ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Β. Φ. ΑΣΜΟΥΣ τής Ακαδημίας
Επιστημών
τής
ΕΣΣΔ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΝΝΙΚΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ
ΚΕΔΡΟΣ
Τ...
73 downloads
845 Views
12MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Β. Φ. ΑΣΜΟΥΣ τής Ακαδημίας
Επιστημών
τής
ΕΣΣΔ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΝΝΙΚΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ
ΚΕΔΡΟΣ
Τίτλος τοϋ πρωτότυπου: V.F. Asmous, «Istoriya Antitsnoi Filosofii», Moskva, 1965 Copyright για τήν ελληνική μετάφραση, «Κέδρος», 1978
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Ή ζωή καί τά έργα του 2. Κριτική τής πλατωνικής θεωρίας των «Ιδεών» άπό τόν Αριστοτέλη 3. Ή οντολογία τοϋ Αριστοτέλη καί ή θεωρία γιά τή σχέση ανάμεσα στίς έννοιες καί τό αισθητό όν. 4. Ή φυσική καί ή κοσμολογία τοϋ Αριστοτέλη. 5. Τό γεωκεντρικό σύστημα. 6. Ή θεωρία τής γνώσης τού Αριστοτέλη. Επιστήμη, Τέχνη καί εμπειρία. 7. Ή λογική τού Αριστοτέλη καί ή διδασκαλία του γιά τή μέθοδο. 8. Συλλογιστική. 9. Οί κατηγορίες. 10. Ψυχολογία. 11. Η θ ι κ ή . 12. Ή διδασκαλία γιά τήν κοινωνία καί τό κράτος.
9 21 31 51 77 83 95 131 151 163 167 185
1. Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ Ό Αριστοτέλης ήταν ό μεγαλύτερος από τούς άμεσους μα θητές τοϋ Πλάτωνα. Έ ν ώ ό Πλάτων ήταν ντόπιος Αθηναίος, ό Αριστοτέλης είχε έρθει στήν Α θ ή ν α από τό Βορρά. Γεννή θηκε τό 384 π.Χ. στήν πόλη Στάγειρα της Θράκης, όχι πολύ μακριά άπό τή μακεδόνικη πρωτεύουσα Πέλλα. Σάν ξένος, δέν ήταν ποτέ πολίτης της Αθήνας, άλλά «μέτοικος». Ό πα τέρας τοϋ Αριστοτέλη Νικόμαχος ήταν γιατρός καί, καθώς φαίνεται, διακεκριμένος, γιατί χρημάτισε αυλικός γιατρός τοϋ βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα. Έτσι ό Αριστοτέλης έζησε σέ μιά οικογένεια όπου μπορούσε άπό τά εφηβικά του χρόνια νά αποκτήσει τό ενδιαφέρον γιά τή μελέτη της σωματικής φύ σης τοϋ άνθρωπου, καθώς καί νά δημιουργήσει κάποιες σχέ σεις μέ τούς μακεδόνικους αυλικούς κύκλους. Τό 367 π.Χ. ό Αριστοτέλης έφυγε στήν Αθήνα γιά νά ολοκληρώσει τή μόρ φωση του καί μπήκε στήν Ακαδημία, τή σχολή τοϋ Πλάτωνα, δπου καί έμεινε είκοσι χρόνια, ώς τόν θάνατο τοϋ Πλάτωνα (347). Στόν κύκλο τών μαθητών καί φίλων τοϋ Πλάτωνα ό Αριστοτέλης ξεχώρισε έντονα γιά τήν τεράστια πολυμάθεια του καί τά εξαιρετικά πνευματικά του χαρίσματα. Σύμφωνα μέ κάποιες, προφανώς εξογκωμένες, πληροφορίες, αργότερα
10
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣ
/
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
οί σχέσεις ανάμεσα στόν Αριστοτέλη καί τόν Πλάτωνα έγιναν εχθρικές. Τό 347 π.Χ. ανέλαβε τή διεύθυνση τής πλατωνικής Α κ α δ η μίας ό Σπεύσιππος, ένώ οί μαθητές τοϋ Πλάτωνα Αριστοτέ λης καί Ξενοκράτης αποχώρησαν άπό τήν Ακαδημία καί εγ κατέλειψαν τήν Αθήνα, μετοικώντας στόν Άταρνέα. Μέ τόν τύραννο τοϋ Άταρνέα καί τής Άσσου Ερμεία γνωρίζονταν καί οί δυό τους καί είχαν μάλιστα φιλικές σχέσεις άπό τόν καιρό ακόμα πού ό Ερμείας βρισκόταν στήν Αθήνα καί άκουγε εκεί τόν Πλάτωνα. Ύστερα άπό τρία χρόνια ό Ε ρ μείας έπεσε θύμα προδοσίας καί πέθανε. Ό Αριστοτέλης, ϊσως πρίν ακόμα άπ' αυτό τό γεγονός, μετοίκησε άπό τόν Άταρνέα στή Μυτιλήνη. Άλλά ήδη τό 343 ή τό 342 π.Χ. δέ χτηκε πρόσκληση τής μακεδόνικης Αυλής νά γίνει παιδαγωγός τοϋ Αλεξάνδρου, γιου τοϋ Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου. Ό Αλέξανδρος ήταν τότε μόνο δεκατριών χρονών. Είναι πιθανό ή πρόσκληση αυτή νά έγινε όταν ακόμα ό Αριστοτέλης βρι σκόταν στή Μυτιλήνη. Δέν έχουν διασωθεί σχεδόν κανενός εί δους μαρτυρίες ούτε γιά τόν χαρακτήρα τής εκπαίδευσης, ούτε γιά τίς κατευθύνσεις τής αγωγής πού επέλεξε ό Αριστοτέλης. Πάντως ή επίδραση αυτής τής εκπαίδευσης καί αγωγής στόν Αλέξανδρο δέν ήταν μικρή. Φαίνεται ότι σ' αυτήν τήν περί οδο ό Αριστοτέλης κατόρθωσε νά πείσει τόν βασιλιά Φίλιππο νά ανοικοδομήσει τά Στάγειρα, τήν πατρίδα τοϋ φιλοσόφου, πού είχε καταστραφεί άπό τούς Μακεδόνες στή διάρκεια τοϋ πολέμου. Ό Αριστοτέλης ασχολήθηκε μέ τή διαπαιδαγώγηση τοϋ Αλέξανδρου μόνο τρία χρόνια, γιατί τό 335 π.Χ. πέθανε ό Φίλιππος καί ό Αλέξανδρος χρειάστηκε άπό κει καί πέρα νά αφιερώνει όλο σχεδόν τόν χρόνο καί τήν προσοχή του στίς πολιτικές υποθέσεις τής διακυβέρνησης τοϋ κράτους. Ό τ α ν άρχισε ή μεγάλη εκστρατεία, στήν Περσία, ό Αριστοτέλης δέν είχε πιά λόγους νά εξακολουθεί νά παραμένει στή Μακεδονία καί επιστρέφει στήν Αθήνα, ύστερα άπό δωδεκάχρονη άπου-
Η ΖΩΗ
ΚΑΙ
ΤΑ ΕΡΓΑ
11
ΤΟΥ
σία, στό πεντηκοστό έτος τής ζωής του. Μπορούμε νά υποθέ σουμε βάσιμα ότι εκείνο τόν καιρό ό Αριστοτέλης είχε ήδη επιτελέσει μιά τεράστια επιστημονική εργασία — ειχε συγκεν τρώσει υλικό γιά τίς φυσικές επιστήμες καί ιστορικά στοιχεία. Ωστόσο τά κυριότερα άπό τά δικά του επιστημονικά συγ γράμματα ολοκληρώθηκαν μόνο στά τελευταία χρόνια τής ζωής του. Πάντως ό Αριστοτέλης ήρθε στήν Α θ ή ν α σάν ξα κουστή καί σεβαστή προσωπικότητα, πού είχε φιλικές σχέσεις μέ τήν πανίσχυρη μακεδόνικη Αυλή καί χρημάτισε παιδαγω γός τού νεαρού βασιλιά τής Μακεδονίας. Υπάρχει κάποια όχι καί πολύ αξιόπιστη μαρτυρία γιά δήθεν τεράστια χρηματική ενίσχυση πού χορηγήθηκε στόν Αριστοτέλη γιά τή διεξαγωγή καί οργάνωση τών εκτεταμένων επιστημονικών ερευνών του. Μέσα σ' αυτές τίς συνθήκες ό Αριστοτέλης αποφάσισε νά ανοίξει στήν Α θ ή ν α δική του σχολή. Σάν χώρος της διαλέ χτηκε στά προάστια τής Αθήνας ένα γυμναστήριο πού βρι σκόταν κοντά στό ναό τοϋ Λυκείου Απόλλωνα. Από τήν ονομασία αυτού τού ναού ονομάστηκε καί ή σχολή τού Α ρ ι στοτέλη Λύκειο, κατά τόν ίδιο τρόπο πού ή σχολή τού Πλά τωνα είχε ονομαστεί Ακαδημία. Ό Αριστοτέλης παρέδιδε τά μαθήματα περπατώντας στίς δενδροστοιχίες τού κήπου πού περιέζωνε τό γυμναστήριο, γι' αυτό καί αργότερα άρχισαν νά αποκαλούν τούς μαθητές του «περιπατητικούς». Ό π ω ς πλη ροφορεί ό Γέλλιος, ή εκπαίδευση στό Λύκειο είχε διττή μορφή: τήν «εξωτερική», δηλαδή τή διδασκαλία τής Ρητορι κής, πού ήταν προσιτή γιά όλους, καί τήν «εσωτερική» ή «ακροαματική», μόνο γιά όσους είχαν τήν σχετική προπαίδεια. Στό πρόγραμμα τής «εσωτερικής» εκπαίδευσης περιλαμ βάνονταν ή μεταφυσική, ή φυσική καί ή διαλεκτική. Οί «εσω τερικοί» παρακολουθούσαν μαθήματα τίς πρωινές ώρες, οί «εξωτερικοί» τίς απογευματινές. Ό π ω ς καί ή πλατωνική Ακαδημία, τό Λύκειο τοϋ Αριστοτέλη δέν ήταν μόνο σχολή, άλλά καί κύκλος ανθρώπων πού συνδέονταν ανάμεσα τους μέ στενούς δεσμούς φιλίας. 5
12
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ /
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ή ανάγκη βοηθητικών υλικών καί πηγών, οι πολύπλευρες έρευνες πού προϋπόθεταν τήν αφομοίωση πληθώρας στοι χείων επέβαλαν τή συλλογή χειρογράφων καί τή συγκρότηση ειδικής επιστημονικής βιβλιοθήκης. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι τό Λύκειο διέθετε πραγματικά μιά μεγάλη βιβλιοθήκη. Στά τελευταία χρόνια τής ζωής τού Μεγάλου Αλεξάνδρου οί σχέσεις ανάμεσα σ' αυτόν καί τόν Αριστοτέλη χειροτέρευ σαν σημαντικά. Μετά τόν θάνατο τού Αλεξάνδρου ή θέση τού Αριστοτέλη στήν Αθήνα έγινε εξαιρετικά επικίνδυνη. Εκείνο τόν καιρό φουντώνει στήν Α θ ή ν α ένα ισχυρό κίνημα κατά τής μακεδό νικης κυριαρχίας πάνω στήν Ελλάδα καί πρώτα άπ' όλα πάνω στήν Αθήνα. Γιά τούς ηγέτες αυτού τού κινήματος ό Αριστοτέλης είχε εκτεθεί πολύ λόγω τών παλιών καί πασίγνωστων δεσμών του μέ τή μακεδόνικη Αυλή. Γιά τούς Αθηναίους οί αλλαγές πού είχαν επέλθει στίς σχέσεις τού Αλεξάνδρου μέ τόν Αριστο τέλη πέρασαν απαρατήρητες. Ή γνώμη τους ήταν ότι ό Α ρ ι στοτέλης εξακολούθησε νά είναι ευνοούμενος τού μακεδόνα βασιλιά, οπαδός τοϋ πολιτικού του συστήματος. Τά γεγονότα πού επακολούθησαν — οί διωγμοί τών ανθρώπων καί παρα γόντων φιλομακεδόνικων τάσεων — οδήγησαν σέ δίκη καί κατά τοϋ Αριστοτέλη. Ό π ω ς είχε γίνει καί μέ τόν Α ν α ξ α γόρα καί τόν Σωκράτη, ή αιτιολογία τής κατηγορίας δέν ήταν άμεσα πολιτική, άλλά θρησκευτική. Ό Αριστοτέλης κατηγο ρήθηκε γιά ασέβεια — γιά θεοποίηση τού προστάτη του καί φίλου του Ερμεία άπό τόν Άταρνέα. Φοβούμενος μήν έχει τήν ίδια τύχη πού είχε ό Σωκράτης, επωφελήθηκε άπό τό δι καίωμα πού ίσχυε τότε καί εγκατέλειψε τήν Αθήνα προτού γίνει ή δίκη του, στά τέλη τού καλοκαιριού τού 323 π.Χ. Ε γ καταστάθηκε στή Χαλκίδα τής Εύβοιας, άλλά τόν επόμενο κιόλας χρόνο, τό 322 π.Χ., πέθανε έκεϊ. Φεύγοντας γιά τή Χαλκίδα, δέν είχε προφανώς αρκετό χρόνο γιά νά μαζέψει τά πράγματα του καί γι' αυτό άφησε τή βιβλιοθήκη του τής
Η ΖΩΗ
ΚΑΙ
ΤΑ ΕΡΓΑ
13
ΤΟΥ
Αθήνας στή φροντίδα τοϋ πιο αξιόλογου μαθητή του, τοϋ Θεόφραστου. Μετά τόν θάνατο τοϋ Αριστοτέλη διασώθηκε ή διαθήκη του, οπού έδειξε φροντίδα όχι μόνο γιά τους οικείους του, αλλά καί γιά τους δούλους του. Τή διεύθυνση τοϋ Λυ κείου καί τή διαχείριση τής βιβλιοθήκης τίς ανέθεσε στόν Θεό φραστο. Οί μαρτυρίες γιά τήν προσωπικότητα καί τόν χαρακτήρα τοϋ Αριστοτέλη είναι εξαιρετικά λιγοστές καί, τό χειρότερο, δέν είναι σέ αρκετά μεγάλο μέρος τους αξιόπιστες. Τέτοιες εί ναι οί μαρτυρίες γιά τίς σχέσεις του μέ τόν Πλάτωνα, μέ τόν Ερμεία, μέ τίς δύο γυναίκες του, καθώς καί γιά τίς δύσκολες πολιτικές συνθήκες τής τελευταίας περιόδου τής ζωής του. Τόν ισχυρισμό οτι ό Αριστοτέλης ανήκε στό φιλομακεδονικό κόμμα ό Zeller τόν θεωρεί απλώς αποτέλεσμα τής εφαρμογής στήν περίπτωση τοϋ Αριστοτέλη ενός εσφαλμένου καί ξένου γι' αυτόν μέτρου: ...«so heisst das einen falschen und fremdarti gen Masstab an ihn anlegen». Καί στήν καταγωγή του καί στή μόρφωση του ό Αριστοτέ λης ήταν καί έμεινε αληθινός Έλληνας. Άλλά στήν εποχή του τά ελληνικά κρατίδια δέν είχαν πιά τή δύναμη ούτε νά υπερ ασπίσουν τήν πολιτική ανεξαρτησία τους, ούτε νά βελτιώσουν τήν εσωτερική τους κατάσταση. Τόν καιρό τοϋ Λαμιακού πο λέμου, πού στοίχισε ακριβά καί στίς δύο πλευρές, ό Φωκίων, ένας από τούς μαθητές τοϋ Πλάτωνα καί αντίπαλος τοϋ αθη ναίου πατριώτη Δημοσθένη, δήλωσε οτι μέχρις ότου αλλάξει ή ηθική κατάσταση τής ελληνικής πατρίδας δέν πρέπει νά περι μένει κανείς τίποτα από μιά ένοπλη εξέγερση κατά τής Μακε δονίας. Γιά τόν Αριστοτέλη, πού δέν ήταν αθηναίος πολίτης καί προερχόταν άπό τά μικρά βόρεια Στάγειρα, τά κατε στραμμένα άπό τόν Φίλιππο τόν Μακεδόνα καί ανοικοδομη μένα όχι πιά σάν ελληνική, άλλά σάν μακεδόνικη πόλη, ένας 1
1 Eduard Zeller, Die Philosophie der Griechen, zweiter Theil, zweite Ab theilung, 3te Aufl.,Lpz. 1879, S. 45
14
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣIΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
τέτοιος τρόπος σκέψης ήταν πολύ πιό οικείος άπό τίς αντιλή ψεις ενός οποιουδήποτε αθηναίου πολιτικού ή ρήτορα σάν τόν Δημοσθένη. 2
Συγγράμματα τοϋ Αριστοτέλη. Ή συγγραφική — επιστημο νική καί φιλοσοφική - δραστηριότητα τοϋ Αριστοτέλη ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Δέν είναι μόνο τό γεγονός ότι τά έργα του αγκαλιάζουν όλους τους κλάδους τής φιλοσοφικής καί επι στημονικής γνώσης τής εποχής του. Είναι καταπληκτική συν άμα ή σοβαρότητα μέ τήν οποία πραγματεύεται τά διάφορα θέματα καί ή ευρύτητα τών ιστορικών γνώσεων πού αφορούν στήν ανάπτυξη τής επιστήμης. Τό βασικό μέρος τών διασωθέντων συγγραμμάτων τοϋ Αριστοτέλη τό αποτελεί ένα σώμα (οοφίΐδ) πραγματειών του καί μιά σειρά αποσπασμάτων. Έ ν α μέρος άπ' αυτά είναι γνή σια έργα τοϋ ίδιου τοϋ Αριστοτέλη, ένα άλλο είναι νόθα. Περίπου έναν αιώνα αργότερα ένας άπό τούς σοφούς βιβλιο θηκάριους τής Αλεξάνδρειας, τοϋ μεγαλύτερου γιά τήν εποχή εκείνη κέντρου σοφίας, κατάρτισε έναν κατάλογο μέ 146 τί τλους εργασιών τοϋ Αριστοτέλη. Σ' αυτόν τόν αλεξανδρινό κατάλογο δέν βρίσκουμε τούς τίτλους μερικών άπό τίς σπου δαιότερες πραγματείες τοϋ Αριστοτέλη, πού περιλαμβάνονται στό προαναφερμένο σώμα. Ά π ό τήν απουσία τους στόν αλε ξανδρινό κατάλογο είναι λογικό νά συμπεράνουμε ότι οί πρα γματείες αυτές είχαν μείνει άγνωστες στόν αλεξανδρινό βι βλιοθηκάριο. Πώς μπόρεσε νά συμβεί αυτό καί ποϋ βρίσκον ταν τότε αυτές οί πραγματείες; Γιά πολύν καιρό πίστευαν ότι τήν απάντηση μπορούσε κα νείς νά τή βρεί στήν αφήγηση τού Στράβωνα - αφήγηση πού ωστόσο ή μεταγενέστερη κριτική τή χαρακτήρισε σάν μυθι στορηματική επινόηση. Ή εκδοχή τού Στράβωνα (καί τοϋ Πλουτάρχου) είναι ή εξής: Τριάντα πέντε χρόνια μετά τόν θά2 Στό ϊόιο, α. 45-46
Η ΖΩΗ
ΚΑΙ
ΤΑ ΕΡΓΑ
ΤΟΥ
15
νατο τοϋ Θεοφράστου, διάδοχου τοϋ Αριστοτέλη στό Λύκειο, ή βιβλιοθήκη μαζί καί τό αρχείο τού Αριστοτέλη πέρασαν στόν μαθητή του Νηλέα. Ό Νηλεύς, πού προερχόταν άπό τήν Α σ ί α (Σκήψη), μετέφερε αυτό τό άρχέϊο άπό τήν Α θ ή ν α στήν πατρίδα του. Στήν περίοδο πού οί βασιλιάδες τής Περγάμου, συγκροτώντας τή δική τους βιβλιοθήκη, έκαναν κατασχέσεις πολύτιμων ιδιωτικών βιβλιοθηκών, οί κληρονόμοι τού Νηλέα έκρυψαν τά χειρόγραφα τοϋ Αριστοτέλη σέ ένα υπόγειο, όπου έμειναν περίπου ενάμιση αιώνα, μέ αποτέλεσμα νά υπο στούν φθορά. "Οταν ανακαλύφθηκαν σ' αυτήν τήν κατάσταση τά χειρόγραφα, αγοράστηκαν άπό τόν οπαδό τής σχολής τού Αριστοτέλη Άπελλικώνα, πού τά μετέφερε στήν Αθήνα. Τό 80 π.Χ. ό ρωμαίος στρατηγός καί δικτάτορας Σύλλας, πού βρισκόταν τότε στήν Αθήνα, άρπαξε τή βιβλιοθήκη τού Άπελλικώνα καί διέταξε νά τή στείλουν στή Ρώμη. Μέ τά συγγράμματα τού Αριστοτέλη γνωρίστηκε αρχικά ό φίλος τού Κίκέρωνα Τυραννιών καί αργότερα ό Ανδρόνικος ό Ρόδιος. Ό Ανδρόνικος καταπιάστηκε μέ τήν αποκατάσταση τών χει ρογράφων καί τήν οργάνωση τής αντιγραφής τους. Υπάρχουν στοιχεία υπέρ τής άποψης ότι τό οοΓριΐδ αηδίοιεΐίοιιιη πού έχει διασωθεί προέρχεται άπό τήν έκδοση τού Ανδρόνικου τοϋ Ρόδιου. Ά ν ή αφήγηση τού Στράβωνα καί τού Πλουτάρχου γιά τήν τύχη τών χειρογράφων πού βρέθηκαν τελικά στά χέρια τού Ανδρόνικου αληθεύει, τότε γίνεται κατανοητό γιατί στόν αλεξανδρινό κατάλογο δέν υπάρχουν μιά σειρά κεφαλαιώδη συγγράμματα τού Αριστοτέλη: τόν καιρό πού καταρτιζόταν αυτός ό κατάλογος, τά χειρόγραφα τού Αριστοτέλη πού περιείχαν αυτά τά συγγράμματα βρί σκονταν ακόμα στό υπόγειο, όπου τά είχαν κρύψει οί κληρο νόμοι τοϋ Νηλέα. Ό χαρακτήρας τής σύνταξης καί τής ανάπτυξης τού θέμα τος στά διασωθέντα έργα τού σώματος τών συγγραμμάτων τού Αριστοτέλη διακρίνεται άπό ιδιόμορφες ελλείψεις: δέν φαί νεται καθόλου αυτά τά συγγράμματα νά είναι δουλεμένα,
16
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
προορισμένα γιά ανάγνωση, αρμονικά δομημένα βιβλία. Μάλ λον πρόκειται γιά σημειώσεις, προπαρασκευαστικά καί βοη θητικά προσχέδια. Έ ν α μέρος άπ' αυτά τά αποσπασματικά υλικά είναι πιθανό νά μην άνηκε στόν ίδιο τόν Αριστοτέλη. Αργότερα έγιναν προφανώς προσπάθειες νά συνταιριαστούν τά αποσπάσματα, νά γίνουν ανάμεσα τους συνδέσεις, νά απα λειφθούν οί αντιφάσεις, νά υποβληθεί σέ φιλολογική επεξερ γασία τό άδιαμόρφωωτο υλικό. Μέ αυτόν τόν τρόπο ωστόσο ήταν αναπόφευκτο νά προκύψουν καί νέες άναντιστοιχίες καί αντιφάσεις. Μέ όλες αυτές τίς ιδιομορφίες — τά κενά, τίς αντι φάσεις — τά συγγράμματα αυτά είναι ό,τι διαθέτουμε σήμερα άπό τήν κληρονομιά τού Αριστοτέλη.
Βασική σύνθεση τών διασωθέντων συγγραμμάτων τοϋ Αρι στοτέλη. Φυσιολογική εισαγωγή στό σώμα τών φιλοσοφικών καί επιστημονικών εργασιών τού Αριστοτέλη αποτελεί ή συλ λογή τών πραγματειών του γιά τή Λογική πού ονομάστηκε «"Οργανον». Ό τίτλος αυτός, πού εμφανίστηκε μετά τόν θά νατο τοϋ Αριστοτέλη, δείχνει ότι ή Λογική, όπως τήν κατα λάβαινε ό Αριστοτέλης, είναι ή θεωρία γιά τό όργανο τής επιστημονικής έρευνας καί μέ τήν έννοια αυτή είναι ένα είδος εισαγωγής στή φιλοσοφία καί ειδικότερα στή φιλοσοφία τής επιστήμης. Στό «"Οργανον» περιλαμβάνονται: 1) Οί «Κατηγορίαι» - σύγγραμμα πού ή απόδοση του στόν Αριστοτέλη δέν είναι εντελώς αξιόπιστη. 2) «Περί ερμηνείας» (πραγμα τεία γιά τήν κρίση). 3) «Αναλυτικά» «πρότερα» καί «ύστερα», τό καθένα άπό δύο βιβλία. Είναι τό βασικό έργο τοϋ Αριστοτέλη γιά τή Λογική. Στά «Αναλυτικά πρότερα» αναπτύσσεται ή θεωρία τού συλλογισμού καί στά «Αναλυτικά ύστερα» ή θεωρία τής απόδειξης. 4) «Τοπικά» — εκτενής πρα γματεία γιά τίς πιθανές αποδείξεις καί γιά τή «διαλεκτική» μέ τήν αριστοτελική έννοια τού όρου. 5) «Σοφιστικοί έλεγχοι». Επειδή, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, οί λογικές σχέσεις
Η ΖΩΗ
ΚΑΙ
ΤΑ ΕΡΓΑ
ΤΟΥ
17
είναι αντανάκλαση τών σχέσεων τοϋ δντος, τό «"Οργανον» εί ναι κατά ορισμένη έννοια όχι μόνο τό σύστημα λογικής τού Αριστοτέλη, άλλά εν μέρει καί ή εισαγωγή στή θεωρία του γιά τό όν. Στή θεωρία αυτή είναι ειδικά αφιερωμένο ένα άπό τά πιό περίφημα συγγράμματα τοϋ Αριστοτέλη - τά «Μετά τά φυσικά». Μέ τή σύγχρονη σύνθεση καί κείμενο τους τά «Μετά τά φυσικά» είναι συλλογή κάμποσων πραγματειών, μέ φανερή εδώ κι εκεί έλλειψη συνοχής: επαναλήψεις καταλέξη αρκετά μεγάλων κομματιών, ορισμένες υποσχέσεις πού δέν εκπληρώ νονται κλπ. Ό τίτλος «Μετά τά φυσικά» είναι μεταγενέστερης προέλευ σης· δόθηκε σέ μιά ομάδα πραγματειών τού Αριστοτέλη πού στήν έκδοση τού Ανδρόνικου τού Ρόδιου ήταν τοποθετημένες μετά τά «Φυσικά». Οί πραγματείες αυτές περιείχαν τή διδα σκαλία γιά τίς αρχές τοϋ όντος, πού γίνονται αντιληπτές μέσω τής θεωρίας. Αργότερα, γιά δύο ολόκληρες χιλιετηρίδες, κα θιερώθηκε ανάμεσα στους φιλόσοφους ή συνήθεια νά αποκα λούν «μεταφυσική» κάθε φιλοσοφική διδασκαλία πού περι έχει μιά θεωρητική διερεύνηση τού όντος. Έτσι, αυτό πού στήν έκδοση τού Ανδρόνικου τού Ρόδιου απλώς άκολονθοϋσε σέ σειρά έκδοσης τή Φυσική, άρχισαν νά τό βλέπουν σάν κάτι πού υψώνεται πάνω άπό τή Φυσική ώς τήν ουσία τού αντικει μένου: ενώ ή φυσική μελετά τά «εγκόσμια» φαινόμενα τής φύ σης μέ τή βοήθεια τής εμπειρίας, ή «μεταφυσική» έρευνα τήν ουσία τού όντος μέ τή βοήθεια όχι τής εμπειρίας, άλλά τής θεωρίας. Αρχινώντας άπό τόν Χέγκελ, μ' αυτόν τόν χαρακτη ρισμό τού αντικειμένου καί τοϋ τρόπου έρευνας τής «μεταφυ σικής» βάλθηκαν ιδιαίτερα νά υπογραμμίζουν τή μέθοδο τους. Έτσι ό Χέγκελ, μιλώντας γιά τήν «παλιά μεταφυσική», εννοεί πρώτα άπ' όλα τόν αφηρημένο άντιδιαλεκτικό τρόπο σκέψης καί γνώσης. Μέ τό νά αρνιέται όμως τήν άντιδιαλεκτική μέ θοδο τής «παλιάς μεταφυσικής» ό Χέγκελ δέν αρνιόταν καθό λου τό αντικείμενο της - τή διερεύνηση τών ύπεραισθητών βάσεων τού όντος. Οί κλασικοί τού μαρξισμού άφησαν στόν 2
18
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣ
I
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
δρο «μεταφυσική» τή σημασία μόνο της άντιδιαλεκτικής με θόδου. Επειδή τά «Μετά τά φυσικά» τοϋ Αριστοτέλη περιέχουν στή σύνθεση τους δχι μία, αλλά σειρά από πραγματείες (βέ βαια με παραπλήσια θέματα), προκύπτουν σοβαρά ερωτήματα πού άφοροϋν στήν ιστορία της προέλευσης καί διαμόρφωσης της γνωστής μας σήμερα σύνθεσης αύτοϋ τοϋ σπουδαίου έρ γου. Πολλά αξιόλογα στοιχεία γι' αυτό τό θέμα περιέχονται στίς ειδικές έρευνες τοϋ γερμανού Werner Zaeger . Τεράστια σημασία στήν ιστορία της επιστήμης - της αρ χαίας καί της φεουδαρχικής κοινωνίας — απόκτησαν τά σχε τικά μέ τίς επιστήμες τής φύσης συγγράμματα τοϋ Αριστο τέλη. Έ δ ώ ανάγονται τά «Φυσικά» καί μιά σειρά άλλες σχετι κές εργασίες: «Περί ουρανού», «Φυσική άκρόασις», «Περί ζώων μορίων» κλπ. Πολύ σπουδαία γιά τήν κατανόηση της ψυχολογικής καί βιολογικής διδασκαλίας τοϋ Αριστοτέλη, καθώς καί ορισμέ νων ζητημάτων τής δικής του γνωσιοθεωρίας είναι ή πραγμα τεία «Περί ψυχής». Εξέχουσα θέση στήν γραπτή κληρονομιά τοϋ Αριστοτέλη κατέχουν οι εργασίες του γιά τήν "Ηθική. Στόν ίδιο τόν Α ρ ι στοτέλη ανήκει αναμφισβήτητα ή ηθική πραγματεία πού έφ τασε σέ μας μέ τόν τίτλο «Ηθικά Νικομάχεια». Απεναντίας, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά μέ τή γνησιότητα των λεγόμε νων «Ηθικών Εύδημείων» πού αποδίδονται επίσης στόν Αριστοτέλη. Ή εκτενής πραγματεία «Πολιτικά» είναι αφιερωμένη στά ζητήματα εν μέρει τής ηθικής καί έν μέρει τοϋ πολιτικού κα θεστώτος καί τής πολιτικής αγωγής. Στή «Ρητορική» καί τήν «Ποιητική» εξετάζονται τά ζητή ματα τής ρητορικής τέχνης, τής αισθητικής, τής θεωρίας τής 3
3 Werner Jaeger, Entstehungsgeschichte der Metaphysik des Aristoteles, 1912.
Η ΖΩΗ
ΚΑΙ
ΤΑ ΕΡΓΑ
ΤΟΥ
19
ποίησης καί τοϋ θεάτρου. Τό 1890 στή διάρκεια ανασκαφών στήν Αίγυπτο βρέθηκε, θαυμάσια διατηρημένο ένα χειρό γραφο τοϋ Αριστοτέλη πού περιείχε περιγραφή τής οργάνω σης τής πόλης-κράτους τής Αθήνας. Είναι ή λεγόμενη «Αθη ναίων Πολιτεία». Στή σχολή τού Αριστοτέλη είχαν συνταχθεί πολλές περιγραφές, πού δέν έφτασαν ως εμάς, γιά τά πολιτικά καθεστώτα καί άλλων ελληνικών πόλεων. Ή «Αθηναίων πο λιτεία» είναι ένα παράδειγμα τέτοιου είδους επιστημονικής εργασίας καί μιά σπουδαία πηγή τών πληροφοριών μας γιά τήν ιστορία τής Αρχαίας Αθήνας.
2. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΩΝ «ΙΔΕΩΝ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ Στή διδασκαλία τοϋ Πλάτωνα γιά τίς «ιδέες» ή πορεία τής σκέψης τών μαθητών καί τών αναγνωστών του ξεκινούσε άπό τίς «ιδέες» («εϊδη»), σάν πρότυπα τοϋ όντος, γιά νά πάει άπό τή μιά μεριά, πρός τά φαινόμενα τού αισθητού κόσμου πού δήθεν αλλοιώνουν τίς αληθινές μορφές ή αιτίες τοϋ όντος, καί άπό τήν άλλη πρός τίς έννοιες, πού αποδίδουν τήν ουσία τών φαινομένων — τήν ταυτόσημη, γενική καί αναλλοίωτη βάση τους. Έ ν ώ όμως, σύμφωνα μέ τή θεωρία τοϋ Πλάτωνα, ή σκέψη πρέπει νά πηγαίνει άπό τίς «ιδέες» - μορφές τού όντος στίς ιδέες — έννοιες τοϋ όντος, ή πορεία τής σκέψης πού τόν οδήγησε στή θεωρία του ήταν προφανώς ή αντίστροφη: ό Πλάτων στηριζόταν στή διδασκαλία τού Σωκράτη γιά τή ση μασία πού έχουν οί έννοιες γιά τή γνώση τού όντος. Δεδομέ νου ότι ή γνώση κατευθύνεται στήν αναλλοίωτη ουσία τών πραγμάτων καί ότι οί βασικές ιδιότητες τών αντικειμένων εί ναι ιδιότητες πού αποκαλύπτονται μέ τίς έννοιες γιά τά αντι κείμενα, ό Πλάτων χρησιμοποίησε αυτή τή σημασία τών εν νοιών γιά νά ισχυριστεί ότι δήθεν οί έννοιες δέν είναι μόνο οί σκέψεις μας γιά τό όν, άλλά τό ϊδιο τό όν καί μάλιστα τό γνή-
22
Β. Φ. ΑΣΜΟ
ΥΣIΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
οιο όν. Οί έννοιες δέν είναι έτσι μόνο γνωσιολογικές ή λογικές εικόνες, άλλά πρώτα άπ' όλα «όντικές» ουσίες. Σάν ουσίες εί ναι ανεξάρτητες άπό τήν κυμαινόμενη αισθητή ύπαρξη τών πραγμάτων. Είναι έννοιες πού υπάρχουν αυτές καθεαυτές, μέ τρόπο αυτοδύναμο καί ανεξάρτητο. Τό ζήτημα τής σημασίας τών εννοιών γιά τό όν καί γιά τή γνώση βρισκόταν στό επίκεντρο τής προσοχής καί τού Α ρ ι στοτέλη. Πραγματευόμενος αυτό τό πρόβλημα ό Αριστοτέλης προσπαθεί νά προσδιορίσει μέ ακρίβεια τή θέση του απέναντι στή θεωρία τών «ιδεών» τού Πλάτωνα. Ό π ω ς καί ό Πλάτων, ό Αριστοτέλης πιστεύει ότι μέσω τών εννοιών γνωρίζουμε τίς ουσιαστικές, θεμελιακές καί αναλλοίωτες ιδιότητες τού όντος. Ό π ω ς καί ό Πλάτων, ό Αριστοτέλης θεωρεί ότι ακριβώς οί έννοιες είναι τό μέσο γιά τή γνώση τών ουσιαστικών ιδιοτήτων τών αντικειμένων. Έ ν ώ όμως συμφωνεί σ' αυτά μέ τόν Πλά τωνα, ό Αριστοτέλης τάσσεται μέ τόν πιό αποφασιστικό τρόπο κατά τής διδασκαλίας τού Πλάτωνα γιά τήν απόλυτη αυτοδυναμία τής έννοιας, δηλαδή κατά τής διδασκαλίας γιά τήν απόλυτη ανεξαρτησία της άπό τά πράγματα σάν όν. Ή αντίρρηση του αρχής είναι στό γεγονός ότι ό Πλάτων αντιπα ραθέτει τίς έννοιες σάν τίς μόνες πραγματικές ουσίες - στό αισθητό όν. Ό Αριστοτέλης τονίζει ότι ή αφορμή τής γένεσης τής θεωρίας τών «ιδεών» ήταν γιά τόν Πλάτωνα ή αποδοχή τής διδασκαλίας τού Ηρακλείτου γιά τήν αδιάκοπη μεταβολή τών αισθητών πραγμάτων καί ή προσπάθεια νά βρει, σάν αντίβαρο στή ροή τού Ηρακλείτου, αιώνια αναλλοίωτα πρά γματα, πού σάν τέτοια θά μπορούσαν νά γίνουν αντικείμενα τής γνώσης. Ό Αριστοτέλης λέει ξεκάθαρα ότι στή δοξασία γιά τήν ύπαρξη «ιδεών» έφτασαν όσοι τή διατύπωσαν, επειδή στό πρόβλημα τής αλήθειας έδωσαν πίστη στά λεγόμενα τών οπαδών τού Ηρακλείτου ότι τάχα όλα τά αισθητά βρίσκονται σέ συνεχή ροή, έτσι πού άν ή γνώση καί ή λογική σκέψη πρέ πει νά έχουν κάποιο αντικείμενο, τότε πρέπει νά υπάρχουν κάποιες άλλες οντότητες, μόνιμες, έξω άπό τό αισθητό: γιατί
ΚΡΙΤΙΚΗ
ΤΩΝ «ΙΔΕΩΝ»
ΤΟΥ
23
ΠΛΑΤΩΝΑ
δέν μπορεί - λέει ό Αριστοτέλης - νά υπάρξει επιστήμη γιά πράγματα πού ρέουν» . Άλλά ό Αριστοτέλης δέν δείχνει μόνο τή γένεση τής θεωρίας τών «ιδεών». Στά έργα του καί ειδικότερα στό 4ο καί 5ο κεφάλαιο τοϋ 13ου βιβλίου τών «Μετά τά φυσικά», αναπτύσσει τήν κριτική τής θεωρίας τον Πλάτωνα γιά τίς ιδέες σάν αυθύπαρκτες ουσίες, ξεχωριστές άπό τόν κόσμο τών αισθητών πραγμάτων, καί σέ μιά σειρά άλλα σημεία τής αντιπαραθέτει τή δική του θεωρία γιά τή σχέση τών αισθητών πραγμάτων πρός τίς έννοιες. Οί πολυάριθμες καί πολύμορφες αντιρρήσεις τού Αριστο τέλη γιά τήν πλατωνική θεωρία τών ιδεών μπορούν νά συνο ψιστούν βασικά σέ τέσσερεις. Βάση τών αντιρρήσεων τοϋ Αριστοτέλη είναι ότι ό Πλάτων, εισάγοντας τίς «ιδέες» σάν αυτοτελή οντότητα, ξεχωριστή άπό τήν ύπαρξη τών αισθητών πραγμάτων, αναπτύσσει μιά θεωρία όπου οί «ιδέες» αποδείχνονται άχρηστες καί γιά τή γνώση τών πραγμάτων καί γιά τήν ύπαρξη τους. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη αντίρρηση τού Αριστοτέλη, οί «ιδέες» είναι άχρηστες γιά τήν επιστήμη, γιατί δέν προσθέτουν τίποτε καινούριο στή γνώση τών πραγμάτων: οί πλατωνικές «ιδέες» είναι άπλά είδωλα ή ομοιώματα τών αισθητών πραγμάτων. Στό περιεχόμενο τών «ιδεών» δέν υπάρχει τίποτε πού νά τίς κάνει νά διαφέρουν άπό τά αντίστοιχα αισθητά πράγματα. Σύμφωνα μέ τόν Πλά τωνα, τό γενικό υπάρχει μέσα στίς «ιδέες». Εφόσον όμως υπάρχει καί μέσα στά καθέκαστα αισθητά πράγματα καί εφό σον είναι τό ίδιο καί στίς «ιδέες» όπως καί στά καθέκαστα πράγματα, τότε δέν μπορεί νά υπάρχει στίς «ιδέες» κανένα καινούριο περιεχόμενο πού νά μήν υπάρχει στά πράγματα. Λογουχάρη, ή «ιδέα» τού άνθρωπου ή, σύμφωνα μέ τόν Πλά4
5
4 Μετά τά φυσικά, 1078 β 9-17: «ού γάρ είναι τών ρεόντων έπιστήμην». 5 Α ν ά λ υ σ η τών κριτικών επιχειρημάτων τοϋ Αριστοτέλη κατά τής πλατω νικής θεωρίας τών «ιδεών» έχει δώσει ό καθηγητής Ά . Φ. Λόσεφ στό βιβλίο του « Ή κριτική τοϋ πλατωνισμοϋ άπό τόν Αριστοτέλη» (Μόσχα, 1929, εκδ. τοϋ συγγραφέα, σ. 26-32).
24
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
τωνα, ό άνθρωπος αυτός καθεαυτός, δέν διαφέρει στήν ουσία του, σέ τίποτα απολύτως άπό τό σύνολο τών γενικών γνωρι σμάτων πού ανήκουν σέ κάθε ξεχωριστό αισθητό άνθρωπο. Ή δεύτερη αντίρρηση τού Αριστοτέλη είναι ότι ή σφαίρα τών «ιδεών», πού παίρνει σάν προϋπόθεση ό Πλάτων, είναι άχρηστη όχι μόνο γιά τή γνώση, άλλά καί γιά τήν αισθητή ύπαρξη τών πραγμάτων. Γιά νά έχει κάποια σημασία γιά τή σφαίρα τών αισθητών πραγμάτων, τό βασίλειο τών «ιδεών» πρέπει νά υπάρχει μέσα στή σφαίρα τών αισθητών πραγμά των. Γιά τόν Πλάτωνα όμως, ακριβώς ή σφαίρα τών «ιδεών» είναι καθαρά ξεχωριστή άπό τόν κόσμο τών αισθητών πρα γμάτων. Γι' αυτό δέν μπορεί νά υπάρχει καμιά βάση γιά οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα τους. Ό Πλάτων καταλαβαίνει ότι προκύπτει αναγκαστικά ζή τημα σχέσης ανάμεσα στους δύο κόσμους. Παρακάμπτει όμως πάρα πολύ εύκολα τή δυσκολία, μέ τήν εξήγηση, ότι τά πρά γματα τού αισθητού κόσμου «συμμετέχουν» στίς «ιδέες». Ή εξήγηση αυτή είναι ολοφάνερη επανάληψη τής μεθόδου τών Πυθαγορείων πού, απαντώντας στό ερώτημα γιά τή σχέση τών πραγμάτων πρός τούς αριθμούς, έλεγαν ότι τάχα τά αισθητά πράγματα υπάρχουν «σάν απομίμηση» τών αριθμών. Ωστόσο γιά τόν Αριστοτέλη τόσο ή απάντηση τών Πυθαγορείων όσο καί ή απάντηση τού Πλάτωνα δέν είναι πραγματική εξήγηση, άλλά κενή μεταφορά. Ειδικότερα στόν Πλάτωνα ή λέξη «συμ μετέχουν» δέν δίνει έναν αυστηρό ορισμό τής σχέσης ανάμεσα στους δύο κόσμους. Έ ν α ς τέτοιος ορισμός όμως, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, δέν είναι κάν δυνατός, επειδή οί πλατωνικές «ιδέες» δέν είναι άμεσες ουσίες τών αισθητών πραγμάτων. Έτσι απορρίπτει ό Αριστοτέλης τή θεωρία τού Πλάτωνα γιά τή σχέση τών αισθητών πραγμάτων πρός τίς «ιδέες» άπό οντολογική άποψη. Ή τρίτη αντίρρηση τοϋ Αριστοτέλη στηρίζεται στήν εξέ ταση τής πλατωνικής θεωρίας γιά τίς λογικές σχέσεις τών ιδεών. Πρόκειται, πρώτα-πρώτα, γιά τίς λογικές σχέσεις άνά-
ΚΡΙΤΙΚΗ
ΤΩΝ
«ΙΔΕΩΝ»
ΤΟΥ
ΠΛΑΤΩΝΑ
25
μεσα στίς ϊδιες τίς «ιδέες» καί, δεύτερο, γιά τίς σχέσεις ανά μεσα στίς «ιδέες» καί τά αισθητά πράγματα. Ή λογική σχέση ανάμεσα στίς «ιδέες» είναι σχέση ανάμεσα στίς γενικές «ιδέες» καί τίς μερικές «ιδέες». Καί, σύμφωνα μέ τή θεωρία τού Πλάτωνα, τό γενικό είναι ουσία τού μερικού. Άλλά οί δύο αυτές θέσεις - ή σχέση τών γενικών ιδεών πρός τίς μερικές, καί ή θέση ότι οί «ιδέες» είναι ουσιώδεις — κατά τή γνώμη τού Αριστοτέλη, αντιφάσκουν. Καί συγκεκριμένα, προκύπτει ότι ή ϊδια ιδέα μπορεί νά είναι ταυτόχρονα καί ου σία καί μή ουσία: ουσία, επειδή μέ τό νά είναι πιό γενική σέ σχέση μέ τήν υπαγόμενη σ'αυτήν μερική ιδέα, υπάρχει ή εικο νίζεται σ'αύτήν τή μερική ιδέα σάν ουσία. Καί ταυτόχρονα δέν είναι ουσία - σέ σχέση, μέ μιά πιό γενική συγκριτικά μ' αυτήν ιδέα, πού αποτελεί γι' αυτήν μιάν ουσία. Άλλά ό Πλάτων, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, εμπλέκεται σέ αντιφάσεις καί στή θεωρία του γιά τή σχέση ανάμεσα στή σφαίρα τών αισθητών πραγμάτων καί τή σφαίρα τών «ιδεών». Σύμφωνα μέ τήν άποψη τοϋ Πλάτωνα, τά καθέκαστα πρά γματα τού αισθητού κόσμου εμπεριέχουν κάτι γενικό γι' αυτά. Άλλά τό γενικό - σάν γενικό - δέν μπορεί νά είναι απλό συ στατικό μέρος τών ξεχωριστών πραγμάτων. Έτσι ό Πλάτων βγάζει τό συμπέρασμα ότι τάχα τό γενικό αποτελεί έναν εντε λώς ιδιαίτερο κόσμο, ξεχωριστό άπό τόν κόσμο τών αισθητών πραγμάτων καί εντελώς αυθύπαρκτο. Έτσι λοιπόν, τόσο τό πράγμα όσο καί ή «ιδέα» του υπάρχουν ξεχωριστά. Ά λ λ ά άφού ό κόσμος τών πραγμάτων είναι απεικόνιση τού κόσμου τών «ιδεών», τότε ανάμεσα σέ κάθε ξεχωριστό πράγμα καί τήν ιδέα του πρέπει νά υπάρχει κάτι όμοιο καί κοινό γι' αυτά. Καί αν επιβάλλεται νά υποθέσουμε, σέ σχέση μέ τόν κόσμο τών αισθητών πραγμάτων, έναν ξεχωριστό άπ' αυτόν καί αυθύ παρκτο κόσμο «ιδεών», τότε πρέπει τό ίδιο ακριβώς νά υπο θέσουμε, σέ σχέση μέ τό ίδιο τό κοινό πού υπάρχει ανάμεσα στόν κόσμο τών πραγμάτων καί τόν κόσμο τών «ιδεών», έναν καινούριο κόσμο «ιδεών», σάν κάτι εντελώς αυθύπαρκτο. Αύ-
26
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
τός πιά θά είναι ένας δεύτερος κόσμος «ιδεών», πού υψώνεται εξίσου καί πάνω άπό τόν πρώτο κόσμο τών «ιδεών» καί πάνω άπό τόν κόσμο τών ξεχωριστών αισθητών πραγμάτων. Άλλά ανάμεσα σ' αυτόν τόν καινούριο ή δεύτερο κόσμο «ιδεών», άπό τή μιά μεριά, καί τόν πρώτο κόσμο «ιδεών» καί τόν κόσμο τών αισθητών πραγμάτων, άπό τήν άλλη, πάλι υπάρχει κάτι κοινό. Καί εφόσον ή ομοιότητα τοϋ κόσμου τών «πραγμάτων» μέ τόν πρώτο κόσμο «ιδεών» έκανε αναγκαίο νά υποθέσουμε ένα δεύτερο κόσμο «ιδεών», τότε μέ τήν ίδια λογική, εξαιτίας τής ομοιότητας τοϋ δεύτερου κόσμου «ιδεών» μέ τόν πρώτο, καθώς καί μέ τόν κόσμο τών αισθητών πραγμά των, επιβάλλεται νά υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο κοινό στοιχείο ανάμεσα τους, δηλαδή ένας τρίτος κόσμος «ιδεών». Αναπτύσσοντας μέ συνέπεια αυτήν τήν επιχειρημα τολογία, θά φτάναμε αναγκαστικά στό συμπέρασμα ότι πάνω άπό τή σφαίρα τών αισθητών πραγμάτων υψώνεται όχι ένας καί μόνος αυθύπαρκτος κόσμος «ιδεών», άλλά ένα άπειρο πλήθος τέτοιων κόσμων. Αυτή ή αντίρρηση τού Αριστοτέλη κατά τής θεωρίας τών «ιδεών» τού Πλάτωνα ονομάστηκε αργότερα τό επιχείρημα τοϋ «τρίτου άνθρωπου». Ή αφορμή γι' αυτήν τήν ονομασία ήταν ότι, σύμφωνα μέ τόν Πλάτωνα, εκτός άπό τόν αισθητό άνθρωπο καί εκτός άπό τήν «ιδέα» τού άνθρωπου (ή τόν «δεύτερο» άνθρωπο), είμαστε υποχρεωμένοι νά υποθέσουμε τήν ύπαρξη άλλης μιας «ιδέας» τού άνθρωπου πού υψώνεται άπό πάνω τους. Αυτή ή «ιδέα», πού περιλαμβάνει τό κοινό ανάμεσα στήν πρώτη «ιδέα» καί τόν αισθητό άνθρωπο, είναι ακριβώς «ό τρίτος άνθρωπος». Ή τέταρτη αντίρρηση τού Αριστοτέλη κατά τής θεωρίας τών «ιδεών» τού Πλάτωνα είναι ότι ή θεωρία αυτή δέν δίνει ούτε μπορεί νά δώσει εξήγηση γιά μιά σπουδαία ιδιότητα τών πραγμάτων τού αισθητού κόσμου: τήν κίνηση καί τό γίγνεσθαι — τή γένεση καί τή φθορά. Εφόσον οί «ιδέες» σχηματίζουν, κατά τόν Πλάτωνα, έναν ιδιαίτερο καί εντελώς ξεχωριστό,
ΚΡΙΤΙΚΗ
ΤΩΝ «ΙΔΕΩΝ»
ΤΟΥ
ΠΛΑΤΩΝΑ
27
κλειστό κόσμο ουσιών, έπεται ότι ό Πλάτων δέν μπορεί νά υποδείξει τήν αιτία τής μεταβολής καί τής κίνησης πού συντε λείται αδιάκοπα στόν αισθητό κόσμο. Σ' ένα σημείο τών «Μετά τά φυσικά» ό Αριστοτέλης τονί ζει ότι ή βασική αιτία τών δυσκολιών στίς όποιες έχει εμπλα κεί ό Πλάτων μέ τή θεωρία τών «ιδεών» του, είναι ό απόλυτος διαχωρισμός τού γενικού άπό τό καθέκαστο καί ή αμοιβαία αντιπαράθεση τους. Κατά τόν Αριστοτέλη, «τήν αφορμή γι' αυτό τήν έδωσε ό Σωκράτης μέ τούς ορισμούς του». Εκείνος δέν χώρισε πάντως τό γενικό άπό τό καθέκαστο. Καί μή χωρί ζοντας τα, «σκέφτηκε σωστά». Ό Αριστοτέλης συμφωνεί ότι «άπό τή μιά μεριά, χωρίς τό γενικό δέν είναι δυνατό νά απο κτήσουμε γνώσεις», άπό τήν άλλη όμως ό διαχωρισμός τοϋ γε νικού άπό τό καθέκαστο «αποτελεί τήν αιτία τών δυσκολιών πού παρουσιάζονται μέ τίς ιδέες». Στήν τελευταία περίοδο τής δραστηριότητας του ό Πλάτων δέχτηκε τήν επιρροή τών Πυθαγορείων καί άρχισε νά τούς επηρεάζει καί ό ίδιος. Στίς κοσμολογικές θεωρίες τού «Τι μαίου» ή προσέγγιση τού Πλάτωνα στους Πυθαγόρειους, όπως παρατήρησε ό ακαδημαϊκός Ά . Ν. Γκιλιαρόφ, φτάνει στά όρια τής ολοκληρωτικής ταύτισης. Αυτή ή προσέγγιση εκδηλώθηκε όχι μόνο στήν κοσμογονία, άλλά καί στήν αντί ληψη γιά τή φύση τών «ιδεών», πού σ' αυτήν τήν περίοδο ό Πλάτων τίς ταύτιζε μέ τούς αριθμούς. Ό Αριστοτέλης, στό 13ο βιβλίο τών «Μετά τά φυσικά», υπέβαλε σέ κριτική καί αυτή τή μεταγενέστερη παραλλαγή τής πλατωνικής θεωρίας τών «ιδεών». Βάση τής κριτικής τού Αριστοτέλη είναι ή αντίληψη γιά τόν αριθμό σάν αφαίρεση — μέ τή βοήθεια τής έννοιας — ορισμέ νων πλευρών ή ιδιοτήτων τών πραγμάτων. Τέτοιες αφαιρέσεις υπάρχουν, άλλά ή δυνατότητα τους δέν αποδείχνει καθόλου 6
7
6 7
1086 Ά 30 - 1086 Η 13. Ά . Ν. Γκιλιαρόφ, Ό Πλάτων σάν ιστορικός
μάρτυς, σ. 146.
28
Β. Φ. ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
αυτό πού υποστηρίζουν ό Πλάτων καί οί πλατωνικοί - ότι τάχα στόν κόσμο τών ιδεών υπάρχουν ξεχωριστά άπό τά αι σθητά πράγματα ιδεώδη μαθηματικά σώματα (στή γεωμετρία) καί αριθμοί (στήν αριθμητική). Οί γενικές θέσεις στίς μαθη ματικές επιστήμες, έλεγε ό Αριστοτέλης, «δέν εφαρμόζονται σέ πράγματα πού υπάρχουν ξεχωριστά άπό τά μεγέθη καί τούς αριθμούς, άλλά ακριβώς σ' αυτά τά τελευταία...». Λογουχάρη, στόν βαθμό πού τά πράγματα αντιμετωπίζονται αφηρημένα — «μόνο σάν κινούμενα, μπορούν νά υπάρξουν πολλές προτάσεις, ανεξάρτητα άπό τήν ουσία καί τά συμβεβηκότα τών πραγμάτων αυτών, χωρίς γι' αυτό νά είναι ανάγκη νά υπάρχει κάποιο κινούμενο μέ ξεχωριστή καί ανεξάρτητη άπό τό αισθητό κίνηση ή νά υπάρχει μέσα σ' αυτό τό αισθητό κάποια ιδιαίτερη οντότητα γιά τήν κίνηση...». Βέβαια, κατά μιάν ορισμένη έννοια τά μαθηματικά είναι επιστήμη τών μή αισθητών αντικειμένων, άλλά αυτά τά μή αισθητά αντικείμενα δέν είναι καθόλου οί «ιδέες» τού Πλάτωνα πού βρίσκονται σέ ένα μή αισθητό κόσμο, απομονωμένο καί ξεχωριστό άπό τά αισθητά πράγματα. Είναι αλήθεια ότι τά αντικείμενα πού με λετά ή μαθηματική επιστήμη καί πού έχουν τήν πρόσθετη ιδιότητα νά είναι αισθητά, ή επιστήμη αυτή τά μελετά στόν βαθμό πού δέν είναι αισθητά. Μέ τήν έννοια αυτή οί μαθημα τικές επιστήμες δέν είναι γνώσεις γιά αισθητά πράγματα, άλλά δέν είναι ούτε επιστήμες γιά «ιδέες», δηλαδή γιά «κάποια άλλα ξεχωριστά όντα, έξω άπό τά αισθητά». Καί ό Αριστο τέλης επιδοκιμάζει απόλυτα τή μέθοδο τού μαθηματικού ή τοϋ γεωμέτρη πού στίς αφαιρέσεις τους προσπαθούν «νά ξεχωρί ζουν αυτό πού δέν είναι χωρισμένο», άλλά πού μολαταύτα «μιλούν γιά πραγματικά όντα καί υποστηρίζουν ότι τά άντι8
9
10
11
8 Μετά τά φυσικά,
1077 β 17-19.
9 Στό ΐόιο, 1077 ο 22-27. 10 Στό ΐόιο, 1078 3 2-5. 11 Στό ΐόιο, 1078 α 21-22.
ΚΡΙΤΙΚΗ
ΤΩΝ «ΙΔΕΩΝ»
ΤΟΥ
29
ΠΛΑΤΩΝΑ
12
κείμενα τους είναι πραγματικά όντα». Ή αριστοτελική κριτική καί διαφόριση άπό τόν Πλάτωνα στό ζήτημα τής φύσης τών μαθηματικών αντικειμένων εκτιμή θηκε πολύ άπό τόν Λένιν. Μιλώντας γιά τίς δυσκολίες πού δημιουργούσε στή σκέψη τό πρόβλημα τών μαθηματικών αφαιρέσεων, ό Λένιν έβρισκε ότι τό 13ο βιβλίο τών «Μετά τά φυσικά» (κεφάλαιο 3) «λύνει αυτές τίς δυσκολίες μέ τρόπο θαυμάσιο, ξεκάθαρο, σαφή, υλιστικό (τά μαθηματικά καί οί άλλες επιστήμες κάνουν αφαίρεση μιας άπό τίς πλευρές τού σώματος, τού φαινομένου, τής ζωής)». Αυτή ακριβώς ή αντίληψη τού Αριστοτέλη γιά τή φύση τών μαθηματικών αφαιρέσεων τόν έκανε αντίπαλο όχι μόνο τής αρχικής, άλλά καί τής μεταγενέστερης θεωρίας τοϋ Πλάτωνα γιά τίς «ιδέες» - πού στήν περίοδο αυτή είχαν μετατραπεί γιά τόν Πλάτωνα σέ πυθαγορικούς αριθμούς. Σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, οί αριθμοί — καί οί πεπερασμένοι καί οί άπειροστοί - δέν μπορούν νά είναι «ιδέες» μέ τήν πλατωνική έννοια, ούτε οί «ιδέες» μπορούν νά είναι αριθμοί. "Ας δούμε, γιά παράδειγμα, τήν κριτική τής ταύτισης τών «ιδεών» μέ τούς πεπερασμένους αριθμούς. "Αν όλες οί μο νάδες σέ έναν αριθμό είναι ομοειδείς καί χωρίς διαφορά, τότε έχουμε έναν αριθμό πού ό Αριστοτέλης τόν αποκαλεί «μαθη ματικό». Ό Αριστοτέλης αποδείχνει ότι οί «ιδέες» δέν μπο ρούν νά είναι τέτοιοι αριθμοί. Πράγματι, ρωτάει ό Αριστοτέ λης, τί αριθμός θά είναι, λογουχάρη, ό καθεαντόν άνθρωπος ή τό καθεαυτό ζώο ή οποιαδήποτε άλλη ιδέα; Έ ν ώ ή ιδέα είναι 13
14
12 Στό ϊδιο, 1078 Ά 29-30. 13 Β. Ί . Λένιν, "Απαντα, τ. 38, σ. 371, 5η ρωσ. έκδοση. 14 Ή κριτική αύτη, καθώς καί ή κριτική τής θεωρίας γιά τούς μή λογιστούς αριθμούς, εξετάζεται διεξοδικά στήν προαναφερμένη εργασία τού καθηγητή Ά . Φ. Λόσεφ (σ. 34-46 καί 46-59). Έκεΐ διαπιστώνεται επίσης δτι ό Α ρ ι σ τ ο τέλης, θεωρώντας τό ομοειδές τοϋ λογισμού σάν ουσιαστικό στοιχείο τής δο μής τού αριθμού, βλέπει ένα άπό τά βασικά λάθη τής πλατωνικής θεωρίας στήν «υποκατάσταση τής αρχής τοϋ αριθμού μέ εκείνη τής λογικής καί τών ιδεών» (στό ϊδιο, σ. 57).
30
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣ/ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
σέ κάθε περίπτωση μόνο μία, οί ομοειδείς καί χωρίς διαφορά αριθμοί είναι άπειροι. Γι' αυτό, άν δεχτούμε, λογουχάρη, ότι ή «ιδέα» τοϋ άνθρωπου ή ό καθεαντόν άνθρωπος είναι ή τριάδα, τότε «δέν υπάρχει κανένας λόγος νά είναι αύτη έδώ ή τριάδα ό καθεαυτόν άνθρωπος καί όχι μιά οποιαδήποτε άλλη». Καί άν οί «ιδέες» δέν είναι αριθμοί, τότε δέν μπο ρούν γενικά νά υπάρχουν, καί δέν μπορούμε νά τίς τοποθε τήσουμε ούτε πρίν τούς αριθμούς, ούτε μετά άπ' αυτούς. 15
16
15 Μετά τά φυσικά, 1081 3 11-12. 16 Στό ΐόιο, 1081 α 12-13.
3. Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΣΘΗΤΟ ΟΝ Στό κατώφλι τής θεωρητικής φιλοσοφίας τοϋ Αριστοτέλη βρίσκουμε τήν έννοια ουσία, πού έχει εισαγάγει ό ίδιος. Λέ γοντας ουσία, ό Αριστοτέλης εννοεί ένα όν εντελώς αυθύπαρ κτο, πού υπάρχει δηλαδή μέσα στόν εαυτό του καί όχι μέσα σέ κάτι άλλο. Σά τέτοιο όν, πού δέν μπορεί νά υπάρχει μέσα σέ κάτι άλλο, ή ουσία δέν μπορεί ποτέ νά είναι στήν πρόταση κατηγορούμενο ή ιδιότητα, άλλά μόνο υποκείμενο της. Εφόσον τό γενικό είναι κοινό γιά ένα πλήθος αντικειμένων, δέν μπορεί νά είναι ουσία, δηλαδή εντελώς αυθύπαρκτο όν. Γι' αυτό ουσία, μέ τήν έννοια τού Αριστοτέλη, μπορεί νά εί ναι μόνο τό καθέκαστο όν. Μόνο αυτό είναι αυθύπαρκτο μέ τήν ακριβή έννοια τής λέξης. Γιά τήν κατανόηση τής παραπέρα ανάπτυξης άπό τόν Α ρ ι στοτέλη τής θεωρίας γιά τό καθέκαστο ή ουσιαστικό όν, πρέ πει νά μήν ξεχνάμε ότι, διεξάγοντας τήν ανάλυση του γιά τό ανεξάρτητο αντικειμενικό όν, ό Αριστοτέλης παίρνει πάντοτε υπόψη αυτό τό όν όχι στήν αφηρημένη ύπαρξη του, άλλά σάν αντικείμενο τής γνώσης πού συντελείται μέ έννοιες. Μέ άλλα
32
Β. Φ. ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
λόγια, προϋποθέτει ότι αυτό τό όν πού είναι αύθυπόστατο καί γι' αυτό δέν εξαρτάται καθόλου άπό τή συνείδηση τού άν θρωπου, έχει ήδη γίνει αντικείμενο τής γνώσης, έχει προκαλέ σει τήν έννοια τού όντος καί είναι πιά, άπ' αυτήν τήν άποψη, όν σάν αντικείμενο τής γνώσης. Ά ν δέν πάρουμε υπόψη αυτό τό σημαντικό στοιχείο, τότε ή θεωρία τοϋ Αριστοτέλη γιά τό όν μπορεί νά φανεί πιό ιδεαλιστική άπ' ό,τι είναι στήν πρα γματικότητα. Κατά τόν Αριστοτέλη, γιά τή δική μας κατανόηση καί γνώση τό καθέκαστο όν είναι συνδυασμός «μορφής» καί «ύλης». Στό όντικό επίπεδο ή «μορφή» είναι ή ουσία τού αντικειμένου. Στό επίπεδο τής γνώσης ή «μορφή» είναι ή έν νοια γιά τό αντικείμενο ή οί ορισμοί εκείνοι γιά τό αυθύπαρ κτο αντικείμενο πού μπορούν νά διατυπωθούν μέσα στήν έν νοια γιά τό αντικείμενο. Σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, εκείνο πού μπορεί νά αποτε λεί αντικείμενο τής επιστήμης είναι μόνο μιά έννοια πού περι έχει ουσιαστικούς ορισμούς τοϋ όντος. Αντίθετα, άν αποσπα στούμε άπό τήν έννοια, τότε άπ' όλο τό περιεχόμενο τού ίδιου τού όντος θά μείνει μόνο ό,τι δέν μπορεί άπό καμιά άποψη νά γίνει πιά αντικείμενο τής γνώσης. Γιά νά είναι ή γνώση αληθινή, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, δέν άρκεΐ μόνο νά είναι έννοια τοϋ αντικειμένου. Πρέπει εκ τός άπ' αυτό, τό ίδιο τό αντικείμενο τής γνώσης νά είναι όχι τό μεταβλητό καί ρέον όν, άλλά μόνο τό αμετάβλητο καί μό νιμο όν. Μιά τέτοια γνώση είναι δυνατή άν καί τά καθέκαστα αντικείμενα, μέσα στά όποια καί μόνο υπάρχει ή αμετάβλητη ουσία, είναι πάντοτε αντικείμενα μεταβλητά, ρέοντα. Ωστόσο αυτή ή γνώση μπορεί νά είναι μόνο γνώση ή έννοια γιά τή «μορφή». Αυτή ή «μορφή» γιά κάθε αντικείμενο είναι αιώνια: δέν γεννιέται καί δέν εξαφανίζεται. Λογουχάρη, παρατηρούμε πώς ένας όγκος χαλκού γίνεται άγαλμα, παίρνει τή μορφή τού αγάλματος. Μ' αυτό δέν πρέπει νά καταλαβαίνουμε ότι ή «μορφή», δηλαδή ένα ορισμένο περίγραμμα πού έχουμε δια-
ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
33
νοηθεί, γεννήθηκε εδώ γιά πρώτη φορά. Πρέπει νά εννοούμε μόνο ότι τό αντικείμενο (τό υλικό τού χαλκού) παίρνει εδώ γιά πρώτη φορά ένα περίγραμμα πού, σάν τέτοιο, δέν ειχε γεννηθεί ποτέ. Τό περίγραμμα αυτό γίνεται «μορφή» τού δο σμένου όγκου χαλκον, άλλά ή «μορφή» αυτή καθεαυτή δέν γεννιέται εδώ σάν «μορφή». Έτσι, στή «μορφή» τοϋ Αριστοτέλη συνενώνονται ή αιω νιότητα καί ή γενικότητα. Ή διατύπωση αυτών τών ορισμών τής μορφής μας δίνει τή δυνατότητα νά συνεχίσουμε τή διε ρεύνηση τής ουσίας ή τού αύθυπόστατου καθέκαστου όντος. Προηγούμενα διαπιστώθηκε ότι ή «μορφή» είναι τό γενικό, ενώ πραγματικό είναι τό καθέκαστο. Γι' αυτό, γιά νά μπορέσει ή «μορφή» νά γίνει «μορφή» κάποιου καθέκαστου ή μεμονω μένου αντικειμένου, χρειάζεται νά προστεθεί στή «μορφή» ακόμα κάτι. Άλλά άν στή «μορφή» προστεθεί κάτι πού μπο ρεί νά εκφραστεί μέ μιά προσδιορισμένη έννοια, τότε αυτό θά είναι πάλι «μορφή». Ά π ό εδώ ό Αριστοτέλης βγάζει τό συμπέρασμα ότι τό και νούριο στοιχείο πού προστίθεται στή «μορφή» μπορεί νά γίνει στοιχείο ουσίας μόνο μέ τήν προϋπόθεση ότι θά είναι εντελώς «απροσδιόριστο υποκείμενο» ή «απροσδιόριστη ύλη». Είναι τό υποκείμενο (ύλη) όπου τό γενικό (ή «μορφή») γίνεται γιά πρώτη φορά προσδιοριστικό γιά ένα άλλο όν. Ό Αριστοτέλης δέν περιορίζεται στά παραπάνω. Α ν α πτύσσει διεξοδικά τήν αντίληψη του γιά τήν διαδικασία μέσα άπό τήν οποία σέ ορισμένα αντικείμενα τού αισθητού κόσμου γεννιούνται νέες ιδιότητες ή παίρνει «μορφή» ή «ύλη». Κάθε αντικείμενο, όταν αποκτά μιά νέα ιδιότητα πού μπο ρεί νά εκφραστεί μέ ένα νέο ορισμό, προφανώς δέν είχε αυτήν τήν ιδιότητα πρίν τήν αποκτήσει. Γι' αυτό, γιά νά απαντή σουμε στό ερώτημα τί είναι «ύλη» ή «υποκείμενο» (υποστήρι γμα) χρειάζεται νά ξεκαθαρίσουμε τό εξής: ή «ύλη» είναι πρώτα-πρώτα απουσία («στέρηση», «άρνηση») τοϋ ορισμού 3
34
Β. Φ. ΑΣΜΟ
ΥΣ/ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
πού πρόκειται νά αποκτήσει σάν νέο ορισμό. Μέ άλλα λόγια, ή «ύλη» είναι «στέρηση» τής «μορφής». Ωστόσο ή έννοια τής «ύλης» δέν μπορεί νά αναχθεί απο κλειστικά καί μόνο στόν χαρακτηρισμό της σάν «στέρηση» ή «απουσία» τής μορφής, σάν «άρνηση» τής μορφής. "Οταν στήν «ύλη» γεννιέται ένας νέος προσδιορισμός, μιά νέα «μορφή», λογουχάρη, όταν ένας όγκος χαλκού μετατρέπεται σέ χάλκινη σφαίρα ή σέ χάλκινο άγαλμα — , τότε αιτία αυτού τού νέου προσδιορισμού δέν μπορεί νά είναι ή άπλή απουσία («στέ ρηση» - «άρνηση») τής μορφής τής σφαίρας ή τής μορφής τού αγάλματος. Ά π ό τήν άλλη μεριά, ή νέα «μορφή» γεννιέται σέ μιά «ύλη» πού δέν είχε προηγούμενα αυτή τή «μορφή». Ά π ό εδώ έπεται, συμπεραίνει ό Αριστοτέλης, ότι ή «ύλη» είναι κάτι περισσότερο άπό «στέρηση» («απουσία»). Ά π ό πού λοι πόν προέρχεται στήν «ύλη» ή καινούρια της «μορφή»; Ή «μορφή» αυτή, άπαντα ό Αριστοτέλης, δέν μπορεί νά γεννη θεί, πρώτα-πρώτα, άπό τό όν. Ά ν γεννιόταν άπό τό όν, τότε κάτι πού γεννιέται σάν καινούριο, γιά πρώτη φορά, θά υπήρχε προτού ακόμα γεννηθεί. Ά λ λ ά «ή μορφή αυτή» δέν μπορούσε, δεύτερο, νά γεννηθεί καί άπό τό μή όν, γιατί άπό τό μή όν δέν μπορεί νά προέλθει τίποτε. Βγαίνει τό συμπέρασμα ότι αυτό άπό τό όποιο γεννιέται ή «μορφή» δέν είναι ούτε ή απουσία «μορφής», ούτε ή ήδη γεννημένη, πραγματική μορφή, άλλά κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στήν απουσία («στέρηση») «μορφής» καί τήν πραγματική «μορφή». Αυτό τό ενδιάμεσο ανάμεσα στήν απουσία όντος καί στό πραγματικό («ενεργεία») όν εί ναι, κατά τόν Αριστοτέλη, τό όν «σάν δυνατότητα» («δυνά μει»). Συνεπώς, γιά τόν Αριστοτέλη πραγματικό γίνεται μόνο ό,τι είχε τή «δυνατότητα» νά γίνει πραγματικό. Καί ό Αριστοτέ λης επεξηγεί τή σκέψη του μέ ένα παράδειγμα. Έ ν α ς άνθρω πος, πού προηγούμενα ήταν αμόρφωτος, έγινε μορφωμένος. Έγινε όμως μορφωμένος όχι επειδή ήταν αμόρφωτος, όχι εξ αιτίας τής «στέρησης» ή «απουσίας» μόρφωσης, άλλά επειδή
ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
35
ό άνθρωπος αυτός είχε τή δυνατότητα (ικανότητα) νά γίνει μορφωμένος. Ά ν όμως έτσι έχει τό πράγμα, τότε πρέπει νά παραδεχτούμε ότι ή «ύλη» ( = τό «υποκείμενο») περικλείνει δύο ορισμούς: 1) τήν απουσία τής μορφής πού γεννιέται στήν ύλη κατοπινά, καί 2) τή δυνατότητα αυτής τής «μορφής», σάν πραγματικού .πιά όντος. Ό πρώτος ορισμός («στέρηση») είναι μονάχα αρνητι κός, ό δεύτερος («δυνατότητα») είναι θετικός. Σέ αντίθεση μέ τήν «ύλη» πού είναι όν «σάν δυνατότητα» («δυνάμει»), ή «μορφή» είναι «πραγματικότητα» («ενερ γεία»), δηλαδή είναι ή πραγμάτωση τού δυνατού. Ά π ό τήν άλλη μεριά ό Αριστοτέλης διακρίνει στήν έννοια τής «ύλης» («υποκειμένου») δύο σημασίες. Πρώτα-πρώτα, λέ γοντας «ύλη», εννοεί τό «υποκείμενο» μέ απόλυτη έννοια. Αυτό, δηλαδή, πού είναι μόνο «ύλη» ή καθαρή δυνατότητα. Καί δεύτερο, μέ τή λέξη «ύλη» εννοεί επίσης καί εκείνο τό υποκείμενο πού δέν είναι πιά μόνο δυνατότητα, άλλά καί πραγματικότητα. Τή διαφορά αυτών τών εννοιών ό Αριστοτέλης τήν επεξη γεί, εξετάζοντας παραδείγματα άπό τή βιοτεχνική καί καλλι τεχνική παραγωγή. Ά ς δούμε, λογουχάρη, μιά χάλκινη σφαίρα πού έκανε ένας χαλκοπλάστης καί ένα χάλκινο άγαλμα πού λάξευσε ένας γλύπτης. Καί αυτή ή σφαίρα καί αυτό τό άγαλμα υπάρχουν στήν πραγματικότητα. Ά λ λ ά τί εί ναι σ' αυτά τό αληθινά «πραγματικό»; Καί γιά τή σφαίρα καί γιά τό άγαλμα έχουμε ορισμένες έννοιες, καί ή καθεμιά άπ' αυτές είναι σύνολο ορισμένων γνωρισμάτων. "Οταν θεωρούμε τή σφαίρα καί τό άγαλμα πραγματικά, αναγνωρίζουμε τήν εν τελέχεια τών εννοιών τους. Ωστόσο ούτε ή σφαίρα ούτε τό άγαλμα είναι έννοιες. Αναγνωρίζοντας τήν εντελέχεια τους, τά βλέπουμε όχι σέ απόσπαση άπό τήν πραγματικότητα (όπως έβλεπε ό Πλάτων τίς «ιδέες» του), άλλά σάν έννοιες πού έχουν πραγματωθεί στήν ίδια τήν.πραγματικότητα, σέ μιά ορισμένη «ύλη», σέ ένα ορισμένο «υποκείμενο».
36
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣ
/
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Πώς πρέπει λοιπόν νά εννοούμε αύτη την «ύλη» («υποκεί μενο») στην περίπτωση τοϋ χάλκινου αγάλματος ή της χάλκι νης σφαίρας; Προφανώς ή «ύλη» πού έχει γίνει σφαίρα (ή άγαλμα) είναι στήν περίπτωση αυτή ακριβώς ό χαλκός. "Ας παραμερίσουμε τώρα τήν έννοια της σφαίρας σάν «μορφής». Θά μείνει ή «απουσία» («στέρηση») αυτής τής «μορφής». Εί ναι ολοφάνερο ότι τή σφαίρα τήν έκανε σφαίρα όχι ή «απου σία» τής σφαιροειδούς μορφής. Ή πείρα τοϋ χαλκοπλάστη αποδείχνει ότι από τόν χαλκό μπορεί νά χυθεί μιά σφαίρα. Συνεπώς, παρόλο πού μέ τήν αφαίρεση τής σφαιροειδούς μορφής ό χαλκός δέν είναι σφαίρα, είναι ωστόσο δυνατότητα σφαίρας ή σφαίρα «δυνάμει», μέ άλλα λόγια - είναι ή δυνατό τητα εκείνης τής πραγματικότητας πού αποτελεί ή υπαρκτή φτιαγμένη πιά σφαίρα. Ώ ς τώρα εξετάζαμε τόν χαλκό, τόν χάλκινο όγκο σάν «ύλη» γιά τή σφαίρα. Άλλά αυτός δέν είναι ό μοναδικός τρόπος εξέ τασης τού χαλκού. Μπορούμε εξετάζοντας τόν χαλκό, νά αφήσουμε ολότελα τήν ιδέα τής σφαίρας καί νά θέσουμε τό ερώτημα: καί τί είναι αυτός ό χαλκός, αυτός καθεαυτός, ανε ξάρτητα άπό τό ότι μπορεί νά γίνει σφαίρα; Ή πρώτη απάντηση στό ερώτημα πού έχει τεθεί είναι: «εί ναι χαλκός». Λέγοντας το αυτό, βλέπουμε πιά τόν χαλκό όχι σάν δυνατότητα γιά κάτι άλλο (σφαίρα, άγαλμα κλπ.) άλλά σάν οντότητα. Αναγνωρίζουμε έτσι τήν έννοια τού χαλκού σάν εντελέχεια. Ά λ λ ά ό χαλκός δέν είναι μόνο έννοια. Ό χαλκός σάν χαλκός υπάρχει σέ κάποια ύλη. Συνεπώς, άν παίρνουμε τήν έννοια τού χαλκού σάν εντελέχεια, χρειάζεται νά υποδείξουμε τήν «ύλη» στήν οποία αυτή ή έννοια γίνεται πραγματική. Γιά τήν ανεύρεση καί υπόδειξη αυτής τής «ύλης» ό Αριστοτέλης στηρίζεται στήν παράδοση τής ελληνικής Φυ σικής. Αρχίζοντας άπό τόν Εμπεδοκλή, ή Φυσική αυτή υπο στήριζε ότι όλα τά υλικά αντικείμενα πού γεννιούνται καί φθείρονται αποτελούν διαφορετικούς συνδυασμούς τεσσάρων αιώνιων, προϋπαρχόντων φυσικών στοιχείων: τής φωτιάς, τού
ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
37
αέρα, τοϋ νεροϋ καί της γης. Συνεπώς, αν ό όγκος χαλκοϋ εί ναι εντελέχεια («μορφή»), τότε ή «ύλη» γι' αυτήν τήν εντελέ χεια θά είναι ένα ορισμένος συνδυασμός των τεσσάρων φυσι κών στοιχείων. Σάν ΰλη γιά τή «μορφή» τοϋ χαλκοϋ αυτά τά τέσσερα στοιχεία, πρώτα-πρώτα, είναι «απουσία» («στέ ρηση») τοϋ χαλκοϋ, δεν είναι ακόμα χαλκός. Δεύτερο, είναι «δυνατότητα» τοϋ χαλκοϋ, μιά καί άπ' αυτόν τόν συνδυασμό τους μπορεί νά προκύψει ό χαλκός. Άλλά καί εδώ δέν τελειώνει ή εξέταση. Ό συνδυασμός τών τεσσάρων φυσικών στοιχείων δέν είναι μόνο «ύλη» γιά μιάν άλλη πραγματικότητα. Τά στοιχεία αυτά, αν τά πάρουμε αυτά καθεαυτά, αφήνοντας τήν ιδέα τοϋ χαλκοϋ, αποτελούν μιά ιδιαίτερη καί αυθύπαρκτη πραγματικότητα. Σάν τέτοια έχουν κάποιες ιδιαίτερες, δικές τους ιδιότητες. Ή έννοια αυτών τών στοιχείων διαμορφώνεται από γνωρίσματα πού δέν υπάρχουν μόνο στή σκέψη μας σάν γνωρίσματα έννοιας, άλλά σάν ιδιό τητες υπάρχουν καί πραγματώνονται σέ κάποια «ύλη». Έτσι, καί σ' αυτήν τή βαθμίδα ανάλυσης ανακαλύπτουμε τόν συνδυασμό «μορφής» καί «ύλης». Τά τέσσερα φυσικά στοιχεία καί «μορφή» έχουν, εφόσον συγκροτούν τήν έννοια τών στοιχείων πού πραγματώνεται σέ κάποια «ύλη», καί πρέ πει, συνάμα, νά έχουν καί «ύλη», εφόσον πρέπει νά υπάρχει καί γι' αυτά κάποιο «υποκείμενο». Ποιό είναι αυτό τό «υποκείμενο»; "Αν παραμερίσουμε τήν έννοια τών τεσσάρων φυσικών στοιχείων σάν εντελέχειας, τότε αυτό τό «υποκείμενο» είναι πάλι, πρώτα-πρώτα, ή «απουσία» («στέρηση») τών γνωρισμάτων πού περιλαβαίνει ή έννοια τών στοιχείων, καί δεύτερο, ή δυνατότητα πραγμάτωσης αυτών τών γνωρισμάτων, αυτής της έννοιας. Καί εδώ τό πρώτο στοι χείο τοϋ «υποκειμένου» είναι αρνητικό, τό δεύτερο θετικό. Μπορούμε άραγε νά συνεχίσουμε αυτήν τήν «κάθοδο» στίς βαθμίδες της αφαίρεσης μέ βάση τούς συνδυασμούς «μορφή»«ϋλη»; Γιά τόν Αριστοτέλη, πού σκέφτεται σ' αυτό τό ζήτημα σάν πραγματικός Έλληνας, ή παραπέρα κάθοδος δέν είναι
38
Β.Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ I ΑΡΙΣΤΟ
ΤΕΛΗΣ
πιά εδώ δυνατή. Ή «ύλη» άπό τήν όποια προκύπτουν τά τέσ σερα φυσικά στοιχεία δέν διαθέτει πιά κανενός είδους προσ διορισμένα γνωρίσματα. Γι' αυτό καί ή φύση αυτής τής «ύλης» δέν μπορεί νά εκφραστεί μέ καμιάν έννοια. Άλλά αυτό σημαί νει, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, ότι τό «υποκείμενο» τών τεσσάρων φυσικών στοιχείων δέν είναι πιά εντελέχεια καί γι' αυτό δέν μπορεί νά εξετάζεται σάν εντελέχεια. Μπορεί νά υπάρχει καί υπάρχει μόνο σάν «ύλη», μόνο σάν «δυνατότητα» μιας άλλης, οποιασδήποτε άλλης εντελέχειας. Στους παραπάνω συλλογισμούς στηρίζεται ή σημαντική γιά τόν Αριστοτέλη διάκριση τής «πρότερης» καί «ύστερης» ύλης. «Ύστερη» ύλη, σύμφωνα μέ τήν εξήγηση τού Αριστοτέλη, είναι ή «ύλη» πού όχι μόνο είναι δυνατότητα μιάς ορισμένης «μορφής», άλλά όντας μιά τέτοια δυνατότητα, είναι ταυτό χρονα καί μιά ιδιαίτερη «εντελέχεια». Ή «ύστερη» ύλη έχει τά δικά της ιδιαίτερα γνωρίσματα, πού προσιδιάζουν μόνο σ' αυ τήν, καί μπορεί γι' αυτήν νά διατυπωθεί ό ορισμός της, ή έν νοια της. Έτσι, ή χάλκινη σφαίρα, ό χαλκός, τά τέσσερα φυ σικά στοιχεία, πού εξετάσαμε παραπάνω, είναι παραδείγματα «ύστερης» ύλης μέ τήν αριστοτελική έννοια. Γιά τά πράγματα αυτά υπάρχουν έννοιες πού ή καθεμιά τους περιέχει ένα ορι σμένο σύνολο ιδιαίτερων γνωρισμάτων. Σέ αντίθεση μέ τήν «ύστερη» ύλη, ή «πρότερη» ύλη είναι «ύλη» πού μπορεί επίσης νά γίνει εντελέχεια, όχι όμως μέ τόν τρόπο πού γίνεται ή «ύστερη» ύλη. Είδαμε ότι στήν περί πτωση τής «ύστερης» ύλης, όταν κάναμε αφαίρεση άπό τήν εντελέχεια (τής σφαίρας, τού χαλκού, τών τεσσάρων φυσικών στοιχείων), εκείνο πού αφαιρούσαμε άπ' αυτήν - ό χαλκός σέ σχέση μέ τή σφαίρα, τά τέσσερα στοιχεία σέ σχέση μέ τόν χαλκό — ήταν αυτό καθεαυτό μιά ορισμένη εντελέχεια. Α π ε ναντίας, ή «πρότερη» ύλη δέν μπορεί πιά σέ καμιά περίπτωση νά θεωρείται σάν «εντελέχεια». Είναι μόνο «δυνατότητα», μπορεί νά γίνει οποιαδήποτε «εντελέχεια», άλλά αυτή κα-
ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
39
θεαυτή δέν είναι καμιά «εντελέχεια». Σύμφωνα μέ τόν Α ρ ι στοτέλη, ή «πρότερη» ύλη δέν μπορεί πουθενά καί ποτέ νά γίνεται αντιληπτή άπό τίς αισθήσεις; είναι μόνο νοητή καί γι' αυτό είναι «απροσδιόριστο υποκείμενο». Έ δ ώ είναι φυσικό νά αντιπαραβάλουμε αυτή τή θεωρία τοϋ Αριστοτέλη γιά τήν «πρότερη» ύλη μέ τήν πλατωνική θεωρία τής «ύλης». "Οπως είδαμε, ό Πλάτων αντιπαράθεσε τίς «ιδέες», σάν κόσμο τού όντος στόν κόσμο τού μή όντος. Τό «μή όν», πού παίρνει πάνω του τίς «ιδέες» καί διασπά τήν ενότητα καθεμιάς άπ' αυτές σέ πολλαπλότητα, είναι γιά τόν Πλάτωνα ακριβώς ή «ύλη». Κατά τόν Πλάτωνα, γνώση μπορεί νά υπάρξει μόνο σέ σχέση μέ τό όν, δηλαδή τίς «ιδέες». Ό σ ο γιά τό μή όν (τήν «ύλη»), στή σκέψη γι' αυτό μπορεί νά οδη γήσει μόνο κάποιο αθέμιτο είδος συλλογισμού. Ό Αριστοτέλης προσπαθεί νά προσδιορίσει μέ ακρίβεια αυτό τό είδος συλλογισμού. Υποστηρίζει ότι γιά νά βρούμε τήν έννοια τής «πρότερης» ύλης είναι κατάλληλη ή μέθοδος τής αναλογίας: ή σχέση πού έχει ή «ύλη» τοϋ χαλκού («ύστερη» ύλη) μέ τή «μορφή» τού αγάλματος πού χύνεται άπό χαλκό, είναι ίδια μέ τή σχέση πού έχει ή «πρότερη» ύλη πρός οποιαδήποτε μορφή πού μπορεί νά προκύψει άπ' αυτήν. Ά ς αναγράψουμε αυτές τίς σχέσεις μέ τή μορφή αναλογίας: «ύλη» τοϋ χαλκού: πρός «μορφή» τού αγάλματος = Χ: πρός οποιαδήποτε «μορφή» Σ' αυτήν τήν αναλογία τό τρίτο μέλος (Χ) είναι ή «πρότερη» ύλη. Ά ν καί είναι άγνωστο, ωστόσο δέν είναι εντελώς ασύλ ληπτο γιά τή σκέψη: ή σχέση του πρός οποιαδήποτε «μορφή» είναι ανάλογη μέ τή σχέση πού υπάρχει ανάμεσα στόν χάλκινο όγκο καί τό χάλκινο άγαλμα. Ό λ η ή προηγούμενη ανάλυση ήταν ή ανάπτυξη τής αντίλη ψης τού Αριστοτέλη γιά τό καθέκαστο όν ή ουσία. Σάν στοι χεία τής ουσίας προσδιορίστηκαν ή «μορφή» καί ή «ύλη». Τά πάντα (εκτός άπό τήν «πρότερη» ύλη) αποτελούνται άπό «μορφή» καί «ύλη». Γι' αυτό μπορεί κανείς νά χαρακτηρίσει
40
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
τόν αριστοτελικό κόσμο σάν σύνολο ουσιών πού ή καθεμιά τους αποτελεί κάποιο καθέκαστο όν. Αυτός όμως ό χαρακτηρισμός τού αριστοτελικού κόσμου δέν είναι καθόλου επαρκής. Θεμελιακές ιδιότητες τού κόσμου, εκτός άπό τίς παραπάνω, είναι ή κίνηση καί ή αλλαγή. Γι' αυτό γεννιέται τό ερώτημα: επαρκούν άραγε, γιά νά εξηγή σουμε τήν κίνηση καί τήν αλλαγή, μόνο ή «μορφή» καί ή «ύλη»; Μπορούμε άραγε όλα όσα υπάρχουν στόν κόσμο νά τά εξαγάγουμε άπό αυτές τίς αρχές, ή μήπως, εκτός άπό αυτές, υπάρχουν καί πρέπει νά διερευνηθούν άπό τή γνώση καί άλ λες αρχές; Καί άν υπάρχουν, ποιες είναι;
Ή θεωρία τών τεσσάρων αιτίων. Γιά νά απαντήσει στό ερώ τημα αυτό ό Αριστοτέλης εξετάζει όλα όσα δίδασκαν γιά τίς αρχές τού όντος καί τού κόσμου οί γνωστοί σ' αυτόν φιλόσο φοι - οί αρχαιότεροι («οί παλαιοί») καί οί σύγχρονοι του. Ή εξέταση αυτή, υποστηρίζει ό Αριστοτέλης, δείχνει ότι ή ιστο ρία τής σκέψης πού έχει ερευνήσει αυτό τό ζήτημα ανέδειξε βέβαια, όχι ταυτόχρονα, άλλά μέσα άπό διαφορετικούς φιλο σόφους καί σέ διαφορετικές περιόδους — τέσσερεις βασικές αρχές ή τέσσερα βασικά αϊτια. Ά ν έχουμε υπόψη τίς έννοιες αυτών τών αιτίων, τότε μπορούμε νά πούμε ότι αυτά ήταν: 1) Ή «ύλη» — αυτό στό όποιο πραγματώνεται ή έννοια. 2) Ή «μορφή» — ή έννοια (ή οί έννοιες) πού παίρνει μέσα της ή «ύλη», όταν συντελείται τό πέρασμα άπό τή δυνατότητα στήν εντελέχεια. 3) Τό αϊτιο τής κίνησης. 4) Ό σκοπός γιά τόν όποιο συντελείται μιά ορισμένη δράση. Αογουχάρη, όταν χτί ζεται ένα σπίτι, σ' αυτήν τή διαδικασία «ύλη» είναι τά τού βλα, «μορφή» τό ίδιο τό σπίτι, αίτιο τής κίνησης ή «ποιητικό αίτιο» — ή δραστηριότητα τού αρχιτέκτονα, καί σκοπός («τελικόν αίτιον») - ό προορισμός τοϋ σπιτιού. ( Ό ίδιος ό Α ρ ι στοτέλης επεξηγεί τήν έννοια τού σκοπού, λέγοντας ότι σκο πός τού περιπάτου είναι ή υγεία). Τήν απαρίθμηση τών τεσσάρων αιτίων ό Αριστοτέλης τήν αναπτύσσει στό 2ο κεφάλαιο τού 5ου βιβλίου τών «Μετά τά
ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
41
φυσικά» (1013 Ά 24-1013 ο 3): «Αίτια - λέει ό Αριστοτέλης είνα.ι κατά μιάν έννοια εκείνο πού μπαίνει σάν συστατικό μέ ρος σέ κάτι πού γίνεται, - λογουχάρη, ό χαλκός γιά τό άγαλμα καί ό άργυρος γιά τή φιάλη, καθώς καί τά γενικότερα είδη τους. Κατά μιάν άλλη έννοια, αιτία είναι ή μορφή («τό είδος») καί τό πρότυπο («τό παράδειγμα»), μέ άλλα λόγια — ή έννοια τού ουσιαστικούς όντος καί τά γένη αυτής τής έννοιας, (έτσι, αιτία τής οκτάβας είναι τό δύο πρός ένα καί γενικότερα ό αριθμός), καθώς καί τά συστατικά μέρη αυτής τής έννοιας. Αιτία είναι επίσης εκείνο άπό όπου προέρχεται ή πρώτη άρχή τής μεταβολής ή τής ηρεμίας. Έτσι, λογουχάρη, αιτία είναι κάποιος πού έδωσε τυχόν συμβουλές, ή ό πατέρας είναι αιτία γιά τό παιδί, καί γενικά αυτό πού είναι αιτία γι' αυτό πού δημιουργείται, καί αυτό πού μεταβάλλει γι' αυτό πού μετα βάλλεται. Επιπλέον, αιτία λέγεται καί τό αίτιο σάν σκοπός (τελικόν αίτιον) δηλαδή εκείνο γιά τό οποίο γίνεται κάτι. Λο γουχάρη, αιτία τού περιπάτου είναι ή υγεία. Γιατί κάνουμε περίπατο; Απαντάμε: γιά νά είμαστε υγιείς. Καί λέγοντας το αυτό, πιστεύουμε ότι έχουμε καθορίσει τό αίτιο». "Εχοντας διαπιστώσει έτσι τήν ύπαρξη τεσσάρων καί μόνο τεσσάρων αιτίων γιά καθετί πού συντελείται, ό Αριστοτέλης θέτει τό ερώτημα, ποιες άπ' αυτές είναι βασικές καί δέν επιδέ χονται αναγωγή καί ποιες μπορούν νά αναχθούν σέ άλλες. Ή ανάλυση τού ζητήματος οδηγεί τόν Αριστοτέλη στό συμπέρασμα ότι άπό τίς τέσσερεις αιτίες υπάρχουν δύο πού είναι βασικές καί στίς όποιες ανάγονται όλες οί άλλες. Αυτές οί βασικές αιτίες, πού δέν μπορούν πιά νά αναχθούν σέ τίποτε άλλο, είναι ή «μορφή» καί ή «ύλη». Έτσι, τό τελικό αίτιο (ή αιτία ώς σκοπός) ανάγεται στήν αιτία τής «μορφής». Καί πραγματικά: κάθε διαδικασία είναι διαδικασία πού κινείται πρός ένα ορισμένο σκοπό. "Αν όμως δούμε όχι τά αντικείμενα πού εμφανίζονται σάν αποτέλεσμα τής συνειδητής σκόπιμης δραστηριότητας τού άνθρωπου, άλλά τά αντικείμενα πού εμφανίζονται ανεξάρτητα άπ' αυτήν τή
42
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣ/ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
δραστηριότητα, σάν φυσιολογικά αντικείμενα τής φύσης, τότε γι' αυτά τά αντικείμενα ό σκοπός πρός τόν όποιο τείνουν δέν είναι παρά ή εντελέχεια, ή μορφοποιητική δύναμη, πού ενυ πάρχει σ' αυτά σάν δυνατότητα. Έτσι, μπορούμε νά βλέπουμε τή γέννηση ενός ανθρώπου σάν πραγμάτωση τής έννοιας τού ανθρώπου. Ή έννοια αυτή έχει τίς ρίζες της, σάν δυνατότητα, στήν «ύλη» άπό τήν οποία αποτελείται ό άνθρωπος. Ή αναγωγή τού «τελικού αίτιου» στή «μορφή» ή στήν πρα γματωμένη εντελέχεια είναι δυνατή γιά τόν Αριστοτέλη, επειδή ή «τελεολογία» του είναι τελεολογία όχι μόνο φυσική, δηλαδή τέτοια πού πραγματώνεται μέσα στίς διεργασίες τής ίδιας τής φύσης, άλλά καί αντικειμενική. Αυτού βρίσκεται ή καινούργια αντίληψη τής τελεολογίας πού ανέπτυξε ό Α ρ ι στοτέλης σέ σύγκριση μέ τούς προδρόμους του: τόν Σωκράτη καί τόν Πλάτωνα. Στόν Σωκράτη (όπως τουλάχιστο τόν πα ρουσιάζει ό Πλάτων) συναντάμε κάποια σύλληψη αντικειμε νικής τελεολογίας — στόν βαθμό πού έβλεπε τόν κόσμο σάν τελεολογικό σχηματισμό. "Ετσι εξηγείται ή πολεμική του μέ τόν Αναξαγόρα. Ωστόσο στήν πραγματοποίηση αυτής τής σύλληψης ό Σωκράτης ξεφεύγει άπό τό δρόμο τής αντικειμε νικής τελεολογίας καί σέ πάρα πολλές επιμέρους έρευνες εξε τάζει αποκλειστικά καί μόνο τήν υποκειμενική τελεολογία: τήν τελεολογική δραστηριότητα τών βιοτεχνών καί καλλιτε χνών. Κάτι παραπάνω. Σύμφωνα μέ τίς αντιλήψεις τού Σω κράτη, τά αντικείμενα πού περιβάλλουν τόν άνθρωπο έχουν τήν άλφα ή βήτα φύση μόνο επειδή έτσι μπορούν νά είναι χρήσιμα στόν άνθρωπο. Στόν Πλάτωνα ακόμα σαφέστερα άπό ότι στόν Σωκράτη προβάλλει ή σύλληψη μιας αντικειμενικής τελεολογίας, άλλά καί ό Πλάτων, ξεστρατίζει πρός τήν υπο κειμενική ερμηνεία τής σκοπιμότητας. Μόνο στόν Αριστοτέλη ή τελεολογία γίνεται γιά πρώτη φορά μέ συνέπεια αντικειμε νική. Γιά τόν Αριστοτέλη ή ικανότητα τών αντικειμένων νά είναι χρήσιμα (ή βλαβερά) γιά τόν άνθρωπο, σέ σχέση μέ τά ίδια αυτά τά αντικείμενα, είναι κάτι τυχαίο καί εξωτερικό. Τά
ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
43
αντικείμενα δέν έχουν τόν δοσμένο ή υπαγορευμένο άπό τά εξω σκοπό, άλλά έχουν τά ίδια, αυτά καθεαυτό, αντικειμε νικά, ένα σκοπό. Καί αυτός συνίσταται στήν πραγμάτωση τής «μορφής», τής έννοιας πού κρύβεται μέσα σ' αυτά τά ίδια. Αυτό όμως σημαίνει ότι ό «σκοπός» μπορεί νά αναχθεί στή «μορφή» - στήν πραγματικότητα εκείνου πού υπάρχει σάν δυνατότητα μέσα στήν «ύλη» τών αντικειμένων. Μέ τόν ίδιο τρόπο μπορεί νά αναχθεί στή «μορφική» αιτία ή «μορφή» καί τό «ποιητικό αίτιο» («ή άρχή τής μεταβολής»). Καί αυτή ή αιτία προϋποθέτει μιά έννοια τού αντικειμένου πού έγινε πραγματικότητα, δηλαδή τή «μορφή». Έτσι, ό αρχι τέκτονας μπορεί νά ονομαστεί ποιητικό αίτιο τού σπιτιού. 'Ωστόσο μπορεί νά ονομαστεί έτσι μόνο μέ τήν προϋπόθεση ότι χτίζει τό σπίτι σύμφωνα μέ ένα σχέδιο πού υπάρχει σάν έννοια μέσα στή σκέψη του προτού δημιουργηθεί τό πραγμα τικό σπίτι. Συνεπώς, καί ή αιτία τής κίνησης καί τής μεταβο λής δέν είναι βασική: μπορεί καί αυτή νά αναχθεί στή «μορφή», γιατί ή έννοια τού αντικειμένου πού πραγματώνεται στήν «ύλη» είναι ακριβώς ή «μορφή». ' Σ' αυτή τή θεωρία τού Αριστοτέλη δέν είναι δύσκολο νά διακρίνει κανείς μιά διαφορά στήν αντίληψη τής «μορφής» καί τής «ύλης», ανάλογα μέ τό άν πρόκειται γιά εξήγηση τής κίνησης πού υπάρχει στόν κόσμο ή τού ακίνητου όντος. Καί στίς δύο περιπτώσεις επιβάλλεται ή αναγωγή καί τών τεσσά ρων αιτιών στή «μορφή» καί τήν «ύλη». Ά ν εξετάζουμε ξεχω ριστά αντικείμενα, τότε ή «μορφή» καί ή «ύλη» σημαίνουν απλώς άπό τί αποτελούνται αυτά τά αντικείμενα, μέ άλλα λό για τά στοιχεία τους. Λογουχάρη, γιά τά τούβλα «ύλη» είναι ό πηλός καί «μορφή» τά πλασμένα άπό πηλό κομμάτια, μέ τά οποία μπορεί νά χτιστεί ένα σπίτι. Ά λ λ ά στή «μορφή» καί τήν «ύλη» μπορούμε νά βλέπουμε όχι μόνο τά στοιχεία τών ξεχω ριστών αντικειμένων, φυσικών ή φτιαγμένων άπό τόν άν θρωπο, άλλά καί τίς αιτίες ή τίς αρχές, μέ βάση τίς όποιες θά μπορούσε νά εξηγηθεί όλη ή παγκόσμια κίνηση στό σύνολο
44
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ I
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
της. Σέ μία τέτοια ερμηνεία, λέγοντας «ύλη» μπορούμε ακόμα νά εννοούμε αυτό πού υποβάλλεται σέ μεταβολές. Τή «μορφή» όμως, σάν «αρχή τής κίνησης», δέν μπορούμε πιά νά τήν ορί ζουμε σάν αυτό όπου φτάνει ό κόσμος στήν πορεία τής κίνη σης του. Αυτό είναι αδύνατο, γιατί ή κίνηση δέν μπορεί νά παραχθεί άπό μιά μορφή πού δέν έχει ακόμα πραγματωθεί. Μέ τήν έννοια, λοιπόν, «άρχή τής κίνησης», ή μορφή πρέπει νά είναι «μορφή» ήδη πραγματωμένη, Καί άν τό αντικείμενο πρόκειται νά αποκτήσει γιά πρώτη φορά τή «μορφή» του μέσω κίνησης, άλλά στήν πραγματικότητα δέν έχει ακόμα «μορφή», αυτό σημαίνει ότι εδώ ή «μορφή» πρέπει αναγκα στικά νά υπάρχει σέ κάποιο άλλο αντικείμενο. Ά ν , λοιπόν, εξετάζουμε όχι πιά ξεχωριστά αντικείμενα τής φύσης, άλλά Ολη τή φύση στό σύνολο της ή όλο τόν κόσμο στό σύνολο του, τότε γιά τήν εξήγηση του επιβάλλεται νά υποθέ σουμε τήν ύπαρξη, πρώτο, κάποιας «ύλης» τού κόσμου, καί δεύτερο, κάποιας «μορφής» τού κόσμου, πού βρίσκεται ωστόσο έξω άπό τήν ίδιο τόν κόσμο. Μιά τέτοια θεώρηση απαιτεί νά εξετάσουμε, άν ό κόσμος γεννήθηκε μέσα στόν χρόνο καί άν μπορεί νά εξαφανιστεί μέσα στόν χρόνο. Διαπιστώθηκε παραπάνω ότι ή δυνατότητα τής κίνησης, πού παρατηρείται στόν κόσμο, προϋποθέτει: 1) τήν ύπαρξη «ύλης», καί 2) τήν ύπαρξη «μορφής» πού πραγματώνεται στήν «ύλη». Ά λ λ ά άπό τίς δύο αυτές θέσεις, κατά τόν Αριστοτέλη, συνάγεται ότι ό κόσμος είναι αιώνιο όν. Ή απόδειξη είναι άπλή. Ά ς υποθέσουμε ότι υπήρξε κάποια στιγμή πού ή κίνηση άρχισε γιά πρώτη φορά. Τότε προκύπτει ένα δίλημμα: 1) ή ότι ή «ύλη» καί ή «μορφή» υπήρχαν ήδη — πρίν άπό τή στιγμή τής έναρξης τής πρώτης κίνησης, ή 2) ότι δέν υπήρχαν ως εκείνη τή στιγμή. Ά ν δέν υπήρχαν, τότε πρέπει νά ισχυριστούμε ότι καί ή «ύλη» καί ή «μορφή» γεννήθηκαν προγενέστερα. Ε φ ό σον όμως ή γένεση δέν είναι δυνατή χωρίς κίνηση, τότε, μέ τήν παραπάνω υπόθεση, βγαίνει τό παράλογο συμπέρασμα ότι ή
ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
45
κίνηση υπήρχε τάχα πρίν άπό τήν άρχή τής κίνησης. Ά ν πάλι ή «ΰλη» καί ή «μορφή» υπήρχαν ήδη, πρίν άπό τή στιγμή τής έναρξης τής πρώτης κίνησης, τότε είναι αναπόφευκτο τό ερώ τημα: άπό ποιάν αιτία ή «ύλη» καί ή «μορφή» δέν γέννησαν τήν κίνηση νωρίτερα άπό τή στιγμή πού γεννήθηκε στήν πρα γματικότητα; Μιά τέτοια αιτία θά μπορούσε νά είναι μόνο ή ύπαρξη κάποιου εμποδίου γιά τήν κίνηση, κάποιου προσκόμ ματος ή καθυστέρησης. Ωστόσο όλα αυτά — εμπόδιο, πρόσ κομμα, καθυστέρηση - δέν μπορούν μέ τή σειρά τους νά είναι παρά κίνηση. Συνεπώς, πάλι πρέπει νά υποθέσουμε ότι ή κί νηση υπήρχε προτού ακόμα αρχίσει οποιαδήποτε κίνηση. "Ετσι, καί τά δύο σκέλη τού διλήμματος οδήγησαν σέ αντί φαση, σέ παράλογο συμπέρασμα. Γιά τόν Αριστοτέλη υπάρχει μόνο ένας τρόπος νά άρθεϊ ή αντίφαση: επιβάλλεται νά υποθέσουμε ότι ή κίνηση πού συν τελείται στόν κόσμο όχι μόνο δέν έχει άρχή, άλλά δέν έχει καί τέλος, δηλαδή είναι αιώνια. Καί πραγματικά, γιά νά φαντα στούμε ότι ή κίνηση πού συντελείται στόν κόσμο κάποτε, σέ κάποια ορισμένη στιγμή τού χρόνου θά σταματήσει, χρειάζε ται νά υποθέσουμε ότι ή παγκόσμια κίνηση θά διακοπεί άπό κάποια άλλη κίνηση. Άλλά αυτό σημαίνει ότι προϋποθέτουμε τή δυνατότητα κίνησης ύστερα άπό τήν ολοκληρωτική κατά παυση κάθε κίνησης. Ή απόδειξη τής αιώνιας ύπαρξης τού κόσμου καί τής αιώ νιας ύπαρξης τής παγκόσμιας κίνησης οδηγεί αναγκαστικά στήν υπόθεση μιας αιώνιας αιτίας τού κόσμου καί ενός αιώ νιου κινητήρα τού κόσμου. Αυτός ό αιώνιος κινητήρας είναι ταυτόχρονα καί ό πρώτος κινητήρας (τό πρώτον κινούν) τού κόσμου. Χωρίς πρώτο κινητήρα δέν μπορούν νά υπάρξουν άλλοι κινητήρες, δέν μπορεί νά υπάρξει καμιά κίνηση. Σάν αιώνια καί άγέννητη αιτία τής παγκόσμιας κίνησης, σάν αιτία όλων τών κινήσεων πού συντελούνται στόν κόσμο, πρωταρχικός κινητήρας τού κόσμου είναι, σύμφωνα μέ τή σκέψη τού Αριστοτέλη, ό Θεός. Έ δ ώ ή οντολογία καί ή κο-
46
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ I Α
ΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ομολογία τοϋ Αριστοτέλη σμίγουν μέ τή θεολογία του. Ακρι βώς άπ' αυτήν τήν πλευρά τής διδασκαλίας τού Αριστοτέλη πιάστηκαν οί μουσουλμάνοι καί χριστιανοί θεολόγοι τής φεουδαρχικής κοινωνίας, όταν γνώρισαν τόν Αριστοτέλη: κα τέληξαν στήν απόφαση νά χρησιμοποιήσουν καί χρησιμοποίη σαν τή διδασκαλία τού Αριστοτέλη γιά νά στηρίξουν σέ φιλο σοφική βάση τά δόγματα τής μουσουλμανικής καί τής χρι στιανικής θρησκείας. Τούς ορισμούς του γιά τίς ιδιότητες τοϋ Θεού ό Αριστοτέ λης τούς συνάγει όχι άπό τά θρησκευτικά δόγματα, πού οί Έλληνες δέν είχαν, άλλά άπό τήν ανάλυση τής έννοιας τοϋ πρωταρχικού κινητήρα. Ά ν μπορούμε νά εκφραστούμε έτσι, ό Θεός τού Αριστοτέλη δέν είναι μυστικός, άλλά σέ ύψιστο βα θμό κοσμολογικός: ή ίδια ή έννοια τού Θεού εξάγεται μέ πολύ ορθολογικό τρόπο. Ή πορεία τής σκέψης τού Αριστοτέλη εί ναι ή παρακάτω. Εξετάζοντας τά αντικείμενα σέ σχέση μέ τήν κίνηση, μπο ρούμε νά τά κατατάξουμε σέ τρεις κατηγορίες: 1) ακίνητα, 2) αυτοκίνητα, καί 3) έτεροκίνητα, δηλαδή κινούμενα, όχι όμως αυτόματα, άλλά μέσω άλλων αντικειμένων. Ό πρωταρχικός κινητήρας, όπως συνάγεται άπό τόν ϊδιο τόν ορισμό του ή άπό τήν ίδια τήν έννοια του, δέν μπορεί νά μπαίνει σέ κίνηση άπό κανέναν άλλο. Ταυτόχρονα ό πρωταρ χικός κινητήρας δέν μπορεί νά είναι καί αυτοκίνητος. Πρα γματικά, άν εξετάσουμε τήν έννοια τοϋ αυτοκίνητου αντικει μένου, τότε θά χρειαστεί νά διακρίνουμε σ' αυτό δύο στοιχεία: τό κινούν καί τό κινούμενο. Γι' αυτό άν ό πρωταρχικός κινη τήρας είναι αυτοκίνητο όν, τότε αναγκαστικά θά πρέπει νά υπάρχουν σ' αυτόν καί τά δύο παραπάνω στοιχεία. Άλλά τότε είναι ολοφάνερο ότι αληθινός κινητήρας μπορεί νά είναι μόνο τό ένα άπό τά δύο στοιχεία, καί συγκεκριμένα τό κινοϋν. Ά ς δούμε τώρα τό κινούν. Σέ σχέση μέ αυτό τό στοιχείο πάλι προκύπτει αναγκαστικά τό ερώτημα: πώς πρέπει νά εν νοούμε τό κινούν, είναι άραγε αυτό αυτοκίνητο ή ακίνητο;
ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
47
Ά ν είναι αυτοκίνητο, τότε ό πρωταρχικός κινητήρας πάλι θά είναι κινοϋν κ.ο.κ. Ό συλλογισμός συνεχίζεται, ώσπου νά φτάσουμε τελικά στήν έννοια τοϋ ακίνητου πρωταρχικού κι νητήρα («τό κινούν άκίνητον»). Άλλά γιά τόν Αριστοτέλη υπάρχουν καί άλλοι λόγοι γιά τούς οποίους ό πρωταρχικός κινητήρας πρέπει νά νοείται μόνο σάν ακίνητος κινητήρας. Οί αστρονομικές παρατηρήσεις τού ουρανού τών λεγόμενων ακίνητων άστρων στήν εποχή τού Αριστοτέλη, όταν δέν υπήρχαν ακόμα υψηλής ακρίβειας μέ θοδοι γιά τήν παρακολούθηση τών αλλαγών στίς γωνιακές αποστάσεις ανάμεσα στά άστρα, οδηγούσαν στό συμπέρασμα ότι ό κόσμος κινείται μέ μιά αδιάκοπη καί ομαλή κίνηση. Αντίθετα, τά αυτοκίνητα αντικείμενα, καθώς καί τά αντικεί μενα πού κινούνται άπό άλλα αντικείμενα, δέν μπορούν νά αποτελούν πηγή αδιάκοπων καί ομαλών κινήσεων. Έτσι, μέ βάση αυτόν τόν συλλογισμό, ό Αριστοτέλης καταλήγει στό συμπέρασμα ότι ό πρωταρχικός κινητήρας τοϋ κόσμου πρέπει νά είναι ό ίδιος ακίνητος. Ά π ό τήν ακινησία τού πρωταρχικού κινητήρα ό Αριστοτέ λης συνάγει, σάν απαραίτητη ιδιότητα τοϋ Θεού, τό άϋλά τής ύπαρξης του. Κάθε υλική υπόσταση σημαίνει δυνατότητα άλ λου όντος, πέρασμα σ' αυτό τό άλλο, καί κάθε πέρασμα είναι γιά τόν Αριστοτέλη κίνηση. Ά λ λ ά ό Θεός, δηλαδή ό πρωταρ χικός κινητήρας, είναι ακίνητο όν. Συνεπώς, ό Θεός πρέπει αναγκαστικά, νά είναι άυλος. Στό άυλο τού ακίνητου πρωταρχικού κινητήρα θεμελιώνε ται μιά άλλη σπουδαία ιδιότητα του. Σάν άυλος ό Θεός (ό ακίνητος πρωταρχικός κινητήρας) δέν μπορεί σέ καμιά περί πτωση νά θεωρείται δυνάμει όν, δέν μπορεί νά είναι «υποκεί μενο » γιά οτιδήποτε άλλο. Ξένος πρός τή δυνατότητα, ό Θεός είναι ολοκληρωτικά εντελέχεια καί μόνο εντελέχεια, όχι «ύλη», άλλά ολοκληρωτικά «μορφή» καί μόνο «μορφή». Ά π ό πού όμως γεννιέται σέ μας ή έννοια μιάς τέτοιας κα θαρής «μορφής», άν όλα τά αντικείμενα τοϋ κόσμου πού ξέ-
48
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ρουμε άπό τήν εμπειρία μας είναι πάντα όχι καθαρή «μορφή», άλλά συνδυασμός «μορφής» καί «ύλης»; Ό π ω ς καί σέ άλλα ζητήματα τής διδασκαλίας του γιά τό όν καί τόν κόσμο, ό Αριστοτέλης αναζητά τήν απάντηση σ' αυτό τό ερώτημα μέσω μιας αναλογίας. Γιά νά βροϋμε τήν έννοια τής καθαρής εντε λέχειας ή τής καθαρής «μορφής», χρειάζεται, υποστηρίζει ό Αριστοτέλης, νά εξετάσουμε τό σύνολο τών πραγμάτων καί όντων τού φυσικού κόσμου. Σάν αντικειμενικός ιδεαλιστής στή φιλοσοφική του θεωρία γιά τό όν, ό Αριστοτέλης βλέπει τόν κόσμο σάν ορισμένη δια βάθμιση «μορφών» πού αποτελεί μία διαδοχική πραγμάτωση εννοιών. Κάθε αντικείμενο τού υλικού κόσμου είναι, πρώτο, «ύλη», δηλαδή δυνατότητα ή μέσο πραγμάτωσης τής έννοιας του, καί δεύτερο, «μορφή», ή πραγματικότητα αυτής τής δυ νατότητας, ή πραγμάτωση τής έννοιας. Τό ύψιστο όν τού υλικού κόσμου είναι ό άνθρωπος. "Οπως καί οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο αυτού τού κόσμου, τόν άν θρωπο πρέπει νά τόν βλέπουμε σάν. συνδυασμό «ύλης», πού στήν περίπτωση αυτή είναι τό σώμα τού άνθρωπου, καί «μορ φής», πού είναι ή ψυχή του. Σάν «ύλη» τό σώμα είναι δυνατό τητα τής ψυχής. Ά λ λ ά καί στήν ψυχή πρέπει νά υπάρχουν τόσο τό ύψιστο στοιχείο, όσο καί τά κατώτερα. Ύψιστο στοι χείο τής'ψυχής είναι ό νους. Αυτός είναι ή ύστατη πραγματι κότητα καί γεννιέται άπό τίς κατώτερες λειτουργίες τής ψυ χής, ώς δυνατότητες. Ό Αριστοτέλης μεταφέρει κατ' αναλογία τά πορίσματα αυ τού τού συλλογισμού στόν Θεό του. Εφόσον ό Θεός, κατά τόν Αριστοτέλη, είναι ή ύψιστη πραγματικότητα, άρα ό Θεός εί ναι ό Νους.
Σ' αυτόν τόν νού χρειάζεται νά διακρίνουμε τό ενεργό (ποιητικό) καί τό παθητικό στοιχείο. Τό ενεργό στοιχείο εκ δηλώνεται όταν ή σκέψη <5ρά. Άλλά γιά τόν Αριστοτέλη ή ύψιστη δραστηριότητα τής σκέψης είναι ή θεωρία. Συνεπώς,
ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
49
σάν νους καί υψίστη πραγματικότητα, ό νους τοϋ Θεοϋ είναι νους πού αιώνια θεωρεί. Τί όμως θεωρεί; Γιά νά απαντήσει σ' αυτό τό ερώτημα ό Αριστοτέλης κάνει διάκριση ανάμεσα σέ όνο είδη δραστηριό τητας. Ή ανθρώπινη δραστηριότητα μπορεί νά είναι είτε θεω ρητική, είτε πρακτική. Ή θεωρητική κατευθύνεται στή γνώση, ή πρακτική στήν επίτευξη στόχων πού βρίσκονται έξω άπό τό δρών πρόσωπο καί τή δραστηριότητα του. Γιά τόν Αριστοτέλη ή σκέψη τού πρωταρχικού κινητήρα εί ναι σκέψη θεωρητική. "Αν ή σκέψη του ήταν πρακτική, τότε θά έθετε τό στόχο της όχι μέσα στόν εαυτό της, άλλά σέ κάτι άλλο, εξωτερικό. Μιά τέτοια σκέψη δέν θά ήταν σκέψη αυτο τελής, θά ήταν περιορισμένη. "Ωστε λοιπόν, ό Θεός ή πρωταρχικός κινητήρας είναι καθα ρός νούς πού θεωρεί. Ά ν όμως ό Θεός, σάν υψίστη μορφή, έχει γεννήσει τήν αιώ νια κίνηση πού συντελείται στόν κόσμο, αυτό δέν σημαίνει ότι ό Θεός κατευθύνει τή δραστηριότητα του σέ κάτι πού υπάρχει έξω άπ' αυτόν. Ά ν τό πράγμα έχει έτσι, τότε δέν θά μπορού σαμε νά βλέπουμε τόν Θεό μόνο σάν νού ή σάν καθαρό νού. Τό ζήτημα είναι ότι, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τού Αριστο τέλη, ή «ύλη» είναι μονάχα δυνατότητα τής «μορφής». Άλλά αυτό σημαίνει ότι γιά τή γένεση τής κίνησης δέν είναι ανάγκη ή ύψιστη μορφή νά άσκεΐ κάποια ενεργό καί άμεση επίδραση. Άρκεΐ τό ότι ή ύψιστη «μορφή» υπάρχει απλώς αυτή κα θεαυτή, καί ή «ύλη», μόνο άπ' τό γεγονός αυτής τής ύπαρξης, δέν μπορεί παρά νά νιώθει κατανάγκη τήν τάση καί τήν ανά γκη γιά πραγμάτωση τής «μορφής». Γι' αυτό ακριβώς ό Θεός, όπως τόν καταλαβαίνει ό Αριστοτέλης, είναι ό σκοπός τού κόσμου καί όλης τής παγκόσμιας κίνησης. Τόν παραπέρα ορισμό τής φύσης τού Θεού ό Αριστοτέλης τόν συνάγει άπό τόν συλλογισμό ότι ό Θεός είναι σκέψη. Ά λ λ ά ή ποιότητα τής σκέψης καθορίζεται άπό τήν ποιότητα τού αντικειμένου της. Ή πιό τέλεια σκέψη πρέπει νά έχει καί 4
50
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ/Α
ΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
τό πιό τέλειο αντικείμενο. Καί επειδή γιά τόν Αριστοτέλη τό πιό τέλειο αντικείμενο είναι ή τέλεια σκέψη, ό Θεός είναι νόηση γιά τή νόηση («νόησις νοήσεως»), δηλαδή νόηση πού στρέφεται στήν ϊδια τή δραστηριότητα τής νόησης. Έτσι ό Θεός είναι ή ύψιστη ή καθαρή «μορφή». Μιά πραγματικότητα όπου δέν υπάρχει πρόσμιξη κανενός είδους υλικών στοιχείων, καμιάς δυνατότητας. Μιά καθαρή νόηση πού αντικείμενο της είναι ή ίδια της ή δραστηριότητα σάν νόησης. Ή θεωρία αυτή είναι θεωρία αντικειμενικού ιδεαλισμού καί ταυτόχρονα θεολογίας. Ή βάση αρχών τής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλη είναι ή ίδια μέ τού Πλάτωνα. Στόν Πλάτωνα τό ύψιστο όν είναι οί αντικειμενικά υπάρχουσες άυλες μορφές ή «ιδέες» («είδη»). Στόν Αριστοτέλη τό ύψιστο όν είναι ή ενιαία καί μοναδική, θεϊκή, άυλη «μορφή», ό «καθαρός», αμι γής νούς πού ή σκέψη του έχει σάν αντικείμενο τήν ίδια τή δραστηριότητα τής νόησης του. Ταυτόχρονα όμως ό άντικειμενκός ιδεαλισμός τού Αριστο τέλη έχει πιό λογοκρατικό χαρακτήρα. Τό ύψιστο άυλο όν τού Πλάτωνα είναι ή «ιδέα» τού αγαθού, πού προσδίνει στόν ιδεαλισμό τοϋ Πλάτωνα ηθικό χαρακτήρα. Τό ύψιστο άυλο όν τού Αριστοτέλη είναι ό «νούς». Ό Θεός τοϋ Αριστοτέλη εί ναι κατά κάποιον τρόπο ένας ιδανικός, μέγιστος καί τελειότα τος φιλόσοφος, πού θεωρεί τή γνώση καί τή νόηση του, ένας καθαρός θεωρητικός. Μιά τέτοια θεωρία είναι μιά πολύ διαμεσαζόμενη, άλλά αναμφισβήτητη αντανάκλαση τής κοινωνι κής βάσης πάνω στήν οποία γεννήθηκε. Ή βάση αυτή ήταν ή αναπτυγμένη δουλοκτητική κοινωνία, ό έντονος διαχωρισμός ανάμεσα στήν πνευματική καί τήν χειρωνακτική εργασία, ή μονοπώληση άπό τούς δουλοκτήτες τού προνομίου τής πνευ ματικής εργασίας, ό χωρισμός τής θεωρίας άπό τήν πρακτική, τής επιστήμης άπό τήν τεχνική καί τήν πρακτική, ό καθαρά θεωρησιακός χαρακτήρας τής ίδιας τής επιστήμης, ή υπερί σχυση σ' αυτήν τού συλλογισμού καί τής θεωρησιακής επο πτείας σέ βάρος τοϋ πειράματος.
4. Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ Η ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ Ό χαρακτήρας τής φιλοσοφικής θεωρίας τοϋ Αριστοτέλη γιά τό όν εκφράστηκε καί στή φυσική θεωρία του, καθώς καί στήν κοσμολογία του. Ωστόσο, παρά τήν ύπαρξη πολύ στενής σύνδεσης ανάμεσα τους, στή Φυσική καί στή φιλοσοφία τής φύσης τοϋ Αριστοτέλη ή ιδεαλιστική βάση δέν εκφράζεται τόσο άμεσα καί έντονα όσο στήν οντολογία του. Αυτό τό παρατήρησε μέ διορατικότητα ό Β. Ί . Λένιν — ακριβώς στή διδασκαλία τοϋ Αριστοτέλη γιά τόν Θεό, σάν καθαρή μορφή καί νού. « Ό Χέγκελ βλέπει τόν ιδεαλισμό τοϋ Αριστοτέλη, — έγραφε ό Λένιν — στήν ιδέα του γιά τόν Θεό (Αυτό είναι βέ βαια ιδεαλισμός, όμως πιό αντικειμενικός καί πιό απομακρυ σμένος, πιό γενικός άπό τόν ιδεαλισμό τοϋ Πλάτωνα, καί γι' αυτό στή φιλοσοφία τής φύσης ταυτίζεται πιό συχνά μέ τόν υλισμό)» . Σάν επιστήμονας, ό Αριστοτέλης επεξεργάστηκε τίς βάσεις τής Φυσικής του, στηριζόμενος στήν αρχαία παράδοση τής ελ ληνικής Φυσικής, πού τήν ήξερε καλά, καί" ειδικότερα στά 17
17 Β.Ι. Λένιν, «Φιλοσοφικά Τετράδια», "Απαντα, τ.38, σ.278.
52
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ/Α
ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
συμπεράσματα τής φυσικής τοϋ Εμπεδοκλή, στή θεωρία του γιά τά τέσσερα στοιχεία. Ά π ό τόν Αναξαγόρα ενέκρινε καί μπόρεσε νά αντλήσει τή φυσιογνωστική εξήγηση τών φαινομέ νων τής φύσης, όπως τών εκλείψεων τού Ήλιου καί τής Σελή νης, άλλά τό γενικό πνεύμα τής Φυσικής τοϋ Αναξαγόρα, εν τελώς μηχανιστικό καί εχθρικό πρός τίς αντιλήψεις τής τελεο λογίας, δέν μπορούσε παρά νά παραμείνει γιά τόν Αριστο τέλη ξένο καί απαράδεκτο. Τή Φυσική ό Αριστοτέλης τή βλέπει σάν θεωρία γιά τό υλικό καί κινητό όν. Τίς δύο αυτές ιδιότητες ό Αριστοτέλης τίς ανάγει σέ μιά ενότητα, γιατί, σύμφωνα μέ τή θεωρία του, τό κινούμενο δέν μπορεί παρά νά είναι κινούμενο αντικείμενο, δηλαδή κάτι τό υλικό. Ό Αριστοτέλης αφιερώνει μιά ειδική ανάλυση στήν έννοια τού κινούμενου. Ή ανάλυση δείχνει ότι στή βάση τής έννοιας τού κινούμενου βρίσκεται: 1) ή έννοια τής κίνησης, καί 2) ή έννοια αυτού πού βρίσκεται σέ κίνηση, τοϋ κινούμενου. Ό π ω ς έκανε καί στόν ορισμό τού αριθμού καί τοϋ είδους τών αιτίων, ό Αριστοτέλης παίρνει υπόψη, καί στή θεωρία του γιά τήν κίνηση, όλα όσα έχουν βρει σχετικά μέ αυτό τό ζήτημα οί πρόδρομοι του — άνθρωποι τής καθημερινής πείρας καί φιλό σοφοι. Καί οί μέν καί οί δέ έδειξαν ότι είναι δυνατά μόνο τέσσερα είδη κίνησης: 1) ή αύξηση καί ή μείωση, 2) ή ποιοτική αλλαγή ή μεταβολή, 3) ή γένεση καί ή φθορά, καί 4) ή κίνηση σάν μετατόπιση στόν χώρο. Δέν είναι δύσκολο νά δει κανείς ότι υπάρχει μιά ορισμένη αντιστοιχία ανάμεσα σ' αυτά τά είδη κίνησης καί τίς τέσσερεις άπό τίς δέκα κατηγορίες τού Αριστοτέλη. Στήν κατηγορία τής ποσότητας αντιστοιχεί εκείνο τό είδος τής κίνησης πού λέγεται αύξηση καί μείωση. Στήν κατηγορία τής ποιότητας αντιστοιχεί ή ποιοτική αλλαγή. Στήν κατηγορία τής ουσίας - ή γένεση καί ή φθορά: τήν αντιστοιχία αυτή ό Αριστοτέλης τή συνάγει άπό τό γεγονός ότι στά φαινόμενα γένεσης εμφανίζονται καί εξα φανίζονται όχι μόνο τυχαίες ιδιότητες τοϋ αντικειμένου, άλλά
ΦΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
53
καί ιδιότητες πού προσδιορίζονται άπό τίς έννοιες τού γένους καί τοϋ είδους, καί αυτό σημαίνει ουσία. Τέλος, στήν κατηγο ρία τού τόπου αντιστοιχεί ή κίνηση στόν χώρο. Ό π ω ς στή διερεύνηση τών ειδών τών αιτίων είχε τεθεί τό ζήτημα τών αιτίων πού ανάγονται ή δέν ανάγονται σέ άλλα, έτσι καί στή διερεύνηση τοϋ προβλήματος τής κίνησης ό Α ρ ι στοτέλης θέτει στό ερώτημα, ποιό άπό τά τέσσερα είδη κίνη σης είναι τό βασικό, μή άναγώγιμο στά άλλα. Αυτό είναι, κατά τόν Αριστοτέλη, ή κίνηση στόν χώρο: αυτή ακριβώς εί ναι ή προϋπόθεση γιά όλα τά άλλα είδη κίνησης. Λογουχάρη, όταν ένα αντικείμενο αυξάνεται, αυτό σημαίνει ότι τό πλησιά ζει καί ενώνεται μαζί του κάποια άλλη ύλη, πού μεταμορφώ νεται καί γίνεται ύλη τού αυξανόμενου αντικείμενου. Παρό μοια, όταν ένα αντικείμενο ελαττώνεται, αυτό σημαίνει ότι άπό τό αντικείμενο αυτό απομακρύνεται, μετακινούμενο στόν χώρο, κάποιο τμήμα τής ύλης του, πού μεταμορφώνεται καί γίνεται ύλη άλλου αντικειμένου. Συνεπώς, καί ή αύξηση καί ή μείωση προϋποθέτουν σάν απαραίτητο όρο τή μετακίνηση στόν χώρο. Άλλά τό ίδιο μπορεί νά ειπωθεί καί γιά τή μεταβολή ή ποιοτική αλλαγή. Ά ν στό αντικείμενο αλλάζει ή ποιότητα του, τότε αιτία αυ τής τής αλλαγής ή μεταβολής μπορεί νά είναι, κατά τόν Α ρ ι στοτέλη, μόνο ή συνένωση τοϋ μεταβαλλόμενου αντικείμενου μέ ένα αντικείμενο πού προκαλεί σ' αυτό τή μεταβολή. Άλλά προϋπόθεση τής συνένωσης μπορεί νά είναι μόνο ή προσέγ γιση, καί προσέγγιση σημαίνει κίνηση στόν χώρο. Τέλος, ή κίνηση στόν χώρο είναι επίσης προϋπόθεση καί γιά τό τρίτο είδος κίνησης — τή γένεση καί τή φθορά. Αναπτύσ σοντας παραπέρα τή σκέψη τοϋ Εμπεδοκλή καί τού Αναξα γόρα, ό Αριστοτέλης εξηγεί ότι, μέ τήν αυστηρή έννοια τής λέξης, ούτε ή γένεση, ούτε ή φθορά είναι δυνατή: ή «μορφή» είναι αιώνια, δέν μπορεί νά γεννιέται, καί μέ τόν ίδιο ακριβώς τρόπο ή «ύλη» δέν γεννιέται καί δέν μπορεί νά εξαφανιστεί
54
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ /
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
πουθενά. Αυτό πού οί άνθρωποι αποκαλούν ανακριβώς «γέ νεση» καί «φθορά» είναι απλώς αλλαγή, δηλαδή πέρασμα ορισμένων ιδιοτήτων σέ άλλες. Αυτό τό πέρασμα διαφέρει άπό τήν ποιοτική αλλαγή ή μεταβολή μόνο σέ ένα πράγμα: στήν ποιοτική αλλαγή αλλάζουν καί μεταβάλλονται οί τυχαίες ιδιότητες. Αντίθετα, στή γένεση καί τή φθορά μεταβάλλονται οί ιδιότητες τοϋ γένους καί τού εϊόονς. Αυτό όμως σημαίνει ότι προϋπόθεση τής γένεσης καί τής φθοράς είναι ή κίνηση στόν χώρο. Έτσι αποδείχνεται ότι τό βασικό είδος τής κίνησης είναι ή μετατόπιση στόν χώρο. Ό Αριστοτέλης αποδείχνει αυτή τή θέση καί μ' έναν άλλο τρόπο. Ά π ό όλα τά είδη κίνησης μόνο ή κίνηση στόν χώρο, συνεχιζόμενη έπάπειρο, μπορεί νά παρα μείνει αδιάκοπη. Άλλά ακριβώς τέτοιο πρέπει νά είναι, κατά τόν Αριστοτέλη, τό βασικό είδος κίνησης. Εφόσον ή πρωταρ χική αιτία είναι τό αιώνιο καί ενιαίο όν, έπεται ότι ή κίνηση, πού πηγάζει άπό τήν πρωταρχική αιτία, πρέπει νά είναι αδιά κοπη. Άλλά ακριβώς αυτή τήν ιδιότητα, — λέει ό Αριστοτέλης - δέν μπορεί νά τήν έχει ή ποιοτική αλλαγή. Γιατί μιά τέτοια αλλαγή είναι πάντοτε πέρασμα μιας δοσμένης ποιότητας σέ μιάν άλλη. Ά π ό τή στιγμή πού τό πέρασμα αυτό έχει επέλθει, ή διαδικασία τού περάσματος έχει τερματισθεί, δηλαδή ή δια δικασία αυτή διακόπτεται, χάνει τήν ιδιότητα τού αδιάκοπου. Καί τό πράγμα, γιά τόν Αριστοτέλη, δέν αλλάζει καθόλου άπό τό γεγονός ότι ύστερα άπό τό πέρασμα τής δοσμένης ποιότητας σέ μιάν άλλη ποιότητα μπορεί νά επακολουθήσει μέ τή σειρά του τό πέρασμα αυτής τής καινούριας ποιότητας σέ μιάν άλλη, ή ακόμα μπορούν νά επακολουθήσουν πάρα πολλά, όλο καί νέα, τέτοια περάσματα. Κάθε νέο πέρασμα θά είναι καί μιά νέα διαδικασία, άλλά ακόμα καί μιά αλλαγή ιδιοτήτων απροσδιόριστης διάρκειας, εξακολουθεί πάλι νά εί ναι διακεκομμένη, είναι μιά διαδοχή ξεχωριστών διαδικασιών πού όλο διακόπτεται. Ά λ λ ά ή αύξηση καί ή μείωση, καθώς καί ή γένεση καί ή
ΦΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
55
φθορά, αποτελούν, όπως εξηγήθηκε, διαδικασίες ποιοτικής αλλαγής. Ή καθεμιά τους είναι μιά διαδικασία πού τερματί ζεται καί διακόπτει τήν κίνηση πού άρχισε. Ταυτόχρονα στόν κόσμο διαπιστώνεται ή ύπαρξη αιώνιας καί αδιάκοπης κίνη σης. Εφόσον τέτοια κίνηση δέν μπορεί νά είναι-ή ποιοτική αλλαγή ή μεταβολή, έπεται ότι ή βασική παγκόσμια κίνηση μπορεί νά είναι μόνο κίνηση στόν χώρο. Ό Αριστοτέλης δέν περιορίζεται σ' αυτό τό συμπέρασμα. Διερευνά τήν ίδια τήν κίνηση μέσα στόν χώρο, διασαφηνίζει τά είδη της. Αυτά τά είδη, σύμφωνα μέ τήν ανάλυση του, είναι τρία. Ή κίνηση στόν χώρο μπορεί νά είναι: 1) κυκλική, 2) ευθεία καί 3) συνδυασμός τής ευθείας μέ τήν κυκλική κίνηση. Γιά κάθε είδος κίνησης επιβάλλεται νά εξακριβώσουμε άν μπορεί νά είναι αδιάκοπη. Εφόσον τό τρίτο άπό αυτά τά είδη κίνησης είναι μικτό, δη λαδή αποτελείται άπό κυκλική καί ευθεία, έπεται ότι ή λύση τού προβλήματος γιά τό άν μπορεί αυτή ή κίνηση νά είναι αδιάκοπη εξαρτάται προφανώς άπό τό άν μπορούν νά είναι αδιάκοπες ή καθεμιά ξεχωριστά, ή κυκλική καί ή ευθεία κί νηση... Ά π ό τίς αφετηρίες τής κοσμολογίας του, δηλαδή τής αστρονομικής του θεωρίας, ό Αριστοτέλης βγάζει τό συμπέ ρασμα ότι ή ευθεία κίνηση δέν μπορεί νά είναι αδιάκοπη. Γιά τόν Αριστοτέλη ό κόσμος έχει τή μορφή σφαίρας πού ή ακτίνα της αποτελεί πεπερασμένο μέγεθος. Γι' αυτό, άν ή βα σική κίνηση στό κόσμο ήταν ή ευθεία, τότε μιά τέτοια κίνηση, όταν θά έφτανε στό όριο τοϋ σύμπαντος, θά έπρεπε αναγκα στικά νά διακοπεί. Δέν αποκλείεται βέβαια ή περίπτωση ότι, φτάνοντας στό έσχατο όριο τής συμπαντικής σφαίρας, δηλαδή τού ουρανού, καί τών ακίνητων άστρων, ή ευθεία κίνηση νά μπορούσε νά τραπεί στήν αντίθετη κατεύθυνση, καί σέ συνέ χεια, άφού θά έφτανε στήν περιφέρεια, πάλι νά τραπεί στήν αντίθετη κατεύθυνση, κ.ο.κ., έπάπειρο. Μιά τέτοια κίνηση θά ήταν βέβαια ατέλειωτη, ωστόσο δέν θά ήταν αδιάκοπη: γιατί
56
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣ/ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
πρίν άπό κάθε καινούρια στροφή ή παλιά κίνηση θά τερματι ζόταν καί ύστερα άπό κάθε στροφή θά άρχιζε πιά σάν και νούρια κίνηση. Μένει τώρα νά διερευνηθεί ή κυκλική κίνηση. Γιά τόν Α ρ ι στοτέλη είναι τό πιό τέλειο άπό όλα τά είδη κίνησης. Πρώταπρώτα, μπορεί νά είναι όχι μόνο αιώνια, άλλά καί αδιάκοπη. Δεύτερο, άν κάποιο σύνολο κινείται μέ κυκλική κίνηση, τότε όσο βρίσκεται σέ τέτοια κίνηση μπορεί ταυτόχρονα καί νά παραμένει ακίνητο. Αυτό ακριβώς συμβαίνει μέ τό σύμπαν: τό σφαιροειδές σύμπαν κινείται μέ μιά αιώνια κυκλική κίνηση γύρω άπό τό κέντρο του. Ωστόσο, παρά τό γεγονός ότι όλα τά μέρη τής παγκόσμιας σφαίρας, έκτος άπό τό κέντρο της, βρί σκονται σέ κίνηση, σέ όλο τό ατέλειωτο χρονικό διάστημα αυ τής τής κίνησης ό χώρος πού κατέχει ό κόσμος παραμένει ό ίδιος. Τρίτο, ή κυκλική κίνηση μπορεί νά είναι ομαλή. Γιά τήν ευθεία κίνηση, σύμφωνα μέ τή Φυσική τού Αριστοτέλη, ή ιδιότητα αυτή είναι αδύνατη: άν ή κίνηση τού αντικειμένου είναι ευθεία, τότε όσο περισσότερο πλησιάζει τό αντικείμενο στόν φυσικό χώρο τής κίνησης του, τόσο πιό γρήγορη γίνεται ή ίδια ή κίνηση του. Καί εδώ ό Αριστοτέλης επικαλείται τά δεδομένα τών παρατηρήσεων, πού δείχνουν ότι κάθε σώμα πού τό πετάμε ψηλά πέφτει στή γή, καί ένώ στήν άρχή ή κί νηση τής πτώσης του είναι άργή, ύστερα γίνεται όλο καί πιό γρήγορη όσο πλησιάζει στή Γή. Ή θεωρία τοϋ Αριστοτέλη γιά τήν κίνηση μέσα στόν χώρο, σάν τό βασικό άπό τά τέσσερα είδη κίνησης, δέν έφερε τόν Αριστοτέλη σέ κάποια προσέγγιση μέ τούς άτομιστές-ύλιστές. Ό Λεύκιππος καί ό Δημόκριτος πίστευαν ότι βάση όλων τών ιδιοτήτων πού προσλαμβάνουν οί αισθήσεις μας είναι οί πε περασμένες μορφές καί τά πεπερασμένα περιγράμματα τών ατόμων πού κινούνται στό κενό. Ή θεωρία αυτή απέκλειε τή δυνατότητα ποιοτικής μετατροπής ορισμένων ιδιοτήτων σέ άλλες. Θεωρούσε αυτές τίς μετατροπές αποτέλεσμα τής ανε παρκούς διεισδυτικότητας τών αισθήσεων καί αισθημάτων
ΦΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ
ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
57
μας, πού δέν «φτάνουν» ώς τήν εποπτεία τών ατόμων, μέ τίς μοναδικές αντικειμενικές διαφορές τους στό σχήμα, τή θέση, τόν χώρο καί τή σειρά τους τού ενός ώς πρός τό άλλο. Γιά τόν Αριστοτέλη αυτή ή αντίληψη ήταν απαράδεκτη. Παρά τόν ρόλο πού παίζει στήν κοσμολογία τού Αριστοτέλη ή κίνηση στόν χώρο, ή Φυσική του παραμένει στή βάση της όχι ποσοτική, άλλά ποιοτική. Ό Αριστοτέλης θεωρεί πραγματι κές τίς ποιοτικές διαφορές καί τίς ποιοτικές μετατροπές ορι σμένων φυσικών στοιχείων σέ άλλα. Σέ σύγκριση μέ τούς ατο μιστές καί τούς Έλεάτες, ό Αριστοτέλης έχει μεγαλύτερη εμ πιστοσύνη στήν εικόνα τού κόσμου πού μας δίνουν οί αισθή σεις μας. Οί αισθήσεις μας δείχνουν - καί δέν υπάρχει λόγος νά μήν τίς πιστεύουμε — ότι συνέπεια τής αλλαγής τών σωμά των είναι ή εμφάνιση σ' αυτά νέων ιδιοτήτων πού δέν μπο ρούν νά γεννιούνται μόνο άπό τή μετακίνηση τών μορίων τους στόν χώρο. Ό τ α ν , λογουχάρη, τό βρασμένο νερό μετατρέπεται σέ άτμό, αυξάνεται σέ όγκο. Ά ν ό ατμός ήταν τό ίδιο σώμα μέ τό νερό, τότε μιά τέτοια μετατροπή δέν θά ήταν δυνατή. "Οποιος αρνιέται τή δυνατότητα τών ποιοτικών μεταβολών, αυτός δέν μπορεί νά εξηγήσει τήν αλληλεπίδραση τών αντι κειμένων πού παρατηρούμε παντού καί πάντοτε. Αυτό κα θεαυτό τό γεγονός ότι ορισμένα σώματα βρίσκονται στόν χώρο κοντά σέ άλλα δέν άρκεϊ γιά νά εξηγήσει τήν αλληλεπί δραση πού συντελείται ανάμεσα τους. Έχει διατυπωθεί ή υπόθεση ότι τά αντικείμενα είναι πο ρώδη ή διαπερατά καί ότι γι' αυτό τά ρεύματα τών μορίων μπορούν, ξεκινώντας άπό τούς πόρους ενός σώματος, νά διεισδύουν στους πόρους όλου τοϋ σώματος. Άλλά καί μέ τήν υπόθεση αυτή δέν αίρεται ή παραπάνω δυσκολία: στήν υπό θεση τών πόρων τά μόρια νοούνται σάν νά βρίσκονται τό ένα πλάι στό άλλο, όπως ακριβώς προηγούμενα υποθέταμε ότι τά σώματα πού άλληλοεπιδρούν ανάμεσα τους βρίσκονται επίσης τό ένα κοντά στό άλλο. Ή αδυναμία νά συναχθεί τό πραγμα τικό γεγονός τής αλληλεπίδρασης άπό τή θέση τών σωμάτων
58
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣ
/
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
•καί τών μορίων στόν χώρο παραμένει καί στίς δύο περιπτώ σεις. Στίς φυσικές θεωρίες τών ατομιστών καί τών Έλεατών ό Αριστοτέλης αντιπαραθέτει τή δική του θεωρία, πού οί φυσι κές βάσεις της στηρίζονται στή φιλοσοφική του θεωρία γιά τή δυνατότητα καί τήν εντελέχεια. Α φ ο ύ γιά τόν Αριστοτέλη ή «ύλη» είναι δυνατότητα τής «μορφής», τότε είναι αλήθεια καί ότι ή «ύλη» είναι «μορφή». Στήν ίδια τή φύση τής «ύλης» ενυπάρχει ή δυνατότητα νά πάρει μορφή, νά γίνει μορφή, νά μεταβληθεί σέ μορφή. Ή μεταβολή δέν είναι αποτέλεσμα τής εξωτερικής θέσης τών σωμάτων (ή τών μορίων τους) στόν χώρο. Γιά τήν αλληλεπίδραση τών αντικειμένων άρκεΐ αυτά νά ανήκουν στό ίδιο, κοινό γι' αυτά, γένος καί νά διαφέρουν ανάμεσα τους μόνο στά γνωρίσματα τού είδους. Ά π ό τή θεωρία τής κίνησης τού Αριστοτέλη είναι φυσιολο γικό τό πέρασμα στή θεωρία του γιά τά φυσικά στοιχεία: ή έννοια τής κίνησης απαιτεί νά αποσαφηνιστεί επίσης ή έννοια τοϋ τί κινείται, δηλαδή ή έννοια τών στοιχείων τής κίνησης. Τό ζήτημα τών στοιχείων τής κίνησης είχε τεθεί στήν ελλη νική φιλοσοφία πρίν άπό τόν Αριστοτέλη. Οί άτομιστές-ύλιστές, καθώς καί ό Πλάτων πού στή φυσική του ήταν επίσης ατομιστής, άλλά ιδεαλιστής, πίστευαν ότι τά κινούμενα φυ σικά στοιχεία είναι στή βάση τους μορφές διαφόρων σχημά των καί μεγεθών. Οί ατομιστές θεωρούσαν τίς μορφές τους υλικές. Ό Πλάτων άυλες. Άλλά καί οί ατομιστές καί ό Πλά των ανάγουν τά στοιχεία στό όν, πού δέν τού ταιριάζει ποιο τικός, άλλά ποσοτικός χαρακτηρισμός. Απεναντίας, ή φυσική τού Αναξαγόρα καί τοϋ Εμπεδο κλή, παρ' όλες τίς μεταξύ τους διαφορές, παραδέχεται ότι τά στοιχεία τής κίνησης είναι ποιοτικά. Έ τ σ ι ' τ ά μόρια (τά «σπέρματα») τού Αναξαγόρα είναι, τό καθένα χωριστά, φο ρείς όλων άνεξαίρετα τών ιδιοτήτων πού υπάρχουν στή φύση.
ΦΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ
ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
59
Τά στοιχεία (οί «ρίζες όλων τών πραγμάτων») τοϋ Εμπεδο κλή είναι ποιοτικά. Ό Αριστοτέλης επεξεργάστηκε επίσης τή δική του Φυσική τών στοιχείων σάν ποιοτική Φυσική. Τήν επεξεργάστηκε κά νοντας πολεμική καί στή Φυσική τοϋ Πλάτωνα καί στή Φυ σική τών ατομιστών. Ό Πλάτων ανάγει τά φυσικά σώματα στά στοιχεία τους καί θεωρεί ότι αυτά τά στοιχεία είναι ισοσκελή τρίγωνα. Ό Α ρ ι στοτέλης θεωρεί αυτή τήν υπόθεση τού Πλάτωνα εντελώς απαράδεκτη. Τό τρίγωνο, εφόσον είναι επίπεδο σχήμα, δέν μπορεί, υποστηρίζει ό Αριστοτέλης, νά είναι στοιχείο τών σωμάτων, γιατί τά σώματα έχουν όγκο, οροθετούν ένα μέρος όγκου στόν χώρο. Ά λ λ ά ή υπόθεση τού Πλάτωνα δέν είναι μόνο άσύστατη σάν προσπάθεια εξήγησης: πάσχει επίσης καί άπό μιά εσωτερική αντίφαση. Ό Πλάτων ταυτόχρονα καί αρ νιέται (σέ αντίθεση μέ τούς ατομιστές) τήν ύπαρξη κενού καί ανάγει τά φυσικά στοιχεία σέ γεωμετρικά σώματα. Ό τελευ ταίος όμως ισχυρισμός αντιφάσκει στόν πρώτο: άν τά στοιχεία τού φυσικού κόσμου είναι ισοσκελή τρίγωνα, όπως υποθέτει ό Πλάτων, τότε όπως καί άν είναι τοποθετημένα μέσα στόν χώρο τό ένα σέ σχέση μέ τό άλλο, δέν μπορούν νά καλύψουν όλο αυτό τόν χώρο έτσι πού νά μήν υπάρχουν πουθενά ανά μεσα τους κενά. Ή υπόθεση τοϋ Πλάτωνα, πού εμπνέεται άπό γεωμετρικές παραστάσεις, είναι άσύστατη ακριβώς σάν φυσική υπόθεση. Ανάγοντας τά στοιχεία μόνο σέ γεωμετρικές μορφές, ή υπό θεση του δέν είναι σέ θέση νά εξηγήσει τό φυσικό φαινόμενο τής βαρύτητας. Κάτι περισσότερο: αντιφάσκει στό ίδιο τό γε γονός. Πράγματι: άν οί διαφορές ανάμεσα στά στοιχεία είναι μόνο διαφορές μορφής καί μεγέθους, τότε άπό δύο σώματα πού έχουν διαφορετικό όγκο, τό σώμα μέ τόν μεγαλύτερο όγκο πρέπει νά είναι βαρύτερο άπό τό σώμα μέ τόν μικρότερο όγκο. Λογουχάρη, ένας μεγάλος όγκος, δηλαδή μιά μεγάλη ποσό-
60
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ/Α
Ρ ΙΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
τητα φωτιάς πρέπει ν ά έχει μεγαλύτερο βάρος άπό ένα μικρό τερο όγκο χώματος. Ή ένας τεράστιος όγκος αέρα πρέπει ν ά έχει μεγαλύτερο βάρος άπό ένα μικρό όγκο νερού. Ωστόσο, τό συμπέρασμα αυτό βρίσκεται, κατά τή γνώμη τού Αριστοτέλη, σέ κραυγαλέα αντίφαση πρός τήν πραγματικότητα. Τέλος, ή φυσική υπόθεση τού Πλάτωνα οδηγεί, όπως υπο στηρίζει ό Αριστοτέλης, σέ εσφαλμένα συμπεράσματα καί σέ σχέση μέ τήν αιτία κίνησης τών στοιχείων. Εφόσον ό Πλάτων έχει αναγάγει όλες τίς ιδιότητες τών στοιχείων σέ γεωμετρικές μορφές, έπεται ότι πρέπει άπ' αυτές τίς μορφές, ή μάλλον άπό τίς διαφορές ανάμεσα τους, νά εξάγει καί τίς διαφορές στήν κίνηση τών στοιχείων. Σ' αυτήν τήν υπόθεση τοϋ Πλάτωνα ό Αριστοτέλης αντιπα ραθέτει μιά δική του, κατά τά άλλα εξίσου εσφαλμένη: ότι οί διαφορές στήν κίνηση τών στοιχείων δέν μπορούν νά προσ διορίζονται άμεσα άπό τίς διαφορές τών γεωμετρικών τους μορφών. Οί διαφορές στήν κίνηση δύο σωμάτων προσδιορί ζονται άπό τίς διαφορές τών θέσεων, όπου αυτά τά σώματα βρίσκονται. Ό Αριστοτέλης προβάλλει σάν αναντίρρητο αξίωμα τόν παρακάτω ισχυρισμό: άν ένα σώμα βρίσκεται σέ θέση πού τοϋ ταιριάζει άπό τή φύση του, τότε θά είναι ακί νητο. Ά ν όμως βρίσκεται σέ θέση πού δέν τοϋ ταιριάζει άπό τή φύση του, τότε θά κινείται άπό τή θέση, όπου βρέθηκε, στή θέση πού τοϋ επιβάλλει ή φύση του. Αυτόν τόν ισχυρισμό προσπαθεί νά τόν στηρίξει μέ δεδομένα τής παρατήρησης. Ό πλανήτης μας — ή Γή - είναι ακίνητος, επειδή βρίσκεται στήν φυσιολογική του θέση - στό επίκεντρο τοϋ σύμπαντος. Ά ν όμως πετάξουμε ψηλά ένα σβώλο γής, αυτός θά κινείται, δη λαδή θά πέφτει κάτω, πρός τήν επιφάνεια τής γής, γιατί θά 18
18 Δέν είναι ανάγκη νά εξηγήσουμε ότι αυτά τά επιχειρήματα τοϋ Α ρ ι σ τ ο τέλη είναι άπό φυσική άποψη εσφαλμένα. Ό Αριστοτέλης έχει δίκιο όταν αρνιέται τήν πλατωνική αναγωγή τών στοιχείων σέ ισοσκελή τρίγωνα, άλλά κάνει λάθος όταν υποστηρίζει σάν κάτι αυτονόητο ότι τάχα ενας μεγάλος όγ κος αέρα δέν μπορεί νά είναι βαρύτερος άπό ενα μικρό όγκο νεροϋ.
ΦΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
61
κατευθύνεται στή φυσιολογική του θέση. Έ ν α άλλο παράδει γμα. Ή φωτιά πού βρίσκεται στήν περιφέρεια τού σύμπαντος παραμένει έκεϊ ακίνητη. Ή φωτιά όμως πού ανάβει κάτω, στήν επιφάνεια τής γής, κινείται αναγκαστικά πρός τήν κα τεύθυνση τής περιφέρειας. Στά ζητήματα τής φυσικής ό Αριστοτέλης κάνει πολεμική όχι μόνο στόν Πλάτωνα. Απορρίπτει επίσης καί αμφισβητεί μιά σειρά φυσικές αντιλήψεις καί υποθέσεις τών ατομιστών. Πρώτα - πρώτα, διαφωνεί μέ τούς ατομιστές στό ζήτημα τού αριθμόν τών μορφών τών ατόμων. Ό π ω ς είναι γνωστό, οί ατομιστές υποστήριζαν ότι ό αριθμός τών διαφορετικών μορ φών τών ατόμων είναι άπειρος. Ά ν ήταν έτσι, τονίζει ό Α ρ ι στοτέλης, τότε θά ήταν άπειρος καί ό αριθμός τών ιδιοτήτων πού υπάρχουν στά σώματα καί ό αριθμός τών τρόπων κίνησης πού τά χαρακτηρίζουν. Σ' αυτό όμως τό συμπέρασμα αντιφά σκει ή εμπειρία: καί ό αριθμός τών ιδιοτήτων καί ό αριθμός τών τρόπων κίνησης τών σωμάτων είναι περιορισμένος. Ά π ' αυτήν τήν ανασκευή, ό Αριστοτέλης βγάζει τό συμπέρασμα ότι υπάρχει μόνο ένας μικρός αριθμός βασικών μορφών πού μπορούμε νά συναντήσουμε στά σώματα. Δεύτερο, ή Φυσική τών ατομιστών προϋποθέτει ότι τά άτομα είναι άπό τή φύση τους εντελώς αμετάβλητα. Ή υπό θεση όμως αυτή, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, έρχεται σέ αντίφαση μέ τό γεγονός τής αλληλεπίδρασης τών σωμάτων. Γιά νά είναι δυνατή ή αλληλεπίδραση, επιβάλλεται νά υποθέ σουμε τή δυνατότητα μεταβολών στά ίδια τά άτομα. Τρίτο, ό Αριστοτέλης ανασκευάζει τήν υπόθεση τών ατομι στών γιά τήν αύτοκινητότητα τών ατόμων. Ή ανάλυση τής έν νοιας τού αυτοκίνητου σώματος οδηγεί στή διάκριση δύο στοιχείων σ' αυτό: τοϋ κινονντος καί τού κινούμενου. Ά ν έτσι, διαπιστώνονται στό άτομο δύο στοιχεία, τότε βέβαια τό άτομο δέν μπορεί πιά νά είναι μιά αδιαίρετη μονάδα τής ύλης. Ά π ό τήν άλλη μεριά, άν υποθέσουμε ότι ένα καί τό αυτό άτομο (σάν αδιαίρετο όν) είναι ταυτόχρονα καί κινούν καί
62
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ/Α
ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
κινούμενο, αυτό θά σήμαινε ότι δεχόμαστε ένα λογικά αντιφα τικό συνδυασμό ορισμών. Τέταρτο, οί ατομιστές, όπως καί ό Πλάτων, δέν δίνουν μιά ικανοποιητική εξήγηση τής ιδιότητας τής βαρύτητας. Σύμ φωνα μέ τήν υπόθεση τους, στήν άρχή τά άτομα έπεφταν κάτω. Ή ταχύτητα πτώσης τού κάθε άτομου καθοριζόταν άπό τό βάρος του. Τό βάρος, μέ τή σειρά του, καθοριζόταν άπό τό μέγεθος τού άτομου. Πέφτοντας μέ μεγάλη ταχύτητα, τά πιό βαριά άτομα προσέκρουαν στά πιό ελαφριά καί τά απωθού σαν άπό κάτω πρός τά πάνω. Έτσι δημιουργήθηκε, σύμφωνα μέ τή θεωρία τών ατομιστών, ό στρόβιλος τών ατόμων άπό τόν όποιο προήλθε ό κόσμος. Ό λ ο τούτο τό οικοδόμημα στηρίζεται, κατά τόν Αριστο τέλη, στήν υπόθεση τής ύπαρξης κενού χώρου. Ά ν όμως υπήρχε τό κενό, τότε, εφόσον αυτό δέν έχει πουθενά επίκεν τρο, δέν θά μπορούσε νά υπάρχει σ' αυτό ούτε επάνω ούτε κάτω, καί τά άτομα δέν θά ήταν δυνατό νά πέφτουν «κάτω». Δέν είναι σωστός επίσης ό ισχυρισμός τών ατομιστών ότι τό βάρος τού σώματος είναι ανάλογο μέ τήν ποσότητα κενού πού περιέχει: άν ήταν έτσι, τότε ένας μεγάλος όγκος γής, πού περι έχει πρισσότερο κενό σέ σχέση μέ ένα μικρό όγκο φωτιάς, θά ήταν πιό ελαφρός σέ σύγκριση μέ τή φωτιά. Ά ς υποθέσουμε όμως ότι τό βάρος καθορίζεται άπό τή σχέση ανάμεσα στήν ποσότητα τών ατόμων τοϋ σώματος καί τήν ποσότητα τού κενού πού βρίσκεται ανάμεσα στά άτομα. Ά ν ήταν έτσι, τότε αυτό θά είχε σάν συνέπεια σώματα διαφο ρετικά σέ όγκο, άλλά ομοιογενή σέ σύνθεση, νά έπεφταν στό κενό μέ ίση ταχύτητα. Άλλά, όπως πιστεύει ό Αριστοτέλης, ή εμπειρία είναι αντίθετη μέ αυτό τό συμπέρασμα: οί παρατη ρήσεις δείχνουν ότι άπό τά ομοιογενή σέ σύνθεση σώματα πέφτουν πιό γρήγορα εκείνα πού έχουν μεγαλύτερο όγκο. Ή θεωρία τοϋ ίδιου τού Αριστοτέλη γιά τά φυσικά στοι χεία τής φύσης καί τούς συνδυασμούς τους προσδιορίζεται άπό τή θεωρία του γιά τά είδη κίνησης. Ά π ό τήν ύπαρξη δια-
ΦΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ
ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
63
φορετικών ειδών κίνησης ό Αριστοτέλης βγάζει τό συμπέρα σμα ότι πρέπει νά υπάρχουν στή φύση καί διαφορετικά σώ ματα, πού στό καθένα τους προσιδιάζει ένα ορισμένο είδος κίνηση ς, φυσιολογικό γι' αυτό ακριβώς τό σώμα λόγω τής ϊδιας τής φύσης του. Ά λ λ ά τά βασικά εϊδη κίνησης γιά τόν Αριστο τέλη είναι δύο: 1) ή κυκλική καί 2) ή ευθεία. Γι' αυτό πρέπει νά υπάρχουν αντίστοιχα καί δύο βασικά εϊδη σωμάτων: γιά τό πρώτο είναι φυσιολογική ή κυκλική κίνηση, γιά τό δεύτερο ή ευθεία. Τό φυσιολογικό γένος τής ευθείας κίνησης εμπεριέχει δύο εϊδη: 1) τήν κίνηση άπό πάνω πρός τά κάτω καί 2) τήν κίνηση άπό κάτω πρός τά πάνω. Καί όταν ό Αριστοτέλης λέει «κάτω» εννοεί τό επίκεντρο. Γι' αυτό, τό πρώτο είδος τής ευ θείας κίνησης είναι ή κίνηση άπό τήν περιφέρεια στό επίκεν τρο, καί αντίστοιχα, τό δεύτερο - άπό τό επίκεντρο στήν περιφέρεια. Σέ σχέση μέ τά δύο αυτά εϊδη ευθείας κίνησης υπάρχουν σώματα, γιά τά όποια οί κινήσεις αυτές είναι φυσιολογικές λόγω τής ίδιας τους τής φύσης. Γιά τήν κίνηση «άπό πάνω πρός τά κάτω» είναι ή γή: αυτή πάντα τείνει πρός τό επίκεν τρο. Γιά τήν κίνηση «άπό κάτω πρός τά πάνω» είναι ή φωτιά: αυτή πάντα τείνει πρός τήν περιφέρεια. Ή γή καί ή φωτιά δέν είναι τά μόνα είδη σωμάτων πού κινούνται ευθύγραμμα. Καί στά δύο ή κίνηση πρός τό επίκεν τρο καί πρός τήν περιφέρεια εκδηλώνεται σάν απόλυτη τάση τού καθενός τους νά βρεί τή θέση του. Έκτος άπ' αυτά όμως υπάρχουν καί άλλα δύο σώματα ή στοιχεία, στά όποια ή ϊδια τάση εκδηλώνεται όχι πιά τόσο απόλυτα. Είναι τό νερό καί ό αέρας. Τό νερό, όπως καί ή γή, τείνει πρός τό επίκεντρο, ό αέρας, όπως καί ή φωτιά, τείνει πρός τήν περιφέρεια. Ωστόσο τό νερό τείνει πρός τό επίκεντρο μόνο μέ τήν πρϋπόθεση ότι τό επίκεντρο δέν είναι κατειλημμένο άπό ένα άλλο σώμα, πιό πυκνό άπό τό νερό. Καί ό αέρας επίσης τείνει πρός τήν περι φέρεια όχι απόλυτα, άλλά μόνο όταν ή περιφέρεια - ή φυσιο-
64
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣIΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
λογική γι' αυτόν θέση - δέν είναι κατειλημμένη άπό κάτι πιό ελαφρό άπ' αυτόν τόν ίδιο. Είδαμε μέ ποιόν τρόπο στή Φυσική τοϋ Αριστοτέλη ή φύση τών φυσικών στοιχείων καθορίζεται άπό τόν χαρακτήρα τής ευθείας κίνησης. Ωστόσο αυτός ό χαρακτήρας δέν καθορίζει τά πάντα στή φύση τών στοιχείων. Γιά νά ολοκληρώσει τόν χαρακτηρισμό τών στοιχείων, ό Αριστοτέλης εξετάζει τίς τέσσερεις βασικές φυσικές ιδιότητες πού υπάρχουν στή φύση. Οί ιδιότητες αυτές, σύμφωνα μέ τήν απαρίθμηση του, είναι τό κρύο, τό ζεστό, τό ξερό καί τό υγρό. Κατά τόν Αριστοτέλη, οί καθαρά αντίθετες ιδιότητες (τό κρύο καί τό ζεστό,τό ξερό καί τό ύγρό) δέν μπορούν νά ενωθούν. Ωστόσο είναι δυνατή ή συνένωση ιδιοτήτων πού δέν έρχονται σέ άμεση αντίθεση. Έτσι, άπό τίς τέσσερεις αριστοτελικές φυσικές ιδιότητες βγαί νουν τέσσερεις συνδυασμοί δύο ιδιοτήτων: 1) τό ζεστό μέ τό ξερό, 2) τό ζεστό μέ τό ύγρό, 3) τό κρύο μέ τό ξερό, 4) τό κρύο μέ τό ύγρό. Ό Αριστοτέλης πιστεύει ότι τά τέσσερα φυσικά στοιχεία πού παραδέχεται καί πού ανέρχονται στήν παράδοση τού Εμπεδοκλή, δηλαδή ή φωτιά, ό αέρας, τό νερό καί ή γή, δια θέτουν τό καθένα τίς ιδιότητες πού χαρακτηρίζουν τούς παραπάνω συνδυασμούς ιδιοτήτων. Καί συγκεκριμένα: ή φω τιά έχει τίς ιδιότητες τοϋ ζεστού καί τού ξερού, ό αέρας - τού ζεστού καί τού υγρού,τό νερό — τού κρύου καί τού υγρού, ή γή — τού κρύου καί τοϋ ξερού. Έτσι, λοιπόν, κάθε στοιχείο χαρακτηρίζεται άπό τόν συν δυασμό δύο ιδιοτήτων. Ωστόσο άπό τίς δύο αυτές ιδιότητες ό Αριστοτέλης θεωρεί μόνο μιά σάν ειδικά χαρακτηριστική γιά τό κάθε στοιχείο. Γιά τή φωτιά αυτή ή ειδική ιδιότητα είναι τό ζεστό, γιά τόν αέρα - τό ύγρό, γιά τό νερό - τό κρύο καί γιά τή γή - τό ξερό. Τά ειδικά χαρακτηριστικά τών στοιχείων διαιρούνται σέ δύο κατηγορίες — σέ ενεργητικά καί παθητικά. Ενεργητικά είναι τό κρύο καί τό ζεστό, παθητικά — τό ξερό καί τό ύγρό.
ΦΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ
ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
65
Ή κατανομή τών ειδικών ιδιοτήτων στά τέσσερα βασικά στοι χεία γίνεται έτσι, ώστε σέ κάθε στοιχείο υπάρχει μία ενεργη τική ιδιότητα καί μία παθητική. Λογουχάρη, στή φωτιά υπάρ χει ή ενεργητική ιδιότητα τοϋ ζεστού καί ή παθητική τού ξε ρού. Στό νερό — ή ενεργητική ιδιότητα τού κρύου καί ή παθη τική τού υγρού, κ.ο.κ. Ά π ' αυτόν τόν συνδυασμό ενεργητικών καί παθητικών ιδιοτήτων ό Αριστοτέλης βγάζει τό συμπέρασμα ότι κάθε στοιχείο μπορεί καί νά επιδρά ενεργητικά πάνω στά άλλα στοιχεία καί νά δέχεται παθητικά τήν επίδραση τους. Μέ άλλα λόγια, μπορεί καί νά αφομοιώνει τά άλλα στοιχεία, καί νά αφομοιώνεται τό ίδιο, νά μετατρέπεται σέ άλλα στοιχεία. Αυτές οί μετατροπές ή μεταβάσεις δέν γίνονται σέ όλα τά στοιχεία άμεσα καί μέ τήν ίδια ευκολία. Αυτό είναι συνέπεια τού ότι ορισμένα άπό τά στοιχεία διαφέρουν τό ένα άπό τό άλλο μόνο στή μιά ιδιότητα, ενώ άλλα διαφέρουν καί στίς δύο. Λογουχάρη, ή φωτιά καί ή γή διαφέρουν μόνο στή μιά ιδιό τητα: καί στά δύο στοιχεία προσιδιάζει τό ξερό, καί ή δια φορά ανάμεσα τους είναι μόνο ότι στή φωτιά προσιδιάζει τό ζεστό, ενώ στή γή τό κρύο. Καί μέ τόν ίδιο ακριβώς τρόπο ό αέρας καί τό νερό διαφέρουν μόνο στή μιά ιδιότητα: στόν αέρα προσιδιάζει τό ζεστό, ενώ στό νερό τό κρύο, άλλά καί τά δύο συμπίπτουν στήν ιδιότητα τού υγρού. Αντίθετα, ή φωτιά καί τό νερό διαφέρουν καί στίς δύο ιδιότητες: στή φωτιά προσιδιάζει τό ζεστό καί τό ξερό, στό νερό τό κρύο καί τό ύγρό. Καί μέ τόν ίδιο ακριβώς τρόπο στή γή προσιδιάζει τό κρύο καί τό ξερό, ενώ στόν αέρα τό ζεστό καί τό ύγρό. Ά π ό αυτές τίς ομοιότητες καί διαφορές ό Αριστοτέλης εξάγει τή διαφορά στους τρόπους περάσματος ορισμένων στοιχείων σέ άλλα. Ά ς εξετάσουμε τήν ακραία περίπτωση, όπου τά στοιχεία διαφέρουν καί στίς όνο ιδιότητες. Έ δ ώ ή άπενθείας, άμεση μετατροπή τοϋ ενός στοιχείου σέ άλλο είναι αδύνατη. Έ δ ώ τό μετατρεπόμενο στοιχείο πρέπει πρώτα ν ά χάσει τή μιά άπό τίς ιδιότητες του καί έτσι ν ά γίνει ενδιάμεσο 5
66
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
στοιχείο. Καί υστέρα πιά — καί αυτό είναι ή δεύτερη φάση τής μετατροπής — πρέπει νά περάσει σέ στοιχείο αντίθετο πρός τόν εαυτό τον. Λογουχάρη, τό νερό δέν μπορεί άμεσα νά μετα τραπεί στό στοιχείο τής φωτιάς πού είναι αντίθετο πρός τόν εαυτό του καί στίς δύο ιδιότητες. Πρώτα χάνει τήν ιδιότητα τού κρύου καί παίρνει σέ αντάλλαγμα τήν ιδιότητα τού ζε στού. Έτσι, γίνεται αέρας, πού χαρακτηρίζεται άπό τό ζεστό καί τό ύγρό καί διαφέρει άπό τή φωτιά μόνο κατά τήν ιδιό τητα τού υγρού. Καί μόνο ύστερα άπ' αυτή τή μετατροπή ό αέρας χάνει τήν ιδιότητα τοϋ υγρού καί αποκτά σέ αντάλλα γμα τήν ιδιότητα στού ξερού, γιά νά μετατραπεί έτσι σέ φω τιά. Στήν περίπτωση πού τά στοιχεία διαφέρουν μόνο σέ μιά ιδιότητα, τό πέρασμα τού ενός στοιχείου σέ άλλο γίνεται άμεσα; τό μετατρεπόμενο στοιχείο χάνει τήν ιδιότητα πού τό κάνει νά διαφέρει άπό τό στοιχείο στό όποιο μετατρέπεται καί αποκτά σέ αντάλλαγμα τήν ιδιότητα αυτού τού άλλου στοι χείου. Έτσι μετατρέπεται ό αέρας σέ νερό: χάνει τήν ιδιότητα τού ζεστού πού τόν κάνει νά διαφέρει άπό τό νερό, αποκτά σέ αντάλλαγμα τήν ιδιότητα τού κρύου καί έτσι, διατηρώντας τήν κοινή μέ τό νερό ιδιότητα τού υγρού, μετατρέπεται άπό αέρα σέ νερό. Ό λ α τά παραπάνω χαρακτηριστικά τών στοιχείων καί τών σωμάτων αναφέρονται στά σώματα πού έχουν ευθεία κίνηση. Άλλά εφόσον εκτός άπ' αυτήν υπάρχει καί ή κυκλική κίνηση καί εφόσον αυτή πρέπει νά είναι φυσιολογική κίνηση, τότε, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, πρέπει νά υπάρχει στή φύση ένα σώμα ή στοιχείο, στό όποιο προσιδιάζει αυτό ακριβώς τό εί δος κίνησης. Καί ή κυκλική κίνηση πρέπει νά είναι φυσιολο γική, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, επειδή, όπως δείχνουν οί παρατηρήσεις σχετικά μέ τήν περιστροφή τής σφαίρας τών άστρων, ή κυκλική κίνηση τού ουρανού είναι αιώνια καί αδιάκοπη. Έτσι, λοιπόν, πρέπει νά υπάρχει άλλο ένα - πέμπτο πιά —
ΦΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
67
1 9
στοιχείο, πού άπό τή φύση του διαφέρει καί άπό τά τέσσερα άλλα στοιχεία - τή φωτιά, τόν αέρα, τό νερό καί τή γή. Τίς ιδιότητες αυτού τού πέμπτου στοιχείου ό Αριστοτέλης τίς εξάγει άπό τήν κυκλική κίνηση του. Στήν περίπτωση μιας ευθείας κίνησης πού συντελείται σέ ένα σφαιρικό σύμπαν μέ πεπερασμένη ακτίνα, ή ευθεία κίνηση ξεκινά άπό τό κέντρο, άλλά όταν φτάνει στό τελικό σημείο αυτής τής ακτίνας, κινεί ται πρός τά πίσω. Μά άλλα λόγια, στήν περίπτωση αυτή, ή κίνηση γίνεται, σέ μιά ορισμένη στιγμή, κίνηση πρός τήν αντί θετη κατεύθυνση. Απεναντίας, στήν περίπτωση τής κυκλικής κίνησης δέν μπορεί νά προκύψει κίνηση πρός τήν αντίθετη κατεύθυνση: τό σώμα μπορεί νά κινείται αιώνια στήν περιφέρεια, νά περνά άπό ένα σημείο της σέ άλλο. Γι' αυτό ακριβώς ένα σώμα πού κινείται μέ αυτό τό είδος κίνησης είναι άπό τή φύση του αιώ νιο καί αμετάβλητο. Έ ν α τέτιο σώμα δέν μπορεί ούτε νά γεννηθεί ούτε νά φθα ρεί, γιατί καί ή γένεση καί ή φθορά έχουν σάν προϋπόθεση τους τή δυνατότητα τού σώματος νά μετατραπεί σέ αντίθετη κατάσταση. Εξάγοντας μέ αυτόν τόν τρόπο τό πέμπτο φυσικό στοιχείο, ό Αριστοτέλης τό ονόμασε «αιθέρα». Ό «αίθήρ» είναι όχι μόνο στοιχείο τής Φυσικής τού Α ρ ι στοτέλη, άλλά καί σπουδαίο στοιχείο τής κοσμολογίας του, τού αστρονομικού του συστήματος. Ά π ό «αιθέρα» αποτε λούνται τά ουράνια σώματα. Ά π ό τήν επιφάνεια τής Γης φαί νονται σάν νά αποτελούνται άπό φωτιά, άλλά αυτό συμβαίνει επειδή ή γρήγορη κίνηση κάνει τά ουράνια σώματα νά πυρα κτώνονται. Ό «αίθήρ» καλύπτει επίσης τόν παγκόσμιο χώρο, όπου συντελείται ή περιστροφή τών ουράνιων σωμάτων. Ό Αριστοτέλης αναπτύσσει ένα ενδιαφέροντα συλλογισμό, προσθέτοντας στά παραπάνω επιχειρήματα γιά τήν υπόθεση 19 Οί σχολαστικοί τό ονόμασαν αργότερα «πέμπτη ουσία», «πεμπτουσία».
68
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣI ΑΡΙΣΤΟ
ΤΕΛΗΣ
τής ύπαρξης «αιθέρα» άλλο ένα, πού επιβεβαιώνεται, δπως πιστεύει, άπό τήν εμπειρία. Κάνει τή συμβατική υπόθεση ότι υπάρχουν μόνο τά στοιχεία τού Εμπεδοκλή: ή φωτιά, ό αέ ρας, τό νερό καί ή γή. Στήν περίπτωση αυτή όλος ό παγκό σμιος χώρος ανάμεσα στή Γή καί τήν έσχατη σφαίρα τού σύμ παντος θά πρέπει νά καλύπτεται άπό αέρα καί φωτιά. Ά ν ήταν έτσι, τότε, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, ή συνολική πο σότητα τών δύο αυτών στοιχείων δέν θά αντιστοιχούσε στή συνολική ποσότητα τών υπόλοιπων — τού νερού καί τής γής. Λόγω τών τεράστιων διαστάσεων τής παγκόσμιας σφαίρας ή ποσότητα τής φωτιάς καί τού αέρα θά ξεπερνούσε άπροσμέτρητα τήν ποσότητα τού νερού καί τής γής, πού θά έπρεπε έτσι νά μετατραπούν σέ φωτιά καί αέρα. Εφόσον όμως ή παρατή ρηση δείχνει ότι αυτό δέν συμβαίνει, τότε δέν μένει παρά νά υποθέσουμε ότι ό παγκόσμιος χώρος καλύπτεται όχι άπό φω τιά καί αέρα, άλλά άπό ένα πέμπτο στοιχείο, πολύ πιό ελαφρό καί αραιό - τόν «αιθέρα». Στά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής κοσμολογίας τού Αριστοτέλη ανταποκρίνονται καί οί ιδιότητες πού πρέπει νά έχει ό «αίθήρ». Βασική ιδιότητα του είναι τό αμετάβλητο, πού ανταποκρίνεται στό αμετάβλητο τού ουρανού καί τής ουρά νιας σφαίρας. Μέ τό αμετάβλητο συνενώνεται στόν «αιθέρα» καί ή τελειότητα του, πού επίσης ανταποκρίνεται στήν τελειό τητα τού ουρανού. Γιατί όμως, έκτος άπό τόν αμετάβλητο καί τέλειο «αιθέρα», υπάρχουν στόν κόσμο καί τέσσερα άλλα, λιγότερο τέλεια στοι χεία; Ή ύπαρξη τους υπαγορεύεται άπό τήν αναγκαιότητα. Εφόσον υπάρχει ό κόσμος, πρέπει νά υπάρχει καί τό επίκεν τρο του, συνεπώς πρέπει νά υπάρχει καί ένα στοιχείο πού τεί νει πρός τό επίκεντρο τού κόσμου. Τό στοιχείο αυτό είναι ή Γή. Εφόσον, έπειτα, τό επίκεντρο προϋποθέτει μιά περιφέ ρεια, πρέπει νά υπάρχει καί ένα άλλο στοιχείο πού τείνει άπό τό κέντρο πρός τήν περιφέρεια. Τό στοιχείο αυτό είναι ή φω τιά. Εφόσον στόν κόσμο δέν υπάρχει κενό, πρέπει ανάμεσα
ΦΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
69
στό επίκεντρο τοϋ κόσμου καί τήν περιφέρεια του, δηλαδή ανάμεσα στή γή καί τή φωτιά, νά υπάρχουν στοιχεία πού θά ενώνουν τή γή μέ τή φωτιά. Τά στοιχεία αυτά είναι ό αέρας καί τό νερό, πού παίζουν τόν ρόλο ενδιάμεσων ανάμεσα στή γή καί τή φωτιά. Ό λ α μαζί τά πέντε στοιχεία, ή «ύλη» τού κόσμου, είναι ή προϋπόθεση τού παγκόσμιου γίγνεσθαι. Ό λ α τά πράγματα γεννιούνται άπό τά στοιχεία χάρη στίς μετατροπές τους, στά περάσματα άπό τό ένα στό άλλο. Ωστόσο τά στοιχεία αυτά δέν βρίσκονται πουθενά καί δέν μπορούν νά βρίσκονται σέ καθαρή, αμιγή μορφή. Βρίσκονται μόνο σέ πρόσμιξη τού ενός μέ τό άλλο. Σ' αυτήν τήν πρόσμιξη μπορεί κάποιο στοιχείο νά υπερισχύει, καί τότε, ανάλογα μέ τό ποιό ακριβώς επικρατεί, λέγεται καί όλη ή πρόσμιξη είτε φωτιά, είτε αέρας, είτε νερό, είτε γή. Ά ν όμως δέν υπερισχύει στήν πρόσμιξη κανένα στοι χείο, τότε αυτή θά είναι κάποιο άπό τά διάφορα αντικείμενα πού υπάρχουν στή φύση, εκτός άπό τή φωτιά, τόν αέρα, τό νερό καί τή γή. Σέ όλη τή Φυσική καί τήν κοσμολογία τού Αριστοτέλη κυ ριαρχεί ή ιδέα τής σκοπιμότητας τής φύσης καί όλου τού παγ κόσμιου γίγνεσθαι. Ή κοσμολογία τού Αριστοτέλη, όπως το νίσαμε παραπάνω, είναι έντονα τελεολογική. Ά π ό τήν άποψη αυτή είναι ολοκληρωτικά αντίθετη στήν άντιτελεολογική άρχή ή κοσμολογία τών ατομιστών καί τού Αναξαγόρα. "Οπως εί δαμε, όταν εξετάζαμε τά άλλα μέρη τής φιλοσοφίας τού Α ρ ι στοτέλη, ή τελεολογική αντίληψη του διαμορφώθηκε μέ τή μεταφορά, κατ' αναλογία, στό σύνολο τού κόσμου, τών παρα τηρήσεων πού είχαν γίνει σέ επιμέρους κατηγορίες φαινομέ νων καί αντικειμένων τής φύσης. Τά βασικά στοιχεία στά όποια στηριζόταν ό Αριστοτέλης ήταν στοιχεία άπό τή ζωή τών ζώων: οί διαδικασίες γέννησης οργανισμών άπό τό σπέρμα, ή λυσιτελής λειτουργία τών ενστίκτων, ή σκοπιμότητα τής διάρθρωσης τών οργανισμών, καθώς καί οί λυσιτελείς λει τουργίες τής ανθρώπινης ψυχής. Ή θεωρία τοϋ Αριστοτέλη
70
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
γιά τήν ψυχή έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στή διαμόρ φωση καί θεμελίωση τής τελεολογίας τοϋ Αριστοτέλη καί στή διεύρυνση της σέ επίπεδο κοσμολογικής αρχής. Αυτόν τόν ρόλο τής θεωρίας τής ψυχής στήν κοσμολογία τοϋ Αριστοτέλη τόν έχει υπογραμμίσει ό καθηγητής Μ. I. Καρίνσκι. Ή θεωρία τής ψυχής μπόρεσε νά παίξει αυτόν τόν ρόλο, πρώτα - πρώτα, επειδή γιά τόν Αριστοτέλη ή ψυχή τού αν θρώπου είναι ή πραγματικότητα εκείνου πού υπάρχει στό σώμα του σάν δυνατότητα, δηλαδή ακριβώς ό σκοπός του. Δεύτερο, ό Αριστοτέλης μπόρεσε πολύ πιό εύκολα νά μετα φέρει τό αποτέλεσμα τής μελέτης τών λυσιτελών λειτουργιών τής ψυχής στό σύνολο τοϋ κόσμου, επειδή γι' αυτόν ό ψυχι σμός δέν περιορίζεται στή σφαίρα τής ψυχικής ζωής τοϋ αν θρώπου: ό Αριστοτέλης επεκτείνει τήν αρχή τού ψυχισμού καί σέ όλο τόν ζωικό κόσμο καί στόν κόσμο τών ούράνιοον σωμάτων. Ό σ ο ευρύτερα διαπιστώνονταν ή σκοπιμότητα καί ή λογικότητα σέ ορισμένες εκτεταμένες κατηγορίες όντων καί φαινομένων τής φύσης, τόσο φυσικότερη φαινόταν ή μετα φορά τους στό σύνολο τού κόσμου. Ή δ η οί οντολογικές προϋποθέσεις τής διδασκαλίας τού Αριστοτέλη τού υπαγόρευαν τήν ιδέα τής σκοπιμότητας τού σύμπαντος, εφόσον γιά τόν Αριστοτέλη ή ουσία τού όντος συνίσταται στό ότι ή ύλη, σάν δυνατότητα, τείνει πρός τή μορφή της. Ή πραγματοποίηση αυτής τής τάσης είναι ακρι βώς ό σκοπός τής κίνησης. Ά ν τά ξεχωριστά αντικείμενα τής φύσης παρουσιάζουν στήν ύπαρξη τους καί σκοπιμότητα καί λογική, τότε κατά τόν Αριστοτέλη, δέν μπορεί παρά νά είναι σκόπιμο καί τό σύνολο τού κόσμου. Κάτι περισσότερο: γιά τόν Αριστοτέλη φαίνεται καθαρά απίστευτο νά μπορεί νά παρουσιάζεται σκοπιμότητα καί λογική σέ ξεχωριστά αντικείμενα, άν αυτές οί ιδιότητες δέν χαρακτηρίζουν τόν κόσμο σάν σύνολο. Ή τελεολογία τοϋ Αριστοτέλη προϋποθέτει όχι μόνο τόν σκόπιμο χαρακτήρα τοϋ παγκόσμιου γίγνεσθαι, άλλά καί τήν
ΦΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ
ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
71
ενότητα τον ίδιου τοϋ σκοποϋ του. Ή ενότητα αύτη θεμελιώ νεται στίς ιδέες τής κοσμολογίας καί τής θεολογίας. Ό ενιαίος Θεός είναι ή πηγή καί ή αιτία τής κίνησης. Ά ν καί ό ίδιος είναι ακίνητος καί έρχεται σέ άμεση επαφή μόνο μέ τήν έσχατη, τήν τελευταία σφαίρα τού κόσμου, ωστόσο μέ τήν επαφή αυτή προσδίδει σ' αυτή τή σφαίρα μιά ομαλή καί αιώ νια κυκλική κίνηση. Ή κίνηση αυτή μεταδίδεται μέσα άπό τίς ενδιάμεσες σφαίρες τών πλανητών όλο καί παραπέρα, μέ κα τεύθυνση πρός τό επίκεντρο. Ά ν καί στό επίκεντρο είναι λι γότερο τέλεια άπ' ό,τι στήν περιφέρεια, ωστόσο, σάν ενιαία κίνηση, αγκαλιάζει όλο τό παγκόσμιο σύστημα. Καί επειδή ό πρωταρχικός κινητήρας τοϋ κόσμου είναι ταυτόχρονα καί αι τία τής κίνησης καί σκοπός της, όλο τό παγκόσμιο γίγνεσθαι κατευθύνεται πρός ένα ενιαίο σκοπό. Ή ιδιομορφία τής αντικειμενικής τελεολογίας τού Αριστο τέλη, πού τήν κάνει νά διαφέρει άπό τήν τελεολογία τοϋ Πλά τωνα, βρίσκεται στό ότι ό Αριστοτέλης αρνιέται τόν συνει δητό χαρακτήρα τής σκοπιμότητας πού λειτουργεί στή φύση. Γιά τόν Πλάτωνα φορέας τής συνειδητής τελεολογικής αρχής ήταν «ή τού κόσμου ψυχή», πού κυβερνά όλο τό παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αντίθετα, γιά τόν Αριστοτέλη ή τελεολογική δη μιουργία τής φύσης πραγματοποιείται άσύνειδα. Τή δυνατό τητα άσύνειδης σκοπιμότητας, τονίζει ό Αριστοτέλης, τή δεί χνουν τά δεδομένα τής ανθρώπινης τέχνης. Ό καλλιτέχνης μπορεί νά δημιουργεί άσύνειδα καί όταν σκέφτεται καί όταν πλάθει τό υλικό του σέ κάποια μορφή. Ό σκοπός του εδώ πραγματοποιείται άσύνειδα, παρά τό γεγονός ότι στήν περί πτωση τής τέχνης ό δημιουργός τού έργου καί ή «ύλη», όπου πραγματώνεται ή δημιουργία του, υπάρχουν ξεχωριστά. Γιά τή φύση μιά τέτια άσύνειδη δημιουργία διευκολύνεται άπό τό γεγονός ότι ή φύση δέν υπάρχει έξω άπό τό δημιούργημα της, άλλά μέσα σ' αυτό τό ϊδιο. Μέ τήν έννοια τής σκόπιμης λειτουργίας της ή φύση είναι θεία. 'Ωστόσο, πραγματώνοντας τόν σκοπό της μέσα στό υλικό
72
Β. Φ. ΑΣΜΟ
ΥΣIΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
της, ή φύση δέν έχει συνείδηση τού ϊδιου τοϋ σκοπού. Γι' αυτό, όποιος βλέπει τόν Θεό σάν λογικό δημιουργό, αυτός δέν μπορεί νά θεωρεί τή φύση θεία μέ τήν αυστηρή έννοια τής λέξης, άλλά απλώς «δαιμονική». Ή κοσμολογία τού Αριστοτέλη βρισκόταν σέ βαθιά αντί θεση μέ τήν κοσμολογία τών ατομιστών στό ζήτημα τών ορίων τού κόσμου. Ό ατομικός υλισμός ήταν ή πρώτη στήν ιστορία τής επιστή μης θεωρία γιά τό άπειρο τού σύμπαντος καί τό αναρίθμητο τών κόσμων πού υπάρχουν στό σύμπαν. Ή θεωρία αυτή βρήκε στόν Λεύκιππο καί τόν Δημόκριτο μιά τόσο σαφή καί συνει δητοποιημένη μορφή ώστε, σέ σύγκριση μ' αυτήν, ή έννοια τού «απείρου» στόν Αναξίμανδρο νά φαίνεται μονάχα σάν κά ποια εικασία, μέ τήν οποία έρχεται σέ φανερή αντίφαση ή θεωρία τού ίδιου Αναξίμανδρου γιά τήν εικοσιτετράωρη περιστροφή τής ουράνιας σφαίρας. Μόνο ό Λεύκιππος καί ό Δημόκριτος έβγαλαν γιά πρώτη φορά τήν ελληνική σκέψη στίς αχανείς εκτάσεις τοϋ απείρου. Αντίθετα, ή θεωρία τού Αριστοτέλη γιά τόν κόσμο στό ζή τημα αυτό είναι αναμφισβήτητα ένα βήμα πίσω σέ σύγκριση μέ τούς ατομιστές. Γιά τόν Αριστοτέλη ή μορφή καί ή έκταση τού σύμπαντος καθορίζονται άπό τή θεωρία τών φυσικών στοιχείων. Ό κόσμος έχει τή μορφή σφαίρας, μέ μιά πολύ με γάλη, άλλά πάντως πεπερασμένη ακτίνα. Ή ιδέα τοϋ σφαιροειδοϋς, άν όχι ακριβώς σφαιρικού, κόσμου υπήρχε στή δι δασκαλία καί τού Αναξίμανδρου καί τού Παρμενίδη καί τού Εμπεδοκλή. Γιά όλους αυτούς ή θεωρία τού σφαιροειδούς κόσμου προκαλούσε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Τό πρόβλημα, δηλαδή, τί πρέπει νά είναι τό όν πέρα άπό τά όρια τής ακτίνας τής παγκόσμιας σφαίρας. Ό Αριστοτέλης λύνει αυτό τό πρόβλημα διαφορετικά. Πέρα άπό τήν έσχατη σφαίρα τού κόσμου υπάρχει μόνο ό Θεός. Κανένα άλλο όν, έξω άπό τά όρια τού κόσμου, δέν μπο ρεί νά υπάρχει. Ό λ α τά στοιχεία είναι σώματα στά όποια
ΦΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ
ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
73
προσιδιάζουν ορισμένες κινήσεις. Αυτές είναι: ή κίνηση πρός τό επίκεντρο τοϋ κόσμου, ή κίνηση πρός τήν περιφέρεια του καί ή κυκλική κίνηση. Άλλά όλα αυτά τά είδη κίνησης είναι δυνατά μόνο σέ μιά σφαίρα. Καί εφόσον πέρα άπό τά όρια τής σφαίρας δέν υπάρχει τίποτα, τότε έξω άπ' αυτήν δέν μπορεί νά υπάρχει ούτε τό κενό. Πράγματι: σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, ό χώρος δέν είναι τίποτε άλλο παρά ό τόπος πού κατέχει ένα σώμα. Ά λ λ ά ό τό πος είναι τό σύνολο ενός άλλου σώματος πού περιβάλλει τό προηγούμενο. Γι' αυτό, άν πέρα άπό τά όρια τού κόσμου δέν υπάρχουν κανενός είδους σώματα, αυτό σημαίνει ότι δέν υπάρχει εκεί ούτε τόπος, ούτε χώρος. Ό κόσμος περικλείνει μέσα του όχι μόνο όλο τόν χώρο, άλλά καί όλο τόν χρόνο. Ό χρόνος είναι αυτός καθεαυτός μέ τρο τής κίνησης. Καί εφόσον ή κίνηση δέν επεκτείνεται σέ κά ποια περιοχή έξω άπό τά όρια τού κόσμου, τότε δέν επεκτεί νεται σ' αυτήν ούτε ό χρόνος. Ή Γή βρίσκεται ακίνητη στό επίκεντρο τού κόσμου. Καί σ' αυτόν τόν ισχυρισμό ή κοσμολογία τού Αριστοτέλη κάνει ένα βήμα πίσω σέ σύγκριση μέ τήν κοσμολογία τού Πλάτωνα καί τών Πυθαγόρειων. Καί ό Πλάτων καί οί Πυθαγόρειοι ανέ πτυξαν τή θεωρία τής κίνησης τής Γής. Οί Πυθαγόρειοι δίδα σκαν ότι κινείται γύρω άπό κάποια «κεντρική φωτιά». Ό Πλάτων σκιαγράφησε, άν καί μέ όχι αρκετή σαφήνεια, τήν ιδέα τής κίνησης τής Γής γύρω άπό έναν άξονα. Έτσι ερμή νευσε ό Αριστοτέλης ένα σημείο τού πλατωνικού «Τιμαίου». Χάρη στή δύναμη τής αυθεντίας του, ό Αριστοτέλης έβαλε γιά πολύν καιρό τέρμα στήν ήλιοκεντρική κοσμολογία πού γεννιόταν. Τήν ιδέα τής κίνησης τής Γής τήν απορρίπτει κα τηγορηματικά. Ή φύση τής Γής - λέει, - είναι τέτοια, πού πρέπει αναγκαστικά νά τείνει πρός τό επίκεντρο τοϋ κόσμου. Ή κυκλική κίνηση δέν αρμόζει στή φύση της καί θά ήταν γι' αυτήν κάτι βεβιασμένο. Καί εφόσον ό κόσμος είναι αιώνιο όν, έπεται ότι στήν περίπτωση αυτή ή κυκλική κίνηση τής Γής θά
74
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣ
/
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ήταν ταυτόχρονα καί αιώνια καί βεβιασμένη πράγμα πού γιά τόν Αριστοτέλη είναι παραλογισμός. Ωστόσο δέν μπορούμε νά πούμε ότι ό Αριστοτέλης βρισκό ταν πίσω άπό τήν εποχή του σέ όλα τά ζητήματα τής κοσμολο γίας. Εξαιρετικό επίτευγμα τής κοσμολογίας του είναι ή αυ στηρή απόδειξη τής σφαιροειδούς μορφής τής Γής Αυτή τή σφαιροειδή μορφή τήν αποδείχνει μέ βάση τίς παρατηρήσεις στή διάρκεια τής έκλειψης τής Σελήνης. Οί παρατηρήσεις αυτές δείχνουν ότι ή σκιά τής Γής, πού κινείται στήν ορατή επιφάνεια τής Σελήνης στή διάρκεια τής έκλειψης, έχει στρογγυλή μορφή. Σύμφωνα μέ τήν εξήγηση τού Αριστο τέλη, μόνο ένα σφαιροειδές σώμα, όπως είναι στήν περίπτωση αυτή ή Γή, μπορεί νά ρίχνει στόν παγκόσμιο χώρο - σέ κατεύ θυνση αντίθετη πρός τόν ήλιο - μιά σκιά πού ή προβολή της πάνω στή σφαιροειδή επιφάνεια τής Σελήνης παρουσιάζεται σάν σκοτεινός κύκλος πού κινείται καλύπτοντας τόν δίσκο τής πανσέληνου. Στό ίδιο συμπέρασμα - τής σφαιροειδοϋς μορφής τής Γήςόδηγεΐ, κατά τόν Αριστοτέλη, καί ή χαρακτηριστική γιά τή Γή έλξη πρός τό επίκεντρο τοϋ κόσμου. Αποτέλεσμα αυτής τής έλξης δέν μπορούσε νά είναι παρά ή σφαιροειδής μορφή. Ό προσδιορισμός τής διαμέτρου τής γήινης σφαίρας άπό τόν Αριστοτέλη ήταν υπερβολικός σέ σύγκριση μέ τήν πραγματι κότητα. Ταυτόχρονα όμως ό Αριστοτέλης υποστήριξε τήν τολμηρή άποψη ότι ή Γή έχει μικρότερο όγκο άπό τά άλλα ουράνια σώματα.
Στόν Αριστοτέλη ανήκει επίσης ή ανάπτυξη καί εδραίωση μιας εσφαλμένης αντίληψης, στήν οποία αργότερα (ευτυχώς, πάντως, γιά τίς μελλοντικές γεωγραφικές ανακαλύψεις) στή ριξε τούς υπολογισμούς του ό Κολόμβος. Ό Αριστοτέλης πί στευε ότι ό ωκεανός πού βρίσκεται δυτικά τής Αφρικής έχει μικρή έκταση καί ότι αμέσως ύστερα άπ' αυτόν βρίσκεται ή
ΦΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ
ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
75
Ινδία. Γιά νά τό αποδείξει αυτό, ό Αριστοτέλης επικαλούν ταν τήν ομοιότητα τής πανίδας τής Ανατολικής Ινδίας καί τής Αφρικής καί ειδικότερα τό γεγονός ότι καί στίς δύο αυτές περιοχές υπάρχουν ελέφαντες.
5. ΤΟ ΓΕΩΚΕΝΤΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Οί λεπτομέρειες αυτής τής κοσμολογίας δέν ανήκουν στήν ιστορία τής φιλοσοφίας, άλλά στήν ιστορία τής επιστήμης. Ωστόσο, μιά έστω σύντομη έκθεση τών άρχων της είναι απα ραίτητη λόγω τής αφάνταστης επίδρασης πού άσκησε ή γεωκεντρική κοσμολογία - μαθηματικά διατυπωμένη καί θεμε λιωμένη άπό τόν Πτολεμαίο - στήν ανάπτυξη τής κοσμολογίας τής ύστερης αρχαιότητας καί τής φεουδαρχικής κοινωνίας, ώς τόν 16ο αιώνα. Ή θεωρία τού Αριστοτέλη γιά τόν κόσμο είναι γεωκεντρική αντίληψη. Πιστεύει ότι στό κέντρο τοϋ σύμπαντος βρίσκε,ται ή ακίνητη Γή, πού έχει τή μορφή σφαίρας. Ή αντίληψη αυτή δέν γεννήθηκε μονομιάς, άλλά διαμορφώθηκε σέ μιά μακρόχρονη περίοδο άπό τούς πρόδρομους τού Αριστοτέλη, μαθηματι κούς καί αστρονόμους. Ά π ' αυτούς τούς πρόδρομους ένας 2 0
20 Μιά θαυμάσια ανάλυση αυτής τής κοσμολογίας καί τής παραπέρα επεξερ γασίας της άπό τήν αρχαία αστρονομία έδωσε ό Pierre Duhem στό τεράστιο έργο του «Le Systeme du monde» - στους τρεις πρώτους τόμους του. 'Επίσης ή σύνδεση τής κοσμολογίας τοΰ Αριστοτέλη μέ τό φιλοσοφικό του σύστημα έχει ερευνηθεί ά π ό τόν Α . Φ. Λόσεφ στήν εργασία του. «Τό αρχαίο σύμπαν καί ή σύγχρονη επιστήμη» (Μόσχα, 1927).
78
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣ
I
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
άπό τούς πιό κοντινούς ήταν ό Εϋδοξος άπό τήν Κνίδο τής Μ. Ασίας. Ήταν μαθητής τού Πυθαγόρειου Αρχύτα τοϋ Ταραντίνου, καθώς καί τού Πλάτωνα. Ά π ό τόν Πυθαγόρα ό Πλά των υίοθέτησσε προφανώς τήν αντίληψη γιά τήν τελειότητα τών κινήσεων τών ουράνιων σωμάτων καί τήν πεποίθηση ότι τέλειες μπορούν νά είναι μόνο οί ομαλές κυκλικές κινήσεις. Στήν εποχή όμως τού Πλάτωνα είχε πιά άπό καιρό παρατηρη θεί ότι οί κινήσεις τών πλανητών χαρακτηρίζονται άπό μιά ανωμαλία πού δέν χαρακτηρίζει ούτε τή Σελήνη, ούτε τόν Ήλιο. Καί αυτή συνίσταται στό ότι οί πλανήτες αρχικά έχουν «ευθείες» κινήσεις, δηλαδή κινούνται στήν ίδια κατεύθυνση μέ τή Σελήνη καί τόν Ήλιο, άλλά ύστερα, σέ μιά ορισμένη στιγμή, φαίνονται σάν νά σταματούν ανάμεσα στά άστρα πού τούς περιβάλλουν στό στερέωμα καί σέ συνέχεια νά μετακι νούνται «πρός τά πίσω», στήν αντίθετη κατεύθυνση. Ύστερα γίνεται νέα «στάση» καί νέα αλλαγή κατεύθυνσης τής κίνησης, αυτήν τή φορά πάλι «πίσω», στήν «ευθεία». Τό αποτέλεσμα είναι ότι οί πλανήτες φαίνονται σάν νά διαγράφουν στό στε ρέωμα θηλιές άνισου μεγέθους. Αυτές οί φαινομενικές ανωμαλίες στήν κίνηση τών πλανη τών έρχονταν σέ αντίφαση μέ τίς πυθαγορικές αντιλήψεις γιά τήν τελειότητα τής κίνησης τών άστρων καί απαιτούσαν μιά εξήγηση πού δέν θά αναιρούσε τίς καθιερωμένες αφετηρίες. Τό πρόβλημα μιάς τέτοιας εξήγησης τό έθεσε ήδη ό Πλάτων, πού πρότεινε νά εξαχθούν όλες οί «ανωμαλίες» στήν κίνηση τών πλανητών άπό τήν πρόσθεση ομαλών περιστροφικών κι νήσεων. Ό Εϋδοξος προσπάθησε πρώτος νά δώσει τήν απάντηση στό πρόβλημα πού έθεσε ό Πλάτων. Διατύπωσε τήν υπόθεση ότι υπάρχουν ομόκεντρες σφαίρες περιστρεφόμενες γύρω άπό άξονες πού έχουν κλίση μιάς ορισμένης γωνίας ό ένας πρός τόν άλλο. Ή ίδια ή περιστροφή γίνεται ομαλά, μέ σταθερή ταχύτητα. Ά φ ο ύ υπέθεσε ένα ορισμένο αριθμό σφαιρών γιά τή Σελήνη, γιά τόν Ήλιο καί γιά τόν καθένα άπό τούς πλανή-
ΤΟ ΓΕΩΚΕΝΤΡΙΚΟ
ΣΥΣΤΗΜΑ
79
τες, ό Εύδοξος εξήγαγε μέ μιά ορισμένη προσέγγιση ακρίβειας μερικές άπό τίς ανωμαλίες πού ήταν τότε γνωστές άπό τίς παρατηρήσεις. Έτσι έγινε δυνατό νά περιγραφεί ή νά εξηγη θεί ή εικοσιτετράωρη καί ή μηνιαία κίνηση τής Σελήνης, κα θώς καί ή μετακίνηση τών κόμβων τής τροχιάς τής Σελήνης, καί έμεινε ανεξήγητη μόνο ή ανισότητα τών διαστημάτων ανάμεσα στίς δύο βασικές φάσεις τής Σελήνης. Ό μαθητής τοϋ Εύδόξου Κάλιππος πρόσθεσε στίς τρεις σφαίρες τού Εύδόξου άλλες δύο. "Ετσι, μόνο γιά τήν εξήγηση (βέβαια, φανταστική) τών κινήσεων τής Σελήνης χρειάστηκαν πέντε σφαίρες πού περιστρέφονται γύρω άπό διαφορετικούς άξονες. Μέ παρό μοιο τρόπο εξηγούνταν οί ορατές κινήσεις τού Ήλιου καί τών πλανητών. Μέ βάση όλες αυτές τίς πολύπλοκες κατασκευές ό Εϋδοξος καί ή σχολή του περιέγραφαν τίς ορατές κινήσεις τών πλανητών καί προσδιόριζαν τίς ορατές θέσεις τους στό στε ρέωμα. Προφανώς, καί ό Εύδοξος καί ό Κάλιππος δέν πί στευαν ότι οί σφαίρες πού είχαν ανακαλύψει γιά νά εξηγή σουν τίς κινήσεις τών πλανητών υπάρχουν πραγματικά στό σύμπαν: χρησιμοποιούσαν αυτές τίς σφαίρες μόνο σάν μαθη ματική - γεωμετρική - μέθοδο πού τούς βοηθούσε νά άποσυνθέτουν τίς παρατηρούμενες, εξαιρετικά σύνθετες κινήσεις στίς συνιστώσες τους — σέ άπλες, ομαλές κυκλικές περιστροφές. Ό Αριστοτέλης εισήγαγε σ' αυτό τό σημείο μιά σημαντική καινοτομία. Αποδέχτηκε τή θεωρία τού Εύδόξου γιά τήν κί νηση τών πλανητών, τήν περιέλαβε στό κοσμολογικό του σύ στημα, άλλά ταυτόχρονα απέδωσε στίς σφαίρες μιά πραγμα τική φυσική υπόσταση. Σύμφωνα μέ τή θεωρία τού Αριστο τέλη, οί σφαίρες, πού βρίσκονται ή μιά μέσα στήν άλλη καί μεταδίδουν ή μιά στήν άλλη τίς κινήσεις τους, δέν είναι μαθη ματικά, φανταστικά μόνο αντικείμενα, άλλά πραγματικά κρυστάλλινες, διαφανείς σφαίρες. Ή έσχατη άπό αυτές είναι ή σφαίρα τών ακίνητων άστρων. Μέ αυτήν ακριβώς εφάπτεται ό ακίνητος πρωταρχικός κινητήρας τού κόσμου. Συνέπεια αυτής τής επαφής είναι ότι ή σφαίρα τών ακίνητων άστρων, δηλαδή
80
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣ
I
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
τών άστρων πού οί αμοιβαίες γωνιακές αποστάσεις τους δέν αλλάζουν, γίνεται πρωταρχικός κινητήρας καί μεταδίδει τήν κίνηση σέ όλα τά άλλα. Ανάμεσα στήν έσχατη σφαίρα καί τή Γή, πού βρίσκεται στό κέντρο, είναι διατεταγμένες σέ ομόκεν τρη σειρά οί σφαίρες τών πλανητών, τοϋ Ήλιου καί τής Σελή νης. Οί πλανήτες είναι εξαρτήματα αυτών τών σφαιρών καί κινούνται μαζί τους μέ ταχύτητες διαφορετικές γιά κάθε πλα νήτη. Τό παραπάνω σχήμα τού Αριστοτέλη εκτοπίστηκε γρήγορα άπό τίς πολύ τελειότερες, άπό μαθηματική άποψη, γεωκεντρικές αντιλήψεις τών αστρονόμων καί μαθηματικών τής αλεξαν δρινής εποχής: τού Ερατοσθένη, τού Ίππαρχου, τοϋ Πτολε μαίου. Ωστόσο ήταν κολοσσιαία ή επίδραση τών άλλων κο σμολογικών θεωριών τού Αριστοτέλη. Αυτό ισχύει πρώτα άπ' όλα γιά τή θεωρία του σχετικά μέ τή διαίρεση τού κόσμου σέ δύο τομείς, πού ώς πρός τή φυσική τους υπόσταση καί τήν τελειότητα τους είναι εντελώς διαφορετικοί ό ένας άπό τόν άλλο: τόν τομέα τής Γής μέ τά τέσσερα στοιχεία της - γή, νερό, αέρα καί φωτιά — καί τόν τομέα τού ουρανού καί τού πέμπτου στοιχείου, τοϋ αιθέρα. Ά π ό αιθέρα αποτελούνται τά ουράνια σώματα καί ό ίδιος ό ουρανός. Σ' αυτόν τόν τομέα υπάρχει καθετί τό τέλειο καί τό αιώνιο. Στόν τομέα τοϋ αιθέρα βρί σκονται τά ακίνητα άστρα, τά πιό τέλεια άπό όλα τά ουράνια σώματα. Ή ύλη τους είναι καθαρός αιθέρας, καί είναι τόσο απομακρυσμένα άπό τή Γή πού δέν υπόκεινται σέ καμιά επί δραση τών τεσσάρων γήινων στοιχείων. Οί πλανήτες, ό Ήλιος καί ή Σελήνη αποτελούνται επίσης άπό αιθέρα, άλλά σέ αντί θεση μέ τά ακίνητα άστρα υπόκεινται σέ μιά ορισμένη επί δραση τών γήινων στοιχείων. Τά αντικείμενα πού βρίσκονται στή Γή αποτελούνται άπό τά στοιχεία τής γής, τού νερού, τού αέρα, καί τής φωτιάς. Τό πος διαμονής τους είναι ή Γή, ή περιοχή τών συνεχών αλλα γών, μετατροπών, γένεσης καί φθοράς. Σάν τό βαρύτερο άπό όλα τά στοιχεία, ή Γή βρίσκεται στό κέντρο τού κόσμου. Είναι
ΤΟ ΓΕΩΚΕΝΤΡΙΚΟ
ΣΥΣΤΗΜΑ
81
σφαιροειδής, καί αυτό τό αποδείχνει ή στρογγυλή μορφή τής σκιάς τής Γής πού κινείται πάνω στό δίσκο τής Σελήνης στή διάρκεια τών εκλείψεων της. Ή γήινη σφαίρα περιβάλλεται άπό τό νερό, πάνω άπό τό περίβλημα τού νεροϋ βρίσκεται τό περίβλημα τοϋ αέρα. Τό πιό ελαφρό στοιχείο — ή φωτιά — βρί σκεται στό χώρο ανάμεσα στή Γή καί τή Σελήνη καί εφάπτεται μέ τά όρια τού πέμπτου στοιχείου — τού αιθέρα. Δέν είναι μόνο τό φυσικό σώμα τού κόσμου πού διαιρείται σέ δύο εντελώς διαφορετικούς τομείς: σέ δύο εντελώς διαφο ρετικά είδη διαιρούνται επίσης καί οί κινήσεις πού συντε λούνται στό σύμπαν. Είναι οί τέλειες κινήσεις, δηλαδή οί ομα λές, κυκλικές, καί οί ατελείς κινήσεις, δηλαδή οί ευθείες. Κα θαρό υπόδειγμα τέλειας κίνησης είναι ή εικοσιτετράωρη περι στροφή τής σφαίρας τών ακίνητων άστρων γύρω άπό τή Γή. Έ ν α όχι τόσο καθαρό δείγμα τέλειας κίνησης είναι οί σύνθε τες κινήσεις τών πλανητών, μέ τίς ανωμαλίες τους καί τή με ρική τους κλίση. Οί σύνθετες καί περίπλοκες κινήσεις τών πλανητών οφείλονται στήν επίδραση πού ασκούν σ' αυτούς τά γήινα στοιχεία. Ατελής μορφή κίνησης είναι ή κίνηση άπό πάνω πρός τά κάτω, μέ άλλα λόγια — πρός τό επίκεντρο τής Γής. Πρός τά κάτω τείνουν όλα τά σώματα, καί μόνο κάποιο βίαιο εμπόδιο μπορεί προσωρινά νά σταματήσει αυτή τήν κίνηση τους. Ά π ό έδώ ό Αριστοτέλης βγάζει τό συμπέρασμα ότι ή Γή όχι μόνο βρίσκεται στό επίκεντρο τού σύμπαντος, άλλά καί παραμένει εκεί ακίνητη. Α κ ό μ α καί άν παρουσιαζόταν κάποια κίνηση τής Γής, αυτή θά μποροϋσε νά είναι μόνο προσωρινή καί ύστερα πάλι θά σταματούσε.
6
6. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ. ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ Ή θεωρία τής γνώσης τοϋ Αριστοτέλη στηρίζεται στήν ον τολογία του καί ως πρός τό άμεσο αντικείμενο της είναι θεω ρία τής επιστήμης. Ό Αριστοτέλης ξεχωρίζει τήν επιστήμη άπό τήν τέχνη καί άπό τήν εμπειρία καί άπό τή δοξασία («δόξα»). Ώ ς πρός τό αντικείμενο της, ή επιστημονική γνώση είναι γνώση τοϋ δντος. Σέ διάκριση άπό τή γνώση, αντικεί μενο τής τέχνης είναι ή παραγωγή πραγμάτων (ή έργων) μέ τή βοήθεια μιάς ικανότητας πού στρέφεται στή δράση. Γι' αυτό, σφαίρα τής τέχνης είναι ή πρακτική καί ή παραγωγή, ένώ σφαίρα τής γνώσης είναι ή θεώρηση τού αντικειμένου («θεωρείν»), ή θεωρία, ό στοχασμός. Παρ' όλα τούτα ή επιστήμη έχει κάτι τό κοινό μέ τήν τέχνη: όπως καί ή τέχνη, έτσι καί ή γνώση μπορεί νά μεταβιβάζεται μέ τήν εκπαίδευση. Γι' αυτό ή τέχνη είναι σέ μεγαλύτερο βαθμό γνώση άπό τήν εμπειρία, καί συνοδεύεται άπό αληθινές κρίσεις. Ή γνώση διαφέρει επίσης καί άπό τήν άπλή εμπειρία. Καί γιά τή γνώση καί γιά τήν τέχνη ή εμπειρία είναι ή άρχή τους ή 21
21 Μετά τά φυσικά ,1981 β 7-9.
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ I
84
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
22
ή αφετηρία τους. Ωστόσο, σέ αντίθεση μέ τή γνώση, αντι κείμενο τής εμπειρίας είναι μόνο τά πραγματικά δεδομένα, εξεταζόμενα σάν μεμονωμένες περιπτώσεις («καθ' έκαστον»). Βάση τής εμπειρίας είναι ή αίσθηση, ή μνήμη καί ή έξη. Άλλά ή γνώση δέν ταυτίζεται μέ τήν αίσθηση. Είναι αλή θεια ότι κάθε γνώση αρχίζει άπό τήν αίσθηση. Αυτήν τή θέση ό Αριστοτέλης τή θεωρεί μάλιστα βασική γιά τή θεωρία τής γνώσης. Ά ν δέν υπάρχει ή αντίστοιχη πρός τό αντικεί μενο αίσθηση, τότε δέν υπάρχει καί ή αντίστοιχη πρός αυτό αξιόπιστη γνώση. Στήν εμπειρία, εφόσον αυτή προσδιορίζεται άπό τίς αισθήσεις, ό νους συλλαμβάνει άμεσα τό ίδιο αντικεί μενο τής αίσθησης, στό «καθ' έκαστο» συλλαμβάνει άμεσα τό «γένος», στόν Καλλία τόν «άνθρωπο». "Ωστόσο αυτή ή άμεση σύλληψη τού γενικού στό καθ' έκα στο διαφέρει ουσιαστικά άπό τή γνώση. «Αυτό πού μας δεί χνει στά πράγματα ή γνώση τών αισθήσεων, δηλαδή ή αί σθηση, εξαρτάται άπό τίς πάντα μεταβλητές συνθήκες τόπου καί χρόνου. Απεναντίας, αυτό πού μάς δείχνει στά πράγματα ή επιστημονική γνώση δέν εξαρτάται ούτε άπό τόπο, ούτε άπό χρόνο. Ή επιστημονική κατανόηση τού αντικειμένου είναι σκέψη πού ηρεμεί καί μέ μιά ορισμένη έννοια σταθερή, σταμα τημένη». Άλλά ή γνώση διαφέρει καί άπό τή δοξασία. Εκείνο πού δίνει ή δοξασία στηρίζεται μόνο σέ πιθανές βάσεις. Ή γνώση δέν είναι τέτοια. Είναι αλήθεια ότι καί ή επιστημονική γνώση εκφράζεται μέ κάποια κρίση καί γίνεται αποδεκτή σάν άλη23
24
25
26
22 Μετά τά φυσικά, 891 a 2. Αναλυτικά υστέρα, II 19 100 a,6. 23 Μέ αυτήν τήν αποψή του ό Αριστοτέλης είναι ό θεμελιωτής τής θέσης πού αποδέχτηκαν αργότερα οί σχολαστικοί καί τόν 17ο αίώνα οί εμπειρικοί: nihil est in intellectu quod non prius fuerit in sensu. (Τίποτε δέν υπάρχει στή νόηση, πού ν ά μήν υπήρχε προηγούμενα στήν αίσθηση). 24 Αναλυτικά
υστέρα,
25 Αναλυτικά
ύστερα, II 19 100 a,17.
1,18.
26 Περί ψυχής, 1, 3 407 a,32. Φυσικά , VII 3 247 b,7.
Η ΘΕΩΡΙΑ
ΤΗΣ
ΓΝΩΣΗΣ
85
θινή μόνο όταν αυτός πού αποκτά τή γνώση έχει πειστεί γιά τήν αλήθεια της. Ά ν όμως ή κρίση έχει θεμελιωθεί σάν αξιό πιστη γνώση, τότε δέν μπορούν νά αναφερθούν λόγοι μέ τούς οποίους ή κρίση αυτή θά μπορούσε νά ανασκευαστεί ή έστω νά μεταβληθεί. Απεναντίας, όσο άφορα τή δοξασία ή τήν πίστη είναι ορθό τό ότι γι' αυτές πάντα μπορεί νά υπάρξει μιά άλλη δοξασία καί μιά άλλη πίστη. Κάτι περισσότερο: ή δοξα σία μπορεί νά είναι καί -ψεύτικη καί αληθινή, ή πεποίθεση γι' αυτήν δέν μπορεί σέ καμιά περίπτωση νά είναι «ακλόνητη», ένώ ή γνώση είναι σταθερή καί ακλόνητη αλήθεια. 27
28
29
Τό αντικείμενο τής γνώσης καί ή γνώση τοϋ αντικειμένου. Εξετάζοντας τή σχέση τής γνώσης πρός τό αντικείμενο της, ό Αριστοτέλης επιμένει σταθερά στήν άποψη ότι χρονικά ή ύπαρξη τοϋ αντικειμένου προηγείται άπό τήν ύπαρξη τής γνώσης. Είναι αυτή ή υλιστική ή άντικειμενική-ίδεαλιστική άποψη πού σημείωσε ό Λένιν, διαβάζοντας καί κρατώντας σημειώσεις άπό τά «Μετά τά φυσικά» τοϋ Αριστοτέλη: «Θαυμάσια! Δέν υπάρχουν αμφιβολίες γιά τήν πραγματικό τητα τοϋ εξωτερικού κόσμου». Τό αντικείμενο, κατά τόν Αριστοτέλη, προηγείται τής γνώσης πού μπορεί νά έχει ό άν θρωπος γι' αυτό τό αντικείμενο. Ά π ' αυτήν τήν άποψη ή σχέση τής γνώσης πρός τό αντικείμενο είναι ή ίδια μέ τή σχέση τής αίσθησης μέ τό αντικείμενο. Τό γεγονός ότι άπό έναν άν θρωπο πού αισθάνεται απουσιάζουν προσωρινά οί οπτικές εντυπώσεις δέν σημαίνει ότι καί οί ιδιότητες, πού αισθάνεται μέσω τής όρασης, απουσιάζουν άπό τό ΐόιο τό αντικείμενο. 30
27 Τοπικά, κεφαλαίου. 28 Αναλυτικά
V 2 130 ο,16, VI 2 139 ο,33. Αναλυτικά ύστερα,
1 33.
29 Στό ΐόιο, 1 19 100 β,7. Περί ψυχής, III 428 Η 17. 30 Β. I. Λένιν, "Απαντα, τ. 38, σ. 367.
ύστερα,
I, τέλος 2ου
86
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ / Α
ΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ωστόσο, τή στιγμή πού σ' αυτόν τόν άνθρωπο επανέρχεται ή ικανότητα τής όρασης, αυτό πού θά δει θά ανήκει πιά αναγ καστικά στή σφαίρα τού ορατού. Ά π ό τή στιγμή αυτή, δέν έχει πιά νόημα νά ρωτούμε τί προηγείται, τό ορατό ή ή αί σθηση τοϋ ορατού: καί τά δύο, άπ' αυτήν τή στιγμή, είναι ταυ τόχρονα, σύστοιχα. "Ιδια ακριβώς είναι καί ή σχέση τής γνώσης μέ τό αντικεί μενο της. Είναι παρόμοια μέ τή σχέση τού μέτρου πρός αυτό πού μετρούμε ή έχουμε μετρήσει. Στό βαθμό πού ή γνώση κα τευθύνεται μέσα στό χρόνο πρός τήν κατανόηση τού αντικει μένου της, τό αντικείμενο αυτό προηγείται τής γνώσης καί ή γνώση εξαρτάται άπό τό αντικείμενο της. Μέ τήν έννοια αυτή ό συσχετισμός ανάμεσα τους είναι μονοσήμαντος, οριστικός. Ά ν όμως δούμε τή γνώση σάν ήδη δημιουργημένη, σάν ήδη πραγματοποιημένη, σάν ήδη συσχετισμένη πρός τό αντικεί μενο της, τότε τό αντικείμενο καί ή γνώση γι' αυτό αποτελούν ένα αδιαίρετο σύνολο. Βέβαια, μπορούμε σ' αυτό τό σύνολο νά ξεχωρίσουμε μέ αφαίρεση τά δύο στοιχεία του - τό αντι κείμενο τής γνώσης καί τή γνώση τοϋ αντικειμένου, ωστόσο ή ενότητα τών δύο δέν χάνει άπ' αυτό τήν πραγματική της υπό σταση (Περί ψυχής, III 6 430 3.,4 καί σέ πολλά άλλα σημεία), Τό αντικείμενο, όταν τό εξετάζουμε αυτό καθεαυτό, είναι μόνο ένα δυνάμει αντικείμενο τής γνώσης. Ά ν έμενε μόνο δυ νάμει, τότε δέν θά μπορούσε νά προκύψει ή γνώση. Ά π ό τή στιγμή όμως πού στόν επιστήμονα εμφανίζεται ή θεώρηση τού αντικειμένου τής γνώσης, άπ' αυτή τή στιγμή, μονομιάς, καί τό αντικείμενο τής γνώσης καί ή γνώση τού αντικειμένου γίνον ται πραγματικότητα: αποτελούν πιά μιά ενότητα. Ά π ό εδώ ό Αριστοτέλης συμπεραίνει ότι ή γνώση είναι ένα είδος κτήσης: «έξις», δηλαδή ειδικός τρόπος ύπαρξης. 31
Βασικά γνωρίσματα τής επιστημονικής 31 Ηθικά
Νικομάχεια,
VI 3 1139 ο, 31.
γνώσης. Σάν ειδικό
Η ΘΕΩΡΙΑ
ΤΗΣ
ΓΝΩΣΗΣ
87
είδος τοϋ είναι ή γνώση χαρακτηρίζεται, κατά τόν Αριστο τέλη, άπό τρία βασικά γνωρίσματα: 1) τήν άποδεικτικότητα — τήν καθολικότητα καί αναγκαιότητα, 2) τή δυνατότητα εξήγη σης, καί 3) τόν συνδυασμό τής ενότητας μέ τήν ύπαρξη βα θμών υπαγωγής. "Ας αρχίσουμε άπό τό πρώτο γνώρισμα τής επιστήμης - τήν άποδεικτικότητα της. Σύμφωνα μέ τόν ορισμό τού ίδιου τού Αριστοτέλη, ή επιστήμη είναι ένα είδος τού είναι πού μπορεί νά αποδείχνει («έξις αποδεικτική»). Ή ίδια ή απόδειξη μπο ρεί νά είναι απόδειξη μόνο γιά ό,τι δέν μπορεί νά συμβαίνει διαφορετικά. Συνίσταται στήν εξαγωγή συμπεράσματος άπό αρχές αληθινές, αναγκαίες καί αναγόμενες στό αντικείμενο τής απόδειξης. Ή απόδειξη δέν είναι δυνατή ούτε γιά τό τυ χαίο όν, ούτε γι' αυτό πού γεννιέται καί φθείρεται, άλλά μόνο γιά τό γενικό («τό καθ' όλου»). Ά ν δέν υπάρχει αυτό τό γενικό, τότε αντικείμενο τής απόδειξης πρέπει νά είναι τουλά χιστον αυτό πού συμβαίνει συχνότερα. Παράδειγμα ή έκλειψη τής Σελήνης. Μέ τό νά είναι αυτό πού είναι, ή έκλειψη αυτή γίνεται κάθε φορά μέ τόν ίδιο τρόπο. Καί άν δέν γίνεται πάν τοτε, είναι τουλάχιστο μιά μερική περίπτωση ενός γενικού γέ32
33
34
νους. Ά π ό τά κείμενα φαίνεται ότι γιά τόν Αριστοτέλη τό γενικό συγχωνεύεται μέ τό αναγκαίο καί ότι ή αναγκαιότητα μπορεί νά υπάρχει ακόμα καί σ' αυτό πού απλώς επαναλαμβάνεται συχνά καί όχι πάντοτε. Αυτό δέν αποκλείει ότι γιά τή γνώση ύψιστη άξια έχει ή απόλυτη μονιμότητα τοϋ φαινομένου — όπως είναι, λογουχάρη, ή κίνηση τού ουρανού. 'Ωστόσο επι στημονική γνώση γιά τό γενικό υπάρχει ήδη, άν ξέρουμε τήν ουσία τής οντότητας τού πράγματος, («τό τί ήν είναι»): ύπάρ32 Αναλυτικά
ύστερα, 1,2.
33 Αναλυτικά
ύστερα, 1,8 75 6,24.
34 Αναλυτικά
ύστερα, I 6 75 &,19, καί τέλος τοϋ 8ου κεφαλαίου.
88
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
χει γνώση γιά κάθε πράγμα, άν ξέρουμε τήν ουσία τής οντότη τας του. Ή επιστημονική γνώση χαρακτηρίζεται έτσι άπό τήν αναγ καιότητα τοϋ περιεχομένου της καί άπό τήν καθολικότητα τής εφαρμογής της. Βέβαια, ό μεμονωμένος επιστήμονας πάντα εξετάζει καί μπορεί νά εξετάζει μόνο τίς καθέκαστες ουσίες, άλλά ή επιστήμη στό σύνολο της, πού είναι σέ σχέση μέ τόν μεμονωμένο επιστήμονα ή «έξις» του, συγκροτείται καί απο τελείται άπό γενικές προτάσεις. Ή ικανότητα τής επιστήμης νά ορίζει τήν ουσία καί τήν κα θολικότητα εφαρμογής τών θέσεων πού εξετάζει καθορίζει τόν έξηγητικό χαρακτήρα, τής γνώσης. Καθήκον τής επιστημο νικής γνώσης, είναι, πρώτο, ή διαπίστωση κάποιας πραγματι κότητας («τό ότι»). Δεύτερο, ή εξακρίβωση τής αιτίας («τό διότι»). Ή γνώση προϋποθέτει ότι είναι γνωστή ή αιτία γιά τήν οποία όχι μόνο υπάρχει τό πράγμα, άλλά καί δέν μπορεί νά υπάρχει μέ διαφορετικό τρόπο άπό αυτόν μέ τόν όποιον υπάρχει. Τρίτο, ή γνώση είναι διερεύνηση τής ουσίας μιας πραγματικότητας. Στό επίπεδο τής οντότητας ή αναγκαία αι τία μπορεί νά είναι μόνο ή ουσία τού πράγματος. Στό επίπεδο τής γνώσης ή στό λογικό επίπεδο μπορεί νά είναι μόνο ή άρχή σέ σχέση μέ τίς λογικές συνέπειες της. Ή απόδειξη είναι ου σιαστικά ακριβώς ή γνώση αυτής τής αιτίας: « Ά ν κάποιος, ενώ υπάρχει ή απόδειξη τού αντικειμένου, δέν έχει αντίληψη γιατί υπάρχει τό αντικείμενο, τότε αυτός δέν ξέρει τό αντικεί μενο». Μιά τέτοια λογική εξήγηση μέσα) τών εννοιών θεμε λιώνει τό δικαίωμα τής γνώσης ακόμα καί τοϋ τυχαίου («τοϋ συμβεβηκότος»): σύμφωνα μέ τήν εξήγηση τοϋ Αριστοτέλη, υπάρχει όχι μόνο τό τυχαίο μέ τή στενή έννοια (όπως, λογου χάρη, είναι τυχαίο γιά τόν άνθρωπο τό ότι έχει ξανθά ή μαύρα 35
36
37
35 Μετά τά φυσικά,
VI 6 1031 ο,6.
36 Μετά τά φυσικά,
1,2.
37 Μετά τά φυσικά,
I 6 74 ο,28.
Η ΘΕΩΡΙΑ
ΤΗΣ
89
ΓΝΩΣΗΣ
μαλλιά), άλλά καί αυτά πού, κατά τόν Αριστοτέλη, είναι «συμβεβηκότα καθ' έαυτά». Τέτοιες είναι οί ιδιότητες πού δέν παράγουν άμεσα τήν ουσία τοϋ άνθρωπου, άλλά προέρχονται άπ' αυτήν τήν ουσία του. Τό νά εξηγήσουμε αυτές τίς ιδιότη τες σημαίνει νά αποδείξουμε, μέ τή βοήθεια τής λογικής απα γωγής, μέ ποιόν τρόπο αυτές προκύπτουν άπ' αυτήν τήν ου σία. Τέλος, τέταρτο, ή γνώση είναι διερεύνηση τών όρων άπό τούς οποίους εξαρτάται ή ύπαρξη ή μή ύπαρξη τού πραγματι κού δεδομένου («ει έστί»). Ή διαδικασία τής γνώσης, όταν τήν εξετάζουμε στό σύνολο της, ο δ η γ ε ί άπό τά πράγματα πού τά γνωρίζουμε «μέσα άπό τή σχέση μας πρός εμάς», δηλαδή άπό έννοιες πού είναι πρω ταρχικές γιά μάς, πρός έννοιες πού είναι πρωταρχικές αυτές καθεαυτές. Αυτές οί τελευταίες συλλαμβάνονται μόνο μέ τό νου. Συγκροτούν ένα γένος αναγωγής καί τελικά οδηγούν σέ θέσεις πού πιά δέν μπορούν νά αποδειχτούν. Ή αναγωγή τεί νει αναγκαστικά στή σύλληψη τών άρχων, τών άναπόδεικτων θέσεων: α υ τ ό πού δέν έχει τέλος — τό «άπειρον» — δέν μπορεί νά γίνει αντικείμενο τής επιστημονικής γνώσης. Μιά απόδειξη πού έχει σάν α φ ε τ η ρ ί α της μιάν άρχή είναι πιό βάσιμη άπό μιάν απόδειξη πού δέν έχει σάν αφετηρία της μιάν άρχή, καί μιάν απόδειξη « πού έχει σέ μεγαλύτερο βαθμό σάν αφετηρία της μιάν άρχή είναι πιό βάσιμη άπό εκείνη πού έχει σέ μικρό τερο βαθμό σάν αφετηρία της μιάν άρχή». Σέ τελική ανά λυση ή αναγωγή ο δ η γ ε ί σέ «άμεσες» προτάσεις. Τέτοιες προ τάσεις συλλαμβάνονται άμεσα άπό τό νού, δέν αποδείχνονται. Σέ σχέση μέ τήν ύψιστη άρχή τής γνώσης «δέν μπορεί νά υπάρχει ούτε επιστήμη, ούτε τέχνη, ούτε πρακτικό πνεύμα, γιατί κάθε επιστημονική γνώση απαιτεί αποδείξεις». Στόν 38
3 9
40
38 Αναλυτικά ύστερα 75 Ά, 29-31. 39 Αναλυτικά ύστερα, 24 86 &, 16 40 Ηθικά Νικομάχεια, VI 6.
90
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
βαθμό ωστόσο πού οί έσχατες προτάσεις τής επιστήμης αποτε λούν αντικείμενο τής γνώσης, ή γνώση αυτή είναι πιά άναπόδεικτη. Τρίτο γνώρισμα τής γνώσης είναι ή ενότητα, συνδυασμένη μέ τήν υπαγωγή ορισμένων γνώσεων σέ άλλες. Ή ενότητα τής επιστήμης σημαίνει πρώτα άπ' όλα ότι τά διάφορα αντικεί μενα τής επιστήμης ανήκουν στό ίδιο γένος. Σέ συνέχεια, ή ενότητα αυτή καθορίζεται καί άπό τό γεγονός ότι τά διάφορα αντικείμενα μπορούν νά σχετίζονται όλα μέ ένα καί τό αυτό αντικείμενο καί νά βρίσκονται έτσι στήν ίδια σχέση πρός αυτό τό αντικείμενο. Τέτοια ακριβώς είναι ή ενότητα στήν οποία βρίσκονται όλες οί επιστήμες σέ σχέση μέ τήν πρωταρχική επιστήμη — τήν επιστήμη «γιά τό όν σάν όν». Τό «όν» είναι έδώ τό κοινό αντικείμενο καί ή βάση τής αναλογίας πού συν δέει σέ μιά ενότητα τά διάφορα γένη του. Κάθε όμως ξεχωριστή επιστήμη προσδιορίζεται άπό τό δικό της, ιδιαίτερο, λογικό γένος καί αποτελεί αυτή καθεαυτή μιά ορισμένη ενότητα. Ά π ό έδώ βγαίνει αμέσως ένα σπουδαίο συμπέρασμα πού κάνει τή θεωρία τής επιστήμης τού Αριστο τέλη νά διαφέρει άπό τή θεωρία τής επιστήμης τού Πλάτωνα. Σύμφωνα μέ τή θεωρία τού Πλάτωνα, όλες οί γνώσεις συγκρο τούν μιάν ιεραρχία πού στήν κορυφή της βρίσκεται ή γνώση γιά τήν ύψιστη άπό τίς «ιδέες» — τήν «ιδέα» τού αγαθού. Απεναντίας γιά τόν Αριστοτέλη δέν μπορεί νά υπάρχει μιά ενιαία γιά όλες τίς επιστήμες ιεραρχία. Οί επιστήμες «δέν ανάγονται ούτε ή μία σέ άλλες, ούτε σέ ένα καί μοναδικό γέ νος». Ό π ω ς διαφέρουν ώς πρός τό γένος ή «μορφή» καί ή «ύλη», «τό ίδιο ακριβώς διαφέρουν καί όλα αυτά γιά τά όποια γίνεται λόγος στίς διάφορες μορφές προτάσεων γιά τό όν, γιατί άπ' όλα τά υπάρχοντα, άλλα σημαίνουν τήν ουσία τού ενός ή τού άλλου πράγματος καί άλλα κάποιον ποιοτικό 41
42
41 Αναλυτικά ύστερα, I 3 72 5, 20. 42 Μετά τά φυσικά, V, τέλος τοϋ 28ου κεφ.
Η ΘΕΩΡΙΑ
ΤΗΣ
91
ΓΝΩΣΗΣ
προσδιορισμό, κ.ο.κ δέν ανάγονται ούτε τό ένα στό άλλο, οϋτε σέ ένα μόνο πράγμα». Γι' αυτό ακριβώς δέν είναι δυνατή καμιά «μετάβαση» άπό μιάν επιστήμη σέ άλλη: λογουχάρη, άπό τό αντικείμενο τής αριθμητικής στό αντικείμενο τής γεωμετρίας. Ωστόσο αυτό τό συμπέρασμα τοϋ Αριστοτέλη έρχεται σέ φανερή αντίφαση μέ μιά άλλη θέση του: εφόσον τό κοινό αντικείμενο - τό όν — αποτελεί τή βάση τής αναλογίας πού συνδέει τά διαφορετικά γένη τού ενιαίου όντος, έπεται ότι εί ναι δυνατή ή αναγωγή κάποιων επιστημών σέ άλλες κατά μία ορισμένη έννοια. Κατ' αυτή τήν έννοια υπάρχει μιά ιεραρχία επιστημών καί είναι δυνατή μιά ταξινόμηση τους, πού ανάγει τίς επιστήμες σέ μιά ορισμένη ενότητα. Ή επιστήμη δέν είναι άπλό άθροισμα ανομοιογενών γνώσεων. Υπάρχουν επιστήμες πού σέ σύγκριση μέ άλλες βρίσκονται πιό κοντά πρός τό γε νικό όριο τών αντικειμένων τής γνώσης. Ό σ ο πιό ψηλά βρί σκεται μιά επιστήμη στίς βαθμίδες τής ιεραρχίας, τόσο πιό ακριβής είναι ή γνώση πού μπορεί νά δώσει, τόσο μεγαλύτερη αξία έχει. Μιά επιχειρηματολογία γι' αυτή τή θέση βρίσκουμε στά «Αναλυτικά ύστερα», στό 27ο κεφάλαιο τού 1ου βιβλίου. Κατά τόν Αριστοτέλη, ή επιστήμη πού δίνει ταυτόχρονα τή γνώση καί γιά τό τί υπάρχει καί γιατί υπάρχει αυτό, όχι ξεχω ριστά τή γνώση γιά τό τί υπάρχει, είναι ακριβέστερη καί ανώ τερη άπό τήν επιστήμη πού δίνει μόνο τή γνώση γιατί υπάρχει κάτι. Καί μέ τόν ίδιο ακριβώς τρόπο οί επιστήμες πού ανυψώ νονται σέ αφαιρέσεις άπό τήν άμεσα αισθητηριακή βάση είναι ανώτερες άπό τίς επιστήμες πού έχουν νά κάνουν μέ αυτή τή βάση. Γι' αυτό, λογουχάρη, ή αριθμητική είναι γιά τόν Α ρ ι στοτέλη ανώτερη άπό τήν αρμονική. Τέλος, ή επιστήμη πού ξεκινά άπό μικρότερο αριθμό άρχων είναι ακριβέστερη καί ανώτερη άπό τήνέπιστήμη πού απαιτεί πρόσθετες αρχές. Μέ αυτήν τήν έννοια ή αριθμητική είναι γιά τόν Αριστοτέλη άνώ43
43 Στό
ΐόιο.
92
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣ
I
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
τερη άπό τή γεωμετρία: ή μονάδα - τό αντικείμενο τής αρι θμητικής - εΐναι μιά ουσία πού δέν έχει θέση στό χώρο, ενώ τό σημείο - τό αντικείμενο τής γεωμετρίας - είναι μιά ουσία πού έχει θέση στό χώρο. Ταξινόμηση τών επιστημών. Μέ τούς συλλογισμούς αυτούς ό Αριστοτέλης προετοιμάζει τή λύση τοϋ προβλήματος τής ταξινόμησης τών επιστημών. Στό πρόβλημα τής ταξινόμησης αναφέρονται οί έρευνες τοϋ Αριστοτέλη στά «Μετά τά φυ σικά» (VI, 1), στά «Τοπικά» (νΐ,6 καί VIII, 1) καί στά «Ηθικά Νικομάχεια» (VI 2,3-5). Τή μεγαλύτερη άξια καί τήν υψηλότερη θέση ό Αριστοτέλης τήν αναγνωρίζει στίς «θεωρητικές» επιστήμες. Οί επιστήμες αυτές δίνουν τή γνώση τών άρχων καί τών αιτιών καί γι' αυτό «είναι σύμφωνες μέ τή φιλοσοφία» («κατά φιλοσοφίαν»). Τό μοναδικό αντικείμενο τών θεωρητικών επιστημών είναι ή γνώση αυτή καθεαυτή, πού δέν τήν αναζητούμε γιά κάποιον πρακτικό σκοπό. Ωστόσο, άν καί άσχετες μέ τήν πρακτική ιδιοτέλεια, οί θεωρητικές επιστήμες αποτελούν τήν προϋπό θεση τών «πρακτικών» επιστημών. Αντικείμενο τών τελευ ταίων είναι ή πρακτική, ή δραστηριότητα εκείνου πού «πράτ τει». Οί θεωρητικές επιστήμες προσδιορίζουν τή σωστή καθο δήγηση τής πράξης. Μέ τή σειρά της, ή πρακτική δραστηριό τητα, όταν καθοδηγείται σωστά, είναι προϋπόθεση γιά τήν τέ λεια κατασκευή, παραγωγή ή δημιουργία («ποίησις»). Ή «δημιουργία» είναι αντικείμενο τών «δημιουργικών» («ποιη τικών») επιστημών. Μέ τήν πλατιά της έννοια ή δημιουργία είναι παραγωγή έργων πού είναι εξωτερικά σέ σχέση μέ τόν παραγωγό. Καί στίς «πρακτικές» καί στίς «ποιητικές» επιστήμες ή γνώση προχωρεί άπό τή συνέπεια πρός τήν άρχή. Στή σφαίρα τής «πρακτικής» πρόκειται γιά τό ανέβασμα άπό τό άτομο στήν οικογένεια καί άπό τήν οικογένεια στήν πολιτεία. Στή σφαίρα τής «δημιουργίας» πρόκειται, λογού-
Η ΘΕΩΡΙΑ
ΤΗΣ
ΓΝΩΣΗΣ
93
χάρη, γιά τό ανέβασμα άπό τήν ποιητική (τή θεωρία τής καλ λιτεχνικής δημιουργίας) στή ρητορική καί άπό τή ρητορική στή «διαλεκτική». Προχωρώντας σ' αυτήν τήν ανοδική κλίμακα ό Αριστοτέ λης ήταν αναγκασμένος νά παλεύει μέ τή δυσκολία πού τοϋ δημιουργούσε ή αντίφαση ανάμεσα στή δική του υψηλή εκτί μηση γιά τήν επιστημονική αφαίρεση, γιά τήν άρχή τής τυπο ποίησης τών γνώσεων καί τήν επιδίωξη του νά υπερνικήσει τόν αφηρημένο καί τυπικό χαρακτήρα τής ειδικά πλατωνικής θεωρίας τών μορφών (τών «ιδεών»). Αποτέλεσμα αυτής τής πάλης καί αυτής τής αντίφασης είναι ότι ό Αριστοτέλης, σέ μιά σειρά περιπτώσεις, ταλαντεύεται στήν εκτίμηση τού μαθη ματικού ιδανικού τής τυποποίησης πού εκδηλώνεται στήν επεξεργασία ορισμένων επιστημών. Κάνει έντονο αγώνα κατά τού Πλάτωνα καί τών Ακαδημαϊκών (τού Σπεύσιππου καί τού Ξενοκράτη), ένώ ταυτόχρονα εκδηλώνει καί ό ίδιος μιάν τάση πρός τόν ορθολογικό μαθηματισμό καί τήν τυποποίηση στή συγκριτική εξέταση τής συστηματολογικής θέσης ορισμέ νων επιστημών. Οί ταλαντεύσεις αυτές φαίνονται καθαρά στους χαρακτηρισμούς πού κάνει γιά τίς σχέσεις, λογουχάρη, ανάμεσα στήν αρμονική καί τή φυσική, καθώς καί ανάμεσα στά μαθηματικά καί τή φυσική. Ή αρμονική είναι ταυτόχρονα καί μαθηματική επιστήμη καί κλάδος τής φυσικής πού μελετά ένα ορισμένο κύκλο φυσικών φαινομένων. Στά μαθηματικά ή τυποποίηση καί μαθηματικοποίηση τών αντικειμένων πού αυτά μελετούν είναι πολύ πιό σημαντικές άπ' ό,τι στή φυσική. Τό πιό άπλό είναι ταυτόχρονα καί τό πιό τυπικό καί τό πιό αληθινό. Ά π ' όλες αυτές τίς απόψεις τά μαθηματικά θά έπρεπε νά κατέχουν στήν ταξινόμηση τού Αριστοτέλη ανώ τερη θέση άπό τή φυσική. Ταυτόχρονα όμως, ό Αριστοτέλης πιστεύει ότι ή φυσική έχει ένα σπουδαίο πλεονέκτημα σέ σύγ κριση μέ τά μαθηματικά: άν καί τό αντικείμενο τών μαθηματι κών είναι πιό άπλό καί πολύ πιό αφηρημένο άπό τό αντικεί μενο τής φυσικής, ωστόσο είναι καί λιγότερο πραγματικό, ή
94
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣI Α
ΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
μάλλον ή πραγματικότητα του εκφράζεται έμμεσα μέ τόν υψη λότερο βαθμό αφαίρεσης. Απεναντίας τό αντικείμενο τής φυ σικής είναι πιό σύνθετο, έδώ προστίθεται στό όν καί ή κίνηση, άλλά τό αντικείμενο αυτό είναι πραγματικό μέ πιό άμεση έν νοια: μέσα στήν ίδια τήν οντότητα του ενυπάρχει ή αρχή τής κίνησης του. Ό άγίόνας τού Αριστοτέλη κατά τού Πλάτωνα δέν ήταν γιά τόν Αριστοτέλη μόνο αγώνας απέναντι σ' ένα Πλάτωνα πού τόν είχε εξωτερικά αντιμέτωπο, άλλά καί αγώνας κατά τού πλατωνισμού πού είχε παραμείνει μέσα σ' αυτόν τόν ϊδιο. Ο αφηρημένος μαθηματισμός τής θεωρίας τών «μορφών» («ιδεών») τοϋ Πλάτωνα δέν ξεπεράστηκε άπό τόν Αριστοτέλη όλοκληροοτικά. Στήν ταξινόμηση τών γνώσεων καί επιστημών πού επεξεργάστηκε ό ίδιος ό Αριστοτέλης κυριαρχεί πάνω σέ όλα ή καθαρή καί ασώματη «μορφή» πού βρίσκεται έξω άπό τόν φυσικό κόσμο (ό Θεός, ό ακίνητος πρωταρχικός κινητή ρας). Παρά τό ότι είναι ασώματη καί αμιγής αυτή ή «μορφή» αντιμετωπίζεται ταυτόχρονα καί σάν τό πιό απλό όν καί σάν τό πιό πραγματικό όν, σάν καθαρή εντελέχεια. Ή σειρά τών «μορφών» πού τοποθετούνται κάτω άπ' αυτήν είναι σειρά κα θοδική, ακριβώς λόγω τής προοδευτικά αυξανόμενης ποσότη τας ύλης πού προστίθεται σ' αυτές τίς «μορφές». Ή ιεραρχία ή ταξινόμηση τών επιστημών τοϋ Αριστοτέλη αντιστοιχεί στήν ιεραρχία του γιά τίς «μορφές» τού όντος. Ή θέση κάθε επιστήμης σ' αυτήν τήν ταξινόμηση καθορίζεται άπό τήν προσέγγιση τοϋ αντικειμένου της πρός τήν «καθαρή» μορφή, δηλαδή άπό τόν βαθμό «τυπικότητας» τοϋ αντικειμέ νου της. Τό ύψιστο αντικείμενο της είναι ή ουσία πού συλλαμ βάνεται θεωρητικά μόνο άπό τόν νού, ή σκέψη γιά τή σκέψη. Γ
7. Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ Στή φιλοσοφία τοϋ στωικισμού, πού εμφανίστηκε μερικές δεκαετίες μετά τόν "Αριστοτέλη, ή Λογική θεωρούνταν σάν κάποια ειδική επιστήμη, μέρος τής επιστήμης μέ τήν ευρύτερη έννοια τής λέξης. Αντίθετα, γιά τόν Αριστοτέλη ή Λογική δέν είναι ξεχωριστή επιστήμη, άλλά τό εργαλείο («όργανον») κάθε επιστήμης. Ό Αριστοτέλης ονομάζει τή Λογική «Αναλυ τική». Στήν ειδική πραγματεία του πού τιτλοφορήθηκε «Ανα λυτικά» (Πρότερα καί 'Ύστερα), ανέπτυξε τίς βασικές θεωρίες της: γιά τόν συλλογισμό καί γιά τήν απόδειξη. Έ ρ γ ο τής Λο γικής, όπως τήν καταλαβαίνει ό Αριστοτέλης, είναι ή διερεύ νηση καί υπόδειξη τών μεθόδων, μέ τίς όποιες ένα ορισμένο δεδομένο μπορεί νά αναχθεί στά στοιχεία πού μπορούν νά αποτελέσουν τήν πηγή τής εξήγησης του. Ά π ό εδώ φαίνεται ότι ή βασική μέθοδος τής Λογικής τού Αριστοτέλη είναι ή «αναγωγή». Τή διδασκαλία γι' αυτήν τήν τέχνη ό Αριστοτέ λης τήν ονομάζει «επιστήμη», άλλά εδώ αυτόν τόν όρο τόν εννοεί όχι σάν ένα ειδικό ώς πρός τό αντικείμενο κλάδο τής επιστήμης, άλλά πλατιά, σάν θεωρητική διερεύνηση πού μάς δίνει τή δυνατότητα νά διακρίνουμε τούς όρους τής άπόδει-
96
Β. Φ. ΑΣΜΟΥΣ/ΑΡΙΣΤΟ
ΤΕΛΗΣ
ξης, τά εϊδη της, τούς βαθμούς της, καθώς καί νά αποσαφηνί σουμε τίς έσχατες προτάσεις, πέρα άπό τίς όποιες δέν μπο ρούμε πιά νά συνεχίσουμε τήν αναγωγή τοϋ δεδομένου σέ στοιχεία πού εξηγούν αυτό τό δεδομένο. Τά «Αναλυτικά» δέν είναι ή μόνη εργασία τού Αριστοτέλη γιά τή Λογική. Σέ σπουδαία ζητήματα τής Λογικής αναφέρον ται επίσης τά «Τοπικά» του, τό «Περί ερμηνείας», οί «Σοφι στικοί έλεγχοι», οί «Κατηγορίαι», καθώς καί ορισμένα σημεία άπό τά «Μετά τά φυσικά» καί ακόμα καί άπό τά «Ηθικά». Ή μελέτη όλων τών έργων τού Αριστοτέλη πού είναι αφιε ρωμένα στά ζητήματα τής Λογικής ή τουλάχιστο εξετάζουν τέ τοια ζητήματα δείχνει ότι στίς λογικές έρευνες τού Αριστο τέλη τήν προσοχή του τράβηξαν κυρίως τρία προβλήματα: 1) Τό ζήτημα τής μεθόδου τής πιθανής γνώσης. Αυτό τό τμήμα τών λογικών ερευνών ό Αριστοτέλης τό ονομάζει «δια λεκτική» καί τό εξετάζει στά «Τοπικά» του. 2) Τό ζήτημα τών δύο βασικών μεθόδων εξακρίβωσης όχι πιά τής πιθανής μόνο γνώσης, άλλά τής αξιόπιστης γνώσης, δηλαδή τό ζήτημα τού ορισμού καί τής απόδειξης. 3) Τό ζήτημα τής μεθόδου εξεύρεσης τών προϋποθέσεων τής γνώσης, δηλαδή τής επαγωγής. Ή «διαλεκτική» τοϋ Αριστοτέλη. Ή σύγκριση τής διδα σκαλίας τού Αριστοτέλη γιά τή γνώση μέ τίς διδασκαλίες ορι σμένων μεγάλων όρθολογιστών τοϋ 17ου αιώνα, λ.χ. τού Ντεκάρτ, δείχνει ότι σέ ένα εξαιρετικά σπουδαίο ζήτημα τής θεω ρίας τής γνώσης καί τής Λογικής ό Αριστοτέλης έβλεπε πιό μακριά καί πιό καθαρά άπό τόν περίφημο Γάλλο επιστήμονα καί φιλόσοφο. Είναι τό ζήτημα τής πιθανής γνώσης. Ό Αριστοτέλης πίστευε, όχι λιγότερο άπό τούς μεταγενέ στερους όρθολογιστές καί μέ πολύ μεγαλύτερη προσέγγιση πρός τόν υλισμό άπό εκείνους, ότι σκοπός τής γνώσης είναι ή πιστή αντανάκλαση τής ίδιας τής πραγματικότητας. Ταυτό χρονα όμως έβλεπε καθαρά ότι ή γνώση δέν προκύπτει ούτε
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
97
πάντοτε καί σέ όλα τά ζητήματα, ούτε αμέσως σάν αξιόπιστη γνώση τής πραγματικότητας. Σέ μιά σειρά περιπτώσεις καί ζητήματα ή γνώση δέν μπορεί νά είναι αναντίρρητη κατοχή τής αλήθειας, άλλά μόνο πιθανή γνώση. Μιά τέτοια γνώση προϋποθέτει τή δική της, ιδιαίτερη μέθοδο. Δέν είναι ή μέθο δος τής επιστήμης μέ τήν ακριβή έννοια τής λέξης, άλλά μιά μέθοδος πού προσεγγίζει τήν επιστημονική μέθοδο, τήν προε τοιμάζει. Ό Αριστοτέλης τήν ονομάζει «διαλεκτική», παρεκ κλίνοντας κάπως στή χρήση αυτού τού όρου άπό τήν παρά δοση τού Σωκράτη καί τού Πλάτωνα. Γιά τόν Σωκράτη ή «διαλεκτική» ήταν ένας τρόπος εξεύρεσης τής αξιόπιστης γνώσης μέσα άπό τήν ανάλυση τών αντιφάσεων στίς τρέχουσες καί στίς φιλοσοφικές αντιλήψεις γιά τό αντικείμενο της. Γιά τόν Πλάτωνα «διαλεκτική» ήταν ή διδασκαλία γιά τή γνώση τού αληθινού όντος, πού πετυχαίνεται μέ τήν εξάσκηση τού πνεύματος στή θεώρηση τών ασώματων «ειδών» ή «ιδεών», θεώρηση πού δέν στηρίζεται στίς αισθήσεις. Καί γιά τόν ένα καί γιά τόν άλλο ή «διαλεκτική» είναι γνώση αξιόπιστη. Απεναντίας, γιά τόν Αριστοτέλη ή «διαλεκτική» είναι μόνο μιά διερεύνηση, καί όχι μιά δογματική έκθεση αδιαμφι σβήτητων αληθειών. Αντικείμενο τής αριστοτελικής «διαλε κτικής» δέν είναι ή ίδια ή αλήθεια, ή αντιστοιχία τής γνώσης πρός τό αντικείμενο της, άλλά μόνο ή απουσία τυπικής αντί φασης ανάμεσα στους όρους τού ύπό συζήτηση ζητήματος, καθώς καί ανάμεσα στίς θέσεις πού διατυπώνουν οί συζητη τές. Ή αξία τής «διαλεκτικής» γιά τόν Αριστοτέλη βρίσκεται πρώτα-πρώτα στήν ικανότητα της νά δείχνει μέ ποιό τρόπο πρέπει νά ερευνηθεί τό ζήτημα. Γιά τόν σκοπό αυτό αναπτύσ σονται συλλογισμοί πού θά μπορούσαν νά οδηγήσουν σέ μιά απάντηση στό ερώτημα πού έχει τεθεί (όχι αξιόπιστη, άλλά απλώς πιθανή) καί νά είναι απαλλαγμένοι άπό αντιφάσεις. Δεύτερο, ή «διαλεκτική» μάς δίνει τόν τρόπο νά ερευνήσουμε τί μπορεί νά είναι σφαλερό στίς απαντήσεις γιά τό ερώτημα πού έχει τεθεί. 7
98
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ/Α
ΡΙΣΤΟ ΤΕΛΗ Σ
Ή όιαλεκτική δοκιμασία. Σάν συλλογισμοί πού δέν μπο ρούν νά θεμελιώσουν αξιόπιστα συμπεράσματα, οί «διαλεκτι κοί» συλλογισμοί, όπως τούς ονομάζει ό Αριστοτέλης, δέν στηρίζονται σέ αναγκαίες προϋποθέσεις, άλλά σέ «γνώμες πού έχουν γίνει πιστευτές» (στά «ένδοξα»), δηλαδή σέ θέσεις πού αναγνωρίζονται σάν πιθανές άπό έγκυρα πρόσωπα. Ή μόνη λογική ισχύς πού έχουν οί «διαλεκτικοί» συλλογισμοί είναι ή εσωτερική τους μή αντίφαση. Ωστόσο, άν στηριχτούμε σ' αυ τήν τήν έλλειψη εσωτερικών αντιφάσεων, μπορούμε νά έχουμε μόνο πιθανά συμπεράσματα. Μιά τέτοια έρευνα δέν πρέπει νά τή θεωρούμε εξακρίβωση τής αλήθειας, άλλά μόνο δοκιμασία («πείρα»). Ά ν όμως είναι επεξεργασμένη συστηματικά, ή «δοκιμασία» δέν είναι μόνο μιά λογική εξάσκηση. Ή «δοκιμασία» ανεβάζει τή σκέψη πάνω άπό τό στενό προσωπικό ή τό μερικό ή τό καθαρά τυχαίο καί τήν εισάγει στή σφαίρα τού καθολικού. Ωστόσο αυτή ή καθολικότητα δέν χαρακτηρίζεται άπό αναγ καιότητα. Στή διερεύνηση τών συλλογισμών καί κρίσεων αυ τού τού είδους είναι αφιερωμένα τά «Τοπικά» τού Αριστο τέλη. Σ' αυτά προβάλλεται σάν σκοπός τής «διαλεκτικής» είτε ή διατύπωση ενός ορισμού («παρασκευάζειν») είτε ή ανα σκευή («άνασκευάζειν»). Στά «Τοπικά» (II-VII) ιδιαίτερα διεξοδικά αναπτύσσονται οί κανόνες τής ανασκευής. Δέν μπορεί νά μή συμφωνήσει κα νείς μέ τόν Εόοη Κοοίη ότι στήν ουσία πρόκειται γιά «κριτι κούς κανόνες επαλήθευσης». Δοκιμάζεται μιά ορισμένη πρόταση, στήν οποία εκφράζεται ή σύνδεση μιάς ορισμένης ιδιότητας μέ ένα ορισμένο αντικείμενο. Τό ζήτημα είναι νά ερευνηθεί, άν αντιστοιχεί ή όχι σ' αυτό τό αντικείμενο ή ιδιό τητα πού τοϋ αποδίδεται. Εξετάζονται χωριστά ή περίπτωση πού ή αναστροφή τής πρότασης (ή αλλαγή θέσης τού υποκει μένου μέ τό κατηγορούμενο) είναι δυνατή καί ή περίπτωση 44
44 Leon Robin, Aristote, Paris, 1944, σ. 42.
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
99
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
πού δέν είναι δυνατή. Στήν πρώτη περίπτωση ή ιδιότητα, πού αποδίδεται στό αντικείμενο, είτε εκφράζει επακριβώς τήν ου σία τοϋ αντικειμένου καί αποτελεί τόν ορισμό του, είτε δέν δίνει έναν ακριβή ορισμό τοϋ αντικειμένου καί είναι μόνο μιά «δική του» ιδιότητα (όπως, λογουχάρη, ό «γραμματικός» σέ σχέση μέ τόν «άνθρωπο» δέν εκφράζει τήν ουσία τού άνθρω που, άλλά αποτελεί τή μόνη ιδιότητα του πού έχει αποκαλυ φθεί στή γνώση). Στή δεύτερη περίπτωση ή «αναστροφή» εί ναι αδύνατη. Έ δ ώ πάλι παρουσιάζονται δύο δυνατότητες: ή πρώτη είναι όταν ή ιδιότητα αποτελεί στοιχείο τοϋ οριζόμε νου, άλλά έχει μεγαλύτερη έκταση σέ σύγκριση μέ αυτό. Μιά τέτοια ιδιότητα είναι γένος. Καί ή δεύτερη δυνατότητα είναι όταν αυτή ή ιδιότητα δέν αποτελεί γένος, άλλά διάκριση εί δους, μά πάλι όμως μέ μεγαλύτερη έκταση άπό τό οριζόμενο. Ά ν πάλι ή ιδιότητα πού αποδίδεται στό αντικείμενο δέν είναι στοιχείο τής ουσίας του, τότε είναι «τυχαία» ιδιότητα. Τά παραπάνω καθορίζουν ένα ενδεχόμενο τρόπο «δοκιμα σίας» τών προτάσεων. Ά ν σκοπεύουμε νά εκφράσουμε τήν ουσία ενός πράγματος ή όντος μέ κάποια ιδιότητα του, τότε γιά νά ελέγξουμε τήν πρόταση μπρρούμε νά τήν αντιπαραβά λουμε είτε μέ διάφορα παραδείγματα τοϋ γένους, είτε μέ είδη. Γιά νά ελέγξουμε, λογουχάρη, τήν πρόταση: « Ή επιστήμη γιά τίς διάφορες αντιθέσεις είναι μία καί ή αυτή», επιβάλλεται νά αντιπαραβάλουμε αυτή τήν πρόταση μέ τά διάφορα είδη αντι θέσεων καί ύστερα νά ερευνήσουμε τίς ίδιες τίς αντιθέσεις. Σέ άλλες περιπτώσεις ερευνούμε, άν υπάρχει αναλογία στήν αλ λαγή τής ιδιότητας πού καθορίζει τό γένος μέ τίς αλλαγές τής ιδιότητας τού οριζόμενου. Αυτά είναι μερικά άπό τά είδη λογικής δοκιμασίας τών προτάσεων. Τό πιό αξιόλογο άπ' αυτά είναι ή δοκιμασία τής ακρίβειας μέ τήν οποία προσδιορίζεται τό γένος τού οριζόμε νου. Γιά τόν σκοπό αυτό εξετάζονται οί σχέσεις τού όριζόμε45
45
Τοπικά, I 4 καί 8.
100
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
νου αντικειμένου πρός τά διάφορα είδη τοϋ γένους του: άν δέν κατατάσσεται σέ κανένα άπ' αυτά, τότε αυτό σημαίνει ότι δέν ανήκει στό παραπάνω γένος. Ή ελέγχουμε, άν τό παρα πάνω γένος είναι πραγματικά τό πλησιέστερο, καί γιά τό σκοπό αυτό ερευνούμε μήν τυχόν περιλαμβάνονται στό παρα πάνω γένος όροι διαφορετικοί άπό τό οριζόμενο. Ή εξετά ζουμε τή μεταβολή (ανάπτυξη) τοϋ οριζόμενου, γιά νά διαπι στώσουμε, άν ό ορισμός πού έχει γίνει αποδεκτός ανταποκρί νεται στήν τελειότερη κατάσταση τού οριζόμενου. Έκτος άπό τό λογικό είδος «δοκιμασίας», υπάρχει καί τό «γραμματικό» είδος. Αυτό συνίσταται στήν έρευνα γιά τό άν μπορεί ή σχέση πού εκφράζεται στήν πρόταση νά παραμείνει ή ϊδια σέ όλες τίς πιθανές αλλαγές τής μορφής τού χρόνου (ένεστώς, αόριστος καί μέλλων). Σ' αυτές τίς «δοκιμασίες» - καί στίς λογικές καί στίς γραμ ματικές - υπάρχει κάτι τό κοινό: σέ όλες αντιπαραβάλλονται ορισμένες πιθανότητες μέ άλλες. Ό π ω ς καί στόν Φράνσις Μπαίηκον, προϋποτίθεται ότι έστω καί μιά μόνο απιθανότητα αποτελεί αφορμή γιά αμφιβολία καί επιβάλλει τό καθήκον τού έλεγχου καί τής κριτικής δοκιμασίας. Έκτος άπό τούς παραπάνω τρόπους «δοκιμασίας», ή «δια λεκτική» τού Αριστοτέλη θέτει καί ένα άλλο σοβαρό πρό βλημα: τή διερεύνηση τών ύψιστων άρχων τής γνώσης μέσα άπό τήν εξέταση τών αντιφάσεων καί τών δυσκολιών πού μπορούν νά παρουσιαστούν στήν επεξεργασία τού ενός ή τού άλλου ζητήματος. Μιά τέτοια εξέταση αποτελεί τήν «άπορητική» μέθοδο διερεύνησης. Ό όρος «άπορητική» προέρχεται άπό τήν «απορία» («δυσκολία», «αμηχανία») καί σημαίνει τή διερεύνηση ισοδύναμων αντιφάσεων στή λύση τού προβλήμα τος. Αυτές οί αντιφάσεις ή «απορίες» μπορούν νά είναι σέ ορισμένες περιπτώσεις αντιφάσεις πού έχουν παρουσιαστεί στήν ιστορική επεξεργασία τοϋ ζητήματος. Τέτοιες «απορίες» αναφέρει ό Αριστοτέλης στίς ιστορικές αναδρομές του στά «Μετά τά φυσικά » (I), στά «Φυσικά» (I) καί στό «Περί ψυ-
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
101
χής» (I). Σέ άλλες περιπτώσεις οι «απορίες» δέν εξετάζονται ιστορικά, άλλά θεωρητικά («Μετά τά φυσικά», II καί III). Ή ανάγκη τής διερεύνησης τών «αποριών» υπαγορεύεται γιά τόν Αριστοτέλη άπό τήν αντίληψη του γιά τήν αποδει κτική γνώση. Κατά τήν άποψη του, ή αποδεικτική επιστήμη δέν είναι σέ θέση νά αποδείξει τίς αφετηρίες ή αρχές, πάνω στίς όποιες στηρίζεται ή ίδια. Στή διαπίστωση αυτών τών άρ χων μας οδηγεί ή επαγωγή. Ωστόσο στά «Τοπικά» αυτός ό επαγωγικός τρόπος προσδιορισμού τών άρχων δέν εξετάζεται σχεδόν καθόλου. Ά π ό τήν άλλη μεριά, στά «Τοπικά» προτεί νεται καί εξετάζεται σάν μέθοδος ανακάλυψης τών άρχων ή «άπορητική» έρευνα. Ή «άπορητική» μέθοδος είναι άσκηση τοϋ νού πού ο δ η γ ε ί στήν άμεση θεώρηση - χάρη σ' αυτήν τήν προετοιμασία — τών αφετηριακών θέσεων τής επιστήμης γιά τό αντικείμενο πού διερευνούμε. Έ δ ώ ή σκέψη τού Αριστο τέλη προσεγγίζει τίς θεωρίες τού Σωκράτη καί ιδιαίτερα τού Πλάτωνα γιά τήν «εύρετική» καί παιδαγωγική σημασία τής «διαλεκτικής» τών αντιφάσεων στήν προετοιμασία γιά τή γνώση μιάς δυσπρόσιτης αλήθειας. Ό ορισμός καί ή απόδειξη, σάν δύο βασικές μέθοδοι τής έγκυρης γνώσης. Τό πρώτο μέρος τής θεωρίας τής γνώσης τσ& Αριστοτέλη - ή «διαλεκτική» — ο δ η γ ε ί μέ τά πορίσματα του κυρίως στήν κριτική εκκαθάριση τής γνώσης άπό τούς σφαλερούς ισχυρισμούς καί απλώς προετοιμάζει τόν νού γιά τή θεώρηση ή άμεση εποπτεία τών αληθινών άρχων, τών αφετη ριακών θέσεων τής γνώσης. Αυτούς τούς δύο σκοπούς εξυπη ρετούν ή αντιπαραβολή τών πιθανών υποθέσεων, ή ανάλυση τής γλώσσας καί τών γλωσσικών κατασκευών, ή κριτική εξέ ταση τών γνωστών άπό τήν ιστορία τής φιλοσοφίας θεωριών καί τών αντιφάσεων πού περιέχουν. Τό δεύτερο μέρος τής θεωρίας τής γνώσης, πού συμπίπτει μέ τή Λογική, εξακριβώνει τούς όρους καί έρευνα τίς μέθοδες όχι πιά τής πιθανής μόνο, άλλά τής αξιόπιστης γνώσης. Βασικά
102
Β. Φ. ΑΣ Μ ΟΥΣ I
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
αντικείμενα αυτού τού μέρους είναι ή θεωρία τού όριυμον καί ή θεωρία τής απόδειξης. Ό ορισμός. Στή θεωρία τού ορισμού τού Αριστοτέλη εκ φράζεται μιά διττή άποψη γιά τόν ορισμό καί τό οριζόμενο. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη άποψη γιά τόν ορισμό, στόχος τού ορισμού είναι νά υποδείξει εκείνες τίς ιδιότητες τής οριζόμε νης ουσίας πού, άν καί δέν αποτελούν τήν ίδια τήν ουσία, απορρέουν άπ' αυτήν. Μόνο όταν υπάρχει ένας ορισμός, ή γνώση δέν απειλείται άπό οπισθοδρόμηση στό άπειρο καί ή απόδειξη αποκτά τήν απαραίτητη γι' αυτήν αφετηρία. Άλλά πώς είναι δυνατός ένας τέτοιος ορισμός; Ή απόδειξη του εί ναι απραγματοποίητη. Δέν μπορεί νά έχει σάν αποτέλεσμα μιά κατηγορηματική πρόταση καί θά ήταν απλώς ταυτολογία. Μιά τέτοια απόδειξη δέν θά μπορούσε νά εξακριβώσει μέ τή βοή θεια τού μέσου όρου τήν έμμεση σύνδεση ανάμεσα στά άκρα τού συλλογισμού. Στόν ίδιο τόν στόχο μιας τέτοιας απόδει ξης θά κρυβόταν μιά αντίφαση. Καί αυτή οφείλεται στό ότι οί όροι πού ή σύνδεση τους πρέπει νά αποδειχτεί γιά νά υπάρξει απόδειξη, καί πού συνεπώς προϋποτίθεται ότι είναι χωριστοί, στήν πραγματικότητα είναι άξεχώριστοι ό ένας άπό τόν άλλο καί ή καθέκαστη ουσία πού αποτελεί τό αντικείμενο τοϋ ορι σμού έχει απλώς διαιρεθεί αυθαίρετα σέ στοιχεία (όρους), ενώ ή ίδια είναι αδιαίρετη. Στήν περίπτωση τού ορισμού τέτοιων καθέκαστων ουσιών, αυτές είναι, βέβαια, αντιληπτές γιά τίς αισθήσεις, άλλά αποδείχνονται αδιαίρετες καί σάν δυνατό τητα καί σάν εντελέχεια. Είναι αδιαίρετες ώς πρός τή μορφή («εϊδει») καί μπορεί ό νούς νά τίς συλλάβει μόνο σάν κάτι πού δέν ανάγεται σέ τίποτε άλλο παραπέρα. 46
47
46 Μιά θαυμάσια ανάλυση αυτής τής διττής άποψης έχει δοθεί στή μονο γραφία τοΰ Robin πού περιέχει μιά άπό τίς καλύτερες, καθόσο ξέρω, αναλύ σεις τής θεωρίας τής γνώσης τοϋ Αριστοτέλη. (Robin, Aristote, Paris, 1944, σ. 44-46). 47 Αναλυτικά υστέρα, II, 3 καί 4.
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
103
Αυτή είναι ή πρώτη άποψη γιά τόν ορισμό. Δέν εξαντλεί όμως τό ζήτημα τού ορισμού. Σύμφωνα μέ τή δεύτερη άποψη χού Αριστοτέλη γιά τόν ορισμό, οί αδιαίρετες απλές ουσίες έχουν οντότητα όχι μόνο σάν ουσίες καθεαντές, άλλά καί σάν ουσίες γιά μας. Ά ν καί είναι άπλες αυτές καθεαυτές, είναι αδιαίρετες, επειδή αποτελούν αντικείμενο τής σκέψης τού δι κού μας, όχι απόλυτου, άλλά πεπερασμένου νού. "Οσο άπλή καί άν είναι ή διανοητή σέ μας ουσία, μπορούμε νά τή δια νοούμαστε μόνο μέ τήν προϋπόθεση ότι διανοούμαστε τή σχέση της πρός κάποιαν άλλη ουσία: τή διανοούμαστε, λογου χάρη, σάν κάτι πού περιλαμβάνεται σέ κάποιο γένος, μέσα στό όποιο τήν ξεχωρίζουμε μέ τή βοήθεια τής διαφοράς πού προσδιορίζει τό είδος της. Γι' αυτό, ό ορισμός, πού είναι αδύ νατος στήν περίπτωση τής απομονωμένης, αδιαίρετης, καθέκαστης ουσίας, είναι ωστόσο δυνατός όταν σκεφτόμαστε μέ τή βοήθεια σχέσεων. Μέ αυτήν τήν έννοια οί ίδιες οί κατηγορίες είναι τά ύψιστα καί τά πιό καθολικά γένη τού όντος: ή ουσία, ή ποιότητα, ή ποσότητα, ή σχέση, ό χρόνος, ό τόπος κλπ. απο τελούν απλές φύσεις καί ταυτόχρονα καθολικά γένη κάθε νοη τής σχέσης. Υπάρχει γιά τόν Αριστοτέλη μιά βαθιά αντιστοιχία ανά μεσα στό όν πού νοείται μέ αυτόν τόν τρόπο καί τόν ορισμό, σάν προϋπόθεση τής απόδειξης καί σάν μέσο γνώσης τού όν τος. Είναι ή αντιστοιχία ανάμεσα στους όρους τού ορισμού, άπό τή μιά μεριά, καί τήν «ύλη» καί τή «μορφή», άπό τήν άλλη. Στόν ορισμό τό γένος αντιστοιχεί στήν «ύλη» ή «δυνα τότητα», επειδή τό γένος είναι αυτό πού μπορεί νά οριστεί μέ διαφορετικούς τρόπους. Αντίθετα, ή διαφορά πού προσδιορίζει τό είδος αντιστοιχεί στή «μορφή» («είδος») ή «πραγματικότητα» («ενέργεια»), επειδή ή διαφορά αυτή δείχνει τήν ατομική οντότητα τής ου σίας πού αποτελεί τό αντικείμενο τού ορισμού. Αυτή ή οντότητα τήν ξεχωρίζει άπό όλες τίς άλλες ουσίες πού ανήκουν στό ίδιο γένος καί είναι νοητές μέσα σ' αυτό τό
104
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣIΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
γένος. Γιά τόν Αριστοτέλη ή «πραγματικότητα» είναι πάντα αυτό πού ξεχωρίζει, απομονώνει, όιαφορίζει, οριοθετεί. Ό συνδυασμός τών δύο παραπάνω απόψεων γιά τίς οριζό μενες ουσίες φωτίζει τά γνωρίσματα τού ορισμού σάν στοι χείου καί προϋπόθεσης τής αξιόπιστης γνώσης. Κατά τόν Αριστοτέλη, στόν ακριβή ορισμό ή «ύλη» τού οριζόμενου δέν πρέπει νά διαχωρίζεται άπό τή «μορφή» ούτε, αντίστροφα, ή «μορφή» άπό τήν «ύλη». Εφόσον, σύμφωνα μέ τά παραπάνω, σέ κάθε ορισμό υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στήν «ύλη» καί τό «γένος» τού οριζόμενου, έπεται ότι ό κανό νας αυτός ισχύει όχι μόνο γιά τήν αισθητή ύλη τού ξεχωριστού φυσικού αντικειμένου, άλλά καί γιά καθετί, στήν έννοια τού αντικειμένου, πού αναφέρεται στό γένος του. Ό Αριστοτέλης δίνει ό ίδιος ένα παραστατικό παράδειγμα παραβίασης τοϋ κανόνα γιά τό αδιαχώριστο τής «ύλης» άπό τή «μορφή». Ά ς εξετάσουμε τήν πείρα άπό τόν ορισμό τού σπιτιού. Όρισμένοι φιλόσοφοι προσπάθησαν νά ορίσουν τήν έννοια σπίτι, αναφερόμενοι μόνο στή «μορφή», στόν σκοπό του: σύμφωνα μέ αυτόν τόν ορισμό, τό σπίτι είναι καταφύγιο πού προστατεύει άπό τήν κακοκαιρία. Ά π ό τήν άλλη μεριά, ορισμένοι φυσικοί προσπάθησαν νά ορίσουν τήν ίδια έννοια, αναφερόμενοι μόνο στήν «ύλη» της: τό σπίτι είναι κάτι πού γίνεται άπό πέτρες, τούβλα, ξύλα καί κεραμίδια. Καί ή μιά καί ή άλλη απόπειρα ορισμού είναι εσφαλμένες: ή πρώτη αφήνει τή «μορφή» χωρίς πραγμάτωση στήν «ύλη», ή δεύτερη αφήνει τήν «ύλη» χωρίς προσδιορισμό άπό τήν αντίστοιχη «μορφή». Στήν περίπτωση αυτή είναι διανοητή ή πραγμάτωση τής «μορφής» σέ άλλη «ύλη». Αντίθετα, ό σωστός ορισμός, πού ικανοποιεί καί τίς απαι τήσεις τής φιλοσοφίας καί τίς απαιτήσεις τής φυσικής, είναι ό ορισμός, σύμφωνα μέ τόν οποίο τό σπίτι είναι ένα καταφύγιο, πού χτίζεται μέ τά παραπάνω υλικά, μέ σκοπό τήν προστασία τού άνθρωπου άπό τήν κακοκαιρία. Αυτός ό ορισμός δίνει τό σύνολο εκείνο πού συγκροτεί, γιά τή σκέψη, τήν ουσία τού
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
105
οριζόμενου καί ταυτόχρονα, μή διαχωρίζοντας τή «μορφή» από τήν «ΰλη», υπογραμμίζει όλη τή σημασία τής «μορφής» σάν πηγής τών ιδιοτήτων πού ανήκουν στό ίδιο τό αντικεί μενο. "Ενας τέτοιος ορισμός είναι αιτιακός. «... Σέ όλες αυτές τίς περιπτώσεις - εξηγεί ό Αριστοτέλης — είναι ολοφάνερο ότι τό ζήτημα γιά τό τί υπάρχει είναι ταυτόσημο μέ τό ζήτημα γιατί υπάρχει». Έτσι, ό ορισμός τής έννοιας έκλειψη τής Σελήνης θά είναι ό εξής: «Ή στέρηση τής Σελήνης άπό τό φώς σάν συνέπεια τής παρεμβολής τής Γής ανάμεσα σ' αυτήν καί τόν Ή λ ι ο » . Στήν επιστήμη, ή αξία τών αιτιακών καθορίζεται άπό τόν ρόλο τους στήν απόδειξη. Ή ιδιαίτερη αποστολή τού αίτιακού ορισμού συνίσταται ακριβώς στό ότι δίνει μιά αίτιακή, αναγ καία εξήγηση, καί μάλιστα εξήγηση πού αναφέρεται στήν ου σία. Αντίστοιχα μέ αυτό υπάρχουν γιά τόν Αριστοτέλη οί αποδεικτικοί ορισμοί. Επειδή αυτοί απαντούν στό ερώτημα, τί είναι τό πράγμα, ό Αριστοτέλης τούς χαρακτηρίζει «συλλο γισμούς ουσίας» («τοϋ τί εστί»). Σ' αυτούς ή ουσία — τό αντι κείμενο τής άμεσης θεώρησης - παρέχει στό νού ένα αντικεί μενο συλλογισμού. Γιά νά γίνει αυτό, ξεχωρίζουμε στήν ουσία πρώτα τό μέρος πού δέν επιδέχεται απόδειξη καί ύστερα τό άπόδεικτο μέρος. Στό πρώτο μέρος βρίσκεται ή βάση γιά τήν ύπαρξη τού δεύτερου. «... Ή αναζήτηση μας - λέει εκφρα στικά ό Αριστοτέλης - κατευθύνεται στήν ύλη, γιά νά μά θουμε γιατί αυτή ή ύλη είναι κάτι συγκεκριμένο («διά τί τι έστιν»). Λογουχάρη, γιατί τά υλικά αυτά συγκροτούν ένα σπίτι; Γιατί σ' αυτά βρίσκεται ή ουσία τής οντότητας τού σπι τιού... Έτσι, βρίσκουμε τήν αιτία γιά τήν ύλη, καί αυτή είναι ή μορφή, χάρη στήν οποία ή ύλη είναι κάτι συγκεκριμένο. Καί ή μορφή είναι ή ουσία». 4701
48
49
47α Αναλυτικά ύστερα, II 2 90 3, 16-18. 48 Αναλυτικά ύστερα, 90 3, 19-20. 49 Μετά τά φυσικά,
1041 ο, 5-9.
106
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΑΗΣ
Έκτος άπό τόν αποδεικτικό ορισμό, ό Αριστοτέλης ξεχω ρίζει άλλο ένα είδος ορισμού. Ά ς θέσουμε, λογουχάρη, τό ερώτημα: τί είναι τετραγωνισμός; Ή απάντηση λέει: τετραγω νισμός εΐναι ή κατασκευή ισοσκελούς ορθογώνιου σχήματος, ίσου μεγέθους μέ ένα άνισοσκελές. Στήν απάντηση αυτή εκ φράζεται ένας ορισμός. Ή ιδιομορφία του είναι ότι δέν ανα φέρει τήν αιτία τού ίσου μεγέθους. Σύμφωνα μέ τόν Αριστο τέλη, ένας τέτοιος ορισμός δέν είναι απόδειξη, είναι απλώς τό συμπέρασμα τής απόδειξης. Ή αναφορά στή «μορφή» πού υπαγορεύει αυτό τό συμπέρασμα θά σήμαινε ότι έχουμε νά κάνουμε μέ ένα «συλλογισμό ουσίας», μέ τή γνώση τής αιτίας. Τέτοιοι ορισμοί, σύμφωνα μέ τήν παρατήρηση τού Αριστο τέλη, συναντούνται σπάνια, καί ό Αριστοτέλης θεωρεί ότι αυτή είναι ή αδυναμία τών περισσότερων ορισμών πού ισχύουν. «Γιατί ό ορισμός — λέει — δέν πρέπει νά αποκαλύπτει μόνο αυτό πού υπάρχει, όπως γίνεται στους περισσότερους ορισμούς, άλλά νά εμπεριέχει καί νά αποσαφηνίζει τήν αι τία». 50
51
Ή απόδειξη. Ό Αριστοτέλης κάνει αυστηρό διαχωρισμό ανάμεσα στήν αξιόπιστη γνώση καί τήν απλώς πιθανή («αλη θοφανή»). Ή άρχή τής απόδειξης δέν μπορεί νά είναι γιά τόν Αριστοτέλη ούτε μιά άναληθοφανής, άλλά ούτε κάν μιά αλη θοφανής γνώση, καί ό συλλογισμός πρέπει νά στηρίζεται σέ αναγκαίες προϋποθέσεις. « Ή άρχή - διαβάζουμε στά «Ανα λυτικά» - δέν είναι αληθοφανής ή άναληθοφανής, άλλά τό πρωταρχικό, αυτό πού ανήκει στό γένος πού άφορα ή από δειξη...». Δύο σκέψεις είναι χαρακτηριστικές γιά τήν αριστοτελική θεωρία τής απόδειξης. Ή πρώτη συνίσταται στή θέση ότι οί αφετηρίες τής απόδειξης είναι ουσίες πού ή φύση τους είναι 52
50 Περί ψυχής, II 2 413 ίΐ, 13. 51 Στό ΐόιο. 52 Αναλυτικά υστέρα, I 6, 74 6.
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
107
απρόσιτη στήν απόδειξη. Ή δεύτερη συνίσταται στή θέση ότι παρ' όλα αυτά ή απόδειξη είναι ικανή νά παίρνει άπό τίς ου σίες ιδιότητες πού απορρέουν άπό τή φύση τους. Αυτό γίνεται [.ιέ τή διαίρεση. Γιά τόν σκοπό αυτό πρέπει «νά παίρνουμε όλα όσα ανάγονται στήν ουσία τού πράγματος καί μέ τή διαίρεση τους νά τά βάζουμε όλα σέ τάξη, παίρνοντας σάν δεδομένο τό πρωταρχικό καί μήν παραλείποντας τίποτα. Καί αυτά πού αποδίδουμε στό πράγμα περιέχουν αναγκαστικά τόν ορισμό, άν στή διαίρεση έχουν περιληφθεί όλα καί δέν έχει παραλη φθεί τίποτα». "Ετσι προκύπτει κάτι ανάλογο μέ τή χρήση τής επαγωγής, πού τό αποτέλεσμα της «δέν αποδείχνει, ωστόσο κάτι φανερώνει». Γιά τόν Αριστοτέλη, ή άξια αυτού τού τρόπου ανάδειξης τών ιδιοτήτων άπό τίς ουσίες θά φανεί ακόμα μεγαλύτερη, άν πάρουμε υπόψη ότι οί ουσίες, πού γιά τή γνώση τους μιλά ό Αριστοτέλης, στίς περισσότερες περιπτώσεις δέν είναι άπλες, άλλά σύνθετες. Ή γνώση γι' αυτές τίς ουσίες δίνεται μέ τίς κρίσεις, πούδείχνουν τή σχέση τής «ύλης» πρός τή «μορφή». Αυτή ακριβώς ή μέθοδος εφαρμόζεται στήν απόδειξη. Ή τελευταία είναι συλλογισμός, όπου άπό τήν ουσία εξάγονται μέ αναγκαιότητα οί αληθινές ιδιότητες. Οί ιδιότητες αυτές προκύπτουν άπό τήν ουσία, άλλά δέν τή γεννούν σάν τέτοια. Ό «επιστημονικός συλλογισμός» ξεκινά άπό τίς οφθαλμοφα νείς, σέ μέγιστο βαθμό, αλήθειες, σάν αφετηριακές καί άμεσες. Τό συμπέρασμα εξαρτάται άπ' αυτές όπως τό αποτέλεσμα άπό τήν αιτία του, καί ή εφαρμογή του είναι αντίστοιχη πρός τό αντικείμενο του. Στόχος τής απόδειξης είναι νά οδηγήσει στή διαπίστωση ότι μιά ορισμένη ιδιότητα ανήκει στό αντικείμενο ή, στό επίπεδο τής πρότασης, ότι κάποιο κατηγορούμενο ανήκει στό υποκεί μενο. 53
54
53 Αναλυτικά 54 Στό ΐόιο.
ύστερα, II 5 91 Η, 28.
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ/Α
108
ΡΙΣΤΟΤΕΛ
ΗΣ
Τά πιθανά εϊδη συλλογισμού δέν εξαντλούνται μέ τήν επι στημονική μορφή του: «Κάθε απόδειξη — λέει ό Αριστοτέλης - είναι κάποιο είδος συλλογισμού, άλλά δέν είναι καί κάθε συλλογισμός απόδειξη». Καί ό Αριστοτέλης ξεχωρίζει στήν κατηγορία τών συλλογισμών τούς «ρητορικούς» καί τούς «διαλεκτικούς» συλλογισμούς, πού είναι απόλυτα κανονικοί ώς πρός τή λογική σύνδεση ανάμεσα στίς προκείμενες προτά σεις καί τά συμπεράσματα, άλλά πού οι αρχές τους είναι μόνο πιθανές θέσεις πού έχουν γίνει πιστευτές. Στά «Τοπικά» ό Αριστοτέλης αναφέρει επίσης, σάν είδη συλλογισμών, τούς «σοφιστικούς» καί «εριστικούς». Σ' αυτούς τούς συλλογι σμούς, πού ουσιαστικά είναι απλώς ποικιλίες τών προηγούμε^ νων, είναι πιό έκδηλος ό πιθανός μόνο χαρακτήρας τών θέ σεων, στίς όποιες στηρίζονται. Ό συλλογισμός, χωρίς τά στοιχεία πού τόν κάνουν αποδει κτικό, δέν μπορεί νά δώσει γνώση γιά τήν αναγκαία αίτιακή σχέση. Γιά μιά τέτοια γνώση είναι άπό μιά ορισμένη άποψη καλύτερα ή αίτιακή σχέση νά ερμηνεύεται μέ έννοιες περιεχο μένου, λογουχάρη, «ή θνησιμότητα ανήκει στόν άνθρωπο». Ό Αριστοτέλης δίνει συχνά μιά τέτοια ακριβώς ερμηνεία. Άλλά γι' αυτόν είναι ακόμα σπουδαιότερη ή ερμηνεία τής αίτιακής σχέσης σάν εγκλεισμού. Πρόκειται, δηλαδή, γιά εγκλεισμό είτε τού μερικού στό γενικό, είτε τοϋ είδους στό γένος μέσω τής διάκρισης τών διαφορών είδους, είτε τοϋ μεμονωμένου άτο μου στήν τάξη. Εφόσον στόν συλλογισμό ό μέσος όρος είναι είδος τού μεί ζονος όρου, ενώ ό έλάσσων όρος είναι είδος τού μέσου όρου, βγαίνει τό συμπέρασμα ότι ό έλάσσων όρος είναι είδος τοϋ μείζονος. Καί στίς προκείμενες προτάσεις καί στό συμπέρα σμα πρόκειται γιά ιδιότητες τού καθολικού, καί στήν κάθε περίπτωση διαφορετικός είναι μόνο ό βαθμός καθολικότητας. 55
56
55 56
Αναλυτικά πρότερα, I 4 25 Η, 29. Τοπικά, IX 11 171 Η, 8.
ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
109
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Ό Αριστοτέλης εξηγεί επανειλημμένα καί επίμονα ότι δέν μπορεί νά υπάρξει απόδειξη γιά τό καθέκαστο σάν τέτοιο, γιά τό κατ' αίσθηση αντιληπτό σάν τέτοιο, γιά τό παροδικό σάν τέτοιο. Ή απόδειξη είναι δυνατή μόνο γιά τό καθολικό ή έστω τό μόνιμο. «... Ά ν δέν υπήρχε τό γενικό, τότε δέν θά υπήρχε καί ό μέσος όρος, καί συνεπώς δέν θά υπήρχε καμιά από δειξη»· Καί στά «Μετά τά φυσικά» διαβάζουμε: «... είναι φανερό ότι γιά τίς καθέκαστον αισθητές ουσίες δέν μπορεί νά υπάρξει ούτε ορισμός, ούτε απόδειξη». Καί μέ τόν ίδιο ακρι βώς τρόπο: τά πράγματα πού φθείρονται «παύουν νά είναι γνωστά... στους ανθρώπους πού έχουν τή γνώση, όταν βγουν άπό τόν τομέα τής κατ' αίσθηση αντίληψης... γι' αυτά τά πρά γματα δέν θά υπάρχει πιά ούτε ορισμός, ούτε απόδειξη». Μιά χτυπητή ιδιομορφία τής θεωρίας τής γνώσης τού Α ρ ι στοτέλη είναι ότι γι' αυτόν καθήκον τής επιστήμης μπορεί νά είναι μόνο ή αξιόπιστη — γενική καί αναγκαία — γνώση. Ό Αριστοτέλης ξεχωρίζει μέ σαφήνεια τήν επιστημονική γνώση άπό τήν υπόθεση καί τή δοξασία. «Τό αντικείμενο τής επιστή μης καί ή επιστήμη - λέει - διαφέρουν άπό τήν υπόθεση καί άπό τή δοξασία, επειδή ή επιστήμη είναι τό γενικό καί στηρί ζεται σέ αναγκαίες θέσεις, καί αναγκαίο είναι αυτό πού δέν μπορεί νά είναι διαφορετικό. Όρισμένα αντικείμενα είναι αληθινά καί υπάρχουν, άλλά μπορούν νά είναι καί διαφορε τικά. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι γι' αυτά δέν μπορεί νά υπάρ ξει επιστήμη». Γι' αυτό καί ή γνώση τής αιτίας είναι γνώση τοϋ γενικού. Σέ όλες τίς αποδείξεις, πού αποσαφηνίζουν άν ανήκει κάπου κά ποια ιδιότητα, κάποια ουσία, ή αιτία είναι τό καθολικό. Είναι μέρος ενός ευρύτερου καθολικού περιεχομένου καί ταυτό57
58
59
60
57 Αναλυτικά ύστερα, I 11 77 3. 58 Μετά τά φυσικά, VII 15 1039 6, 34. 59 Στό ΐόιο. 60 Αναλυτικά ύστερα, I 33 88 6.
110
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ IΑ ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
χρονα εμπεριέχει ένα λιγότερο ευρύ καθολικό ή είναι μέρος αυτού τοϋ καθολικού: συλλογικό ή ατομικό. Τή διερεύνηση τής αίτιακής σχέσης ό Αριστοτέλης τή θεω ρεί βασικό καθήκον τής επιστημονικής γνώσης: «... ή εξέταση τής αιτίας, γιατί υπάρχει τό συγκεκριμένο πράγμα, είναι τό κυριότερο στή γνώση». Γιά τόν Αριστοτέλη «τό νά μάθουμε τί είναι τό συγκεκρι μένο πράγμα καί τό νά ξέρουμε γιατί αυτό υπάρχει είναι ένα καί τό αυτό». Ακριβώς επειδή ό συλλογισμός τής πρώτης μορφής είναι μεγαλύτερος άπό τόν συλλογισμό άλλων ειδών καί μπορεί νά θεμελιώνει τή γνώση τών αίτιακών σχέσεων, ό Αριστοτέλης θεωρεί τήν πρώτη μορφή σάν τό πιό αξιόλογο είδος συλλογισμού. «Ανάμεσα στίς μορφές συλλογισμού έγραφε — ή πρώτη είναι ή πιό κατάλληλη γιά τήν απόκτηση επιστημονικής γνώσης, επειδή μέ αυτήν κάνουν τίς αποδείξεις τους τόσο οί μαθηματικές επιστήμες, όπως ή αριθμητική, ή γεωμετρία, ή οπτική, όσο, θά έλεγα, καί όλες οί επιστήμες πού εξετάζουν τίς αιτίες, γιά τίς οποίες κάτι υπάρχει, επειδή ό συλλογισμός γιατί κάτι υπάρχει, πραγματοποιείται είτε σέ όλες τίς περιπτώσεις, είτε σέ πολλές, είτε στίς περισσότερες, ακριβώς μέ βάση αυτό τό σχήμα». Αυτή ή έννοια τής αιτίας κάνει φανερό τόν ρόλο τού μέσον όρου στόν συλλογισμό καί στήν απόδειξη. Ό μέσος όρος είναι επίσης μιά έννοια κοινή γιά τίς δύο έννοιες πού ή σχέση τους εξετάζεται στόν συλλογισμό καί στήν απόδειξη. Ταυτόχρονα ό μέσος όρος εμφανίζεται στόν αποδεικτικό συλλογισμό καί σάν αιτία: «Ή αιτία πού κάτι είναι όχι αυτό ή εκείνο, άλλά κά ποια ουσία γενικά, ή πού κάτι υπάρχει όχι γενικά, άλλά σάν κάτι πού υπάρχει αυτό καθεαυτό ή τυχαία - [ ή αιτία όλων αυτών] αποτελεί τόν μέσο όρο». 61
62
63
64
61 Αναλυτικά 62 Αναλυτικά 63 Αναλυτικά 64 Αναλυτικά
ύστερα, ύστερα, ύστερα ύστερα,
I 14 79 Ά. II8 93 Ά. 79 α. II 2 90 3, 9.
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
111
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Ιδιαίτερα φανερά εκδηλώνεται ή ιδιότητα τοϋ μέσου όρου ώς ή αίτία στους αξιόπιστους αποδεικτικούς συλλογισμούς. Σέ όλους αυτούς τούς συλλογισμούς ή αξιοπιστία τους δέν είναι απλώς αξιοπιστία κάποιας αιτίας, άλλά ακριβώς τής αληθινής αιτίας. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό γιά τόν Αριστοτέλη είναι ότι τά καθέκαστον αντικείμενα πού εμφανίζονται σάν όροι στόν συλλογισμό τής απόδειξης εξετάζονται ωστόσο αυτά καΟιαντά σάν καθολικά. «Καμιά προκείμενη πρόταση — λέει ό Αριστοτέλης - δέν εξετάζεται σάν νά αναφερόταν μόνο στόν αριθμό πού ξέρεις, ή στό ευθύγραμμο σχήμα πού ξέρεις, άλλά αναφέρεται σέ κάθε αριθμό ή ευθύγραμμο σχήμα». Ακόμα καί άν γιά τήν άμεση θεώρηση τό σχήμα είναι μοναδικό, αυτό καθεαυτό είναι καθολικό. Σέ αντιστοιχία μέ τά παραπάνω, στή μαθηματική απόδειξη ή αίτία ή λόγος είναι ή έννοια πού μεσολαβεί ανάμεσα στίς άλλες έννοιες: υπάγεται στή μιά άπ' αυτές, ένώ ή άλλη υπάγε ται σ' αυτήν. Στά παραδείγματα πού αναλύει ό Αριστοτέλης (ή κατασκευή τού τριγώνου πού εγγράφεται σέ ημικύκλιο καί ή βάση του στηρίζεται στή διάμετρο του, καθώς καί ή από δειξη ότι ή γωνία πού εγγράφεται στό ημικύκλιο είναι ίση μέ ορθή γωνία) συνδυάζει τήν καθαρά μαθηματική επεξεργασία τής απόδειξης μέ τή λογική ανάλυση τής σχέσης τών εννοιών της. Ό Αριστοτέλης εξετάζει τίς μαθηματικές σχέσεις τών μαθηματικών αντικειμένων σάν λογικές σχέσεις ταξινόμησης καί εγκλεισμού τών εννοιών, πού σχηματίζουν ένα σύστημα υπαγωγής ώς πρός τήν έκταση τους. Σ' αυτές τίς αποδείξεις, εκείνο πού φαίνεται σάν καθέκαστο εξετάζεται σάν είδος τού γένους ή σάν μέρος τοϋ είδους. Μέ μιά τέτοια αντίληψη τής μαθηματικής απόδειξης είναι φυσικό νά κατατάσσεται αυτή άπό τόν Αριστοτέλη στίς απο δείξεις συλλογιστικής τάξης. Μέ άλλα λόγια, γιά τόν Άριστο6 5
65 Αναλυτικά
ύστερα, 1 1 7 1 6,3.
112
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ/ Α ΡΙΣΤΟ
ΤΕΛΗΣ
τέλη ή μαθηματική απόδειξη φανερώνει τό σύστημα σχέσης καί εξάρτησης τών εννοιών ώς πρός τή σφαίρα τους - καί αυτό δέν εΐναι τίποτα άλλο παρά κάποιο είδος ταξινόμησης τους. Αυτή ή αντίληψη τής απόδειξης ξεπερνούσε ένα σοβαρό κενό τής θεωρίας τής γνώσης τοϋ Πλάτωνα. Γιά τόν Αριστο τέλη μέθοδος τής επιστήμης γίνεται ή απόδειξη. Ή διαδικασία τής διαίρεσης, πού είχε περιγράψει ό Πλάτων, αποκτά μέ τόν «μέσο» όρο τόν ενδιάμεσο κρίκο πού τής έλειπε. Γιά πρώτη φορά τώρα ή διαίρεση θεμελιώνεται: δέν υπάρχει ανάγκη, όπως πρίν, νά διατυπώνεται σάν αίτημα τό κάθε βήμα της. Ή απόδειξη σάν μέθοδος τής επιστήμης, είναι ευρύτερη άπό τήν πλατωνική «διαίρεση»: «Είναι εύκολο νά δει κανείς ότι ή δι αίρεση σέ γένη είναι μόνο ένα ασήμαντο μέρος τής μεθόδου πού εκθέσαμε. Πραγματικά, ή διαίρεση είναι κατά κάποιο τρόπο ανίσχυρος συλλογισμός, γιατί στή διαίρεση αυτό πού πρέπει νά αποδειχθεί διατυπώνεται σάν αίτημα, άλλά ταυτό χρονα πάντα κάτι εξάγεται άπό πιό γενικές έννοιες». Ωστόσο ό Αριστοτέλης εισάγει στή διδασκαλία γιά τήν εφαρμογή τής απόδειξης ένα σπουδαίο περιορισμό, πού υπα γορεύεται άπό τήν πεποίθηση του ότι κοινότητα μπορεί νά υπάρχει μόνο ανάμεσα σέ έννοιες πού υπάγονται ή μιά στήν άλλη. Κάθε ξεχωριστή επιστήμη έχει τό δικό της, ιδιαίτερο, ύψιστο γένος, άλλά ή μετάβαση άπό τό ένα γένος στό άλλο δέν είναι δυνατή: ανάμεσα στίς έννοιες πού σχηματίζουν μιά συνάρτηση δέν υπάρχει καί δέν μπορεί νά υπάρχει κάτι τό κοινό. «Δέν μπορούμε συνεπώς - υποστηρίζει ό Αριστοτέλης - νά κάνουμε τήν απόδειξη έτσι πού άπό τό ένα γένος νά περ νάμε στό άλλο... δέν μπορούμε νά αποδείχνουμε μιά γεωμε τρική θέση μέ τή βοήθεια τής αριθμητικής» «...ή αριθμητική 66
67
66 Αναλυτικά πρότερα, 1 31 46 &, 31. Γιά τό ότι είναι αδύνατο ν ά προκύψει άπό τή διαίρεση συμπέρασμα καί ορισμός μιλάει επίσης τό 5ο κεφάλαιο τοϋ 2ου βιβλίου τών «Αναλυτικών ύστερων». 67 Αναλυτικά ύστερα, I 7.
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
113
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
απόδειξη πάντα έχει νά κάνει μέ εκείνο τό γένος, σέ σχέση μέ χό όποιο γίνεται αύτη ή απόδειξη» καί «...γενικά δέν μπο ρούμε νά αποδείξουμε μέσω μιας επιστήμης τίς θέσεις κάποιας άλλης, εκτός άπό τίς περιπτώσεις πού οί σχέσεις αυτών τών επιστημών είναι σχέσεις υπαγωγής, όπ;ως λογουχάρη, είναι ή σχέση τής οπτικής πρός τή γεωμετρία καί τής αρμονικής πρός τήν αριθμητική». 68
69
Άναπόδεικτα στοιχεία τής απόδειξης. Κάθε απόδειξη στη ρίζεται σέ ορισμένες θέσεις σάν αφετηριακές αρχές. Σέ μιά σειρά περιπτώσεις, αυτές οί αρχές εξαρτώνται μέ τή σειρά τους άπό ορισμένες προηγούμενες αρχές καί εξάγονται άπό αυτές μέ νέα απόδειξη. "Ωστόσο αυτή ή διαδικασία τής ανό δου άπό αρχές άναπόδεικτες, στά πλαίσια τής δοσμένης από δειξης, πρός τή θεμελίωση τους μέ μιά νέα απόδειξη, δέν μπο ρεί νά γίνεται έπ' άπειρο. Σύμφωνα μέ τήν έκφραση τοϋ Α ρ ι στοτέλη, «πρός τά πάνω», πηγαίνουν καί τά σχετικά μέ τήν ουσία γνωρίσματα καί τά τυχαία, «ωστόσο καί τά μέν καί τά δέ δέν είναι άπειρα. Πρέπει συνεπώς νά υπάρχει αναγκαστικά κάτι στό όποιο κάτι αναφέρεται πρωταρχικά.... καί πρέπει νά είναι τό όριο καί πρέπει νά είναι κάτι πού δέν αναφέρεται πιά σέ κάτι άλλο προηγούμενο καί δέν αναφέρεται πιά σ' αυτό κάτι άλλο προηγούμενο». "Ετσι έχει τό ζήτημα μέ τή γνώση τών ιδιοτήτων πού αποδί δονται σέ καθέκαστες «ουσίες». Στήν ιεραρχία τους υπάρχει ένα όριο ανόδου καί καθόδου. Ά λ λ ά μέ τόν ίδιο τρόπο υπάρ χει καί ένα όριο γιά τήν απόδειξη τών ιδιοτήτων πού αποδί δονται: «... καί πρός τά άνω καί πρός τά κάτω αυτό πού απο δίδεται δέν μπορεί νά είναι άπειρο στίς εξεταζόμενες επιστή μες πού δίνουν αποδείξεις». Αυτό πού περιέχεται στήν ού70
71
68 69 70 71 8
Στό ϊδιο. Στό ίδιο. Αναλυτικά Αναλυτικά
υστέρα I 22, 88 6. υστέρα, 84 Ά.
114
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣ
IΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
σία τών πραγμάτων «δέν είναι άπειρο, αλλιώς θά ήταν αδύνα τος ό ορισμός τους. "Ωστε λοιπόν, άν όλα όσα αποδίδονται υποδηλώνονται σάν υπάρχοντα αυτά καθεαυτά, καί αυτό πού υπάρχει καθεαυτό δέν είναι άπειρο, τότε υπάρχει ένα όριο πρός.τά πάνω καί συνεπώς καί πρός τά κάτω». Ά π ό εδώ 6 Αριστοτέλης βγάζει τό συμπέρασμα ότι πρέπει αναγκαστικά νά υπάρχουν αρχές τών αποδείξεων καί ότι δέν υπάρχει από δειξη γιά τά πάντα. Σέ τελική ανάλυση, θά φτάσουμε στίς αρχές πού αποτελούν τήν ανεξάρτητη βάση όλων τών εξαρτη μένων άπ' αυτές θέσεων. Αυτές οί αρχές είναι πιά άναποόείξιμες. Ό Αριστοτέλης ξεχωρίζει τρία είδη άναποδείξιμων άρχων: 1) τά αξιώματα 2) τίς υποθέσεις καί 3) τά αιτήματα. Αξιώματα είναι οί θέσεις πού προκαθορίζουν τή δυνατό τητα οποιασδήποτε γνώσης είτε σέ οποιαδήποτε επιστήμη, είτε σέ ομάδα άλληλοεξαρτημένων επιστημών. Έ ν α παράδειγμα αξιώματος γενικού γιά όλες τίς επιστήμες είναι ή άρχή ή νόμος τής αντίφασης. Ή άρχή αυτή δέν είναι μιά υπόθεση άλλά αυτό πού επιβάλλεται νά ξέρει ό άνθρωπος, άν θέλει νά γνωρίσει οτιδήποτε. Σύμφωνα μέ αυτήν τήν άρχή, «δέν είναι δυνατόν ένα καί τό αυτό πράγμα νά ανήκει καί νά μήν ανήκει ταυτό χρονα σέ ένα καί τό αυτό πράγμα καί μέ τήν ίδια σχέση». Παράδειγμα αξιώματος, γενικού γιά μιά ομάδα επιστημών, εί ναι: δύο μεγέθη παραμένουν ίσα, άν αφαιρεθούν άπό αυτά ίσα μέρη. Τά αξιώματα ισχύουν γιά όλα τά όντα καί όχι ειδικά γιά ένα οποιοδήποτε γένος. Τά χρησιμοποιούμε επειδή αυτά προσδιορίζουν τό είναι ώς είναι. 'Ωστόσο, σέ κάθε ξεχωριστή έρευνα, καταπιανόμαστε μέ τά αξιώματα ανάλογα μέ τό πόσο μεγάλη είναι ή σφαίρα τού γένους, πού στά πλαίσια του ανα πτύσσονται οί αποδείξεις. Δεδομένου ότι τά αξιώματα 72
73
74
72 Στό ΐόιο. 73 Στό ΐόιο. 74 Μετά τά φυσικά,
IV 3, 1005, 19-20.
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΊΟΥ
115
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ισχύουν γιά καθετί πού είναι υπαρκτό ή είναι ιδιότητα πού ανήκει άξίσου στά πάντα, κανένας επιστήμονας πού κάνει μιάν έρευνα μερικού χαρακτήρα δέν μπορεί νά πει τίποτα γι' αυτά, άν είναι αληθινά ή όχι: ούτε ό γεωμέτρης, ούτε ό μαθη ματικός. Όρισμένοι φυσικοί είχαν αυτήν τήν αξίωση, επειδή πίστευαν ότι ή φυσική έρευνα όλη τή φύση καί όλο τό είναι. Δεδομένου όμως ότι ή φύση δέν είναι παρά ένα ξεχωριστό γένος τού είναι καί ή φυσική δέν είναι ή πρωταρχική σοφία, ή μόνη αρμόδια γιά τή διερεύνηση τών αξιωμάτων είναι ή φιλο σοφία. Μόνο ή φιλοσοφία μπορεί νά υποδείξει τήν πιό αξιό πιστη άπό όλες τίς αρχές, γιά τήν οποία δέν μπορούμε νά σφάλλουμε. Υποθέσεις ονομάζει ό Αριστοτέλης εκείνες τίς θέσεις πού αυτές καθεαυτές είναι αποδείξιμες, άλλά στά πλαίσια τού συγκεκριμένου επιστημονικού συλλογισμού γίνονται αποδε κτές χωρίς απόδειξη. Στήν περίπτωση τής υπόθεσης, ή θέση πού γίνεται αποδεκτή θεωρείται άπό τόν διδασκόμενο ορθή. Ή , σύμφωνα μέ τόν ορισμό τού ίδιου τού Αριστοτέλη, «...κα θετί πού, άν καί αποδείξιμο, αυτός πού αποδείχνει τό αποδέ χεται χωρίς νά τό αποδείχνει καί αυτός πού διδάσκεται τό θεωρεί ορθό, είναι υπόθεση». « Ή υπόθεση δέν είναι από λυτη καί έχει σημασία μόνο γιά τόν διδασκόμενο, γιά τόν όποιο έχει διατυπωθεί ή προταθεί. Ό ρόλος τών υποθέσεων στήν κρίση συνίσταται στή θεμελίωση τών συμπερασμάτων: είναι κρίσεις πού επιτρέπουν νά βγει ένα συμπέρασμα, χάρη στό ότι αυτές υπάρχουν». Αιτήματα ονομάζει ό Αριστοτέλης τίς θέσεις πού γίνονται αποδεκτές στά πλαίσια ενός συγκεκριμένου επιστημονικού συλλογισμού, άλλά σέ συνθήκες πού είτε ό διδασκόμενος δέν έχει καμιά γνώμη γιά τό αντικείμενο πού ερευνάται, είτε ακόμα καί διαφωνεί μέ τή θέση πού διατυπώνεται σάν αίτημα. 75
76
77
75 Μετά τά φυσικά, IV 3, 1005 Ά - 1005 Η. 76 Αναλυτικά ύστερα, I 10 76 6. 77 Στό ΐόω.
116
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣ
/
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
«...Άν κάτι γίνεται αποδεκτό, ενώ ό διδασκόμενος δέν έχει καμιά γνώμη γι' αυτό ή έχει αντίθετη γνώμη, τότε αυτό διατυ πώνεται σάν αίτημα». 78
Μέθοδος προσδιορισμού τών αφετηριακών άρχων τής επι στήμης. Εξετάσαμε τά πρώτα δύο μέρη τής διδασκαλίας τού Αριστοτέλη γιά τήν επιστημονική γνώση: τή διαλεκτική τής πιθανής γνώσης καί τή μέθοδο τής αξιόπιστης επιστήμης. Τό τρίτο μέρος τής διδασκαλίας του γιά τή γνώση τό αποτελεί ή διδασκαλία γιά τή μέθοδο προσδιορισμού τών αφετηριακών άρχων τής επιστήμης. Ή δ η ή «διαλεκτική» τού Αριστοτέλη δείχνει μέ ποιόν τρόπο ό νούς μπορεί νά προετοιμαστεί (μέ τήν απόρριψη τής πλάνης, τών σφαλερών γνωμών) γιά τήν αξιόπιστη θεώρηση τών βασικών θέσεων τής επιστήμης. Ειδική μέθοδος προετοι μασίας γιά τή θεώρηση τού γενικού — μέσα άπό τό μερικό πρέπει νά είναι, κατά τόν Αριστοτέλη - ή «επαγωγή». Ή λέξη αυτή χρησιμοποιήθηκε προφανώς γιά πρώτη φορά, σάν τεχνι κός όρος τής Λογικής, άπό τόν Αριστοτέλη. Αρχικά ό όρος αυτός μπορούσε νά σημαίνει τόν τρόπο μετάβασης άπό ορι σμένες γνώσεις, πού ήδη κατείχαν οί μαθητές, σέ νέες γνώσεις. Ή αριστοτελική «επαγωγή» είναι πιά ό δρόμος άπό τίς καθέκαστες περιπτώσεις στίς γενικές θέσεις. Ή εξήγηση τοϋ όρου μέ αυτήν τήν έννοια γίνεται στά «Τοπικά». Άλλά στά «Αναλυτικά» σάν αφετηρία τής επαγωγής αναφέρεται όχι τό «καθέκαστο», άλλά τό «κατά μέρος» , ενώ ή επαγωγή αντι παρατίθεται σάν μέθοδος στήν απαγωγή, πού ξεκινά άπό τό καθολικό. Όλόκληρο τό μικρό κεφάλαιο τού 1ου βιβλίου τών «Ανα λυτικών ύστερων» προσπαθεί νά αποδείξει ότι ή γενική γνώση δέν είναι δυνατή χωρίς τήν επαγωγή καί ή επαγωγή χωρίς τήν 79
80
78 Αναλυτικά 79 Αναλυτικά, 80 Αναλυτικά
υστέρα, I 10 76 6. Χ 1 12, 105 Ι), 13 υστέρα, I 18, 81 ο, 1
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
117
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
αίοθηση. "Αν δέν υπάρχει αίσθηση, υποστηρίζει ό Αριστοτέ λης, «τότε θά απουσιάζει αναγκαστικά καί κάποια γνώση, πού δέν μπορούμε έτσι νά τήν αποκτήσουμε, άφοϋ μαθαίνουμε κάτι είτε μέσω τής επαγωγής, είτε μέσω τής απόδειξης». Ά ν καί ή απόδειξη ξεκινά άπό τό γενικό, ένώ ή επαγωγή άπό τό μερικό, ωστόσο καί τό γενικό «δέν μπορούμε νά τό εξετά σουμε χωρίς τή μεσολάβηση τής επαγωγής, εφόσον καί τό λε γόμενο αφηρημένο γίνεται γνωστό μέσω τής επαγωγής, όταν κάποιος θέλει νά δείξει ότι ορισμένα γνωρίσματα ... ανήκουν σέ κάθε γένος... Άλλά ή επαγωγή δέν είναι δυνατή χωρίς τήν αίσθηση, μιά καί μέ τήν αίσθηση γνωρίζουμε τά ξεχωριστά πράγματα, γιατί διαφορετικά δέν μπορούμε νά αποκτήσουμε γνώση γι' αυτά». Έτσι «όπως ή γνώση πού αποκτούμε άπό τό γενικό δέν είναι δυνατή χωρίς τήν επαγωγή, έτσι καί ή γνώση μέσω τής επαγωγής δέν είναι δυνατή χωρίς τήν αί σθηση». Οί «επαγωγικοί» συλλογισμοί, όπως τούς καταλαβαίνει ό Αριστοτέλης, δέν αποτελούν ακόμα επιστήμη στήν κυριολε ξία, άλλά σχηματίζουν (όπως καί τά αριστοτελικά «διαλε κτικά» επιχειρήματα) μόνο μιά προπαίδειά της ή τά πρόθυρα της._ Είναι χαρακτηριστικό ότι στή θεμελίωση τής μεθόδου τής επιστήμης ό Αριστοτέλης αναφέρει σάν πρόδρομο του όχι τόν Πλάτωνα, μέ τόν οποίο στό ζήτημα αυτό κάνει πολεμική, άλλά τόν Σωκράτη. Υπογραμμίζει όμως αμέσως ότι ακόμα καί ό Σωκράτης έκανε λόγο όχι γιά τήν ίδια τήν επιστήμη, άλλά γιά τήν «άρχή τής γνώσης»: «...δύο πράγματα θά έπρεπε νά απο δοθούν στόν Σωκράτη — οί επαγωγικοί συλλογισμοί καί ή δια μόρφωση τών γενικών ορισμών: καί στίς δύο αυτές περιπτώ σεις γίνεται λόγος γιά τήν άρχή τής γνώσης». Αντίθετα ή 81
82
83
84
81 82 83 84
Αναλυτικά υστέρα, I 18,81 3 - 8 1 ο. Στό ΐόιο. Στό Ϊόιο, 81 6. Μετά τά φυσικά, IV 3, 1005, 19 - 20.
118
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣ
/
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
πλατωνική «διαλεκτική», σάν διδασκαλία γιά τίς «ιδέες», πού αποδίδει ξεχωριστή ύπαρξη στίς γενικές πλευρές τών πραγμά των, δέν μπορεί νά είναι αληθινή μέθοδος τής επιστήμης. Ό Αριστοτέλης βρίσκει ότι ό «διαλεκτικός» (μέ τήν αρι στοτελική έννοια) συλλογισμός καί ή «επαγωγή» καθορίζουν τόν τυπικό χαρακτήρα τών δύο ειδών συμπερασμάτων πού τά ονόμασε «ενθύμημα» καί «παράδειγμα». Καί συγκεκριμένα, τό «ενθύμημα» αντιστοιχεί στόν «διαλεκτικό» συλλογισμό καί τό «παράδειγμα» στήν επαγωγή. Αφετηρία τού «ενθυμήματος» ό Αριστοτέλης θεωρεί τήν υπόθεση γιά κάποια γενική θέση, στήν οποία πρέπει νά υπά γονται οί μερικές περιπτώσεις. Παράδειγμα: άν ό πόλεμος εί ναι ή αίτία τών συμφορών, άπό τίς όποιες πάσχουμε, τότε μπορούμε νά διορθώσουμε τήν κατάσταση μας μόνο μέ τήν ει ρήνη. Ό συλλογισμός προϋποθέτει έδώ μιά πιθανότητα («εικός») όχι μόνο γιά ορισμένες επιμέρους περιπτώσεις, άλλά καί γενικής σημασίας. Αυτή ή πιθανότητα αναφέρεται στά αποτελέσματα τού πολέμου καί τής ειρήνης, πού μπορούν νά άντιπαραβληθούν. Άλλά τό «ενθύμημα» μπορεί νά έχει σάν αφετηρία καί μιά άλλη σχέση «γνωρίσματος» («σημείωσις»), πού τήν παίρνουμε σάν γενική ή σάν συνηθισμένη. Έ ν α ς τέτοιος συλλογισμός δέν προσφέρει εξήγηση, άλλά απλώς διαπιστώνει ή απορρίπτει τήν ύπαρξη. Δέν μπορεί νά απαντήσει ούτε στό ερώτημα πού άφορα «τό διότι», ούτε στό ερώτημα «τί εστί». Παρόμοια είναι ή γνωστική λειτουργία καί τού «παραδεί γματος». Έ ν ώ όμως τό «ενθύμημα» απλώς προϋποθέτει μιά γενική άρχή, στήν οποία θεμελιώνεται ό συλλογισμός, τό «παράδειγμα» δείχνει αυτή τή θεμελίωση. Ά ς δούμε μιά 85
86
85 Τό «ενθύμημα», τό «παράδειγμα» καί οί άλλοι όροι τής Λογικής τοϋ Αριστοτέλη εξετάζονται σ' αυτό τό κεφάλαιο όχι ώς πρός τήν ουσία τού λο γικού περιεχομένου τους, άλλά μόνο ώς πρός τήν θεωρητική — γνωστική λει τουργία του. 86 Ρητορική, I 23.
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΎ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
119
περίπτωση αριστοτελικού «παραδείγματος». Διατυπώνεται κάποιος γενικός ισχυρισμός: άν ό πρώτος δημόσιος λειτουρ γός τοϋ κράτους απαιτεί προσωπική φρουρά, αυτό είναι έν δειξη τής κρυφής του τάσης πρός τήν τυραννία. Τέτοια ήταν ή περίπτωση τού Πεισιστράτου. Μέ αυτήν τήν περίπτωση αντι παραβάλλουν μιάν άλλη: ό Διονύσιος ό Συρακούσιος απαιτεί καί αυτός προσωπική φρουρά. Ά ρ α , τό συμπέρασμα είναι ότι καί αυτός, σάν τόν Πεισίστρατο, αναμφίβολα σχεδιάζει τυ ραννία. Σ' αυτόν τόν συλλογισμό οί επιμέρους περιπτώσεις δέν ανά γονται στό γενικό, άλλά τό συμπέρασμα στηρίζεται στήν ανα λογία ή ομοιότητα ορισμένων επιμέρους περιπτώσεων: όπως λέει ό ίδιος ό Αριστοτέλης, τό «παράδειγμα» «δέν δείχνει σχέση ούτε τοϋ μέρους πρός τό όλο, ούτε τού όλου πρός τό μέρος, άλλά σχέση μέρους πρός μέρος, όταν καί τά δύο μέρη ταιριάζουν στόν ίδιο όρο, άλλά τό ένα άπ' αυτά είναι γνω στό». Ή διαφορά τού «παραδείγματος» άπό τήν «επαγωγή» βρί σκεται στό ότι ή επαγωγή δίνει πιό διαφοροποιημένη εξέταση τών επιμέρους περιπτώσεων, ενώ ή ομοιότητα τους βρίσκεται στό ότι καί τό «παράδειγμα» καί ή «επαγωγή» είναι συμπερά σματα μέ βάση τήν αναλογία. Ή επαγωγή ξεκινά άπό τίς καθέκαστες εμπειρίες καί είναι κάτι πού είναι καλύτερα γνωστό άπό καθετί άλλο, άλλά μόνο άπό τήν άποψη τής κατ' αίσθηση αντίληψης. Ή κατ' αίσθηση αντίληψη είναι τρόπος ύπαρξης καί, αντί στοιχα, γνώσης, κοινός στόν άνθρωπο καί σ' όλα τά ζωντανά όντα: όλα τους έχουν έμφυτη τήν ικανότητα ν' αντιλαμβάνον ται μέ τίς αισθήσεις. Έ ν ώ όμως σέ μερικά όντα μένει κάτι άπό τά όσα αντιλήφθηκαν, σέ άλλα δέν μένει τίποτε. Τά τελευταία δέν μπορούν νά έχουν γνώση έξω άπό τήν κατ' αίσθηση αντί ληψη. Υπάρχουν όμως καί ζωντανά όντα πού συγκρατούν 87
87 Αναλυτικά
πρότερα,
II 24 69 α.
120
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ IΑ ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
στήν ψυχή τους κάτι άπ' αυτό πού αντιλήφθηκαν. Ό τ α ν συγ κεντρώνονται πολλές τέτοιες αισθητηριακές αντιλήψεις, τότε ανάμεσα στά αντιλαμβανόμενα όντα εμφανίζονται διαφορές: σέ μερικά γεννιέται άπό τήν κατ' αίσθηση αντίληψη κάποια κατανόηση, ένώ σέ άλλα δέν γεννιέται. Ή ικανότητα συγκρά τησης ενός μέρους άπό αυτό πού αντιλαμβάνονται μέ τίς αι σθήσεις είναι ή μνήμη. Ά π ό τή συχνά επαναλαμβανόμενη ανάμνηση γιά τό ίδιο πράγμα γεννιέται ή πείρα, Καί άπό τήν πείρα, δηλαδή άπό τό γενικό πού διατηρείται στήν ψυχή, προέρχονται οί έξεις καί ή επιστήμη. Οί έξεις γεννιούνται, όταν συντελείται μιά διαδικασία δημιουργίας πραγμάτων, ή επιστήμη — «όταν γίνεται λόγος γιά τό όν». "Ολες αυτές οί ικανότητες τής γνώσης «δέν είναι ξεχωριστές καί δέν γεν νιούνται άπό άλλες, πιό γνωστές, ικανότητες, άλλά άπό τήν αίσθηση». Ό Αριστοτέλης συγκρίνει τόν τρόπο γένεσης τους μέ αυτό πού συμβαίνει στή μάχη, όταν μιά παράταξη τρέπεται σέ φυγή: «όταν ένας σταματήσει, σταματάει καί άλλος, ύστερα καί τρίτος, ώσπου όλα νά έρθουν στήν αρχική τους τάξη». Κάτι παρόμοιο μπορεί νά νιώσει καί ή ψυχή. «Μόλις άπό τά πράγματα πού δέν διαφέρουν ανάμεσα τους συγκρατηθεί κάτι στή μνήμη, γεννιέται γιά πρώτη φορά στήν ψυχή τό γενικό. Καί αυτό γίνεται έτσι: μπορούμε νά αισθανόμαστε μόνο τό καθέκαστο, άλλά [ή κατ' αίσθηση αντίληψη] όταν έχει πιά γεννηθεί, πάντοτε «αναφέρεται στό γενικό, λογουχάρη, στόν άνθρωπο, καί όχι στόν [μεμονωμένο] άνθρωπο Καλλία». Σέ συνέχεια σταματούμε στό αποτέλεσμα πού έχει επιτευχθεί, «ώσπου νά συγκρατηθεί κάτι αδιαίρετο καί γενικό». Ά π ό έδώ ό Αριστοτέλης βγάζει τό συμπέρασμα ότι τό πρωταρχικό πρέπει «αναγκαστικά νά τό γνωρίζουμε μέσω τής 88
89
90
88 Αναλυτικά 89 Στό Ϊόιο. 90 Αναλυτικά
ύστερα, II 19 100 3.. ύστερα, II 19 100 Ά.
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
121
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
1
επαγωγής, γιατί μέ αυτόν τόν τρόπο ή κατ αίσθηση αντίληψη γεννάει τό γενικό». Δέν πρέπει νά υποτιμούμε αυτή τή θέση τού Αριστοτέλη. Ά ν ό Φρ. Μπαίηκον είχε διαβάσει προσεκτικά τό 19ο κεφά λαιο τοϋ 2ου βιβλίου τών «Αναλυτικών ύστερων», δέν θά μπορούσε ίσως νά χαρακτηρίσει τόσο μονόπλευρα, όπως έκανε, τή Λογική καί τή θεωρία τής γνώσης τού Αριστοτέλη σάν καθαρά άπαγωγική. Ό Αριστοτέλης όχι μόνο αναγνώ ριζε τήν ανάγκη τής επαγωγής γιά τήν επιστήμη, άλλά καί πί στευε, Οπως σωστά σημείωσε ό Λεόν Ρομπέν, ότι όσο πιό υψηλό είναι τό επίπεδο τής επιστήμης, όσο πιό καθολικό καί αποδεικτικό είναι, τόσο περισσότερο ή επιστήμη αισθάνεται τήν ανάγκη νά στηριχτεί στήν επαγωγή. Καί στά «Φυσικά» καί στά «Μετά τά φυσικά» ό Αριστοτέλης μιλά συχνά γιά τήν ενάργεια πού είναι αποτέλεσμα ακριβώς τής επαγωγής (τά παραδείγματα σημειώνονται στόν «Πίνακα» τοϋ Μπόννιτς). Παρ' όλα αυτά ή «επαγωγή» τού Αριστοτέλη βρίσκεται πιό κάτω άπό τό κατώφλι τής επιστήμης. Κανένα άπό τά είδη επαγωγής ό Αριστοτέλης δέν τό βλέπει σάν μέθοδο τής καυθατό επιστήμης. Ή «επαγωγή» τοϋ Αριστοτέλη, όπως τό έχει δείξει καλά πάλι ό Ρομπέν, δέν είναι μέθοδος γνώσης τών νό μων τής φύσης. Στόν βαθμό πού ό Αριστοτέλης αντιπαραβάλ λει τήν απαγωγή μέ τήν επαγωγή, πάντα υπογραμμίζει ότι μόνο ή απαγωγή μπορεί νά ανεβάσει τή γνώση στή σφαίρα τής επιστήμης πού έγινε απόδειξη. Απεναντίας, ή ε π α γ ω γ ή δέν μπορεί νά οδηγήσει πέρα άπό τό ζήτημα τοϋ πραγματικού δε δομένου («τό ότι») ή τής ύπαρξης («εί εστί»). Μόνο ό ορισμός μπορεί νά μετατρέψει τήν άπλή μαρτυρία γιά τό πραγματικό δεδομένο σέ αποκάλυψη τής ουσίας («τί εστί»). Καί μόνο ή απόδειξη μπορεί νά μετατρέψει τή βεβαίωση ή τήν άρνηση τής ύπαρξης σέ αιτιακή εξήγηση («τό διότι»). 91
92
91 Στό ϊδιο. 92 Robin, δ.π. α. 57.
122
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣI Α ΡΙΣΤΟ
ΤΕΛΗΣ
Ακριβώς σ' εκείνο τό χωρίο τών «Αναλυτικών» όπου εκτί θεται ή θεωρία τής επαγωγής, ό Αριστοτέλης χαρακτηρίζει τήν επαγωγή σάν συλλογισμό, πού όμως στερείται τού μέσου όρου. Αυτό σημαίνει, γιά τόν Αριστοτέλη, ότι ό «επαγωγι κός» συλλογισμός δέν μπορεί ν ά δώσει αίτιακή εξήγηση, μιά καί ό μέσος όρος είναι ή αιτία. Ή αξιολόγηση αυτή τής επαγωγής δέν μπορεί ν ά αλλάξει άπό τήν παρατήρηση ότι χάρη στήν επαγωγή μπορούν νά ανακαλυφθούν στήν εμπειρία, άν όχι καθολικές, τουλάχιστο σταθερές, διαρκείς ίδιότητες. Μιά τέτοια παρατήρηση δέν μπορεί επίσης καί αυτή νά δώσει επιστημονική εξήγηση. Τό πραγματικό δεδομένο αυτό καθεαυτό δέν μπορεί, κατά τόν Αριστοτέλη, ν ά γίνει αντικείμενο τής επιστήμης. Αυτή τήν ιδέα τήν εκφράζει πολύ έντονα. Ακόμα καί ή παρακολού θηση, μέ τά ίδια μας τά μάτια, τής όρασης τής αιτίας δέν μπο ρεί, αυτή καθεαυτή, ν ά προσφέρει επιστημονική εξήγηση τής αιτίας. Ακόμα καί άν είχαμε μεταφερθεί στή Σελήνη καί βλέ παμε πώς ή Γή περνάει ανάμεσα στή Σελήνη καί τόν "Ηλιο, αυτό θά μάς έδινε μόνο τή διαπίστωση τού γεγονότος, άλλά δέν θά μάς έδινε καμιά γνώση τής αιτίας τής έκλειψης τής Σε λήνης. «Γιατί θά αντιλαμβανόμασταν, βέβαια, μέ τήν αίσθηση ότι αυτή τή στιγμή γίνεται έκλειψη τής Σελήνης, άλλά δέν θά ξέραμε γιατί γενικά γίνεται αυτή ή έκλειψη, μιά καί ή αισθη τηριακή αντίληψη δέν είναι αντίληψη τοϋ γενικού». Μόνο μέ τήν παρατήρηση ότι αυτό συμβαίνει συχνά, θά φτάναμε στό γενικό καί θά βρίσκαμε τήν απόδειξη. «Γιατί μέ τήν επανά ληψη τού καθέκαστου γίνεται φανερό τό γενικό». Καί ή αξία τού γενικού είναι ότι αποκαλύπτει τήν αιτία. Απεναντίας, ή επαγωγή απλώς κατευθύνει τή σκέψη πρός τήν ουσία. Ά λ λ ά τήν ουσία αυτή μπορεί ν ά τήν αποκαλύψει 93
94
95
93 94 95
Αναλυτικά Αναλυτικά Αναλυτικά
πρότερα, II 23 68 β, 31. υστέρα, 1 3 1 87 Η. ύστερα, 1 3 1 87 β.
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
123
μόνον ό ορισμός, καί γιά νά εξακριβωθεί ή σύνδεση τής αιτίας μέ τίς ενέργειες της χρειάζεται ή απόδειξη. Άλλά μήπως μπορούμε νά υποθέσουμε ότι ό Αριστοτέλης προσθέτει στά μέσα τής επιστημονικής απόδειξης καί τόν «επαγωγικό» συλλογισμό του; Μήπως στόν συλλογισμό αυτό δέν προκύπτει, μέ βάση τά δεδομένα πού πιστοποιούν οί προ κείμενες προτάσεις, κάποιο γενικό συμπέρασμα; Λ.χ. ό άν θρωπος, τό άλογο καί τό μουλάρι ζούν πολλά χρόνια - αυτά είναι ακριβώς όλα τά ζώα πού δέν έχουν χολή — άρα, όλα τά ζώα πού δέν έχουν χολή ζούν πολλά χρόνια. Ή υπόθεση ότι ό Αριστοτέλης μπορούσε νά κατατάσσει τόν «επαγωγικό» συλλογισμό στά μέσα τής επιστημονικής απόδει ξης δέν ευσταθεί γιά τούς παρακάτω λόγους. Πρώτα-πρώτα, δέν δικαιολογείται ό ισχυρισμός ότι ό Αριστοτέλης θεωρούσε πραγματικά εξαντλητική τήν απαρίθμηση πού κάνει γιά τά γνωστά σ' εκείνη τήν εποχή είδη ζώων πού δέν έχουν χολή. Μάλλον θά πρέπει νά πίστευε ότι πρόκειται απλώς γιά ένα πιθανό πόρισμα τών πραγματικών παρατηρήσεων πού είχαν γίνει ώς τότε. Δεύτερο, καί σπουδαιότερο, ό Αριστοτέλης θέτει ό ίδιος τό ζήτημα, σέ τί διαφέρει ό γνήσιος συλλογισμός, ακόμα καί ό «διαλεκτικός» (μέ τήν αριστοτελική έννοια) καί ό ρητορικός, άπό τόν επαγωγικό «συλλογισμό». Τή διαφορά ανάμεσα τους τή βλέπει στό ότι ό γνήσιος συλλογισμός είναι στή μορφή του αποδεικτικός συλλογισμός. Έ ν α ς τέτιος συλλογισμός μπορεί νά εξηγήσει, μέ τή βοήθεια τοϋ μέσου όρου, γιατί κάποια ιδιό τητα πρέπει νά ανήκει στό αντικείμενο. Αντίθετα, στήν επα γωγή υπάρχει απλώς ένας όρος πού παίρνει τή θέση τού μέ σου. Ό όρος αυτός δέν έχει καθολικότητα καί αποτελεί απλώς σύνδεση επιμέρους περιπτώσεων. Ά ν είχε καθολική σημασία, τότε τό συμπέρασμα θά είχε άλλη μορφή: ό μέσος όρος θά έπρεπε νά είναι μείζων σέ σύγκριση μέ τόν ελάσσονα. Στήν 96
96
Αναλυτικά
πρότερα,
II 23 68 ο.
124
Β.Φ. ΑΣ Μ ΟΥΣ I
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
περίπτωση αύτη δλος ό συλλογισμός θά είχε τήν ακόλουθη μορφή: «όλα τά ζώα πού δέν έχουν χολή ζούν πολλά χρόνια» (μείζων όρος) — «ό άνθρωπος, τό άλογο καί τό μουλάρι είναι ζώα πού δέν έχουν χολή» (έλάσσων όρος) - «άρα, ό άνθρω πος, τό άλογο καί τό μουλάρι ζούν πολλά χρόνια» (συμπέρα σμα). Ένας τέτοιος συλλογισμός, πού έχει αποδεικτική μορφή, ακολουθεί τήν τάξη τής ίδιας τής φύσης. Διαφορετική είναι, όπως βλέπουμε, ή δομή καί ή σύνδεση τών εννοιών στόν «επαγωγικό» συλλογισμό. « Ή επαγωγή λέει ό Αριστοτέλης — είναι κατά κάποιο τρόπο αντίθετη πρός τό συλλογισμό, γιατί ό τελευταίος αποδείχνει, μέ τή βοήθεια τοϋ μέσου όρου, ότι τό μείζον άκρο ανήκει στόν τρίτο όρο. Έ ν ώ ή επαγωγή αποδείχνει, μέ τή βοήθεια τού τρίτου όρου, ότι τό μείζον άκρο ανήκει στόν μέσο όρο». Καί ό Αριστοτέ λης αντιπαραθέτει αμέσως αυτό πού στόν συλλογισμό είναι πιό πρωτεύον καί σαφές στήν ουσία του σέ σχέση μέ αυτό πού είναι τέτοιο γιά μάς, δηλαδή μόνο στά πλαίσια τής ανάπτυξης καί τής πορείας τής εμπειρίας μας, στά πλαίσια τής προσέγγι σης, πού έγινε δυνατή γιά μάς, πρός τή γνώση τής τάξης τής ίδιας τής φύσης. «Στήν ουσία — εξηγεί ό Αριστοτέλης - τό πιό πρωτεύον καί τό πιό γνωστό είναι ό συλλογισμός πού προκύ πτει μέ τή βοήθεια τού μέσου όρου. Γιά μάς όμως πιό σαφής είναι ό συλλογισμός πού προκύπτει μέ τή βοήθεια τής επαγω γής». Έ ν α ς τέτοιος επαγωγικός συλλογισμός προϋποθέτει «ένα πρώτο καί χωρίς μέσο όρο άκρο». Καί ό Αριστοτέλης προσθέτει αμέσως: «Έκεΐ όπου υπάρχει μέσος όρος, τό συμ πέρασμα εξάγεται μέ τή βοήθεια του, εκεί όπου δέν υπάρχει — μέσω τής επαγωγής». 97
98
99
100
Ή επιστημονική 97 Αναλυτικά 98 Στό ϊδιο. 99 Στό ϊδιο. 100 Στό ϊδιο.
βάση τής Λογικής
πρότερα,
II 23 68 ο.
καί τής θεωρίας
τής
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
125
γνώσης τον Αριστοτέλη. Στά «Αναλυτικά» εξετάζονται τά γενικευμένα καί ώς ένα βαθμό τυποποιημένα είδη τοϋ συλλο γισμού καί τής απόδειξης. Ό χαρακτήρας αυτής τής τυπο ποίησης, ή σημασία της, οί δυνατές καί αδύνατες πλευρές της αποσαφηνίζονται μέ νεώτερες έρευνες, ανάμεσα στίς οποίες περίοπτη θέση κατέχει ή θαυμάσια εργασία τοϋ Γιάν Λουκασιέβιτς. Άλλά ή Λογική τού Αριστοτέλη δέν γεννήθηκε στόν κενό χώρο τών λογικών αφαιρέσεων. Γεννήθηκε σάν προσπάθεια λογικής διερεύνησης εκείνων τών μορφών καί ειδών λογικού στοχασμού πού λειτουργούν στους συλλογισμούς καί τίς απο δείξεις τής επιστήμης. Δέν υπαγορεύει στήν επιστήμη τίποτα πού νά μήν έχει συναχθεί άπό τίς μορφές, μεθόδους, τρόπους σκέψης πού συνηθίζονται στήν ίδια τήν επιστήμη. Γιά τόν Αριστοτέλη, αυτός ό τρόπος εξεύρεσης τών τύπων τοϋ λογι κού στοχασμού είναι φυσιολογικός: ό ίδιος ό Αριστοτέλης δέν ήταν μόνο ό μέγιστος φιλόσοφος τής εποχής του, άλλά καί ό μέγιστος επιστήμονας της, μέ καταπληκτική ευρύτητα δη μιουργικής δραστηριότητας. Άλλά ακριβώς αυτή ή ευρύτητα καί «καθολικότητα», πού είχε επισημάνει ό Έ ν γ κ ε λ ς σάν χαρακτηριστικό γνώρισμα τού Αριστοτέλη, θέτει ένα μεγάλο ερώτημα: σέ ποιες ακριβώς επιστήμες στηρίχτηκε ό Αριστοτέ λης γιά νά κάνει τίς λογικές έρευνες του; Ά π ό ποιους επιστη μονικούς τύπους συλλογισμού καί απόδειξης καί ποιών επι στημών άντλησε τά υποδείγματα, πού ή γενίκευση καί τυπο ποίηση τους έδωσε τούς λογικούς τύπους τής σκέψης πού δια τύπωσε καί εξήγησε ό Αριστοτέλης; Στήν ίστορικοφιλοσοφική καί λογική βιβλιογραφία έχει προταθεί ή υπόθεση ότι επιστημονική βάση τής Λογικής τού Αριστοτέλη ήταν οί παρατηρήσεις καί έρευνες του γιά τά ζη101
102
101 Γ. Λουκασιέβιτς, Ή αριστοτελική συλλογιστική άπό τήν άποψη τής σύγ χρονης τυπικής Λογικής (ρωσική μετάφραση, Μόσχα, 1959). 102 Κ. Μαρξ καί Φ. Ένγκελς, "Απαντα, 2η εκδ., Μόσχα, 1961, τ. 20, σ. 19.
126
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ IΑ ΡΙΣΤΟ ΤΕΑ ΗΣ
τήματα τής μορφολογίας καί φυσιολογίας τών ζώων. Είναι προφανώς αυτονόητη ή διαπίστωση ότι ακριβώς ή βιολογία, καί ειδικότερα ή ζωολογία, αποτελούσε γιά τόν Αριστοτέλη υπόδειγμα συστηματοποίησης, ταξινόμησης τών αντικειμένων σέ γένη καί εϊδη. Ά π ό έδώ βγαίνει επίσης φυσιολογικά τό συμπέρασμα ότι ή διάκριση τών βιολογικών γενών καί ειδών, πού εμφανίζεται στή ζωολογική ταξινόμηση, στό επίπεδο τής Λογικής στηρίζεται στήν πράξη τοϋ ορισμού, στόν όποιο, μέ τή σειρά της, στηρίζεται, πάλι στό επίπεδο τής Λογικής, ή απόδειξη. Ά π ό τήν άποψη αυτή δέν είναι προφανώς τυχαίο τό γεγονός ότι τό παράδειγμα πού δείχνει τόν τύπο τού επα γωγικού συλλογισμού ό Αριστοτέλης τό έχει πάρει ακριβώς άπό τόν τομέα τής ζωολογίας (τό συμπέρασμα γιά τή σύνδεση ανάμεσα στή μακροζωία ορισμένων ζώων καί τήν έλλειψη χο λής σ' αυτά). "Ωστόσο, όσο φυσιολογική κι άν φαίνεται ή υπόθεση ότι ή «υλική» βάση γιά τίς λογικές αναλύσεις καί τά λογικά σχή ματα τοϋ Αριστοτέλη ήταν οί τύποι επιστημονικής σκέψης πού συναντούσε στή βιολογία, υπάρχουν σοβαρά επιχειρή ματα, ακόμα καί άμεσα δεδομένα, πού δείχνουν ότι τέτοια «υλική» βάση στάθηκε γιά τόν Αριστοτέλη όχι τόσο ή σύγ χρονη μέ αυτόν βιολογία, όσο τά μαθηματικά. Πρώτα άπ' όλα θά παρατηρήσουμε ότι δέν πρέπει νά στηρί ζουμε τή λύση τοϋ προβλήματος γιά τήν επιστημονική βάση τής Λογικής τού Αριστοτέλη στήν ταύτιση τών όρων «γένος» καί «είδος» στή βιολογία καί στή Λογική. Ή βιολογική συ στηματοποίηση καί ταξινόμηση αποτελεί μιά εμπειρία κατά ταξης τών ζωντανών όντων κατά ομάδες - κατάταξης πού βάση της είναι οί εμπειρικές ομοιότητες καί αναλογίες, όπως αντλούνται άπό τήν παρατήρηση, δηλαδή άπό δεδομένα πού προσλαμβάνουν παθητικά οί αισθήσεις. Ωστόσο, σύμφωνα μέ τήν αντίληψη τού Αριστοτέλη πού ήδη γνωρίσαμε, άν καί οί εμπειρικές γνώσεις οδηγούν στή γνώση τοϋ καθολικού, αυτό τό καθολικό μπορεί νά δοθεί μόνο
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
127
σάν δυνατότητα. Στόν ορισμό, πού οδηγεί στή διάκριση τού γένους καί τού είδους, γίνεται λόγος όχι γιά τήν εμπειρική κατάταξη τών δεδομένων ή τών αντικειμένων τής εμπειρίας, άλλά γιά τόν ορισμό τής ουσίας πού συλλαμβάνεται άπό τή νόηση. Σ' αυτήν ακριβώς τήν ουσία γίνεται ή διάκριση ανά μεσα στό υλικό μέρος της, πού είναι τό γένος, καί στό τυπικό μέρος της, πού είναι ή καθοριστική γιά τό είδος διαφορά της. Γιά μιά τέτοια αντίληψη τής λογικής λειτουργίας τού ορισμού, ή μόνη επιστήμη, όπου ή αντίληψη αυτή είχε ήδη πραγματωθεί καί είχε θεμελιώσει τίς αποδείξεις της, ήταν τά μαθηματικά, καί ακριβέστερα - ή γεωμετρία. Στήν εποχή τού Αριστοτέλη είχαν ήδη διαμορφωθεί στή γεωμετρία οί προϋποθέσεις γιά τή δυνατότητα συστηματικής διάταξης καί έκθεσης. Οί «αρχές τού Ευκλείδη» προϋποθέτουν μιάν εργασία πού είχε αρχίσει πολύ πρίν άπ' αυτές - στους μαθηματικούς κύκλους τών οπα δών τοϋ Πλάτωνα - γύρω άπό τήν έκθεση τών αποτελεσμάτων πού είχαν επιτευχθεί στά μαθηματικά μέ τούς διάφορους κλά δους τους - τήν αριθμητική, τή γεωμετρία, τή θεωρία τής αρ μονίας καί τήν αστρονομία. Ά π ό τίς «αρχές τού Ευκλείδη» είχαν προηγηθεί παρόμοιες, προφανώς, συλλογές μαθηματι κών γνώσεων πού δέν έφτασαν ώς εμάς: οί «Αρχές» τού Ι π ποκράτη, τού Λέοντα καί τού Θεύδιου,πού μνημονεύονται στόν κατάλογο τού Πρόκλου. Ή χρονική εγγύτητα τού Ευκλείδη μέ τόν Αριστοτέλη φαίνεται καθαρά άπό τό γεγονός ότι ό Ευκλείδης γεννήθηκε λιγότερο άπό δέκα χρόνια μετά τόν θά νατο τού Αριστοτέλη: στή διάρκεια τής ζωής τού Αριστοτέλη οί εργασίες γιά τήν κατάρτιση «σωμάτων» μαθηματικών γνώ σεων διεξάγονταν ήδη μέ μεγάλη ένταση. 103
103 Έ ν α υπέροχο ιστορικό δοκίμιο γιά τήν ανάπτυξη αυτής τής παράδοσης στήν Ιστορία τής ελληνικής επιστήμης έχει γράψει ό γνωστός άλγεβριστής καί ιστορικός τής αρχαίας επιστήμης Βάν ντέρ Βάρντεν (Μπ. Λ. Βάντ ντέρ Βάρντεν, Ή επιστήμη πού αφυπνίζεται. Τά μαθηματικά στήν Αρχαία Αίγυπτο, τή Βαβυλώνα καί τήν Ελλάδα. Μόσχα, 1959, κεφ. VI, σ. 205-275, Ιδιαίτερα σ. 269).
128
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣIΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Άλλά εκτός άπό αυτά τά γενικά ιστορικά επιχειρήματα, υπάρχουν δεδομένα πού αναφέρονται στήν ουσία τού ζητήμα τος. Υπάρχει τό σημαντικό γεγονός ότι στίς λογικές πραγμα τείες τοϋ Αριστοτέλη όλα σχεδόν τά παραδείγματα γιά τή θε μελίωση καί επεξήγηση τής Λογικής αντλούνται άπό τή γεω μετρία. Καί πραγματικά, τά αντικείμενα τών μαθηματικών έχουν γιά τόν Αριστοτέλη τούτο τό αναμφισβήτητο πλεονέκτημα σέ σύγκριση μέ τά οργανικά όντα πού γνωρίζουμε άπό τήν εμ πειρία: είναι αποτέλεσμα αφαίρεσης άπό τά αισθητά αντικεί μενα τής εμπειρίας. Ό π ω ς εξηγάει ό ίδιος ό Αριστοτέλης, «αντικείμενο... τής μελέτης τών μαθηματικών επιστημών είναι οί έννοιες, καί όχι μιά οποιαδήποτε υλική βάση. Γιατί άν καί ή γεωμετρία εξετά ζει μιάν ορισμένη υλική βάση, δέν τήν εξετάζει σάν τέτοια». Καί σέ άλλο σημείο προσθέτει ότι ή επιστήμη πού δέν έχει νά κάνει μέ τήν υλική βάση «είναι ακριβέστερη καί ανώτερη άπό εκείνη πού έχει νά κάνει μ' αυτήν, όπως είναι, λογουχάρη, ή αριθμητική σέ σύγκριση μέ τήν αρμονία». Βέβαια, βάση αυ τής τής επιστήμης καί τών εννοιών της είναι ή φυσική πρα γματικότητα. Πρόκειται γιά τήν υλιστική εκείνη βάση τών μα θηματικών αφαιρέσεων πού επισήμανε καί εκτίμησε στόν Αριστοτέλη ό Λένιν. Ωστόσο ή άμεση πραγματικότητα τών μαθηματικών αντικειμένων γιά τήν επιστήμη, όπως τήν κατα λαβαίνει ό Αριστοτέλης, δέν βρίσκεται πιά στή φυσική τους ύλη, άλλά, άν μπορούμε νά εκφραστούμε έτσι, μόνο στή λο γική τους ύλη: είναι ή ενότητα τού γένους καί τού καθοριστι κού γιά τό είδος γνωρίσματος πού συλλαμβάνονται μέ τή νόηση, καί όχι μέ τήν αίσθηση. Αυτή ακριβώς ή ενότητα απο τελεί τή βάση τής απαγωγής τών αυθαίρετων ιδιοτήτων τών μαθηματικών αντικειμένων. Γιά τόν λόγο αυτό ό Αριστοτέλης 104
105
104 105
Αναλυτικά Αναλυτικά
ύστερα I 13 79 Η. ύστερα, I 27 87α.
Η ΛΟΓΙΚΗ
ΤΟΥ
129
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
θεωρεί άπό μιά ορισμένη άποψη τά μαθηματικά αντικείμενα σάν κατώτερα άπό τούς καθαρούς «τύπους», ακριβώς γιατί τά αντικείμενα τών μαθηματικών είναι μόνο αφαιρέσεις καί δέν έχουν ατομική οντότητα στήν ϊδια τήν πραγματικότητα, άλλά μόνο στή σκέψη. Δέν έχουν οντότητα πού διαρκεί, άλλά ανα παράγονται κάθε φορά καί όσο συχνά θέλουμε μέσω τού ορι σμού. Απεναντίας, οί αληθινοί «τύποι» διακρίνονται ό καθέ νας άπό ατομική ουσιαστική οντότητα, πού δέν γεννιέται άπό τήν άρχή κάθε φορά πού δίνεται ό ορισμός τους. Έ ν ώ όμως παραδέχεται τήν αντιληπτή μέ τή νόηση πραγμα τικότητα τών αντικειμένων τών μαθηματικών, χάρη στήν οποία ό μαθηματικός συλλογισμός αποτελεί φυσιολογικό «υλικό» γιά τήν αποκάλυψη τής φύσης τών λογικών πράξεων καί τύπων, ό Αριστοτέλης αγωνίζεται κατά τής πλατωνικής ιδεαλιστικής — αντίληψης γιά τά μαθηματικά. Υπονοώντας τούς πλατωνικούς καί προπαντός τόν ίδιο τόν Πλάτωνα, παρατηρεί μέ αποδοκιμασία ότι τά μαθηματικά «έχουν γίνει γιά τούς συγκαιρινούς [στοχαστές] φιλοσοφία» («γέγονε τά μαθήματα τοίς νϋν ή φιλοσοφία»). Στήν αντίληψη τού πλατωνισμού ό Αριστοτέλης καταδικάζει τή θεωρία τοϋ Πλά τωνα γιά τή μέση θέση τών μαθηματικών ανάμεσα στόν κόσμο τών «ιδεών» πού συλλαμβάνει ή νόηση καί τόν κόσμο τών πραγμάτων πού συλλαμβάνουν οί αισθήσεις: γιά νά αναγάγει τήν πολυμορφία καί τή μεταβλητότητα τών αισθητών πραγμά των στήν ενότητα καί ταυτότητα τού Λόγου, ό Πλάτων εισάγει τή μεσολαβητική λειτουργία τών μαθηματικών αντικειμένων. Έτσι, τά μαθηματικά γίνονται γιά τόν Πλάτωνα μέσο ή εργα λείο τής γνώσης. Απεναντίας, γιά τόν Αριστοτέλη τά μαθη ματικά δέν είναι «όργανον», εργαλείο τής γνώσης, άλλά ή ϊόια ή γνώση, όπως φανερώνεται ή αποκαλύπτεται. Γιά τόν Α ρ ι στοτέλη «όργανον» τής γνώσης δέν είναι τά μαθηματικά, άλλά τά «αναλυτικά», δηλαδή ή Λογική. Ό χ ι μόνο τά μαθηματικά, 106
106 Μετά τά φυσικά, 9
991 α, 32-33.
130
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ IΑ ΡΙΣ ΤΟ ΤΕΑ ΗΣ
άλλά καί κάθε επιστήμη (γνώση) είναι σφαίρα εφαρμογής τοϋ «οργάνου». Έξαλλου οί σχέσεις ανάμεσα στίς έννοιες τής επιστήμης, όπως τήν καταλαβαίνει ό Αριστοτέλης, είναι σχέσεις λογικές. Ή επιστήμη αποβλέπει στή γνώση τών ιδιοτήτων πού χαρα κτηρίζουν τό καθέκαστο ή ουσιαστικό όν. Άλλά οί ιδιότητες τού Αριστοτέλη, όπως καί οί ουσίες του, είναι στό επίπεδο τής επιστήμης λογικές ουσίες πού ανάμεσα τους υπάρχει μιά σχέση ή διαβάθμιση υπαγωγής. Ανάμεσα σέ όλες αυτές τίς έννοιες πρέπει νά εξακριβωθεί ή λογική τους σχέση. Σέ τελική ανάλυση ό πραγματικός κόσμος τής γνώσης είναι ό κόσμος όπου δρά ό «νούς». Γιά τόν Αριστοτέλη ό νους, (ή νόηση) είναι πιό αληθινός ακόμα καί άπό τήν ίδια τήν επι στήμη. Γι' α υ τ ό ό νους μπορεί νά έχει σάν αντικείμενο του τίς αρχές τής γνώσης. Ή επιστήμη, όπως καί ό νούς, μάς δίνει τήν αλήθεια, καί κανένα άλλο είδος γνώσης, έκτος άπό τόν νού, «δέν είναι ακριβέστερο άπό τήν επιστήμη», «δέν μπορεί νά είναι πιό αληθινό». Κάθε επιστήμη όμως θεμελιώνεται σέ αποδείξεις· καί οί αρχές τών αποδείξεων είναι πιό γνωστές άπό τίς ίδιες τίς αποδείξεις. Ά φ ο ϋ ή άρχή τής απόδειξης δέν είναι πιά από δειξη, έπεται ότι ή επιστήμη δέν μπορεί νά είναι ή άρχή τής επιστήμης. Τέτοια άρχή μπορεί νά είναι μόνο ή νόηση, τό μόνο, έκτος άπό τήν επιστήμη, είδος αληθινής γνώσης. Ή θεωρία τής γνώσης τού Αριστοτέλη, όπως καί ή θεωρία του γιά τούς «τύπους», είναι θεωρία αντικειμενικού ιδεαλισμού. 107
108
107 Μετά τά φυσικά, 108 Στό Ϊόιο.
991 α, 32-33.
8. ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ Ή δραστηριότητα τοϋ Αριστοτέλη δέν ανήκει μόνο στήν ιστορία τής φιλοσοφίας, άλλά καί στήν ιστορία τής επιστήμης. Στόν κύκλο τών επιστημών, πού μέ τήν επεξεργασία τους, ή ακόμα καί μέ τή δημιουργία τους, ασχολήθηκε ό Αριστοτέλης, τήν πρώτη θέσει κατέχει ή Λογική. Ό Αριστοτέλης είναι ό δημιουργός ενός πρωτότυπου καί μέ εξαιρετική επιμέλεια επεξεργασμένου λογικού συστήματος, πού μέσα άπό τήν ανά πτυξη του καί τήν ερμηνεία του άπό μέρους τών μεταριστοτελικών αρχαίων λογικών, καθώς καί τών λογικών τής φεου δαρχικής περιόδου, άσκησε τεράστια επίδραση στήν ανάπτυξη τής επιστήμης τής λογικής. Εφόσον ή Λογική είναι ειδική επιστήμη γιά τόν συλλογισμό καί τήν απόδειξη, στήν εργασία αυτή, πού έχει ίστορικόφιλοσοφικό χαρακτήρα, δέν μπορεί νά παρουσιαστεί κάποια διεξοδική εξέταση τών ειδικών λογικών θεωριών τοϋ Αριστο τέλη.Έξαλλου μιά τέτοια εξέταση θά ήταν υποχρεωτικά δυσα νάλογα εκτεταμένη. Γιά μιά σειρά ιστορικά διαμορφωμένους λόγους, ακόμα καί γιά τούς ειδικούς τής Λογικής δέν είναι εύκολο νά αποκαταστήσουν τό ακριβές νόημα, τό νόημα πού εκφράζει τήν ιστορική πραγματικότητα τών λογικών θεωριών
132
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣ/Α
ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
τού Αριστοτέλη. Αυτό πού στόν 19ο αιώνα (ένμέρει καί στόν 20ό αιώνα) θεωρούνταν σάν Λογική τού ϊδιου τού Αριστο τέλη ήταν αποτέλεσμα μιας όχι αρκετά ακριβούς διάκρισης αυτής τής Λογικής άπό τή λεγόμενη παραδοσιακή τυπική Λο γική. Ά π ό τήν άλλη μεριά, ή χαρακτηριστική γιά τόν 19ο αιώνα κατάπτωση τής θεωρίας τής Λογικής, ή ανάμιξη τών λογικών θεωριών μέ τίς μεταφυσικές κατασκευές τής ιδεαλι στικής — συχνότερα έκλεκτικιστικής ή θετικιστικής — φιλοσο φίας, δυσχέραιναν εξαιρετικά τήν όρθή ιστορική καί θεωρη τική αξιολόγηση τού μεγάλου λογικού έργου τού Αριστοτέλη. Μιά τέτοια αξιολόγηση μπορεί νά είναι ιστορικά θεμελιωμένη καί σωστή μόνο μέ τήν προϋπόθεση τής σαφούς καί ακριβούς κατανόησης τής ουσίας τής τυπικής Λογικής. Καί μιά τέτοια κατανόηση είναι δυνατή μόνο στή βάση μιας σαβαρής γνώσης τών θεωριών τής νεοοτατης μαθηματικής Λογικής. Ακριβώς ή μαθηματική Λογική είναι πού μάς έδωσε τή δυνατότητα νά απαντήσουμε στό ερώτημα, τί είναι ή τυπική Λογική, καί συνεπώς υπέδειξε τό κριτήριο γιά τήν αξιολόγηση τών σπου δαιότερων φαινομένων στήν ιστορία αυτής τής επιστήμης. Τό παραπάνω ισχύει απόλυτα καί γιά τή Λογική τού Α ρ ι στοτέλη. Ουσιαστικά ή πραγματική μελέτη καί κατανόηση τής Λογικής τού Αριστοτέλη μόλις τώρα αρχίζει. Μιά εξαιρετική συμβολή σ' αυτή τή μελέτη πρόσφερε ό Πολωνός λογικός Γ. Λουκασιέβιτς, ιδιαίτερα στήν εργασία του « Ή αριστοτελική συλλογιστική άπό τή σκοπιά τής σύγχρονης τυπικής Λογικής». Σπουδαιότατο μέρος τής Λογικής τού Αριστοτέλη είναι ή θεωρία τού συλλογισμού καί τής απόδειξης. Άλλά στήν ανά πτυξη τής μεταριστοτελικής Λογικής έχει επιδράσει επίσης καί ή διδασκαλία του γιά τήν έννοια καί τήν πρόταση (κρίση). Ό Αριστοτέλης δέν έχει αφιερώσει στή θεωρία τής έννοιας κάποια ειδική έρευνα. Ά λ λ ά τά στοιχεία γιά τόν χαρακτηρι σμό τής διδασκαλίας του γιά τήν έννοια υπάρχουν στά «Ανα λυτικά» καί στά «Τοπικά». Δεδομένου ότι ή Λογική τού Αριστοτέλη είναι κυρίως Λο-
ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ
133
γική όρων, ό ορισμός τής φύσης τής έννοιας καί τών σχέσεων ανάμεσα στίς έννοιες αποτέλεσαν αντικείμενο τής προσοχής του. Ιδιαίτερη σημασία είχε γι' αυτόν ή εξακρίβωση τών ιδιο τήτων τού γενικού. Στή διδασκαλία γιά τό γενικό, όπως καί στά άλλα μέρη τής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλη, τό λογικό βρίσκεται σέ εξάρτηση άπό τό οντολογικό. Τό γενικό ορίζεται ώς αυτό πού άφορα πολλά αντικείμενα λόγω τής φύσης τους. Αυτό πού σέ μεγάλο βαθμό άφορα τό Ουσιαστικό μάς δίνει τήν έννοια τού γένους. Αυτό πού συνδέεται μέ τό γένος καί μπορεί νά συναχθεί άπό τό γένος είναι ιδιότητα. Ά ν ή ιδιό τητα άπό τή φύση της κάνει μιά ολόκληρη ομάδα αντικειμέ νων τού γένους νά διαφέρει άπό άλλη ή άπό άλλες ομάδες, τότε ή τέτοια ιδιότητα μάς δίνει τήν έννοια τού είδους. Ά ν στίς ιδιότητες τού γένους καί τού είδους προσθέσουμε τήν ιδιότητα τού καθέκαστου αντικειμένου πού τό ξεχωρίζει καί τό κάνει νά διαφέρει άπό κάθε άλλο, τότε μιά τέτοια ιδιότητα μάς δίνει τήν έννοια αυτού πού ανήκει αποκλειστικά στό αντικείμενο, τού ιδιαίτερου γνωρίσματος του (τής καθαυτότητάς του). Καμιά έννοια δέν μπορεί νά είναι, σύμφωνα μέ τόν Αριστο τέλη, απόλυτα αντίστοιχη μέ τό αντικείμενο της. Σέ κάθε ξε χωριστό αντικείμενο, εκτός άπό τίς ιδιότητες πού τό χαρακτη ρίζουν, υπάρχει καί κάποιο ακαθόριστο υπόστρωμα («υπο κείμενο»), στό οποίο έχει τίς ρίζες της καί τή βάση της ή ιδιό τητα πού κάνει αυτό τό αντικείμενο νά διαφέρει άπό τά άλλα. Αυτό τό «υποκείμενο» είναι πιά αυτό καθεαυτό απροσδιόρι στο, δέν μπορεί νά εκφραστεί μέ έννοια. Γι' αυτό ακριβώς, τό καθέκαστο αντικείμενο δέν μπορεί νά εξαντληθεί άπό τήν έν νοια καί νά απεικονιστεί άπ' αυτήν μέ απόλυτη αντιστοιχία. Τίς ίδιες ιδιότητες μπορούν νά τίς έχουν πολλά «υποκείμε να». Γι' αυτό, όσο συγκεκριμένη κι άν είναι ή έννοια, μπο ρούμε νά κατατάξουμε σ' αυτήν, τουλάχιστο νοερά, πολλά αντικείμενα. Τίς ιδιότητες πού κάνουν τά κατ' αίσθηση αντιληπτά άντι-
134
Β. Φ. ΑΣ Μ ΟΥΣ / Α ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
κείμενα νά διαφέρουν τό ένα άπό τό άλλο ό Αριστοτέλης τίς ονομάζει τυχαίες ιδιότητες. Αυτές τίς ξεχωρίζει άπό τίς ιδιαί τερες ιδιότητες, τίς ιδιομορφίες. Ά ν καί οί τελευταίες ανή κουν σέ όλα τά αντικείμενα, ωστόσο δέν περιλαμβάνονται στήν έννοια τοϋ είδους, άλλά χαρακτηρίζουν τά αντικείμενοι σάν συστατικά τοϋ είδους. Ή έννοια, παρμένη χωριστά, δέν σχηματίζει πρόταση. Άλλά καί ή άπλή ένωση εννοιών δέν είναι επίσης ακόμα λό γος. Γιά νά γεννηθεί ό λόγος, χρειάζεται νά γεννηθεί ή πρότα ση. Αυτό γίνεται όταν ή ένωση τών εννοιών περιέχει κατά φαση τού ενός γιά κάτι άλλο ή άρνηση. Έκεϊ πού έγινε αυτό, υπάρχει πρόταση (κρίση). Ό Αριστοτέλης ταξινομεί τίς προτάσεις χωρίζοντας τες σέ τέσσερεις ομάδες. Τήν πρώτη άπ' αυτές τήν αποτελούν οί, καταφατικές καί αρνητικές («άποφατικές») προτάσεις: στίς πρώτες οί έννοιες ενώνονται, στίς δεύτερες διαχωρίζονται ή μιά άπό τήν άλλη. Τή δεύτερη ο μ ά δ α τήν αποτελούν οί αληθι νές καί ψευδείς προτάσεις. Γιά τή Λογική τού Αριστοτέλη, καί ειδικότερα γιά τή θεωρία του τών συλλογισμών καί τής απόδειξης, ή διάκριση τών αληθινών καί ψευδών προτάσεων είναι θεμελιακή. Στή θεμελίωση αυτής τής διάκρισης εκδηλώ νεται ή προτεραιότητα τής οντολογικής πλευράς: αληθινές προτάσεις ονομάζει ό Αριστοτέλης εκείνες, στίς όποιες βε βαιώνεται ή ένωση τών εννοιών έτσι όπως είναι ή ένωση τών αντικειμένων τους στήν πραγματικότητα, ή ό διαχωρισμός τών εννοιών έτσι όπως είναι ό διαχωρισμός τών αντικειμένων τους στήν πραγματικότητα. Ψευδείς ονομάζει, απεναντίας, εκείνες, όπου είτε ενώνεται α υ τ ό πού είναι στήν πραγματικότητα δια χωρισμένο, είτε διαχωρίζεται αυτό πού είναι στήν πραγματι κότητα ενωμένο. Ό συνδυασμός τών δύο αυτών βάσεων ταξινόμησης τών προτάσεων μάς δίνει τή διαίρεση τους σέ τέσσερεις ομάδες: 1) καταφατικές αληθινές, 2) αρνητικές αληθινές, 3) καταφατικές ψευδείς, 4) αρνητικές ψευδείς.
ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ
135
Ή τρίτη βάση γιά τήν ταξινόμηση τών προτάσεων καθορί ζεται άπό τόν χαρακτήρα τής γενικότητας τους. Αυτό πού διατυπώνεται στήν πρόταση μπορεί νά άφορα ένα αντικείμενο ή πολλά. Ή πρόταση πού άφορα ενα αντικείμενο είναι μονα δική. Ή πρόταση πού άφορα όλα τά αντικείμενα ενός ορισμέ νου είδους είναι γενική. Ή πρόταση πού άφορα όχι όλα, άλλά μερικά αντικείμενα τού είδους, είναι μερική. Έκτος άπ' αυτές, ό Αριστοτέλης ξεχωρίζει καί τίς προτάσεις πού αποκαλεί αδιόριστες. Είναι οί προτάσεις πού δέν δείχνουν καθαρά σέ ποιό ακριβώς τμήμα τής τάξης τών αντικειμένων αναφέρον ται: λχ. «ή ηδονή δέν είναι αρετή». Ή τέταρτη βάση γιά τήν ταξινόμηση τών προτάσεων είναι ή ικανότητα τους νά είναι προτάσεις δυνατότητας, πραγματικό τητας καί αναγκαιότητας. Στή διάκριση αυτών τών τριών ει δών προτάσεων παίρνεται υπόψη όχι ή σχέση τού νοούμενου πρός τή δική μας νόηση, άλλά ή ικανότητα τής πρότασης νά απεικονίζει μιά πραγματική κατάσταση, δηλαδή κάτι πού άφορα στήν ίδια τήν ουσία τών αντικειμένων. Μέ τήν έννοια αυτή, λογουχάρη, δυνατό θεωρείται όχι αυτό πού αναγνωρί ζεται σάν τέτοιο, άλλά αυτό πού είναι δυνατό αυτό καθεαυτό. Ό Αριστοτέλης ξεχωρίζει τρία είδη τού δυνατού. Είναι, πρώτο, τό δυνατό μέ τή συνηθισμένη έννοια — δηλαδή αυτό πού, ένώ είναι ένα, μπορεί νά γίνει άλλο. Καθετί πού μπορεί νά γίνει άλλο, μπορεί νά οριστεί σάν αυτό τό άλλο — «δυνά μει». Δεύτερο, είναι τό δυνατό πού στήν πραγματικότητα υπάρχει μόνο σάν πραγματικό. Εφόσον είναι πραγματικό, εί ναι καί δυνατό, ωστόσο ποτέ δέν συναντάται σάν δυνατό, άλλά μόνο σάν πραγματικό. Τέτοια είναι, λογουχάρη, τά άστρα τού ουρανού. Είναι αιώνια, δέν έχουν προκύψει άπό καμιά προηγούμενη κατάσταση καί δέν μπορούν νά περάσουν σέ καμιά άλλη κατάσταση. Ή πραγματικότητα είναι τό μονα δικό είδος ύπαρξης πού προσιδιάζει σ' αυτά. Τρίτο, υπάρχει τό δυνατό πού παραμένει αιώνια μόνο δυνατό καί δέν μετα τρέπεται ποτέ σέ πραγματικότητα. Τέτοιο είναι, λογουχάρη,
136
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ IΑ ΡΙΣΤΟ
ΤΕΛΗΣ
ένα μέγεθος μεγαλύτερο άπό κάθε άλλο μέγεθος. Δέν μπο ρούμε νά μήν τό παραδεχτούμε σάν δυνατό, άλλά δέν μπορεί νά γίνει πραγματικό: όσο μεγάλο κι άν είναι, ωστόσο, μόλις τό εκφράσουμε μέ έναν ορισμένο αριθμό, βλέπουμε ότι μέ κάποια πρόσθεση σ' αυτό μπορούμε νά έχουμε έναν ακόμη μεγαλύ τερο αριθμό. Τό κεντρικό, τό πιό επεξεργασμένο καί τό πιό πρωτότυπο μέρος τής Λογικής τού Αριστοτέλη είναι ή θεωρία τοϋ συλλο γισμού καί ή θεωρία τής απόδειξης. Στή διδασκαλία γιά τόν συλλογισμό ό ίδιος ό Αριστοτέλης θεωρούσε τόν εαυτό του πρωτοπόρο καί ομολογούσε ότι γιά τή δημιουργία αυτής τής θεωρίας μόχθησε πολύ. Ό Αριστοτέλης είναι ό θεμελιωτής τής τυπικής Λογικής. Καί μπόρεσε νά γίνει ό θεμελιωτής της, επειδή έκανε μιά θε μελιακή γιά όλη τή Λογική ανακάλυψη. Ερευνώντας τή δομή τών συλλογισμών, υποδηλώνει όλους τούς όρους τους μέ γράμματα τοϋ αλφαβήτου, δηλαδή εισάγει στή Λογική τίς μεταβλητές. Ή δ η ό αρχαίος σχολιαστής τού Αριστοτέλη Αλέξανδρος Άφροσιδιεύς είχε δείξει σωστά τόν σκοπό αυτής τής καινοτομίας: ό Αριστοτέλης, όπως γράφει ό Γ. Λουκασιέβιτς, «παρουσίασε τή θεωρία του μέ τή μορφή γραμμάτων, «στοιχείων», γιά νά δείξει ότι τό συμπέρασμα τό βγάζουμε όχι ώς επόμενο τού περιεχόμενου τών προκείμενων προτάσεων, άλλά ώς επόμενο τής μορφής τους καί τού συνδυασμού τους: τά γράμματα είναι σύμβολα γενικότητας καί δείχνουν ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα έπεται πάντοτε, όποιον όρο καί άν διαλέ ξουμε» . Λογουχάρη: « Ά ν τό Α αναφέρεται σέ κάθε Β καί τό Β αναφέρεται σέ κάθε Γ, τότε τό Α αναφέρεται σέ κάθε Γ». Αυτή τή λειτουργία τών μεταβλητών στή Λογική τοϋ Αριστο τέλη τήν έχει χαρακτηρίσει πολύ εύστοχα ένας άλλος αρχαίος σχολιαστής ό Ιωάννης Φιλόπονος: «Δίνεις απλώς ένα γενικό 109
109 Γ.Λουκασιέβιτς, Ή αριστοτελική χρονης τυπικής Λογικής, σελ. 42.
συλλογιστική
άπό τή σκοπιά τής σύγ
137
ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ
κανόνα, χρησιμοποιώντας γράμματα αντί γιά τούς όρους ... τόν γενικό λόγο τόν ανατρέπει καί ένα μόνο παράδειγμα. Ό τ α ν αναζητούμε ένα γενικό κανόνα, χρειάζεται είτε νά εξε τάσουμε όλες τίς επιμέρους περιπτώσεις (πράξη αδύνατη καί ατέλειωτη), εϊτε νά αποκτήσουμε βεβαιότητα χάρη στόν γενικό κανόνα. Τώρα αυτός ό γενικός κανόνας εκφράζεται μέ γράμ ματα: μπορούμε νά τά χρησιμοποιούμε, αντικαθιστώντας ελεύθερα τά γράμματα μέ οποιονδήποτε υλικό ό ρ ο » . Ά π ' αυτή τήν αντίληψη τών μεταβλητών απορρέει όλος ό χαρακτήρας τής Λογικής τού Αριστοτέλη. Ή Λογική αυτή δέν είναι μιά συγκεκριμένη διδασκαλία γιά συγκεκριμένα πράγματα ή όρους, δέν είναι διδασκαλία γιά τόν «άνθρωπο», τόν «θάνατο» καί τόν «Σωκράτη» («όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί» — «ό Σωκράτης είναι άνθρωπος» — «άρα, ό Σωκράτης είναι θνητός»). Ή Λογική είναι ή επιστήμη γιά τούς νόμους τών συλλογισμών πού εκφράζονται μέ μεταβλητές, καί όχι ή επιστήμη γιά τήν εφαρμογή αυτών τών νόμων σέ παραδεί γματα ή σέ συγκεκριμένους όρους. Ό συλλογισμός τοϋ Α ρ ι στοτέλη δέν είναι συμπέρασμα τού τύπου: «Κάθε Β είναι Α κάθε Γ είναι Β - άρα, κάθε Γ είναι Α». Μόνο κάτω άπό τήν επίδραση τής Λογικής τών Στωικών ό συλλογισμός τού Α ρ ι στοτέλη ερμηνεύτηκε σάν συμπέρασμα αυτού τού είδους. Στόν ίδιο τόν Αριστοτέλη ό συλλογισμός είναι συνεπαγωγή τού παραπάνω τύπου: 110
"Αν τό Α ανήκει σέ κάθε Β καί τό Β ανήκει σέ κάθε Γ, τότε τό Α ανήκει σέ κάθε Γ. Αυτό είναι τό ορθό παράδειγμα τού αριστοτελικού συλλο γισμού. Σ' αυτό οί δύο προκείμενες προτάσεις πού αποτελούν σύζευξη, συγκροτούν τό ηγούμενο τού συλλογισμού. Ή πρώτη 110 Στό Ϊόιο, σελ. 43, υποσημείωση
138
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣIΑΡΙΣΤΟΤΕΑΗΣ
πρόταση είναι: « Ά ν τό Α ανήκει σέ κάθε Β». Ή δεύτερη: «Τό Β ανήκει σέ κάθε Γ». Τό επόμενο αυτής τής συνεπαγωγής εί ναι: «Τό Α ανήκει σέ κάθε Γ». Ό γενικός τύπος όλης τής συνεπαγωγής είναι: « Ά ν α καί β, τότε καί γ». Στήν παραδο σιακή λογική βιβλιογραφία, μέχρι καί τίς τελευταίες δεκαε τίες, αυτός ό χαρακτήρας τής αριστοτελικής θεωρίας τού συλ λογισμού δέν είχε κατανοηθεί σωστά: ό συλλογισμός θεωρούν ταν σάν συμπέρασμα, ένώ στόν ίδιο τόν Αριστοτέλη δέν εμ φανίζεται πουθενά σάν συμπέρασμα μέ τή λέξη «άρα». Ή διάκριση τού συλλογισμού τοϋ Αριστοτέλη άπό τόν συμπερασμό τής παραδοσιακής Λογικής έχει σπουδαία σημα σία. Ό συλλογισμός τού Αριστοτέλη είναι πρόταση καί γι' αυτό μπορεί νά είναι είτε αληθινός, είτε ψευδής. Απεναντίας, ό παραδοσιακός συλλογισμός, σάν συμπέρασμα, μπορεί νά εί ναι ορθός ή μή ορθός, άλλά δέν μπορεί νά είναι αληθινός ή •ψευδής, επειδή δέν είναι μιά πρόταση, άλλά σειρά προτάσεων πού δέν ενώνονται σέ μιά μορφή ενότητας. Δεδομένου ότι ή παραπάνω διάκριση ανάμεσα στόν αριστο τελικό συλλογισμό καί τήν αντίληψη τής παραδοσιακής Λογι κής γι' αυτόν, σάν συμπερασμού, δέν γινόταν μέχρι τελευταία, έχει δίκιο ό Λουκασιέβιτς, όταν λέει ότι «μέχρι σήμερα ακόμα δέν έχουμε μιά έκθεση τής γνήσιας αριστοτελικής Λογικής» . Ή μορφή τού συλλογισμού χαρακτηρίζεται άπό τόν αριθμό τών μεταβλητών, άπό τή διάταξη τους, καθώς καί άπό τίς λε γόμενες λογικές σταθερές. Δύο άπό αυτές δέν αποτελούν ει δικά χαρακτηριστικά τής αριστοτελικής Λογικής καί είναι μέ ρος τού ευρύτερου καί βασικού λογικού συστήματος. Είναι οί συνδέσεις πού εκφράζονται μέ τούς συνδέσμους «καί» καί «άν». Έκτος άπ' αυτές, υπάρχουν άλλες τέσσερεις σταθερές πού είναι ειδικά χαρακτηριστικές τού λογικού συστήματος τού Αριστοτέλη. Είναι οί σχέσεις ανάμεσα στους γενικούς όρους: 111
111 Γ. Λουκασιέβιτς, Ή αριστοτελική χρονης τυπικής Λογικής, σελ 60.
συλλογιστική
άπό τή σκοπιά τής σύγ
ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ
139
1) «τό νά ανήκει κάτι σέ όλα», 2) «τό νά μήν ανήκει σέ κανέ να», 3) «τό νά ανήκει σέ μερικά», 4) «τό νά μήν ανήκει σέ μερικά». Στή σχολαστική Λογική αυτές οί σχέσεις υποδηλώ νονταν αντίστοιχα μέ τά λατινικά σύμβολα Α,Ε,Ι καί Ο. Πάνω στίς τέσσερεις αυτές σχέσεις, μέ τή μεσολάβηση τών συνδέ σμων «καί» καί «άν», στηρίζεται όλη ή θεωρία τού συλλογι σμού τοϋ Αριστοτέλη. Ή θεωρία αυτή είναι σύστημα αληθι νών προτάσεων ή, σύμφωνα μέ τήν ορολογία τού Λουκασιέβιτς, «θέσεων» πού αφορούν τίς σταθερές Α,Ε,Ι, καί Ο . Ή αριστοτελική Λογική προϋποθέτει τήν εφαρμογή της μόνο σέ γενικούς όρους, όπως τό «ζώο» ή τό «θηλαστικό». Άλλά ουσιαστικά καί αυτοί οί γενικοί όροι δέν χαρακτηρί ζουν τό ίδιο τό λογικό σύστημα του, άλλά μόνο τή σφαίρα εφαρμογής του. Τό λογικό σύστημα τού Αριστοτέλη εμπεριέ χει μόνο εκφράσεις μέ μεταβλητά επιχειρήματα καί τίς αρνή σεις τους. Στή Λογική τού Αριστοτέλη (ή ακριβέστερα., στή θεωρία γιά τό συλλογισμό) δέν υπάρχουν ούτε μοναδικοί, ούτε κενοί όροι, ούτε ποσοτικοί προσδιορισμοί. 112
113
112 Στό ϊδιο, σελ. 57. 113 Οί αντιρρήσεις πού έχει προβάλει άπ' αυτήν τήν άποψη στόν Γ. Λουκασιέβιτς ό Π.Σ. Ποπόφ, άπ' αφορμή τόν χαρακτηρισμό του γιά τή Λογική τοϋ Αριστοτέλη, βασίζονται σέ μιά λυπηρή παρεξήγηση. Στήν εισαγωγή του γιά τή ρωσική έκδοση τοϋ βιβλίου τού Γ. Λουκασιέβιτς (σελ. 19) ό Π.Σ. Ποπόφ, νουθετώντας τόν συγγραφέα, τονίζει ότι ό Αριστοτέλης «εντοπίζει ξακάθαρα καί προτάσεις μέ μοναδικά κατηγορούμενα, όπως «αυτό τό άσπρο, είναι ό Σωκράτης» ή «αυτός πού έρχεται είναι ό Καλλίας». Ά λ λ ά ό Γ. Λουκασιέβιτς δέν αρνείται καθόλου ότι υπάρχουν στόν Αριστοτέλη τέτοιες προτάσεις. "Οταν λέει ότι στήν αριστοτελική λογική «δέν βρέθηκε θέση γιά τούς μοναδι κούς όρους καί προτάσεις» (σελ. 40), ό Γ. Λουκασιέβιτς έχει υπόψη του όχι τίς ξεχωριστές προτάσεις, άλλά τήν αριστοτελική θεωρία τοϋ συλλογισμού, Οπου ό συλλογισμός εξετάζεται σάν αληθινός συλλογισμός. Ό σ ο γιά τό σημείο όπου ό Γ. Λουκασιέβιτς απευθύνει τήν παραπάνω μομφή στόν Αριστοτέλη, έκεϊ αυτός εξηγεί τούς λόγους, γιά τούς οποίους ό Αριστοτέλης απέκλεισε τούς μοναδικούς όρους άπό τή θεωρία τοϋ συλλογισμού.Σύμφωνα μέτήν εξή γηση τοϋ Γ. Λουκασιέβιτς, ό Αριστοτέλης απέκλεισε άπό τό σύστημα του «ακριβώς εκείνους τούς όρους πού, κατά τή γνώμη του, δέν μπορούσαν νά παίξουν τόν ρόλο υποκειμένων καί κατήγορου μένων αληθινών προτάσεων.
140
Β. Φ. ΑΣΜΟΥΣ/Α
ΡΙΣΤΟ
ΤΕΛΗΣ
Αναλύοντας τίς μορφές τού συλλογισμού, ό Αριστοτέλης ξεχώρισε τρία βασικά είδη (τρία «σχήματα»), στά όποια μπο ρούν νά αναχθούν όλοι οί ξεχωριστοί «τρόποι» του, δηλαδή όλες οί περιπτώσεις, μέ τίς διαφορές τους στά μέλη τής σύζευ ξης πού συγκροτεί τό ηγούμενο καί στό επόμενο. Ή αρχή πού χρησιμοποίησε σάν βάση ό Αριστοτέλης γιά τόν διαχωρισμό τών τρόπων συλλογισμού σέ σχήματα ήταν ή θέση τού μέσου όρου σάν υποκείμενου ή κατηγορούμενου τών προτάσεων. «Αναγνωρίζουμε — λέει — τό σχήμα άπό τή θέση τού μέσου όρου» . Σκοπός τού συλλογισμού είναι νά θεμελιώσει τή σχέση τού Α καί τού Β. Γιά νά γίνει αυτό χρειάζεται νά βρούμε κάτι κοινό γιά τό Α, καί γιά τό Β. Αυτό μπορούμε νά τό βρούμε μέ τρεις τρόπους: 1) μέ τήν κατάφαση τού Α σέ σχέση μέ τό Γ καί τού Γ σέ σχέση μέ τό Β, 2) μέ τήν κατάφαση τού Γ σέ σχέση μέ τό Α καί τό Β, 3) μέ τήν κατάφαση τού Α καί τού Β σέ σχέση μέ τό Γ. « Ά π ό έδώ γίνεται φανερό — εξη γεί ό Αριστοτέλης — ότι κάθε συλλογισμός διαμορφώνεται μέ βάση κάποιο άπ' αυτά τά σχήματα». Σ' αυτό τό σχήμα τό Α είναι τό κατηγορούμενο τής συλλογιστικής κατάληξης, τό Β τό υποκείμενο της καί τό Γ - ό μέσος όρος της. Στό πρώτο σχήμα ό μέσος όρος είναι υποκείμενο σέ σχέση μέ τό Α (τόν «μείζονα» όρο) καί κατηγορούμενο σέ σχέση μέ τό Β (τόν «ελάσσονα» όρο). Στό δεύτερο σχήμα ό μέσος όρος είναι κα τηγορούμενο καί στό τρίτο υποκείμενο σέ σχέση καί μέ τόν μείζονα καί μέ τόν ελάσσονα όρους. Στή διδασκαλία τοϋ Αριστοτέλη γιά τούς όρους τού συλλο γισμού δέν είναι όλα διατυπωμένα μέ άμεμπτη ακρίβεια. Μιά άπό τίς εξηγήσεις πού δίνει μπορεί νά προκαλέσει τή σκέψη ότι στόν μείζονα όρο περιέχεται ό μέσος καί στόν μέσο ό 114
115
Γιά τήν αριστοτελική συλλογιστική είναι ουσιαστικό τό ότι ό ίδιος όρος μπο ρεί νά χρησιμοποιηθεί, χωρίς κανένα περιορισμό, καί σάν υποκείμενο καί σάν κατηγορούμενο» (σελ. 41). 114 Αναλυτικά 115 Αναλυτικά
πρότερα, πρότερα,
I 32, 47, 13. I 23, 41&.
ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ
141
έλάσσων. Αυτό όμως δέν μπορεί νά ισχύει γιά όλους τούς τρόπους τού πρώτου σχήματος, άλλά μόνο γιά έναν άπ' α υ τούς, μέ συγκεκριμένους όρους καί αληθινές προκείμενες προ τάσεις, όπως: 'Άν όλα τά πουλιά είναι ζωντανά όντα καί όλα τά κοράκια είναι πουλιά, τότε όλα τά κοράκια είναι ζωντανά όντα. "Αν όμως εκφράσουμε τόν ίδιο αυτόν τρόπο όχι μέ συγκε κριμένους όρους, άλλά μέ μεταβλητές, τότε δέν θά είναι πιά δυνατό νά προσδιορίσουμε τίς σχέσεις ανάμεσα στίς μεταβλη τές ώς πρός τή σφαίρα τους: "Αν κάθε Β είναι Α καί κάθε Γ είναι Β τότε κάθε Γ είναι Α. Έ δ ώ δέν μπορούμε πιά νά πούμε ούτε ότι τό Β «εμπεριέχε ται» στό Α, ούτε ότι τό Β «εμπεριέχει» τό Γ: όταν εκφράζεται μέ μεταβλητές, ό συλλογισμός πρέπει νά είναι αληθινός γιά οποιεσδήποτε σημασίες τού Α, τοϋ Β καί τού Γ. Ακόμα πιό φανερά αδύνατη είναι ή σύγκριση τών όρων ώς πρός τή σφαίρα τους στίς περιπτώσεις συλλογισμών μέ αρνητικές προ κείμενες. Ποιος άπό τούς όρους θά είναι «μείζων» σέ πλάτος, σέ ένα συλλογισμό τού παρακάτω τύπου; 3
Ά ν κανένα Β δέν είναι Α καί κάθε Γ είναι Β, τότε κανένα Γ δέν είναι Α. Μπορούμε, βέβαια, νά δεχτούμε γιά όλα τά σχήματα ότι ό μείζων όρος είναι τό κατηγορούμενο τής κατάληξης, ένώ ό έλάσσων είναι τό υποκείμενο της, άλλά ό κανόνας αυτός είναι
142
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ/Α
ΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
μιά άπλή σύμβαση: δέν εκφράζει τή «φύση» τών ίδιων αυτών τών όρων. Ό Αριστοτέλης χώρισε όλους τούς συλλογισμούς σέ «τέ λειους» καί «ατελείς». «Τέλειοι» συλλογισμοί είναι ουσια στικά τά αξιώματα τής συλλογιστικής - οί οφθαλμοφανείς προτάσεις πού δέν απαιτούν απόδειξη καί ούτε μπορούν νά αποδειχτούν. Οί «ατελείς» συλλογισμοί δέν είναι οφθαλμοφα νείς καί αποδείχνονται. Ά ν δέν υπάρχει μέσος όρος σέ σχέση μέ τό Α καί τό Β, τότε ή πρόταση «τό Α ανήκει στό Β» είναι «άμεση». Οί άναπόδεικτες άμεσες θέσεις («άρχαί») αποτελούν τό απόθεμα τών βα σικών αληθειών. Ό Αριστοτέλης υποδείχνει τρόπους αναγωγής όλων τών τρόπων τού δεύτερου καί τού τρίτου σχήματος τού συλλογι σμού στους τρόπους τού πρώτου. Στή λογική βιβλιογραφία έχει διατυπωθεί ή άποψη ότι τό πρόβλημα τής αναγωγής δέν είναι απαραίτητο στήν αριστοτελική θεωρία τοϋ συλλογισμού. Άλλά αυτό δέν είναι σωστό. Ό Λουκασιέβιτς εξήγησε πολύ καλά ότι στό σύστημα τής Λογικής τού Αριστοτέλη ή ανα γωγή δέν είναι παρά ή απόδειξη τών διάφορων τρόπων τού δεύτερου καί τρίτου σχήματος, σάν θεωρημάτων, μέ τή βοή θεια τών τρόπων τού πρώτου σχήματος, πού αποτελούν αξιώ ματα ενός άξιωματοποιημένου άπαγωγικού συστήματος. Γι' αυτό, γιά τή λογική θεωρία τού Αριστοτέλη ή αναγωγή είναι απαραίτητο συστατικό μέρος αυτής τής θεωρίας. Ό Αριστοτέλης διεξάγει μιά συστηματική έρευνα τών συλ λογιστικών τύπων. Μέ τήν έρευνα αυτή αποδείχνει, ότι μερι κοί άπ' αυτούς είναι αληθινοί καί οί υπόλοιποι, ψευδείς. Τήν απόδειξη τής αλήθειας τών «ατελών» συλλογισμών τήν πρα γματοποιεί μέ διάφορους τρόπους. Ό πρώτος είναι ή αντι στροφή τών προκείμενων. Ό δεύτερος ή αναγωγή στό άτοπο. Σέ αντίθεση μέ τήν άμεση ή φανερή απόδειξη, ό Αριστοτέλης περιγράφει τήν έμμεση απόδειξη. Σ' αυτήν διατυπώνουμε σάν θέση αυτό πού θέλουμε νά αναιρέσουμε, καί ή αναίρεση πρα-
ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ
143
γματοποιεϊται μέ τή βοήθεια τής αναγωγής σέ μιά πρόταση πού έχει αναγνωριστεί σάν ψευδής. Απεναντίας, ή φανερή (άμεση) απόδειξη ξεκινά άπό προτάσεις πού έχουν αναγνωρι στεί σάν αληθινές. Ό ψευδής χαρακτήρας τών σφαλερών συλλογιστικών τύπων αποδείχνεται μέ τή μέθοδο τοϋ «αποκλεισμού». Ό Αριστοτέ λης αποκλείει τούς σφαλερούς τύπους, στηριζόμενος σέ παρα δείγματα συγκεκριμένων όρων. Άλλοτε ανάγει τόν μή νόμιμο τύπο σέ κάποιον τύπο πού έχει ήδη αποκλειστεί, καί άλλοτε στηρίζεται σέ παραδείγματα συγκεκριμένων όρων, πού ο δ η γούν στόν προκαθορισμένο στόχο τής αναίρεσης, άλλά ταυτό χρονα επεκτείνουν τήν έρευνα πέρα άπό τά επιτρεπτά στό επίπεδο τής τυπικής λογικής έρευνας όρια. Τά «Αναλυτικά ύστερα» τού Αριστοτέλη είναι αφιερωμένα στή διδασκαλία γιά τήν απόδειξη. Τά βασικά χαρακτηριστικά καί θέσεις αυτής τής διδασκαλίας τά έχουμε ήδη δώσει στήν ανάλυση τής θεωρίας τής γνώσης τού Αριστοτέλη. Σέ όσα εί παμε έκεϊ μένει νά προσθέσουμε λίγα πράγματα. Ή επιστημονική απόδειξη, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοϋ Αριστοτέλη, είναι είτε συλλογισμός, είτε σειρά συλλογισμών, πού ή σύνδεση τους γίνεται μέ τή μεσολάβηση ενός κοινού γι' αυτούς στοιχείου. Ή δυνατότητα απόδειξης πού αποτελείται άπό σειρά συλλογισμών στηρίζεται σέ δύο όρους. Σύμφωνα μέ τόν πρώτο, προϋποθέτουμε τήν ύπαρξη θέσεων πού δέν μποροϋν νά συναχθούν άπό άλλες προτάσεις. Σύμφωνα μέ τόν δεύτερο, οί κρίκοι ή στοιχεία πού μεσολαβούν πρίν άπό τό συμπέρασμα καί συνδέουν τίς αφετηριακές ύψιστες αρχές τής γνώσης μέ τό τελικό πόρισμα, δέν μπορούν νά είναι άπειροι. Ά ν δέν εκπληρωνόταν αυτός ό τελευταίος όρος, τότε δέν θά ήταν δυνατή ούτε ή απόδειξη, ούτε ή επιστήμη πού στηρίζεται σέ αποδείξεις. Ό Αριστοτέλης θεμελιώνει συστηματικά τή θέση γιά τό άναπόδεικτο τών εσχάτων — ύψιστων — προτάσεων τής γνώ σης. Ά ν όμως τό πράγμα έχει έτσι, τότε γεννιέται τό ερώτημα:
144
Β. Φ. ΑΣΜΟΥΣ
I
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
υπάρχει άραγε τρόπος νά πειστούμε ότι αυτές οι προτάσεις είναι αληθινές; Ερευνώντας αυτό τό ζήτημα, ό Αριστοτέλης ξεχωρίζει όνο τάξεις αξιωματικών, άναπόδεικτων αληθειών: 1) τίς πιό γενι κές θέσεις ή αρχές, καί 2) τίς πιό μερικές αρχές. Οί τελευταίες σχετίζονται άμεσα μέ τό καθέκαστο όν. Δεδομένου ότι οί θέ σεις γιά τό καθέκαστο παράγονται άπό τήν κατ' αίσθηση αντίληψη, ό Αριστοτέλης βλέπει έτσι τήν αντίληψη σάν πηγή αλήθειας. Ά ν στή βάση τής αντίληψης δέν βρίσκονταν πρα γματικά δεδομένα, τότε θά ήταν ακατανόητη ή ίδια ή εμφά νιση τής αντίληψης. Μερικοί άπό τούς προδρόμους τού Αριστοτέλη αμφισβη τούσαν τήν αξιοπιστία τής κατ' αίσθηση αντίληψης καί οί αντιρρήσεις τους ήταν γνωστές στόν Αριστοτέλη. Ανάμεσα σ' αυτές τίς αντιρρήσεις ήταν καί ή αναφορά στή δυνατότητα •ψενόαισθήσεων, απατηλών κατ' αίσθηση αντιλήψεων. 'Ωστόσο, όπως εξηγεί ό Αριστοτέλης, στήν περίπτωση αυτή ή αλη θινή αιτία τής άπατης δέν είναι αυτές καθεαυτές οί αισθήσεις, άλλά ή κρίση μας γι' αυτό πού αντιληφθήκαμε: ή κρίση είναι πού αποδίδει εσφαλμένα στό αντικείμενο αυτό πού απλώς φαίνεται νά τού ανήκει. Ό Αριστοτέλης αποδέχεται καί τά άλλα χαρακτηριστικά τής κατ' αίσθηση αντίληψης, πού χρησιμοποιούνταν σάν επι χειρήματα στίς αντιρρήσεις γιά τήν ικανότητα τής αντίληψης νά είναι πηγή αληθινής γνώσης. "Ετσι, στίς αντιρρήσεις αυτές αναφερόταν: 1) ότι οί ιδιότητες πού συλλαμβάνουμε μέ τή βοήθεια τών αισθήσεων είναι αντιθετικές, λχ. τό ζεστό καί τό κρύο· 2) ότι αυτές τίς αντιθετικές ιδιότητες τίς συλλαμβά νουμε μόνο επειδή βρισκόμαστε οί ίδιοι σέ κάποια μέση κατά σταση, άπό τήν οποία διαφέρουν αυτές οί αντίθετες καταστά σεις, καί γι' αυτό, όταν αλλάζει ή δική μας κατάσταση, αλλά ζουν καί οί αισθήσεις· 3) ότι οί αισθήσεις, γιά όλους τούς παραπάνω λόγους, είναι σχετικές. Ό Αριστοτέλης αποδέχε ται όλες αυτές τίς παρατηρήσεις. Άλλά πιστεύει ότι τά λάθη
ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ
145
πού προκύπτουν, σάν συνέπεια τών κάθε είδους συνθηκών τής αντίληψης, διορθώνονται ή τουλάχιστο μπορούν νά διορθω θούν άπό τή συνολική εμπειρία τών ανθρώπων. Έξαλλου, μέ τήν αντίληψη θεμελιώνονται ορισμένες γενικές θέσεις. Καί σάν τέτοιες ανήκουν πιά στήν αρμοδιότητα όχι τής αντίληψης, άλλά τοϋ νου, καί ό νούς έχει τήν ικανότητα νά διορθώνει καί νά απορρίπτει τά λάθη πού παρεισφρέουν στή γνώση. Γιά τόν Αριστοτέλη ή αντίληψη έχει μιά σπουδαία γιά τή γνώση ιδιότητα: δέν απαιτεί καμιά ιδιαίτερη απόδειξη τής αλήθειας της. Κάτι περισσότερο: τό γεγονός τής αντίληψης, αυτό καθεαυτό, είναι πιό πειστικό άπό κάθε απόδειξη πού προκύπτει άπό ενέργειες τής νόησης. "Ετσι λύνεται τό πρόβλημα γιά τήν τάξη τών πιό μερικών άναπόδεικτων θέσεων. Οί πιό γενικές αρχές, πού συγκροτούν τή δεύτερη τάξη άναπόδεικτων θέσεων, εμφανίζονται στίς αποδείξεις σάν αναγκαίες προϋποθέσεις τών συμπερασμάτων. Όρισμένες άπ' αυτές τίς αρχές ισχύουν γιά δλες τίς επιστήμες. Τέτοια είναι, λογουχάρη, ή άρχή τής αντίφασης. Άλλες γενι κές θέσεις παίζουν τόν ρόλο βασικών άρχων σέ κάθε ειδική επιστήμη. Έ δ ώ ό Αριστοτέλης αντιτάσσεται στή διδασκαλία τού Πλάτωνα πού ισχυριζόταν, αντίθετα, ότι σέ όλες τίς ξεχω ριστές ή ειδικές επιστήμες οί αρχές τους εξαρτώνται άπό τίς θέσεις τής φιλοσοφίας. Ποιά είναι λοιπόν ή πηγή τών ύψιστων καί πιό γενικών θέ σεων τής επιστήμης; Εφόσον είναι ύψιστες προϋποθέσεις όλων τών συλλογισμών, δέν μπορούμε πιά νά τίς βρίσκουμε μέ τήν εξαγωγή τους άπό άλλες, πιό γενικές άπό αυτές αρχές. Γιά τήν εξεύρεση τους μπορεί νά προταθεί μόνο ό δρόμος τής εμ πειρίας. Ό Αριστοτέλης δηλώνει καθαρά στά «Αναλυτικά» ότι γιά τή διαπίστωση τών γενικών προτάσεων επιβάλλεται νά άποτανθούμε στά δεδομένα τής εμπειρίας - στά καθέκαστα γεγο νότα. Άλλά ή ουσία τού προβλήματος εξακολουθεί νά είναι, 10
146
Β.Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ
IΑΡΙΣΤΟΤΕΑΗΣ
μέ ποιά ακριβώς μέσα μπορεί ή εμπειρία νά θεμελιώσει τίς πιό γενικές θέσεις; Ό Αριστοτέλης υποδείχνει τά μέσα γενίκευσης τών καθέκαστων καί μερικών προτάσεων. Είναι: 1) ή επαγωγή, 2) ό συλλογισμός κατ' αναλογία (πού ό Αριστοτέλης τόν ονομάζει «παράδειγμα») καί 3) οί τρόποι πού προσδίδουν στίς απλώς πιθανές θέσεις ένα μέγιστο βαθμό βασιμότητας. Άλλά ό Αριστοτέλης ανάγει τήν επαγωγή — πού τήν εννοεί σάν αυτό πού σήμερα αποκαλούν «πλήρη επαγωγή» - στόν συλλογισμό τού πρώτου σχήματος. Καί μόνο γι' αυτόν τόν λόγο, ή επαγωγή προϋποθέτει ή ίδια κάποιες γενικές αρχές καί δέν μπορεί νά θεμελιώσει θέσεις πού θά είχαν τή σημασία υψίστων προκειμένων τής γνώσης. Άλλά υπάρχει καί ένας ακόμα σπουδαιότερος λόγος πού τό εμποδίζει αυτό: σύμφωνα μέ τήν αντίληψη τού Αριστοτέλη, αρχές τής επιστήμης μπο ρούν νά είναι μόνο οί πιό γενικές θέσεις. Τέτοια είναι, λογου χάρη, τά αξιώματα τών μαθηματικών. Ά λ λ ά όσο πιό γενική είναι ή θέση, τόσο λιγότερο δυνατό είναι νά καταγράψουμε όλες τίς επιμέρους περιπτώσεις καί νά αποκτήσουμε τή βε βαιότητα ότι δέν έμεινε τίποτα απέξω. Συνεπώς, άν ή βεβαιό τητα γιά τήν αξιοπιστία καί τήν αλήθεια τών γενικών θέσεων εξαρτιόταν άπό τόν υπολογισμό όλων τών επιμέρους περι πτώσεων, τότε καμιά άπ' αυτές τίς θέσεις δέν θά μπορούσε νά θεμελιωθεί σάν αληθινή. Τό «παράδειγμα» τοϋ Αριστοτέλη δέν είναι παρά τό συμ πέρασμα πού βγαίνει μέ βάση τήν αναλογία μιάς επιμέρους περίπτωσης μέ μιάν άλλη, επίσης επιμέρους, περίπτωση. Τό «παράδειγμα» διαφέρει άπό τήν «ελλειπτική επαγωγή» γιατί είναι συμπέρασμα άπό μιά μοναδική επιμέρους περίπτωση, καί όχι άπό πολλές, όπως συμβαίνει στήν «ελλειπτική επα γωγή», καθώς καί γιατί στό συμπέρασμα του καταλήγει σέ μιά όχι γενική, άλλά επίσης μερική μόνο θέση. Ωστόσο ή λογική ανάλυση τοϋ «παραδείγματος» δείχνει ότι αυτό προϋποθέτει σάν όρους τής ισχύος του: 1) μιά, επιμέρους περίπτωση, 2)έξα-
ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ
147
γωγή άπ' αυτήν μιάς γενικής θέσης, καί 3) εξαγωγή μιάς νέας επιμέρους περίπτωσης.Μέ άλλα λόγια, τό «παράδειγμα» τοϋ Αριστοτέλη είναι συνδυασμός τής «ελλειπτικής επαγωγής» μέ τόν συλλογισμό. Άλλά καί ή εφαρμογή τής ελλειπτικής επα γωγής δέν μπορεί νά οδηγήσει σέ αξιόπιστες γενικές θέσεις. Τά μέσα πού ανεβάζουν τόν βαθμό πιθανότητας τών όχι εν τελώς αξιόπιστων θέσεων εξετάζονται στά «Τοπικά». Ή ανά λυση τους στηρίζεται στή διάκριση ανάμεσα στήν αξιόπιστη γνώση καί τή δοξασία. Ή γνώση μπορεί νά είναι αντικείμενο μελέτης, ή δοξασία μπορεί νά δικαιολογείται πάνω στή βάση τής πιθανότητας. Τά «Τοπικά» είναι ή πραγματεία πού εκθέ τει τήν τέχνη νά αποδείχνουμε τήν αλήθεια, ξεκινώντας άπό πιθανές θέσεις, καί νά προστατεύουμε τήν έρευνα άπό εσωτε ρικές αντιφάσεις. Τά «Τοπικά» υποδείχνουν τούς «κοινούς τόπους» (άπό δώ καί ή ονομασία τού συγγράμματος) ή σκο πιές, άπό όπου μπορούμε νά πάρουμε θέσεις στήριξης γιά νά αποδείξουμε μιά δοξασία, πού μπορεί νά είναι απλώς πιθανή. Αναφέρονται βασικά τέσσερεις τέτοιες σκοπιές: 1) οί δοξασίες τών ειδημόνων καί τού λαού, 2) ή ανάλυση τών λέξεων καί τών εννοιών, 3) ή θεώρηση τής ομοιότητας, καί 4) ή θεώρηση τών διαφορών. Τό σπουδαιότερο άπό λογική άποψη μέρος τών «Τοπικών» περιέχει τήν υπόδειξη μεθόδων, πού μέ τή βοήθεια τους ή βγαλμένη άπό τή γενική εμπειρία δοξασία μπορεί νά αποκτή σει ένα μέγιστο βαθμό πιθανότητας. Ωστόσο, όλες οί μέθοδες αυτού τού είδους δέν μπορούν νά είναι επαρκές μέσο γιά τή θεμελίωση τών άρχων τής επιστήμης. Καί ή αναφορά στίς δο ξασίες τού λαού καί τών σοφών, καί ή σύγκριση τών ποικίλων δοξασιών, καί ή σύγκριση τών συμπερασμάτων πού βγαίνουν άπ' αυτές, καί ή αντιπαραβολή τους μέ τίς ήδη επαληθευμένες θέσεις τής επιστήμης, μάς αφήνουν ωστόσο ακόμα στήν περι οχή τής δοξασίας. Ά λ λ ά οί δοξασίες, ακόμα καί άν έχουν ελεγχθεί μέ ποικίλους τρόπους, ακόμα κι άν έχουν ένα υ ψ η λ ό
148
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ/Α ΡΙΣΤΟ
ΤΕΑΗΣ
βαθμό πιθανότητας, δέν γίνονται μ' αυτόν τόν τρόπο απόλυτα αξιόπιστες αρχές τής επιστήμης. Γι' αυτό ή εμπειρία, όπως τήν καταλαβαίνει ό Αριστοτέλης, δέν είναι παρά μόνο ένας αναπόφευκτος δρόμος γιά νά γνω ρίσουμε τίς προϋποθέσεις τής γνώσης, άλλά αυτή καθεαυτή δέν αποτελεί ακόμα τήν έσχατη βάση γιά τήν αποδοχή τών υψίστων προτάσεων. Ή θεώρηση αυτών τών έσχατων ή υψί στων άρχων μπορεί, κατά τόν Αριστοτέλη, νά επιτευχθεί μόνο μέ τή βοήθεια τής άμεσης θεώρησης τού νοϋ, τής θεωρητικής ενατένισης, ή, όπως ονομάστηκε αργότερα, τής «διανοητικής θεώρησης». Γιατί λοιπόν χρειάζεται ή εμπειρία, άφού δέν μπορεί νά μάς δώσει τήν απόδειξη τών ύψιστων άρχων; Χρειάζεται όχι γιά τήν απόδειξη τους, άλλά γιά νά δοθεί ή ευκαιρία στόν νού νά συνειδητοποιήσει αυτές τίς αρχές. Καί αυτό, γιατί γιά τόν
Αριστοτέλη οί γενικές καί ύψιστες αρχές ή αρχές τής γνώσης δέν είναι έμφυτες στόν ανθρώπινο νοϋ: βρίσκονται σ' αυτόν μόνο σάν δυνατότητα νά αποκτηθούν. Γιά νά γίνει αυτή ή δυ νατότητα πραγματικότητα, χρειάζεται νά συγκεντρωθούν πραγματικά δεδομένα, νά τοποθετηθούν στό οπτικό πεδίο τής νόησης. Χρειάζεται μιά παρόρμηση πού θά μάς κάνει νά τά δούμε προσεχτικά καί πού θά προκαλέσει στό νού τήν πράξη τής διανοητικής θεώρησης αυτών τών πραγματικών δεδομέ νων. Ή απόλυτη βεβαιότητα ότι ένα ορισμένο κατηγορούμενο ανήκει σ' ένα ορισμένο υποκείμενο δέν μπορεί νά θεμελιωθεί μέ τήν εμπειρία: αυτήν μπορεί νά τήν δώσει μόνο ή διανοητική θεώρηση τών σχέσεων πού έχουν προκύψει άπό τήν εμπειρία. Γι' αυτό ή επιστημονική γνώση προϋποθέτει τόσο τήν εμ πειρία, όσο καί τή θεώρηση. Αυτό, σύμφωνα μέ τόν Αριστο τέλη, τό δείχνει ή ανάλυση τού ορισμού. Ό ορισμός είναι σκοπός τής επιστήμης: μέσα άπ' αυτόν ή επιστήμη προσπαθεί νά αντλήσει όλα όσα ανάγονται στήν ουσία τού επιστητού. Ά λ λ ά ό ορισμός δέν μπορεί νά επιτευχθεί ούτε μόνο μέ τήν απαγωγή, ούτε μόνο μέ τήν επαγωγή.
ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ
149
Ή επαγωγή δέν μπορεί νά καταλήξει μόνη της σέ ορισμό, επειδή μέ τήν εμπειρία γνωρίζουμε όχι μόνο τά ουσιαστικά, άλλά καί τά τυχαία γνωρίσματα, ένώ στόχος τοϋ ορισμού είναι μόνο τά ουσιαστικά γνωρίσματα. Ά ν ένας ορισμός γεννιόταν μόνο πάνω στή βάση τής εμπειρίας, δέν θά υπήρχε καμιά εγ γύηση ότι πρόκειται γιά γνήσιο ορισμό. Άλλά καί ή απαγωγή, αυτή καθεαυτή, είναι ανεπαρκής γιά τόν ορισμό. Ό ορισμός πού προκύπτει άπαγωγικά πρέπει νά εκπροσωπεί τό σύνολο τού ουσιαστικού. Καί αυτό μπορεί νά επιτευχθεί μόνο μέσω τής συνένωσης τής απαγωγής μέ τήν εμ πειρία. Κάθε ξεχωριστή ιδιότητα γίνεται γνωστή μέ τήν παρα τήρηση. Άλλά, ή θεώρηση τοϋ ουσιαστικού χαρακτήρα τής ιδιότητας πού έχουμε βρει μέ τήν παρατήρηση μπορεί νά επι τευχθεί μέσω τού συλλογισμού. Ά π ό τήν αντίληψη τού Αριστοτέλη γιά τή συστηματική σχέση τών εννοιών απορρέει καί ή τοποθέτηση άπό μέρους του τού ζητήματος τών κατηγοριών. Ή επιστήμη, πού έχει τίς δικές της αρχές καί αναπτύσσει πάνω στή βάση τους όλες τίς επιμέρους αλήθειες, αγκαλιάζει όλη τή σφαίρα τών εννοιών πού ανάγονται σ' αυτήν. Ή αντί ληψη τού Αριστοτέλη γιά τό σύστημα τής επιστημονικής γνώ σης διαφέρει άπό τήν αντίστοιχη αντίληψη τού Πλάτωνα. Ό Πλάτων φανταζόταν τή γνώση σάν ένα εντελώς ενιαίο σύ στημα εννοιών, πού σχηματίζουν μιά ιεραρχία ανωτερότητας καί κατωτερότητας. Στήν κορυφή, πιό ψηλά κι άπό τήν ουσία, βρίσκεται ή ενιαία ιδέα τού αγαθού, πού αποτελεί τήν αφετη ρία κάθε ουσίας καί κάθε γνώσης. Ό λ ε ς οί γνώσεις τείνουν πρός μία ενιαία πηγή καί ξεκινούν άπ' αυτήν. Σύμφωνα μέ τήν αντίληψη τού Αριστοτέλη, δέν υπάρχει καί ούτε μπορεί νά υπάρχει έννοια πού νά μπορεί νά είναι κατη γορούμενο όλων τών άλλων εννοιών. Οί διάφορες έννοιες; πού ανήκουν σέ διαφορετικές σφαίρες τής γνώσης, διαφέρουν τόσο ανάμεσα τους, πού δέν μπορούν νά περιληφθούν σέ ένα κοινό γιά όλες τους γένος. Γι' αυτό, γιά τόν Αριστοτέλη, τό
150
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣ
I
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
πρόβλημα τοϋ όρισμοϋ τής υψίστης έννοιας στάθηκε πιό περί πλοκο άπό ότι γιά τόν Πλάτωνα. Γιά τόν Πλάτωνα τό πρό βλημα είναι νά βρεθεί μιά ενιαία έννοια, ή ακριβέστερα ένα ενιαίο γένος τοϋ όντος, στό όποιο ανάγονται όλα τά γένη του.Καί αυτό ακριβώς είναι ή «ιδέα» τού άγαθοϋ. Γιά τόν Αριστοτέλη τό ζήτημα δέν είναι νά οριστεί ένα μόνο γένος, άλλά, ένα ολόκληρο σύστημα ανωτάτων γενών τοϋ όντος, στά όποια ανάγονται όλες οί έννοιες τού καθενός άπ' αυτά τά γένη. Αυτά τά ανώτατα γένη ό Αριστοτέλης τά ονόμασε «κα τηγορίες», δηλαδή βασικά γένη «κατηγορημάτων» τής ουσίας.
9. ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ Ό λ α δσα βρίσκονται μπροστά στίς αισθήσεις καί τή νόηση αποτελούν γιά τόν Αριστοτέλη τό πρόβλημα τοϋ όντος . Άλλά ή φιλοσοφία — ή «πρώτη φιλοσοφία», όπως τήν ονομά ζει ό Αριστοτέλης - δέν διερευνά τούς ξεχωριστούς τομείς τού όντος, άλλά τίς αρχές καί αιτίες όλων τών υπαρκτών, στόν βαθμό πού αντιμετωπίζονται σάν υπαρκτά . Ή πιό ολοκλη ρωμένη γνώση τού πράγματος κατορθώνεται, κατά τόν Α ρ ι στοτέλη, όταν μαθαίνουμε ποιά είναι ή ουσία αυτού τού πρά γματος. Ή ουσία «είναι τό πρωτεύον άπ' όλες τίς απόψεις: καί ώς πρός τήν έννοια, καί ώς πρός τή γνώση, καί ώς πρός τόν χρόνο» . Τό ζήτημα τής ουσίας ό Αριστοτέλης τό βλέπει σάν τό αρχαιότερο καί μόνιμο πρόβλημα τής φιλοσοφίας: «Καί αυτό πού καί παλιότερα καί τώρα καί πάντα είναι τό ζητούμενο καί πάντοτε προκαλεί απορίες, είναι τό ερώτημα: τί είναι τό όν, πού σημαίνει, τί είναι ή ουσία» . 'Ωστόσο ή 116
117
118
119
116 Βλ. σχετικά τίς σκέψεις του Βλαντισλάβ Ταταρκιέβιτς: ν*Ίαάγδ1&νν ΊΆΙΆΓΚίεννϊοζ, Όΐε ϋϊδροδίΐίοη άεΓ Απδίοΐεΐίδοΐιεη Ρπηζϊρίεη, Μ&ΛυΓ§ 1910, σ. 63. 117 Μετά τά φυσικά,\~\ 1, 1025 ο. 118 Μετά τά φυσικά, VIII 1028 3 32-33. 119 Μετά τά φυσικά, VII 1028 ο 2-4.
152
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣ
/ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
καθολική θεώρηση τοϋ προβλήματος τοϋ οντος καί τής ουσίας προβάλλει τό ερώτημα: ποιά πρέπει νά είναι ή πρωταρχική, εισαγωγική γιά τήν επιστήμη, προσέγγιση αύτοϋ τοϋ προβλή ματος; Τήν απάντηση σ' αυτό τό ερώτημα ό Αριστοτέλης προσπάθησε νά τή δώσει μέ τή διδασκαλία του γιά τίς κατη γορίες. Αυτή είναι, σύμφωνα μέ τήν ορθή έκφραση τοϋ Β. Ταταρκιέβιτς, «ή πρώτη σειρά των φιλοσοφικών ερευνών»: «die erste Schicht der philosophischen Untersuchungen». Οί «κα τηγορίες» είναι βασικά γένη ή τάξεις τοϋ οντος καί αντίστοιχα βασικά γένη εννοιών γιά τό ον, γιά τίς ιδιότητες καί τίς σχέ σεις του. Αυτός ό ορισμός των κατηγοριών δέν είναι ωστόσο ορισμός τοϋ ίδιου τοϋ Αριστοτέλη. Κάτι περισσότερο: δπως σωστά έχει παρατηρήσει ό σύγχρονος Τσέχος ερευνητής Κ. Μπέρκα, στόν Αριστοτέλη γενικά δέν μπορούμε νά βρούμε ένα σαφή ρητό ορισμό τής έννοιας κατηγορία: er nirgends den Begriff kategoria explicite definiert. Ό Αριστοτέλης θεωρούσε προφανώς σάν πρωταρχικό κα θήκον, στήν επεξεργασία τής διδασκαλίας γιά τό ον, τόν δια χωρισμό τών βασικών γενών ή τάξεων τοϋ οντος. Είναι δύσ κολο νά πούμε σέ ποιό βαθμό ό Αριστοτέλης στηριζόταν εδώ σέ εργασίες προδρόμων του. Πρόδρομοι θά μπορούσαν νά εί ναι εδώ οί Πυθαγόρειοι μέ τόν πίνακα τους τών δέκα ζευγών «άρχων» καί ό Πλάτων, πού στόν «Σοφιστή» του βρίσκουμε ήδη τούς ορούς πού χρησιμοποίησε αργότερα ό Αριστοτέλης γιά νά υποδηλώσει μερικές άπό τίς κατηγορίες του: τήν ποσό τητα («ποσόν»), τήν ποιότητα («ποιόν»), τήν πάθηση («πάσχειν»), τήν ενέργεια («ποιεϊν»), καί τή σχέση («πρός τ ί » ) . Ή λειψή επεξεργασία τοϋ προβλήματος τών σχέσεο>ν καί 120
121
122
120 Β. Ταταρκιέβιτς, δ. π., σ. 111. 121 Κ. Bergka, Über einige Probleme der Interpolation der Aristotelischen Kategorienlehre (Acta antiqua Academiae scientiarum Hungaricae, tom VIII, fasc. 1-2, Budapest, 1960, σ. 36). 122 Πλάτων. Σοφιστής, 245 Δ, 248 Α, 248 Γ, 260 Α. Ή παρατήρηση αυτή υπάρχει στήν προαναφερόμενη εργασία του Κ. Μπέρκα, σ. 35.
ΟΙ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
153
τών δεσμών τών κατηγοριών, λογικών καί γλωσσολογικών, είχε σάν αποτέλεσμα, οί κατηγορίες πού έχει εντοπίσει ό Α ρ ι στοτέλης νά εμφανίζονται στά κείμενα του πότε σάν κατηγο ρίες τού όντος καί τής γνώσης καί πότε σάν κατηγορίες τής γλώσσας. Ερευνώντας τίς υποδιαιρέσεις τής γλώσσας, ό Α ρ ι στοτέλης ξεχωρίζει όνό ομάδες εκφράσεων: 1) τίς απομονω μένες λέξεις, καί 2) τίς συνδέσεις τών λέξεων στήν πρόταση, πού αποτελούν στίς μορφές τής γλώσσας τήν τάξη τών εννοιών •καί τήν τάξη τών προτάσεων. Οί αρχαίοι σχολιαστές τών «Κατηγοριών» έβρισκαν ασαφές τό ζήτημα, άν στόν Αριστοτέλη γίνεται λόγος γιά ανάλυση λέξεων, ή εννοιών, ή αντικειμένων. Οί νεώτερες έρευνες θεω ρούν προφανώς πιθανό ότι βάση τής θεωρίας τών κατηγοριών είναι ή διερεύνηση τών εννοιών, πού εμφανίζονται εναλλάξ πότε σέ γλωσσικό, πότε σέ άντικειμενικό-όντολογικό επί π ε δ ο . Έξαλλου, ούτε στό ζήτημα τού αριθμόν τών βασικών κατηγοριών, ούτε στό ζήτημα τής διάταξης ή σειράς τους μέσα στό σύστημα τών κατηγοριών ό Αριστοτέλης κατέληξε σέ σταθερά συμπεράσματα, σέ όλη τή μακρόχρονη περίοδο επε ξεργασίας τής φιλοσοφίας του. Στό σύγγραμμα τοϋ Αριστο τέλη, όπου εξετάζεται τό σύστημα τών κατηγοριών, προκαλεί κατάπληξη ό απομονωμένος χαρακτήρας του: δέν υπάρχουν σ' αυτό αναφορές στή σύνδεση τής θεωρίας τών κατηγοριών μέ άλλες αντιλήψεις τού Αριστοτέλη. Γιά τή θεωρία τών κατηγοριών, όπως εξάλλου καί γιά όλη τή φιλοσοφία τού Αριστοτέλη, είναι χαρακτηριστική ή διττή άποψη: στό οντολογικό πεδίο οί κατηγορίες είναι ανώτατα γένη τού όντος, στά όποια ανάγονται όλες οί επιμέρους πλευ ρές του καί εκδηλώσεις του · στό γνωσιολογικό πεδίο οί κατη γορίες είναι διαφορετικές σκοπιές, άπό τίς όποιες μπορούν νά εξετάζονται τά αντικείμενα καί οί όποιες δέν μπορούν νά αναχθούν σέ μιάν ενιαία γιά όλες τους καί τοποθετημένη 123
123 Κ.Μπέρκα, δ.π., σ. 36.
154
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣI Α ΡΙΣΎΟ ΤΕΛΗ Σ
πάνω άπ' δλες τους σκοπιά. Στό σύγγραμμα «Κατηγορίαι» υποδείχνονται δέκα τέτοιες σκοπιές: 1) ή ουσία, 2) ή, ποσό τητα, 3) ή ποιότητα, 4) ή σχέση, 5) ό τόπος, 6) ό χρόνος, 7) ή θέση, 8) ή κτήση, 9) ή ενέργεια καί 10) ή πάθηση. Ά π ό τόν πίνακα αυτό δέν προκύπτει άπό ποιά άρχή καί άπό ποιό σχέδιο καθοδηγιόταν ό Αριστοτέλης, όταν ανέ πτυσσε αυτό τό σύστημα τών κατηγοριών του. Έχει διατυπω θεί ή υπόθεση Οτι ή προέλευση καί ή σειρά τών κατηγοριών στόν πίνακα είναι εμπειρικές: ό Αριστοτέλης, ερευνώντας ένα ξεχωριστό αντικείμενο, έβαζε τό ερώτημα, ποιοί διαφορετικοί ορισμοί μπορούν νά τού αποδοθούν, καί σέ συνέχεια καταχω ρούσε τούς ορισμούς πού έβρισκε έτσι σέ ορισμένες στήλες. Τελικά οί στήλες αυτές (κατηγορίες) βρέθηκαν νά είναι δέκα. 'Ωστόσο, δέκα είναι μόνο στίς «Κατηγορίες». Στά άλλα συγγράμματα του ό Αριστοτέλης αναφέρει μόνο τίς οκτώ πρώτες ή έξι, ή ακόμα καί τέσσερεις, χωρίς νά ξεχωρίζει τίς άλλες. Ακόμα καί στό ζήτημα τής σύνθεσης τών κατηγοριών ό Αριστοτέλης δέν καταλήγει σ' ένα οριστικό αποτέλεσμα: στά «Μετά τά φυσικά» υπάρχει ένα χωρίο όπου, μετά τήν πέμπτη κατηγορία (τόν «τόπο»), ακολουθεί ή κατηγορία τής κίνησης πού σάν κατηγορία δέν τή συναντούμε σέ κανένα άλλο χωρίο. Ά ν τό σύγγραμμα «Κατηγορίαι» είναι ένα άπό τά πρώτα έργα τού Αριστοτέλη, τότε είναι πιθανό ότι ή έλλάτωση τού αριθμού τών κατηγοριών στά άλλα του έργα είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερων ερευνών καί διορθώσεων. Λογουχάρη, ό Αριστοτέλης μπορούσε νά είχε καταλήξει στό συμπέρασμα ότι ή κατηγορία τής σχέσης εμπεριέχει όλες τίς επόμενες: καί τόν «τόπο», καί τόν «χρόνο», καί τή «θέση», καί τήν «κτήση» κλπ. Είναι δύσκολο νά αιτιολογήσουμε στίς λεπτομέρειες καί τή σειρά, μέ τήν οποία εμφανίζονται στόν Αριστοτέλη οί δέκα κατηγορίες τους: καί εδώ σέ διαφορετικές απαριθμήσεις βρί σκουμε διαφορετική σειρά. Πάντως σέ σχέση μέ τίς πρώτες κατηγορίες ή σειρά διάτα ξης τους, όπως παρουσιάζεται στό σύγγραμμα «Κατηγορίαι»,
ΟΙ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
155
φαίνεται φυσιολογική. Ή κατηγορία τής ουσίας βρίσκεται επικεφαλής όλου τοϋ πίνακα, καί αυτό είναι απόλυτα ευ νόητο: ή ουσία τού Αριστοτέλη αποτελεί τήν απαραίτητη προϋπόθεση γιά όλα όσα ανάγονται σέ όλες τίς υπόλοιπες κα τηγορίες. Ά ν οι κατηγορίες είναι τά πιό γενικά γένη ή τύποι «κατηγορημάτων» γιά κάθε μεμονωμένο πράγμα, τότε προϋ πόθεση γιά τή δυνατότητα όλων αυτών τών κατηγορημάτων πρέπει νά είναι ή ξεχωριστή οντότητα, αυτού τού ίδιου τού πράγματος, ή ουσιαστική ύπαρξη του. Καί στά «Φυσικά» ό Αριστοτέλης λέει: «Καμιά άλλη κατηγορία, εκτός άπό τήν ουσία, δέν υπάρχει ξεχωριστά: όλες τους διατυπώνονται γιά τό υποκείμενο "ουσία"».Ακριβώς όμως ή «ουσία» — ή αυθύ παρκτη, ανεξάρτητη, μεμονωμένη οντότητα τού πράγματος — απλώς ορίζεται μέσω τών κατηγοριών, ενώ ή ίδια, αυτή κα θεαυτή, ουσιαστικά δέν είναι κατηγορία.Ό Αριστοτέλης εξη γεί ό ίδιος ότι ανάμεσα στίς πολλές σημασίες τών όσων λέ γονται γιά τό όν «στήν πρώτη θέση βρίσκεται αυτή πού δεί χνει τήν ουσία τοϋ πράγματος» . - Ά ν καί μιλούσε γιά τό όν άπό διαφορετικές σκοπιές, ωστόσο αυτό γίνεται πάντοτε σέ σχέση πρός μιάν άρχή: σέ ορισμένες περιπτώσεις αυτή ή ονο μασία χρησιμοποιείται, επειδή έχουμε μπροστά μας ουσίες, σέ άλλες - επειδή πρόκειται γιά καταστάσεις τής ουσίας, καί με ρικές φορές - επειδή είναι ό δρόμος πρός τήν ουσία («οδός εις ούσίαν»). Ά ν καί ό πίνακας τών κατηγοριών ανοίγει μέ τήν κατηγο ρία τής «ουσίας», ωστόσο, στήν πρώτη της εμφάνιση, ή κατη γορία αυτή δέν έχει ακόμα όλο εκείνο τό έννοιακό περιεχό μενο πού αποκτά αργότερα μέ τήν ανάπτυξη τού όλου συστή ματος τών κατηγοριών. Μέ τήν αρχική της έννοια ή «ουσία» είναι ένα αντικείμενο πού μπορεί νά έχει αυθύπαρκτη οντό τητα, δέν χρειάζεται γιά νά υπάρχει τήν ύπαρξη ενός άλλου, 124
125
124 Μετά τά φυσικά, VII 1, 1028 α, 14-15 125 Στό ϊδιο, IV 1,1003 ο,6.
156
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣ
/
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
είναι πάντοτε μερικό, καθέκαστο, λ.χ. «αυτός ό μεμονωμένος άνθρωπος». Ή ιδιομορφία τής «ουσίας» είναι ότι μπορεί νά συμπεριέχει μέσα της αντίθετες ιδιότητες, άλλά δέν μπορεί νά έχει έξω της τίποτα πού νά είναι αντίθετο της. "Ετσι, ό μεμο νωμένος άνθρωπος μπορεί νά είναι ταυτόχρονα καί καλός καί ένμέρει κακός, άλλά ένας ορισμένος άνθρωπος δέν έχει έξω άπό τόν ίδιο τόν εαυτό του τίποτε πού νά είναι αντίθετο του, σάν ορισμένου άνθρωπου. Ή ουσία ή τό καθέκαστο όν μπορεί νά εμφανίζεται στήν κρίση μόνο σάν σκέψη γιά τό αντικείμενο, μόνο σάν υποκεί μενο αυτής τής κρίσης. Τό κατηγορούμενο μπορεί νά εκφράζει μιά κρίση, γι' αυτό τό υποκείμενο, άλλά τό ίδιο τό υποκείμενο, σάν έννοια τού καθέκαστον όντος, δέν μπορεί νά εκφράζεται γιά τίποτε. Μέ αυτήν τήν πρώτη έννοια οί ουσίες ονομάζονται άπό τόν Αριστοτέλη «πρώται ούσίαι». Ή πρώτη ουσία είναι «αυτό εδώ τό κάτι» («τόδε τι»), ένα πράγμα μέ απροσδιόρι στες ακόμα — γιά τή γνώση — τίς ιδιότητες τους, άλλά μέ εντε λώς αυθύπαρκτη ατομική οντότητα. Ή ανάπτυξη όμως τής γνώσης γιά τό αντικείμενο οδηγεί στήν εμφάνιση τής έννοιας τού αντικείμενου: γιά τή γνώση τό αντικείμενο αποκαλύπτεται σάν κάτι πού χαρακτηρίζεται άπό κάποιους ορισμούς. Οί έννοιες γι' αυτά τά αντικείμενα, πού δέν υποδείχνονται απλώς, άλλά αποκαλύπτονται πιά γιά τή γνώση, ονομάζονται άπό τόν Αριστοτέλη «δεύτεραι ούσίαι». Ή πρώτη ουσία δέν είναι παρά ή υπόδειξη, μέσω τής γλώσ σας, ενός αντικειμένου πού υπάρχει ξεχωριστά. « Ή ουσία γιά τήν οποία γίνεται...κυρίως λόγος, πρώτα άπ' όλα καί τίς περισσότερες φορές δέν αποτελεί κρίση γιά ένα οποιοδήποτε υποκείμενο, λχ. ένας ορισμένος άνθρωπος ή ένα ορισμένο άλογο». Λεύτερες ουσίες αποκαλεί ό Αριστοτέλης όχι πιά τά ξεχω ριστά αντικείμενα πού υποδείχνουμε μέ σύμβολα ή ονόματα, 126
126 Κατηγορίαι,
V, 2 &
ΟΙ
157
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
άλλά τίς έννοιες πού σέ σχέση μέ αυτά τά αντικείμενα είναι εϊτε έννοιες είδους, είτε έννοιες γένους: «...δεύτερες ουσίες λέ γονται οί ουσίες, στίς όποιες ενυπάρχουν σάν εϊδη οί ουσίες πού ονομάζονται έτσι, κατά πρώτο λόγο, δηλαδή οί πρώτες ουσίες....» . Τέτοιες είναι τά είδη, καθώς καί τά γένη πού τά περιλαμβάνουν. Λογουχάρη, ό ξεχωριστός ή συγκεκριμένος άνθρωπος «περιέχεται στό είδος τού άνθρωπου, ένώ γένος γι' αυτό τό είδος είναι ζωντανό ό ν » . Σάν έννοιες γένους καί είδους, οί «δεύτερες ουσίες» διαφέρουν άπό τίς «πρώτες ου σίες» κατά τό ότι μπορούν νά έχουν κάτι αντίθετο στόν εαυτό τους. Έτσι ή φωτιά σάν «πρώτη ουσία» δέν έχει στή φύση της τίποτε πού νά είναι αντίθετο πρός τόν εαυτό της σάν φωτιά. Άλλά ή έννοια τού ζεστού, σάν «δεύτερη ουσία, έχει τό αντί θετο της - τήν έννοια τού κρύου. Σ' αυτή τή θεωρία γιά τή διάκριση ανάμεσα στίς «πρώτες ουσίες» (ή απλώς «ουσίες) καί τίς «δεύτερες ουσίες» (έννοιες γενών καί ειδών, ή ιδιότητες γενών καί ειδών) εκφράστηκε καθαρά ή πεποίθηση τού Αριστοτέλη γιά τόν πρωτογενή χα ρακτήρα τών καθέκαστων πραγμάτων τής φύσης καί τόν δευ τερογενή χαρακτήρα τής γνώσης γι' αυτά, πού εκφράζεται σέ γενικές έννοιες. Σέ ένα χωρίο τών «Φυσικών» ό Αριστοτέλης τό λέει αυτό καθαρά. «Τό υποκείμενο είναι ή άρχή καί προφανως πιο πρώτο απο το κατηγορούμενο». Γι αυτο ακρι βώς υποστηρίζει ότι ή άρχή «δέν πρέπει νά είναι κατηγορού μενο κάποιου υποκείμενου». Ά λ λ ά καί οί γενικές έννοιες μπορούν νά είναι «ουσίες». Οί έννοιες τών αντικειμένων ονο μάζονται «ουσίες» γιά ένα φανερό λόγο. Σέ αντίθεση μέ τήν «πρώτη ουσία», ή έννοια μπορεί νά είναι κατηγορούμενο τής κρίσης. Ά λ λ ά γιά τή γνώση είναι εντελώς απαραίτητη ή έν νοια τού αντικειμένου: χάρη σ' αυτήν αποκαλύπτεται τό ού127
128
130
127 128 129 130
Στό ΐόιο, 2 Ά. Κατηγορίαι, V, 2&. Φυσικά, 16, 189 Ά. Στό ΐόιο, 189 α.
158
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ IΑ Ρ1ΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
σιαστικό γνώρισμα τοϋ αντικείμενου, καί άπό τήν άποψη αυτή οί έννοιες γένους καί είδους είναι επίσης «ουσίες». Μετά τήν «ουσία» ακολουθούν οί κατηγορίες «ποσότητας», «ποιότητας» καί «σχέσης». Στό σύστημα τών αριστοτελικών κατηγοριών αυτές συγκροτούν ένα υποσύστημα, μέ ξεκάθαρα προσδιορισμένη λογική σειρά. Έτσι, ή «ποσότητα» («ποσόν») προηγείται άπό τήν ποιότητα («ποιόν»), επειδή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση τής «ποιότητας»: στό αντικείμενο, καί ή ποιότητα τής μορφής του καί ή ποιότητα τοϋ χρώματος του καί όλοι οί άλλοι ποιοτικοί προσδιορισμοί του προϋποθέ τουν κάποιο ποσοτικό χαρακτηριστικό, πού σχετίζεται μέ τήν έκταση. Μέ τή σειρά τους, οί κατηγορίες τής «ποσότητας» καί τής «ποιότητας» προηγούνται άπό τήν κατηγορία τής «σχέ σης» («πρός τί»): κάθε σχέση προϋποθέτει, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, ορισμένες ποσότητες (ή ποιότητες) κάποιων αντικειμένων πού συγκρίνονται μέ τήν ποσότητα (ή ποιότητα) άλλων αντικειμένων. Ασταθής είναι ή θέση πού κατέχουν στό σύστημα τών κα τηγοριών οί κατηγορίες τοϋ «τόπου» («πού») καί τοϋ «χρό νου» («πότε») σέ σχέση μέ τίς λεγόμενες «ρηματικές» κατηγο ρίες: τής «θέσης» («κεϊσθαι»), τής «κτήσης» («έχειν»), τής «ενέργειας» («ποιεΐν») καί τής «πάθησης» («πάσχειν»). Ή αστάθεια αυτή ήταν έκφραση τής όχι αρκετά ξεκαθαρι σμένης σκοπιάς, στήν οποία στηρίχτηκε ό Αριστοτέλης γιά τή διερεύνηση τού συστήματος τών κατηγοριών. Έκεϊ όπου προωθούνταν σέ πρώτη γραμμή ή γλωσσολογική ή μάλλον συντακτική σκοπιά, οί κατηγορίες τού «τόπου» καί τού «χρό νου» μπορούσαν νά τοποθετηθούν πρίν άπό τίς «ρηματικές» κατηγορίες, δεδομένου ότι στή δομή τής πρότασης οί περιστά σεις τόπου καί χρόνου μπορούν νά προηγούνται άπό τό ρήμα — κατηγόρημα. Έκεϊ όμως πού επικρατούσε όχι ή συντακτική, άλλά ή λογική σκοπιά, οί «ρηματικές» κατηγορίες έπρεπε νά προηγηθούν άπό τίς κατηγορίες τοϋ «τόπου» καί τού «χρό νου», δεδομένου ότι στή λογική δομή τής πρότασης τό λογικό
ΟΙ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
159
κατηγορούμενο προηγείται άπό τά τοπικά καί χρονικά χαρα κτηριστικά. Στή θεωρία τής κατηγορίας τής «ποσότητας» εξετάζονται τά μεγέθη καί τά χαρακτηριστικά τών αντικειμένων ώς πρός τό μέγεθος. Ό Αριστοτέλης προβάλλει όνο αρχές γιά τήν τα ξινόμηση τους: ή πρώτη στηρίζεται στό γνώρισμα τής συνέ χειας ή ασυνέχειας (διάκρισης), ή δεύτερη — στό γνώρισμα τής συνύπαρξης στόν χώρο ή τής διαδοχής στόν χρόνο. Ή πρώτη διαίρεση - σέ συνεχή καί διακριτικά μεγέθη - χα ρακτηρίζεται άπό τό ότι οί δύο αυτές τάξεις μεγεθών δέν απο τελούν είδη τού ίδιου γένους. Πρωτογενείς καί ταυτόχρονα πιό γενικές έννοιες ό Αριστοτέλης θεωρεί τά διακριτά μεγέθη. Κάθε μέγεθος, κατά τόν Αριστοτέλη, είναι διακριτό, επειδή κάθε μέγεθος αποτελείται άπό μονάδες: μπορεί νά μετρηθεί, μέτρο του είναι ή μονάδα, καί πάντοτε υπάρχει ή δυνατότητα νά μάθουμε πόσες μονάδες περιέχονται σ' αυτό τό μέγεθος. Αυτό πού ονομάζουν σννεχές μέγεθος είναι απλώς μία επιμέ ρους περίπτωση τού διακριτικού μεγέθους: ή διαφορά ανά μεσα τους είναι μόνο ότι στήν περίπτωση τού συνεχούς μεγέ θους οί μονάδες ακολουθούν ή μία τήν άλλη χωρίς διακοπή. Παραδείγματα διάκρισης τών μεγεθών ώς πρός τή συνύ παρξη καί τή διαδοχή είναι ό χώρος καί ό χρόνος. Τά αποτελέσματα τής διαίρεσης τών μεγεθών ώς πρός τά γνωρίσματα τού «συνεχούς» (καί τού ασυνεχούς, τού «διορι σμένου») καί τής συνύπαρξης (καί τής διαδοχής) δέν ταυτίζον ται ανάμεσα τους, δέν συμπίπτουν: διαφορετικά μέλη τής ίδιας διαίρεσης μπορούν νά συνυπάρχουν μέ τό ίδιο μέλος τής άλλης. Λογουχάρη, ώς πρός τό γνώρισμα τής συνύπαρξης καί τής διαδοχής, ό χώρος είναι μέγεθος έκτασης, ένώ ό χρόνος είναι μέγεθος διαδοχής. Ταυτόχρονα όμως καί τά δύο αυτά καί ό χώρος καί ό χρόνος - είναι συνεχή μεγέθη. Στή θεωρία τής «ποιότητας» αναπτύσσεται ή ταξινόμηση τών διαφόρων ειδών «ποιοτήτων». Στήν επεξεργασία τής θεωρίας τών «ποιοτήτων» ό Αριστοτέλης έχει σάν οδηγό μιάν
160
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣ
/
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
άπό τίς βασικές διακρίσεις τής μεταφυσικής του - τή διάκριση ανάμεσα στή δύναμη καί τήν ενέργεια. Προϋπόθεση κάθε δραστηριότητας καί κάθε ενέργειας θεωρείται ή «δύναμις» αυτής τής δραστηριότητας ή ή ικανότητα γι' αυτήν. Ά ν ή ικα νότητα εφαρμόζεται σέ μιά ορισμένη κατεύθυνση, τότε μετα τρέπεται σέ ιδιότητα. Έτσι, ή άσκηση τής γνωστικής ικανότη τας γεννά τή γνώση, ή άσκηση τής ηθικής ικανότητας τήν αρετή. Μιά ιδιαίτερη, επιμέρους περίπτωση τής ιδιότητας εί ναι ή κατάσταση. Καί ή ιδιότητα καί ή κατάσταση είναι είδη τής ποιότητας, άπό τήν εμφάνιση τής οποίας προηγείται ή φυ σική δυνατότητα ή ικανότητα, πού έχει δοθεί άπό τή φύση καί δέν αποτελεί ακόμα ποιότητα. Τρίτο είδος ποιότητας είναι οί «παθητικές ιδιότητες». Ου σιαστικά είναι κι αυτές ισότητες πού αποκτούνται επίσης μέ τήν άσκηση. Άλλά στίς «ιδιότητες» τό βασικό είναι ή ικανό τητα δράσης, ενώ στίς «παθητικές» ιδιότητες είναι ή ικανό τητα πρόσληψης. Οί πρώτες είναι ενεργητικές, οί δεύτερες παθητικές. Τέταρτο είδος ποιότητας είναι ή «μορφή» («μορφή», «εί δος»: ή εικόνα, τό περίγραμμα, τό σχήμα) τού αντικειμένου. Τό χαρακτηριστικό τής «μορφής», μέ τήν έννοια πού έχει έδώ, είναι ένα σπουδαίο χαρακτηριστικό ποιοτικού προσδιορι σμού. Καί ή οντολογία καί ή Φυσική τού Αριστοτέλη είναι οντολογία ποιοτική, Φυσική ποιοτήτων. Είναι ακριβώς εκείνο τό γνώρισμα τής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλη πού πέρασε στή φιλοσοφία καί τήν επιστήμη (τή Φυσική) τών Σχολαστικών τής φεουδαρχικής περιόδου. Σάν ιδιομορφία τοϋ ποιοτικού προσδιορισμού ό Αριστοτέ λης σημειώνει ότι αυτός «συμβαίνει νά έχει καί τό αντίθετο του: έτσι, ή δικαιοσύνη είναι τό αντίθετο τής αδικίας, τό λευκό χρώμα τό αντίθετο τού μαύρου, καί μέ παρόμοιο τρόπο καί όλα τά ά λ λ α » . Ωστόσο ή ύπαρξη τού αντίθετου δέν χα131
131 Κατηγορίαι,
VIII, 10 ο.
ΟΙ
161
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
ρακτηρίζει όλες τίς περιπτώσεις ποιοτικών προσδιορισμών: έτσι, τό πυρόξανθο χρώμα είναι ποιοτικός προσδιορισμός, δέν έχει όμως τό αντίθετο τ ο υ . Μιά άλλη σπουδαία ιδιομορφία τών ποιοτικών προσδιορι σμών είναι ότι έχουν τήν ιδιότητα νά είναι ταυτόχρονα καί σχέσεις. "Ετσι κάποιο λευκό λέγεται περισσότερο ή λιγότερο λευκό άπό κάποιο άλλο, καί κάποιο δίκαιο — περισσότερο ή λιγότερο δίκαιο άπό κάποιο άλλο. Άλλά καί ή ίδια ή ποιό τητα είναι σχετική σάν προσδιορισμός: τό αντικείμενο πού εί ναι λευκό έχει τή δυνατότητα νά γίνει ακόμα πιό λευκό. Ωστόσο, κατά τόν Αριστοτέλη, αυτή ή ιδιομορφία δέν ισχύει γιά όλους τούς ποιοτικούς προσδιορισμούς, άλλά μόνο γιά μιά σημαντική πλειονότητα τ ο υ . Ό Αριστοτέλης αποκρούει προκαταβολικά τήν ενδεχόμενη μορφή ότι, ενώ καταπιάστηκε νά μιλήσει γιά τήν ποιότητα, εξετάζει ταυτόχρονα καί τίς σχέσεις: τή δυνατότητα συνταύτι σης ποιοτήτων καί σχέσεων τή θεωρεί απόλυτα φυσιολογική: «...ακόμα καί άν τό ίδιο πράγμα εμφανιζόταν καί σάν σχέση καί σάν ποιότητα, δέν θά ήταν καθόλου παράξενο νά τό κατα τάξουμε καί στά δύο αυτά γένη». Ή κατηγορία τής «σχέσης» είναι επίσης έννοια γένους. Συμπεριλαμβάνει τέσσερα είδη σχέσεων. Είναι, πρώτα-πρώτα, οί μαθηματικές σχέσεις· δεύτερο, οί σχέσεις τού παραγωγού (τού τεχνίτη) πρός τό παραγόμενο (πρός τό προϊόν) · τρίτο, ή σχέση τού μέτρου πρός τό αντικείμενο τής μέτρησης· καί τέ ταρτο, ή σχέση τής γνώσης πρός τό αντικείμενο τής γνώσης. Καί έδώ ή διαφορά τής σχέσης τής γνώσης πρός τό αντικεί μενο τής γνώσης άπό τή σχέση τού παραγωγού πρός τό παρα γόμενο είναι μόνο διαφορά ενεργητικότητας: στή σχέση τοϋ παραγωγού πρός τό παραγόμενο τό δεύτερο σκέλος τής σχέ σης (τό παραγόμενο) είναι εντελώς παθητικό· απεναντίας, 132
133
134
132 Στό ϊδιο, VIII, 10 ο. 133 Στό ϊδιο 134 Στό ϊδιο, VIII, 11 &. 11
162
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ/Α
ΡΙΣ ΤΟ ΤΕΑ ΗΣ
στή σχέση τής γνώσης πρός τό αντικείμενο τής γνώσης καί τά δύο σκέλη τής σχέσης είναι ενεργητικά - έδώ δρά όχι μόνο τό υποκείμενο τής γνώσης, άλλά καί τό αντικείμενο τής γνώσης, επενεργώντας πάνω στό υποκείμενο, προκαλεί σ' αυτό τήν ενέργεια τής γνώσης. Οί μαθηματικές σχέσεις, καθώς καί ή σχέση τού παραγωγού πρός τό παραγόμενο, συγκροτούν τήν πρώτη τάξη σχέσεων. Καί στίς δύο αυτές σχέσεις, ή εξαφάνιση ή εξουδετέρωση τού ενός σκέλους τής σχέσης επιφέρει αναγκαστικά τήν εξαφάνιση ή εξουδετέρωση καί τοϋ άλλου. Ή σχέση τού μέτρου πρός τό αντικείμενο τής μέτρησης, κα θώς καί τής γνώσης πρός τό αντικείμενο τής γνώσης αποτε λούν τή δεύτερη τάξη σχέσεων. Άλλά γιά τίς δύο σχέσεις αυ τής τής τάξης δέν μπορούμε πιά νά πούμε ότι ή εξαφάνιση τού ενός σκέλους τής σχέσης επιφέρει αναγκαστικά καί τήν εξα φάνιση τού άλλου: ή εξαφάνιση τής γνώσης δέν σημαίνει κα θόλου καί εξαφάνιση τού αντικειμένου τής γνώσης. Ά π ό τίς προαναφερμένες δέκα κατηγορίες ό Αριστοτέλης, στά συγγράμματα του πού έχουν φτάσει ώς εμάς, εξετάζει λίγο-πολύ διεξοδικά μόνο τίς πρώτες τέσσερεις: τήν ουσία, τήν ποσότητα, τήν ποιότητα καί τή σχέση. Υπάρχει μαρτυρία ότι ό Αριστοτέλης είχε γράψει μιάν ειδική πραγματεία, πού δέν έφτασε ώς εμάς, γιά τίς κατηγορίες τής «ενέργειας» καί τής «πάθησης». Έξαλλου στά «Φυσικά» εξετάζεται ή επενέρ γεια τοϋ ενός αντικειμένου πάνω στό άλλο άλλά μόνο άπό τήν άποψη τής Φυσικής, καί όχι τής Λογικής καί τής θεωρίας τών κατηγοριών. Έ δ ώ θεμελιώνεται ή θέση ότι προϋπόθεση γιά τή δυνατότητα επενέργειας ορισμένων αντικειμένων πάνω σέ άλλα είναι ή κοινότητα γένους καί ή ύπαρξη ανάμεσα τους διαφορών είδους: ούτε τά αντικείμενα πού είναι απόλυτα όμοια ή ταυτόσημα, ούτε τά αντικείμενα πού είναι απόλυτα διαφορετικά, μπορούν νά επενεργούν τό ένα πάνω στό άλλο.
10. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Ό Αριστοτέλης είναι θεμελιωτής όχι μόνο τής Λογικής, άλλά καί τής Ψυχολογίας. "Εχει γράψει τήν ειδική πραγματεία «Περί ψυχής», ένα ά π ό τά πιό ξακουστά έργα του. Σ' αυτό εξετάζεται ή φύση τής ψυχής, εξηγούνται τά φαινόμενα τής κατ' αίσθηση αντίληψης καί τής μνήμης. Ό Αριστοτέλης βλέπει τήν ψυχή σάν τήν ύψιστη δραστη ριότητα τοϋ ανθρώπινου σώματος. Είναι ή πραγματικότητα του, ή «εντελέχεια» του, ή πραγμάτωση του. Γι' αυτό ανάμεσα στήν ψυχή καί τό σώμα υπάρχει, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, στενή σχέση. Ωστόσο ή σχέση αυτή δέν επεκτείνεται σέ όλες τίς ψυχικές λειτουργίες. Στήν ψυχή τού άνθρωπου υπάρχει ένα μέρος πού προσιδιάζει σέ μιά ορισμένη βαθμίδα τής αν θρώπινης ανάπτυξης, άλλά πού δέν υπόκειται σέ γένεση καί φθορά. Τό μέρος αυτό είναι, ό «νους». Τόν νοϋ δέν μπορούμε νά τόν βλέπουμε πιά σάν οργανική λειτουργία. Είναι κάτι πού σέ μιά ορισμένη στιγμή τής ανάπτυξης φαίνεται σάν άμεσα δοσμένο στόν άνθρωπο. Σάν τέτοιος, ό νούς δέν είναι έμφυτος στό σώμα, άλλά έρχεται απέξω. Γι' αυτό ακριβώς, σέ αντίθεση μέ τό σώμα, είναι άφθαρτος καί ή ύπαρξη του δέν περιορίζε ται άπό τή διάρκεια τής ανθρώπινης ζωής. Μέ εξαίρεση τόν
164
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣIΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
νού, όλα τά άλλα μέρη τής ανθρώπινης ψυχής υπόκεινται σέ φθορά, όπως καί τό σώμα. Ωστόσο ό Αριστοτέλης δέν αποτόλμησε μιά άμεση καί ανοιχτή ρήξη μέ τήν πατροπαράδοτη πίστη στήν αθανασία τής ψυχής. Στίς κρίσεις του γιά τή φύση τής ψυχής έχουν μείνει ασάφειες. Γι' αυτό αργότερα, στή σχολαστική φιλοσοφία, ανέ κυψαν διαφωνίες σχετικά μέ τό πώς πρέπει νά εννοείται ή δι δασκαλία τού Αριστοτέλη γιά τήν αθανασία τού νού καί τής ψυχής. Πολλές φορές έχει αναπαραχθεί κατοπινά καί ή διδασκαλία τού Αριστοτέλη γιά τήν κατ' αίσθηση αντίληψη. Σύμφωνα μέ τήν άποψη του, ή αντίληψη μπορεί νά προκύψει μόνο όταν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στήν ιδιότητα τού αντικειμένου τής αίσθησης καί τό όργανο πού αντιλαμβάνεται αυτό τό αντικεί μενο. Ά ν , λογουχάρη, καί τό αντικείμενο καί τό όργανο είναι τό ίδιο θερμά, δέν μπορεί νά δημιουργηθεί αντίληψη. Μέ καταπληκτική σαφήνεια εκφράζει ό Αριστοτέλης τήν ιδέα τής ανεξαρτησίας τού αντικειμένου άπό τήν αντίληψη. Τά σχετικά χωρία τής πραγματείας «Περί ψυχής» είναι άπό τίς πιό λαμπρές εκφράσεις τχχςνλιστικής τάσης τοϋ Αριστοτέ λη. Υποστηρίζοντας τήν αντικειμενικότητα καί τήν ανεξαρτη σία τού αντικειμένου τής αντίληψης, ό Αριστοτέλης αρνιέται τόν παθητικό χαρακτήρα τής ύπαρξης του. Τό αντικείμενο πού αντιλαμβανόμαστε είναι σάν νά κινείται πρός συνάντηση της αίσθησης μας. Τό αντικείμενο πού βρίσκεται στήν πιό κοντινή απόσταση τό αισθανόμαστε μέσω τής όσφρησης. Γιά νά αντιληφθούμε πιό απομακρυσμένα αντικείμενα, χρειάζεται ή ιδιότητα πού αντιλαμβανόμαστε νά διαπεράσει τόν χώρο πού χωρίζει τόν άνθρωπο άπό τό αντικείμενο τής αίσθησης. "Ετσι, λογουχάρη, ό ήχος διαπερνά αυτόν τόν χώρο ώσπου νά φτάσει στό όργανο τής ακοής πού τόν αντιλαμβάνεται. Γι' αυτό ακριβώς ό ήχος πού παράγεται άπό ένα απομακρυσμένο αντικείμενο δέν
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
165
ακούγεται ταυτόχρονα, άλλά μετά τό χτύπημα πού γέννησε τόν ήχο. Τήν ϊδια εξήγηση δίνει ό Αριστοτέλης στό ερώτημα, γιατί μέ τήν αύξηση τής απόστασης οί ήχοι πού παράγονται άπό απομάκρυνα με να ή απομακρυσμένα αντικείμενα ακού γονται όλο καί λιγότερο: αυτό γίνεται, επειδή οί ήχοι αυτοί χρειάζεται νά διαπεράσουν ένα χώρο πολύ μεγαλύτερου μή κους καί έτσι, καθώς τόν διαπερνούν, ανακατεύονται καί τό ανθρώπινο αυτί δέν είναι πιά σέ θέση νά τούς συλλάβει διαφορισμένους. Ώς πρός τή φύση της ή κατ' αίσθηση αντίληψη δέν είναι σώμα, άλλά κίνηση ή προβολή τού σώματος μέσω τού περι βάλλοντος πού χρειάζεται νά διαπεράσει γιά νά φτάσει στό αισθητήριο όργανο. Μιά ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στίς αντιλή ψεις έχουν οί οπτικές αντιλήψεις. Τό φώς, πού μέ τή βοήθεια του μεταδίδονται αυτές οί αντιλήψεις, δέν είναι κίνηση. Τό φώς είναι ιδιόμορφο όν. Προκαλώντας αλλαγές στό αισθητή ριο όργανο, δέν απαιτεί χρόνο καί πραγματώνεται στό αντι κείμενο στιγμιαία. Ειδική έρευνα αφιέρωσε ό Αριστοτέλης στήν εξήγηση τών φαινομένων τής μνήμης. Ή ανάμνηση, σύμφωνα μέ τή θεωρία του, είναι αναπαραγωγή παραστάσεων πού υπήρχαν προη γούμενα. Προϋπόθεση τής ανάμνησης είναι οί σχέσεις, χάρη στίς οποίες ή εμφάνιση ενός αντικειμένου συνεπιφέρει τήν παράσταση γιά κάποιο άλλο. Αυτές οί σχέσεις, πού προσδιο ρίζουν τόν χαρακτήρα ή τό γένος τής ανάμνησης, μπορούν νά είναι σχέσεις διαδοχής, ομοιότητας, αντίθεσης καί συγγένειας.
11. ΗΘΙΚΗ Ό Αριστοτέλης ξεχωρίζει τήν ηθική σάν ένα ιδιαίτερο καί μάλιστα σημαντικό πρόβλημα τής φιλοσοφίας. Στή συλλογή τών έργων τοϋ Αριστοτέλη υπάρχουν τρία ειδικά συγγράμ ματα αφιερωμένα στά ζητήματα τής ηθικής: τά «Ηθικά Νικομάχεια», πού προορίζονταν γιά τόν γιό τοϋ Αριστοτέλη Νι κόμαχο, τά «Ηθικά Εύδήμεια», πού έχουν συγκροτηθεί προ φανώς μέ βάση τίς σημειώσεις τού φίλου του καί μαθητή του Εύδήμου, καί τά «Μεγάλα Ηθικά», πού αποτελούν απάνθι σμα άπό τά δύο προηγούμενα. Ή διδασκαλία γιά τήν ηθική δραστηριότητα καί τίς ηθικές αρετές συγκροτείται άπό τόν Αριστοτέλη, μέ βάση τήν αντι κειμενική τελεολογία του, πού αγκαλιάζει όλο τόν κόσμο καί όλη τή δραστηριότητα τού ανθρώπου μέσα σ' αυτόν. Στόν άνθρωπο, όπως καί σέ κάθε πράγμα, ενυπάρχει ή εσω τερική τάση πρός τόν αγαθό σκοπό, ωστόσο ή τάση αυτή προσκρούει σέ εμπόδια πού κρύβονται επίσης μέσα στή φύση τού ϊδιου τού άνθρωπου. Αυτό, πρός τό όποιο τείνουν τά πάντα («ου πάντ' έφίεται») είναι τό «αγαθόν», καί κάθε δρα στηριότητα τείνει πρός ένα ορισμένο αγαθό. Όρισμένοι σκο ποί δέν έχουν αυτοδύναμη σημασία καί παραμένουν άπλά
168
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣ
/
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
μέσα πού υπάγονται σέ άλλους σκοπούς. Υπάρχει όμως ένας σκοπός πού οί άνθρωποι τόν επιδιώκουν αυτόν καθεαυτόν. Είναι τό ύψιστο αγαθό, καί μάς τό αποκαλύπτει ή ύψιστη ηγε τική επιστήμη - ή πολιτική. Καί παρ' όλο πού τό αγαθό τοϋ μεμονωμένου άτομου συμπίπτει μέ τό αγαθό τού κράτους, ή επίτευξη τού αγαθού γιά όλο τό κράτος καί ή διατήρηση του είναι τό υψηλότερο καί τελειότερο καθήκον. Σύμφωνα μέ τόν αρχικό ορισμό, τό ύψιστο αγαθό είναι ή «ευδαιμονία», δηλαδή ή καλή ζωή καί δράση. Ή ευδαιμονία αυτή δέν μπορεί νά συνίσταται ούτε στόν υλικό πλούτο, ούτε στήν ηδονή, ούτε καί μόνο στήν αρετή. Λογουχάρη, ό πλούτος δέν μπορεί νά είναι ύψιστος σκοπός τής ζωής, γιατί πάντα αποτελεί μέσο γιά άλλο σκοπό («χρήσιμον γάρ καί άλλου χά ριν»), ενώ τό «τέλειο αγαθό είναι αυτοδύναμο» («τό γάρ τέλειον αγαθόν αύτάρκες είναι δοκεΐ»). Σάν αυτοδύναμο αγαθό ή ζωή, σύμφωνα μέ τόν τυπικό ορισμό, είναι αυτοσκο πός, δέν έχει ανάγκη άπό τίποτε. Άλλά τό περιεχόμενο τού ύψιστου αγαθού καθορίζεται άπό τήν ιδιομορφία καί τόν προορισμό τού άνθρωπου. Ά π ό τή σύγκριση μέ τά άλλα ζων τανά όντα γίνεται φανερό ότι μόνο ό άνθρωπος διαθέτει τήν ικανότητα όχι μόνο νά τρέφεται καί νά αισθάνεται, άλλά νά έχει καί λογικό. Γι' αυτό «έργον» τού άνθρωπου είναι ή λο γική δραστηριότητα, καί ό προορισμός τοϋ τέλειου άνθρωπου βρίσκεται στήν ωραία διεξαγωγή τής λογικής δραστηριότητας, στήν αρμονία τοϋ κάθε έργου μέ τήν ειδική αρετή πού τό χα ρακτηρίζει. Τό αγαθό τού άνθρωπου βρίσκεται στήν επίτευξη αρμονίας μέ τήν πιό τέλεια άπό τίς αρετές. Ά λ λ ά μιά ζωή πού τείνει πρός τό ύψιστο αγαθό μπορεί νά είναι μόνο δραστήρια ζωή. Ή ύπαρξη μας συνίσταται σέ ενέργεια, ζωή καί δράση: αυτό πού υπάρχει σάν δυνατότητα εκδηλώνει τή δραστηριό τητα του μόνο στήν πράξη. Οί αγαθές ιδιότητες, όταν δέν εκ δηλώνονται, δέν προσφέρουν ευδαιμονία. Έ δ ώ είναι όπως 135
135 Ηθικά Νικομάχεια,
I 5, 1097, ο 8.
169
ΗΘΙΚΗ
στους Όλυμπιακούς αγώνες: τό έπαθλο τό παίρνει όχι εκείνος πού είναι πιό δυνατός καί πιό ωραίος άπ' όλους, άλλά εκείνος πού νίκησε στόν α γ ώ ν α . Ή ευδαιμονία δέν είναι μόνο τό καλύτερο καί ωραιότερο αγαθό, άλλά καί τό πιό ευχάριστο («άριστον άρα καί κάλλιστον καί ήδιστον ή ευδαιμονία»). Ωστόσο ή επίτευξη τού ύψιστου αγαθού προϋποθέτει, έκ τος άπό τήν ύπαρξη ύψιστου σκοπού, καί ένα ορισμένο αρι θμό υποδεέστερων, κατώτερων σκοπών. Γιά νά βρούμε τόν ορισμό τους επιβάλλεται νά ξεκινήσουμε άπό τόν ορισμό τού τέλειου ανθρώπου. Ό τέλειος ή ικανός («σπουδαίος») άν θρωπος κατευθύνει τή δραστηριότητα του στήν επίτευξη ηθι κής τελειότητας, καί προϋπόθεση γιά τήν επίτευξη της είναι ή «αρετή». Ή κατοχή τής αρετής κάνει ακριβώς τόν άνθρωπο ικανό νά πετυχαίνει τόν σκοπό πού επιδιώκει. "Ετσι, ό άν θρωπος βλέπει καλά χάρη στήν αρετή τού ματιού καί τό άλογο αποδείχνεται ικανό άλογο χάρη στήν αρετή τού άλογου. Ή ανθρώπινη αρετή είναι ικανότητα, πρώτα άπ' όλα ικανό τητα νά προσανατολιζόμαστε σωστά, νά επιλέγουμε τήν κατάλληλη πράξη, νά εντοπίζουμε τό αγαθό. Αυτή τήν ικανό τητα ό Αριστοτέλης τήν εκφράζει μέ τήν έννοια τής «μέσης κατάστασης» («τό μέσον»). Έχοντας γίνει αργότερα ξακου στή, ή έννοια αυτή ερμηνευόταν συχνά μέ τρόπο ρηχό καί έκχυδαϊσμένο, σάν αρχαία εκδοχή τής «μετριοπάθειας καί τής νοικοκυροσύνης». Άλλά μιά τέτοια ερμηνεία είναι κατώτερη άπό τήν πραγματική σκέψη τού Αριστοτέλη. «Κάθε άνθρω πος πού έχει τή γνώση («πάς επιστήμων») αποφεύγει τήν υπερβολή καί τήν έλλειψη, επιζητεί τό μέσο καί τό προτιμά, δηλαδή τό μέσο δχι τοϋ πράγματος, άλλά σέ σχέση μέ μάς. Καί άν κάθε επιστήμη κάνει καλά τό έργο της, αποβλέποντας στό μέσο καί κατευθύνοντας σ' αυτό τά έργα της ... άν οί καλοί 136
137
Ε
136 Στό Ϊόιο I 8, 1099 Ά 3-7 137 Στό ϊδιο, I 9, 1099 3 24-25.
170
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣIΑ
ΡΙΣΤΟ ΤΕΛΗ Σ
τεχνίτες επίσης δουλεύουν, αποβλέποντας στό μέσο, τότε καί ή αρετή, πού είναι, όπως καί ή φύση, πιό ακριβής καί πιό απο τελεσματική άπό κάθε τέχνη, πρέπει νά στοχεύει στό μέσο». Έτσι, ή αρετή διαλέγει τό μέσο ανάμεσα στήν υπερβολή καί τήν έλλειψη. Ωστόσο ό Αριστοτέλης μάς προειδοποιεί αμέ σως νά αποφύγουμε μιά ρηχή αντίληψη αυτής τής «μέσης κατάστασης»: εξηγεί ότι τό καλό δέν πρέπει νά τό βλέπουμε σάν μέσο. Εκείνο πού πρέπει νά διαλέξουμε δέν είναι τό μέσο άπό τό καλό, άλλά τό καλύτερο άπ' όλο τό καλό. Τό μέσο «σημείο» δέν θά τό βρούμε στό πλαίσιο τού κακού, άλλά μόνο στό πλαίσιο τού καλού. Ωστόσο καί μέσα σ' αυτά τά πλαίσια είναι πάντοτε τό ύψιστο, τό έσχατο σημείο: Ό π ω ς δέν μπορεί νά υπάρξει υπερβολή ή έλλειψη στή σωφροσύνη ή στήν αν δρεία, γιατί έδώ ακριβώς ή μεσότητα αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τήν ακρότατη τελειότητα, έτσι καί στά ελαττώματα πού δείξαμε δέν μπορεί νά υπάρχει ούτε μεσότητα, ούτε υπερβολή, ούτε έλλειψη, γιατί όποιος παραδίνεται σέ αυτά διαπράττει σφάλμα». Ό άνθρωπος πρέπει νά επιδιώκει τήν τελειότητα, γιατί ό τέλειος άνθρωπος κρίνει γιά όλα σωστά καί σέ όλα τού απο καλύπτεται ή αλήθεια: σέ όλες τίς ξεχωριστές περιπτώσεις βλέπει τήν αλήθεια, γιατί είναι κατά κάποιο τρόπο τό μέτρο καί ό κανόνας τους. Εφόσον στίς πράξεις υπάρχει υπερβολή, έλλειψη καί μεσό τητα καί εφόσον ή αρετή άφορα στίς πράξεις, τότε καί ή αρετή 138
Γ
139
138 Ηθικά Νικομάχεια II 5, 1106 ο 5-16. 139 Ηθικά Νικομάχεια, II 6, 1107 Ά, 20-25. Πολύ καλά έχει καταλάβει καί εξηγήσει τό κάθε άλλο παρά κοινότοπο νόημα τής αριστοτελικής έννοιας τής «μεσότητας» ό Β. Γ. Ζελεζνόφ στήν εργασία του « Ή οικονομική θεωρία τών αρχαίων Ελλήνων», σ. 163. Στήν εργασία αυτή οί οικονομικές αντιλήψεις τοϋ Αριστοτέλη εξετάζονται στήν εσωτερική τους σύνδεση μέ τίς ηθικές καί ακόμα καί τίς μεταφυσικές του αντιλήψεις, (κεφ.ν, σ. 153-184, κεφ. VI, σ. 185-253). Μέ ακρίβεια καί λεπτή κατανόηση της φιλοσοφικής ουσίας τοϋ ζητήματος προσδιορίζεται ή σχέση τού Α ρ ι σ τ ο τέλη πρός τόν Πλάτωνα: τόσο ή διαφορά, δσο καί ή ομοιότητα.
ΗΘΙΚΗ
171
είναι ένα είδος «μεσότητας»: μπορεί κανείς νά σφάλλει μέ διαφορετικούς τρόπους, άλλά υπάρχει μόνο ένας δρόμος γιά νά ενεργήσει σωστά. Είναι εύκολο νά αστοχήσεις, άλλά είναι δύσκολο νά πετύχεις τό στόχο. Γι' αυτό ακριβώς ή «μεσότητα» είναι χαρακτηριστικό τής αρετής. Άλλά ένώ άπό τήν άποψη τής ουσίας καί τού νοήματος της ή αρετή είναι «μεσότητα», άπό τήν άποψη ότι πετυχαίνει τό άριστο καί καθετί τό αγαθό, είναι ακρότητα . Οί αρετές, όπως καί ή τέχνη, έχουν πάντα νά κάνουν μέ αυτό πού είναι δύσκολο, καί ή τελειότητα σ' αυτόν τόν τομέα είναι ανώτερη. Προϋποθέσεις τών ενάρετων πράξεων είναι οί παρακάτω: ό άνθρωπος πού ενεργεί ενάρετα πρέπει 1) νά έχει συνείδηση τής ενέργειας του, 2) νά ενεργεί μέ τήν πρόθεση οί ενέργειες του νά μήν αποτελούν μέσο, άλλά αυτοσκοπό, 3) νά ακολου θεί σταθερά καί απαρέγκλιτα ορισμένες αρχές. Γιά νά δη μιουργηθούν όλες αυτές οί προϋποθέσεις, χρειάζεται ή συχνή επανάληψη δίκαιων πράξεων. Μόνη ή θεωρία δέν είναι αρ κετή γι' αυτό: όποιος νομίζει ότι τάχα μπορεί νά γίνει ηθικός μόνο φιλοσοφώντας, δέν πρόκειται νά γίνει ηθικός, όπως δέν πρόκειται νά γίνει υγιής ό άρρωστος πού ακούει προσεχτικά τούς γιατρούς, άλλά δέν εφαρμόζει καθόλου τίς οδηγίες τους. Ό Αριστοτέλης χώρισε τίς αρετές σέ δύο τάξεις: τίς «ηθι κές» καί τίς «διανοητικές». Οί πρώτες είναι αρετές τοϋ χαρα κτήρα, οί δεύτερες τής διάνοιας. "Ετσι, ή γενναιοδωρία καί τό μέτρο εγκράτειας ανήκουν στίς ηθικές αρετές, ένώ ή σοφία, ή λογικότητα καί ή σωφροσύνη - στίς διανοητικές. Οί ηθικές αρετές γεννιούνται άπό τίς συνήθειες, καί άπό τίς συνήθειες (μέ έλαφρή αλλαγή τής λέξης «ήθος») έχουν αποκτήσει τήν ονομασία τους. Οί διανοητικές αναπτύσσονται κυρίως μέ τήν εκπαίδευση, έχουν ανάγκη άπό εμπειρία καί χρόνο. 140
141
140 Ηθικά Νικομάχεια, 141 Ηθικά Νικομάχεια,
II 6, 1107 & 5-7. II 6, 1107 α, 5-7.
172
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Γιά νά προσδώσει μεγαλύτερη σαφήνεια στήν ανάλυση τών διανοητικών αρετών ό Αριστοτέλης αναπτύσσει σέ συντομία, στό 6ο βιβλίο τών «Ηθικών Νικομάχειων», τή διδασκαλία του γιά τήν ψυχή. Ά φ ο ύ υποδιαιρεί τήν ψυχή σέ λογικό καί μή λογικό μέρος, χωρίζει ύστερα καί τό λογικό μέρος σέ όνο μέρη: μέ τό πρώτο θεωρούμε τίς αμετάβλητες αρχές τού όντος, μέ τό δεύτερο — τίς αρχές πού υπόκεινται σέ μεταβολές. Εφόσον ή γνώση συνίσταται σέ μιά ορισμένη ομοιότητα τού υποκειμένου μέ τό αντικείμενο, τότε σέ σχέση μέ τά αντικεί μενα διαφορετικού γένους θά πρέπει νά υπάρχουν, αντίστοιχα μέ τό καθένα άπ' αυτά, καί διαφορές γένους ανάμεσα στά μέρη τής ψυχής. Ή νόηση θά είναι αληθινή, όταν ή ηθική αρετή συνίσταται σέ συνήθεια πού συνδυάζεται μέ τήν πρόθε ση, καί ή πρόθεση συνίσταται σέ επιδίωξη πού συνδυάζεται μέ τή στάθμιση τών αιτίων. Ή -επιδίωξη θά .είναι όρθή, όταν ή πρόθεση είναι καλή καί όταν ή επιδίωξη είναι ταυτόσημη μέ τήν πρόθεση. Σ' αυτές τίς συνθήκες ή νόηση καί ή αλήθεια της λέγονται πρακτικές. Έ ν ώ αντικείμενο τής επιστήμης είναι τό αιώνιο καί τό αναγκαίο, ή δράση άφορα σ' εκείνο πού μπορεί νά είναι δια φορετικό, δηλαδή δέν είναι αναγκαίο. Ή δράση πρέπει νά αντιδιαστέλλεται καί άπό τή δημιουργία ή τήν τέχνη. Ό σκο πός τής δημιουργίας βρίσκεται έξω άπ' αυτήν, ένώ στή δράση ό ορθός τρόπος ενέργειας συμπίπτει μέ τόν σκοπό. Ό πρακτι κός νούς δέν είναι ούτε επιστήμη, ούτε τέχνη: επιστήμη δέν μπορεί νά είναι, γιατί καθετί πού συντελείται στήν πράξη μπορεί νά είναι καί διαφορετικό· τέχνη πάλι δέν μπορεί νά είναι, γιατί ή δημιουργία καί ή δράση διαφέρουν ώς πρός τό γένος. Διαφέροντας άπ' αυτές, ό πρακτικός νούς είναι μιά όρθή καί λογική, αποκτημένη, ψυχική ιδιότητα, πού σχετίζε ται μέ τό ανθρώπινο αγαθό καί κακό. Τά μέσα, μέ τά οποία βρίσκουμε τήν αλήθεια καί χάρη στά όποια δέν σφάλλουμε ποτέ σχετικά μέ τό τί είναι αναγκαίο καί τί είναι μεταβλητό, είναι ή επιστήμη, ό πρακτικός νους, ή σο-
ΗΘΙΚΗ
173
φία καί τό λογικό. Άλλά σχετικά μέ τήν υψίστη άρχή τής γνώσης δέν μπορεί νά υπάρχει ουτε επιστήμη, ούτε τέχνη, ούτε πρακτικός νούς: δέν μπορεί νά υπάρχει επιστήμη, επειδή κάθε επιστημονική γνώση απαιτεί αποδείξεις, ένώ άπό τήν άλλη μεριά ή τέχνη καί ό πρακτικός νούς σχτίζονται μέ αυτό πού μεταβάλλεται. Άλλά εφόσον χαρακτηριστικό τού σοφού, όπως καί τού επιστήμονα, είναι νά αποδείχνει ορισμένα πρά γματα, έπεται ότι καί ή σοφία δέν μπορεί νά άφορα στίς ύψι στες αρχές. "Ετσι, δέν μένει παρά νά κατατάξουμε αυτές τίς αρχές μόνο στόν νού. Οί αρετές δέν είναι συναισθήματα (πάθους, οργής, φόβου, γενναιότητας κ.λπ.) ούτε ικανότητες: οί ικανότητες δέν αποτε λούν αντικείμενο επαίνου ή μομφής. Οί αρετές είναι κεκτημέ νες ιδιότητες («έξεις»): γεννιούνται άπό τή δράση πού κατευ θύνεται στήν εξεύρεση τής μεσότητας. Ή αρετή είναι ή μεσό τητα ανάμεσα σέ δυό κακά - τήν υπερβολή καί τήν έλλειψη. Σάν τέτοια, είναι δύσκολη, γιατί σέ οποιοδήποτε πράγμα είναι δύσκολο νά βρει κανείς τή μεσότητα: έτσι, τό επίκεντρο τού κύκλου δέν μπορεί νά τό προσδιορίσει ό καθένας, άλλά μόνο ό μαθηματικός. Γι' αυτό ή ηθική τελειότητα είναι ένα επίτευγμα σπάνιο, αξιέπαινο καί ωραίο. Ή βούληση έχει νά κάνει μέ τόν σκοπό, ή πρόθεση — μέ τά μέσα: οί ενέργειες οί σχετικές μέ τά μέσα πού οδηγούν στόν σκοπό είναι εσκεμμένες καί εκούσιες. Εφόσον ή δράση τών αρετών εκδηλώνεται σ' αυτήν ακριβώς τή σφαίρα, έπεται ότι, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, άπό μάς εξαρτάται καί ή αρετή καί ή κακία καί ή εγκράτεια. Ά ν είναι σωστό ότι κανένας δέν είναι ευτυχής παρά τή θέληση του, τότε ή κακία είναι εκούσια, καί ό άνθρωπος είναι άρχή καί γονέας όχι μόνο τών παιδιών του, άλλά καί τών πράξεων του. Ωστόσο ή επιδίωξη τού αληθινού σκοπού δέν υπάγεται στήν προσωπική εκλογή, καί ό άνθρωπος πρέπει νά γεννηθεί μέ αυτήν τήν επιδίωξη (όπως πρέπει νά γεννηθεί μέ τό χάρι σμα τής όρασης), γιά νά κρίνει καλά καί νά εκλέγει τό αληθινό
174
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ IΑΡΙΣΤΟ
ΤΕΛΗΣ
αγαθό. "Οποιος έχει άπό τή φύση του αυτή τήν ιδιότητα σέ τέλεια μορφή, αυτός είναι «ευφυής» άνθρωπος, καί ένας τέ τοιος άνθρωπος κατέχει τό ωραιότερο καί τελειότερο πράγμα, πού δέν μπορεί κανείς νά τό πάρει άπό άλλον, ούτε νά τό δι δαχτεί, άλλά μπορεί μόνο νά τό έχει άπό τή φύση του. Οί πράξεις καί οί έξεις τής ψυχής δέν είναι στόν ίδιο βαθμό εκούσιες: οί πράξεις εξαρτώνται άπό μάς άπό τήν άρχή ώς τό τέλος, ένώ οί έξεις τής ψυχής είναι εκούσιες μόνο στήν άρχή, καί δέν παρατηρούμε πώς διαμορφώνεται βαθμιαία, μέσα άπό τίς λεπτομέρειες, ό χαρακτήρας μας. Σέ αυτές τίς ιδέες στηρίζεται, στά «Ηθικά Νικομάχεια», ή ανάλυση τών διάφορων αρετών (τέλος τού 3ου βιβλίου καί 4ο βιβλίο). Σ' αυτά τά βιβλία, καθώς καί ιδιαίτερα στό 5ο, ξεχω ρίζει μέσα άπό τά ηθικά προβλήματα καί σέ στενή σύνδεση μέ αυτά τό σπουδαίο οικονομικό πρόβλημα τής αξίας. Ή ένταξη τού ζητήματος τής αξίας στά «Ηθικά» υπαγο ρεύτηκε όχι μόνο άπό τή στενή σύνδεση τής αριστοτελικής «Ηθικής» μέ τήν «Πολιτική», πού έρευνα τίς κοινωνικές σχέ σεις, άλλά καί άπό τό γεγονός ότι τό πρόβλημα τής αξίας είναι γιά τόν Αριστοτέλη ένα επιμέρους θέμα τού προβλήματος τής «δικαιοσύνης. Ή ανταλλαγή τών οικονομικών αγαθών πρέπει νά κατευθύνεται άπό τήν αρχή τής δικαιοσύνης, πού είναι ή γενική άρχή τής διανομής. Επιμέρους περίπτωση τής δικαιο σύνης είναι ή ισότητα απέναντι στά υλικά αγαθά. Αντίστοιχα, επιμέρους περίπτωση αδικίας είναι ή ανισότητα απέναντι στά υλικά αγαθά. Ή επιμέρους μορφή τής δικαιοσύνης («ή κατά μέρος δι καιοσύνη») διαιρείται σέ δυό είδη: τή διανεμητική δικαιοσύνη καί τή διορθωτική δικαιοσύνη. Στή διανεμητική δικαιοσύνη ή άρχή τής διανομής είναι ή αξία τών ατόμων, ανάμεσα στά όποια γίνεται ή διανομή. Εί ναι ή άρχή τής αναλογικής διανομής πού επιβάλλει μιά ορι σμένη σχέση μέ προσόντα τών ατόμων πού δέν έχουν οίκονο-
ΗΘΙΚΗ
175
μική σημασία (όπως είναι οί υπηρεσίες πού έχουν προσφέρει, οί ηθικές αρετές τους κ.λπ.) Απεναντίας, στή διορθωτική δικαιοσύνη τό πέρασμα τών αντικειμένων άπό ορισμένα χέρια σέ άλλα (όπως γίνεται στίς σχέσεις αγοραπωλησίας, ανταλλαγών στήν αγορά κ.λπ.) δέν καθορίζεται άπό τόν υπολογισμό τής άξιας τών ατόμων πού ανταλλάσσουν προϊόντα, άλλά άπό άλλους - οικονομικούς — υπολογισμούς καί λόγους. Έ δ ώ τό δίκαιο είναι τό ίσο (καί τό άδικο είναι τό άνισο) όχι χάρη στήν αναλογικότητα, όπως συμβαίνει στή διανεμητική δικαιοσύνη, άλλά στή βάση τής άμεσης σύγκρισης, σύμφωνα μέ τήν αριθμητική αναλογικότη τα. Έ δ ώ ή ανισότητα υλικής τάξης συνίσταται ακριβώς στήν αντίθεση ανάμεσα στήν υλική ζημία καί τό υλικό κέρδος, ένώ τό δίκαιο είναι τό ϊσο, δηλαδή αυτό πού κατέχει τή μέση θέση ανάμεσα τους. Ά λ λ ά τό ίσο σ' αυτήν τήν περίπτωση δέν είναι τό απλώς ταυτόσημο. Παρά τή γνώμη τών Πυθαγορείων, ή αν ταπόδοση είναι αυτή καθεαυτή άδικη. Ά ν κάποιος πού έχει διοικητική εξουσία χτυπήσει τόν κατώτερο του, εκείνος δέν μπορεί νά τού απαντήσει μέ τόν ίδιο τρόπο, καί άν τό αποτολ μήσει, τότε θά τιμωρηθεί. Στίς ανταλλακτικές σχέσεις ή δι καιοσύνη πετυχαίνεται μέ τήν αναλογικότητα: « Ή ισορροπία τής κοινωνίας διασφαλίζεται μέ τήν ανταπόδοση σύμφωνα μέ τό μέτρο τής αναλογίας» («Ηθικά Νικομάχεια», V 8). Ή άρχή τής αναλογικότητας εφαρμόζεται στίς ανταλλαγές τής αγοράς. Ό Αριστοτέλης δίνει ένα παραστατικό παράδει γμα μιάς τέτοιας ανταλλαγής. Ά ς υποθέσουμε ότι Α είναι ό αρχιτέκτονας, Β τό σπίτι πού έχτισε ό αρχιτέκτονας, Γ ό τσαγ κάρης καί Δ τά πέδιλα πού έκανε ό τσαγκάρης (σκυτοτόμος). Σημειώνουμε μέ τά γράμματα Α, Β, Γ καί Δ τίς γωνίες ενός τετραγώνου καί ενώνουμε μέ διαγώνιους τό Α μέ τό Δ καί τό Β μέ τό Γ. Μέ βάση αυτό τό σχήμα, κάνουμε τόν παρακάτω συλλογισμό: Ή ανταλλαγή τού σπιτιού μέ τό ζευγάρι τά πέ διλα θά είναι σωστή, άν τά εξισώσουμε τό ένα μέ τό άλλο καί συσχετίσουμε μέσω τών διαγωνίων τό καθένα άπ' αυτά μέ τόν
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣI
176
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ιδιοκτήτη τοϋ άλλου αντικειμένου. « Ό αρχιτέκτονας πρέπει νά παραλάβει άπό τό σκυτοτόμο τό προϊόν τής εργασίας του καί νά τοϋ παραδώσει τό δικό τ ο υ » . Άλλά γιά νά γίνει μιά τέτοια ανταλλαγή, πρέπει προηγούμενα νά βρεθεί ή αναλογική ισότητα καί σέ συνέχεια, πάνω σ' αυτή τή βάση, νά γίνει ή ανταλλαγή. Γι' αυτό είναι απαραίτητο νά εξισώνονται προκα ταβολικά ανάμεσα τους τά προϊόντα τής εργασίας, τόσο σ' αυ τήν τήν περίπτωση, όσο καί γενικά κατά τήν ανταλλαγή τών προϊόντων κάθε είδους άλλων επαγγελμάτων καί τεχνών: «Γιατί αλλιώς, οί τέχνες θά εξαφανίζονταν, άν ό τεχνίτης δέν κατασκεύαζε κάτι πού νά έχει ποσοτική καί ποιοτική αξία καί δέν έπαιρνε σέ αντάλλαγμα κάτι πού νά έχει ανάλογη ποσο τική καί ποιοτική α ξ ί α » . Ή εξίσωση είναι απαραίτητη λόγω τής ανάγκης («χρείας»). Ό λ α τά αντικείμενα πρέπει νά υπολογίζονται μέ ένα μόνο μέ τρο, καί τό μέτρο αυτό είναι «στήν πραγματικότητα ή ανάγκη πού όλα τά ενώνει». Τό ότι ή ανάγκη είναι ακριβώς πού συνδέει τούς ανθρώπους σέ ένα σύνολο προκύπτει, κατά τόν Αριστοτέλη, «άπό τό γεγονός ότι άν δύο άτομα δέν έχουν τήν ανάγκη τό ένα τού άλλου, ή άν τό ένα άπό τά δύο άτομα δέν έχει τήν ανάγκη τού άλλου, τότε δέν γίνεται καμιά ανταλλαγή αγαθών. Τό αντίθετο όμως συμβαίνει, όταν ό ένας χρειάζεται αυτό πού έχει ό άλλος, λχ. τό κρασί πού σέ αντάλλαγμα γι' αυτό, ένας άλλος επιτρέπει τήν εξαγωγή σιταριού. Χρειάζεται, λοιπόν, στήν περίπτωση αυτή μιά εξίσωση». Σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, στήν κυριολεξία δέν είναι δυ νατό τόσο διαφορετικά αντικείμενα νά είναι σύμμετρα. Ωστόσο προκειμένου νά καλυφθεί ή ανάγκη τού άνθρωπου, ή εξίσωση γίνεται δυνατή σέ αρκετό βαθμό. Γιά τόν σκοπό αυτό πρέπει νά υπάρχει, μέ βάση μιά γενική συμφωνία, ένα κοινό 142
143
144
145
142 143 144 145
Ηθικά Νικομάχεια, Στό ίδιο, V 8. Στό ίδιο. Στό ίδιο.
I, 13, 1103 α.4.
ΗΘΙΚΗ
177
μέτρο εκτίμησης. Καί τό μέτρο αυτό είναι τό χρήμα («τό νόμι σμα»). Τό χρήμα τά κάνει όλα σύμμετρα, γιατί όλα μετριούν ται μέ τό χρήμα. Αποτελώντας μέτρο, τό χρήμα κάνει σύμμε τρα όλα τά άλλα αντικείμενα, τά εξισώνει. Καί όπως είναι αδύνατη ή επικοινωνία χωρίς ανταλλαγή, έτσι είναι αδύνατη καί ή ανταλλαγή χωρίς εξίσωση τών άξιων. Τό νόμισμα εμφα νίστηκε σάν εκπρόσωπος τής ανάγκης, στή βάση συμφωνίας («κατά συνθήκην»), σάν συμβατικά αναγνωρισμένος εκπρό σωπος αυτής τής ανάγκης. Ή ίδια ή ονομασία τού νομίσματος (πού προέρχεται άπό τή λέξη «νόμος») δείχνει, κατά τόν Αριστοτέλη, ότι τό νόμισμα εκπληρώνει τή λειτουργία του όχι χάρη στή φύση, άλλά χάρη στό νόμο («ού φύσει άλλά νόμω»). Οί άνθρωποι είναι σέ θέση νά αντικαταστήσουν τό υπάρχον νόμισμα μέ άλλο ανταλλακτικό σύμβολο, καί έτσι τό παλιό νόμισμα γίνεται άχρηστο. Εξετάζοντας τή θεωρία τού Αριστοτέλη γιά τό χρήμα, ό Κ. Μαρξ τής απέδωσε μεγάλη αξία. « Ό Αριστοτέλης - λέει ό Μαρξ — έδειξε ασύγκριτα πιό πολύπλευρη καί πιό βαθιά κατανόηση τού χρήματος άπό τόν Πλάτωνα». Ιδιαίτερα σημειώνει ό Κ. Μαρξ τήν οξυδέρκεια, μέ τήν οποία ό Αριστο τέλης «εξηγεί πώς άπό τό εμπόριο ανταλλαγής ανάμεσα στίς διάφορες κοινότητες γεννιέται ή ανάγκη νά δοθεί ό χαρακτή ρας τού χρήματος σέ κάποιο ειδικό εμπόρευμα, δηλαδή σέ κά ποια ουσία πού έχει αυτή καθεαυτή α ξ ί α » . Σέ σχέση μέ αυτό ό Κ. Μαρξ υπογραμμίζει έντονα τή σκέψη τού Αριστο τέλη ότι τό χήμα, σάν άπλό μέσο ανταλλαγής, «υπάρχει προ φανώς μόνο χάρη σέ συμφωνία ή νόμο. Αυτό αποδείχνεται ακόμα καί άπό τήν ονομασία του «νόμισμα», καθώς καί άπό τό ότι τό χρήμα αποκτά στήν πραγματικότητα τήν αξία χρήσης του, σάν νόμισμα, μόνο άπό τή λειτουργία του, καί όχι άπό 146
147
146 Κ. Μαρξ καί Φ. Ένγκελς, «Κριτική τής πολιτικής οικονομίας», "Απαντα, 2η εκδ., τ. 13, Μόσχα, 1959, σ. 100. Υποσημείωση. 147 Στό ΐόιο. 12
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ/Α
178
ΡΙΣΤΟΊΈΛΗΣ
148
οποιαδήποτε αξία χρήσης πού ενυπάρχει σ' αυτό τό ί δ ι ο » . Παρά τίς θαυμάσιες αρετές τής αριστοτελικής θεωρίας γιά τήν οικονομική ανταλλαγή καί τής στενά συνδεόμενης μέ αυ τήν θεωρίας γιά τό χρήμα, ωστόσο ή διδασκαλία τού Αριστο τέλη φέρει τή σφραγίδα τού ιστορικά περιορισμένου χαρα κτήρα της. Είναι ή διδασκαλία ενός θεωρητικού τής όονλοκτητικής κοινωνίας καί τών δουλοκτητικών σχέσεων στή σφαίρα τής εργασίας. Ό Αριστοτέλης δέν ξεκινά άπό τήν παραγωγική δραστηριότητα τών εργαζομένων, άλλά άπό τίς ανάγκες τών ατόμων πού έρχονται μεταξύ τους σέ σχέσεις αν ταλλαγής. "Αν ή ανταλλαγή εξαρτιόταν άπό τίς σχετικές δα πάνες εργασίας γιά τήν παραγωγή τών προϊόντων πού ανταλ λάσσονται, τότε ή αναλογική σχέση τών ατόμων πρός τά προϊόντα τής εργασίας θά ήταν άμεση. Στήν περίπτωση αυτή τό προϊόν τής εργασίας λχ. τού τσαγκάρη θά συσχετιζόταν μέ τό προϊόν τής εργασίας τοϋ γεωργού, όπως συσχετίζεται ή ερ γασία πού δαπάνησε ό τσαγκάρης μέ τήν εργασία τού γεωρ γού. Άλλά ό Αριστοτέλης αναγνωρίζει σάν ρυθμιστή τής αν ταλλαγής μόνο τήν ανάγκη πού έχει γιά τό πράγμα τό άτομο πού σκοπεύει νά τό ανταλλάξει μέ τό δικό του πράγμα. IV αυτό ή αναλογία είναι σ' αυτόν αντίστροφη: τό ζευγάρι τά πέδιλα συσχετίζεται μέ τό μέτρο τοϋ σιταριού μέ τόν ίδιο τρόπο πού συσχετίζεται ή ανάγκη τού γεωργού γιά τά πέδιλα μέ τήν ανάγκη τού τσαγκάρη γιά τό σιτάρι. Καί, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί, είναι ακριβώς ή ανάγκη («ή χρεία») πού ενώνει σέ κάποιο ενιαίο σύνολο («ώσπερ εν τι όν») τή σχέση ανταλ λαγής. Ή ίδια ή δυνατότητα τών αντικειμένων, πού ουσια στικά είναι ασύμμετρα, νά γίνουν σύμμετρα οφείλεται στό ότι ή συμμετρία τους προσδιορίζεται μόνο σέ σχέση μέ τήν ανάγ κη. Έ δ ώ ή εξίσωση αυτή είναι αρκετά πραγματοποιήσιμη («πρός δέ τήν χρείαν ενδέχεται ίκανώς»). Μιά τέτοια άποψη είναι φυσιολογική γιά ένα ιδεολόγο τής 148 Στό
ϊδιο.
ΗΘΙΚΗ
179
κοινωνίας πού βασική κοινωνική της σχέση είναι ή σχέση δουλοκτησίας καί όπου ή εργασία, σάν τέτοια, δέν έχει μεγάλη αξία γιά τό ανώτερο στρώμα τών δουλοκτητικών τάξεων. Ά π ' αυτήν ακριβώς τή σκοπιά ό Αριστοτέλης αναζητά τή σχέση ισότητας όχι στήν εξίσωση διαφορετικών ποσοτήτων εργα σίας, άλλά στήν εξίσωση τών αναγκών τών ελεύθερων μελών τής δουλοκτητικής κοινωνίας, πού ανταλλάσσουν πράγματα ή εμπορεύματα. Ό Κ. Μαρξ σημείωσε τόν ιστορικά περιορισμένο χαρα κτήρα τής ταξικής σκέψης τού Αριστοτέλη. « Ό Αριστοτέλης δέν κρύβει άπό τόν εαυτό του — γράφει ό Κ. Μαρξ — ότι... τά διαφορετικά πράγματα, πού μετριούνται μέ τό χρήμα, αποτε λούν εντελώς ασύμμετρα μεγέθη. Ψάχνει νά β ρ ε ι πού βρίσκε ται ή ενότητα τών εμπορευμάτων σάν ανταλλακτικών άξιων, άλλά σάν αρχαίος Έλληνας, δέν μπορούσε νά τό β ρ ε ι αυτό. Καί βγαίνει άπ' αυτήν τή δυσκολία κάνοντας τήν υπόθεση ότι τά αντικείμενα, πού α υ τ ά καθεαυτό είναι ασύμμετρα, γίνονται σύμμετρα μέσω τού χρήματος, επειδή αυτό είναι απαραίτητο γιά τίς πρακτικές ανάγκες». Ή ανάλυση τής ηθικής αρετής τής «δικαιοσύνης» εξελίσσε ται στόν Αριστοτέλη σέ μιά διεξοδική καί βαρυσήμαντη εξέ ταση ενός άπό τά σπουδαιότερα ζητήματα τής πολιτικής οικο νομίας. Ή εξέταση αυτή δείχνει τόν μεγαλοφυή χαρακτήρα τής αριστοτελικής αναλυτικής σκέψης. Στήν έκφραση τής αξίας τών εμπορευμάτων ό Αριστοτέλης ανακάλυψε τή σχέση ισότητας, πού άμεσα δέν είναι εμφανής. Ή δραστηριότητα πού αντιστοιχεί στή σπουδαιότερη αρετή καί χαρακτηρίζει τό καλύτερο μέρος τής ψυχής είναι ευδαιμο νία. Σέ κάθε περίπτωση, ή δραστηριότητα είναι ωραιότατη, όταν ξεκινά άπ' αυτό πού βρίσκεται στήν καλύτερη κατά σταση καί κατευθύνεται στό σημαντικότερο αντικείμενο. Αυ τού τού είδους ή δραστηριότητα είναι ή πιό τέλεια καί ή πιό 149
149 Κ. Μαρξ καί Φ. Ένγκελς, "Απαντα, τ. 13, σ. 53. Υποσημείωση.
Β. Φ. ΑΣ Μ ΟΥΣ I Α
180
Ρ1ΣΤΟΤΕΛΗΣ
ευχάριστη, τέρπει όχι μόνο όλες τίς αισθήσεις, άλλά καί τή σκέψη καί τή θεώρηση. "Οντας ή πιό ευχάριστη, είναι ταυτό χρονα καί ή πιό τέλεια, καί τελειότατη είναι ακριβώς ή δρα στηριότητα πού, αποτελώντας ομαλή κατάσταση, κατευθύνε ται στό καλύτερο αντικείμενο. Πρέπει νά αφήσουμε στήν άκρη τό ερώτημα: επιθυμούμε τή ζωή γιά την ηδονή ή τήν ηδονή γιά τή ζωή; Ύό ένα είναι συν αρτημένο μέ τό άλλο καί δέν μπορούν νά χωριστούν: χωρίς δραστηριότητα δέν υπάρχει ηδονή, ή ηδονή είναι τό τέρμα κάθε δραστηριότητας. Γιά τήν ηθική, σημασία έχει κάτι άλλο: κάθε ηδονή προσιδιάζει σ' εκείνη τή δραστηριότητα, τής οποίας αποτελεί τό τέρμα. Ή αντίστοιχη ηδονή εντείνει τή δραστηριότητα. Οι άνθρωποι πού επιτελούν τό έργο τους μέ ηδονή, πραγματοποιούν μέ περισσότερη ακρίβεια αυτό τό έρ γο. Λογουχάρη, γεωμέτρες γίνονται εκείνοι πού νιώθουν ηδονή άπό τά γεωμετρικά προβλήματα καί έτσι διεισδύουν καλύτερα σέ κάθε λεπτομέρεια. Ό λ ο ι θεωρούν τήν εύδαίμονα ζωή ευχάριστη καί δικαιολο γημένα εντάσσουν τήν ηδονή στήν ευδαιμονία. Ή ηδονή προσδίνει ολοκληρωμένο χαρακτήρα στή δραστηριότητα καί συνεπώς καί στή ζωή, πρός τήν οποία τείνουν οί άνθρωποι. Ωστόσο ή ηδονή δέν μπορεί νά είναι σκοπός τής ζωής. Οί ηδονές πού είναι ξένες πρός τή δοσμένη δραστηριότητα, έχουν σχεδόν τίς ίδιες συνέπειες μέ τίς οδύνες, καί οί οδύνες πού χαρακτηρίζουν μιά δραστηριότητα καταστρέφουν τήν ίδια τή δραστηριότητα. Έξαλλου ορισμένες ηδονές, πού προσιδιά ζουν στήν ηθική δραστηριότητα, είναι καλές, ένώ άλλες, πού αντιστοιχούν στήν κακή δραστηριότητα, είναι κακές. Είναι όμως φανερό ότι οί ηδονές πού αναγνωρίζονται άπό όλους σάν κακές δέν πρέπει νά ονομάζονται ηδονές. Πραγματικός σκοπός τής ανθρώπινης ζωής δέν είναι οί ηδονές, άλλά ή ευδαιμονία. Εφόσον δέν έχει ανάγκη άπό 150
150 Ηθικά
Νικομάχεια,
Χ 6, 1177 ο, 4-6.
181
ΗΘΙΚΗ
τίποτα άλλο, ή ευδαιμονία ανήκει σ' εκείνες τίς ενέργειες πού είναι επιθυμητές αυτές καθεαυτές, καί όχι γιά κάποιον άλλο σκοπό. Είναι οί ενέργειες, στίς όποιες ό άνθρωπος δέν επι διώκει τίποτα άλλο, έκτος άπό τήν ίδια τήν ενέργεια του. Ή ευδαιμονία δέν μπορεί νά συνίσταται στίς διασκεδάσεις: μέ μόνη εξαίρεση τήν ευδαιμονία, όλα τά άλλα τά επιλέγουμε γιά κάτι άλλο, καί μόνο ή ευδαιμονία είναι σκοπός. Ή ζωή πού χαρακτηρίζεται άπό ευδαιμονία εναρμονίζεται μέ τήν αρετή καί μάλιστα μέ τή σπουδαιότερη, εκείνη πού προσιδιάζει στό καλύτερο μέρος τής ψυχής. Ή δραστηριότητα αυτού τού μέρους είναι θεωρητική. Αυτού τού είδους ή δρα στηριότητα είναι ή σπουδαιότερη («κρατίστη») καί ή πιό συνεχής («συνεχέστατη»). Ή δραστηριότητα τής θεώρησης όχι μόνο προσφέρει τήν ευδαιμονία, άλλά παρουσιάζει καί πρόσ μιξη ηδονής, επειδή ή θεώρηση τής αλήθειας είναι ή πιό ευχά ριστη άπό όλες τίς ενέργειες πού εναρμονίζονται μέ τήν αρετή. Έκτος άπ' αυτό ή θεώρηση χαρακτηρίζεται περισσότερο παρά οτιδήποτε άλλο άπό «αυτάρκεια»: ό σοφός μπορεί νά αφο σιωθεί στή θεώρηση καί μόνος του, καί τόσο πιό καλά, όσο πιό σοφός είναι. Μπορεί, βέβαια, νά είναι καλύτερα όταν έχει συνεργάτες, πάντως όμως είναι ό πιό «αυτάρκης». Ή θεώρηση είναι τό μόνο πράγμα πού τό αγαπούμε γιά τό ίδιο («δι' αυτήν), γιατί άπ' αυτήν, έκτος άπό θεώρηση, δέν προκύπτει τίποτε άλλο. Απεναντίας, μέ τίς ενέργειες πάντοτε πετυχαίνουμε κάτι παραπάνω άπό τήν ίδια τήν ενέργεια. Τέλος, ή ευδαιμονία βρίσκεται στήν ανάπαυση (εν τή σχο λή»), επειδή δουλεύουμε γιά νά αναπαυτούμε καί πολεμούμε γιά νά φέρουμε τήν ειρήνη («πολεμοϋμεν ίνα είρήνην άγωμεν»). Ή τελειότητα πού χαρακτηρίζει τή θεώρηση γίνεται, κατά τόν Αριστοτέλη, ιδιαίτερα φανερή, όταν αντιπαραβάλλουμε τή θεώρηση μέ τίς πρακτικές αρετές. Ή λειτουργία αυτών τών 151
151 Ηθικά Νικομάχεια,
Χ, 1177 ο, 4-6.
182
Β. Φ. ΑΣΜΟΥΣI
Α1ΊΣΤΟΤΕΛΗΣ
αρετών συνίσταται στήν πολιτική ή στόν πόλεμο, άλλά μιά τέ τοια δραστηριότητα, ιδιαίτερα ό πόλεμος, δέν έχει ανάπαυση. Ή δραστηριότητα τοϋ πολιτικού δέν γνωρίζει κι αυτή ανά παυση καί πάντα αποσκοπεί, έκτος άπό τήν ίδια τή διακυβέρ νηση, στήν εξουσία καί στίς τιμές. Ακόμα καί άν αποσκοπεί, στήν ίδια του τήν ευδαιμονία ή στήν ευδαιμονία τών πολιτών, είναι φανερό πώς πρόκειται γιά άλλη ευδαιμονία άπό εκείνη πού αναζητούμε. «"Αν καί δέν μπορούμε νά αρνηθούμε καταλήγει ό Αριστοτέλης — ότι οί σύμφωνες μέ τήν αρετή πο λιτικές καί πολεμικές ενέργειες κατέχουν περίοπτη θέση λόγω τής λαμπρότητας καί τής σπουδαιότητας τους, ωστόσο δέν έχουν ανάπαυση, επιδιώκουν κάποιο σκοπό καί δέν επιζη τούνται γι' αυτές τίς ίδιες. Απεναντίας, ή δραστηριότητα τού νού είναι προφανώς ανώτερη άπ' αυτές, γιατί έχει θεωρητικό χαρακτήρα, υπάρχει γιά τόν ίδιο τόν εαυτό της, δέν επιδιώκει κανένα σκοπό έξω άπ' αυτήν καί εμπεριέχει τή δική της τέλεια ηδονή, πού επαυξάνει τήν ενέργεια». Ωστόσο μιά τέτοια ζωή είναι γιά τόν Αριστοτέλη ανώτερη άπ' αυτήν πού μπορεί νά ζήσει ό άνθρωπος. Κι άν ακόμα κά ποιος άνθρωπος μπόρεσε νά τή ζήσει δέν είναι γιατί ήταν άν θρωπος, άλλά επειδή είχε μέσα του κάτι θεϊκό («θείον τι»). Καί όμως ό άνθρωπος πρέπει νά τείνει πρός μιά τέτοιαν ακριβώς ζωή πού εναρμονίζεται μέ τό λογικό. Καί δέν πρέπει ν' ακούμε εκείνους πού μάς συμβουλεύουν νά σκεφτόμαστε μόνο τά ανθρώπινα, άφού είμαστε άνθρωποι, καί μόνο τά θνητά, άφού είμαστε θνητοί. Απεναντίας, πρέπει νά τείνουμε όσο τό δυνατό περισσότερο πρός τήν αθανασία, νά κάνουμε ό,τι είναι δυνατό γιά νά ζούμε σύμφωνα μέ αυτό πού είναι μέσα μας τό ισχυρότερο καί τό σπουδαιότερο. Γιατί άν καί αυτό δέν είναι μεγάλο ώς πρός τόν όγκο του, υπερβαίνει ωστόσο σέ δύναμη καί αξία όλα τά άλλα. Μπορούμε μάλιστα νά πούμε πώς κάθε άνθρωπος είναι ουσιαστικά μόνο αυτό τό 152
152 Στό Ϊόιο, Χ 7, 1177 ο, 16-21.
ΗΘΙΚΗ
183
πράγμα, γιατί αυτό ακριβώς είναι μέσα του τό καλύτερο καί τό κυρίαρχο. Ή λογική ζωή είναι φυσιολογική γιά τόν άν θρωπο, γιατί αυτή είναι πού τόν κάνει νά είναι στόν μεγαλύ τερο βαθμό άνθρωπος («μάλιστα άνθρωπος»). Τό ηθικό ιδανικό πού περιγράφει ό Αριστοτέλης φέρει έν τονα τά χαρακτηριστικά τής κοινωνίας, μέσα στήν οποία δια μορφώθηκε καί συνειδητοποιήθηκε. Σάν ύψιστη αρετή κηρύσ σεται ή θεωρητική ενατένιση τής αλήθειας: αυτάρκης, απομο νωμένη άπό τίς αναταραχές καί τίς ανησυχίες τής πρακτικής δραστηριότητας. Προϋπόθεση τής φιλοσοφικής ζωής είναι ή ανάπαυση, σάν αποτέλεσμα τής εργασίας τών δούλων καί τής επάρκειας πού δημιουργείται πάνω στή βάση αυτής τής εργα σίας. Ό χ ι μόνο ό άνθρωπος μέσα στήν κοινωνία, όπως τόν παριστάνει ό Αριστοτέλης, άλλά καί ό αριστοτελικός Θεός πού βρίσκεται έξω καί πάνω άπό τόν κόσμο - αυτός ό τελειό τατος καί αυτάρκης φιλόσοφος καί θεωρητής — είναι αντανά κλαση, στήν αφηρημένη καί υψηλή σφαίρα τών ιδεών, τής ιστορικής πραγματικότητας τής αρχαίας δουλοκτητικής κοι νωνίας.Τό θεϊκό υπόδειγμα τής θεωρητικής ζωής είναι ένα εξ αιρετικά σύνθετο γέννημα τού χαρακτηριστικού γιά τήν αρ χαία πολιτεία διαχωρισμού τής πνευματικής εργασίας άπό τή σωματική, τής θεωρητικής ανάπαυσης άπό τήν πρακτική δρα στηριότητα, τής σοφής «αυτάρκειας» άπό τίς αναταραχές καί τά σκαμπανεβάσματα τής κοινωνικής πάλης τών τάξεων καί τών πολιτικών κομμάτων πού κόχλαζε ολόγυρα. Στόν χαρα κτηριστικό γιά τήν ηθική τού Αριστοτέλη κανόνα τής «μεσότητας» διαφαίνονται καθαρά τά κοινωνικά χαρακτηριστικά τού φορέα καί εφαρμοστή αυτού τοϋ κανόνα τού πολίτη τής «πόλεως», φιλόκαλου, μέ καλή αγωγή καί μέ οδηγό του σέ όλα τόν νόμο τής ομορφιάς. Σύμφωνα μέ τή σωστή παρατήρηση τού Ά . Γκράντ, «ό κόσμος τής "μεσότητας", πού εκφράζεται μέ τήν ανδρεία, τή σωφροσύνη, τή γενναιοδωρία καί τή μεγα153
153 Ηθικά
Νικομάχεια,
Χ, 7, 1178 Ά, 7.
184
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣIΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
λοψυχία, συγκροτεί έναν ευγενικό, ελεύθερο καί λαμπρό αν θρώπινο τύπο. Επεκτείνετε αυτόν τόν νόμο, όπως κάνει ό Αριστοτέλης, καί σέ ορισμένα προσόντα τής ιδιοσυγκρασίας τού λόγου, τών τρόπων συμπεριφοράς, καί θά έχετε μπροστά σας τό πορτραίτο τού φιλόκαλου "Ελληνα πολίτη». Σέ ακόμα μεγαλύτερο βαθμό καί άπό τή μεταφυσική, ή ηθική τού Αριστοτέλη είναι φαινόμενο τής κοινωνικής σκέψης στή δουλοκτητική Ελλάδα στά μέσα καί στίς αρχές τοϋ δεύτερου μι σού τού 4ου αιώνα π.Χ. Ακόμα πιό έντονα αυτός ό προσδιο ρισμός τής θεωρίας άπό τήν ταξική δομή καί τίς σχέσεις τών τάξεων τής αρχαίας δουλοκτηκτικής κοινωνίας φαίνεται στά «Πολιτικά». 154
154 Alex Grant, Ethics ofAristotle, τομ. I. σ. 261.
12. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ Στήν ηθική του ό Αριστοτέλης ανέπτυξε τό ιδανικό τής θεωρητικής σύλληψης τής αλήθειας, σάν πρότυπο καί σκοπό τής ευτυχισμένης ζωής. Ό Αριστοτέλης αναγνώρισε ότι αυτό τό ιδανικό είναι δύσκολο νά επιτευχθεί καί ότι είναι εφικτό στήν πληρότητα του μόνο γιά τό Θεό. Ό άνθρωπος μπορεί καί πρέπει νά τείνει πρός αυτό, γιατί υπάρχει καί στόν άνθρωπο κάτι τό θεϊκό. Ωστόσο, ή διδασκαλία τού Αριστοτέλη βρίσκεται μακριά άπό τόν μυστικιστικό ιδεαλισμό τού Πλάτωνα. Ή επίτευξη τοϋ ύψιστου σκοπού τής ζωής δέν σημαίνει καθόλου γι' αυτόν φυγή άπό τήν πραγματικότητα. Ό Αριστοτέλης δέν είναι Πλωτίνος, πού ενάμιση αιώνα αργότερα ρίχνει τό σύνθημα «Νά φύγουμε γιά τήν αγαπητή πατρίδα μας», υπονοώντας τόν κόσμο πού συλλαμβάνει ό νούς. Ά ν καί ύψιστος σκοπός είναι ή θεωρητική σύλληψη, ή διανοητική ενατένιση, ωστόσο ή ανθρώ πινη φύση είναι γιά τόν Αριστοτέλη ατελής. Καί λόγω τής ατέλειας της, ή ζωή έχει ανάγκη άπό μιά σειρά αγαθά, πού σέ σχέση μέ τόν κύριο σκοπό είναι κατώτερα καί υποδεέστερα. Είναι αναγκαίες καί ή υγεία τού σώματος, καί ή τροφή, καί
186
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ IΑ
ΡΙΣΊΌΤΕΛΗΣ
ορισμένες συνθήκες ζωής. Ανάμεσα σ' αυτά τά αγαθά ό Αρι στοτέλης αναφέρει, σάν απαραίτητο όρο τής ζωής, καί τόν πλούτο. Τόν συγκρίνει μέ τά «όργανα» πού διαλέγουμε σάν μέσα γιά κάποιο επιδιωκόμενο σκοπό. Τόν πλούτο («θησαυρισμόν») ό Αριστοτέλης τόν εννοεί στήν κυριολεξία σάν «συσσώρευση οικονομικών αγαθών, απαραίτητων γιά τή ζωή καί χρήσιμων στήν κοινωνική καί οικιακή επικοινωνία». Γιά τόν Αριστοτέλη, σάν θεωρητικό τής αρχαίας δουλοκτητικής κοινωνίας, είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικό ότι βλέπει τόν πλούτο αποκλειστικά καί μόνο άπό τήν καταναλωτική σκοπιά τού δουλοκτήτη. Γι' αυτόν, τό νά είσαι πλούσιος ση μαίνει μάλλον νά κάνεις χρήση παρά νά έχεις: ό πλούτος είναι ή ουσιαστική πραγματοποίηση τής κτήσης, ή ή χρήση αυτών πού αποτελούν τήν περιουσία. Άλλά γι' αυτό ακριβώς ή αληθινή, επαρκής γιά καλή ζωή περιουσία δέν είναι απεριόρι στη («ουκ άπειρος έστιν»). Η θ ι κ ά έχει άξια μόνο αυτό πού χρειάζεται γιά τόν σκοπό, στόν όποιο εξυπηρετεί ό πλούτος, καί αγαθό είναι αυτό πού δέν αποτελεί πλεόνασμα, ένώ άν είναι παραπάνω άπ' ό,τι χρειάζεται αποτελεί κακό («ό δ' άν εί μείζον ή δει κακόν»). Ανάμεσα στίς ακρότητες τής σπατά λης («ασωτίας»), δηλαδή τής λειψής φροντίδας γιά τά οικονο μικά αγαθά, καί τής τσιγκουνιάς («άνελευθερίας»), δηλαδή τής υπερβολικής φροντίδας γι' αυτά, βρίσκεται τό μέσο μέτρο στή διαχείριση τής περιουσίας: Είναι ή «απλοχεριά» («έλευθεριότης») - αρετή τοϋ ελεύθερου καί ευγενικού άνθρωπου. Ό απλόχερος χρησιμοποιεί μέ τόν καλύτερο τρόπο ένα χρή σιμο πράγμα, μοιράζει τά οικονομικά αγαθά γιά χάρη τού ωραίου («τού καλού ένεκα») καί μέ σωστό τρόπο («ορθώς»). 155
156
157
Ό σπάταλος μπορεί ακόμα νά διδαχτεί άπό τόν χρόνο καί τήν πείρα, καί άπό άσωτος νά γίνει απλόχερος άνθρωπος, ή 155 Πολιτικά, I 3, 1256 ο, 29-30. 156 «Καί ή ενέργεια έστί τών τοιούτων καί ή χρήσις πλούτος» (Ρητορική, 1361 Ά, 23-24). 157 Στό ϊδιο, I 6, 1363 &, 2-3.
I 5,
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
187
τσιγκουνιά όμως είναι αθεράπευτη («ανίατος έστιν»). Γιά τήν επίτευξη τής ύψιστης ευδαιμονίας είναι αρκετά μικρά περιου σιακά μέσα. Δέν πρέπει νά νομίζουμε δτι ό εύδαίμονας έχει ανάγκη άπό πολλά καί μεγάλα υλικά αγαθά, άν καί χωρίς αυτά δέν μπορεί νά αισθάνεται κανείς καλά. Ή αυτάρκεια καί ή ηθική δραστηριότητα δέν απαιτούν πλεόνασμα υλικών αγα θών, καί μπορεί νά κάνει κανείς ωραία έργα, χωρίς νά εξου σιάζει γή καί θάλασσα. Ανάμεσα στά διάφορα είδη τσιγκουνιάς ό Αριστοτέλης καταδικάζει ιδιαίτερα αυστηρά εκείνη τή μορφή της πού συνί σταται στήν υπερβολική απόκτηση πραγμάτων. Ή στάση τοϋ Αριστοτέλη απέναντι σ' αυτήν προσδιορίζεται άπό τή διά κριση πού κάνει ανάμεσα σέ δύο αντίθετα είδη ή τύπους νοι κοκυριού. Είναι ή «οικονομική» καί ή «χρηματική». Ή «οι κονομική» είναι ό σωστός τύπος οικονομικής δραστηριότητας. Σκοπός της είναι ή λογική ικανοποίηση τών οικονομικών αναγκών τοϋ «οίκου», τής οικογένειας — πρωταρχικής μονά δας τής κοινωνίας καί τής πολιτείας. Ή «οικονομική» εφο διάζει τήν οικογένεια μέ όλα τά απαραίτητα γιά νά μπορούν τά μέλη της νά πετυχαίνουν τόν ύψιστο σκοπό — τήν ευδαιμο νία. Ή απόκτηση πού πραγματοποιείται άπό τήν «οικονομι κή» είναι «απόκτηση σύμφωνη μέ τή φύση» («κτητική κατά φύσιν»). Απεναντίας, ή «χρηματιστική» είναι αρνητικό είδος οικο νομικής δραστηριότητας, πού καταδικάζεται άπό τόν Α ρ ι στοτέλη. Σκοπός τής «χρηματιστικής» δέν είναι ή εξυπηρέτηση τών ύψιστο)ν αναγκών τής ανθρώπινης ζωής, άλλά ό απεριό ριστος θησαυρισμός, ή ατέλειωτη απόκτηση καί συσσώρευση. Έ δ ώ ή συσσώρευση αγαθών είναι αυτοσκοπός, πραγματο ποιείται γιά χάρη τών ίδιων τών οικονομικών αγαθών («χρη μάτων», άπό όπου καί ό όρος «χρηματιστική»). Ή αντίθεση τής «οικονομικής» πρός τή «χρηματιστική» διαπιστώνεται άπό τήν ανάλυση τού πολέμου, σάν φαινομένου τής κοινωνικής ζωής. Γιά τόν Αριστοτέλη, ό πόλεμος είναι
188
Β.Φ.
ΑΣΜΟ ΥΣ/Α
ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
επίσης ένα είδος οικονομικής δραστηριότητας, τέχνη απόκτη σης («κτητική»), άφοϋ ένα μέρος τοϋ πολέμου τό αποτελεί τό κυνήγι: τό κυνήγι χρειάζεται όχι μόνο γιά τά άγρια ζώα, άλλά καί γιά τούς ανθρώπους πού είναι άπό τή φύση τους προορι σμένοι νά υποτάσσονται, άλλά δέν θέλουν νά υποταχθούν. Ή «οικονομική» επεκτείνεται σέ όλα τά είδη απόκτησης πλούτου πού αντιστοιχεί στή φύση. Σέ κανένα είδος τέχνης τό εργαλείο δέν μπορεί νά είναι απεριόριστο - ούτε σέ μέγεθος, ούτε σέ ποσότητα. Καί εφόσον ό πλούτος είναι καί αυτός ένα σύνολο εργαλείων, χρήσιμων γιά τήν οικιακή καί τήν κρατική ζωή, έπεται ότι καί αυτός δέν είναι απεριόριστος. Μέ τήν «οικονο μική» συμπίπτει μόνο εκείνη ή απόκτηση κρατικών αγαθών πού εναρμονίζεται μέ τή φύση. Απεναντίας, ή «χρηματιστι κή» είναι απόκτηση οικονομικών αγαθών αντίθετη μέ τή φύση καί χωρίς όρια στόν πλούτο καί τήν κτήση. Ή «χρηματιστική» γεννήθηκε άπό τήν ανταλλαγή. Αρχικά ή ανταλλαγή γεννή θηκε γιά τήν εξυπηρέτηση τών σκοπών τής ζωής καί ήταν σύμφωνη μέ τή φύση καί αναγκαία, επειδή είχε σάν σκοπό τή συμπλήρωση τών ελλείψεων γιά νά υπάρχει αυτάρκεια. 'Ωστόσο, μέ τήν εμφάνιση τού χρήματος, πού έγινε μέσο αν ταλλαγής, κυκλοφορίας καί αποταμίευσης άξιων, ή ανταλλαγή έχασε τήν άμεση σύνδεση μέ τήν ικανοποίηση τών αναγκών καί έγινε όργανο απεριόριστου θησαυρισμού. Ά π ' αυτήν τήν καινούρια μορφή ανταλλαγής καί κυκλοφορίας γεννήθηκε ή «χρηματιστική», πού έχει νά κάνει περισσότερο μέ τό χρήμα καί σκοπός της είναι ή απεριόριστη δημιουργία πλούτου καί οικονομικών αγαθών. Έτσι, στή θεραπευτική κανένας δέν επιδιώκει ούτε νά κατασκευάζει, ούτε νά συσσωρεύει περισ σότερα φάρμακα άπ' όσα χρειάζονται γιά τή θεραπεία τών ασθενειών. Απεναντίας, στή «χρηματιστική» ό σκοπός καί τά μέσα συμπίπτουν, δέν υπάρχουν όρια γιά τόν ίδιο τόν σκοπό, καί αυτός ό σκοπός είναι ακριβώς ό πλούτος. Ή φυσιολογική τάση γιά τήν αύξηση τών οικονομικών αγα θών εκφυλίζεται σέ αφύσικη καί απεριόριστη απληστία,
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
189
επειδή οι άνθρωποι αρχίζουν νά φροντίζουν μόνο γιά τή ζωή, καί όχι γιά τό ύψιστο αγαθό. Μέ τήν εμφάνιση τής χρηματικής ανταλλαγής αρχίζουν νά ονομάζονται οικονομικά αγαθά όλα εκείνα «πού ή αξία τους μετριέται μέ τό χρήμα». 'Ωστόσο, μιά τέτοια αξιολόγηση δέν ισχύει γιά τή μέτρηση τού σκοπού, πού μέσο του αποτελεί ή οικονομία: ή αξία τής περιουσίας προσδιορίζεται άπό τό μέγεθος τής οικονομικής της σημασίας, άλλά ή αξία μιάς πρά ξης άπό τό μεγαλείο καί τήν ομορφιά της. Γι' αυτό, ή άποψη τού Αριστοτέλη γιά τίς οικονομικές αξίες υπαγορεύεται άπό τίς ηθικές καί κοινωνικοπολιτικές. αντιλήψεις του. Καί οί αντιλήψεις αυτές εκφράζονται στά οκτώ βιβλία τής περίφημης καί εκτεταμένης πραγματείας του «Πολιτικά», πού έμεινε ανολοκλήρωτη. Στά «Πολιτικά» εξετάζονται οί διάφορες κοι νωνικές σχέσεις καί αξιολογούνται οί διάφορες μορφές πολι τειακών καθεστώτων. Τήν ίδια τήν πολιτεία ό Αριστοτέλης τή βλέπει σάν «κά ποιο είδος επικοινωνίας» («κοινωνίαν τινα»). Μόνο ή πολι τεία είναι ή ύψιστη μορφή επικοινωνίας. Στά πλαίσια τής πο λιτείας υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα άλλων κοινωνικών σχέσεων μέ τούς ιδιαίτερους σκοπούς τους καί τούς ιδιαίτε ρους δρόμους ανάπτυξης τους. Κάθε μερικότερο είδος επικοι νωνίας πού γεννιέται αποσκοπεί σέ κάποιο αγαθό («αγαθού τίνος ένεκεν»). Τίς οικονομικές σχέσεις ό Αριστοτέλης τίς βλέπει μόνο σάν κοινωνικές μορφές επικοινωνίας καί τίς χωρίζει σέ τρία είδη: 1) επικοινωνία στά όρια τής ξεχωριστής οικογένειας, τού «οί κου», 2) επικοινωνία μέ τήν έννοια τών κοινών οικονομικών υποθέσεων, καί 3) επικοινωνία γιά τήν ανταλλαγή οικονομι 158
159
κών αγαθών.
158 «Πάντα όσων ή αξία νομίσματι μετρείται» (Ηθικά 1119 ο, 26-27). 159 Πολιτικά, I 1, 1252 3,2.
Νικομάχεια,
IV 1,
190
Β. Φ. ΑΣ Μ ΟΥΣ I
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
"Ολες οι οικονομικές σχέσεις έχουν σάν σκοπό μόνο τό όφε λος, καί όλοι οί υπολογισμοί ανάγονται σ' αυτό. Απεναντίας, στήν επικοινωνία πού λέγεται φιλία καί πολύ περισσότερο στήν επικοινωνία πού διαμορφώνει τήν πολιτεία, τά κίνητρα πού καθορίζουν τή συμπεριφορά τών ανθρώπων είναι εντελώς διαφορετικά. Τό νά θέσουμε σάν βάση τής πολιτείας τό οικο νομικό όφελος τών πολιτών θά σήμαινε ότι υποβιβάζουμε τήν πολιτική επικοινωνία στό επίπεδο μόνο τής οικονομικής. Ή πολιτεία «δέν υπάρχει απλώς καί μόνο γιά νά ζούμε, άλλά μάλλον γιά νά ζούμε σέ ευδαιμονία» («μήτε τοϋ ζήν μόνον ένεκεν άλλά μάλλον τοϋ ευ ζ ή ν » ) . Αντιπαραθέτοντας τήν πολιτεία στά άλλα είδη επικοινω νίας, ό Αριστοτέλης τερματίζει τήν ανάλυση του μέ τό παρα κάτω συμπέρασμα: «Είναι φανερό - λέει - ότι ή πολιτεία δέν είναι ούτε επικοινωνία τόπου, ούτε κάτι πού συγκροτήθηκε γιά νά μήν αδικούμε ό ένας τόν άλλο καί νά εξυπηρετούμαστε αμοιβαία. "Ολα αυτά είναι απαραίτητο νά υπάρχουν γιά τήν ύπαρξη πολιτείας, σάν αναγκαία συστατικά στοιχεία της, άλλά ούτε καί στήν περίπτωση πού υπάρχουν όλα αυτά υπάρ χει ακόμα πολιτεία. Πολιτεία υπάρχει μόνο όταν δημιουργεί ται επικοινωνία ανάμεσα στίς οικογένειες καί τά γένη γιά εύδαίμονα ζωή, γιά τέλεια καί αυτάρκη ζ ω ή » . Ό άνθρωπος είναι άπό τή φύση του πολιτικό όν («άνθρω πος φύσει πολιτικόν ζώον»), καί άν κάποιος λόγω τής φύ σης του, καί όχι λόγω τυχαίων περιστάσεων, ζει έξω άπό τά πλαίσια τής πολιτείας, αυτός είτε είναι ανώτερος άπό τόν άν θρωπο, είτε είναι ηθικά υπανάπτυκτος. Προϋπόθεση γιά τόν τέλειο άνθρωπο είναι ό τέλειος πολίτης, καί προϋπόθεση γιά τήν τελειότητα τοϋ πολίτη είναι ή τελειότητα τής πολιτείας του. Ή αντίληψη αυτή είναι εξαιρετικά τυπική γιά ένα παρα160
161
162
160 Στό 'ίόιο, III 9, 1280 α, 32-33. 161 Πολιτική, III 13, 1280 6, 29-35. 162 Στό ΐόιο, I 2, 1253 Ά, 2-3.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
191
τηρητή καί ερευνητή τής ζωής τών ελληνικών «πόλεων», σάν τόν Αριστοτέλη. Ή φύση τής πολιτείας, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, προη γείται άπό τή φύση τής οικογένειας καί τού άτομου: τό όλον προηγείται αναγκαστικά άπό τό μέρος. Καί πραγματικά: κάθε όν προσδιορίζεται άπό τήν πράξη πού επιτελεί καί άπό τή δυ νατότητα νά επιτελέσει αυτή τήν πράξη. Ά π ό τή στιγμή πού τό όν χάνει αυτές τίς ιδιότητες, δέν μπορούμε πιά νά μιλάμε γι' αυτό σάν τέτοιο: μένει μόνο ή ονομασία του. Γι' αυτό, άν κάποιος άνθρωπος «δέν μπορεί νά έρθει σέ επικοινωνία ή θεωρεί τόν εαυτό του αυτάρκη καί δέν έχει ανάγκη άπό τίπο τα, τότε δέν αποτελεί πιά συστατικό μέρος τής πολιτείας καί είναι κατά συνέπεια είτε θηρίο, είτε Θεός». Αυτό τό χαρακτηριστικό τής κοσμοθεωρίας τής αρχαίας κλασικής περιόδου τό έχει εκφράσει πολύ καλά ό ΒιλάμοβιτςΜέλλεντορφ, συγγραφέας τής έρευνας «Αριστοτέλης καί Αθήνα»: « Ή τελειότητα τοϋ πολίτη προσδιορίζεται άπό τήν ποιότητα τής κοινωνίας, τής «πόλεως», στήν οποίαν ανήκει. Συνεπώς, όποιος θέλει νά δημιουργήσει τέλειους ανθρώπους, πρέπει νά δημιουργήσει τέλειους πολίτες, καί όποιος θέλει νά δημιουργήσει τέλειους πολίτες, πρέπει νά δημιουργήσει τέλεια πολιτεία». Ή πολιτεία αποτελείται ά π ό ξεχωριστά άτομα, «οίκους» (οικογένειες) καί οικισμούς. 'Ωστόσο αυτό δέν σημαίνει ότι όλα τά ξεχωριστά άτομα περιλαμβάνονται στή σύνθεση τής πολιτείας. Δέν ανήκουν σ' αυτήν, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέ λη, οί όοϋλοί. Ό θεσμός τής δουλείας γίνεται αντικείμενο εξαιρετικά επι σταμένης προσοχής άπό μέρους τοϋ Αριστοτέλη. Αυτή ακρι βώς ή τόσο επισταμένη προσοχή αποδείχνει ότι στήν εποχή 163
164
163 Πολιτικά, I 1, 12, 1253 a, 26-29. 164 U. ν . Wilamowitz-Moellendorf. Aristoteles und Athen, Bund I, Berlin, •1839, σ. 343.
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ I Α ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
192
τού Αριστοτέλη οι σχέσεις όουλοκτησίας γίνονται μεγάλο θέμα της κοινωνικής σκέψης. Ή δ η μερικοί σοφιστές όχι μόνο είχαν εκφράσει αμφιβολίες γιά τή νομιμότητα τών σχέσεων δουλοκτησίας, άλλά καί υποστήριζαν χωρίς περιστροφές ότι όλοι οί άνθρωποι γεννιούνται άπό τή φύση τους εξίσου ελεύ θεροι. Ό Αριστοτέλης είναι καταγορηματικά πολέμιος αυτής τής άποψης καί οπαδός τοϋ δουλοκτητικού συστήματος. Αντιπαραθέτει συνειδητά τή θεωρία του γιά τή δουλοκτησία στίς αντιλήψεις εκείνων πού αρνούνταν τή φυσιολογική προέ λευση καί τόν σύμφωνο μέ τή φύση χαρακτήρα τής δουλοκτη σίας. «Σύμφωνα μέ τή γνώμη άλλων - γράφει - ή ίδια ή ιδέα τής εξουσίας τού κυρίου πάνω στόν δούλο του είναι αφύ σικη». Ό π ω ς υποστηρίζουν αυτοί, «μόνο συμβατικά («νόμω») ό ένας είναι δούλος καί ό άλλος ελεύθερος, ένώ άπό τή φύση δέν υπάρχει ανάμεσα τους τέτοια διάκριση. Γι' αυτό καί ένα τέτοιο πράγμα δέν είναι καθόλου δίκαιο, άφοϋ στηρί ζεται στή βία («βίαιον γάρ»)». 165
166
Γιά τόν Αριστοτέλη είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τό ζή τημα τής δουλείας τό εξετάζει όχι τόσο στά πλαίσια τού ζητή ματος τού κράτους, όσο στά πλαίσια τής οικονομίας τής οικο γένειας (τού «οίκου»). Ή δουλεία συνδέεται στενά γιά τόν Αριστοτέλη μέ τό ζήτημα τής ιδιοκτησίας. Ή ιδιοκτησία είναι μέρος τού οικογενειακού οργανισμού: χωρίς αντικείμενα πρώ της ανάγκης όχι μόνο δέν μπορεί κανείς νά ζεϊ καλά, άλλά γενικά δέν μπορεί νά ζεϊ. Γιά τόν νοικοκύρη ή απόκτηση ιδιο κτησίας είναι όργανο ύπαρξης. Ά ν κάθε εργαλείο μπορούσε νά κάνει μόνο του τή δουλειά του, είτε μέ κάποια εντολή πού θά τού δίνεται, είτε ακόμα προλαβαίνοντας καί αυτήν τήν εν τολή, άν λογουχάρη οί άργαλιοί ύφαιναν μόνοι τους καί τά πλήκτρα έπαιζαν μόνα τους τήν κιθάρα, τότε οί αρχιτέκτονες
165 Πολιτικά, 1, 3, 1253, ο, 20-21. 166 Στό ϊδιο. I 3. 1253 ο, 21-22.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
193
δέν θά χρειάζονταν εργάτες καί οί κύριοι δέν θά είχαν ανάγκη άπό δούλους. Ή πραγματικότητα ωστόσο είναι διαφορετική. Ή από κτηση τής ιδιοκτησίας, πού είναι απαραίτητη γιά τήν ύπαρξη τού οικιακού νοικοκυριού απαιτεί πολλά εργαλεία καί ό δού λος αποτελεί ώς ένα ορισμένο βαθμό τμήμα τής ιδιοκτησίας («κτήμα τι έμψυχον»). Έξαλλου στήν ίδια τήν ουσία τών πραγμάτων ενυπάρχει μιά ορισμένη τάξη, χάρη στήν οποία ορισμένα όντα, ήδη από τή γέννηση τους, είναι κατά κάποιον τρόπο προορισμένα νά υποτάσσονται, ένώ άλλα είναι προορι σμένα νά εξουσιάζουν. 167
Στήν κοινωνία, σέ όλα τά στοιχεία της, πού αλληλοσυνδέον ται καί αποτελούν ένα ορισμένο σύνολο, τό στοιχείο τής κυ ριαρχίας καί τό στοιχείο τής υποταγής εκδηλώνονται παντού. Αυτό είναι «γενικός νόμος τής φύσης («έκ τής άπάσης φύ σεως») καί σάν τέτοιος ενυπάρχει στά έμψυχα όντα». Ά π ό έδώ ό Αριστοτέλης συνάγει καί τή φύση καί τόν προορισμό τής δουλείας. Σύμφωνα μέ τήν εξήγηση του, «όποιος άπό τή φύση του δέν ανήκει στόν εαυτό του άλλά σέ άλλον καί ωστόσο .είναι άνθρωπος, αυτός είναι άπό τή φύση του δούλος». Ή δραστηριότητα τών δούλων συνίσταται σέ χρήση τών σωματικών τους δυνάμεων αυτό είναι τό καλύ τερο πού μπορούν νά δώσουν. Οί όοϋλοι διαφέρουν τόσο πολύ άπό τούς άλλους ανθρώπους, όσο διαφέρει ή ψυχή άπό τό σώμα καί ό άνθρωπος άπό τό ζώο. Οί άνθρωποι αυτοί εί ναι άπό τή φύση τους δούλοι καί γι' αυτούς ή καλύτερη μοίρα είναι νά ανήκουν στήν εξουσία τοϋ κυρίου τους. Καί ό Α ρ ι στοτέλης εξηγεί ότι δούλος άπό τή φύση του είναι εκείνος πού μπορεί νά ανήκει σέ άλλον καί έχει τόση σχέση μέ τό λογικό 168
169
167 Πολιτικά, I, 9, 1253 ο 34. 168 Στό ΐόιο, I 9, 1254 3, 31-32. 169 Στό ΐόιο, I 7, 1254 3, 14-15. 13
194
IIΦ. ΑΣΜΟ ΥΣ I
ΑΡΙΣΤΟΤΕΑΗΣ
όσο χρειάζεται γιά νά καταλαβαίνει τίς εντολές, άλλά δέν έχει ό ίδιος λογικό. Κατά τόν Αριστοτέλη, ή φύση έχει κάνει έτσι ώστε ή ίδια ή σωματική διάπλαση τών ελεύθερων ανθρώπων νά διαφέρει άπό τή σωματική διάπλαση εκείνου τοϋ τμήματος τής κοινω νίας πού τό αποτελούν οί δούλοι: οί τελευταίοι έχουν ρωμα λέο σώμα, κατάλληλο γιά τήν εκτέλεση τών απαραίτητων χει ρωνακτικών εργασιών, ένώ, απεναντίας, οί ελεύθεροι άνθρω ποι δέν είναι ικανοί γιά παρόμοιες εργασίες, ένώ είναι κατάλ ληλοι γιά τήν πολιτική ζωή. Ωστόσο αμέσως μετά τόν παρα πάνω ισχυρισμό ό Αριστοτέλης κάνει μιά διευκρίνιση: είναι συχνές καί οί περιπτώσεις πού οί ελεύθεροι άνθρωποι είναι ελεύθεροι όχι ώς πρός τή σωματική τους συγκρότηση, άλλά μόνο ώς πρός τήν ψυχική τ ο υ ς . Καί παρ' όλο πού τήν ψυ χική ομορφιά δέν είναι τόσο εύκολο νά τήν συλλάβεις μέ τό μάτι όσο τήν ομορφιά τού σώματος, ωστόσο παραμένει ολο φάνερο ότι άλλοι άνθρωποι είναι άπό τή φύση τους ελεύθεροι καί άλλοι δούλοι, καί γι' αυτούς τούς τελευταίους καί συμφέ ρει καί είναι δίκαιο νά είναι δούλοι. 170
171
172
Ά π ό τή διεισδυτική ματιά τού Αριστοτέλη δέν ξέφυγε ή δυσκολία πού παρουσιάζει μιά τέτοια αντίληψη τής δουλείας καί τής ελεύθερης κατάστασης. Τστορικά τό προσωπικό τών δούλων δημιουργήθηκε καί ανανεωνόταν στήν Ελλάδα μέ τήν άγρα αιχμαλώτων στόν πόλεμο. "Οταν οί αιχμάλωτοι αυτοί ήταν μή Έλληνες ή, όπως τούς έλεγαν, «βάρβαροι», τότε ή διέξοδος ήταν σχετικά άπλή: οί «βάρβαροι» αντιμετωπίζον ταν σάν τό χειρότερο είδος ανθρώπων, καί αυτό δέν απείχε πιά πολύ άπό τό συμπέρασμα ότι ή μετατροπή τών αιχμαλώ των «βαρβάρων» σέ δούλους είναι σύμφωνη μέ τή φύση τών πραγμάτων, μέ τή φύση τών ίδιων τών «βαρβάρων», καί γι' αυτό είναι δίκαιη. 170 Πολιτικά, I 5, 1254 σ, 16-23. 171 Στό ϊδιο, I, 1254 ο, 27-33. 172 Στό ϊδιο, I 2, 1254 ο 37 - 1255 α 2.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
195
Ό Αριστοτέλης σημειώνει τήν ύπαρξη μιάς τέτοιας άποψης στήν ελληνική πολιτική βιβλιογραφία. Οί εκπρόσωποι αυτής τής άποψης υποστηρίζουν ότι ή δουλεία, ώς αποτέλεσμα πο λέμου, στηρίζεται σέ βάση δικαίου. Ωστόσο ό ισχυρισμός αυ τός κρύβει, κατά τόν Αριστοτέλη, μιάν αντίφαση. Ή ίδια ή άρχή τών πολέμων, «ενδέχεται νά μήν είναι δίκαιη» («τήν τε γάρ αρχήν ενδέχεται μή δικαίαν είναι τών πολέμων»). Τέ λος, δέν μπορούμε μέ κανένα τρόπο νά υποστηρίζουμε ότι ένας άνθρωπος, πού δέν είναι άξιος νά είναι δούλος, πρέπει ωστόσο νά γίνει δούλος. Διαφορετικά μπορεί νά βγει τό συμ πέρασμα ότι άνθρωποι τής πιό υψηλής, αποδεδειγμένα, καταγο)γής μπορούν νά γίνουν δούλοι καί απόγονοι δούλων, μόνο καί μόνο επειδή πιάστηκαν αιχμάλωτοι στόν πόλεμο καί που λήθηκαν σάν δούλοι. Ά π ό έδώ ακριβώς προέκυψε ή απαίτηση δούλοι νά μήν ονομάζονται "Ελληνες, άλλά μόνο βάρβαροι. "Ολοκληρώνοντας τήν εξέταση αυτού τού ζητήματος, ό Αριστοτέλης βρίσκει ότι ή ταλάντευση (ή «άμφισβήτησις») στίς αντιλήψεις γιά τή φύση τής δουλείας έχει κάποια βάση στό γεγονός ότι ή φύση δέν δημιουργεί άλλους ανθρώπους σάν δούλους καί άλλους σάν ελεύθερους. Μολαταύτα, αμέσως παρακάτω, συνεχίζοντας τήν ίδια φράση, συμφωνεί καί μέ τήν άποψη ότι «σέ ορισμένες περιπτώσεις αυτή ή διάκριση σέ δούλους καί ελεύθερους είναι απόλυτα φυσιολογική, οπότε ή δουλεία γιά τόν έναν άνθρωπο καί ή άσκηση τής κυριαρχίας γιά τόν άλλο καί συμφέρει καί δίκαιη είναι, καί τότε πρέπει ό ένας νά εξουσιάζεται καί ό άλλος νά εξουσιάζει...». Απέναντι στή σχέση δουλοκτησίας - πού ανήκει στίς σχέ σεις ιδιοκτησίας — είναι απόλυτα εφαρμόσιμη, κατά τόν Α ρ ι στοτέλη, ή σχέση πού υπάρχει ανάμεσα στό όλο καί τό μέρος. Τό μέρος δέν είναι απλώς μέρος κάποιου άλλου πράγματος, άλλά είναι καί γενικά αδιανόητο χωρίς α υ τ ό τό άλλο. Τέτοια 173
174
173 Πολιτικά, I 2, 1255 Ά, 24-25. 174 Στό Ϊόιο, I 2, 1255 ο, 4-8.
196
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ IΑ ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
είναι καί ή σχέση ανάμεσα στόν κύριο καί τόν όούλο: « Ό κύ ριος είναι μόνο κύριος τού δούλου, άλλά δέν τού ανήκει, ένώ ό δούλος όχι μόνο είναι δούλος τοϋ κυρίου, άλλά καί τού ανή κει ολόκληρος». Εφόσον ό δούλος είναι κατά κάποιον τρόπο μέρος τού κυ ρίου, έμψυχο καί ξεχωριστό μέρος τού σώματος του, καί εφό σον αυτό πού είναι ωφέλιμο γιά τό μέρος είναι ωφέλιμο καί γιά τό όλο, καί αυτό πού είναι ωφέλιμο γιά τό σώμα είναι ωφέλιμο καί γιά τήν ψυχή, τότε, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, ανάμεσα στόν δούλο καί τόν κύριο του υπάρχει μιά ορισμένη κοινότητα συμφερόντων καί μιά αμοιβαία φιλική διάθεση, στόν βαθμό πού οί σχέσεις ανάμεσα τους στηρίζονται σέ φυ σικές αρχές. Ωστόσο ή φιλία καί ή δικαιοσύνη είναι δυνατό νά υπάρ χουν απέναντι στό δούλο όχι σάν δούλο, όπως ακριβώς αυτές δέν είναι δυνατό νά υπάρχουν απέναντι στά άψυχα αντικεί μενα ή απέναντι στό βόδι καί τό άλογο. « Ό δούλος είναι έμ ψυχο εργαλείο, καί τό εργαλείο είναι δούλος χωρίς ψυχή. Γι' αυτό, απέναντι στόν δούλο, σάν δούλο, δέν μπορούμε νά τρέ φουμε φιλία...». Ωστόσο, ό Αριστοτέλης δέν ανάγει τήν ουσία τού δούλου μόνο στήν παραγωγική λειτουργία τού έμψυχου εργαλείου. Τά εργαλεία είναι όργανα παραγωγικής δραστηριότητας, άλλά ή δουλεία ανήκει στή σφαίρα τών περιουσιακών σχέσεων, καί ή περιουσία δέν είναι απλώς παραγωγικό όργανο, άλλά όργανο ζωικής λειτουργίας γενικά. Καί έδώ ό Αριστοτέλης κάνει τή διάκριση ανάμεσα στίς έννοιες «ποιητικόν» καί «πρακτικόν». « Ή ζωή - λέει — είναι γενικά πράξη, καί όχι κάποια ορισμένη παραγωγή («ό δέ βίος πράξις, ού ποίησίς έστιν»). Γι' αυτό καί ό δούλος υπηρετεί γενικά όσα σχετίζονται μέ τήν πράξη». 175
176
177
175 Πολιτικά, I 2, 1253 ο, 10-13. 176 Ηθικά Νικομάχεια, VIII 13, 1161 ο, 4-5. 177 Πολιτικά, I 2, 1253 ο, 23 - 1254 3, 8.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
197
ΚΡΑΤΟΣ
Στήν παραγωγική δραστηριότητα ό σκοπός διαφέρει άπό τήν ϊδια τή δραστηριότητα, ενώ στή γενική δραστηριότητα («πράξις») ή ϊδια ή δραστηριότητα, δταν διεκπεραιώνεται σωστά, συμπίπτι μέ τό σκοπό. Έτσι, ή δουλεία είναι γιά τόν Αριστοτέλη ένας θεσμός απαραίτητος γιά τή σωστή δραστηριότητα τής οικογένειας, προϋπόθεση γιά ένα σωστό πολιτειακό σύστημα, πού γεννιέ ται άπό τήν οικογένεια καί άπό τήν ένωση τών οικογενειών σέ οικισμούς. Ό π ω ς καί ό Πλάτων, έτσι καί ό Αριστοτέλης σκιαγραφεί τό σχέδιο μιας ιδανικής πολιτείας, στά πλαίσια τής οποίας αναπτύσσονται οί σύμφωνες μέ τή φύση τών πραγμάτων οικο νομικές σχέσεις. Ό Αριστοτέλης κατάρτισε τό σχέδιο του, μελετώντας τίς υπάρχουσες στήν εποχή του οικονομικές δομές καί τύπους κρατικής εξουσίας. Ή πολιτική του σκέψη είναι ανεξάρτητη καί διαμορφώθηκε, πρώτο, μέσα άπό τήν κριτική τών πολι τειών πού υπήρχαν στήν εποχή του, καί δεύτερο, μέσα άπό τήν κριτική τών θεωριών τοϋ κρατικού δικαίου. Στή σχολή τοϋ Αριστοτέλη γινόταν συστηματική έρευνα γιά τούς θεσμούς πολλών ελληνικών «πόλεων» (υπάρχει μιά μαρτυρία οτι είχαν συγκεντρωθεί 158 τέτοιες έρευνες). Ά π ό δλα τούτα τά κεί μενα έφτασε ως εμάς μόνο ή περιγραφή τών θεσμών τής Ά θ ή 178
179
178 Στή βιβλιογραφία γιά τόν Αριστοτέλη αυτή ή αντίληψη τής διάκρισης ανάμεσα στίς έννοιες «πραξις» καί «ποίησις» έχει αποσαφηνιστεί άπό τόν άγγλο ερευνητή Νιούμαν (Newman), τόν γερμανό Ρούντολφ "Οϋκεν (Rudolf Eucken) καί τόν ρώσο Β. Γ. Ζελεζνόφ. Πρώτος ό Νιοϋμαν αμφισβήτησε τήν άποψη ότι τάχα γιά τόν Αριστοτέλη ό δούλος «είναι άπλό υφαντικό εργα λείο, άπλό συμπλήρωμα τοϋ άργαλιοϋ... Στήν πραγματικότητα είναι ένας βοηθός, έστω ταπεινός, στή ζωή καί τή δράση, πού αποτελούν κάτι ανώτερο άπό τήν ύφανση» (Newman, The Politics of Aristotle, τόμ. II, μέρος I, σ. 139) Cp. Rudolf Eucken, Die Lebensanschauungen, der grosse. Denker, Lpz., 1890, σ. 94. Ε π ί σ η ς Β. Γ. Ζελεζνόφ, στό προαναφερμένο έργο, σ. 191-194. 179 Κατατοπιστική καί περιεκτική ανάλυση αυτής τής κριτικής υπάρχει στήν εργασία τοϋ σοβιετικού ερευνητή Σ. Φ. Κετσεκιάν « Ή διδασκαλία τοϋ Α ρ ι στοτέλη γιά τό κράτος καί τό δίκαιο» (Μόσχα - Λένινγκραντ, 1947)
198
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
νας, πού βρέθηκε τό 1890 στήν Αίγυπτο - ή λεγόμενη «Αθη ναίων πολιτεία». Ά π ό τά πολιτεύματα τών κρατών τής εποχής του ή κριτική τού Αριστοτέλη ξεχωρίζει ιδιαίτερα τήν αθηναϊκή δημοκρα τία, τό πολίτευμα τής Σπάρτης καί τή μακεδόνικη μοναρχία. Ά π ό τίς πολιτικές θεωρίες, ό Αριστοτέλης υποβάλλει σέ κρι τική πρώτα άπ' όλα τή θεωρία τού δασκάλου του Πλάτωνα, άλλά ασχολείται, μέ πολύ λιγότερο επισταμένη προσοχή, καί μέ άλλες θεωρίες, πχ. μέ τήν εξισωτική ουτοπία τού Φαλέα τού Χαλκηδόνιου. Περίοπτη θέση στίς έρευνες τοϋ Αριστοτέλη έχει τό ζήτημα τής ιδιοκτησίας. Σέ αντίθεση μέ τόν Πλάτωνα, πού αμφισβη τούσε τό δικαίωμα τής ατομικής ιδιοκτησίας γιά τούς φύλακες - πολεμιστές καί μάλιστα πρότεινε ένα σχέδιο κοινοκτημοσύ νης γιά τίς γυναίκες καί τά παιδιά τους, ό Αριστοτέλης εμφα νίζεται σάν πεπεισμένος οπαδός τού θεσμού τής ατομικής ιδιοκτησίας. Έ ν ώ συνήθως είναι ήρεμος καί ισορροπημένος, όταν κάνει λόγο γιά τήν ιδιοκτησία, διεγείρεται σέ βαθμό αληθινής έξαρσης. «Είναι δύσκολο νά εκφράσει κανείς μέ λό για — λέει — πόση ηδονή υπάρχει στή συναίσθηση ότι κάτι σού ανήκει...». Καί παρ' όλο πού είναι ευχάριστο νά προσφέ ρεις εξυπηρετήσεις καί βοήθεια σέ φίλους, γνωστούς καί συν τρόφους, «ή πραγματοποίηση όλων αυτών είναι δυνατή μόνο όταν γίνεται μέ τήν προϋπόθεση τής ύπαρξης ατομικής ιδιο κτησίας» («ό γίνεται τής κτήσεως ιδίας ούσης»). Ή φύση έχει εμφυτεύσει σέ κάθε άνθρωπο τό φυσικό αί σθημα τής αγάπης γιά τόν εαυτό του. Βέβαια ό εγωισμός όπως σωστά αναγνωρίζουν όλοι — είναι άξιόμεμπτος. ' Αλλά, κατά τόν Αριστοτέλη, εγωισμός δέν είναι ή αγάπη γιά τόν εαυτό σου, άλλά μόνο ό υπερβολικός βαθμός αυτής τής αγά πης («ούκ έστι δέ τούτο τό φιλεΐν εαυτόν άλλά τό μάλλον ή δεί 180
181
180 Πολιτικά, II 2, 1263 ζ, 40-41. 181 Στό ΐόιο, 1263 6, 2-3.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
199
182
φιλεϊν»). Γιά όποιον, σάν τόν Πλάτωνα, επιδιώκει νά πρα γματοποιήσει τήν ενοποίηση τής πολιτείας σέ υπερβολικό βα θμό, όλα αυτά (δηλαδή, ή βοήθεια πρός τούς φίλους καί συν τρόφους) αποκλείονται. Επιβάλλεται ένας τρόπος χρήσης τής ιδιοκτησίας, πού θά συνδυάζει τήν κοινή μέ τήν ατομική ιδιοκτησία. «Ή ιδιοκτη σία πρέπει νά είναι κοινή μόνο μέ σχετική έννοια, ένώ μέ από λυτη έννοια πρέπει νά είναι ιδιωτική» («δει γάρ πώς μέν είναι κοινάς, όλως δ' ιδίας»). Καί ό Αριστοτέλης εκθειάζει τά αποτελέσματα ενός τέτοιου διαχωρισμού: όταν ή χρήση τής ιδιοκτησίας είναι διαμοιρασμένη ανάμεσα στά άτομα, τότε, εξαφανίζονται οί διενέξεις ανάμεσα τους καί, απεναντίας, προκύπτει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, «γιατί ό καθένας θά δεί χνει φροντίδα γι' αυτό πού τού ανήκει, ένώ ή αρετή θά ρυθμί ζει κατά κάποιον τρόπο τή χρήση τών αγαθών σύμφωνα μέ τήν παροιμία «γιά τούς φίλους όλα είναι κοινά». Ή αριστοτελική θεωρία τού «εγωισμού» πού δέν υπερβαί νει τό μέτρο δέν μοιάζει καθόλου μέ τόν αστικό ατομικισμό πού αναπτύχθηκε πάνω στή βάση τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μιά τέτοια αντίληψη είναι δυνατή μόνο γιά έναν αρχαίο Έλληνα, πολίτη τής αρχαίας «πόλεως», όπου τό δι καίωμα τής οικονομικής δραστηριότητας καί τό δικαίωμα τής συμμετοχής στήν πολιτική ζωή καί στίς δικαστικές λειτουργίες ήταν προνόμιο τών ελεύθερων μελών τής κοινωνίας. Γι' αυτό δέν είναι παράξενο ότι τήν αντίληψη του γιά τόν εγωισμό, πού χαλιναγωγείται ά π ό τό μέτρο, ό Αριστοτέλης τήν ανέπτυξε στό κεφάλαιο τών «Ηθικών», όπου εξετάζεται ή αρετή τής φιλίας. Πολύ πιό πρίν άπό τόν Λαροσφουκώ, ό Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι στή βάση τής φιλίας βρίσκεται ή φιλαυτία. «Αγαπώντας τόν άλλο, αγαπούμε τό δικό μας άγα183
184
185
182 183 184 185
Στό Ϊόιο. Στό ΐόιο, 1263 3, 26-27. Στό ΐόιο, 1263 3, 27-30. Ηθικά Νικομάχεια, VIII καί IX.
Β.Φ.
200
ΑΣΜΟΥΣ
I
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
θό, γιατί ένας καλός άνθρωπος, πού θά γίνει φίλος μας, γίνε ται γιά μάς αγαθό. Έτσι, καί οί δύο αγαπούμε στή φιλία τό δικό μας αγαθό...». Ξέρει ότι υπάρχει μιά άποψη, σύμφωνα μέ τήν οποία ό άνθρωπος πού αγαπά περισσότερο άπ' όλα τόν εαυτό του θεωρείται εγωιστής μέ τήν κακή έννοια τής λέξης. Οί οπαδοί αυτής τής άποψης λένε ότι ό ηθικός άνθρωπος ε νεργεί μέ κίνητρο τήν αγάπη γιά τό ωραίο καί τή φιλία καί γι' αυτό ξεχνά τόν εαυτό του. Ό Αριστοτέλης όμως βρίσκει ότι τά γεγονότα δέν συμφω νούν μέ αυτήν τή θεωρία. Ό λ ε ς οί σχέσεις φιλίας γεννιούνται άπό τή σχέση τού ανθρώπου πρός τόν εαυτό του, πού μεταφέ ρεται στους άλλους. Κάθε άνθρωπος «είναι ό καλύτερος φίλος γιά τόν εαυτό του, καί πρέπει νά αγαπά προπαντός τόν εαυτό του» («μάλιστα γάρ φίλος αύτώ, καί φιλητέον δή μάλιστα εαυτόν»). Ή σημασία τής λέξης «εγωισμός» («τό φίλαυτον») εξαρτάται άπό τή συμπεριφορά τών ανθρώπων. Στους περισσότερους ή συμπεριφορά αυτή είναι κακή. Ό «εγωι σμός», μέ αυτήν τήν έννοια, κατακρίνεται απόλυτα δίκαια. Ά λ λ ά τόν άνθρωπο πού γενικά προσπαθεί πάντοτε νά απο κτήσει καθετί τό ωραίο, κανένας δέν θά τόν ονομάσει εγωιστή καί δέν θά τόν άποπάρει. Καί όμως αυτός ακριβώς είναι προφανώς ό κατ' εξοχήν εγωιστής: ιδιοποιείται ό,τι ωραιό τερο καί σπουδαιότερο αγαθό υπάρχει, υπηρετεί ό,τι είναι μέσα του ισχυρότερο καί πάντοτε υπακούει σ' αυτό. Ά π ό τήν άποψη αυτή ό άνθρωπος μοιάζει μέ τήν πολιτεία: ή ουσία τής πολιτείας καί κάθε σύνθετου συνόλου είναι αυτό πού κυριαρ χεί μέσα του καί αποτελεί τό ισχυρότερο. Αυτή ακριβώς είναι καί ή ουσία τού άνθρωπου. Στό πνεύμα τής δικής του υψηλής εκτίμησης γιά τό λογικό, ό Αριστοτέλης εξηγεί ότι «ό πιό εγωιστής άπό τούς ανθρώπους είναι εκείνος πού αγαπά τό λο γικό καί συμμορφώνεται πρός α υ τ ό » . Καί εφόσον ό ηθικός 186
187
188
186 Στο ΐόιο, VIII 6, 1157 ο, 9- 10. 187 Στό ΐόιο, IX 8, 1168 β, 9-10. 188 Ηθικά Νικομάχεια, IX 8, 1169 Ά, 11-12.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
201
άνθρωπος α γ α π ά περισσότερο άπ' όλα τό λογικό, έπεται ότι αυτός ό άνθρωπος μπορεί νά ονομαστεί κατεξοχήν εγωιστής, ωστόσο μέ διαφορετική έννοια άπό εκείνη πού σημαίνει κάτι τό έπονείδιστο. Καί ή διαφορά έδώ είναι τόσο μεγάλη, όσο διαφέρει ή λογική ζωή άπό τή ζωή πού κυριαρχείται άπό τά πάθη καί όσο διαφέρει ή τάση πρός τό ωραίο άπό τήν τάση πρός τό φαινομενικό όφελος. Έτσι λοιπόν, ό καλός άνθρωπος «πρέπει νά αγαπά τόν ίδιο τόν εαυτό του (γιατί κάνοντας τό καλό, ω φ ε λ ε ί καί τόν εαυτό του καί τούς άλλους)». Ή «φιλαυτία» τού ηθικού άνθρωπου δέν αποκλείει ούτε τήν άρνηση αγαθών, ούτε τήν αυτοθυσία γιά τούς άλλους καί γιά τήν πατρίδα. Ό ηθικός άνθρωπος, πού είναι εγωιστής μέ τήν προαναφερμένη έννοια, θά αποκρούσει καί χρήματα καί τιμές καί γενικά όλα τά αγαθά, γιά τά όποια αγωνίζονται οι άνθρωποι, άρκεΐ νά διατηρήσει γιά τόν εαυτό του τό ωραίο. Θά προτιμήσει μιά σύντομη, άλλά έντονη αίσθηση παρά μιά μακρόχρονη, άλλά άδεια ζωή καί θά βρεϊ καλύτερο νά ζήσει ένα χρόνο ώραϊα παρά πολλά χρόνια χωρίς σκοπό: θά προτι μήσει μιά ωραία πράξη παρά πολλές ασήμαντες. "Ετσι γίνεται μέ τούς ανθρώπους πού θυσιάζουν τή ζωή τους. Διαλέγουν τό μεγάλο καί τό ωραίο γιά τόν εαυτό τ ο υ ς . Μέ μιά τέτοια αντίληψη τής «φιλαυτίας» συνδέεται ή αρι στοτελική κριτική τών αντιλήψεων τού Πλάτωνα, τού Φαλέα τοϋ Χαλκηδόνιου καί τοϋ πολιτικού καθεστώτος τής Σπάρτης. Ό Αριστοτέλης στηρίζεται στήν κοινή μέ τόν Πλάτωνα βάση τής ιδεολογίας τής δουλοκτησίας. Ό π ω ς ό Πλάτων, έτσι κι αυτός προβλέπει στό σχέδιο του γιά τήν ιδανική πολιτεία ότι τό βάρος τής άμεσα παραγωγικής εργασίας θά τό επωμι στούν οί στερούμενοι άπό κάθε δικαίωμα δούλοι. Άλλά σέ σχέση μέ τούς ελεύθερους πολίτες τού δουλοκτητικοϋ κράτους αποκρούει τήν άποψη τού Πλάτωνα γιά τή γαιοκτησία, πού 189
190
189 Στό ϊδιο, IX 8, 1169 α, 20-26. 190 Στό ϊδιο, IX 8, 1169 Η, 20-26.
202
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
βρίσκει ότι είναι υπερβολικά ασκητική καί ότι μειώνει τά απαράβατα δικαιώματα τών πολιτών. Ό Πλάτων πίστευε ότι ή γαιοκτησία πρέπει νά εξασφαλίζει στους πολίτες τή δυνατό τητα «νά ζουν μέ μετριοπάθεια» («ζήν σωφρόνως»). Ό Α ρ ι στοτέλης προτείνει μιάν άλλη διατύπωση: «νά ζούν μέ μετριο πάθεια καί απλοχεριά» («σωφρόνως καί έλευθερίως»). Δέν συμφωνεί ό Αριστοτέλης καί μέ τό σχέδιο τού Φαλέα τοϋ Χαλκηδόνιου. Αυτός ό συγγραφέας είχε προτείνει τήν πλήρη εξίσωση στόν τομέα τής γαιοκτησίας. Σύμφωνα μέ τήν κρίση τού Αριστοτέλη, τό σχέδιο τού Φαλέα είναι πρώταπρώτα ασαφές. Γιά νά τεθεί σέ εφαρμογή, επιβάλλεται νά κα θοριστεί τό απαιτούμενο μέτρο γαιοκτησίας πού θά αποτελέ σει τή βάση τής εξίσωσης. Δεύτερο, ή πραγματοποίηση τού σχεδίου τού Φαλέα δέν θά έφερνε αποτελέσματα. Ακόμα καί άν καθοριζόταν κάποιο μέσο μέτρο γαιοκτησίας, αυτό δέν Οά έλυνε τό βασικό πρόβλημα. Εκείνο πού χρειάζεται νά έξισα)θεί δέν είναι τόσο τά αγροκτήματα όσο οί «επιθυμίες», καί γιά νά γίνει αυτό, δέν χρειάζεται εξίσωση, άλλά διαπαιδαγώγηση τών ανθρώπων μέσω τών νόμων. Ό Φαλέας όφειλε νά υποδεί ξει σέ τί πρέπει νά συνίσταται αυτή ή διαπαιδαγώγηση. Άλλά άν αυτή ή διαπαιδαγώγηση θά είναι ίδια γιά όλους, τότε δέν θά προκύψει κανένα όφελος. Οί άνθρωποι φέρνονται άδικα όχι μόνο εξαιτίας τής ανισότητας στά αντικείμενα πρώτης ανάγκης, όπως έβλεπε τό ζήτημα ό Φαλέας, άλλά καί επειδή θέλουν νά ζούν ευχάριστα καί νά ικανοποιούν τίς επιθυμίες τους. Τά μεγαλύτερα εγκλήματα γίνονται άπό τούς ανθρώπους εξαιτίας τής πλεονεξίας τους, καί οί άνθρωποι δέν γίνονται τύραννοι γιά νά προφυλαχτούν μέ αυτόν τόν τρόπο άπό τό κρύο. Οί επιθυμίες τών ανθρώπων είναι απεριόριστες, καί στήν προσπάθεια ικανοποίησης αυτών τών αναγκών αναλώνε ται ή ζωή τών περισσότερων ανθρώπων. Γι' αυτό υπάρχει μιά άρχή πιό σπουδαία άπό τήν εξίσωση τής ιδιοκτησίας: πρέπει 191
191 Πολιτικά,
II 6, 1265 α, 30-33.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
203
τά πράγματα νά ρυθμιστούν έτσι ώστε οί άπό τή φύση τους διανοητικά αναπτυγμένοι άνθρωποι νά μή θέλουν νά έχουν περισσότερα, ένώ οί υπανάπτυκτοι άνθρωποι νά μήν έχουν κάν τή δυνατότητα νά τό θέλουν αυτό. Τό τρωτό σημείο τής μεταρρύθμισης πού πρότεινε ό Φαλέας βρίσκεται, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, στό ότι περιόρισε στό σχέδιο του τήν εξίσωση μόνο στήν ιδιοκτησία τής γής. Ωστόσο ό πλούτος, όπως εξηγεί ό Αριστοτέλης, συνίσταται επίσης καί στήν ιδιοκτησία δούλων, κοπαδιών, χρημάτων, κα θώς καί διάφορων ειδών οικιακής χρήσης. Ό λ α αυτά τό σχέδιο τού Φαλέα τά άφησε έξω άπό τό οπτικό του πεδίο. Τό βασικό ελάττωμα τού σπαρτιατικού καθεστώτος συνί σταται, κατά τόν Αριστοτέλη, στό ότι τό σύστημα καί ή νο μοθεσία τής Σπάρτης υπολόγιζαν μόνο στήν ανδρεία πού έχει σχέση μέ τόν πολέμο: αυτή ακριβώς ή ανδρεία είναι χρήσιμη γιά νά αποκτήσει κανείς τήν κυριαρχία. Ό σ ο οί Λακεδαιμό νιοι διεξήγαν πολέμους, κρατούσαν καλά, μόλις όμως πέτυχαν τήν κυριαρχία, άρχισαν νά καταρρέουν, επειδή δέν ήξεραν νά κάνουν χρήση τής ανάπαυσης καί δέν μπορούσαν ν' ασχολη θούν μέ τίποτα άλλο πού νά μπορούσαν νά τό δούν σάν σπου δαιότερο άπό τόν πόλεμο. Καί όχι μόνο ή Σπάρτη, άλλά καί τά περισσότερα κράτη πού στρέφουν τήν προσοχή τους μόνο στίς πολεμικές προετοιμασίες, κρατούν καλά, όσο διεξάγουν πολέμους, καί καταρρέουν, μόλις πετύχουν τήν κυριαρχία. Ό π ω ς τό ατσάλι, έτσι καί αυτά χάνουν τό δέσιμο τους σέ καιρό ειρήνης. Ά λ λ ά στήν πολιτεία πρέπει νά υπάρχουν αρε τές πού εξυπηρετούν τήν ανάπαυση, καί τελικός σκοπός τοϋ πολέμου είναι ή ειρήνη, όπως σκοπός τής εργασίας είναι ή ανάπαυση. Καί ό Αριστοτέλης χαρακτηρίζει σάν καθαρά παράλογη τήν άποψη, ότι αγαθοί άνθρωποι είναι μόνο εκείνοι 192
193
194
192 Πολιτικά, II 4, 1267 ο, 9-13. 193 Στό ΐόιο II 6, 1271 ο, 2-6. 194 Στό ΓόίΟ,ΥΙΙ 15, 1333 β, 11-16(«ειρήνη μεν πόλεμον σχολή δ' ασχολίας»).
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣI
204
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
πού δέν ξέρουν τί θά πει ανάπαυση καί διεξάγουν πολέμους, ένώ εκείνοι πού χαίρονται τήν ειρήνη καί τήν ανάπαυση είναι δούλοι. Απορρίπτοντας μιά σειρά θεωρίες πολιτειακών συστημά των καί καταδικάζοντας μιά σειρά μορφές υπαρκτών πολι τειών τής εποχής του, ό Αριστοτέλης αντιπαραθέτει σ' αυτές τό δικό του σχέδιο γιά τήν ιδανική πολιτεία. Σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, γιά νά δημιουργηθεί μιά πο λιτεία ιδανικού τύπου δέν χρειάζεται ή επαναστατική κατα στροφή τής υπάρχουσας πολιτείας καί ή μετάπλαση τού υπαρκτού άνθρωπου. Καθήκον τού πολιτικού καί τού νομο θέτη δέν είναι νά χτίζει στή θέση εκείνου πού έχει καταστρα φεί. Ή πολιτική δέν δημιουργεί ανθρώπους άλλά τούς παίρνει όπως τούς δημιούργησε ή φ ύ σ η . Είναι ανάγκη, λοιπόν, νά επιβληθεί ένα πολιτικό σύστημα πού, στά πλαίσια τών δοσμέ νων περιστάσεων, θά ήταν τό περισσότερο αποδεκτό καί ε υ λύγιστο: ή βελτίωση τού πολιτικού συστήματος είναι καθήκον λιγότερο δύσκολο άπό τήν εξαρχής εγκαθίδρυση τ ο υ . Καί ό καλός νομοθέτης καί αληθινός πολιτικός δέν πρέπει νά χάνει άπό τό οπτικό του πεδίο όχι μόνο τήν απόλυτα καλύτερη μορ φή, άλλά καί τή μορφή πού είναι ή σχετικά καλύτερη - στίς αντίστοιχες περιστάσεις. Άλλά ό πολιτικός μπορεί νά βοηθήσει στήν τελειοποίηση τών υπαρκτών μορφών πολιτικών συστημάτων μόνο μέ τήν προϋπόθεση ότι ξέρει πόσα πιθανά είδη πολιτικών συστημά των υπάρχουν γενικά. Γι' αυτό ό Αριστοτέλης προτάσσει πρίν άπό τό σχέδιο τής ιδανικής πολιτείας πού προτείνει - καί εν τάσσει διαρκώς σ' αυτό τό σχέδιο — όλους τούς βασικούς τύ πους πολιτικών καθεστώτων πού ήταν γνωστοί στήν Α ρ χ α ί α Ελλάδα. 195
196
197
198
195 196 197 198
Πολιτικά, VII 15, 1334 3, 36-40. Στό ϊδιο, I 3, 1258 3, 21-23. Στό ϊδιο, IV 1, 1 2 8 9 » . Στό ϊδιο, IV 1, 1288 3.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
205
Ακλόνητη βάση, πάνω στήν οποία στηρίζεται αυτή ή ταξι νόμηση καί αυτή ή ανάλυση είναι ή διαίρεση όλων τών αν θρώπων πού αποτελούν τήν πολιτεία σέ δύο βασικές τάξεις: τούς δουλοκτήτες καί τούς δούλους. Όποιεσδήποτε καί άν εί ναι οί μορφές τής κρατικής εξουσίας καί διακυβέρνησης, ήόη αυτές προϋποθέτουν σάν κάτι φυσιολογικό καί απαραίτητο τή διαίρεση τών μελών τής κοινωνίας σέ μιά κυρίαρχη τάξη δουλοκτητών καί σέ μιά τάξη δούλων πού δέν έχουν κανένα πολι τικό καί αστικό δικαίωμα. Οί διαφορές ανάμεσα στίς μορφές τής μοναρχικής καί τυραννικής, τής αριστοκρατικής καί ολι γαρχικής πολιτείας καί τό δημοκρατικό σύστημα (γιά τίς όποιες γίνεται λόγος παρακάτω) δέν είναι παρά διαφορετικοί τρόποι καί είδη κυριαρχίας τών δουλοκτητών πάνω στους δούλους. Ή πολιτική πάλη ανάμεσα στους οπαδούς όλων αυ τών τών ειδών διακυβέρνησης τής πολιτείας δέν αντανακλάται στους δούλους. Τό όριο ανάμεσα στους «γεννημένους ελεύθε ρους», πού έχουν δικαίωμα στήν εξουσία καί στήν ανάπαυση («σχολή»), δέν αμφισβητείται, όποιος καί άν επικρατήσει στή διαμάχη ανάμεσα στους οπαδούς τών διάφορων πολιτικών συστημάτων. Στά «Πολιτικά» ό Αριστοτέλης αποσαφηνίζει, άπό τό 2ο κιόλας κεφάλαιο τού 1ου βιβλίου, ένα κεντρικό γιά τό αρχαίο κοινωνικό σύστημα ζήτημα - τό ζήτημα τής σχέσης τοϋ κυρίου πρός τόν δούλο. Οί δούλοι αποκλείονται ολοκληρωτικά άπό τόν αριθμό τών μελών τής κοινωνίας πού έχουν πολιτικά δι καιώματα, πού έχουν, δηλαδή, δικαίωμα συμμετοχής στίς υποθέσεις τής πολιτείας. Ά ν θέλουμε νά κυριολεκτήσουμε, οί δούλοι ούτε κάν περιλαμβάνονται στά πλαίσια τής αριστοτε λικής πολιτείας. Είναι μιά οικονομική καί κοινωνική προϋπό θεση της, άλλά όχι ένα αναγνωρισμένο πολιτικό στοιχείο της. Έ ν α κράτος πού θά αποτελούνταν άπό δούλους φαίνεται στόν Αριστοτέλη καθαρός παραλογισμός: «Θά είχαμε νά κά νουμε μέ κάτι αδύνατο («έν, τών αδυνάτων») άν υποθέταμε ότι μιά πολιτεία θά μπορούσε νά ονομαστεί άπό τή φύση της
206
Β.Φ.
ΑΣΜΟ ΥΣ/Α
ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
πολιτεία δούλων: ή πολιτεία είναι κάτι αυτοδύναμο, ένώ ή δουλεία δέν είναι «αυτοδύναμη». Ή διαφορά ανάμεσα στήν κυριαρχία πάνω σέ ελεύθερους ανθρώπους καί τήν κυριαρχία πάνω σέ δούλους, εξηγεί ό Αριστοτέλης στά «Πολιτικά», δέν είναι λιγότερο ουσιαστική άπό τή διαφορά ανάμεσα σ' ένα όν άπό τή φύση του ελεύθερο καί ένα όν άπό τή φύση του δούλο. Σάν νά μιλά έξονόματος τής τάξης τών δουλοκτητών, ό Αριστοτέλης διακηρύσσει ότι ή ίδια ή φύση «προσπαθεί νά μάς δώσει τή δυνατότητα όχι μόνο νά κατευθύνουμε μέ τόν κατάλληλο τρόπο τή δραστηριότητα μας, άλλά καί νά κάνουμε ωραία χρήση τής ανάπαυσης μας. Καί ή ανάπαυση - τό υπο γραμμίζουμε άλλη μιά φορά - είναι ή βασική άρχή κάθε δρα στηριότητας μας « («άρχή πάντων»). Ή έννοια τής «ανάπαυσης» («σχολής») αποτελεί σπουδαίοι έννοια γιά τήν κοινωνιολογία, τήν παιδαγωγική καί τήν αι σθητική τού Αριστοτέλη. Έ δ ώ μάς ενδιαφέρει ή κοινωνική της σημασία. Μέ αυτήν τή σημασία ή ανάπαυση είναι ή στηρι γμένη στή δουλοκτησία καί στήν εργασία τών δούλων απαλ λαγή τού δουλοκτήτη άπό οποιεσδήποτε εργασίες, πού χρειά ζονται γιά τήν πρακτική ζωή καί πού εκτελούνται είτε άπό δούλους, είτε άπό μισθωτούς εργάτες καί τεχνίτες. Γιά τόν Αριστοτέλη τό δικαίωμα στήν ανάπαυση είναι τό πρώτο καί βασικό γνώρισμα γιά τήν κατάταξη κάποιου άν θρωπου στήν τάξη πού έχει τήν εξουσία στήν κοινωνία,. Ακριβώς ή ανάπαυση είναι πού δημιουργεί τή δυνατότητα γιά τήν αληθινή αρετή καί γιά εκείνα τά είδη δραστηριότητας πού συμβιβάζονται μέ τήν αρετή. Βέβαια, γιά νά ξέρει κανείς νά κάνει χρήση τής ανάπαυσης στή ζωή, πρέπει νά μάθει ορι σμένα πράγματα καί νά αποκτήσει μιάν ορισμένη αγωγή. 199
200
201
199 Πολιτικά, IV 3, 1290 ο, 8-10. 200 Στό Ϊόιο, VII 3. 1325 Ά, 28-31. 201 Πολιτικά, VIII 2. 1337 Ό, 30-33.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
207
Άλλά αυτή ή αγωγή καί αυτή ή μάθηση εμπεριέχουν μέσα τους τόν σκοπό τους, ένώ ή μάθηση πού είναι απαραίτητη γιά εφαρμογή στήν πρακτική ζωή αποβλέπει σέ άλλους σκοπούς. Ή ανάπαυση εμπεριέχει καί τήν ηδονή καί τήν ευδαιμονία καί τήν ευτυχισμένη ζωή, καί όλα αυτά είναι προνόμιο τών μή ερ γαζόμενων ανθρώπων. Άλλά στό φώς αυτής τής αντίληψης γιά τήν ανάπαυση ό Αριστοτέλης φέρνει, ώς ένα βαθμό, κοντά στους δούλους ακόμα καί τήν τάξη τών ελεύθερων χειροτεχνών. Μερικές φο ρές μάλιστα βλέπει τίς ασχολίες τών χειροτεχνών σάν κάτι πού προσιδιάζει σέ μή ελεύθερους. Καί παραθέτει μιά σειρά όρους πού ξεχωρίζουν τόν γεννημένο ελεύθερο όχι μόνο άπό τούς δούλους, άλλά καί άπό τούς χειροτέχνες, άν καί οί τελευταίοι δέν ανήκουν τυπικά στήν τάξη τών δούλων. "Ολες οί ασχολίες τών ανθρώπων, εξηγεί ό Αριστοτέλης, διαιρούνται σέ ασχο λίες ευπρεπείς γιά τούς γεννημένους ελεύθερους καί σέ ασχο λίες πού προσιδιάζουν στους μή ελεύθερους. Ά π ό τό πρώτο είδος ασχολιών, πρέπει νά συμμετέχει κανείς μόνο σ' εκείνες πού δέν μετατρέπουν σέ χειροτέχνη τόν άνθρωπο πού επιδίδε ται σ' αυτές. Καί χειροτεχνικές πρέπει νά θεωρούνται, σύμ φωνα μέ τόν Αριστοτέλη, εκείνες οί ασχολίες, οί τέχνες καί τά αντικείμενα διδασκαλίας πού κάνουν τίς σωματικές, ψυχικές καί διανοητικές δυνάμεις τών ελεύθερων ανθρώπων ακατάλ ληλες γιά τήν εφαρμογή τους στό πεδίο τής αρετής. Χειροτε χνικές είναι οί ασχολίες καί οί τέχνες πού εκτελούνται μέ πλη ρωμή. Αυτές εξασθενίζουν τίς σωματικές δυνάμεις, στερούν τήν ανάπαυση πού είναι απαραίτητη γιά τήν ανάπτυξη τών διανοητικών δυνάμεων τού άνθρωπου καί υποβιβάζουν αυτές τίς δυνάμεις. Άλλά καί άπό τίς «ελεύθερες» επιστήμες ό γεν νημένος ελεύθερος επιτρέπεται νά μελετά μόνο ορισμένες καί μόνο ώς κάποιο όριο, ένώ ή υπερβολική προσπάθεια νά τίς 202
2 0 2 Στό Ϊόιο, ΥΙΙΓ2, 133*6 6, 1-3.
Β.Φ.
208
ΑΣΜΟΥΣ
/
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
203
μελετήσει σέ δλες τίς λεπτομέρειες τους είναι βλαβερή. Εκθειάζοντας τήν ανάπαυση, ό Αριστοτέλης υποβιβάζει τή σημασία τής δραστηριότητας καί τοϋ οφέλους. Επιθυμητά καθεαυτά είναι μόνο εκείνα τά είδη δραστηριότητας, όπου ό άνθρωπος, όπως καί στή φιλοσοφική ενατένιση, δέν επιδιώκει τίποτα άλλο εκτός άπό τήν ίδια τή δραστηριότητα του. Μόνο αυτές οί ενέργειες συμμορφώνονται πρός τήν αρετή. Αυτός εί ναι ό ωραίος καί ηθικός τρόπος δράσης: ανήκει σέ κάτι πού έχει αξία αυτό καθεαυτό. Απεναντίας, τό όφελος, σάν κίνητρο τής δράσης, δέν αρμό ζει σέ ένα ελεύθερο μέλος τής κοινωνίας. «Τό νά αναζητά κα νείς παντού μόνο τό όφελος είναι κάτι πού ελάχιστα αρμόζει σέ ανθρώπους μέ υψηλά ψυχικά προσόντα καί σέ γεννημένους ελεύθερους». Ακόμα καί ή διδασκαλία τών γραμμάτων στά παιδιά χρειάζεται όχι γιά τό όφελος πού μπορούν νά έχουν άπ' αυτά, άλλά επειδή χάρη σ' αυτή τή μάθηση μπορούμε νά τούς δώσουμε μιά σειρά άλλες γνώσεις. "Ετσι καί τή ζωγρα φική τή μαθαίνουμε όχι γιά νά αποφεύγουμε τήν εξαπάτηση μας στήν αγοραπωλησία οικιακών σκευών, άλλά επειδή ανα πτύσσει τήν ικανότητα τού ματιού νά προσδιορίζει τή φυσική ομορφιά. Ούτε ό καλός άνθρωπος, ούτε ό πολιτικός, ούτε ό αγαθός πολίτης πρέπει νά μαθαίνουν δουλειές πού ξέρουν νά τίς κάνουν άνθρωποι προορισμένοι νά υποτάσσονται, έκτος ίσως άπό τίς περιπτώσεις πού κάνουν αυτές τίς δουλειές προσωπικά γιά τόν εαυτό τους: μόνο σέ τέτοιες περιπτώσεις παύει νά υπάρχει ή διαφορά ανάμεσα στόν κύριο καί τόν δούλο. Υπάρχει μιά κατηγορία δούλων πού τό όριο ανάμεσα στήν εργασία τους καί τήν εργασία τών χειροτεχνών είναι σχεδόν ανεπαίσθητο. «Οί δούλοι, σύμφωνα μέ τή δική μας εξήγηση 204
205
206
203 204 205 206
Πολιτικά, VIII 2, 1337 ο, 5-17. Ηθικά Νιχομάχεια, Χ 6, 1176 6, 6-9. Πολιτικά, VIII 3, 1138 ο, 2-4. Πολιτικά, III 2, 1277 3, 3-7.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
209
ΚΡΑΤΟΣ
γράφει ό Αριστοτέλης - διαιρούνται σέ μερικές κατηγορίες, επειδή υπάρχουν καί διαφορετικά εϊδη εργασιών. "Ενα μέρος άπ' αυτές τίς εργασίες τίς κάνουν οί χερνήτες, δηλαδή οί δού λοι πού, δπως δείχνει καί ή ονομασία τους ζούν "άπό τά χέρια τους". Σ' αυτήν τήν κατηγορία συγκαταλέγονται καί οί χει ροτέχνες». Καί ό Αριστοτέλης θυμίζει, προφανώς μέ από λυτη επιδοκιμασία, ότι σέ παλιότερους καιρούς σέ ορισμένες πολιτείες, όπου ακόμα ή δημοκρατία δέν είχε αναπτυχθεί ώς τά άκρα, οί χειροτέχνες δέν είχαν δικαίωμα νά κατέχουν πολι τικά αξιώματα. Ή πολιτεία είναι, κατά τόν Αριστοτέλη, πολυσύνθετη, αποτελεί σύνθετη έννοια. "Οπως κάθε έννοια, πού εκφράζει κάποιο σύνολο, αποτελείται άπό πολλά συστατικά στοιχεία, τό ϊδιο ακριβώς συμβαίνει καί μέ τήν πολιτεία. Έ ν α άπ' αυτά τά συστατικά στοιχεία είναι ή λαϊκή μάζα πού εργάζεται γιά τήν παραγωγή τών προϊόντων διατροφής — οί γεωργοί. Δεύτερο συστατικό στοιχείο είναι ή τάξη τών λεγόμενων χει ροτεχνών («τό βάναυσον») πού ασχολείται μέ επαγγέλματα, χωρίς τά όποια είναι αδύνατη ή ύπαρξη τής πολιτείας. Ά π ' αυτά τά επαγγέλματα άλλα πρέπει νά υπάρχουν γιά λόγους ανάγκης καί άλλα εξυπηρετούν τήν ικανοποίηση τής πολυτέ λειας ή χρησιμεύουν γιά νά ομορφαίνουν τή ζωή. Τρίτο μέρος είναι ή εμπορική τάξη («τό άγοραϊον»), δηλαδή εκείνη πού ασχολείται μέ τίς αγοραπωλησίες, μέ τό χοντρικό καί λιανικό εμπόριο. Τέταρτο μέρος είναι οί μισθωτοί εργάτες («τό θετικόν») καί πέμπτο οί στρατιωτικοί («τό προπολέμησον»). Αυτές οί απαραίτητες γιά τήν ύπαρξη τού κράτους τάξεις έχουν ωστόσο εντελώς διαφορετική σημασία καί αξία. Ουσια στικά μόνο δύο βασικές τάξεις συγκροτούν τήν πολιτείακράτος (τήν «πόλιν») μέ τήν ακριβή έννοια τής λέξης: οί στρα207
208
209
207 Στό ΐόιο, III 2, 1277 3, 37 («έν οίς ό βάναυσος τεχνίτης εστίν»). 208 Στό ΐόιο, III 1. 1274 ο. 39-40. 209 Πολιτικά, IV 3, 193 1290 6, 39 - 1290 17 &, 7. 14
210
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣI Α ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ ΗΣ
τιωτικοί καί τά πρόσωπα, άπό τά όποια αναδείχνεται τό νομοβουλευτικό όργανο πού φροντίζει γιά τά γενικά συμφέ ροντα τού κράτους. Στά χέρια αυτών τών δύο τάξεων πρέπει νά είναι συγκεντρωμένη καί ή ιδιοκτησία, καί μόνο πρόσωπα πού ανήκουν σ' αυτές τίς τάξεις μπορούν νά είναι πολίτες. Οι χειροτέχνες δέν έχουν δικαιώματα πολιτών, όπως καί κάθε άλλη τάξη τού πληθυσμού πού ή δραστηριότητα της δέν απο βλέπει στήν εξυπηρέτηση τής αρετής. Οί πολίτες δέν πρέπει νά κάνουν όχι μόνο τή ζωή πού κάνουν οί χειροτέχνες, άλλά ούτε καί εκείνη πού κάνουν οί έμποροι - αυτού τοϋ είδους ή ζωή είναι ταπεινή καί έρχεται σέ αντίθεση μέ τήν αρετή. Δέν πρέ πει επίσης οί πολίτες νά είναι γεωργοί, γιατί θά τούς λείπει ή απαραίτητη ανάπαυση, πού χρειάζεται τόσο γιά τήν ανάπτυξη τής αρετής τους, όσο καί γιά τήν ενασχόληση τους μέ τήν πο λιτική δραστηριότητα. Καί παρ' όλο πού οί γεωργοί, οί χει ροτέχνες καί οί κάθε λογής μισθωτοί εργάτες πρέπει νά υπάρ χουν απαραίτητα στό κράτος, ωστόσο τά στοιχεία πού πρα γματικά συγκροτούν τήν πολιτεία είναι οί στρατιωτικοί καί εκείνοι πού διαθέτουν νομοβουλευτική εξουσία. Καί εφό σον θεωρούμε τήν ψυχή τού άνθρωπου σάν πιό ουσιαστικό μέρος άπό τό σώμα, έπεται ότι πρέπει καί στόν κρατικό οργα νισμό νά αναγνωρίσουμε τήν ψυχή τής πολιτείας σάν τό σπου δαιότερο άπό όλα τά άλλα στοιχεία πού αφορούν μόνο στήν ικανοποίηση τών απαραίτητων αναγκών της. Καί αυτήν τήν «ψυχή» τού κράτους τήν αποτελούν, κατά τόν Αριστοτέλη, οί στρατιωτικοί καί ή τάξη εκείνων πού έχουν σάν υποχρέωση τήν απονομή δικαιοσύνης στήν εκδίκαση τών υποθέσεων, κα θώς καί ή τάξη πού άσκεϊ νομοβουλευτικές λειτουργίες, όπου καί βρίσκει τήν έκφραση της ή πολιτική σοφία. Εδραιώνοντας έτσι τήν πόλη-κράτος πάνω στήν εργασία 210
211
212
210 Στό ϊδιο, VII 8, 1328 ο, 38 - 1329 3, 2. 211 Στό ϊδιο, VII 8, 1329 Η , 35-38. 212 Στό ϊδιο, IV 3, 1291 3, 24-28.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
211
τών δούλων καί στήν κοινωνική βάση τής τάξης τών δούλων, ό Αριστοτέλης εξετάζει τίς πιθανές μορφές κρατικού συστήμα τος τής δουλοκτητικής κοινωνίας. Τό σχέδιο του γιά τό καλύ τερο κρατικό σύστημα τό καταρτίζει, ερευνώντας τίς υπαρ κτές, ιστορικά γνωστές ή σύγχρονες του μορφές πολιτείας. Στή συζήτηση τών προτερημάτων καί τών ελλείψεων αυτών τών μορφών καί στήν ταξινόμηση τους παίρνεται άπό τά πρίν σάν ακλόνητη προϋπόθεση ότι όλες αυτές οί μορφές είναι δυνατές, υπήρχαν καί υπάρχουν μόνο σάν μορφές τού δουλοκτητικοϋ ακριβώς, καί όχι κάποιου άλλου κράτους. Αυτή ή προϋπόθεση δέν αποκλείει ωστόσο τήν ανάλυση τών κοινωνικών — ταξικών καί περιουσιακών — διαφορών ανά μεσα στίς ελεύθερες τάξεις τής «πόλεως», πού συμμετέχουν ή δέν συμμετέχουν στήν κρατική εξουσία. Εξετάζοντας τίς σχέ σεις αυτών τών τάξεων, ό Αριστοτέλης ξεχωρίζει, σάν ουσια στική καί βασική, τή διαφορά ανάμεσα στίς τάξεις τών πλουαίων καί τών φτωχών. Είναι γενικά αναγνωρισμένο τό γεγονός ότι οί βασικές μορ φές τών πολιτικών συστημάτων είναι δύο, ή δημοκρατία καί ή ολιγαρχία, όπως ακριβώς σάν βασικοί άνεμοι θεωρούνται ό βόρειος καί ό νότιος. Δημοκρατία λέγεται τό καθεστώς, όπου ή ανώτατη εξουσία βρίσκεται στά χέρια τής πλειοψηφίας, ένώ ολιγαρχία είναι τό καθεστώς, όπου ή εξουσία αυτή ανήκει σέ μιά μειοψηφία. Άλλά, σύμφωνα μέ τήν εξήγηση τού Αριστο τέλη, παντού οί εύποροι αποτελούν μειοψηφία, ένώ οί φτωχοί είναι πλειοψηφία. ΓΥ αυτό, τό τυπικό γνώρισμα τής κυριαρ χίας τής πλειοψηφίας ή .τής μειοψηφίας δέν μπορεί, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, νά αποτελέσει τή βάση γιά τή διάκριση ανάμεσα στήν ολιγαρχία καί τή δημοκρατία. Πραγματικό δια κριτικό γνώρισμα τής ολιγαρχίας καί τής δημοκρατίας είναι ό πλούτος καί ή φτώχεια («πενία καί πλούτος έστιν»). Έκεϊ όπου ή εξουσία στηρίζεται στόν πλούτο (άσχετα άν είναι μειοψηφία ή πλειοψηφία), έχουμε νά κάνουμε μέ ολιγαρχία, ένώ έκεϊ όπου κυβερνούν οί φτωχοί, έχουμε μπροστά μας μιά
212
Β.Φ. ΑΣΜΟΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
δημοκρατία. Μέ άλλα λόγια, δημοκρατία πρέπει νά θεωρείται τό καθεστώς, όπου οί ελεύθεροι καί φτωχοί, αποτελώντας τήν πλειοψηφία, έχουν τήν ανώτατη εξουσία στά χέρια τους, ένώ ολιγαρχία είναι τό καθεστώς, όπου ή εξουσία βρίσκεται στά χέρια ανθρώπων πλούσιων καί μέ ευγενική προέλευση, πού αποτελούν μειοψηφία. Ή ολιγαρχία καί ή δημοκρατία στη ρίζουν τίς αξιώσεις τους γιά τήν εξουσία στήν πολιτεία στό γεγονός ότι ή περιουσιακή ευημερία είναι κάτι πού τό έχουν λίγοι, ένώ ελεύθεροι είναι όλοι οι πολίτες. Ή ολιγαρχία προστατεύει τά συμφέροντα τών εύπορων τάξεων, ή δημοκρα τία τά συμφέροντα τών φτωχών τάξεων. Καμιά όμως άπ' α υ τές τίς μορφές πολιτικού συστήματος δέν αποβλέπει στό κοινό όφελος. Ή σχέση ανάμεσα στους φτωχούς καί τούς πλούσιους δέν είναι μόνο σχέση διαφοράς, άλλά καί αντίθεσης. Καί εφό σον οί μέν αποτελούν στίς περισσότερες περιπτώσεις τή μειο ψηφία, ένώ οι δέ αποτελούν τήν πλειοψηφία, έπεται ότι οί πλούσιοι καί οί φτωχοί, σύμφωνα μέ τή σκέψη καί τά λεγό μενα τού Αριστοτέλη, «είναι στήν πολιτεία στοιχεία διαμε τρικά αντίθετα τό ένα πρός τό άλλο. Τώρα έχουμε τίς προϋποθέσεις γιά νά καταλάβουμε τό νόημα τής διδασκαλίας τού Αριστοτέλη σχετικά μέ τό «μέσο στοιχείο» τής κοινωνίας καί τό καλύτερο πολιτικό σύστημα. Ό Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι ή καλύτερη πολιτική επικοι νωνία είναι εκείνη πού διαμορφώνεται άπό τή μεσολάβηση τού μέσου στοιχείου καί ότι τό καλύτερο καθεστώς τό έχουν εκείνες οί πολιτείες όπου τό μέσο στοιχείο αντιπροσωπεύεται σέ μεγαλύτερο αριθμό καί όπου «έχει μεγαλύτερη σημασία σέ σύγκριση μέ τά δύο ακραία στοιχεία». Στήν αστική οικονομική επιστήμη ή θεωρία τού Αριστοτέλη γιά τό «μέσο στοιχείο» πολλές φορές έχει ερμηνευτεί σχεδόν 213
214
215
216
213 214 215 216
Πολιτικά, IV 3, 1290 6, 17-20. Στό Ι'όιο. III 5, 1279 η. 30 - 1280 α, 6. Στό Ι'όιο, IV 3. 1291 ο, 10-11. Στό ϊόιο, IV 9, 1295 ο, 34-38.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
213
σάν πρόπλασμα τής θεωρίας τών νεώτερων αστών οικονομο λόγων καί πολιτικών γιά τόν ρόλο τής αστικής τάξης στήν κα πιταλιστική κοινωνία. Ό γνωστός επιστήμονας Άβγκουστ "Ονκεν, γιά τόν όποιο προφανώς δέν υπάρχει καμιά άλλη ομαλή κοινωνία έκτος άπό τήν καπιταλιστική, ανακήρυξε τόν Αριστοτέλη «προάγγελο εκείνης τής αντίληψης πού σήμερα έχει γράψει στή σημαία της τό σύνθημα: πολιτική τής μεσαίας τάξης». Τήν άρχή αυτή, πού τήν αποδίδει στόν Αριστοτέ λη, ό "Ονκεν τή θεωρεί «όδηγητικό αστέρι τής κοινωνικής του διδασκαλίας». Ή κρίση τού "Ονκεν είναι ένα χτυπητό παράδειγμα αστικής μεροληπτικότητας στήν ιστορική επιστή μη, απομάκρυνσης άπό κάθε ίστορισμό καί έσχατης διανοητι κής κακογουστιάς. Τί εννοούσε ό Αριστοτέλης όταν έλεγε «μέσο στοιχείο»; "Οχι βέβαια κάποια «μεσαία» τάξη τής κοινωνίας ανάμεσα στους δουλοκτήτες καί τούς δούλους. Ανάμεσα τους δέν πρέ πει νά υπάρχει τίποτα τό «μέσο»: ή κοινωνία τού Αριστοτέλη είναι ξεκάθαρα χωρισμένη στίς τάξεις τών ελεύθερων καί τών δούλων. Τούς γεωργούς καί τούς χειροτέχνες ό Αριστοτέλης όχι μόνο δέν τούς άνέδειχνε σάν κάτι «μέσο» ανάμεσα στους δουλοκτήτες καί τούς δούλους, άλλά καί είχε τήν τάση νά τούς κατατάξει στους δούλους. « Ή ιδανική πολιτεία («ή δέ βέλτι στος πόλις») — υποστηρίζει ό Αριστοτέλης — δέν θά δώσει πολιτικά δικαιώματα στό χειροτέχνη». Οί χειροτέχνες, όπως είδαμε παραπάνω, πρέπει μάλλον νά ανήκουν στήν κα τηγορία τών δούλων πού ζούν «άπό τά χέρια τ ο υ ς » . Καί μέ τόν ίδιο ακριβώς τρόπο, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, εφόσον γίνεται λόγος γιά τό ιδανικό, «γεωργοί πρέπει νά είναι κυρίως οί δούλοι». 217
218
219
220
221
217 218 219 220 221
Α. Oncken, Geschichte der Nationalökonomie, Lpz., 1902, σ. 38. Α. Oncken. δ. π., ο. 41. Πολιτικά, III 3, 1278 a, 8-9. Στό ϊόιο, III 2, 1277 a, 36 - 1277 b. 1. Στό ΐόιο, VII 9, 1330 b, 25-26.
214
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣ I Α
ΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ό Πέλμαν, θέλοντας μέ κάθε τρόπο νά ανακαλύψει στίς δι δασκαλίες τών αρχαίων συγγραφέων προδρομικά στοιχεία τών θεωριών τού σοσιαλισμού καί τοϋ κομμουνισμού, απέ δωσε στόν Αριστοτέλη τήν άποψη, ότι ό άνθρωπος πού εργά ζεται μέ τά χέρια του «συντηρεί όλοκληροοτικά τόν εαυτό του καί δέν ζεϊ χάρη στους άλλους, δηλαδή δέν εκμεταλλεύεται ξένη εργασία, ξένες ζωές». Ό Ζελεζνόφ αντικρούει κατη γορηματικά τήν ερμηνεία τού Πέλμαν, πού στηρίζεται σέ ένα όχι αρκετά σαφές χωρίο τής «Ρητορικής» καί έρχεται σέ αντί φαση μέ τίς ξεκάθαρες εκτιμήσεις πού είχε διαμορφώσει ό Αριστοτέλης γιά τήν εργασία, όταν έγραφε τά «Ηθικά» καί τά «Πολιτικά». "Ετσι, όταν ό Αριστοτέλης μιλά γιά τό «μέσο στοιχείο», σάν τήν καλύτερη τάξη τής κοινωνίας, δέν μπορεί νά εννοεί παρά μιά άπό τίς κυρίαρχες όουλοκτητικές τάξεις, πού εξουσιάζουν τούς δούλους. Στόν Αριστοτέλη ό όρος «μέσος» σημαίνει απλώς μεσαίο μέγεθος τής περιουσιακής κατάστασης σέ σύγ κριση μέ τό πλουσιότερο καί φτωχότερο τμήμα τών δουλοκτητών. Ή μέση ακριβώς κατάσταση, καί μόνο αυτή, μπορεί νά ευνοεί τόν σκοπό τής πολιτείας, πού είναι ή επικοινωνία ανά μεσα στά γένη καί τούς οικισμούς γιά τήν επίτευξη εντελώς αυτάρκους ύπαρξης, πού συνίσταται σέ ευτυχισμένη καί ωραία ζωή καί δραστηριότητα. Ούτε οί πιό πλούσιοι άπό τούς ελεύθερους, ούτε οί πιό φτωχοί είναι σέ θέση νά οδηγή σουν τήν πολιτεία σ' αυτό τόν σκοπό. Καί αυτή ή «μέση» κατάσταση δέν μπορεί σέ καμιά περίπτωση νά επιτευχθεί μέ τήν απαλλοτρίωση τών πλούσιων άπό τούς φτωχούς καί μέ τό διαμοιρασμό τής περιουσίας τών πλούσιων. «Μήπως θά ήταν δίκαιο - ρωτά ό Αριστοτέλης - οί φτωχοί, στηριζόμενοι στό ότι αποτελούν τήν πλειοψηφία, ν' αρχίσουν νά μοιράζουν 222
223
222 Τό αναφέρει ό Β. Γ. Ζελεζνόφ (βλ. προαναφερμένο έργο, σ. 216, υποση μείωση). 223 Πολιτικά, III 5, 1280 Ό, 39 - 1281 ο. 2.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
215
ανάμεσα τους τήν περιουσία τών πλούσιων;.... τί άλλο θά αν ταποκρινόταν τότε στήν έννοια τής έσχατης αδικίας;». Ό Αριστοτέλης αναζητά τό «μέσο» στοιχείο ανάμεσα σ' εκείνες τίς τάξεις τών πολιτών πού είναι ελεύθερες καί μόνο αυτές συγκροτούν τήν πολιτεία μέ τήν αριστοτελική έννοια τής λέξης. «Σέ κάθε πολιτεία - εξηγεί ό Αριστοτέλης - συναν τούμε τρεις μερίδες πολιτών: τούς πολύ εύπορους («εύποροι σφόδρα»), τούς πολύ άπορους («άποροι σφόδρα») καί εκεί νους πού βρίσκονται ανάμεσα τους («οί μέσοι τούτων»)... προφανώς... ή μέση επάρκεια είναι τό καλύτερο άπό όλα τά αγαθά». Καί ό Αριστοτέλης βρίσκει ότι μιά πολιτεία πού θά αποτελείται άπό «μέσους» ανθρώπους θά έχει καί τό καλύ τερο πολιτικό σύστημα, καί οί πολίτες πού θά τήν αποτελούν θά έχουν τή μεγαλύτερη ασφάλεια. Δέν θά επιβουλεύονται τά αγαθά τών άλλων, όπως κάνουν οί φτωχοί, καί ούτε άλλοι άνθρωποι θά επιβουλεύονται αυτά πού ανήκουν στους «μέ σους». Εφόσον τό διακριτικό γνώρισμα τού «μέσου στοιχείου» δέν είναι τό είδος εργασίας, άλλά μόνον ό βαθμός ευμάρειας, ό όρος αυτός δέν εκφράζει τή σκέψη τού Αριστοτέλη μέ από λυτη ταξική (μέ τήν κοινωνική έννοια) σαφήνεια. Υπάρχει ωστόσο μιά νύξη σύμφωνα μέ τήν οποία ό Αριστοτέλης, λέ γοντας «μέσο στοιχείο», εννοούσε μάλλον τό μεσαίο άπό άποψη πλούτου στρώμα τών γεοκτημόνων. Τουλάχιστον σέ ένα χωρίο τών «Πολιτικών» λέει καθαρά ότι «ό καλύτερος δήμος («βέλτιστος γάρ δήμος») είναι ό γεωργικός»: μή δια θέτοντας σημαντική ιδιοκτησία, αυτός ό δήμος δέν είναι σέ θέση νά αφιερώνεται αποκλειστικά στήν πολιτική δραστηριό τητα. Ά π ό τήν άλλη μεριά, χάρη στίς ασχολίες του, έχει στή διάθεση του όλα τά απαραίτητα, ασχολείται μέ τή δουλειά του 224
225
226
227
224 225 226 227
Στό Στό Στό Στό
'ίόιο, ίδιο, ϊδιο, ϊδιο,
III 6, IV 9, IV 9, VI 2,
1281 ο, 14-16. 1295 ο, 1-5. 1295 ο, 29-33. 13185. 9-10
216
Β. Φ. ΑΣΜΟ ΥΣI
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
καί δέν επιζητεί δουλειές πού τού είναι ξένες, βρίσκει μεγαλύ τερη ευχαρίστηση στήν προσωπική εργασία παρά στήν εν ασχόληση μέ τήν πολιτική καί μέ τά ζητήματα διακυβέρνησης τής πολιτείας. "Οσο σαφείς καί άν είναι αυτές οί φράσεις τού Αριστοτέλη, επιβάλλεται νά τίς δεχτούμε μέ επιφύλαξη. Καί αυτό επειδή ό Αριστοτέλης μιλά γιά τόν γεωργικό δ ή μ ο , σ ά ν τ ό ν καλύ τερο δήμο, όχι μέ απόλυτη έννοια, όχι σέ σχέση μέ κάθε πολι τεία, άλλά μόνο σέ σχέση μέ τήν πολιτεία πού έχει δημοκρα τικό καθεστώς: γι' αυτόν τόν τύπο πολιτείας ή καλύτερη τάξη είναι ή γεωργική. 'Ωστόσο ό Αριστοτέλης δέν έχει αποκαλύ ψει ολοκληρωτικά τίς σκέψεις του πάνω σ' αυτό τό ζήτημα άσχετα, δηλαδή, άπό τίς πολιτείες δημοκρατικού τύπου — καί παραμένει άξεκαθάριστο άν θεωρούσε τή γεωργική τάξη σάν τήν καλύτερη καί γιά τίς πολιτείες μή δημοκρατικού τύπου. Ό ανολοκλήρωτος καί σκιαγραφικός χαρακτήρας τού αρι στοτελικού σχεδίου γιά τήν ιδανική πολιτεία έχει σημειωθεί στήν ειδική βιβλιογραφία. « Ή σκιαγραφία τής άριστης πολι τείας - γράφει πχ. ό Βιλάμοβιτς-Νέλλεντορφ - είναι γραμμένη μέ σοβαρό, κατανοητό καί ρέοντα τρόπο, ορισμένα μέρη της είναι υπέροχα καί προορίζονται φανερά γιά δημοσιότητα, άλλά βέβαια είναι εντελώς ανολοκλήρωτη». Σάν κριτήριο γιά τόν προσδιορισμό τών σωστών μορφών τού πολιτικού συστήματος ό Αριστοτέλης αναγνωρίζει τήν ικανότητα τής μορφής διακυβέρνησης νά υπηρετεί τό κοινό όφελος. Ό τ α ν οί κυβερνήτες έχουν σάν οδηγό τους τό κοινό όφελος, τότε, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, αυτές οί μορφές πολιτικού συστήματος ανεξάρτητα άν κυβερνά ένας ή λίγοι ή ή πλειοψηφία, είναι σωστές, ένώ εκείνες οί μορφές όπου οί 227α
228
α
2 2 7 Ε κ ε ί δπου ό Αριστοτέλης κάνει λόγο γιά «γεωργικό δήμο» («δήμος ό γεωργικός») ό Σ. Ά . Ζέμπελεφ μεταφράζει «γεωργική τάξη», αμβλύνοντας έτσι τόν συγκεκριμένο χαρακτήρα τοϋ αριστοτελικού όρου («Τά Πολιτικά τοϋ Αριστοτέλη», σ. 277). 228 U. ν . Wilamovitz-Möllendorf, Aristoteles und Athen. Β. I, Berlin, σ. 356
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
217
κυβερνώντες αποβλέπουν στά προσωπικά τους συμφέροντα — εϊτε είναι τοϋ ενός, είτε λίγων, εϊτε τής πλειοψηφίας - αποτε λούν μορφές πού παρεκκλίνουν άπό τίς κανονικές. Γι' αυτό, σύμφωνα μέ τή θεωρία τοϋ Αριστοτέλη, συνολικά είναι δυνα τές έξι μορφές πολιτικού συστήματος: τρεις σωστές καί τρεις όχι. Ά π ό τίς μορφές διακυβέρνησης πού αποβλέπουν στό κοινό όφελος σωστές είναι: 1) ή μοναρχία (ή βασιλική εξου σία) - ή διακυβέρνηση άπό εναν, 2) ή αριστοκρατία - ή δια κυβέρνηση άπό λίγους, πάντως περισσότερους άπό έναν, καί 3) ή «πολιτεία» - ή διακυβέρνηση άπό τήν πλειοψηφία. Ή μοναρχία είναι είδος μονοκρατορίας πού έχει σάν σκοπό τό κοινό όφελος. Ή αριστοκρατία είναι διακυβέρνηση άπό λί γους, όπου όμως οί κυβερνώντες («οί «άριστοι») αποβλέπουν επίσης στό ύψιστο αγαθό τοϋ κράτους καί τών συστατικών του στοιχείων. Τέλος, «πολιτεία» είναι ή διακυβέρνηση άπό τήν πλειοψηφία πρός τό συμφέρον τού κοινού οφέλους. Άλλά ό ύψιστος βαθμός αρετής γιά τήν πλειοψηφία μπορεί νά εκδη λωθεί στή λαϊκή μάζα σέ σχέση μέ τή στρατιωτική ανδρεία. Γι' αυτό στήν «πολιτεία» ή ανώτατη εξουσία ανήκει σέ πρόσωπα πού έχουν τό δικαίωμα νά φέρουν ό π λ α . Σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, ή μοναρχία είναι «ή πρώτη καί θειοτάτη» άπό όλες τίς μορφές πολιτικού συστήματος. Ό τ α ν δέν είναι τυπική, άλλά υπάρχει πραγματικά, τότε μπο ρεί νά στηρίζεται μόνο στήν υψηλή ανωτερότητα τού μονάρχη. 'Ωστόσο οί μεγαλύτερες συμπάθειες τού Αριστοτέλη έκλιναν προφανώς πρός τό μέρος τής «πολιτείας». Στήν «πολιτεία» μπορεί ακριβώς νά επιτευχθεί εκείνο τό σύστημα, όπου ή εξουσία βρίσκεται στά χέρια τού «μέσου στοιχείου» τής κοι νωνίας, επειδή στήν «πολιτεία» μπορεί νά γίνει καί γίνεται ηγετική δύναμη τής κοινωνίας τό στοιχείο πού βρίσκεται ανά μεσα στους αντίθετους πόλους τού υπερβολικού πλούτου καί 229
230
229 Πολιτικά, III 5, 1279 3, 25 - 1279 ο, 4. 230 Στό ϊδιο, IV 1, 1289 3, 40.
218
Β.Φ.
ΛΣΜΟΥΣIΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
τής έσχατης ένδειας. Οί άνθρωποι πού ανήκουν στους δύο αυ τούς πόλους δέν είναι ικανοί νά υπακούουν στά επιχειρήματα τής λογικής: είναι δύσκολο νά ακολουθήσει αυτά τά επιχειρή ματα ένας άνθρωπος ύπερωραίος, ύπερισχυρός, ύπεραριστοκράτης, ύπερπλούσιος, ή απεναντίας, ύπερφτωχός, ύπερανίσχυρος, ύπερταπεινός ώς πρός τήν πολιτική του θέση. Οί άν θρωποι τής πρώτης κατηγορίας γίνονται τίς περισσότερες φο ρές αναιδείς καί μεγάλοι παλιάνθρωποι, οί άνθρωποι τής δεύ τερης κατηγορίας ποταποί καί μικροί παλιάνθρωποι. Οί υπερβολικά πλούσιοι άνθρωποι δέν είναι ικανοί καί ούτε θέ λουν νά υπακούουν, οί υπερβολικά φτωχοί άνθρωποι ζούν ταπεινωμένοι, ανίκανοι νά ασκούν εξουσία καί ξέρουν νά υπακούουν μόνο σ' εκείνη τήν εξουσία πού ασκείται άπό τούς κύριους πάνω στους δούλους. Έτσι, άντί γιά πολιτεία ελεύθε ρων ανθρώπων έχουμε μιά πολιτεία πού αποτελείται άπό ελεύθερους καί δούλους ή μιά πολιτεία όπου άλλοι είναι γεμάτοι φθόνο καί άλλοι γεμάτοι περιφρόνηση. Απεναν τίας, σέ μιά σωστά οργανωμένη πολιτεία πρέπει νά υπάρχει, εκτός άπό τήν εξουσία τών κυρίαρχων τάξεων πάνω στους δούλους, καί ή σωστή κυριαρχία μιάς μερίδας τών ελεύθερων πάνω στήν άλλη καί ή σωστή υποταγή τών δεύτερων στους πρώτους. Γι' αυτό ό ελεύθερος άνθρωπος πρέπει νά μάθει νά υπακούει ό ίδιος προτού μάθει νά διατάζει καί νά ασκεί εξ ουσία. Ό κυβερνήτης πρέπει νά μάθει νά άσκεϊ τήν κρατική εξουσία, άφού περάσει καί ό ίδιος άπό τό σχολείο τής υποτα γής: δέν μπορεί κανείς νά διοικεί καλά, άν δέν έχει μάθει νά ίακυβύπακούει. Αυτή ή διπλή ικανότητα νά διατάζουμε καί νά ύπακούουμε πετυχαίνεται μέ τόν καλύτερο τρόπο ακριβώς στήν «πολιτεία». 231
232
233
231 Δηλαδή εκτός άπό τούς δούλους πού αποτελούν τή βάση, πάνω στήν οποία ορθώνεται ή πολιτεία τών ελεύθερων, μετατρέπεται σέ δούλους καί μιά μερίδα τών ελεύθερων. 232 Πολιτικά, IV 9, 1295 6, 5-10 καί 12-23. 233 Στό ϊόιο, III 2, 1277 ό, 7-13.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΚΡΑΤΟΣ
219
Άλλά όλες οί σωστές μορφές πολιτικού συστήματος μπο ρούν κάτω από ορισμένες συνθήκες νά παρεκκλίνουν καί νά εκφυλίζονται σέ όχι σωστές. Τέτοιες — όχι σωστές — μορφές είναι τρεις: 1) ή τυραννία, 2) ή ολιγαρχία καί 3) ή δημοκρα τία. Ή τυραννία είναι ουσιαστικά πάλι μοναρχική εξουσία, πού αποβλέπει όμως στά συμφέροντα αποκλειστικά καί μόνο τού κυβερνήτη. Ή ολιγαρχία υπερασπίζεται καί τηρεί τά συμφέροντα τών εύπορων τάξεων καί ή δημοκρατία τά συμ φέροντα τών άπορων τάξεων. Σάν κοινό γνώρισμα όλων αυ τών τών μορφών ό Αριστοτέλης θεωρεί τό ότι καμιά άπ' αυ τές δέν αποβλέπει στό κοινό όφελος. Ή τυραννία είναι τό χειρότερο είδος πολιτεύματος καί εκείνο πού βρίσκεται πιό μακριά άπό τήν ουσία του. Τυραννία είναι ή ανεύθυνη εξου σία τού μονάρχη πού δέν αποβλέπει στήν προστασία τών συμ φερόντων τών υπηκόων του καί γεννιέται πάντοτε σέ αντίθεση πρός τή θέληση τους. Κανένας άπό τούς ελεύθερους ανθρώ πους δέν δέχεται νά υπακούσει μέ τή θέληση του σέ μιά τέτοια εξουσία. Οί τύραννοι είναι εχθροί όλων τών ηθικών καί ευγε νικών ανθρώπων, γιατί τούς βρίσκουν επικίνδυνους γιά τήν κυριαρχία τους: αυτοί οί ηθικοί καί ευγενικοί άνθρωποι, πρώτο, δέν διεκδικούν μιά δεσποτική εξουσία καί, δεύτερο, έχοντας τήν εμπιστοσύνη τόσο τών δικών τους, όσο καί τών άλλων, δέν πρόκειται ποτέ νά ασχοληθούν μέ καταδόσεις ούτε τών δικών τους, ούτε τών άλλων. Ό τύραννος προσπαθεί νά καλλιεργήσει τή μικροψυχία στους υπηκόους του, νά εμπνεύ σει τήν αμοιβαία δυσπιστία ανάμεσα τους καί νά τούς στερή σει τήν πολιτική ενεργητικότητα. 234
235
Ή ολιγαρχία είναι εκφυλισμένη μορφή τής αριστοκρατίας. Είναι ή ιδιοτελής κυριαρχία μιάς μειοψηφίας πού αποτελείται άπό πλούσιους. Ή δημοκρατία είναι επίσης ιδιοτελής μορφή
234 Στό ϊόιο, III 5, 1279 ο, 4-10. 235 Πολιτικά, V 9, 8-9.
220
Β.Φ.
ΑΣΜΟΥΣ/ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
κυριαρχίας τής πλειοψηφίας πού αποτελείται άπό τούς φτω χούς. Σύμφωνα μέ τή γνώμη τού Αριστοτέλη, καί οί τρεις αυτές μορφές πολιτικού συστήματος είναι γενικά εσφαλμένες. 'Ωστόσο ό Αριστοτέλης εξετάζει διεξοδικά τά διάφορα πι θανά είδη καί τής μοναρχίας καί τής ολιγαρχίας καί τής δημο κρατίας. Σέ ένα βιβλίο όπως αυτό, πού αποτελεί συνοπτικό δοκίμιο, δέν είναι δυνατό νά παρακολουθήσουμε όλη αυτή τή θεώρηση τού Αριστοτέλη. Θά σημειώσουμε μόνο ότι, σύμ φωνα μέ τήν πεποίθηση του, τό δημοκρατικό καθεστώς «πα ρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια καί συνεπιφέρει σπανιότερα εσω τερικές αναταραχές σέ σύγκριση μέ τό ολιγαρχικό καθε236
'
217
στως». Ή πολιτική διδασκαλία τού Αριστοτέλη έχει εξαιρετικά μεγάλη θεωρητική καί ακόμα μεγαλύτερη ιστορική αξία. Τό συνοπτικό σχέδιο ιδανικού κράτους πού σκιαγράφησε ό Α ρ ι στοτέλης αποτελεί, όπως καί κάθε άλλη ουτοπία, ένα κράμα γνωρισμάτων επινοημένων, διατυπωμένων σέ αντίθεση πρός τίς υπάρχουσες μορφές πολιτεύματος, μέ γνωρίσματα πού αν τανακλούν τίς πραγματικές ιστορικές σχέσεις τής κοινωνίας, μέσα στήν οποία καταστρώθηκε αυτό τό σχέδιο. Ιδιομορφία τών «Πολιτικών» είναι ότι στό έργο αυτό τά υπαρκτά, ιστο ρικά γνωρίσματα υπερισχύουν ολοφάνερα τών ουτοπιών. Ό δρόμος γιά τό άριστο κράτος περνάει γιά τόν Αριστοτέλη μέσα άπό τή σφαίρα τής γνώσης εκείνου πού υπάρχει στήν πραγματικότητα. Γι' αυτό ακριβώς τά «Πολιτικά» τοϋ Α ρ ι στοτέλη είναι ένα εξαιρετικά πολύτιμο κείμενο, τόσο γιά τή μελέτη τών πολιτικών αντιλήψεων τού ίδιου τού Αριστοτέλη, όσο καί γιά τή μελέτη τής αρχαιοελληνικής κοινωνίας τής κλασικής περιόδου καί τών πολιτικών θεωριών πού βρήκαν στήριγμα σ' αυτήν.
βρει
236 Τίς λεπτομέρειες αυτές μπορεί νά τίς κανείς στήν προαναφερμένη, πολύ περιεκτική, μονογραφία τού Σ. Φ. Κετσεκιάν. 237 Πολιτικά V 1, 1302 3, 8-9.