ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ
ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ Διηγήματα Μετάφραση: Κώστας Αλάτσης
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ Ο συγγραφέας και ο...
225 downloads
477 Views
2MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ
ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ Διηγήματα Μετάφραση: Κώστας Αλάτσης
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ Ο συγγραφέας και ο τίτλος στο πρωτότυπο: Jack London, Selected Short Stories ΙSΒΝ 960-224-742-8 Για την ελληνική έκδοση: © Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» ΕΠΕ Σόλωνος 130, 106 81 Αθήνα, Τηλ.: 3820835, 3823649, Fax: 3813354
ΑΘΗΝΑ 1995
Ολόχρυσο Φαράγγι Ήταν η πράσινη καρδιά του φαραγγιού, εκεί όπου τα τοιχώματα ξέφευγαν από το αυστηρό σχέδιο και λόξευαν προς τα πίσω για να μαλακώσουν την τραχύτητα των γραμμών τους, φτιάχνοντας μια μικρή προφυλαγμένη κό χη, που τη γέμιζαν ξέχειλα με γλύκα και στρογγυλάδα κι απαλότητα. Εδώ τα πάντα ηρεμούσαν. Ως και το στενό πο ταμάκι σταματούσε την πολυθόρυβη κατεβασιά του όσο χρειαζόταν για να σχηματίσει μιαν ήσυχη λιμνούλα. Με τα πόδια μέχρι τα γόνατα μέσα στο νερό, με γερμένο το κεφά λι και μισόκλειστα μάτια, ένα πυρρόξανθο ελάφι με πολύκλαδα κέρατα λαγοκοιμόταν. Στη μια πλευρά, αρχίζοντας από το χείλι κιόλας της λι μνούλας, ήταν ένα μικρούτσικο λιβαδάκι, μια δροσερή, λαστιχωτή επιφάνεια πράσινου, που εκτεινόταν μέχρι τα ριζά του σκυθρωπού τοιχώματος. Πέρα από τη λιμνούλα, μια απαλή πλαγιά ανέβαινε, κι ανέβαινε μέχρι που συνα ντούσε το αντικρινό τοίχωμα. Χλωρό χορτάρι σκέπαζε την πλαγιά, χορτάρι πλουμισμένο με λουλούδια, με πιτσιλιές από χρώματα εδώ κι εκεί, πορτοκαλιές και πορφυρές και χρυσαφιές. Κάτω, το φαράγγι ήταν περίκλειστο. Δεν είχε καθόλου θέα. Τα τοιχώματα κατηφόριζαν σε απότομη σύγκλιση και το φαράγγι τέλειωνε σ' ένα χάος από βράχια γεμάτα μούσκλια, που τα έκρυβε ένας πράσινος φράχτης από αγριάμπελα και περικοκλάδες και κλαριά δέντρων. Πέρα από το φαράγγι υψώνονταν λόφοι και βουνοκορφές, τα μεγάλα αντερείσματα, πευκόφυτα κι απόμακρα. Και πιο πέρα, στο βάθος, σύννεφα στις παρυφές του ουρανού, τα αιώνια χιόνια της Σιέρας πύργωναν μιναρέδες λευκού κι αντιφέγγιζαν αδρά τις φλόγες του ήλιου. Δεν υπήρχε σκόνη στο φαράγγι. Τα φύλλα και τα λουλούδια ήταν καθαρά, παρθενικά, το χορτάρι νεαρό βε λούδο. Πάνω από τη λιμνούλα, τρεις λεύκες ρίχναν τα χιο— 7 —
νάτα τους χνούδια να αιωρούνται στον ήρεμο αέρα. Στην πλαγιά, τα άνθια της μανσανίτας1 με το βαθυκόκκινο κορ μό γέμιζαν με ανοιξιάτικες μυρωδιές τον αέρα, ενώ τα φύλλα της, με τη σοφία της πείρας, άρχιζαν κιόλας να στρίβουν κάθετα για να φυλαχτούν από τη στέγνα του κα λοκαιριού που ερχόταν. Στους ανοιχτούς χώρους στην πλαγιά, πέρα από τη μακρύτερη σκιά που έριχνε η μανσανίτα, ζυγιάζονταν τα κρίνα της μαριπόσας2 σαν ισάριθμα σμάρια πλουμιστές πεταλουδίτσες, που σταμάτησαν ξαφ νικά και τρεμούλιαζαν τώρα ξαναρχίζοντας το πέταγμα. Εδώ κι εκεί η μαντρόνια3, αυτός ο αρλεκίνος του δάσους, αφηνόταν να πιαστεί την ώρα που άλλαζε το χλωροπράσινο του κορμού της σε ριζάρικο κόκκινο και ξέχυνε την ευ ωδιά της στον αέρα μέσ'από μεγάλα μπουκέτα κέρινες κα μπανούλες. Αφράτες, κάτασπρες ήταν οι καμπανούλες, έ μοιαζαν με κρινάκια κι είχαν τη γλύκα του αρώματος που δίνει η άνοιξη. Δεν υπήρχε πνοή ανέμου. Ο αέρας σε νάρκωνε με το βα ρύ του άρωμα, είχε μια γλύκα που θα σε λίγωνε αν ήταν πηχτός και υγρός. Αλλά ήταν αψύς κι ανάριος. Ήταν σαν αστροφεγγιά μεταστοιχειωμένη σε ατμόσφαιρα, που την πότιζε και τη ζέσταινε η λιακάδα και τη μούσκευε η γλύκα των λουλουδιών. Εδώ κι εκεί, μια πεταλούδα μπαινόβγαινε από το φως στη σκιά. Κι από παντού τριγύρω υψωνόταν το σιγανό, νυσταλέο βουητό των μελισσών του βουνού που, γλεντοκόποι Συβαρίτες, το ρίχναν στο ξεφάντωμα σπρώχνοντας η μια την άλλη, αλλά χωρίς διάθεση για χοντράδες. Ήσυχα 1. Αειθαλής θάμνος των δυτικών ΗΠΑ. 2. Φυτό της τάξης των λιλιωδών, στις δυτικές ΗΠΑ, το Μεξικό και την Κεντρική Αμερική, με άνθη σε σχήμα τουλίπας, διαφόρων χρω μάτων. 3. Αειθαλές δέντρο ή θάμνος της Καλιφόρνιας, με εδώδιμους καρ πούς.
κυλούσε κυματιστό το ποταμάκι μέσα στο φαράγγι, μόλις που μιλούσε κάπου-κάπου μ' ένα σβησμένο γουργουρητό. Η φωνή του ήταν ένα νυσταλέο ψιθύρισμα, που το διέκο πταν συχνά λαγοκοιμίσματα και σιωπές, για ν' ακουστεί και πάλι με το ξύπνημα. Η κίνηση των πάντων ήταν μια ροή μέσα στην καρδιά του φαραγγιού. Το λιόφωτο κι οι πεταλούδες έρεαν ανάμε σα στα δέντρα. Το βουητό των μελισσών κι ο ψίθυρος του νερού ήταν μια ροή ήχου. Κι η ροή του ήχου με τη ροή του χρώματος έμοιαζαν να συνυφαίνονται σ' ένα λεπτό, σαν άυλο μαγνάδι, που ήταν το πνεύμα του χώρου, ένα πνεύμα γαλήνης που δεν ήταν του θανάτου, αλλά μιας ζωής που έ σφυζε απαλά, ησυχίας που δεν ήταν σιωπή, κίνησης που δεν ήταν δράση, ηρεμίας ζωντανεμένης με ύπαρξη, χωρίς βιαιότητα και πάλεμα και μόχθο. Το πνεύμα του χώρου ή ταν το πνεύμα της ειρήνης των ζώντων, γλαρωμένο από την άνεση και την απόλαυση της καλοζωίας, αδιατάραχτο απ' τον απόηχο μακρινών πολέμων. Το πυρρόξανθο ελάφι με τα πολύκλαδα κέρατα παρα δεχόταν την κυριαρχία του πνεύματος του χώρου και λαγοκοιμόταν με τα πόδια μέχρι τα γόνατα μέσα στη δροσε ρή, σκιερή λιμνούλα. Δεν υπήρχαν μύγες να το εκνευρί ζουν κι είχε αποχαυνωθεί. Κούναγε καμιά φορά τ' αφτιά του όταν το ποταμάκι ξυπνούσε και ψιθύριζε, αλλά τα κούναγε ράθυμα, καθώς ήξερε καλά πως δεν ήταν παρά το ποταμάκι, που νευρίαζε κι άρχιζε την πολυλογία όποτε το έβλεπε ν' αποκοιμιέται. Ήρθε ωστόσο μια στιγμή που τ' αφτιά του ελαφιού α νασηκώθηκαν και τεντώθηκαν, έτοιμα να συλλάβουν αμέ σως ήχους. Το κεφάλι του ήταν γερμένο κατά το φαράγγι. Τα ευαίσθητα, τρεμουλιαστά ρουθούνια του οσμίστηκαν τον αέρα. Τα μάτια του δεν μπορούσαν να διαπεράσουν τον πράσινο φράχτη όπου το νερό έφευγε κελαρύζοντας, αλλά στ' αφτιά του ήρθε η φωνή ενός ανθρώπου. Ήταν μια φωνή σταθερή, μονότονη σαν ψαλμουδιά. Το ελάφι ά-
—8 —
— 9—
κουσε κάποια στιγμή και το τραχύ κροτάλισμα μετάλλου πάνω σε πέτρα. Στο άκουσμα του φρούμαξε και μ' ένα α πότομο τίναγμα πετάχτηκε στον αέρα και βρέθηκε από το νερό στο λιβάδι, όπου τα πόδια του βούλιαξαν στο νεαρό βελούδο, ενώ τέντωνε τ' αφτιά και μύριζε ξανά τον αέρα. Διέσχισε το μικροσκοπικό λιβάδι, σταματώντας κάπουκάπου για ν' αφουγκραστεί, και χάθηκε πέρα, έξω απ' το φαράγγι, σαν αερικό, αλαφροπάτητο κι αθόρυβο. Το κροτάλισμα από πεταλωμένες σόλες πάνω στις πέ τρες ακουγόταν τώρα καθαρά, ενώ η φωνή του ανθρώπου δυνάμωνε. Ήταν κάτι σαν ψαλμός, ξεκαθάριζε καθώς ζύ γωνε και τελικά ξεχώρισαν τα λόγια:
Ένα άγριο ποδοβολητό συνόδευε το τραγούδι και το πνεύμα του χώρου έφυγε τρεχάτο, ακολουθώντας το πυρρόξανθο ελάφι. Ο πράσινος φράχτης σκίστηκε στα δυο κι ένας άντρας πρόβαλε το κεφάλι του και κοίταξε ερευνη τικά το λιβάδι και τη λιμνούλα και τη λοφοπλαγιά. Έδει χνε μελετημένος άνθρωπος. Αγκάλιασε με τη ματιά του ό λο το σκηνικό κι ύστερα περιεργάστηκε τις λεπτομέρειες για να επαληθεύσει τη γενική εντύπωση. Και τότε, μόνο τότε, άνοιξε το στόμα για μια ζωηρή, πανηγυρική έγκριση: «Σκουληκομερμηγκότρυπα! Για κοίτα 'δώ, μωρέ! Δά σος και νερό και χορτάρι και λοφοπλαγιά! Χαρά σου να σκαλίζεις τέτοιο χώμα. Και παράδεισο για τ' αλογάκια! Χλωρή πρασινάδα για κουρασμένα μάτια! Κι όχι ξεπλύ ματα, όχι νερόβραστα πράματα. Μυστικό βοσκοτόπι για
χρυσοθήρες και ξεκούραση γι' αποσταμένα ζωντανά. Ναι, μα την πίστη μου!» Ήταν ηλιοκαμένος άντρας. Στο πρόσωπό του, η ανοιχτοκαρδιά και το χιούμορ έδειχναν να είναι τα κύρια γνω ρίσματα. Είχε πρόσωπο κινητικό, που άλλαζε γρήγορα, καθρεφτίζοντας την ψυχική διάθεση και τις σκέψεις της στιγμής. Η σκέψη σ' αυτόν ήταν ορατή διεργασία. Οι ιδέες περνούσαν τρεχάτες στο πρόσωπό του, σαν τους κυματι σμούς που προκαλούν στην επιφάνεια μιας λίμνης οι ρι πές του ανέμου. Τα μαλλιά του, αραιά, ακούρευτα κι αχτέ νιστα, ήταν το ίδιο ακαθόριστα σε χρώμα όσο και το πετσί του. Θα έλεγε κανείς πως απ' όλο το σκαρί του είχε μα ζευτεί στα μάτια του το χρώμα, ένα συναρπαστικό γαλά ζιο. Ήταν και γελαστά, χαρούμενα μάτια, με πολλή, παι διάστικη αφέλεια κι έκσταση μέσα τους. Φανέρωναν ωστό σο, χωρίς επίδειξη, και πολλή και ήρεμη αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα, θεμελιωμένη σε προσωπικές εμπει ρίες και γνώση του κόσμου. Μέσ' από τ' αγριάμπελα και τις περικοκλάδες, πέταξε ένα ξινάρι, ένα φτυάρι κι ένα ταψί. Ύστερα, βγήκε σέρνο ντας κι ο ίδιος στ' ανοιχτά. Φορούσε μια ξεβαμμένη φόρ μα και μαύρο μπαμπακερό πουκάμισο, πεταλωμένα άρ βυλα στα πόδια και, στο κεφάλι, ένα καπέλο που, άμορφο και λεκιασμένο, μαρτυρούσε τη φθορά από τον άνεμο και τη βροχή, τον ήλιο και τον καπνό των κονακιών. Στάθηκε στητός, ανιχνεύοντας με ορθάνοιχτα μάτια τη μυστικότη τα του σκηνικού και εισπνέοντας αισθησιακά τη ζεστή, γλυκιά ανάσα του φαραγγόκηπου, με ρουθούνια που δια στέλλονταν και τρεμούλιαζαν από ηδονή. Τα μάτια του μι-, σόκλεισαν σε γελαστές, γαλάζιες σχισμές, το πρόσωπό του στολίστηκε με χαρά και το στόμα του πλάτυνε σ' ένα χαμό γελο καθώς φώναζε: «Πηδηχτές πικραλίδες κι ευτυχισμένες δεντρομολόχες! Όμως, όμορφα που μου μυρίζουν! Λέτε ό,τι θέτε για τα ρο δόσταμά σας και τις κολόνιες σας! Δεν πιάνουνε μπάζα!»
— 10 —
— 11 —
«Γύρνα γύρω, γύρνα τη ματιά σον κατά της Χάρης τις γλυκές ραχούλες. (Τις δυνάμεις του κακού περιφρονώ!) Κοίτα πλάι σου και κοίτα γύρω, το σακί τα κρίματά σου πέτα. (Με τον Κύριο θα βρεθείς το πρωινό!)»
Το είχε συνήθειο να μονολογεί. Οι εκφράσεις του προ σώπου του, με τις γρήγορες αλλαγές, μπορεί να λέγαν κάθε σκέψη και διάθεσή του, όμως η γλώσσα έτρεχε ξοπίσω τους κατ' ανάγκη επαναλαμβάνοντας, σαν άλλος Μπόζουελ1. Ξάπλωσε στην άκρη της λιμνούλας και ήπιε μπόλικο νερό. «Πολύ καλό», μουρμούρισε ανασηκώνοντας το κε φάλι και κοιτάζοντας την πλαγιά του λόφου πέρα από το νερό, καθώς σκούπιζε το στόμα του με τη ράχη της παλά μης. Η λοφοπλαγιά τράβηξε την προσοχή του. Ξαπλωμέ νος πάντα μπρούμυτα, μελέτησε για πολλή ώρα με προσο χή τη διαμόρφωση του λόφου. Ήταν εξασκημένο το μάτι που ανέβηκε την πλαγιά μέχρι το αποσαθρωμένο τοίχωμα του φαραγγιού και γύρισε πίσω στην άκρη της λιμνούλας. Σηκώθηκε και τίμησε τη λοφοπλαγιά με μιαν ακόμα επιθε ώρηση. «Καλή μου φαίνεται», είπε συμπερασματικά, και πήρε το ξινάρι, το φτυάρι και το ταψί. Πέρασε το ποταμάκι στα ριζά του λόφου, πατώντας μ' ευκινησία από πέτρα σε πέτρα. Εκεί που η λοφοπλαγιά άγ γιζε το νερό, πήρε μια φτυαριά χώμα και το έβαλε στο τα ψί. Έκατσε στις φτέρνες του κρατώντας το ταψί με τα δυο του χέρια και βύθισε ένα μέρος του στο νερό. Ύστερα έδω σε στο ταψί μια επιδέξια κυκλική κίνηση που έκανε το νε ρό να μπαινοβγαίνει στο χώμα και το χαλίκι. Τα μεγαλύτε ρα κι ελαφρότερα μόρια βγήκαν στην επιφάνεια κι αυτά τα πέταξε βουτώντας έντεχνα το ταψί μέσα στο νερό. Κάθε τόσο, για να συντομεύει τη διαδικασία, ακουμπούσε το τα ψί και με τα δάχτυλά του τσουγκράνιζε τα μεγάλα βότσα λα και τα πετραδάκια. Το περιεχόμενο του ταψιού λιγό στευε γρήγορα, ώσπου δεν απόμεινε παρά το λεπτό χώμα 1. James Boswell (1740-1795), φίλος και βιογράφος του λογοτέχνη και λεξικογράφου Samuel Johnson. Το έργο του Life of Johnson (Η ζωή του Τζόνσον) θεωρείται αριστούργημα στον τομέα της βιογραφίας.
— 12 —
και το πολύ ψιλό χαλίκι. Σ' αυτό το στάδιο, άρχισε να δουλεύει με πολλή συγκέντρωση και προσοχή. Έπρεπε ν' αφήσει μόνο το πολύ λεπτό χώμα, κι αυτό έκανε μ' εξο νυχιστικό έλεγχο κι ανάλαφρο αλλά σχολαστικό ψαχούλεμα. Στο τέλος, το ταψί έμοιαζε να μην έχει παρά μόνο νε ρό. Αλλά ένα απότομο ημικυκλικό τίναγμα, που πέταξε το νερό έξω από το ρηχό χείλος στο ποταμάκι, φανέρωσε ένα στρώμα μαύρη άμμο στον πάτο του ταψιού. Τόσο ισχνό ή ταν αυτό το στρώμα, που έμοιαζε με πινελιά μπογιάς. Το εξέτασε προσεχτικά. Στη μέση του βρισκόταν ένας μικρο σκοπικός χρυσός κόκκος. Άφησε να μπει λίγο νερό από την κατεβασμένη άκρια του ταψιού. Μ' ένα γρήγορο τίναγ μα, το νερό σάρωσε τον πάτο, ανακατεύοντας τη μαύρη άμμο ξανά και ξανά. Ένας δεύτερος μικρούτσικος χρυσός κόκκος αντάμειψε την προσπάθειά του. Το ξέπλυμα είχε γίνει τώρα πολύ λεπτολόγο, πέρα απ' όσο απαιτούσε το συνηθισμένο ψάξιμο σε προσχώσεις. Δούλευε τη μαύρη άμμο, μια μικρή δόση κάθε φορά, στο ρηχό χείλι του ταψιού. Την κάθε δόση την εξέταζε σχολα στικά, έτσι που τα μάτια του να βλέπουν τον κάθε κόκκο της προτού τον αφήσει να γλιστρήσει έξω από το ταψί. Αφηνε τη μαύρη άμμο να φεύγει φειδωλά, λίγη-λίγη. Ένας χρυσός κόκκος, όσος η μύτη της καρφίτσας, εμφανιζόταν στο χείλι του ταψιού και το νερό, έτσι όπως το χειριζόταν, τον επέστρεφε στον πάτο. Μ' αυτό τον τρόπο, άλλος ένας κόκκος φανερωνόταν κι ύστερα άλλος κι άλλος. Τους πρό σεχε πολύ. Σαν τσοπάνος μάζευε το κοπάδι του των χρυσών κόκκων, να μη χαθεί κανένας τους. Στο τέλος, δεν απόμενε από το χώμα στο ταψί τίποτε άλλο από το χρυσό του κοπάδι. Το μέτρησε και, ύστερα από τον τόσο κόπο, το πέταξε από το ταψί του μ' ένα τελικό στροβίλισμα του νε ρού. Όμως, τα γαλανά του μάτια έλαμπαν από επιθυμία κα θώς ανασηκωνόταν. «Εφτά», μουρμούρισε φωναχτά, επι βεβαιώνοντας το άθροισμα των κόκκων που του κόστισαν — 13 —
τόση δουλειά, για να τους πετάξει στο τέλος με τόση ανε ξήγητη ακηδία. «Εφτά», ξαναείπε, με την έμφαση που δίνει κανείς προσπαθώντας να αποτυπώσει έναν αριθμό στη μνήμη του. Στάθηκε ακίνητος για ώρα επιθεωρώντας τη λοφοπλα γιά. Στα μάτια του υπήρχε περιέργεια, νεογέννητη και ζω ηρή. Η όψη του έδειχνε αναγάλλιασμα και ζήλο, σαν του κυνηγιάρικου ζώου που μόλις οσμίστηκε θήραμα. Έκανε μερικά βήματα πλάι στο ποταμάκι και πήρε άλ λη μια ταψιά χώμα. Έγινε πάλι το προσεχτικό ξέπλυμα, το επιμελημένο κοπάδιασμα των χρυσών κόκκων και το ακα τανόητο πέταγμά τους στο ποταμάκι μετά το μέτρημα. «Πέντε», μουρμούρισε. Και ξαναείπε: «Πέντε.» Δεν μπόρεσε ν' αποφύγει άλλη μια επιθεώρηση του λό φου προτού γεμίσει πάλι το ταψί του πιο πέρα στην ακρο ποταμιά. Τα χρυσά του κοπάδια μίκραιναν. «Τέσσερις, τρεις, δύο, δύο, ένας», απομνημόνευε καθώς προχωρούσε στην όχθη. Όταν ένας μόνο κόκκος τον αντάμειψε για το πλύσιμο, σταμάτησε, άναψε μια φωτιά με ξερόκλαδα, έρι ξε μέσα της το ταψί και τ' άφησε να καεί μέχρι που γίνηκε μαυρογάλαζο. Το πήρε και το εξέτασε με κριτικό μάτι. Κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά. Μ' ένα τέτοιο χρώμα για φόντο, δε θα του ξέφευγε ούτε ο πιο μικροσκο πικός κίτρινος κόκκος. Προχωρώντας παραπέρα στην όχθη, ξέπλυνε άλλη μια ταψιά χώμα. Ένας μόνος κόκκος ήταν η αμοιβή του. Η τρίτη ταψιά δεν είχε καθόλου χρυσάφι. Δε θεώρησε αρκε τές τις ενδείξεις και δοκίμασε άλλες τρεις φορές, φτυαρίζοντας το χώμα μισό μέτρο παραπέρα την κάθε φορά. Κι οι τρεις φτυαριές ήταν άδειες από χρυσάφι. Όμως, αντί το γεγονός να τον αποθαρρύνει, έδειχνε να τον ικανοποιεί. Η έξαψή του μεγάλωνε με το κάθε στείρο ξέπλυμα. Στο τέ λος, σηκώθηκε και ξεφώνισε όλος χαρά: «Αν ετούτο 'δώ δεν είναι τ' αληθινό το πράμα, να μου σπάσει ο Θεός το κεφάλι με ξινόμηλα!»
Γύρισε στο σημείο απ' όπου είχε ξεκινήσει κι άρχισε την ίδια δουλειά στην αντίθετη κατεύθυνση κατά μήκος της όχθης. Στην αρχή, τα χρυσά του κοπάδια πλήθαιναν πλήθαιναν καταπληκτικά. «Δεκατέσσερις, δεκαοχτώ, είκο σι ένας, είκοσι έξι», κατέγραφε η μνήμη του. Πάνω από τη λιμνούλα ακριβώς είχε την πλουσιότερη ταψιά του: τριά ντα πέντε! «Σχεδόν αρκετά για φύλαγμα», είπε μελαγχολικά κα θώς άφηνε το νερό να παρασύρει τους κόκκους. Ο ήλιος ανηφόριζε κατά την κορφή του ουρανού. Ο ά ντρας συνέχισε να δουλεύει. Ταψιά την ταψιά ανέβαινε την όχθη. Η απόδοση μίκραινε σταθερά. «Θαύμα, έτσι που λιγοστεύει και χάνεται», φώναξε ό λος αγαλλίαση, όταν μια φτυαριά χώμα δεν του έδωσε πα ρά έναν και μόνο κόκκο χρυσάφι. Κι όταν, στις κάμποσες επόμενες φτυαριές, δε βρέθη καν καθόλου κόκκοι, σηκώθηκε κι έριξε στη λοφοπλαγιά μια ματιά γεμάτη πεποίθηση. «Α, μάλιστα, κυρα-Φλέβα!» φώναξε σαν να μιλούσε σε ακροατή που κρυβόταν κάπου πιο πέρα, χωμένος στην πλαγιά. «Πού θα μου πας, κυρα-Φλέβα! Έρχομαι. Έρχο μαι και θα σε τσακώσω. Στα σίγουρα! Μ' ακούς, κυραΦλέβα; Θα σε τσακώσω, είπα, στα σίγουρα. Όσο σίγουρα η κολοκύθα δεν είναι κουνουπίδι!» Γύρισε κι έριξε μιαν υπολογιστική ματιά στον ήλιο, που ζυγιαζόταν από πάνω του στο γαλάζιο του ανέφελου ουρανού. Κατέβηκε ύστερα στο φαράγγι ακολουθώντας τα λακκάκια που είχε ανοίξει καθώς γέμιζε το ταψί του. Πέ ρασε το ποταμάκι και χάθηκε μέσα στον πράσινο φράχτη. Δε γινόταν να γυρίσει πια το πνεύμα του χώρου με τη γα λήνη και τη χαλάρωσή του, γιατί η φωνή του άντρα, που τραγουδούσε νέγρικα τώρα, δέσποζε πάντα στο φαράγγι, που το είχε κάνει ιδιοκτησία του. Ύστερα από λίγο, με μεγαλύτερο πάταγο από πεταλω μένα πόδια πάνω στις πέτρες, ξανάρθε. Ο πράσινος φρά-
— 14 —
— 15 —
χτης αναταράχτηκε δαιμονισμένα. Πήγαινε κι ερχόταν με την αγωνία πάλης. Ακούγονταν δυνατά ξυσίματα και κλαγγή μετάλλων. Η φωνή του άντρα είχε ανέβει στη διαπασών, διαπεραστική, όλο προσταγή. Ένα μεγάλο σώμα βουτούσε στη βλάστηση του φράχτη λαχανιάζοντας. Ακούστηκαν σπασίματα και σκισίματα και, μέσα από μια βροχή φύλλων που έπεφταν, ένα άλογο πρόβαλε από το φράχτη. Είχε στη ράχη του φορτίο απ' όπου σέρνονταν σπασμένα κλαριά και περικοκλάδες. Το ζώο κοίταξε σαστισμένο τη σκηνή ό που το είχαν σπρώξει, ύστερα έσκυψε το κεφάλι στο χόρτο κι άρχισε να βόσκει ευχαριστημένο. Ένα δεύτερο άλογο πρόβαλε σέρνοντας, γλίστρησε πάνω στις χορταριασμένες πέτρες και ξαναβρήκε την ισορροπία του όταν οι οπλές του βούλιαξαν στο μαλακό χορτάρι του λιβαδιού. Ήταν χωρίς αναβάτη, μ' όλο που είχε στη ράχη του μια μεξικάνικη σέ λα, γδαρμένη και ξεθωριασμένη από την πολλή χρήση. Την παρέλαση έκλεισε ο άντρας. Έβγαλε από τα ζώα το φορτίο και τη σέλα και τ' άφησε ελεύθερα να βοσκήσουν, ε νώ το μάτι του έψαχνε για κονάκι. Ανοιξε το σάκο με τα τρόφιμα κι έβγαλε ένα τηγάνι κι ένα μπρίκι. Μάζεψε μιαν αγκαλιά ξερόκλαδα και με λίγες πέτρες έστησε μια πυρο στιά. «Θεούλη μου», είπε, «έχω μια πείνα! Θα μπόραγα να χλαπακιάσω σίδερα, κι ευχαριστώ, καλή μου κυρία, βάλε μου κι άλλα.» Στάθηκε ορθός και, καθώς έβαζε το χέρι στην τσέπη της φόρμας του για να πάρει σπίρτα, η ματιά του πέρασε τη λι μνούλα μέχρι τη λοφοπλαγιά. Τα δάχτυλά του είχαν αδρά ξει το κουτί τα σπίρτα, αλλά χαλάρωσαν και το χέρι του βγήκε άδειο. Ήταν φανερό πως αμφιταλαντευόταν. Κοί ταξε τις ετοιμασίες που είχε κάνει για το μαγείρεμα κι ύ στερα ξανακοίταξε το λόφο. «Θα κάνω, μου φαίνεται, άλλη μια δοκιμή», είπε στο τέλος καθώς περνούσε το ποταμάκι. «Δεν είναι λογικό, το ξέρω», μουρμούρισε απολογητικά. «Αλλά δε νομίζω πως
θα πάθω τίποτα που θ' αφήσω τη μάσα για μιαν ώρα αργό τερα.» Λίγο πίσω από την πρώτη γραμμή όπου είχε κάνει τις δοκιμές του, άρχισε μια δεύτερη γραμμή. Ο ήλιος έγερνε στο δυτικό ουρανό, οι σκιές μάκραιναν κι εκείνος συνέχιζε τη δουλειά του. Αρχισε μια τρίτη γραμμή. Χάραζε οριζό ντια τη λοφοπλαγιά, γραμμή με γραμμή, καθώς ανέβαινε. Το κέντρο της κάθε γραμμής έδινε τις πλουσιότερες ταψιές, ενώ οι άκριες βρίσκονταν εκεί όπου δε φαινόταν κα θόλου χρώμα στο ταψί. Και, καθώς ανέβαινε τη λοφοπλα γιά, οι γραμμές κόνταιναν αισθητά. Η κανονικότητα με την οποία το μήκος τους μίκραινε έδειχνε πως, κάπου ψη λά στην πλαγιά, η τελευταία γραμμή θα ήταν τόσο κοντή που δε θα είχε σχεδόν καθόλου μάκρος και πιο πέρα μπο ρεί να γινόταν ένα σημείο μονάχα. Το σχέδιο διαμορφωνό ταν σ' ένα Λ. Οι συγκλίνουσες πλευρές αυτού του Λ σημά δευαν τα όρια του χρυσοφόρου χώματος. Ήταν φανερό πως ο άντρας είχε στόχο του την κορυφή του Λ. Το μάτι του ακολουθούσε ξανά και ξανά τις συγκλί νουσες πλευρές κι ανέβαινε το λόφο, προσπαθώντας να μαντέψει την κορυφή, το σημείο όπου το χρυσοφόρο χώμα έπρεπε να σταματάει. Εκεί κατοικούσε η «κυρα-Φλέβα», ό πως ονόμαζε με οικειότητα το φανταστικό σημείο ψηλά στην πλαγιά, φωνάζοντας: «Έβγα από 'κεί μέσα κι έλα 'δώ, κυρα-Φλέβα! Έτσι, για να 'σαι εντάξει και κυρία. Κατέβα, σου λέω!» «Ωραία», πρόσθεσε σε λίγο, με φωνή γεμάτη αποφασι στικότητα. «Εντάξει, κυρα-Φλέβα. Το βλέπω καθαρά πια πως πρέπει να 'ρθω εγώ εκεί πάνω και να σ' αδράξω απ' το μαλλί. Ε, λοιπόν, θα το κάνω! Μωρέ, θα το κάνω!» πρό σθεσε απειλητικά. Έφερνε την κάθε ταψιά κάτω στο νερό για ξέπλυμα και, καθώς ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στο λόφο, οι ταψιές γίνονταν πιο πλούσιες, μέχρι που άρχισε να μαζεύει το χρυσάφι σ' ένα άδειο τενεκεδάκι που κουβαλούσε ξεχα-
— 16 —
— 17 —
σμένο στην κωλότσεπη. Είχε τόσο απορροφηθεί από τη δουλειά του, που δεν πρόσεξε πως είχε πιάσει να σουρουπώνει για καλά. Μόνο όταν προσπάθησε μάταια να δει το χρώμα του χρυσού στον πάτο του ταψιού κατάλαβε πως είχε περάσει η ώρα. Ορθώθηκε απότομα. Μια έκφραση πεισμωμένου ξαφνιάσματος και δέους απλώθηκε στο πρό σωπό του καθώς μονολογούσε σέρνοντας τη φωνή: «Βρε, που να με πάρει! Ξέχασα ολότελα το φαΐ μου!» Πέρασε σκουντουφλώντας το ποταμάκι μέσα στο σκο τάδι κι άναψε τη φωτιά που τόσο είχε καθυστερήσει. Τηγανόψωμο, λαρδί και ζεσταμένα φασόλια ήταν το δείπνο του. Κάπνισε ύστερα μια πίπα κοντά στα κάρβουνα που κουφόκαιγαν, ακούγοντας τους θορύβους της νύχτας και παρακολουθώντας το φεγγαρόφωτο που κυλούσε στο φα ράγγι. Ύστερα ξετύλιξε το στρώμα του, έβγαλε τα βαριά του παπούτσια και τράβηξε τις κουβέρτες ως πάνω στο πι γούνι του. Το πρόσωπό του έδειχνε άσπρο στο φεγγαρό φωτο, σαν πρόσωπο νεκρού. Αλλά ήταν νεκρός που ήξερε πως θ' ανασταινόταν. Ανασηκώθηκε ξαφνικά στον ένα του αγκώνα και κοίταξε τη λοφοπλαγιά του. «Καληνύχτα, κυρα-Φλέβα», φώναξε νυσταγμένος. «Κα ληνύχτα σου.» Κοιμόταν ακόμα μετά το πρώτο χάραμα, μέχρι που οι ηλιαχτίδες χτύπησαν απευθείας τα κλειστά του βλέφαρα. Ξύπνησε μ' ένα τίναγμα και κοίταξε τριγύρω, μέχρι που βεβαιώθηκε για τη συνέχεια της ύπαρξης του και ταύτισε τον τωρινό εαυτό του με τις μέρες που είχε ζήσει. Για να ντυθεί, δεν είχε παρά να κουμπώσει τ' άρβυλά του. Έριξε μια ματιά στην πυροστιά και στη λοφοπλαγιά του, δίστασε μια στιγμή, αλλά τελικά νίκησε τον πειρασμό κι άναψε φωτιά. «Ησύχασε, Μπιλ. Ψυχραιμία», συμβούλεψε τον εαυτό του. «Τι ωφελεί να βιάζεσαι; Δεν υπάρχει λόγος να τσακί ζεσαι και να ιδροκοπάς. Η κυρα-Φλέβα θα σε περιμένει. Δε θα το σκάσει προτού φας το πρωινό σου. Τώρα, αυτό που
σου χρειάζεται, μωρέ Μπίλι, είναι κάνα φρέσκο πράμα στο πιάτο σου. Αντε, στο χέρι σου είναι να πας να το 'βρεις.» Έκοψε ένα κοντό κλαδί στην ακροποταμιά κι έβγαλε α πό την τσέπη του ένα αρμίδι κι ένα δόλωμα που ήταν κά ποτε μύγα. «Μπορεί και να τσιμπήσουν έτσι νωρίς το πρωί», μουρμούρισε καθώς έριχνε την πρώτη του ριξιά στο ποτα μάκι. Μόλις μια στιγμή μετά, ξεφώνιζε όλος χαρά: «Τι σου 'λεγα, μωρέ; Τι σου 'λεγα;» Δεν είχε ανέμη, αλλά ούτε και διάθεση να χάνει καιρό. Βάζοντας όλη του τη δύναμη, τράβηξε γρήγορα από το νε ρό μια πέστροφα είκοσι πέντε πόντους. Αυτή κι άλλες τρεις που έπιασε σε γρήγορη διαδοχή αποτέλεσαν το πρωι νό του. Ύστερα, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να περάσει το ποταμάκι για να πάει στη λοφοπλαγιά του, του ήρθε μια ξαφνική σκέψη και σταμάτησε. «Καλό θα 'τανε να κάνω μια βόλτα εδώ γύρω», είπε. «Πού ξέρεις; Όλο και κάποιος μάγκας μπορεί να τρι γυρνάει και να κρυφοκοιτάει.» Πέρασε ωστόσο το ποταμάκι, είπε πως «θα 'πρεπε αλή θεια να ρίξω μια ματιά», αλλά η ανάγκη για προφυλάξεις έφυγε από το μυαλό του κι έπεσε στη δουλειά. Σταμάτησε με το σούρουπο. Η μέση του είχε πιαστεί α πό το σκύψιμο και καθώς έβαζε τα χέρια του πίσω για να μαλάξει τους μύες που διαμαρτύρονταν, είπε: «Για κοίτα, μωρέ. Πάλι ξέχασα να φάω! Έτσι και δεν το προσέξω, θα καταντήσω χάρβαλο με τα δυο φαγιά τη μέρα.» «Ατιμο πράμα που σου 'ναι τούτη η δουλειά! Σε κάνει και ξεχνιέσαι», μονολόγησε εκείνο το βράδυ καθώς χωνό ταν στις κουβέρτες του. Δεν ξέχασε ωστόσο να φωνάξει στη λοφοπλαγιά: «Καληνύχτα, κυρα-Φλέβα! Καλή σου νύχτα!» Ξύπνησε με τον ήλιο. Έφαγε αρπαχτά το πρωινό του κι έπιασε αμέσως δουλειά. Κάτι σαν πυρετός φούντωνε μέσα του κι η όλο και πλουσιότερη απόδοση δεν τον καταπράυνε.
— 18 —
— 19 —
Είχε μιαν έξαψη στα μάγουλα άλλη απ' αυτή που προκαλεί η ζέστη του ήλιου και ξεχνούσε την κούραση και το πέρασμα της ώρας. Όταν γέμιζε το ταψί με χώμα, κατέβαινε τρέχο ντας το λόφο για να το ξεπλύνει στο ποταμάκι και ξανανέβαινε αμέσως τρεχάτος, βλαστημώντας καθώς λαχάνιαζε και σκουντουφλούσε, για να ξαναγεμίσει το ταψί. Σκάλιζε τώρα σ' ένα σημείο κάπου εκατό μέτρα από το νερό και το Λ αποκτούσε πια συγκεκριμένες διαστάσεις. Το πλάτος του χρυσοφόρου χώματος μίκραινε σταθερά κι εκείνος συνέχιζε νοερά τις πλευρές του Λ μέχρι το σημείο της συνάντησης τους, ψηλά πάνω στο λόφο. Αυτός ήταν ο στόχος του, η κορυφή του Λ, και γέμισε πολλές φορές το ταψί του για να την εντοπίσει. «Κάπου δυο μέτρα πάνω από κείνη τη μανσανίτα και κάνα μέτρο δεξιά», υπολόγισε τελικά. Ύστερα τον κυρίε ψε ο πειρασμός. «Μα είναι ολοφάνερο, μωρέ, σαν τη μύτη στη μούρη σου», είπε, κι αφήνοντας τις επίπονες οριζό ντιες γραμμές του ανέβηκε στην υποθετική κορυφή του Λ. Γέμισε ένα ταψί και κατέβηκε να το πλύνει. Δεν είχε ίχνος χρυσάφι. Έσκαψε βαθιά κι έσκαψε ρηχά, γέμισε κι έπλυνε μια ντουζίνα ταψιά και δε βρέθηκε ο παραμικρός κόκκος να τον ανταμείψει. Έξω φρενών, σκυλόβρισε τον εαυτό του που υπέκυψε στον πειρασμό. Ύστερα κατέβηκε πιο χαμηλά στο λόφο και ξανάρχισε τις οριζόντιες τομές. «Αργά και στα σίγουρα, ρε Μπίλι, αργά και στα σί γουρα», μουρμούρισε. «Τα συντόμια για τα πλούτη δεν εί ναι για σένανε. Καιρός είναι να το μάθεις. Έλα, λογικέψου, Μπιλ, λογικέψου. Αργά και στα σίγουρα είναι το μό νο σου χαρτί. Παίξε το όμορφα, το λοιπόν. Έτσι.» Καθώς οι γραμμές μίκραιναν κι έδειχναν πως οι πλευρές του Λ σύγκλιναν, το βάθος μεγάλωνε. Η φλέβα χωνόταν μέσα στο λόφο. Μόνο στους εβδομήντα πέντε πό ντους βάθος μπορούσε τώρα να βγάζει χρώμα στο ταψί του. Το χώμα που έβρισκε στους εξήντα όσο και στους ενε νήντα πόντους δεν έδινε τίποτε. Στη βάση του Λ, στην ά-
χρη του νερού, είχε βρει χρυσάφι στις ρίζες του χόρτου. Όσο ανέβαινε το λόφο τόσο βαθύτερα χωνόταν το χρυσά φι. Το να σκάβει ένα λάκκο κοντά ένα μέτρο για να δοκι μάσει ένα ταψί χώμα δεν ήταν λίγη δουλειά. Κι ανάμεσα σ' αυτόν και την κορφή του Λ, μεσολαβούσαν αναρίθμητοι τέτοιοι λάκκοι που έπρεπε να σκαφτούν. «Και δεν μπορεί να ξέρει κανείς πόσο πιο βαθιά θα πά ει», είπε αναστενάζοντας μια στιγμή που σταμάτησε, ενώ τα δάχτυλά του μάλαζαν την πονεμένη του μέση. Όλος λαχτάρα, με μουδιασμένη τη ράχη και πιασμένα τα μούσκουλα, με το ξινάρι και το φτυάρι του να σκάβουν και να ξεκοιλιάζουν τη μαλακιά καστανή γη, ο άντρας μο χθούσε ανεβαίνοντας το λόφο. Μπροστά του ήταν η απαλή πλαγιά, πλουμισμένη με άνθη, γλυκιά με την ανάσα τους. Πίσω του ήταν η ερήμωση. Έμοιαζε σαν να είχε γίνει μια φοβερή έκρηξη στο απαλό δέρμα του λόφου. Το αργό του προχώρεμα ήταν σαν του γυμνοσάλιαγκα, βρόμιζε την ο μορφιά με τα σιχαμερά του χνάρια. Η φλέβα βάθαινε κι η δουλειά ζόριζε, αλλά εκείνος έ βρισκε παρηγοριά στην αυξανόμενη απόδοση. Είκοσι σέντσια, τριάντα σέντσια, πενήντα σέντσια, εξήντα σέντσια ήταν η αξία του χρυσού που έβρισκε στο ταψί του. Με το σούρουπο, ξέπλυνε την καλύτερη ταψιά του, που του έδω σε ένα δολάριο χρυσόσκονη από μια φτυαριά χώμα. «Πάω στοίχημα πως η τύχη μου το 'χει να μπουκάρει κάνας αδιάκριτος λεχρίτης στ' αμπελοχώραφά μου», μουρ μούρισε νυσταλέα εκείνη τη νύχτα, καθώς τραβούσε τις κουβέρτες μέχρι πάνω στο πιγούνι του. Ξαφνικά ανακάθισε. «Μπιλ!» είπε κοφτά. «Άκουσέ με καλά, ρε Μπίλι. Μ' ακούς; Αύριο πρωί-πρωί θα πάρεις τα πόδια σου και θα πας να κοιτάξεις ένα γύρο να δεις ό,τι μπορέσεις να δεις. Κατάλαβες; Αύριο το πρωί, είπα. Μην το ξεχάσεις.» Χασμουρήθηκε κι έριξε μια λοξή ματιά στη λοφοπλαγιά του. «Καληνύχτα, κυρα-Φλέβα», φώναξε.
— 20 —
— 21 —
Το πρωί πρόλαβε τον ήλιο. Είχε τελειώσει το πρωινό του όταν τον βρήκαν οι πρώτες αχτίδες και σκαρφάλωσε στο τοίχωμα του φαραγγιού, εκεί που ο βράχος θρουβαλιαζόταν κι έβρισκε να πατήσει. Απ' ό,τι έβλεπε από την κορφή, βρισκόταν στην καρδιά μιας ερημιάς. Όσο έφτανε η ματιά του, η μια οροσειρά υψωνόταν μετά την άλλη μπροστά του. Στ' ανατολικά, η ματιά του, πηδώντας τα μί λια από τη μια οροσειρά στην επόμενη για πολλές οροσει ρές, σταματούσε τελικά στις λευκές κορφές της Σιέρας, την κύρια κορυφογραμμή, εκεί που διαγραφόταν στον ουρανό η ραχοκοκαλιά του δυτικού κόσμου. Στα βόρεια και τα νό τια, έβλεπε πιο καθαρά τα συγκροτήματα που διέσχιζαν ε γκάρσια την κύρια φορά της βουνοθάλασσας. Στα δυτικά, οι οροσειρές κατηφόριζαν η μια πίσω απ' την άλλη, μί κραιναν κι έσβηναν σε απαλά αντερείσματα κι αυτά κατέ βαιναν με τη σειρά τους στη μεγάλη κοιλάδα, που δεν μπο ρούσε να τη δει. Σ' όλη αυτή την απεραντοσύνη της γης δεν είδε κανένα σημάδι ανθρώπου ή έργου ανθρώπινου χεριού - εκτός από τα ξεσκισμένα στήθια της λοφοπλαγιάς στα πόδια του. Κοίταξε για πολλή ώρα και με προσοχή. Για μια στιγμή, μακριά μέσα στο δικό του φαράγγι, νόμισε πως είδε στον αέρα μιαν αμυδρή υποψία καπνού. Ξανακοίταξε και πεί σθηκε πως ήταν η πορφυρή αχλή των λόφων, που τη σκού ραινε μια πτύχωση του φαραγγιού πίσω της. «Ε, εσύ, κυρα-Φλέβα!» φώναξε κοιτάζοντας κάτω στο φαράγγι. «Βγες από 'κεί μέσα. Έρχομαι, κυρα-Φλέβα! Σου 'ρχομαι, είπα!» Οι βαριές αρβύλες τον έκαναν να φαίνεται αδέξιος στη χρήση των ποδιών του, όμως άρχισε να κατεβαίνει από το ιλιγγιώδες εκείνο ύψος, ανάλαφρος κι ανάερος σαν αγριο κάτσικο. Μια πέτρα που έστριψε κάτω από το πόδι του στο χείλος του γκρεμού δεν τον έκανε να τα χάσει. Έδειχνε να ξέρει πόσο ακριβώς χρειάζεται ένα γλίστρημα για να καταλήξει σε συμφορά και, στο μεταξύ, εκμεταλλευόταν
το ίδιο του το παραπάτημα για να έχει εκείνη τη στιγμιαία επαφή με το χώμα, που του χρειαζόταν για να βρεθεί σε α σφάλεια. Εκεί όπου το έδαφος έγερνε τόσο απότομα που ήταν αδύνατο να σταθεί κανείς για ένα δευτερόλεπτο όρ θιος, εκείνος δε δίσταζε. Το πόδι του πατούσε στην απίθα νη επιφάνεια μόλις για ένα κλάσμα του μοιραίου δευτερο λέπτου και του έδινε ώθηση για να προχωρήσει/Υστερα, ε κεί που η ισορροπία αποκλειόταν ακόμα και για κλάσμα του δευτερολέπτου, προχωρούσε αδράχνοντας για μια φευγαλέα στιγμή κάποιο εξόγκωμα βράχου, μια σχισμή ή έναν αβέβαια ριζωμένο θάμνο. Στο τέλος, μ' ένα τρελό πή δημα και μια κραυγή, ρίχτηκε από το τοίχωμα πάνω σε μια σάρα και τέλειωσε το κατέβασμά του μέσα σε τόνους χώμα και χαλίκι. Η πρώτη του ταψιά εκείνο το πρωί του έδωσε πάνω α πό δυο δολάρια χρυσάφι σε χοντρούς κόκκους. Ήταν από το κέντρο του Λ. Δεξιά κι αριστερά, οι αξίες μειώνονταν γρήγορα. Οι εγκάρσιες γραμμές με τους λάκκους κόνται ναν πολύ. Οι συγκλίνουσες πλευρές του Λ δεν απείχαν πια παρά μερικά μέτρα η μια από την άλλη. Το σημείο της συνάντησης τους βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα πιο πάνω. Αλλά η φλέβα χωνόταν όλο και πιο βαθιά στο χώμα. Με το απομεσήμερο, έπρεπε να φτάνει στο ενάμισι μέτρο βάθος για να βρει ίχνη από χρυσάφι στο ταψί του. Τα ίχνη βέβαια είχαν γίνει τώρα κάτι παραπάνω από ί χνη. Ήταν χρυσοφόρο πρόσχωμα κι ο άντρας αποφάσισε να γυρίσει και να σκαλίσει αυτό το χώμα μετά που θα έβρι σκε τη φλέβα. Αλλά η αυξανόμενη απόδοση άρχισε να τον ανησυχεί. Αργά το απόγεμα, η αξία είχε φτάσει τα τρία με τέσσερα δολάρια στην ταψιά. Έξυσε το κεφάλι του αμήχα νος και κοίταξε, λίγα μέτρα πιο πάνω στο λόφο, τη μανσανίτα που σημάδευε περίπου την κορυφή του Λ. Κούνησε το κεφάλι τελικά και χρησμοδότησε: «Ένα απ' τα δυο συμβαίνει, μωρέ Μπίλι. Ένα απ' τα δυο. Ή που η κυρα-Φλέβα έχει σκορπίσει σ' όλο το λόφο ή
— 22 —
— 23 —
που είναι τόσο πλούσια του κερατά που μπορεί και να μην τα καταφέρεις να τήνε πάρεις όλη μαζί σου. Κι αυτό θα 'τανε χαζούκι, ε;» Γέλασε πνιχτά στη σκέψη ενός τόσο ευχάριστου διλήμματος. Το σούρουπο τον βρήκε στην ακροποταμιά, τα μάτια του να παλεύουν με το σκοτάδι που πύκνωνε, καθώς ξέ πλενε μια ταψιά πέντε δολαρίων. «Θα 'θελα να 'χα ένα φακό να συνεχίσω τη δουλειά», είπε. Δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ. Ξανά και ξανά χαλάρωνε κι έκλεινε τα μάτια του για να τον πάρει ο ύπνος, όμως το αίμα του χτυπούσε από την πολλή αποθυμιά και κάθε φορά ξανάνοιγε τα μάτια και μουρμούριζε βαριεστημένος: «Θα 'θελα να ξημέρωνε.» Τελικά τον πήρε ο ύπνος, αλλά τα μάτια του άνοιξαν με το πρώτο χλόμιασμα των αστεριών και το γκρίζο χάραμα τον βρήκε να έχει τελειώσει το πρωινό του και ν' ανηφορί ζει τη λοφοπλαγιά προς τη μυστική κατοικία της κυραΦλέβας. Στην πρώτη χαρακιά του δε χώρεσαν παραπάνω από τρεις λάκκοι. Τόσο είχε στενέψει το εκμεταλλεύσιμο χώμα, τόσο κοντά βρισκόταν στο κεφαλάρι του χρυσοφόρου πο ταμιού που αναζητούσε τέσσερις μέρες τώρα. «Κάλμα, Μπίλι, κάλμα», ορμήνευε τον εαυτό του κα θώς έσκαβε τον τελευταίο λάκκο, εκεί που οι πλευρές του Λ συναντιόνταν επιτέλους. «Τώρα σ' έχω στο χέρι, κυρα-Φλέβα, δε μου ξεφεύγεις», έλεγε και ξανάλεγε καθώς συνέχιζε το σκάψιμο. Ένα μέτρο, ενάμισι, κοντά δυο μέτρα προχώρησε μέσα στη γη. Το σκάψιμο γινόταν όλο και πιο ζόρικο. Το ξινάρι του άρχισε να ξύνει σπασμένες πέτρες. Εξέτασε τις πέτρες. «Τσακιστός χαλαζίας», συμπέρανε καθώς καθάριζε με το φτυάρι τον πάτο του λάκκου από το χώμα. Χτύπησε το στρώμα του χαλαζία με το ξινάρι, θρυψαλιάζοντας το α ποσαθρωμένο πέτρωμα με το κάθε χτύπημα.
Έχωσε το φτυάρι του στη χαλαρή μάζα. Το μάτι του έ πιασε μια κίτρινη λάμψη. Πέταξε το φτυάρι κι έκατσε από τομα στις φτέρνες του. Όπως ο αγρότης τρίβει το χώμα α πό τις φρεσκοβγαλμένες πατάτες, έτσι κι αυτός, κρατώ ντας ένα κομμάτι αποσαθρωμένο χαλαζία στα δυο του χέ ρια, αφαίρεσε με τρίψιμο το χώμα. «Πού 'σαι, φουκαρά Σαρδανόπουλε!» φώναξε. «Ολά κεροι σβόλοι! Ολάκεροι σβόλοι μάλαμα!» Μόνο το μισό κομμάτι στα χέρια του ήταν χώμα. Το υπόλοιπο ήταν καθαρό χρυσάφι. Το έριξε στο ταψί του κι εξέτασε άλλο ένα κομμάτι. Δεν έβλεπε πολύ κίτρινο, αλλά με τα δυνατά του δάχτυλα έτριψε τον αποσαθρωμένο χα λαζία μέχρι που τα δυο του χέρια γέμισαν λαμπερό κίτρι νο μέταλλο. Έβγαζε τρίβοντας το χώμα από το ένα κομμά τι μετά το άλλο και τα πετούσε στο ταψί. Είχε πέσει σε θη σαυρό. Τόσο είχε αποσαθρωθεί ο χαλαζίας, που ήταν λιγό τερος από το χρυσάφι. Κάθε τόσο έβρισκε κι ένα κομμάτι χωρίς πέτρα κολλημένη πάνω του, ένα κομμάτι όλο χρυσάφι. Ένας μεγάλος σβόλος, εκεί που το ξινάρι είχε α νοίξει την καρδιά της φλέβας, σπιθοβολούσε σαν μια χού φτα κίτρινα στολίδια. Το λοξοκοίταξε και το στριφογύρι σε αργά μέσα στα χέρια του, για ν' απολαύσει το πλούσιο παιχνίδισμα του φωτός πάνω του. «Κι ύστερα μου λέτε εμένανε για το Πάρα Πολύ Χρυσά φι»1, είπε ρουθουνίζοντας με περιφρόνηση. «Μπρος σε τούτο 'δώ, είναι πενταροδεκάρες. Μωρέ, τούτο είν' όλο χρυσάφι. Και τούτη λοιπόν τη στιγμή, βαφτίζω τούτο 'δώ το φαράγγι Ολόχρυσο Φαράγγι, ναι, μα το Θεό!» Καθισμένος πάντα στις φτέρνες του, εξακολούθησε να
— 24 —
— 25 —
1. Too Much Gold Creek (Ποταμάκι με το πάρα πολύ χρυσάφι), μια από τις πλούσιες φλέβες χρυσού που βρέθηκαν στην περιοχή του ποτα μού Κλοντάικ, στον Καναδά, τον καιρό της έξαρσης της χρυσοθηρίας, το 1896, όταν συνέρευσαν εκεί γύρω στους 30.000 χρυσοθήρες, ανάμε σά τους κι ο ίδιος ο Λόντον, που πάντως δεν πλούτισε εκεί.
εξετάζει ένα-ένα τα κομμάτια και να τα πετάει στο ταψί. Ξαφνικά, του ήρθε ένα προαίσθημα κινδύνου. Ήταν σαν να έπεσε πάνω του μια σκιά. Αλλά δεν υπήρχε σκιά. Η καρδιά του αναπήδησε μέχρι μέσα στο λαρύγγι του και τον έπνιγε. Ύστερα το αίμα του έπιασε να παγώνει σιγά-σιγά κι ένιωσε τον ιδρώτα στο πουκάμισό του κρύο πάνω στο πετσί του. Δεν τινάχτηκε όρθιος ούτε κοίταξε γύρω, μόνο έμεινε ακίνητος. Ζύγιαζε τη φύση του προμηνύματος που πήρε, προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή της απόκρυφης δύ ναμης που τον είχε προειδοποιήσει, πασχίζοντας να συλ λάβει την αδιαμφισβήτητη παρουσία του αόρατου πράγμα τος που τον απειλούσε. Υπάρχει μια αύρα εχθρότητας που φανερώνεται με μηνύματα πάρα πολύ εκλεπτυσμένα για να τα συλλάβουν οι αισθήσεις. Κι αυτή την αύρα την ένιω σε, αλλά δεν ήξερε πώς. Ήταν γι' αυτόν ένα συναίσθημα σαν το πέρασμα σύννεφου που σκεπάζει τον ήλιο. Του φά νηκε σαν να πέρασε ανάμεσα σ' αυτόν και τη ζωή κάτι σκο τεινό, πνιγερό, απειλητικό. Μια σκοτεινιά, θα έλεγε κα νείς, που κατάπινε τη ζωή και σήμαινε θάνατο - το δικό του θάνατο. Όλο του το είναι τον έσπρωχνε να τιναχτεί πάνω και ν' αντιμετωπίσει τον αόρατο κίνδυνο, όμως υπόταξε τον πα νικό κι έμεινε καθισμένος στις φτέρνες του, μ' ένα σβόλο χρυσάφι στα χέρια. Δεν τολμούσε να κοιτάξει γύρω του, αλλά ήξερε τώρα πια πως κάτι βρισκόταν πίσω κι από πά νω του. Καμώθηκε πως είχε προσηλωθεί στο χρυσάφι που κρατούσε στα χέρια του. Το εξέταζε με κριτική ματιά, το στριφογύριζε απ' όλες τις μεριές κι έτριβε το χώμα από πάνω του. Κι όλη την ώρα ήξερε πως κάτι πίσω του κοίτα ζε το χρυσάφι πάνω από τον ώμο του. Προσποιούμενος πάντα προσήλωση στο κομμάτι το χρυσάφι που βαστούσε, αφουγκράστηκε επίμονα κι ά κουσε την ανάσα του πράγματος που βρισκόταν πίσω του. Τα μάτια του έψαξαν το χώρο μπροστά του αναζητώντας
όπλο, αλλά δεν έβλεπαν άλλο από το ξεριζωμένο χρυσάφι, άχρηστο τώρα γι' αυτόν στην ακραία τούτη κατάσταση. Είχε το ξινάρι του, πρόχειρο όπλο μερικές φορές, αλλά τούτη εδώ δεν ήταν από εκείνες τις φορές. Συνειδητοποίη σε το αδιέξοδό του. Βρισκόταν μέσα σ' ένα λάκκο δυο μέ τρα βάθος. Το κεφάλι του δεν έφτανε στην επιφάνεια. Ήταν παγιδευμένος. Έμεινε καθισμένος στις φτέρνες του. Ήταν εντελώς ψύχραιμος και συγκεντρωμένος, αλλά το μυαλό του, σταθ μίζοντας όλους τους παράγοντες, δεν είχε να του πει παρά ότι η θέση του ήταν απελπιστική. Συνέχισε να τρίβει το χα λαζία από τους σβόλους και να ρίχνει το χρυσάφι στο τα ψί. Τίποτε άλλο δεν μπορούσε να κάνει. Ήξερε πάντως πως, αργά ή γρήγορα, θ' αναγκαζόταν να σηκωθεί και ν' α ντιμετωπίσει τον κίνδυνο που ανάσαινε πίσω από την πλάτη του. Τα λεπτά περνούσαν κι ήξερε πως, με το πέρα σμα του κάθε λεπτού, ζύγωνε η στιγμή που θα έπρεπε να σηκωθεί, γιατί αλλιώς -το υγρό του πουκάμισο κρύωσε πάλι πάνω στο πετσί του μ' αυτή τη σκέψη- γιατί αλλιώς μπορεί να τον έβρισκε ο θάνατος εκεί π;ου καθόταν, σκυμμένο πάνω στο θησαυρό του. Έμεινε ωστόσο στην ίδια στάση, έτριβε το χώμα από το χρυσάφι και σκεφτόταν με ποιον ακριβώς τρόπο θα έπρε πε να σηκωθεί. Θα μπορούσε να τιναχτεί με ορμή, να σκαρφαλώσει έξω από το λάκκο και ν' αντιμετωπίσει με ί σους όρους αυτό που τον απειλούσε. Ή θα μπορούσε να σηκωθεί αργά κι αδιάφορα και να καμωθεί πως ανακά λυψε τυχαία το πράγμα που ανάσαινε πίσω από την πλάτη του. Το ένστικτό του κι η κάθε μαχητική ίνα του κορμιού του προτιμούσαν το τρελό, ορμητικό σκαρφάλωμα στην ε πιφάνεια. Το μυαλό του, ψύχραιμο και πολυμήχανο, προ τιμούσε την αργή, προσεχτική συνάντηση με το πράγμα που τον απειλούσε και που δεν μπορούσε να δει. Ζύγιαζε πάντα την κατάσταση, όταν ακούστηκε ένας βροντερός κρότος και την ίδια στιγμή δέχτηκε ένα φοβερό χτύπημα
— 26 —
— 27 —
στην αριστερή μεριά της πλάτης του και, στο σημείο της κρούσης, ένιωσε να διαπερνάει τη σάρκα του μια φλόγα. Τινάχτηκε όρθιος, αλλά στα μισά λύγισαν τα γόνατα του. Το κορμί του διπλώθηκε σαν φύλλο που το μάρανε ξαφνι κός καύσωνας κι έπεσε με το στήθος πάνω στο ταψί του με το χρυσάφι, με το πρόσωπο μέσα στο χώμα και τις πέτρες, τα πόδια του μπερδεμένα και στραβωμένα, καθώς ο χώρος ήταν περιορισμένος στον πάτο του λάκκου. Τα πόδια του τινάχτηκαν μερικές φορές σπασμωδικά. Το κορμί του τρα ντάχτηκε σαν να τον έπιασε δυνατό σύγκρυο. Τα πλεμόνια του φούσκωσαν αργά μ' ένα βαθύ στεναγμό. Κι ύστερα ο αέρας βγήκε αργά, πολύ αργά, και το κορμί του απλώθηκε το ίδιο αργά κι έμεινε ακίνητο. Επάνω, μ' ένα περίστροφο στο χέρι, ένας άντρας κοί ταξε ερευνητικά από το χείλι του λάκκου. Κοίταξε για πολλή ώρα το μπρουμυτισμένο, ακίνητο σώμα κάτω του. Ύστερα έκατσε στο χείλι του λάκκου ώστε να μπορεί να βλέπει μέσα κι ακούμπησε το περίστροφο στο γόνατό του. Έβαλε το χέρι σε μια τσέπη, έβγαλε ένα κομμάτι καφετί χαρτί κι έριξε μέσα λίγα τρίμματα καπνό. Ο συνδυασμός έγινε τσιγάρο, καφετί και κοντόχοντρο, με τις άκριες δι πλωμένες. Ούτε στιγμή δεν πήρε τα μάτια του από το κορ μί που κειτόταν στο βάθος του λάκκου. Άναψε το τσιγάρο και ρούφηξε ηδονικά τον καπνό μέσα στα πλεμόνια του. Κάπνιζε αργά. Κάποια στιγμή, το τσιγάρο έσβησε και το ξανάναψε. Κι όλη την ώρα περιεργαζόταν το κορμί που βρισκόταν κάτω του. Στο τέλος, πέταξε το αποτσίγαρο και σηκώθηκε. Πήγε στην άκρη του λάκκου. Γεφυρώνοντας το άνοιγμα, ακού μπησε ένα χέρι στην κάθε πλευρά και, με το περίστροφο πάντα στο δεξί, κατέβασε το κορμί του μέσα στο λάκκο. Τα πόδια του είχαν φτάσει κάπου ένα μέτρο πάνω από τον πάτο όταν άφησε τα χέρια του κι έπεσε μέσα. Τη στιγμή που τα πόδια του πατούσαν, είδε το χέρι του χρυσοθήρα να τεντώνεται απότομα. Τον άρπαξε γρήγορα
από τις γάμπες και μ' ένα τίναγμα τον έριξε ανάσκελα. Με τον τρόπο που έπεσε, το χέρι με το περίστροφο βρέθηκε πά νω από το κεφάλι του. Όσο γρήγορα τον είχε αρπάξει το θύμα του από τα πόδια, το ίδιο γρήγορα κατέβασε εκείνος το περίστροφο. Ήταν μετέωρος ακόμα, το πέσιμο του ολο κληρωνόταν όταν τράβηξε τη σκανδάλη. Η έκρηξη ήταν εκ κωφαντική μέσα στον περιορισμένο χώρο. Ο λάκκος γέμισε καπνό και δεν έβλεπε τίποτα. Έπεσε με την πλάτη και το κορμί του χρυσοθήρα τινάχτηκε σαν γάτα και βρέθηκε από πάνω του. Την ίδια στιγμή, ο ξένος έστριψε το δεξί του χέρι για να πυροβολήσει. Και την ίδια εκείνη στιγμή, μ' ένα α πότομο τίναγμα του αγκώνα, ο χρυσοθήρας χτύπησε τον καρπό του. Η κάννη γύρισε προς τα πάνω κι η σφαίρα καρ φώθηκε με υπόκωφο κρότο στο τοίχωμα του λάκκου. Ο ξένος ένιωσε το χέρι του χρυσοθήρα ν' αρπάζει τον καρπό του. Η πάλη γινόταν για το περίστροφο, που καθέ νας τους πάσχιζε να το γυρίσει κατά το κορμί του άλλου. Ο καπνός μέσα στο λάκκο καθάριζε. Ο ξένος, πεσμένος με την πλάτη, άρχιζε να βλέπει αμυδρά. Ξαφνικά όμως, τυ φλώθηκε από μια χούφτα χώμα που του έριξε επίτηδες στα μάτια ο αντίπαλός του. Εκείνη τη στιγμή, με το ξάφνιασμα, το χέρι του που κρατούσε το περίστροφο χαλάρωσε. Και την επόμενη στιγμή, ένιωθε να σκεπάζει το μυαλό του μια κατάμαυρη σκοτεινιά και, μέσα στη σκοτεινιά, ακόμα κι η σκοτεινιά χάθηκε. Ο χρυσοθήρας πυροβόλησε ξανά και ξα νά μέχρι που το περίστροφο άδειασε. Το πέταξε και, βαριανασαίνοντας, κάθισε πάνω στα πόδια του νεκρού. Έκλαιγε μ' αναφιλητά κι αγωνιζόταν ν' ανασάνει. «Καθίκι του κερατά!» φώναξε λαχανιασμένος. «Με πήρες από πίσω, μ' άφησες να κάνω όλη τη δουλειά κι ύστερα με βάρεσες πισώπλατα!» Μισόκλαιγε για ώρα από θυμό κι εξάντληση. Κοίταξε το πρόσωπο του νεκρού. Ήταν πασπαλισμένο με χώμα και πετραδάκια και δυσκολεύτηκε να διακρίνει τα χαρακτηρι στικά του.
— 28 —
— 29 —
«Δεν τον έχω ξαναδεί», συμπέρανε από την εξέταση του. «Ένας κοινός κλέφτης, που να τον πάρει! Και με βά ρεσε πισώπλατα! Με βάρεσε πισώπλατα!» Άνοιξε το πουκάμισό του και ψαχούλεψε την αριστερή του μεριά μπρος και πίσω. «Πέρασε πέρα για πέρα και δεν έκανε ζημιά!» φώναξε όλος χαρά. «Βάζω στοίχημα πως σημάδεψε σωστά, δεν μπορώ να πω. Μόνο που ανασήκωσε την κάννη με το που τράβηξε τη σκανδάλη - ο ηλίθιος! Σ' τον κανόνισα όμως μια χαρά, ε; Μωρέ σ' τον κανόνισα!» Τα δάχτυλά του ερευνούσαν την τρύπα της σφαίρας στο πλευρό του και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Θα μουδιάσει που δε λέγεται», είπε. «Και πρέπει να το κοιτά ξω. Να βγω από 'δώ μέσα.» Σύρθηκε έξω από το λάκκο και κατέβηκε το λόφο για το κονάκι του. Μισή ώρα μετά, ξαναγύρισε τραβώντας το φορ τηγό του άλογο. Τ' ανοιχτό του πουκάμισο έδειχνε τους χο ντροκομμένους επιδέσμους που είχε βάλει στην πληγή του. Οι κινήσεις του αριστερού χεριού του ήταν αργές κι άβολες, αλλ' αυτό δεν τον εμπόδιζε να το χρησιμοποιεί. Περνώντας ένα σκοινί θηλιά στις μασχάλες του νε κρού, μπόρεσε να τραβήξει το πτώμα έξω από το λάκκο. Ύστερα έπιασε να μαζεύει το χρυσάφι του. Δούλεψε συνέ χεια κάμποσες ώρες, σταματώντας κάθε τόσο για να ξε κουράσει τον ώμο του που μούδιαζε και να ξεφωνίσει: «Με βάρεσε πισώπλατα, το καθίκι του κερατά! Με βά ρεσε πισώπλατα!» Αφού καθάρισε το θησαυρό του και τον τύλιξε προσε χτικά σε δέματα που τα σκέπασε με κουβέρτες, έκανε έναν υπολογισμό της αξίας του. «Αν δεν είναι διακόσια κιλά, να μου τρυπήσεις τη μύ τη», κατέληξε. «Να 'ναι χαλαζίας και χώμα τα εκατό; Μου μένουν εκατό κιλά χρυσάφι. Τ' άκουσες, ρε Μπίλι; Εεε, ξύπνα, ρε! Εκατό κιλά χρυσάφι, είπα! Σαράντα χιλιάδες δολάρια! Κι είναι δικό σου, ρε, όλο δικό σου!»
Έξυσε το κεφάλι του γοητευμένος και τα δάχτυλά του πλανήθηκαν σε μια πρωτόγνωρη χαρακιά. Την εξερεύνησε. Ήταν κάμποσοι πόντοι, μια ζάρα στο δέρμα του κρανίου, εκεί που το είχε οργώσει η δεύτερη σφαίρα. Πήγε θυμωμένος στο νεκρό. «Θα με σκότωνες, μωρέ;» φώναξε όλος αγριάδα. «Αυτό ήθελες, ε; Σε κανόνισα όμως μια χαρά. Άντε, θα σου κάνω και μια ταφή καθωσπρέπει. Αυτό που δε θα μου 'κανες ε σύ.» Έσυρε το πτώμα ως τα χείλη του λάκκου και το έριξε μέσα. Μ' έναν υπόκωφο κρότο, χτύπησε στον πάτο με το πλάι, με το πρόσωπο στραμμένο προς το φως. Ο χρυσοθή ρας το κοίταξε. «Και με βάρεσες και πισώπλατα!» είπε επιτιμητικά. Με το ξινάρι και το φτυάρι γέμισε το λάκκο. Ύστερα φόρτωσε το χρυσάφι στο άλογο. Ήταν πάρα πολύ το φορ τίο για το ζώο κι όταν γύρισε στο κονάκι του μετέφερε με ρικά σακιά στο φαρί. Αλλά και πάλι αναγκάστηκε να πε τάξει ένα μέρος από τον εξοπλισμό του: το ξινάρι και το φτυάρι και το ταψί, κάτι εφεδρικά τρόφιμα, μαγειρικά σκεύη και διάφορα μικροπράγματα. Ο ήλιος βρισκόταν στο ζενίθ όταν βίασε τα άλογα να περάσουν μέσ' από τ' αγριάμπελα και τις περικοκλάδες. Για να σκαρφαλώσουν στα τεράστια βράχια, τα ζώα ανα γκάζονταν ν' ανασηκώνονται στα πίσω πόδια και να πα λεύουν στα τυφλά μέσα στη μάζα της βλάστησης. Κάποια στιγμή, το φαρί έπεσε από το βάρος κι ο άντρας το ξεφόρ τωσε για να μπορέσει να σηκωθεί το ζώο. Όταν ξεκίνησε πάλι, ο άντρας πρόβαλε το κεφάλι του μέσ' από τις φυλ λωσιές και κοίταξε τη λοφοπλαγιά. «Το καθίκι του κερατά!» είπε κι εξαφανίστηκε. Αγριάμπελα και κλαριά τσακίζονταν κι έπεφταν. Τα δέντρα τινάζονταν μπρος-πίσω σημαδεύοντας το πέρασμα των ζώων ανάμεσά τους. Τ' ατσαλένια πέταλα κροτάλιζαν πάνω στην πέτρα και κάθε τόσο ακουγόταν μια βρισιά ή
— 30 —
— 31 —
μια κοφτή προσταγή. Ύστερα, η φωνή του άντρα υψώθηκε σε τραγούδι:
Ο αποστάτης
«Γύρνα γύρω, γύρνα τη ματιά σου κατά της Χάρης τις γλυκές ραχούλες. (Τις δυνάμεις του κακού περιφρονώ!)
Τώρα που ξυπνάω για να πάω στη δουλειά το Θεό παρακαλώ να μην την κοπανήσω. Κι αν τύχει και πεθάνω πριν έρθει η νυχτιά, Θεέ μου, να μη μείνει η δουλειά μου πίσω. Αμήν.
Κοίτα πλάι σου και κοίτα γύρω, το σακί τα κρίματά σου πέτα. (Με τον Κύριο θα βρεθείς το πρωινό!)» Το τραγούδι σιγόσβηνε και, μέσα στη σιωπή, το πνεύμα του χώρου ξαναγύρισε κλεφτά. Το ποταμάκι μισοκοιμήθηκε πάλι ψιθυρίζοντας. Το βουητό από τα μελίσσια του βουνού ξανακούστηκε νυσταγμένο. Στον αέρα, γεμάτο α ρώματα, αιωρήθηκαν τα χιονάτα χνούδια από τις λεύκες. Οι πεταλούδες πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα δέντρα και λαμποκοπούσε σ' όλο το χώρο η ήρεμη λιακάδα. Δεν από μεναν παρά τα χνάρια από τις οπλές στο λιβάδι κι η ξεσκι σμένη λοφοπλαγιά να μαρτυρούν το θορυβώδικο πέρασμα της ζωής, που τάραξε τη γαλήνη του χώρου και τράβηξε το δρόμο της.
— 32 —
«Τζόνι, αν δε σηκωθείς, δε θα σου δώσω ούτε μπουκιά να φας.» Η απειλή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Το αγόρι έμενε γαντζωμένο με πείσμα στον ύπνο του, παλεύοντας για τη λήθη που του χάριζε, όπως παλεύει για τ' όνειρό του αυτός που ονειρεύεται. Τα χέρια του κλείστηκαν χαλαρά σε γροθιές κι άρχισε να δίνει άτονα, σπασμωδικά χτυπή ματα στον αέρα. Τα χτυπήματα προορίζονταν για τη μητέ ρα του, όμως εκείνη ήταν μαθημένη κι ήξερε να τ' αποφεύ γει καθώς τράνταζε βίαια το παιδί από τον ώμο. «Ασε με ήσυχο!» Ήταν μια κραυγή που άρχιζε πνιχτή μέσ' από τα βάθη του ύπνου και ξεχυνόταν με ορμή δυναμώνοντας και γινό ταν βογκητό γεμάτο παράφορη επιθετικότητα, για να σβή σει τελικά και να κατακαθίσει σε άναρθρο κλαψούρισμα. Ήταν ζωώδικη κραυγή, σαν από ψυχή τυραννισμένη, γε μάτη απέραντη διαμαρτυρία και πόνο. Αλλά η μητέρα δεν έδινε σημασία. Ήταν μια γυναίκα με θλιμμένα μάτια και κουρασμένο πρόσωπο. Είχε συνηθίσει αυτή τη δουλειά, που την επαναλάμβανε κάθε μέρα της ζω ής της. Άρπαξε τα στρωσίδια και πήγε να τα τραβήξει, αλ λά το αγόρι, σταματώντας το γρονθοκόπημα, γαντζώθηκε απ' αυτά απελπισμένο. Κουβαριάστηκε στην κάτω άκρη του κρεβατιού, αλλά έμεινε σκεπασμένο. Η. γυναίκα προ σπάθησε να πετάξει τα στρωσίδια στο πάτωμα. Το παιδί της αντιστάθηκε. Εκείνη έβαλε όλη της τη δύναμη. Καθώς — 33 —
το δικό της βάρος υπερτερούσε, το αγόρι και τα στρωσίδια τραβήχτηκαν και το αγόρι ακολούθησε από ένστικτο τα στρωσίδια, για να φυλαχτεί από την παγωνιά του δωματί ου, που πιρούνιαζε το κορμί του. Πήγαινε να γκρεμιστεί από την άκρια του κρεβατιού και θα έπεφτε στο πάτωμα με το κεφάλι. Αλλά η συναίσθη ση του κινδύνου φτερούγισε μέσα του. Ίσιωσε το κορμί του, τραμπαλίστηκε επικίνδυνα για μια στιγμή και τελικά στάθηκε όρθιο στο πάτωμα. Την ίδια στιγμή, η μητέρα του το άρπαξε από τους ώμους και το ταρακούνησε. Και πάλι οι γροθιές του τινάχτηκαν, αυτή τη φορά με περισσότερη δύναμη κι ευθυβολία. Ταυτόχρονα τα μάτια του άνοιξαν. Η μητέρα του το άφησε. Είχε ξυπνήσει. «Εντάξει», μουρμούρισε. Εκείνη πήρε τη λάμπα και βγήκε βιαστική, αφήνοντάς τον στο σκοτάδι. «Θα σου κόψουν το μεροκάματο», τον προειδοποίησε. Δεν τον ένοιαζε το σκοτάδι. Ντύθηκε και πήγε στην κουζίνα. Η περπατησιά του ήταν πολύ βαριά για τόσο αδύ νατο, ελαφρύ παιδί. Τα πόδια του σέρνονταν με το ίδιο τους το βάρος, πράγμα που φαινόταν παράλογο, τόσο άσαρκα που ήταν. Τράβηξε μια ξεπατωμένη καρέκλα στο τραπέζι. «Τζόνι!» φώναξε η μητέρα του απότομα. Το ίδιο απότομα σηκώθηκε από την καρέκλα και, χωρίς να πει λέξη, πήγε στο νεροχύτη. Ήταν λιγδιασμένος, βρόμι κος. Μια μπόχα έβγαινε από το άνοιγμα. Δεν έδωσε καμιά σημασία. Το να μυρίζει ένας νεροχύτης ήταν γι' αυτόν μέρος της φυσικής τάξης των πραγμάτων, όπως μέρος της φυσικής τάξης ήταν και το ότι το σαπούνι είχε γλιτσιάσει από το νερόπλυμα κι άφριζε με δυσκολία. Ούτε και που προσπάθησε πολύ να το κάνει ν' αφρίσει. Μερικές χούφτες κρύο νερό α πό τη βρύση ολοκλήρωσαν την τελετή. Δεν έπλυνε τα δόντια του. Άλλωστε, δεν είχε δει ποτέ του οδοντόβουρτσα κι ούτε ήξερε πως υπήρχαν στον κόσμο όντα ένοχα μιας τόσο μεγά λης βλακείας όπως το πλύσιμο των δοντιών. — 34 —
«Θα μπόραγες να πλένεσαι μια φορά τη μέρα χωρίς να σ' το λένε», παραπονέθηκε η μητέρα του. Κρατούσε ένα σπασμένο καπάκι στην καφετιέρα κα θώς γέμιζε δυο φλιτζάνια καφέ. Εκείνος δεν είπε τίποτα. Αυτό ήταν ο μόνιμος καβγάς μεταξύ τους και το μόνο θέ μα όπου η μητέρα του ήταν ανυποχώρητη. «Μια φορά» την ημέρα ήταν υποχρεωτικό να πλένει το πρόσωπό του. Σκουπίστηκε με μια λιγδιασμένη πετσέτα, υγρή, λερή και κουρελιασμένη, που άφησε στο πρόσωπό του χνούδια. «Πολύ θα το 'θελα να μη μέναμε τόσο μακριά», είπε ε κείνη καθώς καθόταν. «Αλλά κάνω ό,τι μπορώ. Το ξέρεις. Ένα δολάριο από το νοίκι είναι τόση οικονομία! Κι έ χουμε και πιο πολύ χώρο εδώ. Το ξέρεις.» Μόλις που την παρακολουθούσε. Τα είχε ακούσει όλα αυτά πολλές φορές. Ο ορίζοντας της σκέψης της ήταν πε ριορισμένος κι όλο ξαναγύριζε στο θέμα της ταλαιπωρίας που σήμαινε γι' αυτούς το ότι έμεναν τόσο μακριά από το εργοστάσιο. «Ένα δολάριο σημαίνει πιο πολλή μάσα», είπε εκείνος αποφθεγματικά. «Προτιμώ να περπατάω και να 'χω να τρώω.» Έφαγε βιαστικά, μισομασώντας το ψωμί και κατεβάζο ντας τις αμάσητες μπουκιές με τον καφέ. Το ζεστό, λασπιασμένο υγρό περνούσε για καφές. Ο Τζόνι πίστευε πως ήταν καφές - και μάλιστα εξαιρετικός. Ήταν μια από τις λίγες αυταπάτες που του είχαν απομείνει στη ζωή. Δεν είχε πιει ποτέ στη ζωή του αληθινό καφέ. Εκτός από το ψωμί, υπήρχε κι ένα κομματάκι κρύο χοι ρινό. Η μητέρα του ξαναγέμισε το φλιτζάνι με καφέ. Κα θώς τέλειωνε το ψωμί, άρχισε να παρακολουθεί μήπως του δώσει κι άλλο. Εκείνη έπιασε την ερευνητική ματιά του. «Έλα τώρα, μη γίνεσαι γουρούνι, Τζόνι», σχολίασε. «Πήρες το μερτικό σου. Τ' αδέρφια σου είναι πιο μικρά α πό σένανε.» Δεν απάντησε στο κατσάδιασμα. Δε μιλούσε πολύ άλ— 35 —
λωστε. Έπαψε ν' αναζητάει κι άλλο ψωμί με πεινασμένη ματιά. Ήταν καρτερικός, είχε τρομερή υπομονή - τόσο τρομερή όσο και το σχολείο όπου την έμαθε. Τέλειωσε τον καφέ του, σκούπισε το στόμα του με τη ράχη της παλάμης κι έκανε να σηκωθεί. «Ένα λεπτό», είπε η μητέρα του βιαστικά. «Μου φαίνε ται πως το καρβέλι μπορεί να σου βγάλει άλλη μια φέτα μια ψιλή.» Ήταν ταχυδακτυλουργικές οι κινήσεις της. Καμώθηκε πως έκοβε μια φέτα για εκείνον, αλλά έβαλε το καρβέλι και τη φέτα πίσω στην ψωμιέρα, δίνοντάς του μια από τις δι κές της δυο φέτες. Πίστεψε πως τον είχε ξεγελάσει, αλλά ε κείνος είχε προσέξει τη λαθροχειρία της. Πήρε ωστόσο το ψωμί χωρίς να ντραπεί. Φιλοσοφούσε το πράγμα. Με τις χρόνιες αρρώστιες της, η μητέρα του δεν έτρωγε πολύ έτσι κι αλλιώς. Εκείνη είδε πως μασούσε το ψωμί στεγνό κι έσκυψε κι άδειασε τον καφέ της στο φλιτζάνι του. «Το στομάχι μου δεν είναι και πολύ καλά σήμερα», εξή γησε. Ένα μακρινό σφύριγμα, μακρόσυρτο και στριγκό, έκα νε και τους δυο να σηκωθούν. Η μητέρα έριξε μια ματιά στο τενεκεδένιο ξυπνητήρι πάνω στο ράφι. Οι δείχτες έδει χναν πεντέμισι. Ο υπόλοιπος κόσμος των εργοστασίων μόλις ξυπνούσε εκείνη την ώρα. Έριξε ένα σάλι στους ώ μους της και φόρεσε στο κεφάλι ένα άθλιο καπέλο, άμορ φο και παμπάλαιο. «Πρέπει να βιαστούμε», είπε καθώς χαμήλωνε το φιτίλι της λάμπας και φυσούσε μέσα στο γυαλί. Ψαχουλεύοντας βγήκαν και κατέβηκαν τη σκάλα. Ήταν ξαστεριά κι έκανε κρύο. Ο Τζόνι άρχισε να τρέμει στην πρώτη επαφή με τον έξω αέρα. Τ' αστέρια δεν είχαν αρχίσει ακόμα να χλομιάζουν στον ουρανό κι η πόλη κειτόταν μέσα στη μαυρίλα. Έσερναν κι οι δυο τα πόδια τους καθώς περπατούσαν. Τα μούσκουλα στις γάμπες τους
δεν είχαν καμιά φιλοδοξία να ξεκολλούν τα πόδια από το χώμα. Περπάτησαν κάπου δεκαπέντε λεπτά σιωπηλοί κι η μη τέρα έστριψε δεξιά. «Μην αργήσεις», ήταν η τελευταία της προειδοποίηση μέσ' από το σκοτάδι που την κατάπινε. Εκείνος δεν απάντησε, μόνο συνέχισε το δρόμο του σταθερά. Στο χώρο του εργοστασίου, πόρτες άνοιγαν πα ντού και σε λίγο βρισκόταν μέσα στο πλήθος που συνωστι ζόταν στο σκοτάδι. Καθώς διάβαινε την πύλη του εργο στασίου, η σειρήνα σφύριξε πάλι. Κοίταξε κατά την ανα τολή. Πάνω από τη γωνιαστή γραμμή που σχημάτιζαν οι στέγες των σπιτιών στον ορίζοντα, ένα χλομό φως άρχιζε να φέγγει. Αυτό ήταν όλο κι όλο το κομμάτι της ημέρας που θα έβλεπε καθώς γύριζε την πλάτη κι ακολουθούσε τους εργάτες του τμήματός του. Πήγε στη θέση του, σε μια από τις πολλές μακριές σει ρές των μηχανών. Μπροστά του, πάνω από έναν κάδο γε μάτο μικρά μασούρια, βρίσκονταν μεγάλα μασούρια που περιστρέφονταν με ταχύτητα. Πάνω σ' αυτά τύλιγε το νή μα της γιούτας από τα μικρά μασούρια. Η δουλειά ήταν α πλή. Μόνο ταχύτητα απαιτούσε. Τα μικρά μασούρια άδει αζαν τόσο γρήγορα κι ήταν τόσο πολλά τα μεγάλα μασού ρια που τα άδειαζαν, ώστε δεν έμενε ούτε στιγμή αργός. Δούλευε μηχανικά. Όταν ένα μικρό μασούρι άδειαζε, χρησιμοποιούσε το αριστερό του χέρι για φρένο και στα ματούσε το μεγάλο μασούρι, πιάνοντας ταυτόχρονα, με τον αντίχειρα και το δείχτη, την άκρη του νήματος που πε τούσε στον αέρα. Την ίδια στιγμή, με το δεξί χέρι, άρπαζε την ελεύθερη άκρη του νήματος ενός μικρού μασουριού. Οι διάφορες αυτές κινήσεις με τα δυο χέρια γίνονταν ταυτόχρονα και γρήγορα. Ακολουθούσε μια αστραπιαία κίνηση των χεριών, καθώς έδενε τα νήματα σε σταυρόκομπο κι άφηνε το μασούρι. Οι σταυρόκομποι δεν παρουσία ζαν γι' αυτόν καμιά δυσκολία. Καυχήθηκε μια φορά πως
— 36 —
— 37 —
θα μπορούσε να τους δένει και στον ύπνο του. Το έκανε άλλωστε κάπου-κάπου, μοχθώντας αιώνες ολάκερους να δένει μιαν ατέλειωτη σειρά σταυρόκομπους σε μια μόνο νύχτα.
Τίποτα το παράξενο. Δεν υπήρξε ποτέ καιρός που να μη βρίσκεται σε στενή επαφή με μηχανές. Η μηχανή είχε σχεδόν φυτευτεί μέσα του κι εν πάση περιπτώσει είχε γα λουχηθεί μ' αυτήν. Δώδεκα χρόνια πριν, είχε σημειωθεί μια μικρή αναταραχή στην αίθουσα των αργαλειών, σ' αυτό το ίδιο εργοστάσιο. Η μητέρα του Τζόνι είχε λιγοθυμήσει. Την ξάπλωσαν στο πάτωμα, ανάμεσα στις μηχα νές που στρίγκλιζαν. Φώναξαν δυο ηλικιωμένες γυναίκες από τους αργαλειούς τους. Ο επιστάτης βοήθησε. Και, σε λίγα λεπτά, βρέθηκε στην αίθουσα των αργαλειών μια
ψυχή παραπάνω απ' όσες είχαν μπει από τις πόρτες. Ήταν ο Τζόνι, γεννημένος με το γδούπο και το βρόντο των αργα λειών στ' αφτιά του, εισπνέοντας με την πρώτη του ανάσα το ζεστό, υγρό αέρα, πηχτό από τα χνούδια που πέταγαν μέσα του. Είχε βήξει μάλιστα εκείνη την πρώτη μέρα για ν' απαλλάξει τα πλεμόνια του από το χνούδι. Και για τον ί διο λόγο έβηχε συνέχεια από τότε. Το παιδί δίπλα στον Τζόνι κλαψούριζε και ρουφούσε τη μύτη του. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο από το μίσος του για τον επιστάτη, που τον παρακολουθούσε απειλητικός από μακριά. Αλλά όλα τα μασούρια δούλευαν τώρα στο φουλ. Το παιδί ξεφώνιζε φοβερές βρισιές ανάμε σα στα μασούρια που στροβιλίζονταν μπροστά του, αλλά η φωνή του δεν πήγαινε δυο μέτρα πιο πέρα. Το βουητό στην αίθουσα τη σταματούσε και τη μάντρωνε σαν τοίχος. Σ' όλα αυτά ο Τζόνι δεν έδινε καμιά σημασία. Είχε ένα δικό του τρόπο να δέχεται τα πράγματα. Κι άλλωστε τα πράγματα γίνονται μονότονα με την επανάληψη, κι αυτή τη σκηνή ειδικότερα την είχε παρακολουθήσει πολλές φο ρές. Του φαινόταν το ίδιο ανώφελο να εναντιώνεται κα νείς στον επιστάτη με το ν' αψηφάει τη θέληση μιας μηχα νής. Οι μηχανές είχαν φτιαχτεί για να δουλεύουν με ορι σμένο τρόπο και να εκτελούν ορισμένο έργο. Το ίδιο ίσχυε και για τον επιστάτη. Ωστόσο, κατά τις έντεκα, σημειώθηκε κάποια έξαψη στην αίθουσα και κατά ένα μυστήριο τρόπο, θα έλεγε κα νείς, η έξαψη διαχύθηκε αμέσως παντού. Ένα κουτσό παι δί, που δούλευε πλάι στον Τζόνι, έφυγε με γρήγορα πηδή ματα από τη θέση του και πήγε σ' ένα καρότσι με κάδο, που στεκόταν άδειο. Εκεί μέσα χώθηκε και χάθηκε, με το δεκανίκι του και μ' όλα του. Ο προϊστάμενος του εργο στασίου ερχόταν, συνοδεύοντας ένα νεαρό, καλοντυμένο, με κολλαριστό πουκάμισο - έναν κύριο, σύμφωνα με την ταξινόμηση των ανθρώπων που έκανε ο Τζόνι. Ήταν ο «ε πιθεωρητής» από το υπουργείο.
— 38 —
— 39 —
Μερικά από τα παιδιά ξεχνιόνταν κάθε τόσο, σπατα λούσαν το χρόνο και την απόδοση των μηχανών, καθώς δεν αντικαθιστούσαν τα μικρά μασούρια μόλις άδειαζαν. Υπήρχε ένας επιστάτης που φρόντιζε να μη γίνεται αυτό. Τσάκωσε τον πλαϊνό του Τζόνι να το κάνει και τον άρχισε στις σφαλιάρες. «Δε βλέπεις τον Τζόνι, μωρέ; Γιατί να μην είσαι κι εσύ σαν κι αυτόνε;» ρώτησε οργισμένος. Τα μασούρια του Τζόνι τρέχανε στο φουλ, αλλά εκεί νος δε συγκινήθηκε με τον έμμεσο έπαινο. Κάποτε... αλλ' αυτό ήταν καιρό πριν, πολύ καιρό πριν. Το πρόσωπό του, όλο απάθεια πάντοτε, έμεινε ανέκφραστο καθώς άκουγε να τον προβάλλουν σαν λαμπρό παράδειγμα. Ήταν ο τέ λειος εργάτης. Το ήξερε. Του το είχαν πει πολλές φορές. Ήταν κοινοτοπία και δε σήμαινε τίποτε πια γι' αυτόν. Από τέλειος εργάτης είχε εξελιχθεί σε τέλεια μηχανή. Όταν κάτι πήγαινε στραβά στη δουλειά του, τόσο για τον ίδιο ό σο και για τη μηχανή, έφταιγε το υλικό που ήταν ελαττω ματικό. Όσο θα μπορούσε μια τέλεια φιλιέρα να κόβει στραβά καρφιά, άλλο τόσο θα μπορούσε κι εκείνος να κά νει λάθος.
Κοίταζε εξεταστικά τα παιδιά καθώς περνούσε. Κάπου-κάπου σταματούσε κι έκανε μερικές ερωτήσεις. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, αναγκαζόταν να φωνάζει μ' όλη τη δύναμη των πνευμόνων του και το πρόσωπό του έπαιρνε τότε αστεία έκφραση, καθώς παραμορφωνόταν από την προσπάθεια που έβαζε για ν' ακουστεί. Το ξύπνιο μάτι του πρόσεξε την άδεια θέση πλάι στον Τζόνι, αλλά δεν είπε τί ποτα. Η ματιά του έπιασε και τον Τζόνι και τότε σταμάτη σε- απότομα. Έπιασε το παιδί από το μπράτσο για να το τραβήξει ένα βήμα από τη μηχανή, αλλά το άφησε αμέσως μ' ένα επιφώνημα έκπληξης. «Αδυνατούτσικο», είπε ο προϊστάμενος γελώντας αμή χανα. «Καλαμάκια», ήταν η απάντηση. «Κοιτάξτε αυτά τα πόδια. Το παιδί είναι ραχιτικό. Στις αρχές ακόμα, αλλά εί ναι. Θα το 'βρει τελικά η επιληψία, αν δεν την προλάβει η φυματίωση.» Ο Τζόνι άκουγε, αλλά δεν καταλάβαινε. Κι άλλωστε, δεν τον ενδιέφεραν τα μελλοντικά δεινά. Ένα άμεσο και σοβαρό δεινό τον απειλούσε με τη μορφή του επιθεωρητή. «Ακουσε 'δώ, παιδί μου, θέλω να μου πεις την αλήθει α», είπε ο επιθεωρητής, ή μάλλον φώναξε σκύβοντας στ' α φτί του παιδιού για να τον ακούσει. «Πόσων χρόνων εί σαι;» «Δεκατεσσάρων», είπε ο Τζόνι, ψέματα, μ' όλη τη δύνα μη των πνευμόνων του. Τόσο δυνατά είπε το ψέμα, που τον έπιασε ένας άγριος ξερόβηχας και πέταξε το χνούδι που είχε κατακαθίσει στα πλεμόνια του όλο το πρωί. «Δείχνει δεκάξι το λιγότερο, ε;» είπε ο προϊστάμενος. «Ή εξήντα», είπε κοφτά ο επιθεωρητής. «Έτσι έδειχνε πάντα.» «Πόσον καιρό;» ρώτησε αμέσως ο επιθεωρητής. «Χρόνια τώρα. Δε μεγαλώνει καθόλου.» «Ούτε μικραίνει, υποθέτω. Και δούλευε εδώ όλα αυτά τα χρόνια;»
«Κατά διαστήματα - αλλ' αυτό πριν ψηφιστεί ο νέος νόμος», έσπευσε να προσθέσει ο προϊστάμενος. «Αργή μηχανή;» ρώτησε ο επιθεωρητής δείχνοντας την άδεια θέση πλάι στον Τζόνι, όπου τα μισογεμισμένα μασούρια περιστρέφονταν σαν τρελά. «Έτσι φαίνεται.» Ο προϊστάμενος έκανε νόημα στον ε πιστάτη να πλησιάσει και φωνάζοντας στ' αφτί του του έ δειξε τη μηχανή. «Ναι, αργή μηχανή», ανέφερε στον επιθε ωρητή. Προχώρησαν κι ο Τζόνι γύρισε στη θέση του, ανα κουφισμένος που το κακό είχε αποτραπεί. Το κουτσό παι δί, όμως, δε στάθηκε το ίδιο τυχερό. Ανοιχτομάτης ο επι θεωρητής το τράβηξε από τον κάδο, κρατώντας το σε από σταση. Τα χείλια του παιδιού έτρεμαν και το πρόσωπό του είχε την έκφραση ανθρώπου που τον βρήκε μεγάλη, ανεπα νόρθωτη συμφορά. Ο επιστάτης ήταν όλος κατάπληξη, σαν να έβλεπε το παιδί για πρώτη φορά, ενώ το πρόσωπο του προϊσταμένου έδειχνε οδυνηρό ξάφνιασμα και δυσφο ρία. «Τον ξέρω ετούτον», είπε ο επιθεωρητής. «Είναι δώδε κα χρόνων. Ζήτησα και τον απέλυσαν από τρία εργοστά σια αυτή τη χρονιά. Αυτό είναι το τέταρτο.» Στράφηκε στο κουτσό παιδί. «Μου υποσχέθηκες», του είπε, «μου 'δωσες το λόγο σου πως θα πήγαινες στο σχο λείο.» Το παιδί έβαλε τα κλάματα. «Σας παρακαλώ, κύριε επι θεωρητή! Μας πεθάνανε δυο μωρά. Είμαστε πολύ φτω χοί.» «Τι σε κάνει και βήχεις έτσι;» ρώτησε ο επιθεωρητής σαν να το κατηγορούσε για έγκλημα. Και σαν για ν' αρνηθεί την ενοχή του, το κουτσό παιδί απάντησε: «Δεν είναι τίποτα. Άρπαξα ένα κρύωμα την πε ρασμένη βδομάδα, κύριε επιθεωρητή, αυτό είν' όλο.» Στο τέλος, το κουτσό παιδί βγήκε από την αίθουσα με τον επιθεωρητή, που τον συνόδευε ο προϊστάμενος, ανή-
— 40 —
— 41 —
συχος και διαμαρτυρόμενος. Ύστερα απ' αυτό, βασίλεψε και πάλι η μονοτονία. Το μακρύ πρωινό και το μακρύτερο απόγευμα πέρασαν κι η σειρήνα σφύριξε για το σχόλασμα. Είχε ήδη σκοτεινιάσει όταν ο Τζόνι βγήκε από την πύλη του εργοστασίου. Στο μεταξύ, ο ήλιος είχε χρυσώσει τον ουρανό κι είχε πλημμυρίσει τον κόσμο με τη γλυκιά του ζε στασιά, πριν πέσει και χαθεί στη δύση πίσω από τη γωνιαστή γραμμή που έγραφαν οι στέγες των σπιτιών στον ορί ζοντα. Το δείπνο ήταν η οικογενειακή συγκέντρωση της ημέ ρας, η μία φορά που ο Τζόνι συναντούσε τα νεότερα αδέρ φια του. Ήταν γι' αυτόν κάτι σαν σύγκρουση, γιατί ήταν πολύ μεγάλος κι αυτοί ενοχλητικά μικροί. Δεν μπορούσε να υποφέρει την υπερβολική τους νεανικότητα, που τον ζάλιζε. Δεν την καταλάβαινε. Η δική του παιδικότητα ήταν πολύ πίσω. Έμοιαζε με οξύθυμο γέρο, τον ενοχλούσε το πολυθόρυβο νεανικό τους κέφι - σκέτη ηλιθιότητα γι' αυτόν. Έσκυβε στο πιάτο του αγριεμένος και παρηγοριόταν με τη σκέψη πως γρήγορα θ' αναγκάζονταν κι αυτοί να δουλέψουν. Αυτό θα τους έκοβε τα φτερά και θα τους έκα νε σοβαρούς κι αξιοπρεπείς - όπως ήταν εκείνος. Έτσι, κατά το ανθρώπινο συνήθειο, ο Τζόνι έκανε τον εαυτό του μέτρο για να μετράει το σύμπαν. Στη διάρκεια του δείπνου, η μητέρα του εξηγούσε με διάφορους τρόπους κι ατέλειωτες επαναλήψεις πως προ σπαθούσε να κάνει τ' αδύνατα δυνατά για να τα φέρνουν βόλτα. Γι' αυτό και, με το που τέλειωσε το φτωχικό φαγη τό του, ο Τζόνι έσπρωξε πίσω την καρέκλα του ανακουφι σμένος και σηκώθηκε. Ταλαντεύθηκε για μια στιγμή ανά μεσα στο κρεβάτι και την εξώπορτα και τελικά βγήκε έξω. Δεν πήγε μακριά. Κάθισε στην πεζούλα με τα γόνατα τρα βηγμένα πάνω και τους στενούς του ώμους πεσμένους μπροστά, με τους αγκώνες πάνω στα γόνατα και τις παλά μες να στηρίζουν το πιγούνι. Δε σκεφτόταν τίποτα καθισμένος εκεί. Απλώς ξε-
κουραζόταν. Όσο για το μυαλό του, αυτό κοιμόταν ήδη. Οι αδερφοί κι οι αδερφές του βγήκαν και, μαζί με άλλα παιδιά, έπαιζαν με θόρυβο τριγύρω του. Μια ηλεκτρική λάμπα στη γωνιά φώτιζε τις σκανταλιές τους. Το ήξεραν πως ήταν νευρικός και δε σήκωνε πολλά, αλλά δεν αντι στάθηκαν στον πειρασμό της περιπέτειας και βάλθηκαν να τον τσιγκλάνε. Πιάστηκαν από τα χέρια μπροστά του και, κρατώντας το ρυθμό με το σώμα τους, του τραγουδούσαν αυτοσχέδια, κοροϊδευτικά στιχάκια. Στην αρχή, τους έβρι ζε μουγκρίζοντας - βρισιές που είχε μάθει από διάφορους αρχιεργάτες. Ύστερα, σαν είδε πως ματαιοπονούσε και θυμήθηκε και την αξιοπρέπειά του, ξανάπεσε πεισματικά στη σιωπή. Ο αδερφός του ο Ουΐλ, μετά απ' αυτόν σε ηλικία, που είχε μόλις κλείσει τα δέκα, ήταν ο αρχηγός τους. Ο Τζόνι δεν του είχε και πολλή συμπάθεια. Η ζωή του είχε δηλητη ριαστεί από νωρίς με τις συνεχείς παραχωρήσεις και υπο χωρήσεις στον Ουΐλ. Ένιωθε καθαρά πως ο Ουΐλ του χρωστούσε οπωσδήποτε πολλά και πως ήταν αχάριστος. Τον καιρό που ήταν να παίζει εκείνος, πολύ παλιά στο θα μπό παρελθόν, είχε στερηθεί πολύ το παιχνίδι, γιατί ήταν υποχρεωμένος να φροντίζει τον Ουΐλ. Ο Ουΐλ ήταν μωρό τότε, και τότε, όπως και τώρα, η μητέρα τους περνούσε τις μέρες της στο εργοστάσιο. Στον Τζόνι είχε λάχει ο ρόλος του πατερούλη και της μητερούλας ταυτόχρονα. Ο Ουΐλ έδειχνε πόσο τον είχαν ωφελήσει οι παραχωρή σεις κι οι υποχωρήσεις. Ήταν καλοκαμωμένος, αρκετά γε ροδεμένος, ίδιο μπόι με το μεγαλύτερο αδερφό του κι επι πλέον πιο βαρύς. Ήταν σάμπως το αίμα της καρδιάς του ε νός να είχε διοχετευτεί στις φλέβες του άλλου. Το ίδιο και στο ηθικό. Ο Τζόνι ήταν μαραγκιασμένος, ξεψυχισμένος, χωρίς αντοχή, ενώ ο μικρότερος αδερφός του ξεχείλιζε α πό ζωηράδα. Το κοροϊδευτικό τραγούδι όλο και δυνάμωνε. Ο Ουΐλ έσκυψε μια στιγμή πιο κοντά του καθώς χόρευε και του έ-
— 42 —
— 43 —
βγαλε τη γλώσσα. Το αριστερό μπράτσο του Τζόνι τινά χτηκε και τον βρήκε στο λαιμό. Την ίδια στιγμή, η δεξιά κοκαλιάρικη γροθιά του τον χτύπησε στη μύτη. Μπορεί να ή ταν αξιολύπητα κοκαλιάρικη η γροθιά, αλλά το ότι το χτύ πημα που έδωσε ήταν γερό και πόνεσε το μαρτυρούσε το σκούξιμο που προκάλεσε. Τα άλλα παιδιά τσίριξαν τρο μαγμένα, ενώ η Τζένη, η αδερφή του Τζόνι, έμπαινε τρεχά τη στο σπίτι. Ο Τζόνι έσπρωξε τον Ουΐλ μακριά του, τον κλότσησε άγρια στα καλάμια κι ύστερα τον άρπαξε από το σβέρκο και τον έριξε μπρούμυτα στο χώμα. Και δεν τον άφησε παρά αφού του έτριψε τη μούρη στο χώμα κάμποσες φο ρές. Τότε κατέφθασε η μητέρα τους, αναιμικός σίφουνας έ γνοιας και μητρικής οργής. «Γιατί δε μ' αφήνει ήσυχο;» απάντησε ο Τζόνι στο κατσάδιασμά της. «Δεν το βλέπει πως είμαι κουρασμένος;» «Σ' έχω φτάσει στο μπόι», ξεφώνιζε στην αγκαλιά της μητέρας τους ο Ουΐλ, με το πρόσωπο σε μαύρο χάλι, γεμά το δάκρυα, χώματα κι αίματα. «Σ' έχω φτάσει στο μπόι και θα σε ξεπεράσω. Και τότε θα σε σπάσω στο ξύλο, θα δεις.» «Θα 'πρεπε να 'χεις πιάσει δουλειά, έτσι μεγάλος που 'γινες», γρύλισε ο Τζόνι. «Αυτό 'ναι το κακό μ' εσένανε. Θα 'πρεπε να δουλεύεις. Κι η μάνα σου είναι που θα 'πρε πε να σε βάλει στη δουλειά.» «Μα είναι πολύ μικρός», διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Εί ναι παιδάκι ακόμα.» «Εγώ ήμουνα πιο μικρός όταν άρχισα να δουλεύω.» Το στόμα του Τζόνι ήταν ανοιχτό, έτοιμο να εκφράσει πιο έντονα το άδικο που ένιωθε, αλλά έκλεισε απότομα. Σκυθρωπός, έκανε μεταβολή και μπήκε στο σπίτι με αγέ ρωχο ύφος. Πήγε για ύπνο. Η πόρτα της κάμαράς του ήταν ανοιχτή για να μπαίνει ζεστασιά από την κουζίνα. Καθώς γδυνόταν στο μισοσκόταδο, άκουσε τη μητέρα του να μι λάει με μια γειτόνισσα που, περαστική, είχε μπει να πει
μια καλησπέρα. Η μητέρα του έκλαιγε και τόνιζε τα λόγια της με πνιχτά ρουθουνίσματα. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι τόνε πιάνει τον Τζόνι», την άκουσε να λέει. «Δεν ήταν έτσι. Ήτανε τόσο υπομονε τικός, αγγελούδι! Και είναι, είναι καλό παιδί», βιάστηκε να τον υπερασπιστεί. «Έχει δουλέψει σκληρά. Και μπήκε στη δουλειά πολύ μικρός. Αλλά δεν ήταν από δικό μου φταίξιμο. Κάνω κι εγώ ό,τι μπορώ. Σίγουρα...» Το ρουθούνισμα από την κουζίνα παρατεινόταν κι ο Τζόνι μουρμούρισε καθώς τα βλέφαρά του έκλειναν: «Και βέβαια δούλεψα σκληρά - πες το ψέματα!» Το πρωί η μητέρα του τον πήρε τραβηχτό από την αγκα λιά του ύπνου. Ακολούθησε το μίζερο πρωινό, ο ποδαρόδρομος μέσα στο σκοτάδι κι η φευγαλέα χλομή εικόνα της ημέρας πάνω από τις στέγες των σπιτιών, καθώς της γύρι ζε την πλάτη και διάβαινε την πύλη του εργοστασίου. Ήταν άλλη μια μέρα σαν όλες τις μέρες. Κι όλες οι μέρες ήταν ίδιες. Κι όμως, υπήρξε κάποια ποικιλία στη ζωή του, όπως τις φορές που άλλαζε δουλειά ή τις φορές που αρρώσται νε. Έξι χρόνων, έκανε τον πατερούλη και τη μητερούλα στον Ουΐλ και τ' άλλα παιδιά, ακόμα μικρότερα. Στα εφτά του, μπήκε σ' εργοστάσιο - τύλιγε μασούρια. Σαν έγινε ο κτώ, έπιασε δουλειά σ' άλλο εργοστάσιο. Η καινούργια του δουλειά ήταν απολαυστικά εύκολη. Δεν είχε παρά να κάθεται και, μ' ένα μπαστουνάκι στο χέρι, να οδηγεί μια ροή υφάσματος που κυλούσε μπροστά του. Αυτή η ροή υφάσματος ξεκινούσε από τα σπλάχνα μιας μηχανής, περ νούσε πάνω σ' ένα ζεσταμένο κύλινδρο και συνέχιζε το δρόμο της γι' αλλού. Εκείνος, όμως, καθόταν πάντα στην ίδια θέση, πέρα από 'κεί όπου έφτανε το φως της ημέρας, μ' ένα μπέκο γκαζιού να τρεμουλιάζει πάνω από το κεφά λι του, εξάρτημα κι ο ίδιος του όλου μηχανισμού. Ήταν πολύ ευχαριστημένος σ' αυτή τη δουλειά, παρ' ό λη τη ζεστή υγρασία, γιατί ήταν μικρός ακόμα κι είχε όνει-
— 44 —
— 45 —
ρα κι αυταπάτες. Κι έκανε, αλήθεια, υπέροχα όνειρα κα θώς παρακολουθούσε το ύφασμα να περνάει τρέχοντας α διάκοπα από μπροστά του. Αλλά δεν υπήρχε καθόλου σω ματική κίνηση σ' αυτή τη δουλειά, καμιά απαίτηση για σκέ ψη, κι έτσι ονειρευόταν όλο και λιγότερο, μέχρι που το μυαλό του μούδιασε και ναρκώθηκε. Όπως κι αν είχε το πράγμα, όμως, έβγαζε δυο δολάρια τη βδομάδα και δυο δο λάρια κάλυπταν τη διαφορά ανάμεσα στη σκέτη λιμοκτονία και το χρόνιο υποσιτισμό. Αλλά στα εννιά του χρόνια έμεινε άνεργος. Αιτία ήταν η ιλαρά. Όταν έγιανε, βρήκε δουλειά σ' ένα υαλουργείο. Είχε καλύτερο μεροκάματο κι η δουλειά απαιτούσε ειδί κευση. Ήταν δουλειά με το κομμάτι, κι όσο πιο επιδέξιος ήσουν τόσο περισσότερα έβγαζες. Υπήρχε κίνητρο. Και μ' αυτό το κίνητρο, εξελίχθηκε σε αξιοθαύμαστο εργάτη. Ήταν απλή δουλειά. Έδενε γυάλινα βουλώματα σε μι κρά μπουκάλια. Είχε στη μέση του ένα κουβάρι σπάγκο. Κρατούσε τα μπουκάλια ανάμεσα στα γόνατά του, ώστε να μπορεί να δουλεύει με τα δυο του χέρια. Έτσι όπως κα θόταν σκυφτός πάνω στα γόνατά του, οι στενοί του ώμοι καμπούριαζαν και το στήθος του βούλιαζε - δέκα ώρες την ημέρα. Δεν ήταν καλό για τα πλεμόνια του, αλλά έδενε τριακόσιες ντουζίνες μπουκάλια την ημέρα. Ο προϊστάμενος ήταν πολύ υπερήφανος γι' αυτόν, μέ χρι που έφερνε επισκέπτες να τον βλέπουν. Σε δέκα ώρες, τριακόσιες ντουζίνες μπουκάλια περνούσαν από τα χέρια του. Αυτό σήμαινε πως είχε φτάσει την τελειότητα μηχα νής. Όλες οι περιττές κινήσεις είχαν καταργηθεί. Κάθε κί νηση των ισχνών χεριών του, κάθε κίνηση του κάθε μυός στ' αδύνατα δάχτυλά του γινόταν με ταχύτητα και ακρί βεια. Δούλευε με μεγάλη ένταση και το αποτέλεσμα ήταν να γίνει νευρικός. Τη νύχτα, τον έπιαναν σπασμοί στον ύ πνο του και την ημέρα δεν μπορούσε να χαλαρώσει και να ξεκουραστεί. Έμενε σε υπερδιέγερση κι οι σπασμοί συνεχί ζονταν στα μούσκουλά του. Κι είχε γίνει χαλκοπράσινος
κι ο ξερόβηχάς του χειροτέρευε. Ύστερα, μια πνευμονία χτύπησε τ' αδυνατισμένα πλεμόνια στο μαραγκιασμένο στήθος του κι έχασε τη δουλειά στο υαλουργείο. Τώρα είχε γυρίσει στο εργοστάσιο της γιούτας, όπου εί χε αρχίσει με το τύλιγμα των μασουριών. Τον περίμενε, ό μως, προαγωγή εκεί. Ήταν καλός εργάτης. Τον έβαλαν στην κολλαρίστρα κι αργότερα πέρασε στους αργαλειούς. Από 'κεί και πέρα, δεν υπήρχε γι' αυτόν άλλο από την αύ ξηση της απόδοσής του. Οι μηχανές έτρεχαν πιο γρήγορα από τότε που πρωτομπήκε στη δουλειά και το μυαλό του έτρεχε πιο αργά. Δεν ονειρευόταν πια καθόλου, ενώ τα προηγούμενα χρόνια ή ταν γεμάτος όνειρα. Μια φορά, ερωτεύθηκε κιόλας. Ήταν τότε που άρχισε να οδηγεί το ύφασμα πάνω στο ζεστό κύ λινδρο. Ερωτεύθηκε την κόρη του προϊσταμένου του. Ήταν πολύ μεγαλύτερή του κοπέλα, και την είχε δει από μακριά πέντε-έξι φορές όλες κι όλες. Αλλ' αυτό δεν είχε σημασία. Πάνω στην επιφάνεια του υφάσματος που κυλού σε μπροστά του, εκείνος κεντούσε ένα λαμπερό μέλλον, ό που σημείωνε αξεπέραστες επιδόσεις, εφεύρισκε θαυμα τουργά μηχανήματα, γινόταν το αφεντικό του εργοστασί ου και στο τέλος την έπαιρνε στην αγκαλιά του και τη φι λούσε σεμνά στο μέτωπο. Αλλά όλα αυτά είχαν γίνει πολύ καιρό πριν, προτού γε ράσει, προτού κουραστεί πάρα πολύ για να ερωτεύεται. Κι άλλωστε εκείνη είχε παντρευτεί στο μεταξύ κι είχε φύγει και το μυαλό του είχε αποκοιμηθεί. Ήταν ωστόσο μια υπέ ροχη εμπειρία και συχνά την ξανάφερνε στη μνήμη του, ό πως άλλοι, άντρες και γυναίκες, αναπολούν τον καιρό που πίστευαν στις νεράιδες. Εκείνος δεν πίστεψε ποτέ του στις νεράιδες ούτε στον Αϊ-Βασίλη, αλλά είχε πιστέψει α νεπιφύλακτα στο χαμογελαστό μέλλον που η φαντασία του κεντούσε πάνω στο αχνιστό ύφασμα που κυλούσε μπροστά του. Αντρώθηκε πολύ νωρίς. Στα εφτά του χρόνια, τότε που
— 46 —
— 47 —
πήρε το πρώτο του βδομαδιάτικο, άρχισε η εφηβεία του. Αρχισε τότε να νιώθει ανεξάρτητος κι η σχέση με τη μητέ ρα του άλλαξε. Κατά κάποιο τρόπο, καθώς έβγαζε λεφτά και γινόταν κι αυτός στήριγμα της οικογένειας, με δική του δουλειά σ' αυτό τον κόσμο, ένιωθε πιο ίσος κι όμοιός της. Η ενηλικίωση, η ολοκληρωμένη ενηλικίωση, τον βρήκε στα έντεκά του χρόνια, τότε που δούλεψε έξι μήνες νυχτε ρινή βάρδια. Κανένα παιδί που δουλεύει νυχτερινή βάρδια δε μένει παιδί. Είχαν συμβεί στο μεταξύ κάποια σημαντικά γεγονότα στη ζωή του. Ένα απ' αυτά ήταν τότε που η μητέρα του α γόρασε καλιφορνέζικα δαμάσκηνα. Δυο άλλα ήταν οι δυο φορές που η μητέρα του έφτιαξε κρέμα. Αυτά ήταν γεγονό τα! Τα θυμόταν με τρυφερότητα. Τότε ήταν που η μητέρα του του είχε μιλήσει για ένα ονειρικό πιάτο που θα έφτια χνε μια μέρα. «Πλεούμενο νησί»1 το είχε πει, «καλύτερο κι απ' την κρέμα». Χρόνια περίμενε τη μέρα που θα καθόταν στο τραπέζι μ' ένα πλεούμενο νησί μπροστά του, ώσπου τελικά ξαπόστειλε την ιδέα στη λήθη των ανέφικτων ορα μάτων. Μια φορά βρήκε ένα ασημένιο εικοσπενταράκι στο πε ζοδρόμιο. Ήταν κι αυτό μεγάλο γεγονός στη ζωή του και μάλιστα τραγικό. Ήξερε ποιο ήταν το καθήκον του από τη στιγμή που το ασήμι άστραψε στα μάτια του, προτού καν σκύψει να το πάρει. Στο σπίτι, ως συνήθως, δεν υπήρχε αρκετό φαΐ και στο σπίτι θα έπρεπε να το πάει, όπως έκα νε με τα λεφτά που πληρωνόταν κάθε σαββατόβραδο. Το σωστό ήταν ολοφάνερο σ' αυτή την περίπτωση. Όμως, πο τέ δεν είχε ξοδέψει τα λεφτά του κι υπέφερε από πείνα για κάτι γλυκό. Λίμαζε για καραμέλες, που μόνο σε γιορτινές μέρες τις είχε δοκιμάσει στη ζωή του. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να ξεγελάσει τον εαυτό του. Ήξερε πως ήταν αμάρτημα κι αμάρτησε εσκεμμένα. 1. Κρέμα από γάλα κι αβγά, με μαρέγκα στη μέση.
— 48 —
Το έριξε στην κραιπάλη με δεκαπέντε σέντσια καραμέλες. Τα υπόλοιπα δέκα σέντσια τα φύλαξε για κάποιο μελλο ντικό όργιο. Αλλά, καθώς δεν ήταν συνηθισμένος να κρα τάει πάνω του λεφτά, έχασε τα δέκα σέντσια. Αυτό έγινε ε νώ υπέφερε όλα τα μαρτύρια από τις τύψεις. Ήταν γι' αυτόν πράξη της θείας δίκης. Ένιωθε κοντινή την παρουσία ενός φοβερού, οργισμένου Θεού, που τον γέμιζε τρόμο. Ο Θεός είχε δει κι ο Θεός δεν είχε αργήσει να τον τιμωρήσει. Του αρνήθηκε ακόμα και την ολοκλήρωση του κέρδους α πό την αμαρτία του. Θυμόταν πάντα αυτό το περιστατικό σαν τη μεγάλη ε γκληματική πράξη της ζωής του και στην ανάμνηση της ξυπνούσε πάντα η συνείδησή του και του έδινε άλλη μια σουβλιά. Ήταν η ντροπή που έκρυβε μέσα του. Ταυτόχρο να, όμως, έτσι όπως έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση το πράγμα, αναθυμόταν εκείνη του την πράξη με λύπη. Δεν ή ταν ικανοποιημένος με τον τρόπο που είχε διαθέσει το ει κοσπενταράκι. Μπορούσε να το είχε επενδύσει καλύτερα και, με τη γνώση που απέκτησε εκ των υστέρων για τη γρη γοράδα του Θεού, θα μπορούσε να τον είχε νικήσει το Θεό, ξοδεύοντας το εικοσπενταράκι όλο μεμιάς. Αναδρομικά, το ξόδεψε χιλιάδες φορές εκείνο το εικοσπενταράκι, επω φελέστερα την κάθε φορά. Υπήρχε άλλη μια ανάμνηση από τα περασμένα, θαμπή και ξεθωριασμένη, αλλά ανεξίτηλα αποτυπωμένη στην ψυχή του. Ήταν τα άγρια πόδια του πατέρα του. Ήταν κά τι σαν εφιάλτης μάλλον παρά θύμηση συγκεκριμένου πράγ ματος. Μάλλον σαν τη φυλετική μνήμη, που κάνει τον άν θρωπο να πέφτει στον ύπνο, ανατρέχοντας στη δενδρόβια καταγωγή του. Αυτή η συγκεκριμένη ανάμνηση δεν ήρθε ποτέ στον Τζόνι μέρα μεσημέρι, όσο ήταν εντελώς ξυπνός. Ερχόταν τη νύχτα, στο κρεβάτι, τη στιγμή που η συνείδησή του βυθι ζόταν και χανόταν στον ύπνο. Τον ξυπνούσε πάντα κατα τρομαγμένο και, για μια στιγμή, στο πρώτο τίναγμα που — 49 —
τον παρέλυε, του φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένος κάθετα στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Μπροστά του, στο κρεβά τι, βρίσκονταν οι αόριστοι όγκοι του πατέρα και της μητέ ρας του. Δεν είδε ποτέ του πώς ήταν ο πατέρας του. Δεν εί χε παρά μια και μόνη εντύπωση απ' αυτόν: πως είχε άγρια, αλύπητα πόδια. Οι παλιές αναμνήσεις τριγυρνούσαν ακόμα στο μυαλό του. Δεν είχε πιο πρόσφατες. Τώρα όλες οι μέρες ήταν ί διες. Χτες ή πέρυσι ήταν γι' αυτόν το ίδιο σαν χίλια χρόνια ή σαν ένα λεπτό πριν. Τίποτα απολύτως δε συνέβαινε. Δεν υπήρχαν γεγονότα να σημαδέψουν την πορεία του χρόνου. Ο χρόνος δεν προχωρούσε. Στεκόταν πάντα ακίνητος. Μό νο οι στροβιλιζόμενες μηχανές κινούνταν. Κι αυτές δεν πή γαιναν πουθενά, μ' όλο που κινούνταν πιο γρήγορα. *** Όταν έγινε δεκατεσσάρων χρόνων, τον έβαλαν να δουλέψει στην κολλαρίστρα. Ήταν κολοσσιαίο γεγονός. Κάτι είχε γίνει επιτέλους που θα μπορούσε να το θυμάται πέρα από τον ύπνο μιας νύχτας ή την ημέρα πληρωμής του βδομαδιάτικου. Σημάδευε μιαν εποχή. Ήταν μια μηχανική Ολυμπιάδα, ένα χρονολογικό ορόσημο. «Όταν έπιασα δου λειά στην κολλαρίστρα» ή «μετά που έπιασα» ή «πριν πιά σω δουλειά στην κολλαρίστρα», ήταν φράσεις που έρχο νταν συχνά στα χείλη του. Γιόρτασε τα δέκατα έκτα γενέθλιά του με το πέρασμα στην αίθουσα των αργαλειών, όπου κι ανέλαβε έναν αργα λειό. Εδώ υπήρχε πάλι κίνητρο, γιατί ήταν δουλειά με το κομμάτι. Και διέπρεψε γιατί το εργοστάσιο είχε πλάσει την πάστα του σε τέλεια μηχανή. Στους τρεις μήνες, χειρι ζόταν δυο αργαλειούς ταυτόχρονα κι αργότερα τρεις και τέσσερις. Στο τέλος της δεύτερης χρονιάς του στους αργαλειούς, έβγαζε περισσότερα μέτρα απ' οποιονδήποτε άλλο ανυφα— 50 —
ντή, διπλάσια και παραπάνω απ' όσα μερικοί από τους λι γότερο ειδικευμένους. Και στο σπίτι η κατάσταση άρχιζε να καλυτερεύει καθώς πλησίαζε στην πληρότητα της από δοσής του. Αυτό δε σήμαινε βέβαια πως οι αυξημένες απο λαβές του υπερκάλυπταν τις ανάγκες της οικογένειας. Τα παιδιά μεγάλωναν. Έτρωγαν περισσότερο. Και πήγαιναν στο σχολείο και τα σχολικά βιβλία κόστιζαν. Και, κατά κάποιο τρόπο, όσο πιο γρήγορος γινόταν στη δουλειά του, τόσο πιο γρήγορα ανέβαιναν οι τιμές των πραγμάτων. Ως και το νοίκι ανέβηκε, μ' όλο που το σπίτι σαραβαλιαζόταν όλο και περισσότερο. Είχε ψηλώσει τώρα, αλλά, παρ' όλο το αυξημένο βάρος του, έδειχνε πιο αδύνατος παρά ποτέ. Ήταν και πιο νευρι κός. Με την αυξημένη νευρικότητα έγινε και πιο ευέξα πτος κι εριστικός. Τα παιδιά, ύστερα από πολλά οδυνηρά μαθήματα, είχαν μάθει να τον αποφεύγουν. Η μητέρα του τον σεβόταν για τα λεφτά που έφερνε στο σπίτι, αλλά ο σε βασμός της είχε και κάποια χροιά φόβου. Δεν υπήρχε χαρά της ζωής γι' αυτόν. Την παρέλαση των ημερών δεν την είδε ποτέ του. Τις νύχτες κοιμόταν, ό λος ασυναίσθητα τινάγματα. Τον υπόλοιπο χρόνο δούλευε κι η συνείδησή του ήταν συνείδηση μηχανική. Έξω απ' αυτή, στο μυαλό του υπήρχε ένα κενό. Δεν είχε ιδανικά κι είχε μια και μόνη ψευδαίσθηση: ότι έπινε εξαιρετικό καφέ. Ήταν ένα εργαζόμενο ζώο. Δεν είχε καθόλου πνευματική ζωή. Κι όμως, παρ' όλα αυτά, βαθιά μέσα στις κρύπτες του μυαλού του, χωρίς να το ξέρει, ζυγιζόταν και κοσκινιζόταν η κάθε ώρα του μόχθου του, η κάθε κίνηση των χεριών του, η κάθε σύσπαση των μυώνων του και γίνονταν προε τοιμασίες για μια μελλοντική ενέργεια που θ' άφηνε ά ναυδους τον ίδιο κι ολόκληρο το μικρό του κόσμο. Ήταν προχωρημένη άνοιξη όταν γύρισε σπίτι από τη δουλειά ένα βράδυ νιώθοντας ασυνήθιστη υπερκόπωση. Επικρατούσε μεγάλη έξαψη στην ατμόσφαιρα καθώς κα θόταν στο τραπέζι, αλλά δεν την πρόσεξε. Σκυθρωπός και — 51 —
σιωπηλός, έτρωγε το φαΐ του, μασώντας μηχανικά ό,τι βρισκόταν μπροστά του. Τα παιδιά ήταν όλο «μμμ» και «ωωω» και πλατάγιζαν τη γλώσσα τους. Όμως εκείνος δεν άκουγε. «Ξέρεις τι τρως;» ρώτησε στο τέλος ανυπόμονη η μητέ ρα του. Κοίταξε αφηρημένα το πιάτο μπροστά του κι αφηρημέ να την ίδια. «Πλεούμενο νησί», ανακοίνωσε εκείνη θριαμβευτικά. «Α», είπε εκείνος. «Πλεούμενο νησί», επανέλαβαν εν χορώ τα παιδιά. «Α», έκανε εκείνος. Έφαγε δυο-τρεις κουταλιές και πρόσθεσε: «Φαίνεται πως δεν πεινάω απόψε.» Αφησε το κουτάλι του, έσπρωξε την καρέκλα του πίσω και σηκώθηκε βαριεστημένος. «Θα πάω για ύπνο», είπε. Τα πόδια του σέρνονταν πιο βαριά απ' όσο συνήθως καθώς διέσχιζε την κουζίνα. Το γδύσιμο ήταν μια τιτάνια προσπάθεια, μια φριχτή ματαιότητα. Έκλαιγε πνιχτά κα θώς χωνόταν κάτω από τα σκεπάσματα, με το ένα παπού τσι του άβγαλτο. Αισθανόταν κάτι ν' ανεβαίνει, να φουσκώ νει μέσα στο κεφάλι του, να μουδιάζει και να θολώνει το μυαλό του. Ένιωθε τα άσαρκα δάχτυλά του μεγάλα σαν τον καρπό του, ενώ στις άκρες τους η αίσθηση της αφής ή ταν το ίδιο αόριστη και θολή όπως το μυαλό του. Η μέση του πονούσε αφόρητα. Όλα του τα κόκαλα πονούσαν. Πο νούσε παντού. Και μέσα στο κεφάλι του άρχιζαν να ουρλιά ζουν, να κοπανούν, να βροντούν, να μουγκρίζουν εκατομ μύρια αργαλειοί. Όλος ο χώρος είχε γεμίσει σαΐτες. Πετά γονταν μέσα-έξω, με κινήσεις περίπλοκες ανάμεσα στ' ά στρα. Χειριζόταν χίλιους αργαλειούς ο ίδιος και δούλευαν γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, και το μυαλό του ξετυλιγό ταν όλο και πιο γρήγορα και γινόταν το νήμα που τροφο δοτούσε τις χίλιες σαΐτες. Το πρωί δεν πήγε στη δουλειά. Ήταν πολύ απασχολη— 52 —
μένος καθώς ύφαινε σε κολοσσιαία κλίμακα με τους χί λιους αργαλειούς που δούλευαν μέσα στο κεφάλι του. Η μητέρα του πήγε στη δουλειά, αλλά έστειλε πρώτα να φω νάξουν το γιατρό. Ήταν βαριά γρίπη, είπε ο γιατρός. Η Τζένη έκανε τη νοσοκόμα, εκτελώντας τις οδηγίες του. Ήταν πραγματικά πολύ σοβαρή περίπτωση και μόνο ύ στερα από μια βδομάδα στο κρεβάτι μπόρεσε ο Τζόνι να ντυθεί και να περπατήσει τρεκλίζοντας αδύναμα. Αλλη μια βδομάδα στο σπίτι, είπε ο γιατρός, και θα ήταν σε θέση να γυρίσει στη δουλειά του. Ο επιστάτης του τμήματος των αργαλειών τον επισκέφθηκε το απόγευμα του Σαββά του, πρώτη μέρα της ανάρρωσής του. Ο καλύτερος υφα ντής, είπε ο επιστάτης στη μητέρα του. Η δουλειά του θα τον περίμενε. Θα μπορούσε να γυρίσει την παραπάνω Δευτέρα. «Δε θα πεις ευχαριστώ, Τζόνι;» ρώτησε η μητέρα του α νήσυχη. «Ήτανε τόσο άρρωστος, ξέρετε. Δεν έχει συνέρθει ακόμα», εξήγησε απολογητικά στον επισκέπτη. Ο Τζόνι καθόταν κουλουριασμένος, με τα μάτια καρ φωμένα στο πάτωμα. Έμεινε στην ίδια εκείνη στάση για πολλή ώρα αφού έφυγε ο επιστάτης. Έκανε ζέστη έξω και το απόγευμα βγήκε και κάθισε στην πεζούλα. Πού και πού, τα χείλια του κινούνταν. Έδειχνε χαμένος σε λογαρια σμούς δίχως τελειωμό. Το επόμενο πρωί, όταν ζέστανε η μέρα, πήρε την καρέ κλα του στην πεζούλα. Αυτή τη φορά, είχε χαρτί και μολύ βι για να συνεχίσει το μέτρημά του. Και το συνέχισε, με πολύ μόχθο, αλλά και κατάπληξη. «Τι 'ναι ύστερα απ' τα 'κατομμύρια;» ρώτησε το μεση μέρι τον Ουΐλ, που γυρνούσε από το σχολείο. «Και πώς τα μετράνε;» Εκείνο το απόγευμα τέλειωσε το έργο του. Κάθε μέρα, αλλά χωρίς χαρτί και μολύβι πια, έβγαινε στην πεζούλα. Ήταν πολύ απορροφημένος με το ένα μοναδικό δέντρο που μεγάλωνε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Το μελετούσε ώ— 53 —
ρες την κάθε φορά κι έδειχνε ασυνήθιστο ενδιαφέρον όταν ο άνεμος κουνούσε τα κλαδιά και τάραζε τα φύλλα του. Όλη τη βδομάδα έδειχνε χαμένος σε σπουδαία συζήτηση με τον εαυτό του. Την Κυριακή, καθισμένος στην πεζούλα, γέλασε δυνατά πολλές φορές, αναστατώνοντας τη μητέρα του που είχε χρόνια να τον ακούσει να γελάει. Το επόμενο πρωί, ήταν σκοτάδι ακόμα σαν ήρθε στο κρεβάτι του να τον ξυπνήσει. Είχε χορτάσει ύπνο όλη τη βδομάδα και ξύπνησε εύκολα. Δεν πάλεψε ούτε αποπειρά θηκε να κρατήσει τα στρωσίδια όταν εκείνη τα τράβηξε α πό πάνω του. Έμεινε ξαπλωμένος ήρεμα και μίλησε ήρε μα. «Δεν ωφελεί, μάνα.» «Θ' αργήσεις», είπε εκείνη, νομίζοντας πως ήταν ακό μα ζαβλακωμένος από τον ύπνο. «Είμαι ξύπνιος, μάνα, και σου λέω δεν ωφελεί. Άσε με ήσυχο καλύτερα. Δεν πρόκειται να σηκωθώ.» «Μα θα χάσεις τη δουλειά σου», ξεφώνισε εκείνη. «Δεν πρόκειται να σηκωθώ», ξαναείπε εκείνος με πα ράξενη φωνή, απαθή. Δεν πήγε ούτε εκείνη στη δουλειά εκείνο το πρωί. Είχε να κάνει με μια αρρώστια πέρα από κάθε αρρώστια που γνώρισε ποτέ της. Τον πυρετό και το ντελίριο μπορούσε να τα καταλάβει. Ετούτο εδώ, όμως, ήταν σκέτη τρέλα. Τράβηξε πάνω του τα σκεπάσματα κι έστειλε την Τζένη να φωνάξει το γιατρό. Όταν ήρθε ο γιατρός, ο Τζόνι κοιμόταν ήρεμα. Και ή ρεμα ξύπνησε κι άφησε το γιατρό να πάρει το σφυγμό του. «Τίποτα δεν έχει», είπε ο γιατρός. «Πολύ καταβεβλημέ νος, αυτό είν' όλο. Δεν έχει πολύ κρέας πάνω του.» «Πάντα έτσι ήτανε», τον πληροφόρησε η μητέρα του. «Και τώρα δίνε του, μάνα, κι άσε με ν' αποτελειώσω τον υπνάκο μου.» Ο Τζόνι μιλούσε γλυκά και γαλήνια. Κι έτσι γλυκά και γαλήνια γύρισε στο πλευρό του κι αποκοιμήθηκε.
Στις δέκα, ξύπνησε και ντύθηκε. Μπήκε στην κουζίνα, όπου βρήκε τη μητέρα του με μια έκφραση τρόμου στο πρόσωπο. «Φεύγω, μάνα», της ανακοίνωσε. «Είπα να σ' αποχαι ρετήσω.» Εκείνη έριξε την ποδιά της πάνω στο κεφάλι της, έκα τσε ξαφνικά κι άρχισε να κλαίει. Εκείνος περίμενε υπομο νετικά. «Έπρεπε να το προβλέψω», είπε η μητέρα του με ανα φιλητά. «Για πού;» ρώτησε στο τέλος, τραβώντας την πο διά από το κεφάλι της και κοιτάζοντάς τον με το τσακι σμένο της πρόσωπο, χωρίς πολλή περιέργεια για την απά ντησή του. «Δεν ξέρω... Όπου να 'ναι.» Καθώς μιλούσε, το δέντρο στο απέναντι πεζοδρόμιο εμφανίστηκε μ' εκτυφλωτική λαμπρότητα στην εσώτερη ό ρασή του. Έμοιαζε σαν να παραμόνευε κάτω ακριβώς από τα βλέφαρά του, για να μπορεί να του παρουσιάζεται όπο τε το ήθελε. «Κι η δουλειά σου;» ρώτησε εκείνη με φωνή που έτρεμε. «Δε θα ξαναδούλεψω ποτέ πια.» «Θεέ μου, Τζόνι!» τσίριξε εκείνη. «Μην το λες αυτό.» Για εκείνην, ήταν βλασφημία αυτό που είπε. Την ανα στάτωνε σαν μητέρα που ακούει το παιδί της ν' απαρνιέ ται το Θεό. «Τι σ' έχει πιάσει, βρε παιδάκι μου;» ρώτησε κάνοντας μια αδύναμη προσπάθεια να επιβληθεί. «Νούμερα», απάντησε εκείνος. «Μόνο νούμερα. Έκα τσα και λογάριασα. Λογάριασα πολύ αυτή τη βδομάδα. Κι είναι καταπληκτικό το τι βρήκα.» «Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει», είπε εκείνη ρουφώ ντας τη μύτη της. Ο Τζόνι χαμογέλασε υπομονετικά κι η μητέρα του έ νιωσε ένα οδυνηρό ξάφνιασμα βλέποντάς τον να έχει χά σει ολωσδιόλου την αγριάδα και την αψιθυμιά του.
— 54 —
— 55 —
«Θα σου πω», είπε. «Είμ' ολότελα τσακισμένος απ' την κούραση, έτσι; Και τι είν' αυτό που με κουράζει; Οι κινή σεις. Κινιέμαι απ' την ημέρα που γεννήθηκα. Ε, κουράστη κα να κινιέμαι και δεν πρόκειται να κινηθώ άλλο πια. Θυμάσαι τότε που δούλευα στο γυαλάδικο; Έβγαζα τρα κόσες ντουζίνες μπουκάλια τη μέρα. Λογαριάζω πως έκα να δέκα διαφορετικές κινήσεις για το κάθε μπουκάλι. Πάει να πει τριάντα έξι χιλιάδες κινήσεις τη μέρα. Σε δέκα μέ ρες, τρακόσες εξήντα χιλιάδες κινήσεις. Σ' ένα μήνα, ένα 'κατομμύριο ογδόντα χιλιάδες κινήσεις. Βγάλε τις ογδό ντα χιλιάδες» (μιλούσε με την αυτάρεσκη γαλαντομία φι λάνθρωπου) «άσε τις ογδόντα χιλιάδες, μας μένουν ένα 'κατομμύριο κινήσεις το μήνα, που πάει να πει δώδεκα 'κατομμύρια το χρόνο. Στους αργαλειούς, κινιέμαι δυο φορές περισσότερο. Μας κάνει είκοσ' πέντε 'κατομμύρια κινή σεις το χρόνο, και μου φαίνεται σαν να κινιόμουνα έτσι κάπου ένα 'κατομμύριο χρόνια. Τώρα, αυτή τη βδομάδα, δεν κινήθηκα καθόλου. Ώρες ολάκερες δεν έκανα ούτε μια κίνηση. Και σ' το λέω, ήταν ωραίο πράμα να κάθομαι έτσι με τις ώρες και να μην κάνω τίποτα. Ποτές μου δεν ένιωσα τόσο ευτυχισμένος. Δεν είχα ποτές μου καιρό. Κινιόμουνα συνέχεια. Δεν είναι τρόπος αυτός για να νιώσεις ευτυχία. Κι έτσι, δε θα το ξανακάνω ποτές μου πια. Θα κάθομαι και θα κάθομαι και θα ξεκουράζομαι και θα ξεκουράζομαι κι ύστερα θα ξεκουράζομαι ακόμα λιγάκι.» «Και τι θα γίνουνε ο Ουΐλ και τα παιδιά;» ρώτησε εκεί νη απελπισμένη. «Αυτό είναι. Ο Ουΐλ και τα παιδιά», επανέλαβε ο Τζόνι. Αλλά δεν υπήρχε πικρία στη φωνή του. Ήξερε από και ρό τις φιλοδοξίες που είχε η μητέρα του για το νεότερο γιο, αλλά η σκέψη αυτή δεν τον φαρμάκωνε πια. Τίποτα πια δεν είχε σημασία γι' αυτόν. Ούτε καν αυτό. «Ξέρω, μάνα, τι σχέδια είχες για τον Ουΐλ. Να τον κρα τήσεις στο σχολειό, να τόνε κάνεις λογιστή. Αλλά δε γίνε ται. Εγώ τα παρατάω. Πρέπει να πάει να δουλέψει.»
«Κι όλ' αυτά μετά που σ' ανάθρεψα όπως σ' ανάθρε ψα», είπε εκείνη κλαίγοντας. Πήγε να σκεπάσει πάλι το κε φάλι της με την ποδιά, αλλά άλλαξε γνώμη. «Ποτέ σου δε μ' ανάθρεψες», απάντησε εκείνος με θλιμμένη, καλοσυνάτη φωνή. «Ανάθρεψα μόνος μου τον ε αυτό μου, μάνα, ανάθρεψα και τον Ουΐλ. Είναι πιο γεμά τος από μένα, πιο βαρύς και πιο ψηλός. Φαίνεται πως δεν έτρωγα αρκετά σαν ήμουνα παιδί. Όταν γεννήθηκε εκείνος κι ήτανε παιδί, εγώ δούλευα για να τρώει κι αυτός. Αλλά ως εδώ ήταν. Ο Ουΐλ μπορεί να πάει να δουλέψει όπως δούλεψα κι εγώ ή μπορεί να πάει στο διάολο. Δε με νοιάζει τι απ' τα δυο θα κάνει. Κουράστηκα. Και τώρα φεύγω. Δε θα μ' αποχαιρετήσεις;» Εκείνη δεν απάντησε. Η ποδιά είχε σκεπάσει πάλι το κεφάλι της κι έκλαιγε. Ο Τζόνι στάθηκε μια στιγμή στην ε ξώπορτα. «Είμαι σίγουρη πως έκανα ό,τι καλύτερο μπόραγα», εί πε η μητέρα του με λυγμούς. Ο Τζόνι βγήκε από το σπίτι και κατέβηκε στο δρόμο. Ένα θλιμμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του σαν αντίκρισε το μοναχικό δέντρο. «Απλούστατα, δε θα κάνω τίποτα», μονολόγησε μισοφωναχτά με τραγουδιστή φωνή. Κοίταξε με λαχτάρα τον ουρανό, αλλά ο λαμπερός ήλιος τον ζάλισε και τον τύφλωσε. Περπάτησε πολύ χωρίς να περπατάει γρήγορα. Πήγε πέρα από το εργοστάσιο της γιούτας. Το βουητό των αργα λειών ήρθε στ' αφτιά του υπόκωφο και χαμογέλασε. Ήταν ένα τρυφερό, γαλήνιο χαμόγελο. Δε μισούσε κανέναν και τίποτα. Ούτε καν το γδούπο και το ουρλιαχτό των μηχα νών. Δεν είχε πίκρα μέσα του, δεν είχε τίποτε άλλο από έ ναν απέραντο πόθο για ξεκούραση. Τα σπίτια κι οι φάμπρικες αραίωναν κι οι ανοιχτοί χώ ροι πλήθαιναν καθώς πλησίαζε στην ύπαιθρο. Τελικά άφη σε την πόλη πίσω του και περπάτησε σ' ένα χορταριασμέ νο μονοπάτι πλάι στη σιδηροδρομική γραμμή. Δεν περπα-
— 56 —
— 57 —
τούσε σαν άνθρωπος. Δεν έμοιαζε καν με άνθρωπο. Ήταν μια παρωδία ανθρώπου. Ήταν ένα στραβοχυμένο, κατσιασμένο, απερίγραπτο κομμάτι ζωής, που έσερνε τα πόδια του σαν άρρωστος πίθηκος, με τα χέρια κρεμασμένα, σκυ φτούς ώμους, στενό στήθος, γελοίος κι αξιολύπητος. Πέρασε ένα μικρό σιδηροδρομικό σταθμό και ξάπλωσε στο χορτάρι κάτω από ένα δέντρο. Έμεινε εκεί όλο το από γευμα. Κάθε τόσο τον έπαιρνε και τα μούσκουλά του τινά ζονταν στον ύπνο του. Όταν ξυπνούσε, έμενε ακίνητος, παρακολουθώντας τα πουλιά ή κοιτάζοντας τον ουρανό ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου από πάνω του. Μια-δυο φορές γέλασε δυνατά, αλλά χωρίς καμιά σχέση με κάτι που είχε δει ή είχε νιώσει. Αφού πέρασε και το σούρουπο, με το πρώτο σκοτάδι της νύχτας, ένα φορτηγό τρένο μπήκε κροταλίζοντας στο σταθμό. Την ώρα που η μηχανή μανουβράριζε βαγόνια στην παρακαμπτήριο, ο Τζόνι σύρθηκε στο πλάι της αμα ξοστοιχίας. Άνοιξε την πόρτα ενός άδειου βαγονιού και μπήκε μέσα σκαρφαλώνοντας αδέξια και με κόπο. Έκλει σε την πόρτα. Η μηχανή σφύριξε. Ο Τζόνι ήταν ξαπλωμέ νος στο βαγόνι και μέσα στο σκοτάδι χαμογελούσε.
— 58 —
Στα νότια της Χαραμάδας Το παλιό Σαν Φρανσίσκο, που δεν είναι παρά το Σαν Φρανσίσκο του χτες, της μέρας πριν από το Σεισμό, χωρι ζόταν στη μέση από τη Χαραμάδα. Η Χαραμάδα ήταν μια σχισμή σε σιδερένια λουρίδα, που διέσχιζε κατά μήκος την οδό Αγοράς, κι από τη Χαραμάδα έβγαινε γουργουρίζοντας το αδιάκοπο, ατέλειωτο καλώδιο, που το πρόσδεναν στα τραμ, για να τα τραβάει πάνω ή να τα κατεβάζει. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν δυο σχισμές, αλλά στην απλο ποιημένη γραμματική της Δύσης κέρδιζαν χρόνο ονομάζο ντάς τες, μαζί με πολύ περισσότερα απ' όσα σήμαιναν, η Χαραμάδα. Στα βόρεια της Χαραμάδας, ήταν τα θέατρα, τα ξενοδοχεία και το εμπορικό κέντρο, οι τράπεζες και τα γραφεία των σοβαρών, ευυπόληπτων επιχειρήσεων. Στα νότια της Χαραμάδας, ήταν τα εργοστάσια, οι φτωχογει τονιές, τα πλυντήρια, τα μηχανουργεία, τα καζανάδικα κι οι εργατικές κατοικίες. Έτσι, η Χαραμάδα ήταν μια μεταφορική έκφραση που δήλωνε τον ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας και κανένας δεν την περνούσε, προς τη μία και την άλλη κατεύθυνση, με τόση επιτυχία όσο ο Φρέντι Ντράμοντ. Ο Ντράμοντ α πέκτησε τη συνήθεια να ζει και στους δύο κόσμους και ζού σε πάρα πολύ καλά και στους δύο. Ο Φρέντι Ντράμοντ ή ταν καθηγητής στη Σχολή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστη μίου της Καλιφόρνιας και μ' αυτή την ιδιότητα του καθη γητή κοινωνιολογίας ήταν που πέρασε για πρώτη φορά τη Χαραμάδα, έζησε έξι μήνες στο μεγάλο εργατικό γκέτο κι έγραψε το βιβλίο Ο ανειδίκευτος εργάτης, που χαιρετίστη κε παντού σαν αριστοτεχνική συνεισφορά στη φιλολογία της προόδου κι έξοχη απάντηση στη φιλολογία της δυσα ρέσκειας. Από πολιτική και οικονομολογική άποψη, το βι βλίο ήταν ό,τι το πιο ορθόδοξο. Οι πρόεδροι μεγάλων σι δηροδρομικών δικτύων αγόρασαν ολόκληρες εκδόσεις για — 59 —
να το δώσουν στο προσωπικό τους. Μόνο ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων μοίρασε πενήντα χιλιάδες αντίτυπα. Από μιαν άποψη, ήταν σχεδόν εξίσου ανήθικο όσο το πασίγνω στο και διαβόητο Μήνυμα στον Γκαρσία1, ενώ, με το νοση ρό του κήρυγμα για την αρετή της οικονομίας και της ολι γάρκειας, ερχόταν μετά το Η κυρία Ουΐγκς του Λαχανόκη που2 με διαφορά στήθους. Στην αρχή, ο Φρέντι Ντράμοντ το έβρισκε φοβερά δύ σκολο να συγχρωτιστεί με τους εργαζόμενους. Δεν ήταν ε ξοικειωμένος με τα φυσικά τους, ούτε εκείνοι βέβαια με τα δικά του. Τον έβλεπαν με καχυποψία. Δεν ήξεραν το πα ρελθόν του. Δεν είχε να πει για προηγούμενες δουλειές του. Τα χέρια του ήταν μαλακά. Η ασυνήθιστη ευγένειά του τρόμαζε. Η πρώτη του ιδέα για το ρόλο που θα υπο δυόταν ήταν να παραστήσει τον ελεύθερο κι ανεξάρτητο Αμερικάνο, που θέλει να δουλέψει με τα χέρια του και δε χρειάζεται να εξηγήσει το γιατί. Αλλά γρήγορα κατάλαβε πως αυτό δεν κολλούσε. Στην αρχή τον δέχτηκαν, για πολύ λίγο, σαν ψώνιο. Λίγο αργότερα, καθώς μάθαινε να προ σαρμόζεται καλύτερα, κατέληξε ασυναίσθητα στο ρόλο που του πήγαινε. Ήταν, δηλαδή, άνθρωπος που είχε γνω ρίσει καλύτερες μέρες, πάρα πολύ καλύτερες, αλλά ατύχη σε στη ζωή του, προσωρινά οπωσδήποτε. Έμαθε πολλά και γενίκευε πολύ, πολλές φορές λαθεμέ να. Όλα τα σχετικά τα βρίσκει κανείς στις σελίδες του Ανει δίκευτου εργάτη. Έσωζε, όμως, τα προσχήματα με το φρό νιμο, συντηρητικό τρόπο των ομοίων του, με το να χαρα κτηρίζει τις γενικεύσεις του σαν «δοκιμαστικές». 1. A message to Garcia, δοκίμιο του Elbert Hubbard, με κήρυγμα την ανάγκη να γίνεται πρώτα η δουλειά κι ύστερα να συζητιούνται ο σκοπός κι οι συνθήκες της - π ο υ δεν είναι απαραίτητο. 2. Mrs. Wiggs of the Cabbage Patch, λαϊκό αισθηματικό ρομάντζο της Alice Caldwell Hegan, με ηρωίδα την κ. Ουΐγκς, φτωχή αλλά οικο νόμα χήρα.
Μια από τις πρώτες του εμπειρίες ήταν η δουλειά στο ονομαστό Κονσερβοποιείο Ουΐλμοξ, όπου δούλεψε με το κομμάτι φτιάχνοντας κουτιά συσκευασίας. Ένα εργοστά σιο κυτιοποιίας προμήθευε τα κομμάτια κι ο Φρέντι Ντρά μοντ δεν είχε παρά να τα συναρμολογεί και να τα καρφώ νει μ' ένα σφυράκι. Δεν ήταν ειδικευμένη δουλειά, αλλά ήταν με το κομμά τι. Ο μέσος εργάτης στο κονσερβοποιείο έβγαζε ενάμισι δολάριο την ημέρα. Ο Φρέντι Ντράμοντ είδε τους άλλους που έκαναν την ίδια δουλειά μ' αυτόν να κουτσοδουλεύουν και να βγάζουν ένα δολάριο κι εβδομήντα πέντε σεντς την ημέρα. Την τρίτη μέρα, ήταν σε θέση να βγάζει κι εκεί νος τόσα. Αλλά είχε φιλοδοξίες. Η έγνοια του δεν ήταν να τα κουτσοβολεύει απλώς. Κι έτσι, καθώς ήταν κι ασυνήθι στα καπάτσος και γερός, την τέταρτη μέρα έβγαλε δύο δο λάρια. Την επομένη, όπως είχε πάρει φόρα για δουλειά με εξαντλητικό ρυθμό, έβγαλε δυόμισι δολάρια. Οι συνάδελ φοι του τον φιλοδώρησαν με κατσουφιάσματα κι άγριες ματιές κι έκαναν σχόλια όλο μάγκικο πνεύμα, που δεν τα καταλάβαινε. Τον είπαν γλείφτη που την πέφτει τ' αφεντι κού, πως πάει για μπροστάρης και πως κρατάει πισινή για τα ζόρικα. Απόρησε με την αδιαφορία τους για τη δουλειά με το κομμάτι, έβγαλε γενικευμένα συμπεράσματα για έμ φυτη οκνηρία του ανειδίκευτου εργάτη και την επομένη έ φτιαξε κουτιά για τρία δολάρια. Κι εκείνο το βράδυ, καθώς έβγαινε από το εργοστάσιο, τον περικύκλωσαν οι συνάδελφοι του, πολύ θυμωμένοι, και τον άρχισαν στην ανάκριση, σε ακαταλαβίστικη αργκό. Του ήταν αδύνατο να καταλάβει το κίνητρο αυτής τους της ενέργειας. Η ίδια η ενέργειά τους πάντως ήταν πολύ ενερ γητική. Όταν τους είπε πως αρνείται να χαλαρώσει το ρυθμό του κι άρχισε τα σαλιαρίσματα περί ελευθερίας της συμβάσεως, περί ανεξάρτητου αμερικανισμού και περί α ξιοπρέπειας της εργασίας, εκείνοι βάλθηκαν να χαλάσουν τη βηματοδοτική του ικανότητα. Έπεσε άγριο ξύλο, γιατί ο
— 60 —
— 61 —
Ντράμοντ ήταν μεγαλόσωμος άντρας κι αθλητής, αλλά τε λικά το πλήθος πήδηξε πάνω στα πλευρά του, κλότσησε τη μούρη του και ποδοπάτησε τα δάχτυλά του, κι έτσι, μόνο αφού έμεινε μια βδομάδα στο κρεβάτι μπόρεσε να σηκωθεί και να ψάξει γι' άλλη δουλειά. Όλα αυτά τα εξιστορεί με τον κατάλληλο τρόπο σ' εκείνο το πρώτο του βιβλίο, στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Η τυραννία της εργατιάς». Λίγο αργότερα, σ' ένα άλλο τμήμα του Κονσερβοποιεί ου Ουΐλμοξ, όπου μοίραζε φρούτα στις γυναίκες, δοκίμα σε να κουβαλάει δυο τελάρα την κάθε φορά. Αμέσως τον κατσάδιασαν οι συνάδελφοι του. Ήταν καταφάνερη φυγοπονία. Αλλά, στο τέλος, το πήρε απόφαση ότι βρισκόταν ε κεί για να παρατηρεί κι όχι για ν' αλλάξει τις συνθήκες. Κουβαλούσε λοιπόν ένα-ένα τα τελάρα, και τόσο καλά με λέτησε την τέχνη της κοπάνας, ώστε έγραψε ένα ειδικό κε φάλαιο, αφιερώνοντας κάμποσες από τις τελευταίες πα ραγράφους σε «δοκιμαστικές» γενικεύσεις. Σ' αυτούς τους έξι μήνες έκανε πολλές δουλειές κι εξε λίχθηκε σε πολύ καλή απομίμηση αυθεντικού εργάτη. Ήταν από φυσικού του γλωσσολόγος, κρατούσε σημειώσεις και μελετούσε επιστημονικά την εργατική αργκό, μέχρι που έ φτασε να τη μιλάει και να τον καταλαβαίνουν. Η γλώσσα αυτή του επέτρεψε να παρακολουθεί με μεγαλύτερη εξοι κείωση τις διανοητικές τους διεργασίες και να συγκεντρώ νει μ' αυτό τον τρόπο πολλά στοιχεία για ένα κεφάλαιο που σκόπευε να συμπεριλάβει σε κάποιο μελλοντικό του βιβλίο και λογάριαζε να το τιτλοφορήσει Σύνθεση της ψυχολογίας της εργατικής τάξης. Προτού ξαναβγεί στην επιφάνεια μετά την πρώτη του εκείνη κατάδυση στον υπόκοσμο, ανακάλυψε πως ήταν καλός ηθοποιός κι έδειξε πόσο εύπλαστη ήταν η φύση του. Έμεινε κατάπληκτος κι ο ίδιος από τη ρευστότητα του. Από τη στιγμή που έμαθε τη γλώσσα και ξεπέρασε τους πολλούς σχολαστικούς ενδοιασμούς του, διαπίστωσε πως μπορούσε να τρυπώνει σ' οποιαδήποτε περιοχή της ζωής
των εργατών και να προσαρμόζεται με τόση άνεση, ώστε να νιώθει σαν στο σπίτι του. Όπως έλεγε στον πρόλογο του βιβλίου του Ο δουλευτής, προσπάθησε να γνωρίσει πραγματικά τον εργατόκοσμο, κι ο μόνος δυνατός τρόπος για να το πετύχει ήταν να δουλέψει μαζί με τους εργάτες, να τρώει το ίδιο φαΐ, να κοιμάται στα ίδια κρεβάτια, να διασκεδάζει με τις διασκεδάσεις τους, να σκέφτεται με τις σκέψεις τους και να αισθάνεται με τα αισθήματά τους. Δεν ήταν βαθυστόχαστος άνθρωπος. Δεν πίστευε σε νέ ες θεωρίες. Όλες οι νόρμες και τα κριτήρια του ήταν συμ βατικά. Το διδακτορικό του, με θέμα τη Γαλλική Επανά σταση, ξεχώρισε στα κολεγιακά χρονικά, όχι μόνο για την επίπονη κι ογκώδη τεκμηρίωση, αλλά και γιατί ήταν η πιο στεγνή, άνευρη, τυποκρατική, ορθόδοξη λογοδιάρροια πά νω σ' αυτό το θέμα. Ήταν πολύ μετρημένος άνθρωπος κι οι φυσικές του αναστολές ήταν μεγάλες σε ποσότητα κι α τσαλένιες σε ποιότητα. Είχε λιγοστούς φίλους. Ήταν υπερ βολικά συγκρατημένος, πάρα πολύ ψυχρός. Δεν είχε βίτσια ούτε διέκρινε ποτέ κανείς σ' αυτόν πειρασμούς όποιου εί δους. Αποστρεφόταν το κάπνισμα, απεχθανόταν την μπί ρα και ποτέ δεν τον είδε κανείς να πίνει σε τραπέζι τίποτα πιο δυνατό από ένα ποτηράκι ελαφρό κρασί. Όταν μπήκε πρωτοετής στο πανεπιστήμιο, οι θερμόαι μοι συμφοιτητές του τον βάφτισαν «ο Παγωνιέρας». Στο σύλλογο των καθηγητών ήταν γνωστός σαν «ο Καταψύ κτης». Ο μόνος του καημός, όμως, ήταν το «Φρέντι». Απέ κτησε το υποκοριστικό τότε που έπαιζε μπακ στην ενδεκά δα του πανεπιστημίου κι η τυπικότατη ψυχή του δεν μπό ρεσε ποτέ να το κάνει να ξεχαστεί. Θα έμενε για πάντα ο «Φρέντι», έξω από επίσημες περιστάσεις, κι ήταν εφιαλτι κό γι' αυτόν να οραματίζεται ένα μέλλον όπου ο κόσμος θα μιλούσε για το «γερο-Φρέντι». Ήταν πολύ νέος για διδάκτορας κοινωνιολογίας, μό λις είκοσι εφτά χρόνων, κι έδειχνε ακόμα πιο νέος. Σε εμ φάνιση κι αέρα ήταν ένας γεροδεμένος κολεγιοπαίδαρος,
— 62 —
— 63 —
με άτριχο πρόσωπο κι άνετους τρόπους, καθαρός κι α πλός, όλος υγεία, με γνωστές επιδόσεις έξοχου αθλητή κι αυτονόητη καλλιέργεια, ψυχρή και χαλιναγωγημένη. Ποτέ δεν κουβέντιαζε για θέματα δουλειάς έξω από την τάξη και την αίθουσα των καθηγητών. Αργότερα μόνο το έκανε, τό τε που τα βιβλία του τον έλουσαν με ενοχλητική δημοσιό τητα, οπότε υποχώρησε μέχρι που έκανε κατά καιρούς δια λέξεις σε κάποιους λογοτεχνικούς και οικονομολογικούς συλλόγους. Έκανε τα πάντα σωστά - υπερβολικά σωστά. Τόσο στο ντύσιμο όσο και στους τρόπους ήταν αναπόφευκτα άψο γος. Όχι πως ήταν κομψευόμενος. Κάθε άλλο. Ήταν κολεγιάνθρωπος, πανομοιότυπος σ' εμφάνιση και φέρσιμο μ' αυτούς που παράγουν με τόση αφθονία τα τελευταία χρό νια τα ανώτατα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα. Η χειραψία του ήταν ικανοποιητικά σφιχτή και άκαμπτη. Τα γαλανά του μάτια είχαν ψυχρή γαλανάδα και πειστική ειλικρίνεια. Η φωνή του, σταθερή κι αρρενωπή, με καθαρή, κοφτή άρ θρωση, ακουγόταν ευχάριστα. Μ' άλλα λόγια, το μόνο μει ονέκτημα του Φρέντι Ντράμοντ ήταν οι αναστολές του. Ποτέ του δεν αφηνόταν. Τότε που έπαιζε ποδόσφαιρο, όσο μεγαλύτερη ήταν η ένταση του παιχνιδιού, τόσο ψυχραιμότερος γινόταν. Διακρινόταν και στο μποξ, αλλά τον θεω ρούσαν ρομπότ, με την ψυχρή ακρίβεια μηχανής που κρί νει την απόσταση και ορίζει πότε θα χτυπήσει, πότε θα φυλαχτεί, πότε θα μπλοκάρει και πότε θα τρενάρει. Σπά νια δεχόταν, αλλά και σπάνια έδινε άγρια χτυπήματα. Είχε πολλή εξυπνάδα και πολύ αυτοέλεγχο και δεν επέτρεπε στον εαυτό του να βάλει σε μια γροθιά του ένα κιλό βάρος παραπάνω απ' όσο σκόπευε. Το μποξ ήταν γι' αυτόν άσκη ση. Τον κρατούσε σε φόρμα. Καθώς περνούσε ο καιρός, ο Φρέντι Ντράμοντ όλο και πιο συχνά διάβαινε τη Χαραμάδα και χανόταν στα νότια της οδού Αγοράς. Εκεί περνούσε τις καλοκαιρινές και τις χειμωνιάτικες διακοπές του και, είτε έμενε μια βδομάδα εί-
τε ένα σαββατοκύριακο, έβρισκε τον καιρό που περνούσε εκεί πολύτιμο κι απολαυστικό. Κι είχε τόσο υλικό να μα ζέψει! Το τρίτο του βιβλίο, το Μάζα κι αφέντης, έγινε εγ χειρίδιο στα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Και, σχεδόν χω ρίς να το καταλάβει, δούλευε ήδη το τέταρτό του, με τον τίτλο Η πλάνη του μη αποδοτικού εργάτη. Κάπου στην ιδιοσυστασία του υπήρχε ένα παράξενο στράβωμα, ένα λόξεμα. Μπορεί, στο βάθος, να τον απωθού σε το περιβάλλον κι η αγωγή του ή κι ο σκληρός σπόρος των προγόνων του που, γενιές ολόκληρες, ήταν άνθρωποι του βιβλίου. Όπως κι αν έχει το πράγμα, το έβρισκε απολαυστι κό να περνάει τον καιρό του με τον κόσμο της εργατιάς. Στο δικό του κόσμο ήταν πάντα «ο Καταψύκτης», ενώ εκεί κάτω γινόταν ο «Μπιλάρας» ο Τοτς, που έπινε και κάπνιζε και μιλούσε μάγκικα και πιανόταν στα χέρια κι ήταν η συμπά θεια ολωνών. Όλοι αγαπούσαν τον Μπιλ και πολλές ήταν οι εργαζόμενες κοπέλες που τον γλυκοκοίταζαν. Στην αρχή, ήταν απλώς καλός ηθοποιός, αλλά με τον καιρό η εξομοίω ση του έγινε δεύτερη φύση. Δεν έπαιζε πια θέατρο και του ά ρεσαν στ' αλήθεια τα λουκάνικα, λουκάνικα και μπέικον, αυτά που στο άλλο του περιβάλλον ήταν ό,τι το πιο αηδια στικό από άποψη διατροφής. Από εκεί που έκανε ό,τι έκανε από ανάγκη, έφτασε τώ ρα να το κάνει από γούστο. Έπιανε τον εαυτό του να λυπάται όταν πλησίαζε ο καιρός που έπρεπε να γυρίσει στην αίθουσα διδασκαλίας και στις αναστολές του. Και συχνά έπιανε τον εαυτό του να περιμένει με ανυπομονησία τον ονειρεμένο καιρό που θα περνούσε όταν θα διάβαινε τη Χαραμάδα και θα ξαμολιόταν και θα χαλούσε τον κό σμο. Δεν ήταν κακός, αλλά σαν «Μπιλάρας» Τοτς έκανε χίλια δυο πράγματα που ο Φρέντι Ντράμοντ δε θα επέτρε πε ποτέ στον εαυτό του. Κι άλλωστε, ο Φρέντι Ντράμοντ δε θα ήθελε ποτέ του να τα κάνει. Αυτό ήταν η πιο παράξε νη πλευρά της ανακάλυψής του. Ο Φρέντι Ντράμοντ κι ο Μπιλ Τοτς ήταν δύο εντελώς διαφορετικά πλάσματα. Οι ε-
— 64 —
— 65 —
πιθυμίες και τα γούστα κι οι παρορμήσεις του καθενός τους έρχονταν σε αντίθεση με του άλλου. Ο Μπιλ Τοτς μπορούσε να ψευτοδουλεύει και να έχει ήσυχη τη συνείδη σή του, ενώ ο Φρέντι Ντράμοντ καταδίκαζε τη φυγοπονία σαν αισχρή, εγκληματική κι αντιαμερικανική κι αφιέρωνε κεφάλαια ολόκληρα στο καυτηρίασμα αυτού του ελαττώ ματος. Ο Φρέντι Ντράμοντ δε νοιαζόταν για το χορό, ενώ ο Μπιλ Τοτς δεν έχανε ποτέ τις βραδιές στα διάφορα χο ρευτικά κέντρα, όπως το «Μανόλια», το «Δυτικό Αστέρι» ή το «Ελίτ». Κέρδισε μάλιστα κι ένα κύπελλο από ατόφιο ασήμι, μισό μέτρο μπόι, σαν ο πιο ανθεκτικός χορευτής στο μεγάλο ετήσιο χορό μεταμφιεσμένων του Σωματείου Κρεοπωλών και Εργατών Κρέατος. Και του Μπιλ Τοτς του άρεσαν τα κορίτσια κι άρεσε στα κορίτσια, ενώ ο Φρέ ντι Ντράμοντ χαιρόταν να κάνει τον ασκητή σ' αυτό τον τομέα, δεν έκρυβε την αντίθεσή του στα ίσα πολιτικά δι καιώματα των γυναικών και καταδίκαζε από μέσα του με κυνική σκληρότητα τη μικτή εκπαίδευση. Ο Φρέντι Ντράμοντ άλλαζε τους τρόπους του με την αλλαγή των ρούχων του χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Σαν έμπαινε στο σκοτεινό καμαράκι που χρησιμοποιούσε για τη μεταμόρφωσή του, στεκόταν κάπως υπερβολικά ντού ρος. Παραήταν στητός, οι ώμοι του παραήταν τραβηγμέ νοι πίσω, ενώ το πρόσωπό του ήταν σοβαρό, σχεδόν τραχύ και ουσιαστικά ανέκφραστο. Όταν έβγαινε, όμως, με τα ρούχα του Μπιλ Τοτς, γινόταν άλλος άνθρωπος. Ο Μπιλ Τοτς δεν περπατούσε μάγκικα, αλλά το όλο του σουλούπι χαλάρωνε κατά κάποιον τρόπο και γινόταν χαριτωμένος. Ως κι ο ήχος της φωνής του άλλαζε και το γέλιο του ήταν ηχηρό κι ανοιχτόκαρδο, ενώ η ανέμελη κουβέντα και κάνα βρομόλογο πότε-πότε ήταν κάτι το φυσικό στα χείλη του. Κι ακόμα, ο Μπιλ Τοτς ήταν κομμάτι επιρρεπής στο ξενύ χτι κι ήταν φορές που στα μπαρ έπιανε τον καβγά με άλ λους εργάτες, αν και χωρίς κακία. Κι ακόμα, στα κυριακά τικα πικνίκ ή όταν γυρνούσε σπίτι από μια παράσταση, το
ένα ή το άλλο του χέρι πρόδινε ασκημένη άνεση στο να περ νάει στα μουλωχτά γύρω στη μέση της κοπέλας που συνό δευε κι ήταν όλο πνεύμα και γοητεία στην ερωτοκουβέντα, όπως θα περίμενε κανείς από ένα παιδί τζιμάνι της τάξης του. Τόσο ολοκληρωτικά ο εαυτός του γινόταν ο Μπιλ Τοτς, τόσο ολοκληρωτικά εργάτης, γνήσιο γέννημα-θρέμμα του Νότου της Χαραμάδας, που είχε την ταξική συνείδηση του μέσου εργάτη, ενώ στο μίσος για τους απεργοσπάστες ξε περνούσε και το μέσο πιστό συνδικαλιστή. Στη διάρκεια της απεργίας των λιμενεργατών, ο Φρέντι Ντράμοντ μπό ρεσε κατά κάποιον τρόπο να σταθεί έξω απ' αυτό το μονα δικό συνδυασμό προσωπικοτήτων και με ψυχρή κριτική ματιά να παρακολουθήσει τον Μπιλ Τοτς την ώρα που ό λος μανία έσπαζε στο ξύλο απεργοσπάστες λιμενεργάτες. Γιατί ο Μπιλ Τοτς ήταν μέλος και πλήρωνε συνδρομή στο Σωματείο Λιμενεργατών κι επομένως είχε το δικαίωμα ν' αγανακτεί με τους σφετεριστές της δουλειάς του. Ο «Μπιλάρας» ο Τοτς ήταν τόσο πολύ μεγαλόσωμος και τόσο πο λύ ικανός, που πάντα εκείνος θα έμπαινε μπροστά κάθε φορά που προμηνύονταν φασαρίες. Από εκεί που υποδυό ταν τον οργισμένο, ο Φρέντι Ντράμοντ, στο ρόλο του άλ λου του εαυτού, κατέληγε να νιώθει αληθινή οργή, και μό νο όταν ξαναβρισκόταν στην κλασική ατμόσφαιρα του πα νεπιστημίου ήταν σε θέση να γενικεύει, νηφάλια και συντη ρητικά, τις εμπειρίες του από τον υπόκοσμο και να τις βάζει στο χαρτί, όπως θα έκανε ο κάθε εξασκημένος κοι νωνιολόγος. Το ότι ο Μπιλ Τοτς δεν είχε προοπτική να αρ θεί πάνω από την ταξική του συνείδηση, ο Φρέντι Ντράμο ντ το έβλεπε καθαρά. Αλλά ο Μπιλ Τοτς δεν μπορούσε να το δει. Σαν έβλεπε έναν απεργοσπάστη να του παίρνει τη δουλειά του, γινόταν αμέσως ταύρος μπρος σε κόκκινο πανί και δεν έβλεπε τίποτε άλλο. Ο Φρέντι Ντράμοντ, με το άψογο ντύσιμο και τους άψογους τρόπους, καθισμένος στο γραφείο του ή στην τάξη του στη Σχολή Κοινωνιολο-
— 66 —
— 67 —
γίας, ήταν εκείνος που έβλεπε τον Μπιλ Τοτς και τα πάντα γύρω από τον Μπιλ Τοτς καθώς και γύρω από το όλο πρό βλημα των απεργοσπαστών και των συνδικάτων και τη σχέση του με την οικονομική ευεξία των Ηνωμένων Πολι τειών στον αγώνα τους για την παγκόσμια αγορά. Ο Μπιλ Τοτς, αντίθετα, δεν ήταν σε θέση να δει πέρα από το επόμε νο γεύμα του και τον αγώνα πυγμαχίας που θα γινόταν το επόμενο βράδυ στον Αθλητικό Όμιλο «Χαρά». Ο Φρέντι συγκέντρωνε υλικό για το βιβλίο του Γυναί κες και εργασία, όταν δέχτηκε την πρώτη προειδοποίηση για τον κίνδυνο που διέτρεχε. Παραείχε επιτυχία στο να ζει σε δύο κόσμους. Το παράξενο αυτό δισυπόστατο που είχε δημιουργήσει ήταν, όπως και να το κάνει κανείς, πολύ πρόσκαιρο και, καθώς καθόταν στο γραφείο του και δια λογιζόταν, το έβλεπε πως δε θα μπορούσε να διαρκέσει πο λύ ακόμα. Βρισκόταν πράγματι σ' ένα μεταβατικό στάδιο, κι αν επέμενε, ήταν φανερό πως θα υποχρεωνόταν αναπό φευκτα να παρατήσει τον ένα από τους δυο του κόσμους. Δε θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει και στους δυο. Και κα θώς κοίταζε τη σειρά των τόμων που κοσμούσαν το πάνω ράφι της περιστροφικής βιβλιοθήκης του, τους δικούς του τόμους, αρχίζοντας από το διδακτορικό του και τελειώνο ντας με το Γυναίκες και εργασία, αποφάσισε πως αυτός ή ταν ο δικός του κόσμος και σ' αυτόν θα έμενε προσκολλη μένος. Ο Μπιλ Τοτς είχε εκπληρώσει τον προορισμό του, αλλά τώρα πια είχε γίνει πολύ επικίνδυνος συνένοχος. Ο Μπιλ Τοτς έπρεπε να πάψει να υπάρχει. Ο τρόμος που ένιωθε ο Φρέντι Ντράμοντ οφειλόταν πραγματικά στη Μαίρη Κόντον, πρόεδρο του Διεθνούς Σωματείου Εργατών Χειροκτιοποιίας αριθ. 974. Την είχε πρωτοδεί από το υπερώο των προσκεκλημένων στην ετή σια συνέλευση της Βορειοδυτικής Ομοσπονδίας Εργατών και την είχε δει με τα μάτια του Μπιλ Τοτς, που τον είχε πολύ εντυπωσιάσει αυτή η γυναίκα. Δεν ήταν καθόλου ο τύπος του Φρέντι Ντράμοντ. Τι κι αν ήταν γυναίκα με θεϊ-
κό κορμί, γεμάτη χάρη και νεύρο, σαν πάνθηρας, με κατα πληκτικά μαύρα μάτια που πετούσαν φλόγες ή γελούσαν, κατά που υπαγόρευε η διάθεση της στιγμής; Απεχθανόταν τις γυναίκες με την πολύ ξέχειλη ζωντάνια και την έλλει ψη... αυτοσυγκράτησης, τέλος πάντων. Ο Φρέντι Ντρά μοντ δεχόταν τη θεωρία της εξέλιξης, γιατί ήταν καθολικά αποδεκτή στον κολεγιακό αντρόκοσμο και πίστευε ακρά δαντα πως ο άνθρωπος είχε ανέβει τη σκάλα της ζωής βγαίνοντας από τον αναδευόμενο βόρβορο ενός κυκεώνα κατώτερων τερατόμορφων όντων. Όμως, σαν να ντρεπό ταν κάπως γι' αυτή τη γενεαλογία και προτιμούσε να μην τη σκέφτεται. Αυτός ήταν προφανώς ο λόγος που ασκούσε τη σιδερένια του αυτοσυγκράτηση, που την κήρυττε και στους άλλους, και προτιμούσε τις γυναίκες του δικού του τύπου, που ήταν σε θέση ν' αποτινάξουν το ζυγό αυτής της κτηνώδους, λυπηρής γενεαλογικής γραμμής και με πειθαρ χία κι αυτοέλεγχο να τονίσουν το εύρος του χάσματος που τις χώριζε απ' αυτό που υπήρξαν οι μακρινές τους προγόνισσες. Ο Μπιλ Τοτς δεν έκανε καθόλου τέτοιες σκέψεις. Η Μαίρη Κόντον του άρεσε από τη στιγμή που την πήρε το μάτι του στην αίθουσα της συνέλευσης και το έβαλε στόχο, αμέσως κι επιτόπου, να μάθει ποια ήταν. Την ξαναείδε ε ντελώς τυχαία τότε που οδηγούσε ένα καρότσι του Πατ Μόρισεϊ. Ήταν σε μια πανσιόν στην οδό Ιεραποστολής, ό που τον είχαν φωνάξει να πάρει ένα μπαούλο να το πάει σε μιαν αποθήκη. Η κόρη της νοικοκυράς τον είχε καλέσει και τον οδήγησε σε μια μικρή κρεβατοκάμαρα. Η γυναίκα που την είχε νοικιάσει, εργάτρια σ' εργαστήριο γαντιών, μόλις είχε μεταφερθεί σε νοσοκομείο. Ο Μπιλ δεν το ήξε ρε. Έσκυψε, έστησε όρθιο το μπαούλο, που ήταν μεγάλο, το πήρε στον ώμο του και στήθηκε στα πόδια του με την πλάτη προς την ανοιχτή πόρτα. Εκείνη τη στιγμή άκουσε μια γυναικεία φωνή. «Είσαι του σωματείου;» τον ρώτησε.
— 68 —
— 69 —
«Ε, και τι σε νοιάζει εσένα;» αντερώτησε εκείνος. «Ά ντε, φεύγα τώρα από τη μέση. Θέλω να γυρίσω.» Δεν πρόλαβε ν' αποτελειώσει την κουβέντα και, παρ' ό λη του την κορμάρα, ένα σπρώξιμο τον γύρισε μισή βόλτα και παραπάτησε προς τα πίσω, κάτω από το βάρος του φορτίου του, μέχρι που το μπαούλο βρόντηξε πάνω στον τοίχο. Άρχισε τις βλαστήμιες, αλλά την ίδια στιγμή είδε να τον κοιτάνε, φλογισμένα από θυμό, τα μάτια της Μαίρης Κόντον. «Και βέβαια είμαι του σωματείου», της είπε. «Σε πείρα ζα.» «Πού είν' η ταυτότητά σου;» ρώτησε εκείνη, αμάλαχτη. «Στην τσέπη μου. Δεν μπορώ να σ' τη δείξω τώρα. Τού το το μπαούλο παραείναι βαρύ του κερατά. Έλα κάτω στο καρότσι και θα σ' τη δείξω.» «Άσε κάτω το μπαούλο», τον πρόσταξε. «Γιατί; Αφού έχω ταυτότητα, σου λέω.» «Άσ' το κάτω, είπα. Δεν έχω δουλειές γι' ανοργάνω τους κοπρίτες. Θα 'πρεπε να ντρέπεσαι, ρε δειλό ανθρω πάκι, να κλέβεις τη δουλειά τίμιων ανθρώπων. Γιατί δε γράφεσαι στο σωματείο, να 'σαι άντρας;» Η Μαίρη Κό ντον είχε χάσει το χρώμα της. Ήταν φανερό πως έβραζε α πό το θυμό της. «Να βλέπω έναν άντρακλα σαν κι εσένα να προδίνει την τάξη του! Θα μου τρώγεσαι κιόλας να πας στην πολιτοφυλακή, να 'χεις την ευκαιρία να σκοτώνεις ο δηγούς του σωματείου στην ερχόμενη απεργία, έτσι; Τέ τοιος είσαι...» «Α, για σταμάτα, κυρά μου, σαν πολλά λες!» Ο Μπιλ βρόντηξε το μπαούλο στο πάτωμα, στυλώθηκε κι έχωσε το χέρι του στη μέσα τσέπη του σακακιού του. «Σου το 'πα πως αστειευόμουνα. Ορίστε η ταυτότητα.» Ήταν ταυτότητα σωματείου, κανονική. «Εντάξει, πάρ' το», είπε η Μαίρη Κόντον. «Κι άλλη φορά να λείπουν τ' αστεία.» Το πρόσωπό της χαλάρωσε καθώς έβλεπε με πόση ευκο-
λία πήρε το μεγάλο μπαούλο στον ώμο του και τα μάτια της γυάλισαν καθώς επιθεωρούσε το χυτό όγκο του άντρα. Αλλά ο Μπιλ δεν το είδε αυτό. Ήταν πολύ απασχολημένος με το μπαούλο. Στην απεργία των πλυντηρίων ήταν που ξαναείδε τη Μαίρη Κόντον. Οι εργάτες κι οι εργάτριες πλυντηρίων, που μόλις είχαν οργανωθεί πρόσφατα, ήταν άπραγοι σ' αυτές τις δουλειές κι είχαν ζητήσει επίσημα από τη Μαίρη Κόντον να οργανώσει την απεργία τους. Ο Φρέντι Ντράμοντ είχε μυριστεί τι θα γινόταν κι είχε στείλει τον Μπιλ Τοτς να γραφτεί στο σωματείο και να κάνει μιαν έρευνα. Η δουλειά του Μπιλ ήταν στο τμήμα της πλύσης κι εκείνο το πρωί οι άντρες είχαν κληθεί να βγουν έξω πρώτοι, για να δώσουν κουράγιο στις γυναίκες. Κι ο Μπιλ έτυχε να βρί σκεται κοντά στην πόρτα του στυφτηρίου τη στιγμή που πήγαινε να μπει η Μαίρη Κόντον. Ο προϊστάμενος, που ή ταν μεγαλόσωμος και γεροδεμένος, της έφραξε το δρόμο. Δε θ' άφηνε να βγάλουν έξω τις κοπέλες του και θα της μά θαινε αυτηνής εδώ να κοιτάει τη δουλειά της. Όταν η Μαί ρη προσπάθησε να περάσει ζουληχτά, την έσπρωξε πίσω πιάνοντάς την από τον ώμο με την παχιά του χερούκλα. Εκείνη κοίταξε γύρω κι είδε τον Μπιλ. «Α, κύριε Τοτς», φώναξε. «Για δώστε ένα χεράκι. Θέλω να μπω μέσα.» Ο Μπιλ ξαφνιάστηκε με την ευχάριστη έκπληξη. Ώστε θυμόταν το όνομά του από την ταυτότητα του σωματείου. Στο λεπτό ο προϊστάμενος παραμερίστηκε από το άνοιγμα της πόρτας, παραμιλώντας για έννομα δικαιώματα και τέ τοια, ενώ οι κοπέλες παρατούσαν τις μηχανές τους. Στο υπόλοιπο διάστημα της σύντομης αυτής και πετυχημένης απεργίας, ο Μπιλ αυτοδιορίστηκε υπασπιστής κι αγγελια φόρος της Μαίρης Κόντον. Κι όταν τέλειωσε η απεργία, γύρισε στο πανεπιστήμιο για να ξαναγίνει ο Φρέντι Ντράμοντ και ν' αναρωτιέται τι έβρισκε ο Μπιλ Τοτς σε μια τέ τοια γυναίκα.
— 70 —
— 71 —
Ο Φρέντι Ντράμοντ ήταν απόλυτα ασφαλής, αλλά ο Μπιλ Τοτς είχε ερωτευθεί. Δεν μπορούσε να μην το παρα δεχτεί κι αυτό ήταν που στάθηκε προειδοποίηση για τον Φρέντι Ντράμοντ. Ωραία λοιπόν, είχε κάνει τη δουλειά του κι οι περιπέτειές του μπορούσαν να λήξουν. Δεν είχε ανάγκη να ξαναδιαβεί τη Χαραμάδα. Δεν απόμεναν παρά τα τελευταία τρία κεφάλαια του νέου του βιβλίου Τακτική και στρατηγική της εργατικής τάξης, κι είχε συγκεντρώσει όσο υλικό του χρειαζόταν γι' αυτά τα τρία κεφάλαια. Ένα άλλο συμπέρασμα όπου είχε καταλήξει ήταν ότι, για να σιγουρευτεί απόλυτα σαν Φρέντι Ντράμοντ, έπρεπε να συνάψει στενότερους δεσμούς και σχέσεις μέσα στη δι κή του κάστα. Έτσι κι αλλιώς, καιρός ήταν να παντρευτεί, κι ήξερε πολύ καλά πως, αν ο Φρέντι Ντράμοντ δεν πα ντρευόταν, ο Μπιλ Τοτς θα παντρευόταν οπωσδήποτε κι οι περιπλοκές που θα προέκυπταν ήταν πολύ φοβερές και να τις σκέφτεται ακόμα. Κι έτσι, μπαίνει στη σκηνή η Κάθριν Βαν Βορστ. Ήταν κι εκείνη του κολεγιόκοσμου κι ο πατέρας της, το μόνο πλούσιο μέλος του διδακτικού προ σωπικού, ήταν κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής. Ο γάμος αυτός θα ήταν πράξη συνετή από κάθε άποψη, έκρι νε ο Φρέντι Ντράμοντ, όταν συμφωνήθηκε κι αναγγέλθηκε ο αρραβώνας. Ψυχρή και συγκρατημένη σε εμφάνιση, αρι στοκρατική και υγιώς συντηρητική, η Κάθριν Βαν Βορστ, αν και θερμή με τον τρόπο της, είχε αυτοσυγκράτηση ίση με του Ντράμοντ. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν κατ' ευχήν, αλλά ο Φρέντι Ντράμοντ δεν μπορούσε και να κωφεύει ολωσδιόλου στο κάλεσμα του υποκόσμου, ν' αγνοήσει τη γοητεία της λευτε ριάς και της ανοιχτοσύνης, της ανεμπόδιστης, ξένοιαστης ζωής στα νότια της Χαραμάδας. Καθώς ζύγωνε η μέρα του γάμου του, ένιωθε πως είχε πραγματικά σπείρει ζιζάνια. Και σκεφτόταν ακόμα πόσο ωραίο θα ήταν αν μπορούσε να το ρίξει έξω άλλη μια φορά μόνο, να γίνει παιδί τζιμάνι και σκορποχέρης για μια τελευταία φορά, προτού κατακα-
θίσει στις γκρίζες αίθουσες των παραδόσεων και σ' ένα νηφάλιο συζυγικό βίο. Και, για να τον βάλει πιο πολύ σε πειρασμό, το τελευταίο κεφάλαιο της Τακτικής και στρα τηγικής της εργατικής τάξης έμενε άγραφτο, γιατί του έλει παν ακόμα κάτι λίγα ουσιώδη στοιχεία που είχε αμελήσει να τα συγκεντρώσει. Έτσι, ο Φρέντι Ντράμοντ πήγε εκεί κάτω για τελευταία φορά σαν Μπιλ Τοτς, μάζεψε τα στοιχεία του και -δυ στυχώς- συνάντησε τη Μαίρη Κόντον. Όταν εγκαταστά θηκε ξανά στο γραφείο του, δεν του ήταν ευχάριστο να το θυμάται. Όχι μόνο συνάντησε τη Μαίρη Κόντον στο Κε ντρικό Εργατικό Συμβούλιο, παρά μπήκε κιόλας μαζί της σε μια ταβέρνα, καθώς τη συνόδευε μέχρι το σπίτι της, και την κέρασε στρείδια. Και προτού χωρίσουν στην εξώπορ τα της, τα μπράτσα του την αγκάλιασαν και τη φίλησε στο στόμα - και την ξαναφίλησε μάλιστα επανειλημμένα. Και τα τελευταία της λόγια στ' αφτί του, λόγια που ειπώθηκαν τρυφερά, μέσα σ' ένα λυγμό που τον έλιωσε, δεν ήταν τί ποτα περισσότερο ή λιγότερο από μια ερωτική κραυγή: «Μπίλι, αγάπη μου, καλέ μου Μπιλ!» Ο Φρέντι Ντράμοντ ανατρίχιαζε σαν το θυμόταν. Έβλεπε το βάραθρο να χάσκει μπροστά του. Δεν ήταν από φυσικού του πολυγαμικός κι ένιωθε φρίκη σαν σκεφτόταν πού μπορούσε να φτάσει αυτή η κατάσταση. Ήταν ανάγκη να μπει τελεία και παύλα. Και τελεία και παύλα θα έμπαι νε μόνο μ' έναν απ' αυτούς τους δύο τρόπους: είτε θα γι νόταν πέρα για πέρα ο Μπιλ Τοτς και θα παντρευόταν τη Μαίρη Κόντον είτε θα παρέμενε πέρα για πέρα ο Φρέντι Ντράμοντ και θα παντρευόταν την Κάθριν Βαν Βορστ. Αλλιώς η συμπεριφορά του θα ήταν εντελώς απαίσια κι αξιοκαταφρόνητη. Για κάμποσους μήνες ύστερα απ' αυτό, το Σαν Φρανσίσκο σπαραζόταν από τις εργατικές διαμάχες. Τα συνδικά τα κι οι σύνδεσμοι εργοδοτών είχαν εμπλακεί σε σκληρή σύγκρουση με μια αποφασιστικότητα που έδειχνε πως ήθε-
— 72 —
— 73 —
λαν να λύσουν τις διαφορές τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μια για πάντα. Όμως, ο Φρέντι Ντράμοντ διόρθω νε δοκίμια, έκανε παραδόσεις και δεν το κουνούσε. Αφο σιώθηκε στην Κάθριν Βαν Βορστ και μέρα με τη μέρα έβρι σκε όλο και περισσότερους λόγους για να τη σέβεται και να τη θαυμάζει, ακόμα και να την αγαπάει. Η απεργία των τροχιοδρομικών τον έβαλε σε πειρασμό, αλλά όχι στο βαθ μό που περίμενε. Κι η μεγάλη απεργία των εργατών κρέα τος ακολούθησε και τον άφησε κι αυτή αδιάφορο. Το φά ντασμα του Μπιλ Τοτς είχε ξορκιστεί μ' επιτυχία κι ο Φρέ ντι Ντράμοντ, όλος αναγεννημένο ζήλο, καταπιάστηκε μ' ένα φυλλάδιο που σχεδίαζε από καιρό, με θέμα τη «μειω μένη απόδοση του κεφαλαίου.» Ο γάμος ήταν να γίνει ύστερα από δυο βδομάδες, όταν, ένα απόγευμα, η Κάθριν Βαν Βορστ πέρασε με αυτοκίνητο και τον πήγε να δει μια Λέσχη Αγοριών, που είχε ιδρύσει πρόσφατα σε λαϊκή συνοικία κάποια φιλανθρωπική οργά νωση που την ενδιέφερε. Το αυτοκίνητο ήταν του αδελφού της, αλλά ήταν μόνοι με το σοφέρ. Στη διασταύρωση με την οδό Κέρνι, η οδός Αγοράς κι η οδός Γκίρι τέμνονται σαν πλευρές ενός οξυγώνιου Λ. Εκείνοι κατέβαιναν με το αυτοκίνητο την οδό Αγοράς, με σκοπό να πάρουν κλειστά τη στροφή και ν' ανέβουν την Γκίρι. Δεν ήξεραν, όμως, τι ερχόταν από την Γκίρι, έτσι κανονισμένο από τη μοίρα ώ στε να τους βρει πάνω στη στροφή. Μ' όλο που είχαν μάθει από τις εφημερίδες ότι η απεργία των εργατών κρέατος βρισκόταν σε εξέλιξη κι ότι προκαλούσε εξαιρετικά βίαιες συγκρούσεις, κάθε σκέψη γι' αυτήν ήταν πολύ μακριά από το μυαλό του Φρέντι Ντράμοντ. Δεν του έφτανε το ότι κα θόταν πλάι στην Κάθριν; Κι επιπλέον της εξέθετε με ζέση τις απόψεις του για το έργο των φιλανθρωπικών οργανώ σεων στις φτωχογειτονιές - απόψεις που οι περιπέτειες του Μπιλ Τοτς είχαν συμβάλει στη διαμόρφωσή τους. Έξι κάρα με κρέατα κατέβαιναν την οδό Γκίρι. Πλάι σε κάθε απεργοσπάστη οδηγό καθόταν ένας αστυφύλακας.
Μπρος και πίσω και στα δυο πλευρά της πομπής, βάδιζε μια προστατευτική συνοδεία από εκατό αστυφύλακες. Πί σω από την οπισθοφυλακή των αστυφυλάκων, σε απόστα ση ασφαλείας, ερχόταν ένα πειθαρχημένο αλλά πολύβουο πλήθος, που έπιανε κάμποσα τετράγωνα σε μάκρος κι έ κλεινε το δρόμο από το ένα πεζοδρόμιο μέχρι το άλλο. Το τραστ του Βοδινού έκανε μια προσπάθεια να εφοδιάσει τα ξενοδοχεία και, με την ευκαιρία, ν' αρχίσει το σπάσιμο της απεργίας. Είχαν ήδη εφοδιάσει το Σεντ Φράνσις, με κόστος πολλά σπασμένα παράθυρα και σπασμένα κεφά λια, κι η αποστολή προχωρούσε τώρα για το ξενοδοχείο Πάλας. Τελείως ανίδεος, ο Ντράμοντ καθόταν πλάι στην Κά θριν και μιλούσε για τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες, καθώς ο σοφέρ, κορνάροντας ρυθμικά κι αποφεύγοντας τα στριμώγματα, έπαιρνε ανοιχτά τη στροφή γύρω από την κορυφή του Λ. Ένα μεγάλο κάρο φορτωμένο κομμα τιαστό κάρβουνο, που το έσερναν τέσσερα τεράστια άλο γα, μόλις ξεμπουκάριζε από την οδό Κέρνι και, καθώς έ στριβε στην οδό Αγοράς, τους έκλεισε το δρόμο. Ο οδηγός του κάρου έδειχνε αναποφάσιστος κι ο σοφέρ, προχωρώ ντας αργά, αλλά αγνοώντας την προειδοποίηση των α στυφυλάκων που διέσχιζαν το δρόμο, έστριψε αριστερά, παραβιάζοντας τους κανόνες κυκλοφορίας, για να περά σει μπρος από το κάρο. Εκείνη τη στιγμή, ο Φρέντι Ντράμοντ διέκοψε τη συνο μιλία του. Ούτε και την ξανάρχισε, γιατί η κατάσταση εξε λισσόταν με γρήγορες φάσεις. Άκουσε το βουητό του πλή θους πίσω και πήρε το μάτι του τους κρανοφόρους α στυφύλακες και τα κάρα που προχωρούσαν τρανταχτά. Την ίδια στιγμή, χτυπώντας με το καμουτσίκι του κι αψη φώντας τα πάντα, ο καροτσέρης του καρβουνιάρικου φορτσάρισε τ' άλογα, έφερε το κάρο καταμεσής στο δρόμο, μπρος στην πομπή που προχωρούσε, κι εκεί σταμάτησε τ' άλογα τραβώντας απότομα τα γκέμια κι έβαλε το μεγάλο
— 74 —
— 75 —
φρένο. Έδεσε ύστερα τα γκέμια στο χερούλι του φρένου κι έκατσε στο κάθισμά του με το ύφος ανθρώπου που είχε σκοπό να μείνει εκεί που βρισκόταν. Το αυτοκίνητο στα μάτησε κι αυτό, καθώς τα μεγαλόσωμα μπροστινά άλογα στριμώχνονταν λαχανιασμένα στη μάσκα του. Προτού προλάβει ο σοφέρ να κάνει πίσω, ένας γέρος Ιρλανδέζος, οδηγώντας ένα σαραβαλιασμένο καρότσι και μαστιγώνοντας το μοναδικό του άλογο για καλπασμό, έ μπλεξε τους τροχούς του με του αυτοκινήτου. Ο Ντράμοντ αναγνώρισε και το άλογο και το καρότσι, γιατί τα είχε ο δηγήσει πολλές φορές ο ίδιος. Ο Ιρλανδέζος ήταν ο Πατ Μόρισεϊ. Από την άλλη μεριά, ένα κάρο ζυθοποιίας ήρθε και κόλλησε στο καρβουνιάρικο. Την ίδια στιγμή, ένα τραμ της οδού Κέρνι τραβούσε ανατολικά χτυπώντας δαιμονι σμένα το καμπανάκι κι ενώ ο τραμβαγέρης λογομαχούσε με τον αστυφύλακα που περνούσε μπροστά του, προχώρη σε με ορμή και ολοκλήρωσε το μπλόκο. Στο μεταξύ, άλλα κάρα έπεφταν το ένα πάνω στ' άλλο κι έκλειναν το πέρα σμα και μεγάλωναν το κομφούζιο. Τα κάρα με τα κρέατα σταμάτησαν. Οι αστυφύλακες είχαν παγιδευτεί. Το βουητό πίσω δυνάμωνε καθώς το πλήθος άρχιζε επίθεση, ενώ η ε μπροσθοφυλακή της αστυνομίας χιμούσε στα κάρα που έ φραζαν το δρόμο. «Την πατήσαμε», είπε ψύχραιμα ο Ντράμοντ στην Κάθριν. «Ναι», συμφώνησε εκείνη, το ίδιο ψύχραιμα. «Τι αγριάνθρωποι που είναι!» Ο θαυμασμός που της είχε διπλασιάστηκε. Ήταν πραγ ματικά ο τύπος του. Θα έμενε ευχαριστημένος απ' αυτήν ακόμα κι αν στρίγκλιζε και γαντζωνόταν πάνω του, αλλ' αυτό - ω, αυτό ήταν υπέροχο! Καθόταν εκεί, μέσα στο μά τι του κυκλώνα, ήρεμη, σαν να μην επρόκειτο παρά για ένα στρίμωγμα αμαξιών έξω από την όπερα. Η αστυνομία αγωνιζόταν ν' ανοίξει πέρασμα. Ο ο δηγός του καρβουνιάρικου, ένας μεγαλόσωμος άντρας με
πουκάμισο, άναψε μια πίπα κι έκατσε καπνίζοντας. Κοί ταξε κάτω με συγκατάβαση τον αστυνόμο που άφριζε και τον έβριζε και για μόνη απάντηση σήκωσε τους ώμους. Πί σω ακουγόταν το ταπ-ταπ-ταπ των κλομπ στα κεφάλια κι ένα πανδαιμόνιο από βρισιές, στριγκλιές και ξεφωνητά. Ένα βίαιο δυνάμωμα του θορύβου ανάγγειλε ότι το πλή θος είχε σπάσει τον κλοιό και τραβούσε έναν απεργοσπάστη από ένα κάρο. Ο αστυνόμος έστειλε ενίσχυση από την εμπροσθοφυλακή του και το πλήθος απωθήθηκε. Στο με ταξύ, άνοιγαν το ένα μετά το άλλο τα παράθυρα του ψη λού κτιρίου γραφείων στα δεξιά κι οι ταξικά συνειδητοί υπάλληλοι έριχναν βροχή πράγματα των γραφείων στα κε φάλια των αστυνομικών και των απεργοσπαστών. Καλά θια αχρήστων, μελανοδοχεία, βαρίδια για χαρτιά, γραφο μηχανές - ο αέρας ήταν γεμάτος μ' ό,τι έβρισκαν πρόχει ρο. Ένας αστυφύλακας, με διαταγή του αστυνόμου, σκαρ φάλωσε στο ψηλό κάθισμα του καρβουνιάρικου για να συλ λάβει τον καροτσέρη. Κι ο καροτσέρης σηκώθηκε μ' όλη την άνεση και την ησυχία του για να τον αντιμετωπίσει, και ξαφνικά τον άρπαξε, τον τσαλάκωσε μέσα στα μπρά τσα του και τον πέταξε πάνω στον αστυνόμο. Ο καροτσέ ρης ήταν ένας νεαρός γίγαντας, κι όταν ανέβηκε στην κορ φή του φορτίου του και ζύγιασε ένα κομμάτι κάρβουνο στα δυο του χέρια, ένας αστυφύλακας που σκαρφάλωνε εκείνη τη στιγμή στο κάρο από το πλάι, άφησε τα χέρια του κι έ πεσε με την πλάτη. Ο αστυνόμος πρόσταξε μισή ντουζίνα από τους άντρες του να καταλάβουν το κάρο. Ο καροτσέ ρης, μπουσουλώντας πάνω στο φορτίο από το ένα πλευρό στο άλλο, τους γκρέμισε πετώντας τους τεράστια κομμά τια κάρβουνο. Το πλήθος στα πεζοδρόμια κι οι καροτσέρηδες στα μπλο καρισμένα κάρα ξελαρυγγίζονταν ενθαρρύνοντάς τον κι εκδηλώνοντας την αγαλλίαση που ένιωθαν κι οι ίδιοι. Ο τραμβαγέρης, που μέχρι τότε τσάκιζε κράνη μ' ένα σιδερέ-
— 76 —
— 77 —
νιο λοστό, ξυλοκοπήθηκε μέχρις αναισθησίας και τραβή χτηκε από την πλατφόρμα του. Ο αστυνόμος, έξω φρενών για την απόκρουση των αντρών του, ηγήθηκε της επόμενης εφόδου στο καρβουνιάρικο. Μια εικοσαριά αστυφύλακες ξεχύθηκαν καταπάνω στο ψηλό κάστρο. Αλλά ο καροτσέρης λες και πολλαπλασιαζόταν. Ήταν φορές που έξι ή ο κτώ αστυφύλακες κυλιόντουσαν ταυτόχρονα στο οδόστρω μα και κάτω από το κάρο. Απασχολημένος με την από κρουση μιας επίθεσης στην πίσω μεριά του κάστρου του, ο καροτσέρης στράφηκε μια στιγμή κι είδε τον αστυνόμο να πατάει το κάθισμά του από την μπροστινή μεριά. Ήταν α κόμα μετέωρος με πολύ αβέβαιη ισορροπία, όταν ο καρο τσέρης του πέταξε ένα κομμάτι κάρβουνο γύρω στα δεκα πέντε κιλά. Βρήκε κατάστηθα τον αστυνόμο, που έπεσε με την πλάτη, χτύπησε στη ράχη ενός από τα πίσω άλογα, κα τρακύλησε στο χώμα και στριμώχτηκε στον πίσω τροχό του αυτοκινήτου. Η Κάθριν νόμισε πως ήταν νεκρός, αλλά εκείνος ση κώθηκε κι αντεπιτέθηκε. Η Κάθριν άπλωσε το γαντοφορε μένο χέρι της και χάιδεψε το πλευρό του αλόγου που φρούμαζε και τρεμούλιαζε. Αλλά ο Ντράμοντ δεν πρόσε ξε την κίνηση. Δεν είχε μάτια παρά για τη μάχη του καρβουνιάρικου, ενώ κάπου στην μπερδεμένη του ψυχοσύν θεση, κάποιος Μπιλ Τοτς βαριανάσαινε και πάλευε προ σπαθώντας να ζωντανέψει. Ο Ντράμοντ πίστευε στο νόμο και την τάξη και στη διατήρηση του κατεστημένου, αλλά τούτος ο αντάρτης, το αγρίμι που είχε μέσα του, ούτε ν' α κούσει για τέτοια. Τότε περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επικαλέστηκε ο Φρέντι Ντράμοντ τα σιδερένια του ανα σταλτικά για να τον σώσουν. Αλλά είναι γραμμένο πως σπίτι όπου υπάρχουν εσωτερικές συγκρούσεις δεν μπορεί παρά να πέσει.1 Κι ο Φρέντι Ντράμοντ είδε πως είχε μοι1. «... πάσα οικία μερισθείσα καθ' εαυτήν ου σταθήσεται», Ματθ. ΙΒ' 25.
— 78 —
ράσει όλη του τη θέληση και τη δύναμη με τον Μπιλ Τοτς και πως η ενότητα που τους έκανε ζευγάρι σκιζόταν τώρα στα δύο. Ο Φρέντι Ντράμοντ καθόταν στ' αυτοκίνητο εντελώς ή ρεμος, στο πλευρό της Κάθριν Βαν Βορστ. Αλλ' αυτός που κοίταζε με τα μάτια του Φρέντι Ντράμοντ ήταν ο Μπιλ Τοτς και κάπου πίσω απ' αυτά τα μάτια πάλευαν για τον έλεγχο του κοινού τους κορμιού ο Φρέντι Ντράμοντ, ο νη φάλιος και συντηρητικός κοινωνιολόγος, κι ο Μπιλ Τοτς, ο μαχητικός συνδικαλισμένος εργάτης με την ταξική συνεί δηση. Ο Μπιλ Τοτς ήταν εκείνος που, κοιτάζοντας μ' αυτά τα μάτια, είδε το αναπόφευκτο τέλος που θα είχε η μάχη πάνω στο καρβουνιάρικο. Είδε έναν αστυφύλακα να πα τάει στην κορφή του φορτίου κι ύστερα άλλον έναν κι έναν τρίτο. Παραπατούσαν άτσαλα πάνω στη χαλαρή επιφά νεια, αλλά είχαν βγάλει και κράδαιναν τα μακριά τους κλομπ. Ένα χτύπημα βρήκε τον καροτσέρη στο κεφάλι, έ να άλλο το απόφυγε σκύβοντας και το δέχτηκε στον ώμο. Ήταν φανερό πως γι' αυτόν το παιχνίδι είχε χαθεί. Χίμηξε ξαφνικά, μάγκωσε με τα μπράτσα του δυο αστυφύλακες και ρίχτηκε στο οδόστρωμα, όπου παραδόθηκε, χωρίς να χαλαρώσει ούτε στιγμή τη λαβή που έσφιγγε τους δυο του ομήρους. Η Κάθριν Βαν Βορστ ένιωθε πολύ άσχημα στη θέα του αίματος και του άγριου ξύλου. Αλλά η κακοδιαθεσία της παραμερίστηκε από το αισθαντικό, τελείως απρόβλεπτο δρώμενο που ακολούθησε. Ο άντρας που καθόταν δίπλα της έμπηξε ξαφνικά μιαν απόκοσμη, βάρβαρη κραυγή κι ορθώθηκε στα πόδια του. Τον είδε να περνάει στο μπρο στινό κάθισμα, να πηδάει στα φαρδιά καπούλια του πίσω αλόγου κι από εκεί ν' ανεβαίνει στο κάρο. Η έφοδός του ή ταν ανεμοστρόβιλος. Προτού ο σαστισμένος αστυνόμος στην κορφή του φορτίου μπορέσει να μαντέψει τι σκοπούς είχε αυτός ο κύριος με το συμβατικό ντύσιμο αλλά και τη φανερή έξαψη, δέχτηκε μια γροθιά που τον έστειλε να δια— 79 —
γράψει μια αψιδωτή τροχιά και να πέσει στο οδόστρωμα. Μια κλοτσιά στη μούρη έστειλε ξοπίσω του έναν αστυφύ λακα που ανέβαινε. Αλλοι τρεις χίμηξαν κι ανέβηκαν στην κορφή και μπλέχτηκαν με τον Μπιλ Τοτς σε μια γιγαντο μαχία σώμα με σώμα. Του άνοιξαν το κεφάλι με μια ροπαλιά και του ξέσκισαν και του έβγαλαν το σακάκι, το γιλέκο και το κολλαριστό πουκάμισο. Αλλά τελικά οι τρεις α στυφύλακες γκρεμίστηκαν εδώ κι εκεί κι ο Μπιλ Τοτς, πε τώντας βροχή τις καρβουνοκοτρόνες, κράτησε το κάστρο. Ο αστυνόμος ξανάρχισε ηρωικά την επίθεση, αλλά κα τρακύλησε πίσω όταν μια κόμματα κάρβουνο έσκασε πά νω στο κεφάλι του και τον έβαψε μαύρο. Επιδίωξη της α στυνομίας ήταν να σπάσει τον αποκλεισμό μπροστά προ τού το πλήθος σπάσει τον κλοιό της πίσω, ενώ επιδίωξη του Μπιλ Τοτς ήταν να κρατήσει το καρβουνιάρικο μέχρις ότου το πλήθος ανοίξει δρόμο. Κι έτσι συνεχίστηκε η μάχη του κάρβουνου. Το πλήθος στο μεταξύ είχε αναγνωρίσει τον υπερασπι στή του. Ο «Μπιλάρας», όπως πάντα, είχε μπει μπροστά κι η Κάθριν Βαν Βορστ σάστισε ακούοντας τις κραυγές «Μπίλι! Γεια σου, ρε Μπίλι!» που υψώνονταν από πα ντού. Ο Πατ Μόρισεϊ, στο κάθισμα της καρότσας του, α ναπηδούσε και ούρλιαζε εκστατικός: «Απάνω τους, ρε Μπιλ! Φά' τους! Φά' τους ζωντανούς!» Από το πεζοδρό μιο άκουσε μια γυναικεία φωνή: «Πρόσεξε, Μπιλ - μπρο στά!» Ο Μπιλ πήρε το μήνυμα και με μιαν εύστοχη βολή κάρβουνου καθάρισε την μπροστινή μεριά του κάρου από τους επιτιθέμενους. Η Κάθριν Βαν Βορστ γύρισε το κεφά λι της κι είδε στο κράσπεδο του πεζοδρομίου μια γυναίκα με έντονα χρώματα και λαμπερά μαύρα μάτια να κοιτάζει μ' όλο της το είναι τον άντρα που λίγα λεπτά πριν ήταν ο Φρέντι Ντράμοντ. Κραυγές επιδοκιμασίας ακούγονταν από τα παράθυρα των γραφείων. Άλλη βροχή από καρέκλες κι αρχειοθήκες έπεφτε τώρα. Το πλήθος είχε σπάσει τον κλοιό στη μια
πλευρά της γραμμής των κάρων και προχωρούσε. Κάθε α πομονωμένος αστυφύλακας γινόταν το κέντρο μιας συ μπλοκής. Οι απεργοσπάστες πετάχτηκαν από τα καθίσμα τά τους, τα χάμουρα των αλόγων κόπηκαν και τα τρομαγ μένα ζώα το έβαλαν στα πόδια. Πολλοί αστυφύλακες χώ θηκαν κάτω από το καρβουνιάρικο για να σωθούν, ενώ τα λυμένα άλογα, πού και πού μ' έναν αστυφύλακα να κάθε ται στη ράχη τους ή να πασχίζει να τα συγκρατήσει, χιμού σαν στο πεζοδρόμιο απέναντι από το φράγμα και ξεχύνο νταν στην οδό Αγοράς. Η Κάθριν Βαν Βορστ άκουσε τη φωνή της γυναίκας να προειδοποιεί. Στεκόταν πάλι στο κράσπεδο του πεζοδρο μίου και φώναζε: «Φεύγα, Μπιλ! Τώρα είν' η στιγμή! Φεύγα!» Η αστυνομία είχε σαρωθεί για την ώρα. Ο Μπιλ Τοτς πήδηξε από το κάρο και προχώρησε προς τη γυναίκα στο πεζοδρόμιο. Η Κάθριν Βαν Βορστ την είδε να τον αγκαλιά ζει και να τον φιλάει στο στόμα. Κι η Κάθριν Βαν Βορστ τον παρακολούθησε με περιέργεια καθώς προχωρούσε στο πεζοδρόμιο, με το ένα μπράτσο στη μέση της γυναίκας, ε νώ μιλούσαν και γελούσαν οι δυο τους, εκείνος με μιαν ευφράδεια κι έναν αυθορμητισμό που ποτέ της δε φαντά στηκε. Οι αστυφύλακες ξαναγύρισαν και καθάριζαν το δρόμο περιμένοντας ενισχύσεις και νέους οδηγούς κι άλογα. Το πλήθος είχε κάνει τη δουλειά του και σκόρπιζε τώρα, ενώ η Κάθριν Βαν Βορστ, παρακολουθώντας πάντα, έβλεπε τον άνθρωπο που είχε γνωρίσει σαν Φρέντι Ντράμοντ. Ξεχώ ριζε ένα κεφάλι πάνω από το πλήθος. Το μπράτσο του ή ταν πάντα στη μέση της γυναίκας. Κι εκείνη, κοιτάζοντας από το αυτοκίνητο, είδε το ζευγάρι να περνάει την οδό Αγοράς, να περνάει και τη Χαραμάδα και να χάνεται στην Τρίτη Οδό, προς το εργατικό γκέτο.
— 80 —
— 81 —
*** Στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν έκανε άλλες παρα δόσεις στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας κάποιος Φρέντι Ντράμοντ κι ούτε νέα βιβλία για τα οικονομικά και για το εργατικό ζήτημα εκδόθηκαν με συγγραφέα τον Φρέντερικ Α. Ντράμοντ. Από την άλλη μεριά, εμφανίστηκε ένας νέος εργατικός ηγέτης, ο Ουΐλιαμ Τοτς με τ' όνομα. Ήταν αυτός που παντρεύτηκε η Μαίρη Κόντον, πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Εργατών Χειροκτιοποιίας αριθ. 974. Κι αυτός ήταν που οργάνωσε την περιβόητη απεργία των μα γείρων και των σερβιτόρων, που είχε επιτυχημένη κατάλη ξη, αφού στο μεταξύ έφερε στο πλευρό της δεκάδες άλλα σωματεία, ανάμεσά τους και μερικά όχι και τόσο σχετικά, όπως των εργατών ορνιθοτροφείων και των νεκροπομπών.
Ο Κινεζούρας «Το κοράλλι πληθαίνει, η φοινικιά μεγαλώνει, αλλά ο άνθρωπος φεύγει.» Ταϊτιανή παροιμία
Ο Αχ Τσο δεν καταλάβαινε γαλλικά. Καθόταν στην αί θουσα του δικαστηρίου, που ήταν γεμάτη κόσμο, πολύ κουρασμένος και βαριεστημένος κι άκουε τ' ακατάπαυστα, εκρηκτικά γαλλικά που ξεστόμιζαν πότε ο ένας και πότε ο άλλος δικαστικός. Για τον Αχ Τσο, όλα αυτά ήταν ανώφελο γλωσσοκοπάνισμα. Απορούσε με την ηλιθιότητα των Γάλ λων, που τόσο αργούσαν να βρουν ποιος σκότωσε τον Τσουνγκ Γκα κι ούτε που τον έβρισκαν. Οι πεντακόσιοι κούληδες στη φυτεία1 ήξεραν πως ο Αχ Σαν είχε κάνει το φονικό και να που ο Αχ Σαν δεν είχε καν συλληφθεί. Είναι αλήθεια πως όλοι οι κούληδες είχαν συμφωνήσει κρυφά να μη μαρτυρούν ο ένας τον άλλο, αλλά και πάλι ήταν τόσο α πλό το πράγμα, που οι Γάλλοι έπρεπε να μπορούν να βρουν πως ο Αχ Σαν ήταν ο δράστης. Πολύ κουτοί, μα την αλήθεια, αυτοί οι Γάλλοι. Ο Αχ Τσο δεν είχε κάνει τίποτα για να φοβάται. Δεν εί χε ανακατευτεί καθόλου στο φονικό. Είναι αλήθεια πως ή ταν παρών εκεί που έγινε και πως ο Σέμερ, ο επιστάτης στη φυτεία, είχε μπουκάρει στην παράγκα αμέσως μετά και τον είχε τσακώσει εκεί, μαζί με πέντε-έξι άλλους, αλλά τι μ' αυτό; Ο Τσουνγκ Γκα είχε φάει δυο μαχαιριές μονά χα. Ήτανε φως φανάρι πως δε γινόταν πέντε-έξι άντρες να δώσουν δυο μαχαιριές όλες κι όλες. Ακόμα κι αν ο καθέ νας τους δεν είχε χτυπήσει παρά μια φορά μονάχα, το πολύ-πολύ δυο άντρες να το είχαν κάνει. 1, Στα τέλη της δεκαετίας 1860-1870, συνηθιζόταν η απασχόληση κινέζων εργατών «επί συμβάσει» στις βαμβακοφυτείες της Ταϊτής.
— 82 —
— 83 —
Αυτά συλλογιζόταν ο Αχ Τσο όταν, μαζί με τους τρεις συντρόφους του, είχαν πει ψέματα για να μπερδέψουν τον ανακριτή και να θολώσουν τα νερά στις καταθέσεις τους σχετικά με το συμβάν. Είπαν πως άκουσαν το θόρυβο του καβγά και, όπως ο Σέμερ, είχαν τρέξει κι αυτοί να δουν τι συνέβαινε. Έφτασαν εκεί πριν από τον Σέμερ - αυτό ήταν όλο. Είναι αλήθεια πως, στην κατάθεσή του, ο Σέμερ είπε πως είχε τραβήξει την προσοχή του ο θόρυβος καθώς περ νούσε τυχαία, πως είχε σταθεί έξω από την παράγκα τουλά χιστον πέντε λεπτά, πως ύστερα, όταν μπήκε, βρήκε τους κατηγορούμενους ήδη εκεί μέσα και πως δεν μπορεί να εί χαν μπει μόλις εκείνη τη στιγμή, γιατί ο ίδιος στεκόταν μπρος στη μοναδική πόρτα της παράγκας. Αλλά τι μ' αυ τό; Ο Αχ Τσο κι οι τρεις συγκατηγορούμενοί του είχαν κα ταθέσει πως ο Σέμερ έκανε λάθος. Τελικά θα τους άφηναν να φύγουν. Ήταν όλοι τους βέβαιοι γι' αυτό. Δε γινόταν να χάσουν τα κεφάλια τους τέσσερις άνθρωποι για δυο μαχαιριές. Κι άλλωστε, κανένας ξένος διάβολος δεν είχε δει το φονικό. Αλλά τούτοι οι Γάλλοι ήταν τόσο βλάκες! Στην Κίνα, όπως ήξερε καλά ο Αχ Τσο, ο δικαστής θα πρό σταζε να τους περάσουν όλους από βασανιστήρια και θα μάθαινε την αλήθεια. Ήταν πολύ εύκολο να μαθευτεί η α λήθεια με τα βασανιστήρια. Αλλά τούτοι οι Γάλλοι δε βα σάνιζαν - ήταν ακόμα πιο κουτοί απ' όσο τους νόμιζε! Έτσι, δε θα βρίσκανε ποτέ ποιος σκότωσε τον Τσουνγκ Γκα. Αλλά έλα που ο Αχ Τσο δεν καταλάβαινε τα πάντα. Η 1 αγγλική Εταιρία που είχε τη φυτεία είχε εισαγάγει στην Ταϊτή, με μεγάλο έξοδο, τους πεντακόσιους κούληδες. Οι μέτοχοι φώναζαν ζητώντας μέρισμα κι η Εταιρία δεν είχε πληρώσει μέρισμα ακόμα. Γι' αυτό κι η Εταιρία δεν ήθελε ν' αρχίσουν ν' αλληλοσκοτώνονται οι εργάτες της, που
της είχαν κοστίσει τόσα λεφτά. Έπειτα ήταν κι οι Γάλλοι, που τρώγονταν να επιβάλουν στους Κινεζούρες τις αρετές και τα προτερήματα του γαλλικού δικαίου. Τίποτα το κα λύτερο δεν υπήρχε από το να δίνουν ένα παράδειγμα κάθε τόσο. Αλλιώς, σε τι θα χρησίμευε η Νέα Καληδονία1, αν ό χι για να στέλνουν εκεί ανθρώπους να τελειώσουν τις μέ ρες τους στην αθλιότητα και τον πόνο, πληρώνοντας έτσι το τίμημα της εύθραυστης ανθρωπιάς τους; Ο Αχ Τσο δεν τα καταλάβαινε αυτά. Καθόταν στην αί θουσα και περίμενε την αμήχανη απόφαση που θ' άφηνε αυτόν και τους συντρόφους του ελεύθερους να γυρίσουν στη φυτεία και να δουλέψουν όσο όριζαν τα συμβόλαιά τους. Η απόφαση θα εκδιδόταν σε λίγο. Η δίκη τέλειωνε, το έβλεπε. Δεν υπήρχαν άλλες καταθέσεις, τέρμα η πο λυλογία. Οι γάλλοι διάβολοι είχαν κι αυτοί κουραστεί κι ήταν φανερό πως περίμεναν κι αυτοί την απόφαση. Και, καθώς περίμενε, ο Αχ Τσο αναθυμόταν τα περασμένα, τον καιρό που υπέγραψε το συμβόλαιο και μπήκε στο καράβι για την Ταϊτή. Οι καιροί ήταν δύσκολοι στο παραθαλάσ σιο χωριό όπου ζούσε κι όταν δεσμεύτηκε να δουλέψει πέ ντε χρόνια στις Νότιες Θάλασσες για πενήντα σέντσια με ξικάνικα2 την ημέρα, θεώρησε τον εαυτό του τυχερό. Ήταν άντρες στο χωριό του που ξεθεώνονταν στη δουλειά έναν ολάκερο χρόνο για δέκα δολάρια μεξικάνικα κι ήταν γυ ναίκες που πλέκανε δίχτυα όλο το χρόνο για πέντε δολά ρια, ενώ οι μαγαζάτορες είχαν στα σπίτια τους υπηρέτριες που έπαιρναν τέσσερα δολάρια για ένα χρόνο δουλειά. Και να που αυτός θα έπαιρνε πενήντα σέντσια την ημέρα. Για μια μέρα, μία και μόνη μέρα, θα έπαιρνε αυτό το ηγε-
1. Η Ταϊτινή Εταιρία Φυτειών Βάμβακος και Καφέ, με έδρα το Λονδίνο.
1. Νησί στα ανατολικά της Ταϊτής. Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Γάλλοι το χρησιμοποιούσαν για την εκτόπιση καταδίκων. 2. Το μεξικάνικο δολάριο κυκλοφορούσε πλατιά στο Νότιο Ειρη νικό, στα τέλη του 19ου αιώνα. Ισοδυναμούσε τότε με μισό δολάριο ΗΠΑ.
— 84 —
— 85 —
μονικό ποσό! Και τι που η δουλειά ήταν σκληρή; Σαν θα τέλειωναν τα πέντε χρόνια, θα γυρνούσε σπίτι του -το έλε γε το συμβόλαιο- και δε θα είχε ανάγκη να δουλέψει ποτέ πια. Θα ήταν πλούσιος για όλη του τη ζωή, με δικό του σπίτι, με γυναίκα και με παιδιά που θα μεγάλωναν και θα τον σέβονταν. Ναι, και πίσω από το σπίτι θα είχε έναν κηπάκο, ένα μέρος για περισυλλογή και ξεκούραση, με χρυσόψαρα σε μια μικρούτσικη λιμνούλα κι ανεμοκούδουνα1 να κουδουνίζουν στα διάφορα δέντρα και θα είχε κι ένα μαντρότοιχο ολόγυρα, για να μην του ταράζει κα νείς την περισυλλογή και την ξεκούραση. Ε, λοιπόν, είχε κιόλας δουλέψει τα τρία απ' αυτά τα πέ ντε χρόνια. Ήταν κιόλας πλούσιος (για την πατρίδα του) με όσα έβγαλε και δεν απόμεναν παρά δυο χρόνια ακόμη ανάμεσα στην μπαμπακοφυτεία της Ταϊτής και την περι συλλογή και την ξεκούραση που τον περίμεναν. Όμως, να που τώρα δα έχανε λεφτά εξαιτίας της ατυχίας που είχε να παρευρεθεί στο φόνο του Τσουνγκ Γκα. Είχε κάνει κιόλας τρεις βδομάδες στη φυλακή και την κάθε μέρα αυτές τις τρεις βδομάδες είχε χάσει από πενήντα σέντσια. Τώρα, ό μως, θα έβγαινε όπου να 'ναι η απόφαση και θα γύριζε στη δουλειά. Ο Αχ Τσο ήταν είκοσι δύο χρόνων. Ήταν ευχαριστημέ νος και καλόγνωμος και του ήταν εύκολο να χαμογελάει. Αν και το κορμί του ήταν αχαμνό, κατά τον ασιατικό τρό πο, το πρόσωπό του ήταν γεμάτο. Ήταν στρογγυλό σαν φεγγάρι κι ακτινοβολούσε ήρεμη μακαριότητα και γλυκιά αγαθοσύνη, ασυνήθιστη για τους συμπατριώτες του. Κι ό χι πως παραπλανούσε η όψη του. Ποτέ του δεν προκάλεσε φασαρίες, ποτέ του δεν μπλέχτηκε σε καβγά. Δεν έπαιζε τζόγο. Η καρδιά του δεν ήταν τόσο τραχιά όσο πρέπει να είναι η καρδιά του τζογαδόρου. Έμενε ικανοποιημένος με 1. Κομμάτια λεπτού μπαμπού που, κρεμασμένα στα δέντρα, παρή γαν ήχους καθώς τα χτυπούσε μεταξύ τους ο αέρας.
— 86 —
μικροπράγματα κι απλές χαρές. Η σιωπή κι η γαλήνη στη δροσιά, ύστερα από το μόχθο στα μπαμπακοχώραφα μέσα στην κάψα, ήταν γι' αυτόν απέραντη ικανοποίηση. Μπο ρούσε να κάθεται ώρες με τα μάτια καρφωμένα σ' ένα μο ναχικό λουλούδι και να φιλοσοφεί πάνω στα μυστήρια και τα αινίγματα της ύπαρξης. Ένας γαλάζιος ερωδιός σε μια μικρούτσικη καμπυλωτή αμμουδιά, ένα ασημί πιτσίλισμα νερού από χελιδονόψαρο ή ένα ηλιοβασίλεμα, μαργαριτα ρένιο και ρόδινο, πάνω στη λιμνοθάλασσα, μπορούσε να τον μαγέψει τόσο που να ξεχνάει ολότελα την πομπή των ημερών με το ξεθέωμα και το βαρύ βούρδουλα του Σέμερ. Ο Σέμερ, ο Καρλ Σέμερ ήταν ένα χτήνος, μια χτηνώδικη χτηνάρα. Αλλά άξιζε τα λεφτά του. Ξεζούμιζε και το τε λευταίο μόριο δύναμης από τους πεντακόσιους σκλάβους - γιατί σκλάβοι ήταν μέχρι που να λήξει το συμβόλαιό τους. Ο Σέμερ δούλευε σκληρά για να βγάλει δύναμη απ' αυτά τα πεντακόσια κορμιά που ιδροκοπούσαν και να τη μεταλλάξει σε μπάλες αφράτο μπαμπάκι, έτοιμο για εξα γωγή. Η κυρίαρχη, σιδερόφραχτη, πρωτόγονη χτηνωδία του ήταν που του επέτρεπε να πραγματοποιεί τη μετάλλα ξη. Τον βοηθούσε σ' αυτό κι ένα χοντρό δερμάτινο ζωνάρι, εφτάμισι πόντους φάρδος κι ένα μέτρο μάκρος. Μ' αυτό πάντα πήγαινε καβάλα κι αυτό κατέβαζε πότε-πότε στη γυμνή ράχη ενός σκυμμένου κούλη μ' έναν κρότο σαν πι στολιά. Οι πιστολιές αυτές ήταν συχνές όταν ο Σέμερ περ νούσε τα αυλακωμένα χωράφια. Μια φορά, στις αρχές της πρώτης χρονιάς που εφαρ μόστηκε η δουλειά με συμβόλαιο, είχε σκοτώσει έναν κού λη με μια και μόνη γροθιά. Όχι πως τσάκισε ακριβώς το κεφάλι του ανθρώπου σαν αβγότσουφλο, αλλά το χτύπημα στάθηκε αρκετό για να σμπαραλιάσει ό,τι υπήρχε μέσα, κι ο άνθρωπος, μετά που έμεινε στο κρεβάτι μια βδομάδα, πέ θανε. Όμως, οι Κινέζοι δεν παραπονέθηκαν στους Γάλ λους, που διαφέντευαν την Ταϊτή. Δικό τους θέμα ήταν το τι θα έκαναν, μια και δικό τους πρόβλημα ήταν ο Σέμερ. — 87 —
Κατάλαβαν πως έπρεπε ν' αποφεύγουν την οργή του, ό πως απόφευγαν τις φαρμακερές σαρανταποδαρούσες που παραμόνευαν στο χορτάρι ή τρύπωναν στις παράγκες τους τις βροχερές νύχτες. Οι Κινεζούρες -έτσι τους έλεγαν οι νωχελικοί, μελαψοί νησιώτες- πρόσεχαν λοιπόν να μη δυσαρεστούν πάρα πολύ τον Σέμερ. Αυτό σήμαινε να του προσφέρουν μια πλήρη δόση παραγωγικού μόχθου. Εκεί νη η γροθιά του Σέμερ είχε κοστίσει χιλιάδες δολάρια στην Εταιρία, αλλά ο Σέμερ δεν έπαθε το παραμικρό. Οι Γάλλοι, που δεν ήταν στο φυσικό τους να στήνουν α ποικίες, επιπόλαιοι στα παιδιάστικα σχέδιά τους για ανά πτυξη των φυσικών πόρων του νησιού, άλλο που δεν ήθε λαν από το να δουν την αγγλική Εταιρία να προκόβει. Τι σημασία είχε, λοιπόν, ο Σέμερ κι η φοβερή γροθιά του; Ο Κινεζούρας που πέθανε; Ένας Κινεζούρας ήταν όλο κι όλο. Κι άλλωστε, από ηλίαση πέθανε, όπως βεβαίωνε το πιστο ποιητικό του γιατρού. Είναι αλήθεια πως, σ' όλη την ιστο ρία της Ταϊτής, ποτέ δεν είχε πεθάνει κανείς από ηλίαση. Αλλ' αυτό, αυτό ακριβώς ήταν που έκανε το θάνατο τούτου του Κινεζούρα μοναδικό. Αυτό έλεγε στην έκθεσή του ο για τρός. Κι ήταν πολύ ντόμπρος. Κάποια μερίσματα έπρεπε να πληρωθούν, ειδαλλιώς άλλη μια πτώχευση θα προσθέτο νταν στο μακρύ κατάλογο των πτωχεύσεων στην Ταϊτή. Δε γινόταν συνεννόηση μ' αυτούς τους λευκούς διαβό λους. Ο Αχ Τσο πάσχιζε να καταλάβει τον ανεξιχνίαστο χαρακτήρα τους, καθώς καθόταν στο δικαστήριο περιμέ νοντας την απόφαση. Δεν μπορούσε ποτέ να ξέρει κανείς τι έκρυβαν στο μυαλό τους. Είχε δει μερικούς από τους λευκούς διαβόλους. Ήταν όλοι τους ίδιοι: οι αξιωματικοί κι οι ναύτες στο πλοίο, οι γάλλοι κρατικοί λειτουργοί, οι κάποιοι λευκοί στη φυτεία, ένας απ' αυτούς ο Σέμερ. Το μυαλό τους δούλευε με μυστήριο τρόπο, του ήταν αδύνατο να τον καταλάβει. Θύμωναν χωρίς φανερό λόγο κι ο θυμός τους ήταν πάντοτε επικίνδυνος. Γίνονταν άγρια θηρία. Νοιάζονταν για μικροπράγματα κι ήταν φορές που ξεπερ-
νούσαν ακόμα κι έναν Κινεζούρα σε δουλειά. Δεν ήταν ε γκρατείς, όπως οι Κινεζούρες, ήταν κοιλιόδουλοι, έτρω γαν κι έπιναν του σκασμού. Ο Κινεζούρας ποτέ δεν ήξερε πότε μια πράξη του θα τους ευχαριστούσε και πότε θα προκαλούσε θύελλα οργής. Ο Κινεζούρας δεν μπορούσε ποτέ να ξέρει. Αυτό που τους ευχαριστούσε τη μια φορά μπορεί να προκαλούσε έκρηξη θυμού την αμέσως επόμενη. Υπήρ χε μια κουρτίνα πίσω από τα μάτια των λευκών διαβόλων που έκρυβε το βάθος του μυαλού τους από τη ματιά του Κινεζούρα. Κι επιπλέον, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ή ταν κι εκείνη η φοβερή αποτελεσματικότητα που είχαν οι λευκοί διάβολοι, η ικανότητά τους να κάνουν πράγματα, να βάζουν τα πράγματα σε λειτουργία, να φέρνουν αποτέ λεσμα, να υποτάσσουν στη θέλησή τους όλα τα σερνόμενα πράγματα του κόσμου και τις δυνάμεις ακόμα και των ί διων των στοιχείων της φύσης. Ναι, οι λευκοί ήταν παρά ξενοι κι ήταν αξιοθαύμαστοι. Ήταν και διάβολοι - παρά δειγμα ο Σέμερ. Ο Αχ Τσο αναρωτιόταν γιατί αργούσε τόσο να βγει η α πόφαση. Κανένας απ' αυτούς που δικάζονταν δεν είχε αγγί ξει τον Τσουνγκ Γκα. Ο Αχ Σαν μόνος του τον είχε σκοτώ σει. Ο Αχ Σαν το είχε κάνει. Λύγισε το κεφάλι του Τσουνγκ Γκα προς τα πίσω, αρπάζοντας και τραβώντας με το ένα χέρι την κοτσίδα του και, με το άλλο χέρι, έμπηξε το μα χαίρι στο κορμί του. Δυο φορές του το έμπηξε. Εκεί στο δι καστήριο, με κλειστά τα μάτια, ο Αχ Τσο ξανάβλεπε τη σκηνή του φονικού: τον καβγά, τις βρισιές που ανταλλά χτηκαν, τα προστυχόλογα που ξεστομίστηκαν για σεβά σμιους προγόνους, τις κατάρες που σωρεύτηκαν σε αγέννητες γενιές, το πήδημα του Αχ Σαν, το άρπαγμα της κο τσίδας του Τσουνγκ Γκα, το μαχαίρι που χώθηκε δυο φο ρές στη σάρκα του, το πώς άνοιξε απότομα η πόρτα, πώς χίμηξε μέσα ο Σέμερ, πώς τρέξαν όλοι προς την πόρτα, πώς το έσκασε ο Αχ Σαν, το ζωνάρι που ανέμιζε ο Σέμερ και στρίμωξε τους υπόλοιπους στη γωνιά και την πιστο-
— 88 —
— 89 —
λιά που έριξε για σινιάλο και του έφερε ενισχύσεις. Ο Αχ Τσο ανατρίχιασε καθώς ξαναζούσε τη σκηνή. Ένα χτύπη μα με το ζωνάρι του είχε μελανιάσει το μάγουλο και του είχε γδάρει το δέρμα. Ο Σέμερ είχε δείξει τις μελανιές ό ταν, καταθέτοντας σαν μάρτυρας, αναγνώρισε τον Αχ Τσο. Μόλις τώρα είχαν σβήσει τα σημάδια. Αυτό κι αν ή ταν χτύπημα. Ένα πόντο πιο κοντά στο κέντρο να πήγαινε το ζωνάρι, θα του είχε βγάλει το μάτι. Ύστερα ο Αχ Τσο ξέχασε το περιστατικό μέσα σ' έναν οραματισμό του κή που της περισυλλογής και της ξεκούρασης, που θα ήταν δι κός του όταν θα γύριζε στην πατρίδα. Καθόταν με ανέκφραστο πρόσωπο, καθώς ο δικαστής διάβαζε την απόφαση. Το ίδιο ανέκφραστα ήταν και τα πρόσωπα των τριών συντρόφων του. Κι έμειναν ανέκφρα στα όταν ο διερμηνέας τους εξήγησε ότι είχαν κριθεί κι οι τέσσερις ένοχοι για το φόνο του Τσουνγκ Γκα κι ότι ο Αχ Τσόου θα αποκεφαλιζόταν, ο Αχ Τσο θα έμενε είκοσι χρό νια φυλακή στη Νέα Καληδονία, ο Ουόνγκ Λι δώδεκα χρό νια κι ο Αχ Τονγκ δέκα. Δεν είχε νόημα ν' αναστατώνεται κανείς. Ακόμα κι ο Αχ Τσόου έμεινε ανέκφραστος σαν μούμια, μ' όλο που θα του κόβαν το κεφάλι. Ο δικαστής πρόσθεσε λίγα λόγια κι ο διερμηνέας εξήγησε ότι, καθώς το πρόσωπο του Αχ Τσόου είχε μωλωπιστεί πολύ άσχημα από το ζωνάρι του Σέμερ, η αναγνώρισή του ήταν τόσο κα τηγορηματική ώστε, αφού έτσι κι αλλιώς κάποιος έπρεπε να πεθάνει, αυτός θα ήταν ο κάποιος. Και μια και του Αχ Τσο το πρόσωπο είχε κι αυτό μωλωπιστεί σοβαρά, αποδει κνύοντας πέρα από κάθε αμφιβολία την παρουσία του και την αναμφισβήτητη συμμετοχή του στο φόνο, του άξιζαν τα είκοσι χρόνια καταναγκαστικά έργα. Έτσι, μέχρι τα δέ κα χρόνια του Αχ Τονγκ, δόθηκε η ανάλογη αιτιολόγηση της κάθε καταδίκης. Να το βάλουν καλά στο μυαλό τους οι Κινεζούρες, είπε τελικά το δικαστήριο. Έπρεπε να μάθουν ότι ο νόμος θα εφαρμόζεται πάντα στην Ταϊτή, ο κόσμος να χαλάσει.
Πήραν τους τέσσερις Κινεζούρες πίσω στη φυλακή. Δεν ένιωθαν ούτε συντριβή ούτε πικρία. Το ότι οι καταδί κες ήταν απρόσμενες ήταν κάτι που είχαν συνηθίσει στις συναλλαγές τους με τους λευκούς διαβόλους. Από δαύ τους σπάνια ένας Κινεζούρας περίμενε τίποτε άλλο από το απρόσμενο. Η βαριά τιμωρία για ένα έγκλημα που δεν είχαν διαπράξει δεν ήταν καθόλου πιο παράξενο από τα α ναρίθμητα παράξενα πράγματα που έκαναν οι λευκοί διά βολοι. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, ο Αχ Τσο παρατη ρούσε συχνά τον Αχ Τσόου με ήρεμη περιέργεια. Θα του έ κοβαν το κεφάλι με την καρμανιόλα που έστηναν στη φυτεία. Για εκείνον δε θα υπήρχαν χρόνια που να λιγο στεύουν ούτε κήποι γαλήνης να τον περιμένουν. Ο Αχ Τσο φιλοσοφούσε το πράγμα κι έκανε σκέψεις γύρω από τη ζωή και το θάνατο. Όσο για τον ίδιο, δε συγχυζόταν. Είκο σι χρόνια δεν ήταν παρά είκοσι χρόνια. Τόσο θα ξεμάκραινε ο κήπος του - αυτό ήταν όλο. Ήταν νέος κι είχε την υπομονή της Ασίας στο μεδούλι του. Μπορούσε να περι μένει αυτά τα είκοσι χρόνια κι ως τότε η αψάδα του αίμα τός του θα καταλάγιαζε και θα ήταν πιο έτοιμος για τον κήπο της ήρεμης απόλαυσης. Σκέφτηκε ένα όνομα γι' αυτόν τον κήπο. Θα τον έλεγε «Κήπο της πρωινής γαλή νης». Η σκέψη τον γέμισε αγαλλίαση όλη την ημέρα. Είχε και την έμπνευση να σκαρώσει ένα γνωμικό για την αρετή της υπομονής, γνωμικό που αποδείχτηκε μεγάλη παρηγο ριά, ιδιαίτερα για τον Ουόνγκ Λι και τον Αχ Τονγκ. Ο Αχ Τσόου, βέβαια, δε νοιαζόταν για γνωμικά. Το κεφάλι του θα αποχωριζόταν από το σώμα του σε τόσο λίγο καιρό, που δεν είχε ανάγκη από υπομονή. Κάπνιζε καλά, έτρωγε καλά, κοιμόταν καλά και δε σκοτιζόταν που ο καιρός κυλούσε τόσο αργά. Ο Κρουσό ήταν χωροφύλακας. Είχε υπηρετήσει είκοσι χρόνια στις αποικίες, από τη Νιγηρία και τη Σενεγάλη μέ χρι τις Νότιες Θάλασσες, κι αυτά τα είκοσι χρόνια δεν εί χαν ζωηρέψει αισθητά το νωθρό μυαλό του. Έμενε το ίδιο
— 90 —
— 91 —
στη. Είχε δουλέψει τρία χρόνια κάτω απ' αυτό τον ήλιο στη φυτεία. Το πρόσωπό του έλαμπε, κι έλαμπε με τέτοιο μπρίο που ακόμα και το χοντρό μυαλό του Κρουσό κινή θηκε με απορία. «Είσαι πολύ αστείος», είπε στο τέλος. Ο Αχ Τσο κούνησε το κεφάλι καταφατικά και χαμο γέλασε ακόμα ζωηρότερα. Σε αντίθεση με το δικαστή, ο Κρουσό του μιλούσε στη γλώσσα των Κανάκων1, γλώσσα που την καταλάβαινε ο Αχ Τσο, όπως την καταλάβαιναν κι όλοι οι Κινεζούρες κι οι λευκοί διάβολοι. «Πολύ γελάς», τον μάλωσε ο Κρουσό, «ενώ είναι να γε μίζει δάκρυα η καρδιά του ανθρώπου τέτοια μέρα.» «Χαίρομαι που βγήκα από τη φυλακή.» «Αυτό είν' όλο;» Ο χωροφύλακας σήκωσε τους ώμους. «Δε φτάνει;» ήρθε η αντερώτηση. «Α, δηλαδή δε χαίρεσαι που θα σου κόψουν το κεφά λι!» Ο Αχ Τσο τον κοίταξε με ξαφνική απορία. «Μα εγώ πάω πίσω στο Ατιμαόνο να δουλέψω για τον Σέμερ», είπε. «Στο Ατιμαόνο δε με πάτε;» Ο Κρουσό χάιδεψε τα μακριά μουστάκια του σκεφτι κός. «Α, μάλιστα», είπε στο τέλος, αγγίζοντας με την άκρη του καμουτσικιού το δεξί μουλάρι. «Ώστε δεν ξέρεις.» «Τι να ξέρω;» Ο Αχ Τσο άρχισε να νιώθει μιαν αόριστη ταραχή. «Δε θα μ' αφήσει ο Σέμερ να του δουλέψω άλλο;» «Όχι μετά από σήμερα.» Ο Κρουσό γέλασε ενθουσια σμένος. Ήταν πετυχημένο το αστείο του. «Θέλω να πω, δη λαδή, μετά από σήμερα δε θα μπορείς να δουλέψεις. Δε δουλεύει κανείς με το κεφάλι κομμένο, ε;» Έδωσε του Αχ Τσο μιαν αγκωνιά στα παίδια και γέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Ο Αχ Τσο έμεινε σιωπηλός, καθώς τα μουλάρια τρόχα-
αργόστροφος και κουτός όσο τότε που ζούσε, χωριάτης, στο γαλλικό νότο. Ήξερε την πειθαρχία κι είχε το φόβο της εξουσίας και, από το Θεό μέχρι κάτω στο νωματάρχη, η μόνη διαφορά γι' αυτόν ήταν το μέτρο της δουλικής υπα κοής που όφειλε. Κι εδώ που τα λέμε, ο νωματάρχης πρό βαλλε στο μυαλό του πιο επιβλητικός κι από το Θεό - εξόν από τις Κυριακές, τότε που τα φερέφωνα του Θεού κάνανε κουμάντο. Ο Θεός ήταν συνήθως πολύ απόμακρος, ενώ ο νωματάρχης βρισκόταν κατά κανόνα πολύ κοντά. Ο Κρουσό, λοιπόν, ήταν εκείνος που πήρε την εντολή που είχε δοθεί από τον αρχιδικαστή στο δεσμοφύλακα, ε ντολή που πρόσταζε εκείνο τον κρατικό λειτουργό να πα ραδώσει στον Κρουσό το άτομο που ονομαζόταν Αχ Τσόου. Όμως, έτυχε να έχει παραθέσει ο αρχιδικαστής δείπνο την προηγούμενη βραδιά στον κυβερνήτη και τους αξιω ματικούς ενός γαλλικού πολεμικού. Το χέρι του έτρεμε την ώρα που έγραφε την εντολή και τα μάτια του πονούσαν τό σο φοβερά που δεν ξαναδιάβασε τι είχε γράψει. Στο κάτωκάτω, άλλωστε, δεν υπέγραφε παρά για τη ζωή ενός Κινεζούρα. Κι έτσι, δεν πρόσεξε ότι είχε παραλείψει τα δυο τε λευταία γράμματα από το όνομα του Αχ Τσόου. Η εντολή έλεγε «Αχ Τσο» κι όταν ο Κρουσό παρέδωσε την εντολή, ο δεσμοφύλακας του έφερε το άτομο που λεγόταν Αχ Τσο. Ο Κρουσό πήρε αυτό το άτομο πλάι του, στο κάθισμα μιας καρότσας με μουλάρια, κι έφυγε. Ο Αχ Τσο χάρηκε που έβγαινε στο φως της μέρας. Κα θόταν πλάι στο χωροφύλακα κι έλαμπε. Κι έλαμψε ακόμα ζωηρότερα σαν είδε πως τα μουλάρια τραβούσαν για το νότο, κατά το Ατιμαόνο. Το δίχως άλλο, ο Σέμερ θα είχε ζητήσει να του τον πάνε πίσω. Ο Σέμερ τον ήθελε στη δουλειά. Πολύ ωραία, λοιπόν, θα πήγαινε και θα δούλευε καλά. Ο Σέμερ δε θα είχε ποτέ λόγο να παραπονεθεί. Έκα νε ζέστη. Οι αληγείς είχαν σταματήσει. Τα μουλάρια ίδρω ναν, ο Κρουσό ίδρωνε κι ο Αχ Τσο ίδρωνε επίσης. Αλλά ο Αχ Τσο ήταν εκείνος που νοιαζόταν το λιγότερο για τη ζέ-
1. Ονομασία των ιθαγενών της Νέας Καληδονίας, αλλά και γενικό τερα των νησιών του Νότιου Ειρηνικού, της Πολυνησίας.
— 92 —
— 93 —
ζαν άλλο ένα μίλι μέσα στη ζέστη. Ύστερα είπε: «Θα μου κόψει το κεφάλι ο Σέμερ;» Ο Κρουσό έγνεψε ναι μ' ένα μορφασμό. «Κάποιο λάθος έχει γίνει», είπε ο Αχ Τσο σοβαρός. «Δεν είμ' εγώ ο Κινεζούρας που 'ναι να του κόψουν το κε φάλι. Εγώ είμαι ο Αχ Τσο. Ο εντιμότατος κύριος δικαστής όρισε να μείνω είκοσι χρόνια στη Νέα Καληδονία.» Ο χωροφύλακας γέλασε. Ωραίο και τούτο, σκέφτηκε. Ετούτος εδώ ο αστείος Κινεζούρας προσπαθούσε να ξεγε λάσει την καρμανιόλα. Τα μουλάρια τρόχασαν μέσα σ' ένα δασάκι από κοκοφοίνικες για μισό μίλι, πλάι στη θάλασσα που σπιθοβολούσε, προτού ξαναμιλήσει ο Αχ Τσο. «Σας λέω πως δεν είμαι ο Αχ Τσόου. Ο εντιμότατος κύ ριος δικαστής δεν είπε να μου κόψουν το κεφάλι.» «Μη φοβάσαι», είπε ο Κρουσό με τη φιλάνθρωπη πρό θεση ν' απαλύνει την αγωνία του κατάδικου. «Δεν είναι δύσκολο να πεθάνει κανείς μ' αυτό τον τρόπο.» Έκανε στράκα με τα δάχτυλά του. «Τσακ, έτσι, στα γρήγορα. Δεν είναι όπως όταν κρέμεσαι στην άκρη ενός σκοινιού και κλοτσάς και στραβομουτσουνιάζεις πέντε λεπτά. Είναι σαν να σκοτώνεις κοτόπουλο με μπαλτά. Του κόβεις το κε φάλι κι αυτό είν' όλο. Το ίδιο και με τον άνθρωπο. Παφ! και τέρμα. Δεν πονάει. Ούτε που σκέφτεσαι πως πονάει. Δε σκέφτεσαι. Το κεφάλι σου φεύγει κι έτσι δεν μπορείς να σκεφτείς. Είναι πολύ καλό. Έτσι θα 'θελα να πεθάνω, στα γρήγορα - αχ, ναι, γρήγορα. Άκου με εμένα, είσαι τυχερός που θα τελειώσεις έτσι. Θα μπόραγες να πάθεις λέπρα και να κομματιάζεσαι λίγο-λίγο, να σου πέφτει ένα δάχτυλο τη μια φορά κι ύστερα άλλο κι άλλο από τα χέρια κι ύστερα από τα πόδια. Ήξερα ένανε που κάηκε με καυτό νερό. Δυο μέρες έκανε να πεθάνει. Ακουγες τα ξεφωνητά του ένα χι λιόμετρο πέρα. Ενώ εσύ! Α, τόσο εύκολα! Χρατς! Έτσι σου κόβει το μαχαίρι το λαιμό και τελειώνεις. Μπορεί και να γαργαλάει το μαχαίρι. Ποιος ξέρει; Κανένας που να πέ θανε έτσι δε γύρισε ποτές για να μας πει.»
Το θεώρησε ξεκαρδιστικό αστείο αυτό το τελευταίο κι επέτρεψε στον εαυτό του να σπαρταρήσει από τα γέλια για μισό λεπτό. Η ευθυμία του ήταν προσποιητή κατά ένα μέ ρος, αλλά το νόμισε ανθρωπιστικό χρέος του να φτιάξει το κέφι του Κινεζούρα. «Μα, αφού σας λέω, δεν είμαι ο Αχ Τσόου», επέμεινε ε κείνος. «Δε θέλω να μου κόψουν το κεφάλι.» Ο Κρουσό σκοτείνιασε. Το παρατράβαγε ο Κινεζούρας. «Δεν είμαι ο Αχ Τσόου...» άρχισε ο Αχ Τσο. «Έλα, φτάνει», τον έκοψε ο χωροφύλακας. Φούσκωσε τα μάγουλά του και πάσχισε να δείξει αγριάδα. «Σας λέω, δεν είμαι ο...» ξανάρχισε ο Αχ Τσο. «Σκασμός!» φώναξε ο Κρουσό. Ύστερα απ' αυτό, προχώρησαν σιωπηλοί. Είκοσι μί λια ήταν η απόσταση από το Παπεέτε μέχρι το Ατιμαόνο, κι είχαν καλύψει πάνω από τη μισή διαδρομή όταν ο Κινεζούρας αποτόλμησε να ξαναμιλήσει. «Σας είδα στο δικαστήριο», άρχισε να λέει, «τότε που ο εντιμότατος κύριος δικαστής μας έβγαλε σώνει και καλά ε νόχους, έτσι; Ωραία, θα θυμάστε, λοιπόν, τον Αχ Τσόου, που είναι να του κόψουν το κεφάλι. Θυμάστε πως εκείνος, ο Αχ Τσόου, ήτανε ψηλός; Κοιτάξτε με εμένα.» Σηκώθηκε ξαφνικά κι ο Κρουσό είδε πως ήταν κοντός. Το ίδιο ξαφνικά ο Κρουσό ξανάφερε στη μνήμη του την ει κόνα του Αχ Τσόου και σ' εκείνη την εικόνα ο Αχ Τσόου ή ταν ψηλός. Για το χωροφύλακα, όλοι οι Κινεζούρες έμοια ζαν. Δεν ξεχώριζε φάτσες. Ανάμεσα, όμως, στο «ψηλός» και το «κοντός» μπορούσε να δει τη διαφορά κι ήξερε τώ ρα πως είχε λάθος άνθρωπο πλάι του στο κάθισμα. Τράβη ξε απότομα τα γκέμια, έτσι που το τιμόνι πρόβαλε μπρο στά κι ανασήκωσε τις λαιμαριές των μουλαριών. «Το βλέπετε, έγινε λάθος», είπε ο Αχ Τσο χαμογελώ ντας ευγενικά. Αλλά ο Κρουσό σκεφτόταν. Ήδη λυπόταν που σταμά τησε την καρότσα. Δεν ήξερε πώς ο αρχιδικαστής είχε κά-
— 94 —
— 95 —
νει λάθος κι ούτε είχε τρόπο να το εξηγήσει. Αυτό που ήξε ρε ήταν ότι του είχαν δώσει τούτον εδώ τον Κινεζούρα να τον πάει στο Ατιμαόνο και καθήκον του ήταν να τον πάει στο Ατιμαόνο. Τι κι αν δεν ήταν αυτός που έπρεπε και θα του κόβαν το κεφάλι; Στο κάτω-κάτω, ένας Κινεζούρας ή ταν όλο κι όλο. Και τι είναι ένας Κινεζούρας; Κι έπειτα, μπορεί και να μην έκαναν λάθος. Αυτοί ήξεραν καλύτερα τη δουλειά τους. Ποιος ήταν αυτός για να σκέφτεται για λογαριασμό τους; Μια φορά, πάει πολύς καιρός, είχε επι χειρήσει να σκεφτεί για πάρτη τους κι ο νωματάρχης του είχε πει: «Κρουσό, είσαι βλάκας! Κι όσο πιο γρήγορα το καταλάβεις αυτό, τόσο το καλύτερο για σένα. Δουλειά σου δεν είναι να σκέφτεσαι. Δουλειά σου είναι να υπακούς κι άσε τις σκέψεις για τους καλύτερούς σου.» Τον έτσουζε που το θυμόταν. Κι ύστερα, έτσι και γύριζε πίσω στο Παπεέτε, θα καθυστερούσε την εκτέλεση στο Ατιμαόνο. Κι αν ήταν λάθος το να γυρίσει πίσω, θα έτρωγε κατσάδα από το νωματάρχη, που περίμενε τον κατάδικο. Κι από πάνω, θα τον κατσαδιάζανε και στο Παπεέτε. Αγγιξε τα δυο μουλάρια με το καμουτσίκι και συνέχισε το δρόμο του. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε αργήσει κιόλας μισή ώρα κι ο νωματάρχης θα ήταν θυμωμένος το δίχως άλλο. Ζόρισε τα μουλάρια να τρέξουν πιο γρήγορα. Κι ό σο ο Αχ Τσο επέμενε να εξηγεί το λάθος, τόσο ο Κρουσό πείσμωνε. Η επίγνωση του ότι είχε γίνει λάθος δεν καλυτέ ρευε βέβαια τη διάθεσή του. Αλλά η επίγνωση ότι δεν ήταν δικό του το λάθος επιβεβαίωνε την πεποίθησή του πως το άδικο που έκανε ήταν το σωστό. Και προκειμένου να επι σύρει τη δυσαρέσκεια του νωματάρχη, ήταν πρόθυμος να βοηθήσει και δέκα Κινεζούρες να πάν' στο καλό τους. Όσο για τον Αχ Τσο, από τη στιγμή που ο χωροφύλα κας τον χτύπησε στο κεφάλι με τη λαβή του καμουτσικιού και τον πρόσταξε να το βουλώσει, δεν του απόμενε παρά να το βουλώσει. Ο μακρύς δρόμος συνεχίστηκε σιωπηλά. Ο Αχ Τσο συλλογιζόταν τους παράξενους τρόπους των ξέ
νων διαβόλων. Ήταν αδύνατο να τους εξηγήσει κανείς. Αυτό που έκαναν στην περίπτωση του ταίριαζε μ' όλα όσα είχαν κάνει. Πρώτα έβγαλαν ενόχους τέσσερις αθώους αν θρώπους και τώρα θα κόβαν το κεφάλι του ανθρώπου που κι αυτοί οι ίδιοι, μέσα στη νυχτωμένη τους άγνοια, τον εί χαν θεωρήσει άξιο για είκοσι χρόνια φυλακή όλα κι όλα. Και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Το μόνο που μπορούσε ήταν να κάθεται με σταυρωμένα χέρια και να δέχεται ό,τι όριζαν αυτοί οι αφέντες της ζωής. Για μια στιγμή, τον έ πιασε πανικός κι ο ιδρώτας στο κορμί του πάγωσε. Αλλά το ξεπέρασε. Προσπάθησε ν' αφεθεί στη μοίρα του, φέρνο ντας στο νου κι επαναλαμβάνοντας κάποια αποσπάσματα από το Γιν Τοιχ Ουέν (Φυλλάδα του γαλήνιου δρόμου), αλλ' αντί γι' αυτό, έβλεπε συνεχώς τον ονειρόκηπό του της περισυλλογής και της ξεκούρασης. Αυτό τον στενοχώρησε, αλλά τελικά αφέθηκε στο όνειρο κι έκατσε στον κήπο του ν' ακούει τ' ανεμοκούδουνα στα διάφορα δέντρα. Και να που, έτσι μέσα στ' όνειρό του, μπόρεσε να θυμηθεί και να επαναλάβει τα αποσπάσματα από τη Φυλλάδα του γαλήνι ου δρόμου. Έτσι πέρασε ήρεμα η ώρα μέχρι που φτάσανε στο Ατι μαόνο και τα μουλάρια σταμάτησαν μπροστά στη σκαλω σιά, όπου στη σκιά στεκόταν ανυπόμονος ο ενωμοτάρχης. Με σπρωξιές ο Αχ Τσο ανέβηκε τη σκάλα. Κάτω του, στη μια πλευρά, είδε μαζεμένους όλους τους κούληδες της φυτείας. Ο Σέμερ είχε κρίνει πως ήταν ευκαιρία για ένα κα λό μάθημα πραγματογνωσίας κι είχε μαζέψει τους κούληδες από τα χωράφια και τους υποχρέωσε να παραστούν. Σαν εί δαν τον Αχ Τσο, έπιασαν να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα το πράγμα μεταξύ τους. Είδαν πως είχε γίνει λάθος, αλλά δεν είπαν τίποτα. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως οι ακατανόητοι λευκοί διάβολοι είχαν αλλάξει γνώμη κι αντί να πάρουν τη ζωή ενός αθώου ανθρώπου, θα έπαιρναν τη ζωή ενός άλλου αθώου ανθρώπου. Του Αχ Τσόου ή του Αχ Τσο - τι σημασία είχε; Δε θα μπορούσαν ποτέ να καταλάβουν τα άσπρα
— 96 —
— 97 —
σκυλιά περισσότερο απ' όσο θα μπορούσαν τα άσπρα σκυλιά να τους καταλάβουν εκείνους. Ο Αχ Τσο θα έχανε το κεφάλι του, εκείνοι όμως θα τέλειωναν τα υπόλοιπα δυο χρόνια της σκλαβιάς τους και θα γύριζαν στην Κίνα. Ο Σέμερ είχε φτιάξει ο ίδιος την καρμανιόλα. Έπιαναν τα χέρια του και, μ' όλο που δεν είχε δει ποτέ του καρμα νιόλα, οι Γάλλοι του είχαν εξηγήσει το μηχανισμό της κι αυτό του άρκεσε. Με δική του υπόδειξη είχαν διατάξει να γίνει η εκτέλεση στο Ατιμαόνο αντί στο Παπεέτε. Το επι χείρημα του Σέμερ ήταν ότι το σκηνικό του εγκλήματος θα ήταν ο καλύτερος δυνατός τόπος για την τιμωρία κι επι πλέον θα είχε σωτήρια επίδραση στη μισή χιλιάδα Κινεζούρες στη φυτεία. Ο Σέμερ είχε προσφερθεί επίσης εθελο ντικά να κάνει το δήμιο, και μ' αυτή την ιδιότητα βρισκό ταν τώρα πάνω στη σκαλωσιά και πειραματιζόταν με το όργανο που είχε φτιάξει. Ο κορμός μιας μπανανιάς, του πάχους και της συνοχής ενός ανθρώπινου λαιμού, είχε το ποθετηθεί κάτω από τη λεπίδα. Ο Αχ Τσο παρακολουθού σε συνεπαρμένος. Ο Γερμανός γύρισε μια μικρή μανιβέλα κι ανέβασε τη λεπίδα στην κορφή της μικρής μπίγας που είχε στήσει. Τινάζοντας απότομα ένα χοντρό σκοινί, ε λευθέρωσε τη λεπίδα, που έπεσε αστραπιαία κι έκοψε πέρα για πέρα τον κορμό της μπανανιάς. «Πώς πάει;» ρώτησε ο ενωμοτάρχης ανεβαίνοντας στη σκαλωσιά. «Μια χαρά!» απάντησε θριαμβευτικά ο Σέμερ. «Έλα να σου δείξω.» Γύρισε πάλι τη μανιβέλα, ανέβασε τη λεπίδα και, τινά ζοντας το σκοινί, την άφησε να πέσει με θόρυβο πάνω στο μαλακό κορμό. Όμως, αυτή τη φορά, σταμάτησε στα δύο τρίτα περίπου του κορμού. Ο ενωμοτάρχης κατσούφιασε. «Δεν κάνει», είπε. Ο Σέμερ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. «Αυτό που χρειάζεται είναι λίγο περισσότερο βάρος», α ποφάνθηκε. Πήγε στην άκρη της σκαλωσιάς κι είπε του σι-
δερά να του φέρει ένα κομμάτι σίδερο γύρω στα δώδεκα κιλά. Την ώρα που έσκυβε για να δέσει το σίδερο στην πλα τιά ράχη του μαχαιριού, ο Αχ Τσο έριξε μια ματιά στον ενωμοτάρχη κι είδε την ευκαιρία που γύρευε. «Ο εντιμότατος κύριος δικαστής είπε πως θα κόβαν το κεφάλι του Αχ Τσόου», άρχισε να λέει. Ο ενωμοτάρχης έγνεψε καταφατικά, νευριασμένος. Σκε φτόταν πως είχε να κάνει δεκαπέντε μίλια δρόμο με το αμά ξι εκείνο το απόγευμα για να πάει στην προσήνεμη μεριά του νησιού και στην Μπέρτα, την όμορφη μιγάδα κόρη του Λαφιέρ, του εμπόρου μαργαριταριών, που θα τον περίμενε. «Λοιπόν, εγώ δεν είμαι ο Αχ Τσόου. Είμαι ο Αχ Τσο. Ο εντιμότατος κύριος δεσμοφύλακας έκανε λάθος. Ο Αχ Τσόου είναι ψηλός, ενώ εγώ, όπως βλέπετε, είμαι κοντός.» Ο ενωμοτάρχης του έριξε μια βιαστική ματιά και είδε το λάθος. «Σέμερ», φώναξε προστακτικά. «Για έλα 'δώ.» Ο Γερμανός μούγκρισε, αλλά έμεινε σκυμμένος στη δουλειά του μέχρι που το κομμάτι το σίδερο δέθηκε στο μαχαίρι με τρόπο που τον ικανοποιούσε. «Έτοιμος ο Κινεζούρας σου;» ρώτησε. «Για κοίταξέ τον», ήταν η απάντηση. «Αυτός είναι;» Ο Σέμερ σάστισε. Πέταξε μερικές κοφτές βρισιές και κοίταξε λυπημένος το πράγμα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια κι ανυπομονούσε να το δει να δουλεύει. «Κοίταξε», είπε στο τέλος, «δε γίνεται ν' αναβάλουμε αυτή τη δουλειά. Ήδη έχασα τρεις ώρες δουλειά απ' αυτούς τους πεντακόσιους Κινεζούρες. Δε γίνεται να χά σω άλλες τόσες μέχρι που να φέρουν αυτόν που πρέπει. Άντε να τελειώνουμε. Έτσι κι αλλιώς, ένας Κινεζούρας εί ναι, μωρέ.» Ο ενωμοτάρχης λογάριαζε το μακρύ δρόμο που είχε να κάνει, σκεφτόταν και την κόρη του εμπόρου μαργαριτα ριών και συζητούσε το πράγμα με τον εαυτό του. «Θα ρίξουν το φταίξιμο στον Κρουσό - αν ανακαλυφτεί το λάθος», επέμεινε ο Γερμανός. «Αλλά δεν υπάρ-
— 98 —
— 99 —
χουν και πολλές πιθανότητες ν' ανακαλυφτεί. Έτσι κι αλ λιώς, δε θα το μαρτυρήσει ο Αχ Τσο.» «Το φταίξιμο δε θα 'ναι του Κρουσό, εν πάση περιπτώ σει», είπε ο ενωμοτάρχης. «Πρέπει να 'κανε λάθος ο δε σμοφύλακας.» «Ας τελειώνουμε το λοιπόν. Δεν μπορούν να κατηγο ρήσουν εμάς. Ποιος ξεχωρίζει τον έναν Κινεζούρα από τον άλλο; Θα πούμε απλώς πως εκτελέσαμε τη διαταγή με τον Κινεζούρα που μας παραδώσανε. Κι εκτός απ' αυτό, αλήθεια σ' το λέω, δεν μπορώ να πάρω όλους αυτούς τους κούληδες για δεύτερη φορά από τη δουλειά τους.» Μιλούσαν γαλλικά κι ο Αχ Τσο δεν καταλάβαινε λέξη. Ήξερε, όμως, πως κρινόταν η τύχη του. Κι ήξερε ακόμα πως η απόφαση εξαρτιόταν από τον ενωμοτάρχη και κρε μάστηκε από τα χείλια του. «Εντάξει», είπε τελικά ο ενωμοτάρχης. «Βάλε μπρος. Ένας Κινεζούρας είναι όλο κι όλο.» «Θα το δοκιμάσω άλλη μια φορά, έτσι, για να 'μαστε σίγουροι.» Ο Σέμερ έσπρωξε μπροστά τον κορμό της μπα νανιάς, αφού ανέβασε το μαχαίρι στην κορφή της μπίγας. Ο Αχ Τσο προσπάθησε να θυμηθεί γνωμικά από τη Φυλλάδα του γαλήνιου δρόμου. Του ήρθε στο νου το «Ζή σε εν ομονοία», αλλ' αυτό δεν ίσχυε στην περίπτωσή του. Δεν επρόκειτο να ζήσει. Θα πέθαινε σε λίγο. Όχι, δεν ταί ριαζε αυτό. «Συγχώρα την κακία» - αυτό μάλιστα, μόνο που δεν υπήρχε εδώ κακία για να τη συγχωρέσει. Ο Σέμερ κι οι ρέστοι έκαναν ό,τι έκαναν χωρίς κακία. Γι' αυτούς ή ταν απλώς μια δουλειά που έπρεπε να γίνει, όπως ακριβώς το ν' αποψιλώνουν τη ζούγκλα, να σκάβουν αυλάκια για το νερό, να φυτεύουν μπαμπάκι ήταν δουλειές που έπρεπε να γίνουν. Ο Σέμερ τίναξε το σκοινί κι ο Αχ Τσο ξέχασε τη Φυλλάδα του γαλήνιου δρόμου. Το μαχαίρι έπεσε με γδού πο, κόβοντας πέρα για πέρα τον κορμό. «Έξοχα!» αναφώνησε ο ενωμοτάρχης ενώ άναβε τσιγά ρο. «Πολύ ωραία, φίλε μου.» — 100 —
Ο Σέμερ χάρηκε για τον έπαινο. «Έλα, Αχ Τσόου», είπε στα ταϊτιανά. «Μα δεν είμαι ο Αχ Τσόου...» άρχισε να λέει ο Αχ Τσο. «Σκασμός!» ήταν η απάντηση. «Έτσι και ξανανοίξεις το στόμα σου, θα σου σπάσω το κεφάλι.» Ο επιστάτης τον απειλούσε με σφιγμένη τη γροθιά του κι εκείνος σώπασε. Τι ωφελούσε να διαμαρτύρεται; Ετού τοι οι ξένοι διάβολοι έκαναν πάντα το δικό τους. Άφησε να τον δέσουν στο κάθετο σανίδι, που ήταν στο μπόι του. Ο Σέμερ έσφιξε γερά τους τοκάδες, τόσο που τα λουριά του σκίσαν το κρέας και τον πονούσαν. Δεν παραπονέθη κε. Ο πόνος δε θα κρατούσε πολύ. Ένιωσε το σανίδι να γέρνει στον αέρα και να οριζοντιώνεται. Έκλεισε τα μά τια. Κι εκείνη τη στιγμή, σαν ένα τελευταίο άστραμμα, είδε τον κήπο του της περισυλλογής και της ξεκούρασης. Του φάνηκε πως καθόταν στον κήπο. Φυσούσε δροσερό αεράκι και τ' ανεμοκούδουνα στα διάφορα δέντρα κουδούνιζαν απαλά. Κι ακόμα, τα πουλιά έκαναν έναν αποκοιμιστικό θόρυβο, ενώ πάνω από τον ψηλό μαντρότοιχο ερχόταν μισοσβησμένος ο ήχος της ζωής του χωριού." Ύστερα, αντιλήφθηκε ότι το σανίδι είχε σταματήσει κι από την πίεση και την ένταση των μυώνων του κατάλαβε πως κειτόταν ανάσκελα. Άνοιξε τα μάτια. Ίσια από πάνω του είδε το κρεμάμενο μαχαίρι ν' αστράφτει στον ήλιο. Εί δε το βάρος που είχε προστεθεί και πρόσεξε πως ένας από τους κόμπους που έδεσε ο Σέμερ είχε λυθεί. Άκουσε τη φω νή του ενωμοτάρχη να δίνει κοφτά το πρόσταγμα. Ο Αχ Τσο έκλεισε βιαστικά τα μάτια. Δεν ήθελε να δει το μαχαίρι να κατεβαίνει. Αλλά το ένιωσε - για μια μεγάλη φευγαλέα στιγμή, το ένιωσε το μαχαίρι. Κι εκείνη τη στιγμή θυμήθη κε τον Κρουσό και τι του είχε πει. Ε, λοιπόν, ο Κρουσό έ κανε λάθος. Το μαχαίρι δε γαργαλούσε. Αυτό το ήξερε τώ ρα, προτού πάψει πια να ξέρει.
— 101 —
Για ένα κομμάτι ψαχνό Με το τελευταίο κομματάκι ψωμί που του απέμενε, ο Τομ Κινγκ σκούπισε το τελευταίο ίχνος του χυλού στο πιάτο του και μάσησε αργά την μπουκιά του σκεφτικός. Όταν σηκώθηκε από το τραπέζι, τον βασάνιζε το συναί σθημα πως αναμφισβήτητα πεινούσε ακόμα. Κι όμως, ή ταν ο μόνος που είχε φάει. Τα δυο παιδιά τα είχαν βάλει α πό νωρίς στο κρεβάτι, στο διπλανό δωμάτιο, μήπως και ξεχάσουν με τον ύπνο πως είχαν μείνει χωρίς βραδινό. Η γυναίκα του δεν είχε αγγίξει τίποτα, μόνο κάθισε σιωπηλή και τον παρακολούθησε με τα μάτια γεμάτα έγνοια. Ήταν μια αδύνατη, τσακισμένη γυναίκα του εργατόκοσμου, μ' ό λο που κάποια σημάδια περασμένης ομορφιάς δεν έλειπαν από το πρόσωπό της. Το αλεύρι για το χυλό το είχε δανει στεί από τη γειτόνισσα απέναντι. Οι δυο τελευταίες πεντά ρες είχαν ξοδευτεί για το ψωμί. Ο Τομ έκατσε πλάι στο παράθυρο, σε μια ξεχαρβαλω μένη καρέκλα που στέναξε από το βάρος του, κι εντελώς μηχανικά έβαλε την πίπα του στο στόμα κι έχωσε το χέρι στην πλαϊνή τσέπη του σακακιού του. Η απουσία καπνού τον έκανε να συναισθανθεί το μάταιο της κίνησής του και, νευριασμένος με την αφηρημάδα του, ξανάβαλε την πίπα στην τσέπη. Οι κινήσεις του ήταν αργές, σχεδόν μπατάλικες, λες κι ένιωθε βαρύ το φορτίο των μυώνων του. Ήταν ένας σφιχτοδεμένος, φλεγματικός άντρας κι η όψη του δεν έπασχε από υπερβολική γοητεία. Τα τραχιά του ρούχα ή ταν παλιά και ξεχειλωμένα. Τα ψίδια των παπουτσιών του ήταν πολύ αδύναμα για να συγκρατούν τις αλλαγμένες βα ριές σόλες, που κι αυτές δεν ήταν πρόσφατες. Και το μπαμπακερό του πουκάμισο, ένα φτηνόπραμα των δυο σελι νιών, είχε φαγωμένο γιακά κι ανεξίτηλους λεκέδες από μπογιά. Εκείνο όμως που μαρτυρούσε αλάθευτα την ιδιότητα — 103 —
του Τομ Κινγκ ήταν το πρόσωπό του. Ήταν χαρακτηριστι κό πρόσωπο επαγγελματία πυγμάχου, ανθρώπου που είχε υπηρετήσει χρόνια στο τετράγωνο ρινγκ και μ' αυτό είχε αποκτήσει και τονίσει όλα τα σημάδια του μαχόμενου ζώ ου. Είχε ξεκάθαρα χυδαία όψη και, για να μη μένει απαρα τήρητο κανένα του χαρακτηριστικό, ήταν καλοξυρισμένος. Τα χείλια του ήταν άμορφα, το στόμα του υπερβολικά αποκρουστικό, έμοιαζε με νωπή μαχαιριά στο πρόσωπό του. Το πιγούνι ήταν επιθετικό, ζωώδικο, βαρύ. Τα μάτια βραδυκίνητα, με βαριά βλέφαρα, ήταν σχεδόν ανέκφραστα κάτω από τα δασιά, σμιχτά του φρύδια. Σκέτο ζώο καθώς ήταν, τα μάτια του ξεχώριζαν σαν το πιο ζωώδικο γνώρι σμά του. Ήταν νυσταλέα, λιονταρίσια - μάτια μαχόμενου ζώου. Το μέτωπο λόξευε απότομα προς το μαλλί του που, κοντοκομμένο καθώς ήταν, έδειχνε το κάθε καρούμπαλο στο απαίσιο κεφάλι. Μια μύτη που είχε σπάσει δυο φορές και πήρε διάφορα σχήματα από αναρίθμητα χτυπήματα κι ένα αφτί σαν κουνουπίδι, μόνιμα πρησμένο και παραμορ φωμένο, δυο φορές το κανονικό του μέγεθος, ολοκλήρω ναν τη διακόσμησή του, ενώ τα γένια του, όσο φρεσκοξυρι σμένος κι αν ήταν, βλάσταιναν μέσα στο πετσί του κι έδι ναν στο πρόσωπό του μια μαυρογάλαζη απόχρωση. Στο σύνολό της, ήταν η μούρη ανθρώπου που θα τον φοβόταν κανείς σ' ένα σκοτεινό σοκάκι ή σε καμιάν ερη μιά. Κι όμως, ο Τομ Κινγκ δεν ήταν κανένας κακούργος κι ούτε είχε κάνει ποτέ του κανένα κακούργημα. Έξω από κάτι τσακωμούς, συνηθισμένους στον περίγυρό του, δεν είχε πειράξει άνθρωπο. Ούτε κι ακούστηκε ποτέ να έχει στήσει καβγά. Ήταν επαγγελματίας κι όλη τη μαχητική του κτηνωδία τη φύλαγε για τις. επαγγελματικές του δραστη ριότητες. Έξω από το ρινγκ, ήταν αργοκίνητος, καλόβο λος και, στα νιάτα του, τότε που το χρήμα ήταν μπόλικο, πολύ σκορποχέρης προκειμένου να κάνει το κέφι του. Δεν κρατούσε κακία και δεν είχε πολλούς εχθρούς. Η πυγμα χία ήταν γι' αυτόν δουλειά. Πάνω στο ρινγκ, χτύπαγε για
να πονέσει, χτύπαγε για να σακατέψει, χτύπαγε για να συντρίψει, αλλά δεν υπήρχε εμπάθεια σ' αυτό. Ήταν κάτι το καθαρά επαγγελματικό. Το κοινό μαζευόταν και πλή ρωνε για να δει άντρες να ρίχνουν ο ένας τον άλλο αναί σθητο. Ο νικητής έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος από το χρηματικό έπαθλο. Όταν ο Τομ Κινγκ αντιμετώπισε τον Γουλουμούλου Γκάουτζερ, είκοσι χρόνια πριν, ήξερε πως το σαγόνι του Γκάουτζερ μόλις είχε γιατρευτεί, τέσσερις μήνες από τότε που του το έσπασαν σ' έναν αγώνα στο Νιούκασλ. Κι όμως, είχε βάλει στόχο του εκείνο το σαγόνι και του το ξανάσπασε στον ένατο γύρο, όχι από έχθρα για τον Γκάουτζερ, αλλά γιατί αυτός ήταν ο πιο σίγουρος τρό πος για να βγάλει τον Γκάουτζερ από τη μέση και να πάρει τα πολλά λεφτά. Κι ούτε του κράτησε κακία γι' αυτό ο Γκάουτζερ. Αυτό ήταν το παιχνίδι, το ήξεραν κι οι δυο τους πως αυτό ήταν και το έπαιζαν όπως ήταν. Ο Τομ Κινγκ δεν ήταν ποτέ ομιλητικός και τώρα καθό ταν πλάι στο παράθυρο, κακόκεφος και σιωπηλός, και κοί ταζε τα χέρια του. Οι φλέβες προεξείχαν στη ράχη της πα λάμης, μεγάλες και πρησμένες, κι οι κόμποι των δαχτύλων, χτυπημένοι, τσακισμένοι και παραμορφωμένοι, μαρτυρού σαν σε τι λογής χρήση είχαν μπει. Δεν είχε ακούσει ποτέ του πως η ζωή ενός ανθρώπου είναι η ζωή των αρτηριών του, ή ξερε όμως πολύ καλά τι σήμαιναν αυτές οι μεγάλες, ξεπεταμένες φλέβες. Η καρδιά του είχε στείλει πάρα πολύ αίμα να περάσει από μέσα τους με τη μέγιστη πίεση. Δεν έκαναν πια τη δουλειά τους. Είχε αποσώσει την ελαστικότητά τους και με τη διαστολή τους είχαν ξεπεράσει τα όρια της αντο χής του. Κουραζόταν εύκολα τώρα. Δεν ήταν πια σε θέση να βγάζει με άνεση τους είκοσι γύρους, ν' αγωνίζεται συνέ χεια, μ' όλο του το είναι, από το ένα καμπανάκι στο άλλο, με τις άγριες ανταλλαγές χτυπημάτων να διαδέχονται η μια την άλλη, να στριμώχνεται στα σκοινιά και με τη σειρά του να στριμώχνει τον αντίπαλό του στα σκοινιά και να δίνει τα πιο άγρια και πιο γρήγορα χτυπήματά του σ' εκείνον
— 104 —
— 105 —
τον τελευταίο, τον εικοστό γύρο, με τους θεατές να ουρλιά ζουν όρθιοι, κι ο ίδιος να χιμάει, να χτυπάει, να σκύβει, να δίνει βροχή τις γροθιές και ξανά βροχή τις γροθιές και να δέχεται βροχή τις γροθιές σαν απάντηση κι όλη αυτή την ώ ρα η καρδιά του να τρομπάρει πιστή κύματα αίματος μέσ' από άψογες φλέβες. Οι φλέβες πρήζονταν την ώρα του α γώνα κι ύστερα μάζευαν πάλι, αλλά όχι εντελώς. Την κάθε φορά, ανεπαίσθητα στις αρχές, έμεναν μιαν ιδέα πιο χο ντρές από πριν. Τις κοίταζε επίμονα, καθώς και τα στρα πατσαρισμένα του δάχτυλα και, για μια στιγμή, οραματί στηκε τη νεανική τελειότητα που είχαν αυτά τα χέρια προ τού τσακίσει το πρώτο δάχτυλο στο κεφάλι του Μπένι Τζόουνς, που τον έλεγαν Ουαλέζικο Τρόμο. Ένιωσε ξανά την πείνα του. «Να πάρει ο διάολος! Δηλαδή, δε γινότανε να 'χω ένα κομμάτι ψαχνό;» μουρμούρισε φωναχτά, σφίγγοντας τις τε ράστιες γροθιές του και βρίζοντας μέσ' από τα δόντια του. «Προσπάθησα και στου Μπερκ και στου Σόουλι», είπε η γυναίκα του σαν ν' απολογιόταν. «Και δε σου δώκανε;» ρώτησε εκείνος. «Ούτε μιας πεντάρας. Κι ο Μπερκ είπε πως...» Κό μπιασε. «Λέγε, τι είπε ο Μπερκ;» «Να, πως νομίζει, λέει, πως ο Σάντελ θα σ' τις βρέξει α πόψε και πως τα βερεσέδια σου ανεβήκανε πολύ, λέει, έτσι κι αλλιώς.» Ο Τομ Κινγκ μούγκρισε και δεν απάντησε. Θυμήθηκε το σκύλαρο που είχε στα νιάτα του και τον τάιζε συνέχεια φιλέτο. Ο Μπερκ θα του έδινε και χίλια φιλέτα βερεσέ τό τε. Αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει. Ο Τομ Κινγκ γερνούσε. Και γέροι πυγμάχοι που αγωνίζονταν σε συλλόγους δεύτε ρης διαλογής δεν μπορούσαν να περιμένουν κάπως αξιό λογη πίστωση από το χασάπη, τον μπακάλη και το φούρ ναρη. Είχε ξυπνήσει το πρωί λαχταρώντας ένα κομμάτι ψα-
χνό κι η λαχτάρα του δεν είχε καταλαγιάσει. Δεν είχε κάνει και σωστή προπόνηση γι' αυτό τον αγώνα. Ήταν χρονιά ξηρασίας στην Αυστραλία, οι καιροί ήταν δύσκολοι, ακό μα κι η πιο έκτακτη δουλειά δε βρισκόταν εύκολα. Δεν είχε παρτενέρ για προπόνηση και το φαΐ του δεν ήταν από τα καλύτερα κι ούτε ήταν πάντοτε αρκετό. Δούλευε σκαφτιάς στα δημόσια έργα για λίγες μέρες, όποτε του δινόταν ευ καιρία, κι έτρεχε γύρω από το Κτήμα1 νωρίς τα πρωινά για να κρατάει τα πόδια του σε φόρμα. Αλλά ήταν ζόρικο πράγμα να προπονιέται χωρίς παρτενέρ και να 'χει να θρέψει γυναίκα και δυο κουτσούβελα. Τα μαγαζιά του αύ ξησαν κάτι λίγο την πίστωση, όταν κλείστηκε ο αγώνας του με τον Σάντελ. Ο γραμματέας του συλλόγου «Χαρά» του είχε δώσει προκαταβολή τρεις λίρες -το μερίδιο του χαμένου- κι αρνήθηκε να δώσει παραπάνω. Κατά και ρούς, κατάφερνε να δανειστεί κάτι σελίνια από παλιόφιλους, που θα του δάνειζαν και περισσότερα, αν δεν ήταν χρονιά ξηρασίας και δεν ήταν ζορισμένοι κι οι ίδιοι. Όχι, δεν ωφελούσε να το κρύψει, η προπόνησή του δε στάθηκε ικανοποιητική. Έπρεπε να έχει καλύτερη τροφή και καθό λου σκοτούρες. Κι όπως και να το κάνουμε, σαν έχει πατή σει κανείς τα σαράντα, είναι πιο δύσκολο να βρει τη φόρ μα του απ' όσο ένας εικοσάρης. «Τι ώρα είναι, Λίζι;» ρώτησε. Η γυναίκα του πήγε στο χολ να δει και γύρισε. «Οκτώ παρά τέταρτο.» «Θ' αρχίσει ο πρώτος αγώνας σε λίγα λεπτά», είπε. «Δοκιμαστικός θα 'ναι. Ύστερα θα 'χει έναν τέσσερους γύρους του Ντίλερ Ουέλς με τον Γκρίντλι κι ένανε δέκα γύρους του Σταρλάιτ με κάποιο ναυτικό. Η σειρά μου θα 'ρθει σε μιαν ώρα και.» Ύστερα από άλλα δέκα λεπτά σιωπής, σηκώθηκε.
— 106 —
— 107 —
1. Μεγάλο πάρκο στο κέντρο του Σίντνεϊ, όπου βρίσκονταν το μέ γαρο του Γενικού Κυβερνήτη της Αυστραλίας κι άλλα δημόσια κτίρια.
«Η αλήθεια είναι, Λίζι, πως δεν έκανα σωστή προπόνη ση.» Πήρε το καπέλο του και πήγε κατά την πόρτα. Δεν προ σφέρθηκε να τη φιλήσει -ποτέ δεν το έκανε όταν έβγαινεόμως εκείνο το βράδυ τόλμησε να τον φιλήσει εκείνη, τυλί γοντας τα μπράτσα της στο λαιμό του κι αναγκάζοντάς τον να σκύψει μέχρι το πρόσωπό της. Έδειχνε μικροσκο πική μπροστά στον όγκο του άντρα της. «Καλή τύχη, Τομ», του είπε. «Πρέπει να τόνε νικήσεις.» «Ναι, πρέπει να τόνε νικήσω», επανέλαβε εκείνος. «Αυ τό είν' όλο. Απλώς πρέπει να τόνε νικήσω.» Γέλασε προσπαθώντας να δείξει ξένοιαστος, ενώ εκεί νη σφιγγόταν πάνω του. Πάνω από τους ώμους της, κοίτα ξε γύρω το γυμνό δωμάτιο. Αυτό είχε όλο κι όλο στον κό σμο, με το νοίκι απλήρωτο. Κι αυτήν και τα κουτσούβελα. Κι έβγαινε τώρα μέσα στη νύχτα να βρει κρέας για τη συντρόφισσα και τα μικρά του, όχι σαν το σύγχρονο εργά τη που τραβάει για το μαγκανοπήγαδο της μηχανής του, αλλά με τον παλιό, τον πρωτόγονο, βασιλικό, ζωώδικο τρόπο - παλεύοντας για δαύτο. «Πρέπει να τόνε νικήσω», ξαναείπε, μ' ένα ίχνος απελ πισίας στη φωνή αυτή τη φορά. «Αν κερδίσω, παίρνω τριάντα λίρες και τότες πλερώνω ό,τι χρωστάω και μας μένει κι ένα ματσάκι. Αν χάσω, δεν παίρνω τίποτα, ούτε μια δεκάρα να γυρίσω σπίτι με το τραμ. Ο γραμματέας μου 'δωσε ό,τι είναι να πάρει ο χαμένος. Γεια σου, γυναίκα. Θα 'ρθω κατευθείαν σπίτι αν κερδίσω.» «Θα σε περιμένω», του φώναξε εκείνη από το χολ. Ήταν γεμάτα δυο μίλια μέχρι το σύλλογο και, καθώς πήγαινε, θυμόταν πως, τότε που ήταν στις δόξες του -έ φτασε κάποτε πρωταθλητής βαρέων βαρών της Νότιας Νέ ας Ουαλίας- πήγαινε για τον αγώνα με ταξί και πως, τις περισσότερες φορές, κάποιος που είχε ποντάρει πολλά σ' αυτόν πλήρωνε το ταξί και πήγαινε μαζί του. Ήταν ύστερα κι ο Τόμι Μπερνς κι εκείνος ο νέγρος Γιάνκης, ο Τζακ
Τζόνσον, που τριγυρνούσαν με αυτοκίνητα. Κι εκείνος περπάταγε! Κι όπως το ξέρουν όλοι, ένας ζόρικος ποδαρόδρομος δυο μίλια δεν είναι η καλύτερη προθέρμανση για έναν αγώνα. Ήταν γέρος κι ο κόσμος δε γούσταρε τους γέρους. Δεν έκανε τώρα πια παρά για σκαφτιάς, κι η σπα σμένη μύτη και το πρησμένο αφτί του ήταν μειονέκτημα α κόμα και σ' αυτό. Έπιανε τον εαυτό του να εύχεται να είχε μάθει μια τέχνη. Θα ήταν σε καλύτερη μοίρα μακροπρόθε σμα. Όμως, κανείς δεν του το είχε πει. Και το ήξερε, βαθιά μέσα του, πως κι αν του το έλεγαν δε θα τους άκουγε. Του είχαν έρθει τόσο βολικά τα πράγματα! Χοντρά λεφτά, σκληροί, υπέροχοι αγώνες, ξεκούραση και σεργιάνι στα ενδιάμεσα, τσούρμο πίσω του οι πρόθυμοι κόλακες, τα χτυπήματα στην πλάτη, οι χειραψίες, ο καλός κόσμος πρό θυμος να τον κεράσει ένα ποτό για το προνόμιο μιας πε ντάλεπτης κουβέντας μαζί του - και η δόξα, το κοινό που ούρλιαζε, ο ανεμοστρόβιλος του τέλους, το «Νικητής ο Κινγκ!» του διαιτητή και τ' όνομά του στις αθλητικές στή λες την επομένη. Αυτά ήταν χρόνια! Αλλά καταλάβαινε τώρα, με τον αρ γό του τρόπο καθώς τα ξαναθυμόταν, πως γέρους έβγαζε τότε από τη μέση. Αυτός ήταν η νιότη κι ανέβαινε, εκείνοι ήταν τα γερατειά και βούλιαζαν. Καθόλου παράξενο που στάθηκε εύκολο γι' αυτόν. Είχε να κάνει με ανθρώπους με τις πρησμένες φλέβες και τα τσακισμένα δάχτυλα και την απέραντη μαζεμένη κόπωση από τους αμέτρητους αγώνες που είχαν στο ενεργητικό τους. Θυμήθηκε τον καιρό που έ βγαλε νοκάουτ το γερο-Στόουσερ Μπιλ, στο Ρας Κάτερς Μπέι, στο δέκατο γύρο και θυμήθηκε πως ο γερο-Μπιλ εί χε κλάψει μετά στ' αποδυτήρια σαν μωρό παιδί. Μπορεί να χρώσταγε νοίκια ο γερο-Μπιλ. Μπορεί να είχε μια κυρά και κάνα-δυο παιδάκια στο σπίτι. Και μπορεί ο Μπιλ, εκείνη εκεί την ημέρα του αγώνα, να είχε λιμάξει για λίγο κρέας. Ο Μπιλ είχε αγωνιστεί κι είχε φάει απίστευτο ξύλο. Το καταλάβαινε τώρα, μετά τα όσα πέρασε κι ο ί-
— 108 —
— 109 —
διος, πως ο Στόουσερ Μπιλ είχε αγωνιστεί εκείνο το βρά δυ, πριν είκοσι χρόνια, για κάτι περισσότερο απ' ό,τι ο νε αρός τότε Τομ Κινγκ, που πάλεψε για δόξα κι εύκολο χρή μα. Δεν ήταν, λοιπόν, να παραξενεύεται κανείς που ο Στό ουσερ Μπιλ έκλαψε μετά στ' αποδυτήρια. Τι να γίνει; Γεγονός είναι, πρώτο κι αρχή, πως ο καθέ νας έχει έναν αριθμό αγώνων μέσα του. Είναι ο σιδερένιος κανόνας του παιχνιδιού. Ο ένας μπορεί να έχει μέσα του ε κατό σκληρούς αγώνες, ο άλλος μόνο είκοσι. Ο καθένας, ανάλογα με τη φτιάξη του και την ποιότητα της πάστας του, έχει έναν ορισμένο αριθμό αγώνων, κι όταν τους τε λειώσει, ξοφλάει. Ναι, εκείνος είχε μέσα του περισσότε ρους αγώνες απ' όσους οι πιο πολλοί από δαύτους, κι είχε βγάλει πέρα περισσότερους σκληρούς, εξαντλητικούς α γώνες απ' όσους έπεφταν στο μερτικό του - αγώνες που έ βαζαν καρδιά και πλεμόνια να δουλεύουν μέχρι να σκά σουν, που απόσωναν την ελαστικότητα από τις αρτηρίες και μετέτρεπαν σε σκληρούς κόμπους μυώνων τη στιλπνή λυγεράδα της νιότης, που εξαντλούσαν τα νεύρα και το σφρίγος και καταπονούσαν το μυαλό και τα κόκαλα με την υπερβολική προσπάθεια και το παραζόρισμα της α ντοχής. Ναι, τους είχε ξεπεράσει όλους. Δεν είχε απομείνει κανείς από τους παλιούς του αντιπάλους. Ήταν ο τε λευταίος της παλιάς φρουράς. Τους είχε δει όλους να τε λειώνουν κι είχε βάλει το χεράκι του στο αποτέλειωμα με ρικών απ' αυτούς. Τον είχαν δοκιμάσει με τους γέρους και τους είχε ξεκά νει τον ένα μετά τον άλλο, γελώντας όταν έκλαιγαν στ' α ποδυτήρια, όπως ο γερο-Στόουσερ Μπιλ. Και τώρα ήταν ο ίδιος γέρος και δοκίμαζαν πάνω του τα παλικαράκια. Ετούτος ο Σάντελ, για παράδειγμα. Είχε έρθει από τη Νέα Ζηλανδία, με το ιστορικό του. Αλλά κανένας στην Αυστρα λία δεν ήξερε τίποτε γι' αυτόν κι έτσι τον έβαλαν να χτυπη θεί με το γερο-Τομ Κινγκ. Αν ο Σάντελ έκανε καλή εμφάνι ση, θα τον έβαζαν ν' αγωνιστεί ύστερα με καλύτερους, με
μεγαλύτερα κέρδη. Μπορούσε επομένως να βασίζεται κα νείς σ' αυτόν πως θ' αγωνιζόταν σκληρά. Είχε να κερδίσει τα πάντα: χρήμα, δόξα και καριέρα. Κι ο Τομ Κινγκ ήταν ο γκριζομάλλης που στεκόταν παλούκι μπροστά του και του έκλεινε το δρόμο προς τη φήμη και τα πλούτη. Και που δεν είχε να κερδίσει παρά τριάντα λίρες όλες κι όλες, για να πληρώσει το νοικοκύρη του και να ξοφλήσει τα βερεσέδια. Καθώς ο Κινγκ τ' αναθυμόταν όλα αυτά, ήρθε στη θολή του μνήμη η φιγούρα της νιότης, της υπέροχης νιότης που ορθωνόταν θριαμβευτική κι ανίκητη, μ' ευλύγιστους μυώνες και μεταξένιο δέρμα, με καρδιά και πλεμόνια που ποτέ δεν κουράστηκαν και ποτέ δεν ξεσκίστηκαν, μόνο περιγε λούσαν τα όρια της προσπάθειας. Ναι, η νιότη ήταν η Νέ μεση. Εξόντωνε τους γέρους και καθόλου δεν την ένοιαζε που μ' αυτό τον τρόπο εξόντωνε και τον εαυτό της. Έπρη ζε τις αρτηρίες της και τσάκιζε τα δάχτυλά της και συντρι βόταν με τη σειρά της από τη νιότη. Γιατί η νιότη ήταν πά ντα νέα. Μόνο τα γερατειά γερνούσαν. Στην οδό Κάσελριγκ έστριψε αριστερά και τρία τετρά γωνα πιο πέρα έφτασε στο σύλλογο. Ένα σμάρι αλάνια μαζεμένα έξω από την πόρτα παραμέρισαν με σεβασμό για να περάσει κι άκουσε ένα τους να λέει σε κάποιο άλλο: «Αυτός είναι! Αυτός είν' ο Τομ Κινγκ!» Μέσα, καθώς πήγαινε για τ' αποδυτήρια, συνάντησε το γραμματέα, ένα νέο με ζωηρό μάτι κι έξυπνη φάτσα, που του έσφιξε το χέρι. «Πώς πάει, Τομ;» τον ρώτησε. «Μια χαρά», απάντησε ο Κινγκ, μ' όλο που ήξερε πως έλεγε ψέματα και πως, αν είχε μια λίρα, θα την έδινε επιτό που για μια καλή φέτα ψαχνό. Όταν βγήκε από τ' αποδυτήρια ακολουθούμενος από τους βοηθούς του και πέρασε το διάδρομο προς το τετρά γωνο ρινγκ στο κέντρο της αίθουσας, το πλήθος που περί μενε ξέσπασε σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. Ανταπέδιδε χαιρετισμούς δεξιά κι αριστερά, μ' όλο που λίγες ή ταν οι φάτσες που γνώριζε. Οι πιο πολλές ήταν φάτσες πι-
— 110 —
— 111 —
τσιρικάδων, αγέννητων ακόμα τότε που κέρδιζε τις πρώ τες του δάφνες στο ρινγκ. Πήδηξε ελαφριά στην υπερυψω μένη πλατφόρμα και πέρασε σκυφτός μέσ' από τα σκοινιά στη γωνιά του, όπου κάθισε σ' ένα πτυσσόμενο σκαμνί. Ο Τζακ Μπολ, ο διαιτητής, πλησίασε και του έσφιξε το χέρι. Ο Μπολ ήταν ένας ξοφλημένος πυγμάχος που, για δέκα και παραπάνω χρόνια, δεν είχε πατήσει το πόδι του σε ρινγκ για ν' αγωνιστεί. Ο Κινγκ χάρηκε που θα τον είχε διαιτητή. Είχαν κι οι δυο τα χρονάκια τους. Έτσι και το παράκανε κάπως με τον Σάντελ, παραβαίνοντας τους κανονισμούς, ήξερε πως ο Μπολ θα έκανε τα στραβά μάτια. Νεαροί επίδοξοι πυγμάχοι βαρέων βαρών σκαρφάλω ναν ο ένας μετά τον άλλο στο ρινγκ και ο διαιτητής τους παρουσίαζε στο κοινό. Ταυτόχρονα ανακοίνωνε τις προ κλήσεις τους. «Ο νεαρός Πρόντο», ανάγγειλε ο Μπολ, «απ' το Βό ρειο Σίντνεϊ, προκαλεί το νικητή με έξτρα στοίχημα πενή ντα λίρες.» Το κοινό χειροκρότησε και χειροκρότησε ξανά όταν ο ίδιος ο Σάντελ πήδηξε μέσ' από τα σκοινιά και κάθισε στη γωνιά του. Από την απέναντι γωνιά, ο Τομ Κινγκ τον κοί ταξε με περιέργεια, γιατί σε λίγα λεπτά θα συμπλέκονταν σε ανελέητη μάχη, όπου ο καθένας θα προσπαθούσε μ' ό λες του τις δυνάμεις να ρίξει τον άλλο αναίσθητο. Αλλά δεν μπορούσε να δει πολλά πράγματα, γιατί ο Σάντελ, ό πως κι ο ίδιος, φορούσε παντελόνι και πουλόβερ πάνω α πό την πυγμαχική του περιβολή. Το πρόσωπό του ήταν ε πιβλητικά ωραίο, στεφανωμένο με σγουρό ξανθό μαλλί, ε νώ ο χοντρός, μυώδης λαιμός του μιλούσε για σωματικό μεγαλείο. Ο νεαρός Πρόντο πήγε στη μια γωνιά και μετά στην άλ λη, αντάλλαξε χειραψίες με τους δυο πυγμάχους και βγήκε από το ρινγκ. Οι προκλήσεις συνεχίστηκαν. Συνέχεια η νιότη ανέβαινε μέσ' από τα σκοινιά -νιότη άγνωστη, αλλ' αχόρταγη- φωνάζοντας να το μάθει ο κόσμος όλος πως,
με δύναμη και μαστοριά, θα παράβγαινε με το νικητή. Λί γα χρόνια πριν, τότε που μεσουρανούσε αήττητος, ο Τομ Κινγκ θα διασκέδαζε και στο τέλος θα βαριόταν μ' αυτά τα προκαταρκτικά. Τώρα, όμως, καθόταν κι έβλεπε γοητευμέ νος, ανίκανος να διώξει το όραμα της νιότης από τα μάτια του. Πάντα τούτοι οι νεαροί ανέβαιναν στο πυγμαχικό στερέωμα πηδώντας μέσ' από τα σκοινιά και φωνάζοντας την πρόκλησή τους. Και πάντα οι παλιοί γκρεμίζονταν μπροστά τους. Σκαρφάλωναν προς την επιτυχία πάνω α πό τα κορμιά των παλιών. Κι έρχονταν συνέχεια άλλοι κι άλλοι νεαροί -νιότη ακόρεστη κι ασυγκράτητη- και συνέ χεια εκτόπιζαν τους γέρους κι ύστερα γερνούσαν κι εκεί νοι κι έπαιρναν τον ίδιο κατήφορο, ενώ πίσω τους ερχό ταν, σπρώχνοντάς τους πάντα, η αιώνια νιότη -τα νέα μω ρά που γίνηκαν σφριγηλά παλικαράκια και γκρέμιζαν τους μεγαλύτερούς τους και πίσω τους άλλα μωρά, ως το πλήρωμα του χρόνου- νιότη που έπρεπε να επιβάλει τη θέ λησή της, νιότη που δε θα πέθαινε ποτέ. Ο Κινγκ έριξε μια ματιά στο θεωρείο των δημοσιογρά φων και χαιρέτησε με κούνημα του κεφαλιού τον Μόργκαν του Σπόρτσμαν και τον Κόρμπετ του Ρέφερι. Ύστερα ά πλωσε τα χέρια του και ο Σιντ Σάλιβαν κι ο Τσάρλι Μπέιτς, οι βοηθοί του, του φόρεσαν τα γάντια και τα έδεσαν σφι χτά, ενώ παρακολουθούσε προσεχτικά ένας από τους βοη θούς του Σάντελ, που εξέτασε πρώτα με κριτική ματιά τον επίδεσμο στα δάχτυλα του Κινγκ. Ένας δικός του βοηθός βρισκόταν στη γωνιά του Σάντελ κι έκανε την ίδια δουλειά. Έβγαλαν το παντελόνι του Σάντελ και, καθώς σηκωνόταν, τράβηξαν από πάνω του το πουλόβερ. Κι ο Τομ Κινγκ που κοίταζε, είδε τη νιότη ενσαρκωμένη, με γερούς τένοντες και μούσκουλα που χύνονταν και κυλούσαν σαν ζωντανά πλάσματα κάτω από το λευκό, σατινένιο δέρμα. Το όλο κορμί έσφυζε από ζωή κι ο Τομ Κινγκ ήξερε πως ήταν ζωή που η φρεσκάδα της δεν είχε ποτέ χυθεί μέσ' από πονεμέ νους πόρους, στη διάρκεια πολύωρων αγώνων, όπου η
— 112 —
— 113 —
νιότη πλήρωνε το τίμημα κι αποχωρούσε όχι εντελώς το ί διο νέα όσο όταν έμπαινε. Οι δυο άντρες προχώρησαν για να συναντηθούν και, καθώς χτυπούσε το καμπανάκι κι οι βοηθοί βγαίναν με θό ρυβο από το ρινγκ, παίρνοντας μαζί τους τα πτυσσόμενα σκαμνιά, αντάλλαξαν χειραψία και πήραν αμέσως την α γωνιστική στάση. Και στη στιγμή, σαν μηχανισμός από α τσάλι κι ελατήρια που λευτερώθηκε η καστάνια του, ο Σά ντελ όρμησε και πισωπάτησε και ξαναόρμησε, βαρώντας μια με το αριστερό στα μάτια, μια με το δεξί στα πλευρά, σκύβοντας για ν' αποφύγει μια κόντρα, πισωπατώντας α νάλαφρος με χοροπηδήματα και ξαναγυρνώντας απειλη τικός με χοροπηδήματα. Ήταν γρήγορος κι έξυπνος κι έ κανε μιαν εκθαμβωτική επίδειξη. Το κοινό ούρλιαξε επιδο κιμάζοντας. Αλλά ο Κινγκ δε θαμπώθηκε. Είχε δώσει πά ρα πολλούς αγώνες κι είχε αντιμετωπίσει πάρα πολλούς νεαρούς. Ήξερε τι άξιζαν στην πραγματικότητα κάτι τέ τοια χτυπήματα. Παραήταν γρήγορα και εντυπωσιακά για να είναι επικίνδυνα. Ολοφάνερο πως η τακτική του Σά ντελ ήταν να ζορίσει τα πράγματα από μιας αρχής. Το πε ρίμενε. Τέτοιος ήταν ο τρόπος της νιότης, να ξοδιάζει τη λαμπρότητα και την υπεροχή της σε άγριες εξορμήσεις, σε μανιασμένες εφόδους, σαρώνοντας κάθε αντίσταση με την άπειρη δόξα της δύναμης και της επιθυμίας της. Ο Σάντελ ορμούσε κι αποτραβιόταν, ήταν εδώ, ήταν ε κεί, ήταν παντού, αλαφροπάτης κι ανυπόμονος, ένα ζω ντανό θαύμα λευκής σάρκας και μυώνων με φαρμακερή δύναμη. Ύφαινε έναν εκθαμβωτικό ιστό επίθεσης, γλι στρώντας και πηδώντας σαν σαΐτα από κίνηση σε κίνηση, μέσ' από χίλιες κινήσεις, επικεντρωμένες όλες στη συντρι βή του Τομ Κινγκ, που στεκόταν εμπόδιο ανάμεσα σ' αυτόν και τα πλούτη. Κι ο Τομ Κινγκ υπόμενε και περίμε νε. Ήξερε τη δουλειά του και ήξερε τη νιότη, τώρα που η νιότη δεν ήταν πια δικιά του. Δεν είχε να κάνει τίποτα ως τη στιγμή που η ορμητικότητα του άλλου θα ξεθύμαινε λι-
γάκι. Αυτή τη σκέψη έκανε και χαμογελούσε από μέσα του καθώς έσκυβε επίτηδες, για να δεχτεί ένα δυνατό χτύπημα στην κορφή του κεφαλιού του. Ήταν μοχθηρό αυτό που έ κανε, αλλά ήταν κι απόλυτα σύμφωνο με τους κανονι σμούς. Υποτίθεται πως ο πυγμάχος πρέπει να προσέχει τα δάχτυλά του κι αν επιμένει να χτυπάει τον αντίπαλο στην κορφή του κεφαλιού, το κάνει με δικό του ρίσκο. Ο Κινγκ θα μπορούσε να σκύψει χαμηλότερα και ν' αφήσει το χτύ πημα να τον ξύσει σβουρηχτό, χωρίς να κάνει ζημιά. Αλλά θυμόταν τους δικούς του πρώτους αγώνες και πώς τσάκι σε το πρώτο του δάχτυλο στο κεφάλι του Ουαλέζικου Τρό μου. Έπαιζε απλώς το παιχνίδι. Μ' εκείνο το σκύψιμο είχε χαλάσει ένα από τα δάχτυλα του Σάντελ. Όχι πως θα τον ένοιαζε τον Σάντελ τώρα αμέσως. Εκείνος θα συνέχιζε, με γαλειωδώς αδιάφορος, χτυπώντας το ίδιο γερά όσο πά ντοτε σ' όλη τη διάρκεια του αγώνα. Αργότερα, όμως, ό ταν η κόπωση από τις πολύωρες μάχες στο ρινγκ θα άρχιζε να γίνεται αισθητή, θα λυπόταν για εκείνο το δάχτυλο κι αναπολώντας θα θυμόταν πως το είχε τσακίσει στο κεφάλι του Τομ Κινγκ. Ο πρώτος γύρος ήταν όλος του Σάντελ κι έκανε το κοι νό να ουρλιάζει καθώς ριχνόταν στον αντίπαλό του γρήγο ρος σαν σίφουνας. Είχε περιλούσει τον Κινγκ με χείμαρ ρους χτυπημάτων κι ο Κινγκ δεν έκανε τίποτα. Δεν έδωσε ούτε μια γροθιά, μόνο καλυπτόταν και μπλόκαρε κι έσκυβε και πιανόταν σώμα με σώμα για ν' αποφύγει χτυπήματα. Πού και πού προσποιόταν, κουνούσε το κεφάλι καθώς δε χόταν το βάρος ενός χτυπήματος και κινιόταν με απάθεια, χωρίς ποτέ να πηδάει ή να τινάζεται, χωρίς να σπαταλάει ένα δράμι δύναμη. Έπρεπε να ξοδιάσει πρώτα ο Σάντελ την αψάδα της νιότης και τότε μόνο τα φρόνιμα γεράματα θ' αποτολμούσαν αντίποινα. Όλες οι κινήσεις του Κινγκ ή ταν αργές και μελετημένες. Τ' αργοκίνητα μάτια του με τα βαριά βλέφαρα τον έκαναν να φαίνεται μισοκοιμισμένος ή ζαβλακωμένος. Κι όμως, ήταν μάτια που έβλεπαν τα πά-
— 114 —
— 115 —
ντα, που είχαν ασκηθεί να βλέπουν τα πάντα στα είκοσι τό σα χρόνια πάνω στο ρινγκ. Ήταν μάτια που δε βλεφάριζαν, δεν τρεμόπαιζαν βλέποντας να έρχεται ένα χτύπημα, μόνο έβλεπαν και μετρούσαν ψύχραιμα την απόσταση. Καθισμένος στη γωνιά του για το μονόλεπτο διάλειμ μα, στο τέλος του γύρου, έγειρε πίσω με τεντωμένα τα πό δια, ακουμπώντας τα χέρια στην ορθή γωνία των σκοι νιών, ενώ το στήθος και το στομάχι του κυμάτιζαν ανυπό κριτα και βαθιά, καθώς κατάπινε τον αέρα που του έστελ ναν οι πετσέτες των βοηθών του. Άκουγε με κλειστά μάτια τις φωνές του κοινού. «Γιατί δεν παλεύεις, ρε Τομ;» του φώναζαν πολλοί. «Τόνε φοβάσαι, ρε;» «Πιασμένος είναι», άκουσε να σχολιάζει κάποιος στην πρώτη σειρά. «Δεν μπορεί να κινηθεί πιο γρήγορα. Δύο προς ένα υπέρ του Σάντελ, σε λίρες.» Το καμπανάκι χτύπησε κι οι δυο άντρες προχώρησαν από τις γωνιές τους προς το κέντρο. Ο Σάντελ έκανε τα τρία τέταρτα της διαδρομής, ανυπομονώντας να ξαναρχί σει, ενώ ο Κινγκ αρκέστηκε στη βραχύτερη διαδρομή. Αυτό επέβαλλε η τακτική του της εξοικονόμησης δυνάμεων. Δεν είχε προπονηθεί και δεν είχε φάει αρκετά και το κάθε του βήμα μετρούσε. Κι επιπλέον, είχε ήδη περπατήσει δυο μί λια. Έγινε μια επανάληψη του πρώτου γύρου, με τον Σά ντελ να χιμάει σαν ανεμοστρόβιλος και με το κοινό να ρω τάει αγανακτισμένο γιατί ο Κινγκ δεν αντιδρούσε. Εκτός από κάτι προσποιήσεις και κάποια χτυπήματα που έδωσε, αργά κι ανώφελα, δεν έκανε άλλο από το να μπλοκάρει και να τρενάρει και να πιάνεται σώμα με σώμα. Ο Σάντελ ήθε λε να γρηγορέψει το ρυθμό, αλλά ο Κινγκ, με τη σύνεσή του, δεν του έκανε το χατίρι. Είχε ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη, τα στραπατσαρισμένα στα ρινγκ, κι εξακολουθούσε να νοιάζεται για τις δυνάμεις του με επιμέλεια που μόνο η ηλικία μπορεί να επιδείξει. Ο Σάντελ ήταν η νιότη και σκορπούσε τη δύναμή του με την απλόχερη ανεμελιά της νιότης. Ο Κινγκ κάτεχε τη στρατηγική του ρινγκ, τη σοφία
που έθρεψαν πολύωροι, οδυνηροί αγώνες. Παρακολου θούσε με ψύχραιμη ματιά και ψύχραιμο μυαλό, κινιόταν αργά και περίμενε να ξεθυμάνει η ορμή του Σάντελ. Για τους περισσότερους θεατές, ο Κινγκ έδειχνε να μειονεκτεί απελπιστικά κι εκφράζανε αυτή τους τη γνώμη στοιχημα τίζοντας τρία προς ένα υπέρ του Σάντελ. Υπήρχαν ωστό σο κι οι συνετοί, λίγοι αυτοί, που ήξεραν τον Κινγκ του παλιού καιρού κι αυτοί δέχονταν το στοίχημα, σίγουροι για τα λεφτά τους. Ο τρίτος γύρος άρχισε όπως συνήθως, μονόπλευρος, με τον Σάντελ να παίρνει όλες τις πρωτοβουλίες και να δίνει όλα τα χτυπήματα. Πέρασε μισό λεπτό κι ο Σάντελ, με την υπερβολική του αυτοπεποίθηση, άφησε ένα άνοιγμα. Τα μάτια κι η δεξιά γροθιά του Κινγκ άστραψαν την ίδια στιγ μή. Ήταν το πρώτο πραγματικό χτύπημα που έδινε, ένα κροσέ, με λυγισμένο το τόξο του μπράτσου για να το σκλη ρύνει και μ' όλο το βάρος του μισογυρισμένου σώματος πί σω του. Ήταν σαν το λιοντάρι που, ενώ φαίνεται νυσταγ μένο, τινάζει ξαφνικά κεραυνοβόλο το πόδι του, με τα νύ χια έξω. Ο Σάντελ δέχτηκε το χτύπημα στο πλάι του σαγονιού και γκρεμίστηκε σαν σφαγμένο ταυρί. Το κοινό έμεινε με κομμένη την ανάσα και μουρμούρισε επευφημίες γεμά τες δέος. Ώστε δεν ήταν πιασμένος ο άνθρωπος. Μπορούσε να χτυπάει, και να χτυπάει σαν βαριά σε σιδεράδικο. Κλονισμένος ο Σάντελ κύλησε στο καναβάτσο κι επι χείρησε να σηκωθεί, αλλά τον συγκράτησαν οι τσιριχτές φωνές των βοηθών του, που του έλεγαν να περιμένει ως το εννιά. Έμεινε ακουμπισμένος στο ένα γόνατο, έτοιμος να σηκωθεί, ενώ ο διαιτητής μετρούσε φωναχτά τα δευτερόλε πτα στ' αφτί του. Στο ένατο σηκώθηκε σε στάση μάχης κι ο Τομ Κινγκ, απέναντι του, λυπήθηκε που το χτύπημα δεν τον βρήκε κάνα-δυο πόντους πιο κοντά στην άκρη του σαγονιού. Θα ήταν νοκάουτ και θα πήγαινε τις τριάντα λίρες σπίτι του, στην κυρά και τα παιδάκια του. Ο γύρος συνεχίστηκε μέχρι το τέλος των τριών λεπτών,
— 116 —
— 117 —
με τον Σάντελ να σέβεται τώρα, για πρώτη φορά, τον αντί παλό του και τον Κινγκ αργοκίνητο όπως πάντα, με νυ σταλέα μάτια. Καθώς ο γύρος ζύγωνε στο τέλος του, ο Κινγκ, που το κατάλαβε βλέποντας τους βοηθούς έξω από το ρινγκ να ετοιμάζονται να πηδήξουν μέσ' από τα σκοινιά, έφερε τον αγώνα προς τη δική του γωνιά. Κι όταν χτύπησε το καμπανάκι, κάθισε αμέσως στο σκαμνί που τον περίμε νε, ενώ ο Σάντελ χρειάστηκε να περπατήσει όλη τη διαγώ νια μέχρι τη δική του γωνιά. Μικρό το όφελος, αλλά κάτι τέτοια μικροπράγματα ήταν που, αθροισμένα, λογαριάζο νταν. Ο Σάντελ αναγκαζόταν να κάνει τόσα βήματα παρα πάνω, να ξοδέψει τόση ενέργεια παραπάνω και να χάσει έ να μέρος από το πολύτιμο λεπτό του διαλείμματος. Στην αρχή του κάθε γύρου, ο Κινγκ έβγαινε νωχελικά από τη γωνιά του, αναγκάζοντας τον αντίπαλό του να καλύψει τη μεγαλύτερη διαδρομή. Και το τέλος του κάθε γύρου έβρι σκε τον Κινγκ να μανουβράρει τον αγώνα προς τη δική του γωνιά, ώστε να μπορεί να καθίσει αμέσως. Πέρασαν άλλοι δύο γύροι, με τον Κινγκ φειδωλό πά ντα και τον Σάντελ σπάταλο στο ξόδεμα δυνάμεων. Η προσπάθεια του δεύτερου να επιβάλει γρήγορο ρυθμό έ φερνε συχνά τον Κινγκ σε δύσκολη θέση, καθώς ένα σεβα στό ποσοστό από τα αναρίθμητα χτυπήματα που του έδινε ο αντίπαλός του έβρισκαν το στόχο τους. Παρ' όλα αυτά, ο Κινγκ επέμενε πεισματικά στη βραδύτητά του, αγνοώ ντας τις φωνές των θερμόαιμων νεαρών που του ζητούσαν να κινηθεί πιο ενεργά. Και πάλι, στον έκτο γύρο, ο Σάντελ δεν πρόσεξε και πάλι η φοβερή δεξιά γροθιά του Κινγκ τι νάχτηκε αστραπιαία στο σαγόνι του και πάλι ο Σάντελ έ μεινε γονατιστός ως το εννιά. Με τον έβδομο γύρο, ο πολύς αέρας του Σάντελ είχε κοπεί και το πήρε απόφαση πως είχε να δώσει το σκληρό τερο αγώνα της καριέρας του. Ο Τομ Κινγκ ήταν γέρος, αλλά καλύτερος απ' όσους γέρους είχε αντιμετωπίσει ως τότε - ένας γέρος που δεν έχανε ποτέ την ψυχραιμία του,
που ήταν αξιόλογα ικανός στην άμυνα, που τα χτυπήματά του είχαν τη δύναμη ροζιάρικου ροπάλου και που θα μπο ρούσε να τον βγάλει νοκάουτ είτε με το ένα είτε με το άλλο του χέρι. Ωστόσο, ο Τομ Κινγκ δεν αποτολμούσε να χτυπά ει συχνά. Δεν ξεχνούσε ποτέ τα τσακισμένα του δάχτυλα κι ήξερε πως έπρεπε να λογαριάζει το κάθε του χτύπημα, αν ήθελε ν' αντέξουν μέχρι το τέλος του αγώνα. Όπως καθό ταν στη γωνιά του κοιτάζοντας τον αντίπαλό του απένα ντι, του γεννήθηκε η σκέψη πως ένας συνδυασμός της δι κής του γνώσης με τη νιότη του Σάντελ θα έφτιαχνε έναν παγκόσμιο πρωταθλητή βαρέων βαρών. Αλλά εκεί ήταν ο κόμπος. Ο Σάντελ δε θα γινόταν ποτέ παγκόσμιος πρωτα θλητής. Του έλειπε η γνώση κι ο μόνος τρόπος για να την αποκτήσει ήταν να την αγοράσει ξοδεύοντας τη νιότη του. Κι όταν η γνώση θα ήταν δικιά του, η νιότη θα είχε πια ξο δευτεί για την αγορά της. Ο Κινγκ εκμεταλλευόταν όλα τα πλεονεκτήματα που ή ξερε. Δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να πιαστεί σώμα με σώμα και τις περισσότερες φορές τότε ο ώμος του μπηγόταν με δύναμη στα πλευρά του αντιπάλου του. Στη φιλοσοφία του ρινγκ, ένα χτύπημα με τον ώμο άξιζε όσο και μια γρο θιά από την άποψη της ζημιάς που έκανε και πολύ περισ σότερο από την άποψη του ξοδέματος δυνάμεων. Επίσης, στα αγκαλιάσματα, ο Κινγκ έριχνε όλο του το βάρος πάνω στον αντίπαλό του και με πολλή απροθυμία τον άφηνε. Αυτό προκαλούσε αναγκαστικά επέμβαση του διαιτητή, που τους χώριζε, πάντα με τη βοήθεια του Σάντελ, που δεν είχε μάθει ακόμα να ξεκουράζεται. Δεν μπορούσε να κρα τηθεί και να μη χρησιμοποιεί εκείνα τα θαυμαστά του μπρά τσα που τινάζονταν και τα μούσκουλα που σπαρταρού σαν, κι όταν ο άλλος χιμούσε και τον αγκάλιαζε, μπήγο ντας τον ώμο στα πλευρά του και χώνοντας το κεφάλι κά τω από το αριστερό μπράτσο του, ο Σάντελ σχεδόν πάντοτε γύριζε το δεξί του πίσω από την πλάτη του και χτυπούσε το πρόσωπο του Κινγκ που προεξείχε. Ήταν έξυπνο χτύ-
— 118 —
— 119 —
πημα και το κοινό το θαύμαζε, αλλά δεν ήταν επικίνδυνο κι επομένως ισοδυναμούσε με σπατάλη δύναμης. Αλλά ο Σάντελ ήταν ακούραστος και δεν ήξερε από όρια κι ο Κινγκ μόρφαζε κι υπόμενε με πείσμα. Ο Σάντελ του έδωσε μια φοβερή γροθιά με το δεξί στο σώμα, που φάνηκε τρομαχτική ζημιά για τον Κινγκ. Μόνο οι έμπειροι φίλαθλοι εκτίμησαν το επιδέξιο άγγιγμα που έκανε με το αριστερό του γάντι ο Κινγκ στο δικέφαλο μυ του άλλου, ακριβώς πριν από το χτύπημα. Αυτό επαναλή φθηκε. Είναι αλήθεια πως το χτύπημα έβρισκε κάθε φορά το στόχο του, αλλά και κάθε φορά έχανε από τη δύναμη του μ' εκείνο το άγγιγμα στο δικέφαλο μυ. Στον ένατο γύ ρο, τρεις φορές σ' ένα λεπτό, το δεξί χέρι του Κινγκ κάρ φωσε διπλωμένο τη γροθιά του στο σαγόνι του Σάντελ. Και τις τρεις φορές, το κορμί του Σάντελ, κι ας ήταν βαρύ, ισοπεδώθηκε στο καναβάτσο. Κάθε φορά, έμενε γονατι σμένος τα εννιά δευτερόλεπτα που του παρέχονταν και με τά σηκωνόταν, ζαλισμένος και τρανταγμένος, αλλά πάντα γερός. Είχε χάσει πολλή από την ταχύτητά του και ξόδευε λιγότερες δυνάμεις τώρα. Αγωνιζόταν όμως πάντα με λύσσα και συνέχιζε ν' αντλεί από το κύριο περιουσιακό του στοιχείο, που ήταν η νιότη. Κύριο περιουσιακό στοι χείο του Κινγκ ήταν η πείρα. Καθώς η ζωτικότητά του είχε εξασθενήσει και το σφρίγος του λιγοστέψει, τα αντικαθι στούσε με την εξυπνάδα, τη σοφία που γεννιέται από τους μακρόχρονους αγώνες, και με την προσεκτική διαχείριση των δυνάμεών του. Όχι μόνο είχε μάθει να μην κάνει ποτέ περιττές κινήσεις, αλλά είχε μάθει και πώς να κάνει τον α ντίπαλό του να σκορπάει τις δικές του δυνάμεις. Ξανά και ξανά, με προσποιήσεις του ποδιού και του χεριού και του κορμιού, εξακολούθησε να ξεγελάει τον Σάντελ και να τον κάνει να πηδάει πίσω, να σκύβει ή ν' αντεπιτίθεται. Ο Κινγκ ξεκουραζόταν, αλλά δεν άφηνε ποτέ τον Σάντελ να ξεκουραστεί. Ήταν η στρατηγική της ηλικίας. Στις αρχές του δέκατου γύρου, ο Κινγκ άρχισε να σπάει — 120 —
τις επιθέσεις του άλλου με αριστερές γροθιές ίσια στο πρό σωπο, κι ο Σάντελ, που είχε γίνει προσεκτικός, αντέδρασε προκαλώντας ένα χτύπημα με το αριστερό, που το απέ φυγε σκύβοντας, και ρίχνοντας ένα γυριστό κροσέ με το δεξί στο πλάι του κεφαλιού. Το χτύπημα βρήκε το κεφάλι του Κινγκ πολύ ψηλά για να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Αλλά όταν το δέχτηκε την πρώτη φορά, ο Κινγκ ένιωσε να κατεβαίνει στο μυαλό του το παλιό, γνώριμο μαύρο πέπλο και να χάνει τις αισθήσεις του. Για μια στιγμή, ή μάλλον για ένα ελάχιστο κλάσμα στιγμής, σταμάτησε. Σ' εκείνη τη φάση, είδε τον αντίπαλό του να σκύβει και να φεύγει από το οπτικό του πεδίο και πίσω του, στο βάθος, τα λευκά πρόσωπα που παρακολουθούσαν. Κι αμέσως μετά, είδε πάλι τον αντίπαλό του και πίσω του, στο βάθος, τα πρό σωπα. Ήταν σαν να είχε κοιμηθεί για λίγο και μόλις ξανά νοιγε τα μάτια του, αλλά το διάλειμμα της απώλειας των αισθήσεων ήταν τόσο μικροσκοπικά σύντομο, που δεν του δόθηκε καιρός να πέσει. Το κοινό τον είδε να παραπατάει και τα γόνατά του να λυγίζουν κι αμέσως μετά τον είδε να συνέρχεται και να χώνει το πιγούνι του πιο βαθιά στο κα ταφύγιο του αριστερού του ώμου. Κάμποσες φορές ο Σάντελ επανέλαβε το χτύπημα, κρα τώντας τον Κινγκ μισοζαλισμένο, ώσπου ο δεύτερος ε φάρμοσε το σχέδιο άμυνάς του, που ήταν κι αντεπίθεση. Προσποιούμενος πως θα χτυπήσει με το αριστερό, έκανε μισό βήμα πίσω και ταυτόχρονα κατάφερε ένα άπερκατ μ' όλη τη δύναμη του δεξιού. Η κίνηση είχε υπολογιστεί με τέτοια ακρίβεια, που η γροθιά βρήκε τον Σάντελ κατάμουτρα, την ώρα που έσκυβε για ν' αποφύγει το αριστερό. Ο Σάντελ ανασηκώθηκε στον αέρα και σωριάστηκε πίσω, χτυπώντας το καναβάτσο με το κεφάλι και τους ώμους. Δυο φορές ο Κινγκ πέτυχε αυτό το χτύπημα κι ύστερα ξα μολήθηκε και σφυροκόπησε τον αντίπαλό του και τον κόλ λησε στα σκοινιά. Δεν έδινε στον Σάντελ ευκαιρία να ξε κουραστεί και να συνέλθει, μόνο έριχνε τις συντριπτικές — 121 —
γροθιές του, τη μια πίσω από την άλλη, μέχρι που το κοινό σηκώθηκε όρθιο κι ο αέρας γέμισε μ' ένα αδιάλειπτο βουη τό επευφημιών. Αλλά η δύναμη κι η αντοχή του Σάντελ ή ταν εξαιρετικές και συνέχισε να στέκει στα πόδια του. Το νοκάουτ, όμως, φαινόταν σίγουρο, κι ένας αστυνόμος, που έφριξε από το φοβερό μακελειό, ήρθε πλάι στο ρινγκ να σταματήσει τον αγώνα. Το καμπανάκι σήμανε το τέλος του γύρου κι ο Σάντελ πήγε τρεκλίζοντας στη γωνιά του. Δια μαρτυρήθηκε για την επέμβαση του αστυνόμου κι επέμενε πως ήταν γερός και δυνατός και, για να το αποδείξει, έκα νε δυο ανάποδες τούμπες στον αέρα. Ο αστυνόμος υποχώ ρησε. Ο Τομ Κινγκ, γέρνοντας πίσω στη γωνιά του και κοντανασαίνοντας, απογοητεύθηκε. Αν είχε διακοπεί ο αγώ νας, ο διαιτητής θα τον ανακήρυττε αναγκαστικά νικητή και το χρηματικό έπαθλο θα ήταν δικό του. Σε αντίθεση με τον Σάντελ, εκείνος δεν αγωνιζόταν για δόξα ή για καριέ ρα, αλλά για τις τριάντα λίρες. Και να που τώρα ο Σάντελ θ ανακτούσε τις δυνάμεις του στο λεπτό του διαλείμμα τος. Η νιότη υπηρετείται - τα λόγια άστραψαν στο νου του Κινγκ και θυμήθηκε τη φορά που τα είχε πρωτακούσει, τη νύχτα που ξέκανε τον Στόουσερ Μπιλ. Ο τζιτζιφιόγκος που τον κέρασε ένα ποτό μετά τον αγώνα και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη είχε προφέρει αυτά τα λόγια. Η νιότη υπηρετείται! Ο τζιτζιφιόγκος είχε δίκιο. Κι εκείνη τη βρα διά, χρόνια πριν, η νιότη ήταν εκείνος. Απόψε, η νιότη κα θόταν στην απέναντι γωνιά. Όσο για τον ίδιο, είχε αγωνι στεί μισή ώρα τώρα κι ήταν γέρος άνθρωπος. Αν είχε αγω νιστεί με το ρυθμό του Σάντελ, δε θα άντεχε δεκαπέντε λε πτά. Το κακό ήταν ότι δεν ανακτούσε δυνάμεις. Αυτές οι πρησμένες αρτηρίες κι αυτή η σκληρά δοκιμασμένη καρδιά δεν του επέτρεπαν να μαζεύει δυνάμεις στα διαλείμματα μεταξύ των γύρων. Και δεν είχε αρκετή δύναμη μέσα του από την αρχή. Τα πόδια του βάραιναν κι άρχιζαν οι κρά-
μπες. Δεν έπρεπε να περπατήσει εκείνα τα δυο μίλια. Κι ή ταν και το κρέας που λαχταρούσε με το που ξύπνησε εκεί νο το πρωί. Μεγάλο και φοβερό μίσος άναβε μέσα του για τους χασάπηδες που του αρνήθηκαν πίστωση. Ήταν δύ σκολο για ένα γέρο άνθρωπο ν' αγωνιστεί χωρίς να έχει φάει αρκετά. Κι ένα κομμάτι ψαχνό ήταν τόσο λίγο πρά μα, κάτι δεκάρες το πολύ-πολύ. Κι όμως σήμαινε γι' αυτόν τριάντα λίρες. Με το που χτύπησε το καμπανάκι για τον ενδέκατο γύ ρο, ο Σάντελ μπήκε ορμητικός, κάνοντας μια επίδειξη φρε σκάδας που δεν είχε στην πραγματικότητα. Ο Κινγκ ήξερε τι ήταν - μια μπλόφα, παλιά όσο και το παιχνίδι. Συμπλέ χτηκε για να γλιτώσει δυνάμεις κι ύστερα αποσπάστηκε ε πιτρέποντας στον Σάντελ να στυλωθεί. Αυτό ήθελε ο Κινγκ. Προσποιήθηκε πως θα βαρέσει με το αριστερό, προκάλεσε το σκύψιμο και την κίνηση για κροσέ, ύστερα έκανε μισό βήμα πίσω, έδωσε το άπερκατ κατάμουτρα και σώριασε τον Σάντελ στο καναβάτσο. Ύστερα απ' αυτό, δεν τον ά φησε στιγμή να πάρει ανάσα. Δεχόταν χτυπήματα κι εκεί νος, αλλά έδινε πολύ περισσότερα, στρίμωχνε τον Σάντελ στα σκοινιά, του έριχνε κροσέ και κάθε λογής χτυπήματα, ξέφευγε από τ' αγκαλιάσματά του ή ματαίωνε με γροθιές τις απόπειρες αγκαλιάσματος και κάθε φορά που ο Σάντελ πήγαινε να πέσει, τον άρπαζε και τον ανασήκωνε με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο τον κολλούσε αμέσως στα σκοινιά, ό που δεν μπορούσε να πέσει. Οι θεατές είχαν τώρα τρελαθεί κι ήταν με το μέρος του, καθώς ούρλιαζαν σχεδόν όλοι: «Άντε, Τομ!» «Φά' τόνε! Φά' τόνε!» «Τον έσκισες, Τομ! Τον έσκισες!» Ο αγώνας πή γαινε να τελειώσει μέσα σ' έναν ανεμοστρόβιλο κι αυτό ή ταν που το κοινό πλήρωσε για να δει. Κι ο Τομ Κινγκ, που για μισή ώρα φύλαγε τις δυνάμεις του, τις ξόδιαζε τώρα σπάταλα στη μια και μόνη μεγάλη προσπάθεια που ήξερε πως του απόμενε. Ήταν η μόνη του ευκαιρία: ή τώρα ή καθόλου. Οι δυνάμεις του εξαντλού-
— 122 —
— 123 —
νταν γρήγορα κι η ελπίδα του ήταν πως, προτού εξαντλη θούν ολότελα, θα έριχνε τον αντίπαλό του νοκάουτ. Και καθώς συνέχιζε να χτυπάει και να επιβάλλει το ρυθμό του, υπολογίζοντας ψύχραιμα το βάρος των χτυπημάτων του και την ποιότητα της ζημιάς που προκαλούσαν, κατάλαβε πόσο δύσκολο ήταν να βγάλει νοκάουτ έναν άντρα σαν τον Σάντελ, που είχε σφρίγος κι αντοχή στον υπέρτατο βαθμό, το παρθένο σφρίγος και την παρθένα αντοχή της νιότης. Ο Σάντελ είχε σίγουρα μέλλον. Το είχε μέσα του. Μόνο από τέτοια τραχιά στόφα φτιάχνονται οι πετυχημένοι πυγμά χοι. Ο Σάντελ παραπατούσε ζαλισμένος, αλλά τα πόδια του Τομ Κινγκ πιάνονταν τώρα και τα δάχτυλά του τον πρόδι ναν. Στυλωνόταν ωστόσο για να καταφέρει τα άγρια χτυπή ματα, που το καθένα τους ήταν αληθινό μαρτύριο για τα τυραννισμένα του χέρια. Μ' όλο που τώρα δε δεχόταν σχε δόν καθόλου χτυπήματα, εξαντλούνταν το ίδιο γρήγορα ό σο κι ο άλλος. Τα χτυπήματά του έβρισκαν το στόχο τους, αλλά δεν είχαν πια το ίδιο βάρος, και για το κάθε χτύπη μα χρειαζόταν φοβερή θέληση. Τα πόδια του ήταν σαν μο λύβι, σέρνονταν και το έδειχναν. Το σύμπτωμα αυτό χαρο ποιούσε όσους είχαν στοιχηματίσει υπέρ του Σάντελ, που άρχισαν τώρα να φωνάζουν ενθαρρύνοντας τον άνθρωπό τους. Ο Κινγκ ρίχτηκε σε μιαν ύστατη προσπάθεια. Έδωσε δυο χτυπήματα απανωτά: ένα με το αριστερό, ψηλά, στο η λιακό πλέγμα, κι ένα δεξί κροσέ στο σαγόνι. Δεν ήταν βα ριά χτυπήματα, αλλά τόσο αδύναμος και ζαλισμένος ήταν ο Σάντελ, που έπεσε κι άρχισε να σπαράζει. Ο διαιτητής στάθηκε από πάνω του, μετρώντας φωναχτά τα μοιραία δευτερόλεπτα στ' αφτί του. Αν δε σηκωνόταν πριν το δέ κατο δευτερόλεπτο, έχανε τον αγώνα. Το κοινό περίμενε ά φωνο. Ο Κινγκ στεκόταν στα τρεμάμενα πόδια του. Τον έ πιασε θανάσιμη ζαλάδα και μπρος στα μάτια του η θάλασ σα των προσώπων άρχισε να κυματίζει, ενώ στ' αφτιά του
ερχόταν σαν από μακριά το μέτρημα του διαιτητή. Θεω ρούσε πάντως δικό του τον αγώνα. Ήταν αδύνατο να ση κωθεί κανείς ύστερα από τέτοια χτυπήματα. Μόνο η νιότη θα μπορούσε να σηκωθεί. Κι ο Σάντελ ση κώθηκε. Στο τέταρτο δευτερόλεπτο γύρισε μπρούμυτα κι έ ψαξε στα τυφλά να βρει τα σκοινιά. Με το έβδομο δευτερό λεπτο, είχε ανασηκωθεί στο γόνατό του, όπου στάθηκε κου νώντας το κεφάλι σαν μεθυσμένος. Όταν ο διαιτητής φώνα ξε «Εννιά!» ο Σάντελ σηκώθηκε όρθιος, στη στάση που έ πρεπε για να κερδίσει χρόνο, σκεπάζοντας με το αριστερό του μπράτσο το πρόσωπο και με το δεξί το στομάχι του. Έτσι, με τα ζωτικά του σημεία προφυλαγμένα, προχώρησε σέρ νοντας προς τον Κινγκ, με την ελπίδα να γαντζωθεί πάνω του και να κερδίσει κι άλλο χρόνο. Τη στιγμή που σηκώθηκε ο Σάντελ, ο Κινγκ του επιτέθη κε, αλλά οι δυο γροθιές που του έδωσε σβήστηκαν πάνω στα μπράτσα του Σάντελ, κολλημένα στο κορμί του. Την ε πόμενη στιγμή, ο Σάντελ γαντζώθηκε πάνω του και κρα τιόταν εκεί απελπισμένα, ενώ ο διαιτητής πάσχιζε να χω ρίσει τους δυο άντρες. Ο Κινγκ βοήθησε σ' αυτό. Ήξερε πόσο γρήγορα συνέρχεται η νιότη κι ήξερε πως ο Σάντελ θα ήταν δικός του αν τον εμπόδιζε να συνέλθει. Μια μόνο γερή γροθιά χρειαζόταν γι' αυτό. Ο Σάντελ ήταν εκείνη τη στιγμή του χεριού του, δε χωρούσε αμφιβολία. Τον είχε ξε περάσει σε στρατηγική, σε μαχητικότητα, σε σημεία. Ο Σά ντελ ξεκόλλησε τελικά παραπατώντας, μετέωρος ανάμεσα στην ήττα και την επιβίωση. Μια καλή γροθιά θα τον σώ ριαζε αναίσθητο, εκτός μάχης. Κι ο Τομ Κινγκ θυμήθηκε, σ' ένα άστραμμα πίκρας, το κομμάτι το ψαχνό κι ευχήθηκε να το είχε φάει για να δώσει τη δύναμη που χρειαζόταν σ' εκείνη την αναγκαία γροθιά. Συγκέντρωσε τις δυνάμεις του κι έδωσε το χτύπημα, αλλά δεν ήταν αρκετά βαρύ ούτε αρκετά γρήγορο. Ο Σάντελ τραμπαλίστηκε, αλλά δεν έπε σε, μόνο σύρθηκε πισωπατώντας στα σκοινιά και κρατή θηκε εκεί. Ο Κινγκ τον ακολούθησε τρεκλίζοντας και με α-
— 124 —
— 125 —
γωνία, σαν να διαλυόταν, έριξε άλλη μια γροθιά. Αλλά το σώμα του τον είχε ήδη εγκαταλείψει. Δεν απόμενε απ' αυτόν παρά ένα μαχόμενο μυαλό, που θόλωνε κι αυτό και σκοτείνιαζε από την εξάντληση. Το χτύπημα, που στόχευε στο σαγόνι, δεν πήγε πιο ψηλά από τον ώμο. Το ήθελε ψη λότερο, αλλά οι κουρασμένοι του μυώνες δεν μπόρεσαν να υπακούσουν. Κι από την πρόσκρουση του χτυπήματος, ο ίδιος ο Κινγκ πισωπάτησε τρεκλίζοντας και κόντεψε να πέσει. Προσπάθησε ξανά. Αυτή τη φορά, η γροθιά του α στόχησε ολωσδιόλου και, τελείως εξουθενωμένος πια, έπε σε πάνω στον Σάντελ και γαντζώθηκε και κρατιόταν απ' αυτόν για να μη σωριαστεί στο καναβάτσο. Ο Κινγκ δεν επιχείρησε ν' αποσπαστεί. Είχε ρίξει την τελευταία του βολή. Είχε τελειώσει. Κι η νιότη είχε υπηρε τηθεί. Ακόμα και στο αγκάλιασμα, ένιωθε τον Σάντελ να δυναμώνει. Οταν ο διαιτητής τους χώρισε, εκεί, μπρος στα μάτια του, είδε τη νιότη ν' ανακτά τις δυνάμεις της. Από στιγμή σε στιγμή, ο Σάντελ δυνάμωνε. Οι γροθιές του, άτο νες κι ανώφελες στην αρχή, γίνονταν όλο και πιο σκληρές κι εύστοχες. Τα θολωμένα μάτια του Τομ Κινγκ είδαν τη γαντοφορεμένη γροθιά να κατευθύνεται προς το σαγόνι του και θέλησε να το προφυλάξει παρεμβάλλοντας το μπρά τσο του. Είδε τον κίνδυνο, θέλησε την κίνηση, αλλά το μπρά τσο ήταν πολύ βαρύ, σαν να είχε φορτωθεί ένα τόνο μολύβι. Ήταν ασήκωτο κι αγωνίστηκε να το σηκώσει με την ψυχή του. Ύστερα η γαντοφορεμένη γροθιά βρήκε το στόχο της. Ενιωσε μια δυνατή σουβλιά, σαν ηλεκτρικό σπινθήρα, και την ίδια στιγμή τον τύλιξε το πέπλο της μαυρίλας. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια, βρισκόταν στη γωνιά του κι άκουσε τις κραυγές του πλήθους να ηχούν σαν το βουητό της θάλασσας στην Ακτή του Μπόντι1. Πίεζαν ένα βρεγμέ νο σφουγγάρι στους κροτάφους του κι ο Σιντ Σάλιβαν τον συνέφερνε ραντίζοντας με κρύο νερό το πρόσωπο και το 1. Η κυριότερη δημόσια πλαζ του Σίντνεΐ.
— 126 —
στήθος του. Του είχαν ήδη βγάλει τα γάντια κι ο Σάντελ, σκύβοντας πάνω του, του έσφιξε το χέρι. Δεν κρατούσε κακία του ανθρώπου που τον είχε βγάλει νοκάουτ κι αντα πέδωσε το σφίξιμο με μια εγκαρδιότητα που έκανε τα στραπατσαρισμένα του δάχτυλα να διαμαρτυρηθούν. Ύστε ρα ο Σάντελ πήγε στο κέντρο του ρινγκ και το κοινό σταμά τησε το πανδαιμόνιό του για να τον ακούσει να δέχεται την πρόκληση του νεαρού Πρόντο και να προσφέρεται ν' αυξή σει το στοίχημα στις εκατό λίρες. Ο Κινγκ παρακολουθούσε με απάθεια, ενώ οι βοηθοί του σκούπιζαν το νερό που έτρεχε πάνω του, του στέγνωναν το πρόσωπο και τον ετοίμαζαν για ν' αφήσει το ρινγκ. Ένιωσε να πεινάει. Δεν ήταν η συνη θισμένη βασανιστική λιγούρα, παρά μια μεγάλη λιποθυμιά, ένα σπαρτάρισμα στο βάθος του στομαχιού, που μεταδιδό ταν σ' όλο του το σώμα. Αναθυμήθηκε τη στιγμή εκείνη του αγώνα που έκανε τον Σάντελ να τραμπαλίζεται και να τρε κλίζει στο χείλος της αβύσσου. Αχ, μ' εκείνο το κομμάτι το ψαχνό θα είχε νικήσει! Αυτό και μόνο του είχε λείψει για το αποφασιστικό χτύπημα - κι είχε χάσει. Αιτία ήταν εκείνο το ψαχνάδι. Οι βοηθοί του τον υποβάσταξαν για να τον βοηθήσουν να περάσει μέσα από τα σκοινιά. Αποσπάστηκε βίαια, έ σκυψε και πέρασε αβοήθητος, πήδηξε βαριά στο πάτωμα κι ακολούθησε τους βοηθούς, καθώς του άνοιγαν πέρασμα μέσα στο πλήθος που είχε γεμίσει τον κεντρικό διάδρομο. Όταν βγήκε από τα αποδυτήρια στο δρόμο, στην είσοδο της αίθουσας, κάποιος νεαρός του μίλησε. «Γιατί δεν τόνε ξέκανες τότε που τον είχες του χεριού σου;» ρώτησε. «Αμε στο διάολο!» είπε ο Τομ Κινγκ και κατέβηκε στο πεζοδρόμιο. Οι πόρτες του μπαρ στη γωνία ήταν ανοιγμένες διάπλα τα κι είδε τα φώτα και τις χαμογελαστές γκαρσόνες, άκουσε τις φωνές που σχολίαζαν τον αγώνα και το πρόσχαρο κου δούνισμα των λεφτών στον πάγκο. Κάποιος του φώναξε — 127 —
να τον κεράσει ένα ποτό. Δεν έκρυψε το δισταγμό του, αλ λά τελικά αρνήθηκε και συνέχισε το δρόμο του. Δεν είχε πεντάρα στην τσέπη του και τα δυο μίλια μέχρι το σπίτι τού φαίνονταν ατέλειωτα. Σίγουρα γερνούσε. Διασχίζο ντας το Κτήμα, έκατσε ξαφνικά σ' ένα παγκάκι, καταπτοημένος με τη σκέψη της γυναίκας του, που ξαγρυπνούσε πε ριμένοντας να μάθει την έκβαση του αγώνα. Αυτό ήταν σκληρότερο απ' οποιοδήποτε νοκάουτ και του φαινόταν αδύνατο να το αντιμετωπίσει. Ένιωσε αδυναμία και πίκρα, καθώς ο πόνος στα τσακι σμένα του δάχτυλα τον προειδοποιούσε πως, ακόμα κι αν τα κατάφερνε να βρει δουλειά στα δημόσια έργα, θα χρεια ζόταν μια βδομάδα προτού μπορέσει να χουφτώσει τη λα βή ενός κασμά ή ενός φτυαριού. Το τρεμούλιασμα της πεί νας στο βάθος του στομαχιού του του έφερνε αναγούλα. Η εξαθλίωσή του τον τσάκισε και στα μάτια του ανέβηκε μια ασυνήθιστη υγρασία. Σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια και, καθώς έκλαιγε, θυμήθηκε τον Στόουσερ Μπιλ και τι του είχε κάνει εκείνη τη νύχτα, πολύ παλιά. Ο καημένος ο γερο-Στόουσερ Μπιλ! Τώρα μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Μπιλ είχε κλάψει στ' αποδυτήρια.
Ο Μάουκι Ζύγιζε πενήντα πέντε κιλά. Το μαλλί του ήταν σγουρό, νέγρικο. Κι ήταν μαύρος. Ήταν ιδιαζόντως μαύρος. Ούτε κυανόμαυρος ούτε μελιτζανόμαυρος, αλλά δαμασκηνόμαυρος. Τον έλεγαν Μάουκι κι ήταν γιος φυλάρχου. Είχε τρία τάμπο. Τάμπο στα μελανησιακά θα πει ταμπού κι εί ναι πρώτο ξαδέρφι της πολυνησιακής αυτής λέξης. Τα τρία τάμπο του Μάουκι ήταν τα εξής: Πρώτο, δεν έπρεπε ποτέ να χαιρετήσει γυναίκα με χειραψία ούτε ν' αφήσει το χέρι γυναίκας ν' αγγίξει τον ίδιο ή τα προσωπικά του α ντικείμενα. Δεύτερο, δεν έπρεπε ποτέ να φάει μύδια ούτε καν φαγητό ψημένο σε φωτιά όπου ψήθηκαν μύδια. Και τρίτο, δεν έπρεπε ποτέ ν' αγγίξει κροκόδειλο ούτε καν να ταξιδέψει με πιρόγα που μετέφερε οποιοδήποτε μέρος ε νός κροκοδείλου κι ας ήταν όσο ένα δόντι. Διαφορετικά μαύρο ήταν το χρώμα των δοντιών του, που ήταν σκούρο μαύρο ή, καλύτερα ίσως, μαύρο φούμο. Έτσι του τα είχε κάνει σε μια μόνη νύχτα η μητέρα του, βά ζοντας πάνω τους κομπρέσες μ' ένα κοπανισμένο ορυκτό, που είχε πάρει σκάβοντας τις κατολισθήσεις στην πίσω με ριά του Πορτ Άνταμς. Το Πορτ Άνταμς είναι ένα παραθα 1 λάσσιο χωριό στη Μαλάιτα και η Μαλάιτα είναι το πιο ά γριο από τα Νησιά του Σολομώντα, τόσο άγριο που δεν το έχουν πατήσει ακόμα λευκοί ούτε για εμπόριο ούτε για φυτείες. Κι από τον καιρό των πρώτων ψαράδων των τρεπάνγκ2 και των εμπόρων σανταλόξυλου3 μέχρι τους τε1. Ένα από τα κύρια Νησιά του Σολομώντα. Ήταν βρετανικό προτεκτοράτο από το 1893. Στα Νησιά του Σολομώντα κατοικούσαν φυ λές κανιβάλων και κεφαλοκυνηγών. 2. Μεγάλα «αγγούρια της θάλασσας», στη Μαλαισία και την Αυστρα λία. Εκλεκτός μεζές για τους Κινέζους, που τα έτρωγαν ψητά ή αποξη ραμένα. 3. Αειθαλής θάμνος ή δενδρύλλιο της Ινδομαλαισίας και της Ωκε-
—128 —
— 129 —
λευταίους αργατολόγους, τους εφοδιασμένους με αυτόμα τα τουφέκια και βενζινοκινητήρες, δεκάδες λευκοί τυχοδιώ κτες καθαρίστηκαν με πελέκια τόμαχοκ και σφαίρες Σνάιντερ με μαλακή μύτη. Κι έτσι η Μαλάιτα παραμένει σήμε ρα, στον εικοστό αιώνα, η μονιά των αργατολόγων, που α λωνίζουν στ' ακρογιάλια της, ψάχνοντας για εργάτες που προσλαμβάνονται με συμβόλαιο για να δουλέψουν στις φυτείες γειτονικών, πιο πολιτισμένων νησιών, με μισθό τριάντα δολάρια το χρόνο. Οι ιθαγενείς των γειτονικών αυτών, πιο πολιτισμένων νησιών έχουν εκπολιτιστεί τόσο πολύ που δε δουλεύουν πια σε φυτείες. Τ' αφτιά του Μάουκι ήταν τρυπημένα, όχι σ' ένα σημείο ή δύο, αλλά σε δυο ντουζίνες σημεία. Σε μια από τις μικρότε ρες τρύπες, είχε ένα πήλινο τσιμπούκι. Οι μεγαλύτερες τρύ πες παραήταν μεγάλες γι' αυτή τη χρήση. Ο λουλάς του τσιμπουκιού θα έπεφτε περνώντας από μέσα τους. Στις πιο με γάλες τρύπες του κάθε αφτιού έβαζε συνήθως στρογγυλές ξύλινες καβίλιες με ομοιόμορφη διάμετρο δέκα πόντους. Χοντρικά, θα μπορούσε κανείς να υπολογίσει πως αυτές οι τρύπες είχαν περιφέρεια κάπου τριάντα πόντους. Κατά τα άλλα, ο Μάουκι δεν είχε ιδιαίτερες προτιμήσεις. Στις διάφο ρες μικρότερες τρύπες, έβαζε ό,τι να 'ναι: άδειους κάλυκες από σφαίρες, πεταλόκαρφα, μπακιρένιες βίδες, κομμάτια σπάγκο, πλεχτά βούρλα, λουρίδες πράσινα φύλλα και, σαν έπιανε να δροσίζει, άλικα λουλούδια ιβίσκου - πράγμα που σήμαινε πως οι τσέπες δεν του ήταν απαραίτητες για να νιώ θει άνετα. Κι άλλωστε, πώς θα μπορούσε να έχει τσέπες, α φού το μόνο του ρούχο ήταν ένα κομμάτι κάμποτο κάτι πό ντους φάρδος. Ένα σουγιά τον είχε στα μαλλιά του, με τη λάμα κλεισμένη πάνω σε μια σγουρή μπούκλα. Το πολυτιμό τερο απόκτημά του ήταν το αφτί ενός πορσελάνινου φλιτζανιού, που κρεμόταν από ένα κρίκο ταρταρούγα, περασμένο στο διαχωριστικό τραγανό της μύτης του. ανίας, με αρωματικό ξύλο, περιζήτητο στην επιπλοποιία.
— 130 —
Πάντως, ανεξάρτητα από καλλωπισμούς, ο Μάουκι είχε ωραίο πρόσωπο. Ήταν πραγματικά ωραίος με οποιαδήπο τε κριτήρια και, για Μελανήσιος, ήταν αξιοπρόσεκτα ωραί ος. Το μόνο ελάττωμα στο πρόσωπό του ήταν η απουσία δύ ναμης. Ήταν πρόσωπο τρυφερό, γυναικίσιο, σχεδόν κορι τσίστικο. Τα χαρακτηριστικά του ήταν μικρά, κανονικά και ντελικάτα. Το πιγούνι του ήταν αδύνατο και το στόμα του ε πίσης. Δεν υπήρχε δύναμη ούτε χαρακτήρας στα σαγόνια, στο μέτωπο ή τη μύτη. Στα μάτια του μόνο μπορούσε να διακρίνει κανείς μια υποψία των άγνωστων μεγεθών που συνιστούσαν τόσο σημαντικό μέρος της ιδιοσυγκρασίας του και που οι γύρω του δεν μπορούσαν να τ' αντιληφθούν. Αυτά τα άγνωστα μεγέθη ήταν το θάρρος του, η επιμονή, η αφοβία, η φαντασία κι η εξυπνάδα του. Όταν οι ιδιότητες αυτές έβρι σκαν έκφραση σε κάποια συνεκτική, αξιόλογη δράση, άφη ναν τους γύρω του έκθαμβους. Ο πατέρας του Μάουκι ήταν ο αρχηγός του χωριού στο Πορτ Άνταμς κι έτσι, θαλασσινός από γεννησιμιού του, ο Μάουκι ήταν μισοαμφίβιος. Ήξερε τα χούγια των ψα ριών και των στρειδιών κι οι ξέρες ήταν γι' αυτόν ανοι χτό βιβλίο. Ήξερε κι από πιρόγες. Έμαθε κολύμπι όταν ήταν ενός χρόνου. Στα εφτά του, μπορούσε να κρατάει την αναπνοή του ένα ολόκληρο λεπτό και να κατεβαίνει ολόισια στον πάτο, σε δέκα μέτρα βάθος. Και στα εφτά του, τον έκλεψαν οι άνθρωποι της ζούγκλας, που δεν ξέ ρουν καν να κολυμπούν και φοβούνται το θαλασσινό νε ρό. Από εκεί κι ύστερα, ο Μάουκι έβλεπε τη θάλασσα μό νο από μακριά, μέσ' από ανοίγματα στη ζούγκλα και ξέ φωτα στις πλαγιές των ψηλών βουνών. Έγινε σκλάβος του γερο-Φανφόα, αρχιφύλαρχου σε καμιά εικοσαριά ζουγκλοχώρια στα ριζοβούνια της Μαλάιτα, που ο καπνός τους, τα ήρεμα πρωινά, είναι η μόνη σχεδόν ένδειξη που έχουν οι ναυτιλλόμενοι λευκοί για την ύπαρξη πολυάνθρωπου πληθυσμού στο εσωτερικό του νησιού. Γιατί οι λευκοί δεν εισχωρούν στη Μαλάιτα. Το δοκίμασαν κάποτε, τότε — 131 —
που έψαχναν για χρυσάφι, αλλά άφηναν πάντοτε πίσω τα κεφάλια τους να μορφάζουν κρεμασμένα από τα κα πνισμένα δοκάρια στα καλύβια των ανθρώπων της ζού γκλας. Ο Μάουκι ήταν νέος δεκαεφτά χρόνων, όταν ο Φανφόα ξέμεινε από καπνό. Φοβερό πράγμα να ξεμείνει ολό τελα από καπνό. Ήταν δύσκολοι καιροί για όλα τα χωριά του. Κι ο λόγος ήταν που είχε κάνει ένα λάθος. Το Σούο ήταν ένα λιμανάκι, τόσο μικρό που μια μεγαλούτσικη σκούνα δε θα μπορούσε ούτε ν' αναπλωρίσει εκεί μέσα. Ήταν πλαισιωμένο με μανγκρόβια δέντρα1, που κρέμο νταν πάνω από τα βαθιά του νερά. Αποτελούσε φυσική παγίδα και μέσα σ' αυτή την παγίδα μπήκαν μια μέρα δυο λευκοί μ' ένα μεγάλο καΐκι. Γύρευαν εργάτες κι είχαν μπόλικο καπνό κι άλλα εμπορεύματα - άσε που είχαν και τρία τουφέκια και πλήθος σφαίρες. Στο Σούο, λοιπόν, δεν έμεναν θαλασσινοί κι έτσι μπορούσαν και κατέβαι ναν εκεί στη θάλασσα οι άνθρωποι της ζούγκλας. Το καΐ κι έκανε χρυσές δουλειές. Είκοσι άντρες υπόγραψαν συμ βόλαιο για δουλειά την πρώτη κιόλας μέρα. Ως κι ο γεροΦανφόα υπόγραψε. Και την ίδια εκείνη μέρα, οι είκοσι νεοσύλλεκτοι εργάτες έκοψαν τα κεφάλια των δύο λευ κών, σκότωσαν το πλήρωμα κι έκαψαν το καΐκι. Μετά απ' αυτό, για τρεις μήνες, υπήρχε καπνός και διάφορα πράγματα σε αφθονία σ' όλα τα ζουγκλοχώρια. Ύστερα ήρθε το πολεμικό κι έριξε οβίδες, μίλια μέσα στους λό φους, τρομοκρατώντας τον κόσμο, που έφευγε πανικόβλη τος από τα χωριά για να κρυφτεί στην καρδιά της ζού γκλας. Μετά, το πολεμικό έβγαλε αγήματα στη στεριά. Όλα τα χωριά κάηκαν, μαζί με τον καπνό και τα διάφο ρα. Οι κοκοφοίνικες κι οι μπανανιές κόπηκαν, τα περι1. Υδροχαρή πολύκλαδα δέντρα, με εναέριες ρίζες που συμπλέκο νται σε αδιαπέραστο φράγμα, στερεώνονται σε λασπώδες έδαφος και γίνονται νέοι κορμοί.
— 132 —
βόλια με τα κολοκάσια ξεπατώθηκαν, τα γουρούνια κι οι κότες σφάχτηκαν. Αυτό ήταν ένα μάθημα που το έμαθε καλά ο Φανφόα, αλλά στο μεταξύ είχε ξεμείνει από καπνό. Κι από την άλλη μεριά, οι νέοι του ήταν πολύ φοβισμένοι και δεν υπόγρα φαν συμβόλαια στα καράβια των αργατολόγων. Γι' αυτό κι ο Φανφόα πρόσταξε να πάρουν κάτω το σκλάβο του, το Μάουκι, και να τον γράψουν για δουλειά, με προκαταβολή μισή κάσα καπνό, καθώς και μαχαίρια, τσεκούρια, κάμποτο και χάντρες, που θα τα ξεπλήρωνε ο Μάουκι δουλεύο ντας στις φυτείες. Ο Μάουκι ήταν τρομοκρατημένος όταν τον πήγαν στη σκούνα. Ήταν πρόβατο που τ' οδηγούσαν στη σφαγή. Οι λευκοί ήταν θηριώδικα πλάσματα - κατ' α νάγκη, γιατί αλλιώς δε θα έπαιρναν το ρίσκο να πηγαινοέρ χονται στις ακτές της Μαλάιτα και σ' όλα τα λιμάνια, δυο πάνω σε μια σκούνα, όταν η κάθε σκούνα είχε από δεκαπέ ντε μέχρι είκοσι μαύρους για τσούρμο και πολλές φορές μέχρι εξήντα ή κι εβδομήντα μαύρους αργατολόι. Κι ακό μα, υπήρχε πάντα ο κίνδυνος από τον πληθυσμό της ακτής, η ξαφνική επίθεση, η καταστροφή της σκούνας κι η σφαγή του πληρώματος. Πραγματικά, οι λευκοί έπρεπε να είναι φοβεροί. Είχαν άλλωστε και τους διάφορους διαολοδιαβόλους, όπως τα τουφέκια που ρίχναν πολύ γρήγορα κι απα νωτά, πράγματα από σίδερο και μπρούντζο που έκαναν τις σκούνες να ταξιδεύουν ακόμα κι όταν δε φυσούσε, και κάτι κουτιά που μιλούσαν και γελούσαν ακριβώς όπως μιλάνε και γελάνε οι άνθρωποι. Ναι, κι είχε μάλιστα ακουστά ο Μάουκι για κάποιο λευκό μ' ένα διαολοδιάβολο με τέτοια δύναμη που μπορούσε κι έβγαζε όποτε ήθελε όλα του τα δό ντια και τα ξανάβαζε στη θέση τους. Κατέβασαν τον Μάουκι στην καμπίνα. Στο κατάστρω μα, ο ένας λευκός στεκόταν φρουρός με δυο περίστροφα στο ζωνάρι. Στην καμπίνα, ο άλλος λευκός καθόταν μ' ένα βιβλίο μπροστά του, όπου έβαζε παράξενα σημάδια και γραμμές. Κοίταξε τον Μάουκι σαν να ήταν γουρούνι ή — 133 —
πουλερικό, έριξε μια ματιά στις μασχάλες του1 κι έγραψε κάτι στο βιβλίο. Ύστερα πρότεινε την πένα κι ο Μάουκι μόλις που την άγγιξε και μ' αυτό αναλάβαινε την υποχρέ ωση να δουλέψει για τρία χρόνια στις φυτείες της Σαπωνοποιίας Μουνγκλίμ2. Δεν του εξήγησαν ότι οι λευκοί θα εφάρμοζαν, αν χρειαζόταν, τη θηριωδία τους για να επιβά λουν την εκτέλεση του συμβολαίου κι ότι, πίσω απ' όλα αυτά, για τον ίδιο σκοπό, βρισκόταν όλη η δύναμη κι όλα τα πολεμικά της Μεγάλης Βρετανίας. Κι άλλοι μαύροι, από άγνωστα μέρη, βρίσκονταν στο καράβι, κι όταν τους μίλησε ο λευκός, τράβηξαν το μακρύ φτερό από το κεφάλι του Μάουκι κι αφού του κοντόκοψαν τα μαλλιά, τύλιξαν στη μέση του μια λάβα-λάβα3 από κάμποτο ζωηρό κίτρινο. Ύστερα από πολλές μέρες στη σκούνα, αφού αντίκρισε περισσότερη στεριά και νησιά απ' όσα φαντάστηκε ποτέ του, τον έβγαλαν στη Νέα Γεωργία4 και τον έβαλαν στη δουλειά, ν' αποψιλώνει τη ζούγκλα κόβοντας μπαμπού. Για πρώτη φορά μάθαινε τι θα πει δουλειά. Ούτε σαν σκλάβος του Φανφόα δεν είχε δουλέψει έτσι. Και δεν του άρεσε η δουλειά. Άρχιζε με το χάραμα και τέλειωνε με το σκοτάδι, με δυο φαγιά την ημέρα - και φαγιά βαρετά. Για βδομάδες στη σειρά δεν τους έδιναν άλλο από γλυκοπατάτες κι ύστε ρα, βδομάδες πάλι στη σειρά, δεν είχαν άλλο από ρύζι. Ξετσόφλιαζε καρύδες μέρες και μέρες. Και μέρες και βδομά1. Εξέταση για μια ενδημική νόσο των Νότιων Θαλασσών, που προκαλεί εξανθήματα σε διάφορα μέρη του σώματος και κυρίως στις μασχάλες. 2. Ανάμεσα στις πρώτες επιχειρήσεις που επεκτάθηκαν στις νότιες θάλασσες ήταν οι σαπωνοποιίες, που ενδιαφέρονταν για την εκμετάλ λευση της κόπρας, της λευκής σάρκας της καρύδας. 3. Ρούχο των ιθαγενών στα νησιά Σαμόα και Τόνγκα, ένα κομμάτι πανί δεμένο γύρω στους γοφούς. 4. Ομάδα ηφαιστειογενών νησίδων, τμήμα των Νησιών του Σολομώντα.
— 134 —
δες συντηρούσε τις φωτιές που κάπνιζαν την κόπρα, μέχρι που έτσουζαν τα μάτια του. Τον έβαζαν ύστερα να κόβει δέντρα. Ήταν καλός στο τσεκούρι κι αργότερα τον έβαλαν στα συνεργεία γεφυροποιίας. Και μια φορά πήγε, για τι μωρία, στα συνεργεία οδοποιίας. Κι ήταν φορές που πή γαινε με το τσούρμο στις φελούκες, όταν έφερναν την κό πρα από μακρινά ακρογιάλια ή όταν βγαίναν οι λευκοί να ψαρέψουν με δυναμίτη. Κοντά στ' άλλα, έμαθε και τα παραφθαρμένα αγγλικά, τα φραγκολεβαντίνικα, σαν να λέμε, της Πολυνησίας, κι έ τσι μπορούσε να μιλάει μ' όλους τους λευκούς κι όλους τους άλλους εργάτες, που αλλιώς θα μίλαγαν χίλιες δια φορετικές διαλέκτους. Έμαθε και μερικά πράγματα για τους λευκούς και κυρίως ότι κρατούσαν το λόγο τους. Αν έλεγαν σ' έναν μπόι1 πως θα έπαιρνε ένα φελί καπνό, θα το έπαιρνε το φελί τον καπνό. Κι αν έλεγαν σ' έναν μπόι πως θα τον τουλούμιαζαν στο ξύλο αν έκανε κάτι, τον τουλούμιαζαν οπωσδήποτε έτσι κι έκανε αυτό το κάτι. Ο Μάουκι δεν ήξερε τι θα πει τουλούμιασμα και, καθώς λεγόταν στα φραγκολεβαντίνικα, φαντάστηκε πως σήμαινε το αίμα και τα δόντια που πετιόντουσαν καμιά φορά με τη διαδικασία του τουλουμιάσματος. Έμαθε και κάτι ακόμα: ότι δεν έ δερναν και γενικά δεν τιμωρούσαν έναν μπόι παρά μόνο αν έκανε κάτι που δεν έπρεπε. Ακόμα κι όταν μεθούσαν, πράγμα που συνέβαινε συχνά, δε χτυπούσαν παρά μόνο αν είχε παραβιαστεί κάποιος κανονισμός. Δεν του άρεσε η φυτεία του Μάουκι. Μισούσε τη δου λειά και στο κάτω-κάτω ήταν γιος φυλάρχου. Κι επιπλέον, είχαν περάσει δέκα χρόνια από τότε που τον έκλεψε από το Πορτ Άνταμς ο Φανφόα και τον είχε πιάσει νοσταλγία. Νοσταλγούσε μέχρι και τη σκλαβιά στου Φανφόα. Κι έτσι, το έσκασε. Χώθηκε στη ζούγκλα με τη σκέψη να βγει στην ακρογιαλιά στα νότια, να κλέψει μια πιρόγα και να γυρί1. Έτσι ονόμαζαν στις αποικίες τον ιθαγενή υπηρέτη ή εργάτη.
— 135 —
σει στο Πορτ Άνταμς. Αλλά του ήρθε πυρετός και τον έ πιασαν και τον πήγαν πίσω στη φυτεία μισοπεθαμένο. Άλλη μια φορά το έσκασε, συντροφιά με δυο μπόιδες α πό τη Μαλάιτα. Κατέβηκαν στην ακτή, είκοσι μίλια δρόμο, και κρύφτηκαν στο καλύβι ενός μαλαϊτινού απελεύθερου που έμενε σ' εκείνο το χωριό. Αλλά ήρθαν, μαύρα μεσά νυχτα, δυο λευκοί που δε φοβούνταν ούτε όλο το χωριό μαζεμένο και τουλουμιάσανε τους τρεις φυγάδες, τους δέσανε σαν να ήταν γουρούνια και τους πέταξαν μέσα στη φελούκα. Αλλά τον άνθρωπο που τους έκρυψε στο σπίτι του, εκείνον πρέπει να τον τουλουμιάσανε για καλά, αν έ κρινε κανείς από τον τρόπο που πετάγονταν τα μαλλιά, το πετσί και τα δόντια του. Σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του, δε θα είχε ποτέ πια το κουράγιο να δώσει άσυλο σε σκαστούς εργάτες. Για ένα χρόνο ο Μάουκι συνέχισε να δουλεύει στη φυτεία. Ύστερα τον έκαναν υπηρέτη κι είχε καλό φαΐ και άνετη, ξεκούραστη δουλειά, να κρατάει το σπίτι καθαρό και να σερβίρει στους λευκούς ουίσκι και μπίρα όλες τις ώρες της ημέρας και τις περισσότερες της νύχτας. Του άρε σε, αλλά του άρεσε πιο πολύ το Πορτ Άνταμς. Του έμεναν άλλα δυο χρόνια να δουλέψει, αλλά δυο χρόνια ήταν πάρα πολλά γι' αυτόν που βαλάντωνε από νοσταλγία. Κάτεχε τώρα περισσότερα πράγματα ύστερα από ένα χρόνο υπη ρέτης και, σαν υπηρέτης, είχε ευκαιρίες. Στις δουλειές του ήταν και το καθάρισμα των τουφεκιών και ήξερε πού κρε μούσαν το κλειδί της αποθήκης. Σχεδίασε την απόδραση και, μια νύχτα, δέκα μπόιδες από τη Μαλάιτα κι ένας από 1 το Σαν Κριστόμπαλ γλίστρησαν από τις παράγκες τους κι έσυραν μιαν από τις φελούκες στην αμμουδιά. Ο Μάουκι ήταν εκείνος που έδωσε το κλειδί για ν' ανοίξουν το λουκέτο της βάρκας κι ο Μάουκι ήταν που εφοδίασε τη
βάρκα με μια ντουζίνα Ουίντσεστερ, μια τεράστια ποσότη τα σφαίρες, μια κάσα δυναμίτη με πυροκροτητή και φιτίλι και δέκα κάσες καπνό. Φυσούσε ο βορειοδυτικός μουσώνας και τραβούσαν νότια τη νύχτα, ενώ την ημέρα κρύβονταν σε ξεμοναχιασμένα, ακατοίκητα νησάκια ή τραβούσαν τη βάρκα τους μέσα στο δάσος, στα μεγάλα νησιά. Έφτασαν έτσι στο Γκουανταλκανάλ1, φέρανε βόλτα τη μισή ακτή και πήγαν στο νησί Φλόριντα, μέσα από τα Στενά Ιντισπένσαμπελ. Εκεί σκότωσαν τον μπόι από το Σαν Κριστόμπαλ, φύλα ξαν το κεφάλι του κι έψησαν κι έφαγαν τα υπόλοιπά του. Η ακτή της Μαλάιτα απείχε μόλις είκοσι μίλια, αλλά την τελευταία νύχτα ένα δυνατό ρεύμα κι άστατοι άνεμοι τους εμπόδισαν να καλύψουν την απόσταση. Η μέρα τους βρήκε κάμποσα μίλια ακόμα μακριά από τον προορισμό τους. Αλλά η μέρα έφερε κι ένα κότερο2 με δυο λευκούς που δε φοβήθηκαν έντεκα Μαλαϊτινούς οπλισμένους με δώδεκα τουφέκια. Ο Μάουκι κι οι σύντροφοι του οδηγήθηκαν πί σω στο Τουλάγκι3, όπου ζούσε ο μεγάλος λευκός αφέντης όλων των λευκών. Κι ο μεγάλος λευκός αφέντης έστησε δι καστήριο και, μετά απ' αυτό, οι φυγάδες δέθηκαν ένας-ένας κι έφαγαν από είκοσι βουρδουλιές και καταδικάστη καν σε πρόστιμο δεκαπέντε δολαρίων ο καθένας. Ύστερα τους έστειλαν πίσω στη Νέα Γεωργία, όπου οι λευκοί τους τουλούμιασαν όλους στο ξύλο και τους έβαλαν στη δου λειά. Αλλά ο Μάουκι δεν ήταν πια υπηρέτης. Τον έβαλαν στα συνεργεία οδοποιίας. Τα δεκαπέντε δολάρια το πρό στιμό του το πλήρωσαν οι λευκοί από τους οποίους το είχε
1. Νησί του Βρετανικού Προτεκτοράτου των Νησιών του Σολο μώντα, στο νοτιοδυτικό Ειρηνικό.
1. Το δεύτερο σε μέγεθος από τα Νησιά του Σολομώντα, στο νοτιο δυτικό Ειρηνικό, περί τα 35 μίλια νοτιοδυτικά της Μαλάιτα. 2. Κότερο (cutter) ονόμαζαν τότε το μεγάλο τρικάταρτο πολεμικό, αλλά και κάθε μεγάλο ιστιοφόρο. 3. Από τα βρετανικά Νησιά του Σολομώντα, διοικητικό κέντρο του συμπλέγματος μέχρι το 1942, όταν καταστράφηκε από τους Ιάπω νες.
— 136 —
— 137 —
σκάσει και του είπαν πως ήταν υποχρεωμένος να το ξε πληρώσει, πράγμα που σήμαινε έξι μήνες πρόσθετη υπηρε σία. Κι επιπλέον, το μερίδιό του από τον κλεμμένο καπνό του κόστιζε άλλο ένα χρόνο δουλειά. Το Πορτ Άνταμς βρισκόταν τώρα τριάμισι χρόνια μα κριά. Έκλεψε, λοιπόν, μια πιρόγα ένα βράδυ, κρύφτηκε στα νησάκια των Στενών του Μάνινγκ, πέρασε τα Στενά κι άρ χισε να καβατζάρει την ανατολική ακτή της Ιζαμπέλ, αλλά τον έπιασαν οι λευκοί στα δύο τρίτα της διαδρομής, στη Λιμνοθάλασσα Μέριντζ. Ύστερα από μια βδομάδα, τους το έσκασε και κατέφυγε στη ζούγκλα. Δεν υπήρχαν ιθαγε νείς κάτοικοι της ζούγκλας στην Ιζαμπέλ, παρά μόνο θα λασσινοί, που ήταν όλοι τους χριστιανοί. Οι λευκοί πρό σφεραν αμοιβή πεντακόσια φελιά καπνό και κάθε φορά που ο Μάουκι αποτολμούσε να κατέβει στην παραλία για να κλέψει μια πιρόγα, τον κυνηγούσαν οι θαλασσινοί. Πέ ρασαν έτσι τέσσερις μήνες όταν, με την αμοιβή ανεβασμένη στα χίλια φελιά, τον έπιασαν και τον έστειλαν πίσω στη Νέα Γεωργία και στα συνεργεία οδοποιίας. Χίλια φελιά κά νουν πενήντα δολάρια κι ο Μάουκι ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει ο ίδιος την επικήρυξή του, πράγμα που ισοδυνα μούσε μ' ένα χρόνο κι οκτώ μήνες δουλειά. Έτσι, το Πορτ Άνταμς βρισκόταν τώρα πέντε χρόνια μακριά. Η νοσταλγία του ήταν μεγαλύτερη παρά ποτέ και δεν τον έθελγε καθόλου η ιδέα να κάτσει στ' αβγά του και να φρονιμέψει, να βγάλει τα χρόνια της δουλειάς και τότε να γυρίσει στην πατρίδα του. Την επόμενη φορά, τον έπιασαν πάνω που πήγαινε να το σκάσει. Η περίπτωση του υποβλή θηκε στην κρίση του κ. Χέιβμπι, τοπικού διευθυντή της Σαπωνοποιίας Μουνγκλίμ, που τον κήρυξε αδιόρθωτο. Η ε 1 ταιρία είχε φυτείες στα νησιά Σάντα Κρουζ , εκατοντάδες μίλια μακριά, κι εκεί έστελναν τους αδιόρθωτους των Νη1. Σύμπλεγμα ηφαιστειογενών νησιών ανατολικά του Γκουανταλκανάλ.
— 138 —
σιών του Σολομώντα. Εκεί έστειλαν και τον Μάουκι, μόνο που δεν έφτασε ποτέ. Η σκούνα σταμάτησε στη Σάντα Άννα1 και τη νύχτα ο Μάουκι βγήκε κολυμπώντας στη στε ριά, όπου έκλεψε δυο τουφέκια και μια κάσα καπνό από τον τοπικό έμπορο και πήγε με μια πιρόγα στο Κριστόμπαλ. Η Μαλάιτα έπεφτε τώρα βόρεια, πενήντα με εξήντα μίλια μακριά. Όταν, όμως, επιχείρησε το πέρασμα, τον έ πιασε φουρτούνα, που τον έφερε πίσω στη Σάντα Άννα, ό που ο έμπορος τον έβαλε στα σίδερα και τον κράτησε εκεί μέχρι που γύρισε η σκούνα από τη Σάντα Κρουζ. Τα δυο τουφέκια τα πήρε πίσω ο έμπορος, αλλά την κάσα τον κα πνό τη χρέωσε του Μάουκι προς ένα χρόνο ακόμα. Χρω στούσε τώρα συνολικά στην εταιρία έξι χρόνια. Κατά την επιστροφή στη Νέα Γεωργία, η σκούνα έριξε άγκυρα στον Πορθμό Μάρο, στη νοτιανατολική άκρη του Γκουανταλκανάλ. Ο Μάουκι βγήκε στη στεριά κολυμπώ ντας με τις χειροπέδες στα χέρια και χάθηκε στη ζούγκλα. Η σκούνα συνέχισε το ταξίδι της, αλλά ο έμπορος της Μουνγκλίμ, που έμενε στο νησί, πρόσφερε χίλια φελιά κα πνό κι οι ιθαγενείς της ζούγκλας του έφεραν τον Μάουκι, τσοντάροντας έτσι άλλο ένα χρόνο κι οκτώ μήνες στο λο γαριασμό του. Και πάλι, πριν ακόμα φτάσει η σκούνα, το έσκασε, με μια φελούκα αυτή τη φορά, παίρνοντας και μια κάσα καπνό του εμπόρου. Αλλά ένα βορειοδυτικό μπουρί νι τον έριξε ναυαγό στο Ούγκι2, όπου οι χριστιανοί ιθαγε νείς έκλεψαν τον καπνό του κι εκείνον τον παραδώσαν στον τοπικό έμπορο της Μουνγκλίμ. Ο καπνός που έκλε ψαν οι ιθαγενείς σήμαινε άλλον ένα χρόνο γι' αυτόν κι έ τσι η σούμα ανέβηκε στα οκτώμισι χρόνια. «Θα τον στείλουμε στο Λορντ Χάου3», είπε ο κ. Χέιβ μπι. «Εκεί είναι ο Μπούνστερ και θα τους αφήσουμε να τα 1. Νησάκι έξω από τη νοτιοανατολική άκρη του Σαν Κριστόμπαλ. 2. Νησάκι στα βόρεια του Σαν Κριστόμπαλ. 3. Νησί της Αυστραλίας, νοτιοανατολικά του Σίντνεϊ, στην Τα-
— 139 —
βρούνε μεταξύ τους. Υποθέτω πως ή που θα ξεκάνει ο Μάουκι τον Μπούνστερ ή ο Μπούνστερ τον Μάουκι. Τον ξε φορτωνόμαστε έτσι κι αλλιώς.» Αν φύγει κανείς από τη Λιμνοθάλασσα Μέριντζ της Ιζαμπέλ και βάλει πλώρη ολόισια για το βορρά, το μαγνη τικό, στα εκατόν πενήντα μίλια θα δει να προβάλλουν στον ορίζοντα οι περίφραχτες κοραλλένιες ακρογιαλιές του Λορντ Χάου. Το Λορντ Χάου είναι μια δαχτυλιδένια στεριά, με περιφέρεια γύρω στα εκατόν πενήντα μίλια και μέγιστο πλάτος μερικές εκατοντάδες μέτρα, που υψώνεται σε μερικά σημεία μέχρι τρία μέτρα πάνω από την επιφά νεια της θάλασσας. Μέσα σ' αυτό το δαχτυλίδι της άμμου βρίσκεται μια υπέροχη λιμνοθάλασσα κεντημένη με συ στάδες κοραλλιών. Το Λορντ Χάου δεν ανήκει ούτε γεω γραφικά ούτε εθνολογικά στα Νησιά του Σολομώντα. Εί ναι ατόλλη, ενώ τα Νησιά του Σολομώντα είναι ψηλή στε ριά. Κι είναι πολυνησιακός ο πληθυσμός του και πολυνησιακή η γλώσσα του, ενώ οι κάτοικοι των Νησιών του Σολομώντα είναι Μελανήσιοι. Το Λορντ Χάου οικίστηκε από το ρεύμα των Πολυνησίων προς τα δυτικά, που συνε χίζεται μέχρι σήμερα, καθώς η θάλασσα, με τους νοτιανα τολικούς αληγείς, ξεβράζει τις μεγάλες ξώσκαρμες πιρόγες στην ακρογιαλιά του. Είναι επίσης φανερό πως σημει ώνεται και κάποια συρροή Μελανήσιων κατά την περίοδο των βορειοδυτικών μουσώνων. Κανείς δεν έρχεται ποτέ στο Λορντ Χάου - ή Οντόνγκ Τζάβα, όπως το λένε μερικοί. Οι Τόμας Κουκ & Υιός δεν πουλάνε εισιτήρια για εκεί κι οι τουρίστες ούτε που ονει ρεύονται την ύπαρξή του. Ούτε καν λευκός ιεραπόστολος δεν αποβιβάστηκε ποτέ στην αμμουδιά του. Οι πέντε χιλιά δες ιθαγενείς του είναι φιλήσυχοι άνθρωποι όσο και πρω τόγονοι. Ωστόσο, δεν ήταν πάντα τους φιλήσυχοι. Οι Οδησμανική Θάλασσα. Πήρε το όνομα του άγγλου ναυάρχου λόρδου Ρίτσαρντ Χάου, που το ανακάλυψε το 1788.
— 140 —
γίες πλεύσεως τους χαρακτηρίζουν εχθρικούς και ύ πουλους. Όμως, αυτοί που συντάσσουν τις Οδηγίες πλεύ σεως δεν άκουσαν ποτέ για την αλλαγή που έγινε στις καρ διές αυτών των ιθαγενών από τότε που, πριν όχι και πολ λά χρόνια, έζωσαν ένα μεγάλο μπάρκο και σκότωσαν όλο το τσούρμο, αφήνοντας μόνο τον τρίτο. Ετούτος πήγε τα μαντάτα στ' αδέρφια του. Τρεις καπετάνιοι με τρεις εμπο ρικές σκούνες γύρισαν μαζί του στο Λορντ Χάου. Έφεραν τα καράβια μέχρι μέσα στη λιμνοθάλασσα κι άρχισαν να κηρύττουν το ευαγγέλιο των λευκών, που ορίζει πως μόνο λευκοί θα σκοτώνουν λευκούς, ενώ οι κατώτερες ράτσες δεν πρέπει ν' απλώνουν χέρι πάνω τους. Οι σκούνες ανε βοκατέβαιναν τη λιμνοθάλασσα σκοτώνοντας και ρημάζο ντας τα πάντα. Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουν από το στενό αμμουδένιο κύκλο, δεν υπήρχε ζούγκλα να χωθούν. Τους πυροβολούσαν μόλις τους έβλεπαν και δεν υπήρχε τρόπος να κρυφτούν για να μην τους βλέπουν. Τα χωριά πυρπολήθηκαν, οι πιρόγες τσακίστηκαν, οι κότες και τα γουρούνια σκοτώθηκαν κι οι πολύτιμοι κοκοφοίνικες κό πηκαν. Ένα μήνα κράτησε το κακό, μέχρι που φύγαν οι σκούνες. Αλλά ο φόβος του λευκού είχε φωλιάσει για πά ντα στις ψυχές των νησιωτών και ποτέ πια δεν τόλμησαν να πειράξουν κανένα. Ο Μαξ Μπούνστερ ήταν ο μόνος λευκός στο Λορντ Χάου, πράκτορας της πανταχού παρούσας Σαπωνοποιίας Μουνγκλίμ. Η εταιρία τον είχε σπιτώσει στο Λορντ Χάου επειδή, προκειμένου να τον ξεφορτωθεί, προτίμησε να τον πάει στον πιο απόμερο τόπο που μπορούσε να βρει. Ο λό γος που δεν τον ξεφορτωνόταν ήταν ότι θα δυσκολευόταν να βρει αντικαταστάτη του. Ήταν ένας γεροδεμένος, μεγα λόσωμος Γερμανός, με κάπως σαλεμένο το μυαλό. Το «μι σότρελος» θα ήταν σπλαχνικός χαρακτηρισμός για την πε ρίπτωσή του. Ήταν τυραννικός και δειλός και τρεις φορές πιο άγριος απ' οποιονδήποτε άγριο στο νησί. Καθώς ήταν δειλός, η χτηνωδία του ήταν η χτηνωδία των δειλών. Όταν — 141 —
πρωτομπήκε στην υπηρεσία της εταιρίας, είχε τοποθετηθεί στο Σάβο. Κι όταν κάποτε έστειλαν εκεί ένα φυματικό ά ποικο να τον αντικαταστήσει, τον έσπασε στο ξύλο με τις γροθιές του και τον έστειλε πίσω ερείπιο με την ίδια σκούνα που τον είχε φέρει. Ύστερα απ' αυτό, ο κ. Χέιβμπι διάλεξε γι' αντικατα στάτη του ένα νεαρό γίγαντα από το Γιόρκσαϊρ. Αυτός εί χε φήμη άγριου μποξαδόρου που προτιμούσε το ξύλο από το φαΐ. Ο Μπούνστερ, λοιπόν, φυλαγόταν και δεν τον προκαλούσε. Ήταν άκακο αρνί, αλλά μόνο για δέκα μέρες, οπότε ο γίγαντας κρεβατώθηκε μ' ένα συνδυασμό δυσεντε ρίας και πυρετού. Τότε του ρίχτηκε ο Μπούνστερ κι ανά μεσα στ' άλλα τον έριξε κάτω και τον ποδοπάτησε πηδώ ντας πάνω του καμιά εικοσαριά φορές. Καθώς φοβόταν το τι θα γινόταν όταν θα συνερχόταν το θύμα του, το έσκασε μ' ένα κότερο στο Γκουβούτου1, όπου διακρίθηκε δέρνο ντας ένα νεαρό Εγγλέζο, ήδη σακατεμένο από μια σφαίρα των Μπόερ που είχε περάσει και τους δυο γοφούς του. Τότε ήταν που ο κ. Χέιβμπι έστειλε τον Μπούνστερ στο Λορντ Χάου, το νησί της ποδισιάς. Γιόρτασε την αποβίβα σή του κατεβάζοντας μισή κάσα τζιν και ξυλοφορτώνο ντας το γηραλέο, ασθματικό δεύτερο της σκούνας που τον είχε φέρει. Όταν έφυγε η σκούνα, φώναξε τους Κανάκους κάτω στην ακρογιαλιά και τους προκάλεσε να παλέψουν μαζί του, τάζοντας μια κάσα καπνό σ' όποιον θα τον έρι χνε κάτω. Έριξε τρεις Κανάκους, αλλά τον έριξε στα γρή γορα ένας τέταρτος που, αντί για τον καπνό, δέχτηκε μια σφαίρα στα πλεμόνια του. Έτσι άρχισε η βασιλεία του Μπούνστερ στο Λορντ Χά ου. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι ζούσαν στο κεντρικό χωριό. Αλλά το χωριό ερήμωνε, ακόμα και μέρα μεσημέρι, όταν περνούσε ο Μπούνστερ. Άντρες, γυναίκες και παιδιά έ παιρναν δρόμο. Ακόμα και τα σκυλιά και τα γουρούνια ε 1. Ένα από τα νοτιανατολικά Νησιά του Σολομώντα.
— 142 —
φευγαν κι ο βασιλιάς δεν ντρεπόταν να κρύβεται κάτω από μια ψάθα. Οι δυο πρωθυπουργοί έτρεμαν τον Μπούνστερ, που δε συζητούσε ποτέ τα θέματα που έπρεπε να συζητη θούν, μόνο έδινε γροθιές. Στο Λορντ Χάου, λοιπόν, ήρθε ο Μάουκι, να δουλέψει οκτώμισι ολάκερα χρόνια για τον Μπούνστερ. Δεν υπήρχε τρόπος να το σκάσει από το Λορντ Χάου. Για καλό ή για κακό, ο Μπούνστερ κι εκείνος ήταν δεμένοι ο ένας με τον άλλο. Ο Μπούνστερ ζύγιζε εκατό κιλά, ο Μάουκι πενήντα πέντε. Ο Μπούνστερ ήταν ένα εκφυλισμένο χτήνος, αλλά ο Μάουκι ήταν ένας πρωτόγονος άγριος. Κι είχε ο καθένας τους τη δική του θέληση και τους δικούς του τρόπους. Ο Μάουκι δεν είχε ιδέα για τι λογής αφεντικό του έμελ λε να δουλέψει. Δεν τον είχαν προειδοποιήσει κι είχε συμπε ράνει, σαν κάτι το αυτονόητο, πως ο Μπούνστερ θα ήταν σαν και τους άλλους λευκούς, πως θα έπινε πολύ ουίσκι και πως, αφέντης και νομοθέτης, θα κράταγε πάντα το λό γο του και δε θα χτυπούσε ποτέ έναν μπόι χωρίς να το αξί ζει. Ο Μπούνστερ είχε το πλεονέκτημα. Ήξερε τα πάντα για τον Μάουκι και πολύ το χαιρόταν που θα τον είχε στην κατοχή του. Ο τελευταίος του μάγειρας υπέφερε από σπά σιμο του ενός χεριού κι εξάρθρωση του ενός ώμου κι έτσι ο Μπούνστερ έκανε τον Μάουκι μάγειρα και γενικό υπη ρέτη του. Κι ο Μάουκι δεν άργησε να μάθει πως υπήρχαν λευκοί και λευκοί. Την ίδια μέρα που έφυγε η σκούνα, πήρε διατα γή ν' αγοράσει ένα κοτόπουλο από τον Σαμισί, τον ιθαγε νή τονγκανό ιεραπόστολο. Αλλά ο Σαμισί είχε πάει στην α πέναντι ακτή της λιμνοθάλασσας και θα έλειπε τρεις μέ ρες. Ο Μάουκι γύρισε με την πληροφορία. Ανέβηκε την α πότομη σκάλα (το σπίτι στηριζόταν σε πασσάλους, τριάμισι μέτρα πάνω από την άμμο) και μπήκε στο καθιστικό για ν' αναφέρει. Ο Μπούνστερ ζήτησε το κοτόπουλο. Ο Μάουκι άνοιξε το στόμα για να του πει για την απουσία του ιερα πόστολου. Αλλά ο Μπούνστερ δε νοιαζόταν για εξηγήσεις — 143 —
κι έριξε τη γροθιά του. Το χτύπημα βρήκε τον Μάουκι στο στόμα και τον σήκωσε στον αέρα. Πετάχτηκε μέσα από το άνοιγμα της πόρτας, πέρασε τη στενή βεράντα, έσπασε τα κάγκελα κι έπεσε στην άμμο. Τα χείλια του ήταν μια μωλωπισμένη, άμορφη μάζα και το στόμα του γεμάτο αίματα και σπασμένα δόντια. «Αυτό για να μάθεις να μου αντιμιλάς», φώναξε ο Μπούνστερ, κόκκινος από τη λύσσα του, κοιτάζοντάς τον πάνω από τα σπασμένα κάγκελα. Ο Μάουκι δεν είχε γνωρίσει ποτέ τέτοιο λευκό κι απο φάσισε να δείξει ταπεινοφροσύνη και να μη δώσει ποτέ α φορμή. Είδε να τρώνε γροθιές οι μπόιδες της βάρκας κι εί δε να βάζουν στα σίδερα έναν απ' αυτούς τρεις μέρες χω ρίς φαΐ για το έγκλημά του, που έσπασε ένα σκαρμό καθώς τράβαγε κουπί. Άκουσε και τα κουτσομπολιά του χωριού κι έμαθε γιατί είχε πάρει τρίτη γυναίκα ο Μπούνστερ - με τη βία, όπως ξέραν όλοι. Η πρώτη κι η δεύτερη γυναίκα του κείτονταν στο νεκροταφείο, κάτω από την άσπρη άμ μο, με πλάκες από κοραλλόπετρα στο κεφάλι και τα πόδια. Είχαν πεθάνει, έλεγαν στο χωριό, από το ξύλο που τους έ δινε. Και την τρίτη γυναίκα του την κακομεταχειριζόταν φυσικά, όπως έβλεπε ο Μάουκι με τα ίδια του τα μάτια. Αλλά δεν υπήρχε τρόπος ν' αποφύγει κανείς να ενο χλήσει το λευκό, που έδειχνε να ενοχλείται από τη ζωή. Όταν ο Μάουκι σώπαινε, τον χτυπούσε και τον έλεγε κακιασμένο χτήνος. Όταν μιλούσε, τον χτυπούσε γιατί αυθαδίαζε. Όταν ήταν σοβαρός, τον κατηγορούσε ότι συνωμο τούσε και του έδινε ένα μπερντάχι προκαταβολικά. Κι ό ταν προσπαθούσε να δείχνει χαρούμενος και να χαμογε λάει, τον κατηγορούσε ότι κορόιδευε τον κύριο κι αφέντη του και του τις έβρεχε με μια μαγκούρα. Ο Μπούνστερ ή ταν διάβολος. Το χωριό θα τον είχε ξεπαστρέψει, αν δε θυμόταν το μάθημα που είχαν δώσει οι τρεις σκούνες. Θα τον είχαν ξεπαστρέψει παρ' όλα αυτά, αν υπήρχε δάσος να κρυφτούν. Όπως είχαν τα πράγματα, όμως, ο φόνος του
λευκού, του οποιουδήποτε λευκού, θα έφερνε ένα πολεμι κό που θα σκότωνε τους υπαίτιους και θα έκοβε τους πο λύτιμους κοκοφοίνικες. Ήταν κι οι μπόιδες της βάρκας α ποφασισμένοι για τα καλά να τον πνίξουν σε κανένα «ατύ χημα», με την πρώτη ευκαιρία που θα έβρισκαν να μπατάρουν το σκάφος. Αλλά ο Μπούνστερ φρόντιζε να μην μπατάρει το σκάφος. Ο Μάουκι, όμως, ήταν από άλλη πάστα και, αφού η α πόδραση ήταν αδύνατη, είχε αποφασίσει να ξεπαστρέψει το λευκό. Το κακό ήταν ότι δεν έβρισκε ευκαιρία. Ο Μπούν στερ φυλαγόταν πάντα. Μέρα και νύχτα, τα περίστροφά του ήταν πρόχειρα. Δεν επέτρεπε σε κανένα να περνάει πί σω από την πλάτη του, όπως έμαθε ο Μάουκι μετά που τον έριξε κάμποσες φορές κάτω με γροθιές. Ο Μπούνστερ δι αισθανόταν πως περισσότερο κινδύνευε απ' αυτόν τον κα λόγνωμο, και γλυκό μάλιστα, μαλαϊτινό μπόι παρά από ο λόκληρο τον πληθυσμό του Λορντ Χάου. Κι αυτό μεγάλω νε το ζήλο του στην εφαρμογή του προγράμματος βασανι σμού που είχε καταστρώσει. Κι ο Μάουκι φερόταν ταπει νά, δεχόταν τις τιμωρίες και περίμενε. Όλοι οι άλλοι λευκοί είχαν σεβαστεί τα τάμπο του, όχι όμως κι ο Μπούνστερ. Ο Μάουκι δικαιούταν δυο φελιά καπνό τη βδομάδα. Ο Μπούνστερ τα έδινε στη γυναίκα του και διέταζε τον Μάουκι να τα πάρει από τα χέρια της. Αυτό, όμως, δε γινόταν, κι ο Μάουκι έμενε χωρίς τον κα πνό του. Με τον ίδιο τρόπο του στερούσε πολλές φορές το φαγητό και τον άφηνε νηστικό πολλές μέρες. Τον πρόστα ζε να φτιάξει κακαβιά με τα μεγάλα μύδια που πλήθαιναν στη λιμνοθάλασσα. Αυτό δεν μπορούσε να το κάνει, γιατί τα μύδια ήταν τάμπο. Έξι φορές συνέχεια αρνήθηκε ν' αγ γίξει τα μύδια κι έξι φορές έπεσε αναίσθητος από το ξύλο. Ο Μπούνστερ ήξερε πως ο μπόι θα προτιμούσε να πεθά νει, αλλά ονόμαζε την άρνηση του στάση και θα τον είχε σκοτώσει αν έβρισκε άλλο μάγειρα να πάρει τη θέση του. Ένα από τα προσφιλέστερα παιχνίδια του Μπούνστερ
— 144 —
— 145 —
ήταν ν' αρπάζει τον Μάουκι από τις σγουρές του μπού κλες και να βαράει το κεφάλι του στον τοίχο. Ένα άλλο συνήθειό του ήταν να πιάνει τον Μάουκι στον ύπνο και να ζουλάει στο κρέας του την κάφτρα ενός πούρου. Αυτό ο Μπούνστερ το έλεγε «μπόλι» κι ο Μάουκι μπολιαζόταν αρκετές φορές τη βδομάδα. Μια φορά, μανιασμένος, ο Μπούνστερ τράβηξε το αφτί του φλιτζανιού από τη μύτη του Μάουκι, ξεσκίζοντας το τραγανό πέρα για πέρα. . «Ω, τι ωραία μούρη!» σχολίασε επιθεωρώντας τη ζημιά που είχε κάνει. Το δέρμα του καρχαρία είναι σαν γυαλόχαρτο, αλλά το δέρμα της ρίνας είναι σαν ράσπα. Στις Νότιες Θάλασσες, οι ιθαγενείς το χρησιμοποιούν για να ξύνουν τις πιρόγες και τα κουπιά. Ο Μπούνστερ έβαλε και του έφτιαξαν ένα γάντι από πετσί ρίνας. Την πρώτη φορά που το δοκίμασε στον Μάουκι με μια γυριστή γροθιά, του πήρε το δέρμα της ράχης του από το σβέρκο μέχρι τη μασχάλη. Ο Μπούν στερ καταχάρηκε. Έδωσε και στη γυναίκα του να γευτεί το γάντι και το δοκίμαζε συστηματικά πάνω στους μπόιδες της βάρκας. Οι πρωθυπουργοί έφαγαν από μια ο καθένας κι υποχρεώθηκαν να χαμογελάσουν και να το πάρουν γι' αστείο. «Γελάστε, κερατάδες, γελάστε!» τους πρόσταξε. Ο Μάουκι είχε το μεγαλύτερο μερτικό από τα χτυπήμα τα με το γάντι. Δεν περνούσε μέρα χωρίς να δεχτεί το χάδι του. Ήταν φορές που η απώλεια τόσου δέρματος τον κρα τούσε ξυπνό τη νύχτα, ενώ συχνά ξαναέγδερνε τη μισογιατρεμένη επιφάνεια ο χωρατατζής ο κ. Μπούνστερ. Ο Μά ουκι συνέχισε να περιμένει υπομονετικά, σίγουρος πως, αργά ή γρήγορα, θα ερχόταν η ώρα του. Κι ήξερε τι ακρι βώς θα έκανε, μέχρι την ελάχιστη λεπτομέρεια, όταν η ώρα του ήρθε επιτέλους. Ένα πρωί ο Μπούνστερ ξύπνησε με τη διάθεση να σα κατέψει την οικουμένη. Άρχισε από τον Μάουκι και τέλει ωσε με τον Μάουκι, αφού στο ενδιάμεσο έριξε κάτω με μια
γροθιά τη γυναίκα του και καταχέρισε όλους τους μπόιδες της βάρκας. Παίρνοντας το πρωινό του, βρήκε πως ο κα φές ήταν νερόπλυμα κι άδειασε το ζεματιστό περιεχόμενο του φλιτζανιού στα μούτρα του Μάουκι. Γύρω στις δέκα, όμως, ο Μπούνστερ άρχισε να τουρτουρίζει από σύγκρυο και, μισή ώρα μετά, έκαιγε στον πυρετό. Δεν ήταν συνηθι σμένη προσβολή. Γρήγορα έγινε κακοήθης κι εξελίχθηκε σε μελανούρια. Οι μέρες περνούσαν κι όλο κι εξασθενούσε, μέχρι που δε σηκωνόταν καθόλου από το κρεβάτι. Ο Μά ουκι περίμενε και παρακολουθούσε, ενώ το δέρμα του ξα νάβρισκε την αρχική του όψη. Πρόσταξε τους μπόιδες να τραβήξουν τη βάρκα στη στεριά, να την καλαφατίσουν και να της κάνουν μια γενική συντήρηση. Εκείνοι νόμισαν πως ήταν διαταγή του Μπούνστερ και υπάκουσαν. Αλλά ο Μπούνστερ κειτόταν αναίσθητος εκείνη την ώρα και δεν έ δινε διαταγές. Ήταν η ευκαιρία που περίμενε ο Μάουκι, αλλά συνέχισε να περιμένει. Όταν, μετά το χειρότερο στάδιο της αρρώστιας, ο Μπούνστερ πέρασε στην ανάρρωση κι ανέκτησε τις αισθή σεις του, αδύναμος όμως σαν μωράκι, ο Μάουκι μάζεψε τα λιγοστά του συμπράγκαλα, μαζί και το αφτί του πορσελάνι νου φλιτζανιού, και τα έκλεισε στο σεντούκι του. Πήγε ύστε ρα στο χωριό και μίλησε με το βασιλιά και τους δυο πρω θυπουργούς του. «Τούτο το Μπούνστερ καλό άντρωπο, εσείς αγκαπάει πολύ;» τους ρώτησε. Του εξήγησαν με μια φωνή ότι καθόλου δεν τον αγα πούσαν. Οι πρωθυπουργοί αράδιασαν όλες τις ταπεινώ σεις και.τις αδικίες που τους είχαν γίνει. Ο βασιλιάς έ σπασε κι έβαλε τα κλάματα. Ο Μάουκι τους διέκοψε από τομα. «Ακούτε εμένα. Εγκώ μεγκάλο αφέντη στο πατρίντα μου. Εσείς ντεν αγκαπάει τούτο το άσπρο αφέντη. Εγκώ ντεν αγκαπάει τούτο. Εσείς βάζετε πολύ πράμα στο μπάρ κα: εκατό καρύντες, ντιακόσα καρύντες, τρακόσα καρύ-
—146 —
— 147 —
ντες. Έπειτα εσείς κοιμάται πολύ. Όλοι Κανάκοι κοιμά ται πολύ. Κάνει μεγκάλο φωνή στο σπίτι, εσείς ντεν ακού ει φωνή. Όλοι κοιμάται πάρα πολύ. Εντάξει;» Με τον ίδιο τρόπο, ο Μάουκι κουβέντιασε με τους μπόιδες της βάρκας. Ύστερα πρόσταξε τη γυναίκα του Μπούνστερ να γυρίσει στο πατρικό της σπίτι. Αν αρνιό ταν, θα βρισκόταν σε δίλημμα, γιατί το τάμπο του δε θα του επέτρεπε ν' απλώσει χέρι πάνω της. Με το σπίτι τώρα στη διάθεσή του, μπήκε στην κρεβα τοκάμαρα, όπου ο Μπούνστερ κειτόταν βυθισμένος. Ο Μάουκι πήρε πρώτα τα περίστροφα κι ύστερα φόρεσε το ρινόγαντο στο χέρι του. Η πρώτη προειδοποίηση που δέ χτηκε ο Μπούνστερ ήταν ένα χάδι με το γάντι, που του έ γδαρε τη μύτη πέρα για πέρα. «Ωραίο πράμα, ε;» είπε χαμογελώντας ο Μάουκι, ανά μεσα σε δυο χτυπήματα, που το ένα γύμνωσε το κούτελο του Μπούνστερ και το άλλο καθάρισε ως το κόκαλο τη μια μεριά του προσώπου του. «Γέλα, κερατά, γέλα!» Ο Μάουκι έκανε με επιμέλεια τη δουλειά του, ενώ οι Κανάκοι, κρυμμένοι στα σπίτια τους, άκουγαν «το μεγκά λο φωνή» που έκανε ο Μπούνστερ για μια ώρα και παρα πάνω. Όταν τέλειωσε, ο Μάουκι πήρε τον μπούσουλα κι όλα τα τουφέκια και τις σφαίρες στη βάρκα και τη σαβούρωσε με κάσες καπνό. Καθώς έκανε αυτή τη δουλειά, ένα φρικα λέο πράγμα χωρίς δέρμα βγήκε από το σπίτι κι έτρεξε ουρλιάζοντας στην παραλία, μέχρι που έπεσε στην άμμο σπαρταρώντας και παραμιλώντας στον καυτερό ήλιο. Ο Μάουκι κοίταξε κατά τη μεριά του και δίστασε. Ύστερα πήγε από πάνω του και του έκοψε το κεφάλι, το τύλιξε σε μια ψάθα και το στοίβαξε στο πρυμνιό ντουλάπι της βάρ κας. Τόσο βαθιά κοιμόντουσαν οι Κανάκοι εκείνη τη μα κριά, ζεστή μέρα, που δεν είδαν το σκάφος να βγαίνει από το πέρασμα και ν' αρμενίζει κατά το νότο, με το νοτιανα-
τολικό άνεμο στην μπάντα. Ούτε είδε κανείς το σκάφος στη μακρινή εκείνη διαδρομή ως τις ακτές της Ιζαμπέλ και το κοπιαστικό πέρασμα από εκεί στη Μαλάιτα. Ο Μάουκι αποβιβάστηκε στο Πορτ Άνταμς με άφθονα τουφέκια και καπνό, όσα δεν είχε αποκτήσει άνθρωπος ως τότε. Αλλά δεν έμεινε εκεί. Είχε πάρει το κεφάλι ενός λευκού και μό νο η ζούγκλα μπορούσε να τον φυλάξει. Έτσι, πήγε στα ζουγκλοχώρια, όπου σκότωσε το γερο-Φανφόα και μισή ντουζίνα φυλάρχους κι ανακηρύχτηκε αρχηγός όλων των χωριών. Όταν πέθανε ο πατέρας του, διαφέντευε το Πορτ Άνταμς ο αδερφός του Μάουκι, και τώρα, ενώνοντας τις δυνάμεις τους θαλασσινοί και κάτοικοι της ζούγκλας, έ φτιαξαν ένα συνδυασμό που ήταν ο πιο δυνατός ανάμεσα στις εκατοντάδες μάχιμες φυλές της Μαλάιτα. Πιο μεγάλος, όμως, κι από το φόβο που του προκαλού σε η βρετανική κυβέρνηση ήταν ο φόβος του Μάουκι για την πανίσχυρη Σαπωνοποιία Μουνγκλίμ. Και, μια μέρα, του ήρθε μήνυμα στη ζούγκλα, θυμίζοντάς του ότι χρω στούσε στην εταιρία οκτώμισι χρόνια δουλειά. Απάντησε φιλικά και τότε εμφανίστηκε ο αναπόφευκτος λευκός, κα πετάνιος μιας σκούνας, ο μόνος λευκός στη διάρκεια της βασιλείας του Μάουκι που τόλμησε να μπει στη ζούγκλα και βγήκε ζωντανός. Ετούτος όχι μονάχα βγήκε, αλλά έφε ρε μαζί του εφτακόσια πενήντα δολάρια σε χρυσό, αξία των οκτώμισι χρόνων δουλειάς συν την τιμή κόστους κά ποιων τουφεκιών και καπνού. Ο Μάουκι δε ζυγίζει πια πενήντα πέντε κιλά. Το στομά χι του έχει τρεις φορές την πρωτινή του περιφέρεια κι έχει τέσσερις γυναίκες. Έχει και πολλά άλλα πράγματα: του φέκια και περίστροφα, το αφτί ενός πορσελάνινου φλιτζανιού και μιαν εξαιρετικά πλούσια συλλογή από κεφάλια κατοίκων της ζούγκλας. Αλλά πολυτιμότερο από ολόκλη ρη τη συλλογή του είναι ένα άλλο κεφάλι, τέλεια αποξηρα μένο και καπνισμένο, με ξανθό μαλλί και κιτρινωπή γενει άδα, που το φυλάει τυλιγμένο στην καλύτερη υφαντή λά-
— 148 —
— 149 —
βα-λάβα. Όταν ο Μάουκι βγαίνει στον πόλεμο με χωριά πέρα από το βασίλειό του, βγάζει απαραίτητα αυτό το κε φάλι και, μόνος στο χόρτινο παλάτι του, το ατενίζει για πολλή ώρα μ' επισημότητα. Σε τέτοιες στιγμές, μια σιωπή θανάτου πέφτει στο χωριό κι ούτε καν τα πιτσιρίκια τολ μούν να κάνουν φασαρία. Το κεφάλι αυτό λογαριάζεται ο πιο δυνατός διαολοδιάβολος στη Μαλάιτα και στην κατο χή του αποδίδεται όλη η μεγαλοσύνη του Μάουκι.
Κουλάου ο λεπρός «Επειδής είμαστε άρρωστοι, μας παίρνουνε τη λευτε ριά μας. Υπακούσαμε στο νόμο. Δεν κάναμε κανένα κακό. Κι όμως, θένε να μας βάλουνε φυλακή. Φυλακή είναι το Μολοκάι1, αυτό το ξέρετε. Του Νιούλι, από 'δώ, στείλανε την αδερφή του στο Μολοκάι πριν από εφτά χρόνια. Δεν την ξανάδε από τότες. Κι ούτε που θα την ξαναδεί ποτέ του. Πρέπει να μείνει εκεί μέχρι που να πεθάνει. Δεν είναι δικό της θέλημα αυτό. Ούτε του Νιούλι θέλημα είναι. Εί ναι το θέλημα των λευκών που διαφεντεύουνε τον τόπο. Και ποιοι είναι τούτοι οι λευκοί; Ξέρουμε ποιοι είναι. Το μάθαμε από τους πατεράδες μας και τους πατεράδες των πατεράδων μας. Ήρθανε σαν τ' αρνάκια, μιλώντας με το γλυκό. Με το γλυκό βέβαια μί λαγαν, γιατί ήμασταν πολλοί και δυνατοί κι όλα τα νησιά ήτανε δικά μας. Όπως είπα, μίλαγαν με το γλυκό. Ήτανε δυο ειδών. Το ένα είδος ζήτησε την άδειά μας, τη μεγαλό ψυχη άδειά μας, να μας κηρύξει το λόγο του Θεού. Το άλλο είδος ζήτησε την άδειά μας, τη μεγαλόψυχη άδειά μας, να εμπορευτεί μαζί μας. Έτσι αρχίνισε το πράμα. Και σήμερα όλα τα νησιά είναι δικά τους, όλη η γης, όλα τα ζωντανά τα πάντα είναι δικά τους. Αυτοί που κήρυχναν το λόγο του Θεού κι αυτοί που κήρυχναν το λόγο του Ρουμιού συνταιριάξανε και γενήκανε μεγάλοι και τρανοί. Ζούνε σαν βασιλιάδες σε σπίτια με πολλά δωμάτια, με πλήθος υπηρέτες να τους φροντίζουνε. Αυτοί που δεν είχανε τίπο τα έχουνε τα πάντα, κι αν εσείς ή εγώ ή ο όποιος Κανάκος πεινάσουμε, αυτοί χαχανίζουνε και λένε: "Ε, και γιατί δε δουλεύεις; Υπάρχουνε οι φυτείες."» 1. Νησί του συμπλέγματος της Χαβάης, όπου εκτόπιζαν τους λε προύς (όπως στη δική μας Σπιναλόγκα). Το 1893, ένας λεπρός, ο Κου λάου, ηγήθηκε μιας στάσης στο νησί Καουάι ενάντια στην εκτόπιση.
— 150 —
— 151 —
Ο Κουλάου σώπασε. Ύψωσε το χέρι του με τα ροζια σμένα και στραβωμένα δάχτυλα κι ανασήκωσε το λαμπερό στεφάνι με τους ιβίσκους που είχε κορόνα στα μαύρα του μαλλιά. Το φεγγαρόφωτο έλουζε τη σκηνή στο ασήμι. Ήταν μια νύχτα γαλήνης, μ' όλο που αυτοί που κάθονταν τριγύρω του και τον άκουγαν είχαν όλοι την εμφάνιση συντριμμιών πολέμου. Τα πρόσωπά τους ήταν λιονταρίσια. Εδώ ένα άνοιγμα έχασκε σ' ένα πρόσωπο, στο σημείο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται μια μύτη, εκεί ένα κούρβουλο μπράτσου έδειχνε πού είχε πέσει σαπισμένο ένα χέρι. Ήτανε, άντρες και γυναίκες, απόβλητοι κι οι τριάντα, για τί επάνω τους είχε αποτεθεί η σφραγίδα του ζώου. Κάθονταν στολισμένοι μ' άνθινα γιορντάνια στη μυ ρωμένη, φωτεινή νύχτα κι από τα χείλια τους έβγαιναν φωνές αλλόκοτες και τα λαρύγγια τους σκίζονταν επιδο κιμάζοντας τα λόγια του Κουλάου. Ήταν πλάσματα που υπήρξαν κάποτε άντρες και γυναίκες, αλλά δεν ήταν πια άντρες και γυναίκες. Ήταν τέρατα, στο πρόσωπο και στο σουλούπι χοντροκαμωμένες καρικατούρες καθετί του αν θρώπινου. Ήταν φριχτά ακρωτηριασμένοι και παραμορ φωμένοι, είχαν την όψη πλασμάτων που βασανίστηκαν χι λιάδες χρόνια στην κόλαση. Τα χέρια τους, όσοι είχαν χέ ρια, έμοιαζαν με νύχια άρπυιας. Τα πρόσωπά τους ήταν κακοφτιάγματα κι απορρίγματα, χτυπημένα και τσακισμέ να από κάποιον τρελό θεό που έπαιζε με το μηχανισμό της ζωής. Εδώ κι εκεί ήταν χαρακτηριστικά που ο τρελός θεός είχε μισοπασαλείψει. Μια γυναίκα έκλαιγε με καυτά δά κρυα από δίδυμες τρύπες φρίκης, εκεί που ήταν κάποτε τα μάτια της. Μερικοί πονούσαν και στέναζαν από τα βάθη του στήθους τους. Άλλοι έβηχαν κι ο βήχας τους ακουγό ταν σαν να σκίζανε πανί. Δυο τους ήταν ηλίθιοι, πιότερο σαν τεράστιοι πίθηκοι που χάλασαν στη γέννα, τόσο που κι ο πίθηκος έμοιαζε άγγελος μπροστά τους. Μόρφαζαν και γρύλιζαν στο φεγγαρόφωτο, με στεφάνια από μαραμέ νους χρυσούς ανθούς στο κεφάλι. Ένας τους, που ο πρη-
σμένος λοβός του αφτιού του κουνιόταν σαν βεντάλια πά νω στον ώμο του, έκοψε έναν υπέροχο ανθό, πορτοκαλή και άλικο, και στόλισε μ' αυτόν το τερατώδικο αφτί του που πλατάγιζε με την κάθε κίνηση του. Και πάνω σ' αυτά τα πράγματα βασίλευε ο Κουλάου. Κι αυτό ήταν το βασίλειό του - μια ρεματιά πνιγμένη στα λουλούδια, με απειλητικούς γκρεμούς και βράχια, απ' ό που πλανιόνταν στον αέρα οι φωνές των αγριοκάτσικων. Από τρεις πλευρές υψώνονταν τ' αγριωπά τοιχώματα, με γιρλάντες από απίθανα πλέγματα τροπικής βλάστησης και τρυπημένα με μπασιές σπηλαίων, που είχαν γίνει οι βράχινες μονιές των υπηκόων του Κουλάου. Στην τέταρτη πλευ ρά, το έδαφος κατηφόριζε σε μια τρομακτική άβυσσο και, πέρα χαμηλά, έβλεπε κανείς τις κορφές μικρότερων βουνών και βράχων, που στα ριζά τους άφριζε και μούγκριζε το κύμα του Ειρηνικού. Με καλό καιρό, μια βάρκα θα μπο ρούσε να βγει στη βραχώδη ακτή που σημάδευε την είσοδο της κοιλάδας Καλαλάου, αλλά ο καιρός θα έπρεπε να εί ναι πολύ καλός. Κι ένας ψύχραιμος ορειβάτης θα μπορού σε να σκαρφαλώσει από την ακτή στην κορφή της κοιλά δας Καλαλάου, σ' αυτό το θύλακα ανάμεσα στις βουνο κορφές όπου βασίλευε ο Κουλάου. Αλλά αυτός ο ορειβά της θα έπρεπε να είναι πολύ ψύχραιμος και να ξέρει και τα περάσματα των αγριοκάτσικων. Το θαύμα ήταν που η μά ζα των ανθρώπινων ναυαγίων που αποτελούσαν το λαό του Κουλάου μπόρεσε να σύρει την ανήμπορη αθλιότητά της σ' αυτά τα περάσματα των αγριοκάτσικων, σε τέτοιο ι λιγγιώδες ύψος, και να φτάσει σε τούτη την απρόσιτη πε ριοχή. «Αδέρφια», άρχισε να λέει ο Κουλάου. Αλλά μια από τις μορφάζουσες πιθηκοειδείς παρωδίες ανθρώπου έσυρε ένα άγριο ουρλιαχτό τρέλας κι ο Κουλά ου χρειάστηκε να περιμένει όσο το στριγκό χάχανο πετα γόταν μπρος-πίσω ανάμεσα στα βράχινα τοιχώματα κι α ντηχούσε μέχρι πέρα μέσα στην άπνοη νύχτα.
— 152 —
— 153 —
«Παράξενο δεν είναι, αδέρφια; Δικιά μας ήταν η γη και να που τώρα δεν είναι δικιά μας. Τι μας δώκαν για τη γη μας αυτοί που κήρυτταν το Θεό κι αυτοί που κήρυτταν το Ρούμι; Πήρε μήπως κανείς σας κάνα δολάριο, έστω κι ένα μόνο δολάριο για τη γη; Κι όμως, είναι δικιά τους τώρα η γη και σ' αντάλλαγμα μας λένε να πάμε να δουλέψουμε τη γη, τη δικιά τους γη, κι ό,τι βγάλουμε με το μόχτο μας θα 'ναι δικό τους. Τον παλιό καιρό, δεν είχαμε καν ανάγκη να δουλέψουμε. Κι αν τύχει κι αρρωστήσουμε, μας παίρνουνε και τη λευτεριά μας.» «Ποιος έφερε την αρρώστια, Κουλάου;» ρώτησε ο Κιλολιάνα, ένας λιγνός, νευρώδικος άντρας, με πρόσωπο που έμοιαζε τόσο πολύ με γελαστού φαύνου, ώστε να περιμένει να τον δει κανείς με σχιστές οπλές στα πόδια. Κι ήταν πραγματικά σκισμένα τα πόδια του, μόνο που τα σκισίμα τα ήταν μεγάλα κιτρινόμαυρα, σαπισμένα έλκη. Κι όμως, αυτός ήταν ο Κιλολιάνα, ο πιο τολμηρός απ' όλους τους ο ρειβάτες, αυτός που ήξερε το κάθε πέρασμα αγριοκάτσι κων. Αυτός είχε οδηγήσει τον Κουλάου και τους εξαθλιω μένους ακόλουθούς του στους κρυψώνες της Καλαλάου. «Σωστά το ρωτάς», απάντησε ο Κουλάου. «Επειδής δε θέλαμε να δουλεύουμε τα μίλια το ζαχαροκάλαμο εκεί που κάποτε βόσκαμε τ' άλογά μας, έφεραν κινέζους σκλάβους από μακριά, πέρα από τις θάλασσες. Και μαζί με δαύτους 1 ήρθε κι η κινέζικη αρρώστια - αυτή που μας πεθαίνει και που εξαιτίας της θένε να μας φυλακίσουνε στο Μολοκάι. Γεννηθήκαμε στο Καουάι. Πήγαμε και στ' άλλα νησιά, ποιος εδώ και ποιος εκεί, στο Οουάχου, στο Μάουι, στη Χαβάη, στη Χονολουλού. Όμως, επιστρέφαμε πάντα στο Καουάι. Γιατί επιστρέφαμε; Κάποιος λόγος θα υπήρχε. Κι ο λόγος ήταν πως αγαπάμε το Καουάι. Εδώ γεννηθήκαμε. Εδώ ζήσαμε. Κι εδώ θα πεθάνουμε, εξόν κι αν... εξόν κι αν 1. Οι Χαβανέζοι πίστευαν πως η λέπρα ήρθε στα νησιά τους με τους κινέζους εργάτες στα μέσα του 19ου αιώνα.
— 154 —
υπάρχουνε αδύναμες καρδιές ανάμεσά μας. Τέτοιους δεν τους θέμε. Αυτοί κάνουνε για το Μολοκάι. Αν υπάρχουνε τέτοιοι, να μη μείνουν εδώ. Αύριο οι στρατιώτες θα βγουν στην παραλία. Οι αδύναμες καρδιές να κατεβούνε να τους παραδοθούνε, θα τους στείλουνε γρήγορα στο Μολοκάι. Όσο για εμάς, θα μείνουμε εδώ και θ' αγωνιστούμε. Αλλά, να το ξέρετε, δε θα πεθάνουμε. Έχουμε τουφέκια. Ξέρετε τα στενά περάσματα, όπου, για να περάσουν άνθρωποι, πρέπει να σέρνονται ένας-ένας. Μόνος μου εγώ, ο Κουλά ου, που έκανα κάποτε γελαδάρης στο Νιχάου, μπορώ να κρατήσω ένα πέρασμα ενάντια σε χίλιους άντρες. Εδώ είν' ο Καπαχέι, που ήτανε κάποτε δικαστής και δίκαζε τους ανθρώπους, άντρας με τιμή, και τώρα είναι ένας κυνηγη μένος ποντικός, σαν κι εσάς κι εμένα. Ακούστε τον. Είναι σοφός άνθρωπος.» Ο Καπαχέι σηκώθηκε. Ήταν κάποτε δικαστής. Είχε φοιτήσει στο κολέγιο, στο Πουνάχου1. Είχε παρακαθίσει σε γεύματα με άρχοντες κι αρχηγούς και με υψηλούς εκ προσώπους ξένων δυνάμεων που προστάτευαν τα συμφέ ροντα εμπόρων κι ιεραποστόλων. Τέτοιος ήταν ο Καπα χέι. Και τώρα, όπως είπε ο Κουλάου, ήταν ένας κυνηγημέ νος ποντικός, ένα πλάσμα έξω από το νόμο, τόσο βαθιά χωμένος μέσα στο βούρκο της ανθρώπινης φρίκης, ώστε να βρίσκεται πάνω από το νόμο όσο και κάτω του. Το πρό σωπό του δεν είχε χαρακτηριστικά άλλα από χαίνουσες τρύπες κι αβλέφαρα μάτια που έκαιγαν κάτω από άτριχα φρύδια. «Ας μην κάνουμε φασαρίες», άρχισε να λέει. «Το μόνο που ζητάμε είναι να μας αφήσουν ήσυχους. Αν, όμως, δε μας αφήσουν, τότε δικές τους θα 'ναι οι φασαρίες και δι κιά τους κι η ποινή. Τα δάχτυλά μου χάθηκαν, όπως βλέπε τε.» Σήκωσε τα κολοβωμένα του χέρια να τα δουν όλοι. «Μου 'χει μείνει, όμως, η άρθρωση ενός αντίχειρα, κι αυτή 1. Κωμόπολη στο νησί Οουάχου.
— 155 —
μπορεί να τραβήξει μια σκαντάλη το ίδιο σταθερά όσο την τραβούσε ο χαμένος γείτονάς της τον παλιό καιρό. Αγαπά με το Καουάι. Θα ζήσουμε εδώ ή θα πεθάνουμε εδώ, αλλά στη φυλακή του Μολοκάι δεν πάμε. Η αρρώστια δεν είναι δικιά μας. Δεν αμαρτήσαμε. Αυτοί που κηρύττουν το λόγο του Θεού και το λόγο του Ρουμιού έφεραν την αρρώστια με τους κούληδες σκλάβους που δουλεύουν την κλεμμένη γη. Ήμουνα δικαστής. Ξέρω το νόμο και τη δικαιοσύνη. Και σας λέω πως είναι άδικο να κλέβει κανείς τη γη ενός ανθρώπου, ν' αρρωσταίνει αυτό τον άνθρωπο με την κινέ ζικη αρρώστια και μετά να τον βάζει και φυλακή ισόβια.» «Η ζωή είναι μικρή κι οι μέρες γεμάτες πόνο», είπε ο Κουλάου. «Θα πίνουμε, λοιπόν, και θα χορεύουμε και θα 'μαστε ευτυχισμένοι όπως κι όσο μπορούμε.» Μέσα από μια από τις βράχινες μονιές βγήκαν φλασκιά και πέρασαν από χέρι σε χέρι. Τα φλασκιά ήταν γεμάτα με το αψύ απόσταγμα της ρίζας του τι1. Καθώς η υγρή φλόγα ξεχυνόταν στα κορμιά κι ανέβαινε στα κεφάλια τους, ξέχα σαν πως ήταν κάποτε άντρες και γυναίκες, γιατί ξανάγι ναν άντρες και γυναίκες. Η γυναίκα που έκλαιγε με καυτά δάκρυα από τις άδειες κοιλότητες των ματιών της ήταν πραγματική γυναίκα που έσφυζε από ζωή καθώς έκρουε τις χορδές του γιουκουλέλε2 κι ύψωνε τη φωνή της σ' ένα βάρβαρο ερωτικό κάλεσμα, που θα μπορούσε να έχει έρθει από τα σκοτεινά βάθη των δασών του αρχέγονου κόσμου. Ο αέρας ριγούσε με την κραυγή της, απαλά επιτακτική και πλανεύτρα. Πάνω σε μια ψάθα, συγχρονίζοντας το ρυθμό του με το τραγούδι της γυναίκας, χόρευε ο Κιλολιάνα. Ήταν ολοφάνερο. Ο έρωτας χόρευε σ' όλες του τις κινή σεις. Και πλάι του, χορεύοντας μαζί του πάνω στην ψάθα, ήταν μια γυναίκα με βαριούς γοφούς και πλούσιο στήθος, 1. Θάμνος της Ασίας και της Πολυνησίας. Ένα είδος του παράγει εδώδιμες ρίζες. 2. Η χαβανέζικη κιθάρα.
που διαψεύδανε το φαγωμένο από την αρρώστια πρόσωπό της. Ήταν ένας χορός ζωντανών νεκρών, καθώς μέσα στ' αποσυντιθέμενα κορμιά τους η ζωή αγαπούσε και λαχτα ρούσε ακόμα. Όλο και τραγουδούσε την ερωτική της κραυγή η γυναίκα με τα καυτά δάκρυα από τ' άδεια μάτια, όλο και χόρευαν τον έρωτα οι χορευτές μέσα στη ζεστή νύχτα, όλο και τα φλασκιά κάνανε το γύρο μέχρι που τα μυαλά ολωνών τους πάλλονταν από θύμησες και πόθο. Και μαζί με τη γυναίκα πάνω στην ψάθα, χόρευε μια λυγερή κοπέλα, που είχε πρόσωπο ωραίο κι αχάλαστο, αλλά τα στραβωμέ να της μπράτσα σηκώνονταν κι έπεφταν, μαρτυρώντας το ρήμαγμα της αρρώστιας. Κι οι δυο ηλίθιοι, μουγκρίζοντας και βγάζοντας παράξενες φωνές, χόρευαν χωριστά, γκροτέσκοι κι απίθανοι, παρωδώντας τον έρωτα όπως τους εί χε παρωδήσει η ζωή. Αλλά η ερωτική κραυγή της γυναίκας κόπηκε ξαφνικά, τα φλασκιά χαμήλωσαν κι οι χορευτές σταμάτησαν, καθώς όλοι έστρεφαν τη ματιά τους στην άβυσσο πάνω από τη θάλασσα, όπου μια φωτοβολίδα τρεμόπαιζε σαν ωχρό φά ντασμα μέσα στο φεγγαρόλουστο αέρα. «Οι στρατιώτες είναι», είπε ο Κουλάου. «Αύριο θα 'χουμε πόλεμο. Καλύτερα να κοιμηθούμε τώρα και να 'μα στε έτοιμοι.» Οι λεπροί υπάκουσαν κι αποτραβήχτηκαν στις μονιές τους στο βράχο, μέχρι που απόμεινε μόνος ο Κουλάου, καθισμένος ακίνητος στο φεγγαρόφωτο, με το τουφέκι του α κουμπισμένο στα γόνατα, ν' αγναντεύει πέρα τις βάρκες που βγαίναν στην ακτή. Η ακρινή κορφή της κοιλάδας Καλαλάου ήταν καλή ε κλογή για καταφύγιο. Εκτός από τον Κιλολιάνα, που ήξε ρε κρυφά περάσματα στ' απόκρημνα τοιχώματα, κανείς δε θα μπορούσε να φτάσει στη ρεματιά χωρίς να περάσει μια ράχη στενή σαν κόψη μαχαιριού. Το πέρασμα αυτό είχε γύ ρω στα εκατό μέτρα μάκρος. Στα καλύτερα σημεία του, το φάρδος ήταν μόλις τριάντα πόντοι. Από τις δυο πλευρές
— 156 —
— 157 —
του, έχασκε η άβυσσος. Ένα γλίστρημα και θα σκοτωνό σουν πέφτοντας αριστερά ή δεξιά. Έτσι και περνούσες, ό μως, θα βρισκόσουν σ' έναν επίγειο παράδεισο. Μια θά λασσα βλάστησης έλουζε το τοπίο, χύνοντας τα πράσινα κύματά της από το ένα τοίχωμα μέχρι το άλλο, κατεβαίνο ντας από τα χείλη των βράχων σε μεγάλες μάζες αγριάμπελων και γεμίζοντας τις αμέτρητες σχισμές με φτέρες και ψευτοπαράσιτα. Στους πολλούς μήνες της βασιλείας του, ο Κουλάου κι οι υπήκοοι του πάλεψαν μ' αυτή τη φυτική θάλασσα. Η ζούγκλα που έπνιγε τον τόπο με το όργιο των ανθών της απωθήθηκε πέρα από τις μπανανιές, τις πορτο καλιές και τα μανγκόδεντρα, που θέριευαν σε άγρια κατά σταση. Σε μικρά ξέφωτα, φύτρωνε το άγριο αραρούτι. Σε πέτρινους αναβαθμούς, γεμισμένους με ξυσμένο χώμα, ή ταν τα περιβόλια με τα κολοκάσια και τα πεπόνια. Και σε κάθε ανοιχτό χώρο όπου έφτανε το λιόφωτο, ήταν δέντρα παπάγιας1, φορτωμένα χρυσό καρπό. Ο Κουλάου είχε έρθει σ' αυτό το καταφύγιο κυνηγημέ νος από τη χαμηλότερη κοιλάδα, κοντά στην ακτή. Κι αν αναγκαζόταν να φύγει κι από εδώ, ήξερε άλλες ρεματιές πιο μέσα στον κυκεώνα των βουνοκορφών, όπου θα μπο ρούσε να οδηγήσει τους ανθρώπους του και να ζήσουν. Και τώρα καθόταν με το τουφέκι πλάι του, κοιτάζοντας κάτω, μέσ' από πυκνά φυλλώματα, τους στρατιώτες στην ακτή. Πρόσεξε πως είχαν μαζί τους μεγάλα κανόνια, απ' όπου έλαμπαν οι ηλιαχτίδες σαν από καθρέφτες. Το στενό πέρασμα, σαν κόψη μαχαιριού, βρισκόταν ίσια μπροστά του. Μπορούσε κι έβλεπε σαν κουκκίδες τους άντρες ν' α νεβαίνουν το μονοπάτι που οδηγούσε εκεί. Ήξερε πως δεν ήταν στρατιώτες, αλλ' αστυνομία. Αν αποτύχαιναν αυτοί, τότε θα έμπαινε στο παιχνίδι ο στρατός. Έτριψε τρυφερά με το στρεβλό του χέρι την κάννη του τουφεκιού του και βεβαιώθηκε πως το στόχαστρο ήταν κα 1. Τροπικό αμερικάνικο δέντρο, με εδώδιμους καρπούς.
— 158 —
θαρό. Είχε μάθει να τουφεκάει τότε που κυνηγούσε άγρια βουβάλια στο Νιχάου και σ' εκείνο το νησί η σκοπευτική του δεινότητα έμενε αξέχαστη. Καθώς μεγάλωναν ζυγώνο ντας οι κουκκίδες των αντρών που προχωρούσαν με κόπο, μέτρησε την απόσταση, υπολόγισε την εκτροπή που θα προκαλούσε ο άνεμος καθώς φυσούσε κάθετα προς την τροχιά του βλήματος και λογάριασε τις πιθανότητες υπέρ βασης στόχων που βρίσκονταν τόσο κάτω από το επίπεδό του. Αλλά δεν πυροβόλησε. Μόνο όταν έφτασαν στην αρχή του περάσματος, γνωστοποίησε την παρουσία του. Δεν παρουσιάστηκε, μόνο μίλησε μέσ' από τα βάτα. «Τι θέλετε;» ρώτησε. «Τον Κουλάου το λεπρό ζητάμε», απάντησε ο επικεφα λής των ντόπιων αστυφυλάκων, ένας γαλανομάτης Αμερι κάνος. «Τότες να γυρίσετε πίσω», είπε ο Κουλάου. Ήξερε τον άντρα, ένα βοηθό σερίφη, γιατί αυτός τον εί χε κυνηγήσει και τον έκανε να φύγει από το Νιχάου, να πε ράσει στο Κάουϊ, να πάει στην κοιλάδα Καλαλάου κι από την κοιλάδα να καταφύγει στη ρεματιά. «Ποιος είσ' εσύ;» ρώτησε ο σερίφης. «Ο Κουλάου ο λεπρός», ήταν η απάντηση. «Τότες έβγα έξω. Σε θέλουμε ζωντανό ή νεκρό - έχουνε βάλει χίλια δολάρια στο κεφάλι σου. Δεν μπορείς να ξεφύ γεις.» Ο Κουλάου γέλασε δυνατά μέσ' από τα βάτα. «Έβγα!» πρόσταξε ο σερίφης. Δεν πήρε απάντηση. Μίλησε με τους άντρες του κι ο Κουλάου κατάλαβε πως ετοιμάζονταν για έφοδο. «Κουλάου», φώναξε ο σερίφης, «Κουλάου, έρχομαι να σε πάρω.» «Τότες κοίταξε πρώτα καλά ένα γύρο, τον ήλιο και τη θάλασσα και τον ουρανό, γιατί θα 'ναι η τελευταία φορά που τα βλέπεις.» «Εντάξει, ρε Κουλάου», είπε ο σερίφης κατευναστικά. — 159 —
«Το ξέρω πως είσαι άσος στο σημάδι. Αλλά δε θα με βαρέ σεις εμένα. Δε σου 'κανα ποτές κακό.» Ο Κουλάου μούγκρισε. «Είπα, δε σου 'κανα ποτές κακό. Το ξέρεις, έτσι δεν εί ναι;» «Μου κάνεις κακό που προσπαθείς να με βάλεις φυλα κή», ήταν η απάντηση. «Και μου κάνεις κακό που το προ σπαθείς για τα χίλια δολάρια που βάλανε στο κεφάλι μου. Αν θες να ζήσεις, μείνε εκεί που βρίσκεσαι.» «Πρέπει να περάσω και να σε πιάσω. Λυπάμαι. Είναι το καθήκον μου.» «Θα πεθάνεις προτού περάσεις.» Ο σερίφης δεν ήταν δειλός. Στάθηκε ωστόσο αναποφά σιστος. Κοίταξε τον γκρεμό στις δυο πλευρές και πέρασε τη ματιά του πάνω στην κόψη του μαχαιριού που έπρεπε να διασχίσει. Τελικά το αποφάσισε. «Κουλάου», φώναξε. Αλλά ο λόγκος έμεινε σιωπηλός. «Κουλάου, μη ρίξεις. Έρχομαι.» Ο σερίφης στράφηκε, έδωσε κάποιες διαταγές στους ά ντρες του και ξεκίνησε για την επικίνδυνη διαδρομή. Προ χωρούσε αργά. Ήταν σαν να περπατούσε πάνω σε τεντω μένο σκοινί. Δεν είχε να πιαστεί από πουθενά. Η πετρωμέ νη λάβα τριβόταν κάτω από τα πόδια του κι από τις δυο μεριές κομμάτια που αποσπώνταν έπεφταν κατακόρυφα στον γκρεμό. Ο ήλιος τον έκαιγε κι ο ιδρώτας μούσκευε το πρόσωπό του. Προχώρησε όμως, μέχρι που έφτασε στα μι σά της διαδρομής. «Στοπ!» πρόσταξε ο Κουλάου από την κρυψώνα του. «Ένα βήμα ακόμα και πυροβολώ.» Ο σερίφης σταμάτησε, κρατώντας ισορροπία καθώς ζυγιαζόταν πάνω από το κενό. Το πρόσωπό του ήταν χλο μό, αλλά τα μάτια του τον έδειχναν αποφασισμένο. Έγλει ψε τα στεγνά του χείλη προτού μιλήσει. «Κουλάου, δε θα με βαρέσεις. Το ξέρω πως δε θα με βα ρέσεις.»
Ξεκίνησε. Η σφαίρα τον γύρισε μισή βόλτα. Στο πρό σωπο είχε μια έκφραση παραπονεμένης έκπληξης, καθώς έγερνε για τον γκρεμό. Προσπάθησε να σωθεί ρίχνοντας το κορμί του κάθετα πάνω στην κόψη της ράχης, αλλά εκείνη τη στιγμή τον βρήκε ο θάνατος. Την επόμενη στιγμή, το πέ ρασμα ήταν άδειο. Ακολούθησε η έφοδος, καθώς πέντε α στυφύλακες προχώρησαν, ο ένας πίσω από τον άλλο, στο στενό πέρασμα με θαυμαστή σταθερότητα, ενώ, την ίδια στιγμή, η υπόλοιπη δύναμη άνοιγε πυρ καταπάνω στο λό γκο. Ήταν κάτι το τρελό. Πέντε φορές ο Κουλάου τράβηξε τη σκανδάλη, τόσο γρήγορα που οι βολές του κροτάλισαν. Αλλάζοντας θέση και σκύβοντας για ν' αποφύγει τις σφαί ρες που δάγκωναν και σφύριζαν μέσα στα βάτα, κοίταξε το πέρασμα. Τέσσερις αστυφύλακες είχαν ακολουθήσει το σερίφη. Ο πέμπτος κειτόταν πάνω στη ράχη, ζωντανός α κόμα. Πιο πέρα, βρίσκονταν οι επιζώντες αστυφύλακες, που δεν πυροβολούσαν άλλο. Πάνω στο γυμνό βράχο, δεν είχαν καμιά ελπίδα. Προτού φτάσουν στην ακτή, ο Κουλά ου θα μπορούσε να τους καθαρίσει έναν-έναν. Αλλά δεν έ ριξε, κι ύστερα από συζήτηση μεταξύ τους, ένας τους έβγα λε μιαν άσπρη φανέλα και την ανέμισε σαν σημαία. Ακο λουθούμενος από άλλον ένα, προχώρησαν προς το λαβω μένο σύντροφό τους. Ο Κουλάου δεν έδωσε σημεία της παρουσίας του, μόνο τους παρακολούθησε καθώς αποχω ρούσαν αργά και γίνονταν κουκκίδες κατεβαίνοντας στη χαμηλότερη κοιλάδα. Δυο ώρες αργότερα, από άλλο λόγκο, ο Κουλάου πα ρακολουθούσε μια δύναμη αστυφυλάκων να επιχειρεί ν' ανέβει από την απέναντι πλευρά της κοιλάδας. Είδε τ' α γριοκάτσικα να φεύγουν τρομαγμένα καθώς οι άντρες α νέβαιναν όλο και ψηλότερα, μέχρι που άρχισε ν' αμφιβάλ λει για την κρίση του και φώναξε τον Κιλολιάνα, που σύρ θηκε στο πλευρό του. «Όχι, δεν υπάρχει δρόμος από εκεί», είπε ο Κιλολιάνα. «Και τα κατσίκια;» ρώτησε ο Κουλάου.
— 160 —
— 161 —
«Έρχονται από τη διπλανή κοιλάδα, αλλά δεν μπορούν να περάσουν σ' αυτήν εδώ. Δεν υπάρχει πέρασμα. Κι ετού τοι οι άντρες δεν ξέρουν περισσότερα από τα κατσίκια. Θα γκρεμοτσακιστούν έτσι που πάνε. Για να δούμε.» «Είναι παλικάρια πάντως», είπε ο Κουλάου. «Για να δούμε.» Κείτονταν πλάι-πλάι ανάμεσα στα καμπανάκια, με κί τρινους ανθούς να πέφτουν πάνω τους από ψηλά, καθώς παρακολουθούσαν τις κουκκίδες των αντρών ν' ανεβαί νουν με κόπο, ώσπου γίνηκε το κακό και τρεις απ' αυτούς γλίστρησαν, κύλησαν κι έπεσαν από το χείλι ενός βράχου, μια βουτιά κάπου εκατόν πενήντα μέτρα. Ο Κιλολιάνα χαμογέλασε. «Δε θα μας ενοχλήσουν άλλο», είπε. «Έχουνε κανόνια», απάντησε ο Κουλάου. «Ο στρατός δε μίλησε ακόμα.» Μέσα στο βαρύ απόγευμα, οι περισσότεροι λεπροί κοιμόντουσαν στις βρόχινες μονιές τους. Ο Κουλάου, με το τουφέκι του στα γόνατα, φρεσκοκαθαρισμένο κι έτοι μο, λαγοκοιμόταν στην είσοδο της δικιάς του μονιάς. Η κοπέλα με τα στρεβλά μπράτσα καθόταν μέσα στα βάτα, φυλάγοντας σκοπιά στο στενό πέρασμα. Ξαφνικά ο Κου λάου πετάχτηκε με ολάνοιχτα τα μάτια, τρομαγμένος α πό τον ήχο μιας έκρηξης στην ακτή. Την επόμενη στιγμή, η ατμόσφαιρα σκιζόταν μ' έναν απίστευτο θόρυβο, που τον κατατρόμαξε. Ήταν σαν να είχαν αρπάξει όλοι οι θε οί μαζί το περίβλημα του ουρανού στα χέρια τους και το ξέσκιζαν όπως σκίζει μια γυναίκα ένα μπαμπακερό πανί. Αλλά ήταν τόσο τεράστιο το σκίσιμο, που σίμωνε γρήγο ρα. Ο Κουλάου κοίταξε ανήσυχος τον ουρανό, σαν να πε ρίμενε να δει το πράγμα. Ύστερα, ψηλά στο βράχο, η οβί δα έσκασε μέσα σ' ένα σιντριβάνι μαύρο καπνό. Ο βρά χος θρυψαλιάστηκε και τα κομμάτια έπεσαν στα ριζά του γκρεμού. Ο Κουλάου πέρασε το χέρι στο ιδρωμένο του μέτωπο.
Είχε ταραχτεί φοβερά. Δεν είχε καμιά πείρα από κανονιές κι αυτό που έγινε ήταν πιο τρομακτικό απ' ό,τι μπορούσε να φανταστεί. «Μία», είπε ο Καπαχέι, που του ήρθε ξαφνικά η ιδέα να κρατάει λογαριασμό. Μια δεύτερη και μια τρίτη οβίδα πέταξαν ουρλιάζοντας πάνω από τις κορφές των βράχων κι έσκασαν πέρα από το οπτικό τους πεδίο. Ο Καπαχέι κρατούσε μεθοδικά λογα ριασμό. Οι λεπροί μαζεύτηκαν στον ανοιχτό χώρο μπρος στις σπηλιές. Στην αρχή τρόμαξαν πολύ, αλλά καθώς οι ο βίδες συνέχιζαν να πετούν ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους, ηρέμησαν κι άρχισαν ν' αποθαυμάζουν το θέαμα. Οι δυο ηλίθιοι ούρλιαζαν από χαρά, χοροπηδώντας ξέφρενα κάθε φορά που περνούσε μια οβίδα ξεσκίζοντας τον αέρα. Ο Κουλάου άρχισε ν' ανακτά την αυτοπεποίθησή του. Δε γι νόταν ζημιά. Ήταν φανερό πως, με τόσο μεγάλα βλήματα και σε τέτοιαν απόσταση, δεν μπορούσαν να σημαδεύουν με την ακρίβεια τουφεκιού. Η κατάσταση, όμως, δεν άργησε ν' αλλάξει. Οι οβίδες έπεφταν όλο και πιο κοντά. Μία έσκασε κάτω, στα βάτα, κοντά στο στενό πέρασμα. Ο Κουλάου θυμήθηκε την κοπέ λα που βρισκόταν εκεί και φύλαγε σκοπιά. Έτρεξε να δει. Έβγαινε ακόμα καπνός από τα θάμνα όταν σύρθηκε μέσα στο λόγκο. Έμεινε άναυδος. Τα κλαδιά είχαν τσακιστεί κι εκεί όπου βρισκόταν η κοπέλα ήταν μια τρύπα στο χώμα. Η ίδια η κοπέλα είχε σκορπίσει σε κομμάτια. Η οβίδα είχε σκάσει ίσια πάνω της. Ο Κουλάου έριξε μια ματιά για να βεβαιωθεί πως δεν υπήρχαν στρατιώτες να επιχειρούν να περάσουν και κίνη σε να γυρίσει στις σπηλιές. Όλη την ώρα οι οβίδες περνού σαν βογκώντας, τσιρίζοντας, ουρλιάζοντας, κι η κοιλάδα βρόνταγε κι αντιβοούσε από τις εκρήξεις. Ζυγώνοντας στις σπηλιές, είδε τους δυο ηλίθιους να χοροπηδούν πιασμένοι χέρι-χέρι με τα κουτσουρεμένα τους δάχτυλα. Έτρεχε ακό μα όταν είδε μια στήλη μαύρο καπνό να ξεπετάγεται από το
—162 —
— 163 —
χώμα, κοντά στους δυο ηλίθιους. Η έκρηξη τους τίναξε χω ρίζοντάς τους. Ο ένας έμεινε στον τόπο ακίνητος, ενώ ο άλ λος σερνόταν με τα χέρια προς τη σπηλιά. Τα πόδια του α κολουθούσαν ανήμπορα, ενώ το αίμα έτρεχε απ' όλο του το κορμί. Έμοιαζε λουσμένος στο αίμα και, καθώς σερνόταν, έκλαιγε σαν σκυλάκι. Οι υπόλοιποι λεπροί, με εξαίρεση τον Καπαχέι, χώθηκαν τρέχοντας στις σπηλιές τους. «Δεκαεφτά», είπε ο Καπαχέι. «Δεκαοχτώ», πρόσθεσε. Η τελευταία οβίδα μπήκε για τα καλά μέσα σε μιαν α πό τις σπηλιές. Με την έκρηξη, όλες οι σπηλιές άδειασαν. Από εκείνην, όμως, τη συγκεκριμένη σπηλιά δε βγήκε κα νείς. Ο Κουλάου μπήκε, περνώντας μέσ' από τον τσου χτερό, στυφό καπνό. Τέσσερα κορμιά, φριχτά κομματια σμένα, κείτονταν ένα γύρο. Ένα τους ήταν η αόμματη γυναίκα που τα δάκρυά της δεν είχαν σταματήσει ποτέ ως τότε. Έξω, ο Κουλάου είδε τους ανθρώπους του να σκαρφα λώνουν κιόλας πανικόβλητοι στον κατσικόδρομο που έ βγαζε από τη ρεματιά, μέσα από τον κυκεώνα τις κορφές και τους γκρεμούς. Ο λαβωμένος ηλίθιος, τσιρίζοντας α δύναμα καθώς σερνόταν στο χώμα με τα χέρια, προσπα θούσε ν' ακολουθήσει. Αλλά στο πρώτο ανόρθωμα του βρά χου η ανημπόρια του τον πρόδωσε κι έπεσε με την πλάτη. «Θα 'ταν καλύτερα να τον σκοτώναμε», είπε ο Κουλά ου στον Καπαχέι, που καθόταν πάντα στην ίδια θέση. «Είκοσι δύο», απάντησε ο Καπαχέι. «Ναι, καλά θα κά ναμε να τον σκοτώσουμε. Είκοσι τρεις, είκοσι τέσσερις...» Ο ηλίθιος τσίριξε σπαραχτικά σαν είδε το τουφέκι να τον σημαδεύει. Ο Κουλάου δίστασε και χαμήλωσε το όπλο. «Δύσκολο πράμα», είπε. «Μη λες βλακείες, είκοσι έξι, είκοσι εφτά...» είπε ο Κα παχέι. «Ασ' το σ' εμένα.» Σηκώθηκε και, κρατώντας μια βαριά πέτρα, πλησίασε το λαβωμένο πράγμα. Καθώς σήκωνε το χέρι για να χτυπή σει, μια οβίδα έσκασε ίσια πάνω του, απαλλάσσοντάς τον
από την ανάγκη της πράξης του και βάζοντας ταυτόχρονα τέρμα στο μέτρημά του. Ο Κουλάου έμεινε μόνος στη ρεματιά. Παρακολούθησε τους τελευταίους δικούς του καθώς έσερναν τα σακατεμέ να μέλη τους πάνω από το φρύδι του βράχου και χάνο νταν. Γύρισε και κατέβηκε στο λόγκο όπου είχε σκοτωθεί η κοπέλα. Οι κανονιές συνεχίζονταν πάντα, αλλά εκείνος έ μεινε εκεί σαν είδε κάτω μακριά στρατιώτες ν' ανεβαί νουν. Μια οβίδα έσκασε έξι μέτρα μακριά του. Ισοπεδώθη κε στο χώμα κι άκουσε τα θραύσματα να πετούν από πάνω του. Μια βροχή λουλουδιών τον σκέπασε. Σήκωσε το κε φάλι, κοίταξε το πέρασμα κι αναστέναξε. Είχε φοβηθεί πο λύ. Σφαίρες από τουφέκια δε θα τον ένοιαζαν, αλλ' αυτές οι κανονιές ήταν απαίσιες. Κάθε φορά που ούρλιαζε μια οβίδα, κουλουριαζόταν τρέμοντας. Αλλά και κάθε φορά σήκωνε πάλι το κεφάλι για να κοιτάξει το πέρασμα. Τελικά οι οβίδες σταμάτησαν. Σκέφτηκε πως ο λόγος ή ταν ότι οι στρατιώτες πλησίαζαν. Ανέβαιναν το μονοπάτι, ο ένας πίσω από τον άλλο. Βάλθηκε να τους μετράει, μέχρι που έχασε το λογαριασμό. Θα ήταν καμιά εκατοστή, εν πά ση περιπτώσει - κι όλοι τους έρχονταν για εκείνον, για τον Κουλάου το λεπρό. Ένιωσε ένα φευγαλέο φούντωμα πε ρηφάνιας. Με κανόνια και τουφέκια, αστυνομία και στρα τός έρχονταν γι' αυτόν, που δεν ήταν παρά ένας άνθρω πος, σακατεμένος κιόλας. Πρόσφεραν χίλια δολάρια γι' αυτόν, νεκρό ή ζωντανό. Σ' όλη του τη ζωή, δεν είχε ποτέ δικά του τόσα λεφτά. Η σκέψη ήταν πικρή. Ο Καπαχέι είχε δίκιο. Εκείνος, ο Κουλάου, δεν είχε κάνει τίποτα κακό. 1 Επειδή οι χαόλε θέλαν εργάτες να δουλέψουν την κλεμμέ νη γη, είχαν φέρει τους κινέζους κούληδες και μαζί με δαύ τους ήρθε κι η αρρώστια. Και τώρα, επειδή πήρε την αρρώ στια, άξιζε χίλια δολάρια - αλλά όχι ολόκληρος, ο ίδιος. Το κουφάρι του όλο κι όλο, σαπισμένο από την αρρώστια
— 164 —
— 165 —
1.Ο λευκός, στα χαβανέζικα.
ή κομματιασμένο από μια οβίδα, ήταν που άξιζε όλα αυτά τα λεφτά. Όταν οι στρατιώτες έφτασαν στο στενό πέρασμα, σκέ φτηκε για μια στιγμή να τους προειδοποιήσει. Αλλά το βλέμμα του έπεσε τα κομμάτια της σκοτωμένης κοπέλας κι έμεινε σιωπηλός. Κι όταν έξι απ' αυτούς αποτόλμησαν το πέρασμα, άνοιξε πυρ. Και δε σταμάτησε όταν το πέρασμα γυμνώθηκε. Άδειασε τη γεμιστήρα του, έβαλε άλλη και την άδειασε κι αυτή. Συνέχισε να πυροβολεί. Όλα τα άδικα που του είχαν γίνει φλόγιζαν το μυαλό του και τον έπιασε μανία εκδίκησης. Σ' όλο το μήκος του κατσικόδρομου, οι στρατιώτες πυροβολούσαν και, μ' όλο που ήταν ξαπλωμέ νοι κι έβρισκαν κάποια προκάλυψη στις ρηχές ανωμαλίες του εδάφους, ήταν γι' αυτόν εκτεθειμένοι στόχοι. Σφαίρες βούιζαν και σφύριζαν τριγύρω του, σποραδικά αποστρακίσματα στρίγκλιζαν στον αέρα. Μια σφαίρα όργωσε το δέρμα του κρανίου του, άλλη μια του καψάλισε την ωμο πλάτη δίχως να σκίσει το δέρμα. Ήταν ένα μακελειό, όπου ένας μόνο σκότωνε. Οι στρα τιώτες άρχισαν να υποχωρούν υποβαστάζοντας τους τραυ ματίες τους. Καθώς ο Κουλάου τους καθάριζε έναν-έναν, αντιλήφθηκε μια μυρωδιά καμένου κρέατος. Κοίταξε γύ ρω του ερευνητικά και τελικά ανακάλυψε πως ήταν τα ίδια του τα χέρια. Το τουφέκι είχε ανάψει και τα έκαιγε. Η λέ πρα είχε καταστρέψει τα περισσότερα νεύρα των χεριών του και, μ' όλο που η σάρκα τους καιγόταν και τη μύριζε, δεν υπήρχε αίσθηση. Έμεινε ξαπλωμένος στα θάμνα, χαμογελώντας, μέχρι που θυμήθηκε τα κανόνια. Το δίχως άλλο, θα του έριχναν πάλι οβίδες κι αυτή τη φορά καταπάνω στο λόγκο, απ' ό που τους είχε κάνει τη ζημιά. Μόλις που πρόλαβε ν' αλλά ξει θέση και να χωθεί σε μια κόχη πίσω από ένα μικρό ανύψωμα του βράχου, όπου είχε προσέξει πως δεν έπεφταν ο βίδες, κι άρχισε ο βομβαρδισμός. Μέτρησε τις οβίδες. Άλλες εξήντα έπεσαν στη ρεματιά προτού σιγήσουν πάλι
τα κανόνια. Η μικρούτσικη περιοχή είχε τόσο σκαφτεί από τις εκρήξεις τους, που φαινόταν αδύνατο να έχει επιζήσει εκεί οποιοδήποτε πλάσμα. Ήταν φανερό πως αυτό σκέ φτηκαν οι στρατιώτες, γιατί, κάτω από τον καυτερό απο γευματινό ήλιο, άρχισαν ν' ανεβαίνουν πάλι το μονοπάτι. Και πάλι αμφισβητήθηκε το στενό πέρασμα και πάλι υπο χώρησε ο στρατός ως την ακτή. Δυο μέρες ακόμα κράτησε το πέρασμα ο Κουλάου, αν κι οι στρατιώτες αρκέστηκαν να ρίχνουν οβίδες στο κατα φύγιό του. Ύστερα, ο Παχάου, ένα λεπρό αγόρι, ήρθε στην κορφή του βράχου, στην πίσω μεριά της ρεματιάς και φώ ναξε του Κουλάου ότι ο Κιλολιάνα έπεσε και σκοτώθηκε ενώ κυνηγούσε κατσίκια για να φάνε κι ότι οι γυναίκες εί χαν τρομοκρατηθεί και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ο Κου λάου είπε στ' αγόρι να κατέβει και το άφησε μ' ένα εφεδρι κό τουφέκι να φυλάει το πέρασμα. Βρήκε τους ανθρώπους του αποκαρδιωμένους. Οι πιο πολλοί τους ήταν πολύ ανή μποροι για ν' αναζητήσουν τροφή κάτω από τόσο απαγο ρευτικές συνθήκες κι όλοι τους πέθαιναν της πείνας. Διά λεξε δυο γυναίκες κι έναν άντρα που δεν είχαν πολύ προ χωρημένη την αρρώστια και τους έστειλε πίσω στη ρεμα τιά να φέρουν τρόφιμα και ψάθες. Τους υπόλοιπους τους ενθάρρυνε και τους παρηγόρησε, μέχρι που κι οι πιο αδύ ναμοι έβαλαν ένα χέρι κι έφτιαξαν πρόχειρα καταφύγια για τον εαυτό τους. Αλλ' αυτοί που έστειλε για τρόφιμα δε γύρισαν κι εκεί νος κίνησε να ξαναπάει στη ρεματιά. Καθώς πρόβαλε από το φρύδι του βράχου, μισή ντουζίνα τουφέκια κράτησαν. Μια σφαίρα πέρασε τη σάρκα στον ώμο του και το μά γουλό του σκίστηκε από μια φλούδα βράχου εκεί που μια δεύτερη σφαίρα χτύπησε στο τοίχωμα. Τη στιγμή που γίνο νταν αυτά, καθώς πήδηξε πίσω, είδε πως η ρεματιά είχε γε μίσει στρατιώτες. Οι δικοί του άνθρωποι τον είχαν προ δώσει. Οι κανονιές παραήταν φοβερές και προτίμησαν τη φυλακή του Μολοκάι.
— 166 —
— 167 —
Ο Κουλάου πισωπάτησε και ξεκρέμασε ένα από τα βα ριά του φισεκλίκια. Ξαπλωμένος ανάμεσα στα βράχια, ά φησε πρώτα να προβάλουν καθαρά το κεφάλι κι οι ώμοι του πρώτου στρατιώτη πριν τραβήξει τη σκανδάλη. Δυο φορές έγινε αυτό, κι ύστερα, με κάποια καθυστέρηση, αντί για κεφάλι και ώμους, μια λευκή σημαία ξεπρόβαλε πάνω από το βράχο. «Τι θέλετε;» ρώτησε. «Εσένα θέμε, αν είσαι ο Κουλάου ο λεπρός», ήρθε η α πάντηση. Ο Κουλάου ξέχασε πού βρισκόταν. Ξέχασε τα πάντα καθώς κειτόταν ξαπλωμένος. Απορούσε με την παράξενη επιμονή τούτων των χαόλε που θα έκαναν το δικό τους, ο κόσμος να χαλάσει. Ω, ναι, θα επιβάλλανε τη θέλησή τους σ' όλους τους ανθρώπους κι όλα τα πράγματα, ακόμα κι αν ήταν να πεθάνουν επιβάλλοντάς την. Δεν μπορούσε να μην τους θαυμάζει κιόλας γι' αυτή τη θέληση που είχαν μέ σα τους, πιο δυνατή κι από τη ζωή, που υπέτασσε τα πάντα στις προσταγές τους. Ήταν πεισμένος για τη ματαιότητα του αγώνα του. Δε γινόταν ν' αντιταχθεί σ' αυτή τη φοβερή θέληση των χαόλε. Και χίλιους να σκότωνε, θα ορθώνο νταν πλήθος σαν την άμμο της θάλασσας και θα πέφταν πάνω του, όλο και περισσότεροι. Δεν ήξεραν τι θα πει ήτ τα. Αυτό ήταν το λάθος τους, αυτό κι η αρετή τους. Σ' αυτό οι δικοί του υστερούσαν. Καταλάβαινε τώρα πώς έγινε και μια χούφτα κήρυκες του Θεού και κήρυκες του Ρουμιού εί χαν κατακτήσει τον τόπο. Ήταν επειδή... «Λοιπόν, τι λες; Θα 'ρθεις μαζί μου;» Ήταν η φωνή του αόρατου ανθρώπου κάτω από τη ση μαία. Εκεί ήταν, σαν ο οποιοσδήποτε χαόλε, έτοιμος να τραβήξει ίσια στον καθορισμένο σκοπό. «Να το κουβεντιάσουμε», είπε ο Κουλάου. Το κεφάλι κι οι ώμοι ενός άντρα πρόβαλαν κι ύστερα όλο του το κορμί. Ήταν ένας νέος, γύρω στα είκοσι πέντε, με λείο πρόσωπο και γαλανά μάτια, λεπτός και κομψός με
τη στολή του λοχαγού. Προχώρησε μέχρι που τον σταμά τησε ο Κουλάου κι εκεί κάθισε, κάπου τέσσερα μέτρα πέρα. «Είσαι παλικάρι», είπε ο Κουλάου με κάποιαν έκπλη ξη. «Θα μπόραγα να σε σκοτώσω σαν μύγα.» «Όχι, δε θα το 'κανες», ήταν η απάντηση. «Γιατί όχι;» «Γιατί 'σαι άντρας, Κουλάου. Κακός, αλλά άντρας. Ξέ ρω την ιστορία σου. Δε σκοτώνεις άδικα.» Ο Κουλάου μούγκρισε, αλλά μέσα του ευχαριστήθηκε. «Τι κάνατε τους ανθρώπους μου;» ρώτησε. «Το αγόρι, τις δυο γυναίκες και τον άντρα;» «Παραδόθηκαν. Το ίδιο περιμένω να κάνεις κι εσύ.» Ο Κουλάου γέλασε με δυσπιστία για το τόσο θράσος. «Είμαι λεύτερος άνθρωπος», δήλωσε. «Δεν έχω κάνει κανένα κακό. Και δε ζητάω παρά να μ' αφήσετε ήσυχο. Έζησα λεύτερος και θα πεθάνω λεύτερος. Δε θα παραδοθώ ποτές.» «Τότε οι άνθρωποι σου είναι πιο γνωστικοί από σένα», είπε ο νέος. «Κοίτα τους - έρχονται τώρα.» Ο Κουλάου γύρισε κι είδε τ' απομεινάρια της ομάδας του να πλησιάζουν. Βογκώντας και στενάζοντας, μια φρι καλέα πομπή έσερνε την αθλιότητά της περνώντας από μπροστά του. Το είχε η μοίρα του Κουλάου να δοκιμάσει και βαθύτερη πίκρα, καθώς του πετούσαν αναθέματα και βρισιές στο πέρασμά τους. Κι η μπαμπόγρια που έκλεινε την παρέλαση λαχανιάζοντας, με τα άσαρκα σαν νύχια άρπυιας δάχτυλά της τεντωμένα, κουνώντας δεξιά-ζερβά το νεκρικό της κεφάλι, στάθηκε και τον καταράστηκε. 'Εναςένας χάνονταν πίσω από την άκρη του βράχου και παραδί νονταν στους κρυμμένους στρατιώτες. «Μπορείς να πηγαίνεις τώρα», είπε ο Κουλάου στο λο χαγό. «Εγώ δε θα παραδοθώ ποτές. Αυτή είν' η τελευταία μου λέξη. Γεια.» Ο λοχαγός βρήκε τους στρατιώτες του πίσω από το
— 168 —
— 169 —
βράχο. Την επόμενη στιγμή, χωρίς σημαία ανακωχής, ύ ψωσε το καπέλο του πάνω στη θήκη του σπαθιού του κι η σφαίρα του Κουλάου το τρύπησε πέρα για πέρα. Εκείνο το απόγευμα, του έριξαν οβίδες από την ακτή κι όταν υποχώ ρησε στους ψηλούς, απρόσιτους θύλακες πιο μέσα, οι στρα τιώτες τον ακολούθησαν. Έξι βδομάδες τον κυνηγούσαν από θύλακα σε θύλακα, περνώντας από κορφές ηφαιστείων και κατσικόδρομους. Όταν κρύφτηκε στη ζούγκλα της λαντάνας, βγήκαν στη σειρά παγανιστές και τον έβγαλαν από τη ζούγκλα της λα ντάνας και τους θάμνους της γκουάβας1 σαν να ήταν λα γός. Αλλά τους ξέφευγε πάντα στρίβοντας και πισωγυρί ζοντας. Δεν υπήρχε τρόπος να τον μαγκώσουν. Όταν τον ζόριζαν από πολύ κοντά, το σίγουρο τουφέκι του τους κρατούσε πίσω και τότε κατέβαζαν τους λαβωμένους τους από το μονοπάτι στην ακτή. Ήταν και φορές που πυροβο λούσαν εκείνοι, όποτε το μελαψό του κορμί φαινόταν για μια στιγμή μέσ' από τα χαμόκλαδα. Μια φορά, πέντε απ' αυτούς τον πέτυχαν σ' ένα εκτεθειμένο μονοπάτι ανάμεσα σε θύλακες. Άδειασαν τα τουφέκια τους πάνω του, καθώς σκαρφάλωνε στα ιλιγγιώδη ύψη. Μετά βρήκαν κηλίδες αί ματος και κατάλαβαν πως είχε πληγωθεί. Σαν πέρασαν πάντως έξι βδομάδες, παραιτήθηκαν από την προσπά θεια. Οι στρατιώτες κι οι αστυφύλακες επέστρεψαν στη Χονολουλού κι η κοιλάδα Καλαλάου απόμεινε στην από λυτη κατοχή του. Μόνο κάτι κεφαλοκυνηγοί ρισκάριζαν κάπου-κάπου να τον κυνηγήσουν. Και δεν ξαναγύριζαν ποτέ. Δυο χρόνια μετά, για τελευταία φορά, ο Κουλάου σύρ θηκε μέσα σ' ένα λόγκο και ξάπλωσε πάνω κι ανάμεσα σε φύλλα του τι κι ανθούς πιπερόριζας. Είχε ζήσει λεύτερος και λεύτερος θα πέθαινε. Άρχισε να ψιχαλίζει και τράβηξε 1. Τροπικοί θάμνοι της οικογένειας των μυρσινιδών. Καλλιεργού νται και σε θερμές χώρες για τους καρπούς τους.
μια κουρελιασμένη κουβέρτα πάνω στα παραμορφωμένα του άκρα. Το σώμα του το σκέπαζε μια νιτσεράδα. Ακού μπησε στο στήθος το μάουζέρ του, αφού σκούπισε πρώτα στοργικά την υγρασία από την κάννη. Στο χέρι του δεν α πόμενε δάχτυλο για να τραβάει τη σκανδάλη. Έκλεισε τα μάτια. Από την αδυναμία στο κορμί και τη σκοτοδίνη στο μυαλό του, ήξερε πως το τέλος του ζύγωνε. Σαν αγρίμι, είχε κρυφτεί για να πεθάνει. Μισοαναίσθητος, σε άσκοπη νοερή περιπλάνηση, ξανάζησε τη ζωή του, ανατρέχοντας στις αρχές ακόμα της ενηλικίωσης του στο Νιχάου: Καθώς η ζωή του έσβηνε και το στάξιμο της βρο χής αδυνάτιζε στ' αφτιά του, φαντάστηκε πως ζούσε για μιαν ακόμα φορά τη φούρια του δαμασμού άγριων αλό γων, με τ' ανήμερα πουλάρια ν' ανασηκώνονται στα πισι νά και να τινάζονται αποκάτω του, με τα ζεγκιά του δεμέ να κάτω από την κοιλιά τους, ή να χιμάνε σαν τρελά πα ντού μέσα στο μαντρωμένο χώρο κάνοντας τους βοηθούς να πηδάνε πάνω από τον ξύλινο φράχτη. Την επόμενη στιγμή, με φαινομενική φυσικότητα, βρέθηκε να κυνηγάει άγρια βουβάλια στα βουνοκάμπια, να τα δένει με σκοινί και να τα κατεβάζει στην κοιλάδα. Και πάλι ο ιδρώτας κι η σκόνη της μάντρας όπου σταμπάριζαν με πυρωμένο σί δερο τα ζώα του έτσουζαν τα μάτια και του δάγκωναν τα ρουθούνια. Ένιωθε όλη την ψυχωμένη, ολόσωμη νιότη δικιά του μέχρι τη στιγμή που οι οδυνηρές σουβλιές της επικείμενης διάλυσης τον ξανάφεραν πίσω. Ανασήκωσε τα τερατόμορ φα χέρια του και τα κοίταξε με κατάπληξη. Μα πώς; Γιατί; Γιατί έπρεπε η πληρότητα της άγριας εκείνης νιότης ν' αλ λάξει και να γίνει αυτό; Τότε θυμήθηκε και, για μια ακόμα φορά, ήταν ο Κουλάου ο λεπρός. Τα βλέφαρά του πετάρισαν κι έκλεισαν κουρασμένα και το στάλαγμα της βροχής έπαψε στ' αφτιά του. Το κορμί του έπιασε να τρέμει παρα τεταμένα. Ύστερα σταμάτησε κι αυτό. Μισοσήκωσε το κε φάλι, αλλά του έπεσε πίσω. Κι ύστερα, τα μάτια του άνοι-
— 170 —
— 171 —
ξαν και δεν ξανάκλεισαν. Η τελευταία του σκέψη ήταν για το μάουζέρ του και το έσφιξε πάνω στο στήθος του με τα διπλωμένα, αδάχτυλα χέρια του.
Η δύναμη των δυνατών Οι παραβολές δε λένε ψέματα, αλλά οι ψεύτες μιλάνε συνήθως με παραβολές. Λιπ-Κινγκ Ο γερο-Μακρυγένης σταμάτησε την αφήγησή του, έ γλειψε το λίπος από τα δάχτυλά του και τα σκούπισε στα γυμνά του πλευρά, όπου το μοναδικό του ρούχο, ένα κομ μάτι κουρελιασμένο αρκουδοτόμαρο, δεν έφτανε να τον σκεπάσει. Καθισμένοι στα πισινά τους γύρω του, ήταν τρεις νέοι, τα εγγόνια του, ο Ελαφοτρέχας, ο Κιτρινοκέφαλος κι ο Σκοταδοφόβης. Έμοιαζαν πολύ στην εμφάνι ση. Τομάρια ζώων τους σκέπαζαν κατά ένα μέρος. Ήταν λιγνοί και λιανοκόκαλοι, με στενούς γοφούς και στραβά κανιά, αλλά και φαρδιά στήθια, βαριά μπράτσα και τερά στια χέρια. Είχαν πολλή τρίχα στα στήθια και τους ώμους και την έξω μεριά των χεριών και των ποδιών. Τα κεφάλια τους ήταν σκεπασμένα με ακούρευτο μαλλί, απ' όπου μα κριά τσουλούφια ξεστράτιζαν συχνά μπρος στα μάτια τους, σπιθοβόλα και μαύρα και γυαλιστερά σαν μάτια πουλιών. Τα πρόσωπά τους ήταν στενά στο ύψος των ματιών και φαρδιά ανάμεσα στα μήλα, ενώ τα σαγόνια τους, χοντρά, πετάγονταν μπροστά. Ήταν μια νύχτα με καθαρή αστροφεγγιά. Κάτω τους, σε μεγάλο βάθος, εκτείνονταν η μια μετά την άλλη δασωμέ νες λοφοσειρές. Ο ουρανός στον ορίζοντα ήταν κόκκινος από τη λάμψη ενός ηφαιστείου. Πίσω τους έχασκε το μαύ ρο στόμα μιας σπηλιάς, απ' όπου έβγαιναν κάθε τόσο ρι πές ανέμου. Μπρος στα πόδια τους έκαιγε μια φωτιά. Στη μια μεριά, μισοφαγωμένο, κειτόταν το κουφάρι μιας αρ κούδας και τριγύρω του, σε απόσταση ασφαλείας, ήταν με ρικά μεγαλόσωμα σκυλιά, μαλλιαρά σαν λύκοι. Πλάι στον κάθε άντρα, ήταν το τόξο, οι σαΐτες του κι ένα τεράστιο
—172 —
— 173 —
ρόπαλο. Στο άνοιγμα της σπηλιάς, μερικά χοντροκαμωμένα κοντάρια ακουμπούσαν στο βράχο. «Έτσι γίνηκε, το λοιπόν, και φύγαμε από τη σπηλιά και πήγαμε στο δέντρο», είπε ο γερο-Μακρυγένης δυναμώνο ντας τη φωνή του. Ξέσπασαν σε χαχανητά, σαν μεγάλα παιδιά, καθώς τα λόγια του ξανάφεραν στη μνήμη τους μια παλιότερη ιστο ρία. Ο Μακρυγένης γέλασε κι εκείνος, κι η σακοράφα, δέ κα πόντοι κόκαλο, που είχε περασμένη καταμεσής στο τραγανό της μύτης του, πηδούσε και χόρευε, τονίζοντας την αγριάδα της όψης του. Δεν είπε ακριβώς τα λόγια που καταγράψαμε, μόνο έβγαλε από το στόμα του κάτι ζωώδικους ήχους, που σήμαιναν το ίδιο πράγμα. «Κι αυτά 'ναι τα πρώτα πράματα που θυμάμαι απ' τη Θαλασσινή Κοιλάδα», συνέχισε ο Μακρυγένης. «Ήμα σταν πολύ βλάκες. Δεν ξέραμε το μυστικό της δύναμης. Γιατί, να, η κάθε οικογένεια ζούσε ξεμοναχιασμένη και φρόντιζε για πάρτη της. Ήμασταν τριάντα οικογένειες, μα δεν παίρναμε δύναμη ο ένας απ' τον άλλονε. Φοβούμα σταν πάντα ο ένας τον άλλο. Κανένας δεν έκανε ποτέ επι σκέψεις. Στην κορφή του δέντρου μας στήναμε ένα σπίτι α πό χόρτο κι έξω απ' την πόρτα είχαμε πάντα ένα σωρό πέ τρες για τα κεφάλια όποιων θα λάχαινε να θελήσουν να μας επισκεφτούνε. Κι είχαμε και τα κοντάρια και τις σαΐ τες μας. Κι ούτε περπατάγαμε ποτέ κάτω απ' τα δέντρα των άλλων οικογενειών. Ο αδερφός μου πέρασε μια φορά κάτω απ' το δέντρο του Μπου-ουγκ και του σπάσαν το κε φάλι, κι αυτό 'τανε το τέλος του. Ο γερο-Μπου-ουγκ ήτανε πολύ δυνατός άντρας. Λέγα νε πως μπορούσε να ξεκολλήσει με τα χέρια του το κεφάλι ενός μεγάλου άντρα. Δεν άκουσα να το 'κανε ποτέ, γιατί κανένας δε θα του 'δινε αφορμή. Ο πατέρας ποτέ. Μια μέ ρα που ο πατέρας ήτανε κάτω στην ακροθαλασσιά, ο Μπου-ουγκ πήρε κυνήγι τη μάνα μου. Εκείνη δεν μπορού σε να τρέξει γρήγορα, γιατί, την προηγούμενη μέρα, μια
αρκούδα της είχε νυχιάσει το ποδάρι, την ώρα που μάζευε βατόμουρα στο βουνό. Έτσι, την έπιασε ο Μπου-ουγκ και τήνε πήρε πάνω στο δέντρο του. Ο πατέρας δεν τήνε ξανα πήρε ποτέ πίσω. Φοβότανε. Κι ο γερο-Μπου-ουγκ τόνε κο ρόιδευε κάνοντάς του γκριμάτσες. Αλλ' αυτό δεν τον ένοιαξε τον πατέρα. Ο Χεροδύναμος ήταν άλλος ένας δυνατός άντρας. Ήτανε κι ένας από τους καλύτερους ψαράδες. Όμως, μια μέρα, εκεί που σκαρφά λωνε ψάχνοντας γι' αβγά γλάρων, έπεσε απ' το βράχο. Δεν ξαναήτανε πια δυνατός ύστερ' απ' αυτό. Έβηχε πολύ κι οι ώμοι του στενέψανε. Και τότε ο πατέρας πήρε τη γυναίκα του Χεροδύναμου. Κι όταν εκείνος ερχότανε κι έβηχε κά τω απ' το δέντρο μας, ο πατέρας γέλαγε και του 'ριχνε πέ τρες. Αυτά γινόντουσαν στον καιρό μας. Δεν ξέραμε να ε νώνουμε τις δυνάμεις μας και να γινόμαστε δυνατοί.» «Θα 'παιρνε αδερφός τη γυναίκα τ' αδερφού του;» ρώ τησε ο Ελαφοτρέχας. «Ναι, αν είχε πάει να ζήσει σ' άλλο δέντρο μοναχός του.» «Μα δεν κάνουμε πια τέτοια πράματα», παρατήρησε ο Σκοταδοφόβης. «Είναι γιατί έμαθα τους πατεράδες σας τι 'ναι το καλύ τερο.» Ο Μακρυγένης έχωσε το μαλλιαρό του χέρι μέσα στο κουφάρι της αρκούδας, έβγαλε μια χούφτα ξίγκι και το πιπίλισε με ύφος στοχαστικό. Σκούπισε πάλι τα χέρια στα γυμνά του πλευρά και συνέχισε: «Αυτά που σας λέω γινήκανε πολύ παλιά, προτού μάθουμε ένα-δυο πράματα.» «Θα πρέπει να 'σασταν πολύ βλάκες», ήταν το σχόλιο του Ελαφοτρέχα, ενώ ο Κιτρινοκέφαλος μούγκρισε επιδοκιμαστικά. «Ήμασταν, αλλά γινήκαμε ακόμα πιο βλάκες, όπως θα δείτε. Πάντως, μάθαμε ένα-δυο πράματα. Και να πώς έγι νε. Εμείς οι Ψαροφάγοι δεν ενώναμε τις δυνάμεις μας, έ τσι που η δύναμη του καθενός να 'ναι η δύναμη ολωνών. Οι Κρεατοφάγοι, όμως, που ζούσανε από την άλλη μεριά
— 174 —
— 175 —
του βουνού, στη Μεγάλη Κοιλάδα, ναι, αυτοί ενώνονταν σ' όλα τους: κυνηγούσανε μαζί, ψαρεύανε μαζί και πολεμάγανε μαζί. Μια μέρα, το λοιπόν, ήρθανε στην κοιλάδα μας. Η κάθε δικιά μας οικογένεια μπήκε τότε στη δικιά της σπηλιά ή ανέβηκε στο δικό της δέντρο. Ήτανε δέκα Κρεατοφάγοι όλοι κι όλοι, αλλά πολεμάγανε μαζί, ενώ εμείς κάθε οικογένεια χωριστά.» Ο Μακρυγένης έκανε για πολλή ώρα λογαριασμό με τα δάχτυλα και στο τέλος μπερδεύτηκε. «Τέλος πάντων, ήμασταν καμιά εξηνταριά άντρες ε μείς», κατάφερε να πει κάποτε, με δάχτυλα και με χείλια μαζί. «Κι ήμασταν πολύ δυνατοί, μόνο που δεν το ξέραμε. Είδαμε, που λέτε, τους δέκα να κάνουνε γιουρούσι στο δέ ντρο του Μπου-ουγκ. Πάλεψε γερά ο Μπου-ουγκ, μα δε γι νότανε να τα βγάλει πέρα με δέκα. Κι εμείς οι άλλοι κοιτά γαμε. Όταν μερικοί Κρεατοφάγοι δοκιμάσανε ν' ανεβούνε στο δέντρο του, ο Μπου-ουγκ αναγκάστηκε να φανερωθεί για να τους ρίξει πέτρες στα κεφάλια, όπου οι άλλοι Κρεα τοφάγοι, που αυτό ακριβώς περιμένανε, τόνε γέμισαν σαΐτες. Κι αυτό ήτανε το τέλος του Μπου-ουγκ. Ύστερα οι Κρεατοφάγοι ρίχτηκαν στο Μονομάτη και τη φαμελιά του στη σπηλιά τους. Ανάψανε φωτιά στην μπασιά και με τον καπνό τους βγάλαν έξω, όπως κάναμε κι ε μείς μ' ετούτη την αρκούδα σήμερα. Μετά κυνηγήσανε τον Εξαδάχτυλο πάνω στο δέντρο του και, την ώρα που τόνε σκοτώνανε αυτόνα και το μεγάλο του γιο, εμείς οι άλλοι το βάλαμε στα πόδια. Πιάσανε μερικές από τις γυναίκες μας και σκοτώσανε δυο γέρους που δεν μπόρεσαν να τρέ ξουνε, καθώς και κάμποσα παιδιά. Τις γυναίκες τις πήρα νε μαζί τους στη Μεγάλη Κοιλάδα. Ύστερ' απ' αυτό, όσοι απομείναμε γυρίσαμε πίσω στα κλεφτά και, πώς μας ήρθε, ίσως γιατί είχαμε τρομάξει και νιώθαμε την ανάγκη ο ένας τ' αλλουνού, κάτσαμε και το κουβεντιάσαμε το πράμα. Αυτό ήτανε το πρώτο μας συμ βούλιο - το πρώτο μας αληθινό συμβούλιο. Και σ' εκείνο
το συμβούλιο φτιάξαμε την πρώτη μας φυλή. Γιατί είχαμε μάθει το μάθημα. Από τους δέκα Κρεατοφάγους, ο καθέ νας τους είχε τη δύναμη των δέκα, γιατί οι δέκα είχανε πο λεμήσει σαν ένας άντρας. Είχανε προσθέσει τις δυνάμεις τους. Αλλ' από τις τριάντα οικογένειες, τους εξήντα άντρες που ήμασταν εμείς, δεν είχαμε παρά τη δύναμη ενός άντρα και μόνο, αφού ο καθένας πολέμαγε για πάρτη του. Ήτανε σπουδαία αυτή η κουβέντα που κάναμε. Κι ήτα νε και δύσκολη, γιατί δεν είχαμε τότε τις λέξεις που 'χουμε τώρα για να μιλάμε. Ο Σκαθάρης έφτιαξε μερικές από τις λέξεις μας πολύ αργότερα κι άλλοι από εμάς φτιάνανε από καμιά λέξη κάθε τόσο. Στο τέλος, πάντως, συμφωνήσαμε να ενώσουμε τη δύναμή μας και να 'μαστε σαν ένας άν θρωπος σαν θα 'ρχονταν οι Κρεατοφάγοι από την άλλη μπάντα του βουνού να κλέψουνε τις γυναίκες μας. Κι αυτό ήτανε η φυλή. Βάλαμε δυο άντρες στη νεροχωρίστρα, ένανε τη μέρα κι ένανε τη νύχτα, να βλέπουνε αν έρχονται οι Κρεατοφά γοι. Αυτοί ήτανε τα μάτια της φυλής. Κι ακόμα, μέρα και νύχτα, δέκα άντρες θα μένανε ξυπνοί, με τα ρόπαλα και τα κοντάρια και τις σαΐτες στα χέρια, έτοιμοι να πολεμή σουνε. Πριν, σαν έβγαινε κανένας μας να ψαρέψει ή να μα ζέψει μύδια ή αβγά γλάρου, κουβάλαγε μαζί τα όπλα του και το μισό καιρό μάζευε τα τρόφιμα και τον άλλο μισό φυλαγότανε μην του ριχτεί κανένας. Τώρα αλλάξανε τα πράματα. Οι άντρες βγαίνανε χωρίς όπλα και περνάγαν ό λη τους την ώρα μαζεύοντας τρόφιμα. Το ίδιο κι όταν οι γυναίκες βγαίνανε στο βουνό για ρίζες και βατόμουρα, πέ ντε από τους δέκα άντρες πήγαιναν μαζί για να τις φυλά νε. Και στ' αναμεταξύ, όλη την ώρα, τα μάτια της φυλής παρακολουθάγαν απ' την κορφή της νεροχωρίστρας. Είχαμε όμως και φασαρίες. Κι όπως γίνεται τις περισ σότερες φορές, ήτανε για τις γυναίκες. Άντρες που δεν εί χανε γυναίκα θέλανε τις γυναίκες αλλωνών και γίνονταν πολλοί τσακωμοί ανάμεσα στους άντρες και κάθε τόσο
— 176 —
— 177 —
βρισκότανε κάποιος μ' ανοιγμένο το κεφάλι ή μ' ένα κο ντάρι μπηγμένο στο κορμί του. Την ώρα που ένας απ' τους βιγλάτορες βρισκόταν στην κορφή της νεροχωρίστρας, κά ποιος του 'κλεβε τη γυναίκα κι εκείνος κατέβαινε τότε να χτυπηθεί με τον κλέφτη. Κι ο άλλος βιγλάτορας φοβότανε μην του πάρει κανένας τη δικιά του γυναίκα και κατέβαινε κι αυτός. Καβγάδες γίνονταν κι ανάμεσα στους δέκα που κρατάγανε τα όπλα τους και στήνανε πόλεμο πέντε με πέ ντε, μέχρι που κάποιοι φεύγανε τρέχοντας κάτω στο γιαλό κι οι άλλοι τρέχανε ξοπίσω τους. Αυτά γινόντουσαν κι η φυλή έμενε δίχως μάτια και δί χως φύλακες. Δεν είχαμε τη δύναμη εξήντα. Δεν είχαμε κα θόλου δύναμη. Κάναμε τότε ένα συμβούλιο και φτιάξαμε τους πρώτους μας νόμους. Παιδαρέλι ήμουνα τότε ακόμα, όμως θυμάμαι. Είπαμε πως, για να 'μαστε δυνατοί, έπρεπε να μην πολεμάμε ο ένας τον άλλονε και φτιάξαμε νόμο πως, αν ένας άντρας σκότωνε έναν άλλο, η φυλή θα τόνε σκότωνε εκείνον. Φτιάξαμε κι έναν άλλο νόμο, πως, έτσι κι έκλεβε κανένας τη γυναίκα αλλουνού, η φυλή θα τόνε σκότωνε. Εί παμε και πως όποιον είχε πολύ μεγάλη δύναμη και μ' αυτή τη δύναμη έβλαφτε τ' αδέρφια του στη φυλή, θα τόνε σκοτώ ναμε, για να μη βλάφτει πια η δύναμη του. Γιατί, έτσι κι α φήναμε τη δύναμή του να βλάφτει, τ' αδέρφια του θα φοβό ντουσαν κι η φυλή θα σκόρπαγε και θα 'μασταν το ίδιο αδύ ναμοι όπως τότε που μας ρίχτηκαν οι Κρεατοφάγοι και σκοτώσανε τον Μπου-ουγκ. Ο Κλειδοκόκαλος ήτανε δυνατός άντρας, πολύ δυνα τός, και δε γνώριζε νόμο. Ήξερε μόνο τη δύναμή του. Και, γεμάτος από κείνη τη δύναμη, πήγε και πήρε τη γυναίκα του Τριαχιβάδα. Ο Τριαχιβάδας πιάστηκε μαζί του κι ο Κλειδοκόκαλος του 'σπασε το κεφάλι με το ρόπαλο, χυθήκανε τα μυαλά του όξω. Είχε ξεχάσει, όμως, ο Κλειδοκόκαλος πως εμείς όλοι είχαμε προσθέσει τις δυνάμεις μας μαζί για να κρατάμε το νόμο συναμεταξύ μας. Κι έτσι, τό νε σκοτώσαμε στη ρίζα του δέντρου του και κρεμάσαμε το
κουφάρι του από 'να κλαρί, να το βλέπουν όλοι και να ξέ ρουν πως ο νόμος ήτανε πιο δυνατός απ' οποιονδήποτε ά ντρα. Γιατί εμείς ήμασταν ο νόμος, όλοι εμείς, και κανένας δεν ήτανε πιο μεγάλος απ' το νόμο. Είχαμε, όμως, ύστερα κι άλλες φασαρίες, γιατί, να το ξέ ρετε, Ελαφοτρέχα, Κιτρινοκέφαλε και Σκοταδοφόβη, δεν είν' εύκολο πράμα να φτιαχτεί μια φυλή. Ήτανε πολλά πράματα, μικροπράματα, που ήτανε μεγάλος μπελάς να μα ζεύεις όλους τους άντρες και να γίνεται συμβούλιο για δαύ τα. Κάναμε συμβούλιο το πρωί, συμβούλιο το μεσημέρι, συμβούλιο το βράδυ, ακόμα και μαύρα μεσάνυχτα. Δε μας απόμενε πια αρκετός καιρός να βγούμε να μαζέψουμε τρο φές μ' αυτά τα συμβούλια, γιατί όλο και ξεφύτρωνε κάποιο μικροπράμα που έπρεπε να κανονιστεί, όπως το να ορί σουμε δυο νέους βιγλάτορες να πάρουνε τη θέση των πα λιών στη βουνοκορφή ή να ορίσουμε πόση τροφή θα 'πρεπε να πέφτει στο μερτικό των αντρών που κράταγαν πάντα τα όπλα τους στα χέρια και δε μάζευαν τροφές για πάρτη τους. Είχαμε ανάγκη από έναν αρχηγό να κάνει αυτά τα πρά ματα, που θα 'τανε η φωνή του συμβουλίου και θα 'δινε λογαριασμό στο συμβούλιο για τα όσα έκανε. Κι έτσι, ορί σαμε αρχηγό τον Φιθ-Φιθ. Ήτανε δυνατός άντρας και πο λύ ατσίδας, κι όταν θύμωνε έβαζε κάτι φωνές έτσι, φιθ-φιθ, σαν αγριόγατα. Βάλαμε και τους δέκα άντρες που φύλαγαν τη φυλή και στήσαν ένα πέτρινο τείχος στο στενό μέρος της κοι λάδας. Οι γυναίκες και τα μεγαλόσωμα παιδιά βοηθήσα νε σ' αυτό, καθώς κι άλλοι άντρες, μέχρι που το τείχος γίνηκε στέρεο. Ύστερ' απ' αυτό, όλες οι οικογένειες βγή καν από τις σπηλιές και τα δέντρα τους και στήσανε σπί τια από χόρτο, μιας και τα προστάτευε το τείχος. Τα σπί τια αυτά ήτανε μεγάλα και πολύ καλύτερα από τις σπη λιές και τα δέντρα κι όλοι ζούσανε καλύτερα τώρα, γιατί οι άντρες είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους κι είχανε γίνει φυλή. Με το τείχος και τους φύλακες και τους βιγλάτο-
—178 —
— 179 —
ρες, είχαμε και περισσότερο καιρό για κυνήγι και ψάρεμα και για να μαζεύουμε βολβούς και βατόμουρα. Είχαμε περισσότερη και καλύτερη τροφή και κανένας μας δεν πεί ναγε. Και τότε ο Τριπόδαρος -που τόνε λέγαμε έτσι γιατί τα πόδια του είχανε τσακιστεί σαν ήτανε παιδί και περπά ταγε μ' ένα ραβδί- ο Τριπόδαρος, το λοιπόν, πήρε το σπό ρο από το άγριο καλαμπόκι και τον έσπειρε στο χώμα στην κοιλάδα, κοντά στο σπίτι του. Δοκίμασε να φυτέψει και βολβούς κι άλλα πράματα που 'βρισκε στα βουνοκάμπια. Κι επειδή είχαμε ασφάλεια στη Θαλασσινή Κοιλάδα με το τείχος και τους βιγλάτορες και τους φύλακες κι επειδή είχαμε και μπόλικη τροφή, χωρίς να χρειάζεται να τσακω νόμαστε γι' αυτήν, ήρθανε πολλές οικογένειες από την πα ραλία ένα γύρο κι από τα ψηλά πίσω βουνά, όπου ζούσανε πιότερο σαν τ' αγρίμια παρά σαν άνθρωποι. Κι έτσι, η Θα λασσινή Κοιλάδα γέμισε κόσμο σε λίγο κι ήταν εκεί αρίφνητες οικογένειες. Όμως, προτού γίνει αυτό, η γη, που ήτα νε πρώτα λεύτερη για όλους κι ανήκε σ' όλους, μοιράστη κε. Ο Τριπόδαρος είχε κάνει την αρχή, τότε που έσπειρε το καλαμπόκι. Αλλά οι περισσότεροι από εμάς δε σκοτίζο νταν για τη γη. Μας φαινότανε βλακεία να σημαδεύει κα νείς σύνορα με πέτρινους φράχτες. Μιας κι είχαμε μπόλι κο φαΐ, τι θέλαμε παραπάνω; Θυμάμαι που ο πατέρας μου κι εγώ φτιάξαμε πέτρινους φράχτες για τον Τριπόδαρο και για πληρωμή μας έδωσε καλαμπόκι. Έτσι, λίγοι μονάχα πήραν όλη τη γη και την πιο πολλή την πήρε ο Τριπόδαρος. Κι ακόμα, άλλοι που είχανε πάρει γη, τη δώσανε στους λίγους που κρατάγανε τη δικιά τους και πληρωθήκανε με καλαμπόκι και βολβούς κι αρκουδοτόμαρα και ψάρια, που παίρναν οι καλλιεργητές απ' τους ψαράδες δίνοντάς τους καλαμπόκι. Κι έτσι, δίχως να το καταλάβουμε καλά-καλά, όλη η γη χάθηκε. Εκείνο τον καιρό πάνω-κάτω ήταν που πέθανε ο ΦιθΦιθ και γίνηκε αρχηγός ο γιος του ο Σκυλοδόντης. Το α παίτησε να γίνει αρχηγός έτσι κι αλλιώς, επειδή, λέει, πριν
απ' αυτόν ήταν αρχηγός ο πατέρας του. Λογάριαζε μάλι στα τον εαυτό του μεγαλύτερο αρχηγό απ' τον πατέρα του. Ήτανε καλός αρχηγός στην αρχή και δουλευταράς, έτσι που το συμβούλιο είχε όλο και λιγότερα πράματα να κά νει. Τότε είναι που ακούστηκε μια νέα φωνή στη Θαλασσι νή Κοιλάδα. Ήταν ο Στραβοχείλης. Ποτέ δεν του 'χαμε δώσει και πολλή σημασία, μέχρι που άρχισε να μιλάει με τα πνεύματα των πεθαμένων. Αργότερα τον είπαμε Πο λυξίγκη, επειδή έτρωγε τον περίδρομο και δεν έκανε καμιά δουλειά, μόνο στρογγύλευε και θέριευε. Μια καλή μέρα, το λοιπόν, ο Πολυξίγκης μας είπε πως κάτεχε τα μυστικά των πεθαμένων και πως ήτανε, λέει, η φωνή του Θεού. Γίνηκε κολλητός με τον Σκυλοδόντη, που πρόσταξε και χτίσαμε έ να χορτόσπιτο για τον Πολυξίγκη. Κι ο Πολυξίγκης έστη σε ταμπού ολόγυρα σ' αυτό το σπίτι και κράταγε το Θεό ε κεί μέσα. Όλο και πιο πολύ ο Σκυλοδόντης γινότανε πιο μεγά λος απ' το συμβούλιο κι όποτε το συμβούλιο γκρίνιαζε κι έλεγε πως θα όριζε άλλον αρχηγό, ο Πολυξίγκης μίλαγε με τη φωνή του Θεού κι έλεγε όχι. Κι ο Τριπόδαρος κι οι άλ λοι που 'χανε τη γη, παραστέκονταν κι αυτοί στον Σκυλο δόντη. Ο πιο δυνατός άντρας στο συμβούλιο ήταν ο Θαλασσόλιοντας κι αυτουνού οι κτηματίες του δώσανε στα κρυφά γη, μαζί και πολλά αρκουδοτόμαρα και καλάθια καλαμπόκι. Κι ο Θαλασσόλιοντας είπε τότε πως ναι, η φωνή του Πολυξίγκη ήτανε στ' αλήθεια η φωνή του Θεού κι έπρεπε να την υπακούμε. Και λίγο μετά, ο Θαλασσόλιο ντας ορίστηκε φωνή του Σκυλοδόντη και μίλαγε αυτός πιο πολύ για λογαριασμό του. Ήταν ύστερα κι ο Μικροκοίλης, ένας ανθρωπάκος μια σταλιά, τόσο λιγνός στη μέση που 'λεγες πως δεν είχε φάει ποτέ του αρκετά. Αυτός, το λοιπόν, στις εκβολές του ποτα μού, μέσ' από το φράγμα της άμμου, εκεί όπου σπάνε τα κύματα και κόβεται η ορμή τους, έπιασε κι έστησε μια με γάλη ψαροπαγίδα. Κανένας δεν είχε δει ποτέ κι ούτε που
— 180 —
— 181 —
είχε ονειρευτεί ψαροπαγίδα. Δούλεψε βδομάδες για να τη φτιάξει, μαζί με το γιο και τη γυναίκα του, κι εμείς οι άλ λοι τους βλέπαμε και γελάγαμε με το μόχθο τους. Σαν τέ λειωσε, όμως, έπιασε την πρώτη κιόλας μέρα περισσότερο ψάρι απ' όσο θα μπορούσε ολόκληρη η φυλή σε μια βδομά δα. Και χαρήκαμε πολύ γι' αυτό. Βρισκόταν ένα μόνο μέ ρος στο ποτάμι γι' άλλη μια ψαροπαγίδα, αλλά, όταν ο πα τέρας μου κι εγώ και καμιά δεκαριά άλλοι πιάσαμε να φτιάξουμε μια πολύ μεγάλη, ήρθαν οι φύλακες απ' το με γάλο χορτόσπιτο που 'χαμε χτίσει για τον Σκυλοδόντη και μας κέντρισαν με τα κοντάρια τους και μας είπανε να του δίνουμε, γιατί ο Μικροκοίλης θα 'φτιαχνε εκείνος μια πα γίδα εκεί πέρα και πως έτσι πρόσταζε ο Θαλασσόλιοντας που ήτανε η φωνή του Σκυλοδόντη. Αυτό πολύ μας κακοφάνηκε κι ο πατέρας μου ζήτησε κι έγινε συμβούλιο. Μα, σαν σηκώθηκε να μιλήσει, του 'μπηξε ο Θαλασσόλιοντας ένα κοντάρι στο λαιμό και πέθανε. Κι ο Σκυλοδόντης κι ο Μικροκοίλης κι ο Τριπόδαρος κι οι άλλοι που 'χανε τη γη είπανε πως καλά έκανε. Κι ο Πολυξίγκης είπε πως ήτανε θέλημα Θεού. Κι ύστερ' απ' αυτό, ο καθένας φοβότανε να σηκωθεί να μιλήσει στο συμβούλιο και δεν υπήρχε πια συμβούλιο. Ένας άλλος, ο Γουρουνοσάγονας, άρχισε να τρέφει γί δια. Είχε ακουστά πως έτσι κάναν οι Κρεατοφάγοι και, σε λίγο καιρό, είχε πολλά κοπάδια. Άλλοι, που δεν είχανε μή τε γη μήτε ψαροπαγίδες και που αλλιώτικα θα πεινάγανε, μετά χαράς μπήκανε στη δούλεψη του Γουρουνοσάγονα και φρόντιζαν τα γίδια του, τα φυλάγανε από τ' αγριόσκυλα και τις τίγρεις και τα πήγαιναν στα βουνοκάμπια να βοσκήσουν. Για πληρωμή, ο Γουρουνοσάγονας τους έ δινε κατσίκι να φάνε και κατσικοτόμαρα να ντυθούνε κι αυτοί κάνανε καμιά φορά τράμπα το κρέας με ψάρια και καλαμπόκι και βολβούς. Τότε ήτανε που γεννήθηκε και το χρήμα. Ο Θαλασσό λιοντας ήτανε που το σκέφτηκε πρώτος και το κουβέντια-
σε με τον Σκυλοδόντη και τον Πολυξίγκη. Καθώς καταλα βαίνετε, ετούτοι οι τρεις είχανε μερτικό από τα πάντα στη Θαλασσινή Κοιλάδα. Ένα από κάθε τρία καλάθια καλα μπόκι, ένα από κάθε τρία ψάρια, ένα από κάθε τρία κατσί κια ήτανε δικό τους. Θρέφανε γι' αντάλλαγμα τους φύλα κες και τους βιγλάτορες και κράταγαν τα ρέστα για πάρτη τους. Καμιά φορά, σαν πιανότανε καμιά μεγάλη ψαριά, δεν ξέρανε τι να το κάνουνε όλο το μερτικό τους. Κι έτσι, ο Θαλασσόλιοντας έβαλε τις γυναίκες και φτιάχνανε χρήμα από κοχύλια - μικρά, στρογγυλά κομματάκια, το καθένα με μια τρύπα στη μέση, όλα τους γυαλισμένα κι όμορφα. Τ' αρμαθιάζανε με σπάγκο κι οι αρμαθιές λεγόντουσαν χρή μα. Η κάθε αρμαθιά είχε αξία τριάντα ψάρια ή σαράντα ψάρια, αλλά οι γυναίκες, που φτιάχνανε μια αρμαθιά τη μέρα, παίρνανε δυο ψάρια η καθεμιά. Τα ψάρια βγαίνανε από τα μερτικά του Σκυλοδόντη, του Πολυξίγκη και του Θαλασσόλιοντα, όσα δεν τρώγανε οι τρεις τους. Έτσι, το χρήμα ήτανε όλο δικό τους. Είπανε ύστερα στον Τριπόδαρο και τους άλλους κτηματίες πως θα παίρνανε από εδώ και μπρος το μερτικό τους το καλαμπόκι και τους βολβούς σε χρήμα, στον Μικροκοίλη πως θα παίρνανε το μερτικό τους τα ψάρια σε χρήμα, στον Γουρουνοσάγονα πως θα παίρνανε το μερτικό τους τα κατσίκια και το τυρί σε χρή μα. Έτσι, ένας που δεν είχε τίποτα δούλευε για έναν που είχε και πληρωνότανε με χρήμα. Και μ' αυτό το χρήμα α γόραζε καλαμπόκι και ψάρια και κρέας και τυρί. Κι ο Τριπόδαρος κι όλοι που 'χανε τα πράματα, δίνανε στον Σκυ λοδόντη και τον Θαλασσόλιοντα και τον Πολυξίγκη το μερτικό τους σε χρήμα. Κι αυτοί πληρώνανε τους φύλακες και τους βιγλάτορες με χρήμα κι οι φύλακες κι οι βιγλάτορες αγοράζανε τα τρόφιμά τους με χρήμα. Κι επειδή το χρήμα ήτανε φτηνό, ο Σκυλοδόντης έκανε πολύ περισσότε ρους άντρες φύλακες. Και τώρα, καθώς το χρήμα δεν κό στιζε πολλά για να φτιαχτεί, μερικοί πιάσανε και φτιά-
— 182 —
— 183 —
χναν οι ίδιοι χρήμα από κοχύλια. Όμως, οι φύλακες τους μπήξανε κοντάρια στα κορμιά και τους γέμισαν σαΐτες, ε πειδή πήγαιναν, λέει, να διαλύσουνε τη φυλή. Ήτανε κακό πράμα να διαλάει κανείς τη φυλή, γιατί τότε οι Κρεατοφάγοι θα περνάγανε τη νεροχωρίστρα και θα μας σκότωναν όλους. Ο Πολυξίγκης ήτανε η φωνή του Θεού, αλλά πήρε τον Σπαζοπαΐδα και τον έκανε παπά κι έτσι γίνηκε η φωνή του Πολυξίγκη και μίλαγε το πιο πολύ εκείνος για λογαριασμό του. Κι είχανε κι οι δυο τους άλλους να τους υπηρετούν. Το ίδιο κι ο Μικροκοίλης κι ο Τριπόδαρος κι ο Γουρουνοσάγονας είχανε άλλους να την αράζουνε στη λιακάδα γύ ρω στα χορτόσπιτά τους και να πηγαίνουνε μηνύματά τους και να δίνουνε προσταγές. Κι όλο και παίρνανε κι άλλους απ' τις δουλειές τους κι έτσι όσοι απομέναμε δουλεύαμε πιο σκληρά παρά ποτέ πριν. Θα 'λεγε κανένας πως οι ά ντρες το επιθυμούσανε να μη δουλεύουνε και πασχίζανε να βρούνε τρόπο να βάζουνε άλλους να δουλεύουνε για δαύτους. Ο Στραβομάτης βρήκε έναν τρόπο. Έφτιαξε την πρώτη μπίρα από καλαμπόκι - σκέτη φωτιά. Ύστερ' απ' αυτό, δε δούλευε πια, γιατί τα μίλησε κρυφά με τον Σκυλο δόντη και τον Πολυξίγκη και τ' άλλα αφεντικά και συμφωνήσανε πως μονάχα αυτός θα 'φτιαχνε μπίρα. Κι ο Στρα βομάτης δεν έκανε ο ίδιος τη δουλειά. Άλλοι φτιάχνανε την μπίρα για λογαριασμό του και τους πλήρωνε με χρή μα. Πούλαγε μετά την μπίρα για χρήμα κι όλοι αγοράζανε. Κι έδωσε πολλές αρμαθιές χρήμα στον Σκυλοδόντη και στον Θαλασσόλιοντα κι όλους τους. Ο Πολυξίγκης κι ο Σπαζοπαΐδας παρασταθήκανε στον Σκυλοδόντη σαν πήρε δεύτερη γυναίκα και τρίτη. Είπανε πως ο Σκυλοδόντης ήτανε διαφορετικός από τους άλλους, με μόνο ανώτερό του το Θεό που ο Πολυξίγκης φύλαγε στο σπίτι του με τα ταμπού, κι ο Σκυλοδόντης είπε πως έ τσι ήτανε κι ήθελε, λέει, να μάθει ποιοι ήταν αυτοί που γκρινιάζανε για το πόσες γυναίκες θα 'παιρνε. Κι ο Σκυ-
λοδόντης έβαλε και του φτιάξανε μια μεγάλη πιρόγα και πήρε πολλούς ακόμα απ' τις δουλειές τους και τους είχε να μην κάνουνε τίποτα, μόνο να λιάζονται, εξόν όταν έμπαινε εκείνος στην πιρόγα και τότε τραβάγανε κουπί για χάρη του. Κι έκανε τον Τιγρομούρη αρχηγό όλης της φρουράς κι έτσι ο Τιγρομούρης γίνηκε το δεξί του χέρι, κι όταν κανέ νας δεν του άρεσε, ο Τιγρομούρης τόνε σκότωνε για λογα ριασμό του. Κι ο Τιγρομούρης με τη σειρά του έκανε έναν άλλο δεξί του χέρι, να δίνει διαταγές και να σκοτώνει για πάρτη του. Αλλά το πιο παράξενο ήτανε πως, όσο πέρναγε ο και ρός, εμείς οι υπόλοιποι δουλεύαμε όλο και πιο σκληρά κι όμως είχαμε όλο και λιγότερη τροφή.» «Μα, καλά, τι γινόντανε τα κατσίκια και το καλαμπόκι και οι βολβοί κι η ψαροπαγίδα;» ρώτησε ο Σκοταδοφόβης. «Τι γινόντουσαν όλ' αυτά; Δεν έπαιρνε κανείς περισσότε ρη τροφή με τη δουλειά του;» «Ναι, σωστά», συμφώνησε ο Μακρυγένης. «Τρεις ά ντρες στην ψαροπαγίδα πιάνανε περισσότερο ψάρι απ' όσο θα 'πιανε ολόκληρη η φυλή προτού στηθεί η ψαροπαγίδα. Μα δεν είπα πως ήμασταν βλάκες; Όσο περισσότερη τροφή μπορούσαμε να βρούμε, τόσο λιγότερη είχαμε να φάμε.» «Μα δεν ήτανε φανερό πως οι πολλοί που δε δουλεύα νε τα τρώγαν όλα;» ρώτησε ο Κιτρινοκέφαλος. Ο Μακρυγένης κούνησε το κεφάλι του με θλίψη. «Τα σκυλιά του Σκυλοδόντη τα μπουκώνανε κρέας κι αυτοί που λιαζόντουσαν και δε δουλεύανε πέρναγαν ζωή και κό τα. Και, την ίδια στιγμή, ήτανε μικρά παιδιά που τα βάζανε για ύπνο και σκούζανε κι η πείνα δάγκωνε τα σωθικά τους με το κάθε σκούξιμο.» Παρακινημένος από τα όσα λέγονταν για πείνα, ο Ελαφοτρέχας έκοψε μια κομμάτα αρκουδόκρεας, το πέρασε σε μια βέργα και το έψησε στα κάρβουνα. Το καταβρόχθισε ύ στερα πλαταγίζοντας τα χείλια, ενώ ο Μακρυγένης συνέ χιζε:
— 184 —
— 185 —
«Όταν γκρινιάξαμε πάλι, σηκώθηκε ο Πολυξίγκης και, με τη φωνή του Θεού, είπε πως ο Θεός είχε ορίσει να 'χουνε οι σοφοί άντρες τη γης και τα κατσίκια και την ψαροπαγίδα και την μπίρα και πως, χωρίς αυτούς τους σο φούς, θα 'μασταν όλοι ζώα, όπως τον καιρό που ζούσαμε στα δέντρα. Και σηκώθηκε τότε ένας που γίνηκε τραγουδιστής του βασιλιά. Αυτόνα τόνε λέγανε Σκαθάρη, γιατί ήτανε μικρο καμωμένος κι ασκημομούρης και στραβοκάνης και δεν ξε χώριζε στη δουλειά ούτε βέβαια σ' ανδραγαθήματα. Τ' αρέσανε τα πιο παχιά μεδούλια, τα πιο διαλεχτά ψάρια, το γάλα ζεστό απ' τις κατσίκες, το πρωτογίνωτο καλαμπόκι και το χουζούρι πλάι στη φωτιά. Κι έτσι, με το να γίνει τραγουδιστής του βασιλιά, βρήκε τον τρόπο να μην κάνει τίποτα και να χοντραίνει. Κι όταν ο κόσμος γκρίνιαζε όλο και περισσότερο και πιάσανε μερικοί να πετάνε πέτρες στο χορτόσπιτο του Σκυλοδόντη, ο Σκαθάρης τραγούδαγε ένα τραγούδι για το τι ωραίο πράμα που ήτανε να 'ναι κα νείς Ψαροφάγος. Έλεγε στο τραγούδι πως οι Ψαροφάγοι ήτανε οι διαλεχτοί του Θεού, οι πιο θαυμαστοί άνθρωποι που 'χε πλάσει ο Θεός. Κι έλεγε στο τραγούδι του τους Κρεατοφάγους γουρούνια και κοράκια και τι ωραίο και τι καλό που ήτανε για τους Ψαροφάγους να πολεμάνε και να πεθαίνουνε κάνοντας το έργο του Θεού, που ήταν να σκοτώνουνε Κρεατοφάγους. Τα λόγια του τραγουδιού του ή τανε σαν φωτιά μέσα μας και με κραυγές ζητάγαμε να μας οδηγήσουν ενάντια στους Κρεατοφάγους. Και ξεχνάγαμε πως πεινούσαμε και γιατί είχαμε γκρινιάξει, και χαιρόμα σταν που μας πήγαινε ο Τιγρομούρης πέρα απ' τη νεροχωρίστρα, όπου σκοτώναμε πολλούς Κρεατοφάγους κι ήμα σταν ευχαριστημένοι. Αλλά τα πράματα δεν καλυτέρεψαν στη Θαλασσινή Κοιλάδα. Ο μόνος τρόπος να βρει κανείς τροφή ήτανε να δουλεύει για τον Τριπόδαρο ή τον Μικροκοίλη ή τον Γουρουνοσάγονα. Γιατί δεν υπήρχε γη όπου θα μπορούσε κα-
νείς να σπείρει καλαμπόκι για πάρτη του. Και πολλές φο ρές υπήρχανε περισσότεροι άντρες απ' όσους μπορούσαν να πάρουνε στη δούλεψή τους ο Τριπόδαρος και οι άλλοι. Κι έτσι, πολλοί πεινάγανε και το ίδιο κι οι γυναίκες και τα παιδιά κι οι γριές μανάδες τους. Ο Τιγρομούρης έλεγε πως μπορούσανε να γίνουνε φύλακες σαν θέλανε και πολ λοί γινήκανε κι από εκεί και πέρα δεν κάνανε άλλο απ' το να κεντρίζουνε με τα κοντάρια τους αυτούς που δουλεύα νε και γκρινιάζανε γιατί θρέφανε τόσους χαραμοφάηδες. Κι όσο γκρινιάζαμε εμείς, δώσ' του ο Σκαθάρης να τραγουδάει καινούργια τραγούδια. Έλεγε πως ο Τριπόδα ρος, ο Γουρουνοσάγονας κι οι ρέστοι ήτανε άντρες δυνα τοί κι αυτός ήταν ο λόγος όπου είχανε τόσα πλούτη. Έλεγε πως έπρεπε να χαιρόμαστε που 'χαμε τέτοιους δυνατούς άντρες μαζί μας, γιατί αλλιώς θα χανόμασταν απ' την αναξιοσύνη μας κι απ' τους Κρεατοφάγους. Έπρεπε, το λοιπόν, ν' αφήσουμε μετά χαράς τέτοιους άξιους άντρες να 'χουνε ό,τι μπόρεσαν να πάρουν. Κι ο Πολυξίγκης κι ο Γουρουνοσάγονας κι ο Τιγρομούρης κι όλοι οι υπόλοιποι λέγανε πως ναι, αυτό ήταν αλήθεια. "Εντάξει", είπε ο Μακρυνύχης, "τότε είμαι κι εγώ δυνα τός άντρας." Κι έπιασε να σπέρνει καλαμπόκι και να φτιά χνει μπίρα και να τα πουλάει γι' αρμαθιές χρήμα. Κι όταν ο Στραβομάτης παραπονέθηκε, ο Μακρυνύχης του είπε πως έκανε ό,τι έκανε γιατί ήτανε δυνατός άντρας και πως, αν έ κανε ο Στραβομάτης κι άλλη φασαρία, θα του σκόρπαγε τα μυαλά. Τότε ο Στραβομάτης φοβήθηκε και πήγε και μίλησε με τον Τριπόδαρο και τον Γουρουνοσάγονα. Κι οι τρεις πή γανε μετά και μιλήσανε του Σκυλοδόντη. Κι ο Σκυλοδόντης μίλησε του Θαλασσόλιοντα κι ο Θαλασσόλιοντας έστειλε μήνυμα του Τιγρομούρη. Κι ο Τιγρομούρης έστειλε τους φυλακές του κι αυτοί κάψανε το σπίτι του Μακρυνύχη, μαζί και την μπίρα που 'χε φτιάξει. Κι ακόμα, σκοτώσανε τον ί διο κι όλη του την οικογένεια. Κι ο Πολυξίγκης είπε πως καλά κάνανε κι ο Σκαθάρης μας τραγούδησε ένα άλλο τρα-
— 186 —
— 187 —
γούδι, που έλεγε τι ωραίο πράμα που ήτανε να κρατάει κα νείς το νόμο και τι όμορφη γη ήτανε η Θαλασσινή Κοιλάδα και πως κάθε άντρας που αγάπαγε τη Θαλασσινή Κοιλάδα έπρεπε να πηγαίνει να σκοτώνει τους κακούς Κρεατοφάγους. Και πάλι το τραγούδι του ήτανε σαν φωτιά στα σωθι κά μας και ξεχάσαμε να γκρινιάξουμε άλλο. Ήτανε πολύ παράξενο, αλήθεια. Όταν ο Μικροκοίλης έπιανε πάρα πολλά ψάρια, έτσι που έπρεπε να πουλάει πά ρα πολλά για λίγο χρήμα, έριχνε καμπόσα πίσω στη θάλασ σα, ώστε να του πληρώνουμε περισσότερο χρήμα για τα ό σα του απομένανε. Κι ο Τριπόδαρος άφηνε συχνά μεγάλα χωράφια του άσπαρτα, ώστε να παίρνει περισσότερο χρή μα για το καλαμπόκι του. Και, καθώς οι γυναίκες είχανε φτιάξει από κοχύλια τόσο χρήμα όσο του χρειαζότανε για ν' αγοράζει, ο Σκυλοδόντης έπαψε να φτιάχνει χρήμα. Κι οι γυναίκες μείνανε χωρίς δουλειά κι έτσι παίρνανε τις δουλειές των αντρών. Εγώ δούλευα στην ψαροπαγίδα κι έ παιρνα μιαν αρμαθιά χρήμα κάθε πέντε μέρες. Τώρα, όμως, η αδερφή μου έκανε τη δουλειά μου κι έπαιρνε μια αρμαθιά κάθε δέκα μέρες. Οι γυναίκες δουλεύανε πιο φτηνά κι η τροφή λιγόστευε κι ο Τιγρομούρης μας έλεγε να γίνουμε φύλακες. Μόνο, εγώ δεν μπορούσα να γίνω φύλακας, γιατί κούτσαινα απ' το 'να πόδι κι ο Τιγρομούρης δε θα μ' έ παιρνε. Κι ήτανε πολλοί σαν κι εμένανε. Ήμασταν ξοφλη μένοι άντρες, καλοί μόνο για να ζητιανεύουμε δουλειά ή για να νταντεύουμε τα μωρά όσο οι γυναίκες δουλεύανε.» Ο Κιτρινομούρης πείνασε κι αυτός από τα λεγόμενα κι έψησε ένα κομμάτι αρκουδόκρεας στα κάρβουνα. «Και γιατί δεν ξεσηκωνόσασταν όλοι μαζί να σκοτώσε τε τον Τριπόδαρο και τον Γουρουνοσάγονα και τον Πολυξίγκη και τους υπόλοιπους και να 'χετε αρκετό φαΐ;» ρώτησε ο Σκοταδοφόβης. «Γιατί δεν καταλαβαίναμε», απάντησε ο Μακρυγένης. «Ήτανε πάρα πολλά τα όσα έπρεπε να σκεφτούμε. Κι ε κτός απ' αυτό, ήτανε κι οι φύλακες που θα μας μπήγανε τα
κοντάρια τους κι ο Πολυξίγκης που μίλαγε με το Θεό κι ο Σκαθάρης που όλο μας τραγούδαγε καινούργια τραγού δια. Κι όποτε σκεφτότανε κανείς σωστά και το 'λεγε, τόνε πιάνανε ο Τιγρομούρης κι οι φύλακές του και τόνε δένανε στα βράχια με τη φυρονεριά και τα νερά φουσκώνανε μετά και τόνε πνίγανε. Ναι, ήτανε παράξενο πράμα το χρήμα. Ήτανε σαν τα τραγούδια του Σκαθάρη. Φαινότανε καλό πράμα, αλλά δεν ήτανε, κι αυτό αργήσαμε να το καταλάβουμε. Ο Σκυλοδό ντης άρχισε ν' αποθηκεύει το χρήμα. Το σώριαζε σε μεγά λες στοίβες μέσα σ' ένα χορτόσπιτο, με φρουρούς να το φυλάνε μέρα και νύχτα. Κι όσο πιο πολύ χρήμα στοίβαζε στο σπίτι, τόσο πιο ακριβό γινότανε, κι έτσι δούλευε κα νείς περισσότερο από πριν για μια αρμαθιά. Και γινότανε τότε πάντα λόγος για πόλεμο με τους Κρεατοφάγους κι ο Σκυλοδόντης κι ο Τιγρομούρης γεμίζανε πολλά σπίτια με καλαμπόκι και ξεραμένα ψάρια και καπνιστό κατσίκι και τυρί. Βουνά τα τρόφιμα εκεί μέσα κι ο κόσμος να μην έχει να φάει να χορτάσει. Αλλά τι σημασία είχε; Κάθε φορά που ο κόσμος παραφώναζε, ο Σκαθάρης τραγούδαγε ένα καινούργιο τραγούδι κι ο Πολυξίγκης έλεγε πως ήτανε Θε ού θέλημα να σκοτώνουμε Κρεατοφάγους κι ο Τιγρομούρης μας πήγαινε πέρα απ' τη νεροχωρίστρα να σκοτώ νουμε και να σκοτωνόμαστε. Δεν έκανα για φύλακας, να την αράξω κι εγώ στον ήλιο και να χοντραίνω· όμως, σαν κάναμε πόλεμο, ο Τιγρομούρης μ' έπαιρνε μετά χαράς μα ζί του. Κι όταν σωνόντουσαν τα τρόφιμα που 'χαν αποθη κέψει στα σπίτια, παύαμε να πολεμάμε και ξαναπιάναμε δουλειά για να στοιβάξουν άλλα τρόφιμα.» «Μ' άλλα λόγια, ήσασταν όλοι σας τρελοί», σχολίασε ο Ελαφοτρέχας. «Ναι, ήμασταν όλοι τρελοί τότε», συμφώνησε ο Μα κρυγένης. «Ήτανε παράξενο πράμα όλη τούτη η ιστορία. Είχαμε τον Σκιστομύτη. Είπε πως ήταν όλα στραβά. Είπε πως ήταν αλήθεια ότι γινήκαμε δυνατοί ενώνοντας τις
— 188 —
— 189 —
δυνάμεις μας. Κι είπε πως, όταν πρωτοφτιάξαμε τη φυλή, ήτανε σωστό που αυτούς που η δύναμη τους έβλαφτε τη φυλή -αυτούς που σπάζανε τα κεφάλια των αδερφών τους και κλέβανε τις γυναίκες των αδερφών τους- τους αφαι ρούσαμε αυτή τη δύναμη. Και τώρα, είπε, η φυλή δε δυνά μωνε, μόνο αδυνάτιζε, γιατί υπήρχαν άντρες μ' άλλης λο γής δύναμη που έβλαφτε τη φυλή - άντρες που 'χανε τη δύ ναμη της γης, όπως ο Τριπόδαρος, που 'χανε τη δύναμη της ψαροπαγίδας, όπως ο Μικροκοίλης, που 'χανε τη δύ ναμη του κατσικιού, όπως ο Γουρουνοσάγονας. Αυτό που έπρεπε να γίνει, έλεγε ο Σκιστομύτης, ήτανε να πάρουμε απ' αυτούς τους άντρες την κακή τους δύναμη, να τους βά λουμε όλους να δουλεύουνε και να μην αφήνουμε να τρώ νε όσοι δε δουλεύουν. Κι ο Σκαθάρης τραγούδησε τότε ένα τραγούδι γι' ά ντρες σαν τον Σκιστομύτη, που θέλανε, λέει, να γυρίσουμε πίσω και να ζούμε στα δέντρα. Μα ο Σκιστομύτης είπε πως όχι, δεν ήθελε να πάμε πί σω, αλλά μπροστά, πως δυναμώνουνε μόνο όσοι ενώνουνε τις δυνάμεις τους και πως, αν οι Ψαροφάγοι ενώνανε τη δύναμή τους με τους Κρεατοφάγους, δε θα 'χαμε πια πολέ μους ούτε πια βιγλάτορες κι ούτε πια φύλακες και πως, καθώς όλοι θα εργάζονταν, θα υπήρχανε τόσο πολλά τρό φιμα που ο κάθε άντρας δε θα χρειαζόταν να δουλεύει πα ραπάνω από δυο ώρες την ημέρα. Τότε ο Σκαθάρης τραγούδησε πάλι και το τραγούδι του έλεγε πως ο Σκιστομύτης ήτανε τεμπέλης. Και τραγούδησε ακόμα το "Τραγούδι των μελισσών". Ήτανε παράξενο τρα γούδι κι όσοι τ' ακούγανε τρελαίνονταν, σαν να 'χανε πιει πολλή μπίρα-φωτιά. Το τραγούδι μίλαγε για ένα σμάρι μέ λισσες και για μια κλέφτρα σφήκα, που είχε έρθει να ζήσει μαζί με τις μέλισσες και που έκλεβε όλο το μέλι τους. Η σφήκα ήτανε τεμπέλα και τους έλεγε πως δεν ήταν ανάγκη να δουλεύουνε. Κι ακόμα, τους έλεγε να γίνουνε φίλες με τις αρκούδες, που δεν κλέβανε μέλι, μόνο ήτανε καλοί φί-
λοι. Ο Σκαθάρης τραγούδαγε, δηλαδή, με διφορούμενα λό για κι όσοι τον άκουγαν ξέρανε πως το σμάρι οι μέλισσες ήταν η φυλή της Θαλασσινής Κοιλάδας, πως οι αρκούδες ήταν οι Κρεατοφάγοι και πως η τεμπέλα σφήκα ήταν ο Σκιστομύτης. Κι όταν ο Σκαθάρης είπε πως οι μέλισσες ακούσανε τη σφήκα, μέχρι που το σμάρι κόντεψε να χαθεί, ο κόσμος μούγκριζε και γρύλιζε. Κι όταν ο Σκαθάρης είπε πως, κάποτε επιτέλους, οι καλές μέλισσες ξεσηκωθήκανε και κεντρίσανε την παλιοσφήκα μέχρι που τη σκοτώσανε, ο κόσμος άρπαξε πέτρες και πετροβόλησε τον Σκιστομύτη μέχρι που δεν έβλεπες τίποτα πια από δαύτονε, παρά μόνο το σωρό τις πέτρες που του 'χανε ρίξει. Κι ήτανε πολλοί φτωχοί, που δουλεύανε πολύ και σκληρά και δεν είχανε να φάνε, όμως βοηθήσανε κι αυτοί στο πετροβόλημα του Σκι στομύτη. Ύστερα απ' το θάνατο του Σκιστομύτη, δε βρέθηκε πα ρά ένας ακόμα που τόλμησε να σηκωθεί και να πει το τι σκεφτότανε, κι αυτός ήταν ο Μαλλιαρομούρης. "Πού είναι η δύναμη των δυνατών;" ρώτησε. "Εμείς είμαστε οι δυνα τοί", είπε, "όλοι εμείς. Κι είμαστε πιο δυνατοί απ' τον Σκυλοδόντη και τον Τιγρομούρη και τον Τριπόδαρο και τον Γουρουνοσάγονα κι όλους αυτούς που δεν κάνουνε τί ποτα, μόνο τρώνε πολύ και μας αδυνατίζουνε βλάφτοντάς μας με τη δύναμή τους, που 'ναι δύναμη κακιά. Άντρες που 'ναι σκλάβοι δεν είναι δυνατοί. Αν ο άντρας που πρώ τος ανακάλυψε την αξία και τη χρήση της φωτιάς είχε χρη σιμοποιήσει τη δύναμη που απόχτησε για πάρτη του, θα 'μασταν τώρα όλοι σκλάβοι του, όπως σκλάβοι είμαστε σήμερα του Μικροκοίλη, που ανακάλυψε την αξία και τη χρήση της ψαροπαγίδας κι αυτωνών που ανακάλυψαν την αξία και τη χρήση της γης και των κατσικιών και της μπί ρας. Πριν, ζούσαμε στα δέντρα, αδέρφια μου, και κανένας δεν ήταν ασφαλής. Αλλά δεν πολεμάμε πια ο ένας τον άλ λο. Έχουμε ενώσει τις δυνάμεις μας. Ας μην πολεμάμε πια, λοιπόν, τους Κρεατοφάγους. Ας ενώσουμε τη δύναμή
— 190 —
— 191 —
μας με τη δική τους. Τότε θα 'μαστε πραγματικά δυνατοί. Και τότε θα βγαίνουμε μαζί, Ψαροφάγοι και Κρεατοφάγοι, και θα σκοτώνουμε τις τίγρεις και τα λιοντάρια και τους λύκους και τ' αγριόσκυλα και θα βόσκουμε τα κατσί κια μας σ' όλες τις βουνοπλαγιές και θα σπέρνουμε το κα λαμπόκι μας και τους βολβούς μας σ' όλα τα ψηλά βουνο κάμπια. Εκείνη τη μέρα, θα 'μαστε τόσο δυνατοί που όλα τ' αγρίμια θα φεύγουν από μπροστά μας και θα χάνονται. Και τίποτα δε θα μας αντιστέκεται, γιατί η δύναμη του κά θε άντρα, θα 'ναι η δύναμη όλων των αντρών του κόσμου." Τέτοια έλεγε ο Μαλλιαρομούρης και τόνε σκοτώσανε, γιατί, λέει, ήτανε αγριάνθρωπος κι ήθελε να γυρίσει πίσω και να ζήσει πάνω σ' ένα δέντρο. Ήτανε πολύ παράξενο. Κάθε που σηκωνότανε κανείς κι ήθελε να πάει μπροστά, όλοι αυτοί που στέκανε ακίνητοι λέγανε πως ήθελε να πά ει πίσω κι έπρεπε να τόνε σκοτώσουμε. Κι οι φτωχοί βοηθάγανε στο πετροβόλημά του. Ήτανε βλάκες. Όλοι μας ή μασταν βλάκες, εξόν απ' αυτούς που 'χανε παχύνει απ' το καθισιό. Οι βλάκες λέγονταν σοφοί κι οι σοφοί πετροβο λούνταν. Άνθρωποι που δουλεύανε δεν είχαν αρκετό φαΐ κι άνθρωποι που δε δουλεύανε τρώγανε του σκασμού. Κι έτσι η φυλή όλο κι έχανε δύναμη. Τα παιδιά ήτανε α δύνατα κι αρρωστιάρικα. Κι επειδή δεν τρώγαμε καλά, μας βρίσκανε παράξενες αρρώστιες και πεθαίναμε σαν τις μύγες. Και τότε είναι που πέσανε πάνω μας οι Κρεατοφάγοι. Πάρα πολλές φορές είχαμε ακολουθήσει τον Τιγρομούρη πέρα απ' τη νεροχωρίστρα και τους σκοτώναμε. Κι ήρθανε τώρα να μας το ξεπλερώσουνε με αίμα. Ήμασταν πολύ αδύνατοι και ξεπνεωμένοι για να κρατήσουμε το με γάλο τείχος. Και σκότωσαν όλους μας, εξόν από μερικές γυναίκες, που τις πήρανε μαζί τους. Μόνο ο Σκαθάρης κι εγώ ξεφύγαμε. Εγώ κρύφτηκα στα πιο άγρια μέρη κι έγινα κυνηγός και δεν πείναγα πια. Έκλεψα και μια γυναίκα απ' τους Κρεατοφάγους και πήγα κι έζησα μέσα στις σπηλιές στα ψηλά βουνά, όπου δεν μπορούσανε να με βρουν. Και — 192 —
κάναμε τρεις γιους κι ο καθένας τους έκλεψε από μια γυ ναίκα απ' τους Κρεατοφάγους. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Οι γιοι των γιων μου δεν είσαστε;» «Κι ο Σκαθάρης;» ρώτησε ο Ελαφοτρέχας. «Τι απόγι νε;» «Πήγε κι έζησε με τους Κρεατοφάγους κι έγινε τρα γουδιστής του δικού τους βασιλιά. Είναι γέρος τώρα πια, αλλά τραγουδάει πάντα τα ίδια τα παλιά τραγούδια. Κι ό ποτε σηκώνεται κανένας για να πάει μπροστά, αυτός τρα γουδάει και λέει πως πισωπατάει για να πάει να ζήσει πά νω σ' ένα δέντρο.» Ο Μακρυγένης έχωσε το χέρι στο κουφάρι της αρκού δας, έβγαλε μια χούφτα ξίγκι και το πιπίλισε με τα ξεδο ντιασμένα του ούλα. «Μια μέρα», είπε σκουπίζοντας τα χέρια στα πλευρά του, «όλοι οι βλάκες θα πεθάνουνε και τότε όλοι οι ζωντα νοί άνθρωποι θα πάνε μπροστά. Η δύναμη των δυνατών θα 'ναι δικιά τους και θα ενώσουν τις δυνάμεις τους, έτσι που, απ' όλους τους άντρες του κόσμου, κανένας δε θα πο λεμάει τον άλλονε. Δε θα υπάρχουνε φύλακες και βιγλάτορες σε τείχη. Κι όλα τα κυνηγιάρικα ζώα θα σκοτωθούνε και, όπως έλεγε ο Μαλλιαρομούρης, σ' όλες τις βουνοπλα γιές οι άνθρωποι θα βοσκούνε κατσίκια και σ' όλα τα ψη λά βουνοκάμπια θα σπέρνουνε καλαμπόκι και βολβούς. Κι όλοι οι άνθρωποι θα 'ναι αδέρφια και κανένας δε θα την αράζει στη λιακάδα για να τόνε ταΐζουνε οι συνάνθρωποι του. Κι όλ' αυτά θα γίνουνε τον καιρό που οι βλάκες θα πεθάνουνε και δε θα βρίσκονται τραγουδιστές να τρα γουδάνε το "Τραγούδι των μελισσών". Οι μέλισσες δεν είν' άνθρωποι.»
— 193 —
Πόλεμος Ήταν νέος άντρας, όχι παραπάνω από είκοσι τεσσά ρων ή είκοσι πέντε χρόνων. Θα μπορούσε να κάθεται στη σέλα του αλόγου του με την ανέμελη χάρη της νιότης του, αν δεν πήγαινε με τόση προφύλαξη και δε βρισκόταν σε τέ τοια υπερένταση. Τα μαύρα του μάτια τριγύριζαν παντού, έπιαναν τις κινήσεις κλωναριών και κλαδιών, όπου χορο πηδούσαν μικρά πουλιά, έψαχναν συνεχώς μπροστά, μέσα από το μεταβαλλόμενο σκηνικό των δέντρων και των θά μνων, κι επέστρεφαν πάντα στα χαμόκλαδα στις δυο του πλευρές. Κι όπως κοίταζε, έτσι κι άκουγε, μ' όλο που γύρω του βασίλευε σιωπή, έξω από το μουκανητό μεγάλων κα νονιών από τη δύση πέρα. Αυτό ηχούσε μονότονα στ' α φτιά του από ώρες και μόνο το σταμάτημά του θα προκα λούσε την προσοχή του. Είχε πιο άμεσες έγνοιες. Λοξά πά νω στη σέλα του ζυγιαζόταν μια καραμπίνα. Τόσο τεντωμένα ήταν τα νεύρα του που, όταν ένα σμά ρι ορτύκια πετάχτηκαν τρομαγμένα κάτω από τη μύτη του αλόγου του, ξαφνιάστηκε τόσο που τράβηξε αυτόματα, στη στιγμή, τα γκέμια κι έφερε την καραμπίνα στο ύψος του ώ μου του. Χαμογέλασε αμήχανα, ξαναβρήκε την ψυχραιμία του και συνέχισε το δρόμο του. Τέτοια υπερένταση είχε, τόσο προσηλωμένος ήταν στη δουλειά που είχε να κάνει, που ο ιδρώτας έτσουζε τα μάτια του και δεν τον σκούπιζε, μόνο τον άφηνε να κυλάει αδιάφορα στη μύτη του και να πιτσιλάει το μπροστάρι της σέλας. Η κορδέλα στο πηλήκιό του, του ιππικού, είχε νωπές κηλίδες ιδρώτα. Το ψαρί του άλογο ήταν κι αυτό μουσκεμένο. Ήταν καταμεσήμερο μιας άπνοης μέρας καύσωνα. Ακόμα και τα πουλιά κι οι σκί ουροι δεν τολμούσαν να μείνουν στον ήλιο, μόνο φυλάγο νταν σε σκιερές κρυψώνες ανάμεσα στα δέντρα. Άντρας κι άλογο ήταν γεμάτοι φύλλα και κίτρινη γύρη, γιατί δε ριψοκινδύνευαν να βγουν στα ξανοίγματα περισ— 195 —
σότερο απ' όσο αναγκάζονταν. Μέναν μέσα στα θάμνα και τα δέντρα και πάντα ο άντρας σταματούσε και κοίταζε γύ ρω προσεχτικά προτού διασχίσει ένα ξέφωτο ή κάποιο γυμνό λιβάδι σε πλάτωμα. Προχωρούσε πάντα κατά το βορρά, μ' όλο που ο δρόμος του λόξευε, κι από το βορρά έδειχνε να φοβάται περισσότερο πως θα ερχόταν αυτό που αναζητού σε. Δεν ήταν δειλός, αλλά το θάρρος του δεν ξεπερνούσε το θάρρος του μέσου πολιτισμένου ανθρώπου. Κι επιζη τούσε να ζήσει, όχι να πεθάνει. Σε μια μικρή βουνοπλαγιά, πήρε ένα μονοπάτι μέσ' α πό τόσο πυκνά βάτα που χρειάστηκε να ξεπεζέψει και να τραβάει το άλογό του. Εκεί, όμως, που το μονοπάτι έστρι βε κατά τα δυτικά, το άφησε και τράβηξε πάλι βόρεια, ακο λουθώντας την κορφή της καταρραχιάς με τις βαλανιδιές. Η καταρραχιά τέλειωνε σε μιαν απότομη κατεβασιά τόσο απότομη, που την κατέβηκε φιδοσέρνοντας μπρος-πίσω στην πλαγιά, γλιστρώντας και σκουντουφλώντας μέσα στα νεκρά φύλλα και τα μπλεγμένα αγριάμπελα, ενώ παρα κολουθούσε το άλογο, που βάδιζε πιο ψηλά κι απειλούσε πάντα να πέσει πάνω του. Ο ιδρώτας έτρεχε απ' όλο του το κορμί κι η γύρη, που κολλούσε τσουχτερή στο στόμα και τα ρουθούνια του, αύξαινε τη δίψα του. Όσο κι αν προσπα θούσε, το κατέβασμα έκανε θόρυβο και συχνά σταματούσε λαχανιασμένος μέσα στη στεγνή ζέστη κι αφουγκραζόταν μήπως πιάσει κάποια προειδοποίηση από κάτω. Στο τέλος βγήκε σ' ένα πλάτωμα, τόσο πυκνά δασωμέ νο που δεν μπορούσε να λογαριάσει την έκταση του. Εδώ ο χαρακτήρας του δάσους άλλαζε και μπόρεσε να ξανακαβαλήσει. Αντί για τις στρεβλωμένες βαλανιδιές της λοφοπλαγιάς, ψηλά, ίσια δέντρα, μεγαλόκορμα και θαλερά, υψώ νονταν από το υγρό, παχύ χώμα. Πού και πού μονάχα συ ναντούσε βάτα, που εύκολα τ' απόφευγε, ενώ έβγαινε σε στριφτά ξέφωτα, σαν κλειστά λιβάδια, όπου είχαν βοσκή σει βόδια προτού τ' αποδιώξει ο πόλεμος. Προχωρούσε πιο γρήγορα τώρα, καθώς κατέβαινε στην
κοιλάδα, κι ύστερα από μισή ώρα έκανε στάση σ' ένα πα λιό ξύλινο φράχτη, στις παρυφές ενός ξέφωτου. Δεν του ά ρεσε η ανοιχτωσιά του, αλλ' από εκεί περνούσε ο δρόμος του για τη δεντροσειρά που σημάδευε τις όχθες του ποτα μιού. Ήταν δεν ήταν τετρακόσια μέτρα εκείνο το ξάνοιγμα, όμως η σκέψη να ρισκάρει το πέρασμά του τον απω θούσε. Ένα τουφέκι ή καμιά εικοσαριά ή και χίλια τουφέ κια μπορεί να παραμόνευαν πίσω από εκείνη τη δεντρο σειρά. Δυο φορές δοκίμασε να ξεκινήσει και τις δυο φορές σταμάτησε. Του προκαλούσε φρίκη η ίδια του η μοναξιά. Ο σφυγμός του πολέμου, που χτυπούσε από τη Δύση, υποδή λωνε τη συντροφικότητα χιλιάδων αντρών που μάχονταν. Εδώ, όμως, δεν υπήρχε παρά η σιωπή, ο ίδιος κι οι πιθανές θανατερές σφαίρες από μυστικές ενέδρες. Και το έργο που του είχαν αναθέσει ήταν να βρει αυτό που φοβόταν να βρει. Έπρεπε να συνεχίσει χωρίς σταματημό, μέχρι που να συνα ντήσει κάπου, κάποτε, κάποιον άλλο ή κάποιους άλλους α πό την άλλη πλευρά ν' ανιχνεύουν, όπως ανίχνευε κι εκεί νος, για να δώσουν αναφορά, όπως έπρεπε κι εκείνος να δώσει αναφορά, ότι έγινε επαφή με τον εχθρό. Άλλαξε γνώμη, έφερε μια βόλτα μέσα στο δάσος και ξα νακοίταξε μπροστά. Αυτή τη φορά, στη μέση του ξέφωτου, είδε μια μικρή αγροκατοικία. Δεν υπήρχαν σημάδια ζωής. Δεν έβγαινε βοστρυχωτός καπνός από την καμινάδα ούτε κανένα πουλερικό κακάριζε κορδοπατώντας. Η πόρτα της κουζίνας έμενε ανοιχτή και κοίταξε τόσο πολύ και τόσο ε πίμονα μέσα στο μαύρο άνοιγμά της, που σχεδόν περίμενε να προβάλει από εκεί μέσα μια αγρότισσα νοικοκυρά κά ποια στιγμή. . Έγλειψε τη γύρη και τη σκόνη από τα στεγνά του χείλη, στυλώθηκε ψυχή τε και σώματι και βγήκε μέσα στο φλογε ρό λιοπύρι. Τίποτα δε σάλεψε. Προχώρησε πέρα από το σπίτι και ζύγωσε τα δέντρα και τους θάμνους που τείχιζαν την όχθη του ποταμού. Μια σκέψη δεν έφευγε από το μυα-
—196 —
— 197 —
λό του και τον τρέλαινε - η σκέψη μιας σφαίρας-βολίδας που θα ξέσκιζε τη σάρκα του. Τον έκανε να νιώθει πολύ εύ θραυστος κι ανυπεράσπιστος και μαζεύτηκε σκύβοντας πά νω στη σέλα. Έδεσε το άλογο σ' ένα δέντρο στην άκρη του δάσους και συνέχισε με τα πόδια, καμιά εκατοστή μέτρα, μέχρι το ποτάμι. Είχε κάπου έξι μέτρα πλάτος, χωρίς αισθητό ρεύ μα, κι ήταν δροσερό και δελεαστικό κι εκείνος διψούσε πο λύ. Περίμενε, ωστόσο, στο φράχτη, στα φυλλώματα, με τα μάτια καρφωμένα στον απέναντι φράχτη στα φυλλώματα. Για να κάνει υποφερτή την αναμονή, έκατσε καταγής, με την καραμπίνα ακουμπισμένη στα γόνατά του. Τα λεπτά περνούσαν κι η υπερέντασή του χαλάρωνε σιγά-σιγά. Στο τέλος, αποφάσισε πως δεν υπήρχε κίνδυνος. Αλλά, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να παραμερίσει τα θάμνα και να σκύψει στο νερό, το μάτι του πήρε μια κίνηση μέσα στα θά μνα απέναντι. Μπορεί να ήταν κάνα πουλί, αλλά περίμενε. Ξανά ανα ταράχτηκαν τα θάμνα κι ύστερα, τόσο απρόσμενα που πα ραλίγο να ξεφωνίσει από το ξάφνιασμα, τα θάμνα χώρι σαν και πρόβαλε ένα πρόσωπο. Είχε τα μάγουλα σκεπα σμένα με κοκκινωπά γένια κάμποσων εβδομάδων. Τα μά τια ήταν γαλανά, με μεγάλο το διάστημα ανάμεσα τους, με τις ρυτίδες του γέλιου φανερές στις γωνίες, παρ' όλη την κουρασμένη κι ανήσυχη έκφραση που είχε το όλο πρόσω πο. Όλα αυτά μπόρεσε να τα δει με μικροσκοπική καθαρό τητα, γιατί η απόσταση δεν ήταν παραπάνω από έξι μέτρα. Κι όλα αυτά τα είδε σε πολύ μικρό διάστημα, καθώς έφερ νε την καραμπίνα του στο ύψος του ώμου. Κοίταξε πίσω από το στόχαστρο κι ήξερε πως κοίταζε έναν άντρα ουσια στικά νεκρό. Ήταν αδύνατο ν' αστοχήσει από τόσο μικρή απόσταση. Αλλά δεν έριξε. Χαμήλωσε αργά την καραμπίνα και παρακολούθησε. Ένα χέρι που κρατούσε σφιχτά ένα πα-
γούρι φανερώθηκε κι η κοκκινωπή γενειάδα έσκυψε, κα θώς ο άντρας πήγε να γεμίσει το παγούρι. Άκουσε το χοχλάκιασμα του νερού. Ύστερα, χέρι και παγούρι και κοκ κινωπή γενειάδα χάθηκαν πίσω από τα θάμνα που έκλει σαν. Περίμενε πολλή ώρα και, με τη δίψα του ακόρεστη, σύρθηκε μέχρι το άλογό του, πέρασε αργά το λιόλουστο ξέφωτο και χάθηκε στο καταφύγιο του δάσους πέρα.
— 198 —
— 199 —
*** Αλλη μια μέρα, ζεστή κι άπνοη. Μια έρημη αγροκατοικία, με πολλά παράσπιτα κι ένα δεντρόκηπο, στεκόταν σ' ένα ξέφωτο. Από το δάσος, καβάλα σ' ένα ψαρί άλογο, με την καραμπίνα λοξά στο μπροστάρι, πρόβαλε ο νέος ά ντρας με τα γοργοκίνητα μαύρα μάτια. Ανάσανε με ανα κούφιση σαν έφτασε στο σπίτι. Το ότι είχε γίνει μάχη εδώ, νωρίτερα εκείνη την εποχή, ήταν φανερό. Συνδετήρες κι ά δειοι κάλυκες από σφαίρες, με σημάδια γάνας, ήταν σκορ πισμένοι στο χώμα που, σαν ήταν υγρό ακόμα, είχε λακκουβιαστεί από τις οπλές αλόγων. Κοντά στον κήπο της κουζίνας, ήταν μνήματα, ονοματισμένα κι αριθμημένα. Από τη βαλανιδιά, πλάι στην πόρτα της κουζίνας, με κουρελιασμένα, πολυκαιρισμένα ρούχα, κρέμονταν τα κορμιά δυο αντρών. Τα πρόσωπα, μαραγκιασμένα και πα ραμορφωμένα, δεν έμοιαζαν καθόλου ανθρώπινα. Το άλο γο φρούμαξε καθώς στεκόταν κάτω τους κι ο καβαλάρης το χάιδεψε και το καθησύχασε και το έδεσε λίγο παραπέρα. Μπαίνοντας στο σπίτι, βρήκε το εσωτερικό σε άθλιο χάλι. Πατούσε άδειους κάλυκες καθώς περνούσε από το έ να δωμάτιο στο άλλο για να κάνει αναγνώριση από τα πα ράθυρα. Αντρες είχαν εγκατασταθεί και κοιμηθεί παντού. Και στο πάτωμα ενός δωματίου είδε λεκέδες, που μαρτυ ρούσαν αδιάψευστα πως εκεί είχαν ξαπλώσει τους τραυ ματίες. Έξω και πάλι, έκανε με το άλογο τη βόλτα πίσω από
τον αχυρώνα και μπήκε στο δεντρόκηπο. Μια ντουζίνα δέ ντρα ήταν φορτωμένα ώριμα μήλα. Γέμισε τις τσέπες του, τρώγοντας καθώς έκοβε. Του ήρθε μια ιδέα και κοίταξε τον ήλιο, λογαριάζοντας την ώρα του γυρισμού του στο στρα τόπεδο. Έβγαλε το πουκάμισό του, έφτιαξε μια σακούλα δένοντας τα μανίκια και γέμισε τη σακούλα με μήλα. Καθώς πήγαινε να καβαλήσει το άλογό του, το ζώο τέ ντωσε ξαφνικά τ' αφτιά του. Ο άντρας αφουγκράστηκε κι αυτός κι άκουσε αχνά το γδούπο οπλών σε μαλακό χώμα. Σύρθηκε ως τη γωνιά του αχυρώνα και κοίταξε. Μια ντουζί να έφιπποι, σε αραιή παράταξη, πλησίαζαν από την απέ ναντι μεριά του ξέφωτου. Βρίσκονταν εκατόν τόσα μέτρα μακριά. Έφτασαν στο σπίτι. Μερικοί ξεπέζεψαν, ενώ άλλοι έμειναν στη σέλα τους, σημάδι πως η παραμονή τους θα ή ταν σύντομη. Έδειχναν να κάνουν συμβούλιο, γιατί τους ά κουσε να μιλούν με έξαψη, στη μισητή γλώσσα του ξένου εισβολέα. Η ώρα περνούσε, αλλά έδειχναν ανήμποροι να πάρουν μια απόφαση. Έβαλε την καραμπίνα στη θήκη της, καβάλησε και περίμενε ανυπόμονος, ζυγιάζοντας το που κάμισο με τα μήλα πάνω στο μπροστάρι. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν κι έμπηξε τα σπιρούνια τόσο βίαια στα πλευρά του αλόγου, που το ζώο βόγκηξε ξαφνιασμένο καθώς πηδούσε μπροστά. Στη γωνιά του α χυρώνα είδε τον εισβολέα, ένα παιδί στα δεκαεννιά ή στα είκοσι του όλο κι όλο, παρ' όλη τη στολή, να πηδάει πίσω για να μην τον πατήσει το άλογο. Την ίδια στιγμή, το άλο γο έστριψε απότομα κι ο καβαλάρης του είδε με την άκρη του ματιού τους άντρες κοντά στο σπίτι ξεσηκωμένους. Μερικοί πήδησαν από τ' άλογά τους κι έβλεπε τα τουφέκια να σηκώνονται στο ύψος των ώμων τους. Πέρασε την πόρ τα της κουζίνας και τα ξεραμένα κουφάρια που αιωρού νταν στη σκιά, αναγκάζοντας τους εχθρούς του να κάνουν το γύρο της πρόσοψης του σπιτιού. Ένα τουφέκι κρότησε, κι άλλο ένα, αλλά εκείνος έτρεχε γρήγορα, γέρνοντας μπροστά, σκυφτός πάνω στη σέλα, το ένα χέρι να κρατάει
γερά το πουκάμισο με τα μήλα, το άλλο να οδηγεί το άλο γο. Η κορυφαία μπάρα του φράχτη ήταν κάτι πάνω από το ένα μέτρο, αλλά εκείνος ήξερε το άλογό του, που την πήδη ξε τρέχοντας ολοταχώς, με συνοδεία κάμποσες σκόρπιες τουφεκιές. Εφτακόσια μέτρα ίσια εμπρός ήταν το δάσος κι ο ψαρής κάλυπτε την απόσταση με μεγάλες δρασκελιές. Όλοι τώρα πυροβολούσαν. Έριχναν με τα τουφέκια τους τόσο γρήγορα που δεν άκουγε πια χωριστούς πυροβολι σμούς. Μια σφαίρα τρύπησε πέρα για πέρα το πηλήκιό του, αλλά δεν την πρόσεξε. Όμως, πρόσεξε και καλοπρόσεξε μια άλλη που πέρασε μέσα από τα μήλα στο μπροστά ρι. Και ζάρωσε κι έσκυψε ακόμα πιο πολύ όταν μια τρίτη σφαίρα, που ρίχτηκε χαμηλά, χτύπησε μια πέτρα ανάμεσα στα πόδια του αλόγου του κι αποστρακίστηκε σκίζοντας τον αέρα, βουίζοντας και σφυρώντας σαν απίθανο έντο μο. Οι πυροβολισμοί αραίωναν καθώς άδειαζαν οι γεμι στήρες κι ύστερα από λίγο έπαψαν. Ο νέος αναγάλλιασε. Μέσα από το καταπληκτικό εκείνο τουφεκίδι είχε βγει α πείραχτος. Κοίταξε πίσω του. Ναι, είχαν αδειάσει τους γε μιστήρες τους. Είδε μερικούς να ξαναγεμίζουν, ενώ άλλοι έτρεχαν πίσω από το σπίτι να πάρουν τ' άλογά τους. Κα θώς κοίταζε, δυο είχαν κιόλας καβαλήσει και ξεπρόβαλαν από τη γωνιά, ζορίζοντας τα ζώα τους. Και την ίδια στιγ μή, είδε τον άντρα με τη γνώριμη κοκκινωπή γενειάδα να γονατίζει στο χώμα, να σηκώνει το τουφέκι του και να ε τοιμάζεται αβίαστα για τη μακρινή βολή. Ο νέος έμπηξε τα σπιρούνια του στα πλευρά του αλό γου, κουλουριάστηκε πάνω στη σέλα και λοξοδρόμησε στη φευγάλα του, για να μπερδέψει το σκοπευτή. Κι η τουφε κιά δεν έλεγε ν' ακουστεί. Με το κάθε πήδημα του αλόγου, το δάσος σίμωνε. Απείχε λιγότερο από διακόσια μέτρα τώ ρα, κι η τουφεκιά καθυστερούσε ακόμα. Και τελικά την άκουσε - το τελευταίο πράγμα που έ-
— 200 —
— 201 —
μελλε ν' ακούσει, γιατί ήταν ήδη νεκρός προτού χτυπήσει το χώμα στο μακρύ του γκρέμισμα από τη σέλα. Κι εκείνοι, παρακολουθώντας από το σπίτι, τον είδαν να πέφτει, εί δαν το κορμί του ν' αναπηδάει πάνω στο χώμα κι είδαν τα κόκκινα μήλα να πέφτουν βροχή γύρω του. Γέλασαν με το απρόσμενο θέαμα των μήλων που τινάζονταν στον αέρα και χειροκρότησαν, συγχαίροντας τον άντρα με την κοκκι νωπή γενειάδα για το σημάδι του.
Ο Μεξικάνος Κανείς δεν ήξερε την ιστορία του - εκείνοι, τα μέλη του συμβουλίου, λιγότερο απ' όλους. Ήταν το «μικρό μυστή ριο» τους, ο «μεγάλος πατριώτης» τους και, με τον τρόπο του, δούλευε το ίδιο σκληρά όσο κι εκείνοι για την επερχό μενη μεξικάνικη επανάσταση. Αυτό άργησαν να το παραδε χτούν, γιατί ούτε ένας από το συμβούλιο δεν τον συμπα θούσε. Την ημέρα που τρύπωσε για πρώτη φορά στα γρα φεία τους, γεμάτα κόσμο και κίνηση, όλοι τους τον υποψιά στηκαν για κατάσκοπο - ένα από τα αργυρώνητα όργανα των μυστικών υπηρεσιών του Ντίας1. Πάρα πολλοί σύ ντροφοι βρίσκονταν σε πολιτικές και στρατιωτικές φυλα κές εδώ κι εκεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ πολλοί μετα φέρονταν μάλιστα αλυσοδεμένοι στο Μεξικό, για να τους στήσουν σ' έναν πλίθινο τοίχο και να τους τουφεκίσουν. Από την πρώτη στιγμή που το είδαν, δεν τους έκανε κα λή εντύπωση αυτό το αγόρι. Γιατί αγόρι ήταν, όχι παραπά νω από δεκαοκτώ κι ούτε που μεγαλόδειχνε για τα χρόνια του. Δήλωσε πως ήταν ο Φελίπε Ριβέρα και πως επιθυμία του ήταν να εργαστεί για την επανάσταση. Αυτό ήταν όλο - ούτε μια λέξη παραπανίσια, καμιά εξήγηση πέρα απ' αυτό. Στάθηκε και περίμενε. Δεν υπήρχε ίχνος χαμόγελου στα χείλη του, καμιά ζεστασιά στο βλέμμα του. Ο Παουλίνο Βέρα, ένας άντρακλας όλο νεύρο, ένιωσε να τον δια περνάει ανατριχίλα. Είχε μπροστά του κάτι το απωθητικό, το τρομερό, το ανεξιχνίαστο. Υπήρχε κάτι το φαρμακερό, κάτι το φιδίσιο στα μαύρα μάτια του αγοριού. Έκαιγαν σαν ψυχρή φλόγα, γεμάτα απύθμενη, συμπυκνωμένη κάκητα. Τα πέρασε αστραπιαία από τα πρόσωπα των συνωμο τών στη γραφομηχανή που χειριζόταν με προσήλωση η μι1. Πορφίριο Ντίας (1836-1915), δικτάτορας του Μεξικού από το 1877 μέχρι το Μάη του 1911.
— 202 —
— 203 —
κροκαμωμένη κ. Σέθμπι. Τα μάτια του στάθηκαν για μια στιγμή όλη κι όλη στα δικά της, που έτυχε να τ' ανασηκώ σει. Κι αυτό άρκεσε για να νιώσει κι εκείνη το απροσδιόρι στο κάτι, που την έκανε να σταματήσει. Χρειάστηκε να διαβάσει τις τελευταίες αράδες για να ξαναβρεί το ρυθμό του γράμματος που έγραφε. Ο Παουλίνο Βέρα κοίταξε ερωτηματικά τον Αρεγιάνο και τον Ράμος κι ερωτηματικά τον κοίταξαν κι εκείνοι και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η αναποφασιστικότητα που φέρνει η αμφιβολία πλανιόταν στα μάτια τους. Τούτο το λυγερόκορμο αγόρι ήταν το Αγνωστο και περιβαλλόταν μ' όλη την απειλή του Αγνώστου. Ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, εντελώς διαφορετικό από τους απλούς, κοινούς επανα στάτες, που και το αγριότερο μίσος τους για τον Ντίας και την τυραννία του δεν ήταν, σε τελευταία ανάλυση, παρά το μίσος του κάθε απλού, κοινού πατριώτη. Αυτό εδώ, όμως, ήταν το κάτι άλλο, δεν ήξεραν τι. Τελικά ο Βέρα, πάντα ο πιο παρορμητικός, ο πιο γρήγορος στις αποφάσεις, πήρε την πρωτοβουλία. «Πολύ καλά», είπε ψυχρά. «Λες ότι θες να δουλέψεις για την επανάσταση. Εντάξει, βγάλε το σακάκι σου. Κρέ μασε το εκεί. Θα σου δείξω -έλα μαζί μου- πού είναι οι κουβάδες και τα σφουγγαρόπανα. Το πάτωμα είναι βρόμι κο. Θ' αρχίσεις με το σφουγγάρισμά του. Θα σφουγγαρί σεις μετά και τ' άλλα δωμάτια. Τα πτυελοδοχεία θέλουν καθάρισμα. Ύστερα είναι και τα παράθυρα.» «Είναι για την επανάσταση;» ρώτησε το αγόρι. «Είναι για την επανάσταση», απάντησε ο Βέρα. «Εντάξει», είπε. Και τίποτα παραπάνω. Κάθε μέρα ερχόταν κι έπιανε δουλειά - σκούπιζε, σφουγγάριζε, καθάριζε. Άδειαζε τις στάχτες από τις σόμπες, κουβαλούσε τα κάρβουνα και το προσάναμμα κι άναβε τις φωτιές προτού ο πιο δραστήριος απ' αυτούς βρεθεί στο γραφείο του. «Μπορώ να κοιμάμαι εδώ;» ρώτησε μια φορά.
Α, μάλιστα! Ώστε αυτό ήταν, λοιπόν - να που φανερω νόταν το χέρι του Ντίας! Το να κοιμάται στα δωμάτια του συμβουλίου σήμαινε πρόσβαση στα μυστικά τους, στους καταλόγους με τα ονόματα, στις διευθύνσεις συντρόφων, πέρα, στο μεξικάνικο έδαφος. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό κι ο Ριβέρα δεν ξαναμίλησε ποτέ γι' αυτό. Δεν ήξεραν πού κοιμόταν, δεν.ήξεραν πού έτρωγε και πώς ζούσε. Μια φο ρά, ο Αρεγιάνο του πρόσφερε δύο δολάρια. Ο Ριβέρα κού νησε το κεφάλι και δε δέχτηκε τα λεφτά. Κι όταν ο Βέρα μπήκε στη μέση κι επιχείρησε να του τα βάλει στην τσέπη, είπε: «Όχι, εγώ δουλεύω για την επανάσταση.» Χρειάζονται λεφτά για να στηθεί μια σύγχρονη επανά σταση και το συμβούλιο ήταν πάντα ζορισμένο. Τα μέλη του υποσιτίζονταν και σκοτώνονταν στη δουλειά, τους έ βγαινε το λάδι κάθε μέρα. Και, παρ' όλα αυτά, ήταν φορές που έλεγες πως η επανάσταση κρεμόταν από κάτι λίγα δο λάρια όλα κι όλα. Μια φορά, την πρώτη φορά, τότε που το νοίκι του σπιτιού έμενε απλήρωτο για δεύτερο μήνα κι ο ι διοκτήτης τους απειλούσε με έξωση, ο Φελίπε Ριβέρα, ο σφουγγαριστής με τα φτωχικά, φτηνά ρούχα, τα τριμμένα και φαγωμένα, ήταν εκείνος που ακούμπησε εξήντα δολά ρια σε χρυσό στο τραπέζι της Μέι Σέθμπι. Και δεν ήταν η μόνη φορά. Τριακόσια γράμματα, χτυπημένα στις γραφο μηχανές που δε σταματούσαν (εκκλήσεις για βοήθεια, για κυρώσεις από τις εργατικές οργανώσεις, παρακλήσεις για δίκαιη ειδησεογραφική μεταχείριση από τους αρχισυντά κτες εφημερίδων, διαμαρτυρίες για την αυταρχική μετα χείριση επαναστατών από τα δικαστήρια των Ηνωμένων Πολιτειών) έμεναν αταχυδρόμητα, περιμένοντας γραμμα τόσημα. Το ρολόι του Βέρα -χρυσό ρολόι αντίκα, με το κουδουνάκι, που ήταν του πατέρα του- είχε εξαφανιστεί. Το ίδιο είχε χαθεί και το απλό χρυσό δαχτυλίδι από τον παράμεσο της Μέι Σέθμπι. Η κατάσταση ήταν απελπιστι κή. Ο Ράμος κι ο Αρεγιάνο τραβούσαν τα μακριά τους μουστάκια με απόγνωση. Τα γράμματα έπρεπε να φύγουν
— 204 —
— 205 —
και το ταχυδρομείο δεν έκανε πίστωση στους αγοραστές γραμματοσήμων. Και τότε ο Ριβέρα φόρεσε το καπέλο του και βγήκε. Κι όταν γύρισε, άφησε χίλια γραμματόσημα των δύο σεντς στο τραπέζι της Μέι Σέθμπι. «Αναρωτιέμαι μήπως τ' αγόρασε με το καταραμένο χρυσάφι του Ντίας», είπε ο Βέρα στους συντρόφους του. Εκείνοι ανασήκωσαν τα φρύδια. Δεν ήξεραν τι να πουν. Κι ο Φελίπε Ριβέρα, ο σφουγγαριστής της επανάστασης, ε ξακολούθησε ν' απιθώνει, κάθε φορά που το απαιτούσε η περίσταση, χρυσάφι κι ασήμι για χρήση του συμβουλίου. Παρ' όλα αυτά, δεν πείθονταν να τον συμπαθήσουν. Δεν τον ήξεραν. Οι τρόποι του δεν ήταν οι δικοί τους. Δεν έλεγε τα μυστικά του. Αποθάρρυνε κάθε έρευνα. Νεαρός ή ταν κι όμως δεν έβρισκαν ποτέ το κουράγιο ν' αποτολμή σουν μιαν ανάκριση. «Ένα μεγάλο, μοναχικό πνεύμα... Ίσως, δεν ξέρω κι ε γώ τι να πω», είπε ο Αρεγιάνο απελπισμένος. . «Δεν έχει ανθρωπιά», είπε ο Ράμος. «Η ψυχή του έχει στεγνώσει», είπε η Μέι Σέθμπι. «Το φως και το γέλιο τα 'χει διώξει μια φωτιά που καίει μέσα του. Είναι σαν να 'χει πεθάνει. Κι όμως, είναι τόσο τρομα κτικά ζωντανός!» «Έχει περάσει μέσ' από την κόλαση», είπε ο Βέρα. «Κανείς δε θα μπορούσε να 'χει τέτοια όψη χωρίς να 'χει περάσει από την κόλαση. Κι είναι παιδί ακόμα.» Παρ' όλα αυτά, δεν μπορούσαν να τον συμπαθήσουν. Ποτέ δε μιλούσε, ποτέ δε ρωτούσε, ποτέ δεν πρότεινε. Μό νο στεκόταν κι άκουγε, ανέκφραστος, ένα νεκρό πράγμα. Τα μάτια του μονάχα έκαιγαν με παγερή φλόγα καθώς τους άκουγε να μιλούν μεγαλόφωνα και παθιασμένα για την επανάσταση. Αυτά τα μάτια περνούσαν από πρόσωπο σε πρόσωπο κι από ομιλητή σε ομιλητή, τρυπώντας σαν α ρίδες από πυρακτωμένο πάγο, προκαλώντας αμηχανία και ταραχή. «Δεν είναι κατάσκοπος», είπε εμπιστευτικά στη Μέι
Σέθμπι ο Βέρα. «Είναι πατριώτης -άκου που σου λέω- εί ναι μεγαλύτερος πατριώτης απ' όλους μας εδωπέρα. Το ξέρω, το νιώθω, εδώ, μέσα στην καρδιά μου και στο μυαλό μου, το νιώθω. Αλλά δεν τον ξέρω καθόλου.» «Έχει κακό χαρακτήρα», είπε η Μέι Σέθμπι. «Το ξέρω», είπε ο Βέρα κι ανατρίχιασε. «Με κοίταξε μ' εκείνα τα μάτια του. Δεν έχουν αγάπη αυτά τα μάτια, μόνο απειλούν, άγρια σαν της τίγρης. Το ξέρω πως, έτσι και προ δώσω ποτέ την Ιδέα, θα με σκοτώσει. Δεν έχει καρδιά. Εί ναι αλύπητος, σαν ατσάλι, τσουχτερός και ψυχρός σαν πα γωνιά. Είναι σαν το φεγγαρόφωτο μια χειμωνιάτικη νύχτα, καθώς πεθαίνει κανείς από το κρύο πάνω σε μια μοναχική βουνοκορφή. Δε φοβάμαι τον Ντίας κι όλους του τους φο νιάδες. Αλλά τούτο εδώ τ' αγόρι το φοβάμαι. Αλήθεια σου λέω, το φοβάμαι. Είναι η πνοή του θανάτου.» Κι εντούτοις, ο Βέρα ήταν εκείνος που έπεισε τους άλ λους ν' αναθέσουν στον Ριβέρα την πρώτη του εμπιστευτι κή αποστολή. Οι γραμμές επικοινωνίας του Λος Αντζελες με την Κάτω Καλιφόρνια είχαν κοπεί. Τρεις σύντροφοι εί χαν υποχρεωθεί να σκάψουν τους τάφους τους, όπου έπε σαν τουφεκισμένοι. Άλλοι δύο είχαν κλειστεί σε αμερικά νικη φυλακή στο Λος Άντζελες. Ο Χουάν Αλβαράδο, ο ο μοσπονδιακός διοικητής, ήταν τέρας. Χαλούσε όλα τους τα σχέδια. Δεν μπορούσαν πια να έρθουν σ' επαφή με τους ενεργούς επαναστάτες και τους νεοσύλλεκτους στην Κάτω Καλιφόρνια. Έδωσαν τις οδηγίες τους στο νεαρό Ριβέρα και τον έ στειλαν στο νότο. Όταν γύρισε, οι γραμμές επικοινωνίας είχαν αποκατασταθεί κι ο Χουάν Αλβαράδο ήταν νεκρός. Βρέθηκε στο κρεβάτι του μ' ένα μαχαίρι μπηγμένο μέχρι τη λαβή στο στήθος του. Αυτό υπερέβαινε τις οδηγίες που εί χαν δοθεί στον Ριβέρα, αλλά οι άνθρωποι του συμβουλίου ήξεραν τις ώρες των κινήσεών του. Δεν τον ρώτησαν κι ε κείνος δεν είπε τίποτα. Μόνο κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι έκαναν υποθέσεις.
— 206 —
— 207 —
«Σας το 'πα», είπε ο Βέρα. «Ο Ντίας έχει περισσότερα να φοβηθεί απ' αυτόν εδώ το νεαρό παρά απ' οποιονδήπο τε άντρα. Είναι ανελέητος. Είναι το χέρι του Θεού.» Τον κακό χαρακτήρα, που είχε αναφέρει η Μέι Σέθμπι και που τον ένιωθαν όλοι τους, τον μαρτυρούσαν διάφορα σημάδια πάνω του. Παρουσιαζόταν πότε με κομμένο το χείλι, πότε με μελανιασμένο μάγουλο και πότε με πρησμέ νο αφτί. Ήταν φανερό πως έμπλεκε σε καβγάδες, κάπου σ' εκείνο τον έξω κόσμο όπου έτρωγε και κοιμόταν, έβγαζε λεφτά και κινιόταν με τρόπους που τους ήταν άγνωστοι. Με τον καιρό, είχε φτάσει να στοιχειοθετεί το μικρό επα ναστατικό φυλλάδιο που έβγαζαν μια φορά την εβδομάδα. Πολλές φορές δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει, καθώς τα δάχτυλά του ήταν μωλωπισμένα και τσακισμένα, οι α ντίχειρές του πληγωμένοι κι ανήμποροι, το ένα ή το άλλο του χέρι κρεμόταν αποκαμωμένο στο πλευρό του, ενώ το πρόσωπό του έδειχνε τραβηγμένο, όλο άφωνο πόνο. «Χαμένο κορμί», είπε ο Αρεγιάνο. «Ποιος ξέρει σε ποια ύποπτα στέκια θα τριγυρνάει», εί πε ο Ράμος. «Αλλά πού βρίσκει τα λεφτά;» ρώτησε ο Βέρα. «Σήμε ρα, μόλις τώρα δα, έμαθα πως πλήρωσε το λογαριασμό για το λευκό χαρτί - εκατόν σαράντα δολάρια.» «Είναι κι αυτές οι απουσίες του», είπε η Μέι Σέθμπι. «Ποτέ δεν τις εξηγεί.» «Θα 'πρεπε να βάλουμε να τον παρακολουθήσουν», πρότεινε ο Ράμος. «Με τίποτα δε θα 'θελα να 'μουν εγώ αυτός που θα τον παρακολουθούσε», είπε ο Βέρα. «Φοβάμαι πως δε θα με ξαναβλέπατε παρά μόνο για να με θάψετε. Έχει φοβερό πάθος. Το Θεό τον ίδιο δε θα τον άφηνε να του σταθεί ε μπόδιο.» «Νιώθω σαν παιδάκι μπροστά του», ομολόγησε ο Ρά μος. «Για μένα είναι η δύναμη, είναι το πρωτόγονο, ο ά-
γριος λύκος, ο κροταλίας που χτυπάει, η σαρανταποδα ρούσα που κεντρίζει», είπε ο Αρεγιάνο. «Είν' η ενσάρκωση της επανάστασης», είπε ο Βέρα. «Εί ναι η φλόγα και το πνεύμα της, η ακόρεστη δίψα για εκδί κηση που δεν ξεφωνίζει, μόνο σκοτώνει αθόρυβα. Είν' ένας άγγελος του ολέθρου που κινείται μέσα στη σιγαλιά της νύχτας.» «Θα μπορούσα να κλάψω γι' αυτόν», είπε η Μέι Σέθ μπι. «Δεν ξέρει κανέναν. Μισεί όλο τον κόσμο. Εμάς μας ανέχεται γιατί μ' εμάς εκπληρώνει τους πόθους του. Είναι μόνος... ολομόναχος.» Η φωνή της πνίγηκε σε μισολυγμό και τα μάτια της θόλωσαν. Το φέρσιμο του Ριβέρα κι ο τρόπος που περνούσε τον καιρό του ήταν αληθινό μυστήριο. Ήταν περίοδοι που δεν τον έβλεπαν μια βδομάδα. Μια φορά, έλειψε ολόκληρο ένα μήνα. Οι απουσίες αυτές τέλειωναν πάντα πανηγυρικά με το γυρισμό του, όταν, χωρίς τυμπανοκρουσίες και λόγια, αράδιαζε χρυσά νομίσματα στο τραπέζι της Μέι Σέθμπι. Ύστερα, για μέρες και βδομάδες, περνούσε όλο του τον καιρό με το συμβούλιο. Κι ύστερα πάλι, για απρόβλεπτες περιόδους, χανόταν, μέσα στην καρδιά της κάθε μέρας, από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα. Σ' αυτές τις περι πτώσεις, ερχόταν πιο νωρίς το πρωί κι έμενε μέχρι αργά τη νύχτα. Ο Αρεγιάνο τον βρήκε μια φορά μεσάνυχτα να στοι χειοθετεί με φρεσκοπρησμένα τα δάχτυλα - ή μπορεί να ή ταν το χείλι του που μάτωνε ακόμα, φρεσκοκομμένο.
— 208 —
— 209 —
*** Η ώρα της κρίσης πλησίαζε. Το αν θα γινόταν ή δε θα γινόταν η επανάσταση εξαρτιόταν από το συμβούλιο και το συμβούλιο ήταν πολύ στριμωγμένο. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά είχε ανάγκη από λεφτά και τα λεφτά ήταν τώρα πιο δυσεύρετα. Οι πατριώτες είχαν δώσει και την τε λευταία τους πεντάρα και δεν είχαν πια τίποτα να δώ-
1. Industrial Workers of the World (Βιομηχανικοί Εργάτες του Κό σμου), το ριζοσπαστικότερο αμερικάνικο εργατικό συνδικάτο. 2. Αναφέρεται στις εργατικές ταραχές στις περιοχές των ορυχεί ων του Αϊντάχο και του Κολοράντο, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού.
νια εισόδου. Ο Ντίας δε θα μπορούσε ν' αντισταθεί. Δεν τολμούσε να ρίξει το βάρος του στρατού του εναντίον τους, γιατί έπρεπε να κρατήσει το νότο. Αλλά η φλόγα θ' απλωνόταν και σ' όλο το νότο παρ' όλα αυτά. Ο λαός θα ξεσηκωνόταν. Η άμυνα της μιας πόλης μετά την άλλη θα κατέρρεε, η μια μετά την άλλη, οι πολιτείες θα έπεφταν. Και στο τέλος, απ' όλες τις πλευρές, οι νικηφόρες στρα τιές της επανάστασης θα κύκλωναν την ίδια την Πόλη του Μεξικού, τελευταίο οχυρό του Ντίας. Τα λεφτά, όμως! Είχαν τους άντρες, ανυπόμονους κι ε πίμονους, που θα χειρίζονταν τα όπλα. Ήξεραν τους ε μπόρους που θα τους πουλούσαν και θα τους παρέδιναν τα όπλα. Αλλά η καλλιέργεια της επανάστασης ως εκεί είχε εξαντλήσει το συμβούλιο. Το τελευταίο δολάριο είχε ξο δευτεί, η τελευταία πηγή κι ο τελευταίος πεινασμένος πα τριώτης είχαν ξεζουμιστεί όσο δεν έπαιρνε άλλο κι η μεγά λη περιπέτεια έμενε ακόμα αμφίρροπη. Όπλα και πυρομα χικά! Τα τάγματα των κουρελήδων έπρεπε να οπλιστούν. Αλλά πώς; Ο Ράμος έκλαιγε τα κατασχεμένα του κτήματα. Ο Αρεγιάνο σκυλομετάνιωνε για τις σπατάλες της νιότης του. Κι η Μέι Σέθμπι αναρωτιόταν μήπως θα ήταν διαφο ρετικά τα πράγματα αν αυτοί του συμβουλίου ήταν πιο οι κονόμοι στο παρελθόν. «Και να σκεφτεί κανείς πως η λευτεριά του Μεξικού κρέμεται από μερικές ψωροχιλιάδες δολάρια», είπε ο Παουλίνο Βέρα. Η απελπισία φαινόταν στα πρόσωπα ολωνών. Ο Χοσέ Αμαρίγιο, τελευταία τους ελπίδα, που είχε προσχωρήσει πρόσφατα και τους υποσχέθηκε χρήματα, είχε συλληφθεί στο αγρόκτημά του στην Τσιουάουα κι είχε εκτελεστεί στη μένος στον τοίχο του δικού του στάβλου. Το νέο μόλις είχε φτάσει. Ο Ριβέρα, που σφουγγάριζε γονατιστός, σήκωσε το κε φάλι του, με τη βούρτσα μετέωρη, τα γυμνά του μπράτσα πιτσιλισμένα με βρόμικα σαπουνόνερα.
— 210 —
— 211 —
σουν. Οι εργάτες στα συνεργεία συντήρησης των σιδηρο δρομικών γραμμών - δουλοπάροικοι φυγάδες από το Με ξικό- συνεισφέρανε τα μισά από τα γλίσχρα τους μεροκά ματα. Αλλά χρειάζονταν περισσότερα από τόσα. Η αγω νία, οι συνωμοσίες, η υπονομευτική δραστηριότητα χρό νων λίγο ήθελαν ακόμα για να καρποφορήσουν. Η στιγμή ήταν ώριμη. Κι η επανάσταση ήταν αμφίρροπη. Μια σπρωξιά ακόμα, μια τελευταία ηρωική προσπάθεια και θα έφτα νε παραπατώντας στη νίκη. Ήξεραν το Μεξικό τους. Έτσι κι άρχιζε, η επανάσταση θα τα έβγαζε πέρα μόνη της. Ολό κληρος ο μηχανισμός του Ντίας θα γκρεμιζόταν σαν χάρ τινος πύργος. Η περιοχή των συνόρων ήταν έτοιμη να ξε σηκωθεί. Ένας Γιάνκης, με εκατό άντρες του I.W.W.1, πε ρίμενε το σύνθημα για να περάσει τα σύνορα και ν' αρχίσει την κατάκτηση της Κάτω Καλιφόρνιας. Αλλά χρειαζόταν τουφέκια. Και παντού, μέχρι πέρα στον Ατλαντικό, το συμβούλιο βρισκόταν σ' επαφή με όλους κι όλοι τους χρει άζονταν όπλα: οι σκέτοι τυχοδιώκτες, οι μισθοφόροι, οι ληστές, δυσαρεστημένοι αμερικάνοι συνδικαλιστές, σοσια λιστές, αναρχικοί, μαστιγωμένοι μεταλλωρύχοι από τα κρα τητήρια του Κερ ντ' Αλεν και του Κολοράντο2, όλοι αυτοί που φλέγονταν από επιθυμία να εκδικηθούν πολεμώντας, ό λο αυτό το συνονθύλευμα των εξαγριωμένων ανθρώπων α πό τον εξωφρενικά μπερδεμένο σύγχρονο κόσμο. Κι η κραυγή, ασίγαστη κι αιώνια, ήταν μία: όπλα και πυρομαχι κά, πυρομαχικά και όπλα! Έτσι κι έριχναν αυτή την ετερόκλητη, απένταρη, εκδι κητική μάζα πέρα από τα σύνορα, η επανάσταση θα έπαιρ νε μπρος. Θα καταλάμβαναν το τελωνείο, τα βόρεια λιμά-
«Πέντε χιλιάδες φτάνουνε;» ρώτησε. Έμειναν άναυδοι και δεν το έκρυψαν. Ο Βέρα έγνεψε ναι και ξεροκατάπιε. Δεν μπορούσε να μιλήσει, αλλά ένιω σε να τον πλημμυρίζει μονομιάς απέραντη πίστη. «Παραγγείλτε τα όπλα», είπε ο Ριβέρα και διέπραξε τη μακρύτερη ροή λέξεων που τον άκουσαν ποτέ να προφέ ρει. «Το πράμα βιάζει», είπε. «Σε τρεις βδομάδες θα σας φέρω τις πέντε χιλιάδες. Καλά είναι. Ο καιρός θα ζεστάνει στο μεταξύ γι' αυτούς που θα πολεμάνε. Κι όπως κι αν εί ναι, τόσα μπορώ.» Ο Βέρα πάλευε με τον εαυτό του. Ήταν απίστευτο. Πά ρα πολλές ακριβές ελπίδες είχε δει να γίνονται θρύψαλα α πό τότε που άρχισε να παίζει το παιχνίδι της επανάστα σης. Και τώρα πίστευε τούτο τον κουρελή σφουγγαριστή κι όμως δεν τολμούσε και να τον πιστέψει. «Είσαι τρελός», είπε. «Σε τρεις βδομάδες», είπε ο Ριβέρα. «Παραγγείλτε τα ό πλα.» Σηκώθηκε, κατέβασε τα μανίκια του και φόρεσε το σα κάκι του. «Παραγγείλτε τα όπλα», ξανάπε. «Φεύγω τώρα.»
Ύστερα από πολύ ζόρι και τρεχάματα, πολλά τηλεφω νήματα και βρισιές, έγινε μια νυχτερινή σύσκεψη στο γρα φείο του Κέλι. Ο Κέλι πνιγόταν στη δουλειά. Είχε κι α τυχία. Είχε φέρει τον Ντάνι Ουόρντ από τη Νέα Υόρκη, του είχε κλείσει αγώνα με τον Μπίλι Κάρθι, ο αγώνας ή ταν να γίνει σε τρεις βδομάδες και να που, δυο μέρες τώρα, ο Κάρθι ήταν στο κρεβάτι, σοβαρά τραυματισμένος, γεγο νός που το έκρυβαν με επιμέλεια από τους αθλητικογρά φους. Δε βρισκόταν κανείς να πάρει τη θέση του. Είχαν α νάψει τα τηλέφωνα, καθώς ο Κέλι μιλούσε με κάθε αποδε κτό πυγμάχο ελαφρών βαρών στις ανατολικές πολιτείες,
αλλά όλοι τους ήταν κλεισμένοι, με καθορισμένες ημερο μηνίες και συμβόλαια. Και τώρα η ελπίδα είχε ξαναζωντα νέψει, αν και κάπως αμυδρά. «Πολύ θράσος έχεις», είπε ο Κέλι του Ριβέρα, ύστερα από μια ματιά που του έριξε, μόλις συναντήθηκαν. Μίσος φαρμακερό φώλιαζε στα μάτια του Ριβέρα, αλ λά το πρόσωπό του έδειχνε απάθεια. «Μπορώ να δείρω τον Ουόρντ», είπε απλά. «Πού το ξέρεις; Τον είδες ποτέ σου στο ρινγκ;» Ο Ριβέρα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Μπορεί να σε νικήσει με το 'να χέρι και με τα δυο του μάτια κλειστά», είπε ο Κέλι. Ο Ριβέρα σήκωσε τους ώμους. «Δεν έχεις τίποτα να πεις;» μούγκρισε ο διοργανωτής. «Μπορώ να τόνε δείρω.» «Με ποιόνα χτυπήθηκες ως τα τώρα, τέλος πάντων;» ρώτησε επιτακτικά ο Μάικλ Κέλι. Ο Μάικλ ήταν αδερφός του διοργανωτή κι είχε το γρα φείο στοιχημάτων Γέλοουστόουν, όπου έβγαζε καλά λεφτά με τους πυγμαχικούς αγώνες. Ο Ριβέρα του έριξε μια άγρια ματιά, χωρίς ν' απαντή σει. Ο γραμματέας του διοργανωτή, ένας χτυπητά φαντα χτερός νεαρός, χαχάνισε φωναχτά. «Ας είναι. Τον ξέρεις τον Ρόμπερτς», είπε ο Κέλι σπά ζοντας την εχθρική σιωπή που ακολούθησε. «Έπρεπε να 'ναι εδώ. Έστειλα να τον φωνάξουν. Κάτσε και περίμενε. Αν κι απ' ό,τι δείχνεις, δε βλέπω να 'χεις καμιά πιθανότη τα. Δεν μπορώ να ρίξω τον κόσμο μ' έναν αγώνα μάπα. Οι θέσεις γύρω στο ρινγκ κάνουνε δεκαπέντε δολάρια, το ξέ ρεις.» Όταν έφτασε ο Ρόμπερτς, ήταν φανερό πως τα είχε κο πανήσει λιγάκι. Ήταν ψηλός, λιγνός, πλαδαρός και το περ πάτημά του, όπως κι η κουβέντα του, ήταν ένα απαλό, νω χελικό σούρσιμο. Ο Κέλι μπήκε απευθείας στο θέμα.
— 212 —
— 213 —
***
«Ακου, Ρόμπερτς, μου κοκορεύτηκες πως ανακάλυψες τούτον εδώ το νεαρό Μεξικάνο. Ξέρεις πως ο Κάρθι έσπα σε το χέρι του. Ε, λοιπόν, ετούτος εδώ η μισή μερίδα είχε το τουπέ να μπουκάρει εδώ μέσα σήμερα και να μου πει πως θα πάρει τη θέση του Κάρθι. Τι λες εσύ;» «Εντάξει είναι, Κέλι», απάντησε ο άλλος αργά. «Μπο ρεί να τα βγάλει πέρα.» «Έχει γούστο να μου πεις τώρα κι εσύ πως μπορεί και να δείρει τον Ουόρντ.» Ο Ρόμπερτς σκέφτηκε το πράγμα αντικειμενικά. «Όχι, δε θα πω αυτό. Ο Ουόρντ είναι πρώτο πράμα και ξέρει καλά το ρινγκ. Αλλά, πάντως, δε θα ξεμπερδέψει εύ κολα με τον Ριβέρα. Τον ξέρω τον Ριβέρα. Κανείς δεν μπο ρεί να τόνε ταράξει, να του πατήσει τον κάλο. Δεν έχει κά λους, απ' όσο ξέρω. Και χτυπάει γερά και με τα δυο χέρια. Μπορεί να ρίξει στα κοιμιστικά απ' οποιαδήποτε θέση.» «Καλά αυτό, αλλά τι σόι θέαμα μπορεί να προσφέρει; Προπονείς και φορμάρεις πυγμάχους μια ζωή. Σου βγάζω το καπέλο για την κρίση σου. Μπορεί να κάνει τον κόσμο να μην κλαίει τα λεφτά του;» «Ασφαλώς και μπορεί. Κι αποπάνω, θα τόνε ζορίσει τον Ουόρντ όσο δε φαντάζεσαι. Δεν τόνε ξέρεις τούτον εδώ. Εγώ τον ξέρω. Τον ανακάλυψα. Είναι βράχος. Εί ναι διάολος. Και δεν καταλαβαίνει τίποτα, άκου που σου λέω. θα ξαφνιάσει τον Ουόρντ με μια επίδειξη ντόπιου ταλέντου, που θα ξαφνιάσει κι όλους εσάς τους ρέστους. Δε λέω πως θα δείρει τον Ουόρντ, όχι, αλλά θα στήσει τέ τοιο θέαμα, που θα το καταλάβετε όλοι σας πως έχει μέλ λον.» «Ωραία.» Ο Κέλι στράφηκε στο γραμματέα του: «Πάρε τον Ουόρντ στο τηλέφωνο. Του 'χω πει να 'ναι έτοιμος να παρουσιαστεί, αν νομίζω πως αξίζει τον κόπο. Είν' απέ ναντι, στο Γέλοουστόουν, όπου κορδώνεται και παρασταίνει το παιδί του λαού.» Ο Κέλι στράφηκε πάλι στον προ πονητή: «Θες κάνα ποτό;»
Ο Ρόμπερτς ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι κι ένιωσε την ανάγκη να αλαφρώσει. «Δε σου 'πα ποτές πώς έγινε κι ανακάλυψα τούτο το μάγκα. Πριν δυο χρόνια, που λες, μου παρουσιάστηκε στο γυμναστήριο. Ετοίμαζα τότες τον Πρέιν για τον αγώνα με τον Ντελάνι. Ο Πρέιν είναι πολύ 'μοβόρος. Δεν έχει στάλα λύπηση στη φτιάξη του. Λιάνιζε τους παρτενέρ του στο πο λύ άγριο, δεν μπόραγα να βρω παιδί να δουλέψει μαζί του. Είχα προσέξει τούτο το πεινασμένο Μεξικανάκι να τρι γυρνάει στο γυμναστήριο κι ήμουν απελπισμένος. Τον αρπάω, το λοιπόν, του κοτσάρω τα γάντια και τον ανεβάζω στο ρινγκ. Ήτανε γερός, πιο γερός από αβύρσωτο πετσί, αλλ' αδύναμος. Και δεν ήξερε τίποτα, μπιτ από μποξ. Ο Πρέιν τον έκανε τ' αλατιού. Αλλά το άντεξε, φίλε μου, δυο γύρους γεμάτους, να βλέπεις και ν' αρρωσταίνεις, μέχρι που λιγοθύμησε. Πείναγε, αυτό ήταν όλο. Χτυπημένος; Να μην τον αναγνωρίζεις. Του 'δωκα μισό δολάριο και του 'κανα και το τραπέζι, να φάει να χορτάσει. Έπρεπε να τον έβλεπες να χλαπακιάζει σαν πεινασμένος λύκος. Δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του δυο μέρες. Δε θα τόνε ξανα δώ, είπα με το νου μου. Όμως, να σου τον την επομένη, πο νεμένος και πεινασμένος, έτοιμος γι' άλλο μισό και το φαΐ. Και τα πήγαινε όλο και καλύτερα μέρα με τη μέρα. Γεννημένος μαχητής, παιδί μου. Και σκληραγωγημένος, άλλο πράμα. Δεν έχει καρδιά. Είν' ένα κομμάτι πάγος. Και ποτές του δεν είπε δέκα λέξεις στη σειρά από τότες που τόνε ξέρω. Κοιτάει τη δουλειά του και κάνει τη δουλειά του.» «Τον έχω δει», είπε ο γραμματέας. «Έχει δουλέψει πο λύ για σένανε.» «Ναι. Όλα τα μεγάλα αντράκια έχουνε προπονηθεί πά νω του», είπε ο Ρόμπερτς. «Κι έχει μάθει από δαύτους. Έχω δει πως μερικούς απ' αυτούς θα μπόραγε να τους δεί ρει. Αλλά δεν του 'κανε κέφι. Απ' ό,τι έχω καταλάβει, φαί νεται πως δεν τ' άρεσε ποτές του το μποξ. Έτσι δείχνει.»
— 214 —
— 215 —
«Μα έδωσε κάτι αγώνες στους μικρούς συλλόγους τους τελευταίους λίγους μήνες», είπε ο Κέλι. «Ναι, βέβαια. Δεν ξέρω πώς του 'ρθε. Ξαφνικά, το πήρε ζεστά το πράμα. Και να σου τον ο καλός σου, βγαίνει και καθαρίζει όλους τους μάγκες της γειτονιάς. Φαίνεται πως ήθελε τα λεφτά. Κι έβγαλε καμπόσα, μη βλέπεις που τα ρούχα του δεν το δείχνουν. Είναι παράξενος. Κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνει. Κανείς δεν ξέρει πώς περνάει τον καιρό του. Ακόμα κι όταν έχει δουλειά, την κοπανάει κι ε ξαφανίζεται την περισσότερη ώρα μόλις τελειώσει. Είναι και φορές που τόνε χάνεις για βδομάδες. Αλλά δεν παίρνει από λόγια. Αυτός που θα τόνε μανατζάρει θα κάνει την μπάζα του, αλλά ούτε ν' ακούσει για τέτοια. Και να τόνε δεις τι ζόρικος που γίνεται για τα λεφτά, όταν θα συζητή σετε τους όρους.» Τότε είναι που κατέφθασε ο Ντάνι Ουόρντ. Ούτε πάρτι να γινόταν. Τον συνόδευαν ο μάνατζερ κι ο προπονητής του και μπήκε αεράτος, σίφουνας κεφιού, πρόσχαρος, ο μεγάλος κατακτητής. Πέταξε χαιρετούρες ένα γύρο, ένα καλαμπούρι εδώ, ένα χωρατό εκεί, ένα χαμόγελο ή ένα γέ λιο για τον καθένα. Ήταν ο τρόπος του - όχι εντελώς ειλι κρινής. Ήταν απλώς καλός ηθοποιός και πίστευε πως η ε γκαρδιότητα ήταν πολύτιμο εφόδιο στην προσπάθεια να προκόψει κανείς σ' αυτό τον κόσμο. Κατά βάθος, όμως, ή ταν ο ψυχρός υπολογιστής, μαχητής κι επιχειρηματίας. Όλα τ' άλλα ήταν φιγούρα. Όσοι τον ήξεραν ή είχαν πάρε-δώσε μαζί του έλεγαν πως, σαν ερχόταν η κουβέντα στο ψητό, γινόταν ο Ντάνι το Σαΐνι. Ήταν πάντοτε μπρο στά σ' όλες τις συζητήσεις για δουλειές. Μερικοί υποστή ριζαν μάλιστα πως ο μάνατζέρ του δεν ήταν παρά αχυράνθρωπος, που χρησίμευε απλώς σαν φερέφωνο του Ντάνι. Ο τρόπος του Ριβέρα ήταν διαφορετικός. Ινδιάνικο, καθώς και σπανιόλικο αίμα κυλούσε στις φλέβες του. Κα θόταν τώρα σε μια γωνιά, σιωπηλός κι ακίνητος. Μόνο τα
μαύρα του μάτια περνούσαν από το ένα πρόσωπο στο άλ λο και σημείωναν τα πάντα. «Ώστε αυτός είναι, λοιπόν, ο μάγκας», είπε ο Ντάνι κοιτάζοντας από πάνω ως κάτω με εξεταστική ματιά τον αντίπαλο που του πρότειναν. «Τι γίνεσαι, φίλε;» Τα μάτια του Ριβέρα έκαιγαν, έσταζαν φαρμάκι. Ούτε που σκέφτηκε ν' αντιχαιρετήσει. Αντιπαθούσε όλους τους γκρίνγκο, αλλά τούτον εδώ τον γκρίνγκο τον μίσησε με μια αμεσότητα ασυνήθιστη ακόμα και γι' αυτόν. «Θεούλη μου!» διαμαρτυρήθηκε στ' αστεία ο Ντάνι γυρ νώντας στο διοργανωτή. «Μην περιμένετε να τα βάλω μ' έ ναν κωφάλαλο.» Κι όταν καταλάγιασαν τα γέλια, πρόσθεσε στον ίδιο τόνο: «Κεσάτια πρέπει να 'χει το Αος Άντζελες, αν τούτο 'δώ το πράμα είν' ό,τι καλύτερο μπορείτε να μου βρείτε. Από ποια παιδική χαρά τόνε ψαρέψατε;» «Είν' εντάξει, Ντάνι, άκου που σου λέω», συνηγόρησε ο Ρόμπερτς. «Όχι και τόσο εύκολος όσο δείχνει.» «Και τα μισά εισιτήρια έχουν ήδη πουληθεί», τόνισε ο Κέλι. «Πρέπει να τόνε δεχτείς, Ντάνι. Είν' ό,τι καλύτερο έ χουμε.» Ο Ντάνι έριξε άλλη μια αδιάφορη, περιφρονητική μα τιά στον Ριβέρα κι αναστέναξε. «Θα πρέπει να τόνε πάρω με το μαλακό, υποθέτω. Αρκεί να μη μου αγριέψει ξαφνικά.» Ο Ρόμπερτς ρουθούνισε αποδοκιμαστικά. «Θα πρέπει να προσέχεις», προειδοποίησε ο μάνατζερ του Ντάνι. «Μη ρισκάρεις μ' έναν πρωτάρη, που μπορεί και να ρίξει καμιά τυχερή.» «Ω, μα και βέβαια θα προσέχω, και βέβαια!» είπε χαμο γελώντας ο Ντάνι. «Θα σ' τόνε κανονίσω απ' την αρχή κι ύστερα θα τόνε νταντεύω για χάρη του αγαπημένου μας κοινού. Τι λες για δεκαπέντε γύρους, Κέλι; Κι ύστερα σ' τόνε ξαπλώνω, να κάνει νανάκια.» «Εντάξει», ήταν η απάντηση, «φτάνει να φανεί ρεαλι στικό.»
— 216 —
— 217—
«Τότε ας ξεκαθαρίσουμε το οικονομικό.» Ο Ντάνι σώ πασε καθώς υπολόγιζε νοερά. «Φυσικά, το εξήντα πέντε τα εκατό απ' τα εισιτήρια, όπως και με τον Κάρθι. Μόνο η μοιρασιά θα διαφέρει. Τα ογδόντα θα μου έκαναν, ας πού με.» Και γυρνώντας στο μάνατζέρ του: «Έτσι;» Ο μάνατζερ έγνεψε καταφατικά. «Ε, εσύ το κατάλαβες αυτό;» ρώτησε ο Κέλι τον Ριβέρα. Ο Ριβέρα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Να πώς γίνεται», εξήγησε ο Κέλι. «Το έπαθλο θα 'ναι τα εξήντα πέντε τα εκατό των εισπράξεων από τα εισιτή ρια. Εσύ 'σαι πρωτάρης, άγνωστος. Έτσι, εσύ κι ο Ντάνι θα τα μοιραστείτε, είκοσι τα εκατό εσύ, ογδόντα ο Ντάνι. Σωστό δεν είναι, Ρόμπερτς;» «Πολύ σωστό», συμφώνησε ο Ρόμπερτς. «Καταλαβαί νεις, Ριβέρα, δεν είσαι γνωστός ακόμα.» «Πόσα θα 'ναι τα εξήντα πέντε τα εκατό από τα εισιτή ρια;» ρώτησε ο Ριβέρα. «Ω, μπορεί πέντε χιλιάδες, μπορεί κι οκτώ», μπήκε στη μέση για να εξηγήσει ο Ντάνι. «Εκεί γύρω. Το μερτικό σου θα 'ναι κάπου χίλια με χίλια εξακόσια. Δεν είναι κι άσχη μα για να τις φας από έναν τύπο φίρμα σαν κι εμένα. Τι λες;» Ο Ριβέρα τους άφησε άναυδους. «Ο νικητής τα παίρνει όλα», είπε τελεσίδικα. Απλώθηκε νεκρική σιγή. «Σαν να σου προσφέρει καραμέλα ένα νιάνιαρο», ανα φώνησε ο μάνατζερ του Ντάνι. Ο Ντάνι κούνησε το κεφάλι. «Ακούστε. Είμαι πολλά χρόνια σ' αυτή τη δουλειά», ε ξήγησε. «Δεν είναι για να κακολογήσω το διαιτητή ή τους παρόντες εδωπέρα. Δε λέω τίποτα για μπουκμέικερ και για στημένα παιχνίδια, που γίνονται καμιά φορά. Θα το πω, όμως, πως δε συμφέρει αυτή η δουλειά για έναν πυγμά χο σαν κι εμένα. Θέλω να 'μαι ασφαλισμένος. Δεν ξέρεις τι γίνεται. Μπορεί να σπάσω κάνα χέρι, έτσι; Ή μπορεί να
μου ρίξει κάνας μάγκας υπνωτικό στο ποτήρι μου.» Κού νησε το κεφάλι όλος σοβαρότητα. «Λοιπόν, είτε κερδίσω είτε χάσω, ογδόντα για πάρτη μου. Τι λες, Μεξικάνε;» Ο Ριβέρα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Ο Ντάνι έγινε θηρίο. Μιλούσαν για το ψητό τώρα. «Ρε κωλομεξικάνε! Έτσι μου 'ρχεται να σου σπάσω τα μούτρα αυτή τη στιγμή.» Ο Ρόμπερτς σύρθηκε ανάμεσά τους για να προλάβει ε χθροπραξίες. «Είπα, ο νικητής τα παίρνει όλα», επανέλαβε ο Ριβέρα, αγέλαστος όπως πάντα. «Γιατί 'σαι τόσο επίμονος, ρε;» ρώτησε ο Ντάνι. «Γιατί μπορώ να σε δείρω», απάντησε ο Ριβέρα στα ί σια. Ο Ντάνι έκανε πως έβγαζε το σακάκι του. Αλλά, όπως ή ξερε ο μάνατζέρ του, η κίνηση ήταν θεατρινίστικη. Το σακά κι δε βγήκε κι ο Ντάνι άφησε να τον καταπραΰνουν. Όλοι συμμερίζονταν τις αντιδράσεις του. Ο Ριβέρα ήταν μόνος. «Ακου εδώ, ρε βλάκα», άρχισε την επιχειρηματολογία ο Κέλι. «Εσύ 'σαι ένα τίποτα. Ξέρουμε τι έκανες τους τε λευταίους λίγους μήνες. Έδειρες κάτι ντόπιους μικρομποξαδόρους. Ο Ντάνι, όμως, είναι πρώτο πράμα. Ο επόμενος αγώνας του, μετά από τον αποψινό, θα 'ναι για το πρωτά θλημα. Κι εσύ 'σαι άγνωστος. Πέρα απ' το Λος Άντζελες, κανείς δε σε ξέρει.» «Θα με μάθουν ύστερα απ' αυτό τον αγώνα», είπε ο Ρι βέρα σηκώνοντας τους ώμους. «Το πιστεύεις στ' αλήθεια, ρε 'σύ, πως μπορείς να με νικήσεις;» φώναξε ο Ντάνι. Ο Ριβέρα έγνεψε ναι. «Έλα τώρα, λογικέψου», είπε παρακλητικά ο Κέλι. «Σκέ ψου, σου φτάνει η διαφήμιση που θα σου γίνει.» «Θέλω τα λεφτά», ήταν η απάντηση του Ριβέρα. «Δε θα τα πάρεις από μένανε ούτε σε χίλια χρόνια», τον διαβεβαίωσε ο Ντάνι.
— 218 —
— 219 —
«Και τότε γιατί δε δέχεσαι;» ρώτησε ο Ριβέρα. «Αν εί σαι τόσο σίγουρος, γιατί δεν κοιτάς να τα πάρεις;» «Μα το Θεό, θα τα πάρω», φώναξε ο Ντάνι με ξαφνική πεποίθηση. «Και θα σε μαυρίσω στο ξύλο πάνω στο ρινγκ, παιδάκι μου, που μου κάνεις τον έξυπνο εμένανε. Ετοίμα σε τα χαρτιά, Κέλι. Ο νικητής τα παίρνει όλα. Και χτύπα το στις αθλητικές σελίδες. Πες τους πως είναι ξεκαθάρι σμα λογαριασμών. Θα του δείξω εγώ τούτου 'δώ του ξε διάντροπου.» Ο γραμματέας του Κέλι είχε αρχίσει να γράφει, όταν ο Ντάνι τον διέκοψε. «Μια στιγμή!» Στράφηκε στον Ριβέρα. «Ζύγισμα;» «Πλάι στο ρινγκ», ήρθε η απάντηση. «Όχι δα, εξυπνάκια. Αφού ο νικητής τα παίρνει όλα, ζυγιζόμαστε στις 10 π.μ.»1 «Κι ο νικητής τα παίρνει όλα;» ρώτησε ο Ριβέρα. Ο Ντάνι έγνεψε ναι. Η συμφωνία για το ζύγισμα τον βό λευε. Θα έμπαινε στο ρινγκ μ' όλη την ωριμότητα της δύνα μής του. «Εντάξει τότε, ζυγιζόμαστε στις δέκα», είπε ο Ριβέρα. Η πένα του γραμματέα συνέχισε το γρατσούνισμα. «Αυτό σημαίνει πως θα πάρει δυόμισι κιλά παραπά νω», είπε επικριτικά ο Ρόμπερτς του Ριβέρα. «Πάρα πολ λά του χάρισες. Τόνε χάνεις από χέρι τον αγώνα. Ο Ντάνι θα 'ναι γερός σαν ταύρος. Είσαι βλάκας. Θα σε τσακίσει στα σίγουρα. Δεν έχεις πιθανότητες, ούτε μία στο εκατομ μύριο.» Η απάντηση του Ριβέρα ήταν μια ζυγισμένη ματιά μί σους. Ακόμα κι αυτόν τον γκρίνγκο τον περιφρονούσε τώ ρα, αυτόν που τον θεωρούσε πιο καθαρό απ' όλους τους γκρίνγκο. 1. Ύστερα από το ζύγισμα το πρωί, θα μπορούσε ν' αυξήσει το βάρος του μέχρι την ώρα του αγώνα, το βράδυ, χωρίς ποινή. Κανονικά το ζύγισμα γίνεται λίγο πριν τον αγώνα.
— 220 —
*** Ο Ριβέρα μπήκε στο ρινγκ σχεδόν απαρατήρητος. Μό λις κάτι λίγα, σκόρπια κι ανόρεχτα χειροκροτήματα τον υποδέχτηκαν. Το κοινό δεν πίστευε σ' αυτόν. Ήταν το πρό βατο που οδηγούσαν για σφαγή από τα χέρια του μεγάλου Ντάνι. Κι άλλωστε, το κοινό είχε απογοητευθεί. Περίμενε μια θυελλώδη μάχη ανάμεσα στον Ντάνι Ουόρντ και τον Μπίλι Κάρθι και τώρα έπρεπε ν' αρκεστεί σ' αυτόν εδώ τον αρχάριο φουκαρά. Είχε εκδηλώσει την απογοήτευση του για την αλλαγή στοιχηματίζοντας δύο ή και τρία προς ένα υπέρ του Ντάνι. Κι όπου πάνε τα στοιχήματα του κοι νού εκεί βρίσκεται κι η καρδιά του. Ο νεαρός Μεξικάνος κάθισε στη γωνιά του και περίμε νε. Τα λεπτά κυλούσαν αργά. Ο Ντάνι επίτηδες τον άφηνε να περιμένει. Ήταν παλιό το κόλπο, αλλά πετύχαινε πάντα με τους καινούργιους, πρωτόβγαλτους πυγμάχους. Τους έ πιανε τρομάρα καθώς κάθονταν έτσι, αντιμέτωποι με τους ίδιους τους τους φόβους και μ' ένα σκληρόκαρδο κοινό που κάπνιζε. Να όμως που, για μια φορά, το κόλπο δεν έ πιανε. Ο Ρόμπερτς είχε δίκιο. Ο Ριβέρα δεν είχε κάλους. Αυτός, που ήταν πιο λεπτά ισορροπημένος, πιο ευαισθητο ποιημένος απ' όλους, δεν είχε τέτοιου είδους νεύρα. Η α τμόσφαιρα της προεξοφλημένης ήττας που επικρατούσε στη γωνιά του δεν τον επηρέαζε καθόλου. Οι βοηθοί του ή ταν γκρίνγκο, ξένοι. Ήταν κι απολειφάδια, από τ' αποβράσματα του αθλήματος, χωρίς ικανότητες και χωρίς τιμή. Κι αποπάνω, τους είχε παγώσει η βεβαιότητα πως βρίσκονταν στη γωνιά του χαμένου. «Λοιπόν, άκου, πρέπει να προσέξεις», τον προειδοποί ησε ο Σπάιντερ Χάγκερτι. Ο Σπάιντερ ήταν ο κύριος βοη θός του. «Θα το τραβήξεις όσο μπορέσεις - αυτό μου πα ράγγειλε να σου πω ο Κέλι. Αλλιώς, οι εφημερίδες θα πού νε πως ήτανε άλλο ένα παιχνίδι μάπα και θα κακολογη θούνε ακόμα παραπάνω το μποξ στο Λος Άντζελες.» — 221 —
Όλα αυτά δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά, αλλά ο Ριβέρα δεν έδινε σημασία. Περιφρονούσε το επαγγελματικό μποξ. Ήταν το μισητό παιχνίδι των μισητών γκρίνγκο. Εί χε καταπιαστεί με δαύτο κι είχε γίνει κλοτσοσκούφι γι' άλ λους στα γυμναστήρια, μόνο και μόνο επειδή πεινούσε. Το γεγονός ότι ήταν ιδανικά φτιαγμένος γι' αυτό δε σήμαινε τίποτε. Το μισούσε. Μόνο σαν μπήκε στην υπηρεσία του συμβουλίου άρχισε ν' αγωνίζεται για λεφτά κι είδε πως τα λεφτά έβγαιναν εύκολα. Δεν ήταν ο πρώτος ανάμεσα στους υιούς του ανθρώπου που βρέθηκε να πετυχαίνει σ' ένα ε πάγγελμα που περιφρονούσε. Δεν καθόταν να κάνει αναλύσεις. Ήξερε απλώς πως έ πρεπε να κερδίσει αυτό τον αγώνα. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Γιατί πίσω του, ατσαλώνοντας αυτή του την πεποίθηση, βρίσκονταν δυνάμεις πιο βαθιές απ' αυτές που ονειρευόταν η γεμάτη αίθουσα. Ο Ντάνι Ουόρντ αγωνιζό ταν για τα λεφτά και για την καλοπέραση που θα του φέρναν. Αλλά τα πράγματα για τα οποία αγωνιζόταν ο Ριβέρα έκαιγαν μέσα στο μυαλό του - πύρινες, τρομακτικές οπτα σίες που, με τα μάτια ορθάνοιχτα, καθώς καθόταν μονά χος στη γωνιά του ρινγκ και περίμενε το δολερό αντίπαλό του, τις έβλεπε όσο ξεκάθαρα τις είχε ζήσει. Έβλεπε τα υδροκίνητα εργοστάσια του Ρίο Μπλάνκο με τους άσπρους τοίχους. Έβλεπε τους έξι χιλιάδες εργά τες, πεινασμένους και χλομούς, και τα παιδάκια των εφτά κι οκτώ χρόνων, που μοχθούσαν σε πολύωρες βάρδιες για δέκα σέντσια την ημέρα. Έβλεπε τα περιφερόμενα πτώμα τα, τις φρικαλέες νεκροκεφαλές των αντρών που ξεθεώνονταν στα βαφεία. Θυμόταν πως είχε ακούσει τον πατέρα του να λέει τα βαφεία «τρύπες αυτοκτονίας», όπου ένας χρόνος σήμαινε θάνατο. Έβλεπε τη μικρή αυλή και τη μά να του να μαγειρεύει και να τυραννιέται με το πρωτόγονο νοικοκυριό κι όμως να βρίσκει καιρό για να τον χαϊδεύει και να τον αγαπάει. Και τον πατέρα του έβλεπε, μεγαλό σωμο, με τα μεγάλα μουστάκια και το βαθύ στέρνο, που,
καλόκαρδος όσο κανένας, αγαπούσε όλο τον κόσμο, με μια καρδιά τόσο μεγάλη που περίσσευε μέσα της ξέχειλη α 1 γάπη για τη μητέρα και το μικρό μουτσάτσο που έπαιζε στη γωνιά της αυλής. Εκείνο τον καιρό, δεν τον έλεγαν Ρι βέρα. Τον έλεγαν Φερνάντες, το επίθετο του πατέρα και της μητέρας του. Εκείνο τον είχαν βαφτίσει Χουάν. Αργό τερα άλλαξε το όνομα ο ίδιος, σαν είδε πως το Φερνάντες το μισούσαν οι αστυνομικοί, οι χέφες πολίτικος κι οι ρου2 ράλες . Ο μεγαλόσωμος, ο λεβέντης Χοακίν Φερνάντες! Έπια νε πολύ χώρο στις οπτασίες του Ριβέρα. Δεν είχε καταλά βει τότε, αλλά καταλάβαινε τώρα αναπολώντας. Μπορού σε και τον έβλεπε να στοιχειοθετεί στο μικρό τυπογραφείο ή να γράφει βιαστικά, όλος νεύρο, ατέλειωτες αράδες στο παραφορτωμένο γραφειάκι. Και θυμόταν τις παράξενες βραδιές, τότε που εργάτες έρχονταν κρυφά μέσα στο σκο τάδι, σαν άνθρωποι που έκαναν κάτι κακό, κι έβρισκαν τον πατέρα του και μιλούσαν με τις ώρες στο δωμάτιο ό που εκείνος, ο μουτσάτσο, ήταν ξαπλωμένος στη γωνιά, χωρίς πάντοτε να κοιμάται. Σαν από μακριά, άκουσε τον Σπάιντερ Χάγκερτι να του λέει: «Μη σε ρίξει κάτω απ' την αρχή. Αυτές είν' οι διαταγές. Θα τις φας και θα πάρεις το παραδάκι σου.» Είχαν περάσει δέκα λεπτά κι ακόμα καθόταν στη γωνιά του. Ο Ντάνι δε φαινόταν. Ήταν φανερό πως το παρατρα βούσε με το κόλπο του. Αλλά κι άλλες οπτασίες έκαιγαν μπρος στα μάτια της μνήμης του Ριβέρα. Η απεργία ή μάλλον το λοκάουτ, επει δή οι εργάτες του Ρίο Μπλάνκο είχαν βοηθήσει τους απερ γούς αδερφούς τους της Πουέμπλα. Η πείνα, οι περιπλα νήσεις στους λόφους για βατόμουρα, οι ρίζες και τα χόρτα
— 222 —
— 223 —
1. Αγόρι. 2. Πολιτοφύλακες και χωροφύλακες, όργανα του Ντίας, για τον έ λεγχο κυρίως της υπαίθρου.
που έτρωγαν όλοι και που έστριβαν και ξέσκιζαν τα στο μάχια τους. Κι ύστερα, ο εφιάλτης, ο ανοιχτός χώρος μπρος στην αποθήκη της εταιρίας, οι χιλιάδες πεινασμένοι εργάτες, ο στρατηγός Ροσάλιο Μαρτίνες1 κι οι στρατιώτες του Πορφίριο Ντίας και τα τουφέκια που έφτυναν θάνατο κι έλεγες πως δε θα έπαυαν ποτέ να φτύνουν, καθώς τα κρίματα των εργατών πλένονταν και ξαναπλένονταν στο ίδιο τους το αίμα. Κι εκείνη η νύχτα! Είδε τ' ανοιχτά φορ τηγά γεμάτα μέχρι τα μπούνια με τα κορμιά των σκοτωμέ νων, με προορισμό τη Βέρα Κρους, τροφή για τα σκυλό ψαρα του κόλπου. Σκαρφάλωσε ξανά στους φρικαλέους σωρούς, αναζήτησε και βρήκε τον πατέρα και τη μητέρα του, γυμνούς και κατακρεουργημένους. Θυμόταν ειδικά τη μητέρα του, που μόνο το πρόσωπό της προεξείχε, με το κορμί κάτω από το βάρος δεκάδων πτωμάτων. Ξανά τα τουφέκια των στρατιωτών του Πορφίριο Ντίας κροτάλι σαν και ξανά έπεσε στο χώμα και ξεγλίστρησε σαν κυνηγη μένο αγρίμι των λόφων. Ήρθε στ' αφτιά του μια μεγάλη βουή σαν της θάλασσας κι είδε τον Ντάνι Ουόρντ επικεφαλής της ακολουθίας του, με τους προπονητές και τους βοηθούς, να κατεβαίνει τον κεντρικό διάδρομο. Το κοινό αποθέωνε ξέφρενο τον κο σμαγάπητο ήρωα, που θα νικούσε οπωσδήποτε. Όλοι τον ζητωκραύγαζαν. Όλοι ήταν με το μέρος του. Ακόμα κι οι βοηθοί του Ριβέρα ένιωσαν κάτι σαν ευφροσύνη όταν ο Ντάνι πέρασε καμαρωτός τα σκοινιά και μπήκε στο ρινγκ. Το πρόσωπό του ξάνοιγε συνέχεια σε μια ατέλειωτη διαδο χή από χαμόγελα. Κι όταν ο Ντάνι χαμογελούσε, χαμογε λούσαν τα πάντα του, ως κι οι μικρές ρυτίδες στις γωνιές των ματιών του και τα ίδια τα μάτια του μέχρι βαθιά μέσα. Δεν είχε ξαναφανεί τόσο πρόσχαρος πυγμάχος. Το πρό σωπό του ήταν μια διαρκής διαφήμιση καλογνωμιάς και 1. Διεύθυνε την καταστολή της απεργίας του 1907 στο Ρίο Μπλάνκο.
— 224 —
συντροφικότητας. Ήξερε τους πάντες. Αστειευόταν, γελού σε και χαιρετούσε τους φίλους του μέσ' από τα σκοινιά. Όσοι κάθονταν πιο πέρα, μην μπορώντας να κρύψουν το θαυμασμό τους, ξεφώνιζαν: «Γεια σου, Ντάνι!» Ήταν μια χαρούμενη επευφημία, εκδήλωση αγάπης που κράτησε πέ ντε λεπτά γεμάτα. Ο Ριβέρα αγνοήθηκε. Ουσιαστικά δεν υπήρχε για το κοινό. Το πρησμένο πρόσωπο του Σπάιντερ Χάγκερτι έ σκυψε κοντά στο δικό του. «Μη φοβάσαι», τον προειδοποίησε ο Σπάιντερ. «Και να θυμάσαι τις οδηγίες. Πρέπει να βαστάξεις. Μην τα πα ρατήσεις. Έτσι και τα παρατήσεις, έχουμε εντολή να σε δείρουμε στ' αποδυτήρια. Μπήκες; Πρέπει να το παλέψεις όσο μπορείς.» Το κοινό άρχισε να χειροκροτεί ρυθμικά, καθώς ο Ντά νι διέσχιζε το ρινγκ προς τη μεριά του Ριβέρα. Έσκυψε, πήρε το δεξί χέρι του Ριβέρα μέσα στα δυο του χέρια και το έσφιξε μ' επιδεικτική εγκαρδιότητα. Το πρόσωπο του Ντά νι, όλο χαμόγελο, ήταν κοντά στο δικό του. Το κοινό ορυόταν εκφράζοντας την εκτίμησή του γι' αυτή την επίδειξη α θλητικού πνεύματος εκ μέρους του Ντάνι. Χαιρετούσε τον αντίπαλο του με τη στοργή αδελφού! Τα χείλη του Ντάνι κινήθηκαν και το κοινό, ερμηνεύοντας τα λόγια που δεν ά κουγε σαν λόγια καλοσυνάτου σπόρτσμαν, επευφήμησε ξανά. Μόνο ο Ριβέρα άκουσε τα χαμηλόφωνα λόγια: «Ρε μεξικάνικο ποντίκι», σφύριξε ο Ντάνι μέσ' από τα χαμογελαστά του χείλη, «θα σε κάνω να φτύσεις αίμα.» Ο Ριβέρα έμεινε ακίνητος. Δε σηκώθηκε, μόνο τον κοί ταξε με τα μάτια γεμάτα μίσος. «Σήκω, ρε σκύλε!» φώναξε κάποιος πίσω του, μέσ' από τα σκοινιά. Το κοινό άρχισε να σφυρίζει και να τον γιουχαΐζει για το αντιαθλητικό του φέρσιμο, αλλά εκείνος έμενε ασυγκί νητος. Άλλο ένα μεγάλο ξέσπασμα επευφημιών συνόδεψε τον Ντάνι καθώς επέστρεφε στη θέση του. — 225 —
Όταν ο Ντάνι γδύθηκε, ακούστηκαν «ααα!» και «ωωω!» θαυμασμού. Το σώμα του ήταν τέλειο, γεμάτο αβία στη ευκαμψία, υγεία και δύναμη. Το δέρμα του ήταν λευκό σαν γυναίκας και το ίδιο λείο. Χάρη κι ελαστικότητα κι α ντοχή φώλιαζαν μέσα του. Το είχε αποδείξει σε δεκάδες α γώνες. Φωτογραφίες του βρίσκονταν σ' όλα τα περιοδικά φυσικής αγωγής. Ένα μούγκρισμα ακούστηκε καθώς ο Σπάιντερ Χάγκερτι έβγαζε το πουλόβερ του Ριβέρα. Το σώμα του φαινόταν πιο λιγνό, επειδή το δέρμα ήταν μαυριδερό. Είχε μούσκουλα, αλλά δεν έδειχναν όπως του αντιπάλου του. Αυτό που το κοινό αμέλησε να προσέξει ήταν το πλατύ στέρνο. Ούτε και θα μπορούσε να μαντέψει τη στερεότητα που είχαν οι ίνες της σάρκας, τις ακαριαίες εκρήξεις των κυττάρων στους μυώνες, τα θαυμαστά νεύρα που συγκροτούσαν τα διάφορα μέρη σ' έναν έξοχο μαχητικό μηχανισμό. Το κοι νό δεν έβλεπε παρά ένα μελαψό δεκαοκτάχρονο αγόρι, με σώμα που έδειχνε σώμα αγοριού. Ο Ντάνι ήταν διαφορετι κός. Ήταν άντρας είκοσι τεσσάρων χρόνων και το σώμα του ήταν σώμα άντρα. Η αντίθεση έγινε ακόμα πιο χτυπη τή όταν στάθηκαν κι οι δυο στο κέντρο του ρινγκ για ν' α κούσουν τις οδηγίες του διαιτητή. Ο Ριβέρα πρόσεξε τον Ρόμπερτς, που καθόταν ακριβώς πίσω από τους δημοσιογράφους. Ήταν πιο μεθυσμένος απ' όσο συνήθιζε κι η ομιλία του ήταν ανάλογα πιο αργό συρτη. «Μη σε νοιάζει, Ριβέρα», τραύλισε. «Δεν μπορεί να σε σκοτώσει κιόλας. Αυτό να θυμάσαι. Θα σου ριχτεί άγρια στην αρχή, αλλά μην τα χάσεις. Κοίταξε μόνο να καλύπτε σαι, να μπλοκάρεις και ν' αγκαλιάζεις. Δεν μπορεί να σε χτυπήσει πολύ άσκημα. Πες πως σε βαράνε σε προπόνηση στο γυμναστήριο.» Ο Ριβέρα δεν έδειξε να τον άκουσε. «Στριμμένο άντερο», μουρμούρισε ο Ρόμπερτς στο δι πλανό του. «Πάντα έτσι ήτανε.»
Αλλά ο Ριβέρα ξέχασε να τον κοιτάξει με μίσος όπως συνήθως. Μια οπτασία από αμέτρητα τουφέκια τον τύφλω νε. Κάθε φάτσα στην αίθουσα, όσο έπαιρνε το μάτι του, μέ χρι πάνω στις θέσεις του ενός δολαρίου, είχε μεταμορφω θεί σε τουφέκι. Κι έβλεπε τη μακριά μεξικάνικη μεθόριο, ά νυδρη και φρυγμένη στον ήλιο και πονεμένη, ενώ κατά μή κος της έβλεπε τις ρακένδυτες ομάδες να μένουν αργές, μόνο και μόνο γιατί δεν είχαν όπλα. Γύρισε στη γωνιά και περίμενε όρθιος. Οι βοηθοί του είχαν συρθεί έξω από το ρινγκ περνώντας μέσ' από τα σκοινιά, παίρνοντας μαζί τους το πάνινο σκαμνί. Φάτσα στην απέναντι γωνιά του τετράγωνου ρινγκ στεκόταν ο Ντάνι. Το καμπανάκι χτύπησε κι η μάχη άρχισε. Το κοινό ούρλιαξε από αγαλλίαση. Δεν είχε δει ποτέ αγώνα ν' αρχί ζει πιο πειστικά. Οι εφημερίδες είχαν δίκιο. Ήταν ξεκαθά ρισμα λογαριασμών. Ο Ντάνι κάλυψε τα τρία τέταρτα της απόστασης στη βιασύνη του να συναντήσει τον αντίπαλο, με καταφάνερη την πρόθεσή του να κατασπαράξει το μι κρό Μεξικάνο. Του έριξε όχι μια, ούτε δυο ούτε δέκα γρο θιές απανωτές. Ήταν στρόβιλος από χτυπήματα, ένας σί φουνας εξολόθρευσης. Ο Ριβέρα δεν ήταν πουθενά. Τον εί χαν κατακλύσει, τον είχαν θάψει οι γροθιές που έπεφταν βροχή από κάθε γωνιά και κάθε θέση, γροθιές από ένα μά στορα της τέχνης. Είχε τσακιστεί, είχε ριχτεί στα σκοινιά, τους χώρισε ο διαιτητής, ξανακλείστηκε στα σκοινιά. Δεν ήταν αγώνας αυτός, ήταν σφαγή, μακελειό. Οποιο δήποτε κοινό, έξω από των αγώνων για χρήματα, θα είχε ε ξαντλήσει τις συγκινήσεις του σ' εκείνο το πρώτο λεπτό. Ο Ντάνι έδειχνε τι ήταν ικανός να κάνει, ήταν μια έξοχη επί δειξη. Τέτοια ήταν η βεβαιότητα του κοινού, τέτοια η έξαψη κι η μεροληψία του, που δεν πρόσεξε πως, παρ' όλα αυτά, ο Μεξικάνος στεκόταν ακόμα στα πόδια του. Ξέχασε τον Ρι βέρα. Σπάνια τον έβλεπε. Τόσο ασφυκτικά τον είχε περιζώσει η ανθρωποφάγα επίθεση του Ντάνι. Πέρασε έτσι ένα λε πτό, δύο λεπτά. Κι ύστερα, σε μια στιγμή που χώρισε τους
— 226 —
— 227 —
αντιπάλους ο διαιτητής, οι θεατές μπόρεσαν να δουν καθα ρά το Μεξικάνο. Το χείλι του είχε κοπεί, η μύτη του αιμορ ραγούσε. Και, καθώς γύριζε κι αγκάλιαζε τον αντίπαλό του παραπατώντας, φάνηκαν κόκκινες λουρίδες στην πλάτη του, τα ματώματα από το στρίμωγμά του στα σκοινιά. Αλλά εκείνο που δεν πρόσεξε το κοινό ήταν ότι το στήθος του μόλις που ανάδευε και πως στα μάτια του έκαιγε πάντα η ψυχρή φλόγα. Πάρα πολλοί επίδοξοι πρωταθλητές, στον άγριο κυκεώνα των γυμναστηρίων, είχαν εφαρμόσει πάνω του αυτή την τακτική της ανθρωποφάγος επίθεσης. Κι είχε μάθει να επιζεί, για μια αμοιβή από μισό δολάριο τη φορά μέχρι δεκαπέντε δολάρια τη βδομάδα. Σε σκληρό σχολειό είχε μαθητέψει, κι είχε μαθητέψει σκληρά. Κι ύστερα έγινε το απίστευτο. Το ανακάτεμα μέσα στο στρόβιλο, όπου δεν ξεχώριζε κανείς πρόσωπα, σταμάτησε ξαφνικά κι ο Ριβέρα στεκόταν μόνος!!! Ο Ντάνι, ο φοβε ρός και τρομερός Ντάνι, κειτόταν πεσμένος με την πλάτη. Το κορμί του σκιρτούσε καθώς οι αισθήσεις πάλευαν να το ξαναβρούν. Δεν είχε παραπατήσει ώσπου να πέσει ούτε εί χε γκρεμιστεί διαγράφοντας μια μακριά τροχιά. Το δεξί κροσέ του Ριβέρα τον είχε σωριάσει επιτόπου, αιφνιδια στικό σαν το θάνατο. Ο διαιτητής έσπρωξε πίσω τον Ριβέ ρα με το ένα χέρι και στάθηκε πάνω από τον πεσμένο μο νομάχο μετρώντας τα δευτερόλεπτα. Το κοινό τέτοιων α γώνων επευφημεί συνήθως ένα καθαρό νοκντάουν. Τούτο το κοινό, όμως, δεν επευφήμησε. Το πράγμα ήταν πολύ α πρόσμενο. Παρακολουθούσε το μέτρημα των δευτερολέ πτων με κομμένη την ανάσα και, μέσα σ' αυτή τη σιωπή, α κούστηκε η φωνή του Ρόμπερτς καταχαρούμενη: «Σας το 'πα πως χτυπάει και με το 'να και με τ' άλλο χέρι.» Στο πέμπτο δευτερόλεπτο, ο Ντάνι γύρισε μπρούμυτα κι όταν μετρήθηκε το έβδομο, στηρίχτηκε στο ένα γόνατο, έτοιμος να σηκωθεί στο ένατο και πριν το δέκατο. Αν το γόνατό του εξακολουθούσε ν' ακουμπάει στο καναβάτσο — 228 —
στο «δέκα», θα θεωρούνταν «πεσμένος», νοκάουτ. Από τη στιγμή που το γόνατό του άφησε το καναβάτσο, θεωρού νταν «όρθιος» κι ο Ριβέρα είχε το δικαίωμα να επιχειρήσει να τον ξαναρίξει. Ο Ριβέρα δε θα έχανε την ευκαιρία. Τη στιγμή που εκείνο το γόνατο θ' άφηνε το καναβάτσο, θα ξαναχτυπούσε. Χοροπηδούσε γύρω από τον αντίπαλό του, αλλά ο διαιτητής ήρθε και στάθηκε στη μέση κι ο Ριβέρα ή ξερε πως είχε μετρήσει τα δευτερόλεπτα πολύ αργά. Όλοι οι γκρίνγκο ήταν εναντίον του, ακόμα κι ο διαιτητής. Στο «εννιά», ο διαιτητής έσπρωξε βίαια τον Ριβέρα πί σω. Ήταν αντικανονικό, αλλά επέτρεψε στον Ντάνι να ση κωθεί, με το χαμόγελο ξανά στα χείλη. Μισοσκυμμένος, με τα μπράτσα μπρος στο πρόσωπο και το στομάχι, αγκαλιά στηκε έξυπνα με τον Ριβέρα. Σύμφωνα με τους κανονι σμούς, ο διαιτητής έπρεπε να τους χωρίσει, αλλά δεν το έ κανε, κι ο Ντάνι έμεινε κολλημένος σαν πεταλίδα κι ανα κτούσε δυνάμεις στιγμή με στιγμή. Το τελευταίο λεπτό του γύρου κυλούσε γρήγορα. Αν κατάφερνε ν' αντέξει ως το τέλος, θα είχε ένα ολόκληρο λεπτό για να ξαναζωντανέψει στη γωνιά του. Κι άντεξε ως το τέλος, χαμογελώντας πά ντοτε, παρ' όλη την απελπιστική κατάσταση και τον α κραίο κίνδυνο που πέρασε. «Το χαμόγελο που δε θα σβήσει ποτέ!» φώναξε κάποιος και το κοινό γέλασε δυνατά, ανακουφισμένο. «Η κλοτσιά που μπορεί και δίνει τούτος ο βρομομεξικάνος είναι κάτι το φοβερό», είπε λαχανιάζοντας ο Ντάνι στο σύμβουλό του, καθώς οι βοηθοί του τον έτριβαν με πολλή ζέση. Ο δεύτερος κι ο τρίτος γύρος κύλησαν ήρεμα. Ο Ντάνι, πονηρός και τέλειος γνώστης της στρατηγικής του ρινγκ, τρενάριζε και μπλόκαρε και κρατιόταν, συγκεντρωμένος στην προσπάθεια του να συνέρθει από εκείνο το χτύπημα του πρώτου γύρου, που τον ζάλισε. Στον τέταρτο γύρο, ή ταν πάλι ο εαυτός του. Όσο κι αν τραντάχτηκε και κλονί στηκε, η καλή του κατάσταση του επέτρεψε να ξαναβρεί το — 229 —
σφρίγος του. Αλλά δεν επιχείρησε ξανά να εφαρμόσει την ανθρωπόφαγα τακτική. Ο Μεξικάνος είχε αποδειχτεί σκλη ρό καρύδι κι ο Ντάνι έπρεπε τώρα ν' αξιοποιήσει τις κα λύτερες μαχητικές του ικανότητες. Σε κόλπα κι επιδεξιό τητα και πείρα ήταν μάστορας και, μια και δεν μπορούσε να καταφέρει αποφασιστικά χτυπήματα, βάλθηκε επιστη μονικά να εξαντλήσει τον αντίπαλό του βαθμιαία. Έδινε τρία χτυπήματα στο ένα του Ριβέρα, αλλά ήταν απλώς δυνα τά χτυπήματα, όχι μοιραία. Το άθροισμα πολλών τέτοιων χτυπημάτων ήταν που θ' απέβαινε μοιραίο. Έπρεπε να υπο λογίζει τούτο τον πρωτάρη, που ήξερε να δίνει καταπληκτι κές κοντινές γροθιές και με τα δυο του χέρια. Αμυνόμενος, ο Ριβέρα εφάρμοσε μια τακτική με αρι στερά ντιρέκτ, που έκανε τον αντίπαλό του να σαστίζει. Ξανά και ξανά, στη μια επίθεση του Ντάνι μετά την άλλη, ξέφευγε κι έδινε το αριστερό ντιρέκτ, προκαλώντας αθροι στική ζημιά στο στόμα και τη μύτη του αντιπάλου του. Αλλά ο Ντάνι ήταν πρωτεϊκός. Γι' αυτό άλλωστε ήταν κι ο μελλούμενος πρωταθλητής. Μπορούσε ν' αλλάζει στιλ στη στιγμή, όποτε ήθελε. Έτσι, συγκεντρώθηκε τώρα στον α γώνα σώμα με σώμα. Ήταν μεγάλη πονηριά αυτό από μέ ρους του και του επέτρεπε ν' αποφεύγει τ' αριστερά ντι ρέκτ του άλλου. Έκανε επανειλημμένα το κοινό να ουρλιά ξει από ενθουσιασμό, με αποκορύφωμα ένα θαυμάσιο ξε μπλοκάρισμα κι ένα κοντινό άπερκατ, που σήκωσε το Με ξικάνο στον αέρα και τον πέταξε στο καναβάτσο. Ο Ριβέρα στηρίχτηκε στο ένα γόνατο, επωφελούμενος όσο γινόταν από το μέτρημα, ξέροντας πολύ καλά πως γι' αυτόν ο διαι τητής θα μετρούσε γρήγορα. Ξανά, στον έβδομο γύρο, ο Ντάνι κατάφερε το σατανι κό κοντινό του άπερκατ. Ο Ριβέρα παραπάτησε απλώς, αλλά, τη στιγμή της ανυπεράσπιστης αδυναμίας του που ακολούθησε, ο Ντάνι, μ' ένα άλλο συντριπτικό χτύπημα, τον πέταξε έξω από τα σκοινιά. Το σώμα του Ριβέρα έπεσε πάνω στα κεφάλια των δημοσιογράφων, που τον σήκωσαν
και τον έβαλαν στην άκρη του ρινγκ, έξω από τα σκοινιά. Εκεί έμεινε στηριγμένος στο ένα γόνατο, ενώ ο διαιτητής μετρούσε βιαστικά τα δευτερόλεπτα. Μέσ' από τα σκοινιά, που έπρεπε να τα περάσει σκυφτός για να μπει στο ρινγκ, τον περίμενε ο Ντάνι. Ο διαιτητής ούτε παρεμβλήθηκε ού τε έσπρωξε τον Ντάνι πίσω. Το κοινό ήταν έξαλλο από ενθουσιασμό. «Τσάκισε τον, Ντάνι, σκότωσέ τον!» φώναξε κάποιος κι αμέσως δεκάδες φωνές το επανέλαβαν, μέχρι που γίνηκε πολεμική κραυγή λύκων. Ο Ντάνι θα έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά ο Ριβέρα, στο ό γδοο δευτερόλεπτο αντί στο ένατο, πέρασε απρόσμενα μέσ' από τα σκοινιά κι αγκαλιάστηκε με τον αντίπαλό του για ασφάλεια. Ο διαιτητής κινήθηκε αμέσως αυτή τη φορά, αποσπώντας τον για να μπορέσει να τον χτυπήσει ο άλ λος. Έδινε στον Ντάνι κάθε πλεονέκτημα που μπορεί να δώσει ένας μεροληπτικός διαιτητής. Αλλά ο Ριβέρα επέζησε και το μυαλό του καθάρισε από τη θολούρα. Τίποτα το παράξενο δε συνέβαινε. Είχε να κά νει με τους μισητούς γκρίνγκο κι ήταν όλοι τους άδικοι. Έτσι, και στις χειρότερες ακόμα στιγμές, οπτασίες συνέχι ζαν ν' αστράφτουν και να σπιθίζουν στο μυαλό του - μα κριές ράγες που κουφόβραζαν μέσα στην έρημο, ρουράλες κι αμερικάνοι χωροφύλακες, φυλακές και μπουντρούμια, αλητεία στις στέρνες, όλο το ταπεινωτικό κι οδυνηρό πα νόραμα της οδύσσειάς του μετά το Ρίο Μπλάνκο και την απεργία. Κι ύστερα, περίλαμπρη και δοξασμένη, έβλεπε τη μεγάλη κόκκινη επανάσταση να ξεχύνεται και να σαρώνει την πατρίδα του. Τα τουφέκια ήταν εκεί, μπροστά του. Η κάθε μισητή φάτσα ήταν κι ένα τουφέκι. Για τα τουφέκια πάλευε. Τα τουφέκια ήταν εκείνος, η επανάσταση ήταν ε κείνος. Αγωνιζόταν για όλο το Μεξικό. Το κοινό άρχισε να δυσανασχετεί με τον Ριβέρα. Γιατί δεν τις έτρωγε και να τελειώνει, όπως του είχε οριστεί; Θα τις έτρωγε, έτσι κι αλλιώς, αλλά γιατί ήταν τόσο πεισματά-
— 230 —
— 231 —
ρης; Πολύ λίγοι νοιάζονταν γι' αυτόν. Αποτελούσαν το ο ρισμένο εκείνο ποσοστό του κύκλου των τζογαδόρων που ποντάρουν στις εκπλήξεις, στα αουτσάιντερ. Πίστευαν πως ο Ντάνι θα νικούσε οπωσδήποτε, αλλά έβαλαν λεφτά στο Μεξικάνο, τέσσερα προς δέκα κι ένα προς τρία. Κάμποσα λεφτουδάκια είχαν παιχτεί και σε στοιχήματα για το πό σους γύρους θα άντεχε ο Ριβέρα. Στοιχήματα είχαν προτα θεί στα τυφλά γύρω στο ρινγκ, με τη δήλωση πως δε θα κρα τούσε εφτά γύρους, ούτε κι έξι. Όσοι κέρδισαν, από τη στιγ μή που το χρηματικό τους ρίσκο τους βγήκε σε καλό, ζητω κραύγαζαν τώρα κι αυτοί υπέρ του φαβορί. Ο Ριβέρα, ωστόσο, αρνιόταν να νικηθεί. Σ' όλο τον ό γδοο γύρο, ο αντίπαλός του μάταια πάσχισε να επαναλά βει το άπερκατ. Στον ένατο, ο Ριβέρα μαρμάρωσε και πάλι το κοινό. Στη μέση μιας συμπλοκής, ξέφυγε με μια γρήγο ρη, λαστιχένια κίνηση και, μέσα στο στενό χώρο ανάμεσα στα σώματά τους, η δεξιά του γροθιά υψώθηκε από τη μέ ση. Ο Ντάνι σωριάστηκε στο καναβάτσο, στην ασφάλεια του μετρήματος. Το κοινό έφριξε. Ο Ντάνι είχε βρει το δά σκαλό του στο δικό του παιχνίδι. Το περίφημο δεξί του ά περκατ είχε γυρίσει σε βάρος του. Ο Ριβέρα δεν επιχείρησε να τον χτυπήσει καθώς σηκωνόταν στο «εννιά». Ο διαιτη τής θα εμπόδιζε άλλωστε απροκάλυπτα μια τέτοια κίνηση, ενώ έφευγε από τη μέση όποτε η κατάσταση αντιστρεφόταν κι ο Ριβέρα ήταν εκείνος που πήγαινε να σηκωθεί. Δυο φορές στο δέκατο γύρο ο Ριβέρα κατάφερε το δεξί του άπερκατ, με τη γροθιά από το ύψος της μέσης, στο πι γούνι του αντιπάλου του. Ο Ντάνι άρχισε ν' απελπίζεται. Το χαμόγελο δεν έλειψε από το πρόσωπό του, αλλά ξανάρ χισε τις ανθρωποφάγες επιθέσεις. Μα όσο κι αν χιμούσε σαν ανεμοστρόβιλος, δεν κατάφερνε να κάνει ζημιά στον Ριβέρα, ενώ ο Ριβέρα, μέσα στην αντάρα και το σίφουνα, τον έστειλε στο καναβάτσο τρεις φορές απανωτά. Ο Ντάνι δε συνερχόταν πια τόσο γρήγορα και, σαν έπιασαν τον εν δέκατο γύρο, άρχισε να τα βρίσκει πολύ σκούρα. Αλλ' από
τον ενδέκατο μέχρι το δέκατο τέταρτο, έκανε την πιο απο φασιστική επίδειξη της καριέρας του. Τρενάριζε και μπλό καρε, χτυπούσε με φειδώ και πάσχιζε να μαζεύει δυνάμεις, επιστρατεύοντας ταυτόχρονα όλα τα βρόμικα μέσα που ξέ ρει ένας πετυχημένος μποξέρ. Κουτουλούσε τον Ριβέρα στ' αγκαλιάσματα, δήθεν τυχαία, του μάγκωνε το γάντι α νάμεσα στο μπράτσο και το σώμα του, έφραζε με το δικό του γάντι το στόμα του Ριβέρα για να του κόβει την ανάσα. Πολλές φορές, καθώς αγκαλιάζονταν, πετούσε μέσ' από τα σκισμένα, χαμογελαστά του χείλη ακατονόμαστες βρισιές και προστυχόλογα στ' αφτί του Ριβέρα. Όλοι, από το διαι τητή ως το κοινό, ήταν με το μέρος του Ντάνι και βοηθού σαν όπως μπορούσαν τον Ντάνι. Κι ήξεραν τι είχε κατά νου. Καθώς του έβαζε τα γυαλιά τούτος ο άγνωστος, που ξεφύτρωσε σαν φάντης μπαστούνι, στήριζε όλες του τις ελ πίδες σε μια μοναδική γροθιά. Προσφερόταν για χτυπήμα τα του αντιπάλου του, μια προκαλούσε και μια προσποιόταν και ζάρωνε - όλα για κείνο το ένα άνοιγμα που θα του επέτρεπε να δώσει μ' όλη του τη δύναμη το αποφασιστικό χτύπημα που θα μετέστρεφε την κατάσταση. Μπορούσε να κάνει ό,τι είχε κάνει πριν απ' αυτόν ένας άλλος, μεγαλύτε ρος πυγμάχος: δεξί κι αριστερό, στο ηλιακό πλέγμα και το σαγόνι. Μπορούσε να το κάνει. Ήταν ονομαστός για τη δύ ναμη γροθιάς που απόμενε στα μπράτσα του, όσο μπορού σε και κρατιόταν στα πόδια του. Οι βοηθοί του Ριβέρα δεν τον φρόντιζαν σχεδόν καθό λου στα διαλείμματα. Οι πετσέτες τους έδειχναν να κου νιούνται, αλλά δεν έστελναν αρκετό αέρα στα λαχανιασμέ να του πλεμόνια. Ο Σπάιντερ Χάγκερτι του έδινε συμβουλές που ο Ριβέρα ήξερε πως ήταν λαθεμένες. Όλοι τους ήταν ε ναντίον του. Τον περιτριγύριζε ο δόλος. Στο δέκατο τέ ταρτο γύρο, έριξε πάλι τον Ντάνι στο καναβάτσο κι ο ίδιος στάθηκε ακίνητος, με τα χέρια πεσμένα στο πλάι, καθώς ο διαιτητής μετρούσε. Τότε πρόσεξε κάποιες ύποπτες κινή σεις στην άλλη γωνιά. Είδε τον Μάικλ Κέλι να πλησιάζει
— 232 —
— 233 —
τον Ρόμπερτς, να σκύβει και να του ψιθυρίζει. Ο Ριβέρα εί χε αφτιά γάτας, ασκημένα στην έρημο, κι έπιασε κάποια α πό τα λόγια που ειπώθηκαν. Ήθελε ν' ακούσει περισσότε ρα, κι όταν ο αντίπαλός του σηκώθηκε, κόλλησε πάνω του και τον έφερε κοντά στα σκοινιά. «Πρέπει», άκουσε το Μάικλ να λέει, ενώ ο Ρόμπερτς συγκατένευε. «Πρέπει να νικήσει ο Ντάνι... θα χάσω τά μαλλιοκέφαλά μου... έχω ρίξει ένα σωρό λεφτά... δικά μου λε φτά... έτσι και βαστάξει μέχρι το δέκατο πέμπτο, χάθηκα... ο μικρός σ' ακούει... πες του μια κουβέντα...» Από εκείνη τη στιγμή, ο Ριβέρα δεν έβλεπε πια οπτα σίες. Πήγαιναν να του τη φέρουν. Για μια ακόμα φορά, έ ριξε τον Ντάνι στο καναβάτσο και στάθηκε ακίνητος, με τα χέρια στο πλάι. Ο Ρόμπερτς σηκώθηκε. «Αυτό τόνε τέλειωσε», είπε. «Πήγαινε στη γωνιά σου.» Μίλησε προσπαθώντας να επιβληθεί, όπως είχε μιλήσει συχνά στον Ριβέρα στο γυμναστήριο. Αλλά ο Ριβέρα του έ ριξε μια φαρμακερή ματιά και περίμενε τον Ντάνι να ση κωθεί. Όταν γύρισε στη γωνιά του για το λεπτό του δια λείμματος, ο Κέλι ο διοργανωτής ήρθε και του μίλησε. «Παράτα τα, που να σε πάρει», του σφύριξε με βραχνή φωνή. «Πρέπει να χάσεις, Ριβέρα. Άκουσέ με κι εγώ θα σου φτιάξω το μέλλον σου. Θα σ' αφήσω να δείρεις τον Ντάνι την ερχόμενη φορά. Τώρα, όμως, πρέπει να πέσεις.» Ο Ριβέρα έδειξε με τα μάτια πως είχε ακούσει, αλλά δεν έδειξε ούτε συγκατάθεση ούτε διαφωνία. «Γιατί δε μιλάς, μωρέ;» ρώτησε θυμωμένος ο Κέλι. «Θα χάσεις που θα χάσεις», συμπλήρωσε ο Σπάιντερ Χάγκερτι. «Ο διαιτητής δε θα σ' αφήσει να νικήσεις. Ακου τον Κέλι και παράτα τα.» «Παράτα τα, βρε παιδί», παρακάλεσε ο Κέλι. «Παράτα τα κι εγώ θα σε κάνω πρωταθλητή.» Ο Ριβέρα δεν απάντησε. «Θα σε κάνω, βρε παιδί - μάρτυς μου ο Θεός.» Σαν χτύπησε το καμπανάκι, ο Ριβέρα ένιωσε μια απει-
λή στην ατμόσφαιρα. Το κοινό δεν κατάλαβε τίποτε. 'Ο,τι κι αν ήταν, ήταν εκεί, μέσα στο ρινγκ, πολύ κοντά, μαζί του. Ο Ντάνι έδειχνε να ξαναβρίσκει την πρωτινή του σι γουριά. Η αυτοπεποίθησή του καθώς προχωρούσε τρόμα ξε τον Ριβέρα. Κάποια βρομιά ετοιμαζόταν. Ο Ντάνι χίμηξε, αλλά ο Ριβέρα αρνήθηκε τη σύγκρουση. Παραμέρισε για ασφάλεια. Αυτό που ήθελε ο άλλος ήταν μια συμπλο κή, απαραίτητη κατά κάποιο τρόπο για το κόλπο που είχε κατά νου. Ο Ριβέρα πισωπατούσε και τριγύριζε, όμως ήξε ρε πως η συμπλοκή και το κόλπο θα γίνονταν αργά ή γρή γορα. Στην απελπισία του, αποφάσισε να το προκαλέσει. Προσποιήθηκε πως θα δεχόταν το αγκάλιασμα όταν ο Ντάνι το επιχείρησε. Κι αντί γι' αυτό, την τελευταία στιγ μή, την ώρα ακριβώς που τα κορμιά τους θα κολλούσαν, ο Ριβέρα τινάχτηκε πίσω σαν λάστιχο. Την ίδια στιγμή, η γω νιά του Ντάνι ξεφώνιζε «φάουλ». Ο Ριβέρα τους την έσκα σε. Ο διαιτητής στεκόταν αναποφάσιστος. Τελικά η από φαση που τρεμόπαιζε στα χείλη του δεν προφέρθηκε ποτέ, καθώς ακούστηκε η τσιριχτή φωνή ενός πιτσιρικά από τη γαλαρία: «Ατζαμίδικα πράματα!» Ο Ντάνι έβριζε τώρα ανοιχτά τον Ριβέρα και τον πίεζε, αλλά εκείνος συνέχισε να ξεμακραίνει χοροπηδώντας. Ταυ τόχρονα αποφάσισε να μη χτυπάει στο σώμα. Έχανε έτσι τις μισές του πιθανότητες να νικήσει, αλλά ήξερε πως, αν ήταν να νικήσει καθόλου, θα το πετύχαινε με μακρινά χτυπήματα. Αν τους έδινε το παραμικρό πρόσχημα, θα του καταλόγιζαν φάουλ. Ο Ντάνι παράτησε κάθε προφύλαξη. Σε δυο γύρους, κυνηγούσε και χιμούσε καταπάνω στο νεα ρό, που δεν τολμούσε να τον αντιμετωπίσει από κοντά. Ο Ριβέρα χτυπήθηκε ξανά και ξανά, δέχτηκε αναπάντητα δε κάδες χτυπήματα, προκειμένου ν' αποφύγει την επικίνδυ νη συμπλοκή. Στη διάρκεια αυτής της υπέρτατης, έσχατης προσπάθειας του Ντάνι, το κοινό στεκόταν όρθιο και πα ραληρούσε. Δεν υποψιαζόταν τι συνέβαινε. Το μόνο που έ βλεπε ήταν ότι ο αγαπημένος του θα νικούσε επιτέλους.
— 234 —
— 235 —
«Γιατί δε βαράς, ρε;» ρωτούσαν οργισμένοι οι θεατές τον Ριβέρα. «Είσαι δειλός! Είσαι δειλός!» φώναζαν. «Ανοίξου, ρε κοπρίτη! Ανοίξου!» - «Σκότωσέ τον, Ντάνι! Τόνε τσά κισες! Σκότωσέ τον!» Σ' όλη την αίθουσα, χωρίς εξαίρεση, ο Ριβέρα ήταν ο μόνος ψύχραιμος άνθρωπος. Από ιδιοσυγκρασία κι από καταγωγή, ήταν ο πιο παθιασμένος, αλλά είχε περάσει τό σο ανυπολόγιστα μεγαλύτερες φουρτούνες, που αυτό το συλλογικό πάθος δέκα χιλιάδων λαρυγγιών που ξεχυνό ταν σε διαδοχικά κύματα ήταν γι' αυτόν βελούδινη δροσιά καλοκαιριάτικου δειλινού. Ο Ντάνι συνέχισε την επιθετική του τακτική και στο δέ κατο έβδομο γύρο. Έριξε μια δυνατή γροθιά κι ο Ριβέρα μαράθηκε και διπλώθηκε. Τα χέρια του κρέμασαν ανήμπο ρα καθώς πισωπατούσε τρεκλίζοντας. Ο Ντάνι πίστεψε πως αυτή ήταν η ευκαιρία που γύρευε τόσην ώρα. Ο νεα ρός βρισκόταν στο έλεός του. Αλλά ο Ριβέρα προσποιόταν και, μ' αυτή την προσποίηση, τον τσάκωσε ακάλυπτο και του έριξε μια κοφτή γροθιά στο στόμα. Ο Ντάνι σωριάστη κε. Κι όταν σηκώθηκε, ο Ριβέρα τον γκρέμισε με μια κατεβατή γροθιά στο λαιμό και το σαγόνι. Τρεις φορές επανέ λαβε το χτύπημα. Ήταν αδύνατο για οποιονδήποτε διαιτη τή να χαρακτηρίσει τα χτυπήματα αυτά αντικανονικά. «Βρε Μπιλ! Μπιλ!» παρακαλούσε ο Κέλι το διαιτητή. «Δεν μπορώ», απάντησε εκείνος κλαψιάρικα. «Δε μου δίνει αφορμή.» Ο Ντάνι, στραπατσαρισμένος αλλά ηρωικός, εξακολού θησε να σηκώνεται. Ο Κέλι κι άλλοι κοντά στο ρινγκ άρχι σαν να φωνάζουν την αστυνομία να διακόψει τον αγώνα, μ' όλο που η γωνιά του Ντάνι αρνιόταν να πετάξει την πε τσέτα στο ρινγκ. Ο Ριβέρα είδε ένα χοντρό αστυνόμο να σκαρφαλώνει άτσαλα στο ρινγκ, αλλά δεν ήταν βέβαιος τι σήμαινε αυτό. Είχε τόσο πολλές απάτες αυτό το παιχνίδι των γκρίνγκο! Ο Ντάνι, όρθιος, τρέκλιζε μπροστά του, ζα λισμένος κι ανήμπορος. Ο διαιτητής κι ο αστυνόμος προ— 236 —
χωρούσαν μαζί να πιάσουν τον Ριβέρα, όταν εκείνος έριξε την τελευταία του γροθιά. Δεν ήταν ανάγκη να διακόψουν τον αγώνα. Ο Ντάνι δεν ξανασηκώθηκε. «Μέτρα!» φώναξε βραχνά ο Ριβέρα στο διαιτητή. Κι όταν τέλειωσε το μέτρημα, οι βοηθοί του Ντάνι τον μάζεψαν και τον πήγαν στη γωνιά του. «Ποιος νίκησε;» ρώτησε επιτακτικά ο Ριβέρα. Απρόθυμα ο διαιτητής έπιασε το γαντοφορεμένο χέρι του και το σήκωσε ψηλά. Δεν ακούστηκαν συγχαρητήρια για τον Ριβέρα. Πήγε ασυνόδευτος στη γωνιά του, όπου οι βοηθοί του δεν είχαν βάλει ακόμα το σκαμνί. Έγειρε πίσω πάνω στα σκοινιά, τους έριξε τη φαρμακερή, γεμάτη μίσος ματιά του και την έστρεψε ύστερα μπροστά και γύρω του, μέχρι που κάλυψε όλους τους δέκα χιλιάδες γκρίνγκο. Τα γόνατά του έτρε μαν και του έρχονταν λυγμοί από την εξάντληση. Μπρος στα μάτια του, τα μισητά πρόσωπα ταλαντεύονταν μπροςπίσω μέσα στη ζάλη της ναυτίας που τον έπιασε. Ύστερα θυμήθηκε πως ήταν τα τουφέκια. Και τα τουφέκια ήταν δι κά του. Ναι, η επανάσταση μπορούσε τώρα να προχωρή σει.
— 237 —
Στην πτέρυγα των σαλιάρηδων Εγώ; Όχι, εγώ δεν είμαι σαλιάρης. Εγώ είμαι ο βοηθός. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να κάνει η μις Τζόουνς ή η μις Κέλσι χωρίς εμένανε. Είναι πενήντα πέντε σαλιάρηδες κα τώτερης ποιότητας σ' αυτήν εδώ την πτέρυγα και πώς θα μπορούσαν να τους ταΐζουν όλους αυτούς, αν δε βρισκό μουν εγώ εδωπέρα; Μ' αρέσει να ταΐζω σαλιάρηδες. Δεν κά νουν φασαρία. Δεν μπορούνε να κάνουν. Κάτι δεν πάει κα λά, ιδιαίτερα με τα πόδια και τα χέρια τους, και δεν μπο ρούνε και να μιλήσουν. Είναι πολύ κατώτερης ποιότητας. Εγώ μπορώ και περπατάω και μιλάω και κάνω διάφορα πράματα. Πρέπει να προσέχεις πολύ με τους σαλιάρηδες. Να μην τους ταΐζεις πολύ γρήγορα, γιατί μπορεί να πνιγού νε. Η μις Τζόουνς λέει πως είμαι εξπέρ σ' αυτό. Όταν έρχε ται καμιά καινούργια νοσοκόμα, εγώ της δείχνω πώς να τους ταΐζει. Είν' αστείο να βλέπεις καινούργια νοσοκόμα να προσπαθεί να τους ταΐσει. Είναι τόσο αργή και τόσο προ σεκτική, που φτάνει η ώρα για το βραδινό κι αυτή δεν έχει ξε μπερδέψει ακόμα με το πρωινό τους. Τότε της δείχνω εγώ, γιατί εγώ είμαι εξπέρ. Ο γιατρός Νταλρίμπελ το λέει, κι αυτός πρέπει να ξέρει. Ένας σαλιάρης μπορεί να φάει δυο φορές πιο γρήγορα όταν ξέρεις πώς να τον ταΐσεις. Με λένε Τομ. Είμαι είκοσι οκτώ χρόνων. Όλοι με ξέ ρουνε εδώ στο ίδρυμα1. Ίδρυμα είν' αυτό εδώ, ξέρετε. Α νήκει στην πολιτεία της Καλιφόρνιας και το διευθύνουνε πολιτικοί. Ξέρω εγώ. Είμαι πολύ καιρό εδώ. Όλοι μ' εμπι στεύονται. Κάνω θελήματα παντού εδώ μέσα, όταν δεν α σχολούμαι με τους σαλιάρηδες. Μ' αρέσουν οι σαλιάρη δες. Με κάνουν να σκέφτομαι πόσο τυχερός είμαι που δεν είμαι σαν κι αυτούς. 1. Το άσυλο για νοητικά καθυστερημένα άτομα, κοντά στο ράντσο Λόντον, στην Κοιλάδα Σονόμα της Καλιφόρνιας.
— 239 —
Μ' αρέσει εδώ στο άσυλο. Δε μ' αρέσει έξω. Ξέρω. Έχω βγει στον κόσμο έξω. Τότε που το 'σκασα και τότε που με υιοθέτησαν. Εγώ θέλω το άσυλο. Και προπαντός την πτέ ρυγα των σαλιάρηδων. Δε μοιάζω για σαλιάρης, έτσι δεν είναι; Μπορείτε να δείτε αμέσως τη διαφορά μόλις με κοι τάξετε. Εγώ είμαι βοηθός, εξπέρ βοηθός. Κι αυτό είναι κά τι για έναν καθύστρο. Τι θα πει καθύστρος; Θα πει καθυ στερημένος. Νόμιζα πως το ξέρατε. Όλοι καθύστροι είμα στε εδώ μέσα. Μόνο που εγώ είμαι καθύστρος ανώτερης ποιότητας. Ο γιατρός Νταλρίμπελ λέει πως είμαι πολύ έξυπνος για να μ' έχουν στο άσυλο, αλλ' αυτό δεν το λέω σε κανέναν. Είν' ωραία εδώ. Και δε με πιάνουνε κρίσεις, όπως πιά νουν ένα σωρό άλλους. Βλέπετε αυτό το σπίτι εκεί πάνω, μέσα στα δέντρα; Οι επιλήπτοι (οι επιληπτικοί, δηλαδή) ανώτερης ποιότητας μένουν όλοι εκεί μέσα, χωριστά. Εί ναι ψηλομύτηδες, επειδή δεν είναι κοινοί καθύστροι. Το λένε λέσχη το σπίτι τους και λένε πως είναι κανονικοί άν θρωποι, σαν τους απόξω, μόνο που είναι άρρωστοι. Δε μου πολυαρέσουν. Γελάνε μ' εμένα, όταν δεν είναι απα σχολημένοι με τις κρίσεις τους. Αλλά δε με νοιάζει. Εγώ δε χρειάζεται να φοβάμαι μην πέσω και σπάσω το κεφάλι μου. Είναι φορές που τρέχουνε γύρω-τριγύρω και ψάχνουνε να βρούνε θέση να καθίσουν πριν τους έρθει η κρί ση, μα δε βρίσκουνε. Οι επιλήπτοι κατώτερης ποιότητας είναι αηδία κι οι επιλήπτοι ανώτερης ποιότητας κάνουνε τον καμπόσο. Χαίρομαι που δεν είμαι επιλήπτος. Τίποτα της προκοπής δεν έχουνε, μόνο μεγάλα λόγια είναι, κι αυ τό είν' όλο. Η μις Κέλσι λέει πως μιλάω πολύ. Όμως, μιλάω λογικά κι αυτό είναι κάτι παραπάνω απ' ό,τι μπορούν να κάνουν οι άλλοι καθύστροι. Ο γιατρός Νταλρίμπελ λέει πως έχω λέγειν. Το ξέρω. Πρέπει να μ' ακούσετε να μιλάω όταν εί μαι μόνος ή όταν έχω κάνα σαλιάρη να μ' ακούει. Είναι φορές που λέω πως θα μ' άρεσε να γίνω πολιτικός, μόνο
που είναι πολύ μπελάς. Είν' όλοι τους πολυλογάδες. Έτσι κρατάνε τις δουλειές τους. Κανένας δεν είναι τρελός σ' αυτό το ίδρυμα. Είναι μό νο καθύστροι στο μυαλό. Ακούστε να σας πω κάτι αστείο. Είναι καμιά ντουζίνα κοπέλες ανώτερης ποιότητας που στρώνουν τα τραπέζια στη μεγάλη τραπεζαρία. Λοιπόν, εί ναι φορές που τελειώνουν γρήγορα τη δουλειά τους και τότε κάθονται όλες τους σε καρέκλες ένα γύρο και μιλάνε. Πάω τότε κρυφά πίσω απ' την πόρτα κι ακούω και με πο λύ ζόρι κρατιέμαι να μη γελάσω. Θέτε να μάθετε τι λένε; Ακούστε, λοιπόν. Για πολλή ώρα, δε λένε λέξη. Κι ύστερα, λέει μια τους: «Δόξα σοι ο Θεός, δεν είμαι καθύστρα.» Κι όλες οι άλλες κουνάνε τα κεφάλια τους και δείχνουν ευχα ριστημένες. Κι ύστερα, καμιά τους δε λέει λέξη για λίγη ώ ρα. Μετά, η επόμενη στον κύκλο λέει: «Δόξα σοι ο Θεός, δεν είμαι καθύστρα», και ξανά κουνάνε όλες τα κεφάλια. Κι έτσι πάει λέγοντας όλος ο κύκλος και ποτέ δε λένε τί ποτε άλλο. Είναι, λοιπόν, ή δεν είναι πραγματικές καθύστρες; Τ' αφήνω σ' εσάς να το κρίνετε. Εγώ δεν είμαι τέ τοιου είδους καθύστρος - δόξα σοι ο Θεός. Είναι μάλιστα φορές που νομίζω πως δεν είμαι καθό λου καθύστρος. Παίζω στην μπάντα και διαβάζω νότες. Υποτίθεται πως είμαστε όλοι καθύστροι στην μπάντα, ε κτός απ' τον αρχιμουσικό. Αυτός είναι τρελός. Το ξέρουμε, αλλά δεν το λέμε σε κανένα, μόνο συναμεταξύ μας το λέμε. Είναι και που δουλεύει πολιτικός και δε θέμε να χάσει τη δουλειά του. Εγώ παίζω ταμπούρλο. Σας το 'πα, δεν κά νουνε χωρίς εμένα σ' αυτό το ίδρυμα. Αρρώστησα μια φο ρά, γι' αυτό το ξέρω. Είναι θαύμα πώς δε βάρεσε διάλυση η πτέρυγα των σαλιάρηδων όσο ήμουνα στο νοσοκομείο. Θα μπορούσα να βγω από εδώ μέσα, αν ήθελα. Δεν είμαι τόσο καθύστρος όσο θα νόμιζαν μερικοί. Αλλά δεν το λέω. Περνάω πολύ καλά εδώ. Κι ύστερα είναι και τ' ότι όλα θα πάνε κατά διαβόλου έτσι και φύγω. Είναι φορές που φοβά μαι μην το καταλάβουν πως δεν είμαι καθύστρος και με στεί-
— 240 —
— 241 —
λουν έξω στον κόσμο να βγάζω το ψωμί μου. Τον ξέρω τον έ ξω κόσμο και δε μ' αρέσει. Στο άσυλο είναι καλά για μένανε. Το βλέπετε πως χαμογελάω καμιά φορά. Δεν μπορώ να κρατηθώ. Αλλά μπορώ και να καμώνομαι σαν θέλω. Δεν είμαι κι άσκημος, εδώ που τα λέμε. Κοιτάζω τη μούρη μου στον καθρέφτη. Το στόμα μου είν' αστείο έτσι που κρέμε ται, το ξέρω. Και τα δόντια μου είναι χάλια. Ξεχωρίζεις τον καθύστρο, όπου και να 'ναι, από το στόμα και τα δό ντια. Όμως αυτό δεν είν' απόδειξη πως είμαι καθύστρος. Απλώς έχω την τύχη να μοιάζω. Ξέρω πολλά πράματα. Θα σαστίζατε αν σας έλεγα όλα όσα ξέρω. Όταν, όμως, δε θέλω να ξέρω ή όταν με βάζουν να κάνω κάτι που δε θέλω, τότε αφήνω το στόμα μου να κρέμεται και γελάω και βγάζω κάτι φωνές σαν βλάκας. Πα ρακολουθώ τους βλάκικους θορύβους που κάνουν οι καθύστροι κατώτερης ποιότητας κι έτσι μπορώ και ξεγελάω τους πάντες. Ξέρω ένα σωρό τέτοιους βλάκικους θορύ βους. Η μις Κέλσι με είπε βλάκα τις προάλλες. Ήτανε πο λύ θυμωμένη, κι αυτό γιατί την ξεγέλασα. Η μις Κέλσι με ρώτησε μια φορά γιατί δε γράφω ένα βι βλίο για τους καθύστρους. Της έλεγα τι συνέβαινε με το μι κρό τον Άλμπερτ. Είναι σαλιάρης, ξέρετε, και καταλαβαί νω πάντα τι του συμβαίνει απ' τον τρόπο που στραβώνει τ' αριστερό του μάτι. Το εξηγούσα, το λοιπόν, της μις Κέλ σι κι επειδή δεν το 'ξερε έγινε έξω φρενών. Πάντως, μπο ρεί μια μέρα να το γράψω αυτό το βιβλίο. Μόνο που είναι πολύς μπελάς. Όχι, προτιμώ να μιλάω. Ξέρετε τι είναι ένας μίκρος; Μικροκέφαλος, απ' αυ τούς με τα μικρά κεφάλια, τα τόσα δα, σαν τη γροθιά σας. Είναι σαλιάρηδες οι πιο πολλοί και ζούνε πολύ. Αντίθετα, οι ύδροι, οι υδροκέφαλοι, δεν είναι σαλιάρηδες. Έχουνε μεγάλα κεφάλια κι είναι πιο έξυπνοι. Όμως, δε μεγαλώνουνε ποτέ και πάντα πεθαίνουνε. Ποτέ δεν κοιτάζω έναν ύδρο χωρίς να σκεφτώ πως θα πεθάνει. Είναι φορές, όταν με πιάνει η τεμπελιά μου ή όταν η νοσοκόμα έχει θυμώσει
μαζί μου, που θα 'θελα να 'μουνα σαλιάρης, να μην κάνω τίποτα και να με ταΐζουν. Αλλά καλύτερα, μου φαίνεται, να μιλάω και να 'μαι αυτό που είμαι. Χτες ακόμα, ο γιατρός Νταλρίμπελ μου είπε: «Τομ», μου είπε, «δεν ξέρω τι θα γινόμουνα χωρίς εσένα.» Και πρέπει να ξέρει τι λέει, μια και κάνει κουμάντο σε χίλιους καθύστρους δυο χρόνια τώρα. Πριν απ' αυτόν ήταν ο για τρός Ουάτκομ. Τους διορίζουνε, ξέρετε. Είναι τα πολιτικά. Έχω δει ένα σωρό γιατρούς εδώ στον καιρό μου. Ήμουν ε δώ πριν απ' όλους τους. Είκοσι πέντε χρόνια έχω σ' αυτό το ίδρυμα. Όχι, παράπονα δεν έχω. Δε θα μπορούσε να 'χει καλύτερη οργάνωση το ίδρυμα. Είναι μπελάς, ξέρετε, το να 'σαι ανώτερης ποιότητας καθύστρος. Κοιτάξτε το γιατρό Νταλρίμπελ. Έχει σκοτού ρες. Κρατάει τη θέση του με τα πολιτικά. Και βέβαια μιλά με για τα πολιτικά εμείς οι ανώτερης ποιότητας. Τα ξέ ρουμε όλα τα σχετικά και ξέρουμε πως είναι κακό πράμα. Ένα ίδρυμα σαν ετούτο δε θα 'πρεπε να το διευθύνουνε πολιτικοί. Δέστε το γιατρό Νταλρίμπελ. Δυο χρόνια είν' ε δώ κι έχει μάθει πολλά. Ύστερα θα μπουν τα πολιτικά στη μέση και θα τον πετάξουν έξω και θα φέρουν άλλο γιατρό, που δε θα 'χει ιδέα από καθύστρους. Έχω γνωρίσει χιλιάδες νοσοκόμες τόσα χρόνια εδώ μέ σα. Μερικές είναι καλές. Όμως, έρχονται και φεύγουν. Οι πιο πολλές τους παντρεύονται. Είναι φορές που νομίζω πως θα μ' άρεσε να παντρευτώ. Το κουβέντιασα μια φορά το πράμα με το γιατρό Ουάτκομ, αλλά μου είπε πως λυ πάται πολύ, γιατί δεν επιτρέπεται σε καθύστρους να πα ντρεύονται. Έχω ερωτευτεί. Εκείνη ήτανε νοσοκόμα. Δε θα σας πω τ' όνομά της. Είχε γαλανά μάτια και ξανθά μαλ λιά και γλυκιά φωνή. Και της άρεσα - μου το 'πε. Και μου 'λεγε πάντα να 'μαι καλό παιδί. Και ήμουνα. Κι ύστερα το 'σκασα. Έφυγε, που λέτε, και παντρεύτηκε, χωρίς να μου πει τίποτα. Νομίζω πως το να παντρεύεται κανείς δεν είναι και τό-
— 242 —
— 243 —
σο σπουδαίο πράμα όσο το λένε. Ο γιατρός Άνγκλιν κι η γυναίκα του καβγάδιζαν. Τους είδα. Και μια φορά την ά κουσα να τόνε λέει καθύστρο. Ε, όχι, δεν έχει κανείς δικαί ωμα να λέει καθύστρο έναν που δεν είναι. Ο γιατρός έγινε πυρ και μανία όταν τον είπε έτσι. Αλλά δεν έμεινε πολύ ε δώ. Τα πολιτικά τον έδιωξαν κι αυτόν κι ήρθε μετά ο για τρός Μάντεβιλ. Αυτός δεν είχε γυναίκα. Τον άκουσα μια μέρα που μιλούσε με το μηχανικό. Ο μηχανικός κι η γυναί κα του ήταν σαν το σκύλο με τη γάτα κι εκείνη τη μέρα ο γιατρός Μάντεβιλ του 'πε πως ήτανε πάρα πολύ ευχαρι στημένος που δε δέθηκε με ποδόγυρους. Ποδόγυρος πάει να πει φούστα. Δε θα 'ξερα τι σήμαινε αν ήμουνα καθύστρος. Αλλά δεν το λέω. Ακούς ένα σωρό πράματα όταν δεν το λες. Είδα πράματα και θάματα στον καιρό μου. Μια φορά με υιοθέτησαν κι έκανα σαράντα χιλιόμετρα με το σιδηρό δρομο, για να πάω να ζήσω με κάποιον Πίτερ Μποπ και τη γυναίκα του. Είχαν ένα ράντσο. Ο γιατρός Ανγκλιν είπε πως ήμουνα γερός και ξύπνιος και το 'πα κι εγώ αυτό. Γι' αυτό κι ήθελα να υιοθετηθώ. Κι ο Πίτερ Μποπ είπε πως θα μου 'δινε ένα καλό σπίτι να μένω κι οι δικηγόροι κανονίσανε τα χαρτιά. Γρήγορα, όμως, κατάλαβα πως το ράντσο δεν ήτανε τό πος για μένανε. Η κ. Μποπ με φοβότανε, να πεθάνει απ' το φόβο της, και δε μ' άφηνε να κοιμάμαι μέσα στο σπίτι. Φτιάξανε την ξυλαποθήκη και με βάλανε να κοιμάμαι εκεί. Έπρεπε να ξυπνάω στις τέσσερις και να ταΐζω τ' άλογα και ν' αρμέγω αγελάδες και να πηγαίνω το γάλα στους γειτόνους. Αυτό το λέγανε νοικοκυριό, αλλά το νοικοκυριό με κράταγε στο πόδι όλη τη μέρα. Έκοβα ξύλα και καθάρι ζα κοτέτσια και βοτάνιζα λαχανικά κι έκανα σχεδόν τα πά ντα εκεί πέρα. Από διασκέδαση τίποτα. Δε μου 'μενε και ρός. Να σας πω ένα πράμα. Καλύτερα να ταΐζω κουρκούτι και γάλα τους καθύστρους παρά ν' αρμέγω αγελάδες με — 244 —
την παγωνιά. Η κ. Μποπ φοβότανε να μ' αφήσει να παίξω με τα παιδιά της. Και φοβόμουνα κι εγώ. Μου κάνανε γκριμάτσες όταν δεν έβλεπε κανείς και με λέγανε μουρλό όλοι τους με φωνάζανε Μουρλοτόμ. Και τ' άλλα παιδιά στη γειτονιά μου πετούσανε πέτρες. Ποτέ δε βλέπεις να γί νονται τέτοια πράματα εδώ στο άσυλο. Οι καθύστροι έ χουνε καλύτερους τρόπους. Η κ. Μποπ με τσίμπαγε και μου τραβούσε τα μαλλιά ό ταν έβρισκε πως ήμουνα πολύ αργός και τότε έβγαζα κι ε γώ βλάκικες φωνές και γινόμουν ακόμα πιο αργός. Έλεγε πως θα την πέθαινα μια μέρα. Άφησα μια φορά ξέσκεπο το πηγάδι στη βοσκή και τ' όμορφο νιογέννητο μοσχαράκι έ πεσε μέσα και πνίγηκε. Τότε ο Πίτερ Μποπ είπε πως θα μ' έδερνε. Και μ' έδειρε μάλιστα. Πήρε ένα χαλινάρι και μου τις έβρεξε. Ήτανε φοβερό. Ποτέ στη ζωή μου δε μ' έχουνε δείρει. Δεν κάνουνε τέτοια πράματα στο άσυλο και γι' αυτό λέω πως το άσυλο είναι το καλύτερο μέρος για μένα. Ξέρω τι λέει ο νόμος κι ήξερα πως δεν είχε το δικαίωμα ο Πίτερ Μποπ να με δείρει με το χαλινάρι. Αυτό ήταν σκληρότητα και τα χαρτιά της κηδεμονίας λέγανε πως δεν έπρεπε να 'ναι σκληρός. Δεν είπα τίποτα, μόνο περίμενα για να δείτε τι λογής καθύστρος είμαι. Περίμενα πολύ και ρό και γινόμουνα όλο και πιο αργός κι όλο έβγαζα βλάκι κες φωνές, αλλά εκείνος δε μ' έστελνε πίσω στο άσυλο, ό πως ήθελα. Ώσπου μια μέρα, πρωτομηνιά ήτανε, η κ. Μπράουν μου 'δωσε τρία δολάρια, που τα χρώσταγε του Πίτερ Μποπ για το γάλα. Αυτό έγινε το πρωί. 'Οταν της πήγα γάλα το βράδυ, έπρεπε να της πάω την απόδειξη. Δεν την πήγα. Μόνο κατηφόρισα στο σταθμό, αγόρασα ένα εισιτήριο ό πως όλος ο κόσμος και γύρισα με το τρένο στο άσυλο. Τέ τοιος καθύστρος είμ' εγώ. Ο γιατρός Άνγκλιν είχε φύγει στο μεταξύ και στη θέση του ήταν ο γιατρός Μάντεβιλ. Μπήκα κατευθείαν στο γρα φείο του. Δε με ήξερε. «Γεια», μου λέει. «Δεν είναι μέρα επι σκέψεων.» «Δεν είμαι επισκέπτης», του κάνω εγώ. «Είμ' ο — 245 —
Τομ. Ανήκω εδώ.» Εκείνος σφύριξε κι έδειξε έκπληξη. Του 'πα όλα τα καθέκαστα και του 'δειξα και τα σημάδια απ' το λουρί, κι όσο του 'λεγα, τόσο εκείνος άναβε και κόρωνε κι είπε πως θα τόνε κανόνιζε αυτόν τον κ. Πίτερ Μποπ. Και μπορείτε τώρα να φανταστείτε τι χαρές κάνανε κά ποιοι απ' τους μικρούς σαλιάρηδες σαν με είδανε. Πήγα κατευθείαν στην πτέρυγα. Ήταν εκεί μια καινούρ για νοσοκόμα και τάιζε τον Αλμπερτάκο. «Μια στιγμή», της λέω, «δε γίνεται έτσι. Δε βλέπετε πώς στραβώνει τ' αρι στερό του μάτι; Αφήστε να σας δείξω.» Μπορεί και να νό μισε πως ήμουνα κάνας καινούργιος γιατρός, γιατί μου 'δωσε αμέσως το κουτάλι και φυσικά ο Αλμπερτάκος από λαυσε το πιο άνετο γεύμα που έφαγε ποτέ από τότε που έ φυγα. Οι σαλιάρηδες δεν είναι κακοί, όταν τους καταλα βαίνεις. Άκουσα μια φορά τη μις Τζόουνς να λέει της μις Κέλσι πως έχω καταπληκτικό ταλέντο στον τρόπο μου με τους σαλιάρηδες. Μπορεί να μιλήσω μια μέρα με το γιατρό Νταλρίμπελ και να τόνε βάλω να μου δώσει πιστοποιητικό πως δεν εί μαι καθύστρος. Θα τόνε πείσω τότε να με κάνει αληθινό βοηθό στην πτέρυγα των σαλιάρηδων, με σαράντα δολά ρια το μήνα και το φαΐ μου. Και τότε θα παντρευτώ τη μις Τζόουνς και θα ζω εδώ μέσα. Κι αν δε με θέλει η μις Τζό ουνς, θα πάρω τη μις Κέλσι ή κάποιαν άλλη νοσοκόμα. Είν' ένα σωρό από δαύτες που θένε παντρειά. Και δε θα με νοιάζει αν η γυναίκα μου θυμώνει και με λέει καθύστρο. Γιατί να με νοιάξει; Και μου φαίνεται πως, σαν έχεις μάθει να τα βολεύεις με τους σαλιάρηδες, μια γυναίκα δε θα 'ναι και πολύ χειρότερη. Δε σας είπα για τότε που το 'σκασα. Ούτε που σκεφτό μουνα τέτοιο πράμα. Ο Τσάρλι κι ο Τζο ήταν που μου βά λανε την ιδέα. Αυτοί είναι επιλήπτοι ανώτερης ποιότητας, ξέρετε. Είχα πάει, το λοιπόν, ένα μήνυμα στο γραφείο του γιατρού Ουίλσον και, καθώς γυρνούσα στην πτέρυγα των σαλιάρηδων, είδα τον Τσάρλι και τον Τζο να κρύβονται
στη γωνιά του γυμναστήριου και να μου κάνουνε νοήματα. Πήγα κοντά. «Γεια», λέει ο Τζο. «Πώς πάν' οι σαλιάρηδές σου;» «Μια χαρά», του λέω. «Εσείς; Είχατε τίποτα κρίσεις τελευταία;» Αυτό τους έκανε έξω φρενών κι εγώ έκανα να φύγω και τότε ο Τζο μου λέει: «Θα το σκάσουμε. Έλα μαζί μας.» «Για πού;» τον ρωτάω. «Θα περάσουμε τη βουνοκορφή», μου λέει ο Τζο. «Και θα βρούμε χρυσάφι», λέει ο Τσάρλι. «Δεν έχουμε πια κρίσεις. Γιατρευτήκαμε.» «Εντάξει», τους λέω εγώ. Και πήγαμε στα κλεφτά πίσω απ' το γυμναστήριο και κρυφτήκαμε στα δέντρα. Περπατήσαμε κάπου δέκα λεπτά και τότε στάθηκα. «Τι τρέχει;» ρωτάει ο Τζο. «Περιμένετε», τους λέω. «Πρέπει να πάω πίσω.» «Για τι πράμα;» λέει ο Τζο. Κι εγώ τους λέω: «Πρέπει να πάρω τον Αλμπερτάκο.» Κι αυτοί είπαν πως δε γίνεται και θυμώσανε. Αλλά εμέ να δε μ' ένοιαζε. Ήξερα πως θα περιμένανε. Γιατί, ξέρετε, είκοσι πέντε χρόνια είμ' εδώ και ξέρω τα μονοπάτια που πάνε στο βουνό, ενώ ο Τσάρλι κι ο.Τζο δεν τα ξέρουνε. Γι' αυτό με θέλανε να πάω μαζί τους. Πήγα πίσω, λοιπόν, και πήρα τον Αλμπερτάκο. Δεν μπορεί να περπατήσει ούτε να μιλήσει ούτε και να κάνει τίποτε άλλο απ' το να σαλιαρίζει κι έτσι έπρεπε να τόνε σηκώνω στα χέρια. Περάσαμε και τις τελευταίες θημωνιές, πιο πέρα δεν είχα πάει ποτέ μου. Ύστερα το δάσος κι οι θάμνοι πυκνώσανε πάρα πολύ κι εγώ δεν έβρισκα πια μο νοπάτι και τότε πήραμε τον κατσικόδρομο μέχρι κάτω σ' ένα μεγάλο ξεροπόταμο και περάσαμε σουρτοί το φράχτη που δείχνει πού σταματάει η γη του ασύλου. Ανεβήκαμε το μεγάλο λόφο στην άλλη μπάντα του ξε-
— 246 —
— 247 —
ροπόταμου. Ήταν όλο μεγάλα δέντρα, χωρίς θάμνους, αλλά τόσο απότομος και γλιστερός από τα πεσμένα φύλ λα, που μόλις και μπορούσαμε να περπατήσουμε. Όπου, σε λίγο, φτάνουμε σε μιαν αληθινή κακοτοπιά. Ήτανε πά νω από δέκα μέτρα φάρδος, κι έτσι και γλίστραγες, θα κα τρακυλούσες τρακόσια μέτρα - μπορεί και να 'ταν τριά ντα. Πάντως, δε θα 'πεφτες, μόνο θα γλίστραγες. Πέρα σα πρώτος, με τον Αλμπερτάκο στα χέρια. Ο Τζο ακολού θησε, αλλά ο Τσάρλι φοβήθηκε στα μισά κι έκατσε κα ταγής. «Θα μου 'ρθει κρίση», είπε. «Όχι, δε θα σου 'ρθει», του λέει ο Τζο. «Αν ήτανε να σου 'ρθει, δε θα καθόσουνα. Όλες σου οι κρίσεις σε πιάνουνε στα όρθια.» «Ετούτη είναι άλλου είδους», είπε ο Τσάρλι κι έβαλε τα κλάματα. Τρανταζότανε και τρανταζότανε, αλλ' ακριβώς επειδή την ήθελε, δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτα από κρίση. Ο Τζο έγινε έξω φρενών κι άρχισε να βρίζει, αλλ' αυτό δε βοηθούσε σε τίποτα. Έτσι, πήρα εγώ τον Τσάρλι με το μαλακό. Αυτό είναι το μυστικό με τους καθύστρους. Αν νευριάσεις μαζί τους, γίνονται χειρότεροι. Τα ξέρω εγώ αυτά. Κι εγώ έτσι είμαι. Γι' αυτό και κόντεψα να την πεθά νω την κ. Μποπ. Γιατί νευρίαζε. Απόγευμα ήταν, η ώρα περνούσε κι ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσουμε. Λέω λοιπόν του Τζο: «Έλα, άσε τα νεύρα και τις βρισιές. Κράτα τον Αλμπερτ. Θα πάω εγώ να τόνε φέρω.» Και τον έφερα, αλλά ήτανε τόσο φοβισμένος και ζαλι σμένος, που σερνότανε με τα χέρια και τα γόνατα κι εγώ τον βοηθούσα. Όταν τον έφερα και ξαναπήρα τον Αλμπερτ στα χέρια μου, άκουσα κάποιον να γελάει και κοίταξα κά τω. Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα, καβάλα σ' άλογα, και μας κοίταζαν. Ο άντρας είχε ένα τουφέκι στη σέλα του, η γυναίκα ήτανε που γελούσε.
«Ποιος διάολο είν' ετούτος;» είπε ο Τζο τρομαγμένος. «Ήρθε να μας πιάσει;» «Βούλωσ' το», του λέω εγώ. «Είναι δικό του αυτό το ράντσο και γράφει βιβλία.» «Πώς είστε, κ. Έντικοτ1;» φώναξα του καβαλάρη. «Γεια σου», μου λέει. «Τι κάνετε εκεί πάνω;» «Το σκάμε», του λέω. Κι εκείνος είπε: «Αντε, καλή τύχη. Μόνο κοιτάξτε να γυρίσετε πίσω προτού σκοτεινιάσει.» «Μα εμείς το σκάμε στ' αλήθεια», του λέω. Και τότε γελάσανε κι εκείνος κι η γυναίκα του. «Εντάξει», είπε. «Καλή τύχη έτσι κι αλλιώς. Μόνο προ σέξτε μη σας βρουν οι αρκούδες και τα λιοντάρια του βου νού σαν σκοτεινιάσει.» Και φύγανε γελώντας, δείχνανε να το διασκεδάζουν. Θα ευχόμουνα, πάντως, να μην είχε πει αυτά που είπε γι' αρκούδες και για λιοντάρια. Μετά που κάναμε το γύρο του λόφου, βρήκα ένα μονο πάτι κι έτσι προχωρήσαμε πολύ πιο γρήγορα. Ο Τσάρλι δεν έδειξε άλλα σημάδια για κρίση κι άρχισε να γελάει και να μιλάει για το χρυσάφι που θα βρίσκαμε. Το πρόβλημα ήταν με τον Αλμπερτάκο. Ήταν σχεδόν στο μπόι μου. Καταλα βαίνετε, όλο αυτό τον καιρό που τον έλεγα Αλμπερτάκο, ε κείνος μεγάλωνε. Κι ήτανε τόσο βαρύς που δεν προλάβαι να τον Τζο και τον Τσάρλι. Είχα ξεθεωθεί. Τους είπα, λοι πόν, πως έπρεπε να τον παίρνουν κι εκείνοι στα χέρια τους με τη σειρά κι εκείνοι είπανε όχι. Τους είπα τότε κι ε γώ πως θα τους άφηνα και θα χάνονταν και θα τους τρώ γανε τα λιοντάρια κι οι αρκούδες. Ο Τσάρλι κόντεψε να πάθει κρίση σαν τ' άκουσε αυτό κι ο Τζο είπε «εντάξει, δώσ' μου τον», κι ύστερα απ' αυτό, τόνε σηκώναμε με τη σειρά.
— 248 —
— 249 —
1. Πρόκειται για τον ίδιο τον Λόντον και τη γυναίκα του, Τσάρμιον.
Το Νεροπαίδι Άκουγα βαριεστημένος το γερο-Κοχοκούμου να ψέλνει χωρίς τελειωμό τους άθλους και τις περιπέτειες του Μάουι, του προμηθεϊκού ημίθεου της Πολυνησίας, που ψάρε ψε στεγνή γη μέσ' από τα βάθη του ωκεανού με αγκίστρια στεριωμένα στα ουράνια, που ανασήκωσε τον ουρανό, ό που από κάτω του οι άνθρωποι περπάταγαν ως τότε με τα τέσσερα, καθώς δεν είχαν χώρο να σταθούνε όρθιοι, και που έκανε τον ήλιο, με τα δεκάξι του ποδάρια πιασμένα στα βρόχια, να σταθεί ακίνητος και να δεχτεί από εκεί και πέρα να διασχίζει τον ουρανό πιο αργά - φανερό πως ο ή λιος ήταν συνδικαλιστής και πίστευε στο εξάωρο, ενώ ο Μάουι υποστήριζε την πρόσληψη ανοργάνωτων κι ήθελε το δωδεκάωρο. «Και τώρα τούτο 'δώ», είπε ο Κοχοκούμου. «Είναι απ' το ίδιο το οικογενειακό προσευχητάρι της βασίλισσας Λιλιουοκαλάνι1: "Ο Μάουι ταράχτηκε και πάλεψε τον ήλιο με βρόχια που τον έστησε. Και κέρδισε τον ήλιο ο χειμώνας και κέρδισε το καλοκαίρι ο Μάουι..."» Γεννημένος κι εγώ στα νησιά, ήξερα τους χαβανέζικους μύθους καλύτερα από τούτο το γέρο ψαρά, αν και δεν είχα τη δικιά του δύναμη απομνημόνευσης, που του επέτρεπε να τους απαγγέλλει ώρες ατέλειωτες. «Και τα πιστεύεις όλ' αυτά;» τον ρώτησα στη γλυκιά χαβανέζικη γλώσσα. 1. (1838-1917), πρώτη βασίλισσα και τελευταίος ηγεμόνας της Χα βάης. Εκθρονίστηκε με την «επανάσταση» των αμερικανών αποίκων, το 1898, που κατέληξε στην προσάρτηση των νησιών στις ΗΠΑ.
— 253 —
«Γίνανε πολύ καιρό πριν», είπε σκεφτικός. «Δεν είδα ποτέ τον Μάουι με τα ίδια μου τα μάτια. Αλλά οι γερόντοι μας από εκείνα τα χρόνια τα παλιά μας τα λένε αυτά τα πράματα, όπως κι εγώ, γέρος, τα λέω στους γιους μου και τ' αγγόνια μου, που θα τα λένε στους δικούς τους γιους και τ' αγγόνια όλα τα χρόνια που θα 'ρθούνε.» «Πιστεύεις», επέμεινα εγώ, «τούτο το παραμύθι για τον Μάουι, πως έδεσε τον ήλιο με σκοινί σαν να 'ταν άγριο βουβάλι κι εκείνο το άλλο, πως ανασήκωσε τον ουρανό, που ή ταν κολλημένος στη γη;» «Δεν αξίζω πολλά πράματα, δεν είμαι σοφός, ω Λακάνα1», απάντησε ο ψαράς μου. «Όμως, έχω διαβάσει τη χαβανέζικη βίβλο, τη μετάφραση που κάνανε οι ιεραπόστο λοι, κι εκεί μέσα διάβασα πως ο δικός σας ο Μεγάλος της Αρχής έφτιαξε τη γη και τον ουρανό και τον ήλιο και το φεγγάρι και τ' αστέρια και τα κάθε λογής ζωντανά, από ά λογα μέχρι κατσαρίδες κι από σαρανταποδαρούσες και κουνούπια μέχρι θαλασσόψειρες και τσούχτρες κι άντρα και γυναίκα και τα πάντα, όλ' αυτά μέσα σ' έξι μέρες. Ε, ό χι, ο Μάουι δεν έφτιαξε τόσα πράματα. Δεν έφτιαξε τίπο τα. Έβαλε μόνο τα πράματα σε μια τάξη, αυτό ήταν όλο. Και του πήρε πολύ, πάρα πολύ καιρό να τα καλυτερέψει. Όπως και να το κάνουμε, είναι πολύ πιο εύκολο και πιο λογικό να πιστέψεις το μικρό παραμύθι παρά τη μεγάλη παραμύθα.» Και τι μπορούσα ν' απαντήσω; Με στρίμωξε στο θέμα της λογικότητας. Είχα και πονοκέφαλο. Και πάντως, το γεγονός ήταν, καθώς παραδέχτηκα σιωπηρά, πως η εξέλι ξη μας διδάσκει, με φωνή καθόλου αβέβαιη, ότι ο άνθρω πος βάδιζε πραγματικά με τα τέσσερα προτού φτάσει να
1. John Lacana, όνομα που έδωσαν στον Λόντον οι χαβανέζοι φίλοι του. Λακάνα, στα χαβανέζικα, είναι η λαντάνα, θάμνος των θερμών χωρών που καλλιεργείται και στην Ευρώπη ως καλλωπιστικό φυτό.
— 254 —
περπατάει όρθιος, πως η αστρονομία δηλώνει κατηγορη ματικά ότι η ταχύτητα περιστροφής της γης γύρω από τον άξονά της έχει μειωθεί σταθερά, με συνέπεια να επιμη κυνθεί η ημέρα, και πως οι σεισμολόγοι δέχονται ότι τα νη σιά της Χαβάης ανυψώθηκαν από τον πυθμένα του ωκεα νού με ηφαιστειακή ενέργεια. Ευτυχώς είδα ένα καλάμι μπαμπού, που έπλεε στην ε πιφάνεια, κάμποσες κατοσταριές μέτρα πιο πέρα, να ορ θώνεται ξαφνικά και ν' αρχινάει ένα δαιμονισμένο χορό. Ήταν ένας περισπασμός από την ανώφελη συζήτηση κι ο Κοχοκούμου κι εγώ βουτήξαμε αμέσως τα κουπιά στο νε ρό και σπρώξαμε γρήγορα τη μικρή ξώσκαρμη πιρόγα προς το καλάμι που χόρευε. Ο Κοχοκούμου έπιασε την ορμιά που ήταν δεμένη στην άκρη του καλαμιού και την τρά βηξε, ώσπου ένα ουκικίκι1 μισό μέτρο, παλεύοντας άγρια μέχρι το τέλος, άστραψε το υγρό του ασήμι στον ήλιο κι άρχισε να χτυπάει σαν τρελό τον πάτο της πιρόγας. Ο Κο χοκούμου έπιασε ένα σπαρταριστό, γλιτσιάρικο καλαμά ρι, έκοψε με τα δόντια του ένα κομμάτι ζωντανό δόλωμα, δόλωσε το αγκίστρι κι έριξε την ορμιά με το μολύβι στο νε ρό. Το καλάμι έπλεε ξαπλωτό στην επιφάνεια του νερού κι η πιρόγα ξεμάκρυνε αργά. Επιθεωρώντας το μισοφέγγαρο που σχημάτιζαν μια εικοσαριά τέτοια καλάμια που επέπλεαν όλα ξαπλωτά, ο Κοχοκούμου σκούπισε τα χέρια στα γυμνά του πλευρά κι έπιασε το βαρετό, πανάρχαιο ψαλμό του Κουάλι: «Ω, το μεγάλο αγκίστρι τον Μάουι! Μανάι-ι-κα-λάνι - στεριωμένο στα ουράνια! Σκοινάκι που 'στριψε η γη δένει τ' αγκίστρι, καταποντισμένο απ' το ψηλό Καουΐκι!
1. Είδος ψαριού που μοιάζει με λυθρίνι.
— 255 —
Δόλωμά του η κοκκινομύτα Αλάε, το ταμένο στη Χίνα πουλί! Βουλιάζει βαθιά κάτω ως τη Χαβάη, παλεύοντας και πεθαίνοντας με πόνους! Πιάνεται κάτω απ' το νερό η γη κι ανεβαίνει, βγαίνει στον αφρό, όμως η Χίνα έκρυψε τον πουλιού ένα φτερό κι έσπασε τη γη κάτω απ' το νερό! Κάτω το δόλωμα τ' αρπάξανε και το 'φαγαν αμέσως τα ψάρια, τα Ουλούα των βαθιών λασπωμένων τόπων!» Η γερασμένη του φωνή ήταν βραχνή και τραχιά από την πολλή μπίρα που είχε πιει σε μια κηδεία το προηγού μενο βράδυ κι όλα αυτά δε μ' έκαναν φυσικά λιγότερο οξύ θυμο. Το κεφάλι μου πονούσε. Η ανταύγεια του ήλιου στο νερό μου έτσουζε τα μάτια, ενώ υπέφερα αισθητά κι από ναυτία με το σκανταλιάρικο φέρσιμο της πιρόγας στη φουσκονεριά. Ο αέρας ήταν στάσιμος. Στο απάγκιο του Ουαϊχέε, ανάμεσα στη λευκή ακρογιαλιά και την ξέρα, ούτε πνοή αέρα δε φυσούσε να μαλακώσει την πνιγερή ζέστη. Νομίζω πως ένιωθα πραγματικά τόσο άσχημα, που δεν εί χα καν το κουράγιο να παρατήσω το ψάρεμα και να βγω στη στεριά. Ξαπλωμένος, με κλειστά τα μάτια, έχασα την αίσθηση του χρόνου. Ξέχασα ακόμα και τις ψαλμουδιές του Κοχοκούμου, ώσπου μου τις θύμισε η σιωπή του. Ένα ξεφωνη τό μ' έκανε ν' ανοίξω τα μάτια στο μαχαίρωμα του ήλιου. Τον είδα να κοιτάει μέσα στο νερό με το γυαλί. «Μεγάλο που είναι!» είπε δίνοντάς μου το γυαλί και γλιστρώντας από το πλευρό της πιρόγας στο νερό με τα πόδια εμπρός. Έπεσε χωρίς να ταράξει το νερό, γύρισε κι άρχισε το — 256 —
μακροβούτι. Παρακολουθούσα το προχώρεμά του μέσ' α πό το γυαλί, που είναι απλώς ένα μακρόστενο κουτί, κά που μισό μέτρο, ανοιχτό στη μια άκρη και με την άλλη στε γανά φραγμένη με κοινό τζάμι. Τώρα, μπορεί ο Κοχοκούμου να ήταν ανυπόφορος με τη λίμα του, καθώς είχα τσακισμένα νεύρα, αλλά δεν μπο ρούσα να μην τον θαυμάσω καθώς κατέβαινε στο νερό. Πάνω από εβδομήντα χρόνων, λιγνός σαν κοντάρι και ζα ρωμένος σαν μούμια, έκανε κάτι που λίγοι νεαροί αθλητές της ράτσας μου θα ήθελαν ή θα μπορούσαν να κάνουν. Ήταν γύρω στα δώδεκα μέτρα βάθος. Κι εκεί, κρυμμένο το περισσότερο κάτω από έναν όγκο κοράλλια, μπορούσα και ξεχώριζα τον αντικειμενικό του στόχο. Τα αετίσια του μάτια είχαν πιάσει το πλοκάμι ενός χταποδιού που προε ξείχε. Την ώρα που κατέβαινε ακόμα, το πλοκάμι αποτραβήχτηκε ράθυμα και δεν απόμενε κανένα σημάδι ζωντανού πλάσματος. Όμως, το σύντομο φανέρωμα της άκρης ενός πλοκαμιού είχε διαλαλήσει την παρουσία χταποδιού κά ποιου μεγέθους. Η πίεση στα δώδεκα μέτρα βάθος δεν είναι αστείο πράγ μα για ένα νέο, όμως δεν έδειχνε να πειράζει καθόλου τού το το γέρο. Είμαι σίγουρος πως δεν του πέρασε καν από το νου πως θα μπορούσε να τον πειράξει. Άοπλος, γυμνός, μ' ένα μάλο, ένα περίζωμα στη μέση όλο κι όλο, έμενε απτόη τος από το φοβερό πλάσμα που αποζητούσε για λεία του. Τον είδα να πιάνεται με το δεξί του χέρι από τα κοράλλια και να χώνει το αριστερό μέσα στην τρύπα μέχρι τον ώμο. Πέρασε μισό λεπτό κι έδειχνε να ψαχουλεύει και τελικά να ξεριζώνει κάτι με το αριστερό του χέρι. Κι ύστερα, το ένα μετά το άλλο, πρόβαλαν τα πλοκάμια με τις μυριάδες τους μυζητήρες και κουνιόνταν μανιασμένα. Αρπαζαν το μπρά τσο του και στρίβονταν και κουλουριάζονταν πάνω στη σάρκα του σαν ισάριθμα φίδια. Κι ύστερα, μ' ένα τράβηγ μα κι ένα τίναγμα, εμφανίστηκε ολόκληρο το ζωντανό, ένα έξοχο «διαβολόψαρο», ένα χταπόδι. — 257 —
Ωστόσο, ο γέρος δε βιαζόταν να ξαναβρεθεί στο φυσικό του στοιχείο, τον αέρα πάνω από το νερό. Εκεί, δώδεκα μέτρα κάτω, ζωσμένος ένα χταπόδι δυόμισι μέτρα από την άκρη ενός μέχρι την άκρη του απέναντι πλοκαμιού, που εύκολα θα μπορούσε να πνίξει τον πιο γερό κολυμβητή, έ κανε ψύχραιμα και άνετα το μόνο πράγμα που θα του εξα σφάλιζε κυριαρχία πάνω στο τέρας. Έχωσε τη λιγνή, γερακίσια μούρη του καταμεσής στο κέντρο της γλιτσιάρικης μάζας που σπαρταρούσε και δάγκωσε με τα κάμποσα αρ χαία του δόντια την καρδιά του πλάσματος κι έκοψε τη ζωή του. Ύστερα απ' αυτό, ανέβηκε στην επιφάνεια αργά, όπως πρέπει να κάνει ο δύτης που αλλάζει ατμόσφαιρες α πό τα βάθη. Στο πλάι της πιρόγας, μέσα στο νερό κι ενώ ξεκολλούσε από το μπράτσο του το φρικαλέο πράγμα, ο α διόρθωτος γεροαμαρτωλός ξέσπασε στον ύμνο του θριάμ βου, που έψαλλαν αμέτρητες γενιές χταποδοκυνηγοί πριν απ' αυτόν: «Ω, Καναλόα των νυχτιών ταμπού! Στάσου ορθός στο στέρεο βυθό! Στάσου πάνω στο βυθό όπου κείτεται το χταπόδι! Σήκω να πάρεις το χταπόδι της βαθιάς θάλασσας! Σήκω, ω Καναλόα! Σάλεψε! Σάλεψε! Άσε το χταπόδι να ξυπνήσει! Άσε το χταπόδι που κείτεται ξαπλωτό να ξυπνήσει! Άσε το χταπόδι που κείτεται ν' απλωθεί...» Έκλεισα τα μάτια και τ' αφτιά μου και δεν προσφέρθη κα να τον βοηθήσω, καθώς ήμουν βέβαιος πως μπορούσε ν' ανέβει στην ασταθή βάρκα αβοήθητος, χωρίς τον παρα μικρό κίνδυνο να την μπατάρει. «Πολύ ωραίο χταπόδι!» είπε τραγουδιστά. «Ουαχίνε1 χταπόδι! Και τώρα θα σου τραγουδήσω το τραγούδι του 1. Γυναίκα, θηλυκό. — 258 —
1
κάουρι , για το κόκκινο κάουρι που βάλαμε δόλωμα για το χταπόδι...» «Ήσουνα αίσχος χτες βράδυ στην κηδεία», τον πρόλα βα. «Τα 'μαθα όλα. Έκανες πολλή φασαρία, τραγουδούσες και ξεκούφανες τους πάντες, πρόσβαλες το γιο της χήρας, ήπιες σαν γουρούνι. Δε σου κάνει καλό το πιοτό στην ηλι κία σου. Μια μέρα θα σε βρει το πρωί τέζα. Έπρεπε να 'σαι πτώμα σήμερα...» «Χα!» χαχάνισε. «Κι εσύ, εσύ που δεν ήπιες στάλα, που 'σουνα αγέννητος ακόμα όταν εγώ ήμουνα κιόλας γέρος, εσύ που πήγες για ύπνο χτες με τον ήλιο και με τις κότες, να που είσαι πτώμα σήμερα. Για εξήγησέ μου το αυτό, σε παρακαλώ. Τ' αφτιά μου διψάνε να σ' ακούσουν, όπως δί ψαγε το λαρύγγι μου χτες βράδυ. Και σήμερα να 'μαι, κοί τα με, είμαι, όπως έλεγε εκείνος ο Εγγλέζος που 'ρθε εδώ με το γιοτ του, σε φόρμα, μια χαρά κι ένα καμάρι είμαι.» «Εντάξει, παραδίνομαι», απάντησα σηκώνοντας τα χέ ρια. «Ένα πράγμα πάντως είναι φανερό, πως ο διάολος δε σε θέλει. Θα του είπανε, φαίνεται, για το τραγούδι σου.» «Όχι», είπε ζυγίζοντας τα λόγια του με προσοχή. «Δεν είν' αυτό. Ο διάβολος θα χαρεί για τον ερχομό μου, γιατί έχω κάτι πολύ όμορφα τραγούδια να του πω, μαζί και κάτι 2 σκάνταλα και παλιά κουτσομπολιά των απάνω αλίις , που θα ξεραθεί στα γέλια. Να σου εξηγήσω, λοιπόν, το μυ στικό της γέννησης μου. Μάνα μου εμένα είναι η Θάλασσα. Γεννήθηκα μέσα σε μια διπλή πιρόγα, με φουρτούνα Κόνα, στο στενό του Καχοολάουε.3 Από εκείνη, από τη Θάλασσα, τη μάνα μου, πήρα τη δύναμή μου. Και κάθε φορά που γυρνάω στον κόρφο της και μ' αγκαλιάζει, όπως έγινε σή1. Κοχύλια που χρησιμοποιούνταν και ως νομίσματα σε διάφορες περιοχές της τροπικής Αφρικής και της νότιας Ασίας. 2. Μέλη της βασιλικής οικογένειας της Χαβάης. 3. Κόνα ονομάζουν οι Χαβανέζοι ένα δυνατό νοτιοδυτικό άνεμο. Καχοολάουε είναι ένα νησάκι νοτιοδυτικά του Μάουι. — 259 —
μέρα, δυναμώνω ξανά κι αμέσως. Είναι για μένανε η βυζάχτρα, η πηγή της ζωής...» Φάντασμα του Ανταίου, είπα με το νου μου. «Μια μέρα, λοιπόν», συνέχισε εκείνος, ροδάνι, «σαν θα 'μαι πια στ' αλήθεια γέρος, θα λέν' οι άνθρωποι πως πνί γηκα στη θάλασσα. Όμως, αυτά θα 'ναι λόγια του αέρα. Στην πραγματικότητα, θα 'χω γυρίσει στην αγκαλιά της μάνας μου, για ν' αναπαυτώ εκεί, στην καρδιά του κόρφου της, μέχρι τη δεύτερη γέννηση μου, τότε που θα προβάλω στον ήλιο όλος λαμπερή νιότη, ίδιος σαν τον Μάουι τότε που ήτανε χρυσονιός.» «Παράξενη θρησκεία», σχολίασα. «Σαν ήμουνα πιο νέος, ζάλιζα το φτωχό μου το κεφάλι με τις πιο παράξενες θρησκείες», είπε ο γερο-Κοχοκούμου. «Ακουσε, όμως, ω Νεαρέ μου Σοφέ, άκου τη δικιά μου γεροντική σοφία. Αυτό που ξέρω είναι πως, καθώς γερ νάω, αναζητώ όλο και λιγότερο την αλήθεια έξω μου, γιατί βρίσκω όλο και περισσότερο την αλήθεια μέσα μου. Γιατί, νομίζεις, έκανα αυτή τη σκέψη για το γυρισμό στη μητέρα μου και το ξαναγέννημά μου από τη μητέρα μου μέσα στον ήλιο; Δεν ξέρεις. Ούτ' εγώ ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι, χωρίς ψιθύρισμα ανθρώπινης φωνής και χωρίς τυπω μένα λόγια, χωρίς υποβολέα πουθενά, βγήκε η σκέψη αυτή από μέσα μου, από τα βάθια μου, που είναι τόσο βαθιά όσο η θάλασσα. Δεν είμαι θεός. Δε φτιάνω πράματα. Επομέ νως, δεν την έφτιασα εγώ αυτή τη σκέψη, δεν ξέρω τον πα τέρα ή τη μητέρα της. Ήρθε από τα παλιά, τα πριν από μέ να, κι επομένως είν' αληθινή. Ο άνθρωπος δε φτιάχνει την αλήθεια. Ο άνθρωπος, εξόν κι αν είναι τυφλός, αναγνωρί ζει μόνο την αλήθεια όταν τη δει. Να 'ναι άραγε αυτή η σκέψη που σκέφτηκα ένα όνειρο;» «Μπορεί να 'σαι εσύ ένα όνειρο», είπα γελώντας. «Και μπορεί κι εγώ κι ο ουρανός κι η θάλασσα κι η γη που 'ναι σκληρή σαν σίδερο να 'ναι όνειρα, όνειρα τα πάντα.» «Το σκέφτηκα πολλές φορές αυτό», με διαβεβαίωσε νη— 260 —
φάλια. «Πολύ πιθανό να είναι. Χτες νύχτα, που λες, ονει ρεύτηκα πως ήμουνα κορυδαλλός, ένας όμορφος κορυ δαλλός τ' ουρανού, και τραγούδαγα όπως τραγουδάνε οι κορυδαλλοί στα βουνοκάμπια του Χαλεακάλα1. Και πέτα γα ψηλά, που λες, τράβαγα κατά τον ήλιο, τραγουδώντας, τραγουδώντας όπως δεν τραγούδησε ποτέ ο γερο-Κοχοκούμου. Σου λέω, λοιπόν, τώρα ότι ονειρεύτηκα πως ή μουνα κορυδαλλός και τραγούδαγα στον ουρανό. Δεν μπο ρεί, όμως, εγώ, ο πραγματικός εγώ, να 'μαι στ' αλήθεια κο ρυδαλλός; Και δεν μπορεί το ότι σ' το λέω να 'ναι όνειρο που βλέπω αυτή τη στιγμή εγώ ο κορυδαλλός; Ποιος είσ' ε σύ που θα μου πεις ναι ή όχι; Θα τολμήσεις να μου πεις πως δεν είμαι κορυδαλλός που κοιμάμαι κι ονειρεύομαι πως είμαι ο γερο-Κοχοκούμου;» Σήκωσα τους ώμους κι εκείνος συνέχισε θριαμβευτικά: «Και πού το ξέρεις πως εσύ δεν είσαι ο ίδιος ο γεροΜάουι, που κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι πως είσαι ο Τζον Λακάνα και μιλάς μαζί μου μέσα σε μια πιρόγα; Και δεν μπο ρεί να ξυπνήσεις όντας ο γερο-Μάουι και να ξεραθείς στα γέλια που είδες ένα αστείο όνειρο, πως ήσουνα ένας χαόλε;» «Δεν ξέρω», παραδέχτηκα. «Κι άλλωστε, δε θα με πί στευες αν σ' το 'λεγα.» «Υπάρχουνε στα όνειρα πολύ περισσότερα πράματα απ' όσα ξέρουμε», με διαβεβαίωσε με πολλή σοβαρότητα. «Τα όνειρα πάνε μέσα μας, βαθιά, μέχρι τέρμα, μπορεί και μέχρι πριν απ' την αρχή. Μπορεί ο γερο-Μάουι να ονει ρεύτηκε μονάχα πως τράβηξε απάνω τη Χαβάη από τον πάτο του ωκεανού. Και τότε μπορεί ετούτη η γη της Χα βάης να 'ναι ένα όνειρο κι εσύ κι εγώ κι αυτό το χταπόδι μπορεί να μην είμαστε παρά μέρη μόνο του ονείρου του Μάουι. Το ίδιο κι ο κορυδαλλός.» Αναστέναξε κι άφησε το κεφάλι του να γείρει στο στήθος. 1. Στο κέντροτου Μάουι.
— 261 —
«Και τυραννάω το γέρικο κεφάλι μου με τέτοια εφτασφράγιστα μυστικά», συνέχισε, «μέχρι που κουράζομαι και θέλω να ξεχάσω και τότε πίνω μπίρα και πάω για ψάρεμα και τραγουδάω παλιά τραγούδια κι ονειρεύομαι πως είμαι κορυδαλλός που τραγουδάει στον ουρανό. Αυτό μ' αρέσει πιο πολύ απ' όλα και τ' ονειρεύομαι συχνά όταν έχω πιει πολλή μπίρα...» Τον έπιασε μεγάλη μελαγχολία και κοίταξε μέσα στη λι μνοθάλασσα με το γυαλί. «Δε θα 'χουμε άλλα τσιμπήματα για την ώρα», δήλωσε. «Τα σκυλόψαρα έχουνε βγει κυνήγι και θα χρειαστεί να πε ριμένουμε ώσπου να φύγουν. Για να μη βαραίνει, λοιπόν, η ώρα, θα σου τραγουδήσω το τραγούδι που τραγουδάμε στο Λόνο σαν βγάζουμε τις βάρκες στη στεριά. Το θυμάσαι; "Δώσ' μου τον κορμό του δέντρου, ω Λόνο! Δώσ' μου την κύρια ρίζα του δέντρου, ω Λόνο! Δώσ' μου τ' αφτί του δέντρου, ω Λόνο..."» «Έλεος! Για τ' όνομα του Θεού, μην τραγουδάς!» τον έκοψα. «Έχω πονοκέφαλο και το τραγούδι σου με πονάει. Μπορεί να 'χεις διαβολεμένο κέφι σήμερα, αλλά το λαρύγ γι σου έχει τα χάλια του. Προτιμώ να μιλάς για όνειρα ή να μου λες παραμύθια.» «Πολύ κακό αυτό, να 'σαι άρρωστος, τόσο νέος άνθρω πος», παραδέχτηκε γελώντας. «Εντάξει, δε θα σου τρα γουδήσω άλλο. Θα σου πω μόνο κάτι που δεν ξέρεις, που δεν τ' άκουσες ποτέ σου. Κάτι που δεν είν' όνειρο κι ούτε είναι παραμύθι. Είναι κάτι που ξέρω ότι έγινε. Λοιπόν, που λες, δεν πάει πολύς καιρός που ζούσε εδώ στην ακρο γιαλιά, πλάι σ' αυτήν εδώ τη λιμνοθάλασσα, ένα παιδί που το λέγανε Κεϊκιουάι, που, καθώς ξέρεις, θα πει Νεροπαίδι. Ήτανε πραγματικό νεροπαίδι. Θεοί του ήταν η θάλασσα κι οι θεοί των ψαριών κι είχε γεννηθεί με γνώση της γλώσσας των ψαριών, πράγμα που δεν το ξέρανε τα ψάρια, μέχρι — 262 —
που τ' ανακάλυψαν τα σκυλόψαρα μια μέρα που τον ά κουσαν να τη μιλάει. Άκου, λοιπόν, να δεις πώς έγινε. Είχε έρθει μήνυμα και προσταγή με γοργούς μαντατοφόρους πως ο βασιλιάς βγή κε περιοδεία στο νησί και πως, την επομένη, έπρεπε να του ετοιμάσουν ένα λουάου1 οι κάτοικοι του Ουαϊχέε, εδώ. Ή τανε πάντα παιδεμός, σαν έβγαινε ο βασιλιάς περιοδεία, να γεμίζουνε με φαγιά τα πολλά του στομάχια οι λίγοι κά τοικοι των μικρών χωριών, όπως ετούτο εδώ. Λέω τα πολ λά του στομάχια, γιατί ερχότανε πάντα με τη γυναίκα του και τις δούλες της, με τους παπάδες και τους μάγους του, τους χορευτές και τους κλαριτζήδες και τους τραγουδι στές της χούλας2, τους πολεμιστές και τους υπηρέτες του και τους μεγάλους αξιωματούχους του με τις δικές τους γυναίκες και τους μάγους και τους σωματοφύλακες και τους υπηρέτες τους. Ήτανε φορές που, σε μικρά χωριά σαν το Ουαϊχέε, η στέρηση κι η πείνα ακολουθούσαν το πέρασμά του. Αλλά ένας βασιλιάς πρέπει να φάει και δεν είναι καλό να θυμώ νεις ένα βασιλιά. Έτσι, το Ουαϊχέε άκουσε σαν προμήνυμα συμφοράς το νέο του ερχομού του κι όλοι οι τροφομαζώχτες των χωραφιών και της λίμνης και του βουνού και της θάλασσας βαλθήκαν να μαζεύουνε τρόφιμα για το τσιμπού σι. Και μαζεύτηκαν, που λες, τα πάντα, από το πιο διαλε χτό βασιλικό κολοκάσι μέχρι κόμποι ζαχαροκάλαμο για 3 το ψήσιμο, από οπίχι μέχρι λίμου, από πουλερικά μέχρι αγριογούρουνο και κουταβάκια ταϊσμένα πόι4, τα πάντα εκτός από ένα πράγμα. Οι ψαράδες δεν μπόρεσαν να πιά σουν αστακούς. 1. Στα χαβανέζικα, γλέντι, τσιμπούσι. 2. Χούλα ή χούλα-χούλα, πολυνησιακός χορός, 3. Οπίχι είναι οι πεταλίδες, λίμου ένα χαβανέζικο εδώδιμο φύκι. 4. Ρίζα κολοκασιάς, ψημένη, κοπανισμένη και ζυμωμένη σε πηχτό χυλό.
— 263 —
Έλα; όμως, που ο αστακός ήταν τ' αγαπημένο φαΐ του βασιλιά! Το εκτιμούσε πάνω απ' όλα τα κάο-κάο, τα φα γιά, κι οι μαντατοφόροι του τους το 'χανε θυμίσει επιτούτου. Κι αστακοί δεν υπήρχανε και δεν είναι καλό να θυμώ νεις ένα βασιλιά στην κοιλιά του. Πάρα πολλά σκυλόψαρα είχανε μπει στη λιμνοθάλασσα. Αυτό ήταν το κακό. Ένα νέο κορίτσι κι ένας γέρος είχανε φαγωθεί από δαύτα. Κι α πό τους νέους που τολμήσαν να βουτήξουνε γι' αστακούς, ένας φαγώθηκε ολάκερος, ένας έχασε το ένα του μπράτσο κι ένας άλλος ένα του χέρι κι ένα του πόδι. Ήταν, όμως, κι ο Κεϊκιουάι, το Νεροπαίδι, μόλις έντε κα χρόνων τότε, αλλά μισός ψάρι, που μιλούσε τη γλώσσα των ψαριών. Πήγανε, λοιπόν, οι προεστοί του χωριού στον πατέρα του και τον παρακαλέσανε να στείλει το Νε ροπαίδι να τους φέρει αστακούς για να γεμίσουνε την κοι λιά του βασιλιά και να προλάβουνε το θυμό του. Αυτό που έγινε, λοιπόν, είναι γνωστό, γιατί το είδε κό σμος. Οι ψαράδες με τις γυναίκες τους κι οι περβολάρηδες κι οι κυνηγοί κι οι προεστοί κι όλο το Ουαϊχέε κατέβηκαν και μαζεύτηκαν πίσω από την άκρη του βράχου όπου στά θηκε το Νεροπαίδι και κοίταζε τους αστακούς κάτω βαθιά, στον πάτο της θάλασσας. Κι ένα σκυλόψαρο, που λες, κοίταξε πάνω με τα γατί σια του μάτια, είδε το Νεροπαίδι κι έστειλε αμέσως σκυλοψαρίσιο μήνυμα που 'λεγε "φρέσκο κρέας", και μαζευτήκανε τότε όλα τα σκυλόψαρα στη λιμνοθάλασσα. Γιατί έ τσι δουλεύουνε τα σκυλόψαρα, μαζί, γι' αυτό κι έχουνε δύ ναμη. Απαντήσανε, λοιπόν, τα σκυλόψαρα στο μήνυμα, μέχρι που μαζεύτηκαν σαράντα, μακριά και κοντά και λια νά και στρογγυλά, σαράντα μετρημένα. Και μιλούσανε και λέγανε το 'να στ' άλλο: "Για κοίτα τούτη εδώ τη λιχουδιά, τούτη την υπέροχη ανθρώπινη σάρκα που 'ναι όλο γλύκα, χωρίς τ' αλάτι της θάλασσας μέσα της, που από αλάτι έ χουμε μπουχτίσει, σάρκα μπουκιά και συχώριο, που θα λιώσει και θα γεμίσει απόλαυση τις καρδιές μας, καθώς οι
κοιλιές μας θα τ' αγκαλιάζουν και θα ρουφάν από μέσα του τη γλύκα." Κι άλλα πολλά τέτοια είπανε. Είπαν: "Ήρθε για τους αστακούς. Όταν βουτήξει, θα 'ναι για έναν από εμάς. Όχι σαν το γέρο που φάγαμε χτες, κρέας σκληρό, σκέτο πετσί από τα χρόνια, ούτε σαν τους νιους με τα μέλη όλο ντούρα μούσκουλα, αλλά τρυφερό, τόσο που θα λιώσει μέσα στο στόμα μας προτού το δεχτούν οι κοιλιές μας. Όταν βουτή ξει, θα πέσουμε όλοι καταπάνω του κι όποιος είν' ο τυχε ρός θα τ' αρπάξει και, χλαπ! ένα δάγκωμα και μια χαψιά, θα χαθεί μέσα στην κοιλιά του τυχερού." Κι ο Κεϊκιουάι, το Νεροπαίδι, άκουσε τι μηχανεύονταν, γιατί ήξερε τη γλώσσα των σκυλόψαρων. Κι είπε τό τε, στη γλώσσα των σκυλόψαρων, μια προσευχή στο Μόκου-χαλίι, το θεό των σκυλόψαρων. Και τα σκυλόψαρα ά κουγαν και κουνούσαν τις ουρές τους κι έκλειναν τα γατί σια τους μάτια το 'να στ' άλλο, σημάδι πως καταλάβαιναν τι έλεγε. Και τότε είπε: "Και τώρα θα βουτήξω να βγάλω έ ναν αστακό για το βασιλιά. Και κακό δε θα με βρει, γιατί το σκυλόψαρο με την κοντύτερη ουρά είναι φίλος μου και θα με προστατέψει." Και λέγοντας αυτά, πήρε ένα κομμάτι πετρωμένη λάβα και το πέταξε στο νερό, με μεγάλο πάφλασμα, είκοσι πόδια μακριά, στη μια μπάντα του βράχου. Τα σαράντα σκυλό ψαρα τρέξανε προς τα εκεί και το Νεροπαίδι βούτηξε και, μέχρι να καταλάβουνε πως τους είχε ξεφύγει, εκείνο είχε κατέβει στο βυθό κι είχε γυρίσει και βγει απ' το νερό, μ' έ ναν παχύ αστακό στο χέρι, έναν αστακό ουαχίνε, γεμάτο αβγά, για το βασιλιά. "Αχ!" είπανε τα σκυλόψαρα, πολύ θυμωμένα. "Υπάρ χει ένας προδότης ανάμεσά μας. Αυτό το μεζεδάκι το παι δί, το μπουκιά και συχώριο, μίλησε και ξεσκέπασε τον ένα μας που το 'σωσε. Να μετρήσουμε τις ουρές μας." Κι αυτό κάνανε, σε μια μακριά σειρά, πλευρό με πλευρό, κι αυτά με τις κοντύτερες ουρές κλέβανε και τεντώνονταν
— 264 —
— 265 —
για να κερδίσουνε μάκρος, κι αυτά με τις μακρύτερες ουρές κλέβανε κι αυτά και τεντώνονταν για να μην πιάνονται κο ρόιδα. Ήτανε πολύ θυμωμένα και χίμηξαν απ' όλες τις με ριές καταπάνω σ' αυτόν με την κοντύτερη ουρά και τόνε κατασπάραξαν, μέχρι που δεν απόμεινε τίποτε από δαύτον. Και πάλι στήσαν αφτί και περιμένανε το Νεροπαίδι να βουτήξει. Και πάλι το Νεροπαίδι έκανε την προσευχή του στο Μόκου-χαλίι, στη γλώσσα των σκυλόψαρων, και είπε: "Το σκυλόψαρο με την κοντύτερη ουρά είναι φίλος μου και θα με προστατέψει." Και πάλι το Νεροπαίδι πέταξε έ να κομμάτι πετρωμένη λάβα στο νερό, είκοσι πόδια μακριά, από την άλλη μεριά του βράχου αυτή τη φορά. Τα σκυλό ψαρα τρέξανε προς τα εκεί και, στη βιασύνη τους, πέφτανε το 'να πάνω στ' άλλο και χτύπαγαν τις ουρές τους, μέχρι που το νερό γίνηκε όλο αφρός και δεν μπορούσανε να δού νε τίποτα και το καθένα τους νόμιζε πως κάποιο άλλο κα τάπινε τη λιχουδιά. Και το Νεροπαίδι ανέβηκε και βγήκε απ' το νερό μ' άλλον έναν αστακό για το βασιλιά. Και τα τριάντα εννιά σκυλόψαρα μέτρησαν τις ουρές τους και κατασπάραξαν εκείνο με την κοντύτερη ουρά κι έτσι απομείνανε τριάντα οκτώ. Και το Νεροπαίδι συνέχισε να κάνει αυτό που σου 'πα και τα σκυλόψαρα να κάνουνε κι αυτά αυτό που σου 'πα και, στο μεταξύ, για κάθε σκυλό ψαρο που φαγωνόταν από τ' αδέρφια του, άλλος ένας πα χύς αστακός απιθωνότανε στο βράχο για το βασιλιά. Φυσι κά, γινόντουσαν πολλοί καβγάδες και συζητήσεις ανάμεσα στα σκυλόψαρα κάθε φορά που ήταν να μετρήσουνε τις ουρές τους. Στο τέλος, όμως, τακτοποιήθηκε σωστά και δί καια το πράγμα, κι έτσι, όταν δεν απομείναν παρά μόνο δύο σκυλόψαρα, ήτανε πραγματικά τα δύο μεγαλύτερα α πό τ' αρχικά σαράντα. Και το Νεροπαίδι επέμεινε πάλι πως το σκυλόψαρο με την κοντύτερη ουρά ήτανε φίλος του, ξεγέλασε τα δυο σκυλόψαρα μ' ένα άλλο κομμάτι πετρωμένη λάβα κι έβγα λε άλλον έναν αστακό. Το καθένα από τα δυο σκυλόψαρα
επέμενε πως το άλλο είχε την κοντύτερη ουρά και το καθέ να τους πάλεψε να φάει τ' άλλο και νίκησε εκείνο που 'χε τη μακρύτερη ουρά...» «Για στάσου, βρε Κοχοκούμου», τον έκοψα. «Ξεχνάς πως αυτό το σκυλόψαρο είχε ήδη...» «Ξέρω ακριβώς τι θες να μου πεις», πήρε αμέσως τη συνέχεια της αφήγησης που πήγα να κόψω. «Κι έχεις δί κιο. Ναι, του πήρε πολύ καιρό να φάει το τριακοστό ένατο σκυλόψαρο, γιατί μέσα στο τριακοστό ένατο βρίσκονταν ήδη τα δεκαεννιά σκυλόψαρα που είχε φάει και μέσα στο τεσσαρακοστό σκυλόψαρο βρίσκονταν ήδη τα δεκαεννιά που είχε φάει κι εκείνο κι έτσι δεν είχε την όρεξη που 'χε ό ταν άρχισε. Αλλά μην ξεχνάς πως ήτανε πολύ μεγάλο σκυλόψαρο, πρώτα-πρώτα. Του πήρε, που λες, τόση ώρα να φάει τ' άλλο σκυλόψα ρο και τα δεκαεννιά που 'χε μέσα του αυτό τ' άλλο σκυλό ψαρο, που έτρωγε ακόμα όταν έπεσε το σκοτάδι κι οι άν θρωποι του Ουαϊχέε γύρισαν στο χωριό μ' όλους τους α στακούς για το βασιλιά. Και περιττό να σου πω πως, το πρωί, βρήκαν το τελευταίο σκυλόψαρο στην ακρογιαλιά νεκρό, σκασμένο μ' όλ' αυτά που είχε φάει.» Κι ο Κοχοκούμου έβαλε τελεία και παύλα, κοιτάζοντάς με κατάματα με τα πονηρά του μάτια. «Σταμάτα, ω Λακάνα!» έκοψε τα λόγια που στριμώ χνονταν να βγουν από το στόμα μου. «Ξέρω τι θα μου 'λε γες τώρα δα. Θα μου 'λεγες πως δεν τα 'δα όλ' αυτά με τα ίδια μου τα μάτια κι επομένως σου 'λεγα ό,τι μου κατέβαι νε. Όμως, ξέρω πως έτσι γίναν τα πράματα και μπορώ να τ' αποδείξω. Ο πατέρας του πατέρα μου ήξερε τον εγγονό του θείου του πατέρα του Νεροπαιδιού. Κι ύστερα, να, ε κεί, στο σημείο του βράχου που σου δείχνω τώρα, εκεί στε κόταν το Νεροπαίδι και βούταγε. Βούτηξα κι εγώ πολλές φορές εκεί γι' αστακούς. Είναι σπουδαίο μέρος γι' αστα κούς. Κι είδα κι εγώ πολλές φορές σκυλόψαρα εκειπέρα. Κι εκεί, στον πάτο, καθώς ξέρω -γιατί τα είδα και τα μέ
— 266 —
— 267 —
*
τρησα- είναι τα τριάντα εννιά κομμάτια πετρωμένη λάβα που 'ριξε το Νεροπαίδι, όπως σ' το διηγήθηκα.» «Ναι, αλλά...» πήγα να πω. «Χα!» μ' έκοψε πάλι. «Κοίτα! Όση ώρα μιλούσαμε, τα ψάρια αρχίνισαν πάλι να τσιμπάνε.» Μου έδειξε τρία από τα καλάμια μπαμπού όρθια να χο ρεύουν δαιμονισμένα, σημάδι πως ψάρια είχαν αγκιστρω θεί και πάλευαν στις ορμιές κάτω. Καθώς έσκυβε στο κουπί του, μουρμούρισε για πληροφόρησή μου: «Και βέβαια ξέρω. Τα τριάντα εννιά κομμάτια λάβα είν' ακόμα εκεί. Μπορείς να τα μετρήσεις κι εσύ, όποια μέ ρα θες. Ασφαλώς και το ξέρω. Στα σίγουρα, όπως σε βλέ πω και με βλέπεις.»
Ο Κόκκινος Να το πάλι! Αυτή την απότομη έκλυση ήχου, καθώς ό ριζε τη στιγμή της κοιτάζοντας το ρολόι του, ο Μπάσετ την παρομοίαζε με σάλπιγγα αρχαγγέλου. Τείχη πόλεων, συλλογιζόταν, θα μπορούσαν κάλλιστα να πέσουν μπρος σε μια τόσο πελώρια κι επιτακτική κλήση. Για χιλιοστή φο ρά, πάσχισε μάταια ν' αναλύσει την τονική ποιότητα της τεράστιας αυτής καμπανιάς, που δέσποζε στην περιοχή, μέχρι πέρα στα οχυρά των τριγύρω φυλών. Το βουνίσιο φαράγγι, που ήταν η πηγή της, γέμιζε με την ογκούμενη φουσκονεριά της, μέχρι που ξεχείλιζε και πλημμύριζε γη κι ου ρανό κι αέρα. Με την ασυδοσία της φαντασίας ενός αρρώ στου, την παρομοίαζε με τη φοβερή κραυγή κάποιου Τιτάνα του αρχαίου κόσμου, που ξέσπαγε τον πόνο ή την οργή του. Υψωνόταν δυναμώνοντας, προκαλώντας κι απαιτώντας με τέτοιο βάθος τόνου και τέτοια δύναμη, που έμοιαζε να προο ρίζεται γι' αφτιά πέρα από τα στενά όρια του ηλιακού συστή ματος. Υπήρχε μέσα της και μια κραυγή διαμαρτυρίας που δε βρίσκονταν αφτιά ν' ακούσουν και να κατανοήσουν το μή νυμά της. Τέτοια η φαντασία του άρρωστου ανθρώπου. Πάσχιζε ακόμα ν' αναλύσει τον ήχο. Ηχηρός σαν βροντή ήταν, απα λός σαν χρυσή καμπάνα, λεπτός και γλυκός σαν τανυσμένη ασημένια χορδή που δονείται... Όχι, δεν ήταν τίποτε απ' όλα αυτά, ούτε και μίγμα όλων αυτών. Δεν υπήρχαν λόγια ούτε παρομοιώσεις στο λεξιλόγιο και στην εμπειρία του για να περιγράψει αυτό τον ήχο στην ολότητά του. Η ώρα περνούσε. Τα λεπτά συγχωνεύονταν σε τέταρτα της ώρας και τα τέταρτα σε μισάωρα κι ο ήχος διαρκούσε ακόμα, αλλάζοντας συνεχώς μετά την αρχική φωνητική του εκτίναξη, χωρίς ωστόσο να δέχεται ποτέ νέα ώθηση χαμηλώνοντας, εξασθενώντας, σβήνοντας το ίδιο γιγαντι αία όσο είχε γεννηθεί. Έγινε ένα ανακάτωμα από ταραγμέ-
— 268 — — 269 —
νο γρούξιμο και βουητό και κολοσσιαίους ψίθυρους. Αποτραβήχτηκε αργά, λυγμό με λυγμό, στο όποιο μεγάλο στή θος τον είχε γεννήσει, ώσπου έπιασε να μουρμουρίζει ψί θυρους θανατερής οργής όσο και πλανεύτρας αγαλλίασης, πασχίζοντας πάντα ν' ακουστεί για να μεταδώσει κάποιο κοσμικό μυστικό, κάποιο νόημα ασύλληπτης σπουδαιότη τας κι αξίας. Τέλειωσε σ' ένα φάντασμα ήχου, που είχε χά σει την απειλή και την υπόσχεσή του, για να γίνει ένα πράγ μα που συνέχιζε να πάλλει στη συνείδηση του άρρωστου ανθρώπου για λεπτά αφού έσβησε. Όταν δεν μπορούσε πια να τον ακούσει, ο Μπάσετ κοίταξε το ρολόι του. Μια ώρα είχε περάσει μέχρι που να πέσει σε τονική ανυπαρξία εκεί νη η σάλπιγγα του αρχαγγέλου. Αυτός ήταν, λοιπόν, ο δικός του σκοτεινός πύργος, συλ λογίστηκε ο Μπάσετ, καθώς θυμόταν τον Μπράουνινγκ1 και κοίταζε τα σκελετωμένα, λιωμένα από τον πυρετό χέ ρια του. Η εικόνα τον έκανε να χαμογελάσει: ο Τσάιλντ Ρόλαντ να φέρνει στα χείλη του ένα κόρνο με χέρι τόσο α δύναμο όσο το δικό του. Μήνες ήταν ή χρόνια, αναρωτή θηκε, από τότε που πρωτάκουσε το μυστήριο εκείνο κάλε σμα στην ακτή του Ρινγκμανού; Μάταια προσπαθούσε να θυμηθεί. Η μακρόχρονη αρρώστια στάθηκε πάρα πολύ μα κρόχρονη. Όσο μπορούσε να μετρήσει συνειδητά το χρό νο, ήξερε πως είχαν περάσει μήνες, πολλοί μήνες. Όμως, δεν υπήρχε τρόπος να λογαριάσει τα μεγάλα διαλείμματα του ντελίριου και της νάρκης. Τι να είχε απογίνει ο καπετάν-Μπέιτμαν του εργατοκάραβου2 Νάρι; αναρωτιόταν. Και να 'χε άραγε πεθάνει πια απ' το τρομώδες παραλήρη μα ο μέθυσος δεύτερος του καπετάν-Μπέιτμαν; 1. Αναφέρεται σε ποίημα του άγγλου ποιητή Robert Browning (1812-1889), με τίτλο «Childe Roland to the dark tower came» (Ήρθε ο Τσάιλντ Ρόλαντ στο σκοτεινό πύργο). 2. Καράβι που τριγύριζε στα Νησιά του Σολομώντα γυρεύοντας φτηνούς εργάτες για τις φυτείες.
Από τις μάταιες αυτές εικασίες, ο Μπάσετ στράφηκε ράθυμα σε μιαν ανασκόπηση των όσων είχαν συμβεί από ε κείνη την ημέρα στην ακτή του Ρινγκμανού, τότε που πρω τάκουσε τον ήχο και χώθηκε στη ζούγκλα κυνηγώντας τον. Ο Σαγκάουα είχε διαμαρτυρηθεί. Μπορούσε και τον έβλε πε ακόμα, με την παράξενη, μικρή, μαϊμουδίσια μούρη του γεμάτη φόβο, τη ράχη του φορτωμένη με κασόνια δειγμά των, στα χέρια του το δίχτυ του Μπάσετ για τις πεταλού δες και το τουφέκι του φυσιοδίφη, καθώς έλεγε τρεμουλια στά, στ' αγγλικά των ιθαγενών της Μελανησίας: «Εγκώ πολύ τρόμο στο ζούγκλα. Κακό αντρώποι πολύ σταματάει στο ζούγκλα.» Ο Μπάσετ χαμογέλασε θλιμμένος με τη θύμηση. Το μι κρό αγόρι από το Νέο Ανόβερο είχε τρομοκρατηθεί, αλλά του είχε σταθεί πιστό, καθώς τον ακολούθησε χωρίς δι σταγμό μέσα στη ζούγκλα, στην αναζήτηση της πηγής του θαυμαστού ήχου. Δεν ήταν αυτό κορμός δέντρου, κουφωμένος με φωτιά, να βροντάει πόλεμο στα βάθη της ζού γκλας, είχε συμπεράνει ο Μπάσετ. Λαθεμένο αποδείχτηκε ύστερα το επόμενο συμπέρασμά του, ότι, δηλαδή, η πηγή ή η αιτία δεν μπορούσε να βρίσκεται πέρα από μιας ώρας δρόμο κι ότι εύκολα, επομένως, θα μπορούσε να επιστρέ ψει κατά τα μέσα του απογεύματος για να τον πάρει η βάρ κα του Νάρι. «Αυτό μεγκάλο μπου-μπουμ όκι καλό. Όλα ίντιο ντιαολοντιάβολο», είχε αποφανθεί ο Σαγκάουα. Κι ο Σαγκά ουα είχε δίκιο. Δεν του πήραν το κεφάλι εκείνη την ίδια μέ ρα; θυμήθηκε ανατριχιάζοντας ο Μπάσετ. Χωρίς άλλο, ο Σαγκάουα θα είχε φαγωθεί κιόλας από τους «κακό αντρώ ποι που σταματάει στο ζούγκλα». Μπορούσε να τον δει ό πως τον είχε δει για τελευταία φορά, χωρίς το τουφέκι κι όλα τα σύνεργα του φυσιοδίφη αφεντικού του, να κείτεται στο στενό μονοπάτι, όπου είχε αποκεφαλιστεί μόλις μια στιγμή πριν. Ναι, μέσα σ' ένα λεπτό είχε γίνει το κακό. Μέ σα σ' εκείνο το λεπτό, κοιτάζοντας πίσω, ο Μπάσετ τον εί-
— 270 —
— 271 —
χε δει να προχωράει υπομονετικά, με το φορτίο του στην πλάτη. Ύστερα, βρήκε τον Μπάσετ το δικό του κακό. Κοί ταξε τα μισοεπουλωμένα απομεινάρια του πρώτου και του δεύτερου δάχτυλου στο αριστερό του χέρι και τα έτριψε α παλά μέσα στη χαρακιά που του έμεινε στο πίσω μέρος του κρανίου. Όσο γρήγορη κι αν στάθηκε η λάμψη του τόμαχοκ με το μακρύ στειλιάρι, στάθηκε αρκετά γρήγορος κι ε κείνος, καθώς έσκυψε το κεφάλι και, σηκώνοντας το χέρι, λόξεψε κάπως το χτύπημα. Δυο δάχτυλα και μια κακιά πληγή στο κρανίο ήταν το τίμημα που πλήρωσε για τη ζωή του. Με τη μια κάννη του δεκάρικου τουφεκιού του είχε κόψει το νήμα της ζωής του ανθρώπου της ζούγκλας που κόντεψε να τον σκοτώσει. Με την άλλη κάννη είχε πιπερώσει τους άλλους που έσκυβαν πάνω από τον Σαγκάουα κι είχε την ευχαρίστηση να δει ότι τη μεγαλύτερη μερίδα σκά για την είχε φάει εκείνος που έκανε να φύγει με το κεφάλι του Σαγκάουα. Όλα αυτά είχαν γίνει σε μια στιγμή. Μόνο ο ίδιος, ο σκοτωμένος άνθρωπος της ζούγκλας κι ό,τι από μενε απ' τον Σαγκάουα βρίσκονταν στο στενό μονοπάτι που είχαν ανοίξει τ' αγριογούρουνα. Από τη σκοτεινή ζού γκλα τριγύρω δεν ακουγόταν ούτε θρόισμα κίνησης ούτε άχνα ζωής. Κι είχε πάθει καταφάνερο και φοβερό κλονι σμό. Πρώτη φορά στη ζωή του είχε σκοτώσει ανθρώπινο ον και τον έπιασε ναυτία καθώς κοίταζε τη συμφορά που είχε απεργαστεί. Ύστερα είχε αρχίσει το κυνηγητό. Οπισθοχώρησε παίρ νοντας το μονοπάτι των αγριογούρουνων, καθώς οι διώ κτες του παρεμβάλλονταν ανάμεσα σ' αυτόν και την ακτή. Πόσοι ήταν δεν μπορούσε να μαντέψει. Μπορεί να ήταν έ νας, μπορεί να ήταν εκατό. Δεν έβλεπε τίποτε από δαύ τους. Ότι μερικοί είχαν ανέβει στα δέντρα και προχωρού σαν πάνω στη στέγη της ζούγκλας ήταν σίγουρος. Αλλά το περισσότερο που μπορούσε κι έπιανε το μάτι του ήταν ένα φτερούγισμα σκιών κάπου-κάπου. Δεν άκουγε χορδές τό ξων να δονούνται, όμως, κάθε λίγο και λιγάκι, χωρίς να
ξέρει από πού ρίχνονταν, μικρούτσικα βέλη περνούσαν ψιθυρίζοντας ή άνοιγαν τρύπες στα φύλλα των δέντρων κι έπεφταν φτερουγίζοντας στο χώμα πλάι του. Είχαν μύτη κοκάλινη και φτερό στην ουρά, και τα φτερά, βγαλμένα α πό τα στήθια τρυποκάρυδων, ιριδίζαν σαν στολίδια. Μια φορά -και τώρα, μετά που πέρασε πολύς καιρός από τότε, κρυφογελούσε ακόμα όλος χαρά καθώς το θυμό ταν- είχε διακρίνει μια σκιά από πάνω του, που σταμάτη σε αμέσως μόλις έστρεψε το βλέμμα προς τη μεριά της. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα, αλλ' αποφάσισε να το ρι σκάρει και της έριξε μια γεμάτη ριξιά σκάγια νούμερο πέ ντε. Σκούζοντας σαν μανιασμένη γάτα, η σκιά έπεσε με θό ρυβο ανάμεσα από φτέρες κι ορχιδέες, χτύπησε με γδούπο το χώμα μπρος στα πόδια του και, σκούζοντας πάντα από τη λύσσα και τον πόνο, έμπηξε τ' ανθρώπινα δόντια της στον αστράγαλο της χοντρής του μπότας. Εκείνος, από τη μεριά του, δεν έμεινε αργός, μόνο με το ελεύθερο πόδι του έβαλε τέρμα στο σκούξιμο. Τόσο είχε εξοικειωθεί από τότε με την αγριότητα ο Μπάσετ, που κρυφογέλασε πάλι απο λαμβάνοντας την ανάμνηση. Τι νύχτα ήταν εκείνη που ακολούθησε! Φυσικό ήταν να μαζευτεί μέσα του τόση λοίμωξη και ποικιλία πυρετών, σκέφτηκε καθώς θυμόταν εκείνη την άγρυπνη νύχτα του μαρτυρίου, τότε που οι σουβλιές από τις πληγές του δεν ή ταν τίποτα σε σύγκριση με τις μυριάδες τα τσιμπήματα των κουνουπιών. Δεν υπήρχε τρόπος να τ' αποφύγει και δεν είχε τολμήσει ν' ανάψει φωτιά. Είχαν κυριολεκτικά γε μίσει το κορμί του δηλητήριο, έτσι που, σαν ήρθε η μέρα, με τα μάτια σχεδόν κλειστά από το πρήξιμο, προχώρησε στα τυφλά, χωρίς να νοιάζεται πια καθόλου πότε θα του κόβαν το κεφάλι και πότε το κουφάρι του θα έπαιρνε το δρόμο που πήρε ο Σαγκάουα για την ψησταριά. Είκοσι τέσ σερις ώρες τον είχαν καταντήσει ερείπιο - ερείπιο πνεύμα τος και σώματος μαζί. Μόλις που συγκρατούσε τα λογικά του. Τόσο τον είχε τρελάνει το τρομερό μπόλιασμα με το
— 272 —
— 273 —
δηλητήριο που είχε δεχτεί. Κάμποσες φορές έριξε αποτε λεσματικές τουφεκιές στις σκιές που τον παίρναν από πί σω. Έντομα της ημέρας και σκνίπες μεγάλωναν το μαρτύ ριό του κι οι ματωμένες του πληγές τραβούσαν πλήθη αη διαστικές μύγες, που κολλούσαν νωθρά στη σάρκα του κι έπρεπε να τις διώχνει ή να τις λιώνει με τα χέρια του. Μια φορά εκείνη τη μέρα ξανάκουσε το θαυμαστό ήχο, που του φάνηκε πιο απόμακρος, αλλά υψώθηκε κυριαρχι κός πάνω από τα κοντινότερα πολεμικά τύμπανα μέσα στη ζούγκλα. Εκεί ακριβώς ήταν που είχε κάνει το λάθος. Νο μίζοντας πως είχε προχωρήσει πέρα από την πηγή του ή χου, που έπρεπε επομένως να βρίσκεται ανάμεσα σ' αυτόν και την ακτή του Ρινγκμανού, γύρισε πίσω, πιστεύοντας πως πήγαινε προς την ακτή, ενώ στην πραγματικότητα χω νόταν όλο και πιο βαθιά στη μυστηριώδη καρδιά του ανε ξερεύνητου νησιού. Εκείνη τη νύχτα, σύρθηκε ανάμεσα στις στριφτές ρίζες μιας αγριοσυκιάς, κι εξαντλημένος, κοιμή θηκε κι αφέθηκε στο έλεος των κουνουπιών. Ακολούθησαν μέρες και νύχτες που μέναν αόριστες στη μνήμη του, σαν εφιάλτες. Μια σκηνή που θυμόταν καθαρά ήταν ότι βρέθηκε ξαφνικά στο κέντρο ενός ζουγκλοχωριού κι έβλεπε τους γέρους και τα παιδιά να φεύγουν τρέχοντας μέσα στη ζούγκλα. Είχαν φύγει οι πάντες, εκτός από έναν. Εκεί κοντά κι από πάνω του, ένα κλαψούρισμα σαν κά ποιου ζώου που πονούσε κι έτρεμε από φόβο τον είχε ξαφ νιάσει. Κι αναβλέποντας, την είδε - ένα κορίτσι ήταν ή μάλλον μια κοπέλα, κρεμασμένη από το ένα της μπράτσο στον πυρωμένο ήλιο. Μπορεί να κρεμόταν έτσι από μέρες. Η πρησμένη γλώσσα της που εξείχε από το στόμα αυτό έ λεγε. Ζωντανή ακόμα, τον κοίταζε με μάτια γεμάτα τρόμο. Έκρινε πως κάθε βοήθεια θα ήταν μάταιη, καθώς πρόσεξε πως τα πόδια της ήταν πρησμένα, με τρόπο που φανέρωνε πως της είχαν συντρίψει τις αρθρώσεις και της είχαν σπά σει τα μεγάλα κόκαλα. Αποφάσισε να την πυροβολήσει. Κι εκεί τέλειωνε το όραμα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν τελι-
κά την πυροβόλησε ή όχι, όπως δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς έγινε και βρέθηκε σ' εκείνο το χωριό και πώς κατάφε ρε να φύγει. Πολλές εικόνες, άσχετες κι ασύνδετες, έρχονταν κι έ φευγαν από το νου του Μπάσετ, καθώς ανασκοπούσε εκεί νη την περίοδο των τρομακτικών του περιπλανήσεων. Θυ μήθηκε ότι εισέβαλε σ' ένα άλλο χωριό με καμιά δεκαριά καλύβια και, με το τουφέκι του, έκανε τους πάντες να το βά λουν στα πόδια, εκτός από ένα γέρο, πολύ αδύναμο για να μπορεί να τρέξει, που τον έφτυνε και κλαψούριζε κι έτριζε τα δόντια του, καθώς έσκαβε μια θαμμένη θράκα και τρα βούσε μέσ' από τις καυτές πέτρες ένα ψητό γουρουνόπουλο, που το λίπος του άχνιζε απολαυστικά μέσ' από τα πράσι να φύλλα που το περιτύλιγαν. Εκεί ήταν που έκανε και μια πράξη ανεξήγητης βαρβαρότητας. Αφού καλόφαγε κι ενώ ήταν έτοιμος να φύγει μ' ένα μπούτι του γουρουνόπουλου στα χέρια, έβαλε από σκοπού φωτιά με το φακό του στ' ά χυρα της σκεπής ενός καλυβιού. Αλλά χαραγμένη πιο βαθιά απ' όλα στο μυαλό του Μπάσετ έμενε η πνιγερή υγρασία κι η μπόχα της ζούγκλας. Πραγματικά, έζεχνε κι ήτανε πάντοτε μούχρωμα. Σπάνια μια δέσμη ηλιαχτίδες τρυπούσε την ψαθωτή σκεπή της, σα ράντα μέτρα πάνω. Και, κάτω από εκείνη τη σκεπή, ήταν στον αέρα ένας πολτός από βλάστηση, ένα τερατώδες, πα ρασιτικό στάξιμο ζωικών μορφών σε αποσύνθεση, που ριζοβολούσαν σε θάνατο και τρέφονταν με θάνατο. Κι εκεί νος περιπλανιόταν μέσα σ' όλα αυτά, κυνηγημένος ακατά παυστα από τις φευγαλέες σκιές των ανθρωποφάγων, φα ντασμάτων του κακού, που δεν τολμούσαν να χτυπηθούν μαζί του. ανοιχτά, αλλά ήξεραν πως αργά ή γρήγορα θα τρέφονταν με τις σάρκες του. Ο Μπάσετ θυμόταν πως, ε κείνο τον καιρό, σε στιγμές διαύγειας, παρομοίαζε τον ε αυτό του με λαβωμένο ταύρο που τον κυνηγούσαν τσακά λια, πολύ δειλά για να του επιτεθούν για το κρέας του, ό μως σίγουρα για το αναπόφευκτο τέλος του, οπότε θα χόρ-
— 274 —
— 275 —
*
ταιναν του σκασμού. Όπως τα κέρατα κι οι οπλές του ταύ ρου που χτυπούσαν το χώμα κρατούσαν τα τσακάλια μα κριά, έτσι και το τουφέκι του κρατούσε μακριά ετούτους τους κατοίκους των Νησιών του Σολομώντα, τούτες τις δειλές σκιές των κατοίκων της ζούγκλας του Γκουανταλκανάλ. Ήρθε ύστερα η μέρα των λιβαδιών. Απότομα, σαν να κόπηκε με το σπαθί του Θεού, από το χέρι του Θεού, η ζού γκλα τέλειωσε. Η άκρη της, κατακόρυφη και μαύρη σαν τη φρίκη της, είχε σαράντα μέτρα ύψος. Και, αρχινώντας απ' αυτή την άκρη της, φύτρωνε το χορτάρι - γλυκό, απαλό, τρυφερό λιβαδόχορτο, που θα μάγευε τα μάτια και τα ζω ντανά κάθε κτηνοτρόφου και που εκτεινόταν πέρα, ατέλει ωτα χιλιόμετρα βελουδένιας πρασινάδας, μέχρι τη ραχο κοκαλιά του μεγάλου νησιού, την πανύψηλη βουνοσειρά που ξεπέταξε κάποιο αρχαίο τράνταγμα της γης, οδοντω τή κι ανασκαμμένη, αλλά όχι ακόμα φαγωμένη από τις διαβρωτικές τροπικές βροχές. Αλλά το χορτάρι! Σύρθηκε μέσα του για κάπου δέκα μέτρα, έθαψε μέσα του το πρόσω πό του, το μύρισε και ξέσπασε σε άθελο κλάμα. Και, καθώς έκλαιγε, το θαυμαστό όργανο είχε κρουστεί - αν με τη λέξη κρούση, σκέφτηκε πολλές φορές μετά, μπο ρούσε να περιγραφεί σωστά η εκφορά ενός τόσο πελώριου ήχου με τόσο τρυφερή γλυκύτητα. Ναι, πελώριος ήταν, με τόσο δυνατή αντήχηση που θα μπορούσε να προέρχεται α πό κάποιο τέρας με χάλκινο λαρύγγι. Κι ωστόσο, τον κα λούσε, περνώντας πάνω από εκείνη την απέραντη σαβάνα, κι ήταν ευλογία για το πολύπαθο, τυραννισμένο μυαλό του. Θυμήθηκε πως κειτόταν εκεί στο χορτάρι, με υγρά ακό μα τα μάτια, αλλά χωρίς πια αναφιλητά, ν' ακούει τον ήχο και ν' απορεί πώς μπόρεσε και τον άκουσε στην ακτή του Ρινγκμανού. Κάποια ιδιοτροπία πιέσεων και ρευμάτων του αέρα, συλλογίστηκε, θα είχε επιτρέψει στον ήχο να φτάσει τόσο μακριά. Τέτοιες συνθήκες μπορεί να μην πα-
ρουσιάζονταν ξανά σε χίλιες ή και δέκα χιλιάδες μέρες, αλλά η μια μέρα που παρουσιάστηκαν ήταν η μέρα που α ποβιβάστηκε από το Νάρι για να κυνηγήσει πεταλούδες για μερικές ώρες. Έψαχνε να βρει ειδικότερα την περίφη μη πεταλούδα της ζούγκλας, με άνοιγμα φτερών τριάντα πόντους, το ίδιο βελούδινη κι άχρωμη όσο κι η σκοτεινιά στη σκεπή της ζούγκλας, τόσο συνηθισμένη στα ψηλά δέ ντρα ώστε να καταφεύγει πάντα στη σκεπή της ζούγκλας, απ' όπου την κατέβαζε κανείς μόνο με μια δόση σκάγια. Γι' αυτό το σκοπό κουβαλούσε ο Σαγκάουα το εικοσάρι δί καννο. Δυο μερόνυχτα σερνόταν σ' εκείνη τη ζώνη του λιβαδιού. Είχε πολύ υποφέρει, αλλά το κυνηγητό είχε σταματή σει στην άκρη της ζούγκλας. Και θα είχε πεθάνει από τη δί ψα, αν δεν τον αναζωογονούσε μια σφοδρή καταιγίδα τη δεύτερη μέρα. Και τότε ήταν που ήρθε η Μπαλάτα. Στην πρώτη σκιά, εκεί που η σαβάνα υποχωρούσε μπρος στην πυκνή ορεινή ζούγκλα, ο Μπάσετ είχε καταρρεύσει για να πεθάνει. Στην αρχή, η Μπαλάτα είχε ξεφωνίσει όλη χαρά καθώς τον είδε τελείως ανήμπορο κι ετοιμαζόταν να του σπάσει το κεφάλι μ' ένα χοντρό κλαδί. Ίσως, όμως, η απόλυτη ανημπόρια του να τη συγκίνησε ή η ανθρώπινη περιέργεια να την έκα νε να κρατηθεί. Ό,τι κι αν ήταν, πάντως κρατήθηκε, κι ό ταν εκείνος ξανάνοιξε τα μάτια μετά που περίμενε το επι κείμενο μοιραίο χτύπημα, την είδε να τον περιεργάζεται ε πίμονα. Εκείνο που την εντυπωσίαζε ειδικότερα ήταν τα γαλανά του μάτια κι η λευκή του επιδερμίδα. Ψύχραιμα, έ κατσε στα πισινά της, έφτυσε στο μπράτσο του και με τ' ακροδάχτυλά της σκούπισε τη λέρα της λάσπης και της ζού γκλας που μέρες και νύχτες είχαν λιγδιάσει την αρχική ασπράδα του δέρματός του. Και τα πάντα της τον είχαν εντυπωσιάσει κι εκείνον ιδι αίτερα, καθώς δεν είχε απολύτως τίποτα το συμβατικό. Γέ λασε αδύναμα καθώς θυμόταν πως την είδε χωρίς ρούχο,
— 276 —
— 277 —
σαν την Εύα πριν από το εγχείρημα με το φύλλο της συκής. Κοντόχοντρη και ταυτόχρονα λιγνή, με ασύμμετρα άκρα, σπαγκωτά μούσκουλα σαν από σκοινιά, με τη λίγδα κρού στα στο πετσί της από μωρό, καθώς μόνο τυχαία την έλου ζαν οι βροχές, ήταν το πιο κακάσκημο αρχέτυπο γυναίκας που είχε αντικρίσει ποτέ με το μάτι του επιστήμονα. Τα στή θια της μαρτυρούσαν ταυτόχρονα την ωριμότητα και τη νε ότητά της. Και το μόνο πράγμα που διαλαλούσε το φύλο της ήταν, μοναδικό της κόσμημα, μια ουρά γουρουνιού πε ρασμένη σε μια τρύπα στο λοβό του αριστερού της αφτιού. Τόσο πρόσφατα είχε κοπεί εκείνη η ουρά, που το αίμα έστα ζε ακόμα κι έπηζε πάνω στο ώμο της σαν στάλες από κερί. Και το πρόσωπό της! Ένα μαραμένο, στριφτό σύμπλεγμα πιθηκίσιων χαρακτηριστικών, με κάτι ανεστραμμένα, ορθά νοιχτα μογγόλικα ρουθούνια, ένα στόμα που κρέμαγε από έ να τεράστιο πανωχείλι κι έσβηνε απότομα σ' ένα πιγούνι που λόξευε προς τα μέσα, και δυο ερευνητικά, παραπονιά ρικα μάτια που βλεφάριζαν όπως βλεφαρίζουν τα μάτια κα τοίκων των κλουβιών για μαϊμούδες. Ούτε καν το νερό που του έφερε σ' ένα πλατύ φύλλο δέ ντρου και το μπαγιάτικο, μισοσαπισμένο κομμάτι ψητού γουρουνιού μπορούσαν ν' αντισταθμίσουν στο ελάχιστο την γκροτέσκα της φρικαλεότητα. Αφού έφαγε λίγο με πολ λή προσπάθεια, έκλεισε τα μάτια του για να μην τη βλέπει. Κι εκείνη του τ' άνοιγε ξανά και ξανά για να κοιτάει το γα λάζιο τους χρώμα. Κι ύστερα ήρθε πάλι ο ήχος. Πιο κοντά, το ήξερε πως ήταν πολύ πιο κοντά. Κι ήξερε το ίδιο καλά πως, παρ' όλη την εξαντλητική πορεία που είχε κάνει, η πηγή του ήχου βρισκόταν ακόμα πολλές ώρες μακριά. Η ε πίδραση του ήχου πάνω της ήταν τρομακτική. Ζάρωνε, έ κρυβε το πρόσωπό της, βογκούσε και τα δόντια της κροτά λιζαν από φόβο. Μετά, όμως, που ο ήχος έζησε γεμάτα τη ζωή του της μιας ώρας, ο Μπάσετ έκλεισε τα μάτια κι απο κοιμήθηκε, ενώ η Μπαλάτα έδιωχνε τις μύγες από το πρό σωπό του.
Όταν ξύπνησε, είχε νυχτώσει κι εκείνη είχε φύγει. Ένιωθε, όμως, ανανεωμένη δύναμη μέσα του και, καθώς είχε μπολιαστεί πέρα για πέρα με το δηλητήριο των κου νουπιών και δε θα πάθαινε πια φλεγμονές, έκλεισε τα μά τια και κοιμήθηκε μονορούφι μέχρι το ξημέρωμα. Λίγο αρ γότερα, γύρισε η Μπαλάτα, φέρνοντας μαζί της μισή ντου ζίνα γυναίκες που, όσο δύσμορφες κι αν ήταν, οπωσδήπο τε δεν της παράβγαιναν σε ασκήμια. Το φέρσιμό της έδειχνε πως τον θεωρούσε δικό της εύρημα κι ιδιοκτησία της και το καμάρι που ένιωθε επιδεικνύοντάς τον θα ήταν για γέ λια, αν η κατάσταση δεν ήταν τόσο απελπιστική. Αργότερα, ύστερα από μια φοβερή γι' αυτόν πορεία χι λιομέτρων, τότε που σωριάστηκε μπρος στο διαολοδιαβόλικο σπίτι στη σκιά του αρτόδεντρου1, εκείνη είχε δείξει με πολλή έμφαση πως εννοούσε να τον κρατήσει στην κατοχή της. Ο Νγκουρν, που ο Μπάσετ θα τον γνώριζε αργότερα σαν διαολοδιάβολο γιατρό, ιερέα ή μάγο του χωριού, ήθε λε το κεφάλι του. Αλλοι χαμογελαστοί, φλύαροι πιθηκάνθρωποι, όλοι τους το ίδιο θεόγυμνοι και με την ίδια χτηνώδικη εμφάνιση όπως η Μπαλάτα, ήθελαν το κορμί του για την ψησταριά. Δεν καταλάβαινε τότε ακόμα τη γλώσ σα τους, αν, ονομάζοντάς τους γλώσσα, θα μπορούσε κα νείς να ευπρεπίσει τους ζωώδικους ήχους που έβγαζαν για να παραστήσουν ιδέες. Αλλά ο Μπάσετ καταλάβαινε πο λύ καλά ποιο ήταν το θέμα της συζήτησής τους, ιδίως όταν οι άντρες ζουλούσαν και μάλαζαν και πασπάτευαν το κρέ ας του, σαν να ήταν για πούλημα στον πάγκο κρεοπωλείου. Η Μπαλάτα έχανε γρήγορα έδαφος στη συζήτηση για τη διεκδίκησή του, όταν έγινε το ατύχημα. Ένας από τους άντρες, καθώς εξέταζε με περιέργεια το τουφέκι του Μπά σετ, κατάφερε να το οπλίσει και να τραβήξει τη σκανδάλη. Το κλότσημα του υποκόπανου στην κοιλιά του ανθρώπου
— 278 —
— 279 —
1. Αειθαλές δέντρο των τροπικών με μεγάλους, πολύ θρεπτικούς καρπούς που τρώγονται αντί για ψωμί.
δε στάθηκε το πιο αιματηρό αποτέλεσμα, καθώς τα σκάγια, σε απόσταση ενός μέτρου, τίναξαν το κεφάλι ενός από τους συζητητές στην ανυπαρξία. Ακόμα κι η Μπαλάτα το έβαλε στα πόδια μαζί με τους άλλους κι ώσπου να γυρίσουν, αν και ζαλισμένος ήδη από τον επερχόμενο πυρετό, ο Μπάσετ είχε ανακτήσει το όπλο. Κι ύστερα, μ' όλο που τα δόντια του χτυπούσαν από το σύγκρυο και τα βουρκωμένα του μάτια μόλις που έβλεπαν, κράτησε τις αισθήσεις του, που χάνονταν, όσο χρειαζόταν για να φοβερίσει τους ανθρώπους της ζούγκλας με κάποια απλά μαγικά που έκανε με την πυξίδα, το ρολόι, το φακό και τα σπίρτα του. Και στο τέλος, σαν επιστέγασμα, με τονι σμένη δεόντως την επισημότητα κι επιβλητικότητα της πε ρίστασης, σκότωσε με το τουφέκι του ένα γουρουνόπουλο. Κι αμέσως μετά, λιποθύμησε. Ο Μπάσετ λύγισε τους μύες των χεριών του, αναζητώ ντας την όποια δύναμη μπορούσε να βρίσκεται μέσα σε τό ση αδυναμία και στήθηκε αργά και τρεκλίζοντας στα πό δια του. Ήταν φριχτά αποσαρκωμένος. Ωστόσο, στα τόσα διαλείμματα ανάρρωσης στην πολύμηνη αρρώστια του, ποτέ δεν είχε ανακτήσει τις δυνάμεις του στο βαθμό που είχε τούτη τη φορά. Αυτό που φοβόταν ήταν άλλη μια υπο τροπή, σαν αυτές που πάθαινε συχνά. Χωρίς φάρμακα, χωρίς καν κινίνο, είχε καταφέρει ως τότε να επιζήσει ενός συνδυασμού της πιο επίμονης, κακοήθους ελονοσίας και μελανουρίας. Αλλά πόσο ακόμα θα μπορούσε ν' αντέξει; Αυτό ήταν το μόνιμο ερώτημά του. Γιατί, γνήσιος επιστή μονας καθώς ήταν, δεν ήθελε να πεθάνει προτού λύσει το μυστήριο του θαυμαστού ήχου. Στηριγμένος σ' ένα ραβδί, έκανε παραπατώντας τα λί γα βήματα ως το διαολοδιαβόλικο σπίτι, όπου ο θάνατος κι ο Νγκουρν βασίλευαν μέσα στο σκοτάδι. Σχεδόν το ίδιο απαίσια σκοτεινό και κάκοσμο όσο η ζούγκλα ήταν το δια ολοδιαβόλικο σπίτι - για τον Μπάσετ. Όμως, εκεί μέσα βρισκόταν τον περισσότερο καιρό ο Νγκουρν, φίλος του
γκαρδιακός και μπιστεμένος, πρόθυμος πάντα για ιστορίες ή για συζήτηση, ενώ καθόταν στις στάχτες του θανάτου και, μέσα σ' έναν αργό καπνό, στριφογύριζε επιδέξια για τα ρίχευση ανθρώπινα κεφάλια κρεμασμένα από τα δοκάρια της στέγης. Στους μήνες των διαλειμμάτων της πολύχρο νης αρρώστιας του, ο Μπάσετ είχε εξοικειωθεί με τις ψυχο λογικές απλότητες και τις δυσκολίες της γλώσσας της φυ λής του Νγκουρν και της Μπαλάτα και του Γκνγκνγκν, του κουφιοκέφαλου νεαρού αρχηγού, που τον εξουσίαζε ο Νγκουρν και που, καθώς ψιθύριζαν οι καλοθελητές, ήταν γιος του Νγκουρν. «Θα μιλήσει ο Κόκκινος σήμερα;» ρώτησε ο Μπάσετ. Τόσο είχε συνηθίσει πια τη μακάβρια απασχόληση του γέ ρου, που έφτασε και να ενδιαφέρεται για την πρόοδο της καπνοταρίχευσης. Με μάτι ειδικευμένου, ο Νγκουρν εξέτασε το συγκεκρι μένο κεφάλι που δούλευε. «Θα περάσουν δέκα μέρες προτού μπορέσω να πω "τέ λειωσε"», είπε. «Ποτέ δεν έφτιαξε κανείς κεφάλια σαν κι ε τούτα 'δώ.» Ο Μπάσετ χαμογέλασε με την απροθυμία του γέρου να μιλήσει για τον Κόκκινο. Έτσι γινόταν πάντα. Ποτέ, σε καμιά περίπτωση, ο Νγκουρν ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της αλλόκοτης αυτής φυλής δεν έκανε τον παραμικρό υπαι νιγμό για οποιοδήποτε φυσικό χαρακτηριστικό του Κόκ κινου. Υλικός πρέπει να ήταν ο Κόκκινος για να εκπέμπει το θαυμαστό ήχο και, μ' όλο που τον έλεγαν ο Κόκκινος, ο Μπάσετ δεν μπορούσε να είναι βέβαιος πως αναφέρονταν στο χρώμα του. Αρκετά κόκκινα, πάντως, ήταν τα έργα κι οι δυνάμεις του, όπως έδειχναν οι αφηρημένες ενδείξεις που είχε σταχυολογήσει. Καθώς τον είχε πληροφορήσει ο Νγκουρν, όχι μόνο περισσότερη κτηνώδη δύναμη από τους θεούς των γειτονικών φυλών είχε ο Κόκκινος, διψασμένος πάντα για κόκκινο αίμα από ανθρωποθυσίες, αλλά κι οι ίδιοι οι γειτονικοί θεοί βασανίζονταν και θυσιάζονταν
— 280 —
— 281 —
*
μπροστά του. Ήταν ο θεός μιας δεκάδας συμ-μαχικών χω ριών παρόμοιων μ' αυτό εδώ, που ήταν η έδρα της κεντρι κής εξουσίας στην ομοσπονδία. Στο όνομα του Κόκκινου, πολλά ξένα χωριά είχαν ρημαχτεί ή κι εξοντωθεί ολωσδιό λου κι οι αιχμάλωτοι είχαν θυσιαστεί στον Κόκκινο. Αυτό γινόταν σήμερα κι αυτό γινόταν από πολύ παλιά, όπως έ λεγε η ιστορία που είχε παραδοθεί προφορικά από γενιά σε γενιά. Όταν ο ίδιος ο Νγκουρν ήταν νέος, οι φυλές πέρα από τα λιβάδια είχαν κάνει μια πολεμική επιδρομή. Και στην αντεπιδρομή, ο Νγκουρν κι οι πολεμιστές του είχαν πιάσει πολλούς αιχμαλώτους. Από παιδιά μόνο, το αίμα εκατό και παραπάνω είχε στραγγιστεί μπροστά στον Κόκ κινο και το ίδιο είχε γίνει με πολύ-πολύ περισσότερους ά ντρες και γυναίκες. Ο Κεραυνοβρόντης ήταν ένα άλλο όνομα του Νγκουρν για τη μυστηριώδη θεότητα. Αλλοτε πάλι τον έλεγε ο Βροντόφωνος, ο Θεόφωνος, ο Πουλολάρυγγος, Αυτός με το Γλυκό Λαρύγγι σαν του Μελισσουργού, ο Τραγουδιστής του Ήλιου, ο Αστρογέννητος. Γιατί Αστρογέννητος; Μάταια ρωτούσε τον Νγκουρν ο Μπάσετ. Σύμφωνα μ' αυτό το διαολοδιάβολο γέρο μάγο, ο Κόκκινος βρισκόταν από πάντα εκεί ακριβώς όπου βρι σκόταν και τώρα, τραγουδώντας πάντα και βροντοφωνά ζοντας το θέλημά του στους ανθρώπους. Όμως, ο πατέρας του Νγκουρν, τυλιγμένος με χόρτο που σάπιζε και κρεμα σμένος και τότε ακόμα πάνω από τα κεφάλια τους, ανάμε σα στα καπνισμένα δοκάρια του διαολοδιαβόλικου σπι τιού, είχε διαφορετική άποψη. Εκείνος ο σοφός μακαρίτης πίστευε πως ο Κόκκινος είχε έρθει μέσ' από την αστροφώτιστη νύχτα. Αλλιώς, ήταν το επιχείρημά του, γιατί οι πα λιοί και ξεχασμένοι θα μας τον παρέδιναν με το όνομα Αστρογέννητος; Ο Μπάσετ δεν μπορούσε να μην παραδε χτεί κάποια πειστικότητα σ' ένα τέτοιο επιχείρημα. Αλλά ο Νγκουρν επέμενε στις μακρές εμπειρίες της πολύχρονης ζωής του. Είχε ξενυχτήσει άπειρες φορές να παρατηρεί α-
στροφώτιστες νύχτες, όμως ποτέ δε βρήκε αστέρι πεσμένο στο λιβάδι ή στα βάθη της ζούγκλας - κι αν το είχε αναζη τήσει. Ήταν αλήθεια πως είχε δει πεφταστέρια (αυτό σαν απάντηση στον αντίλογο του Μπάσετ), αλλά το ίδιο αλή θεια ήταν πως είχε δει το φωσφορισμό μυκητοειδών βλαστημάτων και σάπιου κρέατος και πυγολαμπίδων τις σκο τεινές νύχτες, καθώς και τις φλόγες καιγόμενων ξύλων και καρυδιών αλευρίτη1. Όμως, τι ήταν η φλόγα κι η λάμψη και το πύρωμα όταν φλόγιζαν κι έλαμπαν και πύρωναν; Απάντηση: αναμνήσεις, τίποτε άλλο από αναμνήσεις πραγ μάτων που είχαν πάψει να υπάρχουν, όπως η ανάμνηση ε νός τελειωμένου ζευγαρώματος, μιας ξεχασμένης ευωχίας, επιθυμιών που ήταν φαντάσματα επιθυμιών που αναλάμπουν, πετάνε φλόγες και καίουν, αλλά δεν πραγματώνο νται μέσα στην εκτόνωση και την ικανοποίηση. Πού ήταν η όρεξη του χτες; Πού η ψημένη σάρκα του αγριογούρουνου που η σαΐτα του κυνηγού δεν μπόρεσε να σκοτώσει; Πού η κόρη, απάντρευτη και νεκρή προτού τη γνωρίσει παλικάρι; Η ανάμνηση δεν είναι αστέρι - αυτή ήταν η θέση του Νγκουρν. Πώς μπορούσε μια ανάμνηση να είναι αστέρι; Κι έπειτα, όλα αυτά τα χρόνια που έζησε, παρατηρούσε πά ντα τον έναστρο νυχτερινό ουρανό και τον έβλεπε ανάλλαχτο. Δεν πρόσεξε ποτέ να λείπει έστω κι ένα άστρο από τη συνηθισμένη του θέση. Κι άλλωστε, τα άστρα ήταν φωτιές, ενώ ο Κόκκινος δεν ήταν φωτιά - η τελευταία αυτή άθελη αποκάλυψη δεν έλεγε τίποτε στον Μπάσετ. «Θα μιλήσει ο Κόκκινος αύριο;» ρώτησε. Ο Νγκουρν ανασήκωσε τους ώμους σαν να έλεγε: «Ποιος ξέρει;» «Ή μεθαύριο; Ή αντιμεθαύριο;» επέμεινε ο Μπάσετ. «Θα 'θελα να κάπνιζα το κεφάλι σου», είπε ο Νγκουρν
— 282 —
— 283 —
*
1. Δέντρο των τροπικών. Από τους καρπούς του παράγεται το αλευριτέλαιο, που χρησιμοποιείται στην Κίνα και την Ιαπωνία για την παρασκευή βερνικιών.
αλλάζοντας την κουβέντα. «Είναι διαφορετικό από κάθε άλλο κεφάλι. Κανένας διαολοδιάβολος δεν έχει παρόμοιο. Και θα το ταρίχευα καλά. Θα μου 'παιρνε μήνες και μήνες. Φεγγάρια θα 'ρχονταν και φεγγάρια θα 'φευγαν κι ο κα πνός θα 'τανε πολύ αργός. Και θα μάζευα ο ίδιος τα υλικά για τον καπνό. Το δέρμα δε θα ζάρωνε. Θα 'μενε λείο όπως είναι το δέρμα σου τώρα.» Σηκώθηκε κι από τ' αχνοφωτισμένα δοκάρια, μαυρι σμένα από το κάπνισμα αναρίθμητων κεφαλιών, που έκα νε και τη μέρα σκοτεινιά, κατέβασε ένα δέμα τυλιγμένο σε ψαθί κι άρχισε να το ανοίγει. «Είν' ένα κεφάλι σαν το δικό σου», είπε, «αλλά κακοταριχευμένο.» Ο Μπάσετ τέντωσε το αφτί του με τη νύξη πως ήταν κεφάλι λευκού. Γιατί από καιρό είχε καταλήξει να πιστεύει πως ετούτοι οι κάτοικοι της ζούγκλας, στο κέ ντρο ακριβώς του μεγάλου νησιού, δεν είχαν ποτέ επαφές με λευκούς. Πρόσεξε βέβαια πως δε μιλούσαν τα σπασμένα αγγλικά που μιλούσαν οι ιθαγενείς σ' όλο σχεδόν το δυτι κό Νότιο Ειρηνικό. Και πως δεν ήξεραν τον καπνό ή το μπαρούτι. Τα λιγοστά και γι' αυτό πολύτιμα μαχαίρια τους, καμωμένα από τσέρκια βαρελιών, και τα λιγοστά κι ακόμα πολυτιμότερα τόμαχοκ που είχαν, ήταν, όπως υπέθετε, λά φυρα από τους πολέμους τους με τους κατοίκους της ζού γκλας πέρα από τα λιβάδια, που κι αυτοί με τη σειρά τους τα είχαν αποκτήσει από τους θαλασσινούς που ζούσαν στις κοραλλένιες ακτές κι είχαν επαφή με περαστικούς λευκούς. «Οι άνθρωποι πέρα μακριά δεν ξέρουν να ταριχεύουνε κεφάλια», εξήγησε ο γερο-Νγκουρν, καθώς τραβούσε μέσ' από τη βρόμικη ψάθα κι απόθετε στα χέρια του Μπάσετ έ να αδιαμφισβήτητα κεφάλι λευκού. Ήταν το δίχως άλλο παλιό. Λευκού ήταν, καθώς βεβαί ωνε το ξανθό μαλλί. Θα μπορούσε να ορκιστεί πως ανήκε κάποτε σε Άγγλο και μάλιστα Άγγλο του παλιού καιρού, καθώς μαρτυρούσαν οι βαριοί χρυσοί κρίκοι που μέναν α κόμα περασμένοι στους μαραμένους λοβούς των αφτιών. — 284 —
«Το δικό σου κεφάλι...» έπιασε πάλι το αγαπημένο του τροπάρι ο διαολοδιάβολος γιατρός. «Θα σου πω τι θα γίνει», τον διέκοψε ο Μπάσετ, καθώς του ήρθε μια ιδέα εκείνη τη στιγμή. «Όταν πεθάνω, θα μπορείς να πάρεις το κεφάλι μου για ταρίχευση, αν με πας πρώτα να δω τον Κόκκινο.» «Το κεφάλι σου θα το 'χω έτσι κι αλλιώς όταν πεθάνεις», είπε ο Νγκουρν απορρίπτοντας την πρόταση. Και πρόσθεσε με την ωμή ειλικρίνεια του αγρίου: «Άλλωστε, δε σου μένει και πολλή ζωή. Είσαι κιόλας σχεδόν νεκρός. Όλο κι αδυνα τίζεις. Σε λίγους μήνες, θα σ' έχω εδώ να γυρνάς και να ξα ναγυρνάς μέσα στον καπνό. Είν' ευχάριστο πράμα, τα μα κριά απογεύματα, να γυρνάς το κεφάλι κάποιου που γνώρι σες τόσο καλά όσο σε γνώρισα εγώ. Και θα σου μιλώ και θα σου λέω τα πολλά μυστικά που θες να μάθεις. Που δε θα 'χουν και σημασία βέβαια, αφού θα 'σαι πεθαμένος.» «Νγκουρν», είπε απειλητικά ο Μπάσετ θυμώνοντας ξαφνικά. «Το ξέρεις το Κεραυνάκι στο Σίδερο που 'ναι δι κό μου.» (Αναφερόταν στο παντοδύναμο, τρομακτικό του φέκι του.) «Μπορώ να σε σκοτώσω όποτε το θελήσω και τότε δε θα πάρεις το κεφάλι μου.» «Και τότε, ο Γκνγκνγκν ή κάποιος άλλος από τους δικούς μου θα το πάρει», τον διαβεβαίωσε απτόητος ο Νγκουρν. «Και το ίδιο τότε θα γυρνάει και θα γυρνάει και θα καπνίζεται εδώ μέσα, στο διαολοδιαβόλικο σπίτι. Όσο γρηγορότερα με σκο τώσεις με το Κεραυνάκι σου, τόσο γρηγορότερα θα γυρνάει το κεφάλι σου στον καπνό.» Κι ο Μπάσετ ήξερε πως είχε νικηθεί στη συζήτηση. Τι πράγμα να ήταν ο Κόκκινος; αναρωτήθηκε χίλιες φορές την επόμενη βδομάδα, ενώ ένιωθε να δυναμώνει. Ποια ήταν η πηγή του θαυμαστού ήχου; Τι ήταν αυτός ο Ηλιοτραγουδιστής, αυτός ο Αστρογέννητος, η μυστήρια αυτή θεότητα, το ίδιο ζωώδικη στα φερσίματά της όσο και τα μαύρα, σγουρομάλλικα, πιθηκόμορφα ανθρώπινα χτήνη που τη λάτρευαν και που το μελωμένο, βαθύστομο τρα— 285 —
γούδι και προσταγή της άκουγε από την απόσταση ταμπού τόσον καιρό; Τον Νγκουρν δεν είχε καταφέρει να τον δωροδοκήσει με την ταρίχευση του κεφαλιού του, αναπόφευκτη έτσι κι αλλιώς όταν θα πέθαινε. Ο Γκνγκνγκν, βλάκας κι ας ήταν αρχηγός, ήταν τόσο ηλίθιος, τόσο τυφλά υποταγμένος στον Νγκουρν, ώστε δε θα μπορούσε να βασιστεί σ' αυτόν. Έ τσι, απόμενε η Μπαλάτα, που, από τότε που τον βρήκε και του άνοιγε τα γαλανά του μάτια για να ξαναβλέπει την γκροτέσκα, θηλυκή της πανασκήμια, εξακολουθούσε να τον λατρεύει. Γυναίκα ήταν κι εκείνος ήξερε από καιρό πως ο μόνος τρόπος να την κάνει να προδώσει τη φυλή της θα ή ταν να στοχεύσει στη γυναικεία της καρδιά. Ο Μπάσετ ήταν άνθρωπος με δύσκολο γούστο. Δεν είχε συνέλθει ποτέ από την αρχική φρίκη που του προκάλεσε η θηλυκή αποκρουστικότητα της Μπαλάτα. Στην Αγγλία, α κόμα και στις καλύτερες περιπτώσεις, η γυναικεία γοητεία δε στάθηκε ποτέ ακατανίκητη γι' αυτόν. Παρ' όλα αυτά, πήρε την απόφαση που μόνο ένας άντρας ικανός να μαρ τυρήσει για χάρη της επιστήμης θα μπορούσε να πάρει. Κι έτσι, παραμερίζοντας όλη τη φινέτσα και την ευαισθησία της φύσης του, έκανε έρωτα με την απίστευτα αηδιαστική αυτή γυναίκα της ζούγκλας. Ανατρίχιασε, αλλά, αποστρέφοντας το πρόσωπό του, έκρυψε τους μορφασμούς και συγκράτησε την αναγούλα του, καθώς περνούσε το μπράτσο του γύρω στους ώμους της με την καρκαδιασμένη λίγδα κι άγγιζε με το λαιμό και το πιγούνι του τα κομπιασμένα της μαλλιά που μύ ριζαν ταγκιασμένο λάδι. Αλλά του ήρθε να ουρλιάξει ό ταν εκείνη υπέκυψε στο χάδι του αυτοστιγμεί, με το που την αγκάλιασε, και μόρφαζε και ξεφώνιζε κι έσκουζε με μικρά, αλλόκοτα, γουρουνίσια γουργουρίσματα ηδονής. Ήταν πάρα πολύ. Το επόμενο πράγμα που έκανε σ' αυτή την απίθανη ερωτοδουλειά, ήταν να την πάει στο ποτάμι και να τη σφουγγαρίσει μ' ένα ρωμαλέο τρίψιμο.
Από εκεί κι ύστερα, της αφοσιωνόταν σαν αληθινός μνηστήρας, τόσο συχνά και για τόσο διάστημα την κάθε φο ρά όσο μπορούσε η θέλησή του να υπερνικά τη σιχαμάρα του. Αλλά, προκειμένου για γάμο με την πρεπούμενη τήρη ση των εθίμων της φυλής, που εκείνη επιζητούσε με θέρμη, εκείνος δυστροπούσε. Ευτυχώς γι' αυτόν, ο κανόνας του ταμπού ήταν ισχυρός στη φυλή. Έτσι, για παράδειγμα, ο Νγκουρν δεν μπορούσε ν' αγγίξει ποτέ κόκαλο ή σάρκα ή δέρμα κροκοδείλου. Αυτό είχε οριστεί με τη γέννησή του. Ο Γκνγκνγκν είχε αποστερηθεί για πάντα το άγγιγμα γυναί κας. Τέτοιο μίασμα, αν τύχαινε να συμβεί, θα μπορούσε να ξεπλυθεί μόνο με το θάνατο του βέβηλου θηλυκού. Είχε συμβεί μια φορά αφότου ήρθε ο Μπάσετ, όταν ένα κορι τσάκι εννιά χρόνων, καθώς έτρεχε παίζοντας, σκόνταψε κι έπεσε πάνω στον ιερό αρχηγό. Το κοριτσάκι δεν ξαναφάνηκε. Ψιθυριστά η Μπαλάτα είπε του Μπάσετ ότι τρία μερό νυχτα ξεψυχούσε η μικρή μπροστά στον Κόκκινο. Όσο για την Μπαλάτα, αυτή είχε ταμπού τον αρτόκαρπο. Ο Μπά σετ ευγνωμονούσε την τύχη του. Ταμπού θα μπορούσε να της ήταν το νερό. Για τον εαυτό του, λοιπόν, σκαρφίστηκε ένα ειδικό τα μπού. Θα μπορούσε να παντρευτεί, εξήγησε, όταν ο Σταυρός του Νότου θα μεσουρανούσε. Ήξερε από αστρονομία κι έ τσι κέρδιζε μια αναστολή κοντά εννιά μηνών. Κι είχε την πεποίθηση πως, σ' αυτό το διάστημα, ή θα πέθαινε ή θα κα τάφερνε να το σκάσει στην ακτή, αποκομίζοντας πλήρη γνώση του Κόκκινου και της πηγής της θαυμαστής του φω νής. Στις αρχές, είχε φανταστεί πως ο Κόκκινος ήταν ένα κολοσσιαίο άγαλμα, κάτι σαν του Μέμνονα, που έβγαζε ή χο κάτω από ορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας του ηλιόφωτος. Όταν, όμως, ύστερα από μια πολεμική επιδρομή, έ φεραν μια φουρνιά αιχμαλώτους κι έγινε η θυσία τη νύ χτα, με βροχή, χωρίς να μπορεί να παίξει οποιοδήποτε ρό λο ο ήλιος, ο Κόκκινος ήταν ηχηρότερος απ' όσο συνήθιζε κι ο Μπάσετ παραμέρισε αυτή του την εικασία.
— 286 —
— 287 —
Συντροφιά με την Μπαλάτα, καμιά φορά με άντρες και παρέες γυναικών, είχε το ελεύθερο να τριγυρνάει στη ζού γκλα για τρία καρτίνια της πυξίδας. Αλλά το τέταρτο καρτίνι, όπου βρισκόταν η κατοικία του Κόκκινου, ήταν τα μπού. Έκανε πιο ευσυνείδητα έρωτα με την Μπαλάτα και την έβαζε να πλένεται πιο συχνά. Το αιώνιο θηλυκό ή ταν ικανή να προδώσει τα πάντα για χάρη του έρωτά της. Και, μ' όλο που η θέα της του προκαλούσε ναυτία κι η επα φή της τον έφερνε σε απόγνωση, μ' όλο που δεν μπορούσε να γλιτώσει από τη φρίκη της στα εφιαλτικά του όνειρα, ο Μπάσετ συναισθανόταν ωστόσο τη μεγαλειώδη γνησιότη τα της γενετήσιας ορμής που τη ζωογονούσε κι έκανε τη ζωή της ν' αξίζει λιγότερο από την ευτυχία του εραστή της, που μ' αυτόν έλπιζε να ζευγαρώσει. Η Ιουλιέτα ή η Μπα λάτα; Πού βρισκόταν η ειδοποιός διαφορά; Το απαλό, τρυφερό προϊόν του υπερπολιτισμού ή το ζωώδες αρχέ τυπό του των εκατό χιλιάδων χρόνων πριν; Δεν υπήρχε δια φορά. Ο Μπάσετ ήταν επιστήμονας πρώτα κι έπειτα ανθρω πιστής. Μέσα στην καρδιά της ζούγκλας του Γκουανταλκανάλ, έβαλε το θέμα σε δοκιμασία, όπως θα έβαζε στο εργαστήριο σε δοκιμασία μια οποιαδήποτε χημική αντί δραση. Δυνάμωνε τη φλόγα του προσποιητού του πά θους για τη γυναίκα της ζούγκλας, καθώς γινόταν όλο και πιο επιτακτική η επιθυμία του ν' αντικρίσει καταπρόσωπο τον Κόκκινο. Το παραδεχόταν πως ήταν η ίδια η παλιά ιστορία: η γυναίκα θα πλήρωνε τα σπασμένα. Της το ζήτησε, λοιπόν, μια μέρα που οι δυο τους έπιαναν το αταξινόμητο, ανονόμαστο μαύρο ψαράκι, δυόμισι πό ντους μάκρος, μισό γυμνό και μισό με λέπια, ολοστρόγ γυλο από τα χρυσοκόκκινα αβγά μέσα του, που σύχναζε στα γλυκά νερά και θεωρούνταν, ωμό κι ολόκληρο, φρέ σκο ή βρόμιο, η τέλεια λιχουδιά. Η Μπαλάτα έπεσε μπρού μυτα στα φύλλα που σάπιζαν στο χώμα της ζούγκλας, έ σφιγγε τους αστραγάλους του με τα χέρια της, φιλούσε — 288 —
τα πόδια του κι έβγαζε στριγκές φωνές που πάγωναν τη ραχοκοκαλιά του από πάνω ως κάτω. Τον ικέτευε να τη σκοτώσει αντί να της ζητάει τέτοιο υπέρτατο τίμημα για τον έρωτά της. Του είπε ποια ήταν η ποινή για παραβία ση του ταμπού του Κόκκινου: μια βδομάδα βασανιστήρια. Του περιέγραψε τις λεπτομέρειες τους κλαψουρίζοντας, με το πρόσωπο μέσα στο βούρκο, ώσπου κατάλαβε πως ήταν ακόμα αμάθητος, πως δεν είχε ακόμα φανταστεί πό σο τρόμο ήταν ικανός να εμφυσήσει ο άνθρωπος στον άν θρωπο. Παρ' όλα αυτά, επέμεινε στην ικανοποίηση της αντρικής του θέλησης, με κίνδυνο της γυναίκας, θα έλυνε το μυστή ριο του τραγουδιού του Κόκκινου κι ας πέθαινε εκείνη αρ γά και φριχτά, ουρλιάζοντας. Κι η Μπαλάτα, όντας απλώς γυναίκα, υποχώρησε. Τον οδήγησε στο απαγορευμένο καρτίνι. Ένα απότομο βουνό, που προεξείχε από το βορρά για να συναντήσει μια παρόμοια προεξοχή από το νότο, έστρι βε το ποταμάκι όπου είχαν ψαρέψει μέσα σε μια βαθιά, σκοτεινή ρεματιά. Μετά που περπάτησαν κάπου ένα μίλι στη ρεματιά, ο δρόμος ανηφόριζε απότομα. Πέρασαν μετά ένα διάσελο από ατόφιο ασβεστόλιθο, που τράβηξε το μάτι του σαν γεωλόγου. Συνεχίζοντας την ανάβαση, μ' όλο που σταματούσε κάθε τόσο από καθαρή σωματική αδυναμία, σκαρφάλωσαν σε κάτι δασοσκέπαστα υψώματα, μέχρι που βγήκαν τελικά σ' ένα γυμνό πλάτωμα. Ο Μπάσετ αναγνώ ρισε το υλικό της σύνθεσής του: ήταν μαύρη ηφαιστειογε νής άμμος και ήξερε πως ένας μαγνήτης της τσέπης θα μπορούσε να μαζέψει ολάκερο φορτίο από τους κόκκους με τις κοφτερές γωνιές που πατούσε. Κι ύστερα, κρατώντας την Μπαλάτα από το χέρι και τραβώντας την πίσω του, έφτασε στο στόχο του. Ήταν έ νας τεράστιος λάκκος, ολοφάνερα τεχνητός, μέσα στην καρδιά του πλατώματος. Η παλιά ιστορία, οι Οδηγίες Πλεύσεως Νοτίων Θαλασσών, δεκάδες στοιχεία που θυμό ταν και συνεκδοχές ξεχύθηκαν στο μυαλό του, γοργά και — 289 —
μανιασμένα. Ο Μεντάνια1 ήταν που είχε ανακαλύψει αυτά τα νησιά και τα ονόμασε του Σολομώντα, νομίζοντας πως είχε βρει τα μυθικά ορυχεία εκείνου του μονάρχη. Είχαν γελάσει με την παιδιάστικη αφέλεια του γέρου θαλασσο πόρου. Κι όμως, να που στεκόταν τώρα ο ίδιος ο Μπάσετ στο χείλος μιας εκσκαφής ακριβώς όμοιας με τ' αδαμαντωρυχεία της Νότιας Αφρικής. Αλλά δεν ήταν διαμάντι αυτό που έβλεπε κάτω στο λάκκο. Μάλλον μαργαριτάρι ήταν, με το βάθος ιριδισμού ενός μαργαριταριού, αλλά τέτοιου μεγέθους που όλα τα μαργαριτάρια της γης και του χρόνου συγκολλημένα δε θα μπορούσαν να το σχηματίσουν. Κι είχε ένα χρώμα που δε θα το ονειρευόταν καν σε κανένα μαργαριτάρι, ούτε και σε τίποτε άλλο, γιατί ήταν το χρώμα του Κόκκινου. Ο Μπά σετ ένιωσε αμέσως πως είχε μπρος στα μάτια του τον Κόκ κινο. Μια τέλεια σφαίρα ήταν, με γεμάτα εξήντα μέτρα διάμετρο, με την κορφή της τριάντα μέτρα κάτω από το ε πίπεδο του χείλους. Η χρωματική της ποιότητα του φαινό ταν η ποιότητα της λάκας. Την πήρε πραγματικά για κά ποιου είδους λάκα, περασμένη με ανθρώπινο χέρι, αλλά λάκα εξαιρετικής ποιότητας, που δεν μπορούσε να την εί χαν φτιάξει οι κάτοικοι της ζούγκλας. Λαμπρότερη από έ να λαμπρό κερασί, είχε ένα χρωματικό πλούτο σαν να ή ταν κόκκινο στρωμένο πάνω σε κόκκινο. Έλαμπε και ιρίδιζε στο φως του ήλιου σαν να φεγγοβολούσε μέσ' από αλ λεπάλληλα υποστρώματα κόκκινου. Του κάκου η Μπαλάτα προσπάθησε να τον πείσει να μην κατέβει στο λάκκο. Έπεσε στα πόδια του. Αλλά εκεί νος συνέχισε να κατεβαίνει το μονοπάτι που ακολουθούσε στριφογυριστό το τοίχωμα του λάκκου κι εκείνη ακολού θησε ζαρώνοντας και κλαψουρίζοντας από τον τρόμο της. Το ότι η κόκκινη σφαίρα είχε ξελακκωθεί σαν πολύτιμο α 1. Alvaro de Mendaña de Neira (1541-1595). Ισπανός θαλασσοπό ρος εξερευνητής. Ανακάλυψε τα Νησιά του Σολομώντα.
ντικείμενο ήταν καταφάνερο. Έχοντας υπόψη πως τα μέλη των δώδεκα ομόσπονδων χωριών ήταν λιγοστά, τα εργα λεία τους πρωτόγονα κι οι μέθοδοι τους ανάλογες, ο Μπά σετ ήξερε πως ο μόχθος μυριάδων γενεών μόλις που άρκε σε για την τεράστια αυτή ανασκαφή. Βρήκε τον πάτο του λάκκου στρωμένο με ανθρώπινα ο στά. Ανάμεσά τους, τσακισμένοι και παραμορφωμένοι, κεί τονταν θεοί των χωριών από ξύλο ή πέτρα. Μερικοί απ' αυτούς, καλυμμένοι με άσεμνες τοτεμικές φιγούρες και σχέ δια, είχαν σκαλιστεί σε συμπαγείς κορμούς δέντρων, δώδε κα ή και δεκαπέντε μέτρα μάκρος. Πρόσεξε ότι απουσία ζαν οι θεοί καρχαρίες και θαλάσσιες χελώνες, τόσο κοινοί στα παράκτια χωριά, ενώ τον κατέπληξε η συνεχής επανά ληψη του θέματος του κράνους. Πού τα είχαν δει τα κράνη οι άγριοι αυτοί κάτοικοι της ζούγκλας, εδώ, στη μαύρη καρ διά του Γκουανταλκανάλ; Να φορούσαν άραγε κράνη οι πολεμιστές του Μεντάνια, τότε που εισχώρησαν εδώ αιώ νες πριν; Αν όχι, τότε από πού πήραν το θέμα οι άνθρωποι της ζούγκλας; Προχωρώντας πάνω στο σωρό των θεών και των κοκά λων, με την Μπαλάτα να κλαψουρίζει συνεχώς πίσω του, ο Μπάσετ μπήκε στη σκιά του Κόκκινου και πέρασε κάτω από τη γιγαντιαία του προεξοχή, μέχρι που τον άγγιξε με τ' ακροδάχτυλά του. Όχι, δεν ήτανε λάκα αυτό. Ούτε ήταν η επιφάνεια του λεία, όπως θα έπρεπε να είναι αν είχε πε ραστεί με λάκα. Απεναντίας, ήταν χαρακωμένη και χτυπη μένη, με μπαλώματα εδώ κι εκεί, που έδειχναν σημάδια α πό χρήση θερμότητας και σύντηξη. Κι ακόμα, το υλικό του ήταν μέταλλο, αν και δεν έμοιαζε με κανένα από τα μέταλ λα ή κράματα μετάλλων που γνώρισε ποτέ. Όσο για το ί διο το χρώμα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε επα λειφτεί. Ήταν το χρώμα που είχε το ίδιο το μέταλλο από φυσικού του. Κίνησε τ' ακροδάχτυλά του, που ως τότε είχαν απλώς ακουμπήσει, πάνω στην επιφάνεια κι ένιωσε ολάκερη τη
— 290 —
— 291 —
γιγάντια σφαίρα να ζωντανεύει, να ζωηρεύει και ν' αντα ποκρίνεται. Ήταν απίστευτο! Ένα τόσο ελαφρύ άγγιγμα σε μια τόσο τεράστια μάζα! Κι όμως, με το χάδι των ακροδαχτύλων του, ριγούσε πραγματικά σε ρυθμικές δονήσεις, που γίνονταν ψίθυροι και θροίσματα και μουρμουρητά ή χου - αλλά ήχου τόσο διαφορετικού, τόσο φευγαλέας λε πτότητας, που έμοιαζε με τρεμουλιαστό σφύριγμα, τόσο μελωμένου που να ξετρελαίνει με τη γλυκύτητά του, σαν σουραύλι αερικού. Αυτό, κατέληξε ο Μπάσετ, θα ήταν σαν ήχος από κάποια καμπάνα των θεών, που ξεχυνόταν προς τη γη μέσα από το διάστημα. Στράφηκε προς την Μπαλάτα όλος ερωτήματα για άμε ση απάντηση. Αλλά η φωνή του Κόκκινου, που είχε προ καλέσει, την είχε κάνει να πέσει βογκώντας με τα μούτρα μέσα στα κόκαλα. Ξανακοίταξε συλλογισμένος το θαυμα στό πράγμα. Ήταν κούφιο κι από μέταλλο άγνωστο στη γη, συμπέρανε τελικά. Σωστά το είχαν ονομάσει οι παλιοί Αστρογέννητο. Μόνο από τ' άστρα θα μπορούσε να έρθει κι ούτε ήταν τυχαίο. Ήταν δημιούργημα τέχνης και μυα λού. Τέτοια τελειότητα μορφής, τέτοια κοιλότητα που σί γουρα είχε δεν μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα απλής τύ χης. Ήταν αναμφισβήτητα γέννημα διανοιών, μακρινών κι αμάντευτων, που, στη σωματική τους υπόσταση, δούλευαν τα μέταλλα. Το κοίταζε κατάπληκτος, με το μυαλό του ν' απλώνεται σαν ανέλεγκτη φωτιά σε υποθέσεις, στην προ σπάθειά του να εξηγήσει την παρουσία αυτού του ταξιδιώ τη από τον πέρα κόσμο, που είχε αψηφήσει τη νύχτα του διαστήματος, είχε περάσει μέσ' από τ' αστέρια κι υψωνό ταν τώρα μπροστά κι από πάνω του, εκεί που τον ξέθαψαν υπομονετικοί ανθρωποφάγοι, χτυπημένο και λακαρισμένο από το πύρινο λουτρό του μέσα σε δυο ατμόσφαιρες. Αλλά ήταν άραγε το χρώμα μια λάκα που απόθεσε η θερμότητα πάνω σε κάποιο οικείο μέταλλο; Ή μήπως ήταν εγγενής ιδιότητα του ίδιου του μετάλλου; Έμπηξε τη μύτη του σουγιά του, για να εξετάσει τη σύνθεση του υλικού. — 292 —
Αμέσως η σφαίρα ολάκερη ξέσπασε σ' ένα φοβερό ψίθυρο, μιαν έντονη διαμαρτυρία, που σχεδόν παλλόταν μελωμένη -αν γινόταν να μιλάμε για ψίθυρο που πάλλεται- δυναμώ νοντας και χαμηλώνοντας, με τα δυο άκρα της κλίμακας του ήχου ν' απειλούν να ολοκληρώσουν τον κύκλο και να συγχωνευτούν στο βροντοφώνημα που τόσο συχνά είχε α κούσει πέρα από την απόσταση ταμπού. Ξεχνώντας την ασφάλειά του, ξεχνώντας την ίδια του τη ζωή, μαγεμένος από το θαύμα του αφάνταστου κι αμάντευτου πράγματος, σήκωσε το σουγιά του για ένα δυνατό χτύπημα από μακριά, αλλά τον εμπόδισε η Μπαλάτα. Ανα σηκώθηκε στα γόνατά της γεμάτη αγωνία, σφιχταγκαλιάζο ντας τα πόδια του και ικετεύοντάς τον να σταματήσει. Μέ σα στην ένταση της προσπάθειας της να τον εντυπωσιάσει, έφερε το μπράτσο της στο στόμα κι έμπηξε τα δόντια της μέχρι το κόκαλο. Εκείνος μόλις που πρόσεξε την παράσταση, αλλά ενέ δωσε αυτόματα στα ηπιότερα ένστικτά του κι απέφυγε το μαχαίρωμα. Γι' αυτόν, η ανθρώπινη ζωή είχε αποκτήσει μικροσκοπικές διαστάσεις μπρος σ' αυτό τον κολοσσιαίο προπομπό μιας ανώτερης ζωής, που ήρθε μέσ' από τα πέρα τα του αστρικού σύμπαντος. Σαν να είχε να κάνει με σκυλί, ανάγκασε με μια κλοτσιά την άσκημη γυναίκα της ζούγκλας να σηκωθεί και να τον συνοδέψει σε μια περιφορά γύρω α πό τη βάση. Κάθε τόσο αντίκριζε φρικαλέα θεάματα. Ανά μεσα στ' άλλα, αναγνώρισε το μαραγκιασμένο από τον ή λιο λείψανο του εννιάχρονου κοριτσιού, που είχε παρα βιάσει τυχαία το ταμπού της προσωπικότητας του φυλάρχου Γκνγκνγκν. Κι ανάμεσα σ' ό,τι είχε απομείνει απ' αυτούς που είχαν πεθάνει, συνάντησε ό,τι είχε απομείνει κι από έ ναν που δεν είχε πεθάνει ακόμα. Πραγματικά οι κάτοικοι της ζούγκλας είχαν ονομάσει τον εαυτό τους σαν ονόμα σαν τον Κόκκινο. Έβλεπαν σ' αυτόν το δικό τους είδωλο, που πάσχιζαν να το εξευμενίσουν και να το ευχαριστή σουν με τέτοια κόκκινα αναθήματα. — 293 —
***
Παρακάτω, πατώντας πάντα σε κόκαλα ανθρώπων και είδωλα θεών που αποτελούσαν το πάτωμα στο αρχαίο αυ τό οστεοφυλάκιο θυσιαστηρίου, αντίκρισε το μηχανισμό που έκανε τον Κόκκινο να στέλνει τραγουδιστά το βροντε ρό του κάλεσμα μέσ' από τις ζούγκλες και τα λιβάδια μέ χρι το μακρινό ακρογιάλι του Ρινγκμανού. Απλός και πρω τόγονος ήταν, όπως και το τέλειο τεχνούργημα του Κόκκι νου. Ένας κρούστης, χοντρό δοκάρι δεκαπέντε μέτρα μά κρος, αποξηραμένο στο διάστημα αιώνων δεισιδαίμονης φροντίδας, με σκαλισμένες πάνω του δυναστείες θεών, τον ένα πάνω στον άλλο, τον καθένα με κράνος, καθισμένο μέ σα στο ανοιχτό στόμα ενός κροκοδείλου, κρεμόταν με σκοι νιά από στριμμένα αναρριχητικά παράσιτα, από την κορ φή ενός τρίποδα από τρεις μεγάλους κορμούς, σκαλισμέ νους κι αυτούς με μορφάζουσες, χοντροκαμωμένες μορ φές, προάγγελους των μοντέρνων αντιλήψεων περί Τέχνης και Θεού. Από τον κρούστη κρέμονταν σκοινιά από αναρ ριχητικά και σ' αυτά οι άνθρωποι μπορούσαν κι εφάρμο ζαν τη δύναμή τους για να τον κατευθύνουν. Σαν πολιορ κητικός κριός, ο κρούστης μπορούσε να χτυπάει με ανυ ψούμενη την άκρη του την τεράστια κόκκινη ιριδίζουσα σφαίρα. Εδώ χοροστατούσε και λειτουργούσε θρησκευτικά ο Νγκουρν, για τον εαυτό του και για τις δώδεκα φυλές που εξουσίαζε. Ο Μπάσετ γέλασε φωναχτά, σχεδόν τρελά, με τη σκέψη ότι ο θαυμαστός αυτός αγγελιαφόρος, μια διά νοια που διέσχισε πετώντας το διάστημα, έπεσε τελικά σ' ένα οχυρό των κατοίκων της ζούγκλας, για να λατρεύεται από άγριους, πιθηκόμορφους ανθρωποφάγους και κεφαλοκυνηγούς. Ήταν σάμπως ο Λόγος του Θεού να είχε πέ σει μέσα στο βούρκο της αβύσσου που στρώνει τον πυθμέ να της Κόλασης, σάμπως οι Εντολές του Ιεχωβά να είχαν δοθεί, χαραγμένες σε πέτρα, στις μαϊμούδες ζωολογικού κήπου, σάμπως η Επί του Όρους Ομιλία να είχε κηρυχτεί μέσα στο πανδαιμόνιο ενός φρενοκομείου.
Οι αργόσυρτες βδομάδες κυλούσαν. Τις νύχτες ο Μπά σετ τις περνούσε, από σκοπού, πάνω στις στάχτες, στο πά τωμα του διαολοδιαβόλικου σπιτιού, κάτω από τα κεφά λια που ταριχεύονταν αργά καθώς γύριζαν ασταμάτητα. Μια και το σπίτι ήταν ταμπού για το κατώτερο φύλο των γυναικών, προσφερόταν για καταφύγιό του από την Μπαλάτα, που γινόταν όλο και πιο επίμονη κι επικίνδυνη στις ερωτικές της διαχύσεις, καθώς ο Σταυρός του Νότου ανέ βαινε στον ουρανό, αναγγέλλοντας σύντομα τον ερχομό του γάμου της. Τις μέρες του ο Μπάσετ τις περνούσε σε μια μπράντα κρεμασμένη κάτω από τη σκιά του μεγάλου αρτόδεντρου, μπρος στο διαολοδιαβόλικο σπίτι. Υπήρχαν διαλείμματα σ' αυτό το πρόγραμμα όταν, βυθισμένος στο κώμα που του έφερνε ο εξοντωτικός του πυρετός, κειτό ταν μερόνυχτα στο σπίτι των κεφαλιών. Αγωνιζόταν πά ντα να νικήσει τον πυρετό, να ζήσει, να συνεχίσει να ζει, να δυναμώνει και να δυναμώνει μέχρι τη μέρα που θα έ νιωθε αρκετά δυνατός για ν' αποτολμήσει τη φυγή μέσ' α πό τα λιβάδια και τις ζώνες της ζούγκλας και να φτάσει στην ακτή, ν' ανέβει σε κάποιο εργατολογικό ή δουλεμπορικό καΐκι ή σκούνα και να γυρίσει στον πολιτισμό και τους πολιτισμένους ανθρώπους, να τους δώσει το νέο του μηνύματος από άλλους κόσμους, που βρισκόταν στη μαύ ρη καρδιά του κέντρου του Γκουανταλκανάλ, αντικείμενο σκοτεινής λατρείας κτηνανθρώπων. Αλλες νύχτες πάλι, ξαπλώνοντας αργά κάτω από το αρτόδεντρο, ο Μπάσετ περνούσε ώρες παρακολουθώντας την αργή δύση των δυτικών αστεριών πέρα από το μαύρο τείχος της ζούγκλας, που είχε μετατοπιστεί προς τα πίσω με την αποψίλωση που έγινε για να στηθεί το χωριό. Κατέ χοντας παραπάνω από επιπόλαιες γνώσεις αστρονομίας, άρρωστος καθώς ήταν, τον ευχαριστούσε να κάνει υποθέ σεις για τους κατοίκους των αόρατων κόσμων αυτών των
— 294 —
— 295 —
απίστευτα μακρινών ήλιων όπου, για να συχνάζει στα σπί τια τους, φτιαγμένα από φως, η ζωή πρόβαλλε, ντροπαλός επισκέπτης, μέσ' από τις αφώτιστες κρύπτες της ύλης. Δεν μπορούσε να διανοηθεί όρια στο χρόνο ούτε σύνορα στο χώρο. Καμιά ανατρεπτική θεωρία για το ράδιο δεν είχε κλονίσει τη σταθερή επιστημονική του πίστη στη διατήρη ση της ενέργειας και την αφθαρσία της ύλης. Άστρα πρέπει να υπήρξαν πάντα και για πάντα. Κι ασφαλώς, μέσα σ' αυτή την κοσμική ζύμωση, όλα πρέπει να είναι σχετικά ό μοια, της ίδιας σχετικά ουσίας ή ουσιών, με εξαίρεση τα καπρίτσια της ζύμωσης. Τα πάντα πρέπει να υπακούουν σε ίδιους νόμους ή να συνθέτουν ίδιους νόμους που ισχύ ουν απαράβατοι σ' ολόκληρη την ανθρώπινη εμπειρία. Επομένως, υποστήριξε και συμφώνησε, πρέπει οι κόσμοι κι η ζωή ν' αποτελούν προνομίες όλων των ήλιων, όπως α ποτελούσαν προνομία του συγκεκριμένου ήλιου του δικού του ηλιακού συστήματος. Όπως εκείνος κειτόταν εκεί, κάτω από το αρτόδεντρο, μια διάνοια που αγνάντευε τις έναστρες αβύσσους, έτσι θα έπρεπε ολόκληρο το σύμπαν να είναι εκτεθειμένο σε αδιά κοπη εξερεύνηση από αναρίθμητα μάτια σαν τα δικά του, έστω και διαφορετικά, που είχαν πίσω τους διάνοιες που αναρωτιόνταν κι αναζητούσαν το νόημα και τη δομή του όλου. Αυτά συλλογιζόταν κι ένιωθε την ψυχή του να συγ γενεύει με την αξιοσέβαστη αυτή συντροφιά, μ' αυτό το πλή θος που είχε μόνιμα στυλωμένη τη ματιά του στην απέρα ντη τοιχογραφία του απείρου. Ποιοι ήταν, τι ήταν αυτοί οι μακρινοί κι ανώτεροι που είχαν γεφυρώσει τον ουρανό με το γιγάντιο, κόκκινο ιριδωτό, ουρανόφωνο μήνυμά τους; Σίγουρα θα είχαν βαδί σει κι αυτοί, πολύ καιρό πριν, το δρόμο όπου ο άνθρωπος πάτησε το πόδι του τόσο πρόσφατα, κατά το κοσμικό ημε ρολόγιο. Και, για να είναι σε θέση να στέλνουν τέτοιο μή νυμα μέσ' από την άβυσσο του χώρου, θα είχαν φτάσει α σφαλώς σ' εκείνα τα ύψη, όπου πάλευε να φτάσει ο άνθρω-
πος, προχωρώντας τόσο αργά, με δάκρυα και μόχθο και ματωμένο ιδρώτα, μέσα στο σκοτάδι και τη σύγχυση πολ λών διαλογισμών. Και τι είχαν βρει σ' εκείνα τα ύψη; Εί χαν άραγε κερδίσει την Αδελφοσύνη; Ή μήπως είχαν μάθει ότι ο νόμος της αγάπης επέβαλλε την ποινή της αδυναμίας και της φθοράς; Ήταν διαμάχη η ζωή; Ήταν κανόνας όλου του σύμπαντος ο ανελέητος κανόνας της φυσικής επιλο γής; Και το αμεσότερο, σπαρακτικό ερώτημα: ήταν τα τε λικά τους συμπεράσματα, η σοφία τους, που κατάκτησαν με μακροχρόνιο αγώνα, κλεισμένα ακόμα και τότε στην τε ράστια, μεταλλική καρδιά του Κόκκινου, περιμένοντας τον πρώτο γαιάνθρωπο που θα τα διάβαζε; Για ένα πράγ μα ήταν βέβαιος: δεν ήταν κόκκινη δροσοσταλίδα, τιναγ μένη από τη λιονταρίσια χαίτη κάποιου τυραννισμένου ή λιου η ηχηρή σφαίρα. Ήταν σκόπιμη, όχι τυχαία, και περι είχε τη λαλιά και τη σοφία των άστρων. Τι μηχανές και τι στοιχεία και τιθασευμένες δυνάμεις, τι γνώσεις και μυστήρια κι έλεγχοι της μοίρας μπορεί να βρίσκονταν εκεί μέσα! Το δίχως άλλο, αφού τόσο πολλά μπορούσαν να κλειστούν μέσα σ' ένα τόσο μικρό πράγμα όσο ο θεμέλιος λίθος ενός δημόσιου κτιρίου, αυτή η τερά στια σφαίρα θα έπρεπε να περιέχει ατέλειωτες ιστορίες, πορίσματα βαθιάς έρευνας πέρα από τις πιο τρελές ανθρώ πινες εικασίες, νόμους και τύπους που εύκολα θα μπορού σε να τους μεταχειριστεί ο άνθρωπος για να εκτινάξει τη γήινη ζωή του, την ατομική και τη συλλογική, πάνω από τον τωρινό της βούρκο, σε ασύλληπτα ύψη καθαρότητας και δύναμης. Ήταν το μεγαλύτερο δώρο που έκανε ο Χρό νος στον αχόρταγο άνθρωπο που, με δεμένα τα μάτια, επο φθαλμιούσε τον ουρανό. Και σ' αυτόν, τον Μπάσετ, λάχαινε η μεγάλη τιμή να είναι ο πρώτος που θα λάβαινε αυτό το μήνυμα από τους διαστρικούς συγγενείς του ανθρώπου! Κανένας λευκός και, πολύ περισσότερο, κανένας ξένος από τις άλλες φυλές της ζούγκλας δεν είχε επιζήσει μετά που αντίκρισε τον Κόκκινο. Τέτοιος ήταν ο νόμος που είχε
— 296 —
— 297 —
αναλύσει στον Μπάσετ ο Νγκουρν. Ναι, αλλά υπήρχαν και τα σταυραδέρφια σαν εκείνον, ήταν συχνά ο αντίλογος του Μπάσετ. Αλλά ο Νγκουρν το αρνιόταν κατηγορηματικά. Ούτε και την αδερφοποίηση δεχόταν ο Κόκκινος. Μόνο ά ντρες γεννημένοι μέσα στη φυλή μπορούσαν να δουν τον Κόκκινο και να επιζήσουν. Αλλά τώρα, με το ένοχο μυστι κό του γνωστό μόνο στην Μπαλάτα, που ο φόβος της θυσίας μπρος στον Κόκκινο της κρατούσε εφτασφράγιστα τα χεί λη, η κατάσταση διέφερε. Δεν είχε παρά ν' αναρρώσει από τους απαίσιους πυρετούς που τον έλιωναν και να γυρίσει στον πολιτισμό. Θα ηγούνταν τότε μιας εκστρατείας και, ακόμα κι αν εξοντωνόταν ολόκληρος ο πληθυσμός του Γκουανταλκανάλ, θα έβγαζε από την καρδιά του Κόκκινου το μήνυμα του κόσμου από άλλους κόσμους. Αλλά οι υποτροπές πύκνωναν, οι σύντομες αναρρώ σεις του ήταν όλο και πιο άτονες, οι περίοδοι του κώματος μάκραιναν, μέχρι που κατάλαβε, πέρα πια από κάθε παρα κίνηση αισιοδοξίας, έμφυτης σε μια τόσο γερή κράση σαν τη δική του, πως δε θα ζούσε για να διασχίσει τα λιβάδια, να περάσει την επικίνδυνη παράκτια ζούγκλα και να φτά σει στη θάλασσα. Έσβηνε καθώς ο Σταυρός του Νότου α νέβαινε στον ουρανό, μέχρι που κι η Μπαλάτα ακόμα ήξε ρε πως θα πέθαινε πριν από την ημέρα του γάμου, που όρι ζε το ταμπού του. Ο Νγκουρν έβγαινε ο ίδιος να μαζέψει τα καπνιστικά υλικά για την ταρίχευση του κεφαλιού του Μπάσετ κι όλος καμάρι του έκανε ανακοινώσεις και περι γραφές της καλλιτεχνικής τελειότητας του έργου που θα φιλοτεχνούσε, όταν θα πέθαινε ο Μπάσετ. Όσο για τον ί διο τον Μπάσετ, δεν τον αναστάτωναν πια όλα αυτά. Για πάρα πολύν καιρό και πάρα πολύ βαθιά είχε μαραζώσει μέσα του η ζωή, τόσο που δεν τον δάγκωνε πια ο φόβος του επικείμενου χαμού του. Εξακολουθούσε να υπάρχει, με περιόδους αναισθησίας να εναλλάσσονται με περιό δους μισοσυναίσθησης, ονειρικές κι εξωπραγματικές, ό που αναρωτιόταν ανώφελα αν είχε πραγματικά αντικρίσει
τον Κόκκινο ή μήπως ήταν κι αυτό εφιαλτική εικόνα μέσα στο παραλήρημά του. Κι ήρθε η μέρα που όλες οι ομίχλες κι οι αραχνιές δια λύθηκαν και τότε ένιωσε το μυαλό του καθαρό σαν κρύ σταλλο κι έκανε σωστή αποτίμηση της αδυναμίας του κορ μιού του. Δεν μπορούσε καν να σηκώσει το χέρι ή το πόδι του. Τόσο λιγοστός ήταν πια ο έλεγχος του σώματός του, που μόλις κι αισθανόταν πως είχε σώμα. Πολύ ελαφριά πράγματι καθόταν η σάρκα του πάνω στην ψυχή του κι η ψυχή του, στη σύντομη διαύγειά της, ήξερε, χάρη στη διαύ γειά της, πως η μαυρίλα της παύσης ήταν κοντά. Ήξερε πως το τέλος πλησίαζε. Ήξερε πως είχε αντικρίσει στ' α λήθεια τον Κόκκινο, τον αγγελιαφόρο μεταξύ των κόσμων. Ήξερε πως δε θα ζούσε για να φέρει το μήνυμά του στον κόσμο - αυτό το μήνυμα που, χωρίς καμιά αμφιβολία, βρι σκόταν εκεί, στην καρδιά του Γκουανταλκανάλ, περιμένο ντας να τ' ακούσει άνθρωπος. Κι ο Μπάσετ πήρε την από φασή του, κάλεσε τον Νγκουρν κοντά του στη σκιά του αρτόδεντρου και συζήτησε με το γέρο διαολοδιάβολο γιατρό τους όρους και τις προετοιμασίες για την τελευταία προ σπάθεια της ζωής του, την τελευταία του περιπέτεια όσο η σάρκα του ζούσε ακόμα. «Ξέρω το νόμο, Νγκουρν», είπε στο τέλος. «Όποιος δεν είναι της φυλής δεν μπορεί να κοιτάξει τον Κόκκινο και να ζήσει. Εγώ δε θα ζήσω έτσι κι αλλιώς. Τα παλικάρια σου θα με φέρουν, λοιπόν, μπρος στο πρόσωπο του Κόκκινου και θα τον κοιτάξω και θ' ακούσω τη φωνή του και τότε θα πε θάνω από το χέρι σου, Νγκουρν. Κι έτσι θα ικανοποιηθούν και τα τρία πράγματα: κι ο νόμος θα τηρηθεί κι η επιθυμία μου θα εκπληρωθεί και το κεφάλι μου θ' αποκτήσεις πιο γρήγορα, τώρα που έκανες γι' αυτό όλες τις ετοιμασίες.» Κι ο Νγκουρν συμφώνησε και πρόσθεσε: «Καλύτερα έτσι. Ένας άρρωστος που δεν μπορεί να γίνει καλά είναι βλακεία να συνεχίσει να ζει για τόσο λίγο καιρό. Κι είναι καλύτερο και για τους ζωντανούς να φύγει. Μεγά-
— 298 —
— 299 —
λος μπελάς μας έγινες τελευταία. Όχι πως δε μου 'κανε καλό να μιλώ μ' έναν τόσο σοφό άνθρωπο. Αλλά, για φεγγάρια ο λόκληρα, μιλήσαμε πολύ λίγο. Αντί γι' αυτό, έπιανες τόπο στο σπίτι των κεφαλιών, έκανες θόρυβο σαν γουρούνι που το σφάζουν ή μίλαγες πολύ και δυνατά στη δικιά σου γλώσ σα, που δεν την καταλαβαίνω. Αυτό πολύ με σύγχυσε, γιατί μ' αρέσει να σκέφτομαι για τα μεγάλα πράγματα του φωτός και του σκοταδιού, καθώς γυρνάω τα κεφάλια στον καπνό. Η πολλή σου φασαρία εμπόδισε, λοιπόν, τη μακρόχρονη μά θηση και το ξεκλώσημα της τελικής σοφίας που πρέπει ν' α ποκτήσω πριν πεθάνω. Όσο για σένα, που σε σκεπάζει κιό λας το σκοτάδι, καλό είναι να πεθάνεις τώρα. Όπως σου υποσχέθηκα, στις πολλές μέρες που θα 'ρθουν, σαν θα γυρί ζω το κεφάλι σου στον καπνό, κανένας άντρας της φυλής δε θα μπαίνει να μας ενοχλεί. Και θα σου πω πολλά μυστικά, γιατί είμαι γέρος και πολύ σοφός και θα προσθέτω σοφία στη σοφία, καθώς θα γυρνάω το κεφάλι σου στον καπνό.» Έτσι, φτιάχτηκε ένα φορείο και, πάνω στους ώμους μι σής ντουζίνας αντρών, ο Μπάσετ ξεκίνησε για την τε λευταία μικρή περιπέτεια που θα έστεφε την όλη περιπέ τεια της ζωής του. Με σώμα που μόλις το ένιωθε, καθώς κι ο πόνος ακόμα είχε ξεζουμιστεί από μέσα του, με πεντακά θαρο μυαλό, που του επέτρεπε μια ήρεμη έκσταση αληθι νής πνευματικής διαύγειας, έμεινε ξαπλωμένος στο φορείο που τρανταζόταν κι έβλεπε τα όσα περνούσαν από μπρος του και χάνονταν. Κοίταξε για τελευταία φορά το αρτόδεντρο μπρος στο διαολοδιαβόλικο σπίτι, τη θαμπή μέρα κά τω από την ψαθωτή σκεπή της ζούγκλας, τη σκοτεινή ρεμα τιά ανάμεσα στα βουνά που πήγαιναν ν' αγγίξουν το 'να τ' άλλο, το διάσελο με τον ατόφιο ασβεστόλιθο και το πλά τωμα με τη μαύρη, ηφαιστειακή άμμο. Τον έφεραν στο στριφτό μονοπάτι που τριγύριζε τον Κόκκινο, που λαμποκοπούσε και φαινόταν έτοιμος να ιριδίσει ανά πάσα στιγμή από χρώμα και φως σε γλυκό τρα γούδι και βροντή. Και τον έφεραν, πατώντας πάνω σε κό— 300 —
καλά και κούτσουρα θυσιασμένων ανθρώπων και θεών και πέρα από τη φρίκη άλλων θυσιασμένων που ζούσαν ακό μη, στον τρίποδα και τον τεράστιο κρούστη. Εδώ ο Μπάσετ, με τη βοήθεια του Νγκουρν και της Μπαλάτα, ανακάθισε άτονα, με το κορμί να τραμπαλίζεται αδύ ναμο από τη μέση κι ατένισε τον Κόκκινο με καθαρά, σταθε ρά, ολάνοιχτα μάτια. «Για μια φορά, Νγκουρν», είπε χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τη λαμπερή, παλλόμενη επιφάνεια, που πάνω της και μέσα της έπαιζαν ακατάπαυστα όλες οι αποχρώσεις του κε ρασιού, έτοιμες πάντα να μεταβληθούν σε ήχο, να γίνουν με ταξένια θροίσματα, ασημένιοι ψίθυροι, χρυσές συγχορδίες, βελούδινα σφυρίγματα από τη χώρα των ξωτικών, μελωμένα βροντοφωνήματα. «Περιμένω», είπε ο Νγκουρν, διακόπτοντας τη μακριά παύση και με το μακρυμάνικο τόμαχοκ διακριτικά έτοιμο στα χέρια του. «Για μια φορά, Νγκουρν», ξανάρχισε ο Μπάσετ, «άσε τον Κόκκινο να μιλήσει, ώστε να τον δω να μιλάει και να τον ακούσω. Κι ύστερα χτύπα, έτσι, όταν σηκώσω το χέρι μου. Γιατί, όταν σηκώσω το χέρι μου, θα σκύψω το κεφάλι μου μπροστά και θα κάνω τόπο για το χτύπημα στη βάση του σβέρκου. Αλλά, Νγκουρν, εγώ που σε λίγο θα βγω για πάντα από το φως της ημέρας, θα 'θελα να φύγω με τη θαυμαστή φωνή του Κόκκινου να τραγουδάει το μεγαλείο του στ' αφτιά μου.» «Και σου υπόσχομαι πως ποτέ κεφάλι δε θα ταριχευτεί τόσο καλά όσο το δικό σου», τον διαβεβαίωσε ο Νγκουρν, ενώ έκανε ταυτόχρονα νόημα στους άντρες του να πιά σουν τα προωστικά σκοινιά που κρέμονταν από τον κρού στη. «Το κεφάλι σου θα είναι το αριστούργημά μου στην τέχνη της ταρίχευσης κεφαλιών.» Ο Μπάσετ χαμογέλασε ήρεμα με την ξιπασιά του γέ ρου, την ώρα που το μεγάλο σκαλιστό δοκάρι τραβιόταν καμιά δεκαριά μέτρα πίσω κι αφηνόταν. Την επόμενη στιγ— 301 —
μή, χάθηκε μέσα στην έκσταση με την απότομη, βροντερή έ κλυση του ήχου. Τέτοια βροντή! Μελωμένη ήταν καθώς έ βγαινε απ' όλα τ' ατίμητα ηχηρά μέταλλα. Αρχάγγελοι μι λούσαν μέσα της. Ξεπερνούσε σε μεγαλείο κι ομορφιά κάθε άλλον ήχο. Περιβαλλόταν τη διάνοια υπεράνθρωπων από πλανήτες άλλων ήλιων. Ήταν η φωνή του Θεού, που μά γευε και πρόσταζε ν' ακουστεί. Και το αιώνιο θαύμα εκεί νου του διαστρικού μετάλλου! Ο Μπάσετ είδε, με τα ίδια του τα μάτια, χρώμα και χρώματα να μετασχηματίζονται σε ήχο, μέχρι που ολόκληρη η ορατή επιφάνεια της πελώ ριας σφαίρας τρεμούλιασε κι άχνισε από... δεν ήξερε να πει αν ήταν χρώμα ή ήχος. Εκείνη τη στιγμή, τα διαστήμα τα της ύλης ήταν δικά του, μαζί κι οι συγχωνεύσεις κι οι α μοιβαίες μεταγγίσεις ύλης και δύναμης. Η ώρα περνούσε. Στο τέλος, έβγαλε τον Μπάσετ από την έκστασή του μια ανυπόμονη κίνηση του Νγκουρν. Είχε τελείως ξεχάσει το γέρο διαολοδιάβολο. Μια φευγαλέα τρε λή ιδέα έφερε ένα βραχνό, συγκρατημένο γέλιο στο λαρύγ γι του Μπάσετ. Το τουφέκι του βρισκόταν πλάι του στο φο ρείο. Δεν είχε παρά να φέρει την κάννη στο κεφάλι, να πα τήσει τη σκανδάλη και να τινάξει το κεφάλι του στην α νυπαρξία. Αλλά γιατί να του τη σκάσει; σκέφτηκε αμέσως μετά. Κεφαλοκυνηγός, κανιβαλικό κτήνος μπορεί να ήταν ο γερο-Νγκουρν, πίθηκος όσο κι άνθρωπος, αλλά, με οποια δήποτε μέτρα, του είχε φερθεί παραπάνω από εντάξει. Ο Νγκουρν ήταν, αυτός καθαυτός, ένα αρχέτυπο σ' ό,τι αφο ρούσε στη δεοντολογία και την ηθική δέσμευση, την έγνοια για τον άλλο και τους καλούς τρόπους. Όχι, αποφάσισε τε λικά ο Μπάσετ. Θα ήταν φριχτό κρίμα, άτιμη πράξη να γε λάσει το γέρο στο τέλος. Το κεφάλι του ήταν του Νγκουρν και θα ήταν κεφάλι που θα ταρίχευε ο Νγκουρν. Κι ο Μπάσετ, σηκώνοντας το χέρι για σινιάλο, σκύβο ντας το κεφάλι του μπροστά, όπως είχε συμφωνηθεί, για να εκθέσει καθαρά την άρθρωση με την τεντωμένη του ρα— 302 —
χοκοκαλιά, ξέχασε την Μπαλάτα, που δεν ήταν παρά μια γυναίκα, γυναίκα απλώς και μόνο κι αλαχτάριστη. Ήξερε, χωρίς να βλέπει, πότε το πελέκι με την κόψη ξυράφι υψώ θηκε στον αέρα από πάνω του. Κι εκείνη τη στιγμή πριν απ' το τέλος, έπεσε πάνω στον Μπάσετ η σκιά του Άγνω στου, μια αίσθηση επικείμενου θαύματος, μ' ένα σκίσιμο των τοίχων μπρος στο διανοητό. Τη στιγμή σχεδόν που ή ξερε πως το χτύπημα είχε αρχίσει, ακριβώς πριν η κόψη του ατσαλιού δαγκάσει τη σάρκα και τα νεύρα, του φάνηκε πως ατένιζε το γαλήνιο πρόσωπο της Μέδουσας, της Αλή θειας. Και την ίδια στιγμή που το ατσάλι δάγκωνε και ξε χυνόταν το σκοτάδι, σε μια αναλαμπή της φαντασίας, είδε σε όραμα το κεφάλι του να γυρνάει αργά, ασταμάτητα, μέ σα στο διαολοδιαβόλικο σπίτι πλάι στο αρτόδεντρο.
— 303 —
Περιεχόμενα Ολόχρυσο Φαράγγι Ο αποστάτης Στα νότια της Χαραμάδας Ο Κινεζούρας Για ένα κομμάτι ψαχνό Ο Μάουκι Κουλάου ο λεπρός Η δύναμη των δυνατών Πόλεμος Ο Μεξικάνος Στην πτέρυγα των σαλιάρηδων Το Νεροπαίδι Ο Κόκκινος
7 33 59 83 103 129 151 173 195 203 239 253 269
Το βιβλίο ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ του Τζακ Λόντον τυπώθηκε τον Αύγουστο του 1995 για τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Την τυπογραφική διόρθωση έκανε η Αλεξάννα Τριαντάφυλλου. Η φωτοστοιχειοθεσία και το μοντάζ έγιναν στην Compu Libro - Αθανασίου, η εκτύπωση στο τυπογραφείο «Μ. Χονδρορρίζου & Σία Ο.Ε.» και η βιβλιοδεσία στο εργαστήρι «Ι. Δελή». Τη μακέτα του εξωφύλλου έκανε ο Αλέξανδρος Γαγγάδης.