Τίτλος του
πρωτότυπου:
VICTOR ο υ L E S E N F A N T S AU POUVOIR
Απαγορεύεται χωρίς τήν ξγγρχφη άί$είχ το3 Kxi του μ...
607 downloads
1424 Views
5MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Τίτλος του
πρωτότυπου:
VICTOR ο υ L E S E N F A N T S AU POUVOIR
Απαγορεύεται χωρίς τήν ξγγρχφη άί$είχ το3 Kxi του μεταφραστή ή κάθε είδους χρησιμοποίηση της μεταφράσης, καθώς καΐ της μακέττας του σκηνικού χωρίς τήν έγγραφη συγκατάθεση του ζωγράφου. Copyright : Ε Υ Α Γ Γ Ε Λ Ο Σ Κ . Α Α Ζ Ο Σ
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΒΙΚΤΟΡ 'Ή
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΔΩΔΩΝΗ»
ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ 3 (ΑΘΗΝΑ, 143), Τηλ. 3613.029-3637.973
ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΟΓ Β Ι Τ Ρ Α Κ Les mystères de Γ amour Victor ou les Enfants au pouvoir Le Coup de Trafalgar Le Camelot Les Demoiselles du large Le Loup-garou Le Sabre de mon père La Bagarre Le Condamné Médor
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ ΚΑΙ Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟ Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Ο ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ ΚΑΙ Η Θ Ε Α Τ Ρ Ι ΚΗ ΠΡΟ Ϊ Σ Τ Ο Ρ Ι Α ΤΟΥ. Σ ι ΐ ς 30 Δεκεμβρίου 1964 ξαναπαίχτηκε στο Λονδίνο το «Περιμένοντας τάν Γκοντό». Oi κριτικές, ύμνητικές για τήν παράσταση, παραδέχονται πώς τό εργο είναι ίίνα κλασικό πια κομάτι τοΰ ούγχρονου θεάτρου, άλλα επισημαίνουν μια άδυναμία του : τα νοηματά του, ή συμβολική του είναι πολύ φανερά. Τό εργο είναι εϋλητττο. "Οταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο τον Αΰγουστο 1955, οί κριτικοί τό είχαν 6ρεΐ έϊ^αιρετικά δυσνόητο, η άσκοπο κουβεντολόι, 'Ανάλογη ήταν, και στις δύο περιπτώσεις, και ή άντιμετώπιση τοΰ έργου άπό τό Κοινό. Τό αισιόδοξο συμπέρασμα άπό τις δύο αυτές μικρές ιστορίες είναι πώς τό σημερινό Κοινό έγκολπώνεται γρήγορα τήν αίσθητική τοΰ καιρού του, καΐ πώς ή καθιέρωση ενός καλοΰ σύγχρονου έργου έρχεται γρήγορα. Παράληλα, έπισημαίνεται 2νας κίνδί>νος : ό κορεσμός πού μπορεί να επιφέρει ή αδηφάγος έπιτάχυνση της φοράς τοΰ κόσμου μας.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Tô
υλικό σή τ ο υ
παλαιό, ή συναρμολόγηκ α ι ν ο ύ ρ γ ι α .
'Ένας άπό τους λόγους γρήγορου έθισμοϋ του θεατή στο καινούργιο θέατρο είναι πώς, μετά τό πρώτο ζάφνιαίτμα, βλέπει πώς ή συνταγή μόνο είναι καινούργια. Τα βασικά ύλικά είναι παλαιά. Κάθε πρωτοποριακό κίνημα έ'χει ρίζες. Το θέατρο τοΰ Παράλογου είναι, ούοιαστικά, μια επιστροφή οέ παλαιότατες πηγές. Το καινούργιο πού προσκο|π'ζει είναι ό νέος συνδυασμός, το μοντάζ. Εικόνες χωρίς ιδιαίτερο νοηματικό η αισθητικό βάρος αποχτούν, μέ την ενταξή τους σέ άλλο χώρο και μέ δεδομένη άνάμεσά τους σύνδεση, ίίνα νόημα τέλεια διαφορετικό άπό εκείνο πού καθεμιά τους περιέχει. Την μέθοδο αύτη (μέθοδο μόν ο ; ) θα τήν συναντήσουμε από τόν κινηματόγραφο μέχρι τον ^Ελιοτ και τή Ζωγραφική. Πρώτη ίίλη ράλογου.
για
τό
θέατρο
τοΰ
Πα-
Τα παραδοσιακά στοιχεία, τα έπιμέρους ύλικά πού χρησιμοποιεί τό θέατρο τοΰ Παράλογου σέ πρωτοφανέρωτους συνδυασμούς και σέ άμεση σχέση με τήν προβληματική τοΰ καιρού του, θα μπορούσαν νά καταχωριστούν ί τ σ ί : α. «Καθαρό θέαμα>. Τό άκρατο όπτικό στοιχείο, γ5 χωρίς έξάρτηοη άπό τή λέξη. Γνωστό άπό τό τσίρκο, τις παρελάσεις, τούς ακροβάτες, τις κηδείες. 6. Τα καραγκιοζιλίκια. Τρελλές σκηνές, παλάβρες. γ. Ή μπουρδολογία. Τό φληνάφημα, ό λήρος. 8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
δ. Ή σέ σχήματα συγκεκριμένα σκηνική παρουσίαση του ονειρικού και του φαντασιώδους.
ΤΫ στοιχείο τοΰ «καθαρού» θεάματος καλείται νά αντικαταστήσει, κατά μεγάλο ποσοστό, τή \ έ ζ η . Ή λέξη δεν θά είναι ό ]ΐόνος άχθοφόρος του νοήματος. Αύτό είναι ή πρώτη έπαναστατική μεταβολή. Το θέατρο δέν είναι μόνο λόγος, λέξη. "Αν ήταν ετσι, το Οεοτρικό έργο θα μπορούσε νά βρίσκει το crrôχο του λειτουργώντας σαν άνάγνωσμα. "Ομως, θέατρο σημαίνει τόπος οπου «θεώμαι», όπου μετά προσοχής βλέπω. ΓΙ' αυτό, τό θέατρο στό χαρτί είναι £ργο μισό, έ'χει μέ τό εργο τή σχέοη πού ^χει ό χάρτης μέ τή χαρτογραφούμενη περιοχή. Τό καθαρά οπτικό στοιχείο πού μας τραβάει στίς παρελάσεις, στα γήπεδα, στόν επιτάφιο, τούς βασιλικούς γάμους, είναι στοιχείο καθαρού θεάτρου, ύπάρχει άνεξάρτητα άπό τις λέξεις και διαφοροποιεί την ανάγνωση άπό τή θέαση.
Υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στον αρχαίο μίμο και στούς θαυματοποιούς - άγύρτες πού πουλάνε κοσμοσωτήριες άλοιφές μέ συνοδεία αρκούδας, τούς «θιάσους» πού γυρνάνε στα χωριά καί στα Λούνα - Πάρκ έπιδεικνύοντας τό τρομερόν θηρίον όφις καΐ τήν ασώματο κεςκιλή έξ 'Αφρικής. Ό μίμος, ή παντομίμα, ίίταν μορφή θεάματος πού άνθουσε προπαντός μετά τόν έκφυλισμο της τραγωδίας, καΐ ήταν πάντα κοσμαγάπητο. Τά θεάί)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ματα τοΰτα ήταν ÔJavGicrpéva μέ χορό, τραγούδι, ταχυδακτυλουργίες, γκάφες. Σ τ 6 άρχαίο μιμόδραμα, ό ήρωας (πού κανονικά θαπρεπε νά τόν λ έ μ ε «θΰμα>), παρουσιάζεται σάν «μωρός». TÔ παράλογο στοιχείο στό φέρσιμο του βγαίνει από τήν άνικανότητά του να καταλάβει τους απλούστερους νοητικούς συσχετισμούς. 'Από τά παίγνια αυτά δέν ίχονν περισωθεί πολλά πράγματα, 'Αποσπάσματα από τόν Σώφρονα τόν Συρακόσιο (5ος ai. π. Χ.) καΐ τό γιό του Ξέναρχο, λίγοι μιμίαμβοι τοϋ Ηρώνδα (3ος αί. π. Χ . ) , καϊ οί άπόηχοι τοΰ μίμου πού μας παρέχουν οί πλατωνικοί διάλογοι και ορισμένα ειδύλλια τοϋ Θεόκριτου είναι τα μόνα βοηθήματα. Τά παιχνιδίσματα αύτά ήταν αύτοσχεδιαστικά τά πιό πολλά. 'Αλλά καΐ όσα στηρίζονταν oè κείμενο δέν κρίθηκαν, φαίνεται, άξια να άντιγραφοΰν. Τό πνεύμα των μίμων, όπως διαμορφώθηκε άργότερα στή Ρώμη, περισώθηκε σέ θεατροειδή πανηγύρια, στα προσωποποιημένα πονηρά πνεύματα των μεσαιωνικών μυστηρίων, στις φάρσες τίΐς γαλλικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας, στα καμώματα τοΰ αύλικοϋ τζουτζέ, γιό να περάσουν μετά στό ^ργο τοΰ Σαιζπήρου, στήν Κομέντια ντελ "Αρτε, στόν Μολιέρο, στον Μαριβώ. Άπό έκεϊ, μπαίνουν στήν αγγλική άρλεκινάδα, στό μιούζικ - χώλλ, στό σινεμά. Οί βουβές κωμωδίες της Κεϋστόουν, μεγάλοι ηθοποιοί όπως οί άδερφοι Μάρξ, ό Μπάστερ Κήτον, ό Χοντρός και ό Λιγνός, ό Σαρλό, και στΙς μέρες μας ό Τατί, ^χουν επηρεάσει βασικά τό μοντέρνο θέατρο. Ή παράδοση τοΰ σαιξπηρικοΰ τρελλου καΐ τοΰ Άρ10
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
λεκίνου ενώνεται σ' êvav πρόδρομο του μοντέρνου θεάιρου, τόν Μπύχνερ, καΐ στον σύγχρονο του Κρίστιαν Ντίτριχ Γκράμπε. 'Από τους δύο αυτούς ή σκυτάλη περνάει στόν Βέντεκιντ, στο ντανταϊστικό κίνημα, τόν Γερμανικό Έξπρεσσιονισμο καϊ στόν Mnpèxr των ^ργων της πρώτης του περιόδου. Ή φιλολογία τίίς μπουρδολογίας εχει σε6αοτό οικογενειακό δέντρο. Στά γαλλικά γράμματα παρουσιάζεται από τόν 13ο κιόλας αιώνα. Ή κωμικότητά της στηρίζεται βασικά στό συνταίριασμα λέξεων πού ταιριάζουν σαν ήχοι αλλά όχι και σαν νόημα. Τό εΐδος δικαιώνεται από τόν Ραμπελαί. Ή γλώσσα πού δανείζει στους ύπερανθρώπους του, πολύ διογκωμένη γιά τα μέτρα τοΰ φυσικού κόσμου, άνοίγει πόρτες πρός τό τερατώδες. Στην 'Αγγλία, οί σπουδαιότεροι εκπρόσωποι τοΰ είδους, ό Λούις Κάρρσλλ καΐ ό "Εντουωρντ Λήρ, κατασκευάζουν καινούργια οντα. Πολλές φορές κατασκευάζουν πρώτα τις ονομασίες τους, Kai τό όντα πλάθονται πάνω στα μέτρα τοΰ προκατασκευασμένου ονόματος. Έδω έχουμε ί:να σύμπαν αποδεσμευμένο άπό την αλυσίδα τίίς λογικΐ)ς, όπου ή αύθόρμητη τρυφερότητα πάει χέρι - χέρι μέ τό καταστροφικά στοιχείο, άκρι6ώς όπως και στό σημερινό θέατρο, άκριβως όπως καϊ στό άνθρώπινο ύποσυνείδητο. Είναι ή ποίηση πού ψάχνει για διέξοδο ]ΐέσα άπό τό ά-νόητο, Μέ την προέκταση των συνόρων τοΰ λογικού και την διάνοιξη νέων τρόπων όρασης, πετυχαίνει ëva λυτρωτικό άποτέλεσμα, πράγμα πού είναι ή κύρια συμβολή της. Ό Φλωμπέρ, πού τον άπασχολοΰσε βαθύτατα τό 11
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
πρόβλημα της άνθρώπινης βλακείας, είχε σχηματίσει ί;να είδος λεξικό άπό κοινοτυπίες καΐ κλισαρισμένες φράσεις. Τό ϊδιο ^χει κάμει καΐ ό Τζόϋς σ' êva κεφάλαιο του 'Οδυσσέα του.
"Αλλο στοιχείο κληροδοτημένο άπό παλαιότατες παραδόσεις είναι ή σκηνικί; παρουσίαση αφηρημένων ιδεών η ονείρων, ύλοποιημένων σέ μορφές συγκεκριμένες. Kai έτσι φτάνουμε στόν Στρίντμπεργκ, πού εστησε στη σκηνή τόν όνειρικό κόσμο είκονοποιημένο. Άπό τήν πεζογραφία, ό Κάφκα καΐ ό Τζόϋς έχουν άμεσα δικαιώματα πατρότητας πάνω στο σημερινό θέατρο. 'Ιστορικά, το θέατρο αύτό ξεκίνησε σιΐς 10 Δεκεμβρίου 1896, μέ την πρεμιέρα τοΰ «Βασιλιά Ύμπύ». Τ 6 σκάνδαλο πού ξεσήκωσε τό εργο τοΰ Ζαρρύ τό άναθερμαίνει στά 1917 ό Άπολλιναιρ μέ τό έργο του <Οί μαστοί τοΰ Τειρεσία». Ό συγγραφέας του χαραχτηρίζει τό εργο «ύπερρεαλιστικό». Ωστόσο, την αποσαφήνιση τοΰ νεολογισμοΰ τούτου θά τήν πραγματοποιήσει λίγο άργότερα ό Ά ν τ ρ ε Μπρετόν, Άποςχισιστική ώθηση στό νέο τοΰτο θεατρικό είδος έδσσαν οί κυβιστές ζωγράφοι, καθώς καϊ όλοι οι άπόστολοι τοΰ Ντανταϊσμοΰ. Ό Ντανταϊσμός, πού άρχισε στή Ζυρίχη στα 1916, καϊ παράλληλα ξεφύτρωνε καΐ στή Νέα Υόρκη, όργανώθηκε άπό καλλιτέχνες πρόσφυγες κάθε χώρας καΪ κάθε τέχνης. Πρωτεργάτες ό Τριστάν Τζαρά, ό Χάνς "Αρπ καϊ άλλοι. Μέ όπλα του τόν σαρκασμό, τό πα12
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ραλογο, τό ένστικτο, ό Νταντοϊομός ζητάει να καταλύσει την αστική κοινωνική συνείδηση, τήν τυπική «μόρφωση», τήν παραδοσιακή τέχν'η, για νά ξαναβρεί το πηγαία αυθεντικό. "Αμεση επίδραση πάνω στο θέατρο 6 Ντανταϊσμος δεν μπορούσε να εχει. "Ενα κίνημα-όδοστρωτήρας, άτεγκτο στό μηδενισμό του, δεν μπορούσε να επηρεάσει θετικά μιά μορφή τέχνης σαν το θέατρο, πού στηρίζεται στή δημιουργικότητα καΐ τήν ομαδικότητα. "Αλλωστε ό Ντανταϊσμός δεν ήρθε για να χτίσει άλλα για να γκρεμίσει. ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ:
Δεν μποροΰμΞ να μήν δοϋμε μια ομοιότητα, ή αναλογία, άνά}ΐεσα στα θεατρικά πειράματα των Ντανταϊστών, του Μπρετόν, τοΰ Τζαρά, τοϋ Σουπώ, πού παίχτηκαν αργότερα στό Παρίσι και πού κανένα τους δεν έπέζησε, και στα ση]ΐερινά θεατρικά κινήματα όπως τοΰ Radical theatre, τοΟ Living theatre, τό Happening και άλλους θεατρικούς πειραματισμούς.
"Οντας σέ συνέπεια με τή φύση του, τό Ντανταϊοτικό κίνημα αύτοκαταλύεται στα 1920, άφοΰ πρώτα cκλόνισε σοβαρά τήν τυπική λογική καΐ προετοίμασε το δρόμο γιά τον Υπερρεαλισμό, Οί θορυβώδεις εκδηλώσεις των Νταντά, ή ύβριστική στάση τους, ^χουν αφετηρία τήν προσπάθειά τους γιά άπαλλαγή άπό τή σύμβαση και τήν υποκρισία. Τό κέντρο βάρους του μετατοπίζεται στο Παρίσι Kai στή Γερμανία. 13
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στόν γερμανικό χώρο, ή σημαντικώτερη άπόπειρα ντανταϊστικου θεάτρου έγινε άπό τόν Ύ6άν Γκόλλ(1891 —1950). Επηρεασμένος άπό τό σινεμά ό Γκόλλ, πού 6 Μπρέχτ τόν είχε χαιρετήσει στά 1920 σάν τόν Κουρτελιν του έξπρεσσιονισμου, έπιζεί όχι τόσο μέ τα £ργα του βσο με τις προθέσεις του, όπως διαγράφονται οτούς προλόγους του. Ό Μπρέχτ της πρώτης περιόδου (Ζούγκλα των πόλεων, "Αντρας για άντρα) προαναγγέλει τόν Πίντερ καΐ τόν Ίονέσκο. 'Αργότερα άπαρνιέται τή γραμμή αύτή μέ τα ψήγματα αύτοματικής γραφής καΐ στρέφεται πρός τό έπικό θέατρο. "Ομως, γιά τό θέατρο του Παράλογου μένει ένας μεγάλος δάσκαλος. 'Ακόμη καΐ στά κατοπινά έργα του ή εικόνα τοΰ κόσμου πού δίνει είναι άρνητική και παράλογη. Σ τόν «Καλό άνθρωπο τοΰ Σε-Τσουάν> ό κόσμος κυβερνιέται άπό ηλίθιους θεούς. Σ τόν «Κύκλο μέ τήν Κιμωλία», ή δικαιοσύνη άπονέμεται μέ βάση ίΐνα ολότελα τυχαίο περιστατικό. Πρέπει νό παραδεχτούμε πώς οί καρποί του Υπερρεαλισμού στό χώρο τοΰ θεάτρου ήταν λιγοστοί. Ή σκηνή δέν είναι πρόσφορη γιά τήν αύτόματη γραφή. "Επειτα, ό συγγραφέας δέν φτάνει νό είναι μόνο σουρεαλιστής συγγραφέας. Πρέπει να είναι καΐ θεατρικός συγγραφέας. Οχ σκηνικές άπόπειρες τοΰ Άραγκόν, του Μπρετόν, τοΰ Άρτώ, δέν στέκουν βασικό γιατί δέν είναι άπό θεατρική μεριά άρτιες. Τό εργα αύτό είναι 'Υπερρεαλισμός μέ πρόσχημα τό θέατρο. Ένώ τό έ ρ γ ο τοΰ Βιτρόκ είναι Θέατρο μέ πρόσχημα τόν 'Υπερρεαλισμό. 14
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Π Ε Ρ Ι ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ. 'Υπερρεαλισμός : (pLXoAoyiKii, ποιητική και καλλιτεχνική κίνησις, εξαγγελθείσα ύπο του 'Ανδρέου Μπρετόν το 1924, ητις δια μέσου του αυτοματισμού η τής ύπαγο3εύσεως τοΰ ύποσυνειδήτσυ έπρέσβευε τήν άνανέωσιν όλων των άξιων, συμπεριλαμβανομένης καΐ της ήθικης, της φιλοσοφίας καϊ της έπιστήμης... διακηρύττει τήν παντοδυναμίαν τοΰ ενστίκτου, τοΰ πόθου καϊ της έπαναστάσεως. Στρέφεται κατά πάσης μορφίίς λογικής, ήθικίϊς, ή κοινωνικής τάξεως. ( Εγκυκλοπαίδεια Λαρούς ) Ό άπώτατος σκοπός τοΰ Υπερρεαλισμού είναι ή λύτρωση τοΰ άνθρώπου άπό τις παγίδες ενός πολιτισμού υπερβολικά ώφελιμιστικοϋ. Π ' αύτό, ό περιορισμός τοΰ στόχου του μέσα σε πλαίσια στενά καλλιτεχνικά δέν είναι δίκαιος. Σαν πρώτο βήμα προς τόν στόχο του, ό 'Υπερρεαλισμός διαλέγει τήν κατάλυση και γελοιοποίηση των στοιχείων πού άπο-προσανατολίζουν τόν άνθρωπο. Για νά βρει τα όπλα του, έπιλέγει τήν κάθοδο στήν περιοχή των ένστικτων καΐ των άπωθημένων έπιθυμιών. Και μετά, τό έργο πού θά γεννηθεί άπό τήν κατάδυση στό άλογο στοιχείο θα περάσει άπό τήν κριτική της λογικής, πού θά άποφασίσει δν τοΰ το είναι έ'ργο τέχνης ή καθαρά προσωπική υπόθεση τοΰ ποιητή του. 15
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
'Επιδίωξη του Υπερρεαλισμού είναι νά μην ύφίοτταται τό άτομο τήν εξωτερική πραγματικότητα, αλλά νά την έπηρεάζει και να την κατευθύνει σύμφωνα μέ τΙς δικές του έπιδιώξεις. Σύμμαχοι του, τό χιούμορ, ό αυτοματισμός, ή ψυχανάλυση. Προϊστορία του τό ρομαντικό κίνημα, πού ύποψιάστηκε την άποκαλυπτική σημασία τοΰ σκοταδιού πού, φαίνεται, κρύβει μέσα του αλλα σύμπαντα. Ή στατική παράσταση τοΰ κόσμου δίνει τή θέση της στήν παράσταση ενός σύμπαντος έν κινήσει. Ή Ψυχολογία, οχ φυσικές έπιστήμες, βοηθούν μέ τήν έπισημανση τοΰ κόσμου τί^ς μή συνεχείας, όπου κυβερνάει τό μή καθορισμένο. Οί τέχνες ζητούν τώρα ν' άνακαλύψουν τήν ενότητα τοΰ άτόμου πίσω άπό τήν πολλαπλότητα των Οψεων, των άντιδράσεών του Kai των έκδηλώσεών του. Για νά φτάσουν στήν ούσία, έξαρθρώνουν τή μορφή. "Οταν προβλήματα όπως τό νόημα της ύπαρξης μένουν άναπάντητα, κάθε άλλη δραστηριότητα εϊναι μάταιη. 'Ακόμη καΐ ή Τέχνη. Αύτός ό συλλογασμός βρίσκεται στά θεμέλια τοΰ διανοητικού μηδενισμού πού κίνησε τόν 'Υπερρεαλισμό καΐ τόν Ντανταϊσμό. Ό δεύτερος εβγαλε τή γλώσσα του στήν παράδοση. Ό πρώτος αρχίζει μεθοδική έρευνα. Δέν περιορίζεται στήν αναίρεση τοΰ παρελθόντος, θ έ λ ε ι νά χτίσει. Βασικό ρόλο στήν ύπε ρ ρεαλιστική δημιουργία παίζει ή σύνθεση, ή συγκόλληση. 'Αντικείμενα ήδη κατασκευασμένα, αποστρατεύονται άπό τήν πρακτική τους χρησιμοποίηση, τοποθετούνται σέ θέση καΐ τάξη διαφο ρετική άπό έκείνη γιά τήν όποία κατασκευάστηκαν, καΐ 16
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
απαρτίζουν ëva καινούργιο άντικείμενο, καινούργιο «εργο», πού άποχτάει καϊ άξίες αισθητικές. Ή έγνοια της αίσθητικης μετατοπίζεται. Τά άντικεί^ενα, αποκολλημένα άπό τον προρισμό πού τους εταξε ή νοικοκυρε}αένη λογική, θεωρούνται αυθύπαρκτα, καΐ έ'τοι άπαχτοϋν πολλαπλές σημασίες, Τό κίνημα στηρίζεται άπ6 τόν Μπρετόν, τόν Ά ραγκόν, τόν Έλυάρ, τόν Σουπώ, τόν, Άρτώ, τόν Βιτράκ. Και άλλους, θέτουν αυστηρούς, άσκητικούς πολλές φορές, όρους. Διαγράφουν άπό τήν όμάδα όσους παρασύρονται άπό δάφνες λογοτεχνικές ή πολιτικές. Ή όνιδιοτέλεια βρίσκεται στή 6άαη του κινήματος. Ό ντέ Κίρικο Kai ό Νταλί διώχνονται γιατϊ άσπάστηκαν τό φασισμό. "Οπως κάθε ζωντανό σώμα, ή Όμάδα έ χ ε ι προβλήματα. Διαφοροποιείται, επαναστατεί άπέναντι ατό πρα> γματικό (για νό επιστρέψει άργότερα σ' αυτό), αλλάζει θέση άπέναντι οτήν πολιτική, τή λογική, τό θ ε ό . Oi διαφωνίες προκαλούν κρίσεις, διάσπαση. Ό Μπρετόν, πού στο μεταξύ διαγράφει άπό την Όμάδα τόν Άρτώ καΐ τόν Βιτράκ, άγωνίζεται να οδηγήσει τό κίνημα άνεπηρέαστος άπό τις προσωπικές του πολιτικές άποκλίσεις. Ό καλλιτέχνης, πρεσβεύει ό σουρεαλισμός, ^χει άμεση ανάγκη άπό τήν άνεξαρτησία του, Ή Τέχνη δέν ανέχεται έντολές, μένει πιστί) στόν εαυτό της. Μ^νο τότε μπορεί νό είναι κοινωνικό λειτούργημα, καΐ μόνο τότε μπορεί νό έπενεργεϊ έπαναστατικά.
17
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ. Β ι ο γ ρ α φ ι κ ά
στοιχεία.
Ό Ροζέ Βιτράκ γεννήθηκε στά 1899 στο Πενσάκ-, κωμόπολη κοντά στο Σουγιάκ, άκο γονείς μεγαλοχτηματίες. Πέρασε εύτυχισμένα παιδικά χρόνια και βασανισμένη έφηβεία ιιέσα σέ μιά οικογένεια διχασμένη άπο τις έπιπολαιόχητες τοϋ επαρχιώτη δονζουανίσκου πατέρα του. Το ΐίργο του δεν 6ρήκε την άναγνώριση πού τοΰ άξιζε οσο ζοΰσε. Πέθανε 53 χρονώ, στις 22 'Ιανουαρίου 1952, στα χέρια της γυναίκας του και τοϋ Ζάν Άνούιγ. Κύρια αιτία τοϋ θανάτου του ήταν το αλκοόλ. 'Αναπαύεται στο νεκροταφείο τοϋ Πενσάκ. "^Ηταν ψηλός, ξανθός, όμορφάντρας, μέ πιστούς φίλους καΐ πολλές έπιτυχίες στις γυναίκες, ήγετικη μορφή στα φιλολογικά καφενεία τοϋ Παρισιού. 'Έκρυβε τήν πικρία του γιά τή μίζερη στάση της κριτικής απέναντι του μέ τό χιούμορ του. Πέθανε σέ μια ηλικία δπου οί συνετοί άστοι ξεκινούν για δημόσια καριέρα. Στό Παρίσι, οπου μετακόμισε ή οικογένεια Βιτράκ, ό Ροζέ σπούδασε στό κολλέγιο Σαπτάλ. Στά 1920, ό πρώτος του γάμος {πού κράτησε μόνο έξη μίϊνες) καΐ τό πρώτο του, χαμένο τώρα, θεατρικό έργο «La fenotre vorace». Στα 1921 έχει γνωριστεί μέ τό ντανταϊστικό κίνημα, γίνεται φίλος μέ τον Άραγκόν καϊ συμμετέχει στό λογοτεχνικό περιοδικό «Περιπέτεια». Στά 1923 δουλεύει στήν «Εφημερίδα τοϋ Λαοΰ», παίρνει συνεντεύξεις άπό τόν Μπρετόν και τον Τζαρά, γράφει άρθρα για τόν Ζαρρύ, έπηρεάζεται άπό τόν Άπολλιναίρ. Στά 1924 εΪ18
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ναι κιόλας 6ααικο οτέλεχος της όμάδας των Υπερρεαλιστών. "Ομως στα 1925 ή υπογραφή του δεν φαίνεται πια στα έντυπα της Όμάδας. Ό Μπρετόν τον κατηγορεί για άρρι6ισμ6 και τον διαγράφει, καθώς και τον Άρτώ. Κρύβοντας την πίκρα γιά τΐ)ν αποπομπή του άηό μια όιαάδα όπου ποτε του δεν έπαψε ν ανήκει ούσιαστικά, στρέφεται προς το θέατρο πιο ενεργά. Γίνεται φίλος μέ τον Άρτώ. Αποφασίζουν να ιδρύσουν θέατρο, μέ επωνυμία «θέατρο Ά λ φ ρ ε Ζαρρύ». Ύστερα άπό αγώνες για την εξεύρεση χρημάτων και συνεργατών, παρουσιάζουν στις 1 και 2 'Ιουνίου 1927 ένα πρόγραμμα μέ {ίνα μονόπραχτο τοΰ Άρτώ, «Ή κακοστομαχιά ή ή ιρελλίι μητέρα» και το τρίπραχτο τοΰ Ειτράκ «Τά μυστήρια τί)ς άγάπιις». Τύ έργο αύτο αποτελεί την πλέον εύθύ6ολη προσπάθεια θεάτρου καθαρά σουρεαλιστικού. Ή σκηνοθεσία ήταν τοϋ Άρτώ. (Στί] διανομή καΐ 2να ελληνικό όνομα: Τζένικα Αθανασίου). Αμηχανία τίΐς κριτικής, απουσία ανακλαστικών άπο το Κοινό, άπαγοήτευση τοϋ Άρτώ, ελλειμα ατό ταμείο. 'Πστόσο, το θέατρο Ζαρρύ προχωρεί στη δεύτερη έκδήλωσή του, στις 14 'Ιανουαρίου 1928. Στο πρόγραμμα, προβολή τοΰ φιλμ «Μάνα» τοΰ Πουντόβκιν, «γιά την ποιότητα τοϋ μηνύματος του και σάν διαμαρτυρία γιά τή λογοκρισία», και ή τρίτη πράζη άπο ενα εργο ενός καθιερωμένου συγγραφέα, πού θά παιζόταν χωρίς να ζητηθεί ή έγκριση τοΰ δημιουργού τσυ, για να υλοποιηθεί ή θέση τοΰ θεάτρου Ζαρρύ πώς «ëva εργο τυπωμένο γίνεται κοινό χτήμα, κα\ ειδικά τοΰ θεάτρου Ζαρρύ πού σκοπός του δεν είναι να ύπηρετήσει τούς 19
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
συγγραφείς αλλά να τους 6άλει στην υπηρεσία τοδ θεάτρου», Τό όνο)ΐα τοϋ έργου και τοΰ συγγραφέα θα το ανακοίνωναν στην παράσταση. Ό Τύπος δίνει προέκταση στό θέμα, ή περιέργεια τοΰ Κοινοΰ ερεθίζεται. Στις 14 'Ιανουαρίου 1928, ή αύλαία σηκώνεται μέσα σέ άτμόοφαιρα ηλεκτρισμένη. 'Ακούγονται τα πρώτα λόγια τοϋ κειμένου. Τό Κοινό, σίγουρο δτι θά δει εργο άντικονφορμιστικό, άρχίζει να γελάει προκαταβολικά. Ό Μπρετόν, ανάμεσα στους θεατές, αναγνωρίζει το έ'ργο, σηκώνεται. Μέ 6αρειά βρισιά επιβάλλει σιγή στύ Κοινό... «Παίζουν Κλωντέλ!». Ε κ ε ί ν η τή στιγμή ό Άρτώ άναγγέλει : «Τό ^ργο πού δεχτήκαμε νά σας παρουσιάσουμε είναι « Ό κλήρος τοΰ μεσηιιεριοΰ», γραμμένο άπό τον κύριο Πώλ Κλωντέλ, πρεσβευτή της Γαλλίας στις Ε ν ω μ έ ν ε ς Πολιτείες». Μιά στιγιιή άκρας σιγής. Και μετά ό Άρτώ προσθέτει: «...καϊ διαβόητο προδότη...». Το σκάνδαλο ί,εσπόει. Ή τρίτη εκδήλωση τοϋ θεάτρου Ζαρρύ εγινε στις 2 καϊ 9 'Ιουνίου 1923. Στό πρόγραμμα τό «"Ονειρο» τοΰ Στρίντιιπεργκ, για πρώτη φορά στή Γαλλία. ΤΙ παράσταση ήταν ταραχώδης. Σ τ ή σάλλα, οί σουρεαλιστές, μέ δικαιολογία δτι τό ανέβασμα χρηματοδοτήθηκε από μιά πρεσβεία, δημιουργούν φασαρίες, θ έ λουν νά κλείσουν τό θέατρο. Μέ μια φράση του, ό Άρτώ καταφέρνει νά θίξει και τους εκπροσώπους της σουηδικής πρεσβείας, πού άποχωρούν, Ό Άρτώ ειδοποιεί τόν Μπρετόν πώς Θ6 τοΰ άπαγορέψει τήν είσοδο άν επιχειρήσει πάλι φασαρίες στή 20
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
δεύτερη παράσταση. Ή παράσταση αυτή διακάιττεται άπό την εϊσοδο της 'Αστυνομίας στη σά\λα. Στην κατηγορία των σουρεαλιστών δτι συνεργάζεται μέ τό Κατεστημένο, τό θέατρο Ζαρρύ απαντάει οτι ζήτησε άπο την 'Αστυνομία μ ό ν σ ν à απαγορεύει τήν εϊσοδο στους ταραχοποιούς. Παρόλα αυτά, τό θέατρο Ζαρρύ οργανώνει και τέταρτη έκδήλωση, πού θά είναι και ή τελευταία του. Στις 24 και 25 Δεκεμβρίου 1928 και 5 'Ιανουαρίου 1929 θα παρουσιαστεί, γράφει ή μπροσούρα του θεάτρου Ζαρρύ, τό εργο τοΰ Ροζέ Βιτράκ «Βικτόρ η τα παιδιά στην Έζουσία, δράμα ύοτικό σε τρεις πράξεις, εργο λυρικό, επιθετικό, με στόχο την άστική οικογένεια. Συοττατικά τοΰ ί'ργου : μοιχεία, αιμομιξία, σκατολογία, σουρεαλιστική ποίηση, πατριωτισμός, τρέλλα, ντροπή, θάνατος». OÎ οικονομικές δυσκολίες είναι άφάνταστες. C i συνθίίκες δουλειάς ολότελα αρνητικές. ( Ό Άρτώ ëXcye αργότερα οτι δέν κατόρθωσε νά κάνει οΰτε μία πρόβα μέ τό εργο ολοκληρωμένο). Ή διανομή παρουσιάζει προ6λήματα. Κα]ΐιά ηθοποιός δέν δέχεται να παίξει τήν 'Ίντα, τήν «κατ' εξακολούθησιν και ήχηρώς περδομένη» καλλονή. Ή πρεμιέρα αρχίζει μέ χτυποκάρδι. Ή παράσταση κυλάει αρκετά ομαλά, τό κοινό είναι κόσμιο, μέχρι τή στιγμή πού κάποιος φαρσέρ έκρινε σκόπιμο νά πετάξει αμπούλες μέ υδρόθειο, γιά να δημιουργήσει άτμόσφαιρα ασορτί μέ τα ήχητικά έφφέ της κυρίας *Ίντας. 'Αργότερα, ορισμένοι πήραν τήν άσχημία αύτή σάν μέρος της σκηνοθεσίας. Ό Άρτώ αναγκάζεται να τό διαψεύσει στόν Τύπο. 21
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ή κριτική διχάζεται. "Αλλοι άντιμετωπίζουν τά ëp\o εχθρικά, άλλοι χλιαρά, άλλοι αμήχανα. Καταλονίζουν στον συγγραφέα πώς μόνη του πρόθεση ήταν νά προκαλέσει τό Κοινό. Οί πολύ θερμοί υποστηριχτές τοϋ έργου ηταν λιγοστοί και δεν ακούστηκαν. Το θέατρο Ζαρρύ δεν εχει τά μέσα νά επιζήσει, Μέ όλες τις προσπάθειες των ιδρυτών του, διαλύεται. 'Αργότερα, ή χλιαρή κριτική τοΰ ^Αρτώ για τό εργο τοϋ BnpàK((Le coup de Trafalgar » (τη σκηνοθεσία του είχε άναθέσει ο συγγραφέας στον Μαροέλ Έ ρ ρ ά ν ) , ψυχραίνει τους δύο συνεργάτες. Ή φιλία διαλύεται. "Ομως, τά δύο αυτά ονόματα και ή δουλειά τοΰ θεάτρου Ζαρρύ θα παρουσιάζονται πάντα ένω>ιένα στην ιστορία τοϋ νεώτερου θεάτρου, αύτοΰ πού ό Άρτώ είχε βαφτίσει «θέατρο της Σκληρότητας» και ό Βιτράκ «θέατρο της πυρκαγιάς».
Στα επόμενα χρόνια, 6 Βιτράκ συνεργάζεται σαν τεχνοκριτικός σε λογοτεχνικά περιοδικά. Στα 1935 καταπιάνεται με τό σινεμά (διαλογίστας). Μια δουλειά πού, παράλληλα μέ το ραδιόφωνο και μέχρι το θάνατο του, θά τοϋ εξασφαλίζει τον επιούσιο, άλλα και θα τοϋ κλέ6ει ώρες και ε]ΐπνευση άπό τήν καθαυτό δημιουργική εργασία του. Άπό τά 1932 ώς τά 1938, χάρη στ ή γενναιοδωρία τοΰ φίλου του 'Ηρακλή Ίωαννίδη, διευθυντή τοΰ πρακτορείου «Ταξίδι στήν Ελλάδα», ό Βιτράκ γνωρίζεται με τή Μεσόγειο και τόν ελληνικό χώρο. Καρπός αύτών τών ταξιδιών του είναι τό εργο «Les Demoiselles du large». 22
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ή πρεμιέρα του επόμενου ^ργου του, «Le Coup de Trafalgar» τον βρίσκει σέ μια όδυνηρή πνευματική κρίση. Ό ίδιος μιλάει γιά «πτώση», σωματική καΐ ηθική. " Ε χ ε ι αρχίσει να πίνει. Τό Παρίσι ώστόσσ περιμένει τό vèo εργο του. "Ολοι μας τό περιμέναμε σαν τ6 άριστουργημα του Βιτράκ, γράφει ίίνας δημοσιογράφος. "^Γσως Kci σαν το αριστούργημα μιας ολόκληρης γενιάς. Δεν ύπήρξε οΰτε ίίνας κριτικός πού να μήν παραδέχτηκε πώς γέλασε μέ τήν καρδιά του, νά μήν άναγνώρισε ταλέντο στόν Βιτράκ. «Εϊναι τ5 θέαμα της χρονιάς. 'Αδύνατο νά μή γελάσεις. "Ομως, μετά τήν πρώτη πράζη, διαπιστώνουμε πώς αυτή ή άστραφτερή ψυχαγωγία, ή Ιλαρότητα, τό χιούμορ, είναι ένας πέπλος πού πίσω του δεν κρύβει τίποτα». Ή γενική έτυμηγορία για τό έ'ργο είναι πώς πρόκειται γ ώ ëva πανέξυπνο κομάτι, ισάξιο μέ τις καλύτερες τρελλές κωμωδίες του 'Αμερικάνικου σινεμά. Πώς πίσω άπο το κωμικό στοιχείο ενεδρεύει μια ματιά άνελέητη. Πώς έδω ό Βιτράκ σπάζει και τήν τελευταία άπο τϊς τρεις ενότητες, τήν ενότητα δράσης. Τό Κοινό γελάει άσταμάτητα μ' αυτά τα κωμικό πλάσματα t a μπερδεμένα σέ καταστάσεις «πιό πραγματικές άπό τήν πραγματικότητα». Kai όλα αυτό λουσμένα σ' ένα άπειλητικό φως, ετσι πού τό γέλιο κινδυνεύει νά μεταβληθεί σέ κραυγή. Ό συγγραφέας του ξέρει να βλέπει επικίνδυνα καθαρά. Ή καθιέρωση δεν άρχεται οΰτε αυτή τή φορά. Ή κριτική μιλάει πολύ θερμά για τά σκηνικά: είναι καμωμένα άπό τον Γιώργο Βακαλό. Τόν 'Ιούλιο 1934, ό άλκοολικός Βιτρόκ μπαίνει σέ 23
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
κλινική γιά θεραπρία. Έ κ ε ϊ αρχίζει καινούργιο εργο, το «Loup-garou», πού όπως δεν θα παιχτεί παρά τό 1940. Ή κριτική είναι πιο θερμή αυτή τή φορά, 'Αναγνωρίζει CfTo εργο ]ΐιά φόρμα αιχμηρή, στημένη πάνω στην αισθητική τοΰ μπαλλέτου, της παράτας και του τσίρκου, θέμα θεμελιακά σοβαρό, παρουσιασμένο ώστόσο χωρίς καμιά σο6αροπρέπεια. 'Όμως, ή Γαλλία, όπως δλος 6 κόσμος, βρίσκεται σε σκοτεινές ώρες. Βρισκόμαστε στο 1940. Το εργο μόλις εφτασε τις εϊκοσι παραστάσεις. Στα 1936 γράφει τον Camelot. Τ 6 ëpyo παρουσιάζεται άπό τον μεγάλο Ντυλλέν. Ή κριτική μιλάει για «θύελλα γέλιου», άλλα διατυπώνει άντιρρήσεις. Ό Ά ν τουάν, που ή κρίση του κατέβαζε παράίπαση, παρατηρεί: «Σίγουρα, ό κ. Βιτράκ είχε μιά έπιτυχία. Τοΰ λείπουν όμως οί ικανότητες δομής, και μια τέτοια έ'λλειψη δέν μπορεί νά άντικατασταθεΐ μέ το χιούμορ, τήν ζωηρή φαντασία και τους ήρωες - μαριονέττες». "Αλλοι αναζητούν στό έ'ργο «ηθικό δίδαγμα». Τήν ϊδια δισταχτική ύποδοχή εΪχε, στα 1938, και το « Demoiselles du large ». 'Όσο για τα μεταγενέστερα εργα του (La Bagarre, 1938, MéJor, 1939), μένουν άκόμη άπαιχτα. Ό πόλεμος τον έί^αναγκάζει σέ συνεχίϊ μετακίνηση μέσα στ ή Γαλλία, για να κερδίσει τή ζωή του. Μέ τήν άπελευθέρωση, ξαναγυρίζει στό Παρίσι. Δέν ^χει γράψει τίποτα από τά 1940. Ή υγεία του εχει χειροτερέψει. Τό άλκοολ του έ'χει σακατέψει τήν δράση. Κάνει σπασμωδικές απόπειρες. 'Αρχίζει διάφορα κομάτια, τα παρατάει στήν άρχή τους. Το ^ργο «Ή Σπάθα τοΰ πατέρα μου», θα το τελειώσει μόνο στά 1950. Φαίνεται πώς 24
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ό βιογραφικός χαρακτήρας τοΰ έργου τόν έμπόδιζε να τό τελειώσει όσο ό πατέρας του, πού τον εΪχε πάρει γιά πρόπλασμα τοΰ βασικού ήρωά του, ζοΟσε άκ<>μη. Ό θάνατος τοΰ πατέρα του τον αποδεσμεύει. Τελειώνει τό êpyo, πού φαίνεται πώς το άγαποΰσε ιδιαίτερα. Ή ζωή του μοιάζει να παίρνει τήν άπάνω βόλτα. Ό Γκαλλιμάρ ^χει έκδόσει δύο τόμους (1946, 1948) με ^ργα του. Στα 1950 τοΰ άπονέμεται τό παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής, για τό σύνολο της θεατρικής παραγωγής του. Ό γάμος του τόν Αΰγούστο τοΰ ϊδιου χρόνου τοΰ δίνει φτερά. Τόν 'Οκτώβριο παθαίνει ημιπληγία. Τόν Φλεβάρη τοΰ 1951 ό τύπος γράφει για την «επάνοδο» τοΰ Βιτράκ, Παίζεται «Ή Σπάθα τοΰ Πατέρα μου», Ή κριτική είναι ομόφωνα εξοντωτική. Ε κ ε ί ν ο ι πού παλιότερα δυσφορούσαν για τήν παρουσία τοΰ σουρεαλιστικού στοιχείου crrà εργα του, τώρα δυσφορούν μέ τήν άπουσία τοΰ ϊδιου στοιχείου. « Ό Βιτρόκ γέρασε. Τό εργο είναι ασήμαντο». Ό Άνούιγ βγαίνει στόν τύπο και υπερασπίζεται μ έ θέρμη τό εργο. 'Απαντάει στούς κριτικούς πώς κρίνουν μέ κριτήρια κατάλληλα για άπαρχαΐφμένο θέατρο. Πολύ αργά δμως. Kai για τό ^ργο, καϊ για τόν συγγραφέα, πού ό θάνατος τόν πλησιάζει. Ό Βιτράκ βρίσκει τό θάρος να διοχετεύσει αύτη τήν αίσθηση θανάτου πού τόν κυκλώνει σέ ëva εργο. Μιά κωμωδία. Τόν «Καταδικασμένο». Τό εργο μεταδόθηκε άπό τό ραδιόφωνο μετά τόν θάνατο τοΰ συγγραφέα. Πίσω άπό τήν ειρωνεία καϊ τα λογοπαίγνια μέ τα όποια άντιμετωπίζει τό θέμα τοΰ θανάτου, διαφαίνεται μιά παλιότερη σκέψη του ; ή ειδοποιός διαφορά άνάμε25
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
οα στον άνθρωπο και τά λοιπά ζώα είναι πώς ό άνθρωπος πληροφορείται πολύ νωρίς ότι είναι θνητός, καΐ πώς κάθε οηιγμή της ζωης του άποτελεΐ ταυτόχρονα και μια απειλή θανάτου.
Ό Βπράκ εχει κοινή μοίρα μέ τον Μπωντλαίρ, τον Λωτρεαμόν, τύν Ρεμπώ. Οί μετοχές του άρχίζουν ν' άνε6αίνουν μετά τον θάνατο του. Τό πανεπιστήμιο του θεάτρου των Εθνών οργανώνει εργαστήριο για τό οουρεαλιστικό θέατρο, και ειδικά για τον Βιτρακ. Στά πανεπιστήμια ολου τοϋ κόσμου γράφονται «θέσεις» με θέμα τον Βιτράκ. Ό «Βικτόρ», ίίστερα άπό μια αμφίβολη επιτυχία σέ επανάληψη τοΰ 1946 μέ σκηνοθεσία τοϋ Μισέλ ντε Ρέ ( Σ τ η διανομή ή Ζυλιέτ Γκρεκό), κερδίζει θριαμβευτικά τή μάχη στά 1963, μέ σκηνοθεσία τοϋ Άνούϊγ. Τό ëpYo χαρακτηρίζεται σάν τό «σημαντικώτερο θεατρικό γεγονός της τριετίας» και αρχίζει παγκόσμια καριέρα. Τα απαντα τοΰ Βιτράκ μεταφράζονται ιταλικά, γερμανικά, άγγλικά, ολλανδικά. Το Κοινό είναι τώρα ώριμο νά δεχτεί τον Βιτράκ. Βικτόρ,
ή τά
Παιδιά
στην
'Εξουσία.
Μέ τόν Βικτόρ, ό Βιτράκ εγκαταλείπει τήν αυτόματη γραφή, διοχετεύει τό σουρεαλιστικό πνεύ]ΐα μέσα σέ φόρμα παραδοσιακή, και πετυχαίνει μια θαυμαστή έζισορόπηοη των δύο άντίθετων αυτών στοιχείων. Διαλ έ γ ε ι τόν φαρσικό χώρο τοϋ «έ'ργου σαλονιού» που συναντάμε μεταγενέστερα στον Ίονέσκο. 26
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τό ^ργο είναι χυμένο στήν κλασική μήτρα των τριών ενοτήτων. Διαδραματίζεται μέσα σέ τέοοερες ώρες, στον ϊδιο χώρο, ίίνα άοτικό διαμέρισμα. Ή δράση μετατοπίζεται, άπό πράξη σε πράξη, άπό τήν τραπεζαρία οτήν κρεβατοκάμαρη, μέ ενδιάμεσο πέρασμα άπό το σαλόνι. Ή ενότητα δράσης διατηρείται μέ τήν αντίθεση ανάμεσα στην άγνή νεότητα καϊ τους έ'νοχαυς γονείς, ή τήν κατάληψη τί^ς εξουσίας άπό τα παιδιά. 'Ακόμη, ύπάρχει ομοιογένεια κοινωνικού φόντου των ήρώων : όλοι άνήκουν στον αστικό χώρο. Ό Βικτόρ, εννιάχρονο παιδί μέ άνάστημα, μυαλό και ευαισθησία ώριμου αντρα, άνακαλύπτει μέσα σέ μιά βραδιά τον κόσμο. Κοινωνεί όλες τΙς εμπειρίες τίϊς ζωής, και στο τέλος της 6ραδιάς πεθαίνει, άφοΟ αναλώθηκε. Μέ τήν ϊδια πορεία που τό φροΰτο ωριμάζει και πέφτει από τό δέντρο. ΊΙ πορεία του άπό τό άδολο, παιχνιδιάρικο γέλιο πρός στήν άποκάλυψη της δυσωδίας, προς τή θλίψη, τή γνώση, εχει φυοιολογικό τέρμα της τόν θάνατο. Οΐ οικογένειες Πωμέλ και Μανιώ έ'χουν κοινωνικές σχέσεις. Ό κύριος Πωμέλ, πατέρας τοΰ Βικτόρ, καΐ ή κυρία Μανιώ, μητέρα της Έσθήρ, έχουν ερωτικές σχέσεις, Ό Βικτόρ και ή μικρή Έσθήρ εΪναι αδέρφια. Ό κύριος Μανιώ προτιμάει νά άγνοεί τα γεγονότα. Ό Βικτόρ αποκαλύπτει τό σκάνδαλο. Σπρώχνει τόν κύριο Μανιώ στήν τρέλλα πρώτα, καί στό θάνατο μετά (κρεμιέται στό μπαλκόνι του, ντυμένος μέ τό εθνικό χρώματα και ύπό τους ήχους πατριωτικού θούριου). Ό δ η γ ε ϊ τους γονείς του σέ αυτοκτονία. Τό έργο κλείνει μέ τή φράση της καμαριέρας: «Μα -αυτό είναι δράμα!» 27
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οί βιογράφοι τοϋ Βιτρακ βρίσκουν συγγένεια ανάμεσα στόν συγγραφέα και στον ηρωά του, όμοιότητες άνάμεσα στα ϋλλα πρόσωπα τοϋ έργου και στους αυγγενείς του Βιτράκ. Ωστόσο, ενα πρόσωπο τοϋ έργου είναι γέννημα άποκλειστικό τοϋ συγγραφέα: ή κυρία " Ι ν τα. Ό θάνατος ενσαρκωμένος απο μια νέα, πανέμορφη, πλούσια κυρία. ( Ό θάνατος στις λατινικές γλώσες είναι γένος θηλυκό). Ή κυρία "Ιντα εχει ^να άνησυχαστικο καϊ θορυδώδες ελάττω]ΐα ; την έκκακραντική άκράτειά της, Τά ηχηρά έκφυσήματά της μποροϋν να κάνουν τον πορδομανή τοϋ Έλδοράδο να ττλαντάξει άπο ζήλεια. ΊΙ "Ιντα κατάγεται κατευθείαν από το μπουρλέσκ, άνακατε]]ένο με το τραγικό και τύ μακάβριο. Ή γεύση τοϋ θανάτου, συνοδευόμενη από τα ηχητικά έφφέ τίϊς κυρίας "Ιντας, κυκλώνει το εργο από τη δεύτερη πράξη και μετά, τραγική και γελοία μαζί, επίμονη, διασι<:εδαστική και γκροτέσκα, βασικό επίτευγμα τοϋ έργου, επίτευγμα ιδιοφυΐας, "Ομως, ή δεσπόζουσα κωμικότητα τοϋ έργου πηγάζει και κατευθύνεται από τον ίδιο τόν Βικτόρ. Ε ν ν έ α χρονώ, ανάστημα Î.80 (πού κι' αύτο αύΐ^αίνει μέσα στο διάστη)αα τίΐς βραδιάς) μέ ναυτικά πανταλόνια, άδολη ματιά, λογική ώριμου άντρα, παρατηρεί την φυλή των 'Ηλιθίων, την φυλή των Μοιχών, κυριεύει τήν εξουσία Kai γίνεται τιμωρός. Κατευθύνει τους μεγάλους πρός τα εκεί πού θέλει αυτός, μέ ενα πνεΰμα και μια σιγουριά στήν κρίοη πού προκαλεί τρόμο. Εκπληκτικός παίχτης, βρίσκει ασφαλτα το αδύνατο σημείο των αντιπάλων και τους άφίνει ιιόνο άφοΰ τους άναγκάσει 28
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
να ορμήσουν μύνοι τους προς τή γελοιοποίηση τους, ΐ], στο θάνατο. 'Υπεύθυνος γιά τήν τρέλλα του κυρίου Μανιώ, τοΰ 6ολικοΰ σύζυγου, θα τον οδηγήσει τελικά στην αύτοκιονία. Παράλληλα,"ξεσκεπάζοντας τή μοιχεία τοΰ πατέρα του, τον οδηγεί σε θάνατο. Νίέ ανάλαφρο ΰφος ξωτικού, καρδιά άγνή, λογική δίκοπη, τον χαρακτηρίζει )]ΐά ολότελα παιδική διάθεση, στοιχείο πού τον εμποδίζει να γίνει πρόσωπο άπωθητικό. Ό χειρισμός τοΰ λόγου άπο τον Βιτρακ είναι περίλαμπρος. 'Ένα κοφτερό ϋφος, γυαλισμένο μέ το απροσδόκητο χιού)ΐορ πού τοΰ προσδίνει ή σουρεαλιστική άντιμειώπιση ττίς λέξης. Στά χέρια τοΰ μάστορα Βιτρακ ή λέξη γίνεται μια ΐΐλεχτή κάλτσα, πού τή χρησιμοποιεί πότε από τήν όψη και πότε άπό τήν ανάποδη. Γυρίζει τύ μέσα έ'ξω, εφευρίσκει λέξεις, σχεδόν 6ιάζει τις λέξεις. Οί κοινότυπες «παροιμιώδεις εκφράσεις» εκφέρονται βαρύγδουπα σιήν πιό απρόσφορη στιγμή, ακέραιες ή παραποιημένες, μέ εκκωφαντική σοβαρότητα, άπο πρόσωπα ιιέ ]ΐυαλό έπιπέδου κότας. Επαυξάνει τήν ιλαρότητα παίρνοντας τις μεταφορικές εκφράσεις στήν κυριολεξία τους. Ό διάλογός του είναι ίίνα περιδέραιο άπύ λεκτικούς αιφνιδιασμούς, αδιέξοδο άλλα και πρόκληση για τόν μεταφραστή. Σαν σπουδαίο εργο πού εΪναι, ό «Βικτόρ» δεν προσφέρεται γιά άνάλυση. Καταξιώνεται μόνο πάνω ίτιή σκηνή. Είναι ματαιοπονία να προσπαθήσουμε νά κολλήσουμε μιό οποιαδήποτε ετικέττα στόν Βικτόρ. "Αν ποΰμε πώς είναι μια κεραυνοβόλα κριτική πάνω στήν ηλιθιότητα και τή γελοιότητα τίϊς άστικίϊς τάξης, περιορίζουμε τον ορίζοντα τοΰ έργου. Μποροΰμε νά ποΰμε. 29
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
^τσι θολά και ποιητικά, πώς ό Βικτόρ είναι £να αίτημα γιά άλήθεια, γνησιότητα και ομορφιά. "Αν έπιτίθεται στο κοινωνικά ούνολο, το κάνει οτό όνομα ένός άλλου κοινωνικού συνόλου πού να άνταποκρίνεται στο άπαιτητικό όραμα ένός άγνοΰ καΐ όρθοΰ πνεύματος. Τοποθετούμενο σ' αυτό τό επίπεδο καθαρότητας, τό εργο έκφεύγει από κάθε ταξινόμηση. Δέν είναι εργο «κοινωνικό», ή «σουρεαλιστικό». Είναι μέ τέλειο θεατρικό τρόπο, ή φωνή της ύγείας και της άλήθειας πού ντροπιάσαμε κατά τ ή συναλλαγή μας μέ τον κόσμο. Ό «Βικτόρ» δέν άνήκει σέ καμιά σχολή, γιατί είναι έ'ργο πού φέρνει τη σφραγίδα της δωρεάς. ΠΑΥΛΟΣ Μ Α Τ Ε Σ Ι Σ
30
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Oeuvres complètes d' Antonin Artaud, tome III (Gallimard) M.Nadeau: Histoire du Surréalisme. (Club des éditeurs, 1958) Henri Béhar:Roger Vitrac (A.G. Nizet, Paris, 1966) D Alden: Bibliography of critical and biographical références for the study of contemporary french literature(N. York French Institute) L ' Avant-Scène (No 276, 1962) J. Anouilh: Pièces grinçantes (Ed. de la Table Ronde, 1961) R. Vitrac.'Théâtre. (Ed. Gallimard, 1946.1948) M. Esslinrthe theatre of the Absurd (Penguin, 1968)
ΠΡΟΣΩΠΑ Β 1 κ τ ό ρ, 9 χρονών Κάρολος
Πωμέλ,
Α ι μ ι λ ί α
Π ω μ έ λ ,
Α 1 λ ή,
πατέρας του μαμά του
καμαριέρα τους
Έ ο θ ή ρ,
6 χρονών
'Αντωνάκης Θηρεσία Μαρία,
Μανιώ,
Μανιώ,
πατέρας της
μαμά της
ή καμαριέρα τους
Α ο ν σ ε γ κ ύ ρ
Σ τ έ φ α ν ο ς ,
στρατηγός
Κυρία "Ιντα Νεκρεμάρ Μία κυρία (6ου6ο πρόσωπο) Ό
Γιατρός
Παρίσι, 12 Σεπτέμβρη 1909. Τό διαμέρισμα της αίκογένει ας Πωμέλ, άπό τΙς 8 τό βράδι μέχρι τά μεσάνυχτα.
BIKTOP'^i TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΠΡΩΤΗ
(Στην
ΠΡΑΞΗ
Τραπεζαρία)
ΣΚΠΝΗ ΠΡΩΤΗ (Ή
Λιλή
ετοιμάζει
ΒΙΚΤΟΡ:
το τραπέζι.
Ό
Βικτορ
από κοντά
τ7]ς).
... καΐ ευλογημένος δ καρπάς της λαγνείας σου.
Λ Ι Λ Η : « Ό καρπός της κοιλίας σου» λένε. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : "Αστούς να λένε. Έ γ ώ βάνω τά πράματα σ ι ή θέση τους. Έ κ τ 6 ς αν προτιμάς, «ευλογημένος δ καρπός της κυρίας σου'> (δείχνει τον εαυτό του) . ΛΙΛΗ:
Ουφ, φτάνει Βικτόρ, σταμάτα αυτές τις κουβέντες
π ι ά ! Με κάνεις και μένα να λέω βρίομιές. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Καιρός σου να πεις καΐ σύ καμιά βρωμιά -οχι νά τΙς κάνεις μόνο! Τ ί περιμένεις, γέρασες σχεδόν. Λ Ι Λ Η : Τ η ς μαμάς σου! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τ η ς αριστουργηματικής. Λ Ι Λ Η : Τ η ς μαμάς σου -θά της τα πώ ολα! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τ ί ; Π ώ ς είναι αριστουργηματική; Ά φ ο ΰ ε ί ν α ι I . . . " Α ! Ή μαμά... αριστουργηματικό
άριστούργημα!
Λ Ι Λ Η : Μά... εΤπα τίποτα άστεΐο π ά λ ι ; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Ο χ ι . Δεν εχω τό δικαιθ)μα να λατρεύω την προσωπική μου μητέρα; ΛΙΛΗ:
Βικτόρ!
ΒΙΚΤΟΡ:
"Ορισε.
Λ Ι Λ Η : Βικτόρ, σήμερα γίνεσαι εννέα χρόνων. Δέν είσαι π-Λ παιδί, μπορεί να πεϊ κανείς. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Δ η λ α δ ή , άπο χρόνου θα είμαι άντρας... I ; " Ε τ σ ί 35
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Λ ι λ ή ; Έ τ σ ι Λ ι λ ή - Λ ι λ ί κ α ; " Ε τ σ ι ; . . . Ή Λιλίχα ή λωλή, Ιχει ενα μικρό λιλί... Λ Ι Λ Η : Βικτόρ, σοβαρέψου! ΒΙΚΤΟΡ:
Κατόπιν τούτου, άφοϋ δέν εΓμαι πια παιδί, ώ
Λ ι λ ή , προσφεύγω σέ σένα: θέλω νά με καταστήσεις άντρα. ΛΙΛΗ:
(Τ6ν χαστουκίζει) .
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Έκτάς αν δέν έπιτρέπεις ΛΙΛΗ
—
(Τόν χαστουκίζει).
ΒΙΚΤΟΡ:
... δέν μοϋ έπιτρέπεις νά σου διαπράξω κ ι ' εγώ
έκεΐνο πού τόσοι άλλοι σου διαπράττουν -κατ"" έξακολούθησιν! Λ Ι Λ Ι Ι (Τόν χαστουκίζει) : Ξιπασμένο πράμα! Ό ρ ί σ τ ε ! Ξετσουτσούνισε κι αυτός! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Γ ι α τ ί ; Τολμάς να πεις πώς δεν ε χ ε ι ς κοιμηθεί μέ x i μπαμπά! Λ Ι Λ Ι Ι : " Η φεύγεις ή σέ καρυδώνω! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : ΚαΙ δταν λέω «κοιμηθεί», δέν έννοώ βέβαια πώς άποκοιμηθήκατε ! " Ε , Λ ι λ ί κ α ; Λ ι λ ι κ ά κ ι ;
Λιλικακάκι;
Μέ τό μπαμπά xà φουκαριάρη, Λ Ι Λ Η : Τρο|ΐερή ήλικία -τίποτα δέ σέβεται! ΒΙΚΤΟΡ:
" Ο χ ι καΐ τόσο τρομερή -τρεις
φορές μικρότερη
άπ' τ ή δ ι κ ή σου. Λ Ι Λ Η : "ΕλΛ, πάψε σέ παρακαλώ, στό ζητάω χάρη. ΒΙΚΤΟΡ
(Παίρνει 2να ποτήρι άπ' τ6 τραπέζι) : Τ ό βλέπεις
αυτό τό ποτήρι, Λ ι λ ή ; ΛΙΛΗ:
Γιατί;
ΒΙΚΤΟΡ:
Τ ό ποτήριον τοϋτο είναι κρύσταλλο
Μπακαρά
-φαντάζουμαι νά τό ξέρεις καΐ σύ, τό ξέρουν δλοι οΐ γνωστοί καΐ φίλοι, ή μαμά τό τονίζει σέ κάθε βεγγέρα. 36
ΒΙΚΤΟΡ H"TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΙνκι μοναδικά γ^κτί, κατά τ ή μαμά, άνήκΕΐ σ' ενα, σερβίτσιο μοναοίκό. Δ η λ α δ ή είναι πανάκριβο, κατά τ ή μαμά. Ά π ' αύτο επρεπε ν' άρχίσω. Κ α ι τώρα, παρακολούθα το συλλογισμό: Έ γ ώ , είμαι εννιά χΐίονώ. Σ έ ολη μου τ ή ζίοή ήμουνα παιδί - υπόδειγμα. Ί ί π ο τ α δε μπορεί νά μου σπιλώσει τήν παιδική μου υπόληψη -γνωστο αυτό, ο μπαμπάς τό διατυμπανίζει τήδε - ν,ακεΐσε: « Έ δ ώ κύριοι βλέπετε ενα παιδί - '6πόδειγμα. Είμαστε υπερήφανοι για το εν λόγψ παιδί, καΐ για το δποΐον παιδί, κάθε θυσία χαλάλι χου!»
Ή μα}ΐά ύτχερθεμα-
τ ί ζ ε ι : ε χ ε ι δόσει τ6 αιμα της γιά τήν οικογενειά της -εννοεί έμενα- άλλα τ6 αιμα της χαλάλι μου, κχΐ δχι επί της κεφαλής μου. Ε ί μ α ι δηλαδή το αιματηρό αποτέλεσμα χών θυσιών της μαμάς, Ι χ ω ζήσει ίίμωμος καΐ άσπιλος, καΐ ολοι ξέρουν πώς είμαι ανίκανος νά πώ ενα ψέμα -είδος αναπηρίας καΐ αυτό. Βέβαια, κρύβω τά πουλί μου μέ το χέρι μου δταν κάνω πιπί Λ1ΛΗ:
—
"Ιιιιϋ
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : ... δπως μ' έχουν δασκαλέψει, ποτέ μου δμως δεν εχω χώσει τό δάχτυλό μου σέ πισινό κοριτσιού — Λ Ι Λ Η : Πάψε τέρας! ΒΙΚΤΟΡ:
... δπως κάνει δ Λουκιανός τοΟ κυρίου Παραδεί-
ση. Κ α ι αν ε χ ε ι κότσια, δταν γ ί ν ε ι κ ι ' αυτός εννιά χρονώ, θα τό έμολογήσει. Κ α ι σοΰ δηλώνω, σήμερα δώδεκα Σεπτεμβρίου, ανήμερα της 'Αγίας Λεόνης πού γιορτάζουμε τ ή χάρη τ η ς : δεν κρατιέμαι νά περιμένω άκόμα ενα χρόνο για νά μέ καταστήσεις άντρα, πράγμα πού, δπως λένε, δεν είναι καΐ τίποτα συναρπαστικό. Γ ι ' αυτό, άποφάσισα νά γίνω κ ι ' έγώ κάτι. Λ Ι Λ Η : 'Ορίστε γλώσσα! Καμαρώστε τον! 37
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Βεβαίως, να γίνω ν,ά,τιΐ Κ ά τ ι καινούργιο βρέ αδερφέ! Λ Ι Λ Η : "Αν πέσουν στ' αυτιά των γονιών σου αυτά τα — ΒΙΚΤΟΡ:
Τ ό πολύτιμο ποτήρι είδους Μπακαρά
βρίσκε-
ται πάντα στο λεπτό μ^υ χεράκι. ΙΙοι6 είναι πιό λεπτό, τό λεπτό μου χεράκι, ή τ6 παρόν ποτηράκι; Λ Ι Λ Η : Βικτόρ! Δ έ φαντάζουμαι να σπάσεις τό ποτήρι! Β Ι Κ Τ : Έ ά ν τό ποτήρι πέσει και σπάσει, ή οικογένεια Πωμέλ, της όποίας είμαι ή τρυφερή παραφυάδα, θα Ι χ ε ι τρεις χιλιάδες φράγκα ζημιά. Λ Ι Λ Η : Παναγία μου θα τό σπάσει. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Παναγία σου δεν θα τό σπάσει -ήρέμησε. (Ξαναβάζει τό ποτήρι στή θέση του) . " Ο χ ι , δέ θα τό σπάσω τό ποτήρι. Καλύτερα να σπάαω αυτό τό μεγάλο δοχείο. (Σπρώχνει ενα μεγάλο βάζο των Σεβρών άπό την άκρη μιας κονσόλας. Τ ό βάζο πέφτει καΐ γίνεται κομάτια) ΒΙΚΤΟΡ:
"Εκτακτα. Δέκα χιλιάδες
φράγκα μείον
στήν
κληρονομιά [ίου. Λ Ι Λ Η : ΑΙά -είναι τρελλός! Βικτόρ είσαι τρελλός! Π ω , πώ πάει, ωραίο βάζο! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ώραιο αυγό! Και δέν πρόφτασα νά δω τό άλογο. Τ ο χ ε ι ς δει τό άλογο έσύ; (Μιμείται τη φωνή του μπαμπά πού κάνει τ ή φωνή του παιδιού του) . — Τ ί είναι αύτό μπαμπάκα; — (φωνή πατέρα) : Είναι
αυγό άλόγου, 2να μεγάλο
-μεγάλο κοκό! Τ ό κοκό πού έκανε τό ντεντέ. Λ Ι Λ Η : Ό ρ ί σ τ ε τό άσεβέστατο πράμα! Νομίζετε πώς Ι χ ε ι τύψ ε ι ς ; Ούτε τόσο! Κ α ι να σκεφτείς δτι τδκανε έπιτούτου. 36
BIKTOP'^i
TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Έ γ ώ ! Τ ί Ικανα π ά λ ι ; ΛΙΛΉ: Μ ή μοΰ παρασχαίνεις τ6 βλάκα έμένα!
(τόν μ ψ ε ί -
τ α ι ) . « Έ γ ώ ! τί Ικανα π ά λ ι ; » Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Λοιπόν, δπως είδαμε δλοι μας ή μ ι κ ρ ή μας ή Λιλίκα κατεσπασε τ6 μεγάλο βάζο τύν Σεβρών. Λ Ι Λ Η : Π ώ ς ! ! ! Αυτό πού Ικανές τοΰ λάγοχ) σου, καΐ επίτηδες, μπροστά στα ίδια μου τά μάτια -τ6 ρίχνεις σέ μένα! " Ε χ ε ι ς τύ θράσος! ! ! ΒΙΚΤΟΡ:
Τ ό Ιχω.
Λ Ι Λ Η : Ναί, άλλα έγώ θα πώ τήν άλήθε,α! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ναί, άλλα εσένα δεν θα σέ π.στέψοον. Λ Ι Λ Η : Ε μ έ ν α δέν θα μέ πιστέψουν; ΒΙΚΤΟΡ: ΛΙΛΗ:
Κανείς.
Γιατί;
ΒΙΚΤΟΡ;
θ α δεις...
Λ Ι Λ Η : " Ο χ ι , να μοΰ έξηγήσεις γ ι α τ ί ; ΒΙΚΤΟΡ:
θ α δεις.
Λ Ι Λ Η : ΛΙσχος
σου!
Αίσχος
σου!,..
Μπράβο Βικτοράκο,
μπράβο! Τίποτα καλό δέν Ιχεις δει άπ6 μένα, έγώ δέν σ' Ι χ ω γλυτώσει άπέ — Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Ο χ ι , ποτέ σου δέ μ' Ι χ ε ι ς γλυτώσει άπά τίποτα. Λ Ι Λ Η : " Ε , άν υπάρχει θεός στόν ουρανό -κάτι Ι χ ε ι !
Κάτι
Ιχεις, τί Ι χ ε ι ς ; Τ ί σου ή ρ θ ε ; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Μου ήρθαν τα γενέθλιά μου -μπαίνω στα έννέα. ΚαΙ εχω στην πλάτη μου Ιναν πατέρα, μία μητέρα, μια καμαριέρα... τί άλλο Ι χ ω ; " Α ! "Ενα παπόρι πού παίρνει άμπάριζα μόνο του, ρίχνει δυά ριξιές καΐ ξαναγυρίζει στόν κόλπο του... Ι χ ω μια όδοντόβουρτσα άτομικής χρήσεως με κόκκινο χερούλι. Τοΰ μπαμπά εχει χερούλι ουρανί. Τ η ς μαμάς μου t ô χερούλι είναι άσπρο. " Ε χ ω 35
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ 36
\ιΐ7, πυροσβεστική περικεφαλαία, μέ δλα - η ; τ χ εξαρτήματα, δηλαδή τρόμπα πρώτης ανάγκης, παράαημο, ζωστήρα γυαλισμένο, καΐ τσεκούρι μέ γάντζο- " Ε , τί άλλο ε χ ω ; . . . εχω μιά πείνα πού δεν σέ βλέπω, εχω μύτ η κανονική, βλεμα άδολο και χέρια άδειανά. Ε π ί σ η ς βιβλιάριο ταμιευτηρίου -ο θείος 'Οκτάβιος ^wô άνοιξε άνήμερα στα βαφτίσια
μου
λογαριασμο
καταθέσεων
δραχμαΙ πέντε, συνολικό κόστος εφτά φράγκα σύν τ6 αντίτιμο βιβλιαρίου και το χαρτόσημο πού μού κόλλησε. Έκόλλησα επίσης τήν ιλαρά στα τέσσερα μου, καΐ χωρίς το θερμόμετρο του γιατρού Ριμπιορ θά βρισκόμουνα τώρα στην απέναντι δχθη. Αυτά. " Α λ λ η αναπηρία δεν διαθέτω. Ή δράση [χου εϊναι καλή, το μυαλό μου ξουράφι, δηλαδή εχω δλα τα προσόντα να σέ τσακώσω τη στιγμή πού εκανες τήν άξιοθρήνητη αυτή πράξη, χωρίς κίνητρο δέ! Ή οικογένεια θα λάβει μέτρα. ΛΙΑΗ
(κλαψουρίζει) : Δεν ?χεις τ6 δικαίωμα... είναι ανή-
θικο. "Αν εχεις καρδούλα, θα άναλάβεις τΙς ευθύνες... "Ετσι κάνουν τα πιστά και ε ι λ ι κ ρ ι ν ή παιδάκια. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Σωστά. Μόνο πού έγώ δέν είμαι «παιδάκι», καΐ δεν πρόκειται να ρίξω το φταίξιμο σέ μένα επειδή του λόγου σου εσπασες τύ κωλόπραμα. Λ Ι Α Η : ' Ά , ετσι! Κ α λ ά , θα το δοΰμε. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Μέ φοβερίζεις; Πρόσεχε Λ ι λ ή , θα σπάσω και τ' άλλο. Α Ι Α Η (Δάκρια) : Τ ί συφορά! "Ενα παιδάκι τόσο γλυκό καΐ φρόνιμο... Ποιός ξέρει μέ ποιους συναγελάζεσαι! Πού τάμαθε αυτά, δέν καταλαβαίνω. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τ ί να καταλάβεις Ισύ... Δέν καταλαβαίνεις
βέ-
βαια, γιατί είσαι βλάκας, άγαρμπη και γεμάτη βίτσια.
BIKTOP'^i TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Σε τράχωσα ή· δεν σέ τράχωσα άπάνω στή ζημιά -στ^ν ûr.w μου το εΐδα; "Ωστε δεν καταλαβαίνεις. Καλώς. ΙΙερίμενε να δεϊ ή μαμά τ ή ζημ^ά σου ν.ζά θα καταλάβεις μέ τήν πρώτη. "Αν καΐ εσύ είσαι τόσο άνανδρη πού θά τρέξεις να ζητήσεις συγνώμη. Δεν εχεις πάρει χαμπάρι πώς καΐ ή μικρότερη προσβολή αξίζει χ ί λ ι ε ς φορίς περσότερο άπ6 ενα βάζο στύλ κοκο τ^ΰ ντεντε, Λ Ι Λ 1 Ι : Ό ρ ί σ τ ε ! Μου ζητάει να προσβάλω τ ή μητέρα του! Β 1 Κ Τ 0 Ρ : Τ ί σέ πειράζει -δική σου μ η τ έ ρ χ ε ΐ ν α ι ; ( Ή Λ ι λ ή λειώνει στο κλάμα) . Λ Ι Λ 1 Ι : Δεν καταλαβαίνω πιά. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Θα καταλάβεις. "Αν και δεν εχω σπάσει εγώ το περί ού 6 λόγος αγγείο — ΛΙΛΠ:
"Ω!
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : ... θα μπορούσα να αναλάβω τήν ευθύνη... να πώ δτι τδσπασα εγώ. Ώ ρ α ΐ α . Ευχαρίστως νά το κάνω... ποιός θα μέ πιστέψει;
ΛΙΛΗ: Πώς! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : 'Αποκλείεται να μέ πιστέψουν... δυστυχώς. Γ ι α τ ί ποτέ, σε δλη μου τήν καριέρα, δεν εχω σπάσει τίποτα. Ούτε ενα πιάνο, ούτε ενα μπιμπερόν. Έ ν ώ έσύ, έ χ ε ι ς κιόλας στο ενεργητικό σου τό ρολόι τοΟ τοίχου, τήν τσαγιέρα, τ ή μπουκάλα |ΐέ τό λάδι εύκοιλιότητας, και λοιπά. '"Αν τα ρίξω σέ μένα, άκου τί θα γ ί ν ε ι . Ό μπαμπάς: « Τ ί γλυκό παιδί, πάει να γλυτώσει τ ή Α ι λ ή » . Ή μαμά: «Βικτόρ, αυτό πού κάνεις είναι χριστιανικό. Ε ύ γ ε σου. Α ι λ ή άπολύεσαι. Ε π ε ι δ ή ?χουμε καλεσμένους, άποφεύγω να σέ θίξω περσότερο...» Πώς να γ ί νει, τό εσπασες τό βάζο, τί μοϋ περνάει Ιμένα άπ' τό χέρι μου; Τίποτα. Γ ι α τ ί , άφοϋ είμαι άνίκανος να άμαρ35
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
τήσω, είναι δυνατά να τδ Ι χ ω σκάσει έ γ ώ ! Λ Ι Λ Η : Δέν ξέρω τί λες Ισύ, άλλά τ6 βάζο εΖναι σπασιχένο. Νάτο. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ε ί δ ε ς πού στδλεγα χαΐ δέ μέ πίστευες;
(Παύση)
Βέβαια, θά μπορούσα να τους πώ δτι φταίει τό άλογο... ΑΙΛΗ;
"Αλογο;
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τ ό περιβόητο ντεντέ πού θα εβγαινε άπό xè χοντλά - χοντλά κοκό. "Αν ήμουνα τλιώ χλονώ, θά τδλεγα, τώρα δμως, δέ φτάνει πού είμαι Ιννέα, είμαι καΐ παρά φύσιν Ιξυπνος. Λ Ι Λ Ε ί : " Α χ ! Δέν ήταν να έσπαγα τδ ποτήρι τούλάχιστον... Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Παρά φύσιν Ιξυπνος... είμαι. ( Τ ή ν πλησιάζει, μιμείται τον πατέρα του). — Α ι λ ή ! Μην κλαίτε. Μήν κλαίτε πλέον αγαπητή παιδίσκη. Ή κυρία μου, ή κυρία σας, θέλει να σας απολύσει, άλλά ή κυρία σας δέν είναι δ μοναδικός κύριος τοΰ οΓκου τούτου -Ιχουμε και μεις Ινα άλφα βέτο. Είμαι δ κύριος τοΰ σπιτιού, ή κυρία σου μέ λατρεύει -άν και οχι τόσο δσο λατρεύω έγώ έσάς, Α ι λ ή ! θ ά μεσολαβήσω για σας, Α ι λ ή ! Κ α ι θα έπιτύχω τήν αθώωση σας. Παίρνω δρκο! ( Τ ή ν άγκαλιάζει) ' Α γ α π η τ ή Α ι λ ή ! θ α σας διασώσω. Σ τ η ρ ι χ τ ε ί τ ε άπάνω μου, καΐ έγώ, κατά τΙς πρωινές ώρες, θα σας φέρω προσωπικώς τό χαρμόσυνο άγγ ε λ μ α στήν καμαρούλα σας. Α γ α π η τ ή , άρνάδα μου λαχταριστή, Ρόδα του Δαυίδ, κάστρο λαμπερά τοΰ Ά π ο στερίτη, άστρο άφροδίσιο! ( Π ε τ ά γ ε τ α ι μ ' ενα σάλτο και άρχίζει να φωνάζει με δλη του τ ή δύναμη, μέ τά χέρια ψηλά) . —Πρέσβευε υπέρ ημών, πρέσβευε υπέρ ή[ΐών, πρέσβευε υπέρ ήμών ! ! ! 36
BIKTOP'l·! TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
(Ξαμακραίνει ξερός στά γ έ λ ι α ) . ΛΙΛΗ;
(Μονολογεί, πανιασμένη άπ6 θυμό)
— " Α , οχι, δχι, τέρμα! Φεύγω! Φ ε ύ γ ω ! Δ έ μέ>ο) άλλο πού -στιγμή δέ μένω! Ό Β:κτόρ επαθε! Αύχός δεν είναι χιά παιδί, είναι Β1ΚΤ0Ρ:
—
Π α ι δ ί ! Δεν ύπάρχουν παιδιά. Πάνε πια τα παι-
διά. Ποτέ δεν υπήρξαν παιδιά. Λ Ι Λ Η (τό ιδιο) : Βρωμόσπιτο παρθένα μου ! Μωρέ θχ φύγω -άπολύομαι μόνν^ μς^υ, ά! Κ α ι είναι εννιά χρονώ άκόμα, σκέψου! θ α μας π ρ ή ξ ε ι ! Β 1 Κ Τ 0 Ρ : Πρήξιμο είπατε α γ α π η τ ή ; Ευχαρίστως. "Αν αυτό ποθεί ή καρδούλα σας, εγώ να σέ πρήξω οσο θέλεις. Μείνε. Λ Ι Λ Η : Να μένει. Β1ΚΤ0Ρ
(Κάνει τον πατέρα του πάλι) :
— ' Α γ α π η τ ή Α ι λ ή . Εικόνα και δμοίωμα των ουρανών. ]ίερικεφαλαία τής γάτας, κλωνάρι των φεγγαριών, ώ Α ι λ ή , Α ι λ ή , Λιλικάρα, Λιλικακάρα! Μή μας εγκαταλείπετε! Λ Ι Λ Η : ' Έ λοιπών, άφοϋ το πάς έτσι, θα μείνω, θ έ λ ε ι ς να μ' εκβιάσεις σκατόπαιδο! 'Γπόκοσμε! θ α μείνω, άλλα θα στ6 βγάλω άπο τ ή μύτη. ΒΙΚΤϋΡ
( Τ ή ν αγκαλιάζει, τ ή φιλάει τρυφερά) : " Ε λ α , I-
λα, Α ι λ ή . . . θα παραβλέψω. Δ έ θα σέ πειράξει κανείς, στο λόγο μου. Έ γ ώ , είμαι βλέπεις παρά φύσιν έξυπνος, τί να σου κάνω... ελαχες νάσαι ή πρώτη πού τήν επλή-
ρω3ε... ( Ή Α ι λ ή βγαίνει κλαίγοντας)
43
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΣΚΗΝΗ ΔΕΓΤΕΡΗ (Βικτόρ,
ΒΪΚΤΟΡ
μόνος)
( Κ ά θ ε τ α ι Κρατεί "6 κεφάλι του μέ τά δυό του
χέρια καΐ μένει σιωπηλός γιά κάμποσο) . — Π α ρ ά φύσιν.., έξυπνος... (παύση) . — ' Α π ό ψ ε είδα το θεΐο μου το βουλευτή... αυτόν πού κάνει νούμερο μέ τΙς άρκούδες, κάτω στό δέντρο μας, 'Ήταν κάτασπρος, μέ μια καραμπίνα δσπρη σα μάρμαρο. Π ή γ ε καλά. Τον πλησίασα, σχετικά βέβαια, Γσα να μ ή φτάνει το χέρι του -μανία κ ι ' αυτός ό χριστιανός να μοΟ ά γ γ ί ζ ε ι τό κούτελο και να λέει «μοΰ εμοιασε! Αύτός είναι γνήσιο βλαστάρι της οικογένειας, γνήσιος Π ω μ έ λ ! » Ξαφνικά, Ιβλεπα μέσα στό σύννεφο τό ξεκάθαρο άχνάρι της άστραπης. Πέρυσι μας ξάφνιασε μ ι λ μπόρα άνήμερα την Ε θ ν ι κ ή Ε ο ρ τ ή . Τ α άλογα σηκώθηκαν στα πισινά τους πόδια, μπροστά στις σημαίες της 'Αστυνομίας, "Ολος δ κόσμος ήταν χαρούμενος, Ό πατέρας μου κράταγε τα χαλινάρια. Φορούσε μαΟρα γάντια.
Όπως
πάντα, ή αστραπή ήταν κόκκινη -μόλις τήν τελευταία σ τ ι γ μ ή πρόφτασα να ξεδιακρίνω τό σχήμα της, δταν φώτισε £να γύρω τα παράλια της Μάγχης. Τ ό δάχτυλό μου άκολούθησε τήν τροχιά της μέσα στή βροχή.
Ό
βουλευτής κέντριζε τις άρκούδες του καΐ μιλούσε για τ ή στοργή πού νιώθει για μένα: Βίκτωρα, είσαι τρομαχτι-
(Μπαίνει ή Έ σ θ ή ρ ) . 36
(1) Ή Σκηνή 2 εΤχε κοιτεϊ στλ παρισινό ανέβασμα.
ΒΙΚΤΟΡ Η^ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΚΗΝΗ
{Βικτορ
-
ΤΡΙΤΗ
Έσθήρ).
Ε Σ Θ Η Ρ : Καλησπέρα Βικτόρ. Χρόνια σου πολλά, να τ χ έκατοστήσεις.
(τον φιλάει) .
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Α , έσύ είσαι Έ σ θ ή ρ ! Καλώστην. (παύσ/]) . Ευχαριστώ. ΕΣΘΗΡ:
Παρακαλώ.
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ηοιόν παρακαλείς; Ε Σ Θ Η Ρ : Κανέναν. "Ετσι απαντάνε: «παρακαλώ». Ά π ο ευγένεια. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Έ μ ε ι ς λέμε «τίποτα, τί λ έ τ ε ! » Ε Σ Θ Η Ρ : Ου, όλόκληρο μακρινάρι! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : "Ακου Έ σ θ ή ρ , μ ή μέ απασχολείς άλλο, άφισέ με ήσυχο. Ντάντεψε τις κούκλες σου, νίψε τΙς γάτες σου, αγάπα τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου και κοίτα να είσαι υπάκουο παιδάκι ώσπου να γ ί ν ε ι ς κ α λ ή σύζυγος και μητέρα. Ε Σ Θ Η Ρ : 'Ώστε, δέν μ ΒΙΚΤΟΡ:
αγαπάς πλέον! Αιμοβόρε!
Δέν καταλαβαίνει!
Φυσικό -είσαι και
συ στή
συνομοταξία της Λ ι λ ή ς . Ξέρεις, ή Α ι λ ή εσπασε ενα βάζο τώρα δά. Κ α ι μάλλον θα πάρει πόδι. Ι σ χ υ ρ ί ζ ε τ α ι πώς τό έσπασα έγώ Ε Σ Θ Η Ρ : " Α ! Δέν τδσπασες è ^ j ; ΒΙΚΤΟΡ:
" Ο χ ι βέβαια. '^Αν ήμουνα ^;οχος θα καθόμουνα
να τό βγάλω βούκινο; Ε Σ Θ Η Ρ : Σωστά,
(παύση)
Φτωχούλα Α ι λ ή !
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Κ α λ ά , ας τ' άφίσουμε αυτό. Έ σ θ ή ρ , Ιγω πώ μια ιστορία!
να σου
Τέλεια! 45
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Ε Σ Θ Η Ρ : " Α χ σώπα! " Α χ σώπα! Λ ε γ ε , λ έ γ ε ! ΒΙΚΤΟΡ:
Ξέρεις τον Πέτρο Ντυσαέν; Τόν ξέρεις... εκεί-
νον r.oi) γυρίζει μ ' ενα. μεγάλο χαμτσίχι... πού χάνει συλλογή άπό ερπετά; Αυτός. " Ε , χτες το βράδι εΪχα β γ ε ί εξω μαζί του. Ε Σ Θ Η Ρ : Χ τ έ ς ; Χωρίς τ ή Α ι λ ή ; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Ο χ : , ήρθε καΐ ή Α ι λ ή , άλλα τήν πήραμε μέ τις πετριές. Δεν φαντάζουμαι ν' ανοίξει τ6 στόμα της. Τ ή ν ε χω στ 6 χερί- Μας περίμενε στης άδερφής της. Ε μ ε ί ς πήγαμε στο θέατρο. Ε Σ Θ Η Ρ : " Α , τυχερέ Β ι χ τ ό ρ ! . . ΒΙΚΤΟΡ:
Σ ι γ ά . Περάσαμε, σούπερ!
(συνοδεύει τήν αφή-
γηση μέ μίμηση των ηθοποιών). Μπροστά σέ μια κουρτίνα κόκκινη, ολο πεταλούδες, ενας άντρας μέ το μούτρο του σκεπασμένο μέ πούπουλα, κυλιόταν στα πόδια μιας γυναίκας. ' Ε κ ε ί ν η , ήταν καβαλημένη σ' ενα άλογο και κράταγε ενα μεγάλο σταυρό. ΕΣΘΗΡ:
Ψέματα!
ΒΙΚΤΟΡ;
Κ α ι της τραγουδούσε:
Λά κ ι ' άν μ' άγαπάς, νά κ ι ' άν δέ μέ χωνεύεις, εις τό δρόμο της ζωής {ίου, δεσποσύνη, τί γυρεύεις. Κ ι ' άμα δέ σ" αρέσουν πια τα παραμύθια μου, άφισέ. με μόνο να φυτέψω τά ρεβίθια μου. ΕΣΘΗΡ
(Χειροκροτεί) : θ ε ό ς , θεός!
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Μάλιστα, κυρία Μανιώ θυγάτηρ! Κ α ι μετά τήν παράσταση, πήγαμε μέ τόν Πιέρ πίσω άπό τήν τέντα, καΐ άνασηκώσαμε τό πανί. Ε Σ Θ Η Ρ : Κ α λ έ ! Κ α ι τί είδατε; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ε κ ε ί ν ο ς μέ τα φτερά, ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και βύζαινε μονορούφι άπό τό μαστό μιας κατσίκας. 36
BIKTOP'^i TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Ε Σ Θ Η Ρ : Κ α λ ά , καΙ ή γυναίκα; Β Ι Κ Τ ϋ Ρ ; Ή γυναίκα ετρωγε ενα κομάτι ψωμί. (Μεγάλη ταύση) Ε Σ Θ Η Ρ : Βιγ-οράγ.ο...
εχω ΥΛ εγώ να σου διηγηθώ κάτι.
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Έ π ι τ έ λ ο υ ; . . . καφός ήτανε. Ε Σ Θ Η Ρ : Γιατί ήτανε καιρός; ΒΙΚΤΟΡ:
Έτσι...
Ε Σ Θ Η Ρ : " Ε χ ω μια ιστορία να σου πώ, παρόμοια μέ τ ή δ ι κ ή σου. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Α χ , μου τρέχουνε τά σάλια! Ε Σ Θ Η Ρ : Γ ι α τό μπαμπά σου! ΒΙΚΤΟΡ:
"Α!
Ε Σ Θ Η Ρ : ... και τ ή μαμά μου. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Ε ! " Ε ! Ό ρ ί σ τ ε μας! Ή κυρία Μανιώ, ή χυρία Μανιώ Θηρεσία! Ή Ό α ί α Θηρεσία! Ε Σ Θ Η Ρ : "Αν γελάσεις, σταματάω. ΒΙΚΤΟΡ:
Δε γελάω. Σαρκάζω "Αν ήξερες τί σπόντα ξα-
μόλυσες! Ε Σ Θ Η Ρ : Έ γ ώ ! Μια λ έ ξ η είπα! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Μα δεν είναι γ λ ύ κ α ! ΕΣΘΗΡ:
Ευχαριστώ.
(Τον φ ι λ ά ε ι ) . "Ημουνα στά σαλόνι
-μέ είχε ή μαμά στα γονατά της. ΚαΙ κρατούσα τά
ί-
να άπό τά σκουλαρίκια της. Ξέρεις, μόλις μοΰ είχαν τρυπήσει τ' αυτιά. «Δέν άνάβουμε τ ή λάμπα;» " Ο χ ι . Δεν ή θ ε λ ε . " Ο π ί υ , χτυπάει το κουδούνι. Πετάγεται άπάν(ο ή μαμά, βροντάω έγώ στό πάτωμα. Πάφ, πίφ, νά κάτι γρήγορες -και μέ τά δύο χέρια μαζί. « Π ο υ Ι χ ε ι ς το νοϋ σου! Αποβλακωμένο!»,, έγώ ήμουνα τό άποβλακωμένο. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Φόραγε καΐ τά δαχτυλίδια τ η ς ; 35
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ Ε Σ Θ Η Ρ : "Ολα. 'Αποτέλεσμα: ενα μάγουλο γραχζουνισμένο. Τ ό σκουλαρίκι δμως τογα. κρυμένο στή χούφτα μου, σπασμένο. ΚαΙ άν τά βρεις, ποιός ήτανε; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ό μπαμπάς μου. Ε Σ Θ Η Ρ : Μπράβο. ΒΙΚΤΟΡ:
« Έ σ ύ για ΰπνο άμέαως».
Ε Σ Θ Η Ρ : « Δ έ νυστάζω». Κάθε φορά πού δεχόμαστε κόσμο, έγώ «για υπνο αμέσως». ΒΙΚΤΟΡ:
Δεχόσαστε πολύν κόσρο;
Ε Σ Θ Η Ρ : Μπά. Τ 6 ν μπαμπά σου. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Α . Δεν είναι ώραϊος, I ; Ε Σ Θ Η Ρ : Ωραίος; " Ε . . . ξυρισμένος... παντοϋ. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : ΗαντοΟ! Όλόγυμνος ή ρ θ ε ; Ε Σ Θ Η Ρ : " Ο χ ι . Μό^ο τα χέρια του καΐ τα μοΟτρα του ήτανε γυμνά. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Α χ , ανήλικο. Γ ι α συνέχισε λοιπόν. Ε Σ Θ Η Ρ : Ναι. Έ γ ώ μένω. Μοϋ χώνουν ενα βιβλίο στα χέρια. «Καλησπέρα Κάρολε, καλησπέρα Θηρεσία. Που είναι δ άγαπητος Α ν τ ω ν ά κ η ς ; » Ό
μπαμπάς ειχε πάει
γ ι α υπνο. Κάθουνται στον καναπέ. Κοίτα τώρα τί επιασε τ' a j τ£ μου, Ή μαμά ε λ ε γ ε : «ζουμπουρλό, ζουμπουρλό, ζουμπουρλό..^ Ό
μπαμπάς σου: «θηρεσιάκι, θηρεσιάκι, θηριάκι, θη-
ριάκι...» Ή
δ ι κ ή μου: «Κάρλο, Καρολίνο, Καρολίνο, μή,
μή, μή!
Είδωλίζουμαι παντοϋ, μ ή ,
μή,
εlδωλίζoυ^JL·αι!»....
Τώρα, τί σχέση είχαν τά είδωλα... Λοιπόν, δ δικός σου: «Μόνοι μας! Τ ί νίκη, νίκη, νίκη, νίκη...» 36
y·'
Βικτόρ : Κλώντ Pis,
Αιμιλία : Μονίκ Μελινάν,
Κάρολο; : Μττερνάρ Νοέλ.
Βικτόρ : Μιά γαλαζοαίματη Κυρία. Άθλητικόν και αισθηματικού μυθιστόρημα.
BIKTOP'^i TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Ή δ ι κ ή μου: « Ν ί κ η ! Μά νίκη xb λές αύτό!
"Αχ...
όποιος πιστεύει μόνο στ6 σαρκαστικό ί ρ ω τ α — Μ Η ! "Λν ξαφνικά δ 'Αντώνης—πάνω στό κόλπο;» Ό οικός GOO: «ας τοΰρθει κόλπος· · ' Π δ ι κ ή μου: κάτι είπε γιά τόν μπαμπά, καΐ γιά πράσα. . . ξέρω γώ, Ό
δικός σου; « . . . χ τ α π ό δ ι π ο ρ ν ε υ τ ό · · .
χταποδαράκι
πορνευτό. . . "Αστο αυτό τ6 ρόδινο μαλάκιο. . . τιώ, πώ, ενα τροφαντό γ ο υ ν ά κ ι » . . .
τό γουνάκι τοπιασα καλά,
γ ι α το ίίλλο δέν εΤμαι σίγουρη. ΒΙΚΤΟΡ:
Και μετά;
Τέλμα;
Ε Σ Θ Η Ρ : Ή δικιά μου πάτησε το κλάμα, ό δικός σου εφυγε βροντώντας την πόρτα. ΒΙΚΤΟΡ:
Καί;
Ε Σ Θ Η Ρ : « Κ α ί « ; " Α , ναι. " Ε ρ χ ε τ α ι δ μπαμπάς, μέ την πουκαμίσα. Φέρνει βόλτα το σαλόνι και φωνάζει; «Δέν είμαι καλά, κάτι εχω». Πάντα τό λέει αύτδ δ μπαμπάς. « Κ ι ' έγώ δέν είμαι χαλά», λέει ή μαμά. "Οπου εκείνος πέφτει γονατιστός μπροστά της, αρχίζει να τρέμει ή
μαμά,
ξαναρχίζει να φωνάζει δ μπαμπάς—δηλαδή τό φωνάζει άπδ κάμποσες
μέρες αυτό: «ΚαΙ τα μοσχάρια, πιό
πολύ άξίζουν άπδ τα μικρά σου!
'Ανάξιε
Μπαζαίν!
"Ακαπνε στρατάρχη!» Ά λ λ α Ι π ε ι δ ή δ γιατρδς μας έχ ε ι συστήσει νά μην του πάμε κόντρα, πήγαμε
δλοι
γ ι α υπνο. ΒΙΚΤΟΡ:
(Σηκώνεται. Σαν κυριευμένος άπδ ξαφνικδ πα-
ραλήρημα) . -—"Α! Τ ί μοίρα! Έ γ ώ , έγώ άδιάκοπα νά δοκιμάζουμ α ι ! Τ ή μία σφυροκόπημα, την άλλη πλάνισμα, την δ λ λ η ή πένα, τήν άλλη μέ περιλαβαίνει ή τανάλια! 35
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
'Απ6 τά χέρια του άτμου, στά χέρια ταΟ έρωτα τώρα! ΚαΙ πάνω άπ' δλα, ή άσήκωτη μπότα τοΰ πατέρα μου, καΐ δ μέγας Τλιγγος των γυναικών
στό μπουντουάρ
τους. (Άπαγγέλνει
φωναχτά).
— Τ ό ν άφισα να μπεΙ στι^ν κάμαρά τ η ς ! — Τ ό ν αφίσα νά μπει στ^ν κάμΰφά τ η ς ! — (Τσιτσερόνε:)
Πλησιά<ϊτε κόσμε! Έ δ ώ β λ έ π ε τ ε : το
τρομερά παιδί! Ό 'Ανάξιος πατέρας! Ή Μ η τ ρ ι κ ή μητέρα! Ή Κυρία πού άπατάει τ6ν ίίντρα της. Ό κερατωθείς κερατάς! Ό
Μπαζαίν, στρατηγός έπι πλέον και
γέρος. — Ζ ή τ ω τά χελιδόνι! ΚαΙ ζήτω ή φαραόνα και τό παραδείσιο πουλί και δ παπαγάλος Αύστραλίοις! Ζ ή τ ω και τό πετροχελίδονο, και γενικώς τα πουλιά! Ζήτω και το σαλάχι—τό σαλάχι καΐ τ6 χταπόδι και δ ξιφίας! ('Αλλάζοντας τόνο: στήν 'Εσθήρ πού τδν παρακολουθεί κ α τ ά π λ η χ τ η ) . — ' ' Α ν τ ε , ζήτω και δ 'Αντωνάκης! Ε Σ Θ Η Ρ : ' Α , ναί! Ζήτω δ Μπαμπάς μου!
(Ξεσπάει σε δά-
κρυα) . Β Ϊ Κ Τ Ο Ρ : Ε π ι τ έ λ ο υ ς ! Καλμάρισα! ΕΣΘΗΡ
( Κ λ α ί γ ο ν τ α ς ) : Μέ φοβίζεις, τδ ξέρεις;
(Ξαναρχίζει τδ κλάμα. Μπαίνουν Κάρολος και ΑΙμιλία Πωμέλ, καΐ Θηρεσία Μ α ν ι ώ ) .
36
ΒΙΚΤΟΡ'^Ι TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΣΙίΗΝΗ (Βικτόρ,
^ΕσΟήρ, ΑΙμύΰα
ΑΙΜΙΛΙΑ
Πωμέλ,
ΤΕΤΑΡΤΗ Κάρολος Πωμέλ,
©ηρειία
Μανιώ),
(μπαίνοντας) : Κάρολος!
ΚΑΡΟΑΟΣ: ΑΙΜΙΛΙΑ
Παρών! (Δείχνει τά κομάτια του βάζου) : Τ ό βάζο των
2εβρών. ΚΑΡΟΛΟΣ, ΘΗΡΕΣΙΑ
(μαζί):
"Ω!
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Βικτόρ!
Ποιός τοσπασε;
ΑΙΜΙΛΙΑ:
" Α , δχι, αύτο παραπάει. Π ο υ
Ρωτάς!!
είναι
ή Λίλή; ΚΑΡΟΛΟΣ: Ή Αιλή;
Λες;
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : "Οχι ή Λιλή. Ή Έσθήρ. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Έσθήρ!
Έσύ^;
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Δέν τήν βλέπετε πού -κλαίει; (Μπαίνει ή Λ ι λ ή γιά νά σερβίρει)
ΣΚΗΝΗ (Οί
ίδιοι
σνν
ΒΙΚΤΟΡ
ΠΕΜΠΤΗ
Αιλή^.
( Σ τ ή Λ ι λ ή ) : Έ δ ώ νομίζουν πώς έού Ισπασες zb
βάζο. Λ έ γ ε τήν άλήθεια. Τδσπασες; ΛΙΛΗ:
"Οχι.
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ή Έ σ θ ή ρ , σάς τό είπα. Πώς μου ήρθε καΐ τής είπα δτι είναι αυγά φοράδας... καΐ μόλις γύρισα τήν πλάτη μου, τδσπασε γ ι ά νά δεί νά βγαίνει τά πουλάρι. 51
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΑΙΜΙΛΙΑ
(Στ6ν Κάρολο) : Τ ά βλέπεις, βόδι! Πές του χ·/
άλλα τέτοια, ΚΑΡΟΑΟΣ: ΑΙΜΙΑΙΑ:
παραμύθια!
Μά, δέν το Ισπασε προσωπικώς δ Β ι κ τ ό ρ ! Αύτό §λειπε! Νόμισες πώς θάπαφνε ποτέ του
στα σοβαρά τ ΐ ; μπουρδοειδεϊς άλληγορίες σου! ( Ή Α ι λ ή βγαίνει)
ΣΚΗΝΗ EJ^TH fOi
ίδιοι
εξω άττο τή
AiÀrjJ.
Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Έ σ θ ή ρ , για πλησίασε. ( Ή Έσθήρ δεν κουνιέται) Έ σ θ ή ρ , άκουσες; Είπα να ερθεις εδώ. " Η θέλεις
νχ
ερθω έ γ ώ ; Ό ρ ί σ τ ε , &ρπα τες. ( Τ ή χαστουκίζει και μέ τα δύο χέρια) . ΒΙΚΤΟΡ;
Μια στιγμή κυρία Μ α ν ι ώ · · .
" Ε χ ε τ ε βγάλει τα
δαχτυλίδια σας; Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Βικτόρ, έσ^ τί μπαίνεις στή μ έ σ η ; ΑΙΜΙΑΙΑ
(Στήν Θηρεσία) ; Ό
Βικτοράκος φοβάται μην
πληγώσετε τ ή μικρή μέ τίς διαμαντόπετρες, ΘΗΡΕΣΙΑ
(Συγχισμένη) : Δ ί κ ι ο ε χ ε ι , άλλα βλέπετε, αύτ6
τό θηλυκά είναι άνυπόφορο, . . ή τιμωρία ήταν αναγκαία. Γ ι α τ ί , φ ί λ η ά γ α π η τ ή , τ4 βάζο σας ήταν σπανιότατο, πρέπει νά κόστιζε πανάκριβα, Ιτσι δέν ε ί ν α ι ; Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : "Ω, ελάτε, άφίστε Θηρεσία, άφίστε. . . δ μόνος Ινοχος είμαι εγώ κατά βάθος, καΐ γι^ αύτό θα πρέπει να πληρώσω τα σπασμένα. 36
BIKTOP'^i TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΒΙΚΤΟΡ :
ΙΙόσο μάλλον
πού δλα. αυτά.
τά άντικείμενα,
ας είναι ετσι μεγάλα, είναι πολύ λεπτεπίλεπτα-
- σπά-
ζουν πολύ εύκολώτερα άπό τα δαχτυλίδια σας "και τα σκουλαρίκια σας, δέ βρίσκετε; ΘΗΡΕΣΙΑ
(Κοκκινίζει) : Έ γ ώ ποτέ μου δεν χρησιμοποί-
ησα σκουλαρίκι για ν ά . . . ΑΙΜΙΛΙΑ:
επιπλήξω τήν κόρτ
Μα ποϋ πάει καΐ τα βρίσκει, τό τέρας!
μου. Έγώ
έγκρίνω θερμότατα αύτη τήν άπάντηση, καΐ μ ^ προς κακοφανισμό σας Θηρεσία. Πρεσβεύω δτι πρέπει να ένθαρύνουμε τΙς πνευματικές έπιδόσεις της νεολαίας. ΒΙΚΤΟΡ
(Στην Θηρεσία) : Ε λ ά τ ε , μην τήν μαλώνετε άλ-
λο τήν Έ σ θ ή ρ . Μια πού Ι χ ω τά γενέθλια μου, σας παρακαλώ να της δόσετε χάρη. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Εύγε Β ι κ τ ό ρ ! Θηρεσία φιλήστε τήν κόρη σας καΐ το θέμα Ικλεισε. ΑΙΜΙΛΙΑ:
" Ε λ α στήν αγκαλιά μου, κανακάρη μου. Νά,
πάρε δέκα φράγκα. ΘΗΡΕΣΙΑ
(Χαμηλόφωνα στήν 'Εσθήρ) : Δ έ μοΟ Χίς
έπι-
τέλους Έσθήρ... επιτέλους θα μου πεις τί σ' Ιπιασε; Γ ι α τ ί τδκανες αυτό; ΕΣΘΙΙΡ
(Δέν κλαίει πιά) : Ε π ε ι δ ή 2χει τα γενέθλιά του
δ Βικτόρ. ΘΗΡΕΣΙΑ: ΟΛΟΙ:
" Α , ετσι είσαι; Ό ρ ί σ τ ε !
(σκαμπίλι).
"Ω!
ΘΗΡΕΣΙΑ:
"Ω!
Συγνώμη Βικτοράκο μου, συγνώμη, μοί5
ξέφυγε, μ ή μέ παρεξηγήσεις. Ή τ α ν ή τελευταία σφαλιάρα γ ι ' άπόψε, σοΰ τ όρκίζουμαι. . . δέν μπόρεσα ν λ κρατηθώ βλέπεις. . . ( Ή Έ σ θ ή ρ ή ρ ε μ η και άτάραχη. Ό Βικτδρ πάει azif γωνιά, κοντά της. Κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα). 35
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ 36 ΚΑΡΟΛΟΣ:
"Λς αλλάξουμε θέμα λοιπόν! Μήν
Αμαυρώ-
νουμε τ ή μ ι κ ρ ή μας έορτούλα μέ φωνασκίες καΐ δάκρια. Ό ρ ί σ χ ε ! Ό 'Αντωνάκης δέν ήρθε άκάμη, οΰτε 0 στρατηγός ! ΘΗΡΕΣΙΑ: "Αχ, ό 'Αντωνάκης!...
' Ά ν δέν Ιπέμενε τόσο
πολύ για νάρθει, εγώ θα προτιμούσα νά Ιμενε σπίτι. . . Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Μα τί λέτε Θηρεσία! Να μας στερήσετε τό σύζυγο σας! Μα αγαπητή μου έγώ —πολύ θα μέ λυπούσατε. "Ασε ό Β ι κ τ δ ρ πού τον λατρεύει, θ α σας κρατούσε κακία xh δίχως άλλο! Τ ό δίχως άλλο! Θ Ι Ι Ρ Ε Σ Ι Α ; " Α χ . . . δέν είναι άστεΐα τα πράματα ξέρετε. . . Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Μα τ ί ; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Μάλιστα, καλή μου Α ι μ ι λ ί α . . · Ό 'Αντωνάκης δέν είναι καλά. Ε ί ν α ι . . . Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Είναι τρελλός! ΑΙΜΙΛΙΑ:
Τρελλός;;;;;
ΘΗΡΕΣΙΑ:
'Αλίμονο!...
ΑΙΜΙΛΙΑ: Μ α . . .
αυτό είναι φριχτό!
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ε λ ά τ ε τώρα, άφίστε τα αύτα Α ι μ ι λ ί α ! ΆφοΟ τδξερες κάλλιστα πώς 0 'Αντωνάκης έπάθαινε ορισμένες κρίσεις. Σπάνιες στήν άρχή, πλην δλο και συχνότερες τώρα-τώρα. Ή Θηρεσία άνησυχοΰσε, άνησυχοϋσε, καΐ Ϊδού: σήμερα βρίσκεται έν συναγερμψ. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Μάλιστα. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Ε λ ά τ ε , έλατε Θηρεσία, ύπάρχουν άκόμα έλπίδες, μήν κάνετε ετσι. Ό
κόσμος δέ χάνει τα μυαλά
του ετσι, έν ριπή όφθαλμοϋ. . . ΒΙΚΤΟΡ
(Πού είχε στήσει αυτί) : Έ ν ριπή όφθαλμοϋ!
— ("Ολοι στρέφουν πρός αύτόν). Μία ώραία πρωία, ξεσηκώνει τις στρατιές, 8πως δ σίφουνας τα φύλλα. Σ η -
BIKTOP'^i TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
μ,αδεύει δια γυμνοΰ όφθαλμοϋ. Οϊ ώραιότερες γυναίκες του κόσμου, έγκλωβισμένες σέ δαντέλλες σέ χ^ώμα αίματος. 0 1 ποταμοί όρθόνουνται σαν κόμπρες μπροστά σέ φακίρη. Ε κ ε ί ν ο ς , με γύρω του έπιτελεϊο από θ η μ α άνήμε ρα, χύνετας
μπροστά. Τον
άκολουθεϊ
μια
τ:όλη,
τά
σπίτια βαδίζουν ξ οπίσω του, κολλημένα σφιχτχ το ε να πλάϊ στο αλλο, σαν κασόνια με πυρομαχικά. Τ α λουλούδια αλλάζουν κάλυκες. Τ α στρατεύματα άναδιπλώνουνται. Τ α δάση παραμερίζουν. Δ ε κ α έκατομιχύρια χέρια, σαν πουλιά ζευγαρωμένα. Κ ά θ ε τροχιά 6λήματος, ε να δοξάρι βιολιού. Κ ά θ ε έπιπλο, μουσική. Έ ν ριπτ) àφθαλμοΟ. Έ κ ε ΐ ν ο ς δμως αγέρωχος, πάντα έπιχεφαλής! ("Ολοι χόν κοιτάζουν χαμένοι) Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Β ι κ τ ό ρ ! Τ ί Ιπαθε; Τ ί Ιπαθες; Β ί Κ Τ Ο Ρ : Μ ή ! " Ε χ ω παρακρούσεις! ΑΙΜΙΛΙΑ:
Βικτόρ!
" Α χ , πρώτη φορά τό παθαίνει
Β ι κ τ ό ρ , δέν είσαι κ α λ ά ; . . .
Μίλησε μ α ς ! . . .
κ ά τ ι ! . . . Κα πιεις κ ά τ ι ! " Ε λ α . . .
αύτό.
Να π ι ε ι
μια σταγόνα ποτό,
σ' ενα κοματάκι ζ ά χ α ρ η . . , φάρμακο είναι, μελισόχορτο... ΒΙΚΤΟΡ
κάνει καλό στή συγκοπή, στούς ι λ ί γ γ ο υ ς . . (Πατάει τα γέλια) : Μα τί πάθατε; Γ ι α τάν 'Αν-
τωνάκη δέ μιλούσατε; θ α Ιρθει, φυσικά θα Ιρθει, μόνη σας τό είπατε, καΐ άρωστος άκόμη θα ε ρ θ ε ι . . . " Α χ καημένη μαμά. . . μόλις άκούει για άρώστειες, άμέσως βγάζει δλον τόν κόσμο άρωστο... ΚΑΡΟΛΟΣ:
" Ε λ α , τέρμα τ6 καλαμπούρι. Τ ί
υπονοούσαν
αυτά; 'Απαιτώ έ ξ η γ ή σ ε ι ς ! ΒΙΚΤΟΡ:
Μά τί έξηγήσεις, νεαρέ μου μπαμπακάκο;. . .
"Εκανα τόν τρελλό. Τ ό βρίσκετε άτιμωτικό; 35
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ 36 Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Άτ-.μωτιχό ^σως δ χ ι . . . εΪναι δμως Ι λ λ ε ι ψ η τακτ άπεναντι στη
Θηρεσία. Ζήτησε της άμέσως συ-
γνώμη. Ε Σ Θ Η Ρ : Σοΰ άπαγορεύω νά ζητήσεις συγνώμη άπο τ ή μ?.μά μου! ΟΛΟΙ:
Πώς;
Ε Σ Θ Η Ρ : Μάλΐ3χα. Σου τά άπαγορεύω. ΙίΑΡΟΛΟΣ:
ΚαΙ γ:ατί παρακαλώ,
μαμαζελλίτσα;
Ε Σ Θ Η Ρ : " Ε τ σ ι . Δ έ θέλω να ζητήσει συγνώμη. Ε μ έ ν α γιατί δέ μέ βάλατε νά ζητήσω συγνώμη πού έσπασα το βάζο; Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Ώ ρ α ΐ α , ώραΐα, μ ή μοϋ ζητήσει συγνώμη. Β λ έ πετε, τελικά δέν είναι και τόσο κακο κορίτσι ή Έ σ θ ή ρ . Πάντως Β ι κ τ ό ρ , νά μας εξηγήσεις τουλάχιστον τί έσήμαινε δλο τούτο τί> παραλήρημα. . . είμαι σίγουρη πώς κανένας δέν κατάλαβε
λέξη.
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Μα πώς; Δέν πήρατε χαμπάρι! ! Ο Λ Ο Ι : " Α ϊ " Ο χ ι ! — Μ α δ χ ι — Μ α τί να καταλάβεις. . . Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Πολύ απλό και ξεκάθαρο: ήταν λέξεις παρμένες, τυχαία καΐ άταχτα βέβαια, άπο την Ικθεση πού θα γράψω αύριο στην τάξη μου. (Παύση. Μετά, δλοι γελούν μέ βιασμένο γέλιο) Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Β ρ ε άτιμο π α ι δ ί ! . . .
Τ ί μπαγασίσκος! Ή ά-
λήθεια - άλήΟεια δμως. Ινα μικρό δωράκι τ6 άξΐζει, μας βγάζει πάντα άσπροπροσώπους. Ό καθηγητής του, τάν συνάντησα χτες, μου τά έτόνιζε άνέκαθεν: T à παιδί αύτό, άν οέν πάθει τίποτα, θα πάει μπροστά, πιστέψετέ^ με, θα πάει πολύ μπροστά. Είναι φρικιαστικά ξύπνος. 'Ακούτε Θηρεσία. . . φρικιαστικά Ι ξ υ π ν ο ς ! . . .
BIKTOP'^i TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ Θ Π Ρ Ε Σ Ι Α : Πώς, ακούω. . . φρικιαστικός. . . . . (Μπαίνει 6 'Αντωνάκης Μανιώ, σαν τον άνεμο)
ΣΚΗΝΗ (01
ΐδίοι
συν 'Αντωνάκης
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ:
EBAOm
Μανιώ),
Καλησπερίζω. Ποΰντος; Νάτος. Ψηλώνει
μέρα την ή[J^ρα. Πόσων χρονών είσαι; Έ ν ν ε α ; Έ ν ν έ ΐ . καΐ πήγες ενα ογδόντα! Πόσα κιλά είσαι; Δ έ ζυγίστηκ ε ς ; Δ ε ζυγίζεσαι ποτέ; ΆδικεΤς τον εαυτό σου! Γνώθι σ' αυτόν! Αές του χάρου άει χάσου αμα εχεις την υγειά σου, κ ι ' αν θες νάχεις την υγειά σου, μην ξεχνάς τ η ζυγαριά σου, πού λέει καΐ ή παροιμία. Μα που το βρήκατε τέτοιο γλυκό παιδί, Κ ά ρ ο λ ε ; Ε ύ γ ε και στούς δυό σας! Φτυστός δ Γαλβάνης, μάλιστα, δ προπονητής των β α τ ρ ά χ ω ν . . .
" Α χ , ας γελάσουμε λίγο, πόσο θα
ζήσουμε; ΚαΙ σεις Α ι μ ι λ ί α , πάντα θ λ ι μ έ ν η ;
Θλιβερό!
Να μήν εχεις τί να κάνεις σ' αυτό τον κ ό σ μ ο — ( Β λ έ πει το σπασμένο βάζο) . " Α ! Σπάτε πιάτα! Μπράβο Κάρολε, νά'ζήσει τό σφυρί! "Αν καΐ έγώ προτιμώ τό πριόνι, είναι πιό μελωδικό. Ζ ή τ η μ α γούστου βέβαια. . . ντέ γκούστιμους. . . Καλησπέρα Θηρεσία,
(τη φιλάει)
Δ έ μέ φιλάς; Δ έ μέ φιλάει. Συνήθως δέν μέ
φιλάει
ποτέ. Δέν ξέρω γ ι α τ ί . Αόγοι άνεξαρτησίας. "Εντεκα χιλιάδες καραμπίνες, τριακόσια κανόνια, καΐ έορταστικα πυρά μετά ση|ΐΛΐοστολισμοϋ! Ζ ω ή κ ι ' α υ τ ή ! " Α ! 'Ιδού και ή μ ι κ ρ ή κόρη του συντάγματος. Ή Μαμζέλ Έ σ θ ή ρ ! Παρουσιάστε !
(Τραγουδάει). 35
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΕΓμαι ή κόρη τοϋ βουνού, ράν, τάν, πλάν, καΐ του ταμπούρλου του τρανοΰ, ράν, τάν, πλάν. . · (φιλάει τήν κόρη του) — Π ο λ ύ ευφράνθηκα πού σας είδα δλους τόσο καλά στήν ύγειά σας. Προπαντός τ6ν Κάρολο. Κάρολε μου, Καρολίνα μου, μα εσεΤς είστε έρωτευμένος, σίγουρα.
Πώς;
" Ο χ ι ! ! Α ί σ χ ο ς ! ! Α ι μ ι λ ί α , κρίμα σας. Να μή μπορείτε να σαγηνεύσετε τον λεβέντη αύτάν άνδρα! Ώ ρ α ΐ α , πάμε, βάλτε μπρός! Θηρεσία, φωτιά στα τόπια! Έμπρος Θηρεσία, δεϊχτε μας πώς βάζετε φωτιά στα τόπια, " Ε λ α . . . τα χ έ ρ ι α πρώτα, μετά τους αστραγάλους, υστέρα βασίλεμα τα μάτια, τα μάτ:α. . . μετά ταρναρίζεις όλα σου τά όργανα, Ι λ α . . . και τέλος ή ίερά έ κ ε χ ε ι ρ ί α . . . ΚΑΡΟΛΟΣ:
'Αντωνάκη, φίλε αγαπητέ και χρυσέ, θα πά-
ρετε κ ά τ ι ; "Ενα ποτήρι κ ί ν α ; Που είναι ώ φ έ λ ι μ η ; . . . αντιπυρετική. . .
στυπτική ; · · .
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Κ ί ν α , μάλιστα. . . Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Κ α ι σας παρακαλώ, τό στόμα σας κλειστό, άκοΰνε καΐ τα παιδιά—έπιτέλους!
Κάθισε!
Α Ν Τ Ω Ν Α Κ Η Σ : "Εχ^ νάστε καλά δλοι. . .
(Βουλιάζει σ έ-
να κάθισμα) . Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Κύριε Μανιώ, κύριε Μανιώ! Α Κ Τ Ω Ν Α Κ Η Σ : Τ ί ; Τ ί τρέχει, ποιός; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Ό Βικτοράκος είναι, δ Βικτοράκος. Σας κράζει. Α Ν Τ Ω Ν Α Κ Η Σ : " Α , εσύ Βικτόρ. " Ε λ α δώ άγόρι μου, xi θέλεις; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : θ έ λ ω να μοϋ μιλήσεις γ ι ά τ6 Μπαζαίν.
ΟΛΟΙ: "Ω! Βικτόρ! ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ: (Άπαγγελτικά, σά μάθημα πού τ6 ίχει άποστηθίσει) (1) 36
35
BIKTOP'^i TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
—ΜπαζαΙν — μέ δίφθογγο — Ά χ ι λ λ ε ύ ς .
1^1-1888.
Γάλλος στρατάρχης, γεννηθείς έν Βερσαλλίαις. Δ ι ε κ ρ ί θη κατά τούς πολέμους της Κριμαίας καΐ του Μεξικού. Κατά τον πόλεμον 1 8 7 0 - 7 1 , μετά τας πρώτχς ήττας, h Αυτοκράτωρ Ναπολέων δ 3ος του άνέθεσε τ η ν άνωτάτην διοίκησιν των γαλλικών στρατευμάτων, πλην ούτος κατεπρόδωσε τό 'Έθνος του δια της όλιγα>ρίας, της άνικανότητος, της στενότητος πνεύματος καΐ του έγωϊσμοϋ του. Πολιορκηθείς εις το Μέτς, μετά αξιοθρήνητοι; άπόπειραν εξόδου, άπέληξεν εις υπόπτους
διαπραγματεύσεις
μετά τοϋ Βίσμαρκ καί, άντι να πράξει εκείνο τό οποίον ύπηγόρευον ή τ ι μ ή καΐ τό στρατιωτικόν καθήκον, άντ"* αύτου παρέδοσε την πόλιν και προετίμησε να συνθηκολογήσει, εχο)ν υπό τας διαταγάς του 1 8 0 . 0 0 0 άνδρας και 1 5 0 0 τηλεβόλα. Δια την πραξιν του αυτήν κατεδικάσθη εις θάνατον τφ 1 8 7 3 , πλήν δραπετεύσας διέφυγε ν εις Ίσπανίαν, δπου εζησε τό ύπόλοιπον της ζωής του λοιδορούμενος καΐ περιφρονούμενος υπό πάντων.
(Ξεσπάει σέ κλάμα) Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Μα είναι ντροπή, ντροπή, ντροπή!
(Κρύβει τό
πρόσωπο στα χέρια τ η ς ) . ΚΑΡΟΑΟΣ:
Μα δχι, τί λέτε Θηρεσία, ισα-Γσα. . .
είναι
μάλλον ψυχαγωγικό, σας β ε β α ι ώ ν ω . . . Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Κ ά ρ ο λ ε ! "Εκτακτα, μπράβο σου! " Ε κ τ α κ τ α ! ΒΙΚΤΟΡ:
Ευχαριστώ κύριε Μανιώ, ευχαριστώ πολύ.
Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Φτάνει Β ι κ τ ό ρ ! Τ ό κάνεις επίτηδες. (Τόν παί(1)
Λεξικό Λαρούς.
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ρνει καταμέρος). Ό
κύριος Μανιώ είναι
άδ:άθετος!
Καθόλου δέ σκεφτεσαι χήν κυρία Μανιώ καΐ τήν
Έ-
σθήρ; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Έ γ ώ ! Ά φ ο ϋ ή ίδια ή Έσθήρ μου x i είπε, ρώτα το [ΐζαμτζά,
ό ΜπαζαΙν είναι το πιο άγαπηιι^νο του
θεμα! Έ γ ώ , για να τ6ν ευχαριστήσω. . . ΘΗΡΕΣΙΑ
(Πού άκουσε τ ή συζήτηση) : " Α ! Πάλι ή
σθήρ! Έ σ θ ή ρ ! γ ι α κόπιασε δώ! ΚΑΡΟΛΟΣ
Έ-
( Τ ή χαστουκίζει).
(Στην Α ι μ ι λ ί α ) : Μά, καταντάει περίεργο, δέ
βρίσκεις; Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Δέν καταλαβαίνω τίποτα. Έ κ τ ο ς αν είναι κολλητικό. Ε ί δ ε ς ο Β ι κ τ ό ρ . . . Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Μά δέν ήταν εδώ ό 'Αντωνάκης δταν τδ π α ί δ ι — Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Δέν ήταν έδώ, άλλα τον περ^ιεναμε. Έ γ ώ πάντως, àvrjo'jxû. ΘΗΡέΣΙΑ
( Τ ή ν πλησιάζει) : Σας ζητώ παρντόν ΑΙμιλία...
"Επρεπε νά σας εχω προειδοποιήσει. ΑΙΜΙΛΙΑ:
Δέν βαριέστε χρυσή μου Θηρεσία...
"Ολος ό
κόσμος ε χ ε ι τα βάσανα του. Είμαστε ευτυχείς πού σας δίνεται ή ευκαιρία να μοιραστείτε τα δικά σας μαζί μας. ΘΗΡΕΣΙΑ:
(Τήν
αγκαλιάζει, φιλί) : Χρυσή,
χρυσότατη
φιλενάδα! ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
(Πολύ φυσικός) : Μέ συγχωρείτε. Μου περ-
νάει ή ιδέα πώς δταν ήρθα δέν ήμουνα καλά. Μήπως καταπάτησα τούς στοιχειώδεις κανόνες της φιλοξενίας; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Μά ελα, ελα, Ι λ α 'Αντώνη, τί λές τώρα, παλιόφιλε "Αντωνάκη! "Ας ποΰμε. . . να. . . όνειρεύτηκες λ ι γ ά κ ι , κοιμήθηκες λ ι γ ά κ ι . . . Πώς πας τώρα, καλά; 36
καΐ
τό θέμα
εκλεισε.
BIKTOP'^i
TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Α Ν Τ Ω Ν Α Κ Η Σ : Καλύτερα. ΚΑΡΟΛΟΣ:
"Εκτακτα.
Ε Σ Θ Η Ρ : Ζ ή τ ω ό μπαμπάς! ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
( Τ ή ν παφνδ^ί στα γόνατα του, τ ή φιλάει) :
«Ζήτω δ Βικτόρ» είναι τό σωστό. Δ έ συμφωνείτε; Λοιπόν, Βικτόρ, μέ τήν ευκαιρία των γενεθλίων σου: Ζ ή τω ! Ε Σ Θ Η Ρ : Ζήτω Ô Βικτόρ! (Μπαίνει δ Στρατηγός)
35
(Οί
ΣΚΗΝΗ Ίδιοι
συν στρατηγός
ΚΑΡΟΛΟΣ:
ΟΓΔΟΗ
Στέφανος
Λονσεγκνο).
" Α ! Καλώς το Σ τ ρ α τ η γ ό !
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
( Χ α ι ρ ε τ ά ε ι ) : Κυρία μ ο υ . . .
Καλησπέρα
Κάρολε-· .
κυρία
καλησπέρα κύριε
μου...
Μανιώ...
Λοιπόν Βικτόρ, πώς τα πάμε, μεγαλώνουμε, μεγαλώνουμε; Μεγαλώνουμε στο μπόϊ και στο μυαλό, ε ; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : 'Ατυχώς ναί, στρατηγέ μου. ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: ΒΙΚΤΟΡ: Έ . . . ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: ΒΙΚΤΟΡ:
'Ατυχώς; Γ ι α τ ί
ατυχώς;
είναι κ ι ' αυτό μια λ έ ξ η . Σ ' αυτό εχεις δίκιο. ΚαΙ από μπόϊ, πόσο;
'Ένα καΐ 8 1 , στρατηγέ.
Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : ΚαΙ 8 1 ! Μα ê ^ j εχεις ταλέντο για τό ι π πικό! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Σ τ ρ α τ η γ έ μου, καλοσύνη σας. Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : ' Ε γ ώ ! " Ε λ α καλέ! Σ έ μένα καλοσύνη!
Ά-
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
φοϋ όλοι τ6 λένε πώς εγώ είμαι μουλάρι. Ε Σ Θ Η Ρ ; Έ γ ώ δέν xè παραδέχουμαι! ! Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : " Α ! Κ α ι τ6 χαριτόβρυτο θυγάτριον! Κ α λ η σπέρα Έ σ θ ή ρ . 'Ώστε λοιπόν, δέν είμαστε μουλάρι; Ω ραία, εσύ τί προτιμά; νά είμαστε; ΕΣΘΗΡ:
Στρατηγός.
( Γ ε ν ι κ ή αμηχανία) Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Δ ε μου λέτε, σ τ ρ α τ η γ έ . . . Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Σοϋ απαγορεύω αυτές τΙς οικειότητες, δκουσες; ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
(Στην Αιμιλία) : 'Αγαπητό μου παιδί, δλος
δ κόσμος στρατηγό μέ λέει. Αοιπόν, τί θέλετε άπο μένα;, Τ ί θέλει άπο μένα δ Βικτοράκος μας; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ε ί χ α τ ε γνωρίσει μήπως τόν Μπαζαίν; ΟΑΟΙ
("Εξω άπο το Στρατηγό και τόν "Αντώνη πού δέν τ6
πήρε τ ' αύτί του) : " Ω ! " Ω ! " Α ! ΘΗΡΕΣΙΑ
( Π α ί ρ ν ε ι τον Β ι κ τ δ ρ κατά μέρος) : Κάνε μου
τ η χάρη Βικτόρ, άστο αυτό τό θέμα του πολέμου 7 0 - 7 1 . Νομίζεις πώς δλος δ κόσμος τό βρίσκει ευχάριστο ; Ό σύζυγός μου δ καημένος είναι τόσο άρωστος. Μόλις θίγεται
αυτό τό σκασμένο κεφάλαιο, τόν πιάνουν
σεις. . . Δέν Οά τό ξανακάνεις, ϊτσι;
κρί-
" Ε χ ω τό λόγο
σου; Όρκίσου. ΒΙΚΤΟΡ
( Τ ή γαργαλάει στους κροτάφους) : Ζουμπουρλό,
ζουμπουρλό, ζουμπουρλό. ΑΙΜΙΑΙΑ
(Πού πλησιάζει τυχαία, στή Θηρεσία) :
Πάλι
σας πειράζει, τό σκανταλιάρικο. . . Μην του κακιώνετε Θηρεσία. Βέβαια, εΤναι έννέα χρονώ παιδί, άλλά, σκεφθείτε:
δέν είναι παρά έννέα χρονών παιδί. Αοιπόν,
έτοιμο τό φαγητό! Β ι κ τ ό ρ , στό τραπέζι. 36
BIKTOP'^H TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
("Ολοι παίρνουν θέση στό τραπέζι.
Τ α φώτα σβύνουν.
'Όταν ξανανάψουν, τό δείπνο εχει
τελειώσει, βρισκουν-
στο επιδόρπιο). ται σ· ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
(Σηκώνει τδ ποτήρι του) : Β ι κ τ ό ρ , προπίνω
για τα γενέθλια σου. Ο Λ Ο Ι : Β ι κ τ ό ρ . . . να τα έκατοστήσεις. . . Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Προπίνω! Σ τ η ν υγειά της λατρευτής μου μητέρας. . . του λατρευτοΰ |]ίου π α τ έ ρ α . . .
τοϋ Στρατηγού
Μονσεγκύρ Στεφάνου... Ε ι ς ύγείαν σας Μαντάμ Μανιώ. Ό μ ο ί ω ς εις ύγείαν σας κύριε 'Αντωνάκη Μανιώ. ΚαΙ στης κόρης σας την ύγεία. Ε π ί σ η ς εις ύγείαν της Α ι λης, πού είναι τύπος και ύπογραμμός αφοσιωμένης υπηρεσίας του σπιτιού αύτοϋ! Ο Α Ο Ι : Μπράβο!
(Τσουγκρίζουν).
Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Κ α ι τώρα, Βικτόρ, τί θα μας α π α γ γ ε ί λ ε ι ς ; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Έ γ ώ ! Δέν ξέρω εγώ απ' αύτά. . . Α Ι Μ Ι Α Ι Α : " Ε λ α τώρα, παρακάλια θέλεις! τώρα σ' έπιασαν οί ντροπαλοσύνες, ποιόν φοβάσαι; Τον κύριο Άντωνάκ η , ή την κυρία Μανιώ; ΒΙΚΤΟΡ:
"Οχι...
τό στρατηγό.
Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : Έ λ α Β ι κ τ ό ρ . Θά μας πεις ενα ποίημα, θ α ξέρεις ενα, τί διάβολο, καθένας ξέρει άπό ενα ποίημα. Α Ι Μ Ι Α Ι Α : ΚαΙ τι έκτακτα άπαγγέλει να δ ε ί τ ε ! ΒΙΚΤΟΡ
(Σηκώνεται) : Σ τ ρ α τ η γ έ ! Τ ό άφιερώνω σέ σας?
Τ ό άφιερώνω στην Πατρίδα! Στρατιώτης θα γίνεις, μικρό μου μωρό, κ ι ' αν σ' εχω σαν τό περιστέρι, δ μπαμπάς σου 6 ίδιος, ώ ναί, μέ καιρό, τό γκρα θα σου βάλει στό χ έ ρ ι . 6a
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ 36
"Οταν αύριο .το τύμπανο άντηχήσει, ή μαμά σου με καμάρι, ώ ναι, ναί, μήν άπορεϊς, το χεράκι σου θα δόσει, σαν θαρθεΐ να το ζητήσει μιά μαμάκα
ΑΝΤΩΝΑΚΕΙΣ
μ ε γ ά λ η , ή μητέρα ή πατρίς! (Σηκώνεται μέ φούρια) : Τ ό λόγο!
Ζητώ
τό λόγο! ΒΙΚΤΟΡ:
T à λόγο 'Αντώνη; Πάρτον.
Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Κάθισε 'Αντωνάκη. Ο Α Ο Ι : Ά φ ί σ τ ε τον Θηρεσία! Μα δ χ ι . . .
άφοΰ τοΟ κάνε*,
κ έ φ ι . . . άς ξεσκάσει. . . Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Βικτόρ, πολύ θάρος παίρνεις μέ τον κύριο Μανιώ. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ά ρ ' / ί ν α Α ν τ ω ν ά κ η . Γ ι α ήσυχία è λαός! · · . ("Ολοι παύουν, αμήχανοι καΐ φοβισμένοι) ΑΝΤΏΝΑΚΗΣ:
Γουρούνια. Γουρούνια. Γουρούνια. T i
κρο ιππικί) τοΰ Σεντάν μέ τους άραβικούς Χά! Χά! Ό
μ:-
κέλητες!
άλλος δμως! Φορτωμένος γαλλόνια, πα-
ράσημα και διάσημα, άνάμεσα σέ δύο μαμελούκους, εφερνε πάλι εις τον κόλπον τοΰ "Εθνους τ ή Σ ε ν ε γ ά λ η και την άνω Ν ι γ η ρ ί α ! ΚαΙ τί εκανε δ Φαιντέρμπ; Ό Φαιντέρμπ, δρθιος πάνω σ' ενα ταύρο, μέ συνοδεία
1.400
σπαχηδες κατέβηκε ξαφνικά τ ή μ ι κ ρ ή , φορητή σκάλα, δλο μπακίρι καΐ πορφύρα, κατέβηκε στήν έρημο δπου σπαρτάρ'.ζαν
τα αφρικάνικα
καλωσορίσματα, μια θά-
λασσα ευγενικών τρόπων, και φύτεψε στη μέση [ΐιας βεδουίνικης
φαντασίας, ή φανταρίας
αν
θέλετε, ενα
φοινικόδεντρο, πού εογαλε χουρμάδες τρικολόρε, μέ τά τρίαμας, τα έθν.κά μας χρώματα μην ξεχνάτε! Ζ ή τ ω λοιπόν ή Τ ρ ί τ η Δημοκρατία, ήτις εγγυάται την
ΒΙΚΤΟΡ^ΐί TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ύποχρεοτίκψ
φοίτησιν, καταρτίζει
πολίτας
έτκχξίους
του τίτλου τούτου, καΐ εξασφαλίζει, έπιτέλους,, δια τους εργαζομένους το ευεργέτημα των αρχών μιας αυστηρώς άνθρωπίνης αλληλεγγύης, άρχαΙ αι δποιαι
συνι-
στοΰν την πολυτιμωτέραν κληρονομίαν της έπαναστάσεο)ς(Ι). — Ο ί άλλοι δλοι τους γουρούνια. Γουρούνια καΐ πατριώτες. (Παύση άγωνιακή) . Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Κ α ι δ Μπαζαίν; ΟΛΟΙ: "Ω!
"Ω!
ΑΝΤΩΝΛΚΗΣ
(Κοιτάζει τον Κάρολο κατάματα) : Ό Μπα-
ζαίν; Κάρολε, κατέχεις την ιστορία του Μπαζαίν; ΚΑΡΟΛΟΣ:
'Όχι.
Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Κάτσε χρυσέ μου, τώρα δά μιχς την ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
είπες...
(αρπάζει ενα μαχαίρι καΐ χτυπάει στη μέ-
ση του τραπεζίου) : — " Α ! Σ ' εχω στό χέρι κύριε Μπαζαίν! Σ έ κρατώ έ003νά, νά, νά, νά! — (Κλαίγοντας) πεθαίνω! Τ η φωτογραφία του! ' Ό χ ι , παρακαλώ! Δέν μου χρειάζεται παπάς, δχι κηρύγματα αιοεσιμώτατε, οχι, παρακαλώ! Τ ι ς τελευταίες μου θελήσεις στο στρατό μου. Στρατιώτες: Σας οφείλω την αλήθεια! Ε ί μ α ι κερατάς. Και τώρα, επί σκοπόν! Ρ ί χ τ ε ! Τσιφ στην καρδιά. Σ έ μια καρδιά κερατωμένη!
(Κα-
ταρέει) Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Σας είχα προειδοποιήσει. . .
(Κλαίει)
Σας τδ
(1) Λεξ. Λαρονς, 6δ
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
είχα πεί. *Ένα μηνα τώρα, τό Γδίο μαρτύριο, εχα;... άναπάντεχα, Ο π ο υ λ α ! . . .
Τρομερό!··.
(Σιωπή αγωνία;. Κανείς δέν άποτολμάε; να χουνηθεί. Ή Θηρεσία καΐ δ Κάρολος κοιχάζουνται τρομοκρατημένοι. Ή Λ ι λ ή ερχεται στδ κατώφλι, Ή Έ σ θ ή ρ μιξοκλαίει σε μια γωνιά) . ΒΙΚΤΟΡ
{Πλησιάζει τ6ν Α ν τ ω ν ά κ η ) : 'Αντωνάκη, έν όνό-
ματι του λαοϋ μας, σέ χρίζω ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής!
(Τον χειροτονεί
ΛΝΤΩΝΑΚΗΣ
ίππότη) .
(Πολύ πιά ήρεμος) : Πολύ ευγενικά άπδ μέ-
ρος σου, Βικτόρ. Κ ι ' έγώ σέ συμπαθώ ιδιαίτερα, τό ξέρεις. Τ ό ποιηματάκι
σου με συγκίνησε.
Ποιανού
ή-
ταν ; ΒΙΚΤΟΡ:
Του ακαδημαϊκού Β ί κ τ ω ρ α ντέ Λαπράντ.
Τό
απάγγειλα επειδή είναι συνονόματός μου. ΑΝΤΩΝΑΚΠΣ
(Τούς βάζει δλους μάρτυρες) : " Ο χ ι πέστε
μου, δέν είναι άγγελος; Έ σ θ ή ρ , κλαις. Κ ά τ ι ζήτησες και ή μάνα σου στο αρνήθηκε π ά λ ι — π α λ ι ά Θηρεσία, μήν της πάς κόντρα, σήμερα
δουλειά.
τουλάχιστον.
Δός της καΐ μουστάρδα αν το τραβάει ή δρεξή της, και μετά να μας απαγγείλει κάτι, Ι χ ε ι σειρά. " Ε τ σ ι σθήρ; Ε Σ Θ Η Ρ : "Ετσι μπαμπά. Λ ί γ η σιωπή και αρχίζω. Γιου - γιου - γιου κάν' ή καρδάρα τοϋ κάλου μας γαλατά, καΐ χυμάει ή γατάρα, ή ψιψίνα του ψαρά. Γιού - γιού τάκανε μαντάρα
36
Έ-
ΒΙΚΤΟΡ^Η TA ΠΑΙΔΙΑ 5ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
τέ πριόνι πού χαλά, το σηκώτι, τη
σπληνάρΛ
τοΰ άφέντη τοί5 λεφτά. Γιου - γιού - γιού μια δαχτυλάρα στ' δσπρο βούτυρο β ο υ τ ί , Ι χ ω στήν καρδιά άντάρχ σάν τά βόλι σας τρυπά. Ή μαντάμ ε ί ν ' Ιρωτιάρκ μα τα φρούτα είναι ξινά, τοϋ παιδιοϋ ή γραβατάρχ τί κατάρα, τί κατάρα σαν τ ή σάρα, σαν τ ή μάρα πέφτει πλάι και στραβά. ΑΙΜΙΛΙΑ:
" Α ! Μά είναι νοστιμώτατο! Β ι κ τ ό ρ , φίλα τήν
Έ σ θ ή ρ καΐ πες της ευχαριστώ. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Έ σ θ ή ρ , είμαι καταγοητευμένος σέ φιλώ και σου λέω εύχαριστώ εγκαρδίως. ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ:
Στον καιρώ τό δικό μου να βλέπατε κάτι
γιού, γ ι ο ύ . . .
(τραγουδάει)
γιουπ
έδώ, γιουπ
έκεΐ,
και τήν αρπάζω τήν Κ ι κ ή . . . Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Σ τ ρ α τ η γ έ ! Μ ή μας κάνετε να πιστέψουμε τώρα. . .
(δλοι γ ε λ ο ΰ ν ) .
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
(Δείχνοντας τον Β ι κ τ δ ρ και τήν Έ σ θ ή ρ πού
έχουν μείνει αγκαλιασμένοι) . — Ώ ρ α ι ο ντουέτο, τά μικρά. Kgù τα δυό τους πρώτο μπόϊ. Πάω στοίχημα πώς θα τους παντρέψετε. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : " Α , δχι δά! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α ; Κ α ι γιατί Θηρεσία μου οχι δά; Έ γ ώ ποτέ μου δεν τά ξεχώρισα, ποτέ δέν ειπα δ Βίκτωράς μας καΐ ή 67
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Έσθήρ σας. Πάντα Ι λ ε γ α ο Βίκτωράς |ΐΛυ καΐ ή Έ σθήρ. Πάντως θά μπορούσαμε να την φωνάζουμε σθήρ Πωμέλ · · , "Ετσι για να γελάσουμε. . .
Έ-
χακά εί-
ναι; Κ ι ' εγώ δέν γεννήθηκα Πωμέλ, αλλά έγινα. B i βαια, είναι νωρίς άκόμη, εχουμε καιρό. Τ α φαντάζεσαι όμως τα δυό τους, και τις δύο μας οικογένειες εις σάρκα μίαν! Ό "Αντωνάκης Qà συμφωνεί, είμαι σίγουρη. ΚΑΡΟΛΟΣ:
Θηρεσία, προς θ ε ο ύ . . .
Αιμιλία!
"Εχουν δλο
τον καιρό μπροστά τους. Λ Ν Τ Ω Ν Α Κ Η Σ : " Ο χ ι ! Καθόλου δέν έχουν τόν καιρό μπροστά τους. θ α
τα παντρέψουμε τώρα, έπί τόπου.
"Ε;
Μεγάλο καλα{ΐπούρι. Ε μ π ρ ό ς , άντε, σας ενώνω μέ τα δεσμά του γάμου, είμαι σίγουρος πώς εχετε μάθει κιόλας πώς παίζουν τούς έρωτευμένους. "Ετσι στρατηγέ ; Μεγάλη
πλάκα!...
Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : Αύτό είναι. Αυτό είναι. Π α ι χ τ ε μας τό μπαμπά και τ ή μαμά. θαύμα ιδέα! " Ε λ α Β ι κ τ ό ρ , è ^ j zb [ΐπαμπά, και ή Έσθήρ τ ή μαμά. "Αντε, άρχίνα, πάντα ή γυναίκα κάνει τήν άρχή, αύτό π ι ά , . . βεβαίως! (Μια αρκετά μακριά σιωπή, καθώς τα ούο παιδιά συνεννοούνται. 0 ά παίξουν τ ή σκηνή πού παρακολούθησε ή μικρή άνάμεσα στη μαμά ττ^ς καΐ στον Κάρολο) . ΕΣΘΗΡ:
Ζουμπουρλό, ζου[ΐπουρλό, ζουμπουρλό.
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : θ η ρ ε σ ι ά κ ι . . . θηριάκι, θηριάκι, θηριάκι, Ε Σ Θ Η Ρ : Κάρλο, Καρολίνο, Καρολίνο, Καρολίνο, μ ή !
Μή!
είδωλίζουμαι, μ ή . " Α χ , ν ί κ η ! ΒΙΚΤΟΡ:
Νίκη!
Μα τί ν ί κ η !
Μανίκι!
Ε Σ Θ Η Ρ : Μ ή ! '"Αν ό 'Αντώνης, ξ α φ ν ι κ ά . . . στα πράσα; ΒΙΚΤΟΡ: 68
"Αν πιστεύεις μόνο στό σαρκαστικό
έρωτα...
BIKTOP'l·! TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
χταπόδι
χορνευτό. . .
χταποδαράκι
πορνευτό . . .
πα),
πώ, ενα τροφαντό γουνάκι, . . ( Ή Έ σ θ ή ρ κάνει πώς κλαίει. Ό Βικτόρ βγα^ι^ει βροντώντας τήν πόρτα καΐ ξανάρχεται ά|λεσως φορώντας ψεύτικη γενειάδα. Φωνάζει:) — Τ ά μικρά μου τα μοσχάρια αξίζουν περσότερο άπ' τά δικά σου, άκαπνε στρατηγέ μπα- . . μ π α . . . Μπαΐραχτάρη! (Τραβάει τ ή γενιάδα. Ξεσπούν και τά δύο σε γ έ λ ι α . Τά ακροατήριο εχει μαρμαρώσει. Ό 'Αντωνάκη; μέ πολύ φυσικό ΰφος πλησιάζει τήν Α ι μ ι λ ί α και της μιλάει στ' αυτί) . Α Ι Μ Ι Α Ι Α : " Ω ! 'Αντωνάκη! Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : Γιατί χτυπάνε τά δοντάκια, αγαπητή Αίμιλίτσα; κρυώνουμε, κρυώνουμε; ΑΙΜΙΑΙΑ:
Παράτα μ ε ! " Ω ! Σ υ γ ν ώ μ η στρατηγέ μου, δχι
εύχαριστώ, δεν κρυώνω. Μά, άφίστε με επιτέλους 'Αντώνη 1 (Ό
'Αντώνης
επιμένει.
Χαϊδεύει
τήν Α ι μ ι λ ί α , πού
προσπαθεί νά τοΰ ξεφύγει) . ΣΤΓΑΤΗΓΟΣ
( Σ τ η Θηρεσία) : Β λ έ π ω
άλλη μία
κρίση
δπου νάναι. 'Επωάζεται. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Δεν ξέρω. Δέν ξέρω, τί νά σας πώ.
(Φωνάζει)
Δέν ξέρω! ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
(Στόν Κάρολο) : Τ ί ε χ ε ι ς ; Μα τί ε χ ε τ ε â^
δωμέσα, τί ε χ ε τ ε ; 'Απαιτώ νά μάθω! Νά [χάθω παντί σθένει! ΗαντΙ σθένει! 69
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Τ ί νά μάθετε παντί σθένει; Τ ί να μάθετε παντί σθενει ; ΙΙαντΙ σθένει ; ΠαντΙ σθένει. . . 'Αντισθένη ;. . · " Α , τόν 'Αντισθένη τόν άρχαϊο ! . . .
Τόν
'Αντισθένη
βρε άδερφέ! ΣΤΡΑΤΠΓΟΣ
(Στα παιδιά) : Παιδιά, δεν πάτε μέσα γ ι α
λίγο ; ΒΙΚΤΟΡ:
" Ο χ ι στρατηγέ.
Ε Σ Θ Η Ρ : " Ο χ ι στρατηγέ. ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ;
" Ε , καλά, μείνετε.
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
(Συνεχίζει νά πιλατεύει την Αιμιλία άπαγ-
γέλοντας) : Γιου - γιού - γιού, νά ή καρδάρα τοΟ καλοϋ μας γαλατά και χυμάει ή γατάρα ή ψιψίνα τοΟ ψαρά. ( Τ ε λ ι κ ά σταματάει, χώνεται σέ μια πολυθρόνα μέ το κεφάλι στα χέρια του. Ή Α ι μ ι λ ί α , τά κεφάλι ριγμένο πίσω και τά μπράτσα σταυρωμένα, κοιτάζει μία τον άντρα της και μία τ η Θηρεσία. Τ ά παιδιά φιλιούνται πότε - πότε. Ό Στρατηγός φυσάει τ ή μύτη του. Ή Θηρεσία καΐ ό Κάρολος δίνουν σκουντιές μεταξύ τους μέ τον άγκώνα. Μεγάλη, βουβή σ κ η ν ή ) . Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Σάς ειδοποιώ οτι εγώ δέν κατάλαβα τίποτα άπ' δλη αυτή τ ή σκηνή. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Φτωχέ μου, φτωχέ μου 'Αντωνάκη... ΚΑΡΟΛΟΣ: ΒΙΚΤΟΡ:
"Ηθελα
να ρωτήσω τον Β ι κ τ ό ρ . . .
Μπαμπά;
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Τίποτα. 'Αργότερα. 70
(Κλαίει). Βικτόρ!
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΛΝΤΩΝΑΚΕΣ
(Σηκώνεται) : Ε Ι χ ε δίκιο ή θ η ρ ε α ί α , δεν
είμαι καλά. Πρέπει νά γυρίσω σπίτι. Μέ συγ^ςωρεΐτε. ΘΗΡΕΣΙΑ:
Μάς συγχωρείτε. Έ σ θ ή ρ , τό παλτό σου, τά
γάντια σου! ΑΝΤΩΝΛΚΗΣ:
" Ο χ ι , φεύγω μόνος μου. Σας άπαγορεύω
να μέ συνοδέψετε. Σας τά άπαγορεύω, προσέχτε χαλά! Καληνύχτα. ( Β γ α ί ν ε ι τραγουδώντας μέ κατσαρή φωνή: ή μαντάμ είν' έρωτιάρα μά τα φροΟτα εΪναι ξινά. Μακριά παύση α μ η χ α ν ί α ς ) .
ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ (Οί
ίδιοι,
έ^ω από τον
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ:
Αντωνάκη)
"Ο,τι είχαμε Ιρθει στ6 κ ε φ ι ! . . . Κ α ι τώρα,
όρίστε! Δάκρια βλέπω... ΚαΙ τά μικρά τά καψερά, τόσο γλυκά πλάσματα! Ε μ π ρ ό ς , άντε! Ή γιορτή συνεχίζεται. Α 1 Μ Ι Α Ι Α : Μπράβο, Ιτσι στρατηγέ! Μπράβο σας έν τέλε·.. Όρίστε
(τοΰ δίνει)
σαμπάνια!
Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : Ευχαρίστως. Γ ι ά να βλέπω να μέ μιμούνται! Κάρολε, έλάτε. ΗρΙν άποχωρήσουμε, 2να Αποχωρητήριο ποτηράκι;... Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Δ έ λέω δχι. Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : Βικτόρ, κοντά μου. Ε σ έ ν α σου χρωστάω κάτι γιά τά γενέθλιά σου. Ηές μου, σάν τί θέλεις. Ηρόσε71
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ξε δμως: να ζητήσεις κάτι πού τό θέλεις πολύ -πολύ, ε ; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τ ό λόγο σας στρατηγέ; Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : Πάρτον. Προκαταβολικά. Τ ο λόγο μου. Τ η ς στρατιωτικής μου τιμής μάλιστα. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τότε... ξέρετε... να παίξουμε τό ντεντέ. Να πάο άπα μέ τό ντεντέ. ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ:
Δηλαδή;
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : "Οπως ό Ε ρ ρ ί κ ο ς δ 4ος. 'Εσείς πέφτετε στα τέσσερα, κ ι ' εγώ διχάλα στό ύποζύγιό μου, καΐ θα πάμε άπα γύρω - γύρω στό τραπέζι. Κ α ί , δπως ε λ ε γ ε δ Ε ρ ρίκος δ 4ος, άσε τούς πρέσβεις της 'Ισπανίας να χτυπάνε δσο θέλουν. Ε Σ Θ Η Ρ : Θαΰμα, σούπερ, σούπερ! ΚΑΡΟΑΟΣ:
Βικτόρ!
Ε ί ν α ι ηλίθιο καΐ προσβλητικό!
Δέν
θα επιτρέψω — Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Έδόσατε τό λόγο της τιμτ]ς σας -της στρατιωτικής δέ! Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Μα αυτό ξεπερνάει -Βικτόρ, βρες κάτι άλλο να ζητήσεις, άντε. ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ:
Μα γ ι α τ ί ; Μια χ ά ρ η έζήτησε... μια χ ά ρ η
χαριτωμένη. ΚαΙ δέν πρόκειται να του στερήσω αύτη τ η χάρη. Βικτόρ άγαπητέ. 'Ιππεύσατε! (τραγουδάει) : Σ τ ' άλογα, στ' άλογα ώρέ δραγώνοι εχτρός έχούμηξε καΐ μας πλακώνει. ΚΑΡΟΛΟΣ:
Δέν πρόκειται να στό ξαναπώ!
Στό
άπαγο-
ρεύω ! Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : Αύτό είναι δική μου δουλειά, Κάρολε.
Έ-
δοσα τό λόγο μου καΐ τόν κρατώ, καΐ μέ χαρά μου μάλιστα. θ α είμαι εύτυχής αν μπορέσω να μεταλαμπαδεύσω στόν Βικτόρ μια ιδέα περί του τί έστί Στρατός. 72
BIKTOP H TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
î l à οεΤτε τον, άγίχπητή Αιμιλία, ε χ ε ι άπό τώρα τΐ)ν αέρα τοΰ Ιππικού, τό παράστημα, τοΟ ιππέα!
'Από τ χ
εννιά του χρόνια, το σκέφτεστε ; Β1ΚΤ0Ρ:
(Μαυλίζει το στρατηγό σαν κότα. Ό Σ τ ρ α ι η γ ά ς
ε χ ε ι πέσει κιόλας στα τέσσερα) . —Πρρρρρ... κοτ, κοτ, κοτ... πρ.... πρρρρ.... ( Ό Στρατηγός πλησιάζει. Ό Βικτόρ τόν βουτάει άπ6 τΙς έπωμίδες χαΐ τα σειρήτι». σαν άπ6 χαλινάρι,
Ό
Στρατηγός μπαίνει στό παιχνίδι, κάνει τό δλογο, τσινάει καΙ χ λ ι μ ι ν τ ρ ά ε ι , κλωτσάει τα πισινά του πόδια κ,λπ.. Παρακολουθούμε σκηνή δπου δαμάζεται τό ζώο) . ΒΙΚΤΟΡ:
Π ί σ ω ! Πίσω είπα! Σήκωτο... σήκωτο!...
Έλα,
?λα... νά... (τοϋ δίνει κομάτι ζάχαρη μέσα στή χούφτα του. Τ ό άλογο καλμάρει. * 0 Βικτόρ κ α β α λ ά ε ι ) . Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ντέ!... "Απα!... Ά π α ! . . . Ν τ έ ε ε ε ε ϋ ϋ ("Ολοι σέ άμηχανία έκτός άπό τήν Ινθουσιασμένη Έ σθήρ) Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Ε λ α βάδην... (χαϊδεύει τά καπούλια τοΟ ζώου) — " Ε λ α γκαλόπΙ Γκααααα-λόπ! Γκα-λόπ! " Ω π !
'Ωπ!
"ΩπΙ (Σπηρουνίζει τό ά λ ο γ ο ) .
Α Γ Λ Α Ι Α
73
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η
(Στο
Π Ρ Α Ξ Η
Σαλόνι)
ΣΚΗΝΗ ΗΡΩΤΗ (Μπαίνει
ή Θηρεσία
και άπο κοντά
6
Κάρολος)
Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : T t ζ ω ή ! Ύί δυστυχία! Τ ι παιδιά! Κ ι ' Ι χ ω καΐ σένα άποπάνω μου! ΚΑΡΟΑΟΣ: Έμενα! Εμένα!
(συντριμένος)
"Ω!
(Παύση) — " Ε λ α , λ έ γ ε τώρα, σβέλτα. Κάποιος μας ?κανε τσακωτούς. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Ή Έσθήρ. ΚΑΡΟΑΟΣ:
Τ α παιδιά μας είναι σπιούνοι! Ά π ό άφέλε'.α
έλπίζω... Δ η λ α δ ή άς κάνω κ ι ' άλλιώς. Μια φορά μας πήρανε χαμπάρι. Ή Α ι μ ι λ ί α
—
Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Καλά αυτή... τα κατάλαβε δλα. Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : ΚαΙ τί θα γ ί ν ε ι ; ΚαΙ τό μέλλον μας; ΚαΙ δ 'Αντωνάκης ; Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α Ό 'Αντωνάκης είναι τρελλός. Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Σωστά. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Καθώς καΐ του λόγου σου. Στρατηγός, Α ι μ ι λ ί α , τό παλιόπαιδό σου, δλοι, δλοι τρελλοί. Κ ι ' έγώ δέν άντέχω πιά. Δ έ μπορώ πΐίΐο νά φύγω. Δ έ μπορώ πιά να μείνω! ΚαΙ σ' άγαπώ! (Ηέφτει στήν άγκαλιά τ ο υ ) . Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Θηρεσία! θηρεσιούλα ζάχαρη, θηρεσιούλα μέλ ι , θηρεσιούλα κρύο νερό πού πίνουν οΐ ά γ γ έ λ ο ι !
74
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Τ ί εύτυχία! Ίί
δυστυχία! Καρολίνα άνόσιε!
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Βάστα Σ ί α ! Σ έ ικετεύω, σφίξου! Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Ναι, έοώ! Σ τ ή ν άγκαλιά σου! (Τον φιλάει, ενα φιλί διαρκείας στό στόμα). ΚΑΡΟΑΟΣ
(απαγκιστρώνεται) : Ά ρ κ ε ΐ . Μέ συγχωρείς Σ ί α
αγάπη μου, μέ συγχωρείς! Κάνε κράτει! Λίγο τουπέ, σέ ικετεύω. (Μπαίνει δ Βικτδρ κλεφτά. Κρύβεται πίσω i n b
μκχ
γλάστρα μέ φοινικόδεντρο) .
ΣΚΗΝΗ (Οί ϊδιοι
συν
ΔΕΓΤΕΡΗ
Βικτορ)
Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Δέν καταλαβαίνω τίποτα πιά. ΚΑΡΟΛΟΣ:
"Επρεπε νά πάρουμε όρισμένα προφυλακτικά
μέτρα καΐ τα άμελήσαμε. Δυστυχώς. Β έ β α ι α , τα παιδιά είναι παιδιά, αθώα πλάσματα, δέν καταλαβαίνουν... Βλέπουν δμως, καΐ μιμούνται! Μιμούνται οΐ πίθηκοι! Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α Ε κ ε ί ν ο τό θηλυκό τό δικό μου... Δ έ θα πάμε σπίτι; Μαΰρο φίδι πού τήν Ι φ α γ ε ! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ψυχραιμία, Σ ί α . Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : θ α δει χαρούλες πού θα της κάνω... θα τήν άφαλοκόψω! "Ασε δ στρατηγός πού ήθελε να τά τταντρέψ ε ι ! Α ϋ Είναι να πεθαίνεις άπδ ντροπή! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : "Οντως... μας 2φερε σέ άμηχανία... Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : « Α μ η χ α ν ί α » ! Κ ά τ ι λέξεις πού βρίσκεις καΐ συ! Αιμομιξία χρυσέ μου! Ντρέπεσαι να πείς τά σύκα 75
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
σύκα; ' Α γ ν ή αιμομιξία!... "Οσο σκέφτουμαι... τά γέλια) ... τά λόγια τα δικά μας czb
(βάζει
στόμα τους...
«χταποδαράκι τορνευτό»... "Ακου «γουνάκι»...
"Ημαρ-
τον!.. Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Μ ή , σέ ικετεύω Σ ί α ! Ταράχτηκες, θά πάθουν τά νεΟρα σου. Συμπτώσεις είναι να πάρει ό διάτανος, συμπτώσεις! Μπορούμε να τις έκμεταλλευτοΟ[ΐε αν θέλεις... άλλα μπορούμε και να τις έξαφανίσουμε. ΘΗΡΕΣΙΑ
(Τόν τραβάει στό ντιβάνι με χάδια) :
— Π ο λ ύ άργά. ΚΑΡΟΑΟΣ:
'Ωραία, τότε τί σέ νιάζει. Πες δσα υπονοού-
μενα σοΟ κάνει κέφι άλλα σέ ειδοποιώ: αν έξακολουθήσεις, έγώ δέν έγγυώμαι γ ι α τόν έαυτό μου. Έμπράς λοιπόν, κ ι ' οποίον πάρει ό χάρος -έμας, εσένα, δλους! ( Τ ή ν άναποδο';τ^ρίζει στό ντιβάνι) Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Ο χ ι εμένα πάντως
(παρουσιάζεται) .
— Ε σ ε ί ς μανταμίτσα, πού τα ήθησας Ιχουν τήν άλαφράδα της δαντέλλας σας. Κ α ι σύ μπαμπακούλη, άπραγο άρνάκι! Τ ί συγκινητική ζωγραφιά! Νά τ ή βλέπω κάθε βράδι βταν-κάνω τήν προσευχή μου. Koù ύστερα άπ* τον καφέ, τ6 γουργουρητ6 τής ραπτομηχανής της μαμάς μου: Μια νυχτικια κεντημένη μέ δάκρια γ ι α τήν έπιστροφή του άστατου συζύγου. Στα δνειρά μου σας λέω μαμά! Καμιά φορά μπαίνω στ6 σαλόνι σας μέ μάσκα καΐ περίστροφο καΐ σας άναγκάζω να διαβάσετε αύτά τδ κομάτι άπ' τήν Ί λ ι ά δ α : «Ζυγώνει ό γέρος βασιλιάς, καΐ τοϋ θεόμορφου 'Αχ ι λ λ έ α τα δυό άγκαλιάζει γόνατα, καΐ τοΟ φιλάει τά χέρια -τά χέρια αυτά πού τοδχανε τόσα παιδιά σπαράξει. ΚαΙ κεϊ γονατιστός τοΟ λέει μ Ι παρα76
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
κάλία: «'^Ηρθα να κάνω έκεΤνο πού πρίν στ6ν κόσμο αύτο χάνεις δεν ε χ ε : κάμ,ε:! τό χέρι νά φιλήσω πού το παιδί μου εσφαξε>\ (Γονατίζει και φιλάει το χέρι της Θηρεσίας). Κ^\ΡΟΛΟΣ:
Ό ρ ί σ τ ε ! Πάλι ή αυριανή του εκθεση!
Είναι
αδιόρθωτος. ΚαΙ τί κάνουν è στρατηγός, ή μάνα σου; Ή Έσθήρ ποϋ π η γ ε , γιατί δέν είναι μαζί σο»; Β Ι Κ Ί Ό Γ : Τ ό στρατηγό τον Ιβαλα στο σταύλο. Ί Ι μα]ΐά εχ ε ι δουλειά -τα άσπρόρουχα. "Ίί Έ σ θ ή ρ δέν τέλειωσε, γελάει ακόμη. ΘϋΓΕΣΙΑ:
Μ ή μοί5 πεις τώρα πώς αυτό τό παι31 δέν τό
κάνει επίτηδες! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : "Ακου δω Β ι κ τ ό ρ ! Σοΰ χρειάζεται ε/α μάθημα!
(Τον χαστουκίζει)
Όρίστε!
Τ ό πρώτο σου χα-
στούκι. Ε ν ν έ α χρόνια περίμενες νά τό εισπράξεις. Να τό βάλεις καλά ατό μυαλό σου — Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Στό μυαλό μου δέν ξέρω, στό αυτί μου δμως μπήκε μέχρι τό τύμπανο. ΚΑΡΟΛΟΣ: ΒΙΚΤΟΡ:
Άντιμιλάς!
'Αντιλαλώ. Τ ό τύ[ΐ,πανό (ΙΛυ. 'Αντιλαλεί σαν τό
τύμπανο του λόχου. ΚΑΡΟΛΟΣ:
(ΤοΟ ρίχνει x f άλλο
χαστούκι)
Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : "Αστονε, φτάνει... Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Βέβαια... φυλάχτε καΐ κανένα γιά τήν Έ σ θ ή ρ ! (Μπαίνει ή Έ σ θ ή ρ ) .
77
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΣΚΗΝΗ (01
ίδιοι
σνν
ΤΡΙΤΗ
Έσβήρ)
Β Ι Κ Τ Ο Ρ ; Τ ί εγινε Έ σ θ ή ρ , τέρμα το γ έ λ ι ο ; ΕΣΘΗΡ:
Ουφ, μοϋ βγήκαν τ' άντερα! Τ ί γ λ έ ν τ ι παναγία
μου!... (Μπαίνουν Στρατηγός - Α ι μ ι λ ί α )
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ (Οί Ιδιοι σνν
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ:
Στρατηγός-Αιμιλία)
Ά π ι θ α ν ό τ η τ ε ς ! Άπιθανότητες παρατηρούν-
ται έδωμέσα απόψε! Ό ρ ί σ τ ε : ό κύριος 'Αντωνάκης, ό γλυκύτερος άνθρωπος των αιώνων, άφιονισμένος σαν έγχειρίδιο σέ χέρι μαμελούκου! Κ ι ' έγώ, b έπικός τύπος, δ γεννημένος γιά κονταρομά-χος, στέκω γαλήνιος σα σημαία της χωροφυλακής! Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : "Q στρατηγέ! " Ε χ ε τ ε ενα λ έ γ ε ι ν ! Αυτές οί μεταφορές σας! Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : Τ ί ε ί π α ; Ξέρετε, έγώ δλλα έννοώ καΐ δίλλα έκφράζω... οί συλλογισμοί μ^υ βγαίνουν άνάσκελα. "Ομως έσεΐς άγαπητέ Κάρολε μέ τ ή γνωστή
έξυπνάδα
σας μπορείτε νά τά άνασκευάσετε. Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : 'Ωραία, βγάλτε με καΐ ηλίθιο άπδ πάνω! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Σ τ ρ α τ η γ έ ! Ά φ ο ΰ τα λέτε δλα άνάποδα... άν έννοείτε πώς είναι Ιξυπνος, θα πρέπει νά πείτε πώς είναι ήλίθιος. 78
ΒΙΚΤΟΡ Η ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : Κ α τ ' αύτή τήν Ιννοια, Βικτοράκο, τότε è(Tj είσαι τό πιό τέλειο τσογλάνι. ΒΙΚΤΟΡ:
Μετά άπό σας στρατηγέ μου.
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ά φ ο ΰ δεν υπάρχει αρκετό μυαλό γ ι α νά σταματήσει τό άστείο, θα βάλω έγώ §να τέρμα:
Βικτόρ!
Π έ ς καληνύκτα σέ δλους καΐ άντε να κοιμηθείς. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Μέ ποιόν; ΚΑΡΟΑΟΣ
(άπαυδισμένος) : Μέ ποιόν! Μ έ w i ô v !
Ξέρω
γ ώ μέ ποιόν!... μέ τήν Έ σ θ ή ρ , μέ τ ή μαμά σου, μέ οποίον! ΟΑΟΙ:'Ώ!!! Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Μέ συγχωρείτε πάρα πολύ, άλλα εχω Ιρθει μέχρι εδώ! 'Αποδώ τό μυστικό, άποκεΐ δ άλλος μέ τήν τρέλλα του... του ένοϋ τοΰ βγαίνουν οΐ συλλογισμοί του ανάσκελα, δ άλλος κάνει τόν πίθηκο!
"Όλα κομάτια!
Γ ι α τ ί ; Γ ι α τ ί αύτές οΐ φάρσες; Ό Βικτόρ γίνεται έννιά χρονώ, μέ ρωτάει μέ ποιόν να κοιμηθεί, του άπαντώ: μέ τήν Έ σ θ ή ρ , μέ τ ή μάνα σου, δπως θάλεγα: μέ τόν Πάπα, και σεις μέ ξεφωνίζετε!
Τ ί θέλετε
έπιτέλους
να τοΰ άπαντήσω; Μέ ποιόν να κ ο ι μ η θ ε ί ; (Μπαίνει ή Α ι λ ή ) Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Μέ τή Α ι λ ή ! ( Ή Α ι λ ή άποθέτει τό δίσκο καΐ χάνεται. Μ ε γ ά λ η σιωπή. Α μ η χ α ν ί α ) . Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Β ι κ τ ό ρ ! Κοκκινίζω γ ι α λογαριασμό σου! Ε Σ Θ Η Ρ : Έ γ ώ ευχαρίστως κοιμάμαι μαζί σου. ΘΗΡΕΣΙΑ:
Νάτηνε κ ι ' ή ά λ λ η ! ΚαΙ σύ Βρούτα!
ΈσεΤς
στρατηγέ, μήπως θέλετε νά κοιμηθείτε καΐ σεις μαζί του; 79
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ:
"Αν σάς πώ ναί, θά με πιστέψετε... καΐ âv
πώ δχι, θά νομίσετε πώς πάλι έκφράζουμαι ανάσκελα. ΒΙΚΤΟΡ:
Β ρ έ το γερο - μπισμπίχη!
Όρίστε!
Μεταξύ 6 2
καΐ τάφου, νά ζητάει Ο Λ Ο Ι : Πώς! τ ί ; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τίποτα... τίποτα... μιλάω κατ' Ιδίαν... περιαυτολογώ! Μπισμπίκης! Γ ι α τ ί δηλαδή; Γιορτάζουμε τα έννιά μου χρόνια! Συνευρέθημεν δλοι μαζι νά άναπέμψωμεν τάς εύχάς μας για τό γεγονός, κι"" έγώ κάνω τ ή μητέρα μου να κλάψει. Στενοχωρω τον καλύτερο πατέρα πού εΤχα ποτέ. Φαρμακώνω τ ή ζωή της κυρίας Μανιώ, κάνω τον καημένο τόν ί ν τ ρ α της νά τρελλαθει... διασύρω τό Εππικό του έθνους μας, λέω παλιόλογα στήν καμαριέρα μας! Μ έ χ ρ ι καΐ τήν Έ σ θ ή ρ , τά άπραγο πλάσμα, τήν άνακατεύω! Μα έπιτέλους ποιός ε ί μ α ι ; Μήπως πάσχω άπ6 μεταμόρφωση ; Δεν είμαι πιά ό Β ι κτόρ; Ε ί μ α ι καταδικασμένος νά ζήσω στήν
άτίμωση,
σαν άσωτος υιός; Πέστε μου έπιτελους, μαρτυρεΐστε! Μήπως εΪμαι ή τύψη καΐ τ6 βίτσιο μέ σάρκα και όστά ; " Α ! " Α ν είναι ξτσι, προτιμώτερος è θάνατος άπό τήν άτίμωση! Καλύτερα νά πεθάνω ώς παίδι -θαύμα! (Κρατάει τό "κεφάλι στά χέρια τ ο υ ) . — " Ω , ναί! " Α ς άνοίξουν τ1ς· πόρτες!
"Ολες!
Άφίστε
με νά φύγω, καΐ σφάχτε τό μόσχο το σιτευτό δταν μπω στά είκοσιπέντε! Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : Κ ά ρ ο λ ε ! Αύτό είναι σχεδόν όμολσγία! "Αν ήμην παπάς, θα ελεγα πώς τό παίδι αύτό είναι δαιμονισμένο! Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Γ ι ά νά σοΰ πώ Σ τ ρ α τ η γ έ ! Έ γ ώ είμαι καθαρό80
BIKTOP'H TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟ'ι^ΙΑ
αιμος ρεπουμπλικάνος! "Εχ^ουμε συμφωνήσει, νομίζω, να μήν τεθεί θρησκευτικό πρόβλημα |ΐεταξύ ύμων κο^ ήμων! Έμιενα οΐ πρόγονοι μου είχαν μπει σττ^ν Εθνοσυνέλευση στα 1 7 9 5 !
0 1 προπι^ίποι μου διέπραξαν
δλόκληρη
έπανάσταση στα 1 8 4 8 , καΐ ό παπους μου διετέλεσε χομμούναρχος τό 1^71. Προσωπικώς έγώ άνήκω στους ριζοσπαστικούς, καΐ δσο γ ι α τό γ ι ό μοϋ, ό δποίος δέν ? χ ε ι βαφτιστεί ούτε μία φορά, και δ δποίος -σας τό δίνω έγώ γραφτό- δέν πρόκειται νά κotvωvήσεc ποτέ του, δσο γ ι α τό γιό μου, δέν τόν προορίζω Ι γ ώ γ ι α παπαδοπαίδι ! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Τ ό τ ε , τί σκέφτεσαι να τάν κάνεις; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ε λ π ί ζ ω να τόν καμαρώσω μια μέρα ύπο - νομάρχ η ! " Ε Β ι κ τ ό ρ ! . . ύπονομάρχης; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Μπά... περιχό. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Να μας πεις μόνος σου τότε τί θέλεις νά γίνεις χρυσό μου. Δέν πρέπει ποτέ να πηγαίνουμε κόντρα στήν κλίση τών παιδιών. ΒΙΚΤΟΡ:
θ ά προτιμούσα μια καριέρα ττ3ς δμοταξίας των
σαρκοβόρων. Παιδί - θαΰμα, ας ποΰμε, 2έ θδταν άσκημα. ΑΙΜΙΛΙΑ
(Σηκώνεται)
— Μ έ κάνει καΐ φοβάμαι! ΚΑΡΟΛΟΣ:
Ε λ ά τ ε , ελάτε, μ5ς δουλεύει. Ά ν τ ε , νά πάει
γιά ΰπνο. Ε Σ Θ Η Ρ : Καθόλου να μήν πάει για ΰπνο! " Ε χ ε ι τά γενέθλια του δ άνθρωπος, τό ξεχνάτε!
"Εχει
ύποχρέωση
να μείνει μέχρι να τελειώσει ή βεγγέρα. Βικτόρ, μείνε. Ζήτα δ,τι θέλ^-,ς. Τ ί τραβάει ή δρεξή σου, κρέας; Έ γ ώ εΓμαι δώ! Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : Α υ τ ή ή μ ι κ ρ ή μπιρμπίλω Ι χ ε ι δίκηο έντέ81
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
λ ε ι , χ ι ' δ,ς λέμε έμεΐς. Ό Βικτόρ είναι έκνευρισμένος. ϋροσοχή:
δέν τ6ν ύπερασπίζουμαι!
'Αλλά
έπιτέλους
?χει τά γενέθλιά του. Κ α ι μιά και τά ε χ ε ι , δόστε του κρεατίνη, δόστε του σολωμό, καπνιστό ή επτανησιακό, Ι χ ε ι βέβαια λιγώτερες θερμίδες άλλα είναι
ποιότητα
&λφα - άλφα. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Κ ι ' εγώ σας λέω πώς δεν πρόκειται να δούμε προκοπή μέ τό παίδι αυτό, T d κατάλαβα άπόψε. Δέν πρόκειται να κάνει καμιά
κ α ρ ι έ ρ α — ή μάλλον δ-
χ ι : θα κάνει! θ ά σταδιοδρομήσει ώς πρόβατον άπολωλόν... νας
άπολωλότατον!
"Ενας άποτυχημένος ρατές, έ-
άπόβλητος, πού θά καταλήξει στήν κρεμάλα.
ΑΙΜΙΛΙΑ: ρεσαι!
Ναί, ξ ύ σ ο υ ! . . . Σ τ ή ν κ ρ ε μ ά λ α ! . . . "Ακου στήν κ ρ ε [ ΐ ά λ α ! . . .
οίστρος, τ ή
μια
τον
βγάζει
"Αμα
Παραφέ-
σέ πιάνει ό
ύπονομάρχη,
τήν
άλλη
στήν καρμανιόλα. Β ι κ τ ό ρ , Ιλα στα γόνατά μου. παιδί τό δικό μου μόνο ενα έλάττωμα Ι χ ε ι :
Τό
τόν πα-
τέρα του! Πού τό πάει φυρί - φυρί να τό σπρώξει στόν κακό δρόμο! "Ενα τέτοιο παιδί, παιδί άριστοΰχο, πού σαρώνει δλα τά βραβεία στό σχολείο, Καταβάθος ζηλεύετε τό γιό σας, Κάρολε, Μάλιστα, τόν
ζηλεύεις!
Έ σ ύ πάντα πήγαινες άνάποδα σαν τόν κάβουρα! ΚαΙ στό σχολείο ήσουνα στούρνος, γνωστά αυτό. Σάμπως καΐ τώρα δηλαδή τΐ είσαι ; "Αν δέν Ιβαζε τό μέσον 0 άδερφός σου δέ θά διοριζόσουνα ούτε σ' αύτδ τό μονοπώλιο τοΟ καπνοΟ. K f
άν περιμέναμε νά μας ζή-
σεις έσύ, Θ1χαμ£ τεζάρει άπό τήν πείνα χωρίς τό εισόδημα
άπό τήν
προίκα μου! ΚαΙ
συμβουλές στό παιδί σου!!
82
τολμάς νά
δίνεις
"Ασε πού θές νά κάνεις
ΒΙΚΤΟΡ^ί TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ χαΐ προφητείες!
" Α , μά θά τρελλαθώ άπ6 τά γ έ λ ι α ,
είναι νά πεθάνείς άπ6 γ έ λ ι α ! (Ξεσπάει σέ λυγμούς). ΚΑΡΟΛΟΣ:
Νά πεθάνεις, Ιστω! Νά πεθάνεις άν θ έ λ ε ι ς ,
μόνο προς θ ε ο ΰ μην κλαις άλλο! ΒΙΚΤΟΡ:
Γ έ λ α αγαπητή μαμά! Γ έ λ α !
"Ανοιξε δλο σου
τάν καταπιώνα, καΐ γ έ λ α ! ΚΑΡΟΛΟΣ γώ!
(αρπάζει ενα βάζο καΐ τό σπάει) : Νά κ ι ' έ-
" Ε τ σ ι , τώρα ξεθύμανα. . .
(αύτοσχεδιάζει
2—3
χορευτικά βήματα, ζ ί γ κ α ) . , — ' ' Α χ . . . καλμάρισαν τά νεϋρα μου. Μ ' αυτή τήν κατάσταση, παραλίγο νά καταντήσω σαν τόν 'Αντωνάκ η . Παρατρίχα νά σας δολοφονήσω στρατηγέ,
μάλι-
στα. . . ή νά σας πάρω για τέν Μπαζαίν. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : " Ω ! Μήν κάνετε ετσι Κάρολε, σας παρακαλώ, δεν κάνει να κάνετε Ιτσι, έπειδή ό άντρας μου... ΚΑΡΟΛΟΣ:
Και
ή αφεντιά σου I ; — " Ω , παρντόν
Θηρε-
σία! Καταλαβαίνετε φυσικά, πώς να ζήσει
κανείς
τσι έλόκληρη βραδιά!
μπορούμε.
Νά χωριστούμε
δε
Νά πάμε γ ι α ΰπνο δέ μπορούμε—πώς ν' άφίσουμε τό παίδι μόνο του. . . Μόΐς χρειάζεται ενα θαύμα! Μόλις γυρίσω στά δωμάτιο, τσούπ, σκηνή!
Μόλις
στό σπίτι, τσοΟπ—δ 'Αντωνάκης γυρνάει
γυρίσετε
άκόμη
λυ-
τός! "Αν θέλετε, ή Έ σ θ ή ρ μπορεί νά μείνει μαζί μας. " Η , θά μπορούσε νά τήν Αναλάβει ό στρατηγός. Στρατηγέ,
έσύ άπό στρατηγική
είσαι μανούλα, γ ι α
σκέ-
ψου τίποτα. . . ενα κόλπο- • . βρες κάτι τέλος πάντων.. Μ ή μέ ρωτάς έμενα τί, ποΰ να ξέρω έγώ... "Ο,τι νάναι. Έ ν άνάγκη φέρε ενα κανόνι. 83
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: ΕΣΘΗΡ:
Κανόνι!
Πήρατε φόρα βλέπω!
(Hacpvet τό πηλήχιο
του Στρατηγού, xb φοράει
και τραγουδάει χορεύοντας) : "Εγια-μόλα, ε γ ι α μόλα καΐ στή μέση ή
καρμανιόλα—μπούμ!
Ζ ή τ ω τό κανόνι καΐ οΐ κανονιές! Ζ ή τ ω τό κανόνι καΐ οι κανονιές—"Ω, γ ι έ ς ! (Ξαφνικά, άπροειδοποίητα, στή μέση τής γενικής φασαρίας, μπαίνει μια γυναίκα, νέα, καλλονή, μέ βραδινό φόρεμα και πολλές πέρλες) . ΒΙΚΤΟΡ
(φωνή μ ε γ ά λ η ) : Τ ό θαϋμα!
(Πηδάει από τα γόνατα της μητέρας του)
ΣΚΠΝΠ (Οί
Ιδιοι και ή ΙΝΤΑ
ΠΕΜΠΤΗ
ΝΕΚΡΕΜΑΡ)
Ι Ν Τ Α : Δ έ με αναγνωρίζεις; ΑΙΜΙΛΙΑ:
"Οχι.
Ι Ν Τ Α : Γ ι α κοίταξέ μ ε . Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Βρισκόσαστε στό σπίτι της κυρίας
Πωμέλ.
Ι Ν Τ Α : Έ γ ώ είμαι πάντα ή " Ι ν τ α . Έ σ υ δέν είσαι πια γ ι ά μένα ή ΑΙΜΙΛΙΑ:
Αιμιλία; Έ χ ω γνωρίσει τρεις "Ιντες στή ζωή μου.
πρώτη— 84
Ή
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Ι Ν Τ Α : Έ γ ώ είμαι ή τελευταία, σ' αυτό είμαι σίγουρη. Λέγομαι "Ιντα Νεκρεμάρ. ΑΙΜΙΛΙΑ: ΙΝΤΑ:
" Ι ν τ α Νεκρεμάρ!
Κ α ι ήμουνα εφτά χρονών
ΑΙΜΙΛΙΑ:
Κ ι ' έγώ
δταν—
·.
Ι Ν Τ Α : Έ σ ύ ; Δεκατριών. ΑΙΜΙΛΙΑ:
Τ ό τ ε , κάθισε. Μας σ υ γ χ ω ρ ε ί ς . . .
που να τ6
καταλάβω! Πώς να σέ άναγνωρίσω; ΙΝΤΑ:
Έ γ ώ σέ αναγνώρισα μέ τήν πρώτη.
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Μά πάει τόσος καιρός. Κάθισε. "Ω, συγνώμη, να σας συστήσω. Ό
Στρατηγός Στέφανος Λονσεγκύρ,
ή κυρία Μανιώ, ή κορούλα της Έ σ θ ή ρ , δ σύζυγός μου, κύριος Π ω μ έ λ , καΐ δ γιός μου δ Β ι κ τ ό ρ . Κάθισε. ( Ή "Ιντα κάθεται) ΙΝΤΑ:
Τ ί παράξενο έν τ έ λ ε ι ! . . .
ΑΙΜΙΛΙΑ:
να σέ συναντήσω έδώ!
" Ε , που να μέ συναντήσεις; "Ερχεσαι
έπισκε-
ψ η σπίτι μου, είναι σχεδδν φυσικό να μέ βρεις έδώ. Ι Ν Τ Α : Μα δέν έρχόμουνα σπίτι σου. ΑΙΜΙΛΙΑ: ΙΝΤΑ:
Άλλά;
Μα δχι, πήγαινα
στης κυρίας Π ω μ έ λ κατά βά-
θος. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Καλά, κ ι ' έγώ δέν είμαι ή κυρία Π ω μ έ λ ; ΙΝΤΑ:
" Ο χ ι . "Αν καΐ καταβάθος, ναι—Αφοϋ μου τό εί-
πες. Πάντως, δέν είσαι αυτή πού περίμενα να βρω. (*Όλοι
κοιτάζουνται
άνήσυχοι)
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Ε ν ν ο ε ί ς , περίμενες νά μέ βρεις άκόμη παιδούλα, δπως μέ ή ξ ε ρ ε ς ; Β έ β α ι α , παντρεύτηκα στό μεταξύ, πώς νά ξέρεις. . . 85
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Ι Ν Τ Α : Καλά, αύτο τ6 άγνοοϋσα. Ά λ λ α δεν ερχό[χουνα v i δώ εσένα. Ή κυρία Πωμέλ είναι φιλενάδα μου δεκζ χρόνια τώρα. " Κ χ ε ι πάρε; τόν κύριο Π ω μ έ λ . "Αλλοτε έμεναν στή λειοφόρο Παστέρ, τώρα δμως μένουν στην όδ6 Λαγκάρντ. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Μά, μαντάμ, έδώ εΪναι ή δδός Λαγκάρντ, όντως. ΙΝΤΑ:
θ ά καταλάβετε. "Ηξερα, γιατί μοΰ τδ είχαν γρά-
ψ ε ι , δτς έμεναν στην δδό Λαγκάρντ. 'Αλλά έκαψα το γράμμα, καταλάθος. Δέν ήξερα τόν άριθμό τους, ρώτησα τόν πρώτο τυχόντα μανάβη και μοΟ ε δείξε τό δικό
σου σπίτι. ΚαΙ άντί γ ι ά τ ή ν κυρία Π ω μ έ λ , τήν
έπιστήθία άλλα σημερινή μου φίλη, ξαναβρίσκω έσένα Α ι μ ι λ ί α , έπιτέλους, φ ί λ η των παιδικών
μου χρόνων,
δστερα άπό είκοσι χρόνια χωρισμό! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Μά δέν είναι GaO^Jux! Καταβάθος υπάρχουν ούο κυρίες Πωι^έλ στον ιδιο δρόμο! Ι Ν Τ Α : Κ α ΐ δέν γνωρίζουνται! ΚαΙ ισως - Γσως κατοικούν ΒΙζ-α-βί. ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ:
'Ανήκουστο!
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Λοιπόν άγαπητή μαντάμ, άν αυτό τό μεταχειριζόταν
κανένας θεατρικός
συγγραφέας
για
παρουσιάσει αύτη τ ή σ τ ι γ μ ή έδώ, δλοι θα
να
σας
φωνάζαμε
πώς γράφει παραμύθια! ΙΝΤΑ:
ΚαΙ θα είχαμε κάθε δίκιο καταβάθος. Κ α ι
δμως,
δπως βλέπετε είναι ή καθαρή άλήθεια—καταβάθος. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : ΚαΙ σέ ποιόν [^ίνάβη έρώτησες; Ι Ν Τ Α : Αυτόν, στή γωνία, όδός Λαγκάρντ καΐ δδός Πυροβόλων. ΑΙΜΙΛΙΑ: 86
Μά αυτό είναι τό άκρον άωτον. Μόλις
τρεις
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
μέρες εχουμε πού ψωνίζουμε απ' αυτόν! ΘΗΡΕΣΙΑ:
θ ε ί ο ς δάκτυλος!
(Παύση) ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ:
Όδός πυροβόλων! ΚαΙ νά φανταστείτε ά-
γ α π η τ ή κυρία, μόλις τώρα μου ζητούσαν να βρω ενα κανόνι! ΙΝΤΑ:
Κανόνι!
( Τ η ς φεύγει μία πορδή. Γ ι α μια στιγμή, δλοι παγώνουν. 'Αμηχανία. 'Όλοι νομίζουν πώς παράκουσαν. Ή "Ιντα κοκκινίζει μέχρι τΙς ρίζες των μαλλιών. Ή
Έ-
σθήρ αγωνίζεται να πνίξει τό γέλιο της, άλλα δέν τό κατορθώνει. Ή μαμά της την τραβάει κοντά της καΐ την σιγάζει. Ό Βικτόρ μένει άκίνητος). ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ:
Κανόνι, μάλιστα!
(Στους άλλους).
ετσι τό ξαμολύσατε, γ ι ' άστεΐο, ΙΝΤΑ
"Ομως
ί ; 'Αστείο. . .
(Πού δέν καταλαβαίνει, δέν μπορεί νά καταλάβει,
και τό παίρνει προσωπικά). — " Ο χ ι κύριε. ' Ό χ ι αστείο:
αναπηρία!
(Μεγάλη άμηχανία. Ή "Ιντα κρύβει τό πρόσωπο στα χέρια τ η ς ) . — Τ ί ντροπή! Πω, π ω . . . που τα μούτρα μου! ΑΙΜΙΑΙΑ:
' Α γ α π η τ ή φ ί λ η , άγαπητή " Ι ν τ α , μα τί
εγινε,
τί ε χ ε ι ς ; Είσαι δυστυχισμένη—τί να υποθέσω; Δέν σέ άναγνωρίζω πιά. Μας χωρίσανε τόσο μικρές!
"Ελα,
πές μου τον πόνο σου να ξεφουσκώσεις. Ι Ν Τ Α : " Α χ , δέ μπορώ πιά, δε μπορώ π ι ά ! (ΚαΙ άλλη πορδή. " Ι δ ι ε ς άντιδράσεις) 87
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Ι Ν Τ Α : Παρντόν! Σας ζητάω παρνχόν, συγχωρείστε τήν άκράτειά μου! Eîvtxi φριχτό, δέ μπορώ νά Μια τρομερή άαθένεια. . .
πώς να σ&ς
κρατηθώ!
έξηγήσω...
Μόλις συγκινηθώ, άμέσως. . . γ ι α κόμποσες ώρες μέ πάει συνέχεια. Ε ί χ α προαίσθηση πώς θά σέ συναντούσα ...
Δ έ μπορώ να κάνω τίποτα νά ...
ρίσω αυτή τ ή μοιραία άνάγχη μου ...
νά ... περιο-
αυτή κυβερνάει
τ ή ζωή μου. Έ ν ώ , φτάνει νά τό θελήσω, και άρχίζω χωρίς καμιά π ρ — ( Τ η ς ξεφεύγει πορδή
διαρκείας)
— " Α χ , θά σκοτωθώ, άφίστε μ ε ! σκοτωθώ—έξάπαντος!
"Αν συνεχιστεί
θά
( Κ ι ' άλλη μία) .
Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : ' Ε μ έγώ κάτι μυρίστηκα. . . ( Τ ά γ έ λ ι α ξεσπάνε βροντεράι) Ι Ν Τ Α : Γ ε λ ά σ τ ε ! Γελάστε! Γελάστε έλεύ^ερα, πώς νά κρατηθείτε, γελάστε! · . - Δέν εχω τ6 δικαίωμα
νά σάς
έμποδισω, γελάστε. Μ ή νομίσετε πώς παρεξηγήθηκα! Γ ε λ ά σ τ ε . . . ετσι θά ξ ε θ υ μ ά ν ε τ ε . . .
νά σας φύγει
ή
ά μ η χ α ν ί α . . . και σάς και μένα. . . Γελάστε, εχω συνηθίσει πλέον.
Δέν υπάρχει παρά £να φάρμακο γ ι α τό
πάθος μου: το γ έ λ ι ο . . . (Γελάνε ξέφρενα, ένώ ή " Ι ν τ α , μέ τά κεφάλι στα χέρια τους ξαμολάει
συνέχεια. Βαθμιαία, τα γέλια
σταμα-
τούν. Τ ό μάκρος της σκηνής να συντονιστεί μέ τά γέλια του Κοινοϋ) . ΙΝΤΑ
(Σηκώνεται):
Κ α ι δμως, εχω τα πάντα:
όμορφιά,
άγάπη, πλούτη. " Ε χ ω δεκαπέντε άκίνητα στά Παρίσι,
Β Ι Κ Τ Ο Ρ ^ ΐ ί TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
πύργο στήν έξοχη, βιλλα στίς Κάννες. " Ε χ ω τέσσερα αυτοκίνητα, ενα γ ι ώ τ , διαμ,αντικά, πέρλες, παιδιά. "Εχω σύζυγο, τον τραπεζίτη Μορτεμαρ Θεόδωρο... καΐ κανείς δέν μου παραβγαίνει σέ τίποτα — εξω άπ6 τόν Πορδομανη του Έλδοράδο. ( " Α λ λ η μία πορδή. Τ α γ έ λ ι α δλο καΐ αραιώνουν. Ή "Ιντα ξανακρύβει τό κεφάλι
στα χέρια. Μακριά
σι-
ωπή) . —Παρακαλώ να μέ συχωρέσετε, και να μου έχιτρέψετε ν' αποχωρήσω. ΒΙΚΤΟΡ ΑΙΜΙΛΙΑ:
(Μέ ξέσπασμα) : " Ο χ ι , δχι κυρία, μ ή φ ε ύ γ ε τ ε ! Μα μ ή φεύγεις άκόμη, μείνε λ ί γ ο μαζί
μας.
Γιορτάζουμε τα γενέθλια του παιδιού μου. Μείνε σέ παρακαλώ. Τ α μαγαζιά είναι κλειστά πιά, ποϋ θα ρωτήσεις γ ι α τήν άλλη διεύθυνση; ( Ή "Ιντα, πού ε ί χ ε σηκωθεί, ξανακάθεται) Ι Ν Τ Α : Σας άναστάτωσα, καΐ περνούσατε τόσο ώρχια. Κ α ι ήρθα έγώ, μια παρείσακτη. . . που είναι ή καμαριέρα, να μου δείξει τήν πόρτα; Τ ί θλιβερή, τί
ένοχλητική
βίζιτα! Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : "Ισα - Γσα κυρία μου, ισα - ισα: πρίν Ιρθετε κοντεύαμε να πιαστούμε μαλλί μέ μαλλί. Κοιτάξτε. 'Αγγ ε ί α σπασμένα, μαχαίρια πάνω στο τζάκι, τα Ιπιπλα άνω - κάτω! Κονταρομαχίες! Γ ι α λόγους τούς δποίους ποτέ δέ θα μάθουμε. Ετοιμαζόμαστε γ ι α Ι κ ρ η ξ η , καΐ τ ό τ ε — μπάμ, έσείς! ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ:
Γ ι ά πέστε μ ο υ . . .
δέν ύπάρχει τίποτα θε-
ραπεία γ ι ' αυτό τό π ρ . . . τό πράμα! Γ ι ' αυτή τ ή · · .
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
συνήθεια; ΙΝΤΑ:
( " Α λ λ η μία π ο ρ δ ή ) .
—Μόνο Ινα στρατηγέ. Νά τό άναφέρουμ£ δσο γίνεται λιγώτερο. (Παύση). — Β έ β α ι α , κανονικά θά ί π ρ ε π ε νά σας δ ι η γ η θ ώ
τή
ζωή μου, άπά τά Α ώς τ6 Ώ. Έ σ ύ ξέρεις τό Α , οί δ,λλοι τό ΒΙΚΤΟΡ:
" Ο χ ι ! Μόνο μέχρι τό Π Ρ .
Μέχρι Π , Ρ · · .
( Γ ε ν ι κ ή άμηχανία)
γ ι α τήν προσιοπικότητά σας, τα προ-
σόντα σας, τό πριόνι πού σας πριονίζει, τό πρίσμα ύπό τό όποιον προλαλήσατε, και, πρώ -κτον - πρώ -κτον, τΙς προοπτικές σας. Ά
προπό, έγώ προσωπικά προσυ-
πογράφω, προσκυνώ καΐ προσπέρδομαι. Σ έ
ëvav κό-
σμο μελλοντικό, πιό προοδευμένο καΐ προοδευτικό, ένθα άπέρδα κάθε λύπη, θά σ5ς προκηρύξουν πρωκ - ταθλήτρια xf^ç Κου-Κουξ-Κλάν, καΐ θά σάς άπονείμουν καΐ Ιπαρδον. θ ά άποτελέσετε τόν χημικόν
καταλύτη!
Θά Αντικαταστήσετε τόν άφρό του λευκοχρύσου!
"Ω
χαταλύτριά μου έσείς! Φαρμακολύτρια! Τ ί σημασία 2χουν μερικά θειούχα ξεθυμάσματα! "Ισα - ίσα, μπορεί νά είναι καΐ χρήσιμα... δημιουργούν καύσεις καΐ καταλύουν όρισμένα κακοήθη πάθη, καΒώς καΐ όρισμένους πολύτιμους άνθρακες. Πέφτετε άνάμεσά μας σάν 2να μαργαριτάρι
στον υδράργυρο. Λυπâμuxt μόνο έκεΐνον
που θά πληρώσει τΙς μοιραίες συνέπειες, τόν 2νοχο πού θά πληρώσει τά σπασμένα. ΙΝΤΑ:
90
Τί
έννοείτε;
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΚΑΡ0Λ02:
Μήν xiv άκοϋτε κυρία, παθαίνει
παρακρού-
σεις. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Π ε ί τ ε του ευχαριστώ μαντάμ., δέν ξέρει τ£ XU·.. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Τοΰ χρειάζεται σφαλιάρα τώρα ή 2 χ ι ! 2ΤΡΑΤΗΓ0Σ:
" Ε , ρίχτου τ η λοιπόν, Ιπιτέλους!
( Ό Κάρολος σηκώνει τ6 χέρι, τά κρατάει μετέωρο κάμποσο, μετά τά ξαναφίνει νά πέσει άποθαρυμένος). Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Σ τ ρ α τ η γ έ , τό σπαθί σας είναι σκoυpιασμέvc. ΚαΙ σεις προσωπικά ζέχνετε. 2ΤΡΑΤΗΓ0Σ:
Κυρία Π ω μ έ λ , δ γιός σας είναι §νας χα-
μένος. ΒΙΚΤΟΡ: ΑΙΜΙΛΙΑ:
Μαμά, 2χεις στα σπλάχνα σου ενα παιδί νεκρό. Βικτόρ!
Βικτορ τι σημαίνει αύτό; Πώς εχω
πονόκοιλο; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Να έςηγήσεις, να έ ξ η γ η θ ε ί ς ! Νά καταλάβουμ ε . . . εγώ θέλω νά καταλάβω ! ΒΙΚΤΟΡ:
" Ο χ ι νά καταλάβεις μπαμπά· · . νά νιώσεις
!
Αυτά, ή τά πιάνεις ή δεν τα πιάνεις. ΙΝΤΑ:
Βικτόρ, ελάτε έδώ, στα γόνατά μου. Ε λ ά τ ε
καΐ
σεις Έ σ θ ή ρ , ( Ό Βικτ6ρ θρονιάζεται στα γόνατα της "Ιντας) Ε Σ Θ Η Ρ : " Ο χ ι , δ χ ι ! Τ ή φοβάμαι αύτη τ ή γυναίκα. . . δλο πορδίζει! Έ γ ώ
φεύγω!
(Χύνεται Ιςω στον κηπο) Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : θ ύ τ δ θα μοϋ το πληρώσετε, παιδομαζώχτρα! ( Β γ α ί ν ε ι . 'Ακούγεται ή φωνή της στόν κηπο) ΘΗΡΕΣΙΑ:
Έσθήρ!
Έσθήρ! 91
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Πάω κ ι ' εγώ. Α ύ τ η ή μακρή είναι κοιλή νά πέσει στή δεξαμενή. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Νά π ν ι γ ε ί ! Χριστός καΐ Παναγία! (Βγαίνει τρέχοντας. Τ ή ν άκολουθεΐ ό στρατηγός γ ε λώντας, χτυπώντας τούς γοφούς του και λέγοντας
:
«βρε, β ρ έ . . . ) .
ΣΚΗΝΗ ( Β\ύα6ρ-^
ΙΝΤΑ:
ΕΚΤΗ
Ιντα)
Μα τί της 2κανα;
ΒΙΚΤΟΡ:
Ά φ ί σ τ ε τα, είναι κληρονομικό. . . Ι χ ε ι πατέρα
τρελλό. ΙΝΤΑ:
"Α!
(Παύση) Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ώ ρ α ΐ α εΪμαι στά γόνατά σας. Ι Ν Τ Α : Βολέψου καλύτερα. ΒΙΚΤΟΡ:
Δ η λ α δ ή , ποιά γόνατά σ α ς . . . γ ι ά νά λ ί μ ε τήν
άλήθεια, κάθουμαι πάνω στους γλουτούς σας. Ι Ν Τ Α : Σωστά, 2χεις δίκιο. ΕΪδες^τι άτέλειες 2χει ή γλώσσα μ α ς . . . ( Π αύση) — Λ ο ι π ό ν , σήμερα κλείνεις τα έννέα. Ε ν ν έ α
μένο;
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τ ι να σας π ώ : είμαι άραγε έννέα χρονώ; Μόνο άφοΟ μπήκα στα τέσσερα άπόχτησα αίσθηση τοΟ χρό92
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
νου. Χρειάστηκα δηλαδή τέσσερα δλόκληρα • ρ ό ν ι α να πειστώ γ ι α την περιοδική έπιστροφή της ήμέρας των γενεθλίων μου. Μια μipα δμως μπορεί νά μάί άποδείξει κάνεις δτι αυτά πού έγώ νόμιζα τέσσερα χρόνία, ήταν έκατό. Ό π ό τ ε , ποιός μοΟ λέει εμένα πώς δέν είμαι πάνω άπο έκατό χρονώ ; 1ΝΤΑ: Τί
λες;
ΒΙΚΤΟΡ:
"Οτι δέν άποκλείετα: να είμαι και πεντακόσιω
χρονώ, ποϋ τό ξέρουμε. . . ΙΝΤΑ:
Κανείς δέ ζει τόσο, θα είχες π ε θ ά ν ε ι . . .
κάποτε
πεθαίνουμε • · . ΒΙΚΤΟΡ:
Κάποτε, ναί. Ά λ λ α 0 θάνατος δέν εϊναι άπό-
δειξη ήλικίας, οΰτε θέμα ήλικίας. Σ έ οποιαδήποτε ήλικία
είσαι
έλεύθερος να
πεθάνω γρήγορα
πεθάνεις. Έ γ ώ , μάλλον θα
ξέρετε, άπδ π ε ρ ι έ ρ γ ε ι α . . .
για
να
λύσω αυτή μου τήν άπορία, ή να άποδείξω τ η θεωρία μου τ ε λ ο σ π ά ν τ ω ν . . . ΙΝΤΑ:
ή και άπό ευγένεια.
Κάθισε λίγο ψηλότερα, δλο γλυστράς καΐ θα πέ-
σεις. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Ε τ σ ι . Δίκιο είχατε, εΪμαι καλύτερα
Ιτσί.
(Παύση) ΙΝΤΑ:
Βικτόρ, θα προτιμούσα να φύγω πρίν γυρίσουν οΐ
άλλοι • • . ΒΙΚΤΟΡ:
θα μοϋ επιτρέψεις.
Ναί, τώρα. . . Μείνετε λιγάκι άκόμη, να γυρί-
σουν, καΐ μετά φεύγετε άφοΰ θέλετε. ΙΝΤΑ:
Άς
είναι.
(Παύση. Ό
Βικτάρ τ ή φιλάει άργά, καΐ πολλές φο-
ρές, στό λαιμό) . 93
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Πέστε μου κάτι, μέχρι να βρουν τήν Έ σ θ ή ρ . ΙΝΤΑ:
Ευχαρίστως.
ΒΙΚΤΟΡ: ΙΝΤΑ:
Πώς;;;
ΒΙΚΤΟΡ: ΙΝΤΑ:
ΕΓμαι έρωτευμένος. 'Αγαπώ.
'Αδύνατο!
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Δυνατώτατο. Ά λ λ α άνομ^λόγητο. Σ έ σας βέβαια μπορώ να τ' ομολογήσω, μια και δέ θά σας ξαναδώ. Ε ί μ α ι Ιρωτευμένος, σάς δρκίζουμαι. Ι Ν Τ Α : Μα δεν μπορείς άκόμη. ΒΙΚΤΟΡ:
Δ έ μπορώ v3c κάνω Ιρωτα άχόμη, βέβαια.
Γι
αύτδ, προτού φύγετε πέστε δυο - τρία πραματάκια γ ι αυτά τδ θέμα, δεν τά κατέχω ξέρετε... περί τίνος πρόκειται, πώς ε ν ε ρ γ ε ί τ ε , . ,
Δ η λ α δ ή , νά.. κάτι
τέτοια
" Ε χ ω ένημερωθει σέ δλα Ιξω άπ' τά θέμα αυτό. Κ α Ι δέ θέλω να πεθάνω—γιατί μπορείς να πεθάνεις σέ κά θε η λ ι κ ί α — π ρ έ π ε ι νά τό μάθω κ ι ' αυτό πριν πεθάνω Ι Ν Τ Α : Κ α ι μέ ποιάν είσαι Ιρωτευμενος άγοράκι μου; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Δέν τό μαρτυράω. " Ε λ α μαντάμ, πέστε μου, πώς τ6 φτιάχνετε ; Ι Ν Τ Α : Μά... δέν ξέρω μωρό μου. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Δέν ξέρετε; " Ε λ α μαντάμ, άφίστε τα αυτά!
Ά-
φοϋ ξέρετε! ( Ή "Ιντα διστάζει για μια στιγμή, ύστερα σκύβει στό αύτί του και του μιλάει ψιθυριστά γ ι α άρκετή ώρα. Στό μεταξύ άκούγονται φωνές άπ' τόν κ ή π ο ) . — " Ε ! " Ε ! Που είσαστε; 'Αποδώ έλάτε, Θηρεσία, άποδώ. Τ ή β ρ ή κ α τ ε ; —Τή 94
βρήκατε;
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
—Μάλιστα, στο χασσόνι μ-έ τα κάρβουνα. —'Αναπνέει ; —'Αναπνέει. Πω, πω, τά δόντια της είναι σφιγμένα. — Ά ν ο ί χ τ ε της τά μάτια. — Τ ό φόρεμα της είναι ματωμένο. —Είναι
πληγωμένη;
— " Ο χ ι , δχι, δεν είναι π λ η γ έ ς . . . εΪναι άπ' τά νύχια της. —"Επαθε —Κρίση!!
κρίση; Μά είναι ή πρώτη τ η ς ! Χάς δρκίζουμαι,
είναι ή πρώτη της. (Οι φωνές πλησιάζουν. Ή " Ι ν τ α φιλάει τόν Β ι κ τ ό ρ , σηκώνεται καΐ τραβάει σβέλτα πράς την Ιξοδο). ΒΙΚΤΟΡ:
Ευχαριστώ πολύ μαντάμ, ευχαριστώ. " Α ν καΐ
μοΰπατε ψέματα. Κάντε μου ί ί λ λ η μία χάρη δμως. . · την τελευταία, Ι Ν Τ Α : Εύχαρίστως. Τ ί ; ΒΙΚΤΟΡ
(καγχάζοντας) : Να ξαμολύστε μια - · .
μόνο γ ι α
μένα! { Ή "Ιντα πατάει φωνή καΐ χάνεται. Γ υ ρ ί ζ ε ι άμέσως καΐ φωνάζει από τ6 κατώφλι) ΙΝΤΑ:
Τέρας!
Τ έ ρ α ς ! Να πάς αΰριο στά μεγάλα κατα-
στήματα του Αούβρου, τ μ ή μ α παιχνιδιών, ξέρεις, 'Από μέρος μου, θα υπάρχει γ ι α σένα μιά μ ι κ ρ ή καραμπ ί ν α . . . μια μ ι κ ρ ή καραμπίνα με σφαίρες, 95
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
(Χάνεται. Μπαίνουν 6 στρατηγός, Ô Κάρολος
τήν 'Εσθήρ στήν
άγκαλιά του, ή Θηρεσία βουτηγμένη στό δάχρι καΐ ή ΑΙμ,ιλία. Μέσα σέ σιωπή, άποθέτουν τήν 'Εσθήρ στά ντιβάνι. Τ ό φόρεμά της είναι σκισμένο, τά μπράτσα της Ιχουν αίματα, στα χ ε ί λ ι α της σ ά λ ι α ) .
ΣΚΗΝΗ (
ΕΒΔΟΜΗ
Βικτόρ—Στρατηγάς—Κάρολος—Έσθήρ—Θηρεσία—ΑΙμιλία)
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ή κυρία Νεκρεμάρ Ιφυγε. Ε ί π ε να τ η συγχωρείτε. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : ' Ε φ υ γ ε ή άφεντιά τ η ς ! Δ έ θα τα βάψουμε μαί}ρα! " Ε λ α να δεις πως τήν κατάντησε τήν Έ σ θ ή ρ ! ΒΙΚΤΟΡ:
" Α τό καημένο. Μάλλον πέθανε.
Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Καθόλου δεν πέθανε. Μια κρίση Ιπαθε. Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Ναί, δέν είναι σοβαρό. ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ:
'Ορίστε, νάτη, άνασταίνεται. . . σιγά, νά,
νά. . . σιγά. . . Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Έ σ θ ή ρ , μωρούλι μου. . . θυγατέρα μου! ΕΣΘΗΡ:
Μαμά!
ΚΑΡΟΑΟΣ: ΒΙΚΤΟΡ:
Μαμά!
" Α , μά τί θλιβερό!
' Ε γ ώ τί νά πω τώρα;
Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Ρ ί χ τ ε της νερό. . . νερ6 στ& κεφάλι! ΑΙΜΙΑΙΑ:
ΚαΙ ξύδι στους κροτάφους.
Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Β γ ά λ ε τ ή γλώσσα σου μωρούλι μου, βγάλε τ ή γλωσσίτσα. 96
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ:
Ξεκουμπώστε την, ξεκουμπώστε την, ν" ά-
νασαίνει έλεύθερα. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ε λ ά τ ε , συνέρχεται, σ υ ν έ ρ χ ε τ α ι . . . (Μπαίνει ή Α ι λ ή )
ΣΚΗΝΗ (Οί
îôtoi
συν
ΟΓΔΟΗ
Λιλή)
Α Ι Λ Η : Τί Ιγινε! Ώ !
Τ ό καψερούλι!
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Δέν είναι τίποτα. Ή Έ σ θ ή ρ επαθε συγκοπή. ΛΙΑΗ:
Μοϋ έ π ι τ ρ έ π ε τ ε ;
(Δίνει δύο χαστούκια στην Έ σ θ ή ρ . Ή μ ι κ ρ ή
σηκώ-
νεται) — Α υ τ ό ήταν. ΒΙΚΤΟΡ:
Φουκαριάρα Έ σ θ ή ρ . . .
Γιατρικό και
τιμωρία,
τ6 Ιδιο γιατροσόφι. Ε Σ Θ Η Ρ : Ηοΰ εΪναι ή βριομούσα;. . · ή κυρία πού στουφώνει; Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Μ ή σέ νιάζει χρυσό μου, π ά ε ι . . .
τήν έσκότω-
σε δ Β ι κ τ ό ρ . ΕΣΘΗΡ:
Σοβαρά Β ι κ τ ό ρ !
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : ' Α λ λ ά ! " Ε ν ι α σου Έ σ θ ή ρ μάτια μου! Τ ή ν 2πιασα άπί) τά νεφρά, της Ιφαγα τ ' αυτιά, μετά τήν Ιριξα ατό πάτωμα, Ιριξα τά μαργαριτάρια της στους χοίρους, τ·ΐ)ς τράβηξα δυό κλωτσιές στόν πάτο, μετά τήν πέταξα στή λεκάνη καΐ τράβηξα ib καζανάκι. (Γέλια) 97
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Ε Σ Θ Η Ρ : Μπράβο! Μπράβο Β ι κ τ ό ρ , " Α χ μωρέ, κρίμα πού άρώστησα καΐ δέν είδα τίποτα. . . προπαντάς τ ' αυτιά! Τουλάχοστον εΪσαι σίγουρος, είναι ν ε κ ρ ή ; Β Ι Κ Τ Ο Ρ ; Νεκρότατη. " Ε β γ α λ ε φωνή μ ε γ ά λ η , και παρέδοσε τό πνεΰμα. Ε Σ Θ Η Ρ : Μόνο αύτ6 παρέδοσεϋ Σ Τ Ρ Α Τ Η Γ Ο Σ : " Α ! Α ύ τ ή ή μ ι κ ρ ή είναι πλεονέχτρα! τί
άλλο, κυρία
Έσθήρ,
ήθελες
"Εμ
να παραδόσει ;
Τήν
'Αλσατία ή τ ή Αοραίνη! (Μπαίνει δ 'Αντωνάκης σέ άγρια κατάσταση.
Βγαί-
νει ή Α ι λ ή ) .
ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ [BixxÔQ —Στρατηγάς τωνάχης)
—Κάρολος—'EaQijQ
—Θηρεσία
^Αιμιλία—
Α Ν Τ Ω Ν Α Κ Η Σ : " Α ! *Ακάμη έδώ μου είσαστε; Ώ ρ α ΐ α , τα παλτά σας καΐ οΰστ. ΚΑΡΟΑΟΣ:
Πώς!
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ:
Ε σ έ ν α δέ σου μιλάω. Έ σ ε ί ς κύριε εΪστε
κακούργος, μιά θλιβερή νούλα, Ιπιπλέον δέ κod καθή* t ! Ά κ ο ϋ τ ε ! ! ΚαΙ μήν τολμήσετε νά ζητείστε έ ξ η γ ή ΟΕίς, γιατί θά σας ζητήσω
κ*έγώ!
Ηαλιό.. Παλιά...
έζώλης καΐ προώλης! ΚΑΡΟΛΟΣ:
^Αντωνάκη!
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ:
98
Ό
«Αντωνάκης» γ ι ά σ4ς είναι
νεκρός!
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Έ ά ν έπιμείνετε, θά σας κάνω τα μούτρα χρέας, Ακούτ ε ! θ α σας στραπατσάρω! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Μ ά . . . αύτο είνα; χαθαρή τρέλλα! ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ:
Μάλιστα, εΖμαι τρελλός, καλά κάνω!
κ ή μου δουλειά εΐναι, σας πειράζει εσάς; σία)
Δι-
( Σ τ ή Θηρε-
"Αντε, εσύ και τό παιδί δρόμο και Ι χ ε - γειά.
" Ε χ ε γ ε ι α σέ δλους! ΚαΙ πάλι καλά να λ έ τ ^ πού δέν σας άνασκολοπίζω συλλήβδην! (Τραβάει τ ή γυναίκα του καΪ τήν κόρη του πρός τήν πόρτα. "Ολοι έχουν μείνει άναυδοι. 'Αμέσως δμως δ 'Αντωνάκης ξαναπαρουσιάζεται, μέ τ ή Θηρεσία και τήν Έ σ θ ή ρ στό κατόπι τ ο υ ) . ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
{Στόν Κάρολο) : Χαζομαρία! Χ ά ! Χαμπάρι
δέν παίρνει άπό άστεΐα! Πετυχημένο, ε ; T i
χάψατε,
ετσι ; ΚΑΡΟΑΟΣ:
'Αστείο! " Α , δχι άδερφέ μου! " Α , δ χ ι !
Μά
τούς θ ε ο ύ ς . . ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ:
" Ο χ ι , πες μου, ώραία Βέν τοπαιξα;
Σας
τήν Ιφερα, I ; " Ε λ α τώρα, τα κάνατε άπάνω σας ! (Ξεσπάει σέ γέλια) ΟΛΟΙ:
" Α , ναι—ι^ιας τ ά ρ α ξ ε — δ μ ω ς — Μ α ς τήν ^φερε ώ-
ραια—καλέ σαν ήθοποιδς — Τ ώ ρ α , δλα πρέπει νά τ λ περιμένετε — — Τ ί ώρα ε ί ν α ι ; — Ά ρ γ ά . " Ε χ ε τ ε καιρό. — Π ρ έ π ε ι νά φύγω. —Παρντόν. Χ α ί ρ ε τ ε , καληνύχταί —Φιληθείτε.
99
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
— Κ α λ η ν ύ χ τ α στρατηγέ. —^Καληνύχτα. — Κ α λ η ν ύ χ τ α . Μερσί. ' — Έ γ ώ μερσί. •—Καληνύχτα. ΕΣΘΗΡ
(βγαίνει λέγοντας) : " Α χ μπαμπά ε χ α σ ε ς · · .
είχε
ερθει μια κυρία που πόρδιζε, πόρδοζε. . . ΚαΙ δ Βικτόρ τ η σ κ ό τ ω σ ε . . . της εφαγε καΐ τ ' αυτιά. . . ('Αντωνάκης - Θηρεσία - Έ σ θ ή ρ - Στρατηγός βγαίνουν)
ΣΚΗΝΗ (Βικτορ—Α
ΔΕΚΑΤΗ
Ιμιλία—Κάρολος)
Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Β ι κ τ ό ρ , εμείς οΐ δυο εχουμε κάτι λογαριασμούς να καθαρίσουμε. Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : " Α , δ χ ι ! Φτάνει γ ι ' άπόψε! Αύριο! ΑΙΜΙΑΙΑ: ΒΓΚΤΟΡ:
" Α ς είναι, αύριο, θ α λογαριαστούμε αύριο. Καληνύχτα μπαμπά. Καληνύχτα μαμά.
Τπνον
έλαφρύν. (Βγαίνει)
ΣΚΗΝΗ
ΕΝΔΕΚΑΤΗ
{Αιμιλία—Κάρολος)
Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Κ α ι έμεις οι δυό εχουμε κάτι λογαριασμούς νά καθαρίσουμε. 100
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ ; Κ α λ ά , καλά, αΰριο. Αΰριο, άλλιώς δεν pipvto καμία ευθύνη γ ι α . . . Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : "Ας είναι. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : ΠοΟ είναι ή «Πρωΐα»; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Πάνω στο τζάκι. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ευχαριστώ. (Παίρνει τήν εφημερίδα) Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Γ ι α τ ί ; Ε τ ο ι μ ά ζ ε σ α ι να διαβάσεις; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Μάλιστα. Σ έ π ε ι ρ ά ζ ε ι ; ΑΙΜΙΛΙΑ:
Μάλιστα.
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ώ ρ α ΐ α , τότε να διαβάσω φωναχτά. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : " Ε τ σ ι μάλιστα. " Ε χ ω και νεϋρα και θα [ύ καλμάρει. ΚΑΡΟΛΟΣ:
Έ κ τ α κ τ α . 'Οπότε, μπορώ ν' αρχίσω.
ΑΙΜΙΛΙΑ:
Άρχισε.
ΚΑΡΟΛΟΣ
(διαβάζει) : Ο Π Η Ρ Γ Π Ε Ρ Ι Γ Ρ Α Φ Ε Ι Τ Η Ν Α-
Φ1ΞΙΝ Τ Ο Γ Ε Ι Σ Τ Ο Ν Β Ο Ρ Ε Ι Ο Ν ΠΟΛΟΝ. ΕΞΑΚ0ΝΤΙΖΕ1 ΕΝΑΝΤΙΟΝ T O r
ΠΡΟΣΒΛΗΤΙΚΗΝ
ΠΡΟΚΛΗΣΙΝ
ΚΟΓΚ.*
Έ π Ι 3 0 ώρας είς 90ο υπό το μηδέν. Ό Πήρυ έβάδισε, Ιλαβε φωτογραφίας, προέβη είς παρατηρήσεις, άλλα δέν
έκοιμήθη.
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Κ ι ' είχα μια σκασίλα! ΚΑΡΟΛΟΣ:
Καλώς. Κ ά τ ι
άλλο.
* "Ολη αυτή ή σκηνή πρέπει να συντομευτεί οτήν παράσταση, καΐ ή Ιφημερίδα νά διαβαστεί περαστικά, μέ μουρμουρητό, έκτός άπά τούς τίτλους ϊσως. Μόνο ή έπιφυλλίδα πρέπει νά άκουστει, δυνατά καΐ καθαρά. 101
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Ο ΖΟΜΕΡ
ΕΚΤΕΛΕΙ
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΑΣ
ΠΤΗΣΕΙΣ
— " Ω - χ ώ ! θ ά σοϋ διαβάσω χά oύσcώδη. " Α ! . . .κατά τήν στιγμήν της παρελάσεως, είμαι έν πτήσει. Πετώ υπεράνω της φάλαγγας των (Ττρατευμάτων. Μέ ευνοϊκό άνεμο, έπιχειρώ έφόρμησιν υπεράνω άνωμάλου έδάφους. Πλησίον των άλυχών μέ αιφνιδιάζει άνεμοστρόβιλος. Ευρίσκομαι είς τα 5 0 μέτρα, με ταχύτητα κεραυνού, περίπου 80 χιλιόμετρα τήν ώρα. Τ ό μοτέρ λειτουργεί στήν έντέλεια. ΑΙΜΙΑΙΑ:
Άρκεΐ.
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ ; Καλώς, " Α ! Αύτό Ι χ ε ι καλαμπούρι. Χ Ο Ρ Ε Γ Ε Τ Ε ΠΟΛΚΑ ; Ό Κυβερνήτης της Γουϊάννας άπειλειται μέ παραίτησιν οιότι άπέτυχε είς τήν πόλκα τών νηπίων! Σ Υ Γ Κ Λ Ο Ν Ι Σ Τ Ι Κ Ο Ρ Ε Π Ο Ρ Τ Α Ζ ΑΠΟ Τ Α Κ Α Τ Ε Ρ Γ Α Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : " Α χ , είναι πολύ δραματικό! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ε π ι τ έ λ ο υ ς τί θέλεις, έγώ φταίω! Δέν εΪμαι δημοσιογράφος έ γ ώ ! " Α ! Αυτά σε άφορα. Τ π ό Στεφάνου Λωζάν, άρχισυντάκτου. ΜΕΡΙΜΝΑ ΔΙΑ Τ Α Σ ΜΕΛΛΟΥΣΑΣ
ΜΗΤΕΡΑΣ
'Απανταχού τής χώρας, οΐ στατιστικολόγοι καταγγέλουν τόν κίνδυνον τής μειώσεως τοϋ πληθυσμού. Οί έπΙ τϊ|ς 102
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
δημοσίας
υγείας
αρμόδιοι άπαντοΰν;
«Προστατεύσατε
τό 7:αιδί!» Δέν θά ήτο έξ Ϊσου δίκαιον να διατ»μπανίσωμεν: «Προστατεύσατε και έκείνας αΐτινες πρόκειται να καταστούν μητέρες;» Έ α ν τό κοινόν της σήμερον αμύνεται κατά των καταστροφών των προκαλουμένων ύπό της «άβαρίας», δέν Ι χ ε ι έπαρκώς ένημερωθει έναντίον μιας άλλης μολυσματικής νόσου, χαρακτηριζομένης διά της φράσεως «δρπαξε τό παράσημον». Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : " Α , δχι, κάνε μου τ ή χ ά ρ η ! Δέν έπιτρέχω Ατιμωτικές άσθένειες στό σπίτι μου! Μέ άηδιάζεις έπιτελους! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Κ α λ ά , παρακάτω, παρακάτω. Μόνο μ ή θυμώνεις σέ παρακαλώ. . . αύτα για αΰριο είπαμε. " Α ! Τσακώσανε τόν Φερέρ, τόν άναρχικό. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Καλά να πάθει. Τ ί άναρχίες μοΟ ή θ ε λ ε . . . Τ έ λος πάντων, διάβασε μου Ινα Ι γ κ λ η μ α . Δέν 2χει κανένα Ι γ κ λ η μ α σήμερα; Πάντα 2χει. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : " Ο χ ι . Σ ή μ ε ρ α δέν Ι χ ε ι Ι γ κ λ η μ α , ούτε καΐ πρόκειται να σοΰ διαβάσω
έ γ ώ
έγκλήματα!
Να τά
διαβάσεις μόνη σου! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Πολύ καλά. ' Ε γ ώ συγκρατούμαι. . .
συγκρατού-
μ α ι . . . τό πρόσεξες πόσο συγκρατούμαι, έλπίζω. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Αύτό, σοΟ τό άναγνωρίζω. " Α , καΐ ή έπιφυλλ ί δ α ! Παραλίγο νά ξεχάσουμε τήν έπιφυλλίδα!
«Μιά
γαλαζοαίματη κ υ ρ ί α » ! . . . (Ένώ διαβάζει, ή περιγραφόμενη σκηνή διαδραματίζεται Ανάμεσα ατόν Κάρολο καΐ στή μυστηριώδη έπισκέπτρίΛί Ή ΑΙμιλία κλαίει μέ λυγμούς μέχρι τό τέλος τής σ κ η ν ί ΐ ς ) .
103
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ {01 ίδιοι
σνν «Γαλαζοαίματη
κνρία)
Ε Π Ι Φ Γ Λ Λ Ι Σ Τ Η Σ «ΠΡΩ·ΓΑΧ^> σ. 3 0 12 Σεπτεμβρίου
1909
«01 ΑΕΡΟΠΟΡΟΙ» 'Αθλητικό ν.αΙ αίσθημ,ατικό μυθιστόρημα. ' Γ π 6 Άλφόνσου
Ηυρομάλλη.
Μ Ε Ρ Ο Σ Τ Ρ Ι Τ Ο Ν : "Ενα κρατικδ μυστικό. I V . Μια γαλαζοαίματη κυρία. «Μόλις 6 σύρτης Ικλεισε τήν θύρα τοϋ κοιτώνος τοΟ Αέ Μπρικύρ, ό πανευτυχής Φούσκας ώ ρ μη σε, ή μάλλον έπέταξε πρός τήν πόρτα δπου δέν Ιπαυαν να γρατζουνοϋν, ασυγκράτητα καΐ άίΐύγκριτα, δύο κρινοδάχτυλα χεράκια. Κ α ι ή όπτασία πού φάνηκε μπροστά του, εκανε τΙς κόρες των ματιών του νά διασταλούν άπ6 κατάπληξη. Ή γαλαζοαίματη κυρία δέν κρατούσε ύπά μάλης τό λεύκωμά της μέ τα «μικρά μυστικά». Μιά μικροσκοπική, ή μάλλον μ ι κ ρ ή , μαύρη βελουδένια μάσκα της Ικρυβε τα μάτια. Στούς ώμους της, Ινα μισάνοιχτο πενιουαρ άφινε να διαγράφεται ή άρχή έν6ς πάλλευκου σβέρκου. Κ α ι δ ρωμαλέος, δ στιβαρός Ικεΐνος άνδρας, κυριολεκτικώς μαγεμένος, πρόφτασε να απολαύσει Ινα μπράτσο γυμνό και τορνευτό, πού γλύστρησε νωχελικά άπ6 το πενιουαρ για να κλείσει τ ή μισόκλειστη θύρα. Κ α ι μα104
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ζΐ
χείμοφο άπό χρυσά μαλλιά, σαν
μπουχέτο
στάχια στόν τράχηλο της άριστοχρατικης γίχλαζοαίματης. Μέ ίνα, έρύθημα ντροπής που ήταν μεθυστικώιερο κ ι ' άπ6 τήν Γδια τ ή μ έ θ η , τό υπέροχο πλάσμα τρύπ-οσε στ6 σττ)θος τοϋ άθλητοϋ, σαν κυνηγημένη έλαφίνα ιχοΰ χώνεται σέ λ ό χ μ η » . Γ α ν δικαίωμα άνατυπώσεως καΐ μεταφράσεως ρεζερβέ δια Έσωτερικόν καΐ Έξωτερικόν. Κοπυράϊτ 1 9 0 9 ύπά Άλφόνσου
Πυρομάλλη.
Α Γ Λ Α Ι Α
105
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Τ Ρ Ι Τ Η Ή
κρεβατοκάμαρα.
Μπαίνει πετάει ναι,
Σκηνή
ό Κάρολος μανιασμένα
στο
Π Ρ Α Ξ Η
άδειανή.
μέ τήν «πρωία» τήν έφημερίδα
στό χέρι.
'Αμέσως
καΐ ξαπλώνει,
μόλ{ς
ντυμένος
^χως
μπει, ει-
κρεβάτι.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ [Κάρολος
καΐ μετά
Αιμιλία)
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ (ξαπλωμένος) : Βίας άβίωτος!. . . Σαρκάζεις βόοιΐ
Σαρκάζεις!. Έ χ . . . τό τί ήπια
άπόψε!... Τί
λα-
ο ί ! . . . Τ ί πίθηκοι! "Ασε τό θαΰμα π ι α . . . ή μαντάμ, "Ιντα!
'Όλο πρού - πρού καΐ άρωμα, ή πουλάδα. . .
^Τήν κράζει σαν κότα, μιμούμενος τόν ήχο της πορδής) Π ρ , πρ, πρ, πρ, πρ, π ρ ! . . .
(ξεσπάει σέ γ έ λ ι α ) .
—Ουφ πιά!. . . — (Σαν κήρυκας)
'Απόψε κάναμε μπάμ!
— " Ι ν τ α Νεκρεμάρ! Ή πρ-πρ-πρ-πρ-πρ προστάτις του πυροβολικου!... Μας κατέλαβε έξ άφόδου! — " Ι ν τ α , ή· μόνη άφρίζουσα!. . . κάτι φουσκάλες, νά!... — " Ι ν τ α ή περδοκτόνος!... " Ι ν τ α !
Νταντά, μ ή , κάκα
α υ τ ό . . . " Ι ν τ α , τό ν τ ε ν τ έ ! . . . — (άπαγελία)
Ή κυρία Νεκρεμάρ, δρες - μάρες - κουκουνάρ!
(Μπαίνει ή Α ι μ ι λ ί α μέ μαντηλάκι στα χέρια και τα μάτια κόκκινα) Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Πώς; 107
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΚΑΡΟΛΟΣ:
Πώς;
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Τίποτα. ΚΑΡΟΛΟΣ:
Τίποτα,
(Παύση. Ό Κος Π ω μ έ λ πετάγεται άπο τ6 κρεβάτι και πιάνει το τραγούδι, χορεύοντας γύρω άπό τ ή γυναίκα του) . Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : ΚαΙ άπόψε πάλι μέ χαρά μεγάλη θά καεί τό πελεκούδι (πρόζα - ύπονοοόμενο : ) έβωμέσα. (έπιχειρεί να τήν άγκίχλιάσει) Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : " Α χ , δχι άπόψε να χαρείς. . .
μή!
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : " Α ^τσι! Κ ι ' έγώ, πρίτςί Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : 'Ωραίος άντρας!. . . ( Ό Κάρολος ξαπλώνει πάλι πάλι στδ κρεβάτι) ΑΙΜΙΛΙΑ
(πού άρχίζει νά γ δ ύ ν ε τ α ι ) . Δέν πιστεύω να έ-
τοιμάζεσαι για ξενύχτι! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Μάλιστα. Έ χ ω δουλειά. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Δουλειά! Τ ί δουλειά γ ι α τό θ ε ό ! ! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ ; Ξυλουργική έργασία. ( Ή ΑΙμιλία σηκώνει τούς ώμους καΐ συνεχίζει να γδύνεται, Πάει πίσω άπό τ6 παραβάν). Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Κ ά ρ ο λ ε ! Σ έ Ικετεύω ξάπλωσε. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ξαπλωμένος είμαι. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Τ ό τ ε γδύσου. Δέν είσαι κoυpασμivoς; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Πρέπει να έργαστώ. ΑΙΜΙΛΙΑ: 108
Ξαπλωμένος;
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ξυλουργική έργασια είναι. Σηκώνεται, κλαίει
βγαίνει.
με λυγμούς.
λεία,
το ανοίγει,
Αρχίζει
* / / ΑΙμιλία, *0
βγάζει
να πλανίζει
ΑΙΜΙΛΙΑ
Κάρολ,ος
πάντα
πίσω
ξαναγυρίζει
ενα σφυρί,
καρφιά,
το ξύλο του
από τό
ταραβάν,
με ενα κουτί μία
πλάνη,
μέ
έργα-
πριόνι
κλπ.
κρεβατιού.
(εμφανίζεται μέ νυχτικιά) : Κάρολε! Μ ή χειρό-
τερα, άπολωλάθηκες ; Ό ρ ί σ τ ε , πλανίζει τό κρεβάτι τώρα! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Μάλιστα, πλανίζω το κρεβάτι. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Μα είναι τρελλός!
Όλότρελλος!
Ρίχνεται στο άλλο κρεβάτι καΙ ξεσπάει σε λυγμούς. *0 Κάρολος, άφοϋ βγάλει το σακάκι του, συνεχίζει τη δουλειά του αποροφημένος και σιγοτραγουδώντας. Χρησιμοποιεί πότε τό πριόνι, πότε το σφυρί και καρφιά άλλά πάντα με εκνευριστική βραδύτητα,
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : "Εμπα στη μάχη γ ι α τη λευτεριά σου, για το πιπί σου, για τό μπαμπά σου, η πατρίδα μας ζητάει ντουφέκι, ό φαντάρος {ίας ζητάει φυσέκι. Ξαφνικά, του.
ΑΙμιλία χέρι ρί
ή Αιμιλία
^Εκείνος πέφτει
κάτω,
σηκωμένο. άπό
τά χέρια
σχολαστικά
σηκώνεται
και
άπαγκιστρώνεται Ό
μ
ξαναπαίρνει
χύνεται
ενα σφυρί
Κάρολος τη μανουβράρει, και
τά εργαλεία
τη
φέρνει μέσα
σά γάτα
ενα τίναγμα
πλάτη του.
και τοϋ ορμάει της ξεκολλάει
στο κρεβάτι,
στο κουτί
στην
του ώμου
"Υστερα
το
*Η
με
το
σφυ-
ταχτοποιεί
τους),
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Έ τ σ ι . . . άρκετά γ ι ' απόψε. Αύριο θα διορθώσω τη ντουλάπα μέ τόν καθρέφτη. Αιμιλία)
(Πλησιάζοντας τήν
"Αν δέν κάνω λάθος, έδοκίμασες να μ ' έκτε-
λέσεις πριν άπό λίγο. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Δέν ξέρω. 109
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
J S A P O A O S : " Ε χ ε ι ; δλα τα δίκια, ΑΙμιλία. Ό μ ω ς , μήν ξαναρχίσεις τά ϊδια, γιατί θα μέ φέρεις στή δυσάρεστη θεση νά σοΟ φυτέψω κανέναν καινούργιο Βικτοράκο. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Βικτοράκο! Κ ι ' ά λ λ ο ν ! ! !
(λυγμοί)
Όχι
Κά-
ρολε, δχι άπόψε, τ6 παραδέχτηκες καΐ μόνος σου, δχι ά π ό ψ ε . . . σέ Ικετεύω! ΕΪμαι τόσο ξ ε θ ε κ μ έ ν η , τόσο θλιμένη, δέν ξέρω ποϋ βρισκόμαστε, τί κ ά ν ε ι ς . . · τι κάνω... Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : "Ε, καί;
Φταίει ό Β ι κ τ ό ρ ;
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Λέν ξέρω. ΚΑΡΟΛΟΣ: "Η Ιγώ; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Έ γ ώ , 5γώ φταίω Κάρολε, έγώ, στην τ ι μ ή μου! . . " Ο μ ω ς , πρ6ς θεοΟ άς κοιμηθούμε! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Τ 6 νομίζεις εδκολο;. . , Ζ'τι) διάρκεια πιτζάμα.
Ή
της
σκηνής
αντής
Αιμιλία
εχει
πλαγιάσει.
ό Κάρολος Ό
γδύνεται
Κάρολος
σκύβει
χαΐ
φοράει
νά τή φι-
λήσει.
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Καληνύχτα σου Α ι μ ι λ ί α . "Ονειρα γλυκά. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Καληνύχτα Κάρολε. Συχώρεσέ με. ΚαΙ δρκίσου μου πώς δέν θά μιλήσεις δλη τ ή νύχτα. ΚΑΡΟΛΟΣ
(θιγμένος, μέ έμφαση) : Νά μέ συγχωρείς.
(Ξαπλώνει και σβύνει τό φως. Μακριά σ ι ω π ή ) . ΑΙΜΙΛΙΑ: ΚΑΡΟΛΟΣ:
(Κάλεσμα)
Κάρολε!
"Ε;
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Τ η ν πόρτα την Ι κ λ ε ι σ ε ς ; ΚΑΡΟΛΟΣ:
Ναι.
(Ξαφνικά μπαίνει ή Λ ι λ ή κρατώντας κηροπήγιο)
110
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΣΚΗΝΗ (01
ίδιοι
συν
ΔΕΓΤΕΡΗ
Λιλή)
Λ Ι Λ Η : Χτυπήσατε κυρία; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Δ έ νομίζω. Α Ι Α Η : Μοΰ φάνηκε πώς χτυπήσατε... Μήπως θέλετε τίποτα, κυρία; δ Κύριος; Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Τ ή ν πόρτα τήν εκλεισες; Α Ι Α Η : Ποιά πόρτα; Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : "Αντε να κοιμηθείς, ζώον! Α Ι Α Η : 'Απορώ πώς ή κυρία έπιτρέπει στόν κύριο νά μου μιλάει ετσι! Α Ι Μ Ι Α Ι Α : "Αντε να κοιμηθείς. Α Ι Α Η : 'Ωραίο σπίτι! Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Τ ί είπες; Α Ι Α Η : Γ ι α τήν πόρτα. Κ λ ε ι σ τ ή είναι. Δέν ξέρω ποια πόρτα λέτε, πάντως κλειστή είναι.
(Βγαίνει)
ΣΚΗΝΗ Τ Ρ Ι Τ Η (KάρoL·ςΆlμιλίa)
Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Ώ ς καΐ ή Α ι λ ή ! (Μεγάλη παύση. ΚαΙ οί δυό μοιάζουν ν' άποκοιμήθηκαν). Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ (Πετάγεται) : Έ γ ώ , άδυνατώ νά κοιμηθώ! Ν ά ! (Ξετεντώνεται μονολογώντας, καΐ παίρνει φωτιά άπό τίχ ιδια του τα λόγια, ώσπου στό τέλος ξεσπάει. Ό ρ ύ ε τ α ι , μέ τΙς λέξεις χωρισμένες σέ συλλαβές). 111
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
—ΔΕ—ΜΠΟΡΩ—ΝΑ—ΚΟΙΜΗΘΩ!
Δ έ μπορώ...
δέ
μπορώ... — Δ Ε Μ Π Ο Ρ Ω Ν Α Κ Ο Ι Μ Η Θ Ω ! — Κ ο ι μ η θ ώ ; Δ έ μπορώ. Δ έ μπορώ. Δ έ μπορώ. — (Μιλάει στ6ν έαυτό του) : Κ α λ ά , σκάσε τώρα. — (απαντάει) : Καλώς! Νά σχάσω — Ιστω. Μια φορά δέ μπορώ να κοιμηθώ! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Τελείωσες Κ ά ρ ο λ ε ; ΚΑΡΟΛΟΣ:
Μπιντέ, άπάντησε στήν κυρία σε παρακαλώ.
Έ γ ώ εχω βάλει ορκο να μήν της μιλήσω δλη τ η νύχτα. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : " Α , έκεΐ το πάς! Ώ ρ α ϊ α ! Κ ι ' έγώ θα μιλήσω, fià ξεφωνίσω! (Φωνάζει μέ ολη της τ ή δύναμη) Χ α ί ρ ε Μαρία κεχαριτωμενη ό κύριος μετά σοΟ —
κλπ.
('Απότομα διακόπτει και ξαναπέφτει στό μαξιλάρι μέ καφτά δ ά κ ρ ι α ) . Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Κ λ ά ψ ε Αιμιλία... κάνει καλό... Κ λ ά ψ ε , κλάψε.. ( Τ ή ν πλησιάζει, της χαϊδεύει τα μαλλιά. Μόλις ή Αιμιλία καταλαγιάσει της λέει άπότομα) : —Λοιπόν, ναί: ή Θηρεσία είναι έρωμένη μου. ΑΙΜΙΛΙΑ
(φωνή απόμακρη) : Τ ό ξέρω. Τ ό ήξερα.
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ό 'Αντωνάκης είναι κερατάς. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Κ ι ' έγώ... είμαι κερατοΰ. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : θ ά στά πώ δλα. ΑΙΜΙΛΙΑ
112
(Κάθεται στήν άκρη τοϋ κρεβατιού) : Σ έ άκούω.
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΚΑΡΟΛΟΣ
(άνήίΓ>χος) : Δ έ μέ πιστεύεις;
ΑΙΜΙΛΙΑ:
Όχι.
ΚΑΡΟΛΟΣ:
Δέν πιστεύεις πώς ή Θηρεσία μ' εκανε δικό
της; ΑΙΜΙΛΙΑ:
" Α ! Αύτό, ναι.
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Τ ό τ ε , γιατί νά στά πώ; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Γ ι α να ξαλεγράρω. Ε ί μ α ι τόσο θλιμένη Απόψε! Τόσο θλιμένη. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Μα είναι βλάκας! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Γ ι α τ ί ; Ά φ ο ϋ μιλάς λογικά. ΚΑΡΟΛΟΣ:
Τ α λογικά; Ποιανού τα λογικά, τί έχουν τα
λογικά; " Α , αναφέρεσαι στα λογικά τα δικά μου! Σωστά, μου διέφυγε, ό
' Α ν τ ω ν ά κ η ς
είναι τρελ-
λός, Έ γ ώ τάχω τα λογικά μου. Πολύ λογικά, βέβαια. Α ι μ ι λ ί α , είσαι έξυπνη. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : ΚαΙ δλη αυτιά. Σ έ άκούω. (Χτύπος στήν 7:όρτα) Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ποιός ε ί ν α ι ; ΒΙΚΤΟΡ
(άπέξω) : Έ γ ώ , ό Β ι κ τ ό ρ .
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Τ ί θες; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Να μπω θέλω. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ώ ρ α ΐ α , εμπα! (Μπαίνει δ Βικτάρ)
ΣΚΗΝΗ {ΚάρολοςΆΙμιλία
ΒΙΚΤΟΡ:
ΤΕΤΑΡΤΗ
-Βικτορ)
"Ήρθα γιατί δέν μπορώ να κοιμηθώ!
ΚΑΡΟΛΟΣ:
Πώς; 113
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΒΙΚΤΟΡ:
Ή ρ θ α γιατί δεν μπορώ να
χοιμηθώ. ΚαΙ δέν
μπορώ νά κοιμηθώ πρώτον γιατί είμαι δρωστος χαΐ δεύτερον γιατί έσεϊς χαλάτε τ6ν κόσμο έδωμέσα. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Είσαι άρωστος; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : ΚαΙ σεις λυσάξατε έδωμεσα. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Γοϋστο μας καΐ δικαίωμά μας νά λυσάξουμε, αν μας κάνει κ έ φ ι ! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : ΚαΙ είμαι καΐ άρωστος. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Που σέ πονάει; ΒΙΚΤΟΡ
(Δείχνοντας τήν κοιλιά του) : Έ δ ώ .
ΑΙΜΙΛΙΑ:
Κοιλόπονο!
ΚΑΡΟΛΟΣ:
Κοιλόπονο Ι χ ε ι ; Ώ ρ α ΐ α . Να πάει στον άπό-
πατο. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Μπορείς κάλλιστα νδίχεις κοιλόπονο χωρίς νδχ ε ι ς άνάγκη νά πάς πράς άνάγκη σου. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Τ ό τ ε ί(.ντε στήν κουζίνα, πιες ενα ποτήρι νερό, ξάπλωσε μπρούμυτα, πάρε βαθειές αναπνοές και θα σοϋ περάσει. Ά ν τ ε , φίλησέ μας καΐ τράβα για υπνο! ( Ό Βικτάρ δέν κουνιέται) —"Ακουσες; ΒΙΚΤΟΡ:
" Ε χ ω σφάχτη στήν κοιλιά σας λένε! Μ ή γκα-
ρίζετε ετσι, δέ μ' άφίνετε να κοιμηθώ, " Ε χ ω πού εχω άϋπνία, φοβάμαι και μ ή σκοτωθείτε ετσι πού βροντολογάτε τα έπιπλα... Νόμισα πώς πυροβολήσατε τον καθρέφτη, άλλα ήταν ή τζαμαρία... ΚαΙ τα παράθυρά σας είναι στό δρόμο!... Κ α ι μ ' αυτό τό μυστήριο χούι να βάζετε τό περίστροφο πλάϊ στό κατουρλοκάνατο, καμιά μέρα θα τινάξετε τό ταβάνι στόν άερα -για να μήν υπονοήσω περσότερα... Κ ι ' επειτα, σοΰ λέει, φταίει
114
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ή νεολαία! "Ολα στή νεολαία τα ρίχνουνε! Στήν μεγαλομάρτυρα νεολαία! ( Β γ α ί ν ε ι μέ ύψωμένο τ6 δάχτυλο).
112
ΣΚΗΝΗ
ΠΕΜΠΤΗ
{Κάρολος-ΑΙμιλία)
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Λόγον τιμής, τδ πάει φυρί - φυρί να τόν έκτελέσω! Ξέρεις τί θέλει αυτός! Τ ε λ ι κ ά , τί θ έ λ ε ι ; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Να κοιμηθεί -τ6 άκουσες. Να κοιμηθεί θ έ λ ε ι . Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : ΑΙμιλία, άκουσε με. Να τα βάλουμε κάτω ψύχραιμα. Κ ά λ μ α . Νά άναμετρήσουμε τις έ π ι π τ ώ ί ε ι ς των πράξεών μας μια καΐ καλή. Νά ζυγίσουμε με άκρίβεια τΙς λέξεις μας και, άν μπορούμε, άς βυθιστούμε σέ μερικούς διαλογισμούς!... (Μεγάλη παύση) ΑΙΜΙΛΙΑ:
Λοιπόν;
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : «Λοιπόν»! "Αν δεν πέσουμε για ΰπνο, εχω τδ προαίσθημα πώς άπόψε κάτι μεγάλο κακό θά συμβεί, θ α σε σκοτώσω, θα με σκοτώσεις -δεν ξέρω. Μια φορά, μοϋ μυρίζει χάρος! Έ δ ώ , έδώ, στα ρουθούνια μου κάθεται, μοϋ γαργαλάει τα δάχτυλα! ( Τ ρ ι γ υ ρ ί ζ ε ι το δωμάτιο. Φουντώνει δλο καΐ περισσότερο) . — Τ ό ν ε νιώθω, νιώθεις; Τόνε νιώθω σαν τόν ιδρώτα πού μουσκεύει τα χέρια μου!
Ρ Ο Ζ Ε ΒΙΤΡΑΚ
(Παίρνει ενα μπουκαλάκι κολόνια καΐ στά σπάει) . ΑΙΜΙΛΙΑ
{'Απόπειρα αστείου) : Μ μ μ μ ! έκτακτος δ χάρος
σου! Βρωμοκοπάει κολόνια! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : " Λ , οχι άστειάκια, δχι άσχειάκια, οχι άστειάκια
άπόψε, ε ι δ ε μ ή —
{'Ανοίγει τό κομοδίνο, παίρνει
τό περίστροφο, σημαδεύει τ ή γυναίκα του, υστέρα άνοίγει
άπότομα το παράθυρο καΐ πετάει τά δπλο στάν
κηπο) . Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Νά πάω νκ στό ξαναφέρω; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : (Κρατώντας τό κεφάλι στα χερ^α τ ο υ ) . — Ό Β ι κ τ ό ρ ! Ό Β ι κ τ ό ρ φταίει, b Β ι κ τ ό ρ ! (Ξαφνικά άπέςω άκούγεται μια ΑΙΜΙΛΙΑ:
έκρηξη)
Άκουσες;
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Τ ί είναι; — (Στό παράθυρο)
(άνοίγει τό παράθυρο) Τ ί τ ρ έ χ ε ι ; Ποιός είσαι συ; Τ ί θέ-
λεις; ΦΩΝΗ
(άπέξω) : 7 1 σαμπρέλα ήταν κυριέ μου. Έ κ λ ά τ α ρ ε
ή σαμπρέλα. ΚΑΡΟΛΟΣ:
(ξανακλείνει τό παράθυρο. Γαλήνια) . Έ κ λ ά -
ταρε ή σαμπρέλα. (Μεγάλη παύση) ΚΑΡΟΛΟΣ:
Κοίτα Α ι μ ι λ ί α ! . . Ά κ ο υ σ έ με... Ή
ρίζα τοΰ
κάκου είναι ό Βικτόρ. ΚαΙ στό θέμα 'Αντωνάκη, κατάλαβέ μ ε !
Π ά λ ι ό Βικτόρ... Ό
Σ τ ρ α τ η γ ό ς ! . . Αύτός
ό έσχατόγερος... δέ θάκανε τίποτα άν δ Β ι κ τ ό ρ δέν... και στό θέμΛ Λιλής, δ γιός μας 2χει β ά λ ί ΐ τό δαχτυλάκι του. "Ασε ή Έ σ θ ή ρ -άθώο πλάσμα! Ό Βικτόρ * ι ' έδώ! — Μ ε τ ά : περίπτωση "Ιντας! Προπαντός στήν περίπτω116
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ση " Ι ν τ α ς ! θυμήσου! Π ά λ ι δ Β ι κ τ ό ρ ! Ό Β ι κ τ ό ρ ! Πίσω άπ' δλα αυτά, δ Β ι κ τ ό ρ ! (Χτύπημα στήν πόρτα) Λ Ι Μ Ι Λ Ι Α : Ποιός eîvat; ΒΙΚΤΟΡ
(άπέξω) : Ό Β ι κ τ ό ρ ! Ε ί μ α ι άρωστος καΐ δέ μπο-
ρώ να κοιμηθο). ΚΑ.ΡΟΛΟΣ
('Ανοίγει τήν πόρτα. Βγαίνοντας) : Στάσου, να
σέ νανουρίσω έ γ ώ ! ('Ακούγονται ξυλιές, φωνές, ξεφωνητά τοΟ μπαμπά σέ κάθε ξυλιά: Αύτος φταίει για δλα γ ι α δλα για δλα δΒικτόρ!) ΑΙΜΙΑΙΑ
(Στδν Κάρολο καθώ; ξαναμπαίνει) :
— Κάρολε! Τ ί ?κανες; Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : ΤοΟ άργασα τό τομάρι. " Α μά πια βρε άδερφέ!
ΤοΟ ?κανα τδν πισινό του αιματηρά
Αυτός τάκανε δλα, μ ή μοΰ πεις!
Ό
λουκάνικο!
γιόκας μας, δ
Β ι κ τ ό ρ ! . . Ώ ρ α ΐ α , εΓπαμε, δ Β ι κ τ ό ρ ! (Παύση) Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : "Ε, καί; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : « Έ , κ α ί » ! ! ! (ξεσπάει σέ λ υ γ μ ο ύ ς ) . Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Κάρολε, μ ή ! " Ο χ ι , δχι έσύ! Μ ή δακρύζεις! Κάρολε! Κ ά ρ ο λ ε ! Μικρέ μου Κ α ρ λ ί τ ο ! Έ γ ώ είμαι, ή Αιμ ι λ ί α , ή γυναίκα σου, ή μόνη σου γυναίκα, αυτή πού -τέλος πάντων... Δέν πάει πολλή ώρα πού ήθελες να μέ σκοτώσεις, πού ήθελα νά σέ σκοτώσω, πού ήθελες νά σκοτωθείς!
Τί
άνεμος κακός είναι αύτός!
ΊσοΟς
Χριστός Ν ι κ ά !
117
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΚΑΡΟΛΟΣ
('Εκτός έαατοϋ) :
— " Α ν ε μ ο ς κακός, βρωμερός, σάν τά βρωμόστομα τοΟ στρατηγοί), σαν τόν κώλο Tfjç κυρίας "Ιντας, σαν τΙς μπαρουτοκαπνισμένες παντιέρες του Μπαζαίν! Είναι δ άνεμος της τρέλλαααααααας ! ΑΙΜΙΑΙΑ:
Ό
άνεμος της τρέλλας... -αύτό, δντως!
Έγώ
δμως πού θέλω να κοιμηθώ! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Πούναι τό μπουκάλι μέ τό λαύδανο! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Τί πάς να κ ά μ ε ι ς ; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Νά ήσυχάσω! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : θ έ ς κα: νά φαρμακωθείς τώρα - τώρα! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : " Ο χ ι μωρέ!.. Λ ί γ ε ς σταγόνες σ' ένα ποτήρι νερό μόνο, το όπιο θα μας ζαβλακώσει... " Ε λ α νά ζαβλακωθοΟμε ! ΑΙΜΙΛΙΑ:
Στό ντουλάπι είναι, δεύτερο ράφι δεξιά, πλάϊ
στό λικέρ. ( Ό Κάρολος ρίχνει λ ί γ ε ς σταγόνες λαύδανο μέσα σ' ένα ποτήρι, πού μετά τό γ ε μ ί ζ ε ι νερό) . Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Τ ό ενα τρίτο εσύ, τό υπόλοιπο έ γ ώ . Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Τουλάχιστον, είσαι σίγουρος... Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Πιές και φέρτο. ( Έ ΛΙμ. πίνει δισταχτικά, μετά τό δίνει στ^ν Κάρολο πού τό καταπίνει μονορούφι). Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Κ α ι τώρα, στήν κούρνια! (Πλαγιάζουν. Τ ό φως σβύνει άπότομα, μετά ξανανάβει σιγά - σιγά. Σ τ ή διάρκεια του μονόλογου του μπαμπά, άκούγεται à Βικτόρ πού βαβουρίζει). ΚΑΡΟΛΟΣ
(Ξαπλωμένος)
:
— ΛΙμιλία... τώρα καλμάραμε... θα κοιμηθούμε 118
Ιπιτέ-
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
λους... "Ομως, κανένα
ύπνωτικό, καμιά
δύναμη στόν
κόσμο -οδ, τί άστέρια!... (Τσιρίγματα του Β ι κ τ ό ρ ) . — . . . δέ θά μπορούσε νά μ* έμποδίσει νά σο5 όμολογήσω, τώρα, μέ τδ πρόσωπό μου δριζοντιωμένο... νά έξομολογηθώ, έντέλει, μέ λ ί γ α λ ό γ ι α : είναι μ ί χ καλλονή... ( Ό Β ι κ τ 6 ρ βαβουρίζει) — μία καλλονή! ΚαΙ δλο χ ά ρ η , Α Ϊ μ ι λ ί α ! Ό τ α ν παίρνει τό τσάι της, μέ τδ χέρι μετέωρο πάνω άπό τ η ζάχαρη! Τ ρ ί α χρόνια τώρα άγαπώ τ ή Θηρεσία!
Τρία
χρόνια κιόλας... "Ενα ποδαράκι, σάν πέντε φυλλαράκια φραουλι&ς... Καθώς κάνει νά δρασκελίσει τδ κρεβάτι... (Τσιρίδες τοϋ Βικτόρ) — . . . ήμαστε στδ ξενοδοχείο ή Εύρώπη. Τ ή ς εΪπα, προτού προφτάσει νά άνεβάσει καΐ τήν δ λ λ η γάμπα... τής ειπα: «μεϊνε Ιτσι... Ιτσι νά μ ε ί ν ε ι ς ! . . . γιά πάντα...». (Φωνή καΐ κακδ) — " Ω ! "Ακριβώς τ ή σ τ ι γ μ ή έκείνη, καθώς τδ μουστάκι μου βρισκόταν, καθέτως δμως, άνάμεσα στους γλουτούς της, καΐ χάιδευα μέ τδ άριστερό μου φρύδι -ή μέ τό δεξί μου;—ένώ τά μάτια της γελούσαν κάτω άπό τήν άμαχάλη της... (θρήνος καΐ κοπετός) — Μήπως σέ ένοχλώ; ΑΙΜΙΛΙΑ:
Καθόλου, τι λές, άγάπη μου! Τ υ χ ε ρ ή
Θηρε-
σία! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Δ έ βρίσκεις; 119
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Ο υ ! ΚαΙ τί ώραΐα πού δ ι η γ ε ί σ α ι ! Σά να ήμουνα μπροστά !
Συνέχισε.
(Φωνε; διαρκείας) Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Α ι μ ι λ ί α , είσαι μ ι α άγία. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Και ή Θηρεσία; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : "Ω, ή Θ η ρ ε σ ί α ! . . Ή Θηρεσία είναι άλλο πράμα, είναι... είναι μια τσαχπινίχσα, είναι... είναι
^να
τσου-τσου-τσου-τσου ε να νταχτιρντι, ενα... είναι τάκος βαρβάτος, έννοεΐς!... Ε ί ν α ι ëva ναϊ-να'ί-ναϊ-ναϊ-ναϊ νά, είναι... άλλου είδους τ α ρ α χ ή ! "Αλλο πράμα!.. ΙΙράμα νά δοϋν τα μάτια σου! Δ η λ α δ ή , πράμα μέ Ιφτά καπάκ ι α ! . . . Παληοτόμαρο βέβαια καταβάθος, άγγείο βρωμερό, αλλά... Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Κ ι ' Ι γ ώ ; Τ ί είμαι Ι γ ώ ; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : ΙΙές μου μοναχή σου. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Έ γ ώ είμαι ή γυναίκα σου. (Μπαίνει 6 Βικτόρ) .
ΣΚΗΝΗ Ε Κ Τ Η (Κάρολος,
AÎUMQJ
Βιχτόρ).
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Κ ι ' έγώ είμαι ό γιός σου. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ή θλιβερή πραγματικότης, Α ί μ ι λ ί α ! Είσαι γυναίκα μου, και δ Βικτορ είναι γιός μου. Τ ί είναι αύτή! ( Β γ α ί ν ε ι μέ τ η νυχτικια) 120
δυστυχία
ΒΙΚΤΟΡ^ΐί TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΣΚΗΝΗ (Αιμιλία,
ΕΒΔΟΜ
Βίκτόρ).
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : "Αντε νά πλαγιάσεις Βικτόρ. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Είμαι αρωστος. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : "Αντε να πλαγιάσεις παιδί μου. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Κάτι ε χ ω ! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Σου χρειάζεται ξεκούραση, αυτά είναι Τοτοράκο, ΒΙΚΤΟΡ:
Γκούντ νάϊτ, μάδερ!
( Β γ α ί ν ε ι κρατώντας τήν κοιλιά του)
ΣΚΗΝΗ
ΟΓΔΟΗ
{Αιμιλία).
ΑΙΜΙΛΙΑ
(Στ6 παράθυρο): Κάρολε! Κάρολε! Που είσαι;
Ηοϋ είναι; Κάρολε, Ιλα μεσα, θά κρυώσεις! θ ά συναχωθεϊς! Κάρολε, άν άγαπας τό θεά ελα μεσα! Τ ί κρύβεσαι, σε είδα, σέ είδα! Φτού ξελευτερία... Έ β γ α ! ΦΩΝΗ Τ Ο Γ Κ Α Ρ Ο Λ Ο Γ :
"Οχι!
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Κάρολε, £λα νά πλαγιάσεις! ΙΙαράτα αυτή τ ή φάρσα! Φ Ω Ν Η : Τ Ο Γ Κ Α Ρ Ο Α Ο Τ : Ηαράτα μας! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : " Α , ετσι μου είσαι! Κλείνει μηορεί δάει
χαι πλαγιάζει.
ΓνρΙζει
απ' το κρεβάτι,
φοράει
Σκηντ] Στή ^Εσβηρ 9
το τιαράθνρο
νά καλμάρει.
άδειαν·^ γιά
διάρκεια
φανερά
πώς
Ξαφνικά,
εν α κιμονό
άριστερά.
και βγαίνει
δεν πη-
λίγο.
της σύντομης
από r^ τζαμαρία
Είναι
μιά δεζιά, μιά άριστερά.
όπονσίας
τοϋ κηπον,
της Αιμιλίας^
διασχίζει
αμίλητα
μπαίνει τή
ή
σκηνή,
121
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
xai χάνεται δε^ιά, στό δωμάτιο τον Βιχτόρ. 'Αμέσως ρολος καΙ ή ΑΙμιλία γυρίζουν <ττό δωμάτιό τους).
μετά
ό Κά'
(Μπαίνει πρώτος) : ' Q p a î a μ δ ς τήν
£φερε
ΣΚΗΝΗ {ΑΙμιλία,
ΕΝΑΤΗ
Κάρολος)
ΚΑΡΟΛΟΣ
τά λαύδανο! T i πήραμε γ ι ά ύπνωχικό καΐ κοντέψαμε νά πάθουμε κολικούς! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Νά πήγαινες στό μέρος! Ό χ ι
στόν χ ή π ο ! 'Ω-
ραία Ιδέα! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : ΚαΙ ή ανάγκη, ίδέα είναι, Σάν κ ι ' αύτή πού μοί5 κατέβηκε λίγο πρίν, νά κάτσω να στά πώ δλα! ΑΙΜΙΛΙΑ
( T i v χαστουκίζει μέ δλη της τ ή φόρα) :
—"Ορισε!
"Ορισε γουρούνι, χοιρινά άγενέστατο!
"Αρ-
π α τ η ! ΚαΙ τούτη! Νά, νά, νά κ ι ' &λλη! ΚαΙ τώρα τί λές, θα πλαγιάσεις; Λ έ γ ε ! ΚΑΡΟΛΟΣ
(Μετά το ξύλο) : Έ γ ώ , δέν άμύνουμαι, τό βλέ-
πεις. Δ ί κ ι ο 2χεις, είμαι σιχαμερός, πλάσμα άτιμασμένο καΐ χωρίς ένδοιασμούς. Νόμισα πώς σοΟ εΣχα ζητήσει παρντόν. " Ο χ ι ; Καλά, τό λέω τώρα: ζητάω τ ή συγνώμ η σου ΑΙΜΙΛΙΑ:
ΣοΟ τήν παραχωρώ!
Ό μ ω ς τ6 Μέλλον θά σέ
άποστομώσει. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Τ ό μέλλον! " Ε χ ω ενα προαίσθημα πώς τό μέλλον θα πάρει ά λ λ η τροπή. ΑΙΜΙΛΙΑ:
ΙΙώς;
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : " Ε , προαίσθημα είναι... Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : 'Απαιτώ έ ξ η γ ή σ ε ι ς ! 122
ΒΙΚΤΟΡΊΗ TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : ΕΓμαστε χαμένοι. ΑΙΜΙΛΙΑ:
Χαμένοι;
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Χαμένοι. Ψ υ χ η τε καΐ σώματι καΐ περιουσία. Δεν είδες, τίποτα δέ στέκει δρθιο σ' αυτό τ ΐ σπίτι. Φοβάμαι. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Φοβάσαι, τ ί ; ΚΑΡΟΛΟΣ:
Φοβάμαι.
(Παύση)
Φοβάμαι μήπως δέν στα-
θώ στό υψος των περιστάσεων. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Στο υψος των... Τ ί ϋψος μ ι κ ρ ο π ρ έ π ε ι α ς ! ! ! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Λίγο ΰπνο! Πολλά ζητάω; (Κουδούνι. Ό Κάρολος καΐ ή Α ι μ ι λ ί α κοιτάζονται. Τ ό κουδούνι χτυπάει έπίμονα) . ΑΙΛΗ
('Από τα παρασκήνια) : Κυρία, χτυπάνε μου φαίνε-
ται. ΚΑΡΟΛΟΣ:
Λές;
Α Ι Λ Η : Χτυπάνε, τό κεφάλι μου κόβω. Ν ' άνοίξω; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Έ , μάλλον. Ποιος νάρθε τέτοια ώρα; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Τ ί ώρα είναι; ΚΑΡΟΛΟΣ:
Κυριακή.
(Φωνάζει)
Α ι λ ή , δνοιξες;
Α Ι Λ Η (πάντα απέξω) : Μάλιστα. ΕΓναι ή κυρία Μανιώ. ΚΑΡΟΛΟΣ:
Ή
Θηρεσία.
( Ή Θηρεσία χύνεται μέσα σάν τ ρ ε λ λ ή ) .
ΣΚΗΝΗ (Κάρολος,
Αιμιλία,
ΔΕΚΑΤΗ
Θηρεσία),
Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Έ σ θ ή ρ ! Που είναι ή Έ σ θ ή ρ ; 123
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ή Έσθήρ; ΘΗΡΕΣΙΑ:
ΝαΠ Ξεπόρτισε λέγοντας πώς πάει στόν B t -
κτόρ. Τ ώ ρ α πιά, λ έ ε ι , b B i x x i p θά είναι δ μπαμπάς μου, δ μπαμπακούλης μου! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ά λ λ η τρέλλα! Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Τ ρ έ λ λ α , δε λές τίποτα! ' Α χ ! Τ ί βραδιά! Ηο5 είναι ή ' Ε ο θ ή ρ ; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Μά, φτωχή μου φ ί λ η , δεν τήν είδαμε! "Αν τ ή βλέπαμε θά σοίς τ6 λέγαμε. Έ δ ώ μια φορά δέν ήρθε. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Δεν εΪναι έδώ;
(Δύσπιστη)... Δέν πιστεύω να
βγάλετε τ6 &γτι σας άπάνω
στό παιδί μου! " Ε ;
Δέν
πιστεύω να μοΰ σκοτώσετε τήν κόρη μου! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Να σκοτώσω τήν κόρη σας! ΚαΙ γ ι α ποιό λόγο! "Εχουμε ε λ λ ε ι ψ η νομίζεις!
Δέν Ιχουμε έμείς άνθρώ-
πους δικούς μας να σκοτώσουμε; ΚΑΡΟΛΟΣ:
Πώς;
Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Δ η λ α δ ή , τί έννοεΐτε; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Σ έ λίγο θά κατίχλάβετε, Θηρεσία. Βάρδα μόνο να μήν είσαι έσϋι τ6 θΟμα! Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Ή κόρη μου βρίσκεται έδωμέσα. 'Ακούτε; Ε ί μαι τόσο σίγουρη δσο καΐ πώς μέ λένε Θηρεσία! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Μα Θηρεσία, λ ί γ η λ ο γ ι κ ή ! Ά π ό που θάμπαινε! ΑΙΜΙΛΙΑ:
"Εξω!!!
Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Σωστά, 2ξω τώρα και ξαναγυρίστε αδριο. 'Απόψε Ιχουμε άνακωχή. Αδριο τά κανονίζουμε δλα. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Ά φ ο υ θελω τήν κόρη μου σας λ έ ν ε ! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : " Ε , πώς νά τό κάνουμε, στήν τσέπη μου τήν ίχω τήν κόρη σου! Μόνο τό γ ι ό μας Ιχουμε έδώ -τόν θέλεις; 124
ΒΙΚΤΟΡ Η ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Ι ί Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Μά Θηρεσία, μήν είστε ξεροκέφαλη. Γυρίστε σπίτι σας. Στο λόγο της τιμής μου, ή Έσθήρ δέν ήρθε m ,
ΘΗΡΕΣΙΑ
(Στήν Αιμιλία) : Κάπου την κρύψατε!
Πήγα-
τε να [ΐοΰ την πνίξετε μέσα στήν καρβουναποθήκη προτήτερα, γιά
έκδίκηση,
έπειδή
σας πηρα
τόν
άντρα
σας. " Ε λοιπόν ναί, σάς τον πήρα, σάς τον πηρα, σας τον πήρα, σας τόν πήρα! Κάτίο άπ' τή μύτη σας! Κ α ι σάς, καΐ σας θά σας ειχα κάνει δική μου αν 7j[L0'jva άντρας! " Ο χ ι μόνο 0ά σάς ειχα κάνει δική μου, άλλα θά σάς ειχα σκαρώσει και παιδί ! Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Ό ρ ί σ τ ε ! Νά μοΰ σκαρώσει π α ι δ ί ! ! ! 'E^iiva! ! ! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Καθόλου ευγενικό Θηρεσία, καθόλου ευγενικό -πώς το λέτε αύτό! Γιατί δηλαδή, σάς έσκάρωσα εγώ παιδί ; Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : ' Ώ Α ι μ ι λ ί α , σ'Jγvώμη Α ι μ ι λ ί α ! Σ υ γ ν ώ μ η ! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Καθόλου συγνώμη, να σου λ ε ί π ε ι ! Δέ σέ συγχωρώ, νά! Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Γυρίστε σπίτι, γυρίστε στον 'Αντωνάκη. ΘΗΡΕΣΙΑ:
(Γελάει νευρικά) . Ό 'Αντωνάκης! Μα αυτός
μέ εδιωξε! Ό μπούρδας ό 'Αντωνάκης! Β γ ή κ ε στό μπαλκόνι με τ ή νυχτικιά! «Σφυροκοπάτε τήν άριατερά πτέρυγα! Σφυροκοπάτε τ ή δεξιά πτέρυγα!
'Εμπρός παι-
διά! Ά ε ρ α ! Θάνατο στους Οϋννους!» Ή 'Εαθήρ τδσκασε ουρλιάζοντας -φώναζε τόν Βικτόρ. Τ ή ν εφαξα σέ ολη τ ή γειτονιά! Για να μήν τ ή βρω έκεΐ... "Ω, Κάρολε! Δόσμου πίσω τό παιδί μου! Δέν πιστεύω νά μοΰ τήν αιματοκυλίσεις! Έ σ θ ή ρ ! (Φωνάζει) —Φονικό!
Φονικό!
125
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
( Ό Κάρολος της φράζει τό σχόμα μέ τ6 χ ε ρ ί · ^Ακούγεται θόρυβος άπό τά γύρω διαμερίσματα, φωνές: — Τ ί τρέχει; — Οί Πωμελαΐοι ! Σφάζονται ! Τ ο κουδούνι ττ]; πόρτας).
ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ {01 ïôlOt ανν
ΛΙΛΗ
Λιλη).
(μπαίνοντας) : Δέν κλείνετε τήν πόρτα τουλάχιστον,
θα σας πέσουνε τά χ έ ρ ι α ! 'Ορίστε, δλη ή γειτονιά β γ ή κε στα παράθυρα!... — Τί» σπίτι τοΰ Ι γ κ λ ή μ α τ ο ς ! . . — Τ σ ι μ ο υ δ ι ά ! !... Μήν ακούσω κ ί χ . . . ύποβάλω παραίτηση!
δντε, δ,ντε, μήν
(Βγαίνει)
ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ (jfiidçoAof,
Αιμιλία,
Θηρεσία).
Φ Ω Ν Η : Μά τί τ ρ έ χ ε ι ; ΑΙΑΗ
(άπό τα παρασκήνια) : Τίποτα, τίποτα, ή κυρία μου
ξεγεννάει. ΦΩΝΗ:
( ά λ λ η ) : Τ ί ?κανε -'Αγόρι;
Φ Ω Ν Η (πρώτη) : Κ ο ρ ί τ σ ι ; Λ Ι Λ Η : " Ο χ ι -μπάσταρδο! 126
ΒΙΚΤΟΡ Η ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ^Λχονγονται ττον χλείνονν. Στη μαρμαρωμένοι.
γέλια πον όλο και άραιώνονν. "νστερα παράθυρα διάρκεια της σκηνής αντής, ot τρεις )]ρωες ^Γμαι
Ή πόρτα δεξιά ανοίγει και μπαίνει άπά τό χερι. Ή Έσθήρ τρίβει τά μάτια
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ {Οι ϊδιοι
ΘΗΡΕΣΙΑ:
συν Βικτορ
με την
Έσθηη
ΤΡΙΤΗ
Έαθήο).
Έ σ θ ή ρ ! Έ σ θ ή ρ ! Δυχατερα μου!
λία) : "Ωστε ΐτσι\ ΑΙΜΙΑΙΑ
-
ό Βικτόρ, της.
(Στήν Αιμι-
Κατάσχεση στο παιδί μου!
(Σηκώνει τους
ώμους της. Σ τ ή ν Έ σ θ ή ρ ) : Η ώ ;
μπήκες έδώ, μωρό μου; Ε Σ Θ Η Ρ : 'Από τόν κήπο. Α Ι Μ Ι Α Ι Α : ΚαΙ γιατί ήρθες; Ε Σ Θ Η Ρ : "Ηθελα νά δώ τον Βικτόρ. ΒΙΚΤΟΡ: ΚΑΡΟΑΟΣ
Έ μ ε ν α ήθελε. (Στον Β α τ ό ρ ) : Γ ι α τ ί ; ΣοΟ ε ί π ε ;
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τίποτα, Ξάπλωσε στο ταπέτο, μπροστά στό κρεβάτι μου... Κ Α Ρ Ο : " Ε τ σ ι ; Λεν είπε τίποτα; ΒΙΚΤΟΡ
(Στήν Έσθήρ) : Ε ί π ε ς τίποτα;
Ε Σ Θ Η Ρ : Πώς! Είπα «καλησπέρα Β ι κ τ ό ρ » . Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Και μετά; ΒΙΚΤΟΡ:
Μετά, άποκοιμήθηκε. Κ α ι σεις μου τήν ξυπνή-
σατε ( Σ τ ή Θηρεσία) : Τ ή θ έ λ ε τ ε ; Πάρτε την, έγώ ίχω κοιλόπονο. (Μεγάλη παύση)
127
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΑΙΜΙΛΙΑ
( Σ έ Ικσχαση) :
—θαΟμ-α! θ ε ί ο θαΟμα, θεοΰ θέα!... " Ω ! Εύλογητος δ θ ε ό ς ! Αυτός μάς τήν ε σ τ ε ι λ ε ! Ό θ ε ό ς ! Έ κ ε ΐ πού έσεις βλέπετε ξεπόρτισμα, έγώ βλέπω τόν θείο δάκτυλ ο ! Β λ έ π ω τά φως τδ ά λ η θ ι ν ό ! . . — " Ω β ε έ μου! Σ α ς ευχαριστώ! Μέγας είστε κύριε! — Στά γόνατα! ϋροσκυνηατε, προσκυνήστε παιδιά μου! —Γονάτισε Κάρολε, γονάτισε Θηρεσία! Κ α ι ας εύχαριστήσουμε τόν Κύριο, του όποιου, ά προπό, οΐ βουλές δέν είναι καΐ τόσο ανεξερεύνητες. 'Ιδού πού ένωθήκαμε χάρ η στήν πιό τρυφερή Απιθανότητα. . . — Έ σ ύ Θηρεσία, γυναίκα εν πολλαϊς μοιχείαις περιπεσοΟσα, μ ή θρηνείς πλέον - . . 'Εσύ, δ άνάξιος πατέρας! Έ γ ώ , ή άτυχη μ η τ έ ρ α !
ΈσεΪς παιδιά μου, μοιραίοι
μάρτυρες πού φέρατε τήν απολύτρωση! Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Κ ι " έγώ έλαβα φώτιση! Σωστά, βέβαια, θαύμα! θ ε έ μου! Σας εύχαριατώ! ΚΑΡΟΛΟΣ:
'Απίθανο!··.
Κ ι ' έγώ, κ ι ' έγώ Ιλαβα φώτι-
σ η ! ΊησοΟ Χ ρ ι σ τ έ ! Μερσί! ΕΣΘΗΡ:
'Απίθανο, άπίθανο!
Σούπερ!
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Α χ Παναγίτσα μου ή κοιλίτσα μου! Παναγίτσα μου ή κοιλίτσα μου! Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Σ η κ ω θ ε ί τ ε , δλοι! Σ η κ ω θ ε ί τ ε ! Τ δ χέρι σας Θηρεσία...
βάλτε το
σχδ κεφάλι
της Έ σ θ ή ρ . Δόσε μου
τδ κολασμένο, ακόλαστο χέρι σου Κάρολε. Ά κ ο ύ μ π η σ έ το στο κεφάλι τοΰ Β ι κ τ ό ρ , και προσευχηθείτε. . προσευχ η θ ε ί τ ε μέ δλη σας τ ή φόρα! Πάρτε ορκο ίερδ κ ι ' επίσημο πώς άπαρνιόσαστε τις Ινοχες σχέσεις σας. Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Όρκίζουμαι νά μήν πλαγιάσω πλέον μαζί σας,
128
ΒΙΚΤΟΡ'Ή TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Θηρεσία, νά μ ή σέ άπατήσω πλέον Α ι μ ι λ ί α , καΐ να εΖμαί υπόδειγμα συζύγου. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Όρχίζουμαι στή ζωή σου, κόρη μου Έ σ θ ή ρ , ν' άπαρνηθώ τό θανατηφόρο πάθος αου γιά τόν Κάρολο, καΐ να φροντίζω τόν 'Αντωνάκη μ^χρι θανάτου. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Εύχαριστώ! Ευχαριστώ!
(Κλαφουρίζει καΐ τους
άγκαλιάζει άνά δύο). ΒΙΚΤΟΡ:
Τ ε λ ε ι ώ σ α μ ε ; 'Αμάν - άμά\ ή κοιλίτσα μου Πα-
ναγίτσα tJLOu... πα πα πα πα ή κειλίτσα μου... ή κοιλιίσούλα μου... Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Δέ σου πέρασε καθόλου Β ι κ τ ό ρ ; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τ ό παχύ μου Ιντερο! (Κουδούνι) Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Κ ι ' δ λ λ ο ς ϋ Μα τί γίνεται μ"· αύτ6 τά κουδούν ι ! θ α τ6 ξεκολλήσω έγώ στό τέλος! ΑΙΜΙΛΙΑ:
Ποιός ε ί ν α ι ;
(Μπαίνει ή Α ι λ ή ) .
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ (Οί ίδιοι
συν Λιλή
και μετά
ΤΕΤΑΡΤΗ
Μαρία).
Α Ι Λ Η : Ή Μαρία. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Ή καμαριέρα μου!
(Στη Λιλή)
Τ ί μέ θ έ λ ε ι ;
Λ Ι Λ Η : θ έ λ ε ι . . . πέρασε Μαρία. Μ Α Ρ Ι Α : Κυρία, σας παραδίνω την ποδιά μου—καΐ αύτ0 τύ γράμμα. Δεν χρειάζεται παρέα.
Π
άπάντηση. Καληνύχτα
στήν
(Βγαίνει),
129
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ (Κάρολος,
ΘΗΡΕΣΙΑ
Αιμιλία,
Θηρεσία,
ΠΕΜΠΤΗ
Βικτόρ,
Έσθήρ).
(ΆφοΟ διαβάσει, καταρέει) : " Α χ !
ΚΑΡΟΛΟΣ
(Μέ φροντίδα) : Θηρεσία, τί ε χ ε τ ε ;
ΘΗΡΕΣΙΑ:
Ό
'Αντωνάκης!
Ό
Μπούας!
Κρεμάστηκε
6
μπουνταλάς! Ο Λ Ο Ι : " Ω ! Τ ί ; Πώς; Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Κ ρ ε μ ά σ τ η κ ε ! Μέ τ ή νυχτικιά! Στό μπαλκόνι! ΚΑΡΟΛΟΣ:
Σωπάτε!
Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Διαβάστε μόνος σας. (Δίνει τ6 γράμμα στάν Κάρολο που διαβάζει. Μακριά σιωπή). Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Διαβάστε Κάρολε, ν' Ακούσουν δλοι. ("Οσο κρατάει τ4 διάβασμα, ή Θηρεσία πνίγεται πότε απέ) λυγμούς καΐ πότε άπό γ έ λ ι α ) . ΚΑΡΟΛΟΣ
(Διαβάζει) :
'Αντίο Τερεζινα, Έ γ ώ είμαι έκκρεμής. θυμάσαι τόν ξύλινο πλάστη ττ)ς κουζίνας, πού άνοιγες φύλλο πότε - πότε και μας έφτιαχνες τόσα νόστιμα γλυκ ά ; " Ε , τόν έπτ^ρα στό μπαλκόνι, τον Ι μ π η ξ α έκεΐ πού στερεώνουμε τό κοντάρι της σημαίας, άφοϋ πρώτα έδεσα κόμπο στήν δ.κρη του τό πράσινο γορδόνι άπό τΙς καλές μας κουρτίνες τοΰ σαλονιού. Πέρασα το κεφάλι μου στή θηλειά, καΐ τώρα είμαι έκκρεμής. Κυματίζω στον άνεμο, γιατί Ιγινα σημαία. " Ε γ ι ν α σημαία—και
μην
άπορειτε: θά μέ βρείτε ντυμένο στα έθνικά μας χρώ-
130
ΒΙΚΤΟΡ Η ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ματα, μέ τά μπλέ μου βρανδεμβούργιο άμπέχονο καΐ τήν κόκκινη κυλόττα των αυτοκρατορικών δραγώνων. θ α βάλω εναν αποχαιρετιστήριο δίσκο στό φ^)νόγραφο καΐ θα πεθάνω υπό τούς ήχους του θούριου <εχε γ ε ι α καημένε κόσμε». Ή τελευταία μου θέληση, έ'ταν γυρίσεις σπίτι, είναι να σπάσεις τόν πλάστη προτοΰ άκόμη μέ άποκαθηλώσεις, καΐ να κυνηγήσετε τον Βικτόρ στα πεζοδρόμια της Όμόνοιας, τό φαρμακερό μανδραγόρα πού έμόλυνε τό άπόσταγμα των νεφρών μου. 'Αντίο Τερεζίνα, άντίο θούλα, Θηρεσία αντίο, 'Αντωνάκης. Γ. Γ. Ά
προπό, μην άμελήσεις: πές στόν Κάρολο νά
παρηγορήσει τήν κόρη
του.
Κατά μάνα, κατά κύ-
ρη. Πατέρας κερατάς, μητέρα μοιχαλίς, κόρη μοιχαλοπούλα. Καλύτερα ετσι, τέτοιο σόϊ δέν είναι ανάγκη να διαιωνίζεται. (Μεγάλη, βαρεία σ ι ω π ή ) . Ε Σ Θ Η Ρ : Τ ί πάει να πει κερατάς; (Καμία άπάντηση) Ε Σ Θ Η Ρ : Τ ί πάει νά πεί κερατάς; Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : Κερατάς, χρυσό μου, είναι ενα πουλάκι. ΑΙΜΙΑΙΑ
( Κ λ α ί γ ο ν τ α ς ) : "Ω, φτάνει, σ τ α μ α τ ε ι σ τ ε . . .
αρ-
κεί! ΘΗΡΕΣΙΑ
(Χτυπιέται) : Φτάνει!
Αύτό πάει πολύ, πάρα
πολύ, υπερβολικά πολύ! Τ ό ποτήρι ξ ε χ ε ί λ ι σ ε ! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Ο χ ι άλλος, δχι άλλος παρακαλώ! Είμεθα πλήρες! ( Β γ α ί ν ε ι κρατώντας τήν κοιλιά του) 131
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ( 0 < Ιδιοι εξω όσιο τον
ΕΣΘΗΡ
ΕΚΤΗ
Βικτόρ).
(απαγγελία) : Ό βοριάς πού τ ' αρνάκια παγώνει, πάει στ6 τζάκι αύχόν πού κρυώνει. Δέν θά Ιρθει πιά κανείς. Φτωχό πουλί, μήν άπορεΐς! Φτερωτέ μου φουκαρά, φουκαριάρη κερατά.
ΑΙΜΙΛΙΑ:
Κάρολε, θα πάς τη Θηρεσία χαΐ τήν
'Εσθήρ
σπίτι τους, να άναλάβεις δλες τις διατυπώσεις. Θ Η Ρ Ε Σ Ι Α : " Ο χ ι Κάρολε, δ χ ι , θά τα ταχτοποιήσω δλα μοναχή μου, μήν κάνετε τάν κόπο. Κ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Μα τί λέτε τώρα Θηρεσία, μπροστά στον θάνατο! "Ω Α ι μ ι λ ί α , είσαι μια ά γ ί α ! Μιά άγία γυναίκα, Αίμιλία ! Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Καλά, καλά... Είδατε ειλικρίνεια, ετσι; δ,τι Ι χ ω στην καρδιά, τδχω και στα χ ε ί λ η .
Έγώ,
Ελπίζω
να μήν σας κάνει καρδιά νά μέ άπατήσετε και άπόψε. ΘΗΡΕΣΙΑ:
"Ω! Αιμιλία!
Τ ρ ε λ λ ή είσθε!
Να σας άπατή-
σουμε άπάψε! Ε ξ ά λ λ ο υ όρκιστήκαμε και μας δόσατε ίίφεση. Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Τίποτα δέν έμποδίζει... ΚΑΡΟΑΟΣ
{άδύνίχμα} : Μά τί λές τώρα, μείνε ή σ υ χ η !
(Άπ'' 2ξω μια δυνατή κραυγή) ΚΑΡΟΑΟΣ: Τί ΑΙΜΙΑΙΑ 132
είναι;
( Β γ α ί ν ε ι φωνάζοντοις) : Β ι κ τ ό ρ ! Β ι κ τ ό ρ !
ΒΙΚΤΟΡ Η ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ (Μεγάλη σιωπή. Ξαναμπαίνει κρατώντας τδν
Βικτέρ
στά χέρια της λιπόθυμο)
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ (Οί ϊδιοι
σύν
ΕΒΔΟΜΗ
Βικτόρ).
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Είναι ή συντέλεια του κόσμου! Τάν ê p f j x a λιπόθυμο στο διάδρομο. Φ ύ γ ε τ ε ! Κάρολε, πήγαινε γρήγορα τ ή Θηρεσία καΐ τήν 'Εσθήρ χκΐ μεχά φέρε xb γιατρό. (Κάρολος - Θηρεσία - Έ σ θ ή ρ βγαίνουν δρμητικά.
Ή
ΑΙμιλία ξαπλώνει τον Β ι κ τ ό ρ στό κρεβάτι. Ή Αιμιλία κλαίει μέ λυγμούς στό προσκέφαλό τ ο υ ) .
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ [Αιμιλία
-
ΟΓΔΟΗ
Βικχόρ),
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Β ι κ τ ό ρ ! Β ι κ τ ό ρ ! Τοτοράκο μου χρυσέ μου, καμάρι μου! Παιδί μου! Γ ι α τ ί έσύ τουλάχιστον είσαι παιδί δικό μου. Τοτοράκο, γ ι ε της Αιμιλίας και του Καρόλου, σέ ικετεύω άπάντησέ μου. " Α χ θ ε έ μου, Ηαναγία μου, " Α γ ι ε 'Ιωσήφ καΐ δλοι οί άγγελοι έπιπλέον, λύστε του τ ή γλώσσα, ν' άπαντήσει στα παρακάλια μιας σπαραγμένης μητέρας! Βικτοράκο! Βικτοράκο μου! 'Ορίστε, σωπαίνει! Είναι νεκρός. Είσαι νεκρός; 'Αποκλείεται ! ' Ά ν ήσουνα νεκρός, θα τό μυριζόμουνα έ γ ώ — τ ά μητρικά σπλάχνα τα πάντα μυρίζουνται. 133
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
( Ό Βικτόρ κουνιέται, βγάζει στεναγμό) — " Α ! Κουνιέσαι! "Ωστε δεν είσαι νεκρός. Τ ό τ ε , γιατί δέν άπαντάς; Λ έ γ ε ! Τ ο κάνεις έπίτηδες, μάς κατατρέχεις, θέλεις να χτυπηθώ, να κυλιστώ! Αυτό θέλεις λοιπόν, ε ; Ά φ ο ϋ μπορείς και κουνάς όλόκληρη κορμάρα, βαριέσαι νά κουνήσεις μιά τόση δά γλωσσίτσα; Τ ί θα σου στοιχίσει; Δ έ μπορείς να μ ι λ ή σ ε ι ς ; ""Η δέ θέλεις; " Ε ν α . . .
δ ύ ο . . . Βικτόρ! Έ ν α . . .
δύο...
Bt-
κτόρ, τρεις καΐ τήν κακή σου μέρα! Νά! (Τόν χασχουκίζει) ΒΙΚΤΟΡ:
"Αν είναι άνανδρία να χτυπάς ενα άρωστο παι-
δάκι, 2να παιδάκι πού υποφέρει, τότε ή μητέρα πού καρπαζώνει ενα παιδί τοΰ θανατά, τί μητέρα είναι αύτ ή , μαμά; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : ΙΙοφντόν Β ι κ τ ό ρ , παρντόν—δέν ήξερα τί Ικανα πιά. Ά λ λ α και σύ, νά μήν άπαντάς!! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τ ί μητέρα είναι μια μητέρα πού κακοποιεί τδ έτοιμοθάνατό της π α ι δ ί ; ΑΙΜΙΑΙΑ:
Μά Ιπρεπε νά μου άπαντήσεις Τοτοράκο, να
μου άπαντήσεις, χρυσό μου! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Ώ ρ α ΐ α , σου άπαντάω. Ή μητέρα αύτή εΤναι 2να τέρας. ΑΙΜΙΑΙΑ :
Συχώρεσε με Β ι κ τ ό ρ , Έ γ ώ σ' Ι χ ω συχωρέσει
τόσες φορέςΙ Κ ι ' έσύ δέ μπορείς—δστερα άπό τέτοια βραδιά, τέτοια δαιμονισμένη νύχτα. . . τέτοια ζ ω ή !
θά
μπορούσες νά μέ—Τοτοράκι μου, σκέψου: άν μου πέθαινες! ! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Αές θα πεθάνω; Α Ι Μ Ι Α Ι Α : " Ο χ ι βέβαια, άλίμονο! Δέν ξέρω τί Ι χ ε ι ς , άλλά 134
BIKTOP H TA ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
τ ί μπορείς να ε χ ε ι ς ! Μα οχι, μήν άνησυχείς. Να πεθάνεις! Μά δχι χρυσό μου! Τόσο νέος! ΒΙΚΤΟΡ:
Ό χάρος χρόνια δέν κοιτά.
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Δ έ θα πεθάνεις, δέ θέλω να πεθάνεις, θέλω μόνο νά μέ συχωρέσεις. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Ε λ α , ίλχ
καλή μου μαμά. Ά ρ τ ί κ ο λ ο πρίμο: πε-
θαίνω, άρτίκολο σεκούντο έπειδή πρέπει να πεθάνω, καΐ τέρτσιο πρέπει να σέ συχωρέσω. " Ε λ α να σου δόσω τήν ε υ χ ή μου. ( Τ η ς δίνει τήν εύλογία του. Ή Α ί μ ι λ ί α χλαίει μέ λυγμούς και του φιλάει σπασμωδικά το χέρι) . Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τ α πρώιμα παιδιά, συνορεύουν με τή μεγαλοφυία. Είναι παιδιά—μεγαλοφυίες. . . ΑΙΜΙΛΙΑ:
"Ε;
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Μα ακου λοιπόν! Ό Έ ρ α κ λ η ς , άπό τήν κούνια του επνιγε φίδια. Ε μ έ ν α τό μπόϊ μου δέ μοΰ έπ ι τρέπε ι τέτοια παιδιαρίσματα. Ό Πασκάλ, μέ κύκλους και μπαστούνια άνακάλυψε τΙς βασικές άναλογίες της εύκλείδείίχς γεωμετρίας. Ό μικρός Μότσαρτ μέ τό βιολάκι του και τό δοξάρι του θα θαμπώνει πάντα τους έπισκέπτες στό μουσείο τοΰ Λουξεμβούργου. Ό μικράς Φρειδερίκος Ιπαιζε σκάκι, είκοσι παρτίδες μαζί, και τις κέρδιζε δλες. Και τέλος, δ μικρός Ίησοΰς Χριστός τούς ξεπέρασε δλους μέ τήν πρώτη : μόλις γεννήθηκε,
έδήλωσε
υΙός Θεοΰ. . . — Τ έ τ ο ι α κατορθώματα κάνουν σκόνη τόν γ ι ό του Καρόλου καΐ της Αιμιλίας Π ω μ έ λ , γ ι ' αυτό καΐ πρέπει νά πεθάνει εννέα χρόνων! 135
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Χρυσό μου! ΒΙΚΤΟΡ:
. . . σ τ ο ν πόντο!
Τί
δλλο μοΟ μενει, μέσα στό
μικρό, οικογενειακά βασίλειο, πού τδχω πλημμυρισμένο μέ τά βραβεία μου, τί άλλο μοΰ μ έ ν ε ι ; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Μά, ή έργασία, ή στοργή των δικών σου... άσε πού εΤσαι καΐ μοναχογιός! Β Ι Κ Τ Ο Ρ : 'Ακριβώς! Ή μόνη καριέρα πού μου μ έ ν ε ι : μοναχογιός. Μέ τ ή βοήθεια τής φύσης Ιφτασα σέ ή λ ι κ ί α εννέα χρόνων και σε μπόϊ 1 . 9 8 . - . ΚαΙ άπά τότε πού ήμουνα πέντε χρονώ μέ μπόι ενα έξήντα, κατάλαβα πώς εγώ εναν προορισμό ε ί χ α : τ ή
μοναχογιοκρατορία!
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Τ ή ν ποιά; ΒΙΚΤΟΡ:
"Εκανα Ιρευνες στα μουγγά, έδούλεψα μυστικά,
και βρήκα! ΑΙΜΙΛΙΑ:
Παραμιλάει!
Βρήκες;;
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Μάλιστα Ε Γ Ρ Η Κ Α ! 'Ανακάλυψα δλους τούς συνδυασμούς, δλα τα μυστικά τής μοναχογιοκρατορίας. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Δύστυχο παιδί! ΚαΙ ποιά ε ί ν α ι ; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τ ά μυστικά, οΕ συνδυασμοί τής μοναχογιοκρατορίας. . . θάταν πολύ εύκολο νά σοΰ πώ, αν είχα χαρτί καΐ μ ο λ ύ β ι . . . Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Να σοΰ φέρω Ι γ ώ , σ τ ά σ ο υ . . · Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Ο χ ι , ο χ ι . . . περιτό· · . τά δάχτυλά μου δέν μέ ύπακοΰνε πιά. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Τό-εε; Τ ί να κάνουμε; ΒΙΚΤΟΡ:
Δέν πειράζει... θά δοκιμάσω νά σοΟ έξηγήσω.
Τ ά μυστικά τής μοναχογιοκρατοριας. . . (Μπαίνει δ Κάρολος καΐ ξοπίσω του à Γ Ι Α Τ Ρ Ο Σ )
136
ΒΙΚΤΟΡ Η ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΣΚΠΝΙΙ ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΑΤΗ (
Αιμιλία—Βικτορ—Κάρο?,ος—Γιατρός—Λι?,η)
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : "Ο, δ χ ί ! . . . Γ Ι Α Τ Ρ Ο Σ : " Α , ό νεαρός άσθενής μ α ; ! . . . Λοιπον τιουλάκί μου, είμαστε άρωστο; "Εχουμε βαβά στήν κοιλίτσα; Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Μάλιστα γιατρέ. " Ε χ ω βαβά έδώ. Στά άντεράκι. Γ Ι Α Τ Ρ Ο Σ : " Ε λ α , δέν θάναι σοβαρό. Κυρία ΙΙω}ΐέλ, αιά πετσέτα .παρακαλώ. Μήπως
^χετε
ενα
κουτάλιÎ
Ναί!
Ώραια. Γύρνα μικρέ μου, πέσε μπρούμυτα. "Ε^^ει τωρετό; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : ΙΙοϋ τό ξέρω εγώ, κοιτάχτε μόνος σαςί (Βγαίνει νευριασμένος) ΓΙΑΤΡΟΣ:
θ α το εξακριβώσουμε καΐ αυτό.
(Του βάζει θερμόμετρο στον πισινό. Μπαίνει 6 Κάρολος, πάντα νευριασμένος, μέ τ ή Λ ι λ ή καταπόδι τ ο υ ) . ΛΙΛΗ
(Πνιχτά) : Κ υ ρ ί α !
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Σουτ! Τ ί Λ Ι Λ Η : Να σας πώ!
Κυρία!
τρέχει; ( Τ ή ν παίρνει κατά μέρος και της ψι-
θυρίζει) . Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Αέν είναι δυνατό!
( Ό Κάρολος προχωράει πρός
τήν πόρτα). ΑΙΜΙΛΙΑ
(Tpéyci κοντά του) : Κάρολε!
ΚΑΡΟΛΟΣ: ΑΙΜΙΛΙΑ:
Τί; Ποϋ πάς; " Ε λ α δώ!
( Ό Κάρολος διστάζει. Ή ΑΙμιλία τοΟ άκινητοποιεί τ6 μπράτσο).
137
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ
— Φ έ ρ τ ο δώ αύτό ! Δόστο μου ! ! ΒΙΚΤΟΡ:
(Μπρούμυτα πάντα, άποκλείεται νά Ι χ ε ι δεϊ τί-
ποτα) — Μ π α μ π ά , δκου τί σου λέει ή μαμά. Ε ί μ α ι πολύ άρωστος καΐ & καπνές μέ πειράζει. Δόστης τήν πίπα σου, γ ι α να μήν ύποκύψεις στόν πειρασμό. ( Ό Κάρολος δίνει στην Α ί μ ι λ ί α ενα περίστροφο. ΚαΙ οί δύο μοιάζουν έξαιρετικά
έκπληκτοι).
Β Ι Κ Τ Ο Ρ : " Α ς μήν πάρα-βασιζόμαστε στά μυστικά της μοναχογιοκρατοριας ! ΓΙΑΤΡΟΣ:
Τί
λέει;
Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Παραμιλάει γιατρέ μου, παραμιλάει. Χ Α Ρ Ο Α Ο Σ : Μάλιστα, μάλιστα, . . παραμιλάει. ( Ή Α ι λ ή πού έστεκε άκίνητη σέ δλη τ ή σκηνή, χάνεται) .
ΣΚΗΝΗ (Οί
ίδιοι
ΓΙΑΤΡΟΣ
μείον
ΕΙΚΟΣΤΗ
Λιλή).
(έξετάζοντας το θερμόμετρο) :
— " Ε τ σ ι έξηγείται τ6 π α ρ α λ ή ρ η μ α . . .
"Εχει...
Ιχει
πολύ ψηλό τυυρετό. Α Ι Μ Ι Α Ι Α : Γ ι α τ ρ έ , ή γνώμη σας; Γ Ι Α Τ Ρ Ο Σ : Μια στιγμή, να τόν ά κ ρ ο α σ τ ώ . . .
(άκροάζεται)
Μέτρα: τριανταπέντε, τριανταέξη, τριανταεφτά. . . Β Ι Κ Τ Ο Ρ : . . .τριανταοχτώ. . . τριανταεννιά. . . σαράντα- . . ' ( Ό γιατρός άκροάζεται π ά ν τ α ) .
138
ΒΙΚΤΟΡ Η ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΚΑΡΟΛΟΣ:
Λοιπόν;
ΠΑΤΡΟΣ:
Λοιπόν...
ΒΙΚΤΟΡ
(ουρλιάζει) : Οου. . · δου, δου, &ου· · . πα πα πα
πα π α . . . à α α &— ( Ό Κάρολος ναΐ ή Α ι μ ι λ ί α γονατίζουν πλάι σχό κρεβάτι. Τ ε λ ι κ ά δ Β ι κ τ δ ρ καλμάρει καΐ ρωτάει) : Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τ ί ώρα γεννήθηκα, μαμά; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Βράδι, στίς ^ντεκκ. καΐ μισή. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : Τ ί ώρα είναι τώρα; Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Είναι —^τί ώρα είναι Κ ά ρ ο λ ε ; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : "Εντεκα κ ι ' είκοσιπέντε. Β Ι Κ Τ Ο Ρ : ΏραΙα, τότε να σο> πώ, καλή μου μαμά, να σοΟ αποκαλύψω τα μυστικά της μοναχογιοκρατορίας.
Τά
μυστικά της μοναχογιοκρατίας ε ί ν α ι — Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Μά έπιτέλους γιατρέ, άπό τί π ε θ α ί ν ε ι ; Γ Ι Α Τ Ρ Ο Σ : Πεθαίνει ΒΙΚΤΟΡ
άπ6—
(τόν κόβει) : Πεθαίνω άπδ θάνατο. Είναι τό τε-
λευταίο μυστικό της μοναχογιοκρατορίας. Γ Ι Α Τ Ρ Ο Σ : Τ ί έννοεϊ; Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ : Ξέρω καΐ γ ώ ! Π ο τ έ μου δέν το κατάλαβα αύτδ τδ παιδί. Α Ι Μ Ι Λ Ι Α : Κ α ι τα υπόλοιπα Β ι κ τ ό ρ ; Τ α υπόλοιπα μυστικ ά ; Γρήγορα, είναι εντεκα και 2 8 . ΒΙΚΤΟΡ:
Τ ά υπόλοιπα. . .
(παύση) . . . Τ ά ξέχασα.
(Πεθαίνει) Γ Ι Α Τ Ρ Ο Σ : 'Ιδού ποια τύχη περιμένει τα πεισμστάρικα παιδάκια! 139
ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ Βγαίνει. Πέφτει μιά μαύρη xovQTÎva. 'Ακούγονται δύο πνροβολιαμοί. Ή κουρτίνα σηκώνεται. Ό Κάρολος καΐ ή ΑΙμιλία είναι ξαπλωμένοι στά ηόόια τον κρεβατιού. Ανάμεσα τους, ενα περίστροφο πού καπνίζει. 'Ανοίγει πόρτα και εμφανίζεται ή Λιλή.
Λ Ι Λ Η : Μά— αυτά είνα; δράμα!
Α Γ Λ Α Ι Α
140