ο Jean-Pierre Vernant (1914-2007) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ελληνιστές της εποχής μας. Γεννήθηκε στη μικρή πόλη ΠροΒένς, κοντά στο Παρίσι, και σπούδασε στη Σορβόννη. Στη διάρκεια του πολέμου συμμετέσχε στην Αντίσταση, και υπήρξε αρχηγός σώματος στρατού, με το ψευδώνυμο Συνταγματάρχης Berthier. Δίδαξε αρχικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στη συνέχεια εργάστηκε ως ερευνητής στο CNRS. Το 1964 ίδρυσε και διηύθυνε ως το 1984 το Κέντρο Συγκριτικών Ερευνών για τις Αρχαίες Κοινωνίες (Κέντρο Louis Gernet). Από το 1975 ως το 1984 δίδαξε ως καθηγητής στο Collège de France, στην έδρα Συγκριτικής Μελέτης των Αρχαίων Θρησκειών, και στη συνέχεια αποχώρησε ως ομότιμος καθηγητής του ίδιου ιδρύματος. Τιμήθηκε με πολυάριθμες διακρίσεις και τα βιβλία του κυκλοφορούν σε όλο τον κόσμο. Αρκετά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά: Η ελληνική σκέψη, Μήτις Qean-Pierre Vernant, Marcel Detienne), Μύθος και θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα, Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα, Μύθος και τραγωδία στην αρχαία Ελλάδα Qean-Pierre Vernant, Pierre Vidal-Naquet), Μύθος και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, Οι απαρχές της ελληνικής σκέψης. Στο μάτι του καθρέφτη Qean-Pierre Vernant, Françoise Frontisi-Ducroux), Το βλέμμα του θανάτου. Ανάμεσα στον μύθο και την πολιτική. Θυσία και μαγειρική στην αρχαία Ελλάδα Qean-Pierre Vernant, Marcel Detienne).
JEAN-PIERRE VERNANT
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΡΩΠΟΙ Ελληνικές ιστορίες για τη δημιουργία του κόσμου
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Τιτίκα Δημητρούλια
ΟΓΔΟΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΑΤΑΚΗ
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατυπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
Εκδόσεις Πατάκη Σειρά: Ανθρωπολογία της Αρχαίας Ελλάδας Jean-Pierre Vernant, Το Σύμπαν, οι Θεοί, οι Άνθρωποι. Ελληνικές ιστορίες για τη δημιουργία του κόσμου Τίτλος πρωτοτύπου L' Univers, les Dieux, les Hommes. Récits grecs des ongines Μετάφραση: Τιτίκα Δημητροΰλια Διορθώσεις: Ελένη Χ. Κοκοβίδου Σελιδοποίηση: Π. Βογιατζάκης Φιλμ: Γ. Κεραμάς Μοντάζ: Π. Σαράτσης Copyright© για τη γαλλική γλώσσα Editions du Seuil, Οκτώβριος 1999. Η βιβλιοθήκη του 20οΰ αιώνα, διεύθυνση σειράς Maurice Olender. Copyright® για την ελληνική γλώσσα Σ. Πατάκης Α.Ε., 1999 Πρώτη έκδοση για την ελληνική γλώσσα από τις Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Μάιος 2001 Ακολούθησαν οι ανατυπώσεις Ιουλίου 2001, Αυγούστου 2001, Ιανουαρίου 2002, Νοεμβρίου 2002, Δεκεμβρίου 2003, Δεκεμβρίου 2004 Η παρούσα είναι η όγδοη εκτύπωση, Οκτώβριος 2007 ΚΕΤ2873 ΚΕΠ 1198/07 ISBN 978-960-16-0026-0
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΑΤΑΚΗ ΒΑΛΤΕΤΣΙΟΥ 14,106 80 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 210.36.50.000 - ΦΑΞ: 210.36.50.069 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16,106 78 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 210.38.31.078 ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ: ΝΕΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 122,563 34 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. ΤΗΛ.: 2310.70.63.54 - 2310.70.67.15 - ΦΑΞ: 2310.70.63.55 Web site: http://www.patakis.gr · e-mail:
[email protected],
[email protected]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
9
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ TOT ΣΤΜΠΑΝΤΟΣ Στα έγκατα της Γης: το Χάος Ο ευνουχισμός του Ουρανού Η γη, ο χώρος, ο ουρανός Έρις και έρως
17 18 20 23 26
Ο ΠΟΑΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΑΕΙΑ TOT ΔΙΑ Μες στη μεγάλη πατρική κοιλιά Η τροφή των αθανάτων Η κυριαρχία του Δία Οι πονηριές της εξουσίας Η παμμήτειρα και το Χάος Τυφώνας ή η κρίση της υπέρτατης εξουσίας Η νίκη επί των Γιγάντων Το εφήμερον Στο δικαστήριο του Ολύμπου Ένα ανεπανόρθωτο κακό Η χρυσή εποχή: άνθρωποι και θεοί
29 30 33 37 41 43 46 50 51 53 57 59
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Ο πολυμήχανος Προμηθέας Μια παρτίδα σκάκι Θνητό πυρ Η Πανδώρα ή η επινόηση της γυναίκας Ο χρόνος που περνά
62 62 64 68 71 78
Ο ΠΟΑΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ Ο γάμος του Πηλέα Τρεις θεές μπροστά σε ένα μήλο Ελένη, αθώα ή ένοχη; Αιώνια δόξα ο αυτόν που πεθαίνει νέος
82 85 89 94 98
8
ΤΟ Σ Υ Μ Π Α Ν , 0 1 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ Στη χώρα της λησμονιάς Ο Οδυσσέας ως Ούτις ενώπιον του Κύκλωπα Το ειδύλλιο με την Κίρκη Χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο Το νησί της Καλυψώς Ένας παράδεισος σε μικρογραφία Η αδύνατη λησμονιά Γυμνός και αόρατος Ένας μυστηριώδης ζητιάνος Μια ουλή με την υπογραφή Οδυσσέας Τεντώνοντας το βασιλικό τόξο Το κοινό τους μυστικό Το ξανακερδισμένο παρόν
104 106 108 113 119 126 127 130 132 138 142 145 149 152
Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΘΗΒΑ Ευρώπη περιπλανώμενη Ο ξένος και οι αυτόχθονες Ο μηρός ως μήτρα Ο πλάνης ιερέας και οι μαινάδες «Ενώπιος ενωπίω» Η άρνηση του άλλου ως απώλεια ταυτότητας
154 155 158 160 162 167 171
Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΚΙΑ Η ΩΡΑ Χωλά γένη «Ένα νόθο παιδί» Καταστροφική τόλμη «Οι γονείς σου δεν ήταν οι γονείς σου» Ο άνθρωπος: τρία σε ένα Τα παιδιά του Οιδίποδα Επισήμως μέτοικος
173 175 177 179 185 186 189 190
Ο ΠΕΡΣΕΑΣ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΕΙΚΟΝΑ Η γέννηση του Περσέα Αγώνας δρόμου με τις Γοργόνες Η ομορφιά της Ανδρομέδας
193 193 195 201
ΓΑΩΣΣΑΡΙ
207
ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ κι ΕΝ ΑΝ ΚΑΙΡΌ... Λυτό τον τίτλο σκόπευα
αρχικά να δώσω στο βιβλίο μου. Επέλεξα τελικά έναν άλλο, πιο κατατοπιστικό για τον αναγνώστη. Ξεκινώντας το έργο μου όμως, θέλω να αναφερθώ στην ανάμνηση που ανακαλούσε ο πρώτος αυτός τίτλος και η οποία υπήρξε η γενεσιουργός αιτία των συγκεκριμένων κειμένων. Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, όταν ο εγγονός μου ήταν μικρός και περνούσε τις διακοπές του με τη γυναίκα μου κι εμένα, είχαμε καθιερώσει έναν κανόνα εξίσου απαράβατο με τους κανόνες του μπάνιου και του φαγητού: κάθε βράδυ, την καθορισμένη ώρα που ο Ζυλιέν πήγαινε για ύπνο, τον άκουγα να με φωνάζει από το δωμάτιό του, πολλές φορές με κάποια ανυπομονησία: «Ζιπέ, ιστορία, ιστορία!». Πήγαινα και καθόμουν δίπλα του και του διηγιόμουν έναν ελληνικό μύθο. Τον ανέσυρα χωρίς μεγάλη δυσκολία από την παρακαταθήκη των μύθων που ανέλυα, ανέτεμνα, συνέκρινα, ερμήνευα μια ολόκληρη ζωή, προσπαθώντας να τους κατανοήσω. Στο παιδί όμως τους μετέφερα με τρόπο διαφορετικό, αυθόρμητα, όπως μου έρχονταν στο νου, σαν παραμύθι, και μόνη μου έγνοια ήταν να παρακολουθώ, από την αρχή ως το τέλος, τον ειρμό της ιστορίας και τις δραματικές της κορυφώσεις: μια φορά κι έναν καιρό... Ο Ζυλιέν έμοιαζε να το διασκεδάζει. Και εγώ επίσης. Με ευχαριστούσε που μπορούσα και του μετέδιδα άμεσα, ζωντανά, ένα μέρος του ελληνικού σύμπαντος, ενός σύμπαντος με το οποίο είμαι πολύ συνδεδεμένος. Και στο σημερινό κόσμο, θεωρώ πιο αναγκαία παρά ποτέ την επιβίω-
10
ΤΟ
ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
σή του μέσα στον καθένα μας. Μου άρεσε επίσης που η κληρονομιά αυτή έφτανε στον εγγονό μου προφορικά, σαν τα παραμύθια της τροφού, όπως τα ονομάζει ο Πλάτωνας, με τον τρόπο που πάρα πολλά μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη, χωρίς τη διαμεσολάβηση της επίσημης εκπαίδευσης και των βιβλίων, συγκροτώντας μια «εξωκειμενική» σκευή συμπεριφορών και γνώσεων: οι κανόνες ευπρέπειας που διέπουν το λόγο και τις πράξεις, για παράδειγμα, τα χρηστά ήθη και, όσον αφορά τις τεχνικές του σώματος, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάποιος βαδίζει, τρέχει, κολυμπάει, κάνει ποδήλατο, αναρρίχηση... Φυσικά, θα ήμουν πολύ αφελής αν πίστευα ότι, επειδή αφηγούμαι κάποιους αρχαίους μύθους σε ένα παιδί και τους δανείζω τη φωνή μου, κρατάω κατά κάποιο τρόπο την παράδοσή τους ζωντανή. Τότε όμως ήταν μια εποχή, αν θυμάστε, -μιλάω για τη δεκαετία του εβδομήντα- που ο μύθος βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Ο πυρετός των μυθολογικών μελετών είχε κυριέψει, μετά τον Dumézil και τον Lévi-Strauss, ένα πλήθος ελληνιστές, οι οποίοι είχαν πέσει, όπως και εγώ, με τα μούτρα στην εξερεύνηση του θρυλικού κόσμου της αρχαίας Ελλάδας. Όσο προχωρούσαμε και οι αναλύσεις μας σημείωναν πρόοδο, τόσο περισσότερο προβληματιζόμασταν σχετικά με την ύπαρξη μιας καθολικής μυθικής σκέψης και τελικά καταλήγαμε να αναρωτιόμαστε: τι σημαίνει μύθος; Ή, μάλλον, για να ακριβολογούμε, και λαμβάνοντας υπόψη το ερευνητικό μας πεδίο: τι σημαίνει ελληνικός μύθος; Μια ιστορία, φυσικά. Το ζήτημα όμως ήταν να μάθουμε πώς δημιουργήθηκαν, καθιερώθηκαν, μεταδόθηκαν, διασώθηκαν οι ιστορίες αυτές. Στην περίπτωση των Ελλήνων όμως, οι μύθοι έχουν φτάσει ως εμάς στην τελική τους μορφή ως γραπτά κείμενα, εκ των οποίων τα παλαιότερα ανήκουν σε όλα τα λογοτεχνικά είδη, στο έπος, τη λυρική ποίηση, την τραγωδία, την ιστορία, ακόμα και στη φιλοσοφία' σ' αυτά, με εξαίρεση την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου και τη Θεογονία του Ησιόδου, συναντάμε τους μύθους μάλλον διάσπαρτους, καταγραμμέ-
ΠΡ,ΟΟΙΜΙΟ
11
νους με τρόπο αποσπασματικό, υπαινικτικό πολλές φορές. Πολύ αργότερα, μόλις στις αρχές των νέων χρόνων, οι λόγιοι συνέλεξαν τις ποικίλες, λίγο ή πολύ διαφορετικές μεταξύ τους παραδόσεις, τις ενοποίησαν και τις παρουσίασαν σε σώμα, τακτοποιημένες τη μία μετά την άλλη, όπως στα ράφια μιας Βιβλιοθήκης, για να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο που ο Απολλόδωρος είχε δώσει στο δικό του κατάλογο μύθων, ο οποίος θεωρείται κλασικός στο είδος του. Μ' αυτό τον τρόπο συγκροτήθηκε η ελληνική μυθολογία, όπως έχουμε συνηθίσει πλέον να την ονομάζουμε. Ο μύθος, η μυθολογία είναι πράγματι λέξεις ελληνικές, συνδεδεμένες με την ιστορία και με ορισμένα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτισμού. Θα πρέπει άραγε να συμπεράνουμε ότι, εκτός των ορίων του πολιτισμού αυτού, ο μύθος και η μυθολογία δεν έχουν λόγο ύπαρξης και υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο υπό την ελληνική μορφή και έννοιά τους; Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο. Προκειμένου να κατανοήσουμε τους ίδιους τους ελληνικούς μύθους, πρέπει να τους συγκρίνουμε με τις παραδοσιακές ιστορίες άλλων λαών, οι οποίες προέρχονται από ποικίλους πολιτισμούς και ποικίλες χρονικές περιόδους, από την Κίνα, την Ινδία, την Εγγύς Ανατολή των αρχαίων χρόνων, την προκολομβιανή Αμερική και την Αφρική. Η σύγκριση αυτή είναι επιβεβλημένη, διότι οι αφηγηματικές αυτές παραδόσεις, παρ' όλες τις διαφορές που παρουσιάζουν, έχουν πολλά κοινά στοιχεία τόσο μεταξύ τους όσο και με τους ελληνικούς μύθους και, έτσι, μπορούν να συσχετιστούν. Ο Claude Lévi-Strauss θα αποφανθεί και θα θεωρήσει ως προφανή διαπίστωση ότι ένας μύθος, ανεξαρτήτως προέλευσης, είναι εκ των προτέρων αναγνωρίσιμος, ως αυτόνομη οντότητα, και δε συγχέεται σε καμία περίπτωση με άλλες αφηγηματικές μορφές. Η διαφορά του από την ιστορική αφήγηση, η οποία στην Ελλάδα δημιουργήθηκε κατά κάποιο τρόπο σε αντιπαράθεση με το μύθο, είναι προφανής: στόχος της ιστορικής αφήγησης είναι να εξιστορεί κάποια γεγονότα του παρελθόντος αρκετά πρόσφατα, ώστε να έχουμε αξιόπιστες
12
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
μαρτυρίες jC αυτά από ανθρώπους που τα παρακολούθησαν. Η λογοτεχνική αφήγηση, από την άλλη, είναι αμιγής μυθοπλασία, η οποία δηλώνει το χαρακτήρα της, και η ποιότητά της εξαρτάται κυρίως από το ταλέντο και την τεχνική του δημιουργού. Οι δύο αυτοί τύποι αφήγησης αποδίδονται, συνήθως, σε κάποιο συγγραφέα, ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη για τη συγγραφή τους και τις μεταβιβάζει επωνύμως, σε γραπτή μορφή, στο αναγνωστικό κοινό. Η υπόσταση του μύθου είναι εντελώς διαφορετική. Παρουσιάζεται ως μια ιστορία προερχόμενη από τα βάθη των αιώνων και η οποία, συνεπώς, προϋπήρξε όλων των αφηγητών που προσπάθησαν να τη διηγηθούν. Με την έννοια αυτή, η μυθική αφήγηση δεν είναι προϊόν προσωπικής επινόησης και δημιουργικής φαντασίας, είναι προϊόν μετακένωσης και μνήμης. Εξαιτίας του στενού, λειτουργικού δεσμού του με τη μνήμη, ο μύθος προσιδιάζει στην ποίηση, η οποία εύκολα συγχέεται στις απαρχές της, στις παλαιότερες εκφάνσεις της, με τη διαδικασία δημιουργίας του μύθου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ομηρικά έπη. Το έπος, προκειμένου να συνταιριάξει τις ιστορίες για τις περιπέτειες των μυθικών ηρώων, λειτουργεί αρχικά με τον τρόπο της προφορικής ποίησης, την οποία συνθέτουν και τραγουδούν μπροστά στο ακροατήριο γενιές ολόκληρες αοιδών, που εμπνέονται από τη θεά Μνημοσύνη' η καταγραφή τους, η οποία θα καθιερώσει και θα καθορίσει το επίσημο κείμενο, θα αργήσει πάρα πολύ. Ακόμα και σήμερα, ένα ποίημα αποκτά υπόσταση στο βαθμό που διαβάζεται' για να του δώσουμε ζωή, πρέπει να το ξέρουμε απέξω και να το απαγγέλλουμε με σιωπηλές λέξεις, με το λόγο απομέσα μας. Το ίδιο και ο μύθος, είναι ζωντανός στο βαθμό που τον διηγούμαστε, από γενιά σε γενιά, στο πλαίσιο της καθημερινότητας. Διαφορετικά, παραχωμένος σε βιβλιοθήκες, περιορισμένος στα κείμενα, ο μύθος γίνεται μια λόγια αναφορά, που απευθύνεται σε μια προνομιούχο τάξη αναγνωστών ειδικευμένων στη μυθολογία. Μνήμη, προφορικός λόγος, παράδοση: αυτές είναι οι προϋ-
ΠΡ,ΟΟΙΜΙΟ
13
ποθέσείς ύπαρξης και επιβίωσης του μύθου. Του επιβάλλουν ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία γίνονται ακόμα πιο εμφανή εάν συγκρίνουμε περαιτέρω την ποιητική και τη μυθολογική δραστηριότητα. Ο ρόλος που αμφότερες επιφυλάσσουν, αντίστοιχα, στο λόγο διέπεται από την εξής βασική διαφορά: η ποίηση στη Δύση, από τη στιγμή που με τους τροβαδούρους αυτονομείται και ξεχωρίζει από τις μακροσκελείς μυθολογικές διηγήσεις αλλά και από τη μουσική που τη συνόδευε ως το ΙΑ αιώνα, πραγματώνεται εφεξής αποκλειστικά στο πεδίο της γλωσσικής έκφρασης. Το κάθε ποίημα αποτελεί πλέον μια μοναδική, πολυσύνθετη, πολυσήμαντη, φυσικά, κατασκευή, η οργάνωση της οποίας όμως είναι τόσο αυστηρή και η αλληλεξάρτηση των μερών και των επιπέδων της τόσο μεγάλη, που οφείλουμε να την απομνημονεύουμε και να την απαγγέλλουμε ως έχει, χωρίς να παραλείπουμε ή να αλλάζουμε το παραμικρό. Ασχέτως του τόπου και της χρονικής στιγμής της απαγγελίας, το ποίημα παραμένει πάντα απαράλλαχτο. Ο λόγος ο οποίος ζωογονεί το ποιητικό κείμενο, είτε δημόσια, ενώπιον ακροατηρίου, είτε ιδιωτικά, για προσωπική χρήση, έχει μια δική του, αναλλοίωτη μορφή. Μια λέξη να αλλάξουμε, ένα στίχο να παραλείψουμε, ένα μέτρο να μεταθέσουμε, και ολόκληρο το οικοδόμημα του ποιήματος καταρρέει. Η μυθολογική αφήγηση, αντιθέτως, δεν είναι πολυσήμαντη με τον τρόπο του ποιητικού κειμένου, επειδή διαθέτει πολλαπλά σημασιολογικά πεδία. Δεν έχει παγιωθεί σε μια οριστική μορφή. Διαθέτει πάντα παραλλαγές, ποικίλες εκδοχές, τις οποίες ο αφηγητής έχει στη διάθεσή του, επιλέγει ανάμεσά τους ανάλογα με την περίσταση, το κοινό ή τις προτιμήσεις του, μπορεί να τις περικόψει, να τις επαυξήσει ή να τις αλλάξει, κατά το δοκούν. Για όσο διάστημα μια προφορική παράδοση παραμένει ζωντανή, για όσο διάστημα έχει αντίκτυπο στον τρόπο σκέψης και στα ήθη μιας ομάδας, η παράδοση αυτή μεταβάλλεται: η ιστορία παραμένει, εν μέρει, ανοιχτή στην καινοτομία. Όταν ο μυθολόγος που ασχο-
14
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
λείται με τψ αρχαιότητα συναντά ένα μύθο στην τελική του μορφή, απολιθωμένο πλέον μέσα σε κάποια λογοτεχνικά ή λόγια κείμενα, όπως εξήγησα ότι συμβαίνει με τους ελληνικούς μύθους, οφείλει, αν θέλει να τον αποκωδικοποιήσει σωστά, να αναπτύξει την ερευνά του κλιμακωτά: να περάσει από τη μία εκδοχή του θέματος σε όλες τις υπόλοιπες, ελάσσονες ή μη, στη συνέχεια σε άλλες μυθολογικές ιστορίες, συγγενείς ή άσχετες, ακόμα και σε άλλα κείμενα, προερχόμενα από διαφορετικούς τομείς του ίδιου πνευματικού πολιτισμού: κείμενα λογοτεχνικά, επιστημονικά, πολιτικά, φιλοσοφικά' τέλος, να εξετάσει κάποιες παρόμοιες λίγο πολύ ιστορίες μακρινών πολιτισμών. Αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει τον ιστορικό και τον ανθρωπολόγο είναι το διανοητικό υπόβαθρο που διαφαίνεται από την αλληλουχία της αφήγησης, το πλαίσιο πάνω στο οποίο έχει συντεθεί, το οποίο μπορεί ίσως να αποκαλυφθεί μόνο διαμέσου της σύγκρισης των ιστοριών, μέσα από το παιχνίδι των αποκλίσεων και των ομοιοτήτων τους. Οι παρατηρήσεις που πολύ εύστοχα έχει διατυπώσει ο Jacques Roubaud (Ζακ Ρουμπό) σχετικά με τα ομηρικά έπη και το μυθολογικό τους στοιχείο ισχύουν, πράγματι, για πολλές και διάφορες μυθολογίες: «Δεν είναι απλές ιστορίες, Εμπεριέχουν το θησαυρό των σκέψεων, των γλωσσολογικών τύπων, των κοσμολογικών αντιλήψεων, των ηθικών επιταγών κτλ, που συνθέτουν την κοινή κληρονομιά των Ελλήνων στην προκλασική εποχής», Ο ερευνητής, κατά την ανασκαφή που πραγματοποιεί για να φέρει στο φως τους υπόγειους αυτούς «θησαυρούς», την κοινή κληρονομιά των Ελλήνων, μπορεί να νιώσει ένα αίσθημα απογοήτευσης, σαν να έχασε την «ύψιστη απόλαυση», την οποία ο LaFontaine προεξοφλούσε ότι θα κέρδιζε αν κάποιος
^Jacques Roubaud, Poésie, Memoire, Lecture, Paris-Tubingen, Eggingen, Editions Isele, coll. «Les Conférences du Divan», 1998, σελ.
10.
ΠΡ,ΟΟΙΜΙΟ
15
«του διηγιόταν το Γαϊδουροτόμαρο^». Την απόλαυση αυτή της αφήγησης, στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή του προοιμίου μου, την είχα ξεγράφει χωρίς μεγάλη στενοχώρια, ώσπου, είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, στο ίδιο όμορφο νησί όπου μοιραζόμασταν με τον Ζυλιέν τις διακοπές και τις ιστορίες μας, κάποιοι φίλοι μου ζήτησαν να τους διηγηθώ ελληνικούς μύθους. Όπως και έγινε. Βάλθηκαν τότε με επιμονή να με πείσουν να καταγράψω όσα τους διηγήθηκα. Πράγμα πολύ δύσκολο. Διότι η μετάβαση από τον προφορικό λόγο στο γραπτό παρουσιάζει πολλές δυσχέρειες. Όχι μόνο επειδή η γραφή αγνοεί τα στοιχεία εκείνα που ζωντανεύουν την προφορική εξιστόρηση: τη φωνή, τον επιτονισμό, το ρυθμό, τη χειρονομία, αλλά και επειδή οι δύο αυτοί εκφραστικοί τρόποι αφορούν δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Όταν μεταφέρουμε αυτολεξεί μια προφορική διήγηση στο χαρτί, το κείμενο δε στέκει. Όταν, αντίστροφα, συντάσσουμε πρώτα το κείμενο γραπτώς, η μεγαλόφωνη ανάγνωσή του δεν ξεγελάει κανέναν: δεν είναι φτιαγμένο για ακρόαση· είναι ξένο προς τον προφορικό λόγο. Στην πρώτη αυτή δυσκολία, γράφω δηλαδή όπως μιλάω, προστίθενται πλήθος άλλες. Πρέπει πρώτα να επιλέξουμε μια εκδοχή, να αφήσουμε δηλαδή κατά μέρος τις παραλλαγές, να τις σβήσουμε, να τις αποσιωπήσουμε. Και ο αφηγητής, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο θα αφηγηθεί την εκδοχή που έχει επιλέξει, παρεμβαίνει προσωπικά και ερμηνεύει τη μυθική ιστορία που παρουσιάζει, δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει κάποια πρότυπη, οριστικά καθορισμένη μορφή της. Από την άλλη, πώς μπορεί ο ερευνητής, όταν γίνεται αφηγητής, να ξεχάσει ότι είναι επιστήμονας που αναζητά το διανοητικό υπόβαθρο του μύθου και να μην παρεμβάλει στην αφήγησή του κάποιες σημασίες του μύθου των οποίων το βάρος είχε καταδείξει σε προγενέστερες μελέτες του; Είχα επίγνωση τόσο των δυσχερειών όσο και των κινδύνων.
Σ.τ.Μ. LaFontaine, VIII, 4, Le pouvoir des fables.
16
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Ωστόσο το τόλμησα. Δοκίμασα να αφηγηθώ τους μύθους, σαν να μπορούσε η παράδοση τους να συνεχιστεί ακόμα. Ήθελα οι σημερινοί αναγνώστες να ακούσουν και πάλι τη φωνή εκείνη που για αιώνες, στα παλιά τα χρόνια, απευθυνόταν άμεσα στους Έλληνες ακροατές, αλλά έχει πια σιωπήσει' και σε μερικές σελίδες του βιβλίου μου, αν το πέτυχα, αυτή η φωνή συνεχίζει να αντηχεί, ακούμε το δικό της απόηχο.
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Τ Ι ΥΠΗΡΧΕ ΟΤΑΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ήταν ακόμη αδημιούργητα, όταν τίποτα δεν υπήρχε; Στο ερώτημα αυτό, οι Έλληνες απάντησαν με ιστορίες και μύθους. Αρχή αρχή, πριν από όλα, υπήρξε η Άβυσσος· το Χάος, όπως το ονομάζουν οι Έλληνες. Τι είναι το Χάος; Είναι το κενό, ένα σκοτεινό κενό όπου δε διακρίνεται τίποτα. Ένας χώρος πτώσης, ιλίγγου και σύγχυσης, χωρίς τέλος, απύθμενος. Το Χάος μάς αρπάζει σαν ένα στόμα τεράστιο, ορθάνοιχτο, όπου όλα αδιακρίτως καταποντίζονται μέσα στη θολή νύχτα. Στην αρχή, λοιπόν, υπάρχει μόνο το Χάος, μια άβυσσος τυφλή, νύκτια, δίχως τέλος. Στη συνέχεια εμφανίζεται η Γη, η Γαία, όπως την ονομάζουν οι Έλληνες. Η Γη αναδύθηκε μέσα από το Χάος. Γεννιέται λοιπόν η Γη μετά από το Χάος και, ως προς ορισμένα σημεία, αποτελεί το αντίθετό του. Η Γη δεν είναι πια αυτός ο σκοτεινός, δίχως τέλος, απροσδιόριστος χώρος της πτώσης. Η Γη διαθέτει μορφή συγκεκριμένη, ξεχωριστή, προσδιορισμένη με ακρίβεια. Στη σύγχυση, στην ερεβώδη θολότητα του Χάους αντιπαρατίθενται η σαφήνεια, η σταθερότητα, η στερεότητα της Γαίας. Πάνω στη Γη όλα τα πράγματα διαγράφονται με ακρίβεια, είναι ορατά, στέρεα. Μπορούμε να ορίσουμε τη Γαία ως το χώρο που πάνω του οι θεοί, οι άνθρωποι και τα ζώα μπορούν να βαδίσουν με σιγουριά. Είναι το βάθρο του κόσμου.
18
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Στα έγκατα της Γης: το Χάος από το απέραντο Χάος, ο κόσμος διαθέτει εφεξής ένα βάθρο. Από τη μια μεριά, το βάθρο αυτό υψώνεται προς τα πάνω, είναι τα βουνά* από την άλλη, βυθίζεται προς τα κάτω, είναι το υπέδαφος. Το υπέδαφος αυτό εκτείνεται προς τα κάτω απεριόριστα, έτσι ώστε στα θεμέλια της Γης, κάτω από το σταθερό και στέρεο έδαφος, βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο πάντα η άβυσσος, το Χάος. Η Γη ενώνεται στα βάθη της με το Χάος, μέσα από το οποίο αναδύθηκε. Οι Έλληνες θεωρούν το Χάος μια αδιαπέραστη ομίχλη, θα λέγαμε, όπου όλα τα όρια είναι συγκεχυμένα. Βαθιά μέσα στη Γη υπάρχει πάλι η πρωταρχική αυτή χαώδης κατάσταση. Η Γη είναι ορατή, έχει σχηματισμένη μορφή, όλα όσα θα γεννήσει θα διαθέτουν όπως και αυτή όρια και σύνορα διακριτά* παρ' όλα αυτά όμως, στα βάθη της εξακολουθεί να μοιάζει με το Χάος. Είναι η μέλαινα Γη. Τα επίθετα που τη χαρακτηρίζουν στις διάφορες ιστορίες μοιάζουν συχνά με τα αντίστοιχα που χαρακτηρίζουν το Χάος. Η μέλαινα Γη εκτείνεται προς τα κάτω και προς τα πάνω* ανάμεσα στο σκοτάδι, τα έγκατα της, που είναι ριζωμένα στο Χάος, από τη μια* και στα χιονισμένα βουνά που υψώνονται προς τον ουρανό, από την άλλη, τα ολοφώτεινα βουνά, που οι πιο ψηλές κορφές τους αγγίζουν το μέρος εκείνο του ουρανού που είναι πάντα πλημμυρισμένο από φως. Το σύμπαν είναι μια κατοικία και η Γη αποτελεί τη βάση της, αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο ρόλος της. Γεννάει και τρέφει όλα τα πλάσματα, εκτός από ορισμένα στα οποία θα αναφερθούμε αργότερα και τα οποία προήλθαν από το Χάος. Η Γαία είναι η οικουμενική μητέρα. Τα δάση, τα βουνά, τα υπόγεια σπήλαια, τα κύματα της θάλασσας, ο απέραντος ουρανός, όλα είναι γεννήματα της Γαίας, της Μητέρας Γης. Στην αρχή λοιπόν υπήρξε η άβυσσος, το Χάος, ένα στόμα τεράστιο σαν ζοφερό βάραθρο, χωρίς αρχή και τέλος, από το οποίο όμως μπόρεσε να αναδυθεί στη συνέχεια ένα στέρεο βάθρο: η Γη, η ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
19
οποία ζχτινάζεται προς τα πάνω, κατεβαίνει προς τα κάτω. Μετά το Χάος και τη Γη, τρίτος εμφανίζεται ο Έρωτας, όπως τον αποκαλούν οιΈλληνες, τον οποίο αργότερα θα ονομάσουν «παλαιόΈρωτα» και θα τον παριστάνουν με άσπρα μαλλιά: είναι ο αρχέγονος Έρωτας. Τι είναι αυτός ο πρωταρχικός Έρωτας; Στα πολύ παλιά εκείνα χρόνια, δεν υπήρχε ακόμα το αρσενικό και το θηλυκό, τα φύλα δεν υπήρχαν. Ο αρχέγονος αυτός Έρωτας, λοιπόν, δεν είναι ο Έρωτας που θα εμφανιστεί αργότερα, όταν θα υπάρχουν άντρες και γυναίκες, αρσενικά και θηλυκά. Τότε το πρόβλημα θα είναι πώς θα ζευγαρώσουν τα αντίθετα φύλα και, για να ζευγαρώσουν, θα πρέπει υποχρεωτικά να επιθυμεί το ένα το άλλο, κατά κάποιο τρόπο να συναινούν. Το Χάος λοιπόν είναι λέξη γένους ουδετέρου και όχι αρσενικού. Η Γαία, η μητέρα Γη, είναι σαφώς γένους θηλυκού. Ποιον να αγαπήσει όμως εκτός από τον ίδιο της τον εαυτό, αφού μόνο αυτή και το Χάος υπάρχουν; Ο Έρωτας, που εμφανίζεται τρίτος στη σειρά, μετά το Χάος και τη Γη, δεν είναι λοιπόν ο Έρωτας που θα πρωτοστατήσει στις ερωτικές σχέσεις των δύο φύλων. Ο πρώτος αυτός Έρωτας εκφράζει μια ώθηση μέσα στο σύμπαν. Με τον ίδιο τρόπο που η Γη αναδύθηκε μέσα από το Χάος, έτσι θα ξεπηδήσουν από τη Γη όλα όσα κρύβει στα βάθη της. Όλα όσα υπήρχαν μέσα στη Γη, σάρκα από τη σάρκα της, θα βγουν στο φως της μέρας: τα γεννάει χωρίς να έχει προηγουμένως ζευγαρώσει. Η Γη ελευθερώνει και αποκαλύπτει όλα εκείνα που έκρυβε μέσα της στο σκοτάδι. Η Γη γεννάει πρώτα πρώτα ένα πολύ σημαντικό πλάσμα, τον Ουρανό, και μάλιστα τον έναστρο Ουρανό. Στη συνέχεια, φέρνει στον κόσμο τον Πόντο, το νερό δηλαδή, όλα τα νερά, και για την ακρίβεια το Πέλαγος — η αρχική ελληνική λέξη είναι γένους αρσενικού. Η Γη συλλαμβάνει όλα αυτά τα πλάσματα χωρίς να ζευγαρώσει. Με την εσωτερική δύναμη που κρύβει μέσα της, η Γη δίνει ζωή σε όλα όσα βρίσκονται εντός της και τα οποία, από τη στιγμή που έρχονται στον κόσμο, γίνονται αντίγραφα και μαζί αντίθετά της. Γιατί; Διότι γεννάει
20
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
τον έναστρο Ουρανό ίσο μ' αυτήν, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση της, εξίσου στέρεο, σταθερό και ισομεγέθη. Και ο Ουρανός ξαπλώνει πάνω της. Η Γη και ο Ουρανός αποτελούν δυο επίπεδα του σύμπαντος τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, βάθρο και θόλος, βάθος και κορφή, που σκεπάζουν το ένα το άλλο απ' άκρη σ' άκρη. Όταν η Γη γεννάει τον Πόντο, το Πέλαγος, αυτό έρχεται και τη συμπληρώνει και εισχωρεί στο εσωτερικό της, την ορίζει με τις τεράστιες υγρές επιφάνειές του. Το Πέλαγος, όπως και ο Ουρανός, είναι το αντίθετο της Γης. Η Γη είναι στέρεη, συμπαγής, και πάνω της τα πράγματα ξεχωρίζουν, δεν μπερδεύονται μεταξύ τους· ενώ, αντιθέτως, το Πέλαγος ενσαρκώνει το άμορφο, ασύλληπτο υγρό και ρευστό στοιχείο: τα νερά του ανακατεύονται, δεν έχουν όρια, είναι συγκεχυμένα. Στην επιφάνειά του, ο Πόντος είναι φωτεινός, αλλά στα βάθη του είναι εντελώς σκοτεινός, συνδέεται και αυτός, όπως η Γη, κατά κάποιον τρόπο με το Χάος. Έτσι δημιουργήθηκε ο κόσμος, από τις τρεις πρωταρχικές αυτές οντότητες: το Χάος, τη Γαία, τον Έρωτα, και στη συνέχεια από τις δυο οντότητες που γέννησε η Γη: τον Ουρανό και τον Πόντο. Όλες αυτές οι οντότητες είναι μαζί φυσικές δυνάμεις και θεότητες. Η Γαία είναι η γη πάνω στην οποία βαδίζουμε και θεά μαζί. Ο Πόντος ενσαρκώνει το πέλαγος και αποτελεί και αυτός μια θεϊκή δύναμη, την οποία οι άνθρωποι λατρεύουν. Οι ιστορίες που θα δούμε στη συνέχεια είναι πολύ διαφορετικές, βίαιες και δραματικές.
Ο ευνουχισμός του Ουρανού με τον Ουρανό. Ο Ουρανός λοιπόν γεννήθηκε από τη Γη, ίσος μ' αυτήν ως προς το μέγεθος. Είναι ξαπλωμένος, κείτεται πάνω σ' αυτήν που τον γέννησε. Ο Ουρανός καλύπτει εξολοκλήρου τη Γη. Σε κάθε σπιθαμή γης αντιστοιχεί μια σπιθαμή ουρανού και κρέμεται από πάνω της. Από τη στιγμή που η Γαία, θεότητα ισχυρή, η Μητέρα Γη, δημιουργεί Α ς ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
21
τον Ουρανό κατ εικόνα και καθ' ομοίωση της, ως αντίγραφο, συμμετρικό ομοίωμα της, δημιουργείται ένα ζεύγος αντιθέτων, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό. Ο Ουρανός είναι ο ουρανός και η Γαία είναι η Γη. Από τη στιγμή που εμφανίζεται ο Ουρανός, ο ρόλος του Έρωτα διαφοροποιείται. Τώρα πια δε γεννάει απλώς η Γαία όσα κρύβει στα σπλάχνα της, ούτε ο Ουρανός όσα κρύβει στα δικά του σπλάχνα, αλλά από τη σύζευξη των δύο δυνάμεων γεννιούνται πλάσματα που δε μοιάζουν ούτε στον έναν ούτε στον άλλο. Ο Ουρανός εξακολουθεί να απλώνεται πάνω στη Γαία. Η δραστηριότητα του αρχέγονου Ουρανού είναι αποκλειστικά και μόνο ερωτική. Καλύπτει μονίμως τη Γαία, όσο μπορεί: αυτή είναι η μόνη του έγνοια και αυτό μόνο κάνει. Η καημένη η Γη λοιπόν κουβαλάει στην κοιλιά της ένα σωρό παιδιά που δεν μπορεί να τα γεννήσει και μένουν κλεισμένα εκεί όπου τα έσπειρε ο Ουρανός. Καθώς ο Ουρανός δεν απομακρύνεται στιγμή από τη Γη, δεν υπάρχει ανάμεσά τους χώρος για τα παιδιά τους, τους Τιτάνες, ώστε να βγουν στο φως της μέρας και να υπάρξουν αυτόνομα. Δεν μπορούν να πάρουν τη μορφή που πρέπει να πάρουν, δεν μπορούν να γίνουν πλάσματα αυτόνομα, διότι βρίσκονται συνεχώς στριμωγμένα μέσα στην κοιλιά της Γαίας, όπως βρισκόταν και ο Ουρανός μέσα στην κοιλιά της πριν γεννηθεί. Ποια είναι τα παιδιά της Γαίας και του Ουρανού;Έχουμε πρώτα πρώτα τους έξι Τιτάνες και τις αδερφές τους. Ο πρώτος Τιτάνας ονομάζεται Ωκεανός. Είναι η υγρή ζώνη που περιβάλλει το σύμπαν και το περικυκλώνει, κι έτσι το τέλος του Ωκεανού είναι και η αρχή του* είναι ο κοσμικός ποταμός που ρέει κυκλικά. Ο μικρότερος Τιτάνας είναι ο Κρόνος, ο «πανούργος Κρόνος», όπως τον αποκαλούν. Εκτός από τους έξι Τιτάνες και τις αδερφές τους, γεννιούνται και δύο τριάδες κυριολεκτικά τερατόμορφων πλασμάτων. Η πρώτη τριάδα είναι οι Κύκλωπες —ο Βρόντης, ο Στερόπης και ο Άργης—, πλάσματα παντοδύναμα, μονόφθαλμα, που τα ονόματά τους παραπέμπουν σαφώς στις μεταλλουργικές τους ενασχολήσεις: δου-
22
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
λεύουν τη βροντή του κεραυνού, τη λάμψη της αστραπής. Πράγματι, αυτοί θα κατασκευάσουν τον κεραυνό και θα τον δωρίσουν στο Δία. Η δεύτερη τριάδα είναι οι λεγόμενοι Εκατόγχειρες — ο Κόττος, ο Βριάρεος και ο Γύγης. Είναι πλάσματα υπερφυσικά, γιγαντιαία σε μέγεθος, με εκατό κεφάλια και εκατό χέρια, και το κάθε χέρι τους έχει τρομερή δύναμη. Πλάι στους Τιτάνες, τους πρώτους αυτοτελείς θεούς -οι οποίοι δεν είναι απλώς φυσικές δυνάμεις, όπως η Γαία, ο Ουρανός και ο Πόντος, που αποκτούν όνομα-, οι Κύκλωπες συμβολίζουν τη λάμψη της όρασης. Έχουν ένα μόνο μάτι καταμεσής στο μέτωπο, το μάτι τους αυτό όμως είναι κεραυνοβόλο, όπως το όπλο που θα προσφέρουν στο Δία. Η μαγική δύναμη του ματιού. Οι Εκατόγχειρες, από την άλλη, συμβολίζουν με τη ζωώδη δύναμή τους την ικανότητα του νικάν, του υπερισχύειν με τη μυϊκή δύναμη των χεριών. Οι μεν έχουν τη δύναμη του μοναδικού ματιού τους που κεραυνοβολεί, οι δε των χεριών τους, που μπορούν και δένουν, περισφίγγουν, διαλύουν, νικούν, καθυποτάσσουν όλα τα πλάσματα του κόσμου. Τιτάνες, Εκατόγχειρες και Κύκλωπες, ωστόσο, βρίσκονται όλοι μέσα στην κοιλιά της Γαίας· ο Ουρανός κείτεται ξαπλωμένος πάνω της. Πραγματικό φως δεν υπάρχει ακόμα, διότι, έτσι όπως ο Ουρανός απλώνεται μονίμως πάνω στη Γαία, βασιλεύει συνεχώς το σκοτάδι. Η Γαία τότε αφήνει το θυμό της να ξεσπάσει. Είναι έξαλλη που είναι αναγκασμένη να κρατάει μέσα στα σπλάχνα της τα παιδιά της, τα οποία δεν μπορούν να βγουν, κι έτσι πρήζεται, ζορίζεται, σκάει. Τους μιλάει λοιπόν, απευθυνόμενη ειδικά στους Τιτάνες, και τους λέει: «Ακούστε εδώ, ο πατέρας σας μας αδικεί, μας υποβάλλει σε τρομερά μαρτύρια, αυτό πρέπει να σταματήσει. Πρέπει να ξεσηκωθείτε ενάντια στον πατέρα σας, τον Ουρανό». Ακούγοντας τα επιτακτικά αυτά λόγια, τους Τιτάνες τούς πιάνει τρόμος μες στην κοιλιά της Γαίας. Ο Ουρανός παραμένει αμετακίνητος πάνω στη μητέρα τους, ισομεγέθης μ' αυτήν, τους φαίνεται δύσκολο να τον νικήσουν. Μόνο ο πιο μικρός, ο Κρόνος, δέχεται να βοη-
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
23
θήσει τη Γαία και να αναμετρηθεί με τον πατέρα του. Η Γη σκαρφίζεται ένα πανούργο κυριολεκτικά σχέδιο. Για να βάλει σ' εφαρμογή το σχέδιο της, δημιουργεί μέσα στα σπλάχνα της ένα εργαλείο, ένα κλαδευτήρι, μιαν άρπη, που την κατασκευάζει από καθαρό ατσάλι. Και οπλίζει με το δρεπάνι αυτό το χέρι του Κρόνου. Αυτός βρίσκεται μέσα στην κοιλιά της μάνας του, εκεί όπου ο Ουρανός σμίγει μαζί της, και καραδοκεί, παραμονεύει. Απλώνεται λοιπόν ο Ουρανός πάνω στη Γαία* αρπάζει τότε ο Κρόνος με το αριστερό χέρι τα γεννητικά όργανα του πατέρα του, τα κρατάει γερά και, κραδαίνοντας το κλαδευτήρι στο δεξί, τα κόβει. Έπειτα, χωρίς να στραφεί, για να αποφύγει τη συμφορά που η πράξη του μπορούσε να προκαλέσει, πετάει πάνω από τον ώμο του το ανδρικό μόριο του Ουρανού. Από το ακρωτηριασμένο αυτό μόριο που ο Κρόνος πετάει πίσω από τον ώμο του πέφτουν στη γη λίγες σταγόνες αίμα, ενώ ο φαλλός του πάει μακρύτερα, πέφτει στο πέλαγος. Ο Ουρανός, ευνουχισμένος, βγάζει μια κραυγή πόνου και τινάζεται μακριά από τη Γαία. Πάει τότε και στερεώνεται ψηλά, πάνω από τον κόσμο, από όπου δε θα κουνηθεί ποτέ ξανά. Επειδή ο Ουρανός είναι ισομεγέθης με τη Γαία, δεν υπάρχει σπιθαμή γης που να μην έχει από πάνω της, όταν σηκώνουμε τα μάτια, ένα ίσο κομμάτι ουρανού.
Η γη, ο χώρος, ο ουρανός ΕΥΝΟΥΧΊΖΟΝΤΑς τον Ουρανό, με τις συμβουλές και την πονηριά της μητέρας του, ο Κρόνος κάνει ένα βήμα πολύ σημαντικό όσον αφορά τη γέννηση του σύμπαντος. Χωρίζει τη γη από τον ουρανό. Δημιουργεί ελεύθερο χώρο ανάμεσα στον ουρανό και στη γη: όλα τα πλάσματα που θα γεννήσει η γη, και όλα όσα θα φέρουν στη ζωή τα έμβια όντα, θα έχουν χώρο να αναπνεύσουν, να ζήσουν. Απελευθερώθηκε ο χώρος, παράλληλα όμως μεταβλήθηκε και ο χρόνος. Όσο ο Ουρανός ακουμπούσε πάνω στη Γαία, δεν υπήρχε διαδοχή των γενεών, οι γενιές παρέμεναν κρυμμένες βαθιά μέσα στο πλάσμα που τις είχε γεν-
24
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
νήσει. Από τη στιγμή που ο Ουρανός αποτραβήχτηκε, οι Τιτάνες μπόρεσαν και βγήκαν από την κοιλιά της μητέρας τους και με τη σειρά τους τεκνοποίησαν. Έτσι λοιπόν αρχίζουν οι γενιές να διαδέχονται η μία την άλλη. Ο χώρος είναι ανοιχτός και ο «έναστρος ουρανός» λειτουργεί τώρα ως θόλος, μοιάζει με βαθύχρωμο ουρανό κρεβατιού, που απλώνεται πάνω από τη γη. Πού και πού, ο σκοτεινός αυτός ουρανός φωτίζεται, διότι εφεξής η μέρα και η νύχτα θα εναλλάσσονται. Τη μια εμφανίζεται ο σκοτεινός ουρανός, με τ αστέρια μόνο να τον φωτίζουν την άλλη, πάλι, προβάλλει ένας ουρανός φωτεινός, που μόνο σύννεφα τον σκιάζουν. Ας αφήσουμε για λίγο τη σπορά της Γης και ας επανέλθουμε στη σπορά του Χάους. Το Χάος γέννησε δύο παιδιά, το ένα το λένε Έρεβος και το άλλο Νύχτα. Το Έρεβος, ως ευθεία προέκταση του Χάους, είναι το μαύρο σκοτάδι, η δύναμη του σκότους στην πλέον καθαρή μορφή του, το αμιγές σκότος. Η περίπτωση της Νύχτας είναι διαφορετική. Όπως και η Γαία, γεννάει παιδιά χωρίς ερωτικό σμίξιμο, σαν να τα σμιλεύει στο σκοτεινό της φόρεμα: τον Αιθέρα, το αιθέριο Φως, και την Ημέρα, το φως της ημέρας. Το Έρεβος, τέκνο του Χάους, συμβολίζει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Χάους, το σκοτάδι. Η Νύχτα, αντιθέτως, προσκαλεί την ημέρα. Δεν υπάρχει νύχτα χωρίς ημέρα. Όταν η Νύχτα δίνει ζωή στον Αιθέρα και στην Ημέρα, τι κάνει; Όπως το Έρεβος είναι ο ζόφος στην καθαρή του μορφή, έτσι και ο Αιθέρας είναι η φωτεινότητα στην καθαρή μορφή της. Ο Αιθέρας είναι η άλλη πλευρά του Ερέβους. Ο λαμπερός Αιθέρας είναι εκείνο το κομμάτι του ουρανού που ποτέ δε σκοτεινιάζει, που ανήκει στους ολύμπιους θεούς. Ο Αιθέρας είναι ένα φως ολοζώντανο, που ποτέ καμιά σκιά δεν το αμαυρώνει.χ Αντιθέτως, η Νύχτα και η Ημέρα αντιπαρατίθενται στηρίζοντας η μία την άλλη. Από τότε που ο χώρος είναι πια ανοιχτός, η Νύχτα και η Ημέρα διαδέχονται κανονικά η μία την άλλη. Στην είσοδο των Ταρτάρων βρίσκονται οι πύλες της Νύχτας, που οδηγούν στην κατοικία της. Εκεί εμφανίζονται διαδοχικά η Νύ-
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
25
χτα και η Ημέρα, χαιρετιούνται, διασταυρώνονται, χωρίς ποτέ να σμίξουν ή να αγγιχτούν. Όταν υπάρχει η νύχτα, η ημέρα απουσιάζει, όταν υπάρχει η ημέρα, λείπει η νύχτα, χωρίς την ημέρα όμως νύχτα δεν υπάρχει. Όπως το Έρεβος συμβολίζει το απόλυτο και παντοτινό σκότος, έτσι και ο Αιθέρας ενσαρκώνει την απόλυτη φωτεινότητα. Όλα τα όντα που ζουν πάνω στη γη είναι πλάσματα της ημέρας και της νύχτας* το απόλυτο σκότος που καμιά ακτίνα του ήλιου δεν το διαπερνάει, το ζόφο του Ερέβους, το γνωρίζουν μόνο όταν πεθαίνουν. Οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φυτά ζουν και τη νύχτα και την ημέρα στη σύζευξη αυτή των αντιθέτων, ενώ οι θεοί, από την άλλη, στην κορυφή του κόσμου, δε γνωρίζουν την εναλλαγή της ημέρας και της νύχτας. Ζουν μέσα σε ένα αΐδιο λαμπερό φως. Πάνω, οι ουράνιοι θεοί στο λαμπερό Αιθέρα, κάτω οι υπόγειοι θεοί ή οι ηττημένοι, που κλείστηκαν στα Τάρταρα και ζουν συνεχώς μες στο σκοτάδι* τέλος, οι θνητοί ζούνε στον κόσμο, που είναι ήδη ανάμεικτος. Ας επανέλθουμε στον Ουρανό. Τι γίνεται όταν στερεώνεται ψηλά πάνω από τον κόσμο; Δε σμίγει πια με τη Γαία, με εξαίρεση τις πλούσιες, ζωοδότρες βροχές, όταν ο ουρανός ανοίγει και η γη γονιμοποιείται. Με την ευεργετική αυτή βροχή, η γη μπορεί και γεννάει καινούρια πλάσματα, καινούρια φυτά, δημητριακά. Εκτός όμως από αυτή την περίοδο των βροχών, τίποτα δε συνδέει πια τη γη και τον ουρανό. Την ώρα που ο Ουρανός απομακρυνόταν από τη Γαία, έδωσε φοβερή κατάρα στους γιους του: «Τιτάνες θα ονομάζεστε, τους είπε, κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με το ρήμα τηαίι^ω, διότι τεντώσατε τα χέρια σας πολύ ψηλά, το κρίμα σας, που σηκώσατε χέρι πάνω στον πατέρα σας, μια μέρα θα το πληρώσετε». Από τις σταγόνες το αίμα που έσταξαν από τον ακρωτηριασμένο φαλλό του στο χώμα γεννήθηκαν μετά από λίγο οι Ερινύες. Αρχέγονες δυνάμεις που κύρια αποστολή τους είχαν να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη της προσβολής που συγγενής δέχεται από συγγενή και να τον κάνουν να πληρώσει γι' αυτό, όσος καιρός και αν περάσει. Είναι οι θεότητες της εκδίκησης
26
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
για τα εγκλήματα μεταξύ ομοαίματων. OL Ερινύες συμβολίζουν το μίσος, τη μνήμη, την ανάμνηση του σφάλματος και την απαίτηση να πληρωθεί το κρίμα. Απο το αίμα της πληγής του Ουρανού γεννιούνται μαζί με τις Ερινύες και οι Γίγαντες και οι Μέλιες, οι νύμφες που κατοικούν στις φλαμουριές, τα ψηλά αυτά δέντρα. Οι Γίγαντες είναι κατά κύριο λύγο πολεμιστές, η προσωποποίηση της πολεμικής βίας: δεν υπήρξαν παιδιά ούτε και θα γεράσουν, είναι σε ύλη τους τη ζωή ενήλικες, στην ηλικία της αλκής, αφοσιωμένοι στις πολεμικές δραστηριύτητες, αγαπούν τη φονική μάχη. Οι νύμφες της φλαμουριάς, οι Μέλιες νύμφες, είναι και αυτές πολεμίστριες, έχουν και αυτές έφεση στη σφαγή, αφού τα δόρατα που χρησιμοποιούν οι πολεμιστές στη μάχη είναι φτιαγμένα απο το ξύλο των δέντρων οπου κατοικούν. Έτσι λοιπύν, απύ τις σταγόνες το αίμα του Ουρανού γεννιούνται τριών ειδών πλάσματα, που ενσαρκώνουν τη βία, την τιμωρία, τη μάχη, τον πολεμο, τη σφαγή. Για τους Έλληνες, η βία αυτή συνοψίζεται σε ένα ύνομα, Έριδα, το οποίο σημαίνει τις κάθε μορφής και κάθε λογής συγκρούσεις, ή τη διχόνοια μέσα σ' ένα σπιτικό στην περίπτωση των Ερινύων.
Έρις και έρως Τ Ι ΑΠΟΓΙΝΕ το γεννητικό όργανο του Ουρανού που ο Κρόνος πέταξε στη θάλασσα, μέσα στον Πόντο; Δε βούλιαξε μέσα στα κύματα, επιπλέει, πλέει, και ο αφρύς του σπέρματος ανακατεύεται με τον αφρο της θάλασσας. Απο το σμίξιμο αυτύ του αφρού γύρω απο το φαλλό που τον παρασύρουν τα κύματα, δημιουργείται ένα πλάσμα υπέροχο: η Αφροδίτη, η θεά της θάλασσας και του αφρού. Για λίγο καιρό ταξιδεύειγαι μετά αράζει στο νησί της, την Κύπρο. Βαδίζει πάνω στην^μμο και καθώς προχωράει τα πιο ευωδιαστά και πιο όμορφα λουλούδια φυτρώνουν κάτω από τα πόδια της. Στα χνάρια της Αφροδίτης ακολουθούν ο Έρως και ο Ίμερος, ο Έρωτας και ο Πόθος. Ο Έρωτας αυτός δεν είναι ο πρωταρχικός Έρωτας, αλλά
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
27
ένας Έρωτας που απαιτεί να υπάρχει στο εξής το αρσενικό και το θηλυκό. Πολλές φορές θεωρείται γιος της Αφροδίτης. Ο Έρωτας αυτός λοιπόν έχει αλλάξει ρόλο. Αποστολή του δεν είναι πια να φέρει στο φως όλα όσα οι αρχέγονες δυνάμεις έκρυβαν βαθιά στα σκοτεινά τους σπλάχνα. Αποστολή του τώρα είναι να ενώσει δυο χωριστά πλάσματα, διαφορετικού φύλου, σε ένα παιχνίδι ερωτικό που προϋποθέτει μια ερωτική στρατηγική με όλα της τα επακόλουθα, έλξη, συναίνεση, ζήλια. Ο Έρωτας ενώνει δυο πλάσματα διαφορετικά για να γεννηθεί από αυτά ένα τρίτο πλάσμα, που δεν είναι ολόιδιο ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο γονιό, αποτελεί όμως προέκταση και των δύο. Η δημιουργία λοιπόν που έχουμε τώρα είναι διαφορετική από την πρωταρχική δημιουργία. Με άλλα λόγια, κόβοντας το όργανο του πατέρα του, ο Κρόνος καθιέρωσε δυο δυνάμεις τις οποίες οι Έλληνες θεωρούν συμπληρωματικές, η μία ονομάζεται Έρις, Φιλονικία, και η άλλη Έρως, Αγάπη. Έριδα σημαίνει διαμάχη μέσα στην ίδια οικογένεια ή μέσα στην ίδια κοινότητα, φιλονικία, διχόνοια εκεί που πριν βασίλευε η ομόνοια. Έρωτας, αντιθέτως, σημαίνει συμφωνία και ένωση ανόμοιων πραγμάτων, τόσο ανόμοιων όσο το αρσενικό και το θηλυκό. Η Έριδα και ο Έρωτας προέρχονται και οι δυο από την ίδια γενεσιουργό πράξη που άνοιξε το χώρο, απελευθέρωσε το χρόνο, επέτρεψε στις γενιές να εμφανιστούν διαδοχικά στο θέατρο του κόσμου, ανοιχτό από δω και μπρος. Τώρα, όλα αυτά τα θεία πλάσματα, με την Έριδα από τη μια μεριά και τον Έρωτα από την άλλη, θα συγκρουστούν και θα πολεμήσουν μεταξύ τους. Για ποιο λόγο; Όχι τόσο για να δημιουργήσουν το σύμπαν, το οποίο έχει ήδη θεμελιωθεί, αλλά για να ορίσουν τον κύριο του σύμπαντος. Ποιος θα είναι ο κυρίαρχος; Δεν έχουμε πια να κάνουμε με ιστορίες κοσμογονικές που θέτουν ερωτήματα του τύπου «Πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος; Γιατί στην αρχή υπήρχε το Χάος; Πώς έγιναν όλα αυτά που περικλείει το σύμπαν;»· τώρα άλλα ερωτήματα εμφανίζονται και άλλες ιστορίες, πολύ πιο δραματικές, προσπαθούν να τα απαντήσουν. Πώς οι θεοί που έχουν δημιουργηθεί και
28
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
έχουν κάνει με τη σειρά τους και αυτοί παιδιά θα πολεμήσουν και θα αλληλοσπαραχτούν; Πώς θα τα βρουν μεταξύ τους; Πώς θα πληρώσουν οι Τιτάνες το έγκλημα που διέπραξαν ενάντια στον πατέρα τους τον Ουρανό, πώς θα τιμωρηθούν; Ποιος θα διασφαλίσει τη σταθερότητα του κόσμου, ο οποίος δημιουργήθηκε από το τίποτα, που ήταν τα πάντα, από το ζόφο που γέννησε ακόμη και το ίδιο το φως, από ένα κενό που γέννησε την πληρότητα και τη στερεότητα; Πώς ο κόσμος αυτός θα σταθεροποιηθεί, θα οργανωθεί, θα βασιστεί σε πλάσματα διαφορετικά μεταξύ τους; Ο Ουρανός, απομακρυνόμενος από τη Γη, ανοίγει το δρόμο για την αδιάλειπτη διαδοχή των γενεών. Αν όμως σε κάθε γενιά οι θεοί πολεμούν μεταξύ τους, τότε ο κόσμος θα παραπαίει. Ο πόλεμος των θεών πρέπει κάποτε να τελειώσει για να βασιλέψει στον κόσμο η τάξη εσαεί. Η αυλαία σηκώνεται, θα παρακολουθήσουμε τις μάχες για τη θεϊκή κυριαρχία.
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑ
Στο
το σκηνικό έχει λοιπόν στηθεί. Ο χώρος είναι ανοιχτός, ο χρόνος κυλάει, οι γενιές θα αρχίσουν να διαδέχονται η μία την άλλη. Κάτω υπάρχει ο υπόγειος κόσμος, από πάνω είναι η απέραντη γη, τα κύματα, ο Ωκεανός, ο ποταμός που περιβάλλει τα πάντα, και πάνω από όλα ο ακίνητος ουρανός. Όπως η γη είναι ένα βάθρο στέρεο για τους ανθρώπους, τα ζώα, έτσι και ψηλά, ο αιθέριος ουρανός αποτελεί την ασφαλή διαμονή των θεών. Οι Τιτάνες, οι οποίοι είναι οι πρώτοι αμιγείς θεοί, τα παιδιά του Ουρανού, έχουν λοιπόν τον κόσμο στη διάθεσή τους. Θα πάνε και θα εγκατασταθούν ψηλά ψηλά, στα βουνά της γης, εκεί που θα κατοικήσουν επίσης μονίμως οι ελάσσονες θεοί, οι Ναϊάδες, οι νύμφες των δασών, οι νύμφες των βουνών. Ο καθένας παίρνει θέση στο χώρο όπου μπορεί να δράσει. Στο πιο ψηλό μέρος του ουρανού βρίσκονται οι Τιτάνες, οι λεγόμενοι Ουρανίδες, τα παιδιά του Ουρανού, αγόρια και κορίτσια. Επικεφαλής τους το στερνοπαίδι, ο μικρότερος, ένας θεός πονηρός, πανούργος, κακός. Ο Κρόνος, ο οποίος δε δίστασε να κόψει τα γεννητικά όργανα του πατέρα του. Αποτολμώντας την πράξη αυτή, απελευθέρωσε το σύμπαν, δημιούργησε το χώρο, έδωσε ζωή σε έναν κόσμο διαφοροποιημένο, οργανωμένο. Η θετική αυτή πράξη εμπεριέχει και μια σκοτεινή πλευρά, είναι την ίδια στιγμή ένα αμάρτημα για το οποίο θα πληρωθεί κάποιο τίμημα. Διότι τη στιγμή που ο Ουρανός αποσυρόταν στην οριστική του πλέον θέση, φρόντισε να ΘΕΑΤΡΟ TOT ΚΟΣΜΟΥ
30
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
καταραστεί τα παιδιά του, τους πρώτους αυτοτελείς θεούς, έδωσε μια κατάρα που την πραγματοποίηση της θα αναλάβουν οι Ερινύες, γεννήματα του ακρωτηριασμού. Μια μέρα, ο Κρονος θα πρέπει να πληρώσει το χρέος του στις Ερινύες, που θα πάρουν εκδίκηση για τον πατέρα του. Αυτύς ο μικρότερος αλλά και τολμηρότερος γιος λοιπόν, που εκτέλεσε το τέχνασμα της Γαίας, έδιωξε τον Ουρανό και τον απομάκρυνε από πάνω της, ο Κρόνος, θα είναι ο βασιλιάς των θεών και του κόσμου. Μαζί του, γύρω του, στέκονται οι Τιτάνες, οι οποίοι είναι κατώτεροι αλλά συνένοχοί του. Ο Κρόνος τούς ελευθέρωσε, είναι οι προστατευόμενοί του. Το ερωτικό σμίξιμο του Ουρανού και της Γαίας έφερε στον κόσμο και κάποια άλλα πλάσματα, δυο τριάδες πλασμάτων που ήταν στην αρχή φυλακισμένα σαν τους Τιτάνες, τα αδέρφια τους, μέσα στην κοιλιά της Γης: τους τρεις Κύκλωπες και τους τρεις Εκατόγχειρες. Τι έχουν απογίνει; Κατά πάσα πιθανότητα, ο Κρόνος, ο φθονερός και κακός αυτός θεός, πάντα επιφυλακτικός και καχύποπτος, φοβήθηκε μήπως του σκαρώσουν καμιά παλιοδουλειά και τους αλυσόδεσε.Έριξε λοιπόν τους τρεις Κύκλωπες και τους τρεις Εκατόγχειρες σιδεροδέσμιους στον Κάτω Κόσμο. Οι Τιτάνες και οι αδερφές τους, αντιθέτως, θα σμίξουν μεταξύ τους και ειδικά ο Κρόνος θα σμίξει με τη Ρέα. Η οποία είναι μια άλλη όψη της Γαίας. Η Γαία και η Ρέα είναι δύο συγγενείς, αρχέγονες δυνάμεις. Έχουν ωστόσο μια διαφορά: η Γαία διαθέτει ένα όνομα κατανοητό για κάθεΈλληνα, η Γαία ονομάζεται Γη και etvat η γη· ενώ η Ρέα έχει ένα δικό της, ξεχωριστό όνομα και δεν ενσαρκώνει κανένα φυσικό στοιχείο. Η Ρέα αποτελεί μια πιο ανθρωπομορφική, πιο εξανθρωπισμένη, πιο εξειδικευμένη όψη της Γαίας. Κατά βάθος, όμως, η Γαία και η Ρέα είναι σαν μάνα με κόρη, είναι απολύτως όμοιες, σαν δυο σταγόνες νερό.
Μες στη μεγάλη πατρική κοιλιά Ο Κρόνος ζευγαρώνει με τη Ρέα και γεννά και αυτός παιδιά,
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
31
που με τη σεψά τους θα γεννήσουν άλλα παιδιά/Ετσι θα δημιουργηθεί μια νέα γενιά θεών, η δεύτερη γενιά αυτοτελών θεών, με τα ονόματα, τις σχέσεις τους, τα πεδία επιρροής τους. Ο Κρόνος όμως, δύσπιστος, φθονερός και ανήσυχος για την εξουσία του, δεν εμπιστεύεται τα παιδιά του. Πόσο μάλλον που η Γαία τού έχει βάλει λόγια. Μητέρα όλων των αρχέγονων θεοτήτων, η Γαία γνωρίζει τα μυστικά του χρόνου, αντιλαμβάνεται όλα όσα κρύβονται μέσα στις σκοτεινές πτυχές του και έρχονται σιγά σιγά στο φως. Γνωρίζει εκ των προτέρων το μέλλον. Η Γαία προειδοποίησε το γιο της ότι κινδυνεύει να γίνει θύμα κάποιου παιδιού του. Ένας γιος του, πιο δυνατός από αυτόν, θα τον εκθρονίσει. Συνεπώς, η κυριαρχία του Κρόνου είναι μια κυριαρχία προσωρινή. Έτσι λοιπόν και αυτός, ανήσυχος πολύ, παίρνει τα μέτρα του. Μόλις αποκτάει ένα παιδί, αμέσως το καταπίνει, το καταβροχθίζει και το ρίχνει στο στομάχι του. Όλα τα παιδιά του Κρόνου και της Ρέας βρίσκονται έτσι καταχωνιασμένα μες στην κοιλιά του πατέρα τους. Όπως είναι φυσικό, η Ρέα δεν είναι και πολύ ευχαριστημένη με την πρακτική αυτή του Κρόνου, όπως δεν ήταν και η Γαία με τη συμπεριφορά του Ουρανού, που εμπόδιζε τα παιδιά του να δουν το φως της μέρας. Ο Ουρανός και ο Κρόνος καταδικάζουν κατά κάποιο τρόπο τα τέκνα τους στο προ της γέννησης σκότος. Δε θέλουν να τα αφήσουν να ανθίσουν στο φως, σαν τα δέντρα που διαπερνούν το έδαφος και ζουν ανάμεσα στον ουρανό και στη γη. Ακολουθώντας τη συμβουλή της Γης, η Ρέα αποφασίζει να αντιδράσει στην απαράδεκτη συμπεριφορά του Κρόνου. Γι' αυτό σκαρφίζεται ένα κόλπο, ένα δόλο, μια πονηριά, ένα ψέμα. Και, έτσι, πολεμάει τον Κρόνο με την ίδια του τη φύση, δεδομένου ότι είναι ένας θεός της πονηριάς, του ψεύδους και της διπροσωπίας. Όταν φτάνει η ώρα να γεννηθεί ο Δίας, το τελευταίο παιδί και το στερνό αγόρι —όπως και ο Κρόνος ήταν ο μικρότερος γιος του Ουρανού—, η Ρέα πηγαίνει στην Κρήτη και γεννάει κρυφά. Εμπιστεύεται το παιδί στις Ναϊάδες, πλάσματα θεϊκά, να το φυλάνε και αυτές αναλαμβάνουν να το αναθρέψουν μέσα σε μια σπηλιά, ώστε ο
32
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Κρόνος να μην καταλάβει τίποτα, να μην ακούσει τα κλάματα του νεογέννητου. Στη συνέχεια, επειδή οι φωνές του παιδιού γίνονταν όλο και πιο δυνατές, η Ρέα ζητάει από κάποιες ανδρικές θεότητες, τους Κουρήτες, να σταθούν μπροστά στη σπηλιά και να χορεύουν τους πολεμικούς χορούς τους, ώστε η κλαγγή των όπλων και οι διάφοροι θόρυβοι και τα άσματα να καλύπτουν τον ήχο της φωνής του μικρού Δία. Έτσι λοιπόν, ο Κρόνος δεν καταλαβαίνει τίποτα. Επειδή όμως ξέρει ότι η Ρέα ήταν έγκυος, περιμένει να δει το τελευταίο βρέφος που γέννησε και οφείλει να του παρουσιάσει. Τι του πάει λοιπόν εκείνη; Μια πέτρα. Μια πέτρα κουκουλωμένη με μωρουδιακά. Λέει στον Κρόνο: «Πρόσεχε, είναι λεπτεπίλεπτο, είναι μικρό», και χοπ, ο Κρόνος κατεβάζει μια και κάτω τη φασκιωμένη πέτρα. Όλη η γενιά των παιδιών του Κρόνου και της Ρέας, λοιπόν, βρίσκεται μέσα στο στομάχι του Κρόνου και πάνω από όλα η πέτρα. Στο διάστημα αυτό, ο Δίας μεγαλώνει και δυναμώνει στην Κρήτη. Όταν ενηλικιώνεται πια, σκέφτεται ότι θα ήταν μια πολύ καλή ιδέα να τιμωρήσει τον Κρόνο για το έγκλημα που διέπραξε ενάντια στα ίδια του τα παιδιά αλλά και ενάντια στον Ουρανό, τον οποίο έβαλε σε κίνδυνο ακρωτηριάζοντάς τον. Τι να κάνει; Ο Δίας είναι μόνος του. Θέλει να κάνει τον Κρόνο να βγάλει, να ξεράσει το τσούρμο τα παιδιά που έχει στην κοιλιά του. Θα το καταφέρει και πάλι χάρη στην πονηριά, την πονηριά που οι Έλληνες ονομάζουν μήτιδα, αυτή τη μορφή ευφυΐας, δηλαδή, με την οποία ο άνθρωπος συνδυάζει εκ των προτέρων ποικίλους τρόπους ώστε να κοροϊδέψει όποιον έχει απέναντί του. Η πονηριά του Δία συνίσταται στο ότι βάζει τον Κρόνο να πάρει ένα φάρμακο)^, ένα γιατρικό που του το παρουσιάζουν ως μαγικό και το οποίο είναι στην ουσία ένα εμετικό. Του το προσφέρει η Ρέα. Ο Κρόνος δεν προλαβαίνει καλά καλά να καταπιεί και αρχίζει να ξερνάει, πρώτα ξερνάει την πέτρα, μετά την Εστία, που βγαίνει πρώτη, και στη συνέχεια όλους τους θεούς και τις θεές, με σειρά αντίστροφη σε σχέση με την ηλικία τους. Στο βάθος βρίσκεται ο μεγαλύτερος, κι
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
33
αμέσως μετά την πέτρα ο νεότερος. Ο Κρόνος, βγάζοντας από μέσα του όλα τα παιδιά που είχε φέρει στον κόσμο η Ρέα, επαναλαμβάνει τη γέννηση τους.
Η τροφή των αθανάτων ΕΧΟΥΝ ΜΑΖΕΥΤΕΊ λοιπόν ένα πλήθος θεοί και θεές που συντάσσονται με το Δία. Αρχίζει τότε ο πόλεμος των θεών, όπως θα τον λέγαμε, η αντιπαράθεσή τους, δηλαδή, σε μια μάχη, επί μακρόν αβέβαιη, που διαρκεί περίπου δέκα «πλείους ενιαυτούς», δηλαδή μυριάδες χρόνια, αφού ο ενιαυτός διαρκεί από εκατό έως χίλια έτη. Από τη μια μεριά, γύρω από τον Κρόνο συγκεντρώνονται οι υπόλοιποι Τιτάνες, από την άλλη, γύρω από το Δία στέκονται οι λεγόμενοι Κρονίδες ή Ολύμπιοι. Και οι δυο έχουν στήσει το στρατηγείο και το στρατόπεδό τους στην κορφή ενός βουνού και πολεμούν για πολύ καιρό χωρίς η νίκη να κλίνει ξεκάθαρα προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Έτσι λοιπόν, το θέατρο του κόσμου έχει στηθεί και ήδη καταλαμβάνεται, σπαράσσεται από τον πόλεμο ανάμεσα στην πρώτη γενιά των θεών και στα παιδιά τους, που δε λέει να τελειώσει. Και στην προκειμένη περίπτωση παρεμβαίνει πάλι η πονηριά. Η αλλόκοτη αυτή μάχη ανάμεσα στις θείες δυνάμεις έχει πολλές πτυχές. Το βέβαιο είναι ότι η νίκη θα στεφανώσει το στρατόπεδο εκείνο που θα έχει συνεργό του όχι μόνο τη ζωώδη δύναμη αλλά και την πολύτροπη ευφυΐα. Στην αβέβαιη αυτή μάχη τον καθοριστικό ρόλο δε θα τον παίξει η βία και η υπερβάλλουσα δύναμη αλλά η κατεργαριά και η πονηριά. Για το λόγο αυτό, ένα πρόσωπο που ονομάζεται Τιτάνας παρ' όλο που ανήκει στη δεύτερη γενιά -είναι γιος του Τιτάνα Ιαπετού-, ο Προμηθέας, θα πρέπει να πάει με το μέρος του Δία και να προσφέρει στο νεαρό θεό αυτό που του λείπει ακόμα, δηλαδή την πονηριά. Το σημαντικότερο με τη μήτιδα, το εύστροφο και δόλιο πνεύμα, είναι ότι επιτρέπει στον άνθρωπο να οργανώσει εκ των προτέρων τα πράγματα, ώστε να του έρθουν βολικά.
34
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Η Γαία, η μεγάλη μητέρα, σκοτεινή και ολόφωτη, βουβή και ιδιαίτερα εύγλωττη, εξηγεί στο Δία ότι για να νικήσει θα πρέπει να συμμαχήσει με κάποια πλάσματα που συγγενεύουν με τους Τιτάνες αλλά δεν ανήκουν στο στρατόπεδό τους· εννοεί τους τρεις Κύκλωπες και τους τρεις Εκατόγχειρες. Διότι οι τιτάνιοι αυτοί θεοί είναι αρχέγονες θεότητες που εξακολουθούν να διαθέτουν όλη τη σφοδρότητα των φυσικών δυνάμεων για να νικήσει όμως κανείς και να καθυποτάξει τις δυνάμεις της αταξίας, πρέπει να αφομοιώσει ο ίδιος τη δύναμη της αταξίας. Τα απολύτως λογικά, απολύτως συγκροτημένα πλάσματα δεν μπορούν να το επιτύχουν. Ο Δίας χρειάζεται στο στρατόπεδό του κάποια πρόσωπα που να ενσαρκώνουν τις δυνάμεις της βίαιης σφοδρότητας και της παράφορης αταξίας, τις οποίες αντιπροσωπεύουν οι Τιτάνες. Έτσι, ο Δίας λύνει τα δεσμά των Κυκλώπων και των Εκατόγχειρων, τους απελευθερώνει, και αυτοί προσφέρονται στο εξής να τον συνδράμουν. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι η σύγκρουση των θεών τερματίζεται αυτομάτως. Ο Δίας τους χάρισε και πάλι την ελευθερία της κίνησης, αφού πρώτα τους έβγαλε από τη ζοφερή, ολοσκότεινη φυλακή όπου τους είχε πετάξει ο Κρόνος* για να γίνουν όμως πιστοί του σύμμαχοι, θα πρέπει να τους δώσει εχέγγυα ότι, εφόσον θα πολεμήσουν στο πλευρό του, θα δικαιούνται και αυτοί το νέκταρ και την αμβροσία, δηλαδή την τροφή των αθανάτων. Στο σημείο αυτό επανέρχεται, όπως βλέπουμε, το θέμα της τροφής, το οποίο έχει ήδη παίξει πολύ σπουδαίο ρόλο: ο Κρόνος είχε μια διαβολεμένη όρεξη, καταβρόχθιζε τα παιδιά του, τα παιδιά του ήταν η τροφή του* τόσο πολύ τον απασχολούσε πώς θα γεμίσει την μπάκα του, που, όταν του δώσανε αντί για μωρό ένα λιθάρι, το κατάπιε και αυτό. Ο Δίας αναγορεύει τους Εκατόγχειρες και τους Κύκλωπες, που είναι ίδια φύτρα με τους Τιτάνες, σε πραγματικές ολύμπιες θεότητες παραχωρώντας τους ως προνόμιο την τροφή των αθανάτων. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό των ολύμπιων θεών σε αντίθεση με τα ζώα που τρώνε τα πάντα, σε αντίθεση με τους ανθρώπους
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
35
που θα τρέφονται από κάποια στιγμή και έπειτα με ψωμί, κρασί και το κρέας από τις τελετουργικές θυσίες, οι θεοί δεν τρώνε, ή μάλλον τρέφονται με την τροφή των αθανάτων, συναφή προς την εσωτερική τους ζωτικότητα, η οποία, σε αντίθεση με των ανθρώπων, δεν εξαντλείται ποτέ, δεν ξέρει τι σημαίνει κούραση. Οι άνθρωποι, όταν καταβάλλουν κάποια προσπάθεια, πεινάνε και διψάνε. Πρέπει να ξαναγεμίσουν τις μπαταρίες τους. Οι θεοί είναι απαλλαγμένοι από τη μόνιμη αυτή έγνοια. Αντιθέτως, η ύπαρξή τους χαρακτηρίζεται από συνέχεια. Με το νέκταρ και την αμβροσία που τους προσφέρουν, οι θεοί επισφραγίζουν το γεγονός ότι οι Εκατόγχειρες και οι Κύκλωπες είναι πλέον και αυτοί θεοί, ισότιμοι με τους υπόλοιπους. Έχουμε από τη μια μεριά τα τετραπέρατα κόλπα, την πονηριά, και από την άλλη τη χοντροκομμένη δύναμη, τη βία και την ξέφρενη αταξία, που, διαμέσου των Κυκλώπων και των Εκατόγχειρων, στρέφονται ενάντια στους Τιτάνες που τις ενσαρκώνουν. Τελικά, μετά από δέκα ενιαυτούς αμφίρροπης μάχης, η ζυγαριά κλίνει προς τη μεριά των ολύμπιων θεών, οι οποίοι ονομάζονται έτσι επειδή πολεμούν από την κορυφή του Ολύμπου. Ποιοι είναι οι Κύκλωπες; Με ποιο τρόπο χαρίζουν τη νίκη στο Δία; Προσφέροντάς του ένα ακαταμάχητο όπλο, τον κεραυνό. Τα μέσα για να τον φτιάξουν τους τα δίνει η πανταχού παρούσα Γαία, με τον ίδιο τρόπο που είχε βγάλει από τον κόρφο της την ατσάλινη άρπη που όπλισε το χέρι του Κρόνου. Και α αυτή την περίπτωση, τους παρέχει τις πρώτες ύλες. Οι Κύκλωπες με το μοναδικό τους μάτι, σαν σιδεράδες, σαν πρώιμοι Ήφαιστοι, κατέχουν τον κεραυνό, τον οποίο θα θέσουν στη διάθεση του Δία, για να τον χρησιμοποιεί όποτε θέλει. Στα χέρια του Δία, ο κεραυνός είναι φως και φωτιά μαζί συμπυκνωμένα, εξαιρετικά ισχυρός και αποτελεσματικός. Το ότι οι Κύκλωπες έχουν ένα και μόνο μάτι έχει την εξήγησή του: το ίδιο το μάτι τους είναι σαν φωτιά. Οι αρχαίοι —αυτοί δηλαδή που επινόησαν αυτές τις ιστορίες— πίστευαν ότι το βλέμμα των ανθρώπων είναι το φως που εκπέμπει το μάτι. Το φως
36
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
λοιπόν που θα ξεπηδήσει από το μάτι του Δία θα είναι ο κεραυνός. Κάθε φορά που θα κινδυνεύει πραγματικά, το μάτι του θα κεραυνοβολεί τους αντιπάλους του/Εχουμε από τη μια τους Κύκλωπες με το μάτι τους και από την άλλη τους Εκατόγχειρες, τα γιγαντόμορφα τέρατα με την εκατονταπλάσια δύναμη στους βραχίονες τους ή, όπως λένε οι Έλληνες που δεν κάνουν τη διάκριση, στις χείρες. Οι Εκατόγχειρες έχουν εκατό χέρια: είναι η γροθιά, η δύναμη. Με τα δύο αυτά πλεονεκτήματα, το μάτι των Κυκλώπων που κεραυνοβολεί και τη δύναμη των χεριών που κατατροπώνει, ο Δίας γίνεται πραγματικά ανίκητος. Στη μάχη αυτή έχουμε μία κορύφωση. Στο απόγειο της μάχης ανάμεσα στις θεϊκές δυνάμεις, όταν ο Δίας εξαπολύει τον κεραυνό του και οι Εκατόγχειρες ορμούν στους Τιτάνες, ο κόσμος επανέρχεται σε χαώδη κατάσταση. Τα βουνά γκρεμίζονται, βάραθρα ανοίγονται και, βαθιά μέσα από τα Τάρταρα όπου βασιλεύει η Νύχτα, η ομίχλη εμφανίζεται ξαφνικά και ανεβαίνει από τα βάθη. Ο ουρανός σωριάζεται πάνω στη γη, επιστρέφουμε στην κατάσταση του Χάους, στην πρωταρχική κατάσταση της αρχέγονης αταξίας, όταν τίποτα ακόμη δεν είχε πάρει σχήμα και μορφή. Υπερισχύοντας, ο Δίας δε νικάει απλώς τον αντίπαλο και πατέρα του Κρόνο, αλλά δημιουργεί τον κόσμο από την αρχή, ξαναφτιάχνει έναν κόσμο συγκροτημένο μέσα από το Χάος, την Άβυσσο, όπου τίποτα δε διακρίνεται, όπου τα πάντα είναι αταξία. Είναι απολύτως σαφές ότι η δύναμη του Δία, είτε πρόκειται για τους Εκατόγχειρες και τα χέρια τους είτε για τους Κύκλωπες και το μάτι τους, σχετίζεται με την ικανότητά του να υπερισχύει του αντιπάλου του, να τον καθυποτάσσει. Η κυριαρχία του Δία είναι η κυριαρχία ενός βασιλιά που κατέχει τα μαγικά δεσμά. Όταν ένας αντίπαλος σηκώνει κεφάλι εναντίον του, ο Δίας τον κοιτάζει με το αστραποβόλο βλέμμα του και ο κεραυνός του τον περισφίγγει. Με τη δύναμη του ματιού, με τη δύναμη των χεριών, ο αντίπαλος παραδίνεται. Τη στιγμή της τρομακτικής αυτής αποθέωσης της δύναμης του Δία, που προϋποθέτει ως αναγκαίο στάδιο την προσωρινή επιστροφή
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
37
στο Χάος, οι Τιτάνες σωριάζονται καταγής. Ο Δίας τους ρίχνει κάτω μαστιγώνοντάς τους με τον κεραυνό, ενώ οι Εκατόγχειρες τους χτυπούν με τις γροθιές τους. Πέφτουν στη γη και οι Εκατόγχειρες ρίχνουν πάνω τους ένα βουνό από τεράστιες πέτρες και οι Τιτάνες δεν μπορούν πια ούτε να κουνηθούν. Οι θεοί αυτοί, η δύναμη των οποίων εκδηλωνόταν ως κινητικότητα, ως συνεχής παρουσία, έχουν πλέον εκμηδενιστεί, είναι ακίνητοι και ασφυκτιούν κάτω από έναν όγκο που δεν μπορούν να αποτινάξουν. Η δύναμή τους είναι πια ανενεργή. Οι Εκατόγχειρες —ο Κόττος, ο Βριάρεος και ο Γύγης— τους αρπάζουν και τους οδηγούν στον υπόγειο κόσμο. Οι Τιτάνες δεν μπορούν να πεθάνουν διότι είναι αθάνατοι, καταλήγουν όμως στο υπόγειο Χάος, στα ομιχλώδη Τάρταρα, όπου δε διακρίνεται τίποτα, όπου δεν υπάρχει προσανατολισμός, στην άβυσσο που ανοίγεται μέσα στα βάθη της γης. Για να μην μπορέσουν να ξανανεβούν στην επιφάνεια, ο Ποσειδώνας αναλαμβάνει να χτίσει ένα τείχος γύρω από το στόμιο, όπως θα το λέγαμε, το οποίο, βαθιά μέσα στη γη, σχηματίζει το στενό πέρασμα που καταλήγει στον υπόγειο και ομιχλώδη κόσμο, στα Τάρταρα. Από το στόμιο αυτό, που μοιάζει με λαιμό στάμνας, εισχωρούν όλες οι ρίζες που η γη απλώνει στα σκοτάδια για να εξασφαλίσει τη σταθερότητά της. Σ' αυτό το σημείο λοιπόν ο Ποσειδώνας υψώνει ένα τριπλό, χάλκινο τείχος και βάζει τους Εκατόγχειρες, τους πιστούς φύλακες του Δία, να το φρουρούν. Κλείνοντας το άνοιγμα αυτό, έχουν ληφθεί πλέον όλες οι προφυλάξεις ώστε η γενιά των Τιτάνων να μην ξαναδεί το φως της μέρας.
Η κυριαρχία του Δία Η ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ έχει λοιπόν τελειώσει. Ο Δίας είναι τώρα ο νικητής.Έχει κερδίσει την υποστήριξη των Κυκλώπων και των Εκατόγχειρων, ενώ επίσης έχουν συμμαχήσει μαζί του και κάποιες άλλες δυνάμεις. Πιο συγκεκριμένα, έχει συμμαχήσει μαζί του μια θεά που συμβολίζει όλες τις επικίνδυνες δυνάμεις που
38
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
κρύβει μέσα του ο υπόγειος κόσμος, ο καταχθόνιος κόσμος και ο υδάτινος κόσμος μαζί, η θεά Στύγα. Κυλάει στα βάθη της γης, κυλάει στα Τάρταρα και στη συνέχεια βγαίνει κάποια στιγμή στην επιφάνεια. Τα νερά της Στύγας έχουν τέτοια δύναμη, που όποιος θνητός πάει να πιει αμέσως κεραυνοβολείται, πέφτει νεκρός. Στη διάρκεια της μάχης, η Στύγα αποφασίζει να εγκαταλείψει το στρατόπεδο των Τιτάνων, όπου ανήκει λόγω καταγωγής, και να συνταχτεί με το Δία. Τάσσεται λοιπόν στο πλευρό του και φέρνει μαζί και τα δυο παιδιά της, που ονομάζονται το ένα Κράτος και το άλλο Βία. Το Κράτος συμβολίζει τη δύναμη που κυριαρχεί, τη δύναμη που υπερισχύει των αντιπάλων και τους καθυποτάσσει. Η Βία ενσαρκώνει τη ζωώδη βία, το αντίθετο της πονηριάς. Από την ώρα που νικάει τους Τιτάνες, ο Δίας συνοδεύεται μονίμως από το Κράτος, τη δύναμη της οικουμενικής κυριαρχίας, και τη Βία, την ικανότητα της ορμητικής βίας που κανείς δεν μπορεί να της αντισταθεί. Όπου και να πάει ο Δίας, σε όλες του τις μετακινήσεις, τον πλαισιώνουν πάντα το Κράτος, από τα δεξιά, και η Βία, από τα αριστερά. Τα βλέπουν αυτά οι ολύμπιοι θεοί, οι αδελφοί και οι αδελφές του Δία, και αποφασίζουν ότι η εξουσία ανήκει στο Δία. Οι Τιτάνες έχουν πληρώσει για την ατιμία τους και τώρα αναλαμβάνει την εξουσία ο Δίας. Μοιράζει στους θεούς τις τιμές και τα προνόμια. Εγκαθιδρύει ένα θεϊκό σύμπαν ιεραρχημένο, τακτοποιημένο, οργανωμένο, δηλαδή σταθερό. Το θέατρο του κόσμου έχει στηθεί, το σκηνικό είναι στη θέση του. Στην κορυφή του κόσμου άρχει ο Δίας, ο οποίος έβαλε τάξη στον κόσμο που προήλθε αρχικά από το Χάος. Τώρα τίθενται κάποια άλλα ζητήματα. Ο Ουρανός και ο Κρόνος σε πολλά πράγματα έμοιαζαν. Είναι χαρακτηριστικό και των δύο ότι δεν ήθελαν να δουν τα παιδιά τους να τους διαδέχονται. Και ο ένας και ο άλλος εμπόδισαν τη σπορά τους να δει το φως της ημέρας. Οι πρώτοι αυτοί θεοί αποτελούν μια θεϊκή ομάδα που αρνείται να δώσει τη θέση της σε μια άλλη θεϊκή ομάδα, στο πλαίσιο της διαδοχής των γενεών. Πέρα από
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
39
τις ομοιότητες τους όμως, ο Ουρανός και ο Κρόνος, ως πρόσωπα του μύθου και της ιστορίας, δεν έχουν καμία σχέση. Τον Ουρανό τον γέννησε η Γαία και στη συνέχεια έσμιγε διαρκώς μαζί της* μοναδικό του σκοπό είχε να ζευγαρώνει με εκείνη που τον γέννησε, σε μια αδιάκοπη συνεύρεση. Ο Ουρανός δεν είναι καθόλου πονηρός, είναι άοπλος. Ούτε στιγμή δεν του περνάει από το νου ότι η Γαία μπορεί να θέλει να τον εκδικηθεί. Εντελώς διαφορετικός από τον Ουρανό, ο Κρόνος δεν κρατάει τα τέκνα του κλεισμένα μέσα στην κοιλιά της μητέρας τους αλλά μέσα στη δική του κοιλιά. Ο Ουρανός υπακούει στο ένστικτο του αρχέγονου έρωτα που τον ακινητοποιεί, τον καθηλώνει πάνω στη Γαία* αντιθέτως, όλες οι κινήσεις του Κρόνου υπαγορεύονται από τη βούλησή του να διατηρήσει την εξουσία, να παραμείνει ο κυρίαρχος. Ο Κρόνος είναι ο πρώτος πολιτικός. Δεν είναι μόνο ο πρώτος βασιλιάς των θεών, ο πρώτος βασιλιάς του σύμπαντος, είναι επίσης ο πρώτος που σκέφτηκε με τρόπο πονηρό και πολιτικό από φόβο μη χάσει το σκήπτρο του. Με το Δία, το σύμπαν διαγράφεται πολύ διαφορετικό. Οι όμοιοί του τον επιλέγουν και τον ανακηρύσσουν βασιλιά. Μοιράζει όσο πιο δίκαια γίνεται τις τιμές που αναλογούν στον καθένα. Διατηρεί, μάλιστα, τα προνόμια που ορισμένες τιτάνιες δυνάμεις, οι οποίες δε συντάχθηκαν ξεκάθαρα με τη μία ή με την άλλη πλευρά στη σύγκρουση των θεών, κατείχαν πριν άπό την ανάρρησή του στο θρόνο. Όπως ο Ωκεανός, ο ποταμός που περιβάλλει τον κόσμο, ο οποίος δεν πήρε θέση ούτε υπέρ των Τιτάνων ούτε υπέρ των Ολυμπίων. Επειδή λοιπόν παρέμεινε ουδέτερος, θα συνεχίσει να φρουρεί τα εξωτερικά όρια του κόσμου, τον οποίο περικλείει μέσα στην υγρή του ζώνη. Ο Δίας διατηρεί και διευρύνει περαιτέρω όλα τα προνόμια της Εκάτης, μιας θηλυκής θεότητας που επίσης δε συμμετείχε στη διαμάχη. Είναι αλήθεια ότι στη μοιρασιά των εξουσιών, έτσι όπως την οργανώνει ο Δίας, η Εκάτη κατέχει ξεχωριστή
40
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
θέση. Δεν είναι αμιγής ουράνια ούτε αμιγής επίγεια θεά, σε έναν αυστηρά οργανωμένο αρσενικό θεϊκό κόσμο αντιπροσωπεύει κατά κάποιον τρόπο το παιχνίδι, τη χαρά της διασκέδασης, το τυχαίο. Μπορεί να ευνοήσει κάποιον ή, αντιθέτως, να τον βλάψει χωρίς κανείς να ξέρει το λόγο. Η Εκάτη χαρίζει ανάλογα με τα κέφια της την ευτυχία και τη δυστυχία. Κάνει να πληθαίνουν ή να λιγοστεύουν τα ψάρια στο νερό, τα πουλιά στον ουρανό και στη γη τα κοπάδια. Ενσαρκώνει το αναίτιο στον κόσμο των θεών, του προσδίδει μια κάποια αβεβαιότητα. Ο Δίας και η Γαία εξουσιάζουν το χρόνο, γνωρίζουν εκ των προτέρων πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα* η Εκάτη βάζει λίγο λαδάκι στα γρανάζια του κόσμου, τον βοηθάει να λειτουργήσει κάπως πιο ελεύθερα, αφήνει ένα περιθώριο στο απρόβλεπτο. Τα προνόμιά της είναι τεράστια. Θα σκεφτόταν ίσως κανείς ότι τώρα τα πάντα έχουν πια ρυθμιστεί, φυσικά όμως δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Η νέα γενιά των θεών είναι πια καθεστώς. Επικεφαλής τους, ως βασιλιάς των θεών, είναι ο Δίας, ο οποίος δεν έχει αντικαταστήσει απλώς τον Κρόνο, αλλά αποτελεί το αντίθετό του. Ο Κρόνος ενσάρκωνε την απουσία δικαιοσύνης, δεν υπολόγιζε τους συμμάχους του, ενώ ο Δίας θεμελιώνει την κυριαρχία του πάνω σε μια μορφή δικαιοσύνης, μεριμνά ώστε η εύνοιά του να κατανέμεται ισομερώς στις λοιπές θεότητες. Επανορθώνει όσα κακά είχε κάνει ο Κρόνος, όταν ήταν κυρίαρχος, με τη μονομέρεια, τον υποκειμενισμό, την κακοποιό του δύναμη. Η κυριαρχία που εγκαθιδρύει ο Δίας είναι πιο μετρημένη, πιο ισορροπημένη. Ο καιρός περνάει. Ο Δίας έχει παιδιά και, όπως είναι φυσικό, τα παιδιά αυτά πολύ γρήγορα θα μεγαλώσουν, θα γίνουν πολύ δυνατά και ισχυρά. Ένα στοιχείο στη λειτουργία του κόσμου, όμως, συνιστά απειλή για το σύμπαν των θεών. Όλα τα πλάσματα πρέπει να μεγαλώσουν και να ενηλικιωθούν και ο χρόνος φθείρει τα πάντα: ο ίδιος ο Δίας υπήρξε μικρό παιδί, στα σπάργανα, και κλαψούριζε στα κρυφά μέσα στη σπηλιά του, προστατευμένος από φρουρούς. Τώρα βρίσκεται στην
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
41
ακμή του, θα έρθει όμως άραγε και γι' αυτόν η παρακμή;Όπως στους ανθρώπους, έτσι δεν έρχεται και στους θεούς μια στιγμή που ο γέρος βασιλιάς νιώθει ότι δεν είναι πια αυτός που ήταν, βλέπει στο πλευρό του το μικρό γιο του, τον οποίο προστάτευε, να τον ξεπερνάει σε δύναμη πια και να τα καταφέρνει εκεί όπου ο ίδιος αποτυγχάνει;Όπως ο Κρόνος εκθρόνισε τον πατέρα του τον Ουρανό και στη συνέχεια ο Δίας τον πατέρα του τον Κρόνο, έτσι θα τον εκθρονίσει και το Δία ο γιος του; Βεβαίως, αυτό μπορεί να γίνει, ή μάλλον πρέπει να γίνει, από τη φύση του χρόνου η διαδοχή αυτή είναι αναπότρεπτη. Η Γαία το ξέρει* η Ρέα επίσης. Και ο Δίας, ειδοποιημένος, πρέπει να λάβει μέτρα για να αποφύγει αυτό το ενδεχόμενο. Πρέπει να είναι τέτοια η τάξη που έχει επιβάλει, ώστε να μην μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση από τον αγώνα για τη διαδοχή στη βασιλική εξουσία. Ο Δίας έγινε βασιλιάς των θεών, κύριος του κόσμου, δεν μπορεί συνεπώς να είναι ένας κυρίαρχος σαν όλους τους άλλους. Θα πρέπει να ενσαρκώνει την ίδια την έννοια της κυριαρχίας, μια δύναμη μόνιμης και οριστικής εξουσίας. Κλειδί για τη σταθερότητα της αμετακίνητης βασιλείας, που αντικατέστησε τη σειρά των διαδοχικών βασιλειών, είναι ο γάμος του κυρίαρχου θεού.
Οι πονηριές της εξουσίας Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΖΥΓΟΣ του Δία ονομάζεται Μήτίς και το όνομά της σημαίνει εκείνη τη μορφή ευφυΐας που του επέτρεψε, όπως είδαμε, να κερδίσει την εξουσία: μηης, η πονηριά, η ικανότητα να προβλέπει κανείς τα γεγονότα, ώστε ποτέ να μην εκπλήσσεται και να μη σαστίζει, ποτέ να μην αφήνει περιθώρια για μια απρόσμενη επίθεση. Ο Δίας παντρεύεται λοιπόν τη Μήτιδα, η οποία μένει σε λίγο έγκυος στην Αθηνά. Ο Δίας φοβάται μήπως τον εκθρονίσει και αυτόν με τη σειρά του ο γιος του. Πώς να το αποφύγει; Στο σημείο αυτό επανερχόμαστε στο θέμα της κατάποσης. Ο Κρόνος καταβρόχθιζε τα παιδιά του, αλλά δεν καταπολεμούσε το κακό στη ρίζα του, διότι χάρη στη
42
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
μήτίδα, την πονηριά, θα αναγκαστεί με ένα εμετικό να βγάλει από μέσα του όλα του τα παιδιά. Ο Δίας θέλει να λύσει το πρόβλημα με τρόπο πολύ πιο ριζικό. Σκέφτεται ότι μια λύση υπάρχει μόνο: δεν αρκεί να έχει δίπλα του τη Μήτιδα ως σύζυγο, πρέπει ο ίδιος να γίνει Μήτις. Δεν έχει ανάγκη από σύμμαχο, από σύντροφο, πρέπει ο ίδιος αυτοπροσώπως να είναι η μήτις. Πώς να το κάνει αυτό; Η Μήτις μπορεί και μεταμορφώνεται, αλλάζει συνεχώς μορφή, σαν τη Θέτιδα και τις άλλες θαλάσσιες θεότητες. Είναι ικανή να γίνει άγριο θηρίο, μυρμήγκι, βράχος, ό,τι περνάει από το νου του ανθρώπου. Ανάμεσα στη σύζυγο, τη Μήτιδα, και στο σύζυγο, το Δία, διεξάγεται μια μονομαχία πονηριάς. Ποιος άραγε θα είναι ο νικητής; Έχουμε βάσιμους λόγους για να υποθέσουμε ότι ο Δίας χρησιμοποιεί μια τακτική την οποία έχουμε συναντήσει και σε άλλες περιπτώσεις. Ποια είναι αυτή; Αν αναμετρηθεί ευθέως με μια μάγισσα ή με ένα μάγο που διαθέτει εξαιρετικά χαρίσματα και πολύ μεγάλη δύναμη, είναι καταδικασμένος, φυσικά, να χάσει. Αντιθέτως, αν χρησιμοποιήσει πονηριά, έχει τότε μια πιθανότητα να κερδίσει. Ο Δίας ρωτάει τη Μήτιδα: «Μπορείς πραγματικά να πάρεις όποια μορφή θέλεις; Μπορείς δηλαδή να γίνεις ένα λιοντάρι που ξερνάει φωτιά;». Αμέσως η Μήτις γίνεται λέαινα που ξερνάει φωτιά. Ένα θέαμα φοβερό. Τη ρωτάει λοιπόν στη συνέχεια ο Δίας: «Μπορείς δηλαδή να μεταμορφωθείς και σε μια σταγόνα νερό;», «Βεβαίως και μπορώ», «Για να δω». Δεν προλαβαίνει καλά καλά να γίνει σταγόνα νερό και ο Δίας την καταπίνει. Έτσι λοιπόν, η Μήτις βρίσκεται μέσα στην κοιλιά του Δία. Η πονηριά για άλλη μια φορά έκανε το θαύμα της. Ο ηγεμόνας δεν καταπίνει απλώς τους ενδεχόμενους διαδόχους του· εφεξής και στο πέρασμα του χρόνου, μέσα στη ροή του χρόνου, θα ενσαρκώνει την πονηρή πρόγνωση που θα του επιτρέπει να τινάζει προκαταβολικά στον αέρα τα σχέδια όλων όσων επιδιώκουν να τον αιφνιδιάσουν, να τον καταλάβουν εξαπίνης. Η σύζυγός του Μήτις, έγκυος στην Αθηνά, βρίσκεται μέσα στην κοιλιά του. Η Αθηνά δε θα βγει λοιπόν από τη μήτρα της μητέρας της αλλά από το φου-
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
43
σκωμένο κεφάλι του πατέρα της, που μοιάζει σαν την κοιλιά της Μήτιδας. Ο Δίας ουρλιάζει από τους πόνους. Ο Προμηθέας και ο Ήφαιστος καλούνται να τον συνδράμουν. Έρχονται με ένα διπλό πέλεκυ, του δίνουν μια στο κρανίο και η Αθηνά ξεττηδάει αλαλάζοντας από το κεφάλι του θεού, μια πάνοπλη νεαρή παρθένος με την περικεφαλαία, το δόρυ, την ασπίδα και τη χάλκινη πανοπλία της. Η Αθηνά, η επινοητική, παμπόνηρη θεά. Την ίδια στιγμή, ο Δίας ενσαρκώνει από δω και μπρος όλη την πονηριά του κόσμου. Είναι απρόσβλητος, στο εξής κανείς δε θα μπορέσει να τον αιφνιδιάσει. Το μέγα ζήτημα λοιπόν της κυριαρχίας έχει λυθεί. Ο κόσμος των θεών έχει κύριο, τον οποίο κανείς δεν μπορεί πια να αμφισβητήσει, διότι είναι η ενσάρκωση της ίδιας της κυριαρχίας. Στο εξής τίποτα δεν μπορεί να απειλήσει την τάξη του σύμπαντος. Όλα ρυθμίζονται όταν ο Δίας καταπίνει τη Μήτιδα και γίνεται έτσι ο μητίετα, ο θεός που είναι ολόκληρος μήτις, η Φρόνηση προσωποποιημένη.
Η παμμήτειρα και το Χάος Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ έχει πια τελειώσει. Οι Τιτάνες έχουν ηττηθεί, οι Ολύμπιοι είναι οι νικητές. Στην πραγματικότητα, με την επικράτηση του Δία τίποτα δεν έχει λυθεί οριστικά* τη στιγμή που ο κόσμος δείχνει ότι έχει πια ειρηνέψει, ότι επικρατεί μια τάξη οριστική, σταθερή και δίκαιη, εκείνη τη στιγμή η Γαία γεννά ένα καινούριο, νεαρό πλάσμα, το οποίο ονομάζεται άλλοτε Τυφωέας και άλλοτε Τυφώνας. Τον συνέλαβε όταν έσμιξε ερωτικά, με την καθοδήγηση της «χρυσέης Αφροδίτης» σύμφωνα με την παράδοση, με ένα αρσενικό που ονομάζεται Τάρταρος. Είναι το βάραθρο, που μέσα της βαθιά λειτουργεί σαν υποκατάστατο, κατά κάποιο τρόπο, σαν ηχώ του πρωταρχικού Χάους. Υπόγειος, ομιχλώδης, νύκτιος, ο Τάρταρος είναι φύτρα εντελώς διαφορετική από εκείνη των ουράνιων δυνάμεων, είτε αυτοί είναι οι ολύμπιοι θεοί είτε οι Τιτάνες. Δεν πρόλαβαν καλά καλά οι θεοί να διώξουν τους Τιτάνες
44
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
από τον ουρανό και να τους στείλουν βαθιά μέσα στα Τάρταρα, να μείνουν κλεισμένοι για πάντα, και η Γαία αποφάσισε να ενωθεί με τον Τάρταρο, το άκρο αντίθετο του ουρανού, για να γεννήσει ένα τελευταίο βλαστάρι. Η Γαία, ως το βάθρο του κόσμου, βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα στον αιθέριο ουρανό και το ζοφερό Τάρταρο. Αν ρίξουμε από τον ουρανό ένα χάλκινο αμόνι, θα πέφτει επί εννιά μέρες και εννιά νύχτες, μέχρι να φτάσει πια στη γη τη δέκατη μέρα. Και το ίδιο αμόνι, αν το ρίξουμε προς τα κάτω, θα κάνει τον ίδιο χρόνο για να φτάσει στα Τάρταρα. Δημιουργώντας τον Ουρανό και σμίγοντας μαζί του, η Γαία γέννησε όλη τη γενιά των ουράνιων θεών. Μητέρα του σύμπαντος, αντιλαμβάνεται τα πάντα, προβλέπει τα πάντα. Έχει χαρίσματα προφητικά και μια δύναμη πρόγνωσης που της επιτρέπει, στις μάχες, να αποκαλύπτει σε όποιον θέλει τις μυστικές, κρυμμένες, δόλιες οδούς της νίκης. Η Γαία είναι επίσης και η μέλαινα γη, η ομιχλώδης γη. Μέσα της εξακολουθεί να υπάρχει ένα στοιχείο χαοτικό, αρχέγονο. Δεν ταυτίζεται απολύτως με τους θεούς που κατοικούν στο λαμπερό αιθέρα, που τίποτα ποτέ δεν τον σκιάζει. Αισθάνεται ότι όλοι οι θεοί που μάχονται ανελέητα για την κυριαρχία του κόσμου, άλλοι από την κορφή της Όθρυος και άλλοι από του Ολύμπου, δεν της δείχνουν το σεβασμό που της πρέπει. Στην αρχή, όπως θυμόμαστε, υπήρξε το Χάος. Στη συνέχεια, η Γη. Η παμμήτειρα Γαία είναι εκ των πραγμάτων το αντίθετο του Χάους, με το οποίο όμως είναι στενά συνδεδεμένη* όχι μόνο επειδή στα βάθη της υπάρχει ένα στοιχείο χαοτικό, τα Τάρταρα, το Έρεβος, αλλά και επειδή αναδύεται αμέσως μετά το Χάος. Εκτός από αυτή λοιπόν, στο σύμπαν υπάρχει μόνο το Χάος. Το πλάσμα που θα φέρει στο φως και το οποίο θα αμφισβητήσει όχι μόνο το Δία αλλά και ολόκληρο το θεϊκό σύστημα των Ολυμπίων, είναι ένα πλάσμα χθόνιο, γήινο δηλαδή: Χθών είναι η γη στη σκοτεινή, νύκτια όψη της και όχι η γη ως μητέρα, ως βάθρο ασφαλές για όλα τα πλάσματα που περπατούν και στηρίζονται πάνω της. Το τερατώδες αυτό ον είναι
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
45
γιγαντιαίων διαστάσεων, πρωτόγονο, ένα ιδιόμορφο γέννημα της Γαίας, σαν ένα τερατώδες ζώο, με ανθρώπινες και ζωώδεις πλευρές. Τρομακτικά δυνατό, κατέχει τη δύναμη του Χάους, της πρωταρχικής κατάστασης, της αταξίας. Τα μέλη του έχουν τη δύναμη των Εκατόγχειρων, οι βραχίονές του είναι κολλημένοι στους ώμους του, τρομερά ρωμαλέοι, ευλύγιστοι, δυνατοί. Τα πόδια του στηρίζονται γερά στο έδαφος, είναι ακούραστα και πάντα σε κίνηση. Είναι ένα πλάσμα της κίνησης, της κινητικότητας. Δεν είναι ένας βαρύς, ακίνητος όγκος, όπως τον συναντάμε σε ορισμένους μύθους της Εγγύς Ανατολής, ο οποίος κάποια συγκεκριμένη στιγμή μεγαλώνει και η δύναμή του λειτουργεί αποκλειστικά σε επίπεδο αντίδρασης, απειλεί να καταλάβει όλο το χώρο ανάμεσα στη γη και τον ουρανό. Αντιθέτως, ο Τυφώνας όλη την ώρα κινείται, καταφέρει χτυπήματα, τα χέρια και τα πόδια του δε σταματούν λεπτό. Έχει εκατό δρακοκεφαλές και από κάθε δρακοκεφαλή του πετάγεται έξω μια μαύρη γλώσσα. Στο κάθε κεφάλι έχει ένα ζευγάρι μάτια που εξαπολύουν καυτή φλόγα, μια λάμψη που φωτίζει τις δρακοκεφαλές και την ίδια στιγμή κατακαίει όλα όσα ο Τυφώνας αγκαλιάζει με το βλέμμα του. Και τι λέει το τρομερό αυτό τέρας; Χρησιμοποιεί πολλές και διάφορες φωνές: άλλες φορές μιλάει σαν τους θεούς και άλλες πάλι σαν τους ανθρώπους. Κάποιες άλλες στιγμές, οι κραυγές του θυμίζουν όλα τα άγρια ζώα του κόσμου: βρυχάται σαν λιοντάρι, μουγκανίζει σαν ταύρος. Όσο η όψη του είναι από πάνω ως κάτω τερατόμορφη, άλλο τόσο ο τρόπος που μιλάει, η φωνή του είναι πολύμορφη, πολύτροπη και πολυποίκιλη. Η ύπαρξή του δε συμβολίζει κάποια ιδιαίτερη οντότητα, είναι μάλλον ένα σύμφυρτο αμάλγαμα όλων των πραγμάτων, ένα πλάσμα που συνταιριάζει τις πιο αντίθετες πλευρές και τα πιο παράταιρα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του. Αν αυτό το χαοτικό στην όψη, τη φωνή, το βλέμμα, την κίνηση, τη δύναμη τερατούργημα υπερίσχυε, τότε η τάξη του Δία θα καταλυόταν. Μετά τον πόλεμο των θεών και την ανάρρηση του Δία στο
46
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
θρόνο, η γέννηση του Τυφωέα ή Τυφώνα αποτελεί έναν κίνδυνο για την τάξη των ολύμπιων θεών. Η νίκη του θα σηματοδοτούσε την επιστροφή του κόσμου στην πρωταρχική και χαοτική κατάσταση. Τι θα γινόταν; Η μακρόχρονη πάλη των θεών αναμεταξύ τους θα έσβηνε. Ο κόσμος θα επέστρεφε κατά κάποιο τρόπο στο χάος. Δε θα επέστρεφε φυσικά στο πρωταρχικό, αφετηριακό χάος, εφόσον από το χάος αυτό είχε αναδυθεί ένας κόσμος οργανωμένος, αλλά θα παραδινόταν σε ένα γενικευμένο χαλασμό.
Τυφώνας ή η κρίση της υπέρτατης εξουσίας Ο ΤΥΦΩΝΑΣ ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ στο Δία. Η μάχη είναι τρομακτική. Όπως την εποχή της πάλης μεταξύ Τιτάνων και ολύμπιων θεών, ο Δίας κερδίζει τη νίκη με ένα σεισμό, όπως θα τον λέγαμε, με μια ανατροπή των στοιχείων του κόσμου. Τα κύματα ξεχύνονται στις στεριές, τα βουνά γκρεμίζονται την ώρα που ο Δίας βροντάει προσπαθώντας να τσακίσει, να δαμάσει με τον κεραυνό του το τέρας. Μέσα στην καρδιά του Άδη, στο βάραθρο των νεκρών και της νυκτός, τα πάντα ανακατεύονται, χάσματα ανοίγονται. Η πάλη του Τυφώνα και του Δία είναι η πάλη του τέρατος με τα εκατοντάδες φλεγόμενα μάτια ενάντια στο αστραποβόλημα του θεϊκού βλέμματος. Όπως είναι φυσικό, το κεραυνοβόλο βλέμμα του Δία, με το φως που εξαπολύει, θα καθυποτάξει τις φλόγες που εκτοξεύουν οι εκατό δρακοκεφαλές του τέρατος. Πλήθος μάτια εναντίον δύο ματιών. Νικητής βγαίνει ο Δίας. Μια ιστορία λέει ότι ο Δίας έκανε το λάθος να χαλαρώσει την επαγρύπνησή του και να κοιμηθεί στο παλάτι του την ώρα που τα μάτια του έπρεπε να είναι μονίμως σε επιφυλακή· ο Τυφώνας πλησίασε, διέκρινε πού είχε ακουμπήσει ο Δίας τον κεραυνό του και ετοιμαζόταν να τον αρπάξει* ακριβώς εκείνη τη στιγμή όμως, που πήγαινε να αρπάξει το όπλο της νίκης, ο Δίας άνοιξε τα μάτια και κεραυνοβόλησε πάραυτα τον αντίπαλό του. Δυο δυνάμεις συγκρούονται: η χαοτική και η ολύ-
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
47
μπια, ποια από τις δυο θα επικρατήσει με την επαγρύπνηση και το αστραποβόλημά της; Και σ' αυτή την περίπτωση, τελικά ο Τυφώνας χάνει. Ο κεραυνός τσακίζει τα νεύρα των χεριών και των ποδιών του, ενσάρκωση της ζωτικής του δύναμης την ώρα της μάχης. Παράλυτος λοιπόν, σκεπασμένος με βράχους, οδηγείται πίσω στα νεφελώδη Τάρταρα από όπου έλκει την καταγωγή του. Κάποιες άλλες, αρκετά περίεργες ιστορίες παρουσιάζουν διαφορετικό τον τερατώδη χαρακτήρα του Τυφωέα. Οι ιστορίες αυτές εμφανίζονται όψιμα, στο δεύτερο αιώνα μ.Χ. Ανάμεσα στον Τυφωέα του Ησιόδου, στον έκτο προ Χριστού αιώνα, και τον Τυφωέα για τον οποίο θα μιλήσουμε τώρα, υπάρχουν μεγάλες διαφορές, οφειλόμενες κυρίως σε ανατολικές επιρροές. Η Γαία, θυμωμένη με τους ολύμπιους θεούς, γεννάει με τον Τάρταρο ένα τέρας. Το οποίο περιγράφεται ως ένας τεράστιος κολοσσός, με πόδια ριζωμένα γερά στο έδαφος και με σώμα που δεν έχει τελειωμό, σε σημείο που το μέτωπό του ακουμπάει στον ουρανό. Όταν ανοίγει τα χέρια σταυρωτά, το ένα του χέρι αγγίζει την Ανατολή και το άλλο τη Δύση. Από τη φύση του, συνταιριάζει και ανακατεύει τα πάνω και τα κάτω, τον ουρανό και τη γη, τα δεξιά και τα αριστερά, την Ανατολή και τη Δύση. Ο χαοτικός αυτός όγκος επιτίθεται στον Όλυμπο. Τον βλέπουν οι Ολύμπιοι και τους πιάνει τρόμος φοβερός, μεταμορφώνονται σε πουλιά και το βάζουν στα πόδια. Ο Δίας μένει μόνος του να αντιμετωπίσει το τεράστιο κτήνος, ψηλό σαν τον κόσμο και πλατύ σαν το σύμπαν. Ο Δίας βροντάει και χτυπάει τον Τυφωέα, που αναγκάζεται να οπισθοχωρήσει. Αρπάζει τότε ο Δίας την άρπη, το δρεπάνι, και προσπαθεί να τον νικήσει, παλεύουν όμως σώμα με σώμα και αυτή τη φορά νικάει ο Τυφωέας, ο οποίος καταφέρνει και περικυκλώνει το Δία με το τεράστιο κορμί του και τον κάνει να παραλύσει. Ο Τυφωέας τού κόβει στη συνέχεια τα νεύρα των χεριών και των ποδιών. Φορτώνεται ύστερα στην πλάτη το σώμα του Δία, φεύγει και πάει και το ακουμπάει σε μια
48
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
σπηλιά στην Κιλικία. Παράλληλα, το τέρας κρύβει τα νεύρα και τον κεραυνό του Δία. Θα έλεγε κανείς ότι όλα χάθηκαν και ότι αυτή τη φορά υπερίσχυσε το σύμπαν της απόλυτης αταξίας. Πράγματι, το κτήνος στέκει όλο χαρά και ικανοποίηση μπροστά στον κακόμοιρο το Δία, που τον έχει κλείσει στη σπηλιά και δεν μπορεί να κουνηθεί* η δύναμή του έχει εκμηδενιστεί, τα νεύρα των χεριών και των ποδιών του είναι κομμένα, του λείπει ο κεραυνός. Όπως και στο παρελθόν όμως, ο Δίας και οι ολύμπιοι θεοί θα καταφέρουν να νικήσουν με την πονηριά, την πανουργία, το ψέμα, την απάτη, την εξυπνάδα. Δυο πρόσωπα, ο Ερμής και ο Αιγίπαν, θα καταφέρουν να κλέψουν τα νεύρα του Δία χωρίς να τους πάρει είδηση ο Τυφώνας. Ο Δίας τα ξαναβάζει στη θέση τους, λες και είναι τιράντες, και ξαναπιάνει τον κεραυνό. Ο Τυφώνας είχε αποκοιμηθεί* όταν ξυπνάει και ανακαλύπτει ότι ο Δίας δε βρίσκεται πια στη σπηλιά, ξαναρίχνεται στη μάχη με ορμή, τελικά όμως το τέρας νικιέται οριστικά και αμετάκλητα. Σε άλλες ανάλογες εκδοχές του μύθου, βλέπουμε το Δία να νικιέται προσωρινά, να φυλακίζεται και να χάνει τις δυνάμεις και τον κεραυνό του. Ο παμπόνηρος Κάδμος χαλάει τα σχέδια του τέρατος. Ο Τυφώνας πιστεύει ότι τα πάντα έχουν τακτοποιηθεί και ανακοινώνει ότι είναι ο βασιλιάς του σύμπαντος και ότι θα επαναφέρει τους αρχέγονους θεούς στην εξουσία. Θέλει να ελευθερώσει τους Τιτάνες και να σβήσει από προσώπου γης τη βασιλεία του Δία. Βασιλιάς νόθος και χωλός, ο Τυφώνας είναι ο βασιλιάς της αταξίας και εκθρονίζει το Δία, το βασιλιά της δικαιοσύνης. Τότε λοιπόν, ο Κάδμος αρχίζει να παίζει φλάουτο. Ο Τυφώνας βρίσκει τη μουσική του θαυμάσια. Κάθεται και τον ακούει και σιγά σιγά γλαρώνει και τον παίρνει ο ύπνος για τα καλά. Θυμάται κάποιες ιστορίες που αφηγούνται πώς ο Δίας απήγαγε κάποιους θνητούς για να τον ευφραίνουν με τη μουσική και την ποίησή τους. Θέλει να κάνει και αυτός το ίδιο και προτείνει στον Κάδμο να γίνει ο βάρδος του, ο οποίος δε θα ψάλλει την τάξη των ολύμπιων θεών
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
49
αλλά το χάος του Τυφώνα. Ο Κάδμος δέχεται, με τον όρο να έχει ένα καλύτερο μουσικό όργανο, έτσι ώστε να μπορεί να τραγουδάει κιόλας. «Τι χρειάζεσαι;» ρωτάει ο Τυφώνας. «Χρειάζομαι χορδές για τη λύρα μου». — «Έχω ό,τι ακριβώς χρειάζεσαι, κάτι φοβερές χορδές» του ανακοινώνει ο Τυφώνας και πάει αμέσως να βρει τα νεύρα του Δία. Ο Κάδμος, πραγματικά, αρχίζει να παίζει εκπληκτικά. Ο Τυφώνας αποκοιμιέται και ο Δίας εκμεταλλεύεται την ανέλπιστη αυτή τύχη και παίρνει τις χορδές της λύρας, ή μάλλον τα νεύρα του, τα βάζει στη θέση τους, αρπάζει τον κεραυνό και είναι πάλι πανέτοιμος για μάχη. Όταν ο Τυφώνας, ο άλλος βασιλιάς, ο ψευτο-βασιλιάς του σύμπαντος, ξυπνάει, ο Δίας έχει πάλι στα χέρια του όλα τα όπλα του και μπορεί να του επιτεθεί. Και να τον νικήσει. Υπάρχει άλλη μια ιστορία στην οποία η πονηριά παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο, αλλά ο Τυφώνας δεν παρουσιάζεται ως πολύμορφο τέρας ή κολοσσός, αλλά ως θαλάσσιο ζώο, μια φοβερή φάλαινα που καλύπτει ολόκληρο το θαλάσσιο χώρο. Ο Τυφώνας ζει σε ένα θαλάσσιο σπήλαιο και κανείς δεν μπορεί να τον πολεμήσει, αφού ο κεραυνός του Δία δε φτάνει στα βάθη της θάλασσας. Η κατάσταση ανατρέπεται και πάλι χάρη σε ένα τέχνασμα. Το ζώο αυτό έχει ακόρεστη όρεξη, έτσι λοιπόν ο Ερμής, ο προστάτης των ψαράδων —ο οποίος δίδαξε στο γιο του, τον Πάνα, το ψάρεμα—, ο Ερμής λοιπόν προετοιμάζει ένα γεύμα με ψάρια για να προσελκύσει το θαλάσσιο τέρας. Πράγματι, ο Τυφώνας βγαίνει από το άντρο του και γεμίζει την μπάκα του, τρώει τόσο πολύ που, όταν αποφασίζει να γυρίσει στο λημέρι του, δεν τα καταφέρνει, τόσο πολύ έχει φουσκώσει. Ξεβράζεται στην ακτή και γίνεται ιδεώδης στόχος για το Δία, που με μεγάλη ευκολία πια τον κατατροπώνει. Οι κάπως αλλόκοτες ίσως αυτές ιστορίες εμπεριέχουν όλες το ίδιο δίδαγμα. Την ώρα που η κυριαρχία μοιάζει να έχει παγιωθεί, μια κρίση πλήττει την υπέρτατη εξουσία. Εμφανίζεται μια δύναμη που συμβολίζει εκείνα με τα οποία η τάξη ήρθε σε σύγκρουση για να εγκαθιδρυθεί —το χάος, την αναμπου-
50
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
μπούλα, την αταξία— και απειλεί τον κυρίαρχο του κόσμου. Ο Δίας μοιάζει άοπλος. Για να ανακτήσει το θρόνο, πρέπει να προστρέξει σε κάποια ελάσσονα πρόσωπα για να τον βοηθήσουν. Τα πρόσωπα αυτά δεν τα πιάνει το μάτι σου, δεν είναι καθόλου τρομακτικά στην όψη και δε φοβίζουν τις δυνάμεις της αταξίας, οι οποίες δεν τα αντιμετωπίζουν με δυσπιστία. Χάρη στις πονηριές τους, ωστόσο, οι ελάσσονες αυτοί θεοί ή οι απλοί θνητοί βοηθάνε το Δία να πάρει πάλι το πάνω χέρι και να διατηρήσει την υπέρτατη εξουσία. Ο Δίας είναι λοιπόν οριστικά πια ο ηγεμόνας του κόσμου; Όχι ακόμα. Πράγματι, η ιστορία της εγκαθίδρυσης της κυριαρχίας του Δία περιλαμβάνει ακόμη μια φάση, την πάλη του με τους λεγόμενους Γίγαντες.
Η νίκη επί των Γιγάντων ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ που δεν είναι ούτε εντελώς ανθρώπινα ούτε εντελώς θεϊκά. Αποτελούν μια ενδιάμεση κατάσταση. Οι Γίγαντες είναι νεαροί πολεμιστές. Συμβολίζουν μέσα στο σύμπαν την πολεμική πράξη, τη στρατιωτική τάξη σε αντιπαράθεση με τη βασιλική τάξη του Δία. Μοιάζουν με τους Εκατόγχειρες, που επίσης έχουν κάποιες πλευρές πολεμικής δύναμης, έτσι όπως μεταχειρίζονται τη βία και τη δύναμη. Είδαμε ότι οι Εκατόγχειρες συντάχθηκαν με το Δία, υποτάχθηκαν στη βούλησή του και αποδέχτηκαν την εξουσία του. Οι Γίγαντες όμως, που αντιπροσωπεύουν τη δύναμη των όπλων, την καθαρή βία, το σφρίγος του σώματος, τη βιολογική νεότητα, καταλήγουν να αναρωτηθούν για ποιο λόγο δεν κατέχουν αυτοί την υπέρτατη εξουσία. Αυτό είναι το μείζον ζήτημα στη Γιγαντομαχία. Π μάχη είναι πολύ επικίνδυνη, διότι και οι Γίγαντες είναι τέκνα της Γης. Σε πολλές αφηγήσεις, οι Γίγαντες γεννιούνται απευθείας από τη Γη, ενήλικοι ήδη πολεμιστές. Δεν είναι μωρά, δεν είναι μικρά παιδιά αλλά ούτε και γέροι: βγαίνουν μέσα από τη Γη έτοιμοι, ολοκληρωμένοι πολεμιστές. Έρχονται στον κό-
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
51
σμο πάνοπλοι, με την περικεφαλαία, την πολεμική εξάρτυση, κρατούν στο ένα χέρι το ακόντιο, στο άλλο το ξίφος. Αμέσως μόλις γεννιούνται, πολεμούν μεταξύ τους, στη συνέχεια συμμαχούν και τα βάζουν με τους θεούς. Στην πάλη αυτή, που πολλοί την έχουν περιγράψει και αναπαραστήσει, βλέπουμε τους Ολύμπιους να τα βάζουν με τους Γίγαντες. Η Αθηνά, ο Απόλλωνας, ο Διόνυσος, η Ήρα, η Άρτεμις, ο Δίας, ο καθένας τους πολεμάει με τα όπλα του. Η Γαία όμως εξηγεί στο Δία ότι οι θεοί δε θα καταφέρουν να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Πράγματι, μπορεί οι Ολύμπιοι να καταφέρνουν ισχυρά πλήγματα στους αντιπάλους τους, δεν καταφέρνουν όμως να τους εξοντώσουν. Και, παρ' όλα τα τραύματα και τις απώλειες που υφίστανται, οι Γίγαντες εξακολουθούν να είναι πάντα αξιόμαχοι. Η δύναμη των Γιγάντων είναι η δύναμη μιας συγκεκριμένης ηλικιακής κατηγορίας, που συνεχώς ανανεώνεται: είναι οι νέοι στο κατώφλι της στρατιωτικής ζωής. Για να νικήσουν, οι ολύμπιοι θεοί χρειάζονται ένα πλάσμα που να μην είναι θεός. Ο Δίας αναγκάζεται, για να νικήσει τους Γίγαντες, να στηριχτεί και πάλι σε έναν απλό θνητό. Ότι χρειάζεται έναν απλό θνητό είναι βέβαιο, διότι οι νεαροί αυτοί Γίγαντες, που δεν υπήρξαν ποτέ παιδιά και δε θα γίνουν ποτέ γέροι, είναι ολόιδιοι στην όψη με ανθρώπινα πλάσματα. Πολεμούν τους θεούς και αυτοί αδυνατούν να τους συντρίψουν. Βρίσκονται στη μέση, ανάμεσα στη θνητότητα και την αθανασία. Η θέση τους είναι εξίσου ακαθόριστη με του νεαρού άντρα που βρίσκεται στο άνθος της ηλικίας του* δεν είναι ακόμη άντρας κανονικός, δεν είναι ούτε παιδί όμως. Αυτοί είναι οι Γίγαντες.
Το εφήμερο ν ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΥΟΔΩΘΟΥΝ τα σχέδιά τους, οι Ολύμπιοι εξασφαλίζουν την υποστήριξη του Ηρακλή. Ο οποίος δεν είναι ακόμη θεός, δεν έχει ακόμη ανέβει στον Όλυμπο, είναι απλώς ο καρπός της συνεύρεσης του Δία με μια θνητή, την Αλκμήνη.
52
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Είναι και ο ίδιος θνητός. Ο Ηρακλής θα ρημάξει το γένος, τη φατρία, τη φυλή των Γιγάντων, το λαό των Γιγάντων. Παρ' όλες όμως τις απώλειες που τους προκαλεί, η μάχη δεν έχει κριθεί. Για άλλη μια φορά, η Γαία παίζει ένα ρόλο διφορούμενο, επειδή δε θέλει τα πλάσματα αυτά, τα παιδιά της, που τα γέννησε πάνοπλα, να εξοντωθούν. Ψάχνει λοιπόν και βρίσκει ένα χορτάρι, ένα βοτάνι που χαρίζει την αθανασία και φυτρώνει τη νύχτα. Σχεδιάζει να το κόψει την αυγή και να το προσφέρει στους Γίγαντες, για να γίνουν αθάνατοι. Διότι θέλει οι ολύμπιοι θεοί να λάβουν υπόψη τους τα εξεγερμένα αυτά νιάτα, να τα βρουν μαζί τους και να μην μπορούν στο εξής να τα εξοντώσουν. Ο Δίας όμως, ειδοποιημένος για το σχέδιο της Γαίας, την προλαβαίνει. Ακριβώς προτού προβάλει η αυγή και το φως πλημμυρίσει το χώμα, καθώς το βοτάνι δε διακρίνεται ακόμα καλά καλά, πάει και το κόβει. Στο εξής, δεν υπάρχει πια πάνω στη γη ούτε δείγμα από το βοτάνι της αθανασίας. Οι Γίγαντες συνεπώς δεν μπορούν να το φάνε. Μοιραία, θα χαθούν. Η λεπτομέρεια αυτή σχετίζεται με ένα στοιχείο που άλλες φορές το συνδέουν με την ιστορία των Γιγάντων και άλλες με του Τυφώνα. Λένε ότι ο Τυφώνας έψαχνε ένα φάρμακο)^, ένα φίλτρο, φαρμάκι και γιατρικό μαζί. Το καταπότι αυτό, που είτε φέρνει θάνατο είτε γιατρεύει την αρρώστια, το κρατούν οι Μοίρες, θηλυκές θεότητες που καθορίζουν το πεπρωμένο του καθενός. Αυτές λοιπόν δίνουν στον Τυφώνα ένα φάρμακο, διαβεβαιώνοντάς τον ότι χαρίζει την αθανασία. Του υπόσχονται ότι η δύναμη και η ενεργητικότητά του θα δεκαπλασιαστούν και ότι θα νικήσει το Δία. Ο Τυφώνας πίνει το ποτό αυτό, οι θεές όμως δεν του έδωσαν να πιει το φάρμακο της αθανασίας αλλά το «εφήμερον», όπως το λέμε, ένα βοτάνι δηλαδή που προορίζεται για τους θνητούς. Το τρώνε οι θνητοί, που ζούνε μεροδούλι μεροφάι και που οι δυνάμεις τους εξασθενούν. Το εφήμερον είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της θνητότητας. Αντί για νέκταρ και αμβροσία, αντί για τον καπνό που άνω θρώσκει προς τιμήν των θεών στις θυσίες που κάνουν οι άνθρωποι, η εφήμερη αυτή τροφή κάνει τον Τυφώνα εύθραυστο.
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
53
τρωτό σαν άνθρωπο. Έτσι, και οι Γίγαντες αισθάνονται την κούραση, είναι τρωτοί, δε διαθέτουν τη μόνιμη, αιώνια ζωτικότητα των θεών. Είναι σαφές ότι σε όλες αυτές τις ιστορίες υπάρχει, σε ένα δεύτερο επίπεδο, η ιδέα ενός θεϊκού σύμπαντος με ιδιαίτερα προνόμια. Το νέκταρ και η αμβροσία είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της διατροφής των αθανάτων. Ο Δίας παραχώρησε στους Κύκλωπες και στους Εκατόγχειρες την τροφή της αθανασίας για να γίνουν θεοί με όλη τη σημασία της λέξεως και να τον παραστέκουν. Αντιθέτως, ο Δίας προσφέρει σε όλους τους μνηστήρες της υπέρτατης εξουσίας την εφήμερη τροφή, αυτήν με την οποία τρέφονται τα θνητά και τρωτά πλάσματα. Όταν στη διάρκεια της μάχης η νίκη μοιάζει αβέβαιη, ο Δίας δε διστάζει, για να κάνει τη ζυγαριά να γείρει προς τη μεριά των Ολυμπίων, να δώσει στους αντιπάλους του να φάνε την τροφή που θα τους κάνει αδύναμους σαν ανθρώπους.
Στο δικαστήριο του Ολύμπου ΑΦΟΤ ΕΧΕΙ ΝΙΚΗΣΕΙ και τους Γίγαντες, μπορούμε πια να πούμε ότι η εξουσία του Δία είναι πραγματικά εξασφαλισμένη* οι θεοί που πολέμησαν στο πλευρό του διαθέτουν εσαεί πλέον τα προνόμια τα οποία δικαιούνται. Τους ανήκει ο ουρανός, ένας τόπος που είναι μόνο φως, καθαρό φως. Στον κάτω κόσμο βασιλεύει η νύχτα, το σκότος, είναι τα Τάρταρα ή ο Άδης: εκεί βρίσκονται οι ηττημένοι θεοί, τα δαμασμένα τέρατα, οι Γίγαντες, που είναι καταδικασμένοι στην ακινησία, δεμένοι ή κοιμισμένοι όπως ο Κρόνος. Βρίσκονται, θα λέγαμε, εκτός παιχνιδιού, εκτός σύμπαντος. Ο κόσμος, εκτός από τους θεούς, περιλαμβάνει τα ζώα και τους ανθρώπους. Τα πλάσματα αυτά γνωρίζουν τη νύχτα και την ημέρα, το καλό και το κακό, τη ζωή και το θάνατο. Η ζωή τους είναι συνυφασμένη με το θάνατο, όπως ακριβώς και οι φθαρτές τροφές που καταβροχθίζουν. Παρακολουθώντας την εξέλιξη της ιστορίας αυτής, σκεφτόμαστε το εξής: για να δημιουργηθεί ένας κόσμος διαστρωμα-
54
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
τωμένος, ιεραρχημένος και οργανωμένος, ήταν απαραίτητη η πρώτη πράξη της ανταρσίας του Κρόνου, που ευνούχισε τον Ουρανό. Εκείνη τη στιγμή, ο Ουρανός καταράστηκε τα παιδιά του και με την αρά αυτή τα απειλούσε ότι θα πληρώσουν για το κρίμα τους, ότι θα επέλθει η τίσίς.Έτσι, η ροή του χρόνου είναι μια ροή διαλείπουσα, που αφήνει περιθώριο στο κακό και στην εκδίκηση, στις Ερινύες, τις τιμωρούς των αμαρτημάτων, τις Κήρες. Οι δυνάμεις της βίας γεννήθηκαν, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, από τις σταγόνες αίμα που έσταξαν από τον κομμένο φαλλό του Ουρανού. Τα πράγματα όμως είναι πολύ πιο σύνθετα και διφορούμενα. Οι νύκτιες δυνάμεις που καταλαμβάνουν το σύμπαν κατά την πρώτη πράξη της θεμελίωσης του οργανωμένου σύμπαντος —τον ακρωτηριασμό του Ουρανού, δηλαδή— και οι δυνάμεις της ομόνοιας συνδέονται με κάποιο τρόπο μεταξύ τους. Από τη μια μεριά έχουμε τις Ερινύες, τους Γίγαντες και τις νύμφες του πολέμου και από την άλλη την Αφροδίτη, Το Χάος γέννησε τη Νύχτα και η Νύχτα έφερε στον κόσμο όλες τις δυνάμεις του κακού. Οι κακοποιές αυτές δυνάμεις είναι καταρχάς ο θάνατος, οι Μοίρες, οι Κήρες, οι φόνοι, οι ανδροκτασίες, η σφαγή: όπως επίσης και όλα τα κακά: Οιζύς, Αιμός, Μόχθος, Υσμίνες, Γήρας. Στις κατάρες που βαραίνουν το σύμπαν, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και την Απάτη, και τη Φίλότητα, την ερωτική ένωση. Τις γέννησε η Νύχτα, πλάι στους Φόνους και τις Ανδροκτασίες. Όλα αυτά τα σκοτεινά θηλυκά, όπως θα τα λέγαμε, ορμούν μέσα στο σύμπαν και μετατρέπουν τον κόσμο από χώρο αρμονίας σε τόπο φρίκης, εγκλημάτων, εκδίκησης και υποκρισίας. Και στη γενιά της Αφροδίτης όμως, αν κοιτάξουμε, και εκεί θα βρούμε κάποιες δυνάμεις του κακού δίπλα στις θετικές δυνάμεις. Έχουμε τον Έρωτα και τον Ίμερο, τον Πόθο και τον Τρυφερό έρωτα — από την πλευρά αυτή, όλα πάνε καλά* έχουμε όμως από την άλλη και τα ψεύδη ή τις απάτες, τας εξαπάτας, τις παγίδες της αποπλάνησης που κρύβονται μέσα στις κοριτσίστικες φλυαρίες, και ύστερα ξανά την ερωτική Τρυφερότητα, τη Φιλότητα.
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ TOT ΔΙΑ
55
Και στις δυνάμεις της αρμονίας, της ομόνοιας, της ηδύτητας, προστάτις των οποίων είναι η Αφροδίτη, και στη σπορά της νύχτιας δύναμης που γεννά όλες τις συμφορές του κόσμου, συναντάμε διασταυρώσεις, συνδυασμούς, αναδιπλασιασμούς: στα παιδιά της Νύχτας συγκαταλέγονται οι εξαπάτες και η ερωτική ένωση, όπως και στους απογόνους της Αφροδίτης τα γοητευτικά χαμόγελα των κοριτσιών συνυπάρχουν με τα ψέματα στην ερωτική ένωση. Ο άνθρωπος μπορεί να γελαστεί, να εξαπατηθεί και να τον βρει συμφορά. Δεν πρόκειται λοιπόν για άσπρο ή μαύρο. Το σύμπαν δημιουργείται αενάως από το διαρκή συγκερασμό των αντιθέτων. Επιστρατεύοντας τις εκδικητικές δυνάμεις και το θυμό τους, η Νύχτα συμβάλλει στην αποκατάσταση της τάξεως, η οποία είχε κηλιδωθεί από τα σφάλματα. Όσον αφορά την Αφροδίτη, δίπλα στην ολοφώτεινη, τη χρυσή Αφροδίτη, υπάρχει μια σκοτεινή Αφροδίτη, η Μελαινίς Αφροδίτη, νύκτια και ζοφερή, που εξυφαίνει τα δόλια τεχνάσματά της μέσα στο σκοτάδι. Όταν έβαλε τάξη στο σύμπαν, ο Δίας φρόντισε να διώξει από το θεϊκό κόσμο τη νύχτα, το σκότος, την έριδα. Δημιούργησε ένα βασίλειο, όπου οι θεοί ερίζουν μεταξύ τους αλλά η διαμάχη τους δεν μπορεί να οδηγήσει σε ανοιχτή σύγκρουση. Έδιωξε τον πόλεμο από το χώρο των θεών και τον έστειλε στους ανθρώπους. Όλες οι κακές δυνάμεις που ο Δίας εξεδίωξε από τον κόσμο των Ολυμπίων θα αποτελέσουν την καθημερινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ζήτησε από τον Ποσειδώνα να χτίσει ένα τριπλό χάλκινο τείχος που να φράζει την είσοδο του Τάρταρου, ώστε η Νύχτα και οι δυνάμεις του κακού να μην μπορούν να ανεβούν ως τον ουρανό. Υπάρχουν βεβαίως μέσα στον κόσμο, ο Δίας όμως έχει πάρει τα μέτρα του. Όταν ξεσπάει κάποια διαμάχη μεταξύ των θεών η οποία θα μπορούσε να πάρει άσχημη τροπή, προσκαλούνται αμέσως όλοι σε ένα μεγάλο φαγοπότι. Καλεσμένη είναι επίσης και η Στύγα, η οποία σπεύδει κουβαλώντας μια χρυσή υδρία με νερό από τον ποταμό του Άδη. Οι δύο θεϊκές δυνάμεις που τσακώ-
56
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
νονται παίρνουν την υδρία, ρίχνουν νερό στο χώμα, κάνουν σπονδή, πίνουν λίγο νερό και ορκίζεται η καθεμία ότι δεν ευθύνεται αυτή για τη διαμάχη, ότι από την πλευρά της έχει δίκιο. Η μία από τις δύο θεϊκές δυνάμεις, φυσικά, λέει ψέματα. Αυτή λοιπόν δεν προλαβαίνει καλά καλά να καταπιεί το θεϊκό νερό και πέφτει αναίσθητη, σε βαθύ λήθαργο. Περιπίπτει σε μια κατάσταση ανάλογη με εκείνη των ηττημένων θεών. Όπως ο Τυφώνας ή οι Τιτάνες, δεν ανασαίνει πια, δεν έχει σφρίγος ούτε ζωτικότητα. Δεν είναι νεκρή, αφού οι θεοί είναι αθάνατοι, έχει χάσει όμως όλα τα θεϊκά της χαρακτηριστικά, δεν μπορεί πια να κινηθεί, δεν μπορεί να ασκήσει την εξουσία της, είναι εκτός παιχνιδιού. Βρίσκεται εκτός κόσμου, φυλακισμένη σε ένα λήθαργο που την αποξενώνει από τη θεϊκή της υπόσταση. Παραμένει στην κατάσταση αυτή για πάρα πολύ καιρό, για έναν ενιαυτό, όπως τον ονομάζουν οι Έλληνες. Όταν συνέρχεται από το κώμα στο οποίο είχε πέσει, δεν έχει ακόμα δικαίωμα να συμμετέχει στα συμπόσια ούτε δικαιούται νέκταρ και αμβροσία. Η θεϊκή αυτή δύναμη δεν είναι ούτε θνητή ούτε πραγματικά αθάνατη. Βρίσκεται σε μία κατάσταση παρόμοια με των Τιτάνων, των Γιγάντων και του Τυφώνα. Είναι αποκλεισμένη. Με άλλα λόγια, στον πολύμορφο, πολυποίκιλο θεϊκό αυτόν κόσμο ο Δίας προέβλεψε τους κινδύνους μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης. Προνοητικός καθώς είναι λοιπόν, δεν εγκαθίδρυσε μόνο μια πολιτική αλλά και μία οιονεί νομική τάξη πραγμάτων, ώστε όποτε ξεσπάει μια διαμάχη, να μην κινδυνεύει να κλονιστεί εκ θεμελίων ο κόσμος. Οι υπαίτιες θεότητες αποπέμπονται από τον Όλυμπο, έως ότου εκτίσουν την ποινή τους. Στη συνέχεια, ξυπνάνε από το λήθαργό τους, εξακολουθούν όμως να μη δικαιούνται νέκταρ και αμβροσία, πρέπει να κάνουν υπομονή για ένα χρονικό διάστημα δεκαπλάσιο της ποινής τους. Έτσι έχουν τα πράγματα στους θεούς, όχι όμως και στους ανθρώπους.
ο ΠΟΛΕΜΟΣ Τ Ω Ν Θ Ε Ω Ν , Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Α TOT ΔΙΑ
57
Ένα ανεπανόρθωτο κακό Ο ΤΥΦΩΝΑΣ ΛΟΙΠΟΝ ΝΙΚΗΘΗΚΕ, συντρίφτηκε, θαμμένος κάτω από όλα όσα ο Δίας έριξε πάνω του. Το κουφάρι του ίσως μεταφέρθηκε εκεί όπου είναι φυλακισμένοι οι Τιτάνες, στα Τάρταρα δηλαδή, πράγμα πολύ φυσικό, αφού ο Τυφώνας είναι γιος του Τάρταρου.Ίσως κείτεται ακόμα κάτω από τους τεράστιους ορεινούς όγκους που τον σκεπάζουν και μάλιστα κάτω από την Αίτνα. Ο Τυφώνας είναι πλακωμένος κάτω από τις ρίζες της Αίτνας, αλυσοδεμένος κάτω από το ηφαίστειο που κάπου κάπου βγάζει καπνούς, ποτάμια λάβα που κοχλάζει ή φλόγες. Να είναι άραγε κάποια υπολείμματα από τον κεραυνό του Δία που εξακολουθούν να φλέγονται ; Ή ένα σύμπτωμα της ανομίας την οποία ενσαρκώνει ο Τυφώνας; Αν πραγματικά αυτός κρύβεται πίσω από τους σεισμούς της Αίτνας, πίσω από τη λάβα, μέσα στα βάθη από όπου ξεπηδά στην επιφάνεια της γης ο κοχλασμός, τότε αποδεικνύεται ότι η μορφή του Τυφώνα, ως δύναμη αταξίας, δεν εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά μετά την ήττα του, ούτε όταν παρέλυσε ούτε καν όταν πέθανε. Σε μια από τις εκδοχές της ιστορίας αυτής, την οποία αξίζει να επισημάνουμε, από το κουφάρι του Τυφώνα εξορμούν άνεμοι και θύελλες, που συμβολίζουν στην επιφάνεια της γης και κυρίως της θάλασσας όλα εκείνα που θα αντιπροσώπευε στο σύμπαν ο Τυφώνας αν ήταν αυτός ο νικητής. Αν ο Τυφώνας είχε υπερισχύσει του Δία, ένα ανεπανόρθωτο κακό, το απόλυτο κακό, θα κατέκλυζε το σύμπαν. Τώρα που ηττήθηκε, που έχει βγει εκτός μάχης, κάποια στοιχεία του παραμένουν όχι στο χώρο των θεών αλλά των κακόμοιρων των ανθρώπων. Από τον Τυφώνα ορμούν αναπάντεχα, απρόβλεπτα, άνεμοι τρομεροί που δε φυσούν ποτέ προς μια κατεύθυνση μόνο, όπως οι άλλοι άνεμοι. Ο Νότος, ο Βοριάς ή ο Ζέφυρος είναι άνεμοι κανονικοί, που σχετίζονται με τον Αυγερινό ή τον Αποσπερίτη. Με αυτή την έννοια είναι τέκνα των θεών. Οι άνεμοι αυτοί δείχνουν στους ναυτικούς τους δρόμους της θάλασσας, χαράζουν, θα λέγαμε, τεράστιες αέρινες λεωφόρους στην επι-
58
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
φάνεια της γης ή της θάλασσας. Στο νερό, που είναι ένας χώρος άπειρος, κάτι σαν ένα υγρό Χάος, οι κανονικοί άνεμοι φυσούν προς καθορισμένες διευθύνσεις και έτσι σώζονται οι ναυτικοί. Οι άνεμοι αυτοί φυσούν μονίμως προς την ίδια κατεύθυνση και επιπλέον είναι άνεμοι εποχικοί. Ο Βοριάς φυσάει μια συγκεκριμένη εποχή, ο Ζέφυρος μια άλλη και, έτσι, οι ναυτικοί ξέρουν, όταν ετοιμάζονται να σαλπάρουν, ποια είναι η καλύτερη εποχή για να ταξιδέψουν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Υπάρχουν όμως και κάποιοι άνεμοι εντελώς διαφορετικοί, οι θύελλες, τα μπουρίνια, που φέρνουν την ομίχλη. Όταν ξεσπούν, δε βλέπει κανείς τίποτα πια στη θάλασσα. Επικρατεί σκοτάδι αδιαπέραστο που βγάζει τα καράβια από το δρόμο τους. Ο προσανατολισμός και τα σταθερά σημεία αναφοράς χάνονται. Οι άνεμοι αυτοί είναι ανεμοστρόβιλοι και φέρνουν τα πάνω κάτω. Δεν υπάρχει δύση και ανατολή, κορφή και πάτος. Τα καράβια που πέφτουν μέσα στο χαοτικό θαλάσσιο αυτό πεδίο χάνονται, βουλιάζουν. Οι άνεμοι αυτοί εκπορεύονται κατευθείαν από τον Τυφώνα, είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Τυφώνα με το οποίο εξακολουθεί και σφραγίζει το σύμπαν, τους δρόμους της θάλασσας καταρχάς, αλλά και της στεριάς επίσης. Πράγματι, οι εντελώς ακατανόητες και απρόβλεπτες αυτές θύελλες δεν ξεσπούν μόνο στο νερό. Άλλες καταστρέφουν όλες τις σοδιές, ρίχνουν κάτω δέντρα, αφανίζουν το μόχθο των ανθρώπων. Οι καλλιέργειες και οι σοδιές, που υπομονετικά μαζεύουν και στοιβάζουν οι άνθρωποι, σκορπίζουν στον άνεμο: ο Τυφώνας είναι στ' αλήθεια ένα ανεπανόρθωτο κακό. Βλέπουμε λοιπόν ότι η βασιλεία του Δία δεν εξουδετερώνει οριστικά και μόνιμα όλα όσα ο Τυφώνας, ως δύναμη του χάους, αντιπροσωπεύει στον κόσμο. Οι Ολύμπιοι τον απομάκρυναν από την ουράνια σφαίρα, αλλά τον έστειλαν στους ανθρώπους, μαζί με τη διχόνοια, τον πόλεμο και το θάνατο. Οι θεοί απομάκρυναν από το πεδίο δράσης τους όλα τα στοιχεία του αρχέγονου κόσμου και του κόσμου της αταξίας, δεν τα
ο ΠΟΛΕΜΟΣ Τ Ω Ν Θ Ε Ω Ν , Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Α TOT ΔΙΑ
59
εξολόθρευσαν, τα έδιωξαν απλώς μακριά τους. Τώρα ο Τυφώνας ξεσπάει με ορμή και βία πάνω στους ανθρώπους και δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Είναι ένα κακό ανεπανόρθωτο, ένα κακό που δεν παίρνει γιατρειά, όπως λένε οι Έλληνες.
Η χρυσή εποχή: άνθρωποι και θεοί Ο ΔΙΑΣ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ το θρόνο του σύμπαντος. Ο κόσμος είναι τώρα πια τακτοποιημένος. Οι θεοί πολέμησαν μεταξύ τους, κάποιοι υπερίσχυσαν. Οι θεοί έδιωξαν όλα τα κακά από τον ουρανό, τα έκλεισαν στον Τάρταρο, τα έστειλαν στη γη, στους θνητούς. Και οι άνθρωποι, τι γίνονται οι άνθρωποι, τι είναι οι άνθρωποι; Η ιστορία δεν αρχίζει ακριβώς με τη γέννηση του κόσμου, αλλά τη στιγμή που ο Δίας κατέχει ήδη το θρόνο, την εποχή δηλαδή που ο θεϊκός κόσμος έχει σταθεροποιηθεί. Οι θεοί δε ζουν αποκλειστικά στον Όλυμπο, μοιράζονται με τους θνητούς κάποια κομμάτια γης. Ειδικότερα, υπάρχει στην Ελλάδα ένα μέρος, κοντά στην Κόρινθο, η Μηκώνη, όπου θεοί και άνθρωποι ζουν μαζί, ανακατεμένοι. Τρώνε το ίδιο φαγητό, κάθονται στο ίδιο τραπέζι, γλεντούν αντάμα. Πράγμα που σημαίνει ότι για τους θεούς και τους ανθρώπους αυτούς που ζουν έτσι μαζί, κάθε μέρα είναι γλέντι και χαρά. Τρώνε, πίνουν, γλεντούν, ακούν τις Μούσες να ψάλλουν τη δόξα του Δία, τις περιπέτειες των θεών. Με δυο λόγια, όλα πάνε κατ' ευχήν. Η πεδιάδα της Μηκώνης είναι μια εύφορη και πλούσια γη. Εκεί λες και όλα φυτρώνουν μόνα τους. Όπως λέει και η παροιμία, ένα χωραφάκι να έχεις στην κοιλάδα αυτή και έκανες την τύχη σου, αφού η κακοκαιρία και οι εποχές με τα σκαμπανεβάσματά τους δεν την πιάνουν. Είναι μια χρυσή εποχή, όπου οι θεοί και οι άνθρωποι δεν έχουν ακόμα ξεχωρίσει, μια χρυσή εποχή που μερικές φορές την ονομάζουμε εποχή του Κρόνου, μια περίοδος προγενέστερη της πάλης ανάμεσα στον Κρόνο και τους Τιτάνες, από τη μια, και στο Δία και τους ολύμπιους θεούς, από την άλλη, όπου ο θεϊκός κόσμος δεν έχει
60
ΤΟ Σ Υ Μ Π Α Ν , 0 1 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
ακόμα παραδοθεί στη βία και την αγριότητα. Ο κόσμος είναι ειρηνικός, είναι μια εποχή πριν από το χρόνο. Και οι άνθρωποι έχουν στην εποχή αυτή τη θέση τους. Πώς ζουν;Όπως βλέπουμε, κάθονται στο ίδιο τραπέζι και γλεντούν μαζί με τους θεούς, είναι όμως επίσης απαλλαγμένοι από όλα τα κακά που σήμερα μαστίζουν το γένος των θνητών, των εφήμερων, όλων εκείνων που ζούνε μεροδούλι μεροφάι, χωρίς να ξέρουν τι τους επιφυλάσσει το αύριο, που δεν αισθάνονται πραγματικά τη συνέχεια από το χτες στο σήμερα, που αλλάζουν αδιάκοπα, γεννιούνται, μεγαλώνουν, δυναμώνουν, εξασθενούν, πεθαίνουν. Εκείνη την εποχή, οι άνθρωποι παρέμεναν νέοι, εξίσου δυνατοί στα χέρια και στα πόδια όπως στην αρχή. Γέννηση, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, γι' αυτούς δεν υπήρχε. Ίσως να ξεπηδούσαν από τη Γη. Ίσως να τους γέννησε η Γαία, η μητέρα Γη, όπως τους θεούς. Μπορεί μάλιστα το ζήτημα της καταγωγής τους να μην τέθηκε ποτέ, να βρέθηκαν απλώς εκεί ανακατεμένοι με τους θεούς, παρόμοιοι με τους θεούς. Εκείνη την εποχή λοιπόν, οι άνθρωποι, νέοι για πάντα, δεν ήξεραν τι θα πει γέννηση ούτε θάνατος. Δεν υπόκειντο στο χρόνο που εξασθενεί τις δυνάμεις και φέρνει τα γηρατειά. Μετά από εκατοντάδες, μπορεί και μυριάδες χρόνια, ίδιοι και απαράλλαχτοι στην όψη όπως ήταν στον ανθό της ηλικίας τους, οι άνθρωποι αποκοιμιόνταν, χάνονταν με τον ίδιο τρόπο που είχαν εμφανιστεί. Δεν ήταν πλέον παρόντες, αλλά δεν είχαν πεθάνει πραγματικά. Όπως πάλι δεν υπήρχε την εποχή αυτή ο μόχθος της δουλειάς, η αρρώστια, τα βάσανα. Οι άνθρωποι δεν είχαν ανάγκη να καλλιεργούν τη γη: στη Μηκώνη είχαν στη διάθεσή τους όλες τις τροφές, όλα τα αγαθά. Η ζωή τους μοιάζει με τα λεγόμενα σε κάποιες ιστορίες των Αιθιόπων: μια τράπεζα του ήλιου τούς περιμένει κάθε πρωί, φορτωμένη με κάθε λογής φαγητά και ποτά σερβιρισμένα. Τις τροφές, τα κρέατα τα βρίσκουν πάντα έτοιμα, τα στάρια μεγαλώνουν χωρίς να τα καλλιεργούν και επιπλέον τα φαγητά τους έρχονται όλα μαγειρεμένα. Η φύση προσφέρει αυθορμήτως, εντελώς φυσικά.
ο ΠΟΛΕΜΟΣ Τ Ω Ν Θ Ε Ω Ν , Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Α TOT ΔΙΑ
61
όλα τα αγαθά μιας οικιακής ζωής εξαιρετικά εκλεπτυσμένης, εξαιρετικά πολιτισμένης. Έτσι ζούσαν οι άνθρωποι τα πολύ παλιά αυτά χρόνια. Μέσα στην ευτυχία. Οι γυναίκες δεν έχουν ακόμα δημιουργηθεί. Υπάρχει το θηλυκό στοιχείο, οι θεές, θνητές γυναίκες όμως δεν υπάρχουν. Οι άνθρωποι είναι αποκλειστικά γένους αρσενικού: αγνοούν τις αρρώστιες, τα γηρατειά, το θάνατο και το μόχθο, αγνοούν και το σμίξιμο με τις γυναίκες. Από τη στιγμή που ένας άντρας πρέπει, για να αποκτήσει παιδί, να σμίξει με μια γυναίκα, ολόιδια μ' αυτόν και συγχρόνως διαφορετική, η γέννηση και ο θάνατος γίνονται η μοίρα των ανθρώπων. Η γέννηση και ο θάνατος είναι οι δύο φάσεις της ύπαρξης. Για να μην υπάρχει θάνατος, θα πρέπει λοιπόν να μην υπάρχει γέννηση. Στη Μηκώνη, ο θεοί και οι άνθρωποι ζουν μαζί, όλοι μαζί αντάμα, αλλά η στιγμή του χωρισμού έχει φτάσει. Και επέρχεται, αφού πρώτα οι θεοί μοίρασαν τις τιμές μεταξύ τους. Το ζήτημα με τις τιμές και τα προνόμια που δικαιούνταν ο καθένας τους διευθετήθηκε αρχικά με τη βία. Η μοιρασιά ανάμεσα στους Τιτάνες και τους Ολυμπίους υπήρξε το αποτέλεσμα μιας πάλης στην οποία τον πρώτο ρόλο έπαιξαν η δύναμη και η βίαιη επιβολή. Όταν τελείωσε η πρώτη μοιρασιά, οι Ολύμπιοι έστειλαν τους Τιτάνες στα Τάρταρα και έκλεισαν πίσω τους τις χάλκινες πύλες της υπόγειας και νύκτιας αυτής φυλακής· στη συνέχεια πήγαν και εγκαταστάθηκαν όλοι μαζί ψηλά στον ουρανό. Έπρεπε να ρυθμίσουν τα μεταξύ τους προβλήματα. Ο Δίας ανέλαβε να κάνει τη μοιρασιά των εξουσιών, χωρίς να την επιβάλλει πια με τη βία αλλά με την κοινή συναίνεση όλων των ολύμπιων θεών. Στους θεούς, η διανομή γίνεται είτε με ανοιχτή σύγκρουση, είτε κατόπιν συμφωνίας, αν όχι μεταξύ ίσων, τουλάχιστον μεταξύ συμμάχων και συγγενών, που έχουν τα ίδια συμφέροντα και πήραν μέρος στην ίδια μάχη.
ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Ο πολυμήχανος Προμηθέας Π Ω ς Ε Γ Ι Ν Ε Τ Ω Ρ Α Η Μ Ο Ι Ρ Α Σ Ι Α ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η χρήση ωμής βίας ήταν αδιανόητη. Οι άνθρωποι είναι πολύ αδύναμοι, τους αγγίζεις και γίνονται σκόνη. Επιπλέον, οι αθάνατοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν με τους θνητούς σε ισότιμη βάση. Επιβάλλεται λοιπόν μια λύση η οποία δε θα προκύψει ούτε από το δίκαιο του ισχυροτέρου ούτε από μια συνεννόηση μεταξύ ίσων. Για να βάλει σε εφαρμογή την αναγκαστικά μεσοβέζικη, παράδοξη αυτή διαδικασία, ο Δίας καλεί ένα πρόσωπο που ονομάζεται Προμηθέας. Αυτός έχει επίσης κάποια σχέση με τον αλλόκοτο τρόπο με τον οποίο θεοί και άνθρωποι θα ξεχωρίσουν και θα διευθετηθεί ο μεταξύ τους ανταγωνισμός. Γιατί ο Προμηθέας είναι το κατάλληλο πρόσωπο; Διότι η θέση του στον κόσμο των θεών είναι διφορούμενη, απροσδιόριστη, παράδοξη. Τον ονομάζουν Τιτάνα. Στην πραγματικότητα είναι γιος του Ιαπετού, του αδελφού του Κρόνου. Ο Προμηθέας λοιπόν δεν είναι ο ίδιος Τιτάνας, δεν είναι όμως και ολύμπιος θεός, διότι ανήκει σε διαφορετική γενιά. Είναι σπορά των Τιτάνων, όπως και ο αδελφός του ο Άτλας, τον οποίο επίσης θα τιμωρήσει ο Δίας. Ο Προμηθέας είναι πνεύμα αντιλογίας, πονηρός και απείθαρχος, έτοιμος πάντα για κριτική. Γιατί ο Δίας τού αναθέτει να διευθετήσει την υπόθεση αυτή; Διότι όντας Τιτάνας χωρίς
ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
63
να είναι ακριβώς Τιτάνας, ο Προμηθέας δεν πολέμησε στο πλευρό των Τιτάνων ενάντια στο Δία. Κράτησε ουδέτερη στάση, δεν έλαβε μέρος στη μάχη. Πολλές παραδόσεις μάλιστα αναφέρουν ότι ο Προμηθέας βοήθησε το Δία και ότι χωρίς τις συμβουλές που του έδωσε —όντας πολυμήχανος και πανούργος— ο Δίας δε θα τα είχε καταφέρει. Σύμμαχος αλλά όχι οπαδός: δεν έχει προσχωρήσει στο στρατόπεδο του Δία, είναι αυτόνομος, ενεργεί για λογαριασμό του και μόνο. Ο Δίας και ο Προμηθέας έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά σε επίπεδο ευφυΐας και πνεύματος. Χαρακτηριστικό και των δύο είναι η οξύνοια και η διορατικότητα, είναι πολυμήχανοι, μια ιδιότητα την οποία στους θεούς συμβολίζει η Αθηνά και στους θνητούς ο Οδυσσέας. Ο πολυμήχανος άνθρωπος καταφέρνει και γλιτώνει ακόμα και στις πιο απελπιστικές καταστάσεις, βρίσκει λύση όταν τα πράγματα φτάνουν σε αδιέξοδο και, για να υλοποιήσει τα σχέδιά του, δε διστάζει να πει ψέματα, να στήσει παγίδες στον αντίπαλο και να χρησιμοποιήσει κάθε λογής πονηριά. Έτσι είναι ο Δίας, ίδιος είναι και ο Προμηθέας. Έχουν το κοινό αυτό χαρακτηριστικό. Και την ίδια στιγμή τούς χωρίζει μια άβυσσος. Ο Δίας είναι ο βασιλιάς, ο κυρίαρχος που συγκεντρώνει στα χέρια του όλη την εξουσία. Στο πεδίο αυτό, ο Προμηθέας δεν ανταγωνίζεται διόλου το Δία. Οι Τιτάνες ήταν οι αντίπαλοι των Ολυμπίων και ο Κρόνος ο αντίπαλος του Δία, ο οποίος επιθυμούσε να διατηρήσει την εξουσία του όταν ο Δίας επεδίωκε να του πάρει τη θέση. Του Προμηθέα ούτε του πέρασε ποτέ από το νου να γίνει βασιλιάς, επ' ουδενί δεν ανταγωνίζεται το Δία. Ο Προμηθέας ανήκει βεβαίως στον κόσμο που δημιούργησε ο Δίας, τον κόσμο της μοιρασιάς, έναν κόσμο ιεραρχημένο, διαστρωματωμένο με βάση τις διάφορες θέσεις και τιμές* η θέση του όμως δεν είναι προσδιορισμένη με σαφήνεια. Και θα γίνει ακόμα πιο πολύπλοκη όταν ο Δίας θα τον καταδικάσει και θα τον αλυσοδέσει, προτού τον ελευθερώσει και συμφιλιωθεί μαζί του. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ταλάντευση στο προσωπικό του πεπρωμένο, μια παλινδρόμηση ανάμεσα στην εχθρότητα και την ομό-
64
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
votoc. Θα μπορούσαμε με δυο λόγια να πούμε ότι ο Προμηθέας εκφράζει, μέσα στο συγκροτημένο αυτό σύμπαν, την εσωτερική αμφισβήτηση. Δε θέλει να πάρει τη θέση του Δία, αλλά, μέσα στην τάξη που αυτός έχει εγκαθιδρύσει, είναι μια χαμηλόφωνη αμφισβήτηση, κάτι σαν Μάης του '68 στον Όλυμπο, στους κόλπους του θεϊκού κόσμου. Η σχέση του Προμηθέα με τους ανθρώπους είναι σχέση συνενοχής, η φύση τους είναι κοινή. Η θέση του προσεγγίζει τη θέση των ανθρώπων, οι οποίοι επίσης είναι αμφίσημα πλάσματα, η μια πλευρά τους είναι θεϊκή —μοιράζονταν αρχικά την ύπαρξή τους με τους θεούς— και η άλλη ζωώδης, κτηνώδης. Και οι άνθρωποι και ο Προμηθέας έχουν λοιπόν κάποιες αντιφατικές πλευρές.
Μια παρτίδα σκάκι Δ Ο Τ Μ Ε Λ Ο Ι Π Ο Ν τη σκηνή. Ως συνήθως, συγκεντρώνονται οι θεοί και οι άνθρωποι. Ο Δίας κάθεται στην πρώτη σειρά και αναθέτει τη μοιρασιά στον Προμηθέα. Τι πρόκειται να κάνει; Φέρνει ένα μεγάλο βόδι, έναν υπέροχο ταύρο, τον σφάζει και στη συνέχεια τον τεμαχίζει. Χωρίζει τα κομμάτια του σε δύο και όχι σε τρία μέρη. Το καθένα, έτσι όπως το έχει ετοιμάσει ο Προμηθέας, εκφράζει τη θέση των θεών και των ανθρώπων αντίστοιχα. Στα όρια του διαχωρισμού αυτού θα χαραχτεί, δηλαδή, η γραμμή που θα χωρίζει τους ανθρώπους από τους θεούς. Τι κάνει ο Προμηθέας; Ακολουθεί τη συνήθη διαδικασία της ελληνικής θυσίας: σφάζουμε το ζώο, το γδέρνουμε, και μετά αρχίζουμε να το τεμαχίζουμε. Ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνουμε ειδικότερα είναι ότι ξεχωρίζουμε τα μακριά κόκαλα, τα κόκαλα των πίσω και των μπροστινών ποδιών, τα λευκά οστέα, και τα καθαρίζουμε εντελώς από το κρέας. Αφού τελείωσε αυτή τη δουλειά, ο Προμηθέας μάζεψε όλα τα λευκά οστά του ζώου. Τα έκανε ένα σωρό και τύλιξε το μερίδιο αυτό με ένα λεπτό, λευκό στρώμα λαχταριστό ξίγκι. Έχει φτιάξει
Ας
ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
65
λοιπόν το πρώτο δέμα. Στη συνέχεια ο Προμηθέας φτιάχνει και το δεύτερο, όπου βάζει όλα τα κρέα, τις σάρκες, όλα τα κομμάτια του ζώου που τρώγονται. Αυτό το δέμα, μαζί με την πέτσα που περιβάλλει κάθε φαγώσιμο κομμάτι του ζώου, το βάζει στη συνέχεια μέσα στη γαστέρα τοΌ ζώου, στο στομάχι του, στη γλοιώδη, άσχημη, αποκρουστική στην όψη βοϊδοκοιλιά. Έχουμε λοιπόν την εξής μοιρασιά: το λευκό, λαχταριστό ξίγκι καλύπτει απλώς κόκαλα λευκά, χωρίς καθόλου κρέας, και η ελάχιστα ορεκτική βοϊδοκοιλιά περιέχει όλα τα κομμάτια του ζώου που τρώγονται. Ο Προμηθέας φέρνει τα δυο δέματα στο τραπέζι, μπροστά στο Δία. Αναλόγως με τη δική του επιλογή, θα χαραχτεί το όριο μεταξύ ανθρώπων και θεών. Ο Δίας κοιτάζει τις δυο μερίδες και λέει: «Προμηθέα δόλιε και παμπόνηρε, η μοιρασιά σου είναι άνιση!». Ο Προμηθέας τον κοιτάζει υπομειδιώντας. Ο Δίας, φυσικά, διέβλεψε εξαρχής την πονηριά, αποδέχεται όμως τους κανόνες του παιχνιδιού. Του προτείνουν να διαλέξει πρώτος και δέχεται. Με ύφος απόλυτα ικανοποιημένο παίρνει λοιπόν την πιο όμορφη μερίδα, το δέμα με το λευκό, λαχταριστό ξίγκι. Όλος ο κόσμος τον κοιτάζει, εκείνος ανοίγει το δέμα και ανακαλύπτει τα λευκά οστά, χωρίς καθόλου κρέας πάνω τους. Τότε λοιπόν το Δία τον πιάνει λύσσα φοβερή ενάντια α αυτόν που πήγε να τον γελάσει. Έτσι τελειώνει η πρώτη πράξη της ιστορίας αυτής, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις. Με το τέλος του συγκεκριμένου επεισοδίου, ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι σχετίζονται με τους θεούς έχει καθοριστεί, είναι η θυσία, σαν αυτήν που τέλεσε ο Προμηθέας τεμαχίζοντας το ζώο. Στο βωμό, έξω από το ναό, καίγονται θυμιάματα που βγάζουν ευωδιαστό καπνό, και στη συνέχεια πάνω τους τοποθετούνται τα λευκά οστά. Το μερίδιο των θεών είναι τα λευκά οστά, τυλιγμένα μέσα σε ξίγκι γυαλιστερό, και ανεβαίνουν, ως καπνός, στον ουρανό. Οι άνθρωποι, από την άλλη, παίρνουν το υπόλοιπο ζώο, το ψήνουν ή το βράζουν και το τρώνε. Περνάνε σε μακριές σιδερένιες ή χάλκινες σούβλες κομμάτια κρέας, ειδικά το συκώ-
66
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
τι του ζώου και άλλα λαχταριστά κομμάτια, και τα ψήνουν στη φωτιά. Κάποια άλλα κομμάτια, πάλι, τα βάζουν σε μεγάλα καζάνια και τα βράζουν. Άλλα κομμάτια λοιπόν τα ψήνουν, άλλα τα βράζουν: οι άνθρωποι θα πρέπει να τρώνε από δω και πέρα το κρέας των ζώων που θυσιάζουν και να στέλνουν στους θεούς το δικό τους μερίδιο, δηλαδή τον ευωδιαστό καπνό. Η ιστορία αυτή είναι εκπληκτική, αφού δείχνει, όπως φαίνεται, ότι ο Προμηθέας μπόρεσε να γελάσει το Δία, δίνοντας στους ανθρώπους το καλύτερο μερίδιο του σφάγιου. Ο Προμηθέας προσφέρει στους ανθρώπους το κομμάτι του ζώου που τρώγεται, συγκαλυμμένο, κρυμμένο, ώστε να μοιάζει μη βρώσιμο, κάτω από μια όψη αποκρουστική* και στους θεούς εκείνο το μέρος που δεν τρώγεται, τυλιγμένο, κρυμμένο, καλυμμένο από ένα στρώμα λαχταριστού και γυαλιστερού λίπους. Η μοιρασιά που κάνει δεν είναι τίμια, αφού τα φαινόμενα απατούν. Το καλό κρύβεται μέσα στην ασχήμια και το κακό παρουσιάζεται ως όμορφο. Έδωσε όμως στα αλήθεια στους ανθρώπους το καλύτερο μερίδιο; Και ως προς αυτό, επικρατεί αμφισημία. Είναι βέβαιο ότι οι άνθρωποι παίρνουν το βρώσιμο μέρος του ζώου, επειδή όμως είναι θνητοί και έχουν ανάγκη την τροφή. Η μοίρα τους είναι η αντίθετη από τη μοίρα των θεών, ζουν μόνο στο βαθμό που διαρκώς τρέφονται. Οι άνθρωποι δεν είναι αυτάρκεις, είναι αναγκασμένοι να αντλούν την ενέργεια που χρειάζονται από τον περιβάλλοντα κόσμο, διαφορετικά πεθαίνουν. Οι άνθρωποι προσδιορίζονται από το γεγονός ότι τρέφονται με ψωμί και με το κρέας των θυσιών και πίνουν το κρασί που βγαίνει από το αμπέλι. Οι θεοί δεν έχουν ανάγκη την τροφή. Το ψωμί, το κρασί, η σάρκα των σφαγίων, όλα αυτά τούς είναι άγνωστα. Ζούνε χωρίς να τρέφονται, καταναλώνοντας μόνο κάποιες ψευδοτροφές, όπως το νέκταρ και η αμβροσία, η τροφή των αθανάτων. Η ζωτικότητα των θεών είναι λοιπόν διαφορετικής υφής από των ανθρώπων. Η ανθρώπινη ζωτικότητα είναι κατώτερη, το ίδιο και η ύπαρξη και η δύναμή τους: μια ενέργεια με διακυμάνσεις. Πρέπει συνεχώς να τη συντηρούν. Ένα ανθρώπινο πλάσμα, μόλις καταβάλει μια
ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
67
προσπάθεια, αισθάνεται κούραση, εξάντληση, πείνα. Με άλλα λόγια, στη μοιρασιά που έκανε ο Προμηθέας, το καλύτερο μερίδιο τελικά είναι αυτό που κρύβει κάτω από μια όψη λαχταριστή, τα γυμνά κόκαλα. Πράγματι, τα λευκά οστά συμβολίζουν ό,τι πραγματικά πολύτιμο, μη θνητό διαθέτει το ζώο ή το ανθρώπινο πλάσμα* τα κόκαλα δε λιώνουν, συγκροτούν την αρχιτεκτονική του σώματος. Η σάρκα διαλύεται, αποσυντίθεται, ενώ ο σκελετός αποτελεί το σταθερό στοιχείο. Είναι το μέρος του ζώου που δεν τρώγεται, το κομμάτι του που δεν είναι θνητό, που παραμένει αμετάβλητο, που προσεγγίζει, συνεπώς, περισσότερο τη θεϊκή φύση. Αυτοί που έπλασαν τις ιστορίες αυτές θεωρούσαν τα κόκαλα εξαιρετικά σημαντικά για έναν ακόμη λόγο, επειδή περιέχουν το μεδούλι, το υγρό αυτό που οι Έλληνες πιστεύουν ότι σχετίζεται με τον εγκέφαλο, όπως επίσης και με το σπέρμα του άντρα. Το μεδούλι εκφράζει τη συνέχεια της ζωτικότητας ενός ζώου μέσα από τη διαδοχή των γενεών, διασφαλίζει τη γονιμότητα και την ύπαρξη απογόνων. Αποτελεί σημάδι ότι κάποιος δεν είναι μόνος και έρημος αλλά έχει τέκνα. Με όλο αυτό το θέατρο που επινόησε ο Προμηθέας, στους θεούς προσφέρεται τελικά η ζωτικότητα του ζώου, ενώ οι άνθρωποι παίρνουν το κρέας, το νεκρό ζώο δηλαδή. Οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να τρέφονται με κομμάτια νεκρού ζώου* με τη μοιρασιά αυτή, η θνητότητα σφραγίζει καταλυτικά τη μοίρα τους. Οι άνθρωποι από δω και μπρος θα είναι θνητοί, εφήμεροι, σε αντίθεση με τους θεούς, που δεν είναι θνητοί. Η συγκεκριμένη μοιρασιά της τροφής έθεσε τη σφραγίδα της θνητότητας στους ανθρώπους και, αντίστοιχα, τη σφραγίδα της αθανασίας στους θεούς. Όπως πολύ σωστά είχε διαβλέψει ο Δίας. Αν ο Προμηθέας είχε μοιράσει απλώς το ζώο στα δύο και έβαζε από τη μια μεριά τα κόκαλα και από την άλλη το κρέας, τότε ο Δίας θα μπορούσε να επιλέξει τα κόκαλα και τη ζωή του ζώου. Έτσι όμως που ήταν όλα παραπλανητικά, κάτω από μια απατηλή όψη, καθώς δηλαδή ήταν το κρέας κρυμμένο μέσα
68
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
στη γαστέρα, στην κοιλιά του ζώου, και τα κόκαλα ήταν σκεπασμένα με γυαλιστερό λίπος, ο Δίας είδε ότι ο Προμηθέας πήγαινε να τον γελάσει. Και αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Φυσικά, στη μάχη αυτή των τεχνασμάτων ανάμεσα στο Δία και τον Τιτάνα, ο ένας προσπαθεί να εξαπατήσει τον άλλον, είναι αντίπαλοι όπως σε μια παρτίδα σκάκι, ο καθένας παίζει μπαμπέσικα για να φέρει τον άλλον σε δύσκολη θέση και να κάνει ρουά και ματ. Στη σύγκρουση αυτή, νικητής βγαίνει τελικά ο Δίας· τουλάχιστον, όμως, ο Τιτάνας, με τις πονηριές του, τον έχει κλονίσει.
Θνητό πυρ Σ Τ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ, Ο Προμηθέας θα πληρώσει την απάτη του. Από τη μέρα εκείνη, ο Δίας αποφασίζει να κρύψει τη φωτιά από τους ανθρώπους, καθώς και το σιτάρι. Όπως ακριβώς σε μια παρτίδα σκάκι, σε κάθε κίνηση του αντιπάλου, απαντάει ο άλλος: ο Προμηθέας κάλυψε το κρέας με κάτι αποκρουστικό και, αντιθέτως, παρουσίασε τα κόκαλα ωραία. Τώρα ο Δίας θα πάρει την εκδίκησή του. Στο πλαίσιο της μοιρασιάς ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους, ο Δίας θέλει να στερήσει από τους ανθρώπους κάποια πράγματα που είχαν προηγουμένως στη διάθεσή τους. Προηγουμένως οι άνθρωποι είχαν ελεύθερα πρόσβαση στη φωτιά, διότι η φωτιά του Δία, η φωτιά του κεραυνού, βρισκόταν σε ορισμένα δέντρα, τις φλαμουριές, ψηλά στην κορφή τους, και οι άνθρωποι ανέβαιναν και την έπαιρναν. Ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους κυκλοφορούσε η ίδια φωτιά, διαμέσου των ψηλών αυτών δέντρων, όπου την εναπόθετε ο Δίας. Έτσι, οι άνθρωποι είχαν στη διάθεσή τους τη φωτιά, όπως είχαν και την τροφή, τα δημητριακά, που φύτρωναν μόνα τους, ή τα κρέατα, που εμφανίζονταν μπροστά τους ψημένα, έτοιμα. Ο Δίας κρύβει τη φωτιά και τα πράγματα είναι πολύ άσχημα, αφού οι άνθρωποι έχουν το κρέας από τα σφάγια και θέλουν να το ψήσουν. Οι θνητοί δεν είναι κανίβαλοι ούτε άγρια θηρία για να τρώνε ωμή σάρκα. Το
ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
69
κρέας μπορούν να το φάνε μόνο μαγειρεμένο, βραστό ή ψητό. Είναι λοιπόν πραγματική καταστροφή για τους ανθρώπους που μένουν χωρίς φωτιά. Ο Δίας το γλεντάει με την ψυχή του. Ο Προμηθέας στήνει λοιπόν μια παράσταση. Ανεβαίνει στον ουρανό κάνοντας τον αδιάφορο, σαν ταξιδιώτης που περιφέρεται με ένα χορτάρι στο χέρι, ένα κλαδί μάραθο, καταπράσινο απ' έξω. Ο μάραθος έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, η φύση του είναι κατά κάποιο τρόπο αντίθετη με των υπόλοιπων φυτών. Πράγματι, τα δέντρα είναι ξερά απ' έξω, στο φλοιό τους, και χλωρά από μέσα, όπου κυκλοφορούν οι χυμοί τους. Ο μάραθος, αντιθέτως, είναι χλωρός απ' έξω αλλά εντελώς ξερός από μέσα. Ο Προμηθέας αρπάζει ένα σπέρμα από τη φωτιά του Δία, σπέρμα πυρός, και το ρίχνει μέσα στο μάραθο, ο οποίος αρχίζει να καίγεται εσωτερικά κατά μήκος όλου του βλαστού. Ο Προμηθέας ξανακατεβαίνει στη γη, με το ίδιο ύφος πάντα, σαν αδιάφορος ταξιδιώτης που περιφέρεται με το μάραθο να τον σκιάζει. Στο εσωτερικό όμως του φυτού, η φωτιά καίει. Τη φωτιά αυτή, που γεννήθηκε από ένα σπόρο της ουράνιας φωτιάς, ο Προμηθέας τη δίνει στους ανθρώπους. Και εκείνοι ανάβουν τις εστίες τους και μαγειρεύουν το κρέας. Ο Δίας είναι ξαπλωμένος ψηλά στον ουρανό, περιχαρής με το κόλπο του, που έκρυψε δηλαδή τη φωτιά, και ξαφνικά τη βλέπει, βλέπει την αναλαμπή της μέσα σε όλα τα σπίτια. Μανιάζει. Παρατηρούμε εδώ ότι ο Προμηθέας ακολούθησε την ίδια μέθοδο όπως και με τη μοιρασιά της θυσίας. Έπαιξε και πάλι με την αντίθεση «μέσα έξω», με τη διαφορά ανάμεσα στην εξωτερική εμφάνιση και την εσωτερική πραγματικότητα. Παράλληλα με τη φωτιά, ο Δίας είχε κρύψει από τους ανθρώπους το βίο, τη ζωή.Έκρυψε σαν να λέμε τη ζωή, την τροφή της ζωής, τα δημητριακά, το σιτάρι, το κριθάρι. Τέρμα η φωτιά, τέρμα και τα δημητριακά. Στην εποχή του Κρόνου, στον κόσμο της Μηκώνης, οι άνθρωποι είχαν στη διάθεσή τους τη φωτιά πάνω στις φλαμουριές, τα δημητριακά φύτρωναν μόνα τους, ο άνθρωπος δεν είχε ανάγκη να καλλιεργεί τη γη. Η εργασία ήταν ανύπαρκτη, ο μόχθος ήταν ανύπαρκτος. Ο άνθρω-
70
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
πας δε χρειαζόταν να συμμετέχει ενεργά στη συλλογή της τροφής. Δεν ήταν καταδικασμένος να προσπαθεί, να κουράζεται, να εξαντλείται για να αποκτά τις συγκεκριμένες τροφές που χρειαζόταν η ζωτικότητά του. Ενώ πια, με την επιλογή του Δία, όλα όσα γίνονταν από μόνα τους γίνονται τώρα με δυσκολία και μόχθο. Το σιτάρι είναι κρυμμένο. Με τον ίδιο τρόπο που ο Προμηθέας αναγκάστηκε να κρύψει ένα σπέρμα από τη φωτιά μέσα στο ραβδί του για να τη μεταφέρει στους ανθρώπους, έτσι οι καημένοι οι άνθρωποι θα είναι αναγκασμένοι εφεξής να κρύβουν το σπόρο του σιταριού και τα σπυριά το κριθάρι μέσα στα σπλάχνα της γης. Είναι αναγκασμένοι να σκάβουν αυλάκια βαθιά μέσα στη γη και να θάβουν εκεί το σπόρο για να βγει το στάχυ. Με δυο λόγια, ξαφνικά γίνεται εντελώς απαραίτητη η γεωργία. Οι άνθρωποι θα κερδίζουν το ψωμί τους με τον ιδρώτα του προσώπου τους, σπέρνοντας και ιδροκοπώντας στις αυλακιές. Θα πρέπει όμως να μεριμνούν να κρατούν σπόρο από τη μια χρονιά για την άλλη, να μην τρώνε όλα όσα παράγουν. Στο σπίτι του γεωργού είναι απαραίτητα τα πιθάρια, για να αποθηκεύει τις σοδειές, τις οποίες δεν πρέπει να καταναλώνει εξολοκλήρου. Το απόθεμα γίνεται εντελώς απαραίτητο, ώστε την άνοιξη, στο δύσκολο στάδιο ανάμεσα στο χειμώνα και τη νέα σοδειά, να μη μείνουν οι άνθρωποι χωρίς τροφή. Όπως υπήρξε το σπέρμα της φωτιάς, έτσι υπάρχει και το σπέρμα του σιταριού. Οι άνθρωποι είναι εφεξής υποχρεωμένοι να ζουν εργαζόμενοι. Ξαναβρίσκουν τη φωτιά, αλλά η φωτιά, όπως επίσης και το σιτάρι, δεν είναι όπως παλιά. Ο Δίας έκρυψε την ουράνια φωτιά, αυτήν που κρατάει συνεχώς στο χέρι του, μια φωτιά που δεν εξασθενεί ποτέ, που ποτέ δε σβήνει: μια φωτιά αθάνατη. Η φωτιά που έχουν πλέον στη διάθεσή τους οι άνθρωποι έχει δημιουργηθεί από ένα σπέρμα, είναι μια φωτιά που έχει «γεννηθεί», αφού βγήκε από ένα σπόρο, είναι συνεπώς μια φωτιά που πεθαίνει. Χρειάζεται συντήρηση, φροντίδα. Η φωτιά αυτή, όμως, είναι μονίμως πεινασμένη, όπως οι θνητοί. Αν δεν τροφοδοτείται συνεχώς, σβήνει. Οι άν-
ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
71
θρωποι δεν τη χρειάζονται μόνο για να ζεσταθούν αλλά και για την τροφή τους. Σε αντίθεση με τα ζώα, δεν τρώνε ωμές σάρκες, μαγειρεύουν το φαγητό τους. Στο μαγείρεμα ακολουθείται ένα συγκεκριμένο τελετουργικό, υπάρχουν κανόνες με τους οποίους οφείλουν όλοι να συμμορφώνονται και οι οποίοι επιτάσσουν οι τροφές να είναι ψημένες. Οι Έλληνες θεωρούν το σιτάρι ένα φυτό που το ωριμάζει ο ήλιος με τη ζέστη του και ο μόχθος των ανθρώπων. Στη συνέχεια, ο φούρναρης πρέπει να το ψήσει, να το βάλει στο φούρνο. Η φωτιά αποτελεί λοιπόν πραγματικά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπινου πολιτισμού. Η προμηθεϊκή φωτιά, κλεμμένη με δόλο, είναι πράγματι μια φωτιά «τεχνική», μια νοητική διαδικασία που διακρίνει τους ανθρώπους από τα ζώα και επισφραγίζει την υπόστασή τους ως πολιτισμένων υπάρξεων. Παρ' όλα αυτά, στο βαθμό που η ανθρώπινη φωτιά, σε αντίθεση με τη θεϊκή, πρέπει να τροφοδοτείται συνεχώς για να παραμένει ζωντανή, μέχρι ενός σημείου μοιάζει με άγριο θηρίο που αφηνιάζει και δεν ξέρει πια πού να σταματήσει. Κατακαίει τα πάντα, όχι μόνο όσα την τροφοδοτούν, αλλά και τα σπίτια, τις πόλεις, τα δάση, σαν ένα φλεγόμενο, λιμασμένο θηρίο που με τίποτα δε χορταίνει. Με την εξαιρετικά αμφίσημη υφή της, η φωτιά υπογραμμίζει την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου, μας υπενθυμίζει συνεχώς τη θεϊκή καταγωγή και το ζωώδες στοιχείο του, έχει και τις δύο αυτές όψεις, όπως και ο άνθρωπος.
Η Πανδώρα ή η επινόηση της γυναίκας ΤΩΡΑ ΠΙΑ, θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι η ιστορία έχει τελειώσει. Αλλά δεν έχει τελειώσει. Αρχίζει η τρίτη πράξη. Βεβαίως, οι άνθρωποι διαθέτουν πια τον πολιτισμό, ο Προμηθέας τούς πρόσφερε όλες τις τεχνικές. Προτού παρέμβει, ζούσαν σαν τα μυρμήγκια μέσα στις σπηλιές, κοίταζαν χωρίς να βλέπουν, άκουγαν χωρίς να εννοούν, ήταν ένα τίποτα* και στη συνέχεια έγιναν, χάρη α αυτόν, πλάσματα πολιτισμένα, δια-
72
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
φορετικά από τα ζώα και διαφορετικά από τους θεούς. Ο αγώνας, όμως, ανάμεσα στο Δία και στον Προμηθέα για τα πρωτεία της πανουργίας δεν έχει λήξει ακόμα. Ο Δίας έκρυψε τη φωτιά, ο Προμηθέας την έκλεψε· ο Δίας έκρυψε το σιτάρι, οι άνθρωποι μοχθούν για να βγάλουν το ψωμί τους. Ο Δίας όμως δεν είναι ακόμα ικανοποιημένος, θεωρεί ότι η ήττα του αντιπάλου του δεν είναι ολοκληρωτική. Ξεκαρδισμένος στα γέλια, όπως συνηθίζει και του αρέσει, ο Δίας τούς ετοιμάζει μια καινούρια απογοήτευση. Πράξη τρίτη. Ο Δίας καλεί τον Ήφαιστο, την Αθηνά, την Αφροδίτη και κάποιες άλλες, ελάσσονες θεότητες, τις Ώρες. Διατάζει τον Ήφαιστο να πλάσει πηλό και να κατασκευάσει ένα ομοίωμα με μορφή παρθένου, με μορφή γυναίκας, ή μάλλον κοπέλας για την ακρίβεια, έτοιμης για γάμο, που δεν έχει όμως ακόμα παντρευτεί και, κυρίως, δεν έχει ακόμα τεκνοποιήσει. Κάθεται λοιπόν ο Ήφαιστος και πλάθει ένα ομοίωμα, ένα άγαλμα, με τα χαριτωμένα χαρακτηριστικά μιας όμορφης παρθένου. Σειρά έχει ο Ερμής, ο οποίος τής δίνει ζωή και της χαρίζει τη δύναμη και τη φωνή των ανθρώπων, όπως επίσης και κάποια άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Ο Δίας ζητά από την Αθηνά και την Αφροδίτη να την ντύσουν, να τονίσουν την ομορφιά της με τα μπιχλιμπίδια που ταιριάζουν στο γυναικείο κορμί, στολίδια, κοσμήματα, στηθόδεσμους, στεφάνια. Η Αθηνά τής χαρίζει ένα φόρεμα υπέροχο, αστραφτερό, λαμπερό, γυαλιστερό σαν το λευκό ξίγκι που μέσα του ήταν τυλιγμένα τα κόκαλα στην πρώτη ενότητα της αφήγησής μας. Η νεαρή παρθένος αστραποβολά. Ο Ήφαιστος της φοράει στο κεφάλι ένα διάδημα, από το οποίο κρέμεται ένα γαμήλιο πέπλο. Το διάδημα αυτό κοσμείται με μια παράσταση από το ζωικό κόσμο, όπου εικονίζονται όλα τα ζωντανά της γης, πουλιά, ψάρια, τίγρεις, λιοντάρια. Η ζωτικότητα όλων αυτών των ζώων ακτινοβολεί στο μέτωπο της κοπέλας. Είναι εκθαμβωτική, θαύμα ιδέσθαι, ένα θαύμα που όποιος το δει μένει ενεός και τρελαίνεται από έρωτα.
ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
73
Η πρώτη γυναίκα στέκεται λοιπόν μπροστά στους συγκεντρωμένους θεούς και ανθρώπους. Είναι ένα κατασκευασμένο ομοίωμα, όχι όμως κατ' εικόνα της γυναίκας, η οποία δεν υπάρχει. Είναι η πρώτη γυναίκα, το αρχέτυπο της γυναίκας. Το θηλυκό στοιχείο υπήρχε, εφόσον υπήρχαν οι θεές. Το θηλυκό αυτό πλάσμα έχει πάρει τη μορφή μιας παρθένου, κατ' εικόνα των αθάνατων θεαινών. Οι θεοί φτιάχνουν ένα πλάσμα από χώμα και νερό και του δίνουν τη δύναμη του ανθρώπου, το σθένος, τη φωνή του ανθρώπου. Ο Ερμής τής βάζει όμως στο στόμα και λόγια απατηλά, την προικίζει με μυαλό αισχρό και χαρακτήρα κλέφτρας. Το ομοίωμα αυτό είναι η πρώτη γυναίκα, από αυτήν εκπορεύεται «το φύλο των γυναικών» και παρουσιάζεται, όπως οι μερίδες της θυσίας και ο μάραθος, με απατηλό περίβλημα. Όποιος την αντικρίζει μαγεύεται, η όψη της είναι θεϊκή. Ο Ησίοδος το λέει καθαρά, όποιος την αντικρίζει θαμπώνεται. Η ομορφιά της, την οποία τονίζουν τα κοσμήματα, το διάδημα, το φόρεμα και το πέπλο, είναι ένα χάρμα. Από πάνω της ξεχύνεται η χάρις, μια γοητεία χωρίς όρια, μια λάμψη που αναδίδεται και σκλαβώνει όποιον τη βλέπει. Η χάρις τΎ\ς δεν έχει όρια, είναι πολλαπλή, πολλή χάρις. Με τη χάρη της σαγηνεύει ανθρώπους και θεούς. Από μέσα όμως κρύβονται άλλα πράγματα. Με τη φωνή που διαθέτει, θα γίνει η σύντροφος του άντρα, θα γίνει το ανθρώπινο ομοίωμά του. Θα κουβεντιάζουν παρέα. Η γυναίκα αυτή όμως διαθέτει το χάρισμα του λόγου όχι για να λέει την αλήθεια και να εκφράζει τα αισθήματά της, αλλά για να λέει ψέματα και να συγκαλύπτει τα συναισθήματά της. Από τη σπορά της Νύχτας εκπορεύονται φυσικά όλα τα κακά, ο θάνατος, οι σφαγές, οι Ερινύες, αλλά και κάποιες οντότητες που θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε «ψεύδη ή εξαπάτες» και «ερωτική ένωση ή τρυφερότητα». Την Αφροδίτη όμως συνοδεύουν από τη γέννησή της τα απατηλά λόγια και η ερωτική έλξη. Το βαθύ σκοτάδι και το ολόλαμπρο φως, η απαστράπτουσα ευτυχία και η ζοφερή πάλη συναντιούνται στα ψεύδη αυτά, στην ερωτική αυτή σαγήνη. Ιδού λοιπόν η Παν-
74
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
δώρα, ολοφώτεινη σαν την Αφροδίτη και όμοια με τα τέκνα της Νυκτός, όλο ψέματα και νάζια. Ο Δίας δημιουργεί την παρθένο αυτή μόνο για τους θνητούς και όχι για τους θεούς. Με τον ίδιο τρόπο που ξεφορτώθηκε την έριδα και τη βία στέλνοντας τες στους θνητούς, ο Δίας προορίζει επίσης γι' αυτούς αυτό το θηλυκό πρόσωπο. Ο Προμηθέας ηττάται για άλλη μια φορά. Καταλαβαίνει αμέσως ότι το κακόμοιρο το ανθρώπινο γένος, που προσπάθησε να προστατέψει, δεν πρόκειται να τη γλιτώσει. Όπως δηλώνει το όνομά του, Προ-μηθέας είναι αυτός που αντιλαμβάνεται εκ των προτέρων, που προβλέπει, ενώ ο αδελφός του, ο Επι-μηθέας, είναι αυτός που αντιλαμβάνεται εκ των υστέρων, επί, πολύ αργά, αυτός που τον εξαπατούν και απογοητεύεται, που δεν προβλέπει τις εξελίξεις. Ενώ η δική μας φύση, των υπόλοιπων θνητών, είναι προμηθεϊκή και επιμηθεϊκή συγχρόνως, προβλέπουμε, κάνουμε σχέδια και, πολύ συχνά, τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά από ό,τι περιμέναμε, σαστίζουμε και νιώθουμε ανυπεράσπιστοι. Ο Προμηθέας καταλαβαίνει λοιπόν τι πρόκειται να συμβεί και προειδοποιεί τον αδελφό του και του λέει: «Άκουσέ με. Επιμηθέα, αν σου στείλουν ποτέ οι θεοί ένα δώρο, να μην το δεχτείς ό,τι και να γίνει, και να το στείλεις πίσω από εκεί που ήρθε». Ο Επιμηθέας, φυσικά, ορκίζεται ότι δεν πρόκειται να τον πιάσουν κορόιδο. Να, όμως, που οι θεοί μαζεύονται και του στέλνουν το πιο γοητευτικό πλάσμα του κόσμου. Ιδού μπροστά του η Πανδώρα, το δώρο των θεών στους ανθρώπους. Του χτυπάει την πόρτα και ο Επιμηθέας, μαγεμένος, θαμπωμένος, της ανοίγει και τη βάζει στο σπιτικό του. Την επομένη την παντρεύεται και η Πανδώρα εγκαθίσταται ανάμεσα στους ανθρώπους, ως σύζυγός του. Είναι η αρχή όλων των κακών. Τώρα η ανθρωπότητα είναι διγενής, δεν περιλαμβάνει πια μόνο αρσενικά. Αποτελείται από δύο διαφορετικά γένη, απαραίτητα και τα δύο για την ανθρώπινη αναπαραγωγή. Από τη στιγμή που οι θεοί δημιούργησαν τη γυναίκα, οι άνθρωποι δεν είναι πλέον αυτοφυείς, γεννιούνται από τις γυναίκες. Για να
ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
75
αναπαραχθούν, οι θνητοί ζευγαρώνουν. Και αυτό αλλάζει ριζικά τη ροή του χρόνου. Γιατί, σύμφωνα με τους ελληνικούς μύθους, η Πανδώρα έχει καρδιά απαίσια και χαρακτήρα κλέφτρας; Η εξήγηση βρίσκεται στα δύο πρώτα μέρη της ιστορίας. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια στη διάθεσή τους το σιτάρι και τη φωτιά όπως στο παρελθόν, όπως τους τα παρείχε η φύση, μονίμως και χωρίς προσπάθεια. Ο μόχθος αποτελεί στο εξής συστατικό της ύπαρξής τους* οι άνθρωποι ζουν μια ζωή δύσκολη, μίζερη, προσωρινή. Είναι αναγκασμένοι να ζουν συνέχεια στερημένοι. Ο αγρότης πεθαίνει στην κούραση στο χωράφι του και η σοδειά του είναι μηδαμινή. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια στη διάθεσή τους κανένα αγαθό σε επάρκεια* πρέπει λοιπόν να είναι οικονόμοι, φρόνιμοι και να μην καταναλώνουν περισσότερα από τα αναγκαία. Ετούτη εδώ όμως, η Πανδώρα, όπως και όλο το γένος, όλο το «φύλο» των θηλυκών γυναικών που εκπορεύεται από αυτή, είναι μονίμως ανικανοποίητη, μονίμως διεκδικεί, είναι αχόρταγη, αυτό είναι το κύριο γνώρισμά της. Δεν αρκείται στα λίγα που υπάρχουν. Θέλει να χορτάσει, να κορεστεί. Αυτό θέλει να πει η ιστορία, όταν λέει ότι ο Ερμής την προίκισε με μυαλό αισχρό. Η αισχρότητά της είναι δύο ειδών. Είναι μια αισχρότητα διατροφικού χαρακτήρα. Η Πανδώρα έχει μια όρεξη ακόρεστη, όλη την ώρα τρώει, όλη την ώρα είναι καθισμένη στο τραπέζι.Ίσως διατηρεί μια αμυδρή ανάμνηση ή το όνειρο της ευλογημένης εκείνης χρυσής εποχής, στη Μηκώνη, όπου πραγματικά οι άνθρωποι κάθονταν όλη την ώρα στο τραπέζι και δε χρειαζόταν να κάνουν τίποτα. Σε κάθε σπιτικό όπου υπάρχει γυναίκα, βασιλεύει πείνα ακόρεστη, πείνα τρομερή. Μ' αυτή την έννοια, η κατάσταση είναι ανάλογη με εκείνη που επικρατεί στις κυψέλες. Υπάρχουν, από τη μια, οι εργάτριες μέλισσες που πετάνε από το πρωί στους αγρούς, κάθονται στα λουλούδια, μαζεύουν το μέλι και το κουβαλούν στην κυψέλη. Και από την άλλη, υπάρχουν οι κηφήνες, που δε βγαίνουν ποτέ έξω και επίσης δε χορταίνουν με τίποτα. Τρώνε όλο το μέλι που οι εργάτριες μαζεύουν υπομονετικά στο ύπαιθρο. Έτσι και στα
76
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
σπίτια των ανθρώπων από τη μια, οι άντρες ιδροκοπούν στα χωράφια, πεθαίνουν στην κούραση σκάβοντας αυλακιές, για να προφυλάξουν και να συλλέξουν το σπόρο, και από την άλλη, οι γυναίκες καταβροχθίζουν μέσα στο σπίτι, σαν τους κηφήνες, τη συγκομιδή. Όχι μόνο καταβροχθίζουν και εξανεμίζουν όλα τα αποθέματα, αλλά γι' αυτόν κυρίως το λόγο μια γυναίκα επιδιώκει να γοητεύσει έναν άντρα. Αυτό που θέλει η γυναίκα είναι η αποθήκη. Η γυναίκα δίνει ολόκληρη παράσταση, με τα τσαχπίνικα, τα απατηλά λόγια της, με το μυαλό της που είναι γεμάτο ψέματα, με τα χαμόγελά της και «τον πισινό της κουνώντας^», όπως γράφει ο Ησίοδος, για να σαγηνεύσει το νεαρό εργένη, εποφθαλμιώντας απλώς το απόθεμα του σταριού. Και όλοι οι άντρες, όπως αρχικά ο Επιμηθέας, μένουν με το στόμα ανοιχτό, μαγεύονται από την εμφάνισή της και μπλέκουν στα δίχτυα της. Οι γυναίκες δεν έχουν μόνο ακόρεστη όρεξη για φαγητό, σε σημείο που καταστρέφουν την υγεία του συζύγου τους, αφού ποτέ η τροφή που φέρνει στο σπίτι δεν είναι αρκετή, έχουν επίσης και μια φοβερή, ακόρεστη ερωτική όρεξη. Η Κλυταιμνήστρα ή οι διάφορες άλλες γυναίκες που έγιναν διάσημες επειδή απατούσαν το σύζυγό τους, όλες ανεξαιρέτως δηλώνουν με έμφαση ότι έπαιζαν το ρόλο της σκύλας που φυλάει το σπίτι. Ο χαρακτήρας τους, αυτός της σκύλας, εννοείται εδώ με την ερωτική του έννοια. Ακόμα και οι καλύτερες γυναίκες, αυτές που έχουν χαρακτήρα μετρημένο, έχουν το εξής χαρακτηριστικό, επειδή, όπως λένε οι Έλληνες, πλάστηκαν από χώμα και νερό, η ιδιοσυγκρασία τους συνάδει με το υγρό σύμπαν. Ενώ, αντίθετα, οι άντρες έχουν μια ιδιοσυγκρασία που προσιδιάζει μάλλον στη στέγνα, τη ζέστη, τη φωτιά. Σε ορισμένες εποχές του έτους, ειδικά την εποχή που ονο-
Σ.τ.Μ. Πυγοστόλος, Έργα και Ημέραί, 373.
ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
77
μάζουμε κυνικό καύμα, την εποχή του σκύλου, όταν δηλαδή ο Σείριος, ο Κύων, είναι ορατός στον ουρανό, πολύ κοντά στη γη, όταν ο ήλιος και η γη έρχονται σε επαφή, και κάνει φριχτή ζέστη, οι άντρες, στεγνοί όπως είναι, εξαντλούνται, εξασθενούν. Αντιθέτως, οι γυναίκες, χάρη στην υγρασία τους, ανθίζουν. Απαιτούν από τους συζύγους τους να εκπληρώνουν τα συζυγικά τους καθήκοντα με τέτοια συχνότητα, που τους εξοντώνουν. Ο Προμηθέας μηχανεύτηκε ένα δόλο και έκλεψε τη φωτιά από το Δία* έλαβε όμως ως απάντηση τη γυναίκα, συνώνυμο της κλέφτρας φωτιάς, την οποία ο Δίας δημιούργησε για να ταλαιπωρεί τους ανθρώπους. Πράγματι, η γυναίκα, η σύζυγος, είναι η φωτιά που καίει διαρκώς το σύζυγό της, μέρα με την ημέρα, που τον στεγνώνει και τον γερνάει πριν από την ώρα του. Η Πανδώρα είναι μια φωτιά που ο Δίας έμπασε μέσα στα σπίτια και καίει τους άντρες, χωρίς να ανάβει φλόγα καμιά. Κλέφτρα φωτιά, απάντηση στην κλεμμένη φωτιά. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, τι μπορεί να γίνει ; Αν η γυναίκα δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μόνο αυτό το αισχρό μυαλό, η ψεύτρα που εποφθαλμιά τη σιταποθήκη, «κουνώντας τον πισινό της», και γερνάει τον άντρα της πριν από την ώρα του, τότε οι άντρες θα προσπαθούσαν οπωσδήποτε να ξεφορτωθούν τις γυναίκες τους. Και πάλι όμως εδώ το περίβλημα και το περιεχόμενο έρχονται σε αντίθεση. Η γυναίκα, με τη ζωώδη όρεξή της για τροφή και ερωτική ένωση, είναι γαστήρ, κοιλιά, στομάχι. Συμβολίζει τη ζωώδη πλευρά της ανθρωπότητας, το θηρίο που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του. Ως γαστήρ, καταβροχθίζει όλα τα πλούτη του άντρα της. Όταν ο Προμηθέας τύλιξε τη μερίδα της τροφής που προόριζε για τους ανθρώπους μέσα στη γαστέρα του βοδιού, δε φανταζόταν ότι θα τα κατάφερνε τόσο καλά. Και στην προκειμένη περίπτωση, πιάστηκε ο ίδιος στα δίχτυα της πανουργίας του. Το δίλημμα από δω και μπρος θα είναι το εξής: αν ο άντρας παντρευτεί, η ζωή του θα είναι με βεβαιότητα σχεδόν μια κόλαση, εκτός και αν πέσει σε μια πολύ καλή γυναίκα, πράγμα πολύ σπάνιο. Ο έγγα-
78
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
μας βίος είναι λοιπόν μια κόλαση, η μια συμφορά πάνω στην άλλη. Αντιθέτως, αν ένας άντρας δεν παντρευτεί, μπορεί να ζήσει μια ζωή ευτυχισμένη, όλα θα τα έχει σε αφθονία, ποτέ δε θα του λείψει τίποτα, όταν όμως έρθει η ώρα να πεθάνει, ποιος θα κληρονομήσει το βιος που μάζεψε; Θα σκορπιστεί και θα πάει στα χέρια μακρινών συγγενών, που καθόλου δεν τους αγαπάει. Αν παντρευτεί, καταστράφηκε, αν δεν παντρευτεί, και πάλι καταστράφηκε, με άλλον τρόπο. Η γυναίκα είναι δισυπόστατη. Είναι η κοιλιά, το στομάχι που καταβροχθίζει τη συγκομιδή που ο άντρας της με δυσκολία μαζεύει, κοπιάζοντας, μοχθώντας, ιδροκοπώντας, αλλά η κοιλιά αυτή είναι την ίδια στιγμή η μόνη που μπορεί να δημιουργήσει την προέκταση της ζωής ενός άντρα, το παιδί. Η σύζυγος ενσαρκώνει την καταστροφική αδηφαγία και τη δημιουργική γονιμότητα. Όπως η φωτιά, χαρακτηρίζει μόνο τους ανθρώπους, αφού μόνο οι άνθρωποι παντρεύονται. Ο γάμος ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα, που ζευγαρώνουν όπως τρώνε, με όποιον βρεθεί μπροστά τους, όπως να 'ναι. Η γυναίκα είναι λοιπόν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πολιτισμένης ζωής· και, συγχρόνως, έχει δημιουργηθεί κατ εικόνα των αθάνατων θεαινών. Όταν κοιτάζουμε μια γυναίκα, βλέπουμε την Αφροδίτη, την Ήρα, την Αθηνά. Με την ομορφιά της, τη γοητεία της, την χάρ^ντης, είναι, θα λέγαμε, η παρουσία των θεών επί της γης. Η γυναίκα συνδυάζει την ποταπότητα των ανθρώπων και τη θεϊκή τους πλευρά. Ταλαντεύεται ανάμεσα στους θεούς και τα θηρία, όπως η ίδια η ανθρωπότητα.
Ο χρόνος που περνά Α ς ΕΠΑΝΕΛΘΟΥΜΕ στην ιστορία μας καταφεύγοντας λίγο στην ανεκδοτολογία. Η Πανδώρα μπήκε στο σπίτι του Επιμηθέα, έγινε η πρώτη σύζυγος των ανθρώπων. Ο Δίας τής ψιθυρίζει στο αυτί τι πρέπει να κάνει. Στο σπίτι του Επιμηθέα, όπως σε όλα τα σπίτια των Ελλήνων γεωργών, υπάρχουν ένα σωρό πιθάρια και ανάμεσά τους ένα μεγάλο πιθάρι κρυμμένο, που δεν
ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
79
πρέπει κανείς να το πειράξει. Τι είναι αυτό το πιθάρι; Λένε ότι το έφεραν οι Σάτυροι, τίποτα όμως δεν είναι σίγουρο. Μια μέρα λοιπόν που ο άντρας της Πανδώρας λείπει, ο Δίας της ψιθυρίζει στο αυτί να πάει και να ξεσκεπάσει το πιθάρι και αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, να ξαναβάλει το καπάκι στη θέση του. Κάνει ό,τι της λέει. Πλησιάζει λοιπόν τα πιθάρια, που είναι ένα σωρό. Άλλα έχουν μέσα κρασί, άλλα σιτάρι ή λάδι, όλα τα αποθέματα σε τρόφιμα εκεί βρίσκονται. Η Πανδώρα σηκώνει το καπάκι από το κρυμμένο πιθάρι και, διαμιάς, όλα τα κακά, όλες οι συμφορές ξεχύνονται στο σύμπαν. Την ώρα που η Πανδώρα ξαναβάζει το καπάκι στη θέση του, έχει μείνει μέσα η ελπίς, η προσδοκία όσων θα γίνουν στο μέλλον, η οποία δεν πρόλαβε να βγει από το πιθάρι. Για όλα τα κακά λοιπόν που υπάρχουν στον κόσμο φταίει η Πανδώρα. Η ίδια η παρουσία της Πανδώρας ενσάρκωνε όλα τα κακά και τώρα, που άνοιξε το πιθάρι, πολλαπλασιάστηκαν. Ποια είναι αυτά τα κακά; Μυριάδες: κούραση, αρρώστιες, θάνατος, ατυχήματα. Οι συμφορές διαθέτουν μια φοβερή κινητικότητα, πηγαινοέρχονται αδιάκοπα, δε στέκονται ποτέ σε ένα μέρος. Δεν είναι ορατές, δεν έχουν σχήμα και μορφή, ούτε μπορεί κανείς να τις ακούσει, σε αντίθεση με την Πανδώρα, που χαίρεσαι να τη βλέπεις και να την ακούς. Ο Δίας δεν επέτρεψε να έχουν οι συμφορές μορφή και φωνή, ώστε οι άνθρωποι να μην μπορούν να προστατευτούν ούτε να τις αποδιώξουν. Οι συμφορές που οι άνθρωποι προσπαθούν να αποφύγουν, επειδή ξέρουν πόσο απαίσιες είναι, παραμένουν κρυφές και αόρατες, κανείς δεν μπορεί να τις διακρίνει. Η συμφορά την οποία βλέπουν και ακούν, η γυναίκα, συγκαλυμμένη κάτω από τη γοητεία της ομορφιάς, της ηδύτητας, των λόγων της, μας έλκει και μας μαγεύει αντί να μας τρομάζει. Ένα γνώρισμα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα στα φαινόμενα, σε όσα βλέπουμε και ακούμε, και στην πραγματικότητα. Αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων, όπως τη μηχανεύτηκε ο Δίας, απαντώντας στις πονηριές του Προμηθέα. Ο οποίος δεν τη γλιτώνει, αφού ο Δίας τον καρφώνει μετα-
80
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
ξύ ουρανού και γης, στη μέση ενός βουνού, σε ένα στύλο, και τον αλυσοδένει χειροπόδαρα. Ο Προμηθέας, που χάρισε στους ανθρώπους την τροφή των θνητών, το κρέας, γίνεται ο ίδιος βορά για τον όρνι του Δία, τον αετό που κουβαλάει τον κεραυνό του, τον αγγελιοφόρο της ακατανίκητης δύναμης του. Ο Προμηθέας γίνεται ο ίδιος θύμα, κομμάτι κρέας από τη σάρκα του σφάγιου. Καθημερινά, ο αετός του Δία τού τρώει ολόκληρο το συκώτι και κάθε νύχτα το συκώτι του αναπλάθεται ακέραιο, ώστε την άλλη μέρα ο αετός να βρει άθικτο το γεύμα του. Η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί ως τη στιγμή που ο Ηρακλής, με τη συγκατάθεση του Δία, θα ελευθερώσει τον Προμηθέα. Ο Προμηθέας αποκτά μια μορφή αθανασίας, ως αντάλλαγμα για το θάνατο του Κενταύρου Χείρωνα. Ο Χείρωνας, εκπολιτιστής ήρωας ο οποίος δίδαξε στον Αχιλλέα και σε πολλούς άλλους πώς να γίνουν τέλειοι ήρωες, τραυματίστηκε, υπέφερε και το τραύμα του δεν είχε γιατρειά, ούτε μπορούσε και να πεθάνει, όπως ευχόταν.Έγινε λοιπόν μια ανταλλαγή. Ο Χείρωνας έλαβε το θάνατο και ο Προμηθέας την αθανασία του Χείρωνα. Και ο ένας κι ο άλλος ελευθερώθηκαν. Ο Προμηθέας τιμωρήθηκε με τον τρόπο που αμάρτησε. Θέλησε να προσφέρει στους θνητούς το κρέας, και ειδικά το συκώτι, που αντιπροσωπεύει ένα εκλεκτό κομμάτι του σφάγιου, αφού στο όργανο αυτό διαβάζουν οι θνητοί αν οι θεοί αποδέχονται τη θυσία. Ο Προμηθέας γίνεται και αυτός με τη σειρά του σφάγιο, προσφέροντας το συκώτι του, εκλεκτό έδεσμα για τον αετό του Δία. Ο αετός αυτός είναι σύμβολο του θεϊκού κεραυνού, πυρφόρος, κεραυνοβόλος. Η φωτιά που έκλεψε ο Τιτάνας επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο στο συκώτι του και στήνει φαγοπότι χωρίς τελειωμό. Υπάρχει ακόμα μια λεπτομέρεια, ιδιαιτέρως σημαντική. Ο Προμηθέας είναι ένα πλάσμα διφορούμενο, η θέση του στο θεϊκό κόσμο δεν είναι σαφώς καθορισμένη. Η ιστορία αυτή του συκωτιού, που το καταβροχθίζει το πρωί ο αετός και ξαναγίνεται ακέραιο το βράδυ, δείχνει ότι ο χρόνος και η ζωτικότητα μπορούν να είναι τριών ειδών. Υπάρχει ο χρόνος των θεών.
ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
81
η αιωνιότητα όπου δε συμβαίνει τίποτα, τα πάντα βρίσκονται στη θέση τους, τίποτα δε χάνεται. Υπάρχει ο χρόνος των ανθρώπων, που είναι ένας χρόνος γραμμικός, που κινείται προς την ίδια κατεύθυνση πάντα, γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, ενηλικιωνόμαστε, γερνάμε και πεθαίνουμε. Όλα τα ζωντανά πλάσματα υπόκεινται στην εξουσία του. Όπως λέει ο Πλάτωνας, είναι ένας χρόνος που κινείται σε ευθεία γραμμή. Υπάρχει, τέλος, ένας τρίτος χρόνος, στον οποίο παραπέμπει το συκώτι του Προμηθέα, ένας χρόνος κυκλικός ή σπειρωτός. Φανερώνει μια ύπαρξη όμοια με του φεγγαριού, λόγου χάρη, που μεγαλώνει, χάνεται και στη συνέχεια ξαναγεννιέται, εσαεί. Ο προμηθεϊκός αυτός χρόνος προσιδιάζει στο χρόνο των άστρων, στις κυκλικές κινήσεις τους, δηλαδή, που εγγράφονται στο χρόνο και με τις οποίες μετράμε το χρόνο. Δεν είναι η αιωνιότητα των θεών, δεν είναι όμως ούτε ο επίγειος χρόνος, ο θνητός χρόνος, που κινείται μονίμως προς την ίδια κατεύθυνση. Είναι ένας χρόνος τον οποίο οι φιλόσοφοι θα ορίσουν ως κινούμενη εικόνα της ακίνητης αιωνιότητας. Το πρόσωπο του Προμηθέα επίσης υπερβαίνει, όπως το συκώτι του, το γραμμικό χρόνο των ανθρώπων και την αιώνια ύπαρξη των θεών. Ο διαμεσολαβητικός του ρόλος στην ιστορία αυτή είναι απολύτως σαφής. Εξάλλου, βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης, στη μέση ενός στύλου, στο μεσοδιάστημα. Συμβολίζει τον αρμό που συνδέει μια εποχή πολύ μακρινή —όταν στον οργανωμένο αυτόν κόσμο δεν υπήρχε ακόμα ο χρόνος, όταν οι θεοί και οι άνθρωποι ζούσαν όλοι μαζί, όταν βασίλευε η ανυπαρξία του θανάτου, η αθανασία— με την εποχή των θνητών, που ζούνε εφεξής χωριστά από τους θεούς, υπόκεινται στο θάνατο και στο χρόνο που κυλά. Το συκώτι του Προμηθέα μοιάζει με τα άστρα, που δίνουν το ρυθμό και το μέτρο στη θεϊκή αιωνιότητα, και παίζει έτσι ρόλο διαμεσολαβητικό ανάμεσα στο θεϊκό κόσμο και τον ανθρώπινο.
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
Σ Ε ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΟΣΑ ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ Ο Giraudoux, ο πόλεμος της Τροίας έγινε και παραέγινε. Για ποιο λόγο, μετά τον Όμηρο, τον ποιητή που μας τον αφηγήθηκε, να τον εξιστορήσουμε και εμείς σε μια κακή περίληψή του; Μπορούμε όμως, αντιθέτως, να φτιάξουμε ίσως μια ιστορία για τις αιτίες και το νόημα της διαμάχης. Οι ρίζες της αντιπαράθεσης αυτής χάνονται στο απώτατο παρελθόν. Προσπαθώντας να την καταλάβουμε, θα πρέπει να μεταφερθούμε σε κάποια όρη και βουνά, τα οποία συναντάμε στην απαρχή αυτού του δράματος που έζησαν οι θνητοί. Να πάμε στην Ελλάδα, στο Πήλιο, στην Τρωάδα στην Ίδη και στη Σπάρτη στον Ταΰγετο. Είναι βουνά πολύ ψηλά, είναι δηλαδή τόποι όπου η απόσταση ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους σχετικά μειώνεται, όπου τα όρια ανάμεσα σε θνητούς και αθανάτους δεν καταλύονται βέβαια, γίνονται όμως λιγότερο αδιαπέραστα. Εκεί πάνω παρατηρείται μια αλληλοδιείσδυση του θεϊκού και του ανθρώπινου κόσμου. Κάποιες φορές, όπως θα συμβεί και με τον πόλεμο της Τροίας, οι θεοί επωφελούνται από αυτή την εγγύτητα για να μεταφέρουν στους ανθρώπους τα κακά, τις καταστροφές που θέλουν να ξεφορτωθούν, εξαποστέλλοντάς τες από την ολόφωτη επικράτεια όπου κατοικοεδρεύουν και συγκεντρώνοντάς τες στην επιφάνεια της γης. Όλα αρχίζουν λοιπόν στο Πήλιο, με τους γάμους του Πηλέα, του βασιλιά της Φθίας, και της Νηρηίδας Θέτιδας. Όπως οι πενήντα αδελφές της, παρουσίες ευμενείς και χαριτωμένες που
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
83
ενδημούν στην επιφάνεια των νερών και στα βάθη της θάλασσας, η Θέτις είναι κόρη του Νηρέα, του επονομαζόμενου «γέροντα της θάλασσας». Ο Νηρέας με τη σειρά του είναι γιος του Πόντου, του Πελάγους, τον οποίο η Γαία γέννησε ταυτόχρονα με τον Ουρανό, στις απαρχές του σύμπαντος. Από τη Δωρίδα, τη μητέρα τους, οι Νηρηίδες ανήκουν στη γενιά του Ωκεανού, του αρχέγονου κοσμικού ποταμού που περιβάλλει το σύμπαν και το περισφίγγει μέσα στο κυκλικό υδάτινο δίχτυ του. Η Θέτις μαζί με την Αμφιτρίτη είναι από τις πιο αντιπροσωπευτικές Νηρηίδες. Όπως και άλλες θαλάσσιες θεές, διαθέτει το φοβερό χάρισμα των μεταμορφώσεων. Μπορεί να μεταμορφωθεί σε οτιδήποτε, μπορεί να γίνει λιοντάρι, φλόγα, φοίνικας, πουλί, ψάρι. Διαθέτει ένα ευρύ φάσμα μεταμορφώσεων. Θαλάσσια θεά, είναι ρευστή σαν το νερό, καμιά μορφή δεν μπορεί να τη φυλακίσει. Μπορεί και αλλάζει όψεις συνεχώς, ξεφεύγει από την ίδια της την παρουσία, όπως το νερό που κυλάει μέσα από τα δάχτυλά μας και δεν μπορούμε να το συγκρατήσουμε. Η θεά αυτή, εξαιτίας ίσως της τεράστιας ευελιξίας της, της ασύλληπτης ρευστότητάς της, συμβολίζει για τους Έλληνες μια συγκεκριμένη δύναμη που διαθέτουν ορισμένες θεότητες μόνο. Και κυρίως η πρώτη γυναίκα που παντρεύτηκε ο Δίας, η θεά Μήτις. Είδαμε προηγουμένως ότι ο Δίας δεν παντρεύτηκε απλώς μεταξύ άλλων και τη Μήτιδα, αλλά αυτή υπήρξε η πρώτη του γυναίκα, επειδή ακριβώς ήξερε ότι, εξαιτίας των φοβερών ικανοτήτων της, της ευελιξίας, της ευστροφίας, της ρευστότητάς της, το παιδί που θα έκανε με τη Μήτιδα και αυτή θα έφερνε στον κόσμο θα τον ξεπερνούσε μια μέρα σε πονηριά και δύναμη. Για το λόγο αυτό, μόλις άφησε έγκυο τη θεά, έσπευσε με διάφορα τερτίπια να την καταπιεί, ώστε η Μήτις να γίνει εγγενής του ιδιότητα. Το παιδί που θα γεννηθεί θα είναι η Αθηνά και άλλο δε θα υπάρξει. Έκτοτε, ο Δίας έχει αφομοιώσει πλήρως την ευμετάβλητη και επιτήδεια δύναμη που αντιπροσωπεύει η Μήτις. Δεν υπάρχει λοιπόν αγόρι που θα νικήσει τον πατέρα του, όταν έρθει εκείνη η ώρα. Έτσι, ο κλήρος που βαραίνει τους ανθρώπους
84
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
αντιστρέφεται: όσο δυνατός και αν είναι ένας άνθρωπος, όσο ισχυρός, έξυπνος, βασιλιάς και κυρίαρχος, έρχεται μια μέρα που ο χρόνος τον νικάει, που η ηλικία τον βαραίνει και τότε λοιπόν το βρέφος που έφερε στον κόσμο, το νήπιο που χόρευε στα γόνατά του, που το προστάτευε και το τάιζε, γίνεται άντρας πιο δυνατός από τον πατέρα του και μοιραία παίρνει τη θέση του. Ενώ στον κόσμο των θεών, από τη στιγμή που ο Δίας εγκαθίδρυσε και στερέωσε την εξουσία του, τίποτα και κανένας δε θα μπορέσει πια να τον παραμερίσει και να του πάρει το θρόνο. Η Θέτις λοιπόν, με το χάρισμά της, τη μαγική δύναμη της μεταμόρφωσης που κατέχει, είναι ένα πλάσμα συναρπαστικό, όλο γοητεία. Δυο μεγάλοι θεοί είναι ερωτευμένοι μαζί της: ο Δίας και ο Ποσειδώνας. Ερίζουν για χάρη της και σχεδιάζει ο καθένας χωριστά να την παντρευτεί. Στο θεϊκό κόσμο, στη διαμάχη που φέρνει αντιμέτωπους το Δία και τον Προμηθέα, ο Τιτάνας κρατάει για ώρα ανάγκης ένα όπλο, έναν κρυφό άσο στο μανίκι του, ένα μυστικό που μόνο αυτός γνωρίζει: αν ευοδωθούν οι επιθυμίες του Δία, αν τα καταφέρει να σμίξει με τη Θέτιδα, θα πάθει μια μέρα από το παιδί τους όσα έπαθε ο πατέρας του ο Κρόνος από αυτόν, και προηγουμένως ο Ουρανός από τον Κρόνο. Η πάλη των γενεών, η αντιπαλότητα που φέρνει αντιμέτωπους τους νέους με τους γέρους, το γιο με τον πατέρα, θα διεισδύσει εσαεί πλέον στο θεϊκό κόσμο και θα θέτει μονίμως σε αμφισβήτηση την αμετακίνητη τάξη που θέλησε να θεμελιώσει ο Δίας ως κυρίαρχος του σύμπαντος. Πώς τα καταφέρνει ο Δίας και μαθαίνει το μυστικό αυτό; Κατά μία εκδοχή, ο Προμηθέας συμφιλιώνεται με το Δία και ο Ηρακλής πηγαίνει να ελευθερώσει τον Τιτάνα με τον όρο να φανερώσει το μυστικό του. Ο Δίας ενημερώνεται λοιπόν για τον κίνδυνο, το ίδιο και ο Ποσειδώνας. Οι θεοί αρνούνται συνεπώς να σμίξουν με τη Θέτιδα. Θα μείνει λοιπόν παρθένος για πάντα και δε θα γνωρίσει τον έρωτα;Όχι, οι θεοί είναι μεγαλόψυχοι, θα ξεφορτωθούν το ριζικό αυτό στέλνοντάς το στους ανθρώπους, οι οποίοι σε μια δεδομένη στιγμή θα παραχωρούν
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
85
τη θέση τους στους νέους. Η Θέτις θα γεννήσει ένα παιδί θνητό, εντελώς ξεχωριστό, το οποίο θα ξεπεράσει σε όλα τα επίπεδα το γεννήτορα του: ένα πρότυπο ήρωα, που αντιπροσωπεύει στον κόσμο των ανθρώπων το αποκορύφωμα των πολεμικών αρετών. Θα είναι ο άριστος, ο ανυπέρβλητος. Ποιο θα είναι το παιδί αυτό; Ο γιος της Θέτιδας και του Πηλέα, ο Αχιλλέας. Ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα στον πόλεμο της Τροίας, που ξεσπάει για κάποιους λόγους σχετικούς με την ιστορία αυτή.
Ο γάμος του Πηλέα Ε Τ Σ Ι , Ο Δ Ι Α Σ ΚΑΙ ΟΙ Θ Ε Ο Ι αποφασίζουν ομόφωνα ότι ο Θεσσαλός Πηλέας, ο βασιλιάς της Φθίας, πρέπει να παντρευτεί τη Θέτιδα. Πώς να αποσπάσουν, όμως, τη συγκατάθεση της θεάς; Πώς να την πείσουν ότι πρέπει να ξεπέσει και να παντρευτεί έναν απλό θνητό, βασιλιά έστω; Δεν είναι έργο των θεών να παρέμβουν και να επιβάλουν σε μια θεά έναν τέτοιο αταίριαστο γάμο. Πρέπει λοιπόν ο Πηλέας να τα βγάλει πέρα μόνος του και να κατακτήσει τη σύζυγό του, να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων ηρώων που κατάφεραν να υποτάξουν θαλάσσιες θεότητες και να πάρουν αυτό που ήθελαν. Όπως ο Μενέλαος, που πάλεψε και νίκησε τον Πρωτέα και τις μεταμορφώσεις του. Πρέπει λοιπόν ο Πηλέας να κλέψει τη Θέτιδα, για να τη μεταφέρει, σύμφωνα με το έθιμο, από τη θαλάσσια κατοικία όπου ζει στο σπίτι, το παλάτι, τον οίκο και την εστία του μέλλοντα συζύγου της. Μια ωραία ημέρα, λοιπόν, ο Πηλέας πάει στην ακροθαλασσιά. Βλέπει τη Θέτιδα να αναδύεται, της μιλάει, και την αρπάζει από το χέρι, την τραβάει προς το μέρος του. Εκείνη, για να ξεφύγει, αλλάζει συνεχώς μορφή. Τον Πηλέα τον έχουν προειδοποιήσει: με τις αέρινες αυτές θεότητες που έχουν το χάρισμα της μεταμόρφωσης, ένα μόνο μπορεί να γίνει, να τις αιχμαλωτίσει κανείς με ατσάλινη λαβή, να τις φυλακίσει με μια λαβή. Να κλείσει τη θεότητα στον κύκλο που σχηματίζουν τα
86
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
χέρια του δεμένα, κολλημένα το ένα με το άλλο, και ας αλλάζει μορφές όσο θέλει —ας γίνεται αγριογούρουνο, πανίσχυρο λιοντάρι, φλόγα που καίει ή νερό—, να μην την αφήσει ό,τι και να γίνει. Τότε η θεότητα νικιέται και παραιτείται, σταματάει και δεν προτάσσει πια τις μεταμορφώσεις ως πανοπλία, οι οποίες έχουν και αυτές κάποια όρια. Όταν έχει πάρει πια όλες τις δυνατές όψεις της και έχει ολοκληρώσει τον κύκλο των μεταμορφώσεών της, ξαναβρίσκει την πρώτη, αυθεντική της μορφή, γίνεται ξανά η νεαρή και όμορφη θεά: έχει νικηθεί. Η τελευταία μορφή που πήρε η Θέτιδα, για να ελευθερωθεί από την αγκαλιά που την αλυσόδενε, ήταν η μορφή της σουπιάς. Από τότε, η γλώσσα εκείνη της στεριάς που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, και όπου αναμετρήθηκαν ο Πηλέας και η Θέτιδα πριν παντρευτούν, ονομάζεται Σηπιάς, το ακρωτήρι με τις σουπιές. Γιατί έγινε σουπιά; Διότι την ώρα που πάει κανείς να πιάσει τη σουπιά, ή όταν κάποιο θαλάσσιο πλάσμα την απειλεί, έχει τη συνήθεια να χύνει γύρω της μαύρο μελάνι, το οποίο την κρύβει εντελώς και εξαφανίζεται, διαλύεται, λες, μέσα στη νύχτα που η ίδια δημιουργεί και σκορπίζει γύρω της. Είναι το τελευταίο χαρτί της Θέτιδας, πρέπει να χύσει σαν τη σουπιά το μελάνι της. Θολωμένος μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ο Πηλέας κρατάει ωστόσο γερά και δε χαλαρώνει τη λαβή του και, έτσι, στο τέλος η Θέτις υποχωρεί. Ο γάμος θα γίνει. Θα τελεστεί για την ακρίβεια στην κορυφή του Πηλίου. Το Πήλιο δεν είναι απλώς ένα βουνό που φέρνει κοντά τους θεούς με τους ανθρώπους, που τους ενώνει μέσα από την άνιση αυτή συναλλαγή που είχε αίσιο τέλος. Μαζί με το προνόμιο ότι παντρεύεται μια θεά, οι θεοί στέλνουν στον Πηλέα και όλους τους κινδύνους που ο γάμος αυτός περιέκλειε για τους αθανάτους και τους οποίους αποποιούνται, επιθυμούν να τους μετακυλήσουν με κάποιον τρόπο στο ανθρώπινο γένος. Μαζεύονται όλοι οι θεοί και κατεβαίνουν από τον Όλυμπο, τον αιθέριο ουρανό, στις κορυφές του Πηλίου. Και εκεί τελείται ο γάμος. Το βουνό δεν είναι μόνο ένα σημείο συνάντησης των θεών και των ανθρώπων, είναι επίσης ένας χώρος αμφίσημος, η κα-
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
87
τοικία των Κενταύρων, και ειδικά του γηραιότερου και πιο φημισμένου ανάμεσα τους, του Κένταυρου Χείρωνα. Η φύση των Κενταύρων είναι διφορούμενη, η θέση τους αμφίσημη: έχουν κεφάλι ανθρώπου, το στέρνο τους μοιάζει με του αλόγου και το κορμί τους, τέλος, είναι αλογίσιο. Είναι πλάσματα άγρια, κατώτερα από τον άνθρωπο, βάναυσα — πολλές φορές μεθοκοπούν, κλέβουν γυναίκες* συγχρόνως είναι ανώτεροι από τον άνθρωπο, αφού, όπως ο Χείρων, αντιπροσωπεύουν ένα πρότυπο σοφίας, θάρρους, όλων των αρετών που πρέπει ένας νεαρός να ενσαρκώνει για να γίνει ένας πραγματικός ήρωας: να ξέρει να κυνηγάει, να χρησιμοποιεί όλα τα όπλα, να τραγουδάει, να χορεύει, να σκέφτεται λογικά, να διατηρεί πάντα την αυτοκυριαρχία του. Όλα αυτά ο Χείρωνας θα τα διδάξει σε διάφορα παιδιά και κυρίως στον Αχιλλέα. Ο γάμος λοιπόν τελείται στον τόπο αυτό, όπου οι θεοί συναναστρέφονται τους ανθρώπους και όπου κατοικούν πλάσματα που η φύση τους είναι ζωώδης και συγχρόνως υπεράνθρωπη. Τον επιθαλάμιο, το γαμήλιο τραγούδι, τον ψάλλουν οι Μούσες* όλοι οι θεοί φέρνουν δώρα. Ο Πηλέας λαμβάνει ένα δόρυ από φλαμουριά, μια πανοπλία φτιαγμένη από τον ίδιο τον Ήφαιστο, δυο υπέροχα, αθάνατα άλογα, το Βαλίο και τον Ξάνθο. Τα άλογα αυτά δεν τα φτάνει κανένας στο τρέξιμο, είναι γοργά σαν τον άνεμο, και δε χλιμιντρίζουν, μιλάνε: σε κάποιες ιδιαίτερες στιγμές, όταν η μοίρα του θανάτου που επιφύλαξαν οι θεοί για τους ανθρώπους επικρέμαται ως απειλή στο πεδίο της μάχης, τότε αποκτούν ανθρώπινη φωνή και εκστομίζουν λόγια προφητικά, λες και οι απόμακροι θεοί πλησιάζουν και μιλούν με τη φωνή τους. Στη μονομαχία του Αχιλλέα με τονΈκτορα, μετά την ήττα και το θάνατο τουΈκτορα, τα άλογα απευθύνονται στον Αχιλλέα και του αναγγέλλουν τον επικείμενο θάνατό του. Μέσα στη χαρά, το τραγούδι, το χορό, τη στιγμή που οι θεοί εκφράζουν τη γενναιοδωρία τους προς τον Πηλέα για το γάμο του, καταφθάνει στο Πήλιο ένα πρόσωπο απρόσκλητο: η θεά Έρις, η διχόνοια, ο φθόνος, το μίσος. Εμφανίζεται σαν φάντης μπαστούνι στο γάμο και, παρ' όλο που δεν την είχανε καλέ-
88
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
σει, φέρνει ένα θαυμάσιο γαμήλιο δώρο: ένα χρυσό μήλο, απόδειξη του πάθους που αισθανόμαστε για το αγαπημένο μας πρόσωπο. Εκεί λοιπόν που όλοι οι θεοί είναι μαζεμένοι και γλεντάνε και όλα τα δώρα είναι απλωμένα, η Έριδα πετάει μες στη μέση της γιορτής το υπέροχο δώρο της. Ο καρπός όμως φέρει μια επιγραφή, ένα έμβλημα: «Στην ομορφότερη». Παρευρίσκονται τουλάχιστον τρεις θεές οι οποίες θεωρούν ότι το μήλο δικαιωματικά τους ανήκει: η Αθηνά, η Ήρα και η Αφροδίτη. Ποια θα πάρει τον καρπό; Το χρυσό μήλο, το υπέροχο, αστραφτερό, ολόλαμπρο αυτό κόσμημα είναι πεσμένο στην κορυφή του Πηλίου και περιμένει ποιος θα το μαζέψει. Θεοί και άνθρωποι είναι συγκεντρωμένοι, ο Πηλέας έχει καταφέρει να αιχμαλωτίσει τη Θέτιδα, παρ' όλα της τα μάγια, στον κρίκο που σχημάτισε ενώνοντας τα δυο του χέρια. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, εμφανίζεται το μήλο, το οποίο θα προκαλέσει τον πόλεμο της Τροίας. Οι ρίζες του πολέμου δε βρίσκονται μόνο στο τυχαίο της ανθρώπινης ιστορίας, βρίσκονται σε μια πολύ πιο σύνθετη κατάσταση που αφορά τις σχέσεις θεών και ανθρώπων. Οι θεοί δεν ήθελαν τα γηρατειά, την πάλη των γενεών που διαδέχονται η μία την άλλη και όλα αυτά τα έστειλαν στους ανθρώπους, προσφέροντάς τους παράλληλα συζύγους θεϊκής καταγωγής. Εξ ου η τραγική αυτή κατάσταση: οι άνθρωποι δεν τελούν μόνο γάμους, στη μοίρα τους είναι και οι πένθιμες τελετές. Μέσα στον ίδιο το γάμο, στη συμφωνία των δύο ανόμοιων πλασμάτων, του άντρα και της γυναίκας, ενώνονται ο Άρης από τη μια, ο θεός του πολέμου που χωρίζει και φέρνει σε σύγκρουση τους ανθρώπους, και η Αφροδίτη από την άλλη, που συνταιριάζει και ενώνει. Ο έρωτας, το πάθος, η γοητεία, η ερωτική ηδονή είναι κατά κάποιο τρόπο η άλλη όψη της βίας, της επιθυμίας για κατατρόπωση του αντιπάλου. Μπορεί η ένωση των δύο φύλων να οδηγεί στην ανανέωση των γενεών, οι άνθρωποι να αναπαράγονται, η γη χάρη στους γάμους αυτούς να γεμίζει κατοίκους, στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς, όμως, βαραίνει το γεγονός ότι οι άνθρωποι πληθαίνουν υπερβολικά.
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
89
Οι ίδιοι 01 Έλληνες, αναλογιζόμενοι τον πόλεμο της Τροίας, θα πουν κάποιες φορές ότι η αληθινή αιτία του πολέμου ήταν πως οι άνθρωποι είχαν πληθύνει υπερβολικά, οι θεοί συγχύζονταν με το βουερό πλήθος τους και θέλησαν να καθαρίσουν την επιφάνεια της γης. Όπως στους βαβυλωνιακούς μύθους, όπου οι θεοί αποφασίζουν να στείλουν τον κατακλυσμό. Οι άνθρωποι κάνουν υπερβολική φασαρία. Υπάρχει η σιωπηλή ζώνη του αιθέρα, όπου οι θεοί βυθίζονται στην περισυλλογή ατενίζοντας ο ένας τον άλλον, υπάρχουν και οι άνθρωποι που πάνε πέρα δώθε, στριφογυρίζουν όλη την ώρα, ξελαρυγγιάζονται να φωνάζουν και να τσακώνονται, ένας ωραίος πόλεμος λοιπόν κάπου κάπου λύνει για τους θεούς το πρόβλημα: επιστροφή στην ηρεμία.
Τρεις θεές μπροστά σε ένα μήλο Ε Τ Σ Ι ΤΕΛΕΙΏΝΕΙ Η ΠΡΏΤΗ ΠΡΆΞΗ του έργου αυτού, που θα οδηγήσει στον πόλεμο της Τροίας. Ποια θα κερδίσει το μήλο και μαζί το έπαθλο της θεϊκής ομορφιάς; Οι θεοί δεν μπορούν να αποφασίσουν. Αν επέλεγε ο Δίας, θα ικανοποιούσε μια θεά και θα δυσαρεστούσε τις άλλες δύο. Ως αμερόληπτος ηγεμόνας, έχει καθορίσει τις εξουσίες, το πεδίο δράσης της καθεμιάς από τις τρεις θεές. Αν ο Δίας προτιμήσει την Ήρα, θα τον κατηγορήσουν ότι μεροληπτεί υπέρ της συζύγου του, αν διαλέξει την Αθηνά, θα πουν για το πατρικό του φίλτρο και αν εκφραστεί υπέρ της Αφροδίτης, θα θεωρηθεί ως απόδειξη της αδυναμίας του να αντισταθεί στην ερωτική επιθυμία. Όσον αφορά την πρωτοκαθεδρία που η καθεμιά κατέχει, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Αδύνατον να τις κρίνει ο Δίας. Έτσι λοιπόν, ο κλήρος θα πέσει για άλλη μια φορά σε ένα θνητό. Για άλλη μια φορά, οι θεοί θα μετακυλήσουν στους ανθρώπους την ευθύνη των αποφάσεων που οι ίδιοι αρνούνται να αναλάβουν, με τον ίδιο τρόπο που τους προίκισαν με τις συμφορές και τη μοίρα του πένθους που δεν ήθελαν για τον εαυτό τους. Πράξη δεύτερη. Στο όροςΊδη. Εκεί όπου εκπαιδεύεται η
90
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
ηρωική νεολαία της Τρωάδας. Ένας χώρος με ορεινές ακαλλιέργητες εκτάσεις, όπως το Πήλιο, μακριά από τις πόλεις, τους αγρούς, τα αμπέλια, τα μποστάνια, ένας χώρος όπου οι νέοι ζουν σκληρή και αγροτική ζωή, ολομόναχοι, με μόνη παρέα τους βοσκούς και τα κοπάδια τους, και κυνηγούν τα ανήμερα θηρία. Ο νεαρός άντρας, ανήμερος ακόμα και αυτός, οφείλει να διδαχτεί τις αρετές του θάρρους, της σκληραγωγίας, της αυτοκυριαρχίας, τις αρετές που δημιουργούν τον ήρωα. Το πρόσωπο που επιλέχτηκε για να αποφασίσει ανάμεσα στις τρεις αντίζηλες θεές ονομάζεται Πάρης.Έχει και ένα δεύτερο όνομα, το οποίο του είχαν δώσει όταν ήταν παιδί: Αλέξανδρος. Ο Πάρης είναι ο μικρότερος γιος του Πρίαμου. Όταν ο Ερμής κατεβαίνει μαζί με τις τρεις θεές στις κορυφές της Ίδης για να ζητήσει από τον Πάρη να γίνει κριτής και να αποφασίσει ποια θεά θεωρεί πιο όμορφη, ο Πάρης φυλάει τα βασιλικά κοπάδια του πατέρα του στηνΊδη. Είναι δηλαδή ένας βασιλιάς-βοσκός, θα λέγαμε, ή ένας βασιλικός βοσκός, πολύ νέος, ένας κούρος, στον ανθό της εφηβείας του. Έζησε υπέροχα ως παιδί και ως έφηβος, είναι ο πιο μικρός γιος της Εκάβης, της συζύγου του βασιλιά Πρίαμου, του ηγεμόνα της Τροίας, της μεγάλης, πάμπλουτης, πανέμορφης, πανίσχυρης ασιατικής πόλης στις ακτές της Ανατολίας. Όταν επρόκειτο να γεννήσει, η Εκάβη ονειρεύτηκε ότι δεν έφερε στον κόσμο ένα ανθρώπινο πλάσμα αλλά ένα δαυλό που πυρπολούσε την πόλη της Τροίας. Πήγε φυσικά και ρώτησε το μάντη, ή κάποιους συγγενείς, φημισμένους για την εξαιρετική τους επίδοση στην ερμηνεία των ονείρων, τι σήμαινε αυτό. Της εξήγησαν το ολοφάνερο, θα λέγαμε, νόημά του: το παιδί αυτό θα είναι ο θάνατος της Τροίας, η καταστροφή της, με το πυρ και τη φλόγα. Τι να κάνει; Ό,τι έκαναν οι αρχαίοι σε παρόμοιες περιπτώσεις. Καταδίκαζαν το παιδί σε θάνατο, χωρίς να το σκοτώσουν: το εγκατέλειπαν έκθετο. Ο Πρίαμος δίνει το παιδί σε ένα βοσκό, να πάει να το εγκαταλείψει, χωρίς τροφή, χωρίς φροντίδα, ανυπεράσπιστο, στις ερημιές αυτές όπου ασκείται η ηρωική νεολαία, όχι κάτω στην καλλιεργημένη και
ο ΠΟΛΕΜΟΣ Τ Η Σ Τ Ρ Ο Ι Α Σ
91
κατοικημένη πεδιάδα, αλλά στις πλαγιές του βουνού, μακριά από τους ανθρώπους και μέσα στα άγρια θηρία. Εκθέτοντας ένα παιδί, το καταδίκαζες σε θάνατο χωρίς να λερώσεις τα χέρια σου με αίμα, το έστελνες στο υπερπέραν, χανόταν από προσώπου γης. Ορισμένες φορές όμως, το παιδί δεν πεθαίνει. Όταν κατά τύχη επανεμφανίζεται, διαθέτει επιστρέφοντας κάποια χαρίσματα, τα οποία οφείλονται στο γεγονός ότι, ενώ ήταν καταδικασμένο στο θάνατο, υποβλήθηκε στη δοκιμασία αυτή και κατάφερε να γλιτώσει. Το γεγονός ότι από τη γέννησή του ακόμα κατάφερε να περάσει νικηφόρα τις πύλες του θανάτου προσδίδει στο διασωθέντα τη λάμψη ενός όντος εξαιρετικού, ενός εκλεκτού. Τι συνέβη με τον Πάρη; Λένε ότι στην αρχή τον έθρεψε με το γάλα της για κάμποσες μέρες μια αρκούδα. Η θηλυκιά αρκούδα, με τον τρόπο που περπατάει και φροντίζει τα μικρά της, θεωρείται πολλές φορές σαν ανθρώπινη μητέρα. Ταΐζει για λίγο το νεογέννητο και στη συνέχεια το βρίσκουν βοσκοί, αυτοί που φυλάνε τα κοπάδια του βασιλιά στην Ίδη, και το περιμαζεύουν. Το ανατρέφουν κοντά τους, χωρίς να ξέρουν φυσικά περί τίνος πρόκειται. Τον ονομάζουν Αλέξανδρο αντί για Πάρη, όπως τον είχαν ονομάσει όταν γεννήθηκε ο πατέρας και η μητέρα του. Τα χρόνια περνούν. Μια μέρα, ένας απεσταλμένος του παλατιού έρχεται να διαλέξει τον πιο όμορφο ταύρο του βασιλικού κοπαδιού για μια νεκρική θυσία που ο Πρίαμος και η Εκάβη θέλουν να κάνουν για το παιδί που έστειλαν στο θάνατο, προς τιμήν του παιδιού που αναγκάστηκαν να αποχωριστούν. Ο ταύρος αυτός είναι ο αγαπημένος του νεαρού Αλέξανδρου, που αποφασίζει να τον συνοδεύσει και να προσπαθήσει να τον σώσει. Όπως πάντα, όταν γίνονται νεκρικές θυσίες για κάποιο νεκρό, εκτός από τις θυσίες γίνονται και νεκρικοί αγώνες με έπαθλα: δρόμου, πυγμαχίας, πάλης, ακοντισμού. Ο νεαρός Αλέξανδρος εγγράφεται στον κατάλογο για να αγωνιστεί με τους άλλους γιους του Πρίαμου, να συναγωνιστεί το άνθος της τρωικής νεολαίας. Νικάει σε όλα τα αγωνίσματα. Όλος ο κόσμος έχει μείνει ενεός κι αναρωτιέται ποιος είναι
92
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
αυτός ο άγνωστος βοσκός, τόσο όμορφος στην όψη, τόσο δυνατός, τόσο επιδέξιος. Ένα γιο του Πρίαμου, το Δηίφοβο —που θα τον ξανασυναντήσουμε παρακάτω στην ιστορία αυτή—τον πιάνει λύσσα και αποφασίζει να σκοτώσει τον παρείσακτο που νίκησε τους πάντες. Κυνηγάει το νεαρό Αλέξανδρο, που καταφεύγει στο ναό του Δία, όπου βρίσκεται και η αδελφή του η Κασσάνδρα, μια νεαρή, πανέμορφη παρθένος την οποία ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας, αλλά αυτή τον απέκρουσε. Για να την εκδικηθεί, ο θεός τής έδωσε το χάρισμα να μαντεύει αλάνθαστα τα πάντα, αλλά το χάρισμά της να της είναι άχρηστο. Αντιθέτως, το χάρισμά της επιδεινώνει τη συμφορά της, διότι κανείς δεν πιστεύει ποτέ τις προφητείες της. Στην παρούσα περίπτωση, αναφωνεί: «Προσοχή, ο άγνωστος αυτός είναι ο μικρός μας Πάρης». Και ο Πάρης-Αλέξανδρος πραγματικά δείχνει τα σπάργανα μέσα στα οποία τον είχαν εκθέσει. Με το που τα βλέπουν, τον αναγνωρίζουν. Η μητέρα του, η Εκάβη, τρελαίνεται από τη χαρά της, και ο Πρίαμος, που είναι ένας πολύ καλοκάγαθος γέρος βασιλιάς, πετάει από τη χαρά του που ξαναβρίσκει το παιδί του. Έτσι λοιπόν, ο Πάρης εντάσσεται ξανά στη βασιλική οικογένεια. Την ώρα που οι τρεις θεές, συνοδευόμενες από τον Ερμή, τον οποίο ο Δίας έχει ορίσει ως εκπρόσωπό του στην υπόθεση αυτή, τον επισκέπτονται, ο Πάρης έχει πάρει τη θέση που του ανήκει στη βασιλική γενιά* αλλά, επειδή έχει περάσει όλη του τη νεότητα με τους βοσκούς, του έχει μείνει η συνήθεια να πηγαίνει να επισκέπτεται τα κοπάδια. Είναι ένας άνθρωπος της Ίδης. Βλέπει λοιπόν ο Πάρης τον Ερμή να καταφθάνει μαζί με τις τρεις θεές και εκπλήσσεται κάπως, ανησυχεί. Ανησυχεί διότι όταν μια θεά εμφανίζεται ανοιχτά σε κάποιον άνθρωπο, με την πραγματική της μορφή, ως πραγματική αθάνατη, συνήθως εκείνου που τη βλέπει δεν του βγαίνει σε καλό: απαγορεύεται το οράν τη θεότητα. Είναι ένα εξαιρετικό προνόμιο και μαζί ένας κίνδυνος από τον οποίο δε γλιτώνει κανείς. Έτσι, ο Τειρεσίας είδε την Αθηνά και έχασε το φως του. Στο ίδιο αυτό βουνό, την Ίδη, η Αφροδίτη κατέβηκε από τον ουρανό, έσμιξε
ο ΠΟΛΕΜΟΣ Τ Η Σ Τ Ρ Ο Ι Α Σ
93
με τον Αγχίση, που θα γίνει ο πατέρας του Αινεία. Αφού κοιμήθηκε μαζί της, νομίζοντας ότι πρόκειται για μια απλή θνητή, ο Αγχίσης την αντίκρισε μέσα σε όλη τη θεϊκή της ομορφιά και τον έπιασε τρόμος, την ικέτεψε λοιπόν: «Το ξέρω ότι είμαι χαμένος, ποτέ μου πια δε θα σμίξω ερωτικά με γυναίκα. Όποιος πλαγιάζει με θεά δεν μπορεί να βρεθεί μετά στην αγκαλιά μιας απλής θνητής. Η ζωή, τα μάτια, ο αντρισμός του είναι πια παρελθόν». Αρχικά λοιπόν, ο Πάρης είναι έντρομος. Ο Ερμής τον καθησυχάζει. Του εξηγεί ότι του έλαχε να διαλέξει, να απονείμει το έπαθλο —έτσι αποφάσισαν οι θεοί— και ότι αυτός θα κάνει τον κριτή και θα πει ποια θεά θεωρεί πιο όμορφη. Ο Πάρης νιώθει φοβερή αμηχανία. Οι τρεις θεές, ισάξιες αναμφίβολα στην ομορφιά, προσπαθούν η καθεμιά χωριστά να τον σαγηνεύσουν με δελεαστικές υποσχέσεις. Η καθεμιά ορκίζεται ότι, αν τη διαλέξει, θα του χαρίσει δύναμη εξαιρετική και μοναδική, που μόνο αυτή έχει το προνόμιο να δίνει. Τι μπορεί να του προσφέρει η Αθηνά; Του λέει: «Αν διαλέξεις εμένα, θα νικάς στις μάχες του πολέμου και τη σοφία σου θα τη ζηλεύει ο κόσμος όλος». Η Ήρα δηλώνει: «Αν διαλέξεις εμένα, θα κατακτήσεις τη βασιλεία, θα γίνεις κυρίαρχος ολόκληρης της Ασίας, διότι είμαι η γυναίκα του Δία και το κρεβάτι μου αποτελεί εγγύηση της εξουσίας μου». Η Αφροδίτη, πάλι, του ανακοινώνει: «Αν με προτιμήσεις, θα γίνεις γόης ακαταμάχητος, θα κατακτήσεις τις πιο όμορφες γυναίκες που υπάρχουν σε ολόκληρη τη γη, και μάλιστα την ωραία Ελένη, που η φήμη της έχει ήδη απλωθεί στα πέρατα. Μόλις σε δει, θα γίνει δική σου. Θα γίνεις ο εραστής και ο σύζυγος της ωραίας Ελένης». Πολεμική νίκη, κυριαρχία, η ωραία Ελένη, η ομορφιά, η ηδονή, η ευτυχία με μια γυναίκα... Ο Πάρης διαλέγει την Ελένη. Έτσι λοιπόν αρχίζουν όλα, στήνεται ο μηχανισμός που θα οδηγήσει στη δεύτερη πράξη της ιστορίας αυτής, με φόντο τις σχέσεις μεταξύ θεών και ανθρώπων, αληθινό κουβάρι.
94
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Ελένη, αθώα ή ένοχη; Η ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΖΕΤΑΙ γύρω από την Ελένη. Ποια είναι η Ελένη; Είναι και η ίδια καρπός της διείσδυσης των θεών στον κόσμο των ανθρώπων. Η μητέρα της, η Λήδα, μια θνητή, είναι η κόρη του βασιλιά της Καλυδόνας Θέστιου. Πολύ νέα, συναντάει ένα Λακεδαιμόνιο, τον Τυνδάρεο, που λόγω των ασταθών πολιτικών συνθηκών έφυγε από την πατρίδα του και βρήκε καταφύγιο στο Θέστιο. Προτού επιστρέψει στη Σπάρτη για να ανακτήσει το στέμμα που του είχαν αρπάξει, ο Τυνδάρεος ερωτεύεται τη Λήδα και τη ζητάει σε γάμο. Οι γάμοι τελούνται με μεγάλη μεγαλοπρέπεια. Η εξαιρετική ομορφιά όμως της νεαρής κοπέλας δε σαγηνεύει μόνο το σύζυγό της. Ψηλά από τις κορυφές του Ολύμπου την έχει ξεχωρίσει ο Δίας. Χωρίς να υπολογίζει ούτε την Ήρα ούτε τις υπόλοιπες, θεϊκής καταγωγής, συζύγους του, ένα πράγμα έχει μόνο στο νου του: πώς θα συνευρεθεί με τη νεαρή γυναίκα. Την ημέρα του γάμου, την ίδια νύχτα που ο Τυνδάρεος και η Λήδα μοιράζονται τη νυφική παστάδα, ο Δίας την πλησιάζει και σμίγει μαζί της, παίρνοντας τη μορφή ενός κύκνου. Η Λήδα κυοφορεί ταυτοχρόνως τα παιδιά του Τυνδάρεου και τα παιδιά του Δία. Τέσσερα παιδιά: δυο κορίτσια και δυο αγόρια. Υπάρχει και η εκδοχή ότι ο Δίας βίασε μια θεά, τη Νέμεση. Για να του ξεφύγει, είχε μεταμορφωθεί σε χήνα και ο Δίας έγινε κύκνος για να ζευγαρώσει μαζί της. Η σκηνή διαδραματίστηκε ψηλά στον Ταΰγετο, κοντά στη Σπάρτη, και η Νέμεση απόθεσε το αυγό της (ή τα δύο αυγά της) στην κορυφή του βουνού* ένας βοσκός τα μάζεψε και έτρεξε να τα πάει στη Λήδα. Στο παλάτι της βασίλισσας τα μικρά ξεμύτισαν από το τσόφλι και η Λήδα τα μεγάλωσε σαν παιδιά της. Η Νέμεση είναι μια θεότητα φοβερή, κόρη της Νύχτας, όμοια με τους αδελφούς και τις αδελφές της, που επίσης γέννησε η δύναμη του Σκότους: το Θάνατο, τις Μοίρες, την Έριδα και την ακολουθία τους: τις Μάχες, τους Φόνους, τις Λνδροκτασίες. Η Νέμεση όμως διαθέτει και την άλλη όψη της νύκτιας
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
95
θηλυκότητας: τα γλυκά ψέματα (Ψεύδεα), την ερωτική τρυφερότητα (Φίλότης), η οποία συνταιριάζει ηδονές και τεχνάσματα. Η Νέμεση είναι μια θεά εκδικήτρια, που φροντίζει να πληρώνουν όσοι πρέπει για τα κρίματά τους* ώσπου να πιάσει τον ένοχο για να τον τιμωρήσει, ώσπου να κάνει τον αλαζόνα, αυτόν που σήκωσε κεφάλι και κοίταξε πολύ ψηλά και προκάλεσε με τη μεγάλη του επιτυχία το φθόνο των θεών, να σκύψει το κεφάλι, ανάπαυση δεν έχει. Νέμεση-Λήδα: κατά κάποιο τρόπο, η Νέμεση, η θεά, παίρνει τη μορφή της Λήδας, μιας απλής γυναίκας, προκειμένου να πληρώσουν οι θνητοί για την ατυχία τους, που δεν είναι δηλαδή θεοί. Τέσσερα παιδιά λοιπόν, δύο αγόρια, οι Διόσκουροι (τα «παιδιά του Δία», που την ίδια στιγμή είναι και Τυνδαρίδες, παιδιά του Τυνδάρεου), ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης· δύο κορίτσια, η Ελένη και η Κλυταιμνήστρα. Τα παιδιά αυτά, για καλή και για κακή τους τύχη, συνταιριάζουν τη θεϊκή και την ανθρώπινη μοίρα, το σπέρμα του Τυνδάρεου, του συζύγου ανθρώπου, και του Δία, του εραστή θεού, ανακατεύονται μέσα στη μήτρα της Νέμεσης-Λήδας, ενώνονται και την ίδια στιγμή παραμένουν διακριτά και αντίθετα. Από τα δύο δίδυμα αγόρια, ο ένας, ο Πολυδεύκης, κρατάει απευθείας από τη γενιά του Δία, είναι αθάνατος, ο άλλος, ο Κάστορας, κρατάει περισσότερο από τη γενιά του Τυνδάρεου. Πολεμάνε με τα εξαδέλφια τους, τον Ίδα και το Λυγκέα, και ο Κάστορας πεθαίνει και κατεβαίνει τον Κάτω Κόσμο* ενώ τον Πολυδεύκη, νικητή αλλά τραυματία, τον ανεβάζει ο Δίας στον Όλυμπο, με δόξα και τιμή. Άσχετα πάντως από τη διαφορετική καταγωγή και υπόστασή τους, τα δυο αδέλφια παραμένουν δίδυμα, τόσο δεμένα μεταξύ τους, τόσο αχώριστα όπως τα δόκανα με τα οποία τους παρίσταναν στη Σπάρτη. Ο Πολυδεύκης πείθει το Δία να μοιραστεί την αθανασία του με τον αδελφό του, να μένει ο καθένας δηλαδή το μισό χρόνο στον ουρανό μαζί με τους θεούς και τον άλλο μισό, εξόριστος, κάτω από τη γη, στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο των σκιών, μαζί με τους θνητούς. Η Κλυταιμνήστρα και η Ελένη είναι και αυτές σαν δυο όψεις του ίδιου νο-
96
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
μίσματος, μια δίδυμη συμφορά. Η Κλυταιμνήστρα όμως, που είναι όπως λένε η αμιγώς θνητή κόρη του Τυνδάρεου, είναι ζοφερή: ενσαρκώνει την κατάρα που βαραίνει το γένος των Ατρειδών, είναι το εκδικητικό πνεύμα που θανατώνει με ατιμωτικό τρόπο το νικητή της Τροίας, τον Αγαμέμνονα. Η Ελένη, πάλι, σπορά του Δία, διατηρεί ακόμα και μέσα στις συμφορές που προκαλεί μια αίγλη θεϊκή. Ακτινοβολεί μονίμως με τη λάμψη της ομορφιάς της, που της δίνει δύναμη μαγική, την κάνει τρομακτικό πλάσμα και την περιβάλλει με ένα φως όπου λάμπει η αντανάκλαση του θείου. Είναι ένοχη ή αθώα; Εγκαταλείπει τον άντρα, το παλάτι, τα παιδιά της, για να ακολουθήσει το νεαρό ξένο, που της προτείνει τον έρωτα της μοιχείας. Όπως λένε, υπέκυψε πολύ εύκολα στο κάλεσμα της επιθυμίας, στην ηδονή των αισθήσεων, για έναν παραπάνω λόγο, επειδή μαγεύτηκε από την πολυτέλεια, τα πλούτη, τη χλιδή, τα μεγαλεία της Ανατολής που αντιπροσώπευε ο ξένος πρίγκιπας. Αλλοι όμως λένε, αντιθέτως, ότι την έκλεψε με τη βία, ενάντια στη θέλησή της και παρ' όλη την αντίσταση που προέβαλε. Ένα είναι βέβαιο πάντως. Εξαιτίας της φυγής της Ελένης με τον Πάρη, ξέσπασε ο πόλεμος της Τροίας. Αν, όμως, είχαμε απλώς να κάνουμε με ένα ζηλιάρη άντρα που θέλει να πάρει πίσω τη γυναίκα του, ο πόλεμος δε θα ήταν αυτός που ήταν. Η υπόθεση ήταν πολύ πιο σοβαρή. Ο πόλος της ομόνοιας, της φιλοξενίας, των δεσμών καλής γειτονίας, των αμοιβαίων δεσμεύσεων αντιπαρατίθεται στον πόλο της βίας, του μίσους, των συγκρούσεων. Όταν η Ελένη φτάνει σε ηλικία γάμου, ο πατέρας της ο Τυνδάρεος σκέφτεται ότι, έτσι πανέμορφη όπως είναι, κόσμημα ανεκτίμητο, ο γάμος της δε θα είναι εύκολη υπόθεση. Καλεί λοιπόν όλους τους νέους άντρες της Ελλάδας, πρίγκιπες, βασιλιάδες ανύπαντρους, να έρθουν στο σπίτι του, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ένας θα είναι ο γαμπρός που θα διαλέξει. Έρχονται λοιπόν και μένουν για ένα διάστημα στην αυλή του βασιλιά. Τι απόφαση να πάρει; Ο Τυνδάρεος βρίσκεται σε δύσκολη θέση.Έχει έναν ανιψιό πολύ πονηρό, τον Οδυσ-
ο ΠΟΛΕΜΟΣ Τ Η Σ Τ Ρ Ο Ι Α Σ
97
σέα, τον οποίο πρέπει να αναφέρουμε, διότι παίζει κι αυτός κάποιο ρόλο στην ιστορία. Ο Οδυσσέας πάει λοιπόν και λέει στον πατέρα της Ελένης περίπου τα εξής: «Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να ξεμπερδέψεις. Πριν καταλήξεις στην επιλογή σου, η οποία σίγουρα θα προκαλέσει δυσαρέσκειες, θα βάλεις όλους τους μνηστήρες να ορκιστούν ότι, ασχέτως ποια θα είναι η απόφαση της Ελένης, θα αποδεχτούν την επιλογή της και όλοι τους θα αναλάβουν σχετικά με το γάμο μια δέσμευση. Αν κάτι συμβεί σ' αυτόν που θα διαλέξει, αν κάτι πάει στραβά στις συζυγικές τους σχέσεις, όλοι τους θα συμπαρασταθούν στο σύζυγο». Ορκίζονται λοιπόν όλοι και ζητάνε από την Ελένη να ανακοινώσει την προτίμηση της. Και αυτή διαλέγει το Μενέλαο. Ο Μενέλαος τον Πάρη τον γνώριζε από παλιά. Όταν είχε ταξιδέψει στην Τρωάδα, ο Πάρης τον είχε φιλοξενήσει. Όταν λοιπόν ο Πάρης έρχεται κι αυτός στην Ελλάδα μαζί με τον Αινεία, αρχικά του κάνουν μεγαλόπρεπη υποδοχή τα αδέλφια της Ελένης, οι Διόσκουροι, και στη συνέχεια τον οδηγούν στο Μενέλαο, στη Σπάρτη, όπου βρίσκεται η Ελένη. Για λίγο καιρό, ο Μενέλαος γεμίζει δώρα το φιλοξενούμενό του τον Πάρη και τον περιποιείται πολύ. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να φύγει, να πάει στην κηδεία ενός συγγενή του. Αφήνει λοιπόν στη θέση του την Ελένη, να τον αντικαταστήσει στα καθήκοντα του οικοδεσπότη. Έτσι, εξαιτίας του πένθους και της αναχώρησης του Μενέλαου, η Ελένη αναπτύσσει μεγαλύτερη οικειότητα με το φιλοξενούμενο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι όσον καιρό βρισκόταν εκεί ο Μενέλαος, οι γυναίκες στο βασιλικό παλάτι της Σπάρτης δεν είχαν πολλές σχέσεις με τον ξένο, αυτό ήταν δουλειά του βασιλιά. Τώρα την ανέλαβε η Ελένη. Ο Πάρης και ο Αινείας ξανοίγονται και πάλι στη θάλασσα και φεύγουν χωρίς καθυστέρηση για την Τροία, παίρνοντας μαζί τους στο καράβι την ωραία Ελένη, με τη θέλησή της ή με τη βία. Επιστρέφοντας στη Σπάρτη, ο Μενέλαος σπεύδει στον αδελφό του τον Αγαμέμνονα για να του αναγγείλει την προδοσία της Ελένης και, κυρίως, την προδοσία του Πάρη. Ο Αγα-
98
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
μέμνονας αναθέτει σε κάποιους άντρες, μεταξύ αυτών και στον Οδυσσέα, να πάνε να βρουν όλους τους πάλαι ποτέ μνηστήρες και να τους θυμίσουν τη δέσμευση τους για αλληλεγγύη. Η προσβολή είναι τέτοια που, πέρα από το Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα, η Ελλάδα όλη πρέπει να μαζευτεί και να τιμωρήσει τον Πάρη, που δεν άρπαξε απλώς μια πανέμορφη γυναίκα, αλλά μια Ελληνίδα, μια σύζυγο, μια βασίλισσα. Στα ζητήματα τιμής, πρέπει εντούτοις να προηγείται πάντα διαπραγμάτευση, χάρη στην οποία αποφεύγεται μερικές φορές η ένοπλη σύρραξη. Σε πρώτη φάση, ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας πηγαίνουν ως πρεσβευτές στην Τροία και προσπαθούν να επιλύσουν φιλικά τη διαφορά, προκειμένου να βασιλέψει και πάλι η αρμονία, η ομόνοια, η φιλοξενία, αφού πληρώσουν οι Τρώες κάποιο πρόστιμο ή επανορθώσουν το άδικο που έκαναν στο Μενέλαο. Αρκετοί από τους άρχοντες της Τροίας είναι υπέρ της ειρηνικής λύσης, κυρίως ο Δηίφοβος. Την απόφαση θα την πάρει η συνέλευση των γερόντων της Τροίας· η υπόθεση υπερβαίνει ακόμα και την ίδια τη βασιλική εξουσία. Οι δυο Έλληνες γίνονται λοιπόν δεκτοί στη συνέλευση, όπου ορισμένοι γιοι του Πρίαμου μηχανορραφούν ώστε κανένας συμβιβασμός να μη γίνει αποδεκτός και ρίχνουν ακόμα την ιδέα ότι ο Οδυσσέας και ο Μενέλαος δεν πρέπει να φύγουν από κει ζωντανοί. Ο Δηίφοβος, όμως, που τους υποδέχτηκε ως οικοδεσπότης, τους περιβάλλει με την προστασία του. Επιστρέφουν λοιπόν άπρακτοι από την αποστολή τους και αναγγέλλουν στην Ελλάδα ότι η απόπειρα συμφιλίωσης απέτυχε. Η σύγκρουση από δω και μπρος είναι θέμα χρόνου.
Αιώνια δόξα σ' αυτόν που πεθαίνει νέος ΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΕΝΑΝΤΙΑ στην Τροία δεν τη δέχτηκαν εξαρχής όλοι οι Έλληνες με τον ίδιο ενθουσιασμό, καθώς φαίνεται. Ακόμα και ο Οδυσσέας προσπάθησε να ξεφύγει και να μη συμμετάσχει. Η Πηνελόπη μόλις του είχε χαρίσει ένα γιο, τον Τηλέμαχο. Και δε θεωρούσε τη στιγμή κατάλληλη για να εγκα-
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
99
ταλείψει μάνα χαι γιο. Όταν ήρθαν να του αναγγείλουν ότι πρέπει να πάρει τα καράβια του και να πάνε να ελευθερώσουν, με τη δύναμη των όπλων, την Ελένη, την οποία είχε απαγάγει ο Τρωαδίτης πρίγκιπας, για να αποφύγει την υποχρέωση του, έκανε τον τρελό. Ο πιο σοφός, ο πιο πονηρός παράστησε τον αγαθό. Ο γερο-Νέστορας είχε έρθει στην Ιθάκη να του ανακοινώσει τη διαταγή της αναχώρησης. Βλέπει τον Οδυσσέα να σέρνει ένα αλέτρι έχοντας ζέψει ένα γάιδαρο και ένα βόδι* ο ήρωας περπατάει προς τα πίσω και σπέρνει βότσαλα αντί για στάρι. Όλος ο κόσμος είναι περίλυπος, εκτός από το Νέστορα, που είναι πονηρός και αντιλαμβάνεται ότι ο Οδυσσέας παίζει για άλλη μια φορά θέατρο, ως συνήθως. Ενώ ο Οδυσσέας βαδίζει προς τα πίσω και προχωράει το αλέτρι, ο Νέστορας αρπάζει το μικρό Τηλέμαχο και τον ακουμπάει μπροστά στο υνί. Τη στιγμή εκείνη, ο Οδυσσέας ξαναβρίσκει τα λογικά του και παίρνει το παιδί στην αγκαλιά του, για να μην πάθει κανένα κακό. Ξεσκεπάζεται λοιπόν και δέχεται να φύγει για την εκστρατεία. Όσο για το γέρο Πηλέα, το σύζυγο της Θέτιδας, που έχει δει πολλά παιδιά του να πεθαίνουν, δεν έχει άλλον από τον Αχιλλέα και δεν αντέχει στην ιδέα ότι μπορεί και αυτός μια μέρα να φύγει για τον πόλεμο. Παίρνει λοιπόν τα μέτρα του και στέλνει το νεαρό αγόρι στη Σκύρο, να ζήσει με τις κόρες του βασιλιά του νησιού. Ο Αχιλλέας ζει μαζί τους, σαν κορίτσι, στο γυναικωνίτη. Αφού πέρασε την παιδική του ηλικία με το Χείρωνα και τους Κενταύρους που τον μεγάλωσαν, έχει φτάσει τώρα στην ηλικία όπου οι διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα δεν είναι έντονες, είναι δυσδιάκριτες. Δεν έχει βγάλει ακόμα γένια, δεν έχει τρίχες, μοιάζει με χαριτωμένο μικρό κορίτσι, έχει την ακαθόριστη ομορφιά των εφήβων, που είναι κορίτσια και αγόρια μαζί, περισσότερο κορίτσια και λιγότερο αγόρια. Μένει λοιπόν μαζί με τις φιλενάδες του, αμέριμνος. Ο Οδυσσέας πηγαίνει να τον βρει. Του απαντούν ότι δεν υπάρχει αγόρι στο παλάτι. Ο Οδυσσέας, που παρουσιάστηκε ως πλανόδιος έμπορος με την πραμάτεια του, ζητάει να τον αφή-
100
ΤΟ
ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
σουν VOC μπει. Βλέπει καμιά πενηνταριά κορίτσια* ο Αχιλλέας, ανάμεσά τους, δεν ξεχωρίζει. Ο Οδυσσέας βγάζει από το πανέρι του υφάσματα, κεντήματα, πόρπες, κοσμήματα, για να τους τα δείξει, και σαράντα εννιά κορίτσια στριμώχνονται για να θαυμάσουν τα ψευτοστολίδια, ένα όμως στέκει παράμερα αδιάφορο. Ο Οδυσσέας βγάζει τότε ένα μαχαίρι και η χαριτωμένη κοπελίτσα ορμάει πάνω στο μαχαίρι. Πίσω από τα τείχη αντηχεί μια πολεμική σάλπιγγα, οι γυναίκες στη γειτονιά πανικοβάλλονται, τα σαράντα εννιά κορίτσια το βάζουν στα πόδια μαζί με τα μπιχλιμπίδια τους* μόνο ένα κορίτσι, με το μαχαίρι στο χέρι, βαδίζει προς τη μουσική, έτοιμο να ξεκινήσει για τη μάχη. Ο Οδυσσέας ξεσκεπάζει τον Αχιλλέα, όπως ο Νέστορας είχε ξεσκεπάσει τον Οδυσσέα. Ο Αχιλλέας είναι έτοιμος να φύγει για τον πόλεμο. Η Θέτις έκανε πριν από τον Αχιλλέα και άλλα παιδιά, εφτά αγόρια, και η θεά δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση ότι τα παιδιά της θα ήταν απλοί θνητοί όπως ο πατέρας τους. Προσπαθούσε λοιπόν από τις πρώτες μέρες της ζωής τους να τα κάνει αθάνατα. Τα έβαζε στη φωτιά, για να κάψει όλη αυτή τη διαβρωτική υγρασία που οι θνητοί έχουν μέσα τους και εξαιτίας της οποίας δεν είναι καθαρή, απαστράπτουσα φλόγα* οι γιοι της όμως καίγονταν στη φωτιά και χάνονταν. Ο καημένος ο Πηλέας ήταν στα μαύρα πανιά. Έτσι λοιπόν, όταν γεννήθηκε ο Αχιλλέας, σκέφτηκε ότι αυτόν τουλάχιστον θα προσπαθούσε να τον σώσει. Την ώρα λοιπόν που η μητέρα του ετοιμάζεται να τον ρίξει στη φωτιά, μπαίνει στη μέση ο πατέρας του και τον αρπάζει. Η φωτιά μόλις που άγγιξε τα χείλη του παιδιού και ένα κόκαλο της φτέρνας, που απονεκρώνεται. Ο Πηλέας πείθει τον Κένταυρο Χείρωνα να πάει στο Πήλιο και να ξεθάψει το πτώμα ενός Κενταύρου εξαιρετικά γρήγορου στο τρέξιμο, να πάρει τη φτέρνα από το πτώμα και να τη βάλει στο μικρό Αχιλλέα, που από μικρό παιδί τρέχει σαν το ελάφι. Αυτή είναι μία από τις εκδοχές του μύθου. Σύμφωνα με μια άλλη, η Θέτιδα, επειδή δεν μπορούσε να ρίξει το γιο της στη φωτιά για να τον κάνει αθάνατο, τον βούτηξε στα νερά της
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
101
Στύγας, του χθόνιου ποταμού που χωρίζει τους ζωντανούς από τους νεκρούς. Όποιος βυθίζεται στα νερά της Στύγας και βγαίνει ζωντανός, διαθέτει πλέον, όπως είναι φυσικό, μια ενεργητικότητα με εξαιρετικές ιδιότητες και αρετές. Ο Αχιλλέας άντεξε τη δοκιμασία όταν βυθίστηκε στα χθόνια νερά* μόνο η φτέρνα του, από όπου τον κρατούσε κρεμασμένο η μητέρα του, δεν ήρθε σε επαφή με το νερό. Ο Αχιλλέας δεν είναι μόνο ο ωκύπους πολεμιστής, είναι και ο μαχητής που είναι άτρωτος στις λαβωματιές των ανθρώπων από ένα σημείο μόνο, τη φτέρνα του, μπορεί να εισχωρήσει ο θάνατος. Ένα από τα αποτελέσματα του αθέμιτου αυτού γάμου, ανάμεσα σε μια θεά και ένα θνητό, είναι ότι όλη η λάμψη, όλη η ισχύς που χαρακτηρίζουν τη θεϊκή Θέτιδα στεφανώνουν σε ένα βαθμό και το πρόσωπο του Αχιλλέα. Παράλληλα, η μορφή του Αχιλλέα δεν μπορεί παρά να είναι τραγική: χωρίς να είναι θεός, ο Αχιλλέας δεν μπορεί να ζήσει ούτε να πεθάνει όπως οι κοινοί άνθρωποι, οι θνητοί* ξεφεύγει λοιπόν από τη συνηθισμένη μοίρα των ανθρώπων, αυτό όμως δε σημαίνει ότι γίνεται θεός, ότι έχει εξασφαλίσει την αθανασία. Η μοίρα του, πρότυπο για όλους τους πολεμιστές, για όλους τους Έλληνες της εποχής εκείνης, διατηρεί ακέραιη τη γοητεία της μέχρι σήμερα: ξυπνάει μέσα μας, σαν μακρινή ηχώ, τη συνείδηση του δράματος της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία υπόκειται σε περιορισμούς, σπαράσσεται από αντιθέσεις, κατακερματισμένη, όπου το φως και η σκιά, η χαρά και ο πόνος, η ζωή και ο θάνατος συμφύρονται αξεδιάλυτα. Η μοίρα του Αχιλλέα, αρχετυπική, σφραγίζεται από την αμφισημία. Μισός άνθρωπος, μισός θεός λόγω καταγωγής, δεν μπορεί να είναι ολοκληρωτικά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Στο ξεκίνημα της ζωής του, από τα πρώτα του βήματα, ο δρόμος στον οποίο θα βαδίσει χωρίζεται στα δύο. Όποια κατεύθυνση και αν διαλέξει, θα πρέπει στη συνέχεια να απαρνηθεί ένα κομμάτι του εαυτού του. Δεν μπορεί να απολαμβάνει όλες τις απολαύσεις που προσφέρει στους ανθρώπους η ζωή κάτω από το φως του ήλιου και την ίδια στιγμή να έχει
102
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
το προνόμιο να μην τις στερηθεί ποτέ, να μην πεθάνει. Όποιος απολαμβάνει τη ζωή, το πιο πολύτιμο αγαθό της γης για τα εφήμερα πλάσματα, το μοναδικό αυτό αγαθό που δε συγκρίνεται με κανένα άλλο, αφού όταν το χάσει κανείς δεν μπορεί να το αποκτήσει ξανά, όποιος λοιπόν απολαμβάνει τη ζωή αρνείται κάθε ελπίδα αθανασίας. Όποιος επιθυμεί την αθανασία, αποδέχεται να χάσει, εν μέρει, τη ζωή του προτού καλά καλά τη ζήσει. Αν ο Αχιλλέας, σύμφωνα με τη βούληση του γέρου πατέρα του, επιλέξει να μείνει στο σπίτι του, στη Φθία, ασφαλής με την οικογένειά του, θα ζήσει χρόνια πολλά, ειρηνικά και ευτυχισμένα, διανύοντας ολόκληρο τον κύκλο του χρόνου που μοιραίνει τους θνητούς, ως τα βαθιά γεράματά του, μέσα στην αγάπη και τη στοργή. Όσο λαμπρή όμως και αν είναι η ύπαρξή του, όσο και αν φωτίζεται από το φως της ύψιστης ευτυχίας που μπορεί ένας άνθρωπος, περαστικός πάνω στη γη, να απολαύσει, δεν πρόκειται να μείνει κανένα χνάρι από τη λάμψη της ύπαρξής του στο χρόνο* μόλις τελειώσει, η ζωή του θα βυθιστεί στη νύχτα, στην ανυπαρξία. Μαζί της θα εξαφανιστεί και ο ήρωας, εντελώς και για πάντα. Κατεβαίνοντας στον Άδη, χωρίς πρόσωπο, χωρίς μνήμη, θα χαθεί, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Αχιλλέας όμως κάνει την αντίθετη επιλογή: σύντομη ζωή και δόξα παντοτινή. Διαλέγει να φύγει μακριά, να αφήσει τα πάντα πίσω του, να ζήσει τους κινδύνους όλους, να αφοσιωθεί προκαταβολικά στο θάνατο. Θέλει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους λίγους εκλεκτούς που δε νοιάζονται για την άνεση, τα πλούτη, τις συνηθισμένες τιμές, αλλά θέλουν να θριαμβεύουν στις μάχες, παίζοντας κάθε φορά κορόνα γράμματα την ίδια τους τη ζωή. Αντιμετωπίζοντας στο πεδίο της μάχης τους πιο σκληροτράχηλους αντιπάλους, υποβάλλονται στη δοκιμασία ενός αγώνα ανδρείας, στον οποίο ο καθένας δείχνει τι αξίζει, επιδεικνύει την υπεροχή του ενώπιον όλων αποκορύφωμα της ανδρείας αυτής είναι τα πολεμικά κατορθώματα και ολοκλήρωσή της ο «ωραίος θάνατος». Μέσα στον αχό της μάχης, στον ανθό της νιότης, η αντρειοσύνη, η παλικαριά, η σω-
ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
103
ματική δύναμη, η νεανική χάρη παραμένουν άθικτες, δεν υφίστανται ποτέ τη φθορά των γηρατειών. Λες και η φλόγα της ζωής, για να αστράψει μέσα στην απόλυτη λάμψη της, πρέπει να φτάσει σε τέτοιο σημείο πυράκτωσης, ώστε να σβήσει αμέσως μόλις ανάψει. Ο Αχιλλέας επιλέγει το δοξασμένο θάνατο μέσα στην ομορφιά της νεαρής ζωής του, που παραμένει αιώνια. Βίος βραχύς, ακρωτηριασμένος, περιορισμένος και δόξα αιώνια. Το όνομα του Αχιλλέα, οι περιπέτειες, η ιστορία, το πρόσωπό του θα παραμείνουν για πάντα ολοζώντανα στη μνήμη των ανθρώπων, που οι γενιές τους διαδέχονται η μία την άλλη μέσα στους αιώνες, και χάνονται η μία μετά την άλλη, μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή του θανάτου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Η Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
01 ΝΙΚΗΤΕΣ. Μετά από τόσα χρόνια πολιορκίας και μαχών μπροστά στα τείχη της Τροίας, η πόλη επιτέλους έπεσε. Τους Έλληνες δεν τους έφτασε που νίκησαν, που κατέλαβαν, λεηλάτησαν και κατέκαψαν την Τροία χάρη σε ένα τέχνασμα, το περίφημο ξύλινο άλογο που οι Τρώες έμπασαν μέσα στην πόλη τους θεωρώντας το ευσεβή προσφορά στους θεούς. Μια εμπροσθοφυλακή βγήκε μέσα από την κοιλιά του αλόγου, άνοιξε τις πύλες της πόλης και ο ελληνικός στρατός ξεχύθηκε μέσα, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Σκότωναν τους άντρες, έπαιρναν για δούλους τις γυναίκες και τα παιδιά, άφησαν πίσω τους μόνο χαλάσματα. Οι Έλληνες νομίζουν ότι η υπόθεση πλέον έληξε* τότε όμως αρχίζει ο δεύτερος γύρος της μακρόχρονης αυτής πολεμικής περιπέτειας. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, οι Έλληνες θα πρέπει να πληρώσουν για τα κρίματά τους, τις υπερβολές, την ύβριν την οποία διέπραξαν την ώρα της νίκης τους. Ήδη από την ώρα που ετοιμάζονται να αναχωρήσουν, ανακύπτει κάποια διαφωνία ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και το Μενέλαο. Ο Μενέλαος θέλει να φύγουν αμέσως, να επιστρέψουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα πίσω. Ο Αγαμέμνονας, αντιθέτως, θέλει να παραμείνει, για να θυσιάσει στην Αθηνά, που μεσολάβησε υπέρ τους στους θεούς και τους χάρισαν τη νίκη. Ο Οδυσσέας, με τα δώδεκα καράβια που είχε φέρει, αποφασίζει να αποπλεύσει και να φύγει χωρίς καθυστέρηση για την Ιθάκη. Επιβιβάζεται στο ίδιο καράβι με το Μενέλαο, το οποίο μεταφέρει επίσης το γηραιό Ο Ι ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΙΝΑΙ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
105
Νέστορα. Στην Τένεδο, όμως, ο Οδυσσέας τσακώνεται με το Μενέλαο και γυρίζει πίσω στην Τροία να βρει τον Αγαμέμνονα. Θα φύγουν λοιπόν παρέα, ελπίζοντας ότι θα φτάσουν μαζί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Άλλες οι βουλές των θεών. Άνεμοι, θύελλες, καταιγίδες ξεχύνονται καταπάνω τους. Ο στόλος διαλύεται* πολλά καράβια βουλιάζουν, παρασέρνοντας στο χαμό τα πληρώματά τους, ναύτες και πολεμιστές. Οι Έλληνες που κατάφεραν να γυρίσουν στο σπιτικό τους είναι μετρημένοι. Και ανάμεσα α αυτούς που γλίτωσαν από τη θάλασσα, κάποιοι βρίσκουν το θάνατο στο κατώφλι του οίκου τους. Όπως ο Αγαμέμνονας. Δεν πρόλαβε να πατήσει το πόδι του στο πάτριο έδαφος και έπεσε στην παγίδα που του είχε στήσει η γυναίκα του, η Κλυταιμνήστρα, και ο Αίγισθος, ο εραστής της άπιστης συζύγου του. Ο Αγαμέμνονας, γεμάτος εμπιστοσύνη, επιστρέφει σαν το αγαθό το βόδι, πανευτυχής, στο παχνί της οικογένειάς του. Οι δυο συνένοχοι θα τον δολοφονήσουν αλύπητα, με απανωτές μαχαιριές. Η θύελλα θα αναγκάσει λοιπόν τα καράβια του Αγαμέμνονα, που αποτελούν τον κύριο κορμό του στόλου, να χωριστούν από τα καράβια του Οδυσσέα. Έτσι, ο Οδυσσέας βρίσκεται μόνος στο πέλαγος με το μικρό του στόλο. Υποβάλλεται στις ίδιες δοκιμασίες, υπομένει τις ίδιες θύελλες όπως οι υπόλοιποι. Όταν επιτέλους αποβιβάζονται στη Θράκη, στους Κίκονες, τους υποδέχονται εχθρικά. Ο Οδυσσέας κυριεύει την πόλη τους, την Ίσμαρο. Συμπεριφέρεται προς τους ηττημένους όπως πολλοί Έλληνες ήρωες. Σκοτώνει τους περισσότερους κατοίκους της πόλης, χαρίζει όμως σε έναν τη ζωή: στον ιερέα του Απόλλωνα, το Μάρωνα. Εκείνος, από ευγνωμοσύνη, του χαρίζει πολλά ασκιά κρασί, το οποίο δεν είναι ένα συνηθισμένο ποτό αλλά κάτι σαν θεϊκό νέκταρ. Ο Οδυσσέας κουβαλάει τα ασκιά στα πλοία, να τα φυλάξει. Οι Έλληνες, πανευτυχείς, στρατοπεδεύουν για να περάσουν τη νύχτα στην ακροθαλασσιά και περιμένουν την άλλη μέρα το πρωί για να φύγουν. Οι Κίκονες όμως της υπαίθρου είχαν ειδοποιηθεί για την άφιξη των εχθρών, τους επιτίθενται το πρωί και σκοτώνουν αρκετούς.
106
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 0 1 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Όσοι επέζησαν επιβιβάζονται τρέχοντας στα καράβια και ξανοίγονται στη θάλασσα.
Στη χώρα της λησμονιάς Ξ Ε Κ Ι Ν Ά Ν Ε Λ Ο Ι Π Ο Ν ΚΑΙ Π Α Λ Ι · Ο στόλος τους έχει αποδεκατιστεί. Σε λίγο ο Οδυσσέας φτάνει στο ακρωτήριο Μαλέας και το περνάει. Από εκεί βλέπει ήδη τις ακτές της πατρίδας του, της Ιθάκης. Νιώθει σαν να έχει κιόλας φτάσει στο σπίτι του. Την ώρα αυτή λοιπόν, που φαντάζεται ότι η διαδρομή του έχει φτάσει στο τέλος της, ανοίγει η αυλαία σε μια νέα σκηνή του περίπλου του Οδυσσέα: ως εκείνη τη στιγμή, το ταξίδι του ήταν το ταξίδι ενός θαλασσοπόρου που επιστρέφει από μια υπερπόντια πολεμική εκστρατεία. Όταν όμως προσπερνούν τον κάβο Μαλιά, πέφτουν αιφνίδια σε θύελλα. Εφτά μέρες οι άνεμοι φυσάνε και οδηγούν το καράβι σε ένα χώρο εντελώς διαφορετικό από εκείνον στον οποίο έπλεαν προηγουμένως. Από δω και μπρος, ο Οδυσσέας δεν ξέρει πια πού βρίσκεται, δε θα συναντήσει πια άλλους ανθρώπους σαν τους Κίκονες, που είναι μεν αντίπαλοι αλλά είναι και όμοιοί του. Περνά κατά κάποιο τρόπο τα σύνορα του γνωστού κόσμου, της ανθρώπινης οικουμένης, και μπαίνει σε ένα χώρο εξωανθρώπινο, σε έναν άλλο κόσμο. Από δω και στο εξής, ο Οδυσσέας θα συναντά πια μόνο πλάσματα οιονεί θεϊκά, που τρέφονται με νέκταρ και αμβροσία, όπως η Κίρκη και η Καλυψώ, ή πλάσματα υποδεέστερα του ανθρώπου, τέρατα όπως ο Κύκλωπας ή οι Λαιστρυγόνες, κανιβάλους που τρέφονται με ανθρώπινη σάρκα. Οι Έλληνες θεωρούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, χαρακτηριστική του ιδιότητα, το γεγονός ότι τρέφεται με ψωμί και πίνει κρασί, ότι έχει μια συγκεκριμένη διατροφή και αποδέχεται τους νόμους της φιλοξενίας, υποδέχεται τον ξένο και δεν τον καταβροχθίζει. Το σύμπαν όπου εξόκειλαν ο Οδυσσέας και οι ναύτες του εξαιτίας της τρομερής θύελλας είναι ακριβώς το αντίθετο του φυσιολογικού κόσμου των ανθρώπων. Μόλις κο-
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
107
πάζει η θύελλα, οι Έλληνες διακρίνουν μια ακτή και αράζουν σε μια γη που τους είναι εντελώς ξένη. Για να μάθουν ποιοι κατοικούν εκεί και να ανεφοδιαστούν επίσης σε τρόφιμα, ο Οδυσσέας διαλέγει κάποιους ναύτες και τους στέλνει ως αγγελιοφόρους, ως εμπροσθοφυλακή, να έρθουν σε επαφή με τους κατοίκους της περιοχής. Τους υποδέχονται με εξαιρετική ευγένεια. Οι ιθαγενείς είναι όλο χαμόγελα. Προσφέρονται αμέσως να μοιραστούν με τους ξένους ναυτικούς τη συνηθισμένη τους τροφή. Οι κάτοικοι της χώρας αυτής όμως είναι οι Λωτοφάγοι, αυτοί που τρώνε τους λωτούς. Όπως οι άνθρωποι τρέφονται με ψωμί και κρασί, αυτοί τρώνε ένα θεσπέσιο φυτό, το Λωτό. Ο άνθρωπος που θα καταπιεί την υπέροχη αυτή τροφή ξεχνάει τα πάντα. Δε θυμάται πια το παρελθόν του, δεν έχει πια ιδέα ποιος είναι, από πού έρχεται, πού πηγαίνει. Όποιος φάει λωτό παύει να ζει όπως οι άνθρωποι, οι οποίοι θυμούνται το παρελθόν τους και έχουν συνείδηση ποιοι είναι. Οι απεσταλμένοι του Οδυσσέα, όταν επιστρέφουν στους συντρόφους τους, αρνούνται να επιβιβαστούν και να φύγουν, δεν μπορούν να πουν τι τους συνέβη. Ζούνε σαν ναρκωμένοι, θα λέγαμε, μέσα σε μια ευτυχία που παραλύει κάθε θύμηση. Ένα μόνο επιθυμούν, να μείνουν εκεί που είναι, έτσι όπως είναι, χωρίς να τους δένει πια τίποτα με το παρελθόν, χωρίς σκοπό: χωρίς τον πόθο του νόστου. Ο Οδυσσέας τους βουτάει από το σβέρκο, τους πετάει μες στα καράβια και ανοίγει πανιά. Φάση πρώτη λοιπόν: μια γη που είναι η χώρα της λησμονιάς. Στο μακροχρόνιο περίπλου που θα ακολουθήσει, ο κίνδυνος και το κακό που παραμονεύουν κάθε στιγμή πίσω από όλες τις περιπέτειες του Οδυσσέα και των συντρόφων του είναι η λησμονιά, η απώλεια της ανάμνησης της πατρίδας και του πόθου του νόστου. Ζω μέσα στον κόσμο των ανθρώπων σημαίνει ζω στο φως του ήλιου, βλέπω τους άλλους και με βλέπουν και αυτοί, ζούμε μαζί συντροφικά, θυμάμαι ποιος είμαι και ποιοι είναι οι άλλοι. Ενώ εδώ μπαίνουν, αντιθέτως, σε έναν κόσμο όπου οι νύκτιες δυνάμεις, τα παιδιά της Νύχτας, όπως τα ονομάζει ο Ησίοδος, θα σκεπάσουν σιγά σιγά με τον απαίσιο ίσκιο
108
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
τους το πλήρωμα του Οδυσσέα και τον ίδιο τον Οδυσσέα/Ενα σκοτεινό σύννεφο επικρέμαται μονίμως πάνω από τους ναυτικούς και απειλεί να τους καταστρέψει, αν αφεθούν και ξεχάσουν το νόστο.
Ο Οδυσσέας ως Ούτις ενώπιον του Κύκλωπα ΦΕΤΓΟΤΝ ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΣΙ των Λωτοφάγων. Το καράβι του Οδυσσέα αρμενίζει* ξαφνικά το στολίσκο τον τυλίγει κάτι σαν ομίχλη, όπου δε διακρίνεται πια τίποτα. Είναι σκοτάδι, το καράβι προχωράει χωρίς να χρειάζεται οι ναύτες να κωπηλατούν και χωρίς να μπορούν να προβλέψουν τι θα γίνει. Προσαράζουν λοιπόν σε ένα νησάκι που δεν το είχαν δει και όπου δε διακρίνουν το παραμικρό. Η θάλασσα, ή οι θεοί, σπρώχνουν το πλοίο προς το αόρατο νησί* εκεί προσαράζει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ακόμα και το φεγγάρι έχει κρυφτεί. Δε βλέπουν απολύτως τίποτα. Έχουν βρεθεί εκεί πέρα χωρίς καθόλου να μπορούν να προβλέψουν τι θα τους συμβεί. Λες και μετά το νησί της λησμονιάς ανοίχτηκε μπροστά τους η πύλη του σκότους, της νύχτας. Περνώντας την, θα ζήσουν νέες περιπέτειες. Βγαίνουν στη στεριά. Το νησάκι καταλήγει σε ένα ύψωμα, στο ακρωτήρι όπου ζουν οι τερατώδεις γίγαντες με το ένα και μοναδικό μάτι στο μέτωπο, οι Κύκλωπες, όπως τους ονομάζουν. Ο Οδυσσέας ασφαλίζει το καράβι του σε έναν ορμίσκο και με καμιά δωδεκαριά άντρες ανεβαίνει ως την κορφή του λόφου, όπου έχει εντοπίσει ένα σπήλαιο και ελπίζει ότι θα βρει τρόφιμα να ανεφοδιαστεί. Μπαίνουν μέσα στην τεράστια αυτή βαθιά σπηλιά, βλέπουν ψαθωτά με τυριά και ανακαλύπτουν έναν ολόκληρο βουκολικό πολιτισμό. Δημητριακά δεν υπάρχουν, υπάρχουν όμως κοπάδια, τυριά, ίσως και μια αγριοκληματαριά λίγο παραμέσα. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα, όπως είναι φυσικό, ένα μόνο έχουν στο νου τους: να βουτήξουν κάμποσα τυριά και να ξανακατεβούν στην ακτή όσο πιο γρήγορα γίνεται, μακριά από την πελώρια σπηλιά που δεν παρουσιάζει γι' αυτούς κανένα ενδιαφέρον. Λένε στον Οδυσσέα:
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
109
«Πάμε να φύγουμε!». Αυτός αρνείται.. ΘέλεL να μείνει, διότι θέλει να δει. Θέλει να γνωρίσει αυτόν που κατοικεί στο μέρος ετούτο. Ο Οδυσσέας δεν είναι απλώς ο άνθρωπος που οφείλει να θυμάται, είναι επίσης ο άνθρωπος που θέλει να βλέπει, να γνωρίζει, να δοκιμάζει όλα όσα ο κόσμος μπορεί να του προσφέρει, ακόμα και αυτός ο κατώτερος από τον ανθρώπινο κόσμος στον οποίο έχει βρεθεί. Η περιέργεια του Οδυσσέα τον σπρώχνει συνεχώς όλο και πιο πέρα, πράγμα που μπορεί να τον οδηγήσει αυτή τη φορά ακόμα και στο θάνατο. Η περιέργειά του πάντως θα γίνει αιτία να πεθάνουν πολλοί σύντροφοί του. Έρχεται σε λίγο ο Κύκλωπας, με τις κατσίκες, τα πρόβατα, το κριάρι του, και όλο αυτό το πλήθος μπαίνει στη σπηλιά. Ο Κύκλωπας είναι τεράστιος, γιγάντιος. Δε διακρίνει αμέσως τα μικρά σαν τις ψείρες ανθρωπάκια, που κρύβονται στις γωνιές της σπηλιάς και τρέμουν από το φόβο τους. Ξαφνικά, τους ανακαλύπτει, απευθύνεται στον Οδυσσέα, που είναι λίγο πιο μπροστά, και τον ρωτάει: «Μα ποιος είσαι εσύ;». Ο Οδυσσέας, φυσικά, του λέει άλλα αντί άλλων. Του λέει λοιπόν ψέμα πρώτο: «Το καράβι μου πάει», την ώρα που το καράβι του τον περιμένει, «καταστράφηκε και βρίσκομαι στο έλεός σου, ήρθα εδώ μαζί με τους άντρες μου να ικετέψουμε φιλοξενία, είμαστε Έλληνες, πολεμήσαμε γενναία μαζί με τον Αγαμέμνονα στις ακτές της Τροίας, καταλάβαμε την πόλη και τώρα βρεθήκαμε εδώ πέρα, δυστυχισμένοι ναυαγοί». Ο Κύκλωπας απαντάει: «Μάλιστα, μάλιστα, πολύ ωραία, εμένα, όμως, όλες αυτές οι ιστορίες, στα παλιά μου τα παπούτσια». Αρπάζει δυο συντρόφους του Οδυσσέα από τα πόδια, τους κοπανάει πάνω στον πλαϊνό βράχο, τους σπάζει το κεφάλι και τους καταβροχθίζει όπως είναι, ωμούς. Οι υπόλοιποι ναύτες έχουν παγώσει από τον τρόμο τους και ο Οδυσσέας αναρωτιέται πού πήγε και έμπλεξε. Πολύ περισσότερο που δεν υπάρχει οδός διαφυγής, διότι ο Κύκλωπας έφραξε την είσοδο του άντρου του για τη νύχτα με έναν τεράστιο βράχο, που κανένας Έλληνας, ούτε καν μια πολυάριθμη ομάδα, δε θα κατάφερνε να τον κουνήσει. Την επομένη το πρωί, επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία, ο Κύκλω-
110
ΤΟ
ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
πας τρώει άλλους τέσσερις άντρες, δύο το πρωί και άλλους δύο το βράδυ/Εχει ήδη καταβροχθίσει έξι, δηλαδή τους μισούς της ομάδας. Ο Κύκλωπας είναι πανευτυχής. Όταν ο Οδυσσέας προσπαθεί να τον καλοπιάσει με λογία όσο δεν παίρνει μελιστάλαχτα, δημιουργείται μεταξύ τους μια στοιχειώδης μορφή φιλοξενίας. Ο Οδυσσέας τού λέει: «Θα σου κάνω ένα δώρο που θα το ευχαριστηθείς, πιστεύω, πάρα πολύ». Αρχίζει ένας διάλογος, στη διάρκεια του οποίου ξεκινάει μια προσωπική σχέση, μια σχέση φιλοξενίας. Ο Κύκλωπας συστήνεται, ονομάζεται Πολύφημος. Είναι ένας άνθρωπος που μιλάει πάρα πολύ και έχει πολύ μεγάλη φήμη. Ρωτάει τον Οδυσσέα πώς τον λένε. Για να δημιουργηθεί μια σχέση φιλοξενίας, η εθιμοτυπία απαιτεί να πει ο ένας στον άλλον ποιος είναι, απο πού έρχεται, ποια είναι η γενιά και η πατρίδα του. Ο Οδυσσέας τού δηλώνει ότι ονομάζεται Ούτις, δηλαδή Κανένας. Του λέει: «Το όνομα με το οποίο με φωνάζουν οι δικοί μου και οι φίλοι είναι Ούτις». Πρόκειται για ένα λογοπαίγνιο, διότι οι δύο συλλαβές του ού-τις μπορούν να αντικατασταθούν από δύο άλλες, μψτις. Το ου και το μ-τ] είναι και τα δύο αρνητικά μόρια της ελληνικής, όμως ενώ το ούτις σημαίνει κανένας, το μτ/τ^ς· δηλώνει την πονηριά. Φυσικά, όταν αναφερόμαστε στην μΎΐτιν, ο νους μας πηγαίνει αμέσως στον Οδυσσέα, ο οποίος είναι πράγματι ο ήρωας που διαθέτει την μγίτιν, την πονηριά, που μπορεί και βρίσκει διεξόδους στα αδιέξοδα, που ψεύδεται, τυλίγει τους ανθρώπους, τους λέει χαζομάρες και ξεμπερδεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. «Ούτις. Κανένας» αναφωνεί ο Κύκλωπας «αφού λοιπόν είσαι ο Κανένας, θα σου κάνω και εγώ ένα δώρο. Θα σε φάω τελευταίο». Του δίνει τότε ο Οδυσσέας το δώρο του, κρασί από εκείνο που του είχε χαρίσει ο Μάρωνας, πραγματικό θεϊκό νέκταρ. Πίνει ο Κύκλωπας, το βρίσκει υπέροχο, πίνει κι άλλο. Όπως έχει βαρυστομαχιάσει από τα τυριά και τους δυο ναύτες που έχει κατεβάσει και έχει μεθύσει από το κρασί, τον παίρνει ο ύπνος. Ο Οδυσσέας προλαβαίνει να πυρώσει στη φωτιά ένα τεράστιο παλούκι από ελιά, που το πελέκησε και το έκανε μυτερό
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
111
στην άκρη. Όλοι οι εναπομείναντες ναύτες συμμετέχουν στο πελέκημα και στη συνέχεια όλοι μαζί πάλι μπήγουν το φλεγόμενο πάσσαλο στο μάτι του Κύκλωπα, που ξυπνάει ουρλιάζοντας. Είναι καταδικασμένος πια στη νύχτα, στο σκοτάδι. Φωνάζει λοιπόν, όπως είναι φυσικό, για βοήθεια, και οι Κύκλωπες από τα περίχωρα σπεύδουν στις κραυγές του. Οι Κύκλωπες ζουν ο καθένας μόνος του, είναι ο καθένας αφεντικό στο σπίτι του, άλλον θεό και αφέντη δεν αναγνωρίζουν έξω από την εστία τους, έρχονται όμως τρέχοντας και, απ' έξω από τη σπηλιά, αφού είναι φραγμένη, φωνάζουν: «Πολύφημε, Πολύφημε, τι έπαθες; — Αχ, είναι τρομερό, με σκοτώνουν! — Μα ποιος σε πείραξε; — Ο Κανένας, ο ΟύτιςΙ — Αφού κανένας, μήτις, δε σε πείραξε, τι μας παίρνεις τα αυτιά με τις φωνές σου;». Και σηκώνονται και φεύγουν. Συνεπώς, ο Οδυσσέας, ο οποίος εξαφανίστηκε, κρύφτηκε, χάθηκε κάτω από το όνομα που πήρε, έχει κατά κάποιο τρόπο σωθεί. Όχι όμως εντελώς, αφού πρέπει τώρα να βγει από το άντρο που είναι κλεισμένο με τον τεράστιο βράχο. Καταλαβαίνει ότι, για να βγει από τη σπηλιά, ένας τρόπος υπάρχει, να δέσει με λυγαριά έναν έναν τους Έλληνες που έχουν απομείνει στην κοιλιά των προβάτων. Ο ίδιος κρεμιέται από το πυκνό μαλλί στο αγαπημένο κριάρι του Κύκλωπα. Βγάζει λοιπόν αυτός την πέτρα που έφραζε την είσοδο και στέκει εμπρός στην πόρτα του άντρου του, βάζει όλα τα πρόβατα να περάσουν ανάμεσα από τα σκέλια του και ψηλαφεί την πλάτη τους, μην τυχόν και επωφεληθεί κανένας Έλληνας και περάσει έξω μαζί τους. Δεν αντιλαμβάνεται ότι οι Έλληνες είναι κρυμμένοι στην κοιλιά τους. Την ώρα που βγαίνει το κριάρι με τον Οδυσσέα, ο Κύκλωπας απευθύνεται στο ζώο, που αποτελεί κατά βάθος το μοναδικό συνομιλητή του, και του λέει: «Κοίτα το χάλι μου, πώς με κατάντησε ο Κανένας, το φρικτό αυτό τέρας, θα μου το πληρώσει όμως». Το κριάρι προχωράει προς την έξοδο και ο Οδυσσέας βγαίνει και αυτός έξω. Ο Κύκλωπας βάζει την πέτρα στη θέση της, πιστεύοντας ότι οι Έλληνες έχουν μείνει μέσα στο λημέρι του, την ώρα που
112
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
αυτοί στέκονται κιόλας ορθοί απ' έξω: κατηφορίζουν ολοταχώς μέσα από τα στενά, βραχώδη μονοπάτια στον όρμο όπου έχουν κρύψει το καράβι τους. Πηδάνε μέσα, σηκώνουν τις άγκυρες και ξεμακραίνουν από την παραλία. Βλέπουν τον Κύκλωπα να στέκει ψηλά στην κορφή του βράχου, δίπλα στη σπηλιά του, και να τους πετάει τεράστιες πέτρες στα τυφλά. Εκείνη τη στιγμή, ο Οδυσσέας παραδίδεται στην απόλαυση της καυχησιάς και της ματαιοδοξίας και του φωνάζει: «Κύκλωπα, όταν σε ρωτούν ποιος σου στέρησε το φως σου, να λες ο Οδυσσέας, ο γιος του Λάερτη, ο Οδυσσέας από την Ιθάκη, ο καστροπολεμίτης, ο νικητής της Τροίας, ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος». Φυσικά, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις. Διότι ο Κύκλωπας είναι γιος του Ποσειδώνα, του μεγάλου θεού που διαφεντεύει όλες τις θάλασσες, αλλά και όσα βρίσκονται στα βάθη της γης- και τους σεισμούς και τις θύελλες ο Ποσειδώνας τα προκαλεί. Ο Κύκλωπας δίνει φοβερή κατάρα στον Οδυσσέα, η οποία πιάνει μόνο όταν προφέρεις το όνομα εκείνου τον οποίο καταριέσαι. Αν έλεγε «Κανένας», ίσως η κατάρα να μην είχε κανένα αποτέλεσμα, ο Κύκλωπας όμως φανερώνει το όνομα του Οδυσσέα στον πατέρα του τον Ποσειδώνα και του ζητάει να εκδικηθεί: ο Οδυσσέας να μην μπορέσει να γυρίσει στην πατρίδα του την Ιθάκη, παρά αφού περάσει αμέτρητα βάσανα και αφού έχουν χαθεί όλοι οι σύντροφοί του, και το καράβι του έχει βουλιάξει και έχει μείνει μόνος, χαμένος και καραβοτσακισμένος. Και αν τυχόν τα καταφέρει και επιζήσει, να γυρίσει σαν ξένος, πάνω σε ξένο καράβι, και όχι σαν ναυτικός, που τον περιμένουνε και γυρίζει πίσω με το δικό του το καράβι. Ο Ποσειδώνας εισακούει το γιο του και η κατάρα πιάνει. Στο επεισόδιο αυτό εντοπίζεται η απόφασή του να οδηγήσει τον Οδυσσέα στο έσχατο όριο του σκότους και του θανάτου και να τον υποβάλει στις πιο τρομερές δοκιμασίες του κόσμου, κι αυτή η απόφαση θα κυριαρχήσει σε όλες τις κατοπινές περιπέτειες του ήρωα. Όπως θα εξηγήσει αργότερα η Αθηνά, η μεγάλη προστάτιδα του Οδυσσέα, εκείνη δεν ήταν δυνατό να επέμβει επειδή ο Ποσειδώνας δεν μπορούσε να συγχωρέσει το
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
113
κακό που έπαθε ο γιος του ο Κύκλωπας. Γι αυτό εμφανίστηκε στο τέλος πια, όταν έληξαν οι περιπλανήσεις του, όταν είχε σχεδόν πια επιστρέψει. Για ποιο λόγο; Διότι, αφού βύθισε το μάτι του Πολύφημου στο σκοτάδι, ο Οδυσσέας οφείλει να διασχίσει και αυτός με τη σειρά του το νύκτιο, σκοτεινό και φοβερό κόσμο.
Το ειδύλλιο με την Κίρκη Το ΠΛΟΙΟ ΞΕΜΑΚΡΑΙΝΕΙ από τον Πολύφημο και από κει φτάνει στο νησί του Αιόλου. Έναν από τους τόπους όπου βρέθηκε ο Οδυσσέας και που πολλοί προσπάθησαν να τους προσδιορίσουν γεωγραφικά, πράγμα αδύνατον, διότι αυτή είναι η ιδιαιτερότητά τους. Το νησί του Αιόλου είναι εντελώς απομονωμένο και το περιβάλλει ένα τείχος από ψηλούς βράχους, σαν χάλκινη κυκλική περίβολος. Εκεί ζει ο Αίολος με την οικογένειά του και δεν έχει καμία επαφή με κανέναν. Οι Αιολείς αναπαράγονται λοιπόν με αιμομειξίες, σύμφωνα με ένα κλειστό, μητριαρχικό σύστημα. Ζουν μέσα στην απόλυτη μοναξιά, την ολοκληρωτική απομόνωση. Το νησί βρίσκεται σε νευραλγική θέση όσον αφορά τους θαλάσσιους δρόμους, είναι ο κόμβος όπου συγκλίνουν όλες οι κατευθύνσεις του υδάτινου χώρου. Ο Αίολος είναι ο κυρίαρχος των ανέμων, οι οποίοι, αναλόγως από πού φυσάνε, ανοίγουν ή κλείνουν και μερικές φορές μπερδεύουν και ανακατεύουν τους δρόμους της θάλασσας. Υποδέχεται τον Οδυσσέα εξαιρετικά φιλόξενα και ευγενικά για έναν επιπλέον λόγο, ως ήρωα του τρωικού πολέμου, έναν από αυτούς που τα κατορθώματά τους θα ψάλει η Ιλίάδα. Ο Οδυσσέας μπορεί να του χαρίσει την αφήγηση των γεγονότων που συμβαίνουν στον κόσμο, τον απόηχο του σύμπαντος από το οποίο είναι εντελώς απομονωμένος. Είναι ο κυρίαρχος των ανέμων, αλλά αυτή είναι όλη και όλη η εξουσία του. Ο Οδυσσέας μιλάει, διηγείται, ο Αίολος ακούει, περιχαρής. Μετά από μερικές ημέρες, ο Αίολος του λέει: «Θα σου δώσω ό,τι σου χρειάζεται για να φύγεις από το νησί μου και να ταξιδέψεις
114
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
χωρίς προβλήματα, ίσια για την Ιθάκη». Του δίνει ένα ασκί που δεν είναι γεμάτο με κρασί, όπως του Μάρωνα, αλλά έχει κλεισμένες μέσα του τις πνοές όλων των ανέμων, τη σπορά όλων των καταιγίδων. Το ασκί αυτό είναι πολύ καλά κλεισμένο, ο Αίολος έχει φυλακίσει εκεί μέσα την απαρχή, τη γένεση όλων των θαλάσσιων ανέμων, εκτός από εκείνου που οδηγεί από το νησί του κατευθείαν στην Ιθάκη. Συμβουλεύει τον Οδυσσέα να μην ανοίξει επ' ουδενί το ασκί αυτό. Αν ξεφύγουν οι άνεμοι, η κατάσταση θα είναι εντελώς ανεξέλεγκτη. «Κοίτα, ο μόνος άνεμος που φυσάει αυτή τη στιγμή στο σύμπαν είναι ο άνεμος που οδηγεί από το νησί μου στην Ιθάκη». Όσοι έχουν απομείνει από το πλήρωμα ξαναπαίρνουν θέση στο πλοίο και φεύγουν κατευθείαν για την Ιθάκη. Την ώρα που νυχτώνει, ο Οδυσσέας διακρίνει στο βάθος τις ακτές της Ιθάκης. Βλέπει με τα ίδια του τα μάτια τη στεριά της πατρίδας του. Πανευτυχής, αποκοιμιέται. Τα βλέφαρά του βαραίνουν, τα μάτια του κλείνουν με τον ίδιο τρόπο που εκείνος έκλεισε το μάτι του Κύκλωπα. Παραδίνεται λοιπόν στον κόσμο της νύχτας, του Ύπνου* αποκοιμιέται πάνω στο καράβι του που αρμενίζει για την Ιθάκη, ξεχνιέται και δεν ξυπνάει. Οι ναύτες, μόνοι τους όπως είναι, αναρωτιούνται τι έδωσε ο Αίολος στον Οδυσσέα μέσα σ αυτό το ασκί, πολύτιμα πράματα σίγουρα. Μόνο μια ματιά θέλουν να ρίξουν και αμέσως θα το ξανακλείσουν. Κοντά στις ακτές της Ιθάκης, ανοίγουν τελικά το ασκί, οι άνεμοι ξεχύνονται όλοι μαζί, η θάλασσα φουσκώνει, ορμούν τα κύματα, το καράβι κάνει επιτόπου στροφή και γυρίζει πίσω το δρόμο που είχε διανύσει. Ο Οδυσσέας, όλο φούρκα, βρίσκεται και πάλι εκεί από όπου είχε ξεκινήσει, στο νησί του Αιόλου. Κι αυτός τον ρωτάει τι δουλειά έχει εκεί πέρα. «Δεν το έκανα εγώ, αποκοιμήθηκα, έσφαλα, άφησα τη νύχτα του ύπνου να με νικήσει, δεν έμεινα ξάγρυπνος, και το αποτέλεσμα; Οι σύντροφοί μου άνοιξαν το ασκί». Αυτή τη φορά, ο Αίολος δεν του κάνει πανηγυρική υποδοχή. «Ασε με να ξαναφύγω, δώσε μου άλλη μια ευκαιρία». Ο Αίολος θυμώνει, του λέει ότι είναι ο έσχατος των εσχάτων, ότι δεν έχει πια
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
115
πρόσωπο, είναι ένα τίποτα, ότι οι θεοί τον μισούν. «Για να σου συμβεί μια τέτοια ατυχία, θα πρέπει να είσαι καταραμένος, δεν θέλω να ακούσω τίποτα άλλο». Φεύγει τότε ο Οδυσσέας με τους ναύτες του, χωρίς να πάρουν από τον Αίολο τη βοήθεια που προσδοκούσαν. Αρμενίζοντας λοιπόν, ο στολίσκος του Οδυσσέα φτάνει σε έναν άλλο τόπο, στο νησί των Λαιστρυγόνων. Πλησιάζουν, φαίνονται καθαρά τα λιμάνια, μια πόλη. Ο Οδυσσέας, πάντα πιο πονηρός από τους υπόλοιπους, αντί να αγκυροβολήσει το καράβι του στους κόλπους ενός φυσικού, κατά κάποιο τρόπο, λιμανιού, αποφασίζει να δέσει λίγο παράμερα, σε έναν ορμίσκο πιο πέρα. Και όπως οι περιπέτειές του τον έχουν κάνει προσεκτικό, αντί να πάει ο ίδιος να δει τι γίνεται, στέλνει ένα τσούρμο ναύτες του να μάθουν ποιοι κατοικούν στα μέρη αυτά. Οι ναύτες σκαρφαλώνουν προς την πόλη και συναντούν στο δρόμο τους μια κοπέλα τεραστίων διαστάσεων, γιγάντια, κάτι ανάμεσα σε χωριατοπούλα και αντρογυναίκα, πολύ πιο ψηλή και γεροδεμένη από τους ίδιους, που τους εντυπωσιάζει. Τους καλεί να τη συνοδεύσουν. «Ο πατέρας μου, που είναι ο βασιλιάς, είναι πρόθυμος να σας υποδεχτεί, θα σας προσφέρει ό,τι θέλετε». Οι ναύτες είναι πολύ ικανοποιημένοι, παρ' όλο που το ύψος του χαριτωμένου αυτού πλάσματος δεν παύει να τους εντυπωσιάζει. Τους φαίνεται κάπως πολύ γεροδεμένη και ψηλή. Παρουσιάζονται ενώπιον του βασιλιά των Λαιστρυγόνων, ο οποίος, μόλις τους βλέπει, αρπάζει έναν και τον καταβροχθίζει. Οι άντρες του Οδυσσέα, με τα πόδια στον ώμο, κατηφορίζουν προς τα πλοία ουρλιάζοντας: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω, πάμε να φύγουμε γρήγορα από εδώ!». Στο μεταξύ, οι Λαιστρυγόνες, ξεσηκωμένοι από το βασιλιά τους, έχουν βγει έξω από τα τείχη. Βλέπουν κάτω, χαμηλά, τους Έλληνες που ετοιμάζουν τα καράβια τους πυρετωδώς, προσπαθώντας να φύγουν όσο πιο γρήγορα γίνεται. Τους ψαρεύουν σαν τόνους, τους πιάνουν σαν τα ψάρια και τους τρώνε. Όλοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα, εκτός από εκείνους που βρίσκονταν παράμερα, στο καράβι που είχε κρύψει, χάθηκαν.
116
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Ο Οδυσσέας φεύγει με ένα μόνο πλοίο και το πλήρωμα του. Το μοναχικό αυτό καράβι θα προσορμιστεί στο νησί της Αίας, ένα νησί της Μεσογείου. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοι του βρίσκουν ένα μέρος να κρύψουν το καράβι, μετά κάνουν μια βόλτα να δουν λίγο τι γίνεται. Υπάρχουν βράχια, ένα δάσος, βλάστηση. Οι ναύτες όμως έχουν γίνει δύσπιστοι, σαν τον Οδυσσέα. Ένας από αυτούς μάλιστα αρνείται να το κουνήσει. Ο Οδυσσέας ενθαρρύνει τους υπόλοιπους να εξερευνήσουν το νησί. Καμιά εικοσαριά ναύτες ξεκινάνε ως ανιχνευτές και ανακαλύπτουν ένα ωραίο σπίτι, ένα παλάτι περιτριγυρισμένο από λουλούδια, όπου τα πάντα δείχνουν ήρεμα. Το μόνο που τους ανησυχεί λιγάκι, που τους φαίνεται παράξενο, είναι ότι γύρω γύρω στους κήπους υπάρχουν ένα σωρό άγρια ζώα, λύκοι, λιοντάρια, που τους πλησιάζουν όλο ευγένεια, σχεδόν τρίβονται στα πόδια τους. Οι ναύτες ξαφνιάζονται, σκέφτονται όμως ότι ίσως βρίσκονται σε έναν ανεστραμμένο κόσμο, έναν κόσμο του πουθενά, όπου τα άγρια θηρία είναι εξημερωμένα και όπου οι άνθρωποι σκοτώνουν. Χτυπάνε την πόρτα και τους ανοίγει μια πανέμορφη νεαρή γυναίκα. Έκλωθε και ύφαινε τραγουδώντας με την ωραία της φωνή. Τους έβαλε μέσα, τους κάλεσε να καθίσουν, τους πρόσφερε ένα ποτό για το καλωσόρισμα. Στο ποτό αυτό έριξε μέσα ένα φίλτρο που τους μεταμόρφωσε σε γουρούνια, προτού καλά καλά πιουν μια γουλιά από το καταπότι της. Όλοι τους έγιναν γουρούνια από την κορφή ως τα νύχια, τρίχες, φωνή, περπατησιά, τροφή, όλα τους είναι γουρουνίσια. Η Κίρκη —έτσι τη λέγανε τη μάγισσα— χαίρεται βλέποντας τα γουρούνια που προστίθενται στο ζωολογικό της κήπο. Γρήγορα γρήγορα τα κλείνει σε ένα χοιροστάσι και τα τάί^ζει τη συνηθισμένη τροφή των γουρουνιών. Ο Οδυσσέας και οι υπόλοιποι σύντροφοί του, που περιμένουν να γυρίσουν οι ναύτες που έφυγαν ως εμπροσθοφυλακή, αρχίζουν να ανησυχούν. Προχωράει λοιπόν και ο Οδυσσέας στο εσωτερικό του νησιού, μήπως πετύχει κανέναν τους. Ο Ερμής, θεός παμπόνηρος και κλέφτης, εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά του και του εξηγεί τι έγινε. «Είναι μια μάγισσα, μεταμόρφω-
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
117
σε τους άντρες σου σε γουρούνια, σίγουρα θα θελήσει να σου προσφέρει το ίδιο ποτό, εγώ όμως θα σου δώσω ένα αντίδοτο που θα σε βοηθήσει να γλιτώσεις τη μεταμόρφωση και να παραμείνεις όπως είσαι. Θα μείνεις ο Οδυσσέας, αυτός που είσαι πάντα, ο Οδυσσέας αυτοπροσώπως». Και ο Ερμής του προσφέρει το κλαδί ενός φυτού. Ο Οδυσσέας γυρίζει πίσω και ανακοινώνει στους συντρόφους του ότι αποφάσισε να πάει να ψάξει τους άλλους* όλοι προσπαθούν να τον μεταπείσουν: «Μην πας. Για να μη γυρίσουν οι άλλοι, θα είναι νεκροί. — Όχι, λέει ο Οδυσσέας, θα πάω να τους ελευθερώσω». Καταπίνει λοιπόν το αντίδοτο που του έδωσε ο Ερμής και πάει στη μάγισσα. Αυτή τον βάζει αμέσως μέσα, ζωσμένο με το σπαθί του. Τον βάζει να καθίσει σε ένα ωραίο χρυσό θρονί. Εκείνος δεν αναφέρει τίποτα για τους συντρόφους του και παίζει το παιχνίδι της όταν πάει να του φέρει το ποτό με το φίλτρο και του το δίνει να το πιει. Ο Οδυσσέας πίνει το καταπότι, εκείνη περιμένει, τον παρατηρεί, αλλά δε μεταμορφώνεται σε γουρούνι, εξακολουθεί να είναι ο Οδυσσέας, που την κοιτάζει με ένα συμπαθητικό χαμόγελο και μετά τραβάει το σπαθί και ορμάει πάνω της. Καταλαβαίνει και του λέει: «Είσαι ο Οδυσσέας, το ήξερα ότι σε σένα τα μαγικά μου δε θα πιάσουν, τι επιθυμείς;». «Να απελευθερώσεις πρώτα πρώτα τους συντρόφους μου» λέει ο Οδυσσέας. Στη δοκιμασία αυτή, η μάγισσα, θεία της Μήδειας, και ο Οδυσσέας —και ο Ερμής, ο μάγος και ταχυδακτυλουργός θεός, διαμέσου του Οδυσσέα— θα αντιπαρατεθούν και τελικά θα συμφιλιωθούν. Ο Οδυσσέας και η Κίρκη θα ζήσουν μαζί, πολύ ευτυχισμένοι, σαν ερωτευμένο ζευγαράκι. Πρώτα, όμως, θα πρέπει να ελευθερωθούν οι σύντροφοί του. Γιατί η Κίρκη τούς μεταμόρφωσε σε γουρούνια; Σε όλους τους ταξιδιώτες που αράζουν στο νησί επιφυλάσσει παρόμοια τύχη. Για ποιο λόγο; Γιατί είναι μόνη της και θέλει να περιβάλλεται από ζωντανά πλάσματα που δε θα μπορούν να φύγουν. Είναι απολύτως σαφές ότι δίνοντας στους ταξιδιώτες τη μορφή του γουρουνιού, ή ενός άλλου ζώου, ένα μόνο επιθυμεί, να ξεχάσουν την επι-
118
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
στροφή, το παρελθόν τους, να ξεχάσουν ότι είναι άνθρωποι. Αυτό ακριβώς παθαίνουν και οι σύντροφοι του Οδυσσέα, διατηρούν όμως κάποια διαύγεια, εξακολουθούν να διαθέτουν μια μορφή ευφυΐας, και έτσι χαίρονται όλοι τους μόλις τον βλέπουν. Η Κίρκη τούς αγγίζει με το ραβδί της. Αμέσως ξαναπαίρνουν την ανθρώπινη μορφή τους και μάλιστα, μετά τη δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκαν, είναι ακόμα πιο όμορφοι, πιο νέοι, πιο ευειδείς από πριν. Το στάδιο του γουρουνιού από το οποίο πέρασαν ήταν, θα λέγαμε, μια μύηση, λες και έπρεπε να διασχίσουν, στα ψέματα, το μονοπάτι του θανάτου, για να γίνουν στη συνέχεια, μετά την εμπειρία αυτή, πιο ωραίοι, πιο νέοι. Με το που ξαναγίνονται άνθρωποι, αυτό ακριβώς συμβαίνει. Η Κίρκη θα μπορούσε να τους έχει σκοτώσει, και τότε θα έχαναν πια το νου, τη σκέψη τους: οι νεκροί περιβάλλονται από το απόλυτο σκότος* δε διαθέτουν πια νου, με μία και μόνη εξαίρεση, τον Τειρεσία, πόυ θα τον συναντήσουμε παρακάτω. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα δεν πεθαίνουν ακριβώς, γίνονται ζώα και αποκόπτονται συνεπώς από τον κόσμο των ανθρώπων, ξεχνούν το παρελθόν τους, αλλά αποκτούν, επιστρέφοντας, μια καινούρια λάμψη νεότητας. Στη συνέχεια, ο Οδυσσέας και η Κίρκη θα ζήσουν ένα πραγματικό ειδύλλιο. Μπορεί να απέκτησαν και παιδιά, όπως ισχυρίζονται μερικοί, πράγμα όμως καθόλου βέβαιο. Απλώς αγαπιούνται, συνευρίσκονται. Η Κίρκη τραγουδάει με την ωραία της φωνή και ο Οδυσσέας φωνάζει και έρχονται και οι σύντροφοί του που είχαν μείνει πίσω· στην αρχή είναι πολύ δύσπιστοι, δε δυσκολεύεται όμως πολύ να τους πείσει: «Ελάτε, ελάτε, δεν υπάρχει πια κανένας κίνδυνος». Μένουν εκεί για κάμποσο καιρό. Η Κίρκη, η μάγισσα που έκανε το σφάλμα να μεταμορφώνει σε γουρούνια ή άλλα άγρια ζώα όλους τους άντρες που συναντούσε, δεν είναι καμιά δράκαινα ούτε κακιά μάγισσα. Όταν εγκαθίστανται στο σπιτικό της, μαζί της, κάνει ό,τι μπορεί για να τους ευχαριστήσει. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα, ωστόσο, που δε γεύονται τις ίδιες απολαύσεις με τον αφέντη τους, αφού δεν έχουν πρόσβαση στο κρεβάτι της Κίρκης, αρ-
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
119
χίζουν να πλήττουν. Όταν υπενθυμίζουν στον Οδυσσέα ότι πρέπει να σκεφτεί την επιστροφή, η Κίρκη δε διαμαρτύρεται, δεν προσπαθεί να τον κρατήσει. Του λέει όμως: «Αν θέλετε να φύγετε, φυσικά και να φύγετε», και του δίνει όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της, προκειμένου το ταξίδι τους να ευοδωθεί. Θα πει μάλιστα στον Οδυσσέα τα εξής: «Άκουσέ με, ο επόμενος σταθμός του ταξιδιού σου είναι η χώρα των Κιμμερίων, όπου δεν ξημερώνει ποτέ η μέρα, η χώρα της νύχτας, η χώρα της ομίχλης που δε διαλύεται ποτέ, όπου χάσκει το στόμιο του Κάτω Κόσμου». Αυτή τη φορά δε μιλάμε απλώς για ακραίες ανθρώπινες εμπειρίες, στις οποίες όταν εμπλέκεται κανείς κινδυνεύει να ξεχάσει το παρελθόν και την ανθρωπιά του, αυτή τη φορά ο Οδυσσέας θα πλησιάσει τα όρια του κόσμου των νεκρών. Η Κίρκη εξηγεί στον Οδυσσέα το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει: «Θα δέσεις το καράβι σου στο τάδε μέρος, θα προχωρήσεις με τα πόδια, θα δεις ένα βάραθρο, θα έχεις μαζί σου αλεύρι, θα πάρεις ένα κριάρι, θα το σφάξεις, θα χύσεις το αίμα του γύρω γύρω και θα δεις να βγαίνουν μέσα από το χώμα πλήθος είδωλα, σκιές, φαντάσματα, οι ψυχές των πεθαμένων. Θα πρέπει τότε να ξεχωρίσεις την ψυχή του Τειρεσία για να μη σου φύγει, να τον βάλεις να πιει από το αίμα του κριαριού σου, ώστε να δυναμώσει λίγο και να σου πει τι πρέπει να κάνεις».
Χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο και οι σύντροφοί του ξεκινάνε πάλι και πηγαίνουν εκεί πέρα. Ο Οδυσσέας εκτελεί το αναγκαίο τελετουργικό. Βρίσκεται μπροστά στο βάραθρο, έχει ρίξει το αλεύρι, έχει σφάξει το κριάρι, το αίμα είναι έτοιμο να το πιουν. Βλέπει τότε να έρχεται προς το μέρος του ένα πλήθος, όλοι όσοι δεν είναι πια παρά κανένας, ούης, όπως παρέστησε ο Οδυσσέας ότι ήταν, όσοι δεν έχουν όνομα, οι νώνυμνοι, όσοι δεν έχουν πρόσωπο, όλοι εκείνοι που πια δεν μπορούμε να τους δούμε, που δεν είναι πια τίποτα. Αποτελούν μια συγκεχυμένη ΠΡΑΓΜΑΤΙ, Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ
120
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
μάζα πλασμάτων που κάποτε υπήρξαν άτομα αυτοτελή, αλλά έχουν ξεχάσει τα πάντα. Από τη μάζα αυτή που παρελαύνει εμπρός του, υψώνεται μια βουή τρομερή και συγκεχυμένη. Δεν έχουν όνομα, δε μιλούν, είναι ένας θόρυβος χαοτικός. Τον Οδυσσέα τον πιάνει τρομερός φόβος μπροστά στο θέαμα αυτό, μπροστά στην απειλή που παρουσιάζεται στα μάτια και τα αυτιά του, να διαλυθεί μέσα σε ένα άμορφο κράμα, ο δεινός λόγος του να χαθεί μέσα στον ανήκουστο αυτό θόρυβο, η δόξα του, η φήμη, το όνομά του να ξεχαστούν, μπροστά στον κίνδυνο να χαθεί μέσα στη νύχτα αυτή. Εμφανίζεται ωστόσο ο Τειρεσίας. Ο Οδυσσέας τον αφήνει να πιει και ο Τειρεσίας τού αναγγέλλει ότι θα επιστρέψει στο σπιτικό του, ότι η Πηνελόπη τον περιμένει και του λέει επίσης τα νέα όλων. Ο Αγαμέμνονας είναι νεκρός, και ο Οδυσσέας βλέπει επίσης τους ίσκιους από κάμποσους ήρωες, βλέπει τη μητέρα του, αναγνωρίζει τον Αχιλλέα και τον ρωτάει. Αφού πιει λίγο αίμα και δυναμώσει κάπως, ο Αχιλλέας μιλάει. Την ώρα που όλος ο κόσμος υμνεί τη δόξα του, που το κλέος, η φήμη του λάμπει περίλαμπρη σ όλη την οικουμένη, που αποτελεί το πρότυπο του ήρωα και ακόμα και στον Αδη αναγνωρίζεται η ανωτερότητά του, τι λέει ο Αχιλλέας; Ας τον ακούσουμε: «Καλύτερα να ήμουν χωρικός και να κυλιέμαι στη λάσπη και στην κοπριά, κουρελής, ο πιο φτωχός στη γη ολόκληρη, παρά ο Αχιλλέας στον κόσμο ετούτο των νεκρών, στον Άδη». Τα λεγόμενα του Αχιλλέα στην Οδύσσεια έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την /λίάδα: ο Αχιλλέας είχε, λέει, να διαλέξει ανάμεσα σε βίο σύντομο και ένδοξο και βίο μακρύ αλλά άδοξο και ούτε στιγμή δε δίστασε, δεν αμφέβαλε: όφειλε να διαλέξει τον ένδοξο βίο, τον ηρωικό θάνατο στον ανθό της νιότης του, διότι η δόξα ενός σύντομου βίου που σφραγίζεται από έναν ωραίο θάνατο αξίζει πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Τώρα λέει ακριβώς το αντίθετο. Όταν πεθαίνει κανείς, αν μπορούσε να διαλέξει και πάλι, θα προτιμούσε να είναι ένας φτωχός και ψειριάρης χωρικός στα χερσοτόπια της Ελλάδας, παρά ο σπουδαίος Αχιλλέας στον κόσμο των νεκρών.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
121
Ο Οδυσσέας ακούει την εξομολόγηση του και αναχωρεί. Ξανακάνει στάση στην Κίρκη, που τον υποδέχεται και πάλι, τον ταΐζει, αυτόν και τους συντρόφους του, του προσφέρει ψωμί και κρασί, και μετά τους δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν. Τους εξηγεί ειδικότερα τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουν τις τρομερά επικίνδυνες κρεμαστές πέτρες, τις Πλαγκτές, τους κινούμενους βράχους που σμίγουν την ώρα που περνάς ανάμεσά τους. Για να τις αποφύγουν, θα πρέπει να περάσουν ανάμεσα στη Χάρυβδη και τη Σκύλλα. Η Χάρυβδη είναι ένα βάραθρο που απειλεί να τους καταπιεί και η Σκύλλα ένας βράχος που υψώνεται προς τον ουρανό με ένα τέρας απάνω, που σε αρπάζει και σε καταβροχθίζει. Τους επισημαίνει ακόμα ότι εκτός από τους γιγαντιαίους βράχους που θα συναντήσουν, οπότε θα βρεθούν στο δίλημμα ποιον από τους δυο κινδύνους να διαλέξουν, τη Χάρυβδη ή τη Σκύλλα, θα συναντήσουν επίσης και τις Σειρήνες, πάνω στο νησάκι τους. Όποιο καράβι περάσει από εκεί και οι ναύτες ακούσουν το τραγούδι των Σειρήνων, χάνεται, διότι δεν μπορούν να αντισταθούν στο τραγούδι τους και το καράβι τους τσακίζεται στους ύφαλους. Ο Οδυσσέας φτάνει με το πλοίο του στο βράχο όπου κάθονται οι τραγουδίστριες. Τι κάνει ο πανέξυπνος Οδυσσέας;Έχει προμηθευτεί κερί και τη στιγμή που διακρίνουν το νησάκι όπου είναι σκαρφαλωμένες οι Σειρήνες, οι οποίες είναι πουλιά-γυναίκες ή γυναίκες-πουλιά, γλυκόλαλες τραγουδίστριες, βουλώνει τα αυτιά όλων των μελών του πληρώματός του με κερί, για να μην ακούνε τίποτα, αυτός όμως δεν αρνείται να ακούσει. Δεν είναι απλώς ο άνθρωπος της πίστης και της μνήμης αλλά, όπως και στο επεισόδιο με τον Κύκλωπα, είναι αυτός που θέλει να μάθει, ακόμα και αυτά που δεν πρέπει να μάθει. Δε θέλει να περάσει δίπλα από τις Σειρήνες χωρίς να ακούσει το τραγούδι τους, χωρίς να ξέρει τι τραγουδάνε και πώς το τραγουδάνε. Δεν κλείνει λοιπόν τα αυτιά του, αλλά βάζει και τον δένουν πολύ γερά στο κατάρτι, ώστε να μην μπορεί να κουνηθεί. Το πλοίο περνάει και τη στιγμή που πλησιάζει στο νησί των Σειρήνων, ξαφ-
122
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
νικά επικρατεί γαλήνη, όπως την ονομάζουν οιΈλληνες: απόλυτη ηρεμία, ο άνεμος πέφτει, δεν ακούγεται το παραμικρό, το καράβι μένει σχεδόν ακίνητο και τότε οι Σειρήνες πιάνουν το τραγούδι τους. Τι τραγουδάνε; Απευθύνονται στον Οδυσσέα σαν να είναι οι Μούσες, οι κόρες της Μνημοσύνης, που ενέπνεαν τον Όμηρο, ενέπνεαν τον αοιδό όταν διηγούνταν τα κατορθώματα των ηρώων. Του λένε: «Οδυσσέα, Οδυσσέα, ένδοξε Οδυσσέα πολυαγαπημένε, έλα, έλα, άκουσέ μας, θα σου τα πούμε όλα, θα τραγουδήσουμε τη δόξα των ηρώων, θα τραγουδήσουμε τη δόξα τη δική σου». Την ώρα που αποκαλύπτουν την Αλήθεια με το Α κεφαλαίο, όλα όσα έχουν συμβεί δηλαδή με ακρίβεια, την ίδια στιγμή γύρω γύρω στο νησάκι των Σειρήνων υπάρχουν ένα σωρό κουφάρια που λιώνουν στον ήλιο, στην αμμουδιά. Είναι όλοι όσοι υπέκυψαν στο κάλεσμά τους και κείτονται νεκροί. Οι Σειρήνες είναι το κάλεσμα του πόθου για γνώση, η ερωτική έλξη — είναι η προσωποποίηση της σαγήνης— και το κάλεσμα του θανάτου μαζί. Αυτά που λένε στον Οδυσσέα είναι περίπου αυτά που θα λέγονται γι' αυτόν όταν θα πάψει να υπάρχει, όταν θα έχει διασχίσει το όριο ανάμεσα στον κόσμο του φωτός και του ερέβους, όταν θα έχει γίνει ο Οδυσσέας που τη ζωή του την ιστορούσαν οι άνθρωποι και που εγώ σας θυμίζω τις περιπέτειές της. Του τις διηγούνται όσο είναι ακόμα ζωντανός, σαν να είναι ήδη πεθαμένος, ή σαν να βρίσκεται σε έναν τόπο και ένα χρόνο όπου το όριο ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκρούς, στο φως της ημέρας και στη νύχτα του θανάτου, δεν είναι σαφώς καθορισμένο, είναι ακόμα απροσδιόριστο, συγκεχυμένο, διαπερατό. Τον τραβούν προς το θάνατο, ο οποίος θα επισφραγίσει τη δόξα του, προς το θάνατο τον οποίο ο Αχιλλέας λέει πως δε θα τον ήθελε, παρ' όλο που όσο ήταν ζωντανός πόθησε τη δόξα του, διότι μόνο ο θάνατος μπορεί να προσδώσει στους ανθρώπους αιώνια φήμη. Ο Οδυσσέας ακούει το τραγούδι των Σειρήνων ενώ το καράβι του πλέει αργά αργά* χτυπιέται, θέλει να πάει στις τραγουδίστριες, αλλά οι ναύτες τού σφίγγουν κι άλλο τα σκοινιά.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
123
Τέλος, το πλοίο απομακρύνεται για πάντα από τις Σειρήνες και βρίσκεται στη συνέχεια κοντά στις πέτρες που σμίγουν και χτυπιούνται μεταξύ τους. Ο Οδυσσέας προτιμά τη Σκύλλα από τη Χάρυβδη, με αποτέλεσμα, την ώρα που το καράβι περνάει από μπροστά της, η Σκύλλα με τα έξι κεφάλια, με τα δώδεκα σκυλίσια πόδια, να αρπάξει κάμποσους ναύτες και να τους κατασπαράξει ζωντανούς. Λίγο αργότερα φτάνουν σε ένα άλλο νησί, τη Θρινακία, τη χώρα του Ήλιου. Το νησί αυτό ανήκει πράγματι στον Ήλιο, τον παντεπόπτη. Υπάρχουν εκεί θεϊκά κοπάδια, αθάνατα, που δεν αναπαράγονται. Ο αριθμός τους είναι σταθερός και ισούται με τον αριθμό των ημερών του έτους. Καμιά αλλαγή δεν πρέπει να γίνει, δεν πρέπει ούτε να αυξηθούν ούτε να μειωθούν. Όλα τους είναι ζώα υπέροχα και μεταξύ άλλων ο Τειρεσίας φανέρωσε σχετικά στον Οδυσσέα τα εξής: «Όταν θα περάσεις από το νησί τουΉλιου, επ' ουδενί να μην αγγίξεις ούτε ένα ζώο από το ιερό κοπάδι. Αν δεν τα αγγίξεις, τότε έχεις ελπίδες να γυρίσεις στο σπίτι σου. Αν τα αγγίξεις, όλα είναι χαμένα». Προτού πλησιάσει στη Θρινακία, ο Οδυσσέας θυμάται, όπως είναι φυσικό, την απαγόρευση αυτή και προειδοποιεί το πλήρωμά του. «Θα φτάσουμε στη χώρα όπου βόσκουν τα κοπάδια του Ήλιου, αλλά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τα πειράξουμε. Τα ζώα αυτά κανείς δεν τα αγγίζει, είναι ιερά. Ο ήλιος τα φυλάει ζηλόφθονα. Θα φάμε τις προμήθειές μας πάνω στο καράβι, και δε θα σταματήσουμε στο νησί». Οι ναύτες όμως είναι εξαντλημένοι, έχουν περάσει σοβαρούς κινδύνους, κάποιοι σύντροφοί τους έχασαν τη ζωή τους, είναι ξεθεωμένοι, κατάκοποι και απαντούν στον Οδυσσέα: «Από σίδερο είσαι φτιαγμένος και δε θες να σταματήσουμε;». Ο Ευρύλοχος παίρνει το λόγο εξ ονόματος του πληρώματος και λέει: «Θα σταματήσουμε. — Ωραία, λέει ο Οδυσσέας, αλλά θα φάμε μόνο τις προμήθειες που μας έχει δώσει η Κίρκη». Η μάγισσα τρεφόταν με νέκταρ και αμβροσία, αλλά τους πρόσφερε ψωμί και κρασί, τις τροφές των ανθρώπων. Το πλοίο αράζει, κατεβαίνουν στην αμμουδιά και τρώνε τα φαγητά τους. Την επομένη σηκώνεται ένας θυελλώδης άνεμος, ο οποίος θα
124
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
συνεχίσει να φυσάει για πάρα πολλές μέρες, εμποδίζοντάς τους να φύγουν. Είναι αποκλεισμένοι λοιπόν στο νησί και σιγά σιγά τα αποθέματά τους, τα τρόφιμά τους εξαντλούνται. Η πείνα τούς πολιορκεί, τους σφίγγει το στομάχι. Η πείνα είναι μία από τις οντότητες που ο Ησίοδος αναφέρει ως τέκνα της Νύχτας. Ο Λιμός, η Πείνα, συγκαταλέγεται στη σπορά της Νύχτας, μαζί με το Φόνο, το Σκοτάδι. Λήθη, Τπνος, Πείνα: η φρικτή τριάδα των σκοτεινών, νύκτιων δυνάμεων καραδοκεί. Στην προκειμένη περίπτωση, πρώτη ορμάει η πείνα. Βρίσκουν λοιπόν ως λύση το ψάρεμα. Οι ναύτες πιάνουν κανένα ψάρι πού και πού, αλλά δε φτάνει* δεν έχουν σχεδόν τίποτα να φάνε. Ο Οδυσσέας, για άλλη μια φορά, αφήνει τους συντρόφους του, ανεβαίνει στην κορυφή του βουνού για να δει τι μπορεί να κάνει και αποκοιμιέται. Για άλλη μια φορά, η νύχτα του ύπνου τυλίγει, θεόσταλτη, τον Οδυσσέα. Την ώρα που κοιμάται, η πείνα βρίσκει το πεδίο ελεύθερο και, διά στόματος Ευρύλοχου, απευθύνεται σε όλους τους συντρόφους του: «Δε θα καθίσουμε να πεθάνουμε από την πείνα, κοιτάξτε τις υπέροχες αυτές αγελάδες, τις βλέπεις μόνο και σου τρέχουν τα σάλια». Επωφελούμενοι από την απουσία του Οδυσσέα και από το γεγονός ότι είναι κλεισμένος στο νύκτιο κόσμο του, ότι δε βρίσκεται εκεί, περικυκλώνουν το κοπάδι. Κυνηγάνε τα ζώα και θυσιάζουν αρκετά από αυτά. Τα καταδιώκουν, τα στριμώχνουν, τα σφάζουν και τα μαγειρεύουν. Άλλα κομμάτια τα βάζουν σε χύτρες και άλλα τα ψήνουν στη φωτιά. Εκείνη τη στιγμή, στα υψώματα του νησιού, ο Οδυσσέας ξυπνάει. Μυρίζει την τσίκνα από τα κρέατα που ψήνονται. Τον πιάνει ξαφνικά μια τρομερή αγωνία και απευθύνεται στους θεούς: «Θεοί, μου τη φέρατε, μου στείλατε τη σκοτεινιά του ύπνου, που δεν ήταν ύπνος γλυκός, αλλά ύπνος της λήθης και του θανάτου, και τώρα βρίσκομαι μπροστά στο έγκλημα αυτό». Κατεβαίνει κάτω, βρίζει τους συντρόφους του, αλλά αυτοί έχουν ξεχάσει τις οδηγίες και τις συμβουλές και δε σκέφτονται άλλο από το φαγητό.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
125
Ωστόσο, συμβαίνουν κάποια θαύματα: τα ζώα, τεμαχισμένα και μαγειρεμένα, συνεχίσουν να μουγκανίζουν σαν να ήταν ζωντανά. Είναι νεκρά αλλά εξακολουθούν να ζουν, αφού είναι αθάνατα. Η θυσία τελέστηκε με λάθος τρόπο και κατά παρέκκλιση, λες και επρόκειτο για κυνήγι άγριων ζώων, έτσι μπέρδεψαν τα άγρια με τα ήμερα. Τώρα τα θαύματα πολλαπλασιάζονται, αλλά οι σύντροφοι του Οδυσσέα συνεχίζουν να τρώνε, να περιδρομιάζουν και στη συνέχεια το ρίχνουν στον ύπνο. Αμέσως τα μουγκανητά ησυχάζουν, ο άνεμος πέφτει. Ανοίγουν πάλι πανιά. Ανεβαίνουν στο καράβι και πριν προλάβει το πλοίο να απομακρυνθεί από το νησί, ο Ήλιος απευθύνεται αυτή τη φορά όχι στον Ποσειδώνα αλλά στο Δία και του λέει: «Κοίταξε τι έκαναν! Σκότωσαν τα ζώα μου, πρέπει να το πληρώσουν. Αν δεν το κάνεις, εγώ, ο Ήλιος, θα σταματήσω να λάμπω για τους αθάνατους θεούς στον Αιθέρα, θα σταματήσω να λάμπω για τους θνητούς ανθρώπους που βλέπουν την ημέρα να διαδέχεται τη νύχτα στη γη. Θα πάω και θα λάμπω για τους νεκρούς, εκεί κάτω! Θα κατέβω στον Αδη και το φως μου θα φωτίσει τα σκοτάδια. Και εσείς, θεοί και άνθρωποι, θα μείνετε μες στη νύχτα». Ο Δίας τον αποτρέπει από το σχέδιό του. «Θα τα κανονίσω εγώ όλα» δηλώνει. Ο Οδυσσέας δεν επαγρύπνησε και άφησε τους ναύτες του να κάνουν το σφάλμα να μπερδέψουν το ιερό και το ανόσιο, το κυνήγι με τη θυσία, να ανακατέψουν τα πάντα, με κίνδυνο ο ήλιος να φωτίσει τη νύχτα και η νύχτα να επικρατήσει εκεί που λάμπει ο ήλιος. Φεύγουν με το καράβι, αλλά δεν προλαβαίνουν να απομακρυνθούν λιγάκι και ο Δίας, ψηλά από τα ουράνια, σκοτεινιάζει τον ουρανό. Το καράβι βρίσκεται ξαφνικά μέσα στα σκοτάδια, τα κύματα θεριεύουν, ο κεραυνός χτυπάει το καράβι, το κατάρτι τσακίζεται και συντρίβει πέφτοντας την κεφαλή του τιμονιέρη, που πέφτει στο νερό. Το πλεούμενο τραντάζεται, αναποδογυρίζει, γίνεται χίλια κομμάτια. Όλοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα λες κι έγιναν ζώα: μοιάζουν με κουρούνες που τις δέρνουν τα κύματα. Ο Οδυσσέας, γαντζωμένος σε μια σανίδα του καραβιού, θα θαλασσοδέρνε-
126
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
ται εννιά ημέρες. Τη δέκατη, τα κύματα θα τον αποθέσουν, μισοπεθαμένο, σε μια ακτή, στο νησί της Καλυψώς.
Το νησί της Καλυψώς ΟΤΑΝ Ο ΚΕΡΑΥΝΌς ΧΤΎΠΗΣΕ το καράβι του Οδυσσέα, όλοι οι ναύτες που είχαν απομείνει πνίγηκαν, επέπλεαν σαν μαύρες κουρούνες που τις δέρνει η θάλασσα. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Οδυσσέας. Αρπάχτηκε από ένα κατάρτι, μια σανίδα του πλοίου, και το ρεύμα τον παρέσυρε αμέσως προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τη Χάρυβδη δηλαδή, όπου βρέθηκε σε δεινή θέση. Σώθηκε σχεδόν από θαύμα. Παρέμεινε για άλλες εννιά ημέρες, μόνος, εξαντλημένος, μες στα κύματα* τα ρεύματα τον παρέσερναν από δω και από κει, στην άκρη του κόσμου. Την ώρα που θα τον κατάπινε πια η θάλασσα, ξεβράστηκε θαλασσοδαρμένος στο νησί της Καλυψώς. Ένα νησί στην άκρη του κόσμου, δε βρίσκεται καν στα όρια της επικράτειας του νερού, ένα υδάτινο άπειρο το χωρίζει από τους θεούς και τους ανθρώπους. Βρίσκεται στο πουθενά. Ο Οδυσσέας λοιπόν κείτεται εξαντλημένος και η Καλυψώ τον περιμαζεύει. Σε αντίθεση με ό,τι έγινε στο νησί της Κίρκης, όπου οι ναύτες του Οδυσσέα και ο ίδιος ο Οδυσσέας πήγαν στη νύμφη ως ικέτες, αυτή τη φορά η Καλυψώ σώζει τον Οδυσσέα. Θα παραμείνει εκεί μια αιωνιότητα, πέντε χρόνια, δέκα χρόνια, δεκαπέντε χρόνια, δεν έχει σημασία, αφού ο χρόνος πια δεν υπάρχει. Βρίσκεται έξω από το χώρο, έξω από το χρόνο. Όλες οι μέρες μοιάζουν μεταξύ τους. Ζει με την Καλυψώ σε μια διαρκή οικειότητα, μια μόνιμη συνομιλία, γεμάτη έρωτα, χωρίς καμία επαφή με κανένα, χωρίς κανέναν άλλο, οι δυο τους μέσα στην απόλυτη μοναξιά. Μέσα σε ένα χρόνο όπου τίποτα δε συμβαίνει, όπου τίποτα καινούριο δε γίνεται και γεγονότα δεν υπάρχουν, η κάθε μέρα είναι πανομοιότυπη με την προηγούμενη. Ο Οδυσσέας βρίσκεται έξω από τον κόσμο, έξω από το χρόνο, στο νησί της Καλυψώς. Η ίδια είναι όλο αγάπη και κατανόηση απέναντι στον Οδυσσέα. Την ίδια ώρα όμως η
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
127
Καλυψώ, όπως δηλώνει το όνομα της, που προέρχεται από το ελληνικό ρήμα καλύπτείν, «κρύβω», κρύβεται σε ένα χώρο έξω από τα πάντα και κρύβει επίσης και τον Οδυσσέα από όλα τα βλέμματα.
Ένας παράδεισος σε μικρογραφία Σ Τ Η Ν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑ, από το σημείο αυτό αρχίζει ο Όμηρος την αφήγηση των περιπετειών του Οδυσσέα. Εδώ και δέκα χρόνια, ο ήρωας κρύβεται στο νησί της Καλυψώς. Μένει με τη νύμφη, έχει φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού του, της οδύσσειάς του. Όλα αρχίζουν εδώ, εδώ παίζονται όλα. Πραγματικά, η Αθηνά, επωφελούμενη από το γεγονός ότι ο Ποσειδώνας, ο οποίος καταδιώκει τον Οδυσσέα από τη μνησικακία και το μίσος του, έχει εφησυχάσει, παρεμβαίνει. Ο Ποσειδώνας έχει πάει να επισκεφτεί τους Αιθίοπες, όπως κάνει πολλές φορές, για να γλεντήσει με τα μυθικά, αιώνια νέα αυτά πλάσματα, που αναδίνουν ευωδιά βιολέτας, δε γνωρίζουν τη σήψη και δεν έχουν ανάγκη καν να δουλεύουν, διότι κάθε πρωί βρίσκουν σε ένα λιβάδι τη ζωική και φυτική τροφή, πανέτοιμη, μαγειρεμένη όπως στη χρυσή εποχή. Κατοικούν στις δυο άκρες του κόσμου, στην άκρη της Ανατολής και στην άκρη της Δύσης. Ο Ποσειδώνας τούς επισκέπτεται στις δύο εσχατιές του κόσμου, τρώει και χαίρεται μαζί τους. Η Αθηνά επωφελείται λοιπόν από τις περιστάσεις αυτές και εξηγεί στον πατέρα της το Δία ότι η κατάσταση αυτή δεν πάει άλλο, ότι όλοι οι Έλληνες ήρωες που δε σκοτώθηκαν στην τρωική γη, ή στην επιστροφή δε χάθηκαν στη θάλασσα, έχουν επιστρέψει πια στον τόπο τους, έχουν ξαναβρεί τους δικούς τους, το σπιτικό και τη γυναίκα τους. Ένας μόνο, ο Οδυσσέας, ο ευσεβής Οδυσσέας, με τον οποίο είναι ιδιαιτέρως δεμένη, είναι φυλακισμένος στο νησί της Καλυψώς. Μπροστά στην επιμονή της κόρης του και καθώς απουσιάζει ο Ποσειδώνας, ο Δίας παίρνει την απόφασή του. Ρίχνει τα ζάρια και αποφασίζει τις τύχες: ο Οδυσσέας πρέπει να επιστρέψει. Εύκολη κουβέντα, πρέπει όμως πρώτα να τον
128
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
αφήσει η Καλυψώ. Αυτό το αναλαμβάνει ο Ερμής και η αποστολή αυτή δεν του αρέσει καθόλου: δεν έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στο σπίτι της Καλυψώς, πράγμα κατανοητό, αφού είναι ένας τόπος του πουθενά. Είναι μακριά από τους θεούς, μακριά από τους ανθρώπους. Για να πάει κανείς, πρέπει να διασχίσει μια τεράστια έκταση αλμυρού νερού, θαλασσόνερου. Ο Ερμής φοράει τα σανδάλια του, είναι γρήγορος σαν την αστραπή, σαν τη σκέψη. Κατσουφιάζοντας και λέγοντας ότι την παραγγελία αυτή την εκτελεί από υπακοή και μόνο και παρά τη θέλησή του, καταφθάνει στο νησί της Καλυψώς. Μένει έκθαμβος ανακαλύπτοντας αυτό τον τόπο τού πουθενά: το μικρό νησί μοιάζει με παράδεισο σε μικρογραφία. Έχει κήπους, δάση, πηγές, νερά τρεχούμενα, λουλούδια, σπήλαια ωραία επιπλωμένα, όπου η Καλυψώ τραγουδάει, κλώθει, υφαίνει, συνευρίσκεται με τον Οδυσσέα. Ο Ερμής έχει μείνει ενεός. Πλησιάζει την Καλυψώ. Δεν έχουν ιδωθεί ποτέ, αλλά αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον. «Λοιπόν, αγαπητέ μου Ερμή, πώς από τα μέρη μας; Δε μας έχεις συνηθίσει σε επισκέψεις. — Πράγματι, της απαντάει ο Ερμής, αν ήταν στο χέρι μου δε θα είχα έρθει, μεταφέρω όμως μια εντολή του Δία. Η απόφαση έχει ληφθεί, πρέπει να αφήσεις τον Οδυσσέα να φύγει. Ο Δίας θεωρεί ότι δεν υπάρχει λόγος ο Οδυσσέας μόνο από όλους τους ήρωες της Τροίας να μη γυρίσει στο σπίτι του». Η Καλυψώ τού απαντά: «Άσε τις αηδίες τώρα, ξέρω πολύ καλά γιατί θέλετε να αφήσω τον Οδυσσέα. Γιατί εσείς οι θεοί είστε πλάσματα αξιολύπητα, χειρότεροι από τους θνητούς, είστε ζηλιάρηδες. Την ιδέα ότι μια θεά ζει με ένα θνητό, αυτό δεν μπορείτε να υποφέρετε. Η ιδέα ότι εδώ και χρόνια ζω ήσυχα με τον άντρα αυτόν, ομόκλινό μου, αυτό σάς ενοχλεί». Καθώς όμως δεν έχει περιθώρια επιλογής, προσθέτει: «Ωραία, σύμφωνοι, θα τον διώξω». Ο Ερμής ξαναγυρίζει στονΌλυμπο. Από δω και μπρος, η ίδια η αφήγηση γίνεται καταιγιστική. Η διαδρομή του Οδυσσέα τον απομάκρυνε από τον κόσμο των ανθρώπων, τον οδήγησε ως τη χώρα των νεκρών, στους Κιμμέριους, στο έσχατο όριο του κόσμου του φωτός, του κόσμου των ζωντανών. Προς
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
129
το παρόν, ζει τη θεϊκή αυτή παρένθεση, αδρανής, απομονωμένος στα πλάτη της θάλασσας. Η περιπλάνησή του έχει καταλήξει εδώ και δέκα χρόνια περίπου μια μοναχική, ερωτική συνομιλία με την Καλυψώ. Τι έκανε ο Οδυσσέας την ώρα που ο Ερμής έμπαινε στη σπηλιά της Καλυψώς; Είχε καταφύγει ολομόναχος σε έναν κάβο, μπροστά στη θάλασσα που άφριζε μανιασμένη, και έκλαιγε με όλη του την ψυχή. Είχε γίνει ολόκληρος ένα δάκρυ. Όλη η υγρή ζωτικότητα που έκρυβε μέσα του κυλούσε από τα μάτια, το δέρμα του, δεν άντεχε άλλο. Τι είχε πάθει; Μες στην καρδιά του νοσταλγούσε την προηγούμενη ζωή του, νοσταλγούσε την Ιθάκη και τη γυναίκα του, την Πηνελόπη. Η Καλυψώ ήξερε βέβαια ότι ο Οδυσσέας εξακολουθούσε να σκέφτεται το νόστο, ότι ήταν ο άνθρωπος του νόστου. Ήλπιζε όμως ότι θα τον έκανε «να ξεχάσει το νόστο», να μη θυμάται πια ποιος ήταν πριν. Με ποιο τρόπο; Ο Οδυσσέας είχε φτάσει ως τη χώρα των νεκρών, είχε ακούσει κάτω εκεί, ανάμεσα στους ίσκιους, τον Αχιλλέα να λέει πόσο φοβερό πράγμα είναι ο θάνατος, ότι γινόμαστε κάτι σαν φαντάσματα χωρίς ζωή και συνείδηση, σκιές ανώνυμες, το χειρότερο μέλλον που μπορεί να φανταστεί ένας άνθρωπος. Η Καλυψώ, τώρα που το ταξίδι του τέλειωσε —μαζί και τα βάσανά του—, θα του προσφέρει τη δυνατότητα να γίνει αθάνατος, να παραμείνει για πάντα νέος, να μη φοβάται πια το θάνατο και τα γηρατειά. Δίνοντάς του τη διπλή αυτή υπόσχεση, ξέρει τι κάνει. Πράγματι, υπάρχει μια ιστορία που αποκλείεται να μην την ήξερε, όλος ο κόσμος την ξέρει: η Αυγή, η Ηώς, είχε ερωτευτεί έναν πολύ όμορφο νεαρό άντρα, τον Τιθωνό. Τον έκλεψε για να ζήσει μαζί του και ζήτησε από το Δία, επειδή τάχα δεν μπορούσε χωρίς το αγόρι αυτό, να του χαρίσει την αθανασία, έτσι ώστε να μη χωρίσουνε ποτέ. Ο Δίας μισοχαμογέλασε ειρωνικά και της είπε: «Όσον αφορά την αθανασία, σύμφωνοι». Έφτασε λοιπόν ο Τιθωνός στο παλάτι όπου κατοικεί η Αυγή στον Όλυμπο, νεαρός, με το προνόμιο ποτέ να μην πεθάνει, σε λίγο καιρό όμως έγινε χειρότερος και από γέρος, διότι στα
130
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
εκατόν πενήντα, διακόσια χρόνια του, έγινε σαν ένα καταζαρωμένο έντομο, που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει ούτε να κουνηθεί και που δεν έτρωγε τίποτα/Ενας ζωντανός ίσκιος.
Η αδύνατη λησμονιά Η ΚΑΛΥΨΩ ΔΕΝ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ κάτι τέτοιο στον Οδυσσέα, του προσφέρει τη δυνατότητα να γίνει πραγματικά θεός, αθάνατος δηλαδή και πάντα νέος. Η Κίρκη, για να κάνει τους ναύτες να ξεχάσουν το νόστο, τους μεταμόρφωσε σε ζώα, δηλαδή σε πλάσματα υποδεέστερα του ανθρώπου. Η Καλυψώ, από την πλευρά της, προτείνει στον Οδυσσέα να τον μεταμορφώσει όχι σε ζώο αλλά σε θεό, με την ίδια ακριβώς πρόθεση, προκειμένου να ξεχάσει την Ιθάκη και την Πηνελόπη. Το δραματικό στοιχείο, η ουσία αυτής της ιστορίας βρίσκεται στο δίλημμα που αντιμετωπίζει ο Οδυσσέας. Είδε τι σημαίνει θάνατος, τον είδε όταν πήγε στους Κιμμέριους, στην πύλη του Τάρταρου, τον είδε και όταν πέρασε δίπλα από τις Σειρήνες, που υμνούσαν τη δόξα του ξαπλωμένες στο νησί τους, γεμάτο με κουφάρια γύρω γύρω. Η Καλυψώ τού προσφέρει λοιπόν την κατάργηση του θανάτου και την αιώνια νεότητα* για να συντελεστεί όμως η μεταμόρφωση αυτή, πρέπει να πληρώσει ένα τίμημα. Το τίμημα που πρέπει να πληρώσει είναι ότι θα πρέπει να μείνει εκεί, να ξεχάσει την πατρίδα του. Εκτός αυτού, αν μείνει με την Καλυψώ, θα πρέπει να κρύβεται, να πάψει δηλαδή να είναι ο εαυτός του, να πάψει να είναι ο Οδυσσέας, ο ήρωας του νόστου. Ο Οδυσσέας είναι ο ήρωας της θύμησης, είναι έτοιμος να υποβληθεί σε όλες τις δοκιμασίες, όλα τα βάσανα, για να πραγματώσει το πεπρωμένο του, όπου είναι γραμμένο ότι θα βρεθεί στα όρια του κόσμου των ανθρώπων και θα μπορέσει, θα βρει τον τρόπο, θα θελήσει να επιστρέψει και να βρει τον εαυτό του. Όλα αυτά λοιπόν θα πρέπει να τα αρνηθεί. Η Καλυψώ δεν του προσφέρει την αθανασία ως Οδυσσέα, του προσφέρει μια αθανασία ανώνυμη, κι αυτός είναιΈλληνας. Η Αθηνά παίρνει τη μορφή του Μέντορα, ενός σοφού γέροντα, φίλου του Οδυσ-
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
131
σέα, και πάει στην Ιθάκη να επισκεφτεί τον Τηλέμαχο, το γιο του Οδυσσέα, και του λέει: «Ξέρεις ότι ο πατέρας σου είναι ένας άνθρωπος πανέξυπνος, παμπόνηρος, είμαι βέβαιος ότι θα επιστρέψει, ετοιμάσου, θα πρέπει να τον βοηθήσεις. Πήγαινε στις άλλες πόλεις της Ελλάδας να ρωτήσεις αν έχουν νέα του. Μην κάθεσαι εδώ άπρακτος και κλαις τη μοίρα σου, κουνήσου». Ο Τηλέμαχος του απαντάει αρχικά ότι δεν είναι βέβαιος πως ο Οδυσσέας είναι ο πατέρας του: έτσι του είπε η Πηνελόπη, η μητέρα του, ο ίδιος όμως δεν τον έχει δει ποτέ. Πράγματι, όταν έφυγε ο Οδυσσέας, ο Τηλέμαχος μόλις είχε γεννηθεί, ήταν λίγων μηνών μονάχα. Ο Τηλέμαχος όμως τώρα είναι είκοσι χρονών και πάνε είκοσι χρόνια από τότε που έφυγε ο Οδυσσέας. Ο Τηλέμαχος απαντά στην Αθηνά ότι ο πατέρας του είναι ένας άγνωστος και όχι μόνο στον ίδιο* με τη βούληση των θεών είναι ο άνθρωπος που κανείς δεν έχει δει, κανείς δεν έχει ακούσει, είναι άφαντος. Εξαφανίστηκε σαν να τον άρπαξαν οι Άρπυιες και χάθηκε από τον κόσμο των ζωντανών. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε, και προσθέτει: «Αν είχε τουλάχιστον σκοτωθεί πολεμώντας σε γη ελληνική, ή καθώς επέστρεφε με τα πλοία του, οι σύντροφοί του θα μας είχαν φέρει τη σωρό του και θα του στήναμε τύμβο με ένα σήμα επάνω, μια επιτύμβια στήλη με το όνομά του χαραγμένο. Έτσι, θα εξακολουθούσε, κατά κάποιο τρόπο, να ζει ανάμεσά μας. Θα μας κληροδοτούσε, τουλάχιστον, σε μένα το γιο του και σε ολόκληρη την οικογένειά του, δόξα άφθαρτη, κλέος άφθιτο)^. Ενώ τώρα έχει εξαφανιστεί από τον κόσμο, έχει χαθεί, τον κατάπιε η γη, ακλεή, χωρίς δόξα καμιά». Η Καλυψώ προτείνει στον Οδυσσέα το εξής, να γίνει αθάνατος, να μείνει για πάντα νέος, αλλά να τον καλύπτει ένα νέφος σκοτεινό, κανείς να μην κάνει λόγο γι' αυτόν, κανένα ανθρώπινο πλάσμα να μην προφέρει το όνομά του και, φυσικά, κανένας ποιητής να μην ψάλει τη δόξα του. Όπως λέει σε έναν ύμνο του ο Πίνδαρος, τα μεγάλα κατορθώματα δεν πρέπει να μένουν «κρυφά». Το ίδιο ακριβώς ρήμα, καλύπτειν, έδωσε στην
132
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Καλυψώ το όνομα της. Για να υπάρξει ένα κατόρθωμα, πρέπει να το υμνήσει με την ποίηση του ένας σπουδαίος αοιδός. Εννοείται ότι, αν ο Οδυσσέας μείνει με την Καλυψώ, δε θα υπάρξει Οδύσσεια, άρα δεν θα υπάρχει και Οδυσσέας. Το δίλημμα λοιπόν είναι και πάλι το εξής: ανώνυμη αθανασία, χωρίς όνομα, πράγμα που σημαίνει ότι ο Οδυσσέας θα ζήσει εσαεί, αλλά σαν τους νεκρούς του Άδη, που τους ονομάζουν ανώνυμους διότι έχουν απολέσει την ταυτότητά τους· ή, αντιθέτως, θνητή ύπαρξη, στη διάρκεια της οποίας, όμως, ο Οδυσσέας θα είναι ο εαυτός του, αξιόμνηστος, στεφανωμένος δόξα. Ο Οδυσσέας λέει λοιπόν στην Καλυψώ ότι προτιμά να γυρίσει πίσω. Δε νιώθει πια κανένα πόθο, ίμερο ή έρωτα, για τη σγουρομάλλα νύμφη με την οποία έζησε μαζί δέκα ολόκληρα χρόνια. Εξακολουθεί να πλαγιάζει μαζί της το βράδυ, αλλά επειδή εκείνη το θέλει. Εκείνος δε θέλει πια. Ο μόνος του πόθος είναι να ξαναβρεί τη θνητή ζωή του, ποθεί ακόμα και το θάνατο. Ο ίμερος του στρέφεται προς τη θνητή ζωή, επιθυμεί να εκπληρώσει τη ζωή του. Η Καλυψώ τού λέει: «Τόσο πολύ δεμένος είσαι με την Πηνελόπη, προτιμάς την Πηνελόπη από μένα; Τη βρίσκεις πιο όμορφη ; — Καθόλου, τι λες τώρα, απαντά ο Οδυσσέας, εσύ είσαι μια θεά, είσαι πιο όμορφη, είσαι σπουδαία, είσαι υπέροχη και δε συγκρίνεσαι με την Πηνελόπη, το ξέρω. Η Πηνελόπη όμως είναι η Πηνελόπη, είναι η ζωή μου, είναι η γυναίκα μου, είναι ο τόπος μου. — Εντάξει, λέει η Καλυψώ, καταλαβαίνω». Εκτελεί λοιπόν τις εντολές του Δία και τον βοηθάει να φτιάξει μια σχεδία. Μαζί κόβουν τα δέντρα, τα αρμολογούν για να φτιάξουν μια στέρεη σχεδία, με ένα κατάρτι επάνω. Έτσι, ο Οδυσσέας αφήνει την Καλυψώ και στο σημείο αυτό αρχίζουν νέες περιπέτειες. Γυμνός και αόρατος ΑΡΜΕΝΊΖΕΙ ΜΕ ΤΗ ΣΧΈΔΙΑ. Όλα πάνε καλά. Μετά από πολυήμερο ταξίδι, ο Οδυσσέας βλέπει μια ασπίδα ακουμπισμένη
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
133
πάνω στη θάλασσα: είναι το νησί των Φαιάκων. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Ποσειδώνας, που γλέντησε όσο ήταν να γλεντήσει με τους Αιθίοπες, ξεκινάει να γυρίσει στον Όλυμπο. Ψηλά από τον ουρανό, βλέπει μια σχεδία και ένα παλικάρι να κρατιέται από το κατάρτι της, αναγνωρίζει τον Οδυσσέα. Κυριολεκτικά μανιάζει. Δέκα χρόνια είχε να ακούσει να γίνεται λόγος γι' αυτό το υποκείμενο, καταλαβαίνει όμως ότι οι θεοί αλλιώς προστάζουν, ότι ο Δίας έχει αποφασίσει. Δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό. Κεραυνοβολεί και πάλι τη σχεδία, τη συντρίβει και ο Οδυσσέας παλεύει για άλλη μια φορά με θεόρατα κύματα, καταπίνει έναν τόνο νερό, είναι μισοπνιγμένος. Εκείνη τη στιγμή τον βλέπει, για καλή του τύχη, μια άλλη θεότητα, η Ινώ, η Λευκοθέα, η λευκή θεά που εμφανίζεται κάποιες φορές στους ναυαγούς μέσα στις άγριες θύελλες και τους σώζει. Πλησιάζει τον Οδυσσέα και του πετάει ένα μαντίλι, μια ζώνη, και του λέει: «Δέσου μ' αυτό και δε θα χαθείς. Προτού πατήσεις όμως το πόδι σου στη στεριά, να το ρίξεις πάλι πίσω». Παίρνει ο Οδυσσέας το μαντίλι, κολυμπάει με δυσκολία, πλησιάζει στην ακτή, κάθε φορά όμως που πάει να βγει έξω, το αντιμάμαλο τον διώχνει μακριά. Τελικά, διακρίνει λίγο πιο πέρα στην ακτή κάτι σαν λιμανάκι, ένα μέρος όπου εκβάλλει ένα ποτάμι, ένας χείμαρρος. Άρα, τα κύματα εκεί πέρα δε σκάνε πάνω στα βράχια. Κολυμπάει ως εκεί, έχει πέσει η νύχτα, δεν αντέχει άλλο, είναι ξεθεωμένος. Ρίχνει πίσω το φυλαχτό, προχωράει στα τυφλά και σωριάζεται λίγο παραπάνω, στην πλαγιά* κρύβεται κάτω από ένα σωρό φυλλωσιές και αναρωτιέται ποιος να κατοικεί άραγε στον τόπο αυτό, ποιος νέος κίνδυνος τον απειλεί. Έχει αποφασίσει να μην κλείσει μάτι, παρ' όλη την εξάντλησή του. Πάνε νύχτες τώρα που δεν έχει κοιμηθεί, είναι μες στη βρόμα, έτσι όπως παράδερνε στη θάλασσα μέρες ολόκληρες, χωρίς να μπορεί να πλυθεί. Είναι γεμάτος αλάτια, τα μαλλιά του είναι επίσης βρόμικα, ανακατωμένα. Το νησί αυτό λοιπόν είναι το νησί των Φαιάκων, στα μισά του δρόμου ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων, τον κόσμο της
134
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Ιθάκης, της Ελλάδας, και σε έναν κόσμο παράξενο, θαυμαστό, όπου οι κανίβαλοι γειτονεύουν με τις θεές. Αυτή είναι η δουλειά των Φαιάκων, είναι οι περαματάρηδες. Είναι ναυτικοί που έχουν πλοία μαγικά: πλοία που ταξιδεύουν μοναχά τους, ολόγοργα, για οπουδήποτε, χωρίς να χρειάζεται να τα οδηγεί κανείς, ούτε να τους δίνει ώθηση κωπηλατώντας. Μοιάζουν λιγάκι στον Ερμή, το θεό του ταξιδιού και των δρόμων, εκφράζουν τη δύναμη της παλινδρομικής κίνησης από τον έναν κόσμο στον άλλο. Και ακόμη, το νησί αυτό δε βρίσκεται σε άμεση επαφή με τον περιβάλλοντα χώρο. Οι Φαίακες είναι «περαματάρηδες», κανείς όμως δεν έρχεται στο νησί τους, ποτέ κανένας ξένος άνθρωπος δεν πηγαίνει εκεί. Αντιθέτως, μερικές φορές οι θεοί αυτοπροσώπως πηγαίνουν να κάνουν μια βόλτα από κει και εμφανίζονται με την πραγματική τους μορφή, δεν έχουν ανάγκη να μεταμορφωθούν. Κρυμμένος λοιπόν μες στη λαγκαδιά ο Οδυσσέας κοιμάται, όταν έρχεται το ξημέρωμα. Στο βασιλικό παλάτι, ο βασιλιάς έχει μια νεαρή κόρη, δεκαπέντε, δεκάξι χρονών. Είναι σε ηλικία γάμου, σίγουρα όμως είναι δύσκολο να βρεθεί στη Φαιακία ένας άντρας που να ανταποκρίνεται σε όλα όσα ο πατέρας της προσδοκά από το γαμπρό του. Τη νύχτα, η κόρη ονειρεύτηκε, σίγουρα η Αθηνά τής έστειλε το όνειρο. Ονειρεύτηκε αυτόν που ίσως θα γίνει ο άντρας της, και το πρωί φώναξε τις δούλες, έτρεξαν αυτές, μάζεψαν όλα τα ασπρόρουχα του σπιτιού, να πάνε να τα πλύνουν στα καθάρια νερά του χείμαρρου και στη συνέχεια να τα απλώσουν, τα όμορφα υφάσματα, τα σεντόνια και τις φορεσιές, να στεγνώσουν στα βράχια. Πρωί πρωί έφεραν ένα κάρο που το έσερναν υποζύγια να κουβαλήσει όλα τα βρόμικα ασπρόρουχα στο χείμαρρο. Αφού έπλυναν τα ρούχα, οι κοπέλες διασκέδαζαν παίζοντας με το τόπι. Μια αδέξια δούλα δεν πιάνει το τόπι που της πετάει η Ναυσικά και της πέφτει μες στο χείμαρρο. Και τα κορίτσια αρχίζουν να ξεφωνίζουν. Ο Οδυσσέας ξυπνάει απότομα, βγαίνει από τις φυλλωσιές, βλέπει τη σκηνή. Είναι ολόγυμνος, όπως τον γέννησε η μάνα
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
135
του, η όψη του είναι τρομερή. Γεμάτος ανησυχία, λοξοκοιτάει με βλέμμα που αστράφτει. Μόλις τον βλέπουν, τα κορίτσια το βάζουν στα πόδια σαν τρομαγμένα πουλιά. Εκτός από τη Ναυσικά: είναι η μεγαλύτερη, η πιο όμορφη, μοιάζει ανάμεσα στα κορίτσια σαν την Άρτεμη καταμεσής στην ακολουθία της, πάντα ένα σκαλί παραπάνω από τις άλλες. Η Ναυσικά δεν το κουνάει. Στέκει ακίνητη. Ο Οδυσσέας τη βλέπει. Τον κοιτάζει και θα πρέπει να αναρωτιέται ποιος στο καλό είναι αυτός ο απαίσιος άνθρωπος, αυτό το τέρας, αλλά δεν το κουνάει. Είναι η κόρη του βασιλιά. Τότε ο Οδυσσέας, τρομερός στην όψη αλλά ευχάριστος στην ακοή, διότι είναι ο άνθρωπος με το δεινό λόγο, τη ρωτάει: «Ποια είσαι; Μην είσαι καμιά θεά με την ακολουθία της; Είμαι ένας ναυαγός, που με ξέβρασε εδώ το δυστυχή η θάλασσα. Άκουσέ με, σε κοιτώ και θυμάμαι ένα φοίνικα που είδα κάποτε στη Δήλο, σε ένα ταξίδι μου, έναν ευλύγιστο φοίνικα που υψωνόταν ίσια ψηλά στον ουρανό. Θαύμασα που τον είδα, έμεινα και τον κοίταζα εκστατικός, έτσι κι εσένα, κοπέλα, που του μοιάζεις, σε κοιτώ και σε βλέπω και σε θαυμάζω». Εκείνη του απαντά: «Τα λόγια σου διαψεύδουν το παρουσιαστικό σου, δε φαίνεσαι παλιάνθρωπος, κακός». Φωνάζει τις δούλες της και τους ζητάει να περιποιηθούν τον άνθρωπο αυτόν. «Δώστε του να πλυθεί και να ντυθεί». Ο Οδυσσέας μπαίνει μέσα στο χείμαρρο, βγάζει όλη τη βρόμα που κουβαλούσε πάνω του, τη λέρα που κάλυπτε το δέρμα του, πλένεται, βάζει ρούχα. Όταν τελειώνει, η Αθηνά τού προσδίδει, όπως είναι φυσικό, χάρί)> και ομορφιά. Τον κάνει πιο ωραίο, πιο νέο, πιο δυνατό, και του προσδίδει λάμψη, γοητεία.Έτσι, ο Οδυσσέας αστράφτει από ομορφιά και σαγήνη. Η Ναυσικά τον κοιτάζει και λέει με σιγανή φωνή στις δούλες της: «Ακούστε, προ ολίγου ο άνθρωπος αυτός δε μου έκανε καλή εντύπωση, μου φάνηκε αεικέλιος, απαίσιος, και τώρα είκελος είναι, μοιάζει θεός που κατοικεί στους ουρανούς». Από τη στιγμή αυτή, στο μυαλό της Ναυσικάς γεννιέται η ιδέα ότι ο θεόσταλτος αυτός ξένος είναι πιθανόν διαθέσιμος.
136
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
ότι της δίνεται η δυνατότητα να γίνει ο άντρας της, είναι ο άντρας των ονείρων της. Όταν ο Οδυσσέας τη ρωτάει τι πρέπει να κάνει, τον προστάζει να πάει στο παλάτι, στον πατέρα της τον Αλκίνοο και τη μητέρα της την Αρήτη. «Θα πας εκεί παίρνοντας ορισμένες προφυλάξεις* εγώ θα γυρίσω στο παλάτι, θα φορτώσω τα ρούχα στα μουλάρια, θα φύγω μαζί με τις δούλες μου, αλλά δεν πρέπει, καταλαβαίνεις, να μας δούνε μαζί. Πρώτα πρώτα, εδώ πέρα δε βλέπουμε ξένους, όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, αν δούνε κάποιον που δεν τον γνωρίζουν, θα αρχίσουν να αναρωτιούνται, αν μάλιστα τον δούνε να με συνοδεύει, φαντάζεσαι τι θα σκεφτούνε. Θα φύγεις λοιπόν μετά από μένα, θα ακολουθήσεις το δρόμο ως αυτό το σημείο και μετά θα μπεις στο ωραίο παλάτι με τους εξαίσιους κήπους ολόγυρα, που ανθίζουν και καρπίζουν όλες τις εποχές του χρόνου. Υπάρχει και ένα λιμάνι με ωραία καράβια. Θα μπεις στην αίθουσα και θα πας να προσπέσεις στα πόδια της μητέρας μου, της Αρήτης, θα της αγγίξεις το γόνατο και θα της ζητήσεις φιλοξενία. Δε θα σταματήσεις πουθενά και δε θα μιλήσεις σε κανέναν ώσπου να φτάσεις στο παλάτι». Η Ναυσικά απομακρύνεται και ο Οδυσσέας παρατηρεί ένα κοριτσόπουλο. Είναι η Αθηνά, που έχει πάρει τη μορφή του. Του λέει: «Θα ακολουθήσεις τις οδηγίες της βασιλοπούλας, παράλληλα όμως θα σε κάνω αόρατο, ώστε να μη συναντήσεις κανένα εμπόδιο στο δρόμο σου. Όσο θα είσαι αόρατος, να μην κοιτάς ούτε και εσύ κανέναν. Το βλέμμα σου μη διασταυρωθεί με κανενός, διότι για να είσαι αόρατος δεν πρέπει να κοιτάζεις τους άλλους». Ο Οδυσσέας ακούει όλες τις συστάσεις της, φτάνει στο παλάτι και ρίχνεται στα πόδια της βασίλισσας. Ενόσω διασχίζει την αίθουσα όπου είναι συγκεντρωμένη όλη η αριστοκρατία των Φαιάκων, παραμένει αόρατος. Πλησιάζει το θρόνο όπου κάθονται δίπλα δίπλα ο βασιλιάς Αλκίνοος και η βασίλισσα Αρήτη. Τότε μόνο η Αθηνά διαλύει το σύννεφο και, κατάπληκτοι, οι Φαίακες βλέπουν έναν ξένο να αγκαλιάζει τα γόνατα της βασίλισσάς τους. Η Αρήτη και ο Αλκίνοος αποφασίζουν να
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
137
του προσφέρουν τη φιλοξενία τους. Οργανώνουν μεγάλη γιορτή και ο Οδυσσέας επιδεικνύει μοναδικά αθλητικά χαρίσματα/Ενα βασιλόπουλο του φέρεται κάπως προκλητικά, αλλά ο Οδυσσέας διατηρεί την ψυχραιμία του. Ρίχνει το δίσκο πιο μακριά από αυτόν και αποδεικνύει έτσι ότι είναι άξιος άνθρωπος, ήρωας. Ζητούν από έναν αοιδό να τραγουδήσει. Ο Οδυσσέας κάθεται δίπλα στο βασιλιά και ο αοιδός αρχίζει να τραγουδάει τον πόλεμο της Τροίας. Μιλάει για τα κατορθώματα και το θάνατο πολλών συντρόφων του Οδυσσέα. Την ώρα εκείνη, ο Οδυσσέας δεν μπορεί πια να κρατηθεί άλλο, σκύβει το κεφάλι και κρύβει το πρόσωπο με το χιτώνα του, για να μη δουν ότι κλαίει· ο Αλκίνοος όμως αντιλαμβάνεται το τέχνασμά του, καταλαβαίνει ότι ο άνθρωπος που είναι καθισμένος δίπλα του, για να ταραχτεί έτσι από το τραγούδι, θα πρέπει να είναι ένας από τους Αχαιούς ήρωες. Αέει στον αοιδό να σταματήσει, δίνοντας έτσι, θα λέγαμε, το λόγο στον Οδυσσέα, ο οποίος θα αποκαλύψει την ταυτότητά του: «Είμαι ο Οδυσσέας», και θα διηγηθεί, σαν αοιδός, πολλές από τις περιπέτειές του. Ο βασιλιάς αποφασίζει να στείλει τον Οδυσσέα στην Ιθάκη. Πράττει αυτό που οφείλει να πράξει αλλά με λύπη του, αφού και αυτός είχε σκεφτεί να τον κάνει γαμπρό του. Αέει εμμέσως στον Οδυσσέα ότι αν ήθελε να μείνει μαζί τους, με τους Φαίακες, και να πλαγιάσει με τη Ναυσικά, θα ήταν γι' αυτόν ο ιδανικός γαμπρός. Θα εξασφάλιζε τη διαδοχή για το βασίλειο των Φαιάκων. Ο Οδυσσέας εξηγεί ότι ο κόσμος του, η ζωή του είναι στην Ιθάκη και πρέπει συνεπώς να τον βοηθήσουν να τα ξαναβρεί. Το βραδάκι, συγκεντρώνουν δώρα πολλά, γεμίζουν ένα φαιακικό καράβι και ο Οδυσσέας επιβιβάζεται. Τους αποχαιρετά όλους, το βασιλιά, τη βασίλισσα και τη Ναυσικά, όπως αποχαιρέτησε και την Καλυψώ και την Κίρκη. Το πλοίο πλέει και μπαίνει στα χωρικά ύδατα των ανθρώπων. Το καράβι αυτό μεταφέρει τον Οδυσσέα από τον κόσμο τού πουθενά, όπου έζησε στη μεθόριο του ανθρώπινου κόσμου, στις άκρες του φωτός και της ζωής, στην πατρίδα του, στο σπίτι του στην Ιθάκη.
138
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Ένας μυστηριώδης ζητιάνος Α Μ Ε Σ Ω Σ ΜΟΛΙΣ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ στο καράβι τον παίρνει ο ύπνος και το καράβι ταξιδεύει μοναχό του. Οι Φαίακες ναύτες φτάνουν στην Ιθάκη, σε μια παραλία όπου βλέπουν μια ελιά, την είσοδο ενός σπηλαίου των νυμφών, κάποιους ορεινούς όγκους. Είναι σαν ένα φυσικό λιμάνι, με δυο βράχους αντικριστούς, σαν βραχίονες. Οι Φαίακες ακουμπούν τον Οδυσσέα κοιμισμένο στην ακτή, κάτω από την ελιά, και φεύγουν από κει που ήρθαν. Ο Ποσειδώνας, όμως, είδε ψηλά από τον ουρανό πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Για άλλη μια φορά, του την έφεραν: ο Οδυσσέας γύρισε στην πατρίδα του. Ο θεός αποφασίζει να εκδικηθεί τους Φαίακες. Την ώρα που το καράβι φτάνει στη Φαιακία, δίνει μια με την τρίαινα και το καράβι πετρώνει και ριζώνει μες στη θάλασσα, γίνεται ένα βραχώδες νησάκι. Οι Φαίακες δε θα είναι πια οι περαματάρηδες που πηγαίνουν από τον έναν κόσμο στον άλλον. Η πόρτα από όπου πέρασε στην αρχή της αφήγησης ο Οδυσσέας και την ξαναπέρασε στο γυρισμό του, αυτή η πόρτα έκλεισε για πάντα. Ο ανθρώπινος κόσμος είναι συμπαγής και ο Οδυσσέας είναι μέρος του κόσμου αυτού. Το πρωί, με την αυγή, ξυπνάει και κοιτάζει το τοπίο που του είναι πολύ οικείο, εκεί έχει περάσει όλη του τη νεότητα, και όμως δεν του θυμίζει τίποτα. Πράγματι, η Αθηνά αποφάσισε ότι ο ήρωάς μας έπρεπε να αλλάξει από την κορφή ως τα νύχια προτού επιστρέψει. Για ποιο λόγο; Διότι κατά την απουσία του, και ειδικότερα τα τελευταία δέκα χρόνια, καμιά εκατοστή μνηστήρες ζούνε μέσα στο σπίτι του, πιστεύοντας ότι ο Οδυσσέας είναι νεκρός ή έχει τουλάχιστον χαθεί για πάντα. Συναντιούνται εκεί πέρα, περνάνε την ώρα τους, τρωγοπίνουν, ρημάζουν τα κοπάδια, αδειάζουν τις αποθήκες του κρασιού και του σταριού, περιμένοντας την Πηνελόπη να διαλέξει έναν, κάτι που η ίδια το αποφεύγει. Έχει χρησιμοποιήσει χίλιες δυο πονηριές, ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να παντρευτεί προτού σιγουρευτεί ότι ο άντρας της είναι νεκρός. Μετά ότι δεν μπο-
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
139
ρεί να παντρευτεί αν δε φτιάξει πρώτα σάβανο για τον πεθερό της, το ύφασμα με το οποίο θα τον θάψουν. Κάθεται λοιπόν στο γυναικωνίτη, ενώ οι μνηστήρες, στη μεγάλη αίθουσα όπου χαίρονται και γλεντούν, τρώνε και στη συνέχεια πλαγιάζουν με όσες δούλες δέχτηκαν να προδώσουν τα συμφέροντα των κυρίων τους. Και κάνουν χίλιες δυο άλλες τρέλες. Η Πηνελόπη, στο δωμάτιό της, υφαίνει ολημέρα το ύφασμα, μόλις βραδιάσει, όμως, ξηλώνει όλη τη δουλειά της. Έτσι, επί δύο χρόνια περίπου, κατάφερε να ξεγελάσει τους μνηστήρες, με πρόσχημα το εργόχειρό της που δεν έλεγε να τελειώσει. Μια δούλα, όμως, αποκάλυψε τελικά την αλήθεια στους μνηστήρες, οι οποίοι απαίτησαν πια από την Πηνελόπη να αποφασίσει. Φυσικά λοιπόν, αυτό που θέλει να αποφύγει η Αθηνά είναι μην τυχόν και κάνει ο Οδυσσέας το σφάλμα του Αγαμέμνονα, γυρίσει δηλαδή με το πραγματικό του όνομα και πέσει στην παγίδα που του έχουν στήσει αυτοί που τον περιμένουν. Πρέπει λοιπόν να εμφανιστεί μεταμφιεσμένος, αγνώριστος. Για το λόγο αυτό, για να μην τον αναγνωρίσουν, θα πρέπει και αυτός να μην αναγνωρίσει το οικείο τοπίο της πατρίδας του. Όταν παρουσιάστηκε η Αθηνά στον Οδυσσέα στην αμμουδιά όπου τον άφησαν, του εξήγησε την κατάσταση: «Υπάρχουν κάποιοι μνηστήρες που πρέπει να τους σκοτώσεις, πρέπει να κερδίσεις την υποστήριξη του γιου σου του Τηλέμαχου, που έχει επιστρέψει, του Εύμαιου του χοιροβοσκού, του Φιλοίτιου του γελαδάρη και, έτσι, θα καταφέρεις ίσως να τους νικήσεις. Θα σε βοηθήσω, πρώτα όμως πρέπει να σε μεταμορφώσω τελείως». Δέχεται την πρότασή της και εκείνη του παρουσιάζει την Ιθάκη έτσι όπως ακριβώς είναι, την πραγματική της όψη. Το σύννεφο διαλύεται και αναγνωρίζει την πατρίδα του. Με τον ίδιο τρόπο που του είχε προσδώσει χάρη και ομορφιά όταν συνάντησε τη Ναυσικά, τώρα τον κάνει γέρο και άσχημο. Τα μαλλιά του πέφτουν, μένει φαλακρός, το δέρμα του μαραίνεται, τα μάτια του τσιμπλιάζουν, είναι παραμορφωμένος, σκεπασμένος με κουρέλια, βρομάει, ολόιδιος ζαρωμένος ζητιάνος.
140
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Το σχέδιο του Οδυσσέα είναι το εξής: να πάει στο παλάτι του, να παραστήσει τον απόκληρο, το δυστυχή που ζητιανεύει φαγητό, να καταπιεί όλες τις προσβολές που θα του κάνουν και να καταφέρει έτσι να ζυγιάσει την κατάσταση, να βρει συνενόχους και να πάρει στα χέρια του το τόξο του. Θα κάνει ότι δεν έχει καμία σχέση με το τόξο που μόνο ο ίδιος είχε τη δύναμη να τεντώνει, για να το πάρει και να σκοτώσει τους μνηστήρες. Φτάνει στις πύλες του παλατιού, συναντά το γερο-Εύμαιο, το χοιροβοσκό του. Τον ρωτάει ποιος είναι και ποιοι είναι μέσα στο μέγαρο. Ο Εύμαιος απαντά: «Ο αφέντης μου ο Οδυσσέας έφυγε πριν από είκοσι χρόνια, δεν ξέρουμε τι απόγινε, μεγάλη συμφορά, τα πάντα καταρρέουν: οι μνηστήρες έχουν κάνει κατάληψη, το σπίτι ρημάζει, διαγουμίζουν τις τροφές, τα κοπάδια, κάθε μέρα είμαι υποχρεωμένος να τους φέρνω γουρουνόπουλα για να φάνε, είναι τρομερό». Προχωράνε και οι δυο προς την είσοδο του παλατιού και, εκείνη τη στιγμή, ο Οδυσσέας διακρίνει δίπλα στην πόρτα, πάνω σε ένα σωρό σκουπίδια, εκεί όπου το πρωί ακουμπάνε όλα τα απορρίμματα του παλατιού, ένα σκυλί, τον Άργο. Είναι είκοσι χρονών, μοιάζει στον Οδυσσέα, είναι ο άλλος του εαυτός με μορφή σκύλου, είναι δηλαδή αποκρουστικό, ψειριασμένο, εξασθενημένο σε σημείο που δεν μπορεί σχεδόν να κουνηθεί. Ο Οδυσσέας ρωτάει τον Εύμαιο: «Αυτό το σκυλί πώς ήταν στα νιάτα του; — Α, ήταν καταπληκτικό. Ήταν ένα κυνηγόσκυλο, πρώτο στο κυνήγι των λαγών, δεν έχανε ποτέ κανέναν, τους έφερνε πίσω... — Μάλιστα...» λέει ο Οδυσσέας, που συνεχίζει να προχωράει. Ο γερο-Άργος όμως ανασηκώνει τη μουσούδα του και γνωρίζει τον αφέντη του, αλλά δεν έχει καν τη δύναμη να μετακινηθεί. Κουνάει μόνο την ουρά του, τεντώνει τα αυτιά του. Ο Οδυσσέας βλέπει το γέρικο σκυλί που τον αναγνωρίζει, παρ' όλο που είναι τόσο καταβεβλημένο, με τον τρόπο που γνωρίζουν τα σκυλιά: αμέσως, από τη μυρωδιά. Οι άνθρωποι, για να αναγνωρίσουν τον Οδυσσέα μετά από τόσα χρόνια, τόσο
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
141
που έχει αλλάξει, θα χρειαστούν σήματα, σημάδια, ενδείξεις, που θα τις θεωρήσουν αποδείξεις* θα προβληματιστούν σε σχέση με τα σημάδια, για να ανασυνθέσουν την ταυτότητα του Οδυσσέα. Ο σκύλος καθόλου: από την πρώτη στιγμή ξέρει ότι είναι ο Οδυσσέας, το οσφραίνεται. Βλέποντας το γέρικο σκυλί του, ο Οδυσσέας συγκινείται πάρα πολύ, είναι έτοιμος να κλάψει* απομακρύνεται γρήγορα. Ο σκύλος πεθαίνει, ο Εύμαιος δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Προχωρούν. Στο κατώφλι του παλατιού, συναντά έναν άλλο ζητιάνο, τον Ίρο, πιο νέο στην όψη από τον Οδυσσέα. ΟΊρος είναι ο επίσημος ζητιάνος, βρίσκεται εκεί πολλούς μήνες, δέχεται τις κοροϊδίες και τα χτυπήματα των μνηστήρων όταν γλεντοκοπούν. Αποπαίρνει τον Οδυσσέα, που είναι μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο σαν αυτόν: «Τι στο καλό γυρεύεις εδώ πέρα; Άδειασέ μου τη γωνιά, αυτή η θέση είναι δική μου, μη διανοηθείς να μείνεις, δεν πρόκειται να πάρεις το παραμικρό». Ο Οδυσσέας απαντά: «Αυτό θα το δούμε». Μπαίνουν μέσα μαζί. Οι μνηστήρες κάθονται στο τραπέζι, είναι η ώρα του φαγητού, οι δούλες τούς σερβίρουνε να πιουν και να φάνε. Όταν βλέπουν δυο ζητιάνους αντί για έναν, βάζουν τα γέλια. ΟΊρος αρχίζει να τσιγκλάει τον Οδυσσέα και οι μνηστήρες διασκεδάζουν, πιστεύοντας ότι οΊρος, σαν πιο νέος, θα νικήσει εύκολα τον άλλο, το γέρο. Ο Οδυσσέας στην αρχή αρνείται να παλέψει, έπειτα δέχεται να λύσουν τη διαφορά τους με γροθιές. Όλοι κοιτάζουν. Ο Οδυσσέας ανασηκώνει το χιτώνα του και οι μνηστήρες ανακαλύπτουν ότι ο ξεμωραμένος γέρος έχει δυνατά μεριά και η έκβαση του αγώνα θα είναι αβέβαιη. Αρχίζει ο αγώνας και μέχρι να πεις αλεύρι ο Οδυσσέας έχει σωριάσει τον Ίρο καταγής, τον έχει τσακίσει, μέσα στις χαρούμενες κραυγές της ομήγυρης που τον επευφημεί. Ο Οδυσσέας πετάει τον Ίρο έξω από το παλάτι, στη συνέχεια όμως δέχεται ένα σωρό προσβολές και ταπεινώσεις: ένας μνηστήρας μάλιστα δε μένει στα λόγια. Του πετάει με δύναμη πάνω από το τραπέζι ένα βοϊδοπόδαρο για να τον πληγώσει, τον πετυχαίνει στον ώμο και τον λαβώνει. Τα πνεύματα ηρεμεί ο Τηλέμαχος, ο οποίος δηλώνει: «Ο άνθρωπος αυ-
142
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
τός είναι φιλοξενούμενος μου, δε θέλω να τον προσβάλλετε ούτε να τον κακομεταχειρίζεστε».
Μια ουλή με την υπογραφή Οδυσσέας Ο ΟΔΤΣΣΕΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ την ταυτότητα του σε κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους γιατί χρειάζεται τη βοήθειά τους. Πρώτα πρώτα στον Τηλέμαχο, ο οποίος έχει γυρίσει από το ταξίδι που έκανε προσπαθώντας να μάθει νέα για τον πατέρα του. Επιστρέφοντας, γλίτωσε από την ενέδρα που του είχαν στήσει οι μνηστήρες, οι οποίοι είχαν πληροφορηθεί την αναχώρησή του. Θέλησαν λοιπόν να επωφεληθούν και να τον σκοτώσουν, ώστε να παντρευτούν την Πηνελόπη χωρίς κανένα εμπόδιο. Όποιος παντρευόταν την Πηνελόπη, θα πλάγιαζε στο κρεβάτι του Οδυσσέα, στη βασιλική κλίνη, και θα γινόταν συνεπώς ο κύριος της Ιθάκης. Ειδοποιημένος από την Αθηνά, ο Τηλέμαχος ξέφυγε από την παγίδα, αποβιβάστηκε σε άλλο σημείο από εκεί όπου τον περίμεναν και πήγε κατευθείαν στον Εύμαιο. Πρώτη συνάντηση μεταξύ Τηλέμαχου και Οδυσσέα. Ο Εύμαιος φεύγει για να ειδοποιήσει την Πηνελόπη ότι ο γιος της είναι ζωντανός. Ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος είναι μόνοι τους στην καλυβίτσα του χοιροβοσκού, εμφανίζεται η Αθηνά. Ο Οδυσσέας τη βλέπει, τα σκυλιά επίσης οσφραίνονται την παρουσία της, τρομοκρατούνται, το τρίχωμά τους ορθώνεται, βάζουν την ουρά στα σκέλια, κρύβονται κάτω από το τραπέζι. Ο Τηλέμαχος, από την άλλη, δε βλέπει τίποτα. Η θεά καλεί τον Οδυσσέα να την ακολουθήσει έξω. Τον αγγίζει με το μαγικό της ραβδί και ο Οδυσσέας παίρνει την αλλοτινή του μορφή. Δε σιχαίνεσαι πια να τον βλέπεις, μοιάζει με τους θεούς που κατοικούν στον απέραντο ουρανό. Ο Τηλέμαχος τον βλέπει να μπαίνει μέσα στην καλύβα και δεν πιστεύει στα μάτια του: πώς ο γερο-ζητιάνος έγινε θεός; Ο Οδυσσέας τού δίνει γνωριμιά, αλλά ο Τηλέμαχος δεν τον πιστεύει αν δε δει κάποια απόδειξη. Ο Οδυσσέας αρνείται να του δώσει απόδειξη και τον μαλώνει, όπως πατέρας το γιο: «Θα σταματήσεις αυτό το βιολί;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
143
Βλέπεις μπροστά σου τον πατέρα σου και δεν τον αναγνωρίζεις;». Ο Τηλέμαχος δεν μπορεί βεβαίως να τον αναγνωρίσει, αφού δεν τον έχει δει ποτέ στη ζωή του. «Σου λέω ότι είμαι ο Οδυσσέας». Ο Οδυσσέας με αυτό τον τρόπο επιβάλλεται και παίρνει απέναντι στον Τηλέμαχο τη θέση του πατέρα. Ο Τηλέμαχος, ως τώρα, δεν έχει καμία θέση, διότι δεν είναι ακόμα άντρας, αλλά δεν είναι και παιδί πια, διότι εξαρτάται από τη μητέρα του, αλλά θέλει την ίδια στιγμή να είναι ελεύθερος: η θέση του είναι διφορούμενη, το γεγονός όμως ότι ο πατέρας του βρίσκεται μπροστά του, αυτός ο πατέρας για τον οποίο καν δεν ήξερε αν είναι ζωντανός και που ίσως να μην ήταν καν πατέρας του, παρ' όλα όσα του είχαν πει — όταν βλέπει λοιπόν τον πατέρα του να στέκει εμπρός του, με σάρκα και οστά, να του μιλάει όπως πατέρας σε γιο, τότε η ταυτότητα του Οδυσσέα ως πατέρα ενισχύεται, αλλά εξίσου επιβεβαιώνεται και η ταυτότητα του Τηλέμαχου ως γιου. Γίνονται αμφότεροι οι δύο πόλοι μιας κοινωνικής, ανθρώπινης σχέσης, θεμελιακής για την ταυτότητά τους. Με τη βοήθεια του Εύμαιου και του Φιλοίτιου, πηγαίνουν στη συνέχεια να οργανώσουν την επιχείρηση της εκδίκησης. Στο μεταξύ, λίγο έλειψε το σχέδιο του Οδυσσέα να τιναχτεί στον αέρα. Η Πηνελόπη ζήτησε να δει το γέρο ζητιάνο, για την παρουσία του οποίου της είχε μιλήσει ο Τηλέμαχος, και στον οποίο, όπως της είπε η βάγια της η Ευρύκλεια, είχαν φερθεί αισχρά οι μνηστήρες. Τον δέχεται και του κάνει ερωτήσεις, όπως κάνει σε όλους τους περαστικούς ταξιδιώτες, για να μάθει μην τυχόν και είδαν τον Οδυσσέα. Της διηγείται, φυσικά, μια ψεύτικη ιστορία, όπως το συνηθίζει. «Τον είδα και όχι μόνο* πάει καιρός τώρα, πριν από είκοσι χρόνια, όταν έφευγε για την Τροία και πέρασε από το σπίτι μας· ο αδελφός μου ο Ιδομενέας έφυγε να πολεμήσει μαζί του. Εγώ ήμουν πολύ μικρός. Του έκανα πολλά δώρα». Η βασίλισσα ακούει την ιστορία και αναρωτιέται αν είναι αληθινή ή όχι. «Δώσε μου μια απόδειξη για τους ισχυρισμούς σου. Μπορείς να μου περιγράψεις το χιτώνα που φορούσε;» Εννοείται ότι ο Οδυσσέας πε-
144
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
ριγράφει με κάθε λεπτομέρεια το υπέροχο ύφασμα, και. ιδιαιτέρως ένα πολύτιμο κόσμημα που του είχε δώσει η Πηνελόπη, ένα κόσμημα σκαλιστό που παρίστανε ένα παγόνι να τρέχει... Τότε η Πηνελόπη σκέφτεται: «Όπως τα λέει είναι, αλήθεια λέει» και νιώθει, όπως είναι φυσικό, ένα αίσθημα συμπάθειας για το γέρο απόκληρο, και μάλιστα καθώς σκέφτεται ότι έχει δει τον Οδυσσέα, ότι τον βοήθησε. Ζητάει από τη βάγια της την Ευρύκλεια να τον φροντίσει, να τον λούσει, να του πλύνει τα πόδια. Τότε η βάγια ανακοινώνει στην Πηνελόπη ότι μοιάζει του Οδυσσέα, όσο και αν απορούμε πώς γίνεται αυτό, από τη στιγμή που η Αθηνά τού έχει αλλάξει εντελώς όψη. «Έχει τα ίδια χέρια και τα ίδια πόδια». Η Πηνελόπη απαντά: «Όχι, δεν είναι ακριβώς ίδια: έχει τα χέρια και τα πόδια που θα είχε ο Οδυσσέας σήμερα, είκοσι χρόνια μεγαλύτερος και μετά από όλες τις συμφορές που τον έχουν βρει, αν είναι ακόμα στη ζωή». Η ταυτότητα του Οδυσσέα θέτει πολλαπλά προβλήματα. Δεν είναι απλώς μεταμορφωμένος σε ζητιάνο, αλλά, αφού ήταν είκοσι πέντε χρονών όταν έφυγε, σήμερα είναι σαράντα πέντε. Ακόμα και αν τα χέρια του δεν έχουν αλλάξει, δεν μπορεί να είναι ίδια και απαράλλαχτα. Είναι συγχρόνως ο ίδιος και εντελώς διαφορετικός. Η βάγια υποστηρίζει πάντως ότι του μοιάζει και λέει στον Οδυσσέα: «Από όλους όσους έχουν έρθει εδώ πέρα, ταξιδιώτες, ζητιάνους, στους οποίους προσφέραμε φιλοξενία, εσύ μου θυμίζεις από όλους πιο πολύ τον Οδυσσέα. — Μάλιστα, έχετε δίκιο, λέει ο Οδυσσέας, μου το έχουν ξαναπεί αυτό». Σκέφτεται τότε ότι αν η Ευρύκλεια του πλύνει τα πόδια, θα δει μια χαρακτηριστική ουλή που έχει, με κίνδυνο, αν η ταυτότητά του αποκαλυφθεί πριν από την ώρα της, να βρεθεί σε δύσκολη θέση και να πάει όλο το σχέδιο στράφι. Γιατί ο Οδυσσέας, όταν ήταν μικρός, δεκαπέντε, δεκάξι χρονών, είχε πάει στον παππού του, τον πατέρα της μητέρας του, για να μυηθεί στη ζωή του κούρου, από παιδί να γίνει άντρας· το αγόρι, οπλισμένο με ένα δόρυ, έπρεπε να αντιμετωπίσει, ολομόναχο και υπό την επιτήρηση των εξαδέλφων του.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
145
και να νικήσει ένα τεράστιο αγριογούρουνο — και το νίκησε, αλλά το αγριογούρουνο όρμησε πάνω του και του έσκισε το πόδι στο γόνατο. Γύρισε λοιπόν πίσω περιχαρής αλλά με την ουλή, την οποία έδειξε σε όλον τον κόσμο, και διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε, πώς τον περιποιήθηκαν, πώς τον γέμισαν δώρα. Πρώτη πρώτη στο ακροατήριο ήταν φυσικά η βάγια, η Ευρύκλεια: όταν ο παππούς του, ο Αυτόλυκος, είχε έρθει παλιά στη γέννηση του παιδιού, εκείνη κρατούσε το μωρό στα γόνατα* παρακάλεσε τον Αυτόλυκο να διαλέξει ένα όνομα για τον εγγονό του. Έτσι πήρε ο Οδυσσέας το όνομά του. Επειδή ένα από τα καθήκοντα της Ευρύκλειας ήταν να πλένει τα πόδια των φιλοξενούμενων, θα πρέπει να είχε γίνει ειδική σ' ό,τι αφορά τα πόδια. Ο Οδυσσέας σκέφτεται: «Αν δει την ουλή, θα καταλάβει. Θα είναι ένα σήμαγι αυτήν, το σημάδι ότι είμαι ο Οδυσσέας, η υπογραφή μου». Κάθεται λοιπόν σε μια σκοτεινή γωνιά, όπου δε φαίνεται τίποτα. Η βάγια πάει να γεμίσει τη λεκάνη χλιαρό νερό, παίρνει μες στο σκοτάδι το πόδι του Οδυσσέα, το χέρι της γλιστράει στο γόνατο, πιάνει το εξόγκωμα, κοιτάζει, αφήνει τη λεκάνη να πέσει κάτω, χύνεται το νερό. Βγάζει μια φωνή. Ο Οδυσσέας τής κλείνει το στόμα: καταλαβαίνει. Ρίχνει μια ματιά στην Πηνελόπη, για να της ανακοινώσει με το βλέμμα το νέο ότι ο άντρας αυτός είναι ο Οδυσσέας. Η Αθηνά εμποδίζει την Πηνελόπη να δει το βλέμμα της, για να μη μάθει τίποτα. «Μικρέ μου Οδυσσέα, μουρμουρίζει η Ευρύκλεια, πώς μπόρεσα να μη σε αναγνωρίσω αμέσως;» Ο Οδυσσέας τής λέει να σωπάσει. Τον αναγνώρισε, η Πηνελόπη όμως δεν πρέπει να μάθει τίποτα. Ο Οδυσσέας θα δείξει επίσης την ουλή στο χοιροβοσκό και στο γελαδάρη, για να αποδείξει την ταυτότητά του.
Τεντώνοντας το βασιλικό τόξο Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ, με την παρακίνηση της Αθηνάς, αποφασίζει ότι αρκετά κράτησε το διαγούμισμα του σπιτιού της. Θα προκηρύξει λοιπόν αγώνα με έπαθλο το χέρι της. Κατεβαίνει από
146
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
την κάμαρη της —η Αθηνά την έχει κάνει ακόμα πιο όμορφη— και αναγγέλλει στον Οδυσσέα και στους μνηστήρες, που έχουν μείνει άφωνοι από θαυμασμό, ότι η διαρκής απομόνωσή της έλαβε πλέον τέλος. «Όποιος από σας καταφέρει να τεντώσει το τόξο του άντρα μου και να πετύχει τους στόχους που θα στήσουμε στη σειρά στη μεγάλη αίθουσα, θα γίνει σύζυγός μου και η ιστορία θα λήξει* έτσι, μπορούμε να αρχίσουμε κιόλας τις ετοιμασίες του γάμου, μπορούμε δηλαδή να στολίσουμε το σπίτι και να ετοιμάσουμε το γλέντι». Οι μνηστήρες πετούν από τη χαρά τους: ο καθένας τους είναι σίγουρος ότι αυτός θα καταφέρει να τεντώσει το τόξο. Η Πηνελόπη παίρνει το τόξο και τη γεμάτη βέλη φαρέτρα από εκεί όπου τα είχε κρυμμένα και τα παραδίδει στον Εύμαιο. Στη συνέχεια, αποσύρεται, επιστρέφει στα διαμερίσματά της. Ξαπλώνει στην κλίνη της, και η Αθηνά τής χαρίζει την ηρεμία και το γλυκό ύπνο που ποθεί, Ο Οδυσσέας φροντίζει να σφαλιστούν οι πόρτες της μεγάλης αίθουσας, ώστε να μην μπορεί κανείς να φύγει και οι μνηστήρες να μην έχουν πρόσβαση στα όπλα τους. Εκείνη τη στιγμή αρχίζει το επίσημο τελετουργικό του τόξου. Όλοι προσπαθούν να το τεντώσουν, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Ούτε και ο Αντίνοος, ο πιο σίγουρος από όλους για την επιτυχία του, τα καταφέρνει. Τότε ο Τηλέμαχος δηλώνει ότι θα δοκιμάσει και αυτός τις δυνάμεις του, πράγμα που σημαίνει ότι, επειδή ταυτίζεται ως ένα σημείο με τον Οδυσσέα, η μητέρα του θα μείνει μαζί του, στην εξουσία του, και δε θα ξαναπαντρευτεί. Δοκιμάζει, σχεδόν κατορθώνει να το τεντώσει, τελικά όμως αποτυγχάνει. Ο Οδυσσέας του παίρνει το τόξο από τα χέρια και, ως φτωχός ζητιάνος πάντα, λέει: «Θα δοκιμάσω κι εγώ». Φυσικά, οι μνηστήρες τον βρίζουν: «Τρελάθηκες, έχασες τα μυαλά σου, φαντάζεσαι δηλαδή ότι μπορεί να παντρευτείς τη βασίλισσα;». Η Πηνελόπη αποκρίνεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα γάμου, θα κριθεί απλώς η δεξιότητά του στην τοξοβολία. Ο Οδυσσέας δηλώνει ότι προφανώς δε θέλει να την παντρευτεί, αλλά ότι παλιά ήταν καλός στο τόξο και θέλει να δει αν κρατάνε ακόμα τα κότσια του. «Μας κο-
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
147
ροϊδεύεις» διαμαρτύρονται οι μνηστήρες, η Πηνελόπη όμως επιμένει: «Όχι, αφήστε τον να δοκιμάσει, αν ο άντρας αυτός που κάποτε συνάντησε το σύζυγό μου τα καταφέρει, θα του προσφέρω πολλά δώρα, θα του προσφέρω στέγη, θα του δώσω τα μέσα να πάει αλλού, θα τον γλιτώσω από τη φτώχεια και τη μιζέρια του ζητιάνου, θα τον κάνω άνθρωπο». Ούτε στιγμή δεν της πέρασε από το νου ότι θα μπορούσε να τον πάρει άντρα της. Και αμέσως γυρίζει στο γυναικωνίτη. Ο Οδυσσέας παίρνει το τόξο, το τεντώνει χωρίς μεγάλη προσπάθεια, ρίχνει ένα βέλος και σκοτώνει ένα μνηστήρα, τον Αντίνοο, αφήνοντας κατάπληκτους τους υπόλοιπους: βάζουν τις φωνές, γίνονται έξαλλοι με την αδεξιότητα αυτού του μανιακού, που είναι δημόσιος κίνδυνος, που δεν ξέρει να ρίχνει με το τόξο. Αντί να βρει το στόχο, έριξε και σκότωσε έναν παριστάμενο. Ο Οδυσσέας όμως, με τη βοήθεια του Τηλέμαχου, του γελαδάρη και του χοιροβοσκού, τους σκοτώνει όλους. Οι μνηστήρες προσπαθούν να ξεφύγουν, αλλά πέφτουν και οι εκατό νεκροί. Η αίθουσα έχει πλημμυρίσει αίματα. Η Πηνελόπη έχει ανέβει στα διαμερίσματά της και δε βλέπει τίποτα, δεν ακούει τίποτα, διότι και πάλι την έχει αποκοιμίσει η Αθηνά. Μαζεύουν τα πτώματα των μνηστήρων, πλένουν και καθαρίζουν την αίθουσα, τακτοποιούν τα πάντα. Ο Οδυσσέας ρωτάει ποιες από τις δούλες πλάγιαζαν με τους μνηστήρες και διατάσσει να τιμωρηθούν. Τις δένουν όλες μαζί και τις κρεμάνε, σαν τις πέρδικες, γύρω γύρω από το ταβάνι. Σκοτεινιάζει. Την επομένη, κάνουν ότι ετοιμάζουν τα του γάμου, ώστε οι γονείς των μνηστήρων να μην υποψιαστούν τίποτα για τη δολοφονία των παιδιών τους. Το σπίτι παραμένει κλειστό, τάχα για το γάμο. Ακούγεται μουσική, όλο το σπίτι αντηχεί από τη βουή της γιορτής. Η Ευρύκλεια ανεβαίνει τα σκαλιά τέσσερα τέσσερα για να ξυπνήσει την Πηνελόπη: «Κατέβα, οι μνηστήρες είναι νεκροί, είναι κάτω ο Οδυσσέας». Η Πηνελόπη δεν μπορεί να το πιστέψει: «Αν μου έλεγε κάποιος άλλος τέτοιες σαχλαμάρες, θα τον πέταγα έξω. Μην παίζεις με τον πόνο και τις ελπίδες
148
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
μου». Η βάγια επιμένει: «Είδα την ουλή του, τον αναγνώρισα, και ο Τηλέμαχος το ίδιο. Σκότωσε όλους τους μνηστήρες, δεν ξέρω πώς, δεν ήμουν μπροστά, δεν είδα τίποτα, μόνο άκουγα». Η Πηνελόπη κατεβαίνει κάτω με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια μεριά, ελπίζει να είναι πραγματικά ο Οδυσσέας και, από την άλλη δεν μπορεί να πιστέψει πώς τα κατάφερε, μόνος του μαζί με τον Τηλέμαχο, να σκοτώσει τους εκατό περίπου νεαρούς πολεμιστές που βρίσκονταν εκεί. Αυτός ο άντρας, που είναι, υποτίθεται, ο Οδυσσέας, της έλεγε ψέματα, λοιπόν, όταν ισχυριζόταν ότι είχε συναντήσει τον άντρα της πριν από είκοσι χρόνια. Της διηγήθηκε «ψέματα που μοιάζουν με την αλήθεια», ποιος της λέει λοιπόν ότι δε λέει και πάλι ψέματα; Φτάνει στη μεγάλη αίθουσα, αναρωτιέται τι να κάνει, να τρέξει άραγε προς το μέρος του, αλλά στέκει ακίνητη. Ο Οδυσσέας, με την όψη του γερο-ζητιάνου, στέκεται απέναντί της με τα μάτια κατεβασμένα και δε λέει κουβέντα. Η Πηνελόπη δεν μπορεί να μιλήσει, σκέφτεται ότι ο γέρος δε μοιάζει καθόλου με τον Οδυσσέα της. Η θέση της είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των υπολοίπων. Οι οποίοι με την επιστροφή του Οδυσσέα αποκτούν μια ορισμένη κοινωνική θέση. Ο Τηλέμαχος είχε ανάγκη από έναν πατέρα και, όταν εμφανίζεται ο Οδυσσέας, ξαναγίνεται ο γιος του. Ο πατέρας του Οδυσσέα θα ξαναβρεί το γιο του. Το ίδιο και οι δούλοι, ξαναβρίσκουν τον αφέντη που έχασαν, όλοι αυτοί είχαν ανάγκη, για να είναι αυτοί που είναι, να αποκαταστήσουν την κοινωνική σχέση η οποία αποτελεί το έρεισμα της θέσης τους. Η Πηνελόπη, όμως, δεν έχει ανάγκη από σύζυγο, δεν ψάχνει για σύζυγο, καμιά εκατοστή άντρες έτρεχαν πίσω από τα φουστάνια της εδώ και χρόνια πολιορκώντας τη θέση του συζύγου και της έσπαζαν τα νεύρα. Δε θέλει σύζυγο, θέλει τον Οδυσσέα. Αυτόν τον άντρα θέλει. Για την ακρίβεια, θέλει «τον Οδυσσέα της νιότης της». Κανένα από τα εμφανή σημάδια που έπεισαν τους υπόλοιπους, τα σημάδια όπως η ουλή, το γεγονός ότι τέντωσε το τόξο, δεν αποτελούν γι' αυτήν απόδειξη ότι έχει
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
149
μπροστά της τον Οδυσσέα της. Και άλλοι άντρες θα μπορούσαν να έχουν τα ίδια σημάδια. Θέλει τον Οδυσσέα, ένα συγκεκριμένο δηλαδή πρόσωπο, που υπήρξε σύζυγος της στο παρελθόν και έχει εξαφανιστεί εδώ και είκοσι χρόνια* αυτό το χάσμα των είκοσι ετών πρέπει να καλυφθεί. Θέλει λοιπόν ένα σημάδι μυστικό που μόνο αυτή κι αυτός να το γνωρίζουν και αυτό το σημάδι υπάρχει. Η Πηνελόπη πρέπει να φανεί πιο πονηρή από τον Οδυσσέα. Ξέρει ότι είναι πολύ καλός στα ψέματα, γι' αυτό το λόγο θα του στήσει παγίδα.
Το κοινό τους μυστικό Μ Ε Σ Α ΣΤΗΝ ΉΜΕΡΑ, η Αθηνά μεταμόρφωσε τον Οδυσσέα και του ξαναέδωσε την πραγματική του μορφή: τη μορφή ενός Οδυσσέα είκοσι χρόνια μεγαλύτερου. Εμφανίζεται λοιπόν ξανά μπροστά στην Πηνελόπη, ωραίος σαν ήρωας, και πάλι όμως αυτή δε λέει να τον αναγνωρίσει. Ο Τηλέμαχος είναι έξαλλος μαζί της. Το ίδιο και η Ευρύκλεια. Την κατηγορούν ότι έχει καρδιά από πέτρα. Χάρη σ αυτή την ατσάλινη καρδιά όμως κατάφερε να αντέξει όλα όσα υπέφερε από τους μνηστήρες. «Αν όντως ο άντρας αυτός είναι ο ένας και μοναδικός Οδυσσέας, θα σμίξουμε και πάλι, διότι έχουμε σημάδι μυστικό και σίγουρο εμείς οι δυο, σημάδι αδιάψευστο που αυτός κι εγώ γνωρίζουμε μονάχα». Ο Οδυσσέας χαμογελάει, νομίζει ότι όλα βαίνουν κατ ευχήν. Πονηρή όμως αυτή, την ώρα που βραδιάζει, ζητάει από τις δούλες να βγάλουν έξω από την κάμαρή της το κρεβάτι για τον Οδυσσέα, διότι δε θα κοιμηθούν μαζί. Δεν προλαβαίνει να δώσει τις διαταγές αυτές και ο Οδυσσέας γίνεται θηρίο, τον πιάνει λύσσα: «Τι έκανε λέει; Να φέρουν εδώ πέρα το κρεβάτι; Αλλά το κρεβάτι αυτό δεν μπορεί να μετακινηθεί! — Γιατί, παρακαλώ; — Γιατί, ωρύεται ο Οδυσσέας, αυτό το κρεβάτι εγώ το έχω φτιαγμένο* δεν το έστησα να πατάει σε τέσσερα πόδια και να μετακινείται, το ένα πόδι του είναι μια ελιά, ριζωμένη στο χώμα, πάνω στην ελιά αυτή, που τη σκάλισα και την κλάδεψα, με βάση την ελιά
ΑΡΓΌΤΕΡΑ
150
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
αυτή, που παρέμεινε ανέπαφη στο χώμα, κατασκεύασα την κλίνη μου. Δεν μπορεί να κουνηθεί». Στα λόγια αυτά, η Πηνελόπη πέφτει στην αγκαλιά του: «Είσαι ο Οδυσσέας». Το πόδι αυτό του κρεβατιού εννοείται ότι σημαίνει πολλά και διάφορα. Είναι σταθερό, αμετάβλητο. Το πόδι του νυφικού κρεβατιού, το οποίο είναι αμετακίνητο, εκφράζει το αναλλοίωτο μυστικό που μοιράζονται οι δυο τους, την αρετή της μιας, την ταυτότητα του άλλου. Την ίδια ώρα, το κρεβάτι όπου σμίγουν η Πηνελόπη και ο Οδυσσέας, είναι το κρεβάτι που επιβεβαιώνει και επισφραγίζει τα καθήκοντα του ήρωα ως βασιλιά της Ιθάκης. Συμβολίζει τα νόμιμα δικαιώματα του ζευγαριού, βάσει των οποίων βασιλεύουν στον τόπο τους, ως δίκαιος βασιλιάς και δίκαιη βασίλισσα, και σχετίζεται με τη γονιμότητα του εδάφους και των κοπαδιών. Το μυστικό αυτό σημάδι όμως, που μόνο οι δυο τους το γνωρίζουν και το κρατούν στη μνήμη τους παρ' όλα τα χρόνια, συμβολίζει ακόμα και όλα όσα τους δένουν, ώστε να είναι ζευγάρι, την ομοφροσύνη, την κοινή αντίληψη των πραγμάτων. Όταν η Ναυσικά τόλμησε και μίλησε μπροστά του για γάμο, ο Οδυσσέας τής δήλωσε ότι, για έναν άντρα και μια γυναίκα που πρόκειται να παντρευτούν, το πιο σημαντικό πράγμα είναι η ομοφροσύνη: οι σκέψεις και τα αισθήματα του άντρα και της γυναίκας πρέπει να ταιριάζουν. Αυτό ακριβώς συμβολίζει το νυφικό κρεβάτι. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε λοιπόν ότι όλα έχουν τελειώσει, δεν είναι όμως έτσι ακριβώς. Υπάρχει και ο Λαέρτης, ο πατέρας του Οδυσσέα, που δεν ξέρει ότι γύρισε ο γιος του. Ο Οδυσσέας έχει ένα γιο, έχει τη γυναίκα του, και στο βλέμμα της διαβάζει πόσο απόλυτα πιστή τού είναι, έχει δούλους. Πριν τελειώσει η ιστορία, ο Οδυσσέας θα επισκεφτεί τον πατέρα του. Δε μοιάζει πια με ζητιάνο, θέλει να δει αν θα τον γνωρίσει ο πατέρας του μετά από είκοσι χρόνια. Άραγε ο Οδυσσέας έχει μείνει ο ίδιος μετά από είκοσι χρόνια; Φτάνει στο περιβόλι όπου έχει αποσυρθεί ο πατέρας του, μόνος, δυστυχής, και καλλιεργεί τη γη μαζί με δυο δούλους και μια δούλα. Ο πατέ-
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
151
ρας του, ο Λαέρτης, βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τον Άργο πάνω στο σωρό την κοπριά, και με αυτόν τον ίδιο όταν παρουσιάστηκε σαν ζητιάνος στο παλάτι. Φτάνει ο Οδυσσέας, ο Λαέρτης τον ρωτά τι θέλει. Ο Οδυσσέας αρχίζει να του λέει διάφορα ψέματα: «Είμαι ξένος». Πάνω στην κουβέντα, καμώνεται ότι παίρνει τον πατέρα του για σκλάβο. «Ποπό, πραγματικά βρομάς και ζέχνεις, τα ρούχα σου είναι μες στη λέρα, το δέρμα σου το βλέπει κανείς και αηδιάζει, το καπέλο σου είναι από τομάρι, σαν αυτά που φορούν οι τελευταίοι δούλοι». Το Λαέρτη δεν τον νοιάζει διόλου τι του λένε, μια ερώτηση του τριβελίζει το μυαλό και μόνο: Μήπως ο ξένος ταξιδιώτης έχει κανένα νέο από το γιο του; Ο Οδυσσέας κάθεται λοιπόν και του διηγείται κάτι ιστορίες, πολύ βαρετές. Ο Λαέρτης βάζει τα κλάματα: «Είναι νεκρός;», και αρπάζει χώμα από κάτω και το σκορπίζει στο κεφάλι του. Βλέποντάς τον τόσο θλιμμένο, ο Οδυσσέας εκτιμά ότι φτάνουν πια τα ψέματα: «Σταμάτα, Λαέρτη, εγώ είμαι ο Οδυσσέας. — Κι από πού και ως πού να σε πιστέψω; Δώσε μου σημάδια». Ο Οδυσσέας τού δείχνει την ουλή του, αλλά του πατέρα του δεν του αρκεί. Του διηγείται τότε πώς, όταν ήταν μικρό παιδί, ο Λαέρτης, στην ακμή της ηλικίας του τότε, του είχε δείξει, ονοματίσει και χαρίσει όλα τα δέντρα που υψώνονται ως εκεί που φτάνει το μάτι. Ήταν δεκατρείς αχλαδιές, δέκα μηλιές, σαράντα συκιές, πενήντα σειρές κλήματα. Διηγείται μέχρι κεραίας όλες τις γνώσεις που του είχε μεταδώσει ο Λαέρτης, σχετικά με την καλλιέργεια της γης, την ανάπτυξη τω φυτών και των δέντρων. Ο γερο-Λαέρτης, βουτηγμένος στα δάκρυα, από τη χαρά του όμως τώρα, πέφτει στην αγκαλιά του Οδυσσέα: αυτός που έμοιαζε ως τώρα ράκος ανθρώπινο, νιώθει να γίνεται και πάλι ο βασιλιάς Λαέρτης. Η θέση του Οδυσσέα σε σχέση με τον Τηλέμαχο ήταν η θέση του πατέρα, τώρα σε σχέση με το Λαέρτη γίνεται μικρό παιδί. Το αποτέλεσμα είναι εντελώς απρόσμενο. Ο Λαέρτης μπαίνει μέσα στο σπίτι και όταν ξαναβγαίνει είναι ωραίος σαν θεός. Έχει βάλει λίγο και η Λθηνά το χεράκι της. Όταν ξαναβρίσκει την κοινωνική σχέση που τον
152
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 0 1 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
συνδέε!, με το γιο του, γίνεται πάλι όπως ήταν, βασιλικά ωραίος σαν θεός.
Το ξανακερδισμένο παρόν στην πόλη, έχουμε την ελιά στο πόδι του κρεβατιού, καταμεσής στο παλάτι και στο νησί της Ιθάκης, στην ύπαιθρο, έχουμε τη βλάστηση, στον κήπο, που τη φροντίζουν συνεχώς: τα στοιχεία αυτά συνδέουν το παρελθόν με το παρόν. Τα δέντρα που φυτεύτηκαν παλιά έχουν τώρα μεγαλώσει. Μάρτυρες αληθινοί, καταγράφουν τη χρονική συνέχεια από την εποχή που ο Οδυσσέας ήταν μικρό παιδί ως σήμερα, που βρίσκεται στα πρόθυρα των γηρατειών. Αυτό δεν κάνουμε άραγε και εμείς όταν ακούμε αυτή την ιστορία, δε συνδέουμε το παρελθόν του Οδυσσέα, την αναχώρησή του, με το παρόν και την επιστροφή του; Ιστορούμε μαζί το χωρισμό και το ξανασμίξιμό του με την Πηνελόπη. Η μνήμη καταργεί κατά κάποιο τρόπο το χρόνο, παρ' όλο που είναι συνυφασμένος με το μίτο της αφήγησης. Τον καταργεί και τον αναπαριστά συγχρόνως, αφού ο Οδυσσέας κρατούσε άσβηστο στη μνήμη του το νόστο, αφού η Πηνελόπη κρατούσε άσβηστη στη μνήμη της την ανάμνηση του Οδυσσέα της νιότης της. Ο Οδυσσέας κοιμάται με την Πηνελόπη σαν να είναι η πρώτη νύχτα του γάμου τους. Αισθάνονται ξανά νιόπαντροι. Η Αθηνά φροντίζει να σταματήσει ο ήλιος το άρμα του, ώστε η ημέρα να μην ξημερώσει πολύ νωρίς και η αυγή να αργήσει να φανεί. Η νύχτα αυτή υπήρξε η πιο μακριά νύχτα του κόσμου. Μιλούν, διηγούνται τις περιπέτειες και τις συμφορές τους. Όλα είναι την ώρα αυτή όπως παλιά, ο χρόνος μοιάζει να έχει καταργηθεί. Την επομένη, οι οικογένειες των μνηστήρων πληροφορούνται το φόνο, ζητούν εκδίκηση, ένα τσούρμο συγγενείς, αδέλφια, ξαδέλφια, σύγαμπροι, με τα όπλα στο χέρι, έρχονται να πολεμήσουν τον Οδυσσέα, τον Τηλέμαχο, το Λαέρτη και τους πιστούς τους δούλους. Η Αθηνά εμποδίζει τη σύγκρουση. Δε θα γίνει μάχη, η ανακωχή, η ειρήνη, η ομόνοια βασιλεύουν ΜΕΣΑ
ΣΤΟ
ΠΑΛΑΤΙ,
ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ή Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"
153
και πάλι. Στην Ιθάκη όλα είναι πια όπως πριν, υπάρχει ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, υπάρχει ένας γιος, υπάρχει ένας πατέρας, υπάρχουν δούλοι, η τάξη βασιλεύει και πάλι. Ο αοιδός με το τραγούδι του μπορεί να ψάλει τη δόξα και τη μνήμη του νόστου, για όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών.
ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΘΗΒΑ
Στο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΩΔΕΚΑΘΕΟ, Ο Διόνυσος είναι ένας περιθωριακός θεός. Ένας θεός ανέστιος, περιπλανώμενος, ένας θεός του πουθενά και του παντού. Την ίδια στιγμή, απαιτεί από όπου περνάει να τον τιμούν, να έχει τη δική του θέση, να υπερέχει, και ειδικότερα στη Θήβα, όπου γεννήθηκε και θέλει οπωσδήποτε να τον λατρεύουν. Μπαίνει στην πόλη σαν ταξιδιώτης που έρχεται από πολύ μακριά, ένας παράξενος ξένος. Ξαναγυρίζει στη Θήβα επειδή τη θεωρεί το γενέθλιο τόπο του και θέλει να τον υποδεχτούν, να τον αναγνωρίσουν, θέλει η πόλη να αποτελέσει, θα λέγαμε, την επίσημη έδρα του. Περιπλανώμενος και με έδρα σταθερή, ενσαρκώνει στο ελληνικό πάνθεον, κατά τον Louis Gernet, τον άλλον, τον διαφορετικό, τον περίεργο, τον μυστήριο, τον παραβάτη. Είναι επίσης, σύμφωνα με τον Marcel Detienne, ένας θεός επιδημικός. Όταν εισβάλλει σε έναν τόπο όπου τον περιφρονούν, δεν προλαβαίνει να πατήσει καλά καλά το πόδι του και επιβάλλεται σαν μεταδοτική ασθένεια και η λατρεία του εξαπλώνεται όπως το κύμα. Και αιφνιδίως, η ετερότητα, ο άλλος, επιβάλλει την παρουσία της στους πιο οικείους τόπους. Επιδημική ασθένεια. Ανέστιος και εφέστιος, θεός που μοιάζει στους ανθρώπους, δημιουργεί μαζί τους σχέσεις διαφορετικής υφής από αυτές που κυριαρχούν γενικώς στην ελληνική θρησκεία, σχέσεις πιο στενές, πιο εξατομικευμένες, πιο οικείες, ο Διόνυσος δημιουργεί με τον πιστό του μια σχέση, θα λέγαμε, προσωπική. Και την ίδια στιγμή που η σχέση του με τους ανθρώπους χαρακτηρίζε-
ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΘΗΒΑ
155
ται από τέτοια οικειότητα, είναι ο θεός που ίσως βρίσκεται πιο μακριά από όλους σε σχέση με τα ανθρώπινα, ο πιο απρόσιτος και μυστηριώδης, ένας θεός που δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε, δεν μπορούμε να τον ταξινομήσουμε. Για την Αφροδίτη λέμε ότι είναι η θεά του Έρωτα, για την Αθηνά ότι είναι η θεά του πολέμου και της σοφίας, για τον Ήφαιστο ότι είναι ένας θεός τεχνίτης, σιδεράς, το Διόνυσο όμως δεν μπορούμε να τον κατατάξουμε. Είναι συγχρόνως τα πάντα και τίποτα, παρών και απών την ίδια στιγμή. Οι ιστορίες που αναφέρονται σ' αυτόν αποκτούν ένα ιδιαίτερο νόημα, αν σκεφτούμε τη σύγκρουση ανάμεσα στη νομαδική ζωή, την περιπλάνηση, στο γεγονός ότι είναι μονίμως περαστικός, καθ' οδόν, ταξιδιώτης, και στην επιθυμία του να εγκατασταθεί, να βρει την ησυχία του, να βολευτεί κάπου όπου δε θα τον έχουν απλώς αποδεχτεί: όπου θα τον έχουν επιλέξει.
Ευρώπη περιπλανώμενη ΟΛΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΊΖΕΙ με ένα πρόσωπο στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί: τον Κάδμο, τον πρώτο ηγεμόνα της Θήβας. Ο Κάδμος, ο ήρωας ιδρυτής της σπουδαίας, κλασικής αυτής πόλης, είναι και ο ίδιος ξένος, Ασιάτης, Φοίνικας, που έρχεται από πολύ μακριά. Είναι γιος του Αγήνορα, βασιλιά της Τύρου ή της Σιδώνας, και της Τηλέφασσας. Τα πρόσωπα αυτά κατάγονται από την Εγγύς Ανατολή, τη σημερινή Συρία. Το βασιλικό αυτό γένος, οι ηγεμόνες της Τύρου, έχουν κάμποσους γιους, τον Κάδμο και τα αδέλφια του, το Φοίνικα, τον Κύλικα, το Θάσο, και μια κόρη, την Ευρώπη — από την οποία έλκει το όνομά της η ήπειρός μας. Η Ευρώπη είναι μια γοητευτική νεαρή παρθένος η οποία παίζει με τις συντρόφισσές της στην ακρογιαλιά της Τύρου. Ο Δίας, ψηλά από τον ουρανό, τη βλέπει να κολυμπάει, ίσως γυμνή. Δεν ασχολείται με λουλούδια και ανθοδέσμες, όπως κάνουν σε κάποιες ιστορίες οι άλλες κοπέλες που ανάβουν τον πόθο στους θεούς, οι οποίες μαζεύουν υάκινθους, κρίνα και νάρκισ-
156
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
σους. Η Ευρώπη στέκεται στην ακρογιαλιά, σε ένα χώρο ανοιχτό. Ο Δίας τη βλέπει και αμέσως τη βάζει στο μάτι. Παίρνει τη μορφή ενός υπέροχου λευκού ταύρου, με κέρατα σαν μισοφέγγαρα. Φτάνει στην ακρογιαλιά και πάει και ξαπλώνει στα πόδια της Ευρώπης, στην ακροθαλασσιά. Η Ευρώπη φοβάται λίγο στην αρχή, αλλά έχει εντυπωσιαστεί από το υπέροχο ζώο και σιγά σιγά το πλησιάζει. Ο ταύρος δεν εμπνέει καμία ανησυχία με τη συμπεριφορά του, το αντίθετο. Του χαϊδεύει λίγο το κεφάλι, του δίνει χτυπηματάκια στα πλευρά και, καθώς ο ταύρος δεν κινείται και γυρίζει μάλιστα λιγάκι το κεφάλι προς το μέρος της, μόνο που δε γλείφει δηλαδή το λευκό της δέρμα, κάθεται στην τεράστια πλάτη του, πιάνει με τα χέρια της τα κέρατα και τότε ο ταύρος τινάζεται, ορμάει στο νερό και διασχίζει τη θάλασσα. Ο Δίας και η οδοιπόρος Ευρώπη περνούν από την Ασία στην Κρήτη. Εκεί ο Δίας σμίγει με την Ευρώπη και, αφού συντελείται η ένωσή τους, την εγκαθιστά μόνιμα, κατά κάποιο τρόπο, στην Κρήτη. Γεννάει παιδιά, το Ραδάμανθη, το Μίνωα, που θα γίνουν οι ηγεμόνες της Κρήτης. Ο Δίας κάνει στους άρχοντες του νησιού ένα δώρο. Ένα πρόσωπο παράξενο, τον Τάλω, ένα χάλκινο γίγαντα που αποστολή του έχει να προσέχει την Κρήτη, να την κάνει σαν απόρθητο οχυρό, να απομονώσει το νησί από τον υπόλοιπο κόσμο, να εμποδίζει τους ξένους να πλησιάζουν και τους νησιώτες να φεύγουν. Τρεις φορές την ημέρα, ο Τάλως κάνει το γύρο του νησιού, ως φύλακας, και δεν αφήνει κανέναν ούτε να πλησιάσει ούτε να φύγει. Είναι αθάνατος, ανίκητος, σιδερένιος. Η μόνη του αδυναμία είναι η φτέρνα του, όπου έχει μια φλέβα που κλειδώνει με κλειδί, ώστε να κλείνει καλά. Όλη η σιδερένια του αλκή θα διαλυθεί αν ο σύρτης αυτός ανοίξει. Άλλοι λένε πως το κλειδί κατάφερε και το γύρισε με τα μαγικά της η Μήδεια η μάγισσα στην Αργοναυτική εκστρατεία, και άλλοι πως ένας άλλος ήρωας, ο Ηρακλής, κατάφερε με μια σαϊτιά και πλήγωσε τον Τάλω στο ζωτικό του σημείο και τον σκότωσε. Όπως και να έχει, με την Ευρώπη τίθεται το ζήτημα της
ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΘΗΒΑ
157
απαγωγής, της μετάβασης από τον έναν κόσμο στον άλλον, όπως επίσης και της περιχαράκωσης της Κρήτης, η οποία κλείνεται στον εαυτό της. Μάλιστα, δεν πρόκειται καν για μετάβαση, για περιπλάνηση πρόκειται: όταν ο Αγήνορας πληροφορείται από τις συντρόφισσες της νεαρής κοπέλας ότι την Ευρώπη την απήγαγε ένας ταύρος, ξεσηκώνει τη γυναίκα και τους γιους του και τους αναθέτει την αποστολή να βρουν την κόρη και αδελφή τους. Φεύγουν λοιπόν οι τρεις γιοι και η μητέρα και πάνε να περιπλανηθούν και αυτοί με τη σειρά τους, αφήνουν το γενέθλιο τόπο τους, την οικογένεια, το βασίλειό τους, και σκορπίζουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Στη διάρκεια των ατελείωτων περιπλανήσεών τους, θα ιδρύσουν μια σειρά πόλεις. Ο Κάδμος φεύγει μαζί με τη μητέρα του και τελικά φτάνει στη Θράκη, αναζητώντας πάντα την αδελφή του, την Ευρώπη, διότι ο Αγήνορας είχε προειδοποιήσει τα παιδιά και τη γυναίκα του να μη γυρίσουν πίσω στο παλάτι αν δε φέρουν μαζί τους και το κορίτσι. Η μητέρα του Κάδμου, η Τηλέφασσα, θα πεθάνει, τιμημένη, στη Θράκη. Τότε ο Κάδμος πάει στους Δελφούς, να ρωτήσει τι πρέπει να κάνει. Το μαντείο του λέει: «Τελείωσαν οι περιπλανήσεις σου, πρέπει να σταματήσεις, πρέπει να βρεις τόπο να εγκατασταθείς, διότι την αδελφή σου δεν πρόκειται να τη βρεις». Η Ευρώπη έχει εξαφανιστεί, είναι μια οδοιπόρος που κανείς δεν ξέρει τι απέγινε, στην πραγματικότητα είναι έγκλειστη στην Κρήτη, ποιος όμως το ξέρει εκτός από το μαντείο των Δελφών; Το μαντείο, ωστόσο, διευκρινίζει: «Θα ακολουθήσεις μια αγελάδα, οδοιπόρο και αυτή, παντού όπου κι αν πάει. Την Ευρώπη την απήγαγε ένας ταύρος ταξιδιώτης, κάπου σταμάτησε. Εσύ ακολούθα την αγελάδα και, όσο προχωράει, θα ακολουθείς τα ίχνη της, τη μέρα όμως που θα ξαπλώσει κάτω και δε θα ξανασηκωθεί, στο μέρος αυτό θα χτίσεις μια πόλη, και θα αποκτήσεις ρίζες, Κάδμε, άνδρα Τυρρηνέ».Έτσι και έπραξε ο Κάδμος, συνοδευόμενος από μερικά παλικάρια. Βλέπουν μια αγελάδα εξαιρετικά όμορφη, με βούλες σαν φεγγάρια, που προεικάζουν την ξεχωριστή της αποστολή. Ακολουθούν το ζω-
158
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
ντανό και σε μια δεδομένη στιγμή, αφού περιπλανήθηκε ως τη θέση της μελλοντικής Θήβας, στη Βοιωτία, η αγελάδα σταματάει σε ένα λιβάδι. Η περιπλανώμενη στέκει ακίνητη, η περιπλάνηση έχει τελειώσει. Ο Κάδμος καταλαβαίνει ότι σ' αυτό το μέρος πρέπει να χτίσει την πόλη.
Ο ξένος και οι αυτόχθονες Ι Δ Ρ Τ Σ Ε Ι ΤΗΝ Π Ο Λ Η , πρέπει να κάνει μια θυσία στη θεά Αθηνά, την οποία αισθάνεται πολύ οικεία του. Για να γίνει θυσία, χρειάζεται νερό. Στέλνει τους συντρόφους του σε μια πηγή, που την ονομάζουν πηγή του Άρη, επειδή την προστατεύει ο θεός αυτός, αναθέτοντάς τους να γεμίσουν τα δοχεία, τις υδρίες τους, με νερό. Την πηγή αυτή όμως τη φυλάει ένας δράκος, ένα πολύ άγριο ερπετό, που σκοτώνει όλα τα παλικάρια που έρχονται να πάρουν νερό. Ο Κάδμος πάει μόνος του στην πηγή και σκοτώνει το δράκο. Η Αθηνά τον προστάζει τότε να κάνει πρώτα τη θυσία που της έχει υποσχεθεί, στη συνέχεια να μαζέψει τα δόντια του σκοτωμένου δράκου που κείτεται στο χώμα και να τα σπείρει σε μιαν εντελώς ίσια πεδιάδα, ένα πεδίον, σαν μια χούφτα σπόρους από δημητριακά. Ο Κάδμος κάνει ό,τι τον διατάζει, φέρνει το νερό, θυσιάζει με ευσέβεια την αγελάδα στην Αθηνά, πάει στην πεδιάδα και σπέρνει τα δόντια του δράκοντα. Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη σπορά και αμέσως ξεπετιέται από το κάθε δόντι ένας πολεμιστής, ενήλικος ήδη, πάνοπλος, με την πολεμική του σκευή, περικεφαλαία, ασπίδα, ξίφος, δόρυ, περικνημίδες, πανοπλία. Μόλις ξεφυτρώνουν από το έδαφος, κοιτάζονται αναμεταξύ τους, μετράει ο ένας τον άλλον, προκαλεί ο ένας τον άλλον, όπως κάνουν τα πλάσματα που είναι ολοκληρωτικά αφιερωμένα στη σφαγή, στον πόλεμο, την πολεμοχαρή αγριότητα, οι πολεμιστές από την κορφή ως τα νύχια. Ο Κάδμος καταλαβαίνει ότι υπάρχει κίνδυνος να στραφούν εναντίον του. Αρπάζει λοιπόν μια πέτρα και, την ώρα που οι πολεμιστές ανταλλάσσουν εχθρικά βλέμματα, την πετάει ανάμεσά τους.
ΠΡΙΝ
ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΘΗΒΑ
159
Ο καθένας τους πιστεύει ότι ο άλλος έριξε την πέτρα και οι στρατιώτες αρχίζουν να πολεμούν αναμεταξύ τους. Αλληλοσκοτώνονται, όλοι τους πέφτουν νεκροί εκτός από πέντε, που μένουν ζωντανοί. Οι πολεμιστές αυτοί ονομάζονται Σπαρτοί, αυτοί δηλαδή που τους έχουν σπείρει. Γεννήθηκαν από τη γη, είναι αυτόχθονες. Δεν είναι πλάνητες, είναι ριζωμένοι στο χώμα, συμβολίζουν το θεμελιακό δεσμό με τη θηβαϊκή γη και είναι αφιερωμένοι ολοκληρωτικά στον πόλεμο. Τα ονόματά τους δηλώνουν τη φύση τους: Χθόνιος, Ουδαίος, Πέλωρος, Τπερήνωρ, Εχίων, ονόματα τερατώδη, χθόνια, νύκτια, σκοτεινά και πολεμικά. Τον Κάδμο, ωστόσο, τον καταδιώκει ο θυμός και η μνησικακία του Άρη, επειδή σκότωσε το δράκο, που ήταν, λένε, γιος του. Επτά χρόνια ο Κάδμος θα τον υπηρετήσει, όπως ο Ηρακλής, κάτω όμως από διαφορετικές συνθήκες, υπηρέτησε διάφορα πρόσωπα, ήρωες ή θεούς που είχε προσβάλει. Όταν τελειώνουν τα επτά χρόνια, ελευθερώνεται. Οι θεοί είναι ευνοϊκοί απέναντί του, ιδιαιτέρως η Αθηνά, σκέφτονται να τον ανακηρύξουν ηγεμόνα της Θήβας. Προηγουμένως όμως, ο ξένος αυτός, ο οποίος έφερε στο φως όλα όσα έκρυβε η θηβαϊκή γη στα σπλάχνα της, ριζωμένα και αυτόχθονα, πρέπει να αποκτήσει απογόνους. Για άλλη μια φορά, θεοί και άνθρωποι έρχονται για μια στιγμή κοντά με το γάμο του Κάδμου. Παντρεύεται μια θεά, την Αρμονία, κόρη της Αφροδίτης και του Άρη. Του θεού τον οποίο υπηρέτησε για να εξιλεωθεί και ο οποίος φρόντιζε να μην πλησιάζει κανείς τη θηβαϊκή πηγή, το νερό που ξεπηδάει από το έδαφος. Το ίδιο φιλοπόλεμο πνεύμα κληροδοτείται και αναβιώνει με τους Σπαρτούς και τη γενιά των «γεννημένων από τη γη», των γηγενών, Η Αρμονία όμως, από την πλευρά της μητέρας της, της Αφροδίτης, είναι η θεά της ένωσης, της ομόνοιας, της συμφιλίωσης. Όλοι οι θεοί έρχονται στην ακρόπολη της Θήβας για να τελέσουν τους γάμους, μιας και η νύφη είναι θεά. Το γαμήλιο τραγούδι το ψάλλουν οι Μούσες. Οι θεοί, ως είθισται, κάνουν δώρα. Ορισμένα από τα δώρα θα είναι δώρα καταραμέ-
160
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 0 1 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΡΩΠΟΙ
να, που θα οδηγήσουν στον όλεθρο όσους θα τα κληρονομήσουν. Ο Κάδμος θα αποκτήσει πολλά παιδιά, μεταξύ των οποίων τη Σεμέλη, την Αυτονόη, την Ινώ, η οποία θα παντρευτεί τον Αθάμαντα και θα γίνει η Αευκοθέα, η θαλασσινή θεά. Έχει άλλη μία κόρη, που ονομάζεται Αγαύη. Αυτή θα παντρευτεί ένα Σπαρτό, τον Εχίονα, και θα αποκτήσει ένα γιο, τον Πενθέα. Με άλλα λόγια, στις απαρχές της Θήβας συναντάμε την ισορροπία και την ένωση ενός προσώπου που έρχεται από μακριά, του Κάδμου, που με το κατόρθωμά του και με τη βούληση των θεών αναγορεύεται ηγεμόνας* από την άλλη, κάποια πρόσωπα που φύτρωσαν από το χώμα, αυτόχθονα, που έχουν τη θηβαϊκή γη κολλημένη κάτω από τα σανδάλια τους και είναι πολεμιστές από την κορφή ως τα νύχια. Η πρώτη διαδοχή των βασιλέων της Θήβας δίνει διαρκώς την αίσθηση ότι οι δύο τάσεις, τα δύο αυτά διαφορετικά γένη, θα είναι συμφιλιωμένα, μπορεί όμως να υπάρξουν και εντάσεις, παρεξηγήσεις, συγκρούσεις.
Ο μηρός ως μήτρα ΕΧΟΥΜΕ Λ Ο Ι Π Ο Ν ΜΙΑ Κ Ο Ρ Η , τη Σεμέλη, ένα πλάσμα πολύ γοητευτικό, σαν την Ευρώπη. Ο Δίας θα συνάψει σχέσεις μαζί της, όχι εφήμερες αλλά μακροχρόνιες. Η Σεμέλη λοιπόν, που βλέπει το Δία να ξαπλώνει πλάι της, με ανθρώπινη μορφή, κάθε νύχτα, ενώ ξέρει όμως ότι είναι ο Δίας, θέλει να εμφανιστεί μπροστά της ο θεός με όλη του τη λάμψη και τη μεγαλοπρέπεια, ως ηγεμόνας των μακαρίων αθανάτων. Τον παρακαλεί και τον ξαναπαρακαλεί συνεχώς να παρουσιαστεί έτσι μπροστά της. Όπως είναι φυσικό, μπορεί οι θεοί μερικές φορές να παρίστανται στους γάμους των ανθρώπων, όταν όμως οι άνθρωποι αξιώνουν από τους θεούς να παρουσιαστούν με την αληθινή τους μορφή, σαν να ήταν οι θνητοί σύντροφοί τους, υπάρχουν σίγουρα κάποιοι κίνδυνοι. Όταν ο Δίας υποχωρεί στις ικεσίες της Σεμέλης και εμφανίζεται μέσα στην απαστράπτουσα δόξα του, η Σεμέλη καίγεται από την εκτυφλωτική λάμψη.
ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΘΗΒΑ
161
τη φλόγα από τη θεϊκή αίγλη του εραστή της. Κουβαλάει ήδη στα σπλάχνα της το παιδί του Δία, το Διόνυσο. Ο Δίας λοιπόν δε διστάζει στιγμή, παίρνει το μικρό Διόνυσο από το κορμί της Σεμέλης που σιγοκαίγεται, κάνει μια τομή στο μηρό του, σκίζει το μηρό του, μετατρέπει το μηρό του σε γυναικεία μήτρα και βάζει μέσα το μικρό Διόνυσο, έξι μηνών έμβρυο. Έτσι, ο Διόνυσος θα είναι δυο φορές γιος του Δία, θα είναι ο «δις γεννηθείς». Όταν έρχεται η ώρα, ο Δίας ανοίγει το μηρό του και ο μικρός Διόνυσος βγαίνει, όπως θα έβγαινε από την κοιλιά της Σεμέλης. Το παιδί είναι αλλόκοτο, έξω από τα θεϊκά πρότυπα, αφού είναι γιος θνητής και μαζί γιος του Δία σε όλη του την αίγλη. Είναι αλλόκοτο, αφού μεγάλωσε το μισό καιρό μέσα στην κοιλιά μιας γυναίκας και τον άλλο μισό στο μηρό του Δία. Ο Διόνυσος θα είναι αναγκασμένος να αντιπαλεύει τη λυσσαλέα ζήλια της Ήρας, που δε συγχωρεί εύκολα στο Δία τα παραστρατήματά του και πάντα κατατρέχει τους καρπούς των παράνομων ερώτων του. Κύριο μέλημα του Δία θα είναι πώς να εξαφανίσει το Διόνυσο από τα μάτια της Ήρας, πώς να τον εμπιστευτεί σε παραμάνες να τον κρύψουν. Μόλις μεγαλώνει λιγάκι, αρχίζει και αυτός τις περιπλανήσεις και πολύ συχνά οι άνθρωποι που είναι βολεμένοι στα σπίτια τους τον κυνηγούν. Κάποια φορά μάλιστα, πολύ νέος ακόμα, φτάνει τυχαία στη Θράκη μαζί με την ακολουθία του, μια πομπή από νεαρές Βάκχες. Ο βασιλιάς της χώρας, ο Λυκούργος, βλέπει με πολύ κακό μάτι την άφιξη του νεαρού ξένου, που καλά καλά δεν ξέρουν από πού έρχεται και ισχυρίζεται ότι είναι θεός, καθώς και τις νεαρές αυτές γυναίκες που παραληρούν, ως φανατικοί οπαδοί της καινούριας θεότητας. Ο Λυκούργος συλλαμβάνει τις Βάκχες και τις ρίχνει στη φυλακή. Ο Διόνυσος διαθέτει ήδη αρκετή δύναμη για να τις ελευθερώσει. Ο Λυκούργος καταδιώκει το θεό και τον αναγκάζει να το βάλει στα πόδια. Ο Διόνυσος, θεότητα διφορούμενη, αμφίσημη με τη γυναικεία όψη του, πεθαίνει από το φόβο του καθώς τον καταδιώκουν. Τελικά πέφτει στο νερό και ξεφεύγει από το Λυκούργο. Για λίγο καιρό τον κρύβει στα βάθη της
162
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
θάλασσας η θεά Θέτις, η μέλλουσα μητέρα του Αχιλλέα. Όταν φεύγει από εκεί, μετά τη μυστική, θα λέγαμε, αυτή μύηση, χάνεται από την Ελλάδα και περνάει απέναντι στην Ασία. Και κατακτά κυριολεκτικά ολόκληρη την Ασία. Διασχίζει όλες τις χώρες μαζί με στρατιές πιστούς, γυναίκες κυρίως, που δεν κρατούν τα κλασικά όπλα του πολεμιστή αλλά μάχονται και χτυπούν με τους θύρσους, μεγάλες, δηλαδή, μυτερές βέργες με κουκουνάρια καρφωμένα στην άκρη, και έχουν υπερφυσικές δυνάμεις. Ο Διόνυσος και οι οπαδοί της λατρείας του τρέπουν σε φυγή όλους τους στρατούς που ορμούν εναντίον τους και προσπαθούν, ματαίως, να εμποδίσουν την προέλασή τους· διασχίζει την Ασία νικηφόρος. Στη συνέχεια ο θεός επιστρέφει στην Ελλάδα.
Ο πλάνης ιερέας και οι μαινάδες επιστρέφει στη Θήβα. Ο περιπλανώμενος λοιπόν Διόνυσος, που μικρό παιδί τον καταδίωκε το μίσος μιας κακιάς μητριάς και ως νεαρός θεός αναγκάστηκε να ριχτεί στο νερό και να κρυφτεί στα βάθη της θάλασσας, για να γλιτώσει από το θυμό του βασιλιά της Θράκης, επιστρέφει ενήλικος πια στη Θήβα. Όταν φτάνει στη Θήβα, βασιλιάς είναι ο Πενθέας, γιος της θείας του της Αγαύης, αδελφής της Σεμέλης. Η Αγαύη παντρεύτηκε έναν από τους πέντε Σπαρτούς, τον Εχίονα, που πέθανε αφήνοντάς της ένα γιο. Το βλαστάρι της χρωστάει το βασιλικό του αξίωμα στον παππού του, τον πατέρα της μητέρας του, τον Κάδμο, ο οποίος ζει ακόμα, αλλά είναι πολύ γέρος και δε βασιλεύει. Από τον Εχίονα κληρονόμησε την οικειότητά του με τη θηβαϊκή γη, τις ρίζες του στον τόπο αυτό, το βίαιο χαρακτήρα, την αδιαλλαξία και την αλαζονεία του πολεμιστή. Ο Διόνυσος φτάνει στην πόλη της Θήβας, το πρότυπο, θα λέγαμε, της αρχαϊκής, ελληνικής πόλης, μεταμφιεσμένος. Δεν εμφανίζεται ως ο θεός Διόνυσος, αλλά ως ιερέας του θεού. Πλάνης ιερέας, ντυμένος σαν γυναίκα, με μακριά μαλλιά ως Κ Α Ι ΤΟΤΕ
ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΘΗΒΑ
163
τη μέση, ολόιδιος με Ανατολίτη μέτοικο, έχει μαύρα μάτια, ύφος γόη, είναι δεινός ρήτορας... έχει δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά που μπορούν να ενοχλήσουν, να εξαγριώσουν το «Σπαρτό» της θηβαϊκής γης, τον Πενθέα. Έχουν και οι δυο την ίδια περίπου ηλικία. Ο Πενθέας είναι ένας νεαρότατος βασιλιάς, όπως και ο δήθεν ιερέας είναι ένας νεαρότατος θεός. Γύρω από τον ιερέα περιφέρεται ένας θίασος γυναικών, άλλες νέες και άλλες μεγαλύτερες, όλες Λυδές, Ανατολίτισσες δηλαδή. Είναι Ανατολίτισσες στα χαρακτηριστικά αλλά και στον τρόπο ζωής. Κάνουν σαματά, κάθονται, τρώνε και κοιμούνται στο ύπαιθρο, μέσα στους δρόμους της Θήβας. Τα βλέπει αυτά ο Πενθέας και γίνεται έξαλλος. Τι στο καλό γυρεύει εδώ ο περιπλανώμενος αυτός θίασος; Θέλει να τους διώξει. Ο Διόνυσος έχει τρελάνει όλες τις Θηβαίες κυράδες, γιατί δε συγχωρεί τις αδελφές της μητέρας του, τις κόρες του Κάδμου, την Αγαύη κυρίως, που ισχυρίζονταν ότι η Σεμέλη δεν είχε ποτέ της σχέσεις με το Δία, ότι ήταν μια υστερική που πλάγιαζε με τον πρώτο τυχόντα και, ξεμυαλισμένη όπως ήταν, κάηκε σε μια πυρκαγιά, όσο για το γιο της, αν είχε γιο, πάει κι αυτός, χάθηκε* όπως και να έχει πάντως, γιος του Δία δεν ήταν. Όλο αυτό το κομμάτι της οικογενειακής μυθολογίας που αντιπροσώπευε η Σεμέλη, το γεγονός δηλαδή ότι για πολύ καιρό διατηρούσε σχέσεις με κάποιο θεό —ασχέτως αν θέλησε να έρθει πολύ κοντά στο θεό κι αυτό ήταν το λάθος της—, οι Θηβαίες το αρνούνται: όλα αυτά τα θεωρούν παραμύθια της Χαλιμάς. Ο γάμος του Κάδμου και της Αρμονίας μάλιστα, αυτός έγινε, όντως, σε εκείνη την περίπτωση όμως έχουμε να κάνουμε με την ίδρυση μιας ανθρώπινης πόλης, οργανωμένης με αμιγώς ανθρώπινα κριτήρια. Ενώ ο Διόνυσος θέλει να αποκαταστήσει μια σχέση με το θεϊκό στοιχείο — όχι όμως όπως έγινε στο γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας, με τρόπο εντελώς διαφορετικό. Δε θέλει να αποκαταστήσει τη σχέση αυτή με την ευκαιρία μιας γιορτής, μιας τελετής, στην οποία απλώς θα παραστούν οι θεοί ως καλεσμένοι και αμέσως μετά θα φύγουν, αλλά μέσα στην ίδια την ανθρώπινη ζωή, την πολιτική ζωή, σ' αυτή καθαυτή τη
164
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
ζωή των πολιτών της Θήβας. Θέλει να σπείρει το σπόρο που θα δημιουργήσει μια καινούρια διάσταση στην καθημερινή ζωή όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων. Για το λόγο αυτό, πρέπει να τρελάνει τις γυναίκες της Θήβας, τις κυράδες που είναι για τα καλά βολεμένες κοινωνικά ως σύζυγοι και μητέρες και ο τρόπος ζωής τους είναι αντιδιαμετρικά αντίθετος με των Λυδών γυναικών που αποτελούν την ακολουθία του Διονύσου. Αυτές τις Θηβαίες τρέλανε ο θεός με το παραλήρημά του. Εγκαταλείπουν τα παιδιά τους, αφήνουν στη μέση τις δουλειές του σπιτιού, παρατούν τους άντρες τους και τρέχουν στα βουνά, στα χερσοτόπια, στα δάση. Εκεί περιφέρονται ντυμένες παράξενα για καθωσπρέπει κυρίες, κάνουν ό,τι τρέλα τούς περάσει από το μυαλό και οι χωρικοί τις παρακολουθούν με ανάμεικτες σκέψεις, κατάπληκτοι, θαυμάζοντας και σκανδαλισμένοι συνάμα. Τα μαθαίνει αυτά ο Πενθέας. Θυμώνει διπλά. Αρχικά στρέφεται ενάντια στις πιστές του θεού, στην ευσεβή ακολουθία του θεού, θεωρώντας αυτές υπεύθυνες για το θηλυκό χάος που απλώθηκε στην πόλη. Διατάζει τους φρουρούς του να συλλάβουν όλες τις Αυδές που υποστηρίζουν με θέρμη τη νέα λατρεία και να τις ρίξουν στη φυλακή. Και οι εντεταλμένοι για την τήρηση της τάξης στην πόλη εκτελούν τις διαταγές. Δεν προλαβαίνουν να τις φυλακίσουν και ο Διόνυσος τις ελευθερώνει, με τρόπο μαγικό. Να τες, λοιπόν, που ξαναρχίζουν τους χορούς και τα τραγούδια στους δρόμους, χτυπούν τα κρόταλά τους και κάνουν φασαρία. Ο Πενθέας αποφασίζει να τα βάλει με τον πλάνητα ιερέα, το διαφθορέα ζητιάνο. Διατάζει να τον συλλάβουν, να τον αλυσοδέσουν και να τον κλείσουν στους βασιλικούς στάβλους, μαζί με τα ζωντανά, τα βόδια και τα άλογα. Συλλαμβάνουν λοιπόν τον ιερέα, χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση, είναι διαρκώς χαμογελαστός, διαρκώς ήρεμος, κάπως ειρωνικός και τους αφήνει να κάνουν ό,τι θέλουν. Τον κλείνουν στους βασιλικούς στάβλους. Ο Πενθέας θεωρεί ότι το ζήτημα τακτοποιήθηκε και δίνει εντολή στους άντρες του να ετοιμαστούν για μια στρατιωτική επιχείρηση: θα εκστρατεύσουν στην ύπαιθρο να κυνηγήσουν και να
ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΘΗΒΑ
165
φέρουν πίσω όλες τις γυναίκες που επιδίδονται σε κάθε λογής ακολασίες. Οι στρατιώτες παρατάσσονται σε τετράδες, φεύγουν από την πόλη και σκορπίζονται στα χωράφια και τα δάση για να περικυκλώσουν τις γυναίκες. Την ίδια ώρα, ο Διόνυσος βρίσκεται στο στάβλο. Οι αλυσίδες του όμως σπάζουν μεμιάς και το βασιλικό παλάτι αρπάζει φωτιά. Οι τοίχοι γκρεμίζονται και βγαίνει έξω σώος και αβλαβής. Ο Πενθέας παθαίνει ισχυρό κλονισμό, πόσο μάλλον αφού την ώρα που συμβαίνουν όλα αυτά τα γεγονότα και βλέπει το παλάτι του να γίνεται συντρίμμια, ο ιερέας εμφανίζεται ξαφνικά αυτοπροσώπως μπροστά του, πάντα χαμογελαστός, σώος και αβλαβής, φοβερά κακοντυμένος και στέκει και τον κοιτάζει. Έρχεται η φρουρά του, είναι καταματωμένοι, αναμαλλιασμένοι, με τσακισμένες πανοπλίες. «Τι πάθατε;» Του εξηγούν, σαν να του δίνουν αναφορά: οι γυναίκες αυτές, όσο δεν τις πείραζαν, έπλεαν, θαρρείς, σε πελάγη ευτυχίας, δεν ήταν επιθετικές ούτε απειλητικές. Αντιθέτως, τα πάντα εντός τους, μεταξύ τους, γύρω τους, στα λιβάδια και τα δάση, απέπνεαν μια θαυμάσια πραότητα, έπαιρναν στην αγκαλιά τους τα μωρά των ζώων, όλων των ζώων αδιακρίτως, και τα θήλαζαν σαν να ήταν δικά τους παιδιά, και τα άγρια ζώα με τα οποία είχαν πάρε δώσε δεν τις πείραζαν διόλου. Όπως βεβαίωναν οι χωρικοί, αλλά όπως νομίζουν ότι είδαν και οι ίδιοι οι στρατιώτες, σαν να ζούσαν σε έναν άλλο κόσμο, όπου ανάμεσα σε όλα τα ζωντανά πλάσματα βασίλευε τέλεια αρμονία: οι άνθρωποι και τα ζώα ζούσαν παρέα, τα άγρια ζώα, τα θηρία, τα σαρκοβόρα ζούσαν αγκαλιασμένα πλάι πλάι με τις λείες τους, χαίρονταν όλα μαζί, τα όρια είχαν καταργηθεί μέσα στη φιλία και τη χαρά. Ακόμα και η ίδια η γη έσμιγε μαζί τους. Μόλις χτύπαγε κάποια με το θύρσο το χώμα, ανάβλυζαν πηγές με καθάριο νερό, γάλα, κρασί. Η χρυσή εποχή αναβίωνε. Μόλις όμως εμφανίστηκαν οι στρατιώτες, μόλις άσκησαν πολεμική βία εναντίον τους, τότε οι αγγελικές γυναίκες έγιναν δολοφονικές μαινάδες. Χύθηκαν με τους θύρσους πάλι πάνω στους στρατιώτες, διέσπασαν τις γραμμές τους.
166
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
τους χτύπησαν, τους σκότωσαν, τους έτρεψαν σε άταχτη φυγή. Η πραότητα νικά τη βία, οι γυναίκες τους άντρες, η άγρια φύση την πολιτική οργάνωση. Την ώρα που ο Πενθέας πληροφορείται την παρέκκλιση αυτή, μπροστά του στέκει χαμογελαστός ο Διόνυσος. Ο Πενθέας ενσαρκώνει μια πολύ σημαντική πτυχή του Έλληνα, ο οποίος είναι πεπεισμένος ότι σημασία έχει η αριστοκρατική, θα λέγαμε, στάση ζωής, ο αυτοέλεγχος, η ικανότητα της λογικής σκέψης. Καθώς επίσης και η αίσθηση ότι δεσμεύεται κανείς να μην κάνει τίποτα το χυδαίο, να διατηρεί την αυτοκυριαρχία του, να μην είναι δούλος των επιθυμιών και των παθών του, μια στάση που προϋποθέτει, ως αντιστάθμισμα, την περιφρόνηση μέχρις ενός σημείου των γυναικών, οι οποίες, αντιθέτως, θεωρούνται ευσυγκίνητες. Τέλος, είναι σημαντικό να περιφρονεί κανείς όλα όσα δεν είναι ελληνικά, τους λάγνους βάρβαρους Ασιάτες, που το δέρμα τους είναι κατάλευκο επειδή δεν ασκούνται στα στάδια, αυτούς που δεν είναι έτοιμοι να υποβληθούν στις απαραίτητες δοκιμασίες προκειμένου να κατακτήσουν την αυτοκυριαρχία. Με άλλα λόγια, ο Πενθέας έχει την αντίληψη ότι αποστολή του μονάρχη είναι να διατηρεί μια ιεραρχική τάξη, όπου οι άντρες έχουν τη θέση που τους αξίζει, οι γυναίκες μένουν στο σπίτι, οι ξένοι δε γίνονται δεκτοί. Θεωρεί ότι η Ασία, η Ανατολή, είναι ένας τόπος όπου κατοικούν εκθηλυμένοι άντρες, που έχουν συνηθίσει να υπακούν στις διαταγές ενός τυράννου, ενώ στην Ελλάδα οι άντρες είναι ελεύθεροι. Ο νεαρός άντρας που στέκεται μπροστά στον Πενθέα είναι κατά κάποιο τρόπο είδωλο και σωσίας του: είναι πρώτα ξαδέλφια, της ίδιας οικογένειας, γέννημα θρέμμα και ο ένας και ο άλλος της Θήβας, ασχέτως αν ο ένας τους έχει πίσω του ένα παρελθόν γεμάτο περιπλανήσεις. Έχουν την ίδια ηλικία. Ο Πενθέας έχει δημιουργήσει ένα προσωπείο, θα λέγαμε, για να θωρακιστεί, για να αισθάνεται πραγματικός άντρας, α ν φ , ένας άντρας που ξέρει το καθήκον του απέναντι στον εαυτό του και στην κοινότητα, πάντα έτοιμος όταν χρειάζεται να προστάξει
ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΘΗΒΑ
167
και να τιμωρήσει. Αν του το αφαιρούσαμε, από κάτω θα βρίσκαμε πράγματι το Διόνυσο.
«Ενώπιος ενωπίω» Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ, Ο ΙΕΡΕΑΣ, θα ενεργήσει με σοφιστική δεινότητα, με ερωτήσεις, με διφορούμενες απαντήσεις, προκειμένου να ξυπνήσει το ενδιαφέρον του Πενθέα για το τι συμβαίνει στον κόσμο αυτό τον οποίο δεν ξέρει και δε θέλει να μάθει, τον ξέφρενο θηλυκό κόσμο. Στο γυναικωνίτη ξέρουμε μέσες άκρες τι κάνουν οι γυναίκες — όχι πως μπορεί ποτέ κανείς να είναι απολύτως σίγουρος τι κάνουν οι διαβολογυναίκες, αλλά σε γενικές γραμμές βρίσκονται υπό έλεγχο. Ενώ εκεί έξω, ελεύθερες να κάνουν ό,τι θέλουν, μακριά από την πόλη, μακριά από τους ναούς και τους δρόμους, όπου ουδέν κρυπτόν, εκεί έξω λοιπόν, μέσα στη φύση, χωρίς μάρτυρες, ποιος ξέρει ως πού μπορούν να φτάσουν. Ο Πενθέας πολύ θα ήθελε παρ' όλα αυτά να μάθει. Στη στιχομυθία Πενθέα-Διονύσου, σιγά σιγά αρχίζει να ρωτάει ο Πενθέας: «Ποιος είναι αυτός ο θεός; Πού τον γνώρισες; Τον είδες; Νύχτα, στο όνειρό σου; —Όχι, όχι, τον είδα ξύπνιος, απαντά ο ιερέας. Ενώπιος ενωπίω». Ο Πενθέας αναρωτιέται τι μπορεί να σημαίνει η έκφραση αυτή: «Ενώπιος ενωπίω». Πρόκειται για την ιδέα του βλέμματος, του ματιού, υπάρχουν δηλαδή πράγματα που ίσως δε γνωρίζουμε, αλλά τα γνωρίζουμε καλύτερα όταν τα βλέπουμε. Σιγά σιγά, η ιδέα αυτή αναπτύσσεται στο μυαλό του βολεμένου ανθρώπου, του πολίτη, του μονάρχη, του Έλληνα. Σκέφτεται ότι ίσως καλά θα έκανε να πάει να δει τι γίνεται. Θα εκδηλώσει μια επιθυμία που δεν ήξερε ότι υπήρχε μέσα του, την επιθυμία της οφθαλμολαγνείας. Πολύ περισσότερο αφού πιστεύει ότι οι γυναίκες αυτές, οι γυναίκες της οικογένειάς του, στην ύπαιθρο παραδίδονται στην ακολασία και επιδίδονται σε εξωφρενικά ερωτικά όργια. Είναι σεμνότυφος, είναι ένας νεαρός άντρας χωρίς γυναίκα, θέλει να είναι όσο πιο αυστηρός γίνεται στο θέμα αυτό,
168
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
αλλά η ιδέα τον ερεθίζει, θα ήθελε να μάθει τι γίνεται εκεί πέρα. Ο ιερέας του λέει: «Τίποτα πιο εύκολο, τους άντρες σου τους έδιωξαν κακήν κακώς γιατί πήγαν εκεί οπλισμένοι και συντεταγμένοι και εμφανίστηκαν στα καλά καθούμενα μπροστά στις γυναίκες. Εσύ μπορείς να πας εκεί πέρα χωρίς να σε δει κανείς, μυστικά, να παρακολουθήσεις το παραλήρημά τους, την τρέλα τους, θα βρίσκεσαι στην καλύτερη θέση και δε θα σε δει κανένας. Αρκεί να ντυθείς σαν εμένα». Ξαφνικά, ο βασιλιάς, ο πολίτης, ο Έλληνας, ο αρσενικός, ντύνεται σαν τον πλάνητα ιερέα του Διονύσου, ντύνεται γυναικεία, αφήνει τα μαλλιά του να ανεμίζουν, εκθηλύνεται, γίνεται ολόιδιος με τον Ασιάτη. Για μια στιγμή στέκουν αντικριστά, σαν να κοιτάζουν το είδωλό τους στον καθρέφτη, ο ένας από δω και ο άλλος από κει, κοιτάζονται κατάματα. Ο Διόνυσος παίρνει τον Πενθέα από το χέρι και τον οδηγεί στον Κιθαιρώνα, όπου βρίσκονται οι γυναίκες. Βαδίζουν ο ένας πίσω από τον άλλο, ο ένας που είναι ριζωμένος στη γη —ο άνθρωπος της ταυτότητας— και ο άλλος που έρχεται από μακριά —το σύμβολο της ετερότητας—, βγαίνουν μαζί από την πόλη, κατευθύνονται προς το βουνό, τις πλαγιές του Κιθαιρώνα. Ο ιερέας δείχνει στον Πενθέα ένα πανύψηλο πεύκο και του λέει να ανεβεί και να κρυφτεί μέσα στα κλαδιά. Από κει θα παρατηρεί τα πάντα, θα βλέπει χωρίς να τον βλέπουν. Ο Πενθέας ανεβαίνει στην κορυφή του δέντρου. Σκαρφαλωμένος εκεί πάνω, περιμένει και βλέπει να έρχονται η μητέρα του η Αγαύη και όλες οι κοπέλες της Θήβας που έχει τρελάνει ο Διόνυσος και οι οποίες βρίσκονται σε ένα πολύ διφορούμενο παραλήρημα. Μπορεί να τις έχει τρελάνει πράγματι, δεν είναι όμως αληθινές πιστές του καινούριου θεού. Δεν έχουν «προσηλυτιστεί» στο διονυσιασμό. Αντιθέτως, η Αγαύη και οι γυναίκες της αρνούνται τα συμβαίνοντα. Ό,τι και να λένε όμως, η τρέλα τους, που δεν είναι καρπός πεποίθησης ή θρησκευτικού προσηλυτισμού, είναι το σύμπτωμα μιας αρρώστιας. Επειδή δεν αποδέχτηκαν το διονυσιασμό, επειδή δεν τον πίστεψαν, πάσχουν από αυτόν. Στους άπιστους, ο διονυσιασμός εμφανίζεται με τη μορ-
ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΘΗΒΑ
169
φή μεταδοτικής ασθένειας. Μέσα στην τρέλα τους, κάποτε συμπεριφέρονται σαν πιστές του θεού, ζώντας μέσα στην ευδαιμονία μιας επιστροφής στη χρυσή εποχή, στην αδελφοσύνη, όπου όλα τα ζωντανά πλάσματα, οι θεοί, οι άνθρωποι και τα ζώα ζουν μαζί. Αντίθετα, άλλες φορές τις πιάνει μια λυσσασμένη δίψα για αίμα. Όπως πετσόκοψαν τους στρατιώτες, έτσι ακριβώς μπορούν να στραγγαλίσουν και τα ίδια τους τα παιδιά ή να κάνουν ό,τι περνάει από το νου του ανθρώπου. Έτσι λοιπόν, οι Θηβαίες γυναίκες διακατέχονται από παραισθήσεις που τους διαταράσσουν το λογικό και έχουν τη μορφή της «διονυσιακής επιδημίας». Ο Διόνυσος δεν έχει ακόμα εγκατασταθεί στην πόλη, δεν τον έχουν αποδεχτεί, εξακολουθεί να είναι ένας ξένος που τον στραβοκοιτάζουν. Ο Πενθέας, σκαρφαλωμένος στο πεύκο, βλέπει τις γυναίκες που σκορπίζουν στο δάσος. Επιδίδονται στα ειρηνικά έργα με τα οποία ασχολούνται όταν δεν τις καταδιώκουν, όταν δεν τις κυνηγούν. Κάποια στιγμή, ο Πενθέας σκύβει λίγο παραπάνω για να δει καλύτερα και οι γυναίκες διακρίνουν πάνω ψηλά έναν κατάσκοπο, ένα φρουρό, έναν ηδονοβλεψία. Αμέσως τις πιάνει μανία, ορμάνε όλες και βάζουν τα δυνατά τους να λυγίσουν το δέντρο. Δεν τα καταφέρνουν και προσπαθούν να το ξεριζώσουν. Ο Πενθέας αρχίζει να ταλαντεύεται επικίνδυνα πάνω στο δέντρο και φωνάζει: «Μητέρα, εγώ είμαι, ο Πενθέας, πρόσεξε, θα με ρίξετε κάτω».Ήδη όμως βρίσκονται υπό την απόλυτη επήρεια του παραληρήματος και καταφέρνουν να λυγίσουν το δέντρο. Ο Πενθέας πέφτει κάτω, χύνονται πάνω του και τον κάνουν κομμάτια. Τον ξεσκίζουν, όπως σε ορισμένες διονυσιακές θυσίες το σφάγιο διαμελίζεται ωμό, ζωντανό. Έτσι διαμελίζουν και τον Πενθέα. Η μητέρα του αρπάζει το κεφάλι του γιου της, το καρφώνει σε ένα θύρσο και περιφέρεται περιχαρής· μέσα στο παραλήρημά της, νομίζει ότι είναι το κεφάλι που έχει μπηγμένο στο ραβδί της κεφάλι μικρού λιονταριού ή νεαρού ταύρου. Είναι πανευτυχής. Επειδή ακόμα και μέσα στο διονυσιακό της παραλήρημα διατηρεί την ταυτότητά της, η γυναίκα του Εχίονα,
170
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
γυναίκα από γενιά πολεμική, καυχιέται πως πήγε να κυνηγήσει με τους άντρες σαν άντρας και ότι αποδείχτηκε ανώτερή τους στο κυνήγι. Η Αγαύη πλησιάζει μαζί με τη συντροφιά των αφηνιασμένων, αιματοκυλισμένων γυναικών το Διόνυσο, που εξακολουθεί να είναι μεταμφιεσμένος σε ιερέα. Εκεί βρίσκεται και ο γερο-Κάδμος, ο ιδρυτής της Θήβας, ο πατέρας της Αγαύης και παππούς του Πενθέα, στον οποίο παραχώρησε το θρόνο, και ο Τειρεσίας, ο γερο-μάντης, που ενσαρκώνει στην πόλη τη σοφή μετριοπάθεια των πρεσβύτερων, μια σοφία κάπως συμβατική. Δε θέλουν να ανακατευτούν και πολύ, αλλά σε τελική ανάλυση κανένας τους δεν επιδοκιμάζει τη φαρμακερή έχθρα, το απόλυτο μίσος προς το Διόνυσο. Ο Κάδμος επειδή είναι ο Κάδμος και είναι ο πατέρας της Σεμέλης, ο Τειρεσίας επειδή το λειτούργημά του είναι να διασφαλίζει την επαφή με τα ουράνια. Και οι δυο αισθάνονται μια μάλλον μετριοπαθή έκσταση. Για το λόγο αυτό, είχαν αποφασίσει παρά την ηλικία τους και τη δυσκολία τους να ακολουθήσουν το ρεύμα, να φορέσουν και αυτοί την τελετουργική στολή με τα ριχτά ενδύματα, να πάρουν από ένα θύρσο και να πάνε με τις γυναίκες στα δάση, να χορέψουν μαζί τους, θαρρείς και οι τιμές προς το θεό δε γνωρίζουν διαφορές ηλικίας και φύλου. Οι δύο αυτοί γέροντες είναι λοιπόν παρόντες τη στιγμή που η Αγαύη παραληρώντας καρφώνει το κεφάλι του Πενθέα στο θύρσο της. Η Αγαύη αναγνωρίζει τον Κάδμο και του δείχνει το θαυμαστό της θήραμα, καυχιέται ότι είναι η καλύτερη κυνηγός της πόλης, ανώτερη και από τους άντρες. Ο Κάδμος φρικιά μπροστά στο θέαμα και προσπαθεί σιγά σιγά να τη φέρει στα σύγκαλά της, με το μαλακό, κάνοντάς της ερωτήσεις: «Τι συνέβη; Κοίταξε αυτό το λιονταρίσιο κεφάλι, αυτά τα μαλλιά, δεν τα αναγνωρίζεις;». Σιγά σιγά, η Αγαύη συνέρχεται από το παραλήρημα. Με αργό ρυθμό, κάποια θραύσματα πραγματικότητας επανέρχονται στο σύμπαν στο οποίο είχε βυθιστεί, ένα σύμπαν ονειρικό, αιματοκυλισμένο και εξαίσια όμορφο. Αντιλαμβάνεται τελικά ότι το κεφάλι που κρέμεται από το θύρσο της είναι το κεφάλι του γιου της. Φρίκη!
ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΘΗΒΑ
171
Η άρνηση του άλλου ως απώλεια ταυτότητας Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ TOT ΔΙΟΝΤΣΟΤ στον τόπο του, στη Θήβα, προσκρούει σε έλλειψη κατανόησης από την πλευρά της πόλης. Για όσο καιρό η πόλη δεν καταφέρνει να συμφιλιώσει τους ντόπιους με τον ξένο, τους μόνιμους κατοίκους με τους οδοιπόρους, τη βούληση της να μείνει ίδια, αναλλοίωτη εσαεί, να αρνηθεί την αλλαγή, από τη μια, και να αποδεχτεί τον ξένο, τον διαφορετικό, από την άλλη, οι συνέπειες είναι τραγικές. Για όσο καιρό τα αντίθετα αυτά δεν μπορούν να συνταιριαστούν, συμβαίνει κάτι τρομακτικό: όλοι όσοι ενσάρκωναν την άνευ όρων προσήλωση σε μια αμετάβλητη τάξη πραγμάτων, όσοι διακήρυσσαν την αναγκαιότητα να διαφυλαχτούν οι δικές τους παραδοσιακές αξίες έναντι της ετερότητας, η οποία τους αμφισβητεί, τους αναγκάζει να δουν τον εαυτό τους με διαφορετικά μάτια, αυτοί όλοι, οι οποίοι έχουν ταυτότητα, οι Έλληνες πολίτες που είναι βέβαιοι για την ανωτερότητά τους, κατρακυλούν στην απόλυτη αλλοτρίωση, τη φρίκη και την τερατωδία. Όσο για τις αμέμπτου διαγωγής Θηβαίες γυναίκες, οι οποίες είναι όλες τους πρότυπα συστολής και σεμνότητας στο σπιτικό τους, όλες τους, με πρώτη και καλύτερη την Αγαύη, τη βασιλομήτορα που σκοτώνει το γιο της, τον διαμελίζει και κραδαίνει το κεφάλι του ως τρόπαιο, γίνονται σαν τη Γοργόνα, τη Μέδουσα: κουβαλούν το θάνατο στα μάτια τους. Ο Πενθέας, από την άλλη, βρίσκει φοβερό θάνατο, διαμελίζεται ζωντανός σαν άγριο θηρίο, αυτός ο οποίος ήταν ο πολιτισμένος, ο Έλληνας που διατηρούσε πάντα την αυτοκυριαρχία του και υπέκυψε στη γοητεία όλων όσων καταλόγιζε στον άλλο, τον οποίο καταδίκαζε. Η φρίκη διαγράφεται στο πρόσωπο εκείνου που δεν μπόρεσε να κάνει τόπο στον άλλον. Μετά από αυτά τα γεγονότα, η Αγαύη εξορίζεται, το ίδιο και ο Κάδμος. Και ο Διόνυσος εξακολουθεί να ταξιδεύει στην υφήλιο, έχοντας διασφαλίσει τη θέση του στον ουρανό. Ακόμα και στη Θήβα θα τον λατρεύουν, έχει κατακτήσει την πόλη, όχι με την πρόθεση να διώξει τους άλλους θεούς, να επιβάλει
172
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
τη δική του λατρεία σε βάρος των άλλων, αλλά προκειμένου να έχουν θέση στο κέντρο της Θήβας, στην καρδιά της πόλης, με το ναό του, τις γιορτές, τη λατρεία του, οι περιθωριακοί, οι πλάνητες, οι ξένοι, οι παραβάτες. Θαρρείς και όταν μια ομάδα ανθρώπων αρνείται να αναγνωρίσει τον άλλο, να του κάνει χώρο, αλλάζει η ίδια η ομάδα, αποκτά χαρακτηριστικά τερατώδη. Η επιστροφή του Διονύσου στη Θήβα ανακαλεί τη σύμπνοια με το θεϊκό στοιχείο, που επισφραγίζεται, με τρόπο ήδη διφορούμενο, στην ακρόπολη της πόλης, όταν όλοι οι θεοί δίνουν στον Κάδμο την Αρμονία, την κόρη του Άρη και της Αφροδίτης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε, αν όχι η υπόσχεση, η δυνατότητα τουλάχιστον ενός κόσμου συμφιλιωμένου. Εξίσου υπήρχε, όμως, ανά πάσα στιγμή και το ενδεχόμενο της ρήξης, η διχόνοια και η σφαγή. Αυτό είναι γνωστό και δεν το αποδεικνύει μόνο η ιστορία του Διονύσου. Απόγονοι του Κάδμου είναι και οι Ααβδακίδες και μαρτυρούν ότι το καλύτερο και το χειρότερο μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν. Στο μύθο των Ααβδακιδών, που καταλήγει στην ιστορία του Οιδίποδα, είναι μονίμως παρούσα η σύγκρουση ανάμεσα στους πραγματικούς ηγεμόνες και σε εκείνους που, μέσα στους κόλπους της ίδιας της ηγεμονίας, συγγενεύουν περισσότερο με το γένος των Σπαρτών, των πολεμιστών, των θρυλικών Σπαρτών, που είναι ταμένοι στη βία και το μίσος.
ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΚΙΑ Η ΩΡΑ
M E T A ΤΟΝ ΤΡΑΓΙΚΌ Θ Α Ν Α Τ Ο του Πενθέα, την αναχώρηση του Κάδμου και της Αγαύης, ο θρόνος και μαζί η τάξη της πόλης έχουν κλονιστεί. Ποιος θα γίνει βασιλιάς; Ποιος θα ενσαρκώσει τις αρετές του ηγεμόνα, την ικανότητά του να διατάζει; Κανονικά ο θρόνος θα πρέπει να περιέλθει στον άλλο γιο του Κάδμου, τον Πολύδωρο. Αυτός παντρεύεται την κόρη ενός Σπαρτού, του Χθόνιου, του γήινου, του καταχθόνιου άντρα. Το όνομά της είναι Νυκτηίδα, η νυχτερινή, η νύκτια. Είναι αδελφή ή στενή συγγενής με αρκετά πρόσωπα, με το Νυκτέα και το Λύκο κυρίως, που συνδέονται με τους γηγε\>είς, τους Σπαρτούς που ενσαρκώνουν την πολεμική βία. Ο Πενθέας είχε επίσης διπλή καταγωγή. Από τη μητέρα του την Αγαύη συνδεόταν με τον Κάδμο, τον πραγματικό ηγεμόνα, τον ορισμένο από τους θεούς, στον οποίο οι θεοί έδωσαν γυναίκα θεά, για να επισφραγίσουν κατά κάποιο τρόπο το χαρακτήρα της εξουσίας του. Από τον πατέρα του τον Εχίονα, πάλι, ανήκει στους Σπαρτούς. Αυτό το «φιδίσιο» όνομα μας θυμίζει ένα θηλυκό πρόσωπο, την Έχιδνα, μισή γυναίκα, μισή ερπετό, αδελφή των Γοργόνων, «τέρας ακατανίκητο, χωμένο μέσα στης γης τα μυστικά βάθη», το οποίο γεννά τον Κέρβερο, το σκύλο του Άδη, και την τρικέφαλη Χίμαιρα, που τη σκοτώνει ο Βελλερεφόντης με τη βοήθεια του αλόγου του, του Πήγασου. Ο Πενθέας κατάγεται λοιπόν από τον ηγεμόνα Κάδμο και από τα γηγενή αυτά πρόσωπα, τα οποία διαθέτουν μια σκοτεινή και τερατώδη πλευρά, και είναι διχασμέ-
174
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
νος. Μετά το φρικτό θάνατο του Πενθέα, ο θρόνος είναι κενός. Ο Πολύδωρος τον κατέχει για πολύ μικρό διάστημα και θα έπρεπε να τον παραδώσει στο γιο που απέκτησε με τη Νυκτηίδα, το Λάβδακο — το χωλό* ο οποίος είναι νόμιμο τέκνο του αλλά η καταγωγή του χωλαίνει, αφού από τον πατέρα του τον Πολύδωρο συνδέεται απευθείας με τον Κάδμο και τη θεά Αρμονία, αλλά από τη μητέρα του τη Νυκτηίδα συνδέεται με τους Σπαρτούς, που ξεφύτρωσαν από τη γη της Θήβας, πάνοπλοι από γεννησιμιού τους, φτιαγμένοι για να πολεμούν διαρκώς. Όταν πεθαίνει ο πατέρας του, ο Λάβδακος είναι πολύ μικρός για να ασκήσει τη βασιλική εξουσία. Στις απαρχές της λοιπόν, η ηγεμονία της Θήβας θα είναι ασταθής, θα γνωρίσει διαμάχες. Υπάρχει μια περίοδος βίας, αταξίας, σφετερισμού, όπου η διαδοχή στο θρόνο δεν είναι κανονική και συνεχής, από τον πατέρα στο γιο, αλλάζει συνεχώς χέρια με αγώνες και αντιζηλίες, που φέρνουν τους Σπαρτούς αντιμέτωπους μεταξύ τους και με τη νόμιμη βασιλική εξουσία. Όταν πεθαίνει και ο Λάβδακος με τη σειρά του, ο γιος του ο Λάιος δεν έχει καλά καλά χρονίσει και ο θρόνος μένει πάλι κενός. Τον καταλαμβάνουν ο Νυκτέας και ο Λύκος. Θα παραμείνουν στην εξουσία για πολύ καιρό, ειδικά ο Λύκος. Δεκαοχτώ χρόνια, όπως αναφέρεται κάπου. Στο διάστημα αυτό, ο μικρός Λάιος αδυνατεί να ασκήσει τη βασιλική εξουσία. Την εξουσία της Θήβας θα την πάρουν από το Λύκο και το Νυκτέα δυο ξένοι, ο Λμφίονας και ο Ζήθος. Όταν έρθει η ώρα, θα την παραχωρήσουν στο νόμιμο κάτοχό της. Στο μεταξύ, για όσο διάστημα οι σφετεριστές καταφέρνουν να τον κρατούν μακριά από την εξουσία, ο Λάιος είναι καταδικασμένος στην εξορία. Όταν βρίσκει καταφύγιο στην Κόρινθο, στο βασιλιά Πέλοπα, που του προσφέρει γενναιόδωρα τη φιλοξενία του και τον κρατά κοντά του, έχει πια ενηλικιωθεί.
Χωλά γένη ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ
ΑΤΤΗ
λαμβάνει χώρα ένα επεισόδιο το οποίο θα
ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΚΙΑ Η ΩΡΑ
175
έχει πολύ σημαντικές συνέπειες. Ο Λάιος ερωτεύεται το Χρύσιππο, το γιο του Πέλοπα, ένα πολύ ωραίο παλικάρι. Τον πολιορκεί συστηματικά, τον παίρνει μαζί του στην άμαξα, του φέρεται σαν μεγαλύτερος προς μικρότερο, τον εκπαιδεύει για να γίνει άντρας, παράλληλα όμως προσπαθεί να δημιουργήσει μαζί του ερωτική σχέση και ο γιος του βασιλιά αρνείται. Λέγεται μάλιστα ότι ο Λάιος προσπάθησε να αποκτήσει με τη βία αυτό που δεν κατάφερε να κερδίσει με τη γοητεία και το κύρος του. Λένε επίσης ότι ο Χρύσιππος, έξαλλος, αγανακτισμένος, αυτοκτόνησε. Το γεγονός πάντως είναι ένα, ο Πέλοπας δίνει βαριά κατάρα στο Λάιο, να μη συνεχιστεί η γενιά των Λαβδακιδών, να αφανιστεί από προσώπου γης. Το όνομα του Λάβδακου σημαίνει «χωλός» και το όνομα του Λάιου δεν είναι ξεκάθαρο, μπορεί να σημαίνει ηγέτης του λαού, ή άνθρωπος «αδέξιος». Πράγματι, βλέπουμε ότι όλες αδιακρίτως οι σχέσεις του Λάιου στραβώνουν. Ως προς τη διαδοχή, από τον πατέρα του το Λάβδακο, τον παππού του τον Πολύδωρο, τον προπάππου του τον Κάδμο, η εξουσία δικαιωματικά του ανήκει και τον δένει με το θρόνο της Θήβας. Παρ' όλα αυτά, κάποιοι τον παραμερίζουν, τον παραγκωνίζουν, τον διώχνουν μακριά: η διαδοχή λοιπόν έχει παρεκκλίνει. Ο Λάιος επίσης έχει παρεκκλίνει, αφού την εποχή που έπρεπε να σκεφτεί ποια γυναίκα θα παντρευτεί, στράφηκε στο νεαρό παλικάρι. Κυρίως, όμως, κάτι πήγε στραβά με το ερωτικό παιχνίδι, όταν προσπάθησε να αποσπάσει με τη βία όσα ο Χρύσιππος δεν ήταν έτοιμος να του προσφέρει οικειοθελώς, μεταξύ τους δεν υπήρχε αμοιβαιότητα, χάρις, ερωτικό πάρε δώσε. Η ερωτική παραφορά, όταν είναι μονοσήμαντη, στομώνει. Επιπλέον, ο Λάιος είναι φιλοξενούμενος του Πέλοπα και η σχέση φιλοξενίας συνεπάγεται αμοιβαία φιλία, δώρο και αντίδωρο. Λντί να ανταποδώσει τη φιλοξενία που του παρείχαν, ο Λάιος επιχειρεί να πάρει μαζί του το γιο του Πέλοπα, παρά τη θέλησή του, και τον οδηγεί στην αυτοκτονία. Το Λύκο τον είχαν διαδεχτεί στην εξουσία ο Λμφίονας και
176
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Ο Ζήθος: πεθαίνουν και αυτοί. Ο Λάιος γυρίζει στη Θήβα και 01 Θηβαίοι τον υποδέχονται πανευτυχείς, αφού παραχωρούν και πάλι το θρονο σε κάποιον τον οποίο θεωρούν άξιο της εμπιστοσύνης τους. Ο Λάιος παντρεύεται την Ιοκάστη, η οποία επίσης έχει εκ καταγωγής ισχυρούς συγγενικούς δεσμούς με τον Εχίονα. Είναι δισέγγονη του Εχίονα, ο οποίος, ύπως και ο Χθονιος, συμβολίζει τη νύκτια και σκοτεινή κληρονομικότητα. Ο Λάιος και η Ιοκάστη δεν κάνουν παιδιά. Ο Λάιος πάει στους Δελφούς να συμβουλευτεί το μαντείο τι πρέπει να κάνει για να αποκτήσει παιδί, ώστε η ηγεμονία να ακολουθήσει επιτέλους τον κανονικό δρόμο. Το μαντείο τού απαντά: «Λν κάνεις γιο, θα σε σκοτώσει και θα πλαγιάσει με τη μητέρα του». Ο Λάιος επιστρέφει στη Θήβα τρομοκρατημένος. Προσέχει οι σχέσεις του με τη γυναίκα του να είναι τέτοιες που σίγουρα να μην μπορεί να πιάσει παιδί, να μη μείνει έγκυος. Όπως λέει η ιστορία, μια μέρα που ο Λάιος ήταν μεθυσμένος, σπέρνει στο χωράφι της γυναίκας του, για να μιλήσουμε όπως οι Έλληνες, ένα σπόρο που θα καρπίσει. Η Ιοκάστη φέρνει στον κόσμο ένα αγοράκι. Οι δύο σύζυγοι αποφασίζουν να παραμερίσουν, να βάλουν τέλος στη γενιά αυτή και καταδικάζουν το παιδάκι σε θάνατο. Φωνάζουν ένα βοσκό τους, που ξεκαλοκαιριάζει στον Κιθαιρώνα βόσκοντας τα βασιλικά κοπάδια. Του αναθέτουν την αποστολή να σκοτώσει το παιδί, να το εγκαταλείψει στο βουνό για να το φάνε τα αγρίμια ή τα όρνια. Ο βοσκός παίρνει το παιδί, του τρυπάει τη φτέρνα, περνάει από την οπή ένα λουρί και ξεκινάει, κουβαλώντας το στην πλάτη, όπως κουβαλούσαν τότε τα μικρά θηράματα. Φτάνει στο βουνό με τα κοπάδια του και το παιδί τού χαμογελάει. Διστάζει, πώς να το παρατήσει; Δε γίνεται, σκέφτεται. Βλέπει ένα βοσκό που έρχεται από την Κόρινθο και βόσκει τα ζωντανά του στην πίσω πλαγιά του βουνού. Του ζητάει να πάρει το παιδί, για να μην το αφήσει να πεθάνει. Ο βοσκός σκέφτεται το βασιλιά Πόλυβο και τη βασίλισσα Περίβοια που είναι άτεκνοι και θα ήθελαν ένα παιδάκι. Τους φέρνει λοιπόν το μωρό
ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΚΙΑ Η ΩΡΑ
177
με την πληγή στη φτέρνα. Πανευτυχείς με το ευλογημένο δώρο, οι βασιλιάδες το μεγαλώνουν σαν να ήταν δικό τους παιδί. Το μωρό, εγγονός του Λάβδακου, του χωλού, γιος του Λάιου —που επίσης παραμερίστηκε από την εξουσία και παρεξέκλινε από τον ορθό δρόμο των σχέσεων της φιλοξενίας και του έρωτα—, το αγοράκι αυτό στερείται με τη σειρά του την πατρίδα του, τη γενέθλια χώρα του, τις τιμές του βασιλόπουλου που θα συνεχίσει τη δυναστεία των Λαβδακιδών. Μεγαλώνει, αντρώνεται και όταν μπαίνει στην εφηβεία όλος ο κόσμος θαυμάζει το παρουσιαστικό, το θάρρος, την εξυπνάδα του. Τα παλικάρια της κορινθιακής αριστοκρατίας αισθάνονται κάποιο φθόνο και κάποια κακεντρέχεια απέναντί του.
«Ένα νόθο παιδί» Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗ ΧΩΛΑΙΝΕΙ με την κυριολεκτική σημασία του όρου, εξακολουθεί όμως να φέρει στη φτέρνα το σημάδι της αναγκαστικής του εξορίας, της απόστασης που τον χωρίζει από τον τόπο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται, όπου βρίσκονται οι αληθινές του ρίζες. Και η δική του θέση λοιπόν δεν είναι ισορροπημένη. Είναι γιος του βασιλιά και όλος ο κόσμος τον αντιμετωπίζει ως νόμιμο διάδοχο του Πόλυβου, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι γέννημα θρέμμα της Κορίνθου και αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος, το κουβεντιάζουν στα κρυφά. Μια μέρα που τσακώνεται με ένα παιδί της ηλικίας του, αυτό του πετάει: «Στο κάτω κάτω τι είσαι, ένα νόθο είσαι!». Ο Οιδίποδας πηγαίνει στον πατέρα του και του λέει πως ένας φίλος του τον είπε «νόθο», σαν να μην είναι στ' αλήθεια γιος του. Ο Πόλυβος τον καθησυχάζει όπως μπορεί, χωρίς όμως να του πει ξεκάθαρα: «Όχι, δεν υπάρχει τέτοιο θέμα, είσαι δικός μου γιος και της μητέρας σου». Του λέει μόνο: «Λυτές οι κουβέντες είναι του αέρα, δεν έχουν καμιά σημασία. Οι άνθρωποι είναι φθονεροί, λένε ό,τι τους κατέβει στο κεφάλι». Ο Οιδίποδας δεν ησυχάζει και αποφασίζει να πάει να συμβουλευτεί το μαντείο των Δελφών, να ρωτήσει για την καταγωγή του. Είναι ή δεν
178
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
είναι ο γιος του Πόλυβου και της Περίβοιας; Το μαντείο επιφυλάσσεται και δεν του δίνει μια απάντηση το ίδιο ξεκάθαρη με την ερώτηση του. Του λέει όμως: «Θα σκοτώσεις τον πατέρα σου και θα πλαγιάσεις με τη μητέρα σου». Ο Οιδίποδας τρομοκρατείται με την αποκάλυψη αυτή και ξεχνά την αρχική του ερώτηση: «Είμαι στ' αλήθεια γιος τους ή όχι;». Αυτό που πρέπει επειγόντως να κάνει είναι να φύγει μακριά, όσο πιο μακριά γίνεται από τους ανθρώπους αυτούς, τους οποίους θεωρεί πατέρα και μητέρα του. Να αυτοεξοριστεί, να φύγει, να απομακρυνθεί, να πορευτεί όσο πιο μακριά γίνεται. Φεύγει λοιπόν, σαν το Διόνυσο κι αυτός, ανέστιος πλέον. Δεν έχει πια χώμα κολλημένο κάτω από τα παπούτσια του, δεν έχει πατρίδα. Με το άρμα του ή πεζός, κατευθύνεται από τους Δελφούς προς τη Θήβα. Την ίδια περίοδο, ένας τρομερός λοιμός έχει πλήξει τη Θήβα και ο Λάιος αποφασίζει να πάει στους Δελφούς, να ζητήσει τη συμβουλή του μαντείου. Φεύγει με το άρμα του και μικρή συνοδεία, τον ηνίοχο και έναν δυο άντρες. Έτσι λοιπόν, πατέρας και γιος —ο πατέρας βέβαιος ότι ο γιος του είναι νεκρός, ο γιος βέβαιος ότι ο πατέρας του είναι άλλος— πορεύονται προς αντίθετες κατευθύνσεις. Συναντιούνται σε ένα τρίστρατο* ένα μέρος όπου δυο άρματα δε χωράνε να περάσουν μαζί, Ο Οιδίποδας είναι πάνω στο άρμα του, ο Λάιος στο δικό του. Ο Λάιος θεωρεί ότι η βασιλική του συνοδεία προηγείται και ζητάει από τον ηνίοχό του να κάνει σήμα στο παλικάρι να παραμερίσει. «Κάνε στην άκρη, άσε μας να περάσουμε» φωνάζει αυτός στον Οιδίποδα και δίνει μια καμτσικιά στο ένα άλογο του Οιδίποδα ή μπορεί να πέτυχε στον ώμο και τον ίδιο τον Οιδίποδα. Λυτός όμως δεν είναι καθόλου βολικός και ακόμη και τώρα, που έχει αποφασίσει να αυτοεξοριστεί, θεωρεί τον εαυτό του πρίγκιπα, βασιλόπουλο και δεν έχει την πρόθεση να αφήσει κανέναν απολύτως να περάσει πρώτος. Με το χτύπημα που δέχεται λυσσάει, γυρίζει λοιπόν, χτυπάει με το ραβδί του τον ηνίοχο και τον ξαπλώνει κάτω νεκρό, χτυπάει μετά το Λάιο, πέφτει και αυτός νεκρός στα πόδια του, ενώ ένας από τους
ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΚΙΑ Η ΩΡΑ
179
άντρες της βασιλικής ακολουθίας γυρίζει τρομοκρατημένος στη Θήβα. Ο Οιδίποδας θεωρεί το συμβάν ένα απλό επεισόδιο στο ταξίδι του, θεωρεί ότι βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα και συνεχίζει το δρόμο και την περιπλάνησή του. Στη Θήβα θα φτάσει πολύ αργότερα, όταν η συμφορά, με τη μορφή ενός τέρατος, έχει χτυπήσει την πόλη.Ένα τέρας μισό γυναίκα μισό λιοντάρι, με γυναικείο κεφάλι και στήθος, σώμα και πόδια λιονταριού, η Σφίγγα. Είναι καθισμένη στις πύλες της Θήβας, άλλοτε πάνω σε ένα στύλο, άλλοτε σε έναν υπερυψωμένο βράχο, και διασκεδάζει θέτοντας αινίγματα στα παλικάρια της πόλης. Απαιτεί να της στέλνουν κάθε χρόνο τον ανθό της θηβαϊκής νεολαίας, τα ωραιότερα αγόρια, για να την αντιμετωπίσουν. Κάποιοι λένε ότι ήθελε να σμίξει μαζί τους ερωτικά. Όπως και να χει, τους βάζει το αίνιγμά της και, αν δε βρουν τη λύση, τους θανατώνει. Έτσι, η Θήβα βλέπει τον ανθό της νεολαίας της, χρόνο με το χρόνο, να εξοντώνεται, να καταστρέφεται. Όταν ο Οιδίποδας φτάνει στη Θήβα και μπαίνει από μία πύλη, βλέπει όλους τους ανθρώπους καταρρακωμένους, σκυθρωπούς. Αναρωτιέται τι συμβαίνει. Ο αντιβασιλιάς που έχει πάρει τη θέση του Αάιου, ο Κρέοντας, ο αδελφός της Ιοκάστης, συνδέεται και αυτός με τη γενιά των Σπαρτών. Βλέπει το παλικάρι με την ωραία όψη, το τολμηρό ύφος και σκέφτεται ότι, εκεί όπου έχουν φτάσει τα πράγματα, μπορεί ο ξένος αυτός να είναι η τελευταία ελπίδα σωτηρίας για την πόλη. Ανακοινώνει στον Οιδίποδα ότι, αν καταφέρει να νικήσει το τέρας, θα παντρευτεί τη βασίλισσα.
Καταστροφική τόλμη ΑπΟ ΤΟΤΕ ΠΟΤ Η ΙΟΚΑΣΤΗ έμεινε χήρα, ενσαρκώνει την ηγεμονία, στην πραγματικότητα όμως την εξουσία την έχει στα χέρια του ο Κρέοντας. Γι' αυτό το λόγο είναι σε θέση να ανακοινώσει στον Οιδίποδα ότι, αν νικήσει τη Σφίγγα, η βασίλισσα και η βασιλεία μαζί θα περιέλθουν στην κατοχή του. Ο Οιδίποδας αντιμετωπίζει τη Σφίγγα. Το τέρας, ανεβασμένο στο
180
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
λοφίσκο, βλέπει τον Οιδίποδα voc έρχεται και σκέφτεται τι ωραία λεία που είναι. Η Σφίγγα του βάζει το ακόλουθο αίνιγμα: «Ποιο πλάσμα, μοναδικό πάνω στη γη, στο νερό, στον αέρα, έχει μια φωνή, μιλάει με ένα μόνο τρόπο, η φύση του είναι μία, αλλά πότε έχει δύο πόδια, πότε τρία, πότε τέσσερα, είναι δίπους, τρίπους, τετράπους;». Ο Οιδίποδας σκέφτεται/Ισως ένας άνθρωπος που τον λένε Οιδίποδα, Οι-δίπους, «δίποδο» δηλαδή, όπως λέει το όνομά του, μπορεί πιο εύκολα να βρει τη λύση. Απαντάει: «Είναι ο άνθρωπος. Όταν είναι παιδί, ο άνθρωπος περπατάει με τα τέσσερα, όταν μεγαλώνει, στέκεται όρθιος και στηρίζεται στα δυο του πόδια και, όταν γεράσει, στηρίζεται σε μπαστούνι για να ισορροπήσει το ασταθές, ταλαντευόμενο βήμα του». Η Σφίγγα βλέπει ότι νικήθηκε στο παιχνίδι της σιβυλλικής γνώσης, πηδάει από το στύλο ή το βράχο της και σκοτώνεται. Όλη η πόλη της Θήβας αγάλλεται, ο Οιδίποδας έχει την τιμητική του, τον οδηγούν στα ανάκτορα με μεγαλοπρεπή πομπή. Του παρουσιάζουν την Ιοκάστη, τη βασίλισσα, την οποία θα πάρει, ως ανταμοιβή, για γυναίκα του. Ο Οιδίποδας γίνεται ο ηγεμόνας της πόλης. Το αξίζει, αφού επέδειξε σοφία εξαιρετική, θάρρος υπέρμετρο. Είναι άξιος απόγονος της γενιάς του Κάδμου, τον οποίο οι θεοί ξεχώρισαν και του έδωσαν μια θεά για γυναίκα, την Αρμονία, και τον όρισαν ιδρυτή της Θήβας. Για πολλά χρόνια, όλα πάνε μια χαρά. Το βασιλικό ζεύγος θα αποκτήσει τέσσερα παιδιά: δυο γιους, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, και δυο κόρες, την Ισμήνη και την Αντιγόνη. Έπειτα, εντελώς ξαφνικά, ένας λοιμός πλήττει τη Θήβα. Τα πάντα έδειχναν καλά, φυσιολογικά, ισορροπημένα. Ξαφνικά, τα πάντα διαλύονται, σκέτη φρίκη. Όταν τα πράγματα ακολουθούν την κανονική τους ροή, όταν πηγαίνουν κατ ευχήν, κάθε χρόνο τα στάρια φυτρώνουν, οι καρποί δένουν στα δέντρα, τα κοπάδια γεννοβολούν αρνάκια, μοσχαράκια. Με δυο λόγια, καθώς εναλλάσσονται οι εποχές, ο πλούτος της θηβαϊκής γης ανανεώνεται. Στο ορμητικό αυτό ρεύμα που ανανεώνει τη ζωτική δύναμη συμμετέχουν και οι γυναίκες. Γεννούν ωραία
ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΚΙΑ Η ΩΡΑ
181
παιδιά, γερά και υγιή. Ξαφνικά, η φυσιολογική αυτή ροή ανακόπτεται, λοξοδρομεί, κλυδωνίζεται, χωλαίνει. Οι γυναίκες γεννούν τέρατα, πεθαμένα παιδιά ή αποβάλλουν. Οι ίδιες οι πηγές της ζωής δηλητηριάζονται και στερεύουν. Και δε φτάνουν όλα αυτά, μια αρρώστια χτυπάει άντρες και γυναίκες, νέους και γέρους, και όλοι, αδιακρίτως, πεθαίνουν. Επικρατεί γενικευμένος πανικός. Η Θήβα έχει τρελαθεί. Τι συμβαίνει; Τι πήγε στραβά; Ο Κρέοντας αποφασίζει να στείλει έναν αντιπρόσωπο της Θήβας στο μαντείο των Δελφών, να ρωτήσει ποια είναι η αιτία του λοιμού, της επιδημίας που πλήττει την πόλη και έχει αναστατώσει τα πάντα. Οι εκπρόσωποι, οι δύο πόλοι της ζωτικότητας της Θήβας, τα βρέφη και οι υπερήλικες (οι τετράποδες και οι τρίποδες) έρχονται μπροστά στο βασιλικό παλάτι ως ικέτες, με κλαδιά στα χέρια. Απευθύνονται στον Οιδίποδα και του ζητούν να τους σώσει. «Σώσε μας! Μας γλίτωσες μια φορά από την καταστροφή, μας ελευθέρωσες από το φρικτό τέρας, τη Σφίγγα, σώσε μας και από το λοιμό, την πανούκλα που δεν έχει χτυπήσει μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα φυτά και τα ζώα! Θαρρείς και η αναγεννητική ροή στη Θήβα έχει ανακοπεί». Ο Οιδίποδας δεσμεύεται επισήμως και τους δηλώνει ότι θα διεξαγάγει έρευνα για να βρει τις αιτίες του κακού και να καταπολεμήσει τη μάστιγα. Την ώρα εκείνη έρχεται ο απεσταλμένος από τους Δελφούς. Το μαντείο δήλωσε ότι το κακό δεν έχει γιατρειά όσο δεν υπάρχει εκδίκηση για το φόνο του Λάιου. Συνεπώς πρέπει να βρουν, να τιμωρήσουν και να απελάσουν για πάντα από τη Θήβα, να εξορίσουν από τη θηβαϊκή γη αυτόν που έβαψε τα χέρια του με το αίμα του Λάιου, να τον διώξουν για πάντα μακριά. Τα ακούει αυτά ο Οιδίποδας και δεσμεύεται ξανά επισήμως: «Θα αναζητήσω και θα βρω τον ένοχο». Ο Οιδίποδας είναι ο άνθρωπος της έρευνας, όλο ζητάει να μάθει, όλο ρωτάει. Με τον ίδιο τρόπο που έφυγε από την Κόρινθο και ρίχτηκε στην περιπέτεια, έτσι έχει έφεση και προς την περιπέτεια της σκέψης, της έρευνας. Τον Οιδίποδα
182
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει. Θα διεξαγάγει λοιπόν έρευνα, ανάκριση θα λέγαμε. Παίρνει κάποια πρώτα μέτρα, όλοι όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικά οφείλουν να έρθουν να το πουν. Όλοι όσοι πιθανολογούν ότι έρχονται σε επαφή με κάποιον ύποπτο για το φόνο πρέπει να τον αποδιώχνουν, διότι ο δολοφόνος δεν μπορεί να παραμείνει στη Θήβα, είναι το μίασμα εξαιτίας του οποίου υποφέρει όλη η πόλη. Όσο ο δολοφόνος δεν εντοπίζεται, ώστε να τον εξορίσουν από τα σπίτια, τους ναούς, τους δρόμους, ο Οιδίποδας δε θα σταματήσει να τον αναζητά. Πρέπει να μάθει. Αρχίζει την ανάκριση. Ο Κρέοντας εξηγεί στο λαό ότι η Θήβα διαθέτει έναν επαγγελματία μάντη, που διαβάζει το πέταγμα των πουλιών και ο οποίος ίσως γνωρίζει, από θεϊκή έμπνευση, την αλήθεια: είναι ο γερο-Τειρεσίας. Ο Κρέοντας ζητάει να τον οδηγήσουν μπροστά του και να τον ανακρίνουν σχετικά με τα γεγονότα. Αυτός όμως αρνείται να προσέλθει και να απαντήσει στις ερωτήσεις. Παρ όλα αυτά, τον οδηγούν στην πλατεία, μπροστά στο θηβαϊκό λαό, μπροστά στο συμβούλιο των γερόντων, μπροστά στον Κρέοντα και τον Οιδίποδα. Ο Οιδίποδας τον ανακρίνει, αλλά ο Τειρεσίας αρνείται να απαντήσει. Κάνει τον ανήξερο. Ο Οιδίποδας, ο οποίος έτσι κι αλλιώς δεν τρέφει κανένα ιδιαίτερο σεβασμό προς το μάντη, γίνεται θηρίο. Τάχα ο ίδιος δεν είναι πιο ξύπνιος, πιο σοφός από το μάντη; Με την εμπειρία του και μόνο, με την κριτική του ικανότητα ως λογικός άνθρωπος, δε βρήκε την απάντηση στο αίνιγμα της Σφίγγας, ενώ ο θεόπνευστος Τειρεσίας με την οιωνοσκοπία του δεν είχε καταφέρει τίποτα; Ο Οιδίποδας δεν καταφέρνει το παραμικρό, όχι όμως επειδή ο Τειρεσίας δεν ξέρει, αλλά επειδή αρνείται να αποκαλύψει αυτά που ξέρει, από θεία σωφροσύνη. Γνωρίζει τα πάντα, ποιος σκότωσε το Αάιο και ποιος είναι ο Οιδίποδας, διότι βρίσκεται σε επικοινωνία με τον κύριό του, τον Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας έδωσε το χρησμό: «Θα σκοτώσεις τον πατέρα σου και θα πλαγιάσεις με τη μητέρα σου». Ο Τειρεσίας καταλαβαίνει το ρόλο του Οιδίποδα στη συμφορά της Θήβας, αλλά δε θέλει να ξεστομί-
ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΚΙΑ Η ΩΡΑ
183
σει κουβέντα/Εχει αποφασίσει να μην πει το παραμικρό, ως τη στιγμή που ο Οιδίποδας, έξαλλος με την επιμονή του μάντη, πείθεται ότι η άρνηση του δεν μπορεί να είναι συμπτωματική. Ο Τειρεσίας και ο Κρέοντας συνωμοτούν εναντίον του, για να τον κλονίσουν και να του πάρουν το θρόνο. Φαντάζεται ότι ο Κρέοντας τα έχει βρει με τον Τειρεσία, μπορεί και να πλήρωσε το μάντη και ο απεσταλμένος στους Δελφούς να ήταν και αυτός στο κόλπο. Ο Οιδίποδας έχει εξαγριωθεί, ο νους του λοξοδρομεί και δηλώνει ότι ο Κρέοντας πρέπει να εγκαταλείψει αμέσως την πόλη: υποψιάζεται ότι αυτός είναι ο αυτουργός του φόνου του Λάιου. Μπορεί ο Κρέοντας να ευχόταν το θάνατο του Λάιου, για να πάρει αυτός το θρόνο, ως αδελφός της Ιοκάστης, οπότε ίσως αυτός υποκίνησε την επίθεση. Λυτή τη φορά, η υπέρτατη κρατική εξουσία στη Θήβα έχει παραδοθεί κυριολεκτικά στις δυνάμεις της διχόνοιας, στην έριδα. Ο Οιδίποδας θέλει να διώξει τον Κρέοντα, παρεμβαίνει η Ιοκάστη. Προσπαθεί να επαναφέρει την ομόνοια ανάμεσα στους δύο άντρες, στα δύο γένη. Δεν πρόκειται ξεκάθαρα για το γένος του Κάδμου από τη μια και το γένος των Σπαρτών από την άλλη: τα δύο γένη είναι μονίμως ανάμεικτα. Ο Λάβδακος, ο Λάιος και ο Οιδίποδας έλκουν και αυτοί την καταγωγή τους από τους Σπαρτούς. Όσο για την Ιοκάστη, είναι απευθείας απόγονος του Εχίονα, που αντιπροσωπεύει ένα τρομερό κακό. Η πόλη σπαράσσεται λοιπόν, οι αρχηγοί συγκρούονται, αλληλομισιούνται, και ο Οιδίποδας συνεχίζει την ανάκρισή του. Υπάρχει ένας αυτόπτης μάρτυρας στον οποίο θα έπρεπε να απευθυνθούν, ο άνθρωπος που ήταν μαζί με το Λάιο, παρών την ώρα της τραγωδίας, και διασώθηκε. Όταν επέστρεψε, διηγήθηκε ότι πολλοί ληστές τούς στήσανε ενέδρα και χτυπήσανε το βασιλικό άρμα στο δρόμο για τους Δελφούς, σκότωσαν το Λάιο και τον ηνίοχο. Όταν διηγούνται για πρώτη φορά την ιστορία αυτή για το θάνατο του Λάιου στον Οιδίποδα, που εκτελεί χρέη εισαγγελέα, σαν να κλονίζεται λιγάκι: του εξηγούν ότι το συμβάν έλαβε χώρα σε ένα τρίστρατο, σε ένα στενό δρομά-
184
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
κι κοντά στους Δελφούς. Το τρίστρατο, το στενό δρομάκι τα ξέρει, πολύ καλά μάλιστα. Αυτό που τον καθησυχάζει είναι ότι δεν ξέρει βέβαια ποιον σκότωσε, ξέρει όμως ότι ήταν μόνος του, ενώ εδώ μιλάνε για «ληστές, που χτυπήσανε το Λάιο». Η συλλογιστική του είναι απλή: «Ληστές... άρα δεν είμαι εγώ. Υπάρχουν δυο διαφορετικές ιστορίες. Εγώ συνάντησα έναν άντρα πάνω στο άρμα του, που με χτύπησε, στη συνέχεια ληστές χτύπησαν το άρμα του Λάιου, είναι δυο ιστορίες εντελώς διαφορετικές ». Ο Οιδίποδας θέλει να δει λοιπόν τον άνθρωπο που ήταν μπροστά στα γεγονότα, ανήσυχος για την εξαφάνισή του, θέλει να τον ακούσει. Του απαντούν ότι ο άνθρωπος αυτός, από την ώρα που επέστρεψε στη Θήβα, δεν έχει πατήσει κυριολεκτικά το πόδι του στην πόλη, έχει αποσυρθεί στην ύπαιθρο και έχει χαθεί από προσώπου γης. Παράξενο. Πρέπει να τον καλέσουν, για να τον ανακρίνουν σχετικά με τις συνθήκες στις οποίες έλαβε χώρα η επίθεση. Φέρνουν λοιπόν τον καημένο τον υπηρέτη του Λάιου. Ο Οιδίποδας, ως εισαγγελέας, τον πιέζει, αυτός όμως παραμένει εξίσου σιωπηλός με τον Τειρεσία. Ο Οιδίποδας παίρνει κάποιες πληροφορίες με τα χίλια ζόρια. Τον απειλεί μάλιστα, για να τον κάνει να μιλήσει, ότι θα τον βασανίσει. Έρχεται τότε στη Θήβα ένας ξένος από την Κόρινθο, που έχει κάνει δρόμο μακρύ. Παρουσιάζεται στην Ιοκάστη και στον Οιδίποδα, τους χαιρετάει, ζητάει το βασιλιά της χώρας.Έρχεται να του αναγγείλει ένα θλιβερό νέο: ο πατέρας και η μητέρα του, ο βασιλιάς και η βασίλισσα της Κορίνθου, είναι νεκροί. Ο Οιδίποδας θλίβεται που έχασε τους γονείς του. Μέσα στη θλίψη του, όμως, χαίρεται και λιγάκι, διότι, αφού ο Πόλυβος είναι νεκρός, ο Οιδίποδας δε θα μπορέσει να σκοτώσει τον πάτερα του, είναι ήδη μακαρίτης. Ούτε και θα μπορέσει να πλαγιάσει με τη μητέρα του, η οποία επίσης είναι νεκρή. Ο άνθρωπος αυτός έχει πνεύμα πολύ ανοιχτό, πολύ ελεύθερο, δε στενοχωριέται καθόλου που το μαντείο έπεσε έξω. Μπροστά στον αγγελιαφόρο με τα κακά μαντάτα, ο οποίος ίσως περι-
ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΚΙΑ Η ΩΡΑ
185
μένει από τον Οιδίποδα να επιστρέψει στην Κόρινθο και να αναλάβει το θρόνο, όπως συνηθίζεται, ο Οιδίποδας δικαιολογείται: αναγκάστηκε να φύγει από την Κόρινθο, επειδή προμάντεψαν ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα πλαγιάσει με τη μητέρα του. Ο αγγελιαφόρος απαντά: «Πολύ κακώς έπραξες: ο Πόλυβος και η Περίβοια δεν ήταν ο πατέρας σου και η μητέρα σου». Ο Οιδίποδας μένει άφωνος και αναρωτιέται τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά.
«Οι γονείς σου δεν ήταν οι γονείς σου» Η ΙΟΚΑΣΤΗ ΑΚΟΥΕΙ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟ να διηγείται πως ο Οιδίποδας ήταν ένα νεογέννητο που το έφεραν στο παλάτι και από τις πρώτες κιόλας μέρες ο βασιλιάς και η βασίλισσα της Κορίνθου το υιοθέτησαν. Δεν ήταν πραγματικό τους παιδί, επιθυμία τους όμως ήταν η Κόρινθος να γίνει η πόλη του. Της Ιοκάστης τής έρχεται ζάλη τρομερή. Μπορεί κάτι να είχε καταλάβει, τώρα όμως τα βλέπει όλα ξεκάθαρα. Φεύγει από το χώρο της συζήτησης και μπαίνει στο παλάτι. «Πού τα ξέρεις εσύ αυτά;» ρωτάει ο Οιδίποδας τον αγγελιαφόρο. «Τα ξέρω, απαντά αυτός, γιατί ο ίδιος παρέδωσα το παιδί στους κυρίους μου. Εγώ σε παρέδωσα, παιδί με την τρυπημένη φτέρνα. — Ποιος σου το είχε δώσει αυτό το παιδί;» ρωτάει ο Οιδίποδας. Ο αγγελιαφόρος αναγνωρίζει ανάμεσα στους παρισταμένους το γερο-βοσκό που φύλαγε παλιά τα πρόβατα του Λάιου και της Ιοκάστης και ο οποίος του εμπιστεύτηκε το μωρό. Ο Οιδίποδας πάει να τρελαθεί. Ο βοσκός το αρνείται. Οι δυο άντρες συζητούν: «Μα δε θυμάσαι που βόσκαμε και οι δυο τα κοπάδια μας στον Κιθαιρώνα και μου έδωσες το παιδί, εσύ ήσουνα». Ο Οιδίποδας αισθάνεται ότι τα πράγματα παίρνουν μια τροπή τρομακτική. Για μια στιγμή, του περνάει από το νου ότι είναι ίσως ένα χαμένο παιδί, γιος κάποιας νύμφης ή κάποιας θεάς, εγκαταλειμμένος. Έτσι θα ερμηνευόταν και το παράξενο ριζικό του. Διατηρεί ακόμα μια τρελή ελπίδα, αλλά για τους συγκεντρωμένους γέροντες η αλήθεια έχει λάμψει. Ο Οι-
186
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 0 1 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
δίποδας απευθύνεται στο βοσκό του Λάιου και τον παροτρύνει να πει την αλήθεια. — Αυτό το παιδί, πού το βρήκες; — Στο παλάτι. — Ποιος σου το έδωσε; — Η Ιοκάστη. Εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχει πια η παραμικρή αμφιβολία. Ο Οιδίποδας καταλαβαίνει. Τρέχει σαν τρελός στο παλάτι να βρει την Ιοκάστη. Έχει κρεμαστεί από το ταβάνι με τη ζώνη της. Τη βρίσκει νεκρή. Με τις πόρπες του χιτώνα της, ο Οιδίποδας βγάζει τα μάτια του, από τους βολβούς των ματιών του κυλά βροχή το αίμα. Νόμιμο τέκνο μιας γενιάς βασιλικής και καταραμένης, έφυγε μακριά και ξαναγύρισε στο γενέθλιο τόπο του. Η πορεία της επιστροφής του, όμως, δεν ήταν κανονική και ευθεία, βγήκε από το δρόμο του, λοξοδρόμησε και τώρα πια δεν μπορεί να δει το φως της ημέρας, δεν μπορεί να δει το πρόσωπο κανενός. Θα ήθελε να είναι και κουφός, να μην ακούει τίποτα. Θα ήθελε να μείνει μόνος, ολομόναχος, αφού έγινε το μίασμα της πόλης του. Όταν ένας λοιμός πλήττει την πόλη, όταν η σειρά των εποχών ανατρέπεται, όταν η γονιμότητα παρεκκλίνει από τη φυσιολογική και συνηθισμένη οδό, τότε υπάρχει κάποιο μίασμα και το μίασμα ήταν εκείνος. Έχει δώσει υπόσχεση και δεσμεύεται, είπε ότι ο δολοφόνος θα εξοριστεί ατιμασμένος από τη Θήβα. Πρέπει να φύγει.
Ο άνθρωπος: τρία σε ένα ΣΤΗΝ Α Φ Η Γ Η Σ Η Α Τ Τ Η είναι απολύτως σαφές ότι το αίνιγμα της Σφίγγας προέλεγε τη μοίρα των Λαβδακιδών. Όλα τα ζώα, με δύο ή τέσσερα πόδια, δίποδα ή τετράποδα, αφήνοντας κατά μέρος τα ψάρια που δεν έχουν πόδια, έχουν μία «φύση» και απαράλλαχτη. Τα ζωντανά αυτά πλάσματα έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παραμένουν αναλλοίωτα. Το κάθε είδος έχει τη θέση του, που είναι μία και μοναδική, όπως μία
ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΚΙΑ Η ΩΡΑ
187
είναι και η ύπαρξη και η φύση του. Ενώ ο άνθρωπος περνάει από τρεις διαδοχικές φάσεις, έχει διαφορετικές φύσεις. Στην αρχή είναι παιδί και η φύση του παιδιού είναι διαφορετική από του ενήλικα. Γι' αυτό το λόγο, για να περάσει κανείς από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή, οφείλει πρώτα να υποβληθεί σε κάποιες τελετουργικές δοκιμασίες μύησης· έτσι περνά τα σύνορα που χωρίζουν τις δυο ηλικίες. Την ώρα που αφήνει την παιδική ηλικία και περνάει στην ενήλικη ζωή, η φύση του ανθρώπου αλλάζει, γίνεται άλλος άνθρωπος. Το ίδιο και όταν στηρίζεται στα δυο του πόδια, ο άνθρωπος, και πολύ περισσότερο ο βασιλιάς, ο πολεμιστής, επιβάλλεται με το κύρος και τη δύναμή του. Όταν όμως διαβαίνει το κατώφλι των γηρατειών, παύει να είναι ο άντρας του πολέμου και των κατορθωμάτων, στην καλύτερη περίπτωση γίνεται ο άντρας του λόγου και της φρόνιμης συμβουλής, στη χειρότερη, ένα αξιολύπητο σκουπίδι. Στις τρεις αυτές φάσεις, ο άνθρωπος μεταβάλλεται παραμένοντας ο ίδιος. Τι συμβολίζει λοιπόν ο Οιδίποδας; Η κατάρα που βάραινε το Λάιο απαγόρευε να γεννηθούν παιδιά που θα συνέχιζαν τη γενιά των Λαβδακιδών. Ερχόμενος στον κόσμο, ο Οιδίποδας παίζει το ρόλο εκείνου που δε θα έπρεπε να έχει γεννηθεί. Γεννήθηκε σε κακιά στιγμή. Ο κληρονόμος του Λάιου είναι ο νόμιμος κληρονόμος και συγχρόνως ένα τέκνο παρά φύσει. Η θέση του είναι απολύτως μετέωρη. Καταδικασμένος σε θάνατο, σώζεται ως εκ θαύματος. Γέννημα της Θήβας, απομακρύνεται από το γενέθλιο τόπο του και αγνοεί, όταν επιστρέφει για να αναλάβει το ύπατο αξίωμα, ότι έχει επανέλθει στο σημείο εκκίνησής του. Ο Οιδίποδας βρίσκεται δηλαδή στον αέρα. Διανύοντας τη διαδρομή που τον οδηγεί στο ίδιο παλάτι όπου γεννήθηκε, ο Οιδίποδας συγχέει τις τρεις φάσεις της ανθρώπινης φύσης. Έχει ανατρέψει τη φυσιολογική σειρά των εποχών, συγχέει την άνοιξη της νιότης με το καλοκαίρι του ενήλικα και το χειμώνα του γέρου. Σκότωσε τον πατέρα του και ταυτίστηκε συγχρόνως μαζί του, πήρε τη θέση του στο θρόνο και στο κρεβάτι της μητέρας του. Έκανε παι-
188
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
διά με την ίδια του τη μητέρα, έσπειρε το χωράφι που τον γέννησε, όπως έλεγαν οι Έλληνες, ταυτιζόμενος όχι μόνο με τον πατέρα του, αλλά με τα ίδια του τα παιδιά, που είναι μαζί γιοι και αδελφοί του, κόρες και αδελφές του. Το τέρας στο οποίο αναφερόταν η Σφίγγα, που έχει συγχρόνως δύο, τρία και τέσσερα πόδια, είναι λοιπόν ο Οιδίποδας. Το αίνιγμα θέτει το πρόβλημα της κοινωνικής συνέχειας, της διατήρησης της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, των λειτουργιών, των κοινωνικών θέσεων στο πλαίσιο των πολιτισμών, παρά τις γενιές που διαδοχικά βλέπουν το φως, βασιλεύουν και χάνονται, παραχωρώντας τη θέση τους στις επόμενες. Ο θρόνος πρέπει να παραμείνει αναλλοίωτος, την ώρα που οι κάτοχοί του θα είναι διαφορετικοί. Πώς μπορεί η βασιλική εξουσία να παραμείνει μία και απαράλλαχτη, όταν αυτοί που την ασκούν, οι βασιλιάδες, είναι πολλοί και διάφοροι; Αυτό που ενδιαφέρει, δηλαδή, είναι με ποιο τρόπο μπορεί ο γιος του βασιλιά να γίνει βασιλιάς σαν τον πατέρα του, να πάρει τη θέση του χωρίς να συγκρουστεί μαζί του ή να τον παραγκωνίσει, να ανέβει στο θρόνο, χωρίς από την άλλη να ταυτιστεί με τον πατέρα του, σαν να ήταν ίδιοι. Πώς η ροή των γενεών, οι διαδοχικές φάσεις που χαρακτηρίζουν την ανθρωπότητα και σχετίζονται με το εφήμερο, με την ανθρώπινη ατέλεια, μπορούν να συνυπάρξουν με μια κοινωνική τάξη που οφείλει να είναι σταθερή, συνεχής και αρμονική; Η κατάρα που βαραίνει το Λάιο, και ανάγεται ακόμα παλιότερα ίσως, σε κάποια δώρα στο γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας που είχαν ολέθρια δύναμη, δεν υποδηλώνει ότι ακόμα και μέσα στον εξαιρετικό και αφετηριακό αυτό γάμο είχαν παρεισφρήσει τα σπέρματα της διχόνοιας, το μικρόβιο του μίσους, σαν να υπάρχει ένας μυστικός δεσμός ανάμεσα στο γάμο και στον πόλεμο, στην ένωση και στη σύγκρουση; Πολλοί είναι εκείνοι που λένε ότι ο γάμος είναι για τα κορίτσια και ο πόλεμος για τα αγόρια, και συμμερίζομαι την άποψή τους. Σε μια πόλη όπου υπάρχουν γυναίκες και άντρες, ο πόλεμος και ο γάμος μοιραία έρχονται αντιμέτωποι και μοιραία διαπλέκονται.
ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΚΙΑ Η ΩΡΑ
189
Η ιστορία του Οιδίποδα δεν τελειώνει εδώ. Η γενιά των Λαβδακιδών έπρεπε να σταματήσει με το Λάιο και η κατάρα που βαραίνει τον Οιδίποδα έρχεται από ένα απώτατο παρελθόν, μια εποχή όπου ακόμα δεν είχε γεννηθεί. Ο ίδιος δεν έχει σφάλει, αλλά πληρώνει το βαρύ τίμημα όλων όσων ανήκουν στο χωλό, το αδέξιο αυτό γένος και είδαν το φως του ήλιου ενώ όφειλαν να μη γεννηθούν.
Τα παιδιά του Οιδίποδα Ο Ι Δ Ι Π Ο Δ Α Σ ΤΥΦΛΏΝΕΤΑΙ, ατιμάζεται, οι δυο γιοι του θα του φερθούν τόσο αισχρά, ώστε θα καταραστεί και αυτός με τη σειρά του τα αρσενικά του τέκνα, όπως ο Πέλοπας είχε καταραστεί το Λάιο. Λένε ότι πριν ακόμα τον διώξουν από τη Θήβα, ενώ βρισκόταν ακόμα στο παλάτι, οι γιοι του κοροϊδεύουν τον τυφλό, του δείχνουν το χρυσό ποτήρι του Κάδμου και την ασημένια τράπεζα που χρησιμοποιούν και του πετούν όλα τα παλιοκρέατα από τα σφάγια και τα αποφάγια. Λένε επίσης ότι τον έκλεισαν σε ένα σκοτεινό κελί για να τον κρύψουν, το στιγματισμένο, να μην τον βλέπει ο κόσμος. Ο Οιδίποδας τους έδωσε τότε βαριά κατάρα, ποτέ οι γιοι του να μην τα πάνε καλά μεταξύ τους, να θέλει ο καθένας τους την εξουσία για τον εαυτό του, να πολεμήσουν για χάρη της με χέρια και με όπλα και να αλληλοσκοτωθούν. Όπως και έγινε. Ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, από γένος που όφειλε να μην έχει απογόνους, αλληλομισιούνται. Οι δυο γιοι αποφασίζουν ότι θα κατέχουν την ηγεμονία εναλλάξ, μία χρονιά ο ένας, μία χρονιά ο άλλος. Πρώτος ανεβαίνει στο θρόνο ως ηγεμόνας ο Ετεοκλής* όταν τελειώνει ο χρόνος όμως, ανακοινώνει ότι δεν προτίθεται να αφήσει την εξουσία. Παραγκωνισμένος από την εξουσία, ο Πολυνείκης πηγαίνει στο Λργος και επιστρέφει με τη στρατιά των Επτά επί Θήβας, των Λργείων, ενάντια στους Θηβαίους. Προσπαθεί να πάρει την εξουσία από τον αδελφό του καταστρέφοντας τη Θήβα. Σε μία ύστατη μάχη, θα αλληλοσκοτωθούν, ο ένας αδελφός θα σκοτώ-
ΟΤΑΝ Ο
190
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
σει τον άλλο. Οι Λαβδακιδες είναι πια παρελθόν. Η ιστορία εδώ τελειώνει ή φαίνεται ότι τελειώνει. Ο Πολυνείκης μπόρεσε να εκστρατεύσει κατά της Θήβας επειδή ο Άδραστος, ο βασιλιάς του Άργους, αποφάσισε να εκστρατεύσει για να υποστηρίξει τα συμφέροντα του Πολυνείκη. Για να γίνει αυτό, ένας άλλος μάντης, ο Αμφιάραος, έπρεπε να συναινέσει στην εκστρατεία. Ο μάντης ήξερε ότι η εκστρατεία αυτή θα ήταν καταστροφική, θα κατέληγε σε πανωλεθρία και ο ίδιος θα σκοτωνόταν. Ήταν λοιπόν αποφασισμένος να διαχωρίσει τη θέση του. Τι έκανε τότε ο Πολυνείκης; Φεύγοντας από τη Θήβα, είχε πάρει μαζί του κάποια δώρα που είχαν κάνει οι θεοί στην Αρμονία όταν παντρεύτηκε τον Κάδμο: ένα περιδέραιο και ένα φόρεμα. Πήρε λοιπόν μαζί του τα δυο φυλαχτά και τα δώρισε στη γυναίκα του Αμφιάραου, την Εριφύλη, με τον όρο να πείσει τον άντρα της να μην προβάλει αντιρρήσεις για την εκστρατεία ενάντια της Θήβας και να παρακινήσει τον Άδραστο να πράξει αυτό που μέχρι τώρα απαγόρευε. Πρόκειται για δώρα που διαφθείρουν, δώρα ολέθρια, που επίσης συνδέονται με μια δέσμευση, έναν όρκο. Γιατί ο μάντης κάνει το χατίρι της γυναίκας του; Διότι έχει δώσει όρκο και δεν μπορεί να αποδεσμευτεί: ότι θα κάνει πάντα ό,τι του ζητά η Εριφύλη. Δώρα ολέθρια, όρκοι απαράβατοι. Τα στοιχεία που συναντούμε στο γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας τα βρίσκουμε και στη γενιά τους και θα οδηγήσουν τελικά στον αλληλοσκοτωμό των δύο αδελφών.
Επισήμως μέτοικος ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΟΝ Ο Ι Δ Ι Π Ο Δ Α , τον διώχνουν από τη Θήβα. Τον οδηγεί η Αντιγόνη και τελειώνει το βίο του στη γη της Αθήνας, κοντά στον Κολωνό, ένα δήμο της Αττικής. Βρίσκεται σε άβατο, στο ιερό των Ερινύων, που δεν επιτρέπεται κανείς να το πατάει. Οι άνθρωποι της περιοχής τον προστάζουν να φύγει: τι δουλειά έχει ο ζητιάνος στον ιερό τόπο; Είναι ανοίκειος, όπως ο Διόνυσος όταν μπήκε στη Θήβα με τα γυναικεία, ανα-
ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ Η Κ Α Κ Ι Α Η Ω Ρ Α
191
τολίτικα ρούχα του. Θράσος που το έχει, να στρογγυλοκάθεται σε έναν τόπο από όπου δεν μπορούν καν να τον διώξουν, αφού δεν επιτρέπεται να πατήσουν το πόδι τους. Έρχεται ο Θησέας, ο Οιδίποδας του εξιστορεί τη συμφορά του, νιώθει ότι το τέλος του πλησιάζει, δεσμεύεται, αν ο Θησέας τον δεχτεί, να γίνει προστάτης της Αθήνας στις μελλοντικές συγκρούσεις. Ο Θησέας συμφωνεί. Ο Θηβαίος άντρας, φορέας εν μέρει της κληρονομιάς των Σπαρτών που γέννησε η θηβαϊκή γη, αλλά και απόγονος του Κάδμου και της Αρμονίας, είναι λοιπόν ένας ξένος. Διωγμένος από το γενέθλιο τόπο του, γύρισε πίσω και εξορίστηκε ατιμωτικά για άλλη μια φορά. Τώρα λοιπόν, στο τέλος των περιπλανήσεών του, δεν έχει τόπο, δεν έχει δεσμούς, ρίζες, είναι άοικος. Ο Θησέας τού προσφέρει τη φιλοξενία του. Δεν του παραχωρεί τα δικαιώματα των Αθηναίων πολιτών, αλλά των μετοίκων — θα είναι ένας ευνοούμενος μέτοικος. Θα κατοικήσει τη χώρα αυτή που του είναι ξένη, θα ριζώσει εκεί. Ο Οιδίποδας περνάει λοιπόν από τη θεϊκή και καταραμένη Θήβα, την ομονοούσα και διχασμένη Θήβα, στην Αθήνα: μια κίνηση οριζόντια, στην επιφάνεια του εδάφους. Ο Οιδίποδας γίνεται λοιπόν επισήμως μέτοικος της Αθήνας. Θα πραγματοποιήσει όμως και άλλες κινήσεις: θα πάει κάτω από τη γη —θα τον καταπιούν τα βάθη της γης— και στους ουρανούς, στους ολύμπιους θεούς. Επιχθόνιος, γίνεται στη συνέχεια υποχθόνιος και επουράνιος. Δε γίνεται ημίθεος ούτε ήρωας προστάτης με την κυριολεκτική σημασία του όρου — ο τάφος του προστάτη ήρωα βρίσκεται στην Αγορά. Ο Οιδίποδας εξαφανίζεται σε τόπο μυστικό, που μόνο ο Θησέας γνωρίζει την ακριβή του θέση και τη φανέρωνε σ' εκείνους που θα γίνονταν ηγεμόνες της Αθήνας, σε τάφο μυστικό και εγγυάται τους στρατιωτικούς θριάμβους και τη συνέχεια της πόλης. Πρόκειται λοιπόν για έναν ξένο που ήρθε από τη Θήβα, εγκαταστάθηκε ως μέτοικος στην Αθήνα και χάθηκε στα βάθη της γης της, κεραυνοβολημένος ίσως από το Δία. Δεν έγινε αυτόχθονας, γέννημα της γης, όπως διατείνονται ότι είναι οι πολίτες της Αθήνας, ούτε και γηγενής, δεν ξεπήδησε πάνοπλος, ετοι-
192
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
μοπόλεμος, από τη θηβαϊκή γη. Όχι, κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση/Ερχεται ως ξένος, αφήνει το φως του ήλιου για να ριζώσει στον υποχθόνιο κόσμο της Αθήνας, που του είναι ξένη και τον φιλοξενεί τώρα που τα βάσανα και οι περιπλανήσεις του έχουν φτάσει στο τέλος τους. Ως αντίδωρο της χαρίζει ένα μέλλον χωρίς κινδύνους, με ειρήνη και ομόνοια: σαν μια σβησμένη ηχώ της υπόσχεσης που ενσάρκωνε η Αρμονία, όταν οι θεοί την έδωσαν γυναίκα στον Κάδμο, τα παλιά τα χρόνια που ιδρύθηκε η Θήβα.
ο ΠΕΡΣΕΑΣ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΕΙΚΟΝΑ
Η γέννηση του Περσέα τα πολύ παλιά τα χρόνια, στην ωραία και καλή πόλη του Άργους ήταν ένας ισχυρός βασιλιάς, ο Ακρίσιος. Ήταν δυο αδέλφια δίδυμα, αυτός και ο Προίτος, που τσακώνονταν πριν ακόμα γεννηθούν, μέσα στην κοιλιά της μητέρας τους της Αγλαΐας, χτυπιόντουσαν και αμφισβητούσε ο ένας τον άλλο, όπως θα έκαναν τελικά και σε όλη τους τη ζωή. Συγκεκριμένα μάλιστα, έμελλε να συγκρουστούν για την εξουσία στην πλούσια κοιλάδα της Αργολίδας. Τελικά, ο ένας βασίλεψε στο Άργος, ο άλλος, ο Προίτος, στην Τίρυνθα. Ο Ακρίσιος είναι λοιπόν ο βασιλιάς του Άργους. Στενοχωριέται που δεν έχει παιδί αρσενικό. Όπως συνηθίζεται, πηγαίνει να συμβουλευτεί το μαντείο των Δελφών αν θα αποκτήσει κληρονόμο και τι πρέπει ενδεχομένως να κάνει για να τον αποκτήσει. Ως συνήθως, το μαντείο δεν απαντάει στην ερώτησή του, αλλά του λέει ότι ο εγγονός του, ο γιος της κόρης του, θα τον σκοτώσει. Την κόρη του τη λένε Δανάη. Είναι μια πανέμορφη κοπέλα και ο Ακρίσιος την αγαπάει πολύ, έχει τρομοκρατηθεί όμως με την ιδέα ότι ο εγγονός του πρόκειται να τον σκοτώσει. Τι να κάνει; Η μία λύση που σκέφτεται είναι να τη φυλακίσει. Πράγματι, είναι στη μοίρα της Δανάης να είναι συχνά φυλακισμένη. Ο Ακρίσιος χτίζει μια υπόγεια χάλκινη φυλακή, προφανώς στην αυλή του παλατιού του, όπου κλείνει τη Δανάη μαζί Μ Ι Α ΦΟΡΑ ΚΑΙ
ΕΝΑΝ
ΚΑΙΡΌ,
194
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
με μια γυναίκα για να την υπηρετεί και τις κλειδαμπαρώνει και τις δυο. Ο Δίας όμως, ψηλά από τον ουρανό, είδε τη Δανάη, στο άνθος της νιότης και της ομορφιάς της, και την ερωτεύτηκε. Την εποχή που μιλάμε, η μοιρασιά ανάμεσα στους θεούς και τους θνητούς έχει γίνει πια. Έχουν ξεχωρίσει λοιπόν, η απόσταση που τους χωρίζει όμως δεν είναι πολύ μεγάλη και οι θεοί μπορούν και ρίχνουν πού και πού καμιά ματιά από ψηλά, από την κορυφή του Ολύμπου και το λαμπερό αιθέρα, στις όμορφες θνητές. Βλέπουν τις κόρες της Πανδώρας, την οποία έστειλαν στους ανθρώπους και ο Επιμηθέας έκανε το λάθος και την έβαλε στο σπίτι του. Τις βρίσκουν υπέροχες. Όχι πως οι θεές δεν είναι όμορφες, ίσως όμως οι θεοί βρίσκουν στις θνητές κάτι που δεν έχουν οι θεές. Ίσως την εύθραυστη ομορφιά τους ή το γεγονός ότι δεν είναι αθάνατες και οι θεοί πρέπει να τις κορφολογήσουν όσο βρίσκονται ακόμα στην ακμή της νιότης και της γοητείας τους. Ο Δίας ερωτεύεται τη Δανάη και χαμογελάει όταν βλέπει ότι ο πατέρας της την έχει κλείσει στην υπόγεια χάλκινη φυλακή. Γίνεται χρυσή βροχή, κατεβαίνει και πλαγιάζει δίπλα της. Στη φυλακή αυτή εμφανίζεται ως θεός, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή, μία και μοναδική φορά. Ο Δίας σμίγει λοιπόν με τη Δανάη με άκρα μυστικότητα. Η Δανάη περιμένει παιδί, ένα αγόρι που το λένε Περσέα. Η περιπέτειά της παραμένει μυστική, έως ότου μια μέρα ο Περσέας, ζωηρό μωρό, βάζει τέτοια κλάματα, που ο Ακρίσιος, περαστικός από την αυλή, ακούει έναν παράξενο θόρυβο από τη φυλακή όπου έχει κλείσει την κόρη του. Ο βασιλιάς ζητάει να τη δει. Τους ανεβάζει όλους απάνω, ανακρίνει τη βάγια και μαθαίνει ότι κάτω υπάρχει ένα αγοράκι. Τον πιάνει τρόμος και μανία μαζί, καθώς θυμάται το χρησμό του μαντείου των Δελφών. Σκέφτεται ότι η δούλα έμπασε κάποιον στα κρυφά για τη Δανάη. Ανακρίνει την κόρη του: «Ποιος σου σκάρωσε το παιδί; — Ο Δίας». Ο Ακρίσιος δεν πιστεύει λέξη. Διώχνει πρώτα τη δούλα που είχε γίνει βάγια, για την ακρίβεια τη θυσιάζει στον εφέστιο βωμό του Δία. Τη Δανάη και το παιδί, όμως, τι να τους κάνει; Ο πατέρας δεν
ο ΠΕΡΣΕΑΣ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΕΙΚΟΝΑ
195
μπορεί να λερώσει τα χέρια του με το αίμα της κόρης και του εγγονού του. Αποφασίζει να τους φυλακίσει και πάλι. Φωνάζει ένα μαραγκό πολύ άξιο, πολύ επιδέξιο, ο οποίος φτιάχνει μια κιβωτό και τους βάζει μέσα και τους δυο, τη Δανάη και τον Περσέα. Αφήνει τους θεούς να μεριμνήσουν πώς θα ρυθμίσουν το ζήτημα. Αυτή τη φορά όμως δεν τους ξεφορτώνεται κλείνοντάς τους στο υπόγειο του σπιτιού του. Κλειδώνει την κόρη του και το γιο της στην κρύπτη αυτή και τους αφήνει να πλανηθούν στους υδάτινους ορίζοντες. Πράγματι, η κιβωτός αρμενίζει στη θάλασσα και φτάνει στις ακτές ενός μικρού και φτωχού σχετικά νησιού, στη Σέριφο.Ένας ψαράς, από βασιλική γενιά όμως, ο Δίκτυς, πιάνει στα δίχτυα του την κιβωτό. Την ανοίγει και βλέπει τη Δανάη και το παιδί της. Γοητεύεται και αυτός από την ομορφιά της Δανάης, παίρνει τη γυναίκα και το γιο της στο σπίτι του και τους συμπεριφέρεται όπως στην οικογένειά του. Κρατάει μαζί του τη Δανάη, της φέρεται με σεβασμό και μεγαλώνει τον Περσέα σαν να ήταν γιος του. Ο Δίκτυς έχει έναν αδελφό, τον Πολυδέκτη, που βασιλεύει στη Σέριφο. Ο μικρός Περσέας μεγαλώνει υπό την προστασία του Δίκτυ. Η ομορφιά της Δανάης κάνει θραύση· ο βασιλιάς Πολυδέκτης τη βλέπει και την ερωτεύεται παράφορα. Θέλει με κάθε τρόπο να την παντρευτεί ή, τουλάχιστον, να την κατακτήσει. Πράγμα πολύ δύσκολο, αφού ο Περσέας είναι σχεδόν άντρας πια και προσέχει τη μητέρα του. Την προστατεύει επίσης και ο Δίκτυς. Ο Πολυδέκτης λοιπόν ψάχνει να βρει κάτι να κάνει. Σκαρφίζεται το εξής: διοργανώνει ένα μεγάλο γλέντι, όπου προσκαλεί όλη τη νεολαία της περιοχής. Όλοι φέρνουν δώρα ή εδέσματα.
Αγώνας δρόμου με τις Γοργόνες Σ Τ Η Ν ΚΟΡΥΦΉ Τ Ο Τ ΤΡΑΠΕΖΊΟΥ κάθεται ο βασιλιάς Πολυδέκτης. Αφορμή για το γλέντι ήταν η πρόθεσή του τάχα να παντρευτεί την Ιπποδάμεια. Για να μπορέσει να παντρευτεί την Ιπποδάμεια, πρέπει να προσφέρει ο αυτούς που έχουν υπό την
196
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
προστασία τους την κόρη δώρα πολυτελή, πράγματα πολύτιμα. Έχει μαζευτεί όλη η νεολαία της Σερίφου και, φυσικά, ο Περσέας. Στη διάρκεια του φαγητού, ο ένας προσπαθεί να παραβγεί τον άλλον στη γενναιοδωρία και την ευγένεια. Ο βασιλιάς ζητά να του φέρουν κυρίως άλογα. Η Ιπποδάμεια είναι μια κοπέλα που έχει μανία με την ιππασία* αν της προσφέρουν έναν ολόκληρο στάβλο με άλογα, η καρδιά της θα λυγίσει. Τι θα κάνει ο Περσέας για να εντυπωσιάσει τους συνομηλίκους του και το βασιλιά; Θα δηλώσει ότι αυτός δε θα του φέρει άτι, αλλά ό,τι του ζητήσει ο βασιλιάς, το κεφάλι της Γοργόνας για παράδειγμα. Το λέει χωρίς να το καλοσκεφτεί. Την επομένη, όλοι πηγαίνουν στο βασιλιά τα δώρα που του υποσχέθηκαν. Ο Περσέας εμφανίζεται με άδεια χέρια και δηλώνει πρόθυμος να φέρει και αυτός ένα άτι, αλλά ο βασιλιάς του λέει: «Όχι, εσύ θα μου φέρεις το κεφάλι της Γοργόνας». Δεν μπορεί πια να κάνει αλλιώς: αν πάρει πίσω το λόγο του, θα ατιμαστεί. Με τίποτα δε γίνεται να πάρει πίσω τις υποσχέσεις ή μάλλον τις καυχησιές του. Είναι λοιπόν ο Περσέας υποχρεωμένος να φέρει το κεφάλι της Γοργόνας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι γιος του Δία* έχει τη συμπάθεια και την υποστήριξη κάμποσων θεών, ιδιαιτέρως της Αθηνάς και του Ερμή, που είναι θεοί ευφυείς, εύστροφοι, καταφερτζήδες και θα φροντίσουν να εκπληρώσει την υπόσχεση του. Η Αθηνά και ο Ερμής παραστέκονται λοιπόν στο παλικάρι για να επιτελέσει τον άθλο του. Του εκθέτουν την κατάσταση: για να καταφέρει να βρει τις Γοργόνες, θα πρέπει να μάθει πού βρίσκονται. Έλα, όμως, που δεν ξέρουμε πού κρύβονται. Είναι τέρατα τρομερά, τρεις αδελφές, μια τριάδα υπερφυσικών, δολοφονικών πλασμάτων, εκ των οποίων οι δύο είναι αθάνατες και η μία, η Μέδουσα, θνητή. Το κεφάλι της Μέδουσας πρέπει να φέρει. Το ζήτημα είναι λοιπόν να βρει τις Γοργόνες, να αναγνωρίσει ανάμεσά τους τη Μέδουσα και να της πάρει το κεφάλι. Δεν είναι και εύκολη δουλειά. Πρέπει πρώτα να μάθει πού να πάει να τις ψάξει. Για να τις βρει, ο Περσέας θα περάσει με
ο ΠΕΡΣΕΑΣ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΕΙΚΟΝΑ
197
τη βοήθεια των θεών προστατών του από κάποια στάδια, κάποιες δοκιμασίες. Η πρώτη δοκιμασία συνίσταται στο να ανακαλύψει και να προσεγγίσει τις τρεις αδελφές των Γοργόνων, τις Γραίες, που είναι και αυτές κόρες δύο εξαιρετικά επικίνδυνων τεράτων, του Φόρκυ και της Κητώς, δυο θαλάσσιων τεράτων που είναι τεράστια σαν φάλαινες. Οι Γραίες δε μένουν τόσο μακριά όπως οι αδελφές τους. Οι Γοργόνες ζουν πέρα από τον Ωκεανό, έξω από τα σύνορα του κόσμου, στις πύλες της Νυκτός, ενώ οι Γραίες ζουν μέσα στον κόσμο. Οι Γραίες, αι Γραίαι, είναι μια τριάδα. Είναι κοπέλες και αυτές σαν τις Γοργόνες, κοπέλες όμως που γεννήθηκαν γριές. Είναι πατρογονικές δεσποσύνες, νέες γριές. Είναι καταζαρωμένες, με δέρμα κίτρινο, σαν το γάλα όταν μπαγιατεύει, που πήζει η επιφάνειά του και πάνω πάνω σχηματίζεται ξαφνικά μια κρούστα, η πέτσα όπως τη λέμε, το ζαρωμένο πετσί του γάλακτος. Οι δεσποσύνες αυτές δεν έχουν σώμα λευκόσαρκο, το δέρμα τους είναι αποκρουστικό, γερασμένο και μαραγκιασμένο, καταζαρωμένο.Έχουν και άλλο ένα χαρακτηριστικό: είναι και οι τρεις πολύ δεμένες και αλληλέγγυες μεταξύ τους για έναν επιπλέον λόγο, έχουν και οι τρεις μαζί ένα μόνο μάτι και ένα μόνο δόντι. Λες και είναι ένα και μοναδικό πλάσμα. Ένα μόνο μάτι, ένα μόνο δόντι: σαν να μου φαίνονται λίγο αδικημένες. Και όμως δεν είναι έτσι. Διότι, καθώς έχουν ένα μόνο μάτι, το δίνει η μία στην άλλη χωρίς σταματημό, και έτσι το μάτι αυτό είναι πάντα ανοιχτό, βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή. Έχουν ένα μόνο δόντι, αλλά οι νέες αυτές γριές δεν είναι και τόσο ξεδοντιασμένες με το ένα δόντι, το κυκλοφορούν και αυτό μεταξύ τους και μπορούν να καταβροχθίσουν κόσμο και κοσμάκη, ξεκινώντας από τον Περσέα. Όπως λοιπόν στο παιχνίδι με το δαχτυλίδι που έπαιζα όταν ήμουνα παιδί, ο Περσέας πρέπει να είναι πιο ανοιχτομάτης από τις τρεις νέες-γριές, που έχουν ένα μόνο μάτι, μονίμως άγρυπνο όμως. Πρέπει να βρει τη στιγμή που το μάτι αυτό δε θα το έχει καμία από τις τρεις. Το δίνει η μία στην άλλη, ώστε το μάτι αυτό να μένει συνεχώς άγρυπνο. Από τη στιγμή που η μία
198
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
το δίνει έως ότου το πάρει η άλλη, μεσολαβεί ένα σύντομο χρονικό διάστημα, μια ρωγμή στη χρονική ακολουθία, όπου ο Περσέας μπορεί, σαν αστραπή, να ορμήσει και να κλέψει το μάτι. Στο παιχνίδι με το δαχτυλίδι, υπάρχει ένας σπάγκος και κυκλοφορεί ένα δαχτυλίδι* οι παίκτες ακουμπάνε τα δυο τους χέρια στο σπάγκο, και το δαχτυλίδι περνάει από το ένα χέρι στο άλλο, στα κρυφά. Αυτός που είναι στη μέση του κύκλου πρέπει να μαντέψει πού βρίσκεται το δαχτυλίδι. Αν μαντέψει σωστά, κερδίζει. Αν χτυπήσει ένα χέρι αδειανό, χάνει και τιμωρείται. Ο Περσέας δε λαθεύει. Βλέπει σε μια δεδομένη στιγμή το μάτι διαθέσιμο και το αρπάζει. Κλέβει επίσης και το δόντι. Οι Γραίες βρίσκονται σε άθλια κατάσταση, ουρλιάζουν από οργή και πόνο.Έχουν απομείνει ξαφνικά τυφλές και ξεδοντιασμένες. Είναι αθάνατες και έχουν καταντήσει ένα τίποτα. Αναγκάζονται να ικετέψουν τον Περσέα να τους δώσει πίσω το μάτι και το δόντι, είναι έτοιμες να του προσφέρουν οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Ένα μόνο ζητάει από αυτές, να του υποδείξουν το μέρος όπου μένουν οι νέες κοπέλες, οι Νύμφες, και πώς να φτάσει εκεί. Η λέξη νύμφη αναφέρεται στη στιγμή που το κορίτσι είναι πλέον σε ηλικία γάμου* έχει περάσει την παιδική ηλικία, είναι έτοιμη για γάμο, είναι ώριμη για γάμο χωρίς ακόμα να είναι ολοκληρωμένη γυναίκα. Οι Νύμφες αυτές είναι επίσης τρεις. Αντιθέτως με τις Γραίες, που εντοπίζουν τον κόσμο και τον καταβροχθίζουν με το μάτι και το δόντι τους, οι Νύμφες είναι πολύ βολικές, προσηνείς. Μόλις ο Περσέας τούς ζητάει όσα χρειάζεται, αμέσως του τα δίνουν. Του υποδεικνύουν το μέρος όπου κρύβονται οι Γοργόνες και του δωρίζουν τα μαγικά αντικείμενα που θα του επιτρέψουν να επιτύχει το ακατόρθωτο, να αντιμετωπίσει το μάτι της Μέδουσας και να σκοτώσει τη μοναδική θνητή ανάμεσα στις τρεις Γοργόνες. Οι Νύμφες τού προσφέρουν σανδάλια φτερωτά, ίδια με του Ερμή, που επιτρέπουν σε όποιον τα φοράει να μην περπατάει απλώς βήμα βήμα, απλώς ως πεζός, αλλά να πετάει ολόγοργος, σαν τη σκέ-
ο ΠΕΡΣΕΑΣ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΕΙΚΟΝΑ
199
ψη, σαν τον αετό του Δία, και να διατρέχει το χώρο από το βορρά ως το νότο, χωρίς καμία δυσκολία.Έχουμε λοιπόν πρώτα τη γρηγοράδα. Στη συνέχεια, οι Νύμφες του δίνουν την περικεφαλαία του Άδη, κάτι σαν σκουφί, φτιαγμένο από σκυλοτόμαρο, που καλύπτει επίσης το κεφάλι των νεκρών. Πράγματι, οι νεκροί, χάρη στο σκούφο του Άδη που φορούν στο κεφάλι, χάνουν το πρόσωπό τους, γίνονται αόρατοι. Η σκούφια αυτή συμβολίζει την κατάσταση των νεκρών, επιτρέπει όμως και σε έναν ζωντανό που τη φοράει να γίνει αόρατος, σαν φάντασμα. Βλέπει, αλλά δεν τον βλέπουν. Γοργός, αόρατος. Του χαρίζουν και ένα τρίτο δώρο, την χφισιν, ένα δισάκι, ένα σακί, μέσα στο οποίο βάζουν οι κυνηγοί το θήραμα που έχουν σκοτώσει. Στο δισάκι αυτό θα βάλει ο Περσέας το κεφάλι της Μέδουσας, της Γοργόνας, ώστε τα μάτια της να είναι καλυμμένα, σαν βλέφαρα που θα σκεπάσουν τα θανατηφόρα μάτια. Σε όλα αυτά προσθέτει και ο Ερμής ένα δικό του δώρο, την άρπγ], το κυρτό δρεπάνι που κόβει τα πάντα, όση αντίσταση και αν συναντήσει. Με την άρπ-ί] είχε ακρωτηριάσει ο Κρόνος τον Ουρανό. Ο Περσέας είναι λοιπόν εξοπλισμένος τώρα από την κορφή ως τα νύχια: τα σανδάλια στα πόδια, η περικεφαλαία που τον κάνει αόρατο στο κεφάλι, η κίβίσίς στην πλάτη και το δρεπάνι στο χέρι. Πετάει λοιπόν να βρει τις τρεις Γοργόνες. Ποιες είναι οι Γοργόνες; Είναι πλάσματα που συνταιριάζουν στη φύση τους χαρακτηριστικά εντελώς αντιφατικά, είναι πλάσματα τερατώδη. Το τερατώδες συνίσταται στη συνύπαρξη χαρακτηριστικών αταίριαστων μεταξύ τους. Κάποιες είναι αθάνατες, οι δύο αδελφές, και η μία είναι θνητή. Είναι γυναίκες, αλλά από το κεφάλι τους ξεπηδούν φίδια τρομερά, που εξαπολύουν άγρια βλέμματα* στους ώμους τους φυτρώνουν τεράστια χρυσά φτερά με τα οποία μπορούν και πετούν σαν τα πουλιά, τα χέρια τους είναι χάλκινα. Ξέρουμε μάλιστα κάτι περισσότερο για το κεφάλι τους, ένα κεφάλι καταπληκτικό. Γυναικείο και αντρικό μαζί, ένα κεφάλι τρομερό, ασχέτως εάν
200
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
γίνεται λόγος μερικές φορές για την όμορφη Μέδουσα ή τις όμορφες Γοργόνες. Στις αναπαραστάσεις^υς έχουν γένια. Τα γενειοφόρα όμως αυτά κεφάλια δεν είναι εξολοκλήρου ανθρώπινα, διότι την ίδια στιγμή τα δόντια τους είναι δόντια ζώου, δυο μεγάλοι χαυλιόδοντες αγριογούρουνου εξέχουν από το στόμα τους, που μορφάζει ανοιχτό, με τη γλώσσα να κρέμεται απ' έξω. Από το στραβωμένο τους στόμα, βγάζουν ένα φοβερό ουρλιαχτό, σαν να χτυπάει κάποιος κάτι χάλκινο και παγώνεις από το φόβο. Κυρίως όμως είναι τα μάτια. Τα μάτια τους είναι τέτοια που οποιοσδήποτε ανταλλάξει μαζί τους ένα βλέμμα πετρώνει στη στιγμή. Όλες οι ιδιότητες των ζωντανών οργανισμών: κίνηση, ευλυγισία, ευελιξία, θέρμη, ηδύτητα του σώματος, όλα γίνονται πέτρα. Δεν έχει κανείς να αντιμετωπίσει μόνο το θάνατο, αλλά τη μεταμόρφωση με την οποία περνά από το βασίλειο των ζωντανών στο ορυκτό βασίλειο, στο εντελώς αντίθετο δηλαδή της ανθρώπινης φύσης. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει. Το δύσκολο για τον Περσέα θα είναι λοιπόν, από τη μια, να εντοπίσει τη Γοργόνα την οποία μπορεί να αποκεφαλίσει και, από την άλλη, να μη διασταυρωθεί στιγμή το βλέμμα του με το βλέμμα των Γοργόνων. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να αποκεφαλίσει τη Μέδουσα χωρίς να την αντικρίσει, χωρίς να βρεθεί στο οπτικό της πεδίο ούτε λεπτό. Στην ιστορία του Περσέα, το βλέμμα παίζει ρόλο πρωταρχικό: με τις Γραίες, έπρεπε το βλέμμα του να είναι πιο γοργό από των τεράτων. Όταν όμως κοιτάζουμε μια Γοργόνα, όταν το βλέμμα μας διασταυρώνεται με το βλέμμα της Μέδουσας, είτε γρήγοροι είμαστε είτε αργοί, το μόνο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα μάτια του τέρατος είμαστε εμείς οι ίδιοι, μεταμορφωμένοι σε πέτρα, που έχουμε γίνει πρόσωπα του Άδη, μορφές νεκρών, τυφλές, χωρίς βλέμμα. Ο Περσέας δεν επρόκειτο ποτέ να τα καταφέρει αν η Αθηνά δεν τον συμβούλευε και δεν του έδινε και ένα χεράκι. Του είπε ότι έπρεπε να φτάσει εκεί από ψηλά, να διαλέξει τη στιγμή που οι δυο αθάνατες Γοργόνες θα ξεκουράζονται, οπότε θα
ο ΠΕΡΣΕΑΣ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΕΙΚΟΝΑ
201
έχουν τα μάτια κλειστά. Όσο για τη Μέδουσα, θα πρέπει να της κόψει το κεφάλι χωρίς ούτε στιγμή να τον πάρει το μάτι της. Για το λόγο αυτό, την ώρα που θα χρησιμοποιήσει την άρπη, θα πρέπει να έχει γυρισμένο το κεφάλι του από την άλλη μεριά. Αν όμως κοιτάζει από την άλλη μεριά, πώς θα τα καταφέρει να βρει το κεφάλι και να το κόψει; Αν δεν κοιτάζει, δε θα βλέπει τι κάνει και μπορεί να κόψει κανένα χέρι ή κανένα άλλο κομμάτι από το σώμα της Μέδουσας. Θα πρέπει λοιπόν, όπως και με τις Γραίες, από τη μια να ξέρει ακριβώς πού θα χτυπήσει, το βλέμμα του θα πρέπει να διαθέτει εξάπαντος ακρίβεια, ορθότητα, ευστοχία, και την ίδια στιγμή θα πρέπει να μην κοιτάζει το στόχο του, όπου δεσπόζει το μάτι που σε πετρώνει. Βρισκόμαστε στην καρδιά του παράδοξου. Το πρόβλημα το λύνει η Αθηνά, που βρίσκει τον τρόπο να τοποθετήσει απέναντι από τη Γοργόνα την όμορφη, γυαλιστερή της ασπίδα* ώστε ο Περσέας, χωρίς να συναντήσει το βλέμμα της Μέδουσας, να βλέπει αρκετά καθαρά το είδωλό της στο κάτοπτρο του όπλου, για να καταφέρει να ζυγιάσει το χτύπημά του και να της κόψει το λαιμό, όπως θα έκανε αν την έβλεπε απευθείας. Της κόβει το κεφάλι, το βουτάει και το χώνει μέσα στην χίβιοιν, την κλείνει καλά καλά και το βάζει στα πόδια. Οι δυο άλλες Γοργόνες ξυπνούν με τις φωνές της Μέδουσας. Με τα χαρακτηριστικά, διαπεραστικά και φοβερά ουρλιαχτά τους, ορμούν καταπίσω από τον Περσέα. Ο οποίος μπορεί και πετάει σαν αυτές, αλλά έχει και ένα επιπλέον πλεονέκτημα, είναι αόρατος. Έχουν βαλθεί να τον πιάσουν, τους ξεφεύγει, είναι έξαλλες.
Η ομορφιά της Ανδρομέδας Ο ΠΕΡΣΕΑΣ ΦΤΑΝΕΙ στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στην Αιθιοπία. Καθώς πετάει στον αέρα, διακρίνει μια πανέμορφη κοπέλα, δεμένη και καρφωμένη σε ένα βράχο, με το κύμα να της βρέχει τα πόδια. Συγκινείται από το θέαμα. Η νεαρή αυτή
202
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
ύπαρξη ονομάζεται Ανδρομέδα. Στην άθλια αυτή θέση την έχει φέρει ο πατέρας της, ο Κηφέας. Το βασίλειο του το χτύπησαν μεγάλες συφορές. Όπως είπαν στο βασιλιά και στο λαό του, ο μόνος τρόπος για να σταματήσει το κακό ήταν να παραδώσουν την Ανδρομέδα σε ένα θαλάσσιο τέρας, ένα από αυτά τα τέρατα που σχετίζονται με τη θάλασσα, με το κύμα που πλημμυρίζει τη χώρα, και να την αφήσουν εκεί να έρθει να την πάρει και να την κάνει ό,τι θέλει: να την καταβροχθίσει ή να σμίξει μαζί της. Η κακομοίρα βογκάει, ο θρήνος της φτάνει ως τον Περσέα, που στριφογυρίζει στον ουρανό. Την ακούει, τη βλέπει. Η καρδιά του έχει μαγευτεί από την ομορφιά της Ανδρομέδας. Πάει και βρίσκει τον Κηφέα, ο οποίος του εξηγεί τι έχει συμβεί. Ο Περσέας υπόσχεται να ελευθερώσει την κόρη του, αρκεί να του τη δώσει για γυναίκα. Ο πατέρας δέχεται, καθώς σκέφτεται ότι, έτσι κι αλλιώς, το παλικάρι δε θα τα καταφέρει. Ο Περσέας επιστρέφει στο μέρος όπου μες στα κύματα είναι δεμένη η Ανδρομέδα, όρθια στο βράχο της. Το τέρας προχωράει προς το μέρος της, τεράστιο, φοβερό και μοιάζει ανίκητο. Τι μπορεί να κάνει ο Περσέας; Με το στόμα ανοιχτό, χτυπώντας με την ουρά του τα κύματα, το τέρας απειλεί την Ανδρομέδα. Στον αέρα, ο Περσέας στέκει ανάμεσα στον ήλιο και τη θάλασσα, έτσι ώστε η σκιά του να πέφτει πάνω στο νερό, ακριβώς μπροστά από τα μάτια του τέρατος. Η σκιά στον καθρέφτη των νερών, όπως με την ασπίδα της Αθηνάς και το είδωλο της Μέδουσας. Ο Περσέας δεν έχει ξεχάσει το μάθημα της θεάς. Βλέποντας τη σκιά που κινείται μπροστά του, το τέρας φαντάζεται ότι πρόκειται για κάποιο πλάσμα που το επιβουλεύεται. Ρίχνεται πάνω στην αντανάκλαση και, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Περσέας ορμάει ψηλά από τον ουρανό και το σκοτώνει. Ο Περσέας σκοτώνει το τέρας και στη συνέχεια ελευθερώνει την Ανδρομέδα. Κάθονται παρέα στην ακρογιαλιά και εκείνη τη στιγμή ίσως ο Περσέας κάνει το λάθος. Η Ανδρομέδα είναι πολύ αναστατωμένη, καταταραγμένη προσπαθεί να συνέλθει και να ανασάνει στην ακτή, μέσα στα βράχια. Για να τη διευ-
ο ΠΕΡΣΕΑΣ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΕΙΚΟΝΑ
203
κολύνει και να έχει μεγαλύτερη άνεση στις κινήσεις της, ο Περσέας ακουμπάει το κεφάλι της Μέδουσας στην άμμο και τα μάτια του τέρατος εξέχουν λίγο από το δισάκι. Το βλέμμα της Μέδουσας αγκαλιάζει την επιφάνεια της θάλασσας· τα φύκια που έπλεαν ελαφριά, ευκίνητα, ζωντανά, στερεοποιούνται, πετρώνουν, μετατρέπονται σε ματωμένα κοράλλια. Γι' αυτό υπάρχουν μέσα στη θάλασσα απολιθωμένα φύκια: το βλέμμα της Μέδουσας τα απολίθωσε καταμεσής στα κύματα. Ο Περσέας παίρνει έπειτα την Ανδρομέδα μαζί του. Ξαναπιάνει το καλά κλεισμένο δισάκι του και φτάνει στη Σέριφο, όπου τον περιμένει η μητέρα του μαζί με το Δίκτυ. Έχουν καταφύγει και οι δυο σε ένα ναό, για να γλιτώσουν από τον Πολυδέκτη. Ο Περσέας αποφασίζει τότε να εκδικηθεί τον κακό βασιλιά. Του μηνάει ότι έχει επιστρέψει, ότι έχει φέρει το δώρο που του υποσχέθηκε, θα γίνει ένα μεγάλο γλέντι και εκεί θα του το παραδώσει. Όλα τα παλικάρια, όλοι οι άντρες της Σερίφου έχουν συγκεντρωθεί στη μεγάλη αίθουσα. Πίνουν, τρώνε, είναι γιορτή. Φτάνει ο Περσέας. Ανοίγει την πόρτα, τον χαιρετούν, μπαίνει μέσα, ο Πολυδέκτης αναρωτιέται τι πρόκειται να γίνει. Ενώ όλοι οι συνδαιτυμόνες είναι καθιστοί ή ξαπλωμένοι, ο Περσέας στέκεται όρθιος. Πιάνει το κεφάλι της Μέδουσας από το δισάκι του, το βγάζει έξω, το κραδαίνει με όλη του τη δύναμη, κοιτάζοντας προς την άλλη μεριά, προς την πόρτα. Όλοι οι συμποσιαστές απολιθώνονται επιτόπου, στη θέση που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή. Άλλοι έπιναν, άλλοι μιλούσαν, άλλοι με το στόμα ανοιχτό κοίταζαν τον Περσέα που έμπαινε, ο Πολυδέκτης είναι σε μια στάση έκπληξης. Όλοι οι παρευρισκόμενοι στο γεύμα έχουν μεταμορφωθεί σε πίνακα ζωγραφικής, σε γλυπτό. Εικόνες βουβές και τυφλές, είδωλα της ζωντανής τους ύπαρξης. Ο Περσέας ξαναβάζει τότε το κεφάλι με τα μάτια που πετρώνουν μέσα στο δισάκι. Μπορούμε να πούμε ότι εκείνη τη στιγμή έχει κατά κάποιο τρόπο τελειώσει με την ιστορία της Μέδουσας. Μένει ο παππούς του, ο Ακρίσιος. Ο Περσέας ξέρει ότι ο
204
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Ακρίσιος του φέρθηκε όπως του φέρθηκε επειδή θεωρούσε ότι ο εγγονός του θα τον σκοτώσει. Σκέφτεται λοιπόν ότι ίσως μπορεί να τα βρει με τον πάππου του. Ξεκινάει με την Ανδρομέδα, τη Δανάη και το Δίκτυ για το Αργός. Ο Ακρίσιος, ο οποίος έχει πληροφορηθεί ότι ο μικρός Περσέας έχει μεγαλώσει, ότι έκανε άθλους και κατευθύνεται προς το Αργός, πεθαμένος από το φόβο του, φεύγει και πάει σε μια γειτονική πόλη όπου διεξάγονται αθλητικοί αγώνες. Όταν φτάνει ο Περσέας στο Αργός, του αναγγέλλουν ότι ο Ακρίσιος πήγε να λάβει μέρος στους αγώνες. Συγκεκριμένα μάλιστα, γίνονται αγώνες δισκοβολίας. Καλούν το νεαρό Περσέα, που είναι ωραίος, καλοφτιαγμένος και στον ανθό της νιότης του, να λάβει μέρος. Παίρνει αυτός το δίσκο και τον πετάει. Κατά τύχη, ο δίσκος πέφτει πάνω στο πόδι του Ακρίσιου και το τραύμα είναι θανάσιμο. Ο βασιλιάς πεθαίνει και ο Περσέας διστάζει να καταλάβει το θρόνο του Αργούς που κληρονομεί. Δεν του φαίνεται πρέπον να διαδεχτεί το βασιλιά του οποίου προκάλεσε το θάνατο. Επιτυγχάνει κάποια μορφή οικογενειακής συμφιλίωσης κάνοντας μια ανταλλαγή. Ο αδελφός του μακαρίτη του βασιλιά, ο Προίτος, βασιλεύει στην Τίρυνθα, του προτείνει λοιπόν να ανέβει στο θρόνο του Αργούς. Και ο Περσέας, από την άλλη, να πάρει τη θέση του στην Τίρυνθα. Προηγουμένως, επιστρέφει τα σύνεργα με τα οποία νίκησε τη Μέδουσα σε εκείνους που του τα έδωσαν. Δίνει πίσω στον Ερμή, μαζί με την άρπη, και τα φτερωτά σανδάλια, το δισάκι, την περικεφαλαία του Αδη, για να τα επιστρέψει στους νόμιμους κατόχους τους, τις Νύμφες, που ζουν έξω από τον κόσμο των ανθρώπων. Όσο για το κομμένο κεφάλι του τέρατος, το προσφέρει δώρο στην Αθηνά, η οποία το χρησιμοποίησε ως βασικό εξάρτημα του πολεμικού της εξοπλισμού. Όταν η θεά υψώνει στη διάρκεια της μάχης το γοργόνειον, ο εχθρός απολιθώνεται επιτόπου και, έτσι, μεταμορφωμένο σε φάντασμα, σε ομοίωμα σκιάς, σε είδωλο, η θεά τον στέλνει στη χώρα των σκιών, στον Αδη.
ο ΠΕΡΣΕΑΣ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΕΙΚΟΝΑ
205
Ο ήρωας, που με τον άθλο του είχε γίνει για πολύ καιρό «άρχων του θανάτου», ξαναγίνεται απλός θνητός και θα τελειώσει το βίο του τη μέρα που του είναι γραμμένο, όπως όλος ο κόσμος. Για να τιμήσει όμως το παλικάρι που τόλμησε και αψήφησε τη Γοργόνα με το βλέμμα που πετρώνει, ο Δίας μεταφέρει τον Περσέα στον ουρανό, τον κάνει αστέρι και τον στερεώνει στον αστερισμό που φέρει το όνομά του και ο οποίος, στο σκοτεινό θόλο της νύχτας, διαγράφει τη μορφή του με φωτεινές στιγμές, ορατές από όλους εσαεί.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ Αγαμέμνων
Αγαύη Αγήνωρ Αγλαΐα Αγχίσης Αδης
Αδραστος
Αθάμας Αθηνά
Αιγίπαν Αίγισθος
Βασιλιάς του Άργους. Επικεφαλής των Ελλήνων στον Τρωικό πόλεμο. Όταν επιστρέφει δολοφονείται από τη γυναίκα του, την Κλυταιμνήστρα. Κόρη του Κάδμου, μητέρα του Πενθέα. Βασιλιάς της Τύρου ή της Σιδώνας. Πατέρας της Ευρώπης. Μία από τις Χάριτες. Τρωαδίτης. Σμίγει με την Αφροδίτη στηνΊδη. Πατέρας του Αινεία. Γιος του Κρόνου και της Ρέας, όπως όλοι οι Ολύμπιοι. Θεός του θανάτου, βασιλεύει στο σκοτεινό Κάτω Κόσμο. Βασιλιάς του Άργους, πεθερός του Πολυνείκη, ενός από τους γιους του Οιδίποδα, τον οποίο έδιωξε από τη Θήβα ο αδελφός του. Ηγείται της εκστρατείας των Επτά επί Θήβας. Βοιωτός βασιλιάς. Παίρνει δεύτερη γυναίκα του την Ινώ, την κόρη του Κάδμου. Κόρη του Δία και της Μήτιδας. Γεννήθηκε βγαίνοντας πάνοπλη α π ό το κεφάλι του Δία. Θεά του πολέμου και της σοφίας. Αντίπαλος της Ήρας και της Αφροδίτης κατά την κρίση του Πάρη. Βοηθάει τον Ερμή να κλέψει τα νεύρα του Δία από τον Τυφώνα. Γιος του Θυέστη, εχθρός των Ατρειδών. Καταφέρνει να σαγηνεύσει την Κλυταιμνήστρα και να σκοτώσει, με τη βοήθειά της, τον Αγαμέμνονα όταν επιστρέφει από την Τροία.
208
Αιθήρ Αινείας
Αίολος
Ακρίσιος
Αλέξανδρος Αλκίνοος
Αμφιάραος
Αμφιτρίτη Αμφίων
Ανδρομέδα
Αντιγόνη Αντίνοος Άργης Άργος
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Γιος της Νύχτας. Προσωποποίηση του καθαρού και διαρκούς ουράνιου φωτός. Γιος του Αγχίση και της Αφροδίτης. Πολεμάει με τους Τρώες. Μετά την άλωση της πόλης, καταφέρνει και ξεφεύγει κουβαλώντας στην πλάτη το γέρο πατέρα του και στη συνέχεια πηγαίνει στη νότια Ιταλία. Κύριος των ανέμων. Προσφέρει φιλοξενία στον Οδυσσέα και του δίνει ένα ασκί με όλους τους ανέμους μέσα, για να μπορέσει να πλεύσει κατευθείαν για την Ιθάκη. Πατέρας της Δανάης, βασιλιάς του Αργούς. Θα τον σκοτώσει ο εγγονός του Περσέας, επιστρέφοντας νικητής από τον αγώνα του με τη Μέδουσα. Δεύτερο όνομα του Πάρη, του γιου του Πριάμου που σαγήνευσε την Ελένη. Βασιλιάς των Φαιάκων, σύζυγος της Αρήτης, π α τ έ ρας της Ναυσικάς. Προσφέρει φιλοξενία στον Οδυσσέα και τον στέλνει με δικό του καράβι πίσω στην Ιθάκη. Μάντης του Αργούς. Σύζυγος της Εριφύλης. Παρεμβαίνει στο ξεκίνημα της εκστρατείας των Ε π τ ά επί Θήβας, στη διάρκεια της οποίας θα σκοτωθεί. Νηρηίδα, σύζυγος του Ποσειδώνα. Γιος του Δία και της Αντιόπης. Αδελφός του Ζήθου. Σκοτώνει το Αύκο, που έχει καταλάβει το θρόνο της Θήβας, και παίρνει μαζί με τον αδελφό του τη θέση του. Κόρη του Κηφέα, βασιλιά των Αιθιόπων, ο οποίος για να μαλακώσει το θυμό του Ποσειδώνα τη δένει σε ένα βράχο και την παραδίδει σε ένα θαλάσσιο τέρας. Τη σώζει ο Περσέας. Κόρη του Οιδίποδα. Συνοδεύει τον εξόριστο και τυφλό πατέρα της στις περιπλανήσεις του. Ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης. Ένας από τους τρεις Κύκλωπες, γιος του Ουρανού και της Γαίας. Έτσι ονομάζεται ο σκύλος του Οδυσσέας, εις ανά-
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
209
μνηση του ήρωα Άργου ίσως, που τίποτα δεν ξέφευγε από το βλέμμα του, το μάτι του συνελάμβανε τα πάντα. Άρης Θεός του πολέμου, της φονικής συμπλοκής. Αρμονία Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης. Γυναίκα του Κάδμου. Άρπυιες Τέρατα με κορμί πουλιού και γυναικείο κεφάλι. Επιτίθενται στους ανθρώπους, τους απάγουν και τους εξαφανίζουν, χωρίς να αφήσουν το παραμικρό ίχνος. Άρτεμις Κόρη του Δία και της Λητώς, αδελφή του Απόλλωνα. Θεά του κυνηγιού, πολεμάει με τους ολύμπιους θεούς ενάντια στους Τιτάνες. Άτλας Γιος του Ιαπετού, αδελφός του Προμηθέα. Ο Δίας τον καταδίκασε να σηκώνει στην πλάτη του το θόλο του ουρανού. Αυτόλυκος Γιος του Ερμή. Ψεύτης, κλέφτης, π α π π ο ύ ς του Οδυσσέα. Αυτονόη Μία από τις κόρες του Κάδμου. Σύζυγος του Αρισταίου, μητέρα του Ακταίονα, τον οποίο θα κατασπαράξουν τα σκυλιά. Αφροδίτη Θεά του έρωτα, της γοητείας και της ομορφιάς. Γεννήθηκε από τον αφρό της θάλασσας και το σπέρμα του ευνουχισμένου Ουρανού. Ο Πάρης τής απονέμει το έπαθλο της ωραιότερης θεάς. Αχιλλέας Γιος της Θέτιδας και του Πηλέα. Ο σπουδαιότερος ήρωας του τρωικού πολέμου. Επέλεξε την αιώνια δόξα και το θάνατο σε νεαρή ηλικία παρά το μακρύ αλλά αφανή βίο. Βαλίος Ένα από τα άλογα του Αχιλλέα με την ανθρώπινη φωνή. Βελλερεφόντης Κορίνθιος ήρωας. Νίκησε τη Χίμαιρα με τη βοήθεια του αλόγου του, του Πήγασου. Βία Κόρη της Στύγας. Προσωποποίηση της βίαιης δύναμης που διαθέτει ο κυρίαρχος. Βαρέας Βόρειος άνεμος. Βρόντης Ένας από τους τρεις Κύκλωπες, γιος του Ουρανού και της Γαίας.
210
Βριάρεος
Γαία Γίγαντες
Γοργόνες
Γραίες
Γυγης Δανάη
Δηίφοβος
Δίας
Δίκτυς
Διόνυσος
Διόσκουροι
Εκάβη
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες. Αδέλφια των Κυκλώπων και των Τιτάνων, γιοι του Ουρανού και της Γαίας. Το όνομα της γης ως θεότητας. Προέρχονται από τις σταγόνες αίματος του Ουρανού που έπεσαν κάτω. Πρόσωπα που ενσαρκώνουν τον πόλεμο και τις μάχες. Τρία τέρατα με θανατηφόρο βλέμμα. Μία μόνο από αυτές είναι θνητή: η Μέδουσα, την οποία αποκεφαλίζει ο Περσέας. Τρεις γηραιές δεσποσύνες που μοιράζονται ένα και μοναδικό δόντι και ένα και μοναδικό μάτι. Ο Περσέας τούς τα κλέβει και τα δυο. Ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες. Κόρη του Ακρίσιου, μητέρα του Περσέα. Ο Δίας έσμιξε μυστικά μαζί της στην υπόγεια κάμαρα όπου την είχε φυλακίσει ο πατέρας της. Γιος του Πριάμου και της Εκάβης. Αδελφός του Έκτορα. Παίζει κάποιο ρόλο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλήνων και Τρώων. Τον σκοτώνει ο Μενέλαος όταν καταλαμβάνουν την πόλη. Ολύμπιος, κυρίαρχος των θεών, νίκησε τους Τιτάνες και τα τέρατα που απειλούσαν την οικουμενική τάξη που, ως κυρίαρχος του σύμπαντος, είχε εγκαθιδρύσει. Αδελφός του βασιλιά της Σερίφου, του Πολυδέκτη. Αγκαλιάζει και προστατεύει τη Δανάη και τον Περσέα, τους οποίους έχει διώξει ο Ακρίσιος, ο π α τ έ ρας της Δανάης και παππούς του Περσέα. Γιος του Δία και της Σεμέλης. Επιστρέφει στη Θήβα, τη γενέθλια πόλη του, για να επιβάλει τη λατρεία του. Ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, οι δυο δίδυμοι γιοι του Δία και της Λήδας, της γυναίκας του Τυνδάρεου. Είναι αδελφοί της Ελένης και της Κλυταιμνήστρας. Γυναίκα του Πρίαμου, βασιλιά της Τροίας. Μητέρα του Έκτορα.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Εκάτη
Εκατόγχειρες
Επιμηθέας
Έρεβος Ερινύες Εριφύλη
Ερμής
Έρως
Εστία
Ετεοκλής
Εύμαιος Ευρύκλεια
211
Κόρη Τιτάνων. Ο Δίας τιμά ιδιαιτέρως τη θεά αυτή της Σελήνης. Τριάδα τέκνων της Γαίας και του Ουρανού: είναι ο Κόττος, ο Βριάρεος και ο Γύγης. Γίγαντες ακατανίκητοι στη δύναμη, με πενήντα κεφάλια και εκατό χέρια. Αδελφός του Προμηθέα. Είναι το αντίθετό του. Αντί να γνωρίζει εκ των προτέρων, καταλαβαίνει μόνο όταν είναι πολύ αργά, εκ των υστέρων. Δέχεται στο σπίτι του την Πανδώρα και την παντρεύεται. Γιος του Χάους. Προσωποποίηση του σκότους. Θεές της εκδίκησης, που προήλθαν από τις σταγόνες αίματος του Ουρανού που έπεσαν στη γη. Γυναίκα του Αμφιάραου. Ο Πολυνείκης τής πρόσφερε το περιδέραιο της Αρμονίας και την έπεισε να υποστηρίξει τον πόλεμο ενάντια στη Θήβα, όπου βασίλευε ο Ετεοκλής. Γιος του Δία και της νύμφης Μαίας, ο αγγελιαφόρος αυτός θεός συνδέεται με την κίνηση, τις επαφές, τις συναλλαγές, τα περάσματα, το εμπόριο. Συνδέει τη γη με τον ουρανό, τους ζωντανούς με τους νεκρούς. 1. Παλαιός έρωτας: αρχέγονη θεότητα, στις απαρχές του κόσμου. 2. Έρως, ο γιος της Αφροδίτης: προΐσταται στην ερωτική προσέγγιση, την ερωτική συνεύρεση. Θεά της εστίας. Είναι το τελευταίο παιδί που καταβροχθίζει ο Κρόνος και το πρώτο που εμφανίζεται όταν αναγκάζεται να τα βγάλει όλα από μέσα του. Γιος του Οιδίποδα. Αντίπαλος του αδελφού του, του Πολυνείκη, με τον οποίο αρνείται να μοιραστεί τη βασιλεία της Θήβας μετά την αναχώρηση του π α τέρα τους. Ο χοιροβοσκός του Οδυσσέα που του μένει πιστός. Παραμάνα του Οδυσσέα, μία από τις πρώτες που θα τον αναγνωρίσουν, ενώ του πλένει τα πόδια, από την ουλή που έχει στο πόδι.
212
Ευρύλοχος
Ευρώπη
Έχιδνα Εχίων Ζέφυρος Ζήθος
Ήλιος Ημέρα Ήρα Ηρακλής
Ησίοδος Ήφαιστος Ηώς
Θάσος Θέστιος Θέτις Θησέας
Ιαπετός
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Σύντροφος και κουνιάδος του Οδυσσέα. Οι πρωτοβουλίες και οι συμβουλές του δεν είναι ιδιαιτέρως επιτυχείς. Κόρη του Αγήνορα, βασιλιά της Τύρου ή της Σιδώνας. Την έκλεψε ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο και τη μετέφερε στην Κρήτη. Φιδίσιο τέρας, μισό γυναίκα μισό ερπετό. Σμίγει με τον Τυφώνα και γεννάει ένα σωρό τέρατα. Ένας από τους πέντε Σπαρτούς, σύζυγος της Αγαύης και πατέρας του Πενθέα. Μαλακός και ήρεμος άνεμος. Γιος του Δία και της Αντιόπης. Μαζί με τον αδελφό του, τον Αμφίονα, σκοτώνουν το Λύκο για να εκδικηθούν τη μητέρα τους, που ο Λύκος και η γυναίκα του την κακομεταχειρίζονταν. Στη συνέχεια, ανεβαίνει στο θρόνο της Θήβας. Ο θεός Ήλιος. Κόρη της Νύχτας. Προσωποποίηση του φωτός της ημέρας. Γυναίκα του Δία. Ο ήρωας των δώδεκα άθλων. Οι θνητοί γονείς του, ο Αμφιτρύων και η Αλκμήνη, κατάγονται από τον Περσέα. Στην πραγματικότητα, πατέρας του είναι ο Δίας. Βοιωτός ποιητής, έγραψε τη Θεογονία και τα Έργα και Ημέραί. Γιος του Δία και της Ήρας. Προστάτης της μεταλλουργίας. Η Αυγή. Η θεά αυτή ερωτεύτηκε τον Τιθωνό και κατάφερε το Δία να χαρίσει την αθανασία στον εραστή της. Γιος του Αγήνορα, αδελφός του Κάδμου. Πατέρας της Λήδας. Νηρηίδα, γυναίκα του Πηλέα, μητέρα του Αχιλλέα. Ήρωας της Αττικής. Μητέρα του η Αίθρα. Θνητός του πατέρας ο Αιγέας, αθάνατος ο Ποσειδώνας. Βασιλιάς της Αθήνας. Τιτάνας, πατέρας του Προμηθέα.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Ίδας
Ιδομενέας Ίμερος Ινώ
Ιοκάστη
Ιπποδάμεια
Ίρος
Ισμαρος
Ισμήνη Κάδμος
Καλυδών Κάστωρ
213 Αδελφός του Λυγκέα, ξάδελφος των Διόσκουρων, με τους οποίους θα πολεμήσει ο Ίδας και ο Λυγκέας. Στη συμπλοκή, ο Ίδας σκοτώνει τον Κάστορα και τραυματίζει τον Πολυδεύκη. Ο Δίας, για να βοηθήσει το γιο του, τον κεραυνοβολεί. Αρχηγός των Κρητών στον Τρωικό πόλεμο. Ένας από τους μνηστήρες της Ελένης. Προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας, αδελφή της μητέρας του Διονύσου. Παντρεύεται τον Αθάμαντα και τον πείθει να υιοθετήσει το μικρό Διόνυσο. Η Ήρα, από τη ζήλια της, τους τρελαίνει. Η Ινώ ρίχνεται στη θάλασσα και γίνεται Νηρηίδα, η Αευκοθέα. Γυναίκα του Αάιου και μητέρα του Οιδίποδα, με τον οποίο θα πλαγιάσει χωρίς να ξέρει ότι είναι γιος της. Κόρη του Οινόμαου, βασιλιά της Αιολίδας. Ο π α τέρας της, για να δώσει το χέρι της, απαιτούσε από τους μνηστήρες να τον νικήσουν σε αρματοδρομία. Το έπαθλο ήταν η ίδια. Ζητιάνος στο γλέντι που γινόταν στο βασιλικό π α λάτι της Ιθάκης. Τον τιμωρεί ο Οδυσσέας όταν προσπαθεί να τον εμποδίσει να μπει στο παλάτι. Πόλη της Θράκης, στη χώρα των Κικόνων. Επιστρέφοντας από την Τροία, ο Οδυσσέας την καταλαμβάνει και στη συνέχεια οι χωρικοί από τις γύρω περιοχές τον τρέπουν σε φυγή. Κόρη του Οιδίποδα, αδελφή της Αντιγόνης. Γιος του Αγήνορα, βασιλιά της Σιδώνας. Φεύγει μαζί με τη μητέρα του την Τηλέφασσα, εις αναζήτηση της αδελφής του της Ευρώπης. Παντρεύεται την Αρμονία. Ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς της Θήβας. Περιοχή της Αιτωλίας, στα βόρεια του Κορινθιακού κόλπου. Ένας από τους Διόσκουρους, γιος του Δία και της Αήδας. Σε αντίθεση με τον αδελφό του, τον Πολυ-
214
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
δεύκη, είναι θνητός, ιππέας, εξαίρετος στην πολεμική τέχνη και την ιππασία. Κένταυροι Τέρατα με σώμα και στέρνο ανθρώπου, ενώ το υπόλοιπο σώμα τους είναι αλογίσιο. Ζουν πρωτόγονα στα δάση και στα βουνά, αλλά μπορούν να αναλάβουν την εκπαίδευση των νέων. Σκύλος του Άδη. Φυλάει τις πύλες του βασιλείου Κέρβερος των νεκρών, ώστε να μην περάσει κανένας ζωντανός και κανένας νεκρός να μη διαφύγει. Κόρες της Νύχτας, δυνάμεις του θανάτου, της καΚήρες ταστροφής. Κητώ Θαλάσσιο τέρας, κόρη του Πόντου και της Γαίας, μητέρα των Γραιών και των Γοργόνων. Βασιλιάς των Αιθιόπων. Πατέρας της Ανδρομέδας. Κηφέας Θρακικός λαός, σύμμαχος των Τρώων. Ο Οδυσσέας, Κίκονες επιστρέφοντας από τον πόλεμο, πιάνει λιμάνι στη χώρα τους, λεηλατεί την πόλη τους, την Ίσμαρο. Οι Έλληνες όμως δέχονται επίθεση από όλες τις μεριές και αναγκάζονται να ανοίξουν πανιά και να φύγουν. Κιμμέριοι Ααός που ζει δίπλα στις πύλες του Αδη, σε μια περιοχή όπου δε λάμπει ο ήλιος. Μάγισσα, κόρη του Ήλιου, κατοικεί στο νησί της Κίρκη Αίας. Μεταμορφώνει σε γουρούνια τους συντρόφους του Οδυσσέα. Ο ήρωας τη νικάει* σμίγει μαζί του και ζουν μαζί για πολύ καιρό. Κλυταιμνήστρα Κόρη του Δία και της Λήδας, αδελφή της Ελένης, γυναίκα του Αγαμέμνονα, τον οποίο απατά με τον Αίγισθο και τον δολοφονεί όταν επιστρέφει από την Τροία. Κόττος Ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες. Κράτος Γιος της Στύγας. Ενσαρκώνει τη δύναμη της εξουσίας που ασκεί ο ηγεμόνας. Κρέων Αδελφός της Ιοκάστης. Ασκεί βασιλικά καθήκοντα στη Θήβα μετά το θάνατο του Αάιου και έως την άφιξη του Οιδίποδα. Κρόνος Ο πιο μικρός από τους Τιτάνες, ο πρώτος κυρίαρχος του κόσμου.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Κύκλωπες
Κυλιξ
Λαβδακίδες Λάβδακος
Λαέρτης Λάιος
Λαιστρυγόνες Λευκοθέα Λήδα
Λιμός Λυγκέας
Λύκος Λυκούργος
Λωτοφάγοι Μάρων
Μέδουσα
215 Τα τρία τέκνα του Ουρανού και της Γαίας, με ένα και μοναδικό αστραποβόλο μάτι στη μέση του μετώπου τους: είναι ο Βρόντης, ο Στερόπης και ο Άργης. Γιος του Αγήνορα, βασιλιά της Σιδώνας. Αδελφός του Κάδμου, φεύγει και αυτός να αναζητήσει την αδελφή του την Ευρώπη. Το γένος του Λάβδακου, το οποίο καταριέται ο Πέλοπας. Εγγονός του Κάδμου και του Σπαρτού Χθόνιου από την πλευρά της μητέρας του. Πατέρας του Λάιου, π α π π ο ύ ς του Οιδίποδα. Πατέρας του Οδυσσέα. Γιος του Λάβδακου, πατέρας του Οιδίποδα. Βασιλεύει στη Θήβα και παντρεύεται την Ιοκάστη. Τον σκοτώνει ο γιος του, όταν συναντιούνται και συγκρούονται χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλον. Ανθρωποφάγοι γίγαντες. Το όνομα της Ινώς όταν μεταμορφώθηκε σε ευμενή θαλάσσια θεότητα που σώζει τους ναυαγούς. Κόρη του Θέστιου, βασιλιά της Αιτωλίας. Παντρεύεται τον Τυνδάρεο. Ο Δίας σμίγει μαζί της παίρνοντας τη μορφή ενός κύκνου. Προσωποποίηση της πείνας. Αδελφός του Ίδα. Φημισμένος για την εξαιρετική του όραση. Τον σκότωσε ο Πολυδεύκης, όταν μαζί με τον αδελφό του πολέμησαν με τους Διόσκουρους. Αδελφός του Νυκτέα, γιος του Σπαρτού Χθόνιου. Βασιλιάς της Θράκης. Κυνηγάει το νεαρό Διόνυσο και τον αναγκάζει να βουτήξει στη θάλασσα για να γλιτώσει. Ο λαός που τρώει τους Λωτούς, την τροφή της λησμονιάς. Ιερέας του Απόλλωνα στην Ίσμαρο. Ο Οδυσσέας τού χάρισε τη ζωή όταν κατέστρεψε την πόλη και εκείνος του προσέφερε ένα εξαιρετικό κρασί. Η μόνη θνητή από τις τρεις Γοργόνες. Ο Περσέας την αποκεφαλίζει.
216
Μελίαι
Μενέλαος Μήδεια Μηκώνη Μήτις Μίνωας Μοίραι Μούσες Ναυσικά
Νέμεσις
Νέστωρ
Νηρέας
Νηρηίδες
Νότος Νυκτέας
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Ή Μέλιες Νύμφες. Γεννήθηκαν από τις σταγόνες αίματος του Ουρανού που έσταξαν στο χώμα. Νύμφες της φλαμουριάς, συμβολίζουν το φιλοπόλεμο πνεύμα. Αδελφός του Αγαμέμνονα. Σύζυγος της Ελένης. Κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη. Εγγονή του Ήλιου, ανιψιά της Κίρκης. Μάγισσα. Εξαιρετικά εύφορη πεδιάδα κοντά στην Κόρινθο. Η πρώτη γυναίκα του Δία, μητέρα της Αθηνάς. Συμβολίζει την πολύτροπη ευφυΐα. Βασιλιάς της Κρήτης. Κριτής στον Άδη. Τρεις τον αριθμό, συμβολίζουν το πεπρωμένο, το ριζικό των ανθρώπων. Άδουσες θεότητες. Οι εννιά κόρες του Δία και της Μνημοσύντις, της Μνήμης. Κόρη του βασιλιά και της βασίλισσας των Φαιάκων. Συναντά τον Οδυσσέα, τον συμβουλεύει και τον καθοδηγεί, προκειμένου να δεχτούν οι γονείς της να τον φιλοξενήσουν. Τον θεωρεί ιδανικό σύζυγο. Θεά της εκδίκησης. Κόρη της Νύχτας. Γίνεται χήνα για να αποφύγει το Δία, που σμίγει με τη βία μαζί της έχοντας πάρει τη μορφή κύκνου. Γεννά ένα αυγό που θα το φέρουν δώρο στη Λήδα. Ο γηραιότερος από τους Έλληνες αρχηγούς στον Τρωικό πόλεμο. Επιδεικνύει τη σοφία του με φλυαρίες και ευχαρίστως αναφέρεται με νοσταλγία στα αλλοτινά του κατορθώματα. Γιος της Γαίας και του Πόντου. Τον ονομάζουν «γέροντα της θάλασσας». Κόρες του από τη Δωρίδα, μια Ωκεανίδα, είναι οι πενήντα Νηρηίδες. Οι πενήντα κόρες του Νηρέα, του θεού της θάλασσας, και της Ωκεανίδας Δωρίδας. Ζουν στο παλάτι του πατέρα τους στα βάθη της θάλασσας, πού και πού όμως βγαίνουν στην επιφάνεια και παίζουν με τα κύματα. Άνεμος του νότου, ζεστός και υγρός. Γιος του Χθόνιου, ενός από τους Σπαρτούς. Αδελφός του Λύκου.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Νυκτηίδα Νυμφαι Νυξ Ξάνθος Οδυσσέας Όθρυς Οιδίπους
Όλυμπος Όμηρος Ουδαίος Ουρανός Παν Πανδώρα
Πάρης
Πέλοπας
Πέλωρος Πενθέας
217
Κόρη του Χθόνιου, ενός από τους Σπαρτούς. Γυναίκα του Πολύδωρου, μητέρα του Λάβδακου. Ή Νύμφες. Κόρες του Δια, νεαρές θεές που κατοικούν στις πηγές, τα ποτάμια, τα δάση, την εξοχή, Η Νύχτα, κόρη του Χάους. Άλογο του Αχιλλέα, αθάνατο, που σε ορισμένες περιπτώσεις μιλούσε. Βασιλιάς της Ιθάκης. Το βουνό όπου κατέφυγαν οι Τιτάνες για να αντιμετωπίσουν τους Ολύμπιους. Γιος του Λάιου και της Ιοκάστης. Όταν γεννιέται, οι γονείς του τον αφήνουν έκθετο, εξαιτίας ενός χρησμού που δηλώνει ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα πλαγιάσει με τη μητέρα του. Όπως τελικά θα κάνει, χωρίς να το ξέρει και χωρίς να το θέλει. Το βουνό στην κορυφή του οποίου βρίσκεται η κατοικία των ολύμπιων θεών. Ο ποιητής της Ιλίάδας και της Οδύσσειας. Ένας Σπαρτός. Ο θεοποιημένος ουρανός, τέκνο της Γαίας. Θεός των βοσκών και των κοπαδιών, γιος του Ερμή. Η πρώτη γυναίκα. Την πρόσφεραν για σύζυγο οι Ολύμπιοι στον Επιμηθέα και αυτός δέχτηκε το δώρο τους, π α ρ ά την προειδοποίηση του αδελφού του Προμηθέα. Ο μικρότερος γιος του Πρίαμου και της Εκάβης, ο οποίος ονομάζεται και Αλέξανδρος. Κλέβει και π α ντρεύεται την ωραία Ελένη. Γιος του Τάνταλου, σύζυγος της Ιπποδάμειας. Πατέρας του Χρύσιππου, που αυτοκτονεί για να γλιτώσει από την παρενόχληση του Λάιου. Ο Πέλοπας καταριέται τους Λαβδακίδες. Ένας Σπαρτός. Εγγονός του Κάδμου και της Αρμονίας από την πλευρά της μητέρας του, της Αγαύης, και γιος του Εχίονα, ενός Σπαρτού. Συγκρούεται με το Διόνυσο όταν ο θεός επιστρέφει στη Θήβα.
218
Περίβοια
Περσέας
Πήγασος
Πηλέας Πήλιο
Πηνελόπη
Πόλυβος Πολυδέκτης
Πολυδεύκης
Πολύδωρος
Πολυνείκης
Πολύφημος
Πόντος
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, 01 ΘΕΟΙ, 01 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Γυναίκα του Πόλυβου, του βασιλιά της Κορίνθου. Μαζί με τον άντρα της, αγκαλιάζουν σαν δικό τους παιδί τον Οιδίποδα όταν οι γονείς του τον εγκαταλείπουν. Γιος του Δία και της Δανάης. Ο π α π π ο ύ ς του Ακρίσιος τον αφήνει έκθετο μαζί με τη μητέρα του. Καταλήγουν σε μια ακτή της Σερίφου. Εκεί θα αναγκαστεί να φέρει στο βασιλιά του νησιού το κεφάλι της Μέδουσας. Θεϊκό άλογο που ξεπηδά από τον κομμένο λαιμό της Μέδουσας και φτάνει ως τον Όλυμπο. Μεταφέρει τον κεραυνό του Δία. Βασιλιάς της Φθίας, παντρεύεται τη Θέτιδα, πατέρας του Αχιλλέα. Βουνό της Θεσσαλίας όπου τελούνται οι γάμοι του Πηλέα και της Θέτιδας και όπου ο Χείρωνας εκπαιδεύει τον Αχιλλέα στις αξίες του ηρωισμού. Γυναίκα του Οδυσσέα, μητέρα του Τηλέμαχου. Παρ' όλη την αλαζονική επιμονή των μνηστήρων, αναμένει πιστή την επιστροφή του συζύγου της. Βασιλιάς της Κορίνθου, θετός πατέρας του Οιδίποδα. Βασιλιάς της Σερίφου. Ερωτευμένος με τη Δανάη. Στέλνει τον Περσέα να του φέρει το κεφάλι της Μέδουσας. Ο ένας Διόσκουρος, αδελφός του Κάστορα. Άριστος παλαιστής. Αθάνατος, αποφασίζει να μοιραστεί την αθανασία του με τον αδελφό του. Γιος του Κάδμου και της Αρμονίας. Σύζυγος της Νυκτηίδας, κόρης του Χθόνιου, ενός Σπαρτού, και πατέρας του Αάβδακου. Γιος του Οιδίποδα, αδελφός του Ετεοκλή. Η αντιζηλία ανάμεσα στα δυο αδέλφια καταλήγει σε σύγκρουση και στο θάνατο και των δυο. Κύκλωπας, γιος του Ποσειδώνα. Ο Οδυσσέας τον εξαπάτησε και τον τύφλωσε και αυτός τον εκδικήθηκε δίνοντάς του μια κατάρα που έπιασε τόπο. Το θεοποιημένο κύμα, τέκνο της Γαίας.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Ποσειδώνας Πρίαμος Προίτος Προμηθέας Πρωτέας Ραδάμανθυς
Ρέα Σάτυροι
Σεμέλη
Σκύλλα Στερόπης Στόγα Σφίγγα
Τάλως Τάρταρος Τειρεσίας
219
Ολύμπιος θεός, αδελφός του Δία. Στη μοιρασιά, του έλαχε η υδάτινη επικράτεια. Βασιλιάς της Τροίας, σύζυγος της Εκάβης, πατέρας του Έκτορα. Δίδυμος αδελφός και αντίζηλος του Ακρίσιου. Βασιλιάς της Τίρυνθας. Γιος του Ιαπετού. Ευεργέτης των ανθρώπων, συγκρούεται με το Δία. Θαλάσσιος θεός που έχει το χάρισμα της μεταμόρφωσης και της προφητείας. Γιος του Δία και της Ευρώπης. Αδελφός του Μίνωα, του ηγεμόνα της Κρήτης. Εξαιτίας της σοφίας του, ορίστηκε κριτής των νεκρών στον Αδη. Ανήκει στους Τιτάνες. Κόρη του Ουρανού και της Γαίας, αδελφή και γυναίκα του Κρόνου. Μισοί άνθρωποι, μισοί ζώα: από τη μέση και πάνω άνθρωποι, από τη μέση και κάτω άλογα ή τράγοι. Ιθύφαλλοι. Συμμετέχουν στην ακολουθία του Διονύσου. Κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας. Ερωμένη του Δία. Κάηκε από τη λάμψη του θεϊκού εραστή της, ενώ ήταν έγκυος στο Διόνυσο. Αδηφάγο τέρας που παραμονεύει και καταβροχθίζει τα πληρώματα από τα περαστικά πλοία. Ένας από τους Κύκλωπες, γιος του Ουρανού και της Γαίας. Η μεγάλη κόρη του Ωκεανού, προσωποποίηση ενός χθόνιου ποταμού με θανατηφόρα δύναμη. Θηλυκό τέρας, φτερωτό, με γυναικείο κεφάλι και στήθος και σώμα λέαινας. Θανατώνει όσους δεν μπορούν να λύσουν το αίνιγμά της, το οποίο θα λύσει τελικά ο Οιδίποδας. Φύλακας της Κρήτης, με μεταλλικό σώμα. Καταχθόνιο τέρας, σκοτεινό, όπου είναι κλεισμένοι οι ηττημένοι θεοί και οι νεκροί. Μάντης στην υπηρεσία του Απόλλωνα. Έρχεται α ντιμέτωπος με τον Οιδίποδα* μόνο αυτός τον αναγνωρίζει όταν επιστρέφει στη γενέθλια πόλη του.
220 Τηλέμαχος Τηλέφασσα
Τιθωνός
Τιτάνες
Τυνδάρεος Τυφώνας Τπερήνωρ Τπνος Φαίακες
Φιλοίτιος
Φοίνικας
Φόρκυς Χάος Χάρυβδη Χείρων
Χθόνιος
ΤΟ Σ Υ Μ Π Α Ν , 0 1 ΘΕΟΙ, 0 1 ΑΝΘΙ^ΩΠΟΙ
Γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Γυναίκα του Αγήνορα, μητέρα του Κάδμου και των αδελφών του, όπως επίσης και της Ευρώπης. Φεύγει να την αναζητήσει μαζί με τα παιδιά της. Αδελφός του Πρίαμου. Η Ηώς τον αγάπησε για την ομορφιά του. Τον έκλεψε και κατάφερε να τον κάνει αθάνατο. Τέκνα του Ουρανού και της Γαίας, Ανήκουν στην πρώτη γενιά των θεών, που θα πολεμήσουν με τους Ολύμπιους για την κυριαρχία του κόσμου. Πατέρας των Διόσκουρων, της Ελένης και της Κλυταιμνήστρας. Ή Τυφωέας. Τέρας, γιος της Γαίας και του Τάρταρου, συγκρούεται με το Δία, ο οποίος τον νικάει. Ένας από τους πέντε Σπαρτούς. Γιος της Νύχτας και του Ερέβους, αδελφός του Θανάτου. Λαός θαλασσοπόρων, οδηγούν τον Οδυσσέα, στο τέλος της περιπλάνησής του, από τον εξωανθρώπινο κόσμο στον ανθρώπινο. Τον αφήνουν κοιμισμένο σε μια παραλία της Ιθάκης. Βοσκός που δουλειά του είναι να προσέχει τα κοπάδια των χοίρων του Οδυσσέα. Μένει πιστός στον κύριό του. Ένας από τους γιους του Αγήνορα, που έφυγε μαζί με τα αδέλφια του για να βρει την Ευρώπη, την οποία είχε αρπάξει ο Δίας. Γιος της Γαίας και του Πόντου. Από την ένωσή του με την Κητώ, γεννιούνται οι τρεις Γραίες. Ή Άβυσσος. Πρωταρχικό στοιχείο α π ό το οποίο προήλθε ο κόσμος. Θαλάσσιο τέρας που καταβροχθίζει από το βράχο της όσα καράβια περνάνε δίπλα της. Κένταυρος, πολύ σοφός και αγαθοποιός, που ζει στο Πήλιο. Δάσκαλος πολλών ηρώων, ειδικά του Αχιλλέα. Ένας από τους πέντε Σπαρτούς που επέζησαν μετά τη μάχη στην οποία επιδόθηκαν οι Σπαρτοί αμέσως
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Χίμαιρα
Χρύσιππος
Ωκεανός Ώραι
221
μόλις βγήκαν από τη γη της Θήβας, η οποία τους γέννησε. Συνδυασμός κατσίκας, λιονταριού και ερπετού. Από το στόμα βγάζει φωτιές. Γέννημα του Τυφώνα και της Έχιδνας. Γιος του Πέλοπα, βασιλιά της Κορίνθου. Τον πολιορκούσε ο Λάιος, φιλοξενούμενος του πατέρα του. Τον απήγαγε με τη βία και εκείνος αυτοκτόνησε. Τιτάνας. Κυκλικός ποταμός που περιβάλλει τον κόσμο. Οι τρεις κόρες του Δία και της Θέμιδας, αδελφές των Μοιρών. Θεότητες των εποχών, ρυθμίζουν την κανονική τους εναλλαγή.
Είναι λοιπόν χαρμόσυνο ότι ένας άνθρωπος που κατετρίβη ισοβίως στη λημματογραφία και την κειμενική έρευνα αποφασίζει να γράψει κι ένα βιβλίο χωρίς παραπομπές - ελεύθερα, όπως μιλάει ο παππούς στο εγγόνι του. Πράγματι, αυτές οι όμορφες σελίδες για τη μυθολογία δεν έχουν φιλολογικά ψιμύθια, επαγγελματικές δεσμεύσεις, προκαταλήψεις εμβρίθειας. Αρκεί να διαβάσει κανείς μόνο τα δύο πρώτα κεφάλαια (καταγωγή του σύμπαντος, ο πόλεμος των θεών) για να διαπιστώσει ότι, και έτσι απογυμνωμένοι, οι μύθοι δείχνουν μιαν εκπληκτική αντοχή. ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ, περ.
Αθηνόραμα
ΣΤΗ ΣΕΙΡΑ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ:
Marcel Detienne Οί κυρ tôt της αλήθειας στην αρχαϊκή Ελλάδα Oc αρχαίοι Οί κήποι
Έλληνες του
και
εμείς
Άδωνη
Louis Gernet Ανθρωπολογία της αρχαίας Ελλάδας Nicole L o r a u x Οί εμπειρίες του Τειρεσία Η διχασμένη πόλη Η αθηναϊκή τραγωδία. Η πολιτική μεταξύ σκιάς και ουτοπίας Jesper Svenbro Φρασίκλεια. Ανθρωπολογία της ανάγνωσης στην αρχαία Ελλάδα Pierre Vidal-Naquet Οι Έλληνες, οι ιστορικοί, η δημοκρατία Jean-Pierre Vernant Το σύμπαν, οι θεοί, οι
άνθρωποι
ι
ο Jean-Pierre Vernant διηγείται τους μύθους της αρχαίας Ελλάδας. Μιλάει για τη δημιουργία του κόσμου, τον πόλεμο των θεών και τους δεσμούς που μονίμως η ανθρωπότητα διατηρεί με το θείο. Από τον ευνουχισμό του Ουρανού ως τις πανουργίες του Δία, από την επινόηση της γυναίκας στο ταξίδι του Οδυσσέα ως τον αγώνα δρόμου με τις Γοργόνες, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει τους αρχαίους αυτούς μύθους, που παραμένουν πάντα ζωντανοί. Ο Jean-Pierre Vernant, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στην ελληνική μυθολογία, μας βοηθά να αποκωδικοποιήσουμε καλύτερα το πολύπλοκο, συ)(νά, νόημα των μύθων. Η πρωτοτυπία του βιβλίου έγκειται στο γεγονός ότι ο Vernant λειτουργεί εν προκειμένω υπό διττή ιδιότητα, του επιστήμονα και του αφηγητή. Στην εισαγωγή του, ο Vernant σημειώνει ότι στο βιβλίο αυτό προσπάθησε να μεταδώσει «άμεοα, από πρώτο χέρι, ένα μέρος του ελληνικού σύμπαντος' ένα σύμπαν με το οποίο είμαι πολύ συνδεδεμένος και, στο σημερινό μας κόσμο, θεωρώ πιο αναγκαία παρά ποτέ την επιΒίωσή του μέσα στον καθένα μας. Μου άρεσε επίσης που η κληρονομιά αυτή έφτανε στον αναγνώστη προφορικά, σαν τα παραμύθια της τροφού, όπως τα ονομάζει ο Πλάτωνας, με τον τρόπο που πάρα πολλά πράγματα μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη, εκτός του πλαισίου της επίσημης εκπαίδευσης. «Δοκίμασα να αφηγηθώ τους μύθους, σαν να μπορούσε η παράδοσή τους να συνεχιστεί ακόμα. Ήθελα οι σημερινοί αναγνώστες να ακούσουν και πάλι τη φωνή εκείνη που επί αιώνες απευθυνόταν, στα παλιά τα χρόνια, άμεσα στους Έλληνες ακροατές και έχει πια σιωπήσει" αν σε κάποιες σελίδες του βιβλίου μου το έχω επιτύχει, τότε συνεχίζει να αντηχεί αυτή η φωνή, ακούμε τον απόηχό της». Φρονώντας ότι οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν ένα ιδιότυπο αφηγηματικό υλικό, που αναδεικνύεται πληρέστερα μέσα από τις αλλεπάλληλες προφορικές του αναδιπλώσεις, ο συγγραφέας επαναδιατύπωσε την οριακή μυθολογική παράδοσή μας, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε ακόμα και ο εγγονός του, που τον καλούσε πεισματικά τα Βράδια, πριν τον πάρει ο ύπνος, να του αφηγηθεί κάτι, με τη γαρακτηριστική επιμονή των παιδιών, [...] μπορούσε όχι μόνο να τον εννοήσει πλήρως, αλλά και να μυηθεί εξ απαλών ονύχων στο ουσιαστικό νόημα των ελληνικών μύθων. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, εφ.
Ελευθεροτυπία
ISBN 978-960-16-0026-0
εκδοχείς
ΠΑΤΑΚΗ www.patakis.gr
Βοηθ. κωδ. μηχ/οης 4 0 2 6