινούμενο όλο. Υπ' αυτή την προοπτική η γλώσσα τη Λογικής γίνεται προσιτή, όταν λαμβάνεται στην ενδοσυνάφειά της με τα φιλοσοφικά περιεχόμενα του έργου και στην ενιαία δράση που αναπτύσσει με αυτά. Η εν λόγω δράση ωστόσο είναι τόσο περίπλοκη που καθιστά το κείμενο αρκετά δύσκολο και δεν αποκλείει τις εννοιολογικές αμφισημίες. Ιδιαίτερα δύσκολο είναι το τμήμα της Λογικής που μεταφράζεται εδώ και φέρει τον τίτλο η διδασκαλία περί της ουσίας^'*. Το κείμενο που μας αφορά διακρίνεται για εκείνη την αυστηρή δομή που χρειάζεται η μορφική απόδοση του περιεχομένου της νόησης στο στάδιο της διαμεσολάβησης. Γι' αυτό και η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Χέγκελ μπορεί να είναι μεν απαλλαγμένη από το βαρύ φορτίο των τεχνικών όρων και εκφράσεων, δεν παύει όμως να εκφέρει, με ένα τρόπο μονοσήμαντης προσήλωσης στην ολοκληρωτική εκδίπλωση των εννοι64. Δες W 8, 236/255.
44
ών, την ασυγκράτητη πολυσημία των διαδοχικών κινήσεων αυτών των εννοιών. Έτσι διαμελίζει το πλέγμα της πραγματικότητας που στερείται εννοιολογικών αφαιρέσεων για να εδραιώσει τις εννοιακές οντότητες, η λογική κίνηση των οποίων, δεν τις διαχωρίζει από την εξ αυτής αναταρασσόμενη ρεαλιστική πραγματικότητα. Είναι, λοιπόν, αυτή η επίγνωση γύρω από τη γλώσσα του Χεγκελιανού κειμένου, που μας επιτρέπει να θεωρούμε το έργο της μετάφρασης ως μια διαλογιστική διείσδυση στους πιο εννοιακούς και ιδεατούς αρμούς του κειμένου^'. Είναι επίσης η ίδια που υπαγορεύει το πλαίσιο της ερμηνευτικής κατανόησης και συγκροτεί την πρόταση της παρούσας μετάφρασης. Εκείνο, κατά συνέπεια, που ενδιαφέρει την προσφερόμενη εδώ μετάφραση συνίσταται στο να ανασημαίνεται κατά το δυνατόν η λογική βαθύτητα της Χεγκελιανής γλώσσας, να αναγνωρίζεται η απόβλεψη της διαλεκτικής κίνησης και να αξιολογείται η πυκνότητα των σημασιών της, έτσι όπως την αναδίδει ο λεξιλογικός πλούτος του γερμανικού κειμένου. Ακόμη καταβάλλεται προσπάθεια να μην αποσβέννυται για χάρη μιας άκοπης οικειότητας η απαραμείωτη νοηματική απόχρωση φράσεων, προτάσεων ή και ολόκληρων ενοτήτων και τούτο διότι αυτή η απόχρωση αποτελεί όρο απαραίτητο για την παραγωγή φιλοσοφικών νοημάτων. Η όλη μεταφραστική εργασία στηρίχτηκε στο γερμανικό κείμενο της πρώτης έκδοσης, όπως έχει παρουσιαστεί από τους
65. ο J. Derrida δίνει μια πολύ αποκαλυπτική εξήγηση για τη σχέση μεταφραστή-κειμένου. Αναφέρει συγκεκριμένα: «Και γνωρίζω πως οι μόνοι αναγνώστες, οι αληθινοί, είναι οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες, αυτοί δηλ. που κάποια δεδομένη στιγμή διαβάζουν με τόση επάρκεια, ώστε νιώθουν την απόλυτη αντίσταση των δύο ιδιωμάτων... Ταυτόχρονα μας προξενούν μεγάλο φόβο, γιατί είναι αυτοί που διαβάζουν. Κάθε φορά που γνωρίζω ότι ένα κείμενό μου είναι στα χέρια του μεταφραστή, λέω μέσα μου: Όχ!, θα το διαβάσει!». Δες J. Derrida, Μαρτυρία και Μετάφραση. Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, Αθήνα 1996, σ. 108.
45
Fr. Hogemann και W. Jaeschke στη σειρά Gesammelte Werke (GW) Band 11 και στις εκδόσεις Felix Meiner 1978. Επίσης έλαβα υπόψη μου και την έκδοση του Lassen στον ίδιο εκδοτικό οίκο. Ποικαη βοτίθεια άντλησα από την γαλλική έκδοση της επιστήμης της Λογικής των Ρ. J. Labarriere και Gw. Jarczyk 1972-1981, καθώς και από την αγλική του Α. V. Miller 1976. Για την απόδοση των φιλοσοφικών όρων και εννοιών ακολούθησα σε γενικές γραμμές τη λογική της γλωσσικής και νοηματικής αντιστοιχίας. Δεν αποκλείστηκαν ωστόσο και μεταφραστικές λύσεις που, κατά τη γνώμη μου, αναδεικνύουν τις εννοιολογικές διακρίσεις σύμφωνα με τις απαιτήσεις του γερμανικού κειμένου. Χαρακτηριστική είναι για παράδειγμα η λεπτή διαφοροποίηση ανάμεσα στους όρους Gegensatz και Entgegensetzung. Την πρώτη λέξη τη μετέφρασα ως αντίθεση, ενώ τη δεύτερη ως αντί-θεση. Στην πρώτη περίπτωση η αντίθεση κείτεται εκεί, στη δεύτερη η αντίθεση λαμβάνεται να διασπείρει τον εαυτό της μέσα στην κίνηση και να τον διαφοροποιεί από τον πρώτο όρο. Επίσης, οι σύνθετες λέξεις-όροι, όπως Reflexionsbestimmung, Inhaltsbestimmung, Formbestimmung, Grundbeziehung, Kausalitäsverhältnis κ.λπ., έχουν αποδοθεί ως προσδιορισμός-ανασκόπησης ή ανασκοπικός-προσδιορισμός, προσδιορισμός-περιεχομένου, προσδιορισμός-μορφής ή μορφικόςπροσδιορισμός, θεμελιακή-αναφορά ή αναφορά-θεμέλιου, σχέση-αιτιότητας ή αιτιώδης-σχέση κ.λπ. Η λέξη προσδιορισμός (Bestimmung), αναφορά (Beziehung), σχέση (Verhältnis) δεν ανήκουν στο όλον της ανασκόπησης, του περιεχομένου, της μορφής κ,λπ., αλλά στην κατηγορία που οι τελευταίοι όροι εκπροσωπούν. Τέλος χρειάζεται να σημειώσουμε ότι διατηρήθηκαν οι μεγάλες παράγραφοι εκεί όπου δεν επηρεαζόταν η εύρυθμη ροή του ελληνικού λόγου* εκεί όπου αυτό ήταν αδύνατο διασπάστηκαν σε μικρότερες νοηματικές ενότητες με παράλληλη αλλαγή των σημείων στίξης. 46
5. Επιλογή βιβλιογραφίας Adorno, Th. W, Negative Dialektik. Frankfurt a.M. 1982. Ahlers, R., «The Absolute as the Beginning of Hegel's Logic». The philosophical Forum, 9 (1974-1975), 288-300. - , «Endlichkeit und absoluter Geist in Hegels Philosophie». Zeitschrift
für philosophische
Forschung, 29 (1975), 63-80.
- , «The Overcoming of Critical Theory in the Hegelian Unity of Theory and Praxis». Clio, 8 (1978), 71-96. Angehrn, E., «Freiheit
und System bei Hegeh.
Berlin/New
York 1977. Baum, M., Zur Vorgeschichte des Hegeischen Unendlichkeitsbegriffs. Hegel-Studien 11 (1976), 89-124. Baum, M., Meist K., «Durch Philosophie Leben Lernen: Hegels Konzeption der Philosophie nach der neu aufgefundenen Jenaer Manuskripten». Hegel-Studien, 12 (1977), 4381.
Baumli, F., Hegel's Primary Approach to the Dialectical Methodology- A Reappraisal. Philosophical Forum, 7 (1976), 225-36. Becker, W., Hegels Begriff der Dialektik
und das Prinzip des
Idealismus. Stuttgart/Berlin/Köln/Mainz, 1969. Berry, Ch. J., From Hume to Hegel: The Case of the Social Contract. Journal of the History of Ideas, 38 (1977), 691-
703. Biard, J., Introduction a la lecture de la Science de la logique de Hegel. Vol. II: La doctrine de l'essence. Paris 1983.
Birchall, B. C., Radicalisation of the Critique of Knowledge: Epistemology Overcome or the Restatement of an Error? Man and World, 10 (1977), 367-81. Blascbe, J. O. and Schwemmer, O. Methode und Dialektik. Vorschläge zu einer methodischen Rekonstruktion Hegel47
scher Dialektik. In: Rehabilitierung
der praktischen
Philo-
sophie, I, hrsg. von M. Riedel. Freiburg 1972, 457-86. Bloch, E., Subjekt-Objekt.
Erläuterungen
zu Hegel. Frankfurt
a.M. 1962. - , Über Methode und System bei Hegel. Frankfurt a.M. 1970. Bodammer, Th., Hegels Deutung der Sprache. Interpretationen zu Hegels Äusserungen über Sprache.
Hamburg 1969. Boeder, H., Leibniz und das Prinzip der neueren Philosophie. Philosophisches Jahrbuch, 81. Jg. (1974) 1-29.
Bossart, W. H., The Exoteric and the Esoteric in Hegel's Dialectic. The Personalist, 58 (1977), 261-76. Braun, H., Spinozismus in Hegels Wikenschaft der Logik. Hegel-Studien 17 (1984), 53-74. Brocker, W., Formale, transzendentale
und spekulative
Logik.
Frankfurt a.M. 1962. - , Auseinandersetzungen mit Hegel. Frankfurt a.M. 1965. Bruaire, C., Logique et religion chrétienne dans la philosophie
de Hegel. Paris, 1964. —, Leibniz et la critique hegelienne. Akten des Internationalen Leibniz-Kongresses, 1966,116-23. Bubner, R., Strukturprobleme dialektischer Logik. In: Der Idealismus und seine Gegenwart, Festschrift für W e r n e r Marx zum 65. Geburtstag. Hamburg 1976, 36-52. - , D i e «Sache selbst» in Hegels System. In: Seminar: Dialektik in der Philosophie Hegels, hrsg. von R.-P. Horstmann. Frankfurt a.M. 1978,101-123. - , Zur Sache der Dialektik. Stuttgart 1980. Bahr, M., Die dialektische Struktur der Geschichte. HegelJahrbuch, 1970,(1971) 62-77. Cekic, M., Zur Rekonstruktion der Hegeischen Erkenntnistheorie. Hegel-Jahrbuch, (1971), 225-44. Clark, M., Logic and System. A study of the Transition from 48
«Vorstellung»
to Thought in the Philosophy
of
Hegel.
Lowen 1971. Coster, O. Hegel und Marx. Struktur und Modalitaet Begriffe politisch-sozialer Vernunft. Bonn 1983.
ihrer
Cottier, G. M.-M., «Signification de la dialectique chez Hegel». Revue thomiste, 69 (1969), 378-411. Dahlstrom, D., Hegel's Science of Logic and the idea of truth. Idealistic Studies, 13 (1983), 33-49. Desanti, J. T., Notes sur I'epistemologie hegelienne. L'intériorisation du concept. Dialectiques 1 (1973), 55-87. DiGiovani, G., Reflection and Contradiction. A commentary on some passages of Hegel's Science of Logic. HegelSiudien 8 (1973), 131-161. Dubarle, D., La logique de la reflexin et la transition de la logique de l'etre a celle de Γ essence. Revue des sciences philosophiques et theologiques 56 (1972), 193-222. Dubarle, P.-L., «L'absolu et le systeme chez Hegel». Akten des
XIV,
internationalen
Kongresses
für
Philosophie
(1968) II, 28-33. Dfising, K., Spekulation und Reflexion. Zur Zusammenarbeit Schellings und Hegels in Jena. Hegel-Studien 5 (1969), 95128. - , Das Problem der Subjektivität in Hegels Logik. Bonn 1984. Eley, L., Hegels Wissenschaft der Logik. München 1976.
- , Zum Problem des Anfangs in Hegels Logik und Phänomenologie. Hegel-Studien 6 (1971), 267-294. Falk, H.-P., Das Wissen in Hegels «Wissenschaft
der Logik».
Freiburg/München 1983. Fink-Eitel, H. «Hegels phänomenologische Erkenntnistheorie als Begründung dialektischer Logik». Philosophisches Jahrbuch 85 (1978), 242-58. - , Dialektik und Sozialethik. Kommentierte Hegels Logik. Meisenheim a.G. 1978.
Untersuchung zu
49
Flach, W., Negation und Andersheit. Ein Beitrag zur Problematik der Letztimplikation. München/Basel 1959. - , Hegels dialektische Methode. Hegel-Studien Beiheft 1 (1964), 45- 54. Fleischmann, E., Objektive und subjektive Logik bei Hegel. Hegel-Studien, Beiheft 1 (1964), 45-54. - , La science universelle ou la logique de Hegel. Paris 1968. Fulda, H. F., Das Problem einer Einleitung in Hegels Wissenschaft der Logik. Frankfurt a.M. 1965. - , Hegels Dialektik als Begriffsbewegung und Darstellungsweise. In: Seminar: Dialektik in der Philosophie Hegels, hrsg. von R.-P. Horstmann. Frankfurt a.M. 1978,124-174. Fulda, H. F., Horstmann,R.-R., Theunissen,M., Kritische Darstellung der Metaphysik. Eine Diskussion über Hegels «Logik». Frankfurt a.M. 1980. Gadamer, H.-G., Hegels Dialektik: Sechs hermeneutische Studien. Tübingen 1980l Gazdar, G., Pragmatics: Implicature, Presupposition, and Logical Form. New York, 1979. Graf, W., Wagner, F., (Hrsg), Die Flucht in den Begriff. Stuttgart 1982. Greene, M,, Hegel's Modern Teleology. In: Der Idealismus und seine Gegenwart, Festschrift für Werner Marx zum 65. Geburtstag. Hamburg 1976,176-192. Griffiss, J. E., The Kantian Background of Hegel's Logic. The new Scholasticism 43 (1969), 509-529. Gregoire, F., L' attitude hegelienne devant Γ existence. Revue philosophique de Louvain, 51 (1953), 187-232. Guzzoni, U., Werden zu sich. Eine Untersuchung zu Hegels «Wissenschaft der Logik». Freiburg/München 1963. Hager, Α., Subjektivität und Sein. Freiberg/München, 1974 Hackenesch, C., Die Logik der Andersheit. Eine Untersuchung zu Hegels Begriff der Reflexion. Frankfurt a.M. 1987.
50
Hansen, F.-P., Der ideologiekritische Einbruch geschichtsphilosophischer Kategorialanalyse in der Wesens-und Wirklichkeitslehre bei Hegel. München 1984. Harlander, K., Absolute Subjektivität und kategoriale Anschauung. Eine Untersuchung der Systemstruktur bei
Hegel. Meisenheim an Glan, 1969. Harris, E. E., Dialectic and Scientific Method. Idealistic Studies 3 (1973), 1-17. Hartmann, Κ., (ed.) Die ontologische Option. Berlin/New York 1976. Hartmann, N., Die Philosophie des deutschen Idealismus. Berlin 1974. Henrich, D., Hegelim Kontext, Frankfurt a.M. 1971 . — , Hegels Grundoperation. In: Der Idealismus und seine Gegenwart. Festschrift für Werner Marx zum 65. Geburtstag. Hamburg 1976, 208-30. —, Formen der Negation in Hegels Logik. In: Seminar: Dialektik in der Philosophie Hegels, hrsg. von R.-p. Horstmann. Frankfurt a.M. 1978, 213-229. —, (Hrsg.), Hegels Wissenschaft der Logik. Formation und Rekondtruktion. Stuttgart 1986. Hilpela, J., The Concept of Methodology and the Possibility of Dialectical Methodology. Hegel-Jahrbuch, 1974, 400-03. Hogemann, F. und Jaeschke W., «Die Wissenschaft der Logik». In: Ο. Pöggeler (Hrsg.) 1977, 75-90. Husserl, Ed., Ideen zu einer reinen Phänomenologie und phänomenologischen Philosophie. Tübingen 1980''. Jaeschke, W., Äußerliche Reflexion und imtnanente Reflexion. Hegel-Studien 13 (1978), 85-117. Kaiin, M., Inference and Illusion in Dialectic. The Southern Journal of Philosophy, 15 (1977), 253-66. Kemper, P., Dialektik und Darstellung. Eine Untersuchung zur spekulativen Methode in Hegels Wissenschaft der 51
Logik. Frankfurt a.M. 1980. Klaus, G., Hegel und die Dialektik in der formalen logik. Deutsche Zeitschrift für Philosophie η (1963), 1489-1503. Koch, J., Zur Beziehung von Vernunft und Wirklichkeit in der
Philosophie Hegels. Diss, Erlangen 1950. Koch, T., Differenz und Versöhnung. Eine Interpretation Theologie G.W.F. Hegels nach seiner «Wissenschaft
der der
Logik». Gütersloh 1967. Kondyüs, P., Die Entstehung der Dialektik. Stuttgart 1979. -.Die Aufklarung im Rahmen des neuzeitlichen Rationalismus. Stuttgart 1981. (Μετάφραση: Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός. Αθήνα 1987). Kulenkampff, Α., Zur Funktion des Widerspruchs in der Philosophie. Frankfurt a.M. 1970. Kümmel, F., Piaton und Hegel zur ontologischen Begründung des Zirkels in der Erkenntnis. Tübingen, 1968. Labarriere, P.-J., Historie et liberte. Les structures intemporelles du procès de l'essence. Archives de philosophie 33 (1970) 719-754. Lenk, Κ., Dialektik und Ideologie. Zum Ideologieproblem in der Philosophie Hegels. Archiv für Rechts und Sozialphilosophie, 49 (1963), 303-18. Liebmann, K., Die Hegeische Logik als Realdialektik des Vernunftbegriffs. Diss. Freiburg i. Br. 1952. Liebrucks, B., Sprache und Bewusstsein. Sprachliche Genesis der Logik, logische Genesis der logik. B. 6 Teil II. Frankfurt a.M. 1970. Litt, Th., Hegels Begriff des «Geistes» und das Problem der Tradition. Studium Generale 4 (1951), 311-21. Livet, F., Reflexivites et extériorité dans la Logique de Hegel. Archives de Philosophie 47 (1984), 291-318. LoDgueoesse, B., Hegel et la critique de la métaphysique. Etudes sur la doctrine de Γ essence. Paris 1981. 52
Ludz, P.C., Dialektik und Ideologie in der Philosophie Hegels. Ein Beitrag zur Phänomenologie des Ideologischen. Archiv für Rechts und Sozialphilosophie,
47 (1961), 133-
46. Maluschke, G., Kritik
und absolute
Methode
in
Hegels
Dialektik. Bonn 1974. Marcuse, H. Hegels Ontologie und die Theorie der Geschicht-
lichkeit, [Schriften 2]. Frankfurt a. M. 1989. Πρώτη δημοσίευση το 1932. Marx, W. Spekulatives Wissen und geschichtliche Kontinuität. Überlegungen zum Anfang der Hegeischen Logik. KantStudien, Band 58,1967. - , Hegels Theorie logischer Vermittlung. dialektischen Begriffskonstruktion in der
Kritik der «Wissenschaft
der Logik». Stuttgart-Bad Cannstatt 1972. Mure, G.R.G., A Study of Hegel's Logic. Oxford 1950. Pöggeler, O. (Hrsg.), Hegel. Freiburg/München 1977 Puntel, L.B. Darstellung, Methode und Struktur. Bonn 1973. Rademaker, H., Hegels «Wissenschaft der Logik». Eine Darstellende und erläuternde Einführung. Wiesbaden 1979. Redlich, Α., Die Hegeische Logik als Selbsterfassung der Persönlichkeit. Meisenheim a.G. 1971. Riehl, U., Wesen und Existenz in Hegels «Wissenschaft der Logik». Zeitschrift für philosophische Forschung 28 (1974), 214-227. -,Form und Inhalt in G.W.F. Hegels «Wissenschaft der Logik». Wien/München 1982. Rohs, P., Form und Grund. Interpretation eines Kapitels der Hegeischen Wissenschaft der Logik. Bonn 1972^. Rosen, S., G.W.F Hegel. An Introduction to the Science of Wisdom. New Haven 1974. Rdttges, H., Der Begriff der Methode in der Philosophie Hegels. Meisenheim 1976. 53
Schinkaruk, W. I. Die Phänomenologie des Geistes und die dialektische Logik bei Hegel. Hegel-Jahrbuch, (1975), 44149. Sarlemgn, Α., Hegeische Dialektik. Berlin/New York 1971. Schrader-Klebert, K., Das Problem
des Anfangs
in
Hegels
Philosophie. Wien/München 1969. Schubert, Α., Der Strukturgedanke
in Hegels
«Wissenschaft
der Logik». Konigstein/Ts. 1985. Schulz,
R.E.,
Interpretationen
zu
Hegels
Logik.
Diss.
Heidelberg 1954. Soll, L, An Introduction
to Hegel's
Metaphysics.
Chicago
1969. - , Denken und Tun. Hegel-Jahrbuch (1977-78), 51-54. Solomon, R., Hegel and Systematic Philosophy. The Philosophical Forum, 2 (1970-71), 500-10. StacK, G., On the Notion of Dialectics. Philosophy Today 15 (1971), 276-290. Taylor, Ch., Hegel. Frankfurt a. m. 1983. Theunissen, M., Krise der Macht. Thesen zur Theorie des dialektischen Widerspruchs. Hegel-Jahrbuch (1974), 318-29. —, Begriff und Realität. Hegels Aufhebung des metaphysischen Wahrheitsbegriff. In: Seminar: Dialektik in der Philosophie Hegels. Frankfurt a.M. 1978, 324-359. - , Sein und Schein. Die kritische Funktion der
Hegeischen
Logik. Frankfurt a.M. 1978. Wagner, F., Religiöser Inhalt und logische Form. Zum Verhältins von Religionsphilosophie und Wissenschaft der Logik am Beispiel der Trinitätslehre. In: Graf/Wagner (1982). Wagner, H. Hegels Lehre vom Anfang der Wissenschaft. Zeitschrift für philosophische Forschung 23 (1969), 339-48. Wahl, J., Commentaires de la logique de Hegel. Paris 1959.
Werner, H.-J., Spekulative und transzendentale Dialektik. Zur
54
Entwicklung des dialektischen Denkens im Deutschen Idealismus (Kant-Hegel). Philosophisches Jahrbuch 81 (1974), 77-87. Wetzel, M., Reflexion und Bestimmtheit «Wissenschaft der Logik». Hamburg 1971.
in
Hegels
Wittgenstein, L. Tractatus logico-philosophicus. Frankfurt a.M. 1963. Wohlfart, G., Der spekulative Satz. Berlin/New York 1981. Wolf, M., Der Begriff des Widerspruchs. Eine Studie zur Dialektik Kants und Hegels. Konigstein/TS 1981. Yamane, T., Wirklichkeit. Interpretation eines Kapitels aus Hegels «Wissenschaft der Logik». Frankfurt/Bern/New York 1983. Zahn, M., Die Idee der formalen und transzendentalen Logik bei Kant, Fichte und Hegel. Schelling-Studien. M. Schroter zum 85. Geburtstag. München/Wien 1965, 153-191.
55
ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ Η ΟΥΣΙΑ
Η αλήθεια .του Είναι είναι η ουσία. Το Etvot ecvat το άμεσο. Εφόσον η γνώση θέλει να γνωρίσει το αληθές, το τι είναι το Είναι καθεαυτό και διεαυτό, τότε αυτή δεν στέκεται στο άμεσο και στους προσδιορισμούς του, αλλά το διατρέχει πέρα για πέρα με την προϋπόθεση ότι πίσω από αυτό το Είναι υπάρχει και κάτι διαφορετικό από το ίδιο το Είναι, ότι αυτό το φόντο [βάθος] αποτελεί την αλήθεια του Είναι. Ετούτη η γνωριμία είναι μια διαμεσολαβημένη γνώση, επειδή αυτή δεν βρίσκεΐαι άμεσα δίπλα και μέσα στην ουσία, αλλά ξεκινά από ένα άλλο, από το Είναι, και έχει να βαδίσει ένα προκαταρκτικό δρόμιο, εκείνον που χωρεί έξω και υπέρ το Είναι ή μιάλλον που εισχωρεί σ' αυτό το ίδιο. Μόνο εφόσον η γνώση εσωτερικεύεται, εκκινώντας από το άμεσο Είναι, συμβαίνει, χάρη σε τούτη τη διαμεσολάβηση, να βρίσκει την ουσία. Η Γερμανική γλώσσα έχει διατηρήσει την ουσία [Wesen] μέσα στην παθητική μετοχή «gewesen» του ρήματος «Sein»· γιατί η ουσία είναι το παρελΘόν-Είναι, αλλά άχρονα παρελθόν'.
1. Η ouna δεν ΟΕνβδύεται ως μ«χ νέα δομή που προοιωνίζει μια άλλη προσδιορκττικότητβ του Είναι, αλλά φαίνεται να βρίσκεται ήδη μίίτα στην αλληλοδιαδοχή των σταδίων ανάπτυξης αυτού του ίδιου και να προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης. Απ' αυτή την άποψη επανασχετίζεται με το Είναι σύμφωνα με τα πορίσματα της θεωρίας του Είναι. Εάν, επομένως, η θεωρία του Είναι συνεπάγεται άρση της προσδιοριστικότητας μέσα στο πνεύμα της εξαφάνισης της αμεσότητας, τοτε η ουσία φωτίζει την αλήθεια του Είναι με το να κατακυρώνεται ως το μη-Είνβι του ή ως το Είνβι της άρνησης του. Κατ' αυτήν τψ ερμηνεία η ουσία ως ij aXtjdma νβο
57
Όταν τούτη η κίνηση έχει ποφασταθεί ως η οδός της γνώσης, τότε αυτό το ξεκίνημα μιε το Είναι και η πρόοδος που το αναιρεί και φτάνει στην ουσία σαν σε ένα διαμεσολαβημένο αποτέλεσμα φαίνεται να είναι μια ενέργεια του γνωρίζειν, εξωτερικευμένη προς το Είναι και άσχετη προς την ιδίαν αυτού φύση. Αλλά τούτη η διαδρομή είναι η κίνηση του ίδιου του Είναι. Αυτό που φανερώθηκε σε τούτο έγκειται στο ότι τούτο το Είναι εσωτερικεύεται μέσω της εαυτού φύσης και στο ότι μέσω αυτού του εντός εαυτού-βαίνειν γίνεται ουσία^. Εάν, λοιπόν, το Απόλυτο ήταν κατ' αρχήν προσδιορισμένο ως Είναι, τώρα αυτό είναι προσδιορισμένο ως ουσίο?. Το γνωρί-
Είναι -ρέπει να κατανοείται οντο-λογικά: συνιστά την εσωτερική αρχή του γίγνεσθαι και της κίνησης του Είναι. Πώς όμως έρχεται σε γνώση αυτή η αρχή; Έρχεται (ΐέσω του αvατJλλoγισμoύ του Eivar ενός ανασυλλογισμού, τον οποίο περιέχει το γνωρίζειν ως κάτι που φαίνεται να έρχεται έξωθεν στο Είναι, αλλά στην ουσία είναι η ίδια η κίνηση αναγνώρισης της ασυμμετρίας του προς το Είναι. Η ουσία έτσι παραπέμπει συνεχώς και αδιάλειπτα στο Είναι, το οποίο ως τέτοιο δεν είναι άμεσα παρόν, α/νλά βρίσκεται πίσω από το γίγνεσθαι των πραγμάτων και διαμεσολαβείται από αυττ, τττ,ν κίνηση του αφανισμού. Ο Χέγκελ εκφράζει αυτό παραστατικά με το να ετυμολογεί τη λέξη ουσία [Wesen] από την παθητική μετοχή του Είναι [Seingea^fifw] '2. Όταν ο Χέγκελ αναζητεί τη φύση της ουσίας μέσα στο άχρονα παρελθόν-Είναι σπεύδει να θέσει κάθε κατανόηση μιας απλώς ποσοτικής και γι' αυτό μονομερούς μετάβασης από τη σφαίρα του Είναι σε κείνη της ουσίας υπό την αναγκαιότητα ττ,ς σ'Jvεtδησης της δια-λογικότητας και της συμπληρωμβτικότητας. Μια τέτοια αναγκαιότητα είναι που προσδιορίζει την εσωτερίκευση [Erinnerung] της γνώσης [Wissen] όχι απ/Λ και μόνο, όπως συμβαίνει στον Kant, ως δρόμο της γνώσης, εξίυτερικόν προς το Είναι, αλλά ως την πορεία προς το ασυνείδητο· ως το γνωρίζειν εκειντ,ς ττ,ς κατάστασης του Είναι, η οποία έρχεται σε συνείδηση του εαυτού και πνευματοποιείται μέσα στην κίνηση των ίδιων των κατηγοριών του Είναι. Αλλά αυττ^, τούτη η κίνηση των κατηγοριών του Είναι δεν περατώνεται στα πλαίσια της θεωρίας τo•J Είναι παρά μόνο ξετυλίγει το ερώτημα για την αλήθεια του, με το να το καταδεικνύει στην αμεσότητά του ως το μη αληθές. Από εδώ εκκινεί η σύλληψη ε-· κείνης της γνώσης που χρειάζεται να εισδύσει μέσα στο χρόνο για να δικαιώνει την απαίτηστ, των κατηγοριών της ουσίας για λογική ανάλυση της ανθρώπινης ύπαρξης του χρόνου.
58
ζειν δεν μπορεί ουδόλως να σταθεί στο πολυσχιδές προσδιορισμενο-Είναι, αλλά ούτε και στο Είναι, στο χαθοψό Είναν αυτό που επιβάλλεται άμεσα είναι η ανασκόπηση, σύμφορα με την οποία αυτό το καθαρό Είναι, η άρνηση κάθε πεπερασμένου, προϋποθέτει μια εσωτερίκευση^ και μια κίνηση, η οποία έχει αποκαθάρει το άμεσο προσδιορισμένο-Είναι για να το κάνει καθαρό Είναι. Κατ' αυτό τον τρόπο, το Είναι προσδιορίζεται ως ουσία, ως ένα τέτοιο Είναι, στο οποίο καθετί το προσδιορισμένο και πεπερασμένο έχει υποστεί άρνηση. Αυτό, λοιπόν, είναι η στερημένη προσδιορισμού απλή ενότητα, από την οποία καθετί το προσδιορισμένο έχει αφαιρεθεί κατά ένα εξωτερικό [= εξωτερικευμένο] τρόπο- για αυτήν την ενότητα το ίδιο το προσδιορισμένο στοιχείο ήταν κάτι το εξωτερικευμένο και, μετά την αφαίρεση τούτη, παραμένει ακόμη κατέναντι αυτής της ενότητας· γιατί αυτό δεν έχει αναιρεθεί καθεαυτό, αλλά σχετικά, μόνο σε σχέση προς την ενότητα τούτη. - Έχουμε ήδη πιο πάνω αναφέρει ότι, αν η καθαρή ουσία ορίζεται ως πεπτουσίοί> κάθε ρεαλιστικότητας, τότε
3. Ο Χέγχελ θεμΛτοποιεί την ουσία ως προσδιορισμό του Απόλυτου στο τρίτο μέρος του παρόντος τόμου. Δες σ. 317 κ. εξ. 4. Με το πέροις της Φαινομενολογίας ο Χέγκελ εδραιώνει για τον εαυτό του το δικαίωμα να μιλήσει για την ανάμνηση ως εσωτερίκευση [Erinnerung als Erinnerung], χάρη στην οποία το τινεύμα αποκτά αυτοσυνείδηση του εαυτού του και υποστασιοποιείται σε μια νέα ύπαρξη. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της ύπαρξης είναι ότι προηγήθηκε χρονικά, αναιρέθηκε (ος τέτοια και αναγεννήθηκε από την κίνηση της γνώσης ως λογικά προγενέστερη GW 9, 433-4/684-686. Αυτό, λοιπόν, πού κατακτήθηκε με την ολοκλήρωση της φαινομενολογικής κίνησης εδώ λαμβάνεται ως εσωτερίκευση της ουσίας: επειδή η ουσία φέρει το λογικό χαρακτήρα του παρελθόντος-Ειναι [Gewesensein], η εσωτερίκευση δεν έχει απλώς το χαρακτήρα της Πλατωνικής ανάμνησης, αλλά είναι μια κριτική αναγωγή στην ίδια τη φύση του Είναι με μια ισόχρονη οικείωση προς το άχρονο" μια τέτοια οικεί<υση που επιτρέπει να έρχεται σε ύπαρξη το μη-λήθον, το οποίο αφήνει πίσω, έξω από την επιστήμη, την ανάμνηση ότι το Είναι είναι. Δες W 5, 104. 5. Inbegriff: πεμπτουσία, συνολική έκφραση ή πλήρη ενσάρκωση της άμεσης, υλικής παρουσίας του πράγματος στην αρχέγονη ρίζα του και στο τέλος του. Γπ' αυτή την έννοια, η ουσία γίνεται σε τούτο το στάδιο αντικείμενο θεώρησης οχ; καθαρή
59
Ol τέτοιες ρεαλιστικότητες υποτάσσονται ομοίως στη φύση της προσδιοριστικότητας και της αφαφετικής ανασκόπησης, και αυτή η πεπτουσία υποβιβάζεται σε κενή απλότητα. Η ουσία, κατ' αυτό τον τρόπο, είναι μόνο παράγωγο, ένα καμωμένο πράγμα. Η εξωτερική άρνηση, η οποία είναι αφαίρεση, δεν κάνει αλλο απο το να αφαφεί τους προσδιορισμούς του Είναι από εκείνο που εναπομιένει ως ουσία' αυτή πάντοτε δεν κάνει άλλο, για να το πούμε έτσι, από το να τους θέτει μόνο κάπου αλλού και να τους αφήνει ως [προσδιορισμούς] που είναι μετά όπως και πριν. Αλλά, κατ' αυτό τον τρόπο, η ουσία δεν είναι ούτε καθεαυτην ούτε διεαυτην αυτή είναι μέσω ενός Άλλου, [μέσω δηλ.] της εξωτερικής, αφαιρετικής ανασκόπησης·^ και είναι για ένα Άλλο, δηλ. για την αφαίρεση και εν γένει για το ον που στέκεται κατέναντί της. Ο χοφακτήρας της, συνεπώς, έγκειται στο να είναι η εσωτερικά νεκρή, κενή απουσία προσδιορισμού·^. Αλλά η ουσία, έτσι όπως ήλθε σε ύπαρξη εδώ, είναι ό,τι είναι μέσω μιας αρνητικότητας, η οποία δεν της είναι ξένη, αλλά κατ' εξοχήν δική της, η απέραντη κίνηση του Είναι. Αυτή [η ουσία] είναι καθεαυτό-και-§ιεαυτό-Είναι: -απόλυτο καθεαυτό-Είναι, o'jata. Λαμβάνεται δηλ. μέσα στην πρωταρχή της ταυτολογικής σχέσης τςυ εαυτού της. ο οποίος ως τέτοιος βρίσκεται σε αντίθεση με το Είναι, γιατί δε μπορεί να υπαχθεί σε μια οντολογική σχέση προσδιοριστικότητας απέναντι στο Είναι (υς ένα άλλο. 6. Αυττ, η εξωτερική ανασκόπηση [äusserliche Reflexion] είναι μια αφαίρεση του γνωρίζοντος υποκειμένου, το οποίο προσδιορίζεται από μχα σχέση εξωτερικότητας προς το αντικείμενο, γιατί πρέπει να ξεκινά από την αποδοχή του τελευταίου, όπως δίνεται στην αντίληψη της ρεαλιστικής πραγματικότητας και όχι όπως μπορεί να είναι γνώσιμο από την περαίωση της σκέψης. / Die in sich tote, leere Bestimmungslosigkeit. Αυτή η απουσία ή η στέρηση προσδιορισμού δεν σημαίνει π<υς η ουσία είναι μχα αφηρημένη απροσδιοριστία [abstrakte Unbestimmtheit], αλλά ότι είναι αποψιλωμένη από κάθε ιδιό-κτητο προσδιορισμό, γιατί, όπως θα πει στη συνέχεια ο Χέγκελ, προκύπτει από την «απέραντη κινηστ, του Είναι» και ως αποτέλεσ^ μιας τέτοιας κίνησης δεν είναι κάτι που διαχώριζα τον εαυτό του από το Είναι και αποκόπτεται απ' αυτό, αλλά μια απόλυτη ο/Λττ,τα. ττ,ς οποίας η πρά^ έγκειται στο να αυτοπροσδιορΐζεται.
60
καθόσον είναι αδιάφορη απέναντι σε κάθε προσ&ορκττικ«>τητα του Είναι, [καθόσον] το ετέρως-Είναι και η αναφορά σε άλλο έχουν αυτόχρημα αναφεθεί. Όμως η ουσία δεν είναι μόνο τούτο το καθεαυτό-Είναι· ως σκέτο καθεαυτό-Είναι αυτή θα ήταν μόνο η αφαίρεση της καθαρής ουσίας· απεναντίας, αυτή είναι εξίσου, ως προς τον ουσιακό της χαρακτήρα, Steauw-Etvar η ίδια είναι τούτη η αρνητικότητα, η πράξη αυτο-αναίρεσης της ετερότητας και της προσδιοριστικότητας. Η ουσία, [εννοημένη] ως η ολοκληρωμένη επάνοδος του Είναι στον εαυτό του, είναι έτσι εν πρώτοις η απροσδιόριστη ουσία· οι προσδιοριστικότητες του Είναι μιέσα σε αυτήν είναι ανηρημένες· αυτές περιέχονται στην ουσία καθεαυτές [= δυνάμει], αλλά όχι όπως είναι τεθειμιένες σε αυτήν. Η απόλυτη ουσία, μέσα σε τούτη την απλότητα [= απλή ισότητα] με τον εαυτό της, ίεν έχει κανένα προσδιορισμένο-Είναι. AXk' αυτή πρέπει κατ' ανάγκη να μεταβεί στο [= να αναπτύξει] προσδιορισμένο-Είναι, γιατί είναι καθεαυτό-καί-διεαυτό-Είναί, δηλ. διαφοροποιεί τους προσδιορισμούς που περιέχει καθεαυτούζ [= δυνάμει]· επειδή τούτη είναι αυτο-απωθείν ή αυτο-αδιαφορία, αρνητικός αυτοσχετισμ,ός, γι' αυτό είναι η ίδια που θέτει τον εαυτό της αντιμέτωπο προς τον εαυτό της, και είναι άπεφο διεαυτό-Είναι μόνο στο βαθμό που αυτή, μιέσα σε τούτη τη διαφορά της από τον εαυτό της, είναι η ενότητα με τον εαυτό της·^. - Ετούτο το προσδιορίζειν είναι, λοιπόν, διαφορετικής φύσης 'από το προσδιορίζειν 8. Αξίζει να ιχνεύσει κανείς εδώ μια πρώτη κατανόηση τη; ουσίας μέσα από την ανάδειξη της κλιμακούμενης λογικής έντασης των λέξεων και των εννοιών: Η ουσία είναι, χατ'αρχήν, απροσδιόριιττη, γιατί δεν διαφο(5οποιείται από το Είναι. αλλα. καθότι φέρει μέσα της τους προσδιορισμούς του ως αφηρτρίνους, δηλ. όπως είναι τεθειμενοι στο Είναι και όχι σε αυτήν, συνιστά πλήρη επιστροφή τού Εγλχι στον εαυτό του. Η απροσδιοριστία της έγκειται, λοιπόν, οτο ότι δεν έχει προσπορισμένο-Etvat [Dasein]. Με άλλα λόγια, η αυτοθεσία της ως ανασκόπηση μέσα στο πντύμα της λογικής ανάπτυξης δε βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Έτσι αυτό που προϋποθέτει η περαιτέρω ανάπτυξή της είναι να θέσει προς τη δική της πλευρά τους προσδιορισμούς που έχει αφήσει πίσω της η λογική πορεία του Είναι. Από το σημείο αυτο
61
μεσα στη σφαίρα του Είναι, και οι προσδιορκτμΛΐ της ουσίας έχουν έναν άλλο χαρακτήρα από τις προσδιοριστικότητες του Είναι. Η ουσία είναι η απόλυτη ενότητα του καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι· το προσδιορίζειν της, συνεπώς, παραμένει στο εσωτερικό αυτής της ενότητας και δεν είναι ούτε γίγνεσθαι ούτε μεταβαινειν, όπως και οι προσδιορισμοί οι ίδιοι δεν είναι ένα Άλλο ως άλλο, ούτε αναφορές σε άλλο' αυτοί [οι προσδιορισμοί] είναι αυθύπαρκτοι, αλλά συνάμα ως τέτοιοι μόνο στην αλληλοσυνάφειά τους εντός της ενότητάς τους^. - Εφόσον η ουσία είναι πρωτίστως απλή αρνητικότητα, αυτή έχει τώρα να θέσει μέσα στη σφαίρα της την προσδιοριστικότητα, την οποία περιέχει μόνο καθεαυττην, για να προσδώσει στον εαυτό της προσδιορισμένοΕίναι και το δικό της κατά ταύτα διεαυτό-Είναι. Μέσα στο Όλο [της Λογικής], η ουσία είναι αυτό που στη σφαίρα του Είναι ήταν η ποσότητα' η απόλυτη αδιαφορία απέναντι στο όριο"^. Η ποσότητα όμως είναι τούτη η αδιαφορία ως άμεσος προσδιορισμός, και το όριο είναι πίχρόν σε αυτή ως μια άμζσα εξωτερικευμένη προσδιοριστικότητα· η ποσότητα μεταβαίνει στο ποσό' το εξωτερικό όριο είναι αναγκαίο στην ποσότητα και έχει σ' αυτήν παρουσία ως ον. Στην ουσία, απεναντίας, η προσδιοριστικότητα δεν είναι [μΛα απλή αμεσότητα]· αυτή είναι παρούσα μόνο ως τεθειμενη από την ίδια την ουσία, όχι ελεύθερη. αλλά μόνο στο σχετισμό προς την ενότητά της. - Η αρνητικότητα της ουσίας είναι η ανασκόπηση, και οι προσδιορισμοί [είαρχιζει να διαφοροποιείται, με το να βεβαιώνει την αναγγελία της αναγκαιότητας μιας άκής της λογικής διαδρομής. 9. Το προσδιορίζειν που αντιστοιχεί σΐη σφαίρα της ουσίας διαφοροποιείται από το γιγνεσβαι ή το μεταβαίνειν μέσα στο στοιχείο του Είναι και δεν δικαιολογεί την παρεύρεση αντίστοιχων αλληλοσχετισμών, γιατί η αυθυπαρξία των προσδιορισμών είναι ευθέως ανάλογη προς την ουσία ως τεθειμένο-Είναι. 10. Αυττ, η απόλυτη αδιαφορία είναι κοινό οντολογικό στοιχείο του Είναι και της ουσίας με διαφορετική ποιότητα. Ενώ στην περίπτωση του Είναι ήταν μετάβαση στο ποσό, στην περίπτωση της ουσίας πρόκειται για εσωτερική αδιαφορία, η οποία θέ-ει η ίδια τον εαυτό της ως τεθειμένο-Είναι.
62
ναι] ocvociJXOTzyjiJSvoi, [τέτοιοι] που έχουν τεθεί από την ι&α την ουσία και παραμένουν μέσα σ' αυτήν ως ανηρημένοι. Η ουσία βρίσκεται μιεταξύ Είναι και έννοΐΛς· συνιστά τον μεσαίο όρο τους, και η κίνηση της τη μετάβαση^ ^ από το Είναι στην έννοια. Η ουσία είναι το καθεαυτό-και-όιεαυτό-Είναι, αλλά [είναι] το ίδιο [καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι] μέσα στον προσδιορισμό του καθεαυτό-Είναι· και τούτο γιατί ο γενικός της προσδιορισμός έγκειται στο να εκπορεύεται από το Είναι ή να είναι η πρώτη άρνηση του Είναι. Η κίνησή της συνίσταται στο να θέτει κατά την δική της πλευρά την άρνηση ή τον προσδιορισμό, να προσδίδει έτσι στον εαυτό της προσάορισμένο-Είναι και ως άπειρο διεαυτό-Είναι να γίνεται ό,τι αυτή είναι καθεαυτήν. Έτσι προσδίδει στον εαυτό της το προσδιορισμένο-Είναι της, το οποίο είναι όμοιο προς το καθεαυτό-Είναι της, και γίνεται η έννοια. Διότι η έννοια είναι το Απόλυτο, τέτοιο που μιέσα στο προσδιορισμένο-Είνα του είναι απόλυτο ή καθεαυτό και διεαυτό. Αλλά το προσδιορισμένο-Είναι, το οποίο προσδίδει η ουσία στον εαυτό της, δεν είναι ακόμη το προσδιορισμένο-Είναι, έτσι όπως αυτό είναι καθεαυτό και διεαυτό, αλλά όπως το προσδίδει η ουσία στον εαυτό της ή όπως αυτό είναι τεθειμενο, συνεπώς ακόμη διαφορετικό από το προσδιορισμιένο-Είναι της έννοιας. Κατ' αρχήν, η ουσία εμφαίνεται μέσα στον εαυτό της ή είναι ανασκόπηση' δεύτερον, φαίνεται- τρίτον, αποκαλύπτεται^'·'. 11. Η έννοια της μετάβασης κατανοείται εδώ οντο-λογικά: Η μετάβαση που οδηγεί στην ουσία λαμβάνει ήδη χώρα μέσα στο στοιχείο του Είναι. Έτσι η μετάβαση μέσα στο στοιχείο της ουσίας προϋποθέτει την προήγηση της μετάβασης του Είναι, αλλά συνάμα και την προήγηση της λογικής διάκρισης της μετάβασης της ουσίας από εκείνη του Είναι. Γι' αυτό, η κίνηση της ουσίας μπορεί να μορφοποιείται σε επιτελεσμένη ενότητα ή ολότητα. Με άλλα λόγια μπορεί να λαμβάνεται ως μια ανάπτυξη της έννοιας μέσα στο στοιχείο του Είναι. 12. Κατά την εκδίπλωση της λογικής έκθεσης [logische Darstellung] ο Χέγκελ θα πραγματευθεί τα στάδια που συγκροτούν την κίνηση αυτοθεσίας και εξωτερίκευσης της ουσίας. Εδώ σημαίνονται με τα ρήματα εμφαίνεσΛ« [scheinen], φαίνεσθαι [erscheinen], αποκαλύπτεσθαι [sich offenbaren]. Η διαδικασία του εμφαίνεσθαι α-
63
Αυτή τίθεται, μέσα στην κίνηση της, στους ακόλουθους πρού" διορισμούς: I. ως απλ-η, καθεαυτην-ούσα ουσία, η [οποία] μέσα στους προσδιορισμούς της [παραμένει] εντός εαυτού, II. ως εξερχόμενη στο προσδιορισμένο-Είναι, ή σύμφωνα με την ύπαρξη της και το φαινόμενο, III. Ως ουσία, η οποία με το φαινόμενο της είναι ένα, ως πραγματικότητα.
φορά την εμφάνιση της ουσίας μέσα στον εαυτό της σαν μέσα στην αφηρημένη έχφραστ, της εσωτερικότητας της. Από εδώ αρχίζει να αναδύεται μία δομή αντικειμενικής ·Jπαpξτiς, η οτιοία θεμελιώνει την αμεσότητα της μέσα στο φαινεσθαι ως φανερωστ, της ουσίας και κατ' επέκταση την πραγματικότητα της στο αυτο-αποκαλύπτεσθαι της ουσίας ως της πιο ουσιώδους λογικότητας.
64
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΟΤΣΙΑ ΩΣ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΜΕΣΑ Σ' ΑΓΤΗ ΤΗΝ ΙΔΙΑ Η ουσία εκπορεύεται από το Είναι- γι αυτό και δεν είναι άμεσα καθεαυτήν και διεαυτην, αλλά ένα αποτέλεσμα εκείνης της κίνησης. Ή , εάν η ουσία λαμβάνεται αρχικά ως ένα άμεσο, τότε είναι ένα προσδιορισμενο-Είναι, στο οποίο αντιτίθεται ένα άλλο· αυτή είναι μόνο ουσιώδες προσδιορισμένο-Είναι σε αντίθεση προς ένα επουσιώδες. Αλλά η ουσία είναι το καθεαυτό και διεαυτό ανηρημένο Είναι· ό,τι αντίκειται σ' αυτήν είναι μόνο εμφάνεια [= κατ' επίφαση Είναι]. Η εμφάνεια όμως είναι το ίδιον της ουσίας θέτειν^. Η ουσία είναι, πρώτον, ανασκόπηση. Η ανασκόπηση αυτοπροσδιορίζεταΐ' οι προσδιορισμοί της είναι ένα τεθειμένο-Είναι, το οποίο συγχρόνως είναι ανασκόττηση εντός εαυτού. Δεύτερον, έχουμε να εξετάσουμε αυτούς τους προσδιορισμούς· ανασχ07σ]σης ή τις ουσιότητες. Τρίτον, η ουσία, ως η εντός εαυτού αν(χσκ07α]ση του προσ1. Η αντιθετική έκφραση ουσιώδες-επουσιώδες [Wesentliches-Unwesentliches] αναλογεί σε εκείνο το στά&ο της λογικής εξέλιξης, όπου η ουσία λαμβάνεται ακόμη μέσα στο στοιχείο του Είναι. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτό το λογικό Status η ουσία έρχεται στο γνωρι^ειν μέσα στην εμ«ράνεια σαν μέσα στην ολοτητα της παρουσίας του. Τι είναι, άραγε, η ίδια; Είναι μια εμφάνεια που αντιπαρατίθεται σε μια εμφάνεια, γιατί ό,τι θεωρούμε ή ό,τι γνο^ριΧουμε ως Sein [= Είναι] δεν είναι παρά Schein [= εμφάνεια]. Είναι, συνακόλουθα, το λογικό θεμέλιο του Schein, γιατί το τελευταίο δεν προ-ισταται της ουσίας. Απ' αυτή την άποψη, εδώ δεν έχουμε αντιπαράθεση δύοπροσδιορισμένων-Είναι [wesentliches Dasein gegen unwesentliches], τα οποία θα μπορούσαν, ως εκτός αλλήλων υπαρκτές οντότητες, να ανήκουν στην ουσία και το Είναι αντίστοιχα.
65
διόριζαν γίνεται θεμέλιο και μεταβαίνει στην ύπαρξη και στο φαινόμενο.
66
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΕΜΦΑΝΕΙΑ' Η ουσία που εκπορεύεται από το Είναι φαίνεται να τελεί σε αντίθεση προς το ίδιο· τούτο το άμεσο Είναι, χατ' αφχάς, είναι το Επουσιώδες. Αλλά, δεύτερον, αυτό είναι κάτι περισσότερο από ένα μιόνο επουσιώδες [Είναι], αυτό είναι ένα χωρίς ουσία Είναι, είναι SjtiijJirΤρίτον, ετούτη η εμφάνεια ,δεν είναι ένα εξωτερικό, [ένα] άλλο για την ουσία· απεναντίας, αυτή είναι η ιδιαίτερη εμφάνεια της ουσίας. Το εμφαίνεσθαι της ουσίας μέσα σ' αυτήν την ίδια είναι η ανασκόττηση.
1. Μεταφράζω εμφάνεια τη λέξη Schein. Η φιλοσοφική βαρύτητα που έχει αυτός ο όρος εδώ συνδέεται μ£ τη λογική κίνηση της σκέψης, η οποία δε μιένει σε μια γυμνή σύλληψη του Πράγματος, αλλά παραπέμπει στη σύλληψη της σχέσης που διέπει το Πράγμα. Εάν, λοιπόν, η πρώτη έννοια του Schein είναι κατακυρωμένη στη μεταφυσική napäSooTj ως αυτή της απατηλής φαινομενικότητβς, αυτό δεν εμποδίζει το Χέγκελ να βλέπει σε τούτη την έννοια μια πιο σφαφική ή ολική σημασία με το να διαμορφώνει μια άλλη εμπεφία του όρου: την εμπεφία που μεταδίδει η λειτουργική συνάφεια του Schein μέσα στο σύστημα των εννοιών της Λογικής. Σύμφωνα με αυτή την εμπειρία, η εμφάνεια γίνεται δηλωτική της προίης που επιτρέπει να εμφαίνεται κάτι μέσα σε αυτό που λαμ&ίνεται ως το άλλο του, ενώ στην πραγματικότητα συνιστά την ουσία του. ϊ π ' αυτή την έννοια δε μπορούμε να μιλάμε για εμφάνεια του Είναι και να κατανοούμε μόνο ένα επουσιώδες ή στερημένο ουσίας Είναι, αλλά χρειάζεται μέσα από το λέγειν μιας τέτοιας εμφάνειας να αφήνουμε νβ συμβαίνει η εμφάνεια της εμφάνειας ως μια προσάλληλη σχέση σημασιολόγησης του ενός από το άλλο, του καθενός δηλ. από το ουσώδες του θεμέλιο.
67
Α.
TO ΟΓΣΙΩΔΕΣ KAI TO ΕΠΟΓΣΙΩΔΕΣ Η ουσία είναι το ανηρημένο-Είναι^. Αυτή είναι απλή ισότητα με τον ίδιο τον εαυτό της, αλλά [μόνο] στο μέτρο που αυτη είναι η άρνηση της σφαίρας του Είναι εν γένει. Έτσι η ουσία έχει την αμεσότητα απέναντι στον εαυτό της ως μ^α αμεσότητα, απο την οποία η ίδια έχει γίνει και η οποία, μιέσα σε τούτο το αναιρείν, έχει διασωθεί και διατηρηθεί. Η ίδια η ουσία, μέσα σε τούτο τον προσδιορισμό, είναι ούσα, άμεση ουσία, και το Είναι μόνο ένα αρνητικό ανιχφορικά προς την ουσία, όχι καθεαυτό και διεαυτό* η ουσία, συνεπώς, είναι μια προσδιορισμένη άρνηση^. Κατ' αυτό τον τρόπο. Είναι και ουσία συμπεριφέρονται προς άλληλα πάλι ως άλλα εν γένει, γιατί το χαθένα. έχει ένα Είναι, μια αμεσότητα· αυτά είναι αδιάφορα κατέναντι αλλήλων και, σύμφωνα μ£ αυτό το Είναι, έχουν την ίδια αξία. Αλλά συνάμΛ το Είναι, στην αντίθεσή του προς την ουσία, είναι το επουσιώδες· αυτό έχει έναντι της ουσίας το χαρακτήρα του ανηρημένου [Είναι], Στο βαθμό όμως που αυτό σχετίζεται προς την ουσία μόνο γενικά ως ένα άλλο, η ουσία δεν είναι με Ο Χέγκελ μιλάει για ανηρημένο-Είναι σε συνδυοκτμό με το αποτέλεσμα της Λογικής του Είναι. Σύμφωνα με αυτό το αποτέλεσμα η αναίρεση γίνεται στο βαθμβ που αφενός «το Είναι ή η αμεσότητα των διαφοροποιημένων προσδιοριστικοτήτων έχουν εξαφανισθεί όχι λιγότερο από ό,τι το χαθεαυτό-Είναα» W 5, 457, αλλά αφετέρου αυτό το Είναι αποτελεί συγχρόνους μια «.άμεση προ'ΰποτιθέμενη ολότητα» [ο .π.]. Αυτή η υπό μορφή υποστρώματος ενιαία έκφραση των προσδιορισμών του Είναι καθορίζει την o'jma κατά τρόπο που η τελευταία να μην αναδύεται ως μια οντο-λογική σχέση-προσδιοριστικότητας κατέναντι ενός απροσδιόριστου Είναι, αλλά ως επαναπροσδιοριζόμενη αναίρεση κάθε τχέσης-προσδιοριστικότητας. 3. Η o'j^a, που είναι εξίσου άμεση μέσα στο στοιχείο του Είναι όσο κοα το ίδιο το Είναι, σχετίζεται προς τον εαυτό της σαν η σκέψη που καλείται να αυτο-μορφωθεί με το να εισδύει στον εαυτό της χωρίς να αρνείται φορμαλιστικά και πλήρως την προϋπόθεση της παρουσίας του Είναι.
68
την αυθεντική έννοια του όρου ουσία, αλλά μόνο ένα προσ&ορισμένο-Είναι διαφορετικά οριζόμενο, το ουσιώδες. Η διαφορά ουσιώδους και ετ^ουσιώδους έγινε η αιτία να ξαναπέσει η ουσία στη σφαίρα του προσδιορισμένου-Eivau, αφού στην αρχική της φάση αυτή ορίζεται έναντι του Είναι ως μια άμεση ούσα [ουσία], και ως εκ τούτου μόνο ως Άλλο^. Η σφαίρα του προσδιορισμένου-Είναι, συνεπώς, έχει θέση στο θεμέλιο, και το γεγονός ότι το Είναι μέσα σε τούτο το προσδιορισμένο-Είναι είναι καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι συνιστά έναν περαιτέρω προσδιορισμό, εξωτερικόν προς το ίδιο το προσδιορισμένο-Είναι, όπως και αντίστροφα η ουσία είναι πράγματι το καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι, αλλά μόνο έναιντι άλλου, δηλ. από [μια] ορισμένη τχοπιά. -Επομένως, στο βαθμό που σ' ένα προσδιορισμένο-Είναι η διαφορά λαμβάνει χώρα μιεταξύ ενός ουσιώδους και ενός ετζουσιώδους, αυτή η διαφορά είναι ένα εξωτερικό θέτειν, ένας αποχωρισμός —που δεν θίγει το ίδιο το προσδιορισμιένο-Είναι- ενός τμήματος του ίδιου^ σε σχέση προς ένα άλλο τμήμα, ένας χωρισμός, ο οποίος πέφτει [= ανάγεται] σε ένα τρίτο. Ένας τέτοιος χωρισμός δεν καθορίζει τι είναι ουσιώδες ή επουσιώδες''. Είναι 4. Η κατηγορία του Ά^ου χαθΜ-τά δυνατή τη θεματοποίηση της τχέαης ουσία;Είναι με το να προσδίδει λειτουργική αξία στην οντο-λογική διαφορά [seinslogische Differenz] που ενσαρκώνει η ανασκόπηση του Είναι ως Schein. Αυτή η διαφορά αποκαθίσταται έτσι μεσα στη σημΛσία της μετάβασης τον Είναι στην Ο'^σία για να προσδιορίζει την τελευταία πάντα σε σχέση με το Είνο^ι ως την άρνηση που εχει υποστεί άρνηση. 5. Αναφέρεται στο προσδιορισμένο-Είναι. 6. Ενόσω η ουσία είναι ένας λογικός προσδιορισμός του Είναι ακ; προσδιορισμένουΕίναι, δεν ανάγεται σε διαφορετικό λογικό status από το Είναι, αλλά αποτελεί μέρος του ίδιου τούτου του προσδιορισμένου-Είναι και αξιολογείται jo ίδιο με το' αλλο μέρος του Είναι. Ό,τι, λοιπόν-, διαφοροποιεί το ένα ως ουσιώδες από το άλλο (ος επουσιώδες δεν είναι ίδιον της ουσίας ως τέτοιας, αλλά γίνεται αποδεκτό ως ένα τρίτο που επιτρέπει ένα τέτοιο διαχωρισμό. Αυτό σημαίνει ότι η πιο πάνω &αφοροποιηση δεν αφορά το ίδιο το προσδιορισμένο-Είναι, αλλά είναι μια διαφορά που τίθεται έξωθεν, γι' αυτό και το θέτειν είναι ακόμα λογικά απροσδιόριστο και αναζητείται σε κείνο το τρίτο ο προσδιορισμός ενός θεμέλιου.
69
pua οποιαδήποτε εξωτερική άποψη και θεώρηση, που προκαλεί τη διαφορά, και το ίδιο περιεχόμενο, κατά ταύτα, μπορεί να θεωρείται άλλοτε μεν ως ουσιώδες, άλλοτε δε ως επουσιώδες. Μια ακριβέστερη εξέταση δείχνει ότι η ουσία καταλήγει να είναι απλώς ένα ουσιώδες σε σχέση προς ένα επουσιώδες, επειδή αυτή λαμβάνεται μόνο ως ανηρημενο Είναι ή προσδιορισμένοΕίναι. Κατ' αυτό τον τρόπο, η ουσία δεν είναι παρά η πρώτη άρνηση, ή η άρνηση που είναι προσίιοριστικότητα, μέσω της οποίας το Είναι γίνεται μόνο προσδιορισμένο-Είναι, ή το τελευταίο μόνο ένα Αλλο. Αλλά η ουσία είναι η απόλυτη αρνητικότητα του Είναι' αυτή είναι το ίδιο το Είναι- όμως όχι μόνο προσδιορισμιένο ως ένα Άλλο, αλλά [ως] το Είναι, το οποίο έχει αυτοαναιρεθεί τόσο ως άμιεσο Είναι, όσο και ως άμεση άρνηση, ως άρνηση που είναι πληγμένη από ένα ετέρως-Είναι. Το Είναι ή προσδιορισμιένο-Είναι δεν έχει έτσι διατηρηθεί ως άλλο πpάγμux από αυτό που η ουσία είναι'', και το άμιεσο που είναι ακόμη διαφορετικό από την ουσία δεν είναι απλώς ένα επουσιώδες προσδιορισμένο-Είναι, αλλά το άμεσο που καθεαυτό χαι διεαυτό είναι ένα μηδέν είναι μόνο μια μη-ουσίχ, η εμφάνεια. Β.
Η ΕΜΦΑΝΕΙΑ 1. Το Είναι είναι Εμφάνεια. Το Είναι της εμφάνειας ενυπάρχει μόνο μέσα στο ανηρημένο-Είναι τού Είναι, μέσα στη μηδαμινότητά του" τούτη τη μηδαμινότητα η εμφάνεια την έχει μέσα στην ουσία, και έξω από τη μηδαμινότητά της, έξω από την ουσία αυτή δεν είναι. Η εμφάνεια είναι το αρνητικό, τεθειμένο ως αρνητικό®.
/. Μεσα στη σφαίρα της ουσίας το Είναι παραμένει ως απόλυτη οίρνηση του εαυτού του. 1 π' αυττ, την έννοια συμβαίνει μόνο μέσα στη σφαίρα της ουσίας να δηλώνεται η γενετική σχέση του Είναι και να έρχεται σε ανάμνηση η αρνητική του φύση.
70
Η εμ^ράνεια είναι ό,τι έχει συνολικά απομείνει ακ«>μη από τη σφαίρα του Είναι. Αλλά αυτή η ίδια φαίνεται ακόμη να έχει μια άμεση πλευρά, ανεξάρτητη από την ουσία, και να είναι ένα Άλλο αυτής εν γένει». Το Άλλο περιέχει γενικά τα δύο στάδια του προσδιορισμένου-και μη-προσδιορισμένου-Είναι. Εφόσον το επουσιώδες δεν έχει πλέον Είναι, ό,τι μένει σ' αυτό από το ετέρως-Είναι δεν είναι παρά το καθαφό στάδιο του μη-προσδιορισμενου-Είναα· η εμφάνεια είναι τούτο το άμεσο μη-προσάορισμένο-Είναι, [που βρίσκεται] με τέτοιο τρόπο μέσα στην προσδιοριστικότητα του Είναι, ώστε να έχει προσδιορισμένο-Είναι μόνο μέσα στο σχετισμό προς άλλο, μέσα στο μη-προσδιορισμένο του-Είναι· είναι το αναυθύπαρκτο, το οποίο δεν είναι ποφά μέσα στην άρνησή του. Δεν απομένει, λοιπόν, στην εμφάνεια παρά η καθαρή προσδιοριστικότητα της αμεσότητας- αυτή (η αμεσότητα) υπάρχει ως η ανασκοτιημεντη αμεσότητα, δηλ. η αμεσότητα που είναι μόνο μέσω της άρνησής της, και η οποία απέναντι στη διαμεσολάβηση της δεν είναι τίποτε άλλο από τον κενό προσδιορισμό της αμεσότητας του μη-προσδιορισμένου-Είναι'". Έτσι η εμφάνεια είναι το φαινόμενο του Σκεπτικισμού, ή ακόμη το φαινόμενο του Ιδεαλισμού [είναι] μια τέτοια αμεσότητα 8. Η εμφάνεια είναι τεθειμενη μέσα στην ουσία ως κάτι το εξαφανιζόμενο, το οποίο όχι λιγότερο έχει ύπαρξη. Χαρακτηρίζεται, λοιπόν, από το γεγονός ότι περιέχει μια προσδιοριστικότητα της ονσίας, μια διαφορά, σύμφωνα με την οποία η ουσία εήοι με το να θέτει τη μηδαμινότητα του Είναι. 9. Ως το υπολειπόμενο στοιχείο της σφαίρας του Είναι η εμφάνεια είναι αυτό που αντίκειται στην ουσία και εφεξής έρχεται μέσω αυτής της συστηματικής σ'Jvάφειας να προσλάβει διαφορετικό νόημα από εκείνο της μεταφυσικής παράδοσης είτε του Πλατωνισμού ή του Σκεπτικισμού ή του νεότερου Ιδεαλισμού, όπως θα πει στη συνέχεια ο Χέγκελ. 10. Η έννοια της εμφάνειας δηλώνει εδώ μια αντι-κειμενικότητα του μη-προσδιορισμένου-Είναι, η οποία προσδίδει στην προσδιοριστικότητα του Είναι ένα προσδιορισμένο-Είναι. Αυτό μας κάνει να μιλάμε ακόμα για ένα προσδιορισμένο-Είναι ή μια αμεσότητα που δεν αναδύεται (υς αποτέλεσμα διαμεσολάβησης ή ως απόλυτη ενότητα του εαυτού της με τον μέσω της άρνησης της ετερότητάς του διαμεσολαβημένο Εαυτό.
που δεν είναι ένα Κάτι ή ένα πράγμα, εν γένει δεν είναι ένα αδιάφορο Είναι, το οποίο θα μπορούσε να είναι έξω από τον προσδιορισμιενο του χαρακτήρα και την οιναφορά του στο υποκείμενο. Αυτό είναι δεν επιτρεπόταν να το πει ο Σκεπτικισμός- ο σύγχρονος Ιδεαλισμός δεν έβρισκε το θάρρος να θεωρήσει τις εμπεφικές γνώσεις ως μια γνώση του πράγματος-καθ'-εαυτό· εκείνη η εμφάνεια όφειλε να στερείται όποιας βάσης ενός Είναι, σε τούτες τις εμπειρικές γνώσεις δεν έπρεπε να εισδύσει το πράγμα-καθ'εαυτό. Αλλά συγχρόνως ο Σκεπτικισμός δέχθηκε τους ποικίλους προσδιορισμούς της εμφάνειάς του, ή μιάλλον η εμφάνειά του είχε για περιεχόμενο όλο τον πολύμορφο πλούτο του κόσμου. Στον Ιδεαλισμό επίσης το φαινόμενο περικλείει μέσα του όλο το φάσμα αυτών των ποικίλων προσδιοριστικοτήτων. Εκείνη η εμφάνειά και τούτο το φαινόμενο είναι άμεσα λοιπόν ποικιλοτρόπως προσδιορισμένα. Κανένα Είναι, συνεπώς, κανένα πράγμ^ι ή πράγμα-καθ'-εαυτό δεν μπορεί αληθινά να αποτελέσει θεμιέλιο αυτού του περιεχομένου' το τελευταίο παραμένει για τον εαυτό του, όπως αυτό είναι· τούτο έχει μόνο μεταφερθεί από το Είναι στην εμφάνεια, έτσι ώστε η τελευταία να έχει στο εσωτερικό της εκείνες τις ποικίλες προσδιοριστικότητες, οι οποίες είναι άμεσες, βρίσκονται μέσα στο στοιχείο του Είναι και είνοιι άλλες η μια απέναντι στην άλλη. Η εμφάνεια είναι, λοιπόν, η ίδια κάτι το Λμεσα προσδιορισμένο. Αυτή μπορεί να έχει τούτο ή εκείνο το περιεχόμενο· οποιοδήποτε όμως περιεχόμενο και αν έχει, δεν το θέτει η ίδια, αλλά το έχει άμεσα. Οι διάφορες μορφές του Ιδεαλισμού, εκείνη του Leibniz, του Kant, του Fichte, καθώς και άλλες, έχουν τόσο λίγο χωρήσει εκείθεν του Είναι (ι>ς προσδιοριστικότητας, εκείθεν αυτής της αμεσότητας, όσο και ο Σκεπτικισμός. Ο Σκεπτικισμός αφήνεται να έχει το περιεχόμενο της εμφάνειάς του· οποιοδήποτε περιεχόμενο οφείλει να έχει, τούτο είναι άμεσα γι' αυτόν. Η μονάδα του Leibniz αναπτύσσει τις παραστάσεις της εκκινώντας από τον εαυτό της· αυτή α>στόσο δεν είναι η δύναμη που τις γεννά και τις συνδέει, αλλ' αυτές ανέρχο72
νται σε τούτη σαν φυσαλίδες- είναι αδιάφορες, άμεσες προς αλλήλας, και το ίδιο είναι προς την ίδια τη μιονάδα. Παρόμοια το Καντιανό φαινόμενο είναι ένα δεδομένο περιεχόμενο της κατ' αίσθηση αντίληψης· αυτό [το περιεχόμενο] προϋποθέτει διαθέσεις [= παθήσεις (AfFektionen)], προσδιορισμούς του υποκειμένου, οι οποίοι είναι άμεσοι ως προς τον εαυτό τους και ακ; προς αυτό το ίδιο. Η απέραντη ώθηση του ιδεαλισμού του Fichte δεν μπορεί αληθινά να έχει ένα πράγμα-καθ'-εαυτό ως θεμέλιο, έτσι που αυτή να γίνεται καθαρά μια προσδιοριστικότητα μέσα στο Εγώ. Αλλά τούτη η προσδιοριστικότητα είναι για το Εγώ, το οποίο την κάνει δική του και αίρει την εξωτερικότητά της, ταυτόχρονα άμεση, ένας φραγμός αυτού του ίδιου, τον οποίο τούτο το Εγώ μπορεί να υπερβεί, αλλά ο οποίος έχει σ' αυτήν μια ό-φη της αδιαφορίας, έτσι που αυτός, αν και [είναι] μέσα στο Εγώ, περιέχει ένα άμεσο μη-Είναι τούτου του Εγώ".2. Η εμφάνεια, λοιπόν, περιέχει μια άμιεση προϋπόθεση, μαα πλευρά που είναι ανεξάρτητη από την ουσία. Αλλά, στο βαθμό που η εμφάνεια είναι διαφορετική από τούτη, δεν είναι ανάγκη να δείξουμε ότι αυτή αναιρεί τον εαυτό της και επανακάμπτει στην ουσία· διότι το Είναι μέσα στην ολότητά του έχει επανακάμψει στην ουσία'*· η εμιφάνεια είναι που καθεαυτήν συνιστά ένα μη-
1 1 . 0 Χέγκελ εισδύει εδώ στην ερμηνεία της έννοιας της εμφάνειας και την υποβάλλει στην κριτική δύναμη του διαλεκτικού Λόγου, έτσχ όπως παραδίδεται ως φαινόμενο του Σκεπτικισμού και του Ιδεαλισμού. Εάν, κατά ταύτα, στο πλαίσιο της τυπικής Λογικής η εμφάνεια συλλαμβανόταν ως ο τόπος διάσωσης των προσδιορισμών του Είναι ως φαινομένων, στο πλαίσιο της Λογικής της ουσίας η εμφάνεια δεν οντοθέτει αξιοιματιχά τον εαυτό της, αλλά τίθεται από τους όρους μιας εσωτερικής σύλληψης της απόλυτης αρνητικότητας ως ανασκοπικής διαμεσολάβησης του υποκειμένου και προσδιορίζεται ως στάδιο έναρξης της λογικής κίνησης της ουσίας. Γπ' αυτή την προϋπόθεση ο Χέγκελ επιχειρεί περαιτέρω να αναπτύξει την ταυτότητα ουσίας και εμφάνειας μέσα από τη θεώρηση των προσδιορισμών τo•Jς. 12. Στο βαθμό που αμεσότητα και άμεση αρνητικότητα δεν αποτελούν διαφορετικές ποιότητες της εμφάνειας ως σχέσης, η ίδια η εμφάνεια o'vi« στον εαυτό της μονο, στο μέτρο που στρέφεται ενάντια στον εαυτό της.
73
δέν αυτό που χρειάζεται μόνο να δείξουμε είναι ότι οι προσδιορισμοί, που την διαφοροποιούν από την ουσία, είναι προσδιορισμοί της ίδιας της ουσίας, και ακόμη ότι αυτή η προσδιοριστιχόττητα της ουσίας, που είναι η εμφάνεια, είναι ανηρημένη μέσα στην ίδια την ουσία. Είναι η αμεσότητα του μψΕίναι, η οποία συνιστά την εμφάνεια- αλλά αυτό το μη-Είναι δεν είναι τίποτε άλλο από την αρνητικότητα της ουσίας, [η οποία (αρνητικότητα) είναι παρούσα] σ' αυτήν την ίδια. Το Είναι είναι μη-Είναι μέσα στην ουσία. Η μηόαμινότητά της καθεαυτήν είναι η οφγητική φύση της ίδιας της ουσίας. Η αμεσότητα ή η αδιαφορία όμως, την οποία περιέχει τούτο το μη-Είναι, είναι το ιδιαίτερο απόλυτο καθεαυτό-Είναι της ουσίας. Η αρνητικότητα της τελευταίας είναι η ισότητα της με τον εαυτό της ή η απλή αμεσότητά της και αδιαφορία. Το Είναι έχει διασωθεί μέσα στην ουσία, στο βαθμό που η τελευταία στην άπειρη αρνητικότητά της έχει τούτη την ισότητα με τον ίδιο τον εαυτό της· έτσι η ίδια η ουσία είναι το Είναι. Η αμεσότητα, την οποία έχει η προσδιοριστικότητα στην εμφάνεια έναντι της ουσίας, δεν είναι συνεπώς τίποτε άλλο από την ιδιαίτερη της ουσίας αμεσότητα· δεν πρόκειται όμως για την ούσα αμεσότητα, αλλά για την καθαρά διαμεσολαβημένη ή ανα-σκοπημένη αμεσότητα, η οποία είναι η ε μ φ ά ν ε ι α ' ^ · - το Είναι όχι ως Είναι, αλλά μόνο ως η προσδιοριστικότητα του Είναι έναντι της διαμεσολάβησης: το Είναι ως βαθμίδα. Αυτά τα δύο στάδια, [δηλ.] η μηδαμιινότητα, αλλά ως υφίστασθαι, και το Είναι, αλλά ως βαθμίδα, ή η καθεαυτήν ούσα 13. Η ουσία προσδιορίζεται μέσα στην αυτοκινησία της, ενόσω θέτει την ούσα ιχμεσοτητα (υς την εμφάνεια που είναι το Άλλο της. Αυτή η εμφάνεια είναι, κατά ταύτα, προσδιοριστικότητα, ένα Άλλο που γνωρίζει μόνο την άρνηση και γι' αυτό αυτοαναιρείται. Μέσα σ' αυτή την κίνηση της εμφάνειας ως το αυτο-αναιρούμενο Άλλο η ουσία βρίσκει τον αυτοσχετισμό της, έρχεται δηλ. σε εμφάνεια του εαυτού της μέσα στον εαυτό της. Με άλλα λόγια, φτάνει σε μια αμεσότητα, η οποία είναι τέτοια στο μέτρο που είναι αμεσότητα της διαμεσολαβημένης κίνησης της εμφάνειας.
74
αρνητικότητα και η ανασκοπημένη αμεσότητα που αποτελούν τα στάδια της εμφάνειας, είναι έτσι τα στάόια της ίδιας της ουσίας: ό,τι είναι παρόν εδώ δεν είναι μια εμφάνεια του Είναι στην ουσία ή μια εμφάνεια της ουσίας στο Είναι· η εμφάνεια μέσα στην ουσία δεν είναι η εμφάνεια ενός άλλου, αλλά είναι η εμφάνεια καθεαυτην, η εμφάνεια της ίδιας της ουσίας^ Η εμφάνεια είναι η ίδια η ουσία στην προσδιοριστικότητα του Είναι. Αυτό, δια του οποίου η ουσία έχει μια εμφάνεια, έγκειται στο ότι αυτή είναι προσδιορισμένη εντός εαυτού και κατά συνέπεια διαφοροποιημένη από την απόλυτη ενότητά της. Αλλ' εξίσου αυτή η προσδιοριστικότητα είναι απόλυτα ανηρημένη στον ίδιο τον εαυτό της. Διότι η ουσία συνιστά το αυθύπαρκτο που είναι ως αυτοδιαμεσολαβημένο με τον εαυτό του μέσω της άρνησής του, η οποία είναι η ίδια η ουσία- αυτή-εδώ, συνεπώς, είναι η ταυτή ενότητα της απόλυτης αρνητικότητας και της αμεσότητας.- Η αρνητικότητα είναι η αρνητικότητα καθεαυτήν αυτή είναι ο αυτοσχετισμός της, έτσι είναι καθεαυτήν αμεσότητα· αλλ' αυτή είναι αρνητικός αυτοσχετισμός, μιια διαδικασία άρνησης που απωθεί τον εαυτό της, [και] η καθεαυτήν ούσα [= εγγενής] αμεσότητα είναι, κατά ταύτα, το αρνητικό ή προσδιορισμένο στοιχείο απέναντι σε τούτη [την αρνητικότητα]. Αλλά τούτη η πρσδιοριστικότητα η ίδια είναι η απόλυτη αρνητικότητα κι ετούτο το προσδιορίζειν, το οποίο άμιεσα, ως προσδιορίζειν, έγκειται στο να αναιρεί τον εαυτό του, είναι η επάνοδος στον εαυτό του. Η εμφάνεια είναι το αρνητικό, το οποίο έχει ένα Είναι, αλλα μέσα σε ένα άλλο, μέσα στην άρνησή του" αυτή [η εμφάνεια] είναι η αναυθυπαρξία που στον ίδιο τον εαυτό της είναι ανηρημένη και μηδενική. Ως τέτοια αυτή είναι το επανερχόμενο στον εαυτό
14. Η εμφάνεια δηλ. είναι η ίδια η oucria στην αμεσότητά της ή το στοιχείο του Είναι που περιέχεται μέσα στην ουσία και ως τέτοια υπόκειται στην κριτική της κίνησης της ανασκόπησης προκειμένου να αναιρεθεί.
75
του αρνητικό, το αναυθύποφκτο ως το (χναυθύπαρκτο στον εαυτό του. Τούτη η αυτο-αναφορά του αρνητικού ή της αναυθυπαρξίας είναι η αμεσότητα τον ετούτη [η αμεσότητα] είναι ένα άλλο από ό,τι το ίδιο το αρνητικό" αυτή είναι η προσδιοριστικότητά του έναντι του εαυτού του, ή είναι η άρνηση ενάντια στο αρνητικό. Αλλά η άρνηση ενάντια στο αρνητικό είναι η αρνητικότητα που αναφέρεται στον εαυτό της, η απόλυτη αναίρεση της ίδιας της προσδιοριστικότητας. Η τζροσδιοριστίχότητα, λοιπόν, που είναι η εξχφάνεια μέσα στην ουσία, είναι άπειρη προσδιοριστικότητα· αυτή είναι μόνο το αρνητικό που συμπίπτει με τον εαυτό του· έτσι αυτή είναι η προσδιοριστικότητα, η οποία ως τέτοια είναι αυθύπαρκτη και δεν είναι προσδιορισμένη. —Αντίστροφα, η αυθυπαρξία ως αυτο-σχετιζόμενη αμεσότητα, όχι λιγότερο, είναι κατ' εξοχήν προσδιοριστικότητα και βαθμίδα και δεν είναι παρά ως αρνητικότητα που αναφέρεται στον εαυτό της.— Ετούτη η οφνητικότητα, που είναι ταυτή με την αμεσότητα, και κατ' επέκταση η αμεσότητα, που είναι ταυτή μ£ την αρνητικότητα, είναι η ουσία. Η εμφάνεια είναι, συνεπώς, η ίδια η ουσία, αλλά η ουσία μ^σα σε μια προσδιοριστικότητα, μ' ένα τέτοιο τρόπο όμως που η τελευταία είναι μόνο βαθμίδα της, και η ουσία ενναι το εμφαίνεσθαι [= ο φωτισμός] του εαυτού της μέσα στον εαυτό της. Στη σφαίρα του Είναι, απέναντι στο Είναι (ος άμεσο ορθώνεται το μη-Είναι επίσης ως άμεσο, και η αλήθεια τους είναι το γίγνεσθαι. Στη σφαίρα της ουσίας βρίσκουμε κατ' αρχήν την ουσία να αντίκειται στο επουσιώδες [και] μιετά την ουσία να αντίκειται στην εμφάνεια· [δηλ. την ουσία να αντίκειται] στο επουσιώδες και στην εμφάνεια ως κατάλοιπα του Είναι. Αλλά αμφότερα τούτα, καθώς και η διαφορά της ουσίας από αυτά, δεν προκύπτουν παρά επειδή η ουσία κατ' αρχήν λαμβάνεται ως μιια άμεση [o'-wia], όχι όπως είναι καθεαυτήν, δηλ. όχι ως η αμεσότητα, η οποία είναι αμεσότητα ως η καθαρή διαμεσολάβηση ή ως απόλυτη αρνητικότητα. Εκείνη η πρώτη αμεσότητα είναι, 76
όπως προκύπτει, μόνο η προσδιοριστιχότητα της αμεσότητας. Το αναφεόν τούτη την προσδιοριστικότητα της ουσίας, ως εκ τούτου, έγκειται μόνο και μόνο στο να αποκαλύπτεται π(ος το επουσιώδες [είναι] εμφάνεια και πως η ουσία περιέχει μάλλον εντός εαυτής την εμφάνεια, [εννοημένην] ως την άπειρη εμμενή κίνηση που προσδιορίζει την αμεσότητά της ως την αρνητικότατα και την αρνητικότητά της ως την αμεσότητα και είναι έτσι το εμφαίνεσθαι του εαυτού της εντός εαυτού'^. Η ουσία μέσα σε τούτη την αυτοκίνηση της είναι η αν(χσχότζηση. C.
Η ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ Η εμφάνεια είναι το ίδιο πράγμα με την ανασκόπηση- αλλά αυτή [η εμφάνεια] είναι η ανασκόττηση ως άμεση [ανασκόπηση]· για την εμφάνεια, που έχει μιεταβεί μέσα στον εαυτό της και είναι έτσι αποξενωμένη από την αμεσότητά της, εμείς έχουμε τη λέξη μίας ξένης γλώσσας, την ανασκόπηση^^. 15.0 Χέγκελ (Tuvoψtζεc την μέχρις εδώ πορεία από τη λογική του Είναι στη Λογική της ουσίας: Μέσα στην προσδιοριστικότητα του Είναι η ουσία είναι εμφάνεια, η οποία διακρίνεται από την ουσία <υς απόλυτη αρνητικότητα, γιατί αυτή η εμφάνεια ισχύει ως προσδιοριστικότητα μέσα στη σφαίρα του Είναι. Επειδή όμως η ιδιάζo'Jσα στην ουσία αρνητικότητα είναι η διαμεσολαβητική κίνηση πρόσληψης στην ουσία της ως άνω προσδιοριστικότητας, η κίνηση αυτή δεν καθορίζει λιγότερο την αναίρεση εκείνης της προσδιοριστικότητας ούτε λιγότερο θεμελιώνει την ουσία στο νόημα μιας αυτο-άρνησης που περιέχει αμεσότητα. Εάν, λοιπόν, η τελευταία δηλώνει την εμφάνεια της ουσίας και η αρνητικότητα την ουσία, τότε δομείται μια ετερότητα του Εαυτού που απείρως κινείται εντός εαυτού, μια ετερότητα δηλ. της ανασκόπησης εντός εαυτού. 16. Reflexion.· Ο Χέγκελ κάνει χρήση του όρου στο πλαίσιο της διαλεκτικής εμφάνειας-ουσίας και στο πνεύμα ενός λεκτικού παίγνιου με βαθύτερη σημασία: για την εμφάνεια που ... είναι οΜατριωμένη [für den ... seiner Unmittelbariceit entfrtmdtttn Schein] έχουμε τη λέξη μίας ξένης γλώσσας [haben wir das Wort der fremdem Sprache]. Ti θέλει να τονίσει εδώ ο Χέγκελ; Η ξένη αυτή λέξη, η Reflexion, μας δίνει τη δυνατότητα να εγκύπτουμε στον κόσμο της κίνησης και να εξοοίοωνόμαστε
77.
Η ουσία είναι ανασκότιηση, η κίνηση του γίγνεσθαι και της μετάβασης, η οποία παραμένει εντός εαυτού, όπου το διαφοροποιημένο στοιχείο είναι προσδιορισμένο απλά ως αυτό που καθεαυτό είναι μόνο αρνητικό, ως εμφάνεια. - Μέσα στο γίγνεσθαι του Είναι βρίσκεται το θεμέλιο της προσδιοριστικότητας του Είναι, και αυτή είναι αναφορά προς άλλο. Η κίνηση της ανασκόπησης, απεναντίας, είναι το άλλο ως η άρνηση^' χαθεαυτήν, η οποία έχει ένα Είναι μόνο ως άρνηση που αναφέρεται στον εαυτό της. Ή, αφού τούτη η αυτο-αναφορά είναι ακριβώς αυτή η διαδικασία άρνησης της άρνησης, τότε είναι ποιρούσα η άρνηση ως άρνηση, ως ένα τέτοιο, το οποίο έχει το Είναι του μέσα στο ηρνημένο του-Είναι, ως εμφάνεια. Το Άλλο, επομένως, εδώ είναι όχι το Είναι με την άρνηση, ή όριο, αλλά η άρνηση με την άρνησιη. Το πρώτο όμως, σε αντίθεση προς αυτό το Άλλο, το άμεσο ή το Είναι, είναι μόνο αυτή τούτη η ισότητα της άρνησης με τον εαυτό της, η άρνηση που έχει υποστεί άρνηση, η απόλυτη αρνητικότητα. Αυτή η ισότητα με τον εαυτό της ή η αμεσότητα δεν είναι, συνεπώς, ένα πρώτο, από το οποίο -^h^txox το ξεκίνημα και το οποίο θα μετέβαινε στην άρνηση του· ούτε είναι ένα υπόστρωμα μ£σα στο στοιχείο του Είναι, το οποίο κινείται ολοκληρωτικά μέσω της ανασκ07α]σης· απεναντίας, η αμεσότητα είναι μόνο αυτή τούτη η κίνηση^®. με άυτο που είναι ξένο και όμως τόσο δικό μας: ομο-λογεί την κίνηαη της' εμφάνεΐ;^ ας ως την μετάβαση από μια πραγματικότητα που συνδέεται με την αμεσότητα ττίς σαν με τον κόσμο της θετικότητας σε μια στοιχειακά έλλογη δόμηση που είναι άρνηση της αμεσότητας, αλλοτρίωση απ' αυτήν και επιστροφή στον εαυτό. Αυτή η κίνηση της εμφάνειας δεν αφορά μόνο τη μετάβαση στη λογικότητα που χαρακτηρίζει την o'jTia ως το Άλλο, αλλά είνάι εξίσου αυτο-προσδιοριστική κίνηση της ουσίας μέσα στο εμφαίνεσθαι [scheinen]- είναι το Είναι που έχει υποστεί μετάβαση ή >; μετάζαστ^ που έχει διασωθεί μέσα στην ουσία [IVesen] ως παρελθ[όν]-οΰσα [gewesen^. ΓΓ αυτό το λόγο παροψιένει στον εαυτό της ως παρ-ουσία του Είναι. 1 /. Η άρνηση είναι το άλλο που αναφέρεται στον εαυτό του και οίς τέτοιο θέτει τον εαυτό του. Η άρντ(ση είναι λοιπόν αυτοσχετισμός που «δεν είναι ακόμα συνείδηση» Liebrucks 1974, σ. 49, και γι' αυτό «είναι καθεαυτόν» ο.π.. 18. Αυτή η κίνηση δεν είναι η έκπτωση σε ένα γίγνεσθαι που οδηγεί στην άρνηση
78
To γίγνεσθαι μέσα στην ουσία, η ανασκοπική της κίνηση, είναι, κατά συνέπεια, η χίνψτι από το μηδέν στο μηίεν και από εκεί πίσω στον εαυτό της. Η μετάβαση ή το γίγνεσθαι αίρει τον εαυτό του μέσα στη μετάβασή του· το άλλο, το οποίο γίνεται [= έρχεται στο Είναι] μέσα σε τούτη τη μετάβαση, δεν είναι το μηΕίναι ενός Είναι, αλλά το μηδέν ενός μηδενός, και τούτο, [δηλ.] να είναι η άρνηση ενός μηδενός, συνιστά το Είναι. -Το Είναι είναι μόνο ως η κίνηση του μηδενός προς το μηδέν, ως τέτοιο δε είναι η ουσία· και η τελευταία δεν έχει τούτη την κίνηση εντός εαυτού, ctKk^ αυτή [η κίνηση] είναι η ίδια η απόλυτη εμφάνεια, η χαθαρ-η αρνητικότητα, η οποία έξω από τον εαυτό της δεν έχει τίποτε που να το αρνιόταν, αλλά η οποία αρνείται μιόνο το ίδιο το δικό της αρνητικό, το οποίο δεν είναι παρά μέσα σε τούτη την διαδικασία άρνησης. Αυτή η καθαρή απόλυτη ανασκόπηση, που είναι η κίνηση από το μηδέν προς το μηδέν, η ίδια προσδιορίζεται περαιτέρω. Αυτή είναι, κατά πρώτο λόγο, θέτουσα ανασκόπησηαποτελεί, κατά δεύτερον, το ξεκίνημα από το προϋποτιθέμενο άμεσο και είναι έτσι εξωτερική ανασκότη^ση. Αλλά, τρίτον, αυτή αναιρεί τούτη την προϋπόθεση, και, εφόσον κατά την διαδικασία αναίρεσης της προϋπόθεσης συνάμα την προϋποθέτει, αυτή είναι προσδιορίζουσα ανασκόττηση. 1. Η θέτουσα ανασκόττηση Η εμφάνεια είναι το μηδέν ή εκείνο που στερείται ουσίας· το κάτινος, αλλά είναι η ίδια η αρνητική κίνηση της ουσίας ως η άρνηση της άρνησης, η οποία δεν εξέρχεται του εαυτού της, γιατί έρχεται στο γνωρίζειν ως εμ4>άνεια [Schein] και όχι ο>ς Είναι [Sein]. Αυτό δείχνει ότι η ουσία έρχεται στο Είναι [ΐόνο στην ανασκοπική αυτοάρνηση της εμφάνειας, μόνο δηλ. όταν η ανασκόπηση κερΛζει το Άλλο.
79
μηδέν όμως ή αυτό που στερείται ουσίας δεν έχει το Είναι του σε ένα Άλλο, μέσα στο οποίο εμφαίνεται, αλλά το Είναι του είναι η δική του ιδιαίτερη ισότητα με τον εαυτό του* αυτή η εναλλαγή του αρνητικού μιε τον εαυτό του έχει ορισθεί ως η απόλυτη ανασκόπηση της ουσίας'^. Τούτη η αναφερόμενη στον εαυτό της αρνητικότητα είναι, λοιπόν, η πράξη άρνησης αυτής της ίδιας. Αυτή έτσι είναι εν γένει τόσο πολύ ανηρημενη αρνητικότητα, όσο αυτή είναι αρνητικότητα. Ή αυτή η ίδια είναι το αρνητικό και η απλή ισότητα με τον εαυτό της ή αμεσότητα. Συνίσταται, λοιπόν, σε τούτο: να είναι αυτή η ίδια και όχι αυτή η iSux, και μάλιστα να είναι μέσα σε Μια ενότητα-".Κατ' αρχήν, η ανασκόπηση είναι η κίνηση του μηδενός προς το μηδέν, άρα η άρνηση που συμπίπτει με τον εαυτό της. Τούτο το συμπίπτέιν μιε τον εαυτό είναι, εν γένει, απλή ισότητα μιε τον εαυτό, [είναι] η αμεσότητα. Αλλά τούτο το συμπίπτέιν δεν είναι μετάβαση της άρνησης στην ισότητα μ£ τον εαυτό της σαν στο ετέρως-Είναι της· απεναντίας, η ανασκόπηση είναι μετάβαση ως αναίρεση της μετάβασης· διότι αυτή [η ανασκόττησΤ|] είναι άμεση σύμπτωση του αρνητικού με τον εαυτό του τον ίδιο- αυτό το συμπίπτέιν έτσι είναι χατά πρώτον αυτο-ισότητα ή αμεσότητα· αλλά δεύτερον τούτη η αμεσότητα είναι η ισότητα 19. Πώς κατανοείται εδώ η ουσία ως απόλυτη ανοκτκόπηση; Η ουσία δεν παύει να θέτει τον εαυτό της μέσω αυτού το οποίο η ίδια είναι. Τι είναι η ίδια; είναι το θέτειν την αναίρεση του Είναι, μέσα στο οποίο έρχεται σε ύπαρξη. Άρα, ως αναίρεση του Είναι είναι άρνηση και ως θέτειν αυτή την άρνηση είναι άρνηση όχι κάτινος Αλλου, το οποίο είναι εδω, αλλά του εαυτού της ως κάτινος που δεν έχει πλέον προσδιορισμένο-Είναι. Έτσι είναι η καθαρή ανασκόπηση μιας αφηρημένης ακόμη ολότητας, στο πνεύμα ττ|ς οποίας το αρνητικό αρνείτ« τον εαυτό του. 30. Στο βαθμό που η ανασκότιηση είναι αυτοσχετιζόμενη αρνητικότητα [sich auf sich beziehende Negativität] είναι και ανηρημένη αρνητικότητα, δηλ. η άρνηση της αρντ,τικότητας. Κατά συνέπεια, το αρνητυίό είναι η αμεσότητα της ανασκόπησης η η ανασκόπηση είναι η ενότητα αρνητικότητας και αμεσότητας: η ενότητα του «να είναι αυτή η ίδια και όχι αυτή η ίδια».
του αρνητοιού με τον εαυτό του, επομένως η αρνούμενη τον εαυτό της ισότητα· η αμεσότητα, η οποία καθεαυτήν είναι το αρνητικό, το αρνητικό του εαυτού της, [που συνίσταται] στο να είναι εκείνο που αυτή δεν είναι. Η αναφορά του αφνητικού στον ίδιο του τον εαυτό είναι λοιπόν η επάνοδος αυτού στον εαυτό του· αυτή [η αναφορά] είναι αμεσότητα ως η αναίρεση του αρνητικού" αλλά αμεσότητα απλά και μόνο ως αυτή η αναφορά ή ως επάνοδος από ένα [αρνητικό], συνεπώς αυτο-αναιρούμενη αμεσότητα. -Αυτό είναι το τεθειμένο-Είναι, η αμεσότητα καθαρά μόνο ως προσδιοριστικότητα ή ως αυτο-ανασκοπούμενη. Ετούτη η αμιεσότητα, η οποία είναι μόνο ως επάνοδος του αρνητικού στον εαυτό του, είναι εκείνη η αμεσότητα που συνιστά την προσδιοριστικότητα της εμ4)άνειας και η οποία προηγουμένως φαινόταν να αποτελεί το ξεκίνημα της ανασκοπικής κίνησης. Αλλά τούτη η αμεσότητα, αντί να είναι σε θέση ν' αποτελέσει το ξεκίνημα, είναι μάλλον αμεσότητα μόνο ως η επάνοδος ή ως αυτή τούτη η ανασκόπηση. Η ανασκόπηση είναι, κατά ταύτα, η κίνηση, η οποία, με το να είναι η επάνοδος, είναι τότε εδώ αυτό το οποίο κάνει το ξεκίνημα ή την επάνοδο^'. Αυτή είναι θέτει·^^, στο βαθμό που αυτή είναι η αμεσότητα ως μια κίνηση επανόδου· πράγματι, δεν είναι ένα Αλλο παρόν. 21. Όπως προκύπτει εδώ η ανασκόπηση δεν είναι μια ήρεμη ενότητα που αγνοεί την άρνηση, αλλά και ούτε ένα απροσδόκητο εύρημα του αρνητικού που επιστρέφει στον εαυτό του. Απεν<χντίίχί;, είναι η κίνηση που παράγει την αμεσότητα ως το θεμέλιο από το οποίο ξεκινά κ<χι στο οποίο επιστρέφει. Πρόκειται, συνεπώς, για την κίνηση που αρνείται κάθε δεδομένο ξεκίνημα ή κάθε δεδομένη επιστροφή, γιατί μόνο ως τέτοια μπορεί να μεταφράζει την προσδιοριστικότητα της εμφάνειας σε καθαρή ανασκόταιση. Από αυτή τη σκοπιά δεν μπορεί να ευσταθεί η άποψη του Marcuse 1989, σ. 82, σύμφωνα με την οποία το εκάστοτε άμεσο Dasein συνιστά δεδομένο της κινητικότητας της ουσίας. Παρόμοια με αυτή του Marcuse είναι και η άποψη του Mure 1950, σ. 95. 22. Η ανασκόπηση εδώ είναι ένα θέτειν, το οποίο βρίσκεται ακόμα μέσα στο στοιχείο του καθεαυτό-Είναι και ως τέτ«ο είναι διαφοροποιημένο ως προς τη λειτβοργι-
81
ούτε ένα τέτοιο, από το οποίο ή στο οποίο η αμεσότητα επανέρχεται" αυτή είναι λοιπόν μόνο ως κίνηση επανόδου ή ως το αρνητικό του εαυτού της. Αλλά τούτη η αμεσότητα είναι εξάλλου η ανηρημένη άρνηση και η ανηρημένη επάνοδος εντός εαυτού. Η ανασκόπηση, ως αναίρεση του αρνητικού, είναι αναίρεση του άλλου της. της αμεσότητας. Αφού λοιπόν αυτή είναι η αμεσότητα, [εννοημένη] ως μια κίνηση επανόδου, συμπόρευσης [= σύμπτωσης] του αρνητικού με τον εαυτό του, τότε αυτή είναι ωσαύτως άρνηση του αρνητικού ως αρνητικού. Έτσι αυτή είναι προϋποθετειν. -Ή η αμεσότητα, ως μια κίνηση επανόδου, είναι μόνο το αρνητικό του εαυτού της, [δηλ.] μόνο τούτο: να μην είναι αμεσότητα" αλλά η ανασκόπηση είναι η πράξη αναίρεσης του αρνητικού του εαυτού της, αυτή είναι κίνηση συμπόρευσης [= σύμπτωσης] με τον εαυτό της" επομένως αναιρεί το δικό της θέτειν, και μιε το να αναιρεί το θέτειν μιέσα στο δικό της θέτειν, αυτή είναι προϋποθέτειν23. -Μέσα στο προϋποθέτειν η ανασκότυηση προσδιορίζει την επάνοδο εντός εαυτού ως το αρνητικό του εαυτού της, ως εκείνο, του οποίου η αναίρεση είναι η ουσία. Αυτό [το προϋποθέτειν] είναι ο τρόπος, με τον οποίο η ουσία συνδέεται με τον εαυτό της, αλλά με τον εαυτό της ως το αρνητικό του εαυτού της- η ουσία μόνο έτσι είναι η αρνητικότητα που παραμένει εντός εαυτού, που αναφέρεται στον εαυτό της. Η αμεσότητα εμφανίζεται γενικά μόνο ως επάνοδος και είναι εκείνο το αρνητικό, που αποτελεί την εμφάνεια του ξεκινήματος" [fwa εμφάνεια], η οκοτητα του απο το θέτειν του Fichte, ο οποίος το συνδέει με την νοητική ενέργεια του Εγώ. Το θέτειν της ανασκότιηοης είναι ένας πρώτος εννοιαχός προσδιορισμός της o'Jσίας, μια τέτοια εννοιακή ενότητα ξεκινήματος και επιστροφής που να κατανοείται ως μια ανηρημένη μετάβαση: όταν η ανασκόπηση θετει την αμεσότητα, από την οποία ξεκινά, μέσα στην επάνοδο, τότε δεν κάνει άλλο από το να προϋποθέτει το ξεκίνημα μέσα της. •23. Ο Χέγκελ αναπτύσσει μια διαλεκτική του θέτειν και του προϋποθέτειν, σύμφωνα με την οποία η ανασκόπηση είναι προϋποθέτειν, ενόσω το δικό της θέτειν (ίναιρεί την ιδιάζουσα σε αυτό αμεσότητα ως θέτειν. Και αντίστροφους είναι θέτειν, ενόσω το πpoιJπoθeτeιv αναιρεί την ιδιάζουσα σε αυτό αμεσότητα ως προϋποθέτειν.
82
ποία δια της επανόδου υφίσταται άρνηση. Η επάνοδος, ως εκ τούτου, της ουσίας έγκειται στο να απωθείται η τελευταία από τον εαυτό της. Με άλλα λόγια, η ανασκόπηση εντός εαυτού είναι ουσιαστικά η προϋπόθεση αυτού, από το οποίο αυτή επιστρέφει. Μόνο όταν η ουσία αναιρεί την ισότητα της με τον εαυτό της, καταλήγει να είναι η ισότητα με τον εαυτό της. Αυτή προϋποθέτει τον εαυτό της και το αναιρείν τούτη τη προϋπόθεση είναι η ίδια η ουσία· αντιστρόφως, αυτό το αναιρείν την προϋπόθεση της είναι η ίδια η προϋπόθεση. - Η ανασκόπηση, λοιπόν, τυναπαντά ένα άμεσο, που το υπερβαίνει και από το οποίο αυτή επιστρέφει. Αλλά τούτη η επιστροφή είναι μόνο η προϋπόθεση του συναπαντώμενου. Τούτο το συναπαντώμιενο γίνεται [= έρχεται στο Είναϊ\ μόνο μιε το να είναι εγκατελειμμένό^''· η αμεσότητά του είναι η ανηρημένη αμεσότητα. -Η ανηρημένη αμεσότητα, απεναντίας, είναι η επάνοδος εντός εαυτού, η άφιξη της ουσίας στον εαυτό της, το απλό, όμοιο προς τον εαυτό του Είναι. Ετούτη η άφιξη στον εαυτό είναι έτσι η αναίρεση του εαυτού και η αυτο-απωθούμενη από τον εαυτό της, η προϋποθέτουσα ανασκόπηση· η δε απώθηση της από τον εαυτό της είναι η άφιξη στον εαυτό της. Η ανασκοπική κίνηση, λοιπόν, πρέπει, σύμφωνα με όσα εξετάσαμε, να λαμβάνεται ως μια απόλυτη αντώθηση εντός του ίδιου του εαυτού^δ. Διότι η προϋπόθεση της επανόδου εντός εαυτού —εκείνο, από το οποίο προέρχεται η ουσία, και είναι μόνο
24. Η ουσία μέσα στην απόλυτη αλλοτρίωση της προϋποθέτει τον εαυτό της μόνο όταν στην ανασκοπική κίνηση τον θέτει ως Αλλο. Γι αυτό και το θέτειν την εννοιακή σύλληψη του εαυτού της προϋποθέτει τη λήθη του, την εγκατάλειψη της πραγματικότητας που παρουσιάζεται σε αυτή ως οικεία. Δες και σημ. 6,^. 25. Είναι η άρνηση της άρνησης που θεμελιώνει συστηματικά την ουσία, έτσι ώστε, όταν αυτή παραδίδεται στην ώθησή της. να «μη μπορεί πουθενά να ενδιατρίψει» Gadamer 1980, σ. 80 και αυτή η ώθηση να λαμβάνει το χαρακτήρα μιας απόλυτης αντ-ώθησης- άντωσης που κάνει την ανασκόπηση να προϋποθέτει την αμεσότητα [= τον εαυτό της ως αμεσότητα] και να αναιρεί αυτό που προυποθετει.
83
τούτο το επανερχεσθαι- δεν είναι παρά μέσα στην ίδια την επάνοδο. Η πράξη υπέρβασης του άμεσου, από το οποίο εκκινεί η ανασκόττηση, είναι μάλλον μόνο το αποτέλεσμα τούτης της υπέρβασης· και η πράξη υπέρβασης του άμεσου είναι η άφιξη σ' αυτό το ίδιο. Η κίνηση, ως μια πρόοδος, αναστρέφεται άμεσα μέσα της και έτσι είναι μόνο αυτοκίνηση - μια κίνηση, η οποία έρχεται από τον εαυτό της, στο βαθμό που η θέτουσα ανασκόπηση είναι προϋποΘετουσα, οϊΚΚά, ως προϋποΘέτουσα ανασκόπηση, είναι αυτόχρημυζ θέτουσα. Η ανασκόπηση είναι, ως εκ τούτου, αυτή η ίδια και το μηΕίναι της- και δεν είναι αυτή η ίδια παρά καθόσον αυτή είναι το αρνητικό του εαυτού της, διότι μόνο έτσι η αναίρεση του αρνητικού είναι συνάμία μια συμπόρευση [= σύμπτωση] μ£ τον εαυτό. Η αμεσότητα, την οποία η ανασκόπηση, ως αναιρετική διαδικασία, προϋποθέτει για τον εαυτό της, είναι απόλυτα μιόνο ως τεθειμ£νο~Είναι, ως κάτι το οποίο είναι ανηρημ^νο καθεαυτό, το οποίο δεν είναι διαφορετικό από την επάνοδο εντός εαυτού και το ίδιο είναι τούτη η κίνηση επανόδου. Αλλά συγχρόνως αυτό είναι προσδιορισμένο ως αρνητικό, ως άμεσα αντιτιθέμενο προς κάτι, τϋνεπώς προς ένα Άλλο. Η ανασκόπηση έτσι είναι προσδιορισμένη- και εφόσον, σύμφωνα με την προσδιοριστικότητά της, έχει μια προϋπόθεση και εκκινεί από το άμεσο ως το άλλο της, αυτή είναι εξωτερική ανασκότζτηστ^^.
Ποιο είναι εκείνο το γνώρισμα που επιτρέπει στο Χέγκελ να μ.ιλάει για εξωτερική ανασκότ^ιση; Το γεγονός ότι η προϋποτιθέμενη αμεσότητα είναι ένα τεθειμενοΕίναι, το οποίο είναι τεθειμένο απέ^ντι στο άμεσο ως το εσωτερικευμένο μέσα σττ,ν αναφεσή του Άλλο. Κατ' αυτό τον τρόπο, η θέτουσα ανασκόπηση στην ολική [ολιστική] ττ,ς κίνηστ, είναι προ^οθέτουσα και συνάμα μέσα σε αυτό το θέτειν είναι πpo'Jπoτι6έμεvη ανασκόπηση. Αυτό σημαίνει ότι έχει το άμεσο ως προϋπόθεση χαι ξεκινά από αυτό (υς το άλλο της. Γι' αυτό και η διαλεκτική ενότητα θέτειν-προϋποθέτειν που ενσαρκώνει η κίνηση της θέτουσας ανασκόπησης ως ολότητας ή ως απόλυτης ανασκόπησης εκβάλλει σε ένα απόλυτο θέτειν το προϋποθέτειν και η θέτο'^σα ανασκόπηση γίνεται εξωτερική.
Μ
2. Η εξωτερική ιχνασκόττηση Η ανασκόπηση, ως απόλυτη ανασκόπηση, είναι η ε[λφανιζόμενη εντός εαυτού ουσία και προϋποθέτει για τον εαυτό της μόνο την εμφάνεια, το τεθειμένο-Είναι· ως προϋποθετουσα ανασκόπηση, αυτή είναι άμεσα μόνο θέτουσα ανασκόπηση. Αλλά η εξωτερική ή ρεαλιστική ανασκόπηση προϋποθέτει τον εαυτό της ως ανηρημένον, ως το αρνητικό του εαυτού της. Μέσα σε τούτο τον προσδιορισμό αυτή είναι αναδιπλασιασμένη: τη μια φορά είναι εκείνο που προϋποτίθεται ή η ανασκόπηση εντός εαυτού, η οποία είναι το άμ.εσο· την άλλη είναι η ανασκόπηση που αναφέρεται αρνητικά στον εαυτό της· αυτή (χναφέρεται στον εαυτό της σαν σε κείνο το μη-Είναι της-·^. Η εξωτερική ανασκόπηση, λοιπόν, προϋποθέτει ένα Είναι, εν πρώτοις, όχι με την έννοια ότι η αμιεσότητά του είναι μιόνο τεθειμένο-Είναι ή βαθμίδα, αλλά μάλλον ότι αυτή η αμεσότητα είναι •αυτοσχετισμός και η προσδιοριστικότητα είναι μόνο ως βαθμίδα. Αυτή (χναφέρεται στην προϋπόθεση της με τέτοιο τρόπο (όστε η τελευταία τούτη να είναι το αρνητικό της ανασκότιησης, αλλά έτσι που. το αρνητικό να είναι ανηρημένο (ος αρνητικό. -Η ανασκόπηση μέσα στο θέτειν της αναιρεί άμεσα το δικό της θέτειν και έτσι έχει μιια άμεση προϋπόθεση. Αυτή λοιπόν βρίσκει εμπρός της την ίδια τούτη την προϋπόθεση ως κάτι. απο το οποίο ξεκινά και από το οποίο είναι πρωτίστως η επάνοδος εντός εαυτού, η πράξη άρνησης τούτου του αρνητικού της. Αλλά το
27. Επειδή η θέτουσα ανασκόττηση έχει το αρνητικό ως ένα εξωτερικό τοιούτο, αυτή δεν τίθεται ως κάτι παράπλευρο ή παράλληλο προς την εξωτερική ανασκοττηίτη, αλλά είναι θέτουσα μέσα στην εξωτερικότητά της. Αυτή η εξωτερικότητα &ν είναι παρά η ρεαλιστική αυτοθεσια της απόλυτης ανασκόπησης ή της ανασκόπησης στον ανα&πλασχασμό της. Έτσι έρχεται να θέσει τις προϋποθέσεις που μέσα στην κίνηση της εξωτερικής ανασκόπησης καθιστούν εύληπτη την αυτο-ανβίρεση της αφηρημένης εξωτερικότητας της ουσίιχς.
8?
γεγονός ότι αυτό που προϋποτίθεται είναι ένα αρνητικό ή ένα τεθειμένο δεν αφορά καθόλου το ίδιο το προϋποτιθέμενο· ετούτη η προσδιοριστικότητα ανήκει μόνο στη θέτουσα ανασκότϊηση, αλλά μέσα στο προϋποθέτειν το τεθειμένο-Είναι δεν είναι παρόν παρά ως ανηρημένο^®. Οι προσδιορισμοί που τίθενται από την εξωτερική ανασκόπηση στο άμεσο είναι αναλογικά εξωτερικοί σε τούτο. -Στη σφαίρα του Είναι ετούτη η εξωτερική ανασκόττηση ήταν το άπειρο* το πεπερασμένο θεωρείται ως το πρώτο, ως το ρεαλιστικα υπαρκτό· ως εκείνο που βρίσκεται στο θεμέλιο και παραμένει στο θεμέλιο συγκροτεί το ξεκίνημα και το άπειρο είναι η ανασκόπηση εντός εαυτού που κείτεται κατέναντι αυτού. Αυτή η εξωτερική ανασκόπηση είναι ο συλλογισμός, μέσα στον οποίο είναι οι δύο ακραίοι όροι, το άμεσο και η ανασκόπηση εντός εαυτού^· ο μέσος όρος αυτού είναι η σχέση αμφοτέρων, το προσδιορισμένο άμεσο, έτσι που το ένα μέρος αυτού του μέσου όρου, η αμεσότητα, ανήκει μόνο στο ένα των άκρων, [και] το άλλο, η προσδιοριστικότητα ή η άρνηση, μόνο στο άλλο άκρο. Αλλά εάν κανείς εξετάσει εγγύτερα τη δραστηριότητα της εξωτερικής ανασκόττησης, [διαπιστώνει] ότι αυτή, κατά δεύτερον, έγκειται στο να θέτει το άμεσο, το οποίο αναλογικά γίνεται το αρνητικό ή προσδιορισμένο· αλλ' αυτή είναι επίσης άμεσα η αναίρεση τούτου του δικού της θέτειν διότι αυτή προϋποθέτει το άμεσο· [ύσα στην πράξη άρνησης αυτή είναι η διαδικασία άρνησης αυτής
58. Μέσα ττη θέτοι>σα ανασκότιηστ) το άμιεσο ήταν προσδιορισμένο ω<; αρνητικό, Γ/ώ στην εξωτερική ανασκότϊηση το προϋποτιθέμενο τίθεται ως άμεσο, το οποίο είναι εξωτερικό στην προσδιοριστική κίνηση της ανασκόπησης και ως τέτοιο βρίσκεται σε αρντ|τικό αΛ>.ηλοσχετισμό προς την ανασκόπηση. 29, Ο ένας ακραίος όρος, το άμεσο, είναι το προϋποθέτειν και ο άλλος, η ανασκόττηστ, εντός εαυτου, είναι το θέτειν. Η εξωτερική ανασκόπηση, ως μορφή ενός πρώτου συ/λογισμού, θέτει τη διαφορά αυτών των δύο όρων, έτσι που ο καθένας να παραμένει στον εαυτό του. Απ' αυτή την άποψη ο συλλογισμός είναι ακόμη primitiv και δεν σ-Λεπάγεται διαμεσολάβηση.
86
της δικής της πράξης άρνησης. Με τούτη τη δράση της όμως η εξο>τερική ανασκόττηση είναι εξίσου άμεσα θετειν, πρά^ αναίρεσης του αρνητικού γι' αυτήν Άμεσου, και τούτο το Άμεσο, από το οποίο αυτή φαινόταν ότι ξεκινά^ σαν από κάτι ξένο, δεν είναι παρά μ£σα σε τούτο το ξεκίνημά της. Κατ' αυτό τον τρόπο, το άμεσο δεν είναι μόνο καθεαυτό - κάτι που θα σήμαινε για μας ή μέσα στην εξωτερική ανασκόπηση - το ί&ο πράγμα με αυτό που είναι η ανασκοττηση, αλλά είναι τεθειμενο ότι αυτό είναι το ίδιο πράγμα . Το άμεσο είναι δηλ. προσδιορισμένο από την ανασκόπηση ως το αρνητικό της ή ως το Άλλο της, αλλά είναι αυτή η ίδια που αρνείται τούτο το προσδιορίζειν. - Ως εκ τούτου, η εξωτερικότητα της ανασκόπησης ως προς το άμεσο είναι ανηρημένη· το θέτειν της. όπου αυτή αρνείται τον εαυτό της, είναι η συνένωσή της με το αρνητικό της, με το άμεσο, και τούτη η συνένωση είναι η ίδια η ουσιώδης αμεσότητα. Ό,τι, λοιπόν, προκύπτει είναι πως η εξωτερική ανασκοττηση δεν είναι εξωτερική, αλλά εξίσου καλά εμμενής ανασκοττηση της ίδιας της αμεσότητας, ή πως το αποτέλεσμα της θέτουσας ανασκόπησης είναι η καθεαυτήν και διεαυτήν ούσα ουσία. Η ανασκόπηση έτσι είναι προσδιορίζουσα ανασκόττηστρ^. Παρατηρηση* Η ανασκόπηση λαμβάνεται συνήθως με μια υποκειμενική 30. Η εξωτερική ανοκτκόταιση, με το να θέτει επίσης το άμεσο, δεν παραμένει ένα μονομερές προϋποθέτειν το άμ^σο, ίϊλλά προσδιορίζεται από το γεγονός ότι προϋποθέτει η ίδια αυτό το θέτειν και το προϋποθέτει σαν ο προσδιορισμός του. Λυτό δείχνει ότι αίρει την αφηρημένη της εξωτερικότητα μέσα στην ενότητα με την ανασκόπηση εντός εαυτού, με το θέτειν, και συγκροτεί την «ουσιώδη αμεσότητα». ί2ς εξωτερική ανασκ07Π)ση λοιπόν δεν αντίκειται στο άμεσο, αλλά αντικρίζεται απο την άποψη, σύμφωνα με την οποία «εμμενης ανασκόπηση της αμεσότητας» και ό,τι αυτη θέτει είναι η ενότητα θέτουσας και εξωτερικής ανασκόπησης- μια ενότητα, την οποία ο Χέγκελ ονομάζει προσδιορίζουσα ανασκοττηση. * Αυτή η παρατήρηση δεν αναφέρεται στον πίνακα περιεχομένων της γερμανικής έκδοσης του πρωτότυπου κειμένου.
8f
έννοια ως η κίνηση της κριτικής δύναμης, η οποία χωρεί εκείθεν μαας δεδομένης άμεσης παράστασης και αναζητεί καθολικούς προσδιορισμούς για τούτη [την παράσταση] ή τους συγκρίνει με αυτήν. Ο Kant αντι-θέτει την ανασχοπικτη χριτοαη δύναμη στην προσδιοριστική κριτικιη δύναμη. (Κριτική της κριτικής δύναμης. Εισαγ. σ. XXIII κ.εξ.). Αυτός ορίζει την κριτική δύναμη εν γένει σαν την ικανότητα να σκεφτόμαστε το μερικό ως αυτό που έχει υπαχθεί κάτω από το καθολικό. Εάν το καθολικό είναι δεδομένο (ο κανόνας, η αρχή, ο νόμος), τότε η κριτική δύναμη, η οποία υπάγει το μερικό κάτω από αυτό, είναι προσδιοριστική. Αλλά εάν είναι δεδομένο μόνο το μερικό, για το οποίο η κριτική δύναμη οφείλει να βρίσκει το καθολικό, τότε αυτή είναι απλώς ανασκοπικη. Η ανασκόττηση, λοιπόν, είναι ομιοίως εδώ η κίνηση που προχωρεί πάνω και πέρα από ένα άμιεσο προς το καθολικό. Το άμεσο, αφενός, είναι μόνο μέσω της αναφοράς του ίδιου στο καθολικό του που προσδιορίζεται ως μιερικό' για τον εαυτό του είναι μόνο ένα ενικό ή ένα άμεσο ον. Αφετέρου όμως εκείνο, στο οποίο τούτο αναφέρεται, το καθολικό του, ο κανόνας του, η αρχή του, ο νόμος του, είναι εν γένει το ανασκοπημένο εντός εαυτού, είναι εκείνο που αναφέρεται στον εαυτό του, η ουσία ή το ουσιώδες. Α/λα εδω δεν πρόκειται ούτε για την ανασκόπηση της συνείδησης, ούτε για την περισσότερο καθορισμένη ανασκόπηση της διάνοιας, η οποία έχει για προσδιορισμούς της το μιερικό και το καθολικό, αλλά για την ανασκόπηση εν γένει. Εκείνη η ανασκόπηση, στην οποία ο Kant αποδίδει την αναζήτηση του καθο>ακού για το δεδομένο μερικό, είναι όχι λιγότερο, όπως γίνεται φανερό, μόνο η εξωτερική ανασκόπηση, η οποία αναφέρεται στο άμεσο σαν σε ένα δεδομένο. - Μέσα σ' αυτήν όμως βρίσκεται επίσης η έννοια της απόλυτης ανασκόπησης· διότι το καθολικό, η αρχή ή κανόνας και νόμος, προς το οποίο αυτή βαίνει μέσα στο προσδιορίζειν της, θεωρείται ως η ουσία εκείνου του άμεσου, από το οποίο γίνεται το ξεκίνημα· τούτο, συνεπώς, το άμεσο λογίζε88
ται ως ένα τίποτα, και η επάνοδος από αυτό [το άμζσο], το προσδιορίζειν της ανασκόπησης, λογιζετοί μόνο ως αυτό που θέτει το άμεσο σύμφωνα με το αληθινό του Είναι· γι' αυτό, ό,τι κάνει η ανασκόπηση σε τούτο [το άμεσο], και οι προσδιορισμοί που εκπορεύονται από τούτη δεν είναι κάτι το εξωτερικό σε κείνο το άμεσο, αλλά το αυθεντικό του Είναι^ι. Ήταν, επίσης, η εξωτερική ανασκόπηση, την οποία είγε κατά νου η νεότερη Φιλοσοφία, όταν αυτή, καθώς ήταν η μόδα για ένα διάστημα, κατελόγισε όλα τα κακά στην ανασκόπηση εν γένει και τη θεωρούσε μαζί με το προσδιορίζειν της ως τον αντίποδα και τον κληρονομικό εχθρό της απόλυτης μεθόδου της [φιλοσοφικής] θεώρησης. Στην πράξη, και η ανασκόπηση της νόησης, στο βαθμό που συμπεριφέρεται ως εξωτερική, εκκινεί καθαρά από ένα δεδομένο Άμιεσο που της είναι ξένο και θεωρεί τον εαυτό της ως ένα απλώς μορφικό ενεργείν, που προσδέχεται απ'
31. Με το πέρασμα του Είναι στην ουσία ο Χέγκελ αναζητεί το θεμέλιο που θα δώσει ισχύ και εγκυρότητα στην ανασκοπική δραστηριότητα ως αυτοθεσια αναγκαίου σταδίου προς την αληθινή σκέψη του Λόγου. 2το πνεύμα αυτής της αναζήτησης σκιαγραφεί κριτικά και απορρίπτει τελικά την άποψη του Kant για την ανασκόπηση ως μια ανασκοπική κριτική δύναμη με τη σκέψη ότι ο τόπος της ανασκόπησης δεν μπορεί να περιορίζεται στα όρια της Καντιανής υποκειμενικότητας, γιατί η τελευταία αναζητεί το λογικό στοιχείο μέσα στην ικανότητα της υποκειμενικής ύπαρξης, δηλ. μέσα στην ικανότητα για σκέπτεσθαι και όχι μέσα στο ίδιο το σκέπτεσθαι. Κατά συνέπεια, ο τόπος της ανασκόττησης δεν πρέπει να αντικρίζεται (ος «ανασκόττηση της διάνοιας», γιατί αμφότεροι ετούτοι οι τόποι της ανασκόπησης λειτουργούν μόνο εξωτερικά προς τη Λογική. Αντίθετα, εισάγεται η έννοια της από>υτης ανασκόπησης ως ένας αντικατοπτρισμός της έννοιας- άρα ως πρόσληψη της έννοιας σαν κάτι αντικειμενικό και όχι ακόμα στην εννοιακή της ολοποίηση. Από εδώ συνάγεται ότι κάθε ενικό-Είναι δεν συναπαντάται ως μια προσδιοριστικότητα της ικανότητας του υποκειμένου να το σκέπτεται ως τέτοιο ούτε ως μια προσάοριστικότητα που αντιπαρατίθεται στην ανασκοπική δύναμη του θέτειν, επειδή αυτο λειτουργεί εξωτερκά. Απεναντίας, το ενικό-Είναι συνδέεται με τη λογική ισχύ της απόλυτης ανασκότιησης, η οποία δεν αποβλέπει στο να το υποτάξει σε μια απόλυτη λογικότητα ενός πρωθύστερου υποκειμένου, αλλά κινείται να το προσ&ορισει στη συνάφεια του με το καθολικό.
έξω περιεχό[Αενο και υλικό και διεαυτήν είναι μόνο εκείνη η εξαρτημένη απ' αυτό το περιεχόμενο και υλικό κίνηση. -Εξάλλου, όπως θα δειχθεί σαφέστερα μόλις έλθουμε να εξετάσουμε την προσδιορίζουσα ανασκόπηση, οι ανασκοτζημενοι προσδιορισμοί είναι διαφορετικού είδους από τους απλώς άμεσους προσδιορισμούς του Είναι. Οι τελευταίοι προσφέρονται πιο εύκολα ως παροδικοί, απλώς σχετικοί και ευρισκόμενοι σε σχέση προς ένα άλλο* οι ανασκοτιημένοι όμως προσδιορισμοί έχουν τη μορφή του καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι· αυτό είναι συνεπώς που τους κάνει να ισχύουν ως οι ουσιώδεις, και αντί να μεταβαίνουν στα αντί-θετά τους, εμφανίζονται μιάλλον ως απόλυτα, ελεύθερα και αδιάφορα έναντι αλλήλων. Ως εκ τούτου αντιτάσσονται πεισματικά στην κίνησή τους· το Είναι τους είναι η αυτο- ταυτότητά τους μέσα στην προσδιοριστικότητά τους, σύμφωνα με την οποία οι προσδιορισμοί, ακόμί3ΐ και αν προϋποτίθενται αμοιβαία, διατηρούνται απόλυτα χωριστά μέσα στην αναφορά τους. 3. Προσδιορίζουσα ανασκόπηση Η προσδιορίζουσα ανασκόπηση είναι εν γένει η ενότητα της θέτουσας και της εξωτερικής ανασκόπησης. Αυτό είναι που πρέπει να εξετάσουμε εγγύτερα.1. Η εξωτερική ανασκόπηση ξεκινά από το άμεσο Είναι, η θέτουσα από το μηδέν. Η εξωτερική ανασκόπηση, όταν είναι προσδιορίζουσα, θέτει ένα Άλλο -[το οποίο] όμως είναι η ουσίαστη θέση του ανηρημένου Είναι" το θέτειν δεν θέτει τον προσδιορισμό του στη θέση ενός άλλου* αυτό δεν έχει προϋπόθεση. Αλ/.ά, γι' αυτό, το θέτειν δεν είναι η εντελής, προσδιορίζουσα ανασκόπηση· ο προσδιορισμός που αυτό θέτει είναι, συνεπώς, /χόνο ένα τεθειμένο· αυτό [το θέτειν] είναι ένα άμεσο, όχι όμως ως ισο προς τον εαυτό του, αλλά ως αρνούμενο τον εαυτό του· αυτό εχει απόλυτη σχέση προς την επάνοδο εντός εαυτού· είναι μόνο 90
μέσα στην εντός εαυτού ανασκότΐηση, αλλά όχι η ίδια η ανασκόΤο τεθειμένο είναι λοιπόν ένα Άλλο, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε η ισότητα της ανασκότιησης με τον εαυτό της να διατηρείται απόλυτα· διότι το τεθειμένο είναι μόνο ως ανηρημένο, ως αναφορά στην επάνοδο εντός εαυτού.-I^ttj σφαίρα του Είναι, το προσόίορισμενο-Είναι ήταν το Είναι, στο οποίο ήταν παρούσα η άρνηση, και το Είναι ήταν η άμεση βάση και το στοιχείο τούτης της άρνησης, η οποία, όπως προκύπτει, η ίδια ήταν η άμεση [άρνηση]. Στη σφαίρα της ουσίας, το τεθειμενο-Είναι αντιστοιχεί στο προσδιορισμένο-Είναι. Αυτό είναι παρόμοια ένα προσδιορισμένο-Είναι, αλλά η βάση του είναι το Είναι ως ουσία ή καθαρή αρνητικότητα· αυτό είναι μια προσδιοριστικότητα ή άρνηση όχι ως ούσα, αλλά άμεσα ως ανηρημένη. Το προσδιορισμένο-Είναι είναι μόνο τεθειμενο-Είναι· είναι η πρόταση της ουσίας για το προσδιορισμιένο-Είναι. Το τεθειμενο-Είναι αφενός αντιτίθεται στο προσδιορισμένο-Είναι, αφετέρου στην ουσία και πρέπει να λαμβάνεται στην εξέταση ως ο μέσος όρος, ο οποίος συνάπτει συλλογιστικά·''^ το προσδιορισμένο-Είναι με την ουσία και αντίστροφα την ουσία με το προσδιορισμένο-Είναι. -Συνεπώς, όταν κανείς λέγει ότι ένας προσδιορισμός είναι μόνο ένα τεθειμένο-Είναι, τότε αυτό μπορεί να έχει διπλή σημασία· αυτός είναι ένα τεθειμένο-είναι ως αντιτιθέμενος στο προσδιορισμένο-είναι ή στην ουσία. Με την πρώτη σημιασία το προσδιορισμένο-Είναι λαμβάνεται ως κάτι ανώτερο από το τεθειμένο-Είναι και το τελευταίο
32. Το άμεσο είναι άμεσα τεθειμένο και όχι πλέον ένα προϋποτιθέμενο που οφείλει να προ-ίσταται ως αυτόνομο και ανεξάρτητο από τη λογική της ουσίας. Είναι, λοιπόν, άμεσα τεθειμένο από την ανασκόπηση και προσδιορισμένο (ος ανηρημένο σ' αυτήν. Δεν είναι ακόμη η ίδια η ανασκόπηση με την έννοια ότι δεν πέτυχε να προσδιορίζεται ως εξωτερική στον Εαυτό πραγματικότητα μέσα στη μετασχηματιστική κίνηση της εσωτερικής του σύλληψης. 33. zusammenschließt: το τεθειμένο-Είναι ως μέσος όρος έχει μια τέτοια ισχύ λογικής σχέσης που επέχει θέση συλλογισμού.
91
αποδίδεται στην εξωτερική ανασκόπηση, στην υποκειμενική πλευρά. Στην πράξη όμως το τεθειμένο-Είναι είναι το ανώτερο· διότι ως τεθειμένο-Είναι το προσδιορισμένο-Είναι, [εννοημένο] ως εκείνο που ετούτο είναι καθεαυτό, ως αρνητικό, είναι κάτι που αναφέρεται ·απλά και μόνο στην επάνοδο εντός εαυτού. Ακριβώς γΓ αυτό, το τεθειμένο-Είναι είναι μόνο ένα τεθειμένοΕίναι σε σχέση προς την ουσία, ως η άρνηση της συντελεσμένης επανόδου εντός εαυτού. 2. Το τεθειμένο-Είναι δεν είναι ακόμη προσδιορισμός-ανασκόπησης- είναι μόνο προσδιοριστικότητα ως άρνηση εν γένει^^. Αλλά το θέτειν είναι τώρα σε ενότητα με την εξωτερική ανοκτκόττηση· η τελευταία είναι σε τούτη την ενότητα απόλυτο προϋποθετειν, δηλ. η απώθηση της ανασκότιησης από τον εαυτό της ή το θέτειν της προσδιοριστικότητας ως [προιτάοριστικότηταζ] του εαυτού. Το τεθειμένο-Είναι λοιπόν, ως τέτοιο, είναι άρνηση· αλλά ως κάτι προϋποτιθέμενο η τελευταία είναι [άρνηση] ανασκοττημιένη εντός εαυτού. Το τεθειμένο-Είναι έτσι είναι προσδιορισιως-οοησχ,όττησηί^^. Ο προσδιορισμός-ανασκόπησης είναι διαφορετικός από την προσδιοριστικότητα του Είναι, από την ποιότητα. Η τελευταία είναι άμιεση αναφορά σε άλλο εν γένει· το τεθειμένο-Είναι επίσης είναι αναφορά σε άλλο, αλλά στη συντελεσμένη ανασκόπηση εντός εαυτού. Η άρνηση ως ποιότητα είναι άρνηση που [απλώς] είναι- το Είναι συνιστά το θεμέλιό της και το στοιχείο της. Ο προσδιορισμός-ανασκόπησης, απεναντίας, έχει για θεμέλιό του τη συντελεσμένη ανασκόπηση εντός εαυτού. Το τεθειμένο-Είναι 34, Το τεθειμένο-Είναι δεν είναι ακόμα προσδιορισμένο για τον εαυτό του, αλλά συνιστά ένα στάδιο μέσα στην κίνηση της ουσίας. Ως τέτοιο επιτρέπει στο θέτειν να π;5θ'^ποθέτει ένα λογικό status που είναι μόνο άρνηση του Είναι καθόλου. 35. Το τεθειμένο-Είναι που είναι προσδιορισμός-ανασκόπησης δεν μένει απλώς στον προσδιορισμό της άρνησης, αλλά μεταβαίνει μέσω αυτής στο τεθειμένο-Είναι ως ανασκότηΓ,στι εντός εαυτού. Έτσι έρχεται στο προσκήνιο η ενότητα της αρνητικής ταυτόττ,τας που προσι&άζει στη θέτουσα ανασκόπηση με τη θετική διαφορά που Γ^ιδιάζει στην εξωτερική ανασκόπηση.
92
γίνεται προσδιορισμός ακριβώς, επειδή η ανασκόπηση είναι ισότητα με τον εαυτό της μέσα στη συντελεσμένη της άρνηση· η ίδια η συντελεσμένη άρνηση της είναι, κατά ταύτα, ανασκόπηση εντός εαυτού. Ο προσδιορισμός εδώ δεν υφίσταται δια του Είναι, αλλά δια της ισότητας της ανασκόττησης με τον εαυτό της. Επειδή το Είναι, που φέρει την ποιότητα, είναι ανόμοιο [σε σχέση] προς την άρνηση, η ποιότητα είναι ανόμοια εντός εαυτού, άρα στάδιο μεταβατικό, που εξαφανίζεται μέσα στο άλλο. Αντίθετα, ο προσδιορισμός-ανασκόπησης είναι το τεθειμένο-Είναι ως άρνηση, άρνηση, η οποία έχει για θεμέλιό της τη συντελεσμένη άρνηση, δηλ. δεν είναι ανόμοια με τον εαυτό της μέσα στον εαυτό της, επομένως [είναι] ουσιώδης, όχι μεταβατική προσδιοριστικότητα. Η α,υτο-ισότητα της ανασχόπησης, που ενέχει το αρνητικό μΛνο ως αρνητικό, ως ανηρημένο ή τεθειμέ^Λ), είναι αυτό που κάνει το αρνητικό να υφίσταται. ΕξΜτΰζς αυτής της εντός εαυτού ανασκόπησης οι προσοιορισμοί-ανασκόπησης εμφανίζονται ως ελεύθερες ουσιότητες που αιωρούνται μέσα στο κενό χωρίς έλξη και άπωση προς αλλήλας. Μέσα σ' αυτές η προσδιοριστικότητα έχει παγιωθεί και άπειρα εδραιωθεί μέσω του αυτοσχετισμού. Είναι το προσδιορισμένο που καθυποτάσσει τη μετάβασή του και το απλό τεθειμιένο-Είναι του ή εκτρέπει την ανασκόπηση εντός άλλου σε ανασκόπηση εντός εαυτού. Αυτοί οι προσδιορισμοί απαρτίζουν έτσι την προσδιορισμένη εμφάνεια, καταπώς ετούτη είναι μέσα στην ουσία, την ουσιώδη εμφάνεια. Γι' αυτό το λόγο, η προσδιορίζουσα ανασκόπηση είναι η ανασκόπηση που εξήλθε του εαυτού της· η ισότητα της ουσίας με τον εαυτό της έχει χαθεί μέσα στην άρνηση, η οποία είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Στον προσδιορισμό-ανασκόπησης, λοιπόν, υπάρχουν δύο πλευρές, οι οποίες αρχικά διαφέρουν μεταξύ τους. Κατά πρώτον, αυτός είναι το τεθειμένο-Είναι, η άρνηση ως τέτοια·'«· δεύτερον. 36. Δηλ. μια απροσ&όρκττη άρνηση [unbestimmte Negation].
93
αυτός είναι η ανασκόπηση εντός εαυτού. Σύμφωνα με το τεθειμένο-Είναι, αυτός είναι η άρνηση ως άρνηση· τούτο συνεπώς είναι ήδη η ενότητα του με τον εαυτό του. Αλλά, πρωτίστως, ο προσδιορισμός είναι τούτο μόνο χαθεαυτό^/, ή αυτός είναι το άμεσο ως αυτο-αναιρούμενο μέσα του, ως το άλλο του εαυτού του. Αναλογικά η ανασκόπηση είναι ένα εμμενές προσδιορίζειν. Η ουσία. κατ' αυτήν τη διαδικασία, δεν εξέρχεται του εαυτού της^''· οι διαφορές είναι αυτόχρημα τεθειμενες, ανακλημένες μέσα στην ουσία. Σύμφωνα όμως με την άλλη πλευρά, αυτές δεν είναι τεθειμένες διαφορές, αλλά ανασκοπημένες εντός του ίδιου του εαυτού" η άρνηση ως άρνηση είναι σε ισότητα με τον εαυτό της, δεν είναι ανασκοπημένη στο άλλο της, στο μη-Είναι της. 3. Εφόσον τώρα ο προσδιορισμός-ανασκόπησης είναι τόσο ανασκοπημένη εντός εαυτού αναφορά όσο και τεθειμένο-Είναι, το γεγονός αυτό φωτίζει άμεσα τη φύση του ακριβέστερα. Ως τεθειμένο-Είναι δηλ. αυτός είναι η άρνηση ως τέτοια, ένα μη-Είναι ως προς ένα άλλο, δηλ. ως προς την απόλυτη ανασκόπηση εντός εαυτού ή ως προς την ουσία. Αλλά ως αναφορά προς εαυτό ο προσδιορισμός είναι αν(χσκοπημένος εντός εαυτού. - Η ανασκόπηση του αυτή και εκείνο το τεθει[J^ivo-Eίvαι είναι διαφορετικά' το τεθειμιένο-Είναι του είναι μάλλον η συντελεσμένη αναίρεσή του· η συντελεσμένη εντός εαυτού ανασκόπηση του όμως είναι το υποστασιακό του υφίστασθαι. Στο βαθμό, λοιπόν, που το τεθειμένο-Είναι είναι τώρα αυτό, το οποίο συνάμα είναι ανασκόπηση εντός εαυτού, τότε η ανασκοπική-προσδιοριστικότητα είναι η αναφορά στο ετέρως-Είναι της κατά τη διχτη της πλευρά. -Αυτή δεν είναι μία ούσα, ήρεμη προσδιοριστικότητα, η οποία θα ανα37. Είναι η ενότητα της θέτo'Jσας ανασκόττησης (= της ανασκόπησης ως τεθειμένου-Είναι της άρνησης καθόλου) και της εξωτερικής ανασκόττησης (= της ανααχόττησης που έχει το χαρακτήρα της προϋποτιθεμενης οιμεσότητας ή τίθεται ως ανασκόπηση εντός εαυτού) που σ'υντελεί ώστε η ανασκόττηση να αυτοπροσδιορίζεται και να μην παραμένει απλώς ένα προσδιορίζειν μέσα στο Είναι· να είναι δηλ. ένα προσ&ορίζειν όπου η ουσία «δεν εξέρχεται του εαυτού της».
94
φερόταν σε ένα άλλο, έτσι (όστε ο αναφερόμενος όρος και η αναφορά του να είναι διαφορετικά απ' αλλήλων εκείνος ένα εντός εαυτού-ον, ένα Κάτι, το οποίο αποκλείει από τον εαυτό του το Άλλο του και την αναφορά του σε τούτο το Άλλο. Απεναντίας, ο προσδιορισμός-ανασκόπησης είναι σ' αυτόν τον ίδιο tj προσδιορισμένη πλευρά και η αναφορά τούτης της προσδιορισμένης πλευράς ως προσδιορισμένης, δηλ. [η αναφορά] στην άρνησή της. -Η ποιότητα, μ£σω της αναφοράς της, μεταβαίνει σε άλλο' μέσα στην αναφορά της αρχίζει η μ^εταβολή της. Ο προσδιορισμός της ανασκόπησης, αντιθέτως, έχει ανακαλέσει το ετέρως- Είναι του εντός εαυτού. Αυτός είναι τεθειμενο-Είναι, άρνηση, η οποία όμιως επανατρέπει στον εαυτό της την αναφορά σε άλλο, και άρνηση, η οποία είναι ίση προς τον εαυτό της, η ενότητα του εαυτού της και του άλλου της και μόνο έτσι είναι ουσιότητα. Αυτή είναι, λοιπόν, τεθειμενο-Είναι, άρνηση· αλλά ως ανασκόπηση εντός εαυτού είναι σύγχρονα το ανηρημένο-Είναι αυτού του τεθειμένου, άπειρη αναφορά προς εαυτόν.
95
ΔΕΓΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
01 ΟΓΣΙΟΤΗΤΕΣ Ή 01 ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ [= ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ] - ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗΣ Η ανασκόπηση είναι προσδιορισμένη ανασκόπηση· έτσι η ουσία είναι προσδιορισμένη ουσία, ή αυτή είναι όυσιότητα. Η ανασκόπηση είναι το εμφαίνεσθαι της ουσίας μέσα στον εαυτό της. Η ουσία ως άπεφη επάνοδος εντός εαυτού δεν είναι άμεση, αλλά αρνητική απλότητα' αυτή είναι μια κίνηση μέσα από διαφορετικές βαθμίδες, είναι απόλυτη διαμεσολάβηση με τον εαυτό της. Αλλ' αυτή εμφαίνεται σε τούτες τις βαθμίδες της· αυτές-εδώ οι ίδιες είναι, κατά συνέπεια, ανασκοπημένοι εντός εαυτού προσδιορισμοί. Η ουσία είναι, κατ' αρχψ, απλή αναφορά στον εαυτό της, καθαρή ταυτότητα. Τούτο είναι ο προσδιορισμός της, σύμφωνα με τον οποίο αυτή είναι μάλλον η απουσία κάθε προσδιορισμού'. Δεύτερον, ο αυθεντικός προσδιορισμός είναι η διαφορά, και μάλιστα ως εξωτερική εν μέρει ή αδιάφορη διαφορά, η διαφορετικότητα εν γένει· εν μιέρει όμως ως αντι-τιθέμιενη διαφορετικότητα ή ως αντίθεση. Τρίτον, ως αντίφαση, η αντίθεση ανασκοπείται εντός εαυτού και επανέρχεται στο θεμέλιο.
1. Ο πρώτος προσδιορισμός της ου<τίας είναι η αρνητική ταυτότητα με τον Εαυτό της θέτουσας ανασκόττησης. Γι' αυτό, ο Χέγκελ αρχίζει να πραγματεύεται τους προσώιορισμο'ύς της ουσίας, δυνάμει της μέχρι τώρα πρόσληψης της μέσα στη Λογική. Έτσι ο προσδιορισμός της καθαρής ταυτότητας λαμβάνεται ως απουσία κάθε προσδιορισμού με την έννοια της άρνησης κάθε οντικής προσδιοριστικότητας, η οποία έχει αποδαχθεί ότι είναι μη-προσδιοριστικότητα.
%
Παφαττηρηση* Οι προσίιορισμοί-ανασχόττηστης προσλαμβάνονταν συνήθως μέχρι πρό τίνος με τη μορφή προτάσεων, όπου βεβαιωνόταν γι' αυτές ότι έχουν γενιχη ισχύ. Τέτοιες προτάσεις είχαν ισχύ ως ρι καθολικοί νόμοι της νόησης, οι οποίοι αποτελούν το θεμέ)αο κάθε νόησης, είναι απόλυτοι στον εαυτό τους και μη αποδείξιμοι, αλλά αναγνωρίζονται και γίνονται αποδεκτοί άμεσα και αναντίρρητα ως αληθείς από κάθε νόηση, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο αυτή τούς συλλαμβάνει. Έτσι η ουσιώδης κατηγορία της ταυτότητας διατυπώνεται στην πρόταση: καθετί είναι ίσο προς τον εαυτό του- Α=Α. Ή αρνητικά: Α δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και να μην είναι Α. Πρωτίστως, δεν μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί μόνο αυτές οι απλές κατηγορίες της ανασκόπησης οφείλουν να συλλαμβάνονται σε τούτη την μερική μορφή, και όχι και οι άλλες κατηγορίες καθώς και όλες οι προσδιοριστικότητες της σφαίρας του Είναι. Θα είχαμιε για ποιράδειγμα τις προτάσεις: καθετί είναι, καθετί έχει ένα προσδιορισμένο-Είναι κ.ο .κ., ή : καθετί έχει μια ποιότητα, ποσότητα κ.ο.κ. Διότι Είναι, προσδιορισμένο-Είναι κ.ο.κ. είναι ως λογικές κατηγορίες εν γένει κατηγορήματα του καθετί. Η κατηγορία, σύμφωνα με την ετυμολογία της και τον ορισμό του Αριστοτέλη, είναι εκείνο που λέγεται ή βεβαιώνεται για το Είναι^. - Αλλά μια προσδιοριστικότητα του Είναι ουσιαστικά είναι μια μετάβαση στο αντί-θετο· η αρνητική [προσδιοριστικότητα] κάθε προσδιοριστικότητας είναι τόσο αναγκαία όσο η
2. Δες Αριστοτέλους Μετά τα Φυσικά Δ 7, 1017 α 22-24: «καθ' αυτά δέ etvat λέγεται οσαπερ σημαίνει τά σχήματα της κατηγορίας· όσαχώς γάρ λέγετ«, τοσαυταχώς τό είναι σημαίνει» [= Καθεαυτά όμως λέγονται ότι είναι όλχ ακρι&υς όσα σημαίνουν τα σχήματα της κατηγορίας· γιατί με όσους τρόπους λέγονται Μ κατηγορίες, τόσες και σημασίες έχει το Είναι]. * Στο πραηότυπο ο τίτλος αυτής της παρατήρησης καθώς και όλων των επομένων αναφέρεται στον πίνακα περιεχομένων.
97
τελευταία τούτη- καθόσον άμιεσες προσδιοριστικότητες, στην καθεμΛα φέρεται αντιμέτωπη άμιεσα η άλλη. Συνεπώς, εάν αυτές οι κατηγορίες συλλαμβάνονται σε τέτοιες προτάσεις, τότε εμφανίζονται εξίσου οι αντί-θετες προτάσεις- αμφότερες παρουσιάζονται με την ίδια αναγκαιότητα και ως άμεσες καταφάσεις είναι τουλάχιστον εξίσου ορθές. Η μία έτσι απαιτούσε μια απόδειξη ενάντια στην άλλη, και αυτές οι καταφάσεις κατ' επέκταση δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έχουν τον χαρακτήρα των άμεσα αληθινών και αδιαμφισβήτητων προτάσεων της νόησης^. Οι προσδιορισμοί-ανασκόττησης, απεναντίας, δεν είναι ποιοτικού τύπου. Αυτοί είναι προσδιορισμοί που αναφέρονται στον εαυτό τους και έτσι έχουν συγχρόνως αφαιρεθεί από την προσδιοριστικότητα ως προς άλλο. Εξάλλου, με το να είναι προσδιοριστικότητες, που είναι στον εαυτό τους σχέσεις, περιέχουν ήδη μέσα τους αναλογικά τη μορφή της πρότασης. Γιατί η διαφορά της πρότασης από την κρίση έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι στην πρώτη το περιεχόμενο αποτελεί την ίδια τη σχέσιη ή ότι αυτό είναι μια ειδο<ή σχέση. Η κρίση, αντίθετα, μεταθέτει το περιεχόμενο στο κατηγόρημα ως μια καθολική προσδιοριστικότητα, η οποία είναι για τον εαυτό της και είναι διαφορετική από τη σχέση της, από το απλό
3. Ήδη στη Φαινομενολογία ο Χέγκέλ απορρίπτει τη λογική των προτάσεων που επικαλούνται την αλήθεια του Είναι τους, δυνάμει του γεγονότος ότι οι αντίθετες προς αυτές προτάσεις μιπορουσαν να αποδεικνύονται ως ψευδείς. Αυτό που έχει σημασία είν« η κατάφαση όχι στην αμεσότητα της αλήθειας της, αλλά στην ένταξη της μέσα σττ^ λογική διαδικασία που νομιμοποιεί τον προσδιορισμό της αλήθειας της και ως τέτοιος είναι ουσιώδης. Έξω από τούτη τη διαδικασία οποιαδήποτε κατάφαση δεν μπορεί να είναι αληθινή, «γιατί η επιστήμη δε μπορεί να απορρίψει μια γνώση που δεν είναι αλη^,ς, με το να την θεωρεί ως μια τετριμμένη απλώς θέα των πραγμάτων και να μας διαβεβαιώνει ότι αυτή η ίδια είναι ένα εντελώς διαφορετικό είδος γνώσης και πως γι' αυτήν εκείνη η γνώση είναι ένα μ η ^ . . . Μέσω μιας τέτοιας 3ια€εξαίωσης η επιστήμη θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι η δύναμή της βρίσκεται στο fivat της· αλΛΛ και η μη-αληθής γνώση από την πλευρά της επικαλείται το γεγονός ότι αυτη είναι και δϋχζε&χιώνει ότι γι' αυτή η επιστήμη είναι ένα μηδέν· μω ξερή διαβεβαίωση έχει την ίδια αξία που έχει οποιαδήποτε άλλη» GW 9, 55/ I, 204-5.
98
συνδετικό. Όταν μια πρόταση οφείλει να μετασχηματιστεί σε μια κρίση, το προσδιορισμένο περιεχόμενο, εάν αυτό για παράδειγμα είναι ένα ρήμα, μετασχηματίζεται σε μια μετοχή, για να χώρισα κατ' αυτό τον τρόπο τον προσδιορισμό τον ίδιο και την αναφορά του σε ενα υποκείμενο. Στους προσδιορισμούς-ανασκόπησης αντίθετα, [εννοημένους] ως τεθειμένο-Είναι ανασκοπημένο εντός εαυτού, ταφιάζει η μορφή της ίδιας της πρότασης. -Μόνο, εφόσον αυτοί διατυπώνονται ως καθολικοί νόμοι της νόησης, χρειάζονται ακόμη ένα υποκείμενο της σχέσης τους, και τούτο το υποκείμενο είναι: καθετί, ή ένα Α, το οποίο σημαίνει εξίσου ότι καθετί και καθένα είναι. Από τη μια πλευρά, τούτη η προτασιακή μορφή είναι κάτι το περιττό· οι προσδιορισμοί-ανασκόπησης πρέπει να εξεταστούν καθεαυτές και διεαυτές. Εξάλλου, αυτές οι προτάσεις έχουν μια πλευρά σφαλερή, [η οποία έγκειται] στο ότι έχουν για υποκείμενο το Είναι, καθετί Κάτι. Κατ' αυτό τον τρόπο, αφυπνίζουν εκ νέου το Είναι και αποφαίνονται για τους προσδιορισμούς-ανασκόπησης ^την ταυτότητα κ.λπ.-, που σχετίζονται με το Κάτι. ότι είναι μια ποιότητα, την οποία τούτο [το Κάτι] έχει μέσα του· [αποφαίνονται] όχι με την θεωρησιακή έννοια, αλλά με το να βεβαιώνουν ότι Κάτι, ως υποκείμενο, διατηρείται ως ον, όχι ότι αυτό έχει μεταβεί στην ταυτότητα κ.λπ. σαν στην αλήθεια του και στην ουσία του^. Αλλά τελικά, αν και οι κατηγορίες-ανασκόπησης έχουν τη μορφή να είναι ίδιες με τον εαυτό τους και ως εκ τούτου μη-αναφερόμενες σε άλλο και χωρίς αντί-θεση, εν τούτοις είναι προσδιορισμένες έναντι αλλήλων, όπως θα δείξει η εγγύτερη εξέτασή τους, ή όπως γίνεται άμεσα φανερό σ' αυτές, [εννοημένες] ως κατηγορίες της ταυτότητας, της διαφορετικότητας, της αντίθεσης· η μορφή τους λοιπόν δεν τις απαλλάσσει από την ανα4. Ο Χέγχελ εξετάζει τη SwKpofsa ανάμεσα στην χρίση ή την πρόταση ως τέτοια και στη θεωρησιακή πρόταση στον πρόλογο της Φαανομενολογύχζ.
99
σκόττηση, τη μετάβαση και την αντίφαση. Ot πολλές προτάσεις, που διατυπώνονται ως απόλυτοι νόμοι της νόησης, είναι λοιπόν, με μια ακριβέστερη εξέταση, αντί-θετες προς αλληλας, αντιφάσκουν μεταξύ τους και αναιρούνται αμοιβαία. -Εάν καθετί είναι ταυτό μ£ τον εαυτό του, δεν είναι διαφορετικό, δεν είναι αντί-θετο, δεν έχει θεμέλιο. Ή, αν παραδεχθούμε ότι (&ν υπάρχουν Suo όμοια πράγματα, δηλ. καθετί είναι διαφορετικό από το άλλο, τότε Α δεν είναι ίσο με το Α, ούτε Α είναι επίσης αντί-θετο κ.λπ. Η υιοθέτηση καθεμιάς από αυτές τις προτάσεις δεν επιτρέπει την υιοθέτηση της άλλης. -Η απερίσκεπτη εξέταση τους τις απαριθμεί τη μια μετά την άλλη, έτσι που αυτές δεν εμφανίζονται σε κανένα μεταξύ τους σχετισμό· αυτη έχει κατά νου απλώς το εντός εαυτού ανασκοπημ^νο-Είναι τους, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το άλλο στοιχείο τους, το τεθειμένο-Είναι ή την προσδιοριστικότητά τους ως τέτοια, η οποία τις παρασύρει στη μετάβαση και στην άρνηση τους^. Α.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ 1. Η ουσία είναι η απλή αμεσότητα ως ανηρημένη αμεσότητα. Η αρνητικότητά της είναι το Είναι της· αυτό είναι ίσο προς τον εαυτό του μέσα στην απόλυτη αρνητικότητά του, δια της ο0. Οι προτάσεις αυτές, οι οποίες είναι ουσιότητες ή κατηγορίες ανασκόττησης, εάν εξετάζονται σύμφωνα με την παραδοσιακή μεταφυσική Λογική και έξω από την αντικειμενική λογική που διέπει την ανακτκοπική κατηγορία ως τέτοια, εμφανίζονται να μην αντιφάσκουν ως προς τον εαυτό τους, αλλά να παρατίθενται προς αλλήλας και να μην αλληλοσχετίζονται, γιατί αυτή η παραδοσιακή Λογική, καθότι τυπική Λογική, είναι προσδιορισμένη μόνο στη μορφή τού εντός εαυτού προσδιορισμένουΕιναι. Όμως γνωριΧουμε ότι οι κατηγορίες ανασκόπησης έχουν δυο κύριες πλευρέςβαθμίδες: το εντός εαυτού-ανασκοπημένο-Είναι και το τεθειμένο-Είναι. Έτσι η καθεμιά βρίσκεται σε αρνητική ταυτότητα με την άλλη και αφήνεται μέσα στην αρνητικη της κίνηση ως μετάβαση της μιας μέσα στην άλλη να αναδεικνύεται το δικό της λογικό συνειδητό-Είν<χι και να αίρονται αμοιβαία ως αξιώματα.
100
ποίιχς η ετερότητα και η αναφορά σε άλλο έχει απόλυτα εξαφανισθεί αυτή καθεαυτήν στην καθαρή αυτο-ισότητα. Άρα, η ουσία είναι απλή ταυτότητα με τον εαυτό τηςβ. Αυτή η ταυτότητα με τον εαυτό της είναι η αμεσότητα της ανασκόπησης. Αυτή δεν είναι εκείνη η ισότητα με τον εαυτό, η οποία είναι το Είναι ή ακόμη το μηδέν, αλλά η ισότητα με τον εαυτό, που καθίσταται ενότητα· δεν αποκαθίσταται [ξεκινώντας] από ένα άλλο, αλλά καθίσταται ενότητα καθαρά από και μέσα στον εαυτό της· είναι η ουσιώδης ταυτότητα. Τούτη, συνεπώς, δεν είναι αφηρημένη ταυτότητα ή δεν προήλθε από μια σχετική αρνητική διαδικασία, που θα λάβαινε χώρα έξω από αυτήν και θα είχε απλώς αποχωρίσει από τούτη το διαφοροποιημένο, αλλά κατά τα λοιπά θα το είχε αφήσει ύστερα ως ον έξω από αυτήν όπως ήταν και πριν. Απεναντίας, το Είναι και κάθε προσδιοριστικότητα του Είναι έχει αναιρέσει τον εαυτό του όχι κατά τρόπο σχετικό, αλλά αυτόν καθεαυτόν: και τούτη η απλή αρνητικότητα του Είναι-καθεαυτό είναι η ίδια η ταυτότητα. Παρατήρηση 1 Η νόηση, η οποία κρατείται μιέσα στην εξωτερική ανασκότυηση και δεν έχει γνώση από καμιά άλλη νόηση εκτός από την εξωτερική ανοισκόπηση, δεν φτάνει να γνωρίσει την ταυτότητα, στη μορφή με την οποία έχει πριν από λίγο συλληφθεί, ή την ουσία, πράγμα που είναι το ίδιο. Μια τέτοια νόηση έχει πάντα εμπρός της μόνο την αφηρημένη ταυτότητα και έξω από τούτη και παράπλευρα τούτης [της ταυτότητας] έχει τη διαφορά. Η νόηση πιστεύει ότι ο Λόγος δεν είναι τίποτε άλλο από έναν υφα-
6. Εάν δεν παραβλέπει κανείς ότι το Είναι διατηρείται μέσα στην ουσία ως αττόλυτη αρνητικότητα του Εαυτού, τότ« η ταυτότητα της ουσίας με τον εαυτό της δεν αναι μια οντική τοιαύτη, αλλά η ταυτότητα του Εαυτού που διαφοροποιείται από τον εαυτό του.
im
ντικό ιστό, επί του οποίου αυτός συνδέει και συνυφαίνει εξωτερικά μεταξύ τους το στημόνι, δηλ. την ταυτότητα, και μετά το υφάδι, τη διαφορά· ή ακόμη, προχωρώντας πάλι αναλυτικά εξέλκει τώρα ειδικά την ταυτότητα και μετά επίσης εκ νέου διατηρεί παράπλευρα τη διαφορά, τώρα είναι ένα θέτειν την ομοιότητα και μετά επίσης εκ νέου ένα θέτειν την ανομοιότητα· - ένα θέτειν^ την ομοιότητα, όταν κανείς κάνει αφαίρεση από τη διαφορά, -ένα θέτειν την ανομοιότητα, όταν η αφαίρεση γίνεται από το θέτειν την ομοιότητα. - Αυτές οι διαβεβαιώσεις και οι γνώμες για ό.τι κάνει ο Λόγος πρέπει να τεθούν εντελώς παράμερα, εφόσον αυτές είναι κατά κάποιον τρόπο απλώς ιστοριογραφικές, και [εφόσον] η εξέταση του κάθε πράγματος το οποίο είναι δείχνει μιά)^^ον σε αυτό το ίδιο ότι το καθετί, στην ομοιότητα με τον εαυτό του, είναι ανόμοιο και αντιφατικό προς τον εαυτό του, και ότι στη διαφορετικότητά του, στην αντίφαση του, ετούτο είναι αυτο-ταυτό, και είναι σε αυτό το ίδιο τούτη η κίνηση της μετάβασης της καθεμαάς αυτών των κατηγοριών στην άλλη· και τούτο, επειδή καθεμιά στην δική της πλευρά είναι το αντίθετο του εαυτού της. Η έννοια της ταυτότητας, [η οποία έγκειται] στο να είναι απλή αυτο-σχετιζόμενη αρνητικότητα, δεν είναι ένα προϊόν της εξωτερικής ανασκόπησης, αλλά έχει προκύψει από το ίδιο το Είναι. Ενώ, απεναντίας, εκείνη η ταυτότητα, που είναι έξω από τη διαφορά, και η διαφορά, που είναι έξω από την ταυτότητα, είναι προϊόντα της εξωτερικής ανασκόπησης και της αφαίρεσης, η οποία συγκρατείται, κατά τρόπο αυθαίρετο, σε τούτο το σημείο της αδιάφορης διαφορετικότητας. 2. Ετούτη η ταυτότητα είναι, εν πρώτοις, η ίδια η ουσία, δεν είναι ακόμη ένας προσδιορισμός αυτής, είναι η ανασκόπηση στην ολότητά της, όχι μια διαφοροποιημένη βαθμίδα τούτης'. Ως α/. Αντο που χαρακτηρίζει αρχικά την ουσία έγκειται στο ότι αυτή ταυτίζεται με ένα απλο αυτοσχετισμ/ί που δεν γνωρίζει τη διαμεσολάβηση, γιατί συνιστά ο ίδιος μια σχεστ, του εαυτού της διαμεσολάβησης ή της άρνησης.
102
πόλυτη άρνηση αυτή είναι η άρνηση, η οποία αρνείται άμεσα τον ίδιο τον εαυτό της, ένα μη-Είναι και [μια] διαφορά», η οποία εξαφανίζεται στη γένεση της, ή ένα διαφοροποιείν, δια του οποίου δεν διαφοροποιείται τίποτα, αλλά το οποίο καταπίπτει άμεσα μέσα στον εαυτό του. Το διαφοροποιείν είναι το θέτειν του μη-Είναι ως [θέτειν] του μη-Είναι του άλλου. Αλλά το μη-Είναι του άλλου είναι [η] αναίρεση του άλλου και επομένως του ίδιου του διαφοροποιείν. Έτσι όμως το διαφοροποιείν εδώ είναι παρόν ως αυτο-σχετιζόμενη αρνητικότητα, ως ένα μη-Είναι, που είναι μηΕίναι του ίδιου του εαυτού του, ένα μη-Είναι, το οποίο έχει το μη-Είναι του όχι σε ένα άλλο, αλλά στον ίδιο του τον εαυτό. Είναι λοιπόν παρούσα η διαφορά που αναφέρεται στον εαυτό της,η ανασκοττημένη, ή η καθαρή, απόλυτη διαφορά. Με άλλα λόγια, η ταυτότητα είναι η ανασκόττηση εΛ»τός εαυτού, η οποία είναι ταυτότητα μόνο ως εσωτερική απώθηση, και τούτη η απώθηση είναι απώθηση ως ανασκόπηση εντός εαυτού, [μια] απώθηση που άμεσα αυτο-ανακαλείται στον εαυτό της. Αυτή είναι λοιπόν η ταυτότητα, [εννοημένη] ως η ταυτή με τον εαυτό της διαφορά. Αλλά η διαφορά είναι ταυτή με τον εαυτό της μιόνο, εφόσον αυτή δεν είναι η ταυτότητα, αλλά η απόλυτη μη-ταυτότητα. Απόλυτη όμως είναι η μη-ταυτότητα, εφόσον δεν περιέχει τίποτε από το άλλο της, αλλά μιόνο τον ίδιο τον εαυτό της, εφόσον δηλ. αυτή είναι απόλυτη ταυτότητα μιε τον εαυτό της. Άρα, η ταυτότητα είναι στη δικη της πλευρά απόλυτη μηταυτότητα. Αλλά αυτή είναι επίσης ο προσδιορισμός της ταυτό8. Unterschied: αυτή η έννοω περιέχεται μέσα στην αυτοσχέση και τον αυτοπροσδιορισμό της ταυτότητας. Ως τέτοια δηλώνει την κατάσταση, στην οποία περιέρχονται οι διαφοροποιημένοι όροι της αναφοράς ή της σχέσης, όταν ενεργοποιούνται να θέσουν τον εαυτό τους (υς μη-Είναι του άλλου. Από εδώ προκύπτει ότι η διαφορα την ίδια στιγμή που εξαφανίζεται στην γένεση τ»)ς δεν παύει να γεννιέται στην εξαφάνισή της. 9. Στη μη-ταυτότητα «υς την απόλυτη διαφορά.
103
τητας ως (χντίθετης στη μ-η-ταυτότητα®. Γιατί, ως ανασκόπηση εντός εαυτού, η ταυτότητα θέτει τον εαυτό της ως το δικό της μη-Είναί" αυτή είναι το όλο, αλλά, ως ανασκόπηση, θέτει τον εαυτό της ως το δικό της ιδιαίτερο στάδιο, ως τεθειμένο-Είναι, από το οποίο [ξεκινώντας] αυτή είναι η επάνοδος εντός εαυτού. Είναι έτσι μόνο ως το δικό της στάδιο που αυτή είναι η ταυτότητα ως τέτοια, ως προσάιοριαμός της απλής ισότητας μ£ τον εαυτό σε αντίθεση προς την απόλυτη διαφορα'®. Παφατηρηση 2 Σε τούτη την παρατήρηση θα εξετάσω ακριβέστερα την ταυτότητα ως την πρόταση της ταυτότητας^ η οποία συνήθως αναφέρεται ως ο πρώτος νόμος της νόησης. Αυτή η πρόταση στη θετική της έκφραση Α=Α δεν είναι αρχικά τίποτα περισσότερο από την έκφραση της κενής ταυτολογίας. Ορθά συνεπώς έχει παρατηρηθεί ότι αυτός ο νόμος της νόησης είναι χωρίς περιεχόμενο και δεν οδηγεί πιο μακριά. [Αυ10. Έχει ιδιαίτερη σημαοΐ* για το Χέγκελ η σύλληψη της ταυτότητας ως στάδιο, κατά το οποίο αυτή μπορεί να προσδιορίζεται με το να αντιτίθεται στη διαφορά που της ανήκει. Πρόκειται ουσιαστικά για μια κίνηση, δια της οποίας η ταυτότητα αναφέρεται στον εαυτό της με το να είνοα αυτό που την διαφοροποιεί από τον εαυτό της. Έτσι χωρεί πέρα από τη φιλοσοφία της ταυτότητας [Fichte, νεαρός Schelling], η ο-οία συλλαμβάνει την έννοια της ταυτότητας μέσα από την απιχίτηση για απόλυ-rr, ισότητα και την παγιώνει ως υπέρτατο θεμελιακό νόμο. 11. Satz der Identität: Στα ελληνικά μεταφράζεται συνήθως ως αρχή της ταυτότητας- κάτι που στα γερμανικά παραπέμπει κυρίως στον όρο Prinzip. Εδώ προκρίνω τη λύση που ακολουθούν οι γάλλοι μεταφραστές και μεταφράζω: πρόταση της ταυτότητας. Ο όρος Satz (= πρόταση) υποδηλώνει κυρίως τον λογικό τόπο ττ,ς ταυτότητας ως τέτο«χς, ενώ ο όρος Prinzip (= αρχή) συνδέεται με την αξιωματική συγκρότηση και λειτουργία της ταυτότητας. Έτσι, με την προτεινόμενη μεταφραστική λύστ;, είμαστε πιο κοντά στο -πνεύμα της τζοφατηρ-ηστης 2, η οποία θετει υπό κριτική ^έταση την ταυτότητα όχι στη συγχροτητική της ολότητα, αλλά στην προτασιακή της μορφή, όπου έρχεται στο προσκήνιο ο λογικός τόπος της ταυτότητας.
104
τός] λοιπόν είναι η κενή ταυτότητα, στην οποία μένουν αυστηρά προσκολλημένοι εκείνοι, οι οποίοι έχουν τη συνήθεια να θωρούν πως αυτή ως τέτοια είναι κάτι το αληθές και πάντα να διατείνονται ότι η ταυτότητα δεν είναι η διαφορετικότητα, αλλά παχ; η ταυτότητα και η διαφορετικότητα είναι διαφορετικά πράγματα. Δεν βλέπουν ότι με τούτο τον ισχυρισμό οι ίδιοι λένε ήδη η ταυτότητα είναι ένα όιαφορετιχό πράγμα- διότι αυτοί λένε πως η ταυτότητα είναι διαφορετική από τη διαφορετικότητα· εφόσον τούτο πρέπει σύγχρονα να γίνεται παραδεκτό ως η φύση της ταυτότητας, τότε ο ισχυρισμός τους υποδηλώνει πως η ταυτότητα δεν είναι εξωτερική, αλλά πως σε αυτήν την ίδια, στη φύση της είναι τούτο: να είναι διαφορετική. - Επί πλέον όμιως, με το να εμμένουν σε τούτη την ακίνητη ταυτότητα που έχει την αντίθεση της στη διαφορά, δεν βλέπουν ότι έτσι αυτοί την [ΐεταποιούν σε μιια μονόπλευρη προσδιοριστικότητα, η οποία ως τέτοια δεν έχει καμιά αλήθεια. Αναγνωρίζεται ότι η πρόταση της ταυτότητας εκφράζει μόνο μια μονομερή προσδιοριστικότητα, ότι αυτή περιέχει μόνο τη μορφική αλήθεια, η οποία είναι αφηρημένη [και] ατελής αλήθεια. -Σε τούτη όμως την ορθή κρίση υποσημαίνεται άμεσα πως η αλήθεια είναι ολοκληρωμένη μόνο μέσα στην ενότητα της ταυτότητας με τη διαφορετικότητα, και συνακόλουθα υφίσταται μόνο μέσα σε τούτη την ενότητα. Με το να διατείνεται κανείς ότι εκείνη η ταυτότητα είναι ατελής, αυτή η ολότητα, εν συγκρίσει προς την οποία η ταυτότητα είναι ατελής, φαντάζει στη σκέψη ως το εντελές· αλλά, από την άλλη πλευρά, μιε το να θεωρείται αυστηρά ότι η ταυτότητα είναι απόλυτα χωρισμένη από τη διαφορετικότητα και με το να λαμβάνεται σε τούτο το χωρισμό ως κάτι το ουσιώδες, το έγκυρο, το αληθές, τότε, σ' αυτούς τους [αλληλο]συγκρουόμενους ισχυρισμούς, δεν μπορεί κανείς να δει άλλο από την αποτυχία να συναγάγουν τούτες τις σκέψεις: η ταυτότητα, ως αφηρημένη [ταυτότητα], είναι ουσιώδης και ως τέτοια είναι εξίσου ατελής 12. Ο Χέγκελ δεν απορρίπτει συλλήβδην την αφηρημένη έννοια της ταυτότητας, ο-
105
[δεν μπορεί κανείς να δει τίποτε άλλο εκτός από] την έλλειψη της συνείδησης σχετικά με την αρνητική κίνηση, υπό τη μορφή της οποίας παριστάνεται, μέσα σε τούτους τους ισχυρισμούς, η ίδια η ταυτότητα. - Ή , όταν τούτο διατυπώνεται έτσι: η ταυτότητα είναι ουσιώδης ταυτότητα ως χωρισμός από την διαφορετικότητα, ή στο χωρισμό από την διαφορετικότητα, τότε η εκφρασμένη αλήθεια τής ίδιας [της ταυτότητας] είναι ότι τούτη, συνίσταται στο να είναι χωρισμός ως τέτοιος, ή μεσα στο χωρισμό ουσιώδης, δηλ. να μην είναι τίποτα για τον εαυτό της, αλλά να είναι βαθμίδα του χωρισμού. Σε ό,τι αφορά τώρα την συνήθη επιβεβαίωση της απόλυτης αλήθειας της πρότασης της ταυτότητας, αυτή θεμελιώνεται στην εμπεφία, στο βαθμό που γίνεται επίκληση της εμπειρίας κάθε συνείδησης, [σύμφωνα με την οποία] τούτη η συνείδηση, καθώς κάποιος διατυπώνει σ' αυτή τούτη την πρόταση: Α είναι Α. ένα δέντρο είναι ένα δέντρο, την αποδέχεται άμεσα και είναι ικανοποιημιένη με το γεγονός ότι η πρόταση, όντας άμεσα αυτή καθεαυτήν σαφής, δεν χρήζει περαιτέρω αιτιολόγησης και απόδειξης. Από τη μια, τούτη η επίκληση της εμπειρίας, [σύμφωνα μιε την οποία] η πρόταση είναι καθολικά αναγνωρισμένη από κάθε συνείδηση, είναι απλός τρόπος του λέγειν. Διότι κανείς δεν θέλει να πει πως το πείραμα με την αφηρημένη πρόταση Α=Α έχει γίνει σε κάθε συνείδηση. Δεν πρέπει λοιπόν να λαμβάνεται σοβαρά εκείνη η επίκληση της πραγματικά αποκτηθείσας εμπειρίας· απεναντίας, αυτή είναι μόνο η διαβεβαίωση πως, αν κανείς αποκτούσε την εμπειρία, θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα η καθολική πως αυτή συλλαμβάνεται και διατυπώνεται στην πρόταχτη της ταυτότητας μεσα σττ,ν τυπική Λογική, προκειμένου να υπερασπίσει την πραγματικότητα μιας καταφατικής, απόλυτης ταυτότητας. Απεναντίας, δείχνει πόσο ουσκόδης είναι η αφαίρεστ, για την έννοια της ταυτότητας από την άποψη ότι καταδεικνύεται μέσα σε αυτό τον τόπο η ατέλεια και έρχεται να κατακυρωθεί η άρνηση αχ; η εσωτερική δυναμική ττ,ς ταυτότητας.
106
αναγνώριση [της πρότασης]«·''. - Ωστόσο εάν, ό,τι κανείς νόμιζε, δεν ήταν η αφηρημένη πρόταση ως τέτοια, αλλά η πρότατη σε συγκεκριμένη εφαρμογή, από την οποία [ξεκινώντας] εκείνη όφειλε το πρώτον ν' αναπτύσσεται, τότε η βεβαί(οση της καθολικότητας της και της αμεσότητας θα συνίστατο στο γεγονός πως κάθε συνείδηση θα την έθετε ως θεμέλιο, οποιαδήποτε και αν ήταν η έκφρασή της, ή πως η πρόταση θα βρισκόταν σιωτιτηρα μεσα σε κάθε έκφραση. Αλλά το συγκεκριμένο και η εφαρμογή είναι ακριβώς η αναφορά του απλού ταυτόσημου σε ένα διαφορετικό om'' αυτό πολλαπλό. Εκφρασμένο ως πρόταση, το συγκεκριμένο θα ήταν κατ' αρχήν μια συνθετική πρόταση. Από το ίδιο το συγκεκριμένο ή την συνθετική του πρόταση θα μπορούσε κάλλιστα η αφαίρεση να εξαγάγει δι' αναλύσεως την πρόταση της ταυτότητας· στην πράξη ωστόσο δεν θα άφηνε την εμπειρία, έτσι όπως αυτή είναι, αλλά θα την αλλοίωνε- διότι η εμπειρία περιείχε μάλλον την ταυτότητα σε ενότητα με την διαφορετικότητα, και είναι η άμεση (χνασχευή του ισχυρισμού ότι η αφηρημένη ταυτότητα ως τέτοια είναι κάτι το αληθές, γιατί σε κάθε εμπεφία λαμβάνει χώρα το ακριβώς αντίθετο, δηλ. η ταυτότητα συνενωμένη με τη διαφορετικότητα. Αλλά, από την άλλη πλευρά, συμβαίνει επίσης να αποκτά κανείς αρκετά συχνά την εμπειρία της καθαρής πρότασης της ταυτότητας, και αυτό που δείχνεται μ£ επαρκή σαφήνεια μέσα σε τούτη την εμπειρία είναι ο τρόπος, με τον οποίο αντικρίζει
13. Η επίκληση της εμπεφίας, όταν είναι αναγκαία για να απο&ικνύεται η αλήθεια της πρότασης της ταυτότητας, δεν κατορθώνει παρά να αναγνωρίζει τα όρια του εμπειρικού περιεχόμενου της πρότασης και να μη χωρεί πέρα από μια θετική αποδοχή της πρότασης από κάθε συνείδηση. Έτσι όμως αδυνατεί να ανταποκριθεί στο ερώτημα της Λογικής για τις λογικές προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή μια τέτοια αποδοχή και καταλήγει να θέτει «το γεγονός της συνείδησης ως κριτήριο της αλήθειας» W 8, 160 με αποτέλεσμα «ότι περνάει για αλήθεια να μην έχει άλλο θεμέλιο από την υποχειμενιχτη γνώση και τη SuxSe&xtoxr^ ότι εγώ μέσα στη συνείδηση συναπαντώ ένα ορισμένο περιεχόμενο», ο.π.
107
&χτ, μο
κανείς την αλήθεια που περιέχει αυτή η πρόταση. Εάν π.χ στην ερώτηση: τι είναι ένα φυτό·, δίνεται η απάντηση: ένα φυτό είναι ~ ένα φυτό, τότε η αλήθεια μιας τέτοιας πρότασης αναγνωρίζεται σύγχρονα από όλη την κοινωνία, στην οποία αυτή δοκιμάζεται, και σύγχρονα θα δηλώσει κανείς εξίσου ομόφωνα ότι η πρόταση δεν λέει τίποτα^''. Αν κάποιος ανοίγει το στόμα του και υπόσχεται να πει τι είναι θεός, δηλ. θεός είναι - θεός, τότε η προσδοκία βρίσκεται διαψευσμένη, γιατί αυτή ανέμενε ένα διαφορετικό ορισμό- και αν αυτή η πρόταση είναι απόλυτη αλήθεια, μια τέτοια απόλυτη φλυαρία χαίρει πολύ ελάχιστης εκτίμησης· δεν υπάρχει τίποτε που να θεωρείται πιο πληκτικό και πιο φορτικό από μια συζήτηση που απλώς αναμιασά το ίδιο πράγμα, από μια κουβέντα που οφείλει ωστόσο να είναι αλήθεια. Εξετάζοντας πιο προσεχτικά το πληκτικό αποτέλεσμα που συνεπάγεται μια τέτοια αλήθεια, βλέπουμε πως το ξεκίνημα : το φυτό είναι -, ετοιμάζεται να πει κάτι, να παρουσιάσει έναν πρόσθετο προσδιορισμό'^. Αλλά όταν είναι μόνο το ίδιο το πράγμα που επαναλαμβάνεται, τότε έχει συμβεί το αντίθετο, δεν έχει προκύψει τίποτα. Μια τέτοια ταυτόσημη κουβέντα, λοιπόν, αντιφάσκει προς τον ίδιο τον εαυτό της. Η ταυτότητα, συνεπώς, αντί να είναι στον εαυτό της η αλήθεια και απόλυτη αλήθεια, είναι μάλλον το αντίθετο* αντί να είναι το ακίνητο απλό, είναι η μετάβαση πάνω και έξω από τον εαυτό της στην κατάλυση του εαυτού της. Στη μορφή της πρότασης, επομένως, με την οποία εκφράζεται η ταυτότητα, βρίσκεται κάτι περισσότερο από την απλή, αφηρημένη ταυτότητα· βρίσκεται αυτή η καθαρή κίνηση της αϊ 4. Σύμφωνα με το Χέγκελ η πρόταση που &ν διατυπώνει τιαρά μια μορφική αμεσότητα εκ-φέρει μια πλήρη α&αφορίβ προς το περιεχόμενο και αποκόπτεται απ' αυτό κατά τρόπο που να αποβαίνει κενός λόγος. 15. eine weitere Bestimmung: πρόκειται για έναν χρονικά μεθύστερο προσδιοριομό που για τη Λογική οφείλει να εμπεριέχεται μέσα στο ξεκίνημα.
108
νοισκόττησης, όπου το Άλλο εμφανίζεται μόνο (ος εμφάνεια, ως άι^σος εξαφανισμός- Α είναι, είναι ένα ξεκίνημα, που υποδηλώνει κάτι διαφορετικό, προς το οποίο κανείς εκβαίνει* αλλά κανείς δεν φτάνει στο διαφορετικό· Α είναι - Α· η διαφορετικότητα είναι μόνο ένας εξαφανισμός· η κίνηση επανέρχεται στον εαυτό της'β. Η προτασιακή μορφή μπορεί να θεωρηθεί ως η λανθάνουσα αναγκαιότητα να προστεθεί ακόμη στην αφηρημένη ταυτότητα το περισσότερο εκείνης της κίνησης. -Έτσι προστίθεται επίσης ένα Α η ενα φυτό ή ένα οποιοδήποτε υπόστρωμα, το οποίο, α>ς ανώφελο περιεχόμενο, δεν έχει καμιά σημιασία· αλλά τούτο'" συγκροτεί τη διαφορετικότητα, η οποία σuμπτωμuzτικά φαίνεται να συνδέετοϊι με αυτό. Εάν αντί για το Α ή κάθε άλλο υπόστρωμα λαμβάνει κανείς την ίδια την ταυτότητα - η ταυτότητα είναι η ταυτότητα -, τότε αναγνωρίζει επίσης ότι στη θέση της θα μπορούσε να λάβει ομοίως κάθε άλλο υπόστρωμα. Εάν, συνεπώς, πρόκειται να γίνεται επίκληση αυτού που δείχνει το φοιινόμενο, τότε το τελευταίο δείχνει πως μέσα στην έκφραση της ταυτότητας βρίσκεται επίσης άμιεσα η διαφορετικότητα'®· - ή πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με ό,τι είδαμε πιο πάνω, πως τούτη η ταυτότητα είναι το μηδέν, πως είναι η αρνητικότητα, η απόλυτη διαφορά ως προς τον εαυτό της'^.
16. Η μορφή τούτη της πρότασης της ταυτότητας (Γψαίνα για το Χέγκελ κάτι περισσότερο απ' ό,τι πιστεύει η τυπική Λογική, η οποία την δέχεται ως καθαρή μορφή και την ανάγει α)ς τέτοια σε κριτήριο της αλήθειας. Σημαίνει μια ανασκοπική κίνηση, η οποία προδίδει την εμμενή μη-ταυτότητα της ταυτότητας ΧΜ την θεματοποιεί αχ; ετερότητα που είναι εμφάνεια και εξαφανίζεται ευθύς ως τίθεται. 17. Αναφέρεται στο περιεχόμενο. Το περιεχόμενο είναι η εσαιτερίκευση της ετερότητας μέσα στην ταυτότητα και ως εκ τούτου συγκροτεί τη διαφορετικότητα. 18. Η διαφορετικότητα βρίσκει έκφραση μέσα στην αμεσότητα της προτασιακής μορφής της ταυτότητας. 19. Επειδή η ταυτότητα φέρει μέσα της τη διαφορά, δεν μπορεί ο>ς θετικότητα να αξιολογήσει την αλήθεια της και να εκθέτει το περιεχόμενο της παρά μόνο όταν λαμβάνει τη μορφή του αποχωρισμού ατιό αυτό το Είναι, όταν προσχωρεί σε μια ορισμένη άρνηση οωτού.
109
• Η άλλη έκφραση της πρόταίτης της ταυτότητας: Α ίεν μπορεί να είναι σύγχρονα Α χαχ μη-Α, έχει αρνητική μορφή· αυτή ονομάζεται η πρόταση της αντίφασης. Για το πώς η μ^ρφη της άρνησης, δια της οποίας τούτη η πρόταση διακρίνεται από την προηγούμενη, φτάνει στην ταυτότητα, συνηθ(ι)ς δεν δίνεται καμιά δικαιολόγηση.-Αλλά τούτη η μορφή συνίσταται στο γεγονός ότι η ταυτότητα, ως η καθαρή κίνηση της ανασκόπησης, είναι η απλή αρνητικότητα, την οποία περιέχει σε μια περισσότερο ανεπτυγμένη μορφή η αναφερθείσα δεύτερη έκφραση της πρότασης. Ό.τι έχει διατυπωθεί, είναι Α xau ένα μη-^, το καθαρό-άλλο του Α· τούτο όμως δεν δείχνεται ποφά μόνο για να εξαφανισθεί. Σε τούτη την πρόταση λοιπόν η ταυτότητα είναι εκφρασμένη - (ος άρνηση της άρνησης. Α και μη-Α είναι διαφοροποιημένοι [όροι], [και] ετούτοι οι διαφοροποιημένοι [όροι] αναφέρονται στο ένα και ίδιο .4. Η ταυτότητα λοιπόν παρουσιάζεται εδώ ως ετούτη η κατάσταση-διαφοροποίησης μέσα σε Μια σχέση ή ως η απλη διαφορά στους ίδιους [τους διαφοροποιημένους όρους]-^. Από δω γίνεται φανερό πως η πρόταση της ίδιας της ταυτότητας και ακόμη περισσότερο η πρόταση της αντίφασης δεν είναι απλώς αναλυτικής φύσης, αλλά συνθετικής^Κ Διότι η τελευταία περιέχει στην έκφρασή της όχι μόνο την κενή, απλή ισότητα με τον εαυτό της, και όχι απλώς το Άλλο αυτής εν γένει, αλ}ά ακόμη περισσότερο την απόλυτη ανισότητα, την αντίφαση καθεαυτην. Αλλά όπως έχει δειχθεί, η πρόταση της ίδιας της ταυτότητας περιέχει την κίνηση της ανασκόπησης, την ταυτότητα ως εξαφάνιση του ετέρως-Είναι. Αυτό λοιπόν που προκύπτει από τούτη την εξέταση, είναι -20, Καθένας από αυτούς τους όρους αποδεικνύεται ότι είναι η άρνηση του εαυτού του. Η πρόταστ, της ταυτότητας και η πρόταση της αντίφασης δε βρίσκονται σε σχέστ, αντίθεσης, διαλεκτικής εξέλιξης. Η δεύτερη προϋποθέτει την πρώτη και προκ^τει από την ανάπτυξη αυτής. Τούτη δε περιέχεται μέσα στην πρόταση •της αντίφασης ως άρνηση της άρνησης.
110
πρώτον ότι η πρόταση της ταυτότητας ή της αντίφασης, έτσι όπως αυτή οφείλει να εκφράζει ως αληθές μόνο την αφηρημένη ταυτότητα, σε αντίθεση προς τη διαφορά, δεν είναι ένας νόμος της νόησης, αλλά μάλλον το αντίθετο αυτού- δεύτερον ότι αυτές οι προτάσεις περιέχουν κάτι περισσότερο από ό,τι κανείς νομίζει ότι περιέχεται σε αυτές, δηλ. τούτο το αντίθετο, την ίδια την απόλυτη διαφορά. Β.
Η ΔΙΑΦΟΡΑ 1. Η απόλυτη διαφορά Η διαφορά είναι η αρνητικότητα, την οποία έχει μέσα της η ανασκόπηση· το μηδέν, το οποίο λέγεται από το ομιλείν της ταυτότητας22· το ουσιώδες στάδιο της ίδιας της ταυτότητας, η οποία συγχρόνως, ως αρνητικότητα του εαυτού της^·'', προσδιορίζει τον εαυτό της και είναι διαφοροποιημένη από τη διαφορά. 1. Τούτη η διαφορά είναι η διαφορά καθεαυτην και άεαυτήν, η απόλυτη διαφορά, η διαφορά της ουσίας. Αυτή είναι η διαφορά καθεαυτήν και διεαυτήν, όχι διαφορά [που προκύπτει] από εξωτερικό παράγοντα, αλλά αναφερόμενη στον εαυτό της, άρα απλη διαφορά. -Είναι ουσιώδες να συλλαμβάνουμε την απόλυτη διαφορά ως απλή. Μέσα στην απόλυτη διαφορά, του ενός από το άλλο, του Α και του μη-Α, είναι το απλό μτ^'^, το οποίο, ως τέτοιο, συνιστά αυτή την ίδια. Η ίδια η διαφορά είναι απλή έννοια. Δυο πράγματα είναι διαφοροποιημένα, έτσι εκφράζεται ο καθένας, σε
22. ΓιαTO-η λέγεται δες ποφατηρηση 2, σ. 104 κ. εξ. 23. Δηλ. ως ανασκόπηίΐη εντός εαυτού. 24. Das einiache Nicht: το Nicht, ακ παροιχτία της άρνησης, πρου&ορίζει το θιμ«λιο της διας)οράς ανάμΐΐτα στο Α και - Α.
111
τούτο, στο ότι αυτά κ.λπ. - Σε τούτο, δηλ. από μιια και την ίδια άποψη, στο ίδιο θεμέλιο του προσδιορισμού. Η διαφορά είναι η διαφορά της ίχνασχότνηστης, όχι η ετερότητα του προσδιορισμένου-Ειναα. Ένα προσδιορισμένο-Είναι και ένα άλλο προσδιορισμένο-Ειναι είναι τεθειμένα ως εκτός αλλήλων-πτωτικά [aussereinanderfellend], το καθένα από αυτά, ως προσδιορισμένο απέναντι στο άλλο, έχει ένα άμεσο Είναι για τον εαυτό του. Το Άλλο της ουσίας, απεναντίας, είναι το Άλλο καθεαυτό και διεαυτό, όχι το Άλλο ως Άλλο ενός Άλλου που βρίσκεται έξω από αυτό, [αλλά] η απλή προσδιοριστικότητα καθεαυτήν. Στη σφαίρα του προσδιορισμένου-Είναι επίσης η ετερότητα και η προσδιοριστικότητα αποδείχτηκαν ότι έχουν τούτη τη φύση: να είναι απλή προσδιοριστικότητα, ταυτόσημη αντίθεση· αλλά τούτη η ταυτότητα φανερώθηκε μόνο ως η μετάβαση μιας προσδιοριστικότητας σε μια άλλη. Εδώ, στη σφαίρα της ανασκόπησης, η διαφορά προβάλλει ως ανασκοπημένη διαφορά, η οποία είναι τεθειμένη ακριβώς, όπως αυτή είναι καθεαυτήν. 2. Η διαφορά καθεαυτήν είναι η αναφερόμενη στον εαυτό της αναφορά" ως τέτοια, είναι η αρνητικότητα του εαυτού της, η διαφορά όχι ως προς ένα άλλο, αλλά του εαυτού της από τον εαυτό της- αυτή δεν είναι η ίδια, αλλά το Άλλο της^^. Το διαφοροποιημένο όμως από τη διαφορά είναι η ταυτότητα. Άρα η διαφορά είναι αυτή η ίδια και η ταυτότητα. Αμφότερα μιαζί συγκροτούν τη διαφορά· αυτή είναι το όλο και το στάδιό της. - Παρόμοια μπορεί κανείς να πει ότι η διαφορά ως απλή [διαφορά] δεν είναι διόλου διαφορά" αυτή είναι τούτο μιόνο σε αναφορά προς την ταυτότητα· αλλά η αλήθεια βρίσκεται μάλλον στο ότι αυτή, ίος διαφορά, περιέχει εξίσου την ταυτότητα και την ίδια την αναφορά τούτη. - Η διαφορά είναι το όλο και το ιδιαίτερο αυτής στάδιο, όπως η ταυτότητα είναι εξίσου το όλον της και το στάδιό της. -Αυτό είναι που πρέπει να εξετάζεται ως η ουσιώδης φύση 25. Δηλ. η ταυτότητα.
112
της ανασκόττησης και ως προσδιορισμένο αρχέγονο-θεμελιο [Urgrund] κάθε ενέργειας ΧΜ αυτοχινησης^^. - [Η] διαφορά καθώς και η ταυτότητα καθιστούν τον εαυτό τους στάδιο ή τεθειμενο-Είναι, επειδή, α>ς ανασκόττηση, αυτές είναι η αρνητική αναφορά στον εαυτό τους. Η διαφορά, έτσι [εννοημένη] ως ενότητα του εαυτού της και της ταυτότητας, αυτή καθεαυτην είναι προσδιορισμένη διαφορά. Δεν είναι μετάβαση σε ένα Άλλο, μήτε αναφορά σε άλλο έξω απ' αυτήν αυτή έχει το Άλλο της, την ταυτότητα, μέσα της," ακριβώς όπως η τελευταία, έχοντας εισέλθει στον προσδιορισμό της διαφοράς, δεν έχει απολέσει τον εαυτό της σε τούτη σαν στο Άλλο της, αλλά διατηρείται σ' αυτήν, είναι η εντός εαυτού ανασκόττησή της και το στάδιό της. 3. Η διαφορά έχει τα δύο στάδια, ταυτότητα και διαφορά" αμφότερα είναι λοιπόν ένα τεθειμένο-Είναι, , [ua προσδιοριστικότητα. Αλλά σε τούτο το τεθειμένο-Είναι το καθένα είναι αναφορά στον εαυτό του τον ίδιο. Το ένα, η ταυτότητα, είναι άμεσα η ίδια το στάδιο της ανασκόττησης εντός εαυτού· αλλά παρόμοια το άλλο, η διαφορά, είναι διαφορά καθεαυτήν, η ανασκοπημένη διαφορά. Η διαφορά, έχοντας δύο τέτοια στάδια, τα οποία είναι τα ίδια ανασκοτιήσεις εντός εαυτού, είναι διαφορετικότητα^".
26. Η φύση της διαφοράς συνιστά τις λογικές προϋποθέσεις ή το διαλεκτικό θεμέλιο που καθιστά δυνατή κάθε φυσική ή συνειδησιακή κίνηση. 27. Ενόσω η διαφορά υψώνεται σε στοιχείο της λογικής εξέλιξης και διατρέχει τη σύνολη κίνηση της ανασκόττησης, αναδεικνύεται σε προσδιοριστικό και &αφοροποιητικό θεμέλιο της ανσσκοπημένης εντός εαυτού ταυτότητας και διαφοράς, θετει λοιπόν αμφότερα αυτά τα στάδια σε μια αλληλοενάντια σχέση, στα πλαίσια της οποίας το καθένα, όντας τεθειμένο-Είναι, έρχεται σε ανασκοπημένο εντός εαυτού αυτοσχετισμό και συνακόλουθα συνιστά ταυτότητα. Η διαφορά, αις ένα τέτοιο όλο, λαμβάνει περαιτέρω τον ουσιώδη προσδιορισμό της διαφορετικότητας· κάτι που δείχνει την αποφασιστική μετα-μόρφωση της ταυτότητας σε στοιχείο ή στάδιο της διάφορος ως αναφοράς του Εϊχυτού στο τεθειμένο-Είναι του σαν στο μη-διαφοροποιημένο-Είναι, που στέκεται (»διάφορο στη σφαίρα του εαυτού του και γι' αυτό σε σχάση απο το όλο.
113
2.
Η Βιαφορετιχότητα 1. Η ταυτότητα διασπάται^^ κατά τη δική της πλευρά σε διαφορετικότητα, επειδή, καθότι απόλυτη διαφορά εντός εαυτού, θέτει τον εαυτό της ως το αρνητικό της, και τούτα τα στάδιά της, [δηλ.] αυτή η ίδια και το αρνητικό της, είναι ανασκοπήσεις εντός εαυτού, είναι αυτο-ταυτά' ή ακριβώς επειδή αυτη αναιρεί άμεσα η ίδια την αρνητική της δραστηριότητα και μέσα στον -ροσδιορισμό της είναι ανασκοπημένη εντός εαυτού. Οι διαφοροποιημένοι όροι υφίστανται ως αδιάφορα διαφορετικοί έναντι αλλήλων, επειδή ο καθένας είναι αυτο-ταυτός, επειδή η ταυτότητα αποτελεί το έδαφός του και το στοιχείο του· άλλα λόγια, το διαφορετικό είναι ό,τι είναι μόνο μέσα στο αντίθετό του, στην ταυτότητα"^. Η διαφορετικότητα συνιστά το ετέρως-Είναι ως τέτοιο της ανασκόπησης. Το άλλο τού προσδιορισμένου-Είναι έχει για θεμέλιο του το άμεσο Είναι, μέσα στο οποίο υφίσταται το αρνητικό. '2S. Η ταυτότητα ως ταυτότητα είναι μόνο αυτή η διάσπαση [zerfallen] σε διαφορετικόττ,τα. Η διαφορετικότητα, συνεπώς, εκφράζει ό,τι είναι και δεν είναι η ταυτότητα. μ.ε την έννοια ότι παριστά έναν ολοκληρωματικό διαχωρισμό της ταυτότητας σε ταυτότητα και διαφορά' ένα τέτοιο δηλ. διαχωρισμό που συγκροτεί τη λογική σήμανση του γεγονότος ότι η κάθε πλευρά είναι στον εαυτό της και καταφάσκει την ομοιοτητα της ως ισχύ της ομοιότητας απέναντι σε αυτό που η καθεμαά δεν είναι. απέναντι δηλ. στην ανομοιότητα. Η διαφορετικότητα, λοιπόν, είναι η ήρεμη έκφραση της δια>^rκτικής έντασης ομοιότητας-ανομοιότητοις, έτσι όποας αυτή εμπεριεχεται μέσα στο zerfeilen και παραπέμπει στα όρια της διαφορετικότητας. Σε μια μεταγενέστερη εκδοχή ο Wittgenstein [Trakt. 1, 2] αφήνει να μας δίνεται το όλο νόημα στην εξής πρόταση: ο κόσμος αποσυντίθεται σε γεγονότα. Ο Adorno που στέκεται κριτικά έως αρνητικά απέναντι στη Χεγκελιανή διαλεκτική υποστηρίζει πως η τελευταία κυριαρχείται αναγκαστικά από την ταυτολογική νόηση και γι' αυτό η Λογική της είναι αυτή της διάσπασης και της αποσύνθεσης. Δες Adorno 148 κ.εξ. •29. Η ταυτόττ,τα είναι αυτή που ρίχνει φως στο Είναι του διαφορετικού, γιατί μέσω αυττ,ς 'Jφίσταvτα^ οι διαφορετικοί όροι ως τέτοιοι.
114
Αλλά μέσα στην ανασκόπηση η ταυτότητα με τον εαυτό, η ανασκοπημένη αμεσότητα, συνιστά το υφίστασθαι του αρνητικού και την αδιαφορία του. Τα στάδια της διαφοράς είναι η ταυτότητα και η ίδια η διαφορά. Αυτά είναι διαφορετικά, μόνο όταν είναι ανασκοττημένα εντός εαυτού, όταν αναφέρονται στον εαυτό τους. Ως τέτοια αυτά είναι μέσα στον προσδιορισμό της ταυτότητας, είναι μόνο αυτοσχετισμοί· η ταυτότητα δεν αναφέρεται στη διαφορά, μήτε είναι η διαφορά που αναφέρεται στην ταυτότητα" εφόσον έτσι το καθένα από τα στάδια αναφέρεται μιόνο στον εαυτό του, αυτά $εν είναι προσδιορισμένα έναντι αλλήλων.-Επειδή λοιπόν, κατ' αυτό τον τρόπο, δεν είναι διαφοροποιημένα στον εαυτό τους, η διαφορά είναι σ' αυτά εξωτεριχη^ϊα διαφορετικά στάδια, λοιπόν, βρίσκονται σε αμοιβαία σχέση όχι ως ταυτότητα και διαφορά, αλλά μόνο ως διαφορετικά [στάδια] εν γένει, τα οποία είναι αδιάφορα προς άλληλα και προς την προσδιοριστικότητά τους. 2. Μέσα στη διαφορετικότητα, [που έχει συλληφθεί] ως η αδιαφορία της διαφοράς, η ανασκόπηστη έγινε γενικά εξωτερικτη στον εαυτό της· η διαφορά είναι μόνο ένα τεθειμένο-Είναι ή είναι ανηρημένη, αλλά η ίδια είναι η όλη ανασκόπηση·^". Αν εξετάσουμε τούτο πιο προσεχτικά, βλέπουμε ότι αμφότεροι [οι όροι], η ταυτότητα και η διαφορά, όπως το προσδιορίσαμε προ ολίγου, είναι ανασκοτϋήσεις, ο καθένας μια ενότητα του εαυτού του και του άλλου του* ο καθένας είναι το όλο. Έτσι όμως η προσδιοριστικότητά, [που συνίσταται] στο να είναι μόνο ταυτότητα ή μόνο διαφορά, είναι κάτι το ανηρημιένο. Αμφότερες, συνεπώς, δεν 30. Η διαφορά ως εξωτερική ανασχότζηιτη προσδιορίζεται στο^ι εαυτό της ταν στο· διαφορετικό στοιχείο με το να τίθεται έξωθεν. Ταυτόχρονα ο εαυτός της, μεσα σε τούτη την προσδιοριστικότητά, είναι υπό το χαρακτήρα του διαφορετικού στοιχείου η ανηρημένη διαφορά, γιατί εκφράζει τη συγκρισιμότητα της εξωτερικότητας με την αδιαφορία ως προς το διαφορποιήσιμο του εξωτερικού της Είναι. Δεν παύ« ωστόσο αυτή η διαφορά εν γένει να αποτελεί οιονεί τον μέσο όρο της εξωτερικής ανασκοπικής δραστηριότητιχς.
115
είναι ποιότητες, επειδή η προσδιοριστικότητά τους, μέσω της ανασκόπησης εντός εαυτού, είναι συγχρόνως μόνο μια άρνηση.' Είναι λοιπόν παρόν το διττό τούτο: η (χνασχότζηση εντός εαυτού ως τέτοια και η προσδιοριστικότητα ως άρνηση ή το τεθειμενοΕίναι. Το τεθειμένο-Είναι είναι η εξωτερική προς τον εαυτό της ανασκόπηση· είνο« η άρνηση ως άρνηση· -είναι έτσι καθεαυτό πράγματι η αναφερόμενη στον εαυτό της άρνηση και η ανασκόπηση εντός εαυτού, αλλά μόνο καθεαυτό· αυτό είναι η αναφορά στην άρνηση σαν σε κάτι εξωτερικό. Η ανασκόπηση καθεαυτήν [= δυνάμει] και η εξωτερική ανασκόπηση είναι, κατά ταύτα, οι δύο προσδιορισμοί, μέσα στους οποίους τίθενται τα στάδια της διαφοράς, ταυτότητα και διαφορά. Αυτοί είναι αυτά τούτα τα στάδια, στο βαθμό που έχουν εφεξής προσδιοριστεί. - Η ανασκόπηση καθεαυτήν είναι η ταυτότητα, αλλά [τέτοια που] έχει το χαρακτηριστικό να είναι αδιάφορη απέναντι στη διαφορά, όχι απλώς να μην ενέχει τη διαφορά, αλλά να είναι αυτο-ταυτή στη σχέση της προς αυτή· αυτή είναι η διαφορετικότητα. Είναι η ταυτότητα, η οποία έχει ανασκοτνηθεί στον εαυτό της, με τρόπο που αυτή να είναι για την ακρίβεια η Μία ανασκόπηση των δύο σταδίων μιέσα τους· αμφότερα είναι ανασκοπήσεις εντός εαυτού. Η ταυτότητα είναι τούτη η μία ανασκόπηση αμφοτέρων, η οποία περιέχει τη διαφορά μόνο ως μιια αδιάφορη διαφορά και είναι εν γένει διαφορετικότητα. - Η εξωτερική ανασκόπηση, απεναντίας, είναι η προσ8ιορισμένη διαφορά τους, όχι ως απόλυτη ανασκότιηση εντός εαυτού, αλλά ως ένας όρος, απέναντι στον οποίο η καθεαυτήν [= δυνάμει] ούσα ανασκόπηση είναι αδιάφορη· αμφότερα τα στάδια της διαφοράς, η ταυτότητα και η ίδια η διαφορά, είναι λοιπόν εξωτερικά τεθειμένοι προσδιορισμοί, όχι καθεαυτούς και διεαυτούς προσδιορισμοί. Τούτη η εξωτερική ταυτότητα, τώρα, είναι η ομοιότητα, και η εξωτερική διαφορά η ανομοιότητα^^. - Η ομοιότητα είναι α31 Απο την άποψη της διαφορετικότητας, η οποία είναι απροσδιόριστο υπόστρωμα,
116
σφαλώς ταυτότητα, αλλά μόνο ως ένα τεθειμενο-Είναι, μια ταυτότητα, η οποία <δεν είναι καθεαυτήν και διεαυτήν. - Παρόμοια, η ανομοιότητα είναι διαφορά, αλλά ως μια εξωτερική [διαφορά], η οποία καθεαυτήν και διεαυτήν δεν είναι η δϋχφορά του ίδιου του ανόμοιου. Εάν κάτι είναι όμοιο ή όχι προς ένα άλλο κάτι, αυτό δεν ενδιαφέρει ούτε το ένα ούτε το άλλο· το καθένα από αυτά είναι αναφερόμενο στον εαυτό του μόνο, είναι καθεαυτό και διεαυτό αυτό που το καθένα είναι· η ταυτότητα ή μη-ταυτότητα ο^ς ομοιότητα ή ανομοιότητα είναι η άποψη ενός τρίτου που πέφτει έξω απ' αυτά. 3. Η εξωτερική ανασκόπηση φέρει σε αναφορά το διαφορετικό [Verschiedene] μιε την ομοιότητα και την ανομοιότητα. Αυτή η αναφορά, το συγκρίνειν'^, πηγαίνει πέρα-δώθε από την ομιοιότητα στην ανομοιότητα και από τούτη σε κείνη. Αλλά τούτη η αναφορά, που πηγαίνει πέρα-δώθε, της ομοιότητας και της ανομοιότητας, είναι εξωτερική σ' αυτούς τους ίδιους τους προσδιορισμούς· επίσης, αυτοί δεν αλληλοσχετίζονται, αλλά ο καθένας για τον εαυτό του αναφέρεται μόνο σε ένα τρίτο·". Ο καθένας, μέσα σε τούτη την εναλλαγή, ξεπροβαίνει άμεσα για τον εαυτό του. - Η εξωτερική ανασκόττηση είναι, ως τέτοια, εξωτερική προς τον εαυτό της· η προσδιορισμένη διαφορά είναι η απόλυ-
ομοιότητα και ανομοωτητα είναι οι όροι που προσδιορίζουν την εξωτερική ανασκόπηση και οι τρόποι που την εκφέρουν ως σχέση. Πρόκειται για τη σχέση που εφεξής εμ4>«νίζεται ως προσδιοριστικό θεμέλιο εκείνου του διαφορετικού-Ειναι ως απροσδιόριστου υποστρώματος. 32. vergleichen: Αυτό το συγκρίνειν προϋποθέτει τον απόλυτο χωρισμό των διαφορετικών όρων της ομοιότητας και της ανομοιότητας για να θεμελιώσει τη «συμμετρία» τους και να εκπληρώνει κατ' αυτό τον τρόπο τους όρους, μέσω αυτής της εξωτερικής της λειτουργίας, της κίνησης προς μια λογική θετικότητα. 33. Αυτό το τρίτο είναι τεθειμένο ως ανασκόπηση εντός εαυτού και αποτελεί «ένα και το αυτό υπόστρωμα για την ομοιότητα και την ανομοιότητα», W 8, 24()Λ261. Αυτό οημαινει ότι η λανθάνουσα μέσα στη διαφορετικότητα σχέση λαμβάνε» χώρα ως η λογική συνθήκη της μη-αναφορικότητας (Unbezügüchkeit) της τεθειμένης διβιφορετικότητας.
τη ό'ιαφορά που έχει υποστεί άρνηση· αυτή, συνεπώς, δεν είναι απλή, μήτε η ανασκόπηση εντός εαυτού" απεναντίας έχει τούτη εδώ εκτός εαυτού· τα στάδια της, ως εκ τούτου, λαμβάνουν χώρα εκτός αλλήλων και αναφέρονται επίσης, ως εξωτερικά έναντι αλλήλων, στην αντι-κείμενη προς αυτά ανασκόπηση εντός εαυτού. Στην αλλοτριωμένη από τον εαυτό της ανασκόπηση^^ προβάλλουν λοιπόν η ομοιότητα και η ανομοιότητα ως μη-σχετιζόμενες οι ίδιες προς αλλήλας, και αυτή, με το να τις σχετίζει με ενα και το αυτό πράγμο^^, τις χωρίζει, εισάγοντας τα «εφόσον», «όψεις» και «απόψεις». Οι διαφορετικοί [όροι] που είναι ένα και το αυτό πράγμα, στο οποίο αναφέρονται αμφότερες, η ομοιότητα και ανομοιότητα, είναι λοιπόν από τη μια πλευρά αμοιβαία όμοιοι. από την άλλη πλευρά όμως ανόμοιοι, και εφόσον αυτοί είναι όμοιοι, στον iSio βαθμό δεν είναι ανόμοιοι. Η ομοιότητα αναφέρεται μόνο στον εαυτό της και η ανομοιότητα είναι παρόμοια μόνο ανομοιότητα. Αλλά δι' αυτού του απ' αλλήλων χωρισμού τους απλώς αυτό-αναιρούνται. Ακριβώς εκείνο που οφείλει να κρατά μαχκριά τους την αντίφαση και την διάλυση, δηλ. ότι κάτι είναι από μια άτζοφη όμοιο με ένα άλλο, από μια άλλη όμως άποψη ανόμοιο, τούτος ο διαχωρισμός της ομοιότητας και της ανομοιότητας είναι η καταστροφή τους. Διότι αμφότερες είναι όροι της διαφοράς· αυτές είναι αλληλοσχετισμοί, [σύμφωνα με τους οποίους] το ένα είναι ό,τι το άλλο δεν είναι· όμοιο δεν είναι ανόμοιο και ανομοιο δεν είναι όμοιο· και αμφότερα έχουν ουσιαστικά αυτό τον σχετισμό, και έξω απ' αυτόν καμιά σημασία· ως προσδιορισμοί ."U. Η εξώθτ,ση της αλλοτρίωσης της ανασκότυησης ως τα άκρα συνεπάγεται τη «Λμ^κη οιαβάθμιση της πιο ριζοσπαστικής εξωτερικότητας, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οποίας είναι η εξωτερικότητα των αμοιβαία διαφερομένων όρων: του διαφορετικου-Είναι ως τέτοιου και των όρων: ομοιότητα-ανομοιότητα της ομοιότητας και της ανομοιότητας στην αμοιβαία τους εναντίωση. Δηλ. με το διαφορετικό, το οποίο συνιστά το υπόστρωμά τους.
118
της διαφοράς, το καθένα είναι αυτό που είναι (υς άαφοροπονημενο από το Άλλο του. Αλλά, μέσω της αμοιβαίας τους αδιαφορίας, η ομοιότητα είναι μόνο μια αυτο-αναφορά, παρόμοια [και] η ανομοιότητα είναι μια ιδιαίτερη άποψη [= μια αυτο-αναφορά] και μια ανασκόπηση για τον εαυτό της· καθεμαά, συνεπώς, είναι όμοια προς τον εαυτό της· η διαφορά έχει εξαφανισθεί, επειδή αυτές δεν έχουν καμιά προσδιοριστικότητα έναντι αλλήλων με άλλα λόγια, η καθεμιά είναι γΓ αυτό μόνο ομοιότητα. Αυτή η αδιάφορη άποψη ή η εξωτερική διαφορά αυτο-αναιρείται έτσι η ίδια και είναι αυτή καθεαυτήν η αρνητικότητα του εαυτού της. Αυτή είναι εκείνη η αρνητικότητα, η οποία, μέσα στην πράξη του συγκρίνειν, ανήκει στον συγκρίνοντα όρο. Ο τελευταίος τούτος πηγαίνει από την ομοιότητα στην ανομοιότητα και απ' αυτήν πίσω στην ομοιότητα, αφήνει δηλ. το ένα να χάνεται μέσα στο άλλο και στην πράξη είναι η αφνητικη ενότητα αμφοτέρων. Τούτη είναι πρωτίστως εκείθεν του συγκρινόμενου όρου όπως και εκείθεν των σταδίων της σύγκρισης σαν μια υποκειμΐνική ενέργεια που πέφτει έξω απ' αυτά. Αλλά, όπως έχει προκύψει, τούτη η αρνητική ενότητα, στην πράξη, είναι η φύση τής ίδιας της ομοιότητας και της ανομοιότητας·'^'. Ακριβώς η αυτόνομη άποψη, η οποία είναι η καθεμαά απ' αυτές, είναι μάλλον η αυτο-αναφορά που αναφει τη συντελεσθείσα διαφοροποίηση τους και κατ' επέκταση αυτές τις ίδιες. Από τούτη την άποψη, ως στάδια της εξωτερικής ανασκόπησης και ως εξωτερικοί προς τον εαυτό τους όροι, η ομοιότητα και η ανομοιότητα εξαφανίζονται μαζί στην ομοιότητά τους. Αλλά ακόμη τούτη η αρνητικη τους ενότητα είναι επίσης τεθειμένη μέσα τους· αυτές δηλ. έχουν την καθεαυτήν ούσα ανασκόπηση έξω από τον εαυτό τους ή είναι η ομοιότητα και η ανομοιότητα ενός τρίτου, ενός άλλου από ό,τι είναι αυτές οι ίδιες. Ετσι 36. Η αρνητική ενότητα, συνακόλουθα, είναι ο λογικός όρος που καθιστά έυνατο τον αυτοσχετισμό της ομοιότητας και της ανομοιότητας.
m
το όμοιο δεν είναι το όμοιο του εαυτού του, και το ανόμοιο το ίδιο, ως το ανόμοιο όχι του εαυτού του, αλλά κάποιου άλλου ανομοιου σ' αυτό, είναι το όμοιο. Άρα, το όμοιο και το ανόμοιο είναι το ανόμοιο του εαυτού τους. Το καθένα είναι λοιπόν τούτη η ανασκότιηση: η ομοιότητα [που συνίσταται] στο οτι αυτη είναι η ίδια και η ανομοιότητα" η ανομοιότητα [που συνίσταται] στο ότι αυτη είναι η ίδια και η ομοιότητα^'. Ομοιότητα και ανομοιότητα συγκροτούσαν την πλευρά του τεθειμενου-Είναι, κατ' εναντίωση προς το συγκρινόμενο και το διαφορετικό, το οποίο είχε προσδιοριστεί σε αντίθεση με αυτές ως η καθεαυτην ούσα ανασκόπηση^®. Αλλά τούτο το τεθειμένοΕίναι έχει ομοίως απολέσει έτσι την προσδιοριστικότητά του ως προς αυτές. Είναι ακριβώς η ομοιότητα και η ανομοιότητα, οι προσδιορισμοί της εξωτερικής ανασκόπησης, που είναι η απλώς καθεαυτήν ούσα ανασκόπηση, η οποία όφειλε να είναι το διαφορετικό ως τέτοιο, η απροσδιόριστη μόνο διαφορά του. Η καθεαυτην ούσα ανασκότυηση είναι η αυτο-αναφορά χωρίς άρνηση, η αφηρημένη ταυτότητα με τον εαυτό, και έτσι το ίδιο ακριβώς το τεθειμένο-Είναι. - Το απλώς διαφορετικό, κατά ταύτα, μ.εταβαίνει μέσα από το τεθειμένο-Είναι στην αρνητική ανασκόπηση. Το διαφορετικό είναι η απλώς τεθειμένη διαφορά, άρα η διαφορά που δεν είναι καμιά διαφορά, επομένίος η άρνηση του εαυτού μέσα στον εαυτό του. Η ίδια έτσι η ομοιότητα και η ανομοιότητα, το 37. Ο Χέγκελ γράφει σχετικά στην Εγκυκλοπαίδεια: «Η ομοιότητα είναι («α ταυτόττ,τα τέτοιων μόνο όντων, τα οποία δεν είναι τα ίδια τούτα, δεν αλληλοταυτίζονται. - και η ανομοιότητα είναι σχετισμός ανόμοιων όντων. - Αμφότερες δεν πέφτουν λοιπόν χωριστά και αδιάφορα σε διαφορετικές πλευρές ή απόψεις [των όντων], αλλά η μια είναι μια πράξη εμφάνισης μέσα στην άλλη. Η διαφορετικότητα, TJvεπώς, είναι διαφορά της ανασκόπησης ή διαφορά αυτη χιχθεχυτήν, προσΛορίομεw; διαφορά», W 8, 242/263. 38. Οπως έχει προκΰ·|ει μέχρις εδώ, από τη μ«ι η ομοιότητα και η ανομοιότητα ως τεθειμένο-Είναι και από την άλ>νη η καθεαυτήν ούσα ανασκόπηση εμφανίζονται εντός αλλήλων. Ακριβώς αυτή η εντός αλλήλων μιψΡΜΎι είναι ο τρόπος που έγινε η ανασκόπηση εξωτερικευμένη στον εαυτό της.
120
τεθειμένο-Είναι, επανέρχεται μέσω της α&αφορίας ή της καθεαυτήν ούσας ανασκόττησης στην αρνητική ενότητα με τον εαυτό, στην ανασκόπηση, η οποία αυτή καθεαυτήν είναι η διαφορά της ομοιότητας και της ανομοιότητας. Η διαφορετικότητα, της οποίας οι αδιάφορες πλευρές είναι όχι λιγότερο απλά και μόνο όψεις Μιας αρνητικής ενότητας, είναι η αντίθείττ^^. Παφατήρηστη Η διαφορετικότητα, όπως και η ταυτότητα, εκφράζεται μέσα σε μια δική της πρόταση. Κατά τα λοιπά, αυτές οι δύο προτάσεις κρατούνται χωριστά μέσα στην αδιάφορη διαφορετικότητα, έτσι που η καθεμιά να ισχύει για τον εαυτό της, χωρίς να λαβαίνει υπόψη την άλλη. Όλα τα πράγματα είναι διαφορετικά, η:δεν υπάρχουν δύο πράγματα, τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους^'^. Τούτη η πρόταση, στην πράξη, είναι αντί-θετη προς την πρόταση της ταυτότητας, γιατί η τελευταία αναφέρει: Α είναι κάτι διαφορετικό, άρα Α είναι επίσης όχι · ή /I είναι ανόμοιο προς κάτι άλλο·^'. έτσι αυτό δεν είναι Α γενικά, αλλά μάλλον ένα προσδιορισμένο .1. Το Α, μέσα στην πρόταση της ταυτότητας, μπορεί να αντικα-
39. Η μετάβοίτη της δκχφορετικότητας στην αντίθεση είναι πράξη της εξωτερικευμιένης ανασκόττησης, η οποία στην εξωτερίκευση [= αλλοτρίωση] της εσωτερικευει τη διαφορά και από απροσδιόριστο υπόστρωμα την θέτει ως «διαφορά της o•Jσίας)» W 8, 243. Από εδώ συνάγεται ότι εκείνο το υπόστρωμα καταργείται ως προσδιορισμός της ομοιότητας και το διαφοροποιημένο-Είναι του μεσω της εξωτερίκευσης της ίχνασκόττησης δείχνετο« να είναι ανομοιότητα. Κατ' αυτό τον τρόπο η διαφορά ομοιότητας-ανομοιότητας αποκαλύπτεται να είναι η ίδια η ανασκότητιση στην αυτοδιαφοροποίησή της. Η αδιαφορία τώρα είναι το κοινό λογικό στοιχείο των δύο όρ<ον. μόνο όταν συνιστά σχέση αντίθεσης. 40. Εδώ ο Χέγκελ παραθέτει ελεύθερα το νόημα της πρότασης της διαφορετικόητ;τας, όπως εκφράζεται από τον Leibniz. Δες Μοναδολογία § 9. 41. Μεταφράζω σύμφωνα με την πρώτη έκδοση που γράφει: ist einem anderen. Η δεύτερη έκδοση γράφει: ist in einem anderen.
121
τασταθεί από κάθε άλλο υπόστρωμυχ, αλλά Α ως ανόμοιο δεν μπορεί πλέον να ανταλλαχθεί με κανένα άλλο. Βέβαια, αυτό οφείλει να είναι διαφορετικό όχι απο τον εαυτό του, αλλά μόνο από κάτι άλλο- τούτη η διαφορετικότητα ωστόσο είναι ο δικός του ιδιαίτερος προσδιορισμός. Ως αυτο-ταυτό Α, τούτο είναι το απροσδιόριστο· αλλά ως προσδιορισμένο είναι το αντίθετο αυτού· δεν έχει πλέον μέσα του την ταυτότητα μόνο με τον εαυτό του, αλλ' επίσης μια άρνηση, κατά συνέπεια μια διαφορετικότητα του εαυτού του από τον εαυτό του''2_ Το ότι όλα τα πράγματα είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο, είναι μια πολύ περιττή πρόταση, γιατί τα πράγματα στον πληθυντικό εμπεριέχουν άμεσα την πλειονότητα και την εντελώς απροσδιόριστη διαφορετικότητα"^^. - Αλλά η πρόταση: δεν υπάρχουν δύο πράγματα, τα οποία είναι εντελώς όμοια μεταξύ τους, εκφράζει, κάτι περισσότερο, δηλ. την προσδιορισμένη διαφορετικότητα. Δύο πράγματα δεν είναι απλώς δύο - η αριθμητική πο>λότητα είναι μόνο το ομοιοειδές -, αλλά είναι διαφορετικά [χέσω ενός προσδιορισμού. Η πρόταση ότι δεν υπάρχουν δύο πράγματα που είναι όμοια μεταξύ τους, εντυπωσιάζει την παράσταση [= την κοινή σκέψη], - όπως στο ανέκδοτο που παρουσίασε σε μια αυλή ο Leibniz και έγινε η αιτία να ψάξουν οι δεσποινίδες ανάμιεσα στα φύλλα των δέντρων για να δουν κατά πόσο δεν θα εύρισκαν δύο όμοια φύλλα. -Ευτυχισμένες εποχές για k'i. Εάν από άποψη [Αορφής η πρόταση της διαφορετικότητας φαίνεται να τίθεται ανεξάρττ,τα από την πρόταση της ταυτότητας, από πλευράς περιεχομένου επέχει θεστ, άρνησης αυτής, καθότι το μέσω της διαφορετικότητας ενεργοποιημένο υποκείμενο λαμβάνεται μέσα στην προσδιορισμένη του μερικότητα. Έτσι έχει υπερβαθεί η προσβιοριστικοτητα του απολυτου χωρισμού: η ταυτότητα βρίσκει την έκφραση του εαυτού της ως τέτοιου μέσα στη διαφορετικότητα σαν μέσα στη διαφοροποιητι''ή χρόνωατ,. 43. Ο Χέγκελ καταφεύγει στην γραμματική σημασία της έννοιας του πληθυντικού για να ανα/.ύσει με νόημα την εκφρασμένη εδώ μέσα άμεση διαφορετικότητα και να σ'Jvδέσει τη διατύπωση και ανάδυση της πρότασης της διαφορετικότητας με την ανά>.υστ, μιας τέτοιας αμεσότητας.
122
τη Μεταφυσική, όταν αυτή γινόταν αντικείμενο ενασχόλησης της αυλής και για εξέταση των προτάσεων της δεν χρειαζόταν καμία άλλη επίπονη προσπάθεια παρά να συγκρίνει φύλλα των δέντρων. Η αιτία που έκανε εκείνη την πρόταση εντυπωσιακή βρίσκεται σε ό,τι έχει λεχθεί, πως δηλ. Βύο ή η αριθμητική πλειονότητα δεν περιέχει ακόμη καμιά προσδιορισμένη διαφορετικότητα και πως η διαφορετικότητα ως τέτοια, μέσα στην αφαίρεσή της, είναι κατ' αρχήν αδιάφορη για την ομοιότητα και την ανομοιότητα. Η παράσταση [= η κοινή σκέψη], και όταν ακόμη περνάει στον προσδιορισμό της [διαφορετικότητας], προσδέχεται αυχά τα ίδια τα στάδια ως αδιάφορα έναντι αλλήλων'»έτσι που το ένα χωρίς^^ το άλλο, η σκέτη ομοιότητα των πραγμάτων χωρίς την ανομοιότητα να φτάνει μέχρι τον προσδιορισμό, ή τα πράγματα να είναι διαφορετικά, ακόμη και όταν είναι μόνο αριθμητικά πολλά, γενικά διαφορετικά, όχι ανόμοια. Η πρόταση της διαφορετικότητας, αντίθετα, διακηρύσσει ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο μιέσω της ανομοιότητας, ότι ο προσδιορισμός της ανομοιότητας προσήκει σ' αυτά τόσο πολύ όσο και ο προσδιορισμός της ομοιότητας, διότι μωνο και οι δύο προσδιορισμοί μαζί συγκροτούν την προσδιορισμένη διαφορά. Αυτή η πρόταση τώρα, σύμφωνα με την οποία σε όλα τα πράγματα προσήκει ο προσδιορισμός της ανομοιότητας, έχει ανάγκη από μια απόδειξη· αυτή δεν μπορεί να διατυπωθεί ως άμεση πρόταση, γιατί ο συνήθης τρόπος του ίδιου του γνωρίζειν απαιτεί, για το συνδυασμό διαφορετικών προσδιορισμών μέσα σε μια συνθετική πρόταση, μια απόδειξη ή την κατάδειξη ενός τρίτου όρου, μιέσα στον οποίο αυτοί είναι διαμ^σολαβημένοι. Τούτη η απόδειξη θα έπρεπε να εξηγήσει την μετάβαση της ταυτότη-
44. Η κοινή σκέψη αποσυνδέει τη μορφή από το περιεχόμενο και βλέπει στκ μορφικές αλλαγές ένα τινεύμ« προσδιορισμένης διαφορετικότητας. 45. ohne: έτσι απαντά στην α' έκδοση. Η β ' έκδοση γράφει: oder. Αχολουθώ την πρώτη εκδοχή.
123
τας στη διαφορετικότητα και στη συνέχεια την μετάβαση τούτης εδώ στην προσδιορισμένη διαφορετικότητα, στην ανομοιότητα. Αλλά κατά κανόνα αυτό δε γίνεται. Αποδείχθηκε ότι η διαφορετικότητα ή η εξωτερική διαφορά είναι στ' αλήθεια ανασκοπημένη στον εαυτό της, είναι διαφορά αυτή καθεαυτήν ότι το αδιάφορο υφιστασθαι του διαφορετικού είναι το απλό τεθειμένοΕίναι και γι' αυτό όχι εξωτερική, αδιάφορη διαφορά, αλλά Ένιζς σχετισμός των δύο σταδίων. Εδώ βρίσκεται επίσης η κατάλυση και η μηδαμινότητα της πρότασης της διαφορετικότητας. Δύο πράγματα δεν είναι τελείως όμοια- έτσι αυτά είναι ταυτόχρονα όμοια και ανόμοια* όμοια ήδη. επειδή αυτά είναι πράγματα ή δύο εν γένει, διότι το καθένα είναι ένα πράγμα και ένα Εν όχι λιγότερο από ό,τι το άλλο, καθένα δηλ. είναι το ίδιο με αυτό που το άλλο είναι· αυτά δε είναι ανόμοια εξ υποθέσεως"^^. Είναι έτσι παρών ο προσδιορισμός, σύμφωνα με τον οποίο τα δύο στάδια, η ομοιότητα και η ανομοιότητα, είναι διαφορετικά"^' μέσα στο ένα και το αυτό πράγμα ή η διαφορά, αν και πέφτει εκτός αλλήλων^®, είναι συνάμα η μιία και η αυτή σχέση. Η τελευταία έτσι έχει περάσει στην αντί-θεστ 49 Το ταυτόχρονο των δύο κατηγορημάτων είναι βέβαια διαχωρισμένο δια του εφόσον: [λέμε δηλ.] ότι δύο πράγματα είναι όμοιοι, εφόσον δεν είναι ανόμοια, ή από τη μια πλευρά και άποφη όμοια, αλλά από την άλλη ανόμοια. Η ενότητα έτσι της ομοιό-
46. Η ανομοιότητα δύο πραγμάτων έγκειται στο γεγονός ότι αυτά διαφοροποιούνται μέσα στην τάξη της ταυτότητας. 47. Η διαφορετικότητα της ομοιότητας και της ανομοιότητας είναι η αρνητική τους εν-ότητα μέσα στο ταυτό της σχέσης. 48. der aussereinanderfellende Unterschied: η διαφορά, της οποίας οι πλευρές λαμβάνουν χώρα η μια στο εξωτερικό της άλλης. 49 Entgegensetzung: Η αντί-θεση εδώ παραπέμπει στην εσωτερίκευση της διαφοράς μέσα σε καθένα από τους όρους της σχέσης. Ως τέτοια διαφοροποιείται από την απλή αντίθεστ, (Gegensatz).
124
τητας και της ανομοιότητας απομακρύνεται από το πράγμα, και ό,τι θα ήταν η δική του ιδιαίτερη ανασκόπηση και η καθεαυτήν [= δυνάμει] ανασκόπηση της ομοιότητας και της ανομοιότητας διατηρείται σταθερά ως μια εξωτερική στο πράγμα ανασκόττηση. Αλλά τούτη είναι συνάμΛ αυτό, το οποίο μεσα στη μια xat ίδια ενέργεια διακρίνει τις δύο πλευρές της ομοιότητας και ανομοιότητας, τις συγκρατεί έτσι αμφότερες μέσα σε μια ενέργεια, τις κάνει να εμφαίνονται [= φωτίζονται] η μια μέσα στην άλλη και να ανασκοπούνται. - Η συνήθης τρυφερότητα για τα πράγμuxτα ωστόσο που φροντίζει μόνο για το πώς δεν θα αντιφάσκουν, ξεχνά εδώ όπως και αλλού ότι η αντίφαση κατ' αυτόν τον τρόπο δεν καταλύεται, αλλά μόνο μετατοπίζεται κάπου αλλού, στην υποκειμενική ή εξωτερική ανασκόπηση εν γένει, και ότι η τελευταία τούτη στην πράξη περιλαμβάνει μέσα σε Μια ενότητα ως ανηρημιένα και αλληλοσχετιζόμενα τα δύο στάδια, τα οποία δι' αυτής της απομάκρυνσης και της μετατόπισης λαμβάνουν την έκφρίχση ενός απλού τεθειμενου-Είναι. 3. Η αντίθεση Μέσα στην αντίθεση βρίσκει την ολοκλήρωση της-"·" η προσδιορισμένη ανασχότιηση, η διαφορά,. Αυτή είναι η ενότητα της ταυτότητας και της διαφορετικότητας· τα,στάδιά της είναι διαφορετικά μεσα σε Μια ενότητα· έτσι αυτά είναι αντί-θετα^>Κ Η ταυτότητα και η διαφορά είναι οι όψεις της διαφοράς, συγκρατημένες στο εσωτερικό αυτής της ίδιας· είναι ανασκοπημένα στάδια της ενότητάς της. Αλλά ομοιότητα και ανομοιότητα 50. Η διαφορά μέσα στην αντίθεση ως το τεθκμενο-Είναι δεν είναι παρά μια εσωτερική προσδιοριστική σχέση. 51. Είναι αντί-θετα προς άλληλα |χε την έννοια ότι τη στιγμή που είναι μεταξύ τους ταυτόσημα είναι κβι απ* αλλήλων χωρισμένα στη δάση του προσδιορισμού του υποστρώματος.
125
etvat η εξωτερικευμένη ανασκόπηση· η ταυτότητά τους με τον εαυτό δεν είναι μόνο η αδιαφορία του καθενός για κείνο που είναι διαφοροποιημένο από αυτό, αλλά και για το καθεαυτό-και διεαυτό-Είναι ως τέτοιο, μια ταυτότητα με τον εαυτό σε αντίθεση προς την εντός εαυτού ανασκοπημιένη ταυτότητα· αυτη είναι λοιπόν η μη ανασκοπημένη εντός εαυτού αμεσότητα. Ως εκ τούτου, το τεθειμένο-Είναι των πλευρών της εξωτερικής ανασκόπησης είναι ένα Είναι, ακριβώς όπως το μη-τεθειμένο-Είναι τους είναι ένα μη-Είναί'-. Με μια εγγύτερη εξέταση των πλευρών της αντίθεσης βλέπουμε ότι αυτές είναι το ανασκοπημένο εντός εαυτού τεθειμένοΕίναι ή ο προσδιορισμός εν γένει. Το τεθειμένο-Είναι είναι η ομοιότητα και η ανομοιότητα· και οι δύο αυτές, ανασκοπημένες εντός εαυτού, συνιστούν τους όρους της αντίθεσης. Η εντός εαυτού ανασκόπηση τους έγκειται στο γεγονός ότι το καθένα^^ στη δική του πλευρά είναι η ενότητα της ομοιότητοις και της ανομοιότητας. Η ομοιότητα είναι μόνο μέσα στην ανασκότιηση, που συγκρίνει στη βάση της ανομοιότητας, [και] κατά ταύτα είναι διαμεσολαβημένη από την άλλη, αδιάφορη πλευρά της· παρόμοια, η ανομοιότητα είναι μόνο μέσα στην ίδια ανασκοπική κίνηση που είναι και η ομοιότητα. - Άρα, καθεμιά από τούτες τις πλευρές, μιέσα στην προσδιοριστικότητά της, είναι το όλο. Αυτή είναι το όλο, εφόσον περιέχει και την άλλη πλευρά της· αλλά τούτο το άλλο της είναι κάτι που υπάρχει κατά τρόπο αδιάφορο· η καθεμιά έτσι περιέχει την αναφορά στο μη-Είναι της και είναι Η ταυτότητα και η διαφορά είναι πρωτίττως διαφορετικές μεσα στην ταυτότητα ττ,ν -ροσδιοριτμένη ως διαφορά. Αμιφότερες είναι ανασκοτιημενες πλευρές αυτής της ταυτότητας, αλλά δεν είναι ακόμα ένα εντός εαυτού-ανασκοττημένο καθεαυτόκαι διεαυτό-Είναι. Αντιμετωπίζονται δηλ. ως τεθειμένα που έλκουν την προέλευσή τo'Jς από μια αμοιβαία εξωτερικότητα: μη-ανασκοπημένη εντός εαυτού ταυτότητα ομοιόττ,τας με ομοιότητα, ανομοιότητας με ανομοιότητα. 53. jedes: εδώ μεταβαίνει από το θηλυκό [= ομοιότητα, ανομοιότητα] στο ουδέτερο [= στάδιο ή πλευρά].
126
μόνο η ανασκόπηση εντός εαυτού ή το όλο ως τέτοιο που αναφέρεται ουσιαστικά στο μη-Είναι του^·*. Τούτη η εντός εαυτού ανασκοιχημένη ομοιότητα με τον εαυτό, η οποία μέσα της εμπεριέχει την αναφορά στην ανομοιότητα, είναι το Θετικό- η ανομοιότητα, λοιπόν, η οποία μέσα της εμπεριέχει την αναφορά στο μη-Είναι της, την ομοιότητα, είναι το αρνητικό. - Ή αμφότερα είναι το τεθειμένο-Είναι- εφόσον τώρα η διαφοροποιημένη προσδιοριστικότητα λαμβάνεται ως μια προσδιορισμένη αναφορά - που είναι διαφοροποιημένη - του τεθειμένου-Είναι στον εαυτό του, η οιντίθεση είναι, αφενός, το τεθειμενο-Είναι ανασκοπημένο στην ομοιότητα του με τον εαυτό- αφετέρου, το ίδιο ανασκοπημένο στην ανομοιότητά του με τον εαυτό, το θετικό και το αρνητικό. - Το θετικό είναι το τεθειμένο-Είναι ως ανασκοπημένο στην ομοιότητα με τον εαυτό· αλλά το ανασκοπημένο είναι το τεθειμενο-Είναι, δηλ. η άρνηση (ος άρνηση· έτσι τούτη η ανοισκόπηση εντός εαυτού έχει για προσδιορισμό της την αναφορά στο άλλο^^. Το αρνητικό είναι το τεθειμένο-Είναι ως ανασκοπημένο στην ανομοιότητα· αλλά το τεθειμένο-Είναι είναι η ίδια η ανομοιότητα, και αυτή η ανασκότιηση, συνεπώς, είναι η ταυτότητα της ανομοιότητας με τον εαυτό της και η απόλυτη αναφορά στον εαυτό^®. - Και τα δύο, λοιπόν, [είναι το όλο]: το ανασκοπημένο στην ομοιότητα με τον εαυτό του τεθειμένο-Είναι ενέχει την ανομοιότητα, και το ανασκοπημένο στην ανομοιότητα με τον εαυτό του τεθειμένο-Είναι επίσης ενεχει την ομοιότητα. Το θετικό και το αρνητικό είναι, κατά ταύτα, οι πλευρές της 54. Κάθε πλευρά της αντίθεσης αποτελεί ένα όλο. επειδή αναφέρεται και στην άλλη πλευρά. Αλλά το Άλλο έχει παρουσία σε αυτήν ως μη-Είναι και η κάθε πλe·Jpά ως όλο δεν παριστά παρά την αμεσότητα μιας «ομοιότητας με τον εαυτό της». 55. Το θετικό φέρει μέσα του το αρνητικό, καθότι είναι η άρνηση της άρνησης. Είναι, με άλλα λόγια, η άρνηση που είναι όμοια με τον εαυτό της ως άρνηση, δηλ. ως ανομοιότητα. 56. Το αρνητικό εμπεριέχει το θετικό και παριστά την ανομοιότητα στην ταυτότη-
127.
αντίθεσης που έγιναν αυθύπαρκτεςδ·^. Αυτά είναι αυθύπαρκτα, με το να είναι η ανασχόπηση του όλου μέσα του, και ανήκουν στην αντίθεση, στο βαθμό που αυτή είναι η προσδιοριστιχότητα, η οποία ως όλο είναι ανασκοπημένη εντός εαυτού. Εξαιτίας της αυθυπαρξίας τους αυτά συγκροτούν την χαθεαυτήν προσδιορισμένη αντίθεση. Το καθένα είναι αυτό το ίδιο και το άλλο του* συνεπώς, το καθένα έχει την προσδιοριστιχότητά του όχι σε ένα άλλο, αλλά σ' αυτό το ίδιο. - Το καθένα αναφέρεται στον εαυτό του, μόνο εφόσον αναφέρεται στο άλλο του. Τούτο έχει τη διπλή όψη: το καθένα είναι αναφορά στο μη-Είναι τρυ ως μια πράξη άρσης αυτού του άλλως-Είναι μέσα του· έτσι το μη-Είναι του είναι ένα στάδιο μέσα σ' αυτό. Από την άλλη όμως πλευρά το τεθειμ£νο-Είναι εδώ έγινε ένα Είναι, ένα αδιάφορο υφίστασθαι [Bestehen]· γι' αυτό, το άλλο του εαυτού, το οποίο φέρει μέσα του το καθένα, είναι επίσης το μη-Είναι αυτού, μέσα στο οποίο το ά>νλο οφείλει να εμπεριέχεται μιόνο ως στάδιο. Επομένως, το καθένα είναι, μόνο εφόσον το μη-Είναι του είναι, και μάλιστα μέσα σε \ua ταυτή σχέση. Οι όροι που συγκροτούν το θετικό και το αρνητικό συνίστανται λοιπόν στο γεγονός ότι το θετικό και το αρνητικό είναι, κατά πρώτον, απόλυτες πλευρές της αντίθεσης· αυτά υφίστανται αχώριστα ως Μια ανασκόπηση· πρόκειται για Μια διαμεσολάβηση, μέσα στην οποία το καθένα είναι δια του μη-Είναι του άλλου του, ακολούθως δια του άλλου του ή του δικού του ξεχωριστού μη-Είναι. -Έτσι αυτά είναι αντί-θετα εν γένει^®· ή το χα-α μ£ τον εαυτό της, επεκϊή είναι η οτνομοιότητα της ομοιότητας και της ανομοιόττ,τας. •)7. Το θετικό και το αρνητικό, (υς πλευρές της αντίθεσης, συγκροτούν αυτό^μες ολοτητες. Στο μέτρο που αυτές είναι ανασκοτιήσεις εντός εαυτού, αδιαφορούν η μια για την άλλη και έχουν ανεξάρτητη απ' αλλήλων ύπαρξη. Στο βαθμό όμοκ που είναι τεθειμένο-Είναι, η μια ανασκοπείται μέσα στην άλλη, έτσι ώστε η καθεμιά ως όλο να περιέχει την άλλη (ος μερικό στάδιο ή στοιχείο. 58. Entgegenge^me überhaupt: Έτσι χαρακτηρίζει το θετικό και το αρνητικό ο
128.
θενα είναι μόνο το (χντί-θετο του άλλου· το ένα δεν είναι ακόμη θετικό, και το άλλο δεν είναι ακόμη αρνητικό, αλλά αμφότερα είναι αρνητικά προς άλληλα. Το καθένα, λοιπόν, είνοα κατά τρόπο γενικό, εν πρώτοις, στο βαθμό που το άλλο είναι· αυτό είναι ό,τι είναι δια του άλλου, δια του δικού του ιδιαίτερου μη-Είναι· αυτό είναι μόνο τεθειμενο-Είναί' δεύτερον, αυτό είναι, εφόσον το άλλο <5εν είναι· αυτό είναι ό,τι είναι δια του μη-Είναι του άλλου" αυτό είναι ανασκότζτηση εντός εαυτού. - Αλλά τα δύο αυτά είναι η μια διαμεσολάβηση της αντίθεσης εν γένει, μέσα στην οποία [διαμεσολάβηση] αυτά είναι απλά και μόνο τεθειμενες πλευρές. Αλλά, εκτός τούτου, αυτό το απλό τεθειμένο-Είναι είναι ανασκοττημένο εντός εαυτού καθόλου· το θετικό και το αρνητικό είναι, σύμφωνα με τούτο το στάδιο της εξωτερικής ανασκόττησης, αδιάφορα έναντι εκείνης της πρώτης ταυτότητας, όπου αυτά είναι μόνο στάδια· ή, με το να είναι εκείνη η πρώτη ανασκό7Π)ση η ιδιάζουσα ανασκόπηση του θετικού και του αρνητικού εντός εαυτού [και] το καθένα να είναι στον εαυτό του το δικό του τεθειμένο-Είναι, συμβαίνει το καθένα να είναι αδιάφορο απέναντι σε τούτη τη δική του ανασκόπηση μιέσα στο μη-Είναι του. απέναντι στο δικό του ιδιαίτερο τεθειμένο-Είναι. Οι δύο πλευρές είναι έτσι απλώς διαφορετικές, και εφόσον το προσδιοριστικό τους γνώρισμα, να είναι θετικές και αρνητικές, αποτελεί το τεθειμιενο-Είναι τους έναντι αλλήλων, τότε η καθεμιά δεν είναι έτσι προσδιορισμένη στον εαυτό της, αλλά είναι μιόνο προσδιοριστικότητα εν γένει* σε κάθε πλευρά, επομένως, προσιδιάζει σίγουρα το ένα από τα προσδιοριστικά γνωρίσματα του θετικού και του αρνητικού· αυτά ωστόσο μπορούν ν' αντιστρέφονται, και καθε Χέγκελ στην πρώτη αντιθετική [gegensätzliche] σχέίτη τους. Αυτή εδώ δεν είναι πλέον ένας αυτοσχετισμός που αγνοεί την άρνη<τη, αλλά μια ανασκόπηση που φέρει μέσα της την άρνηση ή μια αρνητική ταυτότητα. Αυτό όμως ουδόλως σημαίνει ότι στην προκειμένη περίπτοχτη έχουμε να κάνουμε με μια πραγματικά αντιθετική σχέση. Και τούτο γιατί η κάθε πλευρά εξακολουθεί να τίθεται δια της άλλης ως του μη-Είναι της και όχι ως καθεαυτό-και διεαυτό-Είναι.
129.
πλευρά είναι τέτοιου είδους που μπορεί να λαμβάνεται εξίσου καλά ως θετική όσο και ως αρνητική^^. Αλλά, τρίτον, το θετικό και το αρνητικό δεν είναι μόνο ένα τεθειμένο, ούτε απλώς ένα αδιάφορο· απεναντίας, το τεθειμένοΕίναι τους ή η αναφορά στο άλλο μέσα σε μια ενότητα, η οποία Sev είναι αυτά τα ίόια, ανακαλείται πίσω στο καθένα. Καθένα είναι στη δική του πλευρά θετικό και αρνητικό" το θετικό και το αρνητικό είναι ανασκοπικός-προσδιορισμός καθεαυτόν και διεαυτόν μόνο σε τούτη την ανασκόπηση εντός εαυτού του αντί-θετου το καθένα είναι θετικό και αρνητικό. Το θετικό έχει σε αυτό το ίδιο την αναφορά στο άλλο, μέσα στην οποία είναι η προσδιοριστικότητα του θετικού' παρόμοια το αρνητικό δεν είναι αρνητικό ως τέτοιο που αντιτίθεται σε ένα άλλο, αλλά έχει εξίσου την προσδιοριστικότητα, δια της οποίας είναι αρνητικό, μέσα σε αυτό το ίδιο'^''. Το καθένα [το θετικό όσο και το αρνητικό] είναι λοιπόν αυθύπαρκτη, διεαυτήν ούσα [= αυτόνομη] ενότητα με τον εαυτό της. Το θετικό είναι πράγμιατι ένα τεθειμιένο-Είναι, αλλά τέτοιο που για το θετικό το τεθειμένο-Είναι μόνο ως ανηρημένο είναι
59. Στο πλαίσιο ενός περαιτέρω προσδιορισμού της αντίθεσης ο Χέγκελ τονίζει τη σημασία που έχει η ενότητα τεθειμένου-Είναι και ανασκόττησης εντός εαυτού για την αυθ'Λαρξία του θετικού και του αρνητικού. Η κάθε πλευρά, καθόσον προκύπτει απο την εξωτερική ανασκόπηση, είναι αδιάφορη απέναντι στην άλλη και υπόκειται στον προσδιορισμό της απλής διαφορετικότητας ως ενός υποστρώματος που είναι μια εξωτερικευμένη προσδιοριστικότητα της αντίθεσης και έχει αντικειμενική εμφάνεια. Ένα τέτοιο υπόστρωμα έχει αξία ως υπέρβαση του απλού υποκειμενικού ενεργηματος, δεν παύει ωστόσο να παραμένει εμφάνεια που προκαλεί σύγχυση στ' αντίθετα. Η σύγχυση αυττ, δεν πρέπει να ταυτίζεται με τη «σύγχυση του καθοφού αντικειμένου της διάνοιας με το φαινόμενο», όπως ισχυριζόταν ο Kant στην Κμ-ηχή του καθαρού Λόγου KrV, Β 326, αλλά με αυτό τούτο το υπόστρωμα. ΒΟ. θετικό και αρνητικό, σε τούτο τον τρίτο προσδιορισμό της αντίθεσης, συνιστούν αυθ<Jπαρκτες ανοσκοπικές κατηγορίες και ως τέτοιες έρχονται σε αμοιβαία αντί-θετη, κατά τρόπο που το καθένα να είναι μια προσδιορισμένη ολότητα του εαυτού του και του ά>λου.
130.
τεθειμένο-Είναι. Αυτό είναι το μη-αντί-θετο [Nichtentgegengesetzte], η ανηρημένη αντίθεση [aufgehobene Gegensatz], αλλά ως πλευρά της ίδιας της αντίθεσης. - Ως θετικό βέβαια είναι κάτι προσδιορισμένο σε σχέση προς ένα άλλως-Είναι, αλλά με τρόπο που η φύση του συνίσταται στο να μην είναι ένα τεθειμένο· αυτό είναι η ανασκόπηση εντός εαυτού που αρνείται το άλλίυςΕίναι. Αλλά το άλλο του εαυτού, το αρνητικό, δεν είναι πλέον το ίδιο τεθειμένο-Είναι ή στάδιο, αλλά ένα αυθύπαρκτο Eivar έτσι η αρνητική ανασκόπηση εντός εαυτού του θετικού έχει το γνώρισμα να αποκλείει από τον εαυτό του τούτο το μη-Είναι του. Το αρνητικό έτσι ως απόλυτη ανασκόττηση δεν είναι το άμεσο αρνητικό, αλλά το αρνητικό ως ένα τεθειμένο-Είναι ανηρημένο, το αρνητικό καθεαυτό και διεαυτό, το οποίο βασίζεται θετικά στον εαυτό του. Ως ανασκόπηση εντός εαυτού, τούτο αρνείται την αναφορά του σε άλλο· το άλλο του είναι το θετικό, ένα αυθ'^παρκτο Είναι· - κατά ταύτα, η αρνητική του αναφορά σε αυτό συνίσταται στο να το αποκλείει από τον εαυτό του. Το αρνητικό είναι το αντί-θετο - που υφίσταται για τον εαυτό του - ως προς το θετικό, το οποίο είναι ο προσδιορισμός της ανηρημένης αντίθεσης· είναι η έχουσα ως βάση τον εαυτό της ολική αντίθεση που είναι αντί-θετη προς το ταυτό μιε τον εαυτό του τεθειμένοΕίναι«'. 61. Το θετικό είναι θετικό χάρη στην αρνητική του αναφορά σε μια ετερότητα, η οποία δεν είναι απλώς ένα στοιχείο στο εσωτερικό της αντίθεσης, αλλά προσδιορίζει την ίδια την αντίθεση ως ολότητα. Ως τέτοιο είναι μόνο μια πλευρά της αντιθετικής ολότητας. Μπορεί να γίνει όμως αυτή τούτη η ολότητα, όταν αποκλείει το μη-Είναι του, το αρνητικό που βεβαιώνεται εξίσου για τον εαυτό του ως μια αντιφατική ολότητα. Η αξία, λοιπόν, του αποκλείειν έγκειται εδώ, για το Χέγκελ, στο γεγονός ότι φωτίζεται περισσότερο η ίδια η εσωτερική κίνηση της όλης αντίθεσης, σύμφωνα με την οποία το θετικό, που συνιστά μια σχέση του αρνητικού με τον εαυτό του, δεν μπορεί να αρνηθεί την αρνητικότητα χωρίς να μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του. Κατά συνέπεια, ευθύς ως αποκλείει την αρνητικότητα, δεν παύει να την επαναθέτει υπό μορφή μιας γενεσιουργού αιτίας του εαυτού του ως του αυτοσχετισμου που την αναιρεί. Από την άποψη αυτή, το αρνητικό είναι επίσης μια αναφορά σε αλλο, αλλα
131.
To θετικό και το αρνητικό είναι, ως εκ τούτου, όχι μόνο χαQtauxo θετικό και αρνητικό, αλλά καθεαυτό και διεαυτό. Αυτά είναι χαθεαυτά τούτο, στο βαθμΛ που κάνουμε αφαίρεση από την. αποκλειστική τους αναφορά σε άλλο και τα προσλαμβάνουμε μόνο σύμφωνα με τον προσδιορισμέ τους. Καθεαυτό είναι κατι θετικό ή αρνητικό, όταν οφείλει να μην είναι προσδιορισμένο έτσι απλά σε σχέση προς άλλο. Αλλά το θετικό ή το αρνητικό, [όταν] δεν [>Λμβάνεται] ως τίθειμένο-Είναι και κατ' επέκταση ως αντί-θετο, καθένα είναι το άμεσο. Είναι και μη-Eivafi^. Το θετικό και το αρνητικό όμως είναι οι πλευρές της αντίθεσης· το καθεαυτό τους-Είναι αποτελεί μόνο τη μορφή της συντελεσμένης τους ανασκόπησης εντός εαυτού. Κάτι είναι χαθεαυτό θετικό, έξω από την αναφορά στο αρνητικό' και κάτι είναι χαθεαυτό αρνητιχό, έξω από την αναφορά στο αρνητικό' μ^σα σε τούτο τον προσδιορισμό, προσκολλάτςιι χάνεις απλώς στο αφηρημένο στάδιο τούτης της συντελεσμένης ανασκόττησης. Αλλά το θετικό ή αρνητικό ως χαθεαυτό-ο·^ σημαίνει ουσιαστικά ότι το να είναι αντί-θετο δεν είναι απλώς στάδιο, ούτε ανήκει στη σύγκριση. αλλά είναι ο προσδιορισμιός που ιδιάζει στις πλευρές της αντίθεσης. Καθεαυτό θετικό ή αρνητικό δεν είναι, λοιπόν, αυτές έξω από την αναφορά σε άλλο' αντίθετα, τούτη η αναφορά, και μάλιστα ως αποκλειστική, συνιστά τον προσδιορισμό ή το καθεαυτό-Είναι των ίδιων τούτων εδώ μιέσα είναι συνεπώς αυτές, καθεαυτές και διεαυτές συγχρόνως, το θετικό ή το αρνητικό®^.
τέτοιας υφής που εμπεριέχει αυτό το Άλλο και γι' αυτό το αρνείται ως τέτοιο. Αναδεικνύεται έτσι σε αρνητικό αυτοσχετισμό, ο οποίος ενσαρκώνει το νόημα της όλης αντιθεστ(ς, δηλ. είναι το καθεαυτό-και διεαυτό-Είναι της αντίθεσης. 62. Ετσι συμβαίνει να αντικρίζει το θετικό και το αρνητικό η παραδοσνχκή Μεταφυσική. 63 das ansichseiende Positive oder Negative. 64. ΕφόοΓον η κάθε πλευρά της αντίθεσης είναι η αντίθεση στην ολότητά της, αυτές δεν είναι απλά και μόνο διεαυτές, δηλ. ένα τεθειμένο-Είναι που έρχεται σε αυτο-
132.
Πίχρατηρηση Εδώ πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στην έννοια του θετικού και του αφνητιχοΰ, έτσι όπως αυτή απαντά στην ίχριθμητικη. Εκεί προϋποτίθεται ως γνωστή^^· αΧλά επειδή δεν συλλαμβάνεται στην προσδιορισμένη της διαφορά, δεν αποφεύγει τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και περιπλοκές. Μόλις είδαμε να προκύπτουν ot δύο πραγματιστικοί προσδιορισμοί του θετικού και του αρνητικού - εκτός από την απλή έννοια της αντί-θεσής τους - δηλ. ότι, πρώτον, το θεμέλιο είναι ένα απλώς διαφορετικό, άμεσο προσδιορισμένο-Είναι, του οποίου η απλή ανασκόπηση εντός εαυτού διαφοροποιείται από το τεθειμένο-Είναι του, από την ίδια την αντί-θεση. Η αντί-θεση, επομένως, δεν ισχύει παρά ως μη-ούσα καθεαυτήν και διεαυτήν και ενώ αυτή ιδιάζει στο διαφορετικό, έτσι που καθένα να είναι εν γένει ένα αντί-θετο, ωστόσο κάθε διαφορετικό υπάρχει επίσης για τον εαυτό του αδιαφορώντας για το αντίθετο του, και δεν έχει σημασία ποιο από τα δύο εν αντιθέσει διαφορετικά θεωρείται ως θετικό ή αρνητικό. - Αλλά, τερον, το θετικό είναι το αυτό καθεαυτό θετικό, το αρνητικό το αυτό καθεαυτό αρνητικό, ούτως ώστε το διαφορετικό να μην είναι αδιάφορο για το αντίθετό του, αλλά να είναι ο προσδιορισμός του καθεαυτόν και διεαυτόν. - Οι δύο τούτες μορφές του θετικού και του αρνητικού συναντώνται παρευθύς μέσα στους πρώτους σχετίίηιό μέσα απ& την άρνηση της άλλης πλευράς, αλλά καθεαυτές και &εαυτές, δηλ. ο προσδιορισμός της όλης σχέσης ή αναφοράς. Αυτό κατανοείται ακριβέστερα, αν λάβουμε υπόψη ότι το καθεαυτό-Είναι τους, με το να «αποτελεί τη μορφή της συντελεσμένης τους ανασχόττησης εντός εαυτού», παραπέμπει σε μια εσωτεpίκε•Jση της αναφοράς τους σε άλλο, δηλ. εμπεριέχει το άλλο την ίδια στιγμή που το αποκλείει. Κατ' αυτό τον τρόπο έρχεται η στιγμή που αρχίζει η μετάβαση από την αντίθεση στην αντίφαση. 65. Η προϋπόθεση του γναχιτού δεν προσανατολίζει στον προσδιορισμό της έννοιας του θετικού και του αρνητικού, γιατί «το γνωστό εν γένα, επειδή ακριβώς είναι otκ«ο, δεν είναι εγναχψένο» G W 9, 26/153.
13.
προσδιορισμούς, στους οποίους αυτές βρίσκουν την εφαρμογή τους μέσα στην αριθμητική®". Κατά πρώτον, το +α και το -α είναι αντί-θετα μεγέθη εν γένει- α είναι η καθεαυτην ούσα ενότητα, που αποτελεί το θεμέλιο αμφοτέρων: το Αδιάφορο για την ίδια την αντί-θεση, το οποίο εδώ. χωρίς περαιτέρω vr^oiaP, χρησιμεύει ως νεκρή βάση. Το α βέβαια χαρακτηρίζεται ως το αρνητικό, το ως το θετικό, αλλά το ε'να είναι τόσο καλά ένα αντί-θετο όσο χαι το Εξάλλου α δεν είναι μόνο η απλη ενότητα που αποτελεί το θεμέλιο, αλλά ως και -α είναι η ανασκόπηση εντός εαυτού τούτων των αντι-θέτων παρευρίσκονται Süo διαφορετικά α, και δεν ενδιαφέρει ποιο από τα δύο προτιμά κανείς να χαρακτηρίζει ως το θετικό ή το αρνητικό" αμφότερα έχουν ξεχωριστή ύπαρξη και είναι θετικά. Σύμφωνα με κείνη την πρώτη πλευρά -fy -y = Ο' ή στο -8 +3. οι 3 θετικές ενότητες είναι αρνητικές μέσα στο 8. Τα αντίθετα αυτοαναιρούνται μέσα στη συνένωσή τους. Μια ώρα διανυθέντος δρόμου προς τα ανατολικά και εξίσου επάνοδος προς τα δυτικά αναιρεί τον διανυθέντα στην αρχή δρόμο· όσο περισσότερο oφει/iς, τόσο λιγότερο περιουσία, και όσο περισσότερο περιουσία υπάρχει, τόσο πιο πολύ καταργείται απο τις οφειλές. Η ώρα του δρόμου προς τα ανατολικά δεν είναι συνάμα ο θετικός δρόμος καθεαυτόν, ούτε ο δρόμος προς τα δυτικά είναι ο αρνητικός δρόμος· απεναντίας, αυτές οι κατευθύνσεις είναι αδιάφορες απέναντι στην προσδιοριστικότητα της αντίθεσης· μόνο μια τρίτη άποψη που πέφτει έξω απ' αυτές κάνει τη μια θετική και την άλλη αρνητική. Έτσι και οι οφειλές δεν είναι καθεαυτές και διεαυτές το 6(). Μεσα υτην αριθμητική το θετικό και το αρνητικό συναντώνται ως άκαμπτοι προσδιορισμοί και όχι ως τεθειμένοί' άρα ως ανασκοττημενοι εντός εαυτού. f)7. ohne weitem Begriff: χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό. 68. Πρόκειται για δυο ισοδύναμα αντί-θετα [gleichwertige Entgegengesetzte], όπου -Λ α. ανεξάρτητα από το πρόσημο που έχει, συνιστά ή συγκροτεί το θεμέλιο στην αμεσότητα του.
134.
133. αρνητικό· αυτές είναι τούτο μόνο σε σχέση με τον οφειλέτη· για τον πιστωτή αυτές είναι η θετική του περιουσία· αυτές είναι ένα σύνολο χρημάτων ή κάτι που έχει μια σταθερή αξία, και το οποίο, σύμφωνα με τις απόψεις που πέφτουν έξω απ' αυτό, είναι οφειλές ή περιουσία. Τα αντί-θετα αυτοαναιρούνται βέβαια μέσα στη σχέση τους, έτσι που το αποτέλεσμα να είναι ίσο με το μηδέν αλλά μέσα σ' αυτά είναι παρούσα και η ταυτόσημη σχέση τους, η οποία είναι αδιάφορη για την ίδια την αντίθεση· κατ' αυτόν τον τρόπο συγκροτούν ένα Εν. Ακριβώς όπως πιο πάνω παρατηρήσαμε για το σύνολο χρημάτων, ότι αυτό είναι μόνο Ένα σύνολο, ή ότι το α μέσα στο και -α είναι μόνο Ένα «· ότι επίσης ο δρόμος είναι μόνο Ένα τμήμα δρόμου, όχι δύο δρόμοι, εκ των οποίων ο ένας πηγαίνει προς τα ανατολικά, ο άλλος προς τα δυτικά'. Έτσι και μια τεταγμένη y είναι το ίδιο πράγμα, [όταν] λαμβάνεται σε αυτή ή σε εκείνη την πλευρά του άξονα· στην ίδια αναλογία είναι +y - y = y ' αυτή είναι μόνο η τεταγμιένη και έχει μόνο Ένα προσδιορισμό και νόμο. Επί πλέον όμως τα αντί-θετα δεν είναι μόνο Ένα αδιάφορο, αλλ' επίσης Suo αδιάφορα. Ως αντί-θετα δηλ. είναι επίσης ανασκοπημένα εντός εαυτού και υπάρχουν έτσι ως διαφορετικοί όροι. Είναι λοιπόν μέσα στο -8 +3 έντεκα ενότητες συνολικά παρούσες· -y, είναι τεταγμένες στην αντί-θετη πλευρά του άξονα, όπου η καθεμιιά είναι ένα προσδιορισμένο-Είναι αδιάφορο για τούτο το όριο και την αντίθεσή τους· έτσι είναι +y-y = 2y. - Ο δρόμος επίσης που διανύθηκε προς τα ανατολικά και προς τα δυτικά είναι το σύνολο μιας διπλής προσπάθειας ή το άθροισμα δύο χρονικών περιόδων. Παρόμοια, στην οικονομία του κράτους, ένα ποσό χρήματος ή αξίας δεν είναι μόνο τούτο το Ένα ποσο ο>ς μέσο συντήρησης, αλλά αυτό είναι ένα διπλό· είναι μέσο συντήρησης, τόσο για τον πιστωτή όσο κσι για τον οφειλέτη. Ο πλούτος του κράτους δεν υπολογίζεται απλά ως το σύνολο του ρευστού χρήματος και της λοιπής αξίας των ακίνητων και κινητών,
που υπάρχουν στο κράτος, ακόμη λιγότερο δε ως σύνολο που θα εναπέμεινε μιετά την αφαίρεση του παθητικού από το ενεργητικό- απεναντίας, το κεφάλαιο, ακόμη και αν οι αντίστοιχοι προσδιορισμοί του τού παθητικού και του ενεργητικού αλληλοακυρώνονταν, παραμιένει πρώτον θετικό κεφάλαιο ως +α -α = α' cCKht δεύτερον, το να είναι [ένα κεφάλαιο] πολλαπλά παθητικό, δανειζόμενο και ξανά δανειζόμενο, τότε αυτό είναι ένα κατ' εξοχήν πολλαπλασιασμένο μέσο [συντήρησης]. Όμως τα αντί-θετα μεγέθη δεν είναι μόνο από τη μια πλευρά απλώς αντί-θετα εν γένει, από την άλλη ρεαλιστικά ή αδιάφορα. Απεναντίας, otv και το ίδιο το ποσόν είναι το αδιάφορα περιορισμιένο Είναι, ωστόσο λαμβάνει εξίσου χώρα σ' αυτό το καθεαυτό θετικό και το καθεαυτό αρνητικό. Το α π.χ, εφόσον δεν φέρει κανένα σύμβολο, θεωρείται ότι πρέπει να λαμβάνεται ως θετικό, εάν αυτό χρειάζεται να χαρακτηρισθεί. Εάν επρόκειτο να γίνει μόνο ένα αντί-θετο εν γένει, θα μπορούσε τότε εξίσου καλά να }Λμβάνεται ως -α. Αλλά το θετικό σύμβολο δίδεται σ' αυτό άμεσα, επειδή το θετικό διεαυτό έχει, σε σύγκριση προς την αντί-θεση, τη χαρακτηριστική σημασία του άμεσου ως αυτοταυτού. Ακόμη, όταν θετικά και αρνητικά μεγέθη προστίθενται ή αφαιρούνται, λογίζονται ως τέτοια, τα οποία είναι για τον εαυτό τους θετικά και αρνητικά και δεν γίνονται τούτο κατά ένα εξωτερικό τρόπο, απλώς διά της σχέσης της πρόσθεσης ή της αφαίρεσης. Μέσα στο 8 - (-3) το πρώτο πλην σημαίνει αντί-θετο προς το 8, αλλά το δεύτερο πλην (-3) λογίζεται ως αντί-θετο καθεαυτό, έξω από τη σχέση.. Τούτο φαίνεται πιο καθαρά στον πολλαπλασιασμό και στη διαίρεση· το θετικό εδώ πρέπει ουσιαστικά να λαμβάνεται ως το μη-αντίθετο, το αρνητικό, απεναντίας, ως το αντίθετο" όχι αμφότεροι οι όροι με τον ίδιο τρόπο, [δηλ.] μόνο ως αντίθετα εν γένει. Αφού τα εγχεφίδια, μέσα στις αποδείξεις που αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται τα σύμβολα μέσα σε 136.
αυτά τα δύο είδη υπολογισμού, στέκονται στην έννοια των αντίθετων μεγεθών εν γένει, αυτές οι αποδείξεις είναι ατελείς και εμπλέκονται σε αντιφάσεις. - Αλλά στον πολλαπλασιασμό και στη διαίρεση συν και πλην προσλαμβάνουν μια περισσότερο προσδιορισμένη σημασία του θετικού και του αρνητικού καθεαυτά, επειδή η σχέση των παραγόντων, [η οποία συνίσταται] στο να είναι ο ένας προς τον άλλον ενότητα και πλήθος [Anzahl], δεν είναι μια απλή σχέση αυξομείίοσης, όπως στην περίπτωση της πρόσθεσης και της αφαίρεσης, αλλά μια ποιοτική σχέση, δια της οποίας συν και πλην επίσης προσλαμβάνουν την ποιοτική σημασία του θετικού και του αρνητικού. - Χωρίς ετούτο τον προσδιορισμέ και μόνο από την έννοια αντί-θετων μεγεθών μπορεί κανείς εύκολα να συναγάγει το λανθασμένο συμπέρασμα πως, εάν είναι -α · +α = -α^, αντιστρόφως έχουμε +α · -α =+α*. Εφόσον ο ένας παράγοντας είναι το πλήθος και ο άλλος η ενότητα, και εκείνος μάλιστα που είναι πρώτος σημαίνει, ως συνήθως, πως έχει το προβάδισμια, τότε η διαφορά ανάμεσα στις δύο εκφράσεις α · +α και +α • -α έγκειται στο γεγονός ότι στην πρώτη +α είναι η ενότητα και -α το πλήθος, και ότι στη άλλη ισχύει το αντίστροφο. Σε ό,τι αφορά την πρώτη περίπτωση, λέγεται συνήθως πως, εάν εγώ πρόκειται να λάβω +α -α φορές, τότε εγώ λαμβάνω +α όχι απλώς α φορές, αλλά συνάμα κατ' αντί-θετο τρόπο, +α φορές -α· άρα, επειδή αυτό είναι συν, εγώ πρέπει να το λάβω αρνητικά, και το γινόμενο είναι -α"*. -Εάν όμως. στη δεύτερη περίπτωση, -α πρέπει να ληφθεί +α φορές, τότε -α δεν πρέπει ομοίως να λαμβάνεται -α φορές, αλλά στον αντί-θετο προσδιορισμό, δηλ. +α φορές. Σύμφωνα, λοιπόν, με το συλλογισμό της πρώτης περίπτωσης προκύπτει ότι το γινόμενο πρέπει να είναι -hz^. - Το ίδιο και στην περίπτωση της διαίρεσης. Τούτο είναι μια αναγκαία κατάληξη, εφόσον συν και πλην λαμβάνονται μόνο ως αντί-θετα μεγέθη εν γένει- στην πρώτη περίπτωση καταλογίζεται στο πλην η δύναμη να μεταβάλει το συν αλλά στη δεύτερη περίπτωση το συν έμελλε να μην έχει 137.
την ίδια δύναμη πάνω στο πλην, αν και εκείνο δεν είναι λιγότερο ένας αντί-θετος προσδιορισμός μεγέθους απ' ό,τι τούτο εδώ. Στην πράξη το συν δεν έχει τούτη τη δύναμη, επειδή πρέπει να λαμβάνεται εδώ ως ποιοτικά προσδιορισμένο έναντι του πλην, καθόσον οι παράγοντες έχουν μεταξύ τους μια ποιοτική σχέση. Αναλογικά λοιπόν το αρνητικό είναι εδώ το καθεαυτό [= ενδόμυχα] αντί-θετο ως τέτοιο, ενώ το θετικό είναι το Απροσδιόριστο, το Αδιάφορο εν γένει* βέβαια, αυτό είναι επίσης το αρνητικό, αλλά [το αρνητικό] ενός άλλου, όχι σε αυτό το ίδιο. Ένας προσδιορισμός ως άρνηση εισάγεται συνεπώς μόνο δια του αρνητικού, όχι δια του θετικού. Έτσι λοιπόν είναι επίσης -α · -α = +α2, για το λόγο ότι το αρνητικό α δεν [πρέπει να λαμβάνεται] απλώς με τον αντί-θετο τρόπο (σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να λαμβάνεται ως πολλαπλασιασμένο με -α), αλλά επειδή οφείλει να λαμβάνεται αρνητικά. Η άρνηση της άρνησης όμως είναι το θετικό^^. C.
Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ 1. Η διαφορά εν γένει περιέχει τις δυο πλευρές της ως στάδια· μέσα στη διαφορετικότητα πέφτουν κατά τρόπο αδιάφορο εκτός αλλήλων μέσα στην αντίθεση ως τέτοια αυτές είναι πλευρές της διαφοράς, η μια [είναι] προσδιορισμένη μόνο από την άλλη, και κατά συνέπεια [αμφότερες είναι] μόνο στάδια* αλλ' αυτές δεν είναι λιγότερο προσδιορισμένες μέσα τους, αμοιβαία αδιάφορες και αλληλοαποκλειόμενες: οι αυθύποφκτες κατηγορίες-ανασκόττησης'^. 69. Το ότι η άρνηση της άρνησης συγκροτεί την έννοΜΧ του θετικού, αυτό έχει να κάνει με τα Μαθηματικά και τη Λογική που τα διέπει, όχι όμως και με τη διαλεκτική Λογική, η οποία ιχνεΰει την ίδια την έννοια μέσα στην άρνηση της άρνηιτης. 70. Οι πλευρές της διαφοράς ήλθαν στο Είναι η μια μέσω της άλλης. Αυτό σημαίνει ότι προσδιορίζονται από την ταυτότητα και τίθενται απ' αυτήν, κατά τρόπο μά-
138.
Η μχα είναι το θετικό, η άλλη το (χρνητιχά, αλλά η πρ6>τη ως το καθεαυτό θετικό, ετούτη ως το καθεαυτό αρνητικό. Καθένα έχει την αδιάφορη αυθυπαρξία για τον εαυτό του δια του γεγονότος ότι αυτό έχει μέσα του τη σχέση προς το άλλο του στάδιο· έτσι αυτό είναι το όλο της αντίθεσης που περιέχεται εντός εαυτού. - Με το να είναι τούτο το όλο, το καθένα είναι διαμεσολαβημένο με τον εαυτό του Sta του άλλου του και το περιέχει. Αλλά τούτο είναι ακόμη διαμεσολαβημένο με τον εαυτό του δια του μ,η-Είναι του άλλου του· γι' αυτό, τούτο είναι διεαυτήν ούσα ενότητα και αποκλείει από τον εαυτό του το άλλο^'. Εφόσον ο αυθύπαρκτος ανασκοπικός-προσδιορισμός με την ίδια σκέψη, που περιέχει τον αντίθετο προσδιορισμό και δι' αυτού είναι αυθύπαρκτος, αποκλείει τον αντίθετο προσδιορισμό, μέσα στην αυθυπαρξία του τότε αποκλείει από τον εαυτό του την αυθυπαρξία του· διότι αυτός συνίσταται σε τούτο: περιέχει μέσα του τον άλλο προσδιορισμέ του και μόνο γι' αυτό δεν είναι αναφορά σε κάτι το εξωτερικό· -αλλά όχι λιγότερο άμεσα και σε τούτο: είναι αυτός ο ίδιος και αποκλείει από τον εαυτό του τον αρνητικό του προσδιορισμό. Αυτός είναι έτσι η αντιφασιη''.
λίστα που η ταυτότητα να απαρτίζει πλευρά της διαφοράς ως της άλλης πλευράς και η σκέψη της λογικής κίνησης να διατρέχει αμφότερες τις πλευρές και να τις συνέχει προχωρητικά. Στην περίπτωση της διαφορετικότητας, απεναντίας, κυρίαρχη ήταν η αδιαφορία των πλευρών προς αλλήλας. Η αδιαφορία αυτή περιείχε το νόημα μιας εναντίωσης προς το διαφορετικό, αλλά και προς τη διαφορά ως το καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι· παράλληλα υποδήλωνε ένα πνεύμα ισοδύναμης αυτονομίας των πλευρών, το οποίο [τινεύμα] μέσα στην ταυτότητα της διαφοράς και της διαφορετικότητας συνοψίζει αυτή τη δυαδικότητα υπό τη μορφή της αυτονομίας και οδηγεί έτσι στην αντίφαση. 71. Το θετικό και το αρνητικό, το καθένα ως όλο, έχει το λογικό στοιχείο του διαφοροποιήσιμου Είναι του μέσα στην αποκλείουσα ανασκόπηση. Αυτή εδώ είναι η εξωτερίκευση της εξωτερικευμένης ανασκόττησης και ως τέτοια σημασιολογεί τον ενεργητικό ρόλο της διαλεκτοίής κίνησης της Λογικής. 72. Τι είναι λοιπόν η αντίφαση; εδώ ορίζεται ως ενότητα του θετικού και του αρνητικού προσδιορισμού μέσα στην αυθυπαρξία του. Η αυθυπαρξία της κάθε πλευράς
139.
Η διαφορά εν γένει είναι ήδη η αντίφαση χαθεαυτην διότι αυτη είναι η ενότητα πλευρών, οι οποίες είναι μόνο εφόσον δεν είναι ένα, - και ο χωρισμός πλευρών, οι οποίες είναι μ^νο ως χωρισμένες μ£σα στην ίδια αναφορά. Αλλά το θετικό και το αρνητικό είναι η τεθαμενη αντίφαση, επειδή, ως αρνητικές ενότητες, τα ίδια τούτα είναι το θέτειν του εαυτού τους, και σε τούτο το θέτειν το καθένα αναιρεί τον εαυτό του και θέτει το αντίθετό του. - Αυτά συγκροτούν την προσδιορίζουσα ανασκόπηση ως αποκλειστική' επειδή το αποκλείειν είναι Ένα διαφοροποιείν και καθεμ.ιά των διαφοροποιημένων πλευρών, ως αποκλείουσα [την άλλη], είναι η ίδια το ολικό αποκλείειν, γι' αυτό η καθεμιά αυτοαποκλείεται μέσα της'''^. Εάν εξετάσουμε τους δύο αυθύπαρκτους ανασκοπικούςπροσδιορισμούς δι' εαυτούς [= ξέχωρα], [βλέπουμε ότι] το θετικό είναι το τεθειμένο-Είναι ως ανασκοττημένο στην ομοιότητα με τον εαυτό του, το τεθειμ^νο-Είναι, που δεν είναι αναφορά προς άλλο· άρα [το θετικό είναι] το υποστασιακό-υφίστασθαι, εφόσον το τεθειμένο-Είναι είναι ανηρημενο και αποκλεισμένο. Α/λά έτσι το θετικό γίνεται αναφορά ενός μη-Είναι - ένα τεθειμένο-Είναι. Αυτό είναι λοιπόν η αντίφαση, σύμφωνα με την οποία αυτό, ως τέτοιο που θέτει την ταυτότητα με τον εαυτό αποκλείοντας το αρνητικό, γίνεται το ίδιο αρνητικό ενός κάτι, γίνεται δηλ. το άλλο, το οποίο αυτό αποκλείει από τον εαυτό του. Τούτο, καθότι αποκλεισμένο, είναι τεθειμένο ως ελεύθερο από κείνο που το αποκλείει, επομένως ως οενασκοπημένο στον εαυτό του και ως αποκλείον το ίδιο. Η αποκλείουσα, λοιπόν, ανασκόπηση είναι το θετικό θέτειν, καθότι αποκλείει το άλλο, έτσι που τχΛστά ένα όλο μέσω της άλλης αυθυπαρξίας, με την οποία έρχεται σε ενότητα μέσα στην διαφορετικότητα. /3. Εάν μέσα στη διαφορά η αντίφαση είναι καθεαυτήν, μέσα στην ταυτότητα της ενότητας και της διαφοράς αυτή είναι τεθειμένη. Η προσδιορίζουσα ανασκόπηση, επομένίϋς, τώρα είναι αποκλειστική «ος αρνητική ενότητα του θετικού και του αρνητικό·!
140.
τούτο το θέτειν είναι άμεσα το θέτειν του αποκλείοντος αυτό άλλου του'^. Τούτο είναι η απόλυτη αντίφαση του θετικού, αλλ' αυτή είναι άμεσα η απόλυτη αντίφαση του αρνητικού· το θέτειν αμφοτέρων είναι Μια ανασκόπηση. -Το αρνητικό, εάν το εξετάσουμε διεαυτό [= ξέχωρα] σε σχέση με το θετικό, [βλέπουμε ότι] είναι το τεθειμένο-Είναι ως ανασκοπημένο στΐ7ν ανομοιότητα με τον εαυτό, είναι το αρνητικό ως αρνητικό. Αλλζ το αρνητικό το ίδιο είναι το ανόμοιο, το μη-Είναι ενός άλλου· συνεπώς, η ανασκόπηση στην ανομοιότητά του είναι μάλλον ο αυτο-σχετισμιός του. Η άρνηση εν γένει είναι το αρνητικό ως ποιότητα, ή «ήιχεστ; προσδιοριστικότητα· το αρνητικό όμως, [όταν λαμβάνεται] ως αρνητικό, αναφέρεται στο αρνητικό του εαυτού του, στο άλλο του. Εάν τούτο το αρνητικό λαμβάνεται μόνο ως ταυτό με το πρώτο, τότε ετούτο, όπως και το πρώτο, είναι μόνο άμ£σο· αυτά δεν λαμβάνονται δηλ. ως αμοιβαία αντίθετα· ως εκ τούτου όχι ως αντίθετα· το αρνητικό δεν είναι ένα κατ' εξοχήν άμεσο. Αλλ' ακόμη, εφόσον τώρα καθένα είναι εξίσου καλά το ίδιο πράγμα με το άλλο του, τότε τούτος ο σχετισμός των ανόμιοιων δεν είναι λιγότερο ο ταυτός τους σχετισμιός·^^. Είναι λοιπόν η ίδια η αντίφαση, η οποία είναι το θετικό, δηλ. 74. Σε ό,τι αφορά το θετικό ως ανασχοπικό προσ&ορισμό, ο Χέγκελ αποφαίνεται πως αυτό κατοχυρώνει την αυθυπβφξία του με το να αποκλείει από τον εαυτό του το αρνητικό. Έτσι όμως θέτει τον εαυτό του ως αρνητικό, γιατί «γίνεται το άλλο. το οποίο αυτό αποκλείει από τον εαυτό του». Είναι λοιπόν η αυθυπαρξία του που το ρίχνει στην αvτίqpα(Jη. 75. Το αρνητικό, ως το τεθειμένο-Είναι του εαυτού του μέσα στην ανομοιότητα, είναι σχέση προς τον εαυτό του ως άλλο. Κατακυρώνεται, συνακόλουθα, ως το αλλο του αρνητικού στην άμεση προσ&οριστικότητά του, πράγμα ττου μέσα στη Λογική της ουσίας δεν μπορεί να είναι παρά η ετερότητα που αποτελεί εσωτερίκευση του πρώτου αρνητικού ως ετερότητας. Ως εκ τούτου, το αρνητικό, καθότι τεθειμένοΕίναι του Εαυτού μέσα στην ανομοιότητα, είναι ταυτό με τον εαυτό του ως αρνητική αμεσότητα. Είναι, λοιπόν, η ταυτότητα της ταυτότητας και της δΜκροράς που το θέτει ως αντίφαση.
141.
τεθειμένο-Είναι ή άρνηση ως αυτο-σχετισμός. Αλλά το θετικό είναι μόνο καθεαυτό τούτη η αντίφαση, ενώ το αρνητικό είναι η τεθειμένη αντίφαση"'"'" γιατί μιέσα στην ανασκόττησή του εντός εαυτού, [η οποία το κάνει] να είναι καθεαυτό και διεαυτό αρνητικό ή ένα ταυτό με τον εαυτό του αρνητικό, αυτό είναι προσδιορισμένο ως μη-ταυτό, ως εκείνο που αποκλείει την ταυτότητα. Το αρνητικό είναι τούτο: να είναι ταυτό με τον εαυτό του σε αντίθεση με την ταυτότητα' κατά συνέπεια, διά της αποκλείουσας ανασκόπησής του να αποκλείει από τον εαυτό του τον ίδιο τον εαυτό του. Το αρνητικό είναι, λοιπόν, η ολική αντί-θεση, που, ως αντίθεση. στηρίζεται στον εαυτό της, η απόλυτη μη αναφερόμενη σε • άλ},ο διαφορά· ως αντί-θεση, η τελευταία αποκλείει από τον εαυτό της την ταυτότητα' αλλά, κατ' αυτό τον τρόπο, [αποκλείει από τον εαυτό της] τον ίδιο τον εαυτό της, γιατί ως αυτοσχετισμός η διαφορά προσδιορίζεται ως η ίδια η ταυτότητα, την οποία αυτή αποκλείει. 2. Η αντίφαση καταλύεται. Μέσα στην αυτο-αποκλειόμ.ενη ανασκόπηση που εξετάσαμε, το θετικό και το αρνητικό, καθένα αναιρεί τον εαυτό του μέσα στην αυθυπαρξία του* καθένα είναι απλά και μόνο το μεταβαίνειν ή μά/νλον το αυτομεταθέτειν [= μεταποιειν] του εαυτού του στο αντίθετο του"". Τούτος ο αδιάκοπος εξαφανισμός των αντι-θέτων /6. Το αρνητικό είναι η αντίφαση, σύΐλφωνα μχ την οποία αυτό αναφέρεται στον εαυτό του μόνο ως ανασκοττημένη ετερότητα. Μέσα σε τούτη την ετερότητα η αντίφα3τ, είναι καθεαυτήν και διεαυτήν. ΕΛημμενη έτσι η αντίφαση είναι η αλήθεια του θετικού ως αντίφασης καθεαυτήν. 77. Ο Χέγκε). προκρίνει το μεταθέτειν-μεταποιείν [übersetzen] και όχι το μεταβαίνειν (übergehen). Εάν το übergehen υποδηλώνει ένα πέρασμα υπέρ [über] το θετικό προς το αρνητικό και αντίστροφα, δηλ. ένα πέρασμα εξωτερικότητας, το übersetzen υποδη/ώνει πως το καθένα έρχεται στο θέτειν [setzen] του εαυτού του μέσω του α/νλου, το οποίο δεν είναι ένα έξωθεν τεθειμένο διαφορετικό, αλλά αυτό από το οποίο εξαρτάται η εσωτερική συνοχή του κάθε όρου.
142.
μέσα σ' αυτά τα ίδια είναι η πρώτη ενότητα'^, η οποία γίνεται πραγματικότητα δια της αντίφασης· αυτή είναι το μηόέν. Αλλά η αντίφαση δεν περιέχει απλώς το αρνητικό, αλλ' εξίσου το θετικό- ή η αυτο-αποκλειόμενη ανασκόπηση είναι σύγχρονα θέτουσα ανασκόττηση- το αποτέλεσμα της αντίφασης δεν είναι μόνο μηδέν. - Το θετικό και το αρνητικό συγκροτούν το τεΘειμενο-Είναι της αυθυπαρξίας· η άρνηση αυτών διαμέσου αυτών αναφεί το τεθειμενο-Είναι της αυθυπαρξίας. Αυτό είναι εκείνο που πράγματι μέσα στην αντίφαση βαίνει προς όλεθρο"·'. Η ανασκόπηση εντός εαυτού, δια της οποίας οι πλευρές της αντίθεσης γίνονται αυθύπαρκτοι αυτο-σχετισμοί, είναι κατ' αρχήν η αυθυπαρξία τους ως αυθυπαρξία διαφορετικών σταδίων αυτές είναι έτσι μόνο καθεαυτές τούτη η αυθυπαρξία, γιατί είναι ακόμα αντί-θετες, και το γεγονός ότι αυτές είναι καθεαυτές αυθύπαρκτες συνιστά το τεθειμένο τους-Είναι. Αλλά η αποκλείουσα ανασκόπησή τους αίρει τούτο το τεθειμένο-Είναι, τις καθιστά αυθύπαρκτες πλευρές που είναι για τον εαυτό τους, πλευρές που είναι αυθύπαρκτες όχι απλώς καθεαυτές, αλλά μέσω της αρνητικής τους αναφοράς στο άλλο τους· η αυθυπαρξία τους. κατ' αυτό τον τρόπο, είναι τεθειμένη. Αλλ' ακόμη, μέσω τούτου του θέτειν τους, οι ίδιες γίνονται ένα τεθειμένο-Είναι. Αυτές οοτγοΰνται στον όλεθρό^^, καθότι προσδιορίζονται ως το αυτο-ταυ78. die nächste Einheit: η κοντινή, άμεαη ενότητα που προκύπτει από την αντίφαση. Αυτή η ενότητα ως αποτέλεσμα, θα πει ο Χέγκελ, είναι το μη(5έν. Το μηδέν εξυπονοείται εδώ ως αποτέλεσμα για να συνεχισθεί περαιτέρω η τ^στηματική έκ^ση αυτού που αναδύεται από την αντίφαση και παράλληλα χάνεται μέσα σ' αυτήν, 79. Ένας επαναπροσδιορισμός του αποτελέσματος του αρνητικού σε σχέση με το θετικό, που φαίνεται να έχει εκτοπισθεί μέσα σε τούτο το αποτέλεσμα, δείχνει πως εκείνο που πέφτει στο βάραθρο [zugrundegeht] είναι το τεθειμένο-Είναι της αυθυπαρξίας ως τέτοιας. Από εδώ εκπορεύεται και μια μετάβαση στο θεμέλιο [zu Grunde gehen], με την έννοια ότι η εξαφάνιση της αυθυπαρξίας, που δεν είναι παρα η κατάρρευση-κατάλυση της αντίφασης, οδηγεί σε μια νέα επανασύνθεση των αντι-θέτων μέσα σε μια αυθυπαρξία που εξασφαλίζει η κίνηση σύζευξης με την εξωτερικότητα. 80. sie richten sich zugrunde: οδηγούντβ« στον όλεθρο και στο θεμελιο.
143.
TO, αλλά μέσα σε τούτο τον προσδιορισμό είναι μάλλον το αρνητικό, ένα αυτο-ταυτό, το οποίο είναι αναφορά σε αλλο. Με μία ακριβέστερη εξέταση, ωστόσο, [βλέπουμε ότι] τούτη η αποκλείουσα ανασκόπηση δεν είναι μόνο τούτος ο μορφικός προσδιορισμός. Αυτή είναι καθεαυτην-οΰσα αυθυπαρξία και η αναίρεση ετούτου του τεθειμένου-Είναι, και είναι δι' αυτής της αναίρεσης που γίνεται ρητά και πρακτικά διεαυτήν-ούσα και αυθύπαρκτη ενότητα. Διά της αναίρεσης τού άλλως-Είναι ή τεθειμένου-Είναι, πράγματι, είναι παρόν εκ νέου το τεθειμένο-Είναι, το αρνητικό ενός άλλου. Στην πράξη όμως τούτη η άρνηση δεν είναι μόνο εκ νέου πρώτη, άμεση αναφορά σε άλλο, ούτε τεθειμένο-Είναι ως ανηρημένη αμεσότητα, αλλά ως τεθειμ^νο-Είναι ανηρημένο. Η αποκλείουσα ανασκόττηση της αυθυποφξίας, με το να είναι αποκλείουσα, γίνεται ένα τεθειμένο-Είναι, αλλά όχι λιγότερο είναι αναίρεση του τεθειμένου-Είναι της. Αυτή είναι αναιρετικός αυτο-σχετισμός· εδώ μΐ£σα, πρώτον αναφεί το αρνητικό, και δεύτερον θέτει τον εαυτό της ως αρνητικό, και τούτο αποκλειστικά είναι εκείνο το αρνητικό που αυτή αναιρεί· κατά την πράξη άρσης του αρνητικού είναι που αυτή θέτει και αίρει συνάμα τούτο-εδω. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο /άος ο αποχλείων όρος είναι στον εαυτό του το άλλο, το οποίο αυτός αρνείται* η αναίρεση, συνεπώς, ετούτου του τεθειμένου-Είναι δεν είναι εκ νέου τεθειμένο-Είναι υπό τη μορφή του αρνητικού ενός άλλου, αλλά είναι η ενοποίηση με τον εαυτό, η θετική ενότητα με τον εαυτό. Η αυθυπαρξία είναι έτσι, μέσω της δίκης της ιδιαίτερης άρνησης, ενότητα που επανέρχεται στον εαυτό της, αφού διά της άρνησης του τεθειμένου-Είναι της επανέρχεται στον εαυτό της. Αυτή είναι η ενότητα της ουσίας, [η οποία συνίσταται] στο να είναι ταυτόσημη με τον εαυτό της μέσω της άρνησης, όχι ενός άλλου, α)λά του ίδιου του εαυτού της®ι. 81. Η δώλυστ, της αντίφασης σχετίζεται, κατ' αρχήν, με τη θεματοποίηση της πρώτης άρνη<7ης, η οποία είχε αχ; αποτέλεσμα το μηδέν η αντίφαση εδώ εκφράζε-
144.
3. Σύμφωνα με τούτη τη θετική πλευρά, [που έγκειται στο γεγονός] ότι η αυθυπαρξία μέσα στην αντίθεση, ως αποκλείουσα ανασκόπηση, γίνεται ένα τεθειμενο-Είναι και όχι λιγότερο το αναιρεί από το να είναι τεθειμένο-Είναι, η αντίθεση όχι μόνο δεν έπεσε πίσω στο βάραθρο, αλλά επανήλθε μεσα στο θεμέλιο της. - Η ανασκόττηση - που αποκλείει - της αυθύπαρκτης αντίθεσης μεταποιεί την τελευταία σε ένα αρνητικό, σε κάτι μόνο τεθειμένο· υποβιβάζει έτσι τους αρχικά αυθύπαρκτους όρους της, το θετικό και το αρνητικό, στο επίπεδο των απλών προσδιορισμών και αφού έτσι το τεθειμένο-Είναι γίνεται ένα τεθειμένο-Είναι, αυτό έχει απλώς επανέλθει στην ενότητά του μιε τον εαυτό του· αυτό είναι η απλη ουσία, αλλά η ουσία ως θεμελκΡ. Αυτή αποκαθίσταται μέσα από την άρση των ενδόμυχα αντιφατικών προσδιορισμών της, με τον όρο όμως ότι αυτή είναι αποκλείουσα ενότητα της ανασκόπησης, - απλή ενότητα, που αυτο-προσδιορίζεται ως αρνητικό και η οποία (οστόσο μιέσα σε τούτο το τεθειμένο-Είναι είναι άμεσα όμοια με τον εαυτό της και ενοποιημένη μ' αυτόν. Αρχικά, λοιπόν, η αυθύπαρκτη αντίθεση επαναοίάμπτει, μέσω της αντίφασής της, στο θεμιέλιο· αυτή [η (ζντίθεση] είναι το πρώτο, το άμεσο, από το οποίο γίνεται το ξεκίνημα, και η ανηρημ^νη αντίθεση ή το τεθειμένο-Είναι ανηρημένο είναι το ίδιο ένα τεθειμένο-Είναι. Έτσι Ϊ] ουσία ως θεμελιο είναι ένα τεθειμένο-Είναι, ένα [τεθεψ£νο-Είναι\ που έχει γίνει. Αλλά, αντίστροφα, ται ως εξής: η κίνηση αυτοσχετισμού οδηγούσε πάντοτε σε απώλεια του Εαυτου. Η αντίφαση διαλύεται, όταν η κίνηση αυτοσχετισμού έχει το χαρακτήρα τέτοιων σημΛσιακών ανατροπών που ο αυτοσχετισμός και η ανασκοπημένη ετερότητα δεν αντιφάσκουν στην αντι-θεσή τους, αλλά αλληλοπροϋποτιθενται. Η άρνηση έτσι δεν είν« άρνηση της αμεσότητας του αυτοσχετισμού, αλλά άρνηση της άρνησης αυτής της αμεσότητας. Ετούτη η άρνηση της άρνησης είναι η ενότητα της ουσίας κα» γνωρίζεται ως η αυθεντική θετικότητα του θεμελίου. 82. Το θεμέλιο, όπως θα πει στη συνέχεια ο Χέγκελ, είναι η αντίφαση που διαλύθηκε. Αυτό χαρακτηρίζεται ως ο εσωτερικός αλληλοφωτισμβς των αντιθέσεων, γιβτι θέτει αυτές ως δικούς του προσδιορισμούς.
145
αυτό που έχει τεθεί είναι μόνο τούτο, ότι δηλ. η αντίθεση ή το τεθειμενο-Είναι είναι ένα τεθειμένο-Ειναι ανηρημένο, είναι μόνο ως τεθειμενο-Είναι. Η ουσία είναι, λοιπόν, ως θεμέλιο με τέτοιο τρόπο αποκλείουσα ανασκόττηση, ώστε η ίδια να γίνεται ένα τεΘειμένο-Είναι, η δε αντίθεση, η οποία πριν απετέλεσε το ξεκίνημα και ήταν το άμεσο, να είναι η απλώς τεθειμιένη, προσδιορισμένη αυθυπαρξία της ουσίας, και να είναι μόνο ο αυτο-αναιρούμενος κατά την πλευρά του όρος, τη στιγμή που η ουσία είναι ο όρος που, μέσα στην προσδιοριστικότητά του, ανασκοπείται εντός εαυτού. Η ουσία, καθότι θεμιέλιο, αποκλείει τον εαυτό ττης από τον εαυτό της· αυτή θέτει τον εαυτό της· το τεθειμένο-Είναι της - το οποίο είναι το αποκλειόμενο - είναι [= υπάρχει] μόνο ως τεθειμένο-Είναι, ως ταυτότητα του αφνητικού με τον εαυτό του. Το αυθύπαρκτο τούτο είναι το αρνητικό, τεθειμενο ως αρνητικό· [είναι] κάτι που αντιφάσκει προς τον εαυτό του και γι' αυτό παραμένει άμιεσα μιέσα στην ουσία σαν στο θεμέλιό του. Η καταλυμένη αντίφαση, συνεπώς, είναι το θεμέλιο, η ουσία ως ενότητα του θετικού και του αρνητικού®^. Μέσα στην αντίθεση ο προσδιορισμός εξελίσσεται σε αυθυπαρξία· αλλά το θεμέλιο είναι αυτή η ολοκληρωμένη αυθυπαρξία· μιέσα σ' αυτό, το αρνητικό είναι αυθύπαρκτη ουσία, αλλά ως αρνητικό· έτσι το θεμέλιο, ως το ταυτό με τον εαυτό του, είναι εξίσου καλά το θετικό. Η αντίθεση και η αντίφασή της είναι, ως εκ τούτου, μέσα στο θεμε>αο τόσο πολύ ανηρημένη όσο και διατηρημένη. Το θεμέλιο είναι η ουσία ως η θετική ταυτότητα με τον εαυτό της, η οποία ομως αναφέρεται στον εαυτό της συγχρόνως ως η οφνητικότητα, άρα προσδιορίζεται και γίνεται ένα αποκλειόμενο τεθειμένοΕίναι· αλλά τούτο το τεθειμένο-Είναι είναι η αυθύπαρκτη ουσία στην ολότητά της, και η ουσία είναι θεμέλιο, ως ταυτόσημη με τον εαυτό της μέσα σε τούτη την αρνητικότητά της και ως θε83. Το θεμέλιο είναι η ενότητα του αρνητικού και του θετικού στην αντί-θε(τή τους. Ως τέτοιο είναι αυτό που θέτει τον αυτοσχετισμό τους.
146.
τική. Η αντιφάσκουσα προς τον εαυτό της αυθύπαρκτη αντίθεση ήταν, λοιπόν, ήδη το ίδιο το θεμέλιο- ό,τι προστέθηκε ήταν μόνο ο προσδιορισμός της ενότητας με τον εαυτό, η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι καθένα από τα αυθύπαρκτα αντί-θετα αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό του και γίνεται το Άλλο του, έτσι πέφτει στο βάραθρο (zugrunde geht), αλλά συνάμα, μέσα σε τούτη τη διαδικασία, ενοποιείται μόνο με τον εαυτό του· είνοΗ λοιπόν μέσα στη βαράθρωσή του, δηλ. μέσα στο τεθειμένο-Είναι του ή στην άρνηση που το αντίθετο είναι μάλλον τότε η ανασκοπημένη εντός εαυτού, η ταυτόσημη με τον εαυτό της ουσία^. Ποφατηρηστη 1 Το θετικό και το οφνητικό είναι το ίδιο. Τούτη η έκφραση ανήκει στην εξωτερική ανασκότΐηστ], στο βαθμό που η τελευταία με αυτούς τους δύο όρους κάνει μια σύγκριση. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για μια εξωτερική σύγκριση, η οποία πρέπει να γίνεται μιεταξύ αυτών [των όρων] τόσο λίγο όσο και μεταξύ των άλλων κατηγοριών απεναντίας, αυτοί πρέπει να εξετάζονται στα πλαίσια του εαυτού τους, δηλ. πρέπει να εξετάζεται το τι είναι η δική τους ιδιαίτερη ανασκόπηση. Σε τούτη εδώ είδαμιε όμιως ότι κάθε όρος είναι ουσιαστικά το εμιφαίνεσθαι του εαυτού μ£σα στο άλλο και είναι ο ίδιος το θέτειν του εαυτού ως του άλλου. Αλλά η παράσταση, εφόσον δεν εξετάζει το θετικό και το αρνητικό όπως αυτά είναι καθεαυτά και διεαυτά, μπορεί βέβαια να αναφέρεται στη σύγκριση για να συγκεντρώνει την προσοχή της στον ασταθή χαρακτήρα αυτών των διαφοροποιημένων πλευρών, τις οποίες θεωρεί ότι είναι σταθερά αντίθετες μεταξύ 84. Μέσα στο θεμέλιο ως ενοποιητική κατηγορία τα αυθύπαρκτα αντίθετα έρχονται σε αντί-θεση με τον εαυτό τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να πέφτουν στο βάραθρο. Και τούτο γιατί το θεμέλιο που έχει θέσει αυτά, βρίσκεται σε αντί-θεση με τον εαυτό του. Είναι όμως μέσα σε τούτη την καταβαράθρωοη που μεταβαίνουν στο θεμελιο, γιατί αυτό είναι η ί&α η αντί-θεση.
147.
τους. Και η παραμικρή εμπειρία στο πλαίσιο της ανασκοπικής νόησης θα κάνει φανερό πως, αν κάτι έχει ορισθεί ως θετικό, αυτό το ίδιο - άμα κανείς τώρα, ξεκινώντας από τούτη τη βάση, πάει πιο μακριά - άμεσα έχει εν κρυπτώ μεταβληθεί σε αρνητικό. και αντίστροφα, αυτό που ορίστηκε ως αρνητικό, [έχει μεταβληθεί] σε θετικό· [θα κάνει επίσης φανερό] πως η ανασκοπική νόηση, μέσα. σε αυτούς τους προσδιορισμούς, πέφτει σε συγχυση και γίνεται αντιφατική προς τον εαυτό της. Αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος με τη φύση τους φαντάζεται ότι τούτη η σύγχυση είναι κάτι το αδικαιολόγητο [= ασύμμετρο] που δεν πρέπει να συμβαίνει, και την αποδίδει σε υποκειμενικό λάθος. Αυτή η μετάβαση, στην πράξη, παραμένει επίσης μια απλή σύγχυση, στο βαθμό που δεν είναι συνειδητοποιημένη η αναγκαιότητα του μετασχηματισμού·^. - Αλλά, για την εξωτερική ανασκόπηση επίσης. είναι μια απλή εξέταση ότι το θετικό, κατά πρώτον, δεν είναι ένα άμζσα ταυτό, αλλά εν μέρει κάτι το αντί-θετο προς το αρνητικό, και ότι αυτό έχει σημιασία μόνο μιέσα σε τούτη τη σχέση, άρα το ίδιο το αρνητικό βρίσκεται μεσα στην έννοιά του' αλλά από την άλλη πλευρά, ότι αυτό είναι στον ίδιο τον εαυτό του η αυτο-σχετιζόμενη άρνηση του απλού τεθειμένου-Είναι ή
8·ϋ. Στο πλαίσιο της πραγμάτευσης της πρότασης της αντίφασης η λογική κίνηση αναφέρεται σε σχέσεις και σχετισμούς που η ίδια έχει αναδείξει μέσα στην έκθεση των παρα/λαγών του τεθειμένου-Είναι. Έτσι αυτη η ίδια η κίνηση μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο της νόησης μόνο όταν έρχονται σε γνώση οι λογικές οντοθεσίες αυττ,ς. Α-ό τη σκοπιά τούτη η παράσταση δεν μπορεί να είναι θεμέλιο της διαλεκτικής Λογικής, γιατί στηρίζεται σε μια εξωτερική σύγκριση και βλέπει παντού παγια»μένες αvτιθέσε^. Εν τούτοις, ο Χέγκελ δεν απορρίπτει συλλήβδην την τυπική Λογική, αλλά δέχεται πώς η ανασκόπηση της νόησης παραμένει ένας στοχασμός πανω σ' αυτό που είναι το ανασκοπημένο. Γι' αυτό χρειάζεται να ξεκινά κανείς από ένα άμεσο γνωρίζειν για να προχωρεί σε μια κατανόηση της αντίθεσης θετικού-αρντ,τικού και να σκέπτεται την αμοιβαιότητα των όρων αυτής [της αντίθεσης], υπερβαίνοντας έτσι την πραγμάτευση του θετικού και του αρνητικού ως μονομερώς αντιθέτων. Σε αυτό το πνεύμα υπόκειται και η κριτική της σύγχυσης της ανασκοπικής νόησης.
148.
του αρνητικού, άρα η ίδια τη απόλυτη άρνηση εντός εαυτού. Παρόμοια, το αρνητικό, το οποίο στέκεται κατέναντι του θετικού, έχει νόημΛ μόνο σε τούτη την αναφορά στο άλλο του- περιέχει λοιπόν το ίδιο [το θετικό] ι^ιεσα στ37ν έννοια xou. Αλλά τε αρνητικό έχει επίσης ένα ιδιαίτερο υφίστασθαι, χωρίς ν' αναφέρεται στο θετικό· είναι ταυτόσημιο με τον εαυτό του· έτσι όμως αυτό το ίδιο είναι ό,τι όφειλε να είναι το θετικό. Η αντίθεση του θετικού και του οφνητικού λαμβάνεται κυρίως με την έννοια ότι το πρώτο (αν και ετυμολογικά εκφράζει το τεθειμένο-Είναι®®) οφείλει να είναι κάτι το αντικειμενικό, το δεύτερο δε κάτι το υποκειμενικό, το οποίο ανήκει μόνο σε μια εξωτερική ανασκόπηση και δεν το αφορά το αντικειμενικό που υπάρχει καθεαυτό και διεαυτό και για το οποίο το υποκειμενικό δεν έχει καμιά, μα καμιά παρουσία. Στην πράξη, εάν το αρνητικό δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά την αφαίρεση μιας υποκειμενικής αυθαιρεσίας ή έν<χν προσδιορισμό μιας εξωτερικής σύγκρισης, τότε αυτό δεν είναι βέβαια παρόν για το αντικειμενικό θετικό' αυτό σημιαίνει ότι τούτο εδώ καθεαυτό δεν αναφέρεται σε μια τέτοια κενή αφαίρεση· αλλά τότε ο προσδιορισμός, σύμφωνα μιε τον οποίο αυτό είναι ένα θετικό, είναι απλώς εξωτερικός σ' αυτό.-Έτσι, για να πάρουμε ένα παράδειγμα από τις παγιωμένες αντιθέσεις αυτών των ανασκοπικών κατηγοριών, το φως εν γένει λογίζεται ως το καθαρά θετικό, ενώ το σκοτάδι ως το καθαρά αρνητικό. Αλλά το φως, μέσα στην άπειρη διάχυσή του και στη δύναμή του να προάγει και να ζωογονεί, έχει ουσιαστικά τη φύση της απόλυτης αρνητικότητας. Το σκοτάδι αντίθετα, ως κάτι το μη-ποικίλο ή ως η μη-αυτο-διαφοροποιούμενη μέσα της μήτρα της γέννησης, είναι το απλό αυτο-ταυτό, το θετικό. Αυτό 86. das Poniertsein, Gesetztsein: Με βυτούς του*; δύο όρους ο Χέγκελ αναφερετ« στο τεθειμένο-Είναι και επιχειρεί να τονίσει ένα ετυμολογικό δεσμό με το ßercxo [des Positive] μεταγράίροντας το Gesetztsein σε Pomenstin. Έτσι συγκεντρώνει την κριτική του ματιά στην έννοια του τελευταίου, όπακ; αυτή απαντά στη Φιλοσοφία της ανασκόπησης και πιο ειδικά στον Kant, δηλ. ως μια αντικειμενική έννοια.
149.
λαμβάνεται ως το καθαρά αρνητικό με την έννοια ότι, καθόσον απλή απουσία του φωτός, δεν υπάρχει διόλου για τούτο, - έτσι που το φως, με το να αναφέρεται στο σκοτάδι, οφείλει να αναφέρεται όχι σε ένα άλλο, αλλά καθαρά στον ίδιο τον εαυτό του, άρα το σκοτάδι οφείλει να εξαφανίζεται προ του φωτός. Ως γνωστόν όμως το φως γίνεται θαμπό προς γκρίζο από το σκοτάδι" και εκτός από τούτη την απλώς ποσοτική αλλοίωση τούτο υφίσταται και την ποιοτική μεταβολή, [που συνίσταται] στο να προσδιορίζεται, μέσω της σχέσης προς το σκοτάδι, ως χρώμα. - Έτσι, για παράδειγμα, η αφέτη δεν είναι [= δεν υπάρχει] επίσης χωρίς αγώνα. Αυτή είναι μάλλον ο υπέρτατος, περαιωμιένος αγώνας· η αρετή, επομιένως, δεν είναι μόνο το θετικό, αλλά απόλυτη αρνητικότητα- αυτή επίσης δεν είναι αρετή σε σύγκριση μόνο μιε την διαστροφή, αλλά είναι στους κόλπους αυτής της ίΒιας αντί-θεση και σύγκρουση. Ή η διαστροφή δεν είναι μόνο η έλλειψη της αρετής - η αθωότητα επίσης είναι τούτη η έλλειψη - και δεν είναι μόνο για μια εξωτερική ανασκόττηση διαφοροποιημένη από την αρετή, αλλ' αυτή καθεαυτήν είναι αντί-θετη προς την τελευταία,αυτή είναι κάτι κακό. Το κακό συνίσταται στο να εναποτίθεται στον εαυτό του αντιτιθέμενο προς το καλό" αυτό είναι η θετική αρνητικότητα. Ενώ η αθωότητα, ως έλλειψη τόσο του καλού όσο και του κακού, είναι αδιάφορη και για τους δύο προσδιορισμούς, δεν είναι ούτε θετική ούτε αρνητική. Ταυτόχρονα όμως τούτη η έλλειψη πρέπει ακόμη να λαμβάνεται ως μια προσδιοριστικότητα: αφενός, αυτή πρέπει να θεωρείται ως η θετική φυση κατινος· αφετέρου, αυτή αναφέρεται σε ένα αντί-θετο, και κάθε φύση απορρέει από την αθωότητά της, από την αδιάφορη ταυτότητα με τον εαυτό, αναφέρεται μέσω του εαυτού της στο ά ^ ο της και έτσι οδηγείται στο βάραθρο ή, με την θετική έννοια, επιστρέφει στο θεμέλιο. -Η αλήθεια, επίσης, είναι το θετικό υπο τη μορφή της γνώσης που συμφωνεί με το αντικείμενο· αλ>Λ αυτή είναι μόνο τούτη η ισότητα με τον εαυτό, εφόσον η γνώστ, έχει κρατήσει μια αρνητική στάση απέναντι στο άλλο, έ150.
χει εισδύσει στο αντικείμενο και έχει αναιρέσει την άρνηση, η οποία είναι το τελευταίο τούτο. Η πλάνη είναι κάτι το θετικό, ως μια γνώμη που υποστηρίζει ό,τι δεν είναι καθεαυτό και διεαυτό, η οποία έχει γνώση του εαυτού της και αυτοβεβαιώνεται. Η αγνωσία ωστόσο είναι είτε η προσωποποίηση της αδιαφορίας για την αλήθεια και την πλάνη, κατά συνέπεια ούτε ως θετική ούτε ως αρνητική προσδιορισμένη - και ο προσδιορισμός της, ως μια έλλειψη, ανήκει στην εξωτερική ανασκόπηση - είτε πάλι, ως αντικειμενική, ως ιδιαίτερο γνώρισμα μιας φύσης, αυτή είναι η τάση που στρέφεται ενάντια στον εαυτό της, ένα αρνητικό, που φέρει μέσα του μια θετική κατεύθυνση. - Είναι μια από τις σπουδαιότερες γνώσεις το να κατανοούμε και να έχουμε κατά νου τούτη την φύση των ανασκοπικών κατηγοριών που μόλις εξετάσαμε, ότι δηλ. η αλήθεια τους συνίσταται μόνο στην αλληλοαναφορά τους και έτσι καθεμιά περιέχει μέσα στη δική της έννοια την άλλη· χωρίς τούτη τη γνώση δεν μπορεί κανείς πραγμιατικά να κάνει ούτε ένα βήμια μέσα στη Φιλοσοφία*^". Παρατηρηστη 2 Ο ορισμός της αντί-θεσης έγινε επίσης μια πρόταση, η επονομαζόμενη πρόταση του αποκλειόμενου τρίτου. Κάτι είναι ή Α η μη-Α· δεν υπάρχει τρίτο. Αυτή η πρόταση περιέχει, κατ' αρχψ, το εξής: καθετί είναι ένα αντί-θετο, είναι προσδιορισμένο ή ως θετικό ή ως αρνητικό. 87. Η αλήθεια των ανασκοπικών κατηγοριών δε βρίσκεται σε μΛα υπερκείμενη έννοια που απηχεί τον υπέρτατο βαθμό καθολικότητας και στην οποία υπάγονται αξιωματικά όλες οι άλλες έννοιες, αλλά μορφώνει το εσωτερικό νόημα και περιεχόμενο της ολοποιητικής δύναμης της ουσίας. Είναι, λαπόν, μέσω αυτής της ίύναμης που η φαινομενική αυθυπαρξία κάθε κατηγορίας αποκαθίσταται στην προσλοριστικότητα του αυθεντικού της ΕίναΓ μια προσδιοριστικότητα, σύμφωνα με την οποία η αυθεντικότητα της αυθυπαρξίας έγκειται στο να καταφάσχει την αλήθεια της σχέσης των στοιχείων που τη συνθέτουν.
Mta σημαντική πρόταση, η οποία έχει την αναγκαιότητα της στο γεγονός ότι η ταυτότητα μεταβαίνει στη διαφορετικότητα και τούτη στην αντί-θεση. Μόνο που αυτή δεν κατανοείται συνήθως με τέτοια έννοια, αλλά μέλλει να έχει την κοινή σημασία ότι σε ένα πράγμα, από όλα τα κατηγορήματα, ανήκει ή αυτό το συγκεκριμένο κατηγόρημα ή το μη-Είναι του. Η αντί-θεση σημαίνει εδώ απλώς την έλλειψη ή μάλλον την απροσδιοριστίακαι η πρόταση είναι τόσο ασήμαντη, που δεν αξίξει τον κόπο να την πούμε. Εάν κανείς λαμβάνει τα γνωρίσματα γλυκός, πράσινος, τετράγωνος - και οφείλει κανείς να λαμβάνει όλα τα κατηγορήματα - και για το τινεύμα λέγεται ότι αυτό είναι ή γλυκό ή μη-γλυκό, τότε αυτό είναι κάτι το τετριμμένο που δεν οδηγεί πουθενά. Η προσδιοριστικότητα, το κατηγόρημα, αναφέρεται σε κάτι- το κάτι είναι προσδιορισμένο, δηλώνει η πρόταση· αυτή οφείλει τώρα να περιέχει ουσιαστικά τούτο: ότι η προσδιοριστικότητα ορίζεται ακριβέστερα, γίνεται προσδιοριστικότητα καθεαυττην, γίνεται αντί-θεση. Αντ' αυτού όμως, η πρόταση μεταβαίνει, με κείνη την τετριμμένη έννοια που αναφέρθηκε, από την προσδιοριστικότητα στο μη-Είναι της, επανέρχεται στην απροσδιοριστία®^. Η πρόταση του αποκλειόμενου τρίτου διαφοροποιείται, λοιπόν, από την πρόταση της ταυτότητας ή της αντίφασης που εξετάστηκε πιο πάνω και η οποία υποστήριζε ότι δεν υπάρχει κάτι που είναι συγγρόνως Α και μψΑ. Αυτή λέει ότι δεν υπάρχει κάτι που ούτε Α είναι ούτε μη-Α, ότι δεν υπάρχει ένα τρίτο, το οποίο είναι αδιάφορο για την αντίθεση. Αλλά στην πράξη το τρίτο, το οποίο είναι αδιάφορο για την αντίθεση, υπάρχει μέσα στην ίδια την πρόταση, δηλ. εδώ είναι παρόν το ίδιο το Α. Τούτο το Α δεν 8 8 . Ο προσ&ορισμός, σύμφωνα με τ ο Χ έ γ κ ε λ , έχει τ η ν αλήθεια τού Είναι τ ο υ σ τ ο γεγονός ότι είναι αυτός ο ίδιος και τ ο αντίθετό του. Α π ' α υ τ ή τ η ν ά π ο ψ η , η ε ρ μ η νεία που επιφυλάσσει η τ υ π ι κ ή Λ ο γ ι κ ή σ τ η ν π ρ ό τ α σ η τ ο υ αποκλειόμενου τρίτου δεν κατανοεί την αντίθεση π α ρ ά μ έ σ α α π ό ένα π λ έ γ μ α αποκλεισμού τ η ς προσδιοριστικής κίνησης που οδηγεί α π ό τ η ν τ α υ τ ό τ η τ α σ τ η διαφορετικότητα και τ η ν αντίθεση.
152.
είναι ούτε +Α ούτε -Α και εξίσου είναι επίσης τόσο +Α όσο και Α. -Το Κάτι, το οποίο όφειλε να είναι είτε +Α είτε μη-Λ, αναφέρεται κατά ταύτα τόσο στο +Α όσο και στο μη-Α· και εκ νέου, καθοσον αναφερεται στο Α, οφείλει να μψ αναφέρεται στο μη-Α, με τον ίδιο τρόπο που [οφείλει] να [αναφέρεται] στο Α, ενόσω αναφέρεται στο μη-Α. Το Κάτι το ίδιο είναι λοιπόν το τρίτο, το οποίο έπρεπε να είναι αποκλειόμενο. Εφόσον οι αντι-τιθέμενοι όροι είναι τόσο μέσα στο Κάτι τεθειμενοι όσο και μέσα σε τούτο το θέτειν ανηρημένοι, το τρίτο, το οποίο εδώ έχει τη μορφή ενός νεκρού Κάτι, εάν το δούμε πιο βαθιά, είναι η ενότητα της ανασκόπησης, στην οποία επιστρέφει η αντί-θεση σαν στο θεμέλιο. Ποφατηρηση 3 Εάν τώρα οι πρώτες ανασκοπικές-κατηγορίες, [δηλ.] η ταυτότητα, η διαφορετικότητα και η αντί-θεση, έχουν διατυπωθεί μ.ε τη μορφή μιας πρότασης, ακόμη περισσότερο εκείνη η κατηγορία, στην οποία αυτές μεταβαίνουν σαν στην αλήθεια τους, δηλ. ιη αντίφαση, θάπρεπε να συλληφθεί και να διατυπωθεί μ£ τη μορφή μιιας πρότασης: όλα τα πράγματα καθεαυτο^^ είναι αντιφατικά, και μάλιστα με την έννοια ότι τούτη η πρόταση, σε αντίθεση με τα άλλα, εκφράζει την αλήθεια και την ουσία των πραγμάτων. -Η αντίφαση, η οποία κάνει την εμφάνισή της στην αντί-θεση, είναι μβνο το ανεπτυγμένο μηδέν, που περιλαμβάνεται μέσα στην ταυτότητα και το συναντήσαμε μέσα στην έκφραση ότι η πρόταση της ταυτότητοις δεν λέει τίποτα. Τούτη η άρνηση στη συνέχεια προσδιορίζεται ως διαφορετικότητα και αντί-θεση, η οποία τώρα είναι η τεθειμένη αντίφαση. Αλλά είναι μια από τις βασικές προκαταλήψεις της Αογι-
8 9 . a n sich: τ α π ρ ά γ μ α τ α δεν έχουν διεαυτό-Είναι και υ π ' α υ τ ή την έννοια είναι κ α θ ε α υ τ ά , είναι γ ι α κ ά τ ι ή κάποιον άλλο. Ο τ α ν , λοιπόν, ο Χ έ γ κ ε λ λέει ότι τα π ρ ά γ μ α τ α είναι κ α θ ε α υ τ ά α ν τ ι φ α τ ι κ ά , α υ τ ό σημαίνει ότι είναι για μ α ς αντιφατικά.
153.
κής''" που ισχύει ως τώρα και της κοινής παράστασης το ότι η αντίφαση δεν είναι μια τόσο χαρακτηριστική της ουσίας και εμ,μιενής κατηγορία όσο η ταυτότητα· εάν ωστόσο επρόκειτο για την ιεράρχηση [των δύο κατηγοριών] και αμφότερες έπρεπε να συλλαμβάνονται ως χωριστές, η αντίφαση τότε θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως η πιο βαθιά και η κατ' εξοχήν χαρακτηριστική της ουσίας κατηγορία. Διότι η ταυτότητα, ως ενάντια στην αντίφαση, είναι μόνο ο όρος του απλού άμεσου, του νεκρού Είναι· η αντίφαση όμως είναι η ρίζα κάθε κίνησης και ζωτικότητας· μόνο όταν κάτι έχει μέσα του την αντίφαση, κινείται, έχει ορμή και ενεργητικότητα. Εν πρώτοις, η αντίφαση μένει μακριά από τα πράγματα, από τη σφαίρα του όντος και του αληθούς εν γένει· υποστηρίζεται ότι Sev υπάρχει τίποτα το αντιφατικό. Κατ' αντίστροφο τρόπο, από την άλλη, αυτή μιετατοπίζεται στην υποκειμενική ανασκόπηση, η οποία την θέτει μέσα από τη σχέση και τη σύγκριση [που η ίδια εγκαθιδρύει]. Αλλά και μέσα σε τούτη την ανασκόπηση η αντίφαση δεν είναι πραγματικά παρούσα, γιατί το αντιφατικό στοιχείο δεν μπορεί να συΚληφΟεί ούτε δια της παράστασης ούτε Sia της νόησης. Αυτή λογίζεται γενικά, είτε βρίσκεται στο πραγματικό είτε μέσα στην ανασκόττηση της νόησης, ως μια συμπτωμιατικότητα, ως μια οιονεί ανωμαλία και ένας ποφοδικός παροξυσμός αρρώστιας. Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό ότι η αντίφαση δεν υπάρχει, ότι αυτή δεν είναι κάτι που έχει παρουσία, μια τέτοια διαβεβαίωση δεν χρειάζεται να μας απασχολεί διόλου· ένας απόλυτος προσδιορισμός της ουσίας πρέπει να βρίσκεται μέσα σε κάθε εμπειρία, μεσα σε καθετί το πραγματικό, όπως και μέσα σε κάθε έννοια. Το ίδιο παρατηρήσαμε και πιο πάνω στην περίπτωση του άπειρου, το οποίο είναι η αντίφαση έτσι όπως αυτή φανερώνεται μέ9 0 . Η τ·Jπική Λογική βλέπει τ η ν αντίφαση σε αμοιβαίο αποκλεισμό με τ η ν τ α υ τ ό τ η τ α και όχι ω ς τ η λογική α ν ά π τ υ ξ η τ η ς τ ε λ ε υ τ α ί α ς .
154.
σα στη σφαίρα του Είναι. Η ίδια η κοινή εμπεφία εξάλλου λέει ότι υπάρχει ένα πλήθος αντιφατικών πραγμάτων, αντιφατικών θεσμών κ.λπ., των οποίων η αντίφαση δεν είναι παρούσα απλώς μέσα σε μια εξωτερική ανασκόττηση, αλλά μέσα σ' αυτά τα ίδια. Και ακόμη, αυτή δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια ανίομαλία, η οποία θα εμφανιζόταν εδώ κι εκεί, αλλά είναι το αρνητικό στον πιο χαρακτηριστικό της ουσίας προσδιορισμό, η αρχή [Prinzip] κάθε αυτοκίνησης, η οποία^' δεν συνίσταται σε τίποτε άλλο παρά στο να παρουσιάσει την ίδια την αντίφαση. Η ίδια η εξωτερική αισθητή κίνηση είναι η άμεση ύπαρξή της. Κάτι κινείται μόνο, όχι επειδή σ' αυτό το τώρα [= τούτη τη στιγμή] αυτό είναι εδώ'και σ' ένα άλλο τώρα [= μια άλλη στιγμή] είναι εκεί. αλλά επειδή σε ένα και το αυτό τώρα [= την ίδια στιγμή] είναι εδώ και δεν είναι εδώ, επειδή σ' αυτό το εδώ είναι και σύγχρονα δεν είναι82_ Πρέπει να καταλογίσουμε στους αρχαίους διαλεκτικούς τις αντιφάσεις, τις οποίες αποκάλυψαν μέσα στην κίνηση· αυτό όμως δεν σημυζίνει ότι γι' αυτό το λόγο δεν υπάρχει κίνηση, αλλά μάλλον ότι η κίνηση είναι η ίδια η προσδιορισμένη-ούσα αντίφαση. Παρόμοια, η εσωτερική αυθεντική αυτοκίνηση, η τάση εν γένει (ορμή ή ενόρμηση της μονάδας, η εντελέχεια της απόλυτα απλής ουσίας) δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι από μία και την αυτή άποψη κάποιο πράγμα είναι εντός του ίδιου του εαυτού του, και [συγχρόνως] είναι η έλλειψη, το αρνητικό του ίδιου του εαυτού του. Η αφηρημιένη ταυτότητα με τον εαυτό δεν συνιστά ακόμη καμιά ζωτικότητα, αλλά το θετικό, επειδή αυτό καθεαυτό είναι η αρνητικότητα, εξέρχεται του εαυτού του και εκτίθεται σε αλλαγή. Ένα πράγμα λοιπόν είναι ζωντανό, μόνο εφόσον πε153. 9 1 . Αναφέρεται σ τ η ν α ρ χ ή : α υ τ ή αποτελεί τ η λ ο γ ι κ ή δομή τ η ς αντίφασης. 9 2 . Γ ι α τ η δ ι α λ ε κ τ ι κ ή του Εδώ καα Τώρα έχει ή δ η μαλήσει ο Χ έ γ κ ε λ σ τ η νολογία
του πνεύματος
Φαι^^-
xm πιο ειδικά εκεί που π ρ α γ μ α τ ε ύ ε τ α ι την αισθητήρια βε-
β α ι ό τ η τ α . Δ ε ς G W 9 , 6 4 / 2 2 6 κ.εξ.
ριέχει την αντίφαση μέσα του και επί πλέον έχει τη δύναμη να την αγκαλιάσει και να την αντέξει. Αλλά εάν κάτι που υπάρχει μέσα στον θετικό του προσδιορισμό δεν είναι σε θέση συγχρόνως να σφετερισθεί τον αρνητικό του προσδιορισμό και τον ένα να τον συγκρατήσει μέσα στον άλλο· [εάν δεν είναι σε θέση] να έχει μέσα του την αντίφαση, τότε αυτό δεν είναι η ίδια η ζωντανή ενότητα, δεν είναι θεμέλιο, αλλά μιέσα στην αντίφαση πέφτει στο βάραθρο. -Η θεωρησίακη νόηση συνίσταται μιόνο στο γεγονός ότι η νόηση συγκρατεί την αντίφαση και μέσα σε αυτήν τον εαυτό της, αλλά όχι ότι αφήνεται να κυριαρχείται από αυτήν, όπως συμβαίνει στην παράσταση, και δι' αυτής να αποσυνθέτει τους προσδιορισμούς της μόνο μέσα σε άλλους ή στο μηδέν. Εάν η αντίφαση μέσα στην κίνηση, την τάση και σε παρόμοια πράγματα είναι συγκαλυμιμένη, για το παριστάνειν, στην αΓ.λότΎ]~α αυτών των προσδιορισμών, στους προσδιορισμούς της σχέσης, απεναντίας, η αντίφαση παριστάνεται άμεσα. Τα τετριμμένα παραδείγματα του είδους: πάνω και κάτω, δεξιά και αριστερά, πατέρας και γιος και ούτω καθεξής επ' άπειρο, όλα περιέχουν την αντίθεση μέσα σε έναν [όρο]. Πάνω είναι ό,τι δεν είναι κάτω· πάνω είναι ειδικά μιόνο τούτο: να μην είναι κάτω, και eivou μόνο εφόσον υπάρχει ένα κάτω· και αντίστροφα· κάθε όρος περιέχει τον αντιθετό του. Πατέρας είναι το Άλλο του γιου και γιος το Άλλο του πατέρα και κάθε όρος έχει το χαρακτήρα τούτου του Άλλου του Άλλου· και ταυτόχρονα, ο ένας όρος είναι μόνο σε σχέση προς τον άλλο· το Είναι τους είναι ΤΕνα υφίστασθαι. Ο πατέρας, έξω από τη σχέση προς το γιο, έχει επίσης μια διεαυτήν [= αυθύπαρκτη] ύπαρξη· κατ' αυτόν όμως τον τρόπο, αυτός δεν είναι πατέρας, αλλά ένας άντρας εν γένει- ακριβώς όπως πάνω και κάτω, δεξιά και αριστερά είναι επίσης [όροι] μιας ανασκόπησης εντός εαυτού και κάτι έξω από τη σχέση, αλλά [έτσι] ο κάθε όρος είναι μόνο τόπος εν γένει. - Οι αντί-θετοι όροι περιέχουν την αντίφαση, στο βαθμό που, από τη μία και την ίδια άποψη, αναφέρονται αρνητικά ο ένας στον άλλο, αναφούντοα α156.
μοι&χία και είναι αδιάφοροι έναντι αλλήλων. Η παράσταση, όταν μεταβαίνει στο στάδιο της (χόιαφοριαζ των όρων, λησμονεί την αρνητική τους ενότητα και έτσι τους διατηρεί απλώς ως διαφορετικούς γενικά· [πρόκειται για έναν] προσδιορισμό μέσα στον οποίο δεξιά δεν είναι πλέον δεξιά, ούτε αριστερά είναι πλέον αριστερά κ.λπ. Αλλ' αφού στην πράξη αυτός έχει εμπρός του [τους όρους] δεξιά και αριστερά, τότε έχει εμπρός του ετούτους τους όρους ως αυτο-αναιρούμενους, [με την έννοια ότι] ο ένας δεν αναιρείται μέσα στον άλλο και συνάμα μέσα σ' αυτή την ενότητα, αλλά ο καθένας είναι αδιάφορος [= ανεξάρτητος] για τον εαυτό του. Επομένως, αν και το δια της παράστασης σκέπτεσθαι [= η κοινή σκέψη] έχει παντού την αντίφαση για περιεχόμενο της, ωστόσο δεν φτάνει να την συνειδητοποιήσει· αυτή παραμένει εξωτερική ανασκόπηση, η οποία μεταβαίνει από την ομοιότητα στην ανομοιότητα, ή από την αρνητική σχέση στην συντελεσμένη εντός εαυτού ανασκόττηση των διαφορετικών όρων. Αυτή κρατά αμ/ρότερους τούτους τους προσδιορισμούς εξωτερικούς κατέναντι αλλήλων και έχει κατά νου μόνο αυτούς, αλλά όχι τη μετάβαση [τους], η οποία είναι το ουσιώδες και περιέχει την αντίφαση®^. Η πλούσια σε πνεύμα ανασκόπηση, για να την μνημονεύσουμε εδώ, συνίσταται, απεναντίας, στο να συλλαμβάνει και να εκφράζει την αντίφαση. Ακόμη και αν δεν εκφράζει την έννοια των πραγμάτων και των σχέσεών τους και έχει για υλικό της και περιεχόμενο μόνο όρους της παράστασης, οδηγεί ωστόσο τους τελευταίους σε μια σχέση, η οποία περιέχει την αντίφασή τους και μέσω τούτης αφήνει την έννοια τους να εμφάινε9 3 . Ο λογικός χ α ρ α κ τ ή ρ α ς τ η ς μετάβασης είναι ο τόπος, μέσα (ττον οποίο η παράσ τ α σ η δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει τ η λογική ολοκλήρωσή τ η ς . Γ ι '
(χυτό Sc*
κατανοεί τ η λ ο γ ι κ ή αντικειμενικότητα παρά ω ς μια απλή αντικειμενικότητα που πρέπει να ευδοκιμεί μέσα στο στοιχείο του Είναι. Αυτό δείχνει ότι η παράσταση δεν μπορεί να αποκτήσει συνείδηση π ω ς η ίδια βρίσκεται μέσα σ τ η λογική μιας αντίφασης και ω ς τέτοια δεν είναι παρά η εξ(ι>τερική ανασκόπηση.
155.
τα^^. - Ο νοών Λόγος όμως ακονίζει, για να το πούμε έτσι, την αμβλυμένη διαφορά του διαφορετικού, την σκέτη ποικιλία της παράστασης, και την κάνει ουσιώδη διαφορά, αντίθεση. Μόνο όταν οι ποικίλοι όροι εξωθούνται στο άκρο της αντίφασης γίνονται ενεργητικοί και ζωντανοί προς αλλήλους και μέσα σ' αυτήν προσλαμβάνουν την αρνητικότητα, η οποία είναι ο ενύπαρκτος σφυγμός της αυθύπαρκτης και ζωντανής κίνησης. Για την οντολογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού έχουμε ήδη αναφέρει ότι ο προσδιορσιμός που αποτελεί εδώ το θεμέλιο είναι το εννοιακό-σύνολο όλων των ρεαλιστικών πραγματικοτήτων. Υπάρχει η συνήθεια να δείχνεται κατ' αρχήν ότι τούτος ο προσδιορισμός είναι δυνατός, επειδή δεν περιέχει καμιιά αντίφαση. καθόσον η ρεαλιστική πραγματικότητα λαμβάνεται μόνο ως ρεαλιστική πραγματικότητα χωρίς φραγμούς. Αναφέραμε ότι έτσι εκείνο το εννοιακό-σύνολο γίνεται απλό απροσδιόριστο Είναι, ή. εάν οι ρεαλιστικές πραγματικότητες στην πράξη λαμβάνονται ως ένα πλήθος προσδιορισμένων όντων, γίνεται το εννοιακό-σύνολο όλων των αρνήσεων. Εάν προσεγγίσουμε τη διαφορά της ρεαλιστικής πραγματικότητας με περισσότερη ακρίβεια, βλέπουμε ότι αυτή από διαφορετικότητα εξελίσσεται σε αντίθεση και στη συνέχεια σε αντίφαση, έτσι ώστε το εννοιακό-σύνολο όλων των ρεαλιστικών πραγματικοτήτων εν γένει να γίνεται τελικά απόλυτη αντίφαση εντός εαυτού. Η ποφαστασιακή -όχι η θεωρησιακή- νόηση, η οποία αποστρέφεται την αντίφαση, όπως η φυση το κενό, απορρίπτει τούτη την έκβαση· διότι αυτή στέκεται στην μονομερή εξέταση της ακύρωσης της αντίφασης μέσα στο μηδέν και δεν αναγνωρίζει τη θετική πλευρά της αντίφασης, συμφωνά με την οποία η τελευταία γίνεται απόλυτη ενέργεια και απόλυτο θεμέλιο^^.
9 4 . Η ανασκότητιοη π α ρ α π έ μ π ε ι σε μια μ ε σ ο λ ά β η σ η τ η ς έννοιας μχ τ η ν εμφάνειά της και οεν είναι ακόμα η διείσδυση σ τ η ν ίδια τ η ν έννοια. Ψο. Η παράσταστ, παραβλέπει το γεγονός ότι ανήκει σ τ ο χ α ρ α κ τ ή ρ α τ ο υ αρνητικού
158.
Η εξέταση της φύσης της αντίφασης έδειξε εν γένει ότι δι' εαυτό δεν υπάρχει, για να το πούμε έτσι, ακόμη κανένα ψεγάδι, ατέλεια ή μειονέκτημα σ' ένα Πράγμα, εάν σε αυτό μπορεί κανείς να καταδείξει μια αντίφαση. Απεναντίας, κάθε όρος, καθετί το συγκεκριμένο, κάθε έννοια, είναι ουσιαστικά μια ενότητα διαφοροποιημένων και διαφοροποιήσιμων πλευρών, οι οποίες δια της προσδιορισμένης, ουσιώδους διαφοράς μιεθίστοινται σε αντιφατικές. Αυτός ο αντιφατικός χαρακτήρας αποσυντίθεται βέβαια σε μηδέν, επανακάμπτει στην αρνητική του ενότητα. Το πράγμα, το υποκείμιενο, η έννοια λοιπόν είναι ακριβώς η ίδια τούτη αρνητική ενότητα· είναι ένα πράγμα αντιφατικό αυτό καθεαυτό, αλλά εξίσου καλά η καταλυμένη αντίφαση: είναι το θεμέλιο που περιέχει και φέρει τους προσδιορισμούς τους. Το πράγμα, το υποκείμενο, ή η έννοια, ως ανασκοπημένα εντός εαυτού μέσα στη σφαίρα τους, είναι η ακυρωμένη τους αντίφαση, αλλά η όλη τους σφαίρα είναι επίσης εκ νέου μια προσδιορισμένη, διαφορετική [σφαίρα]· έτσι τούτη είναι μια πεπερασμενη σφαίρα, και αυτό σημαίνει μια αντιφατική. Αυτή δεν είναι η ίδια, η κατάλυση ετούτης της ανώτερης αντίφασης, αλλά έχει μια ανώτερη σφαίρα για αρνητική της ενότητα, για θεμέλιό της. Τα πεπερασμένα πράγματα, συνεπώς, μέσα στην αδιάφορη πολλαπλότητά τους έχουν εν γένει τούτο το γνώρισμα, να είναι αυτά καθεαυτά αντιφατικά, θραυσμενα [= διχασμένα] εντός εαυτού και να επανέρχονται μέσα στο θεμέλιό τους. - Όπως θα δείξει αργότερα η εξέταση, ο αληθινός συλλογισμός [που συνάγει] από κάτι το πεπερασμένο και συμπτωματικό μια απόλυτα αναγκαία ουσία δεν συνίσταται στο ότι το τελευταίο συνάγεται από το πρώτο ως το Είναι που αποτελεί και παραμένει το θεμέλιο, αλλά στο ότι κάτι
να έχει περιεχόμενο α υ τ ό που τ ο κάνει να μεταβαίνει σε ό,τι το ίδιο αρνείται. 5ηλ. σ τ ο θετικό. Έ τ σ ι έ ρ χ ε τ α ι να τεθεί η αντίφαση σ τ η λ ο γ ι κ ό τ η τ α του Είναι τ η ς ω ς τεθειμενου-Ειναι· μια λ ο γ ι κ ό τ η τ α π ο υ είναι α υ τ ή τ η ς ουσίας, όταν η τελευταία θέτει τον ε α υ τ ό τ η ς ω ς θεμέλιο.
159.
το απόλυτα αναγκαίο συνάγεται από ένα πτωτικό μόνο, εσωτεpata ίχντίφατικό Etvau, πράγμα το οποίο ανήκει επίσης άμεσα στην σνμπτωματιχότητα· ή μάλλον στο ότι γίνεται φανερό πως το συμπτωματικό Είναι αυτό καθεαυτό επανάγεται μιέσα στο θεμελιό του, όπου αναιρείται, και ακόμη στο ότι μέσω τούτης της επαναγωγής αυτό θέτει το θεμέλιο μόνο κατά τέτοιο τρόπο ώστε το ίδιο να γίνεται μάλλον τεθειμένο-Είναι. Στη συνήθη πράξη του συλλογισμού το Είναι του Πεπερασμένου εμφανίζεται ως θεμέλιο του Απόλυτου· το Απόλυτο είναι, επειδή κάτι είναι πεπερασμένο^®. Η αλήθεια όμχος είναι ότι το Απόλυτο είναι, επειδή το πεπερασμένο είναι η εσωτερικά αντιφατική αντίθεση, επειδή αυτό 8εν είναΦ'^. Σύμφωνα με την πρώτη έννοια, η πρόταση του συλλογισμού διατυπώνεται έτσι: Το Είναι του Πεπερασμένου είναι το Είναι του Απόλυτου· αλλά με τη δεύτερη, έτσι: Το μη-Είναι του Πεπερασμένου είναι το Είναι του Απόλυτου.
9 6 . Το Απόλυτο εδώ & ν προκύπτει μέσα α π ό τ η ν κ ί ν η σ η π ο υ φέρει σ τ ο γνωρίζειν την αντιφατική φύση του πεπεροκτμενου. 9 / . Απεναντίας, το Απόλυτο είναι εδώ σ τ η ν αλήθεια τ ο υ μόνο χ ο φ η σ τ η μ ε σ ο λ ά β η ση τ η ς άρνησης, η οποία φέρει στο γνα)ρίζ«ν τ η ν π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν η α π ό λ υ τ η θέση τ ο υ κοινο·: τ / λ λ ο γ ι σ μ ο ύ και τ η ν αφήνει να αναγνωρίζεται ω ς α ν τ ί φ α σ η γ ι α να οδηγείται στο τέλος στο μ η - E t v a t , να ακυρώνεται ω ς αντίφαση.
160.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ Η ουσία αυτοπροσάορίζεται ως θεμελιο. Όπως το μτη^εν είναι αρχικά σε απλή άμεση ενότητα με το Είναι, έτσι και η απλή ταυτότητα της ουσίας εδώ είναι κατ' αρχήν σε άμεση ενότητα με την απόλυτη αρνητικότητά της. Η ουσία είναι μόνο τούτη η αρνητικότητά της, η οποία είναι η καθαρή ανασκόπηση. Αυτή είναι ετούτη η καθαρή αρνητικότητα ως η επάνοδος του Είναι εντός εαυτού* καθόσον τέτοια, αυτή είναι προσδιορισμένη χαθεαυτην ή για μας ως το θεμέλιο, μέσα στο οποίο διαλύεται το Είναι. Αλλά τούτη η προσδιοριστικότητα δεν είναι τεθειμένη από την iSta την ουσία· μ' άλλα λόγια, η ουσία δεν είναι θεμέλιο στο βαθμό που δεν έχει θέσει η ίδια τούτη την προσδιοριστικότητά της. Η ανασκότιησή της, ωστόσο, συνίσταται στο να Θέτει και να προσδιορίζει τον εαυτό της ως εκείνο που αυτή είναι καθεαυτην, ως αρνητικό. Το θετικό και το αρνητικό συγκροτούν εκείνο τον προσδιορισμό της ουσίας, μέσα στον οποίο η τελευταία χάνεται σαν [να χάνεται] μέσα στην άρνησή της'. Αυτοί οι αυθύπαρκτοι ανασκοπικοί - προσδιορισμοί αυτοαναιρούνται, και
1. Η ουσία είναι η α π ό λ υ τ η α ρ ν η τ ι κ ό τ η τ α . Αυτό (τημαίνα ότι περικλείει την άμεση α υ τ ο ά ρ ν η σ η τ η ς ω ς τ η ν κίνηση που αναιρεί και συνάμα δημιουργεί. Διαφοροποιεί τ η ν ουσία α π ό τον εαυτό τ η ς και ταυτόχρονα π α ρ α π έ μ π ε ι σε μια ενότητα με τον ε α υ τ ό τ η ς σαν μ ε α υ τ ό π ο υ χ ά ν ε τ α ι . Η ε ν ό τ η τ α τ ο ύ τ η , κ α τ ά τ α ύ τ α , δεν υπάρχει ω ς μια σύνθεση π ο υ στερείται θεμελίου ή είναι μια α π λ ή παρεύρεση, αλλά είναι προών δ ι α μ ε σ ο λ α β η τ ι κ ή ς διαδικασίας. Σ ύ μ φ ω ν α λοιπόν με α υ τ ή τ η ν ε κ δ ο χ ή η λογική σκέψ η π ρ έ π ε ι να προσανατολίζεται σ τ ο θ ε μ έ λ » μιας τέτοιας ενότητας. Το βεμελ», κ α τ ' α υ τ ό τον τρόπο, δεν αντικρίζεται μόνο ω ς η ά μ ε σ η αναφορά τ η ς ενότητας στον εαυτό τ η ς , α λ λ ά κ α ι ως η αναφορά σ τ η διαφορά.
161.
ο προσδιορισμός που έχει πέσει στο βάραθρο [= έχει χαθεί μέσα στο θεμέλιο] είναι ο αληθινός προσδιορισμός της ουσίας. Το θεμέλιο, ως εκ τούτου, το ίδιο είναι /χία r«? ανασκοπικές-χατηγορίες της ουσίας· αυτό όμως είναι η τελευταία [από τούτες], ή μάλλον έχει απλώς μια τέτοια φύση που να είναι ανηρημένη κατηγορία. Ο προσδιορισμός-ανασκόττησης, με το να πέφτει στο βάραθρο [= να χάνεται μέσα στο θεμιέλιο], προσλαμβάνει την αληθινή του σημασία, [η οποία συνίσταται] στο να είναι η απόλυτη αντώθηση του εαυτού εντός του ίδιου του εαυτού, πράγμα που σημαίνει ότι το τεθειμένο-Είναι, το οποίο ανήκει στην ουσία, είναι μόνο ένα τεθειμένο-Είναι ανηρημένο, και ότι, αντίστροφα, μόνο το τεθειμένο-Είναι που αυτο-αναιρείται είναι το τεθειμένο-Είναι της ουσίας. Η ουσία, με το να προσδιορίζεται ως θεμέλιο, προσδιορίζεται ως το μη-προσδιορισμένο, και το προσδιορίζειν της είναι μόνο η αναίρεση του προσδιορισμιένου-Είναι της·-'. - Μέσα σε τούτο το προσδιορισμένο-Είναι, [που νοείται] ως αυτο-αναίρεση, η ουσία δεν είναι μχα τέτοια που εκπορεύεται από κάτι άλλο, αλλά, μέσα στην αρνητικότητά της, είναι ταυτόσημη με τον εαυτό της^.
'2. Το θεμέλιο είναι προσδιοριστικότητα της ουσίας ως ανηρημίνη αναιτκοπική κα-ητ,γορία της. Είναι λοιπόν το θεμέλιο, μέσα στο οποίο η ουσία προσδιορίζεται με το να φερει μέσα της τη σύμπτωση προσδιοριστικότητας και μη-προσδιοριστικότητας. Η ουσία έτσι έρχεται σε προσδιορισμό του εαυτού της με το να αναφεί-ακυρώνει καθε προσδιορισμό που προσπίπτει σ' αυτήν. Αυτό παραπέμπει σε ένα αυτοπροσδιορισμο της ουσίας ως μη-προσδιορισμένου τινός, το οποίο είναι η μη-προσδιοριστικόττ,τα του θεμελίου ως προσδιορισμός που χάνεται στο θεμέλιο και συνάμα διασώζεται σ" αυτό ως θεμέλιο της ύπαρξης. • .1. Το αυτο-ταυτό της ουσίας υποδηλώνει ότι η προσδιοριστικότητα που λαμβανόταν ως ετερότητα της ουσίας είναι μια αυτο-αναιρούμενη ετερότητα και ως τέτοια δεν αποτελεί προϋπόθεστ, της ουσίας, όταν η τελευτοώι φ<*ίνεται να ετεροκαθορίζεται στον αυτοσχετισμό της, Η ουσία, κατ' ακολουθίαν, στην αρνητικότητά της βρίσκει ττ, δύναμη να «μεταστρέφει το αρνητικό σε Είναι» GW 9, 27/154, γιατί αυτή «έχει ττ, λογική της καταγωγή όχ,ι από το Είναι ως Είναι, αλλά από την ιδέα οκ Είναι, από το Είναι ως ιδέα» Liebmcks 1974, σ. 186.
162.
Στο βαθμό που κανείς ξεκινά από τον προσδιορισμό ως το πρώτο, ως το άμεσο, και προχωρεί στο θεμέλιο (χάρη στη φύση του ίδιου του προσδιορισμού, ο οποίος μέσω του εαυτού του πέφτει στο βάραθρο^), τότε το θεμέλιο είναι εν πρώτοις κάτι το προσδιορισμένο μέσω εκείνου του πρώτου. Αλλά τούτο το προσδιοριζειν είναι αφενός, καθόσον αναίρεση του προσδιςρίζειν, μόνο η αποκατεστημένη, αποκαθαρμένη ή αποκεκαλυμμένη ταυτότητα της ουσίας, η οποία [ταυτότητα] είναι ο προσδιορισμός της ανασκόπησης καθεαυτόν - αφετέρου, ετούτη η αρνητική κίνηση ως προσδιορίζειν είναι που πρώτη θέτει εκείνη την ανασκοπική προσδιοριστικότητα, η οποία εμφανιζόταν ως η άμεση, αλλά είναι τεθειμένη μόνο από την αυτο-αποκλειόμενη ανασκόπηση του θεμελίου και εδώ μέσα είναι τεθειμένη ως κάτι το τεθειμένο ή ανηρημένο μόνο. - Έτσι η ουσία, με το να προσδιορίζεται ως θεμιέλιο, εκπορεύεται μιόνο από τον εαυτό της. Καθόσον θεμέλιο, λοιπόν, αυτή θέτει τον εαυτό της ως ουσία, και το ότι θέτει τον εαυτό της ως ουσία είναι που συνιστά το προσδιορίζειν της. Τούτο το θέτειν είναι η ανασκόπηση της ουσίας, [[χια ανασκόπηση], η οποία αυτοαναιρείται η ίδια μέσα στο προσδιορίζειν της. [και η οποία] δυνάμιει εκείνης της. πλευράς είναι θέτειν, δυνάμει ετούτης το θέτειν της ουσίας- ως εκ τούτου, αμφότερα είναι μέσα στο ένα [= ενιαίο] πράττειν^. Η ανασκόττηση είναι η καθαρή διαμεσολάβηση εν γένει, το θεμέλιο είναι η ρεαλιστική διαμεσολάβηση της ουσίας με τον εαυτό της. Η πρώτη, η κίνηση του μηδενός, το οποίο μιέσω του μηδενός γυρίζει πίσω στον εαυτό του, είναι το εμφαίνεσθαι [= ο φωτισμός] του εαυτού μέσα σε ένα Άλλο· αλλά, επειδή η αντιθε4. Το θεμέλιο κατ' αρχήν προκύπτει από τον προσ&ορκιμό που ως αντίφαση πέφτει στο βάραθρο. Έτσι το θεμέλιο είναι διαμεσολαβημένο από την βαράθρωση του προσδιορισμού και τεθειμένο απ' αυτήν ως τη συνθήκη του. Αυτή η (Λίνθήκη προσπορίζει το θεμέλιο, αλλά συνάμα διατηρείται μέσα εδώ ως ανηρημένο στάδιο. 5. Ο ενιαίος χαρακτήρας έγκειται στη σύμπτωση της αυτοάρνησης και της αυτοπραγμάτ(οσης.
163.
ση μέσα σε τούτη την ανασκόταιση δεν έχει ακόμη καμιά αυθυπαρξία, ούτε εκείνο το πρώτο, δηλ. αυτό που εμφαίνεται, είναι ένα θετικό, ούτε το Άλλο, μέσα στο οποίο αυτό εμφαίνεται, είναι ένα αρνητικό. Αμφότερα είναι υποστρώματα, για την ακρίβεια, μόνο της φαντασίας· αυτά δεν είναι ακόμη αυτο-σχετιζόμενοι όροι. Η καθαρή διαμεσολάβηση είναι μόνο καθίχρή αναφορά, χωρίς σχετιζόμενους όρους®. Η προσδιορίζουσα ανασκόττηση θέτει πράγματι τους όρους που είναι αυτο-ταυτοί, αλλά συνάμα μιόνο προσδιορισμένοι σχετισμοί. Το θεμέλιο, αντίθετα, είναι η ρεαλιστική διαμεσολάβηση, επειδή αυτό περιέχει την ανασκότιηση ως ανηρημένη ανασκόπηση· αυτό είναι η ουσία, η οποία μζσω του μτ-Είναι της επανέρχεται στον εαυτό της και θέτει τον εαυτό της. Σύμφωνα μ.ε τούτο το στάδιο της ανηρημιένης ανασκόπησης, το τεθειμένο προσλαμβάνει τον προσδιορισμό της αμεσότητας, ενός άμεσου, το οποίο έξω από τη σχέση ή την εμφάνειά του είναι ταυτό με τον εαυτό του. Τούτο το άμεσο είναι το Είναι τ:ου αποκαταστάθηκε από την ουσία, το μη-Είναι της ανασκόπησης. με το οποίο διαμεσολαβείται η ουσία. Η ουσία επανέρχεται στον εαυτό της ως αρνητική [ουσία]· με την επάνοδό της λοιπόν εντός εαυτού προσδίδει στον εαυτό της την προσδιοριστικότητα, η οποία γι' αυτόν ακριβώς το λόγο είναι το ταυτόσημο με τον εαυτό του αρνητικό, το τεθειμένο-Ειναι ανηρημένο, και ως εκ τούτου εξίσου καλά καταφατικό Είναι όσο και η ταυτότητα της ουσίας με τον εαυτό της ως θεμέλιο. Το θεμέλιο είναι, πρώτον, απόλυτο θεμελιο^, μέσα στο οποίο η ουσία είναι, κατ' αρχήν, ως ^άση εν γένει για την θεμελιώδησχέση· α>λά με ένα πιο ακριβή τρόπο το θεμέλιο προσδιορίζεται ti. Το θί-ικό και το αρνητικό έρχονται στο Είναι μόνο με το να διαπλέκονται σε μια τ/εσ-Γ, οιαφοράς και αντίθεσης. Μέσα στην καθαρή διαμεσολάβηση συγκροτούν τη ρεαναστικοττ,τα του μη-διαφοροποιημένου Είναι τους και τίθενται ως πλευρές περιεγομένου που ·Jπερέχoυv απέναντι στη σχέση καθόλου. ι. Ίο θεμέλιο ως απόλυτο θεμέλιο φέρει σε ενότητα τη μορφή και το Είναι που έχει αποκατασταθεί ο^ς τέτοιο.
164.
ως μορφή και ύλη και προσλαμβάνει ένα περιεχόμενο. Δεύτερον, αυτό είναι προσδιορισμένο Θεμέλιο ως θεμέλιο ενός προσδιορισμένου περιεχομένου· επειδή η αναφορά-θεμέλιου κατά την ρεαλιστική της πραγμάτωση εν γένει γίνεται εξωτερική στον εαυτό της, αυτή μεταβαίνει στη διαμεσολάβηση που αποτελεί συνθηκη. Τρίτον, το θεμέλιο προϋποθέτει μια συνθήκη· αλλά η συν^κη προϋποθέτει όχι λιγότερο το θεμέλιο· το απόλυτο [= το μηυποκείμενο-σε-συνθήκη] είναι η ενότητά τους, το Πράγμα καθεαυτό, το οποίο με τη διαμεσολάβηση της αναφοράς που αποτελεί συνθήκη μεταβαίνει στην ύπαρξη. Ποφατηρηστη Το θεμέλιο, όπως και οι άλλοι προσδιορισμοί-ανασκόπησης, έχει βρει έκφραση μέσα σε μία πρόταση: Καθετί έχει το επαρκές του θεμέλκβ. - Αυτό δεν σημαίνει γενικά τίποτε άλλο παρά τούτο: ό,τι είναι, δεν πρέπει να θεωρείται ως ένα οντικό (ψεσ^Κ αλλά ως τεθειμένο- δεν πρέπει να στεκόμϋχστε στο άμεσο προσδιορισμιένο-Είναι ή στην προσδιοριστικότητα εν γένει, αλλά πρέπει από αυτό να επιστρέφουμε στο θεμέλιό του· ανασκόπηση, μέσα στην οποία αυτό είναι ως ανηρημένο και μέσα στο καθεαυτόκαι-διεαυτό-Είναι του. Μέσα στην πρόταση τού [επαρκούς] θεμελίου εκφράζεται λοιπόν η ουσιαστικότητα'" της ανασκόπησης εντός εαυτού σε αντίθεση προς το σκέτο Είναι. - Το να προσθέτουμε ότι το θεμέλιο είναι επαρκές, είναι πραγματικά κάτι το εντελώς περιττό, επειδή τούτο είναι αυτονόητο· εκείνο, για το ο8. Σύμ«ρωνα με αυτή την πρόταση η πραγματικότητα δεν έχει το νόημα της απλής παρεύρεσης, αλλά πρέπει να αντικρίζεται στο βάθος του Είναι της, το οποίο έχει λόγο ύπαρξης, άρα ερευνάται στη βάση του θεμελίου του ή οίς θεμελκυμένο- ως μια πραγματικότητα δηλ. που υπόκειται σε αναγκαιότητα. 9. als seiendes Unmittelbares: δηλ. ως ένα καταφατικό άμεσο. 10. Wesendchkeit.
165.
ποίο το θεμέλιο δεν επαρκεί, δεν θα είχε κανένα θεμέλιο, αλλά το καθετί οφείλει να έχει ένα θεμέλιο. Ο Leibniz, ωστόσο, ο οποίος έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχή του επαρκούς θεμέλιου" και την ανήγαγε σε αξίωμα όλης της Φιλοσοφίας του, συνέδεσε αυτήν ένα βαθύτερο νόημια και μια πιο σπουδαία έννοια από ό,τι συνήθως εννοείται με αυτήν, όταν δεν προχωρεί κανείς πέρα από την άμεση έκφραση· αν και η πρόταση, ακόμη και με αυτήν μόνο τη σημασία, πρέπει να θεωρείται ήδη ως σπουδαία, διότι αυτή δηλώνει ότι το Είναι ως τέτοιο, μέσα στην αμεσότητα του, είναι πράγματι το αναληθές και ουσιαστικά κάτι το τεθειμένο, ενώ το θεμέλιο χαρακτηρίζεται ως το αληθινό άμεσο. Αλλά ο Leibniz αντέτασσε την επάρκεια του θεμέλιου κυρίως στην αιτιότητα με την αυστηρή της έννοια ως τον μηχανικό τρόπο ενέργειας. Εφόσον τούτη εδώ είναι μια εξωτερική ενέργεια εν γένει, που ως προς το περιεχόμενό της έχει περιορισθεί σε Μια προσδιοριστικότητα, τότε οι δι' αυτής τεθειμένοι προσδιορισμοί έρχονται σε σύνδεση εξωτερικά και τυχαία^'^· οι επί μέρους προσδιορισμοί κατανοούνται μιέσα από τις αιτίες τους· η σχέση τους όμως, η οποία συνιστά το ουσιώδες στοιχείο μιας ύπαρξης, δεν περιέχεται μέσα στις αιτίες [που ανήκουν στη σφαίρα] του μηχανισμού. Αυτή η σχέση, το όλο ως ουσιώδης ενότητα, βρίσκεται μόνο μέσα στην έννοια, μέσα στον σκοπό. Για τούτη την ενότητα οι μηχανικές αιτίες δεν είναι επαρκείς, επειδή ο σκοπός, [εννοημένος] ως η ενότητα των προσδιορισμών, δεν αποτελεί το θεμέλιο τους. Υπό τον όρο επαρκές θεμέλιο ο Leibniz καταλάβαινε, συνεπώς, ένα τέτοιο θεμέλιο, το οποίο επαρκούσε επίσης για τούτη την ενότητα, [ένα θεμέλιο] επομένως, [το οποίο] συνε>νάμβανε όχι τις απλές αιτίες, αλλά τις τελικές αιτίες. Αυτός ωστόσο ο προσδιορισμός του θεμέλιου δεν έχει ακόμη τη θέση
11. das Prinzip des zureichenden Grundes. Δες Leibniz: Monadologie § 32. 1-2. Η εξωτερική ενέργεια, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί για τους επί μέρους προσάορισμΛ·^, itou τ, ί&α θέτει και φέρει σε σύνδεση, θεμέλιο αυτής της σύνδεσης.
166.
του εδώ· το τελεολογιχο θεριεΧιο είναι μια ιδιοκτησία της έννοιοζ και της διαμεσολάβησης από την ίδια [την έννοια], μια διαμεσολάβηση, η οποία είναι ο Λόγος. Α. ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ a. Μορφή χαι ουσία Ο προσδιορισμός-ανασκόπησης, στο βαθμό που επανέρχεται μέσα στο θεμιέλιο, είναι ένα πρώτο, ένα άμεσο προσδιορισμένοΕίναι εν γένει, από το οποίο γίνεται το ξεκίνημα'^. Αλλά το προσδιορισμένο-Είναι έχει ακόμα μόνο τη σημασία της αντίθεσης και ουσιαστικά προϋποθέτει ένα θεμέλιο, - με την έννοια ότι αυτό πράγμιατι δεν θέτει ένα θεμέλιο, ότι τούτο το θέτειν είναι μια πράξη αναίρεσης του εαυτού του, ότι το άμεσο είναι μάλλον το τεθειμένο και το θεμέλιο το μη-τεθειμένο. Όπως είδαμ£, τούτο το προϋποθέτειν είναι το θέτειν που επανακάμπτει στο θέτον το θεμέλιο, ως το προσδιορισμιένο-Είναι που έχει αναιρεθεί, δεν είναι το απροσδιόριστο, αλλά η μέσω του εαυτού της προσδιορισμένη ουσία' προσδιορισμένη όμως ως απροσδιόριστη ή ως τε13. Το προσδιορισμένο-Είναι προκύπτει ως κάτι που είναι θεμελιωμένο- λαμβάνεται ό μ ^ στην απλή του ποφεύρεση ως άμεσο και γι' αυτό σε αντίθεση προς το θεμελιο. Απ' αυτή την άποψη, το θεμέλιο δεν αποτελεί ξεκίνημα, αλλά αναδύεται ως αποτέλεσμα μιας ανασκοπικής κίνησης, η οποία εδώ δεν είναι παρά «τό μεταβαίνειν εις τό γνωριμώτερον» Αριστοτέλους Μετά τα Φυσοιά Ζ 3, 1029 b 1-2. Από την άλλη πλευρά όμως το ίδιο το προσδιορισμένο-Είναι χρήζει λογικής θεμελίωσης και γι' αυτό όχι λιγότερο έπεται λογικά του θεμέλιου. Αυτό δείχνει ότι το ξεκίνημα αντικρίζεται ως η χρονική δυνατότητα να αυτονομείται η σκέψη προς εκείνη την κατεύθυνση που την κάνει να γνίϋρίσει «τά τή φύσει γνώριμα» ο.π. 1029 b 7. Κατα συνέπεια, εκείνη η ανασκοπική κίνηση δεν παύει να θέτει τη διαφοροποίηση θεμέλιου και θεμελιωμένου ως την επανάκαμψη μέσα στην ενότητα, η οποία βρίσκει έκφραση στο θεμέλιο.
165.
Θεψιένο-Είναι ανηρημένο. Το θεμέλιο είναι η ουσία, η οποία στην αρνητικότητά της είνοα ταύτη με τον εαυτό της. Η προσδιοριστιχότιητα της ουσίας ως θεμέλιου γίνεται, κατά ταύτα, η διπλή [προσδιοριστικότητα]: του θεμέλιου και του θεμελιωμένου. Αυτή είναι, πρώτον, η ουσία ως θεμέλιο, προσδιορισμένη ως ουσία έναντι του τεθειμένου-Είναι, δηλ. ως μη-τεθειμένο-Είναι. Δεύτερον, αυτή είναι το θεμελιωμένο, το άμεσο, το οποίο ωστόσο δεν είναι καθεαυτό και διεαυτό' είναι το τεθειμιένοΕίναι ως τεθειμιένο-Είναι. Τούτο έτσι είναι ομιοίως ταυτό με τον εαυτό του, αλλά η ταυτότητα του αρνητικού με τον εαυτό του. Το ταυτό μιε τον εαυτό του οφνητικό και το ταυτό με τον εαυτό του θετικό είναι τώρα η μία και η αυτη ταυτότητα*'^. Γιατί το θεμέλιο είναι ταυτότητα του θετικού ή ακόμη του τεθειμένουΕίναι με τον εαυτό του· το θεμελιωμένο είναι το τεθειμένο-Είναι ως τεθειμένο-Είναι, αλλά τούτη η εντός εαυτού ανασκόπηση του είναι η ταυτότητα του θεμέλιου. - Αυτή η απλή ταυτότητα, επομένως, δεν είνοιι η ίδια το θεμέλιο, γιατί το θεμέλιο είναι η ουσία τεθειμένη ως το μη-τεθειμένο εναντί του τεθειμένου-Είναι. Ως η ενότητα τούτης της προσδιορισμένης ταυτότητας (του θεμέλιου) και της αρνητικής ταυτότητας (του θεμελιωμένου), αυτή είναι η ουσία εν γένει, διαφοροποιημένη από την διαμεσολάβηση της'^. Τούτη η διαμεσολάβηση, εάν συγκριθεί με τις προηγούμενες μορφές της ανασκόπησης, από τις οποίες η ίδια προκύπτει, δεν
14. Αυτή η ταυτότητα προκύπτει ως περαίωση ή ολοκλήρωση της διαφοράς, σύμφωνα μ£ την οποία το αρνητικό και το θετικό, το θεμελιωμένο και το θεμέλιο είναι ό.τι είναι μόνο μέσα στην αμοιβαιότητα της αντιθετικής τους σχέσης. 1ϋ. Ε&ύ πρόκειται για την πραγμάτευση της διαφοράς ανάμεσα στην «ουσία εν γένει» και στη «διαμεσολάβησή της», αφού ληφθεί υπόψη και η διαφορά ανάμεσα στο θεμέλιο και στο θεμελιωμένο ως μορφικούς προσδιορισμούς αυτής της διαμεσολάβησης. Η διαφορά, επομένως, θα δειχθεί ως εκείνη ανάμεσα στην ουσία και στην εντός εαυτού διαφοροποιημένη ενότητα με άμεση προέκταση στην ανάδειξη της διπλής εμμένειας της μορφής [= ενιαίας σχέσης] και της ουσίας [= του περιεχομένου],
168.
είναι, κατά πρώτο λόγο, η καθαρή ανασκότιηση, που [κατανοείται] ως εκείνη η οποία δεν είναι διαφοροποιημένη από την ουσία και δεν φέρει ακόμη μέσα της το αρνητικό, άρα ούτε και την αυτονομία των προσδιορισμών. Τούτοι οι προσδιορισμοί ωστόσο, μέσα στο θεμέλιο {ος την ανηρημένη ανασκόπηση, έχουν ένα υφίστασθαι. - Αυτή δεν είναι επίσης η προσδιορίζουσα ανασκόπηση, της οποίας οι προσδιορισμοί έχουν ουσιαστική αυτονομίαδιότι τούτη-εδώ, μέσα στο θεμέλιο, έπεσε στο βάραθρο [= χάθηκε στο θεμέλιο], μέσα στην ενότητα του οποίου αυτοί [οι προσδιορισμοί] είναι απλώς τεθειμένοι. - Ετούτη η διαμεσολάβηση του θεμέλιου είναι λοιπόν η ενότητα της καθαρής και της προσδιορίζουσας ανασκόπησης· οι προσδιορισμοί τους ή το τεθειμένο έχουν υποστασιακό-υφίστασθαι, και αντίστροφα το υφίστασθοκ αυτών είναι ένα τεθειμένο. Επειδή τούτο το δικό τους υφίστασθαι είναι το ίδιο ένα τεθειμένο ή έχει προσδιοριστικότητα, αυτοί είναι λοιπόν διαφοροποιημένοι από την απλή τους ενότητα και συγκροτούν τη μορφή ως ενάντια προς την ουσία. Η ουσία έχει μία μορφή και προσδιορισμούς της ίδιας [της μορφής]. Μόνο ως θεμέλιο είναι που αυτή έχει μια σταθερή αμεσότητα ή είναι υπόστρωμα. Η ουσία ως τέτοια είναι ένα με την ανοισκόπησή της και αδιαφοροποίητη από την κίνηση της τελευταίας. Γι' αυτό, τούτη δεν είναι η ουσία, την οποία διατρέχει η ανασκοπική κίνηση· δεν είναι επίσης εκείνο, από το οποίο αυτή ξεκινά σαν από ένα πρώτο. Τούτη η περίσταση δυσχεραίνει την έκθεση της ανασκόπησης εν γένει· γιατί δεν μπορεί κανείς να πει πραγματικά ότι η ουσία επανέρχεται στον εαυτό της, ότι η ουσία εμφαίνεται [= φωτίζεται] μέσα της, επειδή δεν είναι πριν από την κίνησή της ή μεσα στην κίνησή της και η τελευταία τούτη δεν έχει καμιά βάση, πάνω στην οποία εκδιπλώνεται. Ένας σχετιζόμενος όρος κάνει την εμφάνισή του μετά το στάδιο της ανηρημένης ανασκόπησης. Η ουσία ως το σχετιζόμενο υπόστρωμα όμως είναι η προσδιορισμένη ουσία· δυνάμει αυτού του τεθειμένου-Είναι τούτη περιέχει ουσιαστικά τη μορ169.
φή'6. - Οι μορφικοί-προσδιορισμοί, απεναντίας, τώρα είναι οι προσδιορισμοί σαν [προσδιορισμοί] στην ουσία· τούτη εδώ αποτελεί το θεμέλιο τους ως το απροσδιόριστο, το οποίο μέσα στον προσδιορισμό του είναι αδιάφορο απέναντι σ' αυτούς* οι προσδιορισμοί έχουν στην ουσία την ανασκόπηση τους εντός εαυτου. Οι προσδιορισμοί-ανασκόπησης όφειλαν να έχουν το υποστασιακό τους υφίστασθαι σε αυτούς τους ίδιους και να είναι αυθύπαρκτοι* αλλά η αυθυπαρξία τους είναι η διάλυση τους· έτσι έχουν την αυθυπαρξία σε ένα άλλο· τούτη ωστόσο η διάλυση η ίδια είναι αυτή η ταυτότητα με τον εαυτό ή το θεμέλιο του υφίστασθαι, το οποίο οι προσδιορισμοί δίνουν στον εαυτό τους. Στην μορφή ανήκει εν γένει καθετί προσδιορισμένο- αυτό είναι μορφικός-προσδιορισμός, στο βαθμό που είναι ένα τεθειμιένο, ως εκ τούτου διαφοροποιημένο από εκείνο, του οποίου αυτό είναι μορφή'"· η προσδιοριστικότητα ως ποιότητα είναι ένα με το υπόστρωμα της, μιε το Είναι· το Είναι είναι το άμιεσα προσδιορισμένο, το οποίο δεν είναι ακόμια διαφοροποιημένο από την προσδιοριστικότητά του, - ή το οποίο μέσα σε αυτήν δεν είναι ακόμα ανασκοπημένο εντός εαυτού, κατά τρόπο που ετούτη η προσδιοριστικότητα να είναι έτσι μια ούσα προσδιοριστικότητα, όχι ακόμη μια τεθειμένη. - Εξάλλου, οι μορφικοί-προσδιορισμοί της ουσίας, [ειλημμένοι] ως ανασκοπικές-προσδιοριστικότητες, είναι, σύμφωνα με την πιο ακριβή προσδιοριστικότητά τους, τα στάδια της ανασκόπησης που εξετάσαμε πιο πάνω, η ταυτότητα και η
U). Προηγουμένως ο Χέγκελ μίλησε για την ουσία ως κάτι απροσδιόριστο μέσα ταυτότητα. Τώρα μιλάέι για προσδιορισμένη ουσία. Πώς κατανοείται αυτή η /χκτική αντίφαση; Το απλό άμεσο προσδιορίζεται στη ρεαλιστική του πραγματικότητα ως το σταθερό στάδιο της διαμεσολάβησης. Γπ' αυτή την έννοια, η o•Jσια δεν παύει να τίθεται μέσα στην αυτονομία της ανηρημένης της αμεσότητας και να ενσαρκώνει την ολοποιητική της οντότητα ως εμμενη μορφή. 1 /. Ο Χέγκελ φέρει σε σ-^ζήτηση εδώ τη διαφορά ανάμεσα στην μορφή ως καθολική έννοια και στο μορφικό προσδιορισμό ως μια πιο ειδική εκδίπλωση της δυνατότητας της μορφής.
α ην απλή της
170.
διαφορά, η τελευταία εν μέρει ως διαφορετικότητα, εν μέρει ως αντίθεση. Αλλά ακόμη ανήκει στην μορφή επίσης η θεμελιακήαναφορά, εφόσον η ουσία, αν και η μορφή είναι ο ανηρημένος προσδιορισμός-ανασκόπησης, είναι συνάμα κάτι το τεθειμένο'». Η ταυτότητα, αντίθετα, την οποία έχει μέσα του το θεμέλιο, δεν ανήκει στην μορφή, γιατί το τεθειμένο-Είναι ως ανηρημένο και το τεθειμένο-Είναι ως τέτοιο - το θεμέλιο και το θεμελιωμένο είναι Μια ανασκόπηση, η οποία αποτελεί την ουσία ως απλή Saστη που είναι το υποστασιακό υφίστασθαι της μορφής. Αλλά τούτο το υφίστασθαι είναι τεθειμένο μέσα στο θεμέλιο· ή αυτή η ουσία η ίδια είναι ουσιαστικά προσδιορισμένη και έτσι είναι επίσης εκ νέου το στάδιο της θεμελιακής-αναφοράς και της μορφής. Η απόλυτη αμΛίβαία-αναφορά της μορφής και της ουσίας είναι τούτο, ότι η τελευταία είναι αυτή η απλή ενότητα του θεμέλιου και του θεμελιωμένου, αλλά ότι εδώ μέσα η ίδια είναι εξίσου προσδιορισμένη ή κάτι το αρνητικό και ως βάση διαφοροποιείται από τη μορφή, έτσι όμως η ίδια γίνεται συνάμα θεμέλιο και στοιχείο της μορφής >9. Η μορφή, επομιένως, είναι το τελειωμένο όλο της ανασκόττησης· αυτή περιέχει επίσης τούτο τον προσδιορισμό της ίδιας [της ανασκόττησης], να είναι δηλ. ανηρημένη [ανασκόττηση]· γι' αυτό όσο αυτή είναι μια ενότητα τού προσδιορίζειν της, εξίσου κοιλά είναι επίσης σχετιζόμενη μΐ£ το ανηρημιένο-Είναι της, με ένα Άλλο, το οποίο δεν είναι το ίδιο μορφή, αλλά στο οποίο αυτή είναι.
18. Εάν ο προσδιορισμός της (χορφής χαρακτηρίζεται από το γεγοΑ«ς ότι υπόκειται σε άρνηση και είναι κάτι τεθειμένο και διαφοροποιημένο, τότε και οι μορφικοί προσδιορισμοί της ουσίας είναι διαφοροποιημένοι από το θεμέλιό τους και ανάγονται μαζι με τη θεμελιώδη σχέση μορφής-ουσίας, ως μορφικό προσδιορισμό της ίδιας της ουσίας, στην ίδια τη μορφή. 19. Η μορφή είναι η «τεράστια δύναμη του αρνητικού», αλλά δεν παύα να έχει το θεμέλιό της στην ουσία χωρίς να εξαντλεί τα όριά της εδώ μέσα. Και τούτο, γιατί είναι η ίδια που έχει μέσα της τα όρια της αρνητικότητας ως επιβεβαίωση του εαυτού της.
171.
Ως η ουσιώδης αυτοσχετιζόμιενη αρνητικότητα, η (χορφή είναι, έναντι αυτού του απλού αρνητικού, το θετον και προσίιορίζον η απλή ουσία, απεναντίας, είναι η απροσδιόριστη και αδρανής βάση, στην οποία οι μορφικοί-προσδιορισμοί υφίστανται και έχουν την ανασκόπηση εντός εαυτού. - Η εξωτερική ανασκόπηση συνήθως δεν πάει πέρα από τούτη τη διάκριση της ουσίας και της μορφής· η διάκριση είναι αναγκαία, αλλά η ίδια τούτη η πράξη-διάκρισης είναι η ενότητά τους, έτσι όπως αυτή η θε[λελιακή-ενότητα είναι η ουσία που απωθείται από τον εαυτό της και γίνεται ένα τεθειμένο-Είναι'^ο. Η μορφή είναι η ίδια η απόλυτη οφνητικότητα ή η αρνητική απόλυτη ταυτότητα τον εαυτό. δια της οποίας η ουσία ακριβώς δεν είναι Είναι, αλλά ουσία. Ειλημμένη αφηρημένα, τούτη η ταυτότητα είναι η ουσία ως ενάντια στη μορφή· όπως και η αρνητικότητα, ειλημμένη αφηρημένα ως τεθειμένο-Είναι, είναι ο ξεχωριστός προσδιορισμός-μορφής. Ο προσδιορισμός όμως, τέτοιος που δείχθηκε, είναι, στην αλήθεια του, η ολική, αυτο-σχετιζόμενη οφνητικότητα, η οποία έτσι, [εννοημένη] ως αυτή η ταυτότητα, είνοιι σ' αυτήν την ίδια η απλή ουσία. Η μορφή, ως εκ τούτου, έχει στην ιδιάζουσα σε αυτήν ταυτότητα την ουσία, όπως η ουσία στην αρνητική της ταυτότητα έχει την απόλυτη μορφή-'. Δεν μπορεί, λοιπόν, κανείς να ρωτάει πώς -η μορφή προστίθεται στην ουσία, διότι αυτή •20. Η μορφή, καθόσον αρνητική σχέση του θεμέλ«5υ, αποτελεί στη διαφοροποίητι^έσΤί με την ουσία το θεμέλω κάθε ενέργειας και κίνησης. Από τη σκοπιά τούτη είναι η απόλυτη αρχή του θέτειν και προσδιοριζειν απέναντι στην ουσία ÜX; την αδρανή βάση. Η διαφορά τώρα έρχεται στο λόγο ως εκείνη της καθαρής ενέργειας και της αδράνειας. A'jti] παραπέμπει στη συνέχεια σε μια ενότητα, η δυναμική της οποίας εγκλείει το αυτοδιαφοροποιείσθαι υπό το χαρακτήρα της αρνητικής κίνησης του θέτειν και προσδιοριζειν την ετερότητα ως την ται>τότητα του αρνητικού με τον εαυτό του. •21 . Ουσία και μορφή συνιστούν, ως ενιαία έκφραση, τον προσδιορισμό της απόλυτης η ολοκληρωτικής αρνητικότητας. Έτσι δεν περιορίζονται στο να εκφράζουν πεπερασμενα περιεχόμενα, αλλά ριζοσπαστικοποιούνται ως μορφικοί προσδιορισμοί της ταυτόττ,τας της διαφοράς και του θεμέλιου.
172.
είναι μόνο το εμιφαίνεσθαι της ουσίας μέσα στον ίδιο τον εαυτό της, η δικη της ανασκόττηση που είνοα εγγενής σε αυτήν. Η μορφή επίσης, σε σχέση με τον εαυτό της, είναι η ανασκόπηση που επανέρχεται στον εαυτό της ή η ταυτή ουσία· μέσα στο προσδιορίζειν της η μορφή μεταποιεί τον προσδιορισμό σε τεθειμένο-Είναι ως τεθειμένο-Είναι. - Αυτή έτσι δεν προσδιορίζει την ουσία, σαν να ήταν αληθινά προϋποτιθέμενη και χωρισμένη από την ουσία· και τούτο, διότι είναι ο επουσιώδης προσδιορισμός-ανασκόπησης που ακατάπαυστα οδεύει στον όλεθρο· έτσι η μορφή είναι μάλλον η ίδια το θεμέλιο της αναιρετικής της πράξης ή η ταυτή αναφορά των προσδιορισμών της. Η μορφή προσδιορίζει την ουσία σημαίνει λοιπόν ότι η μορφή μέσα στο διαφοροποιείν της αναιρεί το ίδιο τούτο το διαφοροποιείν και είναι η ταυτότητα με τον εαυτό, η οποία είναι η ουσία ως το υφίστασθαι του προσδιορισμιού· αυτή είναι η αντίφαση [που έγκειται] στο να είναι ανηρημένη μέσα στο τεθειμένο-Είναι της και να υφίσταται σε τούτο το ανηρημένο-Ειναι· - αυτή είναι έτσι το θεμέλιο, [ειλημμένο] ως η ουσία που, όταν είναι προσδιορισμένη και έχει υποστεί άρνηση, είναι ταυτή μ£ τον εαυτό της. Άρα, αυτές οι διαφορές, της μορφής και της ουσίας, είναι μόνο πλευρές της ίδιας της απλής μορφικής-αναφοράς. Αλ>Λ χρειάζεται να τις εξετάσουμε εγγύτερα και να τις συγκρατήσουμε στο νου. Η προσδιορίζουσα μορφή αναφέρεται στον εαυτό της ως τεθειμένο-Είναι ανηρημένο, αναφέρεται έτσι στην ταυτότητα της σαν σε ένα Άλλο. Αυτή τίθεται ως ανηρημένη και κατ' αυτό τον τρόπο προϋποθέτει την ταυτότητά της· σύμφωνα με τούτο το στάδιο, η ουσία είναι το απροσδιόριστο, για το οποίο η μορφή είναι ένα Άλλο. Ως τέτοια, αυτή δεν είναι η ουσία που στον εαυτό της είναι η απόλυτη ανασκόπηση, αλλά είναι προσδιορισμένη ως τ] στερημένη-μορφής ταυτότητα· αυτή είναι η üXrf^. 22. Ο Χέγκελ καταφεύγει (ττην έννοια της ύλης για να εμβαθύνει στη διαφορά της ουσίας και των προσδιορισμών της, προκειμένου να δείξει ότι δεν υπάρχει πραγματι-
173.
b. Μορφή xai ύλη Η ουσία γίνεται ύλη, στο μέτρο που η ανασκόπηση της προσδιορίζεται από το γεγονός ότι συμπεριφέρεται προς την ίδια την ουσία σαν προς το στερημένο-μορφής απροσδιόριστο. Η ύλη λοιπόν είναι η απλή, χωρίς διαφορά ταυτότητα που είναι η ουσία, έχοντας επί πλέον το γνώρισμα να είναι το άλλο της μορφής. Αυτή, επομένως, είναι η αυθεντική Saarj ή το υπόστρωμα της μορφής, επειδή συνιστά την ανασκόπηση εντός εαυτού των μορφικών-προσδιορισμών ή το αυθύποφκτο στοιχείο, στο οποίο αυτή η ύλη αναφέρεται σαν στη θετική της ύπαρξη^''. Εάν κανείς κάνει αφαίρεση από κάθε προσδιορισμό, από κάθε μορφή κάποιου πράγματος, ό,τι υπολείπεται είναι μόνο η απροσδιόριστη ύλη. Η ύλη είνοιι κάτι το απόλυτα αφηρημενίβ^^. (- Κάποιος δεν μπορεί να δει την ύλη, να την αισθανθεί κτλ., -ό,τι κανείς βλέπει, αισθάνετοα, είναι μια προσδιορισμένη ύλη, $·ηλ. μια ενότητα της ύλης και της μορφής). Ετούτη η αφαίρεση όμως, από την οποία προκύπτει η ύλη, δεν είναι απλώς μ«χ εξωτερική απάλειψη και ακύρα)ση της μορφής· μάλλον η μορφή από μόνη της συρρικνώνεται μέχρι το σημείο να είναι τούτη η απλή ταυτότητα^®. κή διαφορά μεταξύ τους, αλλά αμφότεροι οι όροι είναι προσάλληλοι και διάλληλοι μέσα στην αντιφατική τους ενότητα. 23. Ο αριθμός [1] δεν απαντά στο Ow,, L. 24. Οι πλευρές της αντιθετικής κίνησης εδώ είναι οι εξής: από τη μια η ύλη, ως το στερημένο-μορφής απροσδιόριστο, η απλή αδιαφοροποίητη ταυτότητα" από την άλλη οι μορφικοί προσδιορκιμβί στην αμοιβαία τους εναντίωση προς την ύλη κατά την ανασκοπική τους κίνησΤ), δηλ. ως διαμεσολαβητικοί και αρνητικοί παράγοντες. 25. Η παρουσίαση από το Χέγκελ της γένεσης της αφηρημένης ύλης δεν διαφέρει εδω α-ό την Αριστοτελική γένεση της ύλης. Δες Αριστοτέλους Μετά τα Φυσο<ά Δ 11, 1019 a 2 κ.εξ. Επίσης ο.π. Ζ 3, 1929 a 19-20. Ας μη λησμονούμε ότι ο Χέγκελ αναφέρεται στην αφηρημένη ύλη ως κάτι απροσδιόριστο, αποκλείοντας κάθε περιπλάνηση της σκέψης στη φυσική έννοια της ύλης. 26. Η μορφή συρρικνώνεται σε απλή ταυτότητα, γιατί ως προσδιοριστική κίνηση ε-
174.
Εξάλλου η μορφή προϋποθέτει μια ύλη, στην οποία αναφέρεται. Αλλά γι' αυτό αμφότερες δεν βρίσκονται εξωτερικά και τυχαία σε αντίθεση η μια με την άλλη- ούτε η ύλη ούτε η μορφή γεννιούνται από μόνες τους, ή σε μια άλλη γλώσσα δεν είναι αιώνιες. Η ύλη είναι εκείνο που αδιαφορεί για τη μορφή, αλλά τούτη η αδιαφορία είναι η προσδιοριστιχότητα τής ταυτότητας με τον εαυτό της, στην οποία επανάγεται η μορφή σαν στη βάση της. Η μορφή προϋποθετε« την ύλη, ακριβώς επειδή αυτή θέτει τον εαυτό της ως κάτι ανηρημένο^·? και έτσι αναφέρεται σε τούτη την ταυτότητά της σαν σε ένα άλλο. Αντίθετα η μωρφή προϋποτίθεται από την ύλη· γιατί η τελευταία δεν είναι η απλή ουσία, η οποία άμεσα η ίδια είναι η απόλυτη ανασκόπηση, αλλά αυτή είναι η ουσία προσδιορισμένη ως το θετικό, δηλ. η ουσία, η οποία δεν είναι παρά ως ανηρημένη άρνηση^®. - Από την άλλη πλευρά όμως, επειδή η μορφή θέτει τον εαυτό της ως ύλη μόνο στο βαθμό που αυτή η ίδια αυτοαναφείται, επειδή, επομιένως, προϋποθέτει την ίδια την ύλη, η τελευταία είναι επίσης προσδιορισμένη ως υποστασιακό υφίστασθαι χωρίς θεμέλιο. Παρόμοια, η ύλη δεν είναι προσδιορισμένη ως το θεμιέλιο της μιορφής· απεναντίας, εφόσον η ύλη αυτοτίθεται ως η αφηρημιένη ταυτότητα του ανηρημένου μορφικού-προσδιορισμού, αυτή δεν είναι η ταυτότητα ως θεμέλιο, και η μορφή στον ίδιο βαθμό είναι σε σχέση μιε την ύλη χωρίς θεμέλιο. Μορφή και ύλη έχουν έτσι το χαρακτηριστικό γνώρισμα να μην είναι τεθειμένες η μια από την άλ-
νέχει τη δύναμη να εκμηδενίζει τη διάκριση και τον προσδιορισμό. 27. Η μορφή υπό τον χαρακτήρα μορφικών προσδιορισμών έρχεται σε ύπαρξη μόνο στη μια ή στην άλλη ύλη. 28. Μορφή και ύλη αλληλοπροϋποτίθενται ως αμοιβαία αντίθετα. Γπ' αυτό το πνεύμα, η ύλη έρχεται στο Είναι, μόνο όταν και επειδή η μορφή είναι. Η μορφή όμως είναι το αρνητικό απέναντι στην ύλη· γι' αυτό και η τελευταία προσδιορίζεται στη θετιχότητά της, όταν εκείνο το αρνητικό αναφείται για να τεθεί με τη σειρά του ιυς προϋπόθεση.
175.
λη, να μην είναι θεμέλιο η (χια της άλλης^«. Η ύλη είναι μάλλον η ταυτότητα του θεμέλιου και του θεμελιωμένου, ως μια βάση, η οποία κείτεται απέναντι σε τούτη τη μορφική-σχέση^ο. Αυτό το κοινό τους γνώρισμα της αδιαφορίας είναι το γνώρισμα της ύλης ως τέτοιας και αποτελεί επίσης τον αλληλοσχετισμό αμφοτέρων. Το γνώρισμα της μορφής ομοίως, να είναι ο σχετισμός αμφοτέρων ως διαφορετικών όρων, είναι επίσης η αλλη πλευρά της αμοιβαίας τους σχέσης. - Η ύλη, το προσδιορισμένο ως αδιάφορο, είναι η παθητική πλευρά σε σχέση μ£ τη μ^ρφή, [η οποία λογίζεται] ως η ενεργητική πλευρά. Η μορφή, [εννοημένη] ως το αυτοσχετιζόμενο αρνητικό, είναι η εντός εαυτού [= εσωτερική] αντίφαση, αυτό που αποσυντίθεται, που απωθείται από τον εαυτό του, που αυτοπροσδιορίζεται. Αυτή αναφέρεται στην ύλη και είναι τεθειμένη, [με τρόπο που] να αναφέρεται σε τούτο το υφίστασθαί της σαν σε ένα άλλο. Η ύλη, αντίθετα, είναι τεθειμ£νη, [με τρόπο που] να αναφέρεται μόνο στον εαυτό της και να είναι αδιάφορη απέναντι σε κάτι άλλο" αλλά αυτή αναφέρεται χαθεαυτήν [= ενδόμνχα] στη μορφή, γιατί περιέχει την ανηρημένη αρνητικότητα και είναι ύλη μόνο μέσω αυτού του προσδιορισμού. Αυτή αναφέρεται στη μορφή σαν σε ένα Αλλο, μόνο επειδή η τελευταία δεν είναι τεθειμένη σε αυτήν [την ύλη], επειδή η μορφή είναι μόνο καθεαυτήν μορφή. Η ύλη περιέχει τη μορφή εγκλεισμένην εντός εαυτού και είναι η απόλυτη δεκτικότητα για τούτη, μόνο επειδή αυτή έχει τη μορφή απόλυτα μέσα της, επειδή η τελευταία είναι ο προσδιορισμός της που υπάρχει καθεαυτόν^'. Η όλη πρέπει, ως 29. Εάν το θεμέλιο είναι αυτο-ταυτό τη στιγμή που κρατά τη διαφορά, η ύλη απεναντίας είναι μ«χ αφηρημεντ,, αδιάφορη ταυτότητα. Γι' αυτό αποκλείει από τον εαυτό της ττ, δυνατόττ,τα να προσδιορίζεται μέσα από την κίνηση που θα την έκανε να είναι θεμέ>αο της μορφής. •Μ). Η υλη, ως ταυτότητα και βάση του θεμέλιου και του θεμελιωμένου, είναι αδιάφορη ως προς αυτή τη μορφική σχέση με την έννοια ότι συνεπάγεται αναίρεση της μώρφικής διάκρισης ή διαφοράς. .Π. Η απολυττ, δεκτικότητα της ύλης βρίσκει άριστα το νόημά της μέσα στο παν-
176.
εκ τούτου, να λχ6ει μορφή και η μορφή πρέπει να λάβει υλική υποσταση, να προσλάβει στα πλαίσια της ύλης την ταυτότητα με τον εαυτό ή την αυθυπόσταση. 2. Η μορφή, επομένως, προσδιορίζει την ύλη, και η ύλη προσδιορίζεται από τη μορφή. - Επειδή η ίδια η μορφή είναι η απόλυτη ταυτότητα μιε τον εαυτό, άρα περιέχει την ύλη μέσα της, [και] επειδή παρόμοια η ύλη, μέσα στην καθαρή της αφαίρεση ή την απόλυτη αρνητικότητα, φέρει μέσα της τη μορφή, γι' αυτό η ενέργεια της μορφής επί της ύλης και το γίγνεσθαιτου-προσδιορίζεσθαι τούτης από εκείνη συνιστά μάλλον μιόνο την άρση της εμφάνειας της αδιαφορίας τους και του διαφοροποιείσθαι. Ετούτη η σχέση του προσδιορίζειν είναι, λοιπόν, η διαμεσολάβηση της καθεμιάς με τον εαυτό της μέσω του δικού της ιδιαίτερου μη-Είναι· αλλά αμφότερες τούτες οι διαμεσολαβήσεις είναι Μία κίνηση και η αποκατάσταση της αρχέγονης ταυτότητας τους - η ανάμνηση [= εσωτερίκευση] της εξωτερίκευσης της32.
δεχές του Πλάτωνα Τίμαιος 51 a 7 και καταδείχνει πως η ύλη, ως το άμορφον [O.K.], ως η απόλυτη αναίρεση κάθε ολικής έκφρασης της μορφής, δεν μπορεί να είναι περιορισμένη σε μια προσχηματισμένη μορφικότητα, αλλά εκφράζει τη μοναδική δυνατότητα για κάθε προσδιορισμό της μορφής. 32. Ενώ αρχικά η μορφή χαι η ύλη προσδιορίζονταν στην αλληλοεναντίωσή τους και στη διαφορά τους, τελικά ένας τέτοιος προσδιορισμός υπόκειται σε αναίρεση ως μη αντιπροσωπευτικός της διαφοράς ανάμεσα στη μορφή και στην ύλη. Και αυτό επειδή τούτη η διαφορά μπορεί να υφίσταται μόνο υπό την προϋπόθεση του αλληλοσχετισμού των δύο όρων. Γπό το πνεύμα ενός τέτοιου αλληλοσχετισμού η μορφή είναι διαφοροποιητική και συνάμα αρνητική ενέργεια: είναι η ίδια που παράγει και αναφεί τη διαφορά. Γπ' αυτή την έννοια αρνείται κάθε διαφορά και εμπεριέχει την ύλη, όταν αναφέρεται σε αυτήν, ως ανηρημένη διαφορά. Από εδώ συνάγεται και ο προσδιορισμός της ως απόλυτης ταυτότητας με τον εαυτό. Κατά τον ίδιο τρόπο και η ύλη από την πλευρά της, επειδή είναι αυτοσχετισμός που αποκλείει το αλλο και αρνείται κάθε διαφορά, προσδιορίζεται (ος απόλυτη αρνητικότητα και περιέχει ττ; μορφή ως το μη-Είναι της, ως το αρνητικό. Η αρνητικότητα, επομένως, της ύλης και η ταυτότητα της μορφής, όπως προκύπτει, δεν αποτελούν δύο ξεχωριστές κινήσεις, αλλά είναι στά&α της μιας κίνησης, η οποία αντιστοιχεί στην ταυτότητα των
177.
Εν πρώτοις, μορφή xoc ύλη προύττ^ίθενται αμοιβαία. Σύμφωνα με ό,τι έχει προκύψει, τούτο σημαίνει απλά ότι η μία ουσιώδης ενότητα είναι αρνητική αναφορά στον ίδιο τον εαυτό, που διχάζεται στην ουσιώδη ταυτότητα, προσδιορισμένην ως την αδιάφορη βάση, και στην ουσιώδη διαφορά ή αρνητικότητα, [εννοημιένην] ως την προσδιορίζουσα μορφή. Εκείνη η ενότητα της ουσίας και της μορφής, όροι οι οποίοι αντιτίθενται ως μορφή και ύλη, είναι το (χπόλυτο θεμέλιο που προσδιορίζει τον εαυτό του^^^ Εφόσον αυτή γίνεται κάτι το διαφορετικό, η σχέση, δυνάμει της θεμελιώδους ταυτότητας των διαφορετικών όρων, καταλήγει να είναι αμοιβαία προϋπόθεση. Δεύτερον, η μορφή, ως αυθύπαρκτη, είναι προς τούτοις η αυτο-αναιρούμενη αντίφαση· αλλά αυτή είναι επίσης τεθειμ^νη ως τέτοια, διότι είναι αυθύπαρκτη και συνάμα αναφέρεται ουσιαστικά σε ένα άλλο· - έτσι αυτή αναιρεί τον εαυτό της. Επειδή η ίδια είναι αμφίπλευρη, γι' αυτό και τούτο το αναιρείν έχει μια διπλή όψη: πρώτον, η μορφή αναιρεί την αυθυπαρξία της, γίνεται κάτι τεθειμένο, κάτι το οποίο είναι σε ένα άλλο, και τούτο το άλλο της είναι η ύλη. Δεύτερον, αυτή αναιρεί την προσδιοριστικότητά της σχετικά με την ύλη, την αναφορά της σε τούτη την ίδια. κατ' επέκταση το τεθειμενο-Είναι της, και κατ' αυτό τον τρόπο δίνει στον εαυτό της αυθυπόσταση. Εφόσον η μορφή αναιρεί το τεθειμένο-Είναι της, τούτη η ανασκόπησή της είναι η δίκη της ταυτότητα, στην οποία αυτή μεταβαίνει· αλλά, εφόσον
(Αορφικά 6ΐα9οροποιημ£νω>ί, (*λλά αρχέγονα ισοδυναμιών πλευρών της. Η εξωτερίκευση της ύπαρξης, η βλέψη της διαφοράς απαντά την ολοκλήρωση της στην εσωτερίκε'^στ, της ουσίας, στον άμεσο αυτοσχετισμό που ανέδειξε η άρση της εμφάνειας της αδιαφορίας τους και του διαφοροποιείσθαι. 33. Ο αυτοπροσδιορισμός του απόλυτου θεμέλιου είναι δυνατός στο μέτρο μόνο που προχωρεί η διαφορά στο βάθος της ενότητας και θέτει τις πλευρές της στη διαφορετικότητα της αυθυπαρξίας τους. Έτσι το ίδιο το θεμέλιο αντλεί τη σημασία τού να είναι απόλυτο από το γεγονός ότι προϋποτίθεται αμοιβαία από τις διαφορετικές π/£υρές ως η συνεκτική τους ενότητα.
178.
συνάμα εξωτερικεύει [= απεκδύεται] αυτή την ταυτότητα κοκ αντιτίθεται στον εαυτό της ως ύλη, αυτή η εντός εαυτού ανασκόπηση του τεθειμένου-Ειναι έχει τη μορφή της συνενακτης με μια ύλη, στην οποία αυτή προσλαμβάνει υποστασιακό υφίστασαθαι· μεσα σε τούτη τη συνένωση, λοιπόν, αυτή ενοποιείται τόσο πολύ με την ύλη, [εννοημένην] ως ένα Αλλο - σύμφωνα με την πρώτη όψη, κατά την οποία αυτή γίνεται κάτι το τεθειμένο όσο και, μέσα σε τούτο το άλλο, με τη διχη της ιδιαίτερη ταυτότητα. Η ενέργεια της μορφής, συνεπώς, δια της οποίας προσδιορίζεται η ύλη, συνίσταται σε μια αρνητική συμπεριφορά της μορφής απέναντι στον ίδιο τον εαυτό της·^''. Αλλά αυτή, με το να ενεργεί έτσι, επιδεικνύει επίσης μια αρνητική συμπεριφορά απέναντι στην ύλη^^· ακόμη, τούτο το ενεργείν, με το οποίο προσδιορίζεται η ύλη, είναι εξίσου καλά η κίνηση που ιδιάζει στην ίδια τη μορφή. Η τελευταία τούτη είναι ελεύθερη από την ύλη, αλ/νά αίρει αυτή την αυθυπαρξία της· η αυθυπαρξία της ωστόσο είναι η ίδια η ύλη, γιατί σε τούτη εδώ η μορφή έχει την ουσιαστική της ταυτότητα. Με το να μεταποιεί, λοιπόν, η μορφή τον εαυτό της σε κάτι το τεθειμιένο, δεν διαφέρει από το να μεταποιεί την ύλη σε κάτι το προσδιορισμένο. - Αλλά, εάν εξετάσουμε το πράγμα από την άλλη πλευρά, [βλέπουμε] τη μορφή να απεκδύεται συνάμα την ταυτότητά της και την ύλη να αποτελεί το άλλο τηςστον ίδιο βαθμό η ύλη δεν είναι επίσης προσδιορισμένη, αφού η μορφή αίρει τη δική της αυθυπαρξία. Αλλά η ύλη είναι αυθύπαρκτη μόνο σε αντίθεση προς τη μΛρφή" με το να αυτοαναιρείται το αρνητικό, αυτοαναιρείται και το θετικό. Με το να αυτοανοιι177. 34. Η αονητική συμπεριφορά έγκειται στο χαρακτήρα της συνένωσης της μορφής με την ύλη, όπως αυτή εκτέθηκε πιο πάνω από το Χέγκελ. Σύμφωνα, λοιπόν, με την παρουσίαση αυτή, όταν η μορφή αναιρεί τη διαφορά, ουσιαστικά αναιρεί τον εαυτό της στην κίνηση του ως μορφής. 35. Η αρνητική στάση της απέναντι στην ύλη υπαγορεύεται από το γεγονός ότι η ενέργεια του προσδιορίζειν την ύλη είναι η ίδια η κίνηση της μορφής-
ρείται, συνακόλουθα, η μωρφή, εκπίπτει επίσης η προσδιοριστικότητα, την οποία έχει η ύλη έναντι της μορφής, το να είναι δηλ. το απροσδιόριστο υποστασιακό υφίστασαθαι. Αυτό το οποίο εμφανίζεται ως ενεργεία της μορφής είναι εξάλλου όχι λιγότερο η κίνηση που ιδιάζει στην ίδια την ύλη^^. Ο προσδιορισμός της ύλης, που είναι χαθεαυτόνή ό,τι αυτή οφείλει να είναι, είναι η απόλυτη αρνητικότητά της. Δι' αυτής η ύλη δεν αναφέρεται απλά και μόνο στη μιορφή σαν σε ένα άλλο, αλλα τούτο το εξωτερικό είναι η μΛρφή, την οποία η ίδια η ύλη περιέχει σαν έγκλειστη μέσα της. Η ύλη είναι η ίδια αντίφαση^' καθεαυτήν, την οποία περιέχει η μορφή, και τούτη η αντίφαση, όπως και η διάλυσή της, είναι μόνο Μία. Αλλά η ύλη είναι αντιφατική εσωτερικά, επειδή, ως η απροσδιόριστη ταυτότητα με τον εαυτό της, αυτή είναι συγχρόνως η απόλυτη αρνητικότητα" έτσι αυτή αυτοαναιρείται εσωτερικά, η ταυτότητά της αποσυντίθεται στην αρνητικό'τητά της και η τελευταία βρίσκει σε εκείνη την αυθυπόστασή της. Εφόσον, λοιπόν, η ύλη προσδιορίζεται από τη μορφή σαν από ένα εξωτερικό, επιτυγχάνει έτσι τον προσδιορισμό της, και η εξωτερικότητα τής σχέσης τόσο για τη μορφή όσο και για την ύλη συνίσταται στο γεγονός ότι καθεμιά ή μάλλον η αρχέγονη ενότητά τους, μέσα στο θέτειν της, είναι συνάμα προϋποθέτουσα- αυτό έχει ως αποτέλεσμΛ η αναφορά στον εαυτό να είναι ταυτόχρονα αναφορά στον εαυτό ως κάτι ανηρημένο ή αναφορά στο Άλλο του^«.
36. Η κίνηση της ύλης βρίσκεται ακόμα υπό το κράτος της αρνητικής δραστηριότητας της μορφής. Αυτό δείχνει ότι η ί&α η ύλη εγκλείει μέσα της μχο μορφή αρνητικοτητας και η κίνηση της, επειδή η αρνητιχότητα είναι ί'&ον γνώρισμα της ενέργειας ττ|ς μορφής, είναι αυτή της μορφής ή της αρνητικότητας. 3 ί. Η αντίφαστ, καθεαυτήν υφίσταται με το να είναι συνάμα αμεσότητα και απόλυτη αρνητικότητα. Η ύλη είναι αυτή τούτη η αντίφαση καθεαυτήν, γιατί οις αμβιότητα έχει καθεαυτήν το χαρακτήρα της απόλυτης αρνητικότητας. 38. Η ενότητα μΛρφής και ύλης είναι αρχέγονη και η εξωτερικότητα της σχέσης, η διαφορετικότητα των δύο όρων, προσδιορίζεται από το ότι ο κάθε όρος θέτα τον όλ-
180.
Τρίτον, μέσω αυτής της κίνησης της μορφής χαι της ύλης αποκαθίσταται αφενός η αρχέγονη ενότητά τους, και αφετέρου τούτη είναι εφεξής μια τεθειμένη ενότητα. Η ύλη προσδιορίζει εξίσου καλά τον εαυτό της, όσο το προσ&ορίζειν τούτο είναι για αυτή ένα εξωτερικό ενεργείν της μορφής· αντίθετα, η μορφή προσδιορίζει μόνο τον εαυτό της ή έχει μέσα της την ύλη. η οποία προσδιορίζεται απ' αυτή, όχι λιγότερο απ' ό,τι μέσα στο προσδιορίζειν της αναπτύσσει μια σχέση προς ένα άλλο· και αμφότερα, το ενεργείν της μορφής και η κίνηση της ύλης είναι το ίδιο, εκτός του ότι εκείνο είναι ένα ενεργείν, δηλ. η αρνητικότητα ως τεθειμένη, ενώ τούτο είναι κίνηση ή γίγνεσθαι, η αρνητικότητα ως προσδιορισμός που υπάρχει καθεαυτόν. Το αποτέλεσμα, επομένως, είναι η ενότητα του καθεαυτό-Είναι και του τεθειμένου-Είναι. Η ύλη είναι, ως τέτοια, προσδιορισμένη ή έχει κατ' αναγκαιότητα μια μορφή, και η μορφή είναι απόλυτα καθ' ύλη. καθ' υπόσταση μορφή^^. Η μορφή, στο μέτρο που προϋποθέτει μια ύλη ως το δικό της Άλλο, είναι πεπερασμένη. Αυτή δεν είναι θεμέλιο, αλλά μόνο αυτό που ενεργεί. Παρόμοια, η ύλη, στο βαθμό που προϋποθέτει τη μορφή ως το δικό της μη-Είναι, είναι η πεπερασμένη ύλη^"· αυτή δεν είναι περισσότερο θεμέλιο της ενότητάς της με
λο υπό το δικό του κράτος, αλλά τίθεται και υπό το κράτος του άλλου. Κατ' αυτο τον τρόπο η διαφορά, που έχει τη μορφή της διαφορετικότητας των όρων. αναδεικνύεται σε συγκεκριμένο δομικό στοιχείο της αρχέγονης εκείνης ενότητας. 39. Η κίνηση της ύλης και το ενεργείν της μορφής [die Bewegung der Materie und das Tun der Form] διαφέρουν ως προς το εξής: στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για την αρνητικότητα που υπάρχει κατ' αναγκαιότητα μέσα στην ίδια τη δομη της ύλης· στη δεύτερη περίπτοχτη πρόκειται για την αρνητικότητα ακ; μια κατ' αναγκαιότητα τεθειμένη διαφορά. Αμφότερες οι εκδηλώσεις της αρνητικότητας δεν είναι αλληλοαποκλειόμενες προσδιοριστικότητες μέσα στο στοιχείο του Είναι, αλλα συνιστούν μία ενότητα, η οποία υπόκειται στη μεταβολή που υπαγορευει η ιόια η λογικότητα της καθολικής κίνησης. 40. Ύλη και μορφή χαρακτηρίζονται ως πεπερασμένα μεγέθη-κατηγοριες, γιατί δεν aveupouv το άλλο μ£ το να το προϋποθέτουν.
m
τη μορφή, αλλά μόνο η βάση για τη μορφή. Τόσο όμως τούτη η πεπερασμένη ύλη όσο και η πεπερασμένη μορφή δεν έχουν καμιά αλήθεια- καθεμιά αναφέρεται στην άλλη, ή μόνο η ενότητά τους είναι που συνιστά την αλήθεια τους. Αμφότεροι αυτοί οι προσδιορισμοί επανέρχονται μ£σα σε τούτη την ενότητα και αναιρούν εδώ μέσα την αυθυπαρξία τους'®'· έτσι αυτή η ενότητα αποδεικνύεται ότι είναι το θεμέλιό τους. Άρα η ύλη είναι θεμέλιο του μορφικού-προσδιορισμού της μόνο στο βαθμό που αυτή δεν είναι ύλη ως ύλη, αλλά η απόλυτη ενότητα της ουσίας και της μορφής· ομοίως η μορφή είναι θεμίλιο του υφίστασθαι των προσδιορισμών τους μόνο, εφόσον η ίδια είναι μια ενότητα. Αλλά τούτη η μία ενότητα, [εννοημένη] ως η απόλυτη αρνητικότητα και πιο ειδικά ως αποκλειστική ενότητα είναι, μέσα στην ανασκόπησή της, προϋποθέτουσα" ή είναι Ένα ενεργείν που μέσα στην πράξη του θέτειν διατηρείται, ως τεθειμένο, μ£σα στην ενότητα και απωθείται από τον εαυτό του, αναφέρεται στον εαυτό του ως εαυτό του και στον εαυτό του σαν σε ένα Αλλο. Ή το γίγνεσθαι-του-προσδιορίζεσθαι της ύλης από τη μορφή είναι η [χέσω του ίδιου του εαυτού και της άρνησης του εαυτού διαμεσολάβηση της ουσίας μιε τον εαυτό της, ως θεμέλιου, μ£σα σε μια ενότητα. Η ύλη που προσέλαβε μορφή ή η μορφή που έχει υφίστασθαι, τώρα δεν είναι μόνο εκείνη η απόλυτη ενότητα του θεμέλιου με τον εαυτό του, αλλά και η τεθειμένη ενότητα^^. Είναι η αό>ας εξετασθείσα κίνηση, στους κόλπους της οποίας το απόλυτο θεμελιο εχει παρουσιάσει τα στάδια του ως αυτο-αναιρούμενα συγχρόνως και έτσι ως τεθειμένα. Ή η αποκατασταθείσα ενό•il. Ηοη στη Φαινομενολογία ο Χέγκελ αναζητεί την αλήθεια μέσα στη λογική 6ΐαπ/^ξη του Ολου: «Η κίνηση είναι η διπλή πορεία και το γίγνεσθαι του όλου, έτσι που η κάθε πλευρά θέτει ταυτόχρονα την άλλη και γι' αυτό η καθεμχά έχει μέσα TT,ζ αμφότερες ως δύο όψεις, οι οποίες, ειλημμένες μαζί, συνιστούν το όλο, καθόσον αυτο-αποσυντίθενται και γίνονται πλευρές του όλου» G W 9 , 32/164. Δηλ. η ενότητα που έχει αναιρεθεί ή έχει υποστεί άρνηση.
182.
τητα, στην ενοποίηση με τον εαυτό της, έχει όχι λιγότερο απωθηθεί από τον εαυτό της και έχει προσδιορισθεί· γιατί η ενότητα της, καθόσον επιτεύχθηκε μιεσω της άρνησης", είναι επίσης αρνητική ενότητα. Αυτή είναι, συνεπώς, η ενότητα της μορφής και της ύλης, [εννοημένη] ως η βάση τους, αλλά ως η προσδιορισμένη €άση τους, η οποία είναι η ύλη που προσέλαβε μορφή, αλλα η οποία συνάμα είναι αδιάφορη προς τη μΛρφή και την ύλη σαν προς κάτι ανηρημένο και επουσιώδες. Αυτή είναι το περιε-
C.
Μορφή xau περιεχόμενο Η μορφή κατ' αρχήν αντίκειται στην ουσία· έτσι αυτή είναι θεμιελιακή-σχέση εν γένει, και οι όροι της είναι το θεμέλιο και το θεμελιωμένο. Κατά δεύτερον, αυτή αντίκειται στην ύλη· έτσι αυτή είναι προσδιορίζουσα ανασκόπηση και οι όροι της είναι ο ίδιος ο ανασκοπικός-προσδιορισμός και το υφίστοισθαι τούτου. Εν τέλει, η μορφή αντίκειται στο περιεχόμενο, και οι όροι της είναι εκ νέου αυτή η ίδια και η ύλη. Ό,τι πρωτύτερα ήταν το ταυτό με τον εαυτό του - αρχικά το θεμελιο, μιετά το υφίστασθαι εν γένει και τέλος η ύλη - τίθεται υπό την κυριαρχία της μορφής και είναι ακόμη μια φορά ένας από τους προσδιορισμούς της. Το περιεχόμενο έχει, πρώτον, μια μορφή και μια ύλη, που α181. 43. Η άρνηση είναι που παράγει την ενότητα από την ανηρημενη διαφορά, αλλά και την διαφοροποιητική κίνηση από την ενότητα. 44. Το περιεχόμενο είναι η εσωτερική ενότητα της (χορφής και της ΰλης. Ως τέτοκ» συνιστά την ουσιαστική πλευρά απέναντι στη μορφή και την ύλη. Αμφότερα αυτα τα στοιχεία αποτελούν γνωρίσματα του περιεχομένου και εξαρτώνται απο αυτο. Ταυτόχρονα το περιεχόμενο είναι προσδιορισμένο ως η ύλη που προσέλαβε μορφή και γι' αυτό στέκεται αδιάφορο τόσο απέναντι στη μορφή όσο και απέναντι στο περιεχόμενο ως τέτοιο. Αυτό σημαίνει ότι η υπόστασή του δεν υπόκειται σης μεταβολές των μορφικών προσδιορισμών.
νήκουν σ' αυτό και είναι ουσιώδεις· αυτό είναι η ενότητά τους. Αλλά, εφόοΌν τούτη η ενότητα είναι σύγχρονα προσδιορισμένη ή τεΰεψίνη ενότητα, το περιεχόμενο αντίκειται στη μορφή' τούτη εδώ συγκροτεί το τεθειμένο-Είναι και έναντι του περιεχομένου είναι το επουσιώδες. Το περιεχόμενο συνεπώς είναι αδιάφορο προς τη μορφή' η τελευταία περιέχει στην έννοιά της τόσο τη μορφή α>ς τέτοια, όσο και την ύλη· και το περιεχόμενο λοιπόν έχει μια μορφή και μιια ύλη, των οποίων αποτελεί τη βάση τους, και τα οποία είναι στο περιεχόμενο ως ένα απλό τεθειμένο-Είναι. Το περιεχόμενο είναι, δεύτερον, το ταυτόσημιο στοιχείο μιέσα στη μορφή και την ύλη, έτσι που αυτές θα μπορούσαν να είναι μόνο αδιάφοροι εξωτερικοί προσδιορισμοί. Αυτές είναι το τεθειμένο-Είναι εν γένει, το οποίο όμως μέσα στο περιεχόμενο έχει επαναχθεί στην ενότητά του ή το θεμέλιό του"^^. Η ταυτότητα του περιεχομένου με τον εαυτό του, κατά συνέπεια, είναι πρώτιστα εκείνη η αδιάφορη προς τη μορφή ταυτότητα' αλλά, κατά δεύτερον, αυτή είναι η ταυτότητα του θεμελίου. Το θεμέλιο έχει, κατ' αρχήν, εξαφανισθεί μέσα στο περιεχόμενο* αλλά το περιεχόμενο είναι συνάμα η αρνητική ανασκότιηση εντός εαυτού των μορφικών-προσδιορισμίών γι' αυτό, η ενότητά του, η οποία αρχικά είναι μόνο η αδιάφορη προς τη μορφή ενότητα, είναι επίσης η μορφική ενότητα ή η θεμελκζχψαναψορά ως τέτοια. Το περιεχόμενο, κατά ταύτα, έχει την τελευταία για ουσιώδη του μορφή, και το θεμέλιο, αντίστροφα, έχει ένα περιεχόμενο. Το περιεχόμενο του θεμέλιου είναι, λοιπόν, το θεμέλιο που επανήλθε στην ενότητα με τον. εαυτό του· το θεμέλιο, κατ' αρχήν, είναι η ουσία, η οποία μέσα στο τεθειμένο-Είναι της είναι ταύτη με τον εαυτό της· ως διαφορετική από και αδιάφορη προς 4ί). Το τεθβιμένο-Είναι από εξωτερικός προσ&ορισμός απέναντι στο περιεχόμ£νο μεταστρέφεται σε εσωτερικό προσδιορισμό του περιεχομένου και γίνεται κάτι το όυσιώίες για αυτό.
liU
το τεθειμένο-Είναι της αυτή είναι η απροσ&όριστη ύλη· αλλά ως περιεχόμενο είναι ταυτόχρονα η ταυτότητα που προσέλαβε μορφή· και τούτη η μορφή γίνεται θεμελιακή-αναφορά, επειδή οι όροι τής αντίθειτής της είναι επίσης τεθειμένοι ως όροι που έχουν υποστεί άρνηση. - Ακόμη, το περιεχόμενο είναι προσδιορισμένο μέσα του, όχι μόνο όπως η ύλη, (ος το αδιάφορο εν γένει, αλλά ως η ύλη που έλαβε μορφή, έτσι ώστε οι προσδιορισμοί της μορφής να έχουν ένα καθ' ύλη, αδιάφορο υφίστασθαι. Από τη μια πλευρά, το περιεχόμενο είναι η ουσιώδης ταυτότητα του θεμέλιου με τον εαυτό του μέσα στο τεθειμένο-Είναι του· από την άλλη, αυτό είναι η τεθειμ£νη ταυτότητα σε αντίθεση προς την θεμελιακή-σχέση· τούτο το τεθειμένο-Είναι, το οποίο είναι παρόν σε αυτήν την ταυτότητα ως μορφικός-προσδιορισμός, κείτεται απέναντι στο ελεύθερο τεθειμένο-Είναι, δηλ. τη μορφή ως μια ολική σχέση θεμέλιου και θεμελιωμένου· τούτη η μορφή είναι το ολικό τεθειμένο-Είναι που επανέρχεται στον εαυτό του· εκείνη, συνεπώς, είναι μ.όνο το τεθειμένο-Είναι ως άμεσο, η προσάοριστιχόττητΛ ως τέτοια. Το θεμέλιο, έτσι, έχει εν γένει μεταβληθεί σε προσδιορισμένο θεμέλιο, και η ίδια η προσδιοριστικότητα είναι διπλή: πρώτον, εκείνη της μορφής και δεύτερον, εκείνη του περιεχομένου. Η πρώτη είναι η προσδιοριστικότητά του [που συνίσταται] στο να είναι εξωτερική στο περιεχόμενο εν γένει, το οποίο είναι αδιάφορο προς τη σχέση τούτη. Η δεύτερη είναι η προσδιοριστικότητα του περιεχομένου, το οποίο έχει το θεμέλιο^®.
46. Η δίολεκτιχή υχέση μορφής-περιεχομένοο εκτίθεται (*ε πλήρη σαφήνειβ ττψ Ε γ χ υ χ λ ο π α ^ . Δες W 8 , 264-5/288. Οταν το τελευταίο λαμβάνει τη μορφή που το διαφοροποιεί από τον εαυτό του, τότε είναι θεμέλιο. 185.
Β. TO ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΘΕΜΕΛΙΟ" a To μορφικό θεμέλιο Το θεμέλιο έχει ένα προσδιορισμένο περιεχόμενο. Η προσδιοριστικότητα του περιεχομένου, όπως αποδείχθηκε, είναι η βαση για τη μορφή" το απλό άμεσο έναντι της διαμεσόλά^τησης της μορφής^®. Το θεμέλιο είναι αρνητικά αυτο-σχετιζόμενη ταυτότητα. η οποία, γΓ αυτό, μεταβάλλεται σε τεθειμενο-Είναι- αυτη αναφέρεται αρνητικά στον εαυτό της, καθόσον μέσα σε τούτη την αρνητικότητά της είναι ταυτή μιε τον εαυτό της· τούτη η ταυτότητα είναι η βάση ή το περιεχόμτνο, το οποίο, κατ' αυτό τον τρόπο, συγκροτεί την αδιάφορη ή θετική ενότητα της θεμελιακής-αναφοράς και είναι ο διαμεσολαβτητιχός όρος της ίδιας τούτης [της ενότητας]·^^. Μέσα σε τούτο το περιεχόμενο, η προσδιοριστικότητα έναντι α/λήλων του θεμέλιου και του θεμ^λιωμιένου έχει, κατ' αρχήν, εξαφανισθεί. Αλλά η διαμιεσολάβηση είναι ακόμη αρνητικη ενότητα. Το (χρνητικό σε εκείνη την αδιάφορη βάση είναι η ιδιάζουσα στην τελευταία τούτη άμεση προσδιοριστικότητα, δια της οποίας το θεμέλιο έχει ένα προσδιορισμένο περιεχόμενο. Αλλά τόΑΤ, der bestimmte Grund: Αυτό το θεμέλιο έχει χάσει πλέον την απολυτότητά του. Λεν θέτει την προσδιοριστικότητα, αλλά την προϋποθέτει. Είναι, λοιπόν, πεπερασμένο και ως τέτοιο αναφέρεται στη μορφή. 48. Το περιεχόμενο του θεμελίου είναι άμεσα δεδομένο και υπ' αυτό το πνεύμα είναι προσδιορισμένο περιεχόμενο έναντι της μορφής, η οποία ταυτίζεται αρνητικά προς τον εαυτό της. . Το περιεχόμενο δεν 'απόκειται στη διαφορά θεμέλιου και θεμελιωμένου" μια διαφορά, στους κόλπους της οποίας αναιρείται το θεμέλιο στην αυτο-ταυτότητά του ως η σύνολη θεμελιακή σχέση. Έτσι αυτό το περιεχόμενο δεν είναι προσδιορισμένο και αποτε/χί τη θετική ενότητα θεμέλιου και θεμελιωμένου.
186.
τε το αρνητικό είναι η αρνητική αναφορά της [Αορφής στον ί&ο τον εαυτό της. Το τεθειμενο, από τη μια, αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό του και επανακάμπτει στο θεμέλιό του* το θεμέλιο όμως, η ουσιώδης αυθυπαρξία, αναφέρεται αρνητικά στον εαυτό του και γίνεται τεθειμενο. Τούτη η αρνητική διαμεσολάβηση του θεμέλιου και του θεμελιωμένου είναι η χαρακτηριστική διαμεσολάβηση της μορφής ως τέτοιας, η μορφική διaμεσoλί€rισΎf'^\ Αμφότερες τώρα οι πλευρές της μορφής, επειδή η μία μεταβαίνει στην άλλη, τίθενται από κοινού, μέσα σε Μία ταυτότητα, ως ανηρημένες· σύγχρονα, με το να ενεργούν έτσι, προϋποθέτουν τούτη την ίδια. Αυτή είναι το προσδιορισμένο περιεχόμενο, στο οποίο αναφέρεται, λοιπόν, μιέσω του εαυτού της η μωρφική διαμεσολάβηση σαν στον θετικό διαμεσολαβητικό όρο. Το περιεχόμενο είναι το ταυτόσημο στοιχείο αμφοτέρων [των όρων]· και εφόσον αυτοί είναι διαφοροποιημένοι, αλλά κάθε όρος μέσα στη διαφορά του είναι η αναφορά στο Άλλο, τούτο [το περιεχόμενο]^' αποτελεί το υφίστασθαι αυτών των ίδιων, το υφίστασθαι ενός εκάστου ως το ίδιο το όλο. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μέσα στο προσδιορισμένο θεμέλιο είναι παρόν τούτο: πρώτον, ένα προσδιορισμένο περιεχόμενο εξετάζεται από δύο πλευρές, τη μια φορά στο μέτρο που αυτό είναι τεθειμένο ως θεμέλιο, την άλλη ως θεμελιωμένο. Το ίδιο το περιεχόμενο είναι αδιάφορο απέναντι σε τούτη τη μορφή· αυτό είναι και στα δύο εν γένει Ένας προσδιορισμός μόνο. Λεύτε-
50. Αυτή η διαμεσολάβηση χαρακτηρίζεται για τη διαφοροποίηση της από τη διαμεσολάβηση του περιεχομένου που γνωρίσαμε πιο πάνω. Ανήκει στη σχέση της μορφής να είναι ο κάθε όρος ό,τι είναι μέσω του άλλου και να έρχεται στην αυθυπόσταση μόνο όταν προϋποτίθεται από το άλλο. Μπορούμε, λοιπόν, να μιλάμε για μια αρνητική διαμεσολάβηση του θεμέλιου και του θεμελιωμένου που αντιτίθεται στη θετική εκείνη του περιεχομένου. 51. Το περιεχόμενο είναι η ταυτότητα με τον εαυτό της στην αμεσότητα της · η δε αυθυπόσταση είναι το ίδιο το όλο με την έννοια ότι συνιστά το στοιχείο, μέσα στο οποίο ταυτίζοντοα οι δύο όροι.
187.
ρον, το tSw το θεμΐ£λ(ο είναι τόσο πολύ στοιχείο της μορφής όσο εκείνο που είναι τεθειμένο απ' αυτό [το θεμέλιο]· αυτό είναι η ταυτότϊ;τά τους ως προς τη μορφή- Είναι αδιάφορο [να προσδιορίσουμε] ποιος από τους δύο όρους γίνεται ο πρώτος, από τον οποίο ως το τεθειμένο-Είναι μεταβαίνει κανείς στον άλλο ως το θεμέλιο, ή από τον οποίο ως το θεμέλιο μεταβαίνει κανείς στον άλλο ως το τεθειμένο-Είναι. Το θεμελιωμένο, εξεταζόμενο διεαυτό. είναι η αναίρεση του ίδιου του εαυτού του* έτσι αυτό από τη μια γίνεται τεθειμιένο-Είναι και ταυτόχρονα είναι αυτό που θέτει το θεμέλιο. Αυτή η ίδια η κίνηση είναι το θεμέλιο ως τέτοιο, τούτο γίνεται κάτι το τεθειμένο, κατ' αυτό τον τρόπο γίνεται θεμέλιο κάποιου, δηλ. μέσα σε τούτη την κίνηση το θεμέλιο είναι παρόν τόσο ως τεθειμένο όσο και εν πρώτοις ως θεμιέλιο. Το τεθειμένο είναι το θεμέλιο, επειδή υπάρχει ένα θεμέλιο, και αντίστροφα το θεμέλιο, κατά λογική συνέπεια, είναι κάτι το τεθειμιένο. Η διαμεσολάβηση ξεκινά εξίσου καλά από το ένα όσο και από το άλλο, κάθε πλευρά είναι όχι λιγότερο θεμιέλιο ως κάτι το τεθειμένο, και καθεμιά είναι η διαμεσολάβηση ή η μ^ρφή στην ολότητά της. - Τούτη η μορφή ως όλο είναι ακόμη η ίδια, ως το ταυτόσημο με τον εαυτό του, η Saar] των προσδιορισμών, οι οποίοι είναι οι δύο πλευρές του θεμέλιου και του θεμLελιωμivoυ, [και] έτσι μορφή και περιεχόμενο είναι τα ίδια η μία και η αυτή ταυτότητα^-. Εξαιτίας της ταυτότητας τούτης του θεμέλιου και του θεμελιωμένου, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή, το θεμέλιο είναι εκαψχές (ο επαρκής χαρακτήρας του περιορισμένος σ' αυτή τη σχέση)· δεν υπάρχει τίποτα μέσα στο θεμέλιο, το οποίο να μην είναι μέσα στο θεμελιωμένο, όπως και όεν υπάρχει τίποτα μέσα στο θεμε)^ωμένο, το οποίο να μψ είναι 52. Η μορφή ως όλο δεν είναι μόνο αυτή που Γνέχει τη δΜχφορά, όπως είδαμε πνο πανω. α ^ και αυτή που κυοφορεί μέσα της την ταυτότητα μέσα από την αναίρεση της διαφοράς. Γι' αυτό το λόγο και δεν έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο.
188.
μέσα στο θεμέλιο. Όταν ρωτάμε για ένα θεμέλιο, θέλουμε να δούμε τον ίδιον προσδιορισμό, που είναι το περιεχόμενο, κατά τρόπο διπλό, τη μια φορά με τη μορφή του τεθειμένου, την άλλη με τη μορφή του ανασκοττημένου εντός εαυτού προσδιορισμένουΕίναι, με τη μορφή της ουσιαστικότητας. Εφόσον τώρα, μέσα στο προσδιορισμένο θεμέλιο, θεμέλιο και θεμελιωμένο είναι αμφότερα ολόκληρη η μορφή, και το περιεχόμενό τους, αν και προσδιορισμένο, είναι ένα και το αυτό, αυτό σημαίνει ότι το θεμέλιο στις δύο πλευρές του δεν είναι ακόμα ρεαλιστικά προσδιορισμένο, ότι αυτές δεν έχουν διαφορετικό περιεχόμενο· η προσδιοριστικότητα είναι μόνο απλή προσδιοριστικότητα, δεν έχει ακόμη μεταβεί στις πλευρές· ό,τι είναι παρόν είναι μόνο το προσδιορισμένο θεμέλιο μέσα στην καθαρή μορφή του, το μορφικό θεμέλκ^'^. - Επειδή το περιεχόμενο είναι μόνο αυτή η απλή προσδιοριστικότητα, η οποία δεν έχει μέσα της τη μορφή της θεμελιακής-σχέσης, γι' αυτό τούτη [η προσδιοριστικότητα] είναι το ταυτόσημο με τον εαυτό του περιεχόμενο, αδιάφορο προς τη μορφή, η οποία είναι εξωτερική σ' αυτό· το περιεχόμενο είναι ένα άλλο από τη μιορφή. Παρατηρηση Εάν η σκέψη σχετικά με προσδιορισμένα θεμέλια εμμένει σε εκείνη τη μορφή του θεμέλιου, η οποία προέκυψε εδώ, τότε ο ορισμός ενός θεμέλιου καταντά ένας σκέτος φορμαλισμός και κενή ταυτολογία, η οποία εκφράζει μέσα στη μορφή της ανασκόπησης εντός εαυτού, μέσα στη μορφή της ουσιαστικότητας, το ίδιο περιεχόμενο που είναι παρόν μέσα στη μορφή του άμεσου
53. Η καθαρή μορφή του προσ&ορκτμιένου θεμέλιου συνίσταται στο ό-π το θεμέλιο δεν γνωρίζκ τη διαφορά του περιεχομένου και απ' αυτή την πλευρά δεν έχει περαβα ακόμα στη ρεαλιστική του προσδιοριστικότητα, σύμφωνα με την οποία έρχεται να υποστεί διαφοροποίηση του περιεχομένου.
189.
προσδιορισμένου-Είναι, που εξετάστηκε ως τεθειμένο. Γι' αυτό, έν<χς τέτοιος ορισμός θεμελίων συνοδεύεται από την ίδια κενότητα με εκείνη της κουβέντας που περιορίζεται στην πρόταση της ταυτότητας^^. Οι επιστήμες, κυρίως οι φυσικές είναι γεμάτες με τέτοιου είδους ταυτολογίες, οι οποίες κατά κάποιο τρόπο αποτελούν ένα προνόμιο της επιστήμης^^. - Ως λόγος για παράδειγμα που οι πλανήτες κινούνται γύρω από τον ήλιο αναφέρεται η δύναμη έλξης, αμοιβαία, της γης και του ήλιου. Ό,τι λοιπόν εκφράζουμε, σύμφωνα με το περιεχόμενο, δεν είναι άλλο από κείνο που περιέχει το φαινόμενο, δηλ. ο αλληλοσχετισμός τούτων των σωμάτων στα πλαίσια της κίνησής τους· μόνο που είναι υπό τη μορφή του ανασκοπημένου εντός εαυτού προσδιορισμού, υπό τη μορφή της δύναμης. Εάν, κατά ταύτα, ρωτάμε τι είδους δύναμη είναι η δύναμη έλξης, η απάντηση είναι ότι αυτή είναι η δύναμη, η οποία κάνει τη γη να κινείται γύρω από τον ήλιο* τούτο σημαίνει πως αυτή έχει ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο μ£ το προσδιορισμιένο-Είναι, του οποίου αυτή 0φεί>.ει να είναι θεμέλιο" η σχέση της γης και του ήλιου ως προς την κίνηση είναι η ταυτόσημη βάση του θεμέλιου και του θεμελιωμένου. - Εάν μια κρυσταλλική μορφή εξηγείται από το γεγονός ότι αυτή έχει την αιτία [= το θεμέλιό] της μέσα στην ειδική διάταξη, την οποία σχηματίζουν τα μόρια προς άλληλα, τότε η υπάρχουσα κρυσταλλική μορφή είναι η ίδια τούτη η διάταξη, η οποία εκφράζεται ως θεμέλιο. Μέσα στην καθημερινή ζωη, αυτές οι αιτιολογίες, οι οποίες είναι το προνόμιο των επιστημών, λογίζονται ως τέτοιες που είναι, ως μια ταυτολογική, κενη φλυαρία. Εάν στην ερώτηση γιατί αυτός ο άνθρωπος αναχωρεί για την πόλη, απαντήσει κανείς πως ο λόγος [= το θεμέΛες στο παρόν έργο σ. 104. y;). Ο Χέγκελ ασκεί κριτική στις επιστήμες, οι οποίες κατά τον ορισμό των θεμε>αων oe; μπορούν να υπερβούν την κενή ταυτολογία, γιατί ακολουθούν ένα εντελώς («.ρφικό τρόπο που δεν γνωρίζει να θέτει τη ρεαλιστική διαφορά μέσα στη θεμελιώοτ σχέση.
190.
λιο] είναι ότι στην πόλη βρίσκεται μια δύναμη έλξης η οποία τον ωθεί προς τα εκεί, τότε αυτό το είδος της απάντησης, το οποίο οι επιστήμες επιδοκιμάζουν, περνάει για σαχλό. Ο Leibniz κατηγορούσε τη Νευτώνεια δύναμη έλξης πως αυτή είναι η ίδια εκείνη κρυμμένη ποιότητα, την οποία χρησιμοποιούσαν οι Σχολαστικοί προς όφελος της εξήγησης. Θάπρεπε μάλλον το αντίθετο να προσάψουμε ως μομφή σε αυτή, δηλ. ότι αυτή είναι μια πολύ γνωστή ποιότητα· διότι αυτή έχει ένα άλλο περιεχόμενο από ό,τι το ίδιο το φαινόμ^ο. - Αυτό που υποδεικνύει [= επιβάλλει] τούτο τον τρόπο εξήγησης είναι ακριβώς η μεγάλη του σαφήνεια και ευληπτότητα· γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο σαφές και εύληπτο από το ότι, για παράδειγμα, ένα φυτό έχει το θεμέλιό του μέσα σε μια φυτική, δηλ. παράγουσα φυτά δύναμη. Αυτή θα μπορούσε να ονομαστεί μια απόκρυφη ποιότητα μόνο με την έννοια ότι το θεμέλιο οφείλει να έχει ένα άλλο περιεχόμενο από εκείνο το πράγμα που χρειάζεται εξήγηση· ένα τέτοιο περιεχόμενο δεν είναι δεδομένο· στο βαθμό που το είδος του απαιτούμενου θεμιέλιου δεν είναι δεδομιένο, εκείνη η δύναμη που χρησιμοποιούμε για το εξηγείν είναι αναμφίβολα ένα κρυμμένο θεμιελιο. Κάποιο πράγμωι δεν εξηγείται δΓ αυτού του φορμαλισμού περισσότερο απ' ό,τι γνωρίζεται η φύση ενός φυτού, όταν εγώ λέγω ότι αυτό είναι ένα φυτό, ή ότι αυτό έχει το θεμιέλιό του σε μια δύναμη που παράγει φυτά· τούτη η πρόταση [= ανάλυση] συνεπώς, παρ' όλη τη σαφήνειά της, μπορεί να ονομασθεί ένας πολύ χποκρυφος τρόπος εξήγησης^®. Ως προς την μορφή, δεύτερον, μέσα σε τούτο τον τρόπο εξήγησης συναπαντώνται οι δύο αντί-θετες κατευθύνσεις της θεμελιακης-ίχναφοράς, χωρίς να είναι εγνωσμένες μέσα στην προσδιορισμένη τους σχέση. Το θεμέλιο είναι αφενός θεμέλιο ως ο α-
56. Η όλη συζήτηση, που ανοίγει εδώ ο Χέγκελ, δεν αφορά « ζητήματα τηί φυσικής νομοτέλειας και αιτιοκρατίας, αλλά στην έρευνα του θεμέλιου ως λογικής κατηγορίας.
191.
νασκοττημένος εντός εαυτού προσδοορισμός-περιεχομένου του προσδιορισμένου-Είναι, το οποίο αυτό [το θεμέλιο] θεμελιώνει.· αφετέρου αυτό είναι το τεθειμένο. Το θεμέλιο είναι εκείνο από το οποίο ξεκινώντας πρέπει να κατανοείται το προσδιορισμενο-Ειναι· αλλά αντίστροφα, το θεμέλιο συνάγεται συλλογιστικά από το προσδιορισμένο-Είναι, και ξεκινά κανείς από το τελευταίο για να κατανοήσει το πρώτο. Η κύρια επιχείρηση αυτής της ανασκόπησης συνίσταται δηλ. στο να βρίσκει τα θεμέλια εκκινώντας από το προσδιορισμιένο-Είναι, να μιετατρέπει δηλ. το άμιεσο προσδιορισμένο-Είναι στη μορφή του ανασκοπημένου-Είναί" το θεμιέλιο, συνεπώς, αντί να είναι καθεαυτό και δίεαυτό και αυθύπαρκτο, είναι μάλλον το τεθειμένο και παράγωγο. Τώρα, επειδή αυτό μέσα από τούτη τη διαδικασία συμιμορφώνεται προς [= παράγεται από] το φαινόμενο και οι προσδιορισμοί του στηρίζονται στο φαινόμιενο, τότε προφανώς το τελευταίο τούτο εκπηγάζει εντελώς ομαλά και με ευνοϊκό άνεμιο από το θεμέλιό του. Αλλά, κατ' αυτό τον τρόπο, η γνώση δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα" περιπλανιέται μέσα σε μια διαφορά της μορφής, την οποία [διαφορά] η ίδια τούτη διαδικασία την αντιστρέφει και την αναιρεί. Μία από τις κύριες δυσκολίες, επομιένως, για να ριχτούμιε στη μελέτη των επιστημών, όπου τούτη η διαδικασία είναι κυρίαρχη, βρίσκεται σε [= προκύπτει από] τούτο τον παραλογισμιό της θέσης, [η οποία συνίσταται] στο να προτάσσει ως θεμέλιο ο,τι στην πράξη είναι παράγωγο και, προχωρώντας ως τις συνέπειες, να αναγνωρίζει πράγματι σ' αυτές το θεμέλιο μόνο εκείνων των θεμLελίωv που οφείλουν να είναι. Η έκθεση αρχίζει με τα θεμελια, τα οποία εκτίθενται στον αέρα ως οφχές και πρώτες έννοιες· αυτά είναι απλοί προσδιορισμοί που στερούντοιι κάθε αναγκαιότητας καθεαυτούς και διεαυτούς· ό,τι έπεται οφείλει να έχει το θεμέλιό του σε αυτά. Όποιος, λοιπόν, θέλει να διεισδύσει σε επιστήμες τέτοιου είδους, πρέπει να ξεκινήσει με το να εντυπώνει μέσα του εκείνα τα θεμέλια· μια δυσάρεστη δουλειά για τον Λόγο, επειδή τούτος οφείλει να δέχεται ως βάση κάτι που 192.
στερείται θεμέλιου. Πολύ πιο εύκολα φτάνει κανείς στην επιτυχία, όταν δέχεται τις αρχές, χωρίς πολλή περίσκεψη, ως δεδομένες και εφεξής τις χρησιμοποιεί ως θεμελιώδεις-κανόνες της διάνοιας του. Χωρίς τη μέθοδο τούτη δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε· ούτε μπορούμε χωρίς αυτή να προχωρήσουμε. Αλλά τούτο γίνεται τώρα δύσκολο από το γεγονός ότι αυτοί [οι κανόνες] καθιστούν έκδηλη την αντώθηση της μεθόδου, η οποία, μέσα σ' αυτό που έπεται, θέλει να καταδείξει το παράγωγο· αλλά τούτο στην πράξη περιέχει μόνο τα θεμέλια εκείνων των προϋποθέσεων^·^. Ακόμη, επειδή ό,τι έπεται δείχνεται ως το προσδιορισμένοΕίναι από το οποίο έχει παραχθεί το θεμέλιο, αυτή η σχέση, μέσα στην οποία ξετυλίγεται το φαινόμενο, δημιουργεί μαα δυσπιστία για την έκθεση του ίδιου [του φαινομένου]· γιατί η σχέση παρουσιάζεται όχι εκφρασμένη στην αμεσότητά της, αλλά ως στήριγμα του θεμέλιου. Αλλά, επειδή αυτό εδώ εκ νέου παράγεται από κείνο [το φαινόμενο], απαιτούμε" μάλλον να δούμε το τελευταίο τούτο στην αμεσότητά του, για να μπορούμε, εκκινώντας απ' αυτό, να κρίνουμε το θεμέλιο. Σε μια τέτοια έκθεση, συνεπώς, όπου το αυθεντικά θεμελιωμένο εμφανίζεται ως κάτι παράγωγο, δεν ξέρουμε τί μας γίνεται ούτε με το θεμέλιο ούτε με το φαινόμενο. Η αβεβαιότητα μεγαλώνει -ειδικά όταν η έκθεση δεν έχει μια αυστηρά λογική ακολουθία, αλλά είναι περισσότερο έντιμη- από το γεγονός ότι παντού φανερώνονται ίχνη και χαρακτηριστικά του φαινομένου, τα οποιΛ υποδηλώνουν κατι περισσότερο και συχνά κάτι εντελώς άλλο απο αυτό που απλώς
57. Σε ό,τι αφορά τη μέθοδο, με την οποία ερευνάται και εξηγείται η προέλευση του θεμέλιου ο Χέγκελ επικρίνει τη διαδικασία που αποδέχεται το θεμέλιο ή τα θεμέλια στ^ επιστήμες ως μια άμεση δεδομένη και στατυίή βάση και παραγνωρίζει την προέλευση εν γένει του θεμέλιου ή ακόμη αυτή την ίδια ως προϋπόθεση ολοποίησης του. Με άλλα λόγια δεν επιχειρείται η κατανόηση ή η εξήγηση της προέλε'^σης του θεμέλιου σύμφωνα με τη λογική της έννοιας του. Απεναντίας, ο Χέγκελ προκρίνει μια διαλεκτική προσέγγιση του θεμέλιου, η οποία ταυτίζεται με τη διαλεκτική μέθοδο του Πλάτωνα όπως εκτίθεται στην Πολιτεία ΣΤ 511 b-d.
193.
περιέχεται μέσα στις αρχές. Η (τύγχυση γίνεται εν τέλει ακόμα μεγαλύτερη, όταν προσδιορισμοί της σκέψης και απλώς υποθετικοί αναμιγνύονται με άμεσους προσδιορισμούς του ίδιου του φαινομένου, και οι πρώτοι είναι εκφρασμένοι σαν να ανήκαν στην άμεση εμπειρία. Έτσι μερικοί που έρχονται σ' αυτές τις επιστήμες με αγνή πίστη είναι της γνώμης ότι τα μόρια, τα κενά μεσοδιαστήματα, η φυγόκεντρος δύναμη, ο αιθέρας, η απομονωμένη ακτίνα φωτός, η ηλεκτρική, μuχγvητική ύλη και ακόμη πλήθος άλλων πραγμάτων τέτοιου είδους είναι πράγματα ή σχέσεις, τα οποία, έτσι που μιλά κανείς γι' αυτά σαν να είχαν μια άμεση ύπαρξη, είναι πράγματι παρόντα μζσίχ στην αντίληψη. Αυτά χρησιμεύουν ως πρώτα θεμέλια για κάτι άλλο, διατυπώνονται ως πραγματικότητες και τα μι^ταχειριζόμαστε μιε εμπιστοσύνη· καλόπιστα τα αφήνουμιε να ισχύουν ως τέτοια, προτού καταλάβουμε ότι αυτά είναι μιάλλον προσδιορισμοί που έχουν συναχθεί συλλογιστικά από εκείνο, το οποίο αυτά οφείλουν να θεμελιώνουν, υποθέσεις και πλάσμωιτα παραχθέντα από μια μη-κριτική σκέψη. Στην πράξη βρισκόμιαστε [άσα σε ένα είδος μαγικού κύκλου, όπου όροι του προσδιορισμένου-Είναι και όροι της α\ασχ6πησης, θεμέλιο και θεμιελιωμιένο, φαινόμενα και φαντάσμιατα θρασσομανούν μέσα σε μια αξεδιάλεκτη συντροφιά και απολαμβάνουν ίδιο κύρος το ένα μιε το άλλο. Μαζί με τη μορφική δουλειά αυτού του τρόπου εξήγησης που στηρίζεται σε θεμέλια ακούμε συγχρόνως να επαναλαμβάνεται -παρ' όλη την εξήγηση που βασίζεται στις καλά-γνωστές δυνάμεις και ύλες- ότι εμείς Sev γνωρίζουμε την εσωτερική ουσία αυτών τούτων των δυνάμεων και υλών. Αυτό που μπορούμε να δούμε εδώ είναι μόνο η ομολογία ότι αυτό το θεμιελιώνειν [= το θέτειν θεμέλια (Begründen)] το ίδιο είναι εντελώς ανεπαρκες· οτι απαιτείται κάτι εντελώς διαφορετικό από τέτοιου είδους θεμέλια. Μόνο που τότε δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί γίνεται επιτέλους αυτός ο κόπος με τούτο το εξηγείν, γιατί δεν αναζητούμε το άλλο, ή τουλάχιστον γιατί δεν παραβλέπουμε ε194.
κείνο το εξηγείν και να αφήσουμε τα ίδια τα γεγονότα να μιλήσουν. b. Το ρεαλιστικό θεμέλιο Η προσδιοριστικότητα του θεμέλιου, όπως είδαμε, είναι αφε^ νός προσδιοριστικότητα της βάσης ή προσδιορισμός-περιεχομένου, αφετέρου το ετέρως-Είναι μέσα στην ίδια τη θεμελκχκη-αναφορά, δηλ. το διαφοροποιείσθαι του περιεχομένου της και τής μορφής· η σχέση θεμέλιου και θεμελιωμένου καταλήγει να είναι μια εξωτερική μορφή στο περιεχόμενο, το οποίο είναι αδιάφορο για αυτούς τους όρους. Αλλά στην πράξη αμφότεροι οι όροι δεν είναι εξωτερικοί ο ένας στον άλλο· διότι το περιεχόμενο συνίσταται στο να είναι η ταυτόηητα του θεμελίου μζ τον εαυτό του μέσα στο θεμελιωμένο, και του θεμελιωμένου μέσα στο θεμέλιο. H πλευρά του θεμέλιου δείχθηκε ότι είναι η ίδια ένα τεθειμένο, και η πλευρά του θεμελιωμένου το ίδιο το θεμέλιο· η καθεμιά είναι από την σκοπιά του εαυτού της ετούτη η ταυτότητα του όλου. Αλλά επειδή αμφότερες ανήκουν συγχρόνως στη μορφή και συγκροτούν το δικό της προσδιορισμένο διαφοροποιείσθαι, γι' αυτό η καθεμιά είναι μέσα στην προσδιοριστικότητα της η ταυτότητα του όλου με τον εαυτό του. Η καθεμιά έτσι έχει ένα διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με την άλλη^·^. - Ή, αν εξετάσουμε τα πράγματα από την πλευρά του περιεχομένου, επειδή τούτο είναι
58. Εφόσον περιεχόμενο και μορφή δεν είναι πλέον αδιάφορα, το περιεχόμενο δεν μπορεί να είναι εκείνη η άμεση ταυτότητα με τον εαυτό της που δεν προσδιορίζεται από τη διαφορετικότητα της μορφής. Ως εκ τούτου, θεμέλιο και Οεμελίίϋμένο, επαδή διαφοροποιούνται ως προς τη μορφή, πρέπει να διαφοροποιούνται και ως προς το περιεχόμενο. Η διαφορά των όρων μέσω του περιεχομένου τους παραπέμπει στον προσδιορισμό, σύμφωνα με τον οποίο αυτοί οι όροι είναι μερικές ολότητες που ανάγουν την προσδιοριστικότητα τους στη μορφή ως την ολική έκφραση της δίκης τους ουσιαστικότητας.
195.
η ταυτότητα με τον εαυτό ως ταυτότητα της Θεμελιαχτηζ-αναφοράς, [β>^πουμε ότι] αυτό έχει μέσα του ουσιαστικά τούτη την μορφική-διαφορά και είναι, ως θεμέλιο, ένα άλλο απ' ό,τι αυτό είναι ως θεμιελιωμιένο. Εφόσον τώρα θεμέλιο και θεμελιωμένο έχουν ένα διαφορετικό περιεχόμενο, η θεμελιακή-αναφορά έπαψε να είναι μορφική· η επανάκαμψη στο θεμέλιο και η ανάδυση απ' αυτό του τεθειμένου δεν είναι πλέον ταυτολογία" το θεμέλιο είναι ρεαλιστικά όταν ρωτάμε για ένα θεμέλιο, απαιτούμε πραγματικά το περιεχόμενο του θεμέλιου να είναι ένας άλλος προσδιορισμός από ό,τι είναι τούτος, για το θεμέλιο του οποίου ρωτάμε. Αυτός ο σχετισμός προσδιορίζεται τώρα περαιτέρω. Στο βαθμό δηλ. που οι δύο πλευρές της έχουν διαφορετικό περιεχόμενο. αυτές είναι αδιάφορες η μια προς την άλλη· καθεμιά είναι ένας άμεσος, ταυτός με τον εαυτό του προσδιορισμός. Επί πλέον, στον αλληλοσχετισμό τους ως θεμέλιο και θεμελιωμένο, το θεμέλιο. με το να είναι ανασκοπημένο μέσα. στο Άλλο σαν μέσα στο τεθειμένο-Είναι του, είναι ανασκοττημένο εντός εαυτού· το περιεχόμιενο λοιπόν, που έχει η πλευρά του θεμέλιου, είναι ομοίως μεσα στο θεμελιωμένο- τούτο, καθότι τεθειμένο, έχει μόνο στο θεμέλιο την ταυτότητά του μ^ τον εαυτό και την αυθυπόστασή του. Αλλά έξω από τούτο το περιεχόμενο του θεμέλιου, το θεμελιωμένο επίσης έχει εφεξής το δικό του ιδιαίτερο περιεχόμενο και είναι έτσι η ενότητα ενός SmXou περιεχομένου. Τούτη εδώ τώρα, ως ενότητα διαφοροποιημένων όρων, είναι πράγματι η αρνητική τους ενότητα, αλλά επειδή οι προσδιορισμοί-περιεχομένου είναι αμοιβαία αδιάφοροι, η ενότητα είναι μόνο ο κεπ ρ α γ μ α τ ω μ έ ν ο ^ ^
.J9 η διαφορετικότητα του περιεχομένου συνεπάγεται και αναίρεση της μορφικής αδιαφορίας της θεμελιακής σχέσης, ϊ π ' αυτή την έννοια, εκείνη η διαφορετικότητα είναι τεθεπλέντ, μέσα στο ίδιο το θεμέλιο και είναι τεθειμένη από τη μορφική διαφορά. Μεσω εκείντις της διαφορετικότητας φαίνεται ότι το θεμέλιο έχει έλθει σε ρεαλιστική 'Ιιπαρξτ,.
196.
νός σχετισμός τους, που καθεαυτόν [= εσωτερικά] στερείται περιεχομένουβο· δεν είναι η διαμεσολάβησή τους· είναι ένα Εν ή Κάτι εννοημιένο ως εξωτερική σύνδεση αυτών. Ό,τι, λοιπόν, είναι παρόν μέσα στη ρεαλιστικά υπαρκτή αναφορά-θεμέλιου έχει διπλό χαρακτήρα: πρώτον, ο προσδιορισμόςπεριεχομένου, ο οποίος είναι θεμέλιο, βρίσκεται, μέσα στο τεθειμένο-Είναι, σε συνέχεια με τον εαυτό του, έτσι που να αποτελεί το απλά ταυτόσημο στοιχείο του θεμέλιου και του θεμελιωμένου· το θεμελιωμένο, κατά ταύτα, περιέχει πλήρως μέσα του το θεμέλιο· ο σχετισμός τους είναι ένα αδιαφοροποίητο ουσιώδες συμπαγές. Επομένως, ό,τι μέσα στο θεμελιωμένο προστίθεται ακόμη σε τούτη την απλή ουσία, είναι μόνο μια επουσιώδης μορφή, εξωτερικοί όροι-περιεχομιένου, οι οποίοι ως τέτοιοι είναι ελεύθεροι από το θεμέλιο και είναι μια άμεση πολλαπλότητα. Εκείνο το ουσιώδες, λοιπόν, δεν είναι το θεμέλιο αυτού του επουσιώδους, ούτε είναι θεμέλιο του αλληλοσχετίσμον αμφοτέρων μέσα στο θεμελιωμένο. Αυτό, το οποίο εγκατοικεί μέσα στο θεμελιωμένο, είναι ένα θετικά ταυτόσημο, αλλά εκεί μέσα δεν τίθεται σε καμιά μΛρφική-διαφορά, παρά είναι, ως αυτοσχετιζόμενο περιεχόμενο, αδιάφορη θετική βάση. Δεύτερον, αυτό που μέσα στο Κάτι συνδέεται με τούτη τη βάση είναι ένα αδιάφορο περιεχόμενο, αλλά ως η ουσιώδης πλευρά. Το κύριο ζήτημα είναι ο σχετισμός της βάσης και της επουσιώδους πολλαπλότητας. Αλλά τούτος ο σχετισμός, επειδή οι σχετιζόμενοι όροι είναι ένα αδιάφορο περιεχόμενο, δεν είναι επίσης θεμέλιο- ο ένας είναι βέβαια προσδιορισμένος ως ουσιώδες περιεχόμενο, ο άλλος μόνο ως επουσιώδες η τεθειμένο, αλλά ως αυτο-σχετιζόμενο περιεχόμενο τούτη η μορφή είναι εξωτερική σε αμφοτέρους τους όρους·^·. Το Εν του Κά60. Η ενότητα που χαρακτηρίζεται αρνητική, γιατί αίρει τη διαφορά ανάμεσα στους όρους, αποδεικνύεται κενή περιεχομένου, επειδή ot όροι που η ίδια φέρει σε ένωση δεν διαςκ)ροποιούνται ο ένας μέσω του άλλου. 61. Στο βαθμό που η θεμελιώδης σχέση δεν συ>»ιστά θεμέλιο της σχέσης ουσιώδους-επουσιώδους, γιατί είναι συμπτωματική και εξωτερική, το ουσιώδες και το t-
197.
π, που συγκροτεί το σχετισμό τους, δεν είναι συνεπώς μορφικός-σχετισμός, αλλά μόνο ένας εξωτερικός δεσμός, ο οποίος δεν περιέχει το επουσιώδες πολλαπλούν περιεχόμενο ως τεθειμένο' αυτό, λοιπόν, είναι μόνο SaoTj. Το θεμιέλιο έτσι, τέτοιο που προσδιορίζεται ως ρεαλιστικά υπαρκτό, αποσυντίθεται εξ αιτίας της διαφορετικότητας-περιεχομένου, η οποία συνιστά την ρεαλιστική του ύπαρξη, σε εξωτερικούς προσδιορισμούς. Οι δύο σχετισμοί, το ουσιώδες περιεχόμενο ως η απλή άμεστ] ταυτότητα του θεμέλιου και του θεμελιωμένου, και [Αετά το Κάτι ως ο σχετισμός του διαφοροποιημένου περιεχομένου είναι δύο διαφορετικές βάσεις· η αυτο-ταυτή μορφή του θεμέλιου, δηλ. το ότι το ίδιο πράγμα τη μια φορά είναι ουσιώδες, την άλλη τεθειμένο, έχει εξαφανισθεί* η αναφορά-θεμέλιου έγινε λοιπόν εξωτερική στον εαυτό της. Τώρα, λοιπόν, υπάρχει ένα εξωτερικό θεμιέλιο, το οποίο φέρει σε σύνδεση ένα διαφορετικό περιεχόμιενο και προσδιορίζει τούτο εδώ το οποίο είναι το θεμιέλιο και το οποίο είναι δι' αυτού τεθειμιένο' τούτος ο προσδιορισμός δεν κείται μέσα στο ίδιο το αμφίπλευρο περιεχόμενο. Ως εκ τούτου, το ρεαλιστικά υποιρκτό θεμέλιο είναι αναφορά σε άλλο, αφενός του περιεχομένου σε ένα άλ>Λ περιεχόμενο, αφετέρου της ίδιας της θεμελιακής-αναφοράς (της μορφής) σε ένα άλλο, δηλ. σε ένα άμεσο, σε κάτι που δεν έχει τεθεί απ' αυτήν''^.
που<ηώδες είναι εξωτερικευμένοι προσδιορισμοί της μορφής απέναντι σε ένα περιεχόμενο, το οποίο ενσαρκώνει την αδιαίρορια των όρων έναντι αλλήλων, καθόσον αυτοπροσδιοριζονται χωρίς εξωτερική διαμεσολάβηση. 62. Η ρεαλιστικότητα του θεμέλιου σημαίνει διαφοροποίηση του περιεχομένου και κατ' επέκταση κατάτμηση της ενότητάς του, άρα αναίρεση αυτού του ίδιου. Μια τέτοια λοιπόν διαφοροποίηση, ενώ φαινόταν αναγκαία για τη ρεαλιστική πραγμάτωστ, του θεμέλιου, στην πράξη συντελεί στην εξωτερίκευσή του.
198.
197. Παφατψτηστη Η μορφική θεμελοακή-αναφορά δεν περιέχει παρά Ένα περιεχόμενο για θεμέλιο και θεμελιωμένο* μέσα στην ταυτότητα τούτη βρίσκεται η αναγκαιότητα τους, αλλά συνάμα η ταυτολογία τους. Το ρεαλιστικό θεμέλιο περιέχει ένα διαφορετικό περιεχόμενο* αλλά το θεμέλιο εισάγει με τούτο την τυχαιότητα και εξωτερικότητα της θεμελιακής-αναφοράς. Από τη μια, εκείνο το οποίο θεωρείται ως το ουσιώδες και συνακόλουθα ως ο θεμελιακός-προσδιορισμός δεν είναι θεμέλιο των άλλων προσδιορισμών που συνδέονται με αυτόν. Από την άλλη, είναι επίσης απροσδιόριστο ποιός από τους διάφορους προσδιορισμούς-περιεχομένου ενός συγκεκριμένου πράγματος οφείλει να λαμβάνεται ως ο ου. σιώδης και ως θεμέλιο· η επιλογή, λοιπόν, μεταξύ αυτών είναι ελεύθερη. Έτσι, από πρώτη μιατιά, το θεμέλιο ενός σπιτιού π.χ. είναι το υπόβαθρό του* αυτό, διά του οποίου το τελευταίο είναι θεμιέλιο, είναι η εμμενής στην αισθητή ύλη 6αρότητα, το απόλυτα ταυτόσημο τόσο μέσα στο θεμέλιο όσο και μέσα στο θεμελιωμένο σπίτι. Το ότι υπάρχει τώρα στο βάρος της ύλης μιια τέτοια διαφορά, όπως εκείνη ενός υπόβαθρου και μιας διαφορεταής απ' αυτό τροποποίησης, δια της οποίας αυτή συγκροτεί ένα σπίτι, το γεγονός αυτό δεν εγγίζει καθόλου το ίδιο το βάρος· η αναφορά του σε άλλους προσδιορισμούς-περιεχομένου του σκοπού, της επίπλωσης του σπιτιού κ.λπ. είναι εξωτερικός σ' αυτό· συνεπώς, αυτό είναι πράγματι βάση τους, αλλά όχι θεμέλιο αυτών των προσδιορισμών. Η βαρύτητα, που είναι το θεμέλιο για ένα σπίτι που μιένει όρθιο, είναι εξίσου επίσης θεμέλιο για μια πέτρα που πέφτει- η πέτρα έχει το θεμέλιο, την βαρύτητα, μέσα της· αλλά το ότι αυτή έχει έναν άλλο προσδιορισμό-περιεχομένου, δυνάμιει του οποίου δεν είναι απλώς κάτι που έχει βάρος, αλλα πέτρα, το γεγονός αυτό είναι εξωτερικό στη βαρύτητα· ακόμη είνα« μέσω ενός άλλου τεθειμένο το γεγονός ότι η πέτρα έχει βρεθεί εκ των προτέρων σε απόσταση από το σώμα, πάνω στο οποίο πε-
φτει· το t&o επίσης ο χρόνος και ο χώρος και ο σχετισμός τους, η κίνηση, είναι ένα άλλο περιεχόμενο από ό,τι η βαρύτητα και μπορεί η παράσταση μας να τα συλλάβει (όπως συνήθως λένε) χωρίς αυτήν κατ' ακολουθίαν, δεν είναι ουσιαστικά τεθειμένα απ' αυτήν. - Η βαρύτητα δεν είναι λιγότερο θεμέλιο του γεγονότος ότι ένα βλήμα σχηματίζει την αντί-θετη βλητική τροχιά προς το πίπτειν. - Από τη διαφορετικότητα των προσδιορισμών, των οποίων αυτή είναι θεμέλιο, προκύπτει ότι κάτι άλλο®^ συγχρόνως απαιτείται, το οποίο κάνει αυτήν θεμιέλιο τούτου ή ενός άλλου προσδιορισμού. Όταν λέγεται για τη φύση ότι αυτή είναι το θεμέλιο του κόσμου, τότε αυτό που ονομάζεται φύση είναι με τον κόσμο ένα, και ο κόσμος δεν είναι άλλος από την ίδια τη φύση. Αλλά αμφότερα είναι επίσης διαφορετικά, έτσι ώστε η φύση να είναι μάλλον το απροσδιόριστο ή τουλάχιστον μόνο η ταυτόσημη με τον εαυτό της ουσία του κόσμου, προσδιορισμένη μέσα στις καθολικές διαφορές. οι οποίες είναι νόμοι, και [έτσι ώστε] να προστίθεται εξωτερικά στη φύση, για να είναι κόσμος, ακόμη μαα πολλαπλότητα προσδιορισμών. Αλλά τούτοι εδώ δεν έχουν το θεμιελιό τους μέσα στη φύση ως τέτοια" αυτή είναι μάλλον αδιάφορη προς τους προσδιορισμούς [που λαμβάνονται] ως συμπτωμΛτικότητες. Εδώ πρόκειται για την ίδια σχέση, με κέινη που ο θεός χαρακτηρίζεται ως θεμέλιο της φάσης. Ως θεμέλιο αυτός είναι η ουσία της φύσης· η τελευταία περιέχει την ουσία μέσα της και είναι ταυτόσημη μ' αυτήν αλλά έχει ακόμα μια άλλη πολλαπλότητα, η οποία είναι διαφοροποιημένη από το ίδιο το θεμέλιο· ετούτη είναι ο τρίτος όρος, μέσα στον οποίο είναι συνδεδεμένοι αυτοί οι δύο διαφορετικοί όροι· εκείνο το θεμέλιο δεν είναι θεμέλιο ουτε της διαφοροποιημένης από αυτό πολλαπλότητας ούτε της σύνδεστ^ς του με αυτήν. Γι' αυτό δεν ξεκινάμε να γνωρίσουμε τη ()3. Δηλ. ένα ά>λο θεμέλιο που έχει υποστεί εξωτερίκευση και είναι εκτεθεψ^νο στη
TJ(J.7:τωμÄτικότητα. 200.
φύση από το θεό ως το θεμέλιο - γιατί έτσι αυτός θα ήταν μυόνο η καθολική της ουσία - το οποίο δεν την περιέχει τέτοια που είV(xi [ως] προσδιορισμένη ουσία και φύση. Το να ορίζουμε ρεαλιστικά θεμέλια, λοιπόν, κατοιλήγει, εξαιτίας της διαφορετικότητας-περιεχομένου του θεμέλιου ή, για να ακριβολογούμε, εξαιτίας της βάσης και εκείνου που είναι συνδεδεμένο με αυτό-μέσα στο θεμελιωμένο, να είναι τόσο πολύ ένας Φορμαλισμός όσο και το ίδιο το μορφικό θεμέλιο. Μέσα στο τελευταίο το ταυτό μιε τον εαυτό του περιεχόμενο είναι αδιάφορο προς τη μορφή· μέσα στο ρεαλιστικό θεμέλιο αυτό λαμβάνει εξίσου χώρα®^. Έτσι τώρα έχουμε επί πλέον το αποτέλεσμα, σύμφωνα μιε το οποίο το ρεαλιστικό θεμέλιο δεν περιέχει μέσα του αυτό [που υποδηλώνει] ποιός από τους ποικίλους προσδιορισμούς οφείλει να λαμβάνεται ως ο ουσιώδης. Κάτι είναι ένα σνγκεκριμενο τέτοιων ποικίλων προσδιορισμών, οι οποίοι δείχνονται να είναι εξίσου σταθεροί και μόνιμοι σ' αυτό. Ο ένας μπορεί, συνεπώς, τόσο πολύ όσο και ο άλλος να προσδιορίζεται ως θεμέλιο, δηλ. ως ο ουσιώδης προσδιορισμός, σε σύγκριση με τον οποίο ο άλλος είναι τότε μόνο ένα τεθειμένο. Αυτό συνδέεται έτσι με ό,τι μνημονεύτηκε προηγουμένως, πως δηλ., όταν είναι παρών ένας προσδιορισμός, ο οποίος στη μια περίπτωση θεωρείται ότι είναι θεμέλιο ενός άλλου, από αυτό δεν προκύπτει ότι τούτος ο άλλος, σε μια άλλη περίπτωση ή εν γένει, είναι τεθειμένος με αυτόν. - Η ποινή π.χ. έχει ποικίλους προσδιορισμούς: αυτή είνοιι αντεκδίκηση, ακόμη ένα εκφοβιστικό παράδειγμα, αυτή είναι απειλή που χρησιμοποιείται από το νόμο προς εκφοβισμό, και κάνει τον εγκληματία να σωφρονίζεται και να αναμορφώνεται. Καθένας από τούτους τους διαφορετικούς προσδιορισμούς θεωρείται
64. Κατά τον ορκτμό ρεαλιστικών θεμβλίων όσο και μορφικών τοιούτων περιεχόμ.ενο και μορφή τίθενται χίοριστά και αδιάφορα το ένα απέναντι στο άλλο. .λυτό έχ« να κάνει με την φορμαλιστική αλήθεια, η οποία δεν οδηγεί στην πραγματίϊποίηση του θ^χέλιου.
201.
θεμελίο της ποινής, επειδή ο καθένας είναι ένας ουσιώδης προσδιορισμός και ως εκ τούτου οι άλλοι, καθότι διαφορετικοί απ' αυτόν, προσδιορίζονται ως προς αυτή απλώς σαν κατι το συμπτωματικό. Εκείνος όμως, ο οποίος λαμβάνεται ως θεμέλιο, δεν είναι ακόμα η ίδια η ποινή στην ολότητά της· το συγκεκριμένο τούτο περιέχει επίσης εκείνους τους προσδιορισμούς, οι οποίοι συνδέονται μ' αυτήν μέσα στο θεμέλιο, χωρίς να έχουν σ' αυτήν το θεμέλιο τους. - Ή ένας δημόσιος λειτουργός διακρίνεται για τις υπηρεσιακές του ικανότητες, έχει ως άτομο έναν συγγενικό κύκλο, έναν κύκλο γνωριμιών, έναν ξεχωριστό χαρακτήρα, ήταν να κάνει την εμφάνισή του σ' αυτές ή σε κείνες τις περιστάσεις και περιπτώσεις κ.λπ. Καθεμιά από τούτες τις ιδιότητες μπορεί να είναι ή να θεωρείται ως θεμέλιο του γεγονότος ότι αυτός κατέχει τούτη τη θέση· αυτές είναι ένα διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο είναι συνδεδεμένο μέσα σε ένα τρίτο· η μορφή, [η οποία συνίσταται] στο να είναι προσδιορισμένες ως το ουσιώδες και το τεθειμένο, είναι εξωτερική στο περιεχόμενο. Καθεμιά από αυτές τις ιδιότητες είναι ουσιώδης στο δημόσιο λειτουργό, επειδή αυτός μ£σω τούτων είναι το συγκεκριμένο άτομο, που αυτό είναι· στο βαθμό που η δημόσια θέση μπορεί να θεωρείται ως ένας εξωτερικός, τεθειμένος προσδιορισμός, κάθε ιδιότητα τότε μπορεί να προσδιορίζεται σε σχέση μ' αυτό ως θεμέλιο, αλλά αντίστροφα επίσης, εκείνες οι ιδιότητες μπορούν να εκληφθούν ως τεθειμένες, και η δημόσια θέση ως θεμέλιο τους. Το πώς αυτές συμπεριφέρονται πραγματικά, δηλ. στην περίπτωση του ατόμου, αυτό είναι ένας εξωτερικός στην αναφοράθεμελιου και στο ίδιο το περιεχόμενο προσδιορισμός· είναι ένα τρίτο, το οποίο προσδίδει σ' αυτές τη μορφή θεμέλιου και θεμε)\ΐωμενου. Έτσι μπορεί εν γένει το κάθε προσδιορισμένο-Είναι να έχει διαφόρων ειδών θεμέλια· καθένας από τους προσδιορισμούς-περιεχομένου του, ως ταυτός με τον εαυτό του, διατρέχει το συγκεκριμένο όλο και γΓ αυτό μπορεί να θεωρείται ως ουσιώδης· 202.
στις παντοειδείς όφεις, δηλ. στους προσδιορισμούς, οι οποίοι βρίσκονται έξω από το Πράγμα, οι πόρτες είναι, εξαιτίας της συμπτωματικότητας του τρόπου-σύνδεσης, φαρδιά-πλατιά ανοιχτές. Το εάν ένα θεμέλιο έχει αυτό ή εκείνο το επακολουθο, τούτο, για τον ίδιο λόγο, είναι εξίσου συμπτωματικό. Τα ηθικά κίνητρα π.χ είναι ουσιώδεις προσδιορισμοί της κατ' έθος ηθικής φύσης, αλλά ό,τι προκύπτει από αυτά είναι συγχρόνως μια διαφορετική από αυτά εξωτερικότητα, η οποία προκύπτει και επίσης δεν προκύπτει απ' αυτά· είναι μόνο μέσω ενός τρίτου που ετούτη συνάπτεται μ' αυτά. Έτσι πρέπει να γίνει με περισσότερη ακρίβεια κατανοητό ότι για τον ηθικό προσδιορισμό, εάν αυτός είναι θεμέλιο, είναι τυχαίο, να έχει ένα επακόλοθο ή ένα θεμελιωμένο, αλλά [ότι είναι τυχαίο], εάν αυτός γίνεται ή όχι θεμέλιο καθόλου. Αλλά πάλι, επειδή το περιεχόμενο, το οποίο είναι επακόλουθο του ηθικού προσδιορισμού, όταν αυτός έχει γίνει θεμέλιο, έχει επίσης τη φύση της εξωτερικότητας, αυτό μπορεί ά[ίχσα να αναιρείται από μια άλλη-εξωτερικότητα. Από ένα ηθικό κίνητρο, λοιπόν, μπορεί να εκπορεύεται ή να μην εκπορεύεται μια πράξη. Αντίστροφα, μια πράξη μπορεί να έχει ποικίλα θεμέλια· ως ένα συγκεκριμένο, αυτή περιέχει πολλαπλούς ουσιώδεις προσδιορισμούς, καθένας εκ των οποίων μπορεί, γι' αυτό το λόγο, να ορίζεται ως θεμέλιο. Το να αναζητάμε και να ορίζουμε θεμέλια, πράγμα που κάνει κυρί(ος η σχολαστική σκεφτ^^. είναι ως εκ τούτου μια ατέλειωτη περιπλάνηση, η οποία δεν περιέχει έναν τελικό προσδιορισμό" μπορεί κανείς για όλα και το καθετί, όπως και για το αντί-θετό του, να ορίσει ένα και περισσότερα θεμέλια, και μπορεί ένα πλήθος από θεμέλια να είναι παρόν, χωρίς να προκύπτει κάτι απ' αυτά. Ό,τι αποκαλούν σοφιστιχτ; ο
65. das Räsonement: Ο Χέγκελ χρησιμοποιεί τον όρο (ττον πρόλογο της Φαινομενολογίας, όταν επικρίνει τη σχολαστική σκέψη, που παριστά ένα τρόπο στατικής πρόσληψης της αλήθειας και κατ' επέκταση ένα αντι&αλεκτικό τρόπο σκέψης, για να υποδηλώοχι τη σπουδαιότητα της θείϋρησιακής σκέψης GW9, 46/190.
203.
Σωκράτης και ο Πλάτων, δεν είναι τίποτε άλλο από την σχολαστική σκέψη που ξεκινά από τα θεμέλια" ο Πλάτων αντι-θέτει σε τούτη τη σκέψη την εξέταση [= ενατένιση] της Ιδέας, δηλ. του Πράγματος καθεαυτό και διεαυτό ή του Πράγματος μέσα στην evvotof·^ του. Τα θεμέλια είναι ειλημμένα μόνο από ουσιώδεις προσδιορισμούς-περιεχομένου, σχέσεις και όψεις, εκ των οποίων κάθε Πράγμα, όπως ακριβώς και το αντίθετο του, κατέχει αρκετές· στη μορφή τους εκείνη της ουσιαστικότητας η μια ισχύει τόσο καλά όσο και η άλλη· επειδή η καθεμιά δεν περιλαμβάνει το Πράγμα σε όλη του την έκταση, καθεμιά είναι ένα μονόπλευρο θεμέλιο, και οι άλλες ξεχωριστές πλευρές του Πράγματος έχουν πάλι ξεχωριστά θεμιέλια, και κανένα δεν εξαντλεί το Πράγμα, το οποίο συγκροτεί τη συνένωση τους και πειριέχει όλες αυτές· κανένα δεν είναι εποφκές θεμέλιο, δηλ. η έννοια'^'. C.
Το ολοτελέζ Θεμελκβ^ 1. Μέσα στο ρεαλιστικό θεμέλιο, το θεμέλιο ως περιεχόμενο και το θεμέ?αο ως αναφορά είναι μόνο βάσεις. Το πρώτο είνοιι μόνο τεθειμενο ως ουσιώδες και ως θεμέλιο· η αναφορά είναι το Κάτι του θεμελιωμένου ως το απροσδιόριστο υπόστρωμα ενός διαφορετικού περιεχομένου, μια συνένωση του ίδιου του θεμελιω66. Ο Χέγκελ αναφέρεται αναλυτικά σ' αυτές τις θέσεις του Πλάτωνα στις παραοόσεΐζ για την ιστορία, της Φιλοσοφίας W 19, 72. 6 /. Η έννοια είναι επαρκές θεμέλιο, επειδή αποτελεί θεμέλιο της vnaiae, έκφρασης του Πράγματος και όλων των προσδιορισμών του περιεχομένου. 68. der vollständige Grund: Πρόκειται για την τρίτη μορφή του προσδιορισμένου θεμέλιου μετά από την πρώτη [= μορφικό θεμέλιο] και τη δεύτερη [= ρεαλιστικό θεμέλιο], ίϊς τέτοια εξετάζεται υπό την προοπτική μιας οφειλόμενης ενότητας της πρώτης και της δεύτερης μορφής. Το θεμέλιο, κατ' αυτό τον τρόπο, θέτει την πληροττ,τα του ως απαίτηση, κάτι που το προσδωρίζει στο να μη συνδέεται εμμενώς με την πλτ^τητα τούττ,, αλλά κατά τον τρόπο που αυτή υπόκειται στη συν&ήκη.
204.
μένου, η οποία δεν είναι η ιδιάζουσα σε αυτό ανασκόττηση, αλλά μια εξωτερική και συνακόλουθα μόνο τεθειμένη ανασκόττηση. Η ρεαλιστική αναφορά-θεμέλιου είναι, λοιπόν, μάλλον το θεμέλιο ως ανηρημένο· έτσι αυτή συγκροτεί μάλλον την πλευρά του θεμελιωμένου ή του τεθειμενου-Είναι. Αλλά ως τεθειμένο-Είναι, το ίδιο το θεμέλιο έχει τώρα επαναχθεί μέσα στο θεμέλιό του· αυτό τώρα είναι ένα θεμελιωμένο, το οποίο έχει ένα άλλο θεμέλιο. Το τελευταίο, συνεπώς, προσδιορίζεται έτσι που αυτό πρώτον να είναι το ταυτόσημο με το ρεαλιστικά υπαρκτό θεμέλιο, [εννοημένο] ως το θεμελιωμένο του· αμupότεpες οι πλευρές, σύμφωνα με τούτο τον προσδιορισμό, έχουν ένα και το αυτό περιεχόμενο· οι δύο προσδιορισμοί-περιεχομίνου και η σύνδεσή τους μέ<ία στο Κάτι είναι ομοίως παρόντες μεσα στο νέο θεμέλιο. Αλλά. δεύτερον, το νέο θεμελιο, μέσα στο οποίο εκείνη η απλώς τεθειμένη, εξωτερική σύνδεση έχει αναιρεθεί, είναι, ως η ανασκόπηση τους εντός είαυτού, η απόλυττη αναφορά των δύο προσδιορισμώνπεριεχομένου. Επειδή το ρεαλιστικό θεμέλιο έχει το ίδιο επανέλθει μέσα στο θεμελιό του, αποκαθίσταται σε αυτό η ταυτότητα του θεμέλιου και του θεμελιωμένου ή το μορφικό θεμέλιο. Γι' αυτό. η θεμελιακή-αναφορά που έχει ανακύψει είναι η ολοτελτης [θεμελιακή-αναφορά], η οποία περιέχει μέσα της το μορφικό και ρεαλιστικό θεμέλιο συνάμα και διαμεσολαβεί τους προσδιορισμούς-περιεχομένου που είναι, μέσα στο τελευταίο, αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο ως άμεσοι. 2. Η θεμελιακή-αναφορά έτσι έχει προσδιορισθεί εγγύτερα κατά τον ακόλουθο τρόπο. Πρώτον, κάτι έχει ένα θεμέλιο· αυτό περιέχει τον προσδιορισ[υο-περιεχομένου, ο οποίος είναι το θεμελιο, και ακόμη έναν δεύτερο προσδιορισμό, ο οποίος είναι τεθειμένος από το θεμέλιο. Αλλά, ως αδιάφορο περιεχόμενο, ο ένας προσδιορισμός δεν είναι από τη δική του πλευρά θεμέλιο, ουτε ο άλλος είναι από τη δική του πλευρά εκείνο που είναι θεμελιωμένο από τον πρώτο· απεναντίας, η αναφορά τους αυτή είναι, στην 205.
αμεσότητα του περιεχομένου, μια ανηρημένη ή τεθειμένη αναφορά και, ως τέτοια, έχει μέσα σε μιαν άλλη το θεμέλιο της^^. Η δεύτερη τούτη αναφορά, ως διαφοροποιημένη μόνο κατά τη μορφή, έχει το ίδιο περιεχόμενο με την πρώτη, δηλ. τους δύο προσδιορισμούς-περιεχομένου, αλλά είναι η άμεση σύνδεση αυτών. Εφόσον όμως οι συνδεδεμένοι όροι εν γένει αποτελούν διαφορετικό περιεχόμενο, άρα είναι προσδιορισμένοι ως αδιάφοροι προς αλλήλους, αυτή η αναφορά δεν είναι η αληθινά απόλυτη αναφορά τους, σύμφωνα με την οποία ο ένας εκ των προσδιορισμών θα ήταν το ταυτό μιε τον εαυτό του μέσα στο τεθειμένοΕίναι, ο άλλος απλώς το τεθειμένο-Είναι του ίδιου τούτου του ταυτού· απεναντίας, ένα Κάτι φέρει αυτούς και συγκροτεί όχι την ανασκοπημένη, αλλά μόνο την άμεση σχέση τους, η οποία γι' αυτό είναι μόνο σχετικό θεμιέλιο σε σχέση με τη σύνδεση μέσα στο άλλο Κάτι"". Γα liwo Κάτι είναι, λοιπόν, οι δύο διαφορετικοί σχετισμοί του περιεχομένου, τους οποίους είδαμ^ε να προκύπτουν. Αυτοί λαμβάνουν χώρα μέσα στην ταυτόσημη θεμελιακή-αναφορά της μορφής· αυτοί είναι ένα και το αυτό περιεχόμενο σττίν ολότητα του, δηλ. οι δύο όροι-περιεχομένου και ο σχετισμός τους· είναι διαφορετικοί μόνο μίσω του είδους αυτού του σχετισμού, ο οποίος στο ένα Κάτι είναι άμεσος σχετισμός, στο άλλο τεθειμιένος· δι' αυτού το ένα διακρίνεται από το άλλο ως θεμέλιο και θεμελιωμένο μόνο χατά τη μορφή. - Δεύτερον, τούτη η θεμελιακή-αναφορά δεν είναι μόνο μορφική, αλλά επίσης
G9. Σττ, συνέχεια ο Χέγκελ προβαίνει σε μια παρουσίαση της κατά λογική αναγκαιό-ητ^τα λειτουργικής συγκρότησης της ολοκληρωμένης θεμελιακής-αναφοράς. Εοώ η θεμελιακή-αναφορά παριστά μια εξωτερικευμένη ίτχέση του ουσιώδους και του ετ:ο·.κηώ-3ους με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται από ένα άλλο. Αυτό τον προσδιορισμό πορίζει η έκθεστ^ του ρεαλιστικού θεμέλιου. 70. Αυτο το κάτι συγκροτεί την ίδια θεμελιακή-αναφορά ως προς την εξωτερίκευσή του με εκείντ, τον πρώτη που γνωρίσαμε προηγουμένους. Υποδεικνύει μια ενότητα που δεν είναι θεμέλιο ως τέτοιο, δηλ. ενότητα που θεμελιώνει και αυτο-ανασκοπείται. α>λά θεμέλιο στην αμεσότητα της αναφοράς.
206.
ρεαλιστικά υπαρκτής Το μορφικό θεμέλιο μεταβαίνει στο ρεαλιστικό τοιούτο, όπως έχει δειχθεί· οι όψεις της μορφής αντανακλώνται εντός εαυτού· αυτές είναι ένα αυθύπαρκτο περιεχόμενο, και η θεμελιακή-αναφορά περιέχει επίσης ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο ως θεμέλιο και ένα άλΚο ως θεμελιωμένο. Το περιεχόμενο συνιστά, κατ' αρχήν, την άμεση ταυτότητα των δύο πλευρών του μορφικού θεμέλιου· έτσι αυτές έχουν ένα και το αυτό περιεχόμενο. Αλλά τούτο έχει επίσης τη μορφή σε αυτό το ίδιο· επομένως, είναι, διπλό περιεχόμενο, το οποίο συμπεριφέρεται ως θεμέλιο και θεμελιωμένο'''^. Ο ένας εκ των δύο προσδιορισμών-περιεχομένου των δύο Κάτι έχει, λοιπόν, το γνώρισμα να μην είναι απλώς ο κοινός τους [προσδιορισμός] στο πλαίσιο μιας εξωτερικής σύγκρισης, αλλά το ταυτόσημο υπόστρωμά τους και η βάση της σχέσης τους. Σε σύγκριση με τον άλλο προσδιορισμό-περιεχομίένου τούτος είναι ο ουσιώδης και είναι θεμέλιο του άλ>>.ου [που λογίζεται] ως τεθειμιένος, [τεθειμιένος] δηλ. μέσα στο Κάτι, η αναφορά του οποίου [Κάτι] είναι ο θεμελιωμένος [προσδιορισμίός-περιεχομιένου]. Μέσα στο πρώτο Κάτι, το οποίο είναι η θεμελιακή-αναφορά, ετούτος ο δεύτερος προσδιορισμός-περιεχομένου επίσης είναι άμεσα και καθεαυτόν συνδεδεμένος με τον πρώτο. Το άλλο Κάτι όμως περιέχει μόνο τον ένα [προσδιορισμό] καθεαυτόν ως εκείνο, μιέσα στο οποίο αυτό είναι άμιεσα ταυτόσημο με το πρώτο Κάτι, τη στιγμή που ο άλλος περιέχεται ως ο τεθειμένος μέσα σέ τούτο. Ο πρώτος προσδιορισμόςπεριεχομένου αποτελεί θεμέλιο αυτού του ίδιου [προσδιορισμού], επειδή μέσα στο πρώτο Κάτι ετούτος είναι αφχέγονα συνδεδεμένος με τον άλλο προσδιορισμό-περιεχομένου. 71. Εδώ ο Χέγκελ επαναφέρει στο λόγο το ρεαλιστικό θεμελ» μετά την επανεξέταση του μορφικού θεμίλιου που εκτέθηκε πιο πανω. 72. θεμέλιο και θεμελκυμένο προσδιορίζονται κατά το περιεχόμενο τους να είναι αυτό που είναι. Έτσι η μορφή αναλύεται στίί πλευρές τη«, οι οποίες εκφράζονται στο δικό τους περιεχόμενο. Αυτό το περιεχόμενο, από τη δική του πλευρά, δείχνεται να έχει τη μορφή κατά την πλευρά της ενοποιητικής του παρουσίας στο Είναι.
207.
Η θεμελιαχη-αναφορά των προσδιορισμών του περιεχομένου μέσα στο δεύτερο Κάτι είναι έτσι ίιαμεσολαβημένη από την πρώτη αναφορά - που είναι καθεαυτήν - του πρώτου Κάτι. Ο συλλογισμός έχει ως εξής: επειδή μέσα στο πρώτο Κάτι ο προσδιορισμός Β είναι συνδεδεμένος καθεαυτόν [= ενδόμυχα] με τον προσδιορισμό Α, γι' αυτό μέσα στο δεύτερο Κάτι, στο οποίο ανήκει άμεσα μόνο ο ένας προσδιορισμός Α, ο Β επίσης είναι συνδεδεμένος με τον Λ. Μέσα στο δεύτερο Κάτι δεν είναι μόνο αυτός ο δεύτερος προσδιορισμός που είναι μεσολαβημένος, αλλά είναι διαμεσολαβημένο και το γεγονός ότι ο άμεσος [προσδιορισμός] του είναι θεμέλιο, δηλ. μέσω της αρχέγονης αναφοράς του στο Β μέσα στο πρώτο Κάτι. Αυτή η αναφορά είναι έτσι θεμέλιο του θεμέλιου Α, και η όλη θεμελιακή-αναφορά, μέσα στο δεύτερο Κάτι, είναι κάτι το τεθειμένο ή θεμιελιωμιένο. 3. Το ρεαλιστικό θεμέλιο δείχνεται ως η εξωτερική στον εαυτό της ανασκόπηση του θεμέλιου· η ολοτελής διαμεσολάβηση του ίδιου είναι η αποκατάσταση της ταυτότητάς του με τον εαυτό. Αλλά εφόσον αυτή-εδώ έχει, κατ' αυτό τον τρόπο, αποκτήσει συνάμα την εξωτερικότητα του ρεαλιστικού θεμιέλιου, η μορφική αναφορά-θεμέλιου είναι έτσι, μέσα σε τούτη την ενότητα αυτής της ίδιας και του ρεαλιστικού θεμέλιου, τόσο πολύ θεμέλιο που θέτει τον εαυτό του όσο και [θεμέλιο] που .αναιρεί τον εαυτό του· η αναφορά-θεμιέλιου διαμεσολαβεί τον εαυτό της μ£ τον εαυτό της μέσω της άρνησης της. Κατά πρώτο λόγο, το θεμέλιο, ως η αρχέγονη αναφορά, είναι αναφορά άμεσων προσδιορισμων-περιεχομένου. Η θεμχλιακή-αναφορά, με το να είναι ουσιώδης μορφή, έχει για π>^υρές της εκείνες που είναι ανηρημένες ή [είναι] στάδια. Αυτό σημαίνει ότι, ως μορφή άμεσων προσδιορισμών, αυτή είναι η ταυτή με τον εαυτό της αναφορά σ'Jγχpόvως με το γεγονός ότι είναι αναφορά της άρνησης της- έτσι αυτή είναι θεμέλιο, όχι καθεαυτήν και διεαυτήν, αλλά ως αναφορά στην ανηρημένη θεμελιακή-αναφορά. - Κατά δεύτερον, η ανηρημένη αναφορά ή το άμεσο, το οποίο μέσα στην αρχέγονη 208.
και στην τεθειμένη αναφορά είναι η ταυτόσημη βάση, είναι εξίσου ρεαλιστικό θεμέλιο όχι καθεαυτό και διεαυτό· απενοΕντίας, είναι τεθειμένο ως θεμέλιο μέσα στο στοιχείο του Είναι μέσω εκείνης της αρχέγονης σύνδεσης. Η θεμελιακή-αναφορά μέσα στην ολότητα της είναι, ως εκ τούτου, ουσιαστικά προϋποθετουσα ανασκόττηση- το μορφικό θεμιέλιο προϋποθέτει τον άμεσο προσδιορισμό-περιεχομένου και αυτός-εδώ, ως ρεαλιστικό θεμέλιο προϋποθέτει τη μορφή. Το θεμέλιο είναι, λοιπόν, η μορφή ως άμεση σύνδεση, αλλά κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή [η μορφή] να απωθείται από τον ίδιο τον εαυτό της και να προϋποθέτει μάλλον την αμεσότητα, να αναφέρεται, μέσα στη σφαίρα της τελευταίας, στον εαυτό της σαν σε ένα Άλλο. Ετούτο το Άμιεσο είναι ο προσδιορισμός-περιεχομένου, το απλό Θεμελιο' αλλά ως τέτοιο, δηλ. ως θεμέλιο, αυτό είναι όχι λιγότερο απωθημ^ένο από τον εαυτό του και αναφέρεται ομοίως στον εαυτό του σαν σε ένα Άλλο. - Έτσι η θεμελιακή-αναφορά στην ολοκληρότητά της έχει προσδιοριστεί να είναι δκζμεσολχ6-ηση που θέτει υπό σννθηκη. C.
Η ΣΥΝΘΗΚΗ a. Το σχετικά απόλυτο 1. Το θεμέλιο είναι το άμεσο, και το θεμελιωμένο είναι το διαμεσολαβημένο. Άλλά αυτό [το θεμέλιο] είναι θέτουσα ανασκότιηση· ως τέτοια τούτο γίνεται τεθειμένο-Είναι και είναι προϋποθέτουσα ανασκόπηση· έτσι αυτό αναφέρεται στον εαυτό του σαν σε ένα ανηρημένο, σε ένα άμεσο, από το οποίο αυτο το ίδιο είναι διαμεσολαβημένο'3. Ετούτη η διαμεσολάβηση, ως η 73. Το θεμέλιο προσδιορίζεται στο Είναι του, μ« το να διαμίσολαδείται από το ά(Μ-
209.
προχωρητική πορεία από το άμεσο στο θεμέλιο, δεν είναι μια εξωτερική ανασκόπηση, αλλά, όπως είδαμε, το ιδιαίτερο ενεργείν του θεμέλιου· ή, πράγμα που είναι το ίδιο, η θεμελιακή-αναφορά, ως ανασκόπηση μέσα στην ταυτότητα με τον εαυτό, είναι όχι λιγότερο ουσιαστικά αυτο-εξωτερικευόμιενη ανασκόπηση. Το άμεσο, στο οποίο αναφέρεται το θεμέλιο σαν στην ουσιαστική του προϋπόθεση, είναι η συνθηχτ]· το ρεαλιστικό θεμέλιο είναι, συνεπώς, ουσιαστικά κάτω από συνθήκη. Η προσδιοριστικότητα, την οποία περιέχει το θεμέλιο, είναι το άλλως-Είναι του ίδιου του εαυτου του'"^. Η συνθήκη είναι λοιπόν, εν πρώτοις, ha άμεσο, πολλαπλούν προσδιορισμιένο-Είναι. Δεύτερον, ετούτο το προσδιορισμένο-Είναι είναι σχετιζόμενο μ.ε ένα άλλο, με κάτι το οποίο είναι θεμέλιο, όχι αυτού του προσδιορισμένου-Είναι, αλλά από μια άλλη άποψη· γιατί το ίδιο το προσδιορισμένο-Είναι είναι άμεσο και χωρίς θεμέλιο. Σύμφωνα με εκείνη τη σχέση αυτό είναι ένα τεθειμενο' το άμεσο προσδιορισμένο-Είναι οφείλει ως συνθήκη να είναι όχι για τον εαυτό του, αλλά για κάτι άλλο. Ταυτόχρονα όμως το γεγονός ότι έτσι αυτό είναι για άλλο, είναι το ίδιο μόνο ένα τεθειμιένο-Είναι· το γεγονός ότι αυτό είναι ένα τεθειμιένο, είναι ανηρημένο μέσα στην αμεσότητα του, και ένα προσάορισμενο-Είναι είναι αδιάφορο ως προς τούτο: στο να είναι σννθηκη. Τρίτον, η συνθήκη είναι κατά τέτοιο τρόπο ένα άμεσο, ώστε να αποτελεί την προϋπόθεση του θεμέλιου. Μέσα σε τούτο τον προσδιορισμέ, αυτή είναι ο μορφικός-σχετισμός του θεμέλιου, ο οποίος επανέκαμψε μέσα στην ταυτότητα με τον εαυτό" είναι, συνεπώς, το περιεχόμενο -70. Τι τΓίμαίνει αυτό; πως το θεμέλιο προϋποθέτει το άμεσο ως τη συνθήκη. Το θεμέ/αο. λοιπόν, διαμεσολαβείται από τη συνθήκη. /4. Το θεμέλιο δεν υπόκειτίχι μόνο κάτω από συνθήκη, αλλά στη ρεαλιστική του ανασκοπτ,στ, ενεργοποιείται με το να θέτει και να αναιρεί τον εαυτό του: θέτει τον εαυτό του ·Jπό εξάρτηση και παθητικότητα που συνεπάγεται η αυθορμησία της ρεα/νίστικης του ύπαρξης, αλλά συνάμα αναπτύσσει μια αρνητική δραστηριότητα που το συσχετίζει με την προϋπόθεση του, τη συνθήκη σαν το άλλο του.
210.
αυτού του ίδιου του θεμέλιου^^. Αλλά το περιεχόμενο ως τέτοιο είναι μόνο η αδιάφορη ενότητα του θεμέλιου, [ενότητα εννοημένη] σαν μέσα στη μορφή· - χωρίς μορφή δεν υπάρχει περιεχόμενο. Ακόμη, αυτό ελευθερώνεται από την αδιάφορη ενότητα, με το να γίνεται η θεμελιακή αναφορά, μέσα στο ολοτελες θεμέλιο, μια αναφορά εξωτερική προς την ταυτότητά του, δια της οποίας το περιεχόμενο προσλαμβάνει την αμεσότητα. Στο μέτρο λοιπόν που η συνθήκη είναι τούτο, μέσα στο οποίο η θεμελιακή-αναφορά έχει την αυτό-ταυτότητά της, τότε αυτή συνιστά το περιεχόμενο του θεμέλιου· αλλά επειδή το περιεχόμενο είναι το Αδιάφορο απέναντι σε τούτη την μορφή, αυτό είναι μόνο καθεαυτό [= ενδόμυχα] το περιεχόμενο της θεμελιακής-αναφοράς, είναι κάτι, το οποίο οφείλει να γίνει μόνο περιεχόμ.ενο και ως εκ τούτου συνιστά το υλιχό για το θεμέλιο. Τεθειμένο ως συνθήκη, το προσδιορισμένο-Είναι έχει, σύμφωνα με το δεύτερο στάδιο^·"', τον προσδιορισμό να χάνει την αδιάφορη αμεσότητά του και να γίνεται στοιχείο ενός άλλου. Μέσω της αμεσότητάς του αυτό είναι αδιάφορο απένοιντι σε τούτη την αναφορά' αλλά στο βαθμό που εισδύει μέσα στην ίδια, αυτό το προσδιορισμένο-Είναι συνιστά το χαθεαυτόΕίναι του θεμέλιου και είναι για. το τελευταίο τούτο το ατζόλυτό^'^. Για να είναι συνθήκη, αυτό έχει στο θεμέλιο την προϋπόθεσή του- αλλά τούτος ο προσδιορισμός είναι σε αυτό εξωτερικός.
75. ΕΛν η συνθήκη ως τέτοια νομιμοποιείται μόνο στο σχετισμό της με το θεμέλιο, τότε αυτός ο σχετισμός είναι το περιεχόμενο, το οποίο προσδιορίζει το Είναι τού θεμέλιου ως ένα προϋποτιθέμενο άμεσο. Επειδή όμως αυτό το άμεσο είχε. κατά πρώτον, ορισθεί από το Χέγκελ ως μια εντός εαυτού πτωτική πορεία· και επειδή, κατά δεύτερον, δεν είναι λιγότερο αμεσότητα της ίδιας της συνθήκης και δεν εκδιπλώνεται εν γένει προς τούτη παρά μέσα σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας αναίρεσης, συμβαίνει αυτό το άμεσο να προσδιορίζεται στη σχέση με την ανασκοπική κίνηση και να είναι το περιεχόμενο αυτής, δηλ. η ανηρημένη διαμεσολάβηση, ως ο μορφικός προσδιορισμός του θεμέλιου που ανασκοπείται εντός εαυτου. 76. Δηλ. αυτό που ανέφερε πριν από λίγο ο Χέγκελ υπό τον όρο Δεϋτερον και αφορούσε τη σχέση αμεσότητας και διαμεσολάβησης που θέτει υπό συνθήκη. 77. das Unbedingte: το μη-υποκείμενο σε συνθήκη. Εδώ η συνθήκη είναι απόλυτη.
211.
2. Κάτι δεν είναι μέσω της συνθήκης του" η συνθήκη του δεν είναι το θεμέλιο του. Αυτή είναι το στάδιο της απόλυτης αμεσότητας για το θεμέλιο, αλλά η ίδια δεν είναι η κίνηση και το θέτειν, το οποίο αναφέρεται αρνητικά στον εαυτό του και μετατρέπει τον εαυτό του σε τεθειμ^νο-Είναι. Γι' αυτό, η θεμελίαχτηαναφορά στέκεται κατέναντι στη συνθήκη. Κάτι, εκτός από τη συνθήκη του, έχει επίσης ένα θεμέλιο·^®. Το τελευταίο είναι η κενή κίνηση της ανασκόπησης, επειδή τούτη-εδώ έχει την αμεσότητα - καθόσον η προϋπόθεσή της - εκτός εαυτής. Αλλά αυτή είναι η ολική μορφή και η αυτόνομη διαμεσολαβητική διαδικασία- διότι η συνθήκη δεν είναι το θεμέλιό της. Εφόσον τούτη η διαμεσολαβητική διαδικασία αναφέρεται, ως θέτειν, στον εαυτό της, τότε είναι, από αυτήν την άποψη, ομοίως ένα άμεσο και α-όλυτο' προϋποθέτει μάλιστα τον εαυτό της, αλλά ως εξωτερικευμένο ή ανηρημιένο θέτειν ό,τι, απεναντίας, είναι σύμφωνα μ^ τον προσδιορισμό της, τούτο είναι αυτή [η διαδικασία] καθεαυτήν και διεαυτήν. - Στο μέτρο έτσι που η θεμελιακή-αναφορά είναι αυθύπαρκτη αυτο-αναφορά και έχει την ταυτότητα της ανασκόπησης σ' αυτήν την ίδια, αυτή έχει ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο σε σχέση με το περιεχόμενο της συνθήκης. Τ© πρώτο είναι περιεχόμενο του θεμέλιου και γι' αυτό ουσιαστικά είναι μορφοποιημένο· το τελευταίο, αντίθετα, είναι μόνο άμεσο υλικό, προς το οποίο η αναφορά συγχρόνως στο θεμέλιο είναι εξωτερική, ενόσω αυτό, όχι >αγότερο, συνιστά επίσης το καθεαυτό-Είναι αυτού του ίδιου [του θεμέλιου]. Αυτό είναι, συνεπώς, ένα μίγμα αυθύπαρκτου περιεχομένου, το οποίο [περιεχόμενο] δεν έχει καμιά σχέση προς το περιεχόμενο του θεμε>αακού-προσδιορισμού, και ενός τέτοιου [περιεχομένου], το οποίο εισέρχετοιι μ^σα σε τούτο [τον
με την έννοια ότι δεν γνωρίζει καμιά άλλη διαμεσολάβηση παρά μόνο την αμεσότητα ως ανΓ,ρημέντ, διαμεσολάζηση. /8. Το θεμέλιο σε σχέστ, με ττ, σ-τνθηκη είναι το ουσιώδες, καθότι αυτό παράγει την ετερόττ,τα και ως τέτοιο δεν μπορεί να υπερβαθεί από τη συνθήκη.
212.
προσδιορισμό] και, [ειλημμενο] ως το υλικό του, οφείλει να γίνει στοιχείο αυτού του θεμελιακού-προσδιορισμιού"®. 3. Άρα οι δύο πλευρές του όλου, αυνθηκη και θεμέλιο, από τη (ua είναι αδιάφορες και ανεξάρτητες προς αλλήλας· η μια ως το μη-σχετιζόμενο, στο οποίο η αναφορά, όπου αυτό είναι συνθήκη, είναι εξωτερική· η άλλη ως η αναφορά ή η μορφή, για την οποία το με προσδιορισμό προσδιορισμιένο-Είναι της συνθήκης είναι [= υπάρχει] μόνο ως υλικό, ως κάτι το παθητικό που η μορφή του, την οποία τούτο έχει για τον εαυτό του σ' αυτό, είναι μια επουσιώδης [μορφή]»«. Επί πλέον, οι δύο [πλευρές] είναι επίσης βνχμ£σολθίβημένες. Η συνθήκη είναι το καθεαυτό-Είναι του θεμέλιου· αυτή είναι τόσο πολύ ουσιώδες στάδιο της θεμελιακής-αναφοράς, ώστε να είναι η απλή αυτο-ταυτότητα του θεμέλιου. Αλλά τούτο είναι επίσης ανηρημένο- αυτό το καθεαυτό-Είναι είναι μιόνο ένα τεθειμένο [καθεαυτό-Είναι]· το άμεσο προσδιορισμένο-Είναι στέκεται αδιάφορο στο να είναι συνθήκη. Το γεγονός, λοιπόν, ότι η συνθήκη είναι το καθεαυτό-Είναι για το θεμέλιο, συνιστά εκείνη την πλευρά της, σύμφωνα με την οποία αυτή είναι μια διαμεσολαβημένη [συνθήκη]. Παρόμοια, η θεμελιακή αναφορά έχει, μέσα στην αυθυπαρξία της, εξίσου μια προϋπόθεση και έχει το καθεαυτό-Είναι της εκτός εαυτού^'. - Έτσι καθεμιά από τις δύο πλευρές είναι η αντίφαση της αδιάφορης α-
79. Εάν το θεμέλιο εξαρτά το περιεχόμενο του από τη συνθήκη, δεν παύει ωστόσο να προσδιορίζει ή να ορίζει το ίδιο αυτή την εξάρτηση. 80. θεμέλιο και συνθήκη είναι σύμφωνα με το Χέγκελ αυτόνομες, αδιάφορες και αντίθετες, η μια προς την άλλη, πλευρές. Η μεν συνθήκη απολαμβάνει την καθαρότητα της αμεσότητάς της έξω από κάθε σχέση, το δε θεμέλιο είναι η ενεργός σχέση, για την οποία η συνθήκη είναι παθητικό στοιχείο, αφού η προσδιοριστικότητά του δεν γεννά το θεμέλιο και δεν συνάπτει σχέση παρά μόνο αυτή, όπου η ι&α είναι συνθήκη. 81. Στο πλαίσιο της λογικής κίνησης ο Χέγκελ παρουσιάζει, μετά το στάδιο της ανεξαρτησίας που εξετάστηκε πιο πάνω, το στάδιο της αλληλεξάρτησης θεμελιουσυνθήκης. Το ένα προϋποθέτει το άλλο και το καθένα τίθεται «υς διαμεσολαδημένο κάτι.
213.
μεσότητας και της ουσιαστικής διαμεσολάβησης, αμφότεροι οι όροι μέσα σε Μία σχέση· - ή η αντίφαση του αυθύπαρκτου υφίστασθαι και του προσδιορισμού [που έγκειται] στο να είναι στάδιο. b. Το απολύτως απόλυτ<^^. Τα δύο σχετικώς-απόλυτα εμφαίνονται ευθύς εξ αρχής το καθένα μέσα στο άλλο· η συνθήκη, ως ένα άμεσο, [εμφαίνεται] μέσα στη μορφική-ίχναφορά του θεμέλιου, και τούτη-εδώ μέσα στο άμεσο προσδιορισμένο-Είναι, [εννοημένο] ως το τεθειμένοΕίναι του· αλλά το καθένα, έξω από τούτη την εμφάνεια του δικού του άλλου σε αυτό, είναι αυθύπαρκτο και έχει το δικό του χαρακτηριστικό περιεχόμενο. Εν πρώτοις, η σννθηκη είναι άμεσο προσδιορισμιένο-Είναί' η μορφή του έχει τα δύο στάδια, το τεθειμένο-Είναι, σύμφωνα το οποίο αυτό, [εννοημενο] ως συνθήκη, είναι υλικό και στοιχείο του θεμέλιου, και το καθεαυτό-Είναι, σύμφωνα μ£ το οποίο αυτό συνιστά την ουσιαστικότητα του θεμέλιου ή την απλή του ανασκόπηση εντός εαυτού. Αμφότερες οι πλευρές της μορφής είναι εξωτερικές στο άμιεσο προσδιορισμένο-Είναί' διότι τούτο είναι η ανηρημένη θεμελκχκή-αναφορά. - Αλλά, πρώτον, το προσδιορισμένο-Είναι σ' αυτό το ίδιο είναι μόνο τούτο: να αυτοαναιρείται στην αμεσότητά του και να πέφτει στο βάραθρο. Το Είναι, σε γενικές γραμμές, είναι μόνο το γίγνεσθαι προς την ουσία" είναι η ουσιώδης του φύση να μετατρέπει τον εαυτό του σε ένα τεθειμενο και μια ταυτότητα, η οποία, μέσω της άρνησης του εαυτού.
das absolute Unbedingte: To θεμέλιο, που πρωτογνωρίσαμε ως απόλυτο θεμέ>αο [der absolute Grund], χάρη στην αντιφατική σχέση αμεσότητας και διαμεσολάβησης μέσα στο αvJπόθετo, προσυλλχμβάνεται στην ολότητά του ως το Απόλυτο που δεν υπόκειται σε συνθήκη και ως εκ τούτου (ος το αληθινό Απόλυτο.
214.
είναι το άμεσο. Οι μορφικοί-προσδιορισμοί, λοιπόν, του τεθειμένου-Είναι και του ταυτόσημου με τον εαυτό του καθεαυτό-Είναι, η μορφή, δια της οποίας το άμεσο προσδιορισμενο-Είναι είναι συνθήκη, δεν είναι, κατά συνέπεια, εξωτερικοί σε τούτο· απεναντίας, τούτο είναι αυτή τούτη η ανασκόπηση*^'. Δεύτερον, ως συνθήκη το Είναι τώρα είναι επίσης τεθειμένο ως τέτοιο που αυτό ουσιαστικά είναι, δηλ. ως στάδιο, άρα [ως στάδιο] ενός άλλου, και συνάμα ως το καθεαυτό-Είναι ομοίακ; ενός άλλου· αλλά αυτό είναι καθεαυτό μόνο μέσω της άρνησης του εαυτού, δηλ. μέσω του θεμέλιου και της αυτο-αναιρούμενης - και έτσι προϋποθέτουσας - ανασκόπησής του· το καθεαυτό-Είναι του Είναι είναι έτσι μιόνο ένα τεθειμένο. Τούτο το καθεαυτό-Είναι της συνθήκης έχει τις δύο πλευρές: η μια είναι η ουσιαστικότητά της ως [ουσιαστικότητα] του θεμέλιου, ενώ η άλλη είναι η αμεσότητα του προσδιορισμιένου-Είναι της. Ή μάλλον αμφότερες είναι το ίδιο πράγμα. Το προσδιορισμένο-Είναι είναι ένα Άμεσο, αλλά η αμεσότητα είναι ουσιαστικά το Διαμεσολαβημένο, δηλ. μέσω του αυτο-αναιρούμενου θεμέλιου. [Εννοημένο] ως ετούτη η δια του αυτο-αναιρούμενου διαμεσολαβείν διαμεσολαβημένη αμεσότητα, αυτό είναι συγχρόνως το καθεαυτό-Είναι του θεμέλιου και το απόλυτο τούτου [του θεμέλιου]· αλλά τούτο το καθεαυτό-Είναι το ίδιο είναι ταυτόχρονα εκ νέου όχι λιγότερο στάδιο μόνο ή τεθειμενο-Είναι, διότι αυτό είναι διαμεσολαβημένο. - Η συνθήκη είναι, ως εκ τούτου, η ολική μορφή της θεμελιακής-αναφοράς· αυτή είναι το προϋποτεθειμιένο καθεαυτό-Είναι της αναφοράς τούτης, αλλά έτσι η ίδια [είναι] ένα τεθειμένο-Είναι, και η αμεσότητά της έγκειται στο να γίνεται τεθειμένο-Είναι, να απωθει83. Το άμεσο δεν είναι εκείνο το καθαρό άμεσο που αγνοεί τη διαμεσολάβηση, αλλα ένα άμεσο που εμπεριέχει αυτή. Η άρνηση του ί&ου του εαυτού του το μετατρέπει σε μία άμεση ολότητα, εντός της οποίας αλληλοσχετίζονται τεθειμένο-και xafkauτό-Είναι, ενώ συνάμα αυτοπροσδιορίζονται στην αμεσότητά τους. Έτσι το άμεσο δε βρίσκεται σε εξωτερική συνάφεια με τη μορφή, αλλά συνιστά την αλήθεια της οΑοτητας.
215.
ται, επομιένως, από τον ίδιο τον εαυτό της μιε ένα τέτοιο τρόπο, που αυτή να πέφτει στο βάραθρο όσο και να είναι θεμέλιο, το οποίο μετατρέπεται σε τεθειμένο-Είναι, και να γίνεται έτσι το θεμελιωμένο- και αμφότερα είναι ένα και το αυτό πράγμα®^. Ποφόμοια, στο ευρισκόμιενο κάτω από συνθήκες θεμέλιο, το καθεαυτό-Είναι δεν είναι μόνο ως εμφαίνεσθαι ενός άλλου σε τούτο. Αυτό [το θεμέλιο] είναι η αυθύπαρκτη, δηλ. η αναφερόμενη στον εαυτό της ανασκόπηση του θέτειν, και συνακόλουθα το αυτο-ταυτό· ή εντός αυτού του ίδιου είναι το καθεαυτό-Είναι του και το περιεχόμενο του. Αλλά ταυτόχρονα το θεμέλιο είναι προυποθέτουσα ανασκόπηση· αυτό αναφέρεται στον ίδιο του τον εαυτό αρνητικά και αντιθέτει στον εαυτό του το καθεαυτό-Είνοιι του ως ένα άλλο για αυτόν η συνθήκη δε, τόσο σύμφωνα μιε το στάδιο της του καθεαυτό-Είναι όσο και με εκείνο του άμεσου προσδιορισμΙνου-Είναι της, είναι το ιδιαίτερο στάδιο της θεμελιακής-αναφοράς· το άμεσο προσδιορισμιένο-Είναι ουσιαστικά είναι μόνο μέσω του δικού του θεμέλιου και είναι το στάδιο του εαυτού του (ι>ς του προϋποθέτειν. Αυτό [το θεμέλιο] είναι, συνεπώς, όχι λιγότερο το ίδιο το όλο. Ό,τι είναι έτσι παρόν, είναι γενικώς μόνο Ένα όλο της μορφ-ήζ, αλλά εξίσου μόνο Ενα όλο του περιεχομένου. Γιατί το χαρακτηριστικό περιεχόμενο της συνθήκης είναι ουσιαστικό περιεχόμενο μόνο, στο βαθμΛ που συνιστά την ταυτότητα μιε τον εαυτό της ανασκόπησης εντός της μορφής, ή [μόνο στο βαθμό που], [ειλημμένο] ως αυτό το άμεσο προσδιορισμένο-Είναι, είναι προς TTj δική του μεριά η αναφορά-θεμιέλιου. Ακόμη, αυτό [το άμεσο προσδιορισμένο-Είναι] είναι συνθήκη μόνο χάρη στην προϋ84. Το να χάνετοα 5το θεμέλιο η αμεσότητα της συνθήκης κ « το να γίνεται θεμε>00 είναι ενα και το αυτό πράγμα. Πώς κατανοείται αυτό; Όταν το άμεσο απωθείται απο τον εαυτό του, μεταβαίνει στον εαυτό του ως το άμεσο, το οποίο είναι διαμεσολχβημένο. Το διαμεσολαβημένο είναι το θεμελ» που έχει μεταστρέψει την αμεσότητα του σε τεθειμένο-Είναι. Επομένως, το ίδιο γίνεται στά&ο ή πλευρά της σχέσης, καθότι δεν είναι μόνο θεμέλιο, αλλά και θεμελιωμένο.
216.
ποθέτουσα ανασκόπηση του θεμέλιου* αυτό είναι η ταυτότητα του θεμέλιου με τον ίδιο του τον εαυτό ή το περιεχόμενό του, προς το οποίο το θεμέλιο αντιτίθεται. Γι' αυτό, το προδιορισμένο-Είναι δεν είναι απλώς ένα χωρίς μορφή υλικό για την θεμελιακή-αναφορά· απεναντίας, επειδή έχει προς τη δική του μεριά τούτη τη μορφή, είναι μορφοποιημένη ύλη, και, ως εκείνο συνάμα που μέσα στην ταυτότητα με αυτή στέκεται αδιάφορο απέναντί της, αυτό είναι περιεχόμενο. Το προσδιορισμένο-Είναι, τέλος, είναι το ίδιο περιεχόμενο με κείνο που έχει το θεμέλιο, γιατί αυτό [το Είναι] είναι περιεχόμενο ακριβώς ως το αυτο-ταυτό μέσα στην μορφική-αναφορά^®. Οι δύο πλευρές του όλου, συνθήκη και θεμέλιο, είναι λοιπόν Μια ουσιαστική ενότητα, τόσο ως περιεχόμενο όσο και ως μορφή. Αυτές μεταβαίνουν μιέσω του ίδιου του εαυτού τους η μια μέσα στην άλλη· ή, με το να είναι ανασκοπήσεις, θέτουν τον εαυτό τους ως ανηρημένο, αναφέρονται σε τούτη την άρνησή τους και προϋποτίθενται αμοιβαία. Αλλά αυτό είναι συνάμα μόνο Μια ανασκόπηση αμφοτέρων γι' αυτό το προϋποθέτειν τους είναι επίσης μ.όνο ένα· η αμοιβαιότητα αυτού του ίδιου [του προϋποθέτειν] περνάει μάλλον στο γεγονός ότι αυτές προϋποθέτουν τη Μία ταυτότητά τους ως το υφίστασθαί τους και τη βάση τους. Αυτή [η ταυτότητα], το ένα περιεχόμενο και η ενότητα της μορφής αμ^Ότέρων, είναι το αληθινά απόλυτο [wahrhaft Unbedingte]· το Πράγμα αυτό καθεαυτή. - Όπως είδαμε πιο πάνω, η συνθήκη είναι μόνο το σχετικά απόλυτο. Γι' αυτό, τη θεωρούμε συνήθως ως κάτι το εξαρτημένο και επιζητούμε μια νέα συνθήκη, με την οποία εισάγεται η πρόοίος επ' άπειρο από συνθήκη σε συνθήκη. Γιατί, λοιπόν, μια 85. Είναι δηλ. η μορφική σχέση του θεμέλιου ως ανασκόττηση συνθήκης κ« θεμέλιου που καθιστά το προσδιορισμένο-Είναι περιεχόμενο. 86. Αυτό το Πράγμα είναι το αληθινά Απόλυτο ως η προϋπόθεση κάθε μορφικής έκφρασης της συνθήκης. Συνιστά έτσι τη συνεκτική ενότητα των μορφικών προσδιορισμών και ίϋς τέτοια ένα όλο της ουσίας.
2lf
συνθήκη μας ωθεί να επιζητούμε μια νέα συνθήκη, δηλ. γιατί αυτή γίνεται δεκτή ως κάτι εξαρτημένο; Επειδή αυτή είναι ένα οποιοδήποτε πεπερασμένο προσδιορισμένο-Είναι. Αλλά αυτό είναι ένας περαιτέρω προσδιορισμός της συνθήκης, ο οποίος δεν βρίσκεται μέσα στην έννοια της. Μόνο που η συνθήκη ως τέτοια είναι κάτι το εξαρτημένο, επειδή αυτή είναι το τεθειμένο καθεαυτό-Είναί' κατά συνέπεια, αυτή είναι ανηρημένη μέσα στο απολύτως απόλυτο. Ετούτο, τώρα, περιέχει εντός του τις δύο πλευρές, τη συνθήκη και το θεμέλιο, ως στοιχεία του* αυτό είναι η ενότητα, μέσα στην οποία έχουν επανακάμψει οι δύο πλευρές. Αμφότερες συγκροτούν μαζί τη μορφή ή το τεθειμένο-Είναι αυτού του ίδιου [του απόλυτου]. Το απόλυτο [= μη υποκείμενο σε συνθήκες] Πράγμα είναι συνθήκη αμ^ίοτέρων, αλλά η απόλυτη [συνθήκη], δηλ. η συνθήκη που η ίδια είναι θεμέλιο. - Ως θεμέλιο, αυτή είναι τώρα η οφνητική ταυτότητα, η οποία έχει απωθηθεί μέσα σε εκείνα τα δύο στοιχεία' - πρώτον, μ£σα στο σχήμα της ανηρημίνης θεμελιακής-αναφοράς, μιας άμεσης, χωρίς ενότητα και εξωτερικής στον εαυτό της πολλαπλότητας, η οποία αναφέρεται στο θεμελιο σαν σε κάτι άλλο προς αυτήν και ταυτόχρονα συνιστά το καθεαυτό-Είναι του ίδιου τούτου [του θεμέλιου]· δεύτερον, μέσα στο σχήμα μας εσωτερικής, απλής μορφής που είναι θεμέλιο, αλλά αναφέρεται στο αυτο-ταυτό άμιεσο σαν σε ένα άλλο και το προσδιορίζει ως συνθήκη, δηλ. [προσδιορίζει] τούτο το καθεαυτό της ως το δικό της ιδιαίτερο στοιχείο. - Οι δύο τούτες πλευρές προϋποθέτουν την ολότητα με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή να είναι εκείνο που θέτει αυτές τις ίδιες«'. Αντίστροφα, επειδή αυτές προϋποθέτουν την ολότητα, τούτη-εδώ φαίνεται ετζίστις 8 /. Επειδή αυτές οι δύο πλευρές EIMOU πλευρές της μορφής, προϋποθέτουν το ΠράγμΛ ως ολοττ;τα. Το προϋποθέτουν όμως κατά τρόπο, που να διαμεσολαβούνται από και να οφείλουν σε αυτό την αυτονομία τους ως διαφορετικοί όροι. Εδώ ξμσχε-Μ και ο λόγος που εξηγεί 7Γ<ι>ς γ] ολοτητα εινακ Η σννθεστ] 8IGC^C^TIXCI)V όρων ή π>χυρων.
218.
εκ νέου να είναι υποκείμενη σε συνθήκες από εκείνες , και το Πράγμα φαίνεται να ανακύπτει από τη συνθήκη του και το θεμέλιο του. Αλλά με το να έχουν δειχθεί αυτές οι δύο πλευρές ως το ταυτό, η σχέση συνθήκης και θεμέλιου έχει εξαφανισθεί· αυτές έχουν υποβιβασθεί σε μια εμφάνεια· το απολύτως απόλυτο, μέσα στην δική του κίνηση του θέτειν και του προϋποθέτειν είναι μόνο η κίνηση, μέσα στην οποία ετούτη η εμφάνεια αυτοαναιρείται. Είναι το ενεργείν του Πράγματος, [που έγκειται] στο να υπόκειται σε συνθήκες και να αντιθέτει στις συνθήκες του τον εαυτό του ως θεμέλιο· Αλλά η σχέση του ως [σχέση] των συνθηκών και του "θεμιέλιου είναι ένα εμφαίνεσθαι εντός εαυτού, και η συμπεριφορά του απέναντί τους είναι η ενοποίηση του με τον tSio τον εαυτό τοιβ^. C.
Ανάδυση του Πράγματος μιέσα στην ύπαρξη*^. Το απολύτως απόλυτο είναι το απόλυτο - ταυτό μιε τη συνθήκη του - θεμιέλιο, το άμεσο Πράγμα, [ειλημμένο] στην αληθινά ουσιώδη φύση του. Ως θεμέλιο, το Πράγμα αναφέρεται αρνητικά στον εαυτό του, μετατρέπεται σε τεθειμένο-Είναι, αλλά σε ένα τεθειμένο-Είναι, το οποίο είναι η εντελής στις πλευρές της ανασκόπηση και η μέσα σε τούτες αυτο-ταυτή μορφική-αναφορά, όπως έδειξε η έννοιά της. Τούτο το τεθειμένο-Είναι, λοιπόν. 88. Το Πράγμα προϋποθέτει τη σχέση του προς Άλλο, αλλά συνάμα την αναιρεί ως τέτοια, γιατί πρόκειται για ένα ανηρημένο Άλλο. Δεν υπάρχει επομένου κάποια πραγματική διαφορά που θα μπορούσε να θεμελιώνει την προϋπόθεση του Πράγματος εκτός εαυτού. Το ίδιο το Πράγμα φέρει μέσα του ως στάδια τις φαινομενικά αντίθετες ή διαφορετικές πλευρές των συνθηκών και του θεμελίου. 89. Πώς θα μπορούσε να κατανοήσει κανείς αυτή την ανάδυση (Hervorgang), την έξοδο; Εάν ξεκινήσουμε από τη διαπίστωση ότι η ύπαρξρη ανήκει στους προσπορισμούς της ουσίας, έτσι όπως τους γνωρίσαμε μέχρις εδώ (ος Selbstständigkeit, Bestehen, Sein κ.λπ., τότε ο λόγος περί ανάδυσης κατευθύνει την εσωτερικότητα της ουσίας στην εξωτερικότητα της ύπαρξης.
219.
είναι, εν πρώτοις, το ανηρημενο θεμέλιο, το Πράγμα ως το άμεσο που στερείται ανασκόπησης, - η πλευρά των συνθηκών. Ετούτη είναι η ολότητα των προσδιορισμών του Πράγματος· το ίδιο το Πράγμα, αλλά εκβεβλημένο στην εξωτερικότητα του Είναι· ο αποκατεστημένος κύκλος [= σφαίρα] του Είναι^ο. Μέσα στη συνθήκη η ουσία εγκαταλείπει την ενότητα της δικής της ανασκόπησης-εντός-εαυτού ως μια αμεσότητα, η οποία όμως εφεξής έχει το χαφακτηριστικό γνώρισμα να είναι μια προϋπόθεση που θέτει κάτω από συνθήκες και ουσιαστικά να συνιστά μόνο μια από τις πλευρές της ουσίας. Γι' αυτό, οι συνθήκες είναι το όλον περιεχόμενο του Πράγματος, επειδή αυτές είναι το απόλυτο [= ανυπόθετο] υπό τη μορφή του άμορφου Είναι. Αλλά, εξαιτίας τούτης της μορφής, αυτές έχουν ένα άλλο σχήμια από ό,τι οι προσδιορισμοί του περιεχομένου, έτσι όπως τούτο ως τέτοιο είναι μιέσα στο Πράγμα. Αυτές εμφανίζονται ως πολλαπλότητα που δεν έχει ενότητα και είναι αναμεμειγμένη μιε μη-ουσιώδες και άλλες περιστάσεις, που δεν ανήκουν στον κύκλο [= σφαίρα] του προσδιορισμένου-Είναι, στο μέτρο που το τελευταίο συνιστά τις συνθήκες αυτού του προσδιορισμένου Πράγματος. - Για το απόλυτο μη-περιορισμένο Πράγμα η σφαίρα του ίδιου του Είναι είναι η συνθήκη. Το θεμέλιο, το οποίο επανακάμπτει μέσα στον 90. Ο Χέγκελ προβαίνει σε μια ανάλυση του Πράγματος μέσα από την εξέταση των τ:/^υρων της ολότητάς του" πλευρές που έχουν τις καθορισμένες μορφές της συνθήκης και του θεμέλιου και στην πιο αφηρημένη του λογική σύλληψη συνιστούν την αμεσότητα και την ανασκόπηση. Σε ό,τι αφορά την πρώτη πλευρά, αυτή της αμεσότητας, ο Χέγκελ επισημαίνει την ποικιλία των άμεσων προσδιορισμών, οι οποίοι από ττ, μια συνιστούν ολότητα, δηλ. το Πράγμα ως ολότητα, αλλά συνάμα, από την άλλη, βρίσκονται σε αντί-θεση με αυτήν, με το να έχουν εκβληθεί στην εξωτερικότητα. ϊπό την έννοια της ολότητας οι άμεσοι προσδιορισμοί βρίσκονται σε μια μορφική ή ανασκοπική σχέση. ΓΓ αυτό λαμβάνονται ως ανασκοπημένοι προσδιορισμώΐ και όχι λιγότερο ως άμεσοι που συγκροτούν ολότητα. Μέσα στη σχέση ο/Λτητας αυτοί γίνονται συνθήκες. Το Πράγμα, ως αυτή η ολότητα, υπό την έννοια της εξωτερικότητας μεταβαίνει σε μια πολλαπλότητα που σημαίνει ακύρωση της μορφικής σχέσης.
220.
εαυτό του, θέτει τη συνθήκη ως την πρώτη αμεσότητα, στην οποία αυτό αναφέρεται σαν στο απόλυτό του. Αυτη η οψιεσότητα, [εννοημένη] ως η ανηρημένη ανασκόπηση, είναι η ίχνασκόπηση μέσα στο στοιχείο του Είναι, το οποίο, ως εκ τούτου, αναπτύσσεται ως τέτοιο σε ένα όλο· η μορφή επαυξάνεται ως προσδιοριστικότητα του Είναι και εμφανίζεται έτσι ως ένα πολλαπλούν περιεχομενο, διαφορετικό από τον προσδιορισμιό-ανασκόπησης και αδιαφορο προς αυτόν. Το επουσιώδες, το οποίο έχει κατά τη μζριά του τη σφαίρα του Είναι και από το οποίο η τελευταία απαλλάσσεται, στο βαθμό που είναι συνθήκη, είναι η προσδιοριστικότητα της αμ^εσότητας, μιέσα στην οποία είναι βυθισμένη η μορφική-ενότητα. Αυτή η μορφική-ενότητα, καθόσον η σχέση του Είναι, είναι παρούσα σε αυτό, κατ' αρχήν, ως το γίγνεσθαι, - η διαδικοισία μετάβοισης μιας προσδιοριστικότητας του Είναι σε μιαν άλλη. Αλλά το γίγνεσθαι του Είναι είναι ακόμη το γίγνεσθαι προς την ουσία και η επάνοδος μέσα στο θεμέλιο. Το προσδιορισμιένο-Είναι έτσι, το οποίο συνιστά τις συνθήκες, δεν είναι στ' αλήθεια προσδιορισμένο ως συνθήκη από ένα άλλο και δεν χρησιμοποιείται ως υλικό [από αυτό]· απεναντίας, αυτό γίνεται μέσω του ίδιου του εαυτού του το στοιχείο ενός άλλου. - Το γίγνεσθαί του ακόμη δεν είναι μιια διαδικασία ξεκινήματος από τον εαυτό του ως το αληθινά πρώτο και άμεσο* αντίθετα, η αμεσότητά του είναι μόνο κάτι το προϋποτιθέμενο· και η κίνηση του γίγνεσθαί του είναι το ενεργείν της ίδιας της ανασκόπησης. Η αλήθεια του προσδιορισμένου-Είναι, κατά συνέπεια, έγκειται στο να είναι συνθήκη· η αμεσότητά του είναι μόνο μέσω της ανασκόπησης της αναφοράς-θεμέλιου, η οποία θέτει τον ίδιο της τον εαυτό ως ανηρημένο τοιούτο. Το γίγνεσθαι είναι έτσι, σαν την αμεσότητα, μόνο η εμφάνεια του απόλυτου, καθότι ετουτο-δω προϋποθέτει τον ίδιο του τον εαυτό και εδώ μέσα έχει τη μορφή του· και η αμεσότητα του Είναι, κατά ταύτα, δεν είναι ουσιαστικά παρά στοιχείο της μορφής. Η άλλη πλευρά αυτής της εμφάνειας του απόλυτου είναι η 221.
αναφορά-θεμέλιου ως τέτοια, προσδιορισμένη ως μορφή έναντι της αμεσότητας των συνθηκών και του περιεχομένου^'. Αλλά αυτή είναι η μορφή του απόλυτου Πράγματος, το οποίο έχει σ' αυτό το ίδιο την ενότητα της μορφής του με τον εαυτό του ή το περιεχόμενο του και το οποίο, εφόσον η αναφορά-θεμέλιου καθορίζει τούτο [το περιεχόμενο] να είναι συνθήκη, αναιρεί μέσα σε τούτο το ίάο το θέτειν τη διαφορετικότητά του^^ j^^t το μετατρέπει σε στοιχείο, έτσι όπως, κατ' αντίστροφο τρόπο, η θεμελιακή-αναφορά προσδίδει, μέσα στην αυτο-ταυτότητά της, στον εαυτό της''^ - που είναι μια χωρίς ουσία μορφή - την αμεσότητα του υφίστασθαι. Η ανασκόπηση του θεμέλιου αναιρεί την αμεσότητα των συνθηκών και τις σχετίζει μετατρέποντας τες σε στοιχεία μέσα στην ενότητα του Πράγματος· αλλά οι συνθήκες είναι αυτό που έχει προϋποτεθεί από το ίδιο το απόλυτο Πράγμα· τούτο, λοιπόν, αναιρεί έτσι το δικό του ιδιαίτερο θέτειν, ή το θέτειν του, άμεσα το ίδιο, μετατρέπεται κατ' αυτό τον τρόπο εξίσου σε γίγνεσθχί^^. - Αμφότερα, συνεπώς, είναι Μια ενότητα· η κίνηση των συνθηκών στις ίδιες τούτες είναι γίγνεσθαι, επάνοδος μέσα στο θεμέλιο και θέτειν το θεμέλιο* αλλά το θεμιέλιο ως τεθειμένο, δηλ. ως ανηρημένο, είναι το άμεσο. Το θεμιέλιο αναφέρεται αρνητικά στον εαυτό του, γίνεται τεθειμένο-Είναι και θεμελιώνει τις συνθήκες· αλλά, με το να είναι προσδιορισμένο έτσι το άμεσο προσδιορισμένο-Είναι ως ένα τεθειμένο, το θεμέλιο το αναιρεί και μόνο τότε γίνεται θεμέλιο. - Ετούτη, λοιπόν, η ανα91. Η άλ),η π>£υρά, την οποία φέρει σε εξέταση ο Χέγκελ εδώ, είναι το θεμέλιο [= θεμεΛΜίκή-αναφορά ως τέτοια] ή η ανασκότιηση. Αυτή αντίκειται στο άμεσο και γίνεται αντικείμενο εννοιακής σύλληψης στην ενότητα με το αντίθετο της μέσα από τη δια/χκτική ένταση των δύο όρων. Ληλ. τη διαφορετικότητα του περιεχομένου. 93. Το θεμέλιο στερείται μορφής, όταν η αυτο-ταυτότητά του είναι προϋποτιθέμενη. 94. Εδώ εξετάζει ο Χέγκελ τη σχέση θέτειν-γίγνεσθαι στο προχ<ϋρημα της λογικής εκδιπλωσης, ενώ προηγουμένως την είδαμε να παριστάνεται ως η πρώτη πλευρά του Πράγματος.
222.
σκόττηση είναι η διαμεσολάβηοη του απόλυτου Πράγματος με τον εαυτό του μέσω της άρνησής του. Ή μάλλον η ανασκόττηση του απόλυτου [= ανυπόθετου] είναι, πρωτίστως, προϋποθέτειν, αλλα τούτη η πράξη αναίρεσης του ίδιου του εαυτού της είναι άμεσα ένα θέτειν που προσδιορίζει - δεύτερον, μέσα στο προϋποθέτειν, η ανασκόπηση είναι άμεσα πράξη αναίρεσης του προυποτιθέμενου και προσδιορίζειν που εκκινεί από τον εαυτό του· έτσι τούτο το προσδιορίζειν είναι εκ νέου πράξη αναίρεσης του θέτειν και είναι το γίγνεσθαι αυτό καθεαυτό^^. Εδώ μέσα έχει εξαφανισθεί η διαμεσολάβηση που είναι η επιστροφή στον εαυτό μέσω της άρνησης· αυτή είναι απλή, εντός εαυτού εμφανιζόμενη [= αντανακλώμενη] ανασκόπηση και απόλυτο γίγνεσθαι που στερείται θεμέλιου. Η κίνηση του Πράγματος, [που έγκειται] στο να τίθεται αφενός μέσω των συνθηκών του και αφετέρου μέσω του δικού του θεμέλιου, είναι μόνο η διαδιχασία εξαφάνίσηζ της εμφάνειας της Βκχμεσολάβησιης. Το γίγνεσθαι που θέτει το Πράγμα είναι, συνακόλουθα, μια πράξη ανάδυσης, η απλή διαδικασία αυτο-προσαγωγής του μεσα στην ύπαφξη [= αυτοπαραγωγής του ως ύπαρξης], καθαρή κίνηση του Πράγματος προς τον ίδιο του τον εαυτό^®. Όταν όλες οι συνθήκες ενός Πράγματος είναι παρούσες, τότε αυτό εισδύει μέσα στην ύπαρξη^·^. Το Πράγμα είναι προτού υπάρξει- χαι μάλιστα, αυτό είναι, το πρώτον, ως ουσία ή ως απόλυτο [= μη ευρισκόμενο κάτω από συνθήκες]· δεύτερον, έχει προσδιο-
95. Η χίνησΎ] αναίρεσης των διαφορών ανάμεσα στις συνθήκες και το ^μέλιο του Πράγματος είναι κίνηση αναίρεσης της διαμεσολάβησης και γένεσης της αμεσότητας. Επομένως, το γίγνεσθαι προσδιορίζεται ως μια στροφή προς αυτή την αμεσότητα και ως τέτοιο απαρτίζει την κίνηση του Πράγματος. 96. Το να είναι κίνηση του Πράγματος, σύμφωνα με τον Χέγκελ, απαλλαγμένη από τη διαφορά δεν σημαίνει παρά κίνηση εξαφάνισης της εμφάνειας της διαμεσολάβησης και ανάδυσης του Πράγματος μέσα στην ύπαρξη. 97. Είναι η ολότητα των συνθηκών που τίθεται ως προϋπόθεση ανάδυσης του Πράγματος στην ύπαρξη.
223.
ρισμένο-Είνοα ή είναι προσδιορισμένο, και τούτο ιδωμένο κατά διπλό τρόπο: αφενός μέσα στις συνθήκες του, αφετέρου μέσα στο θεμέλιό του''^. Μέσα στις συνθήκες το Πράγμα έχει προσλάβει τη μορφή του εξωτερικού Είναι που στερείται θεμέλιου, επειδή αυτό [το Πράγμα], καθόσον απόλυτη ανασκόπηση, είναι ο αρνητικός αυτο-σχετισμός και μετατρέπει τον εαυτό του σε προϋπόθεση του. Αυτό το προϋποτιθέμενο απόλυτο είναι, κατά συνέπεια, το χωρίς θεμέλιο άμεσο, το Είναι του οποίου δεν είναι τίποτα εκτός από το να είναι εδώ [= παρόν] ως κάτι που στερείται θεμέλιου. Όταν, κατά ταύτα, είναι παρούσες όλες οι συνθήκες του Πράγματος, όταν δηλ. η ολότητα του Πράγματος είναι τεθειμιένη ως ένα άμεσο που δεν έχει θεμέλιο, τότε τούτη η διεσπαρμένη πολλαπλότητα εσωτερικεύεται σ' αυτήν την ίδια. - Το Πράγμα ως όλο πρέπει να είναι παρόν μέσα στις συνθήκες του, ή όλες οι συνθήκες ανήκουν στην ύπαρξή του· γιατί όλες συγκροτούν την ανασκόττηση· ή το προσδιορισμένο-Είναι, επειδή αυτό είναι συνθήκη. είναι προσδιορισμένο δια της μορφής· οι προσδιορισμοί του, TJvεπώς, είναι προσδιορισμοί-ανασκόπησης και με τον ένα είναι ουσιαστικά τεθειμένοι οι άλλοι. - Η εσωτερίκευατ} των συνθηκών είναι, πρωτίστως, η πράξη, που οδηγεί το άμεσο προσδιορισμένοΕίναι στο βάραθρο^**, και το γίγνεσθαι του θεμέλιου. Αλλά δι' αυτού το θεμέλιο είναι ένα τεθειμένο τοιούτο, δηλ. όσο αυτό είναι θεμέ/νίο, τόσο είναι ανηρημένο ως θεμέλιο και [είναι] άμεσο Είναι. Όταν, λοιπόν, είναι παρούσες όλες οι συνθήκες του Πράγματος,
98. Το Πράγμα πρώτα είναι και μετά υπάρχει. Τι σημαίνει αυτό; ότι το Πράγμα ερχεται στην ύπαρξη, μόνο όταν βρίσκει το Είναι του μέσα στην ουσία. Γπ' αυτή την έννοια είναι το Απόλυτο, το οποίο, όπως το γνωρίσοψιε στο κεφάλαιο: για το ατ.ό/^το Απόλϋτο, έχει το προσδιορισμένο-Είναι του στους μορφικούς προσδιορισμούς των συνθηκών και του θεμέλιου, ειλημμένους τη μια φορά <ϋς διαφοροποιημένους σε θεμέλιο και συνθήκες, την άλλη ως ενοποιητική βάση. 99. das Zugrundegehen: Με τη διπλή σημασία του μεταβαίνειν στο βάραθρο και στο θεμέλιο. Οι συνθήκες που υπόκεινται στην αντικειμενική κίνηση της εσωτερίκευσης χάνονται μέσα στο θεμέλιο.
224.
τότε αυτές αναφούν τον εαυτό τους ως άμεσο προσδιορισμένοΕίναι και προϋπόθεση, και εξίσου αυτοαναφείται το OqiiXio'·*'. Το θεμέλιο δείχνεται μόνο ως μια εμφάνεια, η οποία εξαφανίζεται άμεσα· τούτη η ανάδυση, συνεπώς, είναι η ταυτολογική κίνηση του Πράγματος προς τον εαυτό του· και η διαμεσολάβησή του μέσω των συνθηκών και του θεμέλιου είναι ο εξαφανισμός αμφοτέρων. Η πράξη ανάδυσης μέσα στην ύπαρξη είναι, ως εκ τούτου, τόσο άμεση, ώστε αυτή να μην είναι διαμεσολαβημενη παρά από τον εξαφανισμό της διαμεσολάβησης'"'. Το Πράγμα αναδύεται από το θεμέλιο. Αυτό δεν θεμελιώνεται ή δεν τίθεται δια του θεμιέλιου μιε τρόπο που το τελευταίο να παρέμεινε κάτω [= ως ένα υπόστρωμα]· απεναντίας, το θέτειν είναι η κίνηση-εξόδου του θεμέλιου προς τον ίδιο τον εαυτό του και ο απλός εξαφανισμός αυτού του ίδιου. Το θεμέλιο προσ/Λμβάνει, μέσω της ενοποίησης με τις συνθήκες, την εξωτερική αμεσότητα και το στοιχείο του Είναι. Αλλά δεν την προσλαμβάνει ως κάτι το εξωτερικό, ούτε μέσω ενός εξωτερικού σχετισμού" αντίθετα, ως θεμέλιο, αυτό γίνεται τεθειμένο-Είναι, η απλή του ουσιαστικότητα ενοποιείται, μέσα στο τεθειμένο-Είναι, με τον εαυτό του και είναι, μιέσα σε τούτο το αναιρείν του ίδιου του εαυτού, η πράξη εξαφάνισης της διαφοράς του από το τεθειμένο-Είναι του· έτσι [είναι] απλή ουσιώδη αμεσότητα. Το θεμέλιο, λοιπόν, δε μένει πίσω σαν κάτι διαφορετικό από το θεμελιωμένο, αλλά η αλήθεια του θεμελιώνειν είναι πως το θεμέλιο εδώ μέσα
100. Εάν το άμιεσο προσδιορισμένο-Είναι των συνθηκών έγκειται στο να βρίσκονται αυτές σε απόλυτο χωρισμό μεταξύ τους, τότε η αναίρεση ενός τέτοιου Είναι εκπεμπει το νόημα ότι αυτές συναιρούνται σε μια ενότητα που συγκροτεί το θεμέλιο του Πράγματος. Όταν όμως το Πράγμα βρίσκει το επαρκές θεμέλιο, τότε το τελευταίο αναφείται, δηλ. έχει ήδη ολοκληρώσει την άρνηση του εαυτού του. 101. θεμέλιο και συνθήκες εμφανίζονται σε ένα άλλο επίπεδο λογικής ενοποίησης, το οποίο είναι η έξοδος του Πράγματος στην ύπαρξη. Μέσα σε τούτη την έξοδο, λοιπόν, εκμηδενίζονται αυτοί οι μορφικοί προσδιορισμοί για να έρθει στο φίος της λογικής ημέρας η αμεσότητα.
225.
ενοποιείται με τον ίδιο του τον εαυτό, έτσι που η ανασκόπηση του εντός άλλου να είναι η ανασκόττησή του εντός εαυτού. Το ΠράγμΛ, με τον ίδιο τρόπο που είναι το αττόλυτο [= το μη υποκείμενο σε σννθηκες], εξίσου είναι επίσης αυτό που στερείται θεμελίου, και αναδύεται από το θεμέλιο μόνο στο μέτρο που αυτό [το θεμέλιο] έχει πέσει στο βάραθρο και έπαψε να είναι θεμέλιο' [έτσι το Πράγμα αναδύεται] από αυτό που δεν έχει θεμέλιο, δηλ. από την ιδιαίτερη ουσιαστική αρνητικότητα ή την καθαρή μορφή· Αυτή η διαμεσολαβημένη από θεμέλιο και συνθήκη αμεσότητα και ταυτή με τον εαυτό της μέσα από την αναίρεση της διαμεσολάβησης είναι η όπαρξη^^.
102, Η ΐΛορξη, ως η ταυτή με τον εαυτό της αμεσότητα, έχει τη λογική της θεμεΛίωση όχι <τε ένα απόλυτο Είναι, το οποίο εκφράζει την αμεσότητα του ως εξωτερική διαφοροποίηση από το Άλλο, αλλά σε μια αμεσότητα που απηχεί τη λογική εξέ/αξτ, της καταβαράθρωσης του θεμελίου. Έτσι όμως η διαφορά δεν εξαφανίζεται μέσα στίφ/ καθαρή ανασκόπηση, αλλά έρχεται στο Είναι μέσα στο φαινόμενο και αποκτά μια ό)λη αυτονομία.
226.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ Η ουσία πρέπει να φαίνεται'. Το Είναι είναι η απόλυτη αφαίρεση· αυτή η αρνητικότητα δεν είναι κάτι εξωτερικό στο Είναι, αλλά τούτο είναι Είναι και τίποτε άλλο παρά Είναι μόνο ως αυτή η απόλυτη αρνητικότητα. Ένεκα αυτής της ίδιας [της αρνητικότητας], το Είναι είναι μωνο ως αυτο-αναιρούμιενο Είναι, και είναι οίκτία. Αλλά, αντίστροφα, η ουσία ως απλή ισότητα με τον εαυτό είναι ομοίως Είναι. Η Διδασκαλία περί του Είναι περιέχει την πρώτη πρόταση: Το Είναι είναι ουσία. Η δεύτερη πρόταση: Η ουσία είναι Είναι αποτελεί το περιεχόμενο του πρώτου κεφαλαίου της Διδασκαλίας περί της Ουσίας. Αλλά τούτο το Είναι, στο οποίο μετατρέπεται 225.
1. das Wesen muss erscheinen: Σύμφωνα με το νόημα της πρότασης η ουσία υπόκειται σε μχα κατ' αναγκαιότητα κίνηση φανέρωσης της. Η αναγκαιότητα όμως αυτή δεν είναι' μια εξωτερική τοιαύτη, ένας νόμος ή αρχή, η οποία κάνει την ουσία να φαίνεται. Αντίθετα, η σημασία της έγκειται στο ότι είναι η «λογική αναγκαιότητα» Φαιν. § 56 που διέπει την ουσία στην αυτοπροσδιοριστική της πορεία ως εμμενής εμφάνεια. Έτσι η ουσία χωρεί πέρα από την απολυτότητα της ανεπαρκούς υποκειμενικότητας που δε μπορεί να φτάσει στην ενότητα της εμμενούς σκέψης και της εξωτερικής ανασκόττησης των πραγμάτων. Η ουσία, για το Χεγκελ, δεν αποτελεί μια απλή και αδιαφοροποίητη βάση ή ένα απόλυτο υπόστρα)μα-υπόβαθρο του φαινομένου, αλλά ανήκει σ' αυτό το ίδιο και ως αρνητικότητα εκφράζει τη λογική δομική-σχέση της σύστοκτής του. Αυτό δείχνει ότι ο Χέγκελ ριζοσπαστικοποιειται εμφανώς από τη μεταφυσική παράδοση της ουσιοκρατιας. όπως την εξέφρασε κυρίως ο Th. von Aquin [δες το έργο του: über das Sein und das Wesen], καθώς και από την Καντιανή αντίληψη για τη μη γνοχημότητα του Πράγματος καθεαυτό. Το τελευταίο, για το Χέγκελ, δεν είναι άλλο από την ουσία, έτσι όπως αυτή απαντβ μέσα στον κόσμο του φαινομένου.
η ουσία, είναι το ουσιώδες Είναι, η ύπαφξτφ· ένα Είναι που ήρθε στο φως από την αρνητικότητα και την εσωτερικότητα. Έτσι φαίνεται η ουσία. Η ανασκόπηση είναι το εμφαίνεσθαι της ουσίας μεσα σε τούτη την iSia. Οι προσδιορισμοί [= κατηγορίες] αυτής της ίδιας [της ανασκότιησης] συμπεριλαμβάνονται μέσα στην ενότητα απλά και μόνο ως τεθειμένοι, «νηρημένοι [προσδιορισμοί]· ή η ανασκόπηση είναι η άμεσα μέσα στο τεθείμένο-Είναι της αυτο-ταυτή ουσία. Αλλ' εφόσον τούτη-εδώ είναι θεμέλιο, προσδιορίζεται ρεαλιστικά μέσω της ανασκόπησής της που αυτο-αναιρείται ή επιστρέφει εντός εαυτού' ακόμη, εφόσον αυτός ο προσδιορισμός ή το άλλως-Είναι της αναφοράς-θεμέλιου αναιρείται μέσα στην ανασκόπηση του θεμέλιου και γίνεται ύπαρξη. οι προσδιορισμοί-μορφής έχουν εδώ ένα στοιχείο της αυθυπόστασης. Η εμφάνειά τους ολοκληρώνεται σε φαινόμενο. Η ουσιότητα που έχει προωθηθεί σε αμεσότητα είναι πρωτίστως ύτζαφξη, και υπάρχον ή πράγμα^' - ως μχα αδιαφοροποίητη ενότητα της ουσίας μιε την αμιεσότητά της. Το πράγμα περιέχει, ασφαλώς, την ανασκόπηση, αλλά η αρνητικότητά της είναι, κατ' αρχήν, εξα>χιμμένη μέσα στην αμεσότητα του πράγματος· αύΑ. επειδή το θεμέλιο του είναι ουσιαστικά η ανασκόττηση, η αιιεσότΓ^ά του αυτοαναιρείται· αυτό γίνεται ένα τεθειμένο-Είναι. Έτσι αυτό είναι, δεύτερον, φαινόμενο. Το φαινόμιενο είναι ό,τι το πράγμα είναι καθεαυτό, ή η αλήθεια του. Αλλά τούτη η τεθειμένη μόνο, μέσα στο άλλως-Είναι ανασκοπημένη ύπαρξη είναι ομοίως η υπέρβαση του εαυτού της μέσα στην απεφότητά TTj^· στον κόσμο του φαινομένου αντιποφατίθεται ο εντός εαυτού ανασκοπημένος κόσμος, ο κόσμος που είναι καθεαυτόν. Α/λά το Είναι που φαίνεται και το ουσιά)δες Είναι βρίσκοί . Η υπαρξτ, δεν είναι τ ί π ο τ ε άλλο α π ό τ η ν α υ τ ο κ α τ α ν ό η σ η τ η ς ουσίας μ έ σ α σ τ η ν ο-υσιααττικό-ΓΓ,-ά τ η ς και όχι ακόμα μ έ σ α σ τ η ν ο λ ό τ η τ α τ η ς . •i. Ding: 'Οταν προηγουμένως ο Χ έ γ κ ε λ μΛούσε γ ι α τ ο Π ρ ά γ μ α ( S a c h e ) , εννοούσε να παραστήσει την ολική κίνηση τ η ς βιαμεσολαβημένης α μ ε σ ό τ η τ α ς , τ ώ ρ α μιλάει για το π ρ ά γ μ α που είναι προσδιορισμένο (υς ουσιώδης α μ ε σ ό τ η τ α .
228.
νται πάντως σε αλληλόσχετισμό. Έτσι η ουσία, τρίτον, tem ουσιώδης σχέση· αυτό που φαίνεται δείχνει [= φανερώνει] το ουσιώδες, κ(χι το τελευτοιίο τούτο είνοιι μίσα στο δικό του φοανόμενο. - Η σχέση είναι η ακόμη ατελής συνένωση της ανασκόπησης μέσα στο άλλως-Είναι και της ανασκόττησης εντός εαυτού· η εντελής αλληλοδιείσδυση αμφοτέρων είναι η πραγ^ιωτικότητα.
227.
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΥΠΑΡΞΗ Ακριβώς όπως η πρόταση του θεμέλιου εκφράζει: καθετί Ίζου είναι, έχει ένα θεμέλιο η είναι ένα χεθειμένο, ένα διαμεσολα6-ημένο, έτσι θα έπρεπε επίσης να διατυπώνεται μια πρόταση της Ύπαρξης και να εκφράζεται ως ακολούθως: καθετί που είναι, υπάρχει. Η αλήθεια του Είναι έγκειται στο να είναι όχι ένα πρώτο άμεσο, αλλά η ουσία που αναδύθηκε μ£σα στην αμεσότητα. Αλλά, όταν εξάλλου έλεγε κανείς επίσης: ό,τι υπάρχει έχει ένα θεμέλιο και είναι εξαρτημένο, τότε θα έπρεπε επίσης να λεχθεί εξίσου: αυτό δεν έχει κανένα θεμέλιο και είναι απόλυτο. Γιατί η ύπαρξη είναι η αμιεσότητα που αναδύθηκε από την αναίρεση της διαμεσολάβησης, η οποία εγκαθιστά μχα σχέση δια του θεμέλιου και της συνθήκης· [μια αμεσότητα], η οποία στο πλαίσιο της ανάδυσης αναιρεί αυτή τούτη την ανάδυση. Στο μέτρο που μπορεί εδώ να γίνεται λόγος για τις αποδείξεις περί της ΰποφξης του Θεού, εμείς πρέπει προηγουμένως να υπενθυμίσουμε ότι εκτός πρώτον από το άμεσο Είναι, και δεύτερον από την ύπαρξη, από το Είναι, το οποίο αναδύεται από την ουσία, υπάρχει ακόμα ένα τρίτο Είναι, το οποίο αναδύεται από την έννοια, [δηλ.] η αντικειμενικότητα^. - Το αποδεικνύειν είναι γενικώς η διαμεσολα^ημένη γνώση. Τα διάφορα είδη του Είναι απαιτούν ή περιέχουν το δικό τους ιδιαίτερο είδος της διαμεσολάβησης- έτσι η φύση του αποδεικνύειν γίνεται επίσης διαφορε4 . Objektivität: Την αντικεψιενικότητα ο Χ έ γ κ ε λ τ η ν π ρ α γ μ α τ ε ύ ε τ α ι σ τ η /•1α περί της έννοιας, καθότι α υ τ ή δεν π ρ ο κ ύ π τ ε ι α π ό τ η ν ύπαρξη.
230.
StSauxa-
τική σε σχέση με το καθένα. Η οντολογιχη απόδειξη θέλει να εκκινεί από την έννοια· λαμβάνει ως θεμέλιο την πεπτουσία [= ολοποιητική έννοια (Inbegriff)] όλων των ρεαλιστικών πραγματικοτήτων και συγκαταλέγει στη συνέχεια, υπό τη ρεαλιστική πραγματικότητα, και την ύπαρξη. Η οντολογική απόδειξη είναι, συνεπώς, η διαμεσολάβηση, η οποία είναι συλλογισμός και την οποία δεν πρόκειται ακόμη να την εξετάσουμε εδώ·''. Ήδη έχουμε λάβει υπόψη πιο πάνω (I τμ. I μέρ. σ. 27)^ τις αντφρήσεις του Kant για τούτη την απόδειξη και παρατηρήσαμε ότι ο Kant καταλαβαίνει υπό την Ύπαρξτη το προσδιορισμένο Είναι, δια του οποίου κάτι εισδύει μέσα στη συνάφεια της συνολικής εμπειρίας, δηλ. στον προσδιορισμό ενός άλλως-fiWi και στον σχετισμό προς άλλο. Έτσι κάτι, ως υπάρχον, είναι διαμεσολαβημένο από άλλο, και η ύπαρξη εν γένει είναι η πλευρά της διαμεσολάβησης του. Σε αυτό τώρα, που ο Καντ ονομάζει η έννοια, δηλ. σε κατιτί, εφόσον αυτό λαμβάνεται ως απλά μόνο αυτο-σχετιζόμενο, ή στην παράσταση ως τέτοια δεν υπάρχει η διαμεσολάβηση του· μιέσα στην αφηρημένη ταυτότητα με τον εαυτό η αντί-θεση έχει αφεθεί έξω. Η οντολογική απόδειξη θα είχε τώρα να δείξει ότι η απόλυτη έννοια, δηλ. η έννοια του Θεού, φτάνει στο προσδιορισμένο Είναι, στη διαμεσολάβηση· ή [να παρουσιάσει] πώς η απλή ουσία διαμεσολαβείται με τη διαμεσολάβηση. Τούτο συμβαίνει δια της υπαγωγής που έχουμε αναφέρει της ύπαρξης υπό το καθολικό της, δηλ. την ρεαλιστική πραγματικότητα, η οποία γίνεται δεκτή ως το ενδιάμεσο ανάμεσα στον θεό μέσα στην έννοιά του, από τη μια πλευρά, και την ύπαρξη από την άλλη. Αυτή η διαμεσολάβηση, εφόσον έχει τη μορφή του συλλογισμου, εδώ, όπως έχουμε πει, δεν τίθεται υπό συζήτηση. Αλλά η μέχρις
5. Αναλυτική ποφουσίαση του συλλογισμού επιχεφει ο Χέγκελ στη &£ασχαλία περι της έννοιας GW 12,
90-m.
6. Ο Χέγκελ εννοεί εδώ τον πρώτο τόμο (rrjv αντνκειμενίχ-ή Λογοίή) κοα το πρώτο βιβλίο (το Είναι). GW 11, 47 κ.εξ.
229.
ε(δω παρουσίαση έδειξε πώς είναι στ' αλήθεια η φυσική σύσταση εκείνης της διαμεσολάβησης της ουσίας με την ύπαρξη. Η φύση της ίδιας της αποδεικτικής διαδικασίας πρόκειται να εξετασθεί μέσα στην διδασκαλία περί της γνώσης''. Εδώ χρειάζεται μόνο να αναφέρουμε αυτό που σχετίζεται }χε τη φύση της διαμεσολάβησης εν γένει. Οι αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού προσάγουν ένα Θεμέλιο για τούτη την ύπαρξη. Αυτό δεν πρέπει να είναι ένα αντικειμενικό θεμέλιο της ύπαρξης του Θεού" γιατί τούτη [η ύπαρξη] είναι καθεαυτήν και διεαυτήν. Έτσι το θεμέλιο είναι απλώς ένα θεμέλιο για τη γνώση. Αυτό θεωρεί, συνεπώς, τον εαυτό του ότι είναι ένα θεμιέλιο, το οποίο εξαφανίζεται μέσα στο αντικείμιενο που φαίνεται πρωτίστως να είναι θεμελιωμένο απ' αυτό. Το θεμιέλιο, λοιπόν, το οποίο έλκει την καταγωγή του από την τυχαιότητα του κόσμου, εμπεριέχει την παλινδρόμηση αυτής της ίδιας [της τυχαιότητας] μέσα στην απόλυτη ουσία· γιατί το τυχαίο είναι εκείνο που αυτό καθεαυτό στερείται θεμέλιου και είναι αυτο-αναφούμενο. Κατ' αυτό τον τρόπο, συνεπώς, η απόλυτη ουσία προκύπτει στην πράξη από αυτό που στερείται θεμέλιου· το θεμέλιο αναιρεί τον ίδιο του τον εαυτό, συνάμα δε εξαφανίζεται η εμφάνεια της σχέσης που αποδόθηκε στο Θεό [και σύμφωνα με την οποία] αυτός είναι κάτι το θεμελιωμένο μέσα σε ένα άλλο. Ετούτη η διαμεσολάβηση είναι, ως εκ τούτου, η αληθινή τοιαύτη. Αλλά εκείνος ο αποδεικτικός διαλογισμός δεν γνωρίζει τη φυση τούτη της διαμεσολάβησής του" από τη μια, αυτός θεωρεί τον εαυτό του ως κάτι απλώς υποκειμενικό και απομακρύνει έτσι τη διαμεσολάβηση του από τον ίδιο το θεό, από την άλλη όμως, γΓ αυτό το λόγο, δεν αναγνωρίζει τη διαμεσολαβητική κίνηση· [δεν αναγνωρίζει] ότι αυτή είναι μέσα στην ίδκχ την ουσία και πώς είναι μέσα εδώ. Η αληθινή της σχέση έγκειται στο ότι αυτή είναι μέσα σε ένα αμφότερα τούτα: η διαμεσολάβηση ως 7. Στο τρίτο μέρος της Λογικής, στη θεωρώ της έννοιας.
232.
τέτοια, αλλά συγχρόνως μια αδιαμφισβήτητα υποκειμενική, εξωτερική [διαμεσολάβηση], δηλ. η εξωτερική προς τον εαυτό της διαμεσολάβηση, η οποία αναιρεί τον εαυτό της εκ νέου σ' αυτη την ίδια. Αλλά μέσα σε κείνη την παρουσίαση η ύπαρξη προσλαμβάνει τη στρεβλή σχέση, [η οποία συνίσταται] στο να φαίνεται μόνο ως κάτι το διαμεσολα^ημενο ή τεθειμένο». Έτσι, από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη επίσης δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται απλώς ως ένα άμεσο. Όταν λαμβάνεται με τον προσδιορισμό μιας αμεσότητας, η πράξη σύλληψης της ύπαρξης του Θεού έφτασε να είναι εκφρασμένη (ος κάτι το αναπόδεικτο και η γνώση περί αυτής της ύπαρξης ως μόνο μια άμεση συνείδηση, ως μια θρησκευτική πίστη. Η γνώση οφείλει να καταλήξει σε τούτο το αποτέλεσμα, ότι αυτή δεν ξέρεί τίποτα, δηλ. ότι εγκαταλείπει εκ νέου τη διαμεσολαβητική της κίνηση και τους ίδιους τους αναφυόμιενους μέσα σε τούτη προσδιορισμούς. Ετούτο κατέστη φανερό μέσα σε αυτό που προηγή&ηκε- χρειάζεται μιόνο να προσθέσουμε ότι η ανασκόπηση, τελειώνοντας με την αναίρεση του ίδιου του εαυτού της, δεν έχει, ως εκ τούτου, για αποτέλεσμα το μηδέν, έτσι ώστε τώρα η θετική γνώση περί της ουσίας, ως άμεση σχέση προς την τελευταία τούτη, να μπορούσε να είναι χωρισμένη από εκείνο το αποτέλεσμα και [να είναι] μια ιδιαίτερη εκπόρευση, μια πράξη που ξεκινά μόνο από τον εαυτό της· απεναντίας, το ίδιο το τέλος, αυτό το ζαίνειν στο βάραθρο της διαμεσολάβησης, είναι συνάμα το θεμέλιο, από το οποίο εκπορεύεται το άμεσο. Η γλώσσα, όπως σημειώσαμε πιο
8. Η εξωτερικευμένη προς τον εαυτό της διαμεσολάβηση ή η 5ta^xε!Joλάβηση ττης εξωτερικής ανασκόπησης δεν δύναται να γνωρίσει το δικό της έργο, γιατί δεν είναι η διαμεσολάβηση του ελεύθερου κάτι. Γι' αυτό το λόγο στηρίζεται στη διαμεσολάβηση της με το θεό. Κάθε προσπάθεια ωστόσο να χειραφετείται από τη διαμεσολάβηση τούτη είναι δέσμια μιας φορμαλιστικής σκέψης που αγνοεί την εξωτερικότητα της διαμεσολάβησης και απολήγει σε μια αφηρημένη ταυτότητα, στο πνεύμα ^ ς οποίας ο θεός «φαίνεται ως κάτι διαμεσολαβημένο ή τεθειμένο» Liebrucks 1974. σ. 253.
23.
πάνω'', ενώνει τη σημασία αυτής της βοφάθρωσης και του θε/χελιου- λένε πως η ουσία του θεού είναι η άβυσσος για τον πεπερασμένο Λόγο. Αυτή είναι πράγματι τούτο, στο μιέτρο που ο πεπερασμένος Λόγος εγκαταλείπει την περατότητα του και καταβυθίζει εκεί μέσα τη διαμεσολαβητική του κίνηση· αλλά τούτη η ά€υσσοζ, το αρνητικό θεμέλιο, είναι συγχρόνως το θετικό [θεμέλιο] της εκπόρευσης των όντων, της αυτήν καθεαυτήν άμεσης ουσίας'"· η διαμεσολάβηση είναι ουσιώδες στάδιο. Η διαμεσολάβηση μέσω του θεμέλιου αυτοαναιρείται, αλλά δεν αφήνει το θεμέλιο κάτω [= ως υπόστρωμα], έτσι που το εκπορευόμενο από αυτό να ήταν ένα τεθειμενο, το οποίο θα είχε την ουσία του αλλού, δηλ. μέσα στο θεμέλιο· απεναντίας, το θεμιέλιο τούτο είναι, καθότι άβυσσος, η διαμεσολάβηση που εξαφανίστηκε· και αντίστροφα, είναι μόνο η εξαφανισθείσα διαμεσολάβηση που συγχρόνως είναι το θεμέλιο, και είναι μόνο μέσω τούτης της άρνησης που είναι το ίσο προς τον εαυτό του και το άμεσο. Η ύπαρξη, λοιπόν, δεν πρέπει να λαμβάνεται εδώ ως ένα καττηγόρημα ή ως προσδιορισμός της ουσίας, μια πρόταση της οποίας θα μπορούσε να διατυπωθεί [ως εξής]: η ουσία υπάρχει ή εχεί ύπαρξη· — αλλά η ουσία έχει μεταβεί μέσα στην ύπαρξη· η ύπαρξη είναι η απόλυτη εξωτερίκευσή της, και τούτη [η ουσία] δεν έμεινε πίσω σε μια απώτερη πλευρά εκείνης. Η πρόταση, επομένως, θα μπορούσε να διατυπωθεί [έτσι]: η ουσία είναι η ύπαρξη· αυτή δεν είναι διαφοροποιημένη από την ύπαρξή της. - Η ουσία έχει μεταβεί μέσα στην ύπαρξη, κατά το μέτρο που η ουσία, ως θεμέλιο, δεν διαφοροποιείται πλέον από τον εαυτό της ως το θεμελιωμένο, ή [κατά το μέτρο που] εκείνο το θεμέλιο έχει αναιρεθεί. Αλλά τούτη η άρνηση είναι εξίσου ουσιαστικά η θέση
9. Λες στο τταρόν έργο σ. 145 κ.εξ. κοα σ. 147 κ.εξ. 10. Το θεμίλιο είν« η άρνηση της στατικής αρχής της βάσης και γίνεται η άβυσσος ττ)ς 'Jπαpξης. Γπ' αυτή την έννοια συνιστά το θετικό θεμέλιο, από όπου έρχο'/ται σε 'ύπαρξη τα όντα.
234.
της, ή απόλυτα θετική συνέχεια μιε τον εαυτό της· η ύπαρξη είναι η ανασκόττηση του θεμέλιου εντός εαυτού, η αυτο-ταυτότητά του που επιτεύχθηκε μέσα στην άρνησή του· άρα [είναι] η διαμεσολάβηση, η οποία έθεσε τον εαυτό της ως αυτο-ταυτόν και έτσι είναι αμεσότητα. Τώρα, επειδή η ύπαρξη είναι ουσιαστικά η αυτο-ταυτή διαμεσολάβηση, αυτή έχει κατά την πλευρά της τους προσδιορισμούς της διαμεσολάβησης, αλλά με τέτοιο τρόπο, που αυτοί να είναι συνάμα ανασκοτιημένοι εντός εαυτού και να έχουν ουσιαστικό και άμεσο υποστασιακό υφίστασθαι. [Ειλημμένη] ως η αμεσότητα που θέτει τον εαυτό της μέσω της αναίρεσης, η ύπαρξη είναι αρνητική ενότητα και εντός-εαυτού-Ειναί" αυτή προσδιορίζεται, συνεπώς, άμεσα ως κάτι που υπάρχει και ως πράγμα^ Κ Α.
ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΚΑΙ 01 ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ Η Ύπαρξη ως ένα Υπάρχον είναι τεθειμένη με τη μιορφή της αρνητικής ενότητας· η Ύπαρξη είναι ουσιαστικά αυτή η ενότητα. Αλλά τούτη η οφνητική ενότητα είναι πρώτιστα μόνο άμεσος προσδιορισμός· άρα [είναι] το Εν του Κάτι εν γένει. Το υπάρχον Κάτι όμως είναι διαφορετικό από το οντικό [= καταφατικό] Κάτι. Εκείνο είναι ουσιαστικά μιια τέτοια αμεσότητα, η οποία ανέκυψε μέσα από την εντός εαυτού ανασκόπηση της διαμεσολάβησης. Έτσι το υπάρχον Κάτι είναι ένα πράγμα.
11. Η ουσία δεν έχει στην ύπαρξη το κατηγόρημα της, αλλά είναι η ίάα χατηγορημΛ της ύπαρξης μ£ την έννοια ότι έχει μεταβεί στην ύπαρξη. Οντας, λοιπόν, κατηγόρημα, με το νόημα που το τελευταίο απαντά μέσα στη θεωρησιακή πρόταση, η ουσία τίθεται ως ανηρημένη και η ύπαρξη συνιστά την ολότητα της σχέσης θεμελίου - θεμελιωμένου. Ως τέτοια φέρει σ' αυτήν την ί&α τους προσδιορισμούς της διαμεσολάβησης, οι οποίοι ανασκοπούνται μέσα τους και την καθιστούν μια αρνητική ενότητα που συλλαμβάνεται στη συνεκτικότητα της έννοιας του πράγματος. .·\υτή η έννοια είναι που θα κλείσα μέσα της τις ιδιότητες του πράγματος.
235.
To πράγμα διαφοροποιείται από την Ύπαρξη του, ακριβώς όπως το Κάτι μπορεί να διαφοροποιείται από το Είναι του. Το πράγμα και το Γπάρχον είναι άμεσα ένα και το αυτό. Αλλά, επειδή η Ύπαρξη δεν είναι η πρώτη αμεσότητα του Είναι, παρά έχει στους κόλπους της το στάδιο της διαμεσολάβησης, ο προσδιορισμός της ως πράγμα και η διαφοροποίηση αμφοτέρων δεν είναι μια μετάβαση, αλλά ουσιαστικά μια ανάλυση· και η Ύπαρξη ως τέτοια περιέχει την ίδια τούτη τη διαφοροποίηση μιέσα στο στάδιο της διαμεσολάβησης της· - τη διαφορά του πράγματοςκαθεαυτό και της εξωτερικής Ύπαρξης a. Πράγμα καθεαυτό και Ύπαρξη 1. Το πράγμα καθεαυτό είναι το Υπάρχον, [εννοημιένο] ως το ουσιώδες άμεσο, το οποίο έχει ποιρουσία χάρη στην ανηρημένη διαμεσολάβηση. Κατά ταύτα, η διαμεσολάβηση είναι ομοίως ουσιώδης στο πράγμα καθεαυτό' αλλά η διαφορά, μέσα σε τούτη την πρώτη ή άμεση Ύπαρξη αποσυντίθεται σε αδιάφορους προσδιορισμούς. Η μια πλευρά, δηλ. η διαμεσολάβηση του πράγματος. είναι η μη-ανασκοτνημενη του αμεσότητα" άρα το Είναι του εν γένει, το οποίο, επειδή είναι συνάμια προσδιορισμιένο ως διαμιεσο>'ά:βηση, είναι ένα άλλο προς τον ίδιο του τον εαυτό προσδιορισμένο-Είναι και εντός εαυτού ποικίλο και εξωτερικό. Αυτό όμως δεν είναι μόνο προσδιορισμένο-Είνοιι, αλλά [είναι] σχετιζόμενο προς την ανηρημένη διαμεσολάβηση και ουσιώδη αμεσότητα· Στην περίπτωση τούτη, όπου η ύπαρξη μεταβαίνει (ττο πράγμα, δεν πρόκειται για ττ, μετάβαστι, όπως τη γνωρίσαμε ως πέρασμα από τον ένα όρο στον άλλο, αλ>Λ για μια &αρκή δ'ϋνατότητα της ύπαρξης να δρίσκει έκφραση στο πράγμα: οι ανασκοπικές προσδιοριστικότητες ως ι&ότητες του πράγματος και η αμεσότητα της '^πα^ξτ,ς ως προσδιορισμός του πράγματος διαφοροποιούνται μόνο υπό την έννοια ότι ερμηνεύονται, όταν εξωτερικεύονται, ως εσωτερική διαφοροποίηση της ύπαρξης και του πράγματος καθεα'^τό [= της ουσίας],
236.
συνεπώς, είναι το προσδιορισμένο-Είναι (υς επουσιώδες, ως τεθειμένο-Είναι'3. - (Όταν το πράγμα είναι διαφοροποιημένο από την Ύπαρξή του, τότε αυτό είναι το ίυνατόν, το πράγμα της π^άστασης ή το πράγμα [= πλάσμα] της σκέψης, το οποίο ως τέτοιο δεν υποχρεούται να υπάρχει συγχρόνως. Ο προσδιορισμός της δυνατότητας και η αντίθεση του πράγματος προς την Ύπαρξη έρχεται ωστόσο αργότερα). - Αλλά το πράγμα-καθεαυτό και το διαμεσολαβημιένο του Είναι περιέχονται αμupότεpα μέσα στην Ύπαρξη και τα ίδια αυτά τα δύο είναι Τπάρξεις· το πράγμα-καθεαυτό υπάρχει και είναι η ουσιώδης Ύπαρξη του πράγματος, το διαμεσολαβημένο Είναι όμως είναι η επουσκΰδης Ύπαρξη του. Το πράγμα, καθεαυτό, καθόσον η απλή συντελεσμένη εντός εαυτού ανασκόττηση της Ύπαρξης, δεν είναι το θεμέλιο του επουσιώδους προσδιορισμένου-Είναί" αυτό είναι η ακίνητη, απροσδιόριστη ενότητα, ακριβώς επειδή έχει το χαρακτηριστικό να είναι η ανηρημίνη διαμεσολάβηση, και ως εκ τούτου μόνο η ζάίτη αυτού του ίδιου [του προσδιορισμένου-Είναι]. Γι' αυτό το λόγο πέφτει επίσης έξω από το πράγμα-καθεαυτό η ανασκόπηστ: που λαμβάνεται ως ένα αυτοδιαμεσολαβούμενο μιέσω άλλου προσδιορισμένο-Είναι. Αυτό [το πράγμα καθεαυτό] δεν υποχρεούται να έχει προς τη μεριά του καμιά προσδιορισμένη πολλαπλότητα· και γι' αυτό προσλαμβάνει το πρώτον τούτη-εδώ μόνο, όταν έρχεται σε σχέση με τψ εξωτερική ανασκόπηση· όμως αυτό μένει αδιάφορο απέναντι στην τελευταία. (Το πράγμα-καθεαυτό έχει χρώμα μιόνο, όταν έρχεται σε σχέση με το μάτι, οσμή [όταν έρχεται σε σχέση] με τη μύτη κ.λπ.). Η διαφορετικότητά του είναι οι ε13. Εδώ δεν αντιπαρατίθεται το πράγμα σαν δυνατότητα προς τον εαυτό του <>κ ύπαρξη, αλλά πρόκειται για την ανασχοπική κίνηση αυτού του ίδιου, γιατί μια αντίθετη σύλληψη δεν θα υπερέβαινε το Καντιανό νοούμενο, «το οποίο συνδέεται αναπόφευκτα με τον περιορισμό της αισθητικότητας μας, αν δηλ. είναι δυνατόν να υπάρχουν αντικείμενα εντελώς αδέσμευτα από κάθε τέτοιο είδος εποπτείας» Kant Kr.d.r.V. Β 344.
237.
πόψεις που λαμβάνει ένα άλλο, οι καθορισμένες σχέσεις, που συνάπτει τούτο [το άλλο] με το πράγμα-καθεαυτό και οι οποίες δεν είναι οι ιδιαίτεροι προσδιορισμοί του τελευταίου'^. 2. Αυτό το άλλο είναι τώρα η ανασκόπηση, η οποία, προσδιορισμένη ως εξωτερική, είναι, κατά πρώτον, εξωτερική προς τον iSto τον εαυτό τηζ και [είναι] η προσδιορισμένη πολλαπλότητα. Κατά δεύτερον, αυτή είναι εξωτερική ως προς το ουσιαστικά Γπάρχον και αναφέρεται σ' αυτό σαν στην απόλυτη προϋπόθεση της. Αλλά τα δύο τούτα στάδια της εξωτερικής ανασκόπησης, η ιδιαίτερη αυτής πολλαπλότητα και η αναφορά της στο πράγμα-καθεαυτό, που είναι σ' αυτήν άλλο, είναι ένα και το αυτό. Γιατί τούτη η ύπαρξη είναι μόνο εξωτερική, κατά το μιέτρο που αναφέρεται στην ουσιώδη ταυτότητα σαν σε ένα Άλλο. Η πολλαπλότητα δεν έχει, συνεπώς, ένα ξεχωριστό αυθύπαρκτο υφίστασθαι στο επέκεινα του πράγμιατος-καθεαυτό, αλλά είναι μόνο ως εμφάνεια ως προς το τελευταίο, μέσα στην αναγκαία της αναφορά σε τούτο [είναι] ως αντανάκλαση που υφίσταται διάθλαση σ' αυτό. Η διαφορετικότητα είναι, λοιπόν, παρούσα ως η αναφορά ενός άλλου στο πράγμα-καθεαυτό" τούτο όμιως το άλλο δεν είναι κάτι που υφίσταται για τον εαυτό του, αλλά είναι μόνο ως αναφορά στο πράγμα-καθεαυτό" αλλά ταυτόχρονα δεν είναι παρά ως αυτό που απωθείται από το τελευταίο· αυτό είναι έτσι η χωρίς στήριγμα αντώθηση του εαυτού του μέσα στον εαυτό του. Στο πράγμα-καθεαυτό, συνεπώς, επειδή αυτό είναι η ουσιώδης ταυτότητα της Ύπαρξης, δεν φτάνει τώρα η στερημένη ουσίας ανασκόπηση, αλλά τούτη-εδώ καταβυθίζεται [= καταρρέει] εντός εαυτού, όντας εξωτερική προς εκείνο. Αυτή πέφτει στο βάραθρο [= μεταβαίνει στο θεμέλιο] και η ίδια γίνεται έτσι ουσιώδης ταυτότητα ή πράγμα-καθεαυτό. - Όλα αυτά μπορούν ε14. Οι ζέσεις αυ-χς δεν ανήκουν στην προσδιοριστιχότητά του, αλλά δεν παύουν να αναπτ-^τσονται στη σύνολη σφαίρα όπου κινείται το πράγμιβ.
238.
πίσης να ιδωθούν ως εξής: η στερημένη ουσίας Ύπαρξη έχει στο πράι^-καθεαυτό την ανασκότιησή της εντός εαυτού" αυτή αναφέρεται κατ' αρχήν σ' αυτό σαν στο Άλλο της- αλλά ως το αλλο σε σχέση με αυτό που είναι καθεαυτήν, ετούτη είναι μόνο η πράξη αναίρεσης του εαυτου της και η διαδικασία που οδηγεί στο καθεαυτό-Είναι. Το πράγμα-καθεαυτό είναι έτσι ταυτό με την εξωτερική Ύπαρξη. Αυτό παρουσιάζεται στο πράγμα-καθεαυτό ως εξής. Το πράγμα-καθεαυτό είναι η ουσώδης Ύπαρξη που αναφέρεται στον εαυτό της· αυτό είναι η ταυτότητα μιε τον εαυτό μιόνο στο βαθμό που περιέχει την αρνητικότητα της ανασκόπησης εντός εαυτού' έτσι, εκείνο που εμφανιζόταν ως μια Ύπαρξη εξωτερική σ' αυτό. είναι ένα στάδιο στο εσωτερικό αυτού του ίδιου. Το πράγμα, κατά ταύτα, είναι επίσης ένα αυτο-απωθούμενο πράγμα-καθεαυτό. το οποίο συμπεριφέρεται έτσι προς τον εαυτό του σαν προς ένα Άλλο. Γι αυτό, τώρα είναι παρούσα μια πολλότητα πραγμάτωνκαθεαυτά, τα οποία λαμβάνουν χώρα το ένα μιε το άλλο μέσα στη σχέση της εξωτερικής ανασκόπησης. Αυτή η επουσιώδης Ύπαρξη είναι η σχέση τους προς άλληλα σαν προς άλλα* αλλά η ίδια τούτη [η Ύπαρξη] είναι επί πλέον σ' αυτά ουσιώδης, - ή αυτή η επουσιώδης Ύπαρξη, με το να καταβυθίζεται [= καταρρέει] εντός εαυτού, είναι πράγμια-καθεαυτό, αλλά ένα άλλο από ό,τι εκείνο το πρώτο' γιατί εκείνο το πρώτο είναι άμιεση ουσιαστικότητα, ενώ τούτο-εδώ είναι το εχπορευόμενο από την επουσιώδη Ύπαρξη. Αλλά αυτό το άλλο πράγμα-καθεαυτό δεν είναι παρά ένα άλλο εν γένει· διότι, όντας πράγμα αυτο-ταυτό δεν έχει καμιά άλλη προσδιοριστικότητα σε σχέση με το πρώτο· αυτό είναι η ανασκ07α]ση εντός εαυτού της επουσιώδους Ύπαρξης όπως το πρώτο. Η προσδιοριστικότητα έναντι αλλήλων των διαφορετικών πραγμάτων-καθεαυτά πέφτει, κατά συνέπεια, στην εξωτερική ανασκόττηση. 3. Ετούτη η εξωτερική ανασκόπηση είναι εφεξής μια σχέση του ενός προς το άλλο των πραγμάτων-καθεαυτά, η αψΜ&χία 239.
τους διαμεσολάβηση ως άλλων. Τα πράγματα-καθεαυτά είναι έτσι οι ακραίοι όροι ενός συλλογισμού, τον μέσο όρο του οποίου συνιστά η εξωτερική τους Ύπαρξη· η Ύπαρξη, δια της οποίας αυτά είναι άλλα το ένα για το άλλο και διαφοροποιημένα. Ετούτη η διαφορά τους εμπίπτει μόνο μ^σα στο σχετισμό τουζ' αυτα στέλλουν, για να το πούμε έτσι, μόνο από την επιφάνειά τους προσδιορισμούς μέσα στο σχετισμό, προς τον οποίο παραμένουν αδιάφορα ως απόλυτα ανασκοπημένα εντός εαυτού'^. - Αυτή η σχέση τώρα αποτελεί την ολότητα της Ύπαρξης. Το πράγμακαθεαυτό βρίσκεται να σχετίζεται με μια εξωτερική σε αυτό ανασκόπηση, εντός της οποίας έχει ποικίλους προσδιορισμούς· αυτό είναι η απώθηση του εαυτού του από τον εαυτό του μιεσα σε ένα άλλο πράγμα-καθεαυτό· τούτη η απώθηση είναι η αντώΟηση του εαυτού του εντός του εαυτού του, εφόσον το καθένα είναι μόνο ένα Άλλο που αντανακλάται έξω από το Άλλο· αυτό έχει το τεθειμένο-Είναι του όχι σ' αυτό το ίδιο, αλλά σε ένα Ά>λο. είναι προσδιορισμένο μόνο μέσα από την προδιοριστικότητα του Άλλου. Αλλά αμφότερα τα πράγματα-καθεαυτά, επειδή έτσι δεν έχουν στους κόλπους τους τη διαφορετικότητα, παρά μόνο το καθένα [την έχει] στο άλλο, αυτά δεν είναι διαφοροποιημένα· το πράγμα-καθεαυτό. εφόσον οφείλει να συνάπτει σχέση με τον άλλο ακραίο όρο σαν με ένα άλλο πράγμα-καθεαυτό, συνάπτει σχέση με ένα πράγμα μη-διαφοροποιημένο από τούτο, και η εξωτερική ανασκόπηση, η οποία όφειλε να συνιστά το διαμεσολαβητικό σχετισμό ανάμεσα στους ακραίους όρους, είναι μόνο μια σχέση του πράγματος-καθεαυτό προς τον εαυτό του ή κατ' ουσίαν η ανασκόπησή.του εντός εαυτού· αυτή [η εξωτερική ανασκόπηση] είναι έτσι καθεαυτήν ούσα προσδιοριστικότητα,
Ii). Η ΟΜςκ,ρά. !T'Jveπώς. ανάμεσα στα πράγματα καθεαυτά δεν είναι εμμενής διαφορά α'Jτωv, αλλά εμπίπτει στην αμοιβαία τους σχέση μέσα στο στοιχείο του Είναι. Λυττ, η σχέση λοιπόν, στα πλαίσια του ενδιάμεσου όρου της εξωτερικής «νασκόττηΤΓ,ζ η ύπαρξης, είναι η ίδια η ανασκόπηση εντός εαυτού του πράγματος καθεαυτό.
240.
ή η προσδιοριστικότητα του πράγματος-καθεαυτό. Ετούτο-δω λοιπόν δεν έχει την προσδιοριστικότητα μέσα σε έναν -εξωτερικό προς αυτό- σχετισμ« με ένα άλλο πράγμα-καθεαυτό και [μέσα σε ένα σχετισμό] του άλλου με αυτό· η προσδιοριστικότητα δεν είναι μόνο μια επιφάνεια του πράγ^Λτος-καθεαυτό, αλλά είναι η ουσιώδης διαμεσολάβηση του εαυτού του με τον εαυτό του σαν με ένα άλλο. - Αμφότερα τα πράγματα-καθεαυτά, τα οποία οφείλουν να συγκροτούν τους ακραίους όρους του σχετισμού, εφόσον υποτίθεται ότι δεν έχουν καθεαυτά καμιά προσδιοριστικότητα έναντι αλλήλων, στην πράξη καταβυθίζονται σε ένα· δεν υπάρχει παρά Ένα πράγμα-καθεαυτό, το οποίο μέσα στην εξωτερική ανασκόττηση βρίσκεται σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό, και είναι η Stxij του αναφορά στον εαυτό του σαν σε ένα άλλο που συνιστά την προσδιοριστικότητά του. Αυτή η προσδιοριστικότητά του πράγματος-καθεαυτό είναι η ιΜτητα του πράγματος^^. b.
Η ιδιότητα Η ποιότητα είναι η άμεση προσδιοριστικότητά του Κάτι, το ίδιο το αρνητικό, δια του οποίου το Είναι είναι Κάτι. Έτσι η ιδιότητα του πράγματος είναι η αρνητικότητα της ανασκόπησης, δια της οποίας η Ύπαρξη εν γένει είναι ένα υπάρχον και, (ος απλή ταυτότητα με τον εαυτό, είναι πράγμα-καθεαυτό''. Αλλά η
16. Η ανασκότιηση, που φαινόταν να είναι εξωτεριχ(ευμ«ν)η στο πράγμα, έρχεται να αναδυθεί αχ; η χατ' εξοχήν προσδορκτηχότητά του και να εγκυρωβεί αχ; ι&όττ;τά του. 17. Ο Χέγκελ βλέπει την ι&ότητα του πράγματος να είναι εκείντ] η αρνητικότητα της ανασκόπησης, σύμφωνα με την οποία τα πράγματα αυτο-απΐι>9ούντβι το ένα από το άλλο. Ως εκ τούτου η ι&ότητα είναι αυτη που προσ&οριζβ το πράγμα να βναι καθεαυτό μόνο, όταν έρχεται στην ύπαρξη και ^χσκεται προς αυτή ίττη σχέση του υπάρχοντος κάτι.
241.
αρνητικότητα της ανασκόπησης, η ανηρημένη διαμεσολάβηση, η ίδια είναι ουσιαστικά διαμεσολάβηση και αναφορά, όχι σε ένα άλλο εν γένει, όπως η ποιότητα που λαμβάνεται ως η μη ανασκοπημένη προσδιοριστικότητα, αλλά αναφορά στον εαυτό σαν σε ένα Άλλο ή διαμεσολάβηση, η οποία άμεσα είναι όχί λιγότερο ταυτότητα με τον εαυτό. Το αφηρημένο πράγμα-καθεαυτό είναι το ίδιο τούτη η σχέση που επανέρχεται από το άλλο μέσα στον εαυτό της· αυτό είναι έτσι προσδιορισμένο αυτό καθεαυτό' αλλά η προδιοριστικότητά του είναι υφή, η οποία, ως τέτοια, η ίδια είναι προσδιορισμός και, ως σχέση προς άλλο, δεν μεταβαίνει μέσα στο άλλως-Είναι και είναι απαλλαγμένη από την μεταβολή^^. Ένα πράγμα έχει ιδιότητες- αυτές είναι, κατά πρώτον, οι καθορισμένες του αναφορές σε άλλο- η ιδιότητα είναι παρούσα μόνο ως ένας τρόπος της σχέσης προς ά λ λ η λ α α υ τ ή [η ιδιότητα] είναι, συνεπώς, η εξωτερική ανασκόπηση και η πλευρά του τεθειμένου-Είναι του πράγμιατος. Αλλά, δεύτερον, το πράγμα, μχσα σε τούτο το τεθειμένο-Είναι, είναι καθεαυτό" διατηρείται μέσα στην αναφορά προς άλλο" αυτό είναι αναμφίβολα τότε μόνο μια επιφάνεια, με την οποία η Ύπαρξη αφήνεται στο γίγνεσθαι του Είναι και στη μεταβολή· η ιδιότητα δεν χάνεται εδώ μέσα-ο. Ένα πράγμα έχει την ιδιότητα να πραγματοποιεί αυτό ή εκείνο μέσα στο άλλο και με ένα χαρακτηριστικό τρόπο να εξωτερικεύεται μέσα στην αναφορά του [σ' αυτό]. Αποδεικνύει αυτή 18. Η υφή δηλ. είναι ένοις προσδιορσμός της λογικής κίνησης και όχι μια επανεμφανιζόμενη αμεσότητα, η οποία προήλθε από μεταβολή και πρέπει εξίσου καλά να υποστεί μεταβολή. Ως τέτοια λοιπόν η υφή ταυτίζεται με την προσδιοριστικότητα του πράγματος και συνιστά εμμενή ίδιότητά του. 1!). Εναλλακτική μεταφραστική λύση: ως ένας τρόπος του y>a είιχχι σε σχέση το ένα με το ά/ΐο. Μια πρώτη προσέγγιση της ιδιότητας: Η ιδιότητα είναι αυτό που κάνει το πράγμα ν« αναφέρεται σε ό,τι το ίδιο είναι μέσα από τη σχέση του πρωτίστως προς το άλλο πράγμα. •20. Μια δεύτερη προσέγγιση της ιδιότητας: Η ιδιότητα δεν χάνεται μέσα στη σχέση του πράγματος προς άλλο πράγμα, δηλ. μέσα στην υφή, αλλά παραμένει ως η ταυτότητα του πράγματος με τον εαυτό του.
242.
την ιδιότητα μόνο υπό τον όρο ότι το άλλο πράγμα έχει μια αντίστοιχη υφή· (^γχρονα όμως η ιδιότητα είναι χαραχτηρίστιχ-η στο πρώτο πράγμα και είναι η αυτο-ταυτη του βάση· - γι' αυτό, τούτη η ανασκοπημένη ποιότητα ονομάζεται ιδιότητα. Μέσα εκεί το πράγμα μεταβαίνει σε μια εξωτερικότητα, αλλά η ιδιότητα διατηρείται. Το πράγμα, χάρη στις ιδιότητές του, γίνεται αιτία, και η αιτία έγκειται στο να διατηρείται ως αποτέλεσμα. Εν τούτοις, το πράγμια εδώ είναι, πρωτίστως, μόνο το ήρεμιο πράγμα των πολλών ιδιοτήτων δεν [είναι] ακόμα προσδιορισμένο ως πραγματική αιτία· αυτό κατ' αρχήν είναι μόνο η καθεαυτήν-ούσα ανασκόπηση, δεν είναι ακόμη η ίδια η ανασκόπηση που θέτει τους προσδιορισμούς του^'. Το πράγμα-καθεαυτό δεν είναι λοιπόν, όπως αποδείχθηκε, ουσιαστικά μόνο ένα τέτοιο πράγμα-καθεαυτό που οι ιδιότητές του να είναι τεθειμένο-Είναι μιας εξωτερικής ανασκόπησης- απεναντίας, αυτές είναι οι δικοί του ιδιαίτεροι προσδιορισμοί, δια των οποίων αυτό συμπεριφέρεται με ένα καθορισμιένο τρόπο· αυτό δεν είναι μια στερημένη προσδιορισμού βάση που βρίσκεται εκείθεν της εξωτερικευμένης του Ύπαρξης, αλλά είναι παρόν μέσα στις ιδιότητές του ως θεμιέλιο, δηλ. αυτό είναι η ταυτότητα με τον εαυτό μέσα στο τεθειμένο-Είναι του· - αλλά συνάμα [είναι παρόν] ως ευρισκόμενο κάτω από συνθήκες θεμέλιο· δηλ. το τεθειμένο -Είναι του είναι εξίσου μιια εξωτερικευμένη στον εαυτό ανασκότΐηση· αυτό είναι ανασκοπημένο εντός εαυτού και είναι καθεαυτό, μόνο στο βαθμό που είναι εξωτερικό. - Μέσω της Ύπαρξης, το πράγμα εισδύει σε εξωτερικούς σχετισμούς- και η Ύπαρξη συνίσταται σε τούτη την εξωτερικότητα· αυτή είναι η αμεσότητα του Είναι και το πράγμα [είναι] έτσι υποταγμένο 21. Ενώ επιχεφείται μια πρώτη αναφορά υτην αιτιώδη-σχέση, την οποία (h πραγματευθεί ο Χέγκελ στη συνέχεια του παρόντος έργου [δες σελ. 371 κ. εξ.], το πρόβλημuz της σχέσης ανιχνεύεται εδώ στο πνεύμα της εξωτερικής ανασκόπησης που προσιδιάζει στο πράγμα των πολλών ιδιοτήτων, γιατί το συνέχει με τον εαυτό του. όταν το αντιθέτει σχις ιδιότητες του και αντιστρόφως.
243.
στην αλλαγή. - Τούτη η μνεία της αναφοράς-θεμέλιου δεν πρέπει να λαμβάνεται ωστόσο εδώ κατά τρόπο, που το πράγμα εν γένει να είναι προσδιορισμένο ως θεμέλιο των ιδιοτήτων του· η ίδια η πραγμότητα είναι, ως τέτοια, ο προσδιορισμός-θεμέλιου" η ιδιότητα δεν είναι διαφοροποιημένη από το θεμέλιό της, ουτε αποτελεί απλώς το τεθειμένο-Είναι, αλλά είναι το θεμέλιο που έχει μεταβεί στην εξωτερικότητά του και έτσι είναι αληθινά ανασκοττημένο εντός εαυτού· η ίδια η ιδιότητα ως τέτοια είναι το θεμέλιο, ένα τεθειμιένο-Είναι που είναι καθεαυτό" ή το θεμέλιο συνιστά τη μορφή της ταυτότητας της ιδιότητας με τον εαυτό της· η προσόιοριστικότητά της^^ είναι η εξωτερικευμένη στον εαυτό ανασκόπηση του θεμέλιου· και το όλο [είναι] το θεμιέλιο που μέσα στην απώθησή του και στο προσδιορίζειν, μέσα στην εξωτερική του αμεσότητα είναι αυτο-σχετιζόμ^ο [θεμέλιο]. Το πράγμα-καθεαυτό υπάρχει λοιπόν ουσιαστικά, και το ότι υπάρχει σημαίνει, αντίστροφα, πιος η Ύπαρξη, ως εξωτερική αμεσότητα, είναι συγχρόνως καθεαυτό-Είναι. Παρατήρηση Έγινε ήδη μνεία πιο πάνω (1. μέρος σ. 64^3) του πράγματος-καθεαυτό σε σχέση μ£ το στάδιο του προσδιορισμένου-Είναι, με το καθεαυτό-Είναι και παρατηρήσαμε σχετικά πως το πράγμα-καθεαυτό ως τέτοιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κενή αφαίρεση από κάθε προσδιοριστικότητα, για το οποίο [πράγμα] αναντίρρητα κανείς δεν μπορεί να ξέρει τίποτα, για το λόγο ακριβώς ότι αυτό οφείλει να είναι η αφαίρεση από κάθε προσδιορισμό. Αφού έτσι το πράγμα-καθεαυτό προϋποτίθεται ως το απροσδιόρι-
22. Αναφέρεται στην ι&ότητα. 23 Ο Χέγκελ εννοεί ως πρώτο τμ,ήμα το πρώτο βιβλίο της Λογικής [·η δι&χσχαλία πεμ τον ß W ] , Η αναφορά του παραπέμπει στην παρουσίαση του πράγμΛτος καθεαυτό από τη σκοπιά της λογικής κατηγορίας του Είναι.
244.
στο, κάθε προσδιορισμός πέφτει έξω απ' αυτό το ί&ο, μέσα σε μια ανασκόπηση που του είναι ξένη και απέναντι στην οποία αυτό είναι αδιάφορο. Για τον υπερ&χτολογιχό Ιδεαλισμό αυτή η εξωτερική ανασκόπηση είναι η συνείδηστ^^. Εφόσον αυτό το φιλοσοφικό σύστημα μεταθέτει μέσα στη συνείδηση κάθε προσδιοριστικότητα των πραγμάτων, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμ^ο, τότε, από αυτήν την άποψη, πέφτει σε μένα, στο υποκείμενο, το γεγονός ότι εγώ βλέπω τα φύλλα του δέντρου όχι ως μαύρα, αλλά ως πράσινα, τον ήλιο ως στρογγυλό και όχι ως τετράγωνο, ότι η ζάχαρη στη γεύση είναι γλυκιά και όχι πικρή, ότι εγώ προσδιορίζω τον πρώτο και τον δεύτερο κτύπο του ρολογιού ως αλληλοδιαδόχους και όχι παράπλευρους, ούτε τον πρώτο ως αιτία, ούτε ακόμη ως αποτέλεσμα του δεύτερου κ.ο.κ. Σ' αυτή την ακατέργαστη παρουσίαση του υποκειμενικού Ιδεαλισμιού αντιφάσκει άμιεσα η συνείδηση της ελευθερί<χς, σύμφωνα με την οποία Εγώ ξέρω εμένα ως το καθολικό και απροσδιόριστο, ξεχωρίζω από μιένα τους ποικίλους και οιναγκαίους προσδιορισμούς και τους αναγνωρίζω ως κάτι το εξωτερικό για μένα που προσήκει μόνο στα πράγματα. - Μέσα σε αυτή τη TJνείδηση της ελευθερίας του το Εγώ είναι στον εαυτό του εκείνη η αληθινή, εντός εαυτού ανασκοττημένη ταυτότητα, η οποία όφειλε να είναι το πράγμα-καθεαυτό. - Σε άλλο μέρος^^ έχω δείξει πως εκείνος ο υπερβατολογικός Ιδεαλισμός δεν υπερβαίνει τον περιορισμό του Εγώ από το αντικείμενο, σε γενικές γραμμές [δεν υπερβαίνει] τον πεπερασμένο κόσμο, αλλά αλλάζει μόνο τη μορφτή του φραγμού, η οποία παραμένει για αυτόν κάτι το απόλυτο, με το να της προσδίδει δηλ. αντί για το αντικειμενικό σχήμα μόνο το υπο243. 24. Στην περίπταχιη του υπερβατολογικού ΙΒεαλιαμοΰ του Kant ο Χέγκελ υπαινίσσεται το λογικό status της συνείδησης ως ενός υποκειμένου της αντιληπτικής δραστηριότητας και υπ' αυτό το πνεύμα διατυπώνει την κριτική του απέναντι στον Kant. 25. Ο Χέγκελ αναφέρεται στο έργο του Gkulfen und IVissen [= Πίστη *« i W i - J . Δες G W 4 , 313-414, ιδιαίτερα σ. 325 κ.εξ.
κειμενικό και με το να μετατρέπει σε προσδιοριστικότητες του Εγώ και σε ένα κυκλώνα εναλλαγής αυτών [των προσδιοριστικοτήτων] - [κυκλώνα] που λαβαίνει χώρα μέσα σε αυτό [το Εγώ] σαν ετούτο να ήταν ένα πράγμα - εκείνο το οποίο η κοινή συνείδηση ξέρει πως είναι μχα τϊολλαπλότητα και μια μεταβολή που ανήκει μόνο σε πράγματα εξωτερικά προς τούτο [το Εγώ]. Προς το παρόν εξετάζουμε μόνο το πράγμα-καθεαυτό και την κατ' αρχήν εξωτερική σε αυτό ανασκόπηση· τούτη-εδώ δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί ως συνείδηση, όπως επίσης το πράγμα-καθεαυτό δε [έχει ακόμα προσδιοριστεί] ως Εγώ. Από τη φύση του πράγματος-καθεαυτό και της εξωτερικής ανασκόπησης έχει προκύψει-'· ότι το ίδιο τούτο το Εξωτερικό προσδιορίζεται ως πράγμα-καθεαυτό, ή, αντίστροφα, καταλήγει να είναι ο ιδιαίτερος προσδιορισμός εκείνου του πρώτου πράγματος-καθεαυτό. Το ουσιώδες τώρα της ανεπάρκειας της άποψης, στην οποία στέκεται εκείνη η Φιλοσοφία, έγκειται στο ότι αυτή μένει προσκολλημένη στο αφηρημένο πράγμα-καθεαυτό σαν σε ένα έσχατο προσδιορισμό και στο πράγμα-καθεαυτό αντιθέτει την ανασκόττηση ή την προσδιοριστικότητα και την πολλαπλότητα των ιδιοτήτων, τη στιγμή που στην πράξη το πράγμα-καθεαυτό έχει σ' αυτό το ίδιο ουσιαστικά εκείνη την εξωτερική ανασκόπηση και προσδιορίζεται ως κάτι που είναι προικισμένο με ιδιαίτερους προσδιορισμούς, με ιδιότητες, [ως κάτι] δια του οποίου η αφαίρεση του πράγματος, [η οποία συνίσταται] στο να είναι καθαρό πράγμακαθεαυτό, αποδεικνύεται ως ένας αναληθής προσδιορισμός. .C.
Η αλληλεπίδραση των
πραγμάτων.
Το πράγμα-καθεαυτό υπάρχει ουσιαστικά· η εξωτερική αμεσότητα και η προσδιοριστικότητα ανήκουν στο καθεαυτό-Είναι 26. Λες ττο παρόν έργο σ. 238 κ.εξ.
246.
του ή στη δική του ανασκόπηση-εντός εαυτού. Το πράγμα-καθεαυτό είναι έτσι ένα πράγμα, το οποίο έχει ιδιότητες, και είναι, ως εκ τούτου, κάμποσα πράγματα, τα οποία διαφοροποιούνται το ένα από το άλλο όχι χάρη σε μια έποψη που τους είναι ξένη, αλλά χαρη σ' αυτά τα ίδια^''. Αυτά τα διαφορετικά πράγματα [που είναι] κάμποσα βρίσκονται σε ουσιώδη αλληλεπίδραση μέσω των ιδιοτήτων τους· η ιδιότητα είναι αυτός τούτος ο αμοιβαίος-σχετισμός, και το πράγμα δεν είναι τίποτα έξω απ' αυτόν τον ίδιο· ο αμοιβαίος προσδιορισμός, ο μέσος όρος των πραγμάτων-καθεαυτών, τα οποία, ως άκρα, όφειλαν να μένουν αδιάφορα προς τον σχετισμό τους τούτο, ο ίδιος είναι η αυτο-ταυτή ανασκόπηση και το πράγμα-καθεαυτό, το οποίο όφειλαν να είναι εκείνοι οι ακραίοι όροι. Η πραγμότητα είναι έτσι υποβιβασμένη σε μιορφή της απροσδιόριστης ταυτότητας με τον εαυτό, η οποία έχει την ουσιαστικότητά της μόνο μέσα στην ιδιότητά της. Όταν, συνεπώς, ο λόγος είναι για ένα πράγμια ή για πράγματα γενικά χωρίς την καθορισμένη ιδιότητα, τότε η διαφορά τους είναι απλώς αδιάφορη, ποσοτική [διαφορά]. Το ίδιο πράγμια που θεωρείται ως ε'να πράγμα, μπορεί όχι λιγότερο να μετατρέπεται σε περισσότερα πράγμιατα ή να θεωρείται ως περισσότερα πράγματα* υπάρχει ένας εξωτερικός χωρισμός η ενοποίηση. - Ένα βιβλίο είναι ένα πράγμα, και καθένα από τα φύλλα του είναι επίσης ένα πράγμα και ομιοίως κάθε κομματάκι από τα φύλλα του και ούτω καθεξής μέχρι το άπεφο. Η προσδιοριστικότητα, δια
27. Το γεγονός ότι το πράγμα έχει ιδιότητες προ<ιμετρείται για το Χέγκελ στους λογικούς όρους της πραγματικότητας αυτού του πράγματος. Έτσι οι ιδιότητες [Eigenschaften] συνιστούν για το πράγμα κάτι το ίδιον [eigenes] και με την ετυμολογική υπόδειξη, στην οποία καταφεύγει ο Χέγκελ, παρου<ιιάζονται ως οι πιο ελεύθεροι και οικείοι προσδιορισμοί του πράγματος. Απ' αυτή τη σκοπιά, η διαφοροποιησή τους έχει να κάνει με το πώς αυτές ονομάζονται μέσα στην πραγμότητα- κατι που επιτρέπει στα διαφορετικά πράγματα να ουσιώνονται μέσω αυτών των ιδιοτήτων σε μια σχέση προς άλληλα και να βρίσκουν στην πολλότητά (πολλαπλότητα) τους το μίλημα μιας τέτοιας υφής του πράγματος ως τέτοιου.
247.
της οποίας ένα πράγμα είναι μόνο αυτό το πράγμα, βρίσκεται μόνο στις ιδιότητες του. Χάρη σε τούτες αυτό διαφοροποιείται από άλλα πράγματα, επειδή η ιδιότητα είναι η αρνητική ανασκόπηση και το διαφοροποιείν^»· το πράγμα, κατά συνέπεια, είναι μόνο μέσα στην ιδιότητά του που έχει την διαφορά του εαυτού του από άλλα προς τη μεριά του. Αυτή [η ιδιότητα] είναι η εντός εαυτού ανασκοπημένη διαφορά, δια της οποίας το πράγμα, μέσα στο τεθειμένο-Είναι του, δηλ. στο σχετισμό του με άλλο, είναι συνάμα αδιάφορο προς το Άλλο και απέναντι στο σχετισμό του. Γι' αυτό, στο πράγμα χωρίς τις ιδιότητές του δεν μένει τίποτε άλλο από το αφηρημιένο καΟεαυτό-Είναι, από ένα περίγραμμα και έναν εξωτερικό συμψηφισμό. Το αληθινό καθεαυτόΕίναι είναι το καθεαυτό-Είναι μζσα στο τεθειμένο-Είναι του· ετούτο είναι η ιδιότητα. Παράλληλα, η πραγμότητα έχει μεταβεί μέσα στιην ιδιότητα. Το πράγμα στη σχέση του προς την ιδιότητα όφειλε να συμπεριφέρεται ως ένας ακραίος όρος που είναι καθεαυτόν και η ιδιότητα [όφειλε] να συνιστά τον μέσο όρο ανάμεσα στα σχετιζόμενα πράγματα. Αλλά αυτός ο σχετισμός είναι εκείνο, μέσα στο οποίο τα πράγματα συναντώνται ως η αυτο-απωθούμενη από τον εαυτό της ανασκόπηση, [εκείνο], μέσα στο οποίο αυτά είναι διαφοροποιημένα και σχετιζόμενα. Αυτή η διαφορά τους και ο σχετισμός τους είναι Μια ανασκόττηση και Μια συνέχεια αυτών των ίδιων [των πραγμάτων]. Τα ίδια τα πράγματα έτσι πέφτουν μόνο μέσα σε τούτη τη συνέχεια, η οποία είναι η ιδιότητα, και εξαφανίζονται ως υφιστάμενοι ακραίοι όροι, οι οποίοι θα είχαν μχα ύπαρξη έξω από τούτη την ιδιότητα. Η ιδιότητα, η οποία όφειλε να συνιστά το σχετισμό των αυθύπαρκτων ακραίων όρων, είναι συνεπώς το iSio το Αυθύπαρκτο. •28. Επειίή το διαφοροποιείν δεν εισδύει έξωθεν στο πράγμα, αλλά eivou η ίδια η ιδιότητα του, γι' αντό, το πράγμα παύει να είναι μια απλή πραγμότητα και είναι η ιδιότττα του.
248.
Τα πράγματα, από την άλλη πλευρά, είναι το επουσιώδες. Αυτά είναι κάτι το ουσιώδες μόνο ως αυτο-σχετιζόμενη ανασκόπηση, καθότι αυτο-διαφοροποιούμενη· αλλά αυτό είναι η ιδιότητα. Τούτη-εδω δεν είναι, λοιπόν, αυτό το οποίο είναι ανηρημενο μιέσα στο πραγμα ούτε είναι το απλό του στοιχείο· απεναντίας, το πράγμα είναι στ' αλήθεια μόνο εκείνο το επουσιώδες περίγραμμα, το οποίο, αν και αρνητική ενότητα, εν τούτοις είναι μόνο όπως το Εν τού'κάτι, δηλ. ένα άμεσο Εν. Εάν προηγουμένως το πράγμα ήταν προσδιορισμένο ως επουσιώδες περίγραμμα, στο μέτρο που είναι καμωμένο έτσι από μίΛ εξωτερική αφαίρεση, η οποία αφήνει να πέσει έξω απ' αυτό το ίδιο [το πράγμα] η ιδιότητα, εφεξής τούτη η αφαίρεση έχει συμβεί μέσα από τη μετάβαση του πράγματος-καθεαυτό στην ίδια την ιδιότητα, οιλλά με αντίστροφη αξία, έτσι ώστε, εάν σε κείνη την πράξη αφαίρεσης το αφηρημένο πράγμα χωρίς την ιδιότητά του επιβάλλεται ακόμη ως το ουσιώδες, ενώ η ιδιότητα ως ένας εξωτερικός προσδιορισμός, εδώ το πράγμα ως τέτοιο να προσδιορίζεται μέσω του ίδιου του εαυτού του και να γίνεται μια αδιάφορη εξωτερική μορφή της ιδιότητας. - Έτσι η ιδιότητα είναι εφεξής απαλλαγμένη από την απροσδιόριστη και ανίσχυρη σύνδεση, η οποία είναι το Εν του πράγματος· αυτή είναι εκείνο, το οποίο συγκροτεί το υφίστασθαι αυτού του ίδιου [του πράγματος]· [είναι] μια αυθύπαφκτη ύλη. - Εφόσον αυτή είναι απλή συνέχεια με τον εαυτό της έχει κατ' αρχήν προς την πλευρά της τη μορφή μόνο ως διαφορετικότητα' επομένως, υπάρχουν πολλαπλές αυθύπαρκτες ύλες τέτοιου είδους και είναι αυτές από τις οποίες αποτελείται το
πράγμα^.
29. Το πράγμα έχει τη λογική του δυνατότητα μέσα στην ι&ότητα. Η τελευταία όμως είναι εμμενης προσδιορισμός του πράγματος μόνο <υς η ύλη που το θέτει σε ενέργεια και το φέρα στην ύπαρξη <ος μια ενεργό πραγματικότητα. Υπ αυττ, την έννοια, η ύλη διαφοροποιείται μέσα στο ενεργείν και καθορίζει το πράγμα στην ουανχ του.
249.
Β Η ΣΙΤΤΑΣΗ ΤΟΓ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΓΑΕΣ. Η μετάβαση της ιδιότητας μέσα σε μια ύλη ή σε ένα αυθύπαρκτο υλικό είναι η γνωστή μετάβαση, την οποία κάνει η Χημεία ως προς την αισθητή ύλη, όταν αυτή επιζητεί να παρουσιάσει τις ιδιότητες του χρώματος, της οσμής, της γεύσης κ.λπ. ως ύλη-φωτός, ύλη-γρώματος, ύλη-όσφρησης, όλη όξινη, πικρή κ.λπ. ή την ίδια στιγμή υποθέτει άλλες όπως την θερμικη-ύλη, την ηλεκτρική, την μαγνητική ύλη και είναι έτσι πεπεισμένη ότι χειρίζεται τις ιδιότητες στην αληθινότητά τους^®. - Εξίσου συνήθης είναι η έκφραση, σύμφωνα μιε την οποία τα πράγματα αποτελούνται από ποικίλες ύλες ή υλικό. Αποφεύγουμε να ονομάζουμε αυτές τις ύλες ή το υλικό πράγματα, αν και θα παραδεχτεί κανείς ότι μια χρωστική ουσία π.χ. είναι ένα πράγμα· δεν ξέρω όμως, εάν η ύλη-φωτός, η θερμική-ύλη ή η ηλεκτρική ύλη κ.λπ. ονομάζονται επίσης πράγματα. Κάνουμε διάκριση ανάμεσα στα πράγματα και τα συστατικά τους, χωρίς να δηλώνουμε ακριβώς εάν και σε ποιο βαθμό αυτά είναι επίσης πράγματα ή κατά κάποιο τρόπο μόνο ημιπράγματα· αλλά αυτά είναι τουλάχιστον υπάρχοντα εν γένει. Η αναγκαιότητα να μεταβούμε από τις ιδιότητες στις ύλες ή να είναι οι ιδιότητες στ' αλήθεια ύλες προέκυψε από το γεγονός ότι οι ιδιότητες είναι το ουσιώδες και συνακόλουθα το αληθινά αυθύπαρκτο στοιχείο μέσα στα πράγματα. - Αλλά, συνάμα, η ανασκόπηση της ιδιότητας εντός εαυτού συνιστά μόνο τη μια πλευρά της όλης ανασκόπησης, δηλ. την ακύρωση της διαφοράς και τη συνοχή της ιδιότητας, η οποία όφειλε να είναι μια ύ.ίΟ. Ο Χέγκελ αναφέρεται σε θέματα που απασχολούσαν τη χημεία εκείνης της εποχής και αποτελούσαν αντικείμενα ξεχωριστής πραγμάτευσης, έστω και από διαφορετική πλευρά.
250.
παρξη για άλλο, με τον ίδιο τον εαυτό της. Η πραγμότητα, [εννοημένη] ως η αρνητική ανασκόττηση εντός εαυτού και το διαφοροποιείν το οποίο απωθείται από ένα άλλο, είναι έτσι υποβιβασμένη σε ένα επουσιώδες στάδιο· αλλά αυτή μέσα σε τούτη τη διαδικασία έχει προσλάβει περαιτέρω προσδιορισμό. Τούτο το αρνητικό στάδιο έχει, κατ' αφχψ, διατηρ-ηθεν γιατί η ιδιότητα έγινε συνεχής με τον εαυτό της και αυθύπαρκτη ύλη μόνο, στο μέτρο που η διαφορά των πραγμάτων έχει αναιρεθεί- η συνοχή της ιδιότητας μέσα στο άλλως-Είναι περιέχει, λοιπόν, αυτή η ίδια το στάδιο του αρνητικού, και η αυθυπαρξία της είναι συγχρόνως, καθόσον τούτη η αρνητικη ενότητα, το αποκατεστημένο Κάτι της πραγμότητας· η αρνητική αυθυπαρξία απέναντι στη θετική [αυθυπαρξία] της ύλης. Δεύτερον, το πράγμια, χάρη σ' αυτό, έχει απεκδυθεί την απροσδιοριστία του και αναπτύχθηκε σε εντελή προσδιοριστικότητα. Ως πράγμα καθεαυτό τούτο είναι η αφηρημένη ταυτότητα, η απλά αρνητική Ύπαρξη·", ή [είναι] τούτη η Ύπαρξη προσδιορισμένη ως το απροσδιόριστο- έπειτα, το πράγμα είναι προσδιορισμένο μιέσω των ιδιοτήτων του, δια των οποίων αυτό οφείλει να διαφοροποιείται από άλλα- αλλ' εφόσον μέσω της ιδιότητας αυτό είναι μ,άλλον σε συνοχή με άλλα, τότε τούτη η ατελής διαφορά αναιρείται· το πράγμα έχει έτσι επανέλθει εντός εαυτού και τώρα [είναι] προσδιορισμένο ως προσδιορισμένο- αυτό είναι καθεαυτό προσδιορισμένο ή [είναι] αυτό το πράγμα.Αλλά, τρίτον, αυτή η επάνοδος εντός εαυτού, αν και αυτοσχετιζόμιενος προσδιορισμός, συγχρόνως είναι επουσιώδης· το συνεχές μ£ τον εαυτό υφίστασθαι συγκροτεί την αυθύπαρκτη ύλη, μέσα στην οποία η διαφορά των πραγμάτων, η καθεαυτήν και διεαυτήν ούσα προσδιοριστικότητά τους, είναι ανηρημένη και
31. Το πράγμα ως πράγμα καθεαυτό είνα« μια τέτοια ύπαρξη που δεν γνωρίζει rr) διαφορά μέσα της και περιορίζεται σε μια σκέτη άρνηση κάθε πράγματος που δεν είναι ταυτό με αυτήν.
251.
[είναι] κάτι το εξωτερικό. Κατά συνέπεια, αν και το πράγμα ως αυτό [το πράγμα] είναι εντελής προσδιοριστικότητα, τούτη-εδώ, εν τούτοις, είναι η προσδιοριστικότητα μέσα στο στοιχείο της μη-ουσιαστικότητας. Εάν αυτό το δούμε από την πλευρά της κίνησης της ιδιότητας. έχουμε το ακόλουθο αποτέλεσμα. Η ιδιότητα δεν είναι μόνο εξωτερικός προσδιορισμός, αλλά καθεαυτην ούσα Ύπαρξη. Ετούτη η ενότητα της εξωτερικότητας και της ουσιαστικότητας. επειδή αυτή περιέχει την ανασκόπηση-εντός-εαυτού και την ανασκόπηση εντός άλλου, απωθείται από τον ίδιο τον εαυτό της και είναι αφενός ο προσδιορισμός ως απλη, κατά ταυτό τρόπο αυτοσχετιζόμενη αυθυπαρξία, εντός της οποίας η αρνητική ενότητα, το Εν του πράγματος, είναι κάτι το ανηρημένο' αφετέρου [είναι] αυτός ο προσδιορισμός ως προς ένα άλλο, αλλά παρά/ληλα ως ανασκοπημένο εντός εαυτού, καθεαυτό προσδιορισμένο Ε ν - αυτή λοιπόν [είναι] η ύλη και αυτό το πράγμα. Αυτό είναι τα δύο στάδια της αυτο-ταυτής εξωτερικότητας ή της εντός εαυτού ανασκοπημένης ιδιότητας^^. - Η ιδιότητα ήταν εκείνο. δια του οποίου τα πράγματα όφειλαν να διαφοροποιούνται· καθόσον αυτή έχει ελευθερωθεί από τούτη την αρνητική της πλευρά, [η οποία έγκειται] στο να ενυπάρχει μέσα σε ένα άλλο, έτσι και το πράγμα έχει ελευθερωθεί από το να είναι προσδιορισμένο από άλλα πράγματα και έχει επανέλθει, από την αναφορά του σε άλλο, εντός εαυτού· αλλά συνάμα αυτό είναι μόνο το τζράγμα-καθεαυτό ττου έγινε άλλο στον εαυτό του, επειδή οι πολ/Λπ/χς ιδιότητες, από την πλευρά τους, είναι αυθύπαρκτες και η αρντ^τική τους αναφορά, κατά συνέπεια, μέσα στο Εν του πράγματος έγινε μόνο μια ανηρημένη [αναφορά]· γι' αυτό το λόγο, το Η ιδιότητα είνοα ανασκοττημένη μευα στον εαυτό της. Είναι, λοιπόν, αυτή που επιτρεπει στο πράγμα και στις ύλες να συνευρίσκονται μέσα στη διαφοροποίηση τους. Η ύλη είναι ουσιαστικά εμφάνιση της ιδιότητας, γι' αυτό και το πράγμα τώρα ως ι&ότητα δεν αντίκειται στην ύλη, αλλά μέσα στην κίνηση της ολοκληρωμβτικής αυτοθεσίας της ύλης τείνει να αναιρείται.
252.
πράγμα είναι η ταύτη με τον εαυτό της άρνηση μόνο σε σχέση με τη θετική συνέχεια της ύλης. Το Αυτό, συνεπώς, συγκροτεί την εντελή προσδιοριστικότητα του πράγματος κατά τρόπο που αυτή να είναι ταυτόχρονα μια εξωτερική [προσδιοριστικότητα]. Το πράγμα αποτελείται από αυθύπαρκτες ύλες, οι οποίες είναι αδιάφορες απέναντι στην αναφορά τους μέσα στο πράγμα. Αυτη η αναφορά είναι, επομένως, μόνο μια επουσιώδης διασύνδεση αυτών των ίδιων [των υλών], και η διαφορά ενός πράγματος από ένα άλλο ερείδεται στο [να ξέρουμε] εάν και σε ποια ποσότητα ένας αριθμός των μερικών υλών βρίσκεται μέσα σε αυτό. Αυτές χωρούν πάνω και πέρα απ' αυτό το πράγμα, έχουν συνέχεια σε άλλα, και το ότι ανήκουν σε αυτό το πράγμα δεν αποτελεί για αυτές κανένα φραγμό. Αλλο τόσο λίγο είναι αυτές, εξ άλλου, ένας περιορισμός η μια για την άλλη, επειδή η αρνητική τους αναφορά είναι μ/ίνο το αδύναμο Αυτό. Έτσι αυτές, με το να διοισυνδέονται μέσα στο πράγμα, δεν αυτοαναιρούνται· ως αυθύπαρκτες, αυτές είναι αδιαπέραστες η μιια για την άλλη, μέσα στην προσδιοριστικότητά τους αναφέρονται μΛνο στον εαυτό τους και είναι μια αμοιβαία αδιάφορη πολλαπλότητα [μέσα στην τάξη] του υφίστασθαι· οι ύλες είναι επιδεκτικές μόνο ενός ποσοτικού ορίου. - Το πράγμα, [εννοημένο] (ος αυτό [το πράγμα], είναι τούτος ο απλώς ποσοτικός σχετισμός των υλών, μια απλή συλλογή, το Επίσης αυτών των ίδιων [των υλών]. Αυτό αποτελείται από οποιοδήποτε ποσόν μιιας ύλης, επίσης από το [ποσόν] μιας άλλης, επίσης άλλων αυτή την ενδοσυνάφεια, [η οποία έγκειται] στο να μην έχει καμμιά ενδοσυνάφεια, συγκροτεί μόνο το πράγμα·^^.
33. Το πράγμα ως λογική καΐηγορία οδηγείται προς Λάλιχτη. Και τούτο &ότι. μ« το να είναι μια ποο^^ή σχέστ) των υλών, απέχει από το να συνέχεται λογιχα και να συγκροτεί μια αντίστοιχη λογική σύνθεση.
253.
c. Η ΔΙΑΛΓΣΗ TOT ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ Αυτό το πράγμα, το οποίο έχει προσδιορισθεί ως η απλά ποσοτική ενδοσυνάφεια των ελεύθερων υλών, είναι το κατ' εξοχήν μεταβλητό [πράγμα]. Η μεταβολή του έγκειται στο ότι μία ή περισσότερες ύλες βρίσκονται αποκομμένες από τη συλλογή [των υλών] ή προστίθενται σε τούτο το επίστης, ή στο ότι η προσάλληλη ποσοτική τους σχέση μεταβάλλεται. Η γένεση και ο αφανισμός αυτού του πράγματος είναι η εξωτερική διάλυση μιας τέτοιας εξωτερικής σύνδεσης ή η σύνδεση τέτοιων υλών, για τις οποίες είναι αδιάφορο εάν είναι συνδεδεμένες ή όχι. Οι ύλες κυκλοφορούν ακατάπαυστα βγαίνοντας έξω απ' αυτό το πράγμα ή μπαίνοντας μέσα σ' αυτό' το ίδιο το πράγμα είναι το απόλυτο πορώδες χωρίς ιδιαίτερο μέτρο ή μορφή. Το πράγμια, μέσα στην απόλυτη προσδιοριστικότητά του, δια της οποίας είναι αυτό [το πράγμια], είναι έτσι το απόλυτα δεκτικό OKxhtarf,. Τούτη η διάλυση είναι ένα εξωτερικό προσδιορίζεσθαι, έτσι όπως και το Είναι αυτού του ίδιου [του πράγματος]· α>λά η διάλυσή του και η εξωτερικότητα του Είναι του είναι το ουσιώδες αυτού του Είναι· αυτό δεν είναι παρά το επίσης· υφίσταται μόνο σε τούτη την εξωτερικότητα. Αλλά το πράγμΛ αποτε/χίται επίσης από τις ύλες του· και η διάλυση αυτού του ίδιου δεν είναι μόνο το αφηρημένο Αυτό ως τέτοιο, αλλά το όλο αυτού του πράγματος. Το πράγμα δηλ. είναι προσδιορισμένο ως μια εξωτερική συλλογή αυθύπαρκτων υλών αυτές οι ύλες δεν είναι πράγματα, δεν έχουν την αρνητική αυθυπαρξία· αλλά είναι οι ιδιότΓ^τες, [ειλημμενες] ως το αυθύπαρκτο, δηλ. η προσδιοριστικοτητα, η οποία ως τέτοια είναι ανασκοπημένη εντός εαυτού. Οι υ>£ς, ο>ς εκ τούτου, είναι πράγματι απλές και αναφέρονται μόνο στον ίδιο τον εαυτό τους· το περιεχόμενο τους όμως είναι μια προσάοριστικότητα· η ανασκόπηση-εντός-εαυτού είναι μόνο 254.
η μορφή αυτού του περιεχομένου, το οποίο (ος τέτοιο δεν είναα ανασκοπημένο εντός εαυτού, αλλά, σύμφωνα με την προσ&οριστικότητά του, αναφέρεται σε Άλλο. Το πράγμα, κατά ταύτα, δεν είναι μόνο το επίσης αυτών των ίδιων [των υλών] - η αναφορά τους ως ευρισκομένων σε αμοιβαία αδιαφορία αλλά εξίσου και η οφνητιΧΎ} τους αναφορά· ένεκα της προσδιοριστικότητάς τους οι ίδιες οι ύλες είναι αυτή η αρνητική τους ανασκόπηση, η οποία είναι η σημειακότητα του πράγματος. Η μια ύλη δεν είναι ό,τι είναι η άλλη, δηλ. σύμφωνα με την προσδιοριστικότητα του περιεχομένου τους αλληλοενάντια· και η μια δεν είναι, στο μέτρο που η άλλη είναι, σύμιφωνα με την αυθυπαρξία τους. Το πράγμα είναι, συνεπώς, η αλληλο-αναφορά των υλών, από τις οποίες αποτελείται αυτό, μιε τρόπο που μιέσα σ' αυτό να υφίστανται επίσης η μια και η άλλη· μ£ τρόπο όμως που συγχρόνως η μια να μ,ψ υφίσταται, στο βαθμό που υφίσταται η άλλη. Κατά το μέτρο, λοιπόν, που η μια ύλη είναι μιέσα στο πράγμα, η άλλη ως εκ τούτου είναι ανηρημένη· αλλά το πράγμα είναι συνάμα το επίσης ή το υφίστσθαι των άλλων. Μέσα στο υφίστασθαι της μιας ύλης δεν υφίσταται, συνεπώς, η άλλη, και όχι λιγότερο αυτή υφίσταται επίσης μέσα στην πρώτη· και έτσι αμοιβαία όλες αυτές οι διαφορετικές ύλες. Εφόσον, λοιπόν, υπό την ίδια αντίληψη που υφίσταται η μια [ύλη] υφίστανται επίσης και οι άλλες και το ' Ενα υφίστασθαι αυτών των υλών είναι η σημιειακότητα ή αρνητική ενότητα του πράγματος, τότε αυτές αλληλοεισδύουν απόλυτα· και εφόσον συνάμα το πράγμα είναι μόνο το επίσης αυτών των ίδιων [των υλών] και οι ύλες είναι ανασκοπημένες μέσα στην προσδιοριστικότητά τους, τότε αυτές είναι αμοιβαία αδιάφορες και μέσα στη διείσσδυσή τους δεν θίγουν η μια την άλλη. Κατά συνέπεια, οι ύλες είναι ουσιαστικά πορώδεις, κατά τρόπο που η μια να υφίσταται μέσα στους πόρους ή μέσα στο μη-υφίστασθαι των άλλων αλλά τούτες οι άλλες είναι οι ίδιες πορώδεις· μέσα στους πόρους τους ή στο μη-υφίστασΟαί τους υφίσταται επίσης η πρώτη και όλες οι άλλες· το υφίστα255.
σϋαί τους είναι συγχρόνως το /χνηρημενο-Είναι τους και το υφίστασθαι των άλλων και αυτό το υφίστασθαι των άλλων είναι εξίσου καλά τούτο το ανηρημενο-Είναι τους και το υφίστασθαι της πρώτης x.ai κατά τον ίδιο τρόπο όλων των άλλων. Το πράγμια, κατά ταύτα, είναι η αυτο-αντιφατική μιε τον εαυτό του διαμιεσολάβηση του αυθύπαρκτου υφίστασθαι μέσω του αντιθέτου του, δηλ. μέσω της άρνησης του" ή μιας αυθύπαρκτης ύλης μέσω του υφίστασθαι και μη-υφίστασθαι μιας άλλης. - Μέσα σ' αυτό το πράγμα η ύπαρξη έχει φτάσει στην πληρότητά της, δηλ. να είναι, μεσα στο Ενα, καθεαυτό [= ενδόμυχα] οντικό Είναι ή αυθύπαρκτο υφίστασθαι και επουσιώδης ύπαρξη· η αλήθεια της ύπαρξης έγκειται, συνεπώς, στο να έχει το καθεαυτό-Είναι της μέσα στη μη-ουσιαστικότητα ή το υφίστασθαί της μέσα σε ένα Άλλο και μάλιστα μέσα στο απόλυτα Άλλο, ή [να έχει] για βάση της τη μηόαμινότητά της. Έτσι αυτή είναι φαινόμενοβ^. Παρατήρηση Είναι ένας από τους πιο κοινούς προσδιορισμούς της παράστασης το ότι ένα πράγμα αποτελείται από πολλές αυθύπαρκτες ύλες. Από τη μια πλευρά, το πράγμα μελετάται από την άποψη ότι έχει ιδιότητες, των οποίων το υφίστασθαι είναι το πράγμα. Από την άλλη πλευρά όμως αυτοί οι διαφορετικοί προσδιορισμοί εκ/Λμβάνονται ως ύλες, των οποίων το υφίστασθαι δεν είναι το πράγμα, αλλά αντίστροφα είναι το πράγμα που αποτελείται από αυτές· αυτό το ίδιο είναι μόνο η εξωτερική τους σύνδεση και το ποσοτικό τους όριο. Αμφότερα, οι ιδιότητες και οι ύλες, είναι οι ίόιοι 01 προσδιορισμοί-περιεχομένου- μόνο που στην πρώτη περί-
Μ. Η ύπαρξη είναι φαινόμενο «τημαίνει ότι αυτή δεν είναι μια αμετακίνητη απολυτοτητα που έχει το γνώρισμα να υφίσταται μόνο και κύρια, αλλά φέρει τη δύναμη που TTjV κάνει να είναι ενότητα της αυθυπόστασης και της μη-ουσνότητας [= του υφίστοίΛχι και του μη υφίστασθαι].
256.
πτώση αυτοί είναι στάδια ανασκοπημένα μέσα στην αρνητική τους ενότητα σαν μέσα σε μια διαφοροποιημένη απ' αυτά τα ίδια βάση, δηλ. είναι η πραγμότητα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση είναι αυθύπαρκτα, διαφορετικά στάδια, το καθένα των οποίων είναι ανασκοτϊημένο μέσα στη δική του ιδιαίτερη ενότητα με τον εαυτό του. Εξάλλου αυτές οι ύλες τώρα προσδιορίζονται ως αυθύπαρκτο υφίστασθαι· αλλά αυτές είναι επίσης συναθροισμένες μέσα σε ένα πράγμα. Αυτό το πράγμα έχει τους δύο προσδιορισμούς: πρώτον να είναι Αυτό, και δεύτερον να είναι το επ/σϊ/ς^^. Το επίσης είναι εκείνο, το οποίο, μέσα στην εξωτερική εποπτεία, απαντά ως χωρική έκταση. Αλλά το Αυτό, η αρνητική ενότητα, είναι η σημειακότητα του πράγματος. Οι ύλες είναι συναθροισμένες μέσα στη σημιειακότητα, και το επίσης αυτών ή η έκταση είναι παντού αυτή η σημειακότητα* γιατί το επίσης ως πραγμότητα είναι ουσιαστικά επίσης προσδιορισμένο ως αρνητική ενότητα. Εκεί, συνεπώς, που είναι η μιία από τούτες τις ύλες, σε ένα και το αυτό σημείο είναι η άλλη· το πράγμα δεν έχει σε έναν άλλο τόπο το χρώμια του, σε έναν άλλο το οσμηρό υλικό του, σε έναν τρίτο το θερμικό υλικό του κ.ο.κ., οιλλά μέσα σε ένα σημιείο, στο οποίο αυτό είναι θερμΛ, είναι επίσης έγχρωμο, όξινο, ηλεκτρικό κ.ο.κ. Τώρα, επειδή αυτά τα υλικά δεν είναι εκτός αλλήλων αλλά μέσα σε Ενα Αυτό, εκλαμβάνονται ως πορώδη, έτσι που η μια [ύλη] να υπάρχει στα διάκενα της άλλης. Αλλά εκείνη, η οποία βρίσκεται στα διάκενα της άλλης, είναι επίσης η ίδια πορώδης· μέσα στους πόρους της, συνεπώς, υπάρχει κατ' αντίστροφο τρόπο η άλλη· όμιως όχι μόνο αυτή, αλλά επίσης η τρίτη, η δέκατη κ.λπ. Όλες είναι πορώδεις και στα διάκΓΛ* της καθεμιάς βρίσκονται όλες οι άλλες, ακριβώς όπως αυτή με τις
35. Στο πράγμα καθεαυτό εγχατοιχεί μια αντίφαση. Από τη μια έχουμε το Αιιτό των ιδιοτήτων· δηλ. το πράγμα προσδιορίζεται ως αποκλειστική αρνητικότητα, ενώ από την άλλη γνωρίζουμε το επίσης των υλών ως τη θετική υφή της σχέσης. Ειν« λοιπόν αυτή η αντίφαση που κάνει τα πράγματα να φαίνονται.
257.
υπόλοιπες βρίσκεται μέσα σε τούτους τους πόρους της καθεμιάς. Αυτές είναι, κατά συνέπεια, ένα πλήθος που αλληλοδιεισδύει με ένα τέτοιο τρόπο, ώστε αυτές που διεισδύουν να διεισδύονται επίσης από τις άλλες, με τρόπο λοπόν ώστε καθεμιά να διεισδύει εκ νέου τη δική της συντελεσμένη διείσδυση. Καθεμιά είναι τεθειμένη ως η άρνησή της, και τούτη η άρνηση είναι το υφιστασθαι μιας άλλης· αλλά τούτο το υφίστασθαι είναι όχι λιγότερο η άρνηση αυτής της άλλης και το υφίστασθαι της πρώτης. Η πρόφαση, με την οποία η ποφάσταστη αποφεύγει την ανχίφιχιτη του αυθύπαρκτου υφίστασθαι ενός πλήθους υλών ^ίλεσα στο Ενα ή την αμοιβαία αδιαφορία αυτών των ίδιων μέσα στη άε/σδυσΤι τους, στηρίζεται, ως γνωστόν, στη μικρότητα συνήθως των μερών και των πόρων. Εκεί όπου λαβαίνει χώρα η διαφοράκαθεαυτήν, η αντίφαση και η άρνηση της άρνησης, εν γένει εκεί όπου οφείλει να λαβαίνει χώρα η εννοιακή σΰλλ-ηφτη, η παράσταση αφήνεται να υποχωρεί στην εξωτερική, την ποσοτική διαφορά· από την άποψη της γένεσης και της παρέλευσης αυτή καταφεύγει στην προοδευτικότητα και από την άποψη του Είναι στη μικρότητα, μέσα στην οποία το εξαφανιζόμενο στοιχείο υποβιβάζεται σε κάτι το ανεπαίσθητο, η αντίφαση σε μια σύγχυση, και η αληθινή σχέση μεθίσταται σε μια απροσδιόριστη παράσταση, τη θολότητα της οποίας διασώζει η αυτο-αναιρούμενη πλευρά [της σχέσης]. Αλλά, εάν ρίξουμε περισσότερο φως σε τούτη τη θολότητα, [βλέπουμε] αυτή να αποκαλύπτεται ως η αντίφαση, εν μ^ρει ως η υποκειμενική [αντίφαση] της παράστασης, εν μέρει ως η αντικειμενική [αντίφαση] του αντικειμένου" η ίδια η παράσταση περιέχει πλήρως τα στοιχεία αυτής της ίδιας [της αντίφασηςί^". Ο,τι δηλ. πράττει, κατ' αρχήν, η ίδια η παράσταση, είναι η αντίφαση τού να θέλει να εμμένει στην κατ' αίσθηση αντίληψη. 3(). Η ποφάσταστ, δεν σ κ έ π τ ε τ α ι τ η ν αντίφοκτη, άρα δεν τ η συλλαμβάνει σ τ η ν α ν α λογία του λογικού τ η ς status, αλλά εμφορειτίχι α π ' α υ τ ή ν .
258.
να έχει εμπρός της πράγματα της ρεαλιστίκης ύπαφξης, xau. από την άλλη πλευρά να αποδίδει αισθητή ύπαρξη στο κατ' αίσθηση μη αντιληπτό, σ' αυτό που είναι προσδιορισμένο από την ανασκόπηση· - τα μικρά μέρη και οι πόροι οφείλουν συνάμα να είναι μια αισθητή ύπαρξη, και γίνεται λόγος για το τεθειμένο-Είναι τους σαν να επρόκειτο για το ίδιο είδος της ρεαλιστικής ύπαρξης με εκείνο που ανήκει στο χρώμα, στη θερμότητα κ.λπ. Εάν ακόμη η παράσταση μελετούσε ακριβέστερα αυτή την αντικειμενική ομίχλη, τους πόρους και τα μικρά κομματάκια, θα αναγνώριζε εδώ μιέσα όχι μόνο μια ύλη και επίσης την άρνησή της, έτσι που εδώ να. βρισκόταν η ύλη και δίπλα η άρνησή της, ο πόρος, και παράπλευρα τούτου πάλι ύλη κ.ο .κ, αλλά ότι 1. μέσα σε αυτό το πράγμα αυτή έχει την αυθύπαρκτη ύλη, 2. μέσα σε ένα και το αυτό σημείο έχει την άρνηση της ή το πορώδες και την άλλη αυθύπαρκτη ύλη, ότι τούτο το πορώδες και το αυθύπαρκτο υφίστασθαι των υλών εντός αλλήλων σαν μέσα στον Ένα [μόνο όρο] είναι μια αμοιβαία άρνηση και διείσδυση της διείσδυσης. Οι μοντέρνες παρουσιάσεις της Φυσικής^·? για τη διάχυση του υδρατμού στον ατμοσφαιρικό αέρα και των ποικίλων αερίων δι' αλλήλων δίνουν μια πιο. ξεχωριστή σπουδαιότητα στη μια πλευρά της έννοιας, η οποία έχει προκύψει εδώ σχετικά με τη φύση του πράγματος. Αυτές δείχνουν δηλ. ότι ένας ορισμένος όγκος για παράδειγμα απορροφά την ίδια ποσότητα υδρατμού, ανεξάρτητα αν είναι άδειος από ατμοσφαιρικό αέρα ή γεμάτος με αυτόν επίσης ότι τα ποικίλα αέρια διαχέονται το ένα μέσα στο άλλο με τέτοιο τρόπο, ώστε το καθένα να είναι για το άλλο ουσιαστικά ενα κενό, ή τουλάχιστον ότι αυτά δεν είναι σε κανενός είδους χημικη ένωση μεταξύ τους, ότι το καθένα παραμένει συνεχές με τον εαυτό του [και] χωρίς διακοπή από το άλλο και, μέσα στη διείσδυση του με τα άλλα, τηρεί μια στάση αδιαφορίας απέναντι σ'
3 7 . Ο Χ έ γ κ ε λ φ έ ρ « ε$ώ στο λ ό γ ο μια υπόθεατη, τ η ν οποία είχε διατυπώσει ο J o h n D a l t o n σε π ο λ λ ά έ ρ γ α του.
259.
αυτά. - Αλλά το νεότερο στάδιο μέσα στην έννοια του πράγμ«τος είναι ότι μέσα στο Αυτό η \μα. ύλη βρίσκεται εκεί όπου είναι παρούσα η άλλη, και ότι η ύλη που διεισδύει είναι επίσης στο ίδιο σημείο αυτή που διεισδύεται ή ότι το αυθύπαρκτο είναι άμεσα η αυθυπαρξία ενός άλλου. Αυτό είναι αντιφατικό" αλλά το πράγμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή τούτη η αντίφαση· γι αυτό το λόγο, το πράγμα είναι Φαινόμενο. Μια παρόμοια με την περίπτωση των υλών είναι, μέσα στη σφαίρα του πνεύματος, η περίπτωση της παράστασης των «Sbya,αεων ή των ικανοτήτων της φυχής· Το ττνεύμια είναι μ.ε μιια πολύ πιο βαθιά έννοια Αυτό, η αρνητική ενότητα, μέσα στην οποία διεισδύουν οι προσδιορισμοί του. Αλλά, όταν συλλαμβάνεται από την παράσταση ως ψυχή» υπάρχει η συνήθεια να [εκ]λαμβάνεται συχνά ως ένα πράγμα. Ακριβώς, όπως ο άνθρωπος είναι καμωμένος να αποτελείται από ψυχή και σώμα, καθένα εκ των οποίων ισχύει για τον εαυτό του ως ένα αυθύπαρκτο, έτσι και η ψυχή είναι καμωμένη να αποτελείται από τις επονομϋχζόμενες φυχικές δυνάμεις, καθεμιά εκ των οποίων έχει μία ξεχωριστή αυθυπόσταση ή είναι μ^α άμιεση, ενεργητική διεαυτήν, σύμιφωνα με την καθορισμένη της φύση, δραστηριότητα. Πλάθει κανείς με τη φαντασία του την εικόνα ότι ενεργεί διεαυτήν [= ξεχωριστά] η διάνοια εδώ, η φαντασία εκεί, ότι τη διάνοια, τη μνήμη κ.λπ. την καλ>αεργεί κανείς για τον εαυτό του και προς το παρόν αφήνει τις άλλες δυνάμεις να κείτονται παράμερα σε αδράνεια, μέχρι να ελθει ίσως, ή ίσως όχι, η σειρά τους. Με το να μετατοπίζονται αυτές μέσα στην υλικά-απλή πραγμοει$η-φυχη, η οποία, καθότι απλή, είναι άυλη, οι ικανότητες, για να πούμε την αλήθεια, δεν παρουσιάζονται ως μερικές ύλες· αλλά ως δυνάμεις αυτές θεωρο'ύνται εξίσου αδιάφορες προς αλλήλας όσο εκείνες οι ύλες. Το πνεύμΛ όμως δεν είναι εκείνη η αντίφαση, η οποία είνοιι το πράγμα που διαλύεται και μεταβαίνει στο Φαινόμενο- απεναντίας, αυτό είναι ήδη σ' αυτό το ίδιο η αντίφαση που επανήλθε μέσα στην απόλυτη -ενότητά της, δηλ. στην έννοια, όπου οι δια260.
φορές δεν μπορούν πλέον να συλλαμβάνονται από τη νόηση ως αυθύπαρκτα στοιχεία, αλλά μόνο ως μεριχά μέσα στο υποκείμενο, μέσα στην απλή ατομικότητα^».
3 8 . Είαν τ ο π ρ ά γ μ α π ο υ βρίσκετο« σε αντίφαση με τον εαυτό του γίνεται ψαν^όμχ^. το ττνεύμΛ, α π ε ν α ν τ ί α ς , είναι η αντίφαση π ο υ έχει επανέλθει στον εαυτό της. Λυτό υποδεικνύει ότι τ ο π ρ ά γ μ α διαλύεται μέσα σ τ η ν αντίφαση, γιατί δεν προέρχεται, από τ ο θεμέλιο τ ο υ ττνεύματος. Το π ρ ά γ μ α τ η ς ύλης, έτσι επιμένει ο Χ έ γ κ ε λ , δεν είναι ένα αυτοδιατηρούμενο όλο, α λ λ ά υπόκειται σ τ η διάλυση. Ε ν τούτοις, αυτή η διάλυσ η δείχνει μόνο τον πεπερασμένο χ ο φ α κ τ η ρ α του π ρ ά γ μ α τ ο ς , αλλά παράλληλα δεν παύει να ονομάζει και τ η ν ύπαρξή του, με τ ο να τ η ν θέτει ω ς εκπτυσσόμενη ολότητ α , π ο υ νομιμοποιείται ω ς φανέρωση μιας ενδότερης λογικής α ν α γ κ α ι ό τ η τ α ς . Είναι α υ τ ή η α ν α γ κ α ι ό τ η τ α π ο υ διέπει και συνέχει τις διαφορές (ος εξατομικευμένα στά&α ή στοιχεία μιας ο λ ό τ η τ α ς και όχι ω ς αυτόνομες οντότητες που μπορούν να εκφράζουν μ ι α επάρκεια α λ λ ά σ τ η ν πράξη χάνονται στο βάραθρο. Κ ά θ ε εξατομίκευση, λοιπόν, σημασιολογεί τ η ν α ν α γ κ α ι ό τ η τ α τ η ς α ν ά π τ υ ξ η ς ω ς τ η ς μίτοΑ*σης στο φαινόμενο.
261.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ Η Ύπαρξη είναι η αμιεσότητα του Είναι, στην οποία έχει εκ νέου αποκατασταθεί η ουσία. Αυτή η αμεσότητα είναι χαθεαυτην η ανασκόττηση της ουσίας εντός εαυτού. Η ουσία ως Ύπαρξη έχει αναδυθεί από το θεμέλιό της, το οποίο έχει το ίδιο μεταβεί μέσα σ' αυτήν [την Ύπαρξη]. Η Ύπαρξη είναι ετούτη η ανασκοπ-ημενη αμεσότητα, στο βαθμό που κατά τη δική της πλευρά αυτή είναι η απόλυτη αρνητικότητα. Αυτή επίσης είναι εφεξής τεθειμένη ως αυτό-εδώ, εφόσον έχει προσδιορισθεί ως Το Φαινόμιενο λοιπόν είναι, κατά πρώτον, η ουσία μέσα στην Ύπαρξή της· η ουσία είναι άμεσα παρούσα σε τούτη. Το γεγονός ότι τούτη [η Ύπαρξη] δεν είναι ως άμ^ση, αλλά η /χνιχσκοττημενη 1'παρξη, συνιστά το στάδιο της ουσίας σ' αυτήν [την Ύπαρξη]· ή η Ύπαρξη ως ουσιώδης Ύπαρξη είναι Φαινόμενο. Κάτι είναι μόνο Φαινόμενο, - με την έννοια ότι η Ύπαρξη ως τέτοια είναι μόνο κάτι το τεθειμένο, όχι καθεαυτό-και-διεαυτόον. Τούτο αποτελεί την ουσιαστικότητά της: να έχει στη δική της μεριά την αρνητικότητα της ανασκόπησης, τη φύση της ουσίας. Αυτό δεν είναι μια αλλότρια, εξωτερική ανασκόπηση, στην οποία θα ανήκε η ουσία και η οποία μέσω της σύγκρισης αυτής της ίδιας [της ουσίας] με την Ύπαρξη θα διακήρυσσε ότι τουτη-εδώ είναι Φαινόμενο. Απεναντίας, όπως έχουμε δει, αυτή
3 9 . Το να προσδιορίζεται τ ώ ρ α , σ τ η διάσταση του χρόνου, η ύπαρξη ως
φαινόμενο
σημαίνει π ω ς α υ τ ή δεν είναι α π λ ώ ς άμεσα παρούσα, α λ λ ά είναι η α μ ε σ ό τ η τ α π ο υ έ χει τεθεί ω ς ανασκοττημένη.
262.
η ουσιαστικότητα της Ύπαρξης, [που έγκειται] στο να etvot Φαινόμενο, είναι η ιδιαίτερη αλήθεια της Ύπαρξης. Η ανασκόπηση, δυνάμει της οποίας αυτή είναι τούτο, ανήκει σ' αυτήν την ίδια. Όταν όμως λέμε πως Κάτι είναι μόνο Φαινόμενο, με την έννοια ότι σε σύγκριση με τούτο η άμεση Ύπαρξη θα ήταν η αλήθεια, τότε το Φαινόμενο είναι μάλλον η ανώτερη αλήθεια^·'· γιατί αυτό είναι η Ύπαρξη, έτσι όπως τούτη είναι ως ουσιώδη [Ύπαρξη], ενώ η [άμεση] Ύπαρξη είναι το Φαινόμενο που στερείται ακόμη ουσίας, επειδή αυτή [η Ύπαρξη] περιέχει μόνο το ένα στάδιο του Φαινομένου, δηλ. την Ύπαρξη ως άμεση [Ύπαρξη], όχι ακόμα την αρνητική της ανασκόπηση. Όταν το Φαινόμενο ονομάζεται στερημενο-ουσίαζ, τότε σκέπτεται κανείς το στάδιο της αρνητικότητάς του, ως εάν το άμεσο να ήταν συγκριτικά το θετικό και το αληθινό· αλλά τούτο το άμεσο δεν περιέχει μάλλον ακόμα στους κόλπους του την ουσιώδη αλήθεια. Η Ύπαρξη παύει μιάλλον να είναι στερημιένη-ουσίας, όταν αυτή μεταβαίνει στο Φαινόμενο. Η ουσία εμφαίνεται, κατ' οφχήν, μιέσα σ' αυτήν την ίδια, μέσα στην απλή της ταυτότητα· έτσι αυτή είναι η αφηρημένη ανασκόπηση, η καθαρή κίνηση από το μηδέν μέσω του μηδενός^' πίσω στον ίδιο τον εαυτό. Η ουσία φαίνεται, έτσι αυτή είναι εφεξής ρεαλιστική εμφάνεια, εφόσον τα στάδια της εμφάνειας έχουν Ύπαρξη. Το φαινόμενο, έτσι όπως έχει προκύψει, είναι το πράγμα, [εννοημένο] ως η οφνητική διαμεσολάβηση του εαυτού του μιέσω του εαυτού του· οι διαφορές που αυτό περιέχει είναι αυθύπαρκτες ύλες, οι οποίες είναι η αντίφαση [που έγκειται] στο 4 0 . d i e h ö h e r e W a h r h e i t : Ε ά ν η αλήθεια τ η ς ύπαρξης έγκειται στο να είναι φαινόμενο, τ ό τ ε α υ τ ό μπορεί να είναι α ν ώ τ ε ρ η αλήθεια μόνο, όταν δεν έχει τ η θετικότητα τ η ς ύπαρξης ω ς υπόβαθρο, π α ρ ά είναι η ίδια η ύπαρξη ω ς η αντιφατική κίνη<τη που ε π α ν α θ έ τ ε ι τ η ν ουσία, α λ λ ά και οδηγεί προς τ η ν έννοια. 4 1 . Π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι α τ η ν α ρ ν η τ ι κ ή διαμεσολάβηση, που αποσαφηνίζεται σ τ η συνεχεια.
263.
να είναι αυτές ένα άμιεσο υφίστασθαι και συνάμα να έχουν το υφιστασθαι τους μόνο μέσα σε μια ξένη αυθυπαρξία, άρα μέσα στην άρνηση της δικής τους αυθυπαρξίας, και εκ νέου, ακριβώς γι' αυτό το λόγο, στο να μην [έχουν] επίσης [το υφίστασθαί τους] παρά μέσα στην άρνηση εκείνης της ξένης αυθυπαρξίας ή μέσα στην άρνηση της δικής τους ιδιαίτερης άρνησης. Η εμφάναα είναι η ίδια διαμεσολάβηση, αλλά τα ασταθή της στάδια μέσα στο Φαινόμενο έχουν το σχήμα άμεσης αυθυπαρξίας. Αντίθετα, η άμεση αυθυπαρξία, η οποία προσήκει στην Ύπαρξη, από την πλευρά της υποβιβάζεται σε στάδιο. Το Φαινόμενο, κατά συνέπεια, είναι ενότητα της εμφάνειας και της Ύπαρξης. Το Φαινόμενο τώρα προσδιορίζεται εγγύτερα. Αυτό είναι η ουσιώδης Ύπαρξη· η ουσιαστικότητα αυτής της ίδιας [της Ύπαρξης] διαφοροποιείται από το φαινόμενο, [εννοημένο] ως επουσιώδες, και αυτές οι δύο πλευρές έρχονται σε σχέση μεταξύ τους^-. - Αυτό, ως εκ τούτου, είναι κατά πρώτον απλή αυτοταυτότητα, η οποία συνάμα περιέχει διάφορους προσδιορισμούςπεριεχομένου, οι οποίοι τόσο οι ίδιοι όσο και οι προσδιορισμοί τους, μιέσα στην εναλλαγή του Φαινομένου, είναι αυτό;που παραμένει ίσο προς τον εαυτό του· είναι ο νόμος του Φαινομένου. Δεύτερον, όμως, ο νόμος που είναι απλός μέσα στη διαφορετικότητά του μεταβαίνει στην αντίθεση· το ουσιώδες του Φαινομένου αντι-τίθεται στο ίδιο το Φαινόμενο και στον κόσμο του Φαινομένου αντίκειται ο κόσμος που είναι καθεαυτόν. Τρίτον, η αντίθεση τούτη επανέρχεται μέσα στο θεμέλιό της· εκείνο που είναι καθεαυτό είναι μέσα στο Φαινόμενο, και αντίστροφα το Φαινόμενο είναι προσδιορισμένο ως προσλαμβανόμενο μέσα στο καΟεαυτό-Ειναι του· το Φαινόμενο γίνεται ση.
4 2 . Το φαινόμενο φέρει μέσα του τκ; δύο αντίθετες πλευρές και αντλεί τ η ν ι σ χ ύ τ η ς κίνησης του α π ' αυτήν τ η διαφορετικότητα.
264.
Α.
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ 1. Το Φαινόμενο είναι το υπάρχον διαμεσολαβημένο από την άρνηση του, η οποία συνιστά το υφίστασθαί του. Αυτή η άρνηση του είναι πράγματι ένα άλλο Αυθύπαρκτο· αλλά τούτο είναι ομοίως ουσιαστικά ένα ανηρημένο. Το υπάρχον είναι, ως εκ τουτου, η επιστροφή του εαυτού του εντός του εαυτού του μιέσω της άρνησης του και μέσω της άρνησης αυτής της άρνησής του· αυτό έχει, λοιπόν, ουσιώδ-η αυθυπαρξία- ακριβώς όπως αυτό είναι εξίσου άμεσα ένα απόλυτα τεθειμενο-Είναι, το οποίο έχει για δικό του υφίστασθαι ένα θεμέλιο και ένα άλλο. - Κατά πρώτον, λοιπόν, το Φαινόμενο είναι η 'Γπαρξη μιε την ουσιαστικότητά της συγχρόνως, το τεθειμιένο-Είναι με το θεμιέλιό του· αλλά τούτο το θεμέλιο είναι η άρνηση, και το άλλο Αυθύπαρκτο, το θεμιέλιο του πρώτου, είναι ομωίως μωνο ένα τεθειμένοΕίναι. Μ' άλλα λόγια, το υπάρχον, ως κάτι το φαινομιενικό, είναι ανασκοπημένο μέσα σε ένα άλλο και το έχει για θεμέλιο του, και αυτό το ίδιο [το άλλο] είναι μόνο τούτο: να είναι ανασκοπημένο [λέσα σε ένα άλλο. Η ουσιώδης αυθυπαρξία που προσήκει σε τούτο, επειδή αυτό είναι επιστροφή εντός εαυτού, είναι, ένεκα της αρνητικότητας των σταδίων, η επιστροφή του μηδενός μέσω του μηδενός πίσω στον εαυτό· γι' αυτό η αυθυπαρξία του υπάρχοντος δεν είναι παρά η ουσιώδης εμφάνεια. Η συνάφεια του υπάρχοντος, που θεμελιώνεται αμοιβαία, έγκειται, γΓ αυτό ακριβώς το λόγο, σε τούτη την αμοιβαία άρνηση, δηλ. στο ότι το υφίστασθαι του ενός δεν είναι το υφίστασθαι του άλλου, αλλά το τεθειμένο-Είναι του, και είναι τούτος ο σχετισμός του τεθειμένου-Είναι μόνο που αποτελεί το υφίστασθαι τους. Το θεμέλιο είναι παρόν, όπως αυτό είναι μέσα στην αλήθεια του, δηλ. να είναι ένα πρώτο, το οποίο είναι μόνο ένα προϋποηθέμενο. 265.
Αυτό τώρα συγκροτεί την αρνητικη πλευρά του Φαινομένου. Αλλά μέσα σε τούτη την αρνητική «διαμεσολάβηση περιέχεται άμεσα η θετική ταυτότητα του υπάρχοντος μιε τον εαυτό του. Γιατί αυτό δεν είναι τεθειμενο-Είναι σε σχέση με ένα ουσιώδες θεμέλιο, ή ίεν είναι η εμφάνεια σε ένα Αυθύπαρκτο, αλλά είναι τεθειμενο-Ειναι, το οποίο αναφέρεται σε ένα τεθειμενο-Είναι, ή είναι μια εμφάνεια μόνο /χεσα σε /χία εμφάνεια. Μέσα σε τούτη την άρνηση του ή μέσα στο Άλλο του, που το ίδιο είναι ένα ανηρημένο, αυτό αναφέρεται στον εαυτό του· να λοιπόν που είναι αυτο-ταυτό ή θετική ουσιαστικότητα. - Τούτη η ταυτότητα δεν είναι η αμεσότητα, η οποία προσήκει στην Ύπαρξη ως τέτοια και είναι μόνο το επουσιώδες, [που έγκειται] στο να έχει το υφίστασθαί του μέσα σε ένα άλλο. Απεναντίας, αυτή είναι το ουσώύες περιεχόμενο του Φαινομένου, το οποίο [περιεχόμενο] έχει δύο πλευρές: πρώτον να είναι μζσα στη μορφή του τεθειμένου-Είναι ή της εξωτερικής αμεσότητας, δεύτερον να είναι το τεθειμένοΕίναι ως αυτο-ταυτό. Σύμφωνα με την πρώτη πλευρά, το περιεχόμενο έχει τη μορφή ενός προσδιορισμένου-Είναι, αλλά ενός συμπτωματικού, επουσιώδους [προσδιορισμένου-Είναι], το οποίο, δυνάμει της αμεσότητάς του, είναι καθυποταγμένο στη μετάβαση, στη γένεση και στη φθορά. Σύμφωνα με την άλλη π/ευρά, αυτό είναι ο απλός, εξαιρούμενος από κείνη την εναλλαγή, προσδιορισμός-περιεχομένου, είναι το παραμόνιμο στοιχείο αυτής της ίδιας [της εναλλαγής]. Αυτο το περιεχόμενο, εκτός από το ότι είναι εν γένει το απλό στοιχείο αυτού που παρέρχεται, είναι επίσης ένα προσδιορισμένο, εντός εαυτού διαφορετΐ}ίό περιεχόμενο. Αυτό είναι η ανασκόπηση εντός εαυτού του Φαινομένου, του αρνητικού προσδιορισμένου-Είναι, άρα περιέχει την προσδιοριστιχότητα ουσιαστικά. Αλ)Λ το Φαινόμενο είναι η πολλαπλή διαφορετικότητα μέσα στο στοιχείο του Είναι, η οποία περιέρχεται σε επουσιώδη πολ/ναπλότητα· το ανασκοπημένο του περιεχόμενο, αντίθετα, είναι η πο>>λαπλότητά του υποβιβασμένη στην απλη διαφορά. Το 266.
προσδιορισμένο ουσιώδες περιεχόμενο πράγματι, με ένα τρόπο πιο ακριβή, δεν είναι μόνο προσδιορισμένο γενικά, αλλά, [εννοημένο] ως το ουσιώδες του Φαινομένου, [είναι] η εντελής προσδιοριστικότητα:το ένα και το άλλο του. Μέσα στο Φαινόμενο καθένα απ' αυτά τα δύο έχει το υφίστασθαί του κατά τέτοιο τροπο μ£σα στο άλλο, ώστε αυτό συνάμα να είναι μόνο μέσα στο μτη-υφίστασθαι του άλλου. Ετούτη η αντίφαση αυτοαναιρείται· και η ανασκόπησή της εντός εαυτού είναι η ταυτότητα του αμφίπλευρου υφίστασθαί της, έτσι που το τεθειμενο-Είναι του ενός να είναι επίσης το τεθειμενο-Είναι του άλλου. Αυτά συγκροτούν Ένα υφίστασθαί, [αλλά] ταυτόχρονα ως ένα διαφορετικό, αμοιβαία αδιάφορο περιεχόμενο. Μέσα στην ουσιώδη πλευρά του Φαινομένου, το αρνητικό του επουσιώδους περιεχομιένου, [που έγκειται] στο να αυτοαναιρείται, έχει έτσι επανακάμψει μέσα στην ταυτότητα· αυτό [το περιεχόμενο] είναι ένα αδιάφορο υφίστασθαί, το οποίο δεν είναι το ανηρημένο-Είναι, αλλά μιάλλον το υφίστασθαί του άλλου. Αυτή η ενότητα είναι ο νόμος του Φαινομενου^ Κ 2. Ο νόμος είναι, λοιπόν, η θετική πλευρά της διαμεσολάβησης αυτού το οποίο φαίνεται. Το Φαινόμενο είναι πρωτίστιος η Ύπαρξη, [εννοημένη] ως η αρνητικη διαμεσολάβηση με τον εαυτό, έτσι που το υπάρχον να είναι διαμεσολαβημένο με τον εαυτό του μέσω του δικού του ιδιαίτερου μη-υφίστασθαι, μέσω ενός άλλου, και εκ νέου μέσω του μη-υφίστασθαι τούτου του άλλου. Εδώ μέσα περιέχεται πρώτον το απλό εμφαίνεσθαι και το εξαφανίζεσθαι αμφοτέρων, το επουσιώδες Φαινόμιενο" δεύτερον, [περιέχεται] επίσης το παραμενειν [= παραμόνιμο] ή ο νόμ/>ς· γιατί καθένα εκ των δύο υπάρχει μέσα σε κείνη τη διαδικασία αναφεσης του άλλου, και το τεθειμένο-Είναι τους, [εννοημένο] ως η
43. Όπως προκύπτει, ο νόμος του φαινομένου &ν είναι c ^ o από τη μορφική ταυτότητα του ουσίίόδους και επουσιώδους περιεχομένου, έτσι όπως αυτό λαμβάνεται για να συγκροτεί το φαινόμενο.
267.
ίχρνητικότητά τους, είναι συνάμα το ταυτό, θετικό τεθειμένο-Είναι αμφοτέρων^^ Αυτό το παραμένον υφίστασΟαι, το οποίο το Φαινόμενο έχει μέσα στο νόμο, είναι συνεπώς, καταπώς έχει προσδιορισθεί, αντι-θετο, κατά πρώτοι, στην αμεσότητα του Είναι, την οποία έχει η Ύπαρξη. Αυτή η αμεσότητα είναι, στ' αλήθεια, καθεαυτην η ανασκοπημένη [αμεσότητα], δηλ. το θεμέλιο που επανέκαμψε εντός εαυτού" αλλά μέσα στο Φαινόμενο αυτή η απλή αμεσότητα είναι τώρα διαφοροποιημένη από την ανασκοπημένη [αμεσότητα]· αυτές [οι αμεσότητες] άρχισαν το πρώτον να χωρίζονται μέσα στο πράγμα. Το υπάρχον πράγμα, μέσα στη διάλυσή του, έγινε τούτη η αντίθεση· η θετική πλευρά της διάλυσής του είναι εκείνη η ταυτότητα με τον εαυτό τού φαινομενικού - [εννοημένου] ως τεθειμένου-Είναι - μέσα στο άλλο του τεθειμένο-Ειναι. - Δεύτερον, η ίδια τούτη η ανασκοπημένη αμεσότητα είναι προσδιορισμένη ως το τεθειμενο-Είναι έναντι της οντικής αμεσότητας της Ύπαρξης. Αυτό το τεθειμιένο-Είναι εφεξής είναι το ουσιώδες και αληθινά θετικό. Η γερμανική έκφραση νόμος περικλείει εξίσου τούτο τον προσδιορισμό. Μέσα σε τούτο το τεθειμένο-Είναι βρίσκεται η ουσιώδης σχέση των δύο πλευρών της διαφοράς, την οποία περιέχει ο νόμος· αυτές είναι ένα διαφορετικό, προς αλλήλας άμεσο περιεχόμενο, και είναι τούτο, [εννοημένες] ως η ανασκ07ΐητ)ση του εξαφανιζόμιενου περιεχομένου που ανήκει στο φαινόμενο. Ως ουσιώδης διαφορετικότητα, οι διαφορετικές π/£υρές είναι απλοί αυτοσχετιζόμενοι προσδιορισμοί-περιεχομένου. Α>λά εξίσου, καμία δεν είναι για τον εαυτό της άμεση· απεναντίας, καθεμιά είναι ουσιαστικά τεθειμενο-Είναι ή είναι μόνο στο μέτρο που η άλλη ειναφ^. 44. Η ουσιαστικότητα του νόμου δείχνετίχι στο να είναι αυτός το «εμβαίνον» που μετέχει του «ταυτού» και του «θάτερου». 45. Εφόσον ο νόμος είναι η σχέίτη δύο αμεσοτήτων, το φαινόμενο που υπόκειται στο νόμο εκφράζει ττί διαφορετικότητα των δύο πλευρών ως μια θετική σχέση ταυτότητας.
268.
Τρίτον, Φαινόμενο και νόμος έχουν ένα και το αυτό περιεχόμενο. Ο νόμος είναι η ανασχότζηίτη του Φαινομένου μέσα στην ταυτότητα με τον εαυτό· έτσι το φαινόμενο, [εννοημένο] ως το μηδαμινό άμεσο αντίκειται στο εντός-εαυτού-ανασκοττημένο [άμεσο], και αυτά είναι κατά τη μορφή τούτη διαφοροποιημένα. Αλλά η ανασκότϊηση του Φαινομένου, δυνάμει της οποίας είναι [= υπάρχει] τούτη η διαφορά, είναι επίσης η ουσιώδης ταυτότητα του ίδιου του φαινομένου και της ανασκότΐησης του, πράγμα το οποίο είναι εν γένει η φύση της ανασκότιησης- τούτη είναι το αυτο-ταυτό μιέσα στο τεθειμένο-Είναι και είναι αδιάφορη απέναντι σε κείνη τη διαφορά, η οποία είναι η μορφή ή το τεθειμένοΕίναι· άρα [είναι] ένα περιεχόμενο, το οποίο συνεχίζεται από το Φαινόμενο μέσα στο νόμο, το περιεχόμενο του νόμου και του Φαινομένου. Αυτό το περιεχόμενο συνιστά έτσι τη 6άση του Φαινομένουο νόμος είναι η ίδια τούτη η βάση, το Φαινόμενο είναι το ίδιο περιεχόμιενο, αλλά περιέχει ακόμη κάτι περισσότερο, δηλ. το επουσιώδες περιεχόμενο του άμεσου Είναι του. Ο μορφικός-προσδιορισμός επίσης, δια του οποίου το Φαινόμενο ως τέτοιο είναι διαφοροποιημένο από το νόμο, είναι πράγματι ένα περιεχόμενο και εξίσου ένα [περιεχόμενο] διαφοροποιημένο από το περιεχόμενο του νόμου. Διότι η Ύποφξη, [ειλημμένη] ως αμεσότητα εν γένει, είναι ομοίως ένα αυτο-ταυτό της ύλης και της μορφής, το οποίο είναι αδιάφορο απέναντι στους μορφικούς του προσδιορισμούς και γι' αυτό [είναι] περιεχόμενο· αυτή [η Ύπαρξη] είναι η πραγμότητα με τις ιδιότητές της και τις ύλες. Αλλ' αυτή είναι το περιεχόμενο, η αυθύπαρκτη αμεσότητα του οποίου είναι συνάμα μόνο ως ένα μη-υφίστασθαι. Αλλά η ταυτότητα του περιεχομένου με τον εαυτό του μέσα σε τούτο το μη-υφίστασθαι του είναι το άλλο, ουσιώδες περιεχόμενο. Τούτη η ταυτότητα, η βάση του Φαινομένου, η οποία συνιστά το νόμο, είναι η ιδιαίτερη βαθμίδα του Φαινομένου- τούτη είναι η θετική πλευρά της ουσιαστικότητας, δια της οποίας η Ύπαρξη είναι Φαινόμενο. 269.
Κατά συνέπεια, ο νόμος δεν είναι εκείθεν του Φαινομένου, αλλά είναι άμιεσα παφών μέσα σ' αυτό^«· ^ο βασίλειο των νόμων είναι το ήρεμο απείκασμα του υπάρχοντος ή φαινόμενου κόσμου. Αλλά αμφότερα είναι μάλλον Μια ολότητα, και ο ίδιος ο υπάρχων κόσμος είναι το βασίλειο των νόμων, το οποίο, καθότι το απλό Ταυτόσημο, είναι συγχρόνως ως το ταυτό με τον εαυτό του μέσα στο τεθειμένο-Είναι ή μέσα στην αυτο-διαλυόμενη αυθυπαρξία της Ύπαρξης. Η Ύπαρξη επανέρχεται μέσα στο νόμο σαν μέσα στο θεμέλιο του* το φαινόμενο περιέχει αμφότερα τούτα, το απλό θεμέλιο και τη διαλύουσα κίνηση του εμφανιζόμενου σύμπαντος, της οποίας η ουσιαστικότητα είναι αυτό [το απλό θεμέλιο]. 3. Ο νόμος είναι, λοιπόν, το ουσιώδες φαινόμενο* αυτός είναι η ανασκόπηση εντός εαυτού του ίδιου [του Φαινομένου] μέσα στο τεθειμένο-Είναι του, το ταυτό περιεχόμενο του εαυτού του και της επουσιώδους Ύπαρξης. Εν πρώτοις τώρα, αυτή η ταυτότητα του νόμου με την Ύπαρξη του δεν είναι πρωταρχικά παρά η άμεστ], απλή ταυτότητα, και ο νόμος είναι αδιάφορος προς την Ύπαρξή του· το Φαινόμενο έχει ακόμη ένα άλλο περιεχόμιενο σε σχέση με το περιεχόμενο του νόμου. Εκείνο το περιεχόμενο είναι βεβαίως το επουσιώδες [περιεχόμιενο] και η πράξη επανάκαμψης μέσα σε τούτο-εδώ' αλλά για το νόμο εκείνο είναι κάτι το πρώτο, το οποίο δεν είναι τεθειμένο από αυτόν ως περιεχόμενο είναι, κατά συνέπεια, εξωτερικά αννδεδεμενο [χε το νόμο^''. 46. Ο νόμος σχετίζεται εδώ προς το φαινόμενο (ος περατωμένη εξωτερίκευση της εσωτερικότητας και γι' αυτό δεν λαμβάνεται ως ένας άλλος κόσμος που αντίκειται στο φαινόμενο. Έτσι συνιστά το όλδ της κίνησης του κόσμου του φαινομένου και του κόσμου που προσιδιάζει σ' αυτόν. 47. Εφόσον το περιεχόμενο του φαινομένου είναι μόνο μια στιγμή μέσα στο στοιχείο του Είναι, συνιστά επουσιώδες περιεχόμενο, το οποίο διακρίνεται για τη συμπτωματικοττ,τά του και γι' αυτό δεν διαμεσολαβείται από το νόμο, αλλά σε σχέση με αυτόν είναι κάτι το εξωτερικό. Το φαινόμενο, από τούτη την πλευρά, προσδιορίζεται σι:/μφ<ονα με το νόμο, ο οποίος ανάλογα με το βαθμό ανάπτυξής του εκφράζεται στο φαινόμενο.
270.
To Φαινόμενο είναι μια πληθύς σαφέστερων προσδιορισμών, οι οποίοι ανήκουν στο Αυτό ή στο συγκεκριμένο και δεν περιέχονται μέσα στο νόμο, αλλά είναι προσδιορισμένοι μέσω ενός άλλου. Δεύτερον, αυτό το οποίο το Φαινόμενο περιέχει διαφοροποιημένο από το νόμο προσδιορίστηκε ως ένα θετικό ή ως ένα άλλο περιεχόμενο· αλλά ουσιαστικά είναι ένα αρνητικό· είναι η μορφή και η κίνησή του ως τέτοια, η οποία ανήκει στο Φαινόμενο. Το βασίλειο των νόμων είναι το ψεμο περιεχόμενο του Φαινομένου· τούτο-εδώ είναι το ίδιο [περιεχόμενο], αλλά ποφουσιαζόμιενο μέσα στην ακατάπαυστη ενναλλαγή και ως η ανασκόπηση εντός άλλου. Αυτό είναι ο νόμος, [εννοημένος] ως η αρνητική Ύπαρξη, που υπόκειται απόλυτα σε μεταβολή, η κίνηση του μεταβαίνειν μιέσα στα αντί-θετα, του αυτο-αναιρείσθαι, του επανακάμπτειν μέσα στην ενότητα. Ετούτη η πλευρά της αεικίνητης μορφής ή της αρνητικότητας δεν περιέχει το νόμο· το Φαινόμενο, συνακόλουθα, είναι, σε σχέση μ£ το νόμο, η ολότητα, γιατί αυτό περιέχει το νόμο, αλλ' επίσης κάτι ακόμωι περισσότερο, δηλ. το στάδιο της αυτο-κινούμενης μορφής·^«. - Αυτή η ατέλεια, τρίτον, είναι έτσι παρούσα στο νόμο, ώστε το περιεχόμενό του να μην είναι πρωτίστως παρά ένα διαφορετικό [περιεχόμενο], ένα, κατά ταύτα αδιάφορο προς τον εαυτό του [περιεχόμενο]· να λοιπόν που η ταυτότητα των πλευρών του**" μιεταξύ τους είναι, κατ' αρχήν, μόνο μια άμ£στη και γι' αυτό εσωτερική, ή όχι ακόμα αναγκαία [ταυτότητα]. Μέσα στο νόμιΛ είναι δύο προσδιορισμοίπεριεχομένου ουσιαστικά συνδεδεμένοι (για παράδειγμα, μέσα στο νόμο της κίνησης της πτώσης το μέγεθος του χώρου και το μιέγεθος του χρόνου* τα διανυθέντα διαστήματα συμπεριφέρονται όπως τα τετράγωνα του παρελθόντος χρόνου)· αυτοί είναι συνδε-
48. Το φαινόμενο είναι ολότητα, γιατί (τυνδυάζει τη μορφική σταθερότητα του νόμου και το μεταβαλλόμενο περιεχόμενο. Έρχεται λοιπόν να εκφράσει μια αυθυπα(ίια σε σχέση με την ακίνητη μορφή του νόμου, ο οποίος δεν γνίορίζει ακόμα την αντίφαση. 49. Των πλευρών της ταυτότητας και της διαφοράς.
271.
δεμένοι· αυτός ο σχετισμός δεν είναι αρχικά παρά ένας άμεσος τοιούτος. Αυτός ομοίως δεν είναι, ως εκ τούτου, πρωτίστ(υς παρά ένας τεθειμενος [σχετισμός], όπως μέσα στο Φαινόμενο το άμεσο εν γένει έχει προσλάβει τη σημασία του τεθειμένου-Είναι. Η ουσιώδης ενότητα των δύο πλευρών του νόμου θα ήταν η αρνητικότητά τους, δηλ. η μια θα περιείχε σ' αυτήν την ίδια την άλλη της- αλλά τούτη η ουσιώδης ενότητα δεν έχει ακόμη εμφανισθεί στο νόμο. (- Να γιατί μέσα στην έννοια του διανυθέντος διαστήματος κατά την πτώση [ενός σώματος] δεν περιέχεται ότι σ' αυτήν αντιστοιχεί ο χρόνος ως τετράγωνο. Επειδή η πτώση είναι μια αισθητή κίνηση, συνιστά τη σχέση χρόνου και χώρου· αλλά, πρώτον, ο προσδιορισμός του ίδιου του χρόνου δηλ. έτσι όπως ο χρόνος λαμβάνεται σύμφωνα με την παράσταση του - δεν υποδηλώνει ότι αυτός σχετίζεται μιε τον χώρο και αντίστροφα· λένε ότι θα μπορούσε κανείς να φαντοιστεί κάλλιστα τον χρόνο χωρίς το χώρο και το χώρο χωρίς τον χρόνο· άρα, το ένα προστίθεται [= αναφέρεται] στο άλλο εξωτερικά, και αυτή η εξωτερική αναφορά είναι η κίνηση. Δεύτερον, ο ακριβέστερος προσδιορισμός [που έγκειται στο να ξέρουμε], σύμφωνα με ποια μεγέθη χώρος και χρόνος σχετίζονται μιεταξύ τους μέσα στην κίνηση, είναι αδιάφορος. Είναι εξ εμπεφίας που γνωρίζουμε το νόμο αυτής της σχέσης και στο μιέτρο που αυτός είναι μιόνο άμsσος· αυτός απαιτεί ακόμα μια απόδειξη, δηλ. μια διαμεσολάβηση για το γνωρίζειν, [μια απόδειξη] ότι ο νόμος όχι μόνο λαμβάνει χώρα, αλλά είναι αναγκαίος· ο νόμος ως τέτοιος δεν περιέχει αυτή την απόδειξη και την αντικειμενική της (χναγκαιότητα^® -). Γι' αυτό, ο νόμος είναι μόνο η Οετοίη ουσιαστικότητα του Φαινομένου, όχι η αρνητική του, σύμφωνα με την οποία οι προσδιορισμοί-περιεχομένου είναι στοιχεία της μορφής, μεταβαίνουν ως τέτοια μέσα στο Άλλο τους και σ' αυτά τα ίδια είναι ομοί(υς όχι 50. Είναι η αμεσότητα του νόμου που τον στερ« από τη δυνατότητα της απόδειξης.
272.
αυτά, αλλά το Άλλο τους. Μέσα στο νόμο, λοιπόν, το τεθειμένοΕίναι της μιας πλευράς αυτού του ίδιου [του νόμωυ] είναι βεβαίως το τεθειμένο-Είναι της άλλης· αλλά το περιεχόμενό τους είναι αδιάφορο απέναντι σε τούτη τη σχέση· αυτό δεν περιέχει σ' αυτό το ίδιο τούτο το τεθεΐ(Λενο-Είναι. Ο vό[Jwς, συνεπώς, είναι πράγματι η ουσιώδης μορφή, αλλά όχι ακόμη η ως περιεχόμενο ανασκοτιημένη μέσα στις πλευρές της ρεαλιστική μορφής
Β. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΕΑΥΤΟΝ 1. Ο υπάρχων κόσμος υψώνεται ήρεμα σε ένα βασίλειο νόμ ω ν το μηδαμινό περιεχόμενο του πολλαπλού του προσδιορισμένου-Είναι έχει το υφίστασθαί του μέσα σε ένα άλλο· το υφίστασθαί του, κατά συνέπεια, είναι η διάλυσή του. Αλλά μέσα σε τούτο το άλλο ο κόσμος του Φαινομένου [das Erscheinende] TJμπίπτει [= ενοποιείται] επίσης με τον ίδιο τον εαυτό του- έτσι το Φαινόμενο, μέσα στη μεταβλητότητά του, είναι επίσης ένα παραμιένειν [= Σταθερό], και το τεθειμένο-Είναι του είναι νόμος. Ο νόμος είναι αυτή η απλή ταυτότητα του Φαινομένου με τον εαυτό του, άρα η βάση, όχι το θεμέλιο αυτού του ίδιου [του Φαινομένου]· γιατί ο νόμος δεν είναι η αρνητική ενότητα του Φαινομένου, αλλά, καθότι η απλή του ταυτότητα, [είναι] η άμεση ενότητα, δηλ. αφηρημένη [ενότητα], δίπλα στην οποία, ως εκ τούτου, λαμβάνει χώρα επίσης το άλλο περιεχόμενο του Φαινομένου. Το περιεχόμενο είναι αυτό-εδώ [το περιεχόμενο], συνέχεται εντός εαυτού ή έχει την αρνητική του ανασκόπηση στο εσωτερικό του εαυτού του. Αυτό είναι ανασκοττημένο μιέσα σε ένα άλλο· τούτο το άλλο είναι το ίδιο μια Ύπαρξη του Φαινομένου· τα φαι-
51. Η ενότητα του Ε<τωτερ«κού και του ί?<ιηερ«ού τόσο ως προς ττ, μορφή όσο κ« ως πί)ος το περιεχόμενο θα ετητευχθεί μέσα στην Πραγμα-αχότητα. Λες σ 315 χ.εξ. i n
νόμενα πράγματα^^ έχουν τα θεμέλιά τους και τους όρους τους σε άλλα φαινόμενα πράγματα. Αλλά στην πράξη ο νόμος είναι επίσης το Αλλο του Φαινομένου ως τέτοιου και η οφνητική του^^ ανασκότιηση σαν μιέσα στο Άλλο του. Το περιεχόμενο του Φαινομένου, το οποίο είναι διαφορετικό από το περιεχόμενο του νόμου, είναι το υπάρχον που έχει για ουσία του την αρνητικότητά του και είναι ανασκοπημένο μέσα στο μη-Είναι του. Αλλά τούτο το .ι^λλο, το οποίο είναι επίσης ένα υπάρχον, είναι ομοίως ένα τέτοιο ανασκοττημιένο μέσα στο μη-Είναι του· αυτό είναι λοιπόν το «'άο, και το φαινομενικό [= Φαινόμενο] είναι, συνεπώς, στην πράξη αναστίοπημένο όχι μέσα σε ένα άλλο, αλλά εντός εαυτού· ακριβώς τούτη η ανασκόπηση εντός εαυτού του τεθειμένου-Είναι είναι ο νόμος. Αλλά ως κάτι το φαινομενικό [= ως ένα Φαινόμενο] αυτό είναι ουσιαστικά ανασκοπημένο μέσα στο μη-Είναι του, η ίδια η ταυτότητά του είναι ουσιαστικά εξίσου η αρνητικότητά του και το Άλλο του. Κατά συνέπεια, η ανασκόπηση-εντός-εαυτού του Φαινομένου, ο νόμος, είναι επίσης όχι μόνο η ταυτόσημη βάση του, αλλά αυτό έχει στο νόμο το αντί θετό του, και ο νόμος είναι η αρνητική του ενότητα. Έτσι, τώρα, ο προσδιορισμός του νόμου έχει αλλάξει στο πλαίσιο του ίδιου του νόμου. Κατ' αρχήν, αυτός είναι μ.όνο ένα διαφορετικό περιεχόμενο και η μορφική ανασκόπηση εντός εαυτού του τεθειμένου-Είναι, κατά τρόπο που το τεθειμένο-Είναι της μιας των πλευρών του να είναι το τεθειμένο-Είναι της άλλης. Επειδή όμως αυτός είναι επίσης η αρνητική ανασκότιηση εντός εαυτού, οι πλευρές του είναι σε σχέση όχι μόνο ως διαφορετικές [πλευρές], αλλά ως σχετιζόμενες αρνητικά προς αλλή>Λς. - Ή, όταν ο νόμος είναι ιδωμένος δι' εαυτόν [= ξεχωριστά]. 52. Die erscheinenden Dinge: τα πράγματα που αντιστοιχούν στο επίπεδο του φαινομένου. Γ)3. Αναφέρεται στο φαινόμενο.
274.
Ol πλευρές του περιεχομένου του είναι αδιάφορες η μια προς την άλλη· αλλ' αυτές είναι όχι λιγότερο ανηρημένες μέσω της ταυτότητας τους· το τεθειμένο-Είναι της μιας είναι το τεθειμένοΕίναι της άλλης· το καθ' υπόσταση υφίστασθαι, συνεπώς, της καθεμιάς είναι επίσης το χαθ' υπόσταση μη-υφίστασθαι αυτής της ι8ι<χς. Τούτο το τεθειμένο-Είναι της μιας μέσα στην ά>>λη είναι η αρνητική τους ενότητα, και καθεμιά είναι όχι μόνο το τεθειμένο-Είναι του εαυτού της, αλλά και της άλλης, ή καθεμιά, η ίδια, είναι τούτη η αρνητική ενότητα. Η θετική ταυτότητα, την οποία αυτές έχουν μέσα στο νόμο ως τέτοιο, δεν είναι πρωτίστως παρά η εσωτερική τους ενότητα, η οποία έχει χρεία της απόδειξης και της διαμεσολάβησης, επειδή τούτη η αρνητική ενότητα δεν είναι ακόμα τεΟειμένη σ' αυτές. Αλλ' εφόσον οι διαφορετικές πλευρές είναι προσδιορισμένες εφεξής σαν να είναι διαφορετικές μιέσα στην αρνητική τους ενότητα, ή σαν τέτοιοι όροι, καθένας των οποίων περιέχει σ' αυτόν τον ίδιο το Άλλο του και συγχρόνως απωθεί από τον εαυτό του τούτο το άλλως-Είναι του, τότε η ταυτότητα του νόμου εφεξής είναι επίσης μια τεθειμενη και ρεαλιστικά υπαρκτή [ταυτότητα]^^ Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο νόμος έχει λοιπόν προσλάβει ομοίως το στοιχείο - που λείπει - της αρνητικής μορφής των πλευρών του· το στοιχείο, το οποίο προηγουμένως ανήκε ακόμα στο Φαινόμενο· η Ύπαρξη έτσι έχει εντελώς επανακάμψει εντός εαυτού και είναι ανασκοπημένη μ£σα στο άλλως-Είναι της που είναι καθεαυτό και διεαυτό. Γι' αυτό, εκείνο που πρωτύτερα ήταν νόμος δεν είναι πλέον μόνο Μια πλευρά του όλου, του οποίου η άλλη ήταν το Φαινόμενο ως τέτοιο, αλλά είναι το ίδιο το όλο. Η Ύπαρξη είναι η ουσιώδης ολότητα του Φαινομένου, κατά τρόπο 54. Ο νόμος δεν τίθεται <τε αντιπίχράθεση με το φαινόμενο, δεν είναι η μια πλτ^ρά που αντίκειται στην άλλη, αλλά τίθεται ως το όλο, που περιέχει το φαινόμενο (ος στοιχείο της δικής του πραγματικότητας.Η τελευταία, λοιπόν, έχει τη ρεαλιστική της ύπαρξη μέσα στην αρνητική ενότητα του νόμου και αχ; τέτοια είναι ρεαλιστική ταυτότητα του καθολικού με τον εαυτό του μέσα στις μερικές ενικότητες.
275.
που αυτή τώρα να περιέχει επίσης το στάδιο της μη-ουσιαστικότητας, το οποίο ανήκε ακόμια στο Φαινόμενο, αλλά υπό τη μορφή της ανασκοπημένης, καΟεαυτην ούσας μη-ουσιαστικότητας, δηλ. υπό τη μορφή της ουσιώδους αφνητιχότηταφ^. - Ως άμεσο περιεχόμενο, ο νόμος είναι προσάορισμένοζ εν γένει, [είναι] διαφοροποιημένος από άλλους νόμους, και από αυτούς-εδώ υπάρχει ένα απροσδιόριστο πλήθος. Αλλ' εφόσον αυτός τώρα έχει στους κόλπους του την ουσιώδη αρνητικότητα, δεν περιέχει πλέον ένα τέτοιο αδιάφορο μόνο και τυχαίο προσδιορισμΛ-περιεχομένου· απεναντίας, το περιεχόμιενό του είναι κάθε προσδιοριστικότητα εν γένει, σε ουσιώδη, εξελισσόμενη σε ολότητα σχέση. Το ανασκοπημένο εντός εαυτού Φαινόμιενο, λοιπόν, είναι τώρα ένας κόσμος, ο οποίος φανερώνεται ως ένας κόσμος που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν πάνω από το φαινομενικό κόσμο. Το βασίλειο των νόμων περιέχει μόνο το απλό, αμετάβλητο, α>νλά διαφορετικό περιεχόμενο του υπάρχοντος κόσμιου. Αλλ' εφόσον τώρα αυτό είναι η ολική ανασκόπηση αυτού [του κόσμου], αυτό περιέχει επίσης το στάδιο της πολλαπλότητάς του που στερείται ουσίας. Τούτο το στάδιο της μιεταβλητότητας και της αλλαγής, ως ανασκοττημένο εντός εαυτού, ως ουσιώδες, είναι η απόλυτη αρνητικότητα ή η μορφή εν γένει ως τέτοια, της οποίας όμως τα στάδια, μέσα στον καθεαυτό-και-διεαυτό-όντα κόσμο, έχουν τη ρεαλιστικότητα αυθύποιρκτης, αλλά ανασκοπημένης Ύπαρξης- ακριβώς όπως, κατ' αντίστροφο τρόπο, ετούτη η ανασκοπημένη αυθυπαρξία έχει εφεξής τη μορφή σ' αυτήν την ίδια, και έτσι το περιεχόμενό της δεν είναι ένα απλώς πο/^ναπλο τοιούτο, αλλά ένα ουσιαστικά συνυφασμιένο μιε τον εαυτό του [περιεχόμιενο]^^. 5 5 . 0 νόμος ως ολότητα δεν περικλείει μόνο το φαινόμενο ως ουσιώδες φαινόμενο, UJJA κ « την επουσιώδη συμπτωματικότητα των περιεχομένων. Είναι, λοιπόν, ο ίδιος που κατά τρόπο διαμεσολαβημένο δείχνεται να είναι το φαινόμενο ως όλο. 56. Εάν το περιεχόμενο του βασιλείου των νόμων και εκείνο του βασιλώυ του αισθητού κόσμου, δηλ. του κόσμου των φαινομένων, είναι το ίδιο, τότε αυτό το περιε-
276.
- Αυτός ο κόσμος που είναι καθεαυτόν χοα διεαυτόν ονομάζεται επίσης ο υπεραισθητός χόσμοζ, κατά το μέτρο που ο υπάρχων κόσμος χαρακτηρίζεται ως οασ&ητόζ, δηλ. ως τέτοιος που είναι για την εποπτεία, [για] την άμεση συμπεριφορά της συνείδησης. - Ο υπεραισΟητός κόσμος έχει εξίσου μια αμεσότητα, μια Ύπαρξη, αλλά μια ανασκοπημένη, ουσιώδη Ύπαρξη. Η ουσία δεν έχει ακόμη προσδιορισμένο-Είναι· αλλά αυτή είναι, και [είναι] με μια πιο βαθιά έννοια από το Είναι· το πράγμα είναι η έναρξη της ανασκοπημένης Ύπαρξης· αυτό είναι μια αμεσότητα, η οποία δεν είναι ακόμα τεθειμενη ως ουσιώδη ή ανασκοπημένη [αμεσότητα]· αλλά αυτό δεν είναι στ' αλήθεια ένα οντικό [= χαταφατιχ6\ άμεσο. Μόνο τα πράγματα, ως πράγματα ενός άλλου, υπεραισθητού κόσμιου είναι τεθειμένα πρώτον ως αληθείς Ττΐάρξεις και δεύτερον ως το αληθές απέναντι στο ον - σ' αυτά είναι ανεγνωρισμένο ότι υπάρχει ένα Είναι διαφοροποιημένο από το άμεσο Είναι, [ένα Είναι] το οποίο είναι η αληθινή Ύπαρξη. Από τη μιια πλευρά, μέσα σε τούτο τον προσδιορισμό, έχει υποστεί υπέρβαση η κατ' αίσθηση παράσταση, η οποία αποδίδει Ύπαρξη μόνο στο άμεσο Είναι του συναισθήματος και της εποπτείας· (χλλά, από την άλλη πλευρά, [έχει] επίσης [υποστεί υπέρβαση] η στερημένη συνείδησης ανασκόπηση, η οποία, αν και έχει την ποφάσταση για πράγματα, δυνάμεις, Εσωχεριχό κ.λπ.. δεν ξέρει πως τέτοιοι προσδιορισμοί δεν είναι κατ' αίσθηση ή μέσα στο στοιχείο του Είναι αμεσότητες, αλλά ανασκοπημένες Υπάρξεις. 2. Ο κόσμος που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν είναι η ολότητα της Ύπαρξης· δεν υπάρχει τίποτε άλλο έξω απ' αυτόν. Αλλ' εφόσον αυτός είναι σ' αυτόν τον ίδιο η απόλυτη αρνητικότητα η χόμενο παραπέμπει σε ένα κόσμο, που δεν κυριαρχείται από μια καθαρή και μη-ανασκοπημένη πολλαπλότητα, ολλά περιέχει τα στά&α της μεταβολής και αλλαγής ως αυθύπαρκτες υπάρξεις που ανασκοπούνται στον υπεραιοθητό κόσμο. Έτσι το περιεχόμενό του ενσαρκώνει μια μορφή διαφορετικότητας, που δεν χάνεται μεββ στη μεταβλητή πολλαπλότητα.
277.
μορφ-η, η ανασκότιηση του-εντός εαυτού είναι τότε αφνητικτη αυτο-αναφορά. Αυτός [ο κόσμος] περιέχει την αντίθεση και απωθείται εντός εαυτού ως ο ουσιαστικός κόσμος και εντός εαυτού ως ο κόσμος του άλλως-Είναι ή ο κόσμος του Φαινομένου. Έτσι λοιπόν αυτός [ο κόσμος], επειδή είναι ολότητα, είναι επίσης μόνο ως η μια πλευρά τούτης [της ολότητας], και, μέσα σε τούτο τον προσδιορισμό, συνιστά μια αυθυπαρξία διαφορετική από τον κόσμο του Φαινομένου. Ο φαινομενικός κόσμος [= ο κόσμος του Φαινομένου] έχει την αρνητική του ενότητα στον ουσιώδη κόσμο, εντός του οποίου ο πρώτος [κόσμος] πέφτει στο βάραθρο και μέσα στον οποίο επανέρχεται σαν στο θεμιέλιό του. Ακόμη, ο ουσιώδης κόσμος είναι επίσης το θεμέλιο - που θέτει - του κόσμου του Φαινομένου- γιατί, περιέχοντας την απόλυτη μορφή στην ουσιαστικότητά της, η αυτο-ταυτότητά του αναιρείται, γίνεται τεθειμένο-Είναι και, [εννοημιένος] ως αυτή η τεθειμένη αμεσότητα, είναι ο κόσμος του Φαινομένου^·^. Αυτός είναι ακόμη όχι μιόνο θεμέλιο εν γένει του κόσμου του Φαινομένου, αλλά προσδιορισμένο του θεμέλιο. Ως το βασίλειο των νόμων, αυτός είναι ήδη πολλαπλό περιεχόμενο, δηλ. το ουσιώδες [περιεχόμενο] του κόσμου του Φαινομένου, και ως πλήρες-περιεχομένου θεμέλιο, το προσδιορισμένο θεμέλιο του άλλου [κόσμου], αλλά μ.όνο σύμφωνα με τούτο το περιεχόμενο^®· γιατί ο κόσμος του Φαινομένου είχε ακόμη ένα άλλο περιεχόμενο διαφορετικό από εκείνο το βασίλειο, επειδή το χαρακτηριστικό του στοιχείο ήταν ακόμη το αρνητικό του στοιχείο. Αλλ' εφόσον τώρα το βασίλειο των νόμιων έχει εξίσου κατά τη μ^ριά του τούτο το στοιχείο, αυτό είναι η ολότητα του περιεχομένου του κόσμου του Φαινομένου και το θεμέλιο όλης της πολλαπλότητάς του.
5 /. Ο υπεραισθητός κόσμος, έτσι όπως τον συλλαμβάνει ο Χέγκελ μέσα σε τούτη ττ,ν ανάπτυξη, δεν είναι μόνο το ουσιώδες που αποτελεί το άλλο του κόσμου των φαινομένων, α>λά συνιστά και το θεμέλιό του. 58. Δηλ. σύμιφωνα με το ουσκί)δες περιεχόμενο.
278.
Αλλά ο ουσιώδης κόσμος είναι συνάμα το αρνητικό στοιχείο αυτού του ίδιου [του κόσμου του Φαινομένου], και ως τέτοιος είναι ο (χντί-θετος σε τούτον-εδώ κόσμος. - Πράγματι, μέσα στην ταυτότητα αμφοτέρων των κόσμων, και καθότι ο ένας είναι, ως προς την μορφή, προσδιορισμένος ως ο ουσιώδης κόσμος και ο άλλος ως αυτός ο ίδιος [ο κόσμος], αλλά ως τεθέιμένος και επουσιώδης, τότε έχει βεβαίως αποκατασταθεί η θεμελιαχ-η-αναφορά, αλλά συνάμα* ως η θεμελκζκη-αναφορά του Φαινομένου, 8ύΪΚ. ως αναφορά όχι ενός ταυτού περιεχομένου, ούτε ακόμη ενός απλώς διαφορετικού, όπως είναι ο νόμος, παρά ως ολοκληρωτική αναφορά ή ως αρνητική ταυτότητα και ουσιώδη αναφορά του περιεχομένου ως αντί-θετου. - Το βασίλειο των νόμων δεν είναι μόνο το γεγονός ότι το τεθειμένο-Είναι ενός περιεχομένου είναι το τεθειμένο-Είναι ενός άλλου, αλλά τούτη η ταυτότητα είναι ουσιαστικά, όπως έχει προκύψει^", επίσης αρνητική ενότητακαθεμιά των δύο πλευρών του νόμου είναι σ' αυτήν την ίδια, μέσα στην αρνητική ενότητα, το άΚλο της περιεχόμενο- το άλλο, συνεπώς, δεν είναι αόριστα ένα άλλο εν γένει, αλλά αυτό είναι το άλλο της, ή αυτό περιέχει ωσαύτως τον προσδιορισμό-περιεχομένου εκείνης· έτσι αμφότερες οι πλευρές είναι αντί-θετες. Εφόσον το βασίλειο των νόμων έχει τώρα κατά τη μεριά του τούτο το αρνητικό στοιχείο και την αντίθεση και έτσι, ως η ολότητα, απωθείται από τον ίδιο του τον εαυτό μέσα σε ένα κόσμο που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν και σε ένα κόσμο του Φαινομένου, τότε η ταυτότητα αμφοτέρων είναι η ουσιώδης αναφορα της αντί-θεσης. - Η αναφορά-θεμέλιου ως τέτοια είναι η αντίθεση, η οποία μέσα σε τούτη την αντίφαση έχει πέσει στο βάραθρο [= έχει μεταβεί στο θεμέλιο]· και η Ύπαρξη [είναι] το θεμέλιο που συμπίπτει [= ενοποιείται] με τον εαυτό του. Αλλά η Ύπαρξη γίνεται Φαινόμενο· το θεμέλιο είναι ανηρημένο μέσα στην Ύπαρξηαυτό αποκαθίσταται ως επιστροφή του Φαινομένου εντός εαυ-
59. Δες σ. 274.
279.
τού· αλλά συγχρόνως ως ανηρημένο [θεμέλιο], δηλ. ως αναφορά-θεμελιου αντί-θετων προσδιορισμών η ταυτότητα ωστόσο τέτοιων [προσδιορισμών] είναι ουσιαστικά γίγνεσθαι και κίνηση μετάβασης, όχι πλέον η αναφορά-θεμέλιου ως τέτοια. Ο κόσμος που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν είναι, λοιπόν, ο ίδιος ένας εντός εαυτού διαφοροποιημένος κόσμος μέσα στην ολότητα του ποικίλου περιεχομένου· αυτός είναι ταυτός με τον φαινομενικό ή τον τεθειμένο [κόσμο] και σε τούτη την αναλογία το θεμέλιο αυτού [του κόσμου]· αλλά η ταύτη συνάφειά του είναι σγχρόνως προσδιορισμένη ως αντί-θεση, επειδή η μορφή του φαινόμενου κόσμου είναι η ανασκόπηση μέσα στο άλλως-Είναι του· τούτος, συνεπώς, [ο κόσμος] έχει, μέσα στον καθεαυτόν και διεαυτόν όντα κόσμο, επιστρέψει αληθινά εντός εαυτού, έτσι που αυτός-εδώ να είναι ο αντί-θετος [κόσμος] του. Η αναφορά, λοιπόν, είναι κατά τέτοιο τρόπο προσδιορισμένη, ώστε ο κόσμιος που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν να είναι ο ανεστραμμένος [κόσμος] εκείνου [του κόσμιου] του Φαινομένου. C. ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ Ο κόσμιος που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν®^ είναι το προσδιορισμένο θεμέλιο του κόσμου του Φαινομένου και είναι τούτο μόνο, στο βαθμό που είναι σ' αυτόν τον ίδιο το οφνητικό στοιχείο και συνακολουθα η ολότητα των προσδιορισμιών-περιεχομένου και των μεταβολών τους, [μια ολότητα] η οποία αντιστοιχεί στον κόσμο του Φαινομένου, αλλά ταυτόχρονα συνιστά τη ριζικά αντί-θετη πλευρά του®'. Αμφότεροι οι κόσμοι βρίσκονται σε μια 60. Δηλ. ο υπερβισθητός κάτμος. 61. Στο δαθμό που ο κόσμος του φαινομένου διαμεσολαβεήοα από τον υπερα«τθητό κόσμο, ο τελίυταίος προσ&ορίζα τον πρώτο με το να ΒΝΜ η ολότητα των νόμων, μέσα στην οποία εμφαίνεται η ολότητα τοΑ κόσμων του φαινομένου. Συνεπώς δεν πρόκειται για δύο αντιτιθέμενες ολότητες, αλλά για μια αρνητική ανασκόπηση της
280.
τέτοϋχ σχέση μεταξύ τους, ώστε, ό,τι στον κόσμ« του Φαανομένου είναι θετικό, στον καθεαυτόν και διεαυτόν όντα κόσμο να είναι αρνητικό, και αντίστροφα, ό,τι σε εκείνον είναι αρνητικό, σε τούτον να είναι θετικό. Ο βόρειος πόλος στον κόσμο του Φαινομένου είναι καθεαυτόν και ίιεαυτόν ο νότιος πόλος και αντίστροφα· ο θετικός ηλεκτρισμός είναι καθεαυτόν αρνητικός κ.λπ. Ό,τι μέσα στη φαινομενική ύπαρξη είναι κακό, δυστυχία κ.λπ., καθεαυτό και διεαυτό είναι καλό και μια ευτυχία*. Να τι συμβαίνει ακριβώς στην πράξη: μέσα στην αντίθεση των δύο κόσμων είναι εξαφανισμένη η διαφορά τους, και ό,τι επρόκειτο να είναι κόσμιος καθεαυτόν και διεαυτόν μέσα στο στοιχείο του Είναι, είναι αυτό το ίδιο κόσμος του Φαινομένου, και, αντίστροφα, ετούτος-δω από τη δική του πλευρά είνοιι ουσιώδης κόσμος. - Ο κόσμος του Φαινομένου είναι, πρωτίστως, προσδιορισμένος ως η ανασκότιηση μ£σα στο άλλως-Είναι, με τρόπο που οι προσδιορισμοί του και οι Υπάρξεις να έχουν το θεμέλιό τους και το υποστασιακό τους υφίστασθαι μέσα σε ένα Άλλο· αλλ' εφόσον τούτο το Άλλο είναι ομοίως ένα τέτοιο ανασκοπημένο [= μια τέτοια ανασκ07α]ση] μέσα σε ένα Άλλο, αυτοί [οι προσδιορισμοί] μ£σα εδώ αναφέρονται μόνο σε ένα ανηρημένο Άλλο, κατ' επέκταση στον ίδιο τον εαυτό τους· ο κόσμος του Φαινομένου είναι, (ος εκ τούτου, στο πλαίσιο αυτού του ίδιου ένας νόμος ίδιος με τον εαυτό του. -Αντίστροφα, ο κόσμος που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν είναι, κατ' αρχήν, το ταυτό με τον εαυτό του περιεχόμενο, απαλλαγμένο από το άλλως-Είναι και την αλλαγή· αλλά τούτο^^^ (ιι,ς ©λοτελής ανασκότιηση του κόσμου του Φαινομένου εντός εαυτού, ή, επειδή η διαφορετικότητά του είναι διαφορά ανασκοττημένη εντός εαυτού και απόλυτη, περιέχει το αρνητικό μιας μέσα στην άλλη. Αυτό παραπέμπει στο γεγονός ότι ο ολικός χαραχτκ^ κατακυρώνεται μόνο με τον αυτοσχετισμό μέσα στον σχετισμό προς άλλο. * Σημείωση του Χέγκελ: Φοανομενολογία του τηεύματος GW 9, 96 κ.εξ., ιλλην. έκδοση § 156, 57 κ.εξ, 62. Αναφέρεται στο περιεχόμενο.
281.
στοιχείο και την αναφορά στον εαυτό σαν στο άλλως-Eivat· έτσι αυτό γίνεται αντί-θετο προς τον εαυτό του, αυτο-αναστρεφόμ^νο και στερημένο ουσίας περιεχόμενο. Ακόμη τούτο το περιεχόμενο του καθεαυτόν και διεαυτόν όντος κόσμου έχει έτσι προσλάβει επίσης τη μορφή άμεσ7]ς Ύπαφξης. Γιατί αυτός [ο κόσμος] είναι πρώτιστα θεμέλιο [του κόσμου] του Φαινομένου· αλλ' εφόσον αυτός έχει στους κόλπους του την αντί-θεση, όχι λιγότερο αυτός είναι ανηρημένο θεμέλιο και άμεση Ύπαρξη. Ο κόσμος του Φαινομένου και ο ουσιώδης κόσμος είναι, λοιπόν. ο καθένας από τη δική του πλευρά η ολότητα της αυτοταυτής ανασκόπησης και της ανασκόπησης-εντός άλλου, ή του καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι και του φαίνεσθαι. Αμφότεροι [οι κόσμοι] αυτοί είναι οι αυθύπαρκτες ολότητες της Ύπαρξης· ο ένας όφειλε να είναι μόνο η ανασκοπημένη Ύπαρξη, ο άλλος η άμεση Ύπαρξη· αλλά καθένας έχει τη συνέχεια του εαυτού του μέσα στον άλλο του [κόσμχι] και γι' αυτό είναι κατά τη δική του μεριά η ταυτότητα ετούτων των δύο σταδίων. Ό,τι, επομένως, έχει παρουσία, είναι τούτη η ολότητα, η οποία απωθείται από τον εαυτό της σε δύο ολότητες, τη μια την ανασκοπημένη ολότητα και την άλλη την άμεση. Αμφότεροι [οι κόσμοι] είναι, εν πρώτοις, αυθύπαρκτοι, αλλά αυτοί είναι αυθύποφκτοι μόνο ως ολότητες, και είναι τούτο μόνο στο μέτρο που καθένας έχει σ' αυτόν τον ίδιο το στάδιο του άλλου. Η διαφοροποιημένη αυθυπαρξία του καθενός, αυτού που είναι προσδιορισμένος ως άμεσος και αυτού που είναι προσδιορισμένος ως ανασχοττημενος, είναι λοιπόν εφεξής έτσι τεθειμένη που ο καθένοις να είναι μόνο ως ουσιώδης αναφορά στον άλλο και να έχει την αυθυπαρξία του μέσα σε τούτη την ενότητα αμψοτέρωΨ^. :ιεκινήσαμε από το νόμο του Φαινομένου" αυτός είναι η ταυ. Ο κάθε κοσμος συνιστά αυθύπαρκτη ολότητα, μόνο όταν έχει κατά την πλευρά TOJ τον ά>λο, έτσι ώστε μέσα από την αντί-θεση [Entgegensetzung] τους να τίθεται η o•Jσιώaης σχέση που φέρει αμφότερους του όρους σε ενότητα.
282.
τότητα ενός διαφορετικού περιεχομένου με ένα άλλο περιεχόμενο, με τρόπο που το τεθειμένο-Είναι του ενός να είναι το τεθειμένο-Ειναι του άλλου. Μέσα στο νόμο είναι ακόμη παρούσα αυτή η διαφορά, το οτι δηλ. η ταυτότητα των πλευρών του είναι, εν πρώτοις, μόνο μια εσωτερική [ταυτότητα] και αυτές οι πλευρές δεν την έχουν ακόμη σ' αυτές τις ίδιες· έτσι εκείνη η ταυτότητα, από τη μια πλευρά, δεν είναι πραγματοποιημένη- το περιεχόμενο του νόμου δεν είναι [= υπάρχει] ως ταυτό [περιεχόμενο], αλλά είναι ένα αδιάφορο, διαφορετικό περιεχόμενο· - από την άλλη πλευρά, αυτό είναι, ως εκ τούτου, μόνο καθεαυτό [= ενδιάθετα] προσδιορισμένο έτσι που το τεθειμένο-Είναι του ενός να είναι το τεθειμιένο-Είναι του άλλου· αυτό δεν είναι ακόμα παρόν στο περιεχόμενο. Εφεξής όμως ο νόμος είναι πραγματοποιημένος- η εσωτερική του ταυτότητα είναι συγχρόνως μέσα στο στοιχείο του προσδιορισμένου-Είναι, και αντίστροφα το περιεχόμενο του νόμου είναι υψωμένο στην ιδεατότητα· γιατί αυτό είναι στους κόλπους αυτού του ίδιου [του περιεχομένου] ανηρημένο. ανασκοπημένο εντός εαυτού, εφόσον κάθε πλευρά έχει σ' αυτήν την ίδια την άλλη της [πλευρά] και έτσι είναι στ' αλήθεια ταυτόσημη μ£ αυτήν και με τον εαυτό της. Να που ο νόμος είναι ουσιώδης σχέση. Η αλήθεια του επουσιώδους κόσμου είναι πρώτον ένας άλλος σε αυτόν [κόσμος], ένας κόσμος που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν αλλά αυτός-εδω είναι η ολότητα, εφόσον ετούτος είναι και αυτός ο ίδιος και εκείνος ο πρώτος κόσμος· έτσι αμφότεροι είναι άμεσες Υπάρξεις και επομένως ανασκοπήσεις μεσα στο άλλως-Ειναι τους, ως επίσης, για τον ίδιο λόγο, [είναι] ακριβώς [Τπάρξεις] αληθινά ανασκοπημένες εντός εαυτού. Κόσμος εκφράζει σε γενικές γραμμές την άμορφη ολότητα της πολλαπλότητας· αυτός ο κόσμος, τοσο ως ουσιώδης όσο και ως φαινομενικός έχει πέσει στο βάραθρο, εφόσον η πολλαπλότητα έχει πάψει να είναι μια απλώς διαφορετική πολλαπλότητα· έτσι αυτός είναι ακόμη ολότητα ή σύμπαν αλλά ως ουσιώδη σχέση. Μέσα στο Φαινόμενο έχουν ανακύψει 283.
δύο ολότητες του περιεχομένου· κατ' αρχήν, αυτές είναι προσδιορισμένες ως αμοιβαία αδιάφορες αυθυπάρξεις και ασφαλώς έχουν η καθεμιά τη μ^ρφή σ' αυτήν την ίδια, αλλά όχι αλληλοενάντια- αλλά τούτη [η μορφή] έχει επίσης δειχθεί οχ; η αναφορά τους. και η ουσιώδη σχέση είναι η περαίωση της μορφικής τους ενότητας.
284.
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΟΥΣΙΩΔΗΣ ΣΧΕΣΗ Η αλήθεια του Φαινομένου είναι η ουσιώδτης σχέση. Το περιεχόμενο της έχει άμεση αυτοτέλεια και μάλκττα την ούσα αμεσότητα και την ανασχοττημενη αμεσότητα ή την ταυτή με τον εαυτό ανασκόπηση. Συνάμα, αυτό είναι μέσα σε τούτη την αυτοτέλεια ένα σχετικό [περιεχόμενο], απόλυτα [εννοημένο] μόνο ως ανασκόπηση μέσα στο άλλο του ή ως ενότητα της αναφοράς μιε το άλλο του. Μέσα σε τούτη την ενότητα το αυτοτελές περιεχόμενο είναι κάτι το τεθειμένο, το ανηρημένο" αλλά ακριβώς τούτη η ενότητα συνιστά την ουσιαστικότητά του και την αυτοτέλειά του· αυτη η ανασκόπηση εντός άλλου είναι ανασκότιηση εντός εαυτού. Η σχέση έχει πλευρές, επειδή αυτή είναι ανασκόπηση εντός άλλου' έτσι αυτή έχει στους κόλπους της την διαφορά του εαυτού της, και οι πλευρές αυτής της ίδιας [της σχέσης] είναι αυτοτελές υφίστασθαι, εφόσον στην αμιοιβαία αδιάφορη διαφορετικότητά τους αυτές είναι διαρρηγμένες μέσα τους, κατά τρόπο που το υφίστασθαι της καθεμιάς να μην έχει λιγότερο τη σημασία του παρά μέσα στον σχετισμό με την άλλη [πλευρά] ή μέσα στην αρνητική τους ενότητα'. Γι' αυτό το λόγο, η ουσιώδης σχέση δεν είναι βέβαια ακόμη το αληθινό τρίτο συγκριτικά προς την ουσία και την Ύποψζη, αλλά περιέχει ήδη την προσδιορισμένη συνένωση αμφοτέρων. Η
1. Ot πλευρές της σχέσης δεν βρίσκοντοα σε μια χηόλυτη αλληλοσυνάφεία, «λλβ « μ « τόσο σχετική που η καθεμιά να εή*» αυτοτελής. Αυτό σημαίνει ότι η καθεμία δεν εμπίπτει στο φαινόμενο (ος «Λότητα, αλλά έχει την ύπαρξή της σε ένα επέκεινβ του Φαινομένου, σε ένα άλλο.
285.
ουσία είναι πραγματοποιημένη μέσα σ' αυτήν^, με τρόπο που αυτή [η σχέση] να έχει για υποστασιακό της υφίστασθαι αυτοτελώς-υπάρχοντες όρους· και αυτοί-εδώ έχουν επιστρέψει από την αδιαφορία τους μέσα στην ουσιαστική τους ενότητα, έτσι ώστε να έχουν μόνο την τελευταία τούτη για υφίστασθαι τους. Οι προσδιορισμοί-ανασκόπησης του θετικού και του αρνητικού είναι ωσαύτως ανασκοπημένοι εντός εαυτού [προσδιορισμοί] μονο ως ανασκοπημένοι μέσα στο αντί-θετό τους· αλλά αυτοί δεν έχουν άλλο προσδιορισμό από τούτη την αρνητική τους ενότητα· η ουσιώδης σχέση, απεναντίας, έχει για πλευρές της τέτοιους όρους, οι οποίοι είναι τεθειμένοι ως αυθύπαρκτες ολότητες. Αυτή είναι η ίδια αντίθεση με κείνη του θετικού και του αρνητικού, αλλά ταυτόχρονα ως ένας ανεστραμμένος κόσμος^. Η πλευρά της ουσιώδους σχέσης είναι μια ολότητα, η οποία όμως ως ουσιώδης έχει ένα αντί-θετο, ένα επέκεινα του εαυτού της· αυτό [το επέκεινα] είναι μόνο Φαινόμενο· η Ύπαρξή του μάλλον δεν είναι η δική του, αλλά εκείνη του άλλου του. Αυτό, ακολούθως, είναι κάτι το εντός εαυτού διαρρηγμένο· αλλά τούτο το ανηρημένο-Είναι του έγκειται στο γεγονός ότι αυτό είναι η ενότητα του εαυτού του και του άλλου του, άρα ένα όλο, και ακριβώς γι' αυτό έχει αυτοτελή Ύπαρξη και είναι ουσιώδης ανασκόπηση εντός εαυτού. Αυτό είναι η ένψ)ΐα της σχέσης^. Αρχικά όμως η ταυτότητα που τούτη περιέχει δεν είναι ακόμα εντελής· η ολότητα, η οποία είΑναφέρεται στη σχέση. 3. Η ουσιώδης σχέση δεν είναι ακόμα η Πραγματικότητα, όπως η τελευταία θα αναδυθεί ως η ενότητα ο'^σίας και ύπαρξης. Συνιστά, εν τούτοις, μια πραγματοποίηση της ανασκοττησης, έτσι όπως ετούτη εκτίθεται στην κίνηση των όρων του θετικού και του αρνητικού, οι οποίοι συνενώνονται μέσα σε μια αρνητική ενότητα· μια ενότητα, η οποία τ^γκροτεί τη λογική δομή της ολότητας της σχέσης και ως εκ τούτου δεν είναι μόνο μια ανασκόπηση εντός εαυτού, αλλά ένας ανεστραμμένος κόσμΛς. 4. Η έννοια της ουσιώδους σχέσης, στο παρόν στάδιο της λογικής ανάπτυξης, δεν είναι ακόμη η έννοια που έφτασε να προσδιοριστεί για τον εαυτό της, αλλά ένα εντός εα•Jτoύ διαφοροποιημένο όλο' ένα τέτοιο δηλ. που είναι η συνύφανση της αυθυπαρξίας των πλευρών του, δηλ. της ύπαρξης και της ουσιώδους ανασκόπησης.
286.
ναι η κάθε σχετική πλευρά σ'αυτήν την ίδια^ είναι μόνο ένα Εσωτερικό· η πλευρά της σχέσης είναι, κατ' αρχήν, τεθειμένη μέσα σε h a από τους προσδιορισμούς της αρνητικής ενότητας· η ιδιαίτερη αυτοτέλεια καθεμιάς των δύο πλευρών είναι εκείνο που απαρτίζει τη μορφή της σχέσης. Η ταυτότητα της τελευταίας« είναι, Tjvaκόλουθα, μόνο μχα οοΜιφορά [= ένας σχετνηχός], και η αυτοτέλεια της πέφτει έξω από τούτη-εδω, δηλ. μέσα στις πλευρές· δεν είναι ακόμη παρούσα η ανασκοπημένη ενότητα εκείνης της ταυτότητας και των αυθύπαρκτων Γπάρξεων, δεν [είναι] ακόμη [παρούσα] η υπόστίχση. - Ενώ, λοιπόν, η έννοια της σχέσης έχει δειχθεί ότι είναι ενότητα της ανασκο-πημένης και της άμεσης αυθυπαρξίας, αυτή η ίδια η ewoux ωστόσο είναι ακόμα άμεση· οι πλευρές της, κατά συνέπεια, είναι άμεσες προς αλλήλας, και η ενότητά τους είναι ουσΗοδης σχέση, η οποία τότε μόνο είναι η αληθινή ενότητα που αντιστοιχεί στην έννοια, όταν αυτή πραγματοποιείται, δηλ. όταν μέσoJ της κίνησης της έχει θέσει τον εαυτό της (ος εκείνη την ενότητα. Γι' αυτό η ουσιώδης σχέση είναι άμεσα η σχέση του όλου και των μερών, - ο σχετισμός της ανασκοπημένης και της άμεσης αυθυπαρξίας, έτσι που αμφότεροι να είναι συνάμα μόνο ως αμοιβαία εξαρτώμενοι και προϋποτιθέμενοι. Μέσα σε τούτη τη σχέση καμιά πλευρά δεν είναι ακόμα τεθειμένη ως στάδιο της άλλης· άρα η ταυτότητά τους η ίδια είναι μια πλευρά· ή αυτή δεν είναι η αρνητική τους ενότητα. Γι' αυτό το λόγο τούτη η σχέση, δεύτερον, περνάει στο γεγονός ότι η μια [πλευρά] είναι στάδιο της άλλης και [είναι] μέσα σε τούτη σαν στο θεμελιό της, σαν στο αληθινά αυθύπαρκτο στοιχείο αμφοτέρων - σχέση της δύναμης και της εξωτερίκευσης της. Τρίτον, αναιρείται η ακόμη παρούσα ανομοιότητα αυτού του σχετισμού, και η τελευταία σχέση είναι εκείνη του Εσωτερικού 5. Ανίχφέρεται στην πλευρά. 6. Δηλ. της υχέσης 0>ς τέτοιας που διατέμνεται (ττους όρους της κ « γνωριΧει τη διάτμηση τούτη ως την αλήθεια της.
287.
και του Εξωτερ^ού. - Μέσα σε τούτη τη διαφορά, που έγινε εντελώς μορφική, η ίδια η σχέση πέφτει στο βάραθρο, και αναδύεται η υπόσταση ή το πραγμαηχό ως η απόλυτη ενότητα της άμ£σης και της ανασκοπημένης Ύπαρξης. Α. Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΓ ΟΛΟΓ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ [1]" Η ουσιώδης σχέση περιέχει, πρώτον, την εντός εαυτού ανασκοπημένη αυτοτέλεια της Ύπαρξης· αυτή είναι έτσι η απλη μορφή, οι προσδιορισμοί της οποίας μάλιστα είναι επίσης Υπάρξεις, α>λά συνάμα τεθειμένοι [προσδιορισμοί], στάδια διατηρημένα μέσα στην ενότητα. Ετούτη η ανασκοπημένη εντός εαυτού αυθυπαρξία είναι ταυτόχρονα ανασκόπηση μέσα στο αντί-θετό της. δηλ. [είναι] η άμεση αυθυπαρξία* και το υφίστασθαί της είναι ουσιαστικά τόσο πολύ τούτη η ταυτότητα μ£ το αντί-θετό του όσο αυτό είναι ιδιαίτερη αυθυπαρξία. - Ακριβώς με τούτη την ταυτότητα, δεύτερον, είναι επίσης άμεσα τεθειμένη η άλλη πλευρά, η άμεση αυθυπαρξία, η οποία, προσδιορισμένη ως το Α/2ο, είναι μια πολυσχιδής πολλαπλότητα εντός εαυτού, αλλά κατά τρόπο που αυτή η πολλαπλότητα να έχει ουσιαστικά επίσης το σχετισμό της άλλης πλευράς στους κόλπους της, την ενότητα της ανασκοπημένης αυθυπαρξίας. Εκείνη η πλευρά, το όλο. είναι η αυθυπαρξία, η οποία αποτελούσε τον καθεαυτό και διεαυτό όντα κόσμο* η άλλη πλευρά, τα μέρη, είναι η άμεση Υπαρξη, η οποία ήταν ο φαινόμ.ενος κόσμος. Μέσα στη σχέση του όλου και των μερών οι δύο πλευρές είναι αυτές οι αυθυπίχρξίες, αλλά έτσι που καθεμιά να έχει στη μεριά της την άλλη που φαίνεται και να είναι συγχρόνως μόνο ως ετούτη η ταυτότητα αμφοτέρων. Τώρα, επειδή η ουσιώδης σχέση δεν είναι πρωτίστως παρά η πρώτη, άμεση [σχέση], η αρνητική ενότητα και η 7 λείπει στ& OWj, L.
288
θετtκή αυθυπαρξία είναι συνδεδεμένες μέσω του επίσης- αμφότερες οι πλευρές είναι πράγματι τεθειμένες ως στά&α, αλλά όχι λιγότερο ως υπάρχουσες αυθυπαρξίες. - Ιδού, λοιπόν, ποια είναι η κατανομή των δύο [πλευρών] που τέθηκαν ως στάδια: πρώτον, το όλο, η ανασκοπημένη αυθυπαρξία, είναι [εννοημένη] <υς κάτι που υπάρχει· και μέσα σ' αυτήν η άλλη, η άμεση [αυθυπαρξία], είναι ως στάδιο· - εδώ το όλο συγκροτεί την ενότητα αμιφοτέρων των πλευρών, τη βάση, και η άμεση Ύπαρξη είναι ως τεθειμένοEivau. Αντίστροφα, στην άλλη πλευρά, δηλ. στην πλευρά των μερών, η άμεση, πολλαπλή εντός εαυτού Ύπαρξη είναι η αυτοτελής βάση· η ανασκοπημένη ενότητα, αντιθέτως, το όλο, είναι μΛνο εξωτερική αναφορά. 2. Αυτή η σχέση περιέχει έτσι την αυθυποφξία των πλευρών και όχι λιγότερο το ανηρημένο-Είναι τους· και αμφότερες [τις περιέχει] απλά μέσα σε Μια αναφορά. Το όλο είναι το αυθύπαρκτο, τα μέρη είναι μόνο στάδια αυτής της ενότητας· αλλά εξίσου καλά αυτά είναι επίσης το αυθύπαρκτο και η ανασκοττημένη τους ενότητα μώνο ένα στάδιο· και καθένα, μέσα στην αυθυπαρξία του, είναι απόλυτα το σχετικό ενός άλλου. Αυτή η σχέση, λοιπόν, προς τη δική της μεριά είναι η άμεση αντίφαση και αυτοαναιρείται®. Ιδωμένο τούτο εγγύτερα, το όλο είναι η ανασκοπημένη ενότητα, η οποία διεαυτήν έχει ένα αυθύπαρκτο υφίστασθαΐ" αλλά το υφίστασθαί της τούτο είναι όχι λιγότερο απωθημένο απ' αυτήν το όλο, [εννοημένο] ως η αρνητική ενότητα, είναι αρνητικός αυτο-σχετισμός· έτσι αυτή [η ενότητα] είναι εξωτερικευμένη ως προς τον εαυτό της^· αυτή έχει το υφίστασθαί της στο αντί-θετο 8. Το όλο και τα μέρη, μεσα στην κίνηση του εαυτού της κάθε πλευράς εινα» τοσο αυθύπαρκτα όσο και αναυθύπαρκτα. Η λογική τους δυνατότητα εκφράζεται ως μια αναλογική προϋπόθεση αναίρεσης της ουσιώδους σχέσης μέσα στην αντίφαση. 9. Το γεγονός ότι η αρνητική ενότητα ως το όλο εξωτερικεύεται σε σχέση με τον εαυτό του σημαίνει ότι αυτή έρχεται να βρεί έκφραση μέσα στην άμεση πολλαπλότητα της πραγματικότητας της.
289.
της, στην πολλαπλή αμεσότητα, στα μέρη. Το όλο, κατά συνεπεία, αποτελείται από μέρη· κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αυτό να μην είναι Κάτι χωρίς αυτά. Αυτό, λοιπόν, είναι η όλη σχέση και η αυθύπαρκτη ολότητα· αλλά, για τον ίδιο ακριβώς λόγο'", αυτό είναι μόνο ένα σχετικό, γιατί εκείνο που κάνει τούτο [το όλο] μια ολότητα είναι μάλλον το Άλλο του, τα μέρη· και το όλο δεν έχει το υφίστασθαί του στον ίδιο τον εαυτό του, αλλά στο Άλλο του. Τα μέρη έτσι είναι ομοίως η όλη σχέση. Αυτά είναι η άμεση αυθυπαρξία έναντι της ανασκοπημένης [αυθυπαρξίας] και δεν υφίστανται μέσα στο όλο, (χλλά είναι διεαυτά. Τα μέρη έχουν ακόμα κατά τη μεριά τους τούτο το όλο ως στάδιό τους· αυτό συγκροτεί το σχετισμό τους" χωρίς όλο δεν υπάρχουν μέρη. Αλλά, επειδή αυτά είναι το Αυθύπαρκτο, τούτος ο σχετισμός είναι ένα εξωτερικό στοιχείο, απέναντι στο οποίο αυτά είναι αδιάφορα καθεαυτά και διεαυτά. Ταυτόχρονα όμως τα μέρη ως πολλαπλή Ύπαρξη καταρρέουν μέσα στον ίδιο τον εαυτό τους, γιατί αυτά είναι το στερημένο ανασκότιησης Είναι" αυτά έχουν την αυθυπαρξία τους μόνο μέσα στην ανασκοπημένη ενότητα, η οποία είναι τόσο ετούτη η ενότητα όσο και η υπάρχουσα πολλαπλότητα· αυτό σημαίνει πως τα μέρη έχουν αυθυπαρξία μόνο μέσα στο ολο. το οποίο όμως συνάμ:α είναι η άλλη προς τα μέρη αυθυποφξία'<. Επομένως, το όλο και τα μέρη υπόκεινται αμοιβαία σε συνθηκες· αλλά η σχέση που εξετάσαμε εδώ βρίσκεται συγχρόνως σε υψηλότερο επίπεδο από τον αλληλοσχετισμΛ του εξαρτημένου [= υποκειμένου σε συνθήκες] και της συνθηκης, έτσι όπως αυτός [ο αλληλοσχετισμός] είχε προσδιορισθεί πιο πάνω'^. Αυτός ο Κ), aus demselben Grunde: εκκινώντας από το ίδιο το θεμέλιο. 11. Το όλο και τα μέρη δεν περιορίζονται το ένα μέσα στο άλλο ως στοιχεία του Είναι που βρίσκονται έξω από τον κόσμο τους. Απεναντίας, τα μέρη είναι ολότητα μόνο μέσα στο όλο και στην ί&α αναλογία το όλο δεν διαχιορίζει τον εαυτό του από τα μέρη, αφού συνιστά την αρνητική τους ενότητα. 12. Λες στο παρόν έργο σσ. 209-226.
290.
σχετισμός εδώ είναι πραγματοποιημένος- δηλ. είναι τεθαμτ^ο ότι η συνθήκη είναι [Αε τέτοιο τροπο η ουσιώδης αυθυπαρζία αυτού που υπόκειται σε συνθήκες, ώστε αυτή να βρίσκεται προϋποτιθέμενη μέσω του τελευταίου. Η συν^κη ως τέτοια είναι μιόνο το άμεσο, και μόνο καθεαυτην προϋποτιθέμενη. Αλλά το όλο, αν και είναι η συνθήκη των μερών, περιέχει συνάμα άμεσα τούτο, πως δηλ. αυτό είναι επίσης μόνο στο μέτρο που έχει για προϋπόθεση τα μέρη. Εφόσον, λοιπόν, οι δύο πλευρές της σχέσης είναι τεθειμένες ως αμωιβαία εξαρτώμενες [= υποκείμενες σε συνθήκες], τότε καθεμιά είναι σ' αυτήν την ίδια μια άμεση αυθυπαρξία, αλλά η αυθυπαρξία της είναι όχι λιγότερο διαμεσολαβημένη ή τεθειμένη μέσω της άλλης. Η όλη σχέση είναι, μέσω τούτης της αμοιβαιότητας, η επιστροφή της συνθήκης μέσα στον εαυτό της, το μη σχετικό, το απόλυτο [Unbedingte], Εφόσον τώρα κάθε πλευρά της σχέσης έχει την αυθυπαρξία της όχι σ' αυτήν την ίδια, αλλά στην άλλη της [πλευρά], είναι παρούσα μόνο Μία ταυτότητα των δύο [πλευρών], μέσα στην οποία αμφότερες είναι μόνο στάδια· αλλ' εφόσον καθεμιά είναι αυθύπαρκτη αυτή καθεαυτήν, τότε αυτές είναι δύο αυθύπαρκτες Υπάρξεις, που αδιαφορούν η μια για την άλλη'^. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, της ουσιώδους ταυτότητας τούτων των πλευρών, το όλο είναι ίσο προς τα μέρη και τα μέρη προς το όλο. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα στο όλο, το οποίο να μην είναι μέσα στα μέρη, και τίποτα μέσα στα μέρη, το οποίο να μην είναι μέσα στο όλο. Το όλο δεν είναι αφηρημένη ενότητα, αλλά η ενότητα ως [ενότητα] μιας όιάφορης πολλαπλότητας- ετούτη η ενότητα όμως, [εννοημένη] ως εκείνη, μέσα στην οποία τα στοιχεία του πολλαπλού αλληλοσχετίζονται, είναι η προσάοριστικότητα αυτού του ίδιου [του πολλαπλού], δια της οποίας αυτό είναι
13. Η αυθυπαρξία τα»ν πλευρών οκ υπάρξεων οτην ολοποιητιχή τους α&αφορια προς αλλήλας ξρίφιετΜ σε ευβεία αναλογώ με την πραγματοποίτ)<τη του ανυπόβετου - οητόλυτου ως όλου.
291.
μέρος. Η σχέση, λοιπόν, έχει μχα αδιαχώριστη ταυτότητα και μόνο Μια αυθυπαρξία. Επί πλέον δε, το όλο είναι ίσο προς τα μέρη· μόνο [που δεν είναι ίσο] προς αυτά τα ίδια ως μέρη" το όλο είναι η ανασκοττημιένη ενότητα, ενώ τα μέρη συγκροτούν το προσδιορισμένο στάδιο ή την ετερότητα της ενότητας και είναι το διάφορο πολλαπλό. Το όλο δεν είναι ίσο προς αυτά, [εννοημένα] ως ετούτη η αυθύπαρκτη διαφορετικότητα, αλλά ως τέτοια που λαμβάνονται μαζί. Αλλά αυτό το δικό τους /χάζι' δεν είναι τίποτε άλλο από την ενότητά τους, το όλο ως τέτοιο. Άρα, το όλο είναι μόνο μέσα στα μέρη ίσο με τον εαυτό του, και η ισότητα αυτού του ίδιου [του όλου] και των μερών δεν εκφράζει παρά την ταυτολογία ότι το όλο ως όλο δεν είναι ίσο με τα μ£ρη, αλλά μιε το όλο. Αντίστροφα, τα μέρη είναι ίσα το όλο' αλλά, επειδή αυτά είναι σ' αυτά τα ίδια το στοιχείο του άλλως-Είναι, γι' αυτό δεν είναι ίσα μιε αυτό σαν την ενότητα, αλλά με τρόπο που ό ένας από τους πολλαπλούς προσδιορισμούς του να συνάπτεται με το μέρος ή αυτά να είναι ίσα με το όλο ως πολλαπλό' δηλ. τα μέρη είναι ίσα με αυτό ως μερισμένο όλο, 8rik. με τα μέρη. Έτσι είναι παρούσα η ίδια ταυτολογία, σύμφωνα με την οποία τα μέρη ως μέρη δεν είναι ίσα με το όλο ως τέτοιο, αλλά, μέσα σε αυτό, με τον ι$ιο τον εαυτό τους, με τα μέρη. Κατ' αυτό τον τρόπο, το όλο και τα μιέρη πέφτουν αδιάφορα το ένα έξω από το άλλο" καθεμιά από τούτες τις πλευρές αναφέρεται μόνο στον εαυτό της. Αλλά έτσι κρατημένα χωριστά αυτο-καταστρέφονται. Το όλο, το οποίο είναι αδιάφορο προς τα μέρη^ είναι η αφηρημένη, εντός εαυτού [= εσωτερικά] μη-διαφοροποιημένη ταυτότητα- αυτή-εδώ είναι όλο μόνο ως διαφοροποιημένη εντός του ίδιου του εαυτού'^, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο 14. Η διαφοροποίηση εντός του όλου δεν είν« απλώς ένα γνώρισμα που διακρίνει το ΟΛΟ απέναντι στην αφηρημένη ταυτότητα, αλλά υποδείχνει και μια απειρότητα που εγκατοικεί μέσα στο όλο.
292.
διαφοροποιημένη εντός εαυτού, ώστε αυτοί οι πολλαπλοί προσδιορισμοί να είναι ανασκοπημένοι εντός εαυτού και να έχουν άμεσα αυθυπαρξία. Και η ταυτότητα ανασκόπησης έχει δειχθεί μέσω της κίνησης της πως έχει για αλήθεια της τούτη την ανασκοττηση μέσα στο Αλλο της. - Παρόμοια τα μέρη, ως αδιάφορα προς την ενότητα του όλου, είναι μόνο το μη-σχετιζόμενο πολλαπλό, το ν^τόζ εαυτού άλλο, το οποίο ως τέτοιο είναι το άλλο του ίδιου του εαυτού του και κάτι που δεν κάνει άλλο από το να αναιρεί τον εαυτό του. - Τούτος ο αυτο-σχετισμός καθεμιιάς από τις δύο πλευρές είναι η αυθυπαρξία τους- αλλά τούτη η αυθυπαρξία τους, την οποία καθεμιά έχει για τον εαυτό της είναι μάλλον η άρνηση του ίδιου του εαυτού της. Καθεμιά, συνεπώς, έχει την αυθυπαρξία της όχι σ' αυτήν την ίδια, αλλά στην άλλη· ετούτη η άλλη, η οποία συγκροτεί το καθ' υπόσταση υφίστασθαι, είναι το προϋποτιθέμενό της άμ^σο, το οποίο οφείλει να είναι κάτι το πρώτο και το ξεκίνημά της· αλλά αυτό το πρώτο της κάθε πλευράς είναι το ίδιο ένα τέτοιο που δεν είναι πρώτο, αλλά έχει στο άλλο το ξεκίνημά του. Η αλήθεια της σχέσης, επομένως, βρίσκεται μέσα στη SiaμεσολΑβηστ]' η ουσία της είναι η αρνητική ενότητα, μέσα στην οποία είναι ανηρημένη τόσο η ανασκοπημένη αμεσότητα όσο και αυτή που είναι. Η σχέση είναι η αντίφαση, η οποία επιστρέφει μέσα στο θεμιέλιό της, μέσα στην ενότητα, η οποία, ως επανακάμπτουσα, είναι η ανασκοπημένη ενότητα· αλλ' εφόσον η τελευταία τούτη έχει εξίσου τεθεί ως ανηρημένη, αναφέρεται αρνητικά στον εαυτό της, τον αναιρεί και τον καθιστά αμεσότητα μέσα στο στοιχείο του Είναι. Αλλ' αυτός ο αρνητικός σχετισμος της, στο μιέτρο που είναι ένα πρώτο και άμεσο, είναι διαμεσολαβημένος μόνο από το άλλο του και όχι λιγότερο ένα τεθειμένο. Τούτο το άλλο, η αμεσότητα μέσα στο στοιχείο του Είναι, είναι εξίσου καλά μόνο ως ανηρημένη [αμεσότητα]· η αυθυπαρξία της είναι κάτι το πρώτο, αλλά μόνο για να εξαφανίζεται, και έχει μια ύπαρξη, η οποία είναι τεθειμένη και διαμεσολαβημένη. 293.
Μέσα σε τούτο τον προσδιορισμό η σχέση δεν είναι πλέον εκείνη του όλου και των μερών η αμεσότητα, την οποία είχαν οι πλευρές του, έχει περάσει σε τεθειμένο-Είναι και διαμεσολάβηση· καθεμιά είναι τεθειμένμη, στο βαθμό που είναι άμεση, ως αυτο-αναιρούμενη και ως μεταβαίνουσα μέσα στην άλλη και, στο μέτρο που αυτή η ίδια είναι αρνητική αναφορά, συνάμα ως τέτοια που είναι εξαρτημένη [= υπό συνθήκες] από την άλλη σαν από το θετικό της- ακριβώς όπως επίσης η άμεση μετάβαση της είναι εξίσου κάτι το διαμιεσολαβημιένο, μ«α διαδικασία αναίρεσης δηλ., η οποία τίθεται μέσω της άλλης. - Έτσι, η σχέση του όλου και των μερών έχει μεταστεί στη σχέση της δύναμης και της εξωτερίκευσης της. Παφατηρηση Η αντινομία της άπειρης διαιρετότητας της ύλης εξετάστηκε πιο πάνω (I. Μερ. σ. 113 κ.εξ.)'^ κατά την έννοια της ποσότητας. Η ποσότητα είναι η ενότητα της συνέχειας και της διάκρισης- αυτή περιέχει μέσα σε ένα αυθύπαρκτο Ένα τη συντελεσμένη του συρροή με άλλα και μέσα σε τούτη την χωρίς διακοπή συνεχιζόμενη ταυτότητα με τον εαυτό επίσης την άρνηση τους. Εφόσον η άμεση αναφορά αυτών των σταδίων της ποσότητας εκφράζεται ως η ουσιώδης σχέση του όλου και των μέρων, το Ένα της ποσότητας ως μέρος, αλλά η συνέχεια αυτού του [Ένα] ως όλο, το οποίο είναι συντεθειμένο από μέρη, τότε η αντινομία συνίσταται στην αντίφαση, η οποία έχει εμφανισθεί και διαλυθεί στη σχέση του όλου και των μερών. - Όλο και μέρη είναι δηλ. τόσο ουσιαστικά αλληλοσχετιζόμενα και συγκρο-
15. Το πρωτότυπο αναφέρει μέσα σε παρένθεση 1 Abschn. s. 139 ff. [πρώτο τμήμα, σ. 139 κ,εξ.]. Ως πρώτο τμήμα ο Χέγκελ εννοεί το πρώτο βιβλίο [= του Είvau]. όπου σττ, σ. 113 κ.εξ. [Gw 11] συζητείται η &ύτερη αντινομία. Σχετικά με την αντινομία του Λόγου δες Kant, Kr.d.r.V. Β 462 κ.εξ.
294.
τούν μόνο Μια ταυτότητα όσο είναι αδιάφορα προς άλληλα και έχουν ένα αυθύπαρκτο υφιστασθαι. Η σχέση, κατ' ακολουθία, είναι τούτη η αντινομία, [η οποία έγκειται] στο ότι το Ένα στάδιο με το να απελευθερώνεται από το άλλο άμεσα προσάγει το άλλο. Το υπάρχον λοιπόν, όντας προσδιορισμένο ως όλο, έχει μέρη, και τα μέρη συγκροτούν το δικό του υφίστασθαι· η ενότητα του όλου είναι μόνο μια τεθειμένη αναφορά, μια εξωτερική σύνθεση, η οποία δεν αφορά διόλου αυτό που υπάρχει αυθύπαρκτα. Στο βαθμό τώρα που το υπάρχον είναι μέρος, δεν είναι όλο, δεν [είναι] κάτι το συντεθειμένο· άρα [αυτό είναι] ένα απλό. Αλλ' εφόσον η αναφορά σε ένα όλο είναι εξωτερική σ' αυτό, τότε αυτή δεν το αφορά καθόλου· το αυθύπαρκτο, έτσι, δεν είναι επίσης καθεαυτό μέρος· γιατί αυτό είναι μέρος μόνο μέσω εκείνης της αναφοράς. Αλλ' εφόσον τώρα αυτό δεν είναι μέρος, τότε είναι όλο, γιατί μόνο τούτη η σχέση όλου και μερών είναι παρούσα, και το αυθύπαρκτο είναι ένα από τα δύο. Αλλ' εφόσον αυτό είναι όλο, τότε είναι εκ νέου συντεθειμένο- αποτελείται πάλι από μέρη και ούτω καθεξής επ' άπειρον. - Τούτη η απειρότητα δεν έγκειται σε τίποτε άλλο παρά στη διαρκή εναλλαγή των δύο όρων της σχέσης, μέσα στον καθένα εκ των οποίων ο άλλος ανακύπτει άμεσα, έτσι ώστε το τεθειμένο-Είναι καθενός να είναι ο εξαφανισμός αυτού του ίδιου. [Όντας] προσδιορισμένη ως όλο, η ύλη αποτελείται από μέρη και σε αυτά-εδώ το όλο γίνεται επουσιώδης αναφορά και εξαφανίζεται. Αλλά το μέρος, όντας έτσι διεαυτό, δεν είναι ομιοίως μέρος, αλλά το όλο. - Η αντινομία αυτού του συλλογισμιού, αν τη δούμε από πολύ κοντά, είναι για την ακρίβεια τούτη: επειδή το όλο δεν είναι το αυθύπαρκτο, είναι το μέρος το αυθύπαρκτο· αλλ' επειδή το μέρος είναι αυθύπαρκτο μόνο χωρίς το όλο, τότε αυτό [το μέρος] είναι αυθύπαρκτο, όχι ως μέρος, αλλά μάλλον ως όλο. Η απειρότητα της προόδου που δημιουργείται είναι η αδυνατότητα να συναθροίσουμε τις δύο σκέψε^, που περιέχει η διαμεσολάβηση, ότι δηλ. καθένας από τους δύο ό295.
ρους, (χέσω της αυθυπαρξίας του και του χωρισμού του από τον άλλο, μεταβαίνει σε εξάρτηση και μέσα στον άλλο.
Β. Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΤΣΗΣ ΤΗΣ Η δύναμη είναι η αρνητική ενότητα, μέσα στην οποία έχει διαλυθεί η αντίφαση του όλου και των μερών, η αλήθεια εκείνης της πρώτης σχέσης. Το όλο και τα μέρη είναι η άσκεπτη σχέση, την οποία διανοείται κατ' αρχήν η παράσταση'ß· ή, αντικειμενικά, αυτή είναι το νεκρό, μηχανικό συνονθύλευμα που έχει βεβαίως μορφικούς προσδιορισμούς, δια των οποίων η πολλαπλότητα της αυθύπαρκτης ύλης του συνέχεται μέσα σε μια ενότητα, η οποία ωστόσο είναι εξωτερική σε τούτη [την πολλαπλότητα]. - Αλλά η σχέση της δύναμης^'' είναι η ανώτερη επιστροφή εντός εαυτού, όπου η ενότητα του όλου, η οποία συνιστούσε το σχετισμό του αυθύπαρκτου άλλως-Είναι, παύει να είναι κάτι το εξωτερικό και αδιάφορο προς αυτή την πολλαπλότητα. Έτσι όπως είναι εφεξής προσδιορισμιένη η ουσιώδης σχέση, η άμεση και η ανασκοπημένη αυθυπαρξία είναι τεθειμένες μέσα στην ενότητα ως ανηρημ^νες [αυθυπαρξίες] ή ως στάδια, τα οποία μιέσα στην προηγούμιενη σχέση ήταν αυθυπόστατες πλευρές ή ακραίοι όροι. Μέσα εδώ περιέχεται, πρώτον, το ότι η ανασκοπημένη ενότητα και το άμεσο προσδιορισμένο-Ειναι της, στο βαθμό που αμφότεροι οι όροι είναι πρώτοι και άμεσοι, αυτοαναιρούνται καθεαυτούς και μεταβαίνουν μιέσα στο άλλο τους· εκεί16. Εάν r, οζώδης σχέοΤ| του όλου και των μ^ρών εμ.πίπτει στην παράσταση, η ουναμη ίχνήκει στην περιοχή του νοείν και ως τέτοια χρησιμοποιείται εδώ από το Χέγκελ. 17. Η β'ύναμη είναι μια σχέση ολότητας, στη λογική κίνηση της οποίας η ίδια γίνεται τα μερη και το όλο, κατά τρόπο που μέσα στην εξωτερίκευση της να μεταφέρεται στην άμεση ταυτότητα.
294.
νη, η δύναμη, μεταβαίνει στην εξωτερίκευση της, και το εξωτερικό είναι κάτι το εξαφανιζόμενο, το οποίο επανέρχεται μέσα στη δύναμη σαν μέσα στο θεμέλιο της και δεν είναι παρά ως φερόμενο και τεθειμένο απ' αυτήν. Δεύτερον, τούτη η μετάβαση δεν είναι μόνο ένα γίγνεσθαι και εξαφανίζεσθαι, αλλά είναι ένας αρνητικός αυτο-σχετισμός, ή αυτό που αλλάζει τον προσδιορισμό του είναι συνάμα ανασκοπημένο εντός εαυτού και διατηρείται- η κίνηση της δύναμης δεν είναι τόσο μια μετάβαση όσο το γεγονός ότι αυτή [η δύναμη] μετατίθεται [= μεταποιείται] και μέσα σε τούτη την αλλαγή που η ίδια έθεσε παραμένει ό,τι αυτή είναι. Τρίτον, αυτή η ίδια η ανασκοπημένη, αυτοσχετιζόμενη ενότητα είναι επίσης ανηρημένη και στάδιο- αυτή είναι διαμεσολαβημένη από το άλλο της και έχει το ίδιο τούτο για συνθήκη- ο αρνητικός της αυτο-σχετισμιός, ο οποίος είναι κάτι το πρώτο και έχει το ξεκίνημα της μετάβασής του έξω από τον εαυτό του, έχει εξίσου καλά μια προϋπόθεση, από την οποία διεγείρεται, και ένα άλλο, από το οποίο ξεκινά. a. Το ευρισκόμενο-υπό-συνθηκες-Είναι της δύναμης Ιδωμένη στους εγγύτερους προσδιορισμούς της, η δύναμη έχει, πρώτον, σ' αυτήν το στάδιο της ούσας αμεσότητας- αυτή η ίδια είναι σε αντίθεση με τούτη [την αμεσότητα] προσδιορισμένη ως η αρνητική ενότητα. Αλλά μέσα σε τούτο τον προσδιορισμο του άμεσου Είναι η δύναμη είναι ένα υπάρχον κάτι. Τούτο το κάτι, επειδή ως άμεσο είναι η αρνητική ενότητα, φαίνεται ως το πρώτο· η δύναμη, αντιθέτως, επειδή είναι το ανασκοπημένο, [φαίνεται] ως το τεθειμένο-Είναι και αναλογικά ως αυτό που ανήκει στο υπάρχον πράγμα ή σε μια ύλη. Όχι ότι η δύναμη θα ήταν η μορφή αυτού του πράγματος και το πράγμα θα ηταν προσδιορισμένο απ' αυτήν απεναντίας, το πράγμα, ως άμεσο, είναι αδιάφορο απέναντι στη δύναμη. Όντας έτσι προσδιορισμένο, 297.
το πράγμα δεν έχει κανένα λόγο μέσα του, να έχει [ m δύναμη· η δύναμη, από την άλλη, ως η πλευρά του τεθειμένου-Είναι, έχει ουσιαστικά το πράγμα για προϋπόθεσή της. Όταν, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα πώς συμβαίνει το πράγμα ή η ύλη να εχεί μια δύναμη, τότε τούτη-εδώ ίραίνεται ως εξωτερικά συνδεδεμένη με αυτό ΧΜ εντυπωμένη στο πράγμα μέσω μια ξένης βίαιης δύναμης. Ως αυτό το άμεσο υφίστασθαι, η δύναμη είναι μια ψεμ.η ττροσδίοριστικότητα του πράγματος εν γένει· δεν είναι κάτι που εξωτερικεύεται, αλλά είναι ά\ΐ£σα ένα εξωτερικό. Έτσι η δύναμη χαρακτηρίζεται επίσης ως ύλη, και αντί για μαγνητική, ηλεκτρική κ.λπ. δύναμη προσλαμβάνουμε μια μαγνητική, ηλεκτρική ή άλλη ύλη, ή, αντί για την περιώνυμη δύναμη έλξης, έναν λεπτό αιθέρα που συνέχει τα πάντα·®. - Αυτό είναι οι ύλες, μέσα στις οποίες διαλύεται η ανενεργός και χωρίς δύναμη αρνητική ενότητα του πράγματος και τις οποίες εξετάσαμε πιο πάνω'®. Αλλά η δύναμη περιέχει την άμεση Ύπαρξη ως στάδιο, ως κάτι το οποίο, αν και είναι συνθήκη, υπόκειται σε μετάβαση και αναιρείται- επομένως, όχι [την άμ.εση Ύπαρξη] ως ένα υπάρχον πράγμα. Αυτή, εξάλλου, δεν είναι η άρνηση ως προσδιοριστικότητα, αλλά αρνητική ενότητα που ανασκοπείται εντός εαυτού. Το πράγμα έτσι, στο οποίο όφειλε να είναι η δύναμη, εδώ δεν έχει καμιά πλέον σημασία· αυτή η ίδια είναι μάλλον εκείνο που θέτει την εξωτερικότητα, η οποία φαίνεται ως Ύπαρξη. Αυτή δεν είναι, λοιπόν, απλώς μια προσδιορισμένη ύλη· τέτοια αυθυπαρξία έχει προ πολλού μεταβεί μέσα στο τεθειμ^νο-Είναι και μιέσα στο φαινόμενο. Δεύτερον, η δύναμη είναι .η ενότητα του ανασκοττημένου και του άμεσου υφίστασθαι, ή της μορφικής ενότητας και της εξω18. Ο Χέγκελ εδώ αναφέρεται σε θεωρίες που έθετε σε συζήτηση η φυσική φιλοσοφία και η Φυσική της εποχής του. 19. Δες στο παρόν έργο σ. 249. Η ύλη, έτσι όπως τη φέρει σε γλώσσα η λογική διαβικασία, δεν είναι κάτι διαφορετικό από τη δύναμη, αλλά λαμβάνεται αχ; η ίδια τούτη όσο δεν συλλαμβάνεται στην ουσιώδη σύνδεσή της με το πράγμα.
298.
τερικής αυθυπαρξίας. Αυτή είναι τα δύο μέσα σε ένα· είναι η επαφή των πλευρών, από τις οποίες η μία είναι, στο βαθμό που η άλλη δεν είναι· η ταυτή με τον εαυτό θετική ανασκόττηση και εκείνη που υπέστη άρνηση. Η δύναμη είναι, έτσι, η απωθούμενη από τον εαυτό της αντίφαση· αυτή είναι ενεργός, ή είναι η αυτοσχετιζόμενη αρνητική ενότητα, μέσα στην οποία η ανασκοπημένη αμεσότητα ή το ουσιώδες εντός εαυτού-Είναι έχουν τεθεί με τρόπο που να είναι μόνο ως κάτι το ανηρημιένο ή ως στάδιο, [και] ως εκ τούτου, στο μέτρο που αυτή διαφοροποιείται από την άμεση Ύπαρξη, να μεταβαίνει μέσα στην τελευταία τούτη. Άρα η δύναμη, [ειλημμένη] ως ο προσδιορισμός της ανασκοπημένης ενότητας του όλου, είναι [έτσι] τεθειμένη που να γίνεται, έξω από τον εαυτό της, υπάρχουσα εξωτερική πολλαπλότητα. Αλλά τρίτον, η δύναμη δεν είναι, πρωτίστως, παρά καθεαυτην-ούσα και άμεση δραστηριότητα· αυτή είναι η ανασκοπημένη ενότητα και όχι λιγότερο ουσιαστικά η άρνηση ανττ^ς· όντας διαφορετική από τούτη, αλλά μόνο ως η ταυτότητα αυτής της ίδιας και της άρνησής της, η δύναμη αναφέρεται ουσιαστικά σε τούτη-εδώ σαν σε μια αμ.εσότητα που της είναι εξωτερική και την έχει για προϋπόθεση και συνθηκη. Ετούτη η προϋπόθεση, τώρα, δεν είναι ένα πράγμα που βρίσκεται αντιμέτωπο με αυτήν τούτη η αδιάφορη αυθυπαρξία είναι ανηρημένη μέσα στη δύναμη- ως η συνθήκη της δύναμης αυτή είναι ένα αυθύπαρκτο που της είναι άλλο. Επειδή όμως αυτή δεν είναι πράγμα, αλλά η αυθύπαρκτη αμεσότητα εδώ έχει προσδιοριστεί ως αυτοσχετιζόμενη αρνητική ενότητα, γι' αυτό η iSia [η προϋπόθεση] τούτη είναι δύναμη. - Η ενέργεια της δύναμης είναι υπό συνθήκες από τον ίδιο τον εαυτό της σαν από το Άλλο προς αυτήν, από μια δύναμη. Κατ' αυτό τον τρόπο, η δύναμη είναι σχέση, μέσα στην οποία κάθε πλευρά είναι η ίδια με την άλλη. Πρόκειται για δυνάμεις που βρίσκονται μέσα στη σχέση και ουσιαστικά μάλιστα 299.
αλληλοίτχετιζονται. - Ακόμη, αυτές είναι, κατ' αρχήν, μόνο διαφορετικές εν γένει· η ενότητα της σχέσης τους δεν είναι πρώταπρώτα παρά η εσωτερική, καθεαυτην ούσα ενότητα. Το ευρισκόμενο-υπό συνθηκες-Είναι μέσω μιας άλλης δύναμης είναι, έτσι, καθεαυτό η δράση της ίδιας της δύναμης· ή η τελευταία, στην ίδια αναλογία, είναι πρωτίστως μια ττροΰτΓοθέτουσα ενεργεία που αναφέρεται αρνητικά στον εαυτό της- τούτη η άλλη δύναμη κείτεται ακόμη εκείθεν της θέτουσας δράσης της, δηλ. [εκείθεν] της ανασκόπησης, η οποία μέσα στο προσδιορίζειν της επανέρχεται εντός εαυτού. b. Η διέγερση της δύναμης Η δύναμη είναι κάτω από συνθήκες, επειδή το στάδιο της άμεσης Ύπαρξης, το οποίο περιέχει, είναι μόνο ως κάτι το τεθειμένο. - αλλά, επειδή αυτό συνάμια είναι κάτι το άμεσο, κάτι το τζροϋποτιθέμενο, μέσα στο οποίο η δύναμη οφνείται τον εαυτό της. Η παρούσα για τη δύναμη εσωτερικότητα είναι, λοιπόν, η ίδια η δική της προϋποθέτουσα ενέργεια, η οποία το πρώτον είναι τεθειμένη ως μια άλλη δύναμψ^. Αυτό το προϋποθέτειν είναι εξάλλου αμοιβαίο. Καθεμιά από τις δύο δυνάμεις περιέχει την εντός εαυτού ανασκοπημένη ενότητα ως ανηρημιένη και είναι, ως εκ τούτου, προϋποθέτουσα [ενέργεια]· αυτή θέτει τον εαυτό της ως εξωτερικό· τούτο το στάδιο της εξωτερικότητας είναι το δικό της ιδιαίτερο [στάδιο]· αλ>να, επειδή αυτή είναι εξίσου, καλά ανασκοττημένη εντός εαυτού 20. Αυτο που εμπίπτει στη δύναμη ως εξωτερικότητα αντιστοιχεί στη λογική της ε^Λίργειας. η οποία προϋποθέτει τη δύναμη καθόλου και την επαναθέτει μέσα από την αντιστοιχία τούτη ως μια αποξενωμένη από τον εαυτό της δύναμη. Δεν υπάρχει, λοιπόν, μια αρχέγονη αρχή παρά μια λογική αφετηρία. Στην πράξη γνωρίζουμε το παιχνίδι των δυνάμεων, μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η λογική εκδίπλωση της δύναμης ως εσωτερικότητας και εξωτερικότητας του πράγματος.
300.
ενότητα, ταυτόχρονα θέτει τούτη την εξωτερικότητά της όχι μέσα σ' αυττην την ίδκχ, αλλά ως μια άλλη δύναμη. Αλλά το εξωτερικό ως τέτοιο είναι εκείνο που αναφεί τον ί&ο του τον εαυτό· ακόμη, η εντός εαυτού ανασκοπούμενη ενέργεια είναι ουσιαστικά αναφερόμενη σε εκείνο το εξωτερικό σαν στο Άλλο της, αλλά όχι λιγότερο σαν σε κάτι μη&χμινό καθεαυτό και ταυτόσημο με αυτήν. Επειδή η προϋποθέτουσα ενέργεια είναι εξίσου καλά ανασκότυηση εντός εαυτού, αυτή είναι η πράξη αναίρεσης εκείνης της άρνησής της και θέτει την ίδια ως δική της ή ω.ς το εξωτερικό της. Έτσι η δύναμη, ως τέτοια που γίνεται συνθήκη, είναι αμοιβαία μια ώθηση για την άλλη δύναμη, [μια ώθηση] σε σχέση μιε την οποία αυτή είναι ενεργός. Η στάση της δεν είναι η παθητικότητα του προσδιορίζεσθαι, η οποία θα προκαλούσε έτσι την είσοδο σ' αυτήν κάποιου άλλου πράγματος· απεναντίας, η ώθηση τη διεγείρει μόνο. Αυτή είναι στη δική της μεριά η αρνητικότητα του εαυτού" η απώθηση του εαυτού της από τον εαυτό της είναι το δικό της ιδιαίτερο θέτειν. Το ενεργείν της έγκειται, συνεπώς, στο να αναιρεί το γεγονός ότι εκείνη η ώθηση είναι κάτι τι εξωτερικό· η δύναμη το μετατρέπει σε μια απλή ώθηση και το θέτει ως την ιδιαίτερη πράξη απώθησης του εαυτού της από τον εαυτό της, ως διχη της ιδιαίτερη εξωτερίκευση. Η δύναμη που εξωτερικεύεται είναι, λοιπόν, το ίδιο με αυτό που αρχικά ήταν μόνο η προϋποθέτουσα ενέργεια· δηλ. γίνεται εξωτερική· αλλά η δύναμη ως εξωτερικευόμενη είναι συνάμα η ενέργεια που αρνείται την εξωτερικότητά και την θέτει ως εκείνο που είναι δικό της. Στο βαθμό τώρα που στην εξέταση τούτη ξεκινάμε από τη δύναμη, καθόσον τούτη είναι η αρνητική ενότητα του εαυτού της και συνακόλουθα προϋποθέτουσα ανασκοττηση, το ίδιο κάνει άμα στην εξωτερίκευση της δύναμης ξεκινάμε από τη διεγείρουσα ώθηση. Η δύναμη έτσι είναι αρχικά, μέσα στην έννοια της, προσδιορισμένη ως αυτο-αναφούμενη ταυτότητα, και, μέσα στη ρεαλιστικότητά της, η μια οπό τις δύο δυvάμε^· 301.
ως, διεγείρουσα και η άλλη ως διεγεφόμενη. Αλλά η έννοια της δύναμης είναι σε γενικές γραμψιές η ταυτότητα της θέτουσας και [της] προϋποθέτουσας ανασκόττησης ή της ανασκοπημένης και της άμεσης ενότητας· και καθένας από τούτους τους προσδιορισμούς [είναι] απλώς μωνο ένα στάδιο, σε ενότητα, και έτσι είναι διαμεσολαβημένος από τον άλλο. Αλλά, παρόμιοια, δεν υπάρχει τίποτα στις δύο αμοιβαία σχετιζόμενες δυνάμεις που να προσδιορίζει ποια είναι η διεγείρουσα και ποια η διεγειρόμενη· ή μάλλον αμφότεροι οι μορφικοί προσδιορισμοί ανήκουν, κατά τον ίδιο τρόπο, σε καθεμιά. Αυτή όμιως η ταυτότητα δεν είναι μόνο μια εξωτερική ενότητα της σύγκρισης, αλλά μια ουσιώδης ενότητα αυτών [των προσδιορισμών]. Πράγματι, η μια δύναμη είναι, το πρώτον, προσδιορισμένη ως διεγείρουσα και η άλλη ως διεγειρόμενη' αυτοί οι μορφικοί προσδιορισμοί φαίνονται, κατ' αυτό τον τρόπο, ως άμεσες, καθεαυτές παρούσες διαφορές των δύο δυνάμεων. Αλλά ουσιαστικά αυτές είναι διαμεολαβημένες. Η μια δύναμη διεγείρεται· τούτη η ώθηση είναι ένας έξωθεν τεθειμένος προσδιορισμός. Αλλά η ίδια η δύναμη είναι το προϋποθέτον αυτή ουσιαστικά ανασκοπείται εντός εαυτού και αναιρεί το γεγονός ότι η ώθηση είναι κάτι το εξωτερικό. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η δύναμη διεγείρεται είναι το δικό της ιδιαίτερο ενεργείν, ή είναι μέσω αυτής της ίδιας προσδιορισμένο το ότι η άλλη δύναμη είναι μια άλλη εν γένει και η διεγείρουσα. Η διεγείρουσα [δύναμη] αναφέρεται αρνητικά στη δική της άλλη, ούτως ώστε να αναιρεί την εξωτερικότητα της τελευταίας· στο μέτρο που ενεργεί έτσι είνοα θέτουσα τοιαύτη· αλλ' αυτή είναι τούτο μόνο μέσω της προϋπόθεσης ότι έχει μια άλλ.η απέναντί της· τούτο σημαίνει πως αυτή είναι διεγείρουσα μόνο, στο βαθμό που ενέχει μια εξωτερικότητα, άρα στο βαθμό που αυτή διεγείρεται. Ή αυτή είναι διεγείρουσα μόνο, στο μέτρο που διεγείρεται στο να είναι διεγείρουσα. Κατ' αντίστροφο τρόπο διεγείρεται έτσι η πρώτη, μόνο όταν αυτή η ίδια διεγείρει την άλλη στο να διεγείρει αυτή, αυτή δηλ. την πρώτη. Καθεμιά από 302.
τις δύο δέχεται, λοιπόν, την ώθηση από την άλλη· αλλά η ώθηση, την οποία αυτή δίνει ως ενεργός, έγκειται στο ότι αυτή δέχεται από την άλλη μια ώθηση· η ώθηση, την οποία δέχεται, διεγείρεται απ' αυτή την ίδια. Αμφότερες, η διδόμενη και η λαμβανόμενη ώθηση, ή η ενεργητική εξαηερίκευση και η παθητική εξωτερικότητα δεν είναι, λοιπόν, ένα άμεσο, αλλά κάτι το διαμεσολαβημένο, και έτσι καθεμιά από τις δύο δυνάμεις η ίδια είναι μάλιστα η προσδιοριστικότητα, την οποία έχει η άλλη έναντι τούτης, είναι διαμεσολαβημένη από την άλλη, και τούτο το διαμεσολαβητικό άλλο είναι εκ νέου το δικό της ιδιαίτερο προσδιοριστικό θέτειν^ι. Έτσι, λοιπόν, το γεγονός ότι μαα ώθηση σε μια δύναμη φ^μβαίνει μέσω μιας άλλης δύναμης, ότι στην ίδια αναλογία η πρώτη δύναμη συμπεριφέρεται [= δέχεται την ώθηση] παθητικά, αλλά εκ νέου μεταβαίνει από τούτη την παθητικότητα στην ενεργητικότητα, [το γεγονός αυτό είναι] η επάνοδος της δύναμης σ' αυτή την ίδια. Η δύναμη εξωτερικεύεται. Η εξωτερίκευση είναι αντίδροιση μιε την έννοια ότι αυτή θέτει την εξωτερικότητα ως δικό της ιδιαίτερο στάδιο και έτσι αναιρεί το γεγονός ότι αυτή έχει διεγερθεί από μιια άλλη δύναμη. Αμφότερα είναι, συνεπώς, ένα πράγμα, η εξωτερίκευση της δύναμης, δια της οποίας αυτή δίνει στον εαυτό της, δυνάμει της αρνητικής της ενέργειας επί του εαυτού της, ένα προσδιορισμένο-Είναι-για Αλλο, και η άπειρη επιστροφή στον ίδιο τον εαυτό της μέσα σε τούτη την εξωτερικότητα, κατά τρόπο που αυτή μιέσα εδώ να αναφέρεται
21. Η διαλεκτική ανάπτυξη της δύναμης, όπως εμφανίζεται εδώ, έχει ήδη λάβει μια πρώτη, σπερματική έκφροίτη στο (τχήμα Δύναμη χαι Διάνοια της Φαηομενολογίας του τηεύματος [δες Φαινομενολογίχ (ελληνική έκδοατη) τ. 1, σ. 269 κ.εξ.]. Η δύναμη στην εξωτερίκευβή της είναι το τοπίο τής κατά λογική αναγκαιότητα εξωτερικής πολλαπλότητας, η οποία σύμφωνα με τη δική της δυναμική προϋποθέτει εξίσου μια ενοποιητική ολότητα. Αυτή η ολότητα θεματοποιεί τη μετάβαση από μια κατ' αίσθηση αντίληψη της κατηγορίας της δύναμης στη νοητική σύλληψη αυτής ως σχέσης του Εσωτερικού τιου ακατάπαυστα γίνεται Εξωτερικό.
303.
μόνο στον εαυτό της. Η προϋποθέτουσα ανοκχκόττηση, λοιπόν, στην οποία ανήκει το υπό συνθήκες-Είναι και η ώθηση, είναι άμεσα επίσης η επανερχόμενη εντός εαυτού ανασκόπηση και η ενεργητικότητα είναι ουσιαστικά μια [ενεργητικότητα] που αντιδρά ενάντια στον εαυτό. Το ίδιο το θέτειν της ώθησης ή του εξωτερικού είναι το αναιρείν αυτής της ίδιας της [ώθησης], και αντίστροφα το αναιρείν της ώθησης είναι το θέτειν της εξωτερικότητας. C.
Η απεψότητα της δύναμης Η δύναμη είναι πεπερασμένη, στο βαθμό που τα στάδιά της έχουν ακόμα τη μορφή της αμ£σότητας· η προϋποθέτουσα και η αυτοσχετιζόμενη ανασκόπηση της είναι διαφοροποιημένες μέσα σε τούτο τον προσδιορισμό: η μία φαίνεται ως μια εξωτερική δύναμη που υφίσταται για τον εαυτό της, και η άλλη, μ^σα στον σχετισμό της προς αυτή, ως παθητική. Η δύναμη, έτσι, είναι ως προς τη μορφή εξαρτημένη [= υπό συνθήκες] και ως προς το περιεχόμενο εξίσου περιορισμένη- γιατί μιια προσδιοριστικότητα ως προς τη μορφή περιέχει επίσης έναν περιορισμό του περιεχομένου. Αλλά η ενεργητικότητα της δύναμης έγκειται στο ότι εξωτερικεύεται- [έγκειται] δηλ., όπως είδαμε, στο να αναιρεί την εξωτερικότητα και να την προσδιοριίζει ως αυτό, μέσα στο οποίο αυτή είναι ταυτόσημη με τον εαυτό της. Άρα, ό,τι εξωτερικεύει στ' αλήθεια η δύναμη, είναι το γεγονός ότι η αναφορά της σε ά>λο είναι η αυτο-αναφορά της, ότι η παθητικότητά της συνίσταται στην ίδια την ενεργητικότητά της. Η ώθηση, δια της οποίας η δύναμη διεγείρεται να ενεργήσει, είναι το ίδιο το δικό της διεγείρειν η εξωτερικότητα που επισυμβαίνει σ' αυτήν δεν είναι κάτι το άμεσο, αλλά εκείνο που διαμεσολαβείται απ' αυτήν έτσι όπως η ιδιαίτερη αυτής ουσιώδης ταυτότητα με τον εαυτό της δεν είναι άμεση, αλλά διαμεσολαβημένη από την άρνηση της· ή 304.
η δύναμη εξωτερικεύει το γεγονός ότι η εξωτεριχότητά της εήαι ταυτόίτημη με την εσωτερικότητα της. C.
ΣΧΕΣΗ TOr ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΪ ΚΑΙ ΤΟΓ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ 1. Η σχέση του όλου και των μερών είναι η άμεση [σχέση]· η ανασκοπημιένη και η ούσα αμεσότητα έχουν, κατά ταύτα, η καθεμιά, μέσα σε τούτη τη σχέση, μια ξεχωριστή αυθυπαρξία· αλλά στο βαθμό που αυτές βρίσκονται μέσα σε ουσιώδη σχέση, η αυθυπαρξία τους είναι μόνο η αρνητική τους ενότητα. Τώρα αυτό είναι τεθειμένο μέσα στην εξωτερίκευση της δύναμης· η ανασκοττημιένη ενότητα είναι ουσιαστικά η ετεροίωση ως μεταφορά [= μεταποίηση] του εαυτού στην εξωτερικότητα* αλλά τούτη-εδώ είναι ομιοίως άμεσα ειλημμιένη τΐίσω στην πρώτη δύναμη· η διαφορά των αυτόνομων δυνάμεων αυτοαναιρείται· η εξωτερίκευση της δύναμης είναι μόνο μια διαμεσολάβηση της ανασκοπημένης ενότητας μιε τον εαυτό της. Είναι παρούσα μόνο μιία κενή, διάφανη διαφορά, η εμιφάνεια, αλλά τούτη η εμφάνεια είναι η διαμεσολάβηση, η οποία είναι το ίδιο το αυθύπαρκτο υφίστασθαι. Δεν πρόκειται μ/ίνο για αντί-θετους προσδιορισμούς, οι οποίοι αναιρούν τον εαυτό τους σ' αυτούς τους ίδιους, και η κίνησή τους δεν [είναι] μόνο μια μετάβαση· απεναντίας, η αμεσότητα, από την οποία έγινε το ξεκίνημα και η μετάβαση μέσα στο άλλως-Είναι, από τη μια μεριά η ίδια είναι μόνο μια τεθειμένη [αμεσότητα], από την άλλη είναι, ως εκ τούτου, καθένας από τους προσδιορισμούς ήδη μέσα στην αμιεσότητά του η ενότητα με τον δικό του άλλο, έτσι που η μετάβαση να είναι όχι λιγότερο απόλυτα η αυτο-τιθέμιενη επιστροφή εντός εαυτού. Το Εσωτερικό, [εννοημένο] ως η μορφή της ανασκοττημενης αμεσότητας ή της ουσίας, είναι προσδιορισμένο απέναντι στο εξωτερικό [που λαμβάνεται] (ι>ς η μορφή του Είναι· αμφότερα ομΐίϋς είναι μιόνο Μία ταυτότητα. - Τούτη η ταυτότητα είναι, κα305.
τά πρώτον, η συμπαγής ενότητα αμυροτέρων, [εννοημένη] ως μεστή περιεχομένου βάση, ή το απόλυτο Πράγμα, στο οποίο αμφότεροι οι προσδιορισμοί είναι αδιάφορα, εξωτερικά στάάα®^. δυνάμει τούτου, αυτή είναι περιεχόμενο και η ολότητα, η οποία είναι το Εσωτερικό που γίνεται όχι λιγότερο εξωτερικό, αλλά η οποία μέσα σε τούτη την εσωτερικότητα δεν είναι κάτι που προέκυψε από το γίγνεσθαι ή τη μετάβαση παρά είναι ίδιο με τον εαυτό του. Το Εξωτερικό, σύμφωνα με αυτό τον προσδιορισμό, δεν είναι μόνο ίδιο με το Εσωτερικό από την άποψη του περιεχομένου, αλλά αμφότερα δεν είναι παρά Ένα Πράγμα. - Αλλά τούτο το Πράγμια, ως απλή ταυτότητα μιε τον εαυτό του είναι διαφορετικό από τους μορφικούς του προσδιορισμούς, ή αυτοί-εδώ είναι εξωτερικοί σ' αυτό· στην αναλογία τούτη, το Πράγμα το ίδιο είναι ένα Εσωτερικό, το οποίο είναι διαφορετικό από την εξωτερικότητά του. Αλλά τούτη η εξωτερικότητα συνίσταται στο ότι τη συγκροτούν αυτοί τούτοι οι δύο προσδιορισμοί, δηλ. το Εσωτερκό και το Εξωτερικό. Αλλά το Πράγμα το ίδιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ενότητα αμ4Ότέρων. Έτσι οι δύο πλευρές, από άποψη περιεχομένου, είναι εκ νέου το ίδιο πράγμα. Αλλά μέσα στο Πράγμια αυτές είναι παρούσες ως μια ταυτότητα που αυτο-διεισδύεται, ως μεστή περιεχομένου βάση. Μέσα στην εξωτερικότητα όμως, ως μορφές του Πράγματος, αυτές είναι αδιάφορες για εκείνη την ταυτότητα και κατ' ακολουθίαν αμοιβαία αδιάφορες^.
22. Die absolute Sache: Me το Πράγμα [Sache] και όχι πλέον με το πράγμα iDing] ο Χέγκελ παραπέμπει σε μία αυθυπόστατη ενότητα του Εσωτερικού και TO'j Εξωτερικού, η οποία διαμεσολαβείται από την αμοιβαιότητα των όρων και μέσα σττ,ν πραγματικότητα της, ως ταυτότητα ουσίας και Είναι, εκφράζει τούτη τη διαμεσολάβηση στο γεγονός ότι αμφότεροι οι όροι τίθενται ως εξο>τερικοι ο ένας προς τον ά)Λο. 23. Το Εσωτερικό και το Εξωτερικό ταυτίζονται ως προς το περιεχόμενο κατά τρόπο ώστε το ένα και το αΧλο να είναι ό β Πράγμα [eine Sadie]. Μέσα στην εξωτερικότητα όμως αυτοί οι όροι εμφανίζονται διαφορετικοί ως προς τη μορφή.
306.
2. Οι προσδιορισμοί, κατ' αυτόν τον τρόπο, είναι οι διαφορετικοί μορφικοί προσδιορισμοί, οι οποίοι έχουν μια ταυτή βάση, όχι σ' αυτούς τους ίδιους, αλλά σε ένα Άλλο· [είναι] προσδιορισμοί ανασκότιησης, οι οποίοι είναι για τον εαυτό τους, το Εσωτερικό ως η μορφή της ανασκόπησης-εντός-εαυτού, της ουσιαστικότητας, αλλά το Εξωτερικό (ος η μορφή της ανασκοπημένης εντός άλλου αμεσότητας ή της μη-ουσιαστικότητας. Αλλά η φυση της σχέσης έδειξε πως αυτοί οι προσδιορισμοί σ'Jγκpoτούν απολύτως μόνο μια ταυτότητα. Η δύναμη μέσα στην εξωτερίκευσή της είναι το γεγονός ότι το προσδιορίζειν που προϋποθέτει και εκείνο που επανέρχεται μέσα στον εαυτό του είναι ένα και το αυτό. Στο βαθμό, λοιπόν, που Εσωτερικό και Εξωτερικό έχουν ιδωθεί ως μορφικοί προσδιορισμοί, αυτά είναι πρώτον μόνο η ίδια η απλή μορφή, και δεύτερον, επειδή αυτά σε τούτη τη μορφή είναι προσδιορισμένα ως αντί-θετα, η ενότητά τους είναι η καθοφή αφτηριημένη διαμεσολάβηση, μέσα στην οποία το ένα είναι άμεσα το άλλο, και είναι το άλλο yta το λόγο ότι αυτό είναι το ένα. Έτσι το Εσωτερικό είναι άμεσα μόνο το Εξωτερικό, και αυτό είναι η προσδιοριστιχότητα της εξωτεριχότητας για το λόγο ότι αυτό είναι το Εσωτερικό· κατ' αντίστροφο τρόπο, το Εξωτερικό είναι μόνο ένα Εσωτερικό, επειδή αυτό είναι μόνο ένα Εξωτερικό. - Πράγματι, εφόσον τούτη η μορφική ενότητα εμπεριέχει τους δύο προσδιορισμούς της ως αντίθετους, η ταυτότητα τους είναι μόνο αυτή η μετάβαση, και μέσα εδώ μόνο η άλλη ταυτότητα των δύο, όχι η μεστή περιεχομένου ταυτότητά τους. Ή αυτή η σταθερή εμμονή στη μορφή είναι εν γένει η πλευρά της προσδιοριστικότητας. Ό,τι είναι, σύμφωνα με τούτη την πλευρά, τεθειμένο, δεν είναι η ρεαλιστική ολότητα του όλου, οά^ί η ολότητα ή το Πράγμα το ίδιο μόνο μέσα στην προσδιοριστιχότητα της μορφής· επειδή τούτη-εδώ είναι η απόλυτα συναγμένη ενότητα αυτών των δύο αντι-θετικών προσδιορισμών, τότε, όταν ο ένας λαμβάνεται κατ' αρχήν, - και είναι αδιάφορο ποιος είναι - εμείς πρέπει να πούμε για τη βάση ή το Πράγμα 307.
ότι, γι' αυτό το λόγο, τούτο είναι εξίσου ουσιαστικά μέσα στον άλλο προσδιορισμό, αλλά ομοίως μόνο μέσα στον άλλο, ακριβώς όπως είπαμε αρχικά ότι αυτός ο άλλος είναι μόνο μέσα στον πρώτο. Έτσι Κάτι, το οποίο, πρωτίστως, είναι μόνο ένα Εσωτερικό, ακριβώς γι' αυτό το λόγο είναι JEAOVO ένα Εξωτερικό. Ή , αντίστροφα, Κάτι, το οποίο είναι μόνο ένα Εξωτερικό, ακριβώς γι' αυτό το λόγο είναι μονο ένα Εσωτερικό. Ή , εάν το Εσωτερικό είναι προσδιορισμένο ως ουσία, αλλά το Εξωτερικό ως Ε/ναί, τότε ένα Πράγμα, στο μέτρο που αυτό είναι μόνο μέσα στην ουσία του, ακριβώς γι' αυτό το λόγο είναι μόνο ένα άμιεσο Είναι- ή ένα Πράγμα, το οποίο ε/νιζί μόνο, ακριβώς γι' αυτό το λόγο δεν είναι, το πρώτον, παρά ακόμη μιέσα στην ουσία του^·^. - Το Εξωτερικό και το Εσωτερικό είναι η προσδιοριστικότητα που έχει τεθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε καθεμιά από τούτους του δύο προσδιορισμούς όχι μόνο να προϋποθέτει τον άλλο και να μεταβαίνει μέσα σ' αυτόν σαν στην αλήθεια του, αλλά στο μέτρο που αυτός είναι τούτη η αλήθεια του άλλου, να παραμένει τεθειμένος ως προσοιοριστικότητα και να παραπέμπει στην ολότητα αμφοτέρων. Το Εσωτερικό είναι, έτσι, η τελείωση της ουσίας σύμφωνα μ£ τη μορφή. Η ουσία, εφόσον πράγματι είναι προσδιορισμένη ως Εσωτερικό, σημιαίνει πως αυτή είναι ατελής και είναι, μόνο ως αναφορά στο δικό της άλλο, το Εξωτερικό" αλλά τούτο-εδώ, παρόμοια, δεν είναι μόνο Είναι ή ακόμη και Ύπαρξη, αλλά [είναι] ως αναφερόμενο στην ουσία ή στο Εσωτερικό. Αλλά ό,τι είναι εδώ παρόν δεν είναι μόνο η αλληλο-αναφορά αμφοτέρων, αλΊΛ η προσδιορισμένη αναφορά της απόλυτης μορφής, σύμφωνα με την οποία το καθένα άμεσα είναι το αντίθετο του, και η κοινή τους σχέση σε ένα τρίτο ή μάλλον στην ενότητα τους. Αλλά η
α . Eiiiot και ουσία (ραίνονται να είναι μέσα στην αντί-θεσή τους το Είναι που έγινε ουσία και η ουσία που έγινε Είναι, Η διαμβτολάβηση αμφοτέρων θα οδηγήσει στην ανάδειξη της εγκατεστημένης μέσα στην ουσία αμεσότητας σε Πραγματικότητα.
308.
διαμεσολάβησή τους στερείται ακόμη αυτής της ταυτόσημης βάσης η οποία περιέχει αμφότερα· ο σχετισμός τους, ως εκ τούτου, είναι η άμεση μεταστροφή του ενός μέσα στο άλλο, και τούτη η αρνητική ενότητα που τα συνάπτει είναι το απλό (τημείο που στερείται περιεχομένου^^. Παφαττηρηστ] Η κίνηση της ουσίας είναι εν γένει το γίγνεσθαι προς την έννοια. Μέσα στη σχέση του Εσωτερικού και του Εξωτερικού προβάλλει το ουσιώδες στοιχείο αυτής της σχέσης, ότι δηλ. οι όροι της είναι τεθειμένοι στο να είναι με τέτοιο τρόπο μέσα στην αρνητική ενότητα, ώστε καθένας να είναι άμεσα όχι μόνο το άλλο του, αλλά και η ολοκληρότητα του όλου. Τούτη η ολοκληρότητα όμως είναι, μέσα στην έννοια ως τέτοια, το καθολικό*·^ μια βάση, η οποία δεν είναι ακόμη παρούσα μέσα στη σχέση του Εσωτερικού και του Εξωτερικού. - Μέσα στην αρνητική ταυτότητα του Εσωτερικού και του Εξωτερικού, η οποία είναι η άμεση αναστροφή του ενός εξ αυτών των προδιορισμων στον άλλο, λείπει επίσης εκείνη η βάση, η οποία προηγουμένως ονομαζόταν το Πράγμα. Είναι πολύ σημαχντικό να παρατηρήσουμε π(ι>ς η αδιαμεσολάβητη ταυτότητα της μορφής εδώ είναι ακόμα τεθειμένη χωρίς τη μεστή περιεχομένου κίνηση του ίδιου του Πράγματος.
25. Με το να απουσιάζει ο μέσος όρος, η συλλογιστική σύναψη δεν είναι άλλο από μια απλή μεταστροφή του ενός άκρου μέσα στο άλλο. Από αυτή την άποψη, η αρνητική ενότητα δεν συναθροίζει μέσα στην ταυτότητα του περιεχομένου πραγματικές διαφορές. 26. Η διαμεσολάβηση βρίσκει την πραγματική της εκδήλαχτη στην εσωτερική δόμηση της έννοιας. Γι' αυτό φέρει τους όρους της σχέσης Εσωτερικού-Εξωτερικού σε έκφραση μέσα στη δυναμική τής μερικότητας και τους οδηγεί μέσω αυτής από την αποκλειστικότητα της ατομικής τους ύπαρξης στην ολότητα την εκ&πλωμένη και αναδιπλωμένη εντός εαυτού ως καθολικότητα.
309.
Αυτή απαντά στο Πράγμα, έτσι όπως το τελευταίο είναι στο ξεκίνημα του. Έτσι το χαθαφό Είναι είναι άμεσα το μηδέ^^"^. ϊΐε γενικές γραμμές, καθετί το ρεαλιστικό, μέσα στο ξεκίνημά του, είναι μόνο μια τέτοια άμεση ταυτότητα* γιατί στο ξεκίνημά του αυτό δεν έχει ακόμα αντί-θετες και ανεπτυγμένες τις φάσεις [του], από τη μια πλευρά δεν είναι ακόμη εσωτερικευμενο [erinnert] έξω από την εξωτερικότητά του, από την άλλη δεν είναι ακόμη εξωτερικευμένο [entäußert] και δεν έχει παραχθεί μέσω της δραστηριότητάς του έξω από την εσωτερικότητά του· αυτό είναι, λοιπόν, μόνο το Εσωτερικό ως προσΒιοριστικότητα απέναντι στο Εξωτερικό και μόνο το Εξωτερικό ως προσδιοριστικότητα απέναντι στο Εσωτερικό^». Έτσι αυτό είναι, εν μέρει, μόνο ένα άμχσο Είναι · εν μιέρει, στο μέτρο που αυτό είναι όχι λιγότερο η αρνητικότητα, η οποία οφείλει να γίνει η δραστηριότητα της ανάπτυξης, ουσιαστικά αυτό ως τέτοιο είναι, εν πρώτοις, μόνο ένα Εσωτερικό. - Να τι προσφέρει κάθε φυσική, επιστημονική και πνευματική ανάπτυξη εν γένει· και είναι ουσιαστικό να αναγνωρίσουμε τούτο, πως δηλ. ο πρώτος όρος, επειδή Κάτι είναι μόνο κατ' αρχήν εσωτερικό ή ακόμη μέσα στην έννοιά του^, ακριβώς γι' αυτό το λόγο είναι μόνο η άμεση, παθητική του ύπαρξη. - Έτσι - για να πάρουμιε αμέσως το επόμενο ποφάδειγμα - η εξετασθείσα εδώ ουσιώδης σχέση, προτού να τεθεί σε κίνηση και να πραγματοποιηθεί μέσω της διαμεσολάβησης, μέσω της σχέσης της δύναμης, είναι μόνο καθεαυτην [= ενδόμυχα] η σχέση, η έννοιά της, ή το πρώτον εσωτερική. Αλλά, γι' αυτό το λό-
27. Σχετικά με την κίνηση της μετάβασης από το Είναι στο μηδέν και από το μη8εν στο Είναι δες GW 11, 44 κ.εξ. 28. Η παρουσία του όλου μεσα στο ξεκίνημα συνδέεται με τη δομική συγκρότηση της ταυτότητας των πλευρών του ως μια άπαυστη μετάβαση από τη μια στην άλλη. Η υφή της έχει να κάνει με τη μετάβαση από το Είναι των πλευρών ως ολοτήτων στο μηδέν των πλευρών α>ς τέτοιων και αντίστροφα. 29. Δηλ. δεν είναι ακόμη ανεπτυγμένο και γι' αυτό δεν έχει βρει την αντιστοιχία του στη σχέση προς αυτό, για το οποίο προορίζεται να είναι.
310.
γο, η σχέση είναι μόνο η εξωτερική, άμεση σχέση, η σχέση του όλου και των μερών, μέσα στην οποία οι πλίυρές έχουν ένα αδιάφορο προς αλλήλας υφίστασθαι. Η ταυτότητα τους δεν είναι ακόμα σ' αυτά τα ίδια· αυτή είναι μόνο εσωτερική, και γι' αυτό το λόγο, αυτά πέφτουν το ένα έξω από το άλλο, έχουν ένα άμεσο, εξωτερικό υφίστασθαι. - Έτσι, η σφαίρα του Etvat ως τέτοια δεν είναι, εν πρώτοις, παρά το απόλυτα ακόμη Εσωτερικό, και γι' αυτό, τούτη είναι η σφαίρα της οντικής αμεσότητας ή της εξωτερικότητας^ο. - Η ουσία δεν είναι αρχικά παρά το Εσωτερικό- γι' αυτό το λόγο, αυτή λαμβάνεται επίσης ως ένα εντελώς εξωτερικό, ασυστηματοποίητο κοινό-Είναι· λέμε: το εκπαιδευτικό σύστημα, ο τόπος, και εννοούμε κάτι το κοινό, το οποίο είναι καμ/ομένο δια της εξωτερικής συνάθροισης υπαρχόντων αντικειμένων, στο μέτρο που αυτά στερούνται κάθε ουσιώδους σύνδεσης ή οργάνωσης. - Ή , σε συγκεκριμένα αντικείμενα, ο σπόρος του φυτού, το παιδί, δεν είναι, κατ' αρχήν, παρά εσωτερικό φυτό. εσωτερικός άνθρωπος. Αλλά, γι'αυτό το λόγο, το φυτό ή ο άνθρωπος ως σπέρμα είναι [χόνο κάτι το άμεσο, το εξωτερικό, το οποίο δεν έχει δώσει ακόμη στον εαυτό του τον αρνητικό αυτοσχετισμό, [είναι κάτι] το παθητικό, το εγκαταιλειμμένο στο ετέρως-Είναι. - Έτσι, ο Θεός επίσης μέσα στην άμεση έννοιά του δεν είναι ττνεύμα· το ττνεύμια δεν είναι το άμεσο, αυτό που αντιτίθεται στη διαμεσολάβηση, αλλά είναι μάλλον η ουσία που θέτει αιωνίως την αμεσότητά της και αιωνίως επιστρέφει απ' αυτήν μέσα στον εαυτό της. Άμεσα, κατά ταύτα, θεός είναι μόνο η φύση. Ή η φύση είναι μΑνο ο εσωτερικός θεός, όχι ο πραγματικός ως ττνεύμα θεός και κατ' επέκταση όχι ο αληθινός θεός. Ή , μέσα στο νοείν ως πρώτο νοείν, θεός είναι μόνο το καθαρό
30. Το Είναι μέσα στην άμεση ταυτότητα προς τον εαυτό του δεν είναι, χατ' χρχην, παρά μια εσωτερικότητα που δεν έχει εμπεφαθεί τψ ανάπτυξη. Γι' αυτό. μέσα στη σχέση προς την εσωτερικότητα της ουσίας, το Είναι προσι&άζει στη σφαίρα της εξωτερικότητας.
31.
Et'vat, ή επίσης η ουσία, το αφηρημένο Απόλυτο· όχι όμως θεός ως Απόλυτο πνεύμα, το οποίο μόνο είναι η αληθινή φύση του θεού. 3. Η πρώτη από τις ταυτότητες του Εσωτερικού και του Εξωτερικού που εξετάσαμε είναι η βάση που αδιαφορεί για την διαφορά αυτών των προσδιορισμών σαν να πρόκειται για μια εξωτερική σε τούτη μορφή, ή [είναι] η ταυτότητα ως περιεχόμενο. Η δεύτερη είναι η αδιαμεσολάβητη ταυτότητα της διαφοράς τους, η άμεση αναστροφή καθεμιάς στην αντί-θετή της, ή [είναι] η ταυτότητα ως καθαρή μορφή. Αλλά αυτές οι δύο ταυτότητες είναι μόνο οί πλευρές Μιας ολότητας· ή η ίδια τούτη η ολότητα είναι μόνο η αναστροφή της μι<χς στην άλλη. Η ολότητα ως βάση και περιεχόμενο είναι αυτή η εντός εαυτού ανασκοπημένη αμιίσότητα μόνο μιέσω της προϋποθέτουσας ανασκόπησης της μορφής, η οποία αναιρεί τη διαφορά της και θέτει τον εαυτό της ως αδιάφορη ταυτότητα, ως ανηρημένη ενότητα ως προς τη διαφορά. Ή το περιεχόμενο είναι η ίδια η μορφή, στο μέτρο που αυτή προσδιορίζεται ως διαφορετικότητα και μεταποιείται σε μια από τις πλευρές της, ως εξωτερικότητα, αλλά στην άλλη ως εντός εαυτού ανασκοτζημένη αμεσότητα, ή μεταποιείται σε Εσωτερικό. Αντίστροφα, απ' εδώ προκύπτει τούτο: οι διαφορές της μορφής, το Εσωτερικό και το Εξωτερικό, το καθένα είναι τεθειμένο σ' αυτό το ίδιο ως η ολότητα του εαυτού του και του άλλου τούτο Εσωτερικό, ως απλή ανασκοπημένη εντός εαυτού ταυτότητα, είναι το άμιεσο και συνακόλουθα τόσο Είναι και εξωτερικότητα όσο και ουσία" και το Εξωτερικό, ως το πολλαπλό, προσδιορισμένο Είναι, είναι μόνο κάτι το εξωτερικό, δηλ. τεθειμένο ως επουσιώδες και ως τέτοιο που επανέκαμψε μέσα στο θεμέλιό του, αρα ως Εσωτερικό. Αυτή η πράξη μετάβασης του ενός μέσα στο άλλο είναι η άμεση ταυτότητά τους ως βάση· αλλ' αυτή είναι11 επίσης η διαμεσολαβημένη τους ταυτότητα· πράγματι, το καθένα είναι ακριβώς μέσω του άλλου του εκείνο που είναι καθε312.
αυτό, δηλ. η ολότητα της σχέσης. Ή, αντίστροφα, η προσδιοριστικότητα της καθε πλευράς, επειδή αυτή είναι, κατά τη μεριά της, η ολότητα, είναι διαμεσολαβημενη με την άλλη προσδιοριστικότητα· η ολότητα διαμ.εσολαβείται έτσι μέσω της μορφής ή της προσδιοριστικότητας με τον ίδιο τον εαυτό της, και η προσδιοριστικότητα διαμ^σολαβείται μέσω της απλής της ταυτότητας μ£ τον εαυτό της. Ό,τι είναι Κάτι, αυτό είναι, λοιπόν, συνολικά στην εξωτερικότητά του· η εξωτερικότητά του είναι η ολότητά του, αυτή είναι όχι λιγότερο η ανασκοπημένη εντός εαυτού ενότητά του. Το Φαινόμενό του δεν είναι μίόνο η ανασκόπηση εντός άλλου, αλλά και εντός εαυτού· και η εξωτερικότητά του, συνεπώς, [είναι] εξωτερίκευση αυτού που τούτο είναι καθεαυτό· και εφόσον έτσι το περιεχόμενό του κ<χι η μορφή του είναι απολύτα»ς ταυτόσημα, τότε αυτό δεν είναι τίποτε καθεαυτό και διεαυτό παρά τούτο, να εξωτεpcκευετtxt. Αυτό είναι το αποκαλύπτειν την ουσία του, με ένα τέτοιο τρόπο ώστε τούτη η ουσία να συνίσταται ακριβώς στο να είναι εκείνο που αποκαλύπτεται. Η ουσιώδης σχέση, μέσα σε τούτη την ταυτότητα του Φαινομένου με το Εσωτερικό ή με την ουσία, έχει προσδιοριστεί σε πραγματικότητα.
313.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ' Η πραγματικότητα είναι η ενότητα της ουσίας χαι της Ύπαρξης· μέσα σ' αυτήν έχει την αλήθεια της η χωρίς σχήμα ουσία και το ασταθές Φαινόμενο ή το χωρίς προσδιορισμό υφίστασθαι και η ανυπόστατη πολλαπλότητα. Η Ύπαρξη είναι πράγματι η αμεσότητα που προέκυψε από το θεμέλιο, αλλά αυτή δεν έχει ακόμη θέσει τη μορφή κατά τη μεριά της· με το να προσδιορίζεται και να μορφοποιείται, αυτή είναι το Φαινόμενο· και τούτο το προσδιορισμένο, μόνο ως ανασκόπηση-εντός-άλλου, υφίστασθαι, με το να μετεξελίσσεται σε ανασκόττηση-εντός-εαυτού, γίνεται δύο κόσμοι, δύο ολότητες του περιεχομένου, εκ των οποίων η μία είναι προσδιορισμένη ως εντός εαυτού ανασκοτιημένη, η άλλη ως εντός άλλου. Η ουσιώδης όμως σχέση παριστά το μορφικό τους σχετισμό, η τελείωση του οποίου είναι η σχέση
1. Wirklichkeit: Ο λόγος αφορά εδώ σε μια σημαντική κατηγορία της Χεγκελιανής Λογικής. Αυτή η κατηγορία αποκαλύπτει το βάθος του ουσιώδους και δεν αφήνει τίποτα να μείνει ασαφές και κρυμμένο πίσω από το άμεσα παρευρισκόμενο. Αναδύεται, συνεπώς, στην ύπαρξη ως τέτοια που ενδόμυχα έχει τη δυνατότητα της πραγματοποίησης και η οποία βρίσκει την τελείωση της σ' αυτή την πραγματοποίηση. Μέσα από μια τέτοια χρήση του όρου ο Χέγκελ αφήνει να αναφύεται η διαφορά από τη Realität [= ρεαλιστική πραγματικότητα]. Η τελευταία, λοιπόν, απηχεί μια γενικά και απροσδιόριστα υπαρκτή πραγματικότητα και δεν είναι σε θέση να εκφράσα υπό την εξουσία της μιας έννοιας τις κατηγορίες του Απόλυτου, του τρόπου, της συμπτωματικότητας, της δυνατότητας, της αναγκαιότητας, της υποστασιακοτητας, της αιτιότητας. Αντίθετα, υπό την έννοια της πραγματικότητας [Widdichkeit] ο Χέγκελ βλέπει τ» «εντελώς-παντελώς έλλογο» W 8, § 142 Zusatz, το οποίο μπορεί να συναθροίσει τ^ πιο πάνω έννοιες υπό την πραγματική [= έλλογη] εξέλιξη προς την έννοια ως τέτοια.
315.
του Εσωτερικού και του Εξωτερικού, έτσι που το περιεχόμενο αμφοτέρων να etvat μόνο Μία ταυ-π; βάστ] και όχι λιγότερο μόνο Mitx ταυτότητα της μορφής. - Επειδή, λοιπόν, αυτή η ταυτότητα είναι τώρα ταυτότητα της μορφής, ο μορφικός προσδιορισμός της διαφορετικότητας τους είναι ανηρημένος, και είναι τεθειμένο το ότι αυτά είναι Μια απόλυτη ολότητα. Ετούτη η ενότητα του εσωτερικού και του εξωτερικού είναι η απόλυτη πραγματικότητα^. Αλλά τούτη η πραγματικότητα είναι, εν πρώτοις, το Απόλυτο ως τέτοιο - κατά το μέτρο που αυτή είναι τεθειμενη ως ενότητα, μέσα στην οποία η μ^ρφή έχει αναιρεθεί και έγινε η κενή ή η εξωτερική διαφορά ενός Εξωτερικού και ενός Εσωτερικού. Η ανασκόττηση, ως προς τη σχέση της με το Απόλυτο, είναι εξωτερική τοιαύτη, η οποία μάλλον το θεωρεί μόνο παρά είναι η δική του ιδιαίτερη κίνηση. Αλλ' εφόσον η ανασκότυηση είναι ουσιαστικά τούτη η κίνηση, αυτή είναι ως η αρνητική του επιστροφή εντός εαυτού. Δεύτερον, αυτή είναι η αυθεντική πραγματικότητα. Πραγματικότητα, δυνατότητα και αναγκαιότητα συγκροτούν τα μορφικά στάδια του Απόλυτου ή την ανασκόττηση αυτού του ίδιου. Τρίτον, η ενότητα του Απόλυτου και της ανοισκότΓησής του είναι η απόλυτη σχέση ή μάλλον το Απόλυτο ως σχέση προς τον ίδιο τον εαυτό του, - υπόσταση.
2. Η απόλυτη πραγματ^ότητα δεν «ναι, κατ' αρχήν, παρά η άμεση παρουσία του Απόλυτου, μέσα στην οποία τολμβύν να προσ&ορίζονται αμ«βαία ot πλευρές της (εξωτερικής) πραγμα-ηκότητας δυνάμει της λειτουργικής αρχής της εσωτερικότητας.
316.
ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ Η απλή συμπαγής ταυτότητα του Απόλυτου είναι απροσδιόριστη, ή μάλλον μέσα σ' αυτήν έχει καταλυθεί κάθε προσδιοριστικότητα της ουσίας και της Ύπαφξης, ή του Eivau εν γένει όσο και της ανασκότζησης. Στο βαθμό που το προσδιορίζει αυτού που είναι το Απόλυτο αποβαίνει αρνητικό, και το ίδιο το Απόλυτο εμφανίζεται μόνο ως η άρνηση όλων των κατηγορημιάτων και ως το κενό. Αλλ' εφόσον αυτό πρέπει όχι λιγότερο να εκφράζεται ως η θέση όλων των κατηγορημάτων, εμφανίζεται ως η πιο μορφική αντίφαση. Στο μέτρο που εκείνη η πράξη άρνησης και αυτό το θέτειν ανήκουν στην εξωτερική ανασκότττησΎ], τότε έχουμε εδώ μιια μορφική, μη-ΟΌστηματική διαλεκτική, η οποία μιε λίγο κόπο περιμαζεύει από-δώ και από-κεί τους κάθε είδους προσδιορισμούς και μιε την ίδια ευκολία από τη μια μιεριά καταδεικνύει τον πεπερασμένο χαρακτήρα τους και την απλή σχετικότητά τους. και από την άλλη, μιε το να αναζωντανεύει μιέσα της το Απόλυτο ως την ολότητα, αποφαίνεται πως όλοι οι προσδιορισμοί είναι εμμενείς σ' αυτό, - χωρίς να μπορεί να υψώσει αυτές τις θέσεις και εκείνες τις αρνήσεις στο επίπεδο μιας αληθούς ενότητας. Αλλά πρέπει να παρουσιάσουμιε αυτό που είναι το Απόλυτο· τούτη όμως η παρουσίαση δεν μπορεί να είναι ούτε ένα προσδιορίζειν ούτε εξωτερική ανασκόπηση, δια της οποίας θα εισέδυαν στο γίγνεσθαι οι προσδιορισμοί του Απόλυτου· απεναντίας, αυτή είναι η έκθεση και μάλιστα η ιδιαίτερη έκθεση του Απόλυτου και μόνο μια διαδικασία που δείχνει τι είναι το Απόλυτο^. 3. Εάν το Απόλυτο είναι η αμεσότητα της πραγματικότητας ως ενότητας οικηας
317.
Α. Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ Το Απόλυτο δεν είναι μόνο το Είναι, ούτε ακόμη η ουσία. Εκείνη'' είναι η πρώτη μη-ανασκοπημένη αμεσότητα, τούτη^ η ανασκοπημένη· εξάλλου, το καθένα είναι στο πλαίσιο αυτού του ίδιου ολότητα, αλλά μια προσδιορισμένη [ολότητα]. Στην ουσία το Είναι προβάλλει ως Ύπαρξη- και ο σχετισμός Είναι και ουσίας έχει μετεξελιχθεί σε σχέση του Εσωτερικού και του Εξωτερικοό. Το Εσωτερικό είναι η ουσία, αλλά [εννοημενη] ως η ολότητα. η οποία έχει ουσιαστικά το χαρακτηριστικό να είναι σχετιζόμενη με το Είναι και άμεσα να είναι Είναι. Το Εξωτερικό είναι το Είναι, αλλά με το ουσιώδες χαρακτηριστικό, σχετιζόμενο με την ανασκόπηση, να είναι εξίσου άμεσα μια ταυτότητα με την ουσία, [ταυτότητα] που στερείται σχέσης®. Το ίδιο το Απόλυτο είναι η απόλυτη ενότητα αμφοτέρων αυτό είναι εκείνο, το οποίο συνιστά εν γένει το θεμελιο της ουσιώδους σχέσης· μια σχέση, η οποία απλώς ως τέτοια δεν έχει ακόμη επανακάμψει και ύ-τταρξης. τότε κάθε απόπειρα να το κατανοήσουμε υπό την κτχύ του προσδιορισμού ή κάθε ανασκοπικής προσδιοριστικότητας δεν είναι παρά [m αναπόφευκτη τταραποίηση- παραποίηση του γεγονότος ότι το Απόλυτο ως εσωτερικά αυτο-ποιούμε'ΛΓ, ΓΑόττ,τα δε βρίσκεται σε απόλυτη αντί-θεση με την εξωτερική ανασκόττηση, %/λά TT, φέρει να σ'Jvδέεται με τις εμμενείς στιγμές της εσωτερικής του αυτο-εκδί-λωσης. Γπ' αυτό το ττνεΰμα, κάθε τέτοια απόπειρα προκύπτει ως γνώρισμα μιας οντο-λογικής αντιδιαλεκτικότητας, που δεν εννοεί τη δυνατότητα της εξωτερικής ανασκόπησης να εξοικειώνεται με το Απόλυτο ελεύθερα και να ακούγεται η φωνή -rrfi χωρίς αυτο-διαστρέβλωση ή αυτο-παραποίηση, όταν έρχεται προς αυτό. 'i. στην αμεσότητα, στην οποία αναλογεί το Είναι. .). -λναφέρεται στην αμεσότητα, στην οποία αντιστοιχεί η ουσία. Γ). Εφόσον η ανασκόπηση λαμβάνει χώρα εκτός του Απόλυτου, γιατί μόνο έτσι μπορεί να παραστήσει αυτό το ίδιο, το εξωτερικό που σχετίζεται με την ανασκόττηστ,. δηλ. με την εσωτερική σχέση του Εαυτού προς τον εαυτό, φέρει μέσα του την ο/Λττ,τα τού Είναι και ως τέτοιο παύει να είναι η σχέση που έχει τ« χαρακτήρα της πραγματικής εξ(υτερικότητας.
318.
μέσα σε τούτη την ταυτότητά της και της οποίας το θεμέλιο δεν είναι ακόμη τεθειμενο. Απο-δω προκύπτει ότι ο προσδιορισμός του Απόλυτου έγκειται στο να είναι η απόλυτη μορφή· συνάμα όμως όχι ως η ταυτότητα, της οποίας τα στάδια είναι μόνο απλές προσδιοριστικότητες, αλλά ως η ταυτότητα της οποίας καθένα από τα στάδια είναι σ' αυτό το ίδιο η ολότητα και έτσι, ως αδιάφορο για τη μορφή, είναι το ολοτελές περιεχόμενο του όλου''. Αλλά, αντίστροφα, το Απόλυτο είναι κατά τέτοιο τρόπο το απόλυτο περιεχόμενο, ώστε το περιεχόμενο, το οποίο ως τέτοιο είναι αδιάφορη πολλαπλότητα, να έχει στους κόλπους του την αρνητική αναφορά της μορφής, δια της οποίας η πολλαπλότητά του είναι μόνο Μία συμπαγής ταυτότητα. Η ταυτότητα του Απόλυτου είναι έτσι η απόλυτη ταυτότητα, επειδή το ίδιο το καθένα από τα μέρη του είναι το όλο ή επειδή κάθε προσδιοριστικότητα είναι η ολότητα, επειδή δηλ. η προσδιοριστικότητα εν γένει έχει γίνει μια απόλυτα διάφοινη εμφάνεια, μία διαφορά που έχει εξαφανισθεί μέσα στο τεθειμένοΕίναι του. Ουσία, Ύπαρξη, κόσμος καθεαυτόν μέσα στο στοιχείο του Είναι, όλο, μέρη, δύναμη, - αυτοί οι ανασκοτιημενοι προσδιορισμοί φαίνονται στην παράσταση ως αληθινό Είναι που ισχύει καθεαυτό και διεαυτό' αλλά το Απόλυτο, σε σχέση με αυτούς, είναι το θεμιέλιο, μέσα στο οποίο οι προσδιορισμοί έχουν καταβαραθρωθεί®. Επειδή τώρα μέσα στο Απόλυτο η μορφή είναι μόνο η απλή ταυτότητα τον εαυτό, το Απόλυτο δεν αυτοπροσδιορι-
7. Το Απόλυτο, <ττο βαθμό που ως θεμέλιο της ουσιώδους σχέσης είναι τεθειμενο θεμέλιο, έχει ήδη απεκδυθεί την πεπερασμένη μορφή και κατ' επέκταση κάθε τΐολλαπλότητα που προσιδιάζει στα πεπερασμένα περιεχόμενα. 8. Ακριβώς επειδή η απόλυτη ταυτότητα δεν προκύπτει ως ένα αθροιστικό σύνολο μιας πολλαπλότητας (ανασκοπικών) κατηγοριών, αλλά περιέχα καθεμιά μέσα της ως ανηρημένη διαφορά, γι' αυτό, ό,τι στην παράσταση, δηλ. στην εξωτερική ανασκόπηση, φάνταζε ως αληθινό Είναι, μέσα στο Απόλυτο δείχνεται στα όρια της κατάρρευσης.
319.
ζετοί· γιατί ο προσδιορισμός είναι μΛα μορφική διαφορά, η οποία, κατ' αρχήν, ισχύει ως τέτοια. Αλλ' επειδή συγχρόνως αυτό περιέχει κάθε διαφορά και μορφικό προσδιορισμό εν γένει ή επειδή το ίδιο είναι η απόλυτη μορφή και η ανασκόπηση, πρέπει επίσης να κάνει την εμφάνισή του σ' αυτό η διαφορετιχότητα του περιεχομένου. Αλλά το ίδιο το Απόλυτο είναι η απόλυτη ταυτότητα- τούτο-δω είναι ο προσδιορισμός του, εφόσον κάθε πολλαπλότητα του καθεαυτόν όντος και του φαινόμενου κόσμιου ή της εσωτερικής και εξωτερικής ολότητας είναι ανηρημένη μέσα σ' αυτό. - Μέσα στο ίδιο το Απόλυτο δεν υπάρχει κανένα γίγνεσθαι, γιατί αυτό [το Απόλυτο] δεν είναι το Είναι' ούτε είναι το αυτο-ανασκοπούμενο προσδιορίζειν, γιατί αυτό δεν είναι η εντός εαυτού μόνο αυτο-προσδιοριζόμενη ουσία* δεν είναι επίσης μια τΐράξγ; εξωτερίχευσ7}ς του εαυτού, γιατί αυτό είναι η ταυτότητα του Εσωτερικού και [του] Εξωτερικού. - Αλλά έτσι η κίνηση της ανασκόπησης βρίσκεται χατέναντι στην απόλυτη ταυτότητα του Απόλυτου. Αυτή είναι ανηρημιένη μέσα στην τελευταία τούτη και έτσι είναι μόνο το Εσωτερικό της· αλλά ως Εσωτερικό αυτή είναι σε τούτη εξωτερική. - Κατά συνέπεια, η κίνηση της ανασκόπησης έγκειται, κατ' αρχήν, μόνο στο να αναιρεί το ενεργείν της μέσα στο Απόλυτο. Αυτή είναι το επέκεινα των ποικίλων διαφορών και προσδιορισμών και της κίνησης τους, ένα επέκεινα το οποίο βρίσκεται στα νώτα του Απόλυτου· η κίνηση, ως εκ τούτου, είναι ασφαλώς η πράξη πρόσληψης αυτών, αλλά ταυτόχρονα βαράθρωσής τους· έτσι αυτή είναι η αρνητική έκθεση του Απόλυτου, η οποία μνημονεύθηκε πιο πάνω^. - Στην αληθινή της παρουσίαση τούτη η έκθεση είναι το ως εδώ εκπτυχθέν όλο της λογικής κίνησης της σφαίρας του Είναι και της
9, Δες στο παρόν έργο σ. 317. Η αρνητική έκθεση του Απόλυτου έγκειται στο -^λ προσλαμβάνει εντός του όλους τους προσδιορισμούς που έχουν προηγηθεί και λογικά βρίσκονται στα νώτα του. Νομιμοποιεί δε αυτή την πρόσληψη με το να μετρά τη λ&γικη της παρουσία με την απώλεια μέσα στην απουσία.
320.
ουσίας, το περιεχόμενο των οποίων δεν έχει περισυλλεχΟεί έξωθεν ως ένα δεδομένο και τυχαίο [περιεχόμενο], ούτε έχει βυθισθεί μέσα στην άβυσσο του Απόλυτου χάρη σε μια εξωτερική προς αυτό ανασκόπηση, αλλά έχει προσδιορισθεί στη δική του πλευρά μέσω της εσωτερικής του αναγκαιότητας, και (ος ιδιαίτερο yiγνεσθαι του Είναι και ως ανασκόττηοιη της ουσίας έχει επανέλθει μέσα στο Απόλυτο σαν μέσα στο θεμιέλιό του'". Αλλά η ίδια τούτη η έκθεση έχει παράλληλα μια θετική πλευρά· στο βαθμό δηλ. που το πεπερασμένο, από το γεγονός οτι πέφτει στο βάραθρο, αποδείχνει ότι η φύση του έγκειται στο να είναι σχετιζόμενο με το Απόλυτο ή να περιέχει το Απόλυτο στους κόλπους του". Αυτή η πλευρά όμως δεν είναι τόσο πολύ η θετική έκθεση του ίδιου του Απόλυτου όσο είναι μάλλον η έκθεση των προσδιορισμών, δηλ. ότι αυτοί έχουν το Απόλυτο για δική τους άβυσσο, αλλ' επίσης και για θεμελιό^^ τους, ή ότι εκείνο, το οποίο δίνει σ' αυτούς, στην εμιφάνεια, ένα υποστασιακό υφίστοισθαι, είναι το ίδιο το Απόλυτο. - Η εμφάνεια δεν είναι το [χηδεν, αλλά είναι ανασκόπηση, αναφορά στο Απόλυτο· ή αυτό είναι εμφάνεια, στο μέτρο που το Απόλυτο εμφαίνεται μέσα σε τούτη. Αυτή η θετική έκθεση έτσι συγκρατεί ακόμη το πεπερασμένο προ του εξαφανισμού του και το αντιμετωπίζει ως μαα έκφραση και ομιοίωμα του Απόλυτου. Αλλά η διαφάνεια του πεπερασμένου, το οποίο δεν επιτρέπει παρά να ρίχνουμε μια φευγαλέα ματιά στο Απόλυτο μιέσω του εαυτού του, καταλήγει σε πλήρη
10. Βλέπουμε τώρα την έκθεση του Απόλυτου να είναι η εξωτερική του κίνηση [= το γίγνεσθαι] και η εσ0>τερική τόυ τοιαύτη [= η ανασκόπηση] κατά τρόπο, που αυτό να προσ&οριΧεται ως το καθολικό θεμέλιο τηζ κίνησης του Είναι και της ουσίας. 11. Με το να εκφράζεται το Είναι του πεπερασμένου στη σχέση του με το Απόλυτο, δεν σημαίνει ότι έχουμε μια άνευ όρων διάλυση του πρώτου μέσα στο δεύτερο. Απεναντίας, οδηγούμαστε σε μια πρότερη χρόνωση του Απόλυτου με την έννοια της ανασκοπιχης και θεμελιακής του εμπείρωσης σε αυτό και από αυτο. 12. Ας προσεχτεί η ετυμολογική συγγένεια του θεμέλιου [Grund] και της αβύσσου [Ab-gnmd], η οποία όμως δεν μπορεί να αποδοθεί στα Eλληvocά.
321.
εξαφανισμό· γιατί δεν υπάρχει τίποτα στο πεπερασμένο, το οποίο θα μπορούσε να διασώσει για τούτο-δω μια διαφορά σε σχέση με το Απόλυτο· αυτό είναι ένα μέσο, το οποίο απορροφάται από κείνο που εμφαίνεται μέσω αυτού. Ετούτη η θετική έκθεση του Απόλυτου είναι, λοιπόν, η ίδια μόνο ένα εμφαίνεσθαι· γιατί το αληθινά θετικό, το οποίο περιέχει τούτη [η έκθεση] και το εκτεθειμένο περιεχόμενο, είναι το ίδιο το Απόλυτο. Κάθε περαιτέρω προσδιορισμός που μπορεί να λαμβάνει χώρα, η μορφή με την οποία εμφανίζεται το Απόλυτο, είναι κάτι το μηδαμινό, το οποίο η έκθεση προσλαμβάνει έξωθεν και από το οποίο αυτιη κερδίζει ενα ξεκίντημα για τη δραστηριότητά της. Ένας τέτοιος προσδιορισμός έχει μέσα στο Απόλυτο όχι το ξεκίνημά του, αλλά το τέλος του. Ετούτη η διαδικασία έκθεσης, συνεπώς, αν και είναι ένα απόλυτο ενεργείν μιέσω της αναφοράς της στο Απόλυτο στο οποίο επιστρέφει, δεν είναι εν τούτοις σύμφωνα με την αφετηρία της, η οποία είναι ένας εξωτερικός προσδιορισμός στο Απόλυτο. Αλλά στην πράξη η διαδικασία έκθεσης του Απόλυτου είναι το δικό του ιδιαίτερο ενεργείν, το οποίο έχει το ξεκίνημα του -αρ' εαυτόν, όπως και την άφιξη του παρ' εαυτόν. Το Απόλυτο είναι μόνο ως απόλυτη ταυτότητα που είναι προσδιορισμένο, δηλ. ως κάτι το ταυτό' αυτό είναι μέσω της ανασκόττησης έτσι τεθειμένο απέναντι στην αντί-θεση και την πολλαπλότητα" ή αυτό είναι μόνο το αρνητικό της ανασκόπησης και του προσδιορίζειν ως τέτοιου. - Επομένως δεν είναι μόνο η έκθεση του Απόλυτου κατι το ατελές, αλλά και το ίδιο το Απόλυτο, στο οποίο έχει κανείς μόνο την άφιξη του. Ή εκείνο το Απόλυτο, το οποίο είναι μόνο απόλυτη ταυτότητα, δεν είναι παρά το Απόλυτο μιας εξωτερικής ανασκόπησης. Αυτό, λοιπόν, δεν είναι το απόλυτα-Απόλυτο [das Absolut-Absolute], αλλά το Απόλυτο μέσα σε μια προσδιοριστικότητα, ή αυτό είναι κατηγορούμενο*^. 13. Το Απόλυτο που οφείλει την θετική του έκθεση στην εξο>τερική ανασκόττηση
322.
Αλλά το Απολυτο δεν είναι μιόνο κατηγορού^Αενο, επειδή αυτό είναι αντικείμενο μιας εξωτερικής ανασκόπησης και (ος εκ τούτου κάτι το προσδιορισμένο από τούτη. - Ή η ανασκόπηση δεν είναι μόνο εξωτερική σ' αυτό" απεναντίας, επειδή αυτή είναι εξωτερική στο Απόλυτο, είναι άμεσα σε τούτο εσωτερική. Το Απόλυτο είναι μόνο το Απόλυτο, επειδή δεν είναι η αφηρημένη ταυτότητα, αλλά η ταυτότητα του Είναι και της ουσίας ή η ταυτότητα του Εσωτερικού και Εξωτερικού. Αυτό, λοιπόν, το ίδιο είναι η απόλυτη μορφή, η οποία το κάνει να εμφανίζεται [= αντανακλάται] εντός εαυτού και το προσδιορίζει ως κατηγορούμενο.
Β. ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ Η έκφραση, της οποίας κάναμε χρήση: το απόλυτα-Απόλυτο, δηλώνει το Απόλυτο, το οποίο μέσα στη μορφή του έχει επιστρέφει εντός εαυτού ή του οποίου η μορφή είναι ίδια με το περιεχόμιενό του. Το κατηγορούμιενο είναι το σχετικό μόνο Απόλυτο, μ^α διασύνδεση, η οποία δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το Απόλυτο σε ένα μορφικό-προσδιορισμό. Η μορφή πράγματι, μπροστά- στην περαιωμένη της έκθεση, δεν είναι, το πρώτον, παρά μόνο εσωτερική, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, μόνο εξωτερική, εν γένει αρχικά προσδιορισμίνη μορφή ή άρνηση καθόλου. Αλλά, επειδή η μορφή είναι συνάμα μορφή του Απόλυτου, γι' αυτό το κατηγορούμιενο είναι το συνολικό περιεχόμενο του Απολυτου· αυτό είναι η ολότητα που προηγουμένως εμφανίστηκε ως ένας κόσμος ή ως μια από τις πλευρές της ουσιώδους σχέσης, καθεμιά των οποίων η ίδια είναι το όλο. Αλλά οι δύο κόσμοι, ο
κινείται στη λογική διαβάθμιση της περατότητας. Δεν είναι ακόμα απόλυτα Απόλυτο, αλλά κάτι το προσδιορισμένο. ΓΓ αυτό, η εξίυτερική ανασκόπηση δεν είναι μια δεδομένη παρουσία, αλλά αποκαλύπτει το κατά εσωτερική αναγκαιότητα επέρχεσθαι του Απόλυτου.
323.
φαινόμενος κόσμος και αυτός που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν, όφειλαν μέσα στην ουσία τους να είναι αντί-Θετοι ο ένας προς τον άλλο. Η μια πλευρά της ουσιώδους σχέσης ήταν πράγματι ίση με την άλλη· τόσο πολύ ήταν το όλο όσο και τα μέρη· η εξωτερίκευση της δύναμης ήταν το αυτό περιεχόμενο με την ίδια τη δύναμη, και το Εξωτερικό εντελώς ίδιο με το Εσωτερικό. Αλλά σύγχρονα, καθεμιά απ' αυτές τις πλευρές όφειλε να έχει ακόμη ένα δικό της άμεσο υφίστασθαι, η μια να είναι η οντική [= καταφατική] αμεσότητα, η άλλη η ανασκοπημένη. Μέσα στο Απόλυτο, αντίθετα, αυτές οι διαφοροποιημένες αμεσότητες είναι συρρικνωμένες σε εμφάνεια, και η ολότητα, η οποία είναι το κατηγορούμενο, είναι τεθειμενη ως το αληθινό του καα μοναδικό του υφίστασθαι- αλλά ο προσδιορισμός, υπό τον οποίο αυτό είναι, [είναι τεθειμένος] ως το επουσιώδες. Το Απόλυτο είναι κατηγορούμενο, επειδή, ως απλή απόλυτη ταυτότητα, είναι υπό τον προσδιορισμό της ταυτότητας· στον προσδιορισμό εν γένει μπορούν τώρα να συνάπτονται άλλοι προσδιορισμοί, π.χ. ότι υπάρχουν επίσης κάμποσα κατηγορούμενα. A/jJi επειδή η απόλυτη ταυτότητα έχει μόνο τούτη τη σημασία, όχι απλώς ότι όλοι οι προσδιορισμοί είναι ανηρημιένοι, αλλά πως αυτή είναι επίσης η ανασκόπηση, η οποία έχει αναιρέσει τον ίδιο τον εαυτό της, σ' αυτήν τότε όλοι οι προσδιορισμοί είναι τεθειμενοί ως ανηρημενοι. Ή η ολότητα είναι τεθειμένη ως η απόλυτη [ολότητα], ή το κατηγορούμενο έχει το Απόλυτο για περιεχόμενο του και υφίστασθαι· ο μορφικός του-προσδιορισμός, δια του οποίου αυτό είναι κατηγορούμενο, είναι, συνεπώς, επίσης τεθειμένος άμεσα ως σκέτη εμφάνεια - το αρνητικό ως αρνητικό'''. Η θετική εμφάνεια, την οποία δίνει στον εαυτό της η έκθεση μέσω του κατηγορουμένου μη λαμβάνοντας το πεπερασμένο
14. Τι είναι λοιπόν το κατηγορούμενο; Αυτό δεν υφίσταται (ος απόλυτο κατηγορούμενο, αλλά ως μφφικός προσδιορισμός που έχει το περιεχόμενο του στο Απόλυτο. Είναι, κατά συνέπεια, ο λογικός τόπος, όπου εκτίθεται το Απόλυτο ως τέτοιο.
324.
μέσα στον περιορισμό του ως κάτι που είναι καθεαυτό και διεαυτό αλλά διαλύοντας την υποστασιακή του σύσταση μέσα στο Απόλυτο και αναπτύσσοντάς το σε κατηγορούμενο, αναιρεί το ίδιο το γεγονός ότι αυτό είναι κατηγορούμενο· η έκθεση βυθίζει αυτο το ιδιο το κατηγορούμενο και το διαφοροποιημένο της πράττειν μέσα στο απλό Απόλυτο. Αλλ' εφόσον η ανασκόπηση επιστρέφει έτσι από το διαφοροποιείν της μόνο στην ταυτότητα του Απόλυτου, συγχρόνως αυτή δεν έχει ακόμη εξέλθει από την εξωτερικότητά της και δεν έχει ακόμη φτάσει στο αληθινό Απόλυτο. Η ανασκόπηση έχει πετύχει μιόνο την προσδιορισμένη, αφηρημένη ταυτότητα, δηλ. εκείνη, η οποία είναι μιέσα στην προσδιοριστιχότητα της ταυτότητας. - Ή , εφόσον η ανασκόπηση είναι ως εσωτερική μορφή που προσδιορίζει το Απόλυτο ως κατηγορούμενο, τότε αυτό το προσδιορίζειν είναι κάτι ακόμα διαφορετικό από την εξωτερικότητά' ο εσωτερικός προσδιορισμός δεν διεισδύει στο Απόλυτο· η εξωτερίκευση του συνίσταται στο να εξαφανίζεται ως κάτι απλώς τεθειμιένο στο Απόλυτο. Η μορφή λοιπόν - είτε λαμβάνεται ως εξωτερική είτε ως εσωτερική - δια της οποίας το Απόλυτο θα ήταν κατηγορούμενο, είναι συνάμΛ τεθειμενη κατά τρόπο, που να είναι κάτι καθεαυτό μηδέν, μια εξωτερική εμφάνεια, ή απλός τρόπος του Είναι^'\ C.
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ Το κατηγορούμενο είναι, πρώτον, το Απόλυτο σαν μέσα στην απλή ταυτότητα με τον εαυτό. Δεύτερον, αυτό είναι φν>;-
15. Η μορφή, που προσέδιδε στο κατηγορούμενο το χαρακτήρα του Λπολυτου, etv« [ua χωρίς περιεχόμενο μορφή, μια εξωτερική εμφάνεια που απέχει από το να είναι απόλυτη μορφή, γιατί η καθαρότητα της είναι το γνωριζειν της Λάλυοτης των κατηγορουμένων μέσα στο Απόλυτο.
325.
07], και η τελευταία τούτη ως άρνηση είναι η μορφική ανασκότιηση εντός-εαυτού. Αυτές οι δύο πλευρές συγκροτούν, κατ' αρχήν. τους δύο ακραίους όρους του κατηγορουμένου, ο φος των οποίων είναι το ίδιο το κατηγορούμενο, καθόσον αυτό είναι τόσο το Απόλυτο όσο και η προσδιοριστικότητα. - Ο δεύτερος απ' αυτούς τους ακραίους όρους είναι το αρνητικό ως <χρνητικό, η εξωτερική στο Απόλυτο ανασκόπηση. Ή , στο μέτρο που αυτό λαμβάνεται ως το Εσωτερικό του Απόλυτου και ο ιδιαίτερος του προσδιορισμός έγκειται στο να θέτει τον εαυτό του ως τρόπο, τότε τούτος ο τρόπος είναι το εκτός-εαυτού-Είναι του Απόλυτου. η απώλεια του εαυτού του μέσα στη μεταβλητότητα και τυχαιότητα του Είναι, η συντελεσμένη του μετάβαση μέσα στο αντί-θετο, χωρίς επιστροφή εντός εαυτού· η πολλαπλότητα της μορφής και των προσδιορισμών-περιεχομένου, η οποία δεν έχει το χαρακτήρα της ολότητας'®. Αλλά ο τρόπος, η εσωτερικότητα του Απόλυτου δεν είναι μόνο αυτό, αλλά και η ως εξωτερικότητα τεθειμενη εξωτερικότητα. ένας απλός τρόπος του Είναι· κατά συνέπεια, η εμφάνεια ως εμφάνεια ή η ανασκόπηση της μορφής εντός εαυτού' άρα η ταυτότητα με τον εαυτό, η οποία είναι το Απόλυτο. Στην πράξη είναι. λοιπόν, μόνο μιέσα στον τρόπο που το Απόλυτο είναι τεθειμενο ως απόλυτη ταυτότητα· αυτό είναι μόνο ότι αυτό είναι, δηλ. ταυτότητα μιε τον εαυτό, μόνο ως αυτο-σχετιζόμενη αρνητικότητα. ως εμφαίνεσθαι, το οποίο είναι τεθειμιένο ως εμφαίνεσθαι.
16. Το κατί)γορούμεΜο συνιστά τόσο την εσωτερικότητα του Απόλυτου όσο και την εξωτερική προς το τελευταίο ανασκότιηση. Κατά συνέπεια, συνέχει αμφότερους τους ορούς κατά τρόπο, που το Εσωτερικό να μην είναι μόνο Εσωτερικό και το Εξωτερικό όχι μόνο Εξωτερικό. Απ' αυτή την άποψη, όταν η εξωτερική ανασκότα-,ση λαμβάνει το χαρακτήρα της ιδιάζουσας στο Απόλυτο έκθεσης του εαυτού του ως ενος Εσωτερικού, τότε ο τρόπος του Απόλυτου που είναι η τεθειμενη μέσα στη λογική της εκδίπλωση εξωτερικότητα δεν πρέπει να λαμβάνεται στην οντο-λογική ττ,ς κατανόηστ; οχ; η αντιτιθέμενη προς το Εσωτερικό εξωτερικότητα, αλλά ως μια τέτοια που επανασυσπειρώνεται στο Εσωτερικό του εαυτού της.
326.
Στο βαθμό, λοιπόν, που η έκθεση του Απόλυτου ξεκινά ί»πό την απόλυτη ταυτότητα του και μεταβαίνει στο κατηγορούμενο και απο εκεί στον τρόπο, τότε αυτή έχει διατρέξει, κατά την πορεία της, πλήρως τα στάδιά της. Αλλά, πρώτον, μέσα σε τούτο το ενεργείν της αυτή δεν είναι μια απλώς αρνητική συμπεριφορά απέναντι σε τούτους τους προσδιορισμούς, αλλά τούτο το ενεργείν της είναι η iSia η ανασχοπιχη κίνηση, και είναι α>ς τέτοια που το Απόλυτο είναι μόνο αληθινά η απόλυτη ταυτότητα. Δεύτερον, κατά τη δραστηριότητά της η έκθεση δεν έχει να κάνει απλώς μ^ε κάτι το εξωτερικό, και ο τρόπος δεν είναι μόνο η πιο εξωτερική εξωτερικότητα* απεναντίας, ο τρόπος, επειδή είναι η εμφάνεια ως τέτοια, είναι η επιστροφή εντός εαυτού, η αυτο-διαλυόμενη ανασκόπηση, είναι ως τέτοια που το Απόλυτο είναι απόλυτο Ε ί ν α ι - Τρίτον, η εκθέτουσα ανασκόπηση φαίνεται να ξεκινά από τους δικούς της ιδιαίτερους προσδιορισμούς και από κάτι το εξωτερικό" [φαίνεταιΐ να αποδέχεται τους τρόπους ή ακόμη τους προσδιορισμούς του κατηγορουμένου ως απλά συναπαντηθεντες εκτός του Απόλυτου και το πράττειν της να έγκειται στο γεγονός ότι αυτή τους επανάγει μόνο στην αδιάφορη ταυτότητα. Αλλά στην πράξη αυτή έχει στο ίδιο το Απόλυτο την προσδιοριστικότητα, από την οποία κάνει το ξεκίνημά της. Γιατί το Απόλυτο, ως πρώτη αδιάφορη ταυτότητα, το ίδιο είναι μόνο το προσδιορισμένο Απόλυτο, ή κατηγορούμενο, επειδή αυτό είναι το ακίνητο, το μη-ανασκοπημένο ακόμη Απόλυτο. Τούτη η προσδιοριστικότητα, επειδή είναι προσδιοριστικοτητα, ανήκει στην ανασκοπική κίνηση· μέσω αυτής μόνο είναι το Απόλυτο προσδιορισμένο ως το πρώτο ταυτό, και όχι λιγότερο μέσω αυτής έχει την απόλυτη μορφή και δεν είναι εκείνο που απλώς είναι ίσο προς τον εαυτό του, αλλά εκείνο που θετει τον εαυτό του ίσο προς τον εαυτό του. Η αληθινή σημασία του τρόπου έγκειται, κατά ταύτα, στο 325. 17. Μέσα στον τρόπο δηλ. βρίσκει την ολοκλήρωση της η έκθεση του Αττόλυτου.
ότι αυτός είναι η ιδιάζουσα ανα(3Γκοπική κίνηση του Απόλυτου, ένα προσίιοριΧειν^^· αλλά όχι [ένα τέτοιο], δια του οποίου αυτό θα γινόταν ένα άλλο, παρά μόνο [ένα προσδιορίζειν] εκείνου που αυτό είναι ήδη· η διάφανη εξωτερικότητα, η οποία είναι το δεικνύειν του ίδιου του εαυτού του" fjua κίνηση έζω από τον εαυτό του, αλλά τέτοιου είδους, ώστε αυτό το προς-τα έξω-Είναι να είναι εξίσου η ίδια η εσωτερικότητα και όχι λιγότερο έτσι ένα θέτειν, το οποίο δεν είναι απλώς τεθειμένο-Είναι, αλλά απόλυτο Είναι. Εάν, λοιπόν, κανείς ψάχνει για ένα περιεχόμενο της έκθεσης. τότε rr είναι αυτό που θα δείξει το Απόλυτο; έτσι και αλλιώς η διαφορά μεταξύ μ-ορφής και περιεχομένου είναι διαλυμένη [ΰσα στο Απόλυτο. Ή ακριβώς αυτό είναι το περιεχόμενο του Απόλυτου, να εκδηλώνεται. Το Απόλυτο είναι η απόλυτη μορφή, η οποία, [ειλημμένη] ιος ο διχασμός του εαυτού της, είναι ταυτή με τον εαυτό της, το αρνητικό ως αρνητικό, - ή εκείνο που συνάπτει ενότητα μ£ τον εαυτό του και είναι έτσι μιόνο η απόλυτη ταυτότητα τον εαυτό του, η οποία εξίσου καλά είναι αδιάφορη ως προς τις διάφορες της ή είναι απόλυτο περιεχόμενο- γι'αυτό, το περιεχόμενο είναι μόνο η ίδια τούτη η έκθεση. Ως αυτή η κίνηση της έκθεσης που φέρει μαζί της τον ίδιο τον εαυτό της, ως ένας τρόπος του Είναι που συνιστά την απόλυτη ταυτότητά του μ£ τον ίδιο του τον εαυτό, το Απόλυτο είναι εξωτερίκευση, όχι ενός Εσωτερικού, ούτε ως προς ένα άλλο, αλ/ά είναι μόνο η απόλυτη πράξη εκδήλωσης [= φανέρίοσης] του εαυτού για τον ίδιο τον εαυτό· το Απόλυτο είναι έτσι πραγματικότητα'^'^. 18. Ο τρόπος έτσι δεν διοίροροποιείται από το Απόλυτο, αλλά είναι αυτό το ίδιο ως η ζωσα κίνηση αυτο-εξωτερίχευσης και επανάκτησης του εαυτού του ως απόλυτου Είναι. 19 . Το Απόλυτο ως τρόπος δεν έρχεται να τεθεί έξω από τον εαυτό του προς ένα aJJa κινείται στο λογικό επίπεδο της εμφάνειας, όπου το προς τα έξω Είναι δεν είναι παρά η εκδήλωση, η φανέρωση της Εσαηερικότητάς του. Αυτή η npab] ή
328.
Παρατηρηση Στην έννοια του Απόλυτου και στη σχέση της ανασκόπησης προς το ίδιο, έτσι όπως αυτό έχει παρασταθεί εδώ, αντιστοιχεί η έννοια της σπινοζικης υτΓοστασης. Ο Σ7ΐΐνοζι<τ[Λ0ζ είναι μια ελλιπής φιλοσοφία ως προς το ότι μέσα εδώ η ανασκόττηση και το πολλαπλό της προσδιορίζειν είναι ένα εξωτερικό νοείν. - Η υπόσταση αυτού του συστήματος είναι Mux. υπόσταση, μια άτμητη ολότητα· δεν υπάρχει καμιά προσδιοριστικότητα, η οποία δεν θα περιεχόταν και δεν θα διαλυόταν μέσα στο Απόλυτο^^» και είνοιι αρκετά σημαντικό το ότι καθετί, που εμφοινίζεται και παρουσιάζεται θολά στη φυσική ποιράσταση ή στην προσδιορίζουσα διάνοια ως αυθύπαρκτο, μέσα στην αναγκαία έννοια είναι εντελώς υποβιβασμένο σε ένα σκέτο τεθειμενο-Είναι. - Η προσδιοριστικότητα είναι άρνηση - είναι η απόλυτη αρχή της σπινοζικής φιλοσοφίας· αυτή η αληθινή και απλή ιδέα θεμελιώνει την απόλυτη ενότητα της υπόστασης. Αλλά ο Σπινόζα στέκεται στην άρνηση ως προσδιοριστικότητα ή ποιότητα· δεν προχωρεί προς τη γνώση της ίδιας ως απόλυτης, δηλ. ως άρνησης που αρνείται τον εαυτό της^^· έτσι η υπόσταση του η ίδια δεν περιέχει την απόλυτη μορφή, και το γνωρίζειν της ίδιας [της υπόστασης] δεν είνοιι ένα εμμενές γνωρίζειν. Βέβαια η υπόσταση είναι απόλυτη ενότητα της νόησης και του Είναι ή της έκτασης· αυτή περιέχει δηλ. την ίδια τη νόηση, αλλά μόνο στην ενότητα της με την έ-
η κίνηση εκδήλοκτης του εαυτού του ως τέτοιου που eiveu αποτελεί το περιεχό(ί£νο του Απόλυτου. Το περιεχόμενο μπορεί το ί&ο να υπόκειται σε διαρκή έκθεση και η μορφή να διαφοροποιείται για να επιστρέψει στην απόλυτη ενότητα, η οποία ανταποκρίνεται στο μιλημα της ζωντανής πραγματικότητας για αναγνώριση ή διάγνωση της εξωτερικότητας ως εσωτερικότητας. 20. Δες Spinoza opera Bd 2, σ. 55 κ.εξ. 21. Πρόκειται, σύμφωνα με το Χέγκελ, για μια απλή άρνηση, η οποία δεν κάνα άλλο από το να επαναφέρει το διαφορετικό στοιχείο σε μια ενότητα που δεν γνωριζκ την άρνηση του εαυτού της ως εσωτερικά αδιαφοροτιοιητου.
329.
κταση. δηλ. όχι χωριζόμενη από την έκταση, γενικώς όχι ως προσδιοριστική και μορφοποιητική δραστηριότητα, ούτε ακόμη ως την κίνηση που επιστρέφει στον εαυτό της και ξεκινά από τον εαυτό της-^. Οι συνέπειες που προκύπτουν από εδώ είναι διττής φύσης: εν μέρει, η υπόσταση στερείται της προσωπικότητας, - ένα [χειονέκτημια, το οποίο απετέλεσε την κύρια αιτία της εχθρότητας απέναντι στο σπινοζικό σύστημα· εν μέρει, το γνωρίζειν είναι η εξωτερική ανασκόπηση, η οποία δεν συλλαμβάνει εννοιακά και δεν αντλεί από την υπόσταση εκείνο, το οποίο εμφανίζεται ως πεπερασμένο, την προσδιοριστικότητα του κατηγορουμένου και τον τρόπο, καθώς και τον ίδιο τον εαυτό της εν γένει, αλλά είναι ενεργός ως μια εξωτερική διάνοια, επωμίζεται τους προσδιορισμούς ως δεδομένους και τους ανάγει στο Απόλυτο, αλλά δεν συνάγει από τούτο το ξεκίνημά τους. Οι έν^ιες της υπόστασης που δίνει ο Spinoza είναι οι έννοιες της αιτίας του εαυτού, - ότι η υπόστοιση είναι εκείνο του οποίου η ουσία κλείνει μέσα της την ύπαρξη' - ότι η έννοια του Απόλυτου δεν έχει ανάγκη της έννοιας ενός αΧλου, από το οποίο αυτή θα έπρεπε κατ' ανάγκη να σχηματίζεται' - αυτές οι έννοιες, τόσο βαθιές και σωστές που είναι, είναι ορισμοί, οι οποίοι ευθύς εξ αρχής είναι άμεσα υιοθετημένοι μέσα στην επιστήμη. Τα Μαθηματικά και οι άλλες υποδεέστερες επιστήμες πρέπει να αρχίζουν με κάτι το προίιποτιθέμενο, το οποίο συγκροτεί το στοιχείο τους και τη θετική τους βάση. Αλλά το Απόλυτο δεν μπορεί να είναι κατι το πρώτο, το άμεσο- απεναντίας, το Απόλυτο είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμά τοιβ^. '2'2. Νόηστ, και Είναι περιέχονται μέσα στην υπόσταση του Spinoza. Ωστόσο η κριτική του Χέγκελ ενδιαφέρεται να τονίσει ότι αυτό το Είναι εμφαίνεται μόνο σαν έκταστ, και η νόηση προσδιορίζεται από την αδιαχώριστη σύνδεσή της με αυτή την εκταστ,. Έτσι ο Spinoza δεν αναγνωρίζει στην υπόσταση τη δύναμη της μετασχηματιστικής κίνησης και γι' αυτό αδυνατεί να τη συλλάβει ως το ξεκίνημα, μέσα στο οποίο έχουν την κοινή τους καταγωγή υποκείμενο και αντικείμενο της νόησης. 23. Το Απόλυτο δεν συνιστά απλώς μια ολότητα που είναι καθεαυτήν τελειο)μένη
330.
Μετά τον ορισμό του Απόλυτου ο Spinoza προβαίνει ακόμη στον ορισμό του κατηγορουμένου· και αυτό είναι προσδιορισμένο ως ο τρόπος με τον οποίο η Stavota χατοΜοά εννοιαχά την ουσία του Απόλυτοι/'^. Εκτός από το γεγονός ότι η Stacvoia, δυνάμει της φύσης της, λαμβάνεται ως μεθύστερη στο κατηγορούμενο γιατί ο Spinoza την προσδιορίζει ως τρόπο - το κατηγορούμενο, ο προσδιορισμός ως προσδιορισμός του Απόλυτου γίνεται εξαρτημένος από ένα άλλο, ακό τη διάνοια, [από ένα άλλο] το οποίο, απέναντι στην υπόσταση, κάνει την εμφάνιση του με τρόπο εξωτερικό και άμιεσο. Επί πλέον,ο Spinoza προσδιορίζει τα κατηγορούμενα ως άπειρα- και μάλιστα άπειρα ακόμη με την έννοια μιας άπεφης πολλότητας. Σε ό,τι όμως έπεται συναπαντώται μόνο τα δύο, νόηση και έκτaσyf', και δεν έχει δειχθεί πώς η άπειρη πολλότητα συρρικνώνεται αναγκαστικά μόνο στην αντίθεση και μάλιστα σε τούτη την καθορισμένη [αντίθεση] της νόησης και της έκτασης. - Γι' αυτό το λόγο, τα δύο αυτά κατηγορούμενα έχουν προσληφθεί εμπεψικά. Νόηση και Είναι παριστούν το Απόλυτο μέσα σε ένα προσδιορισμό· το ίδιο το Απόλυτο είναι η απόλυτη ενότητά τους, κατά τέτοιο τρόπο που αυτά να είναι μόνο επουσιώδεις μορφές, η τάξη των πραγμάτων να είναι η ίδια με αυτή των παραστάσεων ή σκέψεων και το Ένα Απόλυτο να γίνεται αντικείμενο θεώρησης μόνο από την εξωτερική ανασκόπηση, από ένα τρόπο, υπ' αυτούς τους δύο προσδιορισμούς, τη μιια φορά ως μια ολότητα παραστάσεων, την άλλη φορά ως μια ολότητα πραγμάτων και των μεταβολών τους. Ακριβώς όπως είναι αυτή η εξωτερική ανασκόττηση που κάνει εκείνη τη διαφορα, έτσι είναι αυτή επίσης που την αποδίδει πίσω στην απόλυτη ταυκαι λαμβάνεται ως προϋπόθεση κάθε κίνησης, αλλά και το αποτέλεσα του εαυτοί του. Αυτό σημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα σε ευθεία αναλογία με το ξεκίνημα και αντίστροφα. 24. Spinoza opera Bd 2, σ. 45. 25. Spinoza opera Bd 2, σ. 86.
331.
τότητα και την καταβυθίζει εδώ μέσα^β. Αλλά όλη η κίνηση τούτη λαμβάνει χώρα εκτός Απόλυτου. Βέβαια, το ίδιο το Απόλυτο είναι επίσης η νόηση και σ' αυτή την οΝαλοφα ετούτη η κίνηση [είναι] μόνο μέσα στο Απόλυτο· αλλά, όπ<ος έχει παρατηρηθεί-', αυτή είναι μέσα στο Απόλυτο μόνο 6>ς ενότητα με την έκταση. ως εκ τούτου όχι ως αυτή η κίνηση η οποία ουσιαστικά είναι επίσης το στοιχείο της αντί-θεσης. - Ο Spinoza διατυπώνει την μεγαλειώδη απαίτηση προς την πλευρά της νόησης να εξετάζει καθετί υπό το σχήμα της αιωνιότητας, mb specie aetemi^, δηλ. έτσι όπως είναι μέσα στο Απόλυτο. Αλλά μέσα σε κείνο το Απόλυτο, το οποίο είναι μόνο η ακίνητη ταυτότητα, το κατηγορούμενο, καθώς και ο τρόπος, δεν είναι παρά ως κάτι που εξαφανίζεται, όχι ως τέτοιο που γίνεται, έτσι που εδώ εκείνο το εξαφανίζεσθαι επίσης να λαμβάνει το θετικό του ξεκίνημα μόνο έξωθεν. Το τρίτο, ο τρόπος, στο Spinoza, είναι διάθεση [= πάθηση (Affektim)] της υ π ό σ τ α σ η ς ^ » , η καθορισμένη προσδιοριστικότητα, αυτό που είναι μέσα σε ένα άλλο και συλλαμβάνεται μέσω αυτού του άλλου. Τα κατηγορούμενα έχουν, για να ακριβολογούμε, μόνο την απροσδιόριστη διαφορετικότητα για προσδιορισμό τους· το καθένα οφείλει να εκφράσει την ολότητα της υπόστασης και να κατανοείται εννοιακά από τον iSio τον εαυτό του- αλ>ά στο μέτρο που αυτό είναι το Απόλυτο ως προσδιορισμένο, περιέχει το ετέρως-Είναι και δεν μπορεί να κατανοείται εννοιακά μονο από τον ίδιο τον εαυτό του. Είναι, λοιπόν, μεσα στον τρόπο μόνο που είναι τεθειμένος για την ακρίβεια ο προσδιορισμός του κατηγορουμένου. Επί πλέον, αυτό το τρίτο παραμένει απλός
•27. Λες παρόν έργο, σ. 329. -28. Spinoza opera Bd 2, σ. 126, 257, 298 κ.εξ. 29. Δες GW 11, 189: Στον Spinoza ο τρόπος, μετά την ίΛιόστβση και το κατηγόρημα είναι ομοίως ο τρίτος όρος· αυτός εξηγεί ότι ισοδυναμεί με τις afiektionen της υπόστασης ή με αυτό το οποίο είναι μέσα σε ένα άλλο, χάρη στη μεσολάβηση του οποίου αυτό έρχεται να συλληφθεί στην έννοιά του.
332.
τρόπος· από τη μια αυτός είναι άμεσα κάτι το ieio/uivo, από την άλλη η μηδαμινότητά του για το γνωρίζειν δεν είναι ανασκόπηση εντός εαυτού. - Κατά συνέπεια, η σπινοζική έκθεση του Απόλυτου είναι ενχελήζ, στο βαθμό που ξεκινά από το Απόλυτο για να αφήσει μετά να ακολουθήσει το κατηγορούμενο και να τελειώσει με τον τρόπο· αλλά τα τρία τούτα απαριθμούνται μόνο το ένα μετά το άλλο, χωρίς την εσωτερική αλληλουχία της ανάπτυξης, και το τρίτο δεν είναι η άρνηση ως άρνηση, δεν [είναι] η αρνητικά αυτοσχετιζόμενη άρνηση, δια της οποίας αυτή θα ήταν σ' αυτήν τψ iSia η επιστροφή μέσα στην πρώτη ταυτότητα, έτσι που η τελευταία τούτη να μπορούσε να είναι αληθινή ταυτότητα. Λείπει, επομένως, η αναγκαιότητα της προχωρητικής πορείοις του Απόλυτου προς τη μη-ουσιαστικότητα, καθώς και η διάλυση της τελευταίας καθεαυτήν και διεαυτήν μέσα στην ταυτότητα· ή απουσιάζει τόσο το γίγνεσθαι της ταυτότητας όσο και των προσδιορισμών της. Κατα τον ίδιο τρόπο, στην ανατολική αντίληψη της απορροής το Απόλυτο είναι το αυτοφωτιζόμιενο φ(ος. Αλλά αυτό δεν φωτίζεται μόνο, αλλά εξίσου εκρέει. Οι εκροές του είναι αποστάσεις από τη διαυγή του καθαρότητα· τα γεννήματα που έπονται είναι ατελέστερα από αυτά που προηγούνται και από τα οποία προέρχονται εκείνα. Η διαδικασία εκροής λαμβάνεται μόνο ως ένα συμβάν, το γίγνεσθαι μόνο ως μια προοδευτική απώλεια. Έτσι το Είναι συσκοτίζεται όλο και πιο πολύ, και η νύχτα, το αρνητικό, είναι ο τελευταίος όρος της σειράς, ο οποίος δεν επιστρέφει δια μιας στο πρώτο φως. Το ελάττωμα της ανασχόπησιης εντός εαυτού, το οποίο ενέχουν η σπινοζική έκθεση του Απολύτου και η θεωρία της απορροής, βρίσκει τη συμπλήρωσή του μέσα στην έννοια της μονάδας του Leibniz. - Κατέναντι στη μονομέρεια μιας φιλοσοφικής αρχής υψώνεται συνήθως η αντί-θετη μονομέρεια και, όπως σε κάθε πράγμα, η ολότητα είναι συνήθως παρούσα ως μια σπαρμένη, τουλάχιστον, πληρότητα. - Η μονάδα είναι μόνο 333.
ένα εντός εαυτού ανασκοπημένο Αρνητικό' αυτή είναι η ολότητα του περιεχομένου του κόσμου· μέσα σ' αυτήν η ποικίλη πολλαπλότητα δεν είναι μόνο εξαφανισμένη, αλλά [είναι] ^ιατηρημεν-η μιε οιρνητικό τρόπο. Η σπινοζική υπόσταση είναι η ενότητα κάθε περιεχομένου· αλλά τούτο το πολλαπλούν περιεχόμενο του κόσμου δεν είναι ως τέτοιο μέσα σ' αυτήν, αλλά μέσα στην εξωτερική προς αυτήν ανασκόπηση. ΓΓ αυτό, η μονάδα είναι ουσιαστικά ποψιχστασιοιχιη· αλλά, όσο και αν είναι μιια πεπερασμένη [μονάδα], δεν έχει καμιά παθητικότητα· απεναντίας, οι μεταβολές και οι προσδιορισμοί μέσα σ' αυτήν είναι εκδηλώσεις του εαυτού της μιέσα στην ίδια. Αυτή είναι εντελέχεια· το αποκαλύπτειν είναι το δικό της ιδιαίτερο ενεργείν3'. _ β ς gj^ τούτου, η μονάδα είναι επίσης προσδιορισμένη, διαφοροποιημένη από άλλες- η προσδιοριστικότητα πέφτει μέσα στο μερικό περιεχόμενο και στον τρόπο του Είναι της εκδήλίοσης. Η μονάδα, ςτυνεπώς, είναι καθεαυτην, σύμφωνα με την υπόσταση της, η ολότητα, [αλλά δεν είναι τούτο] και στην εκδηλωση της. Αυτός ο περιορισμός της μονάδας πέφτει αναγκαστικά, όχι μέσα στη θέτουσα τον εαυτό της μονάδα ή στην παραστασιακή τοιαύτη, αλλά μέσα στο καθεαυτό-Είναι της· ή είναι απόλυτο όριο, ένας προκαθορισμός, ο οποίος τίθεται από ένα άλλο ον από ό,τι αυτή είναι. Επί πλέον, εφόσον περιορισμένες οντότητες υπάρχουν μόνο τρόπο, που να σχετίζονται με άλλες περιορισμένες οντότητες, ενώ η μονάδα είναι συνάμα ένα Απόλυτο κλεισμένο στον εαυτό του, τότε η αρμονία αυτών των περιορισμών, δηλ. ο αλληλοσχετισμός των μονάδων, πέφτει έξω απ' αυτές και είναι όχι λιγότερο προδιατεταγμένη από ένα, άλλο ον ή καθεαυτην. Είναι προφανές ότι, δια της αρχής της ανασκόπησης-εντόςεαυτου, η οποία συγκροτεί το θεμελιακό προσδιορισμό της μονάδας, η ετερότητα και η εξωτερική επίδραση είναι αναμφίβολα ε30. Leibniz, Bd 6, α. 598.
31.ο,7:..σ.607χ.εξ.,609,615. 334.
κτοπισμένες κατά απόλυτο τρόπο [überhaupt] και οι μεταβολές της μονάδας είναι το ίδιον αυτής θέτειν - αλλά από την άλλη πλευρά, [είναι πρόδηλο] πως η οφειλόμενη σε άλλο παθητικότητα είναι μετασχηματισμένη απλώς σε ένα απόλυτο φραγμό, σε ένα φραγμό του καθεαυτό-Είνα^^. Ο Leihtiz αποδίδει στις μονάδες μια βέβαιη εσωτερική τελείωση, ένα εί6ος αυτονομίας- αυτές είναι όντα που δημιουργήθηκα·^^. - Εάν εξετάσουμε εγγύτερα το φραγμό τους, γίνεται φανερό από τούτη την παρουσίαση ότι η εκδήλωση αυτών των ίδιων, η οποία προσγίγνεται σ' αυτές, είναι η ολότητα της μορφής. Είναι μια κατ' εξοχήν σπουδαία έννοια το ότι οι αλλοιώσεις της μονάδας συλλαμβάνονται στην παράσταση ως δράσεις που δεν ξέρουν την παθητικότητα, ως εκδηλώσεις αυτών των ίδιων, και το ότι η αρχή [Prinzip] της ανασκόπησης εντός εαυτού ή της εξατόμισης [Individmtion] ξεχωρίζει ως ουσιώδης. Επί πλέον είναι αναγκαίο να κάνουμε την περατότητα να έγκειται στο γεγονός ότι το περιεχόμενο ή η υπόσταση είναι διαφορετική από τη μορφή και ότι η πρώτη στο μεταξύ είναι περιορισμένη, ενώ η δεύτερη είναι άπειρη. Αλλά τώρα θα είχαμε να βρούμε μέσα στην έννοια της απόλυτης μονάδας όχι μόνο εκείνη την απόλυτη ενότητα της μορφής και του περιεχομ£νου, αλλά και τη φύση της ανασκόπησης, [εννοημένην] ως την αυτοσχετιζόμενη αρνητικότητα, [η οποία συνίσταται] στο να απωθείται από τον εαυτό της· διαδικασία δια της οποίας η φύση της ανασκόπησης είναι αυτή που θέτει και δημιουργεί. Βέβαια, μιέσα στο σύστημίΛ του Leibniz είναι εξίσου παρούσα τούτη η άλλη θέση, σύμφωνα με την οποία θεός είναι η ττηγή της ύπαρξης και της ουσίας των μονάδω\^'^, σύμφωνα δηλ. με την οποία εκείνοι οι απόλυτοι φραγμοί, μέσα στο καθε-
3 2 . Η ο λ ο π ο ι η τ ι χ ή αυτονομία τ η ς μονάδας είναι περιορισμένη στο Είναι της ως τοκ) π ο υ δεν εκφράζει τον εαυτό τ η ς σ τ η ν ε τ ε ρ ό τ η τ ά του. 3 3 . L e i b n i z : M o n a d o l o g i e , § § 6 , 19. Bd 6 . σ. 6 0 7 . 6 1 0 3 4 . L e i b n i z : ο . π . § 4 3 . Bd 6 , σ. 6 1 3 , 1 4 .
335.
αυτό-Είναι των μανάδων, δεν είναι καθεαυτούς και διεαυτούς μιεσα στο στοιχείο του Είναι, (χλλά εξαφανίζονταιι μέσα στο Απόλυτο. Αλλά μέσα σε τούτους τους προσδιορισμούς μπορεί κανείς να δει μόνο τις κοινές παραστάσεις, οι οποίες δεν είναι φιλοσοφικά ανεπτυγμένες ούτε έχουν υψωθεί σε θεωρησιακές έννοιες. Έτσι η αρχή της εξατόμισης δεν οδηγείται στη βαθύτερη πραγματοποίηση της· οι έννοιες που αφορούν τις διαφοροποιήσεις των ποικίλων πεπερασμένων μανάδων και τη σχέση τους προς το Απόλυτο τους δεν προέρχονται από την ίδια τούτη την ουσία ή δεν [προκύπτουν] μ£ ένα απόλυτο τρόπο, αλλά είναι γεννήματα της σχολαστικής, δογματικής σκέψης και γι' αυτό δεν έφθασαν σε καμιά εσωτερική συνοχή.
336.
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Το Απόλυτο είναι η ενότητα του Εσωτερικού και του Εξωτερικού ως πρώτη, καθεαυτήν-ούσα ενότητα. Η έκθεση φαινόταν ως εξωτερική ανασκόπηίτη, η οποία έχει στην πλευρά της το άμεσο σαν κάτι που συντυχαίνει ήδη μπροστά της, αλλά συνάμα είναι η κίνηση και ο σχετισμός αυτού του ίδιου [του άμεσου] με το Απόλυτο· ως τέτοια δε επανάγει αυτό [το άμεσο] μέσα στο Απόλυτο και το προσδιορίζει ως έναν σκέτο τρόπο του Είναι. Αυτός όμως ο τρόπος του Είναι είναι ο προσδιορισμός του ίδιου του Απόλυτου, δηλ. η πρώτη του ταυτότητα ή η απλά καθεαυτην ούσα ενότητα του. Και ασφαλώς τούτη η ανασκόπηση δεν θέτει μόνο εκείνο το πρώτο καθεαυτό-Είναι ως ένα προσδιορισμό που στερείται ουσίας', αλλά είναι αυτη μόνο που συντελεί ως οφνητικός αυτοσχετισμός να γίνεται το καθεαυτό-Είναι εκείνος ο τρόπος. Αυτή η ανασκόπηση, ως τέτοια που αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό της μέσα στους προσδιορισμούς της και εν γένει ως η κίνηση που επανέρχεται εντός εαυτού, είναι πρωτίστως αληθινά απόλυτη ταυτότητα και συγχρόνως το προσδιορίζειν του Απόλυτου ή η τροπικότητά του. Ο τρόπος, συνεπώς, είναι η εξίοτερικότητα του Απόλυτου, αλλά όχι λιγότερο [είναι] μόνο ως η ανασκόττηση αυτού-εδώ εντός εαυτού" - ή αυτός είναι η iSmτερη εκδηλωση του Απόλυτου, κατά τρόπο που τούτη η εξωτερίκευση να είναι η ανασκόπησή του-εντός-εαυτού και κατ' επέκταση το καθεαυτό-και-διεαυτό του-Είναι®.
1. Α υ τ ό π ο υ . σ τ ε ρ ο τ « ουσίας είναι τ ο άμεσο εξωτερικό, τ ο ΟΤΜΪΟ κ α τ ά την κίνηση α υ τ ο - έ κ θ β σ η ς του Α π ό λ υ τ ο υ δείχνεται να στερείται αυτονομίας. 2 . Η τ ρ ο π ι κ ό τ η τ ά τ ο υ Α π ό λ υ τ ο υ δείχνει π ω ς η π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α τίβεται όχι ω ς η
337.
Ως τέτοια εχδηλωση, που να μην είναι τίποτε άλλο και να μην έχει κανένα περιεχόμενο εκτός από το να είναι η εκδήλωση του εαυτού του, το Απόλυτο είναι η απόλυτη μορφή. Η πραγματικότητα πρέπει να λαμβάνεται ως ετούτη η ανασκοπημένη απολυτότητα. Το Είναι δεν είναι ακόμα πραγματικό: αυτό είναι η πρώτη αμεσότητα • η ανασκόπηση του είναι, κατά ταύτα, γίγνεσθαι και μεταβαίνειν μέσα σε άλλο· ή η αμεσότητα του δεν είναι καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι. Η πραγματικότητα ωσαύτως βρίσκεται πιο ψηλά από την Ύπαρξη. Τούτη-εδώ είναι πράγματι η αμεσότητα που προέκυψε από το θεμέλιο και τις συνθήκες, ή από την ουσία και την ανασκόπηση της. Αυτή είναι, λοιπόν, καθεαυτην ό,τι είναι η πραγματικότητα, ρεαλιστική ανασκόπηση, αλλά δεν είναι αχόμα η τεθειμένη ενότητα της ανασκόπησης και της αμεσότητας. Η Ύπαρξη, ως εκ τούτου, μεταβαίνει στο φαινόμενο, με το να αναπτύσσει την ανασκόπηση που περιέχει. Αυτή είναι το θεμέλιο που έπεσε στο βάραθρο" ο προσδιορισμός της είναι η αποκατάσταση αυτού του ίδιου [του θεμιέλιου]· έτσι η Ύπαρξη γίνεται ουσιώδης σχέση και η έσχατη ανασκόπησή της είναι τούτο: να είναι τεθειμένη η αμεσότητά της ως η ανασκόπηση-εντός-εαυτού και αντίστροφα· τούτη η ενότητα, μ^iσα στην οποία Ύπαρξη ή Αμεσότητα, και το καθεαυτό-Είναι, το θεμελιο ή το Ανασκοττημένο είναι απλώς στάδια, τώρα είναι η πραγματικότητα. Γι' αυτό το λόγο, το πραγματικό είναι εκδήλωση- δια της εξωτερικότητάς του δεν σύρεται μέσα στη σφαίρα της α}^γης, ούτε είναι εμφαινεσθαι του εαυτού του μέσα σε ένα άλλο, αλλα εκδηλώνεται· αυτό σημαίνει πως μέσα στην εξωτερικοτητα του είναι αυτό το ίδιο, και είναι αυτό το ίδιο μΛνο μ£σα σε τούτη, δηλ. μόνο ως αυτοδιαφοροποιούμενη και αυτοπροσδιοριζόμενη κίνηση.
ε»7γη ολοκλήρωση κάθε δυνατής φανέρωσης του περιεχομένου του Απόλυτου, αλλά ως η απόλυτη δύναμη, για την προοπτική της οποίας το απόλυτο περιεχόμενο έχει υπάρξει μόνο ως δυνατό τοιούτο.
338.
Μέσα στην πραγμΛτικότητα τώρα, που νοείται ως ετούτη η απόλυτη μορφή, τα στάδια δεν είναι ακόμη πραγματοποιημένα, αλλά έχουν μόνο το χαρακτήρα των ανηρημένων ή μορφικών [σταδίων]· η διαφορετικότητά τους, λοιπόν, ανήκει κατ' αρχήν στην εξωτερική ανασκότςηση και δεν έχει τον προσδιορισμό του περιεχομένου. Έτσι η πραγματικότητα, [ειλημμένη] η ίδια ως άμεση μορφική-ενότη'τα του Εσωτερικού και του Εξωτερικού, είναι προσδιορισμένη ως η αμεσότητα έναντι του προσδιορισμού της ανασκόπησης εντός εαυτού· ή αυτή είναι μια πραγματικότητα έναντι μιας δυνατότητας. Ο αλληλοσχετισμός αμφοτέρων είναι ο τρίτος [όρος]· το πραγματικό [είναι] προσδιορισμένο όχι λιγότερο ως ένα εντός εαυτού ανασκοπημένο Είναι, και τούτο-εδώ συνάμα ως [ένα Είναι] που υπάρχει άμεσα. Αυτός ο τρίτος όρος είναι η αναγκαιότητα^. Αλλά, εν πρώτοις, εφόσον πραγματικό και δυνατό είναι μορφικές διαφορές, ο σχετισμός τους είναι ωσαύτως μόνο μορφικός και συνίσταται απλώς στο γεγονός ότι το ένα όπως και το άλλο είναι ένα τεθειμένο-Ειναι, ή μέσα στη συμπτωματικόττιτα!'. Εφόσον, λοιπόν, μέσα στη συμπτωμιατικότητα το πραγματικό όσο και το δυνατό είναι το τεθειμένο-Είναι, αμφότερα έχουν λάβει τον προσδιορισμέ προς τη δική τους πλευρά' το πραγματικό έτσι γίνεται, δεύτερον, η ρεαλιστική πραγματικότητα και με τούτο ανακύπτει παράλληλα η ρεαλιστική δυνατότητα και η σχετική αναγκαιότητα. Τρίτον, η ανασκόπηση εντός εαυτού της σχετικής αναγκαιότητας αποφέρει την απόλυτη αναγκαιότητα, η οποία είναι απόλυτη δυνατότητα και πραγματικότητα.
3. Η αναγκαιότητα επέχει θέση λογικής αυθυπαιταιηας του πραγματικού μέσα στο δυνατό και του δυνατού μέσα στο πραγματικό. 4. Η συμπτωματικότητα λαμβάνεται ως λογικός τόπος της αμοιβαίας μορφικής αδιαφορίας του δυνατού και του πραγματικού.
339.
Α.
ΣΤΜΠΤΩΜΑΤΪΚΟΤΗΤΑ, Ή ΜΟΡΦΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΔΓΝΑΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ 1. Η πραγματικότητα είναι μορφική, στο βαθμό που ως πρώτη πραγματικότητα είναι μόνο άμεση, μη-ανασκοττημενη πραγματικότητα, άρα μόνο μέσα σε τούτο τον μορφικό-προσδιορισμό, αλλά όχι ως ολότητα της μορφής. Ως τέτοια, αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα Είναι ή Ύπαρξη εν γενεί. Επειδή όμως η πραγμιατικότητα ουσιαστικά δεν είναι μια απλή άμεση Ύπαρξη, αλλά υπάρχει ως μορφική-ενότητα του καθεαυτό-Είναι ή της εσωτερικότητας και της εξωτερικότητας, εμπεριέχει άμεσα το καθεαυτό-Είναι ή τη δυνατότητα. Ό,τι είναι -ραγματικό, είναι δυνατσ". 2. Ετούτη η δυνατότητα είναι η εντός εαυτού ανασκοπημένη πραγματικότητα. Αλλά τούτο οικριβώς το πρώτο ανασκοττημένο-Είναι είναι ομοίως το μορφικό στοιχείο και έτσι σε γενικές γραμμές μόνο ο προσδιορισμός της ταυτότητας με τον εαυτό ή TO'j καθεαυτό-Είναι εν γένει. .). Εάν η πραγματικότητα πρέπει να συλλαμβάνεται πρωτίστως ως μορφική ενότητα της εσωτερικότητας ή του καθεαι/τό-Είναι [= ουσίας] και της εξωτερικότητας [= του φαινομένου και πιο ειδικά της ύπαρξης], η πλευρά του καθεαυτό-Ειναι δεν έχει ακόμη τεβεί στην ολοκληρωτική της ανάπτυξη και ως πλευρά της ουσίας παραμένει εντός εαυτού. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με την αυτοταυτή προσδιοριστικότητα της ουσίας, η οποία προσδωριστικότητα λαμβάνει στην κατηγορία του Απόλυτου το χαρακτήρα του μορφικού του προσδιορισμού και απέναντι στην ύπαρξη δεν τίθεται παρά ως εκδήλωση της αρνητικότητας αυτής της άμεσης πραγματικότητας. Από εδώ συνάγεται όπ όλες οι λογικές κατηγορίες,που φοάνεται W προϋποθέτει τούτη η πραγματικότητα, είναι μόνο δυνατές και πρέπει να λάβουν πραγμΛτικη αναπτυξη. Έτσι αυτή η άμεση, μη ανασκοτιημένη πραγματικότητα δεν μπορεί να νοηθεί ως ολοτελής ΤΜιρά με το να ανασκοπείται στον εαωτό της σαν μέσα στη δυνατότητα.
340.
Επειδή όμως ο προσδιορισμός εδώ είναι ολότητα της μορφής, τούτο το καθεαυτό-Είναι είναι προσδιορισμένο ϋ>ς ανηρημένο6 ή ως σχετιζόμενο ουσιαστικά μόνο με την πραγματικότητα, ως το αρνητικό τούτης-εδώ, τεθειμενο ως αρνητικό. Η δυνατότητα, επομένως, περικλείει τα δύο στάδια: πρώτον το θετικό, [που είναι τέτοιας φύσης], ώστε να είναι ένα ανασκοπημένο-Είναι εντός εαυτού· εφόσον όμως, μέσα στην απόλυτη μορφή, αυτό είναι συρρικνωμένο σε ένα στάδιο, το ανασκοπημένο-Είναι-εντός-εαυτού δεν ισχύει πλέον ως ουσία, αλλά έχει, δεύτερον, την αρνητικη σημασία, σύμφωνα με την οποία η δυνατότητα έχει έλλειψη κάτινος, παραπέμπει σε ένα άλλο, στην πραγματικότητα και εδώ βρίσκει την ολοκλήρωσή της. Σύμφωνα με την πρώτη, την απλώς θετική πλευρά, η δυνατότητα είναι, λοιπόν, ο απλός μορφικός-προσδιορισμός της ταυτότητας με τον εαυτό ή η μορφή της ουσιαστικότητας". Αυτή είναι έτσι εκείνο που, στερημένο σχέσης και προσδιορισμού, περιέχει οτιδήποτε εν γένει. - Η έννοια αυτής της μορφικής δυνατότητας περιέχει δυνητικά καθετί που 8εν αντιφάσκει με τον εαυτό τοιβ' το βασίλειο της δυνατότητας είναι, λοιπόν, η απεριόριστη πολλαπλότητα. Αλλά κάθε πολλαπλή οντότητα είναι προσδιορισμένη εντός εαυτού και εναντιωματικά προς άλλη, ενέ-
6. Αυτό που ανήκει στην κατηγορία του ανηρημένου είναι το καΟεαυτό-Είναι ως μορφική δυνατότητα. Αυτή-εδώ δεν βρίσκεται σε απόλυτη ανεξαρτησία από την πραγματικότητα, αλλά προκύπτει από το γεγονός ότι η πραγματικότητα αρνείται τον εαυτό της. Τπ' αυτή την έννοια βρίσκεται σε αρνητική σχέση προς την πραγματικότητα. 7. Η ουσιαστικότητα [Wesentlichkeit} εμπίπτει στην χαθεαυτήν ούσα ουσία και &α<ρέρει από την ολοτ^ή ουσία που είναι η πραγματικότητα. Γι' αυτό. και εδώ ο Χέγκελ ξεκινά με τη θετική σημασία της δυνατότητας ως αυτο-ταυτότητας. 8. Σύμφωνα με το νόημα αυτής της πρότασης η έννοια της δυνατότητας ανάγει την πραγματικότητα της στη μη-αντίφαση. Αυτή η σημαία είναι ισχυρή μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας [δες Αριστοτέλους Μετά τα Φυηχά Γ 3 1005 Β 19-20] και την παραλαμιβάν« ο Χέγκελ για να αναπτύξει την προβληματική της αντίφασης και της δυνατότητας ή μη-&ινατότητας.
341.
χει δε την άρνηση· εν γένει, η αδιάφορη διαφορετικότητα μεταβαίνει μέσα στην αντι-θεση· η αντί-θεση όμως είναι η αντίφαση. Ως εκ τούτου, καθετί είναι εξίσου καλά κάτι το αντιφατικό και γΓ αυτό κάτι το αδύνατο. - Αυτή η απλώς μορφική βεβαίωση κάτινος - αυτό είναι δυνατό - είναι, λοιπόν, εξίσου ρηχή και κενή όσο και η αρχή της αντίφασης καθώς και κάθε περιεχόμενο που προσλαμβάνεται μέσα σε τούτη. είναι δυνατόν δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το: Α είναι Α. Το περιεχόμενο, εφόσον κανείς δεν εισδύει στην ανάπτυξή του, έχει τη μορφή της απλότητας- μόνο, όταν διαλύεται στους προσδιορισμούς του, εμφανίζεται σ' αυτό η διαφορά. Με το να εμμένει κανείς σε κείνη την απλή μορφή, το περιεχόμενο παραμένει ταυτό με τον εαυτό του και συνεπώς κάτι το δυνατόν. Λέγοντας όμως τούτο δεν έχουμε πει τίποτα, ακριβώς όπως και με τη μορφική πρόταση της ταυτότητας. Το δυνατόν, ωστόσο, περιέχει κάτι περισσότερο απ' ό,τι έτσι η πρόταση της ταυτότητας. Το δυνατόν είναι η ανασκοπημένη Εντός-εαυτού-ανασκοπικότητα^, ή το ταυτό απλώς ως στοιχείο της ολότητας· και έτσι έχει το γνώρισμα να μην είναι καθεαυτό· κατά συνέπεια, έχει το δεύτερο γνώρισμα να είναι μόνο κάτι το δυνατόν και το δέον-Είναι της ολότητας της μορφής. Η δυνατότητα χωρίς ετούτο το δέον-Είναι είναι η ουσιαστικότητα ως τέτοια· η απόλυτη μορφή όμως περιέχει τούτο, ότι δηλ. η ίδια η ουσία είναι μόνο στάδιο και χωρίς το Είναι στερείται της αλήθειας της. Η δυνατότητα είναι αυτή η σκέτη ουσιαστικότατα, τεθειμενη με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι μόνο στάδιο και όχι σύμφωνη με την απόλυτη μορφή. Αυτή είναι το καθεαυτό-Είναι προσδιορισμένο σαν κάτι μόνο το τεθειμενο, ή εξίσου καλά σαν τέτοιο που δεν είναι καθεαυτό. - Η δυνατότητα, συνεπώς, είναι επίσης κατά τη δική της πλευρά η αντίφαση, ή αυτή είναι η αδυνατότητα. 9. Das reflektierte In sich-reflektiertsein.
342.
Αυτό, κατ' αρχήν, εκφράζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε η δυνατότητα, [με το να είναι] μορφικός προσδιορισμός που τέ&ηκε ως ανηρημενος, να έχει προς το μέρος της ένα περιεχόμενο καθόλου. Τούτο-εδώ, καθότι δυνατόν, είναι ένα καθεαυτό-Είναι, το οποίο συνάμα είναι ένα ανηρημένο [καθεαυτό-Είναι] ή ένα άλλως-Είναι. Επειδή, λοιπόν, το περιεχόμενο είναι ένα δυνατό τοιούτο, είναι όχι λιγότερο δυνατό ένα άλλο [περιεχόμενο] και το αντίθετό του. Α είναι Α· παρόμοια -Α είναι -Α. Αυτές οι δύο προτάσεις εκφράζουν η καθεμιά τη δυνατότητα του προσδιορισμού του περιεχομένου της. Αλλ' αυτές, καθώς λαμβάνονται ως ετούτες οι ταυτές προτάσεις, είναι αδιάφορες η μια προς την άλλη· με τη μια (5εν είναι τεθειμενο το γεγονός ότι προστίθεται και η άλλη. Η δυνατότητα είναι η συγκριτική αναφορά αμφοτέρων ο προσδιορισμός της που νοείται ως μαα ανασκόπηση της ολότητας έγκειται και στο ότι είναι δυνατό το αντίθετο. Η δυνατότητα, συνακόλουθα, είναι το Θεμέλιο που φέρει σε αναφορά" [το θεμέλιο] σύμφωνα με το οποίο, ακριβώς επειδή Α = Α, υπάρχει επίσης - Α •= - Α· μέσα στο δυνατό Α περιλαμβάνεται επίσης το δυνατό μη-Α, και αυτή η ίδια η αναφορά είναι που προσδιορίζει αμφότερους τους όρους ως δυνατούς. Αλλά αυτή η αναφορά, μιέσα στην οποία το ένα δυνατόν περιέχει και το άλλο του, είναι η αντίφαση που αυτοαναιρείται'". Αυτή τώρα, σύμιφωνα με τον προσδιορισμό της, είναι το ανασκοπημένο στοιχείο, και όπως είδαμε, το ανασκοπημένο στοιχείο που αυτο-αναρείταΐ" είναι, λοιπόν, όχι λιγότερο το άμεσο, και έτσι γίνεται πραγματικότητα. 10. Η δυνατότητα, σε ένα πιο συγκεκριμένο προσδιορισμό, δεν κατανοείτικ απλώς μέσα στα όρια εξαφάνισης του καθεαυτό-Είναι, αλλά ως συντελεσμένη αναίρεσή του. Η απαίτηση της αυτοτέλειας του καθεαυτό-Είναι έτσι βρίσκεται να αντιφάσκει προς την πλευρά της υποτέλειας που εκφράζει το τεθειμένο-Είναι του, δηλ. η άρνηση της αμεσότητάς του. Από αυτή την άποψη, η δυνατότητα έχει το Είναι της σε μια μονομερή ουσιαστικότητα, που δεν ταυτίζεται με την ουσία και γι' αυτό είναι η άρνηση της δυνατότητας ως απόλυτης μορφής. Αυτό δείχνει ότι η δυνατότητα απε-
ΜΧ
3. Ετούτη η πραγματικότητα δεν είναι η πρώτη, αλλά η ανασκοπημένη [πραγματικότητα], που etvau τεθειμενη ως ενότητα του εαυτού της και της δυνατότητας. Το πραγματικό ως τέτοιο είναι δυνατόν αυτό είναι σε άμεση θετική ταυτότητα με τη δυνατότητα· τούτη όμως έχει προσδιορισθεί ως ένα δυνατόν μόνο. Και άμεσα, επειδή η δυνατότητα περιλαμβάνεται άμεσα μέσα στην πραγματικότητα, περιέχεται μέσα εδώ ως ανηρημένη, ως δυνατότητα μόνο. Αντίστροφα, η πραγματικότητα, η οποία είναι σε ενότητα με τη δυνατότητα, είναι μόνο η ανηρημένη αμεσότητα· - ή, επειδή η μορφική πραγματικότητα είναι μόνο άμεστ], πρώτη [πραγματικότητα], αυτή είναι μόνο μια βαθμίδα, μόνο ανηρημένη πραγματικότητα, ή μ^όνο δυνατότητα. Εδώ συνάμα βρίσκει την έκφρασή του με ένα πιο ακριβή τρόπο ο προσδιορισμός του βαθμού, στον οποίο η δυνατότητα είναι -ραγματικότητα. Γιατί η δυνατότητα δεν είναι ακόμα η κάθε πραγματικότητα· δεν έχει τεθεί ακόμα ζήτημα ρεαλιστικής και απόλυτης πραγματικότητας· - αυτή είναι, εν πρώτοις, μόνο εκείνη, η οποία είχε μια αρχική παρουσία, δηλ. η μορφική [δυνατότητα] που ανήγαγε τον προσδιορισμό του εαυτού της στο να είναι /xovö δυνατότητα· άρα πρόκειται για τη μορφική πραγματικότητα, η οποία είναι μόνο Είναι ή Ύπαρξη εν γένει. Καθετί το δυνατό, επομένως, έχει εν γένει ένα Είναι ή μια Ύπαρξη. Αυτή η ενότητα της δυνατότητας και της πραγματικότητας είναι η σνμπτωματικότητα^Κ - Το συμπτωματικό είναι ένα πραγματικό· τούτο-εδώ είναι συγχρόνως προσδιορισμένο μ^νο ως δυνατό, του οποίου το άλλο ή το αντίθετο είναι επίσης εξίσου κα>νά'-'. Αυτή η πραματικότητα είναι, λοιπόν, σκέτο Είναι ή ναντι ϊΤΓ,ν πραγματικότητα ως το άλλο της εμςΜνίζεται ως μια δυνατότητα ή ως μια αντίφαστ, που διαλύεται μέσα στην ενότητα δυνατότητας και πραγματικότητας. 11. Πρόκειται για μια άμεση ή ατελή ενότητα" και τούτο γιατί η ανασκόπηση δεν έχει φτάσει στην πλή(5η ανάπτυξη. 1-2. Εύώ ο Χέγκελ &ν παραλείπει να συνδέσει το δυνατό μχ ό,τι ανήκα στο γυμνό στοιχείο του Είναι και στο απλό όντως ον με το δυνατό.
344.
Ύπαρξη, αλλά τεθειμένο μέσα στην αλήθεια του [που έγκειται] στο να έχει την αξία ενός τεθειμένου-Ειναι ή της δυνατότητας. Αντίστροφα, η δυνατότητα είναι η ιχνασκ07ΐη<τη-εντός-εαυτού, ή το καθεαυτό-Είναι είναι τεθειμένο ως τεθειμένο-Είναι· ό,τι είναι δυνατό είναι κάτι το πραγματικό υπ' αυτή την έννοια της πραγματικότητας, αυτό έχει μόνο τόση αξία όσο η συμπτωματική πραγματικότητα· το ίδιο είναι κάτι το συμπτωματικό. Το συμπτωματικό, κατά συνέπεια, παρέχει τις δύο πλευρές· πρώτον, στο μέτρο που αυτό έχει άμεσα τη δυνατότητα κατά την πλευρά του, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, στο βαθμό που η δυνατότητα είναι ανηρημένη μέσα στο συμπτωματικό, τοΰτο-εδω δεν είναι ούτε τεθειμένο-Είναι ούτε διαμεσολαβημένο, αλλά ο^στ^ πραγματικότητα· αυτό δεν έχει κανένα θεμελιο^^. - Επειδή αυτή επίσης η άμεση πραγματικότητα ανήκει στο δυνατόν, το τελευταίο είναι όχι λιγότερο απ' ό,τι το πραγματικό προσδιορισμένο ως συμπτωματικό και παράλληλα ως κάτι που στερείται θεμέλιου. Αλλά δεύτερον, το συμπτωματικό είναι το πραγματικό που νοείται α>ς κάτι το δυνατόν μόνο ή ως ένα τεθειμένο-Είναι- έτσι και το δυνατόν, ως μορφικό καθεαυτό-Είναι, είναι μόνο τεθειμένο-Είναι. Αμφότερα, λοιπόν, δεν είναι καθεαυτά και διεαυτά, αλλά έχουν την αληθινή τους ανασκόπηση-εντός-εαυτού μέσα σε ένα Άλλο, ή έχουν ένα θεμέλιο. Άρα, το συμπτωματικό δεν έχει κανένα θεμέλιο, για το λόγο ότι είναι συμπτωματικό· και εξίσου καλά έχει ένα θεμέλιο, για το λόγο ότι είναι συμπτωματικό
13. Το συμπτωμΛ-πκό ως άμεση τιραγματικότητα έχκ ανίχφέσει μέσα του το θεμέλιο. 14. Το συμπτ(οματικό είναι εδώ η έκφραση της σχέσης του δυνατού με το πραγματικό. Πρόκειται για μια σχέση που μπορεί να είναι και να έχει θεμέλιο, δηλ. να διαμεσβλαβείται· ή να μην είναι και να μην έχει θεμέλιο, δηλ. να είναι μια αδιαμεσολάβητη αμεσότητα. Επειδή όμαχ; κάθε αμεσότητα είναι διαμεσολαβημένη, η αδιαμεσολάβητη αμεσότητα προκύπτει από την αναίρεση της διαμεσολάβησης. Το στοιχείο που παραπέμπει σε μια πρωτίστως μορφική αναγκαιότητα είναι εδώ η ιώβμεσολάδητη αναγκαιότητα.
345.
Αυτό είναι η τεθειμενη, αδιαμιεσολάβητη μετίχα-τροφή - του ενός μέσα στο άλλο - του Εσωτερικού και [του] Εξωτερικού ή του Εντός-εαυτού-ανασκοπημενου-Είναι και του Είναι· - τεθειμενη από το γεγονός ότι δυνατότητα και πραγματικότητα έχουν η καθεμιά προς τη μεριά της αυτό τον προσδιορισμό, από το γεγονός ότι αυτές είναι στοιχεία της απόλυτης μορφής. - Η πραγματικότητα έτσι, μέσα στην άμεση ενότητά της με τη δυνατότητα, είναι μόνο η Ύπαρξη και είναι προσδιορισμένη ως κάτι που στερείται θεμέλιου και το οποίο είναι μόνο ένα τεθειμενο ή μόνο κάτι το δυνατόν - ή, ως ανασκοπημένη και προσδιορισμένη ε'ναντι της δυνατότητας, αυτή είναι χωρισμένη από τη δυνατότητα, από το εντός-εαυτού-ανασκοπημένο-Είναι, και γι' αυτό εξίσου άμεσα επίσης είναι μόνο κάτι το δυνατόν. - Ομοίως, η δυνατότητα, ως απλό καθεαυτό-Είναι, είναι ένα άμεσο, απλώς ένα ον εν γένει, - ή, αντι-τεθειμενη προς την πραγματικότητα, αυτή είναι ομοίως ένα στερημένο πραγματικότητας καθεαυτό-Είναι, μόνο κάτι το δυνατόν αλλά γι' αυτό ακριβώς το λόγο είναι εκ νέου μόνο μια Ύπαρξη εν γένει που δεν είναι ανασκοπημένη εντός εαυτού. Αυτή η απόλυτη ανησυχία του γίγνεσθαι των δύο τούτων προσδιορισμών είναι η συμπτωματικότητα. Αλλά ακριβώς, επειδή ο καθένας μεταστρέφεται άμεσα στον αντί-θετο, γι' αυτό μέσα σε τούτον-εδώ ενοποιείται εξίσου απόλυτα με τον εαυτό τουκαι τούτη η ταυτότητα αμφοτέρων, του ενός μέσα στον άλλο, είναι η αναγκαιότητα^^. Το αναγκαίο είναι ένα πραγματικό' ως τέτοιο αυτό είναι κάτι το άμεσο, το στερημένο θεμέλιου' αλλά όχι λιγότερο έχει την πpαγματuότητά του μέσω ενός Άλλου ή μέσα στο θεμέλιό του, ενώ συνάμα είναι το τεθειμένο-Είνοιι αυτού του θεμέ>αου και η αϊ 5. Η αναγκαιότητα λαμβάνεται εδώ ως μια ήρεμη ενότητα της πραγματικότητας και της δυνατότητας· μια ενότητα που αναδύεται από το απόλυτα ακατάπαυστο γίγνεσθαι των δύο αυτών αμοιβαία διαμεσολαβημέων αμεσοτήτων.
346.
νασκότϊηίτη του τελευτίχίου εντός εαυτού· η δυνατότητα του αναγκαίου είναι μια ανηρημένη [δυνατότητα]. Το συμπτωματικό είναι, λοιπόν, αναγκαίο, για το λόγο ότι το πραγματικό είναι προσδιορισμένο ως δυνατό, και η αμεσότητά του, συνακόλουθα, είναι ανηρημένη και απωθημένη μέσα στο θεμέλιο ή το καθεαυτό-Eivat κοιι μέσα στο θεμελκυμένο- [είναι (χναγκαίο] επίσης, επειδή τούτη η δυνατότητα του, η αναφορά-θεμελιου, είναι απόλυτα ανηρημένη και τεθειμένη ως Είναι. Το αναγκαίο είναι, και τούτο που βρίσκεται μέσα στο στοιχείο του Είναι το ίδιο είναι το αναγκαίο. Συνάμα, αυτό είναι καθεαυτό· τούτη η ανασκόπηση-εντόςεαυτού είναι ένα Άλλο από ό,τι εκείνη η αμεσότητα του Είναι, και η αναγκαιότητα των όντων είναι ένα Άλλο. Τα ίδια τα όντα. έτσι, δεν είναι το αναγκαίο· αλλ' αυτό τούτο το καθεαυτό-Είναι είναι μόνο ένα τεθειμιένο-Είναι· είναι ανηρημιένο και το ίδιο [είναι] άμεσο. Η πραγματικότητα, λοιπόν, μέσα σε κείνο το οποίο είναι διαφοροποιημένο απ' αυτήν, δηλ. μιέσα στη δυνατότητα, είναι ταυτόσημη μιε τον ίδιο τον εαυτό της. [Ειλημμένη] ως ετούτη η ταυτότητα, αυτή είναι αναγκαιότητα"^.
Β. ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ Ή ΡΕΑΑΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ 1. Η αναγκαιότητα που έχει προκύψει είναι μορφική, επειδή τα στάδιά της είναι μορφικά, δηλ. απλοί προσδιορισμοί, οι οποίοι είναι ολότητα μόνο ως άμεση ενότητα ή ως άμεση μεταστροφή του ενός στο άλλο και έτσι δεν έχουν την όψη της αυθυπαρξίας. - Μέσα σε τούτη την μορφική αναγκαιότητα, κατά συνεπεία, η
16. Η αναγκαιότητα που μuxς αφορά εδώ δεν είναι η κίνηση της δυνατότητας και της πραγματικότητας στο επίπεδο του λογικού τους περιεχομένου, αλλά συνδέεται με μια κίνηση αναίρεσης του ενός όρου μέσα στον αλλο.
347.
ενότητα είναι, κατ' αρχήν, απλή και αδιάφορη απέναντι στις διαφορές της. Ως άμεατ^ ενότητα των μορφικών προσδιορισμών ετούτη η αναγκαιότητα είναι πραγματικότητα· αλλά μια τέτοια, η οποία έχει ένα περιεχόμενο, επειδή η ενότητά της εφεξής είναι -ροσάορισμενη ως αδιάφορη απέναντι στη διαφορά των μορφικών προσδιορισμών, δηλ. αυτής της ίδιας και της δυνατότητας. Τούτο [το περιεχόμενο], [εννοημένο] ως αδιάφορη ταυτότητα, περιέχει επίσης τη μορφή ως αδιάφορη τοιαύτη, δηλ. ως απλα διαφορετικούς προσδιορισμούς"', και είναι ένα ποΤ^Μπλό περιεχόμενο εν γένει. Αυτή η πραγματικότητα είναι ρεαλιστική πραγματικότητα. Η ρεαλιστική πραγματικότητα ως τέτοια είναι, εν πρώτοις, το πράγμα των πολλών ιδιοτήτων, ο υπάρχων κόσμος· όμως αυτό δεν είναι η Ύπαρξη, η οποία διαλύεται μέσα στο Φαινόμενο, αλλά, ως πραγματικότητα, είναι συνάμα καθεαυτό-Είναι και ανασκόπηση-εντός-εαυτού· διατηρείται μέσα στην πολλαπλότητα της απλής Ύπαρξης· η εξωτερικότητά της είναι ένα Είναι που βρίσκεται σε εσωτερική σχέση μόνο προς τον εαυτό του τον ίδιο. Ό,τι είναι πραγμιατικό μπορεί να ενεργεί' Κάτι εκδηλώνει την -ραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο ποφάγει. Το Είναι του που βρίσκεται σε σχέση μ.ε άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του: ούτε μια μετάβαση - όπου Κάτι μέσα στη σφαίρα του Είναι σχετίζεται προς άλλο· - ούτε ένα φαίνεσθαι, όπου το πράγμα είναι μόνο σε σχέση προς άλλα και, αν και αυθύπαρκτο, έχει (υστοσο την εντός-εαυτού ανασκόπησή του, την καθορισμένη του ουσιαστικότητα μέσα σε ένα άλλο αυθύπαρκτο'®. 17. Το περ(εχόμ£νο είναι πολλαπλό, γιατί η μορφή ως αδιάφορη έχει τη σημασία προσάορισμών του iSwj του περιεχομένου. 18. Η ρεαλαστική πραγματικότητα δείχνεται στον πρώτο προσδιορισμό της να συνιστά ενότητα της εξωτερικότητας και της εσα)τερικότητας. Ως τέτοια είναι ενεργός ολόττ^τα, η οποία παράγει την εξωτερικότητά της από τον ίδ» τον εαυτό της, πράγμα που σημαίνει ότι υπό ένα τρόπο άμεσο πραγματοποιεί την εσωτερική καθολική δυνατότητα.
348.
Η ρεαλιστική πραγμΛτικότητα τώρα έχει παράλληλα τη δυνατότητα άμεσα παρούσα σ' αυτήν την ίδια. Αυτή περιέχει το στάδιο του καθεαυτό-Είναι· αλλά, [εννοημένη] πριν απ' όλα ως η όψ£ση ενότητα μόνο, είναι μέσα σε evatv από τους προσδιορισμούς της μορφής· [εννοημένη] συνεπώς ως το ον, είναι διαφοροποιημένη από το καθεαυτό-Είναι ή την δυνατότητα. 2. Αυτή η δυνατότητα, που νοείται ως το καθεαυτό-Είναι της ρεαλιστικής πραγματικότητας, η ίδια είναι ρεαλιστική δυνατότητα, και πρωτίστως το πλήρες περιεχομένου καθεαυτό-Είναι. - Η μορφική δυνατότητα είναι η ανασκόπηση-εντός-εαυτού μόνο ως η αφηρημένη ταυτότητα, σύμφωνα με την οποία Κάτι δεν αντιφάσκει εσωτερικά με τον εαυτό του. Στο μ£τρο όμως που λαμβάνει κανείς υπόψη τους προσδιορισμούς, τις περιστάσεις, τους όρους ενός Πράγματος για να γνωρίσει από εδώ τη δυνατότητά του, δεν στέκεται πλέον στη μορφική δυνατότητα, αλλά εξετάζει τη ρεαλιστική του τοιαύτη. Αυτή τούτη η ρεαλιστική δυνατότητα είναι μια άμεστ; Ύπαρξη· όμως όχι πλέον, για το λόγο ότι η δυνατότητα ως τέτοια, ως μορφικό στάδιο, είναι άμεσα το αντίθετο της, μια μη-ανασκοττημένη πραγματικότητα· αλλά, επειδή αυτή είναι ρεαιλιστική δυνατότητα, έχει ποφευθύς τον προσδιορισμό τούτο παρόντα σ' αυτήν την ίδια. Η ρεαλιστική δυνατότητα ενός ΙΙράγματος είναι, λοιπόν, η υπάρχουσα πολλαπλότητα περιστάσεων, οι οποίες αναφέρονται σ' αυτό·''. Αυτή η υπάρχουσα πολλαπλότητα, λοιπόν, είναι πράγματι τόσο δυνατότητα όσο και πραγμιατικότητα, αλλά η ταυτότητα τους, πρωτίστως, είναι μόνο το περιεχόμενο, το οποίο είναι αδιαφορο ως προς αυτούς τους μορφικούς προσδιορισμούς"^· αυτές. 19. Η άμεση ύπαρξη της ρεαλκτπκήί δυνατότητας είναι η ενότητα μΛρφικής πραγματίχότητας και δυνατότητας. Γι' αυτό και απόδιδα τη ιτχέίπι που έχει η συνθήκη προς το πράγμα και συνάμα αποδεικνύεται κατ' αυτό τον τρόπο ότι είναι ρεαλιστική πραγματικότητα. 20. Το γεγονός ότι Oi μορφικοί προσδιορισμοί της δυνατότητας και της πρβγματικό-
349.
κατά συνέπεια, συνιστούν τη μορφή, που προσδιορίζεται ως ενάντια στην ταυτότητά τους. - Ή η άμ£ση ρεαλιστική πραγματικότητα, ακριβώς επειδή είναι άμεση, είναι προσδιορισμένη ως ενάντια στην ταυτότητά της· έτσι όπως λαμβάνεται ως ετούτη η προσδιορισμένη και συνεπώς ανασκοπημένη [πραγματικότητα], αυτή είναι η ρεαλιστική δυνατότητα. Αυτή^» είναι τώρα, πράγματι. το τεθειμένο όλο της μορφής, αλλά της μορφής μέσα στην προσδιοριστικότητά της, δηλ. της πραγματικότητας ως μορφικής ή άμεσης τοιαύτης και της δυνατότητας εξίσου ως του αφηρημένου καθεαυτό-Είναι. Αυτή η πραγματικότητα, η οποία συνιστά τη δυνατότητα ενός Πράγματος, δεν είναι, κατά ταύτα, η δική του ιδιαίτερη δυνατότητα, αλλά το καθεαυτό-Είναι ενός άλλου πραγματικού· αυτή η ίδια είναι η πραγματικότητα, που οφείλει να αναιρείται, η δυνατότητα ως δυνατότητα μόνο. Έτσι η ρεαλιστική δυνατότητα συγκροτεί το όλο των συνθηκών, μια διεσπαρμένη πραγματικότητα που δεν είναι ανασκοπημένη εντός εαυτού, αλλά έχει το χαρακτηριστικό να είναι το καθεαυτό-Είναι, [το καθεαυτό-Είναι] όμως ενός άλλου, και να πρέπει να επιστρέψει εντός εαυτού®^. Ό,τι είναι ρεαλιστικά δυνατό, είναι λοιπόν, σύμφωνα με το καθεαυτό-Είναι του, ένα μορφικό ταυτό, το οποίο, μιε το να έχει έναν απλό προσδιορισμό περιεχομένου, δεν αντιφάσκει προς τον εαυτό του" αλλά και σύμφωνα μιε τις αναπτυγμένες και διαφοροποιημένες περιστάσεις και με καθετί με το οποίο αυτό βρίσκεται τητας είναι ανηρημένοι μέσα στο περιεχόμενο συνεπιφέρει την αδιαφορία του τελευταίου και το προσδιορίζει ως ταυτό μιε τον εαυτό του. '21. Αναφέρεται στη ρεαλιστική πραγματικότητα ως ταυτή κατά το πειεχόμενο με ττ, ρεα>αστική δυνατότητα. Επομένως έρχεται να τεθεί ως η ενότητα [= το όλο της μορφικής πραγματικότητας και της δυνατότητας. 23. Εάν η ρεαλιστική πραγματικότητα είναι από την άποψη του περιεχομένου η δ'Λατότητα του Πράγματος [Sache], δηλ. η συνθήκη του Πράγματος που πρέπει να αναιρεθεί, τότε η ρεαλιστική δυνατότητα, από την άποψη του περιεχομένου κι a'jTT·,, δεν παύει να προσδιορίζεται ως η ρεαλιστική πραγματικότητα του Πράγματος και καθόσον τέτοια πρέπει να ανοκρείται.
350.
σε συνάφεια, πρέπει αναγκαστικά, ως το αυτο-ταυτό, να μην αντιφάσκει προς τον εαυτό του. Δεύτερον όμως, επειδή αυτό έχει την πολλαπλότητα εντός εαυτού και είναι σε πολλαπλή συνάφεια με άλλο, η διαφορετικότητα δε, αυτή καθεαυτήν, μεταβαίνει στην αντί-θεση, τότε αυτό είναι κάτι το αντιφατικό. Εάν η συζήτηση είναι για μια δυνατότητα και πως η αντίφασή της οφείλει να καταδεικνύεται, τότε δεν έχουμιε παρά να εμμένουμε στην πολλαπλότητα, την οποία αυτή [η δυνατότητα] περιέγει ως περιεχόμενο ή ως την Ύπαρξή της που υπόκειται σε συνθήκες· από τούτο μπορεί εύκολα να αποκαλυφθεί η αντίφασή της. - Αυτό όμως δεν είναι μιια αντίφαση που προκύπτει από σύγκριση- απεναντίας, η πολλαπλή Ύπαρξη, αυτή καθεαυτήν. είναι τούτο: να αναιρεί τον εαυτό της και να πέφτει στο βάραθρο· και γι' αυτό το λόγο έχει ουσιαστικά σ' αυτήν την ίδια το χαρακτηριστικό να είναι μόνο χάη το δυνατόν-^. - Όταν όλες οι συνθήκες ενός Πράγματος είναι στο ακέραιο παρόντες, τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότητα· - η πληρότητα των συνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιεχόμενο, και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο το περιεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόν. Μέσα στη σφαίρα τού υπό συνθήκες θεμέλιου, οι συνθήκες έχουν έκτος αυτών τη μορφή, δηλ. το θεμέλιο ή την διεαυτήν ούσα ανασκόττηση, η οποία τους σχετίζει σε πλευρές του Πράγματος και παράγει σ ' αυτές την Ύπαρξη. Εδώ, απεναντίας, η άμεση πραγματικότητα δεν έχει, μέσω μιας προϋποθέτουσας ανασκόπησης, τον προσδιορισμό να είναι συνθήκη, αλλά τούτο είναι τεθειμένο: η ίδια η πραγματικότητα να είναι δυνατότητα. Μέσα στην αυτο-αναιρούμενη ρεαλιστική δυνατότητα, τώρα, ό,τι αναιρείται είναι μια διττότητα· γιατί η ίδια η δυνατότητα
23. Η ρεαλιστικότητα της δυνατότητας έγκειται στο να (Τυνενώνα το αντιφατικό με το μη-αντιφατιχό στοιχείο. Η αντίφαση έτσι δεν περιορίζεται στα λογικά ορα της εξωτερικής ανασκόττησης, αλλά είναι εμμενής μέσα στην κίνηση της έννοιας.
351.
είναι η διττότητα, [που έγκειται] στο να είναι πραγματικότητα και δυνατότητα. 1. Η πραγματικότητα είναι μορφική, ή είναι μια Ύπαρξη, η οποία εμφανίστηκε ως αυθύπαρκτη και άμεση, και μέσω της αναφετικής της διαδικασίας γίνεται ανασκοπημένο Είναι, η βαθμίδα ενός άλλου και έτσι κέκτηται από την πλευρά της το χίχθεαυτό-Είναι. 2. Εκείνη η Ύπαρξη ήταν επίσης προσδιορισμένη ως δυνατότητα ή ως το καθεαυτό-Είναι, αλλα ενός Άλλου. Όταν, λοιπόν, η ρεαλιστική δυνατότητα αναιρεί τον εαυτό της, τότε αναιρείται και το καθεαυτό-Είνοα και μεταβαίνει στην πραγμ/χτικότητα. - Ετούτη η κίνηση, λοιπόν, της αυτο-αναιρούμενης ρεαλιστικής δυνατότητας φέρει στην επιφάνεια τα ίδια στάδια που είναι -ηδΥι ηοφόντα- μόνο που το καθένα γίνεται από το άλλο" συνεπώς, μέσα σε τούτη την άρνηση αυτή είναι επίσης. όχι ένα μεταβαίνειν, αλλά ένα συμπίπτειν με τον εαυτ^'^. - Σύμφωνα με τη μορφική δυνατότητα, επειδή κάτι ήταν δυνατό. ήταν επίσης δυνατό, όχι αυτό το ίδιο, cCKhä το Άλλο του. Η ρεαλιστική δυνατότητα δεν έχει πλέον ένα τέτοιο Άλλο απέναντι ττ|ς. γιατί τούτη είναι ρεαλιστικά υπαρκτή στο μ^τρο που αυτή η ίδια είναι επίσης η πραγμιατικότητα. Όταν, λοιπόν, η άμεατη Ύτταρξη της, ο κύκλος των συνθηκών, αναιρεί τον εαυτό του, τότε αυτή [η δυνατότητα] μετατρέπεται σε χαθεαυτό-Είναι, το οποίο είναι ήδη αυτή η ίδια, δηλ. το καθεαυτό-Είναι ενός Άλλου. Και εφόσον, αντίστροφα, το στάδιό της τού καθεαυτό-Είναι έτσι συναμα αυτοαναιρείται, τότε η δυνατότητα γίνεται πραγματικότητα, δηλ. φτάνει στο στάδιο, στο οποίο αυτή η ίδια είναι ήδη εξίσου. - Ό,τι εξαφανίζεται είναι έτσι το γεγονός ότι η πραγματικότητα ηταν προσδιορισμένη ως η δυνατότητα ή το καθεαυτόΧ'4. Το στά&ο της αμεσότητας και εκείνο του καΟεαυτό-Εί·»αι δεν ανάγουν πλέον τη ρεα'/^στική τo•Jς ύπαρξη σι μια πράξη μετάβασης του ενός μέσα στο άλλο και αντίστροφα, α)λά σε μια ετεροίωση του Εαυτού, σύμφωνα με την οποία το καθένα γίνεται σττ, δική του π/ευρά το άλλο του EWcoü και μόνο μέσα σε τούτη την ετερότητα βρίσκει την αιτία του Είναι του, η οποία το κάνει να συμπίπτει με αυτό που είναι η πραγματικότητα.
352.
Ecvat ενός Άλλου, και, αντίστροφα, η δυνατότητα ως μια πραγματικότητα, που (&ν είναι εκείνη της οποίας αυτή είναι η δυνατότητα^δ. 3. Η άρνηστη της ρεαλιστικής δυνατότητας είναι, λοιπόν, η ταυτότητα της με τον εαυτό· εφόσον αυτή είναι έτσι, μέσα στην αναιρετική της διαδικασία, ο αντίχτυπος αυτού του οιναφείν εντός του ίδιου του εαυτού, τότε αυτή είναι η ρεαλιστική αναγκαιότητα^^. Ό,τι είναι αναγκαίο, δεν μπορεί να είναι κατ' άλλο τρόποαλλά ό,τι είναι δυνατόν εν γένει μπορεί· γιατί η δυνατότητα είναι το καθεαυτό-Είναι, το οποίο είναι μόνο τεθειμένο-Είναι και γι' αυτό ουσιαστικά άλλως-Είναι. Η μορφική δυνατότητα είναι αυτή η ταυτότητα α>ς πράξη μετάβασης μέσα σε [κάτι που είναι] απόλυτα άλλο· αλλά η ρεαλιστική [δυνατότητα], επειδή έχει στη δική της πλευρά το άλλο στάδιο, την πραγματικότητα, η ίδια είναι η αναγκαιότητα. Ό,τι είναι, συνεπώς, ρεαλιστικά δυνατό, αυτό δεν μπορεί να είναι πλέον άλλο τρόπο· υπ' αυτούς τους όρους και τις περιστάσεις δεν μπορεί να προκύψει τίποτε άλλο. Ρεαλιστική δυνατότητα και η αναγκαιότητα δεν είναι, λοιπόν, παρά μόνο φαινομενικά διαφορετικές· τούτη-εδώ είναι μΛα ταυτότητα, η οποία δεν υπόκειται, το πρώτον, στο γίγνεσθαι, αλλά είναι ήδη προϋποτιθεμενη και βρίσκεται στο θεμέλιο. Η ρεαλιστική αναγκαιότητα, κατά ταύτα, είναι μια πληρης περιεχομένου αναφορά· διότι το περιεχόμενο είναι εκείνη η καθεαυ-
25. Αυτό που εξαφανίζετοα ή καλύτερα αυτο-αναφείται είναι, μί άλλα λόγια, η πραγματικότητα ως δυνατότητα του Πράγματος του ί&ου να πραγματώνεται, άρα ως όρος της πραγμάτωσης του" και η δυνατότητα, κατ' αναλογία, είναι ο όρος του πράγματος, μια πραγματικότητα, αλλά ως τέτοια δεν ταυτίζεται με το ίδιο το Πράγμα, δεν είναι εκείνη η πραγματικότητα, της οποίας ο όρος είναι αυτή η δυνατότητα. 26. Η ρεαλιστική αναγκαιότητα, λοιπόν, προκύπτει ως η αρνητική ενότητα της ρεαλιστικής δυνατότητας με τον εαυτό της κατά την κίνηση επανάκαμψης στην πραγματικότητα.
353.
τήν-ούσα ταυτότητα, η οποία είναι αδιάφορη προς τις διαφορές της μορφής. Αλλά τούτη η αναγκαιότητα είναι συγχρόνως σχετική. Έχει δηλ. μιια προϋπόθεση, από την οποία ξεκινά, έχει την αφετηρία της στο συμπτωματικό^'^. Το πραγματικό που έχει ρεαλιστική ύπαρξη ως τέτοιο είναι πράγματι το καθορισμένο πραγματικό και έχει πριν απ' όλα την προσδιοριστικότητά του ως άμεσο Είναι στο γεγονός ότι αυτό είναι μιια πολλαπλότητα υπαρκτών περιστάσεων αλλά τούτο το άμεσο Είναι, ως προσδιοριστικότητα, είναι επίσης το αρνητικό του εαυτού, είναι καθεαυτόΕίναι ή δυνατότητα' επομένως είναι ρεαλιστικά υπαρκτή δυνατότητα^^. Η αναγκαιότητα, έτσι όπως τη συλλαμβάνουμε ως ετούτη την ενότητα των δύο σταδίων, είναι η ολότητα της μορφής, αλλά η ολότητα που είναι ακόμα εξωτερική στον εαυτό της- αυτή είναι με τέτοιο τρόπο ενότητα της δυνατότητας και της πραγματικότητας, ώστε 1. η πολλαπλή Ύπαρξη να είναι άμεσα ή θετικά η δυνατότητα" - κάτι το δυνατόν -, το αυτο-ταυτό εν γένει, για το λόγο ότι αυτή είναι κάτι το πραγματικό' 2. στο μέτρο που τούτη η δυνατότητα της Ύπαρξης είναι τεθειμιένη. αυτή είναι προσδιορισμένη ως δυνατότητα μόνο, ως μια άμεση μεταστροφή της πραγμΛτικότητας στο αντίθετο της, - ή ως συμπτωματικόττητα. Κατά συνέπεια, ετούτη η δυνατότητα, η οποία από την πλευρά της κέκτηται την άμεση πραγματικότητα, με το να είναι συνθήκη, είναι μόνο το καθεαυτό-Είναι ως η 57. Η ρεαλιστικότητα της αναγκαιότητας εδώ χαρακτηρίζεται από τη σχετικότητα του Γ.ε5ΐεχομέ·κου όσο και της μορφής. Έτσι αναγνωρίζει μια αμοιβαία προτεραιότητα της ρεαλιστικής πραγματικότητας και της αντίστοιχης δυνατότητας, χάρη στην οποία προτεραιότητα η ρεαλιστική αναγκαιότητα είναι «μια εξωτερικευμένη στον εαυτό της ολότητα» και ως τέτοια βρίσκεται σε σχέση με τη συμπτωματικόττ,τα- η η τελευταία αναδείχνεται μέσω εκείνης σε στάδιο της αναγκαιότητας ή σε προ'ύπόθεση της. •28. Δηλ. αυτή η πολλαπλότητα ιος η ρεαλκττική πραγματικότητα που είναι συστατικό στοιχείο του περιδινούμενου κύκλου του θέτειν και προΐότοθέτειν δεν εξαντλείται στο να είναι συνάμα η ρεαλιστική δυνατότητα.
354.
δυνατότητα ενός Άλλου. Δυνάμει του γεγονότος ότι αυτή η ετερότητα, έτσι όπως έχει δειχθεί, αυτοαναφείται και το ίδιο τούτο το τεθειμένο-Είναι τίθεται, η ρεαλιστική δυνατότητα γίνεται πράγματι αναγκαιότητα· αλλά ετούτη-δω αρχίζει έτσι από εκείνη την ενότητα του δυνατού και του πραγματικού, η οποία δεν είναι ακόμη ανασκοπημένη εντός εαυτού" - αυτό το προυποθέτειν και η εντός εαυτού επιστρέφουσα κίνηση είναι ακόμη χωρισμένα· - ή η αναγκαιότητα δεν έφτασε ακόμα, εκκινώντας από τον εαυτό της, να προσδιοριστεί ως συμπτωματικότητα. Η σχετικότητα της ρεαλιστικής αναγκαιότητας παρουσιάζεται στο περιεχόμενο μιε τέτοιο τρόπο, ώστε τούτο-εδώ να είναι τότε μόνο η αδιάφορη προς τη μορφή ταυτότητα, άρα διαφοροποιημένο από τούτη και ένα προσδιορισμένο περιεχόμενο εν γένει. Το ρεαλιστικά αναγκαίο, ως εκ τούτου, είναι η κάθε περιορισμένη πραγματικότητα, η οποία εξ αιτίας αυτού του περιορισμού είναι επίσης, από μια άλλη άποψη, μόνο κάτι το συμπτωματικά. Στην πράξη, λοιπόν, η ρεαλιστικά υπαρκτή αναγκαιότητα καθεαυτην είναι επίσης συμπτωματικότητα. - Αυτό εκδηλώνεται, κατ' αρχήν, ως εξής: ενώ το ρεαλιστικά αναγκαίο, ως προς τη μορφή, είναι ένα αναγκαίο, ως προς το περιεχόμενο είναι κάτι το περιορισμένο, και μέσω αυτού του περιεχομένου έχει τη συμπτωματικότητά του. Αλλά η συμπτωματικότητα επίσης περιέχεται μέσα στη μορφή της ρεαλιστικά υπαρκτής αναγκαιότητας· γιατί, όπως είδαμε, η ρεαλιστική δυνατότητα μόνο καθεαυτην είναι το αναγκαίο· είναι όμως τεθειμένη ως το άλλως-Ειναι της πραγματικότητας και της δυνατότητας στην αμοιβαιότητα τους. Η ρεαλιστικά υπαρκτή αναγκαιότητα, κατά συνέπεια, πε-
29. Στο βαθμό που το περιεχόμενο της ρεαλιστικής αναγκαιότητας είναι τεθειμένο ως προϋποτιθέμενο και όχι μέσω της κίνησης αυτής της ί&ας ως ρεαλιστικής πραγματικότητας και δυνατότητας, τότε αυτή η ρεαλιστική αναγκαιότητα είναι μια στερημένη θεμέλιου πραγματικότητα ΧΜ γι' αυτό «κάτι το συμπτωματικό».
355.
ριέχει τη συμπτωματικότητα· αυτή είναι η εντός εαυτου επιστροφή από εκείνο το ανήστ>χο άλλίος-Είναι της πραγματικότητας και της δυνατότητας στην αμοιβαιότητα τους, αλλά όχι [και η επιστροφή] από τον εαυτό προς τον εαυτό. Εδώ, λοιπόν, είναι παρούσα χαθεαυτην η ενότητα της αναγκαιότητας και της συμπτωματικότητας· τούτη η ενότητα πρέπει να λάβει το όνομα της απόλυτης πραγματικότητας. C. ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ Η ρεαλιστική αναγκαιότητα είναι προσδιορισμένη αναγκαιότητα- η μορφική [αναγκαιότητα] δεν κέκτηται ακόμα κανένα περιεχόμενο και καμιά προσδιοριστικότητα. Η προσδιοριστικότητα της αναγκαιότητας συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή έχει στη δική της πλευρά την άρνησή της, τη συμπτωματικότητα^'^. Αυτό αποδείχθηκε ότι είναι τούτη. Αλλά τούτη η προσδιοριστικότητα, στην πρώτη της απλόττ^τα, είναι πραγματικότητα' η προσδιορισμένη αναγκαιότητα είναι, λοιπόν, άμεσα πραγματική αναγκαιότητα. Αυτή η πραγματικότητα, που η ίδια ως τέτοια είναι αναγκαία, επειδή περιέχει την αναγκαιότητα ως το καθεαυτό-Είναι της, είναι απόλυτη πραγματικότητα· - πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί πλέον να είναι κατ' άλλο τρόπο, διότι το καθεαυτό-Είναι της δεν είναι η δυνατότητα, αλλά η ίδια η αναγκαιότητα^«. 30. Η ρεαλιστική ανοΕγκαιότητα είνΙαι προσ&ορκτμένη από το γεγονός ότι είναι τεθειμόη σ' αυτήν η συμπτωματικότητα καθεαυτην. Η ολοκλήρωση όμως της λογικης της εξέλιξης από τη ρεαλιστική αναγκαιότητα στην απόλυτη τοιαύτη απαιτεί η συμπτωματικότητα να τίθεται ως η κατ' εξοχήν προϋπόθεση αυτής της αναγκαιότητας. 31. Η απόλυτη πραγματικότητα είναι η εσωτερίκευση ή η απλή ενότητα της ρεαλιστικής αναγκαιότητας και της συμπτωματικότητας. Απ' αυτή την πλευρά, η ρεολίστική αναγκαιότητα είναι το καθεαυτό-Είναι εκείνης της πραγματικότητας- γι'
356.
Αλλ' επειδή αυτή η πραγματικότητα είνίχι έτσι τεθειμενη που να είναι απόλυτη, που να είναι δηλ. η ίδια η ενότητα του εαυτού της και της δυνατότητας, γι' αυτό είναι μόνο ένας κενός προσδιορισμός, ή αυτή είναι συμπτωματικότητα. - Ετούτο το κενό του προσδιορισμού της την μετατρέπει σε μια σκέτη δυνατότητα, σε κάτι το οποίο μπορεί εξίσου να είναι επίσης διαφορετικά και να προσδιορίζεται ως δυνατότητα. Αλλά η ίδια τούτη η δυνατότητα είναι απόλυτη· διότι είναι ακριβώς η δυνατότητα του να προσδιορίζεται τόσο ως δυνατότητα όσο και ως πραγματικότητα. Εφόσον αυτή είναι τούτη η αδιαφορία απέναντι στον εαυτό της, είναι τεθειμενη ως κενός, συμπτωματικός προσδιορισμός32. Η ρεαλιστική αναγκαιότητα έτσι όχι μόνο καθεαυτην περιέχει τη συμπτωματικότητα, αλλά τούτη-εδώ έρχεται στο γίγνεσθαι επίσης σ' αυτήν αυτό τούτο το γίγνεσθαι όμως. [εννοημ^νο] ως εξωτερικότητα, είναι μόνο το καθεαυτό-Είναι της ίδιας [της ρεαλιστικής αναγκαιότητας], επειδή είναι μόνο ένα άμεσο προσδιορισμένο-Είναι. Αλλά το γίγνεσθαι δεν είναι μόνο τούτο, παρά είναι και το ίδιον της αναγκαιότητας γίγνεσθαι, - ή η προϋπόθεση, την οποία είχε η αναγκαιότητα, είναι το ίδιον αυτής θέτειν. Γιατί, ως ρεαλιστική αναγκαιότητα, τούτη είναι το ανηρημένο-Είναι της πραγματικότητας μέσα στη δυνατότητα και αντίστροφα· - εφόσον αυτή είναι η απλη μεταστροφή της μιας από τούτες τις βαθμίδες στην άλλη, τότε είναι και η αυτό και ο απόλυτος χαρακτήρας της δεν συλλαμβάνεται ως δυνατότητα, αλλα τίθεται ως αναγκαιότητα. 32. Η απολυτότητα της πραγματικότητας που έρχεται στο λόγο εδώ είναι η αδιαφορία (Gleichgültichkeit) της πραγματικότητας απέναντι στον εαυτό της και στη δυνατότητα. Αυτή η αδιαφορία υποδηλώνει ότι η μορφική διαφορά πραγματικότητας - δυνατότητας έχει την ίδια ισχύ (gleich-gilt). έτσι ώστε η απόλυτη πραγματικότητα να είναι εξίσου απόλυτη δυνατότητα. Αυτό σημαίνει πως η απολυτότητα ως τέτοια αδιαφορία δεν έχει παρά το νόημα της α-διαφορίας (In-diflferenz), δηλ. ενός προσδιορισμού που στερείται της διαφοράς και γι' αυτό είναι «κενός, συμπτωματικός προσδιορισμός».
357.
απλή θετιχη τους ενότητα, καθόσον καθεμιά, όπως έγινε φανερό, μέσα στην άλλη ενοποιείται με τον ίδιο τον εαυτό της. Αλλά, έτσι, αυτή είναι η πραγματικότητα· μια τέτοια όμως [πραγματικότητα], η οποία να είναι μόνο ως αυτή η απλή ενοποίηση της μορφής με τον εαυτό της. Η ίδια η αρνητική της πράξη που θέτει εκείνες τις βαθμίδες είναι, συνεπώς, το προϋποθέτειν ή το θέτειν αυτής της ίδιας ως ανηρτημένης ή της αμεσότητας. Αλλά σε τούτο ακριβώς είναι που αυτή η πpαγμuχτικότητα είνίζι προσδιορισμένη ως κάτι το αρνητικό· αυτή είναι μια ενοποίηση με τον εαυτό έξω από την πραγματικότητα, η οποία ήταν ρεαλιστική δυνατότητα" ετούτη η νέα πραγματικότητα, λοιπόν, έρχεται σε γίγνεσθαι μόνο έξω από το καθεαυτό-Είναι της, από την άρνηση αυτής της ίδιας. - Αυτή είναι έτσι συνάμα προσδιορισμένη άμεσα σαν δυνατότητα, σαν κάτι διαμεσολαβημενο από την άρνησή του. Αλλά τούτη η δυνατότητα δεν είναι, κατ' ακολουθίαν, άμεσα τίποτε άλλο από τούτο το διαμεσολα6είν, μέσα στο οποίο το καθεαυτό-Είναι, δηλ. αυτή η ίδια και η αμεσότητα, είναι και οι δύο κατά τον ίδιο τρόπο τεθειμενο-Είναι. - Αυτό, λοιπόν, είναι η αναγκαιότητα, η οποία είναι εξίσου καλά εκείνο που αναιρεί αυτό το τεθειμιένο-Είναι ή θέτει την αμεσότητα και το καθεαυτό-Είναι, όσο και, στο πλαίσιο ενός τέτοιου ενεργείν, εκείνο που προσδιορίζει τούτο το αναφείν ως τεΘειμενο-Είναι. Είναι, λοιπόν, αυτη η ίδια, η οποία προσδιορίζεται ως συμπτωματικότητα· - [η οποία] μέσα στο Είναι της αυτοαπωθείται από τον εαυτό της, μέσα σε τούτη την διαδικασία απώθησης έχει μόνο επιστρέψει στον εαυτό της και μέσα σε τούτη την επιστροφή ως το Είναι της έχει αυτοαπωθηθεί από τον εαυτό της^^^
33. Η αναγκαιότητα δεν eivot μόνο το ανηρημενο-Είναι του τεθειμένου-Είναι, δηλ. των τεθειμένων σε προσάλληλη σχέση κατηγοριών ή προσδιορισμών της δυνατότητας και της πραγματικότητας, αλλά προσδιορίζει συνάμα αυτή την άμεση αλληλο-
358.
Η μορφή έτσι, κατά την πραγματοποίηατή της, έχει διατρέξει όλες τις διαφορές της και έγινε διάφανη, και, ως απόλυτη αναγκαιότητα, είναι μόνο αυτή η απλή αυτο-ταυτότητα του Είναι μέσα στην άρνηση του ή μέσα στην ουσία. - Η διαφορά του περιεχομένου και της ίδιας της μορφής έχει όχι λιγότερο εξαφανιστεί· γιατί εκείνη η ενότητα της δυνατότητας μέσα στην πραγματικότητα, και αντίστροφα, είναι η μορφή που μέσα στην προσδιοριστικότητά της ή μέσα στο τεθειμένο-Είναι είναι αδιάφορη προς τον ίδιο τον εαυτό της, [είναι] το πλήρες περιεχομένου Πράγμα, όπου η μορφή της αναγκαιότητας εκπτυσσόταν εξωτερικά. Αλλά, ως τέτοια, αυτή είναι τούτη η ανασκοπημένη ταυτότητα αμφοτέρων των προσδιορισμών, [ειλημμένη] ως αδιάφορη απέναντι σε τούτους· άρα [είναι] ο μορφικός προσδιορισμός του καθεαυτό-Είναι έναντι του τεθειμένου-Είναι; και αυτή η δυνατότητα συνιστά τον περιορισμό του περιεχομένου, το οποίο είχε η ρεαλιστική αναγκαιότητα. Αλλά η διάλυση αυτής της διαφοράς είναι η απόλυτη (χναγκαιότητα, το περιεχόμενο της οποίας είναι τούτη η διεισδύουσα μέσα σ' αυτήν [την αναγκαιότητα] διαφορά. Η απόλυτη αναγκαιότητα είναι, λοιπόν, η αλήθεια, μέσα στην οποία επανακάμπτει πραγματικότητα και δυνατότητα εν γένει, όπως και η μορφική και ρεαλιστική αναγκαιότητα·'^ Αυτή είναι, όπως είδαμε, το Είναι, το οποίο, μέσα στην άρνησή του, μέσα στην ουσία, αναφέρεται στον εαυτό του και είναι Είναι. Αυτή είναι τόσο καλά απλή αμεσότητα ή καθαρό Είναι, όσο και απλή ανασκόττηση-εντός-εαυτού ή καθαρή ουσία· αυτή είναι
διείσδυση των δύο όρων στο να είναι συμπτωματικότητα. Έτσι η ίδια η αναγκαιότητα δεν είναι παρά αυτό που προκύπτει, και ως αποτέλεσμα είναι εκτεθειμένη σε μια κίνηση της «απόλυτης ανησυχίας». 34. Η απόλυτη αναγκαιότητα είναι η πραγματική ενότητα τόσο της δυνατότητας και της πραγματικότητας όσο και των τρόπων (μορφικό, ρεαλιστικό), δυνάμει Ttov οποίων αμφότεροι οι όρο<-προσδιορισμοί τίθενται στη σχέση τους.
359.
τούτο, ότι δηλ. αμφότεροι οι όροι είναι ένα και το αυτό. - Το απόλυτα αναγκαίο είναι μόνο, επειδή είναι- διαφορετικά δεν έχει καμιά συνθήκη ούτε θεμέλιο. - Αλλά αυτό είναι εξίσου καθαρή ουσία- το Είναι του είναι η απλή ανασκότιηση-εντός-εαυτού· αυτό είναι, επειίη είναι. Ως ανασκόττηση έχει θεμέλιο και συνθήκη, αλλά έχει μόνο τον εαυτό του για θεμέλιο και συνθήκη. Το απόλυτα αναγκαίο είναι καθεαυτό-Είναι* αλλά το καθεαυτό-Είναι του είναι η αμεσότητά του, η δυνατότητά του είναι η πραγματικότητά του. - Αυτό, λοιπόν, είναι, επειίη είναι- [εννοημένο] ως η ενοποί-ηση του Είναι με τον εαυτό του, το αναγκαίο είναι ουσία· αλλά επειδή αυτός ο απλός όρος είναι εξίσου η άμεση απλότητα, αυτό είναι Είναι. Η απόλυτη αναγκαιότητα είναι έτσι η ανασκόττηση η μορφή του Απόλυτου- ενότητα του Είναι και της ουσίας, απλή αμιεσότητα, η οποία είναι απόλυτη οφνητικότητα. Από τη μια πλευρά, επομένως, οι διαφορές της δεν έχουν τη δομή προσδιορισμών της ανασκόπησης, αλλά μιας οντικής [= καταφατικής] πολλαπλότητας, [uac, διαφοροποιημιένης πραγμιατικότητας, η οποία έχει το σχήμα αυθύπαρκτων προς αλλήλους άλλων όρων. Από την άλ}.η πλευρά, εφόσον η σχέση της είναι η απόλυτη ταυτότητα, αυτή είναι η απόλυτη μεταστροφή της πραγματικότητάς της στη δυνατότητά της και της δυνατότητάς της σε πραγματικότητά [της]. - Η απόλυτη αναγκαιότητα, ως εκ τούτου, είναι τυφλτ^"^. Από τη μια, οι διαφοροποιημένοι όροι, οι οποίοι είναι προσδιορισμένοι ως πραγματικότητα και ως δυνατότητα, έχουν το σχήμα της ανασκόπησης-εντός-εαυτού ως του Είναι- γι'αυτό, αμφότεροι είναι ελεύθερες πραγματικότητες, κανένας εκ των 35. Η απόλυττ, οτίογκαιότητα είναι τυφλή ως ενότητα της πραγματικότητας και της δ'τνατότητας. Αυτό σημαίνει ότι διέπεται από μια τέτοια ενδομεταστροφή των όρων μεταξύ το·^ς, ώστε ο κάθε όρος να μην είναι το ανηρημένο στάδιο της ενότητας, « » ά αυτό που έχει το Αλλο του στη δική του σφαίρα του Είναι. Έτσι κάθε όρος αποτελεί ενότητα του εαυτού του με τον άλλο και ως στοιχείο της απόλυτης αναγκαιότητας είναι η ί&α τούτη ως ενότητα.
360.
οποίων 8εν εμφαίνετοα μέσα στον άλλο, ούτε θέλει να δείχνει σ' αυτόν κάποιο ίχνος του σχετισμού του προς τον άλλο· θεμελιωμένος εντός εαυτού ο καθένας είναι το αναγκαίο από την δική του μεριά. Η αναγκαιότητα, (ος ουσία, είναι κατακλεισμενη μέσα σε τούτο το Είναι· η προσέγγιση ανάμεσα σε τούτες τις πραγματικότητες φαίνεται, κατά συνέπεια, να είναι μια κενή εξωτερικότητα· η πραγματικότητα του ενός μέσα στο άλλο είναι η δυνατότητα μόνο, η συμπτωματικότητα. Γιατί το Είναι είναι τεθειμένο ως απόλυτα αναγκαίο, ως η αυτο-διαμεσολάβηση, η οποία είναι απόλυτη άρνηση της διαμεσολάβησης από ένα άλλο, ή ως Είναι, που είναι ταυτό μόνο με το Είναι· ένα Άλλο, το οποίο μέσα στο Είναι έχει πραγματικότητα, είναι, (υς εκ τούτου, προσδιορισμένο απλώς ως κάτι το δυνατόν μόνο, ως κενό τεθειμιένο-Είναι. Αλλ' αυτή η συμπτωματικότητα είναι μάλλον η απόλυτη αναγκαιότητα* αυτή είναι η ουσία εκείνων των ελεύθερων, καθεαυτές αναγκαίων πραγματικοτήτων. Τούτη η ουσία είναι εκείνο που τρέμει το φως, επειδή σ' αυτές τις πραγματικότητες δεν υπάρχει καμιά αντανακλαστική κίνηση, καμιά ανάκλαση, επειδή αυτές είναι καθαρά θεμελιωμένες εντός εαυτού μόνο [και] δεν εκδηλώνονται παρά στον ίδιο τον εαυτό τους, - επειδή είναι μώνο Είναι. - A'Kkx η ουσία τους θα ενσκήψει σ' αυτές και θα αποκαλύψει τι είναι αυτη και τι είναι αυτές. Η απλότητα του Είναι τους και της αυτο-στήριξης τους είναι η απόλυτη αρνητικότητα· αυτή είναι η ελευθερία της χωρίς εμφάνεια αμεσότητας. Αυτό το οφνητικό ενσκήπτει σ' αυτές, επειδή το Είναι, διαμέσου τούτης της ουσίας του, είναι αυτο-οιντίφαση, - και μάλιστα [ενσκήπτει] ενάντια σε τούτο το Είναι με τη μορφή του Είναι, άρα ως η άρνηση εκείνων των πραγματικοτήτων, η οποία είναι απόλυτα διαφορετική από το Είναι τους, ως το μηδέν τους, ως μια ελεύθερη ετερότητα απέναντι σ' αυτές τόσο πολύ όσο αυτό είναι το Είναι τους. - Κι όμως κανείς δεν θα μπορούσε να μην αναγνωρίσει σ' αυτές το αρνητικό. Οι πραγματικότητες, μέσα στο 361.
σχήμα αυτο-στήριξής τους, είναι αδιάφορες ως προς τη μορφή, [είναι] ένα περιεχόμενο, κατ' ακολουθίαν διαφορετικές πραγματικότητες και ένα προσδιορισμένο περιεχόμενο· τούτο-εδώ είναι το αποτύπωμα, που επέθετε στις πραγματικότητες η αναγκαιότητα - όταν αυτή, η οποία μέσα στον προσδιορισμό της εινοιι απόλυτη επιστροφή εντός του ίδιου του εαυτού, παρέδιδε τις ίδιες τούτες στην ελευθερία ως απόλυτα πραγματικές· τούτο [το αποτύπωμα] επικαλείται η αναγκαιότητα ως τον μάρτυρα του δικαιώματος της, και πληγμένες απ' αυτό τώρα οι πραγματικότητες εξαφανίζονται. Αυτή η εκδήλωση εκείνου που είναι στ' αλήθεια η προσδιοριστικότητα - αρνητικός αυτοσχετισμός - είναι μια τυ^λ)? βαράθρωση μέσα στην ετερότητα· το εμφαίνεσθαι ή η ανασκόπηση που ενσκήπτει είναι, σε ό,τι απλώς είναι, ένα γίγνεσθαι ή μια διαδικασία μετάβασης του Είναι στο μηδέν. Αλλά το Είναι, αντίστροφα, είναι εξίσου καλά ουσία, και το γίγνεσθαι είναι ανασκόπηση ή εμφαίνεσθαι. Η εξωτερικότητα, έτσι, είναι η εσωτερικότητα τους, η αναφορά τους είναι απόλυτη ταυτότητα" και το μεταζαίνειν του πραγματικού μέσα στο δυνατόν, του Είναι μιέσα στο μηδέν [είναι] μια ενοποίηση με τον εαυτό' η συμπτωματικότητα είναι απόλυτη αναγκαιότητα· αυτή η ίδια είναι το προϋποθέτειν εκείνων των πρώτων απόλυτων πραγματικοτήτων^®. Τούτη η ταυτότητα του Είναι με τον εαυτό του μέσα στην άρνηση του είναι τώρα [η] υπόσταση. Αυτή είναι τούτη η ενότητα [εννοημένη] σαν μέσα στην άρνηση της ή σαν μέσα στη συμπτωματικότητα- ως τέτοια, αυτή είναι η υπόσταση που συλ/Λμβάνεται ως σχέση προς τον ίδιο τον εαυτό της. Η τυφλή κίνηση-μετάβασης της αναγκαιότητας είναι μάλλον η ιδιαίτερη 36. Μορφή και περιεχόμενο αποδίδονται στην ουσία και στο Είναι αντίστοιχα. Οσο Μ δύο κατηγορίες λαμβάνονται χωριστά απ' αλλήλων, η λογική κίνηση απειλείται με κατάρρευστ, μέσα στο Αλλο, την ετερότητα. Επειδή όμως το Είναι δεν εγκαταλείπει την ουσία, η κίνησή του η ίδια εξελίσσεται σε ανασκοπική κίνηση του εαυτού του.
362.
έκθεση του Απόλυτου, η κίνηση εντός εαυτού του ίδιου [του Απόλυτου], το οποίο, μέσα στην εξωτερίκευση [= αποξένωση] του, μάλλον αυτοαποκαλύπτεται^·?.
37. Η ενότητα του Είναι και της ουσίας, έτσι όπίος έχει εκφραστεί υπό τον όρο της απόλυτης αναγκαιότητας, ορίζεται ως υπόσταση. Λυτή-εδώ είναι ο λογικός τόπος, όπου το απόλυτα αναγκαίο, (υς τέτοιο που είναι, έχει την αιτία φανέραχτης ή αποκάλυψης του εαυτού του. Η κίνηση, κατά συνέπεια, δια της οποίας η μια πλευρά της απόλυτης αναγκαιότητας μεταβαίνει στην άλλη, είναι τέτοιας υφής που καθιστά τη μια κατηγόρημα της άλλτ)ς. Έχουμε, λοιτιόν, μια κίνηση της ιδιαίτερης έκθεσης του Απόλυτου, το οποίο δεν χάνεται μέσα στην απόλυτη αναγκαιότητα, αλλα βρίσκει τη δυνατότητα να αναδείξει την υποκειμενικότητά του. Και τη βρίσκει με το να αναφέρεται στον εαυτό του, συγκροτώντας έτσι τη δυναμική προϋπόθεση μόρφοκτης της συγκεκριμένης πραγματικότητας.
363.
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΑΠΟΛΪΤΗ ΣΧΕΣΗ Η απόλυτη αναγκαιότητα δεν είναι ούτε το αναγκαίο, ούτε ακόμα λιγότερο ένα αναγκαίο, αλλά αναγκαιότητα, - Είναι έτσι απλά και καθαρά ως ανασκόπηση. Αυτή είναι σχέση, επειδή είναι διαφοροποιείν, του οποίου οι ίδιες οι φάσεις είναι η σύνολη ολότητά της· γι' αυτό, οι τελευταίες υφίστανται απόλυτα, αλλά [is ένα τέτοιο τρόπο, που να υπάρχει μόνο Ένα υφίστασθαι και η διαφορά να μην είναι ποφά η εμφάνεια της έκθεσης [του Απόλυτου]· η εμφάνεια δε να είναι το ίδιο το Απόλυτο'. - Η ουσία ως τέτοια είναι η ανασκόπηση ή το κατ' εμφάνεια Είναι· αλλά η ουσία, ως απόλυτη σχέση, είναι η ως εμφάνεια τεθειμενη εμφάνεια, η οποία, έτσι όπως συλλαμβάνεται ως ετούτος ο αυτοσχετισμός, είναι η απόλυτη πραγματικότητα. - Το Απόλυτο, του οποίου η έκθεση ξεκίνησε πρώτα από την εξωτερική ανασκόττηση, τώρα εκθέτει τον εαυτό του ως απόλυτη μορφή ή ως αναγκαιότητα" αυτή η διαδικασία έκθεσης του ίδιου του εαυτού είναι το δικό του αυτο-θέτειν, και το Απόλυτο είναι μόνο τούτο το αυτο-θέτειν. Όπως το φωζ της φύσης δεν είναι κάτι, ούτε [ένα] πράγμα, αλλά το Είναι του είναι μόνο το κατ' εμφάνεια Είναι του, έτσι και η εκδήλωση είναι η αυτο-ταυτή απόλυτη πραγματικότητα. Οι πλευρές της απόλυτης σχέσης, συνεπώς, δεν είναι κατη1. Η απόλυτη αναγκαιότητα δεν προκύπτει ως συνιστώσα [= το αναγκαίο] της λογικής κίνησης της οιχτίας εν γένει ούτε ως ουσία μέσα στο στοιχείο του Είναι [= ένα αναγκαίο]. Απεναντίας, πρόι^ιται για μια σχέση που απηχεί τη λογική της συνένωσης Είναι ΧΜ ίχπόλυτης &αφορ<£;. Γι' αυτό, στην κίνηση της έννοιας του Απόλυτου Είναι η διαφορά του τελευταίου από τον εαυτό του, η οποία δεν είναι χβμ«χ δ«χφορα
364.
γορούμενα. Μέσα στο κατηγορούμενο το Απόλυτο εμupαtv€ται μόνο σε ένα από τα στάδκχ του, σε ένα τέτοιο που είναι προϋποτιθεμενο και συλλεγμένο από την εξωτερική ανσχόιτηση. Αλλά αυτό που εκθέτει το Απόλυτο είναι η απόλυτη αναγκαιότητα, η οποία είναι ταυτόσημη με τον εαυτό της ως αυτοπροσδιοριζόμενη. Εφόσον αυτή είναι το κατ' επίφαση Είναι, το οποίο είναι τεθειμένο ως εμφάνεια, οι πλευρές τούτης της σχέσης είναι ολότητες, επειδή αυτές έχουν τον προσδιορισμό της εμφάνειας· γιατί, ως εμφάνεια, οι διαφορές είναι αυτές οι ίδιες και το αντί-θετό τους, ή [είναι] το όλο· - αντίστροφα, αυτές είναι, κατ' αυτό τον τρόπο, εμφάνεια, επειδή είναι ολότητες. Αυτό το διαφοροποιείν ή το κατ' επίφαση Είναι του Απόλυτου είναι, λοιπόν, μόνο το ταυτό θέτειν του ίδιου του εαυτού του. Αυτή η σχέση, μέσα στην άμεση έννοια της, είναι η σχέση της υπόστασης και των συμβεβηκότων, ο άμιεσος εξαφανισμός και το γίγνεσθαι της απόλυτης εμφάνειας εντός εαυτού. Εφόσον η υπόσταση προσδιορίζεται ως διεαυτό-Είναι έναντι ενός Αλλου, ή η απόλυτη σχέση [προσδιορίζεται] ως ρεαλιστικά υπαρκτή, τότε έχουμιε τη σχέση της αιτιότητας. Τέλος, εφόσον τούτηεδώ, ως κάτι το αυτο-σχετιζόμενο, περνάει σε αλληλεπίδραση, τότε η απόλυτη σχέση είναι επίσης τεθειμένη σύμφωνα με τους προσδιορισμούς που αυτή περιέχει· τούτη η τεθειμένη ενότητα του εαυτού μΐ£σα στους προσδιορισμούς του, οι οποίοι είναι τεθειμένοι ως το ίδιο το όλο και έτσι όχι λιγότερο ως προσδιορισμοί. είναι τοτε η έννοια^.
2. Η απόλυτη σχέση στη εννόησή της ως σχέση υποστασιακότητας ηαρκηα τη μορφική ταυτότητα του Εσωτερικού [U το ΕξωτερικόTOUαναφέρεται ολοκληρωματικά στο Εσωτερικό. Ως σχέση αιτιότητας τιαριστά τη ρεαλιστική άαφορα ανάμβτα στους δύο όρους. Η τελιχη [= προς τέλος] ανάπτυξή της βρίσκ« το Είναι της μέσα στην αλληλεπίδραση, δια της οποίας τίθεται αυτή η σχέση. Η απόλυτη σχέβη που θέτει έτσι η ίδια τον εαυτό της είναι η έννοια.
365.
Α.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΓΠΟΣΤΑΣΙΑΚΟΤΗΤΑΣ Η απόλυτη αναγκαιότητα είναι απόλυτη σχέση, επειδή δεν είναι το Είναι ως τέτοιο, αλλά το Είναι, το οποίο είναι, επει8η είναι, το Είναι ως η απόλυτη διαμεσολάβηση του εαυτού του με τον ίδιο τον εαυτό του. Τούτο το Είναι είναι η υπόσταση- ως η έσχατη ενότητα της ουσίας και του Είναι αυτή είναι το Είναι μέσα σε κάθε Είναι" δεν είναι ούτε το μη-ανασκοπημένο άμεσο, ούτε επίσης κάτι το αφηρημένο που βρίσκεται πίσω από την Ύπαρξη και το Φαινόμενο, αλλά η ίδια η άμεση πραγματικότητα. και τούτη-εδώ ως απόλυτο ανασκοπημένο-Είναι εντός εαυτού. ως ένα υφίστασθαι που είναι καθεαυτό και διεαυτό. - Η υπόσταση, [εννοημένη] ως αυτή η ενότητα του Είναι και της ανασκόπησης είναι ουσιαστικά η κίνηση-εμφάνειας και το τεθειμένο-Είναι τους. Η κίνηση-εμφάνειας είναι εκείνη που αναφέρεται στον εαυτό της, έτσι αυτή είναι' τούτο το Είναι είναι η υπόσταση ως τέτοια. Αντίστροφα, αυτό το Είναι είναι μόνο το ταυτό μ.ε τον εαυτό του τεθειμενο-Είναι, άρα είναι η ολότητα υηό τη μορφή του κατ' εμφάνεια Είναι, το συμ€ε6ηκόφ. ,3. Η ολότητα, που τίθεται εδώ, δεν έχει απλώς τη σημασία του αποτελεηωιτος μιας πρωθύστερης λογικής τελείωσης ούτε αποτελεί ταυτότητα ή σύνθεση, στην οποία μας οδηγεί η εξωτερική ανασκόττηση. Αντίθετα, πρόκειται για ανά-λυση της ίοιας της υπόστασης, η οποία περιέχει τόσο το Είναι όσο κ(χι την ουσία. Αυτό, λοιπον. που συμβαίνει είναι η δίνη της λογικής ανέλιξης της πραγματικότητας, η οποία έτσι δεν χάνεται σε μερικές εκλογικεύσεις ούτε καθηλώνεται σε περιορισμένους τρόπο'υς σχέσης προς τα πράγματα, αλλά συμμερίζεται αυτά κοα τα συμμερίζεται ανιδιοτελώς. Απ' αυτή την άποψη, η πραγματικότητα υη-άρχει κάθε δεδομένης ταυτότητας, με την οποία συνυφαίνεται το γεγονός αχ; γεγονός· συνιστά δηλ. την απανταχού SiNcirr^ ολότητα, η οποία υπολανθάνει κοα ως τέτοια πρωτάρχα· δεν είναι, υπ' αυτή την έννοια, «η ολότητα των γεγονότων», όπως λέει ο Wittgenstein Tr. 1.1, αλλα των φαινομένων κ « των πραγμάτων.
366.
Ετούτη η κίνηση εμφάνεκις είναι η ταυτότητα ως [ταυτότητα] της μορφής· - η ενότητα της δυνατότητας και της πραγματικότητας. Αυτή είναι, πρωτίστως, γιγνεσϋαα, η συμπτοψατικότητα που νοείται ως η σφαίρα της γένεσης xau παρέλευσης· γιατί, σύμφωνα με τον προσδιορισμό της αμεσότητας, ο σχετισμός της δυνατότητας και της πραγματικότητας είναι άμεοΎ] μεταστροφή του ενός μέσα στο άλλο, [έτσι όπως συλλαμβάνονται] ως όντα, του καθενός μέσα σε εκείνο, το οποίο τού είναι απλώς Αλλο. Αλλά, επειδή το Είναι είναι εμφάνεια, ο σχετισμός δυνατότητας και πραγματικότητας είναι επίσης ένας σχετισμός ταυτόσημοι όρων ή τέτοιων που εμφαίνεται ο ένας στον άλλο, [είναι] ανασκόττηση. Η κίνηση του συμβεβηκότος, λοιπόν, παριστά σε κάθε ένα από τα στάδιά της το εμκραίνεσθαι εντός αλλήλων των κατηγοριών του Είναι και των ανίζσκοπικών προσδιορισμών της ουσίαις. Το άμ£σο Κάτι έχει ένα περιεχόμενο· η αμεσότητά του είναι συνάμα ανασκοτΐημένη αδιαφορία προς τη μορφή. Αυτό το περιεχόμενο είναι προσδιορισμένο, και, εφόσον τούτο είναι προσδιοριστικότητα του Είναι, το Κάτι μεταβαίνει μέσα σε ένα άλλο. Αλλά η ποιότητα είναι επίσης προσδιοριστικότητα της ανασκόπησης· ως τέτοια αυτή είναι αδιάφορη διαφορετικότητα. Αλλά τούτη-εδώ αναζωογονείται σε αντί-θεση και επίχνέρχεται στο θεμέλιο, το οποίο είναι το μηδέν, αλλά και ανασκόττηση-εντός-εαυτού. Η τελευταία αυτοαναιρείται· η ίδια όμως είν<χι αν(χσκο7α]μένο καθεαυτό-Είναι, ως τέτοια είναι δυνατότητα, και τούτο το καθεαυτό-Είναι, στα πλαίσια της μετάβοισής του που είναι εξίσου κοιλά οινασκόπηση-εντός-εαυτού, είναι το αναγκαίο πραγματικό. Αυτή η κίνηση του συμβεβηκότος είναι η ενεργότητα της υπόστασης που νοείται ως ήρεμη ανάδυση αυτής της ίδιας. Αυτη δεν είναι ενεργός ως προς Κάτι, αλλά μόνο ως προς τον εαυτό της ως απλό και στερούμενο αντίστασης στοιχείο^ Η αναίρεση 4. Η υπόσταση κινείται κατά μια εσ&ηεριχή λογική και γι' αυτό η ενέργεια της απέναντι στον εαυτό της δεν παράγεται από ένα εξωτερικό αντι-θετο (entgegengesetztes), αλλά είναι έλλογης υφής.
367.
ενός προϋποτεθειμένου είναι η εξαφανιζόμενη εμφάνεια· είναι μόνο μιεσα στην πράξη αναίρεσης του άμεσου που τούτο το άμεσο γίνεται αυτό το ίδιο, ή που είναι εκείνο το κατ' εμφάνεια Είναιτο ξεκίνημ«* από τον ίδιο τον εαυτό είναι μ/ίνο το θέτειν ετούτο τον Εαυτό, από τον οποίο γίνεται το ξ ε κ ί ν η μ α ^ . Η υπόσταση, [εννοημένη] ως ετούτη η ταυτότητα του κατ' εμφάνεια Είναι, είναι η ολότητα του όλου και περιλαμβάνει εντός εαυτού το συμβεβηκός, και το συμβεβηκός είναι το όλο της ίδιας της υπόστασης. Η διαφορά [= διαφοροποίηση] αυτής μέσα στην απλη ταυτότητα του Είναι και στη ροη των συμβεβηκότων σε τούτη την ταυτότητα είναι μαα μορφή του κατ' εμφάνεια Είναι της. Εκείνο-εκεί είναι η άμορφη υπόστοιση του ποφαστασκχχού σκέπτεσθαι, για το οποίο η εμφάνεια [= το φαινομενικό Είναι] δεν έχει προσδιορισθεί ως εμφάνεια, αλλά το οποίο προσκολλάται σε μια τέτοια απροσδιόριστη ταυτότητα σαν σε ένα Απόλυτο· [μια ταυτότητα] η οποία δεν έχει καμιά αλήθεια, [αλλά] είναι μόνο η προσδιοριστικότητα της άμεσης πραγματικότητας ή εξίσου του καθεαυτό-Είναι ή της δυνατότητας, - μορφικοί προσδιορισμοί οι οποίοι πέφτουν μέσα στο συμβεβηκός. Ο άλλος προσδιορισμός, η ροη των συμβεβηκότων, είναι η απόλυτη μορφική-ενότητα του συμβεβηκότος, η υπόστοιση υπό την έννοια της απόλυτης ισχύος. - Η παρέλευση του συμβεβηκότος είναι κίνηση επανάκαμψης αυτού ως πραγματικότητας εντός εαυτού σαν εντός του καθεαυτό-Είναι του ή της δυνατότητάς του· αλλά τούτο το καθεαυτό-Είναι του δεν είναι το ίδιο παρα ενα τεθειμένο-Είναι, συνεπώς είναι επίσης μια πραγματικότητα, και, επειδή αυτοί οι.μορφικοί προσδιορισμοί είναι εξίσου καλά προσδιορισμοί- περιεχομένου, αυτό το δυνατόν είναι επίσης, από την άποψη του περιεχομένου, ένα πραγματικό προσδιορι-
5.. Όταν το προ'ύποτιθέμενο αναφείται ή ακυρώνεται ως εμφάνεια, γίνεται ένα προχώρημβ στο Είναι ως λογικό ξεκίνημα. Έτοΐ αυτό το ξεκίνημα δεν είναι ένα μονοδιάστατο και αποκλειστικό ξεκίνημα της ουσίας ή του Είναι.
368.
σμενο διαφορετικά. Η υπόσταση εκδηλώνεται με το περιεχόμενο της διαμέσου της πραγματικότητας, μέσα στην οποία μετα^τει [= μεταποιεί (übersetzt)], ο>ς δημιουργός δύναμη, το δυνατόν, [και] διαμέσου της δυνατότητας, μέσα στην οποία περιάγει, ως καταστροφική δύναμη, το πραγματικό. Αλλά αμφότερες είναι ταυτόσημες: η δημιουργία είναι καταστροφή, η καταστροφή είναι δημιουργία· διότι το αρνητικό και το θετικό, η δυνατότητα και η πραγματικότητα, είναι απόλυτα συνενωμένες μέσα στην υποστασιακή αναγκαιότητα®. Τα συμ6ε6ηκότα ως τέτοια - και τούτα είναι πλείστα, εφόσον η πλειονότητα είναι ένας από τους προσδιορισμιούς του Είναι - δεν έχουν καμιά ισχύ το ένα επί του άλλου. Αυτά είναι τα όντα ή κάτι που είναι για τον εαυτό του, υπάρχοντα πράγματα με ποικίλες ιδιότητες ή σύνολα που αποιρτίζονται από μέρη, δυνάμεις που έχουν ανάγκη η μια να διεγείρει την άλλη και οι οποίες έχουν η μια την άλλη για συνθήκη. Στο βαθμό που ένα τέτοιο συμβεβηκός φαίνεται να εξουσιάζει του άλλου, τότε αυτό είναι η ισχύς της υπόστασης'', η οποία περιλαμβάνει αμφότερα εντός της· ως αρνητικότητα, αυτή συνεπάγεται μια άνιση αποτίμηση, προσδιορίζοντας το ένα ως [συμβεβηκός] που παύει να είναι και το άλλο μ£ διαφορετικό περιεχόμενο και ως [συμβεβηκός] που έρχεται στο είναι, ή εκείνο ως αυτό που μεταβαίνει στη δυνατότητά του, ετούτο ως το μιεταβαίνον στην πραγματικότητα- - διχάζεται αιωνίως μέσα στις διαφορές της μορφής και του περιε6. Η υποστασιακή αναγκαιότητα παραπέμπει στην αναγκαιότητα που διέπει την υπόσταση ως απόλυτη σχέση. Σύμφωνα με αυτή την αναγκαιότητα η υπόσταση πραγματοποιείται με το να σκέπτεται τη δημιουργία και την καταστροφή ως μία και ταυτόσημη δύναμη. Αυτή η δύναμη την παρουσιάζει να δημιουργεί ux; ουσία και να καταστρέφει ως υπόσταση. Μια σπερματική σύλληψη αυτής της ιδέας πρωτοδιατύποχτε μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας ο Αναξιμένης. 7. Τα συμβεβηκότα δηλ. έχουν ισχύ όχι με το νόημα της εξωτερικής επιβολής του ενός πάνω στο άλλο, αλλά ως στοιχεία της μεταξύ τους σχέσης, η οποία δεν είναι παρά σχέση της ίδιας της υπόστασης. Έτσι η ισχύς των συμβε€ηκότων βρίσκεται στην πλευρά της υπόστασης.
369.
χομιένου, και αιωνίως αποκαθαίρεται από τούτη τη μονομέρεια, αλλά μέσα στην ίδια τούτη την αποκάθαρση επαναπίπτει στον προσδιορισμό και στο διχασμό. Ένα συμβεβηκός εκδιώκει, λοιπόν, ένα άλλο μόνο και μόνο, επειδή το δικό του ιδιαίτερο υφίστασθαι είναι αυτή η ολότητα της μορφής και του ίδιου του περιεχομένου, μέσα στην οποία [ολότητα] τούτο το συμβεβηκός όπως και το άλλο του αφανίζεται εξίσου καλά. Εξ αιτίας αυτής της άμεσης ταυτότητας και παρουσίας της υπόστασης μέσα στα συμβεβηκότα δεν είναι ακόμα καμιά (5εαλ{!7TOC>; διαφορά παρούσα. Μέσα σε τούτο τον πρώτο προσδιορισμέ η υπόσταση δεν είναι ακόμη εκδηλωμένη σύμφωνα με όλη την έννοια της. Όταν η υπόσταση, στην εννόησή της ως το αυτοταυτόσημο καθεαυτό-χαι-διεαυτό-Είναι, διαφοροποιείται από ..τούτη την ίδια ως ολότητα των σνμβε^ηκότων, τότε εκείνο που διαμεσολαβεί είναι αυτή [η υπόσταση] ως ισγύς. Τούτη-εδώ είναι η αναγκαιότητα, το σταθερό εμμενειν των συμβεβηκότων μέσα στην αρνητικότητά τους και το απλό τους τεθειμενο-Είναι μέσα στο υποστασιακό τους υφίστασθαΐ' τούτος ο μέσος όρος είναι, λοιπόν, ενότητα της ίδιας της υποστασιακότητας και του συμβεβηκότος, και οι ακραίοι όροι της δεν έχουν κοινένα ιδιαίτερο υφίστασθαι«. Η υποστασιακότητα, κατά ταύτα, είναι μόνο η σχέση που εξαφανίζεται άμεσα, αναφέρεται στον εαυτό της όχι ως αρνητικό, [και], [ειλημμένη] ως η άμεση ενότητα της ισχύος με τον εαυτό της, είναι υπό τη μορφή μόνο της ταυτότητας της, όχι της αρνητικής της ουσίας- δεν είναι παρά ένα στάδιο, δηλ. το αρνητικό ή η διαφορά, που εξαφανίζεται απόλυτα, όχι το άλλο, το ταυτο. - Αυτό μπορούμιε να το δούμε ως ακολούθακ;: η εμφά8. Η σχέση υποστασιακότητας συνιστά την αρνητικότητα της απόλυτης αναγκαιοττ,τας και καθότι τέτοια δεν κατανοείται ως κάτι το έμμονο και σταθερό, αλ>Λ ως οιαμεσολαβητής που συγκεντρώνει την απόλυτη ισχύ ή δύναμη (absolute Macht) και αυττ, την έννοια παριστά τη «δεύτερη αμεσότητα της πραγματικότητας, αη πρώτη αποδείχτηκε ότι είναι μορφική ανάλυση του Απόλυτου ως καθαρός τρόπος» Liebrucks 1974, σ. 383.
370.
νεία ή το συμβεβηκός είναι καθεαυτην πράγματι υπόσταση μέσω της ισχύος, αλλά δεν είναι έτσι τεθειμένη ως ετούτη η αυτο-ταυτη εμφάνεια· έτσι η υπόσταση έχει για μόρφωμά της ή τεθειμένο-Είναι μόνο το συμβεβηκός, όχι τον ίδιο τον εαυτό της· δεν είναι υπόσταση ως υπόσταση. Άρα, η σχέση υποστασιακότητας, κατά πρώτον, είναι μόνο η υπόσταση, [με τέτοιο τρόπο] που η τελευταία να αποκαλύπτεται ως μορφική ισχός, της οποίας οι διαφορές δεν είναι υποστασιακές· η υπόσταση, στην πράξη, δεν είναι παρά ως Εσωτερικό των συμβεβηκότων, και τα τελευταία τούτα είναι μόνο στϊ;ν υπόσταση. Με άλλα λόγια, τούτη η σχέση είναι μόνο η φαινομενική ολότητα ως γίγνεσθαι· αλλ' αυτή είναι όχι λιγότερο ανασκόπηση· το συμβεβηκός, το οποίο καθεαυτό είναι υπόσταση, ακριβώς γι' αυτό το λόγο είναι επίσης τεθειμένο ως τέτοιο· έτσι είναι προσδιορισμένο ως αυτο-αναφερόμιενη αρνητικότητα, σε αντίθεση με τον εαυτό του που είναι προσδιορισμένος ως απλή αυτο-αναφερόμενη ταυτότητα με τον εαντό" και είναι άεαυτήν-οόσα, κραταιά υπόσταση. Τότε η υΛοστασιακή σγεσΐ] μιεταβαίνει στη σχέση αιτιότητας. Β. Η ΣΧΕΣΗ-ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ Η υπόσταση είναι ισχύς, και ισχύς ανασκοπημένη εντός εαυτού, η οποία δεν μεταβαίνει απλώς, αλλά θέτει τους προσδιορισμούς και τους διαφοροποιεί από τον εαυτό της. Ως αυτοσχετιζομ£νη μέσα στο προσδιορίζειν της η ίδια είναι εκείνο που αυτη θετει ως αρνητικό και μετατρέπει σε τεθειμένο-Είναι. Ετούτο είναι, λοιπόν, εν γένει η ανηρημένη υποστασιακότητα, το απλώς τεθειμένο', το αποτέλεσμα- αλλά η διεαυτήν ούσα υπόσταση είναι η αιτία^.
9. Η υπόσταση μέσα στη λογική εξέλιξη της ουσίας αναδεικνύεται σε ισχύ που δεσπόζει όχι |Α0νο μέσα στο στοιχείο του Είναι, αλλά και σε κείνο του θέτειν. Συμβαίνει, λοιπόν, όταν αυτή θέτει τους τρόπους της, τα στ,μβεβηκότα, να 0έτει
371.
Αυτή η σχέση αιτιότητας είναι, κατ' αρχήν, μόνο τούτη η σχέση αιτίας και αποτελέσματος· ως τέτοια, αυτή είναι η μορφική σχέση αιτιότητας. a. Η μορφική αιτιότητα 1. Η αιτία είναι το Αρχέγονο σε σχέση με το αποτέλεσμα. Ως ισχύς, η υπόσταση είναι το εμφαίνεσθαι ή έχει [το] συμβεβηκός. Αλλά αυτή είναι, ως ισχύς, εξίσου καλά ανασκόπηση-εντός-εαυτού μέσα στην εμφάνειά της- έτσι η υπόσταση εκθέτει την κίνηση-μετάβασής της, και τούτη η αντανακλχστική-κίνηση [Schemen] είναι προσδιορισμένη ως εμψάνεια, ή το συμβεβηκός είναι τεθειμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι μόνο ένα τεθειμένο. - Η υπόσταση όμως, κατά την προσδιοριστική της κίνηση, δεν εκκινεί από το συμβεβηκός, ως εάν το τελευταίο τούτο στην αρχη να ήταν κάτι Άλλο και μιόνό τώρα να ετίθετο ως προσδιοριστικότητα, αλλά και οι δύο είναι Μια ενεργότητα. Η υπόσταση ως ισχύς προσδιορίζεται· αλλά αυτό τούτο το προσδιορίζει είναι άμεσα το αναιρείν του προσδιορίζειν και η επιστροφή. Αυτή προσδιορίζεται, - αυτή, το προσδιορίζον, είναι, λοιπόν. την αρνητικότητα του εαυτού της, γιατί το θέτειν ως το προσδιορίζειν αυτής είναι συναμα η πράξη αναίρεσης του εαυτού της από αυτό το προσδιορίζειν ή η αυτοθεσία ττ,ς παραπέμπει στην ισχύ του εαυτού της ως τεθειμένου. Από τη σκοπιά τούτη, η 'απόσταση είναι η ολότητα, μέσα στην οποία συνωθούνται τα συμβεβηκότα, γιατί η κίντιττ, των συμβεβηκότων είναι η ενέργεια της υπόστασης. Η υπόσταση, επομένως, δεν είναι θεμέ>αο ή λόγος [Gruhd], από όπου εκπορεύεται ένα άλλο, αλλά η αιτία [Ursache] ως σχέση ισχύος απέναντι στα συμβεβηκότα, τα οποία εκφράζουν ττ,ν απόληξη αυτής της σχέσης ως ένα όλο. Αυτό το όλο, έτσι όπως προκύπτει, είναι αποτέλτσμ« [Wirkung], αλλά διαφέρει ριζικά από το σκέτο αποτέλεσμα [Resultat], Το αποτέλεσμα [Wirkung] ως όλο παραπέμπει στην πραγματικότητα [Wirklichkeit], κάτι που μαρτυρά και η ετυμολογική συγγένεια των λέξεων και το οποίο έχει κατά νου ο Χέγκελ- αυτή η πραγματικότητα, με το να διαμεσολαβείται ατ» το άλλο της, ανάγει στην ενέργεια του εαυτού της την αιτία που τη γεννά.
372.
το άμεσο και εκείνο που το ίδιο είναι ήδη προσδιορισμένο· - με το να προσδιορίζει τον εαυτό της η υπόσταση θέτει, συνακόλουθα, τούτο το ήδη προσδιορισμένο (ος προσδιορισμένο, έχει, λοιπόν, αναιρέσει το τεθειμένο-Είναι και επέστρεψε στον εαυτό της. - Αντίστροφα, τούτη η επιστροφή, επειδή είναι η αρνητικ-η αναφορά της υπόστασης στον εαυτό της, η ίδια είναι ένα προσδιόριζειντ] μια απώθηση του εαυτού της από τον εαυτό της- χάρη σε τούτη την επιστροφή συμβαίνει να γίνεται το προσδιορισμένο, από το οποίο φαίνεται να ξεκινά η υπόσταση και το οποίο τώρα φαίνεται να θέτει ως ένα προδιορισμένο ήδη δεδομένο. - Η απόλυτη ενεργότητα είναι, λοιπόν, αιτία, η ισχύς της υπόστασης μέσα στην αλήθεια της ως εκδήλαχτη· τούτη δε εκθέτει επίσης εκείνο που είναι καθεαυτό, δηλ. το συμβεβηκός - το οποίο είναι το τεθειμένο-Είναι - άμεσα μέσα στο γίγνεσθαι αυτού του συμβεβηκότος, το θέτει ως τεθειμένο-Είναι - ως αποτέλεσμα. Τούτο-δω είναι λοιπόν, κατά πρώτον, το ίδιο με αυτό που είναι το συμβεβηκός της υποστασιακής σχέσης, δηλ. η υπόσταση ως τεθειμένο-Είναι· αλλά, δεύτερον, το συμβεβηκός ως τέτοιο είναι υποστασιακό μόνο, όταν εξαφανίζεται, όταν είναι κάτι το μεταβατικό" ως αποτέλεσμα όμως το συμβεβηκός είναι το τεθειμένο-Είναι υπό την έννοια του αυτο-ταυτού· η αιτία είναι εκδηλωμένη μέσα στο αποτέλεσμα ως σύνολη υπόσταση, δηλ. ως ανασκοττημένη εντός εαυτού στη σφαίρα του ίδιου του τεθειμένουΕίναι εν γένει Ό. 2. Με τούτο το - εντός εαυτού ανοισκοπημένο - τεθειμένοΕίναι, με το προσδιορισμένο ως προσδιορισμένο, είναι αντιμέτωτο] η υπόσταση ως το Αρχέγονο που δεν είναι τεθειμένο. Η τε10. Στη μορφική τους διαφορά αιτία [= Ursache] και αποτέλΐσμα [= Wirkung] ττροσ&ορίζονταί από το γεγονός ότι ο ένας όρος είναι ανασκοττημένος εντός εαυτου, 5ηλ. το θέτειν και ο άλλος τεβειμένο-Είναι. Στην αναλογία του περιεχομίνου αμφότεροι (τυνιστούν ταυτότητα, έτ« «όστε η ΐΛτόσταση να είναι το αρχέγονο Πράγμα (ursprüngliche Sadie] ως η ανασκοπημένη εντός εαυτού κίνηση ολοκληροιτικής εύρεσης του ενός μέσα στο άλλο.
373.
λευταία, ως απόλυτη ισχύς, είναι επιστροφή εντός εαυτού, αυτή τούτη όμως η επιστροφή είναι ένα προσδίορίζειν γι' αυτό, η υπόσταση δεν είναι πλέον απλώς το χαθ-εαυτό των συμβεβηκότων της, αλλά είναι εξίσου τεθειμένη ως ετούτο το καθεαυτόΕίναι. Κατά συνέπεια, είναι μόνο ως αιτία που η υπόσταση έχει πραγματικότητα. ΡϊΚ^ά τούτη η πραγματικότητα, όπου το καΘεαυτό-Είναι της, η προσδιοριστικότητά της μέσα στην υποστασιακή σχέση, είναι εφεξής τεθειμένη ως προσδιοριστικότητά, είναι το αποτέλεσμα- η υπόσταση, ως εκ τούτου, έχει την πραγματικότητα. η οποία είναι γι' αυτήν αιτία, μόνο μέσα στο αποτέλεσμα της^Κ - Είναι τότε η αναγκαιότητα που συνιστά την αιτία. - Αυτή είναι η πραγματική υπόσταση, επειδή η υπόσταση, ως ισχύς, αυτοπροσδιορίζεται· αλλά συνάμα είναι αιτία, επειδή εκθέτει τούτη την προσδιοριστικότητά ή την θέτει ως τεθειμιένο-Είναί' έτσι η υπόσταση θέτει την πραγματικότητά της ως το τεθειμιένο-Είναι ή ως το αποτέλεσμα. Αυτό-εδω είναι το Αλλο της αιτίας, το τεθειμένο-Είναι έναντι του Αρχέγονου και οιαμεσολα^ημένο από το τελευταίο. Αλλά η αιτία, καθότι αναγκαιότητα, όχι λιγότερο αναιρεί τούτη την κίνηση διαμιεσολάβησής της και είναι επιστροφή εντός εαυτού, καθώς, κατά το -ροσδιορίζειν του εαυτού της, συνιστά την αρχέγονα αυτο-αναφερόμενη πλευρά σε αντίθεση προς τη διαμεσολαβημένη τοιαύτη· το τεθειμένο-Είναι πράγματι είναι προσδιορισμένο ως τεθειμένο-Είναι, άρα αυτο-ταυτό- η αιτία, κατ' ακολουθίαν, είναι μόνο μεσα στο αποτέλεσμά της το αληθινά πραγματικό και αυτοταυτό. - Το αποτέλεσμα είναι, λοιπόν, αναγκαίο, ακριβώς επειδή είναι εκδήλωση της αιτίας ,ή [επειδή αυτό είναι] τούτη η αναγκαιότητα που είναι αιτία. -Είναι μόνο ως ετούτη η αναγκαιό-
11. Η μορφική πληρότητα της πραγματικότητας έγκειται στο να είναι η τελευταία ανασκοπημέντ, μέσα στο αποτέλεσμα. Αυτό σημαίνει ότι συνιστά το προσδιορισμένοΕ ^ της υπόστασης, σύμφωνα με το οποίο τούτη-εδώ επαναστρέφεται προς τη δίκη της πλευρά ως αιτία ή είναι πραγματική, όταν παράγει ως τέτοια το αποτέλεσμα.
374.
τητα'2 που η ίδια η αιτία είναι το κινούν - ξεκινώντας από τον εαυτό της χωρίς να διεγείρεται από ένα άλλο - καα αυτόνομη πηγη παραγωγής εξ εαυτού- - αυτή πρέπει κατ' αναφα-ι ενεργήσει- η αρχεγονοσύνη της έγκειται στο ότι η ανασκόπησή τηςεντός εαυτού είναι ένα προσδιοριστικό θέτειν και πως αμφότεροι οι όροι είναι μια ενότητα. Ως προκύπτει, το αποτέλεσμα δεν περιέχει απολύτως τίποτα, το οποίο να μην περιέχει η αιτία. Αντίστροφα, η αιτία δεν περιέχει τίποτε, το οποίο να μην είναι στο αποτέλεσμα rrj?'·'. Η αιτία είναι αιτία μόνο στο μέτρο που παράγει ένα αποτέλεσμακαι η αιτία δεν είναι τίποτε άλλο από τούτο τον προσδιορισμό [που έγκειται] στο να έχει αυτή ένα αποτέλεσμα, και το αποτέλεσμα τίποτε άλλο από τούτο: να έχει μια αιτία. Η ίδια η αιτία ως τέτοια περιέχει το αποτέλεσμά της, και το αποτέλεσμα την αιτία· στο βαθμό που η αιτία δεν θα ενεργούσε ακόμη ή θα είχε παύσει να ενεργεί, τότε δεν θα ήταν αιτία· - και το αποτέλεσμα, στο μέτρο που θα έχει εξαφανιστεί η αιτία του, δεν είναι πλέον αποτέλεσμα, αλλά μια αδιάφορη πραγματικότητα. 3. Η μορφή, δια της οποίας αιτία και αποτέλεσμα διαφοροποιούνται ως το ον καθεαυτό και ως το τεθειμένο-Είναι, τώρα είναι ανηρημένη μ^σα σε τούτη την ταυτότητα της αιτίας και του αποτελέσματος. Η αιτία εξαλείφεται μέσα στο αποτέλεσμά της· παρόμοια και το αποτέλεσμα είναι εξαλειμμένο, γιατί δεν είναι παρά η προσδιοριστικότητα της αιτίας. Αυτή, συνεπώς, η αιτιότητα που είναι εξαλειμμένη μέσα στο αποτέλεσμα συνιστά μια αμεσότητα, η οποία στέκεται αδιάφορα απέναντι στη σχέστ^ αιτίας και αποτελέσματος και την προσεγγίζει εξωτερικά.
12. Δηλ. η αναγκαιότητα να είναι το αποτέλεσμα αυτο-εκδηλωνόμενη αιτία καθιστά την αιτία αυτοκινούμενη και όχι ετεροκαθοριζόμενη. 13. Αυτό που σήμαινα το αποτέλεσμα παραπέμπει πάντοτε στην αιτία και αντίστροφα. 373.
b.
Η καθορισμένη
σχέση-οατιότητας
1. Η αυτο- ταυτότητα της αιτίας μέσα στο αποτέλεσμα της είναι η αναίρεση της ισχύος της και της • αρνητικότητάς της, [και] κατ' επέκταση η ενότητα που είναι αδιάφορη προς τις μορφικές διαφορές, [δηλ.] το περιεχόμενο. - Τούτο, κατά συνέπεια. αναφέρεται μόνο καθεαυτό στη μορφή, εδώ στην αιτιότητα. Αμφότεροι οι όροι είναι, λοιπόν, τεθειμένοι ως [απλώς] διαφορετικοί, και η μορφή ως ενάντια στο περιεχόμενο η ίδια [είναι] μια απλώς πραγματική, μια συμπτωματική αιτιότητα·^. Εξάλλου το περιεχόμενο, έτσι [ειλημμένο] ως κάτι το προσδιορισμένο, είναι ένα διαφορετικό περιεχόμιενο σ' αυτό το ίδιο· και η αιτία είναι προσδιορισμένη από την άποψη του περιεχομένου, παρόμοια δε και το αποτέλεσμα. - Εφόσον το ανασκοπημένοΕίναι εδώ είναι επίσης άμιεση πραγματικότητα, το περιεχόμενο είναι στην αυτή αναλογία πραγματική, αλλά πεπερασμένη υπόσταση. Αυτό είναι εφεξής η αιτιώδης-σχέση μέσα στη ρεαλιστική της πραγμάτωση και περατότητα. Ως μορφική, αυτή είναι η άπειρη σχέση της απόλυτης ισχύος, το περιεχόμενο της οποίας είναι η καθαρή εκδήλωση ή αναγκαιότητα. Ως πεπερασμένη αιτιότητα, απεναντίας, αυτή έχει ένα δεδομένο περιεχόμενο και απολήγει στην εκδίπλωσή της ως εξωτερική διαφορά σε τούτο το ταυτοσημο, το οποίο μες στους προσδιορισμούς του είναι μία και η αυτή υπόσταση 14. Με το να είναι ταυτό το περιτχόμενο της αιτίας και του αποτελέσματος, η μορφή τους, ως το διαφορετικό που εκφράζει την κτχύ της υπάττααης, αναιρείται. Έτσι το περιεχόμενο αναδύεται ως το καθορισμένο απέναντι σε «μια συμπτοιματικη αιτιότητα». 15. Η «τιώδης-σχέση στον μορφικό της προσδιορισμό είναι η ταυτόσημη αναφορά μιας υπόστασης. Αυτή η αναφορά ως τέτοια παραπέμπει στο γεγονός ότι η υπόσταση είναι η ρητή ισχύς της αιτίας ιος μορφής και ότι αυτή υπάρχει με το να εκ-
376.
Μέσω τούτης της ταυτότητοζ του περιεχομένου αυτή η αιτιότητα είναι μια αναλυτική πρόταση. Πρόκειται για το iSto Πράγμα, το οποίο τη μια φορά παριστάνεται ως αιτία, την άλλη ως αποτέλεσμα, εκεί ως ιδιότυπο υφίστασθαι, εδώ ως τεθειμενο Είναι ή προσδιορισμός σε ένα άλλο. Εάν έχουμε σαν δεδομένο πως αυτοί οι προσδιορισμοί της μορφής είναι εξωτερική ανασκόπηση, τότε το να προσδιορίζουμε ένα φαινόμενο ως αποτέλεσμα και από εδώ να αναγόμαστε στην αιτία του για να το εννοήσουμε και να το εξηγήσουμε είναι, από Tijv άποφτη του Πράγματος, η ταυτολογική θεώρηση μιας υποκειμενικής διάνοιας· είναι μόνο ένα και το αυτό περιεχόμενο που επαναλαμβάνεται· μέσα στην αιτία δεν υπάρχει τίποτε άλλο από αυτό που υπάρχει στο αποτέλεσμα. - Η βροχή, για παράδειγμα, είναι η αιτία της υγρασίας, η οποία είναι το αποτέλεσμά της· η ^ροχή μουσκεύει, αυτή είναι μια αναλυτική πρόταση· το ίδιο νερό, που είναι η βροχή, αποτελεί και την υγρασία· ως βροχή, τούτο το νερό είναι μόνο υπό τη μορφή ενός Πράγματος για τον εαυτό του· ως υδατοειδές ή υγρασία, αντίθετα, είναι κάτι το προσοιρτημένο, ένα τεθειμένο. το οποίο δεν οφείλει πλέον να έχει το υφίστασθαί του σ' αυτό το ίδιο· και ο ένας προσδιορισμός όπως και ο άλλος τού είναι εξωτερικός. - Fi αιτία, έτσι, αυτού του χρώματος είναι ένας χρωστικός συντελεστής, μια χρωστική ουσία, η οποία είναι μία και η αυτή πραγματικότητα, τη μχα φορά μιε την εξωτερική σε τούτη [τη χρωστική ουσία] μορφή ενός ενεργού συντελεστή, δηλ. εξωτερικά συνδεδεμένη με ένα διαφορετικό απ' αυτήν ενεργό συντελεστή, ενώ την άλλη υπό τον εξωτερικό επίσης σ' αυτήν προσδιορισμό ενός απο-
δηλώνει τούτη την ισχύ. Έτσι όμως θέτει υπό ριζικό κλονισμό τον εαυτό της και δείχνει τον πεπερασμένο χαρακτήρα της. Η ισχύς τότε ομολογεί μια άλλη δυνατότητα που φέρει μέσα της και η οποία την προσδιορίζει στο να είναι ανοικτή στον κοσμο της πραγματικότητας και παράλληλα να εξαρτάται από αυτόν. Η οντο-λογικη ολοκλήραχτη της υπόστασης δε ζητεί πλέον επιβεβαίωση της κτχύος της, αλλά το ξετύλιγμα της ανεπίσχετης εργασίας για να παράγει αυτό που τη δημιουργεί και την εγκαθιστά μέσα στον κόσμο.
377.
τελέσματος. - Η αιτία μιιας ενεργείας είναι η εσωτερική προδιάθεση μέσα σε ένα ενεργό υποκείμενο, και τούτη [η προδιάθεση], υπό τη μορφή της εξωτερικής ύπαρξης την οποία αυτή προσλαμβάνει μέσω της πράξης [= δράσης], είναι το ίδιο περιεχόμενο και η ίδια αξία. Όταν η κίνηση ενός σώματος βλέπεται ως αποτέλεσμα, τότε η αιτία του ίδιου αποτελέσματος είναι μια (οστική δύναμη· αλλά είναι το ίδιο ποσόν της κίνησης, το οποίο είναι παρόν πριν και μετά την ώθηση, η ίδια ύπαρξη, την οποία περιείχε το ωστικό σώμα και τη μετέδιδε στο ωθούμενο [σώμα]· και το ποσόν που αυτό μεταδίδει είναι τόσο όσο το ίδιο χάνει. Η αιτία, π.χ. ο ζωγράφος ή το ωστικό σώμα, έχει βέβαια ένα πρόσθετο περιεχόμενο: στην πρώτη περίπτωση τα χρώματα και τη μορφή, η οποία συνδυάζει αυτά σε ένα έργο ζωγραφικής, στη δεύτερη μια κίνηση ορισμένης ισχύος και φοράς. Αλλά τούτο το πρόσθετο περιεχόμενο είναι ένα συμπτωματικό συνέργημια, το οποίο δεν ενδιαφέρει καθόλου την αιτία· όποιες άλλες ποιότητες κατέχει ο ζωγράφος - εκτός από το γεγονός ότι αυτός είναι ζωγράφος αυτού του έργου - δεν παρεισδύουν μέσα σε τούτο το έργο· μόνο εκείνες από τις ιδιότητές του που παριστάνονται μέσα στο αποτέλεσμα είναι παρούσες σ' αυτόν, [ειλημμένον] ως αίτία· αυτός δεν είναι αιτία σύμφωνα με τις υπόλοιπες ιδιότητες. Παρόμοια, εάν το ωστικό σώμα είναι πέτρα ή ξύλο, πράσινο, κίτρινο κ.λπ., αυτά δεν παρεισδύουν στην ώθηση που αυτό προκαλεί· απ' αυτή την άποψη, το σώμιΛ τούτο δεν είναι αιτία. Ως προς αυτή την ταυτολογία της σχέσης-αιτότητας πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η σχέση δεν φαίνεται να περιέχει τούτη την ταυτολογία, εάν κανείς αναφέρει την μακρινή και όχι την κοντινή αιτία ενός αποτελέσματος. Η μορφική α>λαγή, την οποία υφίσταται το ευρισκόμενο στο θεμέλιο Πράγμα κατ' αυτό το πέρασμα μέσα από αρκετούς μέσους όρους, αποκρύπτει την ταυτοτΓ|τα που διατηρεί αυτό μέσα σε κείνο το πέρασμα. Ταυτόχρονα το Πράγμα, μέσα σε τούτο τον πολλαπλασιασμό των αίτιων, οι οποίες παρεισδύουν ανάμεσα σ' αυτό και το τελευταίο α378.
ποτέλεσμα, συνδέεται με άλλα πράγματα και πεpl(Jτάσε^, κατά τέτοιο τροπο που το ολοκληρωμένο αποτέλεσμια να περιέχεται, όχι σ' εκείνον τον πρώτο όρο για τον οποίο αποφαινόμαστε ότι είναι αιτία, αλλά μόνο σ' αυτές τις πολλές αιτίες μαζί. - Έτσι. για παράδειγμα, εάν ένας άνθρωπος καλλιεργούσε το ταλέντο του σε περιστάσεις που προέκυπταν από την απώλεια του πατέρα του, ο οποίος κτυπήθηκε σε μια μάχη από σφαίρα, τότε αυτός ο πυροβολισμός (ή ακόμη πιο πίσω ο πόλεμος ή μια αιτία του πολέμου, κ.ο.κ. επ' άπειρον) θα μπορούσε να ληφθεί ως αιτία της ικανότητας εκείνου του ανθρώπου. Αλλά είναι προφανές .πως εκείνος ο πυροβολισμός, για παράδειγμα, δεν είναι διεαυτόν τούτη η αιτία, αλλά μόνο ο συνδυασμός αυτού του ίδιου με άλλους δραστικούς όρους. Ή μάλλον, αυτός δεν είναι διόλου αιτία, αλλά μΛνο ένα ενικό στάδιο που ανήκει στις περιστάσεις της όυνατότητας. Πριν απ' όλα πρέπει ακόμα να σημιειώσουμε την απαράδεκτη εφαρμογή της σχέσης αιτιότητας στις σχέσεις της φυσικοοργανιχής και της ττνευματικής ζωής. Εδώ, αυτό που αποκαλούμε αιτία αποκαλύπτεται βέβαια ότι έχει ένα διαφορετικό περιεχόμενο από το αποτέλεσμα· ο λόγος όμως [είναι] ότι εκείνο που επενεργεί επί του ζώντος προσδιορίζεται, μεταβάλλεται και μετασχηματίζεται από τούτο κατά τρόπο ανεξάρτητο, επειδή το ζωντανό-ον δεν αφήνει να φθάσει η αιτία στο αποτέλεσμα της, δηλ. την αναιρεί ως αιτία. Είναι, λοιπόν, απαράδεκτο να λέμε ότι η τροφή είναι η αιτία του αίματος, ή ότι αυτά το φαγητά ή το κρύο και η υγρασία είναι η αιτία του πυρετού κ.ο.κ.· εξίσου απαράδεκτο είναι να ορίζουμε το ιωνικό κλίμα ως την αιτία των ομηρικών έργων ή τη φιλοδοξία του Καίσαρα ως την αιτία της κατάρρευσης του δημοκρατικού πολιτεύματος της Ρώμης. Μέσα στην ιστορία εν γένει οι πνευματικές μάζες και τα άτομα συνεπιδρούν και αλληλοπροσδιορίζονταΐ" αλλά η φύση του πνεύματος, με ένα ακόμη πιο ανώτερο νόημα απ' ό,τι ο χαρακτήρας του ζωντανού όντος, έγκειται μάλλον στο να μην αφήνει να ει379.
σερχετΛΐ μεσα του μια άλλη οφχέγονη οντότητα ή να μ,ην αφήνει μια αιτία να βρίσκει τη συνοχή της μέσα σ' αυτό, αλλά να την διακόπτει και να την μετασχηματίζει. - Όμως τέτοιες σχέσεις ανήκουν στην /ίεα και μόνο στη σφαίρα αυτής πρεπει να εξετάζονται'". - Εδώ μπορεί κανείς να σημειώσει και τούτο: στο μέτρο που είναι αποδεκτή η σχέση αιτίας και αποτελέσματος, έστω υπό ένα αναυθεντικό νόημα, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι πιο μεγάλο από την αιτία· γιατί το αποτέλεσμ^ι δεν είναι τίποτε περισσότερο από την εκδήλωση της αιτίας. Έχει γίνει κοινό αστείο στην ιστορία να κάνουμε να γεννιούνται απ·ο μικρές αίτιες μεγάλα αποτελέσματα και να παραθέτουμε ως πρώτη αιτία για ένα περιεκτικό και βαθύ γεγονός ένα ανέκδοτο. Μια τέτοια υποτιθέμιενη αιτία δεν πρέπει να θεωρείται ως τίποτε άλλο παρά ως μαα αφορμή, ως ένας εξωτερικός ερεθισμός, του οποίου το εσωτερικό ττνεύμα δεν θα είχε ανάγκη του γεγονότος ή θα είχε απορέσει να κάνει χρήση ενός αναρίθμητου πλήθους άλλωνγια να ξεκινήσει απ' αυτά στη σφαίρα του Φαινομένου, να ανοίξει δρόμο στον εαυτό του και να του δώσει την εκδήλοοσή του. Το · αντίστροφο είναι μάλλον το αληθές, ότι δηλ. ένα τόσο ασήμΛντο για τον εαυτό του και συμπτωματικό είναι η αφορμή- του γεγονότος, μόνο επειδή αυτό-δω το προσδιόρισε ως τέτοιο. Εκείνη η ζωγραφικ-η-αραβουργημάτων της ιστορίας, επομένως, η οποία κάνει να ανακύπτει από ένα αιωρούμενο μίσχο ένα πελώριο σχήμα, αν και ευφυής επεξεργασία, είναι κατ' εξοχήν επιφανειακή τοιαύτη. Κατά τη διαδικασία τούτη, είναι αλήθεια, όπου το μεγάλο προκύπτει από το μικρό, είναι παρούσα εν γένει η αναστροφή, την οποία επιχεφεί το πνεύμα με το εξωτερικό· αλλά ακριβώς γι' αυτό το λόγο το εξωτερικό δεν είναι αιτία μέσα σε τούτη
16. Η σφαίρα της Ιδέας, έτσι όπως αυτή παρουσιάζεται να συγκροτεί το τρίτο μέρος της θεωρίοζ -njc έννοιας, δείχνει πως η ζωή και το γνωρίζειν θα προ<^ζουν στο υποκείμενο που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή του πνεύματος και ως εκ τούτου είναι ελεύθερο.
380.
τη StaSixaaia- μ' άλλα λόγια, αυτή τούτη η αναστροφή αναφεί τη (τφτί] της αιτιότητας. 2. Αλλά τούτη η τΐροσδιοριστιχότητα της τας, [η οποία έγκειται] στο ότι περιεχόμενο και μορφή είναι οια,φορετικά και αδιάφορα, επεκτείνεται ακόμα πιο πέρα. Ο μορφικός-προσδιορισμός είναι και ττροσίιορισμός-περιεχομενου- αιτία και αποτέλεσμα, οι δύο πλευρές της σχέσης, είναι λοιπόν και αυτές ένα άλλο περιεχόμενο. Ή το περιεχόμενο, επειδή αυτό είναι μόνο στην εννόησή του ως περιεχόμενο μιας μορφής, έχει τη διαφορά της στη δική του πλευρά και ουσιαστικά είναι διαφορετικό. Αλλ' εφόσον τούτη η μωρφή του είναι η σχέση-αιτιότητας, η οποία μιέσα στην αιτία και το αποτέλεσμα είναι ταυτό περιεχόμενο, τότε το διαφορετικό περιεχόμενο είναι εξωτερικά συνδεδεμένο αφενός με την αιτία και αφετέρου με το αποτέλεσμα- αυτό. λοιπόν, (5εν εισδύει το ίδιο μέσα στη διαδικασία δράσης και μέσα στη σχέση. Αυτό το εξωτερικό περιεχόμενο είναι, λοιπόν, στερημένο σχέσης, μια άμεση ύπαρξη- ή, επειδή ως περιεχόμενο είναι η καθεαυτην-ούσα ταυτότητα της αιτίας και του αποτελέσματος, αυτό είναι επίσης άμεση, ούσα ταυτότητα. Πρόκειται, συνεπώς, για ένα οποιοδήποτε πράγμα, το οποίο έχει ποικίλους προσδιορισμούς της συγκεκριμένης του ύπαρξης, μεταξύ άλλων και τούτον, ότι δηλ. από οιαδ-ητ^ο^ άποψη αυτό είναι αιτία ή ακόμη αποτέλΐσμα. Οι μορφικοί-πρίοσδιορισμοί, αιτία και αποτέλεσμα, σ' αυτό έχουν το υπόστρωμά^'^ τους, δηλ. το ουσιαστικό τους υφιστασθαι, και καθένας ένα μερικό [υπόστρωμα] - γιατί η ταυτότητά τους είναι το δικό τους υφίστασθαι· - αλλά ταυτόχρονα το πράγμα είναι το δικό τους άμεσο υφίστασθαι, όχι το υφίστασθαι τούτων ως μορφική ενότητα ή (υς σχέση.
17. Το υπόστρωμα προσδιοριζετΜ από την αμεσότητα του πραγματικού περ»£χομενου ίος άμεσης ύπαρξης. Απ' αυτή την άποψη, δεν ταυτίζεται με την αρχεγονοσύντ) του Πράγματος, αλλά βρίσκεται να είναι άμεσα αντιτιθέμενο στην αιτιότητα.
381.
Αυτό το πράγμα όμως δεν είναι μόνο υπόστρωμα,αλλά και υπόσταση, γιατί αυτό δεν είναι το ταυτόσημο υφίστασθαι παρά ωζ [υφίστασθαί] της σχέσης. Εξάλλου η υπόσταση είναι πεπερασμένη υπόσταση, γιατί είναι προσδιορισμένη ως άμεση σε σχε(τη με τψ αιτιότητα της. Αλλά συγχρόνως έχει αιτιότητα, επειδή είναι εξίσου καλά μόνο το ταυτό [που λαμβάνεται ως ταυτό] τούτης της σχέσης. - Ως αιτία τώρα αυτό το υπόστρωμα είναι η αρνητική αναφορά στον εαυτό. Αλλά το ίδιο τούτο, στο οποίο αυτό αναφέρεται, είναι, πρώτον, ένα τεθειμένο-Είναι, επειδή είναι προσδιορισμένο ως άμεσα πpαγμuxτικό· αυτό το τεθειμένοΕίναι. καθόσον περιεχόμενο, είναι οποιοσδήποτε προσδιορισμός εν γένει. - Δεύτερον, η αιτιότητα είναι εξωτερική σ' αυτό" η ίδια η αιτιότητα είναι, λοιπόν, που συνιστά το τεθειμένο-Είναι του. Εφόσον τώρα αυτό είναι αιτιώδης υπόσταση, η αιτιότητά του έγκειται στο να σχετίζεται αρνητικά μ£ τον εαυτό του, άρα με το τεθειμένο-Είναι του και μιε την εξωτερική του αιτιότητα. Το ε-ενεργείν αυτής της υπόστασης, συνεπώς, οφχίζει από ένα εξωτερικό. απελευθερώνεται από τούτο τον εξωτερικό προσδιορισμό, και η επιστροφή του εντός εαυτού είναι η διατήρηση της άμεσης εξωτερικής του ύπαρξης και η αναίρεση της τεθειμένης του ύπαρξης, και ως εκ τούτου της αιτιότητάς του ως τέτοιας. Ετσι μια πέτρα, η οποία κινείται, είναι αιτία· η κίνησή της είναι ένας προσδιορισμός, τον οποίο έχει η πέτρα· εκτός όμως τούτου, αυτή περιέχει ακόμη πολλούς άλλους προσδιορισμούς του χρώματος, σχήμιατος κ.ο.κ., οι οποίοι δεν εισχωρούν στην αιτιότητά της. Η άμεση ύπαρξή της είναι διαχωρισμένη από τη μορφική της σχέση, δηλ. την αιτιότητα, και γι' αυτό τούτη-εδώ είναι μια εξωτερικότητα- η κίνηση της πέτρας και η αιτιότητα, η οποία προσήκει στην πέτρα μέσα στην κίνησή της, είναι παρούσα σ' αυτήν μόνο ως τεθειμένο-Είναι. - Αλλά η αιτιότητα ανήκει επίσης στην ίδια την πέτρα' αυτό προκύπτει από το γεγονος οτι το υποστασιακό υφίστασθαι αυτής είναι η ταυτόσημη αναφορά της προς εαυτόν, αλλά αυτή [η αναφορά] εφεξής είναι 382.
προσδιορισμένη ως τεθειμένο-Είναι, άρα είναι συνάμα αφνητικη αναφορά προς εαυτόν. - Η αιτιότητα του, η οποία είναι στραμμένη στον εαυτό σαν στο τεθειμένο-Είναι ή ως ένα εξωτερικό, συνίσταται, λοιπόν, στο να αναιρέσει το εξωτερικό και απομακρύνοντας το να επανέλθει εντός εαυτού, σε τούτη την αναλογία, συνεπώς, στο να μην είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του μεσα στο τεθειμένο-Είναι του, αλλά μόνο στο να αποκαθιστά την αφηρημένη του αρχεγονοαννη. - Ή η βροχή είναι αιτία της υγρασίας, η οποία είναι το ίδιο νερό με τη βροχή. Ο προσδιορισμός αυτού του νερού έγκειται στο να είναι βροχή και αιτία που προκαλεί το γεγονός ότι ο προσδιορισμός είναι τεθειμένος μέσα στο νερό από ένα άλλο· - μια άλλη δύναμη, ή οτιδήποτε αυτό είναι, το έχει σηκώσει στον αέρα και συναθροίσει σε μια μάζα, το βάρος της οποίας κάνει το νερό να πέφτει. Το να είναι σε απόσταση από τη γη συνιστά έναν προσδιορισμό ξένο προς την αρχέγονη αυτο-ταυτότητά του, προς τη βαρύτητα· η αιτιότητά του έγκειται στο να εξαλείψει αυτό τον προσδιορισμό και να αποκαταστήσει εκείνη την ταυτότητα, αλλά [συγχρόνως] έτσι να αναιρέσει και την αιτιότητά του. Η Νεότερη προσδιοριστικότητα της αιτιότητας, που είναι τώρα υπό εξέταση, αφορά τη μορφή· αυτή η σχέση είναι η αιτιότητα ωζ εξωτερική προς τον εαυτό της, ως η οφχεγονοσύνη, η οποία προς την πλευρά της είναι εξίσου καλά τεθειμένο-Είναι ή αποτέλεσμα^^. Αυτή η ενοποίηση των αντι-θετικών προσδιορισμών σαν μέσα στο οντικό υπόστρωμα συνιστά την επ' άπειρο
18. Η αιτιότητα είναι αυτός ο εξωτερικός προσδιορισμός, αλλά ταυτόχρονα είναι και η 7«ο χαρακτηριστική μορφή της υπόστασης. Αιιτό μας επιτρέπει να κατανοούμε ότι η αυτο-ταυτότητά της είναι το τεθειμένο-Είναι της, στο οποίο αυτή αναφέρεται αρνητικά. Επειδή όμως ετούτη η αρνητική αναφορά στον εαυτό της δεν κατορθώνει παρά μόνο να συνδέεται με την απομάκρυνση του ως άνω τεθειμένου-Είναι, γι' αυτό η ίδια ως τέτοια παραπέμπει σε ένα νέο τεθειμένο-Είναι, το οποίο έχει την αξία της αρχεγονοσύνης (ος άμεσης ενότητας και όχι ακόμα ως της μορφικής ολότητας. Αυτή η αρχεγονοσύνη είναι μια κατάφαση που δείχνει να τίθεται από ένα .\λλο.
383.
παλινόρόμηστ] από αιτία σε αιτία. - Το ξεκίνημα γίνεται από το αποτέλεσμα· αυτό έχει ως τέτοιο μια αιτία, ετούτη με τη σειρά της έχει μια αιτία κ.ο.κ. Γιατί η αιτία έχει μια νέα αιτία; δηλ., γιατί η ίδια πλευρά, η οποία πρωτύτερα ήταν προσδιορισμένη ως αιτία, τώρα προσδιορίζεται ως αποτέλεσμα για να αναζητηθεί στη συνέχεια μια νέα αιτία; - Για το λόγο ότι η αιτία είναι κάτι το πεπερασμένο, το προσδιορισμένο εν γένει" προσδιορισμένη ως Ένα στάδιο της μορφής απέναντι στο αποτέλεσμα η αιτία έχει την προσδιοριστικότητά της ή την άρνηση έξω από τη δική της σφαίρα· αλλά ακριβώς γι' αυτό η ίδια είναι πεπερασμένη,'Ύ] προσδιοριστικότητά της είναι παρούσα σ' αυτήν, η οποία έτσι είναι τεθειμένο-Είναι ή αποτέλεσμα. Τούτη η ταυτότητά της είναι επίσης τεθειμιένη, αλλά αυτή είναι ένας τρίτος όρος, το άμιεσο υπόστρωμα· η αιτιότητα είναι, επομιένως, εξωτερική στον εαυτό της, επειδή το οφχέγονο-Είναι της συνιστά μια αμεσότητα. Η μορφική διαφορά, κατά ταύτα, είναι μιια πρώτη προσδιοριστικότητα, όχι ακόμη η προσδιοριστικότητα τεθειμένη ως προσδιοριστικότητα, είναι μια οντική [= καταφατικτ^ ετερότητα. Η πεπερασμένη ανασκότιηση, από τη μια πλευρά, στέκεται σε τούτο το άμεσο, απομακρύνει τη μορφική ενότητα απ' αυτό και το κάνει από μια άλλη άποφη αιτία και από μια άλλη αποτέλεσμα* από την ά>λη πλευρά, αυτή μεταθέτει τη μορφική ενότητα μιέσα στο άπειρο και διαμέσου της ακατάπαυστης προόδου εκφράζει την αδυναμία της στο να μπορέσει να επιτύχει και να συγκρατήσει τούττ, την ενότητα. Ευθέως ίδια είναι η περίπτωση με το αποτέλεσμα' ή μάλλον η άπειρη πρόοδος από αποτέ:λεσμα σε αποτέλεσμα είναι εντελώς ίδια με την παλινδρόμηση από αιτία σε αιτία. Μέσα σε τούτη [την παλινδρόμηση] η αιτία έγινε αποτέλεσμα, το οποίο με τη σειρά του έχει μια άλλη αιτία" παρόμοια, το αποτέλεσμα γίνεται, κατ' αντίστροφο τρόπο, αιτία, η οποία εκ νέου έχει ένα άλλο αποτέλεσμα. - Η προσδιορισμένη αιτία που εξετάζουμε έχει το ξεκίνημα της σε μια εξωτερικότητα και, μέσα στο αποτέλεσμα 384.
της, δεν επιστρέφει εντός εαυτού ως αιτία, αλλά αντίθετα χάνει εδώ μέσα την αιτιότητα. Αντίστροφα όμως το αποτέλεσμα φθάνει σε ένα υπόστρωμα, το οποίο είναι υπόσταση, ένα αρχέγονα αυτοσχετιζόμενο υφίστασθαι· σε τούτο το υπόστρωμα, λοιπόν, το τεθειμένο-Είναι γίνεται τεθειμενο-Είναν δηλ. αυτή η υπόσταση, όταν τίθεται μέσα της ένα αποτέλεσμα, συμπεριφέρεται ως αιτία. Αλλά εκείνο το πρώτο αποτέλεσμα, το τεθειμένο-Είναι, το οποίο έρχεται στην υπόσταση με εξωτερικό τρόπο, είναι ενα αλλο από ό,τι το δεύτερο που παράγει [= προκαλεί\ η υπόσταση- γιατί αυτό το δεύτερο [αποτέλεσμα] είναι προσδιορισμένο ως η ανασκόττηση της-εντός-εαυτού, ενώ το πρώτο ως μια εξωτερκότητά της. Αλλά, επειδή η αιτιότητα εδώ είναι η εξωτερική στον εαυτό της αιτιότητα, εξίσου καλά, μέσα στο αποτέλεσμά της,
385.
σματος· [μια ενότητα], προς την οποία η μορφική σχέση είναι εξωτερική. -Έχουμε (·>ς αποτέλεσμα τούτο το ταυτό να είναι επίσης άμεσο σύμφωνα με τους δύο προσδιορισμούς της αμεσότητας. πρώτον ως καθεαυτό-Εΐναι, ένα περιεχόμενο, στο οποίο η αιτιότητα εκδιπλώνεται κατά τρόπο εξωτερικό, δεύτερον ως ένα υπάρχον υπόστρωμα, στο οποίο ενυπάρχουν η αιτία και το αποτέλεσμα ως διαφορετικοί μορφικοί-προσδιορισμοί. Μέσα σε αυτό οι τελευταίοι είναι ενδόμυχα ένα πράγμα, αλλά ο καθένας, εξ αιτίας αυτού του καθεαυτό-Είναι ή της εξωτερικότητας της μορφής, είναι εξωτερικός στον εαυτό του, συνακόλουθα μέσα στην ενότιητά του μ£ τους άλλους είναι επίσης προσδιορισμένος ως άλλος απέναντι σ' αυτόν. Ως εκ τούτου, ενώ η αιτία έχει ένα αποτέλεσμα κ<χι η ίδια είναι αποτέλεσμα συνάμα, το δε αποτέλεσμα δεν έχει μόνο μια αιτία αλλά είναι επίσης το ίδιο αιτία, εν τούτοις το αποτέλεσμα που έχει η αιτία και το αποτέλεσμα, που αυτή είναι, είναι διαφορετικά, όπως συμβαίνει και με την αιτία, την οποία έχει το αποτέλεσμα, και την αιτία, η οποία είναι το αποτέλεσμα. Αλλά τώρα η κίνηση της καθορισμένης σχέσης-αιτιότητας έφερε ως αποτέλεσμα τούτο: η αιτία να μην εξαλείφεται μόνο μιεσα στο αποτέλεσμ/χ και μαζί μ' αυτήν το αποτέλεσμια, όπως μέσα στη μορφική αιτιότητα, αλλά με την πράξη εξάλειψης της να γίνεται εκ νέου μέσα στο αποτέλεσμα, [ακόμη] το αποτέλεσμα να εξαφανίζεται μέσα στην οιιτία, αλλά όχι λιγότερο να γίνεται πάλι μέσα σ' αυτήν. Καθένας απ' αυτούς τους προσδιορισμούς αυτοαναιρείται μέσα στο δικό του θέτειν και τίθεται μέσα στο δικό του αναιρεί^*^· ό,τι είναι παρόν εδώ δεν έχει "να κάνει με μια εξωτερική διαδικασία-μετάβασης της αιτιότητας από ένα υ-
20. setzen και auflieben: Αυτοί ot δύο όροι αποτελούν προχοαρητική έκφραση της αιτιακής τχέοης, η οποία, ειλημμένη ως λογική μορφή της έννοιας εν γένει, δεν εξαντλείτίΜ στο Λογικό πεδίο της εμιφάνειας, αλλά μορφοποιείται σε μια εσωτερική αλληλεπίδραση.
386.
πόστρωμα σε ένα άλλο· απεναντίας, αυτό το ά^λως-γίγνεσθαι [= αυτή η ετεροίωατ}] της αιτιότητας είναι συγχρόνως το ίάα/τερο αυττ;«; θέτειν. Η αιτιότητα, λοιπόν, προϋποθέτει τον ίδιο τον εαυτό της ή τον θέτει κάτω από συνθήκες. Η ταυτότητα, το υπόστρωμα, που πρωτύτερα ήταν καθεαυττην, εφεξής λοιπόν είναι προσδιορισμένη ως προϋπόθεση ή τεθειμένη έναντι της δρώσας [= ενεργητικης] αιτιότητας, και η ανασκόπηση, που προηγουμένως ήταν μόνο εξωτερική στο ταυτόσημο, τώρα βρίσκεται μέσα στη σχέση προς αυτό^'. C.
Δράση και αντί-δραση^'^ [= επανά-δραση] Η αιτιότητα είναι ένα προϋποθέτον ενεργείν. Η αιτία είναι εξαρτημένη [= υπό συνθήκες]· είναι αρνητικός αυτοσχετισμός, 21. Η αμοιβαία αναίρεση της αιτίας και του αποτελέσματος συνεπιφέρει το θέτειν την ταυτότητα, η οποία, καθότι καθεαυτήν, είναι το υπόστριομα των υποστάσεων και τώρα εξελίσσεται σε πεδίο δράσης της αιτιότητας. Κατ' αυτό τον τρόπο, η τελευταία μεθίσταται σε μια σχέση διαμεσολάβησης του εαυτού της με τον εαυτό της ως εκείνον που δρα και υπόκειται σε συνθήκες. Μέσα σε τούτη τη σχέση ή ταυτότητα το υπόστρωμα προσδιορίζεται στην πραγματικότητά του από το να αντι-τίθεται στη δρώσα αιτιότητα [wirkende Kausalität] και συγκροτεί μια πραγματική ταυτότητα [wirkliche Identität]. 22. Wirkung και Gegenwirkung. To αποτέλεσμα [Wirkung] δεν προκύπτει μόνο παθητικά από την αιτία, αλλά φέρει μέσα του και όλη εκείνη τη χαρακτηριστική δράση, δια της οποίας η αιτία καταλήγει να είναι εντός εαυτού ενεργός πραγματικότητα. Με αυτή την έννοια είναι το αποτέλεσμα, δηλ.η δράση [Wirkung] της αιτιότητας που οδηγεί στην ενεργό πραγματικότητα σαν σε ένα αντι-αποτέλεσμα [Gegenwirkung], δηλ σε μια αντί-δραση υπό το ακόλουθο πνεύμα: όταν η αιτιότητα αναιρεί το αυτοταυτό, συντελεί στο να εκδηλώνεται η δράση του τελευταίου, το οποίο είναι υπόσταση, ως μια αντί-δραση. Σύμφωνα με τούτη την αντί-δραση, η υπόσταση δεν φ α [vidrkt] απλώς για να αναιρέσει τη συνθήκη της και να επιστρέψει στον εαυτό της ο^ς μια μερική υπόσταση, αλλά αντιδρά στη δράση της αίτιας, δηλ. Spa για να επαναθέσει τον εαυτό της ως υποστασιακή ολότητα. Έτσι το αποτέλεσμα ή η δράση οδηγεί σε μ « επανάδραση της υπόστασης που αναφεί το εκάστοτε αποτέλεσμα για να θέτει την ολότητα.
387.
[εννοημένος] ως ένα προϋποτιθέμενο, εξωτερικό άλλο, το οποίο καθεαυτό αλλά μόνο καθεαυτό είναι η ίδια η αιτιότητα. Όπως είδαμε^'% είναι η υποστασιαχιη ταυτότητα, στην οποία μεταβαίνει η μορφική αιτιότητα και η οποία εφεξής έχει προσδιοριστεί έναντι της τελευταίας τούτης ως το αρνητικό της. Ή είναι το ίδιο πράγμα με την υπόσταση της σχέσης αιτιότητας, [την υπόσταση] στην οποία αντίκειται η ισχύς του συμβεβηκότος, [ειλημμένη] ως η ίδια η υποστασιαχη ενέργεια. - Πρόκειται για την παθητυίή υπόσταση. - Παθητικό είναι το άμεσο ή το καθεαυτό-ον, το οποίο επίσης δεν είναι για τον εαυτό του·- το καθαρό Είναι ή η ουσία, η οποία είναι μόνο μ£σα σε τούτη την προσδιοριστικότητα της αφηρημένης αυτο-ταυτότητας. - Στην παθητική [υπόσταση] αντίκειται η δρώσα [= ενεργητικτ^ υπόσταση, η οποία αναφέρεται αρνητικά στον εαυτό της. Αυτή είναι η αιτία, στο μέτρο που μέσα στην προσδιορισμένη αιτιότητα έχει αποκαταστήσει τον εαυτό της, αφού τον αρνήθηκε βγαίνοντας έξω από το αποτέλεσμα, [μια ανασκοπικότητα] η οποία μέσα στο άλλως-Είναι της ή στη σύλληψή της ως ένα άμεσο συμπεριφέρεται ουσιαστικά ως κάτι που θέτει και μεσολαβείται με τον εαυτό της μέσω της άρνησής της. Γι' αυτό το λόγο, η αιτιότητα εδώ δεν έχει πλέον κανένα υπόστρωμα, στο οποίο αυτή ενυττήρχε, και δεν είναι μορφικός προσδιορισμός ως προς τούτη την ταυτότητα, αλλά είναι η ίδια η υπόσταση, ή το αρχέγονο είναι μόνο η αιτιότητα. - Το υπόστρωμα είναι η παθητική υπόσταση, η οποία έχει προϋποθέσει τον εαυτό της^^.
23. Δες στο παρόν έργο ίτ. 375. 34. Ο Χέγκελ εδώ παρουσιάζει μια διάκριση ανάμεσα στην παθητική και την ενεργητική υπόσταση. Ετούτη η διάκριση όμα>ς δεν σημαίνει κατ' υποχρεωτικότητα αναμετρηστ, δύο ξεχωριστών ΐΛτοστάσεοΛί παρά μόνο υποδηλώνει δύο διαφορετικές ό ψεις ή εκδηλώσεις της ενιαίας υπόστασης. Πρόκειται, λοιπόν, για την ίδια την υπόσταση που μέσα στο χώρο και το χρόνο εναλλάσσει την παρουσία της υπό τη μορφή του θέτεη; και προϋποθέτειν: θέτει τον εαυτό της ως πραγματικότητα, επειδή τον προϋποθέτει ως υπόστραιμα.
388.
Τούτη η αιτία φ α τώρα· διότι αυτή είναι η αρνητική ισχύς επί του ίδιου του εαυτού- σύγχρονα, η αιτία είναι το δικό της« προϋποτιθεμενο· έτσι δρα επί του εαυτού της σαν επί ενός άλλου, επί της παθητιχης υπόστασης. - Συνεπώς αναφεί, κατά πρώτον, το άλλως-Είναι αυτής της υπόστασης και μέσα σε τούτη επιστρέφει εντός εαυτού· δεύτερον, την προσδιορίζει, θέτοντας τούτη την πράξη αναίρεσης του άλλως-Είναι της ή την επιστροφή εντός εαυτού ως μχα προσάοριστικότητα. Αυτό το τεθειμένο-Είναι, επειδή είναι συνάμα η επιστροφή της αιτίας στον εαυτό της, πρωτίστως είναι το αποτέλεσμα της. Αλλά αντίστροφα, επειδή ως προϋποθέτουσα προσδιορίζει τον εαυτό της ως το άλλο της, θέτει το αποτέλεσμα μέσα στην άλλη [υπόσταση], στην παθητική υπόσταση. - Ή, επειδή η ίδια η παθητική υπόσταση είναι διττής φύσης^^, δηλ. ένα ανεξάρτητο Άλλο και ταυτόχρονα ένα προϋποτιθεμενο και καθεαυτό ήδη ταυτό μ£ τη δρώσα αιτία, γι' αυτό η δράση της τελευταίας τούτης είναι διττής φύσης· είναι δύο είδη δράσης σε ένα: η πράξη αναίρεσης του προσδιορισμένου-Είναι της, δηλ. της συνθήκης της, ή η πράξη αναίρεσης της αυθυπαρξίας της παθητικής υπόστασης· - και το γεγονός ότι αυτή αναιρεί την ταυτότητά της με την παθητική υπόσταση, ότι προϋποθέτει τον εαυτό της ή τον θέτει ως άλλο. Αυτό το τελευταίο είναι που συντελεί στη διατήρηση της παθητικής υπόστασης· εκείνη η πρώτη αναίρεση αυτής-εδώ εμφανίζεται συνάμα σε σχέση με την υπόσταση με τέτοιο τρόπο, ώστε μόνο ορισμένοι προσδιορισμοί να αναιρούνται σ' αυτήν και η ταυτότητα της παθητικής υπόστασης με την ενεργητική να λαμβάνει χώρα μέσα στο αποτέλεσμα κατά τρόπο εξωτερικό σε τούτη. Σε μια τέτοια αναλογία αυτή υφίσταται 6ία. - Η βία είναι το
25. Αναφέρεται στην αιτία. 26. das Gedoppelte: δηλ. δισυπόστατη σύμφωνα μβ τη δράση, η οτκχα είναι μέσω της αντί-δρασης.
389.
φαινόμενο της ισχύος ή η ισχύς [που νοείται] ως χάτι το εξωτερικό. Αλλά η ισχύς είναι κάτι το εξωτερικό μόνο, στο μέτρο που η αιτιώδης υπόσταση, μέσα στο ενεργείν της, δηλ. μέσα στην αυτοθεσία της, είναι ταυτόχρονα προϋποθέτουσα, δηλ. θέτει τον εαυτό της ως κάτι το ανηρημένο. Αντίστροφα, η πράξη της βίας είναι, συνεπώς, εξίσου καλά ένα ενέργημα της ισχύος. Είναι μόνο ένα άλλο που το έχει προϋποθέσει η ίδια και επί του οποίου δρα η βίαιη αιτία· η δράση [= το αποτέλεσμα] της επ' αυτού είναι αρνητικός αυτοσχετισμός ή η εκδήλωση αυτής της ίδιας. Το παθητικό είναι το αυθύπαρκτο, το οποίο είναι μόνο ένα τεθειμένο, κάτι που είναι εσωτερικά διαρρηγμένο, - μια πραγματικότητα που είναι συνθήκη, και μάλιστα η συνθήκη εφεξής μέσα στην αλήθεια της, δηλ. μια πραγματικότητα η οποία δεν είναι παρά δυνατότητα, ή αντίστροφα ένα καθεαυτό-Είναι, το οποίο είναι μονάχα η τζροσδιοριστοιότητα του καθεαυτό-Είναι, είναι μόνο παθητικό. Κατά ταύτα, σ' εκείνο που υφίσταται βία, όχι μόνο είναι δυνατό να ασκηθεί βία, αλλ' επίσης τούτη πρέπει κατ' ανάγκη να ασκείται επ' αυτού· εκείνο που ασκεί βία επί του άλλου, την ασκεί μόνο, επειδή αυτό είναι η ισχύς του ίδιου τούτου^'', η οποία, εδώ εκδηλώνει τον εαυτό της και το άλλο. Η παθητική υπόσταση, μέσω της βίας, είναι απλώς τεθειμενη ως εκείνο που η ίδια είναι στ' αλήθεια, δηλ. το να είναι μόνο κάτι το τεθειμένο, επειδή αυτή είναι το απλό θετικό ή άμεση υπόσταση· εκείνο που η υπόσταση είναι εκ των προτέρων ως συνθήκη, είναι η φαινομενική αμεσότητα, την οποία της αφαφεί η δρώσα αιτιότητα. Μέσω της επίδρασης-® μιας άλλης βίας, λοιπόν, η παθητική 57. Αυτού. μ£ αλλα λόγια, που ασκεί βία και το οποίο μέσα στη βία έχει αποχρυστα>.Αωσεί τον πιο εσωτερικό τρόπο για να εκδηλώσει την ισχύ του. •28. durch die Einwirkung: Η επίδραση δεν είναι παρά η δράση [IVirkung] που εκτ'J/^^σσεταt στο πεδίο της παθητικής υπόστασης και συντελεί ώστε η τελευταία να απεκδ'Λται την αμεσότητα. Αυτή η δράση φαίνεται να ανήκει σε μια ξένη δύναμη ΧΜ να επιβάλλεται ως βία πάνω στην παθητική υπόσταση. Τι συμβαίνει όμως στην πράξη; Ο,τι φαίνεται να έρχεται έξωθεν ανήκα στην ίδια την υπόσταση, η οποία, ε-
390.
υπόσταση δεν επιτυγχάνει παρά να δικαιώνεται. Αυτό που χάνα είναι εκείνη η οίμεσότητα, η υποστασιακότητα [που] της [είναι] ξένη. Ό,τι αυτή προσλαμβάνει ως κάτι το ξένο, δηλ. το να προσδιορίζεται ως ένα τεθειμένο-Είναι, συνιστά τον ιδιαίτερο προσδιορισμό της. - Αλλά με το να είναι τώρα τεθειμενη μέσα στο τεθειμένο-Είναι της ή στον Sixo της ιδιαίτερο προσδιορισμό, αυτό δε σημαίναι ότι αναιρείται αλλά ότι ενοποιείται με τον iSio τον εαυτό της και γι' αυτό, με το να προσδιορίζεται, είναι αρχεγονοσύνη. Η παθητική υπόσταση λοιπόν, αφενός, διατηρείται ή τίθεται από την ενεργητική, [τ/θετα«] δηλ. στο βαθμό που η ενεργητική [υπόσταση] μετατρέπει τον εαυτό της σε ανηρημένη [υπόσταση]· - αλλά, αφετέρου, ανήκει στϊ;ν πράξη της ίδιας της παθητικης υπόστασης να ενοποιείται μιε τον εαυτό της και να γίνεται έτσι το Αρχέγονο και η αιτία. Το γίγνεσθαι-του-τίθεσθαι μέσω ενός άλλου και το δικό της γίγνεσθαι είναι ένα και το αυτό-*'. Εφόσον τώρα η ίδια η παθητική υπόσταση έχει μιετατραπεί σε αιτία, είναι, πρώτον, το αποτέλεσμα που αναιρείται μέσα σ' αυτήν εδώ έγκειται η αντί-δρ<χση^^ της εν γένει. Η παθητική υπόσταση είναι καθεαυτην το τεθειμένο-Είναι, ως παθητική υπόσταση· το τεθειμένο-Είναι επίσης έχει τεθεί μέσα σ' αυτήν μέπειδή είναι τεθειμενη ως εμφάνεια [Schein], δεν είναι ακόμη σε θέση να γνωρίσει αυτό που της ανήκει παρά μόνο ξέρει να υπομένει τη βία ως την ισχύ [Macht] που την κάνει [macht] να εγκαταλείπει την εξωτερικότητά της ή την αμεσότητα της. Δες και την υποσημ. 29. 29. Εάν αυτό που προσδιορίζει την παθητική υπόσταση ως τέτοια είναι η δράση της αιτίας, τότε η υπόσταση τούτη προκύπτει ως το αποτελεσμα που φερει μεσα του την αιτία. Τι δείχνει αυτό; Κατ' αρχήν ότι η πα&ητική υπόσταση δεν είναι παρά η ενεργητική υπόσταση που έχει θέσει τον εαυτό της ως εξωτερικότητά. δηλ. ως ανηρημενον. Έτσι, κατά δεύτερον, η παθητική υπόσταση δεν είναι μόνο αυτή που υπομένει τη βία, αλλά και αυτή που γνωρίζει πως με το να υπομένει τη βία. διατηρείται στη ζωή, έχει δηλ. θέσει τον εαυτό της. Με άλλα λόγια, είναι αυτή τούτη η δράση [Wirkung] που καθιστά την αιτία πραγματική [wirklich]. 30. ihre Gegenwirkung: Η αντί-δραση της παθητικής υπόστασης παραπέμπει σε μια τέτοια εμβάθυνση του οντο-λογικού της ορίζοντα, (όστε αυτή να αναιρ« τον εαυτό της ως παθητική υπόσταση για να ανυψώνεται σε δράση ή ενεργό υπόσταση.
391.
σω μιας άλλης υπόστασης, δηλ. στο μέτρο που πήρε προς το μέρος της τη Βράση [= το αποτέλεσμα] της άλλης υπόστασης. Η αντί-δρασή της, συνεπώς, περιέχει ομοίως το διπλό αποτέλεσμα: ότι δηλ. πρώτον αυτό που η υπόσταση είναι χαθεαυτην είναι τεθειμενο, ότι, δεύτερον, εκείνο, ως το οποίο αυτή είναι τεθειμενη, παρουσιάζεται ως το καθεαυτό-Είναι της· η υπόσταση είναι χαθεαυτην τεθειμενο-Είναι, και ως εκ τούτου δέχεται μια δράση [= ένα αποτέλεσμα] προς το μέρος της από μα άλλη [υπόσταση]' αλλά τούτο το τεθειμένο-Είναι, αντίστροφα, είναι το ίίχο της ιδιαίτερο καθεαυτό-Είναι* έτσι αυτό είναι το αποτέλεσμά της, η ίδια τούτη παρουσιάζεται ως αιτία. Δεύτερον, η αντί-δραση βαίνει ενάντια στην πρώτη δρώσα αιτία. Το αποτέλεσμα, που η πρότερον παθητική υπόσταση αναιρεί μιέσα της, είναι πράγματι εκείνο ακριβώς το αποτέλεσμα της πρώτης αιτίας. Αλλά η αιτία έχει την υποστασιακή της πραγματικότητα μόνο μέσα στο αποτέλεσμιά της· όταν τούτοεδώ αναιρείται, τότε αναιρείται η αιτιώδης του υποστασιακότητα. Τούτο συμβαίνει κατά πρώτον καθεαυτό Sia του εαυτού, εφόσον αυτή γίνεται αποτέλεσμα· μέσα σε τούτη την ταυτότητα εξαφανίζεται ο αρνητικός της προσδιορισμός και αυτή γίνεται παθητική υπόσταση· δεύτερον, τούτο συμβαίνει μέσω της υπόστασης που πρωτύτερα ήταν παθητική και τώρα αντι-δρά, μια υπόσταση η οποία αναιρεί το αποτέλεσμα της αιτίας. - Μέσα στην προσδιορισμένη αιτιότητα, είναι αλήθεια πως η υπόσταση, επί της οποίας αναπτύσσεται δράση, γίνεται πάλι αιτία· δρα λοιπόν ενάντια στο γεγονός ότι βρέθηκε τεθειμένο μέσα σ' αυτήν ενα αποτέλεσμα. Αυτή όμως δεν αντέδρασε ενάντια σ' εκείνη την αίτια, αλλα έθεσε το αποτέλεσμιά της εκ νέου μέσα σε μια αλλη υπόσταση προκαλώντας μια πρόοδο επ' άπεφο των αποτε>£σμάτων· και τούτο επειδή εδώ η αιτία είναι, το πρώτον, μόνο καθεαυτήν ταυτή με τον εαυτό της μέσα στο αποτέλεσμα της, ^ ως εκ τούτου, από τη μια, στους κόλπους μιας άμεσης ταυτότητας εξαφανίζεται μέσα στην ανάπαυσή της, από την 392.
άλλη αφυτΐνίζεται εκ νέου μέσα σε μια άλλγ; υπόσταση. - Στην υπό συνθήκες αιτιότητα, απεναντίας, η αιτία ίζναφέρεταα στον εαυτό της μέσα στο αποτέλεσμα, επειδή αυτή είναι το άλλο της ως συνθήκη, ως κάτι το προϋποτιθεμενο και η δράση της έτσι είναι όχι λιγότερο γίγνεσθαι ως θέτειν και αναφείν το άλλο»' Εξάλλου , μεσα σε ολα τούτα αυτή συμπεριφέρεται ως παθητική υπόσταση· αλλά, όπως είδαμε, αυτή-εδώ έρχεται στο Είναι ως αιτιώδης υπόσταση χάρη στο αποτέλεσμα που προκλήθηκε σ' αυτήν. Εκείνη η πρώτη αιτία, η οποία δρα κατ' αρχήν και δέχεται τη δράση [= το αποτέλεσμα] της, [εννοημένην] ως αντί-δραση, πίσω στον εαυτό της, επανεμφανίζεται έτσι ως αιτία· δι' αυτής η δράση, η οποία μέσα στην πεπερασμένη αιτιότητα καταλήγει σε μια ψευδο-άπεφη πρόοδο, εκτρέπεται και γίνεται μιια εντός εαυτού επανερχόμενη [δράση], μιια άπεφη αλληλεπίδραση. C. Η ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ Αυτό, μέσα στην πεπερασμένη αιτιότητα, αφορά τις υποστάσεις, οι οποίες σχετίζονται με αμοιβαία δράση. Ο μηχανισμός συνίσταται σε τούτη την εξωτεριχότητα της αιτιότητας, όπου η ανασχόττηση εντός εαυτού της αιτίας μέσα στο αποτέλεσμά της είναι συγχρόνίος ένα απωθητικό Είναι, ή όπου, μέσα στην ταυτότητα, την οποία έχει η αιτιώδης υπόσταση με τον εαυτό της μέσα στο αποτέλεσμά της, η αιτία παραμένει στον εαυτό της κατά τρόπο εξίσου άμιεσο κάτι το εξωτερικό και το αποτελεσμα έχει μετάπεισε μια άλλη υπόσταση. Μέσα στην αλληλεπίδραση ^
31. Η Μ-ηα που παράγει το αποτέλβομά της κ « το αποτέλεσμα που αντιδρά επι της αιτίας βρίσκονται σε αμοιβαία προϋπόθεση, η οποία συντελεί ώστε ο ένας ορος να αναιρείται μέσα στον άλλον ως &κ6 του Άλλο και έτσι να ακυρώνει την προσάοριστικότητα του προϋποθέτειν για να θέτει τον εαυτό του ως πραγματικότητα του όλου.
393.
τούτος ο μηχανισμός είναι τώρα ανηρημένος· γιατί μέσα σ' αυτήν εξιχφανίζεται, κατ'αφχψ, εκείνη η αρχέγονη παρΰψ.ονη της άμεσης υποστασιακότητας- δεύτερον έρχεται στο Είναι η οκτία, και εκεί μέσα περιέχεται έτσι η αρχεγονοσύνη ως τέτοια που αυτοδιαμεσολαβείται με τον εαυτό της μέσω της άρνησης της. Κατά πρώτον, η αλληλεπίδραση παρουσιάζεται ως μια αμοιβαία αιτιότητα προϋποτιθέμενων υποστάσεων που αυτο-υπόκεινται σε συνθηκες^^· καθεμιά είναι σε σχέση με την άλλη ταυτόχρονα ενεργητική και ταυτόχρονα παθητική υπόσταση. Εφόσον. λοιπόν, αμφότερες είναι τόσο παθητικές όσο και ενεργητικές. κάθε διαφορά τους είναι ήδη ανηρημένη· αυτή είναι μια εντελώς διάφανη εμφάνεια, ενώ αυτές είναι υποστάσεις μόνο, επειδή συγκροτούν την ταυτότητα του ενεργητικού και του παθητικού. Η ίδια, συνεπώς, η αλληλεπίδραση είναι ακόμη μονάχα ένας κενός τρόπος του Είναι- και ό,τι χρειαζόμαστε ακόμη είναι α-λώς μια εξωτερική συγκέντρωση αυτού το οποίο είναι ήδη τόσο καθεαυτό όσο και τεθειμυενο. Πρωτίστως, αυτό δεν είναι πλέον υποστρώματα, τα οποία βρίσκονται σε σχέση προς άλληλα, αλ}νά υποστάσεις- μέσα στην κίνηση της υποκείμιενης σε συνθήκες αιτιότητας η προϋποτιθέμενη αμεσότητα που απέμεινε ακόμη έχει αυτοαναιρεθεί, και οι συνθήκες που ορίζουν την αιτιώδη ενεργητικότητα δεν είναι ακόμη παρά η επενέργεια ή η ιδιάζουσα [στην αιτία] παθητικότητα. Αλλ' ακόμη τούτη η επενέργεια δεν προέρχεται από μια άλλη αρχέγονη υπόσταση, αλλά ακριβώς από μια αιτιότητα, η οποία δια της επενέργειας είναι υπό συνθήκες ή είναι κάτι το διαμεσολα€ημένο. Αυτός λοιπόν ο αρχικά εξωτερικός όρος, ο οποίος συνάπτεται στην οιιτία κ<χι συγκροτεί την παθητική της πλευρά, είναι διαμεσολαβημένος από την 3'2. Ό,τι 3ε προηγηθέντα στάδια της οντο-λογικής πορείας της έννοιας μέσα στη σφαίρα της ουσίας αντιστοιχούσε στο ανασκοπικό πεδίο της εξωτερικότητας τώρα περιέχεται μέσα στην αλληλεπίδραση. Γι' αυτό οι δύο υποστάσεις, ως δράση και αντι-δραστ, σττ, €άστ·| της ενιαίας Τ^γικής του ενεργείν, προϋποτίθενται μέσα στο γίγνεσθαι της Μίας πραγματικής ολότητας.
394.
ίδια την αιτία, έρχεται σε ύπαρξη χάρη στη δική της ι&αίτερη δραστηριότητα και είναι έτσι η πα&ητικότητα που τέ&ηκε από την ίδια τη δραστηριότητα της. - Η αιτιότητα είναι το ευρισκόμενο υπό συνθήκες και αυτό που θέτει υπό συνθήκες- αυτό που θέτει υπό συνθήκες είναι η παθητικη πλευρά, αλλά εξίσου καλά είναι παθητικη πλευρά το ευρισκόμενο-υπό-συνθηκες. Το θέτειν υπό συνθήκες ή η παθητικότητα είναι η άρνηση της αιτίας μέσω του ίδιου του εαυτού της, καθόσον αυτή γίνεται ουσιαστικά αποτέλεσμα και ακριβώς γι' αυτό είναι αιτία. Η αλληλεπίδραση, κατά συνέπεια, δεν είναι παρά η ίδια η αιτιότητα· η αιτία δεν έχει μόνο ένα αποτέλεσμα, αλλά μέσα στο αποτέλεσμα αυτή βρίσκεται ως αιτία σε σχέση με τον ίδιο τον εαυτό της···'. Μέσα από τούτη τη διαδικασία η αιτιότητα έχει επιστρέψει στην απόλυτη έννοιά της και συγχρόνως έχει φτάσει στην ίδια την έννοια. Αυτή είναι, πριν απ' όλα, η ρεαλιστική αναγκαιότητα· [είναι] απόλυτη ταυτότητα με τον εαυτό της, κατά τρόπο που η διαφοράς τής αναγκαιότητας και οι εντός αυτής αλληλοσχετιζόμιενοι προσδιορισμοί να είναι έναντι αλλήλων υποστάσεις. ελεύθερες πραγματικότητες!^^. Η αναγκαιότητα είναι, κατ' αυτό τον τρόπο, η εσωτερική ταυτότητα· η αιτιότητα είναι η εκδήλωση αυτής της αναγκαιότητας, μιέσα στην οποία η δική της εμφάνεια του υποστασιακού άλλως-Είναι έχει αναφεθεί και η αναγκαιότητα έχει ανυψωθεί σε ελευθερία. - Μέσα στην αλληλεπίδραση η αρχέγονη αιτιότητα παρουσιάζεται ως μια γένεση από την άρνησή της, από την παθητικότητα, και ως παρέλευση [= φθορά] μέσα στην ίδια, ως ένα γίγνεσθαι- αλλά με τέτοιο τρόπο.
33. Γνωρίζουμε την αλληλεπίδραση να παριστά την αναίρεση της εξωτερικότητας της αιτίας και του αποτελέσματος και να αναδεικνύει την ενοποιητική ολοκληροτητα των διαφορετικών όρων α)ς τέτοιων. Αυτό το έργο της είναι, λοιπόν, που την προσδιορίζει στο να φωτίζει τη λογική πληρότητα της αιτιότητας και να οδηγεί στην έννοια. 34. freie Wirklichkeiten: Πραγματικότητες που εκφράζουν τη λογική αναγκαιότητα της ελευθερίας.
395.
394.
ώστε τούτο το γίγνεσθαι να είναι εξίσου καλά μόνο ένα εμφαίνεσθίχν η μετάβαση σε ένα άλλο είναι ανασκόπηση-εντός-του-ίδιου-του-εαυτού· η άρνηση, η οποία συνιστά θεμέλιο και αίτια, είναι η θετιχη της ενοποί-ηστι με τον ίδιο τον εαυτό της. Μέσα στην αλληλεπίδραση, λοιπόν, αναγκαιότητα και αιτιότητα έχουν εξαφανισθεί" αυτές περιέχουν αμφότερα: την άμεση ταυτότητα, στη σύλληψη της ως συνάφειας και αναφοράς, και την απόλυτη υποστασιακότητα των διαφορετικών πλευρών, άρα την απόλυτη συμπτωματικότητα αυτών την αρχέγονη ενότητα υποστασιακής διαφορετικότητας, άρα την απόλυτη αντίφαση. Η αναγκαιότητα είναι το Είναι, επειδή αυτό είναι - η ενότητα τού Είναι με τον εαυτό του, το οποίο έχει τον εαυτό του για θεμέλιο· αλλά αντίστροφα, αυτό δεν είναι Είναι, επειδή έχει ένα θεμέλιο, δεν είναι παρά απολύτως εμφάνεια, αναφορά ή διαμεσολάβηση. Η αιτιότητα είναι τούτη η τεθειμενη μετάβαση του αρχέγονου Είναι, της αιτίας, μέσα στην εμφάνεια ή στο απλό τεθειμένο-Ειναι, και αντίστροφα του τεθειμένου-Είναι μέσα στην αρχεγονοσύνη- αλ>ά η ίδια η ταυτότητα του Είναι και της εμφάνειας είναι ακόμη η εσωτερική αναγκαιότητα. Αυτή η εσωτερικότητα ή τούτο το καθεαυτό-Είναι αναιρεί την κίνηση της αιτιότητας, με αποτελεσμα η υποστασιακότητα αυτών των ευρισκομένων σε σχέση πλευρών να χάνει τον εαυτό της, και η αναγκαιότητα να αποκαλύπτεται. Η αναγκαιότητα δεν γίνεται ελευθερία από το γεγονός ότι αυτή εξαφανίζεται, αλλά μόνο, επειδή η εσωτερική της ακόμη ταντόττ^τα εκίτ^λώνεταί· - μια εκδήλ(οση, η οποία είναι η ταυτή κίνηση του διαφοροποιημένου εντός εαυτού, η ανασκόπηση εντός εαυτού της εμφάνειας ως εμφάνειας. - Κατ' αντίστροφο τρόπο, η συμπτωματικότητα γίνεται συγχρόνως ε/^υθερια, επειδή οι πλευρές της αναγκαιότητας, οι οποίες έχουν το σχήμα ανεξάρτητων, ελεύθερων πραγματικοτήτων που δεν αντανακλώνται η μια μέσα στην άλλη, εφεξής είναι τεθειμενες ως ταυτότητα, έτσι ώστε οι ολότητες αυτές της ανασκόπησηςεντός-εαυτού να εμφαίνονται τώρα, μέσα στις διαφορές τους, (ος
ταύτες, ή είναι τεθειμένες μόνο ως μία και η αυτή ανασκότιηση. Η απόλυτη υπόσταση, λοιπόν, που διαφοροποιείται ως απόλυτη μορφή από τον εαυτό της, δεν απωθείται πλέον (ος αναγκαιότητα από τον εαυτό της ούτε, ως συμπτωματικότητα, αποσυντίθεται σε αδιάφορες, εξωτερικές προς τον εαυτό τους υποστάσεις· απεναντίας, αυτή διαφοροποιεί τον εαυτό της, αφενός. μέσα στην ολότητα, - την ως τώρα παθητική υπόσταση η οποία είναι κάτι το αρχέγονο που από την προσδιοριστικότητα ανασκοπείται εντός εαυτού, [που λαμβάνεται] ως απλό όλο, το οποίο περιέχει το τεθειμενο-Είναι του εντός εαυτού και εόώ μέσα είναι τεθειμενο ως αυτο-ταυτό, ως το χαθολιχό· - αφετέρου [διαφοροποιεί τον εαυτό της] μέσα στην ολότητα, την ως τώρα αιτιώδη υπόσταση, που ανασκοπείται εντός εαυτού εκκινώντας ομοίως από την προσδιοριστικότητα προς μίΛα αρνητική προσδιοριστικότητα , η οποία, [εννοημένη] έτσι ως η αυτο-ταύτη προσδιοριστικότητα, είναι εξίσου το όλο, αλλά τεθειμένο ως η αυτοταυτη αρνητικότητα: το Ενικό. Αλλά, επειδή το καθολικό είναι ταυτόσημο μόνο με τον εαυτό του, καθόσον περιέχει μζσα του την προσδιοριστικότητα ως ανηρτημένη, άρα και το αρνητικό ως αρνητικό, γι' αυτό είναι άμεσα η ίδια αρνητικότατα που είναι και η ενικότητα- - και η ενικότητα, επειδή είναι παρόμοια το προσδιορισμένο Προσδιορισμένο, το αρνητικό ως αρνητικό, άμεσα είναι η ίδια ταυτότητα που είναι και η καθολικότητα. Τούτη η απλή ταυτότητά της είναι η μερικότητα, η οποία, μέσα σε μια άμεση ενότητα, από το ενικό περιέχει το στάδιο της προσδιοριστικότητας και από το καθολικό το. στάδιο της ανασκόπησης-εντός-εαυτού. Αυτές οι τρεις .ολότητες είναι, λοιπόν, μία και η αυτή ανασκότιηση, η οποία, ως αρνητικη αναφορά στον εαυτό, διαφοροποιείται μέσα σε κείνες τις δύο, αλλά σαν μέσα σε μια τελείως διάφανη διαφορά, δηλ. μέσα στην προσδιορισμένη απλότητα ή την απλη προσδιοριστικότητα, η οποία είναι μία και η αυτή ταυτότητά τους. - Αυτό είναι η έννοια, το βασίλειο της υποκειμενικότητας ή της ελευθερίας. 397.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΩΝ
Abgrund - άβυσσος abhängen -εξοφτώ abhängig - εξαρτημένος Absolute - Απόλυτο Absolutheit - απολυτότητα Absonderung - αποχωρισμός Abstossung - απώθηση Abstraktion - αφαίρεση Affektion - Διάθεση, πάθηση
Aufhebung - ανοιίρεση Auflösimg - διάλυση Ausdehnung - έκταση Ausgangspunkt - αφετηρία Auslegung - έκθεση ausser - εξωτερικός äusserlich - εξωτερικός Äusserlichkeit - εξωτερικότητα Äusserung - εξωτερίκευση
Aktion - δράση Aktuosität - ενεργότητα Akzidentalität - συμβεβηκός Allgemeinheit - καθολικότητα Anderswerden - ετεροίαχτη Anfeng - ξεκίνημα Anschauung - εποπτεία Anstoss -ώθηση Anzahl - πλήθος Anziehungskraft - δύναμη έλ-
Bedingtsein - το ευρισκόμενουπό-συνθήκες - Είναι Bedingung - συνθήκη Begriff - έννοια Begründen - θεμιελιώνειν [= θέτειν θεμέλιο] Begründete - θεμελιωμένο Behandlung - πραγμάτευση Beschaffenheit - υφή Besondere - μερικό Besonderheit - μερικότητα Bestimmbarkeit - προσδιορισιμιότητα Bestimmtheit - προσδιοριστικότητα Bestimmung - προσδιορισμός Bewegung - κίνηση Beziehung - αναφορά, σχετισμός
ξης Arithmetik - αριθμητική Attraktion - έλξη Attribut - κατηγορούμενο auffassen - συλλαμβάνω Aufgehobensein - ανηρημένοΕίναι aufheben - αναφείν
399.
Dasein - προσδιορισμενο-Είναι Denken - νόηση, νοείν Denkgesetz - νόμος-της-νόησης Dialektik - δ^αλεκτtκή Ding - πράγμα Dingheit - πραγμότητα: Diskretion - διάκριση Durchdringung - διείσδυση Durchsichtigkeit - διαφάνεια Eigenschaft -ιδιότητα Einheit - ενότητα Einzelheit - ενικότητα Element - στοιχείο Emanation - απορροή: Endliche - πεπερασμιένο Endlichkeit - περατότητα Entgegensetztmg - αντί-θεση Entäusserung - εξωτερίκευση Entzweiving - διχασμός Erinnerung - εσωτερίκευση Erscheinung - φαινόμενο Etwas - Κάτι Existenz - ύπαρξη Form - μορφή Formalismus - Φορμαλισμός Formbeziehung - μορφική- αναφορά Formeinheit - μορφική-ενότητα Freiheit - ελευθερία 400.
Fürsichsein - διεαυτό-Είναι Ganze - όλο Gedächtnis - μνήμη Gedanke - σκέψη Gegensatz - αντίθεση Gegenseitigkeit - αμοιβαιότητα Gegenstand - αντικείμενο Gesetz - νόμος Gesetztsein - τεθειμένο-Είναι Gewalt - βία Gleichgüldchkeit - αδιαφορία Grenze - όριο Grund - θεμέλιο Grundbeziehung - αναφοράθεμιέλιου, θεμιελιακή-αναφορά Grundeinheit - θεμελιακή-ενότητα Grundlage - βάση Grundsatz - αξίωμα Haltlose - (χσταθές Hervorgang - κίνηση-εξόδου, ανάδυση
Identität - ταυτότητα immanent - εμμενής Individualität - ατομικότητα Individuation - εξατόμιση Inhalt - περιεχόμενο
Innerlichkeit - εσωτερικότητα insichgehen - εντός-εαυτούβαίνειν Inwohnen - εμιμένεια Irrtum - πλάνη Kaiisalität - αιτιότητα Kausalitätsverhältnis - σχέσηαιτιότητας Kraft - δύναμη Kreis - κύκλος Laster - διαστροφή Lehre - διδασκαλία Lebendige - ζωντανό-ον Leere - κενό Licht - φως Logik - Λογική Macht - ισχύς Mangel - ελάττωμα Manifestation - εκδήλωση ΛlanIÜgfialtigkeit - πολλαπλότητα Mass - μέτρο Material - υλικό Materie - ύλη Mechanismus - μηχανισμός Mitte - μεσαίος όρος Modus - τρόπος Mögliche - δυνατόν Möglichkeit - δυνατότητα
Negation - άρνηση Negativität - οφνητικότητα Nichtbestimmte - μη-προσδιορισμενο Nichtdasein - μη-προσδιορισμ£νο-Είναι Nichtentgegengesetzte - μηαντί-θετο Nichtgesetztsein - μη-τεθειμένο-Είναι Nichtidentität - μη-ταυτότητα Nichtigkeit - μηδαμχνότητα Nichts - μηδέν Nichtsein - μη-Είναι Notwendigkeit - αναγκαιότητα Objekt - αντικείμενο objektiv - αντικειμενικός Offenbaren - αποκαλύπτειν Passivität - παθητικότητα Phänomen - φαινόμενο Prädikat - κατηγόρημα Prinzip - αρχή Qualität - ποιότητα Quantität - ποσότητα Quantum - ποσόν Reflektiertsein - ανασκοπημένο-Είναι 401.
Reflexion - ανασκότυηση Reflexionsbestimmung προσδιορισμός-ανασκόττησης Reflexionsbewegung - κίνηση-ανασκόπησης relativ - σχετικός Sache - Πράγμα Satz - πρόταση Schein - εμφάνεια Schluss - σΐ)λλογισμός Selbstbewegung - αυτοκίνηση Sichselbstgleichsetzen - το θέτειν-την-αυτόισότητα spekulativ - θεωρησιακός Subjektivität - υποκειμενικότητα Substanz - υπόσταση Substantialität - υποστασιακότητα Substrat - υπόστρ(^μα Subsumtion - υπαγωγή Tätigkeit - ενέργεια teleologisch - τελεολογικός Totalität - ολότητα - ολοκληρότητα transzendental - υπερβατολογικός Trennung - χωρισμός Trieb - ορμή (ροπή)
402.
übersinnlich - υπεραισθητός Unbedingte - απόλυτο Unendliche - άπειρο Unendlichkeit - απειρότητα Unmittelbare - άμεσο Unbestimmtheit - μη-προσδιοριστικότητα Unmittelbarkeit - αμεσότητα Unmöglichkeit - αδυνατότητα Unselbständige - αναυθύπαρκτο Unterschied - διαφορά Unwesentliche - επουσιώδες Urgrund - αρχέγονο-θεμιέλιο Ursache - αιτία Ursprünglichkeit - αρχεγονοσύνη Urteil - κρίση Urteilskraft - κριτική δύναμη Veränderlichkeit - μεταβλητότητα Veränderung- μεταβολή Verbindung - σύνδεση Vereinigung - συνένωση Verhältnis - σχέση Vermittlung - διαμεσολάβηση Verschiedenheit - διαφορετικότητα Verserzung - μετατόπιση Verwandlimg - μιετασχημυχτισμός
Vorausgesetztsein - προϋποτεθειμενο-Είναι Voraussetzung - προϋπόθεση Vorstellung - παράσταση Wahrhaftigkeit - αληθινότητα Wahrheit - αλήθεια Wechselbestimmung - αλληλοπροσδιορισμός Wesenheit - ουσιότητα Wesentlichkeit - ουσιαστικότητα
Widerspruch - αντί(ραση Wirklichkeit - πραγματικότητα Wu-kung - αποτέλεσμα, δράση zeitlos - άχρονος Zufölligkeit - συμπτωματικότητα zusammengehen - συμπίπτειν zusammenfallen - συμπίπτειν Zusammenhang - συνάφεια
403.
ΠΙΝΑΚΑΣ Κ Ϊ Ρ Ι Ω Ν ΟΝΟΜΑΤΩΝ
Αναξιμένης 369 Αριστοτέλης, 18, 41, 167, Π 4 , 3 4 1 Καίσαρας 379 ' Νεύτων91 Όμηρος Πλάτων 177, 193, 204 Σωκράτης 204 Σχολαστικοί 191 Γιάννης Τζαβάρας 17 Δημ. Τζωρτζόπουλος 17 Adorno, Th. 39, 47, 114 Ahlers, R. 47 Angehm, Ε. 47 Aquin, Th. 227 Baum, M. 47 Baumli, F. 47 Becker, W. 47 Berry, Ch. J. 47 Biard, J. 47 Birchall, B. C. 47 Blasche,J. O. 47 Bloch, E. 48 Bodammer, Th. 48 Boeder, H. 48 Bossart, W. H. 4 8 Braun, H. 4 8
97,
Bröcker, W. 48 Bruaire, C. 48 Bubner, R. 48 Buhr.M. 48 Cekic,M. 48 Clark, M. 48 Cöster, O. 49 Cottier.G. M.-M. 49 Dahlstrom, D. 49 Dalton,J. 259 Derrida,J. 49 Desanti,J.T. 49 DiGiovani, G. 49 Dubarle, D. 49 Dubarle, R-L 49 Düsing, Κ 49 Eley, L. 49 Falk, H.-R 49 Fichte, J. G. 55, 72, 73, 82. 104 Fink-Eitel, H. 49 Flach, W. 49 Fleischmann, E. 50 Fulda, H. Ε 50
405.
Gadamer, H.-G. 50, 83 Gazdar, G. 50 Graf, W. 50, 54 Greene, M. 50 Griffiss, J. E. 50 Gregoire, F. 50 Guzzoni, U. 50 Hager, A. 50 Hackenesch, C. 50 Hansen, F.-P. 50 Harlander, K. 51 Harris, E. E. 51 Hartmann, K. 51 Hartmann, N. 51 Henrich, D. 51 HiIpela,J. 51 Hogemann Fr. 19, 46, 51 Horstmann, R.-R. 48, 50, 51 Husserl, E.33, 51 JaeschkeW. 1 9 , 4 6 , 5 1 Jarczyk, GW. 46 Kaiin, M. 51 Kant, I. 23, 27, 31, 41, 54, 55, 58, 72, 88, 89, 130, 149, 227, 231, 237, 245,294 Kemper, P. 51 Klaus, G. 52 Koch,J. 52 Koch, T. 52 406.
Kondylis, P. 52 Kulenkampff, A. 37, 5 2 Kümmel, F. 52 Labarriere, P-J. 46, 5 2 Lasson, G. 46 Leibniz, G.W. 41, 72, 121, 122, 166, 191, 333, 334,335 Lenk, K. 52 Liebmann, K. 52 Liebrucks, B. 52, 78, 162, 233 Litt,Th. 52 Livet, Ρ 52 Longuenesse, B. 5 2 Ludz,PC., 5 2 Maluschke, G. 53 Marcuse, H. 53, 81 Marx, W. 2 1 , 4 8 , 5 0 , 5 1 , 5 3 Miller, A.V. 46 Meist K. 47 Mure, G. R. G. 53, 81 Niethammer 17 Pöggeler, O. 51, 53 Puntel, L. B. 53 Rademaker, H. 53 Redlich, A. 53 Richi, U. 20, 53
Riedel, Μ. 48 Rohs, R 53 Rosen, S. 53 Röttges, H. 53
Stack, G. 54
ScheUing, F.W. 104 Schinkaruk, W. I. 53 Sarlemijn, A. 54 Schrader-Klebert, K. 54 Schroter M. Schubert, A. 54 Schulz, R. E. 54 Schwemmer, O. 47 Soll, I. 54 Solomon, R, 54 Spinoza, B. 329, 330, 331, 332
Wagner, F. 50, 54 Wagner, H. 54 Wahl,J. 54 Werner, H.-J. 54 Wetzel, M. 54 Wittgenstein, L. 55, 114,366 Wohlfert, G. 55 Wolf, M. 55
Taylor, Ch. 54 Theunissen, M. 50, 54
Yamane, T. 55 Zahn, M. 55
40.
TO BffiAlO ΤΟΥ GEORG WJF. HEGEL «H ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ» ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ - ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΑ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ LEGATO ΕΠΕ ΔΕΡΒΕΝΙΩΝ 51 ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΛΙΘΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ 80 ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1998 Π Α ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΔΩΔΩΝΗ