ΤΑ
ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΙΣ
ΤΟΥ
ΕΡΜΑΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΣΕΙΡΑ:
ΕΣΣΕ
ΜΑΣ
ΔΙΑΓΩΝΙΩΣ
Στα λουτρά
ΩριμάζΟΥτας γινόμαστε όλο και νεότεροι ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
-
ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ
Αλληλογραφία
(1910-1915)
ΣΕΙΡΑ: 20ός ΑΙΩΝΑΣ
Γερτρούδη, μυθιστόρημα Ερωτικές ιστορίες Το νησί του ονείρου και άλλα διηγήματα
Ευχάριστες στιγμές στον κήπο, αφήγημα Κάτω από τον τροχό, μυθιστόρημα Κλάιν και Βάγκνερ, νουβέλα
ΚΥουλπ, μυθιστόρημα Μύθοι Νάρκισσος και Χρυσόστομος, μυθιστόρημα Ντέμιαν, μυθιστόρημα Ο Βροχοποιός - Ο Elρμoλoγητής - Ινδική βιογραφία, νουβέλες Ο λύκος της στέπας, μυθιστόρημα
Οι μεταμορφώσεις του Πίκτορ (Ένα ερωτικό παραμύθι) Πήτερ Kάμεvτσιντ, μυθιστόρημα Ροσάλ vτε, μυθιστόρημα
Σιvτάρτα (Ένα ινδικό παραμύθι)
Ταξίδι στη Νυρεμβέργη, μυθιστόρημα Ταξίδι στην Α νατολή, μυθιστόρημα
Το Παιχνίδι με τις Xάvτρες (Ο Μάγιστρος των Α γώνων), μυθιστόρημα Το τελευταίο καλοκαίρι του ΚλίΥκσορ, νουβέλες
ΣΕΙΡΑ:
ΤΣΕΠΗΣ
Το όνειρο και άλλα διηγήματα
This Page Intentionally Left Blank
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
ΝΤΕΜΙΑΝ Μυ{)ιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΙΡΗ ΚΙΤΣΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
This Page Intentionally Left Blank
, ©
Copyright
για την ελληνικη γλωσσα Εκδόσεις Καστανιωτη Α.Ε.
ΑπαΥορευεται η αναδημοσίευση η αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του η τμημάτων του με οπσιον δή;τοτε τρόπο. καθο)ς και η μετάφραση η διασκευη του η εκμετάλλευσή ΤΟΙ' με οποιονδήποτε τρόπο ανα;ταρα γωγής έργου λόγοι' ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνσιις Σύμβασης Βέρνης-Παρι σιοί.. που κυρώθηκε με το ν.
100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγtl της στΟΙΧI;:'ιοΟεσίας, σελιδο;τοίησης,
εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης ΤΟ1I βιβλίου, με φωτοτυπιχές, ηλεκτρονικές η οποιεσ δήποτε ά)λες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο
51
του ν.
2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.
Ζαλόγγου
11,10678
Αθηνα
'i' 210-330.12.08 - 210-330.13.27
e-mail:
[email protected] www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-4259-8
ΡΑΧ:
210-384.24.31
Alpha Mi
This Page Intentionally Left Blank
Πρόλογος Για να διηγηδώ την ιστορία μου, δα πρέπει να ξεκινήσω από πολύ παλιά. Να ανατρέξω, αν γίνεται, στα τρυφερά χρόνια της παιδικής μου ηλικίας κι ακόμη πιο παλιά, στις ρίζες της καταγωγής μου.
'Οταν οι λογοτέχνες γράφουν μυδιστορήματα δαρρούν πως είναι δεοί, ικανοί να δουν σε βάδος και να κατανοή σουν κάδε ιστορία ανδρώπινη, να την παρουσιάσουν ό
πως κι ο ίδιος ο Παντοδύναμος δα τη διηγόταν δίχως να κρύψει τίποτα. Και τούτο, εγώ, όπως κι οι λογοτέχνες άλλωστε, δεν μπορώ να το κάνω. 'Ομως η δική μου ιστο ρία είναι πολύ πιο σημαντική για μένα απ' ό,τι στον κάδε λογοτέχνη η δική του, γιατί καδρεφτίζει εμένα. Είναι η ιστορία μιας ανδρώπινης ύπαρξης, όχι ενός φανταστικού εξιδανικευμένου ατόμου, μα μιας πραγματικής, ζωντα
νής, μοναδικής μορφής. Αυτό που συνιστά μια αληδινή, ζωντανή ανδρώπινη ύπαρξη είναι άλυτο μυστήριο για μας, κι οι άνδρωποι, που ο καδένας είναι ένα πολύτιμο, μονά κριβο πείραμα της φύσης, καταστρέφονται ομαδικά. Ω στόσο, αν δεν ήμασταν κάτι περισσότερο από ξεχωριστές ανδρώπινες υπάρξεις και μια σφαίρα ήταν αρκετή για να
εξαφανίσει τον καδένα μας από τούτο τον κόσμο, δε δα υπήρχε τότε λόγος να γράφονται ιστορίες. Μα κάδε άν δρωπος δεν είναι απλά ο εαυτός του. Είναι το μοναδικό, συγκεκριμένο, πάντα σημαντικό και αξιόλογο σημείο ό που διασταυρώνονται τα φαινόμενα του κόσμου, με τρό
πο ξέχωρο, μοναδικό. Για τούτο, κάδε ιστορία ανδρώπινη είναι σημαντική, αιώνια και ιερή. Για τούτο, κάδε άνδρω
πος, ενόσω ζει και εκπληρώνει τη δέληση της φύσης, είναι μια ύπαρξη υπέροχη που της πρέπει υπέρτατη προσοχή.
8
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
Στον καδένα το πνεύμα έγινε σάρκα, στον καδένα μια ολάκερη φύση υποφέρει, στον καδένα ένας Λυτρωτής σταυρώνεται. Λίγοι ξέρουν σήμερα τι είναι ο άνfl'ρωΠOς. Πολλοί το νιώδουν από ένστικτο, για τούτο και πεδαίνουν πιο εύκο λα καδώς κι εγώ δα πεδάνω πιο εύκολα όταν τελειώσω αυτή την ιστορία. Δεν μπορώ να ονομάσω τον εαυτό μου πολύξερο. Ή μουν κι ακόμα είμαι ερευνητής, μα δε γυρεύω πια στ' αστέρια ή στα βιβλία αυτό που ζητώ. Ακούω τους ψί{}υ ρους μες στο αίμα μου. Δεν είναι μια ευχάριστη ιστορία η
δική μου, δε διαδέτει τη γλυκιά αρμονία μιας ιστορίας που πλάδουμε με τη φαντασία μας. 'Ομοια όπως η ζωή όλων των ανδρώπων που σταμάτησαν να εξαπατούν τον εαυτό τους, έτσι κι η δική μου είναι παράλογη μαζί και χαώδης, έχει κάτι από τρέλα μαζί και όνειρα. Κάδε ανfl'ρώπoυ η ζωή είναι ένας δρόμος μέσα στον
. εαυτό
του, μια προσπά{}εια να βρει κάποιο δρόμο, το
ίχνος ενός μονοπατιού. Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ολότελα ο εαυτός του, ωστqσo ο καδένας αγωνίζεται να το πετύ ει, και ο κουτός και ο ευφυής, όσο καλύτερα μπορεί. Ολοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπο
.,είμματα
από τη γέννησή μας, τις μεμβράνες και το κέλυ-
:ρος από τ' αυγό ενός αρχέγονου κόσμου. Πολλοί δεν καταφέρνουν ποτέ να γίνουν άνfl'ρωπoι. Παραμένουν βά τραχοι, σαύρες, μυρμήγκια. Πολλοί είναι άνfl'ρωπoι από τη μέση κι απάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω. Ο καδένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάδεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανδρώπινη ύπαρξη. Οι ρίζες μας είναι κοινές. 'Ολοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα.
Το κάδε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζε ται να πετύχει το σκοπό του. Καταλαβαίνουμε ο ένας τον
άλλο, μα κά{}ε άνδρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του.
Δύο κόσμοι Αρχίζω την ιστορία μου μ' ένα περιστατικό από την εποχή που, δέκα χρονώ παιδί, πήγαινα στο γυμνάσιο της μικρής επαρχιακής μας πόλης. Ακόμα 'δυμούμαι την ευωδιά όλων εκείνων που μ' αναστατώνουν αναμοχλεύοντας αισ{}ηματα μελαγχολικά και στέλνοντας υπέροχα ρίγη ηδονικά' σκοτεινοί και ηλιό φωτοι δρόμοι, σπίτια και πύργοι, χτύποι του ρολογιού, άν'δρωποι, κάμαρες όλο άνεση και ζεστασιά, κάμαρες όλο μυστήριο και φόβους φαντασμάτων. Είναι ένας κόσμος
που αναδύει 'δαλπωρή, μυρωδιές από κουνέλια, υπηρέ τριες, γιατρικά και ξεραμένα φρούτα. 'Ηταν ο τόπος που δύο κόσμοι συναντιόνταν. Η μέρα και η νύχτα έσμιγαν εκεί από δυο αντί'δετους πόλους. Υπήρχε ο κόσμος του πατρικού σπιτιού που τα όριά του ήταν κα'δορισμένα και 'δα έλεγα πως αγκάλιαζε μόνο τους γονείς μου. Τούτος ο κόσμος μού ήταν οικείος αρκε
τά, 'δύμιζε μητέρα και πατέρα, αγάπη και αυστηρότητα,
σχολείο και σωστή συμπεριφορά. Είχε μια ήρεμη λαμπρό τητα, κα'δαρότητα και διαύγεια. Οι φιλικές, όλο γλύκα συζητήσεις, τα μοσχοπλυμένα χέρια, τα κα'δαρά ρούχα, οι κα'δωσπρέπει τρόποι βασίλευαν ολημερίς. Σ' αυτό τον
κόσμο ψέλναμε ύμνους το πρωί, γιορτάζαμε τα Χριστού γεννα. Αποκεί μέσα περνούσαν δρόμοι ευ'δείς και μονο
πάτια που οδηγούσαν ολόισια στο μέλλον. Υπήρχε κα'δή κον και ευ'δύνη, ένοχη συνείδηση και εξομολόγηση, συγ χώρεση και σωστές αποφάσεις, αγάπη και ευλάβεια, σο φία και ανάγνωση της Βίβλου. Σε τούτο τον κόσμο αν ζούσες, 'δα 'πρεπε να φέρεσαι έτσι ώστε η ζωή να είναι
αγνή και φωτεινή, όμορφη και τακτική.
- - - - - - - - - -
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
10
Ωστόσο, και ο άλλος κόσμος ξεπηδούσε μέσ' από το σπίτι μας και ήταν ολότελα διαφορετικός. Είχε άλλη μυ ρωδιά, μιλούσε διαφορετικά, είχε άλλες απαιτήσεις κι έδι νε άλλες υποσχέσεις. Στον κόσμο αυτό υπήρχαν υπηρέ τριες και εργάτες, ιστορίες για φαντάσματα και διαδόσεις για σκάνδαλα' ένα φανταχτερό ρεύμα από τερατώδη, διε γερτικά, τρομαχτικά και μυστηριώδη πράγματα. Είχε να κάνει με το σφαγείο και τη φυλακή, με μεδυσμένες μέγαι ρες, αγελάδες που γεννούσαν, με άλογα που σωριάζονταν κατάκοπα, ιστορίες για κλοπές, εγκλήματα και αυτοκτο νίες. Και όλα αυτά τα ελκυστικά και αποκρουστικά, τα άγρια και φριχτά πράγματα γίνονταν ολόγυρά μας, στο διπλανό δρόμο, στο γειτονικό σπίτι. Αστυνομικοί και αλή τες τριγυρνούσαν στην περιοχή, μεθ'ύστακες δέρνανε τις
γυναίκες τους, παρέες από νεαρές κοπέλες ξεχύνονταν το βράδυ από τα εργοστάσια, γριές σε καταριούνταν κι έπεφτες στο κρεβάτι. Κλέφτες ζούσανε στο δάσος. Ε μπρηστές συλλαμβάνονταν από την έφιππη αστυνομία. Παντού ένιωftες τη βαριά μυρωδιά αυτού του άγριου κό σμου, παντού εkτός από το σπίτι μας που ζούσε ο πατέ ρας και η μητέρα. Όλα εκεί απέπνεαν καλοσύνη. Ήταν
υπέροχο να ζεις σ' ένα σπίτι όπου βασίλευε γαλήνη, τάξη, ηρεμία, αίσt}ημα του καftήκοντος και ήσυχη συνείδηση,
συγχώρεση και αγάπη. Μα ήταν εξίσου υπέροχο να ξέρεις πως υπήρχε ο άλλος κόσμος, όλο ftόρυβο και φασαρία, ο σκοτεινός και βίαιος κόσμος απόπου μ' ένα πήδημα βρι σκόσουν πίσω, στη μητρική αγκαλιά. Το περίεργο ήταν πως οι δύο εκείνοι κόσμοι συνό ρευαν πλάι πλάι. 'Οταν, για παράδειγμα, η Λίνα, η υπηρέ τριά μας, καftόταν κοντά στην πόρτα του σαλονιού την
ώρα της βραδινής μας προσευχής και έψελνε μαζί μας με την καt}αρή φωνή της, με τα φρεσκοπλυμένα χέρια της σταυρωμένα πάνω στην προσεχτικά σιαγμένη ριχτή ποδιά της, ανήκε τέλεια και ολοκληρωτικά στη μητέρα, στον πατέρα, σε μας, στον κόσμο το φωτεινό, το δίκαιο. Μα
ΝΤΕΜΙΑΝ
11
σαν ξαναγυρνούσε πίσω στην κουζίνα ή στην απο-δήκη με τα ξύλα και άρχιζε να μου διηγείται την ιστορία του ακέ φαλου νάνου ή καβγάδιζε με τις γειτόνισσες στο μικρό
χασάπικο, γινόταν άλλος άνfiρωπoς, ανήκε σ' άλλο κό σμο, την κάλυπτε ένα μυστήριο. Το ίδιο γινόταν μ' όλους,
μα περισσότερο με μένα. Δίχως αμφιβολία, σαν παιδί των γονιών μου, ανήκα στο φωτεινό, το δίκαιο κόσμο, ωστόσο
όπου κι αν έπεφτε η ματιά μου, ό,τι κι αν άκουγα, ένιω-δα
γύρω τον άλλο κόσμο και ζούσα και συμμετείχα σ; αυτόν μ' όλο που συχνά ήταν αλλόκοτα ξένος σε μένα και μου δημιουργούσε ένα αίσfiημα πανικού και τύψεις συνείδη σης. Κάποιες φορές, ήταν αλή-δεια, προτιμούσα να ζω στον απαγορευ μένο κόσμο και η επιστροφή μου στον κόσμο το φωτεινό -κάτι το απαραίτητο και που άξιζε τον κόπο- με έκανε να νιώ-δω πως γυρνούσα σε κάτι λιγότερο ελκυστικό, κάτι πληκτικό συνάμα και μονότονο. 'Ηξερα ότι ήταν γραφτό να γίνω σαν τον πατέρα και τη μητέρα:
αγνός, δίκαιος και πει-δαρχημένος. Μα για να φτάσω ίσα με κει, είχα πολύ δρόμο μπρος μου. Πρώτα -δα' πρεπε να τελειώσω το σχολειό, να περάσω διαγωνισμούς και εξετά σεις, κι ο δρόμος αυτός περνούσε μέσα και πλάι από το σκοτεινό κόσμο κι ήταν πι-δανό να έμενα για πάντα κάτω από την επιρροή του. Είχα διαβάσει, με φλογερό ενδιαφέ ρον είν' αλή-δεια, ιστορίες για κάποιους άσωτους γιους που είχαν βουλιάξει στον κόσμο εκείνο. Και πάντα επέ στρεφαν στο σπίτι το πατρικό και στο δρόμο της τιμιότη τας που έφερνε την απολύτρωση. 'Ημουν σίγουρος πως
αυτό ήταν το μόνο σωστό και δίκαιο, κι ωστόσο το μέρος εκείνο της ιστορίας που μιλούσε για τους κακούς, για τις χαμένες ψυχές, με τραβούσε, το' βρισκασαγηνευτικό.Αν γινόταν να μιλήσω κα-δαρά, να εξομολογη-δώ, αμέσως -δα
παραδεχόμουν πως συχνά το
' βρισκα
ταπεινωτικό να
μετανοεί ο άσωτος γιος και να γυρνά στον ίσιο δρόμο,
παρότι αυτό το αίσfiημα ήταν πολύ αχνό στο βά-δος της ψυχής μου, κάτι σαν μια προαίσ-δηση, μια πι'δανότητα.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
12
Σαν έφερνα στο νου μυυ την εικόνα του Σατανά, τον φανταζόμουν κάπου στο δρόμο, εκεί κάτω, μασκαρεμένο ή όχι, στο πανηγύρι ή σ' ένα καπηλειό, ποτέ όμως στο σπίτι μας. Οι αδελφές μου ανήκαν κι αυτές στο φωτεινό κόσμο. 'Εβλεπα πολλές φορές πως έμοιαζαν στο χαρακτήρα με τον πατέρα και τη μητέρα, πως ήταν καλύτερες και πιο
εκλεπτυσμένες, πως έκαναν λιγότερα σφάλματα από μέ να. Είχαν βέβαια ελαττώματα, ιδιοτροπίες, μα ήξερα πως ήταν επιφανειακά κι όχι σαν εμένα που η επαφή με το κακό με πονούσε, με καταπίεζε, που βρισκόμουν τόσο κοντά στο σκοτεινό κόσμο. Τις αδελφές, όπως και τους γονείς μου, έπρεπε να τις προσέχουμε, να τις σεβόμαστε, κι αν κάποιος μάλωνε μαζί τους ένιω'δε άσχημα κατόπιν. Σαν να
' μουν
φταίχτης κι έπρεπε να εκλιπαρήσω τη συ
γνώμη τους. Γιατί προσβάλλοντας εκείνες, ήταν το ίδιο σαν να προσβάλλω τους γονείς μου, πράγμα που μ' έκανε να νιώ'δω ένοχος γιατί παρέβαινα τους κανόνες της καλής
συ μπεριφοράς. Υπήρχαν μυστικά που πιο εύκολα 'δα τα
'λεγα στα πιο αχρ!:ία χαμίνια παρά στις αδελφές μου. Στις καλές μέρες, όταν όλα ήταν φωτεινά και είχα ήρεμη συνεί
δηση, χαιρόμουν να παίζω μαζί τους, να είμαι ευγενικός και καλός, να μοιράζομαι την αύρα της καλοσύνης που τις περιέβαλλε. Ήταν η πρώτη γεύση, η εμπειρία τού να είσαι άγγελος. Ο νους μας δεν μπορούσε να συλλάβει πιο υπέρτατη ευδαιμονία και βρίσκαμε γλυκό κι εξαίσιο να
, μαστε
άγγελοι με διάχυτη γύρω μας γλυκιά μουσική και
άρωμα που φέρνει στο νου Χριστούγεννα κι ευτυχισμένες μέρες. Πόσο σπάνια, όμως, έρχονταν τέτοιες μέρες, τέ τοιες στιγμές! Συχνά καταγινόμουν με κάποιο άκακο,
α'δώο παιχνίδι που φαινόταν, ωστόσο, τόσο τρομερό και άγριο στις αδελφές μου ώστε καταλήγαμε σε καβγάδες
και στενοχώριες. Κι όταν έχανα την ψυχραιμία μου ήμουν απαίσιος, έκανα κι έλεγα πράγματα τόσο φοβερά που ξέσκιζαν την καρδιά μου την ίδια εκείνη στιγμή. Στις
ΝΤΕΜΙΑΝ
13
δύσκολες ώρες που ακολουδούσαν ήμουν γεμάτος λύπη και μετάνοια, κι ερχόταν η στιγμή που ζητούσα τη συγνώ
μη τους και τότε γι' άλλη μια φορά μια φωτεινή αχτίδα, μια ήρεμη ασυννέφιαστη ευδαιμονία, τόσο ανακουφιστι κή, με συνέπαιρνε για ώρες ή λίγα λεπτά, ανάλογα με την περίσταση. Κείνη την εποχή πήγαινα στο γυμνάσιο της πόλης μας.
Ο γιος του δημάρχου κι ο γιος του δασοφύλακα ήταν στην ίδια τάξη με μένα και πότε πότε κάναμε παρέα. Ήταν
άγρια αλητόπαιδα, ωστόσο ανήκαν στο «'δεμιτό» κόσμο. Εκτός από αυτούς, συναναστρεφόμουν τους γιους των γειτόνων μας κι άλλα χωριατόπαιδα που συνή'δως περι φρονούσαμε. Η ιστορία μου αρχίζει με έναν από αυτούς.
, Ενα απόγευμα που δεν είχαμε σχολείο -'δα' μουν τότε λίγο μεγαλύτερος από δέκα χρονώ- σεργιάνιζα με δυο αγόρια από τη γειτονιά.
' Ενα
μεγαλύτερο αγόρι ήρ'δε
στην παρέα μας, ένας τραχύς, γεροδεμένος νεαρός γύρω
στα δεκατρία, που πήγαινε στο σχολείο του χωριού. Ή ταν ο γιος του ράφτη. Ο πατέρας του ήταν με'δύστακας κι όλη η οικογένεια είχε κακή φήμη.
Ήξερα καλά τον Φραντς Κρόμερ και τον φοβόμουν, έτσι ένιωσα άβολα σαν ήρ'δε στην παρέα μας. Είχε κιόλα αποκτήσει τρόπους μεγάλου άντρα και μιμούνταν το περ πάτημα και την ομιλία των νεαρών εργατών από το εργο στάσιο. Με κείνον για αρχηγό, κατηφορίσαμε στην όχ'δη του ποταμού κοντά στο γεφύρι και κρυφτήκαμε κάτω
απ' την πρώτη καμάρα. Στη στενή λωρίδα που απλωνόταν κάτω απ' την καμά ρα ως το ποτάμι που αργοκυλούσε τεμπέλικα δεν έβρι
σκες παρά σκουπίδια,
σπασμένα κιούπια,
αγκαδωτό
σκουριασμένο σύρμα και κά'δε λογής πεταμένα εμπο ρεύματα. Πού και πού βρίσκαμε τίποτα παλιοπράγματα που μπορούσαν να χρησιμέψουν. Κάτω από τις διαταγές
του Κρόμερ έπρεπε να χτενίσουμε την περιοχή και να του
δείχνουμε κα'δετί που βρίσκαμε. Από κείνα τα ευρήματα,
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
14
':λλα κρατούσε για τον εαυτό του κι άλλα πετούσε στο νερό. Μας έλεγε να προσέχουμε για αντικείμενα φτιαγμέ να από μολύβι, μπρούντζο ή τενεκέ. 'Ενιω'δα άβολα με όλα τούτα όχι μόνο γιατί ήξερα πως ο πατέρας αποδοκί
μαζε μια τέτοια φιλία, μα κι από φόβο για τον ίδιο τον Φραντς ωστόσο μου έκανε ευχαρίστηση που ήμουν στην παρέα τους και μου φερόταν όπως στους άλλους. Εκείνος έδινε διαταγές κι εμείς υπακούαμε σαν να 'ταν παλιό συνή'διο, μ' όλο που βρισκόμουν μαζί του για πρώτη φορά.
Με ώρα, κα'δίσαμε καταγής. Ο Φραντς έφτυσε στο νερό κι έδειχνε σαν μεγάλος άντρας. Έφτυνε μέσα'από 'να άνοιγμα στα δόντια του και πάντοτε πετύχαινε το
στόχο. Πιάσαμε την κουβέντα και τ' άλλα αγόρια άρχισαν να παινεύονται για τα κατορ'δώματά τους και τις βρώμι κες κατεργαριές τους. 'Εμεινα σιωπηλός κι ωστόσο φο βόμουνα μην και προσβάλω τον Κρόμερ με τη σιωπή μου και προκαλέσω το ftυμό του. Κι οι δυο οι συμμαftητές μου του είχαν πέσει από κοντά και μένα με απόφευγαν. Ή μουν ξένος ανάμειιά τους και ήξερα πως τα ρούχα και οι τρόποι μου ήταν μια πρόκληση γι' αυτούς. Δεν ήταν δυνα τόν ο Φραντς να νιώ'δει συμπά'δεια για μένα, το γιο ενός εύπορου ανftρώΠόυ που πήγαινα στο γυμνάσιο, και δίχως αμφιβολία οι σλλοι δύο, αν περνούσε από το χέρι τους, 'δα μ' απαρνιόνταν και 'δα μ' εγκατέλειπαν. Κάποια στιγμή, απλά και μόνο επειδή ήμουνταραγμέ νος, άρχισα να μιλώ. Σκάρωσα μια ιστορία για κάποια
κλεψιά όπου παρουσιαζόμουν σαν πρωταγωνιστής. Μια βραδιά, σ' ένα περιβόλι εκεί κοντά στο μύλο, ένας φίλος μου κι εγώ κλέψαμε ένα σακί μήλα, όχι τίποτε παλιομήλα αλλά ρενέτες, όμορφες χρυσοκίτρινες ρενέτες, τις πιο
καλές στο είδος τους.
' Εβρισκα καταφύγιο απ'
τους κιν
δύνους της στιγμής μέσα στην ιστορία μου, που σκάρωσα
δίχως να δυσκολευτώ. Για να μην τελειώσει γρήγορα και μπλεχτώ σε τίποτα χειρότερο,. αφέ'δηκα ελεύ'δερος να
15
ΝΤΕΜΙΑΝ
διηγούμαι. Ο ένας από μας -τους έλεγα- στεκόταν να φυλάει ενόσω ο άλλος σκαρφαλωμένος στο δέντρο πετού σε τα μήλα καταγής. Το σακί είχε βαρύνει τόσο από τα πολλά μήλα που χρειάστηκε να τ' ανοίξουμε και να παρα
τήσουμε τα μισά, ύστερα από μισή ώρα όμως γυρίσαμε πίσω και μαζέψαμε τα υπόλοιπα. Σαν τέλειωσα την ιστορία μου στά{}ηκα ελπίζοντας σε κάποια επιδοκιμασία. Είχα ανάψει από τη διήγηση κι είχα
αφε'δεί να παρασυρ'δώ από την ευγλωττία μου. Τα δυο μικρότερα αγόρια στέκονταν αμίλητα περιμένοντας, αλλά
ο Φραντς Κρόμερ μου έριξε μια διαπεραστική ματιά μέσα από τα μισόκλειστα μάτια του.
«Είν' αλή'δεια όλα αυτά;» ρώτησε απειλητικά.
«Ναι»,
αποκρί'δηκα.
«Το λες αλή'δεια;» «Το λέω αλή'δεια», έκανα προκλητικά εγώ ενώ μ' έπνι γε ο τρόμος.
«Και 'δα ορκιζόσουν;» Μ' όλο που ήμουν φοβισμένος, αποκρί'δηκα «Ναι»
δίχως να διστάσω. «Τ' ορκίζεσαι στον Θεό;» «Τ' ορκίζομαι».
«Καλά, λοιπόν», είπε και γύρισε την πλάτη. 'Ημουν πολύ ικανοποιημένος και χάρηκα πιο πολύ σαν σηκώ'δηκε και πήραμε το δρόμο για να φύγουμε. Βρισκό μασταν στο γεφύρι όταν τόλμησα να πω δειλά πως έπρεπε να γυρίσω σπίτι.
«Ε, δεν έχουμε λόγο να βιαστούμε», γέλασε ο Φραντς.
«Εξάλλου τον ίδιο δρόμο παίρνω κι εγώ». Σεργιάνιζε με το πάσο του και δεν τολμούσα να προ χωρήσω μπροστά, μα έβλεπα ότι τραβούσε κατά το σπίτι μου. Σαν φτάσαμε και είδα την εξώ'δυρα και το βαρύ ρόπτρο του σπιτιού μας, τον ήλιο που 'πεφτε στα παρά
'δυρα και τις κουρτίνες στην κάμαρη της μητέρας μου, ανάσανα ανακουφισμένος. Γύρισα σπίτι! Ω, .όμορφο ευ-
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
16 λογημένο σπιτικό
-
επέστρεφα στον κόσμο το φωτεινό,
τον ήρεμο!
, Ανοιξα γρήγορα την πόρτα, γλίστρησα μέσα και ήμουν έτοιμος να βροντήξω την πόρτα πίσω μου όταν ο Φραντς Κρόμερ τρύπωσε μέσα. Στο μισοσκότεινο δροσερό διά δρομο που φωτιζόταν μονάχα από την αυλή, ο Φραντς στά'δηκε κοντά μου και είπε χαμηλόφωνα: «Κάτσε,ντε, μη βιάζεσαι!» Τον κοίταξα κατατρομαγμένος. Η λαβή στο μπράτσο μου ήταν σαν μέγκενη. Προσπά'δησα να καταλάβω τι είχε κατά νου κι αν σκόπευε να μου κάνει κακό. Αν έβαζα
άραγε τις φωνές 'δα πρόφταινε κανένας απ' τους επάνω να 'ρ'δει να με σώσει; Μα έδιωξα απ' το μυαλό μου τούτη την ιδέα. «Τι είναι;» ρώτησα. «Τι 'δέλεις;» «Α, τίποτα το σοβαρό. Κάτι ή'δελα να σε ρωτήσω. Δε
. χρειάζεται
ν' ακούσουν οι άλλοι».
«Λοιπόν, τι 'δες να σου πω; Πρέπει ν' ανέβω πάνω, τώρα».
«Ξέρεις, φαν,τάζομαι ποιανού είναι το περιβ"όλι στο μύλο το γωνιακό».
« 'Οχι,
δεν ξέρω. Θα 'ναι του μυλωνά».
Ο Φραντς είχε περάσει γύρω μου το μπράτσο του τραβώντας με κοντά του, έτσι που έβλεπα από πολύ κοντά το πρόσωπό του. Τα μάτια του είχαν μια λάμψη
διαβολική και γέλασε αποκρουστικά. Η όψη του ήταν άγρια και απέπνεε μια δύναμη. «Λοιπόν, μικρέ, να σου πω εγώ ποιανού είναι το περι
βόλι. Από καιρό τώρα ξέρω πως του κλέβουνε τα μήλα κι ακόμα πως ο μυλωνάς είπε ότι 'δα ' δινε δυο μάρκα ρεγάλο
σ' όποιον του μαρτυρούσε"τον κλέφτη». «Ω, Θεέ μου!» φώναξα. «Όμως, δε 'δα με μαρτυρή σεις»
.
Καταλάβαινα πως ήταν μάταιο να καταφύγω στο λόγο
της τιμής του. Ανήκε στον «άλλο» κόσμο. Και η πρ()f)οσία
ΝΤΕΜΙΑΝ
17
δεν ήταν έγκλημα κατά τη γνώμη του. Ήταν ολοφάνερο.
ΟΙ άνδρωποι του άλλου κόσμου δεν έμοιαζαν με μας. «Να μη σε μαρτυρήσω! Αγόρι μου, και τι νομίζεις; Πως
έχω κάποια μηχανή που κόβει μάρκα; Είμαι φτωχός εγώ. Δεν έχω κάνα πλούσιο πατέρα όπως εσύ, κι αν μπορώ να κερδίσω δυο μάρκα δε -δ' αφήσω την ευκαιρία. 'Ισως μου δώσει και παραπάνω».
, Αξαφνα
άφησε το χέρι μου. Ο διάδρομος του σπιτιού
μας δεν είχε πια την ήρεμη και γαλήνια όψη του. Ο κόσμος κατέρρεε γύρω μου. Θα με κατέδιδε σαν κοινό εγκλημα τία. Θα το 'λεγαν στον πατέρα, ίσως ερχόταν κι η αστυνο μία. Η φρίκη του χάους με απειλούσε. Η προοπτική αυtή
ήταν επικίνδυνη και φοβερή. Το γεγονός ότι δεν είχα κλέψει στ' αλή-δεια ήταν μια λεπτομέρεια. Είχα ορκιστεί πως είχα κλέψει. Θεέ μου! Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια μου. Κατάλαβα πως έπρεπε να τον εξαγοράσω και ψαχούλεψα απελπισμένο ς τις τσέπες μου. Μήτε ένα μήλο, μήτε ένας σουγιάς τίποτα. Ύστερα -δυμή-δηκα το ρολόι μου. 'Ητανε ασημένιο μα δε δούλευε. 'Ητανε της γιαγιάς μου. Το φορούσα για φιγούρα. Το 'βγαλα γρήγορα από τηνM~η.
.
«Κρόμερ», είπα, «δεν πρέπει νατο πεις. Θα' ταν απαί σιο κάτι τέτοιο. Να, δες, σου δίνω το ρολόι μου. Δυστυχώς
δεν έχω τίποτ' άλλο, μα δεν πειράζει. Πάρε αυτό. Είναι από ασήμι», πρόσ-δεσα ταραγμένος. «Είναι φτιαγμένο α
πό καλό μάστορα και κοίτα, έχει μια μικρή βλάβη αλλά μπορεί εύκολα να διορ-δω-δεί».
Χαμογέλασε, πήρε το ρολόι στην πλατιά του παλάμη.
Κοίταξα το χέρι εκείνο που ήταν τόσο τραχύ κι εχ-δρικό μαζί μου και που προσπα-δούσε να σφίξει τη λαβή του πάνω στη ζωή μου, στην ηρεμία μου. «Είναι από ασήμι)), ξανάπα ταραγμένος. «Δε δίνω δεκάρα για τ' ασήμια σου και το παλιορολόι σου!)) αποκρί-δηκε περιφρονητικά. «Να πας να το φτιάξεις μόνος σου!)) .
2.
Ντέμιαν
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
18
«Φραντς», φώναξα τρέμοντας απ' το φόβο μου μη γυρίσει και φύγει. «Στάσου ένα λεπτό. Πάρε το ρολόι.
Είναι στ' αλήfiεια ασημένιο. Και δεν έχω τίποτ' άλλο». Μου έριξε μια κρύα, περιφρονητική ματιά. «Λοιπόν, ξέρεις τώρα ποιον -δα πάω να δω. Μπορεί και να ειδοποιήσω την αστυνομία. Ο ενωμοτάρχης είναι φίλος μου».
.
[ύρισε κι έκανε να φύγει. Τον κράτησα απ' το μανίκι του σακακιού του. Δεν έπρεπε να φύγει. Καλύτερα να
πέfiαινα παρά να υποστώ εκείνα που
fi'
ακολουfiούσαν.
«Φραντς», τον ικέτεψα -δερμά, «μην κάνεις καμιά βλα
κεία! Αστειεύεσαι βέβαια, δεν είν' έτσι;» «Αστειεύομαι, μα τούτο το χωρατό μπορεί να σου κοστίσει ακριβά». «Πες μου μόνο, κι εγώ -δα κάνω ό,τι -δες!»
Τα μάτια του μισόκλεισαν, γέλασε πάλι. «Μην κάνεις το βλάκα», έκανε τάχα καλοσυνάτα. «Το ξέρεις τόσο καλά όσο κι εγώ. Μπορώ να κερδίσω δυο μάρκα. Δεν είμαι πλούσιος, δε γίνεται να τα πετάξω απ' το παράfiυρο. Mιa εσύ είσαι πλούσιος, έχεις και ρολόι. Δώσ' μου, λοιπόν, δυο μάρκα κι όλα -δα παν καλά». Καταλάβαινα τι εννοούσε. 'Ομως, δυο μάρκα! 'Ηταν πάνω από τις δυνατότητές μου, όσο -δα ' ταν κι εκατό και
χίλια μάρκα. Δεν είχα δικά μου λεφτά. Υπήρχε ένας κου μπαράς, βέβαια, που τον κρατούσε η μητέρα μου και -δα
., χε ίσαμε πέντε δέκα πφένιχ που μου' ριχναν οι -δείοι μου κι οι φίλοι των γονιών μου σαν έρχονταν να μας επισκε
φfiούν. Εκτός από αυτά δεν είχα τίποτ' άλλο. Κείνη την εποχή δεν έπαιρνα χαρτζιλίκι.
«Δεν έχω τίποτα, στ' αλήfiεια», απoκρίfiηκα μελαγχο λικά. «Δεν έχω καfiόλoυ χρήματα. Μα -δα σου δώσω ό,τι άλλο -δες. 'Εχω ένα βιβλίο με Ινδιάνους και στρατιωτάκια και μια πυξίδα. Θα πάω να στα φέρω, ένα λεπτό». Ο Κρόμερ έσκασε ένα περιπαιχτικό χαμόγελο κι έ φτυσε καταγής.
19
ΝΤΕΜΙΑΝ
«Για σοβαρέψου λέω εγώ!» έκανε προσταχτικά. «Κρά τα για λόγου σου αυτές τις σαχλαμάρες. ' Ακου κει πυξίδα! Μη με φουρκίζεις και πέσε γρήγορα τα λεφτά!» «Μα δεν έχω σου λέω, δεν έχω. Δε μου δίνουνε λεφτά.
Τι 'δες να «Φέρε περιμένω ειδαλλιώς
σου κάνω!» μου τότε αύριο το πρωί δυο μάρκα. Θα σε μετά το σχολείο. Κοίτα να τα 'χεις πάνω σου ξέρεις τι σε περιμένει».
«Μα πού 'δα πάω να τα βρω αφού δεν έχω;» «Σπίτι σας υπάρχουν μπόλικα λεφτά. Από σένα εξαρ
τάται. Λοιπόν, αύριο μετά το σχολείο. Αν δεν τα φέρεις ... » Μου 'ριξε μια απειλητική ματιά, έφτυσε και πάλι και χά'δηκε σαν σκιά.
Δε με βαστούσαν τα πόδια ν' ανεβώ τις σκάλες. Η ζωή μου ήταν καταστραμμένη. Μου πέρασε απ' το νου να το βάλω στα πόδια, να μην ξαναγυρίσω πια ή να πάω να
πνιγώ. Ζάρωσα στο τελευταίο σκαλί μέσα στο σκοτάδι κι αφέ'δηκα στη δυστυχία μου. 'Οταν η Λίνα, η υπηρέτριά μας, κατέβηκε μ' ένα κοφίνι να μαζέψει κούτσουρα για τη φωτιά, με βρήκε σε κακό χάλι.
Την παρακάλεσα να μη φανερώσει τίποτα κι ανέβηκα στο σπίτι. Στα δεξιά της τζαμωτής πόρτας κρεμόταν το
καπέλο του πατέρα κι η ομπρέλα της μητέρας μου. Μια σπιτίσια 'δαλπωρή, μια τρυφερότητα αναδυόταν απ' όλα αυτά τα πράγματα. Η καρδιά μου πλημμύρισε ευγνωμο
σύνη. Κάπως έτσι 'δα 'νιω'δε ο άσωτος γιος σαν αντίκρισε τις γνώριμες κάμαρες του σπιτιού του κι αισ{)άν'δηκε τη μυρωδιά τους. 'Ομως τίποτε απ' όλα εκείνα δε μου ανήκε πια. Ανήκαν στον κόσμο των γονιών μου, εγώ ήμουν βα
'διά χωμένος στο βούρκο του άλλου, του ξένου κόσμου. Είχα μπλεχτεί σε κακές πράξεις, με πολιορκούσαν κίνδυ νοι, τρόμος, το σκάνδαλο. Το καπέλο και η ομπρέλα, ο
όμορφος από Ψαμμόλι'δο στρωμένος διάδρομος, το μεγά-
20
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
λο κάδρο πάνω από το ντουλάπι, οι χαρούμενες φωνές των αδελφών μου που έρχονταν από το σαλόνι ήταν πιό τερο παρά ποτέ συγκινητικές και λατρευτές μα δε μου πρόσφεραν πια παρηγοριά μήτε αποκούμπι, είχαν γίνει
κατηγόρια. Δεν ανήκα πια σ' αυτό τον κόσμο. Δεν μπο
ρούσα να συμμετέχω στη χαρμοσύνη και στη γαλήνη του. Τα πόδια μου ήταν ρυπαρά. Κι ο ρύπος δε 'δα
' φευγε
σκουπίζοντάς τα στο χαλάκι. Με συντρόφευαν σκιές κρυ φές από τούτο τον κόσμο του σπιτιού. Κι άλλες πολλές
φορές είχα μυστικά και φόβους, μα όλα ήταν ένα τίποτα μπρος σε τούτα που έσερνα μαζί μου εκείνη την ημέρα. Η
μοίρα με είχε αρπάξει στα νύχια της, κι από τα χέρια που μ' είχαν αδράξει η μητέρα μου δεν μπορούσε να με προ στατέψει. Της ήταν άγνωστα. 'Οποιο κι αν ήταν το κρίμα
μου
-
Ψέμα ή κλεψιά (τάχα δεν είχα πάρει όρκο ψεύτικο
μπρος στον Θεό και σ' όλα όσα ήταν ιερά;) δεν είχε ση μασία. Το αμάρτημά μου δεν ήταν τούτο ή το άλλο. Το αμάρτημά μου ήταν πως είχα κάνει συμφωνία με το Διά βολο. Τι γύρευα μ' αυτόν; Γιατί υπάκουα στον Κρόμερ περισσότερο απf ό,τι στον πατέρα μου; Γιατί είχα πει Ψέματα για κείνη την κλεψιά και φόρτωσα πάνω μου ένα έγκλημα σαν να
' ταν μια πράξη ηρωική; Τώρα ο Διάβολος
με κρατούσε στην εξουσία του, ο εχ'δρός παραμόνευε πλάι μΟΥ. Για την ώρα δεν τρόμαζα με όσα έμελλαν να γίνουν την επομένη μα με τη φοβερή βεβαιότητα ότι είχα πάρει τον κατήφορο που οδηγούσε στο χάος. Καταλάβαινα πως το πρώτο μου κατρακύλισμα 'δα συνοδευόταν δίχως αμφιβο
λία από άλλα, πως η παρουσία μου ανάμεσα στους αδελ φούς και στις αδελφές μου, οι εκδηλώσεις τρυφερότητας
στους γονείς μου, όλα 'δα ήταν ένα Ψέμα, πως ζούσα τη δική μου μοίρα, κι ένα ψέμα που το
' κρυβα από κείνους.
Για μια στιγμή μια αναλαμπή ελπίδας και 'δάρρους τρεμόπαιξε μέσα μου κα'δώς στεκόμουν κοιτώντας το καπέλο του πατέρα μου. Θα του τα φανέρωνα όλα, 'δα μ'
21
ΝΤΕΜΙΑΝ
έκρινε, -δα με τιμωρούσε και -δα γινόταν έτσι ο εξομολογη τής και ο σωτήρας μου. Θα
' μοιαζε
με τις τιμωρίες που
είχα γευτεί συχνά στο παρελ-δόν, -δα
' ταν
μια δύσκολη
οδυνηρή στιγμή, μια δύσκολη -δλιβερή αίτηση συγχώρε σης.
Πόσο όμορφα ακούγονταν όλα τούτα, πόσο δελεαστι κά!
' Αδικα,
όμως. 'Ηξερα πως δε -δα το κάνω. Τώρα είχα
κάποιο μυστικό κι ένα χρέος που έπρεπε να το αντιμετω πίσω μόνος. 'Ισως να βρισκόμουν σ' ένα σταυροδρόμι, ίσως από τώρα και στο εξής ν' ανήκα για πάντα στον κόσμο των αχρείων, να εξαρτιέμαι απ' αυτούς, να υπα κούω σ' αυτούς, να γίνω ένα μαζί τους. Καμώ-δηκα τον
άντρα, τον ήρωα. Τώρα έπρεπε να υποστώ τις συνέπειες. Χάρηκα που με μάλωσε ο πατέρας για τα λασπωμένα
παπούτσια μου. Έτσι αποσπάστηκε η προσοχή του, το σοβαρό αμάρτημα πέρασε απαρατήρητο και γλίτωσα με
μια επίπληξη που κρυφά μέσα μου την απέδωσα στο άλλο μου παράπτωμα. Στη σκέψη αυτή ένα καινούριο παράξε νο αίσ-δημα γεννή-δηκε μέσα μου, ένα δυσάρεστο, σκληρό
αίσ-δημα όλο οδύνη. Ένιωσα ανώτερος από τον πατέρα μου. Την ίδια στιγμή αισ-δάν-δηκα περιφρόνηση για την
άγνοιά του. Η παρατήρησή του για τις λασπωμένες μπό τες μού φάνηκε ασήμαντη. Αν ήξερες, συλλογίστηκα σαν
τον εγκληματία που τον δικάζουν γιατί έκλεψε μια φρα
ντζόλα ψωμί κι εκείνος έχει κάνει φόνο. Ήταν ένα απαί σιο, μισητό αίσ-δημα, δυνατό ωστόσο, που με συνέπαιρνε
και με έδενε πιο γερά από κα-δετί άλλο με το μυστικό και την ενοχή μου. Ίσως, συλλογιζόμουν, ο Κρόμερ να
' χε
κιόλας πάει στην αστυνομία, να με είχε καταδώσει, κι ενόσω εδώ μέσα μου φέρονταν σαν σε μικρό παιδί, η
-δύελλα ήταν έτοιμη να ξεσπάσει επάνω μου. Αυτό ήταν και το πιο σημαντικό, το πιο ισχυρό στοι
χείο όλης εταζ>της της εμπειρίας που είχα ως τώρα. Το πρώτο ρήγμα στο ιερό κι απαραβίαστο πρόσωπο του πατέρα μου, μια πρώτη χαραγματιά στο -δεμέλιο που εί-
--
------------------
22
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
χαν ακουμπήσει τα παιδικά μου χρόνια, μα που κάftε άντρας πρέπει να γκρεμίσει για να μπορέσει να βρει τον
αληftινό του εαυτό. Η πραγματική, η εσώτερη γραμμή της μοίρας μας χαράζεται από παρόμοιες εμπειρίες που μέ
νουν κρυφές από τους άλλους. Μια τέτοια βαftιά πληγή ή τραύμα όσο μεγαλώνουμε γιατρεύεται και ξεχνιέται, μα
στα μύχια του νου μένει πάντοτε ζωντανή κι αιμορραγεί. Τόσο τρομοκρατημένος ένιωσα με τούτο το καινούριο α ίσftη μα , που μ' όλη μου την καρδιά 'δα
' πεφτα
στα
πόδια του πατέρα μου να ικετέψω τη συγνώμη του.
'0-
μως, όσο κι αν λαχταράμε δεν μπορούμε να ζητήσουμε συγχώρεση για κάτι τόσο σημαντικό, κι ένα παιδί το ξέρει τόσο καλά όσο κι ένας μεγάλος.
Ένιωσα την ανάγκη να σκεφτώ το πρόβλημά μου, να χαράξω το δρόμο που
ft'
ακολουftούσα, μα δεν το κατόρ
'δωσα. Ολόκληρο το βράδυ το πέρασα πασχίζοντας να εγκλιματιστώ στη νέα ατμόσφαιρα του σαλονιού. Το ρολόι
του τοίχου και το τραπέζι, η Βίβλος και ο καftρέφτης, η βιβλιοftήκη και οι πίνακες με αποχαιρετούσαν και τα κοιτούσα με ΠαιΥωμένη καρδιά καftώς έβλεπα τον κόσμο μου, την όμορφη ευτυχισμένη ζωή μου να γίνεται παρελ 'δόν και να φεύγει μακριά μου. Δεν μπορούσα ν' αρνηftώ το γεγονός ότι καινούριες βαftιές ρίζες με κρατούσαν γερά αγκυροδεμένο σε μια σκοτεινή και ξένη γη. Για πρώ τη φορά στη ζωή μου γευόμουν το 'δάνατο, κι ο 'δάνατος είναι πικρός γιατί είναι γέννας πόνοι, φόβος και τρόμος μπρος σε μια φοβερή ανανέωση. Σαν βρέftηκα επιτέλους στο κρεβάτι μου αισftάνftηκα ανακουφισμένος. Μόλις πριν λίγο είχα υποβληftεί στο τελευταίο μαρτύριο, την οικογενειακή προσευχή, και ψά λαμε ένα από τα αγαπημένα μου τροπάρια. Μα δεν μπο ρούσα να τραγουδήσω. Η καftεμιά νότα ήταν πίκρα και χολή. Ούτε και τα λόγια της προσευχής μπόρεσα να πω σαν πρόφερε την ευλογία ο πατέρας. Και όταν απόσωσε με τη φράση «ο Θεός να μας φυλάει ... » ένιωσα σαν απο-
23
ΝΤΕΜΙΑΝ
διωγμένος από την οικογένεια. Η χάρη του Θεού ήταν μαζί τους και όχι μαζί μου. Ανέβηκα στην κάμαρή μου
ξυλιασμένος κι εξαντλημένος. Σαν πλάγιασα κι έμεινα κάμποσο μέσα στη ζεστασιά
και στην άνεση των στρωσιδιών, γι'
άλλη μια φορά ο
φόβος τρύπωσε στην καρδιά μου και στά'fi'ηκα πανικό βλητος στα γεγονότα της ημέρας. Η μητέρα με καληνύχτι σε όπως πάντα, ο ήχος από τα βήματα ακόμη αντηχούσε στο δωμάτιο, το κερί ακόμη έλαμπε μέσα από μια χαραμά δα στην πόρτα. Τώρα, σκέφτηκα, γυρίζει πίσω, το μάντε ψε,
'fi'a
με φιλήσει και
συμβαίνει, και τότε λαιμό
'fi'a
φύγει,
'fi'a
'fi'a
με ρωτήσει με κατανόηση τι
μπορώ να κλάψω κι ο κόμπος στο
'fi'a την
αγκαλιάσω,
'fi'a της τα πω όλα και
όλα 'fi'a γίνουν όπως πριν και 'fi'a σω'fi'ώ. 'Οταν η χαραμάδα στην πόρτα σκοτείνιασε ξανά, στά'fi'ηκα κι αφουγκράστη κα για λίγο πιστεύοντας πως έπρεπε, πως
'fi'a
ξαναγυρ
νούσε. Ύστερα ο νους μου ξαναγύρισε στο περιστατικό
κι είδα τον εχ'fi'ρό μου καταπρόσωπο. Τον έβλεπα ρά. Είχε ζαρώσει το
' να
xa'fi'a-
μάτι και τα χείλη του είχαν στρα
βώσει από' να μοχ'fi'ηρό χαμόγελο. Και κα'fi'ώς τον κοιτού σα, η αναπόφευκτη αλή'fi'εια με κατάτρωγε και κείνος μεγάλωσε, έγινε πιο άσχημος και μια σατανική λάμψη
φάνηκε στο μάτι του. Στεκόταν έτσι πλάι μου ωσότου αποκοιμή'fi'ηκα, μα δεν τον ονειρεύτηκα, μήτε αυτόν μήτε και τα γεγονότα της μέρας που είχε περάσει, αντί'fi'ετα
είδα πως ταξίδευα σε μια βάρκα, εγώ, οι αδελφές μου κι οι γονείς μου, και μια ήρεμη δυνατή λάμψη μας περιτριγύρι
ζε, η λάμψη μιας μέρας γιορτινής. Ξύπνησα κατά το μεσο νύχτι έχοντας ακόμα τη γεύση κείνης της ευλογίας τα άσπρα καλοκαιρινά φορέματα των αδελφών μου λάμπανε ακόμα στον ήλιο όταν γκρεμίστηκα από τον Παράδεισο και γύρισα στην πραγματικότητα αντιμετωπίζοντας ξανά καταπρόσωπο τον εχ'fi'ρό με το διαβολικό μάτι.
Την άλλη μέρα, όταν η μητέρα ανέβηκε στην κάμαρή μου βιαστική φωνάζοντας πως ήταν περασμένη η ώρα κι
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
24
απορώντας γιατί βρισκόμουν ακόμα στο κρεβάτι, δα πρέ πει να
' δειχνα
στ' αλήδεια άρρωστος. Κι όταν με ρώτησε
τι μου συμβαίνει, έκανα εμετό. Είχα κερδίσει κάτι. 'Ηταν δαυμάσιο να είμαι αδιάδε
τος, να μπορώ να βρίσκομαι πλαγιασμένος πίνοντας χα μομήλι, ν' ακούω τη μητέρα να συγυρίζει τη διπλανή
κάμαρη και τη Λίνα έξω στο διάδρομο να μιλάει με το χασάπη. 'Ενα πρωινό μακριά από το σχολείο έμοιαζε σαν κάτι μαγικό, παραμυδένιο. Ο ήλιος έπαιζε μέσα στην κά μαρη μα δεν ήταν ο ίδιος ήλιος που έκρυβαν πίσω τους οι
πράσινες κουρτίνες του σχολείου. Αλλά ακόμη κι αυτό δεν μπορούσα να το ευχαριστηδώ. Κάτι ήταν διαφορετι κό, ψεύτικο. Αχ και να γινόταν να πεδάνω! Αλλά όπως τόσες και τόσες φορές δεν ήμουν παρά μονάχα λίγο αδιάδετος σή μερα και τίποτα δε συνέβη. Γλίτωσα βέβαια από το σχο λείο μα όχι και από τον Κρόμερ που δα περίμενε στις έντεκα στην πλατεία της αγοράς. Και το καλοσυνάτο φέρ σιμο της μητέρας μου δε με ξαλάφρωσε διόλου. Μου ήταν
αβάσταχτο και ~ασανιστικό. 'Εκανα τον κοιμισμένο ενό σω τα αναλογιζόμουν όλα πάλι. 'Αδικος κόπος. 'Ηδελα
, δεν ήδελα
έπρεπε να
' μαι στο παζάρι στις έντεκα. Σηκώ
δηκα λοιπόν σιγά σιγά κατά τις δέκα λέγοντας πως ένιω
δα καλύτερα, πράγμα που σήμαινε σε παρόμοιες περι πτώσεις πως έπρεπε ή να πλαγιάσω πάλι στο κρεβάτι ή να πάω σχολείο το απόγευμα. Είπα πως δα πήγαινα σχολείο. Είχα καταστρώσει ένα σχέδιο. Δεν ήταν βέβαια δυνατό να πάω στον Κρόμερ με άδεια
χέρια. 'Επρεπε να βάλω στο χέρι το μικρό κουμπαρά με τα λεφτά που μου ανήκαν. Ήξερα πως τα χρήματα που είχε δε δα μ' έφταναν. Ωστόσο κάτι ήταν κι αυτό και καταλάβαινα πως αυτό το κάτι πάλι καλύτερο ήταν από
το τίποτα. 'Επρεπε πάση δυσία να καλοπιάσω τον Κρό μερ.
'Ενιωσα ένοχος όταν μπήκα ξιπόλητος στην κάμαρη
25
ΝΤΕΜΙΑΝ
της μητέρας μου και πήρα τον κουμπαρά πάνω από το γραφειάκι της, παρ' όλα αυτά είχα λιγότερες τύψεις απ' ό,τι την προηγούμενη μέρα. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο
δυνατά, πνιγόμουνα, κι η κατάστασή μου δεν καλυτέρεψε διόλου σαν ανακάλυψα, εξετάζοντας τον κουμπαρά στο τελευταίο σκαλί, πως ήταν κλειδωμένος. 'Ομως, δεν ήταν δύσκολο να τον παραβιάσω. Δεν είχα παρά να σπάσω ένα λεπτό τενεκεδένιο έλασμα. 'Ενιωσα απαίσια στη σκέψη αυτή, ήταν σαν να 'κλεβα. Ως τότε δεν είχα κάνει παρά
μικροκλοπές, μερικά κομματάκια ζάχαρη ή τίποτα φρού τα. Μα τούτο εδώ ήταν κλεψιά κι ας ήταν τα χρήματα δικά μου. Αναγνώριζα δίχως ντροπή πως έκανα ένα βήμα προς τον Κρόμερ και τον κόσμο του, πως ήταν πολύ εύκολο να κατρακυλήσω σιγά σιγά. Τώρα
f1a ' ρχόταν να
με πάρει ο
Διάβολος. Δεν υπήρχε πισωγύρισμα. Ταραγμένος μέτρη
σα τα λεφτά. Μέσα στον κουμπαρά ακούγονταν σαν να 'ταν αρκετά κι ωστόσο στο χέρι ήταν πολύ λίγα. Εξήντα πέντε πφένιχ. 'Εκρυψα τον κουμπαρά στο διάδρομο, έ
σφιξα τα λεφτά στη χούφτα μου και βγήκα στα κλεφτά από το σπίτι δίχως να περάσω από την εξώf1υρα. Μου φάνηκε πως άκουσα κάποιον να μου φωνάζει από επάνω μα τάχυνα το βήμα κι απομακρύνδηκα.
Είχα καιρό μπροστά μου. Γλίστρησα μέσα από απόμε ρα δρομάκια σε μια μεταμορφωμένη πόλη κάτω από τα
σύννεφα, που ποτέ άλλοτε δεν είχα δει, μπρος από σπίτια που μ' ατένιζαν κι ανf1ρώπους που με κοίταζαν με υπο
ψία. Στο δρόμο f1υμήf1ηκα πως ένας από τους συμμαf1η τές μου είχε βρει ένα φιορίνι στην κρεαταγορά. Μακάρι να μπορούσα να προσευχηf1ώ στον Θεό για κάποιο παρό
μοιο f1αύμα. Μα είχα χάσει το δικαίωμα της προσευχής.
, Αλλωστε,
αυτό δε
f1a
επανόρf1ωνε τη ζημιά στον κου
μπαρά.
Ο Φραντς Κρόμερ με είδε ενόσω ήμουν ακόμη μακριά
αλλά έκανε πως δε με πρόσεξε και άρχισε να σουλατσάρει ττλησιάζοντάς με. Σαν ήρf1ε κοντά, μου έγνεψε αγέρωχα
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
26
να τον ακολουθ'ήσω και κατηφόρισε τη Στρόγκάσε. Διέ σχισε το δρόμο δίχως να στραφεί ούτε μια φορά κατά το
μέρος μου, ώσπου στο τέλος στά&ηκε μπροστά από ένα καινούριο κτήριο κοντά στα τελευταία σπίτια. 'Ηταν ατέ λειωτο, οι τοίχοι υψώνονταν γυμνοί και δεν είχε πόρτες μήτε παράt}υρα. Ο Κρόμερ έριξε μια ματιά ολόγυρα, προ χώρησε στο άνοιγμα της πόρτας κι εγώ τον ακολούt}ησα. Στάt}ηκε πίσω από
' να
τοίχο, μου έγνεψε κι άπλωσε το
χέρι του. «Τα' χεις;» ρώτησε παγερά.
'Εβγαλα από την τσέπη τη σφιγμένη γροt}ιά μου κι άδειασα τα νομίσματα στην ανοιχτή παλάμη του. Τα
' χε
κιόλας μετρήσει προτού πέσει το τελευταίο πφένιχ. «Εξήντα πέντε πφένιχ έχει εδώ», έκανε κοιτώντας με σκληρά. «Ναι», αποκρίt}ηκα ταραγμένος. «Είναι όσα έχω και
δεν έχω. Ξέρω, δεν είναι αρκετά. Μ' αυτά είναι όλα κι όλα. Δεν έχω άλλα».
«Δε σ' είχα για τόσο βλάκα», είπε επιτιμητικά αλλά μαλακά. «Toύ"fα τα πράγματα πρέπει να τηρούνται από
άντρες που t}έλουν να κρατούν το λόγο τους. Κοίτα, δεν πρόκειται να σου πάρω τίποτα παραπάνω απ' το συμφω νημένο. Να, πάρε πίσω τα λεφτά σου. Ο άλλος -ξέρεις ποιον εννοώ- δεν πρόκειται να με Ρ ίξει. Αυτός πληρώνει».
«Μα δεν έχω άλλα. Κι αυτά ήταν τα λεφτά του κου μπαρά μου». «Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα. 'Ομως, για να μη σε
στενοχωρήσω, τα παίρνω και
t}a μου χρωστάς ένα μάρκο t}a μου τα δώσΒις;»
και τριάντα πέντε πφένιχ. Πότε «Ω,
t}a
στα δώσω όλα, σίγουρα, Κρόμερ. Δεν ξέρω
πότε ακριβώς, ίσως να
' χω λίγα
χρήματα αύριο ή μεt}αύ
ριο. Καταλαβαίνεις πως δεν μπορώ να πω ούτε λέξη στον πατέρα μου».
«Αυτό δε με νοιάζει. Δεν είμαι εγώ αυτός που κάνει κακό. Θα μπορούσα να
' χα
t}a σου
τα λεφτά μου ως το
27
ΝΤΕΜΙΑΝ
μεσημέρι, ξέρεις, κι είμαι φτωχός. Εσύ φοράς καλά ρούχα
και τρως καλύτερα από μένα. Ωστόσο, δε 'δα πω λέξη. Θα κάνω λίγη υπομονή. Με'δαύριο, κατά το μεσημέρι, 'δα σου
σφυρίξω κι έλα να με ξοφλήσεις. Ξέρεις το σφύριγμά μου;»
Σφύριξε να τον ακούσω. «Ναι», αποκρί'δηκα, «ξέρω το σφύριγμά σου».
Γύρισε κι έφυγε σαν να μην είχαμε καμι(f σχέση εμείς οι δυο. Κάναμε μια εμπορική συμφωνία, τίποτα παρα πάνω.
Πιστεύω πως το σφύριγμα του Κρόμερ 'δα με τρόμαζε ακόμα και σήμερα αν το άκουγα στα ξαφνικά. Συνέχεια αντηχούσε στ' αυτιά μου. Δεν υπήρχε σκέψη, παιχνίδι ή απασχόληση που να μη διέκοπτε το σφύριγμά του, εκείνο το σφύριγμα που μ' είχε κάνει σκλάβο του κι έγινε της μοίρας μου το πεπρωμένο. Συχνά, τα γλυκά όλο χρώματα φ'δινοπωρινά απογεύματα πήγαινα στο μικρό αγαπημένο μας κήπο με τα λουλούδια και μια αλλόκοτη παρόρμηση
μ' έσπρωχνε να ξαναγυρίσω στα παιχνίδια του παλιού καιρού, τότε που ήμουνα μικρό αγόρι. Φανταζόμουν πως
ήμουν μικρότερος, καλός, α'δώος, ειλικρινής και προφυ
λαγμένος, όμως στο μέσο του παιχνιδιού το σφύριγματου Κρόμερ, απαίσια τρομαχτικό, με ξάφνιαζε μ' όλο που το περίμενα, αντηχούσε από κάπου εκεί διακόπτοντας 1ία παιχνίδια μου και γκρεμίζοντας τα όνειρά μου. Τότε έπρε πε να φύγω και ν' ακολου'δήσω το βασανιστή μου σε συνοικίες φριχτές, να του δίνω αναφορά και να τον αφή νω να με βασανίζει για λεφτά. Η ιστορία εκείνη κράτησε
μόνο μερικές βδομάδες που ωστόσο μου φάνηκαν χρόνια,
ολόκληρη αιωνιότητα. Σπάνια μπορούσα να εξοικονομή σω κάποιο κέρμα των πέντε πφένιχ ή κανένα ασημένιο
νόμισμα που το
' κλεβα
από το τραπέζι της κουζίνας σαν
άφηνε εκεί η Λίζα το καλά'δι με τα ψώνια. Κά'δε φορά
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
28
δεχόμουνα την επίπληξη του Κρόμερ κι ένα σωρό περι φρονητικά λόγια για μένα. Εγώ ήμουν εκείνος που τον
κορόιδευε, που τον στερούσε από τη νόμιμη περιουσία του! Τον έκλεβα, τον έκανα δυστυχισμένο! Λίγες φορές είχα νιώσει τόσο βασανισμένος, ποτέ άλλοτε τόσο απελπι σμένος ή εξαρτημένος από κάποιον άλλο. Για τον κου μπαρά που είχα γεμίσει με ψεύτικα νομίσματα από παι χνίδια και είχα βάλει στη δέση του, κανείς δε με ρώτησε
ποτέ. Ωστόσο, το σκάνδαλο μπορούσε να ξεσπάσει κάδε στιγμή. Φοβόμουν περισσότερο τη μητέρα μου σαν ερχό ταν ήσυχα ήσυχα στην κάμαρή μου -άραγε δα με ρωτούσε για τον κουμπαρά- παρά το διαπεραστικό σφύριγμα του Κρόμερ.
Καδώς πολλές φορές πήγαινα στο βασανιστή μου δί χως λεφτά, άρχισε να σκαρφίζεται άλλους τρόπους για να με παιδεύει. Μ' έβαζε να δουλεύω για λογαριασμό του. Τα διάφορα δελήματα που έπρεπε να κάνει για τον πατέ ρα του τα φόρτωνε τώρα σε μένα. 'Η μου ζητούσε να πηδάω δέκα λεπτά στο ένα πόδι ή ακόμα να καρφιτσώνω παλιόχαρτα στιι πανωφόρια των περαστικών. Τούτα τα μαρτύρια συνεχίζονταν πολλές νύχτες στον ύπνο μου, καδώς έπλεα στον ιδρώτα μετά από' να εφιάλτη. Αρρώστησα. Οι εμετοί συνέχιζαν, κρύωνα εύκολα, μα τις νύχτες γινόμουν μούσκεμα στον ιδρώτα. Η μητέρα υποπτευόταν κάτι σοβαρό πίσω απ' όλα αυτά κι αύξαινε τις φροντίδες της, πράγμα που μ' έκανε να νιώδω χειρό
τερα αφού δεν μπορούσα ν' ανταποκριδώ στην εμπιστο σύνη της. 'Ενα βράδυ, κι ενώ είχα πέσει στο κρεβάτι, μου έφερε ένα κομμάτι σοκολάτα. Ήταν μια ανάμνηση από τότε που -μικρούλης ακόμη- σαν ήμουν φρόνιμος μου έφερνε παρόμοιες μικρολιχουδιές τη νύχτα. Τώρα στεκόταν εκεί
δίνοντάς μου πάλι σοκολάτα. Αισδανόμουν τόσο άσχημα, το μόνο που μπορούσα ήταν να κουνήσω το κεφάλι μου.
Με ρώτησε τι συμβαίνει και μου χάιδεψε τα μαλλιά.
« 'Οχι"
ΝΤΕΜΙΑΝ
29
δε fJέλω τίποτα», κατόρfJωσα να ξεστομίσω μόνο. Ακού μπησε τη σοκολάτα στο κομοδίνο κι έφυγε. 'Οταν την επομένη προσπάfJησε να μάfJει την αιτία για κείνο το φέρσιμό μου, έκανα πως δεν καταλάβαινα. Μια φορά, φώναξε το γιατρό που μ' εξέτασε και υπέδειξε κρύες
πλύσεις το πρωί. Η κατάστασή μου άγγιζε τα όρια του παραληρήματος.
Ζούσα μες στην τάξη και στην ηρεμία του σπιτιού μας, νευρικός, βασανισμένος σαν φάντασμα δίχως να συμμετέ χω στη ζωή των άλλων, δίχως να μπορώ να ξεχάσω τα βάσανά μου ούτε για μια στιγμή. Απέναντι στον πατέρα μου, που συχνά δύμωνε και ζητούσε εξηγήσεις, ήμουν ψυχρός και κλεισμένος στον εαυτό μου.
--
---------------------
Κάιν Η λύτρωση από το μαρτύριό μου ήρt)ε μ' έναν ολότελα
απρόσμενο τρόπο και μαζί μ' αυτό συνειδητοποιούσα κάτι το καινούριο που έμπαινε στη ζωή μου, κάτι που μ' επηρεάζει ως σήμερα. Κείνες τις μέρες ένας καινούριος μαt)ητής ήρt)ε στο
σχολείο. Ήταν ο γιος μιας εύπορης χήρας που είχε εγκα τασταt)εί στην πόλη μας και φορούσε πένftoς στο μανίκι
του. Πήγαινε σε μεγαλύτερη τάξη από μένα και με περ νούσε κάμποσα χρόνια, μα σύντομα τράβηξε την προσο χή μου καftώς και την προσοχή όλων. Τούτο το παράξενο
αγόρι έδειχνε μεγαλύτερο από την ηλικία του. Δεν έμοιαζε διόλου με παιδί. Ανάμεσά μας έδειχνε περίεργα ώριμος, σαν άντρας, ή μάλλον σαν κύριος. Δεν ήταν αγαπητός. Δεν έπαιρνε μέρος στ'α παιχνίδια, ακόμα λιγότερο στους κα βγάδες και στις φασαρίες, και μόνο η σιγουριά στο -μφος του και η αυτοπεποίt)ηση στον τρόπο που αντιμετώπιζε τους δασκάλους άρεσε στ' άλλα αγόρια. Τον λέγανε Μαξ Ντέμιαν.
Κάποια μέρα, όπως συνέβαινε καμιά φορά, μια άλλη τάξη ήρt)ε στη δική μας μεγάλη αίt)ουσα. 'Ηταν η τάξη του Ντέμιαν. Εμείς οι μικροί είχαμε t)ρησκευτικά, τα με γάλα αγόρια
t)a ' γραφαν
έκt)εση. 'Οση ώρα ακούγαμε
την ιστορία του Κάιν και του' Αβελ, έριχνα λοξές ματιές στον Ντέμιαν που το πρόσωπό του ασκούσε μια περίεργη γοητεία πάνω μου. Παρατηρούσα το φωτεινό, έξυπνο,
ασυνήt)ιστα αποφασιστικό πρόσωπό του που έσκυβε μ' επιμέλεια πάνω από το γραπτό του. 'Εμοιαζε λιγότερο με μαt)ητή που γράφει την έκt)εσή του και περισσότερο μ'
έναν ερευνητή απορροφημένο στις δικές του σκέψεις. Δε
ΝΤΕΜΙΑΝ
31
μ' άρεσε, αντί'δετα ένιω'δα ένα είδος αντιπά'δειας ανάμε σά μας. Ήταν πολύ Ψύχραιμος κι ατάραχος, τόσο προ κλητικά σίγουρος για τον εαυτό του. Τα μάτια του είχαν εκείνη την έκφραση του μεγάλου άντρα που δε συμπα 'δούν τα μικρά παιδιά. Λίγο λυπημένα, με κάποιες λάμΨεις χλευασμού. Ωστόσο, όμως, δεν μπορούσα να τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω του, είτε μ' άρεσε είτε όχι. Κάποια στιγμή μου' ριξε μια ματιά κι αμέσως απόστρεψα το βλέμ μα φοβισμένος. Σαν τ' αναλογίζομαι όλα κείνα σήμερα
και 'δυμούμαι πώς ήτανε σαν μα'δητής, μπορώ να πω με σιγουριά πως ήταν σ' όλα διαφορετικός από τους άλλους. 'Ενα άτομο ξεχωριστό, με μια χαρακτηριστικά δική του
προσωπικότητα. Για τούτο -παρότι κατέβαλλε κά'δε προ σπά'δεια να μην εντυπωσιάζει- φερόταν κι έμοιαζε σαν ένας πρίγκιπας που ζούσε ανώνυμος ανάμεσα σε χωρι κούς και πάσχιζε να φαίνεται όμοιος με κείνους. Φεύγοντας από το σχολείο, στο δρόμο για το σπίτι βρέ'δηκε να περπατάει πίσω μου. 'Οταν οι άλλοι φύγανε, με πρόφτασε και με χαιρέτησε. Ακόμη κι ο τρόπος που
χαιρετούσε, μ' όλο που προσπα'δούσε να μιμη'δεί το δικό μας ύφος, είχε κάτι απ' τον αέρα και την αβρότητα των μεγάλων.
«Θες να περπατήσουμε λίγο μαζί;» ρώτησε φιλικά.
Κολακεύτηκα κι έγνεψα καταφατικά. Ύστερα του περιέγραψα το μέρος που έμενα. «Α, εκεί;» έκανε χαμογελώντας. «Ξέρω το σπίτι. Πάνω
από την πόρτα σας υπάρχει κάτι περίεργο, κάτι που πά ντοτε τραβούσε την προσοχή μου».
Δεν καταλάβαινα για τι πράγμα μιλούσε και μου ' κανε εντύπωση που φαινόταν να ξέρει το σπίτι μας καλύτερα κι από μένα. Στη μεσαία πέτρα, στην κορυφή της καμάρας πάνω από την εξώ'δυρα, υπήρχε ένας 'δυρεός που είχε
φ'δαρεί από τα χρόνια και είχε βαφτεί και ξαναβαφτεί αρκετές φορές. Απ' ό,τι ήξερα, δεν είχε καμιά σχέση με μας και την οικογένειά μας.
---ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
32
«Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτό», αΠOκρίt)ηκα δειλά. «Είναι ένα πουλί ή κάτι παρόμοιο. Θα πρέπει να 'ναι αρκετά παλιό. Το σπίτι ανήκε κάποτε σε μοναστήρι».
«Πολύ πιt)ανό», συμφώνησε. «Ωστόσο, πρόσεξέ το καλά. Νομίζω πως το πουλί είναι γεράκι». Συνεχίσαμε να περπατάμε. 'Ενιωt)α πολύ άβολα. Ξα φνικά ο Ντέμιαν έβαλε τα γέλια λες και t)υμήt)ηκε κάτι
αστείο.
« 'Ημουν
στο μάt)ημά σας σήμερα», είπε. «Η ιστορία
του Κάιν που είχε το σημάδι στο μέτωπο, αυτό όεν ήταν; Για πες μου, σ' άρεσε;»
Σπάνια μ' άρεσαν αυτά που μας υποχρέωναν να μά t)ουμε. Ωστόσο, δεν τόλμησα να τ' ομολογήσω, γιατί είχα την εντύπωση πως μιλούσα μ' ένα μεγάλο. Είπα, λοιπόν,
ότι μου είχε αρέσει πολύ η ιστορία. Ο Ντέμιαν με χτύπησε στην πλάτη.
«' Ελα
τώρα, φίλε μου, δεν υπάρχει λόγος να υποκρί
νεσαι σε μένα. Η ιστορία είναι στ' αλήt)εια ενδιαφέρουσα, περισσότερο ίσως απ' όλες τις άλλες που μας διδάσκουν
στην τάξη. Ο qάσκαλός σας δεν είπε πολλά πράγματα. Μίλησε για τον Θεό, την αμαρτία, τα συνηt)ισμένα. '0μως, πιστεύω ... »
Σταμάτησε απότομα και ρώτησε χαμογελώντας: «Σ' ενδιαφέρουν αυτά που λέω; Ναι, πιστεύω», συνέ
χισε, «ότι αυτή η ιστορία του Κάιν μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά. Οι πιο πολλές από τις ιστορίες που μας διδάσκουν είναι βάσιμες κι αληt)ινές, μπορούμε όμως να τις δούμε από διαφορετική γωνία απ' ό,τι οι δάσκαλοί
μας και να τους δώσουμε έτσι ένα βαt)ύτερo νόημα. Για παράδειγμα, δε γίνεται να 'σαι ικανοποιημένος με τον τρόπο που μας εξηγούν για τον Κάιν και το σημάδι στο
μέτωπό του. Δε συμφωνείς; Μπορεί, βέβαια, κάποιος να σκοτώσει τον αδελφό του πάνω σ' ένα καβγά κι ύστερα να φοβηt)εί και να ταπεινωt)εί. Το να σημαδευτεί όμως για τη δειλία του μ' ένα τέτοιο ειδικό σημάδι που τον προστα-
33
ΝΤΕΜΙΑΝ
τεύει και εμπνέει φόβο σ' όλους τους αν{tρώΠOυς, τούτο
είναι παράξενο στ' αλή-θ'εια». «Είναι», είπα κι ένιωσα να ενδιαφέρομαι για την ιστο ρία. «' Ομως, πώς αλλιώς -θ'α μπορούσαμε να την εξηγή σουμε;»
Με χτύπησε πάλι στον ώμο. «Είναι πολύ απλό. Αυτό που συνέβη και βρίσκεται πίσω απ' όλη την ιστορία ήταν το σημάδι. Έχουμε εδώ έναν άν-θ'ρωπο που είχε στο πρόσωπό του κάτι που τρό μαζε τους άλλους. Δεν τολμούσαν ν' απλώσουν χέρι επά νω του. σ ίδιος και τα παιδιά του επηρέαζαν τους αν{tρώ πους. Στην πραγματικότητα δεν είχε κάποιο φανερό ση
μάδι στο μέτωπο, κάτι σαν ταχυδρομική σφραγίδα να πούμε! Τα πράγματα στη ζωή δεν είναι τόσο κακόγουστα. Το πι-θ'ανότερο είναι πως είχε κάποιο πολύ λιγότερο αντι ληπτό σημάδι, ίσως η ματιά του να πρόδινε μια πιο ζωηρή εξυπνάδα, μια αυτοκυριαρχία που οι άν-θ'ρωποι δεν ήταν
συνη-θ'ισμένοι να βλέπουν. Τούτος ο άν-θ'ρωπος είχε δύνα μη και προκαλούσε το δέος. Είχε ένα "σημάδι". Μπορείς να δώσεις ό,τι ερμηνεία -θ'έλεις. Ο κόσμος γυρεύει πάντα
ό,τι τους κα-θ'ησυχάζει και τους κάνει να νιώ-θ'ουν άνετα. Τα παιδιά του Κάιν τα φοβούνταν. Είχαν ένα σημάδι.
Γιαυτό, το σημάδι δεν ερμηνεύτηκε για κείνο που πράγ ματι αντιπροσώπευε μα για το αντί-θ'ετο. Λέγανε πως οι
άν-θ'ρωποι με το σημάδι αυτό ήταν αλλόκοτοι κι έτσι είχαν τα πράγματα στ' αλή-θ'εια. 'Οσοι έχουν -θ'άρρος και ξεχω
ριστή προσωπικότητα πάντοτε φαίνονται επικίνδυνοι στους άλλους. Η ύπαρξη μιας τέτοιας γενιάς παράξενων
και άφοβων αν-θ'ρώπωνήταν επικίνδυνη, έτσι λοιπόν τους
κόλλησαν ένα παρατσούκλι κι εφεύραν ένα μύ-θ'ο ώστε να τους εκδικη-θ'ούν και να ξεφορτω-θ'ούν από πάνω τους
κά-θ'ε ενοχή για το φόβο που τους ενέπνεαν. Καταλαβαί νεις τώρα;»
«Ναι ...
μα τότε ο Κάιν δεν ήταν πράγματι κακός; Και η
ιστορία της Βίβλου δεν είναι αλη-θ'ινή;»
3.
Ντέμιαν
34
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
«Και ναι και όχι. Αυτές οι παλιές ιστορίες κατά κάποιο
τρόπο είναι πάντοτε αλη'δινές, όμως δεν αποδίδονται πά ντα σωστά ή δεν τους δίνεται η σωστή ερμηνεία. Κοντολο γίς πιστεύω πως ο Κάιν ήταν εξαίρετος άν'δρωπος κι ότι του φόρτωσαν αυτή την ιστορία μόνο και μόνο επειδή τον φοβούνταν. Η ιστορία ξεκίνησε σαν φήμη, με τον τρόπο
που οι άν'δρωποι διαδίδουν και κουτσομπολεύουν κάτι τέτοια, και είναι αλη'δινή όσο αφορά το γεγονός ότι ο Κάιν και τα παιδιά του πράγματι είχαν κάποιο σημάδι και διέ φεραν από τους άλλους». 'Εμεινα με το στόμα ανοιχτό.
«Και πιστεύεις πως η ιστορία του φόνου δεν είναι κι αυτή αλη'δινή;» ρώτησα συνεπαρμένος. «Ω, ναι, σίγουρα αυτό είναι αλη'δινό. Ο δυνατός σκό τωσε τον αδύνατο. Όμως για το αν ήταν αδελφός του, μπορούμε ν' αμφιβάλλουμε. Αλλά δεν έχει τόση σημασία. Σε τελευταία ανάλυση, όλοι οι άν'δρωποι είναι αδέλφια. Έχουμε, λοιπόν, ένα δυνατό που σκοτώνει έναν αδύνα
το. Μπορεί να 'Οπως και να
' ταν μια πράξη ηρωική, μπορεί και όχι. ' χΡι το πράγμα όμως, οι άλλοι, οι αδύνατοι,
είχαν τρομοκρατη'δεί και διαμαρτύρονταν, κι όταν τους ρώτησαν "γιατί τότε δεν τον σκοτώνετε κι αυτόν;" δεν αποκρί'δηκαν "γιατί είμαστε δειλοί", μα "δεν μπορούμε.
'Εχει ένα σημάδι. Τον έχει στιγματίσει ο Θεός". Κάπως έτσι 'δα πρέπει να ξεκίνησε όλη η κορο'ίδία ... Να μη σε χασομερώ, όμως. Γεια σου!» Έστριψε κατά την' Αλτγκάσε και μ' άφησε να στέκω
τόσο σαστισμένος όσο ποτέ στη-ζωή μου. Δεν είχε καλά καλά χα'δεί κι όλα εκείνα που μου είπε μου φάνηκαν ολωσδιόλου απίστευτα. Ο Κάιν ήταν ανώτερος άν'δρωπος κι ο 'Αβελ ένας δειλός! Το στίγμα του Κάιν ήταν μια διάκριση! 'Ηταν παράλογο. 'Ηταν βλάσφημο και ασεβές. Και ο Θεός; Δεν είχε τάχα δεχτεί τη 'δυσία του' Αβελ, δεν αγαπούσε τον' Αβελ; 'Οχι, όλα τούτα ήταν ανοησίες. Ο Ντέμιαν 'δέλησε να με ξεγελάσει, να με παρασύρει και να
35
ΝΤΕΜΙΑΝ
με μπλέξει. 'Ηταν διαβολεμένα έξυπνος, ήξερε πώς να
μιλά αλλά όχι και μέχρι εκεί. Ποτέ άλλοτε δε μ' είχε απασχολήσει τόσο ιστορία
παρμένη από τη Βίβλο ή από αλλού. Καιρό είχα ν' απο διώξω έτσι τη σκέψη μου μακριά από τον Φραντς Κρόμερ για τόσες ώρες, σχεδόν για ένα ολόκληρο βράδυ. Στο σπίτι ξαναδιάβασα την ιστορία όπως ήταν γραμμένη στη Βίβλο. Ήταν σύντομη και κα{}όλου διφορούμενη, κι ήταν ολωσ διόλου παράλογο να ψάχνω για κάποιο ιδιαίτερο κρυφό νόημα. Αν σκεφτόμασταν όλοι έτσι, ο κά{}ε δολοφόνος {}α
, τανε
ο εκλεκτός του Θεού! 'Οχι, ήταν ανοησίες. Απλά ο
Ντέμιαν είχε ένα σαγηνευτικό τρόπο να διηγείται αυτά τα πράγματα και να τα κάνει να φαίνονται αυτονόητα. 'Ε πειτα, ήταν κι εκείνη η έκφραση στη ματιά του. Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά μ' εμένα. Είχαζήσεισ' ένα κόσμο η{}ικό και αγνό, ήμουν κάτι σαν τον' Αβελ, και τώρα είχα μπλεχτεί τόσο πολύ με τον «άλλο κόσμο», είχα κατρακυλήσει, είχα βουτήξει μέσα εκεί κι ωστόσο δεν μπορούσα ν', αντιδράσω. Πώς είχαν γίνει όλα αυτά; Μια
{}ύμηση πέρασε τώρα σαν αστραπή μέσ' από το μυαλό μου και μου
' κοψε
την ανάσα. Κείνο το μοιραίο βράδυ,
τότε που άρχισαν τα βάσανά μου και βρισκόμουν με τόν πατέρα μου, είχα κοιτάξει με περιφρόνηση το δικό τους
κόσμο, το φωτεινό, και τη σοφία του. Πράγματι, εγώ ήμουν ένας Κάιν και είχα το σημάδι' φαντάστηκα πως το
στίγμα εκείνο δεν ήταν και καμιά ντροπή, αντί{}ετα μάλ
λον ήταν μια διάκριση κι ότι εξαιτίας αυτής της κακίας και της δυστυχίας στεκόμουν ψηλότερα από κείνον, ψηλότε ρα από τους ευσεΙΙείς και δίκαιους.
Τότε βέβαια δεν είχα μελετήσει τόσο προσεχτικά αυτά τα πράγματα, όμως υπήρχαν ήδη στις σκέψεις μου. Παρά
δοξα συναισ{}ήματα αναδεύτηκαν μέσα μου, που απ' τη μια με πονούσαν κι απ' την άλλη με γέμιζαν περηφάνια.
'Οταν συλλογίστηκα
πόσο
παράξενα είχε μιλήσει ο
Ντέμιαν για τους γενναίους και τους δειλούς, πόσο πε-
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
36
ρίεργα είχε ερμηνεύσει το σημάδι στο μέτωπο του Κάιν, πώς άστραψαν τα μάτια του, εκείνα τα ασυνή'θ'ιστα μάτια του ώριμου άντρα, αναρωτή'θ'ηκα αν κι ο ίδιος ο Ντέμιαν δεν ήταν ένα είδος Κάιν. Γιατί τον υπερασπίστηκε αν δεν έμοιαζε μ' αυτόν; Γιατί είχε εκείνη τη δύναμη στη ματιά του; Γιατί μιλούσε τόσο περιφρονητικά για τους «άλ λους», τις ταπεινές ψυχές, που ήταν στο κάτω κάτω οι
ευσεβείς και οι εκλεκτοί του Κυρίου; Οι σκέψεις τούτες κλω'θ'ογύριζαν στο κεφάλι μου. Σαν μια πέτρα που έπεσε σ' ένα πηγάδι και το πηγάδι ήταν η τρυφερή μου ψυχή. Και για πολύ καιρό μετά, τούτη η υπό'θ'εση του Κάιν, ο φόνος και το «σημάδι» στά'θ'ηκαν η αφορμή για να εκδηλω'θ'ούν οι πρώτες προσπά'θ'ειες για γνώση, οι αμφιβολίες και το κριτικό πνεύμα.
Παρατηρούσα πως και στ' άλλα αγόρια ασκούσε κάποια σαγήνη ο Ντέμιαν. Δεν είχα πει λέξη σε κανένα για την ιστορία του Κάιν, όμως παρ' όλα αυτά και οι άλλοι έδει χναν να ενδια~έρoνται για τον Ντέμιαν. Εν πάση περι
πτώσει, πολλές φήμες κυκλοφορούσαν για το νεοφερμέ νο. Αν τις ήξερα όλες, σκεφτόμουν, η κα'θ'εμιά τους 'θ'α
, ριχνε κάποιο φως στο χαρακτήρα του και 'θ'α ' χε κάποιο ιδιαίτερο νόημα. Μα είχα ακούσει μόνο να λένε ότι η
μητέρα του Ντέμιαν ήταν πολύ πλούσια. Κι ακόμα πως μήτε εκείνη μα μήτε και ο γιος της πατούσαν το πόδι τους στην εκκλησία. Κάποιο από τα παιδιά έλεγε πως 'θ'α ήταν εβραίοι, όμως μπορεί εξίσου να ήταν και μωαμε'θ'ανοί.
Κυκλοφορούσαν μύ'θ'οι και για τη δύναμη του Ντέμιαν. Είχε ταπεινώσει με τρόπο φοβερό το δυνατότερο μα'θ'ητή
της τάξης που τον είχε προκαλέσει να παλέψουν και τον
είχε αποκαλέσει δειλό όταν εκείνος αρνή'θ'ηκε. Τα παιδιά που ήταν μπροστά είπαν πως ο Ν τέμιαν τον άρπαξε με το , να χέρι από το σβέρκο και τον έσφιξε δυνατά. Το αγόρι χλόμιασε και παραδό'θ'ηκε. Για μέρες μετά δεν μπορούσε
37
ΝΤΕΜΙΑΝ
να κουνήσει το χέρι του. Ένα βράδυ κυκλοφόρησε η φήμη πως είχε πε'δάνει. Για κάμποσο καιρό δεν υπήρχε υπερβολή που να μην ειπω'δεί για τον Ντέμιαν και να μην την πιστέψουν, το κα'δετί σχετικά μ' αυτόν ήταν απίστευ το και συναρπαστικό. Με τον καιρό, ωστόσο, βαρέ'δηκαν
και σταμάτησαν να μιλούν. Λίγο αργότερα κυκλoφό~ησε κι άλλη μια φήμη ανάμεσά μας. Κάποια αγόρια βεβαίωναν πως ο Ντέμιαν είχε σχέσεις με κορίτσια και πως «ήξερε τα πάντα». Στο μεταξύ, η υπό'δεση με τον Φραντς Κρόμερ συνέχι
ζε τη μοιραία πορεία της. Δεν μπορούσα να ξεφύγω από τα νύχια του γιατί κι όταν ακόμα με παρατούσε ήσυχο για
λίγες μέρες, πάλι ήμουνα δεμένος μαζί του. Το βράδυ με βασάνιζε στον ύπνο μου και ό,τι βασανιστήριο δεν κατά φερνε να κάνει στην πραγματικότητα γινόταν με τη φα ντασία μου στα όνειρά μου. Στον ύπνο γινόμουν σκλάβος
του, ζούσα τόσο έντονα τα όνειρά μου -άλλωστε ήμουν πάντα ονειροπόλος- κι εξαντλούσα την υγεία και τη ζω ντάνια μου σε κείνες τις σκιές χειρότερα απ' ό,τι στην
κανονική ζωή μου. Σ' έναν από τους εφιάλτες που' ρχό ταν και ξαναρχόταν, έβλεπα πως ο Κρόμερ με βασάνιζε,
μ' έφτυνε, με πατούσε στο στή'δος και, το χειρότερο απ'
όλα, μ' έσπρωχνε να κάνω φριχτά εγκλήματα ή μάλλον δε με έσπρωχνε αλλά μ' ανάγκαζε απλώς με τη δύναμη της επιρροής του. Στον πιο φριχτό από κείνους τους εφιάλτες
απόπου ξυπνούσα μισότρελος, γινόταν μια δολοφονική
επί'δεση εναντίον του πατέρα μου. Ο Κρόμερ ακόνιζε ένα μαχαίρι, το 'βαζε στο χέρι μου και κρυβόμασταν πίσω
από τα δέντρα μιας λεωφόρου παραφυλώντας κάποιον.
Μα όταν ο άν'δρωπος πλησίαζε κι ο Κρόμερ με ειδοποιού σε τσιμπώντας το μπράτσο μου πως αυτός ήταν που 'δα μαχαίρωνα, έβλεπα τον πατέρα μου. Μετά ξυπνούσα.
Παρόλο που ήμουν απορροφημένος μ' αυτά, συλλογι
ζόμουν ακόμα τον Κάιν και τον πολύ τον Ντέμιαν.
' Οταν
' Αβελ,
όχι όμως τόσο
ξανασυναντή'δηκα μαζί του ή-
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΙ
38
ταν -πράγμα παράξενο- μέσα σ' ένα όνειρο. Γι' άλλη μια φορά ονειρευόμουν μαρτύρια και βίαιες πράξεις όπου ήμουν το {}{ιμα, μα τώρα ήταν ο Ντέμιανπου γονάτιζε στο στή{}ος μου. Και -πράγμα καινούριο που μ' εντυπωσίασε βα{}ιά- ό,τι απέκρουα και μου προκαλούσε πόνο σαν με βασάνιζε ο Κρόμερ, ευχαρίστως το υπέμενα από τα χέρια του Ντέμιαν μ' ένα αίσ{}ημα ανάμεικτο από έκσταση και φόβο. Δυο φορές είδα εκείνο το όνειρο, μετά, την τρίτη φορά, ο Φραντς ξαναπήρε το συνη{}ισμένο ρόλο του. Για πολύ καιρό μου ήταν αδύνατο να ξεχωρίσω τις
έμπειρίες των ονείρων μ<>υ από την πραγματικότητα. Πά ντως, η καταστρεπτική εξάρτηση από τον Κρόμερ συνεχί
στηκε και δε σταμάτησε ό':rαν του ξεπλήρωσα το χρέος με τους καρπούς από τις μικροκλεψιές μου. 'Οχι. Τώραήξε ρε και για κείνες τις κλεψιές γιατί ρωτούσε και ξαναρω τούσε από πού έβρισκα τα χρήματα, τώρα μ' είχε στο χέρι περισσότερο παρά ποτέ. Με απειλούσε συχνά πως {}α τα μαρτυρήσει όλα στον πατέρα, μα ακόμη και τότε ο φόβος μου ήταν ένα τίποτα μπρος στην απελπισία μου που δεν
τα είχα φανερφσει όλα μονάχος στον πατέρα μου από την αρχή. Ωστόσο, μ' όλο που ήμουν τόσο δυστυχισμένος, έρχονταν φορές που πίστευα πως ήταν γραφτό μου να γίνει ό,τι έγινε. Ήταν της μοίρας μου. Λοιπόν, ποιος ο
λόγος να δοκιμάσω να ξεφύγω;
Δίχως άλλο, κι οι γονείς μου βασανίζονταν όσο κρα τούσε αυτή η κατάσταση. ' Ενα καινούριο, άγνωστο πνεύ μα με είχε κυριεύσει. Δεν ταίριαζα πια στη μικρή κοινωνία μας εγώ που ήμουνα τόσο δεμένος μαζί της παλιά και ώρες ώρες με κυρίευε μια άγρι.α λαχτάρα, μια νοσταλγία γι' αυτά, σαν να 'ταν κάποιος παράδεισος χαμένος. Η μητέρα μου, είναι αλή{}εια, μου φερότανε περισσότερο
όπως σ' ένα πεισματάρη παρά σ' ένα άρρωστο παιδί', ωστόσο από τη συμπεριφορά των αδελφών μου μπορού
σα καλύτερα να κρίνω πώς είχαν τα πράγματα. Εκείνη η στάση τους απέναντί μου, που ήταν τόσο υπoχωρηΤΙ'~11,
• ΝΤΕΜΙΑΝ
39
με γέμιζε ατέλειωτη fiλίψη γιατί έβλεπα καt)αρά πως μ'
είχαν για δαιμονισμένο, κάποιον που ήταν να τον λυπάσαι μάλλον παρά να τον κατηγορείς και που, όπως και να 'χε το πράγμα, είχε μπει ο Διάβολος μέσα του. Καταλάβαινα
πως προσεύχονταν για μένα, τώρα περισσότερο από κά fiε άλλη φορά, καταλάβαινα όμως και πόσο μάταιες ήταν όλες εκείνες οι προσευχές τους. Μ' έκαιγε η ανάγκη να μιλήσω, να ξαλαφρώσω, λαχταρούσα να εξομολογηfiώ ει λικρινά, μα ήξερα προκαταβολικά πως δε fia κατάφερνα να τους δώσω να καταλάβουν, ούτε η μητέρα ούτε ο πατέρας μου. Ήξερα βέβαια πως
fia μ' άκουγαν με κα fia με λυπούνταν, μα δεfiα καταλάβαιναν, κι όλο το ζήτημα fia το ' βλεπαν σαν κάποιο παραστράτη
τανόηση, πως
μα ενώ επρόκειτο για τη μοίρα μου. Ξέρω καλά ότι πολύς κόσμος δεν πιστεύει πως ένα εντεκάχρονο παιδί μπορεί να νιώσει τόσα πράγματα, ό μως τούτη η ιστορία δεν προορίζεται γι' αυτούς. Την αφηγούμαι για κείνους που γνωρίζουν καλύτερα την αν fiρώπινη φύση. Ο μεγάλος που έμαt)ε να μετατρέπει ένα μέρος από τα αισfiήματά του σε σκέψεις, βρίσκει πως λείπουν τέτοιες σκέψεις από 'να παιδί και τελικά του αρνιέται κι αυτές τις ίδιες τις εμπειρίες.
Κι όμως, σπάνια ένιωσα κι υπέφερα τόσα πολλά όσα σ' εκείνη την περίοδο της ζωής μου.
Μια βροχερή μέρα, ο βασανιστής μου με είχε διατάξει να πάω στην πλατεία. Στεκόμουν εκεί και τον περίμενα τσα
λαπατώντας τα υγρά καστανόφυλλα που έπεφταν συνέ 'χεια από τα βρεγμένα δέντρα. Δεν είχα άλλα χρήματα
πάνω μου μα είχα φυλάξει κατά μέρος δυο γλυκίσματα για να πάρω μαζί μου, ώστε να 'χω κάτι να δώσω στον Κρό μερ. Συνήfiως στεκόμουν σε μια γωνιά περιμένοντάς τον με τις ώρες, και είχα συμβιβαστεί μ' αυτό όπως κάποιος
συμβιβάζεται με το αναπόφευκτο.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
40
Με ώρα, φάνηκε ο Κρόμερ. Δεν κάfiισε πολύ. Μου 'δωσε μια δυο σκουντιές στα πλευρά, γέλασε,· πήρε το γλύκισμα, μου πρόσφερε και τσιγάρο ακόμα, και γενικά φάνηκε πιο φιλικός από άλλες φορές. «Α, ναι», έκανε την ώρα που γύριζε να φύγει, «ακόμα λίγο και fia το ξεχνούσα. Θα μπορούσες να φέρεις και τη
μεγάλη σου αδελφή την επόμενη φορά. Αλήfiεια, πώς τη λένε;»
Δεν κατάλαβα πού το πήγαινε και δεν απάντησα. Τον κοίταξα έκπληκτος.
«Δεν καταλαβαίνεις, λοιπόν; Πρέπει να φέρεις την αδελφή σου».
«Ναι, μα δεν είναι σωστό αυτό, Κρόμερ. Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο κι εξάλλου ούτε η ίδια
fia
'ρχότανε».
Δε με ξάφνιασε η πρότασή του. Κατάλαβα πως ήταν κάποιο κόλπο, μια πρόφαση για να πετύχει κάτι; 'Ετσι
έκανε πάντα. Ζητούσε κάτι ακατόρ{)ωτο φοβίζοντας και ταπεινώνοντάς με και ύστερα μαλάκωνε σιγά σιγά. Τότε έπρεπε να τον εξαγοράσω με χρήματα ή με τίποτε δώρα.
Τούτη τη φJρά, ωστόσο, τα πράγματα ήταν διαφορετι κά. Δεν έδειχνε διόλου οργισμένος με την άρνησή μου. «Καλά», έκανε αδιάφορα, «ξανασκέψου το. Θα 'fiελα να γνωρίσω την αδελφή σου. Πάρ' τη να βγείτε περίπατο κι εγώ τότε σας συναντώ τυχαία. Θα σου σφυρίξω αύριο και τα ξαναλέμε».
Σαν έφυγε, κατάλαβα άξαφνα τι εννοούσε. Βέβαια δεν ήμουν παρά ένα παιδί τότε, μα είχα ακουστά πως τ' αγόρια και τα κορίτσια σαν μεγαλώσουν κάνουν μεταξύ τους κάτι άσεμνα, όλο μυστήριο πράγματα. Κι εγώ έπρε πε να συνεργήσω σε κάτι τόσο τερατώδεςl Στη στιγμή πήρα την απόφαση να μην υποκύψω. Μα ούτε και τολ
μούσα να σκεφτώ τις συνέπειες και την εκδίκηση του Κρόμερ. Αρχινούσε λοιπόν ένα νέο μαρτύριο για μένα, είχα μπροστά μου χειρότερα πράγματα να δω.
.5
41
ΝΤΕΜΙΑΝ
Απαρηγόρητος, με τα χέρια στις τσέπες, διέσχισα την
πλατεία. ΚΙ άλλα βάσανα, καινούρια σκλαβιά. Καθ'ώς συλλογιζόμουν όλα τούτα, άκουσα μια βαθ'ιά, ευχάριστη φωνή να φωνάζει. Σάστισα και το 'βαλα στα ' Ενα χέρι μ'
πόδια. Κάποιος μ' είχε πάρει στο κατόπι.
άγγιξε στον ώμο μαλακά. Ήταν ο Μαξ Ντέμιαν. «Α, εσύ είσαι, λοιπόνl» έκανα αμήχανα. «Και πήρα μια τρομάρα».
Με κοίταξε. Ποτέ άλλοτε το βλέμμα του δεν είχε αυτή την έκφραση του ώριμου άντρα, μια έκφραση οξυδερκή ενός ανώτερου όντος. Είχαμε να μιλήσουμε οι δυο μας πολύ καιρό. «Με συγχωρείς», είπε με κείνο τον ευγενικό κι aποφα σιστικό τρόπο του, «μα, κοίτα, δεν πρέπει ν' αφήνεις τον εαυτό σου να τρομάζει έτσι». «Δεν είναι πάντα εύκολο αυτό».
«' Ετσι
φαίνεται. Κοίτα δω.
' Οταν
aπoφεύγεις έτσι
κάποιον που δε σου 'χει κάνει τίποτα, τότε τον βάζεις σε σκέψεις. Παραξενεύεται. Του ανάβεις την περιέργεια. Αυ
τός, λοιπόν, ο κάποιος σκέφτεται πως είσαι ιδιαίτερα νευρικός και φτάνει στο συμπέρασμα πως όλοι οι άν6'ρω
ποι σαν φοβούνται φέρονται μ' αυτό τον τρόπο. Οι δειλοί πάντοτε φοβούνται μα δεν πιστεύω πως είσαι δειλός, ή μήπως είσαι; Βέβαια, δεν είσαι και κανένας ήρωας. Θα υπάρχουν πράγματα που φοβάσαι. Ακόμα, {)οα υπάρχουν άν{)ορωποι που φοβάσαι. Και που δε {)οα 'πρεπε. ' Οχι, δεν πρέπει να φοβόμαστε κανένα. Δεν πιστεύω να φοβάσαι και μένα;»
«Ω, όχι, καθ'όλου». «Ωραία, λοιπόν. 'Ομως, υπάρχουν κάποιοι που τους φοβάσαι».
«Δεν ξέρω ... άσε με ... τι {)Οέλεις από μένα;» Σκεφτόμουν να το βάλω στα πόδια και τάχυνα το βήμα μου, μα με πρόφτασε κι ένιωσα τη ματιά του να καρφώνε ':'αι πάνω μου.
----
-
----------------------------------------------ΕΡΜΑΝ ΕΣΣ:
42
«Θέλω να πιστέψεις», άρχισε πάλι να λέει, «πως έχο:. τις καλύτερες δια6'έσεις για σένα. Δεν έχεις τίποτα
vc
φoβηftείς από μένα. Ωραία, λοιπόν. Θα 'δελα να κάνο:. ένα πείραμα μαζί σου, είναι κάτι διασκεδαστικό και μπο· ρεί να μάδεις κάτι που ν' αποδειχτεί πολύ χρήσιμο. Πρό· σεξέ μεl Πρόκειται για ένα τέχνασμα που είναι γνωστά σαν "διάβασμα της σκέψης". Δεν έχει σχέση με κάποια
μαγεία, όμως αν δεν ξέρεις πώς παίζεται δα σου φανεί μυστηριώδες. Μπορείς μ' αυτό να κάνεις τους άλλους ν'
απορούν. Θα δοκιμάσουμε τώρα το πείραμα. Λοιπόν, σε συμπα6'ώ ή ενδιαφέρομαι για σένα και δέλω να μάδω τι
σου συμβαίνει. Έχω κάνει κιόλας το πρώτο βήμα. Σε τρόμαξα. Είσαι, επομένως, φοβισμένος. Γιατί συμβαίνει αυτό; Δεν πρέπει να φοβάσαι κανέναν. Όταν φοβάσαι κάποιον, σημαίνει πως του έχεις επιτρέψει να σ' επηρεά ζει. Για παράδειγμα, έκανες κάτι κακό, ο άλλος το ξέρει και μ' αυτό τον τρόπο σ' επηρεάζει, σ' έχει στο χέρι. Με
καταλαβαίνεις; Είναι αρκετά ξεκά{)αρο, δεν είναι έτσι;»
Κοίταζα σαν χαμένος το σοβαρό κι έξυπνο όπως πά ντοτε πρόσο:ιπο, το καλοσυνάτο, που δεν είχε τρυφερότη
,
τα στο ύφος του μα το διέκρινε μια αυστηρότητα, κάτι σαν δικαιοσύνη. Δεν ήξερα τι μου συνέβαινε. Στεκόταν μπρος μου σαν μάγος.
«Κατάλαβες τι δέλω να σου πω;» ξαναρώτησε.
, Εγνεψα καταφατικά. Δεν μπορούσα ν'
αρδρώσω λέξη.
«Σου 'πα πως το διάβασμα της σκέψης φαίνεται α
στείο, μα έρχεται από μόνο του πολύ φυσικά. Για παρά δειγμα, δα μπορούσα να σου πω τι ακριβώς σκέφτηκες για μένα όταν κάποτε σου μίλησα για την ιστορία του Κάιν και του
' Αβελ.
Αλλά αυτό δε μας ενδιαφέρει τώρα. Πι
στεύω ακόμα πως είναι πιδανό να με είδες και στον ύπνο σου. Μα ας το ξεχάσουμε κι αυτό. Είσαι έξυπνο παιδί ενώ οι περισσότεροι απ' τους άλλους είναι τόσο βλάκεςl Μ' ευχαριστεί πότε πότε να μιλώ μ' ένα έξυπνο αγόρι που εμπιστεύομαι. Σ' ενοχλεί αυτό;»
ω
Ι !
Ε
ΝΤΕΜΙΑΝ
43
«Και βέβαια όχι. Μόνο που δεν καταλαβαίνω». «Ας γυρίσουμε στο διασκεδαστικό μας πείραμα. Ανα καλύψαμε, λοιπόν, πως το αγόρι Χ είναι φοβισμένο. Φοβάται κάποιον που ίσως ξέρει κάποιο μυστικό του. Έτσι δεν έχουν περίπου τα πράγματα;» Υπέκυπτα στη φωνη και στη γοητεία του σαν μέσα σ' όνειρο. Περιοριζόμουν στο να συμφωνώ. Ήταν μια φωνη
που λες κι έβγαινε από τα βάθη της ψυχής μου. Μια φωνη, όμως, που γνώριζε τα πάντα καλύτερα από μένα τον ίδιο. Ο Ντέμιαν με χτύπησε στην πλάτη. «Αυτό είναι, λοιπόν; Το φανταζόμουν. Τώρα, μια ακόμα ερώτηση. Μπορείς να μου πεις τ' όνομα του αγοριού που έφυγε πριν λίγο αποδώ;» Τρομοκρατή{)ηκα. Το φοβερό μου μυστικό κουλουριάστηκε βαftιά μέσα μου, τρέμοντας μη φανερω{)εί στο φως της μέρας.
«Ποιο αγόρι; Δεν ήταν κανένα αγόρι εδώ, μόνος μου ήμουνα».
Γέλασε. «Πες μου, πώς τον λένε;»
«Τον Φραντς Κρόμερ εννοείς;» ψιWρισα. Συγκατάνεψε ευχαριστημένος. «Ωραία! Είσαι λογικό παιδί. Θα γίνουμε φίλοι εμείς οι δυο. Πρώτα, όμως, πρέπει να σου πω κάτι. Αυτός ο Κρόμερ, ή όποιο κι αν είναι τ' όνομά του, είναι ά{)λιο υποκείμενο. Είναι αχρείος, φαίνεται κι από το πρόσωπό του. Τι λες κι εσύ;»
«Ω, ναι», αναστέναξα, «είναι ένας αχρείος, ίδιος ο Σατανάς! Όμως, δεν πρέπει να μά{)ει τίποτα. Για τ'
όνομα του Θεού, δεν πρέπει να μά{)ει τίποτα. Τον ξέρεις; Εκείνος σε ξέρει;» «Μη νοιάζεσαι! ' Εφυγε τώρα, κι εξάλλου δε με ξέρει όχι ακόμα τουλάχιστον. Θα ' {)ελα, όμως, να τον γνωρίσω. Πηγαίνει στο σχολείο του χωριού;» «Ναι».
44
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΙ
«Σε ποια τάξη;» «Στην τελευταία.
' Ομως
να μην του πεις τίποτα! Σε
παρακαλώ, σε παρακαλώ να μην του πεις τίποτα!» «Μην ανησυχείς, δεν έχεις να πά-6εις τίποτα. Θέλεις να μου μιλήσεις λίγο περισσότερο γι' αυτό τον Κρόμερ;» «Δεν μπορώ! ' Οχ ι! ' Αφησέ με!»
, Εμεινε
για λίγο σιωπηλός.
«Κρίμα», έκανε. «Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε το
πείραμα. Μα δε -6έλω να σε βασανίσω άλλο. Καταλαβαί νεις όμως, δεν είναι έτσι, πως δεν πρέπει να τον φοβάσαι τόσο; Ένας τέτοιος φόβος μπορεί να μας καταστρέψει, πρέπει ν' απαλλαγού με απ' αυτόν, πρέπει ν' απαλλαγείς απ' αυτόν αν -6έλεις να γίνεις άντρας. Καταλαβαίνεις;» «Βέβαια, έχεις απόλυτο δίκιο... μα δεν ωφελεί. Δεν ξέρεις ... »
«Είδες, όμως, ότι ξέρω πολλά περισσότερα απ' όσα φαντάζεσαι. Του χρωστάς λεφτά;» «Ναι, μα δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Δεν μπορώ να σου πω, δεν μπορώ».
«Δε -6α σ& βοη{)ούσε, λοιπόν, αν σου έδινα τα λεφτά που του χρωστάς; Είναι πολύ εύκολο για μένα».
« ' Οχι,
δε βγαίνει τίποτα. Και σε -6ερμοπαρακαλώ μην
πεις τίποτα σε κανέναν. Ούτε λέξη Ι Θα μου κάνεις μεγάλο κακό».
«Ν α μ' εμπιστεύεσαι, Σίνκλερ. Κάποια άλλη φορά μου λες το μυστικό σου. Εφόσον -6α το -6έλεις, βέβαια. Δεν πιστεύω να νομίζεις πως -6α σου φερ-6ώ σαν τον Κρόμερ;»
« ' Οχι,
όχι. Αλλά δεν ξέρεις τίποτε για όλα αυτά, ε;»
«Τίποτε απολύτως.· Απλώς, σκέφτομαι μερικά πράγ
ματα. Και, πίστεΨέ με, ποτέ δε -6α μπορούσα να φερ-6ώ όπως ο Κρόμερ. Εξάλλου, εμένα δε μου χρωστάς τίποτα». Μείναμε για κάμποσο αμίλητοι.
' Αρχισα
να τρέμω ..
Moλ~αύτα, σάστιζα όλο και πιο πολύ με τις γνώσεις του Ντέμιαν.
«Πάω σπίτι τώρα», είπε κι έσφιξε πάνω του το
= ΝΤΕΜΙΑΝ
45
πανωφόρι του. «Και μια που είπαμε τόσα, '6α ''6ελα να σου πω και τούτο ακόμη. Ξεφορτώσου τον αυτόν! Αν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, σκότωσέ τον! Θα μ' ευχαρι στούσε κάτι τέτοιο, '6α σ' εκτιμούσα πολύ. Θα σου' δινα μάλιστα κι ένα::χέρι».
Μ' έπιασεφόβος πάλι. Ξαναfiυμή{tηκα άξαφνα την ιστορία του Κάιν. Μου φάνηκε απαίσιο και άρχισα να
κλαίω σιωπηλά. Πολλά και περίεργα πράγματα μου συνέ βαιναν.
«Καλά λοιπόν», γέλασε ο Μαξ Ντέμιαν. «Πήγαινε σπί
τι τώρα. Κάτι '6α σκεφτούμε να κάνουμε, αν και ο φόνος ήταν το απλούστερο. Και σε παρόμοιες περιπτώσεις, το απλούστερο είναι και το καλύτερο. Έχεις πέσει σε άσχη μα χέρια».
Γύρισα σπίτι. Μου φάνηκε σαν να 'χα λείψει ένα χρόνο.
' Ολα έμοιαζαν διαφορετικά. Ανάμεσα σε μένα και
στον Κρόμερ είχε παρεμβλη{tεί κάτι που
μου 'δινε
ελπίδα. Έβλεπα το μέλλονν' ανοίγεται μπροστά μου. Δεν
ήμουν πια μόνος. Καταλάβαινα τώρα, για πρώτη φορά, σε τι φριχτή μοναξιά ζούσα τόσες βδομάδες συντροφιά με το μυστικό μου. Ξανάρ'6ε στο νου μου εκείνο που συχνά συλλογιόμουν: ότι μια εξομολόγηση στους γονείς μου
απλώς '6α μ' ανακούφιζε χωρίς να με λυτρώσει ολότελα.
Και τώρα που είχα εξομολογη'6εί, σχεδόν, σε κάποιον ξένο, ένα αίσfiημα ανακούφισης με τύλιγε σαν δυνατό άρωμα. Μολαταύτα, δεν είχα ακόμη κατανικήσει το φόβο μου, αντί'6ετα, περίμενα πολλές και οδυνηρές συζητήσεις
και λογομαχίες με τον εχ'6ρό μου. Για τούτο μου φαινόταν απίστευτο πρυ τα πράγματα κυλούσαν τόσο ήσυχα δίχως εξάρσεις. Πέρασε μια μέρα, δυο, τρεις μέρες, μια βδομάδα, και το σφύριγμα του Κρόμερ δεν ακούστηκε έξω από το σπίτι
μας. Μου φαινόταν απίστευτο κι είχα διαρκώς το νου μου μην και φανερωttεί άξαφνα εκεί που δεν τον περιμένω.
Ωστόσο, η εξαφάνισή του συνεχίστηκε. Δεν τολμούσα να
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
46
πιστέψω πως είχα ελευ-θ'ερω-θ'εί απ' αυτόν ώσπου μια
μέρα, επιτέλους, τον συνάντησα. Ερχόταν κατά το μέρος μου κατεβαίνοντας τη Ζάιλεργκάσε. Σαν με είδε έκανε μια απαίσια γκριμάτσα και δίχως να κα-θ'υστερήσει γύρισε
πάλι πίσω για να μ' αποφύγει.
, Ηταν
εκπληκτικό. Ο εχ-θ'ρός μου το 'βαζε στα πόδια!
Εκείνος ο σατανάς με φοβόταν! Ένα ρίγος χαράς και κα
τάπληξης με συγκλόνισε. Ο Ντέμιαν φάνηκε ξανά μια από τις επόμενες μέρες. Με περίμενε έξω από το σχολείο. «Γεια σου», του είπα.
«Καλημέρα, Σίνκλερ. Ή-θ'ελα να μά-θ'ω πώς τα πας. Ο Κρόμερ σ' άφησε ήσυχο, έτσι δεν είναι;» «Εσύ τα κατάφερες, λοιπόν; Μα πώς; Με ποιο τρόπο;
Δεν το χωράει ο νους μου. Ούτε που με πλησιάζει πια, ξέρεις».
«Πολύ ωραία. Αν τύχει καί ξαναφανεί -δεν το πιστεύω, βέβαια, μα είναι -θ'ρασύ υποκείμενο- πες του να -θ'υμη-θ'εί. τον Ντέμιαν».
«Μα τι συνέ~η; Μήπως τα 'βαλες μαζί του και τον χτύπησες;»
« ' Οχι,
δε μ' αρέσουν εμένα τέτοια. Μίλησα απλώς
μαζί του, όπως μίλησα και μαζί σου, και του' δωσα να καταλάβει καλά πως αν ή-θ'ελε το καλό του έπρεπε να σ'
αφήσει ήσυχο».
«Δεν του έδωσες βέβαια τίποτα λεφτά;» «Όχι, μικρέ μου. Τούτη τη μέ-θ'οδο την είχες κιόλας δοκιμάσει» . Γύρισε κι έφυγε δίχως να πει άλλο, μ' όλο που ή-θ'ελα ν? ρωτήσω περισσότερα, και μ' άφησε όπως πάντοτε με
κείνο το τυραννικό αίσfl'ημα· ένα αλλόκοτο μείγμα ευγνω μοσύνης και δέους, -θ'αυμασμού και φόβου, συμπά-θ'ειας κι ενδόμυχης έχ-θ'ρας.
Σκόπευα να τον ξαναδώ σύντομα ώστε να μιλήσουμε
47
ΝΤΕΜΙΑΝ
πάλι για όλα αυτά και για την ιστορία του Κάιν. Δεν ιδω-θ'ήκαμε, όμως. Δεν πιστεύω ότι η ευγνωμοσύνη είναι καμιά αρετή και 6'α ' ταν άστοχο να την απαιτεί κανείς από ' να παιδί. Η αγνωμοσύνη, λοιπόν, που έδειξα στον Μαξ Ντέμιαν δε με ξάφνιασε. Σήμερα δε μου μένει καμιά αμφιβολία πως, αν δε με είχε γλιτώσει από τα νύχια του Κρόμερ, δε -θ'α
' χα
ξαναβρεί ποτέ τον εαυτό μου και -θ'α χανόμουνα οριστικά. Ακόμη και τότε καταλάβαινα πως η aπολύτρωση αυτή ήταν η μεγαλύτερη εμπειρία της νεανικής μου ζωής, κι όμως εγκατέλειψα το λυτρωτή μου ευ-θ'ύς μόλις πραγμα τοποίησε το -θ'αύμα. 'Οπως είπα παραπάνω, δεν υπήρχε τίποτα το ασυνή-θ'ι στο στην αγνωμοσύνη μου. Παράξενη ήταν, -θ'α
' λεγα, η
έλλειψη περιέργειας από τη μεριά μου. Πώς μπορούσα να
ζω έστω και μια μέρα ακόμα δίχως να ξεδιαλύνω τις μυστικές έννοιες που μου είχε βάλει στο νου ο Ντέμιαν; Πώς μπόρεσα ν' αντιστα{}ώ στην περιέργεια να μά-θ'ω κι άλλα για τον Κάιν, τον Κρόμερ, το διάβασμα της σκέψης;
Δύσκολο να το καταλάβει κανείς μ' όλο που ήταν αλη-θ'ινό. Είδα' άξαφνα τον εαυτό μου ελεύ-θ'ερο από τη διαβολική παγίδα, είδα τον κόσμο φωτεινό και χαρούμενο ολόγυρά μου. Δεν είχα κρίσεις φόβου πια μήτε πνιγόμουν aπ, τα καρδιοχτύπια. Τα ξόρκια είχαν λυ-θ'εί. Δεν ήμουν πια καταραμένος μήτε κολασμένος, ξαναγίνηκα μα{}ητής.
Η φύση μου πάσχισε να ξαναβρεί την ηρεμία και την ισορροπία της, γύρευε πάνω απ' όλα να διώξει μακριά και να με κάνει να ξεχάσω κα{}ετί άσχημο και απειλητικό.
•• ι
• ι
'Ολη η ιστορία της ενοχής και του φόβου γλιστρούσε μέσ' από τη μνήμη μου με γρηγοράδα απίστευτη, δίχως ν' αφήνει πίσω της ουλές και άσχημες εντυπώσεις. Μπορώ να εξηγήσω σήμερα γιατί γύρευα με την ίδια γρηγοράδα να λησμονήσω το σωτήρα μου και λυτρωτή μου. Από τον καιρό της -θ'λίψης μες στην καταδίκη μου,
από την τρομερή σκλαβιά του Κρόμερ, γύρευα με ορμή,
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣ
48
με κάt)ε μόριο της βασανισμένης μου ψυχής να γυρίσCi
πίσω, εκεί όπου υπήρξα χαρούμενος κι ευτυχισμένος· στο χαμένο παράδεισο που άνοιγε πάλι τις πύλες του στον ήρεμο κόσμο της μητέρας και του πατέρα, στι~ αδελφές μου, στο άρωμα της αγνότητας, στην ταυτότητc με τον Θεό και τον
' Αβελ.
Την άλλη κιόλα μέρα που μίλησα με τον Ντέμιαν, ότα'\ είχα επιτέλους πει.σθ'εί για τη νεοαποκτημένη ελευ'6ερίc μου και δε φοβόμουν πια μήπως την ξαναχάσω, έκανσ εκείνο που συχνά κι απελπισμένα επιt)υμoύσα - εξομολο·
γή'6ηκα. Πήγα στη μητέρα μου, της έδειξα τον κουμπαρά, τη σπασμένη κλειδαριά και τα κέρματα στη '6έση τω,; χρημάτων και της είπα πως από δικό μου σφάλμα μ' εξουσίαζε ένας απαίσιος βασανιστής. Δεν κατάλαβε καλά την ιστορία μου, μα είδε τον κουμπαρά, την αλλαγμένη όψη και τον τόνο στη φωνή μου κι ένιωσε πως έγινα πάλι καλά, πως ήμουνα πάλι δικός της.
Ολόχαρος τώρα έζησα τη γιορτή της αποδοχής μου, την επιστροφή του άσωτου γιου. Η μητέρα με πήγε στον πατέρα. Ξανqπα την ιστορία μου από την αρχή, ερωτή σεις κι επιφωνήματα '6αυμασμου πέφτανε πάνω μου σαν
βροχή. Οι γονείς μου μού χάιδεψαν τα μαλλιά κι ανάπνευ ' Ολα ήταν υπέροχα, όλα ήταν όπως
σαν ανακουφισμένοι.
στα παραμύ'6ια, όλα γίνηκαν πάλι υπέροχα αρμονικά. Συγκινημένος, βυ'6ίστηκα σε τούτη την αρμονία. Δεν ήξερα πώς να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου. Είχα
ξανάβρει τη γαλήνη μου και την εμπιστοσύνη των γονιών μου. Έγινα υπόδειγμα παιδιού, έπαιζα περισσότερο από
ποτέ με τις αδελφές μου και στη βραδινή προσευχή έψελνα όλα τα αγαπημένα τροπάρια με τη λαχτάρα εκείνου που σώfiηκε και Υυρισε στο σπίτι του. Τα αισt)ήματα έβγαιναν απ' την καρδιά μου, δεν είχαν τίποτε το προσποιητό.
Ωστόσο, δεν πήγαιναν όλα καλά. Κι αυτό μόνο εξηγεί την αγνωμοσύνη μου προς τον Ντέμιαν, γιατί σ' ε~είνoν
_._---
s ΝΤΕΜΙΑΝ
έπρεπε να εξομολογηfl'ώ. Μια τέτοια εξομολόγηση
, ταν
49
Da
λιγότερο συγκινητική, λιγότερο Dεατρική αλλά πε
ρισσότερο καρποφόρα για μένα. Αρπαζόμουν μ' όλη μου
τη δύναμη από τον αλλοτινό γήινο παράδεισό μου. Είχα γυρίσει σπίτι και μ' είχαν δεχτεί με συμπόνια. Αυτός δεν ήταν ο κόσμος του Ντέμιαν μήτε και ταίριαζε εδώ. Εκείνος -αν και διαφορετικά από τον Κρόμερ- ήταν ο «Πειρασμός», ο κρίκος που μ' ένωνε με τον άλλο, τον κακό κόσμο που δεν ήDελα να τον ξέρω. Ν α εγκαταλείψω τον ' Αβελ και να υμνήσω τον Κάιν τώρα που είχα πάλι γίνει ο ' Αβελ δεν το μπορούσα και δεν το ήDελα. Έτσι έδειχναν τα πράγματα εξωτερικά. Μέσα μου, όμως, ένιωf)α πως είχα γλιτώσει από τα νύχια του Κρόμερ
και του Σατανά αλλά όχι με δύναμη και προσπάDεια δική μου. Δοκίμασα να περπατήσω μόνος στο μονοπάτι του κόσμου και γλίστρησα. Τώρα που ένα φιλικό χέρι απλώ -θ'ηκε και μ' έσωσε αποτραβήχτηκα στη μητρική αγκαλιά, στη σιγουριά του υπάκουου και προστατευμένου παι διού, δίχως ούτε για μια στιγμή να στρέψω το βλέμμα στον
έξω κόσμο. Έγινα πιο παιδί, πιο εξαρτημένος από πριν. , Επρεπε την εξάρτησή μου από τον Κρόμερ να την αντικαταστήσω με μια άλλη γιατί ήμουν aνήμπορος να
προχωρήσω μόνος. Διάλεξα στα τυφλά την εξάρτηση από τον πατέρα και τη μητέρα μου, από το γνωστό και
πολυαγαπημένο φωτεινό κόσμο. 'Ήξερα κιόλα πως δεν ήταν ο μοναδικός. Αν δεν είχα διαλέξει τούτο το δρόμο, Da , πρεπε να σταDώ πλάι στον Ντέμιαν και να βασιστώ σ' αυτόν. Κείνη την εποχή πίστευα πως είχα πράξει έτσι εξαιτίας της, δικαιολογημένης άλλωστε, δυσπιστίας μου για τις παράξενες ιδέες του Ντέμιαν, όμως στην πραγματι
κότητα οφειλόταν αποκλειστικά στο φόβο. Ο ΝτέμιανDα ήταν πολύ πιο απαιτητικός από τους γονείς μου. Με την πειDώ, τη νoυf)εσία, την κορο'ίδία και το σαρκασμό,
πάσχιζε όσο μπορούσε να ενDαρρύνει σε μένα το πνεύμα της ανεξαρτησίας. Αλίμονο, πόσο καλά το ξέρω τώρα
4. Ντέμιαν
ΕΡΜΑΝ ΕΣ
50
αυτό. Τίποτα στον κόσμο δεν είναι πιο δυσάρεστο από 1 ν' ακολουt}ήσει κάποιος το μονοπάτι που οδηγεί στr
αυτογνωσία.
, Εξι
μήtrες αργότερα ωστόσο, μια μέρα που είχα βγi
περίπατο με το" πατέρα μου, δεν μπόρεσα ν' αντιστα6'ι
στον πειρασμό και τον ρώτησα τι γνώμη είχε για μερικοί
ανθ'ρώπους που πίστευαν τον Κάιν καλύτερο από το
, Αβελ. Ξαφνιάστηκε και μου εξήγησε πως δεν ήταν καμι καινούρια t}εωρία. Είχε κιόλα παρουσιαστεί στα πρώτι
χριστιανικά χρόνια και τη δίδασκαν ορισμένοι αιρετικο ανάμεσα στους οποίους οι Καϊνίτες.
' Ομως
τούτη
,
αίρεση δεν ήταν άλλο από μια πρoσπάt}εια του Σατανά νι γκρεμίσει την πίστη μας. Γιατί αν κάποιος πίστευε στι δίκιο του Κάιν και στο άδικο του ' Αβελ, το λογΙΚ4 συμπέρασμα t}a ήταν πως ο Θεός πλανήt}ηκε, πως ο Θεόι της Βίβλου δεν είναι ο μοναδικός και αληt}ινός Θεός αλλ( ένας ψεύτικος Θεός. Πράγματι οι Κα'ίνίτες είχαν διδάξε και κηρύξει κάτι παρόμοιο, μα τούτη η λαt}εμένη t}εωρί(
από καιρό είχε χα6'εί κι ο ίδιος απορούσε πώς κάποιοι,
συμμαt}ητή~ μου την είχε ακουστά. Και με πολλή σοβαρό τητα, με συμβούλεψε να μην κάνω τέτοιες σκέψεις.
μ
~o
lν ει
ώ
Ι
Ο ληστής
'ς
lv
Θα μπορούσα να διηγη'fi'ώ πολλά για τα όμορφα και τρυφερά περιστατικά των παιδικών μου χρόνων, για το
ά
αίσδημα της ασφάλειας που aπoλάμβανα κοντά στους
α
γονείς μου, την 31αιδιάτικη αγάπη και την ξέγνοιαστη,
ί,
ανευ'fi'υνη ζωή μου σ' ένα στοργικό και ήρεμο περιβάλ
η
λον. Αλλ.ά περισσότερο μ' ενδιαφέρουν τα βήματα που
α
έκανα στη ζωή για να φτάσω στην αυτοπραγμάτωση. Οι
D
ήρεμες ευχάριστες ώρες, τα ευτυχισμένα νησιά, τα παρα
:S
δεισένια μέρη που γνώριζα καλά τη μαγεία τους, ας μείνουν πίσω στη γοητεία του παρελ'fi'όντος. Είναι ένας κόσμος όπου δε ζητώ να ξαναγυρίσω.
ς;
i :ι
Κι ενόσω μιλώ ακόμα για τα παιδικά μου χρόνια,
χ
αναφέρω μόνο τις καινούριες εμπειρίες μου, εκείνες που
στά{)ηκαν αφορμή να προχωρήσω στη ζωή. Εκείνα τα ερε'fi'ίσματα προέρχονταν πάντοτε aπό το «σκοτεινό» κόσμο, συνοδεύονταν πάντοτε aπό φόβο,
εξαναγκασμό και ένοχη συνείδηση. Εκδηλώνονταν πά ντοτε επαναστατικά και ήταν μια aπι:;ιλή για τη γαλήνη μου όπου ευχαρίστως ή'fi'ελα να συνεχίσω να ζω.
Ύστερα ήρ{)αν χρόνια που χρειάστηκε ν' ανακαλύψω μέσα μου την ύπαρξη του αρχέγονου ενστίκτου που στο φωτεινό κό'σμο έπρεπε να μένει κρυφό. Το ξύπνημα του
σεξουαλικού ενστίκτου πρόβαλλε αργά αργά μπροστά μου, όπως στον κά'fi'ε άν'fi'ρωπo, σαν κάτι εχ'fi'ρικό και καταστρεπτικό, κάτι aπαγoρευμένo' ανή'fi'ικο και αμαρ
τωλό. Αυτό που ερέ'fi'ιζε την περιέργειά μου, αυτό που προκαλούσε όνειρα, πό'fi'ο και φόβο, το μεγάλο μυστικό της εφηβείας, δεν ταίριαζε με την παιδιάτικη ζωή μου και τις περιορισμένες χαρές της.
52
ΕΡΜΑΝ ΕΣ:
'Εκανα ό,τι κάνουν όλοι. Ζούσα τη διπλή ζωή το παιδιού που δεν είναι πια παιδί. Η συνείδησή μου ζούσ στα όρια του οικείου και επιτρεπτού, η συνείδησή μα αρνιόταν τον καινούριο κόσμο που βρισκόταν στο σκοτά δι της γέννησής του ακόμη. Πλάι στη ζωή αυτή, ωστόσc
ζούσα με όνειρα και επι-θυμίες ζοφερές που πάνω τους' συνειδητή ζωή μου, τρομαγμένη, έχτιζε γέφυρες για
vc
συγκρατήσει τον παιδικό μου κόσμο που γκρεμιζόταν
, Οπως
όλοι σχεδόν οι γονείς, έτσι κι οι δικοί μου δε
έκαναν καμιά προσπά6εια να εν6αρρύνουν το συνταρα κτικό ξύπνημα της ζωής. Δεν αναφέρ6ηκαν ποτέ σ' αυτό Τουναντίον, βάλ6ηκαν να υποστηρίζουν τις απελπισμέ, νες προσπά6ειές μου ν' αρνη6ώ την πραγματικότητα κα
να συνεχίσω να ζω στον κόσμο του παιδιού, που γινότα'\ ολοένα πιο ψεύτικος και απατηλός. '!σως οι γονείς δε'\ μπορούν να βοη6ήσουν σ' αυτές τις περιπτώσεις κι εγαι δε 6α δοκιμάσω να κατακρίνω τους δικούς μου. Ήτα'\!
δική μου δουλειά να βρω τον εαυτό μου και το δρόμο μου, και όπως τα περισσότερα καλοανα6ρεμμένα παιδιά δεν τα κατάφεQνα καλά.
Κά6ε άVf)ρωπος περνά αυτή την κρίσ"'ψ-η εποχή. Για το μέσο άν6ρωπο είναι 'μια στιγμή της ζωής του όπου οι απαιτήσεις της δικής του μοίρας συγκρούονται με το
περιβάλλον του, όπου η πορεία προς τα μπρος χαράζεται με μεγάλη δυσκολία. Για πολλούς είναι η μοναδική στιγμή στη ζωή τους που δοκιμάζουν το 6άνατο και την ανάστα ση -που είναι η μοίρα μας- στην παρακμή και στην αργή κατάρρευση της παιδικής ηλικίας, όταν μας εγκαταλείπει κα6ετί που αγαπήσαμε και νιώ60υμε άξαφνα τη μοναξιά και τη 6ανάσιμη παγωνιά του κόσμου ολόγυρά μας. Και
πάρα πολλοί μένουν για πάντα γαντζωμένοι σε τούτο τον γκρεμό κι απελπισμένα προσκολλούνται στο ανέκκλητο
παρελ6όν, στο όνειρο του χαμένου παράδεισου, που είναι το χειρότερο και πιο σκληρό απ' όλα τα όνειρα. Ας ξαναγυρίσω, όμως, πίσω στην ιστορία μου. Οι
------.
-
-'
-
&
ΝΤΕΜΙΑΝ υ
'ε υ ι-
η
:%
'. ιι
53
εντυπώσεις και τα αισ6ήματα που σήμαναν το τέλος της παιδικής μου ηλικίας είναι μηδαμινά για να τα αναφέρω. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο «σκοτεινός κόσμος», ο «άλλος κόσμος», έκανε πάλι αισδητή την παρουσία του. Αυτό που ήταν κάποτε ο Κρόμερ είχε τώρα σφηνωt}εί μέσα μου κι έτσι ο «άλλος κόσμος» κέρδιζε έδαφος. Κάμποσα χρόνια πέρασαν μετά την ιστορία με τον Κρόμερ. Αυτή η δραματική και ένοχη περίοδος της ζωής μου ήταν πια πολύ μακρινή κι έσβησε σαν έν<:χς σύντομος εφιάλτης. Ο Φραντς Κρόμερ είχε κι αυτός εξαφανιστεί
από τη ζωή μου. Σπάνια με απασχολούσε, ακόμα κι όταν τύχαινε να τον συναντήσω. Ωστόσο, το άλλο σημαντικό πρόσωπο της τραγωδίας, ο Μαξ Ντέμιαν, ποτέ δε χά6ηκε από τη ζωή μου, αν και για αρκετό διάστημα στεκόταν στο περιt}ώριο, ορατός μα δίχως να μ' επηρεάζει. Αργά αργά με πλησίασε, η δύναμη και η επιρροή του ακτινοβόλησαν πάνω μου. Φέρνω στο νου μου τις αναμνήσεις κείνης της εποχής
από τον Ντέμιαν. Για ένα χρόνο ή και περισσότερο δε
μιλήσαμε ούτε μια φορά. Τον απέφευγα, και τις λιγοστές φορές που ανταμώσαμε μόλις που με χαιρέτησε γνέφο ντας με το κεφάλι του. Κάποιες φορές t}αρρούσα πως υπήρχε ένας αδιόρατος χλευασμός και μια ειρωνική επιτίμηση στο φιλικό ύφος του, μα ίσως να 'ταν η ιδέα μου. Και οι δυο δείχναμε να 'χουμε λησμονήσει την
εμπειρία που είχα μοιραστεί μαζί του και την παράξενη επιρροή του επάνω μου.
Αναπολώ τη μορφή του και τώρα που τον σκέφτομαι
βλέπω ότι ποτέ δεν έφυγε πραγματικά από τη ζωή μου. Τον 6υμάμαι να πηγαίνει στο σχολείο, μόνος ή με άλλα μεγάλα αγόρια μαζί, ξένος, μοναχικός και ήρεμος, μακρι
νός ανάμεσά τους, με τη δική του αύρα να τον περιτριγυ ρίζει, υπακούοντας στο δικό του νόμο. Κανένας δεν τον συμπαt}ούσε, με κανένα δεν είχε ιδιαίτερα στενές σχέσεις
εκτός από τη μητέρα του, αλλά ακόμα και σε κείνη δε
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ ~------------------------------------------
φερόταν σαν παιδί αλλά σαν μεγάλος άντρας. Οι δάσκαλοι τις περισσότερες φορές τον άφηναν στην ησυχία του. Ήταν έξυπνο παιδί μα δεν έκανε καμιά προσπά6εια ν' αρέσει σε κανένα και πότε πότε ακούγαμε να μιλούν για παροιμίες, σχόλια ή εύστοχες απαντήσεις του στον ένα ή στον άλλο από τους καf)ηγητές, που τις διέκρινε ειλικρί
νεια και κάποια ειρωνεία. Κα6'ώς κλείνω τα μάτια και αναπολώ, η μορφή του ξεπροβάλλει μπρος μου. Πότε ήταν; Ναι, τώρα thJμάμαι. Ήταν στο μικρό δρομάκι μπροστά στο σπίτι μας. Είχε
σταδεί μια μέρα με το τετράδιο στο χέρι και σχεδίαζε τον παλιό thJρεό με το πουλί πάνω από την εξώthJρα. Καδώς στεκόμουν κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα, παρατη ρούσα με βαδύ δαυμασμό εκείνο το διαπεραστικό, ψυχρό και φωτεινό πρόσωπο στραμμένο προς το thJρεό. Ήταν το πρόσωπο ενός ώριμου άντρα, ενός μελετητή ή καλλιτέ χνη, δεληματικό και αποφασιστικό, παράξενα ξάστερο και αυτοκυριαρχημένο, με βλέμμα οξυδερκές. Τον ξαναβλέπω πάλι,;'ίγο αργότερα. Φεύγαμε από το σχολείο, είχαμε πάρει το δρόμο για το σπίτι και σταδήκα με να δούμε ένα άλογο πεσμένο καταγής. ' Εμενε ακίνητο, ζεμένο σε μια χωριάτικη άμαξα, ξεφυσώντας λυπητερά με τα ρουδούνια ορδάνοιχτα, αιμορραγώντας από κάποια κρυφή πληγή. Το αίμα λέκιαζε την άσπρη σκόνη του δρόμου ολόγυρα, που γινόταν μαυροκόκκινη. Γύρισα το κεφάλι μ' ένα αίσδημα ναυτίας και τότε πρόσεξα την έκφραση του Ντέμιαν. Δεν είχε προχωρήσει μπροστά με
τους άλλους, μα στεκόταν τελευταίος έδειχνε ευγενικός και ήρεμος όπως πάντα. Η ματιά του ήταν στραμμένη στο κεφάλι του αλόγου και είχε ξανά κείνη τη βαδιά, ήρεμη, σχεδόν φανατική και γεμάτη πάδος προσήλωση. Δεν μπορούσα ν' αποτραβήξω τη ματιά μου και δοκίμασα ένα αλλόκοτο αίσδημα. Κοιτούσα το πρόσωπο του Ντέμιαν
και παρατηρούσα πως δεν ήταν το πρόσωπο ενός παιδιού μα ενός άντρα, και πάλι δεν ήταν ολότελα το πρόσωπο
Τ ι
55
ΝΤΕΜΙΑΝ
ενός άντρα. Είχε κάτι διαφορετικό πάνω του, ένα γνώρι σμα σχεδόν γυναικείο. Δεν έδειχνε μήτε αντρικό μήτε παιδικό, νεανικό ή γεροντικό, μα εκατό χρονώ, δίχως ηλικία, με τη σφραγίδα αλλοτινών καιρών που εμείς δεν είχαμε γνωρίσει. Τότε δεν ήξερα βέβαια, τότε δεν καταλά βαινα αυτό που τώρα εξιστορώ, ωστόσο ήταν κάτι παρα πλήσιο. Ίσως να ένιωσα πως ήταν γοητευτικός, ίσως να με απώ'δησε, δεν μπορώ να το κα'δορίσω. Κατάλαβα όμως πως ήταν διαφορετικός από εμάς, έμοιαζε με ζώο, με πνεύμα ή εικόνα. Δεν μπορώ να τον περιγράψω, ξέρω
μόνο πως ήταν διαφορετικός, απερίγραπτα διαφορετικός από εμάς. Τίποτε άλλο δε '6υμάμαι, ίσως κι αυτά ακόμη που διηγούμαι είναι ως ένα βα'δμό παρμένα από κατοπι νές εντυπώσεις.
Μόνο ύστερα από κάμποσα χρόνια πλησίασα πιο στενά τον Ντέμιαν. Αντί'δετα με ό,τι συνη'διζόταν, δεν είχε πάρει το Χρίσμα μαζί με τ' άλλα αγόρια της ηλικίας του και πάλι άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες. Λεγόταν ότι ήταν εβραίος ή ειδωλολάτρης και μερικά αγόρια πίστευαν πως αυτός και η μητέρα του ήταν ά'δεοι ή ακόμη πως ανήκαν σε κάποια κρυφή και ύποπτη αίρεση. Κοντά σ'
όλα τ' άλλα, '6υμάμαι πως τον υποψιάζονταν για εραστή της μητέρας του. Το πιο πι'δανό ήταν πως είχε ανατραφεί δίχως κάποια 'δρησκεία, γιαυτό και όλοι πρόβλεπαν πως 'δα είχε κακό μέλλον.
' Οπως και να ' χε, η
μητέρα του τού
επέτρεψε να πάρει το Χρίσμα δυο χρόνια αργότερα από τους συμμα{)ητές του. Ήρ'δαν, λοιπόν, έτσι τα πράγματα
ώστε για μήνες παρακολου'δήσαμε μαζί τα μα'6ήματα κατήχησης για το Χρίσμα. Ένα διάστημα τον απόφευγα τελείως. Δεν ή'δελα να 'χω σχέσεις μαζί του. Πολλά λέγονταν γι' αυτόν, έπειτα μ' ενοχλούσε και η ιδέα ότι του 'χα κάποια υποχρέωση
τότε, από την ιστορία με τον Κρόμερ. Εξάλλου, αρκετά με \ απασχολούσαν τα δικά μου προβλήματα. Η εποχή της' κατήχησης για το Χρίσμα είχε συμπέσει με την τόσο.
._
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
56
σημαντική περίοδο της αφύπνιση ς του ερωτικού ενστί κτου και παρ' όλη την καλή μου διάδεση ήμουν προκα τειλημμένος για τα δρησκευτικά. Τα πράγματα που μας
δίδασκε ο πάστορας παρέμεναν μακρινά, τα χαρακτήριζε η δική τους ήρεμη και ιερή πραγματικότητα. ' Ήταν δίχως άλλο όμορφα και πολύτιμα αλλά διόλου πραγματικά και διεγερτικά, όπως εκείνα του «άλλου» κόσμου που μ' ενδιέφεραν . 'Οσο, λοιπόν, αυτή η κατάσταση μ' έκανεν' αδιαφορώ
για τα δρησκευτικά τόσο μεγάλωνε το ενδιαφέρον μου για τον Ντέμιαν. Υπήρχε κάτι που μας έδενε. Και πρέπει τούτη τη στιγμή ν' ακολου{)ήσω όσο πιο προσεχτικά μπορώ τον ειρμό των σκέψεών μου. Απ' ό,τι δυμάμαι, όλα άρχισαν κάποιο πρωινό όταν το φως ήταν ακόμη αναμμέ
νο στην τάξη. Ο κα{)ηγητής των δρησκευτικών μας, ένας πάστορας, μας δίδασκε την ιστορία για τον Κάιν και τον , Αβελ. Ήμουν ννσταγμένος και δεν έδινα μεγάλη προσο χή.
' Αξαφνα,
ο πάστορας, υψώνοντας τη φωνή του,
άρχισε να μιλά για το σημάδι του Κάιν. Κείνη την ώρα κάτι
πετάρισε μέσα μου, σαν ~ιαεπιδυμίαγιαεπικoινωνία, και σηκώνοντας τα μάτια είδα το πρόσωπο του Ντέμιαν στραμμένο προς το μέρος μου -καδόταν στα πρώτα
δρανία- μ' εκείνη τη φωτεινή, εύγλωττη έκφραση που καδρέφτιζε ειρωνεία ή και σοβαρότητα, δεν μπορούσα να
πω με βεβαιότητα. Με κοίταξε μόνο για μια στιγμή και τότε έστρεψα όλη μου την προσοχή στα λόγια του πάστορα, τον άκουσα να μιλά για τον Κάιν και το σημάδι του, και βαδιά μέσα μου καταλάβαινα πως η ιστορία δεν ήταν όπως τη δίδασκε, πως υπήρχε μια διαφορετική ερμηνεία για όλα αυτά, πως οι απόψεις του επιδέχονταν κριτική.
Εκείνη τη στιγμή ένας καινούριος δεσμός δημιουργή
δηκε ανάμεσα σε μένα και τον Ντέμιαν. Δεν είχα καλά καλά συνειδητοποιήσει τούτη την πνευματική προσέγγι σή μας όταν ο Ντέμιαν -δεν ξέρω αν το επεδίωξε ή ήταν
το
ΝΤΕΜIΑΝ
57
τυχερό να γίνει έτσι, γιατί εκείνη την εποχή πίστευα στις μοιραίες συγκυρίες- λίγες μέρες αργότερα άλλαξε t)έση ξαφνικά και κάt)ισε ακριβώς μπροστά μου. Θυμάμαι πόσο μ' άρεσε να μυρίζω τη δροσερή, λεπτή μυρωδιά από σαπούνι που ανάδινε ο λαιμός του μέσα στην αποπνικτι κή ατμόσφαιρα της ασφυκτικά γεμάτης τάξης μας. Σε λίγες μέρες πάλι άλλαξε t)έση και βρέt)ηκε να κάt)εται πλάι μου, όπου έμεινε ολόκληρο το χειμώνα και την άνοιξη.
Τα πρωινά μαt)ήματα απόκτησαν τώρα ενδιαφέρον. Δε μ'
έκαναν πια να ννστάζω και να βαριέμαι. Τα
περίμενα με αννπομονησία. Ακούγαμε τον πάστορα με τη μεγαλύτερη προσήλωση και μια ματιά του Ντέμιαν αρ
κούσε για να τραβήξει την προσοχή μου σε κάποια περίεργη ιστορία ή καμία παράξενη κουβέντα. Κι ένα
άλλο, σταt)ερό, όλο νόημα βλέμμα αρκούσε για να ξυπνή σει μέσα μου το κριτικό πνεύμα. Πολλές φορές, ωστόσο, ήμασταν κακοί μαt)ητές και ούτε που δίναμε προσοχή στο μάt)ημα. Ο Ντέμιαν ήταν
υπόδειγμα καλής συμπεριφοράς στις σχέσεις του με τους καt)ηγητές αλλά και τους συμμαt)ητές του. Ποτέ δεν τον t)υμάμαι να παρασύρt)ηκε σε κάποια από τις συνηt)ισμέ
νες φάρσες που έκαναν τα παιδιά, ποτέ δεν τον άκουσα να μιλά ή να κορο'ίδεύει, μήτε και να προκαλεί την οργή των δασκάλων του. Ήσυχα, με νεύματα και ματιές πε ρισσότερο παρά με λόγια, είχε τον τρόπο να με κάνει να προσέχω τις ασχολίες του. Μερικές ήταν πολύ παράξενες. Για παράδειγμα, μου έλεγε ποιοι από τους συμμαt)η
τές μας τον ενδιέφεραν και με τι τρόπο τους μελετούσε. , Ηξερε καλά αρκετούς από αυτούς. Μερικές φορές, πριν από το μάt)ημα, μου έλεγε: «Μόλις σου κάνω νόημα με το
δάχτυλο, ο τάδε κι ο τάδε t)a γυρίσει να μας κοιτάξει ή t)a ξύσει το σβέρκο του». Την ώρα του μαt)ήματoς, κι ενώ το
, χα σχεδόν ξεχάσει, ο Μαξ κουνούσε περίεργα το δάχτυ λο για να τον προσέξω. Έριχνα μια βιαστική ματιά στ'
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
58
αγόρι που έδειχνε και κάδε φορά εκείνο έκανε την κίνηση
που ηδελε ο Ντέμιαν λες κι ηταν μαριονέτα. Δοκίμασα να πείσω τον Μαξ να κάνει το ίδιο μ' ένα κα{}ηγητη μα το αρνηδηκε. Ωστόσο, μια φορά, σαν μπηκα στην τάξη και
του είπα πως είχα έρδει αδιάβαστος και παρακαλούσα μη με σηκώσει ο πάστορας, δέχτηκε να βοη{}ήσει. Ο πάστο ρας αναζητησε ένα μα{}ητη για να πει την κατηχηση και η
ματιά του, αφού στράφηκε εδώ κι εκεί, στά{}ηκε τυχαία πάνω στο ένοχο πρόσωπό μου. Αργά ηρδε κατά το μέρος
μου, μ' έδειξε με το δάχτυλο, και ό,τι ηταν έτοιμος να πει τ'
όνομά μου όταν ξάφνου σαν να σάστισε, έδειξε
ανησυχος κι έφερε το χέρι στο κολάρο του. Στράφηκε
στον Ντέμιαν που \τον κοίταζε ολόισια στα μάτια και φάνηκε σαν να Ά δελε κάτι να τον ρωτησει. Απομακρύν{}η
κε όμως ησυχα πάλι, έβηξε μια δυο φορές και διάλεξε έναν άλλο μα{}ητη. Σιγά σιγά κατάλαβα ότι ενόσω διασκέδαζα με τούτα τ' αστεία συχνά γινόμουν κι εγώ ο ίδιος Wμα τους. Πολλές
φορές πηγαίνοντας στο σχολείο είχα την εντύπωση ότι
πίσω, σε μικρη απόστα~, ερχόταν ο Ντέμιαν και γυρίζο ντας να δω τον έβρισκα πράγματι πίσω μου.
«Μπορείς πραγματικά να κάνεις κάποιον άλλο να σκεφτεί αυτό που δες;» τον ρώτησα. Μου αποκρί{}ηκε γρηγορα με κείνο το ηρεμο, δετικό
ύφος μεγάλου άντρα. «Όχι», είπε. «Δεν έχουμε ελεύδερη βούληση κι ας λέει ό,τι δέλει ο πάστορας. Ο άλλος δεν μπορεί να σκεφτεί αυτό που δέλει εκείνος, όμοια όπως κι εγώ δεν μπορώ να τον κάνω να σκεφτεί ό,τι δέλω. Ωστόσο, όμως, είναι
δυνατό να συγκεντρώσεις την προσοχη σου πάνω σε κάποιον και συχνά να μαντέψεις την επόμενη κίνηση του.
Είναι σχετικά απλό, μόνο που ο κόσμος δεν το ξέρει. Βέβαια, χρειάζεται εξάσκηση. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα είδος νυχτοπεταλούδας που τα {}ηλυκά σπανίζουν σε σχέση με τ' αρσενικά. Οι νυχτοπεταλούδες αναπαράγο-
. .
r ι ΝΤΕΜΙΑΝ
59
νται όπως όλα τα ζώα, το αρσενικό γονιμοποιεί το fiηλυκό .που γεννά τ' αυγά. Αν είχες μια τέτοια fiηλυκιά νυχτοπε ταλούδα -πολλοί φυσιοδίφες δοκίμασαν αυτό το πείρα μα- τα αρσενικά t}a
' ρχονταν στο fiηλυκό πετώντας ώρες
ολόκληρες μέσα στη νύχτα. Για σκέψου το! Από κάμποσα μίλια απόσταση, τούτα τα αρσενικά μυρίζονται το μοναδι κό t}ηλυκό της περιοχής. Είναι δύσκολο να το εξηγήσου με. Σίγουρα t}a πρέπει να 'χουν πολύ δυνατή όσφρηση. , Ομοια όπως τα καλά κυνηγιάρικα σκυλιά βρίσκουν και ακολουt}ούν το πιο ανεπαίσfiητo ίχνος μιας οσμής. Κατα
λαβαίνεις; Είναι κι αυτό ένα από τα πολλά και ανεξήγητα της φύσης. Μπορώ, όμως, να σου πω τούτο: αν υπήρχαν αρκετές από τις fiηλυκιές νυχτοπεταλούδες, οι αρσενικές δε t}a 'χαν τόσο δυνατή όσφρηση. Την απόκτησαν γιατί απλώς τους ήταν απαραίτητη. Αν ένα ζώο ή κάποιος άνt}ρωπος κατευWνει όλη τη t}έλησή του σ' ένα σκοπό,
τον πετυχαίνει. Είναι πολύ απλό. Το ίδιο συμβαίνει μ' αυτό που λέγαμε. Παρατήρησε κάποιον προσεχτικά και σύντομα t}a ξέρεις γι' αυτόν περισσότερα απ' όσα ο ίδιος για τον εαυτό του».
, Ετοιμος ήμουνα να
ξεστομίσω τη λέξη «διάβασμα της
σκέψης» και να του t}υμίσω το μακρινό τώρα πια επεισό διο με τον Κρόμερ. Μα η νύξη εκείνου του t}έματος ήταν απαγορευμένη και μήτε κείνος μήτε εγώ είχαμε κάνει τον παραμικρό υπαινιγμό για το γεγονός ότι κάμποσα χρόνια πριν είχε νοιαστεί τόσο πολύ για τη ζωή μου. Φερόμασταν
σαν να μην είχε συμβεί τίποτε ανάμεσά μας παλιά, σαν ο καt}ένας από μας να παραδεχόταν πως ο άλλος το 'χε
ξεχάσει. Πράγματι, μια δυο φορές καt}ώς περπατούσαμε έτυχε να πέσουμε πάνω στον Φραντς Κρόμερ, μολαταύτα μήτε ένα βλέμμα δεν aνταλλάξαμε μήτε κι αναφερt}ήκαμε σε κείνον.
«Τι εννοείς, λοιπόν, όταν λες βούληση;» τον ρώτησα. «Μου λες πως δεν υπάρχει ελεύt}ερη βούληση κι από την άλλη επιμένεις πως δεν έχουμε παρά να συγκεντρώσουμε·
1
60
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
στα6'ερά τη itέλησή μας σ' ένα σκοπό για να τον πετύχου
με. Δε βγαίνει έτσι νόημα. Αν δεν είμαι κύριος της βούλησής μου, τότε δεν μπορώ να την κατευWνω όπου itέλω». Με χτύπησε στην πλάτη όπως πάντοτε σαν ήταν ευχαριστημένος μαζί μου. «Καλά έκανες και ρώτησες», έκανε γελώντας. «Πά ντοτε πρέπει να ρωτάς. Πάντοτε πρέπει ν' αμφιβάλλεις. Το πράγμα, όμως, είναι πολύ απλό. Αν μιανυχτοπεταλού δα, για παράδειγμ.α, ζητούσε να φτάσει κάποιο άστρο ή ένα εξίσου μακρινό αντικείμενο,
it'
αποτύχαινε. Εξάλ
λου, μήτε που μπαίνει στον κόπο να κάνει κάτι τέτοιο.
Αναζητά μόνο εκείνο που έχει κάποιο νόημα γι' αυτή, δηλαδή αυτό που χρειάζεται, που της είναι απαραίτητο. Και πετυχαίνει το ακατόρ{}ωτο, αναπτύσσει μια μαγική έκτη αίσ{}ηση που κανένα άλλο πλάσμα έξω απ' αυτή δε δια6'έτει. Στην περίπτωση των ανitρώπων, υπάρχει πιο πλατύ πεδίο δράσης και περισσότερα ενδιαφέροντα απ' ό,τι στα ζώα.
' Ομως
κι εμείς ακόμα κινούμαστε σ' ένα
περιορισμένο κύκλο πο-ι5 δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε. Μπορώ να φανταστώ τούτο ή τ' άλλο, να φανταστώ ότι itέλω να πάω στο Βόρειο Πόλο ή κάτι παρόμοιο, αλλά μπορώ να το πετύχω μόνο όταν η επιitυμία μου είναι πολύ δυνατή και το ποitώ ολόψυχα. Αν συμβεί αυτό, αν νιώσεις πως ζητάς κάτι ολόψυχα, τότε μπορείς να τιitασέψειςτη
βούλησή σου όπως ένα υπάκουο άλογο. Δε
ita
'χε λόγο,
για παράδειγμα, να itέλω να κάνω τον πάστορα να φορέσει γυαλιά. Αυτά είναι παιδιαρίσματα. Σαν αποφάσι σα όμως τούτο το φ{}ινόπωρο ν'
αλλάξω itρανίο, τα
κατάφερα. Παρουσιάστηκε ξαφνικά ένας μαitητής που
τ' όνομά του ήταν πριν από το δικό μου στον κατάλογο
και που έλειπε από καιρό άρρωστος. Κάποιος έπρεπε να του δώσει τη itέση. Την παραχώρησα, λοιπόν, εγώ γιατί η βούλησή μου ήταν έτοιμη ν' αρπάξει την ευκαιρία». «Ναι», είπα, «είχα ένα παράξενο αίσ{}ημα κείνο τον
ΝΤΕΜΙΑΝ
61
καιρό, το -θυμάμαι. Από την ώρα που ενδιαφερ'θ'ήκαμε ο ένας για τον άλλο, άρχισες να με πλησιάζεις. Αλλά πώς έγινε, αλή6εια; Δεν ήρ6ες να κα6ίσεις αμέσως πλάι μου.
Στην αρχή, σου αρκούσε που βρέi}ηκες συμπτωματικά στο μπροστινό 6ρανίο. Γιατί;»
«' Οταν
6έλησα ν' αλλάξω 6έση, ούτε εγώ ο ίδιος δεν
ήξερα πού ή6ελα να καi}ίσω. ' Ήξερα μόνο πως ή6ελα να πάω πίσω. Επι-θυμούσα να έρ6ω πιο κοντά σου, μα η βούλησή μου δεν ήταν εντελώς συνειδητή. Ταυτόχρονα, η δική σου βούληση ανταπoκρίi}ηκε στη δική μου και με βοή6ησε. Μόνο σαν βρέi}ηκα καi}ισμένoς μπροστά σου κατάλαβα πως η επι-θυμία μου δεν είχε ακόμα πραγματο ποιη6εί, ότι το μόνο που ή6ελα ήταν να καi}ίσω πλάι σου».
«Ναι, μα δεν είχε έρi}ει κανένας νέος μαi}ητής».
« ' Οχ ι,
όμως εγώ έκανα εκείνο που ή6ελα κι ήρ6α να
κα6ίσω πλάι σου δίχως να το πολυσκεφτώ. Το παιδί που του πήρα τη 6έση είχε για τα καλά σαστίσει και δε μου έφερε αντιρρήσεις. Κι ο πάστορας πρόσεξε σε μια στιγμή πως είχε γίνει κάποια αλλαγή, μα κά6ε φορά που είχε να
κάνει μαζί μου σαν κάτι να τον ενοχλούσε.
' Ήξερε
ότι
λεγόμουν Ντέμιαν και ότι κάτι δεν πήγαινε καλά γιατί, αφού τ' όνομά μου αρχινούσε από "Ν" δεν μπορούσα να κά60μαι εκεί που ήταν το "Σ". Αλλά δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει γιατί η βούλησή μου αντιστεκόταν και συνέχιζε να τον εμποδίζει.
' Εβλεπε,
ωστόσο, πως κάτι
περίεργο συνέβαινε και το καλό ανi}ρωπάκι με κοίταζε και πάσχιζε να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Αλλά εγώ έχω μrα πολύ απλή μέi}oδo. Τον κοίταζα κά6ε φορά ολόισια στα μάτια. Είναι κάτι που πολύ λίγος κόσμος μπορεί ν' αντέξει. Όλοι τους αισ6άνονται άβολα. Αν 6ες να πετύ χεις κάτι από κάποιον, κοίταξέ τον ξαφνικά κατάματα. Αν δε δείξει ανησυχία, τότε παράτα τα. Ποτέ δε 6α καταφέρεις τίποτε απ' αυτόν, ποτέ. Αλλά αυτό τυχαίνει.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
62
σπάνια. Ξέρω μόνο ένα πρόσωπο που δεν έχει αποτέλε σμα τούτη η μέfl'οδος». «Και ποιος είναι αυτός;» ρώτησα βιαστικά. Με κοίταξε, τα μάτια του μισόκλεισαν όπως πάντα όταν συλλογιζόταν. Ύστερα στράφηκε αλλού δίχως ν' αποκριfl'εί και παρόλο που μ' έτρωγε η περιέργεια, δεν ξαναρώτησα. Μολαταύτα, πιστεύω πως είχε στο νου του τη μητέρα του. ' Εδειχνε πολύ στενά δεμένος μαζί της. Ωστόσο, μήτε είχε αναφέρεί τ' όνομά της μήτε και με πήγε ποτέ στο
σπίτι τους. Ούτε που ήξερα καλά καλά πώς ήταν η μητέρα του.
Πολλές φορές δοκίμασα να τον μιμηfl'ώ και πρoσηλώfiηκα σε κάποιο πράγμα με τόση προσοχή, που ήμουν σχεδόν βέβαιος πως fl'a πετύχω το σκοπό μου. Υπήρχαν επι{tυ μίες που με πίεζαν πολύ. Μα δεν κατάφερνα τίποτα.
Μήτε και τολμούσα να μιλήσω γι' αυτά στον Ντέμιαν. Το , βρισκα αδύνατο να του,εξομολογηfl'ώ τις επι{tυμίες μου. Αλλά και κείνος δε με ρώτησε ποτέ. Στο μεταξύ, φάνηκαν και οι πρώτες μου αμφιβολίες για τα fl'ρησκευτικά ζητήματα. Ο τρόπος που σκεφτό μουν ωστόσο, και που ήταν βαttιά επηρεασμένος από τον Ντέμιαν, ήταν ολότελα διαφορετικός από των συμμα{tη τών μου που καυχιόνταν ότι δεν πίστευαν σε τίποτα. Γιατί υπήρχαν μερικοί συναναμετάξυ μας που λέγανε ότι ήταν
γελοίο κι ανάξιο για άντρες να πιστεύουν στον Θεό'και σε ιστορίες όπως η Αγία Τριάδα και η γέννηση του Χριστού·
όλα αυτά ήταν παραλογισμοί κι ήταν ντροπή στην εποχή μας να διαδίδονται τέτοια πράγματα. Μα εγώ δεν ήμουν σύμφωνος με τούτες τις απόψεις. Παρ' όλες τις αμφιβο λίες μου, γνώριζα από την παιδική μου εμπειρία για την αλήfl'εια μιας ζωής βασισμένης στην ευσέβεια, όπως εκείνη των γονιών μου, ήξερα πως δεν ήταν ούτε κάτι
,~
... ΝΤΕΜΙΑΝ
.
63
ανάξιο ούτε υποκρισία. Ακόμα τότε, όπως και τώρα, ένιω6α μεγάλο δέος για τα 6ρησκευτικά ζητήματα. Αλλά ο Ντέμιαν με είχε συνη6ίσει να σκέφτομαι και να εξηγώ τις ιστορίες και τα δόγματα της πίστης μ' ένα τρόπο λιγότερο
στενόμυαλο και περισσότερο προσωπικό και επινοητικό. Με χαρά και προ6υμία δεχόμουν τις ερμηνείες του αυτές. Πολλές ωστόσο -όπως η ιστορία του Κάιν- ήταν πολύ τολμηρές για μένα και μια φορά, την ώρα των 6ρησκευτι κών, με φόβισε με μια παρόμοια ερμηνεία που, αν πραγματοποιόταν,6α ' ταν ακόμα περισσότερο ανησυχη τική. Ο δάσκαλος μάς είχε μιλήσει για τον Γολγο6ά. Από μικρός είχα εντυπωσιαστεί βα6ιά με τη βιβλική αφήγηση για τα πά6η και το 6άνατο του Σωτήρα. Συχνά, μικρό παιδί, τη μέρα της Μεγάλης Παρασκευής, αφού μας είχε διαβάσει ο πατέρας την ιστορία των Πα6ών, βα6ιά συγκινημένος και συνεπαρμένος, ζούσα μέσα σ' αυτό τον κόσμο όλο οδύνη μα και ομορφιά, τον αχνό, φανταστικό και τόσο ζωντανό κόσμο της Γε6σημανή και του Γολγο-
6ά. Και σαν άκουγα τα «Κατά Ματ6αίον Πά6η» του Μπαχ, η ζοφερή δυνατή λάμψη του πά60υς εκείνου του
μυστικού κόσμου μου • φερνε ένα ρίγος μυστηριακό. Ακόμη και σήμερα βρίσκω σε τούτη τη μουσική και στο
«Actus Tragicus»
την πεμπτουσία κά6ε ποίησης και
έκφρασης της τέχνης.
Στο τέλος του μα6ήματος, ο Ντέμιαν μου είπε συλλο γισμένος:
«Τούτη η ιστορία έχει κάτι που δε μ' αρέσει, Σίνκλερ. Διάβασ' την ξανά, δοκίμασε τη γεύση της έχει κάτι το ανούσιο. Είναι κείνη η ιστορία με τους δυο κλέφτες. Υπέροχη η σκηνή με τους τρεις σταυρούς που στέκονταν
ο ένας πλάι στον άλλο στο βουνό. Μα τι είναι πάλι τούτη η ιστορία με τον καλό ληστή Ι Λες και βγήκε από καμιά φυλλάδα Ι Πρώτα απ' όλα ήταν εγκληματίας, είχε κάνει ο Θεός ξέρει πόσων λογιών κακουργήματα, και τώρα αλλά ζει, αρχίζει τα δάκρυα και πασχίζει να δείξει τη μεταμέ-
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
64
λειά του. Τι νόημα έχει, σε ρωτώ, μια τέτοια μεταμέλεια σαν βρίσκεται δυο βήματα από τον τάφο; Δεν είναι παρά ένα παραμύ-θ-ι που σκάρωσαν οι παπάδες, γλυκανάλατο
και διόλου πειστικό, δακρύβρεχτο και ηδικοπλαστικό. Αν σ' έβαζαν να διαλέξεις σημερα έναν από τους δυο ληστές για φίλο σου ή αν σε ρωτούσαν ποιον δα εμπιστευόσουνα,
δε δα διάλεγες βέβαια το μετανιωμένο κλαψιάρη. ' Οχι, ο άλλος είναι αυτός που έχει χαρακτήρα. Ούτε που καταδέ χεται να δείξει μετάνοια γιατί ξέρει ότι στη δέση που βρίσκεται κάτι τέτοιο δε δα 'ναι παρά ωραία λόγια. Βαδίζει, λοιπόν, το δρόμο του ίσαμε το τέλος και δεν απαρνιέται τον Διάβολο που δα τον είχε βoη{}fισει και παρακινησει την τελευταία στιγμή. Ήταν άνδρωπος με χαρακτήρα και τέτοιοι άνδρωποι σπανίζουν στη Βίβλο. Ίσως να ήταν ένας απόγονο ς του Κάιν. Δε συμφωνείς;»
Είχα μείνει άναυδος. Εγώ που νόμιζα ότι μου ήταν τόσο γνώριμη η ιστορία της Σταύρωσης, έβλεπα τώρα για πρώτη φορά με πόσο λίγη φαντασία την είχα διαβάσει και την είχα ακούσει. Ο καινούριος συλλογισμός του Ντέμιαν ασκούσε μοιραία επί9ραση πάνω μου. Απειλούσε να αναποδογυρίσει τις γερά δεμελιωμένες πεπoι{}fισεις μου που πίστευα ότι έπρεπε να διατηρήσω. να ανατρέπουμε το κα{}ετί,
' Οχι.
Δεν μπορεί
πολύ περισσότερο όταν
έχουμε να κάνουμε με τόσο ιερά πράγματα.
Ο Ντέμιαν πρόσεξε την αντίδραση αμέσως, πριν προλάβω να πω λέξη. «Ξέρω», είπε καρτερικά, «είναι πάντα η παλιά ιστο
ρία. Μα μην παίρνεις το πράγμα στα σοβαρά. Αλλά δα
'δελα να σου πω κάτι. Έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα σημείο που φανερώνει τη μεγάλη αδυναμία τούτης της δρησκείας. Αυτός ο Θεός της Παλαιάς και της Καινης Δια{}fικης είναι μια υπέροχη μορφή, όχι όμως αυτό που δα
'.
'πρεπε να είναι. Αντιπροσωπεύει το καλό, το ωραίο, το ευγενικό, το στοργικό, το υψηλό, το συναισ{}ηματικό όλα αυτά είναι σωστά. Ο κόσμος, όμως, αποτελείται κι
ΝΤΕΜΙΑΝ
65
από άλλα πράγματα που απλούστατα τα αποδίδουν στον Διάβολο. Και αυτό το μισό κομμάτι του κόσμου το κρύβουν και το αποσιωπούν. Υμνούν τον Θεό σαν πατέρα κάδε ζωής αλλά για την ερωτική ζωή, που είναι η βάση της
ίδιας της Ζωής, δε λένε λέξη ή, για να 'μαστε ακριβείς, όποτε τους δίνεται η ευκαιρία την περιγράφουν σαν κάτι το αμαρτωλό και έργο του Διαβόλου. Ας λατρεύουν αυτό τον Θεό, τον Ιεχωβά, δεν έχω αντίρρηση. Σκέφτομαι, όμως, πως πρέπει να τα σεβόμαστε όλα εξίσου, ολόκληρο τον κόσμο, όχι αποκλειστικά τούτο το τεχνητά διαχωρι σμένο, το επίσημο μέρος του. Γιαυτό, παράλληλα με τη λατρεία του Θεού, δα πρέπει να υπάρχει και η λατρεία του Σατανά. Τούτο, κατά τη γνώμη μου, δα 'ταν και δίκαιο και σωστό. Αλλιώτικα, δα πρέπει να φτιάξουμε ένα Θεό που δα περιέχει και τον Διάβολο, και που μπροστά του δε δα χρειάζεται να χαμηλώνουμε τα μάτια μας από ντροπή όταν συμβαίνουν τα πιο φυσικά πράγματα του κόσμου». Αντίδετα με το συνήδιο του μιλούσε βίαια, με πάδος,
αμέσως όμως χαμογέλασε πάλι κι έπαψα ν' ανησυχώ. Τα λόγια του άγγιξαν την εφηβική καρδιά μου. Ό,τι
είχε πει ο Ντέμιαν για τον Θεό και τον Διάβολο, για το δεϊκό επίσημο κόσμο και τον κρυφό κόσμο του Σατανά, ταίριαζαν με τις δικές μου σκέψεις, το δικό μου μύδο, τους συλλογισμούς για τους δυο κόσμους, τα δύο διαφο ρετικά κομμάτια του κόσμου, το φωτεινό και το σκοτεινό. Η ιδέα ότι το πρόβλημά μου ήταν πρόβλημα όλων των ανt)ρώπων όποια κι αν ήταν η ζωή και ο τρόπος της
σκέψης τους, με σκέπασε σαν ιερή σκιά, φόβος και δέος με συνεπήραν σαν αντίκρισα κι ένιωσα πόσο στενά δεμένη ήταν η δική μου κρυφή ζωή στο αιώνιο ρεύμα των μεγάλων ιδεών. Τούτη η αποκάλυψη δε μου ήταν ευχάρι
στη, αν και ως ένα βαδμό μ' ανακούφιζε και ήταν. ενt)αρρυντική. ' Ηταν σκληρή κι είχε μια γεύση στυφή γιατί συνοδευόταν από 'να αίσt)ημα ευttύνης, κάτι πέρα.
5.
Ντέμιαν
66
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
από παιδιάτικες σκέψεις σήμαινε πως έπρεπε να γίνω αυτοδύναμος και να σταt)ώ μόνος.
Για πρώτη φορά στη ζωή μου αποκαλυπτόταν αυτό το μεγάλο μυστικό και μίλησα στο φίλο μου για τους δυο διαφορετικούς κόσμους που υπήρχαν μέσα μου από
μικρό παιδί.
Αμέσως κατάλαβε πως μοιραζόμασταν τις ίδιες ιδέες, πως πίστευα ότι είχε δίκιο. Μα δε συνήt)ιζε να εκμεταλ λεύεται τέτοιες καταστάσεις. Με άκουσε πιο προσεχτικά από κάt)ε άλλη φορά κοιτάζοντάς με κατάματα, ώσπου χρειάστηκε να στρέψω αλλού το βλέμμα γιατί στο δικό του ξανάδα εκείνη την παράξενη έκφραση, την άχρονη ματιά ενός ζώου δίχως ηλικία. «Θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτά μια άλλη φορά», είπε υπομονετικά. «Βλέπω πως σκέφτεσαι πράγματα που
δυσκολεύεσαι να εκφράσεις. Αν είναι έτσι, μάt)ε πως δεν έζησες ως τώρα σύμφωνα μ' αυτά που σκέφτεσαι κι αυτό δεν είναι καλό. Μόνο οι σκέψεις που προέρχονται από εμπειρίες που ζήσαμε έχουν αξία. Ξέρεις ότι ο "t)εμιτός" σου κόσμος είναι μονά;χα το μισό του κόσμου και εσύ
δοκίμασες, όπως κάνουν οι παπάδες και οι δάσκαλοι, να υποτάξεις το άλλο μισό. Δε σε βοηt)ά κάτι τέτοιο. Δε βοηt)ά κανένα σαν αρχίζει να σκέφτεται».
, Ημουν βαt)ιά αναστατωμένος. «' Ομως», φώναξα, «υπάρχουν στ'
αλήt)εια πράγματα
άσχημα και απαγορευμένα. Αυτό δεν μπορείς να τ' αρνηt)είς! Είναι απαγορευμένα και πρέπει να τ' απορρί ψουμε. Γίνονται εγκλήματα και λογιών λογιών ανηt)ικότη τες. Αλλά απλώς και μόνο γιαυτό πρέπει κι εγώ να γίνω εγκληματίας;»
«Δε
t)a συνεχίσουμε σήμερα τούτη τη συζήτηση», είπε
ο Ντέμιαν καt)ησυχαστικά. «Οπωσδήποτε δεν πρέπει να σκοτώνεις μήτε και να βιάζεις κορίτσια. Δεν έχεις, ωστό σο, φτάσει σ' εκείνο το σημείο που μπορείς να καταλα. βαίνεις τι πραγματικά σημαίνει "επιτρεπτό" και τι "απα-
ΝΤΕΜΙΑΝ
67
γορευμένο". Έχεις ανακαλύψει ένα μονάχα μέρος της αλή{}ειας. Το υπόλοιπο {}α 'ρ{}ει κι εκείνο, να 'σαι
σίγουρος. Εδώ κι ένα χρόνο τώρα υπάρχει μέσα σου ένα ένστικτο που είναι δυνατότερο από κα-θ'ετί άλλο και που {}εωρείται απαγορευμένο. Οι
' Ελληνες,
αλλά και πολλές
άλλες φυλές, το είχαν {}εοποιήσει και το τιμούσαν στις
μεγάλες {}ρησκευτικές γιορτές τους. Το "απαγορευμένο" δεν είναι κάτι αιώνια αμετάβλητο. Μπορεί ν' αλλάξει. Σήμερα ο κα-θ'ένας μπορεί να κοιμη{}εί με μια γυναίκα
αφού πρώτα την παντρευτεί. Σε άλλες φυλές, ακόμη και σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για τούτο πρέπει ο κα-θ'ένας να βρίσκει μόνος του τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται γι' αυτό τον ίδιο. Μπορεί να μην κάνουμε ποτέ κάτι απαγορευμένο κι ωστόσο να 'μαστε παλιάν {}ρωποι.
' Οπως
συμβαίνει και το αντί{}ετο. Ουσιαστικά
κάνουμε ό,τι μας έρχεται πιο βολικό.' Οποιος αγαπά
πολύ την ησυχία του για ν' αρχίσει να σκέφτεται και να κρίνει τον εαυτό του, τα βολεύει έτσι ώστε να προσαρμό ζεται στις απαγορεύσεις της εποχής του. Είναι η εύκολη λύση γι' αυτόν. Αλλά υπάρχουν άλλοι που υπακούουν στις δικές τους προσταγές. Γι' αυτούς υπάρχουν πράγμα
τα απαγορευμένα που, ωστόσο, ο κάδε άν-θ'ρωπος εκτε λεί κα{}ημερινά, και πάλι, άλλα πράγματα επιτρέπονται γι' αυτούς μ' όλο που {}εωρούνται απαγορευμένα. Ο κα{}ένας πρέπει ν' αποφασίζει μόνος».
Ξαφνικά φάνηκε να μετάνιωσε που μίλησε τόσο πολύ κι έμεινε σιωπηλός. Από κείνη την εποχή ακόμα, καταλά
βαινα διαισ{}ητικά τι γινόταν μέσα του. Παρόλο που συνή{}ως μιλούσε με τρόπο ευχάριστο και κάπως επιπό λαιο, δεν ανεχόταν μια συζήτηση μόνο και μόνο για χάρη της συζήτησης, όπως είχε πει κάποτε. Καταλάβαινε το πραγματικό ενδιαφέρον μου, ένιω{}ε ωστόσο πως έπαιρ να τη συζήτηση στα ελαφρά σαν παιχνίδι, κοντολογίς δίχως την πρέπουσα σοβαρότητα.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
68
Kαf)ώς διαβάζω την τελευταία λέξη που έγραψα, «σοβα
ρότητα», μου έρχεται στο νου μια άλλη σκηνή, η πιο εντυπωσιακή, που έζησα κείνα τα παιδικά ακόμα χρόνια με τον Μαξ Ντέμιαν.
Η μέρα του Χρίσματος πλησίαζε και τα τελευταία μαfi'ήματα της κατήχησής μας από τον πάστορα αφορού
σαν τον Μυστικό Δείπνο. Ο πάστορας έδινε μεγάλη σημασία σ' αυτό και πάσχιζε να μας το εξηγήσει. Μια ιερότητα είχε διεισδύσει στην ατμόσφαιρα εκείνες τις ώρες. Στη διάρκεια, όμως, των τελευταίων μαf)ημάτων
της κατήχησης, οι σκέψεις μου είχαν στραφεί αλλού και κυρίως στο πρόσωπο του φίλου μου. Kαf)ώςπλησίαζαν οι μέρες να πάρω το Χρίσμα που, όπως μας είχαν περιγρά ψει, ήταν η επίσημη εισδοχή μας στην κοινωνία της Εκκλησίας, δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι πως για μένα η αξία του τελευταίου εξάμηνου της t}ρησκευτικής κατή
χησης δε βρισκόταν σ' εκείνα που είχαμε μάt}ει αλλά στη συντροφιά και στην επιρροή του Ντέμιαν. Δεν ήμουν
έτοιμος να με δεχτεί η Εκκλησία αλλά κάτι ολότελα διαφορετικό, μια τάξη ,πραγμάτων όπου μυούσαν τη
σκέψη και την προσωπικότητα. Πίστευα ότι υπήρχε κάτι τέτοιο σε κάποιο μέρος της γης και πως αντιπρόσωπος ή απόστολός του ήταν ο Ντέμιαν, ο φίλος μου. Πάσχιζα να καταπνίξω αυτές τις σκέψεις. ' Ηt}ελα να ζήσω την επίσημη τελετή του Χρίσματος με όλη την επιβλητικότητα, όπως κι αν είχαν τα πράγματα, και τούτο δεν ταίριαζε διόλου με τις καινούριες ιδέες μου. 'Ο' τι κι αν έκανα οι ιδέες αυτές δε φεύγανε από το νου μου και σιγά σιγά συνδέttηκαν στη σκέψη μου με την τελετή που πλησίαζε.
' Ημουν έτοιμος να δεχτώ το Χρίσμα διαφορετι
κά από τους άλλους. Για μένα σήμαινε την είσοδο σ' ένα κόσμο σκέψης που είχα γνωρίσει από τον Ντέμιαν.
Κείνες τις μέρες ακριβώς είχα μια ακόμα ζωηρή συζήτηση μαζί του. Ήταν πριν μπούμε για μάt}ημα. Ο
Ντέμιαν ήταν από φύση του κλεισμένος στον εαυτό του
ΝΤΕΜΙΑΝ
69
και δεν έδειχνε να τον ευχαριστεί ο επιδεικτικός τρόπος
που μιλούσα και φανέρωνε ανωριμότητα. «Μιλάμε πάρα πολύ», είπε με ασυνή-θιστη σοβαρότη τα. «Οι έξυπνες κουβέντες δεν έχουν καμιά απολύτως αξία. Απλθύστατα, μ' αυτό τον τρόπο απομακρυνόμαστε ολοένα και περισσότερο από τον εαυτό μας κι αυτό είναι αμαρτία. Πρέπει να μπορούμε ν' αποτραβιόμαστε στον εαυτό μας, όπως η χελώνα στο καβούκι της». Αμέσως μετά μπήκαμε στην τάξη. Το μάt)ημα άρχισε.
Προσπα-θ'ούσα να παρακoλoυt)ήσω και ο Ντέμιαν δε μ'
ενόχλησε. Ύστερα από λίγο ένιωσα πως κάτι περίεργο συνέβαινε πλάι μου, στη -θ'έση που κα6όταν, ένα αίσt)ημα παγωνιάς ή κάποιο κενό, λες και η διπλανή -θ'έση είχε
αδειάσει ξαφνικά. Το αίσt)ημα έγινε καταπιεστικό και στράφηκα να κοιτάξω. Είδα το φίλο μου να κά-θ'εται με το κορμί στητό, όπως το συνή-θ'ιζε. Μα έδειχνε διαφορετικός και μια περίεργη, άγνωστη σε μένα, αύρα τον τύλιγε. Στην
αρχή νόμισα πως είχε τα μάτια του κλειστά μα γρήγορα κατάλαβα πως ήταν ανοιχτά. Δεν κοιτούσαν, όμως, που -θ'ενά. Ήταν βλέμμα τυφλού, στραμμένο προς τα μέσα ή προς κάτι πολύ μακρινό. Κα-θ'όταν εκεί, απόλυτα ακίνη τος. Δεν έδειχνε καν ν' ανασαίνει. Τα χείλη του έμοιαζαν
λαξεμένα σε ξύλο ή πέτρα. Το πρόσωπό του ήταν χλομό όπως η πέτρα και τα καστανά μαλλιά του ήταν το πιο ζωντανό πράγμα επάνω του. Τα χέρια του ακουμπούσαν στο -θ'ρανίο μπρος του, άψυχα και ακίνητα σαν αντικείμε να, σαν πέτρες
ή καρποί, ωχρά, δίχως να σαλεύουν κι
ωστόσο διόλου χαλαρά.
' Εμοιαζαν
με γερό σκληρό κέλυ
φος, που κρύβει μια ρωμαλέα ζωή. Μ'
έπιασε σύγκρυο. Είναι νεκρός, σκέφτηκα και
σχεδόν το είπα φωναχτά. Ήξερα, όμως, πως δεν είχε
πε6άνει. Τα μάτια του είχαν καρφω-θ'εί σε κείνη τη χλομή πέτρινη μάσκα και κατάλαβα πως αυτός ήταν ο αλη-θ'ινός Ντέμιαν. Εκείνος που βγαίναμε περίπατο μαζί, που κουβέντιαζε μαζί μου, ήταν μόνο ένα μέρος του εαυτού
70
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
του, κάποιος που έπαιζε προσωρινά ένα ρόλο, που προσαρμοζόταν σ' αυτόν, που έπαιρνε μέρος στο παιχνί δι από ευγένεια. Ο αλη'6'ινός Ντέμιαν, όμως, ήταν τούτος εδώ. Πέτρινος, προαιώνιος και ζωώδης, ωραίος και ψυ χρός, άψυχος κι ωστόσο γεμάτος από μια μυστική τρομα
χτική ζωή. Ολόγυρα τον τύλιγε η αύρα ενός γαλήνιου κενού, ο αι'6'έρας και ο αστρικός χώρος, αυτός ο ερημικός '6'άνατος.
Τώρα έχει ολότελα aποτραβηχτεί στον εαυτό του, σκέφτηκα με ανατριχίλα. Ποτέ δεν είχα νιώσει τόση μοναξιά. Δε συμμετείχα πια. Εκεί που ήταν, δεν μπορού σα να τον φτάσω. Ήταν μακρύτερα aπ' ό,τι αν βρισκό
ταν στο πιο μακρινό νησί του κόσμου. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν ο μόνος που το είχε προσέξει.
' Ολοι
'6'α 'πρεπε να τον είδαν, όλοι να
ριγούν. Μα κανείς δεν έδωσε σημασία. Στεκόταν εκεί σαν πέτρινη φιγούρα, άκαμπτος σαν είδωλο, και δε '6'α ξεχάσω πως όταν πήγε και κάt)ισε στο μέτωπό του μια μύγα και περπάτησε ως τη μύτη και τα χείλη του, μήτε ένας μυς από το πρόσωπό του ~ε σάλεψε. Πού να βρισκόταν τώρα; Τι να σκεφτόταν; Τι αισ'6'ανό ταν; Ήταν στον ουρανό ή στην Κόλαση; Αδύνατο να καταλάβω.
' Οταν τον είδα ν'
ανασαίνει και να ζωντανεύει
πάλι, όταν η ματιά του συνάντησε τη δική μου, έδειχνε όπως πρώτα. Από ποιο μέρος γύριζε; Πού ήταν; Φαινόταν κουρασμένος. Το πρόσωπό του είχε πάρει ξανά το χρώμα του. Τα χέρια του σάλευαν πάλι μα τα καστανά μαλλιά του ήταν μουντά και άτονα.
Τις μέρες που ακoλoύt)ησαν, κλεισμένος στην κάμαρή μου, πρoσπάt)ησα να κάνω μια νέα άσκηση. Κά'6'ισα αλύγιστος σε μια καρέκλα, στύλωσα τα μάτια στο κενό,
έμεινα ακίνητος και περίμενα να δω πόσο '6'α κρατούσα έτσι και τι '6'α ένιω'6'α. Μα το μόνο που κατάφερα ήταν να κουραστώ και να με τσούξουν τα μάτια. Σε λίγο καιρό έφτασε και η μέρα του Χρίσματος που
. ,Ι
"
ΝΤΕΜΙΑΝ
δε μου άφησε
71 καμιά ιδιαίτερη
ανάμνηση. Τότε όλα
μεταμoρφώ'f}ηκαν. Τα παιδικά μου χρόνια σωριάζονταν σ' ερείπια. Οι γονείς μου με κοίταζαν με κάποια αμηχα
νία. Οι αδελφές μου είχαν γίνει ξένε.ς.
' Ενα
αίσ'f}ημα
απογοήτευσης άμβλυνε και μόλυνε τα συναισ-θήματα και τις χαρές μου, ο κήπος έχασε το άρωμά του, το δάσος τη μαγεία του, ο κόσμος ήταν γεμάτος παλιοπράγματα για ξεπούλημα, κακόγουστος, με όλη τη χάρη και την ομορ
φιά φευγάτη. Τα βιβλία ήταν ένας σωρός χαρτιά, η μουσική δεν ήταν παρά -fi'όρυβος.
' Ετσι
πέφτουν τα
φύλλα από 'να δέντρο το φ{)ινόπωρο. Κείνο δεν το καταλαβαίνει, η
βροχή κυλά πάνώ στον κορμό του,
παραδίνεται στον ήλιο ή στην παγωνιά, και αργά η ζωή αποτραβιέται. Δεν πε-6αίνει· περιμένει. Είχε αποφασιστεί ν' αλλάξω σχολείο μετά τις διακο πές. Για πρώτη φορά
-fi'a . φευγα
από το σπίτι. Μερικές
φορές η μητέρα μου με πλησίαζε με ιδιαίτερη τρυφερότη τα σαν να μ' αποχαιρετούσε προκαταβολικά, προσπα-6ώ
ντας να σταλάξει στην καρδιά μου αισ6ήματα αγάπης και νοσταλγικές αναμνήσεις. Ο Ντέμιαν είχε φύγει. Έμεινα μόνος.
Βεατρίκη Μετά το τέλος των διακοπών έφυγα για το Στ. δίχως να ξαναδώ το φίλο μου. Οι γονείς μου με συνόδευσαν ως εκεί και με κά6'ε φροντίδα μ' εμπιστεύ{)ηκαν στα χέρια ενός κα{)ηγητή γυμνασίου που διηύ'θυνε ένα οικοτροφείο. Θα
, χαν
παγώσει από φρίκη αν μπορούσαν να φανταστούν
σε τι είδους κόσμο έμπαινα. Το ζήτημα ήταν αν με τον καιρό δα γινόμουν ένας καλός και δεοσεβούμενος γιος και χρήσιμος πολίτης ή αν ο χαρακτήρας μου δα με παρέσυρε στο στραβό δρόμο. Η τελευταία μου προσπάδεια να βρω την ευτυχία στη σκιά. του πατρικού σπιτιού και της οικογενειακής ατμόσφαι
ρας βάσταξε κάμποσο καιρό' υπήρχαν στιγμές που έδει χνε πως είχε επιτυχία μα τελικά' απέτυχε ολωσδιόλου. Το ανεξήγητο κενδ και το αίσ{)ημα της εγκατάλειψης που πρωτάρχισα να νιώδω στις διακοπές μετά το Χρίσμα -πόσο γνώριμη δα γινόταν πιο ύστερα εκείνη η αραιή, ερημωμένη ατμόσφαιρα- άργησαν να φύγουν. Την ανα
χώρησή μου από το σπίτι δεν την είδα σαν δοκιμασία. ' Ισα ίσα, ντρεπόμουν που δεν μπορούσα να λυπηδώ. Οι αδελφές μου κλαίγανε με μαύρο δάκρυ μα εγώ τίποτα. Αυτό με παραξένεψε. Πάντοτε ήμουν ευαίσ6ητο και κατά βάδος καλό παιδί. Τώρα είχα εντελώς αλλάξει. Κρατούσα μια στάση αδιάφορη σ' ό,τι αφορούσε τον έξω κόσμο και μέρες ατέλειωτες έμενα απορροφημένος από
τις μικρές φωνές που έρχονταν από τα βά{)η του εαυτού μου και τα υπόγεια ρεύματα, τα σκοτεινά και απαγορευ μένα. Το τελευταίο εξάμηνο είχα μεγαλώσει απότομα και aτένιζα τον κόσμο λιγνός, πρόωρα αναπτυγμένος και αδέξιος. Η αγορίστικη χάρη μου είχε χαδεί, ένιωδα πως
-....,Ρ-------------------------
ΝΤΕΜΙΑΝ
73
ήταν αδύνατο να μ' αγαπήσει κάποιος αφού ούτε εγώ ο
ίδιος αγαπούσα τον εαυτό μου. Συχνά νοσταλγούσα τον Ντέμιαν. Μα το ίδιο συχνά τον μισούσα κιόλα, fiεωρώντας τον υπαίτιο για το κατάντημα της ζωής μου που αργό σερ να μαζί μου σαν βρωμερή αρρώστια. Στο οικοτροφείο μήτε με συμπαfiούσαν μήτε με είχαν σε υπόληψη. Στην αρχή με κορόιδευαν, ύστερα μ' από φευγαν. Μ' είχαν για υποκριτή, για ένα αλλόκοτο και αντιπαt)ητικό παιδί. Βρήκα πως ο ρόλος μού ταίριαζε και μάλιστα του έδινα κι έμφαση. Αποτραβιόμουν στην όλο
κατήφεια μοναξιά μου που οι άλλοι έπαιρναν για ανδρικό κυνισμό, ενώ στην πραγματικότητα είχα συχνά κρίσεις μελαγχολίας και απελπισίας που με κατέτρωγαν. Στο
σχολείο αναμασούσα γνώσεις αποκτημένες από παλιά, γιατί η τάξη μου ήταν λίγο κατώτερη από την προηγούμε νη, και τους συμμαfiητές μου συνήfiιζα να τους βλέπω με περιφρόνηση, σαν παιδιά.
, Ετσι
κύλησε παραπάνω από 'νας χρόνος. Ακόμα και
οι πρώτες διακοπές μου στο σπίτι δεν είχαν τίποτε το ιδιαίτερο κι αισfiάνt)ηκα ανακούφιση σαν ήρfiε η ώρα να ξαναγυρίσω 'στο σχολείο. Ήταν αρχές Νοέμβρη. Ο καιρός είχε γυρίσει σε κρύο, ωστόσο συνήfiιζα να κάνω μικρούς περιπάτους και να
συλλογιέμαι. Τούτοι οι περίπατοι μου 'φερναν μια ηδονι κή μελαγχολία, περιφρόνηση για τους άλλους και για τον εαυτό μου. Ένα απόγευμα, στο fiαμπό, υγρό φως του δειλινού, σεργιάνιζα στα περίχωρα της πόλης. Η πλατιά δενδροστοιχία σ' ένα δημοτικό πάρκο ήταν έρημη και με
τράβηξε να μπω. Ο δρόμος είχε ένα πυκνό στρώμα από πεσμένα φύλλα που ανάδιναν μια υγρή και στυφή μυρω διά καfiώς βύfiιζα τα πόδία ανάμεσά τους με κάποια μελαγχολική ευχαρίστηση και τα μακρινά δέντρα πρόβαλ λαν μέσ' από την καταχνιά σαν πελώριες σκιές φαντα σμάτων.
--- - -
74
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
Στά{}ηκα διστακτικός στο τέρμα της δενδροστοιχίας και ρούφηξα άπληστα την υγρή μυρωδιά του σκοτεινού φυλλώματος που είχε κάτι aπό {}άνατο και aπoσύν{}εση και aπoκρινόταν σε μια μικρή φωνή μέσα μου. Πόσο
ανούσια ήταν η ζωή! , Ενας άντρας μπήκε στον κεντρικό δρόμο από 'να πλα'ίνό μονοπάτι. Το πανωφόρι του κυμάτιζε ολόγυρα κα{}ώς περπατούσε. Ετοιμαζόμουν να συνεχίσω το δρόμο μου σαν άκουσα να με φωνάζουν.
«Γεια σου, Σίνκλερ!» Με πλησίασε. Ήταν ο
' Αλφονς Μπεκ, το
μεγαλύτερο
παιδί του οικοτροφείου. Τον έβλεπα μ' ευχαρίστηση και δεν είχα τίποτα εναντίον του παρά μόνο ότι κρατούσε μια στάση ειρωνική και συγκαταβατική με όλους τους μι κρούς. Λέγανε ότι ήταν δυνατός σαν ταύρος και πως είχε το διευ{}υντή του χεριού του. Ήταν ήρωας πολλών μυ{}ικών κατορ{}ωμάτων στο σχολείο. «Τι γυρεύεις εδώ;» φώναξε συγκαταβατικά με το ύφος. που παίρνανε τα μεγάλα αγόρια σαν έκαναν τη χάρη να
μας απευ{}ύνουν το 'Jιόγo. «Πάω στοίχημα ότι γράφεις ποιήματα». «Μήτε που το σκέφτηκα ποτέ», αποκρί{}ηκα κοφτά. Γέλασε, με πλησίασε και βάλ{}ηκε να φλυαρεί μ' ένα τρόπο που είχα από καιρό ξεχασμένο. «Μη φοβάσαιπωςδε{}ακαταλqβω,Σίνκλερ. Τούτοι οι
βραδινοί περίπατοι στην ομίχλη μάς φέρνουν στο νου πολλά και νιώ{}ουμε την ανάγκη να γράφουμε στίχους. Τα
ξέρω αυτά. Στίχους που μιλούν για τη φύση που πε6αίνει, βέβαια, και για τη χαμένη νιότη, δυο πράγματα που μοιάζουν. Έτσι έκανε κι ο Ερρίκος Χάινε ... » «Δεν είμαι τόσο αισ{}ηματίας», διαμαρτυρή{}ηκα. «Έλα, τώρα, μην προσβάλλεσαι! Όμως, με τέτοιο παλιόκαιρο καλά {}α κάναμε να βρούμε μια ήσυχη γωνιά για κάνα ποτήρι κρασί. Έρχεσαι μαζί μου; Μόνος μου είμαι. Αλλά μήπως και δε {}έλεις; Δεν το . χω σκοπό να σε
r ι
; ~
ΝΤΕΜΙΑΝ
75
παρασύρω, αγαπητέ μου, αν 'fi'ες να είσαι υπόδειγμα παιδιού».
Ύστερα από λίγο βρισκόμασταν σ' ένα καπηλειό στα περίχωρα, πίνοντας ένα κρασί αμφίβολης ποιότητας και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας. Στην αρχή δε μου πολυάρεσε μα, όπως και να το κάνουμε, ήταν κάτι καινούριο για μένα. Ασυνή'fi'ιστος στο κρασί, δεν άργησε να λυ'fi'εί η γλώσσα μου. Ήταν σαν ν' άνοιξε κάποιο π~άt}υρo κι ο κόσμος έλαμψε μέσα μου. Πήγαινε πολύς καιρός που δεν είχα ανοίξει την καρδιά μου σε κανέναν. , Αρχισα να λέω ό,τι μου κατέβαινε κι ανάμεσα στ' άλλα διηγήt}ηκα την ιστορία του Κάιν και του ' Αβελ. Ο Μπεκ με άκουγε εν'fi'oυσιασμένoς. Επιτέλους, είχα βρει κάποιον που μπορούσα να δώσω κάτι. Με χτύπησε
στην πλάτη, με είπε διαβολόπαιδο και κατεργαράκο και η καρδιά μου πλημμύρισε ηδονή σε τούτη την ευκαιρία να
μιλήσω, να ελευ'fi'ερώσω το φυλακισμένο πό'fi'ο μου για
επικο·ινωνία, να δω ότι μετρούσα στα μάτια ενός μεγάλου. Σαν με αποκάλεσε κατεργαράκο, η ψυχή μου διψασμένη ρούφηξε τις λέξεις σαν γλυκό με'fi'υστικό κρασί. Ο κόσμος
έλαμψε με καινούρια χρώματα, οι σκέψεις ανάβλυσαν σαν χιλιάδες ορμητικές πηγές. Η φλόγα του εν'fi'oυσιασμoύ
άναψε μέσα μου. Μιλήσαμε για τους δασκcίλoυς στο σχολείο και για τους συμμαt}ητές μας, και βρήκαμε πως καταλάβαινε ο ένας τον άλλο πέρα για πέρα. Μιλήσαμε για τους Έλληνες και την ειδωλολατρία, και ο Μπεκ με παρακίνησε να του εξομολογη'fi'ώ τις ερωτικές μου περι πέτειες. Μα εδώ δεν είχα καμιά εμπειρία και δεν έβρισκα τίποτα να του διηγη'fi'ώ. ' Ο,τι είχα νιώσει και χτίσει μέσα μου ή είχα πλάσει με τη φαντασία μου μ' έκαιγε, ωστόσο ούτε και το κρασί ακόμά δεν μπορούσε να με κάνει να το
εκφράσω ή να το μεταδώσω σε κάποιον άλλο. Ο Μπεκ ήξερε πολλά περισσότερα για τα κορίτσια και άκουγα συνεπαρμένος τις ιστορίες του. Έλεγε πράγματα απί
ρτευτα. Πράγματα που μήτε που μπορούσα να βάλω με
/
76
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
το νου μου γίνονταν καθ-ημερινά κι έδειχναν ολότελα φυσικά. Ο
' Αλφονς
Μπεκ, μ' όλο που δεν είχε ακόμη
κλείσει τα δεκαοχτώ, είχε κιόλα κάμποση εμπειρία από γυναίκες. ' Ηξερε, για παράδειγμα, πως στα κορίτσια άρεσε να τους δίνεις προσοχή και να τους λες ωραία λόγια.
, Ολα αυτά ήταν βέβαια ευχάριστα μα δεν ήταν ο πραγμα τικός έρωτας. Περισσότερη επιτυχία είχε κανείς με τις ώριμες γυναίκες. Κείνες ήταν πιο μυαλωμένες.
' Οπως η
φράου Γιάγκελτ, λόγου χάρη, που είχε το μαγαζί με τα σχολικά. Τα καμώματα που έγιναν πίσω από το ταμείο της
μήτε ολόκληρο βιβλίο δεν μπορούσε να χωρέσει. Καθ'όμουν και τον άκουγα με το στόμα ανοιχτό. Οπωσδήποτε δε 6α μπορούσα ποτέ ν'
αγαπήσω τη
φράου Γιάγκελτ, ωστόσο όλα αυτά ήταν καταπληκτικά. Κρυφές πηγές ανάβλυζαν και μά{)αινα πράγματα για τους μεγάλους που ούτε καν είχα υποπτευ6εί την ύπαρξή
τους. Υπήρχε σ' όλα κάποια παραφωνία, κάτι το κοινότο πο και ασήμαντο, διαφορετικό απ' ό,τι είχα πιστέψει πως ήταν η αγάπη, όμως ήταν πραγματική ζωή, ήταν περιπέ
τεια. Αυτός που καθ-6ταν πλάι μου τα είχε ζήσει αυτά και τα έβλεπε απόλυτα φυσικά. Ο τόνος στην κουβέντα μας είχε πέσει κι η μαγεία είχε χα6εί. Δεν ήμουν πια ο έξυπνος κατεργαράκος αλλά μόνο ένα παιδί που άκουγε να μιλά ένας μεγάλος. Ακόμη όμως κι έτσι, σε σχέση μ' ό,τι ήταν μήνες τώρα η ζωή μου, η εμπειρία αυτή έμοιαζε με τον απαγορευμένο καρπό.
, Ολα, από το γεγονός ότι βρισκόμουν στην ταβέρνα ως το 6έμα της κουβέντας μας, όλα ήταν πέρα για πέρα απαγορευμένα, κι ωστόσο είχαν μια γεύση σπιρτόζικη και επαναστατική.
Θυμάμαι κείνη τη νύχτα πολύ καθ-αρά. Η ώρα ήταν περασμένη σαν πήραμε το δρόμο για το σπίτι, το φως απ' τις γκαζόλαμπες αχνόφεγγε μες στην κρύα και υγρή νύχτα, κι εγώ είχα με6ύσει για πρώτη φορά. Αλλά δεν ήταν διόλου ευχάριστο αίσ6ημα, αντί6ετα ήτανε πολύ ενοχλη-
D
ΝΤΕΜΙΑΝ
77
τικό, συνάμα όμως μια συγκλονιστική εμπειρία με τη δική της γοητεία. Ήτανε όργιο κι επανάσταση, ήτανε πνεύμα
και ζωή. Ο Μπεκ μου παραστά-θηκε βρίζοντάς με «πρω τάρη» και, μια υποβαστάζοντάς με, μια κουβαλώντας με,
φτάσαμε ως το οικοτροφείο όπου κατάφερε να μπούμε μέσα από 'να ανοιχτό παρά6υρο. Ξύπνησα άσχημα ύστερα από ένα σύντομο ύπνο κι ένιωσα μια ανεξήγητη κατά{}λιψη. Ανακά{}ισα στο κρεβά
τι φορώντας ακόμα το πουκάμισό μου. Τα ρούχα και τα παπούτσια μου ήταν σκορπισμένα ολόγυρα στο πάτωμα κι ανάδιναν μια μπόχα από καπνό και εμετό. Το κεφάλι μου με σούβλιζε, ένιω{}α ναυτία και τρομερή δίψα, και μέσ' απ' όλα αυτά παρουσιάστηκε μια εικόνα που 'χα
από καιρό πάψει να βλέπω. Είδα το σπίτι μου, τον πατέρα και τη μητέρα, τις αδελφές μου και τον κήπο μας. Είδα τη
γαλήνια, φιλική κάμαρή μου. Είδα το σχολείο και την πλατεία της αγοράς, {}υμή-θηκα τον Ντέμιαν και τα μα{}ήματα της κατήχησης' όλα κείνα ήταν φωτεινά, είχαν μια λάμψη και μια γοητεία.
' Ολα ήταν υπέροχα, ενάρετα
και αγνά. Και κα{}ετί που μου ανήκε χτες, πριν λίγες ώρες, μόλις τούτη την ώρα, τούτη τη στιγμή -αχρείο ς και καταραμένος όπως ήμουν πια- έπαυε να μου ανήκει, μ' έδιωχνε, με κοίταζε με αηδία. Κά{}ε ακριβή ανάμνηση, κά{}ε τρυφερότητα που' χω γνωρίσει στα μακρινά, χρυσά περιβόλια της παιδικής μου ηλικίας, κΟΟε φιλί από τη μητέρα μου, κά{}ε χαρά χριστουγεννιάτικης γιορτής και όμορφου καλοκαιριάτικου πρωινού, κά{}ε λουλούδι του
κήπου, είχαν καταστραφεί. Εγώ μόνος μου τα είχα ποδοπατήσει. Αν ερχόταν η αστυνομία και μ' έδεναν και μ' οδηγούσαν στην κρεμάλα σαν απόβλητο της κοινω νίας, σαν ιερόσυλο, {}α 'μουν έτοιμος, και πρό{}υμα {}α
πήγαινα μαζί τους {}εωρώντας το σωστό και δίκαιο από πάνω. , Ετσι, λοιπόν, έβλεπα τον εαυτό μουl Εγώ που τριγυρ νούσα εδώ κι εκεί περιφρονώντας τον κόσμο! Εγώ
nov
78
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
περηφανευόμουν για τον εαυτό μου και συμμεριζόμουν
τις ιδέες του Ντέμιανl Δεν ήμουν-παρά ένα κατακάθ'ι της κοινωνίας, ένα γουρούνι, ένας μΕWστακας, ένας μιαρός, ένα ποταπό κτήνος που είχα ξεπέσει τόσο χαμηλά από τα βδελυρά μου ένστικτα. 'Ετσι έβλεπα τον εαυτό μου εγώ που ήρt}α από τα περιβόλια όπου βασίλευε η αγνή,' φωτεινή, η αληt}ινή αγάπη και τρυφερότητα, εγώ που είχα αγαπήσει τη μουσική του Μπαχ και την ομορφιά της ποίησης! Με αηδία και ταραχή άκουγα το γέλιο μου
-
το
γέλιο ενός μΕWστακα, τα ακράτητα ηλίt}ια ξεσπάσματα του γέλιου μου. Αυτός είχα καταντήσει! Παρ' όλα αυτά, tvtrot}a και μια ηδονή υποφέΡΟV1ας τούτα τα μαρτύρια. Πήγαινε τόσος καιρός που σερνόμουν τυφλός και κουφός, τόσος καιρός που η καρδιά μου ζούσε στη σιωπή και στην παγωνιά, που ακόμα και τούτη
η περιφρόνηση, η αηδία για τον εαυτό μου, ήταν κάτι καλόδεχτο. Ζούσα επιτέλους, η καρδιά μου χτυπούσε, μια φωτιά είχε ανάψει μέσα μου. Σαστισμένος και πανικόβλη τος, ένιωt}α μέσα στο κατάντημά μου μια ανακούφιση, το
χάραμα μιας ανοιξιqτικης μέρας. Στο μεταξύ, εξωτερικά τουλάχιστον, έπαιρνα γρήγορα
τον κατήφορο. Το πρώτο μου ΜΕWσι ακoλoύt}ησαν άλλα. Πολλοί από τους συμμαt}ητές μου περνούσαν άσκοπα τον καιρό τους και το 'χαν ρίξει στο πιοτό. Ήμουν ο μικρότερος από εκείνους που 'χαν παραστρατήσει και σύντομα έπαψα να 'μαι ο «μικρός» της συντροφιάς κι έγινα ο αρχηγός τους, ο πρωταγωνιστής, ο περιβόητος και
αδιάντροπος t}αμώνας των καπηλειών. Ο σκοτείνός κό
σμος και ο Διάβολος με είχαν κερδίσει άλλη μια φορά, και στον κόσμο τούτο είχα αποκτήσει φήμη. Ζούσα σ' ένα όργιο αυτοκαταστροφή ς κι ενώ στα μάτια των φίλων μου ήμουν αρχηγός, παλικαράς κι ένα έξυπνο διαβολόπαιδο, κατά βάt}ος έτρεμα από αγωνία και φόβο. Ακόμα ως σήμερα t}υμάμαι κείνο το κυριακάτι κο απόγευμα που κα-θ'ώς έβγαινα από 'να καπηλειό
ΝΤΕΜΙΑΝ
79
συνάντησα κάτι παιδιά να παίζουνε στο δρόμο. Δάκρυα μου ήρδαν στα μάτια σαν τ' αντίκρισα ολόχαρα κι ευτυχι
σμένα, με τα καλοχτενισμένα τους μαλλιά και τα καλά τους ρούχα. Κι ενώ καfiισμένoς στα βρώμικα τραπέζια των καπηλειών διασκέδαζα και ξάφνιαζα τους φίλους μου με το χυδαίο κυνισμό μου, στα βά{)η της καρδιάς μου κοίταζα με δέος ό,τι περιφρονούσα κι έκλαιγα γονατιστός μπρος στην ψυχή μου, στο παρελδόν μου, στη μητέρα μου και στον Θεό.
Το γεγονός ότι δεν είχα πιάσει ποτέ στενή φιλία με τους συντρόφους μου κι έμενα πάντα μοναχός κι υπέφε ρα είχε την αιτία του. ' Ημουνα βέβαια ένας μεttύστακας,
ένας κυνικός απ' τους χειρότερους του είδους. Πουλού σα πνεύμα και παλικαριά σαν μιλούσα για τους δασκά λους ή το σχολείο, τους γονείς μου και την Εκκλησία -τους άκουγα να διηγούνται πρόστυχες ιστορίες και
κάποιες φορές έλεγα κι εγώ ο ίδιος- μα ποτέ δεν ακολού{)ησα τους φίλους μου στις γυναίκες. Αποτραβιό μουν και μια άσβεστη λαχτάρα για αγάπη με πλημμύριζε ενώ, αν έκριναν από τα λόγια μου, δα 'πρεπε να 'χα γευτεί τις γυναικείες χαρές με το παραπάνω. Κανένας δεν
ήταν τόσο χυδαίος, κανένας τόσο αδιάντροπος όσο εγώ. Μα σαν τύχαινε να δω τα νεαρά κορίτσια να περνούν, χαριτωμένα και καλοσυγυρισμένα, χαρούμενα κι αfiώα, μου φαίνονταν σαν πλάσματα του ονείρου, αγνά κι υπέροχα, χίλιες φορές πιο καλά και άδολα. Για κάμποσο διάστημα δεν τολμούσα μήτε το πόδι να πατήσω στο μαγαζί της φράου Γιάγκελτ γιατί γινόμουν κατακόκκινος σαν την κοίταζα και {)υμόμουν όσα μου είχε διηγηδεί ο
, Αλφονς
Μπεκ.
Κι όσο ένιωδα πόσο μονάχος ήμουν, πόσο αλλιώτικος από τους άλλους, τόσο λιγότερο μπορούσα να ξεκόψω απ' την παρέα τους. Δε {)υμούμαι πια αν το πιοτό ή οι καυχησιές μού έδιναν κάποια ικανοποίηση. Ποτέ δεν κατάφερνα να πίνω τόσο ώστε να αποφεύγω τις στενό χω-
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
80
ρες εκπλήξεις που ακολουθ'ούσαν κάδε φορά. 'Ηταν σαν να
' μουν
υποχρεωμένος να τα κάνω όλα εκείνα. Ζούσα
έτσι γιατί δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Φοβόμουν να μείνω πολλή ώρα μονάχος και ταραζόμουν όταν με κατέκλυζαν αδιάκοπα εκείνες οι γλυκιές παρορμήσεις ντροπής και τρυφερότητας, και οι ερωτικές σκέψεις που ξανά και ξανά φούντωναν μέσα μου. Πάνω απ' όλα μου συμμαt}ητές που μου
' λειπε ένας φίλος. Είχα δυο τρεις ' κανε χαρά η συντροφιά τους, μα
ανήκαν στα καλά παιδιά και τα μεt}ύσια μου από καιρό είχαν γίνει πια κοινό μυστικό. ' Ετσι μ' απέφευγαν. Στα μάτια τους φάνταζα σαν ένας απελπισμένος παίκτης που βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού. Οι δάσκαλοι ήξεραν τα κατορδώματά μου, με είχαν τιμωρήσει πολλές φορές
και η αποβολή μου ήταν πια ζήτημα χρόνου. Ήξερα κι ο ίδιος πως εδώ και καιρό είχα πάψει πια να δεωρούμαι πρότυπο μαt}ητή και σερνόμουν δλιβερά πιστεύοντας πως δε δα τραβούσε για πολύ αυτή η κατάσταση.
Η δεία πρόνοια έχει πολλούς τρόπους για να μας οδηγήσει στη μoναξ~ά κι αποκεί πίσω στον πραγματικό μας εαυτό. Κάποιες φορές με συντρόφευε ο Θεός μα μέσα από
' να
κακό όνειρο. Έβλεπα τον εαυτό μου
αποδιωγμένο ονειροπόλο, βασανισμένο, να σέρνεται στον αποκρουστικό και βρώμικο δρόμο του στο βόρβορο και στη λάσπη ανάμεσα σε σπασμένα μπουκάλια μπίρας κάποιες νύχτες όλο βρωμιά και κυνισμό. Είναι όπως σ'
εκείνο τό όνειρο όπου πηγαίνοντας να ' βρεις την πριγκί πισσα βυδίζεσαι μες στους βάλτους και σε δρόμους γεμάτους ακαt}αρσίες και βρωμερές οσμές. Το ίδιο συνέ βαινε μαζί μου. Μ' αυτό το σκληρό τρόπο ερχόταν να με βρει η μοναξιά και ύψωνα ανάμεσα σε μένα και στην παιδική ηλικία μια κλειστή πύλη της Εδέμ, που τη φρουρούσαν άσπλαχνοι φρουροί τριγυρισμένοι με φως περίλαμπρο. Ήταν η αρχή, το ξύπνημα της νοσταλγίας για τον αλλοτινό μου εαυτό.
Ρ ί
Ι
Ι
ΝΤΕΜΙΑΝ
81
Δεν είχα γλιτώσει από τους φόβους μου. Ταράχτηκα και τρόμαξα σαν είδα άξαφνα τον πατέρα μου να κατα φt}άνει στο Στ., για πρώτη φορά, t}ορυβημένος από τα
γράμματα του διευt}υντη μου, και να παρουσιάζεται μπρος μου.
' Οταν κατά το τέλος του χειμώνα ηρt}ε να με
ξαναδεί, ημουν κιόλα σκληρός και αδιάφορος. Τον άφηνα να με μαλώνει και να μ' εκλιπαρεί, να μ' εξορκίζει στ'
όνομα της μητέρας μου. Στο τέλος μου φώναξε t}υμωμέ νος πως αν δεν άλλαζα μυαλά t}a με ντρόπιαζε παίρνοντάς με από το σχολείο και t}a μ' έστελνε στο αναμορφωτηριο.
Ας το κάνει, λοιπόν Ι σκέφτηκα. Κείνη τη φορά, σαν έφυγε, τον λυπηt}ηκα. Δεν είχε καταφέρει τίποτα. Δεν μπορούσε πια να 'βρει ένα δρόμο να πλησιάσει την καρδιά μου και είχε πληρωt}εί όπως του άξιζε. Δε μ' ένοιαζε τι
t}'
απογίνω. Με τρόπο παράξενο και άπρεπο,
με επισκέψεις στα καπηλειά, πολεμούσα το γύρω μου κόσμο κι έβρισκα ένα μέσο για να διαμαρτυρηt}ώ. Κατέ στρεφα τον εαυτό μου έτσι και φορές φορές συλογιζό μουν πως ο κόσμος δεν μπορούσε να χρησιμοποιησει ανt}ρώπoυς σαν εμένα. Αν δεν είχε να τους δώσει μια καλύτερη t}toη, μια μεγαλύτερη ανταμοιβη, άνt}ρωπoι όπως εγώ
t}a
t}a τα' βρισκαν
δύσκολα. Ε, λοιπόν, ο κόσμος
'βγαινε χαμένος.
Τα Χριστούγεννα κείνης της χρονιάς ηταν μελαγχολι κά. Η μητέρα μου τρόμαξε σαν με είδε. Είχα ψηλώσει κι
άλλο, το αδύνατο πρόσωπό μου είχε ένα χρώμα σταχτί κι έδειχνε μαραμένο. Τα χαρακτηριστικά μου ηταν αλλοιω μένα, τα μάτια μου κόκκινα κι ερεt}ισμένα. Το μουστάκι μου που 'χε αρχίσει να φυτρώνει και τα γυαλιά που είχα πρωτοφορέσει μ' έδειχναν ακόμα πιο παράξενο. Οι αδελφές μου αποτραβηχτηκαν σε μια γωνιά και χασκογε λούσαν.
' Ολα
ηταν δυσάρεστα κι ενοχλητικά. Το ίδιο
οδυνηρη στάt}ηκε και η συζητηση που είχα με τον πατέρα μου μέσα στο γραφείο του. Οι ευχές που αντάλλαξα με τους συγγενείς και προπαντός το βράδυ των Χριστουγέν-
6.
Ντέμιαν
82
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
νων ήταν μια ακόμα στενόχωρη εμπειρία. Από τότε που thJμάμαι τον εαυτό μου, τα Χριστούγεννα ήταν η μεγάλη μέρα της χαράς και της αγάπης, της ευγνωμοσύνης και
της ανανέωσης του δεσμού με τους γονιούς μου. Τούτη τη φορά ήταν μια μέρα καταi}λιπτική και στενόχωρη. ' Οπως
το 'χαμε συνήδιο, ο πατέρας διάβασε την περικοπή από το Ευαγγέλιο για τους βοσκούς «φυλάσσοντας φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών», κι όπως πάντα οι αδελφές μου στέκονταν χαμογελαστές μπροστά στο τρα
πέζι με τα δώρα. Μα η φωνή του πατέρα μου ακουγόταν στενοχωρημένη και το πρόσωπό του ήταν γερασμένο, σκαμμένο, η μητέρα ήταν λυπημένη, η ατμόσφαιρα κατα
δλιπτική και βιασμένη - τα δώρα, οι χριστουγεννιάτικες ευχές, το Ευαγγέλιο και το στολισμένο δέντρο, όλα ήταν παράταιρα. Το μελόψωμο μοσχοβολούσε γλυκά και ξανα ζωντάνευε μυριάδες ευχάριστες αναμνήσεις. Η μυρωδιά που ερχόταν απ' το έλατο έφερνε στο νου μου τις παλιές μέρες. Περίμενα πώς και πώς να ' ρδει η Πρωτοχρονιά και το τέλος των διακοπών. Έτσι πέρασε όλο, ο χειμώνας. Τελευταία είχα πάρει μια αυστηρή προειδοποίηση από το συμβούλιο των καδη γητών, όπου με απειλούσαν με αποβολή. Η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο. Απ' όσο ήξερα, τουλά χιστον.
Στον Ντέμιαν, που είχα κάμποσο καιρό να δω, κρα τούσα κακία. Δυο "φορές του είχα γράψει στην αρχή της χρονιάς στο Στ. μα δεν έλαβα" απ4'vτηση. Γιαυτό δεν πήγα
να τον δω στις διακοπές. ' Στο ίδιο εκείνο πάρκο που το φδινόπωρο είχα συνα ντήσει τον' Αλφονς Μπεκ, έτυχε να δω κατά τις αρχές της άνοιξης, όταν οι φράχτες άρχισαν να πρασινίζουν, μια κοπέλα που τράβηξε την προσοχή μου. Είχα βγει να κάνφ
μια βόλτα μονάχος και στο κεφάλι μου τριγυρνούσαν λογιών λογιών δυσάρεστες σκέψεις και έγνοιες γιατί και στην υγεία μου δεν ένιωδα καλά και είχα αδιάκοπα
D
ΝΤΕΜΙΑΝ
83
οικονομικές στενοχώριες. Χρωστούσα λεφτά σε πολλούς
φίλους μου και τους έδινα μικροδωράκια για να τους καλοπιάνω. Σε πολλά μαγαζιά είχα χρέη για τσιγάρα και άλλα πράγματα, που όλο και μεγάλωναν. ' Οχι βέβαια πως με πολυένοιαζε - αν ήταν να πάρει γρήγορα ένα τέλος η ζωή μου είτε πέφτοντας να πνιγώ είτε πηγαίνοντας στο αναμορφωτήριο, όλα τούτα τα μικροπράγματα δε {ta ' χαν
σημασία. Μα ζούσα κα{tημερινά με όλα αυτά τα απαίσια περιστατικά και υπέφερα πολύ.
Εκείνη, λοιπόν, την ανοιξιάτικη μέρα στο πάρκο συνάντησα ένα νεαρό κορίτσι. Ήταν ψηλή και λυγερή, καλοντυμένη, κι είχε ένα νεανικό αγορίστικο πρόσωπο. Με τράβηξε αμέσως.
' Ηταν
ο τύπος που μ' άρεσε κι
άρχισε ν' απασχολεί τη φαντασία μου. Δεν ήταν πολύ μεγαλύτερή μου μα περισσότερο ώριμη. Κομψή και καλο ντυμένη, σχεδόν σωστή γυναίκα, αλλά με μια διάχυτη παιδικότητα στο πρόσωπό της που με τραβούσε ιδιαί τερα.
Ποτέ ως τα τώρα δεν είχα καταφέρει να πλησιάσω ένα. κορίτσι που είχα ερωτευτεί, μήτε και το πέτυχα τούτη τη φορά. Μα το περιστατικό μού έκανε τόσο βα{tιά εντύπω ση όση κανένα άλλο και αυτός ο τρελός έρωτας είχε τεράστια επίδραση πάνω μου. Γι' άλλη μια φορά βρήκα ένα ιδεώδες, μια λατρευτή ευγενική μορφή και, αλίμονο, τίποτε δεν ήταν πιο βαttύ και δυνατό από τον πό{tο μου να ' χω κάποιον να λατρεύω
και να σέβομαι. Την ονόμάσα Βεατρίκη γιατί χωρίς να 'χω διαβάσει τον Δάντη ήξερα για τη Βεατρίκη από το αντίγραφο μιας αγγλικής ζωγραφιάς που είχα φυλαγμένη.
Αναπαριστούσε μιανεαρήyuναικεία προραφαηλιτι)(ή μορ φή, λυγερή, με μακριά μέλη, στενόμακρο πρόσωπό και
εκλεπτυσμένα χέρια και χαρακτηριστικά. Η δική μου
ωραία κοπέλα δεν της έμοιαζε εντελώς μ' όλο"που είχε την ίδια λυγεράδα και το εφηβικό κορμί που με γοήτευαν, κάτι από την πνευματικότητα του προσώπου της.
- ---------------------------------------------------84
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
Δεν είχα ανταλλάξει μήτε ένα λόγο με τη Βεατρίκη κι ωστόσο εκείνη την εποχή η επίδρασή της πάνω μου ήταν μεγάλη. Η εικόνα της ήταν για μένα ένας ιερός βωμός κι εγώ ο προσκυνητής του. Μέρα με τη μέρα άφηνα το πιοτό και τα νυχτερινά σεργιανίσματα. Μπορούσα πάλι να μένω μόνος, να χαίρομαι το διάβασμα και τους μοναχικούς περιπάτους. Η άξαφνη αλλαγή μου στά'θ'ηκε αφορμή για ν' αρχί
σουν τις κορο'ίδίες σε βάρος μου. Μα τώρα είχα κάτι να σέβομαι και ν' αγαπώ. Είχα ξανά ένα ιδανικό. Η ζωή ήταν πάλι γεμάτη μυστήριο, χαρά, κρυφές χαραυγές, ένιωδα
πάλι ο εαυτός μου μ' όλο που δεν ήμουν παρά ο σκλάβος και υπηρέτης μιας λατρευτής εικόνας.
Δοκίμαζα ακόμη μια φορά να ξαναχτίσω μέσα από τα χαλάσματα κάποιου κατεστραμμένου μέρους της ζωής
μου το «φωτεινό μου κόσμο». Ακόμη μια φορά, γονατι στός μπρος στον Θεό, ζούσα με την ελπίδα να γλιτώσω από το σκοτεινό κόσμο, απ' το κακό, να ξανακερδίσω το φωτεινό κόσμο. Τούτος ο φωτεινός κόσμος ήταν ως ένα βαftμό δημιούργημt;t δικό μου. Δεν ήταν πια μια φυγή,
ένας τρόπος για να βρε{)ώ πίσω στη μητρική αγκαλιά και στην ανεύthJνη σιγουριά.
' Ηταν
μια καινούρια υπηρεσία
που εγώ ο ίδιος είχα ανακαλύψει και επιthJμήσει. Η σεξουαλική ορμή που ήταν αδιάκοπο μαρτύριο για μένα, μεταμορφωνόταν τώρα με τούτη την ιερή φωτιά σε πνευματικότητα και αφοσίωση. Δε δ' απόμενε πια τίπο τα ΤΟ σκοτεινό, τίποτα το μισητό. 'Οχι άλλες νύχτες μαρτυρικές, μήτε καρδιοχτύπια μπρος σε λάγνες εικόνες, μήτε κρυφακούσματα μπρος από απαγορευμένες πόρ
τες, μήτε ακόλαστες επιthJμίες. Στη δέση όλων αυτών είχα στήσει το βωμό μου με την εικόνα της Βεατρίκης αφιερώνοντας τον εαυτό μου στη Βεατρίκη, αφιερωνό μουν στο' Αγιο Πνεύμα και στους δεούς, thJσίαζα στις
δυνάμεις του καλού το μέρος της ζωής μου που είχα
γλιτώσει από τις δυνάμεις του κακού. Σκοπός μου δεν
> ΝΤΕΜΙΑΝ
85
ήταν η ευχαρίστηση αλλά η αγνότητα. Δεν ήταν η ευτυχία αλλά η ομορφιά και η πνευματικότητα. Η λατρεία της Βεατρίκης άλλαξε ολότελα τη ζωή μου. Ο χ6'εσινός άγουρος κυνικός έγινε ένα παπαδοπαίδι που σκοπό είχε να γίνει άγιος. ' Οχι μόνο απόδιωξα την έκλυτη
ζωή που έκανα, μα βάλ6ηκα να μεταμορφώσω πέρα για πέρα τον εαυτό μου, να δώσω στο κα6ετί αγνότητα, ευγένεια και αξία. Ο νους μου ήταν στραμμένος σε τούτο
το σκοπό, πρόσεχα' το φαγητό, τα ρούχα μου, την ομιλία μου. Αρχινούσα τη μέρα με κρύα μπάνια, που πάσχισα .κάμποσο ωσότου τα συνη6ίσω. Φερόμουν με σοβαρότη τα και αξιοπρέπεια, κρατούσα στητό το κορμί μου κι είχα πάρει τη συνή6εια να περπατώ αργά και σεμνά, πράγμα που ίσως να φαινόταν κωμικό στους άλλους μα για μένα ήταν μια πράξη λατρείας.
Απ' όλες τις καινούριες μου συνή6ειες που εκφράζαν τη νέα μου διά6εση, μια στά6ηκε η πιο σπουδαία. , Αρχισα να ζωγραφίζω. Το αγγλικό πορτρέτο της Βεατρί
κης που είχα δεν ταίριαζε διόλου με το κορίτσι της καρδιάς μου. Ή6ελα, λοιπόν, να δοιμάσω να ζωγραφίσω το πορτρέτο της. Με ένα καινούριο αίσ6ημα χαράς κι ελπίδας έφερα μέσα στην κάμαρη -είχα αποκτήσει πρό σφατα δική μου κάμαρη- χαρτί για σχέδιο, χρώματα, πινέλο, και βάλ6ηκα να ετοιμάζω την παλέτα μου. Πήρα το ποτήρι, το πορσελάνινο πιάτο και τα μολύβια για το σχέδιο. Οι ωραίες τέμπερες που είχα αγοράσει με μά γευαν. Ανάμεσά τους βρισκόταν ένα ζωηρό πράσινο και 6υμάμαι ακόμα πώς έλαμψε το χρώμα του σαν το άπλωσα στο μικρό άσπρο πιάτο.
, Αρχισα προσεχτικά. Η προσωπογραφία ήταν δύσκολη δουλειά για μένα. Είπα να δοκιμάσω με κάτι εύκολο πρώτα και ζωγράφισα στολίδια, λoυλoύδι~, μικρά φαντα στικά τοπία, ένα δέντρο πλάι σ' ένα παρεκκλήσι, μια ρωμα'ίκή γέφυρα με κυπαρίσσια. Συχνά αποξεχνιόμουν μ' αυτό το ~αιχνίδι και ήμουν χαρούμενος σαν μικρό
.
86
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
παιδί που του έχουν δώσει ένα κουτί μπογιές. Τέλος, άρχισα να ζωγραφ(ζω τη Βεατρίκη. Κάμποσα χαρτιά χάλασαν και τα πέταξα. ' Οσο περισ σότερο πάσχιζα να qνaπαραστησω τα χαρακτηριστικά
της κοπέλας που συναντούσα· πότε πότε τυχαία στο δρόμο, τόσο αποτύχαινα στην πρoσπάi)εια. Τελικά τα
παράτησα κι έπιασα να ζωγραφ(ζω ένα πρόσωπο από τη φαντασία μου, με τις ιδέες που έρχονταν την ώρα που βουτούσα το πινέλο στις μπογιές. Έφτιαξα ένα ονειρικό πρόσωπο και δεν έμεινα ευχαριστημένος. Επέμεινα ωστό
σο και κάi)ε καινούριο σχέδιο πλησίαζε ολοένα και πιο
πολύ το πρωτότυπο, μ' όλο που ήταν ακόμη μακριά από την πραγματικότητα.
Είχα πάρει τη συvήt}εια να τραβώ γραμμές με το μολύβι μου και να χρωματίζω επιφάνειες δίχως να . χω στο
νου μου κάτι το συγκεκριμένο, παρά ό,τι φανέρωνε στο χαρτί το ασυνείδητο και έπαιρνε μορφή σε κείνα τα
πρόχειρα σκίτσα. Τελικά, μια μέρα, σχεδόν ασυνείδητα, έφτιαξα ένα πορτρέτο που παΡΟΟΟίαζε κάτι πιο συγκεκριμένο από τα προηγούμενα. Δεν ήταν το πρόσωπο της κοπέλας, είχε από καιρό πάψει να της μοιάζει, μα έδειχνε κάτι ολότελα διαφορετικό, εξωπραγματικό, κι ωστόσο είχε εξίσου με γάλη σημασία για μένα. ' Ήταν περισσότερο ένα κεφάλι αγοριού παρά κοριτσιού. Τα μαλλιά δεν ήταν κατάξαν6'α όπως της χαριτωμένης μου κοπέλας, μα καστανά με κοκ κινωπές ανταύγειες. Το πηγούνι δυνατό και καλογραμμέ νο, τα χείλη ροδοκόκκινα. Σαν σύνολο έδειχνε κάπως σκληρό και άκαμπτο σαν μάσκα, μα ήταν εντυπωσιακό και φανέρωνε μια κρυφή εσωτερική ζωή.
Σαν κάt}ισα μπρος από το aπoτελειωμένo πορτρέτο, ένιωσα μια παράξενη ζωηρή αίσ()ηση. ' Εμοιαζε με εικόνα t}εού ή ιερή μάσκα, μισο-ανδρικό, μισο-γυναικείο, δίχως
ηλικία, αποφασιστικό συνάμα κι ονειροπόλο, μαρμαρω μένο κι ωστόσο αινιγματικά ζωντανό. Τούτο το πρόσωπο
e ΝΤΕΜΙΑΝ
87
είχε κάτι να μου πει. Μου ανήκε. Κάτι ζητούσε από εμένα. 'Εμοιαζε με κάποιον μα δεν μπορούσα να πω με ποιον. Γι' αρκετό διάστημα μ' απασχολούσε τούτη η εικόνα κι έγινε ένα κομμάτι από τη ζωή μου. Την κρατούσα κρυμμένη σ' ένα συρτάρι' κανένας δεν έπρεπε να τη βρει κι αρχίσει να με κοροϊδεύει. Μα σαν βρισκόμουν μόνος στη μικρή μου κάμαρη, την έβγαζα και τη μελετούσα προσεχτικά. Το βράδυ, την κρεμούσα στον τοίχο αντίκρυ στο κρεβάτι μου και την παρατηρούσα ωσότου ν' απο κοιμηfiώ και το πρωί πάλι, σαν άνοιγα τα μάτια, το βλέμμα μου έπεφτε πάνω της.
Κείνο τον καιρό άρχισα πάλι να ονειρεύομαι όπως παλιά, σαν ήμουν μικρό παιδί. Μου φαινόταν πως είχα
χρόνια και χρόνια να ονειρευτώ. Μια νέα εικόνα φανερω νόταν τώρα εμπρός μου. Συχνά το ζωγραφισμένο πορτρέ
το φαινόταν ζωντανό, εκφραστικό, φιλικό ή εχfiρικό, άλλοτε παραμορφωμένο κι άλλοτε πάλι ωραίο, αρμονικό και ευγενικό. Ένα πρωί, ξυπνώντας από
'να τέτοιο όνειρο, το
κοίταξα κι άξαφνα το αναγνώρισα.
' Εδειχνε τόσο γνώρι
μο, σαν να' ταν έτοιμο να φωνάξει τ' όνομά μου. 'Εμοιαζε
να με ξέρει όπως η μητέρα μου, σαν να νοιαζότανε για μένα από πολύ παλιά. Κάρφωσα τα μάτια στην εικόνα με καρδιοχτύπι, είδα τα πυκνά καστανά μαλλιά, το σχεδόν γυναικείο στόμα, το δυνατό μέτωπο με την παράξενη λάμψη -που είχε πάρει με τον καιρό από μόνο του- και κατάλαβα πως σιγά σιγά το αναγνώριζα, το ανακάλυπτα, έβρισκα ποιο ήταν. Πήδησα απ' το κρεβάτι, στάt)ηκα μπρος στο πορτρέ
το και κοίταξα τα ορfiάνοιχτα πρασινωπά μάτια που μ' ατένιζαν, όπου το δεξιό ήταν κάπως ψηλότερα από τ' άλλο. Κείνη τη στιγμή το δεξιό μάτι σαν να μισόκλεισε
λιγάκι και τότε αναγνώρισα το πρόσωπο ... Πώς και δεν το 'χα καταλάβει νωρίτεραl πρόσωπο του Ντέμιαν.
' Ηταν
το
88
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
Αργότερα σύγκρινα συχνά το πρόσωπο στο σχέδιο με
τα πραγματικά χαρακτηριστικά του Ντέμιαν κα6ώς τα , φερνα στο νου μου. Αν και όμοια, δεν ήταν ίδια. Μ' όλα αυτά, ήταν ο Ντέμιαν. Κάποιο απόγευμα, στις αρχές του καλοκαιριού, ο
ήλιος αντανακλούσε ολοκόκκινος μέσ' από το παρά{)υρό
μου που έβλεπε δυτικά. Η κάμαρη ήταν μισοσκότεινη. Σκέφτηκα να κρεμάσω το πορτρέτο της Βεατρίκης (ή του
Ντέμιαν) στο παρά{)υρο, να δω πώς
'fi'a
φαινόταν στη
λάμψη του ήλιου. Το περίγραμμα του προσώπου 'fi'άμπω σε μα τα μάτια, με κύκλους κοκκινωπούς ολοτριγύρω, το λαμπερό μέτωπο και το ζωηρό κόκκινο στόμα, έλαμπαν συναρπαστικά πάνω στο χαρτί. Στάi)ηκα ώρα πολλή μπροστά στην εικόνα, ακόμα κι όταν σβήστηκε. Τότε κατάλαβα σιγά σιγά πως δεν ήταν μήτε η Βεατρίκη μήτε ο Ντέμιαν αλλά εγώ ο ίδιος.
' Οχι πως η
εικόνα μού έμοιαζε
-πίστευα, μάλιστα, ότι δεν έπρεπε να μου μοιάζει- όμως το πρόσωπο αποκάλυπτε εμένα τον ίδιο, ήταν ο εσώτερος εαυτός μου, η μοίρα ή ο δαίμονάς μου. Έτσι κάπως
'fi'a
ήταν ο φίλος μου, αν,και όταν τον έβρισκα. Έτσι κάπως
'fi'a
ήταν η αγαπημένη μου, αν αποκτούσα κάποτε μία.
Έτσι 'fi'a ήταν η ζωή και ο 'fi'άνατός μου. Αντανακλούσε τον ήχο και το ρυ'fi'μό της μοίρας μου. Εκείνο τον καιρό είχα αρχίσει να διαβάζω κάτι που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση από οτιδήποτε είχα διαβάσει ως τότε. Κι αργότερα ακόμη, σπάνια τύχαινε να με τραβήξει τόσο πολύ βιβλίο εκτός ίσως από του Νίτσε-. Ήταν ένας τόμος του Νοβάλις με επιστολές και απο φ'fi'έγματα που πολλά δεν καταλάβαινα, κι ωστόσο όλα με μάγευαν και με συνάρπαζαν.
' Ενα από τα απoφi)έγματα
ήρ'fi'ε στο νου μου εκείνη τη στιγμή. Έπιασα κι έγραψα
κάτω απ' την εικόνα: «Μοίρα και ψυχή είναι δυο διαφο ρετικές λέξεις για την ίδια έννοια». Τώρα είχα καταλάβει. Συναντούσα συχνά την κοπέλα που ονόμαζα Βεατρί κη, μα εκείνες οι τυχαίες συναντήσεις δε με συγκινούσαν
ρ
ΝΤΕΜΙΑΝ
πια. Μόνο
89
tvLOJ'fi'a ένα γλυκό συναίσt}ημα και μια προ
σμονή, μια ήρεμη επι'6υμία. Ήταν σαν να έλεγα: «Είσαι
δεμένη μαζί μου, αλλά όχι εσύ, η εικόνα σου μόνο. Είσαι ένα κομμάτι από τη μοίρα μου».
Η επι'fi'υμία να δω τον Μαξ Ντέμιαν με κυρίεψε και πάλι. Χρόνια είχα να μά'fi'ω νέα του. Μία και μόνη φορά τον είχα συναντήσει στις διακοπές. Δεν έκανα λόγο στις σημειώσεις μου για κείνη τη σύντομη συνάντηση και καταλαβαίνω πως ήταν από ντροπή ίσως και περηφάνια. Πρέπει να συμπληρώσω το κενό. Μια μέρα λοιπόν, στη διάρκεια των διακοπών, κα'fi'ώς σεργιανούσα στην πόλη με το βαριεστισμένο ύφος εκεί
νου που παίρνει βόλτα τα καπηλειά, κουνώντας πέρα δώ'fi'ε το μπαστούνι μου και βλέποντας με περιφρόνηση τα ίδια πάντοτε πρόσωπα των αστών, είδα τον αλλοτινό φίλο μου να ' ρχεται κατά το μέρος μου. Ταράχτηκα μόλις τον είδα. Σαν αστραπή η σκέψη μου πήγε στον Φραντς Κρόμερ. Ήταν δυνατόν ο Ντέμιαν να
' χε
λησμονήσει
εκείνη την ιστορία; Μου ερχόταν τόσο άσχημα που του ήμουν υποχρεωμένος για μια ανόητη παιδιάτικη ιστορία μα, όπως και να γινόταν, ήταν κάποιο χρέος ... Φάνηκε σαν να περίμενε να δει αν 'fi'a τον χαιρετήσω κι όταν τον χαιρέτησα όσο πιο φυσικά μπορούσα, άπλωσε
το χέρι του.
' Ηταν πάντα η ίδια χειραΨία' στα'fi'ερή, 'fi'ερμή
κι ωστόσο δροσερή, αρρενωπή. Με περιεργάστηκε προσεχτικά και είπε: «Μεγάλωσες,
Σίνκλερ». Δεν έδειχνε αλλαγμένος, ήταν όπως πάντα νέος και μεγάλος. Κάναμε μια βόλτα και μιλήσαμε για άσχετα ζητήματα. Μήτε μια λέξη δεν ειπώt}ηκε για τα περασμένα. Θυμήt}ηκα πως στο παρελ'fi'όν του φορές δίχως να πάρω απάντηση.
' χα γράψει κάμποσες Μακάρι να ' χε ξεχάσει
εκείνα τα ανόητα γράμματα. Δεν έκανε καμιά νύξη. Τότε δεν είχα συναντήσει ακόμα τη Βεατρίκη και δεν
υπήρχε πορτρέτο. Ζούσα μέσα στην κατά'fi'λιψη. Σαν φτάσαμε περπατώντας ως τα περίχωρα της πόλης, τον
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
90
προσκάλεσα να πάμε σε μια ταβέρνα. Πήρα ύφος και παράγγειλα ένα μπουκάλι κρασί, έβαλα στα ποτήρια,
τσουγκρίσαμε κι άδειασα το δικό μου μονοκοπανιά, δείχνοντας την εξοικείωσή μου με τις συνήfiειες των φοιτητών. «Πας συχνά σε ταβέρνες;» ρώτησε.
«Α, βέβαια», αποκρί{)ηκα αδιάφορα, «μήπως υπάρχει και τίποτ' άλλο να κάνουμε; Στο κάτω κάτω, είναι ο πιο ευχάριστος τρόπος να περνάς την ώρα σου». «Βρίσκεις; Μπορεί. Οπωσδήποτε έχουν κάτι το ευχά ριστο όλα αυτά - τα ξεφ~ώματα, η βακχική ζωή! Μα αυτό είναι κάτι που έχει λείψει απ' τους fiαμώνες των καπηλειών. Βρίσκω πως τούτο το καt)ημερινό πήγαιν' έλα είναι πολύ ανιαρή ιστορία. Ν α ξεφαντώσεις πραγματι κά μια νύχτα σ' ένα μεt)ύσι μ' αναμμένους δαυλούς, αυτό
έχει κάτι το βακχικό, αυτό μάλιστα! Μα τούτη η συνήfiεια ν' αδειάζεις το 'να ποτήρι πίσω απ' τ' άλλο, χάνει πια τη σημασία της. Μπορείς να φανταστείς τον Φάουστ καt)ι σμένο κάδε βράδυ στο τραπέζι κάποιου καπηλειού;»
Ήπια μια γουλιά !cat του 'ριξα μια εχfiρική" ματιά. «Δεν είναι όλος ο κόσμος Φάουστ», είπα ξερά. Με κοίταξε σαστισμένος.
,
«Καλά, δεν υπάρχει δα λόγος νατσακωt)oύμε. Υποfiέ τω πως η ζωή ενός πότη κι ενός άσωτου είναι πιο ζωντανή
απ' τη ζωή ενός άμεμπτου αστού. Έπειτα -κάπου το
διάβασα αυτό- η ζωή ενός άσωτου είναι η καλύτερη προετοιμασία για ένα μυστικιστή. Υπάρχουν άν{)ρωποι όπως ο ' Αγιος Αυγουστίνος που αργότερα γίνηκαν άγιοι. Ο ίδιος παλιότερα ήταν ένας ηδονιστής, που αγαπούσε τη ζωή».
Τον άκουγα δύσπιστος και δεν είχα όρεξη να παραδε χτώ τα λεγόμενά του, γιαυτό είπα βαριεστισμένα: «ο καt)ένας έχει τα γούστα τ~υ. Μα να σου πω την αλήfiεια, δεν το
' χω όρεξη να γίνω ούτε άγιος ούτε κάτι παρόμοιο».
ΝΤΕΜΙΑΝ
91
Μου 'ριξε μια γοργή ματιά μέσα από τα μισόκλειστα μάτια του.
«Αγαπητέ μου Σίνκλερ», είπε αργοσέρνοντας τη φωνη του, «δεν ήδελα να σε στενοχωρήσω. Στο κάτω κάτω, κανένας από τους δυο μας δεν ξέρει για ποιο σκοπό πίνεις όλο τούτο το κρασί. Μόνο αυτό που βρίσκεται μέσα σου, που ρυδμίζει τη ζωή σου, μπορεί να ξέρει. Μας κάνει καλό να ξέρουμε πως μέσα μας υπάρχει κάποιος που ξέρει το καδετί για μας, που'γυρεύει το καλό μας, και τα κάνει όλα καλύτερα από μας. Μα, να με συγχωρείς τώρα, πρέπει να πηγαίνω».
Αποχαιρετηδήκαμε βιαστικά. Κάδισα στη δέση μου δυμωμένος, απόσωσα το κρασί στο μπουκάλι και σαν σηκώδηκα να φύγω είδα ότι ο Ντέμιαν είχε προλάβει να πληρώσει, πράγμα που μ' ενόχλησε ακόμα περισσότερο. Συλλογίστηκα πάλι εκείνο το επεισόδιο. Θυμόμουν συνέχεια τον Ντέμιαν. Τα λόγια του εκείνη τη μέρα στην ταβέρνα ξανάρχονταν στο νου μου παράξενα επίκαιρα και γεμάτα νόημα. «Μας κάνει καλό να ξέρουμε πως μέσα μας υπάρχει κάποιος που ξέρει το καδετί για μαςl»
, Εστρεψα
το βλέμμα στην εικόνα που κρεμόταν στο
παράδυρο και είχε ολότελα σχεδόν ξεδωριάσει τώρα. Είδα όμως ότι τα μάτια λάμπανε ακόμα.
' Ηταν το βλέμμα
του Ντέμιαν ή εκείνου που ήξερε το καδετί για μένα. Πόσο ήδελα να ξαναδώ τον Ντέμιανl Δεν ήξερα, δεν μπορούσα να μάδω τίποτα γι' αυτόν. Το μόνο που ήξερα
ήταν ότι σπούδαζε και πως, όταν τέλειωσε το σχολείο, είχε αποχαιρετήσει τη μητέρα του και την πατρική του πόλη.
, Εφερα
με το νου μου καδετί που δυμόμουν από τον
Μαξ Ντέμιαν ως το επεισόδιο με τον Κρόμερ. Πώς αντηχούσαν ακόμη στ' αυτιά μου όλα όσα μου είχε πει κάποτε, πόσο ζωντανό ήταν το νόημά τους σήμερα, πόσο ταίριαζε με τις εμπειρίες μου. Ακόμα κι ό,τι είχε πει για
τον άσωτο και τον άγιο στην τελευταία δυσάρεστη συνά-
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
92
ντησή μας φωτίστηκε άξαφνα. Σάμπως έτσι δεν είχε γίνει με μένα; Δε ζούσα μες στην κραιπάλη και στη βρωμιά, χαμένος, μες στην παραζάλη, μέχρις ότου μια νέα όρεξη για ζωή μ' έκανε άλλο άνftρωπo, να λαχταρώ την αγνότη τα, να ποδώ την αγιότητα; Συνέχισα ν' αναπολώ. Από ώρα είχε πέσει η νύχτα κι έξω έβρεχε. Και μέσα στις αναμνήσεις μου άκουγα τη βροχή. 'Ηταν εκείνη η στιγμή κάτω από τις καστανιές που με είχε ρωτήσει για τον Φραντς Κρόμερ κι είχε μαντέψει τα πρώτα μυστικά μου. Ύστερα είχαν ακολου
δήσει άλλα
- οι συζητήσεις μας στο δρόμο για το σχολείο,
τα μαδήματα της κατήχησης για το χρίσμα. Τέλος ήρδε στο νου μου και η πρώτη συνάντηση με τον Μαξ Ντέμιαν. Για ποιο δέμα είχαμε μιλήσει; Στην αρχή δεν μπορούσα να δυμηδώ· στάδηκαλίγο και συγκεντρώδηκα και τότε ήρδε στη μνήμη μου η σκηνή. Στεκόμασταν μπροστά στο σπίτι
μου. Πριν από λίγο είχε εξηγήσει τι πίστευε για τον Κάιν. Ύστερα μίλησε για τον παλιό ξεδωριασμένο δυρεό πάνω από την εξώδυρα. Είχε πει πως τον ενδιέφερε και πως αξίζει να δίνουμε π~σoχή σε κάτι τέτοια. Εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκα τον Ντέμιαν και το 'fi'υρεό. Ο Ντέμιαν τον κρατούσε στα χέρια του κι αυτός άλλαζε διαρκώς μορφές. ' Άλλοτε ήταν μικρός και γκρί ζος, άλλοτε γινόταν τεράστιος και πολύχρωμος, μα πάντα έμενε, όπως μου εξήγησε, το ίδιο πουλί. Στο τέλος, με διέταξε να φάω το thJρεό. Σαν τον κατάπια, διαπίστωσα πανικόβλητος πως το εραλδικό πουλί μεγάλωνε, εξογκω νόταν κι άρχιζε να με τρώει από μέσα. Κυριευμένος από ένα δανάσιμο φόβο, ξύπνησα απότομα.
, Αρχισα να συνέρχομαι. ' Ητανε
μεσονύχτι και άκουγα
τη βροχή να μπαίνει στην κάμαρη. Σηκώδηκα να κλείσω
το παράδυρο και πάτησα κάτι που γυάλιζε στο πάτωμά. Το άλλο πρωί είδα πως ήταν η εικόνα που είχα ζωγραφί σει. Ήταν πεσμένη στο βρεγμένο πάτωμα και είχε φουσκώσει. Την άπλωσα να στεγνώσει μέσα σ' ένα
μ
ΝΤΕΜΙΑΝ
93
χοντρό βιβλίο ανάμεσα σε δυο φύλλα στυπόχαρτο. Την άλλη μέρα είχε στεγνώσει μα είχε αλλάξει. Τ.ο κόκκινο στόμα έδειχνε χλομό και είχε στενέψει λίγο. Ήταν τώρα ολόιδιο με του Ντέμιαν. Έπιασα να ζωγραφίσω σ' ένα άλλο χαρτί το εραλδικό πουλί. Δε thJμόμουν πια πώς ακριβώς ήταν, μα κι από κοντά να το κοίταζα δε {}α ξεχώριζα και πολλά πράγματα από την πραγματική μορφή του μια και ήταν παλιό και ξαναβαμμένο πολλές φορές. Το πουλί στεκόταν ή ήταν κουρνιασμένο πάνω σε κάτι - {}α μπορούσε να ' ταν ένα λουλούδι, ένα καλά{}ι, μια φωλιά ή μια κορυφή δέντρου. Δεν ασχολή{}ηκα μ' αυτό και βάλ{}ηκα να ζωγραφίζω ό,τι thJμόμουν καλύτερα. Παρακινημένος από κάποια ακα
{}όριστη παρόρμηση, άρχισα αμέσως να χρησιμοποιώ έντονα χρώματα. Πάνω στο χαρτί μου, το κεφάλι του πουλιού πήρε ένα χρυσοκίτρινο χρώμα. Συνέχισα με όρεξη και μέσα σε λίγες μέρες το
' χα
τελειώσει. Είχα φτιάξει ένα αρπακτικό όρνιο με δυνατό και γαμψό ράμφος γερακιού. Το μισό κορμί του βρισκόταν μέσα σε μια σκοτεινή γήινη σφαίρα από που πάλευε να βγει όπως μέσα από
' να
γιγάντιο αυγό, με φόντο το
γαλανό ουρανό. Όσο περισσότερο παρατηρούσα τη ζωγραφιά μου τόσο έδειχνε να μοιάζει με το χρωματιστό thJρεό που είχα δει στον ύπνο μου ..
Ακόμα κι αν ήξερα πού βρισκόταν ο Ντέμιαν, {}α μου ήταν αδύνατο να του γράψω. Παρασυρμένος, ωστόσο, από κάποιο κρυφό προαίσ{}ημα αποφάσισα να του στείλω τη ζωγραφιά με το γεράκι, άσχετα αν {}α έφτανε
ποτέ στα χέρια του. Δεν έγραψα τίποτε πάνω, μήτε καλά καλά τ' όνομά μου, ψαλίδισα προσεχτικά τις άκριες, το
, βαλα
σ' ένα μεγάλο φάκελο, έγραψα πάνω την παλιά
διεύthJνση του φίλου μου και το ταχυδρόμησα. Πλησίαζαν οι εξετάσεις και είχα περισσότερο διάβα σμα από κά{}ε άλλη φορά. Μετά την ξαφνική αλλαγή στη
94
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
συμπεριφορά μου, οι κα&ηγητές είχαν αρχίσει να μ' εκτιμούν πάλι.
' Οχι
πως ήμουν βέβαια το πρότυπο του
μα&ητή, μα μήτε εγώ μήτε και κανείς άλλος μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι μόλις έξι μήνες πριν όλος ο κόσμος είχε για σίγουρη την αποβολή μου. Ο πατέρας μού έγραφε τώρα όπως τον παλιό καιρό, δίχως παράπονα και φοβέρες. Δεν είχα, ωστόσο, καμιά
διά6'εση να εξηγήσω σ' αυτόν ή σε οποιονδήποτε άλλο την αιτία της αλλαγής μου. Έτυχε απλώς να συμπέσει τούτη η μεταστροφή μου με τις επι{)υμίες των γονιών και των δασκάλων μου. Αυτό δε μ' έφερε πιο κοντά στους άλλους. Αντί-6ετα, μεγάλωσε τη μοναξιά μου. Γιατί η μεταμόρφωση αυτή είχε έναν απροσδιόριστο στόχο, τον Ντέμιαν, στο μακρινό μέλλον. Ακόμα δεν ήξερα καλά καλά τον εαυτό μου. Βρισκόμουν σε μια εξελικτική πορεία. Η Βεατρίκη υπήρξε το ξεκίνημα και για ένα διάστημα ζούσα με το πορτρέτο και με τις σκέψεις του Ντέμιαν μέσα σ' ένα κόσμο τόσο εξωπραγματικό ώστε
είχα πάψει να τη σκέφτομαι, όπως είχα πάψει και να τη βλέπω. Ποτέ δε
-6'
c1νοιγα το στόμα μου να πω λέξη σε
κανένα για τα όνειρά μου, τις προσδοκίες μου και τη βα6ύτερη μεταμόρφωσή μου, ακόμη κι αν το ή-6ελα. Μα πώς μπορούσα να -6ελήσω κάτι τέτοιο;
μ
t
Ι
t
Το πουλΙ (JγαΙvει από το αυγό παλεύοντας Το πουλί που είχα ζωγραφίσει ήταν κιόλα στο δρόμο γυρεύοντας το φίλο μου. Η απάντηση έφτασε σε μένα με τρόπο {)αυμαστό.
Κα{)όμουν στην τάξη την ώρα του διαλείμματος και βρήκα στο {)ρανίο μου ένα χαρτί βαλμένο μέσα στο βιβλίο μου. Ήταν διπλωμένο όπως συνη{)(ζαμε σαν στέλναμε
στα κρυφά σημειώματα ο ένας στον άλλο την ώρα του μα{)ήματος. Το βρήκα παράξενο να μου στείλουν ένα τέτοιο χαρτί αφού δεν είχα ιδιαίτερες φιλίες με κανέναν από τους συμμα{)ητές μου. Το πήρα πως {)α . ταν κάποια πρόσκληση να μπλεχτώ σε καμιά φασαρία, πράγμα που δεν είχα διόλου όρεξη, και δίχως να το διαβάσω το άφησα πάνω στο βιβλίο. Μόνο σαν είχε αρχίσει το μά{)ημα βρέ{)ηκε πάλι τυχαία στα χέρια μου. Κα{)ώς έπαιζα με το χαρτί, το ξεδίπλωσα μηχανικά και
είδα πως είχε γραμμένο κάτι πάνω του. Έριξα μια ματιά. Μια φράση μ' έκανε να σταματήσω. Φοβή{)ηκα και συνέχισα να το διαβάζω ενώ η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από τον τρόμο. ' Ηταν σαν να βρισκόμουν μπρο στά στη μοίρα μου. «Το πουλί βγαίνει από το αυγό παλεύοντας», έγραφε. «Το αυγό είναι ο κόσμος. 'Οποιος {)έλει να γεννη{)εί, πρέπει να καταστρέψει ένα κόσμο. Το πουλί πετά προς τον Θεό. Το όνομα του Θεού είναι Αβραξάς».
Σαν ξαναδιάβασα κάμποσες φορές τούτες τις γραμ μές, έπεσα σε βα{)ιά συλλογή. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβο λία. Ήταν η απάντηση του Ντέμιαν. Κανένας άλλος εκτός από κείνον κι' εμένα δεν ήξερε για το πουλι. Η εικόνα μου είχε φτάσει στα χέρια του. Είχε καταλάβει και
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
96
προσπα60ύσε να μου εξηγήσει. Αλλά τι σχέση είχαν όλα αυτά με την εικόνα και -πράγμα που περισσότερο απ' όλα με τυραννούσε- ποιος ήταν αυτός ο Αβραξάς; Μήτε είχα ακούσει μήτε και διαβάσει ποτέ αυτή τη λέξη. «Το όνομα του Θεού είναι Αβραξάς». Πέρασε η ώρα χωρίς ν' ακούσω λέξη από το μά'f}ημα.
, Αρχισε
η επόμενη που ήταν και η τελευταία. Μας
δίδασκε ένας νεαρός κα-6ηγητής που μόλις είχε αποφοι τήσει απ' το πανεπιστήμιο. Μας άρεσε γιατί ήταν νέος και δεν έκανε επίδειξη ψεύτικης αξιοπρέπειας. Κάναμε Ηρόδοτο με την κα60δήγηση του κα'6ηγητή Φόλεν. Κείνα τα μα6ήματα ήταν από τα λίγα που μ'
ενδιέφεραν, αλλά αυτή τη φορά ο νους μου ήταν αλλού. Είχα ανοίξει το βιβλίο μου μηχανικά μα δεν παρακολου60ύσα τη μετάφραση.
' Ημουν βυ6ισμένος στις δικές μου
σκέψεις. Πολλές φορές είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω
την αλή6εια όσων μου είχε πει ο Ντέμιαν παλιά, στις ώρες της κατήχησης. ' Οταν 6έλεις κάτι πραγματικά, το πετυ χαίνεις.
Αν λοιπόν έδειχναt απορροφημένος και σκεφτικός την ώρα του μα6ήματος, ήμουγ πέρα για πέρα σίγουρος πως ο
καt}ηγητής 6α με άφηνέ στην ησυχία μου. Αν ήσουν απρόσεχτος ή
αποκοιμιόσουν, τότε 6α τον έβλεπες
μπροστά σου - κι αυτό μου 'χε συμβεί πολλές φορές. , Οταν όμως ήσουν πραγματικά αφοσιωμένος και σκεφτό σουν, δεν είχες να φοβη6είς τίποτα. Είχα- δοκιμάσει
ακόμη να προσηλώνω κάπου τη ματιά μου για να πετύχω κάτι και το βρήκα αποτελεσματικό. Τον καιρό που ήμουν με τον Ντέμιαν δεν το κατόρ6ωνα, μα τώρα έβλεπα ότι μπορεί κανείς να καταφέρει πολλά αν προσηλώσει τη σκέψη και τη ματιά του κάπου.
.
Βρισκόμουν, λοιπόν, μίλια μακριά από τον Ηρόδοτο και το σχολείο όταν άξαφνα η φωνή του κα'6ηγητή έπεσε πάνω. μου σαν αστροπελέκι κι αναπήδησα τρομαγμένος. , Ακουσα τη φωνή του. Στεκόταν πλάι μου. Νόμισα πως
f !, ι
ΝΤΕΜΙΑΝ
97
είχε κιόλα φωνάξει τ' όνομά μου. Μα δε με κοίταζε. Ανάπνευσα.
Τότε άκουσα ξανά τη φωνή του. Είχε πει τη λέξη «Αβραξάς» .
Συνεχίζοντας την εξήγηση κάποιου {}έματος που η αρχή μού είχε ξεφύγει, ο κα{}ηγητής Φόλεν είπε: «Δεν πρέπει να φανταζόμαστε πως οι απόψεις των αιρέσεων
και των μυστικιστικών εκείνων κοινωνιών της αρχαιότη τας είναι τόσο αφελείς όπως φαίνονται με την πρώτη ματιά κάτω από το πρίσμα μιας ορ{}ολογιστικής {}εώρη σης. Κα{}ώς ξέρουμε, η επιστήμη με τη σημερινή έννοια
ήταν ολότελα άγνωστη στην αρχαιότητα. Τούτη την έλλειψη την αναπλήρωναν στρέφοντας το ενδιαφέρον τους σε φιΚοσοφικές και μυστικιστικές αλή-6ειες που
αναπτύχ{}ηκάν σε πολύ μεγάλο βα{}μό. Απ' αυτά πήγασε ένα είδος μαύρης μαγείας που οδηγούσε συχνά στην πλάνη και στο έγκλημα. Η μαγεία αυτή, ωστόσο, είχε ευγενή προέλευση και βασιζόταν σε κάποια βαWτητα σκέψης. Για παράδειγμα, η διδασκαλία του Αβραξάς που σας ανέφερα πρωτύτερα. Το όνομα αυτό συνδέεται με τη
μαγεία στην Ελλάδα και παρίστανε κάποιο κακό πνεύμα που λατρεύουν ακόμη σήμερα ορισμένες απολίτιστες φυλές. Φαίνεται, ωστόσο, πως ο Αβραξάς έχει μια βα{}ύ τερη σημασία. Μπορούμε να τον {}εωρήσουμε σαν μια {}εότητα που συμβολίζει τη συμφιλίωση του {}ε'ίκού με.χο σατανικό». Ο καλά καταρτισμένος κοντούλης κα{}ηγητής μιλούσε με ζήλο και ευστροφία μα δεν τον πολυπρόσεχαν και κα{}ώς το όνομα «Αβραξάς» δεν αναφέρ{}ηκε ξανά στο κείμενο, ξαναγύρισα στις σκέψεις μου.
«Συμφιλιώνει το {}είκό και το σατανικό». Τούτες οι
λέξεις αντηχούσαν μέσα μου. Θυμή{}ηκα με τι συσχετίζο νταν. Για την ιδέα αυτή μου είχε μιλήσει ο Ντέμιαν πάνω σε μ~α συζήτηση τις τελευταίες μέρες που κάναμε παρέα. ΤόΤf1 είχε πει πως ο Θεός που λατρεύουμε αντιπροπω-
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
98
πεύει μόνο ένα μέρος του κόσμου, το μισό, δηλαδή τον επίσημο, το «φωτεινό» κόσμο. Έπρεπε όμως να μπορού
με να λατρεύουμε ολόκληρο τον κόσμο, γιαυτό είτε δα
. πρεπε .
να έχουμε ένα δεό που είναι και διάβολος μαζί,
είτε παράλληλα με τη λατρεία του Θεού να καt}ιερώσOυμε
μια λατρεία του Διαβόλου . Έχουμε λοιπόν έτσι τον Αβραξάς, που ήταν δεός μαζί και διάβολος.
, Ενα διάστημα ακολού{)ησα με ζήλο αυτό το δρόμο που είχε χαράξει ο Ντέμιαν, δίχως να προχωρήσω ωστόσο πολύ. 'Εψαξα εξοννχιστικά μια ολόκληρη βιβλιοδήκη για να βρω πληροφορίες σχετικά με τον Αβραξάς, μα δε με ικανοποιούσε αυτό το είδος της άμεσης και συνειδητής έρευνας όπου βρίσκεις αλήδειες που δεν έχουν σχέση με τη ζωή. Η μορφή της Βεατρίκης που κάμποσο καιρό με είχε
απορροφήσει τόσο πολύ χανόταν σιγά σιγά, απομακρυ νόταν, έσμιγε με τον ορίζοντα, γινόταν ολοένα πιο αχνή, πιο δαμπή και μακρινή. ' Άλλο πια δε γέμιζε την ψυχή μου. Μια νέα εικόνα άρχιζε να παίρνει τώρα μορφή στον παράξενο κόσμο 1}ου ζούσα όμοια με υπνοβάτης. Ο πόδος για τη ζωή φούντωνε μέσα μου, ο πόδος για τον έρωτα μεγάλωνε και το σεξουαλικό ένστικτο που είχα κατασιγάσει εξιδανικεύοντάς το ένα διάστημα με τη λατρεία της Βεατρίκης, τώρα γύρευε νέες εικόνες και
νέους στόχους. Μα τούτες οι επιδυμίες παρέμεναν ανεκ πλήρωτες, μου ήταν αδύνατο, τώρα περισσότερο παρά
. ποτέ,
να βρω ένα υποκατάστατο στη συντροφιά των
γυναικών αυτών που οι φίλοι μου έψαχναν την ευτυχία τους. ' Αρχισα πάλι να ονειρεύομαι συνεχώς, και μάλιστα πιο πολύ τη μέρα παρά τη νύχτα. Εικόνες και φαντασιώ σεις ή πόδοι ξυπνούσαν μέσα μου και με έπαιρναν μακριά από την πραγματικότητα, ώστε είχα πιο ουσιαστικούς και ζωντανούς δεσμούς με κείνα τα όνειρα, τις φαντασιώσεις και τις σκιές, και ζούσα περισσότερο μαζί τους παρά στον
πραγματικό κόσμο που με τριγύριζε.
.
> ΝΤΕΜΙΑΝ
99
Κάποιο συγκεκριμένο όνειρο ή παιχνίδι της φαντα σίας μου που έβλεπα και ξανάβλεπα μου φάνηκε πως είχε ιδιαίτερη σημασία. Τούτο τ' όνειρο, το πιο σημαντικό κι επίμονο απ' όλα της ζωής μου, ήταν κάπως έτσι: Γυρνού σα πίσω στο πατρικό μου σπίτι και πάνω από την εξώthJρα το εραλδικό πουλί έλαμπε ολόχρυσο σε γαλανό φόντο. Η μητέρα μου ερχόταν να με προϋπαντήσει, μα σαν πλησίαζα στο κατώφλι κι ήταν έτοιμη να με φιλήσει δεν ήταν πια η ίδια αλλά ένα πρόσωπο που δεν είχα ξαναδεί άλλοτε, ψηλή και δυνατή, όμοια με τον Ντέμιαν
και το πορτρέτο που είχα ζωγραφίσει - ωστόσο πάλι διαφορετική, και μ' όλο που έδειχνε δυνατή και εύρωστη είχε ξεχωριστή fiηλυκότητα. Η μορφή με τραβούσε κοντά της σ' ένα δυνατό και τρομαχτικό ερωτικό αγκάλιασμα. 'Evtrofia έκσταση και φρίκη, το αγκάλιασμα ήταν μια πράξη λατρείας και συνάμα κρίμα. Η μορφή εκείνη Wμιζε τη μητέρα μου μαζί και τον Ντέμιαν, τούτο το αγκάλιασμα βεβήλωνε καfiετί ιερό και όσιο, κι ωστόσο με πλημμύριζε ευδαιμονία. Συχνά ξυπνούσα από το όνειρο μ' ένα αίσ{)ημα έκστασης, άλλοτε γεμάτος fiανάσιμο φόβο, με τυραννισμένη συνείδηση, λες κι είχα κάνει ένα φριχτό αμάρτημα. Σιγά σιγά και ασυνείδητα δημιουργή{)ηκε ο κρίκος που συνέδεσε αυτό το εσωτερικό όραμα με το «σημάδι»
που είχε έρfiει από τον εξωτερικό κόσμο όταν αναζητού σα κάποιο fiεό. Ο σύνδεσμος έγινε πιο στενός και πιο οικείος κι άρχισα να καταλαβαίνω πως μέσα στ' όνειρό μου καλούσα τον Αβραξάς. ' Ενα κράμα έκστασης και φρίκης, ανδρικού και γυναικείου στοιχείου, ιερού και βέβηλου μαζί, στιγμές βαfiιάς ενοχής μες στην πιο τρυφε ρή αfiωότητα
-
αυτό ήταν τ' όνειρό μου κι αυτή ήταν η
φύση του Αβραξάς. Ο έρωτας δεν ήταν το σκοτεινό ζωώδες ένστικτο που με φόβο είχα πρωτονιώσει μήτε και
η πνευματική λατρεία που είχα δείξει στη Βεατρίκη. Ήταν και τα δυο μαζί και κάτι παραπάνω. Ήταν ο
·.--
100
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
, ΑΥγελος
και ο Σατανάς, ο άντρας και η γυναίκα, ο
άν6ρωπος και το ζώο, το ύψιστο καλό και το έσχατο κακό. 'Ηταν, φαίνεται, γραφτό μου να ζήσω έτσι, αυτή ήταν η μοίρα μου. Λαχταρούσα μια τέτοια ζωή, ωστόσο ένιωfi'α και κάποιο φόβο. Την άνοιξη που ερχόταν {)οα ' φευγα από το σχολείο και {)οα συνέχιζα σε πανεπιστήμιο, μα ήμουν ακόμη αναποφά σιστος για το πού {)οα πήγαινα και τι {)οα σπούδαζα. λεπτό μουστάκι φύτρωνε πάνω απ' τα χείλη μου.
' Ενα ' Ημουν
ολόκληρος άντρας, παρ' όλα αυτά ολότελα αβoήt}ητoς και δίχως κάποιο σκοπό. ' Ενα μόνο πράγμα συνέχιζε στα{)οερά. Η μυστική φωνή μέσα μου και τ' όνειρο .. Καταλάβαινα πως έπρεπε ν' ακολου{)οήσω στα τυφλά το δρόμο που {)οα με οδηγούσε στο όραμα. Αλλά δεν ήταν εύκολο και καt}ημερινά απόδιωχνα τη σκέψη. , Ισως, πολλές φορές το συλλογιόμουν, να ' μουν τρελός, ίσως πάλι απλώς διαφορετικός από τους άλλους.
' Ομως
μπορούσα να κάνω ό,τι και οι άλλοι. Με λίγη {)Οέληση και κάποιο ζήλο διάβαζα Πλάτωνα, έλυνα προβλήματα τριγω νομετρίας και παQακολου{)οούσα πειράματα χημείας.
' Ε να πράγμα δεν κατόρ{)οωνα. Να κάνω τον κρυφό, σκοτει νό σκοπό μου χειροπιαστό, όπως γινόταν με τους άλλους που ήξεραν ότι {)οα γίνουν δάσκαλοι, γιατροί, δικαστές ή
καλλιτέχνες, πόσο {)οα κρατούσε αυτό και τι είχαν να κερδίσουν στο μέλλον. Όμως, δεν το μπορούσα. Ίσως
βέβαια κάποια μέρα να γινόμουν κάτι, μα μπορούσα να
. μαι σίγουρος; , Ισως ήτανε γραφτό μου να γυρεύω χρόνια και χρόνια κάτι και να μην καταλήξω που{)οενά. Μπορεί πάλι να έφτανα στο σκοπό μου αλλά να ήταν κακός-, επικίνδυνος και τρομαχτικός.
Δε γυρευα τίποτ' άλλο από το να πρoσπαt}ώ να ζω
σύμφωνα με ό,τί πιο αλη{)οινό υπήρχε μέσα μου. Γιατί, άραγε, ήταν τόσο δύσκολο; Συχνά δοκίμασα να ζωγραφίσω κείνη τη ρωμαλέα ονειρική μορφή του ονείρου μόυ, μα πάντοτε αποτύχαι-
μ
ΝΤΕΜΙΑΝ
101
να. Αν το κατόρ-δωνα, -δα το 'στελνα στον Ντέμιαν. Πού να βρισκόταν, άραγε; Δεν ήξερα. Ήξερα μόνο πως η μοίρα μου ήταν δεμένη με τη δική του. Πότε -δα τον ξανάβλεπα;
Η ευχάριστη ηρεμία της εποχής που έζησα με τη μορφή της Βεατρίκης στη σκέψη μου είχε από καιρό χα-δεί. Κείνο τον καιρό πίστεψα πως είχα επιτέλους βρει
ένα νησί και τη γαλήνη μου. Μα πάντοτε γινόταν το ίδιο πράγμα, δεν καταστάλαζα που-δενά. Μόλις ένα όνειρο μου 'φερνε ευτυχία, έσβηνε αμέσως. Ποιος ο λόγος να
παραπονούμαι. Μέσα μου έκαιγε μια φωτιά από ανεκ πλήρωτους πό-δους, μια δυνατή προσδοκία που συχνά μ' έκανε άγριο και τρελό. Πολλές φορές έβλεπα μπρος μου τη μορφή του ονείρου μου, ολοζώντανη, τόσο κα'6αρά όσο το ίδιο μου το χέρι, και της μιλούσα, έκλαιγα μπρος
της, την καταριόμουν. Τη φώναζα μητέρα κι έπεφτα στα γόνατα με δάκρυα. Την έλεγα δαίμονα και πόρνη, βρικό λακα κι εγκληματία. Με παρέσυρε στα πιο τρυφερά
όνειρα αγάπης και στις πιο άκαρπες ξεδιαντροπιές. Τίποτε δεν ήταν αρκετά καλό και ακριβό, τίποτε αρκετά κακό και ποταπό.
Κείνο το χειμώνα τον πέρασα σ' έναν εσωτερικό αναβρασμό που δύσκολα μπορώ να περιγράψω. Από
καιρό είχα συνη-δίσει στη μοναξιά. Δε με τυραννούσε πια γιατί ζούσα μαζί με τον Ντέ μιαν , με το γεράκι, με τη μορφή του ονείρου μου που ήταν η μοίρα μου και η αγαπημένη μου. Γέμιζαν τη ζωή μου μια και όλα οδηγού σαν σε κάτι μεγάλο και απέραντο - όλα οδηγούσqν στον Αβραξάς. Μ' όλα αυτά, καμιά από τις ονειρικές μορφές
δεν υπάκουε στις διαταγές μου. Μήτε να επικαλεστώ κάποια απ' αυτές μπορούσα, μήτε και με τη -δέλησή μου να τους δώσω κάποιο χρώμα. Εκείνες με κυρίευαν. Με εξουσίαζαν και ζούσα από αυτές. Από τον εξωτερικό κόσμο ήμουν καλά ασφαλισμένος. Δε με φόβιζαν οι άν-δρωποι.
' Εβλεπα πως οι συμμα6ητές
,
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
102
μου το καταλάβαιναν και μου φέρονταν μ' ένα κρυφό σεβασμό που μ' έκανε πότε πότε να χαμογελώ. Σαν
ήδελα μπορούσα πολύ καλά να καταλάβω τι σκέφτονταν, πράγμα που τους έκανε να σαστίζουν. Μα σπάνια γινόταν κάτι τέτοιο, αν όχι ποτέ. Αποκλειστικά και μόνο με απασχολούσε ο εαυτός μου. Γύρευα να ζήσω λίγο περισ σότερο για να προσφέρω κάτι από τον εαυτό μου στον κόσμο, να παλέψω και ν' αγωνιστώ μ' αυτόν. Πολλές φορές τα βράδια, σαν γύριζα στους δρόμους και μ' έπιανε
μια ανησυχία που μ' εμπόδιζε να γυρίσω σπίτι πριν από τα μεσάνυχτα, πίστευα πως η αγαπημένη μου t}a ' ρχόταν να μ'
ανταμώσει στην παρακάτω γωνιά, πως
t}a
με
φώναζε από' να κοντινό παράt}υρO. ' Ολατούτα μου ήταν
αβάσταχτα πολλές φορές κι αποφάσιζα να βάλω ένα τέρμα στη ζωή μου. Τότε ήταν που βρήκα -κατά τύχη, όπως λένε- ένα παράξενο καταφύγιο, μ' όλο που δεν πιστεύω ότι ήταν στην τύχη. Όταν κάποιος χρειάζεται κάτι και βρίσκει
αυτό που αποζητά, τότε δεν είναι η τύχη που το φέρνει
εμπρός του μα ο ίΜος, η λαχτάρα κι ο πόt}ος του που τον κάνουν να το βρει.
Καt}ώς σεργιάνιζα λοιπόν στην πόλη, έτυχε ν' ακούσω
δυό τρεις φορές τον ήχο από 'να εκκλησιαστικό όργανο να βγαίνει από μια ε~κλησoύλα κάπου στα περίχωρα. Δεν είχα, όμως, σταματήσει. Την επόμενη φορά, καt}ώς περ νούσα απέξω, το άκουσα πάλι και αναγνώρισα τη μουσική που ήταν από τον Μπαχ. Δοκίμασα ν' ·ανοίξω την πόρτα της εκκλησίας μα τη βρήκα κλειδωμένη. Kαt}ώς ο δρόμος ήταν σχεδόν έρημος, κάt}ισα σ' ένα πεζούλι πλάι στην εκκλησία, ανασήκωσα το γιακά του πανωφοριού μου κι αφoσιώt}ηκα στη μουσική. Ήταν ένα μικρό εκκλησιαστι κό όργανο μα ο μουσικός έπαιζε εξαίσια με μια παράξενη
κι ολότελα ξεχωριστή έκφραση, όλο t}έληση κι επιμονή, που έδινε την εντύπωση προσευχής. Ο μουσικός, συλλογί στηκα, καταλαβαίνει τι t}ησαυρός κρύβεται μέσα στο
ΝΤΕΜΙΑΝ
103
κομμάτι τούτο και τον αναζητά, παλεύει να τον κρατήσει όπως fia έκανε για τη ζωή του. Δεν ξ~ρω πολλά πράγματα για τη μουσική aπό τεχνική πλευρά, μα από μικρό παιδί είχα μια έμφυτη κλίση να καταλαβαίνω τούτο το είδος της μουσικής και το 'βρισκα αυτονόητο. Ύστερα ο μουσικός έπαιξε κάτι πιο σύγχρονο. Ίσως ήταν Μαξ Ρέγκερ. Η εκκλησία ήταν κατασκότεινη. Μόνο μια πολύ δυνατή λάμψη έβγαινε aπό 'να κοντινό παράthJ
ρο. Στάfiηκα ωσότου η μουσική σταμάτησε ν' ακούγεται. Ύστερα έκανα μερικές βόλτες πάνω κάτω μέχρι που φάνηκε ο μουσικός. ' Ηταν νέος, μεγαλύτερό ς μου όμως, κοντόχοντρος, κι aπoμακρύv{)ηκε γρήγορα αλλά και κά πως aπρόthJμα.
Από τότε, πολλά βράδια πήγαινα εκεί και καfiόμoυν aπέξω ή περπατούσα πάνω κάτω. Μια φορά βρήκα την πόρτα ανοιχτή και κά{)ισα για μισή ώρα cj' ένα στασίδι, ξεπαγιασμένος αλλά ευτυχισμένος που άκουγα τον ορ γανίστα να παίζει κάτω aπό το αχνό φως του γκαζιού. Δεν ήτανε μόνο η μουσική που άκουγα μα ο τρόπος που έπαιζε, σαν να υπήρχε κάποια μυστική σχέση και συσχέτι ση σ'
όλα αυτά.
Όλα είχαν κάτι το λατρευτικό, το
καfiαγιασμένο και το fiρήσκο, όχι όμως fiρήσκο με τον
τρόπο που το βλέπουν οι πάστορες και οι πιστοί που πάνε να τους ακούσουν, αλλ' όπως το ένιωfiαν οι προσκυνητές
και οι ζητιάνοι του Μεσαίωνα.
' Ηταν μια τέλεια υποταγή
σ' ένα αίσ{)ημα οικουμενικό, που ξεπερνά τα όρια της γνώσης. Ο μουσικός έπαιξε με τον ίδιο τρόπο κομμάτια μουσουργών πριν aπό τον Μπαχ καfiώς και παλιών Ιταλών δασκάλων.
' Ολα μιλούσαν για το ίδιο πράγμα, όλα - τη λαχτάρα, την
εκφράζαν κείνο που' χε στην ψυχή του
εσωτερική αντίληψη του κόσμου και συνάμα μια άγρια προσπά{)ειαν' aπoχωριστείς απ' αυτόν, το άκουσμα της
πιο σκοτεινής γωνιάς της ψυχής, μια μέ{)η ευλαβικής αφοσίωση ς και βαfiιά περιέργεια για τα μυστήρια του κόσμου.
.ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
104
Μια μέρα τον παραΚOλOύt}ησα στα κρυφά σαν βγfικε από την εκκλησία και τον είδα να μπαίνει σε μια ταβερ:' νούλα στην άκρη της πόλης. Δεν μπόρεσα ν' αντισταt}ώ
στον πειρασμό και μπήκα μέσα ξοπίσω του. Για πρώτη φορά τον είδα καf}αρά. Καfiόταν σ' ένα τραπέζι στη γωνιά φορώντας ένα μαύρο τσόχινο καπέλο, μ' ένα ποτήρι κρασί μπροστά του. Το πρόσωπό του ήταν όπως ακριβώς το είχα φανταστεί. ' Ασχημο, κάπως άγριο, ερωτηματικό και ανήσυχο, με ύφος δύστροπο κι επίμονο, ωστόσο το στόμα είχε μια έκφραση γλυκιά και παιδική. , Ολη η αρρενωπότητα κι η δύναμη βρίσκονταν στα μάτια και στο μέτωπο. Το κάτω μέρος του προσώπου του ήταν τρυφερό και ασχημάτιστο, με αβέβαιες γραμμές, γυναι κείο. Το πηγούνι έδειχνε παιδικό, αναποφάσιστο, κι ερχόταν σε αντίfiεση με το μέτωπο και την έκφραση στο βλέμμα. Κείνο που μ' άρεσε ήταν τα σκούρα καστανό χρωμα μάτια του, γεμάτα περηφάνια κι εχf)ρότητα.
KdfiLaa αντίκρυ του σιωπηλός. Κανείς άλλος δεν ' ριξε μια ματιά σαν να . fiελε να με ξεφoρτωf)εί. ' Eμ~ινα ωστόσο στη fitoη μου και τον
υπήρχε εκεί μέσα. Μου
κοίταξα διαπεραστικά ώσπου ξέσπασε οργισμένος: «Τι διάολο σας έπιασε και με κοιτάζετε έτσι; Θέλετε τίποτα από μένα;» «Δε fiέλω τίποτα», απoκρίt}ηκα, «μου δώσατε κιόλα αρκετά». , Εσμιξεο τα φρύδια.
«Είστε, λοιπόν, λάτρης της μουσιΚής; Το βρίσκω αηδιαστικό να κάνουν σαν τρελοί με τη μουσική». Δεν τα
. χασα.
«Σας άκουσα κάμποσες φορές στην εκκλησία», είπα.
«Αλλά να μη σας γίνομαι και φορτικός. Σκεφτόμουν πως ίσως σε σας έβρισκα κάτι το ιδιαίτερο, δεν ξέρω καλά καλά τι ακριβώς. ' Ισως και να μην έχετε, όμως, διάf)εση να μ' ακούτε. Εγώ .μπορώ να σας ακούω στην εκκλήσία>'
«Αλλά κλειδώνω πάντοτε την πόρτα».
μ
ΝΤΕΜΙΑΝ
105
«Τώρα τελευταία την ξεχάσατε aνοιχτή και μπήκα μέσα. Τις άλλες φορές στεκόμουν απέξω ή κάf)ιζα στο πεζούλι». « ' Αλλη φορά μπορείτε να ' ρχεστε μέσα, που είναι και πιο ζεστά. Δεν έχετε παρά να χτυπήσετε την πόρτα. Χτυπήστε δυνατά όμως κι όχι την ώρα που παίζω. Και τώρα τι f)έλετε να μου πείτε; Είστε νέος, βλέπω, ίσως μαf)ητής ή φοιτητής. Είστε μουσικός;» «Όχι, μ'
αρέσει όμως ν'
ακούω, αλλά μόνο τη
μουσική που παίζετε, αυτή που εκφράζει κάτι το απόλυ το, που σαν την ακούς f)αρρείς πως κάποιος αναταράζει ουρανό και Κόλαση. Μ' αρέσει η μουσική γιατί δεν είναι διόλου ηf)ική. Καf)ετί άλλο κυριαρχείται από την ηf)ική κι
εγώ γυρεύω κάτΙ αλλιώτικο. Πάντοτε έβρισκα ανυπόφο ρη την ηf)ικολογία. Δεν ξέρω πώς να σας το πω. Ξέρετε ότι υπάρχει ένας f)εός που είναι Θεός και Διάβολος συνάμα;
Πρέπει να υπάρχει, το 'χω ακουστά». Ο μουσικός έσπρωξε προς τα πίσω το καπέλο του και παραμέρισε τα μαλλιά από το πλατύ του μέτωπο. Μου 'ριξε μια διαπεραστική ματιά κι έσκυψε πάνω απ' το τραπέζι. Με φωνή μαλακή, γεμάτη ενδιαφέρον, ρώτησε: «Πώς λέγεται ο f)εός αυτός;» «Δυστυχώς δεν ξέρω τίποτα γι' αυτόν παρά μόνο τ' όνομά του. Λέγεται Αβραξάς». Ο μουσικός έριξε aνήσυχoς μια ματιά ολόγυρα λες και φοβόταν μη μας κατασκοπεύουν. Έπειτα έσκυψε κατά το μέρος μου και ψιWρισε: «Το φαντάστηκα. Ποιος είστε;» «Είμαι μαf)ητής στο γυμνάσιο».
«Πώς ξέρετε νια τον Αβραξάς;» « Έτσι, στην τύχη». Χτύπησε τόσο δυνατά το τραπέζι ώστε το κρασί χύf)ηκε απ' το ποτήρι. «Στην τύχη! Μη λέτε aνoησίες' νεαρέ μου! Δε μαftαί-
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
106
νουμε για τον Αβραξάς στην τύχη, '6υμηt}είτε τα λόγια μου. Θα σας πω περισσότερα γι' αυτόν. Ξέρω λίγα πράγματα» .
Τράβηξε πίσω την καρέκλα του κι έμεινε σιωπηλός. Σαν τον κοίταξα με αγωνία, έκανε μια γκριμάτσα. «Όχι εδώ! Μια άλλη φορά. Να, πάρτεl» Σκάλισε στην τσέπη του πανωφοριού του που δεν είχε
βγάλει από πάνω του κι έβγαλε μια χούφτα ψημένα κάστανα. Τα 'ριξε μπρος μου.
.
Δε μίλησα, πήρα τα κάστανα κι άρχισα να τρώω.
, EVLrot}a
πολύ ευχαριστημένος.
«Λοιπόν», ψιt}ύρισε ύστερα από λίγο, «από πού μάt}α τε γι' αυτόν;»
Δε δίστασα να του μιλήσω.
«Ήμουν μονάχος κι απελπισμένος», άρχισα. «Μεσο λάβησε τότε ένας παλιός μου φίλος που ξέρει, t}αρρώ,
πολλά γι' αυτόν. Είχα ζωγραφίσει κάτι, ένα πουλί που έβγαινε από μια γήινη σφαίρα και του το 'στειλα. ' Υστερα από κάμποσο καιρό, όταν το είχα ολότελα ξεχάσει πια, έφτασε στα χέρια ~oυ ένα κομμάτι χαρτί και πάνω του ήταν γραμμένο: "Το πουλί βγαίνει από το αυγό παλεύο ντας. Το αυγό είναι ο κόσμος. ' Οποιος t}έλει να γεννηt}εί, πρέπει να καταστρέψει ένα κόσμο. Το πουλί πετά προς
τον Θεό. Το όνομα του Θεού είναι Αβραξάς"». Δεν απoκρίt}ηκε. Ξεφλουδίσαμε μερικά κάστανα και τα τρώγαμε πίνοντας κρασί.
«Θα πιείτε ένα ποτήρι ακόμα;» ρώτησε. «Όχι, ευχαριστώ. Δε μ' αρέσει να πίνω». Γέλασε κάπως απογοητευμένος. « ' Οπως t}έλετε. Με μένα συμβαίνει ακριβώς το αντί t}ετο. Θα καt}ίσω ακόμα λίγο εδώ, μα εσείς να φύγετε τώρα».
Την άλλη φορά που φύγαμε μαζί από την εκκλησία δεν ήταν πολύ ομιλητικός. Με οδήγησε σ' ένα παλιό δρομά κο, ανεβήκαμε τις σκάλες ενός παλιού αρχοντικού και
> ΝΤΕΜΙΑΝ
107
βρεθ'ήκαμε σε μια ευρύχωρη ~άμαρη, σκοτεινή κάπως
και ακατάστατη, όπου εκτός από 'να πιάνο τίποτε άλλο δε μαρτυρούσε πως ήταν σπίτι μουσικού. Από την άλλη, μια μεγάλη βιβλΙσ'&ήκη κι ένα γραφείο έδιναν στην κάμα ρη όψη σπουδαστηρίου.
«Πόσα βιβλία έχετε!» παρατήρησα με -θ'αυμασμό.
« ' Ενα μέρος είναι από τη βιβλιο-θ'ήκη του πατέρα μου. Μένω μαζί του. Ναι, μένω με τη μητέρα και τον πατέρα μου μα δεν μπορώ να σας τους γνωρίσω γιατί σε τούτο το σπίτι δεν έχουν σε μεγάλη υπόληψη τις γνωριμίες μου. Είμαι ένας άσωτος γιος, ξέρετε. Ο πατέρας μου είναι ένας ευυπόληπτος άν-θ'ρωπος, πάστορας και ιεροκήρυκας σε τούτη την πόλη. Και πρέπει να σας πω ότι είμαι ο
προικισμένος και πολλά υποσχόμενος γιος του που πήρε το στραβό δρόμο και -θ'εωρείται μάλιστα λιγάκι τρελός. , Ήμουν φοιτητής -θ'εολογίας και παράτησα αυτή την εντιμότατη σχολή λίγο πριν τον κρατικό διαγωνισμό, παρόλο ότι εξακολου-θ'ώ να ενδιαφέρομαι για το -θ'έμα αυτό και το μελετώ ιδιωτικά πια. Βρίσκω πολύ ενδιαφέ ρουσα και συναρπαστική τη μελέτη όλων εκείνων των -θ'εών που είχαν εφεύρει παλιά οι άν-θ'ρωποι. Έπειτα,
τώρα είμαι μουσικός και, όπως φαίνεται, όπου να 'ναι-θ'α πάρω κάποια μικρή -θ'έση σαν οργανίστας. Τότε -θ'α είμαι
πάλι κοντά στην Εκκλησία».
, Εριξα
μια ματιά στα βιβλία κι απ' όσο μπόρεσα να δω
στο αντιφέγγισμα μιας μικρής λάμπας, ξεχώρισα τίτλους βιβλίων γραμμένους στα ελληνικά, λατινικά και εβρα·ίκά. Στο αναμεταξύ, ο καινούριος φίλος μου είχε κα6ίσει κατάχαμα στο μισοσκόταδο και φαινόταν να ετοιμάζει κάτι. «Ελάτε», φώναξε μετά από λίγο, «ώρα να φιλοσοφή
σουμε λιγάκι. Πράγμά που σημαίνει ότι -θ'α έχουμε κλει στό το στόμα, -θ'α ξαπλώσουμε μπρούμυτα και -θ'α στοχα
. στούμε». , Αναψε ένα
σπίρτο κι έβαλε φωτιά στα χαρτιά και στά
108
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
ξύλα μες στο τζάκι. Οι φλόγες φούντωσαν. Σκάλισε τη
φωτιά κι έριξε με προσοχή κι άλλα ξύλα. Ξάπλωσα πλάι του στο φ6αρμένο χαλί. Είχε καρφωμένη τη ματιά του στη
φωτιά που κι εμένα με τραβούσε και μείναμε έτσι μπρούμυτα κάμποση ώρα μπρος στη φωτιάπουτρεμόλα μπε, παρατηρώντας τις φλόγες ν' αναπηδούν, να χαμηλώ νουν, να κάνουν σχήματα, να βγάζουν τις τελευταίες αναλαμπές και τελικά να αργοσβήνουν με μια ήρεμη λάμψη. «Η λατρεία της φωτιάς δεν ήταν και τόσο ανόητη
επινόηση», σιγομουρμούρισε μια φορά. Εκτός απ' αυτό κανένας από τους δυο μας δεν είπε λέξη. Είχα προσηλω μένα τα μάτια μου στη φωτιά, αποχαμένος σε μια γλυκιά
ονειροπόληση, κι είδα τον καπνό να παίρνει σχήματα και τις στάχτες να φτιάχνουν εικόνες. Κάποια στιγμή αναπή δησα. Ο σύντροφός μου πέταξε ένα κομμάτι ρετσίνι μες
στις πυρωμένες στάχτες. Μια μικρή λυγερή φλόγα ξεπή δησε και μέσα της είδα το πουλί με το κίτρινο γερακίσιο κεφάλι. Μέσ' από τις τελευταίες φλογίτσες που σβήνο νταν, νήματα από χρυσούφασμένα δίχτυα, γράμματα του αλφάβητου και εικόνες φανερώ-6ηκαν, αχνά πρόσωπα, ζώα, σχέδια από φυτά, σκουλήκια και φίδια.
' Οταν
τέλειωσε το ονειροπόλημα και στράφηκα κατά το φίλο μου, εκείνος κοίταζε με φανατική προσήλωση τις στάχτες με το πηγούνι στηριγμένο στα χέρια του. «Πρέπει να φύγω τώρα», μουρμούρισα. «Πηγαίνετε, λοιπόν. Χαίρετεl»
Μήτε που σηκώ{}ηκε κα6όλου και κα6ώς η λάμπα είχε σβήσει χρειάστηκε να βγω απ' το παλιό στοιχειωμένο σπίτι ψηλαφητά, μέσ' από σκοτεινές κάμαρες και διαδρό μους. Ούτε ένα παρά-6υρο δεν ήταν φωτισμένο. Μια μικρή μετάλλινη πλάκα στην εξώ-6υρα έλαμπε κάτω απ' το φως της γκαζόλαμπας. Πάνω της διάβασα τις λέξεις: «Πιστόριους, εφημέριος». Μόνο σαν γύρισα σπίτι, την ώρα που κα-6όμουν
.,. ΝΤΕΜΙΑΝ
109
μονάχος στη μικρή μου κάμαρη μετά το δείπνο, σκέφτη κα πως δεν είχα μά-6ει τίποτε για τον Αβραξάς ούτε για τον Πιστόριους και πως είχαμε δεν είχαμε ανταλλάξει πέντε έξι κουβέντες. Μ' όλα αυτά, ήμουν πολύ ευχαρι
στημένος με την επίσκεψή μου. Και για την άλλη φορά είχε υποσχεθ'εί να μου παίξει ένα εξαίσιο κομμάτι παλιάς μουσικής για εκκλησιαστικό όργανο, μια πασακάλια του Μπούξτεχούντε.
Δίχως να το πολυκαταλάβω, ο μουσικός Πιστόριους μου είχε κιόλα δώσει ένα πρώτο μάi)ημα ενόσω βρισκόμουν ξαπλωμένος πλάι του μπροστά στο τζάκι στην aσκητική
κάμαρή του. Η -6έα της φωτιάς μού είχε κάνει καλό. Είχε δυναμώσει κι επιβεβαιώσει κάποιες κλίσεις που πάντοτε είχα μα δεν έτυχε να τις κΨ-λιεργήσω. Σιγά σιγά, άρχισα να
τις καταλαβαίνω.
i
Από παιδί ακόμα μ' ~ρεσε πότε πότε να παρατηρώ παράξενα σχήματα στη φύση, όχι τόσο νατα εξετάζω όσο να παραδίνομαι στη μαγεία τους και στο κρυφό μήνυμά τους. Μακριές ρίζες δέντρων, πολύχρωμες φλέβες στις πέτρες, λεκέδες από λάδι που έπλεαν στο νερό, τα ψεγάδια που είχε το γυαλί
-
όλα aσκoύσαν μια ιδιαίτερη
μαγεία επάνω μου, μα περισσότερο το νερό και η φωτιά, ο καπνός, τα σύννεφα και η σκόνη, και προπαντός οι
χρωματιστές κηλίδες σαν κύκλοι που έβλεπα όταν έκλει να τα μάτια μου. Στις μέρες που ακoλoύi)ησαν, μετά την πρώτη επίσκεψή μου στον Πιστόριους, ξανάρχισα να τα
'fi'υμάμαι. Γιατί είχα νιώσει μια καινούρια δύναμη μέσα μου, μια χαρά και μια ζωηράδα -που συνειδητοποίησα αργότερα- που τα χρωστούσα στη -6έα της φωτιάς. Κείνη η προσήλωσή μου με τις ώρες με κα6'ησύχαζε κι είχε τον τρόπο να με ανταμείβει. Στις λιγοστές εμπειρίες που είχα ως τώρα δοκιμάσει στο δρόμο για την πραγματοποίηση του σκοπού μου,
.110
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
ερχόταν να πρoστεi)εί μια νέα. Η μελέτη παρόμοιων μορφών και εικόνων, όπως ανέφερα παραπάνω, η υποτα γή σε παράλογες, άλογες μορφές στη φύση, δημιουργεί μια αίσt}ηση αρμονίας ανάμεσα στον εσωτερικό μας κόσμο και στη βούληση που δημιούργησε αυτές τις μορφές. Σύντομα μπαίνουμε στον πειρασμό να τα fiεωρή σουμε δικά μας δημιουργήματα και πλάσματα της ψυχι κής μας προδιάfiεσης. Βλέπουμε τα όρια ανάμεσα σε μας και στη φύση να fiαμπώνουν και να εξαφανίζονται και περνάμε σε μια κατάσταση όπου μας είναι αδύνατο να ξεδιακρίνουμε αν οι εικόνες προέρχονται από εξωτερικά ερεi)ίσματα ή γεννιούνται από εντυπώσεις του εσωτερι κού μας κόσμου. Με τον απλό τούτο τρόπο ανακαλύ πτουμε πόσο δημιουργικοί είμαστε και ως ποιο βαfiμό συμμετέχει η ψυχή
μας στη διαρκή
δημιουργία του
κόσμου. Και, ακόμα περισσότερο, καταλαβαίνουμε πως
μέσα μας κατοικεί η ίδια αδιαίρετη fiεότητα που έπλασε τη φύση, ώστε αν ο εξωτερικός κόσμος καταστρεφόταν, ο
καfiένας μας
fia
ήταν ικανός να' τον ξαναχτίσει. Γιατί
βουνά και ρυάκια, δέντρα και φύλλα, ρίζες και ανfioί, κά{)ε μορφή της φύσης βρίσκεται μέσα μας και είναι δη μιούργη μα της ψυχής που η ουσία της είναι η' αιωνιότη τα και μ' όλο που μας είναι άγνωστη, τη νιώfiουμε σαν μια δύναμη αγάπης και δημιουργίας. Πολλά χρόνια αργότερα βρήκα αυτές τις ιδέες γραμμέ
νες σ' ένα βιβλίο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, που σε κάποιο σημείο περιγράφει πόσο βαfiιά συγκινητικό είναι να κοιτάζεις ένα τοίχο όπου υπάρχουν τα φτυσίματα πολλών ανfiρώπων. Βλέποντας την καfiεμιά κηλίδα πάνω στον υγρό τοίχο, fia πρέπει να ένιωσε ό,τι ο Πιστόριους κι εγώ μπροστά στη φωτιά. Στην επόμενη συνάντησή μας, ο μουσικός έδωσε μια εξήγηση: «Περιορίζουμε πάρα πολύ τα όρια της προσωπι κότητάς μας. Θεωρούμε δικό μας μόνο ό,τι αντιλαμβανό μαστε διαφορετικά από τους άλλους σαν άτομα ή πι-
? ΝΤΕΜIΑΝ
111
στεύουμε ότι αποτελεί εξαίρεση. Ο καδένας μας, ωστόσο, σύγκειται από ολόκληρο τον κόσμο και όπως ακριβώς το σώμα μας μεταφέρει τις διάφορες βαδμίδες της εξέλιξής μας από Ψάρι κι ακόμα παραπέρα, έτσι μέσα στην ψυχή μας περικλείουμε ό,τι βίωμα δέχτηκε το αvfi'ρώπινο μυαλό. ' Ολοι οι δεοί και οι δαίμονες που υπήρξαν είτε ανάμεσα στους , Έλληνες είτε στους Κινέζους και στους Ζουλού, όλοι βρίσκονται μέσα μας, υπάρχουν σαν πιδα νότητες, επιδυμίες, διέξοδοι. Αν το αvfi'ρώπινo γένος περιοριζόταν σ' ένα και μοναδικό, κάπως προικισμένο n;αιδί που δεν έχει τίποτα διδαχτεί, τούτο το παιδί δα μπορούσε να ξανάβρει ολόκληρη την πορεία της εξέλιξης των πραγμάτων, να πλάσει δεούς, δαίμονες, Παράδεισο, εντολές και απαγορεύσεις, ολόκληρη την Παλαιά και την Καινή Δια{}ήκη, το καδετί». «Πολύ ωραία όλ' αυτά», τον διέκοψα, «όμως ποια είναι τότ:ε η αξία του ατόμου; Γιατί αγωνιζόμαστε, αν έχει κιόλα συντελεστεί η ολοκλήρωση μέσα μας;» «Σταματήστεl» φώναξε επιτακτικά ο ΠισΤόριους. «Υ πάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να έχουμε μέσα μας τόν κόσμο και στο να τον γνωρίζουμε συνειδητά.
' Ενας
τρελός μπορεί να έχει ιδέες που δυμίζουνε τον Πλάτωνα κι ένας δρήσκος νεαρός μαδητής κάποιου δεολογικού
σχολείου να στοχάζεται πάνω σε βαδιές μυδολογικές σχέσεις που συναντάμε στους Γνωστικούς ή στον Ζωροά στρη μ' όλο που δεν καταλαβαίνει τίποτε απ' αυτά. Κι ενόσω παραμένει ανίδεος δεν είναι παρά ένα δέντρο ή μια πέτρα, και, στην καλύτερη περίπτωση, ένα ζώο. Απ' τη στιγμή, όμως, που δ' ανάψει μέσα του η πρώτη σπίδα τούτης της γνώσης, γίνεται άvfi'ρωπoς. Δε λογαριάζεις, βέβαια, για αvfi'ρώπους όλα τα δίποδα που περπατούν στο δρόμο μόνο και μόνο επειδή στέκουν όρ{}ια και περπατούν και κουβαλάνε τα παιδιά μες στην κοιλιά τους εννιά μήνες Ι Βλέπετε πόσοι απ' αυτούς είναι ψάρια ή πρόβατα, άγγελοι ή σκουλήκια, πόσοι είναι μυρμήγκια,
.- ...... -
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
112
πόσοι είναι μέλισσες! Βέβαια, οι δυνατότητες να γίνουν άν6ρωποι υπάρχουν στον κα6'ένα απ' αυτούς, μα μόνο
σαν τις συνειδητοποιήσουν και τις κάνουν ως ένα σημείο κτήμα τους τότε μπορούν να πουν ότι τις κατέχουν». Αυτές ήταν σε γενικές γραμμές οι συζητήσεις μας. Σπάνια με δίδασκαν κατιτί καινούριο ή συνταρακτικό.
, Ολες
ωστόσο, ακόμη και η πιο κοινότοπη, μ' ένα απαλό
αλλά αδιάκοπο σφυροκόπημα άγγιζαν το ίδιο σημείο της ψυχής μου. Βοη'fi'ούσαν να διαπλαστώ, ν' αποτινάξω τις μεμβράνες, να σπάσω τα τσόφλια του αυγού, και κα6'ώς
περνούσα από το 'να στάδιο στο άλλο, ανασήκωνα λίγο ψηλότερα το κεφάλι μου, όλο και πιο ελεύ'fi'ερος, μέχρι που το όμορφο αρπακτικό πουλί ξεπρόβαλε το κίτρινο κεφάλι του μέσ' από το 'fi'ρυμματισμένο κέλυφος της γήινης σφαίρας.
Συχνά εξιστορούσαμε ο ένας στον άλλο τα όνειρα που είχαμε δει και ο Πιστόριους κατάφερνε να τα εξηγεί. Ακόμα 'fi'υμάμαι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Είχα
όνειρευτεί πως μπορούσα να πετώ, αλλά με τέτοιο τρόπο σαν να 'χα εκσφεν~oνιστεί στον αέρα' ήταν κάτι που δεν μπορούσα να δαμάσω. Δοκίμαζα ένα μεt)υστικό αίσt)ημα που γρήγορα γύρισε σε τρόμο σαν είδα τον εαυτό μου, ανίσχυρο, να πετά σ' αμέτρητα ύψη. Τότε, ανακουφισμέ νος, ανακάλυψα ότι μπορούσα να ρυ'fi'μίσω το πέταγμά μου προς τα πάνω ή προς τα κάτω, βαστώντας ή αφήνο ντας την αναπνοή μου.
Ο Πιστόριους εξήγησε: «Η ώt)ηση που σε κάνει να
πετάς είναι η αν'fi'ρώπινη ιδιότητα που κατέχεί ο κα6'ένας από εμάς. Είναι το αίσftημα ότι είμαστε συνδεδεμένοι με την πηγή κά'fi'ε δύναμης. Μ' όλα αυτά, είναι κάτι τρομα χτικό. Είναι φοβερά επικίνδυνο. Για τούτο και οι περισσό τεροι αποδιώχνουν κά'fi'ε ιδέα να πετάξουν και προτιμούν. να περπατούν ήσυχα ήσυχα στο πεζοδρόμιο, υπάκουοι στους νόμους. Μα εσείς δεν είστε ένα-ς απ'
αυτούς.
Βλέπω πως έχετε μεγαλύτερες φιλοδοξίες, όπως άλλωστε
r ΝΤΕΜΙΑΝ
fia
113
ταίριαζε σ' ένα πνευματικό άνfiρωπo. Και, κοιτάχτε:
ανακαλύψατε ότι σιγά σιγά αποκτάτε κάποιο έλΕγχο, και στη μεγάλη εκείνη δύναμη που σας σπρώχνει προς τα επάνω έρχεται να προστεfiεί μια άλλη, ανεπαίσfiητη, λεπτή δύναμη, μια μηχανή, ένα πηδάλιο για να ρυfiμίσετε την πορεία σας. Και το βρίσκω υπέροχο. Γιατί δίχως αυτό fia ήσαστε έρμαιο στον αέρα κι ανίσχυρος. ' Ετσι παi}αί νουν όσοι έχουν χάσει τα λογικά τους.
' Εχουν μια βαfiύτερη διαίσfiηση από τους άλλους στο πεζοδρόμιο, μα δε βρίσκουν μήτε τον τρόπο μήτε έχουν πηδάλιο και
στροβιλίζονται στην άβυσσο.
' Ομως
εσείς, Σίνκλερ, βρί
σκετε τον τρόπο. Πώς γίνεται αυτό; Δεν το ' χετε πολυκα ταλάβει, ε; Εσείς βρήκατε ένα καινούριο όργανο, ένα
ρυfiμιστή αναπνοής. Αυτό φανερώνει πόσο "απρόσωπη" είναι στο βάfioς η ψυχή σας. Δεν ξέρετε ότι υπάρχει τούτος ο ρυfiμιστής. Κι όμως, δεν είναι νέο πράγμα. Χιλιάδες χρόνια τώρα υπάρχει, σαν δάνειο. Είναι το όργανο ισορροπίας των ψαριών, η ννκτική κύστη που τους επιτρέπει να πλέουν στο νερό. Υπάρχουν πράγματι μερικά παράξενα και αρχέγονα είδη ψαριών όπου η κύστη αυτή είναι ένα είδος πνεύμονα και λΕιτουργεί σε ορισμένες περιπτώσεις σαν όργανο αναπνευστικό. Είναι όπως οι πνεύμονες που χρησιμοποιήσατε για να πετάξετε στο όνειρό σας».
Πήγε κι έφερε ένα τόμο ζωολογίας και μου 'δειξε τις εικόνες και τα ονόματα κείνων των παλιών Ψαριών. Και μ'
ένα ρίγος παράξενο, ένιωσα μέσα μου μια λειτουργία που προϋπήρχε από τα αρχέγονα ακόμη εξελικτικά στάδια.
8.
Ντ:έμιαν
Ο Ιακώ8 και ο Άγγελo~ Μου είναι δύσκολο να διη-Υη6ώ με δυο λόγια τα όσα έμα6'α από εκείνο τον παράξενο μουσικό σχετικά με τον Αβρα ξάς. Σημασία έχει, όμως, ότι όλα αυτά ήταν ένα βήμα προς τα μπρος στο δρόμο για να γνωρίσω τον εαυτό μου. Κείνη την εποχή ήμουν ένας ιδιόρρυt)μος νεαρός στα δεκαοχτώ
μου, με πρώιμη ανάπτυξη σ' ένα σωρό πράγματα, κι ανώριμος, αβoήt)ητoς σ'
άλλα τόσα. Σαν τύχαινε να
παραβάλω τον εαυτό μου με τους άλλους, έρχονταν φορές που
tvtrot)a
περήφανος και ξιπασμένος κι άλλοτε πάλι
αποκαρδιωμένος και ταπεινωμένός. Συχνά έπαιρνα τον
εαυτό μου για μεγαλοφυtα μα δεν ήταν και λίγες οι φoρέ~· που πίστευα πως ήμουν μισότρελος. Δεν τα κατάφερνα να μοιραστώ τη ζωή και τις χαρές των συντρόφων μου και πόσες και πόσες φφρές δεν κατηγορούσα τον εαυτό μου ή βασανιζόμουν από τύψεις λες και ξεκόβοντας από κεί
νους δεν είχα πια ελπίδα, λες κι είχα μείνει στο περιt)ώριο
. της
ζωής.
. ,.
Ο ίδιος· ωΠ~όριoυς που ήταν ώριμος και tδιόρρυt)μος
άνt)ρωπoς· με μάt)αινε να μη χάνω το κουράγιο μου και να κρατώ τον αυτοσεβασμό,μου. ' Ολο και κάτι αξιόλογο {)οα ., βρισκε στα λόγια μου, στα όνειρα και στις φαντασιώσεις
μου· πάντοτε τα 'παιρνε στα σοβαρά, τα συζητούσε και πρώτος έδινε το παράδειγμα. «Είπατε πως αγαπάτε τη μουσική γιατί δεν έχει να
κάνει με την ηt)ική», είπε μια φορά. «Έτσι το βλέπω κι εγώ, όμως φυλαχτείτε μη γίνετε κανένας ηt)ικολόγος. Μη συγκρίνετε τον εαυτό σας με τους άλλους κι αν η φύση σάς έκανε ννχτερίδα, μη t)ελήσετε να γίνετε στρουt)οκά μηλος. Πολλές φορές νομίζετε πως είστε παράξενος
> ΝΤΕΜΙΑΝ
115
σχεδιάζετε να χαράξετε διαφορετικό δρόμο απ' τους πολλούς. Ξεχάστε το αυτό. Κοιτάχτε τη φωτιά, στρέψτε
το βλέμμα σας στα σύννεφα και σαν αρχίσετε να προαι σθ'άνεστε και οι φωνές μέσα στην ψυχή σας ακουστούν, παραδΟ'6'είτε σ' αυτές, μην αναρωτηδείτε καν αν αυτό που κάνετε αρέσει στον κα{}ηγητή ή στον πατέρα σας ή σε τούτο ή στον άλλο καλό δεό. Γιατί μ' αυτό τον τρόπο δα
αυτοκαταστραφείτε. Θα γίνετε σαν τους αν{}ρώπους των πεζοδρομίων, δα απολιδωδείτε. Ο Θεός μας, αγαπητέ
Σίνκλερ, ονομάζεται Αβραξάς και είναι Θεός μαζί και Διάβολος. Μέσα του κλείνει το φωτεινό και το σκοτεινό κόσμο. Ο Αβραξάς δεν αποδοκιμάζει καμιά από τις σκέψεις σας, κανένα από τα όνειρά σας. Να το thJμάστε πάντοτε αυτό. Μα έτσι και γίνετε αλά{}ητος και κα{}ω σπρέπει, τότε σας εγκαταλείπει για να ' βρει κάποιο άλλο σκεύος που δα γεμίσει με τις ιδέες του». Απ' όλα τα όνειρά μου, το σκοτεινό όνειρο της αγάπης
ήτανε και το πιο επίμονο. Έβλεπα πάντοτε πως βρισκό μουν στο κατώφλι του παλιού σπιτιού μας κάτω από το thJρεό. Προχωρούσα ν' αγκαλιάσω τη μητέρα μου μα αντί γι'
αυτή αγκάλιαζα εκείνη τη μεγαλόσωμη γυναικεία
μορφή, μισή αρσενική μισή μητρική, που με γέμιζε δέος αλλά και φλογερή έλξη. Ποτέ δε δα μπορούσα να διηγηδώ το όνειρο αυτό στο φίλο μου. Ενώ του είχα φανερώσει κα{}ετί άλλο, τούτο το φύλαγα μέσα μου. Ήταν η κρυφή γωνιά μου, το μυστικό, το καταφύγιό μου. Σαν ήμουν μελαγχολικός, ζητούσα από τον Πιστόριους να μου παίξει την πασακάλια του Μπούξτεχούντε. Καδό μουν στο μισοσκόταδο της εκκλησίας, εκεί κατά το απόγευμα, κι αποξεχνιόμουν με την παράξενη εσωτερική
μουσική που είχε τη δική της ιδιαίτερη έκφραση. Μου έκανε καλό να την ακούω και με ετοίμαζε ν' αφουγκρα στώ την κρυφή φωνή μέσα μου. Κάποιες φορές, όταν σταματούσε το όργανο, μέναμε για λίγο κα{}ισμένοι στην εκκλησία και κοιτάζαμε το φωc
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
116
να λάμπει αδύναμα και να χάνεται γλιστρώντας μέσ' από τα ψηλά γoτi}ικά παράt)υρα.
«Μου φαίνεται αστείο που ήμουν κάποτε φοιτητής fiεολογίας και παραλίγο να γίνω πάστορας», είπε μια μέρα ο Πιστόριους. «Μ' όλα αυτά, το λάfiος μου ήταν στους τύπους, όχι στην ουσία. Γιατί τόσο ο σκοπός μου όσο και η κλίση μου ήταν να γίνω ιερέας. Μόνο που έμεινα πολύ γρήγορα ευχαριστημένος κι αφιερώfiηκα στον Ιεχωβά
προτού γνωρίσω τον Αβραξάς. Κάfiε fiρησκεία έχει τη δική της ομορφιά. Η fiρησκεία είναι σαν την ψυχή. Είναι η ίδια, είτε μεταλαβαίνουμε σαν χριστιανοί είτε πάμε να προσκυνήσουμε στη Μέκκα». «Θα μπορούσατε, λοιπόν, να γίνεται πάστορας», πα ρατήρησα.
« ' Οχι,
Σίνκλερ. Θα 'ταν σαν να κορόιδευα τον εαυτό
μου. Η δικιά μας η fiρησκεία πάει, χάλασε. Σαν να μην είναι πια fiρησκεία κι έγινε μια κα6αρά διανοουμενίστικη υπόfiεση. Θα μπορούσα ίσως να γίνω ρωμαιoκαt)oλικός παπάς, μα προτεστάντης όχι, ποτέ! Οι λιγοστοί μληfiινοί πιστοί -ξέρω μερrικoύς- έχουν προσκολληfiεί στην κατά λέξη ερμηνεία. Δε fia μπορούσα να τους πω ότι για μένα ο Χριστός δεν είναι ένα πρόσωπο αλλά ένας ήρωας, ένας μύfiος, μια αγνή παράσταση όπου η ανf}ρωπότητα βλέπει τον εαυτό της ν' αποτυπώνεται πάνω στον τοίχο της
αιωνιότητας.
' Οσο
για τους άλλους, κείνους που πηγαί
νουν στην εκκλησία για ν' ακούσουν ένα πετυχημένο κήρυγμα, να κάνουν το κα6ήκον τους μην και παραλεί ψουν τίποτε, τι έχω να πω σ' αυτούς;Νατουςπροσηλυτί σω λέτε; , Ομως, δεν έχω καμιά επιt)υμία να κάνω κάτι τέτοιο. Ο ιερέας δε fiέλει να προσηλυτίζει, το μόνο που ζητά είναι να βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς, ανάμεσα στ' αδέλφια του, και να είναι η έκφραση του αισf)ήματoς που με τούτο οι άνfiρωπoι φτιάχνουν τους fiεούς τους».
Στάfiηκε λίγο και συνέχισε πάλι: «Η καινούρια πίστη μας, που της δώσαμε τ' όνομα
Ρ
"
iIi
ι
i
Ι
ΝΤΕΜΙΑΝ
117
i Αβραξάς, είναι όμορφη, αγαπητέ μου. Είναι ό,τι καλύτερο έχουμε, μα βρίσκεται ακόμη στις φασκιές. Δε μεγάλωσαν ακόμα τα φτερά της. Μια μοναχική δρησκεία δεν είναι
αληδινή. Πρέπει να τη χαίρονται όλοι, να έχει μια λατρεία με έκσταση, γιορτές και μυστήρια ... » Είχε αφαιρεδεί τώρα. «Δεν μπορεί κάποιος να γνωρίσει τούτα τα μυστήρια μόνος ή σε περιορισμένο κύκλο;» ρώτησα διστακτικά. «Και βέβαια μπορεί», αποκρίδηκε. «Αυτό κάνω εδώ και πολύ καιρό. ' Εχω πάρει μέρος σε λατρευτικά μυστή ρια που αν μα6εύονταν δα μ' έκλειναν χρόνια φυλακή. Ξέρω, ωστόσο, πως δεν είναι ο σωστός τρόπος αυτός».
, Αξαφνα
με χτύπησε στην πλάτη και πισωπάτησα
τρομαγμένος. «Νεαρέ μου», είπε κοιτάζοντάς με επίμο να, «έχετε κι εσείς τα δικά σας μυστήρια. Ξέρω πως βλέπετε όνειρα που μου κρύβετε. Δε ζητώ να τα μάδω, μα τούτο σας λέω: ζήστε τα, ζήστε τούτα τα όνειρά σας, υψώστε τους βωμούς. Ίσως δεν είναι η τέλεια λύση, μα
είναι ένας δρόμος. Ο χρόνος μόνο δα δείξει αν εσείς κι εγώ και μερικοί άλλοι δα ανανεώσουμε τον κόσμο.
' Ομως,
πρέπει να ανανεώνο.υμε κα{}ημερινά τον εαυτό μας.
Ειδαλλιώς δεν κάνουμε τίποτα. Για σκεφτείτε το! Είστε δεκαοχτώ χρονώ. Δεν πάτε με γυναίκες. Θα πρέπει να έχετε ερωτικά όνειρα, ερωτικούς πόδους. Μην τα φοβά
στε! Είναι ό,τι καλύτερο έχετε. Πιστέψτε με, έχασα πολλά
καταπνίγοντας τα ερωτικά μου όνειρα όταν ήμουν στην ηλικία σας. Μην το κάνετε αυτό.
' Οταν
ξέρετε για τον
Αβραξάς, δεν μπορείτε να κρατάτε αυτή τη στάση. Δεν πρέπει να φοβόμαστε μήτε και να δεωρούμε απαγορευ μένο ό,τι λαχταρά η ψυχή μας». Τον διέκοψα ταραγμένος.
« ' Ομως,
δεν μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε μας
κατέβει στο κεφάλι. Δεν μπορείς να σκοτώσεις κάποιον που αντιπα6είς». Ήρδε πιο κοντά μου.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
118
«Ακόμη κι αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις. Τις περισ
σότερες φορές, ωστόσο, είναι λά'θ'ος. Δεν εννοώ, βέβαια, να κάνουμε ό,τι μας περνά από το νου.
' Οχι.
Μην
καταστρέφετε, όμως, αυτές τις σκέψεις που έχουν κάτι καλό απορρίπτοντάς τις και κάνοντας τον η'θ'ικολόγο.
Αντί να σταυρώνετε τον εαυτό σας ή κάποιον άλλο, πιείτε καλύτερα ένα ποτήρι κρασί γιορταστικά και συλλογιστεί τε το μυστήριο της 'θ'υσίας. Μπορούμε ακόμα να περιβά λουμε με αγάπη και σεβασμό τις πράξεις κάποιου και τους πειρασμούς. Θα μας αποκαλύψουν τότε το κρυφό νόημά τους, γιατί όλες έχουν κάποιο νόημα. Αν αύριο με'θ'αύριο σας περάσει κάποια τρελή ιδέα απ' το μυαλό ή κάτι που το 'θ'εωρείτε αμαρτωλό, αν σας έρ'θ'ει ας πούμε να σκοτώσετε κάποιον ή να κάνετε ένα κακούργημα, πείτε
πως μέσα σας μιλά ο Αβραξάς. Ο'άν'θ'ρωπος που 'θ'έλετε να σκοτώσετε δεν είναι ο τάδε ή ο δείνα. Δεν είναι παρά ένα μασκάρεμα. 'Οταν μισούμε κάποιον, μισούμε κάτι που υπάρχει μέσα μας και που βλέπουμε σ' εκείνον. Κάτι που δεν έχουμε κι εμείς ποτέ δε μας συγκινεί».
Ποτέ άλλοτε δεν εΙχε πει κάτι ο Πιστόριους που να είχε
τόση βαttιά επίδραση πάνω μου. Δεν μπορούσα να απαντήσω. Κείνο που με επηρέασε περισσότερο όμως, χωρίς να το περιμένω, ήταν η ομοιότητα που είχαν τα λόγια του με τις προτροπές του Ντέμιαν, που χρόνια τώρα
κουβαλούσα μέσα μου. Δεν ήξεραν ο ένας τον άλλο, κι οι δυο όμως μου είχαν πει το ίδιο πράγμα. «Τα πράγματα που βλέπουμε», είπε απαλά ο Πιστό ριους, «είναι αυτά που βρίσκονται κιόλα μέσα μας. Δεν
υπάρχει πραγματικότητα άλλη απ' αυτή που έχουμε εντός μας. Γιαυτό η ζωή πολλών αν-θ'ρώπων είναι τόσο εξωπραγματική. Παίρνουν τις εικόνες του εξωτερικού κόσμου για πραγματικές και δεν καταφέρνουν να εκφρά σουν τον εσωτερικό τους κόσμο. Μπορείς, βέβαια, και μ' αυτό τον τρόπο να ζήσεις αρκετά ικανοποιητικά. Απ' τη στιγμή όμως που 'θ'α γνωρίσεις την αλή'θ'εια, δεν έχεις
..-----------------------
~
ΝΤΕΜΙΑΝ
119
περιδώρια ν' ακολου{)ήσεις το δρόμο των πολλών. Είναι
εύκολος ο δρόμος των πολλών, Σίνκλερ, ο δικός μ~ς είναι δύσκολος. Μα, να πηγαίνουμε τώρα». Λίγες μέρες αργότερα, κι αφού δύο φορές μάταια τον περίμενα να έρδει, φάνηκε τρικλίζοντας από μια γωνιά του δρόμου. Παραπατούσε, τύφλα στο με{)ύσι, μες στο νυχτερινό ξεροβόρι. Δε δέλησα να τον φωνάξω. Με προσπέρασε δίχως να με δει, με μάτια που λάμπανε,
στυλωμένα στο κενό, λες κι απαντούσε σε κάποιο σκοτει· νό κάλεσμα από το άγνωστο. Τον ακολού{)ησα σ' ένα
δρομάκο. Κινιόταν λες και τον τραβούσε από μακριά ένα αόρατο νήμα. Η περπατησιά του είχε κάτι το εξωτικό, το απελευδερωμένο, σαν να ήταν φάντασμα. Αποκαρδιωμέ νος γύρισα σπίτι, πίσω στα ανεξιχνίαστα όνειρά μου. Έτσι, λοιπόν, ανανεώνει τον κόσμο! συλλσγίστηκα και την ίδια στιγμή βρήκα τούτη τη σκέψη ανάξια και φτηνή
ηδικολογία. ~τo κάτω κάτω, τι ήξερα από τα όνειρά του; 'Ισως το μονοπάτι που άνοιξε μες στο με6ύσι του να 'ταν
πιο σίγουρο από τον αβέβαιο δρόμο που περπατούσα εγώ.
Κάποιες φορές στα διαλείμματα, παρατήρησα πώς ένας συμμα{)ητής, μου που ποτέ δεν του είχα δώσει προσοχή έδειχνε πως ήδελε να μου μιλήσει. Ήταν κοντούλης, λεπτοκαμωμένος κι ασδενικός, με ίσια σαν πράσα κοκκι
νωπά μαλλιά, και είχε κάτι το ασυνήδιστο στην όψη και στη συμπεριφορά του. 'Ενα απόγευμα, κα6ώς γυρνούσα σπίτι, με παραφύλαξε στο δρόμο και με άφησε να τον προσπεράσω. 'Υστερα με ακολού{)ησε κι ήρδε και στά δηκε μπροστά από την εξώ{)υρα.
«Θέλεις τίποτε από μένα;» ρώτησα. «Να σου μιλήσω», έκανε ντροπαλά. «Θα Ά '6'ελες να
περπατήσουμε λίγο μαζί;»
120
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
Τον ακολού6ησα. Καταλάβαινα πως ήταν πολύ ταραγ μένος, όλος προσδοκία. Τα χέρια του τρέμανε. «Είσαι πνευματιστής;» ρώτησε στα ξαφνικά. «Όχι, Κνάουερ», αποκρί6ηκα γελώντας. «Πώς σου ήρt}ε κάτι τέτοιο;» «Τότε είσαι t}εοσοφιστης;» «Ούτε κι αυτό συμβαίνει».
« ' Ελα,
μην είσαι τόσο κρυφός. Είμαι σίγουρος πως
κάτι το ιδιαίτερο συμβαίνει με σένα. Το διαβάζω στα μάτια σου. Πιστεύω πως επικοινωνείς με τα πνεύματα. Δε
σε ρωτώ από περιέργεια, Σίνκλερ, αναζητώ κι εγώ μερικά πράγματα και είμαι τόσο μόνος». «Μίλησέ μου, λοιπόν», του είπα ενt}αρρυντικά. «Δεν ξέρω τίποτε από πνεύματα. Ζω μονάχα μες στα όνειρά μου. Αυτό είναι πρυ κατάλαβες.
' Άλλοι ζουν κι αυτοί με
όνειρα, μα όχι με τα δικά τους αυτή είναι η διαφορά». «Ίσως να 'ναι αυτό», σιγομουρμούρισε. «Το t}έμα
είναι με τι είδους όνειρα ζεις. ' Ακουσες ποτέ για τη λευκή μαγεία;»
Αποκρί6ηκα πως,δεν ήξερα. «Με τη λευκή μαγεία aπoκτάς αυτοκυριαρχία. Τότε μπορείς να γίνεις αt}άνατος και να κάνεις μάγια. Δεν ασχολή6ηκες ποτέ με τέτοια πειράματα;» Στην αρχή φάνηκε aπρόt}υμoς ν'
aπαντήσει στις
αδιάκριτες ερωτησεις μου και γύρισα να φύγω. Τότε
άρχισε να μου μιλά. «Για να σου δώσω ένα παράδειγμα, εγώ σαν t}έλω να κοιμηt}ώ ή ν' αυτοσυγκεντρωt}ώ κάνω τέτοιες ασκήσεις. Βάζω κάτι με το νου μου, ένα όνομα ή μια λέξη ή ένα γεωμετρικό σχήμα. Το σκέφτομαι επίμονα και πρoσπαt}ώ να το νιώσω μέσα στο μυαλό μου ωσότου αισ{)ανt}ώ πως γίνηκε ένα μέρος από αυτό. Ύστερα σκέφτομαι πως είναι μέσα στο λαιμό και συνεχίζω ώσπου να με κυριέψει ολόκληρο αυτή η ιδέα. Τότε νιώt}ω μια σιγουριά και τίποτε δεν μπορεί να ταράξει την ηρεμία μου».
-
....--=--
.,. ι
Ι
Ι
ι
ΝΤΕΜΙΑΝ
121
Καταλάβαινα πάνω κάτω τι εννοούσε μα ~νιω-6α πως κάτι άλλο τον τυραννούσε γιατί ήταν περίεργα ταραγμέ νος κι έδειχνε αννπόμονος. ΠΡOσπάt)ησα να ' μαι διακρι τικός στις ερωτήσεις μου και πριν περάσει λίγη ώρα ξε-6άρρεψε και μου μίλησε. «Είσαι ακόμα εγκρατής;» ρώτησε με αγωνία. «Τι εννοείς; Τις σχέσεις με τις γυναίκες;» «Ναι. Εγώ, ξέρεις, είναι δυο χρόνια τώρα που είμαι εγκρατής, από τότε που έμαt)α όλα αυτά. Πριν είχα κι εγώ κάνει το αμάρτημα, ξέρεις ποιο. ' Ωστε, λοιπόν, δεν έχεις πάει ποτέ σε γυναίκα;»
«' Οχι» ,
απOκρίt)ηκα. «Δε βρήκα την κατάλληλη».
«Αν όμως έβρισκες αυτή που -6έλεις, -6α πλάγιαζες μα ζί της;»
«Και βέβαια. Αν κι η ίδια δεν είχε αντίρρηση», έκανα λίγο ειρωνικά. «Α, μα τότε έχεις πάρει στραβό δρόμο! Μόνο σαν είσαι
απόλυτα εγκρατής μπορείς να αναπτύξεις τις εσωτερικές σου δυνάμεις. Αυτό κάνω εδώ και δυο χρόνια τώρα. Δυο χρόνια και κάτι παραπάνω από ένα μήνα. Μα είναι τόσο
δύσκολο. Έρχονται φορές που δε βαστώ άλλο».
«' Ακουσέ με, Κνάουερ. Δεν πιστεύω πως η εγκράτεια παίζει σπουδαίο ρόλο».
«Ξέρω, όλοι αυτό λένε», διαμαρτυρήt)ηκε. «Μα δεν περίμενα να τ' ακούσω από σένα. Όποιος γυρεύει ν'
ακολου-6ήσει τον πνευματικό δρόμο πρέπει να μείνει απόλυτα αγνός». «Ωραία, λοιπόν, μείνε αγνός! Δεν καταλαβαίνω, όμως, γιατί εκείνος που καταπνίγει τις σεξουαλικές επιt)υμίες
του -6α πρέπει να λογαριάζεται πιο αγνός από οποιονδή ποτε άλλο. ' Η μήπως μπορείς να διώξεις τη σεξουαλική ορμή από κάt)ε σκέψη και κάt)ε όνειρό σου;»
Με κοίταξε απελπισμένος. « ' Οχι, πράγματι, δε γίνεται! Θεέ μου! Κι ωστόσο πρέπει να το κατορ-6ώσω. Βλέπω τις νύχτες όνειρα που
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
122
δεν τολμώ μήτε στον εαυτό μου να τα διηγη'6ώ. Φριχτά όνειραl» Θυμήt)ηκα όσα μου είχε πει ο Πιστόριους.
' Ομως,
μ'
όλο που καταλάβαινα πόσο σωστά ήταν, δεν μπορούσα μήτε τη γνώμη μου να πω μήτε σε κάποιον να τα επιβάλω. 'Ηταν αδύνατο να του δώσω μια συμβουλή που δεν πήγαζε από προσωπικές μου εμπειρίες, παρά μόνο αν εγώ ο ίδιος μπορούσα ν' ακολου'6ήσω. Στάt)ηκα σιωπη
λός, ντροπιασμένος που κάποιος γύρευε τη συμβουλή
μου κι εγώ δεν είχα τίποτα να του δώσω. «Δοκίμασα τα πάντα», στέναξε ο Κνάουερ. «Όλα τα δοκίμασα, το παγωμένο νερό, το χιόνι, το τρέξιμο, τη γυμναστική, μα τίποτε δεν ωφελεί. Κά'6ε νύχτα ξυπνώ από όνειρα που δεν έπρεπε να έχω δει. Μα, φοβερότερο απ' όλα, με τον τρόπο αυτό χάνω σιγά σιγά όποια πνευματική πρόοδο έχω κάνει. Είμαι ανίκανος να πέσω πάλι να κοιμη'6ώ ή να συγκεντρω'6ώ. Έρχονται νύχτες που τις περνώ άγρυπνος. Δε '6αβαστάξω πολύ. Κι όταν τελικά παραδώσω τα όπλα κι υποκύψω και ξαναγίνω ακά'6αρτος, τότε ρα 'μαι πιο ποταπός κι από εκείνους που δε χρειάστηκε να παλέψουν ποτέ. Το καταλαβαί νεις;»
Έγνεψα πως καταλάβαινα μα δεν ήξερα τι να πω. Είχε αρχίσει να γίνεται βαρετός κι ανησυχούσα με τον εαυτό μου γιατί η απελπισία του δε με άγγιζε ιδιαίτερα. Ήξερα μόνο πως δεν μπορούσα να τον βoηt)ήσω. «Δεν έχεις λοιπόν τίποτε να πεις, να με βoηt)ήσεις;» είπε τελικά λυπημένος, αποκαμωμένος. «Τίποτε απολύ τως; Πρέπει, όμως, να υπάρχει κάποιος τρόπος. Εσύ τι κ
άνεις;»
~
~
«Δεν μπορώ να σου πω, Κνάουερ. Δεν ,μπορούμε να βοη'6ήσουμε τον άλλο. Κι εμένα κανείς δε με βoήt)ησε. Πρέπει να βασιστείς στον εαυτό σου και να πράξεις σύμφωνα με ό,τι βγαίνει από μέσα σου. 'Άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Αν δεν μπορείς να βρεις το δρόμο για να
ΝΤΕΜΙΑΝ
123
νιώσεις τον εαυτό σου, τότε μήτε και τα πνεύματα t)a βρεις, είμαι βέβαιος». Απογοητευμένος και βουβαμένος στα ξαφνικά, ο κοντούλης νεαρός με κοίταξε. Τα μάτια του σπίt)ισαν από μίσος, έκανε ένα μορφασμό και ξεφώνισε: «Ωραίος άγιος είσαι και λόγου σου! Έχεις κι εσύ το κρυφό σου αμάρτη μα! Κάνεις τον ενάρετο αλλά στα κρυφά κυλιέσαι στον ίδιο βούρκο όπως εγώ, όπως ο κα6'ένας μας. Είσαι ένα γουρούνι σαν εμένα. ' Ολοι μας είμαστε γουρούνια!» Γύρισα κι έφυγα και τον άφησα να στέκει εκειδά. , Εκανεδυο τρία βήματα ξοπίσω μου, στάt)ηκε διστακτι κός, μετά γύρισε και το . βαλε στα πόδια. ' Ενιωσα άσχημα, κάποιο ανάμεικτο αίσt)ημα αηδίας και συμπό νιας, και συνήλt)α μόνο σαν έφτασα στη μικρή μου κάμαρη, ταχτοποίησα τριγύρω μου τις ζωγραφιές μου και παραδόt)ηκα με λαχτάρα στα όνειρά μου. Κείνο το ίδιο βράδυ ξανάδα το όνειρο - την εξώDυρα και το t)υρεό, τη μητέρα μου και την ξένη γυναίκα, που τα χαρακτηριστικά της φανερώt)ηκαν με τόση υπερφυσική διαύγεια ώστε το ίδιο κιόλα βράδυ βάλt)ηκα να ζωγραφίσω το πορτρέτο της.
.
Λίγες μέρες αργότερα, σαν τέλειωσε το σχέδιο που
είχα ζωγραφίσει σχεδόν ασυνείδητα μέσα σε ονειρική διάt)εση, το κρέμασα στον τοίχο και το ίδιο βράδυ έφερα τη λάμπα κοντά του και στάt)ηκα aντικρύ του σαν μπρος σε κάποιο πνεύμα που έπρεπε να πολεμήσω. Το πρόσω
πο ήταν όμοιο με το προηγούμενο που είχα ζωγραφίσει, όμοιο με του φίλου μου Ντέμιαν, και κατά κάποιο τρόπο έμοιαζε σε μένα. Το ένα μάτι ήταν αρκετά ψηλότερα από το άλλο και το βλέμμα του με κοιτούσε πάνω και πέρα
από εμένα, με έκφραση μοιραία, προφητική. Στάt)ηκα μπροστά στη ζωγραφιά και από την υπερέ νταση το αίμα πάγωνε στις φλέβες μου. Ρωτούσα την εικόνα, την κατηγορούσα, τη χάιδευα, την παρακαλούσα, τη φώναζα μητέρα, αγαπημένη, την έλεγα πόρνη, την
]
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
124
ονόμαζα Αβραξάς. Λόγια ειπωμένα aπό τον Πιστόριους -ή μήπως ήταν και του Ντέμιαν- έρχονταν στη σκέψη μου. Δε t)υμόμoυνπότε τα είχα ακούσει, μα αντηχούσαν πάλι στ' αυτιά μου. Ήταν σχετικά με την πάλη του Ιακώβ με τον άγγελο του Θεού: «Δε
fta
σ' αφήσω να φύγεις αν
πριν δε μ' ευλογήσεις».
Το ζωγραφισμένο πρόσωπο στο αντίφωτο της λάμπας
έπαιρνε κι άλλη μορφή σε κάftε λόγο που ξεστόμιζα -γινόταν φωτεινό και λαμπερό, σκοτεινό κι ανεξιχνίαστο, τα πελιδνά του βλέφαρα κλείνανε πάνω στα aπλανή μάτια που ανοΙγανε ξανά και Πfτούσαν σπίftες αγάπης- ήταν γυναίκα, άντρας, κορίτσι, μικρό παιδί και ζώο, ύστερα σβήνανε, γίνονταν μια μικρή κηλίδα, ύστερα μεγάλωναν και ξεχώριζαν καt)αρά. Τέλος, υπακούοντας στη δυνατή παρόρμηση έκλεισα τα μάτια και είδα μέσα μου την εικόνα, πιο ζωντανή, πιο έντονη από ποτέ. Ήftελα να πέσω στα γόνατα μπροστά της, μα τόσο πολύ είχε γίνει ένα με μένα που δεν μπορούσα να την αποσπάσω, λες
κι ήταν το ίδιο το εγώ μου.
Τότε άκουσα ένρ υπόκωφο βουητό σαν ανοιξιάτικη καταιγίδα κι άρχισα να τρέμω μ' ένα πρωτόγνωρο απερί γραπτο αίσf}ημα φόβου κι αγωνίας. Μπρος μου αστέρια άναβαν κι έσβηναν. Αναμνήσεις από τα ξεχασμένα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας, από προηγούμενες ζωές, από τα πρώτα στάδια της εξέλιξης της ζωής ορμούσαν, περ
νούσαν μπρος από τα μάτια μου. Αλλά οι αναμνήσεις που έμοιαζαν να επαναλαμβάνουν ολόκληρη τη ζωή μου ως τις πιο κρυφές στιγμές της δε σταματούσαν στο παρελftόν και στο παρόν, πηγαίναν ακόμη πιο μακριά, καt)ρέφτιζαν
το μέλλον, με τραβούσαν από το παρόν σε καινούριες μορφές ζωής, εικόνες oλoκάf}αρες και εκτυφλωτικές μ' όλο που αργότερα δεν μπορούσα να f}υμηftώ ούτε μία απ' αυτές.
Μέσα στη νύχτα ξύπνησα απ' το βαftύ ύπνο μου. 'Ημουν ακόμα με τα ρούχα μου, ξαπλωμένος λοξά στο
-τι ι
,ι Ι,
ΝΤΕΜΙΑΝ
125
Ι
κρεβάτι.
!
μπορούσα να ihJμηδώ.
' Αναψα το
κάτι σημαντικό,
φως, ένιωσα πως έπρεπε να σκεφτώ
μα τίποτε απ'
όσα είχαν γίνει δεν
' Αναψα τη λάμπα. Με το φως της
γύρισαν οι αναμνήσεις. Αναζήτησα την εικόνα. Δεν ήταν κρεμασμένη στον τοίχο μήτε και στο τραπέζι επάνω. Μου πέρασε η ιδέα πως την έκαψα. 'Η μήπως και ονειρεύτηκα πως την είχα κάψει μες στα χέρια μου και έφαγα τις στάχτες; Ένας περίεργος αναβρασμός μ' έπιασε. Φόρεσα το
καπέλο μου, έφυγα βιαστικά από το σπίτι και βγήκα έξω στο δρόμο. Συνέχισα να τρέχω μες στους δρόμους, μέσ' από πλατείες, λες και μ' έσπρωχνε ανεμοδύελλα. Στάδη κα κι αφουγκράστηκα έξω από την εκκλησία του φίλου μου, γύρευα στα τυφλά κάτι, δίχως να ξέρω τι. Πέρασα από τη συνοικία όπου βρίσκονταν τα κακόφημα σπίτια. Εδώ κι εκεί φαινόταν κάποιο φως στα παράθυρα. Πιο μακριά ορδώνονταν μερικά καινούρια κτήρια και σωροί από τούβλα σκεπασμένα τόπους τόπους με βρώμικο χιόνι. Καδώς τριγυρνούσα σαν υπνοβάτης κάτω από την παράξενη εκείνη παρόρμηση, ihJμήδηκα την οικοδομή όπου με είχε πάει την πρώτη φορά ο Κρόμερ, ο βασανι στής μου, για τους λογαριασμούς μας. Μες στο σκοτάδι
ένα όμοιο κτήριο βρέδηκε μπρος μου χάσκοντας με το σκοτεινό άνοιγμα της πόρτας του. Με τράβηξε μέσα. Δίχως να μπορώ ν' αντιδράσω προχώρησα, παραπατώ ντας πάνω στους σωρούς από άμμο και σκουπίδια. Η δύναμη που με τραβούσε ήταν ακατανίκητη. ' Επρεπε να μπω. Περπατούσα τρικλίζοντας μέσα στο σκοτάδι, πάνω σε μαδέρια και τούβλα σπασμένα. Ολόγυρα μια μυρωδιά πέτρας, κρύο και υγρασία. Ένας σωρός από άμμο, μια
ανοιχτόχρωμη γκρίζα κηλίδα' όλα τ' άλλα ήταν δεοσκό τεινα.
Μια φωνή ακούστηκε ταραγμένη: «Για τ' όνομα του Θεού, Σίνκλερ, πού βρtδηκες εδώ;» Μια φιγούρα ξεπρόβαλε σαν το φάντασμα μέσ' από
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
126
το σκοτάδι, ένας κοντούλης μικροκαμωμένος νεαρός. Η
καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά. Αναγνώρισα τον Κνά ουερ, το συμμα6'ητή μου. «Πώς βρέf}ηκες εδώ πέρα;» με ρώτησε φανερά ανα στατωμένος. «Πώς τα κατάφερες να με βρεις;» Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. «Δε γύρευα εσένα», απoκρίt)ηκα σαν χαμένος και ξεστόμιζα με κόπο την κά6'ε κουβέντα που πάσχιζα να αρ{}ρώσω μέσ' από τα βαριά, τα 6αρρείς παγωμένα χείλη μου.
Με κοίταξε επίμονα. «Δε με γύρευες;» «~Oχι. Κάτι με κάλεσε καταδώ. Με κάλεσες; Πρέπει να με κάλεσες. Τι κάνεις εδώ πέρα; Είναι νύχτα». Μ' αγκάλιασε σφιχτά με τα λεπτά χέρια του. «Ν αι, είναι νύχτα. Σύντομα 6α ξημερώσει. Αχ, Σίνκλερ, τι καλά που δε με ξέχασες! Με συγχωρείς, λοιπόν;» «Για ποιο πράγμα;» «Θεέ μου, σου φέρ-θ'ηκα τόσο απαίσια!» Τότε μόνο ήρ6ε,στο νου μου η συζήτησή μας. Πότε ήταν; Θα 'χαν περάσει τέσσερις πέντε μέρες κι ωστόσο μου φαίνονταν χρόνια. ' Ολα ξεκα6'άριζαν τώρα. ' Οχι μόνο ό,τι είχε συμβεί συναναμετάξυ μας, μα και για ποιο λόγο είχα έρ{}ει εδώ, ακόμη και τι είχε 6ελήσει να κάνει ο Κνάουερ.
«Σκόπευες λοιπόν να σκοτω6είς, Κνάουερ;»
Ρίγησε από το κρύο και το φόβο του.
«Ναι, έτσι λογάριαζα να κάνω. Δεν ξέρω αν 6ά το πραγματόποιούσα. Έλεγα να περιμένω ωσότου να ξημε
ρώσει». Τον τράβηξα έξω στον κα6'αρό αέρα. Οι πρώτες αχτίδες της αυγής 6αμπόφεξαν, απίστευτα παγερές και σκυ6ρωπές μες στην γκρίζα ατμόσφαιρα. Τον κράτησα για λίγο από τον ώμο κα6'ώς περπατού σαμε. ' Ακουσα τον εαυτό μου να λέει: «Πήγαινε σπίτι
,.. ,ι
ι
, ~'
ΝΤΕΜΙΑΝ
127
τώρα και μην πεις λέξη σε κανέναν. Είχες πάρει λά60ς δρόμο, ναι, λά'fi'ος δρόμο. Δεν είμαστε γουρούνια, όπως είπες. Είμαστε άν'fi'ρωπoι. Φτιάχνουμε 'fi'εούς και πα λεύουμε μαζί τους και μας ευλογούν».
Περπατήσαμε για λίγο σιωπηλ-σί, μετά χωρίσαμε. Σαν έφτασα στο σπίτι είχε ξημερώσει.
Οι καλύτερες εμπειρίες που είχα τον υπόλοιπο καιρό που
έμεινα στο Στ. ήταν οι ώρες που πέρασα ακούγοντας τον Πιστόριους mην εκκλησία ή μπροστά στο τζάκι. Μελε τούσαμε .ένα ελληνικό κείμενο για τον Αβραξάς, μου διάβαζε αποσπάσματα από τις Βέδες από μια μετάφραση
και μου μά'fi'αινε να προφέρω το ιερό «Ομ».
' Ομως,
δεν
ήταν τούτα τα ψίχουλα μυστικιστικής σοφίας που οριο'fi'ε
τού σαν το μυστικό μου κόσμο. Μάλλον το αντί'fi'ετο συνέβαινε. Κείνο που με δυνάμωνε ήταν η πρόοδος που έβλεπα mov εαυτό μου, η εμπιστοσύνη που ολοένα και μεγάλωνε στα όνειρά μου, οι σκέψεις και τα προαισ'fi'ήμα τα και η βα6'μιαία γνώση της δύναμης που έκρυβα μέσα μου.
Ο Πιστόριους κι εγώ καταλαβαίναμε απόλυτα ο ένας τον άλλο. Δεν είχα παρά να τον σκεφτώ επίμονα κι ήμουν βέβαιος πως είτε ο ίδιος ή ένα μήνυμα από κείνον
'fi'a
, ρχόταν να με βρει. Μπορούσα να τον ρωτήσω οτιδήποτε, όπως άλλωστε και τον Ντέμιαν, δίχως να βρίσκεται κοντά μου. Τον έφερνα στο νου μου και τον ρωτούσα προσηλώ νοντας σ' αυτόν τις σκέψεις μου. Τότε όλη η πνευματική προσπά'fi'εια που είχα βάλει στην ερώτηση γυρνούσε πίσω σαν απάντηση. Μόνο που δεν ήταν το πρόσc:.QΠΟ του Πιστόριους μήτε εκείνο του Ντέμιαν που αναπολούσα, μα η εικόνα που είχα ζωγραφίσει, η μισή ανδρική μισή γυναικεία ονειρική μορφή του δαίμονα που έφερνα στο
νου. Τούτο το πλάσμα δε ζούσε πια μονάχα στα όνειρά μου, δεν απεικονιζόταν μονάχα στο χαρτί.
Ήταν η
128
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
εκπλήρωση μιας επι6υμίας μου και η εξυψωμένη μορφή του εαυτού μου. Οι σχέσεις μου με τον παραλίγο αυτόχει ρα Κνάουερ ήταν περίεργες και μερικές φορές κωμικές. Από τη νύχτα εκείνη που είχα «σταλεί σ' αυτόν», είχε προσκολλη'fi'εί σε μένα σαν πιστός υπηρέτης ή σκύλος, έκανε κά'fi'ε πρoσπά'fi'εια να συνδέσει τη ζωή του με τη δική μου και μ' ακολου'fi'ούσε στα τυφλά. Ερχόταν να με βρει στο σπίτι με τις πιο παράξενες ερωτήσεις κι επι6υ μίες, γύρευε να δει πνεύματα, να γνωρίσει την καβαλιστι κή, κι αρνιόταν να με πιστέψει σαν τον διαβεβαίωνα πως δεν ήξερα τίποτε απ' όλα εκείνα τα μυστήρια. Πίστευε πως είχα υπερφυσικές δυνάμεις. Μα το περίεργο ήταν
πως συχνά ερχόταν να με βρει με κείνες τις αλλόκοτες, ανόητες ερωτήσεις του, τη στιγμή ακριβώς που με απα σχολούσε κάποιο πρόβλημα και πολλές φορές αυτές οι παιδιάτικες ερωτήσεις ήταν η λύση και το κλειδί του μυστηρίου. Συχνά γινόταν βαρετός και τον έδιωΧVα με απότομο τρόπο, ωστόσο διαισ'fi'ανόμουν πως κι εκείνος είχε σταλεί σε μένα, πως ό,τι του έδινα ξαναγύριζε πίσω σε μένα διπλό, πως Όταν ένας οδηγός κι ένας δρόμος για
ν' ακολου'fi'ήσω. Τα ανόητα βιβλία και τα κείμενα που
κά'fi'ε λίγο κουβαλούσε, κι όπου γύρευε να βρει τη σωτηρία του, μου μά'fi'αιναν περισσότερα aπ' όσα φαντα ζόμουν εκείνη την εποχή. Αργότερα ο Κνάουερ γλίστρησε aπαρατήρητoς aπ' τη ζωή μου. Δε χρειάστηκε ν' αποχαιρετη{)ούμε τυπικά. Το αvτί'fi'ετο, όμως, ακριβώς συνέβη με τον Πιστόριους. Εκεί κατά το τέλος των σπουδών μου στο Στ., μοιράστηκα μια ακόμη παράξενη εμπειρία μαζί του. Ακόμα κι ο πιο άκακος άv'fi'ρωπoς έρχεται μια δυο φορές στη ζωή του σε σύγκρουση με τις ωραίες αρετές της στοργής και της ευγνωμοσύνης. Αργά ή γρήγορα, ο κα'fi'ένας κάνει το βήμα που 'fi'a τον χωρίσει aπό τον πατέρα του και τους δασκάλους. Ο κα'fi'ένας πρέπει να δοκιμάσει τη σκληρή εμπειρία της μοναξιάς, έστω κι αν οι
&GΞP7Ξ
~ Ι
ΝΤΕΜΙΑΝ
129
περισσότεροι άν6ρωποι δεν την αντέχουν για πολύ και σύντομα γυρνούν πάλι πίσω. Η δική μου απομάκρυνση από τους γονείς μου και τον κόσμο τους, από το «φωτεινό κόσμο» της παιδικής μου ηλικίας δεν έγινε ξαφνικά κι απότομα αλλά σιγά σιγά, σχεδόν απαρα't'ήρητα, απομα κρυνόμουν ολοένα και περισσότερο από αυτούς. Σε κά-6'ε επίσκεψη στο πατρικό μου σπίτι υπέφερα και λυπόμουν, πληγωνόμουν μα δε μ' επηρέαζαν ουσιαστικά. Μπορού
σα να το υποφέρω.
Εκεί, όμως, που δώσαμε όχι από συνή-6'εια μα αυ-6'όρ μητα και με τη -6'έλησή μας την αγάπη και το σεβασμό μας,
μ' εκείνους που υπήρξαμε φίλοι από καρδιάς, τότε είναι πικρή και τρομερή η στιγμή όταν ξάφνου καταλάβουμε ότι η φυσική ροή των πραγμάτων μάς οδηγεί μακριά απ' τους αν6ρώπους που αγαπάμε. Τότε, κά-6'ε σκέψη που
απομακρύνει το δάσκαλο και το φίλο γίνεται κεντρί δηλητηριασμένο που κεντά την ίδια την καρδιά μας. Τότε, κά-6'ε χτύπημα που δίνουμε για να αμυν60ύμε γυρνά και
μας χτυπά καταπρόσωπο. Τότε, λέξεις όπως «απιστία» και «αγνωμοσύνη» ξεχύνονται σαν κραυγές ντροπής, καίνε σαν πυρακτωμένα σίδερα τον άν6ρωπο εκείνο που περηφανευόταν για την άμεμπτη, η-6'ική αγωγή του και με
την καρδιά παραλυμένη από φόβο τρέχει να σω-6'εί στο καταφύγιο από τις μαγευτικές κοιλάδες των παιδιάτικων
αρετών, ανήμπορος να πιστέψει πως αυτή η ρήξη πρέπει να συμβεί, αυτός ο δεσμός πρέπει να κοπεί. Με τον καιρό έγινε μέσα μου κάποια αλλαγή κι έπαψα να βλέπω το φίλο μου Πιστόριους σαν το μοναδικό οδηγό μου. Η φιλία μαζί του, οι συμβουλές του, η οικειότητάτου και η παρηγοριά που μου 'χε δώσει ήταν οι πιο ουσιαστι κές εμπειρίες στους μήνες αυτούς της εφηβείας μου. Ο Θεός είχε μιλήσει με το στόμα του. Με τα χείλη του δό{)-ηκε μια εξήγηση και μια ερμηνεία στα όνειρά μου. Με έκανε να ξαναβρώ την πίστη στον εαυτό μου. Μα τώρα, αλίμονο, ένιω-6'α μια ολοένα και μεγαλύτερη αντί-6'εση
9.
Ντέμιαν
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
130 απέναντί του.
, Εβρισκα πολύ
σοφά τα λόγια του. 'Εβλε
πα πως καταλάβαινε μονάχα ένα μέρος του εαυτού μου. Δε μεσολάβησε κάποιος καβγάς ανάμεσά μας μήτε
καμιά σκηνή' ούτε καν έγινε λόγος να χωρίσουμε. Απλώς ξεστόμισα μια και μοναδική α6ώα φράση, που όμως ήρ'fiε στην κατάλληλη στιγμή για να γκρεμίσει σε μικρά πολύ χρωμα κομματάκια μια αυταπάτη.
, Ενα απροσδιόριστο προαίσ6ημα για κάποιο παρόμοιο γεγονός με τυραννούσε κάμποσο καιρό και πήρε την
οριστική μορφή του μια Κυριακή, στο παλιό σπουδαστή ριο του φίλου μου. Ήμασταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα μπροστά στη φωτιά και μου μιλούσε για τα μυστήρια και τις 'fiρησκευτικές μορφές που μελετούσε κα6ώς και τις
μελλοντικές δυνατότητες της εξέλιξής τους που τον απασχολούσαν.
' Ολα τούτα ήταν αξιοπερίεργα και ενδια
φέροντα μάλλον παρά ζωντανά και ουσιαστικά. Είχαν κάτι από δασκαλίστικες σοφίες και πληκτικές έρευνες μέσα στα ερείπια αρχαίων κόσμων. Και εντελώς ξαφνικά
ένιωσα μια αποστροφή για όλα κείνα, για τούτη τη λατρεία των μυ'fiολογιών, το μωσα'ίκό παιχνίδι που έπαιζε
με τα κομμάτια τt>νπαραδοσιακών 'fiρησκευτικών δοξα σιών.
«Πιστόριους», είπα ξαφνικά με μια κακία που με ξά φνιασε και συνάμα με τρόμαξε, «να μου πείτε ένα όνειρο -ένα αληfiινό όνειρο- κάποιοπου είδατε τη νύχτα.' Ολα αυτά που λέτε είναι ανούσιες αρχαιολογίες». Ποτέ άλλοτε δε μ' είχε ακούσει να μιλώ μ' αυτό τον τρόπο κι αμέσως κατάλαβα με ντροπή και φρίκη πως το βέλος που έριξCΙ και τον βρήκε στην καρδιά ερχόταν από
το δικό του οπλοστάσιο και πως τον πολεμούσα με τα ίδια του τα όπλα που είχα ακονίσει περισσότερο. Γιατί μερικές φορές τον άκουγα να κάνει παρόμοιες επιπλήξεις στον εαυτό του με ειρωνεία. Το κατάλαβε αμέσως και σώπασε μονομιάς. Ανήσυ χος, του έριξα μια μαιιά και πρόσεξα πως είχε γίνει κάτωχρος. '
ΝΤΕΜΙΑΝ
131
Ύστερα από μια μακριά, βαριά σιωπή έριξε μερικά κού't'σουρα σ't'η φω't'ιά και είπε ήσυχα: «' Εχε't'ε απόλυ't'ο δίκιο, Σίνκλερ. Είστε έξυπνο παιδί και δε δα σας σκο't'ίσω άλλο με 't'ις αρχαιολαγίες μου». Μ' όλο που μιλούσε ήρεμα, ή't'αν φανερό πόσο πληγω μένος ή't'αν. Τι είχα κάνει! Δάκρυα ανέβαιναν σ't'α μά't'ια μου.
' Ηδελα να πω κάη
να 't'ov ενδαρρύνω, να γυρέψω 't'η συγνώμη μου, να 't'ov διαβεβαιώσω για 't'ην αγάπη μου, 't'η βα6ιά ευγνωμοσύνη μου. Λόγια εν-θ'αρρυν't'ικά έφ't'αναν στα χ~ίλη μου, μα ήμουν ανήμπορος να
't'a ξεσ't'ομίσω. ' Εμεινα έ't'σι ξαπλω
μένος α't'ενίζον't'ας 't'η φω't'ιά, σιωπηλός. Μή't'ε κι εκείνος μιλούσε και καδίσαμε εκεί κι η φωηά έσβηνε σιγά σιγά και με κάθ'ε φλόγα που αργοπέδαινε ένιωδα πως κά't'ι όμορφο και βαδύ χανό't'ανε παν't'ο't'ινά. «Φοβούμαι πως με παρεξηγήσα't'ε», είπα 't'έλος απο δαρρημένος με ξερή, βραχνή φωνή. Τα ανόη't'α, δίχως νόημα λόγια ήρδαν μιχανικά σ't'α χείλη μου σαν να διάβαζα κάποιο φ't'ηνό ρoμάν't'ζo. «Σας κα't'αλαβαίνω πολύ καλά», αποκρίδηκε μαλακά « ' Eχε't'ε δίκιο». Σ't'αμάτησε. Ύσ't'ερα συνέ
ο Πισ't'όριους. χισε αργά.
«' Οσο
δίκιο μπορεί να
' χει
ένας άνδρωπος
απέναν't'ι σε έναν άλλο». Μέσα μου, μια φωνή έλεγε: «Όχι, όχι, έχω άδικο», μα δεν μπορούσα να που
' χα
't'o πω δυνα't'ά. Με κείνες 't'ις δυο λέξεις
ξεστομίσει ήξερα πως άγγιξα 't'ην πιο καίρια
αδυναμία.'t'ου, 't'ην πληγή και 't'ην πίκρα 't'ov. Σκάλισα σημείο που και
't'ov
't'o
ίδιο βασάνιζε με αμφιβολίες. Το
ιδανικό 't'ov ή't'αν «αρχαιολογικό», ή't'αν ένας ερευνη't'ής 't'ov παρελδόν't'oς, ένας ρομανηκός. Κι άξαφνα't'ο ' νιωσα καλά πως ό,'t'ι ή't'αν για μένα ο Πισ't'όριους, κι ό,'t'ι μου είχε
δώσει ή't'αν ακριβώς αυ't'ό που δεν μπορούσε να γίνει ο ίδιος και να δώσει σ't'ον εαυ't'ό 't'ov. Μου έδειξε ένα δρόμο που ακόμη κι εκείνος, ο οδηγός, έπρεπε ν' αποφύγει και να εγκαταλείψει.
132
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΙ
Ο Θεός ξέρει πώς ήρδαν στα χείλη μου τούτα τα λόγια. Δεν εννοούσα τίποτα υποτιμητικό. Μήτε κι εγώ ο ίδιος δεν ήξερα την ώρα που τα ξεστόμισα τι σήμαιναν ακριβώς. Είχα ενδώσει σε μια μικρόψυχη και μoχi}ηρή παρόρμηση που αποδείχτηκε μοιραία. Είχα κανει μια ασήμαντη αδεξιότητα που τη δεώρησε καταδικαστική απόφαση. Πόσο επιδυμούσα να οργιστεί, να υπερασπίσει τον
εαυτό του, να βρίσει, να φωνάξει. Δεν έκανε απολύτως τίποτε.
' Αφησε
να τα υποστώ μέσα μου. Θα μου χαμογε
λούσε αν το κατόρδωνε. Το ότι δεν κατάφερε να μου χαμογελάσει ήταν η καλύτερη απόδειξη για το πόσο είχε πληγωδεί. Με το να δεχτεί τόσο ήρεμα τούτο το χτύπημα από έναν αχάριστο και δρασύ μα{}ητή, να μείνει σιωπηλός και να δεχτεί την προσβολή, με το να παραδεχτεί μοιρολατρι κά όσα είχα πει, μ' έκανε μισητό στον ίδιο μου τον εαυτό
και την απρέπειά μου χίλιες φορές πιο μεγάλη. Σαν έριξα το βέλος μου δαρρούσα πως σημάδευα ένα δυνατό, πάνοπλο άνδρωπο που τώρα αποδεικνυόταν ένα πλάσμα ήσυχο, ανυπεράιιπιστο και βασανισμένο, που παραδινό
ταν δίχως να διαμαρτυρηδεί. Μείναμε κάμποση ώρα μπρος στη φωτιά που τρεμό φεγγε και κάδε σχήμα που ανέβαινε κι έσβηνε, κάδε ξυλαράκι που ξεπετιόταν κι έτριζε ζωντάνευε τις ευτυχι
σμένες και πολύτιμες ώρες που είχαμε Π'εράσει και μεγάλωνε ολοένα το χρέος μου στον Πιστόριους. Τελικά,
δε βάσταξα. Σηκώδηκα κι έφυγα. Στάf)ηκα κάμποσο στο κατώφλι του. Στάf)ηκα πάλι στη σκοτεινή σκάλα, στάf)η κα κάμποσο απέξω, πλάι στην εξώδυρα, μήπως κι ερχό ταν. Ύστερα συνέχισα το δρόμο μου, περπάτησα ώρες ολόκληρες μες στην πόλη κι έξω στα περίχωρα, πέρασα
από πάρκα και δάση ώσπου βράδιασε. Για πρώτη φορά τότε ένιωσα στο μέτωπό μου το σημάδι του Κάιν. Δεν το κατάλαβα μεμιάς. Οι σκέψεις μου όλες ήταν στραμμένες
σε μια κατεύδυνση' κατηγορούσα τον εαυτό μου και δι-
ΝΤΕΜΙΑΝ
133
καιολογούσα τον Πιστόριους. Κι ωστόσο πάντα κατέληγε να συμβαίνει το αντί6ετο γιατί μ 'όλο που ήμουν έτοιμος να μετανιώσω και να πάρω πίσω τα απερίσκεπτα λόγια μου, έβρισκα πως ό,τι είχα πει ήταν αλη6ινό. Για πρώτη φορά καταλάβαινα τώρα τον Πιστόριους και το όνειρο που είχε βαλ6εί να πραγματοποιήσει. Θέλησε να γίνει ιερέας και να κηρύξει τη νέα 6ρησκεία, να βρει καινούριες μορφές λατρείας, να την υπηρετήσει με αγάπη και αφο σίωση, να πλάσει νέα σύμβολα. Μα δεν είχε τη δύναμη να το πραγματοποιήσει. Ποτέ δε 6α 'ταν αυτή η αποστολή
"(ου. Είχε πολύ προσκολλη6εί στο παρελ6όν, η γνώση του για κείνες τις εποχές ήταν τόσο συγκεκριμένη. Ήξερε
πάρα πολλά για την Αίγυπτο, την Ινδία, τον Μί6ρα, τον Αβραξάς.
' Ηταν
δεμένος με σύμβολα και ιδέες που είχε
γνωρίσει κιόλα ο κόσμος και κατά βά60ς ένιω6ε πως το Νέο πρέπει να 'ναι πραγματικά νέο και διαφορετικό, να ξεπηδήσει από καινούριες πηγές και όχι από μουσεία και βιβλιο6ήκες. Η αποστολή του ήταν ίσως να βοη6ήσει και να κα60δηγήσει αν6ρώπους να βρουν το δρόμο τους
-όπως είχε κάνει μαζί μου- όχι να τους δώσει το κρυφό μήνυμα, τους νέους 6εούς.
Σαν φλόγα ξεπετάχτηκε μέσα μου η αλή6εια κι ένιωσα να με καίει. Ο κα6ένας έχει μια αποστολή μα δεν μπορεί να τη διαλέξει ο ίδιος, να την πλάσει και να τη φέρει στα μέτρα του. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να 6έλει νέους 6εούς, να γυρεύει να δώσει στον κόσμο οτιδήποτε παρό μοιο. Για τον ώριμο άν6ρωπο ένα είναι το κα6ήκον του. Να γυρέψει να νιώσει τον εαυτό του, να σιγουρέψει την ύπαρξή του, ν' αναζητήσει ψηλαφητά την πορεία του προς τα μπρος, όπου κι αν τον οδηγεί. Τούτη η αποκάλυ ψη με συγκλόνισε. Ήταν καρπός όλης αυτής της εμπει ρίας. Συχνά μου άρεσε να παίζω με εικόνες απ' το μέλλον, να ονειρεύομαι ρόλους που μου επιφυλασσόταν να παίξω - σαν ποιητής ίσως ή προφήτης, ζωγράφος ή κάτι παρό μοιο. Αλλά ήταν μάταια αυτά. Δε βρισκόμουν εδώ για να
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
134
γράψω ποίηση, να κηρύξω ή να ζωγραφίσω. Μήτε εγώ μήτε και κανείς άλλος άν6'ρωπος υπάρχουμε γι' αυτό το ρόλο. Τούτα είναι πράγματα που συμβαίνουν τυχαία. Μια είναι η αληfiινή αποστολή για τον καfiένα. Να βρει το δρόμο της αυτογνωσίας. Μπορεί να καταλήξει ποιητής, τρελός, προφήτης ή εγκληματίας. Δεν έχει σημασία σε τελική ανάλυση. Αποστολή του είναι να βρει τον προορι σμό του, όχι αυτό που fia διαλέξει ο ίδιος, και να τον ζήσει μ' όλη του την ψυχή. Οτιδήποτε άλλο δεν είναι αληfiινή ζωή, είναι μια πρoσπά'fiεια υπεκφυγής, μια απόδραση και καταφύγιο στα ιδεώδη των μαζών, μακαριότητα και φόβος για τον εαυτό μας. Η νέα εικόνα φανερώfiηκε μπροστά μου, ιερή και τρομερή. Χίλιες φορές είχε περά σει φευγαλέα, συχνά ίσως είχε βρει τρόπο να εκφραστεί, μα τώρα για πρώτη φορά τη ζούσα. ' Ημουν ένα πείραμα της φύσης, μια ζαριά στο άγνωστο, ίσως για κάποιο και νούριο σκοπό ίσως για το τίποτα, και μοναδική αποστολή μου ήταν ν' αφήσω τούτη τη «ζαριά» να βρει μέσα μου το
δρόμο της, να νιώσω τη fiέλησή της και να την κάνω κτήμα μου. Αυτό και μόοΥΟ αυτό υπήρχε.
Είχα κιόλα γευτεί πολλή μοναξιά.
' Εβλεπα τώρα πως
υπήρχε μια βα6ύτερη μοναξιά που δεν ήταν μπορετό να την αποφύγω.
Δεν έκανα καμιά πρoσπά'fiεια να συμφιλιωfiώ με τον Πιστόριους. Μείναμε φίλοι μα η σχέση μας είχε αλλάξει. Μονάχα μια φορά αναφερfiήκαμε σ' εκείνη τη συζήτηση. «Ξέρετε πως fiέλω να γίνω ιερέας», είπε. «Πάνω απ' όλα
επιihJμούσα να γίνω ιερέας της νέας fiρησκείας που κι οι δυο μας προαισ6ανόμαστε πως {}α ' ρfiει. Τούτος ο ρόλος δεν είναι για μένα. Το ξέρω και το γνώριζα εδώ και πολύ καιρό δίχως ναfiέλω να το παραδεχτώ. Σκοπεύω τώρα να προσφέρω διαφορετικά τις υπηρεσίες μου σαν ιερέας, ίσως με τη μουσική, ίσως με άλλο τρόπο. ' Ομως, πρέπει πάντοτε να 'χω ολόγυρά μου πράγματα όμορφα και ιερά - εκκλησιαστική μουσική και μυστήρια, σύμβολα και μύ-
~ ι
ΝΤΕΜΙΑΝ
135
Ι
{}ους. Τα έχω ανάΎκη και δεν μπορώ να τ' aπoχωριστώ.
ι
βαίνω πως δεν πρέπει να έχω τέτοιες επι{)υμίες, πως είναι
Ι
Αυτή είναι η αδυναμία μου. Γιατί, Σίνκλερ, συχνά καταλα
πολυτέλεια, είναι αδυναμία. Θα 'ταν ίσως πιο σοφό και δίκαιο να υποταχτώ στη μοίρα μου ανεπιφύλακτα. '0μως, δεν μπορώ να το κάνω. Είναι το μοναδικό πράΎμα που δεν μπορώ να κάνω. 'Ισως εσείς το καταφέρετε. Είναι δύσκολο. Το δυσκολότερο, ίσως. Πολλές φορές το ονειρεύτηκα αλλά τίποτα δεν έκανα. Φοβάμαι. Δεν είμαι ικανός να στα{}ώ έτσι ΎVμνός και ολομόναχος. Ένα φτω χό, αδύναμο σκυλί, να τι είμαι, που χρειάζεται φαογητό και ζεστασιά και νιώ'fi'ει την ανά'γκη άλλων πλασμάτων ολό ΎVρά του. Ο άν'fi'ρωπoς που δεν αποζητά τίποτε άλλο παρά τη μοίρα του, παύει να έχει αν'fi'ρώπoυς πλάι του. Στέκει ολομόναχος και τον ΤΡΙΎVρίζει μονάχα η παΎωνιά του κόσμου. 'Οπως ο Ιησούς στον κήπο της Γε'fi'σημανή. Υπήρξαν μάρτυρες που άφησαν να τους καρφώσουν στο σταυρό δίχως να διαμαρτυρη'fi'ούν, μα κι εκείνοι ακόμη δεν είναι ήρωες, δεν είναι aπελευ'fi'ερωμένοι, κι αυτοί γύρευαν κάτι οικείο και aπλό - είχαν τα πρότυπα, τα ιδανικά τους. Μα ο άν'fi'ρωπoς που ακολου'fi'εί τη μοίρα του δε Ύίνεται να 'χει μήτε πρότυπα μήτε ιδανικά. Τίποτε λατρευτό, τίποτε παρήΎΟΡΟ. Κι ωστόσο, αυτό είναι το μονοπάτι που πρέπει ν' ακολου'fi'ήσουμε. ' Aν'fi'ρωπoι σαν εμένα, σαν κι εσάς, είναι έρημοι πραΎματικά, παρ' όλ'
αυτά έχουμε ακόμα ο ένας τον άλλο. Μοιραζόμαστε την κρυφή ικανοποίηση ότι είμαστε διαφορετικοί από τους
άλλους, ότι αντιστεκόμαστε, ότι επι{)υμούμε κάτι το εξαι ρετικό. Μα και τούτο ακόμα πρέπει να το παραμερίσουμε σαν 'fi'έλουμε να διασχίσουμε ολόκληρο το δρόμο. Δεν
πρέπει να ΎVρεύει κάποιος να Ύίνει επαναστάτης, υπό
·δεΙΎμα ή μάρτυρας. Είναι πέρα aπό τις δυνάμεις μας». Ναι, ήταν πέρα aπό τις δυνάμεις μας, ωστόσο μπο ~oύμε να το ονειρευτούμε, να το προσδοκούμε, να το αισt)αν'fi'oύμε. Κάποιες φορές, σαν είχα λίογη ώρα στη διΓ
/'"' .
136
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
fiεσή μου, δοκίμαζα αυτή την εμπειρία. Κοίταζα βαttιά
στην ψυχή μου κι έβλεπα την εικόνα της μοίρας μου στα ακίνητα μάτια μου. Μπορεί να ήταν γεμάτα σοφία ή τρέ λα. Να λάμπανε από αγάπη ή έσχατη κακία, το ίδιο έκανε. Δεν μπορούσες να διαλέξεις, δεν έπρεπε να fiελήσεις τί ποτα, μονάχα τον εαυτό σου, τη μοίρα σου. Ο Πιστόριους μου χρησίμεψε σαν οδηγός σ' ένα μονάχα μέρος του ταξιδιού μου. Κείνες τις μέρες τριγυρνούσα σαν τυφλός. Θύελλες και
καταιγίδες λυσσομανούσαν μέσα μου. Κάfiε βήμα ήτανε κι ένας κίνδυνος. Δεν έβλεπα τίποτε άλλο από αβυσσαλέο σκοτάδι όπου σύγκλιναν όλοι οι δρόμοι που είχα πάρει και χανόντουσαν. Και μέσα μου είδα τη μορφή του οδη γού μου που έμοιαζε στον Ντέμιαν, στα μάτια του διά βασα το πεπρωμένο μου. Κάfiισα κι έγραψα σ' ένα κομμάτι χαρτί: «'Ενας οδη γός μ' εγκατέλειψε. Βρίσκομαι σε απόλυτο σκοτάδι. Μό νος δεν μπορώ να κάνω ούτε βήμα. Boήt)ησέ μεl» Θέλησα να στείλω το μήννμα στον Ντέμιαν. Συγκρατή K4f)e φορά που έλεγα να το κάνω, μου φαινόταν τόσο μηδαμινό και παιδιάτικο. Είχα μάt)ει, ό
fiηκα, ωστόσο.
μως, απέξω τη μικρή μου προσευχή και την έλεγα μέσα μου συχνά. Κάfiε στιγμή με συντρόφευε.
' Αρχισα
να
παίρνω μια ιδέα του τι σημαίνει προσευχή.
Οι σχολικές μέρες φτάσανε στο τέλος τους. Ο πατέρας μου είχε σχεδιάσει να κάνω ένα ταξίδι στις διακοπές. , Επειτα fia συνέχιζα στο πανεπιστήμιο, μα δεν ήξερα σε ποιο κλάδο. Μου είχαν προτείνει να παρακoλoυt)ήσω φιλοσοφία για μια σχολική περίοδο. Θα ήμουν ευχαριστη μένος και με οποιονδήποτε άλλο κλάδο.
,.. ι Ι
ι
! Εύα Μια μέρα, στη διάρκεια των διακοπών, πήγα στο σπίτι
όπου έμενε άλλοτε ο Ντέμιαν με τη μητέρα του. Μια γριά σεργιανούσε στον κήπο, της μίλησα κι έμα'fi'α πως ήταν η ιδιοκτήτρια. Γύρεψα να μά'fi'ω για την οικογέεια Ντέμιαν.
Τους fiυμόταν πολύ καλά μα δεν ήξερε πού έμεναν. Κατα λαβαίνοντας το ενδιαφέρον μου, με πήρε μέσα στο σπίτι,
βάλ{)ηκε να ψάχνει ένα δερμάτινο λεύκωμα και μου έδειξε μια φωτογραφία της μητέρας του Ντέμιαν. Ούτε που τη
fiυμόμoυν μα τώρα που βαστούσα στα χέρια μου τη μικρή φωτογραφία, η καρδιά μου έπαψε να χτυπά.
' Ηταν
η
εικόνα του ονείρου μου. Αυτή ήταν η ψηλή, σχεδόν αν δρική μορφή που έμοιαζε με το γιο της, με τα μητρικά
χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά όλο σοβαρότητα και μεγάλο πά{)ος, ωραία και σαγηνευτική, ωραία και απρό σιτη, δαίμονας και μητέρα, μοίρα και ερωμένη. Αυτή ήταν.
Τρελή χαρά με συνεπήρε σαν ανακάλυψα πως η ει κόνα του ονείρου μου υπήρχε σε τούτο τον κόσμο σε κάποιον άν6'ρωπο. Υπήρχε, λοιπόν, μια γυναίκα που είχε
τα χαρακτηριστικά της μοίρας μου. Πού βρισκόταν; Πού; Και ήταν η μητέρα του Ντέμιαν! Λίγο υστερότερα ξεκίνησα για το ταξίδι μου. Ήταν παράξενο ταξίδι. Γυρνούσα αδιάκοπα από τόπο σε τόπο,
υπακούοντας στην παρόρμηση της στιγμής δίχως να στέ κομαι πού'fi'ενά, γυρεύοντας συνέχεια αυτή τη γυναίκα.
, Ερχονταν
μέρες που όποιον και να συναντούσα μου
Wμιζε εκείνη, έμοιαζε με κείνη, με παρέσυρε σε δρόμους
ξένων πόλεων, σιδηροδρομικούς στα{)μούς, σε τρένα, σαν μέσα σε μπερδεμένο όνειρο. ' Άλλοτε πάλι καταλάβαινα πόσο μάταιη ήταν η αναζήτηση. Κα'fi'όμουν τότε άσκοπα
.
2
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ'
138
σε κάποιο πάρκο, στον κήπο κανενός ξενοδοχεrου, σε μια
αίδουσα αναμονής, αποτραβιόμουν στον εαυτό μου και πάσχιζα να ζωντανέψω μέσα μου την εικόνα. Είχε ξε{}ω ριάσει, όμως, είχε γίνει φευγαλέα. Ούτε να κοιμηδώ δεν μπορούσα. Έπρεπε ν' αρκεστώ σε κάναν υπνάκο που
έπαιρνα ταξιδεύοντας με το τρένο σε μέρη άγνωστα. Μια φορά στη Ζυρίχη με ακολού{}ησε μια γυναίκα. ' Ηταν όμορφη και κάπως τολμηρή. Μόλις που γύρισα να την κοιτάξω' έπειτα συνέχισα το δρόμο μου λες κι ήταν κά
ποια σκιά. Θα προτιμούσα να πεδάνω την ίδια στιγμή" παρά να δώσω προσοχή σε μια άλλη γυναίκα, έστω και για μια ώρα.
Ένιωδα πως μ' έσπρωχνε η μοίρα. Ένιωδα πως η στιγμή της εκπλήρωσης πλησίαζε κι ήμουν τρελός από ανυπομονησία γιατί δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μια φορά, σ' ένα στα{}μό -ήταν, δαρρώ, στο Ίνσμπουργκ
είδα μια γυναίκα που μου Wμιζε την Εύα. Καδόταν O'iO παράδυρο ενός τρένου που έφευγε και μέρες ολόκληρες ήμουν δυστυχισμένος. Η μορφή μού παρουσιάστηκε πάλι, ξαφνικά, ένα βράδυ,στ' όνειρό μου. Ξύπνησατaπεινωμέ νος κι aπoκαρδιωμένoς από το μάταιο τούτο κυνηγητό και aπoφάσισα να γυρίσω σπίτι. Λίγες βδομάδες αργότερα, γράφτηκα στο πανεπιστή μιο του Χ.
' Ολα ήταν απογοητευτικά. Οι παραδόσεις της
ιστορίας της φιλοσοφίας που παρακολουδούσα ήταν
τόσο πληκτικές και στερεότυπες όσο και η ζωή των φοι τητών. ' Ολα γίνονταν πάνω στο ίδιο πρότυπο. Ο κα{}ένας συμπεριφερόταν όμοια με τον άλλο και η ζωηρή ευδυμία που κα'f}ρεφτιζόταν στ' αγορίστικα πρόσωπά τους έδει χνε ανούσια και προσποιητή. Ωστόσο, ήμουν ελεύδερος. Είχα ολόκληρη τη μέρα στη διά{}εσή μου, ζούσα ήσυχος σ' ένα άνετο παλιό σπίτι έξω από την πόλη και πάνω στο τραπέζι μου είχα αραδιάσει μερικούς τόμους του Νίτσε. Ζούσα με τη συντροφιά του, ένιωδα τη μοναξιά της ψυχής του, μοιραζόμουν την τραγική μοίρα του που τον είχε'
139 '
ΝΤΕΜΙΑΝ
σπρώξει ασταμάτητα στο δρόμο του, μαζί του υπέφερα και χαιρόμουν γιατί βρέth]κε κάποιος που τόσο αμείλικ,;α ακολούth]σε τη μοίρα του.
Αργά κάποιο απόγευμα σεργιάνιζα στην πόλη. Φυ
σού σε φδινοπωρινό αεράκι και μέσ' από τα καπηλειά ακούγονταν τα τραγούδια των φοιτητών. Από,;' ανοιχ,;ά παράδυρα, σύννεφα καπνού βγαίναν ανακατωμένα με φωνές που τραγουδούσαν δυνατά, βαριά, δίχως ωστόσο παλμό και ζωή.
Στάt}ηκα στη γωνιά του δρόμου ακούγοντας τις φωνές των νέων που αντηχούσαν μες στη νύχτα μια ευt}υμία οργανωμένη, προπαρασκευασμένη. Παντού κυριαρχού σε το ομαδικό πνεύμα, παντού ο ένας κα6όταν μ' άλλους παρέα, παντού γύρευαν να ξεφύγουν από τη μοίρα και να καταφύγουν στα άνετα ζεστά παραγώνια.
Δυο άντρες περπατούσαν αργά πίσω μου. Το αυτί μου άρπαξε μερικές κουβέντες από την ομιλία τους.
«Δεν είναι ακριβώς σαν τις συγκεντρώσεις των νεαρών
στα νέγρικα χωριά;» είπε ο ένας. «Ολόιδια, ως και το
τατουάζ που συνηδίζεται τώρα. Κοιτάχτε, λοιπόν, αυ,;ή είναι η νέα Ευρώπη».
Η φωνή αντήχησε απίστευτα γνώριμη
-
κάπου την
είχα ξανακούσει. Τους ακολούth]σα στο σκο,;εινό δρόμο. Ο ένας απ' ,τους δυο ήταν Γιαπωνέζος, κοντός και καλο ντυμένος. Κάτω απ' το φως του φαναριού έβλεπα
';0
κίτρινο χαμογελαστό του πρόσωπο να λάμπει. Ο άλλος μίλησε πάλι.
«Δεν είναι και καλύτερα τα πράγματα σ' εσάς, σ't'ην Ιαπωνία. Οι άνδρωποι που δεν καταφεύγουν σε μια ο
μάδα είναι σπάνιοι σ' όλο τον κόσμο. Κι εδώ υπάρχουν μερικοί».
Χαρά και αναστάτωση με πλημμύριζε σε κάδε λέξη
του. Αναγνώρισα το συνομιλητή. Ήταν ο Ντέμιαν.
Μες στη δυελλώδη νύχτα, μες στους σκοτεινούς δρό
μους τους ακολούth]σα, άκουγα τη συζήτησή τους και η
140
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
φωνή του Ντέμιαν έφτανε γλυκιά μουσική στ' αυτιά μου. Είχε τον παλιό οικείο τόνο, τη γνωστή αυτοπεποί{)ηση και ηρεμία, την ίδια δύναμη κι επίδραση πάνω μου. Όλα έγιναν ωραία όπως πριν. Τον είχα ξαναβρεί. Σαν φτάσανε στο τέρμα κάποιου συνοικιακού δρό μου, ο Γιαπωνέζος τον χαιρέτησε και άνοιξε την πόρτα ενός σπιτιού. Ο Ντέμιαν γύρισε πίσω. Ήμουν καταμεσής
του δρόμου, ακίνητος, περιμένοντάς τον. Με καρδιοχτ(,πι τον είδα να ' ρχεται κατά το μέρος μου, ορt}όστητος, με το
ελαστικό του βάδισμα. Φορούσε ένα σταχτοκίτρινο αδιά βροχο και κρατούσε στο χέρι ένα λεπτό μπαστούνι. Με πλησίασε δίχως ν' αλλάξει το βήμα του, ωσότου μ' έ φτασε' τότε έβγαλε το καπέλο του και είδα καt}αρά το γνώριμο έξυπνο πρόσωπο με το αποφασιστικό στόμα και ~ην ιδιαίτερη ακτινοβολία στο μέτωπό του. «Ντέμιαν!» φώναξα. Μου άπλωσε το χέρι του. «Εσύ είσαι λοιπόν, Σίνκλερ! Σε περίμενα».
« ' Ηξερες
τότε πως ήμουν εδώ;»
«' Οχι ακριβώς,
μα έλπιζα να σε βρω. Απόψε σε πρω
τόδα. Μας ακοΜυt}ούσες όλη την ώρα». «Με γνώρισες, λοιπόν, αμέσως;»
«Και βέβαια. ' Εχεις αλλάξει φυσικά, μα έχεις πάντα το σημάδι». «Το σημάδι; Ποιο σημάδι;» «Παλιά το λέγαμε, αν t}υμάσαι, "το σημάδι του Κάιν".
Είναι το σημάδι μας. ΤΟ είχες πάντοτε, γιαυτό κι έγινα
φίλος σου. Μα τώρα φαίνεται πιο καt}αρά». Δεν το 'ξερα. Κι όμως ... ναι, το καταλάβαινα. «Μια φορά ζωγράφισα το πρόσωπό σου, Ντέμιαν, κι έμεινα έκπληκτος βλέποντας πόσο έμοιαζε με το δικό μου. Μήπως ήταν εξαιτίας του σημαδιού;» «Ναι, αυτό ήταν. Χαίρομαι που το κατάλαβες. Και η μητέρα
t}a
χαρεί, επίσης».
Τρόμαξα.
ΝΤΕΜΙΑΝ
141
«Η μητέρα σου; Είναι εδώ; Όμως, δε με ξέρει».
«Ξέρει για σένα. Θα σε αναγνωρίσει δίχως να χρειαστεί να της πω ποιος είσαι ... Πάει καιρός τώρα που δεν είχαμε νέα σου».
«Πολλές φορές {}έλησα να σου γράψω μα δεν μπό ρεσα. Ήταν κάμποσος καιρός τώρα που το 'νιω{}α πως {}α σε βρω. Κά{}ε μέρα σε περίμενα».
Πέρασε το μπράτσο του κάτω από το δικό μου και
περπατήσαμε. Μια γαλήνη τον πεΡΙΤΡΙyUριζε που τη μετέ δωσε και σε μένα. Σε λίγο αρχίσαμε να μιλάμε όπως παλιά. Θυμη{}ήκαμε τις μέρες στο σχολείο, τα μα{}ήματα της κατήχησης, α
κόμα και την άτυχη συνάντησή· μας στις διακοπές, μόνο που τούτη τη φορά η συζήτησή μας περιορίστηκε σε {}έματα που αφορούσαν τη στενή φιλία μας και η υπό {}εση με τον Φραντς Κρόμερ δεν αναφέρ{}ηκε. Δίχως να το πολυκαταλάβουμε, πιάσαμε να συζητάμε
παράξενα και μυστηριώδη {}έματα. Μιλήσαμε -συνεχίζο ντας την κουβέντα του Ντέμιαν με το Γιαπωνέζο φίλο
του- για τη ζωή των φοιτητών και άλλα πράγματα που δείχναν άσχετα με το {}έμα, ωστόσο όμως υπήρχε πάντοτε
κατά βάση μια κοινή ιδέα πίσω από τα λόγια του Ντέμιαν. Μίλησε για το ευρωπαϊκό πνεύμα και τα χαρακτηρι
στικά της εποχής μας. Παντού, είπε, βλέπουμε να επικρα τεί το πνεύμα της συνεργασίας και το ένστικτο της αγέ λης, που{}ενά αγάπη και ελευ{}ερία. Αυτός ο χαρακτήρας της κοινοτικής ζωής, από τους φοιτητικούς συλλόγους ως
τις χορωδίες και το πνεύμα που επικρατεί στη διακυβέρ νηση, ήταν μια αναπόφευκτη εξέλιξη, ήταν μια μορφή
κοινοτικής ζωής βασισμένης πάνω στην αγωνία, το φόβο και την καιροσκοπία. Στο βά{}ος, όμως, ήταν ένας σα{}ρός και νω{}ρός τρόπος ζωής που κόντευε να καταρρεύσει.
«Το κοινοτικό πνεύμα», είπε ο Ντέμιαν, «είναι ωραίο πράγμα. Μα όλα αυτά που βλέπουμε ν' ανfi(ζoυν ολό γυρά μας δεν το αντιπροσωπεύουν. Το αλη{}ινό κοινοτικό
142
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
πνεύμα fia γεννηfiεί από την ξεχωριστή συνεισφορά του καfiενός ατόμου και fia μεταβάλει τον κόσμο για ένα διάστημα. Η μοναδική εκδήλωση κοινοτικού πνεύματος που βλέπουμε σήμερα είναι το ένστικτο συναγελασμού στη δουλειά. Οι άνfiρωπoι τρέχουν ο ένας κοντά στον' άλλο επειδή φοβούνται ο ένας τον άλλο, οι μορφωμένοι, τ' αφεντικά, οι εργάτες, φοβούνται. Αποτελούν μια κοι νότητα που φτιάχτηκε γι' αυτούς. Τότε, γιατί φοβούνται; Ο άνfiρωπoς φοβάται σαν δεν τα πάει καλά με τον εαυτό του. Ν ιώfiουν φόβο γιατί δε γνώρισαν ποτέ τον εαυτό τους. Αποτελούν
μια κοινότητα που aπαρτίζεται απο
κλειστικά από ανfiρώπoυς που φοβούνται αυτό το άγνω στο στοιχείο που υπάρχει μέσα τους.
' Ολοι
καταλαβαί
νουν ότι οι νόμοι που κληρονόμησαν δεν ισχύουν πια, ότι ζουν σύμφωνα με αρχα'ίκές αντιλήψεις για το νόμο της ζωής, ότι μήτε η fiρησκεία τους μήτε οι συνήfiειες και τα ήfiη τούς αντιπροσωπεύουν και μπορούν να προσαρμο
στούν στις σημερινές ανάγκες. Εκατό χρόνια τώρα η Ευ ρώπη δεν κάνει άλλο από το να μελετά και να χτίζει εργοστάσια. ΞέρO'ι;v με ακρίβεια πόσα γραμμάρια εκρη κτικής ύλης απαιτούνται για να σκοτωfiεί ένας άνfiρω πος, μα δεν ξέρουν να προσευχηfiούν στον Θεό, δεν ξέ ρουν καν πώς
fia
καταφέρουν έστω και για μια ώρα να
νιώσουν ήρεμοι κι ευχαριστημένοι. Πήγαινε να ρίξεις μια ματιά στις λέσχες των φοιτητών.
' Η σ'
όποιο άλλο μέρος
συχνάζουν οι πλούσιοι και διασκεδάζουν. Είναι aπελπι στικόl Αγαπητέ μου Σίνκλερ, τίποτα το ενfiαρρυντικό δε βγαίνει απ' όλα αυτά. Όλοι αυτοί οι άνfiρωπoι που μα ζεύονται σπασμωδικά ο ένας κοντά στον άλλο είναι γε
μάτοι φόβο και διαφfiορά. Κανείς δεν εμπιστεύεται το διπλανό του. Προσκολλούνται σε ιδανικά που δεν υπάρ χουν πια και λιfiοβολούν όποιον κηρύξει νέες ιδέες. ' Εχω ένα πρoαίσfiημα πως fia έχουμε φασαρίες. Θα συμβεί αυτό και γρήΎορα μάλιστα. Βέβαια, κάτι τέτοιο δε fia καλυτερέψει τον κόσμο. Είτε οι εργάτες σκοτώσουν τ'
L_~==~
______________
~=-
ΝΤΕΜΙΑΝ
143
αφεντικά τους είτε οι Ρώσοι και οι Γερμανοί αλληλοεξο ντω-θ'ούν, δε γίνεται τίποτε. Απλώς -θ" αλλάξει χέρια η ιδιοκτησία. Μα δε -θ'α πάνε χαμένα όλα αυτά. Θα φανερώ σουν τη χρεοκοπία των σημερινών ιδεωδών. Θα σαρώ σουν τους -θ'εούς της λί-θ'ινης εποχής. Ο κόσμος, όπως είναι τούτη τη στιγμή, -θ'α αφανιστεί, -θ'α καταστραφεί. Αυτό γίνεται τώρα, μπρος στα μάτια μας». «Και, στο μεταξύ, εμείς τι -θ"
απογίνουμε;» ρώτησα.
«Εμείς; Ίσως να καταστραφούμε μαζί του. Μα ακόμα κι αυτό δε μας απαλλάσσει από την ευ-θ'ύνη. Γύρω απ' ό,τι απομείνει από εμάς, γύρω απ' όσους επιζήσουν από την καταστροφή, -θ'α συγκεντρω-θ'εί το πνεύμα του μέλλοντος. Η βούληση της αν-θ'ρωπότητας που η Ευρώπη μας, με την επιστημονική τεχνολογία και τα βιομηχανικά κι εμπορικά πανηγύρια της, στραγγάλισε για ένα διάστημα, -θ'ά ανα στη-θ'εί. Τότε -θ'α γίνει φανερό ότι η βούληση της αν-θ'ρωπό τητας δεν μπορεί ποτέ να συνταυτιστεί με τις ιδέες των σημερινών κοινωνιών, των κρατών και των ε-θ'νών, των συλλόγων και των εκκλησιών. ' Οχι. Ο σκοπός της φύσης που πραγματοποιείται μέσ' από τον άν-θ'ρωπο είναι γραμ μένος πάνω σε μερικά άτομα, σε μένα, σε σένα. ' Ηταν γραμμένο στον Χριστό, στον Νίτσε. Κι όταν οι σημερινές κοινότητες καταρρεύσουν, -θ'α υπάρχει -θ'έση μόνο γι' αυ τά τα σπουδαία ρεύματα που βέβαια μπορεί να παίρνουν κα-θ'ημερινά διαφορετική μορφή». , Ηταν περασμένη η ώρα σαν φτάσαμε και κα-θ'ίσαμε μπροστά σ' ένα κήπο πλάι στο ποτάμι. «Εδώ μένουμε», είπε ο Ντέμιαν. «Έλα σύντομα να μας επισκεφ-θ'είς. Θέλουμε πολύ να σε δούμε». Ολόχαρος πήρα το δρόμο για το σπίτι μου μες στην Ψυχρή νυχτιάτικη ατμόσφαιρα. Πού και πού έβλεπα με -θ'υσμένους φοιτητές να γυρνούν τρικλίζοντας σπίτια τους
κάνοντας φασαρία. Πολλές φορές είχα προσέξει πόση αντί-θ'εση υπήρχε ανάμεσα στον κωμικό τρόπο που δια σκέδαζαν και τη δική μου μοναχική ζωή, άλλοτε με περι-
144
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
φρόνηση άλλοτε μ' ένα αίσ6ημα αποστέρησης. Κι όμως,
ποτέ ως εκείνη τη μέρα δεν ένιωσα με τόση γαλήνη και σιγουριά πόσο λίγο μετρούσαν αυτά για μένα, πόσο ξένος και μακρινός μού ήταν πια αυτός ο κόσμος. Αναλογίστη
κα τους δημόσιους υπάλληλους στην πόλη μου, αξιοσέβα κυρίους που ζούσαν προσκολλημένοι στις αναμνήσεις και στα με&ύσια της φοιτητικής ζωής' στους γηραιούς
τους, λες κι ήταν αναμνήσεις, από κάποιο ευλογημένο.
παράδεισο, και λάτρευαν τη χαμένη ελευf)ερία της φοιτη τικής ζωής τους όπως λάτρεψαν και ύμνησαν οι ποιητές ή
άλλοι ρομαντικοί την παιδική τους ηλικία. Παντού ήταν το ίδιο; Ναι, πάντοτε, κάπου στο παρελf)όν γύρευαν την «ελευf)ερίω> και την «ευτυχία», μόνο και μόνο από φόβο μήπως τους f)υμίσoυν τις ευ&ύνες τους και το δρόμο που
f)a
'πρεπε να ακoλoυf)ήσoυν. Έπιναν και γλεντούσαν
λίγα χρόνια, μετά μαζεύονταν πάλι στο καβούκι τους και γίνονταν σοβαροί δημόσιοι υπάλληλοι. Νωf)ρότητα, το πνεύμα της νωf)ρότητας κυριαρχούσε ανάμεσά μας, και τούτη η φοιτητική βλακεία δεν ήταν τουλάχιστον πιο ηλί
f)ta
και βλαβερή, χειρότερη από όλες τις άλλες.
Ωσότου να φτάσω στο απόμερο σπίτι μου και να πλα γιάσω, όλες εκείνες οι σκέψεις είχαν χαf)εί από το νου μου που είχε προσηλω6εί στη μεγάλη ελπίδα που έφερε η μέρα. Μπορούσα επιτέλους να δω τη μητέρα του Ντέμιαν όποτε ήf)ελα, αύριο κιόλα. Ας συνέχιζαν οι σπουδαστές τα με&ύσια και τα γλέντια τους, τα τατουάζ στα πρόσωπά τους, ας ήταν όσο σάπιος ήf)ελε ο κόσμος, ας βάδιζε στην
καταστροφή του, λίγο μ' ένοιαζε. 'Ενα πράγμα μόνο πε ρίμενα' να συναντήσω τη μοίρα μου σε μια νέα μορφή. Koιμή{tηκα βαριά ως αργά τ' άλλο πρωί. Η καινούρια
μέρα ξημέQωνε επίσημη και γιορτινή, κάτι που είχα να νιώσω από' μικρό παιδί. ' Ημουν γεμάτος ταραχή κι ανυ
πομονησία μα δεν tvιoof)a τον παραμικρό φόβο. Καταλά
βαινα πως μια σπουδαία μέρα ξημέρωνε για μένα, κοιτού
σα κι έβλεπα ένα μεταμορφωμένο κόσμο ολόγυρά μου, σε
,.. Ι
Ι
ι
i
ΝΤΕΜΙΑΝ
145
αναμονή, γεμάτο νόημα, γιορταστικό. Ακόμα κι η απαλή
φ6ινοπωριάτικη βροχούλα είχε την ομορφιά της και μια ήρεμη γιορταστική ατμόσφαιρα όλο ευτυχισμένη ιερή μουσική. Για πρώτη φορά ο εξωτερικός κόσμος ήταν τέ λεια συνταιριασμένος με το δικό μου εσωτερικό κόσμο, όπως όταν γιορτάζει η καρδιά και νιώ6εις ευλογημένος που είσαι ζωντανός. Μήτε σπίτι μήτε βιτρίνα μήτε πρόσω πα αν{}ρώπων μ' ενοχλούσαν.
' Ολα ήταν κcπαπώς έπρε
πε να είναι, δίχως τίποτε το ανούσιο ή το πληκτικό που τους έβρισκα κα{}ημερινά, όλα ήταν έτοιμα, περιμένοντας να αντικρίσουν μ' ευλάβεια τη μοίρα. ' Ετσι φάνταζε στα παιδικά μάτια μου ο κόσμος όταν ξημέρωναν οι μεγάλες μέρες οι γιορτινές, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Είχα λησμονήσει πως ο κόσμος μπορούσε ακόμα να . ναι τόσο όμορφος. Είχα συνη6ίσει να ζω κλεισμένος στον εαυτό μου, δέχτηκα σαν μοιραίο ότι ο κόσμος γύρω είχε χάσει κά6ε ομορφιά για μένα και πως τα λαμπερά του χρώμcπα που είχαν σβήσει συνδέονταν αναπόφευκτα με το πέρα σμα της παιδικής ηλικίας, πως ο κα{}ένας πληρώνει κά
ποιο τίμημα για να κερδίσει την ελευ6ερία του και να γίνει ώριμος άντρας, και το τίμημα ήταν να απαρνη6ώ τα αγνά και λαμπερά εκείνα πράγματα. Τώρα έβλεπα εκστcπικός πως είχα γελαστεί, πως ήταν δυνατό στον ελεύ6ερο άν-
6ρωπο και σ' αυτόν που είχε απαρνή6εί την παιδική ηλικία και την ευτυχία της να δει να λάμπει ο κόσμος και να γευτεί τη συγκλονιστική εμπειρία των παιδικών ορα μάτων.
, Εφτασε η
ώρα και βρέ{}ηκα στα περίχωρα της πόλης,
στον κήπο όπου την προηγούμενη βραδιά με είχε αποχαι ρετήσει ο Μαξ Ντέμιαν. Κρυμμένο πίσω από τοίχους ψη λούς και 6αμπόγκριζα δέντρα βρισκόταν ένα μικρό σπι τάκι, φωτεινό και απλό. Κάτι ψηλά φυτά φαίνονταν από μια τζαμαρία. Πίσω από τα τζάμια που λαμποκοπούσαν έβλεπες τους σκούρους τοίχους με πίνακες και ράφια με βιβλίάΌ Από την εξώ{}υρα προχωρούσες σ' ένα μικρό 6ερ-
10.
Ντέμιαν
,
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
146
μασμένο διάδρομο. Μια σιωπηλή γριά υπηρέτρια με σκού ρο δέρμα, με άσπρη ποδιά, με οδήγησε μέσα και πήρε το πανωφόρι μου.
Με άφησε μονάχο στο διάδρομο.
' Εριξα
μια ματιά
ολόγυρα κι αμέσως σαν να βρέih]κα μέοο στο όνειρό μου.
Ψηλά στον τοίχο με τη σκούρα ξύλινη επένδυση, πάνω από μια πόρτα, κρεμόταν μια γνωστή σε μένα εικόνα με μαύρη κορνίζα. Ήταν το πουλί με το χρυσοκίτρινο γερα κίσιο κεφάλι που πάλευε να βγει μέσα από το γήινο κέλυ φος. Ξαφνιασμένος, στάih]κα ακίνητος εκεί πέρα και η καρδιά μου πλημμύριζε από χαρά και πόνο. ' ο ,τι είχα κάνει, όποια εμπειρία είχα δοκιμάσει παλιά, γυρνούσε πάλι σε μένα τούτη τη στιγμή σαν απόκριση και σαν εκ
πλήρωση. Πλήitος εικόνες πέρασαν σαν αστραπή μπρος απ' τα μάτια μου. Το πατρικό μου σπίτι με τον παλιό i)υρεό πάνω από την αψίδα της πόρτας, ο Ντέμιαν να τον σχεδιάζει, εγώ, μικρό αγόρι ακόμη, μπλεγμένο στις ρα διουργιες του εχitρού μου Κρόμερ, εγώ πάλι, έφηβος, στη σχολική μου κάμαρη, να ζωγραφίζω πάνω στο τραπέζι το
πουλί εκείνο με τ1)ν ψυχή μου μπλεγμένη στα ίδια της τα νήματα, όλα, όλα εκείνα βρήκαν ανταπόκριση μέσα μου, επιβεβαιώitηκαν, η ψυχή μου τα παραδέχτηκε και έδωσε μια απάντηση. . Με μάτια υγρά από τα δάκρυα κοίταζα τη ζωγραφιά μου δοσμένος στους συλλογισμούς μου. Ύστερα έστρε ψα προς τα κάτω τη ματιά μου. Κάτω από την εικόνα με
το πουλί, στο άνοιγμα της πόρτας, στεκόταν μια ψηλή γυναίκα με μαύρο φόρεμα. Ήταν εκείνη. , Ημουν ανήμπορος ν' αρi)ρώσω λέξη. Το πρόσωπό της όμοιο με του γιου της, ωραίο, δίχως ηλικία, ήταν γεμάτο itέληση. Η όμορφη, επιβλητική γυναίκα μού χαμογέλασε φιλικά. Το βλέμμα της ήταν σαν εκπλήρωση, ο χαιρετι σμόςτης ένα καλωσόρισμα στο σπίτι.
, Απλωσα σιωπηλός τα χέρια μου κατά το
μέρος της. Τα
έπιασε σφιχτά μέσα στα δικά- της ζεστά χέρια.
ΝΤΕΜΙΑΝ
147
«Είστε ο Σίνκλερ. Σας αναγνώρισα αμέσως. Καλώς ήρ{)ατε».
Η φωνή της ήταν ζεστή και βα{)ιά. Την ήπια σαν γλυκό κρασί. Κοίταξα το ήρεμο πρόσωπο, τα μαύρα ανεξιχνία
στα μάτια, τα δροσερά ώριμα χείλη της και το πλατύ βασιλικό μέτωπο που είχε το «σημάδι». «Πόσο χαίρομαι», είπα και φίλησα τα χέρια της. «Νο μίζω πως σ' όλη μου τη ζωή γύρευα να φτάσω εδώ και να που ήρ{)α επιτέλους σπίτι». Χαμογέλασε μητρικά.
«Ποτέ κανείς δε φτάνει σπίτι», είπε φιλικά. «Μα όπου διασταυρώνονται φιλικοί δρόμοι, ολόκληρος ο κόσμος
φαντάζει σαν πατρίδα μας». Αυτά που έλεγε εκφράζαν ό,τι είχα νιώσει στο δρόμο για το σπίτι της. Η φωνή, ακόμη και τα λόγια της ήταν όμοια με του γιου της, ωστόσο, πάλι, ολότελα διαφορετι κά. ' Ολα επάνω της ήταν πιο ώριμα, πιο ζεστά, είχε μια σιγουριά. ' Ομοια όπως ο Μαξ άλλοτε δεν έδινε την εντύ πωση παιδιού, έτσι κι εκείνη δεν έμοιαζε με μητέρα ενός μεγάλου γιου, τόσο νεανικό και γοητευτικό ήταν το πρό σωπό της, τόσο λαμπερά τα μαλλιά της, τόσο νεανικό και απαλό το λευκό δέρμα της, τόσο δροσερά τα χείλη της. Στεκόταν μπρος μου, πιο μεγαλόπρεπη απ' όσο την είχα ονειρευτεί, και το πλησίασμά της ήταν για μένα ευλογία, η ματιά της η εκπλήρωση των πό{)ων μου.
Αυτή λοιπόν ήταν η νέα μορφή που μου φανερωνόταν η μοίρα μου, όχι πια αυστηρή ούτε μοναχική, αλλά μια μορφή δροσερή, όλο ζωή. Δεν πήρα καμιά απάντηση μήτε
κανέναν όρκο, είχα φτάσει στο σκοπό μου, στο ψηλό μέρος απόπου ο δρόμος που συνεχιζόταν φqνερωνόταν μακρινός και {)ελκτικός, οδηγούσε στη Γη της ΕΠαΥΥελίας
σκιασμένος από τα δέντρα μιας κοντινής ευτυχίας, δροσι σμένος από τους κοντινούς κήπους κά{)ε χαράς. ' Ο,τι και να συνέβαινε ένιω{)α ευλογημένος γιατί υπήρχε τούτη η γυναίκα στον κόσμο, γιατί έπινα στο άκουσμα της φωνής
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
148
της κι ανάσαινα με την παρουσία της. Ας γινόταν μάνα για
μένα, ερωμένη, 6εά, ας βρισκόταν πάντοτε εδώ. Ας γινό ταν ο δρόμος μου να άγγιζε το δικό της. Μου έδειξε τη ζωγραφιά μου με το γεράκι.
«Ποτέ δε δώσατε τόση χαρά στον Μαξ όση σαν στείλα τε αυτή την εικόνα», είπε συλλογισμένη. «Και σε μένα, βέβαια. Σας περιμέναμε' όταν έφτασε τούτη η ζωγραφιά, ξέραμε πια πως βρισκόσασταν κιόλα στο δρόμο. Σαν ήσα σταν μικρός, Σίνκλερ, ήρt}ε μια μέQα ο γιος μου από το
σχολείο λέγοντας: "Υπάρχει κάποιος συμμαt}ητής που έχει το σημάδι στο μέτωπό του. Πρέπει να τον κάνω φίλο μου". Ήσασταν εσείς. Περάσατε δύσκολες ώρες μα σας
είχαμε εμπιστοσύνη. Συναντηt}ήκατε τυχαία με τον Μαξ μια φορά στις διακοπές. Θα 'σασταν γύρω στα δεκάξι τότε. Ο Μαξ μου μίλησε σχετικά ... » «Σας το είπε!» τη διέκοψα.
«' Ηταν η χειρότερη εποχή
για μένα». «Ξέρω, ο Μαξ μου είπε τότε: ''Ο Σίνκλερ περνά τις πιο
δύσκολες στιγμές του τώρα. Κάνει άλλη μια προσπΟΟεια να βρει καταφύγιο ανά1J,εσα στους άλλους. Έχει πάρει
βόλτα τα καπηλειά. Μα δε 6α πετύχει τίποτα. Το σημάδι του δε φαίνεται κα-θ'αρά, μα τον καίει ολόκληρο στα κρυ φά".
' Ετσι
δεν ήταν;»
«Ναι, ακριβώς έτσι. Ύστερα βρήκα τη Βεατρίκη και
τέλος μου φανερώt}ηκε ένας οδηγός. Τον λέγανε Πιστό ριους. Μόνο τότε είδα καιtαρά γιατί στην παιδική μου ηλικία συνδέt}ηκα τόσο πολύ με τον Ντέμιαν και δεν μπορούσα να ξεφύγω από την επιρροή του. Αγαπητή
Εύα, αγαπητή μητέρα, συχνά μου πέρασε από το νου η ιδέα να σκοτω6ώ. Είναι, λοιπόν, τόσο δύσκολος ο δρόμος για όλους;» Μου χάιδεψε τα μαλλιά. ' Ηταν σαν απαλό αεράκι. «Πάντοτε είναι δύσκολο να γεννηt}εί κανείς. Ξέρετε,
το πουλί παλεύει για να βγει από το αυγό. Συλλογιστείτε και ρωτήστε τον εαυτό σας: ήταν, λοιπόν, τόσο δύσκολος
149
ΝΤξ:ΜΙΑΝ
ο δρόμος; Δεν ήταν και ωραίος; Θα μπορούσατε να επι-6υ
μήσετε έναν ωραιότερο ή πιο εύκολο;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Ήταν δύσκολος», αποκρί-θ'ηκα σαν υπνωτισμένος, «ήταν δύσκολος ωσότου ήρ{)ε το όνειρο». Έγνεψε καταφατικά και με κοίταξε κατάματα. «Ναι, πρέπει να βρει κανείς το όνειρό του. Μετά, τα
πράγματα είναι εύκολα. Κανένα όνειρο δε βαστά όμως, το κα{)ένα φέρνει ένα καινούριο και δεν πρέπει να δένεστε με κάποιο ιδιαίτερα». Ταράχτηκα. Ήταν κιόλα μια προειδοποίηση; Ήταν μια αμυντική κίνηση; Ό,τι κι αν ήταν, ήμουν προετοιμα σμένος να την αφήσω να με οδηγήσει και να μη γυρέψω να μά{)ω το σκοπό. «Δεν ξέρω», είπα, «πόσο {)α κρατήσει το όνειρο. Θα
'{)ελα να ήταν αιώνιο. Κάτω από την εικόνα του πουλιού, η μοίρα μου με δέχτηκε σαν μάνα και σαν ερωμένη. Σ'
αυτή ανήκω και σε τίποτε άλλο». « ' Οσο το όνειρό σας {)α είναι η μοίρα σας και όσο καιρό {)α της μείνετε πιστός», με διαβεβαίωσε σοβαρά. Μ' έπιασε μια άξαφνη λύπη καιμια επι-6υμία να πε{)ά νω εκείνη την υπέροχη σΤΙΎμή. Τα δάκρυά μου -πόσος καιρός, αλή{)εια, είχε περάσει από την τελευταία φορά
που έκλαψα- ανάβλυσαν στα μάτια μου ακράτητα. Στρά
φηκα απότομα, πήΎα κατά το παρά-6υρο και κοιτούσα το κενό, πέρα από τις Ύλάστρες με τα λουλούδια, με μάτια {)ολά από δάκρυα.
, Ακουσα τη φωνή της πίσω μου.
Ήταν ήρεμη μα ξεχεί
λιζε από τρυφερότητα σαν ολόΎεμο ποτήρι κρασί. «Σίνκλερ, είστε τόσο παιδί. Η μοίρα σας σάς αΎαπά
πραΎματικά. Μια μέρα {)α Ύίνει όλη δική σας, όπως και τ' όνειρό σας, αν του μείνετε πιστός». Ξαναβρήκα την ψυχραιμία μου και στράφηκα. Μου έδωσε το χέρι της. «Έχω μερικούς φίλους», είπε χαμΟΎελαστή, «μερι-
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
150
κούς πολύ στενούς φίλους που με φωνάζουν φράου Εύα. Αν {Μλετε, μπορείτε να με φωνάζετε κι εσείς έτσι».
Με έβγαλε ως την πόρτα, την άνοιξε και έδειξε τον κήπο. «Θα βρείτε τον Μαξ εκεί πέρα». Στάt)ηκα ζαλισμένος κάτω από τα ψηλά δέντρα. Δεν ήξερα πια αν ήμουν ξυπνητός ή αν έβλεπα πάλι όνειρο. Από τα κλαδιά πέφτανε ήρεμα στάλες βροχής. Αργά περ
πάτησα στον κήπο που απλωνόταν πλάι στο ποτάμι. Τελι κά, βρήκα τον Ντέμιαν. Στεκόταν στο κιόσκι γυμνός από τη μέση κι επάνω κι έκανε ασκήσεις πυγμαχίας μ' ένα κρεμασμένο σακί παραγεμισμένο με άμμο.
Στάt)ηκα και τον κοίταξα ξαφνιασμένος. Ο Ντέμιαν ήταν υπέροχος με το πλατύ στέρνο του και το αρρενωπό πρόσωπο. Τα σηκωμένα μπράτσα με τους τεντωμένους μυς ήταν γερά και δυνατά, οι κινήσεις των γοφών, των
ώμων και των χεριών έμοιαζαν με ανάβλυσμα πρόσχαρης πηγής.
«Ντέμιαν», φώναξα, «τι κάνεις εκεί πέρα;» Γέλασε χαρούμενος.
«Εξασκούμαι. Υnoσχέ{)-ηκα στο μικρό Γιαπωνέζο έ ναν αγώνα. Είναι ευλύγιστος σαν γάτα και ξέρει κάμποσα τεχνάσματα. Μα δε {}α καλοπεράσει μαζί μου. Του το χρωστάω, άλλωστε». Φόρεσε το πουκάμισο και τη ζακέτα του. «Ήσουν με τη μητέρα μου;» ρώτησε.
«Να.!,. Τι υπέροχη μητέρα που έχεις, Ντέμιαν! Φράου Εύα! Το όνομα της ταιριάζει απόλυτα. Είναι η μητέρα όλων μας».
Με κοίταξε συλλογισμένος για μια στιγμή.
«' Εμα{}ες κιόλα τ'
όνομά της; Μπορείς λοιπόν να' σαι
περήφανος, μικρέ μου. Είσαι ο μόνος που του το είπε από την πρώτη στιγμή». Από κείνη τη μέρα και μετά έμπαινα κι έβγαινα στο σπίτι τους σαν γιος και αδελφός αλλά και σαν αγαπημέ νος. Σαν έκλεινα πίσω μου την πόρτα, μάλλον με το που
ΝΤΕΜΙΑΝ
151
αντίκριζα τα ψηλά δέντρα του κήπου, ευτυχισμένος.
tvtro'fi'a πλού.σιος κι
' Εξω ήταν η πραγματικότητα, έξω βρίσκο
νταν δρόμοι και σπίτια, άν{)ρωποι, ιδρύματα, βιβλιο{)ήκες και σχολεία, εδώ όμως υπήρχε αγάπη και ψυχή, εδώ ήταν το σπίτι του ονείρου και του 'fi'ρύλου. Μ' όλα αυτά, δεν ήμασταν ξεκομμένοι από τον έξω κόσμο. Μες στις σκέ ψεις μας και με τις κουβέντες μας ζούσαμε σ' αυτόν αλλά
με τρόπο διαφορετικό. Με την πλειονότητα των αν{)ρώ πων δε μας χώριζαν σύνορα μα ο διαφορετικός τρόπος που βλέπαμε τα πράγματα. Προορισμός μας ήταν να γί νουμε μια νησίδα στον κόσμο, ένα πρότυπο ίσως, να απο καλύψουμε νέες δυνατότητες μέσ' από τον τρόπο που ζούσαμε εμείς. Εγώ που είχα ζήσει μονάχος τόσο καιρό μά'fi'αινα για τη δυνατότητα της συντροφικότητας ανάμε σα σε αν{)ρώπους που είχαν δοκιμάσει την τέλεια μονα ξιά. Δε λαχταρούσα πια να κα6ίσω στο τραπέζι των ευτυ χισμένων μήτε να πάρω μέρος στις γιορτές τους. Δεν αι
σ{)ανόμουν ζήλια ή νοσταλγία σαν έβλεπα τις παρέες των άλλων. Και σιγά σιγά μυή{)ηκα στα μυστικά εκείνων που είχαν το «σημάδι» στο μέτωπό τους. , Ολοι εμείς που είχαμε το «σημάδι» 'fi'εωρούμασταν, όχι άδικα άλλωστε, από τον κόσμο παράξενοι, ως και τρελοί ακόμη κι επικίνδυνοι. Ήμασταν αφυπνισμένοι κι επικίν δυνοι.
' Ήμασταν αφυπνισμένοι ή
αφυπνιζόμενοι και πα
σχίζαμε να δυναμώσουμε αυτή την επαγρύπνηση ενώ η προσπά'fi'εια και η αναζήτηση της ευτυχίας από τους άλ λους αποσκοπούσε στο να ταυτίσουν τις σκέψεις και τα ιδανικά τους, τη ζωή τους και την τύχη τους με κείνη της
αγέλης. Κι αυτό ήταν μια πρoσπά'fi'εια, κι αυτό είχε δύνα μη και μεγαλοσύνη. Αλλά ενώ εμείς πισ'fεύαμε πως αντι
προσωπεύαμε τη 'fi'έληση της φύσης για ανανέωση, για μια προσπά'fi'εια να ξεχωρίσουμε και να βαδίσουμε στο μέλ
λον, οι άλλοι δε ζητούσαν άλλο από τη διαιώνιση των πραγμάτων. Για κείνους, η αν'fi'ρωπότητα -που αγαπού σαν όσο κι εμείς- ήταν κάτι ολοκληρωμένο που έπρεπε να
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
152
διατηΡ1]σουν και να προφυλάξουν. Για μας, που είχαμε το
«ση μά'δι'», 'η ανf)ρωπότητα ήταν ο μακρινός στόχος όπου
πορευόμασταν, που τη μορφή του κανείς δεν ήξερε ακό μη, που οι νόμοι του δε βρίσκονταν πουt)ενά γραμμένοι.
Εκτός από τη φράου Εύα, τον Μαξ κι εμένα, πολλοί άλλοι ερευνητές που αναζητούσαν διαφορετικά πράγμα τα ο καt)ένας ανήκαν στον κύκλο μας. Πολλοί ακολου t)ούσαν καt)oρισμένoυς δρόμους, είχαν συγκεκριμένους
σκοπούς, πίστευαν σε ορισμένες ιδέες και καt)ήκoντα.
, Η ταν
αστρολόγοι, καβαλιστές, ανάμεσά τους ένας οπα
δός του Τολστόι και κάt)ε λογής ευαίσt)ητoι, ντροπαλοί, τρυφεροί άvt)ρωποι, οπαδοί νέων αιρέσεων και ινδικών συνηt)ειών, χορτοφάγοι και άλλοι. Με όλους αυτούς δεν είχαμε άλλο κοινό πνευματικό ενδιαφέρον παρά μόνο το σεβασμό που έδειχνε ο καt)tνας στα κρυφά ιδανικά του άλλου. Πιο κοντά μας βρίσκονταν εκείνοι που ενδιαφέρο νταν για τους παλιούς t)εούς και τα ιδεώδη του παρελt)ό ντος. Οι μελέτες τους συχνά μου Wμιζαν τον Πιστόριους.
, Εφερναν βιβλία μαζί τους, μας μετέφραζαν κείμενα από αρχα(ες γλώσσες, μαςΡείχναν εικόνες με αρχαία σύμβολα και τελετές και μας δίδασκαν πως ό,τι έχει αποκτήσει η αvt)ρωπότητα ως τώρα αποτελούνταν από ιδανικά που πήγασαν από την ασυνείδητη ψυχή, άπό όνειρα που ψη λαφούσε η ανf)ρωπότητα προαισt)ανόμενη τις μελλοντι κές τους δυνατότητες. Έτσι γνωρίσαμε το t)αυμαστό πλή t)ος των πολυκέφαλων t)εών της αρχαιότητας ως την αυγή του χριστιανισμού. Μάt)αμε για τις πεπoιt)ήσεις των α γίων και τις αλλαγές των t)ρησκειών από λαό σε λαό. Και απ' ό,τι μΟΟαμε μπορέσαμε να σχηματίσουμε μΙ:α ιδέα για
. την εποχή
μας και τη σύγχρονη Ευρώπη που κατόρt)ωσε
καταβάλλοντας τεράστιες προσπΟΟειες να κατασκευάσει· νέα όπλα για την αvt)ρωπότητα, μα κατέληξε να φέρει σε απόγνωση την πνευματική ζωή. Γιατί η ανf)ρωπότητά
κατέκτησε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά στην προσπΟΟεια αυτή έχασε την ψυχή της.
ΝΤΕΜIΑΝ
153
Ο κύκλος μας περιλάμβανε ακόμα πιστούς και οπα δούς ιδιαίτερων δοξασιών. Υπήρχαν βουδιστές που ήταν πρό-θυμοι να προσηλυτίσουν την Ευρώπη, οπαδοί του Τολστόι και άλλων αιρέσεων. Εμείς, που είχαμε πιο στενή επαφή μεταξύ μας, δεν είχαμε καμιά ανησυχία για το μέλλον. Κά-θ'ε αίρεση, κά-θ'ε δοξασία ήταν κιόλα από πριν καταδικασμένη και δεν είχε καμιά αξία. Ο μοναδικός προορισμός, το μοναδικό κα-θ'ήκον μας ήταν να γίνει ο κα-θ'ένας μας όσο πιο πολύ μπορούσε ο εαυτός του, όσο
περισσότερο πιστός στο ζωντανό σπόρο της φύσης που
βρισκόταν μέσα του και να ζει d\)μφωνα μ' αυτό, ώστε το άγνωστο ακόμη μέλλον να μας βρει προετοιμασμένους κι έτοιμους για ό,ΤΙ -θ'α φανέρωνε.
Γιατί, είτε το εκδηλώναμε είτε όχι, καταλαβαίναμε κα λά πως η κατάρρευση και η αναγέννηση του κόσμου πλη σίαζε, ήταν κιόλα ορατή. Συχνά ο Ντέμιαν μου έλεγε:
« ' Ο,τι
πρόκειται να συμβεί στο μέλλον ξεφεύγει από τα
όρια της φαντασίας μας. Η ψυχή της Ευρώπης μοιάζει μ'
ένα ζώο που ήταν για χρόνια αλυσοδεμένο. Σαν ελευ-θ'ε ρω-θ'εί, οι πρώτες αντιδράσεις του δε -θ'α 'ναι διόλου ευχά ριστες. Μα ο δρόμος, είτε ίδιος είναι είτε με αποκλίσεις, δεν έχει σημασία, αρκεί να ικανοποιη-θ'εί η πραγματική ανάγκη της ψυχής -που τόσο καιρό ναρκώνουμε συνεχώς και οδηγούμε σε λά-θ'ος δρόμους- και να φανερω-θ'εί. Τότε -θ'α ξημερώσει η δική μας μέρα. Τότε -θ'α μας χρειαστούν,
όχι σαν οδηγούς και νέους νομο-θ'έτες -δε -θ'α ζήσουμε για να δούμε τους καινούριους νόμους- αλλά σαν αv{)ρώπους καλής -θ'έλησης, πρό-θυμους να προχωρήσουν μπροστά
και προετοιμασμένους να κάνουν ό,τι είναι γραφτό. Πρό σεξε πόσο πρό-θυμοι είναι οι άv{)ρωπoι να πράξουν το ακατόρ-θ'ωτο σαν καταλάβουν ότι απειλούνται τα ιδανικά τους. Μα δε βρίσκεται κανένας όταν κάποιο καινούριο ιδανικό, κάποια καινούρια και ίσως επικίνδυνη αλλαγή στον τρόπο ζωής φανερώνεται. Οι λιγοστοί άv{)ρωποι που -θ'α βρε{)ούν έτοιμοι να προχωρήσουν-θ'α 'μαστε εμείς.
2
154
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
Γιαυτό έχουμε το "σημάδι" -όπως ο Κάιν- για να ξεσηκώ νουμε την οργή και το φόβο στους αv6'ρώπους και να τους οδηγήσουμε από το στενόμυαλο ειδύλλιό τους σε δρόμους επικίνδυνους. ' Ολοι εκείνοι που αγωνίστηκαν για την πρόοδο της αv6'ρωπότητας, όλοι, δ ίχως μία εξαίρε ση, στάθηκαν ικανοί και έδρασαν αποτελεσματικά μόνο
και μόνο επειδή ήταν έτοιμοι να δεχτούν τη μοίρα τους.' Αυτό ισχύει για τον Μωυσή και τον Βούδα. Για τον Ν απο
λέοντα και τον Βίσμαρκ. Ποια ρεύματα δα σπρώξου.ν κάποιον, ποιος πόλος δα τον κατευδύνει, δεν είναι στο χέρι του να αποφασίσει. Αν ο Βίσμαρκ είχε καταλάβει τους σοσιαλδημοκράτες και τους είχε εκμεταλλευτεί, δα 'ταν βέβαια ένας έξυπνος κύριος μα όχι ένας άνδρωπος της μοίρας. Το ίδιο ισχύει για τον Ναπολέοντα, τον Καίσα ρα, τον Λο"ίόλα, για όλους τους. Πρέπει κανείς να καταλά βει ποια είναι η δέση του σύμφωνα με τη βιολογική εξέλι ξη και την ιστορική στιγμή. ' Οταν οι κραδασμοί στο φλοιό της γης πέταξαν στην ξηρά τα ζώα της δάλασσας και στη
δάλασσα τα ζώα της ξηράς, τα είδη που ήταν προορισμέ να από τη μοίρα βρfti}ηκαν έτοιμα ν' ακολουδήσουν το πεπρωμένο τους και πραγματοποίησαν το μεγάλο επί τευγμα. Κάνοντας ορισμένες βιολογικές προσαρμογές, κατόρδωσαν να σώσουν το γένος τους από την καταστρο φή. Αν τα ζώα αυτά ανήκαν στην κατηγορία εκείνων που υπήρξαν αφοσιωμένοι υποστηρικτές της υπάρχουσας τά
ξης των πραγμάτων ή αντίδετα ήταν εκκεντρικά, επανα στατικά στοιχεία δεν το ξέρουμε, ξέρουμε όμως ότι ήταν
έτοιμα για τούτο και μπόρεσαν να διαιωνίσουν το γένος τους στη νέα εξελικτική φάση" Γι' αυτό το λόγο πρέπει κι εμείς να είμαστε έτοιμοι». Η φράου Εύα παραβρισκόταν συχνά στις συζητήσεις μας αλλά δεν έπαιρνε μέρος.
' Ηταν ο ακροατής και η ηχώ
του καf)ενός μας, της κάt}ε σκέψης μας, γεμάτη κατανόη-,
ση και εμπιστοσύνη.
' Ολες οι ιδέες μας έμοιαζαν να ξεκι νούν από κείνη και να καταλήγουν πάλι σ' εκείνη. ' Ενιω-
τ ,
ΝΤΕΜΙΑΝ
155
{}α ευλογία να κά-θ'ομαι κοντά της, ν' ακούω πότε πότε τη φωνή της και να ζω στην πλούσια και φωτισμένη ατμό
σφαιρα που την περιέβαλλε. Κά-θ'ε μεταβολή που γινόταν μέσα μου, κά-θ'ε στενοχώ ρια μου την καταλάβαινε αμέσως. Μου φαινόταν πως τα όνειρα που έβλεπα εμπνέονταν από κείνη. Συχνά της τα διηγόμουν, τα έβρισκε φυσικά και τα καταλάβαινε. Δεν υπήρχε κανένα μυστήριο που η διαίσ{}ησή της να μην
μπορεί να εξηγήσει. ' Ενα διάστημα; τα όνειρά μου κα6ρέ φτιζαν τις συζητήσεις μας της μέρας. Ονειρευόμουν πως
ολόκληρος ο κόσμος βρισκόταν σε μεγάλη αναστάτωση και μόνος ή μαζί με τον Ντέμιαν περίμενα με αγωνία τη «μεγάλη μοίρα». Η μορφή της μοίρας ήταν σκεπασμένη με πέπλο μα είχε τα χαρακτηριστικά της φράου Εύας. Ν α με διαλέξει ή να με απορρίψει εκείνη: αυτή ήταν η μοίρα μου.
Συχνά μου έλεγε χαμογελαστή: «Το όνειρό σας δεν
είναι ολοκληρωμένο, Σίνκλερ. Λησμονήσατε ό,τι καλύτε ρο υπήρχε σ' αυτό». Αμέσως τότε κατάφερνα να το -θ'υμη {}ώ και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς το είχα ξεχάσει. , Άλλοτε πάλι ήμουν ανήσυχος και με τυραννούσαν επι -θ'υμίες. Ένιω-θ'α πως δε βαστούσα άλλο να την έχω πλάι μου και να μην μπορώ να τη σφίξω στην αγκαλιά μου. Γρήγορα το κατάλαβε. 'Οταν κάποια φορά έλειψα κά μποσες μέρες και ξαναγύρισα στενοχωρημένος, με πήρε
παράμερα και είπε: «Δεν πρέπει να παραδίδεστε σε επι-θ'υμίες που δεν πιστεύετε. Ξέρω τι επι-θ'υμείτε. Θα πρέπει, ωστόσο, είτε να μπορέσετε να παραιτη-θ'είτε από αυτές τις επι-θ'υμίες ή
να πο{}ήσετε πραγματικά. Αν ποτέ μπορέσετε να πιστέ ψετε στην εκπλήρωση κάποιας επι-θ'υμίας σας, τότε αργά ή γρήγορα -θ'α πραγματοποιη-θ'εί. Τώρα όμως επι-θ'υμείτε στην αρχή, ύστερα μετανιώνετε και αγωνιάτε. Πρέπει να τα ξεπεράσετε αυτά. Ελάτε, -θ'α σας διηγη-θ'ώ μια ιστορία». Και μου διηγή{}ηκε για κάποιο νέο που είχε ερωτευτεί
a 156
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
ένα αστέρι. Στεκόταν κοντά στη fiάλασσα, άπλωνε τα χέρια και παρακαλούσε το αστέρι, το ονειρευόταν, το συλλογιζόταν ολοένα. Αλλά ήξερε, ή νόμιζε πως ήξερε, ότι ένας fiνητός δεν μπορεί ν' αγκαλιάσει ένα άστρο. Πίστε
ψε πως ήταν γραφτό του ν' αγαπά ένα αστέρι δίχως
ελπίδα να πραγματοποιηfiεί η επι6υμία του και με τη σκέψη αυτή έφτιαξε ένα ποίημα για να εκφράσει την παραίτησή του, το μ.αρτύριο και το βουβό του πόνο :ι:ι;ου
fia
τον έκανε καλύτερο και
fia
τον εξάγνιζε.
' Ολα
τα
όνειρά του, όμως, τα γέμιζε το αστέρι. Μια νύχτα, στά'θ'η
κε πάνω σ' ένα βράχο κοντά στη fiάλασσα και το συλλογί στηκε και η καρδιά του φλογιζόταν από αγάπη. Σε μια στιγμή δε βάσταξε άλλο και από τη λαχτάρα του ρίχτηκε στο κενό για να ανταμώσει το αστέρι. Μα την ώρα ακρι βώς που πηδούσε, σαν αστραπή πέρασε από το νου του η'
σκέψη «δεν μπορεί, είναι αδύνατοΙ». Κι έπεσε και τσακί στηκε στην ακρογιαλιά. Δεν είχε μά'θ'ει ν' άγαπά. Αν τη στιγμή που πηδούσε είχε πιστέψει σταfiερά στην πραγμα τοποίηση της επιfiυμίας του, fia είχε πετάξει στο κενό και
fia
έσμιγε με το αστtρι ... «Η αγάπη δεν πρέπει να εκλιπαρεί», πρόσfiεσε, «μήτε
να απαιτεί. Η αγάπη πρέπει να έχει τη δύναμη να γίνει βεβαιότητα. Τότε παύει να ελκύεται και αρχίζει να ελκύει. Η αγάπη σας, Σίνκλερ, ελκύεται από εμένα. Σαν αρχίσει
να με ελκύει, fia έρfiω. Δε fiέλω να δώσω δώρα. Θέλω να με κερδίσουν» . Κάποτε πάλι μου διηγήfiηκε μια άλλη ιστορία.
' Ηταν
για έναν ερωτευμένο που η αγάπη του δεν έβρισκε αντα πόκριση. Αποτραβήχτηκε στον εαυτό του κι άφησε την αγάπη του να τον κυριέψει. Ο κόσμος ~Ιχε χαfiεί πια γι' αυτόν, δεν έβλεπε το γαλάζιο ουρανό και το πράσινο δάσος. Το ρυάκι δε σιγομουρμούριζε πια. Ο ήχος της άρπας δεν του έκανε ευχαρίστηση. Τίποτα δεν είχε σημα σία, ήταν μίζερος και δυστυχισμένος. ' Ομως η αγάπη του ολοένα και μεγάλωνε και fia προτιμούσε να πεfiάνει και
ΝΤΕΜΙΑΝ
157
να χα6'εί παρά να απαρνη6'εί την όμορφη γυναίκα που
αγαπούσε. Κατάλαβε τότε ότι το πά6'ος του είχε κατα στρέψει κα6'ετί άλλο μέσα του, είχε γίνει τόσο δυνατό που η όμορφη γυναίκα αναγκάστηκε να τον ακολου6'ήσει. Ήρ6'ε μπρος του με απλωμένα χέρια, έτοιμη να τον τρα βήξει κι αυτή κοντά της. Και κα6'ώς την έβλεπε, πρόσεξε nως είχε μεταμορφω6'εί και κατάλαβε πως είχε ξανακερ δίσει τον κόσμο που πίστευε χαμένο. Στεκόταν μπρος του και του παραδινόταν, κι ο ουρανός, το δάσος και το ρυά κι, όλα ξαναγυρνούσαν σ' αυτόν με καινούρια χρώματα,
αστραφτερά, μιλούσαν τη δική του γλώσσα. Και αντί να κερδίσει μια γυναίκα, κατέκτησε όλο τον κόσμο και κά6'ε
αστέρι στον ουρανό έλαμπε μέσα του κι η ευτυχία γέμισε την ψυχή του. Είχε αγαπήσει, κι έτσι βρήκε τον εαυτό του. Η αγάπη μου για την Εύα γέμιζε ολόκληρη τη ζωή μου.
'ομως, κά6'ε μέρα φαινόταν και διαφορετική. Πολλές φορές πίστευα πως δεν ήταν η μορφή της που πο6'ούσα με όλη μου την ψυχή μα πως υπήρχε και συμβόλιζε τον
εσωτερικό κόσμο μου και μοναδικός σκοπός της ήταν να με οδηγήσει βαDύτερα στη γνώση του -εαυτού μου. Τα λόγια της συχνά αντηχούσαν σαν απαντήσεις του ασυνεί
δητού μου σε καφτά ερωτήματα που με τυραννούσαν. , Άλλες φορές, κα6'ώς βρισκόμουν πλάι της, με κυρίευε η σαρκική επι6'υμία και φιλούσα κα6'ετί που ~γγιζε. Σιγά σιγά, η σαρκική και η πνευματική αγάπη, η πραγματικό τητα και το σύμβολο γίνηκαν ένα. Σαν βρισκόμουν στην κάμαρή μου τη συλλογιζόμουν ήρεμος και απορροφημέ νος και τότε ένιω6'α το χέρι της μέσα στο δικό μου και τα χείλη της πάνω στα χείλη μου. ' Η να βρίσκεται κοντά μου, να κοιτάζω το πρόσωπό της, να της μιλώ και ν' ακούω τη φωνή της δίχως να ξέρω αν είναι όνειρο ή πραγματικότη τα. ' Άρχιζα να καταλαβαίνω πώς μπορεί κανείς να νιώσει
μια αιώνια κι α6'άνατη αγάπη. Διάβαζα σ' ένα βιβλίο για μια νέα 6'ρησκεία και η γνώση που αποκτούσα ήταν όμοια μ' ένα φιλί της Εύας. Χάιδευε τα μαλλιά μου, μου χαμογε-
Q
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
158
λούσε με ζεστασιά και τρυφερότητα και ένιω6α όπως αν
είχα κάνει ένα ακόμη βήμα για να γυρίσω στον εαυτό μου. Η μορφή της αγκάλιαζε κα6ετί σημαντικό, ό,τι αντιπρο σώπευε τη μοίρα μου. Μπορούσε να μεταμορφω6εί σε κα6ετί που σκεφτόμουν και κα6εμιά σκέψη μου να έχει τη μορφή της. Οι διακοπές των Χριστουγέννων που 6α περνούσα με
τους γονείς μου με γέμιζαν ανησυχία, φοβόμουν πως 6α
υπέφερα δυο βδομάδες μακριά από την Εύα. Μα όλα πήγαν καλά. Ήταν υπέροχο να βρίσκομαι σπίτι και να τη σκέφτομαι. ' Οταν ξαναγύρισα στο Χ., έμεινα δυο μέρες μακριά της για ν' απολαύσω τη σιγουριά και την ανεξαρ τησία μου από την παρουσία της. ' Εβλεπα όνειρα όπου η ένωσή μου μαζί της ολοκληρωνόταν με συμβολικό τρόπο. Ήταν ένα αστέρι κι εγώ ένα άλλο αστέρι που πήγαινε να τη βρει, και ανταμώναμε, νιώ6αμε να τραβάει ο ένας τον άλλο, μέναμε ενωμένοι και κάναμε κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλο, ευτυχισμένοι μες στην αιωνιότητα, με συ ντροφιά την ουράνια μουσική.
Μόλις την επισκέψ6ηκα ξανά μετά την επιστροφή μου, της διηγή6ηκα το όνειρο. «Είναι όμορφο όνειρο», είπε ήρεμα, «κάνετέ το πραγ ματικότητα» .
Δε 6α ξεχάσω ποτέ εκείνη τη μέρα στις αρχές της άνοιξης. Μπήκα στο διάδρομο του σπιτιού. Κάποιο παρά6υρο ήταν ανοιχτό και το ρεύμα παρέσυρε στην κάμαρη το βαρύ άρωμα από τους υάκιν60υς. Δεν είδα ψυχή. Ανέ βηκα στο γραφείο του Ντέμιαν.Χτύπησα απαλάτηνπόρ τα και μπήκα μέσα χωρίς να περιμένω απάντηση, όπως συνή6ιζα. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και η κάμαρη σκοτει νή. Η πόρτα που έδινε σε μια συνεχόμενη καμαρούλα που
ο Μαξ είχε μετατρέψει'σε χημείο έστεκε ανοιχτή. Αποκεί έμπαινε το ζωηρό λευκό φως του ανοιξιάτικου ήλιου που
ΝΤΕΜΙΑΝ
159
έλαμπε μέσ' από τα σύννεφα της βροχής. Φαντάστηκα πως δεν ήταν κανείς εκεί και τράβηξα μια κoυρτίνα~ Τότε είδα τον Μαξ Ντέμιαν καθ'ισμένο πάνω σ' ένα σκαμνί πλάι στο παρά-6υρο. ' Εδειχνε παράξενος, αλλιώτι κος, και μου ήρ'6ε στο νου η σκέψη πως κι άλλοτε τον είχα ξαναδεί έτσι. Τα χέρια του ήταν χαλαρά, οι παλάμες πάνω στα γόνατα, το κεφάλι ελαφρά γερμένο προς τα μπρος ενώ τα μάτια, αν και ανοιχτά, ήταν απλανή και νεκρά. Μέσα στις κόρες των ματιών '6αμπόφεγγε μια λεπτή ακτί να από φως, σαν αντανάκλαση πάνω σε κομματάκια γυα λί. Το πελιδνό πρόσωπό του ήταν aπόκοσμο κι έδειχνε απόλυτη αυτοσυγκέντρωση' ήταν σαν aπoλι'6ωμένoς. Θύ μιζε μάσκες πανάρχαιων ζώων χαραγμένες σε μετόπη να ού. Δεν έδειχνε να αναπνέει. Θυμή'fiηκα. Τον είχα δει ακριβώς έτσι μια φορά, πολλά χρόνια πριν, όταν ήμουν μικρό παιδί ακόμη. Τα μάτια του ήταν στραμμένα προς τα μέσα όπως τώρα, τα χέρια του άψυχα και μια μύγα περπατούσε στο πρόσωπό του. Και κείνη τη μέρα -'6α 'ταν πριν έξι χρόνια πάνω κάτω- έδει χνε όπως τώρα ηλικιωμένος και άχρονος. Καμιά ρυτίδα, καμιά αλλαγή στο πρόσωπό του. Φοβισμένος, έφυγα σιγά aπό την κάμαρη και κατέβη κα γρήγορα τις σκάλες. Στο διάδρομο συνάντησα την Εύα.
, Ηταν χλομή κι έδειχνε κουρασμένη, ποτέ δεν την ξανάδα έτσι, κι εκείνη τη στιγμή μια σκιά έπεσε στο παρά-6υρο και ο λευκός εΧ'6αμβωτικός ήλιος χά{)ηκε. « ' Ημουν πάνω στον Μαξ», ψι'6ύρισα. «Τι συνέβη; Κοι μάται ή είναι ναρκωμένος, δεν καταλαβαίνω. Κι άλλη μια φορά τον ξανάδα έτσι». «Μήπως τον ξυπνήσατε;» ρώτησε ήρεμα. Δε μ' άκουσε. Βγήκα αμέσως από το δωμάτιο.
«' Οχι.
Πείτε μου, φράου Εύα, τι του συμβαίνει;» «Μην ανησυχείτε, Σίνκλερ, δεν είναι τίποτα. ' Εχει α ποτραβηχτεί στον εαυτό του. Δε '6α κρατήσει πολύ». Σηκώ{)ηκε και τράβηξε κατά τον κήπο μ' όλο που είχε
a 160
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
αρχίσει να βρέχει. Κατάλαβα πως δεν ή-6ελε να την ακο λου{}ήσω, έτσι άρχισα να βηματίζω πάνω κάτω στο διά
δρομο ανασαίνοντας το βαρύ άρωμα των υάκιν6'ων και κοιτάζοντας την εικόνα με το πουλί πάνω απ' την πόρτα. Μια παράξενη κατα6λιπτική ατμόσφαιρα κυριαρχούσε στο σπίτι εκείνο το πρωινό. Τι ήταν; Τι είχε συμβεί; Η φράου Εύα δεν άργησε να γυρίσει. Στάλες βροχής λαμπύριζαν στα σκούρα μαλλιά της. Κά-6ισε στην πολυ -6ρόνα της; Φαινόταν αποκαμωμένη. Τη ζύγωσα, έσκυψα από πάνω της και φίλησα τις στάλες στα μαλλιά της. Τα μάτια της ήταν φωτεινά και ήρεμα μα οι σταλαγματιές ήταν σαν δάκρια.
«Να πάω να τον δω;» ψι{}ύρισα. Χαμογέλασε αχνά. «Μην είστε παιδί, Σίνκλερ», με μάλωσε σαν να '-6ελε να διαλύσει μια μαγεία από πάνω της. «Πηγαίνετε και
ελάτε πάλι αργότερα».
, Αφησα βιαστικά το σπίτι, βγήκα από την πόλη και πήγα κατά το βουνό. Η ψιλή βροχούλα με χτυπούσε στο πρόσωπο. Χαμηλά σύf"\lεφα περνούσαν πάνω απ' το κε φάλι μου βαριά, λες και κάτι τα τρόμαζε. Αέρας δε φυσού σε χαμηλά, μα ψηλά στον ουρανό μια καταιγίδα -6α ξε σπούσε από ώρα σε ώρα. Ο ήλιος, εκτυφλωτικός, έλαμπε πότε πότε μέσ' από σχισματιές στα μολυβένια σύννεφα. Τότε, ένα κίτρινο σύννεφο πέρασε πάνω από το κεφά λι μου και ενώ{}ηκε με τον γκρίζο όγκο από τ' άλλα σύννεφα. Μέσα σε δευτερόλεπτα ο αέρας μεταμόρφωσε αυτή την κίτρινη και γκριζογάλαζη μάζα σ' ένα γιγάντιο πουλί,.που ξέφυγε απότομα από κείνο το μολυβένιο χάος και χά{}ηκε στον ουρανό με δυνατά φτεροκοπήματα. Η μπόρα δυνάμωσε περισσότερο κι άρχισε να ρίχνει χαλάζι και βροχή ανακατεμένα. ' Ενα σύντομο αλλά φοβερό μπουμπουνητό ακούστηκε πάνω στο μαστιγωμένο απ' τη βροχή τοπίο κι αμέσως μετά φάνηκε μια λάμψη από ~ ήλιο ανάμεσα στα σύννεφα, ενώ στα κοντινά βουνά το
ί ,
ΝΤΕΜΙΑΝ
161
χιόνι άστραψε κιτρινόμαυρο, ονειρικό κάτω από το κα στανό δάσος.
, Οταν, ύστερα από ώρες, γύρισα πίσω βρεγμένος ως το κόκαλο και ξυλιασμένος από τον αέρα, μου άνοιξε την
πόρτα ο ίδιος ο Ντέμιαν. Με πήγε πάνω στην κάμαρή του. Το γκάζι έκαιγε στο εργαστήριο και χαρτιά ήταν σκορπισμένα καταγής. Φαι νόταν πως είχε δουλέψει. «Κάt)ισε», μου είπε. «Θα πρέπει να . σαι ξεt)εωμένoς.
Ήταν μια καταιγίδα από τις λίγες. Ήσουν πολλή ώρα έξω. Θα μας φέρουν τσάι τώρα».
«Κάτι το περίεργο έχει η σημερινή μέρα», έκανα διστακτικά. «Δεν είναι μόνο αυτή η καταιγίδα». Με κοίταξε εξεταστικά. «Είδες τίποτα;» «Ναι, είδα μια εικόνα στα σύννεφα για μια στιγμή, αρκετά καt)αρά».
«Τι είδους εικόνα;»
« Ένα
πουλί». «Το γεράκι; Αυτό ήταν; Το πουλί του ονείρου σου;»
«Ναι, ήταν το γεράκι μου. Κίτρινο και πελώριο, και πέταξε πάνω στο μολυβένιο ουρανό». Ο Ντέμιαν ανέπνευσε βαt)ιά.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Η γριά υπηρέ τρια μπήκε με το τσάι. «Σερβιρίσου μόνος σου, Σίνκλερ. Δεν ήταν τυχαίο, ξέρεις, που είδες το γεράκι». «Τυχαίο; Βλέπει κανείς τέτοια πράγματα τυχαία;» «Πολύ σωστά.
' Εχει, λοιπόν, κάποιο βαt)ύτερo νόημα.
Ξέρεις ποιο;»
« ' Οχι.
Διαισt)άνομαι μόνο ότι προμηνύει κάποιου εί
δους γενική αναταραχή, ένα βήμα προς τη μοίρα. Κάτι που μας αφορά όλους». Βημάτισε πάνω κάτω. « ' Ενα βήμα προς τη μοίραl» φώναξε δυνατά. «Είδα 11.
Ντέμιαν
Ζ
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ;
162
ένα παρόμοιο όνειρο χ'θ'ες βράδυ και προχ'θ'ές η μητέρα είχε μια πρoαίσf}ηση πάλι για το ίδιο πράγμα ... Ονειρεύτη κα πως σκαρφάλωνα σε μια σκάλα που ήταν ακουμπισμέ νη στον κορμό ενός δέντρου ή κάποιου πύργου. Σαν έφτασα στην κορυφή, είδα κάτω τον τόπο να καίγεται. , Ηταν μια μεγάλη πεδιάδα με πολιτείες και χωριά. Δεν μπορώ να τα 'θ'υμη-θ'ώ όλα, είναι ακόμα μπερδεμένα στο μυαλό μου». «Πιστεύεις πως το όνειρο αφορά εσένα;» ρώτησα.
«Μα, φυσικά! Κανείς δεν ονειρεύεται πράγματα που δεν τον αφορούν. ' Ομως δεν έχει να κάνει μόνο με μένα, έχεις δίκιο. Πάντα ξεχωρίζω τα όνειρα που αφορούν εμέ να από τ' άλλα, που είναι σπάνια και έχουν σχέση με τη μοίρα της αν'θ'ρωπότητας. Σπάνια είδα παρόμοια όνειρα και κανένα που να μπορώ να πω ότι ήταν προφητικό. Οι ερμηνείες είναι πάντοτε αβέβαιες. Είμαι, ωστόσο, σίγου ρος πως ονειρεύτηκα κάτι που δεν αφορά μονάχα εμένα.
Το όνειρο αυτό είναι η συνέχεια άλλων που είχα δει παλιό τερα. Τα όνειρα εκείνα μ' έκαναν να νιώ'θ'ω τα προαισ'θ'ή ματα που γι' αυτά qoυ έχω κιόλα μιλήσει. Το ότι ο κόσμος μας είναι σάπιος το ξέρουμε, ωστόσο δεν αρκεί αυτό για να προφητέψουμε την καταστροφή του. Είναι κάμποσα χρόνια τώρα όμως που βλέπω όνειρα που με κάνουν να πιστεύω πως η κατάρρευση ενός παλιού κόσμου όπου να , ναι πλησιάζει. Τούτα τα προαισ'θ'ήματα στην αρχή ήταν ακα'θ'όριστα μακρινά, χρόνο με το χρόνο όμως γίνηκαν όλο και πιο έντονα και πιο συγκεκριμένα. Και τώρα ακό μα, το μόνο που ξέρω είναι πως κάτι μεγάλο πρόκειται να συμβεί, κάτι τρομαχτικό που αφορά κι εμένα.
' Ο,τι κι αν
είναι αυτό το πράγμα που τόσες και τόσες φορές κουβε ντιάσαμε, Σίνκλερ, εμείς 'θ'α επιζήσουμε. Ο κόσμος 'θ'α
ανανεω'θ'εί. Μια μυρωδιά 'θ'ανάτου πλανιέται στον αέρα. Τίποτα νέο δε γεννιέται αν δεν πε'θ'άνει πρώτα. Αλλά είναι ακόμα πιο τρομερό απ' όσο το φανταζόμουν». Τον κοίταζα άφωνος.
~ Ι
ι
163
ΝΤΕΜΙΑΝ
«Δεν μπορέίς να μου πεις και το υπόλοιπο απ' το όνειρό σου;» τόλμησα να πω. Κούνησε το κεφάλι του.
«' οχι». , Ανοιξε η
πόρτα και μπήκε η φράου Εύα.
«Εδώ, λοιπόν, κάδεστε! Δεν πιστεύω να είστε στενο χωρημένα, παιδιά μου;» Κά6ε ίχνος κούρασης είχε χαδεί από πάνω της κι
έδειχνε πάλι φρέσκια. Ο Ντέμιαν της χαμογέλασε και ήρδε κοντά μας σαν μια μάνα που πλησιάζει τα φοβισμέ να παιδιά της.
«Δεν είμαστε λυπημένοι, μητέρα. Προσπαδούμε να λύσουμε το μυστήριο αυτού του νέου σημαδιού.
δεν έχει σημασία.
' Ο,τι
' Ομως,
είναι γραφτό να γίνει, δα γίνει.
Γρήγορα δα φανεί και τότε δα μάδουμε ό,τι πρέπει να μάδουμε». , Ενιωσα μια δλίψη. Την ώρα που 'φευγα και περνούσα
από το διάδρομο, το άρωμα των υάκινδων μου φάνηκε ανούσιο, ξεδωριασμένο, είχε κάτι από λείψανο. Πάνω μας είχε πέσει μια σκιά.
Η αρχή του τέλουt; Είχα καταφέρει να μείνω για τις καλοκαιρινές διακοπές στο Χ. Τον περισσότερο καιρό μας τον περνούσαμε στον κήπο πλάι στο ποτάμι. Ο Γιαπωνέζος φοιτητής που είχε νικηf)εί για τα καλά στον αγώνα με τον Ντέμιαν είχε φύγει, το ίδιο και ο οπαδός του Τολστόι. Ο Ντέμιαν είχε ένα άλογο και καftημερινά έκανε μακρινούς περιπάτους. Συχνά έμενα μόνος με τη μητέρα του. Κάποιες φορές απορούσα κι εγώ ο ίδιος με τον εαυτό tvtrof)a τόση ηρεμία. Είχα τόσο πολύ συνηf)ίσει
μου που
να μένω μοναχός, ν' αρνιέμαι τον κόσμο, να αντιμετωπίζω τις στενοχώριες μου ολομόναχος, ώστε κείνοι οι μήνες που πέρασα στο Χ. μοιάζανε με διαμονή σε κάποιο ονειρι
κό νησί όπου μου εΙχε επιτραπεί να ζω ήρεμα και άνετα ανάμεσα σε όμορφα και ευχάριστα πράγματα. Είχα ένα πρoαίσftημα πως κάπως έτσι
f)a
'ταν η νέα ανώτερη
κοινότητα που είχαμε ονειρευτεί. Φορές φορές f)λιβό
μουν βαftιά για τούτη την ευτυχία, γιατί ένιωf)α με σιγου ριά πως δε f)a κρατούσε και πολύ. Δεν ήταν της μοίρας μου να ησυχάζω μες στη γαλήνη και την ευτυχία, είχα ανάγκη από το κέντρισμα του μαρτυρίου. Καταλάβαινα πως μια μέρα f)a ξυπνούσα από κείνο το υπέροχο όνειρο και f)a βρισκόμαυν πάλι μοναχός στον παγερό κόσμο με
τους άλλους, όπου δεν υπήρχε για ~να τίποτε άλλο παρά μοναξιά ή αγώνας. Τότε κατέφευγα στην Εύα με διπλασιασμένη τρυφε ρότητα, ευτυχισμένος που η «μοίρα» μου είχε ακόμα τα ήρεμα, όμορφα χαρακτηριστικά της. Το καλοκαίρι πέρασε σαν αστραπή. Οι διακοπές έ κιόλα στο τέλος τους και η ώρα. του αποχαιρετι-
. φταναν
~---------------ΝΤΕΜΙΑΝ
165
σμού πλησίαζε. Ούτε να το σκέφτομαι δεν ήt)ελα. Μήτε και το συλλογιζόμουν όμως, μα έμενα προσκολλημένος
στις ευτυχισμένες μέρες όπως η πεταλούδα στο λουλούδι με το μέλι. Ήταν η εποχή της ευτυχίας μου, η πρώτη εκπλήρωση στις υποσχέσεις της ζωής, η είσοδός μου σ' ένα κύκλο ξεχωριστό. Τι t)a ερχόταν μετά απ' όλα αυτά; Πάλι t)' αγωνιζόμουν, πάλι t)a λαχταρούσα, t)a ονειρευό μουν και
t)a
ζούσα μοναχός.
Μια μέρα ένιωσα τόσο έντονο τούτο το προαίσθημα, που η αγάπη μου για την Εύα φούντωσε άξαφνα, με φλόγισε ολόκληρο. Πόσος λίγος καιρός είχε απομείνει! Σύντομα δε
t)a
την ξανάβλεπα πια, δε
t)a
άκουγα το
ήσυχο, σίγουρο περπάτημά της ν' αντηχεί στο σπίτι, δε
t)a έβρισκα τα λουλούδια της στο τραπέζι μου. Και τι είχα πετύχει; Αντί να την κερδίσω, αντί να παλέψω για κείνη και να τη σφίξω στην αγκαλιά μου για πάντα, είχα αποκοι μηt)ε( μες στα όνειρα και στην καλοπέραση. ' Ολα όσα είχε πει για την αληt)ινή αγάπη έρχονταν στο νου μου πάλι, χιλιάδες μηνύματα παραινετικά, υποσχέσεις, λόγια εν t)αρρυντικά ίσως. Και τι είχα κάνει εγώ; Τίποτα. Στάt)ηκα στο μέσο της κάμαρης, αυτoσυγκεντρώt)η
κα και σκέφτηκα την Εύα.
' Ηt)ελα να συγκεντρώσω
όλη
την ψυχική μου δύναμη για να νιώσει την αγάπη μου και να έρt)ει κοντά μου. Θα ερχόταν λαχταρώντας το αγκάλια σμά μου,
t)a
ξεδιψούσα φιλώντας τα ώριμα χείλη της.
Στεκόμουν συγκεντρωμένος".ακίνητος, ώσπου τα πό δια μου και τα δάχτυλά μου πάγωσαν.
' Evιoot)a να βγαίνει
από μέσα μου μια δύναμη. Κάποια στιγμή μέσα μου άρχι σε να σχηματίζεται κάτι κρύο και λαμπερό. Σαν να είχα ένα κομμάτι κρύσταλλο στην καρδιά μου και καταλάβαι να ότι ήταν ο εαυτός μου. Η παγωνιά σερνόταν ως το στήt)ος μου. ' Οταν συνήλt)α από την τρομερή αυτή υπε ρένταση atcrt)άνt)ηxa πως γινόταν κάτι.
' Ημουν
σχεδόν
πεt)αμένoς από την προσπά6εια μα έτοιμος να δω την Εύα να μπαίνει στην κάμαρη, φλογισμένη από χαρά και
εκστατική.
1
ε
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
166
Κάτω στο δρόμο ακούστηκε ο ήχος από πέταλα αλό γου που γινόταν όλο και πιο κοντινός, ώσπου άξαφνα σταμάτησε. Έτρεξα στο παρα'θυρο και είδα τον Ντέμιαν να ξεπεζεύει από το άλογο. Κατέβηκα βιαστικά κάτω. «Τι συμβαίνει, Ντέμιαν; Η μητέρα σου είναι καλά;» Δεν άκουσε τι έλεγα.
' Ηταν κατάχλομος και ο ιδρώτας
έτρεχε από το μέτωπο ίσια κάτω στα μάγουλά του. ' Εδε
σε το άλογο στο φράχτη του κήπου, μ' έπιασε από το μπράτσο κι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε το δρόμο. «Έμαθ'ες τα νέα;» Δεν ήξερα τίποτα. Ο Ντέμιαν μου έσφιξε το χέρι και στράφηκε προς το μέρος μου. Το βλέμμα του ήταν παράξενο, σκοτεινό και συμπονετικό.
«Ναι, μικρέ μου. Κάτι συμβαίνει. Ήξερες, βέβαια, για την ένταση στις σχέσεις μας με τη Ρωσία ... »
«' Ωστε
έχουμε πόλεμο; Δεν περίμενά κάτι τέτοιο».
Μιλούσε ψι'θυριστά μ' όλο που δεν υπήρχε ψυχή γύρω μας.
«Δεν κηρύχτηκε dκόμα αλλά είναι πόλεμος, να 'σαι βέβαιος. Δεν ήt)ελα να σ' ανησυχήσω, όμως από τότε που μιλήσαμε είδα τρία ακόμα σημάδια. Δε
t)a
'ναι το τέλος
του κόσμου κάποιος σεισμός ή επανάσταση, αλλά πόλε., μος. Να δεις τι αντίχτυπο σιαστούν,
t)'
t)a έχει στον κόσμο. Θα ενt)oυ
αρχίσουν τις ζητωκραυγές. Όλοι περιμέ
νουν πώς και πώς την πρώτη επίt)εση - τόσο ανούσια έχει γίνει πια η ζωή τους. Θα δεις, όμως, Σίνκλερ. Αυτό δεν είναι παρά η αρχή. Ίσως να έχουμε ένα πιο μεγάλο πόλε μο, ένα πολύ μεγάλο πόλεμο. Μια νέα εποχή αρχίζει και για όσους μείνουν προσκολλημένοι στα
t)a είναι τρομερή παλιά. Εσύ τι t)a
κάνεις;»
Είχα μείνει άφωνος.
' Ολα
φαίνονταν τόσο περίεργα
και απίt)ανα.
«Δεν ξέρω ... Εσύ τι
t)a
Σήκωσε τους ώμους.
κάνεις;»
~------------------ΝΤΕΜIΑΝ
«' Εκαναν πολοχαγός» .
167 επιστράτευση. Μ' έχουν καλέσει. Είμαι υ
«Εσύ; Ιδέα δεν είχα!» «Ναι, ήταν ένας από τους συμβιβασμούς μου. Ξέρεις πόσο δε {)Οέλω να τραβάω την προσοχή των άλλων και πολλές φορές το παρακάνω. Μέσα σε μια βδομάδα {)οα βρίσκομαι, υπο{)Οέτω, στο μέτωπο».
«Για τ' όνομα του Θεού!»
«' Ελα, μικρέ μου, μην τα παίρνεις τόσο συναισ{)οηματι κά. Δε {)οα μου είναι ευχάριστο να διατάζω αν{}ρώπους να
πυροβολούν ζωντανούς στόχους. Μα αυτά είναι δευτε ρεύοντα. ' Ολους {)οα μας αρπάξει ο τροχός. Κι εσένα. Θα σε καλέσουν, σίγουρα». «Και η μητέρα σου, Ντέμιαν;»
Θυμή{}ηκα τι είχε συμβεί πριν από' να τέταρτο. Πόσο είχε αλλάξει ο κόσμος! Είχα βάλει όλη τη δύναμη της ψυχής μου για να φέρω κοντά μου την ωραιότερη μορφή και τώρα η μοίρα με ατένιζε με τη φοβερή της μάσκα. «Η μητέρα μου; Α, μα δε χρειάζεται ν' ανησυχούμε γι'
αυτή. Είναι ασφαλής, περισσότερο από τον κα6ένα. Τόσο πολύ, λοιπόν, την αγαπάς;» «Το' χες μαντέψει, λοιπόν, Ντέμιαν;»
«Κουτό παιδί! Και βέβαια το ήξερα. Κανείς ως τώρα δε φώναξε τη μητέρα μου "φράου Εύα" δίχως να την αγαπά. Μα τι έγινε; Έστειλες κάποιο μήνυμα σε κείνη ή σε μένα σήμερα, έτσι δεν είναι;» «Ναι, την κάλεσα. Κάλεσα τη φράου Εύα». «Το ένιωσε γιατί ξαφνικά μ' έστειλε σε σένα. Μόλις της είχα πει τα νέα για τη Ρωσία». Γυρίσαμε πίσω δίχως να πούμε περισσότερα.
' Ελυσε
το άλογό του και καβαλίκεψε.
, Οταν ανέβηκα στην κάμαρή μου, κατάλαβα πόσο εξα ντλημένος ήμουν από τα νέα του Ντέμιαν και περισσότε
ρο από την προηγούμενη ένταση. Αλλά η φράου Εύα με είχε ακούσει. Της είχα μεταδώσει το μήνυμα της καρδιάς
ε
168
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
μου. Θα είχε έρ'fi'ει η ίδια αν ... 'Ομως, πόσο παράξενα, πόσο αλη'fi'ινά όμορφα ήταν όλα. Θα είχαμε πόλεμο και 'fi'a πραγματοποιούνταν όσα τόσες και τόσες φορές κουβε ντιάζαμε. Ο Ντέμιαν τα είχε διαισ'fi'ανi)εί aπό καιρό. Τι παράξενο που μας καλούσε η μοίρα σε μια σκληρή περι πέτεια και τώρα, ή πολύ γρήγορα, 'fi'a έφτανε η στιγμή που ο κόσμος 'fi'a 'χε την ανάγκη μας για ν' αλλάξει όψη. Ο Ντέμιαν είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να βλέπουμε τόσο συναι σi)ηματικά τα πράγματα. Μα ήταν παράξενο που έπρεπε να μοιραστώ τη μοναχική μου μοίρα με τόσους άλλους, με ολόκληρο τον κόσμο. Τόσο το καλύτερο, λοιπόνl 'Ήμουν προετοιμασμένος. Κείνο το βράδυ, περπατώ ντας στην πόλη, έβλεπα κά'fi'ε γωνιά του δρόμου να βουί ζει από την αναστάτωση. Ο καitένας είχε στα χείλη τη λέξη «πόλεμος».
Πήγα στης φράου Εύας. Φάγαμε στο κιόσκι του κή που. 'Ήμουν ο μοναδικός προσκεκλημένος. Κανένας μας δε μίλησε για πόλεμο. Αργά το βράδυ, λίγο πριν σηκω'fi'ώ να φύγω, η Εύα είπε: «Αγαπητέ Σίνκλερ, με καλέσατε σήμερα. Ξέρετε γιατί δεν ήρi)α. Μη λησμονείτε, όμως, ότι
-βρήκατε τώρα τον τ4όπο να με φωνάζετε. Και όποτε βρε'fi'είτε στην-ανάγκη να φωνάξετε κάποιον που έχει το "σημάδι", μπορείτε να με καλέσετε πάλι». Σηκώi)ηκε και μες στο σούρουπο προχώρησε στον κήπο. Ψηλή, με βασιλικό παράστημα, η παράξενη γυναί κα χάi)ηκε ανάμεσα στα σιωπηλά δέντρα και πάνω aπό το κεφάλι της μυριάδες αστέρια άστραφταν γλυκά.
Φτάνω στο τέλος της ιστορίας μου. Τα πράγματα πήραν σύντομα γρήγορη εξέλιξη. Ξέσπασε ο πόλεμος και ο Ντέ μιαν, περίεργα ξένος μέσα στη στολή του, με τον γκριζοα σημί μανδύα του, έφυγε. Συνόδεψα τη μητέρα του ως το
σπίτι. 'Επειτα aπό λίγο την aπoχαιρέτησα. Με φίλησε στο στόμα και μ' έσφιξε για μια στιγμή στο στή'fi'ος της ενώ τα
~~--------------ΝΤΕΜΙΑΝ
169
μεγάλα μάτια της, καρφωμένα στα δικά μου, πετούσαν φλόγες.
, Ολοι οι άνf)ρωπoι γινήκαν αδέλφια. Πίστευαν ότι ήταν ο πατριωτισμός και η τιμή, μα στην πραγματικότητα ήταν το πρόσωπο της μοίρας που μπόρεσαν για μια μόνο στιγ
μή ν' αντικρίσουν δίχως το πέπλο που το κάλυπτε. Νεαρά
παιδιά φεύγαν απ' τους στρατώνες τους, ανέβαιναν στα τρένα και σε πολλά πρόσωπα έβλεπα ένά «σημάδι», 'ό'χι το δικό μας, αλλά ένα σημάδι γεμάτο ομορφιά κι αξιοπρέ πεια που σήμαινε αφοσίωση και i}άνατο.
' Aνi}ρωπoι ξέ
νοι μ' αγκάλιαζαν, τους κατάλαβα και ανταπόδωσα το αγκάλιασμά τους με χαρά. ' Ήταν μια μέf)η που δεν είχε να κάνει με τη i}έληση της μοίρας αλλά είχε κάτι το ευγενικό και συγκινητικό, γιατί όλοι είχαν αντικρίσει τη μοίρα κα
τάματα για μια στιγμή. Είχε μπει ο χειμώνας όταν βρέf)ηκα στο μέτωπο. Στην αρχή, παρ' όλες τις συγκινήσεις από τους πυροβολισμούς ήμουν απογοητευμένος. Παλιότερα αναρωτιόμουν συχνά γιατί ένας άνftρωπoς σπάνια μπορεί να ζήσει για ένα ιδανι κό. Έβλεπα τώρα πως όλοι οι άνf)ρωπoι είναι ικανοί να πεi}άνoυν για κάποιο ιδανικό. Μόνο που δεν έπρεπε να το έχουν διαλέξει μόνοι, με τη i}έλησή τους, αλλά να είναι κοινό και να το 'χουν αποδεχτεί όλοι. Με τον καιρό κατάλαβα πως είχα υποτιμήσει την αν i}ρωπότητα.
, Οσο
κι αν ο στρατός και ο κοινός κίνδυνος ισοπέδω
ναν τα πάντα, είδα πολλούς ανftρώπoυς να ζουν και να πεi}αίνουν, ν' αγγίζουν τη i}έληση της μοίρας με τρόπο
αξιοi}αύμαστο. Πολλοί, πάρα πολλοί είχαν όχι μόνο την
ώρα της μάχης μα σε κάi}ε στιγμή κείνο το μακρινό,απο φασιστικό και φανατικό βλέμμα στα μάτια, που δε γνώρι ζε τίποτε από σκοπούς μα ήταν τέλεια δοσμένο στη φρίκη της στιγμής και στη μοίρα. Σε ό,τι κι αν πίστευαν, ό,τι κι αν σκέφτονταν αυτοί οι άνθ'ρωποι ήταν έτοιμοι, μπορούσαν να i}υσιαστoύν, το μέλλον i}a γραφόταν απ' αυτούς. Και
12.
Ντέμιαν
Q
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
170
όσο τα μάτια όλου του κόσμου στρέφονταν στον πόλεμο, στον ηρωισμό, στην τιμή και σ' όλα τα παλιά ιδανικά, τόσο πιο μακρινή και ανέφικτη φαινόταν κάfiε πιfiανότητα ανfiρωπισμoύ. Κι ωστόσο πάλι όλα ήταν επιφανειακά, όπως επιφανειακοί είναι οι εξωτερικοί σκοποί και οι πολι τικοί στόχοι του πολέμου. Κατά βάfiος υπήρχε κάτι που μορφοποιόταν. Κάτι σαν ένας νέος ανfiρωπισμός. 'Εβλε
πα πολλούς -καί πολλοί πεfiάναν πλάι μου- που ένιωfiαν ότι το μίσος και ο fiυμός, η ανfiρωπoσφαγή και ο αφανι-
σμός δε συνδέονταν με τους πραγματικούς, τους απώτα τους σκοπούς. Τα αντικείμενα, όπως και οι στόχοι, ήταν εντελώς τυχαία. Τα πιο πρωτόγονα, τα πιο βάρβαρα αι σ{)ήματά τους δεν αφορούσαν τον εχfiρό. Το αιματηρό έργο τους ήταν απλώς μια εξωτερική αντανάκλαση του εσωτερικού τους κόσμου, της διαιρεμένης ψυχής τους, που ποfiούσε να σκοτώσει, να αφανίσει και να πεfiάνει για να μπορέσει να ξαναγεννηfiεί. ' Ενα γιγάντιο πουλί πάλευε να βγει από το αυγό. Το αυγό ήταν ο κόσμος κι έπρεπε να καταστραφεί. Μια νύχτα, στις αρχέe της άνοιξης, φύλαγα σκοπός σ' ' Ενα αεράκι φυ
ένα αγρόκτημα που είχαμε καταλάβει.
σούσε πότε πότε. Ψηλά, πάνω στον ουρανό της Φλάν
δρας, τα σύννεφα κάλπαζαν σαν καβαλάρηδες ενώ το φεγγάρι fiαμπόφεγγε κρυμμένο ανάμεσά τους. ' Ημουν aνήσυχoς ολημερίς, με τυραννούσαν ακαfiόριστoι φόβοι.
Καfiώς qτεκόμoυν τώρα στο σκοτάδι, αναfiυμόμoυν ό λους εκείνους που είχαν ξεχωρίσει στη ζωή μου. Τη φρά ου Εύα, τον Ντέμιαν. Ακουμπούσα στον κορμό μιάς λεύ κας και κοιτούσα τα σύννεφα να κινούνται βιαστικά, τις -Jtάμψεις που παραμόνευαν και άξαφνα μεταμορφώνο νταν σε μεγάλα φαντασμαγορικά σχήματα. Από την πα
ράξενη αδυναμία του σφυγμού μου, την αναισfiησία του δέρματός μου στον αέρα και στη βροχή και την ετοιμότη τα του νου μου, ένιωσα πως κάπου εκεί κοντά μου βρι σκόταν ένας οδηγός.
_
,-----------------ΝΤΕΜΙΑΝ
171
Μια μεγάλη πολιτεία βρισκόταν μες στα σύννεφα κι εκατομμύρια άν-ιtρωπoι ξεχύνονταν από αυτή και σκόρ πιζαν σε μεγάλες πεδιάδες. Μια πελώρια -ιtεία μορφή φα νερώ-ιtηκε ανάμεσά τους, με άστρα που λάμπανε πάνω στα μαλλιά της, τεράστια ίσαμε ένα βουνό, που είχε όμως τα χαρακτηριστικά της φράου Εύας. Τα πλή{)η των αν '6ρώπων χά{)ηκαν μέσα της σαν σε γιγάντια σπηλιά. Η '6εά κά'6ισε καταγής, το «σημάδι» έλαμπε στο μέτωπό της.
, Εδειχνε
σαν να την τυραννούσε ένα όνειρο. Σφάλισε τα
μάτια της και η μεγαλόπρεπη όψη της συσπάστηκε από
πόνο. Ξάφνου έβγαλε μια φωνή και από το μέτωπό της ξεπήδησαν άστρα, χιλιάδες άστρα που έγραφαν όμορφα ημικύκλια στο σκοτεινό ουρανό. , Ενα από αυτά ήρ'6ε ολόισια κατά το μέρος μου βουίζο ντας. Φάνηκε σαν να με γύρευε. Ύστερα, μ' ένα μου
γκρητό γίνηκε χίλιες σπί'6ες, με σήκωσε ψηλά και μ' έριξε καταγής πάλι. Ο κόσμος πάνω απ' το κεφάλι μου κομμα
τιάστηκε μ' ένα υπόκωφο μουγκρητό. Με βρήκαν κοντά στη λεύκα σκεπασμένο με χώματα και πληγωμένο.
Βρισκόμουν ξαπλωμένος σ' ένα κελάρι και οι οβίδες έσκαζαν πάνω από το κεφάλι μου. Βρισκόμουν σ' ένα βαγόνι που διέσχιζε αφανισμένους αγρούς. Τον περισσό τερο καιρό κοιμόμουν ή ήμουν αναίσ{)ητος. Αλλά όσο πιο
βα-ιtιά κοιμόμουν τόσο πιο έντονα καταλάβαινα ότι κά ποιος με τραβούσε προς τα εμπρός, ότι μ' έσερνε μια δύναμη που με εξουσίαζε. Βρισκόμουν ξαπλωμένος σ' ένα στάβλο πάνω στ' άχυ ρα.
' Ηταν
σκοτεινά. Κάποιος μου πάτησε το χέρι. Μα η
ψυχή μου γύρευε να προχωρήσει μπροστά και μ' έσερνε
πιο δυνατά από ποτέ. Ξαναβρέ{)ηκα ξαπλωμένος σ' ένα βαγόνι κι ύστερα σ' ένα φορείο ή μια σκάλα. ' Ενιω'6α όλο και πιο έντονα πως κάπου με καλούσαν κι έπρεπε, επιτέ λους, να φτάσω εκεί. Τώρα έφτασα στον προορισμό μου. ' Ηταννύχτα. Βρή-
-----~--~----------
---~---
Ζ
172
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
κα τις αισδήσεις μου. Είχα νιώσει μια ακατανίκητη εσωτε ρική ανάγκη. Βρισκόμουν σε μια κάμαρη τώρα, ξαπλωμέ νος κατάχαμα, και ήξερα ότι είχα φτάσει στον προορισμό μου. , Εφερα το βλέμμα ολόγυρα. Υπήρχε άλλο ένα στρώ
μα πλάι στο δικό μου και πάνω βρίσκόταν πλαγιασμένος κάποιος που έσκυβε κατά το μέρος μου. Στο μέτωπό του είχε το «σημάδι». Ήταν ο Ντέμιαν. Δεν μπορούσα να μιλήσω κι εκείνος δεν μπορούσε ή δεν ήδελε. Με κοίταζε μόνο ευχαριστημένος. Το πρόσω πό του φωτιζόταν απ' την ανταύγεια μιας λάμπας κρεμα σμένης πάνω από το κεφάλι του, στον τοίχο. Μου χαμογέλασε. Με κοίταξε στα μάτια ώρα πολλή. Πλησίασε αργά το πρόσωπό του στο δικό μου ώσπου μ' άγγιξε. «Σίνκλερ!» ψιδύρισε. Του έκανα νόημα πως καταλάβαινα. Χαμογέλασε πάλι συμπονετικά.
«Καημένο παιδί», έκανε χαμογελώντας. Τα χείλη του βρίσκονταν τώρα πολύ κοντά στα δικά μου. Συνέχισε να μιλά σι,ανά. «Θυμάσαι ακόμα τον Φραντς Κρόμερ;» ρώτησε. Τρεμόπαιξα τα βλέφαρα συναινετικά και σχεδόν κα τάφερα να χαμογελάσω.
« ' Ακουσέ , Ισως
με, μικρέ μου Σίνκλερ. Πρέπει να φύγω.
χρειαστείς ξανά τη βοήδειά μου για τον Κρόμερ ή
για κάποιον άλλο. ' Οταν δα με φωνάξεις, δε δα
' ρδω πια
πάνω στο άλογο ή με το τρένο. Θα πρέπε~ ν' ακούσεις τη φωνή μέσα σου και τότε δα μ' ακούσεις να σου μιλώ. Με καταλαβαίνεις; Και κάτι ακόμα. Η φράου Εύα είπε πως αν σου συνέβαινε κακό, δα 'πρεπε να σου δώσω το φιλί που μου' δωσε. Κλείσε τα μάτια σου, Σίνκλερ». Έκλεισα υπάκουα τα μάτια μου. Ένιωσα το χάδι του φιλιού στα χείλη μου, που είχαν μια σταγόνα αίμα και που δεν έλεγε να λιγοστέψει. Ύστερα αποκοιμήδηκα. Το άλλο πρωί με ξύπνησαν για να μου αλλάξουν τους
ΝΤΕΜΙΑΝ
173
επιδέσμους. ' Οταν άνοιξα για τα καλά τα μάτια, στράφη κα και κοίταξα στο πλαϊνό στρώμα. Κάποιος άγνωστος βρισκόταν ξαπλωμένος, κάποιος που δεν είχα ξαναδεί. Η αλλαγή των επιδέσμων με πόνεσε. Το ίδιο και καθ'ετί που συνέβη από τότε. Μα όποτε βρίσκω το κλειδί κι
ανοίγω τα κατάβα-6'α της ψυχής μου, κοιτάζω τις μορφές της μοίρας μου να κοιμούνται ήσυχα σ' ένα σκοτεινό καθ'ρέφτη. Τότε δεν έχω παρά να σκύψω πάνω απ' το
σκοτεινό καθ'ρέφτη και να δω το πρόσωπό μου που τώρα
μοιάζει ολότελα με κείνον, το φίλο μού και οδηγό μου.
Alpha Mi
rιa
Alpha Mi
Χρονολόγιο
1877 2 Ιουλίου.
Ο Έρμαν Έσσε γεννιέται στο Καλβ της Βυρτεμβέργης.
Δεύτερο παιδί του ιεραπόστολου Γιοχάνες Έσσε και της Μαρίας, χή ρας Ίσενμπεργκ, το γένος Γκούντερτ. Η πατρική του οικογένεια εί ναι γερμανοβαλτικής καταγωγής, ενώ η μητρική του σουηδοελβετι κής. Ο πατέρας του ύστερα από σύντομη ιεραποστολική περιοδεία στις Ινδίες προσλαμβάνεται βοηθός του πεθερού του Έρμαν Γκού ντερτ, ονομαστού ινδολόγου και ιεραποστόλου, στην Εκδοτική Έ νωση του Καλβ.
1881-1886 Ο Έρμαν μένει με τους γονείς του στη Βασιλεία. Ο πατέρας του δι δάσκει στην ιεραποστολή της πόλης και το
1883
αποκτά την ελβετι
κή υπηκοότητα.
1886-1889 Η οικογένεια Έσσε επιστρέφει στο Καλβ (Ιούλιος) όπου ο Έρμαν παρακολουθεί μαθήματα στο Πρακτικό Λύκειο.
1890-1891 Ενώ σπουδάζει στο Λατινικό σχολείο, προετοιμάζεται για τις κρατι
κές εξετάσεις της Βυρτεμβέργης. Η συμμετοχή τού σ' αυτές (1891) εί ναι προϋπόθεση για δωρεάν εκπαίδευση στους ευαγγελικούς θεολό γους στο Ίδρυμα του Τίμπινγκεν.
1892 Συμμετέχει στο Ευαγγελικό Θεολογικό Σεμινάριο στο μοναστήρι του
2
ΕΡΜΑΝΕΣΣΕ
176
Μάουλμπρον, από το οποίο μετά από επτά μήνες δραπετεύει. Απο
πειράται να αυτοκτονήσει (Ιούνως). Μετά από την απόπειρα κλεί νεται σε νευρολογική κλινική (Ιούλιος-Αύγουστος). Αποθεραπεύε ται και παραμένει για μικρό χρονικό διάστημα στο γυμνάσω της πό λης Κάνστατ (Νοέμβρως).
1893 Τον Οκτώβρω μαθητεύει στο βιβλιεμπόρω στο Έσλινγκεν, αλλά με τά από τρεις μέρες πηγαίνει στο Καλβ για να εργαστεί δίπλα στον πατέρα του.
1894-1895 Μαθητεύει για
15
μήνες ως μηχανικός στο εργοστάσω Περότ του
Καλβ. Κάνει σχέδια για να ξενιτευτεί στη Βραζιλία.
1896-1898 Εργάζεται στο βιβλωπωλείο του Χέκενχαουερ στο Τίμπινγκεν. Εκ
δίδεται στη Βιέννη η πρώτη ποιητική του συλλογή με, τίτλο Η γερμα νική πατρίδα των ποιητών. Ακολουθεί η έκδοση του βιβλίου Ρομα ντικά τραγούδια τον Οκτώβρω του
1898.
ι
1899 Γράφει το μυθιστόρημα Παλιάνθρωποι Το βιβλίο Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα εκδίδεται τον Ιούνιο από τον Ντίντεριχ στην Ιένα. Το Σε
πτέμβρω μετοικεί στη Βασιλεία, όπου απασχολείται με ένα βιβλιο πωλείο.
1900 Γράφει άρθρα για την Αλγκεμάινε Σβάιτσερ Τσάιτουνγκ.
1901 Από το Μάρτιο μέχρι το Μάω κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Ιταλία (Φλωρεντία, Ραβένα, Βενετία). Από τον Αύγουστο μέχρι τις αρχές
του
1903 εργάζεται ως βιβλωπωλητής στο Μπάσλερ (Αντικουάριάτ
Βάτενβιλ). Τα Κατάλοιπα γραπτών και ποιημάτων από τον Χέρμαν
Λάουσερ εκδίδονται το φθινόπωρο από τον εκδοτικό οίκο Ρ. Ράιχ.
177
ΝΤΕΜΙΑΝ
1902 Η ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήματα εκδίδεται από τον οίκο Κρό τε στο Βερολίνο. Λίγο μετά την έκδοση αυτού του βιβλίου πεθαίνει η μητέρα του.
1903 Ερωτεύεται τη Μαρία Μπερνούλι.
1904 Εκδίδεται ο Πήτερ Κάμεντσιντ από τον εκδοτικό οίκο Φίσερ στο Βερολίνο. Παντρεύεται τη Μαρία Μπερνούλι. Ελεύθερος συγγρα
φέας και συνεργάτης σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά (Ντι Προπυλέεν, Μίνχνερ Τσάιτουνγκ, Ράιν Λάντε, Σιμπλιτσίσιμους, Ντερ Σβάμπενσπιγκελ, Βίρτενμπεργκ Τσάιτουνγκ). Γράφει δυο βιογραφίες, Βοκκάκιος και Φραγκίσκος της Ασίζης, που εκδίδο νται από τους Σούστερ και Λέφλερ στο Βερολίνο και στη Λειψία αντίστοιχα.
1905 Το Δεκέμβριο γεννιέται ο γιος του Μπρούνο.
1906 Το βιβλίο Κάτω από τον τροχό, εκδόσεις Σ. Φίσερ. Ο Έσσε γίνεται συνεκδότης του περιοδικού Μερτς.
1907 Η συλλογή διηγημάτων Από τη δώθε μεριά εκδίδεται από τον Σ. Φί σερ στο Βερολίνο. Στο Γκάιενχοφεν χτίζει ένα σπίτι.
1908 Τα διηγήματα με τίτλο Γείτονες εκδίδονται από τον Σ. Φίσερ στο Βε ρολίνο.
1909 Το Μάρτιο γεννιέται ο δεύτερος γιος του Χάινερ.
--
--
-
------------
q
178
ΕΡΜΑΝΕΣΣΕ.
1910 Το μυθιστόρημα Γερτρούδη εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο Άλ μπερτ Λάνγκεν στο Μόναχο.
1911 Τον Ιούλιο γεννιέται ο τρίτος γιος του Μάρτιν. Η ποιητική ουλλογή που φέρει τον τίτλο Καθ' οδόν εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο Γκέοργκ Μίλερ στο Μόναχο. Από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο ταξιδεύει στις Ινδίες με το ζωγράφο Στουρτσενέγκερ.
1912 Το Λάθος δρόμοι (διηγήματα) εκδίδεται από τον Σ. Φίσερ στο Βε ρολίνο. Ο Έσσε εγκαταλείπει για πάντα τη Γερμανία και μετοικεί μαζί με την οικογένειά του στη Βέρνη, όπου εγκαθίσταται στο σπίτι του πεθαμένου ζωγράφου Άλμπερτ Βέλτι.
1913 Από τις Ινδίες. Σημειώσεις ενός ταξιδιού στην Ινδία που εκδίδονται από τον εκδοτικό οίκο Σ. Φίσερ στο Βερολίνο.
1914
,
Το μονοπάτι του αλόγου (μυθιστόρημα) εκδίδεται το Μάρτιο από τον Σ. Φίσερ στο Βερολίνο. Δημοσιεύει αναρίθμητα άρθρα και ανοι χτές επιστολές σε γερμανικές, ελβετικές, aυστριακές εφημερίδες και περιοδικά.
1915 Το Κνουλπ με υπότιτλο «Τρεις ιστορίες από τη ζωή του Κνουλπ» εκ δίδεται από τον Σ. Φίσερ στο Βερολίνο. Δραστηριοποιείται στο Σύλ λογο Προστασίας Γερμανών Φυλακισμένων της Βέρνης. Τα διηγή ματα με τον τίτλο Στο δρόμο εκδίδονται από τους Ρέους και Ίτα στην Κωνσταντία. Την ίδια εποχή εκδίδονται από τον Σ. Φίσερ άλ λες δυο συλλογές με διηγήματα: Μουσική του μοναχικού και Όμορ
φη είναι η νιότη.
φ--------------~----~ ΝΤΕΜΙΑΝ
179
1916 Ο θάνατος ταυ πατέρα τσu, η επερχόμενη σχιζοφρένεια της γυναίκας
τΣu και η αρρώστια τσu νεότερσυ γισu τΣu τον οδηγούν σε νευρικό κλονωμό. Πρώτη ψυχοθεραπεία από το μαθητή τσu ΓΙΣUΝΓΚ, τον Λανγκ, στο σανατόριο Σόνματ στη Λουκέρνη. Παρ' όλη την κακή ψυ χική τσu κατάσταση, γίνεται συνεκδότης της Γερμανικής διεθνούς ε φημερίδας και εκδότης τσu Κυριακάτικου ταχυδρόμου για τους Γερ
μανούς αιχμαλώτους πολέμου.
1917 Δημοσιεύει κείμενά ταυ σε εφημερίδες και περιοδικά με το ψευδώ νυμο Εμίλ Σίνκλερ. Ξανακοιτάζει τα χειρόγραφα ταυ Ντέμιαν.
1918-1919, Το βιβλίο Η επιστροφή του Ζαρατούστρα (δυο λόγια στη γερμανική νεολαία από ένα Γερμανό) εκδίδεται ανώνυμα από τον εκδοτικό οίκο Στέμπφλι στη Βέρνη. Η γυναίκα τσu διακόπτει την υπό περιορισμό νοσηλεία της. Λόγω της αδυναμίας της γυναίκας ταυ, αναθέτουν προ
σωρινά τη φύλαξη των παιδιών ταυς σε φίλσuς. Το Μάιο μετοικούν στη Μοντανιόλα τσu Tεσίνσu, στην κατοικία Κάζα Καμούτσι, όπσu παραμένουν μέχρι το 1931. Ο Μικρός κήπος (βιώματα και ποιήματα) εκδίδεται από τον Ε.Π. Ταλ και Σία στη Βιέννη και στη Λειψία. Ο
Ντέμιαν (Η ιστορία ενός νέσu) εκδίδεται από τον Σ. Φίσερ στο Βερο λίνο. Ο Έσσε το υπογράφει με το ψευδώνυμο Έμιλ Σίνκλερ. Η συλ λογή Παραμύθια κυκλοφορεί και αυτή από τον ίδιο εκδότη. Γίνεται συνεκδότης ταυ περιοδικού Βίβος Βόκο.
1920 Ποιήματα του ζωγράφου (δέκα ποιήματα με ζωγραφικά σχέδια). Επίσης αυτή τη χρονιά εκδίδονται τα δοκίμια για τον Ντοστογιέφσκι
με τον τίτλο Βλέμμα στο χάος. Την ευθύνη για την έκδοση αυτών των βιβλίων αναλαμβάνει ο εκδοτικός οίκος Σέλντβιλα στη Βέρνη.
Την ίδια εποχή εκδίδονται δύο συλλογές διηγημάτων: Το τελευταίο καλοκαίρι του Κλίνκσορ και Οδοιπορία (σημειώσεις με χρωματι στές εικόνες από το συγγραφέα). Επανεκδίδεται Η επιστροφή του Ζαρατούστρα με το όνομα όμως τώρα του συγγραφέα.
Q
180
ΕΡΜΑΝΕΣΣΕ
1921 Εκλογή ποιημάτων. Η συλλογή αυτή εκδίδεται από τον Σ. Φίσερ
στο Βερολίνο. Συναντάται στη Ζυρίχη με τον Καρλ Γιουνγκ. Την ί δια χρονιά κυκλοφορεί το βιβλίο Επτά ακουαρέλες από το Τεσίνο από τον οίκο Ρεχτ στο Μόναχο.
1922 Εκδίδεται το βιβλίο του Σιντάρτα στο Βερολίνο από τον Σ. Φίσερ.
1923 Οι σημειώσεις του Σίνκλερ είναι το επόμενο βιβλίο του. Από την ά νοιξη της ίδιας χρονιάς διαμένει τακτικά για ξεκούραση στο Μπά ντεν κοντά στη Ζυρίχη. Διαλύεται ο γάμος του με τη Μαρία Μπερ νούλι (Ιούνιος).
1924 Ο Έσσε γίνεται Ελβετός υπήκοος. Παντρεύεται τη Ρουθ BΈVΓΚερ.
Τέλος Μαρτίου επιστροφή στη Μοντανιόλα.
1925 Εκδίδεται το βιβλίο Παρα(/ερωτής. Ταξίδι στην Ουλμ, στο Μόναχο, στο Άουγκσμπουργκ και στη Νυρεμβέργη (Νοέμβριος).
1926 Το βιβλίο με τις εικόνες. Εκλέγεται μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Ποίησης.
1927 Εκδίδονται τα βιβλία Ταξίδι στη Νυρεμβέργη και Ο λύκος της στέ
πας. Με την ευκαιρία του εορτασμού των
50 χρόνων από τη γέννη
ση του Έσσε εκδίδεται από τον Ούγκο Μπαλ η πρώτη βιογραφία του συγγραφέα. Με επιθυμία της γυναίκας του Ρουθ, διαλύεται και ο δεύτερος γάμος του Έσσε.
1928 Εκδίδονται τα βιβλία Παρατηρήσεις και Κρίση.
ΝΤΕΜΙΑΝ
181
1929 Ακολουθούν τα Παρηγοριά της νύχτας και Μια βιβλωθήκη της πα γκόσμιας λογοτεχνίας.
1930 Ο Έσσε εκδίδει το διήγημα Νάρκωσος και Χρυσόστομος.
1931 Μετακομίζει σ' ένα νέο σπίτι στα προάστια της Μοντανιόλας, που το έχτισε και το παραχώρησε ο Χανς Κ. Μπάντμερ στον Έσσε για όλη
του τη ζωή. Παντρεύεται την ιστορικό της τέχνης Νίνον Ντόλμπιν α πό το Τσέρνοβιτς. Εκδίδει το διήγημα Δρόμος ένδον.
1932 Κυκλοφορεί το διήγημα Ταξίδι στην Ανατολή.
1933 Η επιλογή διηγημάτων Μικρός κόσμος εκδίδεται από τον οίκο Σ. Φί σερ στο Βερολίνο.
1934 Ο Έσσε γίνεται μέλος της Ένωσης Ελβετών Συγγραφέων. Το Από το δέντρο της ζωής είναι το επόμενο βιβλίο του.
1935 Το βιβλίο των μύθων εκδίδεται από τον οίκο Σ. Φίσερ στο Βερολίνο.
1936 Παρουσιάζει μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο Ώρες στον κήπο. Το Σεπτέμβριο έχει την πρώτη προσωπική επαφή με τον Πέτερ Ζούρ καμπ.
1937-1942 Εκδίδονται τα βιβλία Εις μνήμην και Νέα ποιήματα από τον εκδοτι κό οίκο Σ. Φίσερ στο Βερολίνο. Το ανάπηρο παιδί κυκλοφορεί με έ ξοδα του συγγραφέα στον εκδοτικό οίκο του Άλφρεντ Κούμπιν. Την
• 182
ΕΡΜΑΝΕΣΣΕ
ίδια περίοδο ο εκδοτικός οίκος Φίσερ εξασφαλίζει τα δικαιώματα του βιβλίου του Έσσε Το παιχνίδι με τις χάντρες. Κυκλοφορούν όλα
τα ποιήματά του σε συνοπτική έκδοση με τον τίτλο Ποιήματα.
1943 Το παιχνίδι με τις χάντρες εκδίδεται με τον υπότιτλο: Η προσπάθεια περιγραφής της ζωής του Λούντι Γιόζεφ Κνεχτ και των γραπτών που άφησε πίσω του.
1944 Η Γκεστάπο συλλαμβάνει τον Ζούρκαμπ, εκδότη του Έρμαν Έσσε.
1945 Τα βιβλία Μπέρτχολντ και Ονειροταξίδια (Νέες ιστορίες και παραμύ θια) εκδίδονται από τους Φρετς και Βάσμουτ στη Ζυρίχη.
1946 Το βιβλίο Πόλεμος και Ειρήνη (Παρατηρήσεις πάνω στον πόλεμο και την πολιτική) εκδίδεται στη Ζυρίχη από τους Φρετς και Βά σμουτ. Την ίδια χρονιά τα έργα του Έσσε επανεκδίδονται στη Γερ μανία, στους εκδοτικούς οίκους Ζούρκαμπ και Φίσερ. Του απονέμε
ται το βραβείο Γκαίτε της π~λης Φραγκφούρτης του Μάιν. Μετά α
πό λίγο χρονικό διάστημα του απονέμει και η Σουηδική Ακαδημία το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία.
1950 Ο Έσσε μαζί με τον Ζούρκαμπ αποφασίζουν την ίδρυση ενός εκδο τικού οίκου ο οποίος αρχίζει τη λειτουργία του τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς.
1951 Τα βιβλία ΠρόtJφατη πόζα και Γράμματα κυκλοφορούν από τον Ζούρκαμπ.
1952-1953 Με την ευκαιρία των 75ων γενεθλίων του Έσσε εκδίδονται από τον Ζούρκαμπ τα Άπαντα ποιημάτων σε έξι τόμους.
..-----------------------
~
183
ΝΤΕΜΙΑΝ
1954 Ακολουθούν Οι μεταμορφώσεις του Πίκτορ από τον ίδω. Η αλλη λογραφία Έρμαν Έσσε
-
Ρομέν Ρολάν εκδίδεται από τον εκδοτικό
οίκο Φρετς και Βάλμουτ στη Ζυρίχη.
1955 Η συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Εξορκwμοί εκδίδεται από τον Ζούρκαμπ. Του απονέμεται το βραβείο ΕΙΡήνης του γερμανικού βι βλιεμπορίου.
1956 Θεσμοθετείται το βραβείο Έρμαν Έσσε της γερμανικής τέχνης της Βάδης-Βυρτεμβέργης.
1957 Εκδίδονται τα άπαντα του Έσσε από τον Ζούρκαμπ.
1958-1961 Ακολουθεί η συλλογή Σκαλοπάτια, η οποία αποτελείται από παλιά και καινούρια ποιήματα.
1962 9 Αυγούστου. Ο Έρμαν Έσσε πεθαίνει σε ηλικία 85 χρόνων στη Μο ντανιόλα.
Η εργοβιογραφία του Έρμαν Έσσε πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δια
βάζω (τ. 109).
Alpha Mi