Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ Α Ρ Χ Α Ι Ω Ν Ε Λ Α Η Ν Ω Ν ΤΟΜΟΣ
Α'
Σύμφωνα με τον Κανονισμό των εκδόσεων τον Μορφωτικού 'Εθνι...
61 downloads
522 Views
18MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ Α Ρ Χ Α Ι Ω Ν Ε Λ Α Η Ν Ω Ν ΤΟΜΟΣ
Α'
Σύμφωνα με τον Κανονισμό των εκδόσεων τον Μορφωτικού 'Εθνικής Τραπέζης, τη μετάφραση, προτού παραδοθεί στο
'Ιδρύματος τυπογραφείο,
τη διάβασε ό συνεργάτης μας Καθηγητής κ. Α. Ι. 'Ιακώβ.
Ό τίτλος του πρωτοτύπου:
Die tragische Dichtung der Hellenen Vandenhoeck & R u p r e c h t in Göttingen
ISBN 960-250-010-7 set 960-250-011-5 © Copyright γιά την ελληνική έκδοση: Μορφωτικά "Ιδρυμα 'Εθνικής Τραπέζης, 'Αθήνα 1987
Amico Bonnensi loanni Herter Amicis Vindobonensibus Rudolphe Hanslik Walthario Kraus Friderico Schachermeyr
'Ωστόσο, αντά τ à λίγα επιβλητικά ερείπια που έφτασαν ώς εμάς εχονν τόσο μεγαλείο και τόση σημασία, ώστε εμείς οί φτωχοί Ευρωπαίοι εδώ και αιώνες τώρα τα ερευνούμε και για μερικούς ακόμη αιώνες Θά εξακολουθούμε να τρεφόμαστε καΐ và ασχολούμαστε με αυτά. Γκαίτε προς Έκκερμαν (1η Μαΐου 1825)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
Στην τρίτη της έκδοση «Ή Τραγική ποίηση των άρχαίων Ελλήνων» είναι ουσιαστικά ενα καινούριο βιβλίο, με άσνγκριτα μεγαλύτερη έκταση άπό δ,τι στις όνο προηγούμενες εκδόσεις. Σ' αυτή τή διεύρυνση συντέλεσαν δύο λόγοι, άπό τους οποίους ό ενας σχετίζεται με τον άρχικό στόχο τοϋ έργου, ενώ ο άλλος με εναν πρόσθετο. Λίγα λόγια γι' αυτόν πρώτα πρώτα. Ή διαφορά αυτής τής έκδοσης άπό τις άλλες δύο 'έγκειται στο δτι, πέρα άπό τήν εμπλοκή στή συζήτηση τής επιστημονικής βιβλιογραφίας, εδώ επιχειρείται μιά παρουσίαση των σωζόμενων δραμάτων. Γι' αυτόν τό σκοπό εχει επιλεγεί μιά μέθοδος πού θά μπορούσε νά ονομαστεί «περιγραφική άνά/,νση»: μιά δσο τό δυνατόν άκριβέστερη διαγραφή τοϋ σκελετού τής πλοκής συμβάλλει στόν εντοπισμό τών στοιχείων τής σύνθεσης, καθώς και στόν εντοπισμό τής δομής και τών σταδίων τής δραματικής έντασης τών επιμέρους έργων. Βέβαια, ήδη κατά τήν πορεία αυτών τών άναλύσεων, είναι άναπόφευκτο νά υποδηλώνεται ή θέση τοϋ συγγραφέα άπέναντι σε προβλήματα θεμελιακής σημασίας γιά τήν ερμηνεία τών έργων. Γενικά, πάντως, καθοριστική υπήρξε ή πρόθεση νά επιτάσσεται ή συζήτηση επιμέρους προβλημάτων χωριστά, μετά τις αναλύσεις. 'Ως πρός αυτό τό σημείο, διευρύνθηκε ο άρχικός στόχος τοϋ βιβλίου. "Οτι ή εφαρμογή αυτής τής μεθόδου συνεπάγεται τήν άντιμετώπιση δυσεπίλυτων προβλημάτων, είναι δύσκολο νά τό άγνοήσει δποιος λάβει υπόψη του, εστω και ως ενα βαθμό μόνο, τήν εκπληκτική πυκνότητα και τό οικουμενικό εύρος πού εχει άποκτήσει, Ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ή συζήτηση γύρω άπό τήν άρχαία ελληνική τραγωδία. Τήν παρακολούθηση της θεώρησε ό
9
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
συγγραφέας πρώτιστο καθήκον τον, πολν περισσότερο πον αντίστοιχο με τό εϋρος αυτής της συζήτησης είναι και το βάθος της —τά τελευταία χρόνια μάλιστα ή νεότερη γενιά των φιλολόγων εχει παρουσιάσει πολλές και εξαιρετικά άξιόλογες εργασίες. Για và γίνουν όσο το δυνατό πιο ευσύνοπτες οι βιβλιογραφικές ένδείξεις, προτιμήθηκε ή άκόλουθη διαδικασία. "Ενας συγγραφέας ό όποιος μνημονεύεται μόνο με τό δνομά του, χωρίς άλλα στοιχεία (ή με συντομευμένη δήλωση ενός τίτλου χωρίς άλλες ενδείξεις) αναφέρεται^ κατά κανόνα, στόν βιβλιογραφικό πίνακα που παρατίθεται στην αρχή τοϋ βιβλίου. Στις άλλες περιπτώσεις, τό άποτρόπαιο «ο.π.» παραπέμπει σε κάποια προηγουμένη υποσημείωση, δπου ή βιβλιογραφική πληροφορία άφορα ενα συγκεκριμένο θέμα. Αυτό Ισχύει κυρίως για τήν πραγμάτευση των επιμέρους δραμάτων, γιά τά όποια δίνεται κάθε φορά στήν αρχή μια παρόμοια συνολική βιβλιογραφική πληροφόρηση. Πρόσφατα χρειάστηκε νά αντιμετωπίσουμε τήν προειδοποιητική συμβουλή νά μήν αφιερώνουμε τό εργο μας άποκλειστικά στήν ερευνά των μεγάλων δημιουργημάτων των αρχαίων λογοτεχνιών. "Λν αυτό τό αίτημα υπονοεί ότι ή θεώρηση μας πρέπει νά καλύπτει δλη τήν περιοχή αύτοϋ πού ονομάζεται αρχαία λογοτεχνία, καθώς και τον τομέα της πρόσληψής της άπό τους μεταγενεστέρους, τότε αξίζει τήν άπόλυτη επιδοκιμασία μας. "Άν όμως υποδηλώνει τήν απαίτηση νά εγκαταλείψουμε τις κεντρικές περιοχές της ερευνάς, τότε θά μπορούσαμε νά απαντήσουμε —τουλάχιστον δσον άφορα τήν αττική τραγωδία— μόνο με τά λόγια τοϋ Goethe, πού άποτελοϋν τήν προμετωπίδα αυτής τής έκδοσης. Αισθάνομαι υποχρεωμένος νά εκφράσω τΙς ειλικρινείς ευχαριστίες μου στόν Eugen Dont και στόν Walther Kraus γιά τή συμβολή τους στο κοπιαστικό εργο τής διόρθωσης των τυπογραφικών δοκιμίων, καθώς και γιά τις πολύτιμες υποδείξεις τους. ALBIN LESKY Γοττίγγη 1972
10
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Αισθάνομαι μεγάλη χαρά γιατί αυτό το βιβλίο, που πραγματεύεται μιάν άπό τΙς επιβλητικότερες δημιουργίες τον άρχαίον ελληνικού πνεύματος, τώρα στην έλληνικη του μορφή επιστρέφει, κατά κάποιον τρόπο, στην πηγή του. Ευχαριστώ τό Μορφωτικά "Ιδρυμα της 'Εθνικής Τραπέζης της 'Ελλάδος, πού δέχτηκε να συμπεριλάβει το εργο μου αυτό στο μεγαλόπνοο πολιτιστικό πρόγραμμά του, και Ιδιαίτερα τόν συνάδελφο καθηγητή κ. Νίκο Χ. Χουρμουζιάδη —και οχι μόνο γιατί επωμίστηκε τό μόχθο της μετάφρασης' τό βιβλίο μου τοΰ χρωστά καΐ ενα σημαντικό εμπλουτισμό: από τήν εποχή της 3ης γερμανικής έκδοσης έχουν περάσει οκτώ χρόνια, και σε αυτό τό διάστημα ή ερευνά για τήν άρχαία ελληνική τραγωδία συνεχίστηκε αδιάλειπτα· ετσι, απαιτήθηκε να γίνουν., τόσο στόν γενικό βιβλιογραφικό πίνακα όσο και στις υποσημειώσεις, συμπληρώσεις, πού όφεί?>.ονται αποκλειστικό. στό μεταφραστή. Νιώθω Ιδιαίτερη χαρά γιατί ετσι αύτή ή παρουσίαση τής ελληνικής τραγωδίας βρήκε τήν πολύτιμη φροντίδα ενός επιστήμονα πού πρόσφερε πολλά στόν τομέα αυτόν καΐ πού τόν εκτιμώ ξεχωριστά. Εύχομαι σ' αύτή τή νέα του μορφή τό βιβλίο μου να παρακινήσει πολλούς μελετητές σε εργα «ολόλαμπρα σάν στήν πρωτόπλαστην ήμέρα», όπως θα έλεγε και ό 'Αρχάγγελος στόν «Φάουστ» τοΰ Goethe. ALBIN L E S K Y Μάρτιος 1980
11
ΠΡΟΛΟΓΟΣ TOY χΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Ταυτόχρονα σχεδόν με την πασίγνωστη ma στην'Ελλάόα «Ίστορίατής''Αρχαίας'Ελληνικής Λογοτεχνίας», ο Albin Lesky(18961981 ) πλούτιζε τη διεθνή βιβλιογραφία με ενα άκόμη σημαντικό γενικό βοήθημα, αντή τη φορά συγκεντρωμένο σε ενα γραμματειακό είδος πού ο ϊδιος καλλιέργησε με ιδιαίτερη άγάπη: την ελληνική τραγωδία. "Ηδη άπό τό 1938, με μια εισαγωγική μονογραφία πού είχε τίτλο «Ή ελληνική τραγωδία» («Die griechische Tragödie»), ô Lesky εΐχε δείξει τήν πρόθεση του νά επικοινωνήσει και με ενα κοινό λιγότερο καταρτισμένο, και οπωσδήποτε πολύ ευρύτερο, άπό τόν κύκλο των είδικών πρός τούς οποίους απεύθυνε τις φιλολογικές του εργασίες. Τό βιβλίο αυτό αποτέλεσε τόν πυρήνα γιά τή σύνθεση ένός πληρέστερου έργου, τό όποιο, μέσα άπό τΙς δύο διαδοχικές, διαφορετικές μεταξύ τους και ώςπρός τήν έκταση και ώς πρός τούς επιμέρους στόχους, μορφές του, μαρτυρεί τήν προσπάθεια τοϋ συγγραφέα νά άνταποκριθεΐ σε νέες κάθε φορά άνάγκες, εξασφαλίζοντας παράλλη?.α τή διεύρυνση τοϋ αναγνωστικού του κοινού. Μετά τήν πρώτη έκδοση τό 1956 (καΐ μιά, ελάχιστα παραλλαγμένη, ανατύπωση τό 1964), «Ή τραγική ποίηση των Ελλήνων» («Die tragische Dichtung der Hellenen») πήρε τό 1972 τήν οριστική μορφή της. Τό άρχικό είσαγωγικό τομίδιο, πού κατατόπιζε συνοπτικά τόν αναγνώστη πάνω στά, λίγο πολύ, άδιαφιλονίκητα δεδομένα ενός γραμματειακού χώρου, διπλασιασμένο άκριβώς σε έκταση ανάμεσα στις δύο εκδόσεις του, μετασχηματίστηκε σε ενα εξαντλητικό σφαιρικό εργο, πού δεν περιορίζεται στήν άπλή πληροφόρηση τοϋ άνειδίκευτου αναγνώστη., άλλά δημιουργεί προοπτικές γιά συζήτηση και υποθάλπει προβληματισμούς και στήν περίπτωση τοϋ είδικοϋ ερευνητή.
13
ΠΡΟΛΟΓΟΣ TOT ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Ή σημαντικότερη μεθοδολογική προσθήκη στο εμβαδόν της πρώτης έκδοσης συνίσταται κυρίως στήν εξαντλητική παρουσίαση δλων των επιμέρους έργων της άρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Με εναν τρόπο μετάδοσης πού ο συγγραφέας ονομάζει «περιγραφική άνάλυση», δεν προσφέρεται μόνο ή υπόθεση των τραγωδιών, άλλά ταυτόχρονα παρακολουθείται τόσο ή εξέλιξη τών προσώπου δσο και ή διαπλοκή τών καταστάσεων, ενώ παράλληλα καταγράφονται τά βασικά στοιχεία δομής, καθώς και τα προβλήματα που άνακύπτουν κατά τήν άνάγνωση τοϋ συγκεκριμένου έργου. "Ετσι δημιουργείται κυριολεκτικά ενα πανόραμα τής τραγικής παραγωγής τής άρχαίας 'Αθήνας., καΐ χαρτογραφείται σε δλο του το πλάτος το πλέγμα τών προβλημάτο^ν, μαζί με τις συναφείς προσπάθειες γιά τήν άντιμετώπισή τους. "Από αυτή τήν άποψη το εργο αυτό τοϋ Lesky είναι πράγματι μοναδικό στήν παγκόσμια βιβλιογραφία. Παρακολουθώντας, εξάλλου, ο άναγνώστης τό συγγραφέα σε αυτή τήν περιδιάβασή του, εχει τήν ευκαιρία νά διαπιστώσει τήν εκπληκτική εύρυμάθειά του, τήν άνεση με τήν οποία κινείται μέσα στο λαβύρινθο τής σύγχρονης βιβλιογραφίας, ταξινομώντας και άξιολογώντας θεωρίες καΐ απόψεις, τήν οξυδέρκειά του στις επιλογές και στις εκτιμήσεις του, τέ?ιος τή νηφαλιότητα και τή διακριτικότητά του, δταν πρόκειται νά άπορρίψει μιάν άδόκιμη, κατά τήν άποψή του, γνώμη ή νά υποβάλει μιά προσωπική του. Πάνω απ' δλα δμως δεσπόζει ή φοηισμένη ματιά τοϋ γνήσιου ανθρωπιστή, πού ενδοσκοπει τά μεγάλα αυτά εργα με τήν απώτερη ελπίδα νά άνακαλύψει σ' αυτά τις αγωνίες καΐ τις αλήθειες πού τά συνάπτουν με τήν πραγματικότητα τοϋ σύγχρονου ανθρώπου. Είναι, λοιπόν, άξια κάθε επαίνου ή άπόφαση τοϋ Μ.Ι.Ε.Τ. νά προσφέρει, εστω κάπως καθυστερημένα, και στο ελληνικό κοινό αυτό τό αξιόλογο εργο, καλύπτοντας ετσι ενα τεράστιο κενό στόν τομέα τών γενικών βοηθημάτων σχετικά με τήν κλασική
14
ΠΡΟΛΟΓΟΣ TOT ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
αρχαιότητα. Κάποιες απρόβλεπτες τεχνικές εμπλοκές στην εκτύπωση της μετάφρασης επιβαρύνουν την άρχική καθυστέρηση μέ δύο άκόμη άρνητικές επιπτώσεις: α) όέν πρόλαβε ό συγγραφέας νά ζήσει τή συγκίνηση μέ την οποία προσδοκούσε την επιστροφή τοϋ έργου του στην πηγή του, δπως χαρακτηριστικά δηλώνει σέ ενα σημείωμά του' β) δέν κατόρθωσε ο μεταφραστής, παρά μόνο σέ ενα πολυ γενικό επίπεδο, να συγχρονίσει τό εργο βιβλιογραφικά, μέ βάση τά δημοσιεύματα της τελευταίας πενταετίας· πάντως, δεδομένου δτι αύτη ή ενημέρωση θά άπευθννόταν μόνο στους ειδικούς, οι όποιοι διαθέτουν και τή γνώση και τις πηγές νά τήν εξασφαλίσουν, τό κενό είναι πράγματι άσήμαντο. "Επιθυμώ νά ευχαριστήσω θερμά τον αγαπητό συνάδελφο κ. Δ. Ι. 'Ιακώβ, γιά τήν προθυμία και τήν υπομονή πού εδειξε ελέγχοντας τή μετάφραση (επιπλέον, τόν άπαλλάσσο) άπό κάθε ευθύνη γιά τή συγκεκριμένη γλιωσσική μορφή της), τόν κ. Γιάν. Η. Χάρη γιά τήν επιμέλεια τοϋ πρώτου τόμου, καθώς και τήν Κα Δέσπω Σολομού γιά τήν ολοκλήρωση της επιμέλειας. ΝΙΚΟΣ Χ. ΧΟΤΡΜΟΤΖΙΑΔΗΣ Θεσσαλονίκη, 'Ιούνιος 1986
15
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ό παρακάτω πίνακας άναπαράγει τον κώδικα πού εχει καθιερωθεί άπο το Année Philologique. Επίσης, συμπεριλαμβάνει, έκτος άπο περιοδικά, καΐ ορισμένες συντομογραφίες έκδοτων άποσπασμάτων. ΑΑ Α^Α A AH G AAntHung AAWM
: : : : :
Archäologischer Anzeiger. Antike und Abendland. Anzeiger für die Altertumswissenschaft. Acta Antica Academiae Scientiarum Hungaricae. Abhandlungen der Akademie der Wissenschaften in Mainz. AAWW : Anzeiger der Österreichischen Akademie der Wissenschaften in Wien. ABAW : Abhandlungen der Bayerischen Akademie der Wissenschaften. ABSA : Annual of the British School at Athens. AC : L'Antiquité Classique. AFLA : Annales de la Faculté des Lettres et Sciences Humaines d'Aix. AIV : Atti deiristituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti. AJA : American Journal of Archaeology. AJPh : American Journal of Philology. Alm. Ost. Ak. : Almanak der Österreichischen Akademie. Anthologia : Ή τετράτομη έκδοση των άποσπασμάτων της λυρικής Lyrica ποίησης άπο τον Ernest Diehl, Αιψία 1923-1940. APAW : Abhandlungen der Preussischen Akademie der Wissenschaft. APF : Archiv für Papyrusforschung und verwandte Gebiete. A^R : Atene e Roma. ARW : Archiv für Religionswissenschaft. ASNP : Annali della Scuola Normale Superiore di Pisa. ASSO : Archivio Storico per la Sicilia Orientale. A UMLA : Journal of the Australasian Universities Language and Literature Association.
17
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
BAB
: Bulletin de la Classe des Lettres de l'Académie Royale de Belgique. BAGB : Bulletin de l'Association G. Budé. BCH : Bulletin de Correspondance Hellénique. BICS : Bulletin of the Institute of Classical Studies of the University of London. Berl. Kl. Texte : Ή έκδοτική σειρά Kleine Texte für Vorlesungen und Übungen, πού περιλαμβάνει σύντομα, κυρίως άποσπασματικά, κείμενα· εκδίδεται στό Βερολίνο. ΒΙΕΗ : Boletin del Instituto de Estudios Helénicos. BO(BCO) : Biblioteca Orientalis. BBL : Bulletin of the John Rylands Library. BSTEC : Bulletin de la Société Toulousaine d'Études Classiques. Bursian : Bursians Jahresbericht. CB : The Classical Bulletin. CJ : The Classical Journal. C^M : Classica et Mediaevalia. Collect. Alex. : Collectanea Alexandrina, έκδ. J. U. Powell ('Οξφόρδη 1925). CPh : Classical Philology. CQ : Classical Quarterly. CR : Classical Review. CSC A : California Studies in Classical Antiquity. DLZ : Deutsche Literaturzeitung. EC : Études Celtiques. EClâs : Estudios Clâsicos. EEAth : 'Επιστημονική ΈπετηρΙς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου 'Αθηνών. EEThess : 'Επιστημονική Έπετηρις της Φιλοσοφικής Σχολής τοϋ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. FGrHist : Die Fragmente der Griechischen Historiker, Leiden 1921-1957, έκδ. Felix Jacoby. GGA : Göttingische Gelehrte Anzeigen. GH A : Göteborgs Högskolas Ârsskrift. GIF : Giornale Italiano di Filologia. GLP : Greek Literary PapyΓi2(Loeb),Aovδίvo 1942, έκδ. D . L . Page. G^B : Greece and Rome.
18
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
GEBS : HSPh(JJSCPh) HThR : IF : IG : ./CS J DAI JHS IF M.
MAL MD AI ΜΗ M Ν AL
MNIR M-W
N.(TrGF)
NAWG NGG NJA(NJAB) NJW P.
Greek, lÎornan and Byzantine SLadies. : Harvard Studies in Classical Philology. Harvard Theological Review. Indogermanische Forschungen. Inscriptiones Graecae, ή πολύτομη συλλογή άρχαίων έλληνικών επιγραφών (1892-). : Journal of Classical Studies. : Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts. : Journal of Hellenic Studies. : Listy Filologické. : 'Αρίθμηση άποσπασμάτων του Αισχύλου σύμφωνα μέ τή συλλογή τοΰ Η. J. Mette, Die Fragmente der Tragödien des Aischylos, Βερολίνο 1959. : Memorie della Classe di Seienze morali e storiche dell' Accademia dei Lincei. : Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts. : Museum Helveticum. : Mededelingen der Koninklijke Nederlandse Akademie van Wetenschappen, Afd. Letterkunde, Amsterdam (εκδοτική σειρά). ; Mededelingen van het Nederlandse Historisch Instituut te Rome. : 'Αρίθμηση άποσπασμάτων τοΰ 'Ησιόδου σύμφωνα μέ τή συλλογή R. Merkelbach-M. L. West, Fragmenta Hesiodea, 'Οξφόρδη 1967. : 'Αρίθμηση άποσπασμάτων των τραγικών σύμφωνα μέ τήν έκδοση τοΰ Augustus Nauck, Tragicorum Graecorum Fragmenta, Hildesheim ^1964 (έκδοση μέ παράρτημα νέων εύρημάτων επιμελημένο άπό τον Bruno Snell). :: Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Göttingen. : Nachrichten von der Gesellschaft der Wissenschaft zu Göttingen. : Neue Jahrbücher für das klassische Altertum. : Neue Jahrbücher für Wissenschaft und Jugendbildung. : 'Αρίθμηση άποσπασμάτων τοΰ Σοφοκλή σύμφωνα μέ τήν έκδοση τοΰ Α. C. Pearson, The Fragments of Sophocles, Cambridge 1917.
19
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
: Παλατινή 'Ανθολογία. : Proceedings of the British Academy. : Proceedings of the Cambridge Philological Society. : Philologische Wochenschrift. Gr. : Ή έκδοση των μελικών ποιητών {'Οξφόρδη 1962) άπο τον D. L. Page. : The Oxyrhynchus Papyri, Λονδίνο 1898—(πολύτομη σειP. Oxy. ρά, δπου πρωτοδημοσιεύονται οί πάπυροι της Όξυρύγχου). PRIA : Proceedings of the Royal Irish Academy. QUCC : Quaderni Urbinati di Cultura Classica. : Rendiconti dell'Accademia di Archeologia, Lettere e RAAN Belle Arti di Napoli. : Rendiconti della Classe di Scienze morali, storiche e RAL filologiche dell'Accademia dei Lincei. : Rivista di Cultura Classica e Medioevale. RCCM RE : Paulys Real-Encyclopädie der classischen Altertumswissenschaft. REA : Revue des Études Anciennes. REG : Revue des Études Grecques. : Rivista di Filologia e di Istruzione Classica. RFIC : Rheinisches Museum. RhM RHR : Revue de l'Histoire des Religions. : Rivista Indo-Greca-Italica di filologia, lingua, antiRIGI chità. RPh : Revue de Philologie. RSR : Revue des Sciences Religieuses. : Revue de Théologie et de Philosophie. RThPh : Sitzungsberichte der Österreichischen Akademie der SAWW Wissenschaft in Wien. SΒ AW : Sitzungsberichte der Bayerischen Akademie der Wissenschaften. SCO : Studi Classici e Orientali. SicGymn : Siculorum Gymnasium. SIFC : Studi Italiani di Filologia Classica. SO : Symbolae Osloenses. Suppl. Ep. Gr. : Supplementum Epigraphicum Graecum. TAPhA : Transactions and Proceedings of the American Philological Association.
Π. Α. ΡΒΑ PCPhS PhW Poetae Mel.
20
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
VBW FiS
W.
WS YCIS ZKTh ZMK ZPE ZRG
: Vorträge der Bibliothek Warburg. : 'Αρίθμηση των άποσπασμάτων των προσωκρατικών φιλοσόφων σύμφωνα με τη συλλογή Η. Diels-W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, Βερολίνο 1952. : 'Αρίθμηση κειμένων ιαμβικής και έλεγειακης ποίησης σύμφωνα μέ τη συλλογή τοΰ Μ. L. West, Iambi et Elegi Graeci, I-II, 'Οξφόρδη 1971-1972. : Wiener Studien. : Yale Classical Studies. : Zeitschrift für Katholische Theologie. : Zeitschrift für Missionskunde und Religionswissenschaft. : Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik. : Zeitschrift der Savigny-Stiftung für Rechtsgeschichte.
21
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ I. ΓΕΝΙΚΑ (Cuadernos de la Fundacion Pastor 6), Μαδρίτη 1962. A R R O W S M I T H W . , « A Greek Theater of Ideas», Ideas in the Theater {ÈY.8. J. Gassner), Νέα 'Τόρκη 1964. A Y L E N L . , Greek Tragedy and the Modern World, Λονδίνο 1964. B A D E N H . J . , Das Tragische, Βερολίνο ^1948. B A L D R Y H . C . , The Greek Tragic Theatre, Αονδίνο 1971. B E R G S O N L . , Uepithète ornamentale dans Eschyle, Sophocle et Euripide, Ούψάλα 1956. B I C K E L E . , Die griechische Tragödie, Βόννη 1942. B L U M E H . - D . , Einführung in das antike Theaterwesen, Darmstadt 1978 (ελλ. μετ. Μαρία Ίατροΰ, ^κδ. Μορφωτικού 'Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 'Αθήνα 1986). B O G N E R Η., Der tragische Gegensatz, Χαϊδελβέργη 1947. B O N N A R D Α . , La tragédie et l'homme, Neuchâtel 1 9 5 1 . B R E M E R J . M . , Hamartia: Tragic Error in the Poetics of Aristoteles and in Greek Tragedy, Amsterdam 1969. B R O A D H E A D H . D . , Tragica: Elucidations of Passages in Greek Tragedy, Christchurch, University of Canterbury, 1968. B R O W N Α., A New Companion to Greek Tragedy, Αονδίνο 1983. B U C H W A L D W . , Studien zur Chronologie der attischen Tragödie 455 bis 431, Königsberg 1939. B U X T O N R . G . Α . , Persuasion in Greek Tragedy. A Study of Peitho, Cambridge 1982. CiTTi v . , Tragedia e la lotta di classe in Grecia, Νεάπολη 1979. D A L E A. M . , The Lyric Metres of Greek Drama, Cambridge ^1968. — Metrical Analyses of Tragic Choruses, I: Dactyl-epitrite (BICS, Suppl. 21, 1), Αονδίνο 1971. F E R G U S O N i., A Companion to Greek Tragedy, Austin 1972. F R I E D R I C H W . H . , Vorbild und Neugestaltung. Sechs Kapitel zur Geschichte der Tragödie, Γοττίγγη 1967. F R I T Z K . V . , Antike und moderne Tragödie: Neuen Abhandlungen, Βερολίνο 1962. F U N K E H . , Die sogenannte tragische Schuld (διατρ.), Κολονία 1 9 6 3 . G H I R O N - B I S T A G N E P., Recherches sur les acteurs dans la Grèce antique, Παρίσι 1976. G R A N D E C.'D'E'l, Hybris : Colpa e castigo nelVespressione poetica e letteraria degli scrittori délia Grecia antica da Omero a Cleante, Νεάπολη 1947. — Τραγωιδία: Essenza e genesi délia tragedia, Νεάπολη ^1962. ADRADOS
F . R . , El heroe tragico y e filosofo Platonico
25
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Moira, Fate, Good and Evil in Greek Thought, Cambridge (Mass.) 1944. G U G G I S B E R G P., Das Satyrspiel, Ζυρίχη 1947. H A M B U R G E R Κ . , Von Sophokles zu Sartre, Στουτγάρδη ®1965. H A R S H P H . W . , A Handbook of Classical Drama, Stanford 1948. ΧΟΤΡΜΟΤΖΙΑΔΗΣ Ν. Χ., Σατυρικά, 'Μ-ψα. 1974. H O W A L D Ε., Die griechische Tragödie, Μόναχο 1930. J A C K S O N J . , Marginalia scaenica, 'Οξφόρδη 1955. J E N S W. (έκδ.), Die Bauformen der griechischen Tragödie, Μόναχο 1 9 7 1 . JoHANSEN H. F., General Reflection in Tragic Rhesis, Κοπεγχάγη 1959. J O N E S J . , On Aristotle and Greek Tragedy, Λονδίνο 1962. Κ AI MIO M., The Chorus of Greek Drama within the Light of the Person and Number Used, Ελσίνκι 1970. KiTTO H. D. F., Greek Tragedy : A Literary Study, Λονδίνο "1961 (ελλ. μετ. Λ. Ζενάκος, 'Αθήνα 1968). — Form and Meaning in Drama : A Study of Six Greek Plays and of Hamlet, Λονδίνο 1956. KoMMEREL M., Lessing und Aristoteles. Untersuchung über die Theorie der Tragödie, Φραγκφούρτη 1940. KoTT J., The Eating of the Gods : An Interpretation of Greek Tragedy (μετ. άπο τά πολωνικά: Taborski Β. - Czerwinski Ε. J.), Νέα 'Τόρκη 1973 (έλλ. μετ. 'Λγγέλα Βερυκοκάκη-'Λρτέμη, 'Αθήνα 1976). K R A N Z W . , Stasimon : Untersuchungen zu Form und Gehalt der griechischen Tragödie, Βερολίνο 1933. K R A U S W . , «Strophengestaltung in der griechischen Tragödie. I : Aischylos und Sophokles», SAWW 231/4, 1957. L A M M E R S J . , Die Doppel- und Halbchöre in der antiken Tragödie (διατρ. Münster), Paderborn 1931. L A T T I M O R E R . , The Poetry of Greek Tragedy, Βαλτιμόρη 1958. — Story Patterns in Greek Tragedy, Λονδίνο 1964. L E N N I G R . , Traum und Sinnestäuschung bei Aischylos, Sophokles, Euripides (διατρ.), Τυβίγγη 1969. L E S K Y Α., Die griechische Tragödie, Στουτγάρδη ^1968. — Geschichte der griechischen Literatur, Βέρνη ®1963 (ελλ. μετ. Ά γ . Γ. Τσοπανάκης, Θεσσαλονίκη ^1972). L U G A S D . W., The Greek Tragic Poets, Λονδίνο ^1959. M A S T R O N A R D E D . J., Contact and Discontinuity. Some Conventions of Speech and Action on the Greek Stage, Berkeley 1979. N E B E L G . , Weltangst und Götterzorn: Eine Deutung der griechischen Tragödie, Στουτγάρδη 1951. N E S T L E W . , Die Struktur des Eingangs der attischen Tragödie, Στουτγάρδη 1930. N O R W O O D G., Greek Tragedy, Λονδίνο *1948. P A C K R . Α . , The Greek and Latin Literary Texts from Greco-Roman Egypt, Ann Arbor H965. P A G E D . L . , Actors^ Interpolations in Greek Tragedy, 'Οξφόρδη 1 9 3 4 . P O H L E N Z M . , Die griechische Tragödie, Γοττίγγη ^1954. GREENE W . C.,
26
II. Θ Ρ : Α Τ Ρ Ι Κ Ο ς
ΧΏΡΟς
P O S T L . Α., From Homer to Menander, Univ. of California Press, 1 9 5 1 . R A P H A E L D . D . , The Paradox of Tragedy, Λονδίνο 1 9 5 9 . R O M I L L Y J. D E , Uévolution du pathétique d'Eschyle à Euripide, Παρίσι 1 9 6 1 .
— Time in Greek Tragedy (Cornell Univ. Press), Ithaca 1968. — La tragédie grecque, Παρίσι 1970 (έλλ. μετ. Έλ. Δαμιανοΰ-Χαραλαμποπούλου, 'Αθήνα 1976). R O S E N M E Y E R Τ Η . G . , The Masks of Tragedy: Essays on Six Greek Dramas (Univ. of Texas Press), Austin 1963. S A I D S . , La faute tragique, Παρίσι 1978. S C H A D E W A L D T W . , Monolog und Selbstgespräch, Βερολίνο 1926. — «Furcht und Mitleid», Hermes 83 (1955) 129 ( = Hellas und Hesperien, Ζυρίχη 1960, 346). — Antikes Drama auf dem Theater heute, Pfullingen 1970. S C H L E S I N G E R A . C . , Boundaries of Dionysos, Cambridge (Mass.) 1 9 6 3 . S c H M i D W . - S T Ä H L I N O . , Geschichte der griechischen Literatur (Handb. d. Altertumwiss. Abt. 7), 1. Teil: Die klassische Periode der griechischen Literatur (SCHMID), 1, Μόναχο 1929" 2, 1934" 3, 1940. S É C H A N L . , Études sur la tragédie grecque dans ses rapports avec la céramique, Παρίσι ^1967 (άνατ.). S E E C K G . A . (έκδ.). Das griechische Drama, Darmstadt 1979. S N E L L B R . , Scenes from Greek Drama (Sather Class. Lectures 34), Berkeley - Los Angeles 1964. S T A N F O R D W . B . , Greek Tragedy and the Emotions. An Introductory Study, Αονδίνο 1983. S T E I D L E W . , Studien zum antiken Drama, Μόναχο 1 9 6 8 . S U T T O N D . F . , The Greek Satyr-Play, Meisenheim 1 9 8 0 . T A P L I N O . , Greek Tragedy in Action, Αονδίνο 1 9 7 8 . V I C K E R S B R . , Towards Greek Tragedy, Αονδίνο 1 9 7 3 . W E B E R Α., Das Tragische und die Geschichte, 'Αμβούργο 1 9 4 3 . W E B S T E R Τ . Β . L . , «Greek Tragedy», Fifty Years of Classical Scholarship, 'Οξφόρδη 21968. W O L F E . , Griechisches Rechtsdenken, 1 , Φραγκφούρτη 1 9 5 0 ' 2 , 1 9 5 2 . Z I E G L E R Κ . , «Tragoedia», RE A (1937) 1899-2075. Π. ΘΕΑΤΡΙΚΌΣ ΧΩΡΟΣ Teatri greci arcaici da Minasse a Pericle, Πάδοβα 1 9 4 7 . P.. An Introduction to the Greek Theatre, Αονδίνο 1 9 5 9 . — Greek Scenic Conventions in the Fifth Century B.C., 'Οξφόρδη 1962. B I E B E R M., «Maske», RE 14 (1930) 2070-2120. — The History of the Greek and Roman Theater, Princeton ^1961. D I N G E L J . , Das Requisit in der griechischen Tragödie (διατρ.), Τυβίγγη 1967. F I E C H T E R Ε . R . , Antike griechische Theaterbauten, Στουτγάρδη 1 9 3 0 - 5 0 . F L I C K I N G E R R . C . , The Greek Theater and its Drama, Σικάγο ^ 1 9 3 6 , άνατ. 1960. ΑΝΤΙ C., ARNOTT
27
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ M . F . , Untersuchungen über die Spielmöglichkeiten im griechischen Theater (διατρ. Άννόβερο 1959), Darmstadt 1964. G E R K A N Α. V A N , Das Theater von Priene, Μόναχο 1921. — Das Theater von Epidauros, Στουτγάρδη 1961. H O U R M O U Z I A D E S N . C., βλ. στο σχετικό μέ τον Ευριπίδη μέρος. J O B S T W . , Die Höhle im griechischen Theater des 5. und 4. Jhs. v. Chr., (SAWW, 268/20), 1970. K E N N E R H . , Theater und Realismus in der griechischen Kunst, Βιέννη 1954. LE SKY Α., «Noh-Bühne und griechisches Theater», Maia, n.s. 15 ( 1 9 6 3 ) 3 8 ( = Ges. Sehr. 2 7 5 ) . M E L C H I N G E R S . , Das Theater der Tragödie, Μόναχο 1974. M E T T E H . J . , Urkunden dramatischer Aufführungen in Griechenland (Texte und Kommentare 8), Βερολίνο 1977. P I C K A R D - G A M B R I D G E A . W . , The Theatre of Dionysus in Athens, 'Οξφόρδη 1946. — The Dramatic Festivals of Athens (2η εκδ. άναθεωρημένη άπό τούς J. Gould και D. M. Lewis), 'Οξφόρδη 1968. S I M O N Ε . , Das antike Theater (Heidelberger Textedidaktische Reihe 5), Χαϊδελβέργη 1972. S N E L L B R . , ZU den Urkunden dramatischer Aufführungen {NAWG 1966, 2). S P I T Z B A R T H Α . , Untersuchungen zur Spieltechnik der griechischen Tragödie, Ζυρίχη 1946. T R E N D A L L A . D . και W E B S T E R T . B . L . , Illustrations of Greek Drama, Αονδίνο 1971. W E B S T E R T. Β. L., Greek Theatre Production, Λονδίνο ^1971. — Griechische Bühnenaltertümer (Studienh. ζ, Altertumswiss. 9), Γοττίγγη 1963. — «On the Dramatic Terracottas of Lipari», Meligunis Lipdra 2 (1965) 319. — Monuments Illustrating Tragedy and Satyr-Play {BIOS, Suppl. 20), GERHÄUSER
H967.
— The Greek Chorus, Αονδίνο 1970. in.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
R . , «Sobre los origines del teatro : κώμος, κωμωδία, τραγωδία», Emerita 35 (1967) 249. — Festival, Comedy and Tragedy. The Greek Origins of Theatre, Leiden 1975. B J Ö R K G . , Das alpha impurum und die tragische Kunstsprache, Ούψάλα 1950. B R O M M E R F., Satyroi, Würzburg 1937. — «Σιληνοι und σάτυροι», Philologus 94 (1940) 222. — Satyrspiele: Bilder griechischer Vasen, Βερολίνο ^1959. B U R K E R T W . , «Greek Tragedy and Sacrificial Ritual», GEBS 7 (1966) 87. ADRADOS F.
28
IV. Α Ι Σ Χ Τ Λ Ο Σ
liusGHOR Ε., Satyrtänze und frühes Drama, SBAW 1943, 5. / primordi della tragedia, Salerno 1936 (ούσι,αστικά έπαναλαμβάνεταL στό βιβλίο του γιά τον Αισχύλο, βλ. παρακάτω). IÎLSE G. F., The Origin and Early Form of Greek Tragedy, Cambridge (Mass.) 1965. ( I A L L O I., II teatro greco : letture critiche e testimonianze, Ρώμη 1971. G A S T E R T H . H . , Thespis : Ritual, Myth and Drama in Ancient Near East, Νέα 'Τόρκη ^1961. (iuÉPiN J.-P., The Tragic Paradox, Amsterdam 1968. H A R T M A N N Α., «Silenos und Satyros», RE 3 A (1927) 35. K A L I N K A Ε., Die Urform der griechischen Tragödie (Comment. Aenipontanae 10), 1924. K U H N E R T E . «Satyros und Silenos», Myth. Lex. 4 ( 1 9 0 9 / 1 5 ) , 4 4 4 . L I N D S A Y J . , The Clashing Rocks. A Study of Early Greek Religion and Culture and the Origins of Drama, Αονδίνο 1965. I^LOYD-JONES H., «Problems of Early Greek Tragedy», Estudios sobre la tragedia Griega (Cuadernos de la Fundacion Pastor 13), Μαδρίτη 1966, 11. P A T Z E R Η . , Die Anfänge der griechischen Tragödie, Wiesbaden 1962. P E R E T T I Α., Epirrema e tragedia, Φλωρεντία 1939. P I C K A R D - C A M B R I D G E A . W . , Dithyramb, Tragedy and Comedy (2η 'έκ8. αναθεωρημένη άπό τον Τ. Β. L. Webster), 'Οξφόρ R O B E R T F., «Les origines de la tragédie grecque». Le théâtre tragique. L Le monde antique, ΓΓαρίσι 1962. S C H R E C K E N B E R G H., Δράμα: Vom Werden der griechischen Tragödie aus dem Tanz, Würzburg 1960. T H O M S O N G., βλ. παρακάτω στο σχετικό μέ τον Αισχύλο μέρος. T I È C H E Ε., Thespis, Αιψία 1933. U N T E R S T E I N E R Μ., Le origini della tragedia e del tragico, Τορίνο 1955. (IANTARELLA R . ,
IV. ΑΙΣΧΤΑΟΣ D I , Videologia del potere e la tragedia greca. Ricerche su Eschilo, Τορίνο 1978. B L U M E N T H A L Α . v., Aischylos, Στουτγάρδη 1 9 2 4 . G A N T A R E L L A R . , Eschilo I, Φλωρεντία 1941. DA WE R. D., The Collation and Investigation of Manuscripts of Aeschylus, Cambridge 1964. — Repertory of Conjectures on Aeschylus, Leiden 1965. F I N L E Y H . Jr., Pindar and Aeschylus (Martin Class. Lectures), Cambridge (Mass.) 1955. F I S C H E R U . , Der Telosgedanke in den Dramen des Aischylos (Spudasmata 6), Hildesheim 1965. G A G A R I N M . , Aeschylean Drama, Berkeley 1 9 7 6 . G A L L I A N O M . F . , «Les papyrus d'Eschyle», Proceedings of the IX Intern. Congr. of Papyrology, Norw. Univ. Press, 1961, 81. H O M M E L H . (έκδ.), «Aischylos» [Wege der Forschung 87 και 465 : 47 BENEDETTO V .
29
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
άρθρα διαφόρων μελετητών μέ τή σχετική βιβλιογραφία), Darmstadt 1974. K A U F M A N N - B Ü H L E R D . , Begriff und Funktion der Dike in den Tragödien des Aischylos (διατρ. Χαϊδελβέργη), Βόννη 1955. KiEFNER W., Der religiöse Allbegriff des Aischylos (Spudasmata 5), Hildesheim 1965. M A D D A L E N A Α . , Interpretazioni Eschilee, Topivo 1951. M É A U T I S G . , Eschyle et la trilogie, Παρίσι 1936. M E L C H I N G E R S . , Die Welt als Tragödie. I. Aischylos, Sophokles, Μόναχο 1979. M E T T E H . 3Die Fragmente der Tragödien des Aischylos, Βερολίνο 1 9 5 9 . — Der verlorene Aischylos, Βερολίνο 1963. M U R R A Y G., Aeschylus the Creator of Tragedy, 'Οξφόρδη 1 9 4 0 . N E S T L E W . , Menschliche Existenz und politische Erziehung in der Tragödie des Aischylos, Στουτγάρδη 1934. O W E N E . T . , The Harmony of Aeschylus, Λονδίνο 1952. P O D L E C K I Α . , The Political Background of Aeschylean Tragedy, Ann Arbor 1966. PoRZiG W., Die attische Tragödie des Aischylos, Αιψία 1926. R E I N H A R D T Κ . , Aischylos als Regisseur und Theologe, Βέρνη 1949. R I E L E C . J . M . J . T E , Les femmes chez Eschyle, Groningen 1955. R O M I L L Y J . D E , La crainte et Vangoisse dans le théâtre d'Eschyle, Ilaρίσι 1958. — «Ombres sacrées dans le théâtre d'Eschyle», Le théâtre tragique. I; Le monde antique, Παρίσι 1962. R O S E N M E Y E R T. G., The art of Aeschylus, Berkeley 1 9 8 2 . S H E P P A R D J. T., Aeschylus and Sophocles. Their Work and Influence ( = Our Debt to Greece and Rome), Νέα 'Τόρκη 1963. S N E L L B R . , Aischylos und das Handeln im Drama (Philologus Suppl. 20/1), Αιψία 1928. SoLMSEN F., Hesiod and Aeschylus, Νέα'Τόρκη 1949, άνατ. 1967. T A P L I N Ο.. The Stagecraft of Aeschylus : The Dramatic Use of Exits and Entrances in Greek Tragedy, 'Οξφόρδη 1977. T H O M S O N G . , Aeschylus and Athens, Λονδίνο "1966 (έλλ. μετ. Γ. Βιστάκης και Φ. Άποστολόπουλος, 'Αθήνα 1954). U N T E R S T E I N E R Μ . , βλ. στο σχετικό μέ τήν Προϊστορία μέρος. W A R T E L L E Α., Histoire du texte d'Eschyle dans Γ antiquité, Παρίσι 1971. — Bibliographie historique et critique d'Eschyle et la tragédie grecque (1518-1974), Παρίσι 1978. W I L A M O W I T Z - M O E L L E N D O R F F U . V . , Aischylos: Interpretationen, Βερολίνο 1914. W I N N I N G T O N - I N G R A M R . P., Studies in Aeschylus, Cambridge, 19H3. Ε Ι Δ Ι Κ Ό Λ Ε Ξ Ι Κ Ό : W . D I N D O R F , Αιψία 1873. Π Ί Ν Α Κ Ε ς Λ Ε Ξ Ε Ω Ν : α) G. I T A L I E , Index Aeschyleus (συμπληρώσεις στή συλλογή άποσπασμάτων τοϋ Mette* ή δεύτερη έκδοση, Leiden 1964, περιέχει 1 0 σελίδες Addenda άπό τον S T E F A N R A D T ) " β) Η . G. E D I N GER, Index analyticus Graecitatis Aeschyleae, Hildesheim 1981.
30
ν,
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
V. ΣΟΦΟΚΛΗΣ A D A M S S. M., BATES W . N . , BLUMENTHAL
Sophocles the Playwright, Univ. of Toronto Press, 1957. Sophocles: Poet and Dramatist, Λονδίνο 1964. Α. v., «Sophokles», RE 3 A (1927), 1040-1094. — Sophokles : Entstehung und Vollendung der griechischen Tragödie, Στουτγάρδη 1936. B O W R A C . M . , Sophoclean Tragedy, 'Οξφόρδη 1944, άνατ. 1947. B R O E C K E R W . , Der Gott des Sophokles ( = «WissenschafT und Gegenwart. Geisteswissenschaftliche Reihe» H. 50/51), Φραγκφούρτη 1971. B U R T O N R . W . B . , The Chorus in Sophocles' T M G E R F T E S , ' Ο ξ φ ό ρ δ η 1 9 8 0 . D I L L E R Η. (iy.^.), Sophokles [Wege der Forschung 95 : 22 άρθρα διαφόρων μελετητών, μέ μιά γενική εισαγωγή και τή σχετική βιβλιογραφία γιά το διάστημα μετά τό 1960 άπό τόν Η. DILLER), Darmstadt 1967. D I L L E R Η . - S C H A D E W A L D T W . - L E S K Y Λ . , Gottheit und Mensch in der Tragödie des Sophokles (3 διαλέξεις), Darmstadt 1963. E G E R M A N N F.. Vom attischen Menschenbild, Μόναχο 1952. — «Arete und tragische Bewusstheit bei Sophokles und Herodot» (=Vom Menschen in der Antike), Μόναχο 1957, 5. E H R E N B E R G V., Sophocles and Pericles, 'Οξφόρδη 1954. E I C K E N - I S E L I N E . , Interpretationen und Untersuchungen zum Aufbau der Sophokleischen Rhesis (διατρ. Βασιλεία), Dortmund 1942. F O C H I F., II valore drammatico delVopera di Sofocle, Topivo 1946. G E L L I E G . H . , Sophocles: A Reading, Μελβούρνη 1972. K A M E R B E E K J . C . , Studien over Sophokles, Amsterdam 1934. K I R K W O O D G . M . , a Study of Sophoclean Drama (Cornell Studies in Class. Phil. 31), Ithaca και Νέα Τόρκη 1958. Κιττο Η. D. F., Sophocles: Dramatist and, Philosopher, Λονδίνο 1958. K N O X B . M . W . , The Heroic Temper : Studies in Sophoclean Tragedy (Sather Class. Lectures 35), Berkeley 1964. L E T T E R S F . J . H . , The Life and Work of Sophocles, Λονδίνο 1953. M A D D A L E N A Α . , Sofocle, Τορίνο ^1963. M É A U T I S G . , Sophocle: Essai sur le héros tragique, Παρίσι 1957. M E L C H I N G E R S., Die Welt als Tragödie I. Aischylos, Sophokles, Μόναχο 1979. O P S T E L L E N J . C., Sophocles and Greek Pessimism, Amsterdam 1952. — Humanistisch en religieus standpunt in de moderne beschouwing van Sophokles (Niederl. Akad. Ν. R. 17/1), 1954. P E R R O T T A G., Sofocle, Μεσσήνη και Μιλάνο 1935, άνατ. 1963. R E I N H A R D T Κ., Sophokles, Φραγκφούρτη ®1948. R O N N E T G . , Sophocle, poète tragique, Παρίσι 1969. S E A L E D . , Vision and Stagecraft in Sophocles, Σικάγο 1 9 8 2 . S E G A L C H . , Tragedy and Civilization. An Interpretation of Sophocles, Cambridge (Mass.) 1981. S H E P P A R D J . T . , The Wisdom of Sophocles, Λονδίνο 1947. — βλ. στό σχετικό μέ τον ΑΙσχύλο μέρος.
31
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ J . , Sophoklés, Βουδαπέστη 1964. TuROLLA Ε., Saggio sulla poesia di Sofocle, Bari 1934. U H S A D E L C H R . Α . , Der Chor als Gestalt. Seine Teilnahme am Geschehen sophokleischen Stücke (διατρ.), Τυβίγγη 1969. U N T E R S T E I N E R M . , Sofocle: Studio critico, Φλωρεντία 1935. W A L D O C K A . J . Α., Sophocles the Dramatist, Cambridge 1951, άνατ. 1966. W E B S T E R T . B . L . , An Introduction to Sophocles, Λονδίνο -1969. W E I N S T O C K Η . , Sophokles, Wuppertal "1948. W H I T M A N C . H . , Sophocles: A Study of Heroic Humanism, Cambridge (Mass.) 1951. W I L A M O W I T Z - M O E L L E N D O R F F T . V . , Die dramatische Technik des Sophokles (Phil. Unter. 22), Βερολίνο 1917. W I N N I N G T O N - I N G R A M R . P . , Sophocles: An Interpretation, Cambridge 1980. Ε Ι Δ Ι Κ Ό Λ Ε Ξ Ι Κ Ό : F. E L L E N D T - H. G E N T H E , Βερολίνο 1 8 7 2 . TRENCSÉNYI-WALDAPFEL
VI.
ΕΤΡΙΠΙΔΗΣ
R . , Euripide, héritier d'Eschyle. I. Choix et traitement des mythes, Παρίσι 1982. A U S T I N C . , Nova fragmenta Euripidea in papy ris reperta (Kl. Texte 187), Βερολίνο 1968. B A R L O W S . Α . , The Imagery of Euripides, Λονδίνο 1 9 7 1 . B A T E S W . N . , Euripides : A Student of Human Nature, Univ. of Pennsylvania Press, 1930. B E N E D E T T O V. D I , La tradizione manoscritta Euripidea (Proagones. Studi 7), Πάδοβα 1965. — Euripide: teatro e società, Τορίνο 1971. B L A I K L O C K E . M., The Male Characters of Euripides : A Study in Realism, Wellington 1952. B U R N E T T A . P . , Catastrophe Survived: Euripides' Plays of Mixed Reversal, 'Οξφόρδη 1971. C H R O M I K C H R . , Göttlicher Anspruch und menschliche Verantwortung bei Euripides (διατρ.), Κίελο 1967. C O N A C H E R D . P., Euripidean Drama: Myth, Theme and Structure, Univ. of Toronto Press, 1967. D E L E B E C Q U E E . , Euripide et la guerre du Peloponnèse, Παρίσι 1951. — «Euripide et l'actualité de son temps», Le théâtre tragique. î . Le monde antique, Παρίσι 1962. F R I E D R I C H W . H., Euripides und Diphilos (Zetemata 5), Μόναχο 1953. G A R Z Y A Α . , Studi su Euripide e Menandro, Νεάπολη 1961. — Pensiero e tecnica drammatica in Euripide, Νεάπολη 1962. G O O S S E N S R., Euripide et Athènes (Acad. Royale de Belgique) 1962. G R E E N W O O D L . H . G . , Aspects of Euripidean Tragedy, Cambridge AELION
1953. GRUBE G.
M. Α., The Drama of Euripides,
32
Λονδίνο «1961.
VI. Ε Υ Ρ Ι Π Ι Δ Η Σ Ν . C . , Production and Imagination in Euripides, 'Αθήνα 1965. K R E T Z L . , Persönliches bei Euripides (διατρ.), Ζυρίχη 1 9 3 4 . L A N G H O L F V., Die Gebete bei Euripides und die zeitliche Folge der Tragödien, Γοττίγγη 1971. L E N N E P D . F. W . V A N , Euripides, Ποιητής σοφός., Amsterdam 1935. LooY Η. VAN, Zes verloren tragedies van Euripides (Vlaamse Acad. Kl. d. Letteren 26) 1964 (51). L U D W I G W . , Sapheneia: Ein Beitrag zur Formkunst im Spätwerk des Euripides (δι,ατρ.), Τυβίγγη 1954. M A R T I N A Z Z O L I F., Euripide, Ρώμη 1946. M E I S S N E R Β . , Mythisches und Rationales in der Psychologie der euripideischen Tragödie (διατρ.), Γοττίγγη 1951. M E L C H I N G E R S., Euripides, Dramatiker des Welttheaters, Άννόβερο ^1971. — Die Welt als Tragödie. II. Euripides, Μόναχο 1980. M U R R A Y G., Euripides and his Age, 'Οξφόρδη Ί 9 5 5 (έλλ. μετ. Κ . Ν. Παπανικολάου, «Εστία», 'Αθήνα, χ.χ.). N O R W O O D G., Essays on Euripidean Drama, Berkeley-Αονδίνο 1954. P R I E T O M . H . U . , Da esperanca na obra de Euripides, Λισσαβόνα 1966. R E I N H A R D T Κ., «Die Sinneskrise bei Euripides», Neue Rundschau 68 (1957) 615 [ = Tradition und Geist, Γοττίγγη 1960, 227 (συλλογικός τόμος για τον Ευριπίδη, 507' βλ. S C H W I N G E ) . R E V E R D I N Ο . (ε>ί8.). Fondation Hardt. Entretiens VI : Euripide, Vandœuvres - Γενεύη 1958/1960 ( K A M E R B E E K J. C., «Mythe et realité dans l'œuvre d'Euripide»· R I V I E R Α . , «L'élément démonique chez E.»· D I L L E R H., «Umwelt und Masse als dramatische Faktoren bei Ε . » · L E S K Y Α . , «Psychologie bei E.»· W I N N I N G T O N - I N G R A M R . P., «Hippolytus : A Study in Causation»· Z U N T Z G., «Helena: Theology and Irony»· M A R T I N V., «E. et Ménandre face à leur public»). R I V I E R Α., Essai sur le tragique d^Euripide, Αοζάννη 1944. R O H D I C H Η.. Die euripideische Tragödie. Untersuchungen zu ihrer Tragik (Eibl. d. klass. Altertumswiss. N. F. 2. Reihe 24), Χαϊδελβέργη 1968. S C H W I N G E E . R . , Die Verwendung der Stichomythie in den Dramen des Euripides (Bibl. d. klass. Altertumswiss. N. F. 2. Reihe 24), Χαϊδελβέργη 1968. — (έκδ.), Euripides (Wege der Forschung 89) : 21 άρθρα διαφόρων μελετητών, μέ εισαγωγή και βιβλιογραφία γιά τό διάστημα μετά το 1960 HOÜRMOUZIADES
άπο τον Ε. R . SCHWINGE), D a r m s t a d t 1 9 6 8 .
Ε. (έκδ.), Euripides: wood Cliffs 1968.
SEGAL
A Collection of Critical Essays,
Engle-
Umgestaltung des Mythos durch Euripides, 'Αθήνα 1980. S T R O H M Η., Euripides (Zetemata 15), Μόναχο 1957. T U I L I E R Α . , Recherches sur la tradition du texte d'Euripide (Études & Comm. 68), Παρίσι 1972. STEPHANOPOULOS TH. K . ,
33
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
TuRYN Α., The Byzantine Manuscript Tradition of the Tragedies of Euripides, Urbana 1957. V A L G I G L I O E . , II tema della morte in Euripide (Biblioteca della RSC : Saggi vari IV), Τορίνο 1966. V E L L A C O T P., Ironic Drama. A Study of Euripides^ Method and Meaning, Λονδίνο 1975. W E B S T E R T . B . L . , The Tragedies of Euripides, Λονδίνο 1967. W H I T M A N C . H . , Euripides and the Full Circle of the Myth, Cambridge (Mass.) 1974. Z Ü R C H E R W . , Die Darstellung des Menschen im Drama des Euripides (Schweiz. Beitr. z. Altertumswiss. 2), Βασιλεία 1947. ZUNTZ G., The Political Plays of Euripides, Manchester ^iges. — An Inquiry into the Transmission of the Plays of Euripides, Gambridge 1965. Π Ί Ν Α Κ Α ς Α Ε Ξ Ε Ω Ν : J . T . A L L E N - G . ITALIE, Concordance to Euripides, Berkeley 1953 (συμπληρώσεις άπό τόν A U S T I N , βλ. παραπάνω) .Επίσης : C. CoLLARD, Supplement to the Allen and Italie Concordance to Euripides, Groningen 1971. Ή ενημέρωση σχετικά μέ την έρευνα πάνω στην τραγωδία και τούς ποιητές της, ή όποία προσφέρεται στο βιβλιογραφικό περιοδικά Anzeiger für die Altertumswissenschaft τακτικά άπό τό 1948, συνεχίζεται τώρα άπό τόν Η. S T R O H M . 'Επίσης: Bibliografia del dramma antico, στό περιοδικό Dioniso άπό τούς V. B O N A J U T O , R . C A N T A R E L L A , Α . C O L O N N A , Α . G A R Z Y A , άπό τό 1947. Στην έκδοση Fifty Years of Classical Scholarship, 'Οξφόρδη ^1968, ό T. Β. L. W E B S T E R κάνει μιά επισκόπηση της βιβλιογραφίας γιά τήν τραγωδία. Για τά άποσπάσματα: Α . N A U C K , Tragicorum Graecorum Fragmenta (άνατύπωση της 2ης έκδοσης), Hildesheim 1964, μέ ενα παράρτημα άπό τόν B R . S N E L L . Στόν 'ίδιο οφείλεται καΐ ή έπιμέλεια της νέας έκδοσης των άποσπασμάτων των Τραγικών: Tragicorum Graecorum Fragmenta (I. Didascaliae tragicae, Catalogi Tragicorum et Tragoediarum, Tcstimonia et Fragmenta Tragicorum Minorum), Γοττίγγη 1971, I V : Sophocles, έκδ. ST. RADT, Γ ο τ τ ί γ γ η 1 9 7 7 .
Ol εξαιρετικά άξιόλογοι τόμοι τοΰ βιβλιογραφικού περιοδικού Lustrum (άπό τόν Η. F. J O H A N S E N γιά τόν Σοφοκλή: 1962, 7, και άπό τόν Π. J. M E T T E γιά τά άποσπάσματα του Εύριπίδη: 1967, 12) μνημονεύονται στά οίκεϊα κεφάλαια τοϋ βιβλίου.
34
A' Η Κ Α Τ Α Γ Ω Γ Η Τ Η Σ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
"Οποιος διαβάσει τΙς εργασίες των Η. Patzer, G. F. Else και W . Burkert (δλες δημοσιευμένες στο διάστημα 1962-1964 και μέ κοινο στόχο να δώσουν λύση στο πρόβλημα της καταγωγής της τραγωδίας), μπροστά στις όξεϊες αντιθέσεις των θεωριών πού εκπροσωπούν οί τρεις μελετητές, πρέπει να παραδεχτεί δτι σήμερα ή στεριά είναι χαμένη άπο τά μάτια μας όσο ποτέ άλλοτε. Και μέ αύτούς δμως τούς δρους, βασική υποχρέωση παραμένει νά προσδιοριστούν μέ άκρίβεια τά προβλήματα καί, δπου είναι άπαραίτητο, νά μείνουν άνοιχτά, χωρίς ωστόσο νά άποκλειστούν προσπάθειες γιά προσωπικές λύσεις.^ Τήν πρώτη δεκαετία του αιώνα μας κυριαρχούσαν θεωρίες πού βασίζονταν στο έθνολογικό ύλικο και άπέρριπταν κατηγορηματικά τις μαρτυρίες τού 'Αριστοτέλη. 01 παραφυάδες τους φτάνουν ώς τις μέρες μας. Ό Μ. Ρ. Nilsson, άκόμη και στη δεύτερη έκδοση τού έ'ργου του Geschichte der griechischen Religion,^ έγραφε: « Ή τραγωδία πήρε το δνομά της άπό τούς τραγουδιστές εκείνους πού, έπειδή ήταν ντυμένοι μέ τραγοπροβιές, ονομάζονταν τράγοι και κάποτε εκτελούσαν τό θρηνητικό τους άσμα πάνω στον τραγόμορφο σκοτωμένο θεό». Καί αυτός, δπως ό R. Μ. Dawkins® και ο Α. J. Β. Wace,^ άναζήτησε τήν υποθετική αρχέτυπη μορφή σέ λαϊκά έ'θιμα τής σημερινής Μακεδονίας. Γιά τον νεκρικό θρήνο, πού παίζει μεγάλο ρόλο σ' αύτές τις εθνολογικά θεμελιωμένες θεωρίες, είναι εύπρόσδεκτη ή παραπομπή τού P a t 1. Γιά τήν παλαιότερη βιβλιογραφία, άξιόλογη παραμένει ή έπισκόπηση τοϋΕ. Tièche, «Der Ursprung der Tragödie», Jahrb. d. Ver. schw. Gymnasiallehrer, Aarau 1915. Γιά νεότερες εργασίες βλ. Webster, Fifty Years' ό del Grande δίνει μιά εκτεταμένη καΐ πλούσια τεκμηριωμένη έπισκότιηση στό βιβλίο του Τραγωδία, 293-358· ό Patzer συζητεί τις σύγχρονες θεωρίες, 39-88. 2. Μόναχο 1955, 572. 'Αναφέρεται στην ερευνά του «Der Ursprung der Tragödie», NJA 27 (1911) 609 καί 673 {=Opusc. I 62 και 111), πού δημοσιεύτηκε ενα χρόνο πρίν άπό τήν εργασία τοϋ Wilamowitz σχετικά μέ τούς Ίχνεντες τοϋ Σοφοκλή, πού ήταν βασισμένη άποκλειστικά στήν άρχαία παράδοση: NJA 29 (1912) 449=ΛΓί. Sehr. I 347. 3. JHS 26 (1906) 191. 4. ABSA 16 (1909/10) 244.
37
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
zer (40) δτ!, σέ μιοα παρόμοία διονυσιακή τελετουργία ό Κ. Ο. Müller^ είχε ήδη εντοπίσει τον πυρήνα της τραγωδίας. Ή Jane Ε. Harrison^ είχε διατυπώσει τή θεωρία ότι ό Διόνυσος, άκριβώς δπως οί σημαντικότεροι ήρωες του ελληνικού μύθου, ήταν μιά παραλλαγή του ένιαύσιου δαίμονα, πού, μέ τον άφανισμο και τήν άναγέννησή του, προσωποποιούσε τον κύκλο της ζωής. Προεκτείνοντας τις ιδέες της J. Ε. Harrison και του F. Μ. Corriford, ο G. Murray^ υποστήριξε τήν άποψη δτι ή τραγωδία προήλθε άπο τις εαρινές λατρευτικές πράξεις πού σχετίζονταν μέ τά πάθη του ένιαύσιου δαίμονα. Αυτή τή θεωρία, πού μάλιστα ήθελε νά άναγάγει σέ παρόμοια δρώμενα και τά έπιμέρους στοιχεία της διαμορφωμένης τραγωδίας, τήν εχει άποκρούσει μέ έξαντλητικά και καλά θεμελιωμένα επιχειρήματα ό Α. W . Pickard-Cambridge.^ Ό G. Murray5 παραδέχτηκε, βέβαια, δτι είχε αποδώσει υπερβολικά μεγάλη σημασία στά λατρευτικά δρώμενα γύρω άπό τον ενιαύσιο δαίμονα, άλλά βασικά εμεινε προσκολλημένος στή σημασία τους. Πρόσφατα επανήλθε σ' αύτή τή θεωρία ^ Τ. Β. L. Webster® και της εδωσε μιά θέση στήν άναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Pickard-Cambridge. "Οπως στούς παραπάνω ερευνητές, ετσι και στο βιβλίο του G. Thomson γιά τον Αισχύλο,·^ ή λατρεία παίζει πρωτεύοντα ρό1. Geschichte der griechischen Literatur, Στουτγάρδη ^1876, 2, 26. 2. Themis : A Study of the Social Origins of the Greek Religion, Cambridge 1912, 2η εκδ. 1927. 3. Στο Themis (δ.π.), επίμετρο στο κεφ. 8, 341. Επαναλαμβάνεται στο εργο του Aeschylus, 'Οξφόρδη 1940, 4κκ. καΐ 146, δπως καΐ στό Euripides and his Age [έλλην. μετ. Κ. Ν. ΓΓαπανικολάου, Ό Ευριπίδης και ή εποχή τον, 'Αθήνα χ.χ.^. ], 7η εκδ. 'Οξφόρδη 1955. Πρέπει επίσης νά μνημονευτεί και το εργο του L. R. Farneil, The Cults of Greek States, 'ΟΕφόρδη 1896-1909, 5, 234; Περισσότερη βιβλιογραφία στον Patzer, 41, 3. Ή καλύτερη επισκόπηση τοϋ ύλικοϋ δίνεται τώρα άπό τον J.-P. Guépin. 4. Στην 1η έκδοση τοϋ βιβλίου του Dith. Tr. Com. 185. 5. CQ 37 (1943) 46. 6. «Some Thoughts on the Pre-History of Greek Drama», BICS 5 (1958), και στήν άναθεωρημένη έκδοση τοϋ βιβλίου τοϋ Pickard-Cainbridge, 128. 7. Ό πρόλογος στή γερμανική έκδοση πληροφορεί γιά τις πολυάριθμες μεταφράσεις αύτοϋ τοϋ βιβλίου [έλλην. μετ. Γ. Βιστάκης καΐ Φ. Άποστολόπουλος, ΑΙσχνλος και 'Αθήναι, 'Αθήνα 1954], Σημαντικό γιά τήν υποδομή των άπόψεων τοϋ Thomson είναι τό βιβλίο του Studies in Ancient Greek Society: The Prehistoric Aegean, Λονδίνο 1949 [έλλην. μετ. Γ. Βιστάκης, Το προϊστορικά Αιγαίο, 'Αθήνα 1959].
38
II Κ Α Τ Α Γ Ω Γ Η Τ Η Σ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
λο στην έρμηνεία. Σύμφο^να με αΐ)τήν, ό διονυσιακος θίασος ήταν ενας μυστικός ομιλος πού διατηρούσε τις δομές και τις λειτουργίες μιας τοτεμικής ομάδας, μέ ελάχιστες άλλαγές. Ά π ο τις μυητικές του τελετές γεννήθηκαν έ'θιμα πού, κατά τήν πορεία τους άπο τή λατρεία προς το μύθο, αναπαριστούσαν τήν ιστορία των παθών του Διονύσου* άπο εδώ ό δρόμος οδήγησε στήν τραγωδία. 'Από μεθοδολογική άποψη, oTh. Η. Gaster συγγενεύει μέ τή βρετανική έθνολογική σχολή, καθώς συσχετίζει ούγκαριτικά, χεττιτικά, αιγυπτιακά και εβραϊκά κείμενα, και άνάγει ετσι τή γένεση τών δραματικών μορφών σέ ενα συνδυασμό λατρευτικών πράξεων και μύθων γύρω άπο τήν άνανέωση και τήν αύξηση της ζωής κατά τή διάρκεια του έ'τους. Σέ ολες αυτές τις εργασίες, ή άφθονία του έθνολογικου ύλικοΰ δέν μπορεί νά ύποκαταστήσει τά κενά πού δημιουργεί ή άπουσία ορισμένων συνδετικών κρίκων άπο τή συνέχεια μιας υποθετικής διαδικασίας. Ή μεταφορά αυτών τών ξένων μαρτυριών στον ελληνικό χώρο δέν εχει κανένα ούσιαστικό έ'ρεισμα, και ή έξάρτηση του μύθου άπο τή λατρεία, πού έκφράζεται μέ τόση βεβαιότητα, έπιδέχεται πολλή συζήτηση.^ Καταρχήν, αυτή ή έθνολογική κατεύθυνση μένει έκτεθειμένη στή σοβαρή μομφή δτι στή φύση της τραγωδίας δέν άναγνωρίζει μιά δημιουργία μοναδική και πέρα γιά πέρα έλληνική. Ό Μ. Ρ. Nilsson, παρόλο πού πολύ συχνά και ό ϊδιος χρησιμοποίησε μέ έπιτυχία τό έθνολογικό υλικό, Ιχει παρατηρήσει:^ «οί άσυδοσίες της έθνολογικής μεθόδου γίνονται ιδιαίτερα αισθητές δταν έφαρμόζονται σέ υψηλότερα και συνθετότερα θρησκευτικά σχήματα». Αύτή ή παρατήρηση ισχύει έξίσου και γιά τήν περιοχή της λογοτεχνίας. "Οσο όμως είναι άπαραίτητη ή έπιφυλακτική άντιμετώπιση της έθνολογικής μεθόδου, άλλο τόσο θά ήταν λάθος νά χαρακτηριστεί ολότελα άχρηστο τό υλικό πού έχουν συγκεντρώσει οί εκπρόσωποι της. 'Απλώς χρειάζεται νά του δώσει κάνεις τήν κατάλληλη θέση. Αυτό τό κατόρθωσε ό Κ. Th. Preuss,® δταν κάτω άπό τόν τίτλο «Der U n t e r b a u des Dramas» [ Ή υποδομή του δρά1. Καλές σχετικά μέ τ6 θέμα αύτο οί παρατηρήσεις τοϋ Η. J. Rose, Mnemosyne, s. 4, 3 (1950) 281. 2. Gesch. d. gr. Religion, τ. I, 2η ^κδ., 11. 3. VBW 7 (1930) 1. Σωστές και αποφασιστικές οί σκέψεις τοϋ Ziegler, 1949.
39
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
ματος ] συγκέντρωσε πλουσιότατες μαρτυρίες γι,ά δραματικά στοιχεία πού διαπιστώνονται σέ πρωτόγονους πολιτισμούς. Σέ μιά τέτοια υποδομή βασίζονται ή ελληνική τραγο^δία και ή κωμωδία, καΐ σέ αύτήν άναφέρεται κάθε πληροφορία πού εχουμε γιά ορχηστικές έκδηλώσεις μέ προσωπεία και γιά μιμήσεις δαιμόνων στις πρωτόγονες φάσεις του πολιτισμού. 'Αλλά και στήν περίπτωση της ελληνικής τραγωδίας, σκόπιμο είναι νά διαχωρίζεται ή προϊστορία άπό τήν ιστορία της, πού καθορίζεται άπο τήν προσωπική συμβολή μεγάλων ποιητών. "Ενας άξιόλογος έρευνητής, πού υπηρέτησε έπάξια και τήν έθνολογία και τή φιλολογία, έχει έκφράσει μέ μεγάλη σαφήνεια αύτήν τή διάκριση, λέγοντας γιά το θαΰμα της τραγωδίας, πού γεννήθηκε αποκλειστικά στήν'Αθήνα: «αύτο και μόνο το γεγονος είναι άρκετή άπόδειξη οτι έδώ δεν πρόκειται γιά εξέλιξη παρά για δημιουργία».^ Και στήν Ελλάδα ή προϊστορία τών δύο δραματικών ειδών οδηγεί στήν περιοχή της πρωτόγονης ορχησης, μέ τήν οποία ό άνθρωπος ζητούσε νά προφυλαχτεί άπο τούς δαίμονες ή νά εξασφαλίσει τήν εύνοιά τους. Ό Ε. Buschor^ εχει τονίσει τήν ποικιλία αύτών τών ορχηστικών έκδηλώσεων και εχει συγκεντρώσει πλήθος σχετικές ονομασίες. Ά π ο αύτο τό πρωταρχικό στάδιο προέρχεται κυρίως ή χρήση του προσωπείου, πού φορούσε ό "Ελληνας ηθοποιός και της τραγωδίας και της κωμωδίας δλες τις έποχές.Τή χρήση του προσωπείου άπο το χορό τήν έχει δείξει μέ άπόλυτη πειστικότητα (πρβ. και Η. Hommel, i V / ^ ' l 9 4 0 , 282, 47) ή Μ. Bieber («Maske», 2083). Στή δική μας περιοχή, αύτές οί ορχήσεις μέ προσωπεία μας θυμίζουν κυρίως τούς σατύρους, πράγμα πού διευκολύνει τήν αύτόματη σύνδεση μέ πλήθος συγγενικές παραστάσεις άλλων λαών. Έ δ ώ θά μπορούσε κάνεις νά άναφέρει και τον Διόνυσο, πού τόν ύπηρετοΰσαν οι σάτυροι και ήταν ό κατεξοχήν προσωπιδοφόρος θεός.® Ωστόσο δέν πρέπει νά ξεχνούμε οτι τό προσωπείο και ή ?;ρχηση κάποτε απλώνονταν πολύ πέρα άπό τά δρια του κο,τοπινοϋ θεού του θεάτρου. Ή Μ. Bieber («Maske») δίνει τις σχετικές μαρτυρίες γιά τή λατρεία της Άρτεμης καΐ της Δέσποινας, οπου οι ζωόμορφοι όρχηστές, δπως άπεικονίζονται στο πέπλο του 1. Κ. Meuli, Schweizer Masken, Ζυρίχη 1943, 58. 2. «Satyrtänze und frühes Drama», SBAW 1943/5, 5. 3. Πρβ. W. Wrede, «Der Maskengott», MDAI(A) 53 (1928) 66.
40
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
λατρευτικού άγάλματος της Λυκόσουρας,^ συνεχίζουν ολοφάνερα τήν παράδοση των μυκηναϊκών δαιμόνων μέ το ζωόμορφο προσωπείο. Οί θεότητες αύτές σχετίζονται, κατά κανόνα, μέ τη φυσική άναπαραγωγή, και ϊσως θά επρεπε νά αναρωτηθούμε αν και οΐ σχετικές ορχηστικές έκδηλώσεις ήταν κάποτε αύτοτελεις έκδηλώσεις, οπως και οΐ σάτυροι άρχικά ήταν άνεξάρτητοι άπο τον Διόνυσο. Αύτο πάντως φαίνεται νά εύνοεϊται άπό τά εθνολογικά παράλληλα. Μιά καλή εισαγωγή στά έθιμα αύτοΰ του ε'ίδους προσφέρουν οι εργασίες του Κ. Meuli.^ Ωστόσο μένει άνοιχτο το ερώτημα άν τά προσωπεία πρέπει νά θεωρηθούν άποκλειστικά νεκροί πού επιστρέφουν, ή μήπως, ειδικά γιά τήν Ελλάδα, είναι δυνατό νά γίνει λόγος γιά άπευθείας μίμηση δαιμόνων της φύσης.® Ό Meuli διευκρινίζει, πολύ εύστοχα, δτι 6 άπλός άνθρωπος δέν φορά ποτέ το προσωπείο γιά στολίδι: μέ τή βοήθειά του μεταμορφώνεται, και σ' αύτήν τή μεταμόρφωση κυριεύεται άπο τή μαγεία της δαιμονικής δύναμης πού προσπαθεί νά παραστήσει.^ Έ δ ώ διαπιστώνεται τό φαινόμενο τό όποιο ό Meuli, άκολουθώντας τον Frobenius, ονομάζει έκσταση. Σ' αύτό το πρωταρχικό φαινόμενο «γενικά έχουν τις ρίζες τους οί καλύτερες καΐ γονιμότερες ιδιότητες του άνθρώπου, έδώ έχουν τις ρίζες τους ή κατανόηση και ή συμπάθεια στήν εύρύτερη και βαθύτερη σημασία τους, έδώ έχει τις ρίζες της ή άληθινή τέχνη του δράματος, της παράστασης». Χαρακτηρίζοντας όμως τό προσωπείο ώς πρωταρχικό δραματικό στοιχείο, φαίνεται νά έρχόμαστε σέ αντίθεση μέ τις άρχαΐες 1. Στο βιβλίο τοΰ Μ. Ρ. Nilsson, δ.π., πίν. 31, 2. 'Έχοντας μπροστά μας τούς μουσικούς δέν είναι δυνατό νά άμφφάλλουμε δτι πρόκειται γιά χορο μέ προσωπεία. Σχετικά μέ τή λατρεία βλ. R. Stiglitz, Die grossen Göttinnen Arkadiens, ειδική εκδ. τοϋ Öst. Arch. Inst. 15, 1967. 2. Στο άρθρο του ((Maske» στό Handbuch des deutschen Aberglaubens, 1933, προστίθεται ή εισαγωγή στο εργο του Schweizer Masken, Ζυρίχη 1943, καθώς και ή ερευνά του μέ τον τίτλο ((Altrömischer Maskenbrauch», ΜΗ 12 (1955) 206. 3. 'Υπερβολικά κατηγορηματικός είναι ό F. Speiser, ((Schreck- und Scherzmasken», Schweizerische Volkskunde 31 (1947) 92: ((Κανένας δέν ϋά άμφισβητήσει δτι τά άνθρωπόμορφα προσωπεία προέρχονται άπό άνιμιστικές άντιλήψεις». Πρβ. καΐ Κ. Kerényi, ((Uomo e maschera», Dioniso 12 (1949) 17. 4. Σωστά τονίζει ή M. Bieber, History 28, τή σημασία της άμφίεσης γιά τήν πράξη της μεταμόρφωσης στο τραγικό θέατρο.
41
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
πληροφορίες^ οί όποιες άποδίδουν στον Θέσπη την έπινόηση του θεατρικού προσωπείου. Έ δ ώ προβάλλει και πάλι ή τάση των άρχαίων να ονομάζουν εναν εφευρέτη γιά καθετί. Σ ' αύτο το θέμα θά επανέλθουμε, οταν θά άσχοληθοΰμε μέ τον Θέσπη. "Ολες οί θεωρίες πού έ'χουν άναφερθει ως τώρα δείχνουν την πρόθεση να προχωρήσουν χωρίς τον 'Αριστοτέλη. Στη σχέση τους μέ αύτον χωρίζουν οί δρόμοι της ερευνάς. Προτού δμως διατυπώσουμε τό καίριο και σοβαρο ερώτημα τί μας προσφέρουν οί παρατηρήσεις του φιλοσόφου και πόση εμπιστοσύνη αξίζουν, πρέπει νά ρίξουμε μιά ματιά σέ μερικές άκόμη ερευνητικές προσπάθειες, πού έ'χουν κάποια χαλαρή σχέση μέ τΙς θεωρίες πού συζητήθηκαν ώς τώρα. 'Αξίζει πρώτα πρώτα νά μνημονευτεί 6 Α. Dieterich,^ ό όποιος, σέ μιά άρκετά παλαιά έ'ρευνα, ξεκίνησε άπό τό θρήνο των αθηναϊκών Χύτρων γιά τήν άποκρυστάλλωση δμως της καλλιτεχνικής μορφής συνεκτίμησε και τήν επίδραση των έλευσινιακών δρωμένων. Έ δ ώ πρέπει και πάλι —και αυτό τό θεωρώ σημαντικό— νά διαχωρίσουμε ριζικά τον κόσμο τών μυστηρίων άπό τόν κόσμο της τραγωδίας. 'Ενώ στήν τραγωδία έχουμε έ'να λόγον διδόναι του ανθρώπου μέσα στή ρευστότητα της υπαρξής του, γιά τά μυστήρια άρκεϊ νά θυμηθοΰμε τά λόγια του 'Αριστοτέλη (άπ. 15) δτι σ' αύτόν τό χώρο δεν ερχόταν κάνεις γιά νά μάθει, παρά γιά νά άφοσιωθεϊ. Μέ δημιουργική ορμή προσπάθησε ο Μ. Untersteiner^ νά 1. Μ. Bieber, «Maske», 2072. Για τό πρόβλημα σχετικά μέ τόν ενρετήν βλ. Α. Kleingünther, Πρώτος ενρετής (Philologus Suppl. 26), 1933. 2. «Die Entstehung der Tragödie», Kl. Sehr., Λιψία 1911, 414· στά έλευσίνια μυστήρια εφτασε μέσο τοϋ Ε. Rohde, KL Sehr., Τυβίγγη 1901, 2, 361. Έλευσινιακές επιδράσεις πιστοποιεί και ό Ziegler (1951). Μιά συμβιβαστική θέση παίρνει ό Ρ. Amandry, «Eschyle et Eleusis», Mél. Grégoire I, 1949, 27. Γενικά, ytà τά μυστήρια καΐ τήν τραγωδία βλ. Μ. Untersteiner, 201, ό όποιος δέχεται επίδραση άπό τό ττνεϋμα τών μυστηρίων. Γιά τις γιορτές της Ελευσίνας, βλ. Μ. Ρ. Nilsson, δ.π. 469. 3. Τό πρόβλημα της γένεσης τοϋ δράματος άντιμετωπίστηκε στήν ιταλική βιβλιογραφία μέ πολλούς τρόπους: έκτός άπό τά βιβλία τοϋ R. Cantarella (τώρα και στο εργο του Storia délia letteratura greea, Μιλάνο 1962, 226, και La letteratura greea elassiea, Φλωρεντία 1967, 171), βλ. επίσης σ. 37 σημ. 1, και τους Peretti, Untersteiner καΐ del Grande (έπίσης Intorηο alle origine délia tragedia ed altri saggi, Νεάπολη 1936)· άκόμη, F. Gagliuolo, «Sul problema di Thespis e l'origine del dramma satiresco», RIGI 13 (1929) 1" B. Stampo, Le origini délia tragedia, Μιλάνο 1935
42
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
προεκτείνει τή συζήτηση του προβλήματος μας ως τις άρχες του ελληνικού πολιτισμού. Φυσικά, σε τόσο πρώιμες εποχές δεν κατορθώνει να έντοπίσει συγκεκριμένες δραματικές μορφές, παρά μόνο τις πνευματικές προϋποθέσεις πού οδήγησαν σέ μιά τραγική θεώρηση του κόσμου. Αύτες τις άνακαλύπτει στη δημιουργική ένταση των ετερογενών στοιχείων άπο τα όποια γεννήθηκε 6 έλληνισμός. στήν άντίθεση άνάμεσα στους Ίνδοευρωπαίους εισβολείς και στον κόσμο του μεσογειακού πολιτισμού. Ή προσπέλαση είναι γόνιμη, και 6 Α. Weber (213) χρησιμοποίησε έξαντλητικά αύτό τον πλούτο των αντιθέσεων γιά νά εξηγήσει τήν εξέλιξη. Φυσικά, δταν προσπαθήσει κάνεις νά άναγάγει σ' εκείνη τήν πρώιμη περίοδρ επιμέρους στοιχεία της διαμορφωμένης τραγωδίας, καταλήγει άναγκαστικά σέ άβέβαιες υποθέσεις. Τά 'ίχνη της παρουσίας του Διονύσου στήν περιοχή του Αιγαίου πολιτισμού παραμένουν υποθετικά, ένώ, έξάλλου, οι Ίνδοευρωπαϊοι συγγενείς των σατύρων έ'ρχονται νά άναιρέσουν τήν άπόδοση των συντρόφων τους σέ προελληνικές περιόδους. Ή μεγάλη προελληνική Μητέρα-Θεά και 6 Πάρεδρός της οπωσδήποτε έπηρέασαν ποικιλότροπα τή θρησκεία και τούς μύθους των Ελλήνων, άλλά ούτε ή ιστορία του 'Αγαμέμνονα και της Κλυταιμήστρας ουτε μιά σειρά άλλοι τραγικοί κύκλοι μπορεί νά προέρχονται άπό εκεί. Οί ύπερβολές αύτής της μεθόδου άποκαλύπτονται οταν 6 Untersteiner προσπαθεί νά τήν εφαρμόσει γιά τήν άνασύνθεση των "Ηρακλείδων και του Φιλοκτήτη του Αισχύλου. ^ 'Αφετηρία του Η. Schreckenberg είναι μιά έντελώς υποθετική ιστορία της λέξης όραν, πού προϋποθέτει τήν πρωταρχική σημασία της δράσεως χειρών καί, μέ τή συνακόλουθη μιμική-ορχηστική χρήση της λέξης γιά τό δράμα, καταλήγει νά σημαίνει «παράσταση μιμική μέ κίνηση του σώματος».^ Θά διστάζαμε νά ταυτίσουμε τις άρχές της τραγωδίας μέ ενα είδος άπλής παντομιμι(μέ στάση άντιφιλολογι,κή), καί στο Dioniso 6 (1937) 143. Επίσης, G. Perrotta, «Tragedia: origine», Endel. Ital. 34 (1937) 146. 1. Gli «Eraclidi» e il «Füottete» di Eschilo, Φλωρεντία 1942. Ε ξ α ι ρετικά άκραΐος στίς εκτιμήσεις του γιά τό ((μεσογειακό» στοιχείο εϊναι ό (>. Patroni, Studi di mitologia mediterranea ed omerica (Ist. Lombarde 25/2), Μιλάνο 1951. 2. Αύτη ή ερμηνεία δεν μου φαίνεται τόσο καλά θεμελιωμένη, οσο υποθέτει δ Patzer . (127, 4), ό όποιος δμως, κατά τά άλλα, άποκρούει τή θέση τοϋ Schreckenberg.
43
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
κής δρχησης. Τή στενή σχέση πού είχαν άπό την άρχή τά στοιχεία «λόγος, μουσική και ορχηση» τή φώτισε θαυμάσια ή Α. Μ. Dale τό 1960 στο έναρκτήριο μάθημά της στο Κολέγιο Birkbeck του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Και στά δύο μέτωπα, πού διακλαδίζονται σέ ποικίλες παραλλαγές άνάλογα μέ το χειρισμό του προβλήματος, άνήκει ό J. Lindsay. Στο εκτενέστερο πρώτο μέρος του βιβλίου του δείχνεται συνεχιστής της J a n e Harrison, του Corn ford και του Cook, καθώς άνακαλύπτει, μέ εξαιρετική τόλμη, μια ενωτική γραμμή άπδ το σαμανισμο και τις μυητικές τελετές ώς τή θρησκεία τών Ελλήνων, ένώ στήν πραγμάτευση του προβλήματος τών άρχών ξεκινά άπό τις παρατηρήσεις του 'Αριστοτέλη. Αύτή ή άντίφαση τών δύο μερών δείχνει άκόμη μιά φορά πόσο προβληματικά είναι να έ'ρθουν σέ άμεση έπαφή ή προϊστορία του δράματος, δπως άνιχνεύεται μέ βάση τά εθνολογικά δεδομένα, και ή ιστορική μορφοποίησή του. Κάθε βήμα πέρα άπο αύτή τή γενική βάση ορίζεται άπο τή θέση πού παίρνει ό καθένας άπέναντι στις μαρτυρίες της Ποιητικής του 'Αριστοτέλη ( 1 4 4 9 a ) Γ ε ν ο μ έ ν η δ' ούν άπ' άρχής αυτοσχεδιαστικής —και αυτή καΐ ή κωμωδία, καΐ ή μεν άπό τών έξαρχόντων τον δώνραμβον, ή δε άπό τών τά φαλλικά α ετι καΐ νϋν εν πολλαΐς τών πόλεων διαμένει νομιζόμενα— κατά μικρόν ηύξήθη προαγόντων δσον εγίγνετο φανερόν αυτής· και παλλάς μεταβολάς μεταβαλοϋσα ή τραγωδία επανσατο, επεί εσχε την αυτής φύσιν. και τό τε τών υποκριτών πλήθος εξ ενός είς δύο πρώτος ΛΙσχύλος ήγαγε και τά τοϋ χοροϋ ήλάττωσε και τόν λόγον πρωταγωνιστεΐν παρεσκεύασεν τρεις δε και σκηνογραφίαν Σοφοκλής, ετι δε τό μέγεθος· εκ μικρών μύθων και λέξεως γελοίας διά τό εκ σατυρικού μεταβαλεΐν οψε άπεσεμνΰνθη, τό τε μέτρον εκ τετραμέτρου Ιαμβειον εγένετο. τό μεν γάρ πρώτον τετραμέτρω εχρώντο διά τό σατυρικήν και όρχηστικωτέραν είναι την ποίησιν, λέξεως δε γενομένης αυτή ή φύσις τό οίκεΐον μέτρον εύρε· μάλιστα 1. Κείμενο: R. Kassel,'Οξφόρδη 1965. Σχόλια: I. By water,'Οξφόρδη 1909· Α. Rostagni, Τορίνο 1928, Η945· Α. Gudeman, Βερολίνο 1934. 'Ερμηνεία: G. F. Else, Aristotle's Poetics: The Argument, Cambridge (Mass.) 1957· D. W. Lucas, 'Οξφόρδη 1968· L. Cooper-A. Gudeman, A Bibliography of the Poetics of Aristotle (Cornell Stud, in English 11), New Haven 1928, μέ τό συμπλήρωμα τοϋ M. T. Herrick, AJPh 52 (1931) 168.
44
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΛΣ
γαρ λεκτικόν των μέτρων το ΙαμβεΙόν εστίν... ετι δε επεισοδίων πλήθη, καΐ τά άλλα ώς έκαστα κοσμηθήναι λέγεται εστω ήμΐν εΐρημένα' πολυ γάρ αν ίσως έργον εϊη διεξιέναι καθ' εκαστον.^ 'Επειδή σ' αύτο το κείμενο, παρ' όλη τή συνοπτικότητά του, εχουμε τΙς πιο συγκεκριμένες μαρτυρίες γιά τή γένεση της τραγωδίας, τό πρόβλημα της άξιοπιστίας του εχει άποφασιστική σημασία. Έ δ ώ έμφανίζεται στήν πιο δραστική της έκφραση ή διάσταση των γνωμών. 'Αμέσως γίνεται φανερό δτι οί εκπρόσωποι των έθνολογικών θεωριών, πού είδαμε πιο πάνω, άναπόφευκτα άρνοΰνται τήν άξιοπιστία τοΰ 'Αριστοτέλη. "Ετσι και ή στάση του Μ. Ρ. Nilsson εμεινε ώς το τέλος αρνητική. Ή άπόρριψη δμως τών παρατηρήσεων τοΰ 'Αριστοτέλη δέν περιορίζεται καθόλου σ' αύτόν μόνο τον κύκλο. Νά μερικές παραπομπές: 6 W . Schmid στο έ'ργο του Geschichte der griechischen Literatur (2, 775) χλευάζει τούς ορθόδοξους αριστοτελικούς· ό R. Gantarella σέ όλες τις παρατηρήσεις του^ σχετικά μέ το πρόβλημα κράτησε άρ1. (Ξεκίνησε λοιπον άπό μιά άφετηρία αύτοσχεδιαστική —καΐ ή ϊδια [δηλ. ή τραγωδία] και ή κωμωδία: ή πρώτη, άπό τούς έξάρχοντες τοΰ διθυράμβου" ή άλλη, άπό τις φαλλικές πομπές, πού έξακολουθοϋν νά τηρούνται άκόμη και σήμερα σέ πολλές πόλεις. Βαθμιαία αύξήθηκε, καθώς άναπτύσσονταν δσα στοιχεία της φανερώνονταν. Ή τραγωδία, άφοϋ πέρασε άπό πολλά μεταβατικά στάδια, τελικά σταμάτησε, δταν βρήκε τή φύση της. Τόν άριθμό των υποκριτών πρώτος ό Αισχύλος τόν αύξησε άπό ενα σέ δύο, και ελάττωσε τά μέρη τοΰ χοροϋ και έδωσε πρωταγωνιστική θέση στό διάλογο" τρεϊς ύποκριτές και τή σκηνογραφία, ό Σοφοκλής. Τό ?διο καΐ σχετικά μέ τήν έκταση" καθώς ξεκίνησε άπό σύντομους μύθους και χρησιμοποιούσε όχι πολύ σοβαρό γλωσσικό ιδίωμα, επειδή προήλθε άπό ενα στάδιο σατυρικό, κάπως άργά άπόχτησε σοβαρότητα" και τό μέτρο άπό τροχαϊκό εγινε ιαμβικό —στήν άρχή χρησιμοποιούσαν τό τροχαϊκό τετράμετρο, επειδή ή δραματική ποίηση ήταν σατυρική και όρχηστικότερη" δταν δμως προστέθηκε ό διάλογος, ή ϊδια ή φύση βρήκε τό δικό της μέτρο" γιατί άπό δλα τά μέτρα τό ιαμβικό πλησιάζει περισσότερο στόν καθημερινό λόγο... επίσης καί γιά τόν άριθμό τών επεισοδίων και γιά δλα τά υπόλοιπα, δπως διαμορφώθηκαν, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, άρκοϋν τά δσα έχουν είπωθεϊ" γιατί θά χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια γιά νά άναπτύξω διεξοδικά δλα τά επιμέρους θέματα.) Τό κείμενο δίνεται έδώ σύμφωνα μέ τήν έκδοση τοΰ R. Kassel, πού τόν άκολουθοΰμε {RhM 105 (1962) 117] και στήν άποδοχή της γραφής πρωταγωνιστεΐν τοϋ Σοφιανού. Λιγότερο βέβαιη μας φαίνεται ή άρνηση της συμπλήρωσης εκ <τον> σατυρικοϋ. Τό άρθρο μαρτυρεΐται στή συροαραβική μετάφραση" βλ. και Patzer, 53, 1. Είναι άπορριπτέα ή προσπάθεια τοΰ G. F. Else («Aristotle and Satyr-Play», TAPhA 1939, 139) νά όβελίσει τό κείμενο άπό τό τρεις όε ώς τό άπεσεμνννθη. 2. I primordi délia tragedia, Salerno 1936' Eschilo I, Φλωρεντία
45
Η ΚΛΤΛΓΩΙ'Π THD
ΤΡΛΓΩΔΙΛΣ
νητική στάση* ό Pickard-Cambridge στο βιβλίο του, πού προσφέρει την πιο φροντισμένη συλλογή τιληροφοριών γιά το θέμα μας, κράτησε την 'ίδια στάση —πάντως είναι άξιοσημείωτο δτι στη δεύτερη έκδοση αύτοΰ του έργου ο Τ. Β. L. Webster (95) είναι πολύ πιο επιφυλακτικός στις εκτιμήσεις του. "Οταν στο τέλος αύτοΰ του κεφαλαίου κατευθύνουμε τήν προσοχή μας στις νεότερες ερευνες πάνω στο πρόβλημα, στίς εργασίες του Patzer, του Else και του Burkert, θά συναντήσουμε και πάλι ή τήν καθολική άπόρριψη ή τουλάχιστον τή σκεπτικιστική άντιμετώπιση των άριστοτελικών παρατηρήσεων. Το άντίπαλο μέτωπο τό άποτελοΰν οι ερευνητές πού άκολουθοΰν τον Wilamowitz στήν ερμηνεία του, δπο^ς διατυπώνεται ήδη στον 'Ηρακλή, και αποδίδουν μεγάλη σημασία στίς πληροφορίες του 'Αριστοτέλη. Είναι ό W . Kranz, ό Μ. Poblenz και ό Κ. Ziegler, καί μπορεί νά προστεθεί καΐ ό συγγραφέας αύτοΰ τοΰ βιβλίου. Ά π ο τον 'Αριστοτέλη ξεκινά καί ό Η. Koller,^ αλλά τελικά καταλήγει σέ μια κατασκευή: μέ βάση τή γραφή απ' άρχής αυτοσχεδιαστικής τοΰ Parisinus, φτάνει στήν παραδοχή ένος στιχικοΰ προοιμίου πού τό εκτελούσε ενας κιθαρωδός πριν άπο το διθύραμβο. Στούς νεότερους μελετητές πού θέλησαν νά ενσωματώσουν τον 'Αριστοτέλη στίς προσωπικές τους θεωρίες αναφέρουμε τον Μ. Untersteiner καί τον J. Lindsay. Στίς πρωτότυπες προσπάθειες τοΰ Κ. Kerényi^ νά ρίξει φως στο πρόβλημά μας ξεκινώντας άπο τή γένεση της ιταλικής όπερας, διαβάζουμε τήν άκόλουθη φράση: «Αύτή είναι "ή τραγο:)δία πρίν άπο τήν τραγωδία" στήν Ελλάδα, δπο^ς τήν ύπαινίσσεται ό 'Αριστοτέλης στο σκιαγράφημά του· γιά μδίς, δπως καί γιά κεΐνον, άποτελεϊ το συγκεκριμένο θεμέλιο γιά μιά Ιστορία της γένεσης της τραγωδίας». 'Εδώ πρόκειται γιά μιά άπο τίς περιπτώσεις δπου ό σαφής έντοπισμος των ορίων της επιστήμης μας άνταποκρίνεται στο πνεύμα της περισσότερο άπο δ,τι ή σίγουρη διακήρυξη της προσωπικής γνώμης. Στο πρόβλημα άν ο 'Αριστοτέλης μας μεταδίδει δε1941' βλ. επίσης τά δύο βιβλία του γιά τήν άρχαία ελληνική λογοτεχνία πού μνημονεύονται στή σ. 42 σημ. 3, καί πρόσφατα «Alcune considerazioni sul teatro greco», Dioniso 37 (1963) 3. 1. «Dithyrambes und Tragödie», Glotta 40 (1962) 183. 2. Στο κεφάλαιο «Geburt und Wiedergeburt der Tragödie», άπο το βιβλίο του Streifzüge eines Hellenisten, Ζυρίχη 1960, 38.
46
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
δομένα ή ύποθέσεις, δεν εχουμε τή δυνατότητα νά έζασφαλίσουμε μιά μαρτυρία άπαλλαγμένη άπο κάθε άμφφολία. Αύτό φυσικά δεν σημαίνει οτι πρέπει να παραιτηθούμε άπό τήν προσπάθεια να πετύχουμε το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό πιθανότητας. Πρέπει άμέσως να τονιστεί οτι ή άποψη πώς δ 'Αριστοτέλης μεταδίδει εδώ άνεξέλεγκτες υποθέσεις ερχεται σέ πλήρη άντίθεση μέ δ,τι γνωρίζουμε για τή μέθοδο της δουλείας του σε ιστορικά θέματα. "ίσως νά μήν μπορούμε πιά νά προσδιορίσουμε τήν έκταση και τό είδος τών πηγών του σχετικά μέ τό πρόβλημα της τραγωδίας· αύτό δμως δέν σημαίνει οτι δεν είχε στή διάθεσή του ττηγές. Οί σοφιστές άρχισαν άπό νωρίς νά άσχολουνται μέ τά λογοτεχνικά είδη και νά διατυπώνουν και σχετικά μέ αυτά τό πρόβλημα τών άρχών, Ό Kranz (4) μάλιστα φτάνει ώς τό σημείο νά μιλά γιά άφθονο θεωρητικό ίστορικοφιλολογικό υλικό, πού χρονολογείται πριν άπό τήν Ποιητική. Ή σκέψη δτι ο 'Αριστοτέλης άπέχει άπό τους προδρόμους, πού μας άπασχολοΰν εδώ, μόνο δύο περίπου έκατοντάδες χρόνια, ενώ σ' εμάς ή άπόσταση ξεπερνά ισάριθμες χιλιετίες, μπορεί νά φαίνεται κάπως πρωτόγονη άλλά δέν είναι, γι' αύτόν τό λόγο, άστήριχτη. Συμφωνούμε μέ τόν Α. Rostagni,^ ο όποιος προϋποθέτει σημαντικά στάδια προπαρασκευής και γιά τήν Ποιητική., δπως μας είναι γνωστά και γιά τά Πολιτικά. Ή συντομία και ή άδρότητα τών παρατηρήσεων της Ποιητικής οφείλονται στό ρόλο πού θά έπαιζαν ώς σχέδιο παραδόσεων. "Ολες τους δμως προέρχονται άπό πολύ πλουσιότερη γνώση, και αύτό μας άφήνει νά τό καταλάβουμε καθαρά ό 'Αριστοτέλης, δταν σαό κεφ. 5, 1449a 29, διακόπτει μέ τήν παρατήρηση δτι θά πήγαινε πολύ σέ μάκρος νά ύπεισέλθει σέ δλες τις λεπτομέρειες. 'Ιδιαίτερη σημασία έ'χει έδώ, δπως ύπογράμμισε ήδη ό By water, ^ τό χωρίο (κεφ. 5,1449a 37) δπου ό 'Αριστοτέλης δηλώνει τήν έλλιττή γνώση του γιά τις άρχές της κωμωδίας, ένώ γιά τις πληροφορίες σχετικά μέ τήν τραγωδία σημειώνει άπερίφραστα: ai μεν ονν της τραγωδίας μεταβάσεις και δι' ών εγένοντο ον λελήθασιν. 11 ρέπει νά καταλογίσουμε στόν φιλόσοφο τουλάχιστον επιπολαιότητα στήν έκφραση, αν του άρνηθοΰμε τήν άξιοπιστία. Σέ ένα τέτοιο συμπέρασμα θά μπορούσαμε νά καταλήξουμε μόνο αν διαπιστώναμε αντιφάσεις μέσα στό ϊδιο έργο ή μέ άλλα γνωστά δεδο1. "Ο.π., σ. XXV. "Ο.π. 3 8 .
2.
47
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
μένα. Επομένως, είναι ιδιαίτερα άποφασιστικό το ερώτημα κατά πόσο οι μαρτυρίες της Ποιητικής μας επιτρέπουν νά σχηματίσουμε μιά εικόνα άπαλλαγμένη άπο άντιφάσεις, πού μπορεί νά ένισχυθεΐ και άπό άλλα δεδομένα. Πρέπει νά εξετάσουμε πρώτα τα επιμέρους στοιχεία, γιά νά ερευνήσουμε κατόπιν τή δυνατότητα νά φτάσουμε σέ μιά λογική σύνθεση. Περιττές δυσκολίες δημιουργήθηκαν κάποτε άπο τήν έκφραση άπο των έξαρχόντων τον διθύραμβον. Κάποια σύγχυση προκάλεσε Ό F. Bradac,^ οταν συγκέντρωσε μαρτυρίες γιά τήν άσάφεια στή χρήση του ρήματος. Ό Kranz (17) μέ τούς εξάρχοντες καταλάβαινε τούς τραγουδιστές του χορού, και ό Untersteiner (248), άκολουθώντας τά 'ίχνη του Lammers (164), συσχέτισε τήν άμφισβητούμενη έκφραση μέ τούς διπλούς χορούς. Σέ δλα αύτα μπορεί νά αντιπαρατεθεί ή παρατήρηση δτι ό 'Αριστοτέλης, στον άπλο έπιστημονικό του λόγο, δεν θά διάλεγε αύτή τή λέξη, αν δεν ήθελε νά δηλώσει μέ αύτήν άκριβώς τον πρώτο τραγουδιστή. Ό Ziegler (1907κ.· 1944, 25) έχει συγκεντρώσει ομηρικά και άλλα παραδείγματα, πού μαρτυρούν τή χρήση του ρήματος γι' αύτή τή δραστηριότητα. Ό Patzer (90, 6) δείχνει δτι δέν είναι πιά δυνατό νά ύπάρξει καμία αμφιβολία γι' αύτο το θέμα. 'Οπωσδήποτε, ό 'Αριστοτέλης άνακάλυψε τον πυρήνα μιας δραματικής άντιπαράθεσης άκριβώς στή σχέση του έξάρχοντα μέ το χορό* ωστόσο, θά δίσταζα κάπως νά άναγνωρίσω στον έξάρχοντα, δπως ό Ziegler (1908), τον πρώτο υποκριτή, και έτσι νά έξηγήσω τή σιωπή του φιλοσόφου σχετικά μέ τήν έμφάνισή του. Ό υποκριτής, δπως θά δοΰμε πιο κάτω, εισάγεται άπό διαφορετική περιοχή. Ή Ποιητική θεωρεί δτι μία άπό τις ρίζες της τραγωδίας είναι ό διθύραμβος. "Ολές οί προσπάθειες νά έτυμολογηθεϊ τό δνομα αύτοϋ του άρχαίου λατρευτικού τραγουδιού έχουν άποτύχει* σίγουρα πρόκειται γιά προελληνικό δάνειο.^ Φυσικά, δέν μπορούμε νά χωρίσουμε τό τραγούδι άπό τή λατρεία του Διονύσου. Στα λόγια τοϋ 'Αρχιλόχου (120 W.), πού καυχιέται δτι ξέρει νά τονίσει 1. PhW 50 (1930) 284. 2. Πρβ. Η. Frisk, Gr. Etym. Wörterb., στ6 λ. διθύραμβος. Επίσης, Η. Färber, Die Lyrik in der Kunsttheorie der Antike, Μόναχο 1936, 32, μέ συμπληρώματα στο PhW 1942, 99, 3" Pickard-Gambridge, Dith. Tr. Com. 1. Δέν μοϋ φαίνεται νά εχει δίκιο ό del Grande, Τραγωδία 26, δταν θεωρεί δτι ό διθύραμβος είναι ενα άρχικά πομπικο τραγούδι.
48
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
το ώραϊο τραγούδι, του άρχοντα Διονύσου, το διθύραμβο, μόλις τό κρασί κυριέψει τή σκέψη του, άναγνωρίζουμε κιόλας τον έξάρχοντα μπροστά στο χορό του. Μέ τό δώρο του Διονύσου συνδέει τό τραγούδι και ή θαρραλέα διαβεβαίωση του Επιχάρμου (άπ. 132) />τι μέ νερό διθύραμβος δεν γίνεται. Ή έκφραση του Πινδάρου ÇOX. 13, 19) βοηλάτης διθύραμβος μαρτυρεί ότι τόν χρησιμοποιούσαν ώς λατρευτικό τραγούδι την ώρα της ζωοθυσίας. Τή στενή σύνδεση του άσματος μέ τόν Διόνυσο ύποδηλώνει και ενα />στρακο^ άπό τήν περίοδο της άκμής του έρυθρόμορφου ρυθμοΰ, πού θά μας χρειαστεί πιό κάτω άκόμη περισσότερο. 'Απεικονίζει εναν σιληνό νά παίζει λύρα, και άποπάνω εχει τήν επιγραφή ΔΙΘΤΡΑΜΦΟΣ. Αύτό τό διονυσιακό άσμα, πού 'ίσως κάποτε δη(Αίουργήθηκε άπό τις άπλες λατρευτικές επικλήσεις, διαπλάστηκε στα χέρια του 'Αρίωνα, παίρνοντας χαρακτηριστικά πού θά (χας άπασχολήσουν εκτενέστερα πιό κάτω. Γιά τήν ύπόλοιπη ιστορία τοΰ διθυράμβου, άντιμετωπίζουμε δύσκολα προβλήματα. 01 μουσικές μεταρρυθμίσεις τοΰ Αάσου τοΰ Έρμιονέα προώθησαν, στά χρόνια τοΰ 'Ιππάρχου, τήν εξέλιξη της καλλιτεχνικής του μορφής, και ή νεοσύστατη δημοκρατία πρόσθεσε, τό 509 ή 508 π.Χ., στό πρόγραμμα των Μεγάλο)ν Διονυσίων και τούς διθυραμβικούς άγώνες.^ ' Η έκτέλεσή τους άνηκε στούς λεγόμενους κυκλίους χορούς^ πού άποτελοΰνταν άπό πενήντα αγόρια ή άντρες και σχημ,άτιζαν, μέσα στήν ορχήστρα, εναν κύκλο γύρω άπό τό βωμό και τόν αύλητή. 01 'Αλεξανδρινοί γνώριζαν δύο βιβλία Διθυράμβων τοΰ Πινδάρου. Κατάλοιπα αύτών των ποιημάτων έχουν φτάσει ώς εμάς. Μερικά άπό αύτά έχουν τίτλους (άπ. 70b Sn.), πού όμως δέν μπορούν νά άναχθοΰν μέ βεβαιότητα στόν 'ίδιο τόν Πίνδαρο. Αύτά τά άντιστροφικά διαρθρωμένα ποιήματα πραγματεύονται διάφορα θέματα άπό ποικίλους μύθους θεών ή ήρώων, πάντα όμως ύποδηλίόνουν, ιδιαίτερα στήν άρχή τους, κάποια σχέση μέ τόν Διόνυσο. 'Ιδιαίτερο πρόβλημα μας δημιουργεί ή πληροφορία της Σούδας^ στό σχετικό λήμμα, ότι στά έργα τοΰ Πινδάρου συγκαταλέγονταν και δράματα τραγικά ιζ'. Τόν άριθμό μποροΰμε νά τόν έ1. Στόν Pickard-Cambridge, δ.π. 5, είκ. 1. 2. Πάριο Μάρμαρο, έπ. 46. Γιά τό πρόβλημα της χρονολόγησης βλ. τά Σχόλια τοΰ Jacoby, FGrHist II D 692" Pickard-Cambridge, δ.π. 15· l'^'itlivals 72.
49
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
ξηγήσουμε άπο τήν εσφαλμένη έπανάληψη του συνόλου των βιβλίων του Πινδάρου, πού μνημονεύτηκε λίγο πιο πάνω. 'Ωστόσο, αύτή ή προβληματική πληροφορία έχει συχνά συσχετιστεί μέ τούς Δίθυ2άμβονς. Επειδή δμως είναι άδύνατο νά ύποστηριχτεϊ οτι πρόκειται γιά άρχαϊο τίτλο συλλογής, ή έκφραση, πού επαναλαμβάνεται και γιά τον Σιμωνίδη (Σχ. Άριστοφ. Σψ. 1410, και Σούδα σχετικό λήμμα), πρέπει 'ίσως νά άποδοθεϊ στην κάπως έπιπόλαιη ορολογία των Βυζαντινών. Αύτο το εξετάζει à c πιθανότητα και ό Pickard-Cambridge (108), χωρίς όμως νά θέλει νά άποκλείσει τήν περίπτωση γνήσιων τραγωδιών για τον Σιμωνίδη. Βέβαια, σχετικά μέ τον Πίνδαρο, πρέπει νά άποδώσουμε άρκετή σύγχυση στο συγγραφέα του σχετικού άρθρου της Σούδας^ άφού οί Διθύραμβοι έ'χουν συμπεριληφθεί και προ;τ]γουμένως στά έργα του ποιητή, καί, έπομένως, τά 'ίδια ποιήματα άναφέρονται δύο φορές. Πάντως, έχοντας νά αντιμετωπίσουμε τά δύσκολα προβλήματα πού θέτουν ό τραγικός τρόπος του 'Αρίωνα καί οί τραγικοί χοροί της Σικυώνας, δεν θά έπρεπε νά κλείσουμε οριστικά τή συζήτηση γι' αύτή τήν περίεργη έκφραση της Σούδας. Στο έργο του Βακχυλίδη υπάρχουν εξι ποιήματα πού οί 'Αλεξανδρινοί τά χαρακτήρισαν «διθυράμβους». Πραγματεύονται διαφόρους μύθους, έχουν τίτλους καί εμφανίζουν μόνο περιθωριακή σχέση μέ τον Διόνυσο. Αύτή ή διείσδυση μή διονυσιακών θεμάτων σέ μιά διονυσιακή μορφή τέχνης, δπως έχει διαπιστωθεί ήδη καί γιά τον Πίνδαρο, είναι άξιοσημείωτη, άκριβώς επειδή ε'ίμαστε υποχρεωμένοι νά δεχτούμε παρόμοια στάδια καί στήν εξέλιξη της τραγωδίας. Ό διθύραμβος Θησενς (18) παρουσιάζει, χωρίς κανένα είδος προλογικής προετοιμασίας, τέσσερις στροφές ενός διαλόγου άνάμεσα στον Αιγέα καί σέ έναν άπροσδιόριστο συνομιλητή, πιθανότατα ενα χορό 'Αθηναίων πολιτών, μέ θέμα τήν άναμενόμενη άφιξη του Θησέα. Είναι εύνόητο οτι, μόλις έγινε γνωστό αύτό τό ποίημα (οΐ πάπυροι του Βακχυλίδη έφτασαν στο Βρετανικό Μουσείο τό 1896). μερικοί θέλησαν να τό άναγνωρίσουν ώς τον συνδετικό κρίκο άνάμεσα στό διθύραμβο καί τήν τραγωδία: οί πληροφορίες του 'Αριστοτέλη συνεπάγονται έναν διθυραμβικό χορό άπέναντι σέ έναν έξάρχοντα. Ό Ziegler (1909, 1961) ήταν άπόλυτα βέβαιος γι' αύτό, άλλά, συμφωνώντας μέ τον Kranz (32) καί τον Schmid (1, 534), πρέπει νά λάβουμ,ε ύπόψη οτι ό Θησενς
δΟ
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔ1ΑΣ
τοϋ Βακχυλίδη άνήκει στήν έποχή της άκμής της τραγωδίας καί, έπομένως, δέχτηκε έπιδράσεις άπο αύτήν. Φυσικά, σ' αύτο δεν άποκλείεταί. νά συντέλεσε καΙ κάποια διαλογική μορφή, πού άπο τήν άρχή χαρακτήριζε το διθύραμβο, μέ την άντιπαράθεση χοροΰ και έξάρχοντα. Στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. τοποθετείται ή ραγδαία άνάπτυξη του νεοαττικοϋ διθυράμβου, πού εξόρισε το διονυσιακό στοιχείο άπο τά σχήματα των κλασικών μορφών και μετέτρεψε το παλιό λατρευτικό τραγούδι άπό θρησκευτικό σέ κοσμικό.^ Ό 'Αριστοτέλης άναφέρει γιά τή γένεση της τραγωδίας και άλλη μιά ρίζα, πού θά μας άπασχολήσει τώρα, χωρίς νά διερευνήσουμε άμέσως τή σχέση της μέ τις προηγούμενες μαρτυρίες του. Στό σχετικό χωρίο της Ποιητικής οι δύο φράσεις: όιά τό εκ σατυρικού μεταβαλεΐν και όιά το σατυρικήν καΐ ορχηστικωτέραν rival τήν ποίησιν δηλώνουν άναμφίβολα δτι ο 'Αριστοτέλης θεωρούσε τό σατνρικόν ως προστάδιο στήν εξέλιξη της τραγωδίας — θεωρία πού επαναλαμβάνεται άπό τόν περιπατητικό Χαμαιλέοντα (άπ. 38 W.)· 'Εδώ κυρίως διαχωρίζονται τά μέτωπα. Ό Schmid (2, 26, 42) μιλά γιά μιαν άκαρπη και έξεζητημένη άπόπειρα νά εξηγηθεί ή προέλευση της τραγωδίας· ό Η. van Hoorn^ ύποστηρίζει δτι τό σατυρικό δράμα και ή τραγωδία γεννήθηκαν χωριστά και ένώθηκαν γύρω στό 501" εΐ'δαμε ήδη οτι ό Pickard-Gamhridge είναι άντίθετος μέ τόν 'Αριστοτέλη, ενώ ό Webster στήν άναθεώρηση τοΰ βιβλίου του παίρνει άκριβώς τήν άντίθετη θέση. Στά νεότερα χρόνια άπέρριψαν κατηγορηματικά τή θέση τοϋ 'Αριστοτέλη κυρίως ό Else, ό Patzer και 6 Burkert. 'Εννοείται δτι δσοι, δπως είπαμε πιό πάνω, είναι οπαδοί τοΰ φιλοσόφου τόν άκολουθοΰν και σ' αύτό τό σημείο. Θά μπορούσαμε επίσης νά προσθέσουμε τόν Lindsay και τόν Ρ. Guggisberg. Ωστόσο πιστεύω δτι μπορούμε νά ξεπεράσουμε τό στάδιο τών άπλών ύποθέσεων και νά επιβεβαιώσουμε τή μαρτυρία της Ποιητικής. Κανένας άπό τούς άντιπάλους τοΰ 'Αριστοτέλη δέν κατόρθωσε νά εξηγήσει τή στενή ειδολογική σχεστι τραγωδίας και σατυρικοΰ δράματος, ή όποια υποδηλώνει καΐ γενετική συγγέ1. Το ύλικο άπο τις πηγές παρατίθεται άπο τον Η. Schönewolf, Der jungattische Dithyrambos, Glessen 1938. 2. «Satyrspiele», Bulletin van de Vereenigung tot Bevordering der Kcnnis van de Antieke Beschaving. 's Gravenhage 17 (1942) 1.
51
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
νεια.^ Σε ολοφάνερη άντίθε(τη βρίσκεται, ή βαθιά διαφορά τραγωδίας καΐ κωμωδίας. Έ δ ώ διαπιστώνουμε εκείνο πού θά μπορούσαμε νά ονομάσουμε διάκριση ειδών. Στο τέλος του πλατωνικού ττοσ/ου, ό Σωκράτης καταβάλλει φοβερή προσπάθεια νά πείσει τον 'Αγάθωνα και τον 'Αριστοφάνη δτι ο τραγικός ποιητής θά επρεπε νά είναι ικανός νά γράφει και κωμωδίες. Τή γενική θεωρία της έτερονομίας τραγικού και κωμικού θεάτρου εχει εκφράσει ό Αεύκιππος (FiS" Α Q): τά Ι'δια γράμματα θά μπορούσαν νά σχηματίσουν τόσο διαφορετικά πράγματα οπως ή τραγωδία και ή κωμωδία. Ό R. C. Flickinger (202), πού έπιμένει μέ έμφαση στή διαχωριστική γραμμή, παραθέτει τά λόγια τού Dryden: «τις έμβάδες και τούς κοθόρνους δεν τά φορούσε ό 'ίδιος ποιητής».^ Μέ αύτήν τή διαπίστωση έ'ρχεται σε χαρακτηριστική άντίθεση τό γεγονος δτι σατυρικό δράμα και τραγωδία γράφονταν κατά κανόνα άπο τον ϊδιο ποιητή. Έ δ ώ σίγουρα πρόκειται για το 'ίδιο ποιητικά γένος. 'Αξίζει τουλάχιστον νά μνημονευτεί σέ αύτό τό σημείο μιά άγγειογραφία πού δείχνει σατύρους νά ξυττνούν τήν προσωποποιημένη τραγωδία.® Φυσικά, μέ τό σατνρικόν της Ποιητικής δεν πρέπει νά έ'χουμε στο νου μας τό εξελιγμένο σατυρικό δράμα, άλλα μιά μορφή χορικών παραστάσεων, μέ δραματικό περίβλημα, πού έκτελούνταν άπό σατύρους.^ 1. Αύτό το επιχείρημα το υποστήριξα μέ έμφαση στην 1η κιόλας έκδοση τοϋ βιβλίου μου Die griechische Tragödie, Στουτγάρδη 1938, 8. 2. Τά Σχ. Άριστοφ. Ειρήνη 835 καΐ ή Σούδα (λ. διθυρα/ιβοδιδάσκαλοή άποδίδουν στόν "Ιωνα άπό τή Χίο τή συγγραφή και κωμωδίας. Ό Α. ν. Blumenthal, Ion von Chios, Στουτγάρδη 1939, 3 καΐ 35, άμφισβητει μέ ισχυρά έπιχειρήματα αύτήν τή μαρτυρία γιά εναν ποιητή τοϋ 5ου αιώνα, αν και σκέφτεται πολύ τήν προέλευση τοΰ άπ. 118 άπό μια τραγωδία. Πληροφορίες γιά κάποιον ποιητή Τιμοκλή, πού υποτίθεται δτι καλλιέργησε και τά δύο εϊδη, πέφτουν στο κενό. Φυσικά, είναι άλλη ύπόθεση δταν ό Αριστοτέλης, Ποιητ. 4, 1448b 34, χαρακτηρίζει τον'Όμηρο πρόδρομο της τραγωδίας καΐ της κωμωδίας. Σχετικά μέ αύτό βλ. R. van Pottelbergh, «Î3ij een aristoteliaansche Aporie», AC 10 (1941) 83. 3. J. D. Beazley, Altic Red-figure Vase-painters, 'Οξφόρδη M963, 1258, 1· πρβ. 1055, 76· 1258, 2" και Η. Herter, RE 6 Α (1937)^ 1897. 4. Γιά τή φύση αύτών των συνθέσεων διατυπώνει διάφορες υποθέσεις ό Qu. Cataudella, aSatyrikon», Dioniso 39 (1965) 'i=Saggi sulla tragedia greca, Μεσσήνη 1969, 9" δπως ό 'Αριστοτέλης, τΙς θεωρεί προστάδια της τραγωδίας, άλλά προσπαθεί νά άποσπάσει άπό τή στενή σύνδεση μέ τούς σατύρους τό ((σατυρικόν» ώς στοιχείο scherzoso, salace, burlesco,
52
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Αποφασιστικά γιά τήν άπόρριψη αύτής της προβληματικής άποψης του 'Αριστοτέλη στάθηκαν δύο έπιχειρήματα: (α) ή άρχαία μαρτυρία δτι δημιουργός του σατυρικού δράματος εΐ^αι ό ΙΙρατίνας και (β) ή σκέψη οτι μέ τη διαδικασία πού υποδηλώνεται στο άποσεμνννεσθαί της Ποιητικής δεν είναι ποτέ δυνατό νά εϊχε γεννηθεί άπο ενα άξεστο κωμικό δρώμενο ή σοβαρή τραγωδία. Ό Πρατίνας εμφανίζεται στη Σούδα ως δημιουργος {ενρετής) τοΰ σατυρικοΰ δράματος* μέ αύτή τή'μαρτυρία συνδυάζονται δύο ελληνιστικά έπιγράμματα του Διοσκορίδη,^ Τό έ'να {Π.Α. 7, 37) παρουσιάζει ενα σάτυρο μέ πορφυρο ένδυμα νά κρότα τραγικό προσωπείο. "Οταν ό σάτυρος πληροφορεί οτι έ'τσι τον καλλώπισε ό Σοφοκλής, άντιλαμβανόμαστε τήν άναφορά του επιγράμματος στή θεωρία τής Περιπατητικής Σχολής γιά τήν προέλευση τής τραγωδίας άπό τό σατυρικό δράμα. "Οταν ομως αύτός ό σάτυρος τονίζει τήν καταγωγή του άπό τόν Φλιούντα, δπως άκριβώς Ινας άλλος {Π.Α. 7, 707) ονομάζει τόν ίδιο τόπο πατρίδα των άδερφών του, είναι βέβαιη ή άναφορά στον Πρατίνα και πιθανός ό ύπαινιγμός στή θεωρία πού τόν ήθελε δημιουργό τοϋ σατυρικοΰ δράματος. Φυσικά, δέν επιτρέπεται νά περιμένει κάνεις άπό τόν Διοσκορίδη πολύ μεγάλη συνέπεια σέ αύτά τά θέματα. Τέλος, σέ ëva ψευδοακρωνικό σχόλιο στόν 'Οράτιο {Ars ρο. 216) ύπάρχειή εικασία τοΰ Φαβρίκιου, πού άλλάζει τό Cratini σέ Pratinae στή θέση τοΰ δημιουργοΰ τοΰ σατυρικοΰ δράματος —διόρθωση πού δικαιολογημένα τή θεωρεί άναπόφευκτη ό Patzer (23, 5). Ol μαρτυρίες δέν είναι βέβαια ποΚλες· άρκοΰν πάντως γιά νά αποδείξουν τήν ύπαρξη μιας άρχαίας θεωρίας πού συγκρούεται μέ τήν εικόνα τής εξελικτικής πορείας δπως άπαντα στήν Ποιητική. 'Εδώ διακρίνονται δύο άρχαιες άπόψεις σχετικά μέ τή γένεση τής τραγωδίας, πού άλληλοαποκλείονται. Ό Μ. Pohlenz τις έ'χει χαρακτηρίσει και σταθμίσει πολύ σωστά σέ μιά έ'ρευνά του,^ πού τα πορίσματά της μόνο πρός ζημία τοΰ δλου θέματος θά κάτι πού δέν μπορούν νά τδ στηρίξουν χωρία μεταγενέστερων εποχών. 1. Πρβ. Μ. Gabathuler, Hellenistische Epigramme auf Dichter, St. Ciallen 1937, ιδιαίτερα σ. 85, δπου και ή καθόλου βάσιμη πολεμική στόν l'ohlenz· επίσης. Ziegler, 1925. 2. «Das Satyrspiel und Pratinas von Phleius», GGN 1926/3, 2 9 8 = Kl. Sehr. II 473· επίσης Griech. Tr. 2, 7. Ol «άντιαριστοτελικοί» άναπόφευκτα άπορρίπτουν τήν εικόνα πού περιγράφει ό Pohlenz.
53
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
άμφισβητοΰνταν. Ή μιά είναι, ή περιπατητική, όπως έκτίθεται στήν Ποιητική και όπως μπορεί, μέ βάση τήν έρμηνεία της παροιμίας ουδέν προς τον Αιόννσον (βλ. παρακάτω) πού δίνεται στον Φώτιο, στη Σούδα και στον Άποστόλιο (13, 42), να εξασφαλιστεί και γιά το εργο του Χαμαιλέοντα γιά τον Θέσπη (άπ. 38 W.). Είναι ή ι'δια θεωρία πού άπο τή χρονική προτεραιότητα του σατυρικού δράματος άντλησε τήν έρμηνεία της λέξης τραγωδία^ θεωρώντας την «άσμα τράγο^ν». Γιά τό σημείο αύτ.ο και γιά τή διεκδίκηση ορισμένων προσταδίων της τραγωδίας έκ μέρους των Πελοποννησίων θά μιλήσουμε πιο κάτω εκτενέστερα. Ή δεύτερη θεωρία εχει τις ρίζες της στήν άττική άντίδραση άπέναντι στις δωρικές διεκδικήσεις, οπως εκφράζεται καθαρά στον ψευδοπλατωνικο Μίνω 321a: ή δε τραγωδία εστί παλαιόν ενθάδε, ονχ ώς οϊονται από Θέσπιδος άρξαμένη ονδ' από Φρυνίχου, άλλ' ει εβέλεις εννοήσαι, πάνυ παλαιόν αυτό εύρήσεις ον τησδε της πόλεως εϋρημαΛ Μπορούμε νά υποθέσουμε δτι γι' αύτή τήν άποψη έπικαλούνταν έθιμα της υπαίθρου' τουλάχιστον κάτι τέτοιο έδειξαν ολοφάνερα οι 'Αλεξανδρινοί μέ το ενδιαφέρον τους γιά τό βουκολικο στοιχείο. 'Αποφασιστική ομως γιά τή θέση τους έναντίον τού 'Αριστοτέλη πρέπει νά ήταν ή άποψη πού θεωρούσε τον Πρατίνα άπο τον Φλιούντα δημιουργο τού σατυρικού δράματος. Όποτε, φυσικά, αύτο το είδος δεν άνηκε στήν άρχή άλλά στο τέλος της εξελικτικής πορείας, και έπομένως ή τραγωδία γεννήθηκε άπο έθιμα των χωριών της 'Αττικής, σάν έκεϊνα πού μαρτυρούνται γιά τήν 'Ικαρία* άρα, τραγωδία δεν μπορεί νά ήταν το τραγούδι των τράγων. Μέ αύτή τή βάση δόθηκε μιά εξελικτική εικόνα μέ διαφορετικές άλλά άρκετά συγγενείς παραλλαγές. Γιά μερικούς ή λέξη τραγωδία προέρχεται άπο λαϊκές γιορτές, δπου διεξάγονταν άγώνες χορού και τραγουδιού μέ έ'παθλο έναν τράγο. ^ Αύτή ή θεωρία συνοδευόταν άπο μιαν άλλη, πού ύποστήριζε ότι τέτοια λαϊκά έ'θιμα στάθηκαν κοινή ρίζα γιά το δράμα γενικά, δηλαδή και γιά τήν τραγωδία και γιά το σατυρικό δράμα και γιά τήν κωμωδία. Ό 'Ερατοσθένης μπορεί νά είχε ήδη παρουσιάσει αύτή τή θεωρία του στο έργο του Περι αρχαίας κωμωδίας^ άργότερα 1. (Έδώ ή τραγωδία είναι παλιά" δέν εχει, όπως νομίζουν, τήν άρχή της στον Θέσπη ούτε στον Φρύνιχο, άλλά, αν θέλεις νά το σταθμίσεις σωστά, θά βρεις δτι είναι μιά πολύ παλιά άνακάλυψη αύτης της πόλης.) 2. Οί μαρτυρίες στον Ziegler, 1924.
54
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
δμως νά την ανέπτυξε στο πλούσιο σέ αιτιολογικό ύλικο ποιητικό του έργο Ήριγόνη, άπό το όποιο εχουμε τό στίχο: Ίκαριοΐ, τόθι πρώτα περί τράγον ώρχήσαντοΛ Ό Κ. Meuli, πού μιλα συγκεκριμένα γιά μιά έρατοσθενική θεωρία, στο πρώτο παράρτημα της μελέτης του εχει συγκεντρώσει δλα τά χωρία οπού εμφανίζεται αύτη ή άποψη, κυρίως σέ σχέση μέ την τρνγωόία —δρο πού ύποτίθεται δτι χαρακτήριζε αύτά τά άρχέγονα δραματικά σπέρματα. "Ετσι, αύτη ή κωμική παρωδία, πού βασίζεται στή λέξη τρνξ (κατακάθι του κρασιού: Άριστοφ. Άχ. 499κκ.), κέρδισε άδικαιολόγητο σεβασμό. Ό Meuli εδειξε άκόμη, μέ άφετηρία ενα χωρίο του Βιργίλιου {Georg. 2, 380κκ.), πόση έπίδραση άσκησε στήν ποίηση των Ρωμαίων αύτή ή θεωρία γιά τό άρχέγονο δράμα των χωριών της 'Αττικής. Τήν έρμηνεία του ονόματος της τραγωδίας μέ βάση τον τράγο ως έ'παθλο τήν άναφέρει και τό Πάριο Μάρμαρο (έπ. 43),^ πού συντάχθηκε τό 264/3 π.Χ. Ό Cantarella® θέλησε νά άμφισβητήσει τή γνώμη του Pohlenz δτι αύτό τό μνημείο μπορεί νά έχει ήδη υπόψη του μιά έλληνιστική θεωρία. Κάτι τέτοιο δεν άντίκειται στόν λόγιο χαρακτήρα του χρονικού· εξάλλου, θα μπορούσαμε νά άναζητήσουμε τό προστάδιο της άλεξανδρινής θεωρίας στό πλαίσιο του άττικοΰ τοπικισμού. Τήν ύπόθεση του τράγου-έπάθλου μαρτυρούν, άκόμη,^ ένα επίγραμμα του Διοσκορίδη {Π.Α. 7, 410), ό Ζηνόβιος (5, 40) στό έρμήνευμά του για τήν παροιμία ovôèv προς τον Διόνυσον, καί, ιδιαίτερα επίλεκτος μάρτυρας, ό 'Οράτιος (Ars ρο. 220). Οί περισσότερες άπό αύτές τις πηγές —καί τό Πάριο Μάρμαρο καί ό Διοσκορίδης καί ό 'Οράτιος— θεωρούν δτι ό Θέσπης 1. 'Τγίνος, Astronomica 2, 4" Powell, Collect. Alex., άπ. 22, ό όποιος, με βάση τον Στέφανο Βυζάντιο, λ. 'Ικαρία, προτιμά τό ΊκαριοΙ τοϋ Hiller άπό τόν τονισμό Ίκάριοι (Maass). Γιά τον 'Ερατοσθένη βλ. F. Solmsen, TAPhA 73 (1942) 192=ΚΙ. Sehr. 1, 203. Γιά τήν Ήριγόνη, R. Merkell)ach. Miscellanea di studi Alessandrini in memoriam di Aug. Rostagni, Τορίνο 1963, 469. Γιά τήν «έρατοσθενική» θεωρία, Κ. Meuli, «Altröinischer Maskenbrauch», ΜΗ 12 (1955) 206. Κοντά σ' αύτή τή θεωρία βρίσκεται ό Adrados (βλ. βιβλιογραφικό πίνακα), δταν θεωρεί οτι ό κώμος είναι τό κοινό έδαφος άπ' δπου βλάστησαν τά δραματικά εϊδη. 2. F. Jacoby, FGrHist 2, 239 A 43. 3. I primordi... 53' Eschilo 200. 4. Μιά συλλογή των μαρτυριών προσφέρουν οί Ο. Crusius καί R. Herzog, Philologus 79 (1924) 401.
55
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
είναι, ό ποιητής πού πρώτος άγωνίστηκε γιά το έπαθλο του τράγου σέ εναν άρχέγονο δραματικό άγώνα. Ό Διοσκορίδης μάλιστα {Π.Α. 7> 411) συνδέει τον Θέσπη μέ τά χαριτωμένα παιχνίδια στις άγροτικές περιοχές της 'Αττικής· ό 'Οράτιος, στο χωρίο του πού μνημονεύτηκε λίγο πιο πάνω, δέν τον άναφέρει βέβαια ονομαστικά, ωστόσο στούς στ. 275κκ. τον παρουσιάζει ως «εύρετή» τής τραγωδίας, δημιουργώντας, άπο τά σκώμματα εκ των αμαξών στά άνοιξιάτικα πανηγύρια τής 'Αττικής, το περιλάλητο άρμα του Θέσπη. "Οταν μιλήσουμε γιά τά έπιτεύγματα του Θέσπη, θά δούμε δτι ή περιπατητική διδασκαλία τοποθετούσε τον ποιητή σέ ενα μεταγενέστερο στάδιο στήν εξελικτική πορεία τής τραγωδίας. 'Απο πολύ παλιά ό Ε. Tièche^ εχει αντιπαραθέσει στον «παλιάτσο άπο τήν Ικαρία» εναν Θέσπη πού, σύμφωνα μέ πηγές μιας άλλης κατηγορίας, χάρη στήν πολύ συγκεκριμένη συμβολή του, ταυτίζεται μέ τό θεμελιωτή τής τραγωδίας. Πολύ εύστοχα ό P a t zer (37) χαρακτήρισε τήν άλεξανδρινή θεωρία απαράδεχτο συνονθύλευμα άπο έτερόκλητα στοιχεία, πού μπορεί καθαυτά νά είναι ιστορικά, άλλά ό συνδυασμός τους παραμένει αύθαίρετη κατασκευή. 'Ωστόσο και οί δικοί μας δρόμοι χωρίζουν, γιατί άξιολογοϋμε διαφορετικά τήν περιπατητική θεωρία, όπως θά φανεϊ σέ λίγο. Παρ' δλες τις παραλλαγές, αύτή ή θεωρία παρουσιάζει στά κύρια σημεία της ένιαία εικόνα, άφοΰ τή δημιουργία του σατυρικού δράματος άπο τον Πρατίνα τήν τοποθετεί χρονικά μετά τή γένεση τής τραγωδίας· άκόμη και στον 'Οράτιο {Arsρο. 221), το σατυρικό δράμα θεωρείται ξεκάθαρα μεταγενέστερη μορφή. 'Ακολουθώντας τον Pohlenz, μπορούμε εύκολα, μέ βάση τήν άριστοτελική εικόνα τής εξέλιξης, νά άπαντήσουμε στο ερώτημα πώς δημιουργήθηκε ή παράδοση πού θέλει τον Πρατίνα «εύρετή» τού εΐ'δους. Ή τραγωδία δέν έξελίχτηκε μόνο άπο ενα στοιχείο σατυρικό, άλλά και εκτόπισε βαθμιαία αύτο τό στοιχείο άπο τήν ορχήστρα. Ή παροιμία ονόεν προς τον Αιόννσον, πού τή συναντήσαμε συχνά ως τώρα, μας έπιτρέπει νά άναγνωρίσουμε μιά εξελικτική πορεία πού πρέπει νά συσχετίζεται μέ άνάλογα στάδια. 'Αναπόφευκτα δημιουργήθηκε μιά άντιδραστική κίνηση, πού δέν ήθελε νά χάσει τό παλιό δράμα τών διονυσιακών εταίρων. Φορέας της ήταν κυρίως ό Πρατίνας άπό τόν Φλιούντα, ό μεγάλος άντίπαλος 1. Thespis, Λιψία 1933.
56
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
του Φρυνίχου, πού ήταν βαθύτατα επηρεασμένος άπο το ιωνικό στοιχείο. Ό Ε. Buschor και ό F. Brommer έχουν δείξει πώς περίπου άπο το 520 π.Χ. έμφανίζονται άγγειογραφίες πού δημιουργήθηκαν οπωσδήποτε μέ την έπίδραση της θεατρικής ορχήστρας. Κάτι τέτοιο εναρμονίζεται άπόλυτα μέ τήν άποψη πού προβάλλεται εδώ γιά μια άναγέννηση τών σατύρων μέ τή βοήθεια του Πρατίνα. Πολύ φυσικά σκέφτεται κάνεις δτι ό Πρατίνας διαμόρφωσε το είδος μέ τέτοιον τρόπο, ώστε νά προκαλέσει τήν εντύπωση δτι ό ϊδιος ήταν δ δημιουργός του. Έ δ ώ και πολλά χρόνια, στη συζήτηση αύτοΰ του θέματος έχουν άρχίσει νά παίζουν κάποιο ρόλο οί 16 στίχοι πού παραθέτει ό Άθήναιος (14, 617b) άπο ενα ύπόρχημα του Πρατίνα.^ Μέ συναρπαστικούς ρυθμούς ορμά στήν ορχήστρα ενας σατυρικός χορός, διεκδικεί γιά τον εαυτό του τό άποκλειστικό δικαίωμα νά τιμήσει τον Βρόμιο και τέλος χιμά πάνω στον αύλό, πού μέ τά τεχνάσματά του προσπαθεί νά καταπνίξει το παλιό ορθόδοξο άσμα. Αυτό το θαυμάσιο κομμάτι δημιουργεί πολλά έρωτηματικά. Ή άπόδοσή του σέ σατυρικό δράμα, δπως έ'χουν προτείνει πολλοί ερμηνευτές του,2 είναι πολύ πιθανή λύση. Φυσικά, πρέπει τότε νά λάβουμ,ε ύπόψη τήν άρκετά άόριστη χρήση της λέξης ύπόρχημα, πού χρησιμοποιεί δ Άθήναιος, άλλά αύτό δέν δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες.® Ή Α. Μ. Dale τό θεώρησε κομμάτι άσχετο μέ σατυρικό δράμα,^ ενώ ό Webster^ επανήλθε στήν υπόθεση του Wilamowitz δτι πρόκειται γιά διθύραμβο. "Αλλο ενα δύσκολο πρόβλημα άφορα τον άντίπαλο του ορμητικού χορού τών σατύρων. Βέβαιο είναι δτι οί 'ίδιοι θεωρούν τό δι1. Anthologia Lyrica 2, 5,154 D.· Poetae Mel. Gr., άπ. 708, σ. 367 Ρ TrGF τ. I, 4, 3 Snell. Βιβλιογραφία στον Ziegler, 1936. Ε. Roos, Die tra frische Orchestik im Zerrbild der attischen Komödie, Lund 1951, 209, c καΐ 232, 1" F. Stoessl, RE 2 2 / 2 (1954) 1722. 2. 'Ανάμεσα σε άλλους M. Pohlenz, GGN 1926, 317· Griech. Tr. 1 36· K. Ziegler, 1936· C. del Grande, Note ßologiche, Νεάπολη 1942, 39 Ε. Diehl στψΑηίΗοΙ. Lyr.· Ε. Roos, δ.π. 232· Patzer, 130, 2 («όπωσδή ποτε άπόσπασμα άπο σατυρικό δράμα»)· Ν. Χ. Χουρμουζιάδης, Σατυρικά 'Αθήνα 1974, 18κκ. 3. Πρβ. Α. Ε. Harvey, «The Classification of Greek Lyric Poetry» CQ 5 (1955) 157· Pickard-Cambridge, Festivals 256. 4. «Stasimon and Hyporcheme», Eranos 48 (1950) li=Coll. Pap 34, και ((Words, Music and Dance», Coll. Pap. 156. 5. Στήν έπανέκδοση τοϋ βιβλίου του Pickard-Cambridge, δ.π. 20.
57
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
κό τους τραγούδι., σέ άντίθεση μέ τον άξιοκαταφρόνητο αύλό, άληθινή υπηρεσία στον Διόνυσο. Αύτο σημαίνει οτι ό χορός στρέφεται έναντίον του δικοΰ του αύλητή ή έναντίον ένός άλλου χοροϋ, πού όρχεϊται ύπο τούς έντονους ήχους ένός αύλοΰ; Το πρώτο είναι πιθανό, αν θεωρήσουμε, συμφωνώντας μέ την Dale (ό'.π.) και τον Patzer (130, 2), οτι ή λέξη χορεύματα (στ. 1) άναφέρεται στον ήχο του αύλοΰ* αύτο δμως δεν άποδεικνύεται, άν και φαίνεται πιθανό άπό τη χρήση του ρήματος χορεύει (στ. 7) γιά τον αύλό. 'Από την άλλη πλευρά, ό χορός, στόν τελικό του στίχο: <άλλ'> άκουε τάν εμάν Δώριον χορείαν, φέρνει ολοφάνερα σέ έντονη άντίθεση τό τραγούδι και τήν ορχησή του μέ τάδε τά χορεύματα (στ. 1), πού τά άπορρίπτει, χαρακτηρίζοντάς τα «ύβρη» γιά τή θυμέλη του Διονύσου. "Ετσι ή υπόθεση ένός άντίπαλου χοροΰ είναι πιθανότερη. 'Αλλά είναι έντελώς άδύνατο νά ενταχθεί αύτό τό ύπόρχημα στούς ποιητικούς άγώνες αύτής της περιόδου. Είναι πιθανό, δχι δμως και άποδείξιμο, δτι πρόκειται γιά διαμαρτυρία γιά τήν αύξανόμενη σημασία της μουσικής συνοδείας στήν εξελισσόμενη τραγωδία. Ή ύπόθεση αύτή θά άποκτοϋσε 'ίσως ένα γερό στήριγμα άν δεχόμασταν, άκολουθώντας μια σκέψη πού επαναλαμβάνεται πολύ συχνά άπό τόν καιρό πού έμφανίστηκε ή μετάφραση του Άθήναιου άπό τόν Dalecampius (1538· σχ. στό 14, 617e), ότι στούς στ. 11κ. : παΐε τόν φρννεοϋ ποικίλου πνοάν έχοντα (χτύπα αύτόν πού έχει άνάσα πολύχρωμου βατράχου) λανθάνει Ινας ύπαινιγμός στό ονομα του Φρυνίχου. Αύτό δμως είναι άπλώς ύπόθεση, πού πρέπει ωστόσο νά άντιμετωπιστεΐ, μολονότι ό Ε. Roos^ προσπάθησε μέ κάθε τρόπο νά τήν άποκρούσει. Δίχως έρεισμα παραμένει και ή άποψη πού εκπροσωπούν 6 Buschor (85) και ό Roos, δτι άντίπαλος του αύλοΰ θά μπορούσε νά είναι ένας χορός πού έπαιζε λύρα. Οί άγγειογραφίες μέ λυροφόρους σατύρους, τις όποιες χρησιμοποιούν ώς τεκμήρια και οί δύο μελετητές, δέν μπορούν νά συσχετιστούν μέ τό ύπόρχημα. Επομένως, παραμένει άβέβαιη ή πιθανότητα δτι αύτοί οί στίχοι συνδέονται μέ τά εξελικτικά στάδια πού οδήγησαν στήν άναμόρφωση του παλαιού σατυρικού στοιχείου (δπως ήθελε ό Pohlenz), πιθανότητα πού φυσικά δέν άναιρεϊ τό νόημα της πληροφορίας δτι ό Πρατίνας δημιούργησε τό σατυρικό δράμα. Αύτή τήν έρμηνεία τή θεωρεί «πιθανή» και 6 Η. Lloyd-Jones στή σημαν1. "Ο.π. 209.
58
II Κ Α Τ Α Γ Ω Γ Η Τ Η Σ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
τική του εργασία/ άλλά ταυτόχρονα προσθέτει, και μιά σκέψη απόλυτα σύμφωνη με τό έξελικτικο σχήμα πού προτείνεται εδώ, Κτί δηλαδή ό Πρατίνας εμφανίζεται ώς ό δημιουργός του σατυρικού δράματος άπλούστατα επειδή είναι ό παλαιότερος επώνυμος εκπρόσωπος του είδους πού ήταν γνωστός. Ί Ι δεύτερη άντίρρηση προς τον 'Αριστοτέλη άρνεΐται τήν πιθανότητα της διαδικασίας πού υποδηλώνεται μέ το άποσεμνννεtrOai. Είναι αδιανόητη ή μετάβαση άπό το άχαλίνωτο κέφι των σατύρων στή σοβαρότητα της τραγωδίας. Αύτή ή σκέψη ύποστηρίζεται κυρίως άπο τον Patzer, πού τον άκολουθοΰμε και εμείς α' αύτό τό θέμα, μόνο στο βαθμό πού θεωρούμε λαθεμένη'^ τήν προσπάθεια νά εντοπιστούν και στήν καλλιτεχνικά διαμορφωμένη τραγωδία 'ίχνη άπό τό πρωτόγονο γελοΐον. Ή φάση πού άναφέρει ό 'Αριστοτέλης δεν χάνει τήν ιστορική της άξια άπό τό γεγονός ότι πρέπει νά είχε ολοκληρωθεί ως τό 472 π.Χ., τή χρονιά πού παίχτηκε ή άρχαιότερη άπό τις σωζόμενες τραγωδίες. Ό l'atzerαρνείται κάτι τέτοιο, στήν προσπάθειά του νά εξασφαλίσει και γιά τήν πρώτη κιόλας άφετηρία τή σοβαρότητα και τό θρησκευτικό βάθος του τραγικού, γιά τό όποιο, μέ βάση τό σωζόμενο ύλικό, διατυπώνει θαυμάσιες σκέψεις.® Τέτοιες άπόψεις άποτελούν βασικά άξιώματα, πού άνατρέπονται εύκολα άπό παράλληλα φαινόμενα μέ εξελικτικά στάδια παρόμοιας μορφής. Τό πιο άπτό παράδειγμα προσφέρεται άπό τό ιαπωνικό θέατρο Νό,^ αύτό τό σοβαρό, συχνά μελαγχολικό θέαμα, πού γεννήθηκε άπρ τό Ντενγκάκου, ενα δράμα άπό τήν τελετουργία της βλάστησης, και άπό τό Σαρουγκάκου, ενα σύνολο παραστατικών στοιχείων άπό τό τυπικό τού ναού. Και οί δύο μορφές ήταν στήν άρχή αύτοσχεδιαστικές και ελαφρές. Φυσικά, κάνεις δεν θά ζητούσε νά άποδείξει μέ αύτό τό παράδειγμα τήν ορθότητα της εξελικτικής διαδικασίας πού υποθέτει ό 'Αριστοτέλης· ωστόσο, παρόμοια παράλληλα ένισχύουν τήν πιθανότητά της. 1. Γιά το ((ύπόρχγ)μα)) ό Lloyd Jones (15) άπορρίπτει κάθε σύνδεση με τήν Ιστορία τοΰ δράματος, και μάλιστα εξετάζει τήν πιθανότητα νά υπάρχουν δύο διαφορετικοί πoιητέc μέ το ονομα Πρατίνας. 2. Patzer, 83, 2. 3. Πολύ σωστά υπογραμμίζει τό σημείο αυτό ό V. Ν. Jarcho στη βιβλιοκρισία του, DLZ 84 (1963) 570. 4. Βλ. πρόχειρα Zemmaro Toki, Japanese Νô-Plays, Τόκιο 1954" πρβ. Α. Lesky, Maia, η.s. 15 (1963) 38=Ges. Sehr. 275.
59
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
"•^Αν δεν εχουμε καμιά άφορμή νά άμφισβητήσουμε την πληροφορία του 'Αριστοτέλη γιά το σατυρικό προστάδιο της τραγωδίας, τό 'ίδιο ισχύει και για τη μαρτυρία του δτι κατά τήν εξελικτική πορεία της τραγωδίας ό ίαμβος άντικατέστησε τον τροχαίο, ενα μέτρο περισσότερο σατυρικό και ορχηστικό. Φυσικά, θά ήταν ύπερβολικό νά χαρακτηρίζαμε τό τροχαϊκό μέτρο μόνο άπό μιά τέτοια χρήση, άφοΰ έ'χει τή δυνατότητα νά υψώνεται σέ τόνους μεγαλόπρεπους και επιβλητικούς·^ ωστόσο, τό στοιχείο της κίνησης, και μάλιστα του τρεξίματος, είναι τόσο μέσα στη φύση του, ώστε εχει καθορίσει τό δνομά του. Ά π ό τά προβλήματα πού άντιμετωπίζουμε έδώ άνακύπτει αύτόματα και τό σχετικό μέ τή σημασία της λέξης τραγωδία. Ά π ό τή σωρεία όρισμένων ολότελα υβριδικών σημασιολογικών άναζητήσεων,^ μόνο δύο θα μπορούσαμε να έξετάσουμε μέ κάποια σοβαρότητα. Σήμερα μπορούμε να παραμερίσουμε άκόμη και τήν ερμηνεία δτι ή τραγωδία όνομάστηκε ετσι άπό ενα χορό άντρών μέ στολή τράγου, μαζί μέ τις άκραϊες φολκλορικές ύποθέσεις άπό τις όποιες ξεπήδησε και οί όποιες συζητήθηκαν στήν άρχή αύτοΰ του βιβλίου. Μένει νά έξετάσουμε τό «τραγούδι τών τράγων» ή τό «τραγούδι κατά τή θυσία του τράγου», πού συνδέεται άμεσα μέ τό «τραγούδι γιά τό βραβείο του τράγου», σάν μιά παραλλαγή του. Τή δεύτερη έρμηνεία τήν υποστηρίζουν κυρίως οΐ έρευνητές πού άρνοΰνται νά άκολουθήσουν τον Αριστοτέλη.® Αντίθετα, όσοι έντάσσουν —συμφωνώντας μέ τόν Pohlenz— αύτή τήν έρμηνεία σέ μιά δευτερεύουσα, έλληνιστική άλλά μέ άρκετά εύδιάκριτες πηγές, θεωρία, ένώ, άπό τήν άλλη πλευρά, μέ βάση τήν Ποιητικής δέχονται τό σατυρικόν σαν άποφασιστικό προστάδιο της τραγωδίας, συμμερίζονται άναγκαστικά τή γνώμη πού δια1. Αύτο τό έδειξε ό Μ. Imhof, aTetrameterszenen in der Tragödie», ΜΗ 13 (1956) 125. Εναντίον της μαρτυρίας του'Αριστοτέλη γιά το μέτρο ό Patzer, 79. 2. 'Επισκοπήσεις στόν Flickinger, 13, μαζί μέ τή μελέτη του στο CPh 8 (1913) 269· Patzer, 131, 2· Burkert, 88, 2, ό όποιος άντιλαμβάνεται τούς τραγφδονς σάν ομάδα μασκοφορεμένων πού εκτελούν κατά τήν άνοιξη τή θυσία ένος τράγου. 3. Schmid, 2, 47· Flickinger, 14· Pickard-Cambridge, στήν πρώτη έκδοση τοϋ Dith. Tr. Com. 165, ένώ ό Webster, στήν άναθεωρημένη έπανέκδοση τοϋ έργου, συμφωνεί μέ τήν άποψη πού προβάλλεται έδώ" Burkert, 115.
60
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
τύπωσε πρώτος ό Welcker και τήν επανέλαβε ό W i l a m o w i t z / Λτι τραγωδία σημαίνει ((τραγούδι τράγων». Τελευταία ό Burkert (ί)2) προσπάθησε νά δείξει δτι αύτη ή ερμηνεία είναι γλωσσολογικά άδύνατη. 'Αλλά, παρότι μπόρεσε νά διορθώσει μέ θαυμαστή γλωσσική οξυδέρκεια διάφορες λεπτομέρειες στήν έπιχειρηματολογία του Ε. Kaiinka (31) και του Patzer (131), ή ούσία της παραμένει άναλλοίωτη. Δεν μπορεί νά άποκλειστεϊ το γεγονος δτι ατο πρώτο συνθετικό της λέξης τραγωδία δηλώνεται τό πρόσωπο πού αδει^ οπως άκρφώς συμβαίνει και στή μονωδία (άσμα ενός ατόμου) και στήν κωμωδία (άσμα κώμου). Οι κωμωδοί^ δμως, δέν είναι ((τραγουδιστές μέ τήν εύκαιρία ενός κώμου», δπως ερμηνεύει ό Burkert (92), άλλά μέλη του κώμου πού τραγουδά. Σωστά παρατηρεί δ P a t z e r (131): (("'Αν γιά τή σημασία "τραγουδιστές ντυμένοι τράγοι" δεν ύπάρχει κανένα αύστηρά μορφολογικό παράλληλο, πρέπει πάντως νά όμολογήσουμε δτι γιά τή σημασία "βραβείο τράγου" ή "τραγουδιστές σέ θυσία τράγου" υπάρχουν άκόμη λιγότερα». Τό μεταγενέστερα μαρτυρημένο άρνωδός (τραγουδιστής γιά τό βραβείο ενός άρνιοϋ) σχηματίστηκε κατά τό τραγωδός (σύμφωνα μέ τό παλαιό λεξικό του Pape), επομένως κατά μίμηση μιας λέξης πού, σύμφωνα μέ τήν έλληνιστική, Ι'σως ήδη και άττική, θεωρία, σήμαινε ((τραγούδι γιά τό ϋπαθλο του τράγου». Δέν τελειώνουν δμως οί δυσκολίες της ερμηνείας πού υποστηρίζουμε εδώ —κάθε άλλο ! "Άν τραγωδία σημαίνει ((τραγούδι τών τράγων», και αν δεχτούμε, άκολουθώντας τόν 'Αριστοτέλη, τό σατυρικό προστάδιο της τραγωδίας, τότε οι σάτυροι πρέπει νά είναι οί τράγοι πού κρύβονται πίσω άπό τό πρώτο συνθετικό της λέξης. Πάντως, άπό τήν εποχή του Furtwängler^ ξέρουμε δτι πρέπει νά άποκλειστοΰν άπό τή συζήτη(7η τά τραγόμορφα χαρακτηριστικά τών ελληνιστικών σατύρων, πού καθορίστηκαν άπό τόν τύπο του Πάνα. Τά μνημεία του 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ. μας παρουσιάζουν αυτά τά πλάσματα μέ χαρακτηριστικά πού Ι . Ά π ό τόν ((Ηρακλή» του ως τό Glaube der Hellenen 1, 1931, 199. 2. Ann. d. Inst. 1877, 225· Der Satyr von Pergamon 38" Berl. Winck. Progr. 1880=ZZ. Sehr. I, 134, 190. Σ' αυτή τήν έλληνιστική εξέλιξη άνήκουν κι εκείνα τά χαρακτηριστικά τοΰ τράγου πού μνημονεύουν, άποδίδοντάς τα στούς σατύρους, ό Διονύσιος ό Άλικαρνασσεύς (7, 72, 10) και ό Διόδωρος (1, 88, 3).
61
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
προέρχονται, έν μέρει τουλάχιστον (λ.χ. ή τεράστια ούρά), άπό τά άλογα. Διέξοδος άπο αύτές τις δυσκολίες άναζητήθηκε άπο τρεις δρόμους* ό πιο συνηθισμένος οδηγούσε στην Πελοπόννησο. Στο σημείο αύτό είναι άπαραίτητη μιά παρατήρηση σχετικά μέ την ορολογία. Ό Brommer {Satyroi 2· Philologus 225) τεκμηρίωσε πρόσφατα κάτι πού το εϊχαν ήδη δείξει τά άρθρα των Ε. Kuhnert και Α. H a r t m a n n : οτι άπό τήν άρχαϊκή ως τήν ελληνιστική εποχή οι όροι σιληνός και σάτυρος χρησιμοποιούνταν άδιάκριτα για τά 'ίδια πλάσματα μέ τά άλογίσια χαρακτηριστικά. Φυσικά, δεν θά μπορούσαμε νά άκολουθήσουμ,ε τον Brommer στήν προσπάθειά του να έξακριβώσει και άλλες σημασίες γιά τή λέξη ((σάτυρος», και έτσι να τήν άποκλείσει άπό τήν έπιστημονική της χρήση. Τίποτε, επίσης, δεν ενισχύει τήν άποψη οτι οί οντιδανοί σάτυροι —πού κατά τον 'Ησίοδο (άπ. 123 M.-W.), μαζί μέ τις νύμφες και τούς κούρητες, κατάγονται άπό τόν Φορωνέα— διαφοροποιούνται άπό τούς σιληνούς, πού, κατά τόν όμηρικό "Υμνο στήν 'Αφροδίτη (262), χαριεντίζονται μέ τις νύμφες της "Ιδης. Αύτοι οΐ δαίμονες του δάσους άνήκουν στήν 'ίδια πανάρχαιη ινδοευρωπαϊκή παράδοση, δπως οί νύμφες κάι οί ναϊάδες. Σ ' αύτήν τήν ((κατώτερη» μυθική περιοχή έχουν διατηρηθεί πολύ περισσότερα παραδοσιακά χαρακτηριστικά άπ' ό,τι στον κόσμο των θεών, μολονότι δέν θά μπορούσαμε νά αποκλείσουμε και κάποιες άναμείξεις μέ στοιχεία αίγαιικά.^ Τήν ταύτιση σιληνών και σατύρων στά γνωστά μας δράματα τήν ένισχύει και τό γεγονός ότι οι σάτυροι-χορευτές είναι παιδιά του Παπποσιληνοΰ, όπως μαρτυρεί και ό Παυσανίας (1, 23, 5): τους γάρ ήλικία των σατύρων προήκονταζ όνομάζουσι σιλ7]νούς [τούς σατύρους πού έχουν προχωρημένη ήλικία τούς ονομάζουν σιληνούς]. Σ ' αύτό τό σημείο άρχίζει μιά ορισμένη προσπάθεια νά λυθεί τό πρόβλημα του ((άσματος τών τράγων». 01 σάτυροι και οί σιληνοι 'ίσως νά ήταν κάποτε διαφορετικοί δαίμονες καί, άφοΰ οί παλαιότερες πληροφορίες γιά τούς σατύρους οδηγούν στήν Πελοπόννησο ( H a r t m a n n , 50), οί σιληνοί, σάν ιωνικοί δαίμονες μέ 1. Ουτε γιά τόν σιληνό ουτε γιά τον σάτυρο είναι δυνατά νά εξασφαλιστεί κάποια βέβαιη έτυμολόγηση- πρβ. Η. Frisk, Gr. Etym. Wörterb. Μέ τή μεταγενέστερη ταύτιση σάτνρος=τίτνρος δέν χρειάζεται νά άσχοληθοΰμε· πρβ. Brommer, Satyroi 5.
62
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
χαρακτηρί-στί,κά άλογου, ήταν φυσικό να ξεχωρίσουν άπο τους δωρικούς σατύρους, στούς οποίους θά ήταν πρόθυμος κανείς νά άναγνωρίσει τούς άναζητούμενους τράγους. Αύτο ύποστήριξε ήδη ό Wilamowitz στο βιβλίο του Glaube der Hellenen (1, 199), ένώ ό Ziegler (1919) θεωρεί άναμφισβήτητη τήν ύπαρξη πελοποννησιακών τραγοδαιμόνων, άπο τούς οποίους διαμορφώθηκαν κατά τήν ελληνιστική εποχή τα τραγόμορφα χαρακτηριστικά τών σατύρων και ό Pohlenz (2, 12) ύποστηρίζει αύτόν το διαχωρισμό μέ έμφαση. Στις ερευνες αυτού τού ε'ίδους επαιξε τελευταία σημαντικό ρόλο μιά χάλκινη σύνθεση, πού βρέθηκε στο Πετροβούνι κοντά στο Μεθύδριο και δημοσιεύτηκε τό 1911.^ Τό γλυπτό παρουσιάζει τέσσερις όρθιες μικροσκοπικές μορφές, μέ άπλωμένους βραχίονες, ένωμένες σέ κυκλικό χορό. Ό εκδότης ειχε μιλήσει γιά κριόμορφα πλάσματα, άλλά τελικά επικράτησε ή γνώμη του Brommer οτι πρόκειται γιά όρχούμενους τράγους, γιά δαίμονες ή άνθρώπους μεταμφιεσμένους. Ή γνώμη αύτή διατυπώνεται, μαζί μέ άλλες, στήν πρώτη έ'κδοση αύτοΰ του βιβλίου (24). 'Ωστόσο, μέ εντυπωσιακά παράλληλα βασισμένα στήν εύρύτερη τώρα γνώση μας παρόμοιων μνημείων, ό R. Hampe^ έ'δειξε δτι πρόκειται, πιθανότατα, γιά πρωτόγονες παραστάσεις άνθρώπων πού όρχοΰνται. "Άν ήταν τράγοι, θά μπορούσε νά είναι Πάνες. Τή χρήση τού πληθυντικού τήν τεκμηριώνει ό Kuhnert (522) άκολουθώντας τον Reisch. Τό 'ίδιο ισχύει και γιά τις μολύβδινες μορφές άπο τή Σπάρτη, πού πραγματικά άπεικονίζουν τράγους και έχουν μεγάλη σημασία γιά τή λατρεία τού Πάνα. Γιά χορό όρχούμενων τράγων δέν προσφέρουν καμιά μαρτυρία, και έπομένως δεν πρέπει νά συσχετιστούν μέ τήν ιστορία της τραγωδίας. Τήν ερμηνεία τού «άσματος τών τράγων», μέ βάση τούς πελοποννησιακούς τραγοσατύρους, είναι σίγουρα δύσκολο νά τήν άνασκευάσουμε μέ τά μέσα πού διαθέτουμε αύτή τή στιγμή, άλλά έξίσου δύσκολο και νά τήν άποδείξουμε, παρ' ολη τήν επιμονή μέ τήν οποία επαναλαμβανόταν κάποτε αύτή ή θεωρία. Μιά άλλη ερμηνευτική προσπάθεια άνήκει πιά στο «παρελθόν» τού προβλήματος. Πρώτος δ Α. Körte, σέ ενα παράρτημα στά 1. Η. Lattermann, «Arkadische Forschungen», APAW 41, πίν. 13, 3a. 2. Gymnasium 72 (1965) 77.
63
1911, 24,
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Prolegomena zur Geschichte des Theaters (1896) του Bethe, χαρακτήρισε τούς χορευτές τοΰ γνωστού κρατήρα της Πανδώρας, πού βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο/ τραγόμορφους σατύρους, πράγμα πού οδηγούσε στή λύση τοΰ αινίγματος της λέξης τραγωδία. Πολύ σύντομα δμως 6 Reisch^ εδωσε τέλος στή χαρά. Ή παράδοση της μορφής σατύρων-σιληνών παρουσιάζει τέτοια ένότητα τον 5ο αιώνα π.Χ., ώστε είναι αδύνατο να διαπιστωθούν τραγόμορφοι σάτυροι εκείνη τήν περίοδο. Πρόκειται γιά Πάνες, και λιγότερο πιθανόν για μιά κωμωδία δπως οί Αίγες τοΰ Εύπολη. "Εναν τρίτο δρόμο άκολούθησαν δσοι θέλησαν, μέ βάση τρία χωρία άπο σωζόμενα ή χαμένα σατυρικά δράματα, νά αποδείξουν τήν ονομασία ατράγοι» γιά τά μέλη τοΰ χοροΰ' λ.χ. ό Ziegler (1921), μέ λαθεμένη άναφορά στο άγγεϊο της Πανδώρας, και ό Pohlenz (2, 8). Τά τρία χωρία άπαιτοΰν χωριστή έρμηνεία. "Οταν ό σατυρικός χορός στον Κύκλωπα (79) παραπονιέται δτι είναι ύποχρεωμένος νά υπηρετεί το τέρας «γυρίζοντας μ' αύτήν εδώ τή βρώμικη τραγοπροβιά» {δονλος άλαίνων συν τάδε τράγου χλαίνα μελέα)^ αύτο άπλούστατα σημαίνει οτι οί σάτυροι στο συγκεκριμένο έ'ργο είναι βοσκοί καί, γι' αύτόν ακριβώς τό λόγο, φορούν το κατάλληλο ρούχο, δηλαδή άπλή τραγοπροβιά. Επίσης, πρέπει νά άποκλειστοΰν οΐ τραγοσάτυροι και στούς "Ιχνεντές (357κ.), οπού ή Κυλλήνη έπιπλήττει τον σατυρικό χορό: άλλ' αίεν ει συ παις' νέος γάρ ων άνηρ/πώγωνι βάλλων ώς τράγος κνηκω χλιδάς.^ "Ισα Ι'σα, δτι οί σάτυροι παρομοιάζονται μέ τράγους σημαίνει δτι ό ποιητής δεν τούς άντιλαμβάνεται ώς τράγους. Υπολείπεται τό άπ. 207 Ν . = 4 5 5 Μ. τοΰ Αισχύλου, πού άποδίδεται μέ άρκετή βεβαιότητα στόν Προμηθέα πυρκαέα. Τό σχετικό χωρίο (Πλούτ. ΉΘ. 86e) μας πληροφορεί δτι ενας σά1. ARV^ 420, 21. 'Απεικονίσεις στην Bieber, History, είκ. 16· Pickard-Cambridge, δ.π., πίν. 15a, μέ σχετική βιβλιογραφία στή σ. 314. 2. Στο άρθρο του «Vorgeschichte der attischen Tragödie», Festschr. Gomperz 1902, 451. Αύτη ή εργασία διατηρεί άκόμη τήν άξία της, χωρίς αυτό νά σημαίνει οτι μπορούμε νά τήν άκολουθήσουμε σέ δλα τά σημεία της. Σχετικά μέ τον κρατήρα της Πανδώρας βλ. τΙς παρατηρήσεις τοϋ Webster στην άναθεώρηση τοϋ βιβλίου τοϋ Pickard-Cambridge, Dith. Tr. Com. 117. 3. (Είσαι πάντα ενα μικρό παιδί: ολόκληρος άντρας καί φέρεσαι σάν τράγος πού καμαρώνει μέ τό ξανθό του γένι.)
64
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
τυρός θέλει νά άγκαλιάσει καΐ νά φιλήσει τή νεόφερτη φωτιά' ό Προμηθέας ομως τον προειδοποιεί: τράγος, γενεών άρα πενθήσεις, σύ γε. ~Ηταν κάπως έξεζητημένη ή προσπάθεια νά έπισημανθεΐ έδώ μιά παροιμία πού δεν μαρτυρεΐται πουθενά άλλου. ^ Ή ερμηνεία του Ziegler είναι σωστή: «το οτι είσαι τράγος θά το καταλάβεις πάνω στο γένι σου». Τό τράγος πρέπει νά θεωρηθεί βραχυλογία του τράγος ών.^ "Άν άντιμετωπίσουμε ετσι το χωρίο του Προμηθέα^ σέ τελευταία άνάλυση καταλήγουμε σέ μιά παρομοίωση, δπου τά συγκρινόμενα στοιχεία άποτελοΰν, μέ χαρακτηριστικά αίσχύλειο τρόπο, μιά ένότητα: «εσύ μέ τό γένι και τή λαγνεία σου είσαι πραγματικός τράγος». Είναι φανερό οτι μέ αύτό τόν τρόπο οί σάτυροι της σκηνής δέν μπορεί νά θεωρηθούν άπλοι τράγοι. 'Ωστόσο, πρέπει νά παρατηρήσουμε οτι ή φύση και τά καμώματά τους θυμίζουν τόσο ζωηρά τράγους, ώστε νά είναι δυνατή μιά τέτοια έ'κφραση. Έ δ ώ άξίζει νά παραθέσουμε και τήν έρμηνεία του 'Ησύχιου: τράγους: σάτυρους δια το τράγων ώτα εχειν. Ή έρμηνεία είναι άβάσιμη, επειδή προϋποθέτει τούς έλληνιστικούς σατύρους, άλλά ό Burkert (90, 5) σωστά υπογράμμισε τήν αιτιατική πτώση, πού υποδηλώνει τήν προέλευση του λήμματος άπό κάποιο παράθεμα. Στο πρόβλημα των σατύρων έξίσου μεγάλη σύγχυση προκάλεσε μιά θεωρία πού και τώρα άκόμη άσκεϊ μεγάλη επίδραση (βλ. λόγου χάρη Patzer, 115). Πρώτος ύποστηρικτής της ήταν ό G. Löschcke,^ πού θέλησε νά συνδέσει τό ονομα τών σατύρων μέ τούς χορευτές μέ τά χοντρά πισινά και τή μεγάλη κοιλιά, πού εμφανίζονται κυρίως σέ άγγειογραφίες άπό τό τέλος του 7ου ώς τό δεύτερο τρίτο του 6ου αιώνα. Τό γνωστότερο παράδειγμα είναι ενα άγγεΐο τοΰ Λούβρου,^ οπού εικονίζονται σκηνές κλοπής κρασιού και δπου διάφορες έπιγραφές δηλώνουν ότι δράστες χαί χορευτές παριστάνουν δαίμονες. Ό Löschcke μπόρεσε νά στηρίξει τήν άποψή του σέ μιά έτυμολογία πού συνδέει τούς σατύρους 1. Kuhnert, 527. 2. Παραδείγματα γιά παρόμοιες χρήσεις άπό τούς τραγικούς δίνει ό G. 'rhomson, Oresteia, Πράγα 1966, σχ. στον 'Αγαμέμνονα 395" πρβ. καΐ Ρ. Groeneboom, στή σχολιασμένη έκδοση τοϋ ϊδιου έργου (στ. 395). [Βλ. έπίσης R. Kassel, «Kritische und exegetische Kleinigkeiten», B h M 116 (1973) 97.] 3. MDAIfA) 19 (1894) 522. 4. Bieber, History, zlx. 132.
65
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
με το λατινικό satur καΐ τούς θεωρεί διονυσιακούς δαίμονες της εύφορίας. Ή γλωσσική ερμηνεία εχει άπό καιρό εγκαταλειφθεί, άλλά ή ταύτιση των πληθωρικών χορευτών μέ σατύρους άναβίωσε μέ έμφαση χάρη στovBΓommer {Satyroi 21· Philologus 227) και τον Buschor. Ό Buschor ταύτισε χωρίς καμία δυσκολία αύτές τις ζωηρές μορφές μέ σατύρους, και έ'τσι άνέπτυξε τή θεωρία του δτι οί σχεδόν άνθρωποποιημένοι νεαροί σάτυροι (σύμφωνα μέ τή γνώμη του Buschor) ύπηρετοϋσαν τήν παρουσίαση τών μύθων, ενώ παράλληλα χοντροκομμένοι χοροί σιληνών μέ άλογίσια χαρακτηριστικά μορφοποιούσαν βαθμιαία τό σατυρικό δράμα. Έ δ ώ πρέπει νά τονιστεί δτι οί χοντροί χορευτές άνήκουν πράγματι σέ μια κατηγορία δαιμόνων πού μέ τή συμπεριφορά και τήν προσωπική τους σχέση μέ τή γονιμότητα παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα μέ τούς σατύρους· δέν έ'χουμε δμως τό παραμικρό ερεισμα γιά νά τούς ονομάσουμε σατύρους. Πιθανότερο είναι δτι άπό αύτές τις πληθωρικές μ-ορφές εύγονίας ξεκινά ή γραμμή πού οδηγεί στήν κωμωδία. Αύτό τό τόνισε πολύ σωστά ό Η. Herter^ στή σημαντική εργασία του γιά τις άρχές της κωμωδίας. Γιά τούς δαίμονες μέ ούρά άλόγου έ'χουμε σέ μία τουλάχιστον περίπτωση έξασφαλισμένη τήν ονομασία, άφοΰ τό ΣΑΤΡΤΒΣ, πού διαβάζεται σέ ενα έρυθρόμορφο άγγεϊο του Würzburg, πολλοί, και κυρίως ό Webster,^ τό καταλαβαίνουν σάν λαθεμένη γραφή της λέξης ΣΑΤΥΡΟΣ. Ό Brommer {Philologus 225) μνημονεύει τό όστρακο ένός καβεφικοϋ άγγείου στήν 'Αθήνα (φίοτογραφία του Γερμανικού 'Αρχαιολογικού 'Ινστιτούτου, 'Αθήνα, ΚΑΒ 350), δπου φαίνεται νά άπεικονίζεται ενας νεαρός σιληνός, ενώ μπροστά του μπορεί νά διαβαστεί ενα ΣΑΤΤ... Άθεμελίωτη είναι και ή προσπάθεια του Untersteiner νά ξεπεράσει δλες τις δυσκολίες προεκτείνοντας τό πρόβλημα ώς τήν προελληνική περίοδο: έδώ οΐ τράγοι της τραγωδίας συσχετίζονται μέ μιά παλαιά λατρευτική κοινότητα, πού προερχόταν άπό τά ζώα ένός ποτνίου τράγων αύτός στεκόταν, σάν πάρεδρος, δίπλα σέ μιά ποτνίαν τράγων, παραλλαγή της μεγάλης αίγαιικής μ,ητρικής θεότητας. Κυριολεκτικά διέξοδο άπελπισίας ζήτησε ό Α. 1. Vom dionysischen Tanz zum komischen Spiel, Iserlohn 1947, 13" αρνητικός καΐ ό Pohlenz, 2, 11. 2. Στήν άναθεωρημένη έκδοση του Pickard-Cambridge, Dith. Tr. Com. 303, άρ. 19. 66
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
von Blumenthal,^ οταν ισχυρίστηκε οτι στή λέξη τράγος πρέπει νά άναζητηθεϊ ενα oyi ελληνικό, άλλά πιθανότατα θρακικό, δ[χώνυμο, πού συγγενεύει σημασιολογικά μέ τή λέξη κώμος. Έ δ ώ είναι άπαραίτητο νά ύπογραμμιστεϊ οτι τό πρόβλημ,ά μας είχε τεθεϊ ήδη άπο τήν άρχαιότητα, στο πλαίσιο του Περιπάτου. Είναι φυσικό νά υποθέσουμε δτι κάποια θεωρία, πού συνυπολόγιζε τό σατνρίκόν στά προστάδια της τραγωδίας, άνακάλυψε στο ΰνομα «τραγωδία» τούς σατύρους μέ τή μορφή των τράγων. "Εχουμε μάλιστα μιά πηγή, πού οχι μ.όνο τό επιβεβαιώνει αλλά δείχνει ταυτόχρονα πώς κάποιος προσπάθησε νά δαμάσει τις δυσκολίες πού παρουσιάζονται δταν θελήσει κανείς νά αιτιολογήσει τήν ταύτιση σατύρων καΐ τράγων. Τό Μέγα Έτνμολογικόν παραδίδει στο λήμμα τραγωδία^ ανάμεσα σέ διάφορες άλλες σημ,ειώσεις πού βασίζονται στή ν ελληνιστική θεο^ρία γιά τό ((άσμα μέ έπαθλο τον τράγο», καθώς και άλ?νες ποικίλες και λαθεμένες υποθέσεις, τό άκόλουθο, σχετικό μέ τό όνομα της τραγωδίας, ενδιαφέρον άπόσπασμ,α: ή δτι τα πολλά οί χοροί εκ σατύρων συνίσταντο· ους εκάλουν τράγους σκώπτοντες ή δια τήν τον σώματος δασντητα ή δι.ά τήν περί τά άφροδίσια σπονδ7]ν. τοιούτον γάρ τό ζώον. ή δτι οι χορενταΙ τάς κόμας άνέπ},εκον σχήμα τράγων μιμούμενοι.'^ Τό κείμενο ανακεφαλαιώνει τό πρόβλημά μας. ' Η τραγωδία θεωρείται ((άσμα τράγων» και οί τράγοι αναγνωρίζονται στούς σατύρους· άλλα οί σάτυροι στά έπιμέρους χαρακτηριστικά τους δέν είναι καθαροί τράγοι —και αύτό φαίνεται καθαρά άπό τό χωρίο— και γι' αύτό καταβάλλεται προσπάθεια νά βρεθεί κάποια βάση γιά τήν ονομασία. Ή ερμηνεία γιά τή δασύτητα του τριχώματος είναι βεβιασμένη, άλλά οί άλλες δύο προσπάθειες, άκόμη και σήμερα, άξίζουν τήν προσοχή μ.ας. Οί σάτυροι της σκηνής του 5ου αίίόνα δέν είναι οΰτε καθαροί τράγοι ούτε καθαρά άλογα.^ Ποτέ δέν ονομάζονται έ'τσι, και οί 1. Gnomon 19 (1943) 27, 1. 2. (ή επειδή τούς χορούς τούς άποτελοϋσαν συνήθως σάτυροι, πού τούς Λν('>μαζαν τράγους κοροϊδευτικά επειδή είχαν δασύτριχο σώμα ή επειδή ήταν άπληστοι στά έρωτικά —πραγματικά το ζώο εχει τέτοιες ιδιότητες— ή έπειδή οί χορευτές επλεκαν τά μαλλιά τους καΐ έτσι μ,ιμοΰνταν τή μορφή των τράγων.) 3. Χαρακτηριστικά στον Διονύσιο τον Άλικαρνασσέα 7, 72, 10, δπου οΐ σάτυροι, σύμφο:)να μέ τήν ελληνιστική εξελικτική πορεία, έχουν τραγοπροβιά και διαφοροποιούνται άπο τούς σιληνούς. ΚαΙ ωστόσο σ' αύτούς δέν
67
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
σχετικές παρομοιώσεις μέ τράγο (Αίσχ. άπ. 207 Ν . = 4 5 5 Μ. Ίχν. 357κ.) δεν έχουν κάτι αντίστοιχο γιά το άλογο. Πριν άπο πολλά χρόνια ό Ziegler (1920) και ό υπογραφόμενος (στην πρώτη έκδοση του βιβλίου μου Griechische Tragödie 1938, 19), άνεξάρτητα ό ενας άπο τον άλλο, έπισημάναμε τις κοντές προβιές πού φορούν, μέ μιά μοναδική εξαίρεση, οί χορευτές, δπως άπεικονίζονται στο περίφημο σατυρικό άγγεΐο στή Νεάπολη,^ δπου έπίσης διακρίνεται και μιά υφασμάτινη προσθήκη στή θέση του φαλλού και της άλογοουράς. Είναι πολύ φυσικό νά θεωρήσουμε τήν τριχωτή προβιά κατάλοιπο μιας τριχοφυΐας σέ ολόκληρο τό σώμα. Αύτό ενισχύεται και άπο παλαιότερα μνημεία, πού δείχνουν σατύρους μέ πυκνό τρίχωμα. Εύσύνοπτη επισκόπηση αύτοΰ του θέματος προσφέρει δ Webster (στήν άναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Pickard-Cambridge, Dith. Tr. Com. 114) μέ παραπομπές στον τόσο χρήσιμο «Κατάλογο Μνημείων». Εντελώς ιδιαίτερα θά ήθελα νά υπογραμμίσω εδώ εναν δαίμονα του δάσους, χωρίς άλλο παράλληλο, σέ εναν βοιωτικό πήλινο τρίποδα,^ μέ τό τριχωτό ροΰχο του. Ό σιληνός δμως, πού έχει γίνει τώρα πατέρας τών άνάξιων σατύρων, φορά στή σκηνή τον μαλλωτόν χιτώνα^ πού δπωσδήποτε παριστάνει τήν πυκνή τρίχωση ολόκληρου του σώματος. "Οτι δλα αύτά δηλώνουν τή φύση του τράγου τό τονίζει, παραμερίζοντας άμφιβολίες άλλων,® ό Webster (ο.π.) μέ δικαιολογημένη αύτοπεποίθηση : ((Οί "Ελληνες καλλιτέχνες παρίσταναν τά άλογα πάντοτε μέ λείο τρίχωμα, ένώ συχνά παρίσταναν τό άδρό τρίχωμα τών τράγων. Επομένως, ή φυσική εξήγηση του τριχωτού χιτώνα είναι... δτι παριστάνει δέρμα τράγου...» 'Επίσης ό Ziegler (1923) παρατηρεί δτι τά μεγάλα γένια τών σατυροχορευτών δέν προέρχονται βέβαια άπό άλογα, άλλά οπωσδήποτε άπό τράγους. "Ετσι καταλήγουμε στό συμπέρασμα δτι αύτές οί μορφές θεωρούνταν δχι ήμι-άλογα άλλά ήμι-θηρία, και επομένως μιά άκριύπογραμμίζεται τίποτε πού νά τούς συσχετίζει μέ άλογα" κύριο γνώρισμά τους είναι ό μαλλωτος χιτών. 1. Furtwängler-Reichhold, Griechische Vasenmalerei, πίν. 143-5, μέ κείμενο του Buschor· Biohev, History, εΐκ. 31-33' Pickard-Cambridge, ό'.π., πίν. 13, άρ. 85, και Festivals, είκ. 49. 2. Arch. Jahrb. 14 (1899) 63κ., μέ ε'ικ. 4" Κρατικό Μουσείο Βερολίνου, Τμήμα 'Αρχαιοτήτων, άρ. εύρετ. 3364. 3. Brommer, ό'.π. 110, 3.
68
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
[•ΐέστερη ζωολογική κατάταξη θά είχε ελάχιστη σημασία. Ή άποψη αύτή εναρμονίζεται, άπόλυτα και μέ το γεγονός οτι στά δραματικά κατάλοιπα του ε'ίδους οι σάτυροι προσφωνούνται τρεϊς φορές μέ τή λέξη θηρεςΛΆπο τον Γαληνό {CMG.z. 10, 2, 2" 143, 1ί)κκ.), πάλι, πληροφορούμαστε δτι οι "Ιωνες άποκαλοΰσαν τους σατύρους φήρες. Ώ ς Θήρες συγγενεύουν μέ τους κενταύρους, πού έπίσης ονομάζονται έ'τσι, και αύτό ενισχύεται άπό τή διαπίστωση Λτι, πλάι στά γνωστά άγγεΐα πού άπεικονίζουν σατύρους νά πολιορκούν την "Ιριδα,^ ύπάρχει ενα φλωρεντινό δστρακο πού δείχνει κενταύρους σέ παρόμοια έπίθεση. Γιά τή λαγνεία των σατύρων μιλούν άφθονες και εντυπωσιακές αγγειογραφίες. Και γι' αύτύν άκόμη το λόγο θά μπορούσαν νά χαρακτηριστούν τράγοι, άφοΰ ό τράγος γιά τούς άρχαίους (βλ., λ.χ., Διόδωρος 1, 88), δπως άλλωστε και γιά μας, είναι τό κατεξοχήν λάγνο ζώο, και γι' αύτήν ακριβώς τή λαγνεία του στον Προμηθέα πνρκαέα 6 ήρωας ονομάζει τράγο ενα σάτυρο άπο τήν ομάδα. "Ετσι, και άπό αύτή τήν πλευρά, καταλήγουμε στή σκέψη δτι οί άπόψεις πού προτάθηκαν άπό τούς περιπατητικούς φιλοσόφους είναι δ,τι καλύτερο θά μπορούσαμε νά έξακριβώσουμε μέ τά μέσα πού διαθέτουμε. Στό πλαίσιο αύτών των ερευνών άξίζει νά προσεχτούν και τά μνημεία πού άπεικονίζουν σατύρους μαζί μέ τράγους·. Ό Burkert (99, 25) τά εχει συγκεντρώσει μεθοδικά. 'Αφού ώς εδώ άντιμετωπίσαμε χωριστά τις δύο μαρτυρίες τού Αριστοτέλη, γιά τό διθύραμβο και τό σατυρικό προστάδιο, άς διατυπώσουμε τώρα τό ερώτημα: υπάρχει δυνατότητα νά συνδυαστούν; Τό ύλικό πού διαθέτουμε είναι έλάχιστο και έπιδέχεται ποικίλες έρμηνεϊες. Ό 'Ηρόδοτος άναφέρει γιά τόν 'Αρίωνα (1, 23): και διθύραμ(iov πρώτον άνθρώπων των ημείς ΐδμεν ποιήσαντά τ ε καΐ όνομά(ταντα καΐ διδάξαντα εν Κορίνθφβ 'Εδώ μπορεί νά προστεθεί αύτό πού παραδίδει, σάν μιά πιό εκτεταμένη παράφραση, ή Σούδα στό λ. 'Αρίων: λέγεται και τραγικού τρόπον ενρετής γενέσθαι και πρώτος χορον στήσαι και διθνραμβον άσαι και όνομάσαι τό άδόμε1. Σοφ. Ίχν. 141 καΐ 215" Εύρ. Κνκλ. 624. 2. Bieber, History, είκ. 48" γιά τούς Κενταύρους : Antike 5 (1929) 269, ιίκ. 5. 3. (Είναι ό πρώτος, δσο τουλάχιστον ξέρουμε, πού σύνθεσε διθύραμβο και του εδωσε ονομα και τόν παρουσίασε στην Κόρινθο.)
69
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
νον υπό τον χοροϋ και σατύρους είσενεγκεΐν εμμετρα λέγοντας.^ 'Επίσης, ό 'Ιωάννης ό Διάκονος στά σ/όλιά του γιά τον Ερμογένη προσθέτει (εκδ. Η. Rabe, RhM 63, 1908, 150): της ôè τραγωδίας πρώτον δράμα 'Αρίων δ Μηθυμναΐος είσήγαγεν, ώσπερ Σόλων εν ταΐς έπιγραφομέναις Έλεγείαις εδίδαξε. Χάρων {ίται διαβάζει ό Wilamowitz, άντί γιά Δράκων 6 Patzer, 29, προτείνει Στράτων) δέ ο Λαμψακηνός δράμά φησι πρώτον Άθήνησι διδαγβήναί ποιήσαντος Θέσπιδος.^ 'Εδώ έχουν θέση και τά χωρία πού ονομάζουν τον 'Αρίωνα δημιουργο τοΰ διθυράμβου: Πίνδ. ΌΑ. 13, 18, μέ το σχόλιο στον στ. 19 (διαφορετικά το σχ. στον στ. 25)· Σχ. Άριστοφ. "Ορν. 1403, πού παραθέτει ώς πηγές γι' αύτήν την άπόδοση τον Ε λ λ ά νικο {FGrHist 4 F 68) και τον Δικαίαρχο (άπ. 75 W.) άντιπαραθέτοντάς τες μέ άλλες, πού θεωρούν δημιουργό τον Λάσο άπο την Ερμιόνη. Ό Πρόκλος {Χρηστομάθεια 12) επικαλείται τον 'Αριστοτέλη και συμπληρώνει: δς πρώτος τον κύκλιον ηγαγε χορόν. Δεν υπάρχει άμφιβολία δτι ή πληροφορία τοΰ 'Ηροδότου γιά τον 'Αρίωνα σχετίζεται μέ τή διαμόρφωση τοΰ διθυράμβου σέ συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος. "Ο,τι στο ερμήνευμα της Σούδας ξεπερνά τις πληροφορίες τοΰ 'Ηροδότου άποδόθηκε στήν αύθαιρεσία νεότερων λογίων, ώσπου ή δημοσίευση τοΰ 'Υπομνήματος στον Ερμογένη εμφάνισε τον Σόλωνα ώς μάρτυρα, εξασφαλίζοντας ετσι τή σύνδεση τοΰ 'Αρίωνα μέ ενα άποφασιστικό βήμα στήν πρώιμη ιστορία της τραγωδίας. Θα θέλαμε πολύ νά ξέρουμε πώς ήταν διατυπωμένο τό κείμενο τοΰ Σόλωνα, άλλά αύτό βρίσκεται πέρα άπο τις δυνατότητές μας.^ Δεν πρέπει πάντως νά άμφιβάλλουμε δτι ό Σόλων μποροΰσε νά εκφράσει κάποια γνώμη γιά τό θέμα. Σέ αύτό τό σημείο παρουσιάζει ένδιαφέρον ή συζήτηση γιά τό γνωστό άνέκδοτο πού άφηγεΐται ό Πλούταρχος {Σόλων 1. (Υπάρχει παράδοση δτι αύτος πρώτος βρήκε τον τραγικό τρόπο καΐ πρώτος σχημάτισε χορο και εκτέλεσε διθύραμβο και εδωσε ονομα σ' αύτό πού εκτελούσε ό χορός και παρουσίασε σατύρους πού μιλούσαν εμμ,ετρα.) 2. (Τό πρώτο δράμα της τραγωδίας το παρουσίασε ό 'Αρίων ό Μηθυμναϊος, δπως πληροφορεί ό Σόλων στο εργο του πού εχει τίτλο 'Ελεγείες. Ό Χάρων δμως ό Λαμ,ψακηνος ισχυρίζεται δτι δράμα παρουσιάστηκε πρώτη φορά στήν 'Αθήνα μέ ποιητή τον Θέσπη.) 3. Εϊναι υπερβολική ή βεβαιότητα τοϋ Kaiinka (38), δταν άποδίδει τά λόγια στον 'ίδιο τον Σόλωνα" βλ. επίσης Η. Kolleritsch, aKonnte Solon von Tragödien Arions sprechen?», Eranos 66 (1968) 1.
70
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
29): Ό γερο-Σόλων, αρχομένων των ττερί Θέσπιν ηδη την τραγωδίαν κινεΐν, παρακολουθώντας μιά έμφάνιση του 'ίδιου του Θέσπη, τον εψεξε γιά εκείνη την άπάτη. Ή ιστορία μπορεί, φυσικά, νά εχει έπινοηθεϊ, οπως άκρφώς έχουν συνδέσει τον Σόλωνα μέ τον Κροίσο καΐ τον "Αμαση* είναι δμως πολύ πιθανό νά έζησε ό 'Αθηναίος σοφος στα βαθιά του γεράματα τις πρώτες άρχές εκείνης της εξελικτικής πορείας πού, μετά την εμφάνιση του πρώτου ηθοποιού, συνεχίστηκε γιά κάποιο χρονικο διάστημα πριν άπο τον πρώτο κρατικό άγώνα τραγωδίας.^ Ό 'Αριστοτέλης, Ποιητ. 3, 1448a 29, και ό ψευδοπλατωνικος Μίνως, 321a, μαρτυρούν μια διαμάχη οπου ό άττικος και 6 πελοποννησιακός τοπικισμός διεκδικούσαν, καθένας γιά τον εαυτό του, την άρχή της τραγωδίας. ""Αν έχει δίκιο ό Wilamowitz δταν εισάγει το ονομα τού Χάροντα τού Ααμψακηνού στο κείμενο τού 'Ιωάννη τού Διακόνου, πού παραθέσαμε πιο πάνω, τότε θά μπορούσαμε νά ύποστηρίξουμε τήν ύπαρξη της διαμάχης ήδη στά μέσα τού 5ου αιώνα π.Χ. Ή βασική ομάδα τών πληροφοριών μας συνδέει τον 'Αρίωνα μέ τις άρχές τής τραγωδίας, μέ τή διαμόρφωση τού διθυράμβου και μέ τούς σατύρους. 'Εδώ τίθεται τό καίριο ερώτημα αν αύτές οί μαρτυρίες άναφέρονται άναγκαστικά σε ένα και μοναδικό επίτευγμα ή σέ τρία εντελώς χωριστά και άσχετο: μεταξύ τους. Τό τελευταίο ύποστήριξανό Reisch {Festschr. Gomperz 1902,471) και ό Pickard-Cambridge {Dith. Tr. Com. 98). Ό Flickinger (10, 2) διαφώνησε, ενώ ό Webster, στις συμπληρώσεις του στο βιβλίο του Pickard-Carnbridge, προσπάθησε νά ένσωματώσει και τά τρία μέρη αύτής τής πληροφορίας στήν 'ίδια διαδικασία. Στά νεότερα χρόνια ό Patzer πρότεινε ξανά τό χωρισμό σέ τρεις διαφορετικές πράξεις. Γιά τήν άποψή μας δτι οί παραπάνω πληροφορίες άφοροΰν ένα και μόνο καλλιτεχνικό επίτευγμα τού 'Αρίωνα συνηγορεί και τό γεγονός δτι και στήν Ποιητική ή τραγωδία, στά γενετικά της 1. Αύτη είναι ή γνώμη του Schmid, 2, 44, ό όποιος μάλιστα δέχτηκε μια Ιστορική βάση· τό ίδιο καΐ ό Pickard-Cambridge, Dith. Tr. Com. 77. Ό Patzer, 127, τοποθετεί τήν εισαγωγή τοΰ ομιλητή γύρω στά μέσα του αιώνα. Ό Tièche, 10, 10, αναγνωρίζει, βέβαια, τά χρονολογικά προβλήματα, άλλα δεν τά θεωρεί άποφασιστικά. Ό Διογένης ό Λαέρτιος (1, 59) σ' αύτο τό άνέκδοτο μέ τόν Θέσπη φτάνει νά υποστηρίξει δτι 6 Σόλων άπαγορεύει τήν τραγωδία.
71
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
στάδια, 6 διθύραμβος και το σατυρικό στοιχείο αναφέρονται σέ στενότατη μεταξύ τους σχέση, και έ'τσι οί ισχνές αύτές καθαυτές μαρτυρίες άλληλοστηρίζονται. Ό 'Αρίων άνέθεσε στούς κύκλιους χορούς του να εκτελούν ενχεχνα ομαδικά άσματα, πού υπηρετούσαν τή λατρεία του Διονύσου και είχαν τό παλιό ονομα διθύραμβος. Γιά χορευτές χρησιμοποίησε —μόνιμα ή εύκαιριακά— τους σατύρους, πού άνηκαν ήδη έκείνη την εποχή στήν άκολουθία του θεοϋ. "Ετσι στον σατυροδιθύραμβο του 'Αρίωνα συναντούμε συνενωμένα τά δύο στοιχεία πού μνημονεύει ό 'Αριστοτέλης στις συνοπτικές μαρτυρίες της Ποιητικής. "Άν μερικοί άμφισβητοϋν τήν ύπαρξη μιας τέτοιας μορφής, αύτο οφείλεται στη φύση των πηγών μας. Ό Patzer (50, 1) προσφέρει πλούσια βιβλιογραφία άπό τά άντίπαλα μέτωπα. Ό 'ίδιος, μαζι μέ τον Else καΐ τον Burkert, άνήκει στούς μελετητές πού πρόσφατα διαφώνησαν μέ τή δική μας έρμηνεία. Γι' αυτό τό δύσκολο πρόβλημα δεχόμαστε μέ εύγνωμοσύνη τή συνδρομή των μνημείων πού άπεικονίζουν μαζί σατύρους και διθύραμβο. Καταρχήν στο βιβλίο του Pickard-Cambridge {δ.π. 5) ύπάρχει τό οστρακο ενός έρυθρόμορφου άττικοϋ κρατήρα άπό τήν Κοπεγχάγη' δείχνει, μέσα σέ μιά διονυσιακή άκολουθία, ένα σάτυρο νά παίζει λύρα, καΐ άποπάνω γραμμένη τή λέξη ΔΙΘΤΡΑΜΦΟΣ. 'Επίσης, ό Webster, στήν άναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Pickard-Cambridge (20, 35, 301, πίν. la), παραπέμπει σέ έναν άττικό έρυθρόμορφο κρατήρα (περίπου 425 π.Χ.), οπού τρεις δασύτριχοι γερο-σάτυροι, μέ λύρα στό χέρι, κινούνται πρός έναν αύλητή. 'Ιδιαίτερη σημασία εχει μια έπιγραφή, πού διακρίνεται άποπάνω τους: ΟΙΔΟΙ ΠΑΝΑΘΕΝΑΙΑ- πρόκειται λοιπόν γιά τραγουδιστές στή γιορτή τών Παναθηναίων. Σέ αύτήν δμως ό μοναδικός χορικός άγώνας πού μας είναι γνωστός άνήκει σέ διθύραμβο.^ Ό Webster (ό'.π. 20, 301) προσπαθεί νά συσχετίσει μέ τά Παναθήναια και μιά μελανόμορφη λήκυθο μέ τρεις τριχωτούς σατύρους, πού παίζουν λύρα (περ. 490 π.Χ.)' ή άπόδοση αύτή υποβάλλεται άπό τήν ομοιότητα μέ τήν παράσταση πού άναφέρθηκε πιό πάνω και ή όποία συσχετίζεται, χάρη στήν έπιγραφή, μέ αύτή τή γιορτή. Μιά έρυθρόμορφη στάμνος άπό τό Αοΰβρο (Webster, ο.π. 34 και 301, άρ. 3' περ. 480 π.Χ.) δείχνει πρό1. Βλ. γι' αύτό τό θέμα Pickard-Cambridge, Festivals 56.
72
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
σωπα πού παριστάνουν σατύρους νά σφυροκοπούν εναν τάφο. Μι,ά Ουσία ταύρου στην άντίθετη πλευρά καί, κάτω άπο τΙς λαβές, ένας τράγος μέ εναν άμφορέα μπορεί νά ύποδηλώνουν τά βραβεία γιά τον διθυραμβικό άγώνα" ωστόσο ό συσχετισμός παραμένει αβέβαιος. Μέ καρδιά έλαφρότερη άπ' οσο σέ προηγούμενες έκδόσεις αύτοΰ του βιβλίου, θά ήθελα νά ξεπεράσω ενα φαινομενικά εμπόδιο, πού άνακύπτει άπο την πληροφορία της Σούδας δτι ό 'Αρίων εισήγαγε σατύρους 'έμμετρα λέγοντας. Σ ' αύτο το σημείο είναι σαθρές δλες οί προσπάθειες πού έπιμένουν νά άνακαλύπτουν πίσω άπο αύτές τις λέξεις σατύρους πού «μιλούν πεζά ή άπαγγέλλουν». Ιΐρόκειται άπλούστατα γιά την Ι'δια άσαφή γλωσσική χρήση πού συναντούμε και στήν Ποιητική του 'Αριστοτέλη (1452b 22), όταν ή πάροδος του χορού χαρακτηρίζεται ώς ή πρώτη λέξις δλου χοροϋ. Σέ ενα άπόσπασμα του Αισχύλου (343, 44 Μ.) ή λέξη λεγούσας άναφέρεται ολοφάνερα σέ ύμνο, ενώ σέ ενα σχόλιο στον 'Ιππόλυτο τοΰ Εύριπίδη (58) τά ρήματα αδειν και λέγειν άναφέρονται εναλλακτικά στήν Ι'δια ομάδα στίχων. Επομένως, και στήν περίπτωση τοΰ 'Αρίωνα πρέπει νά έχουμε υπόψη μας μόνο χορικό άσμα. "Ενα δύσκολο πρόβλημα στο κείμενο τοΰ 'Ηροδότου θέτει ή λέξη ονομάσαντα^ ή οποία επανέρχεται και στή Σούδα. Ό Schmid (1, 407) μίλησε γιά συγκεκριμένους τίτλους, δπως τούς συναντούμε νά προσδιορίζουν τό περιεχόμενο στήν παράδοση των διθυράμβων τοΰ Σιμωνίδη, τοΰ Πινδάρου και τοΰ Βακχυλίδη. Χωρίς πειστικά έπιχειρήματα ό Pohlenz (2, 9) άπέκρουσε τή σκέψη, ύποθέτοντας δτι πρόκειται γιά σταθερό χαρακτηρισμό τοΰ νέου ποιητικού εΐ'δους —εντελώς άδικαιολόγητα, κατά τή γνώμη μου, άφοΰ ό δρος διθύραμβος ήταν ήδη σέ χρήση (λ.χ. 'Αρχίλοχος, άπ. 1 20 W.), καί τό νά άποδοθεΐ σέ ενα διαμορφωμένο ποιητικό είδος δέν άποτελοΰσε σημαντικό επίτευγμα, πού νά απαιτεί ιδιαίτερη μνεία. ""^Αν δμως πρόκειται γιά ιδιαίτερους τίτλους, ύπάρχει μεγάλη πιθανότητα νά είχαν καί οί διθύραμβοι τοΰ 'Αρίωνα —άκριβώς δπως καί οί μεταγενέστεροι καί ή τραγωδία— γιά περιεχόμενό τους διάφορους μύθους. Στήν εικόνα της γένεσης της τραγωδίας, πέρα άπο τις μαρτυρίες τοΰ 'Αριστοτέλη, έχουμε νά συνεκτιμήσουμε δύο άκόμη συστατικά στοιχεία, τό διονυσιακό καί τό ήρωικό-μυθικό.
73
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Λίγοι σήμερα αμφισβητούν την προέλευση της τραγωδίας άπο τή διονυσιακή λατρεία. Σ ' αύτούς άνήκουν 6 Schmid (2, 42) και ό Cantarella, ο όποιος, άκόμη και στά τελευταία του δημοσιεύμ α τ α / έπιμένει στις θέσεις του. Με αύτούς άναπόφευκτα συναντάται, στήν πορεία της θεωρίας του, και ό Else (βλ. παρακάτω). 'Αντίθετα, στις μαρτυρίες του 'Αριστοτέλη βρίσκουμε ήδη δύο διονυσιακά στοιχεία: το διθύραμβο, ώς διονυσιακά άσμα, καιτούς σατύρους, πού, μετά την αρχική τους αύτοτέλεια, συνδέθηκαν αρκετά νωρίς μέ το θεό. Μπορούν δμως νά προστεθούν και άλλα δεδομένα. Ή εύκαιρία των παραστάσεων τραγωδίας είναι πάντοτε μιά διονυσιακή γιορτή. Τον 5ο αιώνα είναι αφιερωμένες σ' αύτήν οί μέρες 11 ως 13 του μήνα Έλαφηβολιώνα (Μάρτιος/'Απρίλιος) άπό τή γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων,^ πού ονομάζονταν και èv αστει. Κάθε μέρα παρουσιαζόταν μιά τετραλογία.^ Σ ' αύτήν τή γιορτή άνήκει και ή παλαιότερα μαρτυρημένη επίσημη παράσταση τραγωδίας, σέ ενα άπό τά τρία χρόνια της ολυμπιάδας του 536/5-533/2,^ δπου μετείχε ό Θέσπης. Ή παράσταση τραγωδιών, δπως γενικότερα και ή διοργάνωση τών Διονυσίων, άνάγεται στα χρόνια του Πεισιστράτου. Ή γιορτή ήταν άφιερωμένη στον ιδιαίτερα εύνοημένο άπό τούς τυράννους Διόνυσο Έλευθερέα, πού τό ξόανό του μεταφερόταν μέ πομτιή στήν 'Αθήνα άπό τις 'Ελευθερές, ένα χωριό στά σύνορα 'Αττικής και Βοιωτίας. Αύτή ή θεοφάνεια του Διονύσου κινείται παράλληλα μέ τον πανιώνιο θεό, πού τον γιόρταζαν στά Αήναια τό μήνα Γαμηλιώνα ( Ι α νουάριο/Φεβρουάριο). Αύτή είναι κυρίως ή γιορτή της κωμωδίας, πού, εννοείται, ενσωματώθηκε άρκετά νωρίς και αύτή στο πρόγραμμα τών Μεγάλων Διονυσίων, της επισημότερης κρατικής γιορτής (487/6). Στα Αήναια ή κωμωδία παρουσιαζόταν άπό παλαιότερα σάν ελεύθερο θέαμα,- γιά νά εξασφαλίσει και εκεί τήν έπισημοποίησή της γύρω στο 440. 'Αργότερα εγινε κάτι παρόμοιο και για τήν τραγωδία, γεγονός πού έξηγεΐται πολύ φυσικά 1. «Alcune considerazioni sul teatro greco», Dioniso 37 (1963) 3. 2. Γιά τΙς διονυσιακές γιορτές βλ. L. Deubner, Attische Feste, Βερολίνο 1932· Pickard-Cambridge, Festivals. 3. Γιάτή θεωρία τοϋ Webster σχετικά μέ τήν κατανομή τών ϊργων, δ.π. 260. Γιά τις μέρες τών δραματικών άγώνων βλ. Pickard-Cambridge, Festivals 66. 4. Τά προβλήματα πού δημιουργεί αύτή ή χρονολόγηση συζητούνται στο κεφάλαιο γιά τον Θέσττη.
74
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
άπο τή βαθμιαία αύξηση του άριθμοΰ των τραγικών ποιητών. "Ωστόσο, πρέπει νά μείνει κάπως άβέβαιο το ετος 432, πού δίνεται γι' αύτη τήν επισημοποίηση.^ Γιά τή διεξαγωγ-}] των διονυσιακών γιορτών ταίριαζε το ιερό τέμενος του Διονύσου Έλευθερέα, στη νότια πλευρά της 'Ακρόπολης, οπου φιλοξενήθηκαν μέσα στούς αιώνες τα ποικίλα θεατρικά κτίσματα, άπο τήν πρωτόγονη ορχήστρα του 6ου αιώνα ως το ρωμαϊκό θέατρο μέ τις ειδικές εγκαταστάσεις γιά τις θηριομαχίες. Ό Φώτιος^ (λ. ΐκρια) μαρτυρεί τή χρήση ξύλινων κερκίδων στήν περιοχή της άγορας πριν άπο τήν οικοδόμηση του Θεάτρου του Διονύσου. Βέβαια, δέν είναι δυνατό νά άποκλείσουμε τήν πιθανότητα οί πρώιμες παραστάσεις νά δίνονταν στο χώρο της άγοράς* ωστόσο, άπο αύτό τό γεγονός δέν μπορεί νά άντληθεΐ κανένα επιχείρημα πού νά άπορρίπτει τον διονυσιακό χαρακτήρα της τραγωδίας, άφοΰ και ό Φώτιος άναφέρεται ρητά σέ διονυσιακούς αγώνας. Ή ενδυμασία τών ύποκριτών, πού ήταν πιθανότατα ή ϊδια και γιά τήν τραγωδία και γιά τό σατυρικό δράμα,^ παρουσιάζει σχέση μέ τόν Διόνυσο σέ ουσιαστικά χαρακτηριστικά. Είναι άλήθεια I'm αύτό άμφισβητήθηκε πρόσφατα γιά τόν χειριδωτό χιτώνα,^ επειδή πραγματικά εντοπίζεται και σέ έξωδιονυσιακές περιοχές. 'Ωστόσο γι' αύτόν τό συγκεκριμένο θεό μαρτυρεϊται άπο τόσο νωρίς και τόσο άδιάλειπτα, ώστε δικαιολογημένα ή Bieber {History 24κ.) φαίνεται νά εμμένει στήν άποψή της ότι αύτό τό ένδυμα υποδηλώνει σχέση μέ τή λατρεία του. Χωρίς άμφιβολία, τό 'ίδιο συμβαίνει και μέ τόν κόθορνο, ένα μαλακό ύπόδημα πού, κατά τόν Αριστοφάνη [Βάτραχοι 47), άποτελοΰσε στοιχείο διονυσιακής σκευής. Ταίριαζε βολικά και στα δύο πόδια, και γι' αύτό χαρα1. Pickard-Cambridge, Festivals 108. 2. Πρβ. καΐ ΙΤολυδεύκης 7, 125· Ευστάθιος, σχόλια στήν 'Οδύσσεια, γ ;{50· Ησύχιος, λ. φδεΐον. Τά χωρία γιά ενα χώρο στήν άγορά πού ονομαζόταν ορχήστρα συγκεντρώνονται στον Pickard-Cambridge, Festivals H7, 6. Προβληματική ή άποψη της Bieber, History 54" πρβ. επίσης Α. ν. (i(!rkan. Gnomon 14 (1938) 238. Ν. G. L. Hammond, «The Conditions of Dramatic Production to the Death of Aeschylus», GBBS 13 (1972) :i87-405. 3. Σ' αύτο συμφωνεί και ό F. Brommer, AA 1964, 112. 4 . Ά π ο τούς μελετητές πού αναθεώρησαν τό ^ργο του Pickard-Caml>ridge, Festivals 200, αντίθετα μέ τή συμφωνία πού έκφράζεται στήν πρώτη έκδοση, σ. 213' άρνητικός είναι και ό Dingel, 26.
75
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
κτήριζαν μέ αύτο το παρανόμι, εναν άκαταστάλαχτο πολιτι,κό, όπως ό Θηραμένης.^ Τό γνωστό γκροτέσκο παρισινό άγαλμάτιο άπό ελεφαντόδοντο (Bieber, History^ είκ. 799' Pickard-Cambridge, Festivals^ είκ. 63) πρέπει να άποκλειστεΐ άπό τά παραδείγματα κλασικής τραγικής ενδυμασίας. Αύτη την άναγνωρίζουμε καλύτερα στο θαυμάσιο άγγεΐο μέ παραστάσεις σατύρων άπό τη Νεάπολη (βλ. σ. 68). Έ κ ε ι έμφανίζεται και ό κόθορνος σάν Ινα μαλακό ύπόδημα χωρίς διογκωμένη σόλα. Επομένως, είναι εξαιρετικά άμφίβολο αν ήδη ό Αισχύλος, όπως θέλει ό Βίος (14), αύξησε τό ύψος των ύποκριτών μέ τή σόλα των κοθόρνων. Φυσικά, τό προσωπείο άνήκει στην περιοχή τής υποδομής του δράματος και άρχικά δέν ήταν διονυσιακό στοιχείο* πιθανότατα δμως προσαρτήθηκε και αύτό νωρίς, όπως οί σάτυροι, στις εκδηλώσεις αύτοΰ του θεοΰ, πού ήταν ό κατεξοχήν θεός του προσωπείου. Ή σύνδεση διονυσιακής λατρείας και τραγωδίας διαπιστώνεται καΐ στή θερμή υποστήριξη πού γνώρισαν καΐ οί δύο μέ τά πολιτιστικά και θρησκευτικά μέτρα τώνΈλλήνων τυράννων. Σημαντικότερη δμως άπό όλες αύτές τις εξωτερικές σχέσεις είναι ή παρατήρηση δτι στήν έκσταση τής διονυσιακής λατρείας βασίζεται τό μυστηριακό γεγονός τής μεταμόρφωσης, πού άποτελεΐ τή θεμελιακή προϋπόθεση γιά τή γένεση του δράματος. Έ δ ώ βρίσκει τή συνέχεια και τήν τελείωσή της ή «κατάληψη» του πρωτόγονου «ύποκριτή», πού ταυτίζεται μέ τό δαίμονα.^ Ώραϊα εκφράζεται ή σύνδεση του τραγικού δράματος μέ τόν Διόνυσο στις άγγειογραφίες δπου ή τραγωδία, προσωποποιημένη, έμφανίζεται νά μετέχει στό θίασο του θεοΰ.® Σέ άξιοσημείωτη άντίθεση μέ δσα έχουν ειπωθεί βρίσκεται δ ελάχιστα ή καθόλου διονυσιακός χαρακτήρας των έργων τής τρα1. Ξενοφών, 'Ελληνικά 2, 3, 31 καΐ 47' Πλούταρχος, Νικίας 2" ενμεταβολώτερος κοθόρνου: Ζηνόβι,ος 3, 93. Για τή σκευή των ύποκριτών βλ. Bieber, History 24· Pickard-Cambridge, Festivals 197 και 204 γιά τούς κοθόρνους, δπου και ή σχετική βιβλιογραφία. 2. 'Αξιανάγνωστα είναι άκόμη τά δσα γράφει γιά τή διονυσιακή μεταμόρφωση ή J. Harrison, Prolegomena to the Study of Greek Religion, 2η εκδ. 1908, 568. Γιά τό επίπεδο τής πραγματικότητας στο τραγικό θέατρο βλ. Br. Snell, aMythos und Wirklichkeit in der griechischen Tragödie», Antike 20 (1944) 115=Z)ie Entdeckung des Geistes, Γοττίγγη ^1975, 95κκ. [έλλην. μετ. Δαν. I. 'Ιακώβ, "Η άνακάλνψη τοΰ πνεύματος', 'Αθήνα 1981]. 3. Μαρτυρίες στόν Η. Herter, RE ^ Κ (1937) 1897.
76
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
γωδίας. Το γεγονος αύτό εχει άποτυπωθεο στήν παροί,μιακή φράση ονόεν προς τον Αιόννσον.^ Οί άρχαϊοί. σχολιαστές τήν άποδίδουν σέ διάφορα στάδια της ιστορίας του ε'ίδους: στη μετάβαση άπό το διθύραμβο στήν τραγωδία μέ τον Έπιγένη τον Σικυώνιο, στον Θέσπη, στον Φρύνιχο και στον Αισχύλο. Έ δ ώ δεν μπορούμε νά άποφασίσουμε· 'έχουμε όμως τη βεβαιότητα δτι ή άντίθεση άνάμεσα στη διονυσιακή γιορτή και στο άπροσδιόνυσο ύλικο άρχισε νά γίνεται νωρίς αισθητή και νά έκφράζεται. Πολύ συχνά, για νά άποδειχτεϊ ενας άρχικά διονυσιακός κύκλος, έχουν μνημονευτεί τά διονυσιακά δράματα μέ τό μύθο της γέννησης του θεοΰ και της πάλης του.μέ τον Λυκούργο και τον Πενθέα. 'Αλλά ό νηφά,λιος ύπολογισμός του Ziegler (1931) έ'δειξε δτι αύτά τά δράματα άποτελοΰν ελάχιστο ποσοστο πλάι στήν πληθώρα των άλλων, και δτι γιά τήν παλαιότερη περίοδο, παρ' δλες τις σχετικές έ'ρευνες,^ είναι αδύνατο νά γίνει λόγος γιά ούσιαστικότερη έκπροσώπηση διονυσιακών θεμάτων. Περιεχόμενο της τραγωδίας, δσο μπορούμε να άνιχνεύσουμε, είναι ο ήρωικός μύθος. Αύτος πρέπει νά εισχώρησε πολύ νωρίς στο διονυσιακό δράμα. Φαίνεται δτι εΐ'μαστε σέ θέση νά συλλάβουμε ενα 'ίχνος άπό αύτό τό τόσο σημαντικό στάδιο της έξέλιξης του εΐ'δους. Ό 'Ηρόδοτος (5, 67) άναφέρει, σχετικά μέ τή Σικυώνα, διάφορες λατρευτικές μεταρρυθμίσεις τοΰ Κλεισθένη (παππού άπό μητέρα του όμώνυμου 'Αθηναίου πολιτικού), ό όποιος κυβέρνησε στό πρώτο τρίτο τοΰ 6ου αιώνα. Στήν άγορα της Σικυώνας ό Άργεΐος ήρωας "Αδραστος είχε ενα ηρώο, πού θέλησε νά τό άπομακρύνει ό Κλεισθένης τόν καιρό της διαμάχης του μέ τό "Αργός. Ε π ε ι δ ή τό μαντείο τών Δελφών δέν επέτρεψε να γίνει αύτό άπότομα, ό Κλεισθένης μεταφύτεψε άπό τή Θήβα στή Σικυώνα τή λατρεία τοΰ Μελανίππου, θανάσιμου εχθρού τοΰ 'Αδράστου, Προσφορές και γιορταστικές έκδηλώσεις γίνονταν πρός τιμήν τοΰ νέου ήρωα, και σημειώθηκε μία άκόμη άλλαγή: τά τε δή αλλα οί Σικνώνιοι ετίμων τόν "Αδρηστον και δη προς τά πάθεα αύτοϋ τραγικοΐσι χοροίσι εγεραιρον, τόν μεν 1. Σούδα και Φώτιος στο σχετικό λήμμα" Πλούταρχος, Συμποσιακά προβλήματα 1, 1, 5, 615a· Ψευδο-ΓΓλούταρχος, Παροιμ. 'Αλεξανδρ. 30' 'Λποστόλιος 13, 42" Ζηνόβιος 5, 40. Σχετικά βλ. Pohlenz, GGN 1926, 299 κι. Sehr. 2, 474· Ziegler, 1933· Pickard-Cambridge, Dith. Tr. Com. 124. 2. Λόγου χάρη Κ. Deichgräber, NGG 1 (1938/9) 244· Murray, Aeschylus 14-5.
77
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Διόννσον ον τιμώντες, τον δέ 'Άδρηστον. Κλεισθένης δε χορονς μεν τω Διονύσω άπέδωκε, την δε αλλην θνσίην ΜελανίππωΛ Έ δ ώ μπορούμε πρώτα πρώτα νά συμπεράνουμε μέ βεβαιότητα δτι στή Σικυώνα ύπήρχαν άπό πολύ παλί,ά γιορτές, δπου μέ χορούς έψαλλαν καΐ θρηνούσαν τά πάθη του 'Αδράστου. Το περιεχόμενο αύτών των άσμάτων μπορούμε νά το υποθέσουμε ως ένα σημείο, μέ βάση τά οσα γνωρίζουμε άπό τήν επική ποίηση γιά την εκστρατεία των Έ π τ ά εναντίον της Θήβας. Τέτοια θρηνητικά τραγούδια μας εΐναι γνωστά γιά τον 'Αχιλλέα στήν "Ηλιδα, στον Κρότωνα και στο Ροίτειο, γιά τά παιδιά της Μήδειας στήν Κόρινθο, γιά τήν 'Ινώ στή Θήβα και γιά τον 'Ιππόλυτο στήν Τροιζήνα.^ Αύτο τό μέρος της ήρωικής γιορτής στή Σικυώνα μ-εταφέρθηκε κατόπιν στή λατρεία του Διονύσου. Δέν αποκλείεται νά έ'παιξε κάποιο ρόλο στή μεταρρύθμιση και 6 τοπικισμός· τό βέβαιο πάντο^ς είναι δτι αύτή ή αλλαγή εναρμονίζεται μέ τή θρησκευτική πολιτική τών τυράννων, οι όποιοι υποστήριξαν θερμά τον μεγάλο λαϊκό θεό της ελληνικής ύπαίθρου. Ή διαμόρφωση του διθυράμβου άπό τον 'Αρίωνα άνήκει στήν Κόρινθο του Περιάνδρου, ενώ στήν 'Αθήνα ή τραγωδία βρήκε τή θέση της στά Μεγάλα Διονύσια του Πεισιστράτου. Εΐναι άλήθεια οτι ό 'Ηρόδοτος δέν μας δίνει καμιά πληροφορία γιά τό περιεχόμενο τών τραγικών χορών πού πέρασαν στή λατρεία του Διονύσου, άλλά τό κείμενό του μας επιτρέπει νά υποθέσουμε οχι οτι άντι γιά τον "Αδραστο τά άσματα τιμούσαν τον Διόνυσο, άλλά μάλλον δτι οί παλαιοί ηρωικοί μύθοι εξακολούθησαν νά άποτελουν μέρος της διονυσιακής γιορτής.^ Αίγο πιο πάνω μιλήσαμε γιά τήν πιθο^νότητα ό διονυσιακός διθύραμβος, πού διαμορφώθηκε σέ έντεχνο είδος ά1. (Γενικά οί Σικυωνιοι τιμούσαν τον "Αδραστο" Ιδιαίτερα δμως γιόρταζαν τά πάθη του μέ τραγικούς χορούς, τιμώντας ετσι οχι τον Διόνυσο άλλά τόν "Αδραστο. Ό Κλεισθένης δμως μετέφερε τούς χορούς στον Διόνυσο, και τις υπόλοιπες εκδηλώσεις προσφοράς στον Μελάνιππο.) 2. Μαρτυρίες στον Peretti, 281- Pickard-Cambridge, ο.π. 105· Μ. Ρ. Niisson, Gesch. d. gr. Religion 1, 2η εκδ., 187. 3. Γι' αύτο τό σημαντικό θέμα υπάρχει ομοφωνία άνάμεσα στον Schmid 1, 632, τον Ziegler, 1914, και τον Pickard-Cambridge, δ.π. 104. "Οτι το ρ. άπέδωκε στο χωρίο τοΰ Ηροδότου δέν σημαίνει «έ'δωσε πίσω)) άλλά δτι οί τραγικοί χοροί ξαναβρηκαν τή θέση πού, κατά τήν άντίληψη τοΰ 'Ηροδότου, τούς άνηκε, τονίστηκε πολλές φορές· βλ. Α. ν. Blumenttial, Gnomon 19 (1943) 28, 1. Για το ϊδιο θέμα έπίσης, Α. Gitti, «Clistene di Sicione β le sue riforme)), RAL 1926, 539.
78
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Tzh τον 'Αρίωνα, νά είχε γίά περιεχόμενο μύθους άπο τον ηρωικό κόσμο.^ Τώρα έπισημαίνουμε στίς ειδήσεις του 'Ηροδότου γιά τή Σικυώνα άλλο ενα σημείο δπου τά παλαιά ήρωικά άσματα εισάγονται σέ διονυσιακές τελετές, και σκεφτόμαστε δτι ετσι κατανοούμε την παροιμιακή φράση ονδεν προς τον Δίόννσον στήν ιστορική της διάσταση. ""Αν οι πληροφορίες γιά τον 'Αρίωνα στήν Κόρινθο και οί μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη στή Σικυώνα έχουν πράγματι τή σημασία πού τούς άποδίδουμε, τότε εχει ξεκαθαριστεί ο δρόμος άπό δπου 6 ήρωικός μύθος έ'φτασε νά γίνει τό άποκλειστικο θέμα της τραγωδίας, ή οποία διαμορφώθηκε στον διονυσιακό χώρο. Μέσα στον ήρωικό μύθο είχε άναπτυχθεϊ ένα ύλικο ύψιστης άξίας καΐ πολλαπλών δυνατοτήτο^ν γιά τήν τραγωδία. Οί ήρωές του ήταν ζο:)ντανοι στήν καρδιά του λαοΰ, καί, επομένως, ή άμεση συμμετοχή του κοινού βέβαιη.^ 'Εξίσου σημαντικό ήταν και τό γεγονός δτι, ενώ αύτό τό ύλικό, σέ σχέση καί μέ τούς ποιητές και μέ τό κοινό, διατηρούσε τήν αναγκαία γιά τά θέματα της μεγάλης τέχνης άπόσταση, τά συστατικά του είχαν τό βάρος ιστορικών δεδομένων. 'Εκείνο πού είπε ό Schiller γιά τήν άντικειμενική άκρίβεια ένός τέτοιου υλικού, πού αντιστέκεται στήν αύθαιρεσία, και ό Grillparzer γιά τή συνοχή και τήν πυκνότητα της πραγματικότητας στά γεγονότα και τά πρόσωπα τών ιστορικών ϋργων, άληθεύει άπόλυτα γιά τόν ελληνικό μύθο. Ό άρχαΐος τραγικός, δταν δουλεύει τόν ελληνικό μύθο, ενώ είναι δεσμευμένος άπέναντι στήν έγκυρη παράδοση, διαθέτει εύρύ περιθώριο γιά προσωπική δημιουργία και έρμηνεία.® Ή μαρτυρία του 'Ηροδότου μας προσφέρει άλλο ενα σημαντικότατο γιά τήν τραγωδία στοιχείο. Αύτά πού τραγουδούσαν οί χοροί της Σικυώνας γιά τόν "Αδραστο πρέπει νά ήταν κυρίως νεκρικοί θρήνοι. Σύμφωνα μέ τή φύση της ήρωικής λατρείας, ό θρή1. Γιά τΙς σχέσεις άνά(χεσα στούς ήρωικούς μύθους καΐ στο διθύραμβο [•iX. επίσης Patzer, 94 καΐ 121. 2. Γιά το ρόλο του μύθου: Α. Μ. G. Little, Myth and Society in Attic Drama, Νέα 'Τόρκη 1942' Α. Lesky, «Der Mythos im Verständnis der Antike», Gymnasium 73 (1966) 2T=Gesammelte Schriften 422. 3. Για το ιστορικό δράμα σημαντική ή εργασία του Β. ν. Wiese στο Deutsche Vierteljahrsschrift 20 (1942) 412, ίδ. 423. Γιά τή σημασία του μύθου στήν τραγωδία βλ. και Κ. Kommereil, 131· C. del Grande, Τραγωδία 59.
79
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
νος πρέπει, νά διεκδικούσε, όπως και οι ηρωικοί μύθοι, τή θέση του στή γένεση της τραγωδίας. Δέν είναι βέβαια απαραίτητο νά παραγάγουμε την τραγωδία άποκλειστικά άπο τή λατρεία των ηρώων, άκολουθώντας τον W. Ridgeway,^ άλλά δέν μπορεί και νά παραβλέψουμε τή μεγάλη σημασία του θρηνωδικοΰ στοιχείου στά σωζόμενα έ'ργα. Ό Α. Peretti (σέ διάφορα σημεία του βιβλίου του* βλ. τον πίνακά του) έ'χει άξιοποιήσει σωστά το ύλικό, τονίζοντας δτι δράματα δπως ή Μιλήτου αλωσις xcà οί Φοίνισσες του Φρυνίχου μας επιτρέπουν νά υποθέσουμε εκτεταμένη παρουσία του θρήνου, άκόμη και σέ ιστορικά θέματα. Είναι θεμιτή ή ύπόθεση δτι στίς μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, για τις όποιες μιλά ό 'Ηρόδοτος, ό Έπιγένης ό Σικυώνιος έπαιξε ρόλο δμοιο μέ του 'Αρίωνα στήν αύλή του Περιάνδρου. Ή Σούδα (λ. Θέσπις' πρβ. και λ. ούδεν προς τον Διόννσον) ονομάζει τον Έπιγένη άνταγωνιστή του Θέσπη και πρώτο τραγικό. Πίσω άπό το ονομα μπορεί νά κρύβεται κάποια ιστορική άλήθεια, αν και ό χρονικός προσδιορισμός πρέπει νά ήταν τόσο άόριστος, ώστε σύμφωνα μέ τή μιά μαρτυρία δ Θέσπης κατατάσσεται 16ος, ενώ σύμφωνα μέ τήν άλλη 2ος μετά τον Έπιγένη. 'Απομένει μιά ερώτηση, γιά τήν οποία δύσκολα μπορούμε νά έξασφαλίσουμε βέβαιη άπάντηση. Πρέπει νά εννοήσουμε τους τραγικούς χορούς του 'Ηροδότου ώς «τραγικούς» σύμφωνα μέ τήν έννοια της τραγωδίας δπως είχε διαμορφωθεί στά χρόνια του ιστορικού, ή ώς «χορούς τράγων»; Τό 'ίδιο έρώτημα ισχύει και γιά τον τραγικόν τρόπον του 'Αρίωνα {Σούδα) και γιά τό τραγωδίας πρώτον δραμα^ κατά τή μαρτυρία του Σόλωνα, πού σώζεται στον 'Ιωάννη τον Διάκονο. 'Η γλωσσική μορφή δέν επιτρέπει ρητή άπάντηση. Ό Patzer τονίζει δτι ή κλασική ελληνική γλώσσα στή λέξη τραγικός άναγνώριζε μόνο τή βασική σημασία, πού συνδέει τό έπίθετο μέ τήν τραγωδία. Οι μαρτυρίες δμως δέν είναι επαρκείς, και μεταγενέστερα χωρία ώς τήν τραγική δνσωδία του Αόγ1. The Origin of Tragedy, Cambridge 1910. Ό νεκρικός θρήνος εχει μεγάλη σημασία στή γενετική θεωρία του Μ. Ρ. Nüssen, «Der Ursprung der Tragödie», NJA 27 (1911) 609, 673. Γιά τή σύνδεση του ήρωικοΰ μύθου μέ τό διθύραμβο, άνέλαβε μια σημαντική προσπάθεια ό W. Schmid, ((Zur Geschichte des griechischen Dithyrambos», Programm Tübingen 1901. Γιά τήν επιβίωση λατρευτικών μορφών στήν τραγωδία βλ. R. Hölzle, Zum Aufbau der lyrischen Partien des Aischylos (διατρ.), Freiburg/Br. 1934.
80
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
γου (4, 17, 2)^ δείχνουν ότι ό τράγος μπορούσε πάντα νά λανθάνει μέσα στη λέξη. Ε π ί σ η ς δεν μπορεί νά άποκλειστεϊ ή δυνατότητα πού εξετάζει ό Τ. Β. L. Webster (Pickard-Cambridge, Dith. Tr. Com. 103), ότι δηλαδή ό 'Ηρόδοτος δανείστηκε τη λέξη άπό παλαιότερη πηγή, δπου ειχε άκόμη σημασία σχετική μέ τον τράγο. Είναι άρκετά δελεαστικό τό νά άναζητήσουμε κάποιον ύπαινιγμο για τράγους μέσα στή λέξη, επειδή ετσι θά βρισκόταν μιά γέφυρα και προς τούς σατύρους, πού αποτελούσαν τούς χορούς τοϋ Αρίωνα, και προς τήν έρμηνεία της λέξης τραγωδία, όπως ύποστηρίζεται έδώ. 'Ωστόσο, ενα επιχείρημα πού προτείνει μέ πολλή έμφαση ό Patzer (59κ.) συνηγορεί περισσότερο γιά τήν άλλη άποψη. Ό 'Ηρόδοτος εΐναι σύγχρονος της κλασικής τραγωδίας· επομένως, είναι εντελώς φυσικό νά άναζητήσουμε στή χρήση της λέξης μιά έννοια πού ό ιστορικός τή δανείστηκε άπό έκεϊ. Θά ήταν δμως λάθος νά θελήσουμε νά άποσιωπήσουμε άπό τή συζήτηση τό πρόβλημα πού εξετάστηκε πιο πάνω, σάν νά είναι λυμένο.^ Έ δ ώ πρέπει νά διατυπώσουμε τό έρώτημα: σέ ποιο σημείο της εξελικτικής πορείας, όπως περιγράφηκε, πρέπει νά παρεμβληθεί τό στάδιο πού προσδιορίζει δ 'Αριστοτέλης μέ τις λέξεις: εκ μικρών μύθων και λέξεως γελοίας διά τό εκ σατυρικού μεταβαλείν οψε άπεσεμνννθη. Δέν επιτρέπεται να παραμερίσουμε αύτή τήν πληροφορία, όπως κάνει λ.χ. ό Peretti (77, 103, 253), συσχετίζοντάς την μέ τον πρωτογονισμό πού είχε ή άρχαϊκή τραγωδία σέ σύγκριση μέ τήν κλασική. Ό 'Αριστοτέλης εχει υπόψη του ένα στάδιο πού όδήγησε άπό τό άξεστο και κάπως κωμικό στο σοβαρό και σεμνό. Ό Ziegler (1939) θέλησε νά τό άντιμετωπίσει σαν 1. Μέ αύτή τή μαρτυρία βρισκόμαστε χρονικά πολύ πιο πέρα άπο τον ΙΙλούταρχο (Πνρρος 11), πού άναφέρει ό Pickard-Cambridge,-ό'.π. 102. 2. Τή συνηθισμένη σημασία «τραγικός» υποστηρίζουν οί Schmid, 1, Μ)7, 8 και 631· 2, 46, 7" Pickard-Gambridge, ο.π., 1η εκδ., 138 (διαφορετικά ό Webster στή 2η εκδ., 103)· Blumenthal, Sophokles II 22· Peirlli, 281· Eickel, 76, και RhM 91 (1942) 130" Patzer, 59. Μέ χορούς τράγων συνδέουν τά χωρίιχ οί Wilamowitz, Einleitung in die griechische 'l'rngödie, Βερολίνο 1910, 84, και Kleine Schriften 1, 376" Kaiinka, 39" l'ohlenz, GGiV 1926, 301, i=Kl. Sehr. 2, 476, 1, και Griechische Tragödie 2, 9" Howald, 30· Brommer, Satyroi 35 καΐ 59" Untersteiner, 85. '() Flickinger, 11 και 15, θέλησε νά συσχετίσει τούς τραγικούς χορούς, όπως οί 'Αλεξανδρινοί τήν τραγωδίαν, μέ το «βραβείο τοϋ τράγου», πού καθιερώθηκε στή Σικυώνα, δταν οί χοροί μεταφέρθηκαν στον Διόνυσο.
81
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
ενα μέρος άπο τή γενικότερη ττνευματική και καλλιτεχνική άνάπτυξη στη μετάβαση άπό τον 6ο στον 5ο αΐώνα. Στη σκέψη του αύτη ύπάρχει σίγουρα κάτι πολύ ούσιαστικό. Άφοϋ όμως δίνεται τόσο μεγάλη σημασία στις σχετικές εκδηλώσεις της Κορίνθου και της Σικυώνας, όπως άκριβώς συμβαίνει και σ' αύτό το βιβλίο, θά έπρεπε νά υποθέσουμε οτι έκεϊ, και κυρίως στή Σικυώνα, είχε ήδη δοθεί σοβαρός χαρακτήρας στους χορούς. 'Οπωσδήποτε, ή συνένωση του διονυσιακού, δπου ενυπήρχαν σύμφυτα τό κωμικό και τό σατυρικό στοιχείο, μέ τό άσμα και τήν ορχηση, δπως χρησιμοποιούνταν στή λατρεία των ηρώων, ήταν άποφασιστική γιά τή φάση πού ύπαινίσσεται 6 'Αριστοτέλης. Ή περιγραφή μας άναγνωρίζει στους Δωριείς κάποια δικαιώματα στήν τραγωδία· στά λόγια του Θεμίστιου {Or. 27, 406): και τραγωδίας ενρεταΙ μεν Σικνώνιοι, τελεσιονργοί όε 'Αττικοί ποιηταί, υπάρχει κάτι σωστό καί, σε τελευταία άνάλυση, άριστοτελικό. 'Ωστόσο, κατά τήν άντίληψή μας, στά πελοποννησιακά έξελικτικά στάδια πρόκειται πάντα γιά χορικές παραστάσεις καί μόνο. Ή τολμηρή σκέψη του Ε. Eickel,^ ό όποιος, μέ βάση τΙς μαρτυρίες γιά τόν 'Αρίωνα, θέλησε νά άναγνωρίσει στά ήρωικά λατρευτικά δρώμενα ένα πρώιμο δωρικό δράμα σε άπαγγελτικούς στίχους και μέ εναν άριθμό ήθοποιών, δέν έχει καμία βάση. Ούτε μπορεί νά βοηθήσει καθόλου τό α στούς τριμέτρους της άττικής τραγωδίας. Ό G. Björck, στό έξαΐ(νετικά σημαντικό γιά τό πρόβλημά μας βιβλίο του, όπου συζητεί καί τις παλαιότερες θεωρίες, έρμηνεύει πολύ πειστικά ως δάνεια τούς τύπους μέ ((alpha impurum» στά διαλογικά μέρη της άττικής τραγωδίας. "Εχουν διαφορετική προέλευση άπό δ,τι οί άντίστοιχοι τύποι της γλώσσας των χορικών, οπού, κατά τήν εύστοχη διατύπωση του Björck, τό δωρικό στοιχείο έχει επικαθίσει στό άττικό γλωσσικό στρώμα, σάν διάφανος πέπλος. Κοινή καί στά δύο εϊναι κάποια υφολογική τάση πρός τό δωρικό, έπομένως ενα μορφολογικό στοιχείο πού ένυπάρχει στή φύ(7η της ειδικής γραμματειακής γλώσσας. "Ετσι, ξεκινώντας άπό αύτή τήν περιοχή είναι άδύνατο νά κερδίσουμε ένα δωρικό προστάδιο του τραγικού διαλόγου. Θά άποτελοϋσε παρεξήγηοτη τό συμπέρασμα δτι ή εικόνα πού άνασυνθέσαμε πιό πάνω βασίζεται σε κάποιο άποδεικτικό ύλικό 1. ((Geistererscheinungen bei Aischylos», B h M 91 (1942) 123.
82
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
άπαλλαγμένο άπο κάθε συζήτηση. 'Απεναντίας, έχω πλήρη έπίγν(οση της έλλειπτικότητας των πηγών μας καΐ του ύποθετικοΰ χαρακτήρα των επιμέρους σταδίων, μολονότι πιστεύω δτι ή δυνατότητα πού εκτίθεται εδώ, άνάμεσα στις άλλες πού έχουν προταθεί, μπορεί νά διεκδικήσει τή μεγαλύτερη πιθανότητα. 'Αναγνωρίζοντας, πάντως, τά δρια του εφικτού, αισθάνομαι την άνάγ)cη νά άναφερθώ σέ τρεις διαφορετικές ερευνητικές προσπάθειες των τελευταίων χρόνων, οί όποιες ερμηνεύουν την καταγωγή της τραγωδίας μέ πολύ διαφορετικό τρόπο. Μπορούμε νά παραλείψουμε πολλά άπό τά επιμέρους επιχειρήματα, επειδή συνάγονται «πό τις άπόψεις πού έ'χουν διατυπωθεί πιο πάνω. Ά π ό μεθοδολογική άποψη, ή θεωρία του Patzer διαφέρει άπό τή δική μας σέ ούσιαστικά σημεία, χωρίς όμως νά διαφέρουμε ολότελα στις βασικές άρχές. 'Ο Patzer θεωρεί σωστές τις μαρτυρίες του 'Αριστοτέλη, τουλάχιστον ως ενα σημείο, και άποδίδει μεγάλη σημασία στήν παράδοση γιά τον 'Αρίωνα. 'Αλλά τά χωρία της Ποιητικής περιέχουν, κατά τή γνώμη του, μόνο ύποθέσεις, άπό τις όποιες ή σχετική μέ τό διθύραμβο είναι σωστή, ενώ ή πληροφορία γιά τό σατυρικό στοιχείο είναι λάθος: αύτό, κατά τήν άποψή του, αποχωρίζεται άπό τό τραγικό δράμα στά πρώιμα στάίΐια της ιστορίας του. Και ενώ έγώ, μαζι μέ άλλους, στις μαρτυρίες γιά τις δραστηριότητες του 'Αρίωνα στήν Κόρινθο πιστεύω βρίσκουμε τον σατυροδιθύραμβο, οπού έντοπίζεται τό σημείο τομής τών δύο γραμμών πού χαράζει ό 'Αριστοτέλης, δ Patzer τΙς συσχετίζει μέ τρία διαφορετικά επιτεύγματα: δ 'Αρίων πιθανότατα δημιούργησε τόν (καλλιτεχνικά διαμορφωμένο) διθύραμβο, τούς σατυρικούς χορούς και τήν πρωτοτραγωδία, και γι' αύτό ή εικόνα αύτής της τελευταίας παραμένει άναγκαστικά άπροσδιόριστη. Ή έκθεση του Patzer καθορίζεται άπό τήν έπιθυμία του νά εξασφαλίσει τή λειτουργία του τραγικού στοιχείου στά πρώιμα κιόλας στάδια του εΐ'δους. Έ δ ώ οφείλεται ό άποκλεισμός τών σατύρων, καθώς και ό ισχυρισμός δτι δεν είναι δυνατό νά γίνει λόγος γιά στάδιο πού άντιστοιχεϊ στό άποσεμνύνεσθαι τοΰ 'Αριστοτέλη. "Οταν δμως ό Patzer (121κ.) καταλήγει στό συμπέρασμα δτι ή πρωτοτραγωδία προήλθε άπό έναν μιμικό μετασχηματισμό του διθυράμβου μέ τήν έπίδραση τών σατυρικών χορών, 7ΐροδίδει μιά σαφή προσέγγιση πρός τήν εικόνα πού περιγράψαμε πιό πάνω. Μέ αύτήν εναρμονίζεται θαυμάσια δ,τι γράφει ό
83
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Patzer γι,ά τήν εισβολή του ήρωι,κοΰ μύθου στον διονυσιακο διθύραμβο. Σέ ριζικότατη άντίθεση μέ δλα σχεδόν δσα έχουν έκτεθεϊ ώς τώρα γιά τή γένεση της τραγωδίας βρίσκεται 6 Else.^ Στήν άρνητική του στάση άπέναντι στον 'Αριστοτέλη προχωρεί τόσο, ώστε θεωρεί πλάνη τή μαρτυρία της Ποιητικής δτι ή έξέλιξη τήί τραγωδίας πραγματοποιήθηκε μέ μιά σειρά μεταβολές. Κατά τή δική του άποψη, ή τραγωδία άναδύθηκε άπο τις ραψωδικές άπαγγελίες του ομηρικού έπους, μέ τή μεσολάβηση μιας και μόνο δημιουργικής πράξης. Αυτή άνήκει στον Θέσπη, πού συνένωσε σέ μία σύνθεση το μέρος του ηθοποιού και το χορικό άσμα, στοιχεία πού ποτέ δέν λειτουργούσαν άνεξάρτητα. Δέν χρειάζεται νά τονιστεί ιδιαίτερα δτι αύτή ή υπόθεση δέν επιτρέπει καμιά άπολύτως προσέγγιση προς τήν έξελικτική πορεία πού περιγράψαμε σ' αύτό τό βιβλίο. Βασικά διαφορετική άπό τις δύο ερμηνευτικές άπόπειρες πού άναφέραμε πιο πάνω είναι ή προσπάθεια του Burkert. Πάντως, ό μελετητής αύτός συμφωνεί μέ τον Patzer στήν άρνησή του νά δεχτεί τήν άριστοτελική μαρτυρία γιά τή λειτουργία τοϋ σατυρικού στοιχείου στά προστάδια της τραγωδίας. Ά π ό δσα έ'χουν εκτεθεί ως τώρα συνάγεται άρκετά καθαρά δτι δέν μπορούμε νά θεωρήσουμε βάσιμη τήν επιχειρηματολογία του σχετικά μέ τον Πρατίνα ως «εύρετή» τού σατυρικού δράματος και σχετικά μέ τήν άπόρριψη του άποσεμνύνεσθαι. Ό Burkert έχει ερευνήσει μέ έξαιρετική επιμέλεια τή σημασία τού δρου τραγωδία^ χωρις δμως νά μπορέσει νά άποκλείσει τελεσίδικα τή σχέση του μέ τό ((άσμα τράγων». Σ ' αύτό τό σημείο και δ Patzer έχει διαφορετική γνώμη (131κ.). Ό Burkert καταλήγει στή σκέψη δτι οί τραγωόοΙ ήταν άρχικά μασκοφόρρι άντρες, πού είχαν άποστολή νά έκτελούν τή θυσία του τράγου τήν άνοιξη, συνοδεύοντάς την και μέ τραγούδια. Ή έρμηνεία αύτή παρουσιάζει άξιοπρόσεχτη συγγένεια μέ τήν άποψη των 'Αλεξανδρινών. Ό Burkert εχει συγκεντρώσει μέ έξαιρετική προσοχή κάθε στοιχείο πού άποδεικνύει τή σχέση του τράγου μέ τό χώρο τοϋ Διονύσου, χωρίς δμως νά έξασφαλί1. ΠρΙν άπό τό βφλίο του πού μνημονεύεται στόν βιβλιογραφικό μας πίνακα, ό Else είχε εκφράσει τις άπόψεις του γιά τό πρόβλημα στό Aristotle's Poetics: The Argument, Cambridge (Mass.) 1957' άκόμη, TAPhA 76 (1945) 1, καΐ Hermes 85 (1957) 19" WS 72 (1959) 75.
84
II
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
nil ικανοποιητική θεμελίωση γιά τή θέση του. Κάθε άλλο μάλιστα: πάνω σέ μιά άθηναϊκή ήμερολογιακή ζωφόρο, τον τράγο γιά τή θυσία τον όδηγεϊ ό κωμικός ήθοποιός.^ Οι άρχαϊοι είχαν διατυπώσει άλλη μία άποψη σχετικά μέ τήν έξέλιξη της τραγωδίας, πού δεν εχει άκόμη άναφερθεϊ: θεωρούν πατέρα της τραγωδίας τον "Ομηρο· τον χαρακτηρίζουν μάλιστα ώς τον πρώτο τραγικό ποιητή. 'Ο 'Αριστοτέλης {ΙΤοιητ. 1448b Μ8) μιλά για τήν άναλογία ανάμεσα στά δύο ομηρικά έπη καί στήν τραγωδία,^ ένώ άλλοι συγγράφεις, γιά τούς οποίους 6 Gudeman (σχ. Ποιητ. 1448a 26) έχει συγκεντρώσει δλες τις μαρτυρίες, εκφράζονται άκόμη πιο συγκεκριμένα. Οι άρχαΐοι έδιναν προτεραιότητα στο μιμικο στοιχείο, πού τό έβλεπαν νά πραγματοποιείται στύ διάλογο. Έ μ ε ΐ ς , πλάι στο διαλογικό στοιχείο, θά θέλαμε νά δώσουμε κάποια σημασία κυρίως στή διάρθρωση της Ίλιάδας. Δόξα τω Θεω, μπορούμε ξανά νά πιστέψουμε σέ κάτι τέτοιο. "Άν ξεκινήσουμε άπό τήν έξοχη έκθεση των ούσιαστικών χαρακτηριστικών του έπους στο έργο του Ε. Staiger, Grundbegriffe der l^oetik, σύντομα άντιλαμβανόμαστε πώς ή έπίπεδη επική εξιστόρηση άποκτά στον "Ομηρο μια καινούρια διάσταση και πώς ή μεγαλόπρεπη και γεμάτη ένταση, παρά τό πλάτος του ποιήματος, πορεία της μοίρας του 'Αχιλλέα, ξεπερνώντας τά δρια του έπους, όδηγεϊ σ' εκείνες τις δυνατότητες πού πραγματοποιήθηκαν άπό τήν τραγωδία. Είναι εύνόητο γιατί, στήν κάτω ζώνη έκείνου του ύστεροελληνιστικοϋ άναγλύφου μέ τήν άποθέωση του 'Ομήρου, τιμά τον ποιητή και ή προσωποποιημένη τραγωδία. 1. Γιά βιβλιογραφική συμπλήρωση: F. Gagliuolo, aSul problema di Thespis e rorigine del dramma satiresco», RIGI 13 (1929) 1· B. Staml)»), Le origini della tragedia, Μιλάνο 1935, και Dioniso 6 (1937) 143' G. INirrotta, «Tragedia: origine», Enciclopedia Italiana 34 (1937) 146· A. C. Mahr, The Origin of Greek Tragic Form, Νέα 'Τόρκη 1938· F. RoIxipt, «Sur l'origine du mot tragédie», Mélanges Ch. Picard II, Παρίσι 1949, 872· W. F. Otto, «Ursprung der Tragödie», Das Wort der Antike, Στουτγάρδη 1962, 162· Κ. Kerényi, «Naissance et renaissance de la Tragédie», Diogène 28 (1959) 22, καΐ σέ γερμανική μετάφραση στο Streifliige eines Hellenisten, Ζυρίχ-η 1960, 29" F. R. Adrados, «Κώμος, κωμ(.»8ία, τραγωδία. Sobre les origines del teatro», Emerita 35 (1967) 249. ' 2. Σχετικά μέ αύτό τό θέμα, R. van Pottelbergh, AC 10 (1941) 83.
85
Β' Θ Ε Σ Π Η Σ
Κατά περίεργη σύμπτωση, ή λέξη θέσπις σε τρία χωρία της Ό όνσσειας^ γειτονεύει μέ λέξεις πού σημαίνουν τραγούδι ή τραγουδιστής* μία φορά, μάλιστα, άμέσως μετά άκολουθει το ονομα Ί κάριος. 'Ωστόσο, θά δίσταζα νά θεωρήσω το ονομα του Θέσπη φανταστικό, και θά προσπαθήσω νά του άποδώσω κάποιο πρόσωπο, δσο είναι δυνατό. Εννοείται δτι πάνω σ' αύτο εχουμε ελάχιστα νά ποϋμε.^ Μόνο ή Σ'ονόα μαρτυρεί ρητά οτι πατρίδα του Θέσπη ήταν ό άττικός δήμος 'Ικαρία {'Ικαρίου πόλεως Αττικής), ό σημερινός Διόνυσος. "Οταν δμως σέ διάφορα χωρία^ βλέπουμε τον Θέσπη νά συνδέεται, ώς άρχηγέτης της τραγωδίας, μέ άγροτικά πανηγύρια και τραγούδια για τό βραβείο του τράγου, και όταν άκόμη στον Άθήναιο (2, 11, 40a) λέγεται δτι ή επινόηση της τραγωδίας πραγματοποιήθηκε έν Ίκαρίω της 'Αττικής, ένώ, κατά τό στίχο του 'Ερατοσθένη, οι Ίκάριοι πρώτοι χόρεψαν γύρω άπό τον τράγο, ολα αύτά συνδυασμένα μας όδηγοϋν στον Ι'διο τόπο. Σέ αντίθεση μέ τά παραπάνω βρίσκεται ή έπιγραφή Θέσπις θέμωνος'Αθηναΐος, σέ μιά έρμαϊκή στήλη άπό την Aquae Albulae· επίσης, 'Αθηναίος είναι και στον Κλήμεντα τον Άλεξανδρέα {Στρωμ. 1, 79). Θά μπορούσαμε νά σκεφτούμε δτι ή πληροφορία γιά τήν 'Αθήνα είναι άσαφής και δέν άποτελεϊ παραλλαγή της 'Ικαρίας, άλλά εδώ διεκδικεί τή θέση της κάποια άλλη παρατήρηση. Ή 'Ικαρία, καθώς και ό έπώνυμός της Ίκάριος, άνήκει, δπως δείχνει ή Ήριγόνη του 'Ερατοσθένη, στην άλεξανδρινή-βουκολι1. α 328 (στόν επόμενο στίχο: κονρη Ίκαρίοιο), θ 498 και ρ 385" άκόμη, ομηρικός "Υμνος στόν Έρμη 442. Ό Else, 52, προσπαθεί νά το εκμεταλλευτεί αύτό προς δφελος της θεωρίας του για τή γένεση της τραγωδίας άπό τήν άπαγγελία του έπους. 2. Οί πηγές δίνονται στόν Pickard-Cambridge, Bäh. Tr. Com. 69. 11 ολύ προσεχτικά και γόνιμα πραγματεύεται τον ποιητή ό Tièche. Μιά κάποια έξασθένηση στό;\; προβληματισμό του προδίδει ό G. Budberg, aThespis und die Tragödie», Eranos 45 (1947) 13· ό Gaster ξεκινά άπό έθνολογικό προβληματισμό. 3. Διοσκορίδης, Π.Α. 7, 410 και 411" 'Οράτιος, Ars poetica 275κκ. Στό Πάριο Μάρμαρο (έπ. 43) μνημονεύεται τό έπαθλο τοϋ τράγου, ενώ τόπος τοϋ άγώνα είναι ή 'Αθήνα. Σχετικά μέ τό στίχο τοϋ 'Ερατοσθένη πρβ. παραπάνω, σ. 55.
89
ΘΕΣΠΗΣ
κή περιοχή άπο όπου προήλθε ή σχετική μέ το βραβείο του τράγου θεωρία γιά τή γένεση τής τραγωδίας. Έ δ ώ μπορεί νά είχε συνδεθεί και το ονομα του Θέσπη μέ έκεΐνο τον τόπο πού οΐ μύθοι καΐ τά εθιμά του, σε σχέση μέ τις παλαιές άγροτικές γιορτές, ερέθιζαν τό ενδιαφέρον των λογίων. "'^Αν ό Θέσπης έγινε μέ αύτο τον τρόπο Ίκάριος, τότε ή 'Αθήνα θά μπορούσε δικαιολογημένα νά διεκδικήσει τον άλλο Θέσπη, εκείνον πού άνήκει στήν περιπατητική εικόνα τής εξέλιξης του εΐ'δους· άλλά γιά τις επιτεύξεις αύτοϋ του δευτέρου είμαστε σε θέση νά επιχειρήσουμε κάποιες παρατηρήσεις. "όταν εξετάζαμε τή θεωρία πού βρίσκει μέσα στο ονομα τής τραγωδίας τό βραβείο του τράγου, συναντήσαμε ήδη τήν πολύτιμη πληροφορία του Πάριου Μαρμάρου (έπ. ^S—FGrHist 2, 239 Α 43) γιά τήν πρώτη παράσταση του Θέσπη. Υπάρχει γενική συμφωνία ώς προς τό δτι αύτή ή μαρτυρία άναφέρεται στήν ένσωμάτωση τής τραγωδίας στόν επίσημο έορτασμό των Διονυσίων, πού εγκαινίασε ή άναδιοργάνωσε ό Πεισίστρατος. Ή βεβαιότητα μέ τήν οποία προσδιοριζόταν συνήθως τό έτος 534 γιά τήν παράσταση αύτή είναι άστήριχτη.^ Ό Jacoby μας έ'χει βοηθήσει πολύ μέ τήν ύπόδειξη ότι πρέπει νά υπολογίσουμε μόνο τά τρία χρόνια τής ολυμπιάδας, αύτά πού παραδίδει και ή Σούδα (λ. Θέσπις). 'Από τό ονομα του άρχοντα έχει διατηρηθεί μόνο τό ]ναίου τοϋ προτέρου^ πού άποκλείει τό τελευταίο έτος τής ολυμπιάδας αύτής, άφοϋ ό άρχοντας τότε ονομαζόταν Θερικλής. 'Ακρωτηριασμένη είναι άκόμη και ή λέξη γιά τό είδος τής καλλιτεχνικής συμμετοχής του Θέσπη. Ό Jacoby δέχτηκε τό ύπεκρίνα]το, ενώ ό Patzer (22, 1), παραπέμποντας στό Πάριο Μάρμαρο (έπ. 46), προτιμά τό ήγωνίσα\ϋο^ πού πρότεινε ό Else.^ Είναι φυσικό νά συνδυαστεί αύτή ή πληροφορία μέ τήν εύνοϊκή για τόν Διόνυσο θρησκευτική πολιτική του Πεισιστράτου. Ό Θέσπης έδώ θά έπαιξε ρόλο παρόμοιο μέ του 'Αρίωνα στήν Κόρινθο του Περιάνδρου και Ι'σως του Έπιγένη στή Σικυώνα του Κλεισθένη. Φυσικά, ό χρόνος αύτής τής παράστασης δεν πρέπει νά ταυτι1. Αύτό σύμφωνα μέ τή γνώμη τοΰ Wilamowitz, Homerische Untersuchungen 248, 13, μέ βάση τή συμπλήρωση τοΰ άριθμοϋ στο χωρίο τοΰ Πάριου Μαρμάρου (έπ. 43) και τοΰ ονόματος τοΰ Θέσπη στον Εύσέβιο. Πρβ. καΐ Τ. J. Cadoux, JHS 68 (1948) 109. 2. Hermes 85 (1957) 19, 1.
90
ΘΕΣΠΗΣ
στεϊ μέ τήν άρχή της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του Θέσπη. "Οταν στο προηγούμενο κεφάλαιο άντιμετωπίζαμε το ερώτημα άν ό Σόλων μ.πορεϊ νά ειχε εκφράσει κάποια γνώμη γιά τις πρώτες φάσεις του τραγικού θεάτρου, σταματήσαμε στο άνέκδοτο άπό τήν πλουτάρχεια βιογραφία, οπου ό 'Αθηναίος πολιτικός εμφανίζεται νά επιτίθεται προσβλητικά στον Θέσπη εξαιτίας της παραπλανητικής του παράστασης. Διατυπώσαμε τότε τη γνώμη δτι πρέπει νά δεχτούμε τή χρονολογική πιθανότητα τής ιστορίας, χωρίς δμως νά εΐναι δυνατό νά αποδείξουμε τή βεβαιότητά της. Ό Ε. Tièche (10, 12) θύμισε τήν πλατωνική κριτική τής τέχνης και άπέδωσε το άνέκδοτο στον 'Ηρακλείδη άπο τον Πόντο. Αύτος ασχολήθηκε ιδιαίτερα μέ τον Θέστο], αν πιστέψουμε τον Άριστόξενο (Διογ. Ααέρτιος 5, 92' άπ. 114 W.), πού άναφέρει μάλιστα γι' αύτον οτι εγραφε τραγωδίες και τΙς παρουσίαζε μέ τό δνομα του Θέσττη. Ό Wehrli, σχολιάζοντας αύτό τό απόσπασμα, εδειξε με μιά σειρά πειστικά τεκμήρια δτι ό Άριστόξενος σέ παρόμοια θέματα δείχνει μεγάλη επιπολαιότητα. Επομένως, δέν είναι πολύ εύκολο νά ελέγξουμε σέ δλες τις περιπτώσεις τήν παράδοση σχετικά μέ τον Θέσπη. "Εχουμε τέσσερις τίτλους: ^Αθλα Πελίον ή Φόρβας, 'Ιερείς, Ήίθεοί, Πενθενς^ και τέσσερα άποσπάσματα (1-4 Ν.) χωρίς άπόδοση σέ συγκεκριμένο έ'ργο. 'Αρκετά πρόσφατα 6 Lloyd-Jones (13)^ πραγματεύτηκε άποσπάσματα και τίτλους, μέ τήν προοπτική νά ξεχωρίσει τά έκδηλα λαθεμένα άπό άλλα στά όποια ή άθέτηση δέν φαίνεται νά είναι έντελώς άναγκαία. Πολύ δικαιολογημένα άπορρίπτει προκαταβολικά το άπ. 4 Ν., και θεωρεί δτι τό άπ. 3 Ν. είναι άπίθανο νά προέρχεται άπό τόν 6ο αιώνα. Γι' αύτούς τούς τρεις στίχους, σχετικά μέ τό μεγαλείο του Δία, πού βρίσκεται μακριά άπό κάθε ψεύδος και ήδονή, ό Tièche (11) εχει υποστηρίξει πειστικά δτι οδηγούν πρός τόν πλατωνικό 'Ηρακλείδη. Γιά τούς τίτλους και τα άλλα δύο άποσπάσματα (1 καΐ 2 Ν.) ό Lloyd-Jones, μέ πλήρη έπίγνωση τής άβεβαιότητάς μας, δέν μπορεί νά άποκλείσει τόν Θέσπη. Οι δύο μεμονωμένοι στίχοι φαίνεται νά προέρχονται άπό διάλογο. "^Αν ή άντίληψή μας γιά τή δραστηριότητα του Θέσπη, δπως θά εκτεθεί πιό κάτω, είναι σωστή, αύτό άκριβώς τό γεγονός δέν άποτελεϊ εγγύηση γιά τή γνησιότητά τους. Ό Wehrli προτείνει τήν ύπό1. Τά κείμενα των άποσπασμάτων στόν Nauck, τώρα στόν Br. Snell, TrGF 1 F 1-4.
91
ΘΕΣΠΗΣ
θεση δτι ό Άριστόξενος κατηγόρησε τον 'Ηρακλείδη γι,ά οικειοποίηση διαφόρων νόθων κειμένων, πού κυκλοφορούσαν τότε μέ το δνομα του Θέσπη.^ 'Ακόμη, μπορούμε να υποθέσουμε δτι Ι'σως ό 'Ηρακλείδης, χωρίς πρόθεση νά εισαγάγει νοθείες, σέ ένα λογοτεχνικό παιχνίδι έδωσε μερικά δικά του έργα μέ το ονομα του Θέσπη, του παλαιότερου γνωστού ποιητή τραγωδίας. Μιά τέτοια έρμηνεία δέν άποκλείεται άπό τή φρασεολογία του άποσπάσματος του Άριστοξένου. "Αφθονες μαρτυρίες άπό τήν άρχαιότητα χαρακτηρίζουν τον Θέσπη δημιουργό της τραγωδίας. 'Αρχαιότερος μάρτυρας είναι 'ίσως ό Χάρων ό Ααμψακηνός, αν άκολουθήσουμε τήν άλλαγή πού πρότεινε ό Wüamowitz στο υπόμνημα του 'Ιωάννη του Διακόνου στόν 'Ερμογένη (πρβ. σ. 70). Ηρός τήν 'ίδια κατεύθυνση δείχνει και ό 'Αριστοφάνης {Σφ. 1479). Σ ' αυτά πρέπει νά προστεθούν οι μαρτυρίες του Πάριου Μαρμάρου (έπ. 43), τοΰ Διοσκορίδη {Π.Α. 7, 410κ.· πρβ. Μ. Gabathuler, Hellenistische Epigramme auf Dichter, St. Gallen 1937, 82κ.), τοΰ 'Οράτιου {Ars pa. 275), του Κλήμεντα του ^ { Σ τ ρ ω μ . 1, 79), του Εύάνθιου {De com. 1, Kaibel CGF 1, 62), τοϋ Δονάτου {De com. 5 και 68), της Σούδας (λ. Θέσπις). Θα άσχοληθοΰμε άμέσως μέ τις μαρτυρίες πού άποδίδουν στόν Θέσπη διάφορες επιμέρους επιτεύξεις. "Οπου ό Θέσπης ονομάζεται πρώτος τραγικός, έχουν παραμεριστεί, άσφαλώς μέ τήν έπίδραση τοΰ άττικοΰ τοπικισμού, τά προστάδια της έξέλιξης πού πρέπει νά σχετιστούν μέ τήν Πελοπόννησο* ωστόσο, ό Σόλων, στόν 'Ιωάννη τόν Διάκονο, ονομάζει πρόδρομο τόν 'Αρίωνα, και ή Σούδα (λ. Θέσπις) τόν Έπιγένη. Και άπό τήν άττική δμως σκοπιά, μιλούσαν γιά τραγωδία πριν άπό τόν Θέσπη. Αύτό προκύπτει καθαρά άπό τόν ψευδοπλατωνικό Μίνω (321a). Πέρα άπό τόν Θέσττη όδηγεϊ επίσης ή αινιγματική ε'ίδηση τοΰ Πολυδεύκη (4, 123) στή λέξη ελεός, ένα είδος τραπεζιού δπου τεμάχιζαν τό κρέας. Σύμφωνα μέ τόν Πολυδεύκη, έκεϊ πάνω άνέβαινε κάποιος πού άπαντούσε στό χορό. Κάτι παρόμοιο λανθάνει και στήν πληροφορία γιά τή λ. θυμέλη στό Μέγα Έτυμολογικόν, καθώς και σέ δσα άναφέρει ό 'Ισίδωρος {Orig. 18, 47) γιά τούς Θυμελικούς. Είναι δύσκολο νά κρίνει κάνεις αύ1. Έκτος άπό τό σχόλιο του στόν Άριστόξενο, άπ. 114, βλ. τό ύπόμνημά του γιά τόν Χαμαιλέοντα, σ. 124.
92
ΘΕΣΠΗΣ
τές τις μεταγενέστερες ειδήσεις. "Ηδη ό P e r e t t i (282) τούς άπέδωσε μεγάλη σημασία, ενώ ό Webster, στήν επανέκδοση του βιβλίου του Pickard-Cambridge {Dith. Tr. Com. 86), άναρωτιέται μήπως σ' αυτές συναντούμε μιά σημαντική φάση της έξέλιξης. Αύτός πού χρησιμοποιούσε τό τραπέζι για έξέδρα άπ' δπου άπαντοϋσε, φυσικά τραγουδώντας, στο χορό, θά μπορούσε να είναι ό «εξάρχων» του χορού. "Ετσι ό 'Αριστοτέλης θά μπορούσε σ' αύτον νά εντοπίσει τον πρόδρομο του υποκριτή, πού συνδεόταν μέ τό χορό, άπάγγελλε και ένσάρκωνε μιά συγκεκριμένη μορφή. Έ δ ώ άναγνωρίζουμε πιθανότατα ενα 'ίχνος άπο τό δρόμο πού πήρε ό 'Αριστοτέλης, μολονότι τα δσα ειπώθηκαν, ιδιαίτερα γιά τόν εΑεο, παραμένουν ολότελα άβέβαια. Οί περιπατητικοί εδειξαν ενδιαφέρον γιά τόν Θέσπη: ξέρουμε δτι έγραψε γι' αύτόν ό Χαμαιλέων (άπ. 38 W.). Σ ' αύτή τήν περιοχή άνήκει και μιά σημαντική μαρτυρία πού μας οδηγεί στο πρόβλημα της γένεσης του διαλογικού στίχου της τραγωδίας. Θεωρητικά, μπορούν νά έξεταστοϋν έδώ δύο δυνατότητες: μετάβαση άπό λυρικό διάλογο, επομένως έξέλιξη άπό τό εσωτερικό του χορικού, ή είσοδος του άπαγγελλόμενου στίχου άπ' έ'ξω. Τόν πρώτο δρόμο άκολούθησε ό W . Kranz^ σέ μιά ερευνά ή οποία άσκησε μεγάλη έπίδραση. 'Επειδή γι' αύτόν ή πρώιμη χρονολόγηση τών Ίκετίδων του Αισχύλου ήταν άκόμη αύτονόητη, ξεκίνησε άπό τρεις σκηνές μέ «έπιρρηματική» σύνθεση (348,734,882), στις όποιες επειτα άπό ενα χορικό άσμα άκολουθοΰν διαλογικά μέρη ένός υποκριτή. Πριν άπό αύτό προϋποθέτει, στήν έξελικτική πορεία, τόν λυρικό διάλογο ώς «τήν έσχατη έφικτή μορφή τραγωδίας». Ά π ό τήν «έπιρρηματική» σύνθεση παράγει κάπως μηχανικά, μέ έκπτωση τών χορικών μερών, τήν κλειστή ρήση καί, άντίστροφα, μέ κατάργηση του διαλογικού στίχου, τό στάσιμο. Έ δ ώ παραγνωρίζεται ή σημασία του χοροϋ ώς βάσης γιά τήν έξέλιξη, καί φυσικά είναι άδιανόητο νά άντιμετωπιστοΰν τά μεγάλα αύτοδύναμα χορικά άσματα τοΰ Αισχύλου ώς δευτερεύοντα παράγωγα «έπιρρηματικών» συνθέσεων.^ Ό Kranz τροποποίησε κάπως τή 1. «Die Urform der attischen Tragödie und Komödie», Ν JA 43 (1919) 145" Stasimon 14" Geschichte der griechischen Literatur (Sammlung Dieterich 42) 114 [έλλην. μετ. Θρασύβουλος Σταύρου, στή σειρά «100 'Αθάνατα Έργα» 35, 'Αθήνα 1953, τ. 1, 99κ.] 2. Καί ό Ziegler, 1960, σημ. 26, αύτο το θεωρεί άπίθανο, τόσο μάλιστα,
93
ΘΕΣΠΙΙΣ
θεωρία του στο Stasimon. 'Εδώ του φάνηκε έφι,κτή ή έσχατη δυνατότητα μιας δίχως υποκριτές μορφής λυρικου διαλόγου ανάμεσα σέ τμήματα ένός διασπασμένου, κατά κάποιον τρόπο, χοροΰ.^ Οί διπλοί χοροί, δπως έμφανίζονται σποραδικά σέ σωζόμενα δράματα, είναι πολύ πιθανό να έπαιξαν κάποιο ρόλο και στά προστάδια της τραγωδίας. 'Ωστόσο, κανένας άναγνωρίσιμος δρόμος δέν όδηγεϊ άπό έκεϊ στον διαλογικό στίχο. Γιά την άλλη δυνατότητα, την ε'ίσοδο του διαλογικού στίχου άπ' έξω,^ πρέπει πρώτα πρώτα νά ύπολογιστει ή διαφορά διαλέκτου ανάμεσα σέ λυρικά και διαλογικά μέρη και έπίσης ή διαφορά ΰφους, πού πολύ σωστά τόνισε ό Peretti (78). Πέρα άπο αύτη την κάπως γενικότερη παρατήρηση μας οδηγεί μιά μαρτυρία του Θεμίστιου {Or. 26, σ. 316d): και ου προσέχομεν "Αριστοτέλει, δτι τό μεν πρώτον ό χορός είσιών ^δεν εις τους θεούς, Θέσπις δε πρόλογόν τε και ρήσιν εξενρεν, Αισχύλος (5ε τρίτον νττοκριτήν {ύποκριτάς Med.) και όκρίβαντας, τά δε π?.είω τούτο)ν Σοφοκλέους άπελαύσαμεν και Εύριπίδου.^ Κάποτε έκριναν τόσο βιαστικά οσο ό Hiller [RhM 39. 1884, 321), ό όποιος ισχυρίστηκε ότι ο Θεμίστιος εδώ απλούστατα παραφράζει τήν Ποιητική και προσθέτει τον Θέσπη. "Εκτοτε έχει ληφθεί ύπόψη οτι ό Θεμίστιος ειχε μιά μόρφωση πολύ πάνω άπό τό μέσο επίπεδο της εποχής του καί, άκόμη, δτι είχε παραφράσει έργα τοΰ 'Αριστοτέλη. Έπίσης έχει έπισημανθεΐ πόσο καλά συμβιβάζεται ή πληρότητα αύτής τής σημείωσης τοΰ Θεμίστιου σέ σχέση μέ τήν Ποιητική μέ τό γεγονός ότι και ό 'ίδιος δ Άριστοπού υπέθεσε δτι είχα παρανοήσει τον Kranz σ' αύτο τό σημείο. "Οτι δέν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τό έδειξα στο άρθρο μου στο PhW 1937, 1404. 1. Προς αύτη την κατεύθυνση κινήθηκε καί ό Lainmers" διατυπώνοντας κάποιες αρνητικές κρίσεις για τον Kranz, δέχεται τον λυρικό διάλογο, τουλάχιστον άνάμεσα σέ εναν διπλό χορό, ώς ενα άπό τά πρωταρχικά συστατικά της τραγωδίας. 2. Αύτό τό ύποστήριξαν ιδιαίτερα οί: Wilamowitz, Einleitung 1910, 87, και Griechische Tragödie 14, Βερολίνο 1923, 22" Ε. Bethe, Prolegomena zur Geschichte des Theaters im Altertum, Λιψία 1896, 36. Πρόσθετα παραθέματα δίνει ό Α. Lesky, 47 (1929) 4=Ges. Sehr. 84. 3. (ΚαΙδέν δίνουμε καμιά προσοχή στήν παρατήρηση τοϋ'Αριστοτέλη, δτι στήν αρχή εμφανιζόταν ό χορός καί εκτελούσε ενα άσμα προς τούς θεούς, ενώ ό Θέσττης επινόησε τον πρόλογο και τή ρήση, ό Αισχύλος τόν τρίτο υποκριτή και τούς κοθόρνους, ενώ τά υπόλοιπα τά χρωστούμε στόν Σοφοκλή και στόν Εύριπίδη.)
94
ΘΕΣΠΗΣ
τέλης έπιτρέπει νά του άναγνωρίσουμε πλουσιότερες γνώσεις άπό δσες παρέχει ή ϊδια ή μελέτη του (1449a 29, 37' b 4). Ό χαρακτήρας της εμποδίζει νά συναχθοΰν, μέ βάση τό γεγονός δτι ό 'Αριστοτέλης δεν άναφέρει τον Θέσττη, συμπεράσματα γιά τήν άξιοπιστία της πληροφορίας του Θεμίστιου.^ Σέ νεότερες εργασίες της άποδίδεται πέρα γιά πέρα ή πίστη πού της άξίζεί"^ έξάλλου, στή μαρτυρία του Διογένη του Λαέρτιου (3, 56) ύποστηρίζεται 1. Έτσι, δέν θά άκολουθούσαμε τον Patzer (27) στή γνώμη του δτι ή σημείωση τοϋ Θεμίστιου προέρχεται άπό μεταγενέστερη παρεμβολή στο άριστοτελικό σχήμα. 2. Γιά τήν ενσωμάτωση της μαρτυρίας τοϋ Θεμίστιου στήν εικόνα της έξέλιξης πού εκθέτουμε εδώ βλ. Α. Lesky, δ.π. 3=ο.π. 83· Ε. Fraenkel, rhilologus 86 (1931) 9=ΚΙ. Beitr. 1, 361· Tièche, 7" Schmid, 2, 38, 5, και κάπως πιό δισταχτικά 45, 6· Flickinger, 298· Ziegler, 1930" Peretti, 6 όποιος άσκησε άποτελεσματική πολεμική (64) προς τόν Kranz καΐ παρατήρησε (66, 1) δτι άπό τό κείμενο της Ποιητικής λείπει ή λέξη όκρίβαντες, γεγονός πού ύποβάλλει τήν ιδέα μιας άλλης πηγης γιά τόν Θεμίστιο, ή οποία θά μπορούσε νά είναι ό χαμένος διάλογος Περι ποιητών. Στήν ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και ό Pickard-Cambridge, Dith. Tr. Com. 78 (1η ί!κδ., 109)· πρβ. και Festivals 130. Ό Buschor (76), χωρίς άναφορά στόν Θεμίστιο, μίλησε γιά τήν καινοτομία τοϋ Θέσττη νά τοποθετήσει άπέναντι στό χορό εναν υποκριτή. Ό Kranz (270), μέ βάση τή θεωρία του, δπως διατυπώθηκε πιό πάνω, ήταν υποχρεωμένος νά άρνηθεϊ τήν άξιοπιστία τοϋ Θεμίστιου· άνάμεσα στόν 'Αριστοτέλη και τόν Θεμίστιο άνακαλύπτει μια αντίφαση, πού είναι άνύπαρκτη. Τόν ακολουθεί ό Untersteiner, Origini 281, ό όποιος προωθεί τήν επιχειρηματολογία πού έγκατέλειψε ό Kranz, υποστηρίζοντας δτι πρόλογος σημαίνει τό ((τμήμα πριν άπό τό λόγο», πού, έπομένως, δέν θά μπορούσε νά είναι τόσο παλιό. Ό Pohlenz, 2, 15, χαρακτηρίζει τό χωρίο τοϋ Θεμίστιου ((εντελώς έπιπόλαιη παρατήρηση». —-Σχετικά μέ τήν πληροφορία δτι ό Αισχύλος εισήγαγε τόν τρίτο ύποκριτή, πρέπει νά ληφθεί ύπόψη δτι ό Θεμίστιος βασίζεται σέ μιά παράδοση πού διαφέρει άπό τό κείμενο της Ποιητικής (1449a), άφοϋ κάτι παρόμοιο προϋποθέτει και ό Βίος (15) τοϋ Αισχύλου. Ή μαρτυρία μπορεί νά οφείλεται στό Ϊεγονός δτι ό Αισχύλος δανείστηκε τόν τρίτο υποκριτή άπό τόν Σοφοκλή. >υσικά, μέ τήν παροχή άριθμητικών πληροφοριών μπορεϊ κανείς νά υποθέσει και κάποια άντιγραφική άβλεψία, δπως Ισχυρίζεται ό Patzer, 27, 4. ΙΙαλι διαφορετική κατεύθυνση παίρνει ό Pickard-Cambridge, Festivals 130, πού άποσυνδέει τό τρίτον άπό τό νποκριτάς (Med.) και τό έρμηνεύει ώς τρίτη βαθμίδα στήν εξελικτική κλίμακα. Ή ερμηνεία τών προβληματικών άριθμών, πού βασίζεται στή διαφοροποίηση άνάμεσα στις λέξεις τραγφrWc και υποκριτής, δπως προτείνεται άπό τόν G. F. Else, TAPhA 76 (1945) 1· WS 72 (1959) 75, και Origin and Early Form 59 και 86, δέν όδηγεϊ σέ καμία λύση. Πρβ. Α. Lesky, Gesammelte Schriften 241· Pickard(lainbridge, Festivals 130. [B. M. W. Knox, ((Aeschylus and the Third Ac.lor», AJPh 93 (1972) 104.]
95
ΘΕΣΠΗΣ
οτι ό Θέσπης εισήγαγε τον ύποκριτή στή χορολυροκή τραγωδία, κάτι. πού μεταδίδεται εμμεσα άπό ολα τά σχετικά χωρία πού θεωρούν τον Θέσπη άποκλειστικο δημιουργό της τραγωδίας. Ή σημείωση τοΰ Θεμίστιου προσθέτει πλάι στή ρήση τον πρόλογο ώς έπινόηση τοΰ Θέσπη. Έ δ ώ βλέπουμε νά ύποδηλώνεται ενα στοιχείο τοΰ τραγικοΰ δράματος μέ τό όποιο μποροΰμε θαυμάσια νά συνδυάσουμε τήν προσάρτηση τοΰ διαλογικοΰ στίχου.^ Καθώς τό χορικό άσμα της παλιάς τραγωδίας πραγματευόταν δλο και πλουσιότερους μύθους, πού άπαιτοΰσαν άπό τόν άκροατή εύρύτερη γνώση της προϊστορίας, επιβαλλόταν ενα προοίμιο, πού θα προσδιόριζε τις βασικές θεματικές προϋποθέσεις τοΰ έπόμενου άσματος. Κάτι τέτοιο μποροΰσε να παρεμβληθεί και στο έσωτερικό της χορικής σύνθεσης, όταν ό χορός ερχόταν σέ επαφή μέ ενα καινούριο γεγονός, οπότε έπρεπε νά δημιουργηθεί μιά νέα δραματική άτμόσφαιρα. "Ετσι λ.χ. στις Ίκέτιδες τοΰ Αισχύλου (524599) οι Δαναΐδες τραγουδούν ενα άσμα όπου, γεμάτες έντονο φόβο γιά τό άμεσο μέλλον, άναφέρονται στήν Ί ώ και στον Δία. Τότε εμφανίζεται ό Δαναός και σέ 21 τρίμετρα δίνει μια σύντομη άναφορά γιά τήν ύπερψήφιση τοΰ αίτήματός τους άπό τή συνέλευση τοΰ άργίτικου λαοΰ. Έ δ ώ δεν πρόκειται για «πράξη» ούτε γιά έπεισόδιο μέ τή μεταγενέστερη έννοια τοΰ ορού* ή σύντομη ρήση εχει άπλώς τήν άποστολή νά προετοιμάσει τό επόμενο εκτεταμένο άσμα τοΰ χοροΰ, πού έκφράζει τΙς εύχές του γιά τό "Αργός. Ά π ό τό γεγονός δτι οι Ίκέτίδες και οι Πέρσες άρχίζουν μέ τήν είσοδο τοΰ χοροΰ και οχι μέ προλογική ρήση δέν προκύπτει κανένα άντεπιχείρημα γιά τήν ερμηνεία μας. Πέρα άπό τήν άνατροπή της πρώιμης χρονολόγησης τών "Ικετίδων (βλ. παρακάτω), θά ήταν λάθος νά ύποτιμηθεϊ ή ελευθερία στήν εξελικτική πορεία τοΰ 1. Αύτη τή θεωρία τήν άνέπτυξα στο WS 47 (1929) 3' περίληψη άπό μιά διάλεξη μέ το 'ίδιο περιεχόμενο δημοσιεύτηκε ήδη το 1926 στο Mitteilungen des Vereins Klassischer Philologen in Wien 3, σ. VIII" πρβ. και BLZ 1933, 2316, καΐ PhW 1937, 1404. Εντελώς άνεξάρτητα εφτασε στήν Ι'δια άποψη και ό W. Nestle. Ό Α. Körte, σέ μιά βιβλιοκρισία του [PhW 1928, 1297) γιά τήν άδημοσίευτη διατριβή τοΰ Nestle, είχε εκφράσει τήν επιδοκιμασία του για τήν πραγμάτευση τοΰ προλόγου, ένώ ό ϊδιος ό Nestle επεξεργάστηκε διεξοδικά τήν άποψή του στο ώραϊο βιβλίο του Die Struktur des Eingangs in der attischen Tragödie, Στουτγάρδη 1930. Τή λειτουργία ένός τέτοιου προλόγου 'ίσως άπεικονίζει καλά ό εκφωνητής πού κάνει τήν εισαγωγή σέ μιά παντομίμα, στο Σνμπόσιον (9, 2) τοΰ Ξενοφώντα.
96
ΘΕΣΠΗΣ
είδους καΙ νά άπαι,τηΟεϊ άπόλυτη μορφική όμοιογένεΐ-α.^ Αύτο πού ζητούμε μας το προσφέρουν οί Φοίνισσες του Φρυνίχου, ενα εργο πού, σύμφωνα μέ μαρτυρία του Γλαύκου του Ρηγίνου στήν 'Υπόθεση των Περσών^ προηγείται χρονικά άπο το συγκεκριμένο δράμα τοΰ Αισχύλου:2 'ίσως παραστάθηκε το 476. Τό εργο άνοιγε με εναν εύνοϋχο, πού τακτοποιούσε τά καθίσματα για τή σύναξη της γερουσίας* αποκλειστικός σκοπός του ήταν νά δώσει τήν είδηση γιά τήν ήττα τοΰ Ξέρξη και έτσι, μέ πρωτόγονο τρόπο, νά δημιουργήσει τις προϋποθέσεις γιά τούς θρήνους πού θά άκολουΟοΰσαν. 'Ο Αισχύλος έχει προλόγους στούς Έπτά επί Θήβας και στά δράματα της Όρέστειας' και ό Λάίος^ τό πρώτο δράμα της θηβαϊκής τριλογίας τοΰ 467, άρχιζε μέ μιά προλογική ρήση τοΰ επώνυμου ήρωα (άπ. 169 Μ.). Κάποτε, λ.χ. στον ^Αγαμέμνονα και στις Ευμενίδες^ προλογίζει ένα συμπληρωματικό πρόσωπο [nQoaomov προτατικόν), όπως ό εύνοΰχος των Φοινισσών. Αύτές ομως οί προλογικές ρήσεις προσφέρουν άριστοτεχνικά, πολύ πέρα άπό τον θεματικό προσανατολισμό, μιά μουσική εισαγωγή στήν ολη σύνθεση. Σέ έντονη άντίθεση μέ αύτά έρχονται οί άντίστοιχες κατατοπιστικές ρήσεις τοΰ Εύριπίδη, πού παίζουν ρόλο ((θεατρικού προγράμματος». Στήν εικόνα πού σχεδιάζουμε έδώ άποκτοΰν νόημα δταν τις συναριθμοΰμε μέ τούς άρχαϊσμούς, πού γενικά δέν λείπουν άπό τό έργο τοΰ ποιητή.^ Μέ τήν ερώτηση γιά τήν αρχική λειτουργία τοΰ υποκριτή συνάπτεται άναγκαστικά τό πρόβλημα σχετικά μέ τή σημασία της λέξης. Πάνω σ' αύτό σήμερα υπάρχει λιγότερη συμφωνία άπό δ,τι 1. Ό Webster, στήν άναθεωρημένη έκδοση τοΰ Pickard-Cambridge, Dith. Tr. Com. 61, παρατηρεί σχετικά μέ τήν άρχή των Ίκετίδων και των /Ιερσών: ((καινοτομία πιο πολύ, παρά επιβίωση». Αύτό είναι σωστό άπό τήν άποψη δτι και στίς δύο περιπτώσεις τήν εκθεση τοΰ θέματος τήν εχει αναλάβει ό χορός. 2. Ή προσπάθεια τοϋ F. Marx, RhM 77 (1928) 337, νά υποτιμήσει τήν άξία της μαρτυρίας είναι άτυχής. 3. Τόν άρχαϊκό χαρακτήρα των προλόγων τοϋ Εύριπίδη τόν τόνισαν, άνάμεσα σέ άλλους, οί Ο. Krausse, De Euripide Aeschyli instauratore (διατρ.), Ίένα 1905, 192· J. M. Stahl, RhM 69 (1914) 591" Flickinger, 299· W. Nestle, δ.π. 124. Διαφορετική άποψη εχει ό Schmid, 3, 772> Ό l^ohlenz, 1, 432, διαπιστώνει δτι ή ελάχιστα δραματική μορφή τοϋ προλόγου επικρατεί άπόλυτα στά όψιμα δράματα τοΰ Εύριπίδη, και αύτό τό άποδίδει γενικά στούς άρχαϊσμούς πού εμφανίζει αύτό τό στάδιο δημιουργίας τοΰ ποιητή.
97
ΘΕΣΠΗΣ
παλαιότερα. Το ρήμα νποκρίνεσΘαι χρησιμοποιείται ήδη στον "Ομηρο (Η 407, β 111) με τή σημασία «άπαντώ», παράλληλα όμως έμφανίζεται και ή σημασία «ερμηνεύω, διευκρινίζω» (Μ 228, τ 535). Ώ ς βασική σημασία δίνεται στήν Griech. Grammatik (2, 525) των Schwyzer-Debrunner: «εκφράζω μιά γνώμη άπό τά βάθη τής καρδιάς, άπδ τά μύχια». ^ "Ενα χωρίο όπως τό ο 170 μπορεί να φωτίσει καθαρά τή σημασιολογική εξέλιξη προς το «άποκρίνομαι». Στα άττικά, αύτή ή σημασία μαρτυρεϊται άρκετά νωρίς στο προευκλείδειο έπίγραμμα IG Ρ 410 (όπου φυσικά πρέπει νά συνυπολογιστεί και ή έπική έπίδραση)· ωστόσο ό Πλάτων {Τίμαιος 72b: τής ÖL' αινιγμών ούτοι φήμης και φαντάσεως ύποκριταΐ [έρμηνευτές αινιγματικών φωνών και φαινομένων]) δείχνει δτι ή χρήση πού ήταν πλησιέστερα στή βασική σημασία εμενε εντελώς ζωντανή. Επίσης, καθώς ό ορος υποκριτής έδραιωνόταν στήν κοινή χρήση με τή σημασία «ήθοποιός», μπορούσε κανείς, δπως δείχνουν ό Λουκιανός {Ένύπνιον 17' 'Αληθής 'Ιστορία 2, 33) και δ Φιλόστρατος [Βίος 'Απολλώνιου 2, 37), νά άνατρέχει παράλληλα και στήν άλλη σημασία. 'Ιδιαίτερη μνεία άξίζει σ' αυτό τό σημείο τό άπ. 140b του Πινδάρου {άλίου δελφίνος ύπόκρισιν), γιά τό όποιο δ Wilamowitz στό βιβλίο του γιά τον Πίνδαρο (502) παρατηρεί: «Εϊναι αμφίβολο αν ή λ. υποκριτής δηλώνει αυτόν πού άποκρίνεται». Με τή σημασία «ήθοποιός» ή λέξη έμφανίζεται πρώτα στόν 'Αριστοφάνη {Σφ. 1279)· λίγο νωρίτερα φτάνουμε αν μπορούμε νά δεχτούμε αύτό πού θεωρεί πιθανό δ Pickard-Cambridge {Festivals 126), δτι δηλαδή ή έπιγραφή IG Π^ 2318 (μέσα του 4ου αιώνα) άποδίδει πιστά τή φρασεολογία τών κρατικών άρχείων. Τότε μέ τή λέξη υποκριτής φτάνουμε ώς τό 449, δπότε χρονολογείται δ πρώτος άγώνας υποκριτών. Πάντως, ή λέξη έμφανίζεται τόσο άργά, ώστε είναι άδύνατη μιά δραστική άπόφαση ανάμεσα στις σημασίες «άποκριτής» και «ερμηνευτής», και ετσι τά μέτωπα παραμένουν τό ενα άπέναντι στό άλλο σέ αμείωτη άντίθεση. Παρ' δλα αύτά, μιά δήλωση δπως του Κ. Reinhardt^ δείχνει δτι τά τελευταία χρόνια υποστηρίζεται 1. Γιά ερμηνεία τών έπιμέρους χωρίων σέ μιά προσπάθεια γιά τή διαπίστωση σημασιολογικής εξέλιξης, βλ. Α. Lesky, Studi in onore di Enrico Paoli, Φλωρεντία 1955, iß9=Gesammelte Schriften 239. 2. Aischylos als Regisseur und Theologe, Βέρνη 1949, 10. Παλαιότερη βιβλιογραφία στ6ν Α. Müller, Lehrbuch der griechischen Bühnenal-
98
ΘΕΣΠΗΣ
περισσότερο ή δεύτερτ) άπο τΙς σημασίες πού δόθηκαν πιο πάνω: άπέναντι στο χορό στέκεται ό ήθοποιός, δηλαδή ό «άποκριτής» ή «ερμηνευτής» (ενα εύρημα άπό τον Πίνδαρο μείωσε τις πιθανότητες της σημασίας «άποκριτής»). Επομένως, δικαιώνεται και πάλι ή διαμαρτυρία του Bywater (Ποιητ. 1449a 15) γιά τή συνηθισμένη στά χρόνια του άποδοχή της σημασίας «άποκριτής». 'Εννοείται δτι δεν άναφερόμαστε στον έρμηνευτή των λόγων του ποιητή άλλά στον εισαγωγικό πληροφοριακό εισηγητή του δράματος. Αύτό συνδυάζεται με τό τόσο σημαντικό γιά μας χωρίο του Θεμίστιου, ένώ δεν διαθέτουμε καμία μαρτυρία δτι ή άπόκριση του υποκριτή ξεχώριζε ώς ιδιαίτερη δραστηριότητά του. Τά προλογικά πρόσωπα του Εύριπίδη είναι πραγματικά υποκριταΐ μέ τήν έννοια πού θεωρούμε εδώ πιθανή. Τό άρθρο στή Σούδα μας πληροφορεί δτι δ Θέσπης στήν άρχή tcrtümer 1886, 170, καΐ στον Schmid, 2, 58. Τή σημασία «έρμηνευτής» υποστηρίζουν οί: Α. Lesky, WS 47 (1929) 13, 33=ο.π. 91, 33, καΐ στή μελέτη πού μνημονεύεται στήν προηγούμενη υποσημείωση· G. Thomson, Aeschylus and Athens, Λονδίνο 1941 [έλλην. μετ. Γ. Βιστάκης,Άθήνα 1954], μέ κάπως προβληματική προέκταση στο χώρο της εθνολογίας" Η. Koller, "llypokrisis und Hypokrites», ΜΗ 14 (1957) 100" Η. Schreckenberg, Δράμα, Würzburg 1960, 111, ό όποιος δμως ^χει άδικο στον ισχυρισμό του δτι ή τραγωδία έμεινε γιά μεγάλο χρονικό διάστημα άποκλειστικά ορχηστική· Br. Zucchelli, ^'Υποκριτής. Origine e storia del termine», Studi grammaticali e linguistiei 3, Μιλάνο 1963 (τό 1962 δημοσιεύτηκε ώς μελέτη τοϋ 'Ινστιτούτου Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Γένο(iaç), ό όποιος δίνει μιά Ικανοποιητική έπισκόπηση τοϋ όλου προβλήματος, άλλά προτιμά νά συσχετίσει τόν «έρμηνευτή» μέ τό ρόλο, επομένως και μέ τό λόγο τοϋ ποιητή· J. Rode, Untersuchungen zur Form des aischyleiHchen Chorliedes (διατρ.), Τυβίγγη 1965, 216. Ό Pickard-Cambridge, στήν πρώτη έκδοση τοϋ Dith. Tr. Com. ('Οξφόρδη 1927, 110), κράτησε έπιφυλακτική στάση, ένώ στήν πρώτη έκδοση τοϋ Festivals ('Οξφόρδη 1953, 131) υποστήριξε πολύ πιο αποφασιστικά τή σημασία «άποκριτής». 'Αντίθετα, οι άναθεωρητές της δεύτερης έκδοσης τοϋ έργου (σ. 126, 5, μέ τή σχετική βιβλιογραφία, καΐ 131) προτιμούν, άν καΐ μέ κάποιο δισταγμό, τή σημασία «έρμηνευτής, παρουσιαστής». Γιά τή σημασία «άποκριτής» έχουν έκφραστεϊ πρόσφατα ό Patzer, 127, 4, καΐ ό Else, 58. Κάπως άπομονωμένοι στέκουν ό Α. von Blumenthal, Gnomon 19 (1943) 33, 2, πού απορρίπτει Βέβαια τή σημασία «άποκριτής», άλλά σέ ένα σχετικό χωρίο τοϋ Θουκυδίδη (7, 44, 5) δίνει μιάν άβάσιμη ερμηνεία, και ό Κ. Kerényi, ό όποιος στό Îpyo του Streifzügen eines Hellenisten, Ζυρίχη 1960, 43, για τό νποκρίvtaOaL δέχεται ώς πρωταρχική σημασία: « Ή άπόκριση —λόγος και συμπεριφορά— σύμφωνα μέ τήν άληθινή ούσία, σύμφωνα μέ τόν άπαραχάρακτο τρόπο της εσώτερης κρυμμένης αλήθειας...»
99
ΘΕΣΠΗΣ
αλειφόταν μέ ψί,μύθι,ο, ύστερα κάλυπτε το πρόσωπο του μέ άδράχνη καΐ τέλος έπινόησε το προσωπείο άπό καθαρό λινάρι (εν μόν// οθόνη). Ή τελευταία αύτή μαρτυρία θά μπορούσε νά άναφέρεται, σέ άπλά πάνινα προσωπεία δίχως χρώμα, ^ και. ετσι θά μπορούσαμε νά θυμηθοΰμε τά άπέριττα γυναικεία προσωπεία μέ τή λευκή επίχριση πού άπεικονίζονται σέ μιά οινοχόη άπο την άθηναϊκή άγορά (Pickard-Cambridge, Festivals, είκ. 32). Μέ κανέναν δμως τρόπο δεν θά μπορούσε νά οδηγήσει αύτή ή πληροφορία στήν ύπόθεση δτι πρώτος ό Θέσπης έφεΰρε τό προσωπείο, πού ήταν στήν πραγματικότητα πανάρχαιο έξάρτημα. Εύλογα παρατηρεί ό Webster (στον Pickard-Cambridge, Dith. Tr. Com. 80) δτι ή Σούδα, ή ή πηγή της, πιθανότατα συμπίεσε σέ ένα χρονολογικό σχήμα διάφορες παλαιές μορφές άμφίεσης, πού χρησιμοποιούνταν σέ χορούς και δραματικές παραστάσεις. ^ Δέν μπορούμε νά ξέρουμε αν ήδη ό Θέσπης πέρασε άπό τό τροχαϊκό τετράμετρο στό ιαμβικό τρίμετρο, επειδή ή γνησιότητα τών άποσπασμάτων είναι ύποπτη. ΚαΙ δσο για τό γνωστό χωρίο τού 'Οράτιου {Ars ρο. 276), πού μετέβαλε τό «"Αρμα Θέσπιδος» σέ έκφραση παροιμιακή, δέν μπορούμε στά σοβαρά νά σκεφτούμε, όπως λ.χ. ό Flickinger (19), δτι έννοεΐ μιά τροχοφόρα περιοδεύουσα σκηνή. Ή σύγχυση στήν πηγή τού Όρατίου προήλθε άπό ενα πανάρχαιο έθιμο στις άνοιξιάτικες λατρευτικές έκδηλώσεις, δπως μαρτυρεί ή Σούδα: τά εκ τών αμαξών σκώμματα. 1. "Αλλες δυνατότητες στον Pickard-Cambridge, Dith. Tr. Com. 79. 2. Ό Webster, δ.π. 80, δίνει εναν πίνακα άπο μνημεία μέ διάφορα στοιχεία άμφίεσης άπο τήν περίοδο του Θέσπη" για το ϊδιο θέμα βλ. και τό Monuments. Λιγότερο πειστικά στον Pickard-Cambridge, Festivals 191, συσχετίζεται ή μαρτυρία της Σούδας μέ διάφορες άπόπειρες τοΰ Θέσπη νά άντιπαρατεθεϊ ό ϊδιος, ώς ύποκριτής πιά, φορώντας προσωπείο, στό χορό, πού τό χρησιμοποιούσε άπό τήν πρώτη άρχή.
100
Γ ΧΟΙΡΙΛΟΣ, ΦΡΥΝΙΧΟΣ, ΠΡΑΤΙΝΑΣ
Mtà ομάδα έπιγραφών, πού μας παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες γιά χρονολογίες παραστάσεων στήν 'Αθήνα, προέρχονται πιθανότατα άπο ενα ναϊκό κτίσμα, τό όποιο 'ίδρυσε, τον 3ο αιώνα π.Χ., κάποιος ευκατάστατος πολίτης πού ένδιαφερόταν γιά τό πολιτισμικό παρελθόν της πόλης του. Τά κείμενα, πού άνάγονται σε επίσημα άρχεϊα, τά άνασυγκρότησε άξιοθαύμαστα άπό εναν τεράστιο άριθμό αποσπασμάτων ό Α. Wilhelm και τά πραγματεύτηκε στο βιβλίο του Urkunden dramatischer Aufführungen in Athen (1906).^ Μετά τη δημοσίευση τους στις IG I P έχουν όριστικά πια τώρα εκδοθεί στόν Pickard-Cambridge, Festivals 101, αν νέα ευρήματα δεν προσφέρουν άλλες συμπληρώσεις. Οί ονομαζόμενοι Fasti {IG I P 2318) δίνουν, κάτω άπό τό ονομα του επώνυμου άρχοντα, γιά τούς διθυραμβικούς άγώνες παίδων καΐ άνδρών τη νικήτρια φυλή και τό χορηγό, γιά τήν κωμωδία και τήν τραγωδία τό όνομα τοΰ νικητη χορηγού και του ποιητή. Ά π ό τό πρόβλημα αν γιά τή χαμένη άρχή της επιγραφής θά έπρεπε να συμπληρωθούν δύο ή τρεις στήλες εξαρτάται ό προσδιορισμός τής άρχής έκείνου τοΰ κρατικού εορταστικού προγράμματος πού, μέ μερικές άλλαΙγές, ίσχυσε έπι αιώνες. Τό έ'τος 502/1, πού θά μας οδηγούσε στήν πρώτη περίοδο τής νεόδμητης δημοκρατίας, είναι πολύ πιθανό, άλλά δέν μπορεί νά βεβαιωθεί τελεσίδικα. Οί ονομαζόμενες Διδασκαλίες δίνουν {IG I P 2319-23) τις δραματικές παραστάσεις γιά τά Διονύσια και τά Αήναια. "Άν ύποθέσουμε ότι αύτή ή έπιγραφή ήταν άναρτημένη στόν εσωτερικό τοίχο του ναίσκου, οι πίνακες των νικητών παίρνουν τή θέση τους στό έπιστύλιο ή πάνω άπό αύτό, ετσι πού ό παρατηρητής, χάρη στή γειτνίαση των δύο επιγραφών, μπορούσε νά εχει καλή εποπτεία. Αύτοι οί πίνακες τών νικητών (τά κατάλοιπα άνασυντέθηκαν άπό 41 1. Τήν καλύτερη εισαγωγή σ' αύτό τό δύσκολο ύλικό άποτελεϊ άκόμη και τώρα ή βιβλιοκρισία τοΰ Ε. Reisch {Zeitschrift für österr. Gymn. 58, 1907, 289) γιάτό βφλίο τοϋ Wilhelm· τώρα: Η. J. Mette, Urkunden dramatischer Aufführungen in Griechenland (Texte und Kommentare 8), Βερολίνο 1977. Πρβ. και Flickinger, 318" Α. Körte, Hermes 73 (1938) 124, καΐ ιδιαίτερα Pickard-Cambridge, Festivals 101.
103
ΧΟΙΡΙΛΟΣ, Φ Ρ Γ Ν Ι Χ Ο Σ , Π Ρ Α Τ Ι Ν Α ί :
θραύσματα, κυρίως άπο τή νότια πλευρά της Ακρόπολης) έδιναν γιά τις δύο γιορτές τον ποιητή και τον ύποκριτή της τραγωδίας καΐ, κωμωδίας μέ τή διαδοχική σειρά της πρώτης τους νίκης, και μετά πρόσθεταν τον συνολικό άριθμό των νικών τους. Ό πίνακας τών τραγικών ποιητών γιά τά Διονύσια άρχίζει μέ τον Αισχύλο, πού νίκησε γιά πρώτη φορά τό 484 π.Χ. Πριν άπό αύτόν λείπουν περίπου δέκα σειρές, πού άντιστοιχουν σέ ισάριθμα ονόματα ποιητών. Μόνο λίγους άπό αυτούς γνωρίζουμε τόσο ώστε νά εΐ'μαστε σέ θέση νά δώσουμε κάποιες πληροφορίες. Ό Βίος του Αισχύλου (16) άναφέρει ως προδρόμους του μεγάλου τραγικού, μαζί μέ τον Θέσπη, τον Χοιρίλο καΐ τον Φρύνιχο. Ό Χοιρίλος παραμένει γιά μας εντελώς σκιώδης φυσιογνωμία. Μαρτυρίες στον 'Ησύχιο και στή Σούδα (λ. Χοιρίλος και Πρατίνας) τον άνεβάζουν χρονολογικά άρκετά υψηλά. Σύμφωνα μέ αύτές, έ'λαβε μέρος σέ δραματικό άγώνα γιά πρώτη φορά στήν 64η ολυμπιάδα (524/3-521/20), ένώ στήν 70ή ολυμπιάδα (500/499497/6) είχε άντιπάλους τον Πρατίνα και τον Αισχύλο. Τότε κατέρρευσαν οί κερκίδες {ικρια) τών θεατών —αύτό μπορεί νά άνταποκρίνεται στήν άλήθεια. Μέ τήν πρώτη μαρτυρία δέν συμφωνεί ή πληροφορία του Εύσέβιου σχετικά μέ τήν άκμή του Χοιρίλου τό 482. Μήπως κάποιος, επειδή δέν ήταν γνωστό τό έ'τος γεννήσεως, ειχε βασίσει τους υπολογισμούς του στήν πρώτη θεατρική εμφάνιση; "Οταν δ Βίος τοΰ Σοφοκλή (19) ανάμεσα στούς άντιπάλους του ποιητή ονομάζει και τον Χοιρίλο, προκύπτει μια άσυνήθιστα μακρά περίοδος δημιουργίας. "Ισως, συμφωνώντας μέ τόν Schmid (2, 170, 1), πρέπει να υποθέσουμε ότι τό συνηγωνίσατο (ήταν άντίπαλός του γιά τό πρώτο βραβείο) τοΰ Βίον είναι παρανόηση μιας είδησης πού μας διασώθηκε στή Σονόα, στο λήμμα Σοφοκλής. Σύμφωνα μέ αύτήν, ό ποιητής εγραψε τή μελέτη του γιά τό χορό προς Θέσπιν καΐ Χοιρίλον άγωνιζόμενος. Οι πληροφορίες τών λεξικογράφων ότι ό Χοιρίλος είχε γράψει 160 έ'ργα και κέρδισε 13 πρώτες νίκες άξίζουν κάποια εμπιστοσύνη μόνο ως πρός τόν δεύτερο άριθμό, έπειδή μπορούν νά άναχθοΰν σέ σημειώσεις διδασκαλιών. Οΰτε ό μοναδικός γνωστός τίτλος τραγωδίας Άλότιη οΰτε τά δύο μοναδικά άποσπάσματα μέ τις αινιγματικές μεταφορές γης όστοΐσιν και γης φλέβες μας επιτρέπουν νά συλλάβουμε άτομικά χαρακτηριστικά. Εντελώς άνεπιβεβαίωτη παραμένει ή πληροφορία δτι ό Χοιρίλος εισήγαγε καινοτομίες στά
104
ΧΟΙΡΙΛΟΣ, ΦΡΓΝΙΧΟΣ, Π Ρ Α Τ Ι Ν Α ί :
προσωπεία καί στις ένδυμασίες των υποκριτών. Γιά τον κωμικό στίχο ήνίκα μεν βασιλεύς ήν Χοιρίλος εν σατύροις, παρά την άντίθετη γνώμη του Schmid (2, 170, 1), πρέπει νά διατηρήσουμε την υποψία δτι άναφέρεται σέ κάποιον συνονόματο του.^ Γιά τή φυσιογνωμία του Φρυνίχου, γιου του Πολυφράσμονα, μπορούμε νά συγκεντρώσουμε περισσότερα στοιχεία.^ Σύμφωνα με τό άρθρο της Σούδας, νίκησε στήν 67η ολυμπιάδα (512/511509/8): αύτη πρέπει νά ήταν ή πρώτη του νίκη. Ό Πλούταρχος {Θεμ. 5) άναφέρει μιά νίκη μέ χορηγό τον Θεμιστοκλή καί, άρχοντα τον 'Αδείμαντο (476). Το άρθρο τής Σούδας^ εισάγει την άπαρίθμηση των έργων του μέ την έξης φράση: τραγωδίαι ôè αυτού είσιν εννέα αύται. Άκολουθοΰν οΐ τίτλοι Πλενρώνιαι, Αιγύπτιοι," Ακταίων, "Αλκηστις, 'Ανταίος η Αίβνες, Δίκαιοι η Πέρσαι ή Σννθαικοι, Δαναΐδες. Σ' αύτη την ομάδα πολλά σημεία είναι άβέβαια. Ό πρώτος τίτλος βρίσκεται έξω άπο τήν άλφαβητική σειρά. 'Εδώ μπορεί νά βοηθήσει ή σύμφωνα μέ τό μύθο συμπλήρωση του Fr. Marx^ <Αλθαία ή>. Ή άνακριβής άλφαβητική άπαρίθμηση θα έβρισκε κάποιο στήριγμα στους δύο τελευταίους τίτλους. Άφοΰ τό έργο δύσκολα μπορεί νά διαδραματιζόταν στήν Πλευρώνα—αν ή συμπλήρωση είναι σωστή— πρέπει νά σκεφτούμε γιά τό χορό αιχμάλωτες γυναίκες άπό αύτή τήν πόλη. 'Ιδιαίτερα δύσκολη είναι ή κρίση μας γιά τούς τρεις τίτλους πού μνημονεύονται στήν προτελευταία θέση και άναφέρονται στό ϊδιο δράμα. Δέν έχει πολύ νόημα έδώ νά βασιστούμε στήν τολμηρή διόρθωση Δίκτυς ή Περσεύς καί νά δούμε στους Συνθώκους τούς άπολιθωμένους συντρόφους του βασιλιά Πολυδέκτη.^ Έ ξ ί 1. Πρβ. Pickard-Cambridge, Dith. Tr. Com. 68. 2. Γιά τή μορφή του ονόματος βλ. Schmid, 2, 170, 8. Ή Σούδα προσφέρει δύο άλλες παραλλαγές γιά τό πατρώνυμο: Μίνυρος καΐ Χοροκλής· χωρίς έχέγγυα, βέβαια, άφοΰ ό γιος του Φρυνίχου Πολυφράσμων πήρε, φυσικά, τό δνομα του πάππου του. 3. Σχετικά βλ. Cantarella, Eschilo 288, καί Α. ν. Blumenthal, RE 20 (1941) 911. 4. RhM 77 (1928) 340. 5. Αύτο προτείνει, προσθέτοντας τό «ίσως», ό Howald, 45. Παρόμοια ό Α. ν. Blumenthal, RE 20 (1941) 913, μέ τό Δανάη ή Περσεύς ή Σύνθωκοι. Ό Cantarella, Eschilo 230, μετατοπίζει τό δεύτερο ή, àXkà τό αποτέλεσμα του, Σννθωκοι ή Ααναΐδες, διαταράσσει τήν άλφαβητική σειρά. Ωστόσο, Πέρσαι πρέπει νά ήταν ή Μιλήτου άλωσις, άν μέ αύτή τή φράση ό 'Ηρόδοτος δίνει μόνο τό περιεχόμενο και οχι τόν τίτλο του έργου.
105
ΧΟΙΡΙΛΟΣ, Φ Ρ Γ Ν Ι Χ Ο Σ , Π Ρ Α Τ Ι Ν Α ί :
σου ριζί,κή λύση είναι νά άπαλείψουμε, δπως ό Schmid (2, 171, 9), τά δύο ή άνάμεσα στούς τρεις τίτλους. 'Οπωσδήποτε, έτσι θά μπορούσαμε νά άποδεχτοΰμε τήν πιθανότητα μιας μετακίνησης άπό τον προηγούμενο διπλό τίτλο, και νά εχουμε το κέρδος νά άνακαλύψουμε στην άπαρίθμηση τά έννέα δράματα πού μνημονεύει ή εισαγωγική φράση της Σούδας. Τί γίνεται δμως τότε μέ τήν άλφαβητική σειρά; Τό πρόβλημα περιπλέκεται άκόμη περισσότερο, επειδή πρέπει νά συνεκτιμηθεί καΐ ή θεωρία πού εχουμε μαρτυρημένη γιά τις Φοίνισσες, έ'ργο πού μπορεί κάλλιστα νά χρονολογηθεί το 476, έ'τος της χορηγίας του Θεμιστοκλή. Στο κεφάλαιο γιά τον Θέσπη εξετάσαμε αύτο πού μας παραδίδει ή Υπόθεση των Περσών του Αισχύλου ώς μαρτυρία του Γλαύκου του Ρηγίνου γιά τον πρόλογο του εύνούχου, πού τακτοποιεί τά καθίσματα γιά τούς συμβούλους του βασιλιά/ άνιστορώντας, άπο τήν άρχή κιόλας, τήν ήττα του Ξέρξη. "Αν αύτο τό συνδυάζαμε με τον ισχυρισμό του Γλαύκου δτι ό Αισχύλος εγραψε τούς Πέρσες του μέ βάση τό εργο του Φρυνίχου, τότε και γι' αύτο τό δράμα προσφέρεται ώς κεντρικό θέμα ή ήττα στή Σαλαμίνα. 'Ακριβώς δμως τό δτι στο παλαιότερο δράμα ή ήττα άνακοινωνόταν στήν άρχή του έ'ργου, άφαιροϋσε άπό τή συνέχεια Ινα στοιχείο έντασης. Ό θρήνος θά άποτελοΰσε τό κύριο περιεχόμενο τών Φοίνισσών. "Ενα σχόλιο του 'Αμμώνιου στό Φ 111 {Ρ. Oxy. 2, άρ. 221) πρόσφερε υπολείμματα άπό δύο τροχαϊκά τετράμετρα, πού θέλησαν νά τά διαβάσουν ετσι: πρ]ωΐην όεείλην πλείο[νες ]ίων/ανόρες εκτείνοντο όψί]ην ες δειέλην.^ Ό Fr, Marx, σέ ενα ελάχιστα έπιτυχημένο 1. 'Απαράδεκτη είναι ή επιχειρηματολογία τοϋ Ρ. Arnott, Scenic Conventions 70, στήν προσπάθεια του νά παραμερίσει εντελώς τον πρόλογο του εύνούχου. 2. Ό λόγος είναι γιά κείνους πού έπεσαν το πρωί και άργά το δειλινό. Προσπάθειες γιά συμπλήρωση έγιναν άπό τούς Η. Diels, RhM 56 (1901) 29· Fr. Marx (βλ. επόμενη σημείωση) 357' Α. ν. Blumenthal, RE 20 (1941) 916. Εύχαριστώ θερμά τόν Η. Erbse γιά τή σημαντική πληροφορία οτι μιά καινούρια έπισταμένη έξέταση τοϋ παπύρου τοΰ έδωσε άποφασιστικά στοιχεία γιά τήν άπόρριψη δλων τών συμπληρώσεων πού προτάθηκαν ώς τώρα. Σχετικά μέ τούς ίωνισμούς τοϋ κειμένου, ή έρμηνεία τοΰ Η. Dials οτι πρόκειται γιά αρχαϊσμούς τοΰ Φρυνίχου, πού έδειχνε άλλωστε μιά άδυναμία γιά τά ιωνικά στοιχεία, πρέπει νά προτιμηθεί άπο τήν άποψη τοΰ Fr. Marx, πού υποθέτει δτι ομιλητής ήταν ένας άπό τούς έμπιστους "Ιωνες της περσικής αυλής.
106
ΧΟΙΡΙΛΟΣ, ΦΡΓΝΙΧΟΣ, Π Ρ Α Τ Ι Ν Α ί :
άρθρο^, ξεκινώντας άπό λαθεμένη κρίση σχετικά μέ τήν τεχνική των προλόγων, θεώρησε τις Φοίνισσες^ άντίθετα με τη γνώμη του Γλαύκου, μεταγενέστερες άπό τους Πέρσες, και προσπάθησε νά συσχετίσει τούς στίχους μέ τή ναυμαχία στη Μυκάλη. Στηρίχτηκε γι' αυτό στόν 'Ηρόδοτο 9, 101: τον δε εν Μνκάλγ} περί όείλην. Πολύ σωστά όμως ό Pohlenz (2, 25) παρέθεσε τά χωρία πού μαρτυρούν και για τή Σαλαμίνα ότι δ άγώνας συνεχίστηκε ως τις βραδινές ώρες. "Ετσι καταρρέουν στό μεγαλύτερο τους μέρος οΐ άνασυνθετικες προσπάθειες του Fr. Marx και του Fr. Stoessl, ό όποιος δέχτηκε τήν υπόθεση της Μυκάλης. Τά υπολείμματα όμως των δύο στίχων είναι πολύτιμα και γιά εναν άλλο λόγο : δείχνουν δτι, υστέρα άπό τήν όλοφάνερα σύντομη άναφορά στήν ήττα της Σαλαμίνας, ό εύνοΰχος εδινε στόν πρόλογό του μιά διεξοδική άφήγηση. Τόν κύριο χορό τόν άποτελοΰσαν γυναίκες άπό τή Σιδώνα (άπ. 9 και 10 Ν.), κάτι πού τό καταλαβαίνουμε εύκολα, έχοντας υπόψη τό ρόλο πού έπαιξαν οΐ Φοίνικες στόν περσικό στόλο. Γιά τούς συμβούλους δμως μένει άνοιχτή ή δυνατότητα νά σκεφτούμε βουβά πρόσωπα, στόν τύπο των δικαστών στίς Ευμενίδες, ή εναν δευτερεύοντα χορό, δπως των κυνηγών στόν 'Ιππόλυτο.'^ Επανερχόμαστε στό πρόβλημα αν υπάρχει κάποια σχέση άνάμεσα στόν τίτλο Δίκαιοι ή Πέρσαι ή Σννθωκοι και στις Φοίνισσες. Ό Lloyd-Jones (24) προσπαθεί νά τό λύσει υποθέτοντας κάποια σύγχυση μέ τά δράματα μιας τριλογίας: ό Γλαύκος ειχε κάμει λάθος· τό δράμα μέ τόν πρόλογο του εύνούχου ήταν έκεϊνο πού μνημονεύεται στή Σούδα μέ τρεις τίτλους, ενώ οι Φοίνισσες ήταν ενα άλλο δράμα της ϊδιας τριλογίας, πού γιά τό περιεχόμενό του δεν μπορούμε νά πούμε τίποτε. Ή ανάγκη να διορθωθεί ή μαρτυρία τού Γλαύκου είναι κάπως άμφίβολη, κ α ΐ γ ι ' αυτό, συμφωνώντας μέ τόν Fr. Marx (ο.π. 348) καΐ τόν Fr. Stoessl (ο.π. 159), θά προτιμούσα νά άφήσω άνοιχτή μιά δυνατότητα, πού δεν τήν άποκλείει και ό Lloyd-Jones: ότι καΐ οΐ τρεις τίτλοι στή 1. RhM 77 (1928) 337. 2.Έτσι ό J. Lammers, 60, σέ μιά διεξοδική πραγμάτευση των Φοινισσών, δπου παρατίθεται πολλή άπό τήν παλαιά βιβλιογραφία. Ό Τ. Β. L, Webster, στήν άναθεωρημένη έκδοση του Pickard-Cambridge, δ.π. 65, εξετάζει μιά λιγότερο πιθανή δυνατότητα, δτι οΐ σύμβουλοι άποτελοΰσαν τον κύριο χορό, ένώ οΐ γυναίκες άπό τή Φοινίκη εναν δευτερεύοντα,
107
ΧΟΙΡΙΛΟΣ, Φ Ρ Γ Ν Ι Χ Ο Σ , Π Ρ Α Τ Ι Ν Α ί :
Σούδα άναφέρονταί. στις Φοίνισσες. Γιά τήν υποστήριξη αύτήc της σκέψης μπορεί νά ειπωθεί οτι γιά τους Πέρσες και τις Φοίνισσες ή υπόθεση της ταύτισης είναι πολύ φυσική, ενώ οι Σύνθωκοί θά μπορούσαν νά υποδηλώνουν τη σύναξη τών συμβούλων πού μνημονεύει ό Γλαύκος. Οί Δίκαιοι δμως παραμένουν αινιγματικοί. Οί Φοίνισσες^ μαζι μέ τήν "Αλωση της Μιλήτου και τούς Πέρσες του Αισχύλου, μας δείχνουν τις άπόπειρες τών τραγικών, στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ., νά δραματοποιήσουν μεγάλα σύγχρονα γεγονότα. Αυτό ήταν δυνατό, άφοϋ και ό μύθος άντιμετωπιζόταν σάν ιστορία" ωστόσο, δεν επιτρέπεται νά παραβλέψουμε δτι έπαιξαν ρόλο και πολιτικοί παράγοντες, πού θά μπορούσε νά άποβοΰν επικίνδυνοι γιά τήν παραπέρα έξέλιξη της τραγωδίας. Ό Η. Τ. Wade-Gery^ προσπάθησε νά τοποθετήσει τήν παράσταση της "Αλωσης της Μιλήτου στά Διονύσια του 493, ώστε τό εργο νά άκολουθήσει, μέ πολύ μικρή άπόσταση, τήν πτώση της Μιλήτου το καλοκαίρι του 494.^ 'Απεναντίας, ή σύνδεση μέ τό 492 εχει περισσότερες πιθανότητες, επειδή τό Ιργο πέφτει μέσα στο χρόνο πού ήταν άρχων ό Θεμιστοκλής, και έτσι εχουμε τό δικαίωμα νά ύπολογίσουμε τήν άμεση επίδραση του πολιτικού στή δημιουργία καΐ τήν παράστασή του.^ ΚαΙ αύτό άκόμη περισσότερο, άφοΰ, σύμφωνα μέ δλες τις πιθανότητες, τό εργο πού παραστάθηκε τό 476 μέ χορηγό τον Θεμιστοκλή ήταν οί Φοίνισσες, όπως υπέθεσε πρώτος ό Bentley. Ό 'Ηρόδοτος (6, 21) μας πληροφορεί δτι οί 'Αθηναίοι τιμώρησαν τον Φρύνιχο γι' αύτό του τό έ'ργο μέ πρόστιμο 1.000 δραχμές, ποσό οχι υπερβολικά ύψηλό. Τό σημαντικό είναι, άν πιστέψουμε τον ιστορικό, δτι οί 'Αθηναίοι μέ αύτό τον τρόπο ξεθύμαναν, γιατί ό ποιητής τούς θύμισε οΐκήϊα κακά. Φυσικά, δεν μπορεί να άποκλειστεϊ εντελώς ή υποψία δτι εδώ κρυβόταν κάποια πολιτική εχθρότητα άπέναντι στον Θεμιστοκλή.^ Πολλά θά δίναμε γιά νά μπορέσουμε νά προσδιορίσουμε κά1. Essays in Greek History, 'Οξφόρδη 1958, 177. 2. Πόσο λίγο πειστικό είναι αύτό, τό εδειξε ό W. G. Forrest, CQ η.s. 10 (1960) 235. 3. Αύτη είναι ή γνώμη καΐ του Podlecki, 14. 4. Πρβ. Lloyd-Jones, 22. Ό G. Freymuth θέλει νά άπομακρύνει άπό τό έργο κάθε πολιτική σκοπιμότητα: «Zur Μιλήτου "Αλωσις des Phrynichos», Philologus 99 (1955) 51.
108
ΧΟΙΡΙΛΟΣ, ΦΡΓΝΙΧΟΣ, Π Ρ Α Τ Ι Ν Α ί :
πως ακριβέστερα τη σχέση των Αιγυπτίων και, των Δαναίδων μέ την τριλογία του Αισχύλου. Το σχόλιο στον 'Ορέστη 872 του Εύριπίδη άναφέρει δτι στο πρώτο άπό τά δύο αύτά δράματα ό Αίγυπτος ερχόταν μαζι μέ τούς γιούς του στο "Αργός. Αύτό μπορεί νά συσχετιστεί μόνο μέ τήν καταδίωξη των Δαναΐδων, και επομένως υποδηλώνει κάποια θεματική συγγένεια μέ τον Αισχύλο. Ά φοϋ και τά δύο δράματα άνήκουν στον 'ίδιο μύθο, τίθεται τό έρώτημα άν είναι μέρη μιας τριλογίας. Αίγο πιο πάνω συναντήσαμε τήν υπόθεση του Lloyd-Jones γιά μιά τριλογία μέ θέμα τούς περσικούς πολέμους: 6 ϊδιος μελετητής δοκιμάζει (29) νά προσαρτήσει και το δράμα τοϋ Γύγη (βλ. παρακάτω) σέ μιά τριλογία. Και γιά τις δύο ύποθέσεις δημιουργούνται πολλές έπιφυλά-. ξεις, άλλά οί Αιγύπτιοι και οί Δαναίδες θέτουν σοβαρά υπό συζήτηση τήν πιθανότητα μιας συνεχόμενης τριλογίας. Είναι λυπηρό νά μήν μπορούμε νά άποφασίσουμε ποιος ήταν ό δημιουργός αύτής της μεγαλόπρεπης δραματικής σύνθεσης. Μετά τήν άναγκαστική άναχρονολόγηση τών Ίκετίδων^ ή έμφάνισή της έπισημαίνεται γιά πρώτη φορά μέ τή θηβαϊκή τριλογία τοϋ 467, ενώ έ'χουν αποτύχει δλες οί προσπάθειες νά ενταχθούν οΐ Πέρσες (472 π.Χ.) του Αισχύλου σέ ένα τριλογικό σύνολο. "^Αν πραγματικά ό Φρύνιχος σύνθεσε συνεχόμενες τριλογίες, παραμένει ή πιθανότητα νά δανείστηκε αύτήν τή μορφή άπό τον Αισχύλο, καλλιτεχνικό άντίπαλό του για μεγάλο χρονικό διάστημα.^ Γιά χ^ν"Αλκηστη^ μέ βάση τό σχόλιο τοϋ Σέρβιου στήν^ίνείάδα τοϋ Βιργίλιου 4, 694: αΐίί dicunt Euripidem Orcum in scaenam inducer e gladium fer entern, quo crinem Alcestidi abscindat, et Euripidem hoc a Phrynicho (διόρθωση πειστική τοϋ Ο. J a h n άπό τά phenico Τ, και poenia F) antiquo tragico niutuatum,^ καΐ τό άπ. 2 Ν., καθώς και τό γεγονός ότι ό Θάνα1. Άριστοφ. Βάτρ. 1299. Γιά τό δλο πρόβλημα βλ. Ρ. Wiesmann, Das Problem der tragischen Tetralogie (διατρ.), Ζυρίχη 1929' M. Delcourt, «La tetralogie et la trilogie attique», AC 7 (1938) 31· M. Untersteiner, Origini 285' C. del Grande, Hybris 120· T. Krischer, Das Problem der trilogischen Komposition und die dramaturgische Entwicklung der attischen Tragödie (διατρ.), Φραγκφούρτη I960· Η. Steinmetz, Die Trilogie : Entstehung und Struktur einer Grossform dès deutschen Dramas nach 1800, Χαϊδελβέργη 1968. 2. ("Αλλοι Ισχυρίζονται δτι ό Εύριπίδης παρουσίασε στή σκηνή τον Θάνατο μέ ξίφος στο χέρι, γιά νά κόψει ενα βόστρυχο της "Αλκηστης, και δτι
109
ΧΟΙΡΙΛΟΣ, Φ Ρ Γ Ν Ι Χ Ο Σ , Π Ρ Α Τ Ι Ν Α ί :
τος, ώς μορφή καΐ ονομα, εμφανίζεται μόνο στον πρόλογο και τον επίλογο του έργου του Εύριπίδη, συμπέρανα^ οτί. και αύτό τό δράμα μιμήθηκε, ως εναν μεγάλο βαθμό, το εργο του Φρυνίχου. Ό Θάνατος εμφανιζόταν στην άρχή του έργου γιά νά πάρει τήν "Αλκηστη, και εξασφάλιζε τήν κατοχή της κόβοντας μιά τούφα μαλλιά. ' Η λύτρωση ερχόταν μέ τον 'Ηρακλή, πού νικούσε τον Θάνατο. Και ή έξαπάτηση των μεθυσμένων Μοιρών άπο τον 'Απόλλωνα, δπως μνημονεύεται στις Ευμενίδες (723) του Αισχύλου και στήν "Αλκηστη (12, 32) του Εύριπίδη, θά μπορούσε νά προέρχεται άπο τον Φρύνιχο. Ό πί^οίχοίς των έργων του Φρυνίχου διακόπτεται στο γράμμα Δ, καΐ επομένως πρέπει άρχικά νά περιλάμβανε πολύ περισσότερα. Έκτος άπο τά δύο Ιστορικά έ'ργα, θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε, χάρη στον 'Ησύχιο (λ. εφεόρανα), και εναν Τάνταλο, ενώ το συμπέρασμα γιά κάποιον Τρωίλο, μέ βάση το άπ. 13 Ν., είναι έντελώς άβέβαιο. Δεν μπορούμε νά ποΰμε άν άνάμεσα στους γνωστούς τίτλους βρίσκεται κανένας άπο σατυρικό δράμα' πάντως, μιά τέτοια ύπόθεση έ'χει έκφραστεΐ γιά τον Ανταίο, άλλά θά ήταν βιαστικό νά συναγάγουμε τό Ι'διο και γιά τ^ν"Α?ικηστη, βασισμένοι σέ στοιχεία του έργου πού μας φαίνονται κωμικά. Γιά τό δράμα τοϋ Γνγη, άπο τό όποιο μας έ'χουν σωθεϊ 16 στίχοι, ό Lloyd-Jones (24) άποδέχεται τήν ύπόθεση τών Lobel και Page ότι μπορεί νά προέρχεται άπό τόν Φρύνιχο. Αύτή ή απόδοση συγκρούεται μέ εκείνη πού τοποθετεί τό έργο στον 4ο αιώνα π.Χ. ή στήν έλληνιστική περίοδο, κι αύτό είναι ένα θλιβερό σημάδι της άβεβαιότητάς μας. Μέ αύτή τήν άποψη συντάσσομαι και εγώ και πραγματεύομαι τό πρόβλημα πιο κάτω. "Οσο καιρό τοποθετούσαμε τις Ικέτιδες του Αισχύλου στήν περίοδο γύρω άπό τή ναυμαχία της Σαλαμίνας ή 'ίσως και τή μάαύτο το στοιχείο ό Εύριπίδης τό δανείστηκε άπο τον Φρύνιχο, τον άρχαΐο τραγικό.) 1. «Alkestis, der Mythus und das Drama», SBAW 203/3 (1925) 63. Ό L. Weber, Euripides Alkestis, Λιψία 1930, καΐ «Φρυνίχου "Αλκηστις», RhM 79 (1930) 35, δεν προώθησε τό πρόβλημα πρός τή λύση του. Δέν υπάρχει καμιά βάση γιά νά άναγάγουμε στον Φρύνιχο τό μεγάλο διάστημα πού άφήνει ό Εύριπίδης άνάμεσα στήν προσφορά της "Αλκηστης και στήν πραγματοποίησή της. Τό άπ. 2 Ν. πρέπει νά τό άποδώσουμε, συμφωνώντας μέ τόν Hermann και τόν Welcker εναντίον τοϋ Schmid (2, 172, 1), στήν πάλη τοϋ Ήρακλη μέ τό Θάνατο.
110
ΧΟΙΡΙΛΟΣ, ΦΡΓΝΙΧΟΣ, Π Ρ Α Τ Ι Ν Α ί :
χη του Μαραθώνα, μπορούσαμε νά πιστεύουμε δτι, μέ βάση αύτο τό εργο, ήταν δυνατό νά σχηματίσουμε μιά εικόνα γιά την πρώιμη τραγωδία. Αύτό όμως άνήκει πι,ά στό παρελθόν, και γι' αύτό τό κεφάλαιο της τραγικής ποίησης πρέπει νά ομολογήσουμε τήν άπόλυτη άγνοιά μας. Τά εργα τοΰ Φρυνίχου ήταν, ως εναν μεγάλο βαθμό, χορικά δράματα ή περιείχαν ήδη πλούσια άναπτυγμένο και τό δραματικό στοιχείο; "Οταν δ Lloyd-J ones κλίνει πρός τή δεύτερη ύπόθεση, κάτι εχει μέ τό μέρος του. Δύσκολα μπορούμε νά φανταστούμε πώς ό Φρύνιχος, μέ εντελώς άρχαϊκές συνθέσεις, προχώρησε ενα σημαντικό κομμάτι του δρόμου δίπλα στόν νεότερο του Αισχύλο. Κάτι περισσότερο γνωρίζουμε γιά ενα στοιχείο τής τέχνης του δπου εκφραζόταν ή φύση του ποιητή. Στόν 'Αριστοφάνη {Θεσμ. 164) μνημονεύεται ώς όμορφος άνθρωπος, πού ήξερε νά ντύνεται καΐ συγγένευε πολύ μέ τόν ιωνικό τρόπο. Μέ αύτό συμφωνεί και δ στ. 1298 τών Βατράχων^ καθώς και έκεϊνα τά χωρία {Σφ. 220, "Ορν. 750, και τά δύο μέ τά αντίστοιχα σχόλια) δπου εξαίρεται ή ιδιαίτερη γλυκύτητα τών χορικών του. Σέ αύτά έμφανίζονται και άσκληπιάδειοι (άπ. 6 Ν.), δπως τούς ξέρουμε άπό τή λεσβιακή λυρική ποίηση. Ό λόγος και ή μελωδία συνοδεύονταν άπό έπιδέξια όρχηστικά σχήματα. "Ενα άνώνυμο έπίγραμμα στόν Πλούταρχο {Σνμποσ. Προβλ. 8, 732κ.) άναφέρει δτι δ Φρύνιχος είχε επινοήσει τόσο πολλές ορχηστικές κινήσεις, δσα κύματα έ'χει ή θάλασσα σέ νύχτα καταιγίδας. Ό Wilamowitz {Gr. Versk. 465,1) σκέφτηκε ώς δημιουργό αύτής τής εικόνας εναν ποιητή δπως ό Διοσκορίδης ή δ Σωσίθεος. Κατά τό άρθρο τής Σονόας^ δ Φρύνιχος εισήγαγε τά γυναικεία προσωπεία καΐ τούς τετραμέτρους. Τό πρώτο είναι πιθανό, επειδή στόν Φρύνιχο πρώτη φορά μαρτυροϋνται θηλυκοί τίτλοι' ίσως όμως αύτό άκριβώς εξηγεί τήν προέλευση τής μαρτυρίας. Μέ τόν ίδιο τρόπο τοΰ έ'χει άποδοθεϊ και τό τετράμετρο, έπειδή τό παλαιότερο γνωστό δείγμα τό είχαν μέ τό ονομά του. Μέ βάσ·/) χαρακτηριστικά πού μπορούμε νά συγκεντρώσουμε ώς ενα βαθμό γιά τόν Φρύνιχο, είναι δυνατό νά ύπολογίσουμε τήν άντίθεση άνάμεσα στόν ποιητή πού συγγενεύει μέ τό ιωνικό στοιχείο και στόν Πρατίνα άπό τόν Φλιούντα, πού κλείνει τό χορικό τών σατύρων του μέ μιά θριαμβευτική ιαχή: ακονε τάν εμάν Αώρων χορείαν. Τά προβλήματα σχετικά μέ αύτό τό ύπόρχημα τά εχουμε ήδη πραγματευτεί (σ. 57)· έκεΐ σημειώσαμε ώς πολύ πιθα111
ΧΟΙΡΙΛΟΣ, ΦΡΓΝΙΧΟΣ, Π Ρ Α Τ Ι Ν Α ί :
νή τήν υπόθεση δτι μέρος αύτοϋ του τραγουδιοΰ αναφέρεται, σε πολεμική προς τον Φρύνιχο. Επίσης, γιά το σημαντικότατο επίτευγμα του Πρατίνα, τήν άναμόρφωση του σατυρικοϋ δράματος, εγινε εκτεταμένος λόγος στο πρώτο κεφάλαιο. Σύμφωνα μέ το άρθρο της Σούδας^ 6 Πρατίνας έγραψε 32 σατυρικά δράματα και 18 τραγωδίες. Σχετικά μέ τήν παράδοση των άριθμών υπάρχει ελάχιστη εμπιστοσύνη, και εδώ φαίνονται τουλάχιστον περίεργοι, μέ βάση τή συνήθη διάταξη τών τετραλογιών. 'Αλλά ό ποιητής πού άπό τό σατυρικό πρόπλασμα της δωρικής παράδοσης διαμόρφωσε ένα καινούριο δραματικό είδος, είναι φυσικό νά ασχολήθηκε μέ αύτο σέ πολύ μεγαλύτερο ποσοστό άπ' δ,τι μέ τήν τραγωδία. 'Ακριβώς άπό τούς άγώνες πού προκάλεσε ή άντίδρασή του προήλθε τό μεταγενέστερο τετραλογικό σχήμα, μόνο πού δέν μπορούμε νά προσδιορίσουμε άκριβέστερα, άπό χρονολογική άποψη, αύτή τήν εξαιρετικά λογική έξισορρόπηση (πρβ. Ziegler, 1939). Ό Cäntarella^ συνδέει εντελώς αύθαίρετα τήν έπιβολή του νεοσύστατου σατυρικού δράματος μέ τόν άγώνα της 70ής όλυμπιάδας, στόν όποιο εμφανίστηκε ό Πρατίνας μέ άντιπάλους τόν Χοιρίλο και τόν Αισχύλο. Ό Flickinger (24) τοποθετεί τό νεωτερισμό του Πρατίνα γύρω στό 515, καί, κατά τά φαινόμενα, πέτυχε τό σωστό, άφοΰ ό Buschor (83) έδειξε δτι μετά τό 520 εμφανίζονται σατυρικές άγγειογραφίες πού όλοφάνερα βρίσκονται υπό τήν έπίδραση της ορχήστρας. Επίσης, μέ μιά θαυμάσια μέθοδο, κατόρθωσε άπό αύτά τά άγγεΐα νά κερδίσει σέ άδρές γραμμές μιά σημαντική σειρά άπό τέτοια παλαιά σατυρικά δράματα" μερικά άπό αύτά ϊσως άνήκουν στόν Πρατίνα.^ Βέβαιος μπορεί νά θεωρηθεί μόνο ένας τίτλος σατυρικού δράματος: οί Παλαιστές, πού άνέβασε τό 467 ό γιός του Άριστίας· αύτό μας δίνει έναν terminus ante γιά τό θάνατο τού ποιητή. Στήν Υπόθεση τών 'Επτά του Αισχύλου έχουμε τή σχετική πληροφορία: δεύτερος Άριστίας Π ε ρ σ ε ΐ, Τ αν τ άλ ω,^ Παλαισταΐς σατνροις τοις Πρα1. Eschilo 234· καί ό Schmid, 1, 636, τή χρονολογεί στά 500 π.Χ. 2. Σχετικά μέ τΙς άγγειογραφίες βλ. ιδιαίτερα Brommer, Satyrspiele, καΐ L. Campe, / drammi satireschi délia Grecia antica (II pensiero Greco 15), Μιλάνο 1940. 3. Γιά τό σχηματισμό τετραλογίας λείπει ενας τίτλος τραγωδίας. Δικαιολογημένα, άπό παλαιογραφική άποψη, ό Garrod, CR 34 (1920) 130, ακολουθώντας τόν Bergk, θέλησε νά συμπληρώσει τό κενό μέ τήν τραγωδία Άνταίω.
112
ΧΟΙΡΙΛΟΣ, ΦΡΓΝΙΧΟΣ, ΠΡΑΤΙΝΑί:
τίνου πατρός. Τώρα μπορεϊ νά προστεθεί καΐ το ύπόλειμμα μιας διδασκαλίας στον Ρ. Oxy. 2256, άπ. 2: δεύτερος Άριστίας ταΐς τον πα[τρός αύτον Πρατίνο]ν τραγωόίαις. Επομένως καΐ τα δράματα Περσεύς καΐ Τάνταλος., πού μνημονεύονται στή διδασκαλία, πρέπει νά θεωρηθούν, μέ βάση αύτή τή μαρτυρία, έργα τοΰ ΙΙρατίνα. Ό Άριστίας εγραφε έπίσης τραγωδίες και σατυρικά δράματα καί, σύμφωνα μέ τον Παυσανία (2, 13, 6), ύπηρχε ένας άνδριάντας του στην άγορά τοΰ Φλιούντα. Στο χωρίο τοΰ Παυσανία ό Άριστίας έμφανίζεται, μαζι μέ τον πατέρα του καί τον Αισχύλο, ώς ξεχωριστός ποιητής σατυρικών δραμάτων. Γιά το περιεχόμενο τών Παλαιστών τοΰ Πρατίνα δέν θά μπορούσαμε νά σχηματίσουμε καμία ιδέα* είναι βέβαια ερεθιστικό νά υποπτευθούμε μιά θεματική συγγένεια μέ τούς Ίσθμιαστές τοΰ Αισχύλου, άλλά δέν άποκλείεται νά πρόκειται άπλώς γιά παραπλανητική έντύπωση. Γνωρίζουμε έναν άκόμη τίτλο δράματος: Δύμαιναι^ ή Καρυάτιδες' ίσως πρόκειται γιά τραγωδία. 'Οπωσδήποτε, το Δυμαιναί., κατά τό σχετικό λήμμα τοΰ Ησυχίου, παραπέμπει σέ διονυσιακή έκσταση. 'Ώς εδώ οί λίγες μαρτυρίες γιά τον Πρατίνα δέν φαίνεται νά παρουσιάζουν καμιά δυσκολία. 'Ωστόσο, κάποια πρόσθετα στοιχεία πού συγκεντρώθηκαν άπό τον D. L. Page, Poetae Melici Graeci (σ. 368κ.), θέτουν ένα ιδιότυπο πρόβλημα. Μιά σειρά άπό αυτά περιέχουν πληροφορίες άπό τήν ιστορία της μουσικής και τής ποίησης, πού φαίνεται νά προϋποθέτουν μάλλον χορικό παρά δραματικό ποιητή. Είναι δ Ι'διος Πρατίνας; Καί άντιμετώπισε τόσο δύσκολα προβλήματα, όπως λ.χ. άπο ποιόν προήλθε ό πολνκέφαλος νόμος καί κατά πόσο ό Ξενόδαμος ήταν ποιητής ύπορχημάτων ή παιάνων; Καταλαβαίνουμε γιατί ό Lloyd-Jones (18) θέτει επιφυλακτικά γιά συζήτηση τή σκέψη δτι ό σατυρικός ποιητής τής πρώιμης περιόδου τοΰ δράματος θά μποροΰσε νά διαχωριστεί άπό έναν λυρικό ποιητή τοΰ τέλους τοΰ 5ου αιώνα' μέ αύτήν άκριβώς τήν άμφιβολία άντιμετωπίζει καί τό ύπόρχημα πού παραδίδει ό Άθήναιος. Πάντως, δύο άποσπάσματα θά μπορούσαν νά ύποδηλώνουν ένα είδος χάσματος ανάμεσα στις δύο εικόνες τοΰ Πρατίνα: τό άπ. 2 Ν., μέ τό έγκώμιο τής λακωνικής χορικής 1. Αύτή ή γραφή πρέπει νά προτιμηθεί άπο το Αύσμαιναι, πού προτείνει ό Meineke.
113
ΧΟΙΡΙΛΟΣ, ΦΡΓΝΙΧΟΣ, ΠΡΑΤΙΝΑί:
ποίησης, καΐ το άπ. 5 Ν., μέ την άπόρριψη της ιωνικής μουσικής γί,ά χάρη τής αιολικής άρμονίας. Στον Φρύνιχο και στον Πρατίνα στέκονται άντιμέτωπα ό ιωνικά διαμορφωμένος τρόπος καΐ τό ρωμαλέο δωρικό στοιχείο. Ή άντίθεση ανάμεσα στά δύο εκπροσωπεί διαφορετικές τάσεις και παραπέμπει στά συστατικά εκείνα πού γέννησαν, σε μιά μοναδική σύνθεση, τον άττικό τρόπο· εκείνο τον τρόπο πού, στην όλοκλήρωσή του, λέγεται Παρθενώνας και Σοφοκλής.
114
Δ' Α Ι Σ Χ Υ Λ Ο Σ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ 'Αρκετά χειρόγραφα περιέχουν ενα Βίον^ πού ή σύνθεσή του Ισως εξηγείται, καλύτερα άν υποθέσουμε οτι εδώ παραδίδεται υλικό άπο διάφορες πηγές. Μέρος του μπορεί νά άνάγεται ως τον Χαμαιλέοντα, πού εγραψε γύρω στο 300 π.Χ. ενα έ'ργο Περι ÄIσχύλον (απ. 39-42 W.), χωρίς ομ,ως νά είναι έφικτος ό άκριβέστερος προσδιορισμός. Μαζί μέ πολλή άνεκδοτολογία, προσφέρονται μερικές έ'ξοχες κρίσεις γιά την τέχνη του ποιητή. Εξάλλου, ο,τι διηγούνται άρχαϊοι συγγραφείς για τον Αισχύλο τό εχει άξιοποιήσει έξαντλητικά ό F. Schöll στήν έκδοση τών'Επτά επί Θήβας (Αιψία 1875) άπο τον Fr. Ritsehl, ένώ δλα τά ούσιώδη περιέχονται στήν ed. maior του Wilamowitz (Βερολίνο 1914). Πέρα άπο δλο αύτό το πολύ άνισης άξίας ύλικό, δεν πρέπει νά ξεχνούμε τή μεγαλόπρεπη εικόνα του Αισχύλου πού έ'χει σκιαγραφήσει δ 'Αριστοφάνης στούς ΒατράχονςΛ Έ ν ώ οί ποικίλες μνείες προσφέρουν, στήν καλύτερη περίπτωση, μικρές ψηφίδες πού καλύπτουν ελλιπέστατα τήν επιφάνεια ένος μωσαϊκού, αύτή ή εικόνα, σχεδιασμένη πενήντα χρόνια μετά τό θάνατο του τραγικού άπο εναν όμόγνωμο ποιητή, μας έπιτρέπει νά άναγνωρίσουμε, πίσω άπο όλη τήν κωμική παραμόρφωση, τά χαρακτηριστικά μιας μεγάλης προσωπικότητας, πού στεκόταν άπέναντι στο περιβάλλον της σε άπόσταση άπρόσιτης μεγαλοσύνης, βυθισμένη στή σοβαρότητα της ποιητικής της άποστολής. ' Η πληροφορία τού Πάριου Μαρμάρου {FGrHist 239, έπ. 48) δτι ό Αισχύλος τον καιρό της μάχης τού Μαραθώνα ήταν 35 χρόνων και δταν πέθανε 69 (έπ. 59), τοποθετεί μέ βεβαιότητα τή γέννησή του στό 525/4. Τό γεγονός οτι ό Βίος (και Σχ. Άριστοφ. Βάτρ. 886) ονομάζει ως τόπο καταγωγής του τήν 'Ελευσίνα οδήγησε επανειλημμένα στήν ύπόθεση μιας ιδιαίτερης έπίδρασης της έλευσινιακής λατρείας στόν ποιητή. Ό G. Méautis (29) μάλιστα έ'φτασε νά πάρει στα σοβαρά και τήν είδηση (Άθήν. Έπιτ. 1, 21d) δτι οί ίεροφάντες και οί δαδοΰχοι μιμήθηκαν τή θεατρική σκευή πού είχε έπινοήσει ό Αισχύλος, ώς ενδειξη άντεπίδρασης 1. ΚαΙ γι' αύτό το θέμα σημαντική παραμένει ή σχολιασμένη έκδοση του L. Radermacher (3η εκδ. μέ επιμέλεια του W. Kraus, Βιέννη 1967).
117
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
του ποιητή στον λατρευτικό χώρο. "Οταν όμως στούς Βατράχους (886κ.), πριν άπο τον άγώνα, ό Αισχύλος έπικαλεΐται τή Δήμητρα, πού έθρεψε το πνεύμα του, και προσεύχεται νά-φανεΐ άντάξιος των μυστηρίων της, πρέπει οπωσδήποτε να παρατηρήσουμε, συμφωνώντας μέ τον Radermacher, οτι ό ποιητής στρέφεται προς τή θεά του ιδιαίτερου δήμου του. Οί άρχαιοι ήξεραν γιά μιά δίκη άσεβείας εναντίον του ποιητή, επειδή είχε παραβιάσει το άπόρρητο τών μυστηρίων. Ό 'Ηρακλείδης άπο τον Πόντο, στο έ'ργο του Περί'Ομήρου (άπ. 170 W., ελαφρά παραλλαγμένο στον Αιλιανό, Ποικ. Ίστ. 5,19), δραματοποίησε εντυπωσιακά το γεγονός: ό Αισχύλος, λέει, κινδύνεψε νά σκοτωθεί επί σκηνής (έπομένως, ύποτίθεται οτι ό Ι'διος ερμήνευε ρόλο σέ έ'ργο του), άλλα κατέφυγε στο βωμο του Διονύσου, ενώ στή δίκη πού προκάλεσαν οΐ 'Αρεοπαγίτες άθωώθηκε χάρη στή στάση του στον Μαραθώνα. Αύτο μνημονεύεται στά σχόλια ένος άνωνύμου στά 'Ηθικά Νικομάχεια (3, 2, U l l a 10), δπου ό 'Αριστοτέλης παρατηρεί οτι κάποιος μπορεί νά μήν έχει συνείδηση του τί πράττει, λ.χ. νά μήν ξέρει οτι κάτι δεν επιτρέπεται νά άποκαλυφθει, όπως ήταν ή περίπτωση του Αισχύλου μέ τά μυστήρια. Ό J. Bernays^ συνδύασε το χωρίο μέ τήν παρατήρηση του Κλήμεντα του 'Αλεξανδρέα {Στρωμ. 2, 14, σ. 145 St.) δτι ό Αισχύλος δήλωσε πώς δεν ήταν κάν μυημένος, καΐ αύτο παραμένει τό πιθανότερο συμπέρασμα άπο τις έλλειπτικές πηγές μας. 'Ωστόσο, ή καταγγελία μπορεί νά άνταποκρίνεται στήν ιστορική άλήθεια' μάλιστα, έξηγεΐ άρκετά και το ζήλο τών μεταγενεστέρων νά άναζητοΰν στο έργο του ποιητή χωρία σχετικά μέ θέματα μυστηρίων. Τά σχόλια στον 'Αριστοτέλη, πού μνημονεύτηκαν πιο πάνω, άπαριθμοϋν πριν άπο τή διήγηση του 'Ηρακλείδη (άπ. 170 W.) μιά ολόκληρη σειρά έργων οπού πρέπει νά εμφανίζονταν παρόμοια στοιχεία (άπ. 116 Mette). 'Εδώ πρέπει νά θυμηθούμε οτι, άνεξάρτητα άπο τήν ιστορία γιά τή δίκη, έγινε προσπάθεια νά συσχετιστεί ή πρώιμη τραγωδία μέ τά δρώμενα τής 'Ελευσίνας, ως ένα είδος προτύπου.^ Έ 1. Ges. Abh. l, 153, 1. Επίσης ό Wilamowitz, Glaube 2, 221, 1. Στή μύηση του Αισχύλου επιμένουν, άνάμεσα σε πολλούς άλλους, ό Ο. Kern, RE 16 (1935) 1249, καΐ πρόσφατα ό Β. Μ. W. Κηοχ (βλ. βιβλιογραφικά σημείωμα γιά τάν Σοφοκλή), 174, 82. 2. Αύτο υποστήριξε κυρίως ό Α. Dieterich, Die Entstehung der Tra-
118
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
ξάλλου, στήν άττική τραγωδία, και ιδιαίτερα στον Αισχύλο, έχουν άναζητηθεΐ πολύ συχνά επιδράσεις των μυστηρίων. "Εχει δμοος παραβλεφθεί το γεγονός δτι ή λατρεία των μυστηρίων και ή τραγωδία άποτελοϋν δύο χωριστές περιοχές. "Άν στήν τραγωδία πρόκειται γιά Αόγον όιδόναι, για μια λογοδοσία πάνω στή θέση του άνθρώπου στον κόσμο, στά μυστήρια δεν πρόκειται, σύμφωνα μέ έναν βαθύ στοχασμό του 'Αριστοτέλη (άπ. 15), γιά τήν προσπάθεια του άνθρώπου να μάθει, άλλά για τήν άφοσίωσή του. Πατέρας του ποιητή ήταν ό Εύφορίων, άπό διακεκριμένη γενιά σύμφωνα με τον Βίο. Ά π ό το γεγονός δτι ό Αισχύλος υπηρέτησε ώς οπλίτης πρέπει να συμπεράνουμε, μαζι μέ τον L. Aylen (35), δτι άνήκε σέ οικογένεια μεσαίας τάξης. 'Υποθέτουν δτι κάποιος ελευσίνιος Αισχύλος, πού άνέλαβε τό 440/439 τά υψηλά καθήκοντα του έλληνοταμία, προερχόταν άπό αύτή τήν οικογένεια. Ό περιπλανώμενος μύθος γιά τήν πρώιμη καλλιτεχνική άφύπνιση παραδίδεται στήν περίπτωση του Αισχύλου πολύ χαριτωμένα άπό τόν Παυσανία (1, 21, 2): καθώς, παίδι άκόμη, κοιμόταν μέσα σ' ένα άμπέλι, του παρουσιάστηκε ό Διόνυσος και του έ'δωσε εντολή να γράψει τραγωδίες. 'Αποφασιστική γιά τήν πνευματική διαμόρφωση του ποιητή στάθηκε ή πολιτική κατάσταση. Νεαρός ό Αισχύλος έζησε τήν κατάλυση της τυραννίδας μέ τις δραστικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και τή διάσωση της νεόδμητης πολιτείας άπό τόν άπειλητικό συνασπισμό των γειτόνων. Ώ ς άνδρας, ύπήρξε πολεμιστής, στά χρόνια των Περσικών πολέμων, δταν ό άγώνας ήταν γιά τήν έλευθερία και μαζί γιά τήν πνευματική υπόσταση της Ελλάδας. Πολέμησε στόν Μαραθώνα και στή Σαλαμίνα. "Εμεινε άλησμόνητο (Ήρόδ. 6, 114) τό δτι ό άδερφός του Κυνέγειρος στήν πρώτη άπό τις δύο μάχες έχασε τή ζωή του, καθώς είχε άρπάξει τήν πρύμνη ενός περσικού καραβιού και οί εχθροί του έκοψαν τό χέρι. Δικαιολογημένα έχει υπογραμμιστεί δτι τό γνωστό επιτύμβιο έπίγραμμα, πού μπορεί νά προέρχεται άπό τόν 'ίδιο τόν Αισχύλο, πιθανότατα δμως γράφτηκε στήν 'Αθήνα λίγο μετά τό θάνατό του, άναφέρεται μόνο στόν άγωνιστή του Μαραθώνα, χωρίς νά θυμάται καθόλου τόν ποιητή. Τή συμμετοχή του στή Σαλαμίνα τή μαρτυρεί ό "Ιων στις Επιδημίες του (άπ. 5a Blumengödie, Kl. Sehr., Λιψία 1911, 414" πρβ. και Ε. Rohde, Kl. Sehr., Τυβίγγη 1901, 2, 361.
119
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
thai). Ό Βίος (4) μνημονεύει, καΐ την Πλάταια, ό Παυσανίας (1, 14, 5) προσθέτει το 'Αρτεμίσιο, καΐ ô Schmid (2, 186, 8) τη Μυκάλη, "Ολα αύτά είναι άβέβαια, και είναι φυσικό, κατά την πορεία της παράδοσης, νά προστέθηκαν, πλάι στον Μαραθώνα και τή Σαλαμίνα, και άλλα ονόματα περίφημων μαχών, ένώ ή Μυκάλη πήρε θέση σ' αύτήν τή σειρά χάρη σέ μιά σύγχρονη υπόθεση. Σύμφωνα μέ τον Βίο (4), ό 'Αμεινίας, ό νεότερος άδερφός του ποιητή, πολέμησε στη Σαλαμίνα στο πλευρό του. Ό Διόδωρος (11, 27), πού έ'χει πιθανότατα άντλήσει την πληροφορία άπό τον "Εφορο, ισχυρίζεται δτι ό 'Αμεινίας εκείνος πού διακρίθηκε, σύμφωνα μέ τον 'Ηρόδοτο (8, 84 και 93), στη Σαλαμίνα ήταν άκρφώς ό ομώνυμος άδερφος του Αισχύλου. 'Εδώ επικρατεί σύγχυση, έπειδή, κατά τον 'Ηρόδοτο, αυτός ό 'Αμεινίας καταγόταν άπό τήν Παλλήνη. Ή σύγχυση φτάνει στα δρια του γκροτέσκου, δταν ό Αιλιανός [Ποικ. Ιστ. 5, 19) βρίσκει νά διηγηθεί δτι ό 'Αμεινίας σέ μιά δίκη κατόρθωσε νά επιτύχει τήν άθώωση του Αισχύλου δείχνοντας στούς δικαστές τους άκρωτηριασμένους του βραχίονες. 'Εδώ έμπλέκεται καΐ ό Κυνέγειρος, ό όποιος, σύμφωνα μέ τόν άνώνυμο σχολιαστή τών 'ΗθικώνΝικομαχείων ('Ηρακλείδης, άπ. 170W.), μεσολάβησε γιά τήν άθώωση του ποιητή στή δίκη για τά μυστήρια. Πρόκειται για βιογραφία δραματικά διογκωμένη, όπως συμβαίνει και μέ τήν είδηση, στήν ίδια περικοπή, δτι στον Μαραθώνα ό Αισχύλος μεταφέρθηκε άπό τό πεδίο τής μάχης βαριά τραυματισμένος. "όλα αύτά είναι διδακτικά τόσο γιά τήν περιπλάνηση τών μοτίβων δσο και γιά τό ψευδοβιογραφικό ύφος. Ό Βίος (3) βεβαιώνει δτι ό Αισχύλος ήταν σύγχρονος του Πινδάρου' δτι εϊχε και σχέσεις μέ τόν χορικό ποιητή, δπως μας πληροφορεί ό Εύστάθιος (Πρόλ. στόν Πίνδαρο, 25), είναι πολύ πιθανό' τό ίδιο πιθανή είναι καΐ ή συνάντησή του μέ τόν "Ιωνα άπό τή Χίο σέ άγώνες 'Ισθμίων, δπου επαίνεσε τήν κοσμιότητα ένός άγωνιστή (άπ. 5 Blumenthal). Ό Α. ν . B l u m e n t h a P χρονολογεί πολύ πειστικά αυτή τή συνάντηση στά 462, 460 ή 458 π.Χ. Ό Βίος (2) άναφέρει δτι ο ποιητής άρχισε νέος τή σύνθεση τραγωδιών. Αύτό συμφωνεί μέ τήν είδηση τής Σούδας δτι ό Πρατίνας συναντήθηκε στήν κονίστρα μέ τόν Αισχύλο και τόν Χοιρίλο κατά τήν 70ή ολυμπιάδα (500/499-497/6), καθώς και μέ τή μαρτυρία στό Χρονικό του Εύσεβίου γιά τό Ιο έτος τής 71ης όλυμ,1. Ιοη von Chios, Στουτγάρδη 1939, 1.
120
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
πι,άδας (496/5)^ ότι την εποχή έκείνη ό Αισχύλος ήταν πιά γνωστός. Το Πάριο Μάρμαρο (έπ. 50) σημειώνει γιά το 484 τήν πρώτη του νίκη. Νίκησε άκόμη δώδεκα φορές δσο ζοΰσε' τ·/] νίκη του μέ τους Πέρσες εΐ'μαστε σέ θέση νά τή χρονολογήσουμε στο 472. Ή Σούδα μνημονεύει είκοσι οκτώ νίκες, άλλά στον άριθμο συνυπολογίζονται ίσως και μεταθανάτιες παραστάσεις. Γιά τά ταξίδια του Αισχύλου στή Σικελία εχουμε τις άκόλουθες μαρτυρίες: Ό Βίος μας πληροφορεί οτι ο ποιητής πήγε εκεί δταν ό Ίέρων ίδρυσε τήν πόλη Αίτνα (476/5), και οτι τότε σύνθεσε τό πανηγυρικό εργο του ΑΙτναΐαι^^ οίωνιζόμενος βίον άγαθόν τοις οΐκίζουσι την πόλιν. Κατόπιν, σε ενα σχόλιο στον 'Αριστοφάνη {Βάτρ. 1028) εχουμε καταχωρισμένη τή σημείωση του 'Ερατοσθένη άπό τό 3ο βιβλίο ΠερΙ των κωμωδιών^ δτι ό Αισχύλος, κατά παράκληση του 'Ιέρωνα, δίδαξε στις Συρακοΰσες τους Πέρσες^ πού ή διδασκαλία τους στήν 'Αθήνα, τό 472, είναι βεβαιωμένη, Τό ίδιο άναφέρει και ό Βίος (18), δπου μάλιστα γίνεται λόγος γιά δεύτερη παράσταση {άναδιδάξαή και γιά σημαντική επιτυχία.® Τέλος, τό Πάριο Μάρμαρο (έπ. 59) και τό επίγραμμα πού παραθέτει δ Βίος μαρτυρούν τό θάνατο του ποιητή στή Γέλα (456/5). Επομένως, στα τελευταία χρόνια της ζωής του ό Αισχύλος πρέπει νά άναζήτησε ξανά τή Σικελία. Στόν Βίο (10) επικρατεί σύγχυση, άφοΰ, μετά τή μνεία γιά τις Αίτναΐες, άκολουθεϊ ή σημείωση δ^ι ό ποιητής τιμήθηκε ιδιαίτερα άπό τόν 'Ιέρωνα και τους κατοίκους της Γέλας, δπου εζησε άλλα τρία (!) χρόνια. Είναι ολότελα άβέβαιο αν με βάση αυτή τή μαρτυρία έ'χουμε δικαίωμα νά προσδιορίσουμε σέ τρία χρόνια τή διάρκεια της τελευταίας παραμονής του στή Σικελία. -^Αν θεωρήσουμε άπόλυτα άξιόπιστες τις τρεις μαρτυρίες (γιά τις ΑΙτναΐες μέ άφορμή τήν ίδρυση τής πόλης, γιά μιά δεύτερη 1. Ή άρμενική παραλλαγή δίνει, μέ τό 4ο ετος της 70ής ολυμπιάδας, τον άμέσως προηγούμενο χρόνο, καΐ αύτό συμφωνεί άκόμη περισσότερο μέ τή Σούδα, 2. Γιά τά προβλήματα σχετικά μέ τόν τίτλο, καθώς καΐ γενικότερα μέ τό περιεχόμενο του 2ργου, βλ. τό κεφάλαιο γιά τά 'Αποσπάσματα. 3. Σχετικά μέ τό ερώτημα άν πρόκειται γιά δύο διαφορετικές παραλλαγές βλ. στο τμήμα δπου άναλύεται τό έργο (σ. 149κκ.).—Γιά τόν Αισχύλο στή Σικελία: Μ. Bock, «Aischylos und Akragas», Gymnasium 65 (1958) 402· Qu. Cataudella, «Eschilo in Sicilia», Saggi sulla tragedia greca, Μεσσήνη 1969, 67" C.-J. Herington, «Aeschylus in Sicily», JHS 87 (1967) 74.
121
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
διδασκαλία των ΙΙερσών μετά τό 472 και γιά το θάνατο του Αισχύλου στή Σικελία), φτάνουμε στην υπόθεση ότι τά ταξίδια του ποιητή προς τη Δύση ήταν τρία. Αύτο δεν άποκλείεται καθόλου" ωστόσο, δεν θα επρεπε νά άγνοηθεϊ μιά υπόθεση πού προτείνει ό Ρ. Mazon, στήν εισαγωγή της έκδοσής του, περιορίζοντας τά ταξίδια σε δύο. 'Ανάμεσα στα χρόνια 476 καΐ 471 ο Ίέρων ειχε εμπλακεί σέ σφοδρούς άγώνες μέ τούς Τυρρηνούς και τον Θρασύδαιο. Το 470 δρισε το γιό του Δεινομένη κυβερνήτη τής Αίτνας, και τότε άκριβώς ό Πίνδαρος εγκωμίασε τήν καινούρια πόλη στον Ιο Πνθιόνικό του. Αύτό θά ήταν άναμφίβολα μιά καλή εύκαιρία γιά τό πανηγυρικό εργο του Αισχύλου, ό όποιος μπόρεσε Ι'σως τήν εποχή έκείνη νά διδάξει άκόμη μια φορά τούς Πέρσες στις Συρακούσες. Ό Α. Podlecki (155, 22) άντιτείνει δτι, άπεναντίας, ή διατύπωση του Βίου {'Ιέρωνος τότε την Αϊτνην κτίζοντος) παραπέμπει στο Ιδρυτικό ετος 476/5. Είναι αλήθεια οτι δ Mazon έρχεται σέ άντίθεση μέ αύτό, άλλα δέν είναι πολύ δύσκολο νά παραδεχτούμε κάποιο σφάλμα του Βίου, άν μάλιστα λάβουμε υπόψη και τά άλλα κατορθώματά του. Πάντως, τό ύλικό μας δέν επαρκεί για κάποια βέβαιη άπόφαση. "Οσο γιά τό έρώτημα γιατί ό Αισχύλος πήγε στήν Αύλή του 'Ιέρωνα, ό Βίος (8) έχει συγκεντρώσει κάθε λογής άπίθανα μυθεύματα: ό ποιητής δέν μπόρεσε νά άντέξει μιά ήττα άπό τον νεαρό Σοφοκλή ή και άπό τον Σιμωνίδη (μέ μιά ελεγεία γιά τούς νεκρούς του Μαραθώνα). Στά 'ίδια συμφραζόμενα άναφύεται καΐ ή ιστορία γιά τήν τρομαχτική εντύπωση πού προκάλεσε ό χορός των έρινύων μόλις ξεχύθηκε στήν ορχήστρα. Τό 468 ό ποιητής νικήθηκε σέ έναν άγώνα, οπού κέρδισε τήν πρώτη του νίκη ό νεαρός Σοφοκλής, άλλά τόν επόμενο χρόνο νίκησε μέ τή «Θηβαϊκή τετραλογία» και τό 458 μέ τήν 'Ορέστεια. Στήν περίπτωση αύτή είναι δύσκολο νά πούμε γιατί ξαναπήγε στή Σικελία. Κάποιο ρόλο μπορεί νά έπαιξαν πολιτικά αϊτια, ενώ ό 'Αριστοφάνης {Βάτρ. 807) άφήνει νά έννοηθεΐ κάποια διάσταση άνάμεσα στον ποιητή και τό κοινό. Μέ κανέναν τρόπο δέν πρέπει νά συσχετιστεί μέ αύτό τό πρόβλημα ή δίκη γιά τά μυστήρια, άφού ή παράδοση μιλεί όμόφωνα γιά άθώωση. Ό Αισχύλος πέθανε τό 456/5 στή Γέλα, μακριά άπό τήν πατρίδα του, τόσο δμοια μέ τόν Εύριπίδη και τόσο διαφορετικά άπό τόν πολύ πιο τυχερό Σοφοκλή. Ή ιστορία γιά τόν άετό πού έριξε
122
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
πάνω στο κεφάλι του ποιητη μιά χελώνα {Βίος 10, testim. 32 Wilam.) είναι άσήμαντο προϊον άνεκδοτολογίας. Εύχαρίστως όμως πιστεύουμε δτι στη Γέλα τιμούσαν ιδιαίτερα τον τάφο του, πού οι νεαροί επίδοξοι τραγικοί τον προσκυνούσαν σαν τόπο ίερό.^ Ό Κοϊντιλιανός {Inst. Or. 10, 1, 66), επαινώντας τή μεγάλη άλλά κάποτε άκαμπτη τέχνη του Αισχύλου, συμπληρώνει: propter quod correctas eins fabulas in certamen deferre posterioribus poetis Athenienses permisere ; suntque eo modo multi coronati.^ Και ό Βίος (13) αναφέρει πολλές μεταθανάτιες νίκες.^ Τα εργα της τελευταίας περιόδου του Εύριπίδη και του 'Αριστοφάνη μαρτυρούν έντονη έπιβίωση των αίσχύλειων δραμάτων, ή όποια σταματά μέ τήν πτώση της 'Αθήνας. "Οταν άπό τό 386 καθιερώθηκε γενικά στους δραματικούς άγώνες ή επανάληψη μιας παλαιάς [δηλ. τραγωδίας], τό μέτρο εύνόησε κυρίως τόν Εύριπίδη, οχι πιά τόν Αισχύλο. Γιά τό ρόλο της οικογενειακής παράδοσης στήν ελληνική τέχνη είναι ένδεικτικό δτι ό Αισχύλος δημιούργησε σχολή τραγικών μέσα στή δική του οικογένεια. Οί δύο γιοί του Εύφορίων και Εύαίων έ'γραψαν τραγωδίες· ό πρώτος μάλιστα νίκησε τό 431 τόν Σοφοκλή και τή Μήδεια του Εύριπίδη ('Τπόθ. Μήδ.). Ά π ό τήν άδερφή του Αισχύλου, ή όποία παντρεύτηκε κάποιον Φιλοπείθη, γεννήθηκε ό τραγικός Φιλοκλής, πού, κατά τόν Δικαίαρχο, νίκησε τόν Οιδίποδα τύραννο (Ύπόθ. II Οιδ. τυρ., άπ. 80 W.) γιός του ήταν ό Μόρσιμος, και μέ τόν δικό του γιό, τόν 'Αστυδάμαντα, μαθητή του 'Ισοκράτη (κατά τή Σούδα' χρονολογικά δύσκολο), φτάνουμε πιά στόν 4ο αιώνα. Οί δύο γιοι του 'Αστυδάμαντα, δ Άστυδάμας Β' και ό Φιλοκλής Β', έ'γραψαν τραγωδίες, δπως και όλοι δσοι μνημονεύτηκαν πιό πάνω. Γιά τή δύσκολη κατανομή των χρονολογικών στοιχείων άνάμεσα στους Άστυδάμαντες χρο^1. Τί υπονοεί ό Βίος (11); δταν πληροφορεί οτι έκεϊ οΐ προσκυνητές νπεκρίνοντο; Πρόκειται γιά κανονικές παραστάσεις ή μόνο γιά απαγγελίες; 2. (Γι' αύτόν το λόγο οΐ'Αθηναίοι έδωσαν τήν άδεια σέ μεταγενέστερους ποιητές νά συμμετέχουν στούς άγώνες μέ διορθωμένες τραγωδίες του Αίσγύλου, καΐ μέ αύτό τον τρόπο πολλοί κέρδισαν νίκες.) 3. "Αλλα χωρία: Φιλόστρατος, Βίος 'Απολλώνιου 6, 11" Σχ. Άριστοφ. Άχ. 10 και Βάτρ. 868 (εψηφίσαντο). "Ολες τις μαρτυρίες σχετικά μέ παρόμοιες επαναλήψεις τΙς συγκεντρώνει και καταλήγει σέ συμπεράσματα, μέ βάση διάφορες άγγειoγpαφίεc, ό R. Cantarella, «Aristoph. Plut. 422-425 e le riprese Eschilee», RAL 20 (1965) 363.
123
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
στοΰμε πολλά στον Br. Snell:^ Ή μεγαλύτερη φήμη άνήκει. στον Άστυδάμαντα Β'. Ή πρώτη του νίκη σέ Διονύσια πέφτει στά 372, ενώ άλλες νίκες χρονολογούνται το 341 και το 340' συνολικά νίκησε δεκαπέντε φορές. Πορτρέτο τοΰ ποιητή θεωρείται πολύ συχνά το γνωστό κεφάλι άπο το Μουσείο τοΰ Καπιτωλίου, άν και ή ταύτιση είναι τελείως αύθαίρετη. Ούτε ή φαλάκρα μπορεί νά βεβαιώσει την άπόδοση —κάτι τέτοιο ισχυρίζονται γιά τον ποιητή ό Αιλιανός {TleQÏ ζώων Ιδιότητος 7, 16) και ό Valerius Maximus (9, 12), σέ συσχετισμό μ' εκείνη τήν άνόητη ιστορία γιά τον άετό πού πήρε τή φαλάκρα του ποιητή γιά πέτρα, κατάλληλη για νά σπάσει τή χελώνα πού ειχε άρπάξει. 'Αντίθετα, μέ άρκετή βεβαιότητα μπορεί νά εντοπίσει κανείς σέ έναν κορμό ποιητή άπό το Braccio Nuovo του Μουσείου του Βατικανού ενα άντίγραφο άπο τον άνδριάντα τοΰ Αισχύλου πού είχε στηθεί στο Θέατρο τοΰ Διονύσου (Παυσ. 1, 21, 2* Ψευδο-Πλούτ. Βίοι δέκα ρητ. 7, 841). Το κεφάλι, πού λείπει, πιστεύεται δτι μπορούμε νά το συλλάβουμε, ως προς τον τύπο του, άπό ενα πορτρέτο τοΰ ποιητή πού σώζεται σέ πολλά άντίγραφα.^ Τό κομμάτι άπό τή Νεάπολη δείχνει τήν ταινία στα μ,αλλιά, πού είναι χαρακτηριστική γιά τούς ποιητές* τό άντίγραφο στό Giardino Colonna συγκροτεί, μαζί μέ τόν Σοφοκλή F a r nese, μιά διπλή έρμαϊκή στήλη· στό εύρημα άπό τό Αιβόρνο, αύτό τό κεφάλι συνδυάζεται μέ τόν Σοφοκλή τοΰ Λατερανοΰ, τόν "Ομηρο και εναν άγνωστο ποιητή, ένώ έξάλλου είναι έμφανής ή στιλιστική συγγένεια μέ τό σοφόκλειο κεφάλι πού μνημονεύτηκε πιό 1. «Zu den Urkunden dramatischer Aufführungen», 2. 2. Fr. Poulsen, Ny Carlsberg Glyptothek. Katalog over antike skulpturer, Κοπεγχάγη 1940, άρ. 421· L. Laurenzi, Ritratti Greci, Φλωρεντία 1941, 99· Κ, Schefold, Die Bildnisse der antiken Dichter, Redner und Denker, Βασιλεία 1943, 88 και 207· Griechische Dichterbildnisse, Ζυρίχη 1965, 24, πίν. 14b· V. Poulsen, Les portraits Grecs, Κοπεγχάγη 1954, άρ. 8" Α. Hekler, Bildnisse berühmter Griechen, 3η ^κδ. άναθεωρημένη άπό τόν Η. von Heintze, Βερολίνο 1962, 61. Τήν περιεκτικότερη έπισκόπηση προσφέρει ή G. Μ. Α. Richter, The Portraits of the Greeks, Λονδίνο 1965,121, είκ. 577-610. "Ενα κεφάλι πού δημοσιεύτηκε στό JDAI 70 (1955) 105, ό Κ. Schefold, Gnomon 34 (1962) 585, τό χαρακτ-/]ρίζει «άποτρόπαιο pasticcio», ένώ ό L. Laurenzi, Enciclopedia delVArte Αηtica (λ. Eschilo) 1960, δέχεται τήν άπόδοσή του στόν ποιητή. Γιά τις πληροφορίες σχετικά μέ τή νεότερη βιβλιογραφία γιά πορτρέτα των τραγικών αισθάνομαι ειλικρινά υποχρεωμένος στόν Dr. Friedrich Brein.
124
Χ Ε Ι Ρ Ο Γ Ρ Α Φ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η ΚΑΙ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
πάνω. "Ετσι., το συμπέρασμα είναι σχεδόν βέβαιο" άλλά καΐ, πάλί. δεν εχουμε τον Ιστορικό Αισχύλο, παρά μόνο μιά άντανάκλαση του άνδριάντα πού έ'στησε 6 ρήτορας Λυκούργος. Μιά άντανάκλαση μάλιστα πού άπογοητεύει οδυνηρά μέ τήν ελλειψη εκφραστικότητας και βάθους. Χ Ε Ι Ρ Ο Γ Ρ Α Φ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η ΚΑΙ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Ή ιστορία της χειρόγραφης παράδοσης, δπως μας τήν έχει διδάξει 6 Wilamowitz καί, ειδικά γιά τούς τραγικούς, τήν έχει έκθέσει στον '^Ηρακλή του, σκοπεύει νά φωτίσει τον μακρύ δρόμο πού όδηγεϊ, μέσα άπο λεωφόρους καί στενωπούς, άπο το αύτόγραφο του ποιητή ως τις δικές μας εκδόσεις. Οί σύντομες παρατηρήσεις του Page, Actors'' Interpolations, καί οΐ δικές μου, στο παράρτημα του βιβλίου μου Griechische Tragödie^ συμφωνούν στά βασικά τους σημεία. Τό 'ίδιο ισχύει για τον Κ. Ziegler (2067) καί γιά τις εισαγωγές στις έκδόσεις του Ρ. Mazon (^1949) καί τοΰ G. Murray (^1955). 'Αξιανάγνωστα είναι καί τά άντίστοιχα κεφάλαια στήν "Ορεστεια των Headlam καί Thomson (1938)" στή νέα έκδοση της Πράγας (1966) έχουν υποστεί πολλές άλλαγές, παίρνοντας έντονα πολεμικό χαρακτήρα, κυρίως στο κεφάλαιο (σ. 64) πού στρέφεται εναντίον της δογματικής βεβαιότητας του Ρ. Maas σχετικά μέ τις άρχές της κριτικής τοΰ κειμένου. (Γιά τήν παλαιότερη ιστορία τοΰ κειμένου τοΰ Αισχύλου: Α. Wartelle, Histoire du texte d'Eschyle dans Vantiquité, Παρίσι 1972.) Tà χειρόγραφα τά περιγράφει διεξοδικά ό Wilamowitz στήν έκδοσή του (1914), καθώς καί ο Η, W. S m y t h , «Catalogue of t h e Manuscripts of Aeschylus», /f^^SCPA 44 (1933) Ι , κ α ί ό Ε. Fraenkel, «On t h e ms Ε of Aeschylus», CR 53 (1939) 59, καί στα προλεγόμενά του στήν εχ8οσ'η τοΰ 'Αγαμέμνονα, 'Οξφόρδη 1950. Μιά τεράστια συνεισφορά στήν έρευνα καί έδώ, δπως καί γιά τούς άλλους τραγικούς, συνδέεται μέ τις έργασίες τοΰ Α. Τ υ ryn. The Manuscript Tradition of the Tragedies of Aeschylus, Νέα 'Τόρκη 1943. 'Η έργασία θέτει δύο στόχους, πού έχουν προκαλέσει ως σήμερα πολύ έντονη συζήτηση: τή διαγραφή ένος στέμματος, όπου νά είναι δυνατό νά βεβαιωθεί ή άλληλεξάρτηση των χειρογράφων, καί τή διάκριση άνάμεσα σέ άρχική καί δευτε-
125
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ρεύουσα (βυζαντινή) παράδοση. Και μέ τά δύο προβλήματα, και συνακόλουθα μέ το βιβλίο του R. D. Dawe, θά άσχοληθεϊ τό άκόλουθο σκιαγράφημα, οπού επίσης θίγονται προβλήματα πού, πέρα άπό τον Αισχύλο, έχουν σημασία γενικά γιά τήν παράδοση των τραγικών. Ό Mediceiis και ό Ven. Marc. 468 περιέχουν εναν κατάλογο μέ 73 τίτλους έργων του Αισχύλου, άπο τους οποίους ο τίτλος AhvalaL νόθοι πρέπει νά μή ληφθεί υπόψη. Έκτος άπο αύτό τον κατάλογο, μέ τό ονομα του Αισχύλου συνδέονται και οί άκόλου0οι τίτλοι: 'Αλκμήνη, Γλαύκος Ποτνίενς, Θαλαμοποιοί, Ίέρβίαι, Κύκνος, Παλαμήδης, Προμηθεύς Πνρκαεύς, Σίσυφος Πετροκνλίστής, Φινενς, Ώρείθυια. Μερικοί άπό αύτούς τους τίτλους, όπως ό Κύκνος^ είναι άμφίβολοι, ένώ γιά τά έργα πού σχετίζονται μέ τόν Προμηθέα και τον Σίσυφο τίθεται τό ερώτημα (γι' αύτό θα γίνει λόγος παρακάτω) αν πρέπει νά ύποθέσουμε ταύτισή τους μέ άλλους τίτλους. Τό άρθρο της Σούδας δίνει ώς συνολικό άριθμό δραμάτων του Αισχύλου 90. Γιά τήν πολύ φθαρμένη πληροφορία του Βίου (13: δράματα ο και επί τούτοις σατυρικά άμφΐ τά ε) έχουν προταθεί ποικίλες διορθώσεις. Αύτή πού πρότεινε δ V. Steffen^ {εποίησεν δράματα ο', σατυρικά <ιε'>^ αμφίβολα ε) έχει κάποιο ένδιαφέρον, επειδή έξασφαλίζει συμφωνία μέ τή Σούδα' ωστόσο είναι άδύνατο νά επιτύχει κάνεις βεβαιότητα μέ τέτοια παράδοση. Δικαιολογημένα άπορρίπτει ό Steffen, άνάμεσα σέ άλλους, τήν άπόπειρα του Α. Dieterich^ νά συμπληρώσει μιά πέμπτη στήλη στόν κατάλογο. Άφοϋ οΐ άριθμοί του υπολείπονται άπό τους άντίστοιχους του Βίου, αύτό σημαίνει ότι ό συντάκτης του άπλώς δεν κατόρθ6οσε νά έξακριβώσει περισσότερους τίτλους. Σχετικά μέ τήν άπώτατη πηγή της παράδοσής μας, θά μπορούσαμε νά ύποθέσουμε, μέ βάση επιγραφές και παπύρους, οτι τό χειρόγραφο του ποιητή ήταν γραμμένο δίχως χωρισμό λέξεων ή στίξη, και έπ'ίσης χωρίς δήλωση κράσης και έκθλιψης" έδινε τά λυρικά μ.έρη χωρίς κωλομετρία καΐ σημείωνε τήν άλλαγή των 1. Quaestwnum tragicarum capita tria, Poznan 1939 (Ικκ. «De Aeschyli fabularum catalogo»). Επιχειρώντας μιά δραστική επέμβαση στο κείμενο του Βίου ζητεί νά λύσει το πρόβλημα ό Μ. Untersteiner, «Quanti drammi scrisse Escliilo?», In memoriam A. Beltrami, ίκ.8. Πανεπ. Γένοβας, Ist. di filol. class., 1954, 244. 2. BhM N.F. 48 (1893) lil=Kl. Sehr. I I I · πρβ. καΐ Mette, Fragmente, σ. 258.
126
Χ Ε Ι Ρ Ο Γ Ρ Α Φ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η ΚΑΙ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
προσώπων μέ απλή παράγραφο, δηλαδή μέ μιά οριζόντια γραμμή. 'Ακόμη καΐ αν είχε δίκιο 6 Mazon (Είσ., σ. IX), οπότε θά έπρεπε νά λάβουμε ύπόψη μας το ιωνικό άλφάβητο, θά παρέμεναν, τουλάχιστον μέ τις «νόθες» διφθόγγους, άπορίες γιά τήν άπόδοση των φωνηεντικών φθόγγων. "Ολα τά φαινόμενα πού άναφέρθηκαν άποτελοΰν ισάριθμες πηγές λαθών, πού είχαν αναγκαστικά και οί πρώτες άκόμη εκδόσεις. Δέν θά έπρεπε νά άμφιβάλλει κάνεις ότι τέτοιες εκδόσεις πρέπει νά άναχθοΰν στήν εποχή τών μεγάλων τραγικών.^ Ή παρατραγωδία, πού είναι διάχυτη στα εργα της άρχαίας κωμωδίας, προϋποθέτει μιά τέτοια εξοικείωση του κοινού μέ τά κείμενα, πού δέν είναι δυνατό νά εξηγηθεί μόνο άπό τις έπαναλήψεις τών έργων. Φυσικά, είναι δύσκολο νά προσδιορίσει κάνεις άκριβέστερα πότε άρχίζει ή εύρύτερη κυκλοφορία της τραγωδίας σέ μορφή βιβλίου. ' Η μοναδική βέβαιη ένδειξη (Άριστοφ. Βάτο. 52)^ είναι κάπως όψιμη· ωστόσο, σ' αύτο το σημείο θά μπορούσαμε νά θυμίσουμε τή βιβλιοθήκη του Εύριπίδη ('Αθήν. 1, 3a). Ά φ ο ΰ θεωρούμε εύνόητο οτι οί ποιητές είχαν νά υποβάλουν στον άρμόδιο άρχοντα τα δράματά τους μέ κάποιον τίτλο, τό ϊδιο πρέπει νά υποθέσουμε και γιά τήν κυκλοφόρησή τους σέ μορφή βιβλίου.3
Μιάν άλλη πηγή άλλοιώσεων, μέ επιπτώσεις πού δύσκολα σταθμίζονται, δημιουργούσε ή αύθαιρεσία τών ύποκριτών κατά τις έπαναλήψεις τών έργων.^ Δέν υπάρχει άμφιβολία ότι τέτοια 1. Αύτο υποστηρίζουν οί : W. Β. Sedgwick, C ^ M 9 (1947) Ι" Ε. G. Turner, Athenian Books in the 5th and 4th Centuries B.C., Λονδίνο 1952, 21· C. F. Russe, Belfagor 23 (1968) 317. Διαφορετική άποψη εκφράζει ό Wilamowitz, Einleitung, άνατύπωση 1959, 121. Γιά τό ϊδιο πρόβλημα βλ. και τήν Εισαγωγή (XXXVII) του D. L. Page στή σχολιασμένη έκδοση της Μήδειας- H.-J. Newiger, Hermes 89 (1961) 429, 3" Webster, Sophocles 101. 2. Αύτο πού θέλησε νά εντοπίσει ό Wilamowitz, Einleitung 124, στο στίχο 1114 τών Βατράχων εΐναι έλάχιστα διαφωτιστικό γιά τό πρόβλημα" πρβ. τά σχόλια του Radermacher στόν ϊδιο στίχο. 3. Βλ. σχετικά Ε. Nachmanson, «Der griechische Buchtitel», GH A 47 (1941) 6. 4. Ό J. Vürtheim στήν εκδοσή του τών Ίκετίδων του Αισχύλου (Amsterdam 1928, 231) εχει ένα κεφάλαιο σχετικό μέ τά κείμενα τών ύποκριτών στήν άρχαιότητα. Βασικό βοήθημα γιά τό θέμα είναι τό βιβλίο του Page, πού μνημονεύεται στόν βιβλιογραφικό πίνακα. Στό χωρίο του Κοϊντιλιανοϋ, πού παραθέτω στή σ. 123, τή λέξη correctas θά έπρεπε νά τή συσχετίσουμε μέ τήν επεξεργασία έργων του Αισχύλου πού επιχειρούσαν διάφοροι
127
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
σφάλματα περνούσαν και στα κείμενα. 'Αλλιώς, εΖναι αδύνατο νά καταλάβουμε αύτό πού διαβάζουμε στον Ψευδό-Πλούταρχο [Βίοι δέκα ρητ. 7, 841) για το νόμο τοϋ Λυκούργου πού δριζε τήν έξασφάλιση ένος κρατικού άντιγράφου των τραγωδιών και άπαγόρευε στούς ηθοποιούς αποκλίσεις άπο αύτο τό πρότυπο. Φυσικά, αύτό δέν σήμαινε το τέλος των αύθαιρεσιών οπωσδήποτε δμως δέν θά επρεπε νά περιορίσουμε τόσο πολύ τή σημασία αύτοϋ του κρατικού άντιγράφου δσο ό Wilamowitz {Einl. 132). Είναι δύσκολο νά σταθμίσουμε σέ τί έκταση εμπεριέχει νοθείες ήθοποιών το παραδομένο κείμενο των τραγικών και με ποιον τρόπο πέρασαν αύτές σε εκδόσεις τών έργων. Ό Page προχωρεί άρκετά μακριά, άλλά ή βασική του άποψη, δτι γιά τό έμπόριο του βιβλίου στον 4ο και 3ο αιώνα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο τά άντίγραφα τών ηθοποιών και τών ύποβολέων, είναι δύσκολο νά άποδειχτεϊ, όπως άλλωστε και ή ύπαρξη ύποβολέων αύτη τήν πρώιμη εποχή. Στο κείμενο τού Αισχύλου τό χρονικό αύτό διάστημα δεν μπορεί να επέφερε εκτεταμένες άλλοιώσεις, άφοΰ στις επαναλήψεις έ'ργων έδειχναν προτίμηση στόν Σοφοκλή, κυρίως δμο^ς στόν Εύριπίδη. Και για τό κείμενο τών τραγικών άποφασιστικός σταθμός ήταν ή 'Αλεξάνδρεια. Ό Γαληνός στό ύπόμνημά του στις ^Επιδημίες {CMG^Y 10, 2, 1" σ. 79) αναφέρει για τόν Πτολεμαίο Εύεργέτη κάτι πού θά τό συσχετίζαμε μάλλον μέ τόν Φιλάδελφο: ό βασιλιάς άπέσπασε μέ χρήματα και δόλο άπό τούς 'Αθηναίους μια πολύτιμη έκδοση τών τραγικών, πού πρέπει νά ήταν τό κρατικό άντίγραφο τού Αυκούργου.^ Στόν Τζέτζη {CGF, σ. 19 Κ.) διαβάζουμε ότι ή ταξινόμηση της τραγικής λογοτεχνίας άνατέθηκε στόν Άλέξανδροτόν Αιτωλό. Ό Wilamowitz {Einl. 146) άμφισβήτησε δτι οΐ 'Αλεξανδρινοί καταπιάστηκαν με τήν τραγωδία πριν άπό τόν 'Αριστοφάνη τόν Βυζάντιο. Αύτό παραμένει συμπέρασμα ex silentio, ενώ είναι σωστό δτι ό 'Αριστοφάνης, πού έργασία του μαρτυρεΐται μόνο γιά τόν Εύριπίδη, άσχολήθηκε και μέ τούς τρεις μεγάλους τραγικούς, και τό έργο του στάθηκε ή βάση γιά δλες τις έπόμενες έκδόσεις. Αύτός κατέταξε τά σωζόμενα έργα σέ άλμεταγενέστεροι ποιητές, μέ σκοπό νά εξομαλύνουν τΙς δυσκολίες τους. Σχετικά μέ επιμέρους τέτοιες προσπάθειες, δέν είμαστε σέ θέση νά ποΰμε τίποτε, και οι ύποθέσεις δέν ώφελοϋν. 1. Πρβ. R. Böhme, Gnomon 15 (1939) 353.
128
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ
Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η ΚΑΙ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
φαβητι,κή σειρά.^ Πρέπει να του άποδοθεϊ με βεβαιότητα υπομνηματισμός των έργων καί, με πολύ μεγάλη πιθανότητα, διαίρεση των λυρικών μερών σε κώλα. "Οπως και γιά τον "Ομηρο, έτσι καί γιά τους τραγικούς είναι πενιχρά τα στοιχεία πού έχουμε στή διάθεσή μας γιά νά σχηματίσουμε μιά εικόνα ώς προς την προαλεξανδρινή κατάσταση του κειμένου τους. Πάντως, μερικοί πάπυροι, κυρίως ό πάπυρος του Στρασβούργου μέ λυρικά κομμάτια τραγωδίας, μας δίνουν μιά ιδέα γιά τήν κατάσταση της παράδοσης πριν άπο τήν έπέμβαση των 'Αλεξανδρινών. Λείπει ή διαίρεση των λυρικών μερών σέ κώλα, καί, ή ασυνέπεια έχει τέτοια έκταση, ώστεόΒΓ. Sn ell ^ έφτασε νά πει: '("'Αν εΐ'χαμε να παραπέμψουμε σέ τέτοια κείμενα, όπως μας τά παραδίδει αύτός 6 πάπυρος, θά ήταν άσκοπο νά θέλουμε νά άποκαταστήσουμε τό κείμενο των ποιητών». "Εναν έπόμενο σταθμό έχουμε μέ τον Δίδυμο, σύγχρονο του Κικέρωνα καί του Αύγούστου. Ό ϊδιος δεν ήταν πρωτότυπος έρευνητής· συγκροτούσε τά ύπομνήματά του στούς τραγικούς άπό παλαιότερες πηγές. Ούτε ό Χαλκέντερος δμως δεν θά μπορούσε νά ύπομνηματίσει ολες τις τραγωδίες πού σώζονταν τότε. Πρέπει ι'σως νά ύποθέσουμε μιά έκδοση πού πιθανότατα δεν άσκησε υπολογίσιμη επίδραση στην παράδοση τών κειμένων.^ Ό Δίδυμος είχε καί λεξικογραφικές επιδόσεις, άφοϋ ή Τραγική λέξις του άπλωνόταν σέ 28 τουλάχιστον βιβλία. Καί οπως δ Δίδυμος έκμεταλλεύεται, σέ τελική άνάλυση, τίς εργασίες τών μεγάλων 'Αλεξανδρινών, έτσι, άπο τήν άλλη μεριά, τά νήματα οδηγούν άπό αύτόν ώς τά σωζόμενα σχόλια τών τραγικών. Ά π ό τή λεξικογραφική έργασία αύτής της περιόδου κάτι έφτασε, έν μέρει μέσο τού Διογενειανοΰ, στο λεξικό του 'Ησυχίου. Οί γλώσσες του προσφέρουν ένα ιδιαίτερα πολύτιμο οργανο γιά τήν κριτική τών τραγικών κειμένων. Ή χειρόγραφη παράδοσή μας διασώζει έπτά τραγωδίες του Αισχύλου καί του Σοφοκλή, ενώ του Εύριπίδη υπάρχουν έννέα 1. Γιά τούς αριθμούς πού αποδίδονται άπό διάφορες Υποθέσεις σέ μερικά εργα βλ. στο τμήμα τό σχετικό μέ τήν 'Αντιγόνη. 2. Στήν έργασία του πάνω σ' αύτό τόν πάπυρο, Hermes, Einzelschriften 5 (1937) 69" τό παράθεμα είναι άπό τή σ. 78. Μιά άλλη σειρά παρόμοιων παπύρων χαρακτηρίζει ό Zuntz, Inquiry 250. 3. Σχετικά βλ. Zuntz, δ.π. 253.
129
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
δράματα μέ σχόλια, στά όποϊα πρέπει, νά συνυπολογιστούν και οί Βάκχες ώς δέκατο. Εντελώς ειδική περίπτωση γι' αύτον τον ποιητή άποτελεϊ ή διάσωση ενός μέρους άπό μιάν άλφαβητική συνολική έκδοση. Οί άριθμοι 7-7-10 δεν πρέπει νά είναι τυχαϊο γεγονός, και 'ίσως άνάγονται σέ μια επιλογή άπο τό συνολικό έργο των ποιητών, άπό τό όποιο οί 'Αλεξανδρινοί είχαν άκόμη στή διάθεσή τους τό μεγαλύτερο μέρος. Ό Wilamowitz {ΕίηΙ. 196) έ'χει υποστηρίξει μέ μεγάλη πεποίθηση τήν άποψη δτι γιά τήν άπώλεια καΐ τή διάσωση τών κειμένων άποφάσισε, μέ τήν προσωπική του επιλογή, ενας μοναδικός άνθρωπος, ενας δάσκαλος του 2ου αιώνα μ.Χ. Ό Ziegler (2047) πρώτος άμφισβήτησε αύτή τή βεβαιότητα, άπό τήν οποία σήμερα έ'χουμε άπομακρυνθεϊ.^ Και σ' αύτό τόν τομέα ή άλλαγή στις άντιλήψεις μας οφείλεται στους παπύρους. "Αλλες μαρτυρίες, κυρίως παραθέματα σέ διαφόρους συγγράφεις, συμβάλλουν στήν άνίχνευση, και πολύ πέρα άπό τήν περίοδο τών Άντωνίνων, δραμάτων πού δεν σώθηκαν στήν επιλογή. Ά π ό τήν άλλη, καθώς διαπιστώνουμε, άπό τά έλληνιστικά χρόνια καΐ πέρα, μιά προτίμηση γιά τα δράματα της επιλογής, άναγνωρίζουμε σήμερα στήν παράδοσή μας τό άποτέλεσμα μιας μακράς πορείας, μέ βαθμιαία μείωση του άριθμοϋ τών κειμένων πού διαβάζονταν. 'Ωστόσο ό Wilamowitz εχει οπωσδήποτε δίκιο στό βαθμό πού ή σημασία του σχολείου σ' αύτή τή διαδικασία πρέπει νά θεωρηθεί άποφασιστική. Έ δ ώ Ι'σως πρέπει νά άναζητηθεΐ και ή εξήγηση για τή θεματική σύμπτωση τών τραγωδιών πού έ'χουν σωθεί άπό τούς τρεις τραγικούς. Στό σχολικό πλαίσιο πρέπει, τέλος, νά καθορίστηκε ό κανόνας έκεϊνος πού εκφράζουν οί άριθμοί, δπως δόθηκαν πιό πάνω. Σημαντικό ρόλο έπαιξε άναμφίβολα και ή άλλαγή άπό τόν παπυρικό κύλινδρο στόν περγαμηνό κώδικα. Τοποθετώντας στόν 4ο αιώνα μ.Χ. τήν εισβολή μιας καινούριας μορφής βιβλίου, ύποδηλώνουμε άπλώς εναν σημαντικό σταθμό σέ μιά άρκετά διαφοροποιημένη εξέλιξη.^ Τό ερώτημα πώς έ'φτασαν τά κείμενα τών τραγικών άπό τήν παρακμή του άρχαίου πολιτισμού μέσα άπό τούς σκοτεινούς αιώνες ώς τή βυζαντινή άναγέννηση επικαλύπτεται άπό ενα άλλο: πού 1. Βλ. σχετικά W. S. Barrett, Euripides^ Hippolytos 52, καΐ Zuntz, δ.π. 254. 2. Η. Hunger, Geschichte der Textüberlieferung, Ζυρίχη 1961, 47 (άνατ. Μόναχο 1975).
130
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ
Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η ΚΑΙ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
εχει τήν άφετηρία της ή μεσαιωνική χειρόγραφη παράδοση; Γιά μεγάλο χρονικο διάστημα έπικρατουσε —οχι μόνο δσον άφορα τον Αισχύλο— ή φράση πού εγραψε ό Wilamowitz στην Εισαγωγή της έκδοσης του: «Κανένας άπο εκείνους πού ερευνούν τά θεμέλια της χειρόγραφης παράδοσης δεν μπόρεσε νά μήν άντιληφθεϊ δτι ύπήρχε ενα μόνο χειρόγραφο, στο όποιο πρέπει νά άναζητηθεϊ ή διάσωση δλου του Αισχύλου μέ τή βοήθεια των κωδίκoJV πού άπαρίθμησα». Αύτή ή πίστη στον codex unicus, πού είχε άποκλειστικά έπιζήσει στούς σκοτεινούς αιώνες και στάθηκε ή μοναδική πηγή γιά τούς Βυζαντινούς, εχει γίνει σήμερα άντικείμενο έντονων αμφισβητήσεων ή τουλάχιστον τροποποιήσεων. Περισσότερα γι' αύτο το θέμα θά ειπωθούν μέ άφορμή τον Εύριπίδη* εδώ σημειώνουμε άπλώς μερικές γενικές σκέψεις και γιά τούς τρεις ποιητές. Κάθε θεωρία πρέπει να έξηγεΐ και τήν έκτεταμένη συμφωνία τών χειρογράφων και τις πάμπολλες διαφορές τους. Αύτο φαίνεται ολότελα έφικτό, άν υποτεθεί δτι στον 9ο αιώνα είχαν φτάσει και άξιοποιήθηκαν άπό τούς Βυζαντινούς πολλά κεφαλαιογράμματα χειρόγραφα. Έ δ ώ δίνουμε το λόγο στον άπόλυτο σκεπτικισμό πού εχει εκφράσει ό Dawe (160) σχετικά μέ τήν ύπαρξη ενός κοινού άρχετύπου: «Είναι άδύνατο νά πούμε πότε δημιουργήθηκε αύτό τό άρχέτυπο' θά μπορούσε νά είναι ή Ι'δια ή άλεξανδρινή έκδοση, ή θά μπορούσε... νά άνήκει στον 2ο αιώνα μ.Χ., τήν περίοδο του παπυρικού μας ύλικού. 'Τπάρχουν δμως και άλλες δυνατότητες, καΐ δ φρονιμότερος δρόμος είναι νά άναβάλουμε τήν κρίση μας», Ά ν τ ι δμως νά εγκαταλείψουμε οριστικά τό πρόβλημα, θά θέλαμε νά ύπογραμμίσουμε μιά άποψη πού εκφράζει ό Z u n t z {Inquiry 261) σχετικά μέ τά δράματα της έπιλογής του Εύριπίδη. Σ ' αύτή τήν άποψη άποτιμαται ορθά τό τόσο σημαντικό γιά τήν Ιστορία της χειρόγραφης παράδοσης γεγονός της μεταγραφής τών κεφαλαιογράμματων κειμένων στή βυζαντινή μικρογράμματη.^ Αύτή ή μεταγραφή ύπήρξε έξαιρετικά έπίπονη διαδικασία, και φυσικά μία άκόμη πηγή σφαλμάτων. "Ολος αύτός ό μόχθος δεν άποκλείεται καθόλου νά καταβαλλόταν μέ βάση 1. Η. Hunger, ό'.π. 94. Ό Zuntz, Inquiry 262 (σημ.), προσφέρει μιά συνοπτική Ιστορική έπισκόπηση τοϋ προβλήματος γιά το πότε αρχίζει ή μεταγραφή ποιητικών κειμένων. 'Αποκρούοντας τις οψιμότερες χρονολογήσεις του Dain και τοϋ Irigoin, συνηγορεί γιά τήν περίοδο του Άρέθα, ή, το πολύ, τοϋ Φωτίου, ό όποιος μας φέρνει στο δεύτερο μισο τοϋ 9ου αιώνα.
131
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ένα μόνο άρχαϊο χειρόγραφο. Ή άφθονία ομως των διαφορετικών γραφών της μεσαιωνικής παράδοσής μας θά εβρισκε ικανοποιητική εξήγηση, άν αύτή ή μία μεταγραφή συνοδευόταν άπό πολυάριθμες γραφές πού θά είχαν έξασφαλιστεϊ άπο μιά παραβολή άλλων προσιτών κεφαλαιογράμματων κωδίκων. Φυσικά, και τά άρχαϊα χειρόγραφα περιείχαν πιθανότατα έναλλακτικές γραφές, δπως δείχνει δ πάπυρος του Μενάνδρου άπο το Κάιρο. Αύτή ή θεωρία είναι άπαλλαγμένη άπο τον μοιραίο codex unicus, πού υποτίθεται οτι είχε σωθεϊ άπό τό ναυάγιο μέ τρόπο θαυματουργό. Ή άβεβαιότητα, πού φυσικά παραμένει, άποτελεΐ οπωσδήποτε κέρδος άπέναντι στή δογματική δήλωση του Wilamowitz. 'Αναμφίβολος στόχος της κριτικής ταξινόμησης (recensio) είχε θεωρηθεί ως πρόσφατα ή συγκρότηση ενός στέμματος^ πού θά άποτύπωνε τις σχέσεις συγγένειας τών επιμέρους χειρογράφων. Αύτή ή άρχή 'ίσχυε άκόμη άναλλοίωτη και γιά τή διερεύνηση της παράδοσης άπό τον T u r y n . Επαναστατικές άντιρρήσεις γι' αύτήν τή μέθοδο διατυπώθηκαν τά τελευταία χρόνια γιά τον Αισχύλο, κυρίως άπό τον Dawe, και γιά τον Εύριπίδη άπό τον V. di Benedetto. Γιά τήν άνασύνθεση της παράδοσής μας σέ μιά κάθετη κατεύθυνση, μέ τήν έ'ννοια μιας σταθερής άλληλοδιαδοχής άντιγράφων, άμφισβητεΐται ή δυνατότητα βέβαιων άποτελεσμάτων, άφοΰ χρειάζεται νά υπολογίζεται ή οριζόντια άλληλεξάρτηση τών διαφόρων χειρογράφων και ταυτόχρονα ό συμφυρμός πού δημιουργήθηκε μέ δραστήρια άντιβολή. Ό Dawe έχει ύποστηρίξει τήν άντίληψή του γιά τον Αισχύλο σέ έπιμέρους έξαντλητικές ερευνες και έ'χει φτάσει στο συμπέρασμα (27) ότι «άκόμη καΐ πειθαρχημένα χειρόγραφα εγκαταλείπουν συνήθως τήν ομάδα τους, συχνά διορθώνοντας κληρονομημένα σφάλματα ύστερα άπό παραβολή μέ άντίγραφα πού άνήκουν σέ άλλες ομάδες». Αύτή ή άντίληψη καταλήγει στή ριζική άρνηση της δυνατότητας νά συγκροτήσουμε στέμματα. Ή έ'σχατη παραχώρηση είναι ή διάκριση έπιμέρους ομάδων χειρογράφων. Αύτό θά μπορούσε Ι'σως νά επιτευχθεί γιά τά χειρόγραφα Β Η Γ Δ (τά σύμβολα είναι του Turyn). "Ετσι, οί νέες εργασίες άνοίγουν, κατά κάποιον τρόπο, μιά καινούρια προοπτική στήν κριτική τής τραγωδίας. Και ό Μ. L. West στήν έ'κδοση τής Θεογονίας (1966) βρίσκει τήν παράδοση του κειμένου νά καθορίζεται ώς εναν μεγάλο βαθμό άπό συμφυρμούς. Ή παραίτηση όμως άπό κάθε στέμμα^ όσο άποσπασματικό και άν
132
Χ Ε Ι Ρ Ο Γ Ρ Α Φ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η ΚΑΙ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
είναι, σκοπεύει πέρα άπο το στόχο. Στο μέλλον πρέπει σίγουρα να ε'ίμαστε περισσότερο προσεχτικοί άπό δ,τι ως τώρα στο θέμα της παραδοχής των εξαρτήσεων δηλαδή, πρέπει ίσως νά παραιτηθούμε άπο τό κλειστό σχήμα παρόμοιων στεμμάτων. Ωστόσο, μέ κανέναν τρόπο δεν θα έπρεπε νά εγκαταλείψουμε κάθε κάθετη διερεύνηση τής παράδοσής μας γιά χάρη μιας άποκλειστικά οριζόντιας. Τό άρχαιότερο και πολυτιμότερο χειρόγραφο τοΰ Αισχύλου είναι ό Mediceus {Laurentianus) 32,9, πού άρχικά περιείχε μόνο τΙς επτά τραγωδίες τοΰ Αισχύλου (μόνο αύτός και. τις επτά και μέ τά καλύτερα σχόλια) και τά 'Αργοναυτικά τοΰ Άπολλωνίου* άργότερα κάποιος προσάρτησε και τα έπτά δράματα τοΰ Σοφοκλή. Γράφτηκε γύρω στό 1000, και τό 1423 τόν εφερε ό G. Aurispa άπό την Κωνσταντινούπολη στην 'Ιταλία, όπου, τό δεύτερο μισό τοΰ 15ου αιώνα, πέρασε στή Ααυρεντιανή Βιβλιοθήκη. Τό 18ο quaternio (τετράδιο) λείπει εντελώς, και τό 19ο στό μεγαλύτερο μέρος του, δηλαδή άπό τό κείμενο τοΰ 'Αγαμέμνονα οι στ. 3111066 καΐ 1160 ως τό τέλος, και ή άρχή των Χοηφόρων. Διακρίνεται ενα άντιγραφικό χέρι γιά τους Πέρσες 1-702 και Ινα δεύτερο γιά τά υπόλοιπα. "Τστερα, ολο τό χειρόγραφο ελέγχθηκε άπό εναν διορθωτή, πού έπέφερε ορισμένες άλλαγές, χωρίς δμως νά μποροΰμε νά έξακριβώσουμε ως τώρα κάποια συγκεκριμένη πηγή γιά τήν έργασία του. Ό Dawe προχώρησε πάρα πολύ στήν υποτίμηση τοΰ Mediceus' πάντως, στό 5ο κεφάλαιο τοΰ βιβλίου του άναγνωρίζει τήν άξία τοΰ χειρογράφου. 01 Βυζαντινοί έκαμαν μιά νεότερη επιλογή, δπου ένωσαν σέ μιά τριάδα τόν Προμηθέα^ τούς Έπτά και τούς Πέρσες. Τήν πεποίθηση τοΰ Wilamowitz και τοΰ Murray, οι όποιοι εξάρτησαν τά περισσότερα χειρόγραφα αύτής τής τριάδας άπό ενα κοινό άρχέτυπο άσχετο μέ τόν Μ, τήν επικρίνει στό βιβλίο του ό Dawe, πού άρκεϊται στή συγκρότηση ομάδων μέ στενή άλλά οχι άρρηκτη μεταξύ τους σύνδεση. Τήν ιδιαίτερη θέση τοΰ Q {Paris. Gr. 2884· γράφτηκε τό 1299) τήν επισήμαναν ήδη οι δύο εκδότες πού άναφέραμε πιό πάνοί. "Ενας βυζαντινός γραμματικός πρόσθεσε σ' αύτή τήν τριάδα τόν 'Αγαμέμνονα και τις Ευμενίδες. Αύτή ή πεντάδα, ό μοναδικός μας μάρτυρας γιά μεγάλο μέρος τοΰ 'Αγαμέμνονα^ περιέχεται, μαζι μέ άλλα κείμενα, στόν Farnesinus (τώρα Neap. II F
133
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
31), πού γράφτηκε το 1320 άπό το χέρι του Τρικλινίου. Ό Zuntz^ εδειξε οτι, εδώ πρόκειται γιά τήν κατάληξη μιας μακρόχρονης ενασχόλησης του Τρικλινίου μέ τά κείμενα. Προστάδιά της είναι τα χειρόγραφα F {Laur. 31, 8) και G {Ven. Marc. 616), πού μαρτυροϋν παλαιότερη εργασία του στον Αισχύλο. Αύτο προσφέρει ενα ένδιαφέρον παράλληλο γι' αύτό πού μπόρεσε νά δείξει δ Z u n t z σχετικά μέ τήν έργασία του Τρικλινίου στον Ευριπίδη. Ό T u r y n μέ τις μνημειώδεις έργασίες του Ιφερε στο προσκήνιο το ερώτημα τί πρέπει νά θεωρηθεί άρχαία παράδοση και τί βυζαντινή εικασία. Σκοπός του ήταν νά άπομακρύνει, ώς μεταγενέστερο έπίστρωμα, οτιδήποτε μπορεί νά άναχθεΐ σέ βυζαντινές έπεμβάσεις, καί, ετσι να άπαλλάξει άπο αύτο τήν κριτική ταξινόμηση των χειρογράφων. Τήν έργασία του γιά τον Αισχύλο τή συνέχισε ή Ε. Α.Ε. Bryson^ μέ ιδιαίτερη έφαρμογή στον Θωμά Μάγιστρο. Ό Ρ. Maas® τόνισε πόσο δύσκολο είναι νά έπισημανθοΰν βέβαιες διαχωριστικές γραμμές· ό Dawe έχει έκθέσει δλους τούς παράγοντες αύτής της άβεβαιότητας, πού δέν πρέπει νά άγνοηθουν έντελώς σέ καμία άπο αύτές τις έ'ρευνες.^ Τή νέα Ιντονη ύπογράμμιση των οριζόντιων κλάδων στήν παράδοσή μας τήν ενισχύει ή δήλωση του Mazon (Είσ., σ. XXIV) δτι ή άξιολόγηση των χειρογράφων σέ ορισμένο πλαίσιο πρέπει άναπόφευκτα νά είναι εκλεκτική. Τις παλαιότερες έκδόσεις τις άναφέρει ό Schmid (2,309). Και έδώ δμως πρέπει νά μνημονευτεί μέ εύγνωμοσύνη έκεϊνο πού κα1. "Ο.π. 204, δπου παρατίθενται καΐ τά δεδομένα γιά τή διαφορετική άποτίμηση αύτών των χειρογράφων άπο τον Α. Turyn καΐ τον Ε. Fraenkel. 2. Contributions to the Study of Thomas Recension on Aeschylus (διατρ.), Illinois 1956. 3. Gnomon 25 (1953) 441. 4. ΕΙδί,κές έργασίες γιά επιμέρους χειρόγραφα: G. Pasquali, «I codici inferiori délia trilogia Eschilea», RAL 6 (1930) 35, γιά το χφ της Bibl. Vitt. Emman. 5.—S. G. Peppink, Athenaei Dipnosophistarum epitome I, Leyden 1937, 177 (Spicilegium Aeschyleum) γιά τον Vat. 1332.— "Ενα άγιορείτικο ('Ιβήρων κωδ. 209, κάποτε 161) άξιοποίησε πρώτος ό Dawe (28).—Ό Η. Fr. Johansen, «Codex Scurialensis T. I 15 and the Transmission of Aeschylus' Suppliants», GRES 9 (1968) 359, παρουσίασε μιά άντφολή γι' αύτο τό χειρόγραφο άπο τον 16ο αΙώνα, πού περιέχει τά Διονυσιακά του Νόννου και άπό τό ϊδιο χέρι τΙς Ίκέτιδες τοϋ Αισχύλου, καΐ εδειξε δτι γι' αύτό τό εργο δέν μπορεί μέ κανέναν τρόπο νά γίνει λόγος γιά άμεση εξάρτηση άπό τόν Μ.
134
Χ Ε Ι Ρ Ο Γ Ρ Α Φ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η ΚΑΙ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
τόρθωσαν γιά τό κείμενο φιλόλογοι δπως ο G. H e r m a n n (Λιψία 1852, 2η Ικδ. 1859) και ό Η. Weil (Glessen 1858-67, Λιψία 1884· εκδ. στερ. 1903). Νεότερες εκδόσεις: Wilamowitz (Βερολίνο 1914· άνατ. 1958· ed. min. 1915)· P. Mazon (2 τ. μέ γαλλ. μετ., Παρίσι 1920-25, νεότερες έκδ. ώς τό 1965)' G. Murray (Όξφόρδη 1937, άναθεωρ. 1955)· Μ. Untersteiner (ed. critica con trad, e note italiane, 2 τ., Μιλάνο 1946-7). Τις τρεις πρώτες εκδόσεις τις ύπέβαλε σέ αύστηρότατη κριτική ό Dawe (6) και πολέμησε τις άρχές του κριτικού τους ύπομνήματος: «...άνάγκη νά εχουμε ή Ινα άρκετά πλήρες κριτικό υπόμνημα ή καθόλου» (7). Αυτή ή απαίτηση γιά άπόλυτη τελειότητα έχει φυσικά τήν ιδανική δικαιολόγησή της· τό πώς μπορεί νά έκπληρωθεΐ είναι άλλο ζήτημα. Τό έκλεκτικό κριτικό ύπόμνημα, πού φυσικά δηλώνει τήν παραίτηση άπό διεξοδική έκθεση της παράδοσης του κειμένου, θά μπορούσε νά διατηρήσει τή χρηστική του άξία. έστω και αν, μέ τήν επιλογή τών διαφόρων γραφών, τό περιθώριο γιά ύποκειμενική κρίση μένει σέ έπικίνδυνο βαθμό μεγάλο. 'Ακόμη, ό Dawe έδειξε οτι αυτές οί εκδόσεις στά κριτικά τους υπομνήματα περιέχουν μεγάλο άριθμό λαθεμένες πληροφορίες γιά γραφές, διορθώσεις, γλώσσες, καθώς και γιά τήν προέλευση εικασιών. Ευλόγα διαπιστώνει δτι εδώ επενεργεί μια παράδοση σφαλμάτων πού φτάνει πολύ πίσω, και γι' αύτό κανένας άπό αύτούς τούς εκδότες δέν μπορούσε νά τήν άντιμετωπίσει. Στό δεύτερο μέρος του βιβλίου του ό Dawe, ύστερα άπό εξαντλητική σύγκριση δεκαεπτά χειρογράφων, δίνει ένα δείγμα κριτικού ύπομνήματος της βυζαντινής τριάδας {Προμηθεύς, 'Επτά, Πέρσαι). 'Ακριβώς τό περιορισμένο πλαίσιο αύτοΰ,τοΰ άνεκτίμητου εγχειρήματος δείχνει πόση δουλειά άπαιτεΐται γιά νά φτάσει κανείς τό στόχο πού ορίζει δ Dawe. Παρήγορο ως Ινα σημείο είναι δτι αύτή ή ελαττωματικότητα τών κριτικών ύπομνημάτων σέ σπάνιες μόνο περιπτώσεις οδήγησε σέ κάποια παραποίηση του κειμένου. [ Ό Dawe μέ τό σχετικό βιβλίο του, καθώς και μέ τό Repertory of Conjectures on Aeschylus, έχει προσφέρει μιά θαυμάσια προεργασία γιά μιά νέα έκδοση του Αισχύλου. Τή χρωστούμε τώρα στόν D. L. Page, 'Οξφόρδη 1972. Βλ. έπίσης Ο. L. Smith, Studies in the Scholia of Aeschylus,i: The Recensions of Dem. TricZmio^, Leiden 1975.] Ή έκδοση τών Σχολίων, τήν όποια επιμελήθηκε δ Wilhelm Dindorf στόν τρίτο τόμο του Αισχύλου της 'Οξφόρδης, είναι
135
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
ανεπαρκής·^ τά Σχόλια στους Πέρσες έκδόθηκαν άπό τον Ο. D ä h n h a r d t (Λιψία 1894), και τα σχόλια του Τρικλινίου στο ϊδιο έργο άπο τή Lidia Massa-Positano (Νεάπολη 1948, 2η εκδ. 1963)· επίσης: C.-J. Herington, The Older Scholia on the Prometheus Bounds Leiden 1972. Μετά τον Paley (1897), τον πρώτο συνολικό ύπομνηματισμό του Αισχύλου στά άγγλικά τον έδωσε δ Η. J. Rose, «Α Comm e n t a r y on t h e Surviving Plays of Aeschylus», Verh. Kon. Nederl. Akad. Afd. Letterkunde, Ν. R. 64, άρ. 1 καΐ 2, A m sterdam 1957-8. Τά σχόλια συγκεντρώνονται κυρίως σέ κριτική του κειμένου και εξήγηση λέξεων, ένώ άποφεύγουν πεδία εύρύτερης ερμηνείας. Γιά ολα τά έργα υπάρχουν στά ολλανδικά σχολιασμένες έκδόσεις, πού τις άναφέρουμε στή βιβλιογραφία των επιμέρους δραμάτων. 'Αξιόλογη οχι μόνο για τή μετρική διάρθρωση άλλά και γιά τήν ερμηνεία της είναι ή εργασία του W . Kraus, ((Strophengestaltung in der griechischen Tragödie. I. Aischylos und Sophokles», SAWW 231/4, 1957. Ή βιβλιογραφία γιά τά άποσπάσματα των δραμάτων του Αισχύλου βρίσκεται στήν άρχή του κεφαλαίου πού είναι αφιερωμένο σέ αύτα τά κατάλοιπα. "Ενα άλλο απαραίτητο βοήθημα τό χρωστούμε στον G. Italie, Index Aeschyleus, 2η έκδ. Leiden 1964 (μέ 10 σελίδες Addenda άπό τον Stefan Radt). Τέλος, μερικές μεταφράσεις ή έπανεκδόσεις παλαιών μεταφράσεων: Lewis Campbell, Aeschylus: The Seven Plays in English Verse (World's Classics 117), 'Οξφόρδη· L. Wolde (Sammlung Dieterich 17), Αιψία 1938· J. G. Droysen και Walter Nestle (Kröners Taschenausgabe 152), 2η έκδ. Στουτγάρδη 1957, μέ άξιόλογες εισαγωγές· τή μετάφραση του Droysen τήν ξαναδούλεψε και ό F. Stoessl (Eibl, (ier alten Welt, Ζυρίχη 1952), ό όποιος, έκτος άπό τις εισαγωγές, δίνει και ένα τμήμα τών άποσπασμάτων. Πρόσφατα έκδόθηκαν και άπό τον V. Steffen, Βερολίνο 1968. Σέ ιδιαίτερα εξεζητημένη γλώσσα είναι ή μετάφραση του Η. F. Waser, Ζυρίχη 1952. Μιά δίγλωσ1. Εξοντωτική είναι γι' αύτη τήν έκδοση ή κρίση τοϋ Wilamowitz, editio maior XIII, πού δέν άφήνει άλώβητο οΰτε τον Dähnhardt. Γιά τά Σχόλια βλ. R o m a g n o l i , ^ / F 7 5 (1915) 16. Τώρα: O . L . S m i t h , Scholia in Aeschylum quae exstant omnia, 1 : Agam. Choe. Eum. Suppl. (Teubner), Λιψία 1976.
136
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
ση έκδοση, εφοδιασμένη μέ πλούσια βοηθητικά σχόλια, χρωστούμε στον Ο. Werner, Μόναχο 1959, θαυμάσια τυπωμένη (Tusculum) σέ φίνο χαρτί. Στή Fischer-Bibliothek der H u n d e r t Bücher ό W . Η. Friedrich (Φραγκφούρτη 1961) έξέδωσε μιά εντυπωσιακή συλλογή παλαιών μεταφράσεων του Αισχύλου, προσθέτοντας εναν άξιοσημείωτο επίλογο. Περιέχονται: Η. Voss {Πέρσαί 1826), J. J. C. Donner {'Επτά 1854), J. G. Droysen (Ίκέτιδες, Χοηφόροι 1832, 1842), W . H u m b o l d t {^Αγαμέμνων 1816), Κ. Ο. Müller {Είψενίδες 1833), Leopold Graf Stolberg {ΙΤρομηΘενς 1802). Μιά άρτια ιταλική μετάφραση άπο τον C. Carena δημοσιεύτηκε στις εκδόσεις Einaudi το 1956. Τήν ισπανική μετάφραση του Brieva y Salvatierra, πού δημοσιεύτηκε γιά πρώτη φορά το 1880, τήν εχει άντικαταστήσει τώρα ό F. R. Adrados, Esquilo Tragedias, Traduccion nuova. 2 τ., Μαδρίτη 1966. Στή σειρά The Complete Greek Tragedies, τή μετάφραση του Αισχύλου φρόντισαν οί R. Lattimore, S. G. Benardete και D. Grene (The University of Chicago Press, 1959). Δεν πρέπει νά λησμονηθεί ή έντονη επίδραση πού άσκοϋσαν γιά μεγάλο διάστημα οί μεταφράσεις του G. Murray (άνάμεσά τους βρίσκεται δλος ό Αισχύλος).^ Το σύνολο των τραγωδιών του Αισχύλου τό έχει μεταφράσει στά νέα ελληνικά, έκτος άπο τον I. Ν. Γρυπάρη {01 τραγωδίες τον ΑΙσχνλον, 'Αθήνα χ.χ.έ.), καΐ ό Τ. Ρούσσος {ΑΙσχνλον Τραγωδίες, 'Αθήνα 1973). ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΔΡΑΜΑΤΑ "Ενα άσήμαντο παπυρικό σπάραγμα άλλαξε ριζικά τήν εικόνα πού ε'ίχαμε γιά τήν έξέλιξη της αίσχύλειας τραγωδίας. Ό 20ός τόμος P.Oxy. (1952) μέ τον άρ. 2256, άπ. 3, προσφέρει τα πενιχρά ύπολείμματα μιας διδασκαλίας, πού θέτει μερικά δύσκολα ερωτήματα γιά τούς τίτλους τών δραμάτων πού παραστάθηκαν και γιά τή σειρά μέ τήν οποία καταγράφηκαν. 'Ωστόσο, παραμέ1. Δέν εχει άφιερωθεϊ ό άνάλογος ερευνητικός μόχθος καΐ γιά τήν επιβίωση της αίσχύλειας τραγωδίας. Βλ. σχετικά Br. Costantini, «La fortuna di Eschilo in Italia», Dioniso 12 (1949) 148" F. M. Pontani, aEschilo nella poesia neogreca», Maia 2 (1949) 53· πρβ. καΐ Sheppard (βιβλιογραφικό πίνακα).
137
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
νουν βέβαια τά άκόλουθα γεγονότα: στ/^ν παράσταση δπου άναφέρεται ή διδασκαλία μας, το πρώτο βραβείο τό κέρδισε ό Αισχύλος μέ τήν τριλογία Δαναΐδες και τή σατυρική Άμνμώνη- τή δεύτερη θέση την κατέλαβε ό Σοφοκλής και τήν τρίτη κάποιος Μέσατος, πού ή ΰπαρξή του εγινε άρχικά δεκτή υποθετικά, άργότερα δμως άμφισβητήθηκε. ""Αν συσχετίσουμε αύτές τις μαρτυρίες μέ τήν πρώτη παράσταση της τριλογίας πού άρχιζε μέ τις Ίκέτιδες —αύτο το θεωρούμε αναπόφευκτο— φτάνουμε σέ μια χρονολόγηση σημαντικά άπομακρυσμένη άπό τήν πρώιμη άπόδοση,^ πού έ'χει συχνά υποστηριχτεί. Άφοΰ γιά τήν πρώτη εμφάνιση του Σοφοκλή, πού κέρδισε ταυτόχρονα καΐ τήν πρώτη του νίκη, έχουμε έξασφοολισμένο, μέ βάση τό Πάριο Μάρμαρο (έπ. 56) και τον Πλούταρχο {Κίμων 8), το ίτος 468 π.Χ., κερδίζουμε φυσικά καΐ γιά τήν τριλογία Δαναΐδες του Αισχύλου έναν terminus post. To 468, μέ τή νίκη του Σοφοκλή, άποκλείεται, ενώ το 467 καλύπτεται άπό τή νίκη του Αισχύλου μέ τή ((Θηβαϊκή τριλογία». Επομένως, αύτή ή χρονιά και τό 458, μέ τήν παράσταση της Ό~ ρέστειας^ είναι τά χρονικά όρια δπου ε'ίμαστε άναγκασμένοι νά τοποθετήσουμε τις Ίκέτιδες. 1. Πρώιμη χρονολόγηση υποστήριξαν ιδιαίτερα οΐ: G. Müller, De Aeschyli Supplicuni" tempore atque indole (διατρ.), Χάλλη 1908" F. Focke, GGN 1922, 183, πού ήθελε νά άνεβάσει τό έργο σχεδόν ώς τά 499. Γιά μελετητές πού επιμένουν σέ πρώιμη χρονολόγηση βλ. τήν επόμενη σημείωση. 2. Ή άποψη πού υποστηρίζω εδώ και έχω διεξοδικά παρουσιάσει στό Hermes 82 (1954) l = G e s . Sehr. 220, άποτελεϊ άκόμη άντικείμενο ζωηρής συζήτησης, δπου ή πλάστιγγα γέρνει πρός τό μέρος μιας όψιμης χρονολόγησης. Μιά έπισκόπηση του θέματος axàAAHG 12 (1959) 10' πολλή βιβλιογραφία δίνει και ό Lloyd-Jones στή δεύτερη έκδοση του Αισχύλου στή σειρά Loeb, Λονδίνο 1957, 595" επίσης ό Mette στό άπ. 122. Γιά τήν όψιμη χρονολόγηση, πού ύποβάλλεται άπό τόν πάπυρο, έχουν έκφραστεϊ οί: D. L. Page, Agamemnon, Όξφόρδη 1957, ΧΙΧ" Galiano, 97, μέ πλούσια βιβλιογραφία και πολύ προσεχτική εξέταση των προβλημάτων Τ. Β, L. Webster, στή δεύτερη έκδοση τοϋ Pickard-Cambridge, Ζ)ιίΛ. Tr. Com. 60" Lloyd-Jones, «The "Supplices" of Aeschylus: The New Date and Old Problems», AC 33 (1964) 356· L Trencsényi-Waldapfel, aLes Suppliantes d'Eschyle», AAntHung 12 (1964) 259" J. A. Davison, Ancient Society and Institutions, Όξφόρδη 1966, 95" H.-J. Nevi^iger, GO A 219 (1967) 175, σέ μιά διεξοδική κριτική τοϋ βιβλίου του W. J. W. Köster* G. Salanitro, «La data e il significato politico delle "Supplici" di Eschilo», Helikon 8 (1968) 311. Μέ τήν επιχειρηματολογία πού παρουσιάζεται πιό πάνω, επιμένουν σέ μιά πρώιμη χρονολόγηση οί: V. Ehrenberg, Sophokles und Perikles 4, 2" Α. Διαμαντόπουλος, «The Danaid Tetra-
138
TA
ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
Φαίνεται, δμως εφικτή μιά άκριβέστερη χρονολόγηση. Ό Lobel μπόρεσε νά προσθέσει, στο άπόσπασμά μας ενα μικρό σπάραγμα, πού περιέχει τά γράμματα επία[· ενα ίχνος άπό τό άκόλουθο γράμμα ταιριάζει καλά μέτό ρ. 'Ο Lloyd-Jones, στον «Αισχύλο» της Loeb Class. Libr., δίνει, μέ βάση μιά καινούρια άνάγνωση, επί άρ[. Προσφέρονται οΐ δυνατότητες νά συμπληρώσουμε είτε επί άρχοντος ε'ίτε, άπό τό ονομα του άρχοντα του 463 π.Χ., èm Άρχεδημίδου. Γιά τη δεύτερη περίπτωση συνηγορούν πρώτα άπ' δλα οί Υποθέσεις τών Περσών και τών 'Επτά επί Θήβας, καθώς και του Φιλοκτήτη του Σοφοκλή, πού μέ τή συνοπτική διατύπωσή τους μας επιτρέπουν νά ύποθέσουμε συγγένεια μέ άλεξανδρινά πρότυπα. 'Ιδιαίτερο βάρος σ' αυτά τά συμφραζόμενα έ'χει τό γεγονός οτι έ'να απόσπασμα, πού βρέθηκε ταυτόχρονα μέ μιά διδασκαλία, γραμμένη πιθανότατα άπό τό ίδιο χέρι {Ρ. Oxy.^ άρ. 2256, άπ. 2), για τή «Θηβαϊκή τριλογία» δίνει τό χρονικό στίγμα μέ τήν έκφραση επί Θεαγ^ενίδον.^ Με τό έτος 463 έρχόμαστε πολύ κοντά στό «γύρω στά 462», πού ειχε προτείνει, παρ' όλη τή γενική άντίδραση, ό Walter Nestle πολύ πριν άπό τήν άνακάλυψη της παπυρικής διδασκαλίας.^ logy of Aeschylus», JHS 77 (1957) 220, γιά τό 492/1, με βάση πολιτικούς υπαινιγμούς πού επισημαίνει ό συγγραφέας· Ε. Wolff, «The Date of Aeschylus' Danaid Tetralogy», Eranos 56 (1958) 119, καΐ 57 (1959) 6· del Grande, Τραγφδία, 144, μέ τήν υπόθεση γιά μιά δεύτερη παράσταση της τριλογίας" το ϊδιο και ό W. J. W. Koster, «Welke is de oudste bewaard gebleven tragedie?», Nederl. Akad. Afd. Letterkunde n.r. 29, άρ. 4,1966. 'Υποθέτοντας ενα μεγάλο χρονικό χάσμα άνάμεσα στη σύνθεση και την παράσταση τοϋ Ιργου, προσπαθεί νά λύσει τό πρόβλημα ό R. Cantarella, RAL, s. 8, τ. 20, 1965, 371. Πλούσια βιβλιογραφία γιά τό θέμα έχει δώσει πρόσφατα ό Η. van Looy, «Aeschyli Supplices... und ein Ende?», AC 83 (1969) 489. 1. Γιάτή συμπλήρωση βλ. Br. Snell, Gnomon 25 (1953) 438. Γιά τήν άνάγνωση τοϋ αποσπάσματος πού άναφέρεται στην τριλογία τών Δαναΐδων βλ. F. Lasserre, Hermes 83 (1955) 128" G. Freymuth, Philologue 99 (1955) 64, 1· Η. J. Mette, Gymnasium 62 (1955) 397" Podlecki, 163, 7. 2. Κυρίως στόν πρόλογό του γιά τή μετάφραση τοϋ έργου (βλ. παραπάνω)" πρβ. επίσης Struktur des Eingangs 15, 1" Menschliche Existenz 11, 2" Gnomon 10 (1934) 413=W^ege der Forschung I 83κ. Όψιμες χρονολογήσεις της τριλογίας τών Δαναΐδων μπορούμε νά παρακολουθήσουμε κατά καιρούς" φτάνουν ώς τόν Aug. Boeckh, Tragoediae Graecae principum reliquiae 1808, 54, καΐ τόν Κ. Ο. Müller, Eumenides 1833, 123, και Griech. Lit. Gesch., 3η έκδ., 2, 88. 'Αποφασιστικό ρόλο γιάτή χρονολόγηση έπαιζαν υποτιθέμενοι πολιτικοί υπαινιγμοί. Τό 476, πού πρότεινε
139
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
'Τπηρξαν και άπόπει,ρες νά ύποτί.μηθοΰν οί συνέπειες αύτής της άνακάλυψης. "Εγινε λόγος για μεταθανάτια παράσταση, μέ βάση την πληροφορία της Σούδας οτι ό Εύφορίων, ό γιος του ποιητή, είχε νικήσει στούς άγώνες τέσσερις φορές μέ άπαιχτα δράματα του πατέρα του. 'Ωστόσο, εδώ πρόκειται, δπως και στις άνάλογες περιπτώσεις του Σοφοκλή και του Εύριπίδη, γιά έ'ργα των τελευταίων χρόνων του ποιητή, κάτι πού δεν ισχύει γιά τΙς Ίκέτώες. 'Αποφασιστική πάντως είναι ή διαπίστωση δτι, σύμφωνα μέ τη Σούδα, νικητής θεωρήθηκε ό 'ίδιος ό Εύφορίων, μαρτυρία πού επιβεβαιώνεται απόλυτα άπο τή διδασκαλία τής «Θηβαϊκής τριλογίας», οπού λέγεται οτι ό Άριστίας πήρε τή δεύτερη θέση μέ τραγωδίες του πατέρα του Πρατίνα. Στή δική μας ομως διδασκαλία νικητής εμφανίζεται ό Αισχύλος και κανένας άλλος· έτσι, άποκλείεται ή πληροφορία νά άναφέρεται σέ μεταθανάτια παράσταση. Τελευταία διέξοδος παραμένει ή ύπόθεση οτι ό Αισχύλος είχε γράψει τήν τριλογία σέ μιά πρώιμη περίοδο τής δημιουργίας του, άλλά άνέβασε το έ'ργο πολύ άργότερα. Ό W . Theiler άνοιξε τό δρόμο γιά μιά παρόμοια θεωρία «του συρταριοΰ)) μέ τή χρονολόγηση τής 'Ηλέκτρας του Εύριπίδη, 'Ασφαλώς δέν είναι άπαραίτητο νά γράφτηκαν ολα τά δράματα των άρχαίων τραγικών τήν 'ίδια χρονιά πού παραστάθηκαν μας λείπει όμως οποιοδήποτε έ'ρεισμα γιά τή σκέψη οτι κάποιος άπο αύτούς τούς ποιητές έ'βαζε ενα εργο του στο άρχεΐο, γιά νά άσχοληθεΐ και πάλι μέ αύτο υστέρα άπο μεγάλο χρονικό διάστημα. Γι' αύτό, μου φαίνεται παραπλανητικό, μέ βάση μιά ύπόθεση πού άνταποκρίνεται περισσότερο σέ σύγχρονές μας συνθήκες, νά επιμείνουμε σέ μιά χρονολόγηση πού βασίζεται άποκλειστικά στήν ιδέα μιας σταθερής πορείας τής καλλιτεχνικής έξέλιξης του Αισχύλου. "Wv άναλογιστοϋμε τον ύπερβολικά άρχαϊκό, και τόσο μακριά άπο τήν ωριμότητα τής Όρέστείας, χαρακτήρα τών 'Επτά του 467, δέν εχουμε καμιά δυσκολία νά τοποθετήσουμε κάπου έκεϊ και τις Ίκέτιδες. "Ετσι, και μέ τον Αισχύλο βρισκόμαστε στήν Ι'δια κατάσταση δπως και μέ τούς άλλους δύο μεγάλους: ή πρώιμη δραματική παραγωγή μένει άπροσπέλαστη, και γνωρίζουμε τούς ποιητές δταν είναι πιά στήν άκμή τής δημιουργίας τους. ό J. Vürtheim στήν εκδοσή του, και τον άκολουθεϊ ό W. J.W. Koster (ο.τι.}, δέν βρήκε οπαδούς.
140
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
To 472 ό Αισχύλος νίκησε μέ μιά τετραλογία πού τήν άποτελοΰσαν οί τραγωδίες Φινεύς^ Πέρσαί^ Γλαύκος Ποτνίενς καΐ τό σατυρικό δράμα Προμηθεύς Πυρκαενς. Χορηγός ήταν ό Περικλής. Σώζονται μόνο οί ΠέρσεςΛ Το εργο άρχίζει μέ άναπαίστους 1. Πριν άπό τΙς βιβλιογραφικές πληροφορίες προτάσσουμε μιά παρατήρηση πού Ισχύει και γιά τούς τρεις τραγικούς: ή πραγμάτευση των επιμέρους δραμάτων στις μονογραφίες πού μνημονεύονται στον γενικό βιβλιογραφικά πίνακα δέν αναφέρεται παρά μόνο σέ εξαιρετικές περιπτώσεις. Επομένως, άπαριθμώντας τις εκδόσεις, δέν επαναλαμβάνουμε δράματα πού συμπεριλαμβάνονται σέ συνολικές έκδοτικές εργασίες.—Εκδόσεις μέ σχόλια : Ρ. Groeneboom, Groningen 1930· αύτη ή άξιόλογη έκδοση είναι προσιτή και στά γερμανικά, στή σειρά πού εκδίδουν οί Br. Snell καΐ Η. Erbse, Studientexte I I I / l και 2, Γοττίγγη 1960' V. Inama και Α. Colonna, Τορίνο 1948· F. Μ. Pontani, Ρώμη 1951· G. Italie, Leiden 1953· Η. D. Broadhead, The Persae of Aeschylus, Cambridge 1960, γιά τήν ώρα ή κυριότερη έκδοση, μέ πολλή βιβλιογραφία· L. Roussel, Eschyle: Les Perses, Παρίσι 1960, δίχως κριτικό υπόμνημα, έκδοση προβληματική άπο πολλές άπόψεις" D. Korzeniewski, κείμενο και προκαταρκτικά τεύχος, Βαμβέργη 1966, μέ επίβλεψη της J. de Romilly, Παρίσι 1974· G. Pompella, Νεάπολη 1975.—'Ερμηνευτικά: K.Deichgräber, «DiePerser desAischylos», NAWG 1 / 4 (1941) 155, μιά διεξοδική και προσεχτική άνάλυση, καί Der listensinnende Trug des Gottes, Γοττίγγη 1952, επίσης «Die Persertetralogie des Aischylos», AAWM 4,1974· J. Bidez, «À propos des Perses d'Eschyle», BAB 1937, 206" M. V. Ghezzo, «I Persiani di Eschilo», ^ / F 98 (1938/39) 427· R. Lattimore, «Aeschylus on the Defeat of Xerxes», Classical Studies in Honor of W. A. Oldfather, εκδ. Πανεπ. Illinois 1943· Kaufmann-Bühler, 107· F. Stoessl, «Die Phoinissen des Phrynichos und die Perser des Aischylos», MH 2 (1945) 148" R. D. Dawe, «Inconsistency of Plot and Character in Aeschylus», PCPhS 189 (1963) 21=Wege der Forschung I, 175· D. Korzeniewski, «Studien zu den Persern des Aischylos», I Helikon 6 (1966) 548, καί II 7 (1967) 27· W. Kierdorf, Erlebnis und Darstellung der Perserkriege (Hypomnemata 16), Γοττίγγη 1966· L. Golden, In Praise of Prometheus, εκδ. Πανεπ. Β. Καρολίνας, 1966, 31· Β. Alexanderson, «Darius in the Persians», Eranos 65 (1967) 1· E. B. Holtsmark, «Ring Composition and the Persae of Aeschylus», SO 45 (1970) 5" R. P. Winnington-Ingram, «Zeus in the Persae», JHS 93 (1973) 210· Th. Gelzer, Die Verteidigung der Freiheit der Griechen gegen die Persen bei Aischylos und Herodot, Βέρνη 1973· D. J. Conacher, «Aeschylus' Persae: A Literary Commentary», Serta Turyniana, Urbana 1974,143.— Σχέση μέ τήν ιστορία: R. Lattimore, δ.π. 82· Podlecki, 8.—Τις γερμανικές μεταφράσεις τις συγκέντρωσε ό Α. Mundhenk, Ν JA 2 (1939) Ik. 'Επιμέρους μεταφράσεις: Ο. Werner, Φραγκφούρτη 1940· Ε. Buschor, Μόναχο 1953· R. Borchardt, Στουτγάρδη 1958· W. Schadewaldt, Griechisches Theater, Φραγκφούρτη 1964, 7. 'Αγγλικά: G. Murray, Αονδίνο
141
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
του χοροΰ των γερόντων πού εμειναν στήν πατρίδα (1-64) : αύτοπαρουσιάζονται στούς πρώτους κιόλας στίχους, ενώ ταυτόχρονα υποβάλλουν τό κυρίαρχο σέ δλο τό εκθετικό τμήμα μοτίβο της άνησυχίας γιά το στρατό, πού έχει έκστρατεύσει σέ ξένη χώρα" μέ αξιοσημείωτη προσήμανση ένος χαρακτηριστικού πού θά άναπτυχθεϊ άργότερα, εμφανίζεται 6 Ξέρξης ώς άνώριμος και άπερίσκεπτος {νέος άνήρ). 'Ακολουθεί ένα μοτίβο πού διασταυρώνεται σταθερά μέ το μοτίβο της άνησυχίας, άλλα τελικά άπορροφαται άπό αύτό: ή πλατιά και ύπερφορτισμένη άπο πλήθος ξενόηχων ονομάτων απεικόνιση τής στρατιωτικής δύναμης των Περσών. Το μέρος αύτο διαρθρώνεται μέ μιά εναλλαγή άπο τοπωνύμια, ονόματα άρχηγών και προσδιορισμό του όπλισμ,οΰ. Τό τέλος επαναλαμβάνει και κορυφώνει, σέ μορφή κυκλικής σύνθεσης, τό μοτίβο τής άνησυχίας. Τά δύο βασικά θέματα τών άναπαίστοον κυριαρχούν και στο ύπόλοιπο χορικό (65-139). Τά τρία πρώτα στροφικά ζεύγη είναι συνθεμένα σέ ιωνικούς, «τον βαρβαρικό ρυθμό τής τραγικής μετρικής» (Kraus). Μέ τή διάβαση του Ελλησπόντου, φέρνουν άρχικά μιά κίνηση στήν ώς τότε στατική εικόνα τής περσικής δύναμης, ενώ μέ τό ζνγόν άμφίβαλό^ν ανχένι πόντου προανακρούουν τό βασικό για τή σκηνή του Δαρείου θέμα τής ύβρης. Στήν πρώτη άντιστροφή, ό δεσπότης τής 'Ασίας είναι ή κινητήρια δύναμη τής στρατιάς, πού ή άκατάβλητη, θεόδοτη όρμή της ξεδιπλώνεται πλατιά. Τό επίσης ιωνικό μέρος (93-100), πού πρέπει, συμφωνώντας μέ τον Ο. Müller, νά τό μεταθέσρυμε μετά τό στίχο 114, μέ τήν άντιστροφή τών κύριων μοτίβων πού περιέχει, λειτουργεί σάν κεντρικός πυρήνας ολόκληρου του χορικού. Σάν έκκωφαντική παραφωνία άκολουθεΐ, μετά τήν εικόνα τής δύναμης, τό έντρομο ερώτημα: δολόμητιν Ô' απάταν ΘεονΙτίς άνήρ Θνατός άλύξει; (ποιος θνητός θά άποφύγει τή δόλια άπάτη του θεού;). Ή "Ατη στήνει ένα άδιαπέραστο δίχτυ. "Ετσι, τά δύο τελευταία στροφικά ζεύγη, πού εισάγονται μέ ληκύθια, χαρακτηρίζονται άπο τό φόβο και τή θλίψη εκείνων πού έμειναν στήν πατρίδα. Ή κυριαρχία τών γυναικών στο τέλος του άσματος προετοιμάζει τήν άφιξη τής "Ατοσσας. 'Ακολουθούν (140-154) μερικοί περίεργοι άνάπαιστοι του κο1939. 'Ιταλικά: Ε. Bignone, Φλωρεντία 1950. Ελληνικά: IT. Μουλλάς, Θέατρο 65 (1965) 121.
142
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
ρυφαίου, πού προτρέπει καΐ τους άλλους νά συσκεφτοΰν, σε ενα στέγος άρχαΐον, γιά το πώς άρα πράσσει Ξέρξης βασύ,ενς. Αύτη δμως ή σύσκεψη δέν πραγματοποιείται, έπειδή το τέλος των άναπαίστων άναγγέλλει την άφιξη της βασιλομήτορος "Ατοσσας. Οί στ. 607κ. δηλώνουν οτι ή ε'ίσοδός της γίνεται μέ εντυπωσιακό τρόπο, πάνω σέ άρμα. Το εκτεταμένο μέρος ως το πρώτο στάσιμο (155-531) υποδιαιρείται σέ δύο μέρη: μετά τα άνησυχητικά όνειρα πού διηγείται ή "Ατοσσα, έ'ρχεται κεραυνοβόλα ή ε'ίδηση της καταστροφής. Ή πορεία άπο τήν προαίσθηση στην τρομαχτική έκπλήρωση είναι ή ϊδια άκριβώς πού μορφοποίησε 6 Αισχύλος και στον 'Αγαμέμνονα, στο κορύφωμα τής τέχνης του. Τό μέρος τής "Ατοσσας (εδώ δέν μπορεί νά μιλήσει κανείς γιά απράξη») ξεδιπλώνεται σάν τρίπτυχο: τροχαϊκά μέρη (155-175 και 215-248) πλαισιώνουν τήν άφήγηση του ονείρου τής βασίλισσας. Ό κορυφαίος χαιρετίζει μέ τροχαίους τήν "Ατοσσα άποκαλώντας την όμόκλινη του θεοΰ τών Περσών καΐ θεομήτορα. 'Ωστόσο, άμέσως μετά άπό μιά τέτοια έ'ξαρση άκολουθεΐ ή άνησυχία τών γερόντων μήπως 6 παλαιός θεός, έγγυητής τής δύναμής τους, άποσύρει τήν προστασία του άπό τό στράτευμα. "Ετσι δίνεται ή νύξη γιά τήν άπάντηση τής "Ατοσσας, πού είναι γεμάτη έγνοια γιά τόν βασιλικό οικο. Αύτή ή έγνοια μένει άκόμη γενική, και μόνο μέ τήν έναρξη τών τριμέτρων πληροφορούμαστε δτι ενα όνειρο έφερε στή βασίλισσα βαριά άνησυχία: δ Ξέρξης προσπαθούσε νά ζέψει στο άρμα του δύο γυναίκες, τή μιά ντυμένη περσικά, τήν άλλη δωρικά (εδώ σημαίνει έλληνικά), άλλά ή Ελληνίδα εσπασε τό ζυγό και γκρέμισε τό βασιλιά. Πολύ ενδεικτικά εμφανίζεται ό Δαρείος γεμάτος οίκτο γιά τόν συντριμμένο γιό. Ή συνεχής μνεία του νεκρού βασιλιά προετοιμάζει τήν εμφάνιση του. Ή "Ατοσσα, κατά τή διάρκεια μιας προσφοράς πού έτοίμασε γιά νά καταστείλει τό φόβο της, είδε ενα άνησυχητικό σημάδι: ενα γεράκι νά σπαράζει εναν άετό. Στους τροχαίους πού κλείνουν αύτό τό μέρος, ό κορυφαίος συμβουλεύει τή βασίλισσα νά προσευχηθεί στούς θεούς και νά κάμει προσφορές στις χθόνιες δυνάμεις· αύτό όδηγεί σέ καινούρια μνεία του Δαρείου (221). Στό διάλογο πού άκολουθεϊ σέ στιχομυθία, ή "Ατοσσα ρωτά γιά τή γεωγραφική θέση, τή δύναμη και τό πολίτευμα τής 'Αθήνας. 'Εδώ ό ποιητής έκ-
143
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
μεταλλεύεται, τήν ελευθερία του νά προκαλεί, με τή μορφή έρωταποκρίσεων, τήν παροχή μιας πληροφορίας πού κανονικά πρέπει νά ήταν άπο καιρό γνωστή. Σ ' αύτο τό σημείο ολο τό φως συγκεντρώνεται πάνω στήν 'Αθήνα, πού παρουσιάζεται (234' πρβ. καΐ 348, 824, 975* άλλά στον στ. 817, σε σχέση μέ τις Πλαταιές, έχουμε τή δωρίδα λόγχην !) ως Ελλάδος 'Ελλάς {Π.Α. 7, 45). Ή 'Αθήνα άντλεϊ άπό τήν ελευθερία της δύναμη —μιά δύναμη πού είχε ήδη νικήσει το στρατό του Δαρείου. Ή άνάμνηση της προηγούμενης ήττας προσφέρει το σημείο επαφής μέ τήν τωρινή καταστροφή, άφοΰ ό κορυφαίος άναγγέλλει ήδη (246) τήν είσοδο του λαχανιασμένου 'Αγγελιοφόρου. Ή σκηνή του 'Αγγελιοφόρου (249-531) έ'χειτή μορφή μιας τριάδας ρήσεων, πού ή καθεμιά τους καλύπτει ενα ιδιαίτερο θέμα. Ή εισαγωγή δίνεται σέ fortissimo μέ τά πρώτα τρίμετρα του'Αγγελιοφόρου : μέ ενα χτύπημα έξοντώθηκε ολόκληρος ό περσικός στρατός ! Ή σύνοψη της καταστροφής σέ λίγες μόνο λέξεις προκαλεί ενα θρήνο του χορού (256-289) μέ αέπιρρηματική» άρθρωση: στούς τριμέτρους του'Αγγελιοφόρου, πού σωρεύουν συμφορά πάνω στή συμφορά, αποκρίνονται σύντομοι λυρικοί θρήνοι του χορού. Ή προ)τη και διεξοδική άφήγηση τής ήττας εχει ενα προανάκρουσμα δοσμένο μέ εξαιρετική τέχνη και ψυχογραφική διεισδυτικότητα (290-352). Στήν ερώτηση τής "Ατοσσας γιά τούς στρατηγούς πού έπεσαν, ό 'Αγγελιοφόρος διακρίνει τήν ερώτηση μιας μητέρας καΐ άπαντα: δ Ξέρξης ζει. 'Ακολουθεί ή άπαρίθμηση των πεσόντων (302-330), πού μέ τό πλήθος των ονομάτων άφήνει νά εννοηθεί τό μέγεθος τής συμφοράς· άπό άποψη μορφής είναι ένας άριστοτεχνικά συγκροτημένος κατάλογος. Στήν άρχή σέ τρία δίστιχα ονομάζεται κάθε φορά ένας άπό τούς πεσόντες" υστέρα, σέ κάθε ένα άπό δύο τρίστιχα άναφέρονται τρεις· στο ύπόλοιπο εγκαταλείπεται αύτή ή άρχιτεκτονική, άλλα οί στ. 320325, μέ τά πέντε άλλεπάλληλα ονόματα, δείχνουν ολοφάνερα μιά κορύφωση στο τελικό μέρος, πού κλείνει μέ τήν εκτεταμένη άναφορά στον Συέννεση. Ή ερώτηση τής "Ατοσσας γιά τήν έναρξη τής ναυμαχίας οδηγεί σέ μιά έκτενή άφήγηση γιά τή Σαλαμίνα (353-432), τό ωραιότερο μνημείο πού άπόχτησαν οί άποφασιστικές ώρες ένός λαού. "Ενας σύντομος διάλογος μέ τήν "Ατοσσα προκαλεί τή δεύτερη άφήγηση του'Αγγέλου, μέ θέμα τήν εξόντωση ένός εκλεκτού 144
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
περσικού σώματος στήν Ψυττάλεια καΐ τή φυγή του Ξέρξη. Ό θρήνος τής βασίλισσας καΐ οΐ ερωτήσεις της γι' αύτούς πού επέζησαν χωρίζουν τήν τρίτη άφήγηση άπο τή δεύτερη. 'Ακούμε γιά τις ταλαιπωρίες τής ύποχώρησης, πού φέρνει πίσω στά Σούσα λίγους μόνο και σέ μεγάλη άθλιότητα. Μετά τους δύο τυπικούς στίχους του χορού (515κ.), ή "Ατοσσα κλείνει το άφηγηματικο αύτο μέρος μέ θρήνους και μέ τήν προαγγελία των προσφορών (517-531). Στο τέλος, θυμίζει στούς γέροντες τού χορού νά προϋπαντήσουν φιλικά τον Ξέρξη, άν τυχόν ερθει προτού επιστρέψει ή 'ίδια. Θρηνητικοι άνάπαιστοι, πού άναφέρονται έπίμονα στον πόνο τών γυναικών, ορίζουν τή μετάβαση στο έπόμενο χορικό (548597), δπου, άν λάβουμε υπόψη τήν ελάχιστα τυπική δομή αύτού τού έργου, δύσκολα θά μπορέσουμε νά μιλήσουμε γιά πρώτο στάσιμο. "Ενας λιτανικός θρήνος γιά τήν καταστροφή (Ιο στροφικό ζεύγος) όδηγεϊ στή μοίρα τών νεκρών (2ο στροφικό ζεύγος) καΐ στήν έγνοια γιά τήν κατάσταση τού περσικού κράτους (3ο στροφικό ζεύγος), προανάκρουσμα τής σκηνής μέ τήν έμφάνιση τού Δαρείου. Αύτό τό δεύτερο μεγάλο μέρος τού δράματος (598-851) άρχίζει έπίσης μέ ενα έκτεταμένο προοίμιο, μέ θέμα τήν έπίκληση τού νεκρού, καί, συνεχίζεται μέ τρεις θεματικά βαρυσήμαντες ρήσεις. Ή "Ατοσσα ερχεται δίχως τή βασιλική της χλιδή, μέ νεκρικές χοές, πού περιγράφονται διεξοδικά (598-622· ποιός θά μιλούσε έδώ γιά έπεισόδιο !)· ό χορός, σέ άναπαίστους (623-632), τήν προτρέπει νά τις προσφέρει, ενώ μέ τήν έπίκληση στις χθόνιες δυνάμεις προετοιμάζει τον άκόλουθο κλητικό ύμνο (633-680): τρία σύντομα στροφικά ζεύγη μέ επωδό στο τέλος. Έ δ ώ ή εικόνα τού Δαρείου προσλαμβάνει ήδη τά σταθερά της χαρακτηριστικά: είναι ό μεγάλος βασιλιάς, τό πάνσεπτο σύμβολο ένός ένδοξου παρελθόντος. "Οταν εμφανίζεται τό είδωλο τού Δαρείου άπό τόν "Αδη, ό βασιλιάς ρωτά σύντομα σέ τρίμετρα γιατί τόν κάλεσαν. Ό χορός μένει γονατιστός και δηλώνει, σέ μιά σύντομη ιωνική στροφή, ότι δέν τολμά νά αντιμετωπίσει τό βασιλιά μέ βλέμμα καί λόγο. Ό Δαρείος επιμένει μέ τρεις τετραμέτρους, πού έδώ ολοφάνερα εκφράζουν τήν ένταση τής κίνησης, και ξανά ό χορός, μέ τήν άντιστροφή του, βεβαιώνει τήν άδυναμία του νά αποκριθεί. Τότε ό
145
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
βασιλί,άς στρέφεται —τά τροχαϊκά τετράμετρα διατηρούνται ως τον στ. 758— προς τή γυναίκα του, ή οποία, άκριβώς δπως ό "Αγγελος, συνοψίζει σε μιά μοναδική φράση τήν καταστροφή. Στήν έπόμενη στιχομυθία (715-738) ό Δαρείος ζητεί λεπτομέρειες, και κατόπιν ό Ι'διος, στήν πρώτη του ρήση, δίνει τήν έρμηνεία του γεγονότος: ή ΰβρη του Ξέρξη, πού θέλησε νά μετατρέψει τή θάλασσα σέ ξηρά, δένοντας μέ άλυσίδες τον Βόσπορο, και τόλμησε γεμάτος άσέβεια νά επέμβει στον θεϊκό χώρο της φύσης, εφερε τήν καταστροφή πού είχε άναγγελθεΐ άπό παλιά μέ ένα χρησμό. Γιατί, οταν κάποιος είναι γεμάτος άπό τυφλή σπουδή, ό θεός βοηθεΐ γιά νά οδηγηθεί στήν πτώση. Θυμούμαστε τή δόλια άπάτη του θεοϋ, τήν οποία τραγούδησε δ χορός στήν άρχή του έ'ργου. Ω στόσο δεν είναι άκόμη σαφές ότι αύτή ή θεϊκή συνδρομή άποτελεΐ στοιχείο της θεοδικίας του ποιητή. Οί τελικοί τετράμετροι της "Ατοσσας (753-758) ζητούν νά έλαφρύνουν τήν εύθύνη του Ξέρξη: κακοί σύμβουλοι τον έπεισαν ότι πρέπει νά αύξήσει τή δύναμη πού είχε δημιουργήσει δ Δαρείος. Στή δεύτερη ρήση του Δαρείου, 01 τρίμετροι δείχνουν τή μετάβαση σέ ήρεμο λόγο. Ή μνεία της παλιας δύναμης στά λόγια της "Ατοσσας έπεκτείνεται τώρα μέ μιά άναδρομή, πού καλύπτει πολλές γενιές μοναρχών. "Ενας διάλογος (787-799) δδηγεϊ, μέ τήν έρώτηση του κορυφαίου τί ούν^ στήν προειδοποίηση του βασιλιά, πού άποτρέπει άπό κάθε έπιχείρηση εναντίον της Ελλάδας, καί, μέ μια έπιτήδεια στροφή, στήν πρόρρηση του μέλλοντος —δηλαδή στήν τρίτη καί έκτενέστερη ρήση αύτού του τριπτύχου, πού ξεδιπλώνεται μέ αύξανόμενα μέλη (14:28:43). Τό ότι δ Δαρείος, πού έπρεπε νά πληροφορηθεί τό γεγονός, φαίνεται τόσο κατατοπισμένος γιά τά μελλούμενα, δικαιολογείται, ώς ένα βαθμό, στήν άρχή αύτής της ρήσης μέ μιά άναφορά στον θεϊκό χρησμό. Πυρήνας της προφητείας είναι ή ήττα στις Πλαταιές, οπού, μέ τή μνεία της δωρίδος λόγχης, παίρνουν τό μερίδιό τους καί οΐ Σπαρτιάτες. Καί αύτή ή περσική πανωλεθρία έξηγεΐται μέ τήν ύβρη: ή καταστροφή έλληνικών ιερών προκαλεί τήν άγανάκτηση του θεου. Ή ρήση κλείνει μέ μιά προτροπή πρός τήν "Ατοσσα νά προϋπαντήσει τό γιό της καί νά του φέρει βασιλικά ρούχα, γιά νά άλλάξει τά κουρέλια πού φορεϊ. "Επειτα άπό έναν σύντομο θρήνο του κορυφαίου καί της "Ατοσσας, πού είναι έτοιμη νά τρέξει νά συναντήσει τό γιό της μέ μιά καινούρια στολή, άκολουθεΐ ένα χορικό πού, σέ τρείς στρο-
146
TA
ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
φές και μιά έπωδο γεμάτες εγκώμια γιά τή δύναμη καΐ τά επιτεύγματα του Δαρείου, άντανακλα κατά κάποιον τρόπο το προηγούμενο μέρος, ένώ ταυτόχρονα δημιουργεί μιά έντονη άντίθεση στην έμφάνιση του Ξέρξη. Το τελευταίο μέρος, μέ τον ήττημένο βασιλιά στο κέντρο, άρχίζει μέ άναπαιστικο θρήνο, στον όποιο αποκρίνεται ό κορυφαίος μέ δμοιο μέτρο. 'Αμέσως 6 χορός, σε λυρικούς άναπαίστους, παίρνει τον τόνο της οδύνης, περνώντας ετσι στον εκτεταμένο θρήνο μέ τά επτά στροφικά ζεύγη και τήν τελική έπωδό (931-1077). Στήν άρχή έξακολουθουν νά κυριαρχοΰν άναπαιστικά μέτρα, άλλά στη συνέχεια δίνουν τή θέση τους σέ ταραγμένους ιάμβους. Μετά τις συνεχόμενες δηλώσεις του βασιλιά και του χοροΰ, άκολουθοΰν, άπό τον στ. 1002 και πέρα, σέ ένα είδος λυρικής στιχομυθίας, σύντομοι θρήνοι και στεναγμοί πού άλληλοσυμπληρώνονται. Τό έ'ργο τελειώνει σέ ενα κορύφωμα οδύνης. Δικαιολογούμε τον Wilamowitz δταν άρνεϊται νά εφαρμόσει γιά τους Πέρσες έννοιες όπως «έπεισόδιο» και «στάσιμο», άλλά παύουμε νά τον παρακολουθούμε όταν επικρίνει τή δομ,ή του έργου: «τρεις διαδοχικές πράξεις, πού συνδέονται πολύ χαλαρά».^ Ή άρχιτεκτονική του, βέβαια, σέ σύγκριση μέ τα δράματα τής καθαυτό κλασικής περιόδου, φαίνεται οπωσδήποτε κάπως άρχαϊκή' αύτό δμως δέν σημαίνει μέ κανέναν τρόπο δτι λείπει ή άρχιτεκτονική. Προοικονομία και τελικός θρήνος πλαισιώνουν δύο μεγάλα μέρη, πού χωρίζονται άπό τό χορικό 532-597 και εμφανίζουν, άπό άποψη έκτασης, άξιοσημείωτη ισορροπία: τό μέρος του 'Αγγελιοφόρου (249-531) καΐ τό μέρος του Δαρείου (598-851). 'Ανάμεσα σ αύτά τα δύο μέρη διαπιστώνεται μιά μορφική άντιστοιχία, άφοϋ τό καθένα περιέχει τρεις ρήσεις, και ή τρίτη άναφέρεται κάθε φορά σέ θέματα μετά τή Σαλαμίνα. Μια πρόσθετη άξιοσημείωτη άντιστοιχία άνάμεσα στά δύο άκραϊα τμήματα δημιουργείται μέ τή συσσώρευση ξένων ονομάτων. "Οτι τό έκθετικό μέρος, πού τό προσδιορίζουμε μέ τούς στίχους 1-248, είναι ιδιαίτερα άναπτυγμένο, ένώ τό τελικό θρηνωδικό τμήμα είναι εξαιρετικά σύντομο, άνταποκρίνεται σέ εναν τρόπο σύνθεσης πού τον συναντούμε και άλλου στόν Αισχύλο. Ά π ό τήν παραπάνω άνάλυση πρέπει νά έγινε έπίσης φανερό δτι δλη τήν πορεία του δράματος τή διακρίνει μιά άνοδική φορά δραματικής κλιμάκωσης: 1. Hermes 32 (1897) 382, καΐ Aisch. Interpr.
147
42.
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
άπό τήν άνησυχητική προαίσθηση, σέ μι,ά βαθμίδα φόβου όξυμμένου άπο ενα ονειρο' άπο τήν άποκάλυψη της καταστροφής, στήν άνοδο τοΰ έρμηνευτή άπο το βασίλειο των νεκρών και κατόπιν στήν τελική έξαρση της οδύνης. Ή 'Υπόθεση των Περσών μας πληροφορεί δτι ό Γλαύκος άπο το Ρήγιο χαρακτήρισε το δράμα μας διασκευή των Φοινισσών του Φρυνίχου. 'Υπάρχει, ωστόσο, μιά ένδειξη ότι ή διαφορά άνάμεσα στα δύο εργα πρέπει νά ήταν αισθητά μεγάλη. Στον πρόλογο τοΰ εύνούχου των Φοινισσών 6 Αισχύλος άντιπαραθέτει τήν πάροδο τοΰ χοροΰ· στο χορό των γυναικών άπο τή Φοινίκη τους γέροντες· στή μετάδοση της πανωλεθρίας τοΰ Ξέρξη άπό τήν άρχή τοΰ έ'ργου τή γεμάτη ένταση προετοιμασία της εΐ'δησης. Ή σκηνή τοΰ Δαρείου, ή οποία περιέχει τήν ερμηνεία της καταστροφής, είναι πολύ πιθανό νά άνήκει άποκλειστικά στον Αισχύλο. Τό έρώτημα γιά πιθανή έπίδραση τοΰ παλιοΰ έ'ργου γίνεται επιτακτικό ειδικά μέ άφορμή τήν άκαρπη πρόταση τοΰ κορυφαίου γιά σύσκεψη (140). Οΰτε ή σύσκεψη πραγματοποιείται οΰτε ή ερώτηση «πώς πάει 6 Ξέρξης» άποτελεϊ κατάλληλο Θέμα γιά κάτι τέτοιο. Εντελώς αινιγματικά παραμένουν τά λόγια τόδ' ενεζόμενοι στέγος άρχαιον. Εννοείται δτι αύτή ή παρακίνηση γιά σύσκεψη, πού πέφτει στο κενό, έ'χει οπωσδήποτε κάποια σκηνική λειτουργία: ό χορός μόλις έχει εκτελέσει τό χορικό του στήν ορχήστρα, και φυσικά πρέπει νά κάνει τόπο γιά τήν ε'ίσοδο της "Ατοσσας πάνω στο άρμα. 'Εφόσον όμως εισάγεται ενα θέμα γιά κάτι πού τελικά δέν πραγματοποιείται,^ είναι φυσική ή υπόθεση δτι ό ποιητής τό δανείστηκε άπό τις Φοίνισσες τοΰ Φρυνίχου, οπού, σύμφωνα μέ τή ρητή μαρτυρία της 'Υπόθεσης τών Περσών^ στήν άρχή κιόλας έ'παιζε ρόλο μιά τέτοια σύσκεψη. Μέ τό έρώτημα γιά τό στέγος {στέος ΜΑ) άρχαιον, πού πρέπει νά ήταν κατά κάποιον τρόπο ορατό, δπως .υποδηλώνει ή άντωνυμία τοόε, ερχόμαστε στο πρόβλημα της αίσχύλειας σκηνής πριν άπό τό 458, τή χρονιά της Όρέστειας, πού προϋποθέτει τό ξύλινο σκηνικό οικοδόμημα ώς φόντο σταθερό. "Οσον άφορα τούς Πέρσες, μέ τό δλο πρόβλημα συνδέεται και τό έρώτημα ποια εΐ1. Πρέπει νά άπορριφθεΐ ή προσπάθεια του W. Riemschneider, Hermes 73 (1938) 347, νά παραμερίσει τΙς δυσκολίες υποθέτοντας μιά σκηνή κανονικής παντομίμας. Σχετικά μέ το μοτίβο βλ. Wilamowitz, Aisch. Interpr. 42, και Fr. Stoessl, ό'.π. 150.
148
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α Δ Ρ Α Μ Α Τ Α
vat ή σχέση άνάμεσα στο στέγος άρχαΐον και τον τάφο του Δαρείου, πού πρέπει έπίσης νά ήταν ορατός.^ Ειδικά για τους Πέρσες δέν μπορεί νά άποκλειστεΐ έκ των προτέρων το μόνιμο σκηνικό φόντο, άλλά οι 'Επτά και οί Ίκέτώες δίνουν διαφορετική εικόνα. 'Εξάλλου, αύτός ό μόνιμος τοίχος θά ήταν περίεργο νά παίρνει υπόσταση μόνο μέ μιά περιθωριακή μνεία, δπως το στέγος άρχαΐον, ενώ το παλάτι, άπό δπου φτάνει ή "Ατοσσα με το άμάξι της, πρέπει νοερά νά τοποθετηθεί εξω άπό τον σκηνικό χώρο. "Ετσι, και γιά τούς Πέρσες καταλήγουμε στήν παραδοχή ένός άπλοΰ, ϊσως σέ μορφή εξέδρας, ξύλινου κτίσματος στημένου στο πιο άπομακρυσμένο άπό τό θεατή τμήμα της ορχήστρας. Μέ αυτό μπορεί κάνεις νά ταυτίσει τό κτίσμα πού έπαιξε, στό δεύτερο μέρος του έργου, τό ρόλο του τάφου —στήν κορυφή του (659) έμφανίζεται τό εΐ'δωλο του Δαρείου^— ενώ στή σκηνή άπ' δπου ξεκινήσαμε οί γέροντες κάθονται σε μιά ράμπα ή στά σκαλοπάτια του βάθρου. Σέ μιά τέτοια περίπτωση γίνεται εύλογη και ή κάπως άόριστη μνεία του. Στό βιογραφικό τμήμα του κεφαλαίου αύτοϋ μιλήσαμε γιά τήν επανάληψη της διδασκαλίας τών Περσών στις Συρακοϋσες. Μέ αυτό τό γεγονός συνδέεται τό έρώτημα αν πρόκειται σ' αύτή τήν περίπτωση γιά νέα επεξεργασία του δράματος και αν αύτή μπορεί νά άφησε 'ίχνη. Στούς Βατράχους του 'Αριστοφάνη, σέ εναν φθαρμένο στίχο (1028), ό Διόνυσος μιλά γιά τή χαρά πού δοκίμασε μέ τό έ'ργο σέ έ'να σημείο (σέ ποιό;) σχετικά μέ τό θάνατο του Δαρείου· υστέρα άναφέρει δτι ό χορός χτύπησε τά χέρια και φώναξε ΙανοΖ. Αύτό σέ έσχατη άνάγκη έναρμονίζεται μέ τό κείμενό μας, αν άναζητήσουμε, δπως ό L. Radermacher στό 1. Γόνιμα συζητεί το πρόβλημα ό Broadhead, δ.π. XLIV. Βλ. έπίσης Webster, Greek Theatre Production 8' Arnott, Scenic Conventions 57' W. Kierdorf, δ.π. 53· J. Dingel, 83, ό όποιος πολύ σωστά άποκρούει τήν ταύτιση της θεατρικής θυμέλης μέ τον τάφο του Δαρείου, δπως προτείνει ό Arnott, άλλά λαθεμένα έπαναφέρει τήν ύπόθεση τοϋ Α. Μ. Harmon, TAPhA 1932, 7, δτι ό τόπος της δράσης τοΰ έργου ήταν μπροστά σέ μιά πύλη της πόλης. Πρβ. έπίσης καΐ W. Barton, Schauplatz und Bühnenvorgänge bei Aischylos (διατρ.), Ίένα 1951 (δακτ.). 2. Παρόμοια και ό Webster, δ.π., πού δέχεται τον τάφο σάν μέρος ενός κάπως άπροσδιόριστου οικοδομήματος* δυσκολευόμαστε δμως νά τόν παρακολουθήσουμε, όταν προτείνει ήδη γιά τούς Πέρσες μιά κεντρική πύλη, èva χώρο πάνω στή στέγη και τό έκκύκλημα {Griech. Bühnenalt. 19). Τή σκηνική πρόσοψη σάν φόντο τήν υποστηρίζει δ Korzeniewski, δ.π. 549.
149
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ύπόμνημά του στους Βατράχους^ μιά διόρθωση προς τήν κατεύθυνση του άκούοντες τα προ Δαρείου τεθνεώτος. 01 άρχαΐοι ερμηνευτές (Σχ. Βάτρ. 1028)^ σκέφτονταν διαφορετικά: ο Ήρόδικος (αν το χωρίο έχει άποκατασταθεΐ σωστά άπο τον Dobree) και ό Δίδυμος δέχονταν δύο μορφές του έ'ργου. Μέ αύτο συνδυάζονται και δύο λήμματα πού μαρτυροϋνται γιά τους Πέρσες, άλλα δέν βρίσκονται στο κείμενο μας: νηριτότροψος (Άθήν. 3, 86b) καΐ νπόξνλος (Σχόλ. Ερμογένη Rhet. Gr. 5, 486). "Εγινε σκέψη γιά σύγχυση μέ τον τίτλο Περραιβίδες. Μέ βάση γλωσσικές και άντικειμενικές δυσκολίες στο παραδομένο κείμενο, δέν είναι δυνατό νά καταλήξουμε, οπως δείχνει στην εισαγωγή του ό Broadhead, σέ όριστικο συμπέρασμα γιά δραστική επεξεργασία του έργου γιά τήν παράσταση των Συρακουσών. Κάτι τέτοιο μπορεί νά μείνει άπλή πιθανότητα, πού δέν είναι δυνατό νά άποδειχτεϊ. Συχνά έχουν ενοχλήσει τά χωρία δπου μιλά ή "Ατοσσα γιά τόν έρχομό τοϋ γιου της.^ Στους στ. 529-531 προτρέπει τό χορό νά προϋπαντήσει φιλικά τόν Ξέρξη, σέ περίπτωση πού θά ερχόταν πριν άπό έκείνη. Μετά τό χορικό δμως δέν έμφανίζεται ό Ξέρξης, άλλά ή "Ατοσσα μέ τις χοές. Στούς στ. 849-851 δηλώνει, άκολουθώντας συμβουλή τοϋ Δαρείου (832), οτι σκοπεύει νά πάρει άπό τό παλάτι μιά βασιλική στολή και δτι θά προσπαθήσει® νά συναντήσει τό γιό της. 'Ωστόσο, ή συνάντηση δέν πραγματοποιείται, και ή "Ατοσσα δέν έπιστρέφει στή σκηνή. Δέν ύπάρχει λόγος νά μεταθέσουμε τήν πρώτη δήλωση της "Ατοσσας στό τέλος της δεύτερης (Η. Weil), ούτε να υποθέσουμε μιά μορφή τοϋ έργου όπου ή πορεία της δράσης προχωροΰσε διαφορετικά. Ό Dawe (30) σωστά έρμήνευσε και τις δύο αυτές ομάδες στίχων ως παρεμβολές πού προετοιμάζουν τήν εμφάνιση τοϋ Ξέρξη, ένώ ταυτόχρονα δημιουργούν μιά εναγώνια προσδοκία γιά τό μέλλον. 'Επίσης, σ' αύτούς διαπιστώνουμε τήν προσπάθεια του ποιητή νά 1. Βλ. σχετικά W. Süss, στην έκδοση των Βατράχων (Kleine Texte) 66. 2. Βλ. σχετικά Wilamowitz, Aisch. Interpr. 44" Η. D. Broadhead, δ.π. LI· R. D. Dawe, δ.π. 27· Β. Alexanderson, ό'.π., πού παίρνει καΐ πολύ λογική θέση άπέναντι στ6 άδικαιολόγητα διογκωμένο πρόβλημα ώς που μπορεί νά φτάνει ή γνώση τοϋ Δαρείου. 3. Ή παράδοση ^χει πειράσομαι' δέν θά συμφωνήσουμε μέ τήν άλλαγή σέ πορενσομαι, πού προτείνει ό Broadhead. Ή "Ατοσσα δέν συναντδί το γιό της, άφοϋ ό Ξέρξης, μόλις μπαίνει, πέφτει πρώτα πάνω στό χορό.
150
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
ύποβάλε!, την αΐ'σθηση ένος δεσμού ανάμεσα σέ μητέρα yat γιό, σέ Ινα εργο πού δεν περιέχει, τη συνάντησή τους. 01 Πέρσες είναι ενα Ιστορικά δράμα, πού όμως ξεπερνά τά όρια του ε'ίδους, άνιχνεύοντας το νόημα πού περικλείεται στο συγκεκριμένο γεγονός. Ή νίκη των 'Ελλήνων είναι επίτευγμα δικό τους άλλά και των θεών, πού τιμωρούν την υπέρμετρη δύναμη και τήν άσέβεια. Ούτε λέξη χλευασμού γιά τον άντίπαλο δέν άκούγεταΐ' εξίσου σοβαρά άντιμετωπίζεται και ή δύναμή του και ή τραγικότητα της πτώσης του. Ή μορφή του Δαρείου εχει ύψωθει σέ επίπεδο τέτοιου μεγαλείου, ώστε δίνεται στο βασιλιά ή δυνατότητα να άποκαλύψει το νόημα του γεγονότος. Φυσικά, το δράμα είναι ταυτόχρονα και ιστορικό ντοκουμέντο: δέν πρέπει νά ξεχνούμε δτι ή μεγαλειώδης άφήγηση της ναυμαχίας γράφτηκε άπό κάποιον πού πήρε μέρος σ' αύτήν.^ Πέρα άπό αύτό, είναι θεμιτό τό ερώτημα αν μπορούμε νά επισημάνουμε σχέσεις των Περσών μέ τήν πολιτική κατάσταση στήν 'Αθήνα γύρω στο 472. Τό δράμα παραστάθηκε τις παραμονές του όστρακισμού του Θεμιστοκλή,^ και είναι δελεαστική ή σκέψη πού ύποστήριξε πρόσφατα ό Podlecki (12), ότι παρουσιάστηκε γιά νά ύπερασπίσει τον πολιτικό, πού ή θέση του εκείνη τήν εποχή ήταν κλονισμένη. Είναι άλήθεια δτι ό Αισχύλος δέν εγραψε τό δράμα του μέ πολιτικό άντικειμενικό σκοπό' πάντως, εχει κανείς τό δικαίωμα νά άναρωτηθεΐ αν ενα εργο μέ θέμα τή Σαλαμίνα δέν μετατρέπεται άναπόφευκτα σέ έγκώμιο έκείνου πού ύττήρξε ή ψυχή της άμυνας. Ε ξάλλου, πρέπει νά ύπογραμμιστεΐ δτι ή μεγάλη άφήγηση του 'Αγγέλου (353) άρχίζει μέ τήν άποφασιστική πανουργία του Θεμιστοκλή, ένώ μέ τή μνεία των μεταλλείων τοΰ Ααυρίου κάθε 'Αθηναίος 'ίσως νά σκέφτηκε πώς εϊχε άξιοποιήσει ό Θεμιστοκλής τα αύξημένα έσοδα γιά τήν κατασκευή τοΰ στόλου.^ Οί Πέρσες άκολουθοΰν μετά τον Φινέα, πού ειχε πιθανότατα θέμα τήν περιπέτεια τών 'Αργοναυτών μέ τον τυφλό μάντη και 1. Γιά μιά άποτίμηση της άγγελικης ρήσης βλ. J. Keil, Hermes 73 (1938) 333, καί Παράρτημα VI στήν έκδοση του Broadhead. Επίσης, G. Roux, «Eschyle, Hérodote, Diodore, Plutarque racontent la bataille de Salamine», BCH 118 (1974) 51.^ 2. Τό 471, σύμφωνα μέ τήν πιθανότερη χρονολόγηση. 3."Αλλα επιχειρήματα τοΰ Podlecki, δπως ή εμφαντική χρήση τοϋ ονόματος τών 'Ιώνων καΐ ό ρόλος τοϋ δαίμονα, δέν έχουν καμία βαρύτητα γιά τό θέμα πού συζητούμε.
151
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
τήν άπελευθέρωσή του άπο τΙς "Αρπυιες. Ή προσπάθεια του G. Andresen^ và άποδώσει στο εργο τον Ρ. Oxy. 20, άρ. 2256, άπ. 10 (=άπ. 538 Μ.), δεν είναι πολύ πειστική. Περισσότερα γνωρίζουμε γιά το έργο πού άκολουθοϋσε τούς 77ερσες.^ Βέβαια, ό Mediceus στήν 'Υπόθεση τό παραδίδει άπλά ώς Γλαύκος άλλά δεν έχουμε λόγο νά δυσπιστήσουμε στήν πληρέστερη ονομασία Γλαύκος Ποτνιενς, πού παραδίδουν τά χειρόγραφα P V R . Μέ βάση τον Ρ. Oxy., άρ. 2160 ( = ά π . 442-444, 447449 Μ.), τύν Pap. Soc. It. 1210 ( = ά π . 441κ. Μ.) καΐ τά Σχόλια στούς Βατράχους του 'Αριστοφάνη, 1528, εξασφαλίζουμε γιά θέμα του έργου τήν τραγική ιστορία του Γλαύκου, πού τον κατασπάραξαν τά Ι'δια του τά άλογα. Μέ κάποια πιθανότητα μπορεί νά συσχετιστεί και ένα σχόλιο του Σέρβιου στον Βιργίλιο {Georg. 3, 268), πού μας πληροφορεί ότι ό Γλαύκος, γιά νά αύξήσει τήν ταχύτητα των ζώων, δεν τά άφηνε νά ζευγαρώσουν και έτσι προκάλεσε τήν οργή της 'Αφροδίτης. Ή μοιραία άρματοδρομία ίσως θά μπορούσε νά συνδεθεί μέ τούς νεκρικούς άγώνες του Πελία. Στή θέση τοϋ σατυρικού δράματος, ή 'Υπόθεση των Περσών μνημονεύει τον Προμηθέα χωρίς χοαεναν προσδιορισμό, άλλά, σύμφωνα μέ τά έπιμέρους άποσπάσματα, φαίνεται οτι πρόκειται άπλώς γιά τον Πυρκαέα. "Ενα άπό τά ωραιότερα παπυρικά κείμενα® μπορεί νά άποδοθει μέ μεγάλη πιθανότητα σ' αύτό το έργο. Οί σάτυροι σέ ένα χορικο έγκωμιάζουν το θαυμάσιο δώρο πού έφερε ό Προμηθέας και τραγουδούν τις άντιδράσεις των νυμφών και τών ναϊάδων. "Ενας μεγαλόπρεπος καλυκοειδής κρατήρας 1. Dioniso 19 (1956) 229. 2. Ε. Siegmann, «Die neuen Aischylos-Bruchstücke», Philologus 97 (1948) 62· Galiano, 110, μέ πλούσια βιβλιογραφία· Ζ. Κ. Vysoky, «Zu den neuentdeckten Bruchstücken der Tragödie Glaukos Potnieus von Aisch.)), Charisteria Novotny, Πράγα 1962, 13 (γιά τό ρόλο της γυναίκας .τοϋ Γλαύκου και. τό δνειρό της)· Mette, Verl. Aisch. 7" Η. D. Broadhead, δ.π. LVII, μέ παλαιότερες, και τώρα πιά ξεπερασμένες, ύποθέσειο. 3. Ρ.Oxy. 20 (1952), άρ. 2245. Σχετικά βλ. Ε. Fraenkel, PB Α 28 (1942) 13· Br. Snell, Gnomon 25 (1953) 435, πού εξετάζει τήν πιθανότητα νά προέρχονται άπό τό ϊδιο κείμενο οί Ρ.Oxy. άρ. 2256, άπ. 59κ., και άρ. 2252· Lesky, Gymnasium 61 (1954) 302" R. Stark, Maia, n.s. 8 (1956) 8· Lloyd-Jones, Παράρτημα στόν «Αισχύλο» της Loeb Classical Library 1957, 562" Galiano, 250, μέ πλούσια βιβλιογραφία· Mette, άπ. 343-350.
152
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
(περ. 425-420) στο Μουσείο Ashmolean^ δείχνει τον Προμηθέα, μέ τή φλόγα μέσα στο στέλεχος του νάρθηκα, νά περιστοιχίζεται, άπο σατύρους· πρόκειται άναμφίβολα γιά άπεικόνιση του δράματος. Τήν άπόδοση του παραπάνω παπύρου στον Προμηθέα Πυρφόρο υποστήριξε ο Ν. Terzaghi,^ ό όποιος, χωρίς πολλή πειστικότητα, θέλει νά εντοπίσει σ' αυτό τό κείμενο τον πανηγυρισμό κάποιων θεϊκών όντων γιά τή συμφιλίωση των όλύμπιων θεών μέ τόν Προμηθέα. Στήν ϊδια περίπου κατεύθυνση κινείται και ό Η. J. Mette,^ ό όποιος παρεμβάλλει στή θέση τών στ. 14-16 του άπ. 343 ενα απόσπασμα του Αισχύλου πού μας παραδίδεται στα όμηρικά σχόλια. Σ ' αύτό, ενας γυναικείος χορός παρακινείται νά συγκεντρωθεί και νά προσευχηθεί γύρω άπό ενα βωμό. Μέ βάση αύτόν τόν άναγκαστικά ύποθετικό συνδυασμό, επιχειρεί νά άποδώσει τόν συζητούμενο πάπυρο σέ ενα χορό 'Ωκεανίδων, πού τόν θεωρεί πιθανόν γιά τόν Πυρφόρο. "Εχουν γίνει άπόπειρες νά συνδεθούν θεματικά οί τρεις τραγωδίες σέ μιά συνεχόμενη τριλογία. "Ετσι, ό Murray (113) σκέφτηκε μιά πρόβλεψη της περσικής εισβολής άπό τόν τυφλό Φινέα, ενώ μέ τις Ποτνιές, τόν τόπο όπου σκοτώθηκε ό άρχηγός του περσικού ιππικού Μασίστιος, προσπάθησε νά βρει ενα σύνδεσμο μέ τους Πέρσες. 'Αλλά άκόμη και αύτοί οί χαλαροί άρμοί φαίνονται άπίθανοι.^ Μολονότι ή Σούδα μας πληροφορεί οτι πρώτος ό Σοφοκλής άρχισε νά αγωνίζεται μέ άσύνδετα δράματα, πρέπει νά συμπεράνουμε οτι ή θεματική συνοχή στήν τριλογία δέν ήταν κανόνας γιά τόν Αισχύλο. Σέ αύτά τά συμφραζόμενα 1. J. D. Beazley, AJA 43 (1939) 618, καΐ 44 (1940) 212. "Αλλες άγγειογραφίες πού άπεικονίζουν τόν Προμηθέα μέ τή φωτιά ανάμεσα σέ σατύρους άπαριθμεϊ ό F. Brommer, Satyrspiele, άρ. 9, 187-199a, πιθανότατα καΐ αύτές επηρεασμένες, δπως και ό κρατήρας τοϋ Ashmolean, άπό μιά έπανάληψη τοϋ έργου μετά τό θάνατο τοϋ ποιητη. 2. RFIC n.s. 32 (1954) 337. Ή άποψη δτι ό χιτώνας ό όποιος μνημονεύεται στο άπ. 1, στήλη 2, στ. 3, δέν θά μποροΰσε νά είναι σατυρικό ένδυμα άποδεικνύεται λαθεμένη άπό τις μαρτυρίες τών άγγείων. Εξάλλου, ή συμπλήρωση τοϋ Snell, Gnomon 25 (1953) 435, συσχετίζει τή λέξη μέ τις νύμφες. 3. Verl. Aisch. 27. Μαζί του συμφωνεί και ή R. Unterberger, Der geffesselte Prometheus des Aisch. (Tübinger Beiträge 45) 1968, 134. 4. Μέ πολλή προσοχή συζητεί τό πρόβλημα ό Η. D. Broadhead, δ.π. LIX. Βλ. και Κ. Deichgräber, Die Persertetralogie des Aischylos. Mit einem Anhang: Aischylos'' Satyrspiele Glaukos Pontios und Leon, Wiesbaden 1974.
153
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
κερδίζει ιδιαίτερο βάρος ή όψιμη χρονολόγηση των Ίκετίδων. Το άρχαιότερο και. άσφαλέστερα χρονολογημένο δράμα είναι οι Πέρσες^ πού βρίσκονται εξω άπό τή συνοχή μιας τριλογίας. Το πιθανό συμπέρασμα πού συνάγεται είναι οτι ή συνεχόμενη τριλογία, ϊσως ή πιο προσωπική και μεγαλειώδης δημιουργία του Αισχύλου, την περίοδο των Περσών δέν είχε γίνει άκόμη κανόνας γιά τον ποιητή. Και γιά τούς 'Επτά επί Θήβας^ είναι βεβαιωμένος ό χρόνος διδασκαλίας (467). Το σωζόμενο δράμα έκλεινε μια τριλογία μέ 1. Σχολιασμένες έκδόσεις: Ρ. Groeneboom, Groningen 1938· G. Italie, Leiden 1950· Qu. Cataudella, Φλωρεντία 1966· ή εισαγωγή στο Saggi sulla tragedia Greca, Μεσσήνη 1969, 169.—Προβλήματα κειμένου και ερμηνευτικά: Ο. Regenbogen, aBemerkungen zu den Sieben des Aischylos. II: Zu Eteokles Entschliessungsszene 631ff .)), Hermes 68 (1933) Sehr. 1961, 49" J. Mesk, «Die Parodos der Sieben gegen Theben», Philologue 89 (1934) 454· F. Solmsen, «The Erinys in Aischylos' Septem», TAPhA 68 (1937) i9'l=KL Sehr. 1, 106· E. van Veen, Interpolaties in Aeschylus' Zeven gegen Thebe (διατρ.), Groningen 1938· Lesky, «Aischylos' Septem 596 ff.», Studi in onore di G. Funaioli, Ρώμη 1955,163=Ges. Sehr. 233" D. Kaufmann-Bühler, 50· Qu. Cataudella, «Emendamenti ai Sette contro Tebe», RFIC n.s. 34 (1956) i5=Saggi sulla tragedia Greca, Μεσσήνη 1969, 187· Ε. Fraenkel, «Die sieben Redepaare im Thebanerdrama des Aischylos», ABAW 1951 ß=Kleine Beiträge 1, 273· E. Wolff, «Die Entscheidung des Eteokles in den Sieben gegen Theben», HSCPh 63 (1958) 89· H. Patzer, «Die dramatische Handlung der Sieben gegen Theben», στό ϊδιο, 97· Β. Otis, «The Unity of the Seven against Thebes», GRBS 3 (1960) 153· A. Lesky, «Eteokles in den Sieben gegen Theben», WS 74 (1961) 5=Ges. Sehr. 264" G. R. Manton, «The Second Stasimon of the Seven against Thebes», BICS 8 (1961) 77, πρόδρομος μιας όξφορδιανής έκδοσης, την οποία έτοιμάζει ό σ. έχοντας στη διάθεσή του, μέ τή βοήθεια του Dawe, καινούριες άντιβολές 16 χειρογράφων Κ. von Fritz, «Die Gestalt des Eteokles in Aeschylus' Sieben gegen Theben», στο ^ργο του Antike und moderne Tragödie, Βερολίνο 1962, 193· R. D. Dawe, «Inconsistency of Plot and Character in Aeschylus», PCPhS 189 (1963) 3 1 = Wege der Forschung I, 175' Η. Erbse, «Interpretationsprobleme in den Septem des Aischylos», Hermes 92 (1964) 1· L. Golden, «The Character of Eteocles and the Meaning of the Septem», CP 59 (1964) 79· A . J . Podlecki, «The Character of Eteocles in Aeschylus'Septem», TAPhA 95 (1964) 283" V. N. Jarcho, «Nochmals über die Gestalt des Eteokles in Aischylos' Tragödie Sieben gegen Theben», Inasemna philologija 9 / 5 (1966) 107 (ρωσικά μέ περίληψη στά γερμανικά)· L. Golden, In Praise of Prometheus, έκδοση Πανεπ. Β. Καρολίνας 1966, 42* S.
154
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
προηγούμενα εργα τον Λάιο και τον Οιδίποδα^ καΐ σατυρικό τή Σφίγγα. Σέ μιά εξελικτική πορεία, πού τήν εχει περιγράψει ώραια ό Β. S c h w e i t z e r / ορισμένοι πυρήνες της μυθολογικής ύλης, κυρίως άπό τον τρωικό και τον θηβαϊκό κύκλο, άποκτουν τώρα μνημειακό χαρακτήρα, καθώς υψώνονται σέ μεγάλες μορφές και εντάσσονται σέ μιά κοσμοθεωρία μέ θρησκευτική προοπτική. Για τό θέμα της «Θηβαϊκής τριλογίας» θα ήταν δυνατό νά άναζητήσουμε μιά ιστορική άφετηρία στόν άνταγωνισμό άνάμεσα στή Θήβα και τό "Αργός κατά τή μυκηναϊκή εποχή, άρκεϊ να έχουμε συνειδητοποιήσει δτι ό μύθος μπορεί βέβαια νά εμπεριέχει σπέρματα ιστορίας, άλλά διαμορφώνεται μέ βάση τους δικούς του νόμους.^ Γιά τά χαμένα δράματα δύσκολα μπορούμε νά ποΰμε τίποτε Benardete, «Two Notes on Aeschylus' Septem», WS, N.F. 1 (1967) 22, καΐ 2 (1968) 5" C. W. W. Willink, «Α Problem in Aeschylus' Septem», CQ n.s. 18 (1968) 4· B. Borecky, «Bemerkung am Rande des Bruderstreites in den Sieben gegen Theben», Antiquitas Graeco-Romana et tempora nostra, Πράγα 1968, 263" G. M. Kirkwood, «Eteocles Oiakostrophos», Phoenix 23* (1969) 9· Fr. Ferrari, «La decisione di Bteocle e il tragico dei Sette contro Tebe», ASNP, s. 3, τ. 2 / 1 (1972) 141, καΐ «La scelta dei difensori nei Sette contro Tebe di Eschilo», SCO 19/20 (1970-71) 141· O. L. Smith, «The Father's Curse: Some Thoughts on the Seven against Thebes», C ^ M 30 (1974) 27· A. P. Burnett, «Curse and Dream in Aeschylus' Septem», GRBS 14 (1973) 343· W. G. Thalmann, Dramatic Art in Aeschylus'' Seven against Thebes, New Haven 1978.—Σχετικά μέ το πρόβλημα τοϋ τέλους: LloydJones, «The End of the Seven against Thebes», CQ n.s. 9 (1959) 80" E. Fraenkel, «Zum Schluss der Sieben gegen Theben», ΜΗ 21 (1964) b^=Wege der Forschung II, 38" R. D. Dawe, «The End of Seven against Thebes», CQ n.s. 17 (1967) 16· Schwinge βλ. βφλιογρ. πίν. γιά Ευριπίδη, 39, 6, μέ συμπληρωματική βιβλιογραφία· Η. Petersman, «Zum Schluss von Aischylos' Sieben gegen Theben», ZAnt 22 (1972) 25· H. Erbse, «Zur Exodos der Sieben (Aisch. Septem 1005-78)», Serta Turyniana, Urbana 1974, 169· P. S. Mellon, The Ending of Aeschylus' Seven against Thebes and its Relation to Sophocles'' Antigone and Euripides' Phoenissae (διατρ.), Stanford 1974· A. L. Brown, «The End of the Seven», CQ 26 (1976) 206.—Μεταφράσεις: G. Murray, 'Οξφόρδη 1935· Κ. Schilling, Μόναχο 1940" W. Schadewaldt, Griechisches Theater, Φραγκφούρτη 1964, 49' Α. Hecht και Η. Bacon, Αονδίνο 1974. 1. «Religiöse Kunst im Zeitalter der Trag.», Antike 5 (1929) 259. 2. Δέν ήταν πολύ πειστική ή έμπνευση πού είχε ό Ε. Howald στον πρυτανικό του λόγο (1939) νά αναγάγει τήν άφετηρία τοϋ θέματος σέ sîva μύθο άποδημίας χθόνιων δαιμόνων.
155
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
περισσότερο άπο 6,τι υποβάλλει 6 τίτλος τους. Ό F. Stoessl,' εφαρμόζοντας τή μέθοδο πού έγκαινίασε ό Zielinski, δηλαδή νά άνασυνθέτει χαμένα εργα μέ βάση τήν έπίδρασή τους σ' αύτά πού μας διασώθηκαν, προχώρησε πάρα πολύ. Δεν είναι δυνατό νά άνασυνθέσουμε πλήρως ούτε τον αίσχύλειο Λάιο άπο τον ΟΙδίποδα τύραννο του Σοφοκλή ούτε το δεύτερο δράμα τής «Θηβαϊκής τριλογίας» άπο τον ΟΙδίποδα επί Κολωνώ. Δεν πείθει ούτε ή άπόπειρα του L. Deubner^ νά καταλήξει, μέ βάση το σχόλιο στο λ 271 τής 'Οδύσσειας (κχτά τον άτθιδογράφο 'Ανδροτίωνα), σέ ενα δράμα του Αισχύλου γιά τον Οιδίποδα ομοιο μέ τον Οιδίποδα έπΙ Κολωνω. Το μοναδικά βέβαιο έ'ρεισμα προσφέρεται άπο τά υπολείμματα μιας 'Υπόθεσης τής τετραλογίας στον Ρ. Oxy. 20,^ άρ. 2256, άπ. 2, 4, 1 ( = ά π . 169 Μ.). Σύμφωνα μέ αύτήν, στο πρώτο έ'ργο προλόγιζε ό Αάιος, ένώ το χορο τον άποτελοΰσαν γέροντες πολίτες. Στο άπ. 172 Μ. διασώζονται πιθανότατα τρεις τρίμετροι άπο τήν άγγελική ρήση γιά το φόνο του Λάιου. Γιά τον ΟΙδίποδα παραμένει πολύ πιθανή ή ύπόθεση οτι περιείχε τήν άποκάλυψη του μιάσματος. 'Άν το άπ. 691 Μ. άποδοθεϊ σ' αύτο τό δράμα, τότε συνάγεται οτι ό Αισχύλος πρώτος εισήγαγε το μοτίβο του λοιμού στή Θήβα. Ό πρόλογος τών Έπτά^ τό πριν άπο τήν πάροδο μέρος (1-77), σύμφωνα μέ τήν άρχαία σημασία του ορου, προσφέρει ενα σύντομο προανάκρουσμα, δπου προοικονομοΰνται τά βασικά θέματα του έ'ργου. 'Αρχίζει μέ μιά ρήση του Ετεοκλή, δπου ό 'ίδιος παρουσιάζεται ταγμένος ύπερασπιστής της Θήβας. Έ δ ώ δεν υπάρχει άκόμη τίποτε γιά τά προηγούμενα τής διαμάχης, τά σχετικά μέ τό μοίρασμα τής εξουσίας. "Ετσι δ ποιητής έ'χει τήν ελευθερία νά έμφανίσει άφενός τον Ετεοκλή ώς τον άφοσιωμένο στο χρέος βασιλιά, άφετέρου τούς δύο άδερφούς ώς θύματα τής οικογενειακής κατάρας. Ή υπογράμμιση τών επτά πυλών (30, 33' πρβ. 5658) προετοιμάζει τό εκτεταμένο κεντρικό μέρος μέ τά έπτά ζεύγη ρήσεων. Μιά προειδοποίηση του μάντη γιά τήν έπικείμενη έπίθεση φέρνει τό πρώτο δραματικό γεγονός, πού καταγράφεται στή ρήση του Κατασκόπου. "Οταν αύτός άναφέρει οτι άφησε τούς άρχηγούς του εχθρού τήν ώρα πού κατένεμαν μέ κλήρο τις πύλες 1. Die Trilogie des Aischylos, Baden b. Wien 1937, 171. Ol προτάσεις τοϋ Mette, Verl. Aisch. 31, μένουν στά έπιτρεπτά δρια. 2. «Oedipus-Probleme», SPAW 1942, 40.
156
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
δπου θα επιτεθούν, ενώ την ϊδια στιγμή άπεικονίζει τήν προσέγγιση των Άργείων εναντίον της πόλης, ό Αισχύλος καταλύει τις χρονικές σχέσεις μέ τήν ελευθερία πού διεκδικεί και άλλου {'Αγαμέμνων !) γιά τον εαυτό του. Σέ όλες αύτές τις περιπτώσεις οί προσπάθειες γιά ορθολογικές χρονομετρήσεις άποτυχαίνουν. Ό πρόλογος κλείνει μέ μια προσευχή του 'Ετεοκλή, όπου μνημονεύονται, δίπλα στους προστάτες θεούς, ή κατάρα και ή Ερινύα του πατέρα. Σ ' αύτό κιόλας τό σημείο έχουν προετοιμαστεί, μέ μοναδική συμπύκνωση, οΐ δύο όψεις της εικόνας του Ετεοκλή, πού άποκαλύπτονται σταδιακά στά δύο μέρη του δράματος. Ό Ε τ ε ο κλής παρακαλεί τούς θεούς νά προστατέψουν μιά πόλη πού μιλεί τήν έλληνική γλώσσα* μέ αύτό συνδυάζεται ή παράκληση του χορού (στ. 170) νά μήν παραδοθεί ή Θήβα έτεροφώνφ στρατώ. Ό υπαινιγμός είναι δυνατό νά άναφέρεται μόνο στή διαφορά διαλέκτου; ''Ή μήπως έδώ λειτουργούν άκόμη μνήμες άπό τούς περσικούς πολέμους; Σέ λίγο, τό ύπερυψωμένο βάθρο του βωμοΰ καταλαμβάνεται άπό τό χορό των γυναικών τής Θήβας, πού είσορμοϋν στήν όρχήστρα μέ έλάχιστη τάξη. Στον στ. 219 υπογραμμίζεται ή θεών άδε πανάγυρις, έπομένως μιά κοινοβωμία^ όπως τή συναντούμε ξανά στις Ίκέτιδες, Ή πάροδος (78-180) ξετυλίγει, μέ τή μορφή μιας άτέλειωτης σειράς άπό προσευχές σέ διάφορους θεούς, τήν εικόνα ενός ξέφρενου πανικού. 'Ιδιαίτερα στό άρχικό τμήμα έπικρατοΰν οί δόχμιοι. "Επειτα άπό ενα άστροφικό μέρος μέ άντιστοιχία έπιμέρους στοιχείων (78-150), άκολουθοϋν δύο ζεύγη άπό σύντομες, μετρικά άντίστοιχες, στροφές (Kraus, 58). Ή εικόνα ενός στρατού πού προσεγγίζει επικαλύπτεται άπό τήν εικόνα μιας έπίθεσης πού βρίσκεται ήδη σέ εξέλιξη. 'Ακουστικά στοιχεία εναλλάσσονται μέ οπτικές εντυπώσεις. Πυκνή σκόνη ύψώνεται στον άέρα (81)· ό ήχος τών άσπίδων (100* 160 ήδη μπροστά στις πύλες), ή σύγκρουση τών άκοντίων (103, μέ έντονη κορύφωση 155) και ό θόρυβος τών άρμάτων (151) δημιουργούν μιά συμφο^νία τρόμου. Ή συναισθησία στήν έκφραση κτνπον δέόορκα (103), πού φυσικά πρέπει νά διατηρηθεί, λειτουργεί σάν σύμπτωμα σύγχυσης και πανικού. Δύο έντονα άλληλοσυγκρουόμενες εικόνες προβάλλονται: άφενός ό συνετός πλοηγός τής πόλης, ό ψύχραιμος ικέτης· άφετέρου ό κυριευμένος άπό άγριο πανικό χορός. Αύτή ή άντίθεση, μέ μιά
157
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ένταση πού ποικίλλε!, ελάχιστα, θά διατηρηθεί σέ δλο το έπόμενο τμήμα (181-286), οπού δύο ισόρροπες σέ έκταση ρήσεις του Ε τεοκλή πλαισιώνουν ενα «έπιρρηματικο» τμήμα, πού το άκολουθεΐ μιά στιχομυθία. Στην πρώτη ρήση του (181-202) ό βασιλιάς κατηγορεί σκληρά τις πανικόβλητες γυναίκες χαρακτηρίζοντάς τες θρέμματ' ουκ άνασχετά' στο έπόμενο «έπιρρηματικό» τμήμα (203-244) ό χορός τραγουδεΐ σέ ταραγμέ^^ους δοχμίους, άλλά τελικά τά δύο διαλεγόμενα μέρη συμφωνούν στήν παρατήρηση οτι ή ικεσία είναι γυναικεία εκδήλωση, άρκεΐ, δπως άπαιτεϊ ό Ε τ ε ο κλής, νά μή δημιουργεί ταραχή, 'Οξύνεται ξανά ή άντίθεση άνάμεσα σέ σύνεση και τρόμο στή στιχομυθία 245-263, άλλά ή κορυφαία ύποχωρει συμφωνώντας, οπότε ό βασιλιάς μπορεί πιά, στή δεύτερη ρήση του (264-286), νά προσθέσει μιά φιλική νουθεσία. Και ό 'ίδιος στρέφεται τότε στούς θεούς, επαναλαμβάνοντας έτσι, και ταυτόχρονα εντείνοντας, την προσευχή του στο τέλος της προλογικής σκηνής. 'Από σκηνική άποψη άξιοσημείωτος είναι ό στ. 265, επειδή ή παρακίνηση πρός τό χορό νά ψάλει τήν προσευχή του εκτός οϋσ' άγαλμάτων σημαίνει δτι πρέπει νά μετακινηθεί άπό τήν κοινοβωμία πρός τήν ορχήστρα. Στο τέλος τής ρήσης του ό 'Ετεοκλής δηλώνει δτι σκοπεύει νά τοποθετήσει κατάλληλους ύπερασπιστές άπέναντι στούς άντιπάλους πού έτοιμάζουν επίθεση στις επτά πύλες. Και πάλι θά ήταν άστοχη γιά τήν ποίηση ή έρο)τηση μήπως μια τέτοια άπόφαση έ'ρχεται κάπως άργά, αν ληφθεί υπόψη ή κρίσιμη κατάσταση πού εικονίστηκε ήδη άπό τήν άρχή. 'Αξιοσημείωτα πάντως είναι τά λόγια του δτι ή άποστολή πρόκειται νά πραγματοποιηθεί, προτού βιαστικοί άγγελιοφόροι δημιουργήσουν πρόβλημα χρόνου. Έ ν α ς τέτοιος άγγελιοφόρος παρουσιάζεται άμέσως μετά τό τέλος του επόμενου χορικού: έχουμε τήν εντύπωση δτι ύποβάλλεται ή πιθανότητα νά μήν πρόφτασε ο 'Ετεοκλής, μέ τή νέα έμφάνισή του, νά άποπερατώσει τό σχέδιο πού είχε εξαγγείλει. Τό έπόμενο χορικό, σέ τρία στροφικά ζεύγη (287-368), κλείνει μέ μιά δήλωση υπακοής {μέλει) στήν εντολή του ήγεμόνα. Ταυτόχρονα δμως ό φόβος κυριαρχεί και πάλι. Καθαρή προσευχή είναι μόνο οί στ. 301-320, ενώ τό υπόλοιπο είναι μιά εικόνα φορτισμένη μέ τήν άγωνία τής φοβερής συμφοράς πού άπειλεϊ τή Θήβα. "Άν ώς αύτό τό σημείο ό χορός κυριαρχούσε στή σκηνή σάν
158
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
δραματικός άντίλογος του βασιλια, το κεντρικό καΐ εκτενέστερο μέρος τό άποτελεϊ ή άρχαϊκή σύνθεση των επτά ζευγαρωτών ρήσεων, πού δεν έ'χει το άντίστοιχό της στήν έλληνική τραγωδία. Δύο τρίστιχα της κορυφαίας κάθε ήμιχορίου άναγγέλλουν την έμφάνιση του 'Αγγελιοφόρου και του βασιλιά' τονίζεται ή σπουδή καΐ των δύο. Στά άντιλογικά ζεύγη των ρήσεων πού άκολουθοϋν (375-676) ό'Αγγελιοφόρος ονομάζει και χαρακτηρίζει κάθε φορά εναν άπό τούς επιδρομείς· ό χαρακτηρισμός υποβοηθείται μέ μιά ίδιοφυέστατη παραλλαγή του σήματος της άσπίδας. Ό 'Ετεοκλής στήν άπάντησή του περιγράφει κάθε φορά τον Θηβαίο υπερασπιστή πού τοποθετείται σέ καθεμιά πύλη άπέναντι άπό εναν άντίπαλο. Ό χαρακτηρισμός του δικοΰ του στρατηγού βοηθεΐ νά προβληθεί πιό άνάγλυφα ή ΰβρη του άντιπάλου, ενώ ή Ι'δια διάθεση έκφράζεται στις ρήσεις του, ως τήν εκτη, καθώς άπαντα, δλο μομφή και σαρκασμό, στά σήματα τών εχθρικών άσπίδων. Κάθε άντιλογικό ζεύγος, έκτος άπό τό έβδομο, άκολουθεϊται άπό ενα σύντομο λυρικό κομμάτι του χορού, έτσι ώστε δημιουργείται ενα σύστημα άπό τρία στροφικά ζεύγη, τά όποια κατανέμονται σέ όλη τή σκηνή. Αύτά διατηρούν τό στοιχείο της άγωνίας και της άπειλής μόνιμο φόντο σέ ολη τή διάρκεια αύτής της δυναμικής σκηνής. Παρ' δλη τήν παραλλακτική ποικιλία, τά πέντε πρώτα ζεύγη λόγων χαρακτηρίζονται άπό ενιαία πρόθεση: στήν τυφλή υπεροψία τών Άργείων άρχηγών άντιστοιχεϊ ή σταθερή και άποφασιστική άνδρεία τών Θηβαίων. Στό εκτο όμως παρατηρείται μιά άξιοσημείωτη άλλαγή. Έ δ ώ άντίπαλος είναι ό 'Αμφιάραος, πού μετέχει στόν πόλεμο άντίθετα προς τή συνείδησή του. Ό άγνός και θεοφοβούμενος μάντης κρατεί σιωπηλός (590) μιά λευκή άσπίδα χωρίς κενόδοξο σήμα: μέ τή μορφή ένός άνθρώπου πού άσεβεϊ άκούσια και είναι καταδικασμένος σέ θάνατο, εισάγεται έ'νας τόνος τραγικός, πού προετοιμάζει τή βαθιά τραγικότητα του άκόλουθου ζεύγους. 'Εξάλλου, τό κομμάτι αύτό έχει νά έπιτελέσει μια σημαντική λειτουργία: νά φέρει σέ πρώτο επίπεδο τον Πολυνείκη. ' Π σκληρή μομφή πού του άπευθύνει ό 'Αμφιάραος δηλώνει τήν έγκληματικότητα ένός άνθρώπου πού πολεμά μέ τήν Ι'δια του τήν πατρίδα. Στήν άπάντησή του ό 'Ετεοκλής επισημαίνει τήν τραγική θέση αύτοϋ του άντιπάλου. Στό τελευταίο ζεύγος ρήσεων άποτυπώνεται, σάν μέσα στή λάμψη ένός άγριου κεραυνού, ή επερχόμενη καταστροφή. Στήν
159
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
έβδομη πύλη στέκεται ό 'ίδί,ος ό άδερφος του 'Ετεοκλή, καταριέται την πατρική του πόλη και είναι έτοιμος γιά εναν άγώνα ζωής ή θανάτου. Μέ αύτά, καθώς και μέ το σήμα τής άσπίδας του, πού δείχνει τή Δίκη να όδηγεϊ τον οπλισμένο Πολυνείκη πίσω στήν πατρίδα του, συνειδητοποιούμε ξανά οτι δέν πρέπει νά μα^ άπασχολήσει το πρόβλημα τής δικαιοσύνης. Ή έπίθεση στήν πατρική πόλη παραμένει πράξη άνόσια, άλλά και ή δύναμη πού κινεί τα φοβερά γεγονότα προβάλλεται μέ άρκετή έμφαση. Ή άπάντηση τοΰ Ετεοκλή άρχίζει μέ ενα ξέσπασμα άγριας άπόγνωσης. "Ετσι άποκαλύπτεται άλλη μιά βαθμίδα τής τραγικής πορείας, γιατί ό 'Ετεοκλής, καθώς θρηνεί το θεομίσητο γένος του, δέν είναι πιά ό συνετός υπερασπιστής τής πόλης του άλλά ό καταραμένος γιος τοΰ Οιδίποδα. Αύτο πού στά σκοτεινά όνειρα (710)' ήταν μια άνήσυχη προαίσθηση θά ολοκληρωθεί μέ τή φρίκη τή^ άμοιβαίας άδελφοκτονίας. Γρήγορα ομως ό 'Ετεοκλής ξαναβρίσκει τό θάρρος του, ξαναγίνεται ό βασιλιάς πού θά άντιμετωπίσει αύτο τον εχθρό. Ή κριτική του γιά το ύπερφίαλο σήμα τής άσπίδας τοΰ άντιπάλου οδηγεί πίσω στή θέση των προηγούμενων λόγων του" στο τέλος, όμως, ή άντιπαράθεση αρχοντί τ' άρχων καΐ κασιγνήτω κάσις (άρχοντας μέ άρχοντα κι αδερφός μέ άδερφό) αφήνει νά προβληθεί, μέ ενδεικτική έπιγραμματικότητα, ή τραγικότητα τοΰ διπλοΰ του ρόλου. Σ ' αύτήν τή ρήση τοΰ 'Ετεοκλή οί γραμμές συγκλίνουν: ή μονομαχία στήν έβδομη πύλη είναι ή μοίρα τοΰ Ετεοκλή, ή ύστατη συνέπεια τής κατάρας πού βάραινε τό σπίτι του. Ταυτόχρονα ομως, μέ μιά γνήσια αισχύλεια έτερογένεια κινήτρων, γινόμαστε μάρτυρες στήν άπόφαση πού παίρνει μπρος στά μάτια μας ό 'Ετεοκλής νά μ-ονομαχήσει μέ τον άδερφό του: είμι καΐ ξνατήϋομαί (672). Σέ αυτά ακριβώς τά συμφραζόμενα κατανοούμε και ενα ιδιότυπο στοιχείο: ο 'Ετεοκλής, μέ τήν ποικιλία των χρόνων των ρημάτων πού χρησιμοποιεί γιά νά δηλώσει κάθε φορά τήν άποστολή ενός άρχηγοΰ, δέν μας ξεκαθαρίζει τί έχει ήδη τακτοποιήσει δταν έρχεται ό 'Αγγελιοφόρος και τί σχεδιάζει μόνο σ' αύτήν τή σκηνή. Ό 'Ετεοκλής, στον στ. 372, έρχεται χωρίς κάποιο έτοιμο σχέδιο τακτικής· τό φοβερό γεγονός άναδύεται κατά τήν πορεία τής σκηνής μέ μιά μοιραία άναγκαιότητα, πού τήν άποδέχεται ό ήρωας μέ τήν 'ίδια του τήν άπόφαση. Γιά τό δρόμο πού όδηγει σ' αύτή τήν άπόφαση, ή επόμενη σκηνή (677-719) περιέχει μιά ούσιαστική αποκάλυψη. Στήν άρχή
160
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
ή κορυφαία έξορκίζει, σέ τριμέτρους (677-682), τον Ετεοκλή να μήν άναλάβε!. έναν άγώνα δπου θά χυθεϊ άνόσιο αίμα. 'Ακολουθεί ενα «έπιρρηματικό» μέρος, δπου στίχοι του χοροϋ καται,γίζουν τον άμετακίνητο στήν άπόφασή του 'Ετεοκλή, Πόσο ζγζι άλλάξει ό ρόλος των γυναικών! Προσφωνούν το βασιλιά τέκνον (686), του προβάλλουν την άνιερότητα της πράξης του καΐ του καταλογίζουν καταπρόσωπο οτι σίγουρα θέλει τήν άδελφοκτονία (686, 692). "Οποιος πιστεύει έδώ σέ κάποια παρανόηση του χοροΰ, πού ουτε δηλώνεται πουθενά ούτε όμως άνασκευάζεται, παραγνωρίζει το ήρωικό μεγαλείο του 'Ετεοκλή και άρνεΐται νά κατανοήσει ένα βασικό στοιχείο τής τραγικής σύλληψης του Αισχύλου: τήν άλληλεξάρτηση άνάμεσα στή μοιραία επιταγή και σέ μιά προσωπική βούληση πού τήν αποδέχεται, μετατρέποντας έ'τσι μιάν άναπόδραστη μοίρα σέ προσωπική πράξη. Σέ μια σύντομη στιχομυθία (712-719), νέα πιεστική έκκληση των γυναικών πέφτει στο κενό μπροστά στήν πεισματική εμμονή του 'Ετεοκλή. Μέ μιά φράση γιά τήν άδυναμία του άνθρώπου νά άποτρέψει τή θεόσταλτη συμφορά, ό 'Ετεοκλής, γεμάτος ήρωικο μεγαλείο, φεύγει άπο τή σκηνή. 'Ακολουθεί ένα χορικο μέ πέντε στροφικά ζεύγη. Στήν άρχή και στο τέλος ό χορος εκφράζει τό φόβο του γιά τήν επερχόμενη συμφορά* στά ένδιάμεσα δμως μέρη τό άσμα, μέ τά στοιχεία άναδρομής πού περιέχει, φανερώνει τή μοιραία διεργασία τής οικογενειακής κατάρας, πού διαιωνίζεται άπό γενιά σέ γενιά' άνατρέχει, δηλαδή, στά προηγούμενα μέρη τής τριλογίας: στόν Αάιο, πού άπόχτησε παιδί παρά τή συμβουλή του 'Απόλλωνα* στόν Οιδίποδα, πού σκότωσε τόν πατέρα του και έ'σπειρε στο ιερό χωράφι τής μητέρας του. Ή κατάρα φτάνει ώς τόν τρίτο κρίκο (744). 'Αξιοσημείωτη είναι ή άνησυχία πού εκφράζεται στήν τρίτη άντιστροφή, μήπως μέ τή μοίρα των γιων του βασιλια σφραγιστεί και ή τύχη τής πόλης. 'Εδώ φαίνεται νά έχουν συναντηθεί δύο γραμμές, πού θα χωριστούν ριζικά στήν επόμενη άγγελική ρήση (792-820* εδώ είναι άπαραίτητες μεταθέσεις διαφόρων στίχων). Ό 'Αγγελιοφόρος άναγγέλλει μέ εκπληκτική συντομία, δίχως καμιά λεπτομέρεια, τή σωτηρία τής πόλης και κλείνει τή ρήση του μέ έναν υπαινιγμό γιά τή συμφορά στήν έβδομη πύλη. Σέ μιά ταραγμένη στιχομυθία (σέ ορισμένα σημεία ή σειρά τών στίχων είναι προβληματική), ή κορυφαία ζητεϊ νά μάθει γιά
161
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
τήν αμοιβαία άδελφοκτονία, και ό 'Αγγελιοφόρος κλείνει το τρίπτυχο μέ οκτώ τρίμετρα, πού άναφέρονται στη μοίρα των άδελφών και τήν άντιθέτουν άκόμη μιά φορά στη σωτηρία της πόλης. Ό έκτεταμ,ένος θρήνος του χορού στοιχειοθετεί τήν οργανική κατάληξη του δράματος. "Ενας μεταγενέστερος διασκευαστής, πού θά μπορούσε νά συσχετιστεί μέ τήν άναζωπύρωση του ένδιαφέροντος για τον Αισχύλο στο τελευταίο τρίτο του 5ου αιώνα, έπιχείρησε, ύπο τήν επίδραση της "Αντιγόνης του Σοφοκλή, μιάν άτυχη επέκταση του τέλους, δπου έχουν προστεθεί οι άδερφές 'Αντιγόνη και 'Ισμήνη, ή άπαγόρευση της ταφής και ή άντίσταση σ' αύτήν. 'Εξετάζουμε πρώτα το μέρος πού μπορεί νά θεωρηθεί γνήσιο. Στούς άναπαίστους τοΰ χοροϋ (822-831) άντιπαραβάλλονται άλλη μιά φορά οί δύο όψεις τοΰ γεγονότος: άγαλλίαση γιά τή σωτηρία της πόλης, οδύνη για τή μοίρα τών γιών τοΰ Οιδίποδα. Το έπόμενο στροφικό ζεΰγος καλύπτεται δλο άπό το θρήνο γι' αύτούς· άκόμη μιά φορά μνημονεύεται ή κατάρα τοΰ γένους και ή ένοχή τοΰ Λα'έου. Σάν να ειχε προσκληθεί μέ αύτές τις λέξεις, εμφανίζεται ή πομπή μέ τούς δύο νεκρούς. Τά έπόμενα λυρικά μέρη τοΰ χοροΰ (848-860) παρουσιάζουν φθορές στήν παράδοση" φαίνεται πάντως δτι μπορεί νά άνασυγκροτηθεϊ ενα βασικά ιαμβικό στροφικό ζεΰγος, δπου ό θρήνος κορυφώνεται σέ τελετουργικές μορφές. *Η ένταση τοΰ άγριου όδυρμοΰ στον κομμό πού ακολουθεί (875-1004) συνεχίζεται ώς τήν έ'κσταση τοΰ τέλους: πρώτα, σέ τέσσερα στροφικά ζεύγη, εναλλάσσονται, μέσα στις επιμέρους στροφές, τά δύο ήμιχόρια, και υστέρα άκολουθει μιά σύνθεση, πού άποτελεΐται άπό μιά σύντομη προωδή, ενα στροφικό ζεΰγος μέ ενα έφύμνιο, τραγουδημένο άπό τό σύνολο τοΰ χοροΰ, καΐ μιά επωδό' τό τμήμα διαρθρώνεται σέ μιά σειρά συντομότατα κώλα. Ό παραλληλισμός μέ τό τέλος τών Περσών είναι εύκολος. Σέ δλο τό θρηνητικό μέρος δέν άντιπαραβάλλεται πια ό υπερασπιστής τής πόλης μέ τον άνόσιο επιδρομέα, άφοΰ στήν ύστατη εκπλήρωση τής κατάρας, πού σημαίνει πιά τήν εξόντωση τοΰ γένους, οί δύο άδερφοι έχουν ένωθεϊ σέ μιά φριχτή κοινότητα μοίρας και πράξης. Ό διασκευαστής μπόρεσε νά εκμεταλλευτεί άνετα τά κομμάτια πού τραγουδιούνται άπό τά ήμιχόρια, γιά νά τά άποδώσει στήν 'Αντιγόνη και τήν 'Ισμήνη. Γιά τήν είσοδο τών δύο άδερ-
162
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
φών δεν είχε παρά νά παρεμβάλει τους άναπαίστους των στ. 861874" σ' αύτον άνήκουν άπο την έπωδο τουλάχιστον οί στ. 996κ. Μέ τον στ. 1005 εισάγεται ενας άπεσταλμένος των προβούλο^ν, πού άνακοινώνει τήν άπαγόρευση της ταφής του Πολυνείκη. Ή 'Αντιγόνη του άντιτάσσει τήν πρόθεσή της νά προσφέρει ή Ι'δια στον άδερφό της τΙς εντάφιες τιμές. Σέ μιά άτελέσφορη στιχομυθία, πού διακόπτεται άπότομα, έρχονται άκόμη μιά φορά άντιμέτωπες άπαγόρευση και απόφαση. Οι άνάπαιστοι της εξόδου περιέχουν άναφορές στήν άπαγορευτική διαταγή και άνήκουν άσφαλώς δλοι στον διασκευαστή, πού δεν κατόρθωσε νά άντιληφθεϊ το νόημα των γνήσιων θρηνητικών μερών, άφοΰ εδώ χωρίζει ξανά τούς δύο νεκρούς άδερφούς στον ύστατο δρόμο τους. Στή διάρθρωση το εργο συγγενεύει, σέ γενικές γραμμές, μέ τούς Πέρσες. Εκτεταμένα χορικά πλαισιώνουν ενα κεντρικό μέρος, δπου κυριαρχούν διαλογικά μέτρα. Σ ' αύτο τό δράμα δεν ύπάρχουν τροχαϊκά τετράμ,ετρα. "Ολα τά δραματικά γεγονότα μεταδίδονται αφηγηματικά, άλλά ή τραγικότητα της μορφής του Ετεοκλή σχεδιάζεται μέ ενα δυναμισμό ξένο στούς Πέρσες. Σχετικά μέ τό πρόβλημα τής μορφής του σκηνικού χώρου, δέν διαθέτουμε, έξω άπό τό 'ίδιο τό έργο, κανένα ερεισμα. 'Από τά χορικά κομμάτια, στήν άρχή φαίνεται καθαρά δτι υπάρχει ένας μεγάλος βωμός μέ όμοιώματα πολλών θεών, πού τούς έπικαλοϋνται οί γυναίκες του χορού. 'Επίσης, δεν χωρεί αμφιβολία δτι ό στ. 265 περιέχει μιά σκηνική οδηγία: ό χορός πρέπει νά εγκαταλείψει τά άγάλματα τών θεών, έπειδή πρόκειται νά τραγουδήσει και νά χορέψει στήν ορχήστρα. Αύτό έπαναλαμβάνεται πανομοιότυπα στις "/κετίόες, δπου πρέπει έπίσης νά δεχτούμε τήν ύπερυψωμένη κοινοβωμία (έδώ θεών πανάγυρις^ 219). "Ετσι καταλήγουμε σέ έ'να άπλό κτίσμα σέ μορφή εξέδρας, πού επιτρέπει τή σύνδεση με τήν ορχήστρα, και έπομένως διαφωνούμε μέ τούς μελετητές πού δέχονται ένα μόνιμο σκηνικό φόντο ή κτίσματα μέ τείχη, πύργους, βωμούς και άγάλματα θεών πάνω στή στέγη.^ Τά έπτά άντιλογικά ζεύγη βρήκαν έναν έξοχο έρμηνευτή στον Eduard Fraenkel, ό όποιος άντιτάχτηκε μέ δικαιολογημένη έμφαση στήν άντίληψη δτι οί Θηβαίοι ύπερασπιστές εμφανίζονταν στήν άρχή αύτής τής σκηνής μαζι μέ τον 'Ετεοκλή, ώστε κάθε φορά, μετά τό χαρακτηρισμό τους, νά φεύγουν γιά τήν πύλη πού Ι.'Όπως λ.χ. ή Η. Kenner, 107.
163
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
τούς είχε όροστεϊ.^ Αύτή ή γνώμη εχεί. ώς βάση τή διπλή χρήση της άντωνυμίας δόε για εναν άπο τούς ύπερασπιστές (408, 472). Γιά τον πρώτο άπο αύτούς τούς στίχους είναι πολύ πιθανό τό τώνδε του Grotius, ενώ τον δεύτερο στίχο, πού τον χαρακτήρισε ύποπτο κάποτε ό Murray, τώρα ό Ε. Fraenkel {δ.ττ. 31) τον άθετεΐ. 'Ακόμη δμως και αν ήταν σωστή ή παράδοση, μιά τόσο τερατώδης διαμόρφωση της σκηνής δέν μας πείθει. Ή χρήση του ό'όε για το άμεσα όρατο είναι ενας κανόνας μέ άρκετές εξαιρέσεις·^ και μόνο τό μέρος πού εξετάζουμε, μέ τούς στ. 395, 424, 470, 553 και 631, δίνει άρκετά παραδείγματα μιας τέτοιας αναφοράς σέ κάτι πού δέν είναι παρόν. Ή σημασία του προβλήματος φαίνεται στις προεκτάσεις του: αν ό Ετεοκλής έμφανίζεται στή σκηνή μαζι μέ τούς υπερασπιστές, λύνεται και τό πολυσυζητημένο πρόβλημα κατά πόσο είχε άποπερατώσει τις τοποθετήσεις του πριν άπο τή δεύτερη ε'ίσοδό του. Δέν πιστεύω οτι ό Ε. Wolff (ό'.ττ., τον άκολουθεΐ ό Η. Patzer) και ό Η. Erbse (δ.π.) κατόρθωσαν νά άποδυναμώσουν τις λέξεις άντιτάξω (408) και άντιτάξομεν (621) ώς προς τή σημασία πού έ'χουν ώς μέλλοντες, και ετσι νά επιβάλουν τήν άποψη δτι ή κατανομή είναι ήδη άποφασισμένη. 01 παραπάνω μέλλοντες άντιστοιχοϋν (σέ ομόλογες θέσεις άλλων ρήσεων του Ετεοκλή) σέ χρόνους τοΰ παρελθόντος και σέ έ'ναν ενεστώτα. Σταθμίζοντας αύτή τή διαπίστωση, δέν θά μπορούσαμε νά άκολουθήσουμε ούτε τον Κ. ΛΌΠ Fritz {δ.π. 202). ό όποιος θεωρεί δτι οί μέλλοντες, οί παρακείμενοι, οί άόριστοι και οί ενεστώτες άναφέρονται άπαραιτήτως στήν 'ίδια ούσιαστικά κατάσταση, και συγκεκριμένα στήν κατανομή τών ύπερασπιστών κατά πύλη, πού εκτελείται γιά πρώτη φορά σ' αύτή τή σκηνή. Δίνω μεγάλο βάρος στήν εναλλαγή τών χρόνων και καταλήγω, μαζι μέ άλλους,^ στο συμπέρασμα δτι στήν άρχή της σκηνής ό Ετεοκλής έ'χει έν μέρει μόνο τακτοποιήσει τήν κατανομή τών 1. Αύτή ή άποψη ϊχει κάποια ιστορία' βλ. σχετικά τήν εισαγωγή πού προτάσσει ό Ν. Wecklein στή σχολιασμένη έκδοση του έργου. Ή ϊδια επαναλαμβάνεται στον Tucker, καθώς καΐ στις μεταφράσεις τοΰ jMurray καΐ του Schadewaldt. 2. Η. Hunger, «Eine spiellechnische Beobachtuni? im Texte des Euripides», WS 65 (1952) 19. 3. WiIaniowitz,^tsc/i./«ii>/-jy7·. 76" Groenebooni, ο..τ. 180· Italie,ο..τ.. στον στ. 286. ΙΤρβ. Lesky, IF^" 74 (1961) S=Ges. Sehr. 266" ή ερμηνεία πού υποστηρίζεται έκει συμφωνεί μέ τοϋ Dawe, «..T. 86.
164
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α Δ Ρ Α Μ Α Τ Α
στρατηγών. 'Αναγνωρίζουμε εδώ τήν πρόθεση του ποιητηνά κρατήσει σέ άμφιβολία τον θεατή γιά το τί είναι ήδη άποφασισμένο καΐ τί μένει, άκόμη άνοιχτό. Μόνο έτσι είχε τή δυνατότητα νά προβάλει τις δύο δψεις στήν απόφαση του 'Ετεοκλή: τήν προκαθορισμένη άπο τή μοίρα έκπλήρωση της οικογενειακής κατάρας και το δραματικό του δίλημμα, πού ξεδιπλώνεται καθαρά μπροστά στά μάτια μας. Σήμερα πιά κανένας δεν επιδιώκει, οπως ό Ritsehl,^ νά άποκαταστήσει άριθμητική συμμετρία στά ζεύγη τών ρήσεων, πού ώστόσο δεν μας άπαλλάσσουν άπο το ερώτημα σχετικά μέ τήν άρχιτεκτονική τους. Στο πρώτο ζεύγος (οί στ. 375κ. είναι μια εισαγωγή στή συνολική σύνθεση) επικρατεί άριθμητική συμμετρία (άπο εΐ'κοσι στίχους), το 'ίδιο και στο δεύτερο ζεύγος, είτε άθετήσουμε τούς στ. 426 και 446 είτε οχι· τά υπόλοιπα τρία ζεύγη παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές ως προς τήν έκταση, ένώ τό εκτο έμφανίζει πλήρη ή μερική συμμετρία, πού έξαρταται άπο τήν κρίση μας γιά τούς στ. 579, 601 και 619. "Ετσι, γενικά στή σύνθεση, γίνεται αισθητή μιά, εσκεμμένη ίσως, ποικιλία. Φυσικά, το έβδομο ζεύγος έ'χει κάποια αύτονομία. 'Η κρίση μας γιά τή μορφή τοΰ 'Ετεοκλή συνδέεται άρρηκτα μέ τό γενικότερο πρόβλημα της θέσης του και τής συμπεριφοράς του. Έ δ ώ χρωστούμε στον Ε. Wolff και στον Η. Patzer τήν άνασκευή τής εξαιρετικά διαδομένης θεωρίας ότι ό θάνατος τοΰ 'Ετεοκλή πρέπει νά έρμηνευτεϊ σάν μιά προσφορά πού εξασφάλισε τή σωτηρία τής πόλης. Τό εργο δέν παρέχει κανένα ερεισμα γιά μιά παρόμοια σύνδεση άνάμεσα στις τύχες τής Θήβας και του βασιλιά.^ Φυσικά, αύτά τά δύο νήματα τής μοίρας συμπλέκονται συχνά, άλλά στο τελικό λυρικό μέρος άπομακρύνονται πολύ τό έ'να άπο τό άλλο. Ώστόσο, δέν θά μπορούσα νά άκολουθήσω τον Η. Patzer στήν υπόθεση ότι δ ποιητής παρουσίασε στο πρώτο μέρος τού δράματος τον 'Ετεοκλή νά συσχετίζει άπο λάθος τήν πατρική κατάρα μέ τήν έπίθεση τών Έ π τ ά , και μόλις στο τελευταίο ζεύγος ρήσεων νά άναγνωρίζει τό λάθος του και νά βλέπει τήν έκπλήρωση τής κατάρας στήν άμοιβαία άδελφοκτονία. Κατά τήν έρμη1. «Der Parallelismus der sieben Redepaare in den Sieben gegen Theben des Aischylos», Opuscula 1, 300. 2. Είναι, άλήθεια, λυπηρό πού ό Dawe, στήν τόσο αξιόλογη μελέτη του, άστοχεϊ υποστηρίζοντας αύτη την άποψη.
165
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
νεία αύτή, ό Ετεοκλής και στο πρώτο μισο της τραγωδίας κατέχεται άπο τή βαριά επίγνωση της κατάρας, άν και του διαφεύγει τό άπώτερο νόημά της. Έ γ ώ εμμένω στήν άντίληψη δτι μέ τήν παράθεση των δύο δραματικών μερών ό Ετεοκλής άποκαλύπτεται στον διπλό του ρόλο: είναι 6 άφοσιωμένος υπερασπιστής της Θήβας και 6 καταραμένος γιος του Οιδίποδα. Αύτό δέν σημαίνει καθόλου διάσπαση του έργου ή του προσώπου* ϊσα Ι'σα, δπως φανερώνει και ή διαδοχική μετατόπιση του δραματικού βάρους, πρόκειται για μιά πυκνή σύνθεση. Και γι' αύτή τήν ερμηνεία οί στ. 653κκ. άποτελοΰν τήν τραγική κορύφωση του έργου, μόνο πού τώρα δέν βλέπουμε τή μετάβαση άπο τή λαθεμένη έξήγηση της κατάρας στήν ορθή, άλλά τό πέρασμα άπο τήν προαίσθηση στή βεβαιότητα (710). Εντελώς άποφασιστική για τήν άποτίμηση του 'Ετεοκλή καί, κατά συνέπεια, της τραγικότητας στον Αισχύλο, είναι ή έρμηνεία της στάσης του ήρωα, μετά τήν άπόφασή του, άπέναντι στο χορό (677-719). Συχνά εχει υποστηριχτεί ή γνώμη^ οτι ο'ι γυναίκες, πού παίρνοντας τό ρόλο του άνήσυχου συμβούλου (τεκνον, 686) μιλούν και τραγουδούν γιά τήν άγρια οργή του βασιλιά (678), γιά τή δορίμαργον αταν (687) καί τον ώμοδακη ΐμερόν του (692), άντιμετωπίζουν εντελώς άμήχανα τον ήρωικό άγωνιστή καί τον παρεξηγούν εντελώς. "Ετσι, ή ένότητα του προσώπου θά εξασφαλιζόταν άπο μιά πλευρά διαφορετική άπο δ,τι στήν έρμηνεία του Η. Patzer, άφού στον Ετεοκλή θά βλέπαμε, άπο τήν άρχή ως τό τέλος, μόνο τ-/)ν ήρωική μορφή πού υπερασπίζεται τήν πατρίδα καί πεθαίνει γι' αύτήν. Μιά τέτοια όμως έρμηνεία βαρύνει τον ποιητή μέ τή μομφή δτι δέν μας εδωσε κανένα στοιχείο γιά νά έπισημάνουμε μιά τόσο βασική γιά τήν κατανόηση του έ'ργου παρεξήγηση του χοροϋ.^ Καί ό Ετεοκλής, έξάλλου, δέν άντικρούει το χορό, άφου το γαρ του στ. 695 σημειώνει μιά προέκταση σέ 1. Λ.χ. άτΓο τούς: Η. Bogner, Das neue Bild der Antike I, Λιψία 1942, 187" Patzer, δ.π. 113κ., 119, 24, πού πιστεύει δτι ή έξήγηση τοΰ χοροΰ είναι πέρα γιά πέρα άστοχη· Κ. von Fritz, δ.π. 214' Gr. ]\Iüller, JVege der Forschung 95 (1967) 236. 2. Διεξοδικά πάνω σ' αύτο τό θέμα ό Lesky, δ.π. 13=271. Σωστά ό V. Ν. Jarcho, δ.π., βρίσκει νά λειτουργεί άποτελεσματικά στον Ετεοκλή ή σύγκρουση άνάμεσα στήν υποκειμενική παρόρμηση και τήν άντικειμενική άναγκαιότητα. "Εξοχα παρακολουθεί τήν αλλαγή στή συμπεριφορά τοϋ χορού ή Romilly, Time 149, 13· το ϊδιο ό Dawe, δ.π. 31.
166
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
ο,τ!. ειπώθηκε πριν άπο λίγο γιά την παραφορά του. Σ ' αύτήν τη σημαντικότατη σκηνή φαίνεται ξεκάθαρα —δπως άκριβώς μέ τον 'Αγαμέμνονα και τον'Ορέστη—ή διπλή οψη μιας μοιραίας πράξης: ή έκτέλεσή της είναι άναγκαία, και ωστόσο, δταν πραγματοποιείται μέ τή βούληση του εκτελεστή, άποτελεΐ φοβερή διαταραχή της κοσμικής τάξης. Πολύ πριν άρχίσει ή παρερμηνεία της σκηνής, ό Ο. Regenbogen (ο.π.) συνόψισε σωστά το νόημά της: 6 'Ετεοκλής ξεκινά γιά τον άδελφοκτόνο άγώνα, επειδή θέλει και επειδή πρέπει. Ή συζήτηση γιά τή γνησιότητα του τέλους δεν φαίνεται νά εχει κοπάσει, άφότου τό υπεράσπισε ό Snell στο βιβλίο του γιά τον Αισχύλο. Ό Η. Lloyd-J ones {ο.π.) ασχολήθηκε πρόσφατα μέ όλα τά ύποπτα σημεία και γιά μερικά βρήκε στοιχεία άπαλλακτικά. 'Ωστόσο, μαζί μέ τον Ε. Fraenkel (δ.π.) και τον R. D. Dawe (ό'.π.), παρ' δλα όσα ισχυρίζεται 6 Ε. R. Schwinge (ο.π.), πιστεύω και εγώ πώς δέν ύπάρχει σωτηρία γιά τό μέρος αύτό του έργου. Είναι αδύνατο νά εξασφαλιστεί μέ βεβαιότητα ή κωλομετρία στήν έπωδό (989-1004), άφοΰ τουλάχιστον οί στ. 996κ. ανήκουν στον διασκευαστή, ενώ είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορούμε νά άπομονώσουμε γνήσια κομμάτια στους άναπαίστους του τέλους. •"Αν ή υπόθεση μιας διασκευής του τέλους είναι άναπόφευκτη, τίθεται πολύ φυσικά τό έρώτημα μήπως και άλλα μέρη του έ'ργου έχουν υποστεί έπεμβάσεις κατά τΙς επαναλήψεις τής διδασκαλίας του. Ή άφήγηση του'Αγγελιοφόρου είναι εντυπωσιακά σύντομη, ενώ δέν μαθαίνουμε τίποτε γιά τήν πορεία τής μονομαχίας. "Ηδη ό Μ. Croiset^ ύποστήριξε δτι θά επρεπε νά άντιταχτοΰμε στήν υπόθεση δτι εδώ έ'χει έκπέσει μιά διεξοδική άφήγηση, ενώ πρόσφατα ό Ρ. von der Mühll συντάχτηκε μέ αύτή τήν άποψη. 'Ωστόσο, αύτή ή σύντομη άγγελική ρήση, πού προκαλεί εκτεταμένα χορικά άσματα, έ'χει ενα έντυπωσιακό παράλληλο στους στίχους του Δαναού {'Ικέτιδες 605-624) πριν άπο τό εγκωμιαστικό τραγούδι του χοροΰ γιά τό "Αργός. 'Εξάλλου, τό τρίπτυχο άφήγησηστιχομυθία-άφήγηση (792-820) είναι τόσο αύστηρά δομημένο μορφικά και θεματικά, ώστε δέν θά θέλαμε νά δοϋμε σ' αύτό τό άποτέλεσμα μιας σύντμησης. 1. Eschyle, Παρίσι 1928,122' επίσης, Ρ. von der Mühll, «Der Zweikampf der Oidipussöhne in den Septem», MH 21 (1964) 225.
167
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Ό Ετεοκλής, ύστερα άπο τον μεγαλόπρεπο στίχο 719, βγαίνει. φυσικά άπό τή σκηνή πάνοπλος, μολονότι στους στ. 675κ. ζήτησε μόνο τΙς περικνημίδες του. Αύτο έπιτρέπει δύο έρμηνεΐες, άλλά ή προτίμηση δεν είναι εύκολη. Στή μία περίπτωση, θά επρεπε κανείς νά φανταστεί οτι ό 'Ετεοκλής στον στ. 372 εμφανίζεται στή σκηνή μέ πλήρη όπλισμο άλλά δίχως περικνημίδες. Αυτό δέν είναι απίθανο, πολύ περισσότερο πού οί περικνημίδες δέν διευκολύνουν το γρήγορο βάδισμα. Στήν άλλη περίπτωση, πρέπει νά δεχτούμε ενα κενό μετά τον στ. 676, δπως έκαμε και 6 W . Schadewaldt,^ συμπληρώνοντάς το, exempli gratia, μέ δύο στίχους. Στή μετάφρασή του τά έπιμέρους στάδια τού έξοπλισμού τά τοποθετεί στις τομές τού διαλόγου μέ τό χορό (677-719). Ή πρόθεση νά επισημαίνονται παντού συγκεκριμένες ιστορικές άναφορές, πού έ'βλαψε τόσο πολύ τήν έρμηνεία της τραγωδίας, ενώ, άπο τήν άλλη, προκάλεσε άκραϊες άρνητικές άντιδράσεις, εκδηλώθηκε καΐ στήν περίπτωση τών Έπτά. Ούτε 6 Ε τ ε ο κλής είναι Περικλής, δπως ύποστήριξε ό L. Α. Post, ούτε ό Αισχύλος είχε πρόθεση νά εικονίσει στο πρόσωπο του Άμφιαράου τον 'Αριστείδη, άσχετο άν άποτελεϊ έπινόηση ή δχι ή ιστορία πού διηγείται ο Πλούταρχος {Άριστ. 3), δτι δηλαδή το κοινο στο άκουσμα τών στίχων 592-594 έ'στρεψε το βλέμμα του προς εκείνον. Και ελάχιστα θά συμφωνούσαμε μέ τήν εικασία του Τ. G. Tucker δτι το έ'ργο ύπήρξε προπαγάνδα γιά τήν ενίσχυση τού κύρους της 'Αθήνας.^ Ό Γοργίας, κατά τον Πλούταρχο {Προβλ. Συμπ. 715e· πρβ. Άριστοφ. Βάτρ. 1021), χαρακτήρισε το έργο δράμα "Άρεως μεστόν. Αύτό είναι μόνο έν μέρει σωστό: ό Αισχύλος είχε τό μερίδιο του και άπό τήν οδύνη τού πολέμου. 'Εδώ πρέπει νά μνημονευτεί ή έρευνα του Ε. Fraenkel γιά τά έπτά ζεύγη τών ρήσεων, επειδή περιέχει άφθονες άθετήσεις στίχων, και έτσι προοιμιάζεται τήν οξύτατη έπίθεσή του γιά τή συντηρητική κριτική του κειμένου στή μελέτη γιά τις Φοίνισσες του Εύριπίδη. Γιά τή διαμάχη σχετικά μέ μερικούς οβελισμούς είναι σημαντική ή εργασία τού Η. Erbse (ο.π.). 1. «Die Wappnung des Eteokles», Eranion: Festschr. Hommel, Τυβίγγη 1961, iO^=Hellas und Hesperien^ 357. Και ό Η. J. Rose στα σχόλιά του άπαιτεϊ μιά πανοπλία, άλλά υποθέτει δτι ή εξάρτυση συμπληρώνεται σέ άλλα μέρη τοϋ έργου. 2. Βιβλιογραφία μέ προσεχτική άξιολόγηση δίνει ό Podlecki, 31.
168
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
Γιά τις Ίκέτιδες^ έχουμε στη διάθεσή μας ενα χρονικό περιθώριο άνάμεσα στο 467 και τό 458 π.Χ.· άρκετά πιθανή φαίνεται ή χρονολόγηση στο 463. Το εργο είναι το πρώτο δράμα μιας συνεχόμενης τριλογίας μέ στενή θεματική σύνδεση. Άκολουθοΰσαν οι Αιγύπτιοι και οί Δαναΐδες· 6 τελευταίος τίτλος δήλωνε εύκαιριακά και ολόκληρη τήν τριλογία. Τό σατυρικό δράμα Άμνμώνη συνδεόταν στενά μέ τά προηγούμενα δράματα. 1, Σχολιασμένες έκδόσεις: J. Vürtheim, Amsterdam 1928· M. Untersteiner, Νεάπολη 1935 (τμήματα της εισαγωγής μέ ερμηνευτικές παρατηρήσεις: Dioniso 6, 1937, 24). Δίγλωσσες έκδόσεις μέ έρμηνευτικο δοκίμιο: W. Kraus, Φραγκφούρτη 1948' Στουτγάρδη 1966 (Reclam). Μια έκδοση μέ ειδικό κεφάλαιο γιά τά προβλήματα του κειμένου, άγγλική μετάφραση και τά άρχαϊα Σχόλια, μέ επιμέλεια του Ο. Smith, άπο τον Η. F. Johansen, τ. 1, Κοπεγχάγη 1970 (θά άκολουθήσει τόμος μέ σχολιασμό τοϋ κειμένου). Ή βιβλιογραφία σχετικά μέ τή χρονολόγηση του έργου δίνεται πιό πάνω, σ. 188.—Μύθος και ερμηνεία: Anna Elisei, «Le Danaidi nelle Supplici diEschilo», SIFC, n.s. 6 (1928) 197" K. von Fritz, 160" Peretti, Epirrema 81 και άλλου σποραδικά" Gantarella, Eschilo 105" Ο. Hiltbrunner, Wiederholungs- und Motwtechnik bei Aischylos, Βέρνη 1950, 7· Η. F. Johansen, «Some Features of Sentence Structure in Aeschylus' Suppliants», C ^ M 15 (1954) 1, και «Progymnasmata», 27 (1966) 39 (μέ κριτική εξέταση ορισμένων χωρίων)' Kaufmann-Bühler, 38· R. D. Murray, The Motif of Ιο in Aeschylus' Suppliants, Princeton 1958· G. R. Manton (παραπάνω, σ. 154 σημ. 1), 80" Η. Η. Bacon, Barbarians in Greek Tragedy, New Haven 1961, σποραδικά· I. Trencsényi-Waldapfel, «Les Suppliantes d'Eschyle», ÀAntHung 12 (1964) 259· Lloyd-Jones, «The Supplices of Aeschylus: The New Date and Old Problems», AC 33 (1964) 356=T7ege der Forschung II 101· F. Wehrli, «lo, Dichtung und Kultlegende», Festschr. Schefold 1967, 196—Wege der Forschung II 136· J. Aisina, «Etapas en la visiôn trâgica de Esquilo», BIEH 2 (1968) 9· H. F. Johansen και Ε. W. Whittle, «Textual Notes on Aeschylus' Supplices 1-503», SO 50 (1975) 5" R. S. Caldwell, ((The Psychology of Aeschylus' Supplices», Arethusa 1 (1974) 45. 'Εργασίες πού αναφέρονται στο πρόβλημα τοϋ δραματικού διλήμματος μνημονεύονται στο υποκεφάλαιο «Μοίρα και ενοχή», σ. 269.— Γιά τήν άνασύνθεση της τριλογίας, έκτος άπο τις σημαντικές μελέτες τοϋ Κ. von Fritz και του W. Kraus (και οί δύο άναφέρονται πιο πάνω) : Α. Διαμαντόπουλος, «The Danaid Tetralogy of Aeschylus», JUS 77 (1957) 222· R. P. Winnington-Ingram, «The Danaid Trilogy of Aeschylus», JHS 81 (1961) lil^Wege der Forschung II 57" G. Salanitro, «La data e il significato politico delle Supplici di Eschilo», Helikon 8 (1968) 311· A. F. Garvie, Aeschylus' «Supplices»: Play and Trilogy, Cambridge 1969· Christina Gülke, Mythos und Zeitgeschichte bei Aischylos: Das Verhältnis von Mythos und Historie in Eum. und Hik.,
169
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
Ol Ίκέτιόες άρχίζουν μέ την ε'ίσοδο του χοροΰ, πού τον άποτελοΰν δώδεκα κόρες ντυμένες ξενότροπα, μέ αιγυπτιακό πέπλο, στο κεφάλι καλύπτρα, πού σκιάζει το ηλιοκαμένο πρόσωπο, και στά χέρια κλαδιά πλεγμένα μέ μαλλί, δείγμα ικεσίας. Μέ τις κόρες μαζι έ'ρχεται και ό πατέρας τους, το Ι'διο ξενικός στην εμφάνιση (496). Οί εισαγωγικοί άνάπαιστοι της κορυφαίας εκθέτουν σύντομα την κατάσταση: οί κόρες έ'ρχονται ίκέτισσες άπο τον Νείλο στο "Αργός, τον τόπο της καταγωγής τους, άπο δπου κάποτε ή προγονός τους Ί ώ κυνηγήθηκε άπο τον οίστρο, ώσπου 6 Δίας τή θεράπευσε στήν Αΐ'γυπτο και τήν έ'καμε μητέρα του "Επαφου. ' Η πληροφορία του χοροΰ γιά τήν αιτία της φυγής του, πού οφείλεται στούς γιούς του Αιγύπτου, είναι φοβερά φθαρμένη στήν παράδοση του κειμένου. Το αντογενεΐ φνξανορία (αυτόβουλη φυγή άπο τούς άντρες) του L. Bamberger μένει ή πιθανότερη, αν καΐ μέ κανέναν τρόπο έντελώς βέβαιη, διόρθωση. Επομένως, οι Δαναίδες δέν εξορίζονται άπο τή χώρα τους γιά κάποια άνθρωποκτονία" ή άπόφαση να άποφύγουν το γάμο μέ τούς γιούς του Αιγύπτου πηγάζει άπο τήν ι'δια τους τή βούληση. Ή πρόθεση ή ή πράξη (ό στ. 10 δέν είναι άκέραιος) των Αιγυπτίων χαρακτηρίζεται άσεβης. Περισσότερα άπο άποψη δραματικών κινήτρων δέν μαθαίνουμε ούτε κατά τή διάρκεια του έργου. 'Ακολουθεί ενα δυναμικό χορολυρικο κομμάτι μέ οκτώ στροφικά ζεύγη (40-175), άπο τά όποια τά τρία πρώτα και τά τρία τελευταία παρουσιάζουν θεματική συγγένεια. Τήν εισαγωγή τή συνθέτει τό μοτίβο του "Επαφου, το όποιο άκούγεται ήδη στούς άναπαίστους· στο δεύτερο στροφικό ζεύγος, ό χορός παρομοιάζει τον εαυτό του μέ τή σύζυγο του Τηρέα, άρχέτυπο του γυναικείου θρήνου· στο τρίτο, υψώνεται άπο το θρήνο μιά δέηση προς τούς θεούς γιά βοήθεια. Στά τρία τελευταία στροφικά ζεύγη, θρήνος και δέηση επανέρχονται σέ παράφορη κλιμάκωση. Κάθε στροφή εδώ εχει ενα έφύμνιο ώς τήν τελευταία άντιστροφή, οπού δέν είναι κάν άπαραίτητο νά συμπληρωθεί. 'Αξίζει νά σημειωθεί ότι δ Meisenheim 1969· Η. van Looy, AC 38 (1969) 489, καΐ «Aeschyli Supplices... und kein Ende», Anamnesis: Gedenkloek Prof. Leemans, Γάνδη 1970, 369· Κ. Α. Neuhauser, «Tereus und die Danaiden bei Aischylos», Hermes 97 (1969) 167· Fr. Ferrari, «II coro delle ancelle neU'esodo delle Supplici di Eschilo», Maia, n.s. 24 (1972) 353.—Μετάφραση έλληνική: Κ. Χ, Μύρης, 'Αθήνα 1977.
170
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
χορός, μέ τή δήλωση (160) οτι, άν μείνει χωρίς βοήθεια, θά καταλήξει στην άγχόνη, προετοιμάζει ενα θέμα άποφασιστικό γιά τή σκηνή μέ το βασιλιά. Αύτές οΐ δύο τριάδες πλαισιώνουν ένα κεντρικό τμήμ,α άπο δύο στροφικά ζεύγη, πού, μέ το έγκώμιο της παντοδυναμίας του Δία και τήν έκφραση της αίσχύλειας θεοσέβειας, παραβάλλονται μέ τον περίφημο ύμνο στον Δία του 'Αγαμέμνονα. "Οπως και έκεϊ, ή δεύτερη άντιστροφή αύτοϋ του υμνου ύποβοηθεϊ κιόλας τή μετάβαση στο άμεσο πρόβλημα: τό άδιέξοδο των Δαναΐδων. 'Ακολουθεί μιά εκτεταμένη, πλούσια άρθρωμένη, τριμετρική σκηνή (176-343), πού μολαταύτα μεταβαίνει σχεδόν άπευθείας στο έπόμενο «έπιρρηματικό» τμήμα. Πρέπει νά δεχτούμε, όπως στούς Έπτά^ τήν παρουσία ενός ύπερυψωμένου βαθρόσχημου κτίσματος στο πιο άπομακρυσμένο άπό τον θεατή τμήμα της ορχήστρας. Και εδώ παριστάνεται μιά κοινοβωμία, δπου βρίσκονται άγάλματα θεών μέ τα σύμβολά τους, ταυτόχρονα δμως προσφέρεται μιά σκοπιά άπό δπου ό Δαναός έ'χει τή δυνατότητα νά παρατηρεί δσα συμβαίνουν στήν πεδιάδα και στήν παραλία. 'Απέναντι στό χορό τών θυγατέρων του κρατεί στάση συμβούλου και ύποκινητή, άλλά σέ άποφασιστικές σκηνές μένει εντελώς στό περιθώριο. Στή ρήση του (176-203) πληροφορεί τό χορό δτι πλησιάζει μιά πομπή άπό άρματα και οπλισμένους άντρες (άρα ό βασιλιάς εμφανίζεται στήν ορχήστρα πάνω σέ άρμα και μέ κάποια άκολουθία) και συμβουλεύει τις κόρες του νά ζητήσουν γιά σιγουριά άσυλο στήν κοινοβωμία, άλλά νά άντιμετωπίσουν μέ ευπρέπεια αύτούς πού έρχονται. "Υστερα άπό ενα προοίμιο της κορυφαίας, στή διάρκεια μιας σκηνής σέ μορφή στιχομυθίας άνάμεσα σ' αύτήν και τόν Δαναό (204-221), οί κόρες άνεβαίνουν στόν μεγάλο βωμό άπευθύνοντας ικεσία σέ έπιμέρους θεούς, Ό Δαναός, μέ μιά νέα νουθεσία και μιά καταγγελία της βιαιοπραγίας τών γιών του Αιγύπτου, κλείνει τό τρίπτυχο αύτης της σκηνής, πού προηγείται άπό τήν άφιξη του βασιλιά. Μέ τόν έρχομό του, οί Δαναΐδες πρέπει νά ύπερνικήσουν, στήν πορεία τους πρός τήν προστάτισσα πόλη, τό πρώτο σοβαρό έμπόδιο: δυσπιστία και άρνηση του άρχοντα της χώρας. "Ενα δυνατό σύνολο σκηνών, πού έκτείνεται ώς τόν στ. 523, άναπτύσσει τή σύγκρουση άνάμεσα στό βασιλιά και τις Δαναΐδες, σχηματίζοντας μιά μεγάλη καμπύλη, πού ξεκινά άπό μιά δύσπιστη άνίχνευση, περνά
171
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
σε ένα τραγικό δίλημμα, για νά καταλήξει σέ πλήρη συμφωνία. Ό πρώτος γύρος, ενας διάλογος άνάμεσα στήν κορυφαία και τον Πελασγό (234-343), οπου ό Δαναός παραμένει σιωπηλός, προβάλλει άμέσως τους πόλους της σύγκρουσης. Στήν έκπληκτη έρώτηση του βασιλιά γιά τήν προέλευση αύτης της εξωτικής ομάδας, άποκρίνεται ό χορός μέ μιά άντερώτηση γιά τό άξίωμά του, στήν οποία άποκρίνεται ό Πελασγός μέ μιά περιγραφή της «πελασγικής» κυριαρχίας του σέ δλο τόν έλληνικό χώρο. Τότε ό χορός, ύστερα άπό μιά σύντομη αύτοσύστασή του και έναν γεμάτο έκπληξη άντίλογο του βασιλιά, άποκαλύπτει τήν άπώτατη άργίτικη καταγωγή του σέ μιά στιχομυθία, πού σέ κάποιο σημείο (319· 322 στήν έκδοση Murray) άνακόπτεται, γιά νά δώσει άμέσως έκφραση, μέ τήν 'ίδια διαλογική μορφή, στο κινητήριο δραματικό γεγονός: στήν ικεσία τών Δαναίδων γιά βοήθεια και στήν άμεση άντίδραση του βασιλιά δτι ή προστασία θά σήμαινε πόλεμο. Είναι άξιοπρόσεχτο δτι ή κορυφαία, στό τελευταίο κομμάτι της στιχομυθίας, γενικά ύπεκφεύγει νά άπαντήσει σέ κάθε έρώτηση σχετικά μέ τό δίκαιο της ίκετείας τους. Σ ' αύτή κιόλας τή στιχομυθία άναπτύσσονται δλες οί προϋποθέσεις γιά τόν μεγάλο άγώνα άνάμεσα στό χορό και τό βασιλιά, ό όποιος ταλαντεύεται ήδη άνάμεσα στό θρησκευτικό δικαίωμα της ικεσίας και στόν κίνδυνο ένός πολέμου. Πώς μπορεί νά άποφασίσει, άφοΰ και οι δύο δρόμοι οδηγούν σέ συμφορά; Στήν έπόμενη «έπιρρηματική» σκηνή (344-417) άνάμεσα στό χορό, πού άσκεϊ τήν πίεσή του σέ λυρικά κομμάτια γεμάτα πάθος, και στό βασιλιά, πού εκφράζει τήν άντίδρασή του σέ τρίμετρα, τό άδιέξοδο άναπτύσσεται σέ δλο του τό πλάτος, χωρίς δμως νά έχουμε προχωρήσει, πρός τό τέλος της σκηνής, ούτε ένα βήμα. Τρία στροφικά ζεύγη του χοροΰ, πού άνανεώνει τήν πίεσή του μέ δοχμίους, κατανέμονται στά τμήματα της «έπιρρηματικής» συζυγίας, ένώ ό βασιλιάς άπαντα μέ πέντε τρίμετρα, και μόνο μετά τήν τελευταία άντιστροφή άποκρίνεται, σέ έντεκα τρίμετρα, μέ μιά ρήση, πού επεξηγεί τό άμηχανώ τού στ. 379. Τό νέο στοιχείο πού προβάλλει (365, 398) είναι δτι μόνο μέ βάση τήν άπόφαση του λαού θά μπορούσε νά ένεργήσει. Αύτή ή προβολή της διαμορφωμένης δημοκρατίας μέσα στόν κόσμο τών ήρώων ύποδηλώνει 'ίσως τήν ιδεολογία του ποιητή· στό συγκεκριμένο πάντως δράμα προοικονομεΐ, πάνω άπ' δλα, τή δραματική πορεία τοϋ δεύτερου μέρους,
172
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
χωρίς ωστόσο νά εγει ειδικό βάρος τέτοιο πού νά μπορεί νά μειώσει τό τραγικό δίλημμα του βασιλιά. Καθόλου καινούρια, άλλά έδώ (392) έντελώς άπροκάλυπτη, είναι ή άποφυγή του χοροϋ νά άποκριθεΐ στήν έντελώς συγκεκριμένη έρώτηση του βασιλιά: ποιόν βασικό κανόνα δικαίου έχουν νά προβάλουν οΐ Δαναΐδες εναντίον τών άμεσων συγγενών τους; Ή άπάντηση είναι ενα παθιασμένο ξέσπασμα χωρίς πραγματικό κίνητρο. Πολύ ενδεικτική είναι έδώ ή άλλαγή της μορφής. Ή ρήση του Πελασγού, πού κλείνει τό «έπιρρηματικό» μέρος, άρχίζει και τελειώνει μέ τή διαβεβαίωση οτι χρειάζεται προσοχή και σκέψη. Ή άπόφαση άπέχει ακόμη πολύ. Γι' αύτό, οΐ Δαναΐδες, μέ κλιμακούμενη ένταση, εισάγουν τό θέμα της θερμής, κατοχυρωμένης άπό τό δίκαιο του κατατρεγμένου, Ικεσίας τους μέ ενα αύτοδύναμο άσμα, πού συγκροτείται άπό δύο στροφικά ζεύγη (418437). Οί κρητικοί της πρώτης στροφής μοιάζουν μέ ασυγκράτητα χτυττήματα πάνω σε κλειστή πόρτα, ενώ στή δεύτερη οι δόχμιοι δημιουργούν κλιμάκωση. "Ολα όμως είναι μάταια* στήν προτροπή του χορού : ψράσαι! ο βασιλιάς άποκρίνεται μέ τήν άρχή της επόμενης ρήσης του (438-454): πέφρασμαι. Ή σκέψη του όμως τόν όδήγησε άπλώς νά διαπιστώσει ξανά τό άπόλυτο άδιέξοδο της θέσης του.^ Βρίσκεται ύπό τήν ανάγκην (440): και ή άποδοχή και ή άπόκρουση τών Ικετίδων φέρνουν άναπόφευκτα τή συμφορά. Στα λόγια πού κλείνουν τή ρήση του {γένοιτο ό' εύ παρά γνώμην εμην) άκούμε έναν άνθρωπο πού άφήνει νά πέσουν τά χέρια του, γεμάτος άπόγνωση. Στό σημείο αύτό, ή κορυφαία κατορθώνει νά άποσπάσει τήν άπόφαση, και είναι πάλι άξιοσημείωτο ότι αύτό συμβαίνει σε μιά σύντομη και γεμάτη ένταση στιχομυθία (455-467). ' Π άπόφαση λαμβάνεται άναγκαστικά ύπό τήν άπειλή τών Δαναΐδων ότι θά κρεμαστούν άπό τά άγάλματα τών θεών και θά φέρουν ετσι πάνω στήν πόλη τό φοβερότερο μίασμα. 'Ακόμη μιά φορά ό βασιλιάς (468-489) βυθίζει τό βλέμμα του στό άλίμενο πέλαγος της άπειλούμενης συμφοράς, άλλά τελικά έπωμίζεται τήν προστασία τών κοριτσιών. Ό πατέρας τους —τώρα μόλις έπανέρχεται στό προσκήνιο δ Δαναός— πρέπει νά πάει στήν πόλη και νά άποθέσει στούς βωμούς κλαδιά, για νά έκ1. Γιά τήν προβληματική ναυτική εικόνα στούς στίχους 438 καΐ 440κ. βλ. D. van Nés, Die maritime Bildersprache des Aischylos, Groningen 1963, 89.
173
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
δηλώσει την αϊτηση προστασίας. Στο υπόλοιπο της σκηνής (490523), πού μέ την άλληλουχία ρήση-στιχομυθία-ρήση εμφανίζει και πάλι τή μορφή τριπτύχου, ή έξαψη σβήνει. Ό Δαναός εύχαριστεΐ και ζητεϊ κάποιον οδηγό γιά τήν πόλη. Στή στιχομυθία του βασιλιά μέ τις Δαναΐδες δίνονται πάλι σκηνικές οδηγίες. Οί κόρες μένουν μόνες, και επομένως θά φαινόταν αύτονόητο οτι ώς ίκέτιδες δέν άφήνουν τά άγάλματα των θεών πρέπει όμως νά ξαναβρεθούν στήν ορχήστρα, γιά νά τραγουδήσουν και νά χορέψουν. "Ετσι, 6 βασιλιάς τις συμβουλεύει νά κατέβουν λενρόν κατ' άλσος τόόε, πράγμα πού δέν σημαίνει τίποτε άλλο παρά οτι πρέπει νά κατεβούν άπό τό βάθρο στήν ορχήστρα. "Εχουμε μπροστά μας ενα πολύ εκτεταμένο μέρος (234-523), εξαιρετικά ζωηρό άπό άποψη μορφής άλλά ολότελα στατικό άπό άποψη περιεχομένου, πού μας παρουσιάζει, μέ εύρος άνήκουστο γιά τούς νεότερους τραγικούς, τόν άνθρωπο σέ ένα άδιέξοδο, σέ εναν άγώνα γιά μιά άπόφαση —έπομένο^ς, γεγονότα εσωτερικά. Ή 'ίδια ή άπόφαση δέν σημαίνει καθόλου λύση του άδιεξόδου· και ό Πελασγός δέν φτάνει σ' αύτήν μέ ελευθερία βούλησης, άλλά ύστερα άπό τήν άπειλή τών Δαναΐδων, ύπό τήν πίεση μιας άνάγκης. Τό έπόμενο χορικό (524-599), δπου κυριαρχούν λυρικοί ίαμβοι, δίνει, στό πρώτο και στό πέμπτο στροφικό ζεύγος, ενα πλαίσιο, μέ τόν ύμνο στόν Δία και τήν επακόλουθη δέηση. Ή πρώτη άντιστροφή, μέ τή μνεία της Ί ώ ς , οδηγεί στό κεντρικό τμ,ήμα, δπου άκοϋμε τήν ιστορία της, ή όποία καταλήγει στή λύτρωση πού προέρχεται άπό τόν Δία καί, μέ μιά όμ,αλή μετάβαση, προετοιμάζει τήν άποστροφή πρός αύτόν στό τελευταίο στροφικό ζεύγος. ^ ^ , ^ , Σέ μιά άπό εκείνες τις σύντομες σκηνές (600-624) πού μας άφήνουν νά άναγνωρίσουμε τήν άρχική λειτουργία τού μοναδικού ύποκριτή νά προετοιμάζει τά χορικά άσματα, ό Δαναός φέρνει τή χαρμόσυνη ε'ίδηση γιά τήν άπόφαση της λαϊκής συνέλευσης τών Άργείων νά δεχτούν τΙς ίκέτιδες. Ή ρήση του προκαλεί τήν προτροπή της κορυφαίας (σέ άναπαίστους) νά άναπεμφθεϊ μιά ευχαριστήρια ωδή γιά τό "Αργός. Ό χορός εύχεται γιά τήν πόλη (630709) εσωτερική καί εξωτερική ειρήνη καί κάθε εύλογία στή βλάστηση. Στό τέλος της δεύτερης στροφής καί άντιστροφής, μνημονεύονται ή 'Αφροδίτη καί ή "Αρτεμη, οΐ θεές πού σφραγίζουν τό
174
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
τέλος του έργου μέ τήν άντίθεσή τους. ' Η τέταρτη καΙ τελευταία στροφή τονίζουν τις τρεος μεγάλες έντολές: σεβασμό στο δίκαιο των ξένων (ένδεικτική ή προτεραιότητα), σεβασμό στούς θεούς και σεβασμό στούς γονεϊς. Έ δ ώ ζωηρεύει ξαφνικά ή πορεία της δράσης· μάλιστα, μόνο έδώ μπορούμε πραγματικά νά μιλήσουμε γιά κάτι τέτοιο, μέ τήν έννοια του σκηνικού γεγονότος. Και πάλι συναντουμε ενα τρίπτυχο, δπου δύο ρήσεις πλαισιώνουν εναν ταραγμένο διάλογο μέ λυρικές παρεμβολές. Ό Δαναός, πού πρέπει νά τον φανταζόμαστε πάνω στο βωμό κατά τή διάρκεια της προσευχής, αναγγέλλει (710-733) τήν προσέγγιση του αιγυπτιακού στόλου και εναλλάσσει μέ τήν κορυφαία τό φόβο μέ τον καθησυχασμό, σέ ενα διάλογο (734-763) δπου παρεμβάλλονται, σέ ισόρροπες άποστάσεις, τά μέλη δύο στροφικών ζευγών τέλος, ό Δαναός γεμάτος αυτοπεποίθηση φεύγει γιά νά φέρει βοήθεια (764-775). Και έδώ λανθάνει μιά σκηνική οδηγία: ό Δαναός πρέπει να φύγει άπό τή σκηνή, επειδή ό ποιητής θά χρειαστεί σέ λίγο τούς δύο υποκριτές του σέ άλλους ρόλους. Ό χορός όμως μόνο στήν περίπτωση πού καθυστερεί ή βοήθεια θα καταφύγει στα άγάλματα του βωμού, άφοϋ πρέπει νά μείνει κάτω, δηλαδή νά χορέψει στήν ορχήστρα. Τό έπόμενο ιαμβικό άσμα (776-824), μέ τά τρία στροφικά του ζεύγη, είναι πλημμυρισμένο άπό πόθο για θάνατο και φυγή' κλείνει μέ μιά έπίκληση στόν Δία. Σέ μιά σκηνή γεμάτη σφοδρή ταραχή (825-910), οί Δαναίδες όρμοΰν πάνω στο βωμό, καθώς ερχεται ό Αιγύπτιος κήρυκας μέ τούς ακολούθους του, μελαψούς μέ άσπρα ένδύματα (719), καΐ άπειλεϊ νά αποσπάσει άπό τό άσυλό τους τις γυναίκες πού όλοφύρονται και λοιδορούν. Ξενόηχες εκφράσεις και ήθελημένα άπλή συντακτική δομή έχουν προκαλέσει σημαντική φθορά στο μέρος αύτό, πού είναι βασικά λυρικό* άπό τόν στίχο 873 και πέρα, ό Κήρυκας περνά σέ διαλογικά μέτρα. Τελικά, έρχεται ό Πελασγός μέ τούς στρατιώτες του και, σέ μιά σκηνή πού πρώτα κλιμακώνεται σέ στιχομυθία και ύστερα μεταβαίνει σέ άναπτυγμένους λόγους (911-953), διώχνει τόν Κήρυκα άπό τή σκηνή. Ή άπειλή του, καθώς φεύγει, προμηνύει έπικείμενους άγώνες. Τότε ό βασιλιάς στρέφεται στις Δαναίδες (954-965) και τις παρακινεί νά καταλύσουν στήν πόλη. Έ δ ώ πρέπει νά υπογραμμιστούν δύο σημεία. Στόν στίχο 954 γίνεται λόγος γιά τις άκόλουθες τών Δανα-
175
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ίδων, και. ετσι προετοί-μάζεται ο δεύτερος χορός του τέλους. Οί θεραπαινίδες πρέπει νά ήταν άπό τήν άρχή στη σκηνή μαζί μέ τΙς κυρίες τους. Επιπλέον, είναι περίεργο ότι δίνεται στις Δαναΐδες ή δυνατότητα νά διαλέξουν συστέγαση ή ιδιοκατοίκηση. Αύτό Ισως πρέπει νά το έρμηνεύσουμε ώς προετοιμασία της συζυγοκτονίας. Οί Δαναΐδες, σέ άναπαιστικά μέτρα, εύχαριστοΰν, άναζητουν τον Δαναό, άπό τή συμβουλή του οποίου αισθάνονται έξαρτημένες, και τέλος δίνουν εντολή στις θεραπαινίδες νά σταθούν στο πλευρό τους. Ό Πελασγός άπομακρύνεται κατά τή διάρκεια των άναπαίστων, και άμέσως έ'ρχεται ό Δαναός. Ό ήθοποιός πού είχε υποδυθεί ώς πριν άπό λίγο τον Κήρυκα πρέπει νά άλλαξε βιαστικά τό κοστούμι του. Ό πατέρας στή ρήση του παρακινεί τις θυγατέρες του νά εκφράσουν τήν εύγνοομοσύνη τους προς τό "Αργός, ένώ μέ άξιοσημείωτα διεξοδικό τρόπο, πού θά έπρεπε νά έμποδίσει κάθε μονόπλευρη κρίση γιά τήν άμαζονική φύση τοϋ χορού, τις προειδοποιεί γιά τούς κινδύνους πού κρύβει μιά ξένη χώρα γιά τή νεανική ομορφιά. 'Επανέρχεται στό λόγο του ή Κύπρη, σάν πρελούδιο γιά τό τελικό άσμα, ένώ στήν υπόμνηση ότι ή δύναμή της άπλώνεται σέ κάθε ζωντανό 0ν (1000) άκοΰμε τό ολοφάνερο προοίμιο γιά τή μεγαλειώδη αύτοπαρουσίαση της θεάς στό τελευταίο δράμα της τριλογίας. Ή κορυφαία άποκρίνεται μέ λόγια καθησυχαστικά, και άμέσως οί χοροί τών Δαναΐδων και τών θεραπαινίδων τακτοποιούνται γιά τό τελευταίο άσμα. Οί λεπτομέρειες παραμένουν άβέβαιες· πάντως, πρέπει νά είναι μιά διάταξη τέτοια, πού, κατά τό νόημα του στ. 977, ένώ άφήνει κάθε θεραπαινίδα δίπλα στήν κυρία της, άπό τήν άλλη εξασφαλίζει σέ κάθε ομάδα μιά ορισμένη αύτοτέλεια, πού τήν ύπαγορεύει ή θεματική άντίθεση. Σ ' αύτό τό τελευταίο μέρος του έ'ργου (1018-1074) άνοίγονται καινούριες προοπτικές, πού προετοιμάζουν τό δεύτερο μέρος της τριλογίας, ένώ ταυτόχρονα φέρνουν τις Δαναΐδες άντιμέτωπες μέ τις μεγάλες δυνάμεις της κοσμικής τάξης. Σέ Ινα στροφικό ζεύγος οί Δαναΐδες άναγνωρίζουν τήν οφειλή τους στό "Αργός, τήν καινούρια πατρίδα τους, και επικαλούνται τήν "Αρτεμη σάν δική τους θεά: μακάρι νά μήν τούς έπιβάλει ποτέ γάμο ή 'Αφροδίτη ! Σ ' αύτό άποκρίνεται ό χορός τών θεραπαινίδων, μέ ενα στροφικό ζεύγος οπού ύμνεϊται ή δύναμη της περιφρονημένης θεάς: πολλά κατορθώνει μέ τή συνεργασία της "Ηρας (της
176
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
θεάς του γαμήλιου δεσμού)' γιά τΙς ίκέτιδες προμηνύονται μεγάλοι άγώνες" θά γίνει δμως ο,τι ορίσει 6 Δίας —και αύτό οδηγεί στο γάμο: αύτός είναι ό κλήρος της γυναίκας. Στο επόμενο στροφικό ζεύγος οι δύο χοροί τραγουδοΰν, σέ σύντομες φράσεις (πού δημιουργούν προβλήματα καταμερισμού), ό ενας άπέναντι στον άλλο. Οι Δαναΐδες έμμένουν στην άρνησή τους, ενώ τά τελευταία λόγια των θεραπαινίδων συνιστούν μετριοπαθή συμπεριφορά. Τό σύντομο τελικό στροφικό ζεύγος άνήκει πάλι ολόκληρο στις Δαναΐδες. 'Όπως και μέ τις πρώτες λέξεις του έργου, ικετεύουν τον Δία νά τις προστατέψει άπό τον μισητό δεσμό. "Αλλη μιά φορά ακούγεται τό μοτίβο της Ί ώ ς , και άλλη μια φορά εκδηλώνεται ή άκαμπτη άρνηση τών Δαναΐδων τή θέση τους όμως τήν κλονίζουν οί αντίπαλες δυνάμεις, πού εμφανίζονται στά 'ίδια συμφραζόμενα. ' Η διάρθρωσ-/) τού έργου καθορίζεται άπό τρεις παράγοντες. Πρώτα πρώτα, άπό τόν μεγάλο ρόλο του χορού' αύτό όμως δεν είναι άρχαϊκό κατάλοιπο, άλλά άποτέλεσμα τού γεγονότος ότι ό χορός δρα ως πραγματικός πρωταγωνιστής. "Τστερα, άπό τήν ιδιαίτερη έκταση του έκθετικού μέρους τού έργου, πού βρίσκεται βέβαια σέ συνάρτηση μέ τήν πρώτη θέση του δράματος στήν τριλογία' κάτι παρόμοιο παρουσιάζει ό 'Αγαμέμνων. Τέλος, εδώ πρώτη φορά, άπ' δ,τι ξέρουμε, ή δράση δεν μεταδίδεται πάνω στή σκηνή μέ μορφή άφήγησης μόνο, άλλα ώς έναν μεγάλο βαθμό παριστάνεται άμεσα, με ζωηρότατη κίνηση. 'Ακόμη δεν έχει έπιδιωχθεϊ εξισορρόπηση τών διαφόρων μερών. Ή σύγκρουση άνάμεσα στο χορό και στόν Πελασγό παίρνει μεγάλη έκταση* μέ τόν στ. 478, όταν άκούγεται ή άπόφασή του, βρισκόμαστε κιόλας κοντά στή μέση του έργου. "Υστερα δμως άκολουθεΐ ραγδαία έξέλιξη: άφιξη τού στόλου, άπόπειρα άπαγωγής, έπέμβαση τού βασιλιά, πορεία πρός τήν πόλη μέ πλήρη άβεβαιότητα γιά τό μέλλον. Τό έργο τελειώνει, δπως και οΐ Χοηφόρες^ μέ ένα πλατύ άνοιγμα πρός τό έπόμενο δράμα της τριλογίας. Τό ύλικό τού δράματος προέρχεται άπό τήν επική ποίηση, άπό δπου μάλιστα μας είναι γνωστό ένα έργο μέ τόν τίτλο Α αναιδές ή Ααναΐς,'^ χωρ^ζ δμως νά έχουμε τίποτε βέβαιο γιά τό περιεχό1. S. Eitrem, RE 9 (1916) 1733' Wilamowitz, Aisch. Interpr. 15. l'tà μιά επική υποδομή τοΰ θέματος της Ίώς στόν Αισχύλο {Ίκ. καΐ Προμ.) μέ αρχική προέλευση αρχαία λατρευτικά δρώμενα, βλ. F. Wehrli, δ.π.
177
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
μενό του. Για την άρχική σημασία του μύθου έχουν προταθεί διάφορες υποθέσεις. ' Η ερμηνεία πού εδωσε ή J. Ε. Harrison^ γιά τήν τιμωρία των Δαναΐδων στον "Αδη, συνδέοντάς την μέ άρχαΐα μαγικά δρώμενα σχετικά μέ τή βροχή, δέν έχει καμία σχέση μέ τον Αισχύλο, άφοΰ αύτό τό στοιχείο δέν έχει θέση στην τριλογία του. 'Επίσης, μένει χωρίς βάρος γιά τήν ερμηνεία του δράματος ή κοινωνιολογική εξήγηση του μύθου μέ βάση τή σύγκρουση άνάμεσα στο έξωγαμικο και το ένδογαμικο οικογενειακό δίκαιο.^'Αντίθετα, είναι σημαντική ή διαπίστωση ότι, στήν έξωαισχυλική παράδοση,® πηγή της σύγκρουσης είναι μιά ρήξη άνάμεσα στούς άδερφούς Α'ίγυπτο και Δαναό. Το γεγονός οτι ό ποιητής παραμέρισε αύτό τό θέμα έχει τεράστιες συνέπειες, γιατί εδώ οί Δαναΐδες δέν είναι οί πειθήνιες θυγατέρες: ή πράξη τους έχει προσωπικά κίνητρα. 'Αποτέλεσμα είναι ό ιδιόμορφος ρόλος του Δαναού, πού στέκεται σχεδόν πάντα δίπλα στό χορό, άλλά εύκαιριακά εμφανίζεται στό ρόλο του κνρίον, πού συμβουλεύει και διευθετεί. Γιά νά καταλάβουμε τή διφυή θέση του, πρέπει νά έχουμε ύπόψη μας τό τέλος του έργου: ό προβληματισμός σχετικά μέ τήν άπόρριψη του γάμου λειτουργεί μόνο μέ τήν προϋπόθεση οτι οί Δαναΐδες αποκρούουν αύτόβουλα αύτό πού, σύμφωνα μέ τά λόγια τών θεραπαινίδων τους, άποτελεϊ, μολαταύτα, τή μοίρα τους. 'Έχοντας φτάσει σ' αύτό τό σημείο, θέτει κάνεις μέ έμφαση τό ερώτημα γιά τό κίνητρο της φυγής τών Δαναΐδων: είναι οί συγκεκριμένοι μνηστήρες πού μέ τόσο πάθος άποστρέφονται, ή ή συμπεριφορά τους καθορίζεται άπό έναν μισανδρισμό ριζωμένο στήν ϊδια τους τή φύση; 'Εδώ έχει ιδιαίτερο βάρος πρώτα πρώτα ο φθαρμένος στίχος 9 μέ τό άκατανόητο αύτογενητον φν?Μξάνοραν {λα in rasura). 1. Epilegomena to the Study of Greek Religion and Themis, Νέα Υ όρκη 1962, 530· I. Trencsényi-Waldapfel, δ.π. 267. 2. Ε. Benveniste, aLa légende des Danaïdes», RHR 139 (1949) 129· Thomson (γερμανική έκδοση), 319" Trencsényi-Waldapfel, δ.π. 268. Διαφορετική ή άποψη της Η. G. Macurdy, «Had the Danaid Trilogy a Social Problem?», CPh 39 (1944) 95. Μιά εύημεριστική έρμηνεία πρότεινε ό Μ. Ρ. Nilsson, Homer and Mycenae, Λονδίνο 1933, 108: αιχμάλωτες γυναίκες τών Δαναών δολοφόνησαν τους ΑΙγύπτιους δεσπότες τους. Σωστά άντικρούει τήν άποψη ό Η. Hümmel, Ν JA 1940, 291, 90. 3. Σχολ. Εύρ. Έκ. 886" Άπολλόδ. Βιβλ. 2, 1, 4, 5" 'Τγίνος, Fab. 168" Σέρβ. Βιργ. Aen. 10, 497" μιά άλλη παραλλαγή στά Σχ. Ίλ. Α 42 και Εύρ. Ό ρ . 872.
178
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
'Απορρίπτοντας τήν προσπάθεια της A n n a Elisei^ νά διαβάσει, μαζι μέ τον G. Hermann, αυτογενή φνξανορία γάμον και νά έρμηνεύσει «άποφεύγοντας άντρες άπο τήν Ι'δια γενιά», καθώς και τήν πρόταση της M.-L. Rosenkranz^ àÀ?J αυτογενή τοί φυζάνορα γάμον, θεωρώ πιθανότερη τή διόρθωση του Bamberger αύτογενεΐ φυξανορία (αύτόβουλη φυγή άπό τους άντρες), πού άλλωστε εχει γίνει γενικότερα άποδεκτή. Είναι δμως λάθος νά μεταφράσουμε, συμφωνώντας μέ τον WilamoAvitz,^ «άπο έμφυτο μισανδρισμό», και ετσι νά καθορίσουμε το νόημα ολου του γεγονότος μέ έναν τρόπο πού βρίσκεται έ'ξο^ άπο τις προθέσεις του ποιητή. Επίσης, δέν θά ήθελα νά άκολουθήσω τον Ο. Hiltbrunner (ό'.π. 8) στήν άποψη δτι οί Δαναΐδες άρνήθηκαν το γάμο, επειδή ό Δίας δημιούργησε τον πρόγονό τους "Επαφο μέ τρόπο θαυματουργό, χωρίς έρωτική ένωση. Μάλλον θεωρώ, συμφωνώντας μέ τον Κ. von Fritz (ο.π. 123=161), άποφασιστικά τά παράλληλα του αυτοφυής, καθώς και τήν άντίθεση του επίμαχου χωρίου μέ τά άμέσως προηγούμενα: οί Δαναΐδες λένε άπλώς δτι ή φυγή τους είναι άποτέλεσμα της ϊδιας τους της βούλησης και οχι κάποιου φόνου. Επομένως, τό σωστό είναι νά άναρωτηθοΰμε γιά τά προσωπικά τους ελατήρια. Μιά σειρά χωρία υπαινίσσονται τήν ϋβριν των Αιγυπτίων (λ.χ. στ. 31, 103, 487, 528), χωρίς νά προσδιορίζουν σέ τί έγκειται* κάπου ή πράξη τους χαρακτηρίζεται καταπάτηση του δικαίου (39' 37 στήν έκδοση τοΰ Murray: λέκτρων, ών θέμις εϊργει), άλλά είναι πολύ ένδεικτικό δτι οί Δαναΐδες, δταν ό Πελασγός προσπαθεί τόσο έπίμονα νά εξακριβώσει το αϊτιο της φυγής τους, καταφεύγουν άμέσως σέ γενικότητες (333· 337 στήν έκδοση Murray, και 392). 'Η άποδοχή κενών πού προτείνει ό Wilamowitz δέν δικαιολογείται, και έχει βρεϊ έλάχιστους οπαδούς. "Ενα άλλο χωρίο (225), σέ συνδυασμό μέ ενα στίχο άπρ τήν άφήγηση τοΰ Προμηθέα {Προμ. 855), θά μπορούσε νά ενισχύσει τήν ερμηνεία οτι οί κόρες προσπαθούν νά άποφύγουν τήν αιμομιξία. Αύτή δμως ή έρμηνεία δέν άνταποκρίνεται στά ελληνικά νόμιμα, πού άπεναντίας έπέβαλλαν, ύπο ορισμένες συνθή1. "Ο.π. 202· ό Schadewaldt, Gnomon 8 (1932) 10, ερμηνεύει ώς έξης τό κείμενο τοΰ Hermann: «άποκρούοντας εναν άνόσιο γάμο πού συνάπτεται μέσα στο ϊδιο γένος μέ τούς γιούς τοΰ Αιγύπτου». 2. «Nota Eschilea», Philologus 108 (1964) 293. 3. Aisch. Interpr. 15, καΐ editio maior 335: quia mares devitare natae sumus (έπειδή άπό τή φύση μας αποφεύγουμε τούς άντρες).
179
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
κες, μι,ά τέτοια ένωση. Αύτό πού πραγματικά χρειάζεται νά καταλάβουμε είναι μόνο ή περιγραφή του Δαναού γιά το εγχείρημα των Αιγυπτίων (227): γαμών άκουσαν άκοντος πάρα (επίσης το άεκόντων στο τέλος των άναπαίστων της παρόδου). Αισθανόμαστε δτι ό ποιητής μας παρουσιάζει, σέ μια δραστική σκηνή, τή βαρβαρική ωμότητα των Αιγυπτίων. Το κυνηγητό τους είναι άγριο —γάμος μέ αύτούς σημαίνει δουλεία. Αύτο άποκρούουν και προσπαθούν νά άποφύγουν οί Δαναΐδες, και δεν είναι απαραίτητο, γι' αύτον άκριβώς το λόγο, νά θεωρηθούν 'Αμαζόνες.^ Ή εικόνα ώς εδώ είναι κάπως άσαφής, αν και ως ενα σημείο ενιαία" ωστόσο, υπάρχουν χωρία πού μπορεί —άλλά φυσικά δεν πρέπει— νά θεωρήσει κάνεις δτι άναφέρονται σέ άνδροφοβία γενικά. Αυτό ισχύει κυρίως γιά το έφύμνιο (141=151), οπού ή έκφραση εύνάς άνδρών μπορεί νά έρμηνευτεϊ γενικά ή νά άποδοθεΐ μόνο στούς Αιγυπτίους. Ή δεύτερη άποψη ένισχύεται γλωσσικά άπο χωρία δπως τά 393 και 426, δπου ή συγκεκριμένη άναφορά είναι σαφής και άντικειμενικά υποβάλλεται άπο το γεγονός δτι στις δύο προηγούμενες στροφές γίνεται λόγος γιά φυγή έπειτα άπο καταδίωξη. Γενική θά μπορούσε νά είναι ή σημασία του στ. 328 (322 στον Murray), άλλά καΐ έδώ τά προηγούμενα διατηρούν τό συσχετισμό μέ τήν ειδική περίπτωση. Τό πόρισμα γιά τή φύση, τό δίκαιο και τά κίνητρα των Δαναΐδων δέν είναι καθόλου άπλό. "Οποιος δμως δέν έχει τήν πρόθεση, δπως δ Wilamowitz {Aisch. Interpr. 13) και ό J. Vürtheim (έκδ., 119), νά δεχτεί δτι ή Ικανότητα του Αισχύλου γιά συνέπεια στή διαμόρφωση ενός θέματος βρήκε έδώ τά δριά της, θά άκολουθήσει τον Κ. von Fritz (ό'.π.) στήν πεποίθηση δτι δ ποιητής άφησε μετέωρο δ,τι ήθελε νά μείνει, γιά βασικούς λόγους, άπροσδιόριστο. "Ετσι εξασφάλισε γιά τον έαυτό του τή δυνατότητα νά άξιοποιήσει δραματικά τήν περίπτωση τών Δαναΐδων στή συγκεκριμένη φάση, τήν καθορισμένη άπο τήν καταδίωξη τών Αιγυπτίων, άλλά νά της δώσει ταυτόχρονα γενική ισχύ και μέ αύτήν νά δείξει τήν εξουσία τών μεγάλων θεϊκών δυνάμεων. Ή παράφορη άρνηση τών Δαναΐδων άντιμάχεται έγκυρους νόμους, πού προστατεύουν τή διαιώνιση της ζωής. "Οσο χρονολογούσαν τις Ίκέτιδες πολύ πρώιμα, ήταν δυνατό 1. Αύτό τό θέμα τό έχει άναπτύξει σωστά ή Α. Elisei, δ.π. Καλές παρατηρήσεις εχει και ό Κ. von Fritz, 183· πρβ. επίσης J. Aisina, δ.π. 11.
180
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
và βασιστεί κανείς στη μαρτυρία του Πολυδεύκη (4, 110) οτι. ο άρχικος άριθμος του χοροΰ ήταν πενήντα, και νά υπολογίζει και γιά το δράμα αύτο 50 χορευτές. Μέ τή νέα χρονολόγηση, περιοριζόμαστε στον άριθμο 12, πού έπιβεβαιώνεται απόλυτα άπό τους στ. 1348-1371 του 'Αγαμέμνονα. Παρατηρούμε δτι ό μεγαλύτερος άριθμος εμφανίζεται μόνο μιά φορά στο κείμενο (317' 321 στον Murray), εκεί δπου γίνεται λόγος γιά τους πενήντα γιούς του Αιγύπτου. ^^Αν τοποθετήσουμε δίπλα σέ κάθε Δαναΐδα μιά θεραπαινίδα και δεχτούμε εναν άντίστοιχο άριθμο και γιά τούς Αιγυπτίους, ώστε νά εχει κάποιο νόημα και ή έπίθεσή τους, και άπέναντι σ' αύτούς στήσουμε τον Πελασγό μέ άνάλογο άριθμο πολεμιστών, συνθέτουμε εναν εξαιρετικά ζωηρό σκηνικό πίνακα. Γιά την κατασκευή της κοινοβωμίας στή μορφή μιας υπερυψωμένης, οπωσδήποτε δμως προσιτής, εξέδρας έχουν ήδη ειπωθεί άρκετά σέ σχέση μέ τά δύο παλαιότερα εργα.^ Ά π ό δύο άπόψεις θα μπορούσε κάνεις νά συσχετίσει τή δημιουργία τών Ίκετίόων μέ τήν πολιτική κατάσταση της έποχής. Συμφωνώντας μέ τόν F. Schachermeyr,^ θεωρώ τον Αισχύλο μετριοπαθή δημοκρατικό, και έ'τσι καταλαβαίνω τή μεταφορά άθηναϊκών πολιτικών δεδομένων στον ήρωικό κόσμο, δταν λ.χ. ό Πελασγός άναθέτει τήν τελική άπόφαση σέ μιά λαϊκή συνέλευση. Παρόμοια τακτική άκολούθησε και ό Εύριπίδης στις δικές του Ίκέτιόες. Επιπρόσθετα, θά μπορούσε κανείς νά συσχετίσει τήν εικόνα τού "Αργούς, και ιδιαίτερα τήν εύχαριστήρια ωδή, μέ τΙς φιλαργιτικές διαθέσεις τών 'Αθηναίων δημοκρατικών.^ Έ δ ώ τε1. Σχετικά με TIC Ίκέτιόες βλ. Lesky, Hermes 72 (1937) 12&=Ges. Sehr. 142. 2. Die frühe Klassik der Griechen, Στουτγάρδη 1966, 143, δπου εξετάζονται μέ έξαιρετικά σταθμισμένη προσοχή τά προβλήματα πού σχετίζονται μέ τήν τραγωδία και τήν πολιτική' F. Stoessl, «Aeschylus as a Political Thinker», AJPh 73 (1952) 113· V. Ehrenberg, «Origins of Democracy. The Constitution in Aeschylus' Suppliants», Historia 1 (1950) 517=PoZis und Imperium, Ζυρίχη 1965, 266· J. Α. Davison, ((Aeschylus and Athenian Politics», Festschrift Ehrenberg, 'Οξφόρδη 1966, 95. 3. Ό G. Salanitro, ((L'Orestea e la politica estera di Atene», Sic Gymn, n.s. 19 (1966) 158, 20, ύποθέτει οτι ό συνασπισμός μέ τό "Αργός, μετά τΙς άποτυχίες τοΰ Κίμωνα, είχε οπαδούς και σέ συντηρητικά στρώματα. 'Επίσης: Ρ. Burian, ((Pelasgus and Politics in Aeschylus' Danâid Trilogy», WS, N.F. 8 (1974) 5.
181
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
λειώνουν οι πιθανοί συσχετισμοί. ^^Αν όμως μετατρέψει κανείς τις Ίκέτιδες σε «πολιτικο» εργο, επειδή βρίσκει δτι έδώ δραματοποιείται ή άποδοχή του φυγάδα Θεμιστοκλή στο "Αργός/ προσφέρει άλλο ένα παράδειγμα τής μοιραίας μεθόδου πού μέ βάση υποθετικούς συνειρμούς δημιουργεί φιλολογικά γεγονότα. Δέν θά άποκλείσουμε, φυσικά, τήν πιθανότητα νά υποδηλώνεται μέ τά ξενικά στοιχεία του έργου τό ενδιαφέρον για τήν Αίγυπτο, οπου ή περσική κυριαρχία συναντουσε έντονη άντίδραση, και οι 'Αθηναίοι άργότερα ύποστήριξαν, χωρίς έπιτυχία, τον "Ιναρο, δταν έπαναστάτησε. Πάει πολύ όμως να χρησιμοποιηθούν οΐ Ίκέτιδες γιά τή χρονολόγηση τής άθηναϊκής επιχείρησης, ή να άναζητηθοϋν πίσω άπό τούς Αιγυπτίους και τις Δαναΐδες τά φιλοπερσικά και άντιπερσικά κόμματα τής χώρας του Νείλου (Chr. Gülke, δ.π. 65, 71). Γιά τήν άνασύνθεση των δύο άλλων τραγωδιών τής τριλογίας, σημαντικότατες είναι οί εργασίες του Κ. von Fritz, του W. Kraus και του R. Ρ. Winnington-Ingram. Τα άποσπάσματα συγκεντρώνονται στον Mette, άρ. 120-133, καΐ συζητιούνται άπο τον Ι'διο στο εργο του Der verlorene Aischylos (49). Ά π ο το δεύτερο δράμα, τούς ΑΙγνπτίους^ ξέρουμε τόσο λίγα, ώστε νά άποτολμήσει ό Mette τήν υπόθεση δτι θά μπορούσε νά είναι το πρώτο δράμα τής τριλογίας και νά διαδραματίζεται μάλιστα στήν Αίγυπτο. Προβλήματα δημιουργεί 6 τίτλος, πού φαίνεται νά ταυτίζει τό χορό μέ τούς γιούς τού Αιγύπτου. Αυτό σημαίνει δτι καΐ ή δολοφονία τους καΐ ή κατάστρωση του δολοφονικού σχεδίου άποκλείεται νά γίνονται στο έ'ργο. Τό 'ίδιο άποκλείεται ενας αγώνας πάνω στή σκηνή. Στις Ίκέτιδες όμως προετοιμάζεται μιά βίαιη σύγκρουση, ενώ, εξάλλου, ή παλιά υπόθεση δτι ό Πελασγός έ'χανε τή ζωή του στή μάχη και τον διαδεχόταν στή βασιλεία ό Δαναός, θά μπορούσε νά βρεϊ κάποιο έ'ρεισμα στον ύ1. Ε. Cavignac, «Eschyle et Thémistocle», RPh 45 (1921) 103· W. G.Forrest, «Themistocles and Arges», CQ, n.s. 10 (1960) 221" ό Podlecki, 56, θά επρεπε νά είναι άκόμη πιο προσεχτικός. Ή Trencsényi-Waldapfel, δ.π., εξετάζει διάφορους υπαινιγμούς του έργου γιά τον Θεμιστοκλή. Κάπως σοβαρότερα πρέπει νά άντιμετωπιστεϊ ή ύπόθεσή της δτι τό Ιδιαίτερο ένδιαφέρον γιά τήν Αίγυπτο θά μπορούσε νά συσχετιστεί μέ τήν προετοιμασία των 'Αθηναίων γιά νά βοηθήσουν τον "Ιναρο' πρβ. καΐ Κ. Deichgräber, NGG 1941/8, 285.
182
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
παινιγμό του Ρ. Oxy. 2251, οπού θρηνείται κάποιος ξενοδόχος.^ Μέ τήν προϋπόθεση δτί. οΐ Αιγύπτιοι άποτελοΰσαν τον κύριο χορο του έργου, γιά περιεχόμενο παραμένει μόνο ή ισχνή πιθανότητα της ειρήνης, μετά τον άγώνα, και των διαπραγματεύσεων πού οδήγησαν στο γάμο. Γι' αύτο είναι εύεξήγητο δτι μερικοί έρευνητές^ άποδίδουν τον τίτλο ΑΙγύτττιοι σε εναν δεύτερο χορό, ενώ άφήνουν τις Δαναίδες στον Ι'διο ρόλο, δπως και στο πρώτο έργο. Αύτό άφήνει κάποια περιθώρια νά έντοπιστεΐ στο έργο ή κατάστρωση του δολοφονικού σχεδίου μέ τή συμμετοχή του Δαναού. Φυσικά, ό άποφασιστικος άγώνας έχει προηγηθεί, και θά τον ακολουθήσει 6 φόνος τών νυμφίων τήν πρώτη νύχτα του γάμου, έτσι πού νά πέφτει άνάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο έργο. Κάποτε απέδωσαν σ' αύτό τό δράμα και τον δεύτερο τίτλο, Θαλαμοποιοί (άπ. 114 Μ.), πού παραδίδεται σποραδικά" κάτι τέτοιο δμως μένει έντελώς άνεπιβεβαίωτο.^ Γιά τό τρίτο έργο, τις Δαναΐδες^ κάθε άνασύνθεση πρέπει να συμπεριλάβει τό μεγαλειώδες άπόσπασμα (125 Μ.) δπου ή 'Αφροδίτη διακηρύσσει τήν κοσμογονική της δύναμη. Δύο θέματα προσφέρονται. Σύμφωνα μέ μια παράδοση (πρώτη μνεία στον Πίνδαρο, Πνθ. 9, 112),^ ό Δαναός παντρεύει τις θυγατέρες του υστέρα άπό έναν άγώνα δρόμου τών μνηστήρων. Αύτή ή τροπή προϋποθέτει τον καθαρμό τών Δαναΐδων και δίνει διαλλακτικό τέλος στήν τριλογία. Εξάλλου, στή σύντομη ρήση του Προμηθέα {Προμ. 853) γιά τις πενήντα θυγατέρες του Δαναού προβάλλει έντονα ή μορφή της (άνώνυμης έκει) Ύπερμήστρας, ή οποία, πιστή στή γυναικεία φύση της, σώζει τή ζωή του συζύγου της Λυγκέα. Ό Παυσανίας διηγείται (2, 19, 6) δτι δ Δαναός τήν οδήγησε μπροστά σε ένα άργίτικο δικαστήριο, πού δμως τήν άθώωσε. Ά πό εύγνωμοσύνη εκείνη άφιέρωσε στήν 'Αφροδίτη ένα ξόανο. Ει1. Αύτό υποθέτει ή Μ. L. Cunningham, JRhM 96 (1953) 223 καί, με άξιοποίηση μιας συμπλήρωσης τοϋ Snell {Gnomon 25, 1953, 436), RhM 105 (1962) 189. Στον Mette, άπ. 596, άδηλης προέλευσης. 2. Pohlenz, 1, 51· Kraus, δ.π.· Cunningham, δ.π. 3. Τ6 ϊδιο, εννοείται, ισχύει γιά τήν προσπάθεια νά συσχετιστεί μέ τό έργο μας μιά κάλπη άπό τή Βοστώνη, δπου άπεικονίζονται σκηνικοί σάτυροι νά μεταφέρουν κάτι έπιπλα" τήν πιθανότητα έξετάζει ό Mette, Verl. Aisch. 183, άκολουθώντας τόν Τ. Β. L. Webster, JHS 70 (1950) 86. 4. Τά άλλα σχετικά χωρία τά συγκεντρώνει ό Wilamowitz, Aisch. Interpr. 23, 2.
183
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
vat εύεξήγητο δτι, πολλοί έχουν άποδώσει στο τρίτο έ'ργο της τριλογίας μιά δί,καστική διαδικασία, δπου ή 'Αφροδίτη εμφανιζόταν ώς συνήγορος. Ό Κ. von Fritz (ο.π. 251=175) φαίνεται υπερβολικά κατηγορηματικός δταν άποκλείει τη συνένωση των δύο παραλλαγών γιά τό τρίτο έργο και δέχεται ώς μόνο θέμα την έξασφάλιση ένός γάμου, συνάπτοντας, κατά συνέπεια, μέ αύτό το θέμα και τη ρήση της 'Αφροδίτης. Προτιμούμε τή λύση πού δίνει ό W. Kraus {δ.π. 157=65), συνδυάζοντας τό θέμα του γάμου με την υπεράσπιση της Ύπερμήστρας, "Ισως δεν πρέπει νά σκεφτόμαστε Ινα χειρισμό του θέματος δπως στις Ευμενίδες^ γιατί τότε δέν επαρκούν δύο υποκριτές. Ή Ύπερμήστρα δεν χρειάζεται νά είναι παρούσα' θά άρκοΰσε ή καταδίκη της άπείθειάς της άπό τον Δαναό. Τότε επεμβαίνει ή 'Αφροδίτη, πού δικαιώνει και άπαλλάσσει την Ύπερμήστρα. Μπορούσε άκόμη νά προκαλέσει μιά συμβιβαστική κατάληξη μέ τον εξαγνισμό και τό γάμο των Δαναΐδων. Ή θεϊκή δύναμη, έντελώς παράλληλη μέ της 'Αθηνάς στο τέλος της Όρέστειας^ όδηγεΐ άπό τήν οδύνη και τή σύγχυση σέ μιά έγκυρη τάξη. Τά μεγάλα προβλήματα πού επισημάναμε δτι άντιμετωπίζονται στήν τριλογία έβρισκαν τήν άνάλαφρη άντανάκλασή τους στό σατυρικό δράμα ΑμυμώνηΛ Ή φερώνυμη θυγατέρα του Δαναού, ψάχνοντας για νερό, δέχεται τήν έπίθεση ένός σατύρου, ελευθερώνεται άπό τόν Ποσειδώνα, και τελικά οδηγείται άπό τό θεό στον έρωτα καΐ στή μητρότητα. Ή μοναδική συνεχόμενη τριλογία πού μας σώθηκε, ή Όρέστεια,^ διδάχτηκε τό 458 π.Χ. και σημειώνει, δσο τουλάχιστον ξέρου1. Ό Brommer, MDAI(A) 63/64 (1938/39) 171, 'έχει συγκεντρώσει τΙς σχετικές άγγειογραφίες, πού χρονικά άνήκουν μετά τό 440 π.Χ. και επομένως θά μπορούσαν νά έχουν σχέση μέ τήν άνανέωση του ένδιαφέροντος γιά τον Αισχύλο στό τελευταίο τρίτο τοϋ 5ου αΙώνα. Βλ. και Ν. Χ. Χουρμουζιάδης, Σατυρικά, 'Αθήνα 1974, 27κκ. 2. Μιά σχολιασμένη έκδοση και των τριών ^ργων, άξιοποιώντας τό ύλικό τοϋ W. G. Headlam, έπιμελήθηκε ό G. Thomson, 2 τ., Cambridge 1938. Σέ νέα έπεξεργασία, δίχως τή μετάφραση άλλά μέ τά άρχαϊα σχόλια και μιά παρουσίαση της οριστικής μεθόδου τοϋ Headlam: The Oresteia of Aeschylus, 2 τ., Τσεχοσλοβακική 'Ακαδημία, Πράγα 1966.—Παλαιότερη βιβλιογραφία, έκτος άπο τόν Schmid, δίνει και ό W.Morel, Bursiari 259 (1938) 1.—'Εργασίες έρμηνευτικές γιά τήν τριλογία: Α. Lesky, «Die
184
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
με, το κορύφωμίτ. της αίσχύλειας δημιουργίας. Τώρα πού μέ τή νέα χρονολόγηση των Ίκετίόων τό εργο άκολουθεϊ μόλις μισή δεκαετία άργότερα, άνατρέπεται άλλη μιά φορά ή θεωρία πού τόσο εύκολα βασίζεται σέ μια εύθύγραμμη και ομαλή άνέλιξη της μεγάλης τέχνης. Ώ ς προς τή θεατρική τεχνική, ό Αισχύλος κέρδισε καινούριες δυνατότητες μέ τον τρίτο ύποκριτή, πού ειχε φέρει στή σκηνή 6 Σοφοκλής.^ Στούς Βατράχους (1126) οί εισαγωγικοί στίχοι των Χοηφόρων άναφέρονται ώς πρόλογος της Όρέστειας. Ό Radermacher στο ύπόμνημά του συμπέρανε σωστά δτι το δεύτερο έ'ργο παρουσιάστηκε κάποτε και μέ τον τίτλο Όρέστεια (πού χρησιμοποιήθηκε γιά τήν επιστροφή του 'Ορέστη) και δτι αύτο τό δνομα πέρασε άργότερα σέ ολόκληρη τήν τριλογία. Οί θεματικές προϋποθέσεις της τριλογίας είναι δυνατό νά έξαOrestie des Aischylos», Hermes 66 (1931) 190=Ges. Sehr. 92" A. Setti, UOrestea di Eschilo, Φλωρεντία 1935' J. T. Sheppard, Aesehylus, the Prophet of Greek Freedom: An Essay on the Oresteia Trilogy, Λονδίνο 1943· P. Β. R. Forbes, «Laws and Politics in the Oresteia», CR 62 (1948) 99· R. P. Winnington-Ingram, «Clytemnestra and the Vote of Athena», JHS 68 (1948) 130" Kaufmann-Bühler, 59- Ε. R. Dodds, «Morals and Politics in the Oresteia», PCPhS 186 (1960) i9=Wege der Forschung II 149 (συστήνεται ιδιαίτερα)· G. del Estai Ο.S.Α., La Orestiada y suo genio juridico, El Escorial 1962 (μέ μετάφραση μεγάλων τμημάτων τοϋ έργου)· Κ. von Fritz, 113: «Die Orestessage bei den drei grossen griechischen Tragikern»· J. J. Peradotto, «Gledonomancy in the Oresteia», AJPh 90 (1969) 1· M. Leaky, «The Role of Gassandra in the Oresteia of Aesehylus», BRL 52 (1969) 145· A. Lebeck, Oresteia: A study in Language and Structure, Harvard Univ. Press, 1971" H. Hommel, «Aischylos Orestie. Mythischer Stoff, geistige Voraussetzungen, historischer Rahmen», A ^ A 20 (1974) 14· D. J. Conacher, «Interaction between Chorus and Characters in the Oresteia», AJPh 95 (1974) 323.—'Απομονωμένη στέκεται ή εργασία του R. Böhme, Bühnenbearbeitung aischyleischer Tragödien, Βασιλεία 1956, 2o μέρος 1959: καταλήγει στο συμπέρασμα δτι ή Όρέστεια, πού ο Swinburne τήν ονόμασε «τό μεγαλύτερο έπίτευγμα του άνθρώπινου πνεύματος», είναι απλώς το άποτέλεσμα μιας ριζικής σκηνικής διασκευής τής περιόδου γύρω στά 408-5 και βασικά ενα έξαμβλωματικο υβρίδιο !—Μεταφράσεις: Ο. Werner, Μόναχο 1948 (μέ έλληνικο κείμενο' τώρα εχει ένταχθεϊ στή συνολική μετάφραση του Αισχύλου άπο τον ϊδιο, βλ. παραπάνω)" Ε. Buschor, Μόναχο 1953· Ε. Staiger, Στουτγάρδη 1959 (Reclam). Μια συντομευμένη διασκευή γιά τή σκηνή εδωσε ό W. Jens, Hersfeld χ.χ.ε. 'Ιταλικά: Μ, Untersteiner, έκδ. Mondadori 1951. 'Αγγλικά: R. Lattimore, Σικάγο 1953. Ελληνικά: Ά π . Μελαχρινός (επιμέλεια Ν. Σφυρόερας), Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, άρ. 38, χ.χ.ε. 1. Σχετικά μέ αύτο βλ. στο κεφάλαιο γιά τον Σοφοκλή, σ. 439.
185
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
κριβωθοϋν, μέ τήν έννοια οτι ολα σχεδόν τα βασικά στοιχεία του μύθου ήταν άπο πρίν δοσμένα στον ποιητή.^ Σημαντικός κρίκος στην παράδοση πρέπει νά στάθηκε ή Όρέατεία του Στησιχόρου. "Ηδη γι' αύτό το έ'ργο είναι βέβαιο οτι ή Κλυταιμήστρα ήταν ή κύρια έ'νοχος, άφοΰ μόνο έ'τσι μπορεί νά κατανοηθεί το άπ. 42 Page (15 D,, 42 Β.), οπού ύπάρχει άκόμη και τό θεματικό πρότυπο του ονείρου των Χοηφόρων: εμφανίζεται στήν Κλυταιμήστρα ενας δράκων μέ αιμόφυρτο κεφάλι.^ Προς τήν ϊδια κατεύθυνση δείχνει το σχόλιο στον "Ορέστη 268 του Εύριπίδη, μέ τήν πληροφορία οτι στον Στησίχορο ό 'Απόλλων έδινε στον 'Ορέστη ένα τόξο, γιά νά αμύνεται εναντίον των Έρινύων. Αύτό τό στοιχείο ενισχύεται τώρα άπό έναν πάπυρο μέ τά υπολείμματα ένός υπομνήματος στους μελικούς ποιητές {Ρ. Oxy. 29, 1963, άπ. 26, στήλη ΙΙ=Στησίχορος, άπ. 40 Page). Έ κ ε ΐ πληροφορούμαστε άκόμ,η δτι ό Αισχύλος δανείστηκε άπό τον ποιητή τον βόστρυχο ως άναγνωριστικό σημάδι. Εικαστικές άπεικονίσεις, κυρίως σέ μηλιακά άνάγλυφα,^ συμπληρώνουν τή γνώση μας γιά δσα βρήκε ό Αισχύλος στήν παράδοση, Ό κεντρικός ρόλος του 'Απόλλωνα, πού βεβαιώνεται και γιά τον Στησίχορο, παρουσιάζεται ως στοιχείο της δελφικής επίστρωσης του ελληνικού μύθου, ή οποία διαπιστώνεται ποικιλότροπα. 'Ωστόσο, δέν πρέπει γι' αύτό νά φανταζόμαστε, δπως ό Wüamowitz, μιά δελφική ποιητική παράδοση γύρο^ άπό τήν Όρέστεια.^ Μέ μεγάλη ελευθερία άπέναντι στήν παράδοση διαμόρφωσε ό 1. Lesky,o.π.καl((Die Schuld der Klytaimestra», PFi", N.F. 1 (1967) 5" έκεϊ άντιμετωπίζεται καΐ το έρώτημα άν ό Πνθ. 11, 17, του Πινδάρου, παρουσιάζοντας τήν Κλυταιμήστρα ώς μοναδικό δράστη τοΰ φόνου, άποτελεϊ προστάδιο της Όρέστειας. Αύτό είναι βέβαιο μέ μιά χρονολόγηση της ωδής, δπως υποστηρίζουν πολλοί, στο 474 π.Χ.' άκόμη δμως και μέ τή χρονολόγηση στό 454, δπως δέχεται ό C. Μ. Bowra στο βιβλίο του γιά τόν Πίνδαρο ('Οξφόρδη 1964, 404), μπορούν νά επισημανθούν στό κείμενο ιχνη πού όδηγοϋν σέ μιάν άνεξάρτητη άπό τόν Αισχύλο παράδοση. 2. 'Αξιόλογη σχετικά μέ αύτό τό θέμα είναι ή μελέτη του Μ. Bock, «Die Schlange im Traum der Klytaimestra», Hermes 71 (1936) 230, ό όποιος σωστά ίσως άναγνωρίζει τόν 'Αγαμέμνονα στόν Πλεισθενίδη, πού τή μορφή του παίρνει ό δράκων. 3. Βιβλιογραφία δίνει ό Lesky, ί^^, N.F. 1 (1967) 7κ. 4. Κάτι τέτοιο ύποθέτει και ό Ρ. Zancani Montuoro, RAAN 26 (1951) 270, συζητώντας μιά ένδιαφέρουσα μετόπη άπό τό Ήραϊο στις εκβολές τοϋ Σίλαρη (Sele), δπου παριστάνεται δ 'Ορέστης τυλιγμένος στίς σπείρες ένός φιδιοΰ.
186
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
ποιητής το τρίτο εργο. Το ύλικο πού του προσφερόταν ήταν άπλώς κάποιοι άττικοί, λατρευτικοί μύθοι γιά τήν καταφυγή του 'Ορέστη στήν 'Αθήνα και γιά μια δίκη του άπο τούς δώδεκα θεούς. Ή ίδρυση του 'Αρείου Πάγου μέ πρωτοβουλία της 'Αθήνας και ή σύνδεση αύτοΰ του δικαστηρίου μέ τή λύση της κατάρας άνήκουν στον Αισχύλο, καθώς και δλη ή ιδεολογική διαμόρφωση του μύθου μέ βάση τήν πέρα άπό κάθε παράδοση προωθημένη θρησκευτική άντίληψη του ποιητή γιά τον Δία. Τά τρία δράματα της Όρέστειας άρχίζουν μέ προλογικές ρήσεις, οί όποιες, πέρα άπό τήν εκθετική σημασία τους, κρούουν βασικές συγχορδίες της συμφωνίας. Ό τόπος δράσης του 'Αγαμέμνονα^ μας δείχνει, γιά πρώτη φορά μέ τρόπο πού δέν άφήνει περιθώριο γιά αμφιβολίες, τή σκηνή (πού ή πρόσοψή της παριστάνει τήν πρόσοψη του παλατιού) να χρησιμοποιείται σάν μόνιμο 1. Ή μνημειώδης τρίτομη έκδοση τοΰ Ε. i>aenkel, 'Οξφόρδη 1950, μέ εισαγωγή, μετάφραση και. πλούσια σχόλια, είναι τ6 σημαντικότερο ^ργο γενικά γιά τή μελέτη της τραγωδίας. Μιά ερεθιστική και γόνιμη έμπειρία προσφέρεται άπο το γεγονός οτι ό D. L. Page, στήν έκδοση των σχολίων πού άφησε στά κατάλοιπά του ό J. D. Denniston, 'Οξφόρδη 1957, συχνά δημιουργεί άντίλογο στις άπόψεις του Fraenkel. Δίπλα σ' αυτές τις έκδόσεις, διατηρεί σταθερά τήν άξία της ή έκδοση τοΰ Ρ. Groeneboom, Groningen 1944. Κείμενο, μετάφραση και σχόλια: J. C. Lawson, Cambridge 1932. 'Εξαιρετικά αύθαίρετα άντιμετωπίζει τό κείμενο ό Α. Υ. Campbell, Λονδίνο 1936. Κείμενο με σύντομα σχόλια: Ε. Janssens, Namur 1955.— Ερμηνευτικές εργασίες: Β. Daube, Zu den RechtsprohÎemen in Aischylos' Agamemnon (διατρ.), Βασιλεία 1939. ('Επίσης, οί μελέτες πού μνημονεύονται σχετικά μέ τήν Όρέστεια.) Η. Bogner, «Der Agamemnon des Aischylos», Ν JA 3 (1940) 1· Α. Ardizzoni, Studi Eschilei, I : UAgamennone, Κατάνη 1946" F. Fletcher, Notes to the Agamemnon, 'Οξφόρδη 1949· Ε. Fraenkel, Der Agamemnon des Aischylos: Ein Vortrag, Ζυρίχη 1957=Kleine Beiträge, Ρώμη 1964, I 329, και $(Die Kassandraszene der Orestie», Kl. Beitr. 375· J. Aisina, «Observationes sobre la figura de Clitemestra», Emerita 27 (1959) 297· H. Gundert, «Die Stichomythie zwischen Agamemnon und Klytaimestra», Theoria: Festschrift Schuchardt, Baden-Baden 1960, ()^ = Wege der Forschung II 219· R. Kuhns, The House, the City and the Judge: The Growth of Moral Awareness in the Oresteia, Ίνδιανάπολη (N.Y.) 1962" R. D. Dawe, «Inconsistency of Plot and Character in Aeschylus», PCPhS 189 (1963) i^^Wege der Forschung I 175· W. H. Friedrich, «Schuld, Reue und Sühne der Klytämnestra», στό Vorbild und Neugestaltung, Γοττίγγη 1967, 140· J. de Romilly, «L'évocation du passé dans l'Agamemnon d'Eschyle», REG 80 (1967) 9 3 = Wege der Forschung II 173· H. Lloyd-Jones, «Agamemnonea», HSCPh 73 (1969)
187
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
φόντο γί.ά τήν έρμηνεία του έργου. Πάνω στη στέγη είναι, ξαπλωμένος, μέ το πάνω μέρος του κορμού στηριγμένο στούς βραχίονες, ό Φύλακας, πού προλογίζει, (1-39). Το παράπονο γι,ά τον κάματο άπο τη μακροχρόνια φρουρά του, καθώς περιμένει, το σημάδι της φωτιάς άπό τήν Τροία, μετατρέπεται σέ ένθουσιασμο μόλις βλέπει τη λάμψη του δαυλού. 'Ωστόσο, πνίγει άμέσως τη χαρά του μέσα στην άνησυχητική γνώση της άνίατης διαφθοράς του παλατιού. Μέ μοναδική δεξιοτεχνία διαγράφεται μέσα στούς λίγους στίχους ή συναισθηματική καμπύλη ολόκληρου του. μεγάλου δραματικού μέρους ώς τήν τελική καταστροφή : ένθουσιασμός για τή νίκη κάτω άπό τά σκοτεινά σύννεφα, άπο όπου θά πέσει ό κεραυνός. 'Εμφανίζεται ό χορός των Άργείων γερόντων. Σέ ενα εκτεταμένο άναπαιστικό τμήμα (40-103) άναπτύσσεται ή εικόνα της εκστρατείας των 'Ατρειδών εναντίον της Τροίας. "Οταν άκούγεται (61) ότι τήν ύποκίνησε ό ξένιος Ζευς πολυάνορος άμφΐ γυναικός^ τοποθετείται πρώτη φορά ολόκληρη ή εκστρατεία κάτω άπό τον τόσο χαρακτηριστικό γιά τον Αισχύλο διπλό φωτισμό της άνθρώπινης συμπεριφοράς. Ό χορός ρωτά τήν Κλυταιμήστρα γιατί έ'χει στείλει παντού έ'μπυρες προσφορές, διατηρώντας έπίμονα στο τέλος των άναπαίστων τό μετεωρισμό άνάμεσα στήν άνησυχία και τήν έλπίδα. Τό δυναμικό λυρικό κομμάτι (έξι στροφικά ζεύγη: 104-257) πού άκολουθεΐ πρέπει νά θεωρηθεί εκθεση ολόκληρης της τριλογίας. Κάτι παρόμοιο παρατηρούμε και στίς Ίκετώες. Τό πρώτο στροφικό ζεύγος, τό μόνο πού εύρύνεται μέ μιά έπωδό, είναι μιά έπικολυρική άφήγηση σέ δακτυλικά μέτρα: στήν Αύλίδα έμφανίστηκαν δύο άετοί, πού κατασπάραξαν μιά έγκυο λαγίνα μαζι μέ τον ζωντανό καρπό της. Ό Κάλχας συσχετίζει τό σημάδι μέ 97· Ο. L. Smith, «Once again: The Guilt of Agamemnon», Eranos 71 (1973) 1· M. Pope, «Merciful Heavens?», JHS 94 (1974) 100· M. Vetta, «Aeschylus' Agam. 1343: Una nota di scena passata nel teste», GIF, n.s. 5/(26) (1974) 159· M. Marcovich, «Agamemnonea», Emerita 42 (1974) 121· D. M. Leahy, «The Representation of the Trojan War in Aeschylus' Agamemnon», AJPh 95 (1974) 1· S. L. Radt, «Zu Aischylos' Agamemnon», Mnemosyne 26 (1973) 113.—Μεταφράσεις του îçγου: Επανέκδοση της μετάφρασης τοΰ Wilamowitz μέ επιμέλεια του Ε. Kappus, Βερολίνο 1940· Α. Stauffenberg, Delfinverlag 1951. Στά άγγλικά: Τ. G. Tucker, Μελβούρνη 1935· L. Mac Neice, Λονδίνο 1936· Ε. Hamilton στο Three Greek Plays, Νέα 'Τόρκη 1937· Α. Υ. Campbell, Liverpool 1940.
188
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
την άλωστ) της Τροίας, ταυτόχρονα ομως —ξανά ή αίσχύλεια διπλή δψη— είναι βαθύτατα άνήσυχος μήπως ή "Αρτεμη (εδώ τόσο ταιριαστά ή πότνια θηρών)^ άγανακτισμένη για τήν εξόντωση του ψχωχοΰ ζώου, απαιτήσει άλλη μιά προσφορά πού θά προκαλέσει φοβερό μίσος. Στο σημείο αύτό ο χορός, κάτω άπό τό βάρος της μνήμης και της προαίσθησης, ξεσπά στή μεγαλειωδέστερη άπό όλες τις ελληνικές προσευχές: τον περίφημο υμνο προς τον Δίατών δύο έπόμενων στροφικών ζευγών. Ή πανάρχαιη μορφή του έπικλητικοΰ ύμνου βρίσκει μιά τελική κορύφωση, καθώς τό δνομα «Δίας» γιά τον άτεγκτο κυβερνήτη του κόσμου δεν φαίνεται πιά άρκετό στον ποιητή. Ουτε ετσι δμως έγκαταλείπεται ή παράδοση, και αύτό τό δείχνει ή άντιστροφή, πού υμνεί τόνΔία ως νικητή όλων τών προκατόχων του. Στήν τρίτη στροφή, άκοϋμε για τό νόμο στόν όποιο ύπέταξε ό θεός τόν κόσμο: τό τΐάθει μάθος (γνώση μέσα άπό τόν πόνο). "Οπως συμβαίνει συχνά και στόν Σοφοκλή, τό τελευταίο μέρος μιας δίστροφης σύνθεσης έπανέρχεται στήν αφήγηση, πού θά συνεχιστεί ώς τήν εκτη άντιστροφή. Ό μάντης άποκαλύπτει οτι ή θυσία της 'Ιφιγένειας είναι τό μέσο πού θά εξευμενίσει τή θεά και θά εξασφαλίσει τήν άναχώρηση του στόλου. Ό 'Αγαμέμνων παλεύει άγρια γιά μιά άπόφαση, πού σέ όποιαδήποτε περίπτωση συνεπάγεται ενοχή: θυσία του παιδιού του ή ματαίωση της εκδικητικής εκστρατείας. Ή σκέψη δτι θά του άποδοθεϊ ό χαρακτηρισμός λιπόνανς τόν βάζει στο ζυγό της άνάγκης. 'Επειδή δμως εχει φτάσει στή βεβαιότητα δτι πρέπει νά θυσιάσει τό παιδί του, τό θέλει και ό ϊδιος· επιθυμεί τήν πράξη και τήν έκτελεΐ σάν νά προέρχεται άπό τή δική του βούληση. Μέ τήν αμεσότητα ενός όράματος, ό χορός δίνει τήν εικόνα του κοριτσιού πού τό ύψωσαν σαν ζώο πάνω άπό τό βωμό, γιά νά τό σφάξουν. 'Εδώ τελειώνει ή άφήγηση* ή διάσωση της 'Ιφιγένειας, χάρη στήν επέμβαση της "Αρτεμης, δεν έ'χει καμία θέση σ' αύτό τό σημείο. Στήν τελευταία άντιστροφή άκούγεται και πάλι ή σημαντική και βασική έκφραση παθοΰσιν μαθεΐν (250), καΐ, τέλος ό χορός άπευθύνεται πρός τήν Κλυταιμήστρα, πού έμφανίζεται εκείνη τή στιγμή' σ' αύτήν άναφέρονται οί τρίμετροι 258263 μέ τό χαιρετισμό και τήν ερώτηση. Στήν επόμενη σκηνή (264-354) ή βασίλισσα προτάσσει εντυπωσιακά τήν είδηση γιά τήν πτώση της Τροίας καί, επειτα άπό μιά σύντομη στιχομυθία μέ τόν κατάπληκτο χορό, συνεχίζει μέ
189
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
την περιγραφή της πορείας της φλόγας, σέ στίχους πού άποτελοΰν άριστουργήματα γιά τον πλούτο ονοματικών καΙ ρηματικών παραλλαγών. "Υστερα άπο μιά σύντομη παρεμβολή του χορού, άκολουθεϊ δεύτερη ρήση της Κλυταιμήστρας μέ μιαν άπίστευτα εκφραστική περιγραφή του όδυρμού και της άναταραχής στην Τροία, πού κυριεύτ/]κε vFjô' εν ημέρα (320): άκόμη καΐ γιά τούς νικητές παραμονεύει έκεΐ κάποιο κακό' μόνο άν δεν άσεβήσουν άπέναντι στούς θεούς (δπως ό Αϊας ό Λοκρός άπέναντι στήν Α θ η νά) έχουν εξασφαλισμένη τήν επιστροφή τους στήν πατρίδα. Αύτο είναι ενα προανάκρουσμα γιά τήν περιγραφή της τρικυμίας, πού δίνει πιο κάτω ό Κήρυκας· στο στόμα δμ€ος της Κλυταιμήστρας άκούγεται κάπου στο βάθος σαν εύχή. Ό χορός διαβεβαιώνει τή βασίλισσα γιά τ-/]ν άπόλυτη άξιοπιστία της: πιστά τεκμήρια (352). Μιά σειρά άνάπαιστοι ύμνοΰν τον Δία ώς τον υπέρτατο δικαστή στήν υπόθεση της Τροίας, και άκολουθεΐ τό πρώτο στάσιμο (367-487) μέ τρία στροφικά ζεύγη· στο τελευταίο συνάπτεται και μιά επωδός. Ή πορεία του είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική γιά τή δραματική άτμόσφαιρα αύτοΰ του τμήματος. Το πρώτο στροφικό ζεύγος περιλαμβάνει, σέ κυκλική σύνθεση, μαζι μέ τήν καταγραφή της άσέβειας του Πάρη, και τή σκέψη γιά τήν άναπόδραστη συνέπεια του θεού, πού ορίζει να άκολουθεΐ μετά τήν ενοχή ή εξιλέωση. Τό δεύτερο στροφικό ζεύγος δείχνει μέ τή σειρά του τήν ένοχή της Ελένης, πού εγκατέλειψε τό σπίτι της και άφησε πίσω της κενό και οδύνη γιά τήν άπουσία της. 'Αλλά στή μέση της δεύτερης άντιστροφής σημειώνεται ή τροπή: πόνος κυριαρχεί και σέ ολόκληρη τήν Ελλάδα. Έ ν συνεχεία, τό τρίτο στροφικό ζεύγος άναπτύσσει διεξοδικά πώς ή χώρα στενάζει γιά τή Ουσία πού χρειάστηκε να προσφερθεί γιά τή γυναίκα ενός άλλου (447-462). Οι θεοί παρακολουθούν τούς φονιάδες του λαού, οΐ Ε ρινύες άνατρέπουν μιά εύτυχία πού δέν βασίζεται στο δίκαιο. "Ετσι και στή νίκη τών 'Ατρειδών προσάπτεται μιά ένοχή, καΐ άκούγεται πάλι άνοιχτά ή άμφίσημη άξια της άνθρώπινης συμπεριφοράς: άκόμη καΐ ή δίκαιη εκστρατεία γιά τήν τιμωρία τοϋ Πάρη βαρύνεται μέ ένοχή, άφού γιά χάρη μιας μοιχαλίδας χάθηκαν άνθρώπινες ζωές. Ή επωδός οδηγεί, μέ άπροσδόκητο τρόπο, πίσω στή συγκεκριμένη δραματική στιγμή. Ό χορός, πού λίγο πριν είχε φανεί νά πείθεται στά πιστά τεκμήρια της Κλυταιμήστρας (352), εκφράζει τώ-
190
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
ρα T/]v άμφφολία του καΐ άναφέρεται στήν ευπιστία των γυναικών. Το επόμενο επεισόδιο (486-680), μέ τό τρίπτυχο των άφηγηματικών ρήσεων, άρχίζει μέ στίχους του κορυφαίου, πού άναγγέλλει τήν άφιξη του Κήρυκα, δίνοντας ετσι τέλος στήν άμφιβολία. Είναι περιττό νά άναζητηθεϊ λογική έξήγησ*/) γιά τήν άσυνέπεια του χοροϋ. Ό ποιητής, μέ τήν άμφιβολία πού έκφράζεται στο τέλος του χορικού, άπλώς προετοιμάζει το έ'δαφος γιά τήν άφήγηση του Κήρυκα. "Ενα άκόμη πιο ενδεικτικό τεκμήριο της ποιητικής υπεροχής του είναι δτι τοποθετεί τήν άφιξη του στόλου μερικές μόνο ώρες μετά τήν είδηση της φρυκτωρίας. Έ δ ώ δεν ισχύει ή πρόφαση οτι τό στάσιμο καλύπτει ενα οσοδήποτε μεγάλο χρονικό διάστημα, μια και ό χορός, δταν τραγουδά (475) γιά τό μήνυμα της φωτιάς πού διασχίζει γρήγορα τούς δρόμους, συνδέει καθαρά τήν άμφιβολία του μέ τό μέρος έκεΐνο ακριβώς πριν άπό τό στάσιμο. Ή πρώτη ρήση του Κήρυκα είναι ενας θριαμβικός χαιρετισμός πρός τήν πατρίδα και τούς θεούς της. "Οπως ή Κίλισσα στις Χοηφόρες, έ'τσι και ή μορφή του Κήρυκα, μέ τήν άπροβλημάτιστη και άφελή συμπεριφορά του, στέκεται μέσα σέ έ'ναν κόσμο φρίκης. Αύτά τα λόγια της εύφρόσυνης επιστροφής στήν πατρίδα βρίσκονται σέ δραστική άντίθεση μέ τήν πνιγηρή άτμόσφαιρα της σκηνής όπου ό 'Αγαμέμνων χαιρετά τό "Αργός καΐ τούς θεούς. Στή δεύτερη ρήση του Κήρυκα άκοΰμε, περισσότερο άπό κάθε άλλη φορά, τό στρατιώτη Αισχύλο, πού δανείζει στήν άφήγηση του 'Αγγελιοφόρου τις δικές του μνήμες άπό τά βάσανα και τις ταλαιπωρίες της ζωής του στρατοπέδου. Τέσσερα τρίμετρα του κορυφαίου παίζουν ρόλο μεταβατικό γιά τήν είσοδο της Κλυταιμήστρας, πού ή ρήση της (587-614) είναι στήν άρχή ενας θρίαμβος πάνω στις άμφιβολίες του χορού και ύστερα ενα προοίμιο γιά τήν ύποκριτική δουλοπρέπειά της καθώς θά ύποδέχεται τόν άντρα της· τό δωμάτο^ν κννα (607) άποτελει προανάκρουσμα του πλήθους τών μεταφορών πού άκοΰμε σ' εκείνη τή σκηνή. Ή Κλυταιμήστρα ξέρει δτι μέ τή διαβεβαίωση της πίσττ^ς της μπορεί νά προκαλέσει τό χορό τών γερόντων, χωρίς νά περιμένει άπόκριση. "Ενας σύντομος διάλογος άνάμεσα στό χορό και τόν Κήρυκα μέ μιά ερώτηση σχετικά μέ τόν Μενέλαο οδηγεί στήν τρίτη ρήση, μέ τήν περιγραφή της τρικυμίας. Ή έλπίδα πού κλείνει τήν άφή191
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
γηση, οτι ό Μενέλαος μπορεί νά ζεϊ άκόμη, προετοιμάζει, τό σατυρικό δράμα Πρωτεύς. Το δεύτερο στάσιμο (681-781), πού στά τέσσερα στροφικά ζεύγη του ό Kraus δίκαια αναγνωρίζει μιά άπο τις λειτουργικότερες λυρικές συνθέσεις, δείχνει τό δρόμο άπό τό ειδικό γεγονός στήν καθολική γνώση. Τό πρώτο στροφικό ζεύγος χαρακτηρίζει τήν Ελένη, με τήν παράτολμη ετυμολογία του ονόματος της άπό τό ελείν^ καταστροφέα της Τροίας, ένώ τό δεύτερο τήν ήθογραφεϊ μέ τήν εικόνα του λιονταρόπουλου πού άνατρέφεται μέ τρυφερότητα, γιά νά γίνει, μόλις μεγαλώσει, αιμοβόρο θηρίο. ' Η τρίτη στροφή σχετίζεται μέ τόν έρχομό της Ελένης, άλλά οί πρώτες κιόλας λέξεις της άντιστροφής κρούουν εναν καινούριο τόνο, πού διατρέχει δλο τό τέταρτο στροφικό ζεύγος: ό ποιητής, προχωρώντας σέ εναν μοναχικό δρόμο σκέψης, άπορρίπτει τήν πίστη (στήν οποία εμμένει ό Ηρόδοτος) δτι ή πολύ μεγάλη εύτυχία φέρνει συμφορά στόν κάτοχό της. Ή άνομία του άνθρώπου διαιωνίζεται: ή ύβρη γεννά τήν ύβρη και άπό μιά καινούρια ένοχή πηγάζει πάντα μιά καινούρια καταστροφή. Και ό ποιητής, έ'χοντας άφετηρία τήν Τροία, τελειώνει ξανά μέ στίχους πού σχετίζονται έμμεσα άλλά εύδιάκριτα μέ τόν οίκο των 'Ατρειδών. Ή σκηνή της Κασσάνδρας θά προσδώσει στά λόγια του χορικού συγκεκριμένο περιεχόμενο. Σέ λίγο εμφανίζεται στήν ορχήστρα ό 'Αγαμέμνων πάνω στό άρμα του· πίσω του, σκεπασμένη μέ τά πέπλα της, είναι κουλουριασμένη ή Κασσάνδρα.^ Ό χορός, στούς άναπαίστους του (782-809), χαιρετά τό βασιλιά μέ συγκρατημένη έκφραση άφοσίωσης, χωρίς νά κρύβει τήν άλλοτινή κριτική του γιά τήν εκστρατεία πού ξεσηκώθηκε γιά μιά μοιχαλίδα. ' Η ρήση του 'Αγαμέμνονα (810-854) χαρακτηρίζεται άπό τήν αύτοκυριαρχία τού άνθρώπου πού ξέρει πολλά γιά τά παραπλανητικά φαινόμενα τού κόσμου. Ή εύχαριστία του πρός τούς θεούς συνδέεται μέ τή συναίσθηση της τερατικής αύτής νίκης: μιά ολόκληρη πόλη μέσα σέ καπνούς και ερείπια γιά χάρη μιας γυναίκας ! Τώρα ήρθε ή στιγ1. "Οταν ή 'Τπόθεση θέλει πίσω άπό τό άρμα του βασιλιά Ινα δεύτερο άρμα, μέ τήν Κασσάνδρα και τά λάφυρα, εχει μάλλον υπόψη τ6ν σκηνοθέτη μιας μεταθανάτιας επανάληψης του έργου, 'ίδιον μέ έκεϊνον^πού, σύμφωνα μέ το Σχ. Εύρ. Όρ. 57, άρχισε τήν παράστασή του εισάγοντας βουβή τήν Ελένη νά προχωρεί μέ τά λάφυρα προς τό παλάτι.
192
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
μή, πίσω στο "Αργός, νά δει την άλήθεια. Ά π ο το παλάτι εμφανίζεται. ή Κλυταιμήστρα* ή ρήση της (855-913), μέ την κραυγαλέα κλιμάκωση της υποκρισίας της, βρίσκεται άπο την άρχή ως το τέλος σε οξύτατη άντίθεση μέ την παγερή άπομόνωση πού κυκλώνει τον 'Αγαμέμνονα. Τό έκπληκτικο γνώρισμα αύτής της σκηνής είναι οτι ή Κλυταιμήστρα, καθώς περιγράφει τή γεμάτη πιστή άγάπη άναμονή της, δεν άπευθύνεται στο πρόσωπο πού της είναι πιά ολότελα άποξενωμένο και βαθύτατα μισητό, παρά στο χορό. Μόνο δταν δικαιολογεί έπιτήδεια τήν άπουσία του 'Ορέστη μέ τό φόβο κάποιας στάσης στο "Αργός, άπευθύνεται στον 'Αγαμέμνονα. Τον χαιρετά μέ μιά πληθώρα μεταφορών, γιά νά καλύψει μέσα σε τυπικότητες τήν υποκρισία πού άναγκάζεται νά έπιστρατεύσει καταπατώντας τήν περηφάνια της. "Ενα άπο τά ίδιοφυέστερα χαρακτηριστικά αύτοΰ του δράματος είναι οτι ό ποιητής, πριν άπο τήν Ι'δια τήν πράξη του φόνου, παρουσιάζει εναν συμβολικο άγώνα, δπου ό άντρας νικιέται άπο τή γυναίκα. Ή Κλυταιμήστρα δί\ει εντολή νά άπλώσουν πορφυρό χαλί πάνω στο τμήμα του δρόμου πού πρέπει νά πατήσει ό 'Αγαμέμνων γιά νά μπει στο παλάτι. Ό 'Αγαμέμνων άπαντα μέ ύπερβολική ψυχρότητα στή διεξοδική της ρήση και άποποιεϊται αύτή τήν τιμή πού σημαίνει υβρη, άλλά στή στιχομυθία πού άκολουθεϊ άφήνεται νά ενδώσει. Συστήνει μάλιστα ήπια μεταχείριση γιά τήν Κασσάνδρα, πού είναι δώρο του στρατού, και υστέρα προχωρεί προς το παλάτι, συνοδευόμενος άπο τά λόγια της Κλυταιμήστρας, δπου κορυφώνεται σέ παραλήρημα άκόμη μιά φορά ή υποκρισία της· Μόλις έκεΐνος μπαίνει μέσα, ή βασίλισσα (973κ.), σχεδόν κραυγάζοντας, καλεϊ τόν Δία νά φέρει σέ δλα τό τέλος πού θέλει αύτή. Τό τρίτο στάσιμο (975-1034) κλείνει σέ δύο στροφικά ζεύγη τήν ένταση μιας βαθιάς άγωνίας, τήν προαίσθηση μιας άναπότρεπτης συμφοράς πού πλησιάζει —στοιχεία πού μας είχαν φορτίσει στήν προηγούμενη σκηνή. "Ερχεται ή Κλυταιμήστρα, γιά νά οδηγήσει τήν Κασσάνδρα στό παλάτι. Ό Αισχύλος εισάγει εδώ τό τέχνασμα της σιωπής, τό όποιο έπισήμανε ή άρχαία κριτική σέ μορφές δπως ή Νιόβη και 6 'Αχιλλέας.^ Ή Κασσάνδρα δέν άποκρίνεται λέξη οΰτε στήν δλο και πιό επιτακτική άπαίτηση της βασίλισσας οΰτε στήν προτροττή του κορυφαίου. Μόνο δταν έ'χει φύγει ή Κλυταιμήστρα, σπάζει 1. Άριστοφ. Βάτρ. 911' Βίος 6.
193
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
τήν παγερή σιωπή της μέ μιαν άγρια κραυγή. 'Ακολουθεί μιά σκηνική σύνθεση δπου πάθος και λόγος συνυφαίνονται μέ τέτοια δεξιοτεχνία, ώστε καταλαβαίνουμε καλά γιατί ή 'Υπόθεση υπογραμμίζει δτι εδώ βρίσκουν τήν τελειότερη διαμόρφωσή τους ή εκπληξις και ό οίκτος. Στο σύνολο της τριλογίας, αυτό ειδικά το μέρος επιδιώκει νά δώσει άπτά τήν άλυσίδα ένοχης και τιμωρίας, πού ζώνει τό παλάτι των 'Ατρειδών, Έ π τ ά στροφικά ζεύγη τραγουδά ή Κασσάνδρα στο λυρικό τμήμα αύτής της σκηνής (1072-1177), και υστέρα άπό τά τέσσερα πρώτα άποκρίνεται ό κορυφαίος, κάθε φορά μέ δύο τρίμέτρα' κατόπιν ό χορός, συνεπαρμένος άπό τό διεγερτικό όραμα, άκολουθεϊ, μετά τους δύο διαλογικούς στίχους του κορυφαίου, μέ τραγούδι, ενώ στό τελευταίο μέρος της σκηνής πλούσιοι σε δοχμιακά μέτρα στίχοι άπαντοΰν στήν προφήτισσα. Ή Κασσάνδρα άρχίζει μέ μιά κραυγή οδύνης πρός τόν 'Απόλλωνα, του όποίου τό σύμβολο βλέπει μπροστά στήν πύλη του παλατιού. Μέ τή μαντική της δράση βλέπει ξεκάθαρα τό προσχεδιασμένο έγκλημα: τό λουτρό, τό δίχτυ, τό θανάσιμο πλήγμα. Θρηνεί τήν Τροία και τόν δικό της θάνατο. Ό χορός, πού δέν καταλαβαίνει τίποτε ή μισοκαταλαβαίνει, αμύνεται σέ δ,τι τόν άγγίζει. Τότε ή Κασσάνδρα άλλάζει τόνο καί, σέ μιά έκτεταμένη σκηνή διαλογικών μέτρων (1178-1330), πού έ'χει ήδη προσημανθεϊ μέ τήν παρεμβολή τριμέτρων στις δύο τελευταίες στροφές της, σκίζει τό πέπλο πού σκεπάζει τή μοίρα του παλατιού και τή δική της. 'Αρχίζει μέ σαφείς φράσεις, άλλά ολοένα και περισσότερο κυριεύεται άπό μαντική έ'κσταση. Οί τοίχοι του παλατιού άνοίγονται στό βλέμμα της: εκεί μέσα δ Θυέστης άτίμασε τό κρεβάτι του άδερφοϋ του, έκεϊ μέσα ό άτιμασμένος του πρόσφερε γιά εκδίκηση τή σάρκα τών παιδιών του, εκεί μέσα έχει έγκατασταθεϊ τό μεθυσμένο άπό αιμα σμήνος τών Έρινύων, γιά νά μή φύγει ποτέ. Και εκεί μέσα θα πέσει, χτυπημένος άπό τό χέρι της γυναίκας του, ό πορθητής του Ιλίου" έκεΐ καί ή 'ίδια ή Κασσάνδρα θα συμπληρώσει αύτόν τό φόνο. Βυθισμένη στήν άπόγνωση, σπάζει τήν προφητική της ράβδο και πετά άπό πάνω της τις ιερές ταινίες. Τέλος δμως συγκρατιέται καί, μέ μιά τελευταία φρικίαση, πού τ/] χρωστούμε στήν άνθρωπιά του ποιητή, μπαίνει στό παλάτι του θανάτου της. Τό σχετικό μέ τήν Κασσάνδρα θέμα, δτι οί προφητείες της συναντούν πάντοτε δυσπιστία, σέ ολόκληρη αυτή τή
194
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
σκηνή ύποδηλώνεται. περιθωριακά μόνο (λ.χ. 1212), χωρίς πουθενά νά ολοκληρώνεται (1093, 1195). Σέ Ινα σύντομο άναπαιστικο σύστημα του χοροΰ (1331-1342) άντηχοΰν τά λόγια της Κασσάνδρας, ένώ άκούγεται άμέσως άπο τό εσωτερικό του παλατιού ή διπλή επιθανάτια κραυγή του 'Αγαμέμνονα* ο χορός άποκρίνεται σέ τετράμετρα. Στο επόμενο μέρος (1348-1371) ξεχωρίζουν ολοφάνερα οί φωνές 12 χορευτών μέ ένα ιαμβικό δίστιχο γιά τον καθένα. Ό ποιητής παρουσιάζει αξιοπρόσεχτα τήν άδυναμία μιας ομάδας νά άποφασίσει. Οί κραυγές έκείνων πού προτείνουν κάποια έπέμβαση καταπνίγονται ολο και περισσότερο άπό εκείνους πού διστάζουν, ώσπου ή πύλη του παλατιού άνοίγει και παρουσιάζεται ή Κλυταιμήστρα δίπλα στά πτώματα τών δύο θυμάτων της. Σέ μιά ρήση μοναδική, πετά θριαμβευτικά τό κάλυμμα της προσποίησης, σάν μεθυσμένη άπό αίμα" γεύεται άκόμη τήν πράξη της στήν κάθε της λεπτομέρεια. Οί μεταφορές της υποκριτικής ρήσης της βρίσκουν εδώ μιάν άνατριχιαστική άντιστοιχία, όταν παρομοιάζει τις αιμάτινες σταγόνες, μέ τις όποιες ράντισε ό ετοιμοθάνατος μέσα στο ρόγχο του τό μέτωπό της, μέ τή βροχή πού δροσίζει τό σπαρμένο χωράφι. Έ π ε ι τ α άπό ένα εισαγωγικό δίστιχο του κορυφαίου και τήν επανάληψη της όμολογίας τήςΚλυταιμήστρας, άκολουθεΐ μιά δυνατή «έπιρρηματική» σκηνή (1407-1576), πού άποτυπώνει μέ μοναδικό γιά τήν αττική τραγωδία τρόπο τήν πορεία μιας ψυχικής διαδικασίας, τή βαθμιαία άλλαγή της θέσης ενός δράστη απέναντι στήν πράξη του. Μόνο μιά άνάλυση πού θα καταπιανόταν μέ τό κείμενο στίχο πρός στίχο θά μπορούσε νά δείξει τό δρόμο άπό δπου ή Κλυταιμήστρα, ύπό τήν πίεση του κατατρομαγμένου χοροΰ, περνά σιγά σιγά στήν άμυνα, ονομάζει ξαφνικά τόν Αίγισθο στήριγμά της και τελικά άναγνωρίζει ότι ή πράξη της είναι άπλώς Ινας κρίκος στήν άλυσίδα πού περισφίγγει τόν οικο τών 'Ατρειδών, Θά ήθελε νά συμβιβαστεί μέ τό δαίμονα αύτου του σπιτιού, είναι πρόθυμη γιά θυσίες. Δέν είναι μιά μετανοημένη Κλυταιμήστρα, άλλά 'ίσως μιά Κλυταιμήστρα πού εχει φωτιστεί, πού καταλαβαίνει οτι αύτό πού μόλις πριν άναγνώριζε περήφανα σάν προσωπική πράξη είναι μανίαι άλληλοφόνοι. Ά π ό άποψη μορφής, αύτός ό άγώνας διαρθρώνεται ως έξης: στήν άρχή ή Κλυταιμήστρα άποκρίνεται σέ μιά στροφή και άντιστροφή του χοροΰ μέ μιά τριμετρική ρήση* άκολουθοΰν τρία στρο-
195
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
φικά ζεύγη του χοροΰ μέ την άπάντηση της Κλυταιμήστρας, καθώς βαθμιαία κλονίζεται ή βεβαιότητά της, σε άναπαίστους* μετά τήν πρώτη στροφή του χοροΰ, σέ κάθε στροφικό ζεύγος συνάπτεται ενα έφύμνιο, πού ϊσως, σύμφωνα μέ τήν παράδοσή μας, πρέπει νά έπαναληφθεϊ μόνο μετά τή δεύτερη άντιστροφή.^ Σάν άπάντηση στήν προσπάθεια της Κλυταιμήστρας νά άποτρέψει το έπερχόμενο κακό κλείνοντας άνακωχή μέ το δαίμονα, εμφανίζεται στή σκηνή ό Αίγισθος. 'Από τήν πλευρά του, ώς γιος του Θυέστη, δικαιολογεί τήν πράξη. Αύτόν, πού έ'μεινε όλο τό διάστημα στό περιθώριο, 6 χορός τόν άντιμετωπίζει διαφορετικά άπό δ,τι τήν ηρωική γυναίκα. Σέ μιά σκηνή διαμάχης (16121673), πού κλιμακώνεται σέ τροχαϊκά τετράμετρα, 6 Αίγισθος καλεϊ τούς άκολούθους του, και γιά μιά στιγμή φαίνεται δτι ή σύγκρουση είναι άναπόφευκτη. Τότε παρεμβαίνει μια Κλυταιμήστρα διαφορετική άπό έκείνη πού εγκωμίασε τό αιμάτινο στίγμα πάνω στό μέτωπό της: μηδαμώς... άλλα δράσωμεν κακά (1654) ! Ό χορός εχει ήδη μνημονεύσει τόν 'Ορέστη (1646, 1667), πού θά ερθει έκδικητής, προετοιμάζοντας ετσι τό δεύτερο έ'ργο· και εχει μεγάλη σημασία τό γεγονός δτι ό ποιητής βάζει τήν Κλυταιμήστρα νά χρησιμοποιεί τήν έκφραση παθεΐν ερξαντας (νά πάθουν άφοΰ έπραξαν, 1658) —κάτι πού θά τό δοκιμάσει ή ίδια. Σχετικά μέ τή δομή του έ'ργου, παρά τήν πρόοδο της θεατρικής τεχνικής στήν κλιμάκωση και άποκάλυψη, δέν πρέπει νά παραγνωριστεί μιά συγγένεια μέ τις Ίκέτίδες. Και εδώ ή πυκνότητα της δράσης είναι πολύ μεγαλύτερη, σέ σύγκριση μέ τα δύο παλαιότερα εργα, άλλά και εδώ τά βασικά δραματικά γεγονότα άκολουθοϋν, σέ άνοδικό ρυθμό, Ιπειτα άπό ενα εκτενέστατο έκθετικό μέρος, πού δίνεται κυρίως σέ λυρική μορφή και θεματικά άφορα ολόκληρη τήν τριλογία. Και δμως, τό μέρος της Κασσάνδρας, δπως και ή μεγάλη σύγκρουση της Κλυταιμήστρας μέ τό χορό, δημιουργεί ενα άντίβαρο στή λυρική πληθωρικότητα του πρώτου μέρους, δπου κυριαρχεί τό ήθικό-στοχαστικό στοιχείο. Μιά σειρά έρμηνευτικά προβλήματα συνδέονται μέ τήν πάροδο. Τόν ΰμνο στόν Δία,^ συμφωνώντας μέ τόν Ε. Fraenkel, τόν καταλαβαίνουμε σάν μια κραυγή πού υψώνεται άπό τόν πυ1. ΓΓροσεχτικος και διεξοδικός πάνω σ' αύτό το πρόβλημα ό Kraus, 91. 2. Ε. Fraenkel, «Der Zeushymnos im Agamemnon des Aischylos», Philologue 86 (1931) \=Kl. Beitr., Ρώμη 1964, 353· W. Ferrari, «La
196
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
ρήνα του δραματικού γεγονότος. Εξωτερικά ένσωματώνεται άπόλυτα στην άφήγηση, πού ξαναρχίζει μέ τήν έκφραση και τότε (184), μόνο πού σ' αύτό το σημείο άντι γιά τούς υπαινιγμούς του Κάλχα δίνονται πια σέ δλο τό βάρος τους τά συγκεκριμένα γεγονότα. Δέν ήταν πολύ επιτυχημένη ή προσπάθεια^ νά έξασφαλιστεΐ μιά καλύτερη πορεία σκέψης μέ τη μετάθεση του ΰμνου μετά το στίχο 217. Γιατί οργίζεται ή "Αρτεμη;^ Κανένα άπό τά συνηθισμένα κίνητρα —φόνος ίερου ζώου, άλαζονική υβρη τοϋ 'Αγαμέμνονα ή παραμέληση κάποιου τάματος— δέν μνημονεύεται, έστω ύπαινικτικά. Ούτε μπορεί νά γίνει λόγος γιά ιδιαίτερη εύνοια της θεας προς τήν Τροία.^ Ό Αισχύλος σκόπιμα άφαίρεσε κάθε στοιχείο ένοχης άπο τον 'Αγαμέμνονα, γιατί μόνο έτσι διατηρεί δλο της τό βάρος ή εσωτερική σύγκρουση τοϋ βασιλια. Ή οργή της θεάς δέν έχει άλλη αιτία άπο τον οίωνο των άετών πού σπαράζουν τήν έγκυο λαγίνα. 'Ανταποκρίνεται άπόλυτα στην αίσχύλεια κοσμοθεωρία δτι τό ι'διο σημάδι πού προοιωνίζεται τήν άλωση της Τροίας προμηνύει και τήν έλευση μιας φοβερής συμφοράς. Ή έσωτερική πάλη του 'Αγαμέμνονα μετά τήν έντολή της θυσίας μας είναι ήδη γνωστή άπό τούς 'Επτά και τις Ίκέτιδες. Και parodos deirAgamennone», ASNP 1938, 7, 355· Ch. H. Reeves, «The Parodos of the Agamemnon)), CJ 55 (1959/60) 165" Eug. Grassi, «La parodos deirAgamennone)), A ^ R 6 (1961) 138" M. Treu, «Der Zeushymnos im Agam. des Aisch.)), EEAth 1965, 207" M. F. Galiano, «Los dos primeros coros del'Agamemnon de Esquilo)), Estudios sobre la tragedia griega, Μαδρίτη 1966, 37* M. J. Smethurst, «The Authority of the Elders. The Agamemnon of Aeschylus)), CPh 68 (1972) 89* F. Goujon, «Le nom et le drame. Aspects de la fonction du chœur dans l'Agamemnon d'Eschyle», Écrit et théorie poétique, Παρίσι 1976, 57. 1. R. D. Dawe, «The Place of the H y m n to Zeus in Aesch. Ag.», Eranos 64 (1966) 1. 'Αντίθετα ό L. Bergson, «The H y m n to Zeus in Aesch. Agam.)), Eranos 65 (1967) 11 = Wege der Forschung \l 186. Πρόσφατρο δικαιολόγησε τή μετάθεσή του ό Dawe, HSCPhl2 (1968) 110. 2. Βλ. σχετικά, εκτός άπό τις εργασίες πού μνημονεύονται στις δύο προηγούμενες σημ.: W. Whallon, «Why is Artemis angry?», AJPh 82 (1961) 78. 'Αντίθετα μέ τήν κάπως έξεζητημένη ερμηνεία του, ό Dawe, στήν έρευνά του πού άναφέραμε πώ πάνω [Eranos 14), θεμελιώνει μέ ένδιαφέροντα έπιχειρήματα τήν άποψη πού έκφράζεται στά σχόλια των Denniston-Page και στο δικό μας κείμενο. 3. Προς αύτη την κατεύθυνση ζητεί τή λύση ό Lloyd-Jones στη μελέτη του πού μνημονεύεται στήν έπόμενη σημείο^ση.
197
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
πάλι ή πίεση για μια άπόφαση είναι άπο τή μοίρα, και πάλι ή οποιαδήποτε άπόφαση χρεώνεται με τό βάρος μιας ένοχης. Ό χορός άπεικονίζει (205) μέ μεγάλη έμφαση τό άδιέξοδο του βασιλιά, άλλά ή ύποχρέωση άπέναντι στό στρατό και τό στόλο (212: πώς λιπόνανς γένωμαι ξυμμαχίας άμαρτών;) τόν βάζει στό ζυγό της άνάγκης.^ Ό 'Αγαμέμνων φτάνει σέ μιά άπόφαση πού του άνήκει και πρέπει νά τηρηθεί, και ωστόσο τήν παίρνει υπό την,πίεση των περιστάσεων οπου τόν εχει τοποθετήσει ή μοίρα του. Ε παναλαμβάνεται αύτό πού παρατηρήσαμε και μέ τόν Ετεοκλή στους Επτά: μόλις έ'χει ληφθεί ή μοιραία άπόφαση, άμέσως καταφάσκεται, και δ,τι πριν άπό λίγο γεννήθηκε κάτω άπό κάποια πίεση γίνεται τώρα παράγωγο άτομικής βούλησης: βροτούς θρασύνει γαρ αίσχρόμητις τάλαινα παρακοπά πρωτοπήμων (γιατί δίνει τόλμη στούς άνθρώπους ή πανούργα και άθλια σύγχυση του μυαλού, ή πρώτη αιτία του κακού). Ό χορός στόν στ. 83 άπευθύνεται στήν Κλυταιμήστρα και τή ρωτά γιατί στέλνει προσφορές σέ ολους τούς βωμούς της πόλης. Άλλά μόλις στόν στ. 264 άκηϋμε τή βασίλισσα νά άναγγέλλει τήν ε'ίδηση της νίκης. 'Ώς τόν Hermann άνάγεται ή άντίληψη δτι ή Κλυταιμήστρα έμφανίζεται στή σκηνή ήδη κατά τή διάρκεια των άναπαίστων. Αύτό συνεπάγεται δτι ή βασίλισσα άφήνει άναπάντητη τήν ερώτηση του χορού, και σέ δλη τήν πάροδο μένει στή σκηνή βουβή, άπασχολημένη μέ κάποια προσφορά, ή φεύγει γιά νά ξαναεμφανιστεί λίγο πριν άπό τή ρήση της. Ή διαμάχη άνάμεσα σέ μιά λύση πρός αύτή τήν κατεύθυνση και σέ μιάν άλλη, πού θέλει τό χορό νά άπευθύνει τήν έρώτηση του στ. 83 σέ μιάν άπούσα Κλυταιμήστρα, συνεχίζεται άκόμη και στις σύγχρονες σχολιασμένες έκδόσεις. Μου φαίνεται δτι περισσότερα στοιχεία συνηγορούν μέ τήν άποψη του Ε. Fraenkel δτι ή Κλυται1. Αύτ6 το προβληματικό μέρος 'έγζι προκαλέσει έντονες συζητήσεις κατά τά τελευταία χρόνια. ΣτΙς εργασίες πού μνημονεύονται παραπάνω, σ. 196 σημ. 2, μπορούν νά προστεθούν: Η. Lloyd-Jones, «The Guilt of Agamemnon», CQ 56 (1962) 187" Ν. G. L. Hammond, ((Personal Freedom and its Limitations in the Oresteia», JHS 85 (1965) 42' A. Lesky, ((Decision and Responsibility in the Tragedy of Aesch.», JHS 86 (1966) 78· A. Rivier, ((Remarques sur le nécessaire et la nécessité chez Eschyle», REG 81 (1968) 15" Κ. J. Dover, ((Some Neglected Aspects of Agamemnon's Dilemma», JHS 93 (1973) 58. 01 περισσότερες άπό αύτές τις μελέτες ξεπερνούν τήν περίπτωση του 'Αγαμέμνονα και θά συμπληρωθούν μέ πρόσθετη βιβλιογραφία στό υποκεφάλαιο ((Μοίρα καΐ ενοχή».
198
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
μήστρα δεν βρίσκεται άκόμη στή σκηνή οταν την προσφωνεί ο χορός. Μέ τήν άντίθετη άποψη, πού εκπροσωπείται άπό τον J. D. Denniston καΐ τον D. L. P a g e / θά μπορούσε νά συνηγορήσει ή επανάληψη τοί3 ρ. θνοσκεΐς (87) και θυηπολεΐς (262)· και πάλι δμως παραμένει άκατανόητη ή σιωπή του προσώπου πού προσφωνείται στον στ. 83. Στή στιχομυθία 'Αγαμέμνονα και Κλυταιμήστρας, πριν άπό τήν είσοδο στο παλάτι, ό Η. Gundert (ο.π.) εδωσε μιά καινούρια έρμηνεία, πού, σέ άντίθεση μέ τά ύπομνήματα του Ε. Fraenkel και των Denniston-Page, βλέπει στήν υποχώρηση του βασιλιά οχι άβρότητα και παραίτηση ή εκπλήρωση κρυφής κενοδοξίας, άλλά τήν τύφλωση του άνθρώπου ώς προοίμιο της πτώσης του. Αύτο είναι ισως τό κύριο νόημα της σκηνής, χωρίς όμως να παραμεριστούν γι' αύτον τό λόγο και τά άλλα κίνητρα. "Ενα σκηνικό πρόβλημα είναι πώς έμφανίστηκε ή Κλυταιμήστρα με τα δύο θύματα. "Ανοιξε μια πλατιά κεντρική πύλη ή πρέπει νά δεχτούμε εδώ κιόλας τό έκκύκλημα, τό τροχοφόρο βάθρο πού μπορούσε να φέρνει μπροστά στά μάτια τών θεατών μιά ήδη στημένη σκηνή ; Κάτι τέτοιο τό δέχτηκε γιά τήν Όρέστεια ό Κ. Ο. Müller στα σχόλιά του στις Ευμενίδες, και βρήκε πολλούς οπαδούς. 'Αντίθετα, ό Ε. Bethe^ θέλησε νά άποκλείσει τό έκκύκλημα γενικά άπό τόν 5ο αιώνα, ενώ ό Pickard-Cambridge {Theatre of Dionysus 106) δεν αποκλείει βέβαια «κάποιο είδος» έκκυκλήματος, άλλά θεωρεί πολύ πιθανό νά άρκοΰσε γιά τήν παράσταση της σκηνής μιά πλατιά πύλη πού άνοιγε. Σ ' αύτή τήν περίπτωση, βέβαια, θα σκεφτόταν κανείς συρταρωτή θύρα. 'Επειδή γιά τήν Όρέστεια λείπει κάθε σχετική ενδειξη μέσα στό κείμενο, εχει κάποια βάση ή επιφυλακτικότητα τών δύο τελευταίων σχολιαστών. Ό Reinhardt (106, 163) τάχθηκε άνεπιφύ>ακτα υπέρ του έκκυκλήματος, επειδή ή κατεύθυνση του φωτός στό Θέατρο του Διονύσου θά άφηνε αύτές τις σκηνές στή σκιά. Τό επιχείρημα άποδυναμώνεται κάπως όταν σκεφτούμε τή σκηνή πολύ κοντά στήν πύλη· εξάλλου, πιό κάτω θά συναντήσουμε μιά σκηνή στις Ευμενίδες, όπου δεν τά βγάζουμε πέρα μέ τό έκκύκλημα.® 1. Και ό Galiano, δ.π., υποστηρίζει τήν άποψη τοϋ Fraenkel. 2. «Ekkyklema und Thyroma», RhM 83 (1934) 21. 3. Στη διάλεξη του γιά τον 'Αγαμέμνονα {δ.π. 35=349) ό Fraenkel σημειώνει άπλώς: «'Ανοίγει ή πύλη τοϋ παλατιού». Γιά δλα τά ^ργα του ΑΙ-
199
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
Σέ συνάρτηση μέ την άδιαφορία του ποιητή γιά τις λεπτομέρειες βρίσκεται ή δυσκολία μας νά λύσουμε το πρόβλημα του φονικού οργάνου της Κλυταιμήστρας. Ό Ε. Fraenkel άφιέρωσε σέ αυτό το θέμα ενα ειδικό έπίμετρο στήν εκδοσή του. Έ κ ε ϊ γίνεται ή λεπτή παρατήρηση δτι 6 ποιητής σέ βασικά χωρία δεν προσδιορίζει ακριβέστερα τό δπλο, έπειδή θέλει νά συγκεντρώσει τήν προσοχή μας στο ύφασμα πού τύλιξε τόν 'Αγαμέμνονα σαν δίχτυ. Τό ξίφος ώς φονικό δπλο υπαινίσσονται οι στ. 1262, 1528 στόν 'Αγαμέμνονα και 1011 στις Χοηφόρες, δπου ή ρήση του 'Ορέστη γιά τό ξίφος του Αιγίσθου έξηγεϊται καλύτερα αν ή Κλυταιμήστρα χρησιμοποίησε τό δπλο του έραστή της.^'Αντίθετα, δεν έ'χει άποδεικτική άξια ό στίχος 889 των Χοηφόρων (δπου ή Κλυταιμήστρα ζητεϊ γιά δπλο άνδροκμήτα πελεκνν, πού συμβαίνει νά είναι πιό πρόχειρος) οΰτε διάφορες άγγειογραφίεςκαΙ χωρία στούς νεότερους τραγικούς, δπου φονικό δπλο είναι τό πελέκι.^ Ό πρόλογος των Χοηφόρων^ σώζεται μόνο στό τελευταίο του μέρος, ενώ τό υπόλοιπο εχει χαθεϊ στό κενό του Μεδίκειου κώδικα, τό όποιο άρχίζει μετά τόν στ. 1159 του 'Αγαμέμνονα. 'Τσχύλου προϋποθέτει το έκκύκλημα ό Webster, Greek Theatre Production 9, 17, καΐ Griechische Biihnenaltertümer 19. To ϊδιο καΐ ή Α. M. Dale στήν ενδιαφέρουσα μελέτη της «Seen and Unseen on the Greek Stage», WS 69 (1956) 9S~Coll. Pap. 119. Κατά τή γνώμη μου, δ Dingel, Χ 3, πού δίνει καΐ πρόσθετη βιβλιογραφία, πολύ σωστά κρίνει δτι τό πρόβλημα πρέπει νά μείνει άνοιχτό, ώσπου νά προστεθούν καινούρια επιχειρήματα. 1. Αύτή είναι ή άποψη και τοϋ Reinhardt, 106. 2. Έδώ πρέπει νά διορθώσω τήν άποψη πού εκφράζω στο Hermes 66 (1931) 193=Ges. Sehr. 94. To ξίφος ώς δπλο της Κλυταιμήστρας έμφανίζεται στήν 'Οδύσσεια (λ 424) και σέ ένα άρχαϊκό χάλκινο πλακίδιο άπό τή στεφάνη μιας άσπίδας τοϋ 2ου τετάρτου τοί5 6ου αιώνα: Ε. Kunze, Olympische Forschungen, τ. 2, Βερολίνο 1950, 167, πίν. i%=Neue Meisterwerke griechischer Kunst aus Olympia, Μόναχο 1948, είκ. 46" πρβ. Α. Lesky, WS, N.F. 1 (1967) 18. Μου φαίνεται δτι ô Ε. Fraenkel, στο σχόλιό του, σ. 809, άπορρίπτει μέ κάπως υπερβολική βεβαιότητα τήν άποψη τοϋ C. Robert καΐ άλλων, δτι τό πελέκι ώς φονικό δπλο μπορεί νά άναχθεϊ στήν παραλλαγή τοϋ Στησιχόρου. 'Οπωσδήποτε, ή έκφραση κάρα βεβροτωμένος, πού λέγεται γιά τόν δράκοντα τοϋ ονείρου (PMG, άπ. 42), υποδηλώνει χτύττημα τσεκουριοΰ. 3. Εκδόσεις: Wilamowitz, Das Opfer am Grabe, Βερολίνο 1896" M. Untersteiner, Come 1946 (ëva δεύτερο μέρος μέ σχόλια : Dioniso 12, 1949, 171, 250)· Μ. Valgimigli καΐ Μ. V. Ghezzo, Μεσσήνη 1947"
200
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
πάρχουν ωστόσο μερικά παραθέματα,^ άρκετά γιά νά διασαφηθει τό περιεχόμενο καΐ τό ήθος του τμήματος αύτοϋ. 'Εδώ, όπως και στις Ευμενίδες^ ό Αισχύλος σύνθεσε τον πρόλογό του σέ έντυπωσιακή άντιπαράθεση με τό τέλος του προηγούμενου έργου. Ό "Αγαμέμνων έκλεινε μέ τήν άποχώρηση του ένοχου ζευγαριοΰ, πού πιεζόταν ήδη άπό τό βάρος της ένοχης και της μοίρας του* στήν άρχή του δεύτερου έργου βρίσκουμε τό άγνό παλικάρι, τον 'Ορέστη, νά προσεύχεται στον τάφο του πατέρα του. "Ως τό σημείο αύτό μπόρεσε νά μείνει μακριά άπό τό βούρκο του έγκλήματος· τώρα όμως είναι φορτωμένος μέ τό βαρύ καθήκον τής εκδίκησης. Είναι σάν νά άκοΰμε τόν υπόκωφο ήχο μιας χορδής, καθώς τό εργο άρχίζει μέ μιά έπίκληση στόν Έρμή, τόν κυρίαρχο του Κάτω Κόσμου. 01 χθόνιες θεότητες και οί δυνάμεις τους βρίσκονται στό κέντρο αύτοϋ του έργου, και ή άναμφισβήτητα κεντρική θέση του τάφου του 'Αγαμέμνονα στή σκηνή είναι ένα έντονο έκφραστικό σύμβολο αύτής τής περιοχής. Οι τελευταίοι στίχοι του προλόγου άναγγέλλουν τήν άφιξη μιας όμάδας γυναικών μαυροντυμένων, και ό 'Ορέστης, μαζι μέ τό συνοδό του, τόν Πυλάδη, άποσύρεται πρός τήν άντίθετη πάροδο : ή πρώτη, δσο ξέρουμε, σκηνή ((ώτακουστίας», πού βρήκε πάμπολλους οπαδούς στήν κωμωδία. Ή πάροδος (22-83) φέρνει στή σκηνή τήν 'Ηλέκτρα μαζι μέ τό χορό των θεραπαινίδων. Πολύ σύντομα (75) ό ποιητής υπαινίσσεται ότι είναι αιχμάλωτες σκλάβες, άσφαλώς Τρωαδίτισσες· άντιμετωπίζονται, πάντως, σάν πρόσωπα του παλατιού, πού αισθάνονται άπόλυτα τήν ταπείνωσή του και προσδοκούν τήν άπόδοση δικαιοσύνης. 'Αρχίζουν δίχως εισαγωγικούς άναπαίστους τό χορικό τους, τό όποϊο περιλαμβάνει τρία στροφικά ζεύγη και μιά έπωδό στό τέλος. "Ολο τό άσμα συνέχεται άπό μιά άλυσίδα G. Ammendola, Φλωρεντία 1948. Πρέπει νά έξαρθοΰν: W. Schadewaldt, «Der Kommos in Aisch. Choephoren», Hermes 67 (1932) Z\1=Hellas und Hesperien 106· A. Lesky, aDer Kommos der Choephoren», SAWW 221/3, 1943· R. D. Dawe, «Inconsistency of Plot and Character in Aesch.)), PCPhS 189 (1963) 52· H.-J. Dirksen, Die aischyleische Gestalt des Orest, Νυρεμβέργη 1965· Στ. Γ. Καψωμένος, « Ή προσευχή του 'Ορέστη πρός τον Δία στις Χοηφόρους», EEThess 11 (1969) 353. Σχετικά μέ τό ρόλο τοΰ Πυλάδη: Η. J. Rose, 37, 1936/37 (1940), 201.—Βιβλιογραφία γιά τή σκηνή τής άναγνώρισης βλ. παρακάτω. 1. Άριστοφ. Βάτρ. 1126-28 και 1172κ. Σχ. Πινδ. Πνθ. 4, 145" Σχ. Εύρ. "Αλκ. 768.
201
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
σκέψεις πυκνά διατυπωμένες και στενά δεμένες με τό θέμα. Ό χορός έ'ρχεταί μέ νεκρικές χοές* ετσι, ή πρώτη στροφή άναφέρει τις άνάλογες λατρευτικές χειρονομίες. ' Η άντιστροφή ύπαινίσσεται δτι άφορμή γιά τις χοές ήταν ενα ονειρο της Κλυταιμήστρας. Ό χορός άποκαλύπτει κιόλας τή θέση του, όταν στή δεύτερη στροφή άναφέρεται ή δύσθεος γννά καΐ τονίζεται ή παρακμή του σπιτιού, πού έ'χει άτιμαστεΐ άπό τό ονειδος του εγκλήματος. Στήν άντιστροφή εμφανίζεται πολύ ενδεικτικά ή Δίκη, πού άργάή γρήγορα βρίσκει πάντοτε τό δρόμο της. Τό φονικό αιμα πού έ'χει ρουφήξει ή γη είναι άνεξιλέωτο, όπως βεβαιώνει τό τρίτο στροφικό ζεύγος, ένώ στήν επωδό γίνεται σύντομα λόγος για τή μοίρα του 'ίδιου του χοροϋ, άλλά ταυτόχρονα και γιά τό μίσος του πρός έκείνους πού εξουσιάζουν. Ή 'Ηλέκτρα έχει άκούσει άρκετά, ώστε στήν άρχή της επόμενης σκηνής (84-151* ό χωρισμός σέ στάσιμα και έπεισόδια δέν έχει και πολύ νόημα), σέ μιά κάπως έκτεταμένη ρήση, νά ρωτήσει τό χορό τί στάση νά κρατήσει ή ίδια άπέναντι σ' αύτές τις χοές. Στή σύντομη στιχομυθία της μέ τήν κορυφαία άκούει αύτό άκριβώς πού θέλει: οί χοές πρέπει νά έ'χουν σχέση μέ εκείνον πού έ'μεινε πιστός και εκείνον πού φέρνει έκδίκηση. Μέ τέτοια λόγια λοιπόν (ό στ. 165 εχει εδώ τή θέση του, υστέρα άκολουθουν οί 124-151) συνοδεύει τήν προσφορά της ή 'Ηλέκτρα, άρχίζοντας μάλιστα, σέ άξιοσημείωτη άντιστοιχία πρός τήν προσευχή του 'Ορέστη, μέ μιά επίκληση στόν χθόνιο Έρμη. Ό χορός συνοδεύει τήν πράξη μέ ενα σύντομο ίαμβοδοχμιακό έξορκιστικό άσμα. 'Ακολουθεί μιά ταραγμένη σκηνή (164-305), στενά δεμένη στήν άρχή μέ τόν τύμβο, Ή 'Ηλέκτρα έ'χει άνακαλύψει έκεϊ Ιναν βόστρυχο και τόν συγκρίνει μέ τά δικά της μαλλιά: μόνο άπό τόν 'Ορέστη μπορεί νά προέρχεται. Στή στιχομυθία (164-182) ή άσυγκράτητη χαρά της δοκιμάζει μιά άναστολή: ό 'Ορέστης ϊσως έχει στείλει τό δώρο του άπό τά ξένα. Ή ρήση της (183-211) δείχνει τό μετεωρισμό της άνάμεσα σέ άμφιβολία και ελπίδα, δταν ξαφνικά παρατηρεί άλλο ενα σημάδι: 'ίχνη πελμάτων πού ταιριάζουν μέ τό περίγραμμα τών δικών της. Πάει νά της φύγει τό μυαλό· τότε έμφανίζεται ό 'Ορέστης καί, σέ μιά σκηνή πού άπό στιχομυθία περνά σέ χειμαρρώδη λόγο, τά άδέρφια άναγνωρίζονται: ή 'Ηλέκτρα άλαλάζει άπό χαρά και 6 'Ορέστης προσεύχεται στόν Δία. Ή κορυφαία συμβουλεύει προσοχή, και τώρα δ
202
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
'Ορέστης άποκαλύπτει το σκοπό του έρχομ,οϋ του: 6 θεος των Δελφών, μέ την άπειλή φριχτής τιμωρίας, πού ή περιγραφή της στο κείμενο δεν εχει τελειωμό, άπαίτησε εκδίκηση γιά τό φόνο του πατέρα τους. Σέ ενα επιβλητικό λυρικό κομμάτι (306-478) τά άδέρφια ενώνονται μέ τό χορό γιά τόν μεγαλειώδη κομμό, πού άποτελεϊ την πιό περίτεχνη σύνθεση —οχι μόνο της αίσχύλειας τραγωδίας. Τέσσερις έπωδικές τριάδες άκολουθοΰν ενα άναπαιστικό προοίμιο του χοροϋ· σέ καθεμιά άπό αύτές, μιά στροφή τοΰ χορού πλαισιώνεται άπό στροφές τοΰ 'Ορέστη και της 'Ηλέκτρας. Σ ' αύτή τή σύνθεση άντιστοιχούν μετρικά οι στίχοι των άδερφιών μέσα σέ κάθε τριάδα, ένώ στα ενδιάμεσα κομμάτια, πού άνήκουν στό χορό, υπάρχει μετρική άντιστοιχία άνάμεσα στήν πρώτη και δεύτερη και ξανά άνάμεσα στήν τρίτη και τέταρτη τριάδα. Άνάμεσα στίς επιμέρους τριάδες παρεμβάλλονται άναπαιστικά κομμάτια της κορυφαίας, οχι δμως και μετά τήν τέταρτη. "Τστερα άπό αυτό τό μέρος, άκολουθοΰν τρία στροφικά ζεύγη, πού παραδίδονται μέ τή σειρά αβγ γαβ (423-455). Ό κομμός κλείνει μέ δύο στροφικά ζεύγη. Ό εκτενέστατος κομμός περιέχει τό θρήνο γιά τόν νεκρό και μιά επίκληση πρός αύτόν, μέ έντονα έξορκιστικό χαρακτήρα, να έρθει βοηθός στήν πραγματοποίηση τής εκδίκησης. Γλώσσα και νόημα παλαιών τελετουργικών πράξεων άσκοΰν έδώ τήν έπίδρασή τους, άλλά ή λειτουργία τοΰ κομμού δέν εξαντλείται σ' αυτό. Ό 'Ορέστης έχει έρθει στή σκηνή άπεσταλμένος τοΰ 'Απόλλωνα, ύπακούοντας στή σκληρή θεϊκή εντολή, πού άπαιτεϊ εκδίκηση γιά τό φόνο τοΰ 'Αγαμέμνονα, χωρίς νά γίνεται νύξη μέσα σ' αύτήν γιά τήν πιό άποτρόπαιη πλευρά της: τό φόνο τής μητέρας. 'Αντίθετα, στόν κομμό δέν γίνεται καθόλου λόγος γιά τήν εντολή τοΰ 'Απόλλωνα. 'Από τήν περιγραφή τής μοίρας τοΰ παλατιοΰ άναδύεται ή εικόνα ένός εγκλήματος: στό κέντρο στέκεται ή Κλυταιμήστρα. Ή 'Ηλέκτρα, ρωτώντας τί πρέπει νά ποΰν γιά να φτάσουν στό σκοπό τους (418), εισάγει μιά σειρά άπό στροφές, οπού ή 'ίδια και ό χορός σφυροκοπούν τόν 'Ορέστη: χωρίς συνοδεία έθαψαν τόν 'Αγαμέμνονα, άκρωτηρίασαν τό πτώμα του, φυλάκισαν σέ μιά γωνιά σάν σκυλί τήν 'Ηλέκτρα* τοιαντ' άκονων <τάδ'> èv φρεσΙν γράφου (τοΰτα άκούγοντας μές στό μυαλό σου γράψε τα, 450* πρβ. 439, 442κ.). ΚαΙ δταν ό 'Ορέστης κραυγάζει: «ή
203
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ντροπή του πατέρα πρέπει νά πληρωθεί!», στήν έντολή του 'Απόλλωνα συνάπτεται καΐ ή δική του ισχυρή βούληση, ένώνεται το θεϊκό μέ τό άνθρώπινο κίνητρο,^ και έ'τσι γιά τον 'Ορέστη ισχύει το 'ίδιο δπως για τον 'Ετεοκλή και τον 'Αγαμέμνονα: θέλει αύτο πού πρέπει. Ή μετατόπιση μετά τον στ. 455 της στροφής πού άρχίζει μέ τον στ. 434 άξίζει νά συζητηθεί, έπειδή άπό τή μια δίνει ιδιαίτερο βάρος στήν έπίκληση του 'Ορέστη, συνδέοντάς την μέ τό τέλος μιας κλιμάκωσης, και άπό τήν άλλη υποκαθιστά μέ εναν παραλληλισμό τήν περίεργη στροφική σειρά της παράδοσης. Μετά τόν κομμό, τά δύο άδέρφια συνενώνονται σέ εναν τριμετρικό εξορκισμό του νεκρού πατέρα τους (479-509), δπου περιλαμβάνεται ενα ένδιάμεσο κομμάτι στιχομυθίας, πού άποτελεΐται άπό περίπου ισόρροπα μέρη δύο ή τριών στίχων. Έ ν α ς διάλογος άνάμεσα στήν κορυφαία και τόν 'Ορέστη (510-584) συμπληρώνει τΙς νύξεις της παρόδου μέ τή διήγηση του ονείρου της Κλυταιμήστρας, δπου τό μοτίβο του δράκοντα του Στησιχόρου βρίσκει μεγαλόπρεπη άνάπτυξη. Ό 'Ορέστης ερμηνεύει τό ονειρο και άποκαλύπτει τό σχέδιο του: θά επιδιώξει να μπει σαν ξένος στό παλάτι καί, αν βρει τόν Αίγισθο στό θρόνο του 'Αγαμέμνονα, θά σκοτώσει άμέσως τόν σφετεριστή. Μεσολαβεί ένα διάστημα δραματικής έντασης, και τά πράγματα, έπειδή λείπει 6 Αίγισθος, παίρνουν άλλο δρόμο. Ή 'Ηλέκτρα στέλνεται στό παλάτι, και έ'τσι εξαφανίζεται πιά εντελώς άπό τή δράση, άντίθετα μέ δ,τι συμβαίνει στά μεταγενέστερα δράματα μέ τό ίδιο θέμα. Τό επόμενο χορικό, μέ τά τέσσερα στροφικά ζεύγη του, συνενώνει διάφορα χαλαρά παραταγμένα μυθικά παραδείγματα μέ στοχασμούς σχετικούς μέ τό κεντρικό θέμα. Πολλά μεν γα τρέφει δεινά', αυτό θά ξανακουστεί άργότερα στόν Σοφοκλή. Ή 'Αλθαία, πού άφησε τόν Μελέαγρο έρμαιο του θανάτου, και ή Σκύλλα, πού πρόδωσε τόν Νίσο, είναι τά παραδείγματα του δεύτερου στροφικού ζεύγους. Ή τρίτη στροφή, μέ μιά δραστική τροπή, όδηγεϊ τό βλέμμα πρός τήν άνομία τοΰ οίκου των 'Ατρειδών, πού έ'χει χρέος τώρα να έκδικηθεϊ ό 'Ορέστης, ένώ ή τρίτη άντιστροφή θυμίζει τήν άσέβεια των Αήμνιων γυναικών, μιά εγκληματική 1. Θά μοΰ μείνει γιά πάντα άκατανόητο πώς έφτασε δ Reinhardt, 167, 16, στό σημείο νά καταλογίσει σ' αύτη τήν έρμηνεία τήν αδυναμία δτι μετατρέπει τόν 'Ορέστη σέ «άθεο γερμανικό ήρωα».
204
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
πράξη πολύ δμοια με της Κλυταιμήστρας, για νά προετοιμάσει, δμως, μέ μιά τροπή προς τό καθολικό, τό τέταρτο στροφικό ζεύγος, πού μιλεί γιά τή Δίκη, τη συνοδό του 'Ορέστη.^ Ή σκηνή 652-718 περιέχει τήν είσοδο του 'Ορέστη στο παλάτι. Στή φωνή του άποκρίνεται ενας υπηρέτης. 'Αξιοσημείωτη είναι ή φραστική ακριβολογία του 'Ορέστη, δταν ζητά κάποιον πού μπορεί νά δώσει πληροφορίες: είναι προτιμότερος ενας άντρας παρά μιά γυναίκα. Αύτό φυσικά μπορεί νά είναι μέρος του σχεδίου του νά σκοτώσει πρώτα τον Α'ίγισθο· δέν είναι όμως θεμιτό νά διατυπώσουμε τό ερώτημα μήπως ό Αισχύλος θέλει τόν 'Ορέστη νά άναβάλλει τή φριχτή συνάντηση μέ τή μητέρα του, γιά να πετύχει ετσι ενα εξαιρετικά έντυπωσιακό αποτέλεσμα, όταν εμφανίζεται άπό τό παλάτι ή Κλυταιμήστρα; Ό 'Ορέστης της δίνει τήν πλαστή ε'ίδηση του θανάτου του* εκείνη άποκρίνεται θρηνώντας τόν άφανισμό του σπιτιού. "Εχουμε τήν εντύπωση δτι άκοϋμε έδώ τήν Κλυταιμήστρα δπως μας τήν έ'δειξε ή έ'ξοδος του 'Αγαμέμνονα. "Επειτα άπό άναπαίστους του χορού, πού έπικαλεΐται τις χθόνιες δυνάμεις, έμφανίζεται, έχοντας άναγγελθεΐ άπό τήν κορυφαία, ή τροφός τοΰ 'Ορέστη, ή Κίλισσα, και έδώ παρεμβάλλεται μιά σκηνή (734-782) στημένη εξαιρετικά έπιδέξια άπό δραματική άποψη. Ή γριά πήρε έντολή νά φέρει τόν Α'ίγισθο, οπότε τίθεται τό ερώτημα άν ό σφετεριστής θά ερθει με τούς άκολούθους του ή δίχως αύτούς. "Εξυττνα και χωρίς νά άποκαλύπτει πολλά, ή κορυφαία πείθει τήν τροφό νά ειδοποιήσει τόν Α'ίγισθο, άντίθετα άπό τήν έντολή πού ττηρε, οτι μπορεί νά έ'ρθει μόνος. 'Εκείνο δμως πού δίνει σ' αύτήν τή σκηνή τήν άξία πολύτιμου πετραδιού της αίσχύλειας τέχνης είναι οι τρυφεροί τόνοι της Κίλισσας, δταν θρηνεί τό παίδι πού άνάθρεψε ή 'ίδια. Και πάλι —δπως και στήν περίπτωση του Κήρυκα στόν 'Αγαμέμνονα— συμβάλλει ούσιαστικά στό δραματικό άποτέλεσμα τό γεγονός δτι μέσα σ' έ'ναν κόσμο φρίκης διακρίνουμε τόνους μιας άμεσης και τρυφερής άνθρωπιας. 1. Ή παράφραση τοΰ κειμένου εξηγεί μέ αρκετή σαφήνεια γιατί πρέπει νά άπορριφθεϊ ή μετάθεση των δύο μερών του τρίτου στροφικού ζεύγους, δπως προτείνει στή σχολιασμένη έκδοση του ό Rose, άκολουθώντας τον Preuss. Ή έρμηνεία είναι προβληματική στις λεπτομέρειές της, άλλά ό στ. 638 ήχεΐ σαν άπάντηση στό άκαίρως τοΰ στ. 624.
205
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
'Ακολουθεί ένα στενά δεμένο με τή δράση χορικό, πού ένθαρρύνει τον 'Ορέστη στην πράξη του' άποτελεΐται άπό τρία στροφικά ζεύγη (783-837), πού πλαισιώνουν κάθε φορά ενα μεσωδικο μέρος. Πολύ δικαιολογημένα ό Kraus (105) συντάχτηκε μέ τήν άποψη εκείνων πού άρνοΰνται τήν επανάληψη αύτοΰ του ενδιάμεσου μέρους επειτα άπο κάθε άντιστροφή. Εύχές γιά τον 'Ορέστη περιέχει το πρώτο στροφικο ζεύγος, επίκληση στούς θεούς το δεύτερο, ενώ το τρίτο παροξύνει τον έκδικητή μέ μιά προληπτική θέαση του συντελεσμένου έ'ργου. Στο ενδιάμεσο κομμάτι άκούγεται ενα θέμα πού εισάγεται άργότερα, άλλά έ'χει εξαιρετική άποτελεσματικότητα: δταν τήν άκούσεις νά φωνάζει «παιδί μου», νά της άποκριθεΐς μέ τή λέξη «πατέρα» ! "Ερχεται 6 Α'ίγισθος —και αύτος χωρίς θριαμβική άντίδραση γιά τήν εΐ'δηση του θανάτου, πιο πολύ μέ μιά α'ίσθηση φρίκης : θέλει νά βεβαιωθεί. 'Ανάπαιστοι του χορού, γεμάτοι ελπίδα και άγωνία, κλιμακώνουν τήν ένταση κατακόρυφα, δταν άκοΰμε κιόλας τις επιθανάτιες κραυγές του Αιγίσθου, πού βρίσκουν τήν 'ίδια τους τήν ήχώ στήν ερώτηση του χοροΰ γιά το τί συμβαίνει (870κ.)· ή κορυφαία, συμβουλεύοντας και τις άλλες γυναίκες νά κρατηθούν παράμερα στα δρώμενα, εισάγει μιά άπο τις πιο ζωηρές σκηνές του αίσχύλειου θεάτρου (872-934). "Ενας υπηρέτης πετιέται άπο τήν κεντρική πύλη και μέ άγριες κραυγές άρχίζει νά χτυπά τήν πόρτα του γυναικωνίτη (πιθανότατα κάποιο άνοιγμα στά παρασκήνια), ώσπου εμφανίζεται ή ίίλυταιμήστρα, πού άντιλαμβάνεται άμέσως σέ δλο τους το βάρος τά λόγια του: «οί πεθαμένοι σκότωσαν τούς ζωντανούς». Ζητεί ένα φονικο πελέκι, άλλα μπροστά της στέκουν κιόλας 6 'Ορέστης και 6 Πυλάδης. Ζητεί τότε τή σωτηρία της μέ ένα μέσο δραστικότερο άπο το πελέκι: δείχνει στον 'Ορέστη τό στήθος της, άπό δπου εκείνος βύζαξε τό χυμό της ζωής. Φριχτή άναδύεται εδώ ή εικόνα του ονείρου της. Ό 'Ορέστης μπροστά στή μητέρα του είναι έτοιμος νά παρατήσει τά δπλα —πρέπει νά επέμβει ό θεός. Αύτό γίνεται μέ τούς τρεις μοναδικούς στίχους πού άκούγονται σ' ολόκληρο τό έργο άπό τό στόμα του Πυλάδη. Ή προσταγή του νικά και ό 'Ορέστης ετοιμάζεται νά οδηγήσει τή μητέρα του στο θάνατο. 'Εκείνη προσπαθεί άκόμη (σπάνια τό δραματικό άποτέλεσμα μιας στιχομυθίας είναι τόσο έντονο), ύπερασπίζοντας τον εαυτό της και παρακαλώντας, νά άποτρέψει τή μοίρα της. "Οπως πρόβλεψε ό χορός
206
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
(829), αγκιστρώνεται, στη λέξη τεκνον, ένώ ό 'Ορέστης, άποφεύγοντας τή λέξη «μητέρα», άντιτάσσει τον πατέρα καΐ τ-)]ν όδηγει στο θάνατο δίπλα στο πτώμα του εραστή της. Ωστόσο, στούς τέσσερις στίχους πού κλείνουν τή σκηνή άκούγεται ή βαρυσήμαντη και απειλητική φράση της κορυφαίας δτι ό 'Ορέστης έ'φτασε τώρα στήν αιμάτινη κορυφή του ο'ίκου των 'Ατρειδών. Και το έπόμενο δμως άσμα του χοροϋ, πού άποτελεΐται άπο δύο στροφικά ζεύγη μέ έφύμνια, άκόμη και μετά τήν άντιστροφή (935-972), είναι γεμάτο γνήσια άγαλλίαση. Ό χορός ύμνεϊ τή νίκη της Δίκης και ελπίζει σέ ενα λαμπρό μέλλον του σπιτιού. 'Εξαιρετικά έντονη είναι ή άντίθεση της επόμενης σκηνής. 'Ανοίγει ξανά ή πύλη του παλατιού (έκκύκλημα;) και δείχνει τόν 'Ορέστη δίπλα στά πτώματα τών δύο θυμάτων του. Τώρα φαίνεται άπροκάλυπτα εκείνο πού εχουμε ήδη άκούσει σέ σύντομους υπαινιγμούς: ή έκδικητική πράξη τοΰ 'Ορέστη, ή πίστη του στήν εντολή του θεοΰ και στόν πατέρα του, έ'χει και μιάν άλλη δψη: ώς μητροκτονία είναι έ'να έγκλημα άνείπωτης φρίκης. "Ηδη ή Κασσάνδρα {'Αγ. 1283) έ'δωσε στόν έκδικητή 'Ορέστη τό χαρακτηρισμό έκείνου πού έπιστέφει τήν άνομία τοΰ ο'ίκου τών 'Ατρειδών. Σ ' αύτό άντιστοιχεϊάπόλυτα τό πολλών αιμάτων έπήκρισε (έ'φτασε στήν κορυφή της έγκληματικής πορείας) του χοροΰ (932). "Ηδη δμως στό τέλος του κομμού 6 χορός, πού λαχταρούσε τήν εκδίκηση μέ τόσο πάθος, μιλεί γιά τό αδιέξοδο και τήν ενοχή πού είχαν κυκλώσει άμετάκλητα τό σπίτι καί, μέ ενα άξιοσημείωτο οξύμωρο, προβάλλει (831) στόν 'Ορέστη τήν άνεπίμομφον αταν.^ Ή τελευταία σκηνή τών Χοηφόρων είναι Ινας μοναδικός σέ άπόγνωση άγώνας τοΰ 'Ορέστη νά δικαιολογήσει τήν πράξη πού και ό 'ίδιος, ακριβώς πριν άπό τήν έκτέλεσή της, τήν ειχε χαρακτηρίσει σάν κάτι μη χρεών (930). Φέρνει στή σκηνή και δείχνει τό μοιραίο δίχτυ δπου δολοφονήθηκε ό 'Αγαμέμνων, και μέσα σέ ενα άλλόκοτο κύκλο μεταφορών σχετικά μέ τό γεγονός άποκαλύπτει τήν κλιμάκωση της παραφροσύνης του. Μελαγχολικά ήχοΰν οΐ άνάπαιστοι τοΰ χοροΰ (1007, 1018). Μέ εικόνες άπαρά1. Η διόρθωση αύτοϋ του χωρίου, ή οποία ούσιαστικά άνάγεται στον Η. Weil και γίνεται δεκτή και άπο τόν Murray, τόν Thomson και τόν Rose, ανταποκρίνεται καλύτερα άπό κάθε άλλη στό ποιητικό ιδίωμα τοϋ Αισχύλου. Γιά τό νόημα πού προϋποθέτουμε είναι άρκετή και ή πρόταση πού δανείζεται ό Groeneboom άπό τόν Wilamowitz: καίπερ αίνων επίμομφον άταν.
207
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
μι,λλης ορμής, ό 'Ορέστης άπεί,κονίζει το σάλεμα του μυαλοΰ του, και ωστόσο άγκιστρώνεται από τήν εντολή του θεοϋ, του μόνου δυνατοΰ σωτήρα του. Και καθώς ή παρηγορητική διάθεση του χοροΰ μένει δίχως άποτέλεσμα, άφου μπροστά στά μάτια του, αθέατες στους άλλους, πλημμυρίζουν τον τόπο οί Ερινύες, φεύγει άπο τή σκηνή κυνηγημένος άπό τις δαιμόνισσες της τρέλας. Βαρυσήμαντοι άνάπαιστοι του χοροϋ (1065-1076) κλείνουν τό εργο. Αυτό πού έγινε πριν άπό λίγο είναι ή τρίτη κατά σειρά θύελλα στήν ιστορία αύτου τοϋ παλατιού: τά δείπνα του Θυέστη* 6 φόνος τοϋ βασιλιά' και τώρα τό τρίτο: λύτρωση ή καινούριο χτύπημα της μοίρας; Ό ποιητής μας άφήνει μέ ενα εναγώνιο ερώτημα: πότε θά βρει κάποιο τέλος ή μανία της συμφοράς; Ή διάρθρωση των Χοηφόρων είναι άρχαϊκή στό βαθμό πού επίσης περιέχει ενα στοιχείο πού θά μπορούσαμε νά τό ονομάσουμε «δραματικό άντίβαρο». "Εχουμε ήδη περάσει άρκετά τό μισό τοϋ δράματος, όταν ό 'Ορέστης (652) έρχεται μπροστά στήν πύλη τοϋ παλατιού, σημειώνοντας έτσι τήν έναρξη της δράσης, πού έχει έκτενώς προετοιμαστεί. Ό μεγάλος κομμός δίνει στό πρώτο μισό τοϋ δράματος βασικά λυρικό χαρακτήρα. 'Ώς εναν μεγάλο βαθμό τό έργο είναι άκόμη χορικό. Αύτό πού λέει ό 'Αριστοτέλης {Ποιητική 18, 1456a 25), δτι ή άπαίτηση της λειτουργικής ενσωμάτωσης τοϋ χοροϋ στό δραματικό σύνολο πραγματοποιήθηκε στόν Σοφοκλή, θά μπορούσε να ειπωθεί άκόμη περισσότερο γιά τόν Αισχύλο. Σχετικά μέ τή δομή των Χοηφόρων^ πρέπει νά ύπογραμμιστεΐ ιδιαίτερα ή άπόλυτη σχεδόν άντιστοιχία μέ τόν 'Αγαμέμνονα. Και στά δύο έργα τήν καταστροφή τή φέρνει ένα πρόσωπο πού έρχεται άπό μακριά: στή μία περίπτωση ως θύμα και στήν άλλη ως εκδικητής. Και στά δύο έργα ό δρόμος πρός τήν καταστροφή περνά άπό τέσσερα στάδια. Στόν 'Αγαμέμνονα, τό μήνυμα της φρυκτωρίας φτάνει πρώτα στό Φύλακα, κατόπιν ή Κλυταιμήστρα τό άναγγέλλει, έρχεται ό Κήρυκας μέ τις άφηγήσεις του πριν άπό τό βασιλιά καί, μετά τή μεγάλη σκηνή τής συνάντησης μέ τήν Κλυταιμήστρα, ό 'Αγαμέμνων μπαίνει στό παλάτι. Στις Χοηφόρες, 6 'Ορέστης στέκεται στόν τάφο τοϋ πατέρα του, ή 'Ηλέκτρα βρίσκει τό βόστρυχο καί τά ϊχνη των πελμάτων, μιά τρίτη βαθμίδα όδηγεϊ στήν άναγνώριση, καί τέλος ό 'Ορέστης μπαίνει στό παλάτι τών 'Ατρειδών, επίσης έπειτα άπό μιά συνάντηση μέ τήν
208
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
Κλυταιμήστρα. Ό ποιητής εδωσε τόση σημασία σ' αύτη την παράλληλη πορεία, ώστε τήν υπογραμμίζει σχεδόν φορτικά, όταν κάθε φορά, μετά τήν άποφασιστική πράξη του φόνου, άνοίγει ή πύλη του παλατιού και δείχνει τό δράστη νά στέκεται δίπλα στά πτώματα των θυμάτων του. Σ ' αύτό τό σημείο άρχίζει και στά δύο εργα ενας άγώνας γιά δικαίωση, πού είναι καταδικασμένος σε αποτυχία" στή μία περίπτωση τελειώνει μέ τήν κάμψη της αύτοπεποίθησης, στήν άλλη μέ τήν παραφροσύνη. Είναι φανερό αύτό πού ήθελε νά δείξει ό ποιητής: έγκλημα και τιμωρία διαδέχονται μοιραία τό ενα τό άλλο, δημιουργώντας μιά άλυσίδα, πού δεν μπορεί κάνεις νά προβλέψει τό τέλος της. Αύτό τό έκφράζουν καθαρά οί άνάπαιστοι πού κλείνουν χιςΧοηφόρες. Αύτή ή σύμπτωση δραματικής πορείας πρέπει βέβαια νά άποδοθεϊ στή θεματική της Όρέστειας, άλλά μέ κανέναν τρόπο δεν πρέπει νά συναγάγει κανείς άπό αύτήν έναν γενικό κανόνα γιά τά δύο πρώτα δράματα κάθε συνεχόμενης αίσχύλειας τριλογίας. Σημαντικές δυσκολίες προκάλεσε τό μοτίβο μέ τά ϊχνη των πελμάτων, πού ή 'Ηλέκτρα τά συγκρίνει μέ τά δικά της καί, μέ βάση τήν όμ,οιότητα, συμπεραίνει τήν παρουσία του άδερφοΰ της. Αύτούς τούς στίχους τούς όβέλισε πρώτος δ Ch. G. Schütz στόν Αισχύλο του (Αονδίνο 1823)· άκολουθώντας τόν L. Radermacher, ^ ό R. Böhme θέλησε νά άπομακρύνει τούς στ. 205-210 καί 228, ένώ ό Ε. Fraenkel, στό παράρτημα της σχολιασμένης έ'κδοσής του γιά τόν 'Αγαμέμνονα^ ύποστηρίζει τήν άθέτηση τών στ. 205-211 καί 228κ. Οί διάφορες έκδόσεις δέν υιοθέτησαν τόν όβελισμό. Τελευταία μάλιστα ύψώθηκαν μερικές φωνές γιά τήν ύπεράσπισή τους.2 'Αρχικά τείνει κανείς νά θεωρήσει πραγματικό έμπόδιο τήν παράδοξη σύγκριση τών ιχνών. 'Εξάλλου, ή άδιαφορία πού δείχνει ό Αισχύλος άπέναντι σέ λεπτομέρειες δεν άφήνει έ'δαφος γιά νά τή δικαιολογήσουμε μέ βάση ορθολογικούς συλλογισμούς, δπως ό Wilamowitz, ή μέ εθνολογικά παράλληλα, δ1. RhM 58 (1903) 546' R. Böhme, «Aischylos und der Anagnorismos», Hermes 73 (1938) 195' πρβ. Gnomon 15 (1939) 350. 2. Ό Reinhardt, 111, πραγματεύεται το μοτίβο χωρίς δυσπιστία" το ϊδί,ο καΐ ό Pohlenz, υιοθετώντας τή σειρά τών στ. 228, 227, 230, 229, πού προτείνεται στίς εκδόσεις τοϋ Groeneboom και τοϋ Murray πρβ. επίσης L. Gernet, «Droit et prédroit dans la Grèce ancienne», Année Sociol. σειρά 3 (1949) 77" G. Freymuth, Gnomon 31 (1959) 395" A. D. Fitton-
209
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
πως ό G. Thomson στή σχολιασμένη του έκδοση. Ίσχυρο ερεισμα γιά τή γνησιότητα αύτοϋ του μέρους είναι έπιπρόσθετα ή κριτική πού άσκεΐ γιά τά αισχύλεια σημεία άναγνωρισμοϋ 6 Εύριπίδης στήν Ήλεκτρα του (520-544), δπου μνημονεύονται και τά 'ίχνη των πελμάτων. Γι' αύτό, ο Ε. Fraenkel και οΐ πρόδρομοι του χρειάστηκε νά δεχτούν την άθέτηση και αύτών των στίχων, τήν οποία είχε προτείνει ό Aug. Mau.^ Ή υπόθεση μ,ιάς τέτοιας διπλής παρεμβολής νόθου κειμένου παραμένει πολύ άμφίβολη. 'Ωστόσο, δεν 0ά ήθελα νά θεωρηθεί δτι εχει παραμεριστεί κάθε αμφιβολία" ενα επιχείρημα παραμένει άνησυχητικό: μετά τήν άπομάκρυνση των στ. 205-211, ή έντονη παρέμβαση του 'Ορέστη, μέ τή φράση εϋχον τά λοιπά, δένεται μέ τήν επίκληση της 'Ηλέκτρας στούς θεούς (201-204) πολύ ούσιαστικότερα παρά μέ τον στ. 211.2 Τό πρόβλημα του κομμού, σημαντικό γιά ολόκληρη τήν τριλογία, ορίζεται μέ το ερώτημα κατά πόσο αύτο τό μέρος πρέπει νά ερμηνευτεί στατικά, ως εικόνα της μοίρας των τελευταίων 'Ατρειδών συνυφασμένη μέ στοιχεία θρήνου, ή δυναμικά, ως λυρικοδραματική σύνθεση μέ άποφασιστική σημασία γιά τή θέση του 'Ορέστη άπέναντι στο πρόβλημα της μητροκτονίας. ' Η νεότερη συζήτηση εχει άνάψει γύρω άπό μιάν άστήριχτη ερμηνεία του Wilamowitz,® πού ύποστηρίζει δτι ό κομμός δείχνει τον 'ΟρέBrown, «The Recognition Scene in Choe.», REG 74 (1961) 363· H. Lloyd-Jones, «Some Alleged Interpolations in Aesch. Choe. and Eur. El.», CQ 55 (1961) 171· H.-J. Newiger, Hermes 89 (1961) 427, 8· K. Matthiessen, Elektra, Taurische Iphigenie und Helena (Hypomnemata 4) 1964, 110· Dingel, 127, 4, δπου καΐ πρόσθετη βιβλιογραφίαΙδιαίτερα: F. Solmsen, «Electra and Orestes», MNIR, n.r. 3 0 / 2 (1967) 3&=Wege der Forschung II 275, μέ θαυμάσια άνάλυση της προβληματικής σκηνής· Ρ. Pucci, «Euripides Heautontimoroumenos», TAPhA 98 (1967) 365. 1. Comment. Philolog. in honorem Th. Mommseni 1877, 291. 2. Θά μπορούσαμε ϊσως, συμφωνώντας μέ τον Κ. Matthiessen, δ.π., νά άποφύγουμε μιά τέτοια σκέψη, συσχετίζοντας τά λόγια τοϋ 'Ορέστη οχι μέ τούς στ. 201-204 άλλά μέ τούς στ. 124-148. Πραγματικά, στο πρώτο χωρίο τά λόγια της 'Ηλέκτρας είναι πιό πολύ κραυγή στούς θεούς παρά προσευχή μέ συγκεκριμένο στόχο, ένώ οί στίχοι τοϋ δεύτερου άπδ τά χωρία πού αναφέρονται πιό πάνω περιέχουν οπωσδήποτε μιά εύχή (138κ. !). 3. Ό Wilamowitz τήν υποστήριξε πρώτα στά σχόλια του στο έ'ργο, αργότερα δμως και στο Griechische Tragödie, 2: Orestie, Βερολίνο 1901, 148 και στο Aisch. Interpr., Βερολίνο 1914, 205.
210
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
στη άρχικά σέ άξιοσημείωτη απόσταση άπο τήν πράξη της εκδίκησης, έτσι ώστε χρειάζεται μιά έρεθιστική εξιστόρηση γιά νά τον οδηγήσει στήν τελεσίδικη άπόφαση. Ό 'Ορέστης όμως εμφανίζεται στη σκηνή έχοντας ήδη πάρει αύτή τήν άπόφαση, πού τήν έδραιώνει άπαριθμώντας διεξοδικά τις φριχτές άπειλές του θεοϋ. Ό Schadewaldt, στήν ερμηνεία του γιά τον κομμό (ό'.π. 350=137), άντικρούει μέ έμφαση τις άπόψεις του Wilamowitz και γράφει: α'Η άποφασιστικότητα του 'Ορέστη απέναντι στήν πράξη δεν είναι μιά μεταβλητή πού άπασχόλησε.τή φαντασία του ποιητή και θά επρεπε νά άπασχολήσει και τον άκροατή». Χωρίς νά θέλω νά άμφισβητήσω δτι ή άπόφαση του 'Ορέστη είναι άμετακίνητη άπό τήν πρώτη του εμφάνιση, άπλώς άντιπαραθέτω σέ αύτή τήν άποψη (ο.π.) μιάν άλλη, πού άποτελεΐ τή βάση γιά τήν άνάλυσή μου: ό κομμος είναι το μέρος όπου ό 'Ορέστης ένοφθαλμίζει τήν έντολή τοΰ 'Απόλλωνα γιά φόνο στήν 'ίδια του τή βούληση, και μετατρέπει έ'τσι σέ βαθύτατη έπιθυμία δ,τι άρχικά ήταν άπλώς έντολή πού άπαιτει τυφλή υποταγή. Γιά πρώτη φορά στον κομμό, ό 'Ορέστης μεταμορφώνεται άπό οργανο του θεοϋ σέ άνθρωπο ολοκληρωμένο και ύπεύθυνο άπέναντι στήν πράξη του. 'Εντελώς άνεξάρτητα, ό Κ. von Fritz χαρακτήρισε τον κομμό μέ έκπληκτικά δμοιο τρόπο: « Έ δ ώ πρέπει νά προστεθεί στήν έντολή του θεού και στούς άντικειμενικούς λόγους ενα τρίτο στοιχείο: ή συναισθηματική προετοιμασία της πράξης, ή μόνη πού μπορεί νά εξασφαλίσει τήν πραγματοποίησή της».^ "Οπως ύπαινίχτηκα και πιο πάνω, αν ή μετάθεση τών στίχων 434-438 μετά τον 455 βοηθούσε σ' αύτή τήν έρμηνεία του κομμού, θά μειωνόταν και ή έντύπωση της παράδοξης άλληλουχίας τών στροφικών ζευγών, μολονότι αύτή ή πολυσυζητημένη άλλαγή^ δέν άποτελεΐ δρο άπαραίτητο γιά τήν έρμηνεία πού προτείνεται έδώ. 1. Κ. von Fritz, 125. 'Απόλυτα συμφωνεί μέ τον Schadewaldt ό Reinhardt, 165, 12, πού προσφέρει επίσης (112) καΐ μιά διεξοδική άνάλυση. Σχεδόν ταυτόσημα μέ τή δική μας άντίληψη έρμηνεύει τον κομμό ό Groeneboom στη σχολιασμένη έκδοση τοϋ ^ργου, σ. 155" συμφωνούν καΐ οί: Ο. Hiltbrunner, Wiederholungs- und Motivtechnik bei Aischylos, Βέρνη 1950, 69; Dodds, PCPhS 18& (1960) 29" H.-J. Dirksen, δ.π. 23, 11· R. Lennig, Traum und Sinnestäuschung bei Aisch., Soph, und Eur. (διατρ.), Βερολίνο 1969, 66. 2. Τήν υποστηρίζει, μετά τον Gh. G. Schütz, τον Wecklein καΐ τον Weil
211
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Οί νεότεροι θά έπρεπε νά αισθάνονται οπωσδήποτε έκπληξη μέ τούς στίχους πού άφησε άθικτους ό Wilamowitz στην εκδοσή του του 1914, ενώ τό 1896 (βλ. παραπάνω) και στη μετάφρασή του τούς εϊχε οβελίσει. Ό 'Ορέστης στον στ. 297 ρωτά: τοιοΐσδε χρησμόΐς άρα χρή πεποίθέναί', Ή ερώτηση εχει ισχυρή καταφατική σημασία. Και άκολουθεϊ (297-305): «'Ακόμη και άν έγώ δεν πίστευα σ' αύτούς, ή πράξη πρέπει νά γίνει...». Πολλοί ίμεροι συγκλίνουν σ' αύτό: ή εντολή του θεού, ή συμφορά του πατέρα, ή πιεστική άνάγκη νά μήν υποταχτούν σέ δύο γυναίκες οΐ πολίτες πού κυρίεψαν τήν Τροία. Και ή προσπάθεια τοΰ Schadewaldt (ο.π. 315, 2 = 1 0 9 , 2· πρβ. Lesky, ο.π.) νά έρμηνεύσει αύτό τό χωρίο δείχνει ακριβώς οτι κάτι τέτοιο δεν μπορεί νά γίνει αβίαστα. Τό μεγαλύτερο όμως έμπόδιο είναι ότι ό 'Ορέστης, άμέσως μόλις μνημονεύει τήν πιθανότητα νά μήν υπακούσει στο χρησμό τοΰ θεού, άναφέρει δτι ενα άπό τά κίνητρα πού επιβάλλουν τήν εκτέλεση της πράξης είναι αί θεον εφετμαίΐ "Ηδη μέ τήν άθέτηση τών στ. 299-301 (ετσι ό Wilamowitz στή μετάφρασή του) τό κέρδος ήταν σημαντικό. "Οποιος τούς διατηρεί πρέπει νά τούς θεωρήσει έ'να είδος θεματική σύνοψη τοΰ κομμοΰ πού άκολουθεϊ και νά καταλογίσει στόν ποιητή τήν άχαρη συναρμογή. Παραμένει άπλή υπόθεση ή άποψη δτι σέ μιά επανάληψη τοΰ έργου ό μεγαλειώδης κομμός παραλείφθηκε και τά βασικά θέματα τοΰ κομματιού άντικαταστάθηκαν άπό ενα δυό παρέμβλητους στίχους. Ή υπόθεση δεν μπορεί νά στηριχτεί πουθενά, δεν μπορεί όμως και νά διαγραφεί άπό μιά σειρά πιθανοτήτων. 'Αξιοσημείωτος εΐναι ό τόνος τών λόγων της Κλυταιμήστρας (691-699) μόλις δέχεται τήν πλαστή εΐ'δηση γιά τό θάνατο τοΰ 'Ορέστη. Κανένας πιά σήμερα δεν πιστεύει δτι οι στίχοι αύτοι μπορεί νά άποδοθοΰν στήν Ηλέκτρα.^ Ή ρήση έκφράζει τή φρίκη μπρός σέ μιά δύναμη πού δεσπόζει πάνω στά πρόσωπα ενός (πού ωστόσο άλλαξε γνώμη), καΐ ό Wilamowitz. Τήν άποψη άκολούθησαν καΐ οί: Snell, 130, και Lesky, δ.π. 101. Έμπεριστατωμ.ένα δικαιολογεί τή μετάθεση ô Kraus, 100. ΔισταχτικοΙ φαίνονται ό Murray στο υπόμνημα του καΐ ό Groeneboom στά σχόλιά του. Τά άντεπιχειρήματα τά άναπτύσσει ό Schadewaldt, ό'.π. 338=127 (μέ πρόσθετη βιβλιογραφία). Μιά διέξοδο νομίζει δτι βρίσκει ό Pohlenz, 2, 60, διατηρώντας στή θέση τους τούς στίχους 434-438, υποθέτοντας δμως τήν έκπτωση μιας στροφής μετά το στίχο 455. 1. Ό W. Α. McDonald, CJ 55 (1960) 367, δίνει τήν ιστορία αυτής της εκτροπής, πού φτάνει ως τήν έκδοση Aldina.
212
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
οΐ'κου, άκόμη και αν βρίσκονται, μακριά του. Οί θρηνητικοί τόνοι γιά τον 'Ορέστη άκούγονται συγκρατημένα (695, 698). 'Υποκρίνεται έδώ ή Κλυταιμήστρα; Αύτό εχει υποστηριχτεί άπό πολλούς, πού έχουν έπικαλεστεϊ τα λόγια της τροφού (737) ότι ή βασίλισσα δείχνει στους ύπηρέτες θλιμμένο το πρόσωπο, ένώ τά μάτια της κρύβουν ενα βουβο γέλιο. Πολύ σωστά ό Dawe {δ.π. 53) δεν θεωρεί ύποκρισία τούς στ. 691-699, άλλα ταυτόχρονα, μέ την άντιπαραβολή των δύο χωρίων, επισημαίνει πλήρη διάσπαση στο χαρακτήρα της Κλυταιμήστρας, ακολουθώντας έτσι τά 'ίχνη του Tycho von Wilamowitz. Θά προτιμούσα νά άναρωτηθούμε αν δεν θά ήταν δυνατό νά συνυπάρξουν και οί δύο φάσεις: άρχικά, ή οδυνηρή α'ίσθηση της σιγουριάς μέ τήν οποία χτυπά 6 δαίμονας τού σπιτιού" άργότερα ομως, ή μόλις καλυπτόμενη άνακούφιση γιά τό θάνατο εκείνου πού ήταν ταγμένος στήν εκδίκηση. Μέ βάση αύτές τις σκέψεις, δέν θά χαρακτήριζα εύκολα ύποκρισία ούτε και τή σύντομη ρήση τού Αιγίσθου (838) οταν έμφανίζεται. Στις Ευμενίδες^ ό πρόλογος της δελφικής ιέρειας διαιρείται μέ μιά σαφή τομή σε δύο σχεδόν 'ίσα μέρη. Τό πρώτο περιέχει τήν πρωινή προσευχή της προφήτισσας μπροστά στο ναό τού 'Απόλλωνα. Και πάλι λειτουργεί μέ έξαιρετική άποτελεσματικότητα ή άντίθεση μέ τό τέλος τών Χοηφόρων και τήν παραφροσύνη τού 'Ορέστη. Ή προσευχή δίνει τήν ιστορία του δελφικού ιερού, πού παρουσιάζεται άπαλλαγμένη άπό μοτίβα βίας κατά τή διαδοχή της κατοχής τού μαντείου και περιέχει τήν άξιοσημείωτη λεπτομέρεια οτι ό 'Απόλλων, διαφορετικά άπό δ,τι στόν όμηρικό "Υμνο, στό δρόμο του άπό τή Δήλο στούς Δελφούς πέρασε άπό τήν 'Αθήνα·^ άργότερα ό θεός θα δείξει και στόν 'Ορέστη τό δρόμο γι' αύτή τήν πόλη (74κκ.). 1. Σχολιασμένες εκδόσεις: F. Blass, Βερολίνο 1907· Ρ. Ubaldi, Τορίνο 1931· Ρ. Groeneboom, Groningen 1952" G. Pompella, Νεάπολη 1972. —Γιά τή σημασία πού εχει γιά το κείμενο τών Ευμενίδων ενας κώδικας στή Σαλαμάγκα βλ. Dawe, 189.—Ερμηνευτικές έργασίες: H.-J. Dirksen, Die Aischyleische Gestalt des Orest, Νυρεμβέργη 1965· Η. D. Robertson, «The Hybristês in Aeschylus», TAPhA 98 (1967) 373 (ιδιαίτερα σχετικά μέ το 2ο στάσιμο)" I. Καμπίτσης, «"Ομματα πειθούς [Ενμ. 970)», 'Ελληνικά 26 (1973) 5. Σ' αύτά νά προστεθεί και ή έκτενής βιβλιογραφία γιά τή σχέση του έργου μέ τά σύγχρονα ιστορικά γεγονότα. 2. Αύτο τό στοιχείο επανέρχεται στόν παιάνα του Λιμένιου (D. 2, 6,175'
213
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Ή προφήτισσα μπαίνει, στο ναό, άλλά άμέσως ξαναορμα στη σκηνή μέ ολα τά σημάδια του τρόμου' έρπει με τά τέσσερα καΐ περιγράφει το φριχτό θέαμα πού άντίκρισε μέσα στον οίκο του θεοΰ: στον όμφαλο της γης κάθεται ενας Ικέτης, μέ ξίφος καΐ χέρια αιματοβαμμένα, και γύρω του πάνω σέ σκαμνιά κοιμούνται γοργόμορφες γυναίκες. 'Αμέσως μετά τη ρήση της, άνοίγει ή πύλη του ναου και βλέπουμε τήν όμάδα πού μόλις εχει περιγραφεί. Δίπλα στον 'Ορέστη στέκεται 6 'Απόλλων, και ή πρώτη του φράση είναι ή διαβεβαίωση: οντοι προδώσω. Στήν άρχή δέν εχει νά συμβουλέψει τίποτε άλλο στον 'Ορέστη παρά νά στέρξει τή φυγή του σέ γή καΐ θάλασσα. "Οταν δμως φτάσει στήν 'Αθήνα, πρέπει να προσπέσει στο ξόανο της Παλλάδας* έκεϊ θά βρεϊ δικαστές και θα έ'χει τή δική του βοήθεια. Στήν καινούρια έκκληση του 'Ορέστη γιά συμπαράσταση, ό 'Απόλλων κοίλεϊ τον Έ ρ μ η νά οδηγήσει τον προστατευόμενο του και υστέρα άπομακρύνεται. Ά π ο τή γή άναδύεται το είδωλο της Κλυταιμήστρας και άφυττνίζει τις 'Ερινύες μέ πικρές αιτιάσεις. Της άποκρίνονται νυσταγμένα μουγκρητά και στεναγμοί, πού καταλήγουν σε σπρωξίματα, ώσπου ή κορυφαία ξεσηκώνει το κοπάδι. 'Ακολουθούν τρία στροφικά ζεύγη (144178), δπου εμφανίζονται λυρικά μέτρα, κυρίως δόχμιοι, και μετά πάλι τρίμετρα. Ή δλη διαδικασία υποδηλώνει άπότομες φωνητικές άλλαγές. Δύσκολα μπορούμε νά μιλήσουμε έδώ γιά πάροδο. Οί 'Ερινύες σέ άγριους τόνους κατηγορούν τό θεό, πού τούς άρπαξε το θύμα και μίανε τό Ι'διο του το ιερό. 'Εδώ ήχει ενα βασικό μοτίβο του έ'ργου: ενας νεότερος κόσμος 'Ολύμπιων θεών περιφρονεί τΙς πάνσεπτες χθόνιες δυνάμεις και θέλει νά καταλύσει τό πανάρχαιο δίκαιο της έκδίκησης. Τότε παρουσιάζεται μπροστά τους ό 'ίδιος ό θεός. Σέ μιά σκηνή (179-234) δπου, επειτα άπό δύο ρήσεις τοΰ 'Απόλλωνα, άκολουθεϊ κάθε φορά μιά σύντομη στιχομυθία, ο Αισχύλος εικονίζει τά δύο θεϊκά μέρη σέ τόσο εντυπωσιακή άντίθεση, ώστε μόνο σέ άντιπαραβολή μέ αύPowell, Collectanea Alexandrina 149), στ. 11. Σέ μερικά άκόμη χωρία στη μελέτη της Chr. Gülke (46, 3), πού μνημονεύεται στή βιβλιογραφία των Ίκετίδων (43), γίνεται λόγος και γιά τήν Πυθαΐδα, μιά λατρευτική πομπή άπό τήν 'Αθήνα προς τούς Δελφούς, πού διατηρούσε τήν άνάμνηση τοΰ περάσματος τοϋ θεοϋ άπο τήν 'Αθήνα, στύ ταξίδι του άπό τή Δήλο στούς Δελφούς.
214
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
τήν βρίσκει όλο το βάρος καΐ το βάθος της ή συμφιλίωση στο τέλος του έργου. Έ ν ώ στην πρώτη ρήση του ό θεός διώχνει άπο τό Ιερό του, ώς φρικιαστικά έκτρώματα του Κάτω Κόσμου, τις Ερινύες, ή δεύτερη περιέχει ενα προανάκρουσμα της υπεράσπισης πού θά προσφέρει ό 'ίδιος στον 'Ορέστη μπροστά στο άθηναϊκό δικαστήριο. Ή σκηνή άλλάζει, μεσολαβεί ενα μάλλον άπροσδιόριστο χρονικά διάστημα, και βρισκόμαστε στήν 'Αθήνα, δπου ο βωμός και τό ξόανο της προστάτισσας θεάς υποδηλώνουν τήν ιερότητα του χώρου. 'Εδώ εχει προσπέσει ικέτης ό 'Ορέστης και έδώ έλπίζει νά βρει τή λύτρωση πού του έχουν ύποσχεθει οί Δελφοί. Σάν κοπάδι κυνηγάρικα σκυλιά ορμά ο χορός των Έρινύων ή κορυφαία μιλεί για τό μόχθο του άκατάπαυτου κυνηγητοΰ (244-253)· τέσσερις δόχμιοι (255κκ.) δείχνουν τήν τελευταία φάση της άνίχνευσης και της έ'ρευνας. Ξαφνικά οί 'Ερινύες ανακαλύπτουν τόν φυγάδα, και μέ στίχους πού άποτελοΰν τήν κανονική τους πάροδο ορμούν πάνω στόν ικέτη, πού είναι άγκιστρωμένος στό ξόανο της θεάς, και διεκδικούν τά δικαιώματά τους στόν μητροκτόνο. Πρέπει κι αύτός νά πάει εκεί κάτω, γιά νά βρει καΐ τούς άλλους πού πάτησαν τήν τριπλή έντολή: τίμα τό θεό, τόν ξένο, τούς γονείς! Ό 'Ορέστης, μέ λόγια πού δεν άπευθύνονται άμεσα στίς 'Ερινύες, επικαλείται τή λατρευτική κάθαρσή του (δέν πρόκειται νά μας άπασχολήσει τό έρώτημα πότε συντελέστηκε) άπό τόν 'Απόλλωνα καΐ άπευθύνει στήν 'Αθηνά έκκληση βοήθειας. Οι 'Ερινύες, μέσο της κορυφαίας τους, εμμένουν στό δίκαιό τους καί, σέ μιά σειρά άναπαίστους (307-320) οπου επικαλούνται τό δικαίωμά τους γιά εκδίκηση, τακτοποιούνται στήν ορχήστρα γιά τήν εκτέλεση του δέσμιου ϋμνον, μέ τόν όποιο δένουν τό θύμα τους. Σ ' αυτούς τούς άναπαίστους κρούονται δυναμικά οί βασικοί τόνοι τοΰ έπόμενου χορικού (321-397), πού εκτείνεται σέ τέσσερα στροφικά ζεύγη, τά τρία πρώτα μέ ενα έφύμνιο. Ή έπανάληψή του μετά τήν άντιστροφή μαρτυρεΐται μόνο γιά τό πρώτο σύστημα, άλλά μπορεί μέ βεβαιότητα νά γίνει δεκτή καί γιά τά δύο επόμενα. Τό χορικό διαγράφει μιά κίνηση πού προοικονομεϊ τήν πορεία του έ'ργου. Στήν πρώτη στροφή οί νυχτογέννητες θεές κατηγορούν τόν δελφικό θεό —έρχονται ξανά άντιμέτωποι δύο κόσμοι* καί δταν έν συνεχεία, ώς τήν τελευταία στροφή, ψάλλουν γιά τήν άμετάκλητη αποστολή τους νά επιβάλλουν τό νόμο της εκδίκησης, καθώς δια-
215
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
χωρίζουν άπόλυτα τον έαυτό τους άπο τον φωτεινό κόσμο των 'Ολύμπιων θεών, προσδιορίζουν την τραχύτητα αύτής της άντίθεσης. Τό τελευταίο δμως στροφικο ζεύγος περιέχει και άλλους τόνους. "Οταν οΐ άνελέητες θεές ονομάζονται σεμνές^ κάθε 'Αθηναίος θά εφερνε οπωσδήποτε στο νου του τη λατρεία των Σεμνών Θεών, πού ειχε υπό την έπίβλεψή του γιά λογαριασμό της πόλης τό γένος τών Ήσυχιδών. Στό τέλος του χορικού οΐ 'Ερινύες μιλούν γιά τό πανάρχαιο σέβας πού τούς άνήκει, έ'στω και άν εδρεύουν στό άνήλιαγο σκότος. Οί δαίμονες, πού ό 'Απόλλων εδιωξε άπό τό ναό του σάν βδελυρά τέρατα, εμφανίζουν χαρακτηριστικά άπό δπου δεν λείπει ή άξια και κάποιο μεγαλείο. Ό 'Ορέστης διατηρεί τό άσυλό του πιασμένος άπό τό ξόανο της θέας* βοήθεια μπορεί νά του προσφέρει μόνο ή θεά πού επικαλέστηκε. Και έκείνη ερχεται, άπεσταλμένη μιας μεγάλης κοσμικής δύναμης, ταυτόχρονα όμως προσωποποίηση του άττικοΰ πνεύματος, πού φέρνει φώς μέσα στό σκοτάδι και ολοκληρώνεται στην άρμονία του ναού της 'Ακρόπολης. Γαλήνια ρωτα γιά την παράδοξη σύναξη μπροστά στό βωμό της· άπό αύτό πρέπει νά καταλάβουμε δτι ή θεά, άντίθετα άπό τόν δελφικό άδερφό της, δεν ξέρει τίποτε γιά τη φύση και τήν άποστολή τών 'Ερινύων. Ή άπάντηση δίνεται, επειτα άπό τρεις εισαγωγικούς στίχους, άπό τήν κορυφαία σέ μιά στιχομυθία. Οί έρωταποκρίσεις επικεντρώνονται σύντομα στό πρόσωπο του 'Ορέστη· είναι άξιοσημείωτο, ο)ς άντανάκλαση νέων δικονομικών συνθηκών, δτι άπορρίπτεται ή διεξαγωγή μιας δίκης με βάση τόν δρκο, και άπαιτεϊται ρητά ή έ'ρευνα (433). Ή άπόφαση θά βγει μέ διαιτησία της 'Αθηνάς. Ή θεά ζητεί άπό τόν 'Ορέστη νά διατυπώσει τις δικές του αιτιάσεις· ό ποιητής, σέ σοφά ύπολογισμένη παραλλαγή, τόν άφήνει νά μιλήσει σέ αύτόνομη ρήση (443-469). Στήν άρχή ό 'Ορέστης τονίζει δτι εχει ήδη έξαγνιστεϊ και έπομένως δεν μολύνει τό ξόανο της θεάς, και κατόπιν μιλεί γιά τήν πράξη του και τήν έντολή του θεού, ο όποιος, κατά τήν αίσχύλεια σκέψη, ονομάζεται μεταίτιος. Ή 'Αθηνά βρίσκεται σέ θέση πολύ δμοια μέ του βασιλιά στις Ίκέτιόες: δέν πρέπει βέβαια νά άποκρουστεΐ ό ικέτης, ούτε δμως και οί έκδικήτρες θεές, πού μέσα στήν οργή τους έ'χουν τή δύναμη νά φέρουν στή χώρα τή δηλητηριασμένη πνοή του λοιμού. Μιά θεά δμως δέν μπορεί νά καταλήξει σέ τραγικό άδιέξοδο εξαιτίας
216
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
της αμηχανίας της, πού την ομολογεί (481). Μολονότι στην άρχή της ρήσης της βρήκε τήν υπόθεση έξαιρετικά δύσκολη ώστε νά μπορεϊ νά τήν κρίνει ενας άνθρωπος ή καΐ ή ϊδια άκόμη, τώρα είναι άποφασισμένη νά συγκροτήσει ενα ορκωτό δικαστικό σώμα άπο τούς άριστους πολίτες της 'Αθήνας, πού θά άποφασίσουν. Στο έπόμενο στάσιμο (490-565: τέσσερα στροφικά ζεύγη), στο πρώτο σύστημα και στή δεύτερη στροφή, κυριαρχεί ή άνησυχία μήπως άθωωθεο ό 'Ορέστης και μείνουν ετσι άτιμώρητα τέτοια εγκλήματα. 'Αλλά ή δεύτερη άντιστροφή ξαναπιάνει ενα νήμα πού τήν άφετηρία του τή διαπιστώσαμε ήδη στο τέλος του προηγούμενου χορικού: ό χορός τονίζει τό μεγάλο νόημα της άποστολής του, και είναι ιδιαίτερα σημαντικό δτι τώρα προφέρει λέξεις πού άργότερα τις άκοΰμε άπό τό στόμα της 'Αθηνάς. 'Η φαινομενική άδιαλλαξία παρουσιάζεται σε καινούριο φώς· ό σκληρός διχασμός άρχίζει νά άμβλύνεται. Ή φράση τών Έρινύων (517) εσθ' οπου τό όεινόν εν (εχει και τό κακό κάποιο καλό) ταυτίζεται μέ τά λόγια πού άκοΰμε στήν ιδρυτική ρήση της 'Αθηνάς (698κ.)· τό 'ίδιο και ή προειδοποίηση του χοροϋ, πού ταυτίζει τήν άναρχούμενη ζωή μέ τή δουλεία (525), βρίσκει αντίστοιχη άνταπόκριση πού φτάνει ως τή λεκτική σύμπτωση (696). 'Ακόμη πιό έντονα προβάλλονται σ' αύτό τό χορικό τά χαρακτηριστικά πού μεταμορφώνουν τις κυνηγήτρες δαιμόνισσες του δελφικού ομφαλού σέ αύστηρές άλλά δίκαιες κυβερνήτρες της Δίκης. "Ενα δυναμικό διαλογικό τμήμα (566-777), άρθρωμένο μέ ζωηρή ποικιλία, άπϋΐκονίζει τό ξεκίνημα του πρώτου δικαστηρίου γιά δίκες φόνου πάνω στόν "Αρειο Πάγο. Στή σκηνή έμφανίζεται ή 'Αθηνά μέ εναν κήρυκα, μέ τούς έκλεγμένους δικαστές και μιά ομάδα πολίτες· κηρύσσει τήν έναρξη τής διαδικασίας, καλεί τον 'Απόλλωνα και δίνει τό λόγο στις 'Ερινύες. Ό Αισχύλος έναλλάσσει καΐ πάλι μέ έξαιρετικά δραματική άποτελεσματικότητα ενα μέρος σέ μορφή στιχομυθίας μέ μιά σειρά σύντομες ρήσεις.'Ύστερα άπό δύο εισαγωγικούς στίχους, ή κορυφαία άνακρίνει τον 'Ορέστη (587-608), έπιφέροντας άλλεπάλληλα πλήγματα, γιά νά τελειώσει μέ δύο θριαμβευτικούς στίχους. Ό 'Ορέστης δέν άρνιέται τήν πράξη, επικαλείται μέ λίγα λόγια τήν έντολή του 'Απόλλωνα και τελικά όδηγεϊ τή διαδικασία στό έρώτημα πού βαθμιαία θά άποτελέσει τόν κεντρικό στόχο τής δίκης: πώς κρίνεται ή πράξη τής Κλυταιμήστρας σέ σχέση μέ τήν πράξη του γιου της; Οι
217
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Ερινύες, περιορίζοντας σημαντικά τήν περιοχή της δικαιοδοσίας τους, άρνιοΰνται δτι ήταν υποχρεωμένες νά τιμωρήσουν τή δολοφονία του 'Αγαμέμνονα, άφοΰ το αίμα δεν ήταν συγγενικό. ΚαΙ δταν, ερεθισμένες, άποκρούουν, ώς έ'κφραση άμφιβολίας γιά κάτι αύτονόητο, τήν ερώτηση του 'Ορέστη άν και 6 'ίδιος ήταν άπο τό αίμα της μητέρας του, εκείνος έ'χει τελειώσει μέ τήν ύπεράσπισή του —είναι πιά ή στιγμή να παρέμβει ό θεός. Ό 'Απόλλων υπερασπίζεται τήν ύπόθεση του 'Ορέστη σέ μιά κλειστή ρήση (614-673), πού διακόπτεται σέ δύο μόνο σημεία άπό τήν κορυφαία. 'Επικαλείται το κύρος του μαντικού του αξιώματος, πού τον ταυτίζει μέ τή φωνή του Δία. "Υστερα περιγράφει τό έγκλημα της γυναίκας πού δολοφόνησε ύπουλα τον άρχηγό του στρατού. 'Εδώ είναι άξιοσημείωτη ή ένδιάμεση ερώτηση της κορυφαίας κατά πόσο ό Δίας εκτιμούσε άκριβότερα τό φόνο τού πατέρα, αύτός πού άλυσόδεσε τον δικό του πατέρα, τον Κρόνο, Και εδώ άναγγέλλεται ή τόσο άγαπητή και στον Εύριπίδη και κυρίως αργότερα δικανική-άποδεικτική άποτίμηση τών μύθων, ή οποία άντιπαραθέτει μοτίβα άρχικά διαχωρισμένα. Τό χτύπημα βρήκε τό στόχο του, δπως δείχνει και ή θυμωμένη άπάντηση τού 'Απόλλωνα μέ τό κάπως σαθρό έπιχείρημά του οτι τά δεσμά μπορεί και νά λυθούν.^ Στήν καινούρια ερώτηση της κορυφαίας: ποιά κοινότητα θά μπορούσε νά δεχτεί εναν μητροκτόνο, ό 'Απόλλων άποκρίνεται οχι μέ τήν επίκληση μιας κάθαρσης, πού τήν είχε ό 'ίδιος πραγματοποιήσει (άλλη μιά ένδειξη γιά τήν άβεβαιότητα αύτοϋ του στοιχείου), άλλά μέ ενα επιχείρημα πού μνημονεύτηκε έ'μμεσα στο τέλος της στιχομυθίας μέ τον 'Ορέστη: ό πατέρας εχει πολύ διαφορετική σημασία γιά τό παίδι άπό δ,τι ή μητέρα" έκεΐνος είναι ό σπορέας* ή γυναίκα προστατεύει μόνο τό σπέρμα, είναι τό χωράφι δπου μεγαλώνει τό σπέρμα.^ Ό 'Απόλλων κλείνει μέ ενα πολιτικό επιχείρημα: θέλει νά βοηθήσει τήν 'Αθήνα καΐ ετσι σκοπεύει νά εξασφαλίσει, μέσο του 'Ορέστη, τό "Αργός ώς σταθερό σύμμαχο της πόλης. 1. Στο άπ. 530 Μ. (άσφαλώς άπό τΙς Αίτναΐες), στ. 5κ., ή Δίκη πληροφορεί δτι ό Δίας κατατρόπωσε τον Κρόνο άκολουθώντας δίκαιο δρόμο. 2. Μέ ποιο εύρύτερο τομέα της ιστορίας τών ιδεών σχετίζεται αυτό τό χωρίο έδειξε ή Erna Lesky, ((Die Zeugungs- und Vererbungslehren der Antike», AAWM 1950/19, 1278. Καθαρά προβάλλει ή ϊδια εικόνα στό άπ. 145 Μ., 8κ., στήν άντίθεση άνάμεσα στήν άρονρα καΐ τό σηέρμα.
218
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
Ol λόγοι, των άντιδίκων έχουν τελείώσεί' είναι ή ώρα της ψηφοφορίας. Το επόμενο, κατά τα άλλα εντελώς άσύμμετρο, μέρος (674-753) εχεί. δομηθεί ώς κυκλική σύνθεση. Ή Άθηνα κηρύσσει μέ λίγα λόγια την έναρξη της ψηφοφορίας και ταυτόχρονα περνά στήν εκτεταμένη Ιδρυτική της ρήση. Αυτό το άνώτατο δικαστήριο πάνω στο βράχο του "Αρη, τό όποιο τή στιγμή αύτή άντιμετωπίζει πρώτη φορά μιά υπόθεση φόνου, θά μείνει παντοτινά γιά την 'Αθήνα καταφύγιο του δικαίου. "Εχουμε ήδη τονίσει πώς ή σύσταση δτι δεν πρέπει νά εξοριστεί ολότελα δ φόβος άπό την πόλη και δτι πρέπει νά βρεθεί ό μέσος δρόμος άνάμεσα στήν άναρχία και τή δουλεία, διδάσκει τή σοφία, κάτι πού τό μάθαμε νωρίτερα άπό τό στόμα των Έρινύων, Ή Άθηνα στο τέλος της ρήσης της δίνει εντολή νά άρχίσει ή ψηφοφορία. Πρέπει νά φανταστούμε δτι σ' αύτή τή διαδικασία δόθηκε άρκετή έκταση, μιά και συνοδεύεται άπό εναν μακρύ άγωνιστικό διάλογο της κορυφαίας και του 'Απόλλωνα (711-733). Σ ' αύτή τή διστιχομυθία υπογραμμίζεται έντονα ή άπειλή τών Έρινύων νά εκδικηθούν αν ήττηθοΰν ετσι προετοιμάζεται τό τελικό μέρος του έργου. Ή 'Αθηνά, ώς πρόεδρος, ψηφίζει τελευταία' ή ψήφος της άνήκει στον 'Ορέστη, επειδή και αύτή ή ίδια είναι κόρη άποκλειστικά του πατέρα της. Ταυτόχρονα καθιερώνει τον κανόνα: ή ισοψηφία θά σημαίνει άπαλλαγή του κατηγορουμένου. Γιατί αύτό τό άποτέλεσμα προκύπτει άπό τήν καταμέτρηση τών ψήφων, πού διεξάγεται κάτω άπό τά επιφωνήματα τών διαδίκων επειτα άπό αύτό, ή 'Αθηνά άναγγέλλει τήν άθώωση του κατηγορουμένου.^ Κανένας δεν θά παραγνωρίσει τή σημασία πού έχει ή μετατόπιση της ευθύνης άπό τον δελφικό θεό στο δικαστήριο της 'Αθή1. Γιά τήν «ψήφο της Αθηνάς» έχουν γραφτεί πολλά. Ό Aylen, 349, άνανεώνει τήν άποψη δτι πρόκειται για πρόσθετη ψήφο, πέρα άπό εκείνες πού είχαν ήδη φέρει ισοψηφία" προσκομίζει καΐ άλλες μαρτυρίες γιά νά δείξει δτι και στην άρχαιότητα υπάρχει διαφορά άντίληψης πάνω στό θέμα. Άφοϋ στο μέρος πού καλύπτουν οί στ. 711-733 κάθε δίστιχο συνοδεύει πιθανότατα τήν κίνηση ένός δικαστή πού ψηφίζει, ό Aylen άναγκαστικά συμπεραίνει δτι 6 πρώτος δίνει την ψήφο του βουβός. Αύτό φυσικά εΤναι πιθανό, άλλά ή ρητή δήλωση τής 'Αθηνάς, στό τέλος (753), δτι ό άριθμός τών ψήφων είναι ϊσος καΐ ή ένορκη αναφορά της στήν Ισόψηφον δίκην (795), δταν προσπαθεί νά καταπραΰνει τις Ερινύες, δείχνουν δτι μόνο ή ψήφος τής θεάς έφερε την ισοψηφία.
219
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
νας. Ή παλιά έντολή της δίχως τέλος φονικής εκδίκησης ύποχωρεϊ μπρος στήν άπόφαση της πόλης, όπως εκφράζεται στο ύψιστο δικαστήριο της. Έ δ ώ δμως δέν πρέπει νά άναγνωρίσουμε, δπως εχει ήδη συμβεί, ενα εγκώμιο της πολιτείας καθαυτήν. Το αποτέλεσμα της ισοψηφίας έκφράζει μέ τρόπο άπτο δτι ή υπόθεση του 'Ορέστη γενικά δέν είναι δυνατό να κριθεί άπό τους άνθρώπους. Έκεινο πού σώζει τον 'Ορέστη και σπάζει τον φοβερό κλοιό της ένοχης και του πάθους γύρω άπό τόν οίκο των 'Ατρειδών είναι ή χάρις της θεάς, οπως έκφράζεται στόν καταστατικό της λόγο, μιά χάρη πού, σέ τελευταία άνάλυση, προέρχεται άπό τόν πατέρα της τόν Δία. Σέ εναν εξαιρετικά ορμητικό λόγο, ό'Ορέστης εύχαριστεΐ και δίνει επίσημο δρκο δτι τό "Αργός θά κρατήσει γιά πάντα πιστή συμμαχία μέ την πόλη της Παλλάδας. Έ δ ώ ή τραγωδία τών 'Ατρειδών βρίσκει τό τέλος της. Στη σκηνή δμως κυριαρχοΰν άκόμη οΐ 'Ερινύες, τά ήττημένα έκδικητικά πνεύματα, πού μέσα στήν άμετρη οργή τους άπειλοϋν τή χώρα μέ δηλητήριο και λοιμό, Ό έξευμενισμός τους άποτελεϊ τώρα τή σπουδαιότερη άποστολή της 'Αθηνάς. Ή έπιτυχία της πραγματοποιείται σέ μιά μεγάλη σύνθεση, πού άποτελεΐται άπό δύο «έπιρρηματικα» μέρη (778-891 και 916-1020) και μιά διάμεση σκηνή λόγων, δπου δηλώνεται ή μεταστροφή. Τό πρώτο «έπιρρηματικό» μέρος δείχνει τις 'Ερινύες γεμάτες άγριο πόνο και άμετρη λύσσα. Αύτό φαίνεται και στά δύο στροφικά ζεύγη, δπου ή άντιστροφή άποτελεΐκάθε φορά και μιά λεκτική έπανάληψη της στροφής. Ή 'Αθηνά άποκρίνεται σέ τριμετρικό λόγο, έξορκίζει και καταπραΰνει μέ άτέλειωτη υπομονή, διατηρώντας τήν άττική χάρη της άκόμη καΐ εκεί δπου κάπως υπαινικτικά άποκαλύπτει δτι τελικά και ή θυγατέρα του Δία έ'χει τά δπλα της και ξέρει βέβαια σέ ποια κρυψώνα φυλάγει σφραγισμένο τόν κεραυνό του 6 ύψιστος τών θεών.ι Ωστόσο, φτάνει στό σκοπό της μέ φιλικές ύποσχέσεις και δχι μέ άπειλές. Μεγάλη τιμή περιμένει τις 'Ερινύες: αύτό πού άντιπροσωπεύουν γιά τό δίκαιο και τήν κοινωνία τών άνθρώπων πρέπει νά συναρμοστεί στή δομή τής πόλης ως απαραίτητη προϋπόθεση γιά τή σωστή λειτουργία της. ' Η 'Αθηνά, ή κόρη του 'Ολύμπιου Δία, ή φωτεινή θεά, ξέρει πώς νά έξευμενίζει τις δυνά1. Γιά το πρότυπο αύτης της ιδέας, μαζί μέ ενα χεττιτικό παράλληλο, βλ. Lesky, Eranos 52 (1954) 10=Ges. Sehr. 374.
220
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
μεις πού έχουν τήν εδρα τους στά βάθη της γης. Σέ μι,ά σύντομη στιχομυθία πραγματοποιείται ή άλλαγή: οί έκδικήτρες θεές του ένοχου φόνου, χωρίς καθόλου να άποποιοΰνται αύτη τήν αποστολή τους, μετατρέπονται σέ δυνάμεις εύεργετικές για τή γη της 'Αττικής και γιά τούς άνθρώπους της. Και τώρα, στο δεύτερο «έπιρρηματικό» μέρος, πολύ όμοιο μέ το άσμα των "Ίκετίδων γιά το "Αργός, ξεσπούν οί εύλογίες των Εύμενίδων για τήν πόλη της 'Αθηνάς, ή οποία, σέ εγκωμιαστικούς άναπαίστους, άποκρίνεται στις ελπιδοφόρες ύποσχέσεις πού δίνονται γιά τα δέντρα και τις εστίες, γιά τούς άνθρώπους και τήν ειρήνη της πολιτείας. Σέ εορταστική πομπή ή 'Αθηνά, μαζί μέ τούς δικαστές και τούς πολίτες, οδηγεί τις Εύμενίδες στήν καινούρια τους εδρα, άπο δπου θά εξουσιάζουν ως εύεργετικές δυνάμεις. Το έ'ργο κλείνει μέ δύο σύντομες χορικές στροφές, πού περιέχουν τά άξιοσημείωτα λόγια οτι ό Δίας και ή Μοίρα έχουν ενωθεί σέ ενα κοινο τέλος. Οί Ευμενίδες^ διαφορετικά άπό τήν εντελώς παράλληλη διάρθρωση των δύο πρώτων έργων της τριλογίας, δπου επειτα άπο ενα έκτεταμένο, λυρικό κυρίως, έκθετικό μέρος, ή δράση προωθείται μέ δραστικά άλματα, εμφανίζουν μιά σύνθεση άπο τέσσερα ομόλογα διαδοχικά τμήματα: στά δύο πρώτα ξεσπά ή σύγκρουση τήν οποία προκάλεσε ή πράξη του 'Ορέστη, ενώ στά άλλα δύο δίνεται ή λύση και γιά τούς άνθρώπους και γιά τούς θεούς. Τό προοίμιο στούς Δελφούς δίνει τήν εύκαιρία νά άντιπαρατεθοϋν τά δύο θεϊκά μέρη, ένώ ταυτόχρονα δείχνει το δρόμο προς τήν 'Αθήνα. Έ κεϊ πραγματοποιείται ή προετοιμασία γιά τή δίκη μέ μιάν άδρή περιγραφή της φύσης τών Έρινύων σέ δύο δυνατά χορικά και μέ τήν παρέμβαση της 'Αθηνάς. Ή δίκη του 'Ορέστη καλύπτει ενα τρίτο μέρος, ένώ το τελευταίο προεκτείνει τό συμφιλιωτικό τέλος στήν περιοχή τών θεών και ενσωματώνει στήν πόλη τών 'Αθηνών τις λυσσασμένες δαιμόνισσες της εκδίκησης ως εύεργετικά πνεύματα. Γιά τή διάρθρωση τών Ευμενίδων ό Αισχύλος είχε νά άντιμετωπίσει ενα πρόβλημα σύνθεσης, πού τό δημιουργούσε ή άν^-γκΊ] νά συνδυαστεί μιά αποκρυσταλλωμένη παράδοση μέ τήν προσωπική δημιουργία. Στοιχείο δεδομένο ήταν ό 'Απόλλων ώς ύποκινητής της μητροκτονίας και ύποστηρικτής του 'Ορέστη: ε'ίτε τον εφοδίαζε μέ τό τόξο του, γιά νά άποκρούσει τις 'Ερινύες, όπως διηγείται δ Στησίχορος, ε'ίτε εξάγνιζε τό έ'γκλημά του μέ τό αίμα
221
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ένός χοιριδίου, δπως δείχνει, ό γνωστός κρατήρας του Λούβρου. Αύτά τά θέματα δέν ικανοποιούσαν τον Αισχύλο, ό όποιος προσπάθησε νά συνδέσει, μ,έ τήν 'Αθήνα του τή μεγάλη συμφιλίωση, συμπεριλαμβάνοντας ανθρώπους και θεούς, χωρίς ωστόσο να παραιτηθεί άπό τους Δελφούς καΐ τό θεό τους. ' Η σύνθεση παρουσίαζε τεράστιες δυσκολίες. Εΐναι καταρχήν ή συνύπαρξη ένός θεού, ό όποιος με τά πρώτα του λόγια στο εργο βεβαιώνει τον 'Ορέστη γιά τή σωτηρία του, και ένός άδέσμευτου δικαστηρίου, όπου ό θεός άφήνεται έκτεθειμένος στήν άβεβαιότητα της τελικής έκβασης. Ά π ό τΙς πληροφορίες πού δίνει ό 'Ορέστης στήν 'Αθηνά γιά προηγούμενες έξαγνιστικές πράξεις, μένει όπωσδήποτε ενα άξεδιάλυτο ύπόλοιπο. Μιά φορά έπικαλεϊται (238) τήν εξαφάνιση του στίγματος του μ.έ μιά μακρόχρονη περιπλάνηση, πιο κάτω (283) τήν εξιλέωση μέ τό αιμα ένός χοιριδίου. Αύτά τά δύο δέν εναρμονίζονται άπόλυτα μεταξύ τους. Είναι άλήθεια οτι ό 'Απόλλων, στή σκηνή στό ναό, μιλεϊ (75) γιά περιπλανήσεις του 'Ορέστη· άλλά λίγο πιό κάτω (89), μέ τόν άδερφό του Έρμη, του προσφέρει τόν ασφαλέστερο οδηγό γιά τό δρόμο πρός τήν 'Αθήνα.^ Οΰτε μπορεί να ενταχθεί εντελώς στά συμφραζόμενα και ή λατρευτική εξιλέωση ώς δώρο του 'Απόλλωνα, άφοΰ ή προφήτισσα εχει ήδη μιλήσει (41) γιά τόν ικέτη πού κάθεται δίπλα στόν ομφαλό της γης, κρατώντας στά ματωμένα χέρια του τό ξίφος, ενώ δέν γίνεται κανένας υπαινιγμός γιά μιά τέτοια εξιλέωση στό διάστημα άπό τήν εμφάνιση του 'Απόλλωνα ώς τήν άναχώρηση του 'Ορέστη. Και σέ εναν άλλο τομέα ό Αισχύλος έκαμε χρήση της ελευθερίας έκείνης πού αποτελεί προνόμιο μιας μεγαλοφυίας. Οι 'Ερινύες σέ διάφορα χωρία έμφανίζονται εκδικήτριες κάθε μεγάλου 1. Ό Dirksen, δ.π. 20 (πρβ. 81κκ.), παραβλέπει τή σημασία της συνοδείας του Έρμη. Είναι κάπως επικίνδυνο νά χαρακτηρίζονται ό 'Απόλλων και ό Έρμης «ήθικά έπιλήψιμοι 'Ολύμπιοι» (8). Σχετικά μέ τό ρόλο τοϋ 'Απόλλωνα, βλ. έπίσης R. Ρ. Winnigton-Ingram, «The Role of Apollo in the Oresteia», CR 47 (1933) 97. Σωστά επισημαίνει τά προβλήματα πού προκύπτουν εδώ ό Dawe στή μελέτη του πού μνημονεύεται στίς Χοηφόρες («Inconsistency» 58). Το γεγονός δτι ό εξαγνισμός μέ αίμα χοιριδίου στόν ομφαλό της γης δέν εχει καμιά θέση στό ^ργο, τό παρατήρησε ήδη ό F. Hauser στό Griechische Vasenmalerei 2, 332 των Furtwängler-Reichhold· πρβ. έπίσης Α. Lesky, Hermes 66 (1931) 209=Ges. Sehr. 106. Διαφορετικά τώρα ό R. R. Dyer, «The Evidence for Apolline Purification Rituals at Delphi and Athens», JHS 89 (1969) 38.
222
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
εγκλήματος, προπαντος του φόνου. Έ τ σ ι ή Κασσάνδρα άκούει. {'Αγ. 1186) το χορό τους νά θορυβεί μέσα στο σπίτι των 'Ατρειδών, ενώ προς τήν Ι'δια κατεύθυνση δείχνουν διάφοροι στίχοι στις Ευμενίδες^ λ.χ. 336 και 421· στον «δέσμιο» ΰμνο παρουσιάζονται άτεγκτες προστάτισσες του δικαίου και στον στ. 513 καταγγέλλουν δτι, αν περιφρονήσει κανείς το δίκιο τους, άδικα θά επικαλούνται πατέρες και μητέρες τη Δίκη και τις Ερινύες. 'Ιδιαίτερα προβληματικά σ' αύτά τά συμφραζόμενα είναι ενα χωρίο τών Χοηφόρων (283), δπου ό 'Απόλλων προειδοποιεί τον 'Ορέστη δτι, άν δεν υπακούσει, θά τον καταδιώξουν οι 'Ερινύες του πατέρα του. Με δλα αύτά έ'ρχεται σέ άντίθεση ό περιορισμός του δικαιώματος νά έπιβλέπουν τήν άσκηση της εκδίκησης μόνο σέ περιπτώσεις συγγενικού φόνου, δπως τονίζουν οί ϊδιες μέ ιδιαίτερη έμφαση: πρβ. Ευμενίδες 210-212 και 605, δπου άκριβώς γι' αύτόν τό λόγο αύτοχαρακτηρίζονται αναρμόδιες γιά τήν πράξη της Κλυταιμήστρας. Καταλαβαίνουμε δτι ό ποιητής χρειαζόταν αύτο τον λειτουργικό περιορισμό γιά τήν πορεία της δράσης του έ'ργου* άπό έδώ μπορούσε νά ξεκινήσει και ή διαμάχη γιά τό τί σημαίνει γιά τό παίδι ό πατέρας και τί ή μητέρα. Ή διεξαγωγή της δίκης είναι ίσως τό μέρος δπου ελάχιστα διακρίνουμε τή δύναμη του τιτάνα τών'Αθηναίων τραγικών.^ Γιά τόν 'Αθηναίο πολίτη, πού ήταν θρεμμένος μέ τά δικαστήρια, ή σκηνή σήμαινε οπωσδήποτε πολύ περισσότερα. "Αλλωστε, δέν πρέπει νά παραβλέψουμε οτι στά τρωτά της επιχειρηματολογίας τών δύο πλευρών εκφράζεται κάτι ούσιαστικό: ή μοίρα πού βαραίνει τόν οίκο τών 'Ατρειδών δέν εξορκίζεται μέ αύτό τόν τρόπο' μόνο ή θεία χάρη σβήνει τήν κατάρα. ΚαΙ στην υποδήλωση του τόπου της δράσης ό ποιητής ενεργεί χωρίς άνασταλτικούς περιορισμούς. Ό 'Ορέστης έ'ρχεται στήν 'Αθήνα και ζητεϊ προστασία στο ξόανο της πολιούχου θεάς. Σ ' αύτό τό σημείο σκεφτόμαστε πολύ φυσικά τήν 'Ακρόπολη· και δμως ή θεά στήν ιδρυτική ρήση της (685κκ.)^ προσδιορίζει σαφέστατα ως τόπο της δράσης τόν "Αρειο Πάγο. Τό πρόβλημα της σχέσης μιας τραγωδίας μέ τήν έποχή της 1, Σ' αύτη τήν κρίση επέμεινε ό Wilamowitz και στο ^ργο του Erinnerungen (255). 2. "Οσο γιά το κείμενο, θά μπορούσαμε νά το κατανοήσουμε υποθέτοντας ένα άνακόλουθο, δπως προτείνει στά σχόλιά του ό Ρ. Groeneboom.
223
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
μπορεί κάποτε νά είναι άκανθώδες, άλλά έδώ δεν υπάρχει άμφιβολία δτι, γιά τή σκηνή μέ την 'ίδρυση του 'Αρείου Πάγου και μέ τήν επιβεβαίωση «πιστών όρκίων» μέ τους Άργείους, πρέπει να δεχτούμε συγκεκριμένες άναφορές. 'Εννοείται δτι τά συμπεράσματα πού θέλησαν νά εξαγάγουν σχετικά μέ τήν πολιτική θέση του ποιητή παρουσιάζουν εξαιρετική ποικιλία.^ "Οπως σημειώσαμε ήδη σχετικά μέ τις Ίκέτίδες, ή έντονη έξαρση της συμμαχίας μέ τό "Αργός δείχνει δτι μέ αύτή τήν πόλη συνδέονταν στενά οί έλπίδες των δημοκρατικών πού πήραν τήν κατάσταση στά χέρια τους, ύστερα άπο τήν άποτυχία της φιλοσπαρτιατικής πολιτικής του Κίμωνα. Και οί Ευμενίδες δείχνουν προς τήν Ι'δια κατεύθυνση. Δεν ύπάρχει καμία άπολύτως άμφιβολία δτι ό έγκωμιασμος , του 'Αρείου Πάγου στο έ'ργο του Αισχύλου σχετίζεται μέ τά γεγονότα πού άπογύμνωσαν το άριστοκρατικο αύτο σώμα το 462 άπό κάθε πολιτική δύναμη. "Αδικα δμως θά προσπαθούσε κάνεις νά αναγνωρίσει στις Ευμενίδες συγκεκριμένη διαμαρτυρία για τις μεταρρυθμίσεις τού 'Εφιάλτη, άφοΰ άκριβώς εκείνο πού άναγνωρίστηκε στον "Αρειο Πάγο, δηλαδή ή άρμοδιότητα σέ ύποθέσεις φόνου, τό απονέμει και ή Άθηνα μέ τήν 'ίδρυσή του. 'Εννοείται δτι ό ποιητής ύποστηρίζει αύτό τό δικαίωμα μέ δλη του τή δύναμη. Έ δ ώ μπορεί κανείς να πει δτι έπιβεβαιώνεται ή άποψη πού διατυπώνει σχετικά μέ τις Ίκέτιδες ο F. Schachermeyr, δτι ο Αισχύλος ήταν μετριοπαθής δημοκράτης. 'Ενδιαφέρουσα είναι ή 1. Μιά έπισκόπηση δίνεται άπό τον Podlecki στις σημειώσεις γιά τήν Όρέστεια και στην εργασία της Chr. Gülke (28, 1) πού μνημονεύεται στο κεφάλαιο γιά τις Ίκέτιδες. Ά π ο νεότερες ερευνες: F. Stoessl, «Aeschylus as a Political Thinker», AJPh 73 (1952) 113· K. J. Dover, aThe Political Aspect of Aeschylus' Eumenides» JHS 77 (1957) 230' F. Jacoby, FGrHist Illb, Suppl. 1, 22· H. T. Wade-Gery, Essays in Greek History, 'Οξφόρδη 1958, 176 καΐ 183, 2, οπού διατυπώνεται ή υπόθεση δτι ή διεξαγωγή της δίκης στο εργο καθρεφτίζει εναν καινούριο θεσμό, σύμφωνα μέ τδν όποιο οΐ άρεοπαγίτες δεν δίκαζαν οΐ ϊδιοι, άλλά παρέπεμπαν τις διάφορες υποθέσεις σέ άρμόδια δικαστήρια' S. J. Lurje, «Die politische Tendenz der Tragödie Eum.», περίληψη στο BO (1960) 295" S. Mazzarino, «Eschilo, Pericle e la storia dell'AreopagO)), RCCM 2 (1960) 301· H. Quincey, «Orestes and the Argive Alliance», CQ n.s. 14 (1964) 190· G. Salanitro, «L'Orestea e la politica estera di Atene», SicGymn, n.s. 19 (1966) 153· F. Schachermeyr, Die frühe Klassik der Griechen, Στουτγάρδη 1966, 145.
224
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
ύπόθεσή του^ δτί. το ερώτημα πού παίζει, τόσο σημαντικό ρόλο στή σκηνή της δίκης, αν δηλαδή γεννήτορας του παιδί,οϋ είναι ό πατέρας ή ή μητέρα, μπορεί νά συσχετιστεί μέ τον άγώνα γιά τήν έξασφάλιση πολιτικών δικαιωμάτων έκείνων πού είχαν 'Αθηναίο πατέρα και ξένη μητέρα. Γιά τό σατυρικό δράμα Πρωτεύς πρέπει νά ύποΟέσουμε οτι ούσιαστικά άποτελεΐ δραματοποίηση της Ιστορίας πού διηγείται ό Μενέλαος στο δ της 'Οδύσσειας. Ό Κήρυκας του 'Αγαμέμνονα (620κκ.) προετοιμάζει το εργο. Γιά τον Προμηθέα, ώς πανούργο άντίπαλο του Δία, πού έξαπάτησε τον πατέρα τών θεών στή διανομή τών σφαγίων και του εκλεψε τή φωτιά γιά νά τή φέρει στούς άνθρώπους, διηγείται ό 'Ησίοδος στή Θεογονία του, δπως και γιά τή φριχτή τιμωρία μέ τον άετο πού καταβρόχθιζε κάθε μέρα το συκώτι του καθηλωμένου στο βράχο Τιτάνα, ώσπου ό Ηρακλής, μέ άπόφαση του Δία, σκότωσε τό βασανιστή. 'Εξάλλου, ή θρησκευτική λατρεία της 'Αττικής γνώριζε εναν Προμηθέα, δαίμονα της φωτιάς, ό όποιος, δίπλα στον "Ηφαιστο, προστάτευε άγγειοπλάστες και σιδηρουργούς και είχε ένα ίερό κοντά στον Κολωνό.^ Ό Αισχύλος πήρε τή διήγηση σχετικά μέ τήν κλοπή της φωτιάς, άλλά γιά τή δραματοποίησή της συνδύασε και ένα θέμα μέ διαφορετική προέλευση. Τό δράμα του παίζεται έκείνη τήν πανάρχαια εποχή πού ό Δίας είχε αποκτήσει τήν εξουσία του κόσμου, άλλά δεν τήν είχε άκόμη έξασφαλίσει άπό κάθε κίνδυνο. Είναι ό τρίτος σέ μιά σειρά διαδοχής, όπου οί δύο προκάτοχοί του άναγκάστηκαν νά υποχωρήσουν μπρος σέ άγρια βία.^ Ποιος θά μπορούσε νά βεβαιώσει 1. Βλ. παραπάνω, σελ. 181. 2. Γιά τΙς μυθολογικές προϋποθέσεις του δράματος τοΰ Αισχύλου βλ. Κ. Solmsen, Hesiod and Aeschylus, Ithaca 1949, 124' J. H. Finley, Pindar and Aeschylus, Cambridge (Mass.) 1955, 220" K. Reinhardt, Aischylos 29' U. Bianchi, «Prometheus der titanische Trickster», Paideuma 7 (1961) 414" A. Garzya, «Le tragique de Prométhée enchaîné d'Eschyle», Mnemosyne, s. 4, 18 (1965) 113· Mette, Verl. Aisch. 16. 3. Γιά νεότερα ευρήματα, πού δείχνουν τή συγγένεια του μύθου της διαδοχής μέ άνατολίτικα παράλληλα, βλ. τΙς εργασίες πού συγκεντρώνονται άπο τον Α. Lesky, Ges. Sehr. 356, 372 και 379" P. Walcot, Hesiod and ihc Near East, Cardiff 1966.
225
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
οτι δέν έπιφυλασσόταν καΐ σ' αύτον παρόμοια άνατροπή; Το γεγονος οτι 6 Προμηθέας, έδώ γιος της Θέμιδας καΐ της Γαίας, πού έχουν συνενωθεί σέ μία μορφή, γνωρίζει άπο τή μητέρα του το μυστικό πού άπειλεΐ την εξουσία του Δία, κάνει επικίνδυνο τον φαινομενικά άκίνδυνο, μέσα στά δεσμά του, άντίπαλο του νέου κοσμοκράτορα. Ό Αισχύλος πιθανότατα πραγματεύτηκε αύτή τή σύγκρουση σέ μια πλήρη τριλογία' γιά το σατυρικό δράμα της δέν γνωρίζουμε τίποτε. Μας σώζεται μόνο ό Προμηθεύς δεσμώτης.^ Τό έ'ργο άρχίζει μέ μιά ζωηρή προλογική σκηνή. Στήν άκρη του κόσμου, το Κράτος και ή Βία, υπηρέτες του Δία, οδηγημένοι άπό τον "Ηφαιστο, πού κουβαλά και τά σύνεργά του, φέρνουν τον 1. Ή σημαντικότερη σχολιασμένη έκδοση είναι τοϋ Ρ. Groeneboom, Groningen 1928. Παλαιότερες εκδόσεις και μεταφράσεις μνημονεύονται στήν έκδοση τοϋ Ε. Rapisarda, Τορίνο 1936. 'Επίσης: G. Thomson, Cambridge 1932 (μέ σχόλια και μετάφραση)' W. Buchwald, Βαμβέργη 1962. —Ερμηνευτικά: W. Kraus, RE 23 (1957) 666· Κ. Reinhardt, Prometheus (Eranos-Jb 25), Ζυρίχη 1957, 2ki=^Tradition und Geist, Γοττίγγη 1960, 191' S. Long, «Notes on Aeschylus' Prometheus Bound», TAPhA 102/3 (1958) 229" Κ. Kerényi, Prometheus, 'Αμβούργο 1959" J. Granera, Esquilo Prometeo Encadenado, Mendoza 1963' S. Benardete, «The Crimes and Arts of Prometheus», RhM 107 (1964) 126· L. Golden, In· Praise of Prometheus : Humanism and Rationalism in Aeschylean Thought, ëxS. ΓΓανεπ. Β. Καρολίνας 1966. Παλαιότερες εργασίες γιά το μύθο και το δράμα μνημονεύει ό Ν. Terzaglii στον τόμο Prometeo, Τορίνο 1966· Irin Zawadzka, «Die Echtheit des gefesselten Prometheus. Geschichte und gegenwärtiger Stand der Forschung», Altertum 12 (1966) 2iO=Wege der Forschung Π 333· Rose Unterberger, Der gefesselte Prometheus des Aischylos (Tüb. Beitr. 45) 1968, μέ εξαντλητικό βιβλιογραφικό πίνακα' Ε. Dolin, ((Prometheus Psellistes», CSCA 2 (1969) 85' C.-J. Herington, The Author of Prometheus Round, Αονδίνο 1970 και The Older Scholia on the Prometheus Round, Leiden 1972· J. Irigoin, «Les stasima du Prométhée enchaîné», Serta Turyniana, Urbana 1974, 199' M. Griffith, The Authenticity of Prometheus Round, Cambridge 1977.—Μεταφράσεις: Γερμανικά: W. Α. Roth, Βερολίνο 1936 (κάποτε ύττηρχαν καθηγητές της χημείας πού κατόρθωναν νά δίνουν τέτοιες μεταφράσεις!)' Π. Bogner, Χαϊδελβέργη 1949 (μέ έλληνικό κείμενο)· μοναδική παραμένει ή άπόδοση του W. Kraus, Στουτγάρδη 1965 (Reclam), μέ εξαιρετικό επίλογο. 'Αγγλικά: Τ. G. Tucker, Μελβούρνη 1935· Ε. Hamilton, στο Three Greek Plays, Νέα 'Τόρκη 1937· R. C. Trevelyan, Cambridge 1939. 'Ιταλικά: Ε. Fumi, Φλωρεντία 1936· άλλες μνημονεύονται στήν έκδοση του Rapisarda.—'Εργασίες γιά τό πρόβλημα της γνησιότητας του έργου άναφέρονται παρακάτω.
226
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
Προμηθέα σε εναν έρημο βραχότοπο, γιά νά τον αλυσοδέσουν. Ό θεός καθηλώνει τον Τιτάνα πάνω στο βράχο δένοντάς του τά χέρια και τά πόδια, και μπήγοντάς του μια άτσαλένια σφήνα στο στήθος· καθώς όμως έκτελει τό εργο του, άποκαλύπτει τή βαθιά του αντίθεση, σε ενα διάλογο μέ τό Κράτος σταθερά δομημένο σέ μονόστιχα και δίστιχα. "Οσο τό Κράτος είναι δ ώμός ύποτακτικός του Δία, γεμάτος χλεύη γιά τόν καταδικασμένο, τόσο δ "Ηφαιστος είναι γεμάτος συμπάθεια καΐ εκτελεί τό άποτρόπαιο καθήκον του μέ παράπονα και δισταγμούς. Έ δ ώ πρέπει νά γίνουν δύο παρατηρήσεις. Στόν στ. 7 κιόλας, τό Κράτος δηλώνει δτι τό παράπτωμα του Προμηθέα είναι δτι εκλεψε τή φωτιά γιά χάρη των άνθρώπων. Σ ' αύτή τή σκηνή γίνεται λόγος γι' αύτό τό θέμα άλλες τρεις φορές (30, 38, 82), τις δύο άπό τό 'ίδιο τό Κράτος, ενώ πρός τό τέλος του έργου μέμφεται τόν Προμηθέα γιά τήν κλοπή της φωτιάς δ Έρμης (946), ενας άλλος υπηρέτης του Δία. Είναι όμως έξαιρετικά σημαντικό δτι τό Κράτος στό πρώτο άπό τά δύο χο^ρία μιλεϊ γιά τό παντέχνον πυρός σέλας (λάμψη της πάντεχνης φωτιάς). Μέ τό προσδιοριστικό έπίθετο εχει ήδη δοθεί ή συνθηματική λέξη πού προκαλεί μιά δλο και πιό έντονη υποχώρηση της φωτιάς αύτής καθαυτήν, ώς στόχου της πράξης του Προμηθέα, και ήδη προετοιμάζεται ή μεγάλη ρήση του Τιτάνα, δπου δ 'ίδιος άποκαλύπτεται ώς φορέας του άνθρώπινου πολιτισμού γενικά.^ Μιά λέξη-κλειδι γιά δλη τήν τραγωδία εισάγεται άπό τόν "Ηφαιστο, δ όποιος κλείνει τή γεμάτη συμπόνια και επιτίμηση ρήση του πρός τόν Προμηθέα μέ τήν έξης φράση : « Ό καθένας είναι σκληρός μόλις πάρει τήν έξουσία στά χέρια του». 'Επανειλημμένα υπενθυμίζεται δτι πρόκειται γιά τήν άρχή μιας καινούριας κοσμικής έποχής, γιά μιά νέα έξουσία, πού προήλθε άπό εναν κάθε άλλο παρά τελεσίδικο άγώνα.^ Πρέπει νά φανταστούμε δτι δ καθηλωμένος στό βράχο Προμηθέας μένει άρκετό διάστημα σιωπηλός, πριν άρχίσει τό παράπονο του μέ μιά μεγαλειώδη επίκληση στά στοιχεία της φύσης. 'Αρχίζει μέ λυρικούς ιάμβους, γεμάτους έντονες παρηχήσεις, οί όποιοι περνούν σέ άναπαίστους χωρίς καμιά διακοπή του νοήμα1. Χωρία δπως οί στ. 110, 123, 235 και 250κκ. είναι ενδεικτικά γιά τή μεταλλαγή τοΰ θέματος. 2. Λ.χ. 96, 149, 163, 186, 310, 389, 439, 942, 955.
227
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
τος. Ή επιστροφή στους ιάμβους (101) φέρνει και μιά ήρεμότερη σειρά στοχασμών γιά τήν κατάστασή του, και τέλος μιά ταραγμένη παρεμβολή (114· ύστερα άπο βάκχειους και ιάμβους, πάλι άνάπαιστοι) άναγγέλλει τήν άπροσδόκητη άφιξη του χοροϋ. Σέ καμία άπο τις σωζόμενες τραγωδίες ό χορός δεν εισάγεται στο δράμα από ενα χώρο τόσο μακρινό δσο εδώ οί 'Ωκεανίδες, πού πλησιάζουν, έκτελώντας τήν πάροδο τους (128-192), τον Προμηθέα άνεβασμένες πάνω σέ φτερωτό όχημα (135). Ή πάροδος είναι διαρθρωμένη σέ δύο στροφικά ζεύγη, πού διακόπτονται κάθε φορά άπο άναπαιστικά «επιρρήματα» του Τιτάνα. Οι 'Ωκεανίδες, κάτοικοι του κυκλικού ποταμού πού περιτρέχει τή γη, άκουσαν τό σφυροκόττημα, ζήτησαν άπό τόν πατέρα τους άδεια καί, ύπερνικώντας τή δειλία τους, ήρθαν νά δουν και οί 'ίδιες τό γεγονός. Ή συμπόνια τούς φέρνει δάκρυα' εδώ άκοΰμε τήν καίρια λέξη για τή νέα διακυβέρνηση του κόσμου, πού τόν εξουσιάζει χωρίς νόμο ό Δίας, μέ ενα καινούριο δίκαιο, σύμφορο μόνο στόν 'ίδιο: άθέτως. Τά «επιρρήματα» του πρώτου στροφικού ζεύγους έχουν ως άξονα ένα οδυνηρό δέρχθητ\ έσίδεσθ' (δείτε, κοιτάξτε). Χαρακτηριστικά ελληνική έπιθυμία εκφράζει ό Προμηθέας δταν δηλώνει δτι προτιμά νά βρίσκεται στά βάθη τών Ταρτάρων παρά νά προσφέρει εδώ στούς εχθρούς του εύπρόσδεκτο θέαμα. Στή δεύτερη στροφή, ό χορός δίνει στόν καταδικασμένο τό δικό του «σύνθημα», όταν στό τραγούδι του άναφέρει δτι ό Δίας δέν θά δώσει τέλος στή σκληρότητά του, προτού χορτάσει ή καρδιά του ή προτού του άφαιρέσει τήν εξουσία κάποιος άλλος. 'Ο Προμηθέας γνωρίζει τό μυστικό άπό δπου έξαρταται μιά καινούρια άλλαγή στή διακυβέρνηση του κόσμου, καΐ αυτή ή γνώση άποτελεϊ καί τό μεγάλο του δπλο. Ό χορός τρομάζει μπρός στόν ριψοκίνδυνο λόγο, άλλά ό Προμηθέας στό τελευταίο του «επίρρημα» επιμένει: ό Δίας μπορεί νά στηρίζει τό δίκιο του στή δύναμή του (ή έκφραση παρ' εαντω τό δίκαιον εχων είναι περίεργη), άλλά κάποτε θά διδαχτεί τήν έπιείκεια. Μιά πολύ σημαντική ενδειξη δτι και ή τριλογία του Προμηθέα τελείωνε μέ τή συμφιλίωση τών άντιθέσεων προσφέρεται δταν ό Τιτάνας καταλήγει (191κ.): είς άρθμόν εμοί και φι?Μτητα σπεύδων σπενδοντί ποθ' ήξει (κάποτε θά ζητήσει κάτι πού και οι δυό μας θά τό θέλουμε: συμμαχία καί φιλία). Αύτό τό δράμα μέ τόν άκινητοποιημένο πρωταγωνιστή μπορούσε νά άποκτήσει κάποια ροή μόνο μέ τήν ε'ίσοδο προσώπων
228
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
πού ύποβάλλουν στον Προμηθέα ερωτήσεις. Οί Ωκεανίδες παίζουν τον δικό τους ρόλο ρωτώντας. Σέ μιά διαλογική σκηνή άνάμεσα στον Προμηθέα και τό χορο σέ μορφή τριπτύχου (193-276) οί 'Ωκεανίδες ζητούν νά μάθουν τήν απώτερη αιτία της σκληρής τιμωρίας. Ό Προμηθέας σέ έκτεταμένο λόγο επιχειρεί μιά άναδρομή. Στήν άποστασία των Τιτάνων εναντίον τοΰ Δία, ό 'ίδιος, ύστερα άπό συμβουλή της μητέρας του της Θέμιδας (πού ονομάζεται και Γαία και συνενώνει σέ μιά μορφή και άλλα πολλά ονόματα),^ πήρε το μέρος του Δία και τον βοήθησε νά νικήσει τούς άντιπάλους του, πού τώρα έ'χουν φυλακιστεί στά Τάρταρα. Ό καινούριος δεσπότης όμως τον άντάμειψε άσκημα, άφοΰ οι τύραννοι δεν έχουν καμιά έμπιστοσύνη στούς φίλους.^ "Οταν δμως ό Δίας άποφάσισε νά αφανίσει τούς άνθρώπους και νά δημιουργήσει ενα καινούριο γένος, ό Προμηθέας εσωσε τούς θνητούς. Στήν επόμενη στιχομυθία, πού πλαισιώνεται άπό τέσσερις στίχους της κορυφαίας, ονομάζει τις τυφλές ελπίδες βοήθεια, και τή φωτιά προϋπόθεση γιά κάθε τεχνική επιδεξιότητα, αύτο δηλαδή πού δηλώνει στή διήγησή του ό Πρωταγόρας (Πλάτ. Πρωτ. 321d): εντεχνος σοφία σνν πνρί. Σέ εναν δεύτερο λόγο ό Προμηθέας ομολογεί τήν πράξη του' ή έκφραση έκών ήμαρτον (266) δεν σημαίνει έξομολόγηση άμαρτιών —λέγεται άπό τή σκοπιά τοΰ Δία. Τέλος, ο Τιτάνας παρακαλεί τις 'Ωκεανίδες νά κατεβούν άπό τό οχημά τους, γιά νά ολοκληρώσει τή διήγησή του. 01 άνάπαιστοι (277-283) συνοδεύουν τήν κίνηση των 'Ωκεανίδων. 'Εκείνη τή στιγμή έμφανίζεται ενας καινούριος επισκέπτης, ό πατέρας των 'Ωκεανίδων, ό 'Ωκεανός· άνάπαιστοι (284-297) συνοδεύουν και τή δική του έμφάνιση: ιππεύει εναν γρύπα. "Ενας μακρός διάλογος άνάμεσα στούς δύο άντιθέτει δύο κλειστές ρήσεις, γιά νά καταλήξει σέ μιά σύντομη στιχομυθία. 'Ολόκληρη ή σκηνή χαρακτηρίζεται άπό λεπτότατη ήθοπλασία, άλλα γιά τήν ερμηνεία της δέν είναι πάντοτε εύκολο νά άποφασίσει κάνεις πού πρέπει νά 1. Αύτός δ συγκρητισμός βρίσκεται σέ άντίθεση μέ τή ρήση της προφήτισσας στίς Ευμενίδες (2), δπου ή Θέμις διαδέχεται τή μητέρα της Γαϊα στήν κατοχή τοΰ μαντείου. 2. Αύτο το χαρακτηριστικό φαίνεται κάπως άνοίκειο μέ τά συμφραζόμενα, άφοΰ δέν γίνεται καθόλου λόγος γιά εμπιστοσύνη. Ή εξουσία δμως τοΰ Δία χαρακτηρίζεται τυραννίδα, μέ τή μορφή πού τή γνώρισε ό Αισχύλος στή Σικελία. Αύτή ή έκφραση, δπως και άλλες συγγενικές της, επανέρχεται συχνά στο κείμενο: 310, 324, 357, 402κκ., 736, 756, 761, 909, 942, 958.
229
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
διακρίνει, σύμφωνα μέ τή θέληση του ποιητή, ορισμένους ύπαινιγμούς. Πόσο πραγματικά άποφασισμένος είναι ό 'Ωκεανός νά βοηθήσει και ώς ποιο σημείο άπαλλάσσεται, μέ αύτή του την επίσκεψη στον μαρτυρικό θεό, άπό ενα συγγενικό καθήκον; Και όταν, καθησυχασμένος άπό τόν Προμηθέα, λέει οτι το τετράποδο πτηνό του χαίρεται γιά την έπιστροφή στό στάβλο του, δεν διαπιστώνουμε τή δική του άνακούφιση πού άποφεύγει μιά δυσάρεστη συνομιλία; Στη συμβουλή γιά μια συνετή ύπεκφυγή παρατίθεται τό άλύγιστο πείσμα του Προμηθέα, πού άντιμετωπίζει τήν καλή διάθεση τοϋ άλλου μέ έλαφρώς ειρωνική άνωτερότητα, καθώς μέ μιάν άπέριττη χειρονομία παραμερίζει τή μεσολαβητική του προσπάθεια. Τόν προειδοποιεί γιά έναν κίνδυνο, πού ελάχιστα δικαιολογείται άπό τή φύση του 'Ωκεανού: νά έρθει σέ σύγκρουση μέ τόν Δία. Τί θά είχε νά περιμένει κανείς άπό αύτόν τό δείχνει ή μοίρα τοϋ "Ατλαντα και τοϋ Τυφωέα. "Οταν ό Προμηθέας μιλεί γιά τή φυλάκιση τοϋ Τυφωέα κάτω άπό τήν Αίτνα και γιά τά κύματα της φωτιάς πού θά ξεσπάσουν στό μέλλον, είναι φυσικό νά ύποθέσουμε οτι ύπόκεινται μνήμες τοϋ ποιητή άπό τή διαμονή του στή Σικελία. Τό πρώτο στάσιμο (397-435), πού συγκροτείται άπό τρία σύντομα στροφικά ζεύγη μέ μιά επωδό, είναι ένας μοναδικός θρήνος γιά τόν Προμηθέα, άξιος νά άντηχήσει άνάμεσα σέ όλους τούς λαούς τής 'Ασίας, στα βάθη τοϋ "Αδη, στά νερά της θάλασσας και τών ποταμών. Τό δεύτερο έπεισόδιο (436-525), μέ μιά έκτεταμένη ρήση πού χωρίζεται άπό τέσσερα τρίμετρα τής κορυφαίας σέ δύο 'ίσα μέρη, συνεχίζει τή διήγηση τοϋ Προμηθέα άπό τό σημείο δπου τήν είχε διακόψει ό 'Ωκεανός. Τώρα ό Τιτάνας έξιστορεΐ πώς γλίτωσε τό άνθρώπινο γένος άπό τήν εξόντωση. 'Εδώ όδηγεΐται στό τέλος της εκείνη ή γραμμή πού ολοένα και περισσότερο παραμερίζει τό θέμα τής κλοπής τής φωτιάς. Ή φωτιά μνημονεύεται μόνο μία φορά, μαζι μέ άλλα, ώς μέσο γιά τήν άναγνώριση οιωνών εδώ ό Προμηθέας άναπτύσσει μιά πραγματική θεωρία γιά τή γένεση τοϋ πολιτισμού, δπου ό ίδιος κατέχει, ώς μέγας εύρετής, κεντρική θέση. Αύτός μεταμόρφωσε τούς άνθρώπους σέ πνευματικά δντα, πού ξέρουν νά δαμάζουν τις άνάγκες τους και νά έρμηνεύουν τούς οιωνούς. Αύτή ή άξιοπρόσεχτη ρήση βρίσκεται σέ συνάρτηση μέ γενικότερα θέματα τής ιστορίας τοϋ πολιτισμού. Ή
230
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
τάση των άρχαίων Ελλήνων νά ονομάζουν γι,ά κάθε επίτευγμα εναν ενρετή^ συνδυάζεται μέ έκείνη τή στροφή που όδηγεϊ άπό τήν άπαισιόδοξη ήσιόδεια διδασκαλία των εποχών του κόσμου στήν εικόνα μιας άνοδικής πορείας της άνθρωπότητας. Είναι εκπληκτικό νά βρίσκεται ήδη στον Αισχύλο μιά τέτοια αντίληψη, και σ' αύτο το σημείο είναι ιδιαίτερα λυπηρή ή άβεβαιότητά μας σχετικά μέ τή χρονολόγηση του έργου. Μολαταύτα, τό συγγενικό στο γενικό του νόημα άπόσπασμα του Ξενοφάνη, VS 21b 18, 'ίσως δίνει μιά πρώιμη μαρτυρία γιά μιάν άνάλογη θετική εξελικτική άντίληψη.^ Πρόδηλη είναι ή σύμπτωση μέ μέρη άπο το πρώτο στάσιμο της 'Αντιγόνης^ οπού ή οικοδομική, ή εξημέρωση τών ζώων, ή καλλιέργεια της γης, ή θαλασσοπλοία και ή θεραπευτική επανέρχονται, δχι βέβαια ώς δώρο κάποιου θεοΰ άλλά ως επίτευγμα του άνθρώπου, κατά τό νόημα του άποσπάσματος τοΰ Ξενοφάνη. 'Επιπλέον, σκέφτεται κάνεις άμέσως καΐ τή θεωρία σχετικά μέ τή γένεση του πολιτισμού, δπως τήν αναπτύσσει στον Πλάτωνα 6 Πρωταγόρας* εδώ όμως πρέπει νά γίνει διπλή διάκριση: πρώτα, δ σοφιστής θεμελιώνει κάθε εξέλιξη πάνω στήν παρατήρηση οτι μόνο οί ((πολιτικές άρετές» δίνουν τή δυνατότητα κοινωνικής συμβίωσης* υστέρα, ό λόγος του Προμηθέα έμφανίζεται προσοφιστικός ώς προς τό δτι άφήνει μεγάλο περιθώριο στή μαντική και στήν πρόβλεψη του μέλλοντος μέ βάση τους οιωνούς. Στο λόγο τοΰ Προμηθέα συνάπτεται ενας σύντομος διάλογος μέ τήν κορυφαία, δπου έκφράζεται άπερίφραστα ή σκέψη δτι, πάνω άπό κάθε αύθαίρετη βούληση τοΰ νέου κοσμοκράτορα, υπάρχουν άκόμη άναπόδραστες δυνάμεις: οί Μοίρες και οί 'Ερινύες. Ό Προμηθέας άποφεύγει νά πει περισσότερα. Στά δύο, σύντομα και πάλι, στροφικά ζεύγη τοΰ δεύτερου στασίμου (526-560) 6 χορός στέκεται σέ ορισμένη άπόσταση άπό τον Τιτάνα. 'Αξιοσημείωτα καινούριους τόνους έπισημαίνουμε εκεί δπου γίνεται λόγος γιά τον Δία* δεν άκοΰμε πιά καταγγελίες, άλλα λόγια εύλαβικής εύπείθειας: μακάρι νά μή γνωρίσει ποτέ τήν παντοδυναμία ένός άντίπαλου Δία, νά μήν παραλείψει κάτι άπό τις 1. Α. Kleingünther, Πρώτος ενρετής (Philologus Suppl. 26/1), 1934. 2. Μεταγενέστερο συγκριτικό ύλικό δίνει, ό W. Schmid, Untersuchungen zum Gefesselten Prometheus (Tüb. Beitr. 9) 1929, 92, 2" πρβ. και G. Rudberg, SO 1940, Ικκ.
231
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
προσφορές του ή νά ξεστομίσει παράτολμα λόγια. Το άρνητικό της εικόνας αύτής είναι ό εγκαταλειμμένος άπό δλους και αβοήθητος Προμηθέας. Ό μεγάλος του άντίπαλος εμφανίζεται σέ ενα καινούριο φως: πίσω άπο την εικόνα του τυράννου φαίνεται ό κυρίαρχος, πού επιβάλλει τούς νόμους της παγκόσμιας τάξης (550κ.): ονποτε... τάν Διός άρμονίαν θνατών παρεξίασι βονλαί (ποτέ βουλή θνητού δεν παρασαλεύει τήν άρμονία τοΰ Δία). Δεν θά ήταν άστοχο αν έντοπίζαμε έδώ ενα προανάκρουσμα της συμφιλίωσης πού σφράγιζε τήν τριλογία, άφού πυρήνας της είναι αύτή άκριβώς ή άρμονία. "Άν κάτι τέτοιο υπαινίσσονται οΐ στίχοι τοΰ χορού, μέ τήν είσοδο της Ί ώ ς δημιουργείται οξύτερη ρήξη. Μέ άναπαιστικούς στίχους —πού είμαι; ποιος εΤσαι;— ορμά στή σκηνή κυνηγημένη άπό τό φάσμα τοΰ "Αργού, πού κάποτε τή φρουρούσε (566-573, άστροφο), ή Ί ώ . Κατόπιν άκολουθεΐ ενα στροφικό ζεύγος, πού διακόπτεται σέ κάθε στοιχείο του άπό τέσσερις τριμέτρους τοΰ Προμηθέα. Στή στροφή άποτυπώνεται ή περίτρομη έκσταση της Ί ώ ς : άκούει ήχους αύλού* θύμα τοΰ Δία, λαχταρά δλο και περισσότερο τό θάνατο. Καθώς δ Προμηθέας τήν άποκαλεϊ μέ τό ονομά της και δείχνει νά γνωρίζει τή μοίρα της, εκείνη τοΰ ζητεί πληροφορίες γιά τό μέλλον της. 'Ο Προμηθέας, μέ τούς τριμέτρους πού άκολουθοΰν τήν άντιστροφή, προετοιμάζει τή μεγάλη διαλογική σκηνή μέ τήν Ί ώ (613-876), πού θά διακοπεί μόνο μία φορά άπό τούς άναπαίστους τοΰ συγκλονισμένου χοροΰ. Στήν εισαγωγική στιχομυθία^ ό ποιητής άποφεύγει τις έπαναλήψεις: δ Προμηθέας άποκρίνεται πολύ συνοπτικά στις ερωτήσεις της Ί ώ ς γιά τις αιτίες τοΰ μαρτυρίου του. Ό Τιτάνας διστάζει άκόμη, τελικά δμως, μέ τις καινούριες ικεσίες της Ί ώ ς , άποφασίζει νά τήν πληροφορήσει γιά τά πάθη πού τήν περιμένουν. Μας ξαφνιάζει ή παράκληση της κορυφαίας (631) νά δώσει και σ' αύτήν ό Προμηθέας μερίδιο άπό τήν εύχαρίστηση {μοΐραν ηδονής). Οί περίεργες 'Ωκεανίδες θέλουν πρώτα νά μάθουν τί δδήγησε τήν Ί ώ στήν οδυνηρή μοίρα της. "Ετσι άνοίγει δ δρόμος γιά τή διεξοδική της διήγηση σχετικά μέ τον έ'ρωτα τοΰ Δία, πού τήν άπομάκρυνε άπό τό σπίτι τοΰ πατέρα της, και γιά τή φριχτή τιμωρία πού της έ'φερε ή οργή της "Ηρας. Μόνο μετά τήν άναπαιστική παρεμβολή τοΰ χοροΰ πραγ1. Μέ αύστηρά υπολογισμένη διάρθρωση: 2-7-2-7. Τά πρώτα δίστιχα της Ίώς ρωτούν γιά τή μοίρα τοΰ Τιτάνα" τά δεύτερα, γιά τή δική της.
232
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
ματοποιεϊ ό Προμηθέας τήν ύπόσχεσή του νά άποκαλύψε:, το μέλλον. Τό κάνει, σέ τρεϊς έκτεταμένους λόγους· άνάμεσα στους δύο πρώτους παρεμβάλλεται μιά στιχομυθία, ενώ ό δεύτερος καΐ ό τρίτος χωρίζονται άπο τέσσερις στίχους της κορυφαίας (819822), πού μέ σχολαστικο σχεδόν τρόπο προσδιορίζουν τήν κατεύθυνση της άφήγησης. Στον πρώτο του λόγο ο Προμηθέας περιγράφει το άρχικο τμήμα άπό τήν περιπλάνηση της Ί ώ ς . Ξεχειλίζει ή χαρά γιά εξωτική γεωγραφία: Σκύθες, Χάλυβες, Καύκασος, 'Αμαζόνες, ό Κιμμέριος 'Ισθμός, ό Μαιωτικός Πορθμός, πού οί άνθρωποι άπο δώ και πέρα θά τον πούνε Βόσπορο. Σέ πέντε, κάθε φορά, στίχους ή κραυγή της Ί ώ ς δτι θέλει νά πεθάνει άντιμετωπίζει τήν πρόβλεψη του Προμηθέα δτι θά μείνει άθάνατος και οτι μόνο ή πτώση του Δία μπορεί νά δώσει τέλος στήν οδύνη του. Μέ αύτο δίνεται το σύνθημα για τήν επόμενη στιχομυθία, οπού θά άποκαλυφθεΐ τό μυστικό: τον Δία μπορεί νά τον άνατρέψει ό γιος μιας θνητής. Και εδώ συνενώνονται οΐ μοίρες τών δύο: ο Δίας μπορεί νά άποφύγει τήν πτώση του αν άπελευθερώσει τον Προμηθέα (και μάθει ετσι τό μυστικό), άλλά μόνο ενας άπόγονος της Ί ώ ς άπό τή δέκατη τρίτη γενεά μπορεί νά τον έλευθερώσει. Στο μεταξύ, σκληρά μαρτύρια περιμένουν τήν κυνηγημένη. Ό Προμηθέας θά προτιμούσε νά σωπάσει, άλλά κάτω άπό τήν πίεση της Ί ώ ς της ζητεϊ νά διαλέξει αν θά ήθελε νά μάθει τό υπόλοιπο μαρτύριό της ή τον δικό του άπελευθερωτή. Τότε έπεμβαίνει πάλι 6 άπληστος χορός και κάνει αύτό τό παράξενο παζάρεμα (782): άς τά άποκαλύψει και τά δύο δ Προμηθέας: στήν Ί ώ τό υπόλοιπο μαρτύριό της, σ' αυτές τον λυτρωτή του ! "Ετσι καθορίζεται ή διαίρεση του έπόμενου λόγου. Ό Προμηθέας περιγράφει πρώτα τήν ύπόλοιπη περιπλάνηση της Ί ώ ς , όπου κινητοποιούνται κλιμακωτά πλήθος μυθικά οντά: Φορκίδες, Γοργόνες, Γρύπες, Άριμασποί. Πέρα άπό τούς Αιθίοπες, κοντά στις πηγές του "Ηλιου, ^ θά φτάσει στον Νεϊλο και στήν Αίγυπτο, οπού έ'χει όριστεϊ τό τέλος του μαρτυρίου της. Τότε δ χορός ζητεί και τό δικό του μερίδιο, και στον τρίτο λόγο του ό Προμηθέας εξασφαλίζει πρώτα πρώτα γιά τον έαυτό του άδιαφιλονίκητη άξιοπιστία μέ τή βεβαιότητα πού δείχνει 1. Γιά τούς γείτονες του "Ηλιου, τούς Αιθίοπες, σάν παράδειγμα μιας γεωγραφίας ένος άρχικά εντελώς μυθικοϋ χώρου, βλ. Α. Lesky, Hermes 87 (1959) 27=Ges. Sehr. 410.
233
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
καθώς θυμίζει, στήν Ί ώ οτι οί προφητικές βαλανιδιές στή Δωδώνη τή χαιρέτισαν ώς μέλλουσα σύζυγο του Δία—περίεργο στοιχείο και αύτο σέ ολόκληρη την άρκετά πλούσια σέ αινίγματα Ιστορία, δπου αποκαλύπτεται ή πρόθεση νά έμφανιστεϊ ό Δίας ώς αιτία του πάθους. Μέ αύτό το μέρος της άφήγησης συνδυάζεται και το αίτιον γιά την ονομασία του 'Ιόνιου Πελάγους. Μέ εξαιρετική συντομία ό Προμηθέας εξιστορεί τή λύτρωση στήν Αΐ'γυπτο. Στον Κάνωβο, μια πόλη στις εκβολές του Νείλου, ό Δίας μέ μόνο τό άγγιγμα του χεριοΰ του θά θεραπεύσει τήν Ί ώ άπο τή μανία της και θά τήν κάμει μητέρα του "Επαφου. Στήν πέμπτη γενεά μετά άπό αύτόν, οί πενήντα Δαναΐδες θά ζητήσουν καταφύγιο στο "Αργός κυνηγημ,ένες άπό τά ξαδέλφια τους. Έ κ ε ΐ θά πραγματοποιήσουν τον ματωμένο τους γάμο, και μόνο μία θά άφήσει τον άντρα της νά ζήσει και θά γίνει ή προμήτωρ των βασιλιάδων του "Αργούς. Ά π ό τή δική της σπορά θά γεννηθεί δ μεγάλος ήρωας τοξότης, πού θά ελευθερώσει κάποτε τον Προμηθέα. Ό Τιτάνας δέν σκοπεύει νά πει περισσότερα' ή Ί ώ , σέ μιά καινούρια κατάληψη μανίας, φεύγει ορμητικά άπό τή σκηνή. Στο τρίτο στάσιμο (887-906), Ινα σύντομο στροφικό ζεϋγος μέ έπωδό, ό χορός των θεϊκών κορών προεκτείνει τήν έμπειρία της Ί ώ ς στόν άνθρώπινο χώρο. Μιά άνιση έ'νωση φέρνει δυστυχία" ή Ι'δια δέν θά ήθελε νά γίνει άγαπημένη του Δία ή κάποιου άπό τούς ούράνιους θεούς. 'Εδώ, φυσικά, πρέπει νά ξεχάσουμε οτι μία άπό τις 'Ωκεανίδες, ή Κλυμένη, άγαπήθηκε άπό τόν "Ηλιο, και μάλιστα, σύμφωνα μέ άλλη παραλλαγή, γέννησε μέ τόν Ί α πετό τόν Προμηθέα. Ό Προμηθέας άνοίγει κάπως άπότομα τό τέταρτο επεισόδιο (907-1039) μέ ενα λόγο πού επαναφέρει έντονα τό βασικό θέμα, δηλαδή τή γνώση του μυστικού πού άπειλεϊ τόν Δία. Χωρίς νά σηκώσει τόν τελευταίο πέπλο, προχωρεί στις άποκαλύψεις του ενα βήμα πιό πέρα: ενα τέρας όπλισμένο μέ φοβερή φλόγα μπορεί νά εξοντώσει τόν άρχοντα του κεραυνού. Στή στιχομυθία πού άκολουθεΐ, οί Ωκεανίδες καταλαβαίνουν αύτάτά λόγια σάν μιά επικίνδυνη πρόκληση γιά τόν κύριο του ούρανου, άλλά δ Προμηθέας τις κόβει: αέσύ ταπεινώσου μπροστά του' γιά μένα, δ Δίας είναι λιγότερο άπό τό τίποτε· οί μέρες της εξουσίας του είναι μετρημένες». Μιά τέτοια πρόκληση άκούγεται ώς εκεί πάνω, και νά, πλησιάζει κιόλας ο Έρμης, πού ό Προμηθέας τόν άποκαλεΐ περιφρο-
234
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
νητικά «ύπηρέτη του Δία.»: καΐ τέτοι,α είναι, πραγματικά ή συμπεριφορά του στον επόμενο άγώνα λόγων (944-1035), πού, σύμφωνα μέ το γνωστό μας σχήμα, έπειτα άπο εκτεταμένο λόγο, περνώντας άπο μιά σειρά δίστιχα, πυκνώνει σέ στιχομυθία, γιά νά καταλήξει πάλι σέ εκτεταμένο λόγο και άντίλογο. Στην άπεικόνιση του Έ ρ μ η διακρίνουμε λεπτότατη ήθοπλασία. Στην άρχή, σαν γνήσιος υπηρέτης ένός ίσχυροΰ, επιτίθεται φωνασκώντας στον Προμηθέα' υστέρα καταφεύγει σε προτροπές. Καθώς δμως ό Προμηθέας, έ'χοντας συνείδηση της δύναμης πού πηγάζει άπο τή γνώση του, τον άντιμετωπίζει μέ σαρκασμό και περιφρόνηση, ο Έρμης τελειώνει άποκαλύπτοντας αύτά πού έτοιμάζει ό Δίας για τον άνυπότακτο Τιτάνα: καταποντισμό του δεσμώτη στην άβυσσο και άτέλειωτο μαρτύριο μέ τον άετο πού θά καταβροχθίζει καθημερινά το συκώτι του. Και εδώ άναδύεται ενα θέμα το όποιο προοιωνίζεται το επόμενο έ'ργο: τό μαρτύριο θά τελειώσει μόνο όταν βρεθεί έ'νας θεός νά άντικαταστήσει τον Προμηθέα και νά κατεβεί στά σκοτάδια του "Αδη. Μάταια προσπαθεί ή κορυφαία νά οδηγήσει τον Προμηθέα σέ κάποια ύποχώρηση" στην τελική σκηνή, οι άνάπαιστοι του χορού (1040-1093) οξύνουν τήν άντίθεση άνάμεσα στον Τιτάνα, πού άντιμετωπίζει γεμάτος μεγαλοπρέπεια τήν κοσμική άναταραχή, και στον Έρμη, πού συμβουλεύει τις 'Ωκεανίδες νά άπομακρυνθοΰν από τόν τόπο της συμφοράς. Ό ποιητής δμως έ'χει καταλάβει οτι μιά ήρεμη έξοδος δεν θά ήταν άνεκτή" δίνει λοιπόν στο χορό μιά στάση πού έλάχιστα προετοιμάζεται άπό τά χορικά του, και τόν βάζει νά άναγγέλλει τήν άπόφασή του νά συμμεριστεί τή μοίρα του Προμηθέα. Έκεϊνος, στούς τελευταίους στίχους του έργου, περιγράφει τό άνοιγμα του χάους και καταποντίζεται μαζι μέ τό χορό.
Στή δομή του δράματος προβάλλει ιδιαίτερα ό πρόλογος μέ τή σκηνή της καθήλωσης, δπου ή δράση χαρακτηρίζεται άπό μιά πυκνότητα πού μόνο στό τέλος του έργου τήν ξανασυναντούμε. Στό πρόσωπο του 'Ηφαίστου και του Κράτους διαπιστώνουμε δτι άκόμη και άνάμεσα στούς ύπηρέτες του νέου δεσπότη δέν ύπάρχει άπόλυτη σύμπνοια. 'Αποκαλύπτεται μιά ποικιλότροπα διαφοροποιημένη εικόνα των κυρίαρχων δυνάμεων μόνο ή εξισορρόπηση θά μπορούσε νά φέρει τάξη στον κοσμικό χώρο. Ά ν ά μεσα σ' αύτές τις έντονες σκηνές της άρχής και του τέλους, ή ύπό-
235
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
λοιπή δομή του έ'ργου προσδιορίζεται, άπο μια σειρά έπισκέψεις στον καθηλωμένο πάνω στο βράχο Τιτάνα. Κάτι παρόμοιο γινόταν πιθανότατα και στή Νιόβη, μέ την τραγική μητέρα καθισμένη πάνω στον τάφο των παιδιών της. Σέ ολη τή διάρκεια του Προμηθέα, καθώς άπό διάλογο σέ διάλογο διασαφεΐται αύτο πού πρόκειται νά συμβεί στο μέλλον, δημιουργείται έντονη κλιμάκωση τόσο γιά τον Δία δσο και γιά τον Προμηθέα και τήν Ί ώ , ή όποια μέ τήν έμφάνισή της εισάγει ενα στοιχείο ζωηρής κίνησης στο έργο, και μέ τήν εκτεταμένη σκηνή της παρουσιάζει ένα δράμα μέσα στο όλο δράμα. "Οπως και τα δύο πρώτα μέρη της Όρ£ατειας, και αύτό το έργο τελειώνει μέ μιά κατάσταση δραματικά άνοιχτή. Καμία αρχαία πηγή δέν έκφράζει αμφιβολίες γιά τή γνησιότητα του έργου* ωστόσο, τό θέμα γιά τούς νεότερους έρευνητές έχει άποτελέσει ένα άπό τά πιο πολυσυζητημένα προβλήματα. Ό R. Westphal έντόπισε ορισμένες ιδιοτυπίες στά λυρικά μέρη (1856), άλλά δέν έφτασε σέ άθέτηση" άργότερα (1869), δέχτηκε μόνο τή δυνατότητα μεταγενέστερης έπεξεργασίας σέ ορισμένα μέρη του έργου. Πολλοί φιλόλογοι έπειτα άπό αύτόν θέλησαν νά άνακαλύψουν ολο και περισσότερες ιδιοτυπίες στο έργο και νά αρνηθούν στον Αισχύλο τήν πατρότητά του. Μιά διαφωτιστική έπισκόπηση της θέσης πού παρουσίαζε τό πρόβλημα γύρω στο 1920 έχει δώσει ό Alfred Körte,^ ό όποιος ύπεράσπισε τόσο δραστικά τή γνησιότητα του έργου, ώστε, γιά ένα χρονικό διάστημα, φαινόταν δτι τό πρόβλημα ειχε χάσει πιά τό ενδιαφέρον του. "Υστερα άπό λίγο όμως ό W . Schmid^ έγινε δ προεξάρχων της άθέτησης, στηρίζοντας τήν άποψή του κυρίως σέ γλωσσικές λεπτομέρειες. Τελικά, προχώρησε τόσο πολύ, ώστε πραγματεύτηκε τό έργο στον τρίτο τόμο της Geschichte der griechischen Literatur σάν «άναγνωστικό» δράμα, πού γεννήθηκε υπό τήν έπίδραση της σοφιστι1. «Das Prometheusproblem)), NJA 45 (1920) 201. Μιά πολύ περιεκτική έπισκόπηση του προβλήματος εδωσε ό J. Coman, L'authenticité du Prométhée enchaîné, Βουκουρέστι 1943. Μιά σχετικά πρόσφατη εξαντλητική πραγμάτευση του θέματος μέ τή σχετική βιβλιογραφία στον Podlecki, 101. Τώρα βλ. Μ. Griffith, ο.π., μέ πλήρη έπισκόπηση τοϋ προβλήματος, εξαντλητική βιβλιογραφία καΙάπόρριψη της πατρότητας τοϋ Αισχύλου. 2."0.π. (σ. 231, σημ. 2). Εναντίον της άρνητικής στάσης άπέναντι στο βιβλίο του στράφηκε λίγο άργότερα ό Schmid, aEpikritisches zum Gefesselten Prom.». PhW 51 (1931) 218.
236
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
κής. Αύτή ή ριζοσπαστική θέση δέν επικράτησε, άλλά ή άθέτηση εχει βρει οπαδούς ως και στά νεότατα χρόνια. Πράγματι, ένας τόσο ξεχωριστός φιλόλογος δπως ό Walter Nestle, ενώ τό 1934^ απέδωσε τό έργο, άν και με κάποιους δισταγμούς, στον Αισχύλο, λίγα χρόνια άργότερα, στην άναθεώρηση της μετάφρασης του Droysen, υπαναχώρησε. Ό μαθητής του W . Jens^ θέλησε νά έντοπίσει στις στιχομυθίες του έ'ργου, πλάι στά καθαρά αίσχύλεια στοιχεία, κάτι πού άντιφάσκει στήν τεχνική του ποιητή. Πρόσφατα άρνήθηκαν τή γνησιότητα του έργου 6 Ole Smith και ό Gerhard Müller·^ άξιοσημείωτη είναι ή έπιχειρηματολογία του Müller: ύποτίθεται δτι ή διαλογική μορφή του τραγικού προλόγου ήταν επινόηση του Σοφοκλή· και έπομένως ό διάλογος στήν άρχή τού Προμηθέα είναι άποφασιστικό τεκμήριο, κοντά σε άλλα, γιά τήν έξάρτηση τού έργου άπό τή σοφόκλεια τεχνική, άρα και γιά τή μή αισχυλική καταγωγή του. Σχέσεις μέ τήν τέχνη τού Σοφοκλή πίστεψε οτι έπισήμανε και ό Κηοχ·^ τις άξιοποιεϊ δμως γιά τή χρονολόγηση τού έργου και οχι γιά τό πρόβλημα της γνησιότητας. Ή ύπόθεση δτι στον Προμηθέα έχουμε ενα αίσχύλειο έργο μέ μιά δραστική διασκευαστική επέμβαση δέν έχει βρει πολλούς θιασώτες· ωστόσο, ό R. D. Dawe^ στήν άξιόλογη μελέτη του έχει παραλείψει τον Προμηθέα^ ώς ύποπτο γιά έκτεταμένες άλλαγές. Γιά τή θέση του δλου προβλήματος είναι άξιοσημείωτο δτι ή άρχική αιτιολόγηση της άθέτησης, δπως παρουσιάζεται άπό τον 1. Menschliche Existenz^ κεφ. VII. 2. Die Stichomythie in der frühen griech. Tragödie (Zetemata 11) 1955, 33. Πιο πρίν τή γνησιότητα τοϋ έργου τήν άμφισβήτησαν όΕ. Busch, Ν JA 1941, 283, 50, και ό F. Heinimann, Nomos und Physis, Βασιλεία 1945, 44, 5, ό όποιος πιστεύει δτι μπόρεσε νά εντοπίσει τόσες στιλιστικές και ιδεολογικές ιδιομορφίες, πού δέν δικαιολογούνται ουτε μέ τήν ύπόθεση της έπεξεργασίας. 3. «The Structure of Imagery in Aeschylus», C ^ M 26 (1965) 12, 8, και ερμηνευτικό υπόμνημα στήν 'Αντιγόνη, 26. 4. Heroic Temper 50. Χρονική γειτνίαση τοϋ Προμηθέα μέ τόν Σοφοκλή, μέ βάση τήν πυκνότητα τοϋ διασκελισμού, εχει ύποστηρίξει καί ό Ε. C. Yorke, «The Date of the Prom. Vinctus», CQ 30 (1936) 153. Στήν 'ίδια κατεύθυνση κινήθηκε 6 J. D. Denniston, «Pauses in the Tragic Senarius», CQ 30 (1936) 73 καΐ 192. 5. Τή μελέτη πού μνημονεύσαμε παραπάνω (σ. 222, σημ. 1), 25. Ω στόσο, δέν θά μποροΰσε κανείς νά χρησιμοποιήσει τά αφθονα mirabilia τοϋ έργου γιά νά αμφισβητήσει τή γνησιότητά του.
237
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
W. Schmid, περιέχει ενα διεξοδικό κεφάλαιο μέ τον τίτλο «Αΐσχύλεια στοιχεία στον Προμηθέα όεσμώτηη. Και πράγματι, ό συγγραφέας άντιπαραθέτει επιμέρους στοιχεία πού απομακρύνουν τον Προμηθέα άπο τά ύπόλοιπα εργα^ μέ εξίσου μεγάλο άριθμο χαρακτηριστικών πού δείχνουν προς την κατεύθυνση του Αισχύλου.^ Ξεχνούμε ομως εύκολα μέ πόσο ισχνό ύλικο πραγματοποιούνται οί συγκρίσεις μας. Επανειλημμένα έ'χει τονιστεί ή μεγάλη γλωσσική απλότητα τού Προμηθέα.^ Ή ρ θ ε ομως 6 πάπυρος της Νιόβης, και 6 Pohlenz (1, 84' 2, 42) δικαιολογημένα υπογράμμισε τη γλωσσική λιτότητα του άποσπάσματος. Κανείς ώς τώρα δεν έ'χει παρουσιάσει κάποιο συντριπτικό επιχείρημα γιά τήν άθέτηση τού Προμηθέα, και δεν πρέπει νά ξεχνούμε ότι μιά δυο δωδεκάδες ελάσσονες λόγοι δεν άθροίζονται σέ έ'να καίριο έπιχείρη^μα. ^ ^ Είναι άλήθεια δτι δεν συνδυάζεται εύκολα ή εικόνα αύτού τού Δία, πού κυβερνά ώς νέος δεσπότης αύθαίρετα τον κόσμο, μέ τό εγκώμιο τού δίκαιου κοσμικού άρχοντα των Ίκετίδων και της 'ΟρέστειαςΛ Ό Jacob Burckhardt, στο έργο του Griechische 1. Νά ενα δείγμα του είδους αύτών των άντιρρήσεων: ή άντίθεση εργφλόγψ εμφανίζεται μόνο στον Προμηθέα (336, 1080)· ή ή λέξη φύσις μόνο στον Προμηθέα (489) δηλώνει το σύνολο συγκεκριμένων πλασμάτων. Σταχυολόγηση παρόμοιων παρατηρήσεων κάνει ό Α. Lesky, Gnomon 19 (1943) 198. 'Επίσης: C.-J. Herington, «A Unique Technical Feature of the Prom. Bound)), CR π.s. 13 (1963) 5" I. Zawadzka, ό'.π., δπου ή συγγραφέας άπορρίπτει τή γνησιότητα του έργου" πρβ. καΐ Β. Gladigow, Philologus 111 (1967) 20, 1, και Ε. R. Schwinge, RhM 112 (1969) 6, 18. 2. Μαζί μέ τον Α. Körte και τον J. Coman, πού Ιχουν άναφερθεϊ ήδη, στούς υποστηρικτές της γνησιότητας του Ιργου άνήκουν και οί : C. del Grande, i/yèr is, Νεάπολη 1947, 435" L. Séchan, Le mythe de Prométhée, Παρίσι 1951" G. Méautis, L'authenticité et la date du Prométhée enchaîné d'Eschyle, Γενεύη 1960. Μέ βάση μετρικές και στιλιστικές παρατηρήσεις πλησιάζει τον Προμηθέα στα άλλα έργα τοΰ Αισχύλου ό Ε. C. Yorke, ((Trisyllabic Feet in the Dialogue of Aeschylus)), CQ 30 (1936) 116 (δπου, εξάλλου, ορισμένες λεπτομέρειες μένουν χωρίς παράλληλο)· ό Denniston {Greek Particles, 2η εκδ. 'Οξφόρδη 1954, LXVIII) έπισήμανε τήν αύξημένη ποικιλία μορίων στον Προμηθέα και στήν Όρέστεια' γιά τή γειτνίαση των δύο έργων ώς προς τον τρόπο μέ τον όποιο άρθρώνεται ή γλώσσα των χορικών βλ. C.-J. Herington, ό'.π. 3. Πρβ. λ.χ. F. R. Earp, JHS 65 (1945) 11, ό όποιος όμως δεν συνάγει -/.OMi^Kx. συμπέρασμα άπορριπτικο της γνησιότητας τοΰ έργου. 4. Ο. J. Todd, ((The Character of Zeus in Aeschylus' Prometheus Bound)), CQ 19 (1925) 67" H. Bogner, ((Die Stellung des Zeus im Prom.
238
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
Kulturgeschichte^ έγραψε (1, 319 Kröner): «Καμιά αποκατάσταση στην έπόμενη χαμένη τραγωδία της τριλογίας, τον Προμηθέα λυόμενο^ δέν μπορεί νά έξαλείψει αύτή την τρομερή εντύπωση καΐ νά τη μετατρέψει σέ ιδιαίτερο εγκώμιο του Δία». Και ομως, δλες οί ένδείξεις πείθουν δτι ή τριλογία του Προμηθέα έκλεινε μέ μιά συμφιλίωση, πού άποκαθιστοΰσε μιά καινούρια κοσμική τάξη. Μας έρχεται στο νου ή μελλοντική φιλότης μέ τον Δία, πού τήν άναφέρει μιά φορά (191) ο Προμηθέας, και ή Διός άρμονία, πού τραγουδούν οι 'Ωκεανίδες (551). "Ετσι, εγώ θά προσχωρούσα σ' εκείνους πού βρίσκουν δτι στο έργο προετοιμάζεται ό δρόμος γιά μιά λύση δπου ή εξουσία συναντούσε τή δικαιοσύνη, ή δύναμη τή θεμελιωμένη στο πνεύμα τάξη· μέ τον τερματισμό προαιώνιων άγώνων γιά τήν κυριαρχία στον ούρανό, άνοιγε μιά καινούρια κοσμική εποχή.^ Αύτο ωστόσο δέν σημαίνει άπλώς έDesm.», Philologus 87 (1932) 469, και. Bas neue Bild der Antike I, Λιψία 1942, 186. Έντονα ύττογραμμίζει τήν ιδιομορφία τοΰ δράματος καΐ της εικόνας του Δία, δπως παρουσιάζεται έκεϊ, ό L. R. Farnell, «The Paradox of the Prom. Vinctus», JHS 53 (1933) 40· τον άποκρούουν οί Η. D. F. Kitte, «The Prometheus», JHS 54 (1934) 14" W. J. F. Knight, «Zeus in the Prometheia», JHS 58 (1938) 51· D. Grene, «Prometheus Bound», CPh 35 (1940) 22· G. Murray, Aeschylus 99· Α. Peretti, «Zeus und Prometheus bei Aischylos», Ant. 1944, 1, καΐ «Religiosità Eschilea nel Prometeo», Maia 4 (1951) 3. Τή συνοχή της εικόνας του Δία προσπαθεί νά υποστηρίξει ό Η. Lloyd-Jones, «Zeus in Aeschylus», JHS 76 (1956) 5b=Wege der Forschung I 205 και The Justice of Zeus, Berkeley 1971, 79. 1. Θαυμάσια έρμηνεύει, προς αύτή τήν κατεύθυνση, τήν Προμήθεια ό Nestle, δ.π. 34. Ό Reinhardt, στο βιβλίο του γιά τον Αισχύλο, διαμαρτύρεται γιά τή θεωρία πού δέχεται κάποια εξέλιξη του Δία. Το τιτάνιο και το ολύμπιο είναι άντιθέσεις πού καθορίζονται άμοιβαϊα, δπως άκριβώς ή βία καΐ ή χάρη συμπλέκονται άμοιβαϊα. Στήν Προμήθεια διαγράφεται ή πορεία πρός μιά αρμονία, δπου καταλήγουν οί πρωταρχικές άντιθέσεις, κατά τήν έρμηνεία τοΰ W. Kraus στον επίλογο της μετάφρασης του" μέ αύτον συμφωνεί ό F. Schachermeyr, Die frühe Klassik der Griechen, Στουτγάρδη 1966, 166. Σημαντική είναι ή παρατήρηση της Romilly, Time 68, οτι στον στ. 982 τοϋ Προμηθέα ή γνώση μέσα άπο το πέρασμα τοΰ χρόνου εφαρμόζεται αμεσα και στον ϊδιο τον Δία. Δέν μοΰ φαίνεται πειστική ή άμφιβολία τοΰ Rosenmeyer (73) γιά τήν πιθανότητα συμφιλίωσης μέ εναν Δία πού χρειάστηκε ό Αισχύλος άπλώς γιά νά δώσει «το ύψιστο και άπόλυτο κέντρο σκληρότητας και αυθαιρεσίας». Επίσης δέν θά συμφωνοΰσα και μέ τον L. Golden, δ.π. 124, δτι ό Δίας παρουσιάζεται «σάν άπρόσωπη, χωρίς ήθική, δύναμη, πού άπεικονίζει τήν κοσμική εξουσία στήν πιο πλήρη και γυμνή μορφή της».
239
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
πιστροφή στον Wilamowitz, ό οποίος στο εργο του Aischylos: Interpretationen δεχόταν μι,ά εξέλιξη του Δία^ και θύμιζε τά λόγια του Fr. Th. Vischer γιά τή σκληρή παρουσίαση του Θεου στήν Παλαιά Διαθήκη: «έκεϊ και ό κάλος Θεός άκόμη ήταν νέος». Ή άντίληψή μας γιά τή σύνθεση των μεγάλων δυνάμεων πού καθορίζουν τήν πορεία του κόσμου δεν συμφωνεί οΰτε και μέ τήν ύπόθεση δτι δ πλανημένος Προμηθέας συνετιζόταν^ ή δτι στή θρησκευτική σκέψη του Αισχύλου παρουσιάζεται κάποια έξέλιξη.^ Ό κατάλογος στον Mediceus, έκτος άπδ τον Προμηθέα δεσμώτη^ περιέχει εναν Προμηθέα λυόμενο και εναν Προμηθέα πυρφόρο. "Οπως ε'ίδαμε συζητώντας τούς Πέρσες., ή τριλογία στήν οποία άνηκε αύτδ τδ έργο τελείωνε μέ ενα σατυρικό δράμα, τδν Προμηθέα. Πρέπει μάλλον νά τό ταυτίσουμε μέ τδν Προμηθέα πυρκαέα, πού μνημονεύει δ Πολυδεύκης 10, 64 (άπ. 457 Μ.). Σ' αύτδ τδ εργο άποδώσαμε επίσης και τούς ωραίους στίχους του Ρ. Oxy. 2245 (άπ. 343 Μ.), πού χαιρετίζουν τή φωτιά, δπότε μνημονεύτηκαν και δσοι ύποστηρίζουν τήν άπόδοση του άποσπάσματος στδν Προμηθέα πυρφόρο. Δεν μένει άμφιβολία οτι μετά τδν Δεσμώτη άκολουθοΰσε δ Λυόμενος. Σημαντική βοήθεια στήν άνασύνθεση προσφέρει τδ γεγονός δτι δ κατάλογος των προσώπων του πρώτου Προμηθέα περιλαμβάνει κατά λάθος τή Γη και τδν Ηρακλή. 'Π Γή ώς μητέρα 'ίσως συμβούλευε τδν Προμηθέα νά προχωρήσει σε μ,ιά συμ,φιλίωση, δταν έκεϊνος, ύστερα άπδ αιώνες τιμωρίας, ξαναγύριζε πάνω στδν Καύκασο μαζί μέ τδ βράχο του. Ό 'Ηρακλής, πάντως, σκότωνε μχ τδ τόξο του τδν άετό πού τρεφόταν άπδ τδ συκώτι τοΰ Τιτάνα και γιά άντάλλαγμα επαιρνε άπδ τδν Προμηθέα πληροφορίες γιά τδ δρόμο του πρδς τά μήλα των Εσπερίδων, κάπου στή μακρινή Δύση. Μια σειρά άποσπάσματα μέ μυθικές-γεωγραφικές λεπτομέρειες (326κκ. Μ.) προσφέρουν ένα παράλληλο στήν πορεία της Ί ώ ς πρδς τήν 'Ανατολή, ύποδηλώνοντας έτσι εύρύτε1. Τούς εκπροσώπους αύτής της γνώμης μνημονεύει ό Lloyd-Jones,
δ.π. 56, 21. 2. Eirik Vandvik, «The Prometheus of Hesiod and Aeschylus», Akad. Oslo 1942/2, 1943. Γιά υβρη του Προμηθέα μιλεί ό Η. Dörrie, «Leid und Erfahrung», AAWM 1956/5, 328. 3. Ε. Cassirer, «Logos, Dike, Kosmos», GHA 47 (1941/6) 16.
240
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
ρες άντιστοιχίεςΛ Το χορο τον άποτελουσαν οι άπελευθερωμένοι Τιτάνες, έντυπωσιακοί μάρτυρες μιας καινούριας κοσμικής τάξης πού σκοπεύει στη συμφιλίωση. "Εχουν διασωθεί ύπολείμματα εισαγωγικών έμβατήριων άναπαίστων (άπ. 322κ. Μ.), ένώ ό Κικέρων έ'χει δώσει λατινική μετάφραση μιας προσφώνησης του Δεσμώτη προς τούς άδερφούς του (άπ. 324 Μ.). Ό 'Ηρακλής λύτρωνε τον Τιτάνα άπό τον άετό, άλλά δεν τον άπελευθέρωνε άπο τά δεσμά του. Δεν ξέρουμε πώς γινόταν αύτό —θά μπορούσαμε νά υποθέσουμε μιά άφιξη του Έρμή ή του 'Ηφαίστου. Πάντως, πρέπει νά εκπληρωνόταν και ό δρος πού άκούγεται στο τέλος του Δεσμώτη^ δτι έ'πρεπε νά κατεβεί κάποιος θεός εκούσια στον Κάτω Κόσμο γιά λογαριασμό του Προμηθέα. Μιά πληροφορία στον 'Απολλόδωρο (Π, 5, 4 και 11)^ μας επιτρέπει νά σκεφτούμε τον Κένταυρο Χείρωνα, πού δέχτηκε άθεράπευτη πληγή άπό ενα δηλητηριασμένο βέλος του 'Ηρακλή. Στόν Λυόμενο γινόταν άκόμη λόγος (άπ. 334 Μ.) και για τό έ'θιμο νά στεφανώνονται οί άνθρωποι σέ άνάμνηση τών δεσμών του Προμηθέα. Τό θέμα εμφανίζεται και στο σατυρικό δράμα τής Θηβαϊκής τριλογίας, τή Σφίγγα (άπ. 181 Μ.). ""Αν έ'χουμε τή δυνατότητα νά άνασυνθέσουμε όρισμένα στοιχεία άπό τον Λυόμενο^ μέ δυσκολία μπορούμε νά διακινδυνεύσουμε κάποια γνώμη γιά τό περιεχόμενο του Προμηθέα πυρφόρου. Οί J. G. Herder και F. G. Weleker^ υποστήριξαν τήν άποψη δτι ό Πυρφόρος^ ώς πρώτο έ'ργο, ειχε θέμα τήν κλοπή τής φωτιάς. Τούς άκολούθησε ό Pohlenz (1, 78). Αύτή δμως ή διάταξη υπολογίζει τόσο λίγο τόν προπαρασκευαστικό χαρακτήρα του Δεσμώτη, ώστε εχει έπικρατήσει περισσότερο ή σειρά πού πρότεινε ό R. Westphal:^ δ Πυρφόρος έ'χει τήν τρίτη θέση μιας τετραλογίας, 1. Θά μπορούσε νά προστεθεί άλλη μία, αν εξασφαλιζόταν γιά τον Λυόμενο τό άπ. 336 Μ., πού άναφέρεται, δίχως αλλη διευκρίνιση, στον ΓΓρομηΟέα και σχετίζεται μέ τήν εξημέρωση τών ζώων. 2. Σχετικά μέ τά προβλήματα πού συνδέονται μέ το θέμα βλ. W. Kraus, HE 23 (1957) 679κ. 3. Ή παλαιότερη βιβλιογραφία στον Schmid 3, 299, 2. Έκτος άπο τόν Pohlenz,τήν τριλογία τήν άρχίζουν μέ τόν Πυρφόρο και οί: Α. D. FittonIkown, aPrometheia», JHS 79 (1959) 52· Κ. Kerényi, Prometheus, Λονδίνο 1963, 75. 4. Prolegomena zu Aisch. Tragödien, Λιψία 1869, Επίμετρο 206. Τήν άποψη δέχονται, άνάμεσα σέ άλλους, οί Murray, Coman· πρόσφατα
241
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
άπο την οποία μας είναι άγνωστο τό σατυρικό δράμα. Ή μοναδική κάπως ακριβής μαρτυρία ένος σχολιαστή {Προμ. 94 = άπ. 341 Μ.), δτι, σύμφωνα μέ τον Πυρφόρο^ ο Προμηθέας ήταν καθηλωμένος 30.000 χρόνια, δημιουργεί μόνο δυσκολίες, καθώς δέν συμφωνεί μέ τή 13η γενεά μετά τήν Ί ώ , δπου άνήκει ό 'Ηρακλής. Δικαιολογημένα ό Reinhardt άρνήθηκε νά συμπεράνει μέ βάση αύτο το στοιχείο δτι πρόκειται γιά προφητεία άπό τον Πυρφόρο^ τό πρώτο δράμα της τριλογίας· εξάλλου, στον στ. 94 του Προμηθέα δεσμώτη άκοΰμε νά γίνεται λόγος γιά ενα μαρτύριο πού διαρκεί 10.000 χρόνια" άλλά δέν πρόκειται νά επιχειρήσουμε ύπολογισμούς μέ αύτούς τούς άριθμούς, πού δηλώνουν άπλώς άνυπολόγιστα χρονικά διαστήματα. Μιά άλλη ύπόθεση, δτι ό Πυρφόρος περιείχε τήν ίδρυση της γιορτής τών Προμηθείων μέ τήν ένταξη του Τιτάνα στήν άττική λατρεία, έ'χει κάποιο βάρος και ένισχύεται μέ το παράλληλο τών Ευμενίδων. "Ολα αύτά δμως είναι πολύ άβέβαια.^ Εξίσου άβέβαιη είναι, εννοείται, και ή προσπάθεια νά λυθεί Ινας άλλος γόρδιος δεσμός: νά ταυτιστεί ό Πυρφόρος μέ τον Πυρκα£α, και νά συνενωθεί μέ τον σωζόμενο Δεσμώτη μόνο ό Λυόμενος, σέ μιά διλογία,^ ^ού θά μπορούσε νά άναχθεϊ στήν ιδιαιτερότητα τών συνθηκών της παράστασης στή Σικελία. ό Podlecki (176, 9), ή Unterberger (ό'.π. 133). Μέ Ιδιαίτερα διεξοδική επιχειρηματολογία εχει υποστηρίξει τήν τελευταία θέση στήν τριλογία γιά τον Πυρφόρο ο Reinhardt (58 και 163, καθώς καΐ στή μελέτη του πού μνημονεύεται στή σημ. 1 της σελ. 239). 1. Ή προσπάθεια του Reinhardt, μέ τήν τολμηρή συμπλήρωση του Pap. Heid. 185 (άπ. 323a M. στον Λυόμενο), νά ενσωματώσει στήν πορεία του έργου τήν άνοδο της Πανδώρας δέν εχει καμιά βάση: «Zum Prometheus», Hermes 85 (1957) 12 και 125=Tradition und Geist, Γοττίγγη 1960, 182. '^Αν ό πάπυρος άνήκει πραγμ,ατικά στον Πυρφόρο, τότε άποκτα κάποιο βάρος μιά παρατήρηση της I. Trencsényi-Waldapfel, «Mythologie und Gnosis», στο Studi di storia religiosa della tarda antichità, Μεσσήνη 1968, 59: στον στ. 9 εμφανίζεται ή λέξη άγαλμα, και σύμφωνα μέ μιά μαρτυρία του Fulgentius [Myth. 2, 6) δ Προμηθέας ήταν ό πρώτος πού κατασκεύασε άνδριάντες τών θεών. Αύτο θα μπορούσε νά άποτελεΐ ενδειξη γιά τή συμφιλίωσή του μέ τούς 'Ολύμπιους, ή οποία σφράγιζε το τρίτο εργο της τριλογίας.—Μιάν άμφίβολη άνασύνθεση της τριλογίας έπιχειρεϊ ό C.-J. Herington, αΑ Study in the Prometheia», Phoenix 17 (1963) 180 και 236. 2. Προς αύτή τήν όίποψη Ικλινε ό Mette στον πρόλογο του στο Supplementum Aeschyleum, Βερολίνο 1939 (δπου καΐ ή παλαιότερη βιβλιογρα-
242
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΜΑΤΑ
Προβληματική, δπως δλα στον Προμηθέα δεσμώτη^ είναι καΐ ή χρονολόγηση.^ Θά ε'ί^χαμε εναν βέβαιο terminus ante quem στο ετος 467, αν το άπ. 181 Μ. άπο τή Σφίγγα^ με τή μνεία των στεφανιών πού, κατά τά λόγια του Προμηθέα, είναι ό καλύτερος δεσμός, σήμαινε κάποιο παράθεμα του Ι'διου του ποιητή άπο τον Λυόμενο' ωστόσο, δεν μπορεί νά άποκλειστεϊ παλαιότερη παράδοση. Κάτι περισσότερο μας προσφέρει μιά άλλη σκέψη. Μιά παραμονή του Αισχύλου στη Σικελία γύρω στο 470 είναι πολύ πιθανή. Λίγα χρόνια νωρίτερα ξέσπασε το ήφαίστειο της Α'ίτνας, γεγονός πού σχετίζεται και μέ τον Ιο Πυθιόνικο του Πινδάρου το 470 π.Χ. Γιά τή λεκτική σύμπτωση στίχων του μέ τά λόγια του Προμηθέα (στ. 351κκ.) είναι εξαιρετικά διδακτική ή σύγκριση του Podlecki (145), άλλά δεν άποδεικνύει καθόλου τήν έξάρτηση του ένός άπο τό άλλο. Πάντως, θά μπορούσε κάνεις νά διακρίνει στούς στίχους του Αισχύλου έναν άπόηχο της καταστροφής. Βέβαια, κάτι τέτοιο θά εμεινε πολλά χρόνια στή μνήμη των άνθρώπων δέν είμαστε λοιπόν ύποχρεωμένοι, προσπαθώντας νά χρονολογήσουμε τον Προμηθέα, νά πλησιάσουμε πολύ στο 470, γιατί εδώ παρεμβαίνει ενας ολόκληρος κατάλογος άπο παρατηρήσεις ώς προς τό υφος, πού έχουν ήδη μνημονευτεί, γιά νά ενισχύσουν μιά ορισμένη γειτνίαση τοΰ Προμηθέα μέ τήν Όρέστεια. Δέν θά μπορούσαμε νά ποΰμε τίποτε περισσότερο άπ' δ,τι είπαν ήδη ο Μ. Croiset και ό Ρ. Mazon τοποθετώντας τό εργο άνάμεσα στούς 'Επτά και στήν 'Ορέστεια. Γιά μιά τέτοια τοποθέτηση φαίνεται νά συνηγορούν και τά σκηνικά προβλήματα τοΰ έ'ργου.^ "Άν είναι σωστό ότι τά εργα φία), τήν ^χει δμως στο μεταξύ εγκαταλείψει καΐ στά δύο του βιβλία πού εϊναι άφιερωμένα στά άποσπάσματα τοΰ Αισχύλου. Μέ έμφαση τήν υποστήριξε ό F. Focke, «Aischylos' Prometheia», Hermes 65 (1930) 259. ΚαΙ ό Kraus, στο λήμμα Prometheus της RE, ζητεϊ τή λύση προς αύτη τήν κατεύθυνση, άλλα στον έπίλογό του στή μετάφραση τοϋ Προμηθέα (58) φαίνεται πιο δισταχτικός. 1. Έκτος άπο τις εργασίες πού άσχολοϋνται μέ τό πρόβλημα της γνησιότητας, ενα διεισδυτικό κεφάλαιο υπάρχει στο βιβλίο τοϋ Podlecki, 142. ΙΓροσεχτικές είναι καΐ οΐ κρίσεις της R. Unterberger, δ.π. 14, 2. 2. Αύτά δημιουργούν κάποιους ενδοιασμούς γιά μιά χρονολόγηση τοϋ ϊργου στά τελευταία χρόνια της ζωής τοϋ ποιητη στή Σικελία. ΙΤρβ. G. Méautis, L'authenticité..., δ.π.· Η. J. Rose, Eranos 45 (1947) 99" J. Α. Davison, TAPhA 80 (1949) 66, καΐ το Studies presented to V. Ehrenberg, 'Οξφόρδη 1966, 98, δπου ή θεωρία της διλογίας διατυπώνεται
243
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
πρίν άπο τήν Όρέστεία^ δσα μας είναι γνωστά, δέν είχαν άκόμη στή διάθεση τους μόνιμη σκηνή παρά μόνο ενα πρόσκαιρο κτίσμα, δέν θά ήταν δύσκολο νά πραγματοποιηθεί ό καταποντισμός του καθηλωμένου πάνω στο βράχο Προμηθέα μαζί μέτο χορό, άπλώς μέ τήν κατάλληλη έκμετάλλευση του έδάφους. Σύγχρονες παραστάσεις του έργου στους Δελφούς (πρβ. Bieber, History^ εικ. 846) είναι άπό μιά άποψη διδακτικές. Σέ μιά σκηνή έφοδιασμένη μέ παρασκήνια, όπως προϋποθέτει το σχέδιο της R. Unterberger [δ.π. 11), μέ βάση τήν άποψη του Schadewaldt, οί δυσκολίες (έκκύκλημα;) μου φαίνονται μεγαλύτερες. Είναι δύσκολο νά άπαντήσουμε και στο έρώτημα αν ό Προμηθέας στήν παράσταση του έργου παίχτηκε άπο ύποκριτή ή υποκαταστάθηκε άπο ένα γιγάντιο ομοίωμα, πίσω άπό το όποιο μιλούσε ό πρωταγωνιστής. Πάντως, συνυπολογίζοντας και τή χρήση προσωπείων, ή διαφορά δέν θά ήταν πολύ μεγάλη. Ό Murray (39) και ό Wilamowitz {Aisch. Interpr. 114) δέχτηκαν τή θεωρία του ομοιώματος άπο τον Welcker και τον Hermann, και τούς άκολουθοΰν πολλοί νεότεροι ερμηνευτές. Ό Λυόμενος όμως (σύμφωνα μέ τον Σχολιαστή στον Προμηθέα 511) περιείχε τήν άπελευθέρωση του καθηλωμένου Τιτάνα, οπότε δέν μπορούμε εύκολα νά φανταστούμε τούς χειρισμούς μέ τό ομοίωμα.^ Ε λ ά χ ι στα ικανοποιητική είναι καΐ ή λύση της R. Unterberger [δ.π. 10 και 132) δτι γιά τον Δεσμώτη θά έ'πρεπε νά δεχτούμε ενα ομοίωμα, άλλά γιά τον Λυόμενο εναν ύποκριτή. Τό δτι ό Αισχύλος στήν άρχή του Δεσμώτη εμφάνισε τρίτο ύποκριτή, άλλά δέν τον χρησιμοποίησε παραπέρα, θα συνηγορούσε γιά μιά χρονολόγηση του έ'ργου οχι πολύ μακριά άπό τήν Όρέστεια. Σέ άδιέξοδο όδηγεϊ τό πρόβλημα σχετικά μέ τήν άφιξη των 'Ωκεανίδων. Γιά πολύν καιρό σκέφτονταν τή χρήση ένός αιωρούμενου οχήματος, ώσπου ό Ε. FraenkeP ειρωνεύτηκε τό «λεωφορείο των Ωκεανίδων» καί, με βάση άγγειογραφίες, φαντάστηκε τις κόρες νά εμφανίζονται μία μία πάνω σέ μικρά άτομικά όχήμέ τή σκέψη οτι ό Αισχύλος δέν πρόφτασε νά ολοκληρώσει το τρίτο εργο. 1. Αύτό έναντίον τοϋ Reinhardt, 63 καί 77, ό όποιος θεωρεί αύτονόητη τή χρήση τοϋ όμοιώματος καΐ πιστεύει δτι ή άποκαθήλωση δέν παραστάθηκε στή σκηνή. 2. «Der Einzug des Chores im Prometheus», ASNP 23 (1954) 269.
244
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ματα. Μιά πολύ άπλή λύση προτείνει στην έκδοση του ό W . Buchwald: οί γυναίκες του χορού έρχονταν μέ μικρά οχήματα πού τά κυλούσαν στην ορχήστρα, ενώ τά φτερά κάλυπταν τήν κίνηση των χεριών τους. Ή άναπαράσταση τοΰ σκηνικού οικοδομήματος όπως τή δίνει ή R. Unterberger (δ.π. 11), μέ βάση τις άπόψεις τού Schadewaldt, προϋποθέτει στά παρασκήνια ενα μηχανισμό μέ τροχαλίες, πού βοηθούσε νά κινούνται πάνω σέ τροχιές μικρά οχήματα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί ό W . Kraus στή μετάφρασή του επιστρέφει στο παλιό ωραίο ιπτάμενο άρμα. Πάντως, ή υπόθεση δτι 6 χορός, δπως και ό 'Ωκεανός πάνω στο γρύπα του, εμφανίστηκε μετέωρος, μέ τή βοήθεια ένός γερανού, άνταποκρίνεται πληρέστερα στις ένδείξεις τού κειμένου. 'Ακόμη πιο προσεχτικοί άπ' δ,τι μέ τά υπόλοιπα εργα πρέπει νά ε'ίμαστε προκειμένου νά δεχτούμε πολιτικές άναφορές στο κείμενο τού Προμηθέα. Ό Podlecki είναι δισταχτικός' και έντούτοις δεν θά θέλαμε νά τον άκολουθήσουμε ούτε και στήν ύπόθεσή του (117) δτι δ Θεμιστοκλής, πού τον θαύμαζε ιδιαίτερα ό ποιητής, θά μπορούσε νά είχε σταθεί πρότυπο γιά τή διάπλαση της μορφής ένός τυράννου.^ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ Μετά τή μνημειώδη συλλογή τού Α. Nauck, Tragicorum Graecorum Fragmenta^ 2η εκδ. 1889 (άνατύπ. μέ Συμπλήρωμα γιά τον Ευριπίδη άπό τον Br. Snell, Hildesheim 1964), εμφανίστηκε μεγάλος άριθμός άποσπασμάτων πού άπασχόλησαν συστηματικά τον Η. J. Mette. Μετά τό Supplementum Aeschyleum (Kleine Texte 169), Βερολίνο 1939, μέ ενα Παράρτημα τό 1949 και μιά επισκόπηση στο Gymnasium 62 (1955) 393, άκολούθησε τό εργο Die Fragmente der Tragödien des Aischylos, Βερολίνο 1959. Ό τόμος συμπληρώθηκε άπό έναν δεύτερο, μέ τόν τίτλο Der verlorene Aischylos^ Βερολίνο 1963, πού ό Mette 1. Ή άπόπειρα τοΰ Ε. Baglio, Il Prometeo di Eschilo alla luce delle Htorie di Erodoto, Ρώμη 1952, và ερμηνεύσει τό εργο σάν προβολή των περσικών πολέμων θά έπρεπε νά ξεχαστεί άμέσως. Δυστυχώς, τό ϊδιο Ισχύει καΐ γιά τή θεωρία τοΰ J. Α. Davison (βλ. παραπάνω), ό όποιος ισχυρίζεται δτι στον Προμηθέα, πίσω άπό τούς άντιπάλους, πρέπει νά άναγνωρίσΰυμε τόν Περικλή καΐ τόν Πρωταγόρα' βλ. και Ά λ . Διαμαντόπουλος, Ή Προμήθεια τοΰ ΑΙσχνλου, 'Αθήνα 1973.
245
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
τον χαρακτηρίζει,, οπως άλλωστε καΐ τον προηγούμενο, «εγχειρίδιο», καθώς καΐ άπο ένα έπίμετρο : «Aischylos : Bruchstücke, 1971-77», Lustrum 18 (1975) 338. Mià άδρή σχετική έπισκόττηση προσφέρεται και στο Συμπλήρωμα του F. Stoessl γιά τδ λήμμα ΑΙσχνλος της RE^ Suppl. 11,1. ' Η φράση πού %ραψε τό 1914 ό Wilamowitz, δτι «ή Αίγυπτος άς τώρα δέν εχει διασώσει οΰτε ενα σπάραγμα», εμελλε νά διαψευστεί ύστερα άπο λίγο. Τά εύρήματα του 1932 τά χρωστούμε στην ενεργητικότητα του Ε. Breccia. Σ ' αυτόν ελαχε νά άνοίξει τον τελευταίο άδιερεύνητο άκόμη γήλοφο της Όξυρύγχου, όταν είχαν πιά άπομακρύνει άπο κει τον τάφο του "Αραβα άγίου "Αλι Γκαμάν. "Ηδη στήν άποστολή του 1902/3, ό Grenfell και ό H u n t σέ δοκιμαστικές ανασκαφές είχαν κατορθώσει νά διασώσουν μιά σειρά παπύρους άπο τον Ι'διο αύτο γήλοφο. "Οπως έ'δειξε ή έπεξεργασία τους, περιείχαν πλούσια, συνήθως μικρά, άποσπάσματα του Αισχύλου. Ηολλά από αύτά τά δημοσίευσε, μέ τή γνωστή του επιστημοσύνη, ό Ε. Lobel στους τόμους 18 (1941) καΐ 20 (1952) των Ρ. Oxy. Τά περισσότερα προέρχονται άπό την ίδια έκδοση δπως και τά εύρήματα των 'Ιταλών πού δημοσιεύτηκαν στον τ. 11 (1935) των P.S.I. Τό γεγονός δτι αύτή ή έκδοση πραγματοποιήθηκε τόν 2ο αιώνα μ.Χ. διορθώνει σέ σημαντικό βαθμό την εικόνα πού είχαμε γιά τήν επιβίωση της αίσχύλειας τραγωδίας. "Ενα εξαιρετικό βιβλιογραφικό βοήθημα, και οχι μόνο γιά τόν Αισχύλο, τό χρωστούμε στόν R. Α. Pack, Greek and Latin Literary Texts from Greco-Roman Egypt, 2η έκδ. Ann Arbor 1965. "Τστερα άπό τις παλαιότερες καταλογογραφήσεις του Ρ. Collart. «Les fragments des tragédies grecques sur papyrus», RPh 17 (1943) 5, και του V. Martin, «La poésie lyrique et la poésie dramatique dans les découvertes papyriques des trent e dernières années», M H 4 (1947) 74, πρέπει và εξαρθεί ιδιαίτερα ή εργασία του Μ. F. Galiano, Les papyrus d'Eschyle, στά Πρακτικά του 9ου Διεθνούς Συνεδρίου Παπυρολογίας, Norwegian University Press, 1961, 81. Μιά σχολιασμένη έκδοση των νέων ευρημάτων προέρχεται άπό τόν R. Cantarella, I nuoçi frammenti Eschilei di Ossirinco, Νεάπολη 1948. Μέ κριτικό ύπόμνημα και πλούσιες βιβλιογραφικές πληροφορίες παρουσίασε τά καινούρια κείμενα ό Η. Lloyd-Jones στη δεύτερη έκδοση του «Αισχύλου» της σειράς Loeb Classical Library, Λονδίνο 1957.
246
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Τα περισσότερα άπο αύτά βρίσκονται στον D. L. Page, Select Papyri, III: Literary Papyri, Λονδίνο 1941 (άναθ. 1950)· τά σατυρικά άποσπάσματα καΐ στον V. Steffen, Satyrographorum Graecorum Fragmenta, 2η εκδ. Poznan 1952. 'Από τούς αισχυλικούς παπύρους πού βρέθηκαν τό 1932 στην Όξύρυγχο, δ G. Vitelli και ή Μ. Norsa δημοσίευσαν 21 στίχους άπό τη Νιόβη και μερικά σπαράγματα άπό τούς Δικτυουλκονς την ϊδια χρονιά στό Bulletin de la Société Archéologique d'Alexandrie 28, 107, ενώ ή πρώτη δημοσίευση τών άποσπασμάτων άπό τοχ>ς Μυρμιδόνες άκολούθησε δύο χοόνια άογότερα {Mélanges Bidez, Βρυξέλλες 1934, 965).^ Ό πάπυρος της Νιόβης θέτει δύο δυσεπίλυτα προβλήματα. Μολονότι τό μεγαλύτερο μέρος τών στίχων διατηρείται καλά, και μόνο στην άρχή τών γραμμών έ'χουν χαθεϊ γράμματα, δεν είναι δυνατό να ποΰμε μέ βεβαιότητα αν μιλεί ή Νιόβη, καθισμένη στον τάφο τών παιδιών της, άφοϋ εχει σπάσει πιά τή μακρά σιωπή της (Άριστοφ. Βάτρ. 912=άπ. 212 Μ.· Βίος 6 = ά π . 243 Μ.), ή κάποιο άλλο πρόσωπο άναφέρεται στην άμίλητη πάντα ήρωίδα. Ό G. Vitelli στην έκδοση του άποσπάσματος {P.S.I.) ύποστήριζε άκόμη δτι τό πρόσωπο πού μιλεί είναι ή Νιόβη —αύτη τή θέση πήρα και εγώ {WS 52, 1934, 1) μαζί μέ άλλους. Ό Η. LloydJones (ό'.π.) δικαιολογημένα τονίζει οτι είναι άδύνατο νά εξασφαλιστεί κάποια βεβαιότητα' δ ίδιος όμως φαίνεται νά κλίνει προς τήν άποψη δτι τό πρόσωπο πού μιλεί είναι μιά άλλη γυναίκα. Αύτή ή άποψη κερδίζει δλο και περισσότερους οπαδούς, πού, κατά τά άλλα, κινούνται σέ εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Πρέπει όπωσδήποτε νά άποκλειστει ή υπόθεση του Κ. Reinhardt {Hermes 69,1934, 2^9=Tradition und Geist 153· Sophokles, 2η έ'κδ., 21 και 245) δτι τό απόσπασμα προέρχεται άπό τον πρόλογο, όπου ή Αητώ περιγράφει τή βουβή Νιόβη σάν νά ήταν εικόνα, ενώ ή άποστροφή του στίχου 14 επιβάλλει τήν παρουσία βουβών προσώπων.2 Ό R. Pfeiffer {Philologus 89, 1934, 1) και ό 1. Διεξοδικές βιβλιογραφικές πληροφορίες δίνει ό Η. Lloyd-Jones στό ΙΙαράρτημα του «Αισχύλου» της Loeb. Επίσης: Η. Pfeufer, Die Gnornik in der Tragödie des Aischylos (διατρ.), Μόναχο 1940, 119· C. del Grande, Hybris 126. 2. Και ό Reinhardt δεν πέτυχε στήν προσπάθεια του νά άποδώσει ατή
247
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
W. Schadewaldt {SHAW 1933/4, S^Hellas und Hesperien 141) πρότειναν Iva πρόσωπο κοντινό στη Νι,όβη, ίσως τήν 'Αντιόπη, μητέρα του Άμφίονα. "Άν άποκλείσει κάνεις τη Νιόβη, έξαιρετικά πιθανή φαίνεται ή άπόδοση των στίχων στην τροφό της, δπως πρότεινε ό Κ. L a t t e {GGN 1933, 22)· αύτη τη λύση προτιμά και ό Mette {Verl. Aisch. 44). To δυσκολότερο ερμηνευτικό πρόβλημα τίθεται άπό ενα χάσμα στη συνοχή του λόγου, πού παρατηρείται άνάμεσα στούς στίχους 9/10 και 13/14. Ό Pfeiffer, ό Schadewaldt (διαφορετικά δμως στό Hellas und Hesperien 174) και ό Mette άποδίδουν τους στίχους 10-13 στόν κορυφαίο του χορού' τότε όμως τά πρόσωπα αύτού τοΰ διαλόγου έμφανίζουν μιά περίεργη έλλειψη επικοινωνίας. Ό Η. Lloyd-Jones (ο.π.) τονίζει και σ' αύτό τό σημείο τή δυσκολία νά καταλήξουμε σέ κάποια άπόφαση, κλίνει όμως, δπως και ό Vitelli {P.S.I.), νά δεχτεί μιάν αύτοτελή ρήση. Προσπάθησα {WS 52, 1934, 15) νά ερμηνεύσω αύτά τά κενά ώς παύσεις στό λόγο της τραγικής ήρωίδας, πού είναι βυθισμένη στήν οδύνη της.^ Τρεις στίχοι (άπ. 274 Μ.) οπού, σύμφωνα μέ τόν Πλούταρχο, μιλεί μιά τροφός για τις σκοτούρες της μέ τα παιδιά της Νιόβης, μπορεί νά άνήκουν στό έργο, και μας θυμίζουν τό λόγο της Κίλισσας στις Χοηφόρες. Μέ μεγαλύτερη πιθανότητα μπορεί νά άποδοθοΰν στούς Μυρμιδόνες του Αισχύλου 36 στίχοι (άπ. 225 Μ.) άπό τά ευρήματα των 'Ιταλών. Πάλι ό Η. Lloyd-Jones στόν «Αισχύλο» της σειράς Loeb δίνει τή διεξοδικότερη βιβλιογραφία. Ό D. L. Page στούς GLP (136) είχε άμφισβητήσει αύτή τήν άπόδοση, πράγμα πού τό επανέλαβε και ό Lloyd-Jones (πρβ. και Gnomon 38, 1966, 13).'Ωστόσο ό W . Schadewaldt στή διερεύνηση αύτοΰ τοΰ κειμένου {Hermes 71, 1936, 2b=Hellas und Hesperien 166) δεν άφήνει σχεδόν καμία πιθανότητα νά άποσπαστοΰν οί στίχοι άπό τό Νιόβη Toij Αισχύλου τον P.Oxy. 2, άρ. 213 (Mette, Verl. Aisch. 46), πού θά ταίριαζε περισσότερο στον Σοφοκλή {Νιόβη ή Τάνταλος), μολονότι ό Pohlenz (2, 65) συμφώνησε μέ ενθουσιασμό. 'Αντίθετος είναι ό R. Pfeiffer, SBAW 1938/2, 21, 1, πού συζητεί τις δυνατότητες της έρμηνείας. 1. Τή γνώμη αύτή τήν άπέρριψαν οί Η. Kloesel, Hermes 72 (1937) 468, 5 και Η. Pfeufer, δ.π. 120, 10.
248
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
πρώτο εργο της "Αχιλληίδας του Αισχύλου, μιας τριλογίας μέ άγνωστο σατυρικό δράμα. Σ ' αύτή τήν άπόδοση έπιμένει και ό ßr. Snell, ό όποιος, στό εργο του Scenes from Greek Drama, ξεκινώντας άπό τό παπυρικό απόσπασμα, πραγματεύεται τήν αισχυλική Άχιλληίδα, ενώ σέ ένα παράρτημα έκδίδει τό κείμενο μέ κριτικό υπόμνημα. Στό Ι'διο πλαίσιο εντάσσει και ό Mette τό φλωρεντινό άπόσπασμα. Γιά τή διάταξη τών άλλων άποσπασμάτων, πού είναι άναγκαστικά προβληματική σέ μερικά σημεία, εχει συμβάλει ούσιαστικά ό Snell {Gnomon 25, 1953, 437). Γιά τό άπ. Ρ. Oxy. 20, άρ. 2253, και ό Lloyd-Jones (ο.π. 583) και ό Mette {Verl. Aisch. 114) άναρωτιοϋνται μήπως θά μπορούσαμε νά άναγνωρίσουμε σ' αύτή τή δέηση, δπου γίνεται λόγος γιά συμφιλίωση, ενα τμήμα του προλόγου τών Μυρμιδόνων.^ Γιά τήν πορεία της δράσης —ό Sctiadewaldt μιλεί γιά δράμα αμήνιδος»— προσφέρονται και μερικοί στίχοι άπό τούς Μυρμιδόνες του "Ακκιου (άπ. 225b Μ.). Νομίζω δτι στόν Φλωρεντινό πάπυρο άναγνωρίζουμε μέρη μιας σκηνής άνάμεσα στόν 'Αχιλλέα και τόν Ά ν τίλοχο, οπου γίνεται λόγος για κίνδυνο λιθοβολισμού του 'Αχιλλέα, χωρίς όμως αύτό νά εχει τήν παραμικρή επίπτωση στήν οργή του. 'Ακολουθούσε ή άποστολή τοΰ Πατρόκλου στή μοιραία μάχη, ή ε'ίδηση τοΰ θανάτου του και ό θρήνος τοΰ 'Αχιλλέα πάνω στό πτώμα του. Ό Br. Snell εχει εντάξει πολύ πειστικά τόν Ρ. Oxy. 2256, άπ. 55 (άπ. 229 Μ.), σ' αύτή τή θρηνητική σκηνή. Σε συνδυασμό μέ τά άπ. 228 και 230 Μ. έδώ βρίσκει τή σαφέστερη δυνατή έκφραση ή ερωτική διάσταση της σχέσης τοΰ 'Αχιλλέα μέ τό φίλο του. Τό δεύτερο έ'ργο αύτής της τριλογίας (γιά τήν οποία ισχύουν ιδιαίτερα τά λόγια τοΰ Αισχύλου πού παραδίδει ό Άθήναιος 8,347e, 143, δτι τά εργα του είναι τεμάχη^ άπό τών μεγάλων Όμηρου 1. Ό R. Stark, «Ein neuer Aischylosprolog», i/eA-mes 82 (1954) 372, προτείνει νά άποδοθεϊ το άπόσπασμα στήν 'Ιφιγένεια τοΰ Αισχύλου, μέ ομιλητή τον Κάλχα" τό ϊδιο καΐ ό I. Θ. Κακριδής σέ επιστολή του. Για τήν άνασύνθεση της τριλογίας: Ζ. Κ. Vysoky, «Aischylova Achilleis», LF 81 (1958) 147. Ά π ό πρόλογο πρέπει νά προέρχεται και τό έκτενές άπόσπασμα πού μας ^χει διασώσει ό Pap. Didot άπό τούς Κάρες ή Ευρώπη (άπ. 145 Μ.). 'Άν αύτή ή υπόθεση είναι σωστή, τότε ή ρήση της Ευρώπης προλαμβάνει χαρακτηριστικά τών εύριπιδικών προλόγων. 2. Σωστά ό Schadewaldt, Hermes 71 (1936) 52, 3=Hellas und He-
249
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
δείπνων) ήταν οί Νηρηίδες, μέ τίτλο παρμένο άπο το χορό πού εφερνε στον 'Αχιλλέα τά καινούρια οπλα. ΚαΙ ή συμφιλίωση δμως μέ τον 'Αγαμέμνονα, ό φόνος του Έκτορα και ή ταφή τοΰ Πατρόκλου (μερικά άπο αύτά τά επεισόδια μέ τή μορφή διήγησης ή πρόληψης) πρέπει νά είχαν κάποια θέση σ' αύτο το έ'ργο. Οί Φρνγες ή "Εκτορος λύτρα προδίδουν μέ τον τίτλο τους τή σύνθεση του χοροΰ και τήν πορεία της δράσης. Ά π ο τήν άρχή, πού ειχε μορφή διαλογική, αναγνωρίζεται έ'νας διάλογος Έ ρ μ η και 'Αχιλλέα, δπου ό θεός μεμφόταν τόν ήρωα γιά τήν άτίμωση τοΰ πτώματος του 'Έκτορα και ϊσως τοΰ διαβίβαζε εντολή του Δία νά τό παραδώσει. Ό 'Αχιλλέας μιλούσε ελάχιστα σ' αύτή τή σκηνή και κατόπιν κρατούσε επίμονη σιωπή (Άριστοφ. Βάτρ. 912 και σ χ . = άπ. 212 Μ.). 'Αναγνωρίζεται έπίσης ή άφιξη τοΰ Πριάμου. Σέ μιά ωραία ερμηνεία των θραυσμάτων ένός έρυθρόμορφου καλυκοειδοΰς κρατήρα της άρχαιολογικής συλλογής τοΰ Πανεπιστημίου της Βιέννης, ή Hedwig Kenner εχει δείξει {WJ 33, 1941,1) δτι έ'νας σημαντικός άγγειογράφος άπό τήν 'Αττική, γύρω στό 435 π.Χ., ειχε βασιστεί στήν 'Αχιλληίδα τοΰ Αισχύλου. Αυτό συνδυάζεται καλά μέ τή μεταθανάτια επιτυχία πού πρέπει νά υποθέσουμε γιά τις τραγωδίες τοΰ Αισχύλου στό δεύτερο μισό τοΰ 5ου αιώνα. 'Υπολείπεται τό μεγαλύτερο κέρδος πού μας πρόσφεραν αύτά τά ευρήματα, άφοΰ μας επιτρέπουν νά γνωρίσουμε εκείνο τόν Αισχύλο πού ή άρχαιότητα τοΰ έ'δινε τήν πρώτη θέση άνάμεσα στούς ποιητές σατυρικών δραμάτων (Διογένης Ααέρτιος 2, 133* Παυσανίας 2, 13, 6).^ Ά π ό τούς Δικτνονλκονς, τό σατυρικό δράμα πού συμπλήρωνε μιά τριλογία μέ κεντρικό ήρωα τόν Περσέα και πιθανά δράματα τις Φορκίδες και τόν Πολυδέκτη,^ έχουμε άρκετά στοιχεία ώστε νά σχηματίσουμε μια εντύπωση για τή γοητεία τοΰ έ'ργου. Και εδώ ή βιβλιογραφία δίνεται άπό τόν Lloyd-Jones sperien 194, 3, μεταφράζει άκρφέστερα τή λέξτ} τεμάχη οχι αθρύμματα» ή ((ψίχουλα» άλλά ((κομμάτια». 1. Thalia Ρ. Howe, ((The Style of Aeschylus as Satyr-playwright», G^R 6 (1959/60) 150" V. di Marco, ((Studi sul dramma satiresco di Eschilo», Helicon 9/10 (1969/70) 373. 2. 01 Φορκίδες ϊσως πραγματεύονταν τήν περιπέτεια τοΰ Περσέα μέ τή Μέδουσα, καΐ ό Πολυδέκτης τήν επιστροφή του στη Σέριφο καΐ τήν άπελευθέρωση της Δανάης άπό τήν έξουσία τοϋ βασιλιά.
250
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
(ο.π. 531) και στά άπ. 464 και 474 Μ. Διεξοδική πραγμάτευση του έργου έδωσε ή Μ. Werre-de Haas, Aeschylus Dictyulci (Papyrologica Lugduno-Batava X) 1961· έπίσης ό Mette, Verl Aisch., 155. Στην άρχή έγιναν γνωστές δύο στήλες άπό τά ευρήματα των 'Ιταλών {P.S.I. 1209* άπ. 464 και 467 Μ.), πού τις σχολίασε λαμπρά ό R. Pfeiffer («Die Netzfischer des Aischylos und der Inachos des Sophokles», SBAW 1938/2) καί, με βάση μετρικές παρατηρήσεις, άπέδωσε το κείμενο σε σατυρικό δράμα. Οί στίχοι άρχίζουν μέ μιά στιχομυθία, τοού άκολουθοΰσε, μέσα σε μια προλογική σκηνή, άμέσως μετά άπο μιά ρήση. Ό ένας άπο τούς συνομιλητές είναι κάποιος γέρος ψαράς· ό άλλος πιθανότατα ό Δίκτυς, άδερφος —'ίσως έτεροθαλής— του Πολυδέκτη, βασιλιά της Σερίφου. Οί δυό τους δεν είναι σέ θέση νά σύρουν τά δίχτυα τους, πού περιέχουν κάτι πολύ βαρύ, και ζητούν μέ φωνές βοήθεια, μέ έναν τρόπο πού έχει τό κοντινό παράλληλο του στήν έκκληση του 'Απόλλωνα στήν άρχή των Ίχνευτών του Σοφοκλή. Φυσικά, εμφανίζονταν οί σάτυροι, πού άκολουθοΰσαν τον Σιληνό, καί τραβώντας τά δίχτυα —ιδιότητα πού έδωσε και τον τίτλο του έργου— έβγαζαν στήν ξηρά ένα κιβώτιο, πού είχε μέσα τή Δανάη μέ τον μικρό Περσέα. Μιά σκηνή άπό άλλο σημείο του έργου τή συμπληρώνει ό Ρ. Oxy. 2161 (άπ. 474 Μ.), πού άνήκει στο 'ίδιο άντίγραφο μέ τά ιταλικά εύρήματα. Γιάτήν έρμηνεία, σημαντική είναι ή εργασία του Ε. Siegmann, « Die neuen Aischylos-Bruchstücke», Phüologus 97 (1948) 71. 'Εδώ εμφανίζεται ως ύποψήφιος μνηστήρας ό παντελώς άχρηστος Σιληνός, πού συμπεριφέρεται σάν σωτήρας της Δανάης, προκαλώντας της μόνο άποστροφή καί τρόμο μπροστά σ' αύτούς τούς δαίμονες. Ό άκόλαστος γέρος, γιά νά κερδίσει τή Δανάη, στρέφεται πονηρά στον μικρούλη καί του περιγράφει τήν οικογενειακή εύτυχία πού τον περιμένει. Τό επιστέγασμα της σκηνής έρχεται με τό χορό τών σατύρων, πού παρερμηνεύει τή συμπεριφορά της Δανάης σάν προσδοκία μελλούμενων ηδονών καί, σε γρήγορους άναπαίστους, τήν καλεί στό χώρο του ύμεναίου. Ή στιχομετρική ένδειξη Θ (=800) στόν δεύτερο στίχο της δεύτερης στήλης άποδίδει τό άπόσπασμα στό τελευταίο μ,έρος του έργου, καί αύτό όδηγεΐ στό δυσεπίλυτο πρόβλημα σχετικά μέ τό περιεχόμενο ολου του προηγούμ,ενου μέρους. "Οποιος ξέρει τους'Ιχνευτές, μπορεί νά υποθέσει μιά σκηνή δπου
251
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ot σάτυρο!, τρομοκρατούνται μέ τούς περίεργους ήχους πού άκούγονται άπό τό κιβώτιο' άλλά ετσι δεν γεμίζει το κενό. Γεμάτοι άπό το καταλυτικό χιούμορ πού συναντά κανείς μόνο στον κόσμο των άχρηστων, αιώνια περίεργων και ταυτόχρονα δειλών, σατύρων ήταν και οι Θεωροί ή Ίσθμιασταί. Ό LloydJones στο Παράρτημα του «Αισχύλου» της Loeb Classical Library (541) δίνει πλήρη βιβλιογραφία και άντιμετωπίζει τά προβλήματα πού συνδέονται μέ τή θέση των τεσσάρων στηλών του Ρ. Oxy. 2162. Βιβλιογραφία υπάρχει και στο άπ. 17 Μ.^ Σημαντική γ ι ά τ ά βασικά προβλήματα εΐναι ή εργασία του Br. Snell, «Aischylos' Isthmiastai» {Hermes 84, 1956, i=Ges. Sehr. 164, μέ μερικές άλλαγές), και του Κ. Reinhardt, «Zu den Isthmiastai» {Hermes 85,1957,1, i23=Tradition und Geist 167). Ή ύπόθεση μπορεί νά άνασυντεθεΐ σέ άδρές μόνο γραμμές. Τό θέμα της δουλείας και της απελευθέρωσης τών σατύρων, γνωστό και άπό άλλου, άναπτύσσεται έδώ μέ ιδιαίτερα θελκτικό τρόπο. Οί σάτυροι έ'χουν εγκαταλείψει τόν κύριό τους, τον Διόνυσο, και τις γιορτές του και θέλουν νά άσχοληθοΰν μέ τήν άθλητική συμμετοχή τους στά "Ισθμια. Βρίσκουν εκεί κάποιον προστάτη, πού μπορεί νά ήταν ο Σίσυφος άπό τήν Κόρινθο. Μέ τήν άδειά του καρφώνουν σατυρικά προσωπεία πάνω στό ναό του Ποσειδώνα •—αιτιολογική αναφορά σέ παρόμοια προσωπεία πού κοσμούσαν Ιερά κτίσματα. Ή μόνιμη σκηνική πρόσοψη, πού έδώ παρίστανε τό ναό του Ποσειδώνα, παραπέμπει στήν κάπως όψιμη περίοδο της σταδιοδρομίας του Αισχύλου, αν είναι σωστή ή άποψή μας δτι 6 ποιητής μόνο μετά τις Ίκέτιδες χρησιμοποίησε τή σκηνή γιά φόντο. 'Αρκετά καλά σώζονται τμήματα ένός οξύτατου διαλόγου άνάμεσα στόν Διόνυσο και τόν Σιληνό, πού άντιμετωπίζει τις υβριστικές έπιπλήξεις του κυρίου του μέ υπερβολική άναίδεια. Οί σάτυροι προτιμούν τόν Ποσειδώνα και τά πεύκινα στεφάνια του άπό τόν γυναικωτό θεό και τόν κισσό του, προτιμούν τούς ισθμιακούς άγώνες άπό τόν διονυσιακό θίασο. "Οτι αύτός ό δρόμος δέν είναι ό σωστός γι' αύτούς, γίνεται φανερό σέ μιά σκηνή δπου ό Κορίνθιος προστάτης τους τούς φέρνει καινουριοφτιαγμέ1. Επίσης, βλ. Α. Barigazzi, AS Ν Ρ 22 (1954) 1· R. Ρ. WinningtonIngram, Gnomon 32 (1960) 316" Mette, Verl. Aisch. 164· M. Gronewald, «Zu Aischylos Θεωροί ή Ίσθμιασταί», ZPE 19 (1975) 99.
252
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
να άθλητ^κά σύνεργα (άρματα ιπποδρομίου;)· άλλά ούτε μέ αύτά διεγείρει τον ένθουσιασμό τους. Δεν είναι δύσκολο νά συμπληρώσει κάνεις το τέλος: οί σάτυροι γύριζαν στον κύριο τους και ξαναγίνονταν οί εύθυμοι άκόλουθοι του Διονύσου. Μερικά σατυρικά δράματα μνημονεύτηκαν δταν γινόταν λόγος γιά τις σωζόμενες τραγωδίες. Προσθέτουμε εδώ τις Τροφούς (άπ. 425-429 Μ.), πού είχαν άσφαλώς ώς θέμα την ανατροφή του Διονύσου. 'Από την Υπόθεση στή Μήδεια του Εύριπίδη, ξέρουμε δτι σ' αύτο τό εργο ή Μήδεια άνανέωνε, μέ τή μέθοδο του βρασμού, τις τροφούς του θεοϋ μαζί μέ τούς άντρες τους.^ Στά σατυρικά δράματα άνήκει και ό Σίσυφος δραπέτης (άπ. 373-382 Μ.), πού είχε ώς θέμα τήν έξαπάτηση του Θανάτου άπο τον παμπόνηρο Κορίνθιο. Μας προκαλεί άμηχανία το γεγονος δτι παράλληλα παραδίδεται και ενας Σίσυφος πετροκυλιστής (άπ. 383-386 Μ.). Δεν πρέπει νά άποκλειστεϊ ή πιθανότητα νά υπάρχουν πολλοί, τίτλοι γιά το ϊδιο έ'ργο.'"^ Ό Γλαύκος Ποτνιευς μνημονεύτηκε μαζί μέ τούς Πέρσες. Πρέπει νά διακριθεί άπό τον Γλαύκο πόντιο (άπ. 53-65 Μ.). Σύμφωνα μέ τον Παυσανία 9, 22, 6 (άπ. 54a Μ.), ό Αισχύλος σύνθεσε ενα ολόκληρο δράμα άπό μιά ίστορία πού διηγούνταν στήν Άνθηδόνα: κάποιος ψαράς, ό Γλαύκος, έ'φαγε ενα μαγικό βοτάνι και μεταμορφώθηκε σέ θαλάσσια θεότητα με μαντικές ικανότητες. Μέ βάση τόν Στράβωνα, 10, 1, 9, άποδίδεται μέ βεβαιότητα σ' αύτο 1. Ό Τ. Β. L. Webster, JHS 70 (1950) 86, καΐ ό Κ. Kerényi, MDAI (R) 68 (1961) 164, συσχετίζουν μέ αύτο το εργο εναν κωδωνόσχημο κρατήρα άπό τήν Ancona. 2. Ό G. Greifenhagen, «Ein Satyrspiel des Aischylos?» 118 Winckelmanns Progr., Βερολίνο 1963, συζητώντας ενα άγγεϊο άπό τό Μουσείο τοϋ Βερολίνου (πού άποδίδεται στό ζωγράφο της Altamura καΐ άπεικονίζει τέσσερα σατυρόπαιδα νά παίρνουν μέρος σέ λαμπαδηδρομία μπροστά άπό êvav τεράστιο Διόνυσο) άναρωτιέται μήπως θά μπορούσε νά συσχετιστεί ή σκηνή μέ τοΊ Προμηθέα πυρφόρο, οπότε τό έργο θά ήταν σατυρικό. Γνωρίζουμε βέβαια άθλούμενους σατύρους άπό τούς Ίσθμιαστές, καΐ δσο γιά την άπεικόνιση δρομέων μέ μορφή παιδιών θά μπορούσε νά ίχει σχεσ-η μέ τό συγκεκριμένο είδος τοϋ άγγείου και τή χρήση του. Ό συσχετισμός της άγγειογραφίας μέ κάποιο σατυρικό δράμα δέν μπορεί νά άποκλειστεϊ· αύτός δμως πού προτείνεται άπό τόν Greifenhagen δέν εχει επαρκή έρείσματα. Σχετικά μέ τόν Πυρφόρο βλ. παραπάνω.
253
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
το έργο (άπ. 55 Μ.) ό Ρ. Oxy. 2159.^ "Ενας γέρος βοσκός φαίνεται νά διηγείται σέ εναν νεότερο συνομιλητή την εμφάνιση του θαλάσσιου δαίμονα. Μετά τον Murray (113, 3), και ό Mette (άπ. 56· Verl. Atsch. 179) χαρακτήρισε το έργο σατυρικό δράμα. 'Ωστόσο ό Ε. Siegmann {Phüologus 97, 1948, 59) δικαιολογημένα τόνισε τήν απόλυτη άβεβαιότητα αυτής της υπόθεσης. "Ενα άπό τά πιο ενδιαφέροντα εύρήματα, ό Ρ. Oxy. 2257, άπ. 1 (άπ. 26 Μ.) περιέχει πιθανότατα το τέλος άπό μιά Υπόθεση στις ΑΙτναΐες,^ τό εορταστικό έργο πού έγραψε γύρω στό 470 ό Αισχύλος, για νά τιμήσει τήν πόλη Αϊτνα, πού ειχε πρόσφατα ιδρύσει ό Ίέρων. Μέ έκπληξη πληροφορούμαστε δτι τό έργο χωριζόταν σέ πέντε μέρη και δτι τό καθένα άπό αύτα διαδραματιζόταν σέ διαφορετικό τόπο. Αύτό ήταν τόσο άσυνήθιστο, ώστε ό συγγραφέας της 'Τπόθεσης προσπάθησε νά προσκομίσει τουλάχιστον κάτι σχετικά παράλληλο, παραπέμποντας στις σκηνικές μετατοπίσεις πού παρατηρούνται στις Ευμενίδες και στό σατυρικό δράμα του Σοφοκλή Αχιλλέως ερασταί. Δέν πρέπει νά ύποθέσουμε δτι τό παπυρικό κείμενο άναφέρεται στό έργο Αίτναΐαι νόθοι, πού παραδίδεται στόν Mediceus μετά τις γνήσιες ΑΙτναϊες. Δέν μπορούμε νά εντοπίσουμε πολλές λεπτομέρειες άπό αύτό τό πανηγυρικό έργο. Τις καλύτερες παρατηρήσεις τις έκαμε ό Ε. Fraenkel, ((Vermutungen zum Aetna-Festspiel des Aischylus», Eranos 52 (1954), Qi=Kl. Beitr. I, 249. Τό άπ. 27 M. σχετικά μέ τούς Παλικούς και τήν ερμηνεία του όνόματός τους άποδίδεται στό τέταρτο μ,έρος του δράματοε, πού παιζόταν μέσα ή κοντά στούς Αεοντίνους· έκεϊ βρισκόταν ή λίμνη και τό ιερό των Παλικών. Εξάλλου, ό Ρ. Oxy. 2256, άπ. 9a (άπ. 530 Μ.), περιέχει μεγάλα τμήματα άπό μιά σκηνή δπου ή θεά Δίκη μιλεί γιά τή δύναμή της 1. Βλ. έπίσης R. Ρ. Winnington-Ingram, BWS 6 (1959) 58· Ζ. Κ. Vysok;^, Eunomia 3 (1959) 1. 2. Σύμφωνα μέ τή χειρόγραφη παράδοση, γιά τον τίτλο πρέπει νά γίνει δεκτή και ή μορφή Αίτναι, πού τήν υπερασπίζεται ό Wilamowitz, Aisch. Interpr. 242, 1. 'Αντίθετοι ό Ρ. Mazon στήν εκδοσή του, σ. IV, σημ. 2, και ό Schmid, 2, 189, 2. ΑΙτναΐαι μοιάζει νά είναι ή πιθανότερη μορφή, ωστόσο ό Ε. Fraenkel (βλ. παρακάτω στό κείμενό μας) 61, 1, προτιμά νά αφήσει τό πρόβλημα μετέωρο. Γιά τό ενδιαφέρον πού προκάλεσε αύτό τό πανηγυρικό δράμα μαρτυρεί και ό τίτλος ΑΙτναΐαι νόθοι, πού παραδίδεται στόν κατάλογο των δραμάτων της χειρόγραφης παράδοσης.
254
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
καΐ το κύρος της πλάι στον Δία, άφοΰ του παραστάθηκε στον δίκαιο άγώνα μέ τον πατέρα του τον Κρόνο (διαφορετικά ήχεϊ το χωρίο 641κκ. των Ευμενίδων). 'Ακολουθεί μιά στιχομυθία μέ τον κορυφαίο, δπου ή Δίκη αύτοπροσδιορίζεται ώς προστάτρια του δικαίου, πού σημειώνει τις παραβάσεις των άνθρώπων στον πίνακα του Δία (πολεμική γι' αύτη την άντίληψη στο άπ. 506 Ν. του Εύριπίδη). Ό κορυφαίος βεβαιώνει τ·^ Δίκη οτι θά έχει εγκάρδια ύποδοχή, και εκείνη διηγείται, ώς δείγμα της επιρροής της, τήν έξημέρωση ένος άγριου παιδιού του Δία και τής "Ηρας, ένος τρομερού πλάσματος, πού χτυπούσε άδιάντροπα μέ τά βέλη του τούς περαστικούς. Ε π ε ι δ ή στον στ. 28 ταυτίζεται το άπ. 377 Ν., εξασφαλίζεται ή άπόδοση τού άποσπάσματος στον Αισχύλο. Πολλά συνηγορούν γιά τήν προσπάθεια τού Ε. Fraenkel να το άποδώσει στις ΑΙτναΐες. Ό Lloyd-Jones {ο.π. 576, δπου και ή σχετική βιβλιογραφία) δεν άποκλείει τήν υπόθεση, διατηρεί δμως κάποιες επιφυλάξεις. Ό Mette {Verl. Aisch. 187), μέ βάση τήν παρουσία τού συνδέσμου ότιή στον στ. 9, δέχεται τήν ύπόθεση τού Lobel δτι πρόκειται γιά σατυρικό δράμα, αν και το περιεχόμενο δέν δείχνει προς αύτή τήν κατεύθυνση" δικαιολογημένα διατυπώνει άντιρρήσεις ό Qu. Cataudella, Saggisulla tragedia greca^ Μεσσήνη 1969, 95. "Αλυτο παραμένει τό αίνιγμα ποιος είναι εκείνος ό βάναυσος τύπος τον όποιο σωφρόνισε ή Δίκη. Στον "Αρη, πού σκέφτηκαν πολλοί, δέν ταιριάζουν τά βέλη πού εκτόξευε ό άγριάνθρωπος έναντίον των περαστικών. Ό Φάνης I. Κακριδής {Eranos 60,1962, ii\=Wege der Forschung II, 369) άναφέρθηκε σε μιά ρωμαϊκή επιγραφή των αύτοκρατορικών χρόνων (Kaibel, 831), δπου ό 'Ηρακλής έμφανίζεται ώς θετός γιος τής Δίκης, και έ'δειξε τήν πιθανότητα μιας παραλλαγής πού θεωρούσε τον 'Ηρακλή γιο τής "Ηρας. Ή παραπομπή είναι ένδιαφέρουσα· βεβαιότητα δμως δέν εχει έξασφαλιστεΐ. ^ Θεωρούμε πιθανό δτι ό Αισχύλος είναι ό δημιουργός τής θεματικά συνεχόμενης τετραλογίας, και είπαμε, δταν εξετάζαμε τόν <Ι>ρύνιχο, δτι αύτή ή δυνατότητα θά έ'πρεπε νά μείνει άνοιχτή. Στή θηβαΐδα, στις Ααναιδες^ στήν Όρέστεια^ τψΠρομήθεια και τήν 1. Γιάτό εργο βλ. καΐ F. C. Görschen, Dioniso 19 (1956) 217 καΐ 22 (1959) 147· επίσης, V. La Rosa, «Le Etnee di Eschilo e l'identificazione di Xouthia», ASSO 70 (1974) 151.
255
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
Άχιλληίόα συναντοΰμε τή βασική δομική μορφή της σύνθεσης. Στίς δύο τελευταίες περιπτώσεις δεν στάθηκε δυνατό νά προσδιοριστεί τό σατυρικό δράμα, ένώ άποσπάσματα και τίτλοι μας επιτρέπουν νά έντοπίσουμε μιά σειρά άλλες τετραλογίες/ άπο τις όποιες έχουν ιδιαίτερη σημασία γιά μας έκεϊνες δπου ό Αισχύλος διατήρησε τό δεσμό του μέ τις διονυσιακές πηγές της τραγωδίας. Γιά τή Λυκούργεια ανέλαβε μιά έξαντλητική άνασυνθετική προσπάθεια ό Κ. Deichgräber.2 Γιά τό πρώτο εργο, χους'Ηόωνούς, βοηθει ό Λνκονργος του Λατίνου Ναίβιου. Ό Διόνυσος πιάστηκε αιχμάλωτος κατά διαταγή του Λυκούργου (πού ήδη στήν Ίλιάδα, Ζ 130, εμφανίζεται ώς διώκτης του θεοΰ), άλλά μέ θαυμαστό τρόπο ελευθερώθηκε πάλι. 01 Βασσαρίόες περιείχαν τό θέμα του σπαραγμού του 'Ορφέα, φορέα της άπολλώνειας λατρείας του ήλιου, στά χέρια των Μαινάδων. 'Η θεματική σύνδεση μέ τό μύθο του Λυκούργου παρουσιάζει δυσκολίες· ό Deichgräber ύποστήριξε οτι στό περιεχόμενο του έργου άνηκε καΐ ό φόνος του Δρύαντα άπό τον πατέρα του, πού τόν είχε τυφλώσει ό θεός. 'Ελάχιστες ύποθέσεις μπορούν νά γίνουν γιά τούς Νεανίσκους. "Άν μετά τήν τιμωρία του Λυκούργου άκολουθοΰσε ή συμφιλίωση, ή κατάληξη θά ταίριαζε μέ τό τέλος άλλων, περισσότερο γνωστών τριλογιών. Στό σατυρικό δράμα Λυκούργος^ σύμφωνα μέ τό άπ. 97 Μ., κάποιος κατηγορούσε αύτούς πού πίνουν μπίρα" 'ίσως κεντρικό θέμα του έργου νά ήταν ό προσηλυτισμός του Λυκούργου στή χρήση του βακχικού δώρου. Ό Ρ. Oxy. 2164 (άπ. 355 Μ.) μας εχει διασώσει εκτεταμένο άπόσπασμα μιας σκηνής δπου ή "Ηρα, μέ τή μορφή ιέρειας τών 'Λργείων νυμφών, παρουσιάζεται σέ ενα χορό γυναικών. 'Λνάμεσα στους λυρικούς έξαμέτρους του λόγου της, επανέρχεται ενα χωρίο πού ό 'Λσκληπιάδης (Σχ. Βάτρ. 1344' άπ. 168 Ν.) τό άποδί1. Μιά επισκόπηση γιά το τί είναι βέβαιο και τί άπλώς υποθετικά προσφέρει ό Mette, Verl. Aisch. Συγκέντρωση παλαιότερου ύλικοϋ στον Schmid, 2, 188, 8. 2. «Die Lykurgie des Aischylos. Versuch einer Wiederherstellung der dionysischen Tetralogie», NAWG 1 / 3 (1938/9) 231' έκεϊ (244, 2) δίνεται καΐ ή παλαιότερη βιβλιογραφία. Γιά επιμέρους άποσπάσματα: Α. ν. Blumenthal, Hermes 77 (1942) 106" Ζ. Κ. Vysoky, «Aischylova Lykurgeia», LF 82 (1959) 177, και. 83 (1960) 45 και 199' St. Oswiecimski, «Quo tempore Aeschyli Lycurgia primum acta sit», Eos 54 (1964) 33.
256
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
δει στίς Ξάντριες. Ό Κ. L a t t e δμως {Philologus 97, 1948, 4 7 = κι. Sehr. 477) εδειξε πολύ πειστικά την πιθανότητα λάθους του γραμματικού, άναγνώρισε τή σκευωρία της "Ηρας έναντίον της μητέρας του Διονύσου και άπέδωσε το απόσπασμα στήν τραγωδία Σεμέλη ή 'Υδροφόροι. "Οπως και σε άλλες περιπτώσεις άλλαγής τίτλου, μέ πολλή πιθανότητα σύνδεσε μέ την 'ίδια τριλογία και τις Ξάντριες. Κατά το άπ. 367 Μ., σ' αύτο τό έργο ό ποιητής πραγματευόταν τό σπαραγμό του Πενθέα στον Κιθαιρώνα* κατά τό άπ. 368 Μ., ή Λύσσα άπευθυνόταν στις Βάκχες. Ό Mette {Verl. Atsch. 147) έξετάζει τήν πιθανότητα δ τίτλος Ξάντριες νά άναφέρεται σέ ενα χορό γυναικών άπό τό περιβάλλον των θυγατέρων του Μινύα, πού άντιστάθηκαν στή διονυσιακή λατρεία και κυριεύτηκαν άπό μανία. Γιά τή συμπλήρωση μιας τριλογίας, μαζι μέ τά δύο αυτά έργα, προσφέρονται ό ΙΊενθέας και οί Βάκχες. Έ δ ώ όλα είναι άμφίβολα. ""Αν ό Πενθέας, όπως άναφέρει ή Υπόθεση στίς Βάκχες του Εύριπίδη, πραγματευόταν τόν ϊδιο μύθο μέ αύτή τήν τραγωδία, τότε οί Ξάντριες πρέπει νά είχαν περιεχόμενο διαφορετικό άπό αύτό πού σκέφτεται δ L a t t e , ή δεν μπορεί νά άνήκουν στήν 'ίδια τριλογία μέ τόν Πενθέα. "Άν οί Βάκχες δεν παραμεριστούν ώς έναλλακτικός τίτλος ενός άπό τά άλλα έργα, τότε οπωσδήποτε ένας άπό τούς τέσσερις τίτλους είναι περιττός. Σατυρικό δράμα της τετραλογίας θά μπορούσε νά είναι οί Τροφοί (του Διονύσου). Γύρω στή μοίρα του Α'ίαντα στρεφόταν ή συνεχόμενη τριλογία "Οπλων κρίσις^ Θρήσσαι^ Σαλαμίνιαι^ μέ άγνωστο σατυρικό δράμα. Ε κ τ ό ς άπό σαφείς περιπτώσεις, δπως γιά μιά τριλογία μέ κέντρο τούς 'Αργοναύτες ή μιά μέ τόν 'Οδυσσέα, δλα τα άλλα είναι απλώς υποθέσεις. Πιθανή φαίνεται ή υπόθεση του Mette {Verl. Aisch.ll) δτι οΙΜυσοί^ 6 Τήλεφος και ή 'Ιφιγένεια άποτελοΰσαν μιά τριλογία. Ό Φιλοκτήτης του Αισχύλου θά μνημονευτεί μαζί μέ τό δμώνυμο δράμα του Σοφοκλή. Πολύς μόχθος έχει καταναλωθεί γιά τά πενιχρά κατάλοιπα τών 'Ηρακλείδων., Jiùçîiç όμως νά κερδηθεΐ καμιά βεβαιότητα αν τό περιεχόμενο τοΰ έργου άντιστοιχοϋσε στό όμώνυμο έργο του Εύριπίδη ή στίς Τραχίνιες τοΰ Σοφοκλή.^ Δύο πολύ φθαρμένες στή1. Βιβλιογραφία δίνει ό Lloyd-Jones στο Παράρτημα τοΰ ((Αισχύλου» της Loeb, σ. 586, σχετικά μέ το άπ. 110 Μ. 'Επίσης βλ. Ε. G. Turner, μέ άφορμή τον P.Oxy. 27, άρ. 2454" Mette, Verl. Aisch. 149.
257
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
λες στον Ρ. Oxy. 27, άρ. 2454, μέ Ινα μονόλογο του 'Ηρακλή, πού συγκρίνει την τωρινή άθλιότητά του μέ το ένδοξο παρελθόν του, θέτουν νέα προβλήματα. Ό εκδότης του κειμένου, Ε. G. T u r ner, κλίνει προς τήν παραδοχή μιας έλληνιστικής τραγωδίας, όπως συνηγορουν και κάποιες γλωσσικές λεπτομέρειες· επομένως δεν θά επρεπε, άκολουθώντας τον Qu. Cataudella,^ ό όποιος επίσης άφήνει περιθώριο γιά άμφιβολίες, νά συνυπολογίσουμε και τον Αισχύλο γιά τήν άπόδοση του έργου. ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΓΑΩΣΣΑ Σκοπος αύτοΰ του άνακεφαλαιωτικοϋ μέρους είναι άπλώς νά έξάρει ορισμένες βασικές θέσεις.^ "Οταν ό 'Αριστοτέλης λέει {Ποιητ. 4, 1449a) οτι ή τραγωδία όψε άπεσεμνύνθη (άργά άπόχτησε σοβαρή μορφή), μπορούμε νά 1. «II papiro Ossirinchita 2454 e gli Eraclidi di Eschilo», REG 79 (1966) 38=Saggi sulla tragedia greca, Μεσσήνη 1969, 135. 2. Σ' αύτη τη θέση ^χουν συγκεντρωθεί, ώς συμπλήρωμα στον γενικό βιβλιογραφικό πίνακα, εργασίες πού έχουν κάποια σημασία γιά τά θέματα, τήν τεχνική καΐ τή γλώσσα και των τριών τραγικών: Thilde Wendel, Die Gesprächsanrede im griech. Epos und Drama der Blütezeit (Tüb. Beitr. 6), Στουτγάρδη 1929· Walter Nestle, Die Struktur des Eingangs in der attischen Tragödie (Tüb. Beitr. 10), Στουτγάρδη 1930" Ε. Pfiffner, Die Götteranrufungsformeln in den Werken der drei Tragikern (διατρ.) Υν%\Υ)\χγ%ΡΕλβετία 1931· W. Hörmann, Gleichnis und Metapher in der griech. Trag, (διατρ.), Μόναχο 1934 (μέ καλές βασικές παρατηρήσεις)" G. Capone, Uarte scenica degli attori tragici Greci, Πάδοβα 1935" R. M. Hickmann, Ghostly Etiquette on the Classical Stage (διατρ.), Iowa 1938" N. T. Pratt, Dramatic Suspense in Seneca and his Greek Precursors, Princeton 1939· W. B. Stanford, Ambiguity in Greek Literature, 'Οξφόρδη 1939.—R. T. Weissinger, A Study of Act Divisions in Class. Drama (Iowa Stud, in Class. Phil. 9), 1940· W. Nauhardt, Das Bild des Herrschers in der griech. Dichtung (Ν. D. Forschung, 255), Βερολίνο 1940' Β. Α. ν. Groningen, «Βασιλεύς, de alleenheerscher op het trag, toneel der Grieken», Nederl. Ak. 1941" T. B. L. Webster, «A Study of Greek Sentence Construction», AJPh 1941, 385· H. W. Miller, «Médical Terminology in Tragedy», TAPhA 75 (1944) 156" J. Duchemin, Σ'άγών dans la tragédie grecque, Παρίσι 1945" A. Spitzbarth, Untersuchungen zur Spieltechnik der gr. Trag, (διατρ.), Ζυρίχη 1946· R. Butts, The Glorification of Athens in Greek Drama (Iowa Stud, in Class. Phil. 11), 1947· J. Myres, «The Structure of Stichomythia in Attic Tr.», PBA 35, 1949· G. Björk, Das alpha impurum und die tragische Kunstsprache, Uppsala 1950' V/. Helg, Das Chorlied
258
Δ Ρ Α Μ Α Τ Ι Κ Ι Ι ΜΟΡΦΗ ΚΛΙ Γ Λ Ω Σ Σ Α
υποθέσουμε, παρ' δλη την έλλειπτ^κότητα των γνώσεών μας, οτί. αύτή ή διαδικασία ολοκληρώθηκε στο εργο του Αισχύλου. Ή μεγαλεπήβολη άρθρωση της συνεχόμενης τριλογίας, πού ύποθέτουder gr. Trag, in seinem Verhältnis zur Handlung (διατρ.), Ζυρίχη 1950' W. Jens, Die Stichomythie in der frühen gr. Trag. (Zetemata 11), Μόναχο 1955· F. Zucker, «Formen gesteigert affektischer Rede in Sprechversen der gr. Trag.», IF 62 (1955) 62· Leif Bergson, L'épiihète ornamentale dans Esch., Soph, et Eur., Uppsala 1956· T. Β. L. Webster, «Some Psychological Terms in Gr. Tragedy», JHS 77 (1957) 149' D. M. Clay, A Formal Analysis of the Vocabularies of Aesch., Soph, and Eur., II 'Αθήνα (American School of Class. Studies) 1958,1 Μιννεάπολη 1960 (στατιστική ταξινόμηση άνάλογα μέ τά επιθήματα μέσα στα διάφορα μέρη τοϋ λόγου)· J. Keller, Struktur und dramatische Funktion des Botenberichtes bei Aisch. und Soph, (διατρ.), Τυβίγγη 1959 (δακτ.)· C. J. Classen, Untersuchungen zu Piatons Jagdbildern, Βερολίνο 1960 (μέ ιδιαίτερο κεφάλαιο γιά τήν τραγωδία)' J. Kazik-Zawadzka, l.es hapax eiremena et les mots rares dans les fragments papyrologiques des trois grands tragiques Grecs (Polska Ak. Nauk. Archiwum Filologizcne 5), Βαρσοβία 1962· G. Kiefner, Die Versparung. Untersuchungen zu einer Stilfigur der dichterischen Rhetorik am Beispiel der griech. Trag. (Klass. Phil. Studies 25), Wiesbaden 1964. Ή βιβλιογραφία πού συγκέντρωσαν γιά τή μεταφορική γλώσσα στήν άρχαιότητα οί Ifclga Gärtner και Waltraut Heyke, μέ τήν έποπτεία τοϋ V. Pöschl (Χαϊδελβέργη 1964), αποτελεί πολύτιμο βοήθημα και γιά τή μελέτη της τραγωδίας. 'Τλικο γιά τη μεταφορά στήν τραγωδία προσφέρει και ό Μίνως Ιίοκολάκης, Μορφο?Μγία της κνβεντικής μεταφοράς, 'Αθήνα 1965" L. di (Jregorio, Le scene d'annuncio nella trag, greca, Μιλάνο 1967* J. Dur.hemin, «Le déroulement du temps et son expression théâtrale dans (juelques trag. d'Eschyle», Dioniso 41 (1967) 197· J. Kopperschmid, nie Hikesie als dramatische Form (διατρ.), Τυβίγγη 1967. Πλούσιο βιβλιογραφικό σημείωμα γιά τή συμμετρική διαμόρφωση διαλόγου και σκηνής δίνει ό Schwinge {Eur.) 11 σημ. 3, και 12 σημ. 4* D. Fehling, Die Wiederholungsfiguren und ihr Gebrauch bei den Griechen vor Gorgias, Βερολίνο 1969.—-Γιά τή μετρική της τραγωδίας θησαυρός παραμένει το βιβλίο τοϋ Wilamowitz, Griechische Verskunst, Βερολίνο 1921' έπίσης, Hr. Snell, Griechische Metrik (Studienhefte zur Altertumswissenschaft 1), 3η εκδ. Γοττίγγη, 1962" Α. M. Dale, The Lyrik Metres of Greek Drama, 2η ^κδ. Cambridge 1968· Maarit Kaimio, The Chorus of Greek Drama within the Light of the Person and Number Used, Ελσίνκι 1970· T. Β. L. Webster, The Greek Chorus, Αονδίνο 1970. 'Επιμέρους βιβλιογραφία βρίσκει κανείς στον Ε. Kaiinka, «Griechische-Römische Metrik und Rhythmik im letzten Viertel]ahrundert (1909-1935)», Jahresbericht für Altertumswissenschaft 250, 256, 257. Γιά πολλά προβλήματα πού άναφέρονται στο ιαμβικό τρίμετρο: J. Descroix, Le trimètre iambique, Mâcon 1931· Α. Wifstrand, «Eine Versregel für die Anapäste der griech Trag.», Hermes 69 (1934) 210" J. D. Denniston,
259
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
με^ δτι είναι δι,κή του δημιουργία, άνοιγε καινούριες δυνατότητες στη διαμόρφωση του δράματος. Είναι άλήθεια δτι 6 Αισχύλος, καΐ μέσα στο πλαίσιο των έπιμέρους δραμάτων, ξεπέρασε μέ την τόλμη της ιδιοφυΐας του τους χρονικούς περιορισμούς (Αγαμέμνων, Ευμενίδες)' μέ την τριλογία δμως ειχε τη δυνατότητα να εντάξει στην ένότητα μιας ευρείας σύλληψης γεγονότα μέ μεγάλη άπόσταση τό ένα άπό τό άλλο. Τό σωζόμενο σχετικό υλικό, δσο κι αν είναι πενιχρό, επιτρέπει νά άναγνωρίσουμε μιά χαρακτηριστική πλευρά αύτής της έξέλιξης. "Εχει συχνά τονιστεί ό όρατοριακός χαρακτήρας των Περσών, και δέν είναι δύσκολο, χαράζοντας κάνεις άπό αύτό τό έργο μιά γραμμή προς τήν πρωιμότερη τραγωδία, νά άνασυνθέσει τούς σταδιακούς μετασχηματισμούς του υποκριτή, καθώς και τή συνακόλουθη μεταβολή των άσμάτων του χοροΰ. Στούς Πέρσες λείπει άκόμη ή συγκέντρωση της δράσης γύρω άπό μιά κεντρική μορφή. Στά μεταγενέστερα έργα ή κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Στον Ετεοκλή τών 'Επτά συναντούμε τον πρώτο φορέα μιας τραγικής μοίρας" στις Ίκέτιδες ό χορός άποτελει τό κέντρο του δράματος καί, δπως φαίνεται, ολόκληρης της τριλογίας· ό Προμηθέας δέν χρειάζεται κανένα σχόλιο· άκόμη και ή Όρέστεια, παρ' δλη τήν πλατιά άνάπτυξη τών δραματικών γεγονότων, κινείται στο 'ίδιο πλαίσιο. Κεντρική μορφή του πρώτου έ'ργου της τριλογίας δέν είναι τό πρόσωπο πού ονομάζεται στόν τίτλο του. Ό βασιλιάς χρειάστη«Lyric lambics in Greek Drama», Greek Poetry and Life: Essays presented to G. Murray, 'Οξφόρδη 1936' M. Imhof, «Tetrameterszenen in der Trag.», ΜΗ 13 (1956) 125" Kraus, βλ. βφλιογρ. πίνακα· Τ. J. Fleming, The Colometry of Aeschylus (διατρ.), Πανεπ. Β. Καρολίνας, 1973. 1. Αύτή είναι ή άποψη και. του Τ. Β. L. Webster, «The Order of Tragedies at the Great Dionysia», Hermathena 6 (1965) 21, ό όποιος διαπιστώνει συνεχόμενες τριλογίες γιά τα τελευταία εντεκα χρόνια της δημιουργίας του Αισχύλου. Αυτό θά ήταν άβάσιμο στην περίπτωση πού θά είχε δίκιο ό St. Oswiecimski, «Quo tempore...», ό'.π., χρονολογώντας τή Λνκονργεια τό 485 π.Χ., μολονότι και αύτό είναι έντελώς άβέβαιο.—Γιά τό πρόβλημα της τριλογίας (ή τετραλογίας), δπου δέν ξεχωρίζει καθαρά ή εξωτερική συνάρθρωση άπό τή θεματική σχέση: Ρ. Wiesmann, Das Problem der tragischen Tetralogie (διατρ.), Ζυρίχη 1929" Α. V. Blumenthal, «Tetralogie», RE 5 A (1934) 1077· M. Delcourt, «La tétralogie et la trilogie attique», AC 7 (1938) 31· Untersteiner, Origini 285" Del Grande, Hybris 120. Παλαιότερη βιβλιογραφία στοϋ Α. Szantyr, Philologus 93 (1938) 292, 21. Ό δρος τριλογία μαρτυρεϊται γιά τά πρώιμα έλ>.ηνιστικά χρόνια: Σχολ. Άριστοφ. Βάτρ. 1124.
260
Δ Ρ Α Μ Α Τ Ι Κ Ι Ι ΜΟΡΦΗ Κ Λ Ι Γ Λ Ω Σ Σ Α
κε βέβαια κάποτε νά ένεργήσει. μέσα στον κλοώ μιας άπόφασης, άλλά ή δράση του έ'ργου έξαρταταί. άπο την Κλυται,μήστρα: μέ τή δική της πράξη και τή δική της δψιμη αύτεπίγνωση προχωρεί ή μοίρα του ο'ίκου των 'Ατρειδών. 'Ενδεικτική είναι ή σύγκριση των Χοηφόρων μέ τις "Ηλέκτρες των δύο άλλων τραγικών. Στον Αισχύλο ή παρουσία της 'Ηλέκτρας είναι άπαραίτητη μόνο γιά τή δράση πού σχετίζεται μέ τον 'Ορέστη, ιδιαίτερα γιά τήν άναγνώριση· επίσης, προσεύχεται μαζι μέ τον άδερφό της και το χορό. "Τστερα χάνεται άπό τό έ'ργο. •"Αν μέ αύτο τον τρόπο ή δραματουργία του Αισχύλου, μετά τούς Πέρσες^ χαρακτηρίζεται άπό καινούρια πυκνότητα, πού συγκεντρώνεται κατεξοχήν στήν πράξη και τά πάθη ένός προσώπου, αύτό δέν σημαίνει δτι ό ποιητής δημιούργησε μορφές πού άπέκτησαν, χάρη στά άτομικά τους χαρακτηριστικά, άναλλοίωτη ταυτότητα. Είναι ένδεικτικό οτι κανένα άπό τά πρόσωπα του Αισχύλου δέν πέρασε στις νεότερες λογοτεχνίες μ' έκείνη τή σταθερή, καΐ ταυτόχρονα επιδεκτική άδιάκοπων παραλλαγών, μήτρα, δπως συνέβη μέ τήν 'Αντιγόνη και τον Οιδίποδα, τή Μήδεια καΐ τή Φαίδρα. Μέ τήν επίδραση του Προμηθέα, τά πράγματα είναι διαφορετικά, επειδή εδώ στούς μεταγενεστέρους δέν λειτούργησε ή μορφή ή Ι'δια άλλα ή σημασία πού της δόθηκε. Ή αίτια της προηγούμενης διαπίστωσης άνάγεται στο γεγονός δτι οι άνθρωποι της τραγωδίας του Αισχύλου είναι, ως εναν μεγάλο βαθμό, κοινωνοί της θεότητας: οί θεοί άνακαλύπτουν σ' αύτούς τή δύναμη και τούς νόμους τους· οί άνθρωποι δέν στέκουν άπέναντί τους μέ τήν πλήρη αύτοδυναμία τών μορφών του Σοφοκλή, ούτε φτάνουν, ξεπερνώντας αύτή τήν εξάρτηση, στήν άτομικότητα ορισμένων ήρώων του Εύριπίδη. Φυσικά, αύτό δέν σημαίνει δτι ό Αισχύλος παρουσιάζει μαριονέτες πού κινούνται στά χέρια τών θεών. 'Απεναντίας, τοποθετεί τούς άνθρώπους του σέ καταστάσεις πού άπαιτοΰν μιά καίρια άπόφαση —παρακάτω θά μας άπασχολήσει τό πρόβλημα κατά πόσο είναι έλεύθεροι. Παραπάνω ύπαινίχτηκα μιά έξελικτική πορεία, ή όποια, μετά τον Αισχύλο, άποσπά τον άνθρωπο ως άτομο άπό τά δεσμά ένός πλέγματος πού καθορίζεται άποκλειστικά άπό τό θεό* άπό τήν άλλη δμως πλευρά, στήν άπεικόνιση τών προσώπων του πρέπει νά επισημανθεί μιά μοναδικότητα, πού δέν έπανέρχεται σέ κανέναν
261
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
άπο τους έπόμενους τραγικούς. Ή τραγωδία, ιδιαίτερα του Εύριπίδη, δείχνει κάποτε τή διαδοχή διαφόρων ψυχικών καταστάσεων, χωρίς δμως νά διαγράφει τήν πορεία ένδιάμεσων εσωτερικών γεγονότων πού τις προκαλούν. (Σ' αύτο το θέμα θά επανέλθουμε στο κεφάλαιο γιά τον Εύριπίδη.) 'Αντίθετα, 6 παλαιότερος άπο τους τρεις τραγικούς δείχνει ψυχικές εξελίξεις μέ μιά διεισδυτικότητα πού δέν βρίσκει τό δμοιό της άργότερα. Θυμούμαστε το τέλος του 'Αγαμέμνονα, δπου 6 ποιητής, μέ άφθαστη δεξιότητα, μας βοηθεΐ νά διανύσουμε βήμα προς βήμα τήν άπόσταση άπο μιά Κλυταιμήστρα πού, μεθυσμένη άπο αίμα, έξυμνεϊ τήν πράξη της, στή γυναίκα πού άναγνωρίζει στον εαυτό της έναν κρίκο στήν αλυσίδα τής φρίκης. Θυμούμαστε άκόμη τον μεγάλο κομμο τών Χοηφόρων, πού τον χαρακτηρίσαμε άποφασιστικο γιά τήν έσο^τερική στάση του 'Ορέστη άπέναντι στήν πράξη του, και τήν τελική σκηνή του έργου, δπου το σάλεμα του νου δέν έμφανίζεται σάν άπότομο πλήγμα, άλλά σαν ταραχή πού πραγματοποιείται μπροστά στά μάτια μας. Και πόσο πλατιά άφήνει ό ποιητής νά ξεδιπλωθεί μπροστά στά μάτια μας ή έσωτερική πάλη του βασιλιά στις Ίκέτιδες, ώσπου ή άνάγκη του επιβάλλει τήν άπόφασή του ! "Ετσι, ή απεικόνιση του άνθρώπου στά δράματα του Αισχύλου χαρακτηρίζεται άπο μιάν άξιοσημείωτη άντινομία. Έ ν ώ οί φορείς τής δράσης βρίσκονται ύπό τήν κυρίαρχη έπίδραση θεϊκών δυνάμεων, ταυτόχρονα βλέπουμε βαθιά μέσα τους τα προβλήματα πού τούς συγκλονίζουν και τή φρίκη πού τούς κυριεύει, δταν άποκτοϋν, δπως 6 'Ετεοκλής, επίγνωση τής πραγματικότητας. 'Εδώ έπενεργεΐ κάτι άπο εκείνη τή διπλή αιτιότητα τόσο στο θεϊκό δσο και στο άνθρώπινο επίπεδο, δπως τή δείχνει κάποτε τό όμηρικο επος μέ αύθόρμητο καΐ άπροβλημάτιστο τρόπο. 'Απ' δ,τι έχουμε στή διάθεσή μας, μπορούμε νά διακρίνουμε τήν έξελικτική πορεία πού μας περιγράφει ό 'Αριστοτέλης: πρώτος ό Αισχύλος αύξησε τον άριθμό τών υποκριτών άπο έναν σέ δύο, περιόρισε τή σημασία του χορού και έδωσε τήν πρώτη θέση στο διάλογο. Στά παλαιότερα δράματα είναι φανερό πόσο ή χρήση τών δύο ύποκριτών είναι άκόμη περιορισμένη, άφοΰ το δεύτερο μέλος του διαλόγου είναι πολύ συχνά ό χορός.^ 'Αντίθετα, ή 'Ορέστεια δείχνει δτι ό Αισχύλος άρχισε ήδη νά χρησιμοποιεί, άν οχι έντε1. Χρειάζεται κάποιον περιορισμό μέ βάση τούς Πέρσες (703) ό ισχυρισμός τοΰ Κ. Deichgräber, NAWG 1 / 3 (1938/9) 252, 1, δτι ό τροχαϊκός
262
Δ Ρ Α Μ Α Τ Ι Κ Ι Ι ΜΟΡΦΗ ΚΛΙ Γ Λ Ω Σ Σ Α
λώς άποδοτικά πάντως μέ σιγουριά, τον τρίτο υποκριτή —καινοτομία του Σοφοκλή, κατά τον 'Αριστοτέλη. Το άν πρέπει νά δεχτούμε κάτι τέτοιο και για την άρχή του Προμηθέα εξαρτάται άπο το πρόβλημα πού θίξαμε πιο πάνω: κατά πόσο τό πρόσωπο του Προμηθέα υποκαταστάθηκε στη σκηνή άπό ενα ομοίωμα.^ Ό συνυφασμένος μέ τή γενετική φάση του δράματος άνταγωνισμος άνάμεσα σέ λυρικά και διαλογικά μέρη άποτυπώνεται χαρακτηριστικά στή διάρθρωση των τραγωδιών του Αισχύλου. ' Ε δώ ή Όρέστεια, ιδιαίτερα στά δύο πρώτα της δράματα, προχωρεί εντελώς παράλληλα προς τά παλαιότερα έ'ργα. Το πρώτο μέρος εχει έ'ντονα λυρική μορφή, ενώ στο δεύτερο ή δράση προχωρεί μέ άπότομα άλματα. Πόσο ρευστά είναι άκόμη τά πράγματα στον Αισχύλο φαίνεται στήν ιδιαίτερη περίπτωση τών 'Επτά, δπου ή σύνθεση συγκεντρώνεται γύρω άπό τό κεντρικό τμήμα τών δίδυμων λόγων. Ή διαίρεση σέ πράξεις και ή άποκρυστάλλωση τυπικών μερών βρίσκονται άκόμη πολύ μακριά. Οί Ίκέτιόες και ό "Αγαμέμνων μας έπιτρέπουν νά διαπιστώσουμε πάνω σέ τί πλατιά λυρική ύποδομή στήριξε δ Αισχύλος τή σύνθεση μιας συνεχόμενης τριλογίας. Στα διαλογικά μέρη του Αισχύλου μερικές φορές γίνεται πολύ αισθητή ή προσπάθεια γιά συμμετρία" πέρασε δμως, δπως φαίνεται, ό καιρός οπου μερικοί, υποθέτοντας κενά και έμβόλιμους στίχους, ζητούσαν οπωσδήποτε να άποκαταστήσουν άπόλυτη άντιστοιχία.^ Γιά έ'να χαρακτηριστικό τής γλώσσας του Αισχύλου θά εΐ'χαμε τήν καλύτερη άφετηρία σέ δσα λέει δ χορός προς τον ποιητή στους Βατράχους (1004κ.) του 'Αριστοφάνη: άλλ' ώ πρώτος τών'Ελλήνων πνργώσας ρήματα σεμνά/και κοσμήσας τραγικόν λήρον... Ό L. Radermacher στά σχόλιά του συσχέτισε τό χωρίο μέ τή λέξη τετράμετρος (δχι πολύ συχνός στον Αισχύλο) βρίσκεται πάντοτε σέ διάλογο του ύποκριτη μέ το χορό. 1. Γιά τό πρόβλημα της διανομής τών ρόλων στους υποκριτές διδακτικό είναι τό 3ο κεφάλαιο τοϋ βιβλίου τοϋ Flickinger. Πρέπει δμως νά άποσυνδεθεϊ άπό τά υπόλοιπα τό νόθο τέλος τών 'Επτά. Βλ. και J. Glucker, ((Aeschylus and the Third Actor», C ^ M 30 (1969) 56" B. M. W. Knox, ((Aeschylus and the Third Actor», AJPh 93 (1972) 104· P. Orsini, ((Eschyle et le troisième acteur», BSTEC 167 (1973) 19. 2. 'Αξιομνημόνευτες oî παρατηρήσεις τοϋ Wilamowitz, Aisch. Interpr. 1. Γιά τήν εξελικτική πορεία της διαίρεσης σέ πράξεις ώς τό νόμο τών πέντε πράξεων της Ars ρο. 189 βλ. R. Τ. Weissinger, ό'.π.
263
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ληρός, πού μαρτυρεϊται. στον 'Ησύχιο και. σέ άλλους και. σημαίνει ενα χρυσό γυναικείο κόσμημα. Είναι δμως συνεπέστερος 'Αριστοφάνης, άν σ' αύτόν το λόγο του χορού συνδυάζονται δύο στοιχεία: τό δέος μπρος στη μεγαλόπρεπη και κάπως επίσημη γλώσσα του ποιητή και ή τάση νά οδηγηθεί τό υψηλό ως τό γελοίο. Χλευάζοντας ό αντίπαλος έξηγεΐ (929): ρήμαθ' ίππόκρημνα, α ξνμβαλεΐν ον ράδί' ήν. Αύτή 'ίσως ήταν ή κρίση μερικών στήν άρχαιότητα γιά τον Αισχύλο, άν και υπερισχύουν οί φωνές θαυμασμού, δπως του Διονύσιου του Άλικαρνασσέα {Περί μιμ. 2, 2, σ. 206 U.-R.) και του 'Οράτιου {Ars ρο. 278).^ Στόν Κοϊντιλιανό (10, 1, 66) διαβάζουμε γιά τήν αίσχύλεια σεμνότητα εναν έπαινο, πού με εναν ξινό μορφασμό μισοαναιρεΐται: suhlimis et gravis et grandilocussaepe usque ad vitium (μεγαλόπρεπος και σεμνός και μεγαλόστομος σέ σημείο πού συχνά καταντά έλάττωμα), ένώ ό 'Αριστοφάνης χαριτολογεί γεμάτος τρυφερό θαυμασμό. Γιά νά κατανοήσουμε τή γλώσσα του Αισχύλου,^ χρειάζεται νά έγκαταλείψουμε όριστικά τήν ιδέα του «κοσμημένου λόγου». Ό 'Αριστοφάνης μέ ορθή διαίσθηση βάζει τον Αισχύλο του νά λέει {Βάτρ. 1058) 1. Οί κρίσεις των άρχαίων γιά τον Αισχύλο συγκεντρώνονται στον Α. de Propris, Eschilo nella critica dei Greci, Τορίνο 1941. Γιά μια αξιολόγηση τοΰ άγώνα των Βατράχων άπο άποψη θεωρίας της τέ/νης: Μ. Pohlenz, «Die Anfänge der gr. Poetik», NAWG 1920, \^2=ΚΙ. Sehr. II 436· J. Coman, Le concept de Varl dans les nGrenouillesn d'Aristophane, Βουκουρέστι 1941' F. Wehrli, Der erhabene und der schlichte Stil in der poetisch-rhetorischen Theorie der Antike (Phyllobolia), Βασιλεία 1946, 23. Γιά τήν κωμωδία ώς γελοιογράφηση της τραγικής γλώσσας βλ. Ρ. Rau, Paratragodia : Untersuchung einer komischen Form des Aristophanes (Zetemata 45), Μόναχο 1967. 2. Έκτος άπο τΙς εργασίες πού μνημονεύονται πιο πάνω γενικά για τήν τραγωδία: J. Α. Schuursma, De poetica vocahulorum abusione apud Aeschylum, Amsterdam 1932· R. Hölzle, Zum Aufbau der lyrischen Partien des Aisch. (διατρ.), Freiburg/Br. 1934· H. Mielke, Die Bildersprache des Aisch. (διατρ.), Breslau 1934· J. Dumortier, Les images dans la poésie d'Eschyle, Παρίσι 1935, και Le vocabulaire médical d'Eschyle et les écrits Hippocratiques, Παρίσι 1935" W. Ficker, Vers und Satz im Dialog des Aisch. (διατρ.), Λιψία 1935" J. Seewald, Untersuchung zu Stil und Komposition der aisch. Trag, (διατρ.), Greifswald 1936· W. A. A. van Otterlo, Beschouwingen over het archaische dement in den stijl van Aesch. (διατρ.), Leiden 1938· B. G. Freymuth, Tautologie und Abundanz bei Aisch. (διατρ.), Βερολίνο 1939' Η. G. Robertson, «Legal Expressions and Ideas of Justice in Aesch.», CPh 34 (1939) 209· H. Pfeufer, Die Gnomik in der Trag, des Aisch. (διατρ.)
264
Δ Ρ Α Μ Α Τ Ι Κ Ι Ι ΜΟΡΦΗ ΚΛΙ Γ Λ Ω Σ Σ Α
6τι οΐ μεγάλες ιδέες άναγκαστικά άπαιτοΰν άνάλογες λέξει,ς. Στο ρήμα τίκτειν ύπάρχει καΐ μεγαλύτερη καΙ πώ πηγαία ευαισθησία άττό δ,τι μπορεί νά εκφράσει ή μεταγενέστερη αισθητική μέ τον 6ρο πρέπον. Στον Αισχύλο ή λέξη δεν είναι φορέας νοήματος μόνο άλλά και ούσίας.^ Αύτή ή γλώσσα δεν μιλεί αύθαίρετα γιά τα πράγματα' προέρχεται άμεσα άπο τήν 'ίδια τήν ούσία τους. Γι' αύτό διατηρείται άκέραιη ή μαγεία των λέξεων, πού έχουν τή δύναμη νά καταριούνται και νά εύλογοΰν. Σέ άμεση συνάρτηση μέ αύτο το στοιχείο είναι και τό γεγονος δτι οί συχνές ετυμολογίες^ δεν είναι άσκοπα λογοπαίγνια, άλλά ζητούν μέσα στή λέξη τήν ούσία ενός πράγματος, μέσα σ' ενα δνομα τή μοίρα του φορέα του. Εξάλλου, εχει παρατηρηθεί^ δτι ο Αισχύλος παρουσιάζει πολύ περισσότερους γλωσσικούς νεολογισμούς άπο τούς άλλους τραγιΜόναχο 1940· W. Β. Stanford, «Traces of Sicilian Influence in Aesch.», PRIA 44 C 8 (1938) 229, και Aesch. in his Style: A Study in Language and Personality, 'Οξφόρδη 1942" F. R. Earp, Some Features in the Style of Aesch., Cambridge, 1948· H. J. Rose, «On an Epic Idiom in Aeschylus», Eranos 45 (1947) 88 (ό τύπος Ις Τηλεμάχοιο)· P. T. Stevens, «Colloquial Expressions in Aesch. and Soph.», CQ 39 (1945) 95· H. F. Johansen, «Some Features of Sentence-Structure in Aesch. Suppl.», C^M 15 (1954) 1" V. Citti, II linguaggio religiose e liturgico nelle tragedie di Eschilo, Bologna 1962· D. van Nes, Die maritime Hildersprache des Aesch., Groninpn 1963· S. Srebrny, Wort und Gedanke hei Aisch. (Archiwum Filologiczne 7), Wroclaw 1964· Ole Smith, «Some Observations on the Structure of Imagery of Aesch.», €φΜ 26 (1965) 10· A. Sideras, Aeschylus homericus. Untersuchungen zu den Homerismen der aischyleischen Sprache (Hypomnemata 31), 1971· R. Schweizer-Keller, Vom Umgang des Äischylos mit der Sprache. Interpretationen zu seinen Namensdeutungen (διατρ.), Ζυρίχη 1972' J. F. O'Connor, Disease Imagery in Aeschylus and Sophocles (διατρ.), Ohio 1975· Κ. Schinkel, Die Wortwiederholung hei Äischylos (διατρ.), Τυβίγγη 1973· D. Sansone, Aeschylean Metaphors for Intellectual Activities (διατριβή, Wisconsin), Madison 1972 (τώρα Mermes Einzelschr. 35, Wiesbaden 1975)· A. S. Kapsomenos, Aspects of the Vocabulary of Aeschylus (διατρ., St. Andrews 1975· K. A. Kelley, Aeschylus^ Use of Compound Adjectives (διατριβή, Wisconsin), Madison 1975· E. Petrounias, Funktion und Thematik der Bilder bei Äischylos (Hypomnemata 48), Γοττίγγη 1976. 1. 'Ωραίες παρατηρήσεις πάνω σ' αύτό: Ε. Neustadt, «Wort und Geschehen in Äischylos Agamemnon», Hermes 64 (1929) 243. 2. Συγκεντρωμένο το υλικό στον Schmid, 2, 297, 3" πρβ. Neustadt, δ.π. 3. Πρβ. W. Breitenbach, Untersuchungen zur Sprache der euripideischen Lyrik (Tüb. Beitr. 20), Στουτγάρδη 1934, 117.
265
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
κούς. Αύτό, καθώς καΐ ή αινιγματική έρμητικότητα ορισμένων χωρίων και ή τόλμη στή χρήση των λέξεων, πού τήν ονόμαζαν στήν άρχαιότητα κατάχρηαιν,^ δεν είναι προϊόντα μιας άναζήτησης γιά τή βελτίωση του λόγου, άλλα ή αύθόρμητη έκφραση ένός πνεύματος πού θεαται μεγαλόπρεπα τον κόσμο και προβληματίζεται βαθιά. 'Ακόμη και έκεινο πού ή μεταγενέστερη επιστήμη της υφολογίας ονομάζει σχήμα, στον Αισχύλο δέν είναι εξωτερικός καλλωπισμός του λόγου* λέξη και ήχος παλεύουν, μέ μέσα προσιτά στήν α'ίσθηση, νά φτάσουν στήν ουσία της έκφρασης.^ Σχετικά μέ τήν παραδοχή δωρισμών, πού σχετίζονται μέ τήν παραμονή του ποιητή στή Σικελία, άξίζει νά υπολογιστούν οι περιορισμοί πού θέτει ο Ε. Fraenkel στή σχολιασμένη έκδοση του 'Αγαμέμνονα (ίδιαίτ. στ. 1507). Με ιδιαίτερα αισθητό τρόπο κατανέμονται ορισμένες λέξεις επίμονα, σάν ενα είδος Leitmotiv, σέ διάφορα μέρη ένός έ'ργου. "Ετσι, ή έκφραση Ziyroç (ίκεσίον) κότος παρουσιάζεται ατις Ικέτιδες τέσσερις φορές (347, 385, 478, 616, σύμφωνα μέ τή στιχαρίθμηση του Murray), και εξίσου συχνά κλείνουν ενα στίχο οί άγώνιοί θεοί (189, 242, 333, 355). Κάποτε, μιά έντονη γιά το νόημά της έκφραση έπαναλαμβάνεται και δεύτερη φορά, λόγου χάρη στούς Πέρσες 116:161.® ΚαΙ επιμέρους μεταφορές λειτουργούν σάν Leitmotiv. Σ ' αύτή τήν ιδέα έ'χει βασίσει ό J . Dumortier τό βιβλίο του γιά τις εικόνες του Αισχύλου (ο.π.), οχι χωρίς κάποια δόση ύπερβολής στά έπιμέρους. Βλέποντας δμως κανείς λ.χ. στούς 'Επτά νά χρησιμοποιείται ήδη στον στ. 2 ή εικόνα της πολιτείας-πλοίου, πού διατηρείται ως τήν τελευταία ρήση του 'Αγγέλου, πρέπει πραγματικά νά μιλήσει γιά Leitmotiv.^ 1. Βλ. σχετικά J. Α. Schuursma, δ.π. 2. Αύτή ή ιδέα καθορίζει ενα μεγάλο μέρος άπο το βιβλίο του W. Porzig, Die attische Tragödie des Aischylos, Λιψία 1926, μόνο πού τελικά ύπερακοντίζει το στόχο του. Επίσης ό Cantarella, Eschilo 266, έχει συγκεντρώσει γιά τις Ίκέτιδες δλες τις συνηχήσεις, τις παρηχήσεις, τά όμοιοτέλευτα και τις επαναλήψεις. Έκεΐ φαίνεται (278) δτι αύτά τά έκφραστικά μέσα είναι μοιρασμένα μέ άρκετά ισοδύναμο τρόπο άνάμεσα στά λυρικά καΐ τά διαλογικά μέρη του έργου. 3. Ή ερμηνεία εχει μάθει πιά οτι παρόμοιες λεπτομέρειες πρέπει νά έπισημαίνονται· βλ. λ.χ. Kranz, 276" Κ. Deichgräber, NAWG 1 / 4 (1940/1) 25, 1· πρβ. και τον πίνακα στον Α. Lesky, «Der Kemmes der Choephori», SAWW 221/3, 1943, στο λ. «λεκτικές συνηχήσεις». 4. Γιά τούς 'Επτά αύτο το επισήμανε, άνεξάρτητα άπο τον Dumortier,
266
Δ Ρ Α Μ Α Τ Ι Κ Ι Ι ΜΟΡΦΗ ΚΛΙ Γ Λ Ω Σ Σ Α
Ή μεταφορική γλώσσα τοΰ Αισχύλου σπάνια θυμίζει τις διεξοίίικές ομηρικές παρομοιώσεις —λόγου χάρη : Χοηφόροι^Ο^. Πολύ συνηθέστερα συναντούμε εναν τύπο παραβολής, έντυπωσιακο παράδειγμα του οποίου διαβάζουμε λίγους στίχους πιο πάνω {Χοηψόροί 501): ό 'Αγαμέμνων πρέπει να αισθανθεί οίκτο ièojv νεοσσούς τονσό' εφημένονς τάφω. 'Εδώ δεν θέλει νά πει οτι τά παιδιά μέσα στήν άμηχανίατους είναι σάν άδύναμα μικρά πουλιά.'Όχΐ' τά παιδιά είναι νεοσσοί. Έ δ ώ δεν ύπάρχει tertium comparationis· μάλλον ή άπόλυτη ταύτιση πρέπει νά άποκαλύψει τήν άληθινή ούσία τής δραματικής θέσης των παιδιών. Ή εικόνα ερχεται σάν άπόηχος μιάς ολόκληρης σειράς άλλων εικόνων, πού χρησιμοποιήθηκαν νωρίτερα (247): το άπορφανισμένο άιτόπουλο πού πεθαίνει μέσα στις σπείρες του φιδιού, τά άδύναμα πεινασμένα μικρά πού δεν μπορούν νά κουβαλήσουν τροφή στή φωλιά τους ! "Αλλωστε, αύτά δεν είναι τά μοναδικά χωρία δπου έκφράζεται ή βαθιά συμπάθεια τού ποιητή γιά πλάσματα τής φύσης πού υποφέρουν (πρβ. 'Αγαμέμνων 49, 13δ). Ή τόλμη μερικών εικόνων φτάνει στά δρια του παράδοξου: πρβ. 'Επτά 371, οπού ό βιαστικός άγγελιοφόρος περιστρέφει τά άξόνια τών ποδιών του. Ή γλώσσα τού Αισχύλου καλύπτει ενα τεράστιο φάσμα. Στά διαλογικά μέρη ή εξαιρετικά άπλή έκφραση έχει κάποτε μέγιστο άποτέλεσμα (λ.χ. Χοηφόροι 1061), ενώ σε άλλα χωρία 6 λόγος προχωρεί μέ βαριά βήματα. Κάτι πολύ διαφορετικό είναι ή πολυφωνία πού προκύπτει καθώς τά ετερογενή στοιχεία άπό τά όποια γεννήθηκε ή άττική τραγωδία βρίσκονται άκόμη πιο κοντά στήν πηγή τους άπ' οσο άργότερα. Γιά τήν άνάλυση του ύφους υπολείπεται νά γίνουν σημαντικές εργασίες.^ Πρώτα πρώτα, το ύφος τού διαλογικού στίχου, μέ τήν καθαρή άρθρωσή του, τήν άγάπη γιά τήν άντίθεση και τή σχετική λιτότητα στή χρήση τού έταθέτου, πρέπει νά ξεχωρίσει άπό τή χορικολυρική πληθωρικότητα και τή ρέουσα κίνηση τού λόγου. Γιά τή μελέτη τής άρχαϊκής ρήσης, σηκαι ό Η. Rahner, ZKTk 66 (1942) 211- πρβ. και Α. Lesky, ThalaUa: Der Weg der Griechen zum Meer, Βιέννη 1947, 232. Στο 7o κεφάλαιο («"Ιων, Άγάθων καΐ Κριτίας») αύτοϋ του βιβλίου συζητιοί3νται τά στοιχεία της τραγικής γλώσσας πού σχετίζονται μέ τή θάλασσα και τή θαλασσινή ζωή. Εντελώς ξεχωριστή ή έργασία τοϋ Ο. Hiltbruniier, Wiederholungsund Motivtechnik bei Aisch., Βέρνη 1950. 1. Ή έργασία του J. Seewald, ό'.π., περιέχει καλές παρατηρήσεις.
267
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
μαντική πρόοδο εχει σημειώσει ο Peretti {Epirrema^ κεφ. 11) μέ την άνάλυση των Ίκετίδων. Στις διαλογικές σκηνές αύτοΰ τοΰ δράματος προβάλλονται δύο μορφές: ή στιχομυθία, οπού εναλλάσσεται ό υποκριτής μέ τον κορυφαίο, καΐ ή ρήση, όπου παρέχονται νέα στοιχεία γιά τή δράση. Αυτός ό τύπος άρχαϊκής ρήσης Ιχει —και αύτο ισχύει άπόλυτα ως τή γένεση της «παθητικής» ρήσης στον Ευριπίδη— έντονα άπρόσωπο χαρακτήρα. 'Ακόμη και βίαιες προσωπικές καταστάσεις περιγράφονται άντικειμενικά" οί ρήσεις του βασιλιά στις Ίκέτώες προσφέρουν καλά παραδείγματα. "Ετσι, στήν άρχαϊκή ρήση το κίνητρο γιά μιά παράκληση, μιά έντολή, μιά νουθεσία προέρχεται πάντοτε άπο τά δεδομένα τοΰ έξωτερικοΰ περιβάλλοντος. Ό Peretti διαπιστώνει στις Ίκετιδες και τήν έπαναφορά τοΰ λόγου στήν άφετηρία του, πού μας είναι γνωστή ως «κυκλική σύνθεση».^ Στά παλαιότερα μάλιστα έ'ργα είναι τυπική, ένώ αργότερα άρχίζει να σπανίζει. Γιά τήν άνάλυση των χορικών οφείλουμε πολλά στον Kraus, Ό όποιος προβληματίστηκε μέ τις δομικές μορφές των στροφών. Στή δομή έπιμέρους στροφών βρίσκει νά έπαναλαμβάνεται σέ άξιοσημείωτη ποικιλία ή χορικολυρική τριάδα στροφής, άντιστροφής και έπωδοΰ. Γιά τή γλωσσική άνάλυση τών χορικών τοΰ Αισχύλου, μέ τή μεγαλόπρεπη λαμπρότητά τους και τον πλοΰτο σέ επιθετικές και μετοχικές εκφράσεις, πού συχνά έπικαλύπτειή μάλιστα διαλύει τις καθαρές μορφές τοΰ ελληνικού λόγου, τό Stasimon τοΰ Kranz και τό βιβλίο τοΰ F. Dornseiff γιά τό ύφος τοΰ Πινδάρου άποτελοΰν άκόμη τήν καλύτερη άφετηρία. Τό 1965 ό J. Rode^ έρεύνησε τά χορικά τοΰ Αισχύλου σέ μιά διατριβή πού υποβλήθηκε στήν Τυβίγγη. Είναι άξιοσημείωτη γιά τήν ερμηνεία ή διάκριση ένός τύπου χορικοΰ πού είναι άνοιχτό στήν πορεία της δράσης, άπό ενα άλλο πού τό χαρακτηρίζει κάποια αύτοτέλεια* ωστόσο τό ύλικό πού μας εχει σωθεί δέν επαρκεί γιά νά υποστηριχτεί μιά εξέλιξη πρός ενα άσμα όργανικότερα ενσωματωμένο στή δράση. 1. Γενικά: W. Α. Α. van Otterlo, Untersuchungen über Begriff, Anwendung und Entstehung der griech. Ringkomposition, Nederl. Akad. 1944. Ειδικά γιά τήν τραγωδία, Pohlenz, 2, 47" Η. Pfeufer, δ.π. 89" P. Groeneboom, Agamemnon 362. 'Αβάσιμη είναι ή υπόθεση τοϋ Peretti (253) δτι ή στερεότυπη διαμόρφωση της άρχαϊκής ρήσης προκάλεσε τΙς έκφράσεις τοϊ5 'Αριστοτέλη λέξις γελοία καί σατνρικόν. 2. Untersuchungen zur Form des aischyleischen Chorliedes (διατρ.)
268
ΜΟΙΡΑ KAI Ε Ν Ο Χ Η
"Οταν ή άρχαία αισθητική^ ορίζει οτι ή εκπληξις άποτελεϊ βασικό στόχο της τραγωδίας, δεν ύπάρχει καμία άμφιβολία οτι ό Αισχύλος είναι ό δυνατότερος άπο τους άρχαίους τραγικούς. 01 άρχαϊοι δέχονταν αύτη την πρωτογενή δύναμη ως διονυσιακό χαρακτηριστικό. "Ετσι ερμηνεύεται ή μαρτυρία (Άθήναιος 1, 22' 10, 428) δτι ό ποιητής συνέθετε μεθυσμένος,^ ένώ ή επίκριση του Σοφοκλή, δπως πληροφορεί ή παράδοση, δτι ό Αισχύλος έπλαθε τό σωστό άλλά τό έπλαθε άσύνειδα, μετατρέπεται στό υψηλότερο δυνατό έγκώμιο γιά τήν άσύλληπτη δύναμη της τέχνης του. Στόν Πλούταρχο 715e) βρίσκουμε ένδεικτικά διορθωμένη τήν κρίση του Γοργία γιά τους'Επτά, δτι είναι δραμα"^ρεα)ς//εστον.· δλες οι τραγωδίες του Αισχύλου είναι μεσταΙ Αωννσου. Και ό χορός του 'Αριστοφάνη τόν ονομάζει {Βάτρ. 1259) άκριβώς δπως τόν ονομάζουμε και εμείς γεμάτοι δέος: βακχεΐον ανακτα. ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ ΕΝΟΧΗ Ό Αισχύλος ως θρησκευτικός στοχαστής έχει συχνά άμφισβητηθεϊ, ιδιαίτερα άπό τόν Η. Lloyd-Jones^ και τόν D. L. Page.^ ίίΐναι βέβαια λάθος νά άναζητοϋμε στόν ποιητή τόν συστηματικό θεολόγο, ξεχνώντας έτσι τόν δραματουργό. Είναι δμως υπερβολικό νά ταυτίζεται, ώς πρός τή θρησκευτική σκέψη, μέ τόν μέσο 'Αθηναίο πολίτη® ό άνθρωπος πού βάζει τό χορό του 'Αγαμέμνονα 'Γυβίγγη 1965. Επίσης: Η. Ε. Moritz, Patterned Repetition in the Choral Odes of Aeschylus (διατρ.), Σικάγο 1976. 1. Βλ. σχετικά F. Wehrli, δ.π. (σ. 264, σημ. 1). Εϊναι περίεργο δτι ό ιδιοφυής συγγραφέας τοΰ Περι νψους αισθανόταν κάποια δυσφορία γιά τήν ένταση πού έχουν αΐ φαντασίαι του Αισχύλου (πρβ. 15, 5). Γιά τήν άξιολόγηση τοΰ ποιητή στόν άρχαϊο ελληνικό κόσμο: Α. de Propris, Eschilo nella critica dei Greci, Τορίνο 1941. 2. 'Αξιοσημείωτη άντανάκλαση της άρχαίας μαρτυρίας εϊναι τα σημαντικά λόγια πού εκφράζει άκριβώς γιά τόν τραγικό ποιητή ό Marlow στό μυθιστόρημα τοΰ Ludwig Tieck Dichterlehen. Έδώ επανέρχεται και τό θέμα της άσύνειδης δημιουργίας. 3. «Zeus in Aeschylus», JHS 76 (1956) 55. 4. Στήν εισαγωγή της Ικδοσης τοΰ 'Αγαμέμνονα, 'Οξφόρδη 1957. 5. Δέν ^χουν λείψει οί άντιρρήσεις. Βλ. Τ. Β. L. Webster στή νέα έκδοση τοΰ βοηθήματος Fifty Years of Class. Scholarship, 'Οξφόρδη 1968, 113. Τή θρησκευτική σκέψη τοΰ ποιητή τή διαφοροποιεί άποφασιστικά ή Romilly {Time 84) άπό τή γενικότερη στάση της έποχής του. Ό L. I'earson, στό κεφάλαιο γιά τόν Αισχύλο στό βιβλίο του Popular Ethics
269
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
và ψάλλει έκεϊνο το περήφανο: δίχα δ' άλλων μονόφρων εΙμί (χώρια άπο τους άλλους ό στοχασμός μου άκολουθεϊ δρόμο μοναχικό, 757). Γιά τή θρησκευτική κοσμοθεωρία του Αισχύλου, το γεγονός δτι τά περισσότερα στοιχεία της ήταν άπό πριν δοσμένα εχει λιγότερη σημασία άπό τό γεγονός δτι μέσα στό έ'ργο του διαπιστώνεται ενας άγώνας γιά μιά σύνθεση, πού άποβλέπει σε μια μεγαλόπρεπη εικόνα της θεϊκής εξουσίας. Φυσικά, είναι εύκολο νά επισημάνει κάνεις άντιφάσεις, πού παρουσιάζουν ενα θεό άλλοτε δίκαιο και άλλοτε σκληρό και άκατανόητο γιά τόν άνθρωπο. Ποιές δμως ερωτήσεις γιά τήν ούσία και τή δύναμη του θεοΰ θά μπορούσαν νά άποφύγουν παρόμοιες αντιφάσεις; Και μόνο δ ύμνος προς τόν Δία στόν 'Αγαμέμνονα άρκεΐ γιά νά εκτιμήσουμε σωστά τή βαθιά σοβαρότητα αύτου του αγώνα γιά μιά θεοδικία.^ in Ancient Greece, Stanford Calif. 1962, 90, παίρνει σωστή θέση δταν άρνεϊται νά άναγνωρίσει στην τραγωδία τοΰ Αισχύλου «μιάν άπλή άντανάκλαση της λαϊκής ήθικής»' άπο τήν άλλη δμως μεριά, 8έν ξεχωρίζει τον ποιητή άπο τήν εποχή, ώς μεμονωμένο άτομο. Ό L. Golden, In Praise of Prometheus : Humanism and Rationalism in Aeschylean Thought, ^κδ. Πανεπ. Β. Καρολίνας 1966, 100, μέ μιά καινούρια ερευνά ολων των έκφρ'άσεων σχετικά μέ τον Δία, φτάνει στο Ικανοποιητικό, τουλάχιστον στό θετικό του μέρος, συμπέρασμα δτι στόν Αισχύλο διακρίνουμε τήν προσπάθεια νά προσδιοριστεί μια δύναμη πού δημιουργεί τό κάθε γεγονός, ή όποία δμως πρέπει νά άποδεσμευτεΐ άπό κάθε ήθική άρχή: αμιά ττνευματική σύλληψη, άπό τήν άποψη δτι συμβολίζει δλες τΙς ενεργές και δημιουργές δυνάμεις τοΰ σύμπαντος» (123). "Οτι ή διαμαρτυρία του ποιητή έναντίον τής γενικής θρησκευτικής πίστης δεν ερχεται σέ άντιφαση μέ τόν θεών φθόνον (ΐΐέρσαι 362), και επομένως δέν μας υποχρεώνει νά συμφωνήσουμε μέ τόν Wilamowitz στήν άποδοχή μιας εξέλιξης, τό εχει δείξει ό Ε. Fraenkel στήν έκδοση τοΰ 'Αγαμέμνονα (στ. 757-762). Βλ. επίσης, Α. Wartelle, «La pensée théologique d'Eschyle», BAGB 4 (1971) 535· K. Wilkens, Die Interdependenz zwischen Tragödienstruktur und Theologie bei Aischylos, Μόναχο 1974. 1. Μερικές εργασίες σχετικά μέ τό ιδεολογικό του περιεχόμενο, έκτος άπό αύτές πού έχουν μνημονευτεί: J. Coman, L^idée de la Némésis chez Eschyle, Παρίσι 1931' M. Delcourt, «Orient et Occident chez Eschyle», Mél. Bidez 1934, 233" A. Bonnard, «La pensée religieuse d'Esch.», RThPh n.s. 21 (1935) 192" W. J. F. Knight, «The Tragic Vision of Aeschylus», G^PL 5 (1935) 29, και «The Aeschylean Universe», JMS 63 (1943) 15· G. Richard, «L'impurité contagieuse et la magie dans la tragédie grecque», RE A 37 (1935) 301· A. Setti, VOrestea di Eschilo (Biblioteca di cultura), Φλωρεντία 1935· F. Gampanella, Il genio di Eschilo : Le sue idee morali e religiose, Νεάπολη 1936" D. Bassi, «La divinità nei tragici Greci», Dioniso 8 (1941) 239· E. Busch, «Religion
270
ΜΟΙΡΑ KAI Ε Ν Ο Χ Η
To άφετηριακο σημ,εϊο της θρησκευτίκότητας του Αισχύλου 8έν 0ά έπρεπε μέ κανέναν τρόπο νά άναζητηθεϊ στήν περιοχή των μυστηρίων. Στη διερεύνηση των βιογραφικών πληροφοριών δόθηκε άφορμή νά μιλήσουμε γιά τά λαθεμένα συμπεράσματα πού προκάλεσε ή γέννηση τοΰ ποιητή στήν Ελευσίνα. Σαν νά μήν έ'φτανε αύτό, ήδη ή άρχαιότητα (Κικέρων, Tusc. 2, 23) βάφτισε τον ποιητή «πυθαγόρειο», ενώ οι νεότεροι μελετητές^ προσπάθησαν επανειλημμένα νά ανακαλύψουν στο έργο του ϊχνη άπό τή λατρεία und Tragik im Drama des Aisch.», Ν JA 1941, 273· Α. Kollmann, ((Sophrosyne», WS 59 (1941) 12· R. Couffignal, «Sur Γεύσέβεια d'Esch.» n S R 34 (1947) 128· W. Dekker, «Het Godsbesef bij Aeschylus», στό De Antieke Tragedie, Leiden 1947· W. Schadewaldt, «Das Drama der Antike in heutiger Sicht», Universitas 8 (1953) ^'è\=Hellas und Hespcrien 99· H. D. F. Kitto, «The Idea of God in Aeschylus and Sophocles», Entretiens 1 (1954) 169" H. Dörrie, «Leid und Erfahrung», AAWM, 1956/5· F. R. Adrados, «Die Gestalt des griech. Helden im Kriech. Drama», Altertum 10 (1962) 215· P . - R . Schulz, Göttliches und menschliches Handeln bei Aisch. (διατρ.), Κίελο 1962* W. Rosier, Reflexe çorsokratischen Denkens bei Aischylos (Beitr. zur klass. I'hilol. 37), Meisenheim 1970· H. Lloyd-Jones, The Justice of Zeus, Horkeley 1971· A. Wartelle, ο.π.· V. Ν. Jarcho, «Zum Menschenbild (1er aischyleischen Tragödie», Philologus 116 (1972) 167· πολύ πειστικά ίΐιαγράφει, ή Romilly, Time 66, το ρόλο xoij χρόνου στή θεοδικάα τοΰ Αισχύλου. Ά ς σημειωθούν έπίσης και οί εργασίες των Nestle, Maddalena, Kaufmann-Bühler, de Romilly, Fischer, Kiefner, πού άναφέρονται στον εισαγωγικά βιβλιογραφικό πίνακα. Ή βιβλιογραφία γιά το πρόβλημα της προσωπικής άπόφασης στον Αισχύλο ακολουθεί πιο κάτω.—Τό πρόβλημα των επιδράσεων των σύγχρονων πολιτικών γεγονότων στό εργο του Αισχύλου συζητήθηκε μέ άφορμή τά επιμέρους δράματα, δπου συχνά χρειάστηκε νά πάρουμε θέση άπέναντι στίς άπόψεις τοΰ Podlecki. Σημειώνουμε άκόμ,η τΙς εργασίες τών F. Stoessl, «Aeschylus as a Political Thinker», AJPh 73 (1952) 113, και ενα κεφάλαιο στό βιβλίο τοΰ F. Schachermeyr, Die frühe Klassik der Griechen, Στουτγάρδη 1966, 139, πού είναι σημαντικό και γιά τις θρησκευτικές αντιλήψεις τοΰ ποιητή· έπίσης, W. McColeman, The Role of Fear in the Social Order of the Extant Plays of Aeschylus (διατρ.), Florida State Univ. Tallahassee, 1973. 1. A.χ. ό G. Thomson, «Mystical Allusions in the Oresteia», JHS 55 (1935) 20, και στή σχολιασμένη έκδοση της Όρέστειας' πρβ. και Μ. Hock, De Aeschylo poeta Orphico et Orpheopythagoreo (διατρ.), Ίένα 1914. 'Ίσως θά μπορούσε κανείς, συμφωνώντας μέ τόν Κ. Latte, ARW 20 (1920/21) 2 8 1 = Ζ / . Sehr. 23, νά δεχτεί ορφικούς απόηχους στό δικαστήριο, σέ χωρία όπως Ίκ. 230, 416 και Ενμ. 274, 339. Περισσότερα σχετικά μέ τόν ορφισμό άνακαλύπτει στόν ποιητή ό H.-J. Dirksen, Die aischyIcische Gestalt des Orest, Νυρεμβέργη 1965, 33 σημ. 45.
271
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
των μυστηρίων. Στην ποίησή του δεν ύπάρχουν καθορίστικά στοιχεία οΰτε άπο τον ορφισμό ούτε άπδ άλλες μυστηριακές θρησκείες. Λαχτάρα γιά λύτρωση και πιστή προσδοκία σωτηρίας χωρίζονται μέ βαθύ χάσμα άπο τον άτεγκτο νόμο της λογοδοσίας, πού καθορίζει στην τραγική τέχνη τον άγώνα του άνθρώπου νά άνακαλύψει τή θέση του μέσα στον κόσμο. Μιά φράση του 'Αριστοτέλη (άπ. 15 R.) άναφέρει δτι οΐ μύστες δέν χρειάζεται νά μάθουν κάτι, αλλά διαμορφώνονται παθαίνοντας κάτι. 'Αντιπαραθέτουμε τήν πιο καίρια έ'κφραση της αίσχύλειας τραγωδίας, το πάθει μάθος! "Αστοχη είναι καΐ ή προσπάθεια νά μετατραπεί ό Αισχύλος σέ επαναστάτη εναντίον της παραδοσιακής θρησκείας.^ Σίγουρα προχώρησε πολύ πέρα άπο αύτήν, άλλά παρέμεινε πάντα στήν κοινή βάση. "Οτι ο Αισχύλος δέχτηκε επιδράσεις άπο κάποιους προσωκρατικούς στοχαστές είναι εύνόητο' είναι δμως δύσκολο νά προσαγάγουμε γιά τά επιμέρους κάποια δεσμευτική άπόδειξη.^ Και του Αισχύλου ή θρησκευτική σκέψη ερεθίζεται άπο τά πανάρχαια προβλήματα της άδυναμίας του άνθρώπου και της άνεξέλεγκτης δύναμης του θεοΰ. Στον όμηρικο "Υμνο στον Πύθιο 'Απόλλωνα^ οί Μούσες ψάλλουν (190) γιά τή μακαριότητα των θεών και τά βάσανα των άνθρώπων, πού ζουν στήν εξουσία των κατοίκων του ούρανοΰ χωρίς λογική και διέξοδο. 'Εντελώς διαφορετικά ήχει ό λόγος του Δία στήν άρχή της 'Οδύσσειας: ή άνοησία τών άνθρώπων, πού δέν άκοϋν τις προειδοποιήσεις τών θεών, τούς φέρνει νπερ μόρον συμφορά και καταστροφή. Μέ αύτά τά δύο χωρία διαπιστώνεται μιά έ'νταση άνάμεσα στο κακό πού εξαρτάται άπόλυτα άπο τό θεό και σέ έκεΐνο πού πηγάζει άπό τήν άνθρώπινη βούληση· αύτή ή ένταση είναι βαθιά ριζωμένη στήν άρχαία έλληνική σκέψη και παραμένει θεμελιακή γιά τήν τραγωδία του Αισχύλου. Και ή θρησκευτική του σκέψη βασίζεται σέ μιά άντινομία, πού γιά τήν κατανόησή της ελάχιστα κατορθώνουμε, δταν έξακριβώ1. G. Pasquali, «L'origine dei concetti morali nellaGrecia antichissima», Civiltà Moderna 1 (1929) 343. ί 2. Β. Gladigow, «Aischylos und Heraklit. Ein Vergleich religiöser Denkformen», AGP 44 (1962) 22b=Wege der Forschung I 312" προσεχτικές είναι οί κρίσεις τοϋ Solmsen, 222,166, ενώ ό Aylen, 346, δείχνει σκεπτικισμό γιά τή σχέση μέ τον Ξενοφάνη. Βλ. επίσης W. Rosier, δ.η.
272
ΜΟΙΡΑ KAI Ε Ν Ο Χ Η
νουμε άπλώς τή λογική της άντίφαση. Ά π ο τον Αισχύλο έχουμε ^ύο υμνους προς τον Δία: στίς'ΐκέτίδες (86) και στον 'Αγαμέμνονα (160). Ή άντιπαραβολή τους μας επιτρέπει νά άναγνωρίσουμε τούς δύο πόλους άνάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται τό τραγικό στον Αισχύλο. Ή μεγαλοσύνη της Όρέστειας βασίζεται στην παθιασμένη προσπάθεια πού κατέβαλλε ο Αισχύλος να κατανοήσει τήν έξουσία του θεοΰ στον κόσμο. Ά π ο τον μοναχικά στοχασμό του γεννήθηκε ή διαμαρτυρία του {^Αγ. 750) εναντίον της παλιάς πίστης Οτι ή μεγάλη εύδαιμονία, και μόνο μέτήν ύπαρξή της, επισύρει πάνω της συμφορά και καταστροφή. Ή ένοχη πράξη γέννα τήν ομοιά της και καταστρέφει τά σπίτια. Τό δράσαντι παΟεΐν στις Χοψρόρες (313) χαρακτηρίζεται άπο τον ποιητή τριγερων μύθος (πανάρχαιη άρχή).^ Στον υμνο προς τον Δία όμως του 'Αγαμέμνονα άκούμε τή δεύτερη έκείνη φράση πού όδηγεϊ τον άνθρωπο στήν έπίγνωση της θεϊκής δύναμης (σ' αύτή μάλιστα τήν περίπτωση μόλις και έπαρκεϊ στον ποιητή τό ονομα του Δία: Ζευς, όστις ποτ' εστίν): τήν πράξη τήν άκολουθεϊ τό πάθος, μετά τό πάθος ερχεται ή γνώση: πάθει μάθος.^ Στή γνώση αύτοΰ του βασικού νόμου ό θεός όδηγεϊ τόν άνθρωπο άκόμη και παρά τή θέληση του. ' Η τραγωδία όμως του Αισχύλου δεν είναι μόνο τό δράμα της ένοχης και της τιμωρίας, δηλαδή ενας λογαριασμός πού ισοσκελίζεται, δίχως ύπόλοιπο, στό επίπεδο της ηθικής. Ή μετατροπή σέ τραγωδία, γενικά, συντελείται καταρχήν χάρη στά ύπέρλογα στοιχεία πού έπενεργοϋν. ^'Ας άντιπαραβάλουμε στόν ύμνο πρός τόν Δία από τόν 'Αγαμέμνονα (μέ τή σαφή βεβαίωσή του γιά τή μετάβαση άπό τό έγκλημα στή γνώση μέσο του πάθους) τό γνωστό χορικό των Ίκετίδων. Και έδώ δ ποιητής ύμνει τήν 1. Πάνω σ' αύτό ειδικά το χωρίο, SAWW 221/3 (1943) 27. Ή καίρια λέξη άκούγεται ήδη στον ^Αγαμέμνονα 533, 1564, 1658. ΙΤαράλληλα άπο τήν ελληνική λογοτεχνία δίνει ό G. Thomson στή σχολιασμένη έκδοση της 'Ορέστειας (στ. 312). Στον Πλάτωνα (Νόμοι 9, 872e) ή λέξη άνάγεται ατούς άρχαίους ίερεϊς. Γιά το δλο πλέγμα του προβλήματος βλ. Κ. Latte, «Schuld und Sühne in der griech. Religion», ARW 20 (1920/21) 2 5 4 = Λ7. Sehr. 3. 2. Mtà παλιά παροιμιακή έκφραση υψώθηκε στή σφαίρα της θρησκευτικής σκέψης· πρβ. Η. Dörrie, δ.π., μελέτη σημαντική (22) και γιά τήν έρμηνεία τοϋ υμνου στόν Δία. Πρβ. J. de Romilly, Time 67.
273
ΑΙΣΧΤΛΟΣ
παντοδυναμία τοϋ Δία μέ λόγια πού πηγάζουν άπο τά βάθη της πίστης του. Άκοϋμε όμως οτι ό ίμερος του θεοϋ ονκ ενθήρατος ετνχθη (δεν μπορεί κανείς νά τον κυνηγήσει εύκολα). Και οι δρόμοι της σκέψης του χάνονται σέ πυκνό σκοτάδι, άπρόσιτοι στήν ανθρώπινη γνώση: κατιδεΐν αφραστοι (95). Μια λέξη παίζει ρόλο γέφυρας άνάμεσα στά δύο άσματα: στον^Αγαμέμνονα (182) λέγεται δτι ό θεος άπό τον ύψηλό του θρόνο^ κατευθύνει βιαίως τήν άνθρώπινη μοίρα, σ' αύτον δμως άνήκει και ή χάρις' εδώ θά μπορούσαμε νά παρεμβάλουμε άπευθείας τό χωρίο άπο τό άσμα των Ίκετίδων: οι δρόμοι των ένεργειών του θεοΰ μένουν γιά τον άνθρωπο σκοτεινοί και κλειστοί, κι άς πρέπει νά λογοδοτήσει για τον έσχατο σκοπό: τη γνώση των άπαράβατων νόμων. Στήν ϊδια τή φύση της ένοχης ό Αισχύλος άποδίδει ύπέρλογα στοιχεία. Στις Χοηφόρες (697) ή Κλυταιμήστρα μιλεί γιά τον αιμάτινο βόρβορο του ο'ίκου των 'Ατρειδών, άπό οπού είχε κρατήσει μακριά τό πόδι του ό 'Ορέστης. Έ δ ώ κυριαρχεί ή άντίληψη γιά τήν τυπικά μαγική δύναμη, ή οποία μεταδίδει τό μόλυσμα άπό τόν άνθρωπο σέ δλο τό περιβάλλον. Κανένας άπό τους νεότερους μελετητές δεν έ'χει εκφράσει αύτή τή σκέψη μέ αίσχυλικότερο τρόπο άπ' ο,τι ό Otto Ludwig στό μυθιστόρημά του Zwischen Himmel und Erde (Άνάμεσα στόν ούρανό και τή γή): « Ή ούσία της ένοχης είναι δτι δέν έμπλέκει μόνο τόν πρωταίτιο σέ μια καινούρια ένοχή' έ'χει τή μαγική δύναμη νά φέρνει δλους οσοι στέκουν γύρω του μέσα στόν μολυσμένο κύκλο της, δπου καθετί νοσηρό ωριμάζει γεννώντας μιά καινούρια ένοχή. Χαρά σ' εκείνον πού άντιστέκεται στή μαγική ενέργεια μέ άκηλίδωτη ψυχή !» Είναι σάν νά άκοϋμε τόν «δέσμιο» ΰμνο των Έρινύων στις Ευμενίδες (313). Ή πεποίθηση δτι ή ένοχή γεννά καινούρια ένοχή, τέκνο δμοιό της ("Αγ. 758), ύποβάλλει στόν Αισχύλο μια καινούρια προοπτική και γιά τήν άρχαία πίστη ως πρός τήν κληρονομική κατάρα. 1. Τή γλωσσική διατύπωση συζητεί ό Ε. Fraenkel στά σχόλιά του, πού πρέπει νά τά συμβουλευτεί κανείς και γιά ολη τή σκηνή. Γιά τήν εισαγωγή τοϋ υμνου, οπού ενας παλιός τύπος μετατρέπεται σέ φορέα μονοθεϊστικής σκέψης, πού παίρνει τήν πιο άποφασιστική της μορφή στό άπ. 105 Μ. άπό τΙς Ήλιάδες, βλ. Κ. Latte, δ.π. 275, 2=ΚΙ. Sehr. 19, 27" πρβ. και R. Hölzle, Zum Aufbau der lyrischen Partien des Aisehylos (διατρ.) Freiburg/Br. 1934. Σχετικά μέ τήν προσπάθεια νά μετατεθεί ό ύμνος βλ. παραπάνω, σ. 197, σημ. 1.
274
ΜΟΙΡΑ KAI E X O X n
Στήν άρχαία ελληνική σκέψη ήταν οικεία ή άντίληψη οτι κανένας ^έν ζει άποκομμένος άπο το γένος του, και επομένως εύΟύνετα;. καΐ γιά τήν ενοχή των προγόνων του. Οι πιο εντυπωσιακές μαρτυρίες γι' αύτή τήν πίστη είναι ή θαυμάσια παρομοίωση του Αισχύλου στις Χοηφόρες (506) γιά τους φελλούς πού δέν άφήνουν τ6 δίχτυ νά βουλιάξει, και οί άπόψεις του Πλουτάρχου στο εργο του ΠερΙ των υπό τοϋ Θείον βραδέως τιμωρουμένων (559d).^ Ό Αισχύλος όμως δέν μπορούσε νά εμμείνει στήν ιδέα της συλλογικής εύΟύνης, πού προκαλεί βάσανα και στούς άθώους. Στήν Ορέστεια άποκαλύπτει τήν ούσία της κληρονομικής κατάρας: είναι ή ενοχή πού άπο γενιά σέ γενιά ξαναγεννιέται άπο τήν άρχή. Δέν είναι κάτι σαν κληροδότημα πού διαιωνίζεται αύτόματα,^ άλλά θεωρείται δαιμονική δύναμη, πού προχωρεί μέσα άπο τή διαδοχή των γενεών. Έ δ ώ άποκαλύπτεται ήδη ή λογικά άνεξήγητη άντίΟεση άνάμεσα στή μοίρα, ή οποία κυβερνά κάθε μέλος ένος καταραμένου γένους, και στήν ένοχη πράξη, πού έξαρταται άπο τήν προσωπική βούληση και τήν άτομική εύθύνη. Στον άγώνα τοϋ Αισχύλου γιά τή σύλληψη μιας θεοδικίας, περίεργη θέση κατέχει ή σκέψη δτι και ό 'ίδιος ό θεος μπορεί νά οδηγήσει τον άνθρωπο στήν ένοχη πράξη ή άκόμη νά επισπεύσει τήν πορεία του προς αύτήν, δημιουργώντας έ'τσι τις συνθήκες γιά νά άναγνο^ριστεϊ δ άπαράβατος νόμος του δράσαντι παθεΐν μέ τή βοήθεια του πάθει μάθος. Στον πάπυρο της Νιόβης (άπ. 273 Μ.) διαβάζουμε (στ. 15) τά λόγια πού σκανδάλισαν τον Πλάτωνα {ΙΙολιτεία 380a): όταν ό θεος θελήσει νά εξοντώσει ενα σπιτικό, φροντίζει νά δημιουργηθεί γιά τούς άνθρώπους κάποια αιτία. Ή λέξη περιέχει και τά δύο: άπο τήν πλευρά του θεού τήν άρχική αιτία, πού προκαλεί τήν πτώση· άπο τήν πλευρά τοϋ άνθρώπου τί) σφάλμα, πού έπισύρει πάνω σ' αύτον τή μοίρα του. Ό άνθρωπος ενεργεί σέ κατάσταση τύφλωσης, ατης —και ή λέξη αύτή οδηγεί έπίσης πολύ κοντά στήν άμαρτίαν.^ 1. Πρόσθετο ύλικό δίνει ό W. Haedicke, Die Gedanken der Griechen aber Familienherkunft und Vererbung (διατρ.), Χάλλη 1936, 56. 'Ιδιαίτερα άξίζει νά παραλληλιστεί τό χωρίο τοϋ 'Ηροδότου 6, 86. 2. Στόν μεγαλειώδη διάλογο άνάμεσα στον Πάπα και τον Medardus στό ϊργο τοϋ Ε.Τ.Α. Hoffmann, Elixieren des Teufels (2o μέρος, άρχή ΙΙου κεφ.), αύτή ή ιδέα προωθείται άκόμη πιό πέρα, ώς τό σημείο δπου θίγεται μέ οξύτητα καΐ τό πρόβλημα της εύθύνης. 3. Σχετικά μέ τόν δρο αιτία, πού έμπεριέχει άξεδιάλυτα καΐ τήν ((αιτία»
275
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Στενά συναρτημένη μέ αύτα είναι, ή ιδέα για τή δόλια άπάτη του θεοΰ, άπο τήν οποία είναι άδύνατο νά ξεφύγει ό άνθρωπος και ή όποια τον όδηγει στην τύφλωση και στο πάθος {Πέρσαι 93).^ Στη μεγάλη και καθοριστική για τό νόημα του έργου σκηνή, ό Δαρείος κηρύσσει (742): δταν ενας άνθρωπος βαδίζει γρήγορα προς τήν καταστροφή του, τον βοηθεΐ σ' αύτο και ό θεός.^ Ό τόνος εδώ έχει μετατοπιστεί, άλλα έξακολουθεΐ νά έμφανίζεται τό Ι'διο πυκνό και. άξεδιάλυτο πλέγμα άπό άνθρώπινη βούληση και θεόσταλτη μοίρα. Διαλέγουμε τήν εύστοχη διατύπωση της J. de Romilly {Ombres sacrées), γιά νά γίνει κατανοητό πώς έδώ περιέχονται μια σειρά δυσεπίλυτα ερμηνευτικά προβλήματα: «Τό θέατρο, οπου οί θεοί επεμβαίνουν συχνότερα και δραστικότερα άπό οπουδήποτε άλλου, είναι στήν πραγματικότητα έκεϊνο δπου ή πράξη του άνθρώπου μοιάζει νά προβάλλεται πιό άνάγλυφα». Ά π ό τήν πλευρά του ό Snell, μέ τό βιβλίο του γιά τόν Αισχύλο, άνοιξε ενα νέο κεφάλαιο έρμηνείας, εξαίροντας τή σημασία της προσωπικής και ύπεύθυνης άπόφασης. 'Αντίθετες είναι οί άπόψεις τοΰ Α. Rivier,^ πού βλέπει τις μορφές του Αισχύλου πολύ εντονότερα πιεσμένες καΐ τήν «ενοχή», βλ. J. Stenzel, «Die Entwicklung des griech. Geistbegriffs», Ant. 1 (1924) 244" O. Regenbogen, Ant. 6 (1929) 2ίι1=ΚΙ. Sehr. 98κ. Βασική ή εργασία του Κ. von Fritz, «Tragische Schuld und poetische Gerechtigkeit in der griech. Trag.». Studium Generale 8 (1955) 194, 219=^nii/fe und moderne Tragödie, Βερολίνο 1962, 1 (μέ παλαιότερη βιβλιογραφία στή σημ. 1)' ή μελέτη τοϋ R. D. Dawe, «Some Reflections on Ate and Hamartia», HSPh 72 (1968) 89, είναι σημαντική γιά τή συγγένεια των δύο έννοιών" J. Μ. Brenner, Tragic Error in the Poetics of Aristotle and in Greek Tragedy, Amsterdam 1968. Βλ. τώρα S. Said, La faute tragique, Παρίσι 1978. 1. Γιά τό θέμα αύτό, Κ. Deichgräber, «Der listensinnende Trug des Gottes», NAWG 1 / 4 (1940) 1" άργότερα στο βιβλίο του μέ τον ϊδιο τίτλο, Γοττίγγη 1952, 108" Η. Hommel, Ν JA 1940, 287, 74.—Εξαιρετικά κοντά σ' αύτή τήν ιδέα βρίσκεται ή άφήγηση τοϋ Ηροδότου (7, 12κκ.) γιά τό όνειρο πού ώθεϊ τόν Ξέρξη στήν άτη. Για τή συγγένεια χωρίων του 'Ηροδότου μέ τόν Αισχύλο καλές παροίτηρήσεις έ'χει ό Μ. Pohlenz. Herodot, Λιψία 1937, 117. 2. Γιά τό πρόβλημα πού συνδέεται μέ τή λ. μεταίτιος, εξαίρετες οΐ παρατηρήσεις τοϋ Ε. Fraenkel στα σχόλιά του (Άγ. 811). 3. Eschyle et le tragique (Bull, de la Faculté des Lettres de l'Univ. de Lausanne et de la Soc. des Et. des Lettres, Σειρά II, τ. 6), Αοζάννη 1963, 73. και ((Un débat sur la tragédie grecque. Le héros, le "nécessaire" et les dieux», RThPh 99 (1966) 233. Έδώ ό Rivier στρέφεται
276
ΜΟΙΡΑ KAI Ε Ν Ο Χ Η
κάτω άπο το βάρος μιας άναπόδραστης μοίρας. Ή ζωηρή συζήτηση περιέλαβε κυρίως τέσσερις περιπτώσεις γύρω σέ μιά καίρια άπόφαση, πού προσπάθησα νά τις προβάλω κατά τήν άνάλυση των άντίστοιχων έργων: τον Ετεοκλή, προτού ξεκινήσει γιά τήν έβδομη πύλη, γιά νά μονομαχήσει μέ τον άδερφό του* τον βασιλιά των Ίκετίδων μπροστά στο δίλημμα νά άποπέμψει τις κυνηγημένες γυναίκες ή νά πολεμήσει μέ τους διώκτες τους' τον 'Αγαμέμνονα στην Αύλίδα, οταν άντιμετωπίζει τήν εντολή νά θυσιάσει τήν 'Ιφιγένεια, πράξη καθοριστική για τήν τρωική έκστρατεία' τον 'Ορέστη στις Χοηφόρες^ όπου δμως δέν πρόκειται γιά μιά άπόφαση, άλλά γιά τήν προσωπική του συμβολή σ' εκείνο πού όρισε ό θεός. Χωρίς πολλή συζήτηση, θά συμφωνούσε κανείς μέ τον Α. Rivier δταν έπιμένει δτι δέν πρέπει, ερμηνεύοντας τον Αισχύλο, νά μιλούμε γιά «έλεύθερη βούληση», έννοια φορτισμένη μέ φιλοσοφικο-θεολογικο προβληματισμό. "Αλλωστε εί,ναι ολοφάνερο δτι σέ δλες αύτές τις περιπτώσεις καίριας άπόφασης σημαντικό ρόλο παίζει ή πιεστική άνάγκη της μοίρας, πού περιορίζει σημαντικά τήν ελευθερία της άπόφασης και θέτει στενά δρια στή δυνατότητα επιλογής. Είναι ένδεικτικο πώς ο βασιλιάς στις Ίκέτίδες^ υστέρα άπο τόση σκέψη, φτάνει σέ μιά άπόφαση μόνο δταν ή άπειλή τών Δαναΐδων δτι θά κρεμαστούν άπο τά άγάλματα τών θεών άποκλείει τήν άποπομπή τους. Τά δρια άνάμεσα στήν πίεση της μοίρας καΐ τήν προσωπική άπόφαση δέν είναι εύδιάκριτα σέ κάθε περίπτωση. "Ετσι, δέν έπικρατεϊ ομοφωνία ως προς τό αν γιά τον 'Αγαμέμνονα στήν Αύλίδα μένει άνοιχτή κάποια δυνατότητα επιλογής ή μήπως μέ τό πώς λίπόνανς γένωμαι; ή θυσία της 'Ιφιγένειας τοΰ παρουσιάζεται ήδη έναντίον τοΰ R. Schaerer, ό όποιος, στο ϊδιο περιοδικό, 98 (1965) 241, απάντησε στήν κριτική πού δημοσίευσε στο 'ίδιο τεύχος (σ. 172) ό J. Sulliger γιά το βιβλίο του Le héros, le sage et Γ événement dans Γ humanisme grec, Παρίσι 1964. Ό Rivier εκθέτει περιληπτικά τήν άποψή του στήν ερευνά του «Remarques sur le nécessaire...», πού παραθέσαμε και πιό πάνω, σ. 198, σημ. 1. Στις εργασίες πού μνημονεύονται εκεί, καθώς και στή σ. 166, σημ. 1 και στή σ. 196, σημ. 2, προσθέτουμε: Α. W. Η. Adkins, Merit and Responsibility : A Study of Greek Values, 'Οξφόρδη 1960" P. R. Schulz, Göttliches und menschliches Handeln hei Aisch. (διατρ.), Κίελο 1962" U. Fischer, Der Telosgedanke in den Dramen des Aisch. (Spudasmata 6), Hildesheim 1965.
277
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
σάν άναπόδραστη άναγκαιότητα.^ Στις λεπτομέρειες υπάρχουν ακόμη άποκλίσείς, άλλά ολο καΐ περισσότερο εδραιώνεται ή άντίληψη πού διατυπώνει ό U. Fischer (ο.π.) ώς έξης: «Ελευθερία και άνάγκη, θεϊκή και ανθρώπινη συμπεριφορά συνέχονται σέ ενα πλέγμα πού δεν λύνεται μέ βάση ορθολογική». "Ο,τι παρατηρούμε στο επος γιά τήν αύθόρμητη σύνδεση πού διέπει θεϊκά και άνθρώπινα κίνητρα, προκαλεί, σέ Ινα διαφορετικό επίπεδο, τό τραγικό γεγονός. Καθαρά καί, δπως νομίζω, άποφασιστικά καταλήγει δ Α. ΚΪΛάθΓ, στο τελευταίο μέρος της μελέτης του « R e m a r ques sur le nécessaire»: «'Οπωσδήποτε, ή άπόφαση του άτομου στον Αισχύλο είναι καΐ άποτέλεσμα της βούλησής του... Είναι δμως μιά βούληση δεσμευμένη και μιά έλευθερία μέ δρους». Το δτι εχει επιτευχθεί, ώς εναν μεγάλο βαθμό, συμφωνία σχετικά μέ τον τόσο περίπλοκο, δπως τόνισα, χαρακτήρα του τραγικού στον Αισχύλο θά μπορούσε νά τεκμηριωθεί μέ μερικά άκόμη παραθέματα. Ωστόσο μου φαίνονται άρκετές οι τελευταίες φράσεις του Ε. Wolff στήν εργασία του γιά τούς Έ η τ ά : ^ « Ή άπόφαση τοΰ Ετεοκλή πραγματοποιείται... σύμ,φωνα με τη θέληση των θεών; "Ή σύμφωνα μέ τήν προσωπική του βούληση; "Ή λειτουργούν καί τά δύο μαζί, θεϊκή μοίρα καί άνθρώπινη βούληση; Μόνο το τελευταίο είναι αίσχύλειο». Ή γνώμη μου είναι δτι άκριβώς σ' εκείνες τις άδιέξοδες καταστάσεις σχετικά μέ μιά άπόφαση δπου κάθε δρόμος οδηγεί στη συμφορά, ό Αισχύλος άποκρυστάλλωσε στο δραματικό έ'ργο τήν προβληματικότητα καί τ-^ν άβεβαιότητα της άνθρώπινης συμπεριφοράς· τήν άτεγκτη άνάγκη της έπιλογής και τήν αδυναμία άποφυγής μιας καταστροφής.® Σ ' αύτο το πλέγμα υπάρχει —άν καί κάποτε παραγνωρίζεται— ενα σημαντικό χαρακτηριστικό, πού προβάλλεται στον 'Ετεοκλή, στον 'Αγαμέμνονα καί στον 'Ορέστη μέ τον Ι'διο τρόπο. Ό άνθρωπος, δταν οδηγηθεί σέ κάποια άπόφαση, υποκύπτοντας στήν έπιταγή της μοίρας, γεμίζει άπο επιθυμία γι' αυτό πού υποχρεώθηκε να πράξει υπό τον ζυγό της ά1. ΤΙς διάφορες δαστάμενες απόψεις τις αναφέρει ό Lesky, JHS 86 (1966) 81. 2. HSPh 63 (1958) 89. 3. Σωστά το διατυπώνει ό Α. G. Fuller, HThR 1915, 460: αενα δίλημμα δπου υπάρχει τέτοια σύγκρουση καθηκόντων, ώστε, ένώ μιά έπιλογή είναι ήθικά επιβεβλημένη, καμιά δέν είναι ηθικά εφικτή».
278
ΜΟΙΡΑ KAI Ε Ν Ο Χ Η
νάγκης: ετσι ό 'Ετεοκλής όδηγείταο στην έβδομη πύλη άπό τον ϊμερόν του, ετσι. ο 'Αγαμέμνων επιθυμεί τή θυσία της 'Ιφιγένειας, έτσι ό 'Ορέστης δέχεται άπόλυτα τή μητροκτονία. "Ολοι έ'χουν εύθύνη και πρέπει νά πληρώσουν. 'Ενώ ομως ό 'Ετεοκλής και ό 'Αγαμέμνων έξοντώνονται, στον 'Ορέστη δίνεται ή δυνατότητα να λυτρωθεί άπο τήν κατάρα και να γυρίσει στον τόπο του. Οί Ευμενίδες δεν είναι το μοναδικό δράμα πού έκλεινε τήν τριλογία μέ μιά συμφιλίωση. Το Ι'διο ξέρουμε γιά τις Δαναΐδες^ τούς Φρύγες^ τούς 'Ελενσινίονς,^ τό τελευταίο δράμα της Προμήθειας^ και 'ίσως θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε, μαζι μέ τον Deichgräbei', και τούς Νεανίσκους της Λυκούργειας. Ό Αισχύλος οδηγεί τον άνθρωπο, πού βρίσκεται στή σφαίρα της εξουσίας του θεού, σέ τραγικές καταστάσεις τρομαχτικής βαρύτητας, άλλά ή κοσμοθεωρία του άνθρωπου πού έ'ζησε τή σωτηρία της πατρίδας του άπό τον περσικό ζυγο δεν εκπροσωπείται άπο τήν ιδέα ένος παντραγισμοΰ, με το νόημα οτι ή καταστροφή θά επρεπε νά είναι το τέλος όλων των πραγμάτων.^ 01 θεοι χειρίζονται το πηδάλιο με σκληρό χέρι, άλλα σ' αύτούς άνήκει και ή χάρις. 1. Wilamowitz, Hermes 26 (1891) 227. 2. Πρβ. το κεφάλαιο «Τό πρόβλημα του τραγικού», στο βιβλίο του Α. Lesky, Die griechische Tragödie 11.
279
Ε' Σ Ο Φ Ο Κ Λ Η Σ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ Ό Βίος^ πού παραδίδεται σέ ορισμένα χειρόγραφα αποτελεί τή συντομευμένη μορφή μιας περιγραφής τής ζωής του ποιητή, ή όποια συντάχθηκε μέ βάση διάφορες, πλούσιες σέ άνεκδοτολογικό υλικό, πηγές, δπως ή βιογραφία του Σατύρου γιά τον Εύριπίδη. Ό Καρύστιος, πού μνημονεύεται στον Βίο (8), άνήκει στο τέλ.ος του 2ου αιώνα π.Χ., και επομένως τό πρότυπο τής βιογραφίας του Σοφοκλή πού εχουμε σήμερα δέν πρέπει νά τοποθετηθεί πολύ μακριά άπό αύτ·)] την έποχή —'ίσως κάπου στον Ιο αιώνα π.Χ. Οι ύπόλοιπες σχετικές πληροφορίες (άνάμεσά τους και ενα άρθρο τής Σούδας) βρίσκονται συγκεντρωμένες στήν έ'κδοση τής "Ηλέκτρας άπό τον Jahns (3η έκδ., μέ επιμέλεια του Α. Michaelis, Βόννη 1882). "Άς θυμηθούμε έδώ δτι βιογραφία του Σοφοκλή εγραψε και ό Lessing. 'Εξακριβωμένο είναι τό ετος του θανάτου του ποιητή: 406/5 π.Χ.· τις σχετικές πληροφορίες τις εχει συγκεντρώσει και έλέγξει δ F. Jacoby {FGrHist. 244=Άπολλόδωρος, F 35). Ε ξ ά λ λου, άφοΰ δέν είναι άπαραίτητο νά άμφισβητηθεϊ έκεϊνο τό ωραίο επεισόδιο πού παραδίδεται στον Βίο του Εύριπίδη, οτι στον προάγωνα των Διονυσίων του 406 ό Σοφοκλής, έχοντας πληροφορηθεί τό θάνατο του Εύριπίδη, παρουσίασε τό χορό του μέ πένθιμη σκευή και δίχως στεφάνια, καί, άπό τήν άλλη πλευρά, δτι οί Βάτραχοι διδάχτηκαν στά Αήναια του 405 π.Χ., πρέπει νά τοποθετήσουμε τό θάνατο του ποιητή κάπου άνάμεσα σ' αύτά τά δύο χρονικά όρια. Δέν είναι εξίσου βέβαιο τό έ'τος τής γέννησής του, επειδή γιά αύτήν υπάρχουν άντιφατικές πληροφορίες. Σύμφωνα μέ τήν πιθανή υπόθεση του Jacoby (ο.π. και έρμηνευτικά σχόλια στό 239* Πάριο Μάρμαρο, έπ. 56 και 64, δπου και δλο τό υλικό μέ τά σχετικά χωρία), δλα αύτά είναι άποτελέσματα συγχρονιστικών ύπολογισμών. Τό Πάριο Μάρμαρο τοποθετεί (έπ. 56) τήν πρώτη νίκη του ποιητή στό 469/8, δταν ήταν 28 χρόνων, και (έπ. 64) τό 1. Ό Α. Dain, «La Vie de Sophocle», Lettres d'Humanité 17, Παρίσι 1958, δημοσίεψε τή μετάφραση τοϋ Βίου άπο τον Ρ. Mazon, συνοδεύοντάς την μέ ορισμένες παρατηρήσεις γιά το κείμενο.
283
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
θάνατο του στο 406/5, σέ ήλικία 92 χρόνων. "Ετσι φτάνουμε στο 497/6, αν στη μέτρηση μας άπο τα δύο άκραϊα ετη δεν συνυπολογίσουμε τό 469, άλλά προσμετρήσουμε το 405. Δεν άποκλείεται, ό χρόνος νά είχε υπολογιστεί άντίστροφα, μέ βάση τη χρονιά της ναυμαχίας στή Σαλαμίνα. ~Ηταν γνωστό {Βίος 3) οτι ό Σοφοκλής ως έφηβος ήταν ό κορυφαίος του χοροΰ πού τραγούδησε τον νικητήριο παιάνα. Καθώς αύτή ή ε'ίδηση γιά τον ομορφο νεαρό (Άθήναιος 1, 20e) άπό ξεχωριστή οικογένεια φαίνεται εντελώς άξιόπιστη, πρέπει νά είναι όρθή και ή μέτρηση. Εξάλλου, δεν άπομακρύνεται πολύ και ό 'Απολλόδωρος (244 F 35), δταν άναφέρει ώς ετος γέννησης τό 495/4" ό 'ίδιος πιθανότατα τοποθετούσε τήν άκμή του ποιητή στο 456/5, «τό μεγάλο συγχρονιστικό έτος τής τραγωδίας» (θάνατος του Αισχύλου, πρώτη έμφάνιση τού Εύριπίδη). Αιγότερο πειστική είναι ή πρόταση του Jacoby για τό 500/499 μέ βάση τόν Αουκιανό {Μακρόβ. 24) και συγχρονιστικό άξονα τό 480/479: άκμή του Αισχύλου, γέννηση τοϋ Εύριπίδη, ό Σοφοκλής εΐ'κοσι χρόνων. Τό όνομα Σόφιλλος του πατέρα του είναι μαρτυρημένο μέ βεβαιότητα. 01 διάφορες πληροφορίες γιά κάποιο χειρωνακτικό επάγγελμα, πού ό 'ίδιος δήθεν άσκοΰσε, άνάγονται, σύμφωνα μέ τήν πολύ φρόνιμη έπιχειρηματολογία τοϋ Βίου (1='Αριστόξενος, άπ. 115 W.), στό γεγονός ότι αύτός ό εύπορος άνθρωπος εΐγε δούλους, πού άσχολούνταν μέ κάποια σχετική τέχνη. 'Αποτελεί παράδοξη συγκυρία οτι ή καθαρότερη άποτύπωση τοϋ τραγικού στό πλαίσιο τοϋ δυτικού πολιτισμού πήγασε άπό μιά ζωή πού φαίνεται στεφανωμένη μέ μιά φωτεινή και εύφρόσυνη α'ίγλη. Ό ποιητής πού άπεικόνισε τόσο άνελέητα στόν Οιδίποδα τύραννο τή φοβερή άπομόνωση τής άνθρώπινης ύπαρξης, στήν πραγματική του ζωή ήταν ένας άνθρωπος πού ολοι τόν άγαποΰσαν γιά τή γοητεία του {Βίος 7) και τόν θαύμαζαν γιά τήν εύδαιμονία του (Άριστοφ. Είρ. 696' Φρύν. Μοϋσες, άπ. 31 Κ.). Ό 'Αριστοφάνης στους Βατράχους του, γιά νά άποκλείσει τόν Σοφοκλή άπό τό έργο, μετατρέπει τήν άνάγκη σέ άρετή, όταν βάζει τόν Διόνυσο (82) νά παραμερίζει τήν έπιστροφή τοϋ ποιητή στόν Πάνω Κόσμο μέ εναν ωραίο χαρακτηρισμό: ο ό' εύκολος μεν ενθάδ', εύκολος δ' εκεί (αύτός κι έδώ καλόβολος είναι, κι εκεί καλόβολος ήταν). Αύτός ό φιλαθηναιότατος πολίτης {Βίος 10), πού γεννήθηκε
284
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
στο δήμο του Κολωνού, ήταν βαθύτατα δεμένος μέ την πατρίδα του στην προσωπική, στην ποιητική, στην πολιτική και στή θρησκευτική του ζωή. Ξέρουμε οτι δεν έφυγε άπο τήν 'Αθήνα, παρά μόνο γιά νά τήν υπηρετήσει.^ Είναι πειστική ή παράδοση {Βίος 3) πού μιλεϊ γιά φροντισμένη άνατροφή και γιά πρώιμη επιτυχία στο γυμναστήριο και στή μουσική άγωγή. Δάσκαλος του στή μουσική υπήρξε ό Λάμπρος, πού άναφέρεται άπο τον Ψευδό-Πλούταρχο {Περί μουσικής 31, 1142b) πλάι στον Πίνδαρο και τον Πρατίνα. Σύμφωνα μέ μιά εύφυή παρατήρηση του Webster, ή άντίθεση άνάμεσα στον Λάμπρο άφενος και στον Φιλόξενο και τον Τιμόθεο άφετέρου, όπως έμφανίζεται στο παραπάνω εργο, ισως επαναλαμβάνει τήν άντίθεση άνάμεσα στά χορικά του Σοφοκλή και τά χορικά του οψιμου Εύριπίδη, πού εί,ναι επηρεασμένα άπο τον νέο διθύραμβο.^ Φυσικά, οί άρχαϊοι δεν παρέλειψαν νά κάμουν τον Λίσχύλο δάσκαλο του ποιητή στήν τέχνη τής τραγωδίας. Κάποια προσωπική επαφή πρέπει νά υπήρχε. Ό 'ίδιος ό Σοφοκλής, άνασκοπώντας τήν καλλιτεχνική του πορεία, άναγνώριζε ενα στάδιο τής τέχνης του επηρεασμένο άπο τον προκάτοχό του. Ό Πλούταρχος (ΙΙώς αν τις αΐσθοιτο εαυτόν ττροκόπτοντος επ' άρεττ] 7, 79b) μας εχει διασώσει τήν κρίση του 'ίδιου του ποιητή: πρώτα άπελευθερώθηκε άπο τον δγκον του Λίσχύλου και ύστερα χρειάστηκε νά ξεπεράσει τή δυσκαμψία και τήν έπιτήδευση τής 'ίδιας του τής φύσης, γιά νά φτάσει στήν τελειότητα.^ Μέ τήν εικόνα του ποιητή εναρμονίζεται άπόλυτα τό γεγονός οτι κέρδισε γρήγορα τό κοινό του και τό κράτησε δικό του μόνιμα. Λ ο Πάριο Μάρμαρο (έπ. 56), μαζι μέ τον Πλούταρχο {Κίμων 81), 1. Αύτή τήν πλευρά τής προσωπικότητας του Σοφοκλή τή φωτίζει ό W. Schadewaldt, Sophokles und Athen, Φραγκφούρτη Hellas und Hesperien"^ 370κκ. 2. 'Ωστόσο, γιά τον Λάμπρο παραμένουν κάποιες χρονολογικές δυσκολίες, πού δεν κατόρθωσαν νά τις παραμερίσουν ολότελα ό Α. ν. BlumenUial, RE 1043, και ό Webster, An Introduction to Sophocles 179. 3. Ό C. M. Bowra, «Sophocles on his Development», AJPh 61 (1940) 385, σωστά δέχεται ώς γνήσια αύτή τή μαρτυρία και υποθέτει ώς πηγή της τον "Ιωνα τον Χίο. Αύτή τήν άποψη υποστηρίζει και ό Α. ν. Hlumenthal, Ion von Chios, Στουτγάρδη 1939, άπ. 9. Και ό G. Perrotta (7) θεωρεί αύθεντική αύτή τήν προσωπική ομολογία. Πρβ. και L. Α. I^ost, «Aeschylean Onkos in Sophocles and Aristotle», TAPhA 88 (1947) 242.
285
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
τοποθετεί στο 468 τήν πρώτη του θεατρική εμφάνιση, πού του χάρισε ταυτόχρονα και τήν πρώτη του νίκη. ^ "Ηδη 6 Lessing συνδύασε μέ αύτή τήν πληροφορία Ινα χωρίο του Πλίνιου {Ν.Η. 18, 65) και άπέδωσε τον Τριπτόλεμο στή νικήτρια τετραλογία. Το άπ. 541 Ν. προδίδει άγάπη γιά τή γεωγραφική λεπτομέρεια, τυπικό χαρακτηριστικό του Αισχύλου. Ή άποψη του F. Brommei' {Philologus 94,1941,336) ότι ό Τοιπτόλεμος ήταν σατυρικό δράμα βρίσκει υπερβολικά άδύναμο έρεισμα σε μιά νεότερη, κατά μερικές δεκαετίες, αγγειογραφία, μέ τον Τριπτόλεμο πάνω στό φτερωτό άρμα του, άνάμεσα σέ δύο σατύρους. Ή μαρτυρία του Πλουτάρχου [Κίμων 8) οτι, άντι γιά τούς κληρωτούς κριτές, ή κρίση γιά τον άγώνα δόθηκε άπό τήν ομάδα των δέκα στρατηγών μέ άρχηγό τόν Κίμωνα άπηχεΐ πολιτικές διαμάχες, πού πρέπει νά ήταν πολύ έ'ντονες στό κοινό εκείνης της έποχής. Ό επιγραφικός κατάλογος των νικητών γιά τά Μεγάλα Διονύσια {IG Π^ 2325) άποδίδει στόν Σοφοκλή δεκαοχτώ νίκες. "Άν ή Σονόα άναφέρει ε'ίκοσι τέσσερις, και ό Βίος, σύμφωνα μέ τόν Καρύστιο, είκοσι, ή διαφορά οφείλεται 'ίσως στήν προσμέτρηση των νικών πού κέρδισε ό ποιητής στα Λήναια. Πιθανή φαίνεται ή μαρτυρία του Βίου (8) ότι ό Σοφοκλής δέν ήρθε ποτέ τρίτος. Ε π ο μένως, χρονιές όπως τό 415, οπού μας είναι γνωστοί οί δύο πρώτοι νικητές, πρέπει νά αποκλειστούν γιά τις διδασκαλίες του. Σύμφωνα μέ τον Βίο (18), ό 'Αριστοφάνης στήν 'Αλεξάνδρεια είχε υπόψη του 130 έ'ργα, άπό τά όποια 17 (ή 7) θεωρούνταν νόθα. ""Αν διαβάσει κανείς στόν Βίο τόν άριθμό ζ', τότε έξασφαλίζεται συμφωνία μέ τό λήμμα της Σούδας, πού μιλεϊ γιά 123 έ'ργα. Ό Βίος (5) άναφέρει δτι ό Σοφοκλής στόν Θάμυρη εμφανίστηκε στή σκηνή παίζοντας κιθάρα, ένώ ό Άθήναιος (1, 20) προσθέτει δτι ό ποιητής στή Ναυσικά είχε διακριθεί στό παιχνίδι τής σφαίρας.^ 'Αργότερα ομο^ς, πρώτος αύτός, άναγκάστηκε νά έγ1. Ό Schmid, 2, 313, τοποθετεί τήν πρώτη θεατρική έμφάνιση του Σοφοκλή «στήν 77η ολυμπιάδα» (472/469), χρονολογία πού παραδίδει το Χρονικό του Εύσεβίου. Ό Α. ν. Blumenthal, Bursian 259, 68, προτιμά νά άκολουθήσει τόν Πλούταρχο παρά τόν Εύσέβιο. 'Έτσι ολα τακτοποιούνται κατά τόν καλύτερο τρόπο, άφού τά Διονύσια τοΰ 468 άνήκουν στήν 77η ολυμπιάδα. 'Ορθή ή άποψη του Jacoby, FGrHist 239 Λ 56. 2. Ό Άθήναιος είχε προφανώς ύπόψη του μιαν άσυντόμευτη άκόμη [Αορφή τοΰ Βίου. Τό άγγεϊο τοΰ Θάμυρη στό Βατικανό εικονίζεται στό βιβλίο τοΰ Κ. Schefold, Die liildnisse der antiken Dichter, Bedner
286
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
καταλείψει τήν υποκριτική δραστηριότητα, εξαιτίας της πολύ άδύνατης φωνής του {Βίος 4). "Ολα αύτά άξίζει να τά πιστέψουμε άπολύτως, έκτος άπό τή δικαιολόγησή τους, πού θυμίζει έντονα άνεκδοτολογική αιτιολογία, άφοΰ επαναλαμβάνεται σχεδόν πανομοιότυπα άπο τονΛίβιο (7,2) γιά τονΛίβιο 'Ανδρόνικο. Ή πληροφορία {Βίος 5) οτι ό ποιητής άπεικονιζόταν στήν Ποικίλη Στοά μέ λύρα στο χέρι μπορεί νά εχει τήν πηγή της σέ αύθαίρετη ερμηνεία ένος πίνακα τοΰ Πολυγνώτου. "Άν πιστέψουμε σέ δύο δυσερμήνευτες κατά τά άλλα μαρτυρίες, φαίνεται δτι στά χρόνια τοΰ Σοφοκλή είχε άναπτυχθεΐ μιά αύτόνομη καλλιτεχνική ζωή, δπου ό ποιητής κατείχε ξεχωριστή θέση : σύμφωνα μέ τον Βίο (6), είχε οργανώσει ένα θίασο γιά τις Μούσες. Για τήν περίπτωση τοΰ Σοφοκλή, είναι άρκετά εύνόητος ενας λατρευτικός δμιλος. Δυσκολίες προκαλεί ή έ'κφραση Θίασος εκ των ηεπαιδενμένο)ν. Ό Blumenthal {RE 1049) σκέφτηκε τούς ύποκριτές πού εκπαίδευε ό Σοφοκλής, πλησιάζοντας έ'τσι περισσότερο στούς scribae historionesque παρά σέ ενα προστάδιο τής πλατωνικής Άκαδημείας. Στον Βίο λίγο πιο πάνω υπάρχει ή εΐ'δηση δτι ό ποιητής προς τάς φύσεις αυτών (δηλαδή των ύποκριτών) γράψαι τά δράματα (έγραφε τά δράματά του άνάλογα μέ τήν καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία των ύποκριτών), άλλά μέ τον άποσπασματικό χαρακτήρα αύτοΰ τοΰ συμπιλήματος είναι άδύνατο νά γίνει οποιοσδήποτε συσχετισμός. Ό Webster {Sophocles 7) άποκρούει δικαιολογημένα αύτή τήν άποψη, μολονότι ή γνώμη του γιά «μιά έταιρεία καλλιεργημένουν 'Αθηναίων, πού οργανώθηκε άπό τον Σοφοκλή γιά νά συζητεί προβλήματα λογοτεχνίας και θεάτρου» (παρόμοια και ό Η. Herter, Piatons Akademie, Βόννη 1944, 29, μέ σχετική βιβλιογραφία), άπηχεΐ κάπως σύγχρονές μας δραστηριότητες. Ωστόσο, δ υπαινιγμός τοΰ 'Αριστοφάνη {Θεσμ. 41) για Θίασον Μουσών είναι ενισχυτικός. Προβληματική είναι ή μαρτυρία τής Σούδας δτι δ Σοφοκλής, έκτος άπό δράματα, είχε γράψει ελεγείες, παιάνες^ και ένα πεζό und Denker, Βασιλεία 1943, 58. Γιά το προσωπείο τοϋ Θάμυρη μέ τά δίχρωμα μάτια βλ. Α. Lesky, AAWW 1951, lOl=Ges. Sehr. 169. 1. Υπολείμματα άπό ελεγείες και εναν παιάνα στον 'Ασκληπιό (ή τήν Κορωνίδα) παρατίθενται στη συλλογή τοϋ Diehl, Anthologia Lyrica, 3η έκδ., 1, 79. Γιά τά έπιγραφικά υπολείμματα τοϋ παιάνα (Ο. Kern, Ιηscriptiones Graecae, Βερολίνο 1913, πίν. 45), πού ψαλλόταν στήν 'Αθήνα άκόμη και τήν εποχή των Άντωνίνων (Φιλόστρατος, Βίος 'Απολλώνιου Τυ.
287
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
εργο ΠερΙ χορον^ οπου παρουσιαζόταν 6 'ίδιος να άντιγνωμεϊ μέ τον Θέσπη και. τον Χοιρίλο. Αύτο τό κείμενο, αν ύποτεθεϊ ότι διέθετε άκόμη κάποια έπικαιρικά στοιχεία, θά έπρεπε νά χρονολογηθεί πάρα πολύ πρώιμα, πράγμα άπίθανο. Αύτο καθαυτό, ενα τεχνικό δοκίμιο, δπου ο ποιητής αιτιολογεί τον αύξημένο άριθμό των μελών του χορού, θα τό τοποθετούσαμε μάλλον στην δψιμη περίοδο της ζωής του.^ Τότε πρέπει νά είχαν γράψει γιά τις καλλιτεχνικές δραστηριότητές τους άνθρωποι όπως ό 'Ικτίνος, ό Πολύκλειτος και ό Παρράσιος. 'Οπωσδήποτε, θά ήταν προτιμότερη ή ομολογία τής άβεβαιότητάς μας παρά μιά έξαιρετικά βιαστική αμφισβήτηση τής σχετικής πληροφορίας.^ Ό περιορισμένος κύκλος τής κοινωνικής ζωής στήν 'Αθήνα πρέπει νά εφερε τον Σοφοκλή σε έπαφή μέ σημαντικές προσωπικότητες της έπογης του. Μέ τον Περικλή συνδέθηκε χάρη σέ διάφορα κρατικά λειτουργήματα, στον'Ηρόδοτο άφιέρωσε, σέ ήλικία 55 χρόνων, μιά ελεγεία,^ ένώ στον Πλάτωνα (ΙΙολ. 1, 329c) διαβάζουμε οτι ό Σωκράτης άκουσε τον γέροντα πιά ποιητή νά μακαρίζει, γεμάτος εύγνωμοσύνη, τήν άπελευθέρωσή του άπό τό πάθος του έρωτα. Ό Σοφοκλής, μολονότι στο έ'ργο του έχει πολύ λιγότερες 3, 17, και φιλόστρατος ό Νεότερος, £'ίκόνες 13), βλ. ιδιαίτερα S. Η. Oliver, «The Serapion Monument and the Paean of Sophocles», Hesperia 5 (1936) 91 και Ε. Diehl στο Suppl. τής Anthologia Lyrica 4, 57. 1. Ό G. Müller, Hermes 89 (1961) 398, θεωρεί πιθανό νά διατύπωσε ό Σοφοκλής τις απόψεις του γιά τή λειτουργία τοϋ χοροϋ. 2. Α. ν. Blumenthal, RE 1050· G. Perrotta, 12. 'Άν πράγματι υπήρχε ενα τέτοιο ëpyo, είναι πιθανότερο νά πραγματευόταν ειδικά τό θέμα τοϋ χοροϋ παρά γενικά τήν τραγωδία, δπως υποθέτει ό Webster, Introduction 7. 3. Ά π . 2 D. Τή σχέση του μέ τον Ηρόδοτο μαρτυροΰν κάποιες σκόρπιες άπηχήσεις, πού συγκεντρώθηκαν άπο τον Schmid, 2, 318, 3, και συμπληρώθηκαν άπο τον Ρ. Keseling, PhW 57 (1937) 910. Σέ δλες τις περιπτώσεις πρόκειται γιά παραλληλισμούς επιμέρους χωρίων, ένώ, άπο άποψη πνευματικής στάσης, ό Ηρόδοτος βρίσκεται πλησιέστερα προς τον Αισχύλο, δπως πολύ πειστικά εδειξε ό Μ. Pohlenz στο βιβλίο του γιά τον Ηρόδοτο (1937, άνατ. 1961). Τό άπ. 1 D. είναι ενας πεντάμετρος, δπου ό Σοφοκλής ομολογεί τήν προσπάθειά του νά χωρέσει σέ στίχο τό δνομα τοϋ 'Αρχελάου (τοϋ Μιλησίου). Γιά τά δύο νόθα άνόητα δίστιχα (άπ. 3 D.) πού στρέφονται κατά τοϋ Εύριπίδη μέ άφορμή κάτι έρωτικές υποθέσεις, βλ. F. Wehrli στά σχόλιά του γιά τόν "Ιερώνυμο τον Ρόδιο {Die Schuir des Aristoteles 10), άπ. 35κ.
288
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
άναφορές σ τ φ πολί,τι,κή πραγματικότητα άπο ο,τι. ο Αισχύλος καΐ ό Εύριπίδης, διαφέρει εντούτοις και άπο τους δύο στο δτι υπηρέτησε συχνά την πόλη σέ πολύ ύψηλές θέσεις, ενώ άποποιήΟηκε κάθε πρόσκληση άπο τις αύλές ξένο^ν άρχόντων (i?ioç 10). 'Γό 443/2, περίοδο σημαντικής άναδιάρθρωσης των φορολογικών περιφερειών της συμμαχίας, χρημάτισε έλληνοταμίας {IG Ρ 202, .'{G* πρβ. Sappl. Ερ. Gr. 5, 1931, σ. 15). 'Αξιόπιστα μαρτυρημένο είναι (κυρίως άπο τον "Ιωνα, άπ. 8, Blumenthal) δτι ό Σοφοκλής στον Σαμιακό Πόλεμο (441/39) υπήρξε στρατηγός μαζι μέ τον Περικλή.^ Σύμφωνα μέ την 'Τπόθεση τής 'Αντιγόνης^ οί 'Αθηναίοι τον είχαν εκλέξει στρατηγό άκρφώς εξαιτίας αύτοΰ του έργον: το άξίωμα θά θεωρήθηκε δίκαιη άνταμοιβή. Τό καλοκαίρι του 440, ενώ ό Περικλής χτυπούσε τους Σαμίους στην Τραγία, ενα τμήμα του στόλου εΐχε σταλεί προς τη Χίο και τή Λέσβο, γιά νά φέρει ένισχύσεις (Θουκ. 1, 116). Τότε συναντήθηκε ό ποιητής μέ τον "Ιωνα στο συμπόσιο άπο δπου ό Χιώτης ομότεχνος του άποφάσισε νά διασώσει στις "Επιδημίες του {δ.π.) ενα χαριτωμένο στιγμιότυπο: πώς ό Σοφοκλής έκλεψε έ'να φιλι άπο έ'να ώραϊο άγόρι. Χρωστούμε επίσης χάρη στον "Ιωνα γιά τό χαρακτηρισμό πού μας έχει σώσει: τα μέντοι πολιτικά οντε σοφός οντε ρεκτήριος ήν, άλλ' ώς αν τις των χρηστών "Αθηναίων (στά πολιτικά δεν ήταν ούτε δραστήριος ούτε ιδιαίτερα ικανός—άλλά όπως θά μπορούσε νά θεωρηθεί κάθε χρηστός Αθηναίος). Ό χαρακτηρισμός εναρμονίζεται άπόλυτα μέ τή δήλωση του 'ίδιου του Σοφοκλή, στο 'ίδιο χωρίο, δτι ό Περικλής τον θεωρούσε καλό ποιητή άλλα κακό στρατηγό. Παρ' δλα αυτά, φαίνεται δτι ό ποιητής υπηρέτησε σ' αύτό τό άξίωμα αλλη μία φορά. Ό Βίος (9) άναφέρει δτι οί 'Αθηναίοι τόν έξέλεξαν στρατηγό^ στόν πόλεμο έναν1. Γιά τούς στρατηγούς αύτης της περιόδου βλ. F. W. Lenz, «The Athenian Strategoi of the Years 441 / 4 4 0 and 433/432», TAPhA 72 (1941) 226. 2. ΣτΙς άριθμητικές πληροφορίες τοϋ Βίου επικρατεί γενικά σύγχυση. "Οτι ό Σοφοκλής ήταν τότε 69 χρόνων συμφωνεί με τή χρονολογία τοϋ πολέμου έναντίον των Άναίων, άλλά ή τοποθέτηση τής εκλογής εφτά χρόνια πριν άπο τις πελοποννησιακές ταραχές εναρμονίζεται περισσότερο μέ τήν πρώτη του στρατηγία. Εϊναι άμφίβολο αν μπορούμε νά συμπεράνουμε συμφωνώντας μέ τον Webster (12) άλλη μιά άνάθεση στρατηγίας, μέ βάση τό άνέκδοτο τοϋ Πλουτάρχου [Νικίας 15, 2) πού συνδέει τον ποιητή στό άξίωμα αύτό μέ τόν Νικία, τονίζοντας μάλιστα τή μετριοπάθειά του. Σχετικά βλ. Η. D. Westlake, «Sophocles and Nicias as Colleagues»,
289
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
τίον των Άναίοον (428 π.Χ.)· καΐ πραγματικά, αύτον το χρόνο, δταν νίκησε ό Εύριπίδης μέ τον 'Ιππόλυτο^ 6 Σοφοκλής δεν δίδαξε εργο. Ό Σοφοκλής χρημάτισε συχνά έπίσημος άπεσταλμένος τής 'Αθήνας {Βίος 1)· μέ αύτη την ίδιότητά του μπορεί νά σχετίζεται, καΐ ή μοναδί,κή έπίθεση τής κωμωδίας πού μας είναι γνωστή: ο 'Αριστοφάνης {Ειρ. 698) τον κατηγορεί γιά αισχροκέρδεια. Κατά τον 'Αριστοτέλη {Ρητ. 3, 18, 1419a 26), ενας Σοφοκλής ήταν μέλος του σώματος των προβούλων, πού ορίστηκαν μετά τή σικελική καταστροφή, για νά προσδώσουν κάποιο κύρος στή δημοκρατία. Μετά το ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411, αύτός Ό 'ίδιος Σοφοκλής ειχε πει, άπαντώντας σε έρώτηση του Πεισάνδρου, οτι δεν επιδοκιμάζει τό γεγονός, άλλά δεν ύπάρχει κανένας καλύτερος δρόμος. Σ ' αύτή τή φράση ό ομιλητής δίνει ιδιαίτερο βάρος, και δεν υπάρχει λόγος να άμφιβάλλουμε δτι πρόκειται γιά τον ποιητή μας.^ Είναι εύνόητο οτι σέ δύσκολους καιρούς οι 'Αθηναίοι κατέφευγαν σέ μεγάλα ονόματα. Στο δεσμό του ποιητή μέ τήν πολιτεία άντιστοιχεϊ καί·μιά στενή σχέση μέ τις λατρείες της. Ό Βίος (11) άναφέρει οτι ό Σοφοκλής ήταν ιερέας ένός θεραπευτή ήρωα πού ονομαζόταν, κατά τήν παράδοση, "Αλων. Ό Σοφοκλής, ώς ιερέας αύτοϋ του ήρωα, ((δέχτηκε» στο σπίτι του τον 'Ασκληπιό, δταν ο θεος ήρθε άπό τήν 'Επίδαυρο και δεν ειχε άκόμη ιδιαίτερο τέμενος. Γι' αύτή του τή θεοσεβή πράξη ό ποιητής, μ,ετά το θάνατο του, ήρωοποιήθηκε παίρνοντας τήν έπωνυμία ((Δεξίων» {Μέγα Έτνμ. 256, 6). "Οταν στις γερμανικές άνασκαφές πού έγιναν στή δυτική πλαγιά Hermes 84 (1956) 110. Άφοΰ ό Βίος (1) μας πληροφορεί δτι ό Σοφοκλής χρημάτισε στρατηγός οχι μόνο μαζί μέ τον Περικλή άλλά καί μαζί μέ τον Θουκυδίδη, συνάγεται δτι πρόκειται γιά το γιό'τοϋ Μελησία, πού ήταν έξόριστος άπό τό 443 ώς τό 433. 'Άν δεχτούμε τήν υπόθεση δτι εκλέχτηκε στρατηγός μετά τήν έπάνοδό του, μπορούμε νά τον συνδέσουμε μέ τον πόλεμο κατά των Άναίων. 1. Ό Σοφοκλής πού μνημονεύεται άπό τόν 'Αριστοτέλη {Ρητ. 1, 14, 1374b 36) <Λ)ς συνήγορος σέ μιά δίκη νβρεως θα μπορούσε νά εϊναι ό ποιητής μας. Πάντως, ταυτίζεται οπωσδήποτε μέ εκείνον τόν Σοφοκλή {Ρητ. 3, 15, 1416a 15) πού άποκρούει τήν κατηγορία δτι προσποιήθηκε τό τρέμουλο του γέρου. 'Ορθά τονίζει ό Α. von Blumenthal, Bursian 277, 3, διαφωνώντας μέ τόν G. Perrotta (48), οτι αύτή ή πληροφορία δέν έχει καμιά σχέση μέ τήν ύποτιθέμενη δίκη τοΰ Ίοφώντα εναντίον του πατέρα του.
290
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
της 'Ακρόπολης βρέθηκε το ίερο ένος θεραπευτή θεοΰ μέ το ονομα "Αμννος^ ένώ δύο τιμητικά ψηφίσματα άπο το Ι'διο μέρος [IG I P 1252 και 1253) άνέφεραν τον Δεξίωνα πλάι στον "Αμυνο και τον 'Ασκληπιό, οί μελετητές έτειναν νά συμφωνήσουν μέ τον Α. Körte και νά διορθώσουν σέ "Αμυνος το "Αλων^ πού παραδίδεται στον Βίο. Ό Ο. Walter^ δμως έ'δειξε οτι πρόκειται γιά δύο διαφορετικά ιερά, ένα του Άμύνου και του 'Ασκληπιού και ενα τού Δεξίωνα. "'Αν τό ηρώο τού Σοφοκλή-Δεξίωνα πρέπει νά διακριθεί άπο το Άμυνειον, τίποτε δέν έμποδίζει νά δεχτούμε δτι ό ποιητής πράγματι χρημάτισε ιερέας κάποιου ήρωα, μέ το ονομα "Αλων. Ό Walter εξετάζει τήν πιθανότητα νά κρύβεται πίσω άπο αύτό το "Αλων τό ονομα Άλιρρόθιος. Στο άνεκδοτολογικό ύλικό πού σχετίζεται μέ τή ζωή αύτοΰ τού μεγάλου ποιητή, κύριο, θέση κατέχει ή ιστορία τής δίκης πού κίνησε μπροστά στούς φράτορες δ Ίοφών, γιος του Σοφοκλή άπο τή γυναίκα του Νικοστράτη, εναντίον του γέρου πατέρα του, έπειδή εύνοούσε υπέρμετρα έναν δμώνυμό του, άπο ταπεινή δμως καταγωγή, έγγονό, δ δποϊος είχε δήθεν πατέρα τδν'Αρίστωνα, γιο πού άπόχτησε ό Σοφοκλής άπο τή Σικυώνια Θεωρίδα. Ή ιστορία δέν άξίζει τήν πίστη πού τής δίνουν δ W. Schmid (2, 321) και δ (r. P e r r o t t a (48).^ 'Ωστόσο, ενας γιος τού Σοφοκλή 'Αρίστων, μέ γενεαλογική γραμμή πού ξεκινά άπο τον ποιητή, είναι πρόσωπο Ιστορικό, όπως φαίνεται στήν 'Υπόθεση 2 τού Οιδίποδα επί Κολωνώ καΐ στο γενεαλογικό δέντρο πού κατάρτισε δ Blumenthal {RE 1042). 1. «Das Priestertum des Sophokles», Γέρας Ά. Κεραμοπονλλου, 'Αθήνα 1953, 469. 2. Ό Webster υποθέτει δτι ολόκληρη αύτή ή ιστορία είναι έπινόηση της κωμωδίας, γεγονός πολύ πιθανό. Το ϊδιο υποστηρίζει και ό W. C. llelmböld, aThe Mad Sophocles)) CJ 45, 1950, 342. 'Ωστόσο, ό συσχετισμός μέ τήν κωμωδία Φράτορες τοϋ Λεύκωνα, πού παρουσιάστηκε τό 421, παραμένει έμπνευση έξίσου εύφυής μέ τήν προσπάθεια νά γίνει ίνας παραλληλισμός μέ τήν Πντίνη τοϋ Κρατίνου: ό Ίοφών είχε κατηγορήσει τόν Σοφοκλή δτι έγκατέλειψε τή νόμιμη γυναίκα του Θεωρίδα (=δραματική τέχνη) γιά χάρη της παλλακίδας Νικοστράτης (=πολεμικής δόξας)· τά γυναικεία ονόματα πρέπει νά έχουν άντιστραφεΐ στήν παράδοση. Οΰτε ό Ρ. Mäzen, «Sophocle devant ses juges)), REA 47 (1945) 82, λύνει τό πρόβλημα μέ τήν υπόθεση δτι ό Σοφοκλής, σέ μιά συνέλευση των φρατόρων, ένέγραψε τόν ομώνυμο έγγονό του στούς καταλόγους της φρατρίας, παρά τή διαμαρτυρία τοϋ Ίοφώντα.
291
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Ό Βίος (14) προσφέρει μιά πλούσια σταχυολόγηση άπο άλλόκοτες αιτίες θανάτου: πνίξιμο άπο μια ρώγα σταφύλι, συγκοπή ενώ διάβαζε (φυσικά, μέ δυνατή φωνή) ενα εκτενές δίχως παύσεις κομμάτι της 'Αντιγόνης^ ύπερβολική συγκίνηση γιά μιά νίκη. Πάντως, μπορούμε νά πιστέψουμε δτι ήταν θαμμένος σέ οικογενειακά τάφο, στο δρόμο προς τή Δεκέλεια, έντεκα στάδια άπο τα τείχη της πόλης. 'Ωραία είναι ή επινόηση οτι 6 Λύσανδρος, παρακινημένος δύο φορές άπο τον Διόνυσο, πού εμφανίστηκε στο δνειρό του, έξασφάλισε γιά τή νεκρική πομπή ελεύθερη δίοδο μέσα άπο τον κλοιο πού εζωνε τήν πόλη. 'Από τούς τρεις σωζόμενους τύπους πορτρέτου του Σοφοκλή,^ ό άρχαιότερος είναι και δ λιγότερο βέβαιος.^ 'Από ενα χάλκινο έργο τών άρχών του 4ου αιώνα π.Χ. προέρχονται πολλά άντίγραφα' άπο αύτά πρέπει νά άναφερθεΐ ένα κεφάλι άπο τό Βερολίνο (άρ. 296). Πρόκειται γιά ένα πορτρέτο μέ έντονη εσωτερικότητα και αύτοσυγκέντρωση, πού το ταύτισε μέ τον Σοφοκλή ό Ρ. Volters, εξαιτίας της όμοιότητάς του μέ τον τύπο του Αατερανοΰ. Ό Schefold εξετάζει τήν πιθανότητα νά είναι πρότυπο του ό άνδριάντας πού άφιέρωσε ό Ίοφών μετά το θάνατο του πατέρα του. Κάτι τέτοιο δμως δεν μπορεί νά επιβεβαιωθεί ικανοποιητικά μέ βάση τδ εξαιρετικά φθαρμένο χωρίο 11 του Βίου. Στον δεύτερο τύπο^ άνήκει δ γνωστός άνδριάντας του Αατερανοΰ, πού άκόμη και σήμερα θεωρείται τδ κατεξοχήν άγαλμα του Σοφοκλή, μολονότι ξέρουμε πιά δτι τδ άνέκφραστο κεφάλι είναι άποτέλεσμα μεταγενέστερης επεξεργασίας άπδ τδν γλύπτη 1. Τήν πιο διεξοδική επισκόπηση δλων τών αναγνωρίσιμων τύπων τήν προσφέρει ή G. Μ. Α. Richter, The portraits of the Greeks, Λονδίνο 1965,^124, είκ. 611-716. 2. Ή βιβλιογραφία είναι ή ϊδια πού μνημονεύτηκε πιο πάνω γιά τον Αισχύλο (σ. 124). Tè πρότυπο αύτοΰ τοΰ τύπου χρονολογείται άπο τόν L. Laurenz!, δ.π. 92, γύρω στά 400-390 π.Χ., και άπ6 τον Κ. Schefold, ό'.π. 72, γύρω στά 380 π.Χ. Και ο'ι δύο μελετητές, καθώς και ή G. Μ. Α. Richter, παραθέτουν βιβλιογραφία γιά τά άντίγραφα. 3. Laurenzi, ό'.π. 99" Hekler, δ.π. (2η εκδ.) 24· Schefold, δ.π. 90 καΐ 207, ό όποιος δίνει μια εξαιρετικά ωραία εικόνα του κεφαλιού πριν άπο τήν άποκατάστασή του. Μια εικόνα συνοδευμένη άπο διεισδυτική κριτική άνάλυση προσφέρει και ό W. Schadewaldt, Sophokles und das Leid, Potsdam i9i^ = Hellas und Hesperien 2M = Gottheit und Mensch in der Tragödie des Sophokles, Darmstadt 1963' τώρα καΐ στον Κ. Schefold, Griechische Dichterbildnisse, Ζυρίχη 1965, 23, πίν. 14a.
292
Χ Ε Ι Ρ Ο Γ Ρ Α Φ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η ΚΑΙ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
Tenerani. Εύτυχώς, ενα νωρίτερα κατασκευασμένο γύψινο έκμαγεϊο στη Villa Medici δείχνει, τή μελαγχολική σοβαρότητα καΐ τή γεμάτη οδύνη σοφία σέ άκόμη μεγαλύτερη ένταση άπο ο,τι ο πρώτος τύπος πού άναφέραμε πιο πάνω. Ή στιλιστική ένταξη ένισχύει τήν υπόθεση δτι αρχέτυπο μπορεί νά ήταν ό άνδριάντας του ποιητή πού έστησε στο θέατρο του Διονύσου γύρω στο 330 ό Λυκοϋργος. Στήν τρίτη θέση βρίσκεται ό τύπος Farnese,^ πού δείχνει τον ποιητή γέροντα. Τή δημοτικότητά του στήν άρχαιότητατή μαρτυρούν τά άφθονα άντίγραφα" άπο αύτά, άξιομνημόνευτο είναι το κεφάλι στο Έθνικο Μουσείο της Νεάπολης (άρ. 6413). Ή άπόδοση επιβεβαιώνεται άπο μιά ενεπίγραφη έρμαϊκή στήλη στο Βα-, τικανο και μιά προτομή άγνοούμενη σήμερα, μέ επιγραφή. Ή χρονολόγηση ποικίλλει, άλλα αύτός ό τύπος είναι άσφαλώς νεότερος άπο του Λατερανοΰ. Ό Schefold υποθέτει ένα κλασικό πρότυπο. Σ ' αύτούς τούς τρεις τύπους ή G. Μ . Α . Richter {Portraits) προσθέτει έναν άκόμη, μέ λιγότερη βεβαιότητα. Κυριότερος έκπρόσωπός του είναι τό χάλκινο κεφάλι στο Βρετανικό Μουσείο (είκ. 708-710). Χ Ε Ι Ρ Ο Γ Ρ Α Φ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η ΚΑΙ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ ' Εδώ πρέπει πρώτα πρώτα να θυμηθούμε τά στάδια στήν παράδοση του κειμένου τών τραγικών, δπως τά περιγράψαμε και στο κεφάλαιο για τον Αισχύλο. Και γιά τον Σοφοκλή, δπως φαίνεται, ή άποφασιστική έκδοση άνάγεται στον 'Αριστοφάνη τον Βυζάντιο* ορισμένα Ι'χνη της 1. Laurenzi, δ.π. 115· Hekler, δ.π. (2η ^κδ.) 24· Schefold, δ.π. 158 καΐ 214' V. Poulsen, Les portraits Grecs, Κοπεγχάγη 1954, άρ. 9κ. Γιά μιά δεύτερη άναπαράσταση του πορτρέτου τοΰ γερο-Σοφοκλή ό Launuizi, δ.π. 136, παραπέμπει στον λεγόμενο Σοφοκλή Arundel (Βρετ. Μουσ., άρ. 2320), πού τό άρχέτυπό του τό τοποθετεί γύρω στά 50-25 π.Χ. Συμπληρωματικά ό Schefold, δ.π. 154, άναφέρεται στό μωσαϊκό της Κολονίας, δπου άνάμεσα στά πορτρέτα είναι σκορπισμένες φύρδην μίγδην οι λεζάντες. Τό ονομα «Σοφοκλής» βρίσκεται κάτω άπό ενα κεφάλι του Ευριπίδη, ένώ έκεϊνος πού δηλώνεται ώς Σωκράτης πρέπει νά είναι ό ποιητής μας. Γιά τόν τύπο Farnese βλ. τώρα και Ε. Voutiras, Studien zu Interprelation und Stil griechischen Porträts des 5. und frühen 4. Jahrhunderts (διατρ.), Βόννη 1980, 122κκ.
293
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
φιλολογικής του δραστηριότητας μπορούν άκόμη να έπισημανθοΰν {Βίος 18· 'ΤπόΟ. I Αντιγόνης' Σ χ . ΑΧαντα 746, κ.ά.)· Γιά τα Σχόλια, στη μορφή πού τά εχουμε σήμερα, άποφασιστική υπήρξε ή συμβολή του Διδύμου, 6 οποίος δεν πρέπει νά εργάστηκε σαν δουλικός συμπιλητής, δπως φαίνεται και άπο τήν πολεμική πού άσκεϊ έδώ κι έκεϊ γιά αρχαιότερα υπομνήματα στον Σοφοκλή. Ή έξελικτική πορεία οδήγησε και έδώ στήν έπιλογή επτά δραμάτων σέ ύπομνηματισμένες έκδόσεις. Αυτές, στά τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., άναθεωρήθηκαν από τον Σαλλούστιο, άπο τον όποιο προέρχονται οί 'Υποθέσεις στήν 'Αντιγόνη, στον Οιδίποδα έπΙ Κολωνώ καί, πιθανότατα, στον Αϊαντα και στον ΟΙδίποδα τύραννο. Στήν Υπόθεση του Οιδίποδα Κ. ο Σαλλούστιος ονομάζεται «πυθαγόρειος», καί έπομένως ταυτίζεται μέ το συγγραφέα του έ'ργου ΠερΙ θεών και κόσμον ωστόσο, είναι δικαιολογημένη ή επιφύλαξη πού δείχνει ό Wilamowitz στήν Εισαγωγή της έκδοσης του 'Ηρακλή.^ Ή άξιολόγηση της χειρόγραφης παράδοσης τοϋ Σοφοκλή πέρασε σέ καινούρια φάση κυρίως μέ τις έργασίες του Α. Turyn, στις όποιες πρέπει νά προστεθούν καί οΐ μελέτες του V. de Marco καί του R. Aubreton.^ Πρώτο σημαντικό βήμα άποτελεΐ ή δσο τό δυνατόν άκριβέστερη περιγραφή τών έπιμέρους βυζαντινών χειρογράφων του κειμένου του Σοφοκλή. Μέ προσεχτική αξιοποίηση τών Σχολίων, ό T u r y n προσπάθησε νά προσδιορίσει, 1. Ή πληροφορία τοϋ Α. ν. Blumenthal, RE 1080, δ η ό Wilamowit/ ταύτιζε τον Σαλλούστιο μέ το φίλο τοϋ αύτοκράτορα Ίουλιανοϋ είναι λαθεμένη" ό WilamoAvitz Οεωρεϊ τήν ταύτιση υπερβολικά άμφίβολη. 2. Α. Turyn, «The Manuscripts of Sophocles», Traditio 2, Ν. 'Τόρκη (1944) 1-41· «The Sophocles Recension of Manuel Moschopoulos)), TAPhA 80 (1949) 94· Studies in the Manuscript Tradition of the Tragedies of Sophocles (Illinois Studies 36/1-2), Urbana 1952" V. de Marco, «Sulla tradizione manoscritta degli scolii Sofoclei», SIFC n.s. 13 (1936) 3· «De scoliis in Sophoclis tragoedias veteribus», MAL s. 6, 6 (1937) 105· «Gli scolii aU'Edipo a Golono di Sofocle e la loro tradizione manoscritta», RA AN 26 (1951) 1· «Intorno al teste di Edipo a Colono in un manoscritto romano», στο ϊδιο 260· Scholia in Sophoclis Oedipum Coloneum, Ρώμη 1952· R. Aubreton, Démétrius Triclinius et les recensions médiévales de Sophocle, Παρίσι 1949. Ή χειρόγραφη παράδοση παρουσιάζεται μέ έξαιρετική άκρίβεια στίς περιπτώσεις τοϋ Αϊαντα, της Ηλέκτρας και τοϋ ΟΙδίποδα Τ. R. D. Dawe, Stu dies in the Text of Sophocles, I : The Manuscripts and the Text of Sophocles, II: The Collations, Leiden 1973' I I I : Leiden 1978.
294
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ
1 1 Α Ρ Α Δ 0 Σ Ι Ι KAI Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
στή μεγαλύτερη δυνατή έκταση, το ρόλο πού έπαιξαν στή χειρόγραφη παράδοσή μας λόγιοι οπως ό Πλανούδης, 6 Μοσχόπουλος, ό Θωμάς Μάγιστρος και ό Τρικλίνιος. Γιά τον Τρικλίνιο, πού ώς οπαδός των θεωριών του 'Ηφαιστίωνα συμπλήρωσε, κυρίως άπο μετρική άποψη, τά ύπομνήματα του Μοσχόπουλου και του Θωμα Μάγιστρου, σημαντική υπήρξε και ή συμβολή του Aubreton. Στόχος δλης αύτης της επίπονης έρευνας ήταν νά άπαλλαγει το κριτικό ύπόμνημα του Σοφοκλή άπο μιά ολόκληρη σειρά γραφών πού δεν είναι παρά προϊον βυζαντινών γραμματικών, και επομένως δεν έχουν καμιά σχέση μέ τή γνήσια παράδοση. 'Ωστόσο, οί άποκλίσεις, ιδιαίτερα στήν αξιολόγηση της «ρωμαϊκής οικογένειας» (βλ. παρακάτω), δείχνουν δτι παραμένει άβέβαιη ή κρίση γιά ορισμένες επιμέρους περιπτώσεις. Στά χειρόγραφα πού συγκροτούν τήν «άρχαία» παράδοση, τήν πρώτη θέση κατέχει άναμφισβήτητα ό 'ίδιος φλωρεντινός κώδικας {Florentinus) πού είναι καθοριστικός και γιά τόν Αισχύλο. "Οτι εκεί γενικά ονομάζεται Mediceus^ ενώ εδώ Laurentianus^ οφείλεται στό δτι τό κείμενο του Σοφοκλή σταχώθηκε αργότερα μαζί μέ τό κείμενο του Αισχύλου και του 'Απολλώνιου* είναι όμως γραμμένο περίπου τήν 'ίδια έποχή (κατά τόν Dain, άνάμεσα στό 960 και τό 980) και περιέχει πλούσια σχόλια καθώς και διορθώσεις άπό πολλούς γράφεις. Ό Α. Dain, στή σημαντική εισαγωγή πού προτάσσει στήν έκδοσή του, έχει υποστηρίξει οτι ό Laurentianiis 32, 9, πιθανότατα μεταγράφηκε άπευθείας άπό εναν κεραλαιογράμματο κώδικα του 5ου περίπου αιώνα. Ή άποψη του Cobet^ δτι άποτελεΐ τό άρχέτυπο τών ύπόλοιπων χειρογράφων έχει γενικά εγκαταλειφθεί. Δίπλα σ' αύτόν τόν κύριο κώδικα τοποθετείται τό παλίμψηστο 60 Α (Ρ) του Leiden,^ πού άνάγεται στό 'ίδιο κεφαλαιογράμματο χειρόγραφο· κάποτε έχει Ιδιαίτερη άξία, προκειμένου νά έξακριβωθεϊ μιά άρχική άνάγνωση του Laurentianus. Σ ' αύτόν, δπως διαπίστωσε ό Turyn, 6 γραφέας του Parisinusgr. 2712 (βλ. παρακάτω) άντικατέστησε [ΐε τό 'ίδιο του τό χέρι σβησμένες γραφές του L μέ άλλες του παραπάνω χειρογράφου. 'Μ ιδιαίτερη προσφορά του V. de Marco έγκειται στό δτι στις 1. De arte interpretandi 1847, 103. 2. J. Vürtheim, Der Leidener Sophoklespalimpsest zum ersten Male {•ollständig untersucht, Leiden 1926' H. J. Scheltema, «De codice So-
295
ΣΟΦΟΚΛΙΙΣ
έργασίες πού μνημονεύτηκαν παραπάνω ύπέδειξε μιά δεύτερη γραμμή της παράδοσης. Μέ τον δρο «ρωμαϊκή οικογένεια» εννοούμε: τον κώδικα Laur. Conv. Soppr. 152 (G), πού σύμφωνα μέ το βιβλιογραφικά σημείωμα τελείωσε στις 15 'Ιουλίου του 1282 και περιέχει τον Αϊαντα, τον ΟΙδίποδα Τ. τγ]ν ^Ηλέκτρα και τον Φιλοκτήτη- τον Vat. gr. 2291 (R). άπό τον 15ο αιώνα, μέ δλα τά δράματα {Τραχίνιες ως τον στ. 372), πού συγγενεύει μέ τον Estensis gr. 41 (M), άπο τήν 'ίδια εποχή, και τον Paris. Sappl, gr. 109 (Q), τον οψιμότερο (άρχές 16ου αιώνα) μάρτυρα άπό τήν ομάδα. Μιά σειρά νεότερα χειρόγραφα πού έχουν ταξινομηθεί άπό τόν T u r y n παρουσιάζουν συμφυρμούς, εισάγοντας γραφές άπό τήν πρώτη ομάδα, και έ'τσι δίνουν άκόμη ενα δείγμα εκείνης της άνοιχτής παράδοσης, πού τή σημασία της τήν άναγνωρίζουμε σέ ολοένα και μεγαλύτερη έ'κταση τά τελευταία χρόνια. Ή «ρωμαϊκή οικογένεια», κάτω άπό ενα στρώμα μέ νεότερα λάθη, επιτρέπει νά άναγνωρίσουμε μιά πηγή πολύ συγγενική μέ τήν πηγή της πρώτης ομάδας, άλλά, κατά τή γνώμη του Dain (Εισαγωγή XLII), δεν πρέπει νά ταυτιστεί μέ αύτήν.^ Για τις καλές γραφές της «ρωμαϊκής οικογένειας» προκύπτει τό δυσεπίλυτο πρόβλημα αν πρόκειται γιά άρχαία παράδοση ή γιά βυζαντινές εικασίες. 2 Ή Ρ. Ε. Easterling^ διατυπώνει άμφιβολίες, άλλά, παρ' δλα αυτά, καταλήγει στήν πεποίθηση δτι αύτή ή ομάδα χειρογράφων περιέχει γνήσιες άρχαΐες γραφές. Ή στενή σχέση των χειρογράφων G R Q εξασθενεί κάπως άπό τό γεγονός δτι παρουσιάζονται περιπτώσεις δπου οι κώδικες RQ έρχονται σέ άντίθεση μέ τόν G. Μιά τρίτη ομάδα χειρογράφων εχει τόν σημαντικότερο έκphocleo Lugdunensi», Mnemosyne, s. 4, 2 (1949) 132· J. Irigoin, «Le palimpseste de Sophocle», REG 64 (1951) 443. 1. Μέ τήν άποψη του Turyn δτι ή «λαυρεντιανή» και ή «ρωμαϊκή» οικογένεια άνάγονται σέ ενα μικρογράμματο χειρόγραφο, πού προέρχεται άπό έναν μοναδικό χαρακτηρισμό, διαφώνησε ό Irigoin, REG 67 (1954) 507. Ή Ρ. Ε. Easterling, CQ 61 (1967) 63, υπογραμμίζει δικαιολογημένα δτι είναι άδύνατο νά προσδιοριστεί άκριβέστερα ό χρόνος πού διαχωρίστηκαν αύτοί οί δύο κλάδοι της παράδοσης. 2. Μέ έμφαση διατύπωσαν αυτό τό ερώτημα ό Ρ. Maas, Gnomon 2Γ) (1953) 441κκ., και ό Η. Lloyd-Jones. Gnomon 28 (1956) 105κκ., καΐ 31 (1959) 478κκ. 3. «Sophocles' Ajax: Collation of the Manuscripts G, R and Q», CQ 61 (1967) 52.
296
Χ Ε Ι Ρ Ο Γ Ρ Α Φ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η ΚΑΙ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
πρόσωπο της στον Parisinus gr. 2712 (Α· β' μισο του 13ου αιώνα). Ό Turyn προσπάθησε νά υποτιμήσει, αύτόν τον κώδικα, χωρίς δμως επιτυχία. Για τά εργα Αϊας^ Ήλεκτρα και ΟΙδίπονς Τ. ό Turyn πίστευε δτι μπόρεσε νά άποδείξει τήν εξάρτηση άπο την έκδοση του Μανουήλ Μοσχόπουλου. Ό Dain (Είσαγ. XLIV) άναγνωρίζει, είναι άλήθεια, τήν επίδραση βυζαντινών λογίων, άλλά παράλληλα εκτιμά τήν αύτόνομη άξια του χειρογράφου, πού είναι ό αποκλειστικός φορέας μερικών αρχαίων γραφών. Παρόμοια είναι και ή κρίση της P.E. Easterling.^ Γιά τή ρευστότητα πού έπικρατεΐ σχετικά με τή χειρόγραφη παράδοση, ενδεικτικό είναι τό συμπέρασμα άπό τήν πορεία τών ερευνών στο όποιο κατέληξε ό J. C. K a m e r b e e k : μετά τήν εμφάνιση τών εργασιών του Turyn, άνέβαλε τή συγκρότηση ένός κειμένου για τά σχόλιά του, επειδή πίστευε οτι ήταν άπαραίτητο νά έπαληθευτοΰν πρώτα αύτές οί ριζοσπαστικές, ώς ενα βαθμό, θέσεις. Ά π ό τά υπόλοιπα χειρόγραφα (δ T u r y n περιγράφει συνολικά 190), πάρα πολλά περιέχουν τή βυζαντινή τριάδα {Αϊας^ 'Ηλέκτρα^ ΟΙδίπονς Τ.)^ εκλογή άπό μιά έπιλογή. Γιά τή σημασία της εμμεσης παράδοσης, στήν περίπτωση του Σοφοκλή δ στ. 1167 της Αντιγόνης προσφέρει ενα άξιοσημείωτο παράδειγμα. Ό στίχος λείπει άπό τά χειρόγραφα, εχει άφήσει ενα 'ίχνος στά Σχόλια και διασώζεται στον Άθήναιο (280b και Γ)47ο, άπό δπου άντλεϊ δ Εύστάθιος 957, 17). 'Ανάμεσα στις εκδόσεις πρέπει άκόμη νά μνημονευτεί σέ ξεχωριστή θέση ή έπτάτομη σχολιασμένη του R. Jebb, Cambridge 1883-1896 (άνατύπωση 1902-1908 χωρίς άλλαγές). Πολύτιμο συμπλήρωμά της άποτελοΰν οί τρεις τόμοι μέ τά άποσπάσματα του Σοφοκλή σχολιασμένα άπό τον Α. C. Pearson, Cambridge 1917. Μιά συντομευμένη έκδοση μέ τό κείμενο του Jebb τυπώθηκε στο Cambridge τό 1897. L. Campbell, The Plays and Fragments, 'Οξφόρδη 1879-1881 (άνατύπωση Hildesheim 1965). 1. «The Manuscript A of Sophocles and his Relation to the Moschopulean Recension» CQ 54 (1960) 51· πρβ. καΐ Lloyd-Jones, Gnomon 28 (1956) 107· J. C. Kamerbeek, «De Sophoclis memoria», Mnemosyne, s. 4 , 1 1 (1958) 25· W. J. W. Köster, «De codicis Par. Gr. 2712 aetate», Mnemosyne, s. 4, 12 (1959) 135. ΚαΙ ό V. de Marco, Scholia in Sophoclis Oed. Col., Ρώμη 1952, VIII, τόνισε Ιδιαίτερα τήν άξία τοΰ παρισινού κώδικα.
297
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Ό Pearson, στήν όξφορδιανή στερεότυπη εκδοσή του (1924), δείχνει εναν έκλεκτισμό, τον όποιο έπικρίνει ό L. Radermacher,^ κατά βάση χωρίς δίκιο. Στή σειρά Coll. des Univ. de France το κείμενο εκδόθηκε, μέ γαλλική μετάφραση, πρώτα άπο τον Ρ. Masqueray (Παρίσι 1922-24· 2η άναθεωρ. εκδ. 1929-34, μέ 5 άνατυπώσεις του 1ου καΐ 4 του 2ου τόμου). Ό εκδότης άναγνωρίζει σέ μεγάλη έκταση την κυρίαρχη θέση τοΰ κώδικα L. Ή έκδοση άντικαταστάθηκε, στήν 'ίδια εκδοτική σειρά, άπό τή δίγλωσση και πάλι των Α. Dain και Ρ. Mazon, I {Τραχίνιες, Αντιγόνη), Παρίσι 1955· Π {Αίας, Οιδίπους T., Ηλέκτρα), 1958· ΠΙ {Φιλοκτήτης, ΟΙδίπονς Κ.). 1960. Τό κείμενο, 'ίσως τό καλύτερο πού έχουμε αύτή τή στιγμή, και το εξαιρετικό, αν και κάπως φειδωλό, κριτικό υπόμνημα, προέρχονται άπό τον Dain, πού τήν κρίση του σχετικά μέ τή χειρόγραφη παράδοση τή συζητήσαμε παραπάνω. Ή μετάφραση είναι τοΰ Mazon. Πλάι σ' αυτές δεν μπορεί νά προβάλει καμιά άξίωση ή δίγλωσση έκδοση του R. Ρΐgnarre, Théâtre de Sophocle (Éditions Garnier, 2 τ. Παρίσι 1947), πού βασίζεται στο κείμενο της έκδοσης Dindorf-Mekler (1884). Ά π ό μιά δίγλωσση (έλληνικά-ίσπανικά) συνολική έκδοση τοΰ Σοφοκλή έχει κυκλοφορήσει ό 1ος τόμος, μέ επιμέλεια τοΰ I. Errandonea, πού περιέχει τά δύο δράματα τοΰ Οιδίποδα (Βαρκελώνη 1959). Τό κριτικό ύπόμνημα παρουσιάζει αρκετές ελλείψεις. Σέ έκδοση της σειράς Tusculum-Bücherei έχει κυκλοφορήσει ενας τόμος (Μόναχο 1966) μέ άρχαΐο κείμενο καΐ γερμανική μετάφραση των τραγωδιών και τών άποσπα<ϊμάτων, πού τον επιμελήθηκε ό W. Willige και τόν επεξεργάστηκε ό Κ. Bayer, προσθέτοντας χρήσιμα έρμηνευτικά παραρτήματα. Επίσης: R. D. Dawe, Sophocles Tragoediae {Αίας, "Ηλέκτρα, ΟΙδίπονς T.), Λιψία (Teubner) 1975. Ά π ό τις σχολιασμένες εκδόσεις, πλάι στό ύπομνηματισμένο κείμενο τοΰ Jebb, πρέπει νά μνημονευτεί ή'άναθεωρημένη άπό τόν Ε. Bruhn {Οιδίπους Τ. 1910, 'Ηλέκτρα 1912, 'Αντιγόνη 1913) και τόν L. Radermacher {Οιδίπους Κ. 1909, Φιλοκτήτης 1911, Αϊας 1913, Τραχίνιες 1914), επανέκδοση της παλιάς τών Scheidewin-Nauck. Ά π ό τά σχόλιά του ό J. C. Kamerbeek έχει ώς τώρα δημοσιεύσει: I: Αϊας, Leiden 1953, Π·: Τραχίνιες 1. « K e i n e » , SAWW
298
1947, 69.
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ
Γ 1 Α Ρ Λ Λ 0 Σ Η KAI Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
1959, IV (ό τ. III θά περιέχει την Αντιγόνη): Οιδίπους Τ. 1967, V: Ήλεκτρα 1974. Μεμονωμένες εκδόσεις άναφέρονται στη συζήτηση των έπιμέρους έ'ργων. Γιά τήν προσθήκη των νέων άποσπασμάτων εξακολουθεί νά εχει άξία, πλάι στην εργασία του Pearson, ή έκδοση τοΰ Ε. Diehl, Supplementum Sophocleum, Βόννη 1913. T à εκτενέστερα άπό τά νεότερα αποσπάσματα τά δίνει ο C. Ε. Fritsch, Neue Fragmente des Aischylos und Sophokles (διατριβή), 'Αμβούργο 1936, και ό D. L. Page στον σημαντικό γιά δλους τους τραγικούς τόμο της σειράς Loeb: Greek Literary Papyri^ τ. I, Λονδίνο 1950. Τώρα: R. Garden, The Papyrus Fragments of Sophocles. With a Contribution by W. S. Barrett («Texte und Kommentare»), Βερολίνο 1974· St. Radt, Tragicorum Graecorun Fragmenta^ 4 τ. Γοττίγγη 1977. Γιά τά αποσπάσματα πού προέρχονται άπό σατυρικά δράματα: V. Steffen, Satyrographorum Graecoriim Fragmenta, Poznan ^1952. Κατά τά άλλα, γιά τούς παπύρους πρέπει νά άναφερΟουμε σέ όσα ε'ίπαμε σχετικά μέ τήν παράδοση του Αισχύλου. Οί έκδόσεις των Σχολίων άπό τόν W. Dindorf ('Οξφόρδη 1852) και τόν Π. Ν. ΙΊαπαγεωργίου (Αιψία 1888) στηρίζονταν στόν Ααυρεντιανό κώδικα. Μιά διεύρυνση αύτής της στενής βάσης επιχείρησε ό V. de Marco μέ τις σχετικές έργασίες του (βλ. παραπάνω, σ. 294, σημ. 2), πού είναι σημαντικές, οχι μόνο γιά τήν 'ιστορία του κειμένου των Σχολίων άλλά και γιά τόν 'ίδιο τόν Σοφοκλή γενικότερα. 'Αξιόλογη σ' αύτόν τόν τομέα είναι τώρα ή έργασία του Γ. Α. Χριστοδούλου, Τά αρχαία Σχόλια εις Αϊαντα τοϋ Σοφοκλέους, 'Αθήνα 1977. Τό σοφόκλειο λεξικό των F. h^llendt και Η. Genthe (Βερολίνο ^1872) είναι τώρα προσιτό σέ άνατύπωση, Hildeshoim 1958. Μιά επισκόπηση των παλαιότερων γερμανικών μεταφράσεων μας δίνει ô W . Schildknecht, Deutscher Sophokles (διατριβή), ϋόννη 1935. 'Επίσης: G. Luzzatto, «Traduzioni tedesche di Sofocle», Dioniso 12 (1949) 193 και 267, και 13 (1950) 52· II. Frey, Deutsche Sophoklesübersetzungen, Winterthur 1964. 'Εκτός άπό τις δίγλωσσες έκδόσεις πού άναφέρθηκαν παραπάνω, πρέπει νά προστεθούν και οι εξής μεταφράσεις: C. Bruch,
299
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Χαϊδελβέργη χ.χ.ε., J. R. Wörner, Inselverlag 1937· Η, Weinstock (Kröners Taschenausgaben 163), Στουτγάρδη ®1957· Ε. Bushor, 2 τ., Μόναχο 1954 και 1959· R. Schottländer (Bibl. der Antike), Βερολίνο 1966. Μέ παραδειγματικό τρόπο δύο σημαντικές μεταφράσεις εκπροσωπούν δύο ριζικά διαφορετικές μεθόδους άπόδοσης του άρχαίου κειμένου: Ε. Staiger, Ζυρίχη 1944, και W. Schadewaldt, Griechisches Theater^ Φραγκφούρτη 1964 (μέ τήν "Αντιγόνη, τον Οιδίποδα Τ. ^.(άτ^ν'Ηλέκτρα)· Sophokles : Tragödien (Bibl. der Alten Welt), Ζυρίχη 1968 (μέ τον Αϊαντα, τήν 'Αντιγόνη, τον Οιδίποδα Τ. και τήν Ήλεκτρα, σέ μετάφραση Schadewaldt, και τις Τραχίνιες, Φιλοκτήτη, ΟΙδίποδα Κ. σέ μετάφραση Ε. Buschor). Ό Schadewaldt, στή σειρά Fischerbücherei (1957), έ'χει έπανεκδώσει τις μεταφράσεις του Fr. Hölderlin, συνοδεύοντάς τες μέ μια εξαιρετικά διεισδυτική εισαγωγή. Ό Staiger και ό Schadewaldt αντιπαραθέτουν τις μεταφραστικές άρχές τους σέ μιά συζήτηση πού οργάνωσε ό εκδοτικός οίκος Artemis {Das Problem der Übersetzung antiker Dichtung, Ζυρίχη 1963). Ό Schadewaldt ύπερασπίζεται τή μετάφραση-ντοκουμέντο, ή οποία, σέ άκραία διατύπωση, δέν μεταφράζει τον Σοφοκλή στα γερμανικά, άλλά τά γερμανικά στον Σοφοκλή, και τή διακρίνει άπό τή μετάφραση-μεταφορά, ή όποια έπενδύει τήν έλληνική σκέψη μέ υφολογικά νέο περίβλημα. Αύτή ή άξιόλογη συζήτηση εκφράζει τούς πόλους μιας άντίθεσης, πού άνάμεσά τους πρέπει νά άναζητήσει τό δρόμο του κάθε σύγχρονος μεταφραστής. Ή σειρά Fischer-Bibliothek στον 81ο άπό τούς έκατό τόμους της (1963) έ'δωσε μιά συλλογή άπό άντιπροσωπευτικές μεταφράσεις: Ε. Staiger, Αϊας και Τραχίνιες· Κ. Reinhardt, Αντιγόνη' W . Schadewaldt, Οιδίπους Τ. και Ήλεκτρα· Ε. Buschor, Φιλοκτήτης και ΟΙδίπους Κ. Πρέπει νά μνημονευτεί άναφορικά και μέ τον Σοφοκλή ή μεγάλη έπίδραση πού άσκησαν οί μεταφράσεις του G. Murray. Ή μετάφραση του L. Campbell, The Seven Plays in English Verse κυκλοφόρησε στή σειρά World's Classics (άρ. 116) της 'Οξφόρδης. Ό Ε. F. Watling μετέφρασε γιά τή σειρά Penguin Qassics, Αονδίνο 1953, τις τραγωδίες Αϊας, Ήλεκτρα, Τραχίνιες, Φιλοκτήτης. Ε π ί σ η ς ό L. R. Lind, Ten Greek Plays in Contemporary Translation, Cambridge (Mass.) 1957. Στή σειρά
300
TA ΣΩΖΟΛΙΕΧΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
The Complete Greek Tragedies μετέφρασαν τον Σοφοκλή οί D. (irene, R. Fitzgerald, E, Wyckoff, J. Moore και M. Jameson, 2 τ., Λονδίνο και Σικάγο 1954-1957.—Ή μετάφραση του Ρ. Mazon, 2 τ., Παρίσι 1950, εχει συμπεριληφθεί τώρα στήν έκδοση της Coll. des Univ. Fr. (βλ. παραπάνω)· αύτοτελής εκδοσή της μέ έξοχη εισαγωγή τής J. de Romilly έχει κυκλοφορήσει στή σειρά Club du meilleur livre, Παρίσι 1959.—Στις ιταλικές μεταφράσεις ξεχωριστή θέση κατέχει ή μετάφραση του Ε. IJignone, Le tragédie di Sofocle traduite in versi italiani con saggi introduttivi^ 4 τ., Φλωρεντία 1937/38.—Στά ελληνικά συνολική μετάφραση του Σοφοκλή, δπως και του Αισχύλου, έχει δώσει ό 'Ιωάννης Γρυπάρης (έκδ. Κολλάρου), 'Αθήνα χ.χ.έ. Γιά τήν έπίδραση του ποιητή στή μεταγενέστερη θεατρική παραγωγή σημειώνουμε τά βιβλία του Sheppard και τής H a m l)urger (βλ. τον γενικό βιβλιογραφικό πίνακα γιά τήν τραγωδία και ειδικότερα τό τμήμα γιά τόν Αισχύλο). Πραγματικά άνεκτίμητη βοήθεια προσφέρει ή βιβλιογραφική έπισκόπηση γιά τόν Σοφοκλή (περίοδος 1939-1959) πού δίνει ό II. Friis Johansen στό Lustrum 1962/7 (1963), συνοδεύοντάς την μέ θαυμάσιες κριτικές παρατηρήσεις. Τό βοήθημα άποτελεϊ Ινα είδος συνέχεια των έπισκοπήσεων του Α. ν. Blumenthal, Hursian 277 (1942). Βιβλιογραφία μετά τό 1960 υπάρχει στόν 95ο τόμο του Wege der Forschung, Sophokles^ D a r m s t a d t 1967, σ. 537. TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΔΡΑΜΑΤΑ Ί ( ιδιαίτερα ζωηρή ένασχόληση μέ τό έργο του Σοφοκλή μετά τόν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο έχει προωθήσει άποφασιστικά τήν κατανόησή του. Σέ κανένα δμως έργο ή ερμηνεία δεν συναντά τόσες δυσκολίες δσες στον Aïavxa.^'W μοιραία "κρίση των δπλων" άνάμεσα στόν Α'ίαντα και τόν 'Οδυσσέα ήταν προκατατεθειμένη στήν ΛΙΟίοπίδα και τή Μικρή Ίλιάδα^ ένώ τή μοίρα του ήρωα τήν είχε 1. Γιά τό κείμενο, τήν έρμηνεία και τή μετάφραση δλων των τραγωδιών ίσχύουν οί παραπομπές σέ βιβλία καΐ άρθρα πού παρατίθενται στον βιβλιογραφικά πίνακα, καθώς καΐ στά άνακεφαλαιωτικά τμήματα. 'Εδώ δίνονται οαα σχετίζονται μέ τό συγκεκριμένο δράμα. Σχολιασμένες έκδόσεις: Μ. Untersteiner, Μιλάνο 1943· Α. Willem καΐ Ch. Josserand, Λιέγη 1940· V. de Falco, Νεάπολη ^1950· Α. Colonna, Τορίνο «1951· G. Ammendola, Τορίνο 1953. 'Ιδιαίτερα: J. C. Kamer-
301
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
πραγματευτεί ο Αισχύλος στήν τριλογία "Οπλων κρίσις-Θρήσσαι-Σαλαμινιαί (στον κατάλογο των χειρογράφων Σαλαμίνιοι). ΚαΙ έδώ ή προσβολή οδηγούσε τον Αΐ'αντα στήν αύτοκτονία, πού τήν άνακοίνο^νε ένας άγγελιοφόρος στο δεύτερο δράμα. Θά μπορούσαμε με βεβαιότητα νά άποδώσουμε στον Αισχύλο το άδέσποτο άπ. 110 Ν., δπου ο Α'ίας χαρακτήριζε τήν άτίμωση σαν τή μεγαλύτερη συμφορά μιας ελεύθερης ψυχής. Ή δομή του έργου, δπως εδειξε ό Reinhardt στο βιβλίο του γιά τον Σοφοκλή, ή θεματική του, καθώς και ή πορεία του διαλόγου, βεβαιώνουν τήν άποψη δτι πρόκειται γιά το άρχαιότερο άπό τά σωζόμενα δράματα του ποιητή.^ Θα μπορούσε Ι'σως κάνεις νά φτάσει ως τή δεκαετία 460-450 π,Χ. beek, Leiden 1953 (χωρίς κείμενο)· W. Β. Stanford, Λονδίνο 1963· Κ. Holeschofsky, Paderborn 1965· J. de Romilly, Παρίσι 1976.—Ή μετάφραση τοϋ Ε. Staiger δημοσιεύτηκε χωριστά στή σειρά Europa της συλλογής Klosterberg, Βασιλεία 1942· τις τραγωδίες Α'ίας, ^Ηλέκτρα, Τραχίνιες και Φιλοκτήτης τις εχει μεταφράσει ό Ε. F. Watling γιά τις έκδόσεις Penguin Classics 28, Λονδίνο 1953.—Ερμηνευτικά: G. Dalnieyda, «Sophocles Aiax», REG 46 (1933) 1· Κ. von Fritz, «Zur Interpretation des Aias», RhM 83 (1934) \\'i=Anüke und moderne Tragödie 241· F. Dirlmeier, «Der Aias des Sophokles», NJA 1938, 297· G. Perrotta. «L'Aiace di Sofocle», Dioniso 7 (1939) 135" R. Ebeling, «Missverständnisse um den Aias des Sophokles», Hermes 76 (1941) 283· G. Pavano, «L'Aiace di Sofocle», Atti Acc. Palermo 4 / 3 / 2 / 3 (1942) 539· K. Reinhardt, «Aias Vers 131», Hermes 78 (1943) I I I (εναντίον τοϋ Ebeling)· L. Massa-Positano, Vunità delVAiace di Sofocle, Νεάπολη 1946. 'Αντίθετα: Α. de Propris, Z)toniso 12 (1949) 123· R. Camerer, «Zu Sophokles' Aias», Gymnasium 60 (1953) 289· L M. Linforth, «Three Scenes in Sophocles' Aiax», CSCA 15/1 (1954)· S. M. Adams, «The Aiax of Sophocles», Phoenix 9 (1955) 93" L Errandonea, «Les quatre monologues d'Aiax et leur signification dramatique», EClâs 26 (1958) 21· B. M. W. Knox, «The Aiax of Sophocles», HSPh 65 (1961) 1· E.Fraenkel, «Zwei Aias-Szenen hinter der Bühne», ΜΗ 2't (1967) 79· G. Grossmann, «Das Laciien des Aias», MH 28 (1963) 65" M. Simpson, «Sophocles' Aiax: his Madness and Transformation», Arethusa 2 (1969) 78" M. Sicherl, «Die Tragik des Aias», Hermes 98 (1970) 14 (τώρα, σέ άναθεωρημένη μορφή: «The Tragic Issue in Sophocles' Ajax», YClS 25, 1977, 67)· B. Grüter, Untersuchungen zur Struktur des sophokleischen Aias (διατρ.), Κίελο 1971· M. D. Olcott, Metrical Variations in the Iambic Trimeter as a Function of Dramatic Technique in Sophocles' Philoctetes and Aiax (διατρ.), Stanford 1974. 'Αξίζει τήν προσοχή Ί) πραγμάτευση του έργου άπο τον Ο. Becker, Das Bild des Weges (Hermes Einzelschr. 4), 1937, 204. 1. Ή δψιμη χρονολόγηση του ^ργου πού πρότεινε ό Wilamowitz (άνά-
302
TA ΣΩΖΟΛΙΕΧΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
Στον Αϊαντα το άποφασιστικο δραματικό γεγονος τοποθετείται. πριν άπο τήν άρχή του έργου. Αύτο δημιουργεί ιδιαίτερες άπαιτήσεις γιά τό έκθετικο μέρος του. Ό Σοφοκλής τΙς άντιμετωπίζει μέ τρόπο μοναδικό, σέ μιά αύτοδύναμη προλογική σκηνή (1-133), πού άποκλίνει έντονα άπό δλους τούς γνωστούς μας αΐσχύλειους προλόγους. Ό 'Οδυσσέας, άκολουθώντας κάποιο ίχνος, φτάνει μπροστά στή σκηνή του Α'ίαντα —ή πρόσοψη πρέπει νά παρίστανε ενα είδος παράπηγμα— οταν του άπευθύνει το λόγο ή Άθηνα και τον πληροφορεί δτι εφτασε στον προορισμό του. Μέσα στή σκηνή βρίσκεται ό Αΐ'ας, μέ το φονικό σπαθί στο χέρι. Ό 'Οδυσσέας άναγνωρίζει τή φωνή της άόρατης θεας, και στήν άπάντησή του κάνει κάποιες αόριστες νύξεις γιά τά συμβάντα της περασμένης νύχτας: άναφέρεται στον άποδεκατισμό των κοπαδιών του στρατοπέδου, σέ κάποιον φρουρο πού είδε τον Α'ίαντα, μέ τό αιματοβαμμένο σπαθί στο χέρι, νά διασχίζει βιαστικά τήν πεδιάδα. Ταραγμένες έρωτήσεις του 'Οδυσσέα καθορίζουν τήν μεσα σέ άλλα: Berl. Kl. Texte 5, 2, 71) εγινε δεκτή άπο τον Perrotta, Sofocle 163. Προτείνεται, το ετος 431 π.Χ. και, επομένως, άνταγωνισμος μέ τή Μήδεια του Εύριπίδη. Κάποια εντύπωση θα μπορούσε νά προκαλέσει τ6 έπιχείρημα οτι άντιλαβές στά τρίμετρα λείπουν άπο τήν 'Αντιγόνη, ένώ απαντούν στούς στίχους 591-594 καΐ 981-985 του Αϊαντα. 'Αλλά οΐ άντίστοιχες παραπομπές, πού δίνει ό ίδιος ό Perrotta (173) γιά τά παλαιότερα δράματα του Εύριπίδη, άνατρέπουν το συμπέρασμά του. Γιά τήν έλλειψη άποδεικτικής άξίας παρόμοιων παρατηρήσεων είναι άξιοσημείωτα δσα γράφει ό Η. D. F. Kitto, AJPh 60 (1939) 178. Έ ν α άλλο έπιχείρημα τοΰ VVilamowitz, δτι ό στ. 1102 τοΰ Αϊαντα εξαρτάται άπό το άπ. 723 Ν. του Τήλεφου τοΰ Εύριπίδη, τό δέχτηκε και προσπάθησε νά τό επιβεβαιώσει h W. Buchwald (49). Σωστά άντιτάχτηκε σέ δλη αύτή τήν επιχειρηματολογία ό Κ. Reinhardt. "Αλλες προσπάθειες γιά δψιμη χρονολόγηση έχουν αναλάβει ό Η. Grégoire, «La date de l'Aiax de Sophocle», BAB 41 (1955) 187, ό όποιος μάλιστα κατεβαίνει ώς τό 424, μέ τό έπιχείρημα '>τι ό Αϊας δήθεν εκπροσωπεί τόν 'Αλκιβιάδη, πού έγκαινίασε τήν πολιτική του σταδιοδρομία τό 425, και δ Β. Stumpo, «L'Aiace di Sofocle», Aevum !{() (1956) 1, ό όποιος άνακαλύπτει ομοιότητες άνάμεσα στόν Αϊαντα καΐ τόν Περικλή καΐ χρονολογεί τό εργο στο 425, επειδή, κατά τή γνώμη του, τά προηγούμενα χρόνια θά ήταν άδιανόητο ενα τόσο άπαισιόδοξο δράμα. ΚαΙ οί δύο αύτές άπόπειρες άποτελοϋν λυπηρά δείγματα μιάς μεθόδου πού ίπιμένει νά άνακαλύπτει μέσα στά δράματα άναφορές στή σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα. 'Ενδιαφέρουσα είναι ή υπόθεση τοΰ C. Μ. Bowra, AJPh 61 (1940) 385, δτι ό Αϊας άντιπροσωπεύει τό μεσαίο άπό τά τρία ίξελικτικά στάδια πού ξεχώριζε, σύμφωνα μέ μαpτlJpία τοΰ Πλουτάρχου {Ιίώς αν τις αϊσθοιτο εαυτόν προκύπτοντος επ' άρεττ] 7, 79b), ό ϊδιος ό ^^οφοκλής στήν καλλιτεχνική του πορεία.
303
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
πορεία της άκόλουθης στιχομυθίας, όπου προβάλλουν βαθμιαϊα μέσα άπο την ομίχλη τά κίνητρα καΐ ή έπιδρομή του Α'ίαντα. Σέ συνεχόμενη ρήση, ή θεά εμφανίζει ώς εργο της δικής της δύναμης την άποσόβηση του κινδύνου, μέ τη μανία πού εστειλε στον Αϊαντα, καΐ τήν παράφρονη επίθεση του ήρωα στά ζώα του κοπαδιού. Καθώς μάλιστα θέλει νά παρουσιάσει στον 'Οδυσσέα μέ απόλυτη σαφήνεια τήν κατάσταση, έμφανίζει στον προστατευόμενό της τον ϊδιο τον Αϊαντα μέσα στή μανία του. Γι' αυτό, περίπου στ*^ μέση του προλόγου (71), φωνάζει τον Α'ίαντα να βγει άπό το καλύβι του. Ή πρώτη της πρόσκληση μένει δίχως άνταπόκριση, άλλα προκαλεί φρίκη στον 'Οδυσσέα, πού μάταια προσπαθεί, σέ μια λαχανιαστή στιχομυθία, νά συγκρατήσει τή θεά, όταν του υπόσχεται θριαμβικό γέλιο για τή φοβερή πτώση του άντιπάλου του. Στή δεύτερη πρόσκλησή της εμφανίζεται ό Αϊας, και ή θεά, σέ εναν γοργό διάλογο, δπου έναλλάσσονται μονόστιχα μέ δίστιχα, στήνει τό άποτρόπαιο παιχνίδι της μέ τον σαλεμένο ήρωα, παρασέρνοντάς τον ολο και πιο βαθιά σέ μιά άνάγλυφη παρουσίαση τήζ παραφροσύνης του. Αύτή ή Άθηνα, άντίθετα μέ τήν προστάτισσα των Ευμενίδων^ εχει δλα τα χαρακτηριστικά των ομηρικών θεών, πού μπορούν νά είναι γιά τον άνθρωπο φιλικοί προστάτες άλλά και φριχτοί εξολοθρευτές. "Οταν ό Αϊας άποχωρεϊ άπό τή σκηνή, σέ εναν σύντομο άλλά πυκνό σέ περιεχόμενο διάλογο μέ τον 'Οδυσσέα, ή 'Αθηνά άφήνει νά εννοηθεί δτι αυτό πού έ'γινε πριν άπο λίγο είναι ενα μεγάλο παράδειγμα της δύναμης τών θεών. Το στοιχείο αύτό είναι ούσιαστικό γιά τήν κατανόηση της μορφή:; του Α'ίαντα, ό όποιος στά τελευταία λόγια του διαλόγου του ζητε'. άπό τή θεά νά εξακολουθήσει νά του προσφέρει τήν άρωγή της. Αύτό δεν είναι έκφραση μόνο της παραφροσύνης του, άλλά καΐ. της ϊδιας του της φύσης, άφοϋ αύτα τά λόγια προετοιμάζουν δσα θά άκούσουμε άργότερα για τήν ΰβρη του. Ταυτόχρονα δμως ό ποιητής θέλει νά μας προφυλάξει άπό μιά μονόπλευρη κρίση. Για τΐ τώρα ή θεά ρωτά τον 'Οδυσσέα αν στή μοίρα αύτοΰ του άν θρώπου, πού κάνεις δεν τον ξεπερνούσε σέ σύνεση και ηρωισμό, άναγνωρίζει τή δύναμη τών θεών. Ό 'Οδυσσέας τό έπιβεβαιώνε' , άλλά ή έπίδραση του θεάματος πάνω του είναι διαφορετική άπό δ,τι περίμενε εκείνη, Δέν άκοΰμε κανένα γέλιο· βλέπουμε μόνο τον άνθρωπο νά άναγνωρίζει τον συνάνθρωπο και τήν εύάλωτη ύπαρξή του. Βαθύτατο οίκτο αισθάνεται ό 'Οδυσσέας γιά τον συν
304
TA ΣΩΖΟΛΙΕΧΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
τριμμένο άντίπαλο, καθώς στη μοίρα του άναγνωρίζει. και τον δικό του άνθρώπινο κλήρο. "Ετσι προοικονομ,εϊται ήδη ό 'Οδυσσέας ό όποιος, στη διαμάχη για τήν ταφή του Αΐ'αντα στο δεύτερο μέρος του έ'ργου, θά προτείνει τή μόνη άνθρώπινη λύση —κάτι περισσότερο: ό 'Οδυσσέας μιλεϊ, σαν νά είναι ό ιδανικός θεατής τής σοφόκλειας τραγωδίας, μέ λόγια πού τήν έπιστέφουν, όπως τό γν(ϊ)θί σαντον τήν πύλη του δελφικού ιερού. Ή Άθηνα, συμβουλεύοντας ταπεινότητα μπρος στους θεούς και συναίσθηση τής άνΟρώπινης μοίρας, κλείνει τον πρόλογο, πού φέρνει μπροστά στα μάτια μας μέ άφάνταστη σκληρότητα τήν πτώση του ήρωα, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει νήματα σημαντικά γιά τήν εξέλιξη τής δράσης. "Επειτα άπό αύτή τή συνοπτική έκθετική σκηνή, άκολουθεΐ μια εκτεταμένη παρουσίαση τής κατάστασης στήν οποία βρίσκεται ό Α'ίας, δταν συνέρχεται άπό τή μανία του. Με άνοδική ένταση, πού έ'χει μιά φαινομενική μόνο επιβράδυνση στήν παραπλανητική ρήση, διαφαίνεται ή μοναδική διέξοδος άπό τήν καταισχύνη. Ό χορός, πού άποτελεϊται άπό Σαλαμίνιους ναύτες, μπαίνει μέ βαδιστικούς άναπαίστους (134-171), γεμάτος άνησυχία γιά τις φήμες πού κυκλοφορούν. Στά λόγια του εκφράζεται ή έγνοια του μικρού άνθρωπου γιά τον μεγάλο, πού του προσφέρει προστασία' γίνεται αισθητή έτσι ή άπόσταση πού χωρίζει, κυρίως στον Σοφοκλή, τό χορό ώς όμ,άδα άπό τό άπομονωμένο μέσα στήν τραγική μοίρα του άτομο. Σέ ενα στροφικό ζεύγος μέ επωδό (172200), ό χορός ρωτά ποιος νά είναι ό θεός πού έστειλε τέτοια άναταραχή, άλλά οί ερωτήσεις παίρνουν λανθασμένη κατεύθυνση· τέλος, καλεί τον Α'ίαντα. Ά π ό τή σκηνή όμο^ς βγαίνει ή Τέκμησσα, και. σέ εναν σύντομο άναπαιστικό διάλογο επιβεβαιώνει αύτό πού ήταν φήμη, ενώ χαρακτηρίζει τον Λΐ'αντα όπως μόνο ή ϊδια, σάν γυναίκα του, μπορεί νά τον βλέπει: ο δεινός μέγας ώμοκρατής Λ)'ας (ό φοβερός Λΐ'αντας, ό άδάμαστος πολεμιστής). 'Ακολουθεί μιά σύντομη «έπιρρηματική» σκηνή (221-262), οπού, στή στροφή και τήν άντιστροφή του χορού, άποκρίνονται άνάπαιστοι τής Τέκμησσας. Στο πρώτο μισό οί συνομιλητές ενημερώνονται άμοιβαια γιά τάγεγονότα, πού έτσι προβάλλουν ολοκαιπιό άνάγλυφα* ύστερα ό χορός, γεμάτος φόβο γιά τήν εμπλοκή του στήν καταστροφή τού Λί'αντα, διατυπώνει μιά δειλή επιθυμία φυγής, ένώ ή Τέκμησσα έκφράζει τήν άγο^νία της για εκείνον πού έ'χει τώρα αφυπνιστεί.
305
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Ή άρχή τοΰ έπόμενου διαλόγου, πού έκβάλλει σέ μιά άφήγηση της Τέκμησσας, είναι ένδεικτική γιά την άπόσταση ανάμεσα στο χορό και. σέ ένα πρόσωπο πού σχετίζεται άμεσα με το τραγικό γεγονός. Ό χορός άκουσε δτι ή μανία του Α'ίαντα έχει καταλαγιάσει, και πιστεύει οτι τώρα ολα πάνε καλά. Ή Τέκμησσα ομως αναλαμβάνει νά τοΰ εξηγήσει δτι ή συμφορά του Α'ίαντα άρχίζει άκριβώς μέ τή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Κατόπιν διηγείται τά γεγονότα, συμπληρώνοντας σέ πολλά τήν προλογική σκηνή, και τέλος περιγράφει τήν επιστροφή του ήρωα στή φριχτή πραγματικότητα. Τώρα κάθεται μέσα βυθισμένος σέ σκέψεις πού προμηνούν κίνδυνο. "Ετσι, προετοιμαζόμαστε νά δούμε τον Ι'διο τόν Α'ίαντα στό τραγικό του αδιέξοδο. Ό ήρωας δμο^ς δεν παρουσιάζεται άκόμη· τόν άκούμε μόνο νά άναστενάζει και νά φωνάζει τό γιό του και το^ έτεροθαλή άδερφό του Τεύκρο, ενώ άπέξω ή Τέκμησσα και 6 κορυφαίος σχολιάζουν σέ έναλλακτικά τρίμετρα. "Υστερα άπό αύτή τήν καινούρια προετοιμασία, ή πόρτα της σκηνής άνοίγει ('ίσως φροντίζει ή Τέκμησσα), και βλέπουμε τόν Α'ίαντα άνάμεσα στά σφαγμένα, ζώα. Σύμφωνα μέ τό ρυθμό της τραγωδίας, πού άπαιτεϊ τήν άλληλουχία πάθους και λόγον^ ο Α'ίας άποκαλύπτει τήν άπόγνωσή του πρώτα μέ έναν κομμό (348-429), ένώ τό καθαυτό πρόβλημά του αναπτύσσεται σέ μιά εκτεταμένη τριμετρική σκηνή (430-595). Εξάλλου, στήν προσκόλληση της κλασικής τέχνης στή μορφή άνταποκρίνεται τό γεγονός δτι ό κομμός, παρ' δλη τήν εσωτερική του ένταση, διαρθρώνεται αύστηρά σέ «έπιρρηματική» σύνθεση. Στό πρώτο στροφικό ζεύγος, έπειτα άπό κάθε λυρικό μέρος άκολουθούν δύο τρίμετρα τοΰ κορυφαίου, ένώ ή δεύτερη στροφή και αντιστροφή διακόπτονται κάθε φορά άπό τρία μεμονωμένα τρίμετρα, άπό τά όποια τό μεσαίο άνήκει στόν Α'ίαντα, πού ξεσπά σέ κραυγή πόνου* οί επιμέρους στροφές κλείνουν και έδώ, δπως και στό τρίτο στροφικό ζεύγος, μέ δύο τρίμετρα. Τά λυρικά μέρη, μια έκφραση έσχατης άπόγνωσης, άνήκουν άποκλειστικά στόν Α'ίαντα. Στήν τρίτη άντιστροφή, ό Α'ίας απευθύνεται θρηνώντας στή θάλασσα, στις παράλιες σπηλιές, στά άλση και στόν γειτονικό Σκάμανδρο. Είναι μιά σημαντική προετοιμασία τοΰ συναρπαστικού άποχαιρετιστήριου μονολόγου του, μιά σχεδόν άπροκάλυπτη δήλωση της άπόφασής του νά πεθάνει. Αύτή ή άπόφαση θά έδραιωθεϊ μέ άκρα τραχύτητα στόν έπόμενο διάλογό του μέ τήν Τέκ-
306
ΤΛ Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΛΡΑΜΛΤΑ
μησσα. Ό ιΜίας αρχίζει μέ μιά εκτεταμένη ρήση (430-480), πού συγκροτείται άπο δύο σχεδόν Ι'σα μέρη, μέ μια τομή στον είρμο μετά τό στίχο 456. Στο πρώτο μέρος ό ήρωας, υστέρα άπό λίγα, γεμάτα πόνο, λόγια γιά τή δυσοίωνη σημασία του 'ίδιου του ονόματός του (αί'αΓ/), θυμάται τον πατέρα του, πού βρίσκεται μακριά, έκεΐνον πού κάποτε πολέμησε και δοξάστηκε στήν Τροία, ενώ τώρα το γιό του τον βρήκε μιά άνάξια και επαίσχυντη άδικία. 'Γο δεύτερο μέρος άρχίζει μέ τό έρώτημα τί πρέπει νά γίνει. Ή επιστροφή στήν πατρίδα καΐ, ή συνειδητή άναζήτηση του θανάτου στή μάχη (τί χαρά γιά τούς Άτρεϊδες !) άπορρίπτονται* μένει μόνο ή αύτοκτονία. Και εδώ τό θέμα του πατέρα άποτελεϊ τήν κυρίαρχη σκέψη και αναπτύσσεται περισσότερο. Ό Α!ίας δέν μπορεί νά άντικρίσει τον Τελαμώνα, βουτηγμένος στήν ντροπή· πρέπει νά πραγματοποιήσει κάτι, γιά νά του άποδείξει τήν άξια της φύσης του. Είναι άξιοσημείωτο ότι εδώ και στο στίχο 549 άκούγεται ή λέξη γιά τον έ'μφυτο χαρακτήρα {φύσις), πού άποτελεϊ καθοριστικό μοτίβο στόν Φιλοκτήτη. Στούς στ. 479κ. όμως ο Α'ίας συνοψίζει 6χι μόνο τή σκέψη του άλλά και όλόκληρη τή φύση του: αλλ' ή καλώς ζην ή καλώς τεθνηκεναι/τόν ευγενή χρή (ενας άνθρωπος άπό μεγάλη γενιά πρέπει ή νά ζεϊ ώραϊα ή νά πεθαίνει ωραία). Ό κορυφαίος, σχολιάζοντας μέ τέσσερις στίχους, βεβαιώνει τον Αΐ'αντα ότι ό λόγος του άνταποκρίνεται στο ήθος του, τον συμβουλεύει όμως νά επιζητήσει διέξοδο άπό τόν 'ίδιο του τόν κόσμο. "Τστερα παίρνει τό λόγο ή Τέκμησσα (485-524), χρησιμοποιώντας όλα τά έπιχειρήματα πού άνήκουν στόν δικό της κόσμο. Δέν εχουμε τήν α'ίσθηση ότι μιλεϊ μιά ερωτευμένη γυναίκα, παρά ή αιχμάλωτη, πού δίπλα στόν Α'ίαντα βρίσκει τή μοναδική της προστασία. Ή Τέκμησσα άρχίζει μέ τή μοίρα της, έξορκίζει τόν σκληρό άντρα στο ονομα του πατέρα του, της μητέρας του και του παιδιού του, και κλείνει τό λόγο της πάλι μέ τή δική της τύχη. Ό χορός επιδοκιμάζει μέ δύο στίχους, ένώ άλλοι δύο του Α'ίαντα εισάγουν μιά σύντομη στιχομυθία (527-543), πού προσδίδει στις ρήσεις έ'να έλάχιστο στοιχείο δράσης. Μέ εκπληκτική δεξιοτεχνία ό ποιητής δέν βάζει στό στόμα του Α'ίαντα ούτε μιά λέξη για άπάντηση στήν εκτεταμένη ρήση της Τέκμησσας. Ό ήρωας της ζητεο νά φέρει τό γιό του, πού εκείνη προσπάθησε νά προστατέψει μέσα στό φόβο της. Ό λόγος (545-582) όμως πού άπευθύ-
307
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
νεί. ό Αΐ'ας στο παιδί είναι ούσιαστικά άπάντηση στην έκκληση της μητέρας. Δίνει την περήφανη εύχή στο μικρό άγόρι νά γίνει, δταν μεγαλώσει, ήρωας ομοιος μέ τον πατέρα του, μόνο πιο καλότυχος. Γιά το μέλλον του (ενα άπο τά θέματα στο λόγο της Τέκμησσας) δέν χρειάζεται νά φροντίσει κανένας. Ό Τεύκρος θά φέρει τό παίδι στον παππού του γιά σίγουρη προστασία και σωστή άνατροφή. Γιά την Τέκμησσα, ύπάρχει μόνο στήν άρχή ή έντολή νά του δώσει το παιδί, και στο τέλος μιά δεύτερη παραγγελία νά άφήσει τους θρήνους και νά κλείσει τήν πόρτα. Και ωστόσο, κάπου μπορούμε νά εντοπίσουμε ενα 'ίχνος παρηγοριάς: έκεΐ πού ό Αϊας ονομάζει τον Εύρυσάκη χαρμονή της. Βέβαια, είναι μόνο μιά λέξη, άλλά ό Σοφοκλής μπορεί νά κλείσει πολλά μέσα σ' αύτήν, δπως είχαν διαπιστώσει ήδη άπο τήν άρχαιότητα {Βίος 21). "Υστερα άπο δύο κοινότοπους στίχους του κορυφαίου, ή σκηνή κλείνει μέ μιά στιχομυθία (585-595), πού καταλήγει, έπειτα άπο μιά άνακοπή μέ τή μεσολάβηση δύο διστίχων, σέ ζωηρές άντιλαβές. Μιά τελευταία ορμητική επίθεση της Τέκμησσας συντρίβεται πάνω στ/]ν άλύγιστη βούληση του Α'ίαντα. Τό έπόμενο χορικό (596-645) κυριαρχείται άπο το θρηνητικο στοιχείο, άλλά οί γλυκώνειοι άμβλύνουν κάπως τον τόνο, εισάγοντας ετσι τήν επόμενη ρήση του Αι'αντα. Στο πρώτο στροφικο ζεύγος, 6 χορός θυμαται τή Σαλαμίνα' ή μακρινή πατρίδα άντιπροσωπεύει μιά εικόνα εύτυχίας, πού έ'ρχεται σέ άντίθεση μέ τήν τωρινή συμφορά. Στο δεύτερο στροζ(:ικο ζεύγος, οι ναύτες τραγουδούν τον πόνο της μητέρας και τού πατέρα του άρχηγού τους. Τότε βγαίνει άπο τή σκηνή του ό Αΐ'ας και μιλεί (646-692) μέ λόγια πού δείχνουν άνθρωπο άλλαγμένο. Αύτός, πού είχε γιά τήν Τέκμησσα μόνο διαταγές, δηλώνει τώρα οτι έχει νικηθεί άπο τά λόγια της, δτι είναι γεμάτος συμπόνια και έτοιμος γιά συμφιλίωση. Θέλει μάλιστα νά πάει στήν άκτή γιά καθαρτήριο λουτρό, θέλει νά συνάψει ειρήνη μέ τούς θεούς. Το ξίφος πού κρατά, μοιραίο κάποτε δώρο τού "Εκτορα, σκοπεύει νά τό θάψει σέ άπρόσιτο τόπο.· "Εχει καταλάβει, λέει, πώς τό καθετί στή φύση κα!. στή ζωή του άνθρώπου άλλάζει —πώς λοιπόν νά μή μάθει κι αύ τός τήν άξία τού μέτρου ! Αέγοντας δτι πάει έκεϊ δπου πρέπει νά πάει, και δτι σέ λίγο δλοι θά καταλάβουν πώς έχει λυτρωθεί, έγ καταλείπει τή σκηνή. Αύτή ή ρήση τού Αϊαντα, σέ πείσμα όλων τών θεωριών πού
308
TA ΣΩΖΟΛΙΕΧΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
έ'χουν διατυπωθεί, πρέπει νά κατανοηθεί πρώτα πρώτα μέ βάση τή σκέψη οτι δραματικά λειτουργεί ώς πλαστός λόγος. "Ενας άνθρωπος πού άνακοίνωσε στο άμεσο περιβάλλον του άπροκάλυπτα την άπόφασή του νά πεθάνει, πρέπει νά ξεφύγει άπο αύτο το περιβάλλον, γιά νά πραγματοποιήσει τήν άπόφασή του. Γιά νά τό κατορθώσει αύτο ό Α'ίας, πρέπει νά δημιουργήσει τήν εντύπωση μιας μεταστροφής. Ό ποιητής, μ' έκείνη τήν ειρωνεία πού κανένας άλλος δεν άξιοποίησε οπως αύτός, άφήνει κάποιες σχισμές έδώ κι εκεί στο μανδύα της προσποίησης, έτσι πού νά διακρίνεται ή άλήθεια. Ό ήρωας θά εξευμενίσει τή θεά, άλλά μόνο μέ το θάνατό του. Θα κρύψει βέβαια τό ξίφος του, άλλά μέσα στό σώμα του. Ή γυναίκα του πρέπει νά προσευχηθεί γιά νά πραγματοποιηθεί ή επιθυμία του· εκείνος παίρνει τό δρόμο πού πρέπει νά πάρει: σέ λίγο θά έ'χει λυτρωθεί —ολα οδηγούν στήν αύτοκτονία. Πέρα άπό αύτό, δμως, ή ρήση του είναι ενας καταπληκτικός μονόλογος, οπού 6 Αιας, καταφεύγοντας στήν ειρωνεία, εκφράζει μέ άπόλυτη και οξύτατη διαύγεια τή σχέση του μέ τόν γύρω κόσμο. "Οταν μιλεϊ γιά τήν άλλαγή πού δεν μπορούν νά τήν άποφύγουν ή φύση και οι άνθρωποι, δταν δηλώνει δτι θέλει νά μάθει νά τιμά τούς Άτρειδες, μιλεί γιά πράγματα πού βρίσκονται ολότελα έ'ξω άπό τό χαρακτήρα του. Φέρνει μπροστά του τήν εικόνα του κόσμου, μέ τις άσχολίες και τις αύταπάτες τών πολλών (682), γιά να διαπιστώσει οτι αύτός δέν έ'χει καμιά θέση έκεϊ· ή καταφυγή στό θάνατο είναι ό μόνος δρόμος πού άνταποκρίνεται στή φύση του. Ά π ό τό σημείο δμως δπου ό Α'ίας εκφράζει τήν άδιανόητη γιά αυτόν σκέψη δτι ένας άνθρωπος θά έ'πρεπε νά μισεί τόν έχθρό του τόσο μόνο, δσο νά εΐναι δυνατό νά ξαναγίνει φίλος του, ξεκινά ένα σημαντικό θεματικό νήμα πού όδηγεϊ στό τέλος του έργου. Λύτή ή δυνατότητα, πού δέν υπάρχει γιά τόν Α'ίαντα, υλοποιείται στήν άνθρωπιστική συμπεριφορά του 'Οδυσσέα. Εντελώς άντίθετα άπό δ,τι συμβαίνει σέ άνάλογες περιπτώσεις, ουτε μία λέξη του κορυφαίου δέν άκολουθεΐ τή ρήση του Λϊαντα. 'Αμέσως μετά τήν έξοδο του ήρωα, άρχίζει ενα σύντομο )(αρμόσυνο τραγούδι, πού ξεχειλίζει άπό χαρά γιά τή μεταστροφή του. Είναι ή λεγόμενη παρέκτασις tragica^ id est gaudiorum introductio ante funestissimum nuntium, ή εισαγωγή ενός /αρούμενου μοτίβου πριν άπό μιά πικρότατη είδηση (Donatus,
309
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Σχ. στον Τερέντιο, Ad. 293), πού τήν ξαναβρίσκουμε στήν 'jivτιγόνη, καθώς και στίς Τραχίνιες καΐ στον ΟΙδίποδα Τ. Αύτή ή παρεμβολή σημαίνει, πολύ περισσότερα άπό ενα έντυπωσιακο μέσο άντίθεσης· είναι, ή έκφραση της τραγικής παγίδευσης του άνθρωπου στο δίχτυ τής πλάνης. ^ Για τήν πορεία προς τήν καταστροφή, ή ψευδαίσθηση σημαίνει σημαντική έπιβράδυνση. Γιά νά συνεχιστεί αύτή ή πορεία πρέπει νά δημιουργηθεί μιά καινούρια άφετηρία. Αύτο είναι το νόημα τής επόμενης σκηνής μέ τον'Αγγελιοφόρο (719-814), ό όποιος, στο πρώτο μέρος τής άφήγησής του, χωρίς καμιά εισαγωγή, εκθέτει τις λοιδορίες πού άκουσε δ Τεύκρος να έξακοντίζονται εναντίον του, οταν γύρισε στο στρατόπεδο τών Ελλήνων. Κατόπιν ό 'Αγγελιοφόρος άναζητεϊ τον Α'ίαντα, επειδή ή ε'ίδηση τον άφορα. Σέ εναν ταραγμένο διάλογο μέ τον κορυφαίο,άκούγεται ή έ'κφραση «πολύ άργά», πού κλονίζει δλες τις ελπίδες. Μαθαίνουμε δτι μια μαντεία του Κάλχαντα περιέχει τήν άπόφαση γιά τή ζωή και τό θάνατο του Αϊαντα. Στο δεύτερο και μεγαλύτερο μέρος αύτής τής ρήσης, πού άκολουθεϊ τή δραματική διακοπή, πληροφορούμαστε τί είπε δ Κάλχας. Ό Αΐ'ας, γιά τά ύβριστικά λόγια πού ξεστόμισε ξεκινώντας γιά τον πόλεμο καθώς και στήν κρίσιμη στιγμή μιας μάχης, είναι εκτεθειμένος γιά μιά άκόμη μέρα, τή σημερινή, στήν οργή τής 'Αθηνάς· άν επιζήσει, θά μπορέσει νά σωθεϊ. Ό κορυφαίος άντιλαμβάνεται άμέσο^ς τήν καινούρια κατάσταση και καλεί τήν Τέκμησσα. Στον έπόμενο, έξαιρετικά δυναμικό, διάλογο άνάμεσα στον 'Αγγελιοφόρο και τή γυναίκα, δ ποιητής άποφεύγει κάθε ενοχλητική έπανάληψη και συγκεντρώνει όλη τήν έμφαση στον κίνδυνο τής στιγμής. Ή Τέκμ,ησσα δίνει δύο εντολές: νά φέρουν τον Τεύκρο και νά ψάξουν, χωρισμένοι σέ δμάδες, γιά τον Αΐ'αντα. Ή δική του τραγωδία είναι και δική της· στον στ. 808 άκοΰμε τά πικρά λόγια «έ'χω χάσει τήν παλιά στοργή», και είναι πράγματι συγκινητικό πού ή γυναίκα μ,έσα στήν άγωνία τής καρδιάς της (809) άπευθύνεται στο παιδί, πού είναι δίπλα της. "Οπως στίς Ευμενίδες^ στήν "Αλκηστη και τήν Έλένη^ 6 χορός εγκαταλείπει τή σκηνή· όπως καί στίς Ευμενίδες^ μεσολαβεί 1. Ό Max Scheler, Die weissen Blätter 1911, 768, χαρακτήρισε αύτή τή φαινομενικά εύνοϊκή άλλαγή μέσο γιά νά άποκλειστεϊ άπο το τραγικό γεγονος κάθε στοιχείο ττροκαθορισμένου ύπολογισμοϋ.
310
TA ΣΩΖΟΛΙΕΧΑ
ΔΡΑΜΑΤΑ
άλλαγή σκηνής: βρίσκουμ,ε τον Α'ίαντα σε έναν ερημικό τόπο, μέ τό ξίφος του μ,πηγμένο ορθί,ο στή γη, και τον άκοϋμε νά άποχαιρετα τον κόσμο. 'Ο ήρωας πρώτα προσεύχεται στον Δία, άλλά προσεύχεται μέ τον τρόπο του: είναι και δίκαιο και λογικο νά τον βοηθήσει 6 θεός· άλλωστε, ζητεί κάτι ελάχιστο: νά τον βρει πρώτος ό Τεύκρος και νά φροντίσει γιά τό πτώμα του. "Τστερα επικαλείται τον Έρμη, τον ψυχοπομπό, και τις Ερινύες, πού τους άναΟέτει τήν εκτέλεση της κατάρας του γιά τους Άτρεΐδες και γιά δλο τό στράτευμα. Ό "Ηλιος εξάλλου πρέπει νά φέρει τό μήνυμα στούς γέροντες γονιούς του στή Σαλαμίνα —ουτε λέξη γιά τήν Τέκμησσα. Και τέλος, σε μιά άπό τις συγκινητικότερες στιγμές της τραγωδίας του Σοφοκλή, βλέπουμε πώς αύτός ό σκληρός άνθρωπος, πού έ'χει άπαρνηθεΐ τούς άλλους άνθρώπους, έξακολουΟεΐ μέ κάθε ίνα του νά είναι δεμένος μέ αύτό τον κόσμο του φωτός, μέ τις πηγές και τούς ποταμούς, μέ τό πατρικό του χώμα, άκόμη και μέ τήν τρωική γή: σέ δλα αύτά άπευθύνεται ό Αϊας προτού πέσει πάνω στο σπαθί του. Χωρισμένος σέ δύο ήμιχόρια (805) μπαίνει στή σκηνή ό χορός, μέ μιά λυρική έπιπάροδο· τό δεύτερο μέρος της άποτελεϊται άπό τρίμετρα τών δύο ήμιχορίων, πού διακόπτονται άπό σύντομες ερωτήσεις (βάκχειους). 'Η σκηνή της άναζήτησ-ιτ]ς, πού ό Σοφοκλής τή διαμόρφωσε μέ ζωηρότητα έφάμιλλη της άντίστοιχης σκηνής τών Ίχνευτών, συνεχίζεται άπευθείας στον επόμενο κομμό (879-973), μιά ταραγμένη σύνθεση σέ δύο μέρη, δπου καθαρά λυρικά κομμάτια του χορού έναλλάσσονται μέ σύντομα διαλογικά. Στό πρώτο μέρος συνάπτονται δέκα τρίμετρα της Τέκμησσας· στό δεύτερο, μέ άπόλυτη άντιστοιχία, άλλα δεκατρία. Ή άνεύρεση του πτώματος άπό τήν Τέκμησσα πραγματοποιείται στήν άρχή του κομμού, και άμέσως άντηχεϊ ό θρήνος μέ γοργές φωνητικές εναλλαγές. Είναι ενδεικτικό τής συνοχής της φυσιογνωμίας του χορού τό γεγονός ότι ή πρώτη σκέψη του πάει στό γυρισμό του στήν πατρίδα και στή δική του σωτηρία (900). Σωστά υπολογισμένο, γιά νά δημιουργήσει άντίθεση μέ τά επόμενα, εϊναι τό κλείσιμο του κομμού, οπού ό χορός τραγουδά γιά τό γέλιο του 'Οδυσσέα, πού θά ξεσπάσει τώρα σίγουρα πάνω στόν ήττημένο άντίπαλο (θυμούμαστε τή σκηνή του προλόγου !), ενώ ή Τέκμησσα, στήν τελευταία της ρήση, πλαισιώνει τό θρήνο της μέ τό 'ίδιο αύτό θέμα.
311
ΣΟΦΟΚΛΙΙΣ
To έ'ργο άποτελεΐται άπο 1420 στίχους, και ο Α'ίας τελειώνει, τον επιθανάτιο μονόλογο του στο στίχο 865. "Ενας θρήνος θά μπορούσε να κλείσει το έργο. Και δμως άκολουθεΐ ενα έκτενέστατο μέρος, δπου, σέ τρεις λεπτότατα διαφοροποιημένους άγώνες λόγων, εξασφαλίζεται γιά τον νεκρό ή τιμή τής ταφής και του άναγνο^ρίζεται ή ήρωική άξία. Στο κέντρο αύτου του άγώνα στέκεται ό Τεύκρος, πού παρουσιάζεται πρώτα μέσα στην οδύνη του γιά τό θάνατο του άδερφοΰ του (974-1046). "Τστερα άπό εναν σύντομο θρήνο, πού τον εναλλάσσει μέ τον κορυφαίο, και μιά εντολή στην Τέκμησσα να φέρει τον Εύρυσάκη, ό Τεύκρος μιλεί στον νεκρό του Α'ίαντα. Ή συμπαθητική του διάθεση ειλικρίνειας και πίστης ύστερεΐ βέβαια άπέναντι στήν ύψηλοφροσύνη του νεκρού, άφού ό Τεύκρος βρίσκεται κάπου άνάμεσα στο ήρωικό επίπεδο τού άδερφού του καΐ τόν μικρό κόσμο τού χορού. "Υστερα άπό τό ξέσπασμα τής οδύνης του γιά τό χαμό τού ήρωα, άκολουθεΐ, πλατιά άναπτυγμένη, ή σκέψη γιά τό γυρισμό πού τόν περιμένει, όταν θά χρειαστεί νά άνακοινώσει στόν Τελαμώνα τό θάνατο τού μεγάλου του γιού.^ Στό τέλος, ή ρήση επανέρχεται στόν Α'ίαντα και στή μοιραία άνταλλαγή δώρων μέ τόν "Εκτορα.^ Πρώτος άντίπαλος εμφανίζεται ό Μενέλαος, πού ή αναγγελία τού κορυφαίου: «ό Μενέλαος, πού γιά χάρη του ήρθαμε όλοι εδώ» (1045), τόν τοποθετεί άμέσως στή θέση ένός άθλιου έγωιστή. Τέτοιος άποκαλύπτεται σέ λίγο και στόν άγώνα του μέ τόν Τεύκρο (1047-1162). Ό Μενέλαος άμέσοος άπαγορεύει να αγγίζουν τόν νεκρό. Στήν άγανακτισμένη άντερώτηση τού Τεύκρου άποκρίνε1. Ό χαμένος Τεύκρος του Σοφοκλή πραγματευόταν πιθανότατα την άποκλήρωση τοϋ ήρωα άπο τον Τελαμώνα. 2. Στήν εκδοσή του (σειρά Tusculum) ό Willige κλείνει σε παρένθεση τούς στ. 1028-1037 καί όβελίζει τούς στ. 1038κ. Τόν όβελισμό των στ. 1028κ., πού πρότειναν οΐ Mörstadt και Nauck, τον άποκρούει ό Jebb, σέ επίμετρο της εκδοσής του. Τό θέμα του μοιραίου δώρου τοϋ Έκτορα εχει θέση στούς στ. 661κκ. καί 817κ. Ή συνοπτική μνεία του στούς στ. 1026κ. λειτουργεί θαυμάσια, ένώ ή διεξοδική εκθεση του θέματος, πού άκολουθεΐ άμέσως μετά, πολύ λιγότερο. Καί τό αΙεν στόν στ. 1031 εϊναι άχρωμο, καθώς καί ό συσχετισμός του εκείνος (1035) μέ τόν στ. 1030 (πού έξάλλου δικαιολογείται μόνο μέ τήν παραδοχή ένός ζεύγματος) άδέξιος. Ή έκφραση δμως μη τείνε μακράν, πού άπευθύνει ό κορυφαίος (1040) στόν Τεύκρο, υποδηλώνει τήν ιδιαίτερη ίκταστ] του λόγου τοϋ Τεύκρου, καί έπομένως άποκλείει τήν υπόθεση μεταγενέστερης προσθήκης άπό κάποιον υποκριτή.
312
ΤΛ Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΛΜΑΤΛ
ται μέ εναν εκτενέστατο λόγο, άριστούργημα «ηθοποιίας». Ή έντολή του νά πετάξουν τό πτώμα στην άκτή, λεία στά σαρκοβόρα όρνια, άποτελεΐ άπροκάλυπτη υβρη. Στον άγώνα γιά τήν ταφή του νεκρού, άναπτύσσεται το πρόβλημα πού θά άποτελέσει το βασικό θέμα της ^Αντιγόνης. Ή μικρόψυχη εύτέλεια έρχεται στο φως όταν ο Μενέλαος άποκαλύπτει τό τελευταίο έπιχείρημα της έχθρότητάς του (1067κκ.): αύτος ό Αΐ'ας ήταν πάντα άνώτερός τους· άφοϋ λοιπόν δεν μπόρεσαν νά επιβληθούν στον ζωντανό, μπορούν νά δείξουν τή δύναμή τους πάνω στον νεκρό. Άκολουϋουν διάφορες υστερόβουλες ηθικολογίες, όπως τις χαρακτηρίζει ό χορός, στους δύο στίχους του (1091κ.) πού κλείνουν τή σκηνή. "Ο,τι στο στόμα της 'Αθηνάς των Ευμενίδων ήταν έκφραση ύψιστης σοφίας πού άφοροΰσε τήν άξία του εύεργετικοΰ φόβου, εδώ, σε μια φορτική επανάληψη της σημαδιακής λέξης δέος (1074, 1079, 1084), καταντά κενή έκφραση ενός αύτάρεσκου δεσποτίσκου. Ό Τεύκρος στήν άπάντησή του άρνεϊται οτι ό Α'ίας βρισκόταν ύπό τις διαταγές του Μενελάου και εμμένει στήν άπόφασή του, άκόμη και παρά τή θέληση του άρχηγοΰ του στρατού (αύτό προετοιμάζει τον άγώνα της έπόμενης σκηνής), νά θάψει τον νεκρό. Γιά τον κορυφαίο —και αύτο είναι επίσης στοιχείο ήθοπλασίας— ό λόγος τού Τεύκρου έχει υπερβολική οξύτητα. Ό άγώνας κορυφώνεται στούς εμπαθείς διαξιφισμούς της στιχομυθίας, πού δέν προσθέτει κανένα καινούριο έπιχείρημα. Και οι δύο άντίπαλοι άντιπαραθέτουν τή θέση τους άκόμη μιά φορά' τέλος, ό Μενέλαος εγκαταλείπει τή σκηνή άπειλώντας νά άσκήσει βία. Ό χορός, πάντα άνήσυχος, προβλέπει στούς άναπαίστους του τό ξέσπασμα βίαιης διαμάχης και συμβουλεύει νά προχωρήσουν γρήγορα στήν ταφή. Εκείνη τή στιγμή έρχεται ή Τέκμησσα μέ τόν Εύρυσάκη, και ό Τεύκρος δίνει εντολή νά σταθεί τό παιδί δίπλα στο πτώμα, κρατώντας τριπλή προσφορά μαλλιών: άπό τή μητέρα του, άπό τόν Τεύκρο και άπό τόν 'ίδιο τόν εαυτό του. "Ετσι ό Εύρυσάκης παραμένει στή σκηνή παρών ώς τό τέλος τού έργου, σάν έγγύηση ότι μέσα του επιζεί ό νεκρός. Τό έπόμενο χορικό (1185-1222) στά δύο στροφικά του ζεύγη παρουσιάζει τόν πόλεμο σάν εύρύτερο πλαίσιο γιά τά θλιβερά γεγονότα πού συμβαίνουν. Βέβαια, τόν Τρωικό Πόλεμο· πέρα όμως άπ' αύτό, άκούμε λόγια πού χαρακτηρίζουν γενικά τόν πόλεμο
313
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
αύτον καθαυτόν, θανάσιμο εξολοθρευτή κάθε χαράς στή ζωή. Φυσικά, τό οτι ο χορος συσχετίζει, όλες αύτές τις σκέψεις μέ τον Ι'διο του τον εαυτό, άνταποκρίνεται άπόλυτα στή φύση του. Μετά το χορικό, μπαίνει στή σκηνή ό Τεύκρος άμέσως πριν άπο τον 'Αγαμέμνονα, τον δεύτερο καϊ. σοβαρότερο άντίπαλό του, γιά έναν καινούριο άγώνα λόγων (1223-1315). Ό άρχηγός του στρατού επιστρατεύει όλο το κύρος του άπέναντι στον νόθο, πού τον αντιμετωπίζει σάν άπείθαρχο σκλάβο. Ή άξίωσή του οτι θά ήταν σκόπιμο νά παρουσιάσει ό Τεύκρος τήν ύπόθεσή του μέσο κάποιου έλεύθερου άνθρωπου θά εκπληρωθεί λίγο πιο κάτω. Στή στιχομυθία του Τεύκρου και του Μενελάου, ειχε προετοιμαστεί σύντομα ή άναφορά του 'Αγαμέμνονα στήν κρίση των δπλων και στο κύρος της. "Υστερα άπο δύο κενούς κατευναστικούς στίχους του κορυφαίου, ό Τεύκρος, μέ κλιμακούμενη σφοδρότητα σέ σύγκριση μέ τον προηγούμενο άγώνα, πραγματοποιεί τήν έπίθεσή του. Στιγματίζει σκληρά τήν άχαριστία άπέναντι στον ήρωα πού έ'σωσε τά πλοία, δταν είχαν άρχίσει νά πυρπολούνται, και τόλμησε νά μονομαχήσει μέ τον "Εκτορα. Τή μομφή γιά τήν ταπεινή του καταγωγή τήν άνταποδίδει μέ άκρα οξύτητα στο γιο της πόρνης 'Αερόπης, τον έγγονο του βάρβαρου Πέλοπα. Ή άπειλή του νά καταφύγει στή βία οδηγεί τήν όλη κατάσταση στο χείλος της καταστροφής, δταν ό χορος χαιρετίζει μέ φανερή άνακούφιση (1316κ.) τήν εμφάνιση του'Οδυσσέα. "Ετσι διαδραματίζεται, σέ άλλο επίπεδο, μιά νέα σύγκρουση άνάμεσα σέ δύο μεγάλους του στρατού (1318-1373). Μέ τά πρώτα κιόλας λόγια του, ό'Οδυσσέας προσδιορίζει τή θέση του: εχει άκούσει τις κραυγές τών 'Ατρειδών κοντά στο πτώμα τού γενναίου ήρωα. Μαθαίνοντας τήν αιτία της σύγκρουσης, ζητεί δημόσια άπο τον 'Αγαμέμνονα, σέ τόνο υπερβολικής εύγένειας, τήν άδεια νά πει εναν φιλικό λόγο. Σέ μιά σοφά ύπολογισμένη παραλλαγή, ό ποιητής αύτή τή φορά βάζει νά μιλήσει μόνο ό ενας άπο τούς δύο άντιπάλους, ό 'Οδυσσέας, και μάλιστα μέ μιά σύντομη ρήση, ενώ ό καθαυτό άγώvαc μετατίθεται σέ μιά έκτεταμένη στιχομυθία. Ή ρήση τού 'Οδυσσέα άποτελεΐ ρητή άπόρριψη τού άμετάκλητου μίσους. "Ώς ενα σημείο μάλιστα προετοιμάζει τον προβληματισμό της 'Αντιγόνης, δταν ύποστηρίζει δτι μιά παρόμοια πράξη δέν προσβάλλει τον νεκρό άλλά τούς νόμους τών θεών. Στή διάρκεια μιας λαμπρής στιχομυθίας, 6 'Οδυσσέας φράζει βήμα βήμα τό δρόμο στον Ά γ α -
314
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
μέμνονα, ό όποιος είναι, έτοιμος νά ξεσπάσει γι,ά δ,τι, έχει σχέση μ,έ το κύρος του, την εχθρότητα του Αϊαντα, τήν άνάγκη γιά συνέπεια και τήν έξασφάλιση της ύπόληψής του, ώσπου τελικά δ 'Λτρείδης παραχωρεί τό πεδίο στον άντίπαλο, παραμένοντας όμως ως τό τέλος άνθρωπος πού μισεί άμετανόητα. Και δταν ό 'Οδυσσέας θυμίζει (1365) δτι και δ Ι'διος κάποτε θά πάρει τό δρόμο τοΰ θανάτου, τό βέλος εκτοξεύεται και πάλι πίσω στη σκηνή του προλόγου" δταν μάλιστα αναφέρει (1359) δτι ή φιλία και ή έ'χθρα μπορούν νά έναλλάσσονται, θυμούμαστε τον Αΐ'αντα της παραπλανητικής ρήσης, ό όποιος μπόρεσε να προφέρει παρόμοια λόγια, άλλά μ,όνο για νά χαρακτηρίσει αύτό πού είναι για τον 'ίδιο άδιανόητο. Ό 'Οδυσσέας δρέπει τήν πρόθυμη επιδοκιμασία του κορυφαίου (1374), και, σέ μιά ύστατη προσπάθεια εύγενικής διαλλαγής προσφέρεται νά βοηθήσει γιά τήν ταφή τοΰ Αϊαντα. Ό Τεύκρος εκφράζει τήν εύγνωμοσύνη του, άλλά αρνείται, επειδή φοβάται δτι μια τέτοια χάρη δεν θά τήν επιδοκίμαζε ό νεκρός. Ό Α'ίας μέσα άπό τό στόμα τοΰ άδερφοΰ του παραμένει άτεγκτος, άκόμη και μετά τό θάνατό του. "Τστερα άπό τήν άποχώρηση τοΰ 'Οδυσσέα, τό έ'ργο κλείνει μέ τήν προτροπή του Τεύκρου νά άρχίσει ή προετοιμασία της ταφής και μέ μιά πολύ γενική γνώμη του χοροΰ γιά τήν άβεβαιότητα τοΰ άνθρώπου σχετικά μέ τό μέλλον. Ή δομή τοΰ Αϊαντα είναι σαφής και ευσύνοπτη. Ή σύντομη άλλά δραματική προλογική σκηνή βοηθεΐ άποφασιστικά νά φωτιστεί ή καταστροφή και νά παρουσιαστεί ή μορφή τοΰ Αϊαντα, καθώς και τοΰ 'Οδυσσέα. Ά π ό διπλή σκοπιά, και τοΰ άνθρώπου και τοΰ θεοΰ, δηλώνεται ή άστάθεια της άνθρώπινης ύπαρξης. Τό πρώτο και κύριο μέρος διαγράφει τήν πορεία τοΰ Αϊαντα άπό τήν άσφυκτική άπόγνο^ση ως τήν πτώση πάνω στο ξίφος του. Ή έπιβράδυνση μέ τήν παραπλανητική ρήση διακόπτει αύτή τή γραμμή, προκαλώντας καινούρια κλιμάκωση μέ τήν ένταση πού φέρνει ή προφητεία τοΰ Κάλχαντα. "Ενα δεύτερο μέρος, συντομότερο άλλα εξίσου περιεκτικό (στίχοι 731:554), περιστρέφεται γύρω άπό τον νεκρό Αϊαντα. Μετά τή σκηνή της άναζήτησης και τό θρήνο, άκολουθοΰν οι τρεις άγώνες λόγων, πού εξασφαλίζουν στον ήρωα τήν τιμή της ταφής. Σύμφωνα μέ τήν επιτυχημένη διατύπο^ση τοΰ Τ. Β. IJ. Webster, πρόκειται γιά μιά δίπτυχη σύνθεση, πού άπαντα στά παλαιότερα δράματα. Αύτό μέ κανέναν τρόπο δεν
315
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
σημαίνει, διάσπαση του δράματος σε δύο μέρη, τά όποϊα ο ποιητής δεν κατόρθωσε νά συνδέσει σε μιά ένότητα. Ό άρχαϊος τεχνοκριτικός πού σχολίασε το στ. 1123 μένει άκάλυπτος^ όταν ισχυρίζεται δτι ό Σοφοκλής άπλωσε κάπως αύθαίρετα το δράμα του πέρα άπο τό θάνατο του Αΐ'αντα. Μετά τήν κάτα> ôôov του ήρωα άκολουθεΐ, μέ τήν άποκατάσταση της τιμής του, ή ανω οδός, και οί δύο μαζι συγκλίνουν, γιά νά δημιουργηθεί ή παλίντονος άρμοviy]. Ά π ο τήν άλλη δμως μεριά, θά ήταν λάθος νά άγνοήσουμε το γεγονος δτι αύτος ό τρόπος σύνθεσης είναι εντελώς διαφορετικός άπο του ΟΙδίποδα Τ. ή τής 'Ηλέκτρας, δπου ό ποιητής συγκεντρώνει μέ μέγιστη πυκνότητα δλα τά δραματικά γεγονότα γύρω άπο μια μορφή, πού κυριαρχεί άπο τήν άρχή ως τό τέλος του έργου. Τό δυσκολότερο πρόβλημα άφορα τή σημασία και τήν έκταση τής προσωπικής ένοχής του Α'ίαντα.^ Τό θέμα τίθεται ήδη κατά τήν έρμηνεία τής προλογικής σκηνής. 'Από τό σημείο δπου ή 'Αθηνά κλείνει τό μέρος αύτό μέ τή συμβουλή της γιά ταπεινοφροσύνη, ξεκινά έ'να νήμα πού φτάνει ως τήν άφήγηση τοϋ Κάλχαντα γιά τά δύο περιστατικά δπου ό Α'ίας άντιμετώπισε τή θεά ύβρι1. 'Ακόμη καΐ ό ϊδιος ό Reinhardt, στο βιβλίο του για τον Σοφοκλή, άδικεϊ κάπως το τελικό τμήμα τοϋ έργου. 2. Γιά τή ρευστότητα του προβλήματος ενδεικτικές είναι δύο παρατηρήσεις τοϋ Wilamowitz. Στο Griechische Verskunst 1921, 507, γράφει πώς είναι «μυωπικό» νά παραβλέπουμε δτι ό Αϊας, πού κομπάζει άπέναντι στήν 'Αθήνα, προετοιμάζει μέ αύτόν άκριβώς τόν τρόπο τήν πτώση του" σέ μιά εισαγωγή του δμως στή μετάφραση τοϋ ΟΙδίποδα Τ. (νέα έκδοση Βερολίνο 1939, 7, 1) σημειώνει δτι εΐναι «οδυνηρό» νά βλέπει κάνεις νά έπιμένουν μερικοί νά προσάπτουν στόν Α'ίαντα κάποια ενοχή. Πολύ συγκεκριμένα ρωτά στό βιβλίο του Glaube der Hellenen 2, 233: ((Ήταν μήπως ό Α'ίας ενας κακός;» Τήν υπερεκτίμηση τοϋ θέματος τής ένοχής προσπάθησε νά τήν πολεμήσει, έκτός άπό τόν F. Dirlmeier, και ό Η. Homme!, NJW 1940, 288, 76, ένώ ό G. Perrotta (633) χαρακτηρίζει άκριβώς τόν Αϊαντα καΐ τήν 'Αντιγόνη δράματα Δίκης, ξεχωρίζοντάς τα άπό δλα τά υπόλοιπα, τά δράματα "Ατης. Για τήν ενοχή τοϋ Α'ίαντα μιλεί και ό Κ. Ebeling, δ.π., καΐ ό Bowra στήν άνάλυση τοϋ έργου. Και οί δύο πάντως μιλοϋν για τά λάθη ένός μεγάλου, ό όποιος, μετά τό τέλος του, θά άνακτήσει τό άνάστημά του. Και ό Μ. Pohlenz, Hermes 78 (1943) 270, μιλεί γιά ένοχή τοϋ Α'ίαντα, άλλά πρβ. Gr. Trag. 1, 181. Σχετικά πρόσφατα καταπιάστηκε μέ τό πρόβλημα τής ένοχής τοϋ Α'ίαντα ό Funke, 76, 146, ό όποιος ξεκινά άπό μιά παρατήρηση τοϋ Wilamowitz, Glaube 2, 233, 2, και έντοπίζει στό θέμα τής ΰβρης τοϋ δράματος μιά προσπάθεια νά δικαιωθούν οί θεοι πού στέλνουν τή συμφορά.
316
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
στικά. Σημαίνει ομως αύτο άραγε δτί. το έ'ργο μπορεί' νά χαρακτηριστεί δράμα ένοχης και τιμωρίας; Ή Ι'δια ή 'Αθήνα άμέσως πιο πριν δέν μίλησε γιά τη σύνεση του Αΐ'αντα; "Οσο γιά τά λόγια τοΰ Κάλχαντα, πρέπει καταρχήν νά σκεφτούμε ότι πρόκειται για θέμα πού εμφανιζόταν ήδη στον επικό κύκλο. ^ Εξάλλου, άξίζει νά σταθμίσουμε τή βαρύτητά τους στο εργο, άφοϋ ή οργή της 'Αθηνάς δέν άποτελεΐ μέ κανέναν τρόπο τήν κύρια κινητήρια δύναμη του δράματος. Ή θεά εστειλε τήν παραφροσύνη στον Αΐ'αντα, γιά νά σώσει τούς "Ελληνες. Τό θέμα μάλιστα της οργής της εξασθενεί άκόμη περισσότερο μέ τον περίεργο περιορισμό πού τίθεται στή μνησικακία της: αν περάσει άνώδυνα αύτή ή μέρα, 6 Α'ίας μπορεί νά σωθεϊ.^ Και, τέλος, ή ρήση του Κάλχαντα πρέπει νά έξεταστεϊ κυρίως μέ βάση τή δραματική λειτουργία πού έπιτελεΐ: ό ΑΙ'ας πρέπει νά άναζητηθεϊ, οί δικοί του πρέπει νά αφυπνιστούν άπό τήν παραπλανητική βεβαιότητά τους. "Ετσι φτάνουμε στο συμπέρασμα οτι ή ύβρη του Αϊαντα άποτελεϊ βέβαια ούσιαστικό στοιχείο τοΰ ολου δραματικού γεγονότος, χωρίς όμως νά έξαντλεΐται τό νόημά του μέ αύτό τό θέμα. Ξαναγυρίζουμε έ'τσι στή στοχαστική φράση τοΰ F. G. Welcker:^ <(Μοΰ φαίνεται δτι ό Αΐ'ας γεμίζει τό δράμα περισσότερο μέ αύτό πού είναι παρά μέ αύτό πού τοΰ λείπει». Στή θεότητα όμως τοΰ έργου άναγνωρίζουμε όχι μόνο τή δύναμη πού τιμωρεί και, μέ τήν τιμωρία, σωφρονίζει, άλλά μαζι και τήν άστάθμητη δύναμη πού ούτε ύπόλογη ούτε σπλαχνική είναι άπέναντι στόν άνθρωπο. Ε δώ μπορεί νά άναγνωρίζουμε άπόηχους άπό τήν αίσχύλεια ήθική, άλλά κυρίως προετοιμάζεται ήδη ό ΟΙδίπονς τύραννος. Γιά τόν πλούσιο και άδικαιολόγητο προβληματισμό πού συγκεντρώθηκε γύρω στήν παραπλανητική ρήση ύπεύθυνος εΐναι δ 1. Αύτό το εδειξε ό Dirlmeier, δ.π., ό όποιος επιπρόσθετα παραπέμπει (;t()7, 17, και 308) και στο πλέγμα νβρις-μήνις, δπως τό πραγματεύεται À Σοφοκλής στις τραγωδίες Αϊας Λοκρός, Θάμυρις, Νιόβη και Λαοκόων. Γενικά τό θέμα της ένοχης ανάγεται στο μεταγενέστερο επος. Διαφορετικές elvai ο'ι άπόψεις τοϋ Pohlenz, 1, 181. 2. Αύτό θυμίζει τήν παράδοξη προθεσμία τοΰ χρησμού στις Τραχίνιες (1Γ)4κκ.)· πρβ. J. de Romilly, Tiwe 17. Προβληματικό σχετικά μέ τή ρήση τοΰ Κάλχαντα είναι τό άρθρο τοΰ Μ. ]Μ. Wigodskv, <(The "Salvation" of Aiax», Hermes 90 (1962) 149. RhM 3 (1829) 68. Κρίνουμε τόν Αϊαντα μέ βάση εκείνα τα χαρακτηριστικά των ήρώων τοΰ Σοφοκλή πού τόσο εύστοχα ανέπτυξε ό Κηοχ, Heroic Temper.
317
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Welcker, ο όποιος δέν μπορούσε νά άνεχτεΐ εναν ψευδόμενο ΛΙ'αντα: μάλλον ο ήρωας έ'λεγε τήν καθαρή άλήθεια, καΐ τό λάθο:; ήταν του χοροΰ καΐ της Τέκμησσας, πού τον παρεξήγησαν. 'Ακολουθώντας τά βήμ,ατα του Welcker, ό Ebeling (ό'.π. 297) αύτό άκρί,βώς θεωρεί τραγικό, δηλαδή τό νά έξαπατα ο Αιας ακούσια. 'Από αύτή τήν άποψη δεν άπέχει πολύ ή ερμηνεία του I. Μ. Linforth,^ και άκόμη του Β. Μ. W. Κηοχ,^ ό όποιος, πολύ σωστά, άξιολογει τή ρήση ώς μεγαλειώδη αύτεπίγνωση του Αϊαντα, άλλα άρνεΐται r/)v πρόθεση της άπάτης. Προς άλλη κατεύθυνση κινείται ή σκέψη του W . Schadewaldt: ^ ή ρήση είναι όπωσδήποτε τό μέσο γιά νά έλευθερο^θεϊ ό δρόμος του Αΐ'αντα προς τό θάνατο" ταυτόχρονα όμως έπισημαίνεται μια έσωτερική στροφή πρός τήν υποχωρητικότητα. Αύτή τήν άποψη τήν προίόθησε λίγο πιό πέρα ό Τ. Β. L. Webster {Intr. 96)· τόν άκολούΟησε ό Bowra (40): ή άτεγκτη βούληση του Αϊαντα λυγίζει χάρη στήν Τέκμησσα, και ό ήρωας έγκαταλείπει κάθε σκέψη για αύτοκτονία, άλλά έπιστρέφει στήν παλιά του σκληρότητα μόνο όταν βρίσκεται μόνοτ, στ·)]ν άκρογιαλιά. Και ό W. Β. Stanford στήν εκδοσή του (282) μιλεϊ γιά μεταστροφή. Σ ' αύτή τήν άποψη άντιπαραθέτω τή δική μου, δπως τήν έ'χω έκθέσει πιό πάνω, πού συμφωνεί άπόλυτα μέ τις σκέψεις του Κ. von Fritz^ και του Reinhardt, στο βιβλίο του γιά τόν Σοφοκλή: ή ρήντη είναι μιά δραματικά άναγκαία παραπλανητική παρεμβολή, άπό όπου, μέ τραγική ειρωνεία, άναδύετα'. ή άλήθεια.· ταυτόχρονα όμως περιέχει και τή διάγνωση του Αϊαντα σχετικά μέ τήν τάξη του κόσμου, οχι φυσικά μέ τήν έννοια ότι ό ϊδιος θά ήθελε νά ύποχωρήσει μπροστά της, άλλά, άντίθετα, ώς επικύρωση της άπόφασής του νά προτιμ,ήσει τό δρόμο του θα 1. «Three Scenes in Sophocles' Aiax», CSC A 15/1 (1954) 1. Ό I Errandonea, ο.π. 21, δέχεται βέβαια δτι ό Αϊας έξαπατα τό χορό, άλλά πιστεύει δτι στήν άρχή του λόγου του λέει τήν άλήθεια στο βαθμό τουλά χιστον πού έκφράζει, μέ τήν επίδραση της Τέκμησσας (σάν νά ήταν δυνατ'^ νά διαπιστωθεί πουθενά κάτι τέτοιο !), τήν άπόφασή του νά παραιτηθεί άπ'< τό φόνο των 'Ατρειδών καΐ νά αύτοεξοντωθεΐ. Βλ. επίσης και U. Parla vantza-Friedrich, Täuschungsszenen in den Tragödien des Sophokles, Βερολίνο 1969, "· J. Moore, «The Dissembling Speech of Ajax», Y CIS 25 (1977) 47. 2. «The Aiax of Sophocles», HSPh 65 (1961) 1. 3. ]\eue Wege zur Antike 8, Αιψία 1929· πρβ. Hellas und Hespericn 304. k. RhM 83 (1943) Wi^ Antike und moderne Tragödie 241.
318
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
νάτου, καθώς δεν μπορούσε νά συμφιλιωθεί μέ την τάξη αύτη. Ό Αίας θέτει ορισμένα δυσεπίλυτα σκηνικά προβλήματα. Στον πρόλογο ή Άθηνα είναι άόρατη γιά τον 'Οδυσσέα (15). Ό J. C. Kamerbeek, σχολιάζοντας το χωρίο, θυμίζει δτι και ό 'Ιππόλυτος, δταν πεθαίνει, στο τέλος της φερώνυμης τραγωδίας, δεν βλέπει την "Αρτεμη. Επομένως, είναι κάπως δύσκολο νά συμφωνήσουμε μέ τον Reinhardt δτι ή θεά ήταν ορατή στον Αιαντα* γιά το κοινό, βέβαια, μπορεί νά ήταν ορατή —έ'τσι βλέπει τό θέμα και ό άρχαιος Σχολιαστής. Ό Reinhardt (39, 1) υποθέτει χρήση του έκκυκλήματος γιά τήν πρώτη εμφάνιση του Αΐ'αντα και γιά τή σκηνή της αύτοκτονίας του. Γιά τήν πρώτη περίπτωση, θά προτιμούσα νά άφήσουμε άνοιχτό το ερώτημα μήπως και άρκουσε ένα άπλο άνοιγμα της σκηνικής πύλης. Προς τά έκεϊ φαίνεται νά δείχνει και ή προστακτική άνοίγετε (344), πού άντιστοιχεΐ στήν εντολή προς τους θεράποντες (593): ον σννέρξεθ' ώς τάχος (κλείστε γρήγορα τή σκηνή). Φυσικά, και στις δύο περιπτώσεις μπορεϊ θαυμάσια νά έχουμε τή συνθηματική φράση γιά τή χρήση του έκκυκλήματος. Παραμένει ολότελα άβέβαιος ό τρόπος μέ τον όποιο παραστάθηκε ό θάνατος του ήρωα. Είναι δύσκολο νά υποθέσουμε εδώ μιά σκηνή πάνα σζ κυλιόμενη έξέδρα, όπως είναι εντελώς άδύνατο νά φανταστούμε τήν αύτοκτονία πάνω στο λογεΐο.^ Εύκολότερα Οά συμφωνούσαμε μέ τον Flickinger (244) και τήν Kenner (110) γιά τή χρήση ένος παρασκηνίου. "Ενας θάμνος, δπως ύποδηλώνει ή λέξη νάπος (892), θά μπορούσε νά κρύψει το πτώμα άπο τά μάτια των θεατών και νά δώσει στον υποκριτή τήν εύκαιρία νά απομακρυνθεί άθέατος, γιά νά ΰ:ναλάβει το ρόλο του Τεύκρου. ' 11 χρονολόγηση τών τραγωδιών του Σοφοκλή μπορεί νά θεωρηθεί, σέ γενικές γραμμές, βέβαιη ώς τον έξης βαθμό: ο Αϊας^ ή 'Αντιγόνη και οΐ Τραχίνιες συγκροτούν μιά παλαιότερη ομάδα* ή Ήλεκτρα, 6 Φιλοκτήτης και ό Οιδίπους επΙΚολωνω μιά νεότερη, μέ τον Οιδίποδα τύραννο στή μέση.^ Πιο προβληματική είναι ή 1. F. Grob, «De scena Sophoclis)), Mélanges Navarre, Τουλούζη 1ÎKJ5, 245. 2. Ή άποψη του P. Mazon οτι οί Τραχίνιες είναι το παλαιότερο εργο τοϋ Σοφοκλή καΐ άκολουθοΰν, σέ κάποια άπόσταση, ή 'Αντιγόνη, ό Αϊας καΙ ό Οιδίπους T., δεν εχει καμιά προοπτική νά γίνει ποτέ άποδεκτή.
319
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
θέση των Τραχινίων. Στή βαρυσήμαντη για την ερμηνεία του Σοφοκλή μελέτη του Ε. R. Schwinge ^ βρίσκουμε εναν πίνακα μέ μί,ά έξαντλητική επισκόπηση των διάφορων χρονολογήσεων πού προτάθηκαν. Για πολύν καιρό επικρατούσε ή όψιμη τοποθέτηση, πού βασιζόταν στή σύγκριση μιας σκηνής ύπνου άνάμεσα στις Τραχίνιες και τον 'Ηρακλή του Εύριπίδη, και είχε τήν άφετηρία της στον Wilamowitz.^ Ά π ο άρκετά παλιά όμως εχει άναγνωριστεϊ τό λάθος στήν ύπόθεση μιας παρόμοιας σχέσης.^ Εξίσου άτοπη άποδείχτηκε ή τάση νά χρησιμοποιείται σαν μέσο γιά τή χρονολόγηση του φ γ ο υ ή δήθεν έξάρτησή του άπο στοιχεία τεχνικής του Εύριπίδη. Αύτο το εδειξε πειστικότατα, άνάμεσα σε άλλους, και ό G. Μ. Kirkwood.·* 'Αποφασιστική γιά το χρονολογικό πρόβλημα στάθηκε πρώτα πρώτα ή διαπίστωση του Webster {Intr. 4 και 172) δτι ή δίπτυχη σύνθεση τοποθετεί τό έ'ργο στήν παλαιότερη ομάδα, και κατόπιν ή πραγματικά διεισδυτική άνάλυση τής δομής του άπο τον Reinhardt, ό όποιος φώτισε ετσί. τήν εξέλιξη τής δραματουργίας του Σοφοκλή και βεβαίωσε τή θέση τών Τραχινίων πολύ κοντά στον Αϊαντα και τήν ^Αντιγόνη. 01 γλωσσικές έ'ρευνες του F. R. Earp, The Style of Sophocles, Cambridge 1944, δείχνουν προς τήν 'ίδια κατεύθυνση.^ 'Ωστόσο παραμένει δυσεπίλυτο τό πρόβλημα τής χρονικής σχέσης τοϋ έ'ργου μέ τήν "Αντιγόνη. Ό Reinhardt έ'δειξε δτι οί Τραχίνιες, ώς προς τή δομή και ορισμένα επιμέρους χαρακτηριστικά, γει1. Die Stellung der Trachinierinnen im Werk des Sophokles (Hy pomnemata 1), 1962, 16. 2. Herakles 1, 137 και 152. Τήν άποψη προωθούν άκόμη περισσότερο ό Α. Dieterich, RhM 46 (1891) 2 5 = Z / . Sehr. 48, καΐ ό T. v. Wila mowitz, Die dramatische Technik des Sophokles (Philologische Un tersuchungen 22), 1917, 90. 3. Βιβλιογραφία στον Ε. R. Schwinge, 15. 4. To παράρτημα τοΰ βιβλίου του (289), πού μνημονεύεται στον βιβλίο γραφικό μας πίνακα, περιλαμβάνεται σέ γερμανική μετάφραση («Über die annähernde Datierung der Trachinierinnen») στόν τόμο γιά τον Σοφο κλή της σειράς Wege der Forschung 95, Darmstadt 1967, 183. 5. ΌπαδοΙ της όψιμης χρονολόγησης εμφανίζονται σποραδικά. Τήν ά κραία θέση εκπροσωπεί ό G. Perrotta (544), πού θέλει νά κατεβάσει τ<> εργο ώς το 407/6. Ό Η. D. F. Kitte, «Sophocles, Statistics and tlic Trachiniae», AJPh 60 (1939) 178, προσπαθεί νά τοποθετήσει τό εργ-γύρω στο 420, ενώ ό G. Schiassi, «La figura di Ipsipile neiromonirn.i tragedia euripidea e le Trachinie», RFIC 32 (1954) 1, μέ βάση εντελώς ύποθετική σύγκριση τών δύο δραμάτων, φτάνει ώς τά 414-410 π. Χ
320
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
τονεύουν μέ τον ΑΙαντα^ και υποστήριξε τή χρονολόγηση του έργου πρίν άπό τήν "Αντιγόνη. Τον άκολούθησε κυρίως ο Ε. R. Schwinge, στην έργασία του πού άναφέραμε πιο πάνω.^ Τό πρόβλημα θά λυνόταν, άν είχαν δίκιο δσοι εξαρτούν τήν ωδή XVI τοΰ Βακχυλίδη άπό τον Σοφοκλή, άφοϋ δ λυρικός πέθανε οχι πολύ μετά τό 450 π.Χ. Αύτή τήν άκολουθία ύποστήριξε δ F. Stoessl.^ Ό Schwinge στο βιβλίο του (128) προσπάθησε νά στηρίξει αύτή τήν άποψη, άλλα άναγκάστηκε έτσι νά εγκαταλείψει μιά παλαιότερη επιχειρηματολογία τοΰ Br. Snell,^ πού βασίστηκε σέ άγγειογραφίες. 'Ωστόσο, και τό τυπικά χορολυρικό, άφηγηματικό υφος τοΰ σύντομου άποσπάσματος τοΰ Βακχυλίδη δεν προσφέρει κανένα άποφασιστικό έπιχείρημα για τήν έξάρτησή του άπό τόν Σοφοκλή.^ Τό πρόβλημα δεν λύνεται μέ αύτή τή μέθοδο. Μετά τήν 'Αντιγόνη τοποθετεί τό έργο ό Webster (167), τό 'ίδιο και ό Bowra (377), ό όποιος βασίζει τά έπιχειρήματά του σέ μιά σταδιακή εξέλιξη της θρησκευτικής σκέψης τοΰ ποιητή, καθώς και ό Η. Diller,® ό όποιος εκμαιεύει προσεχτικά μιά εξέλιξη στήν αύτογνωσία των δραματικών προσώπων. Σταθερότερο έδαφος είναι άδύνατο νά εξασφαλίσουμε, και θά έπρεπε ι'σο^ς νά άκολουθήσουμε 1. "Οπως αύτός, κατατάσσουν τά εργα καΐ ό G. Μ. Kirkwood, βλ. παραπάνω" ό St. G. Kapsomenos, Sophokles' Trachinierinnen und ihr Vorbild, 'Αθήνα 1963, ό όποιος προσπαθεί διεξοδικά νά άποδείξει τήν προτεραιότητα των Τραχινίων σέ σχέση μέ τήν "Αλκηστη· και ό J. Goth, Sophokles' Antigone (διατρ.), Τυβίγγη 1966, 210' άντίθετα ό Α. Lesky, «Alcestis und Deianeira», Miscellanea in honorem J. C. Kamerheek, Amsterdam 1976, 213. 2. Der Tod des Herakles, Ζυρίχη 1945" βλ. και G. Κ. Galinsky, The Herakles Theme, 'Οξφόρδη 1972. 3. Hermes 75 (1940) 180. "Εκδοση του Βακχυλίδη, Ί 9 5 8 , 47 και 53 της Εισαγωγής. Επίσης, ΚΙ. Thomamüller, Die aiolischen und daktyloepitrischen Masse in den Dramen des Sophokles (διατρ.), 'Αμβούργο 1965, 12 (δπου και ή σχετική βιβλιογραφία). 4. Κρίνοντας πολύ σωστά αύτή τήν άποψη, ό St. G. Kapsomenos (βλ.παραπάνω) φτάνει στ0 συμπέρασμα δτι μάλλον ό Σοφοκλής γνώριζε τον Βακχυλίδη. 'Ο J. G. Kamerbeek, στήν Εισαγωγή τοΰ έρμηνευτικοΰ του υπομνήματος (28), δέν πιστεύει δτι μπορεί νά εξακριβωθεί, σ' αύτή τήν περίπτωση, ή σχετική χρονολογία. 5. «Göttliches und menschliches in der Tragödie des Sophokles», Kieler Universitätsreden 1 (1950), 15 = Gottheit und Mensch in der Tragödie des Sophokles, Darmstadt 1963, 11" επίσης ((Über das Selbsthowusstsein der sophokleischen Personen», WS 69 (1956) 81.
321
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
τον Reinhardt, άν δεν υπήρχε το πρόβλημα της σχέσης πού έχε;, 6 άποχαφετι,σμος της Δηιάνειρας στο νυφικό κρεβάτι και στο σπίτι της μέ την άντίστοιχη σκηνή τής "Αλκηστης^ άφοΰ μάλιστα και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται γιά τήν άφήγηση μιας θεράπαινας. Παρ' δλεςτιςάντιρρήσειςτοΰ Reinhardt και του Kamerbeek,^ είναι πειστική ή ύπόθεση πού ύποστηρίζεται άπό πολλούς έρμηνευτές, οτι εδώ πρόκειται για έξάρτηση και οτι ό Σοφοκλής ειχε υπόψη του τήν "Αλκηστη του Εύριπίδη —έπομένως, γιά τις Τραχίνιες εξασφαλίζεται το 438 π.Χ. ώς terminus post quem. Αύτή τήν άποψη πρότεινε και ό L. Weber στή σχολιασμένη του έκδοση τής "Αλκηστης^^ τήν υποστήριξε ή J o h a n n a Heinz^ και τήν αποδέχτηκαν ό Pohlenz (2, 86) και ό Schadewaldt,* ο όποιος πολύ σωστά άποδίδει ιδιαίτερη σημασία στή φροντίδα τής μελλοθάνατης γιά το υπηρετικό προσωπικό. Και έγώ δ 'ίδιος, στις προηγούμενες εκδόσεις αύτοΰ του βιβλίου,® θεώρησα πιθανή τήν προτεραιότητα του Εύριπίδη. Ό E . R . Schwinge, πού μιλεί για «ολοφάνερα παράλληλες σκηνές» (δ.π. 44), τείνει νά δεχτεί έξάρτηση του Εύριπίδη άπό τον Σοφοκλή και νά χαρακτηρίσει τό 438 γιά τις Τραχίνιες terminus ante quem. Τον άκολουθεϊ σ' αύτό ό Chromik (24,17). Γιά τον Schwinge, ή σκηνή του αποχαιρετισμού δικαιολογείται πολύ λιγότερο στά συμφραζόμενα τής"7ΐΛκηστης, έπειδή δ 'ίδιος συμμερίζεται τή ριζική ύποτίμηση του "Αδμήτου (οί άντιρρήσεις πάνω σ' αύτό, όταν θά μιλήσουμε γιά το έ'ργο), και ετσι βρίσκει εντελώς αδικαιολόγητη τή θυσία τής γυναίκας καί, έπομένως, τή σκηνή πάνω στο νυφικό κρεβάτι. Στήν πραγματικότητα, ή "Αλκηστη έ'χει Ινα σπιτικό, εναν ζωτικό χώρο άρρηκτα δεμ,ένο μέ τήν υπαρξή της, ενώ άπό τήν 'ίδια τή Δηιάνειρα άκοϋμε {Τραχίνιες 39) οτι μετά τό φόνο του Ίφίτου άπό τον 'Ηρακλή ζει μέ τούς δικούς της διωγμένη ξένω παρ' άνδρί (κοντά σέ κάποιον πού τούς φιλοξενεί). "Ετσι λύνεται μόνο του τό πρό1. Ό Reinhardt στο βιβλίο του γιά τον Σοφοκλή, 66 καί 257κ. (3η εκδ.)· ό J. G. Kamerbeek στήν Εισαγωγή τοϋ έρμηνευτικοϋ του υπομνήματος, 28. 2. Λιψία 1930, 49 και 108. 3. «Zur Datierung der Trachinierinnen», Hermes 72 (1937) 270. 4. Hermes 80 (1952) e6=Hellas und Hesperien 334 (πρβ. και 298). 5. Βλ. και 'Ιστορία τής άρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας (μετ. Ά γ . Τσοπανάκης. Θεσσαλονίκη ^1972), 407κ. Επίσης Griechische Tragödie, Στουτγάρδη ^ 9 6 8 , 145.
322
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
βλήμα σέ ποιά άπο τις δύο περιπτώσεις ή παρουσίαση του σπιτιού, μαζι μέ τούς υπηρέτες και τήν άλλη έξάρτυσή του, διεκδικεί τη θέση ένος άπο χρόνια οικείου περιβάλλοντος. "Επρεπε νά συζητήσω το άλυτο πλέγμα των προβλημάτων, γιά νά δικαιολογήσω τήν κατάταξη των έργων, άλλά μέ κανέναν τρόπο δεν θά ήθελα νά προσποιηθώ παραπλανητική βεβαιότητα. Δεν θά ήθελα νά άποσιωπήσω οΰτε τήν πλήρη παραίτηση του Kamerbeek (Εισαγωγή στά σχόλιά του, σ. 29), ό όποιος πιστεύει δτι δεν θά μπορούσε κάνεις να προχωρήσει πέρα άπο τ*/] διαπίστωση μιας χρονολογικής γειτνίασης άνάμεσα στις Τραχίνιες^ τον Αϊαντα και τήν ^Αντιγόνη^ ούτε και τήν πιο πρόσφατη γνώμη πού διατυπώθηκε πάνω στο πρόβλημ,α: οί Τραχίνιες είναι περίπου σύγχρονες μέ τήν 'Αντιγόνη —και αύτο είναι τό καλύτερο πού μπορούμε νά πούμε. ^ Γιά λίγες τραγωδίες θά ειχαμ.ε νά πούμε τόσο λίγα σχετικά μέ τήν προέλευση τού μύθου τους δσο γιά τήν 'Αντιγόνη.^ Ά π ο τις πηγές αποκλείεται ή Θηβαΐς, επειδή εκεί τό πτώμα του Πολυνείκη καιγόταν. "Οτι ό 'Απολλόδωρος (3, 78) δέν μας εξασφαλίζει 1. W. Μ. Calder III, GEBS 9 (1968) 398. Μέ βάση μετρικές άναλύσεις, τοποθετούν τις Τραχίνιες, συμφωνώντας μέ τή δική μας χρονολόγηση, πλησιέστερα προς τον Οιδίποδα Τ. ό Η. Α. Pohlsander, AJPh 84 (1963) •280 καΐ ό D. S. Raven, AJPh 86 (1965) 225. Πολύ κοντά στον ΟΙδίπυδα Τ. προσπαθεί νά πλησιάσει το ^ργο και ή L. Sirchia, <(La cronologia (telle Trachinie», Dioniso 21 (1958) 59. 2. Ch. de VIeminck και R. van Compernolle, ((Bibliographie analytique de Y Antigone de Sophocle», Phoihos 2 (1947/8), 85" C. Kopff, A Collation and Description of the Manuscripts of Sophocles^ Antigone (διατρ.), Πανεπιστήμιο Β. Καρολίνας 1974. Καινούριες σχολιασμένες εκδόσεις: Α. Tovar, Μαδρίτη 1942' J. C. Kamerbeek, Leiden 1945· Α. Willem, Λιέγη Η945· G. Riba, Βαρκελώνη 1951 (και Τραχίνιες, μέ μετάφραση στην καταλανική διάλεκτο)' Α. Clolonna, Τορίνο 21951· Ε. Anania, Φλωρεντία 1957" F. Gluytens καΐ V. Daenen, 'Αμβέρσα 1957. Κείμενο: Β. Wyss (Ed. Helv. 6), Βασιλεία 1946" Ε. Pilch, Βερολίνο 1949 (μέ εμμετρη μετάφραση). Χωρίς κείμενο ό εκτεταμένος σχολιασμός τοΰ έργου άπό τον G. Müller, Χαϊδελβέργη 1967, εργασία σημαντική γιάτή μελέτη της γλώσσας και τήν έρμηνεία της συγκεκριμένης τραγωδίας, πού ωστόσο προκαλεί συχνά αντιρρήσεις μέ τήν υπερβολή στην άνίχνευση δισήμαντων στοιχείων βλ. παράλληλα τΙς διεξοδικές βιβλιοκρισίες του Β. Μ. W. Knox, Gnomon 40 (1968) 747, και Η. Flashar, Poetica 2 (1968) 558· επίσης, Γερ. Μαρκαντωνάτος (ε'ισ.,
323
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
μιά προσοφόκλεί,α παρα>Λαγή του μύθου τό εδειξε ό G. Müller (ο.π. 22), άποκρούοντας τή σχετική γνώμη του Wilamowitz. 'Ωστόσο, ή ύπαρξη ένος παρόμοιου τοπικού μύθου φαίνεται πολύ πιθανότερη άπό ο,τι ή υπόθεση μιας έλεύθερης έπινόησης του ποιητή. Προς αύτή τήν κατεύθυνση συνηγορεί ή θηβαϊκή παράδοση γιά τό 'Αντιγόνης σύρμα (Παυσ. 9, 25, 2), δηλαδή τό μέρος όπου μετ., σχ.), 'Αθήνα 1979.—Μελέτες: Κ. von Fritz, ((Haimon's Liebe zu Antigene», Philologus 89 (1934) 19=Antike und moderne Tragödu 227)· M. K. Flickinger, The άμαρτία of Sophocles' Antigone (διατρ.) Iowa 1935· Κ. Kerényi, «Dionysos und das Tragische in der Antike», Frankfurter Studien zur Religion und Kultur der Antike 13 (1935) 15 E. della Valle, Saggio sulla poesia delVAntigone, Bari 1935" R. Bulimann, «Polis und Hades in der Antigone des Sophokles», Theol. Aufs. K. Barth, zum 50. Gehurstag, Μόναχο 1936, 78 {=Wege der Forschung 95, 1967, 311)· L. Bieler, Antigones Schuld im Urteil der neueren Sophoklesforschung, Βιέννη 1937- Ε. Bignone, «L'Antigone di Sofocle», Rivista Italiana del dramma 2 (1937) 13' G. Méautis, «La psychologie de l'Antigone de Sophocle», RPh 14 (1940) 25· G. Budberg, «Zu Sophokles Antigone», SO 21 (1941) 1- T. B. L. Webster, Greek Interpretations, Manchester 1942, 45· F. Gohen, The Imagery of Sophocles' Antigone, Princeton 1951· A. Bonnard, La tragédie ri Vhomme, Neuchâtel 1951, 19· A. Lesky, «Zwei Sophokles-Interpretationen», Hermes 80 (1952) 91=Ges. Sehr. 176· W. Jens, «Antigone : Interpretationen», Satura: Festschrift Weinreich, Baden-Baden 1952, 43 {=Wege der Forschung 95, 295)· I. Errandonea, «Das 4. Stasimoii der Antigone von Sophokles», SO 30 (1953) 16· S. M. Adams, «Tli·· Antigone of Sophocles», Phoenix 9 (1955) 47, τώρα Sophocles the Playwright (Phoenix Suppl. 3), Toronto 1957, 42κκ.· Η. J. Mette, «Die Antigone des Sophokles», Hermes 84 (1956) 129" Fr. Pérez Ruiz, «Antigona», Humanidades 9 (1957) 7" W. Schadewaldt, «Einleitung zur Antigone von Hölderlin in der Vertonung von Carl Orff», Hellas und Hesperien, Ζυρίχη 1960, 247 (και 861)· Ε. Eberlein, «Über di<· verschiedenen Deutungen des tragischen Konfliktes in der Tragödie Antigone des Sophokles», Gymnasium 68 (1961) 16" I. M. Linfortli, Antigone and Creon, Berkeley 1961· S. Bradshaw, «The Watchman Scenes in the Antigone», CQ η. s. 12 (1962) 203· F. R. Adrados, «Rc ligion y politica en la Antigona», Revista Univ. Madrid 13 (1964), 493· H. Funke, «Κρέων απολις», A ^ A 12 (1966) 29' J. Goth, S» phokles Antigone: Interpretationsversuche und Strukturuntersuchun gen (διατρ.), Τυβίγγη 1966· W. Μ. Calder III, «Sophocles' Poliii cal Tragedy: Antigone», GRRS 9 (1968) 389" J. S. Lasso de la Vega, «La Antigona de Sôfocles por Bertolt Brecht», Cuadernos Hispano americanos 1968/228. Ά π ο τις πολυάριθμες μεταφράσεις του έργου σημειώνουμε: Ε. Staigcf Ζυρίχη 1944" R. Woerner, Αιψία 1947· Κ. Reinhardt, Γοττίγ·>/'η »1961
324
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
πίστευαν οτι ξεχώριζαν ακόμη Ι'χνη άπο το πτώμα του Πολυνείκη, καθώς το έσερνε ή 'Αντιγόνη προς τή νεκρική πυρά του Ε τεοκλή. Γιά τή χρονολόγηση του έργου, άφετηρία παραμένει ή σημείωση της 'Υπόθεσης οτι οί 'Αθηναίοι, υστέρα άπο τήν επιτυχία της ^Αντιγόνης, εξέλεξαν τον Σοφοκλή στρατηγό γιά τον Σαμιακό ΙΙόλεμο (άρχές 441 π.Χ.) —δέν έχει σημασία άν πρόκειται για πραγματική σχέση ή για μετατροπή ένος post hoc σέ propter hoc. Και μετά τον προσεχτικό έλεγχο δλων των στοιχείων πού έκαμε ό G. Müller (δ.π. 24), τό 442 παραμένει ή πιθανότερη χρονολόγηση. Δέν είναι πολύ πειστική ή άντίρρηση του Wilamowitz δτι τό 443/2 6 Σοφοκλής, ύπηρετώντας ώς έλληνοταμίας στήν περίοδο ενός νέου καθορισμού φόρων, πρέπει νά ήταν εξαιρετικά άπορροφημένος και νά μήν μπόρεσε νά τελειο)σει τό έργο του γιά τά Διονύσια του 442 π.Χ. Ή Υπόθεση κατατάσσει τό έργο τριακοστό δεύτερο. Παρόμοιες μαρτυρίες δίνονται και γιά τήν "Αλκηστη του Εύριπίδη, τούς "Ορνιθες και τόν Διονυσαλέξανδρο του Κρατίνου, και τούς ^ίμβρίους του Μενάνδρου. Γενικά, σέ δλα αύτά τά έργα έντοπίζονται σήμερα κατάλοιπα χρονολογικής κατάταξης.^ Τό έργο άρχίζει μέ μιά διαλογική σκηνή εξαιρετικής έντασης και μοναδικής άποτελεσματικότητας στή διαγραφή των χαρακτήρων. Μέσα στό μισοσκόταδο, πρίν άπό τήν άνατολή του ήλιου,^ ή 'Αντιγόνη όδηγεϊ τήν άδερφή της 'Ισμήνη μπροστά στό W. Schadewaldt, στο Griechisches Theater, Φραγκφούρτη 1964, 90" Β. Urecht, Die Antigone des Sophokles (διασκευή γιά τή σκηνή της μετάφρασης τοΰ Hölderlin, σέ συνεργασία μέ τόν C. Neher). Ποικίλο υλικό γιά τήν 'Αντιγόνη συγκεντρωμένο άπό τόν W. Hecht, Φραγκφούρτη ^1967.—'Αγγλικά: D. Fitts και R. Fitzgerald, Ν. 'Τόρκη 1939· L. J. Morrison, Λονδίνο 1939· G. Murray, 'Οξφόρδη 1941· F. Κ. Smith, Λονδίνο 1950" R. Ε. Braum, Λονδίνο 1974.—Γαλλικά: Ρ. Waltz, ΙΓαρίσι 1941—'Ιταλικά: Μ. Untersteiner, Modenal937· Ε. délia Valle, Mari 1951· Ε. Pettine, Salerno 1968. 1. Flickinger, Greek Theater 331" Goossens, Euripide 25, 10, ό όποιος υποστηρίζει τήν άποψη δτι οί άριθμοί δέν άναφέρονται στά δράματα πού σώζονταν στήν 'Λλεξάνδρεια, παρά σέ δλα τά ^ργα πού γνώριζαν άπό τΙς διδασκαλίες οί γραμματικοί. Βλ. και Λ. Μ. Dale, Alkestis, 'Οξφόρδη 1954· G. Zuntz, Inquiry 251" T. Β. L. Webster, WS 79 (1966) 115. 2. Ή 'Ισμήνη λέει στόν στ. 16: εν ννκτι r f j νΰν. Γιά τόν προσδιορισμό τοϋ χρόνου βλ. S. Bradshaw, δ.π. 203· Κηοχ, Heroic Temper 180, 43.
325
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
παλάτι, γιά μι,ά συνομιλία πού δέν πρέπει να τήν άκούσει άλλο αυτί. Ή προσφώνηση, μέ τη δήλωση του στενότατου άδελφικοΰ δεσμού, εισάγει ενα διάλογο πού κλείνει με τήν άγεφύρωτη διάσταση των διαλεγόμένων προσώπων. Ά π ο τήν άρχή κιόλας μιά καλά πληροφορημένη, πυρετικά διεγερμένη 'Αντιγόνη στέκεται απέναντι σέ μιά 'Ισμήνη ή οποία, μέ τον σύντομο, κυκλ'.κά συνθεμένο λόγο της (11-17), άποκαλύπτει τή μακαριότητα του άνίδεου. Οί εξηγήσεις πού δίνει ή 'Αντιγόνη τονίζουν έντονα τήν άπανθρωπιά της άπαγορευτικής εντολής του Κρέοντα —οχι μόνο στέρηση τάφου, άλλά και βορά γιά τά άρπαχτικά όρνια !— και τελειώνουν μέ προτροπή γιά δράση. Μέ τήν άδυναμία της Ισμήνης νά καταλάβει, άνάβει μιά σύντομη στιχομυθία' ή 'Αντιγόνη άπαιτεϊ άπο τήν άδελφή της νά βοηθήσει στήν ταφή, και ή 'Ισμήνη έντρομη άρνιέται, άφοΰ γι' αύτήν ή άπαγόρευση του Κρέοντα εκφράζει όλο το κύρος της κρατικής εξουσίας (44, 79), και επομένως είναι άπαράβατη. Υπερασπίζει τήν άρνησή της: σέ ολη τή συμφορά του σπιτικού τους πρέπει νά προστεθεί και ή δίκή του^ έξόντωση; «Είμαστε γυναίκες, πλασμ,ένες οχι γιά νά παλεύουμε μέ τούς άντρες.» Μέσα σέ ελάχιστους στίχους κλείνεται ενας πλήρης άνθρώπινος τύπος. Αύτή ή έτοιμη γιά συμβιβασμό, ύποταγμένη γυναίκα είναι πρόθυμη νά ύπακούσει καΐ στις πιο οδυνηρέ; έντολές (64). Και ωστόσο, μέσα στήν άδύναμη ψυχή της ζει ή συναίσθηση του ορθού. Ά π ο τούς χθόνιους θεούς, πού το χώρο τουζ προσβάλλε! υβριστικά ό Κρέων, θά ζητήσει συγχώρεση πού άναγκάζεται νά άποφύγει μιά υποχρέωση. Και της 'Αντιγόνης ή άπάντησ·/] είναι μοναδικό δείγμα διαγραφής χαρακτήρα* στο φλογερό πάθος της, τό πείσμα, στοιχείο βασικό του χαρακτήρα της, προσ δίδει τον κατάλληλο τόνο: «άκόμη κι αν τό ήθελες, θ' άρνιόμουν τή βοήθειά σου». Αύτή άκριβώς είναι ή 'Αντιγόνη, ή οποία στήν άκόλουθη στιχομυθία (78-92), πού άρχίζει μέ δίστιχα, θά άπο κρούσει μέ άφάνταστη σκληρότητα τήν ταπεινή υπόσχεση της Ί σμήνης οτι τουλάχιστον θά κρατήσει σιωττή γιά ολα αύτά: αΠή γαινε ! Φώναξέ το σ' όλους!». Πέρα άπο αύτά, ή προλογική σκη νή, στήν επιγραμματική έκφραση δσια πανονργήσασα (έχοντα διαπράξει ίερο έ'γκλημα) συνοψίζει τή σύγκρουση δύο θέσείυν, πού μ,έσα στο δράμα θά προωθηθεί ώς τήν πλήρη έξόντωση y.r/<. των δύο έκπροσώπων τους, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει τήν έτοιμό τητα της 'Αντιγόνης μπρος στο θάνατο: ή 'ίδια ξέρει ότι είναι δρ
326
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
μένη μέ τον κόσμο των νεκρών. 'Αφήνει τή σκηνή με σκληρή άποφασιστικότητα, ενώ ή 'Ισμήνη έπιστρέφει στο παλάτι, μέ μιά τελευταία λέξη άγάπης. Ή πάροδος του χοροΰ (100-162), πού άποτελεΐται άπό γέροντες της Θήβας, άνοίγει άμέσως μέ τήν πρώτη στροφή δύο συστημάτων, πού τό κάθε μέρος τους άκολουθειται άπό άπαγγελτικούς άναπαίστους, στενά δεμένους μέ τά συμφραζόμενα* μέ τον βαδιστικό ρυθμό τους σημειώνουν άλλαγές στή θέση τοΰ χοροΰ. Ή πάροδος άρχίζει, σάν κάτω άπό τόν ήχο μιας σάλπιγγας, μέ μιά θριαμβική κραυγή, πού χαρακτηρίζεται άπό άνοιχτά φωνήτντα, και διατηρεί ώς τό τέλος τό εύφρόσυνο συναίσθημα της νίκης στή λυρική άφήγηση της ήττας τών 'Επτά. 6 πρόλογος άποσκοπουσε νά παρουσιάσει τήν 'Αντιγόνη, στό 'ίδιο σκοπεύει καΐ τό επόμενο έπεισόδιο (163-331), άλλάγιά τόν άντίπαλό της, τόν Κρέοντα, ό όποιος, στό τέλος ένός εκτεταμένου λόγου, άνακοινώνει τήν άπαγορευτική διαταγή του σχετικά μέ τήν ταφή τοΰ Πολυνείκη. Πολύ σωστά χαρακτήρισαν τις προηγούμενες δηλώσεις «λόγο τοΰ θρόνου». Μέ άφετηρία τό συγκεκριμένο γεγονός, ο καινούριος άρχοντας άναπτύσσει τις άρχές της έξουσίας του: ή πολιτεία είναι τό π ά ν στήν υπηρεσία της θέτει λόγο και δράση. Αύτό τό φρόνημα έξηγεϊ και τήν άπαγορευτική του διαταγή. Έ δ ώ δέν μιλεί ενας ύποκριτής ούτε Ινας έγωκεντρικός τύραννος, άλλά ένας κυβερνήτης, πού εχει ύψιστο δόγμα του τήν παντοδυναμία της πολιτείας. "Οταν 6 Κρέων λέει γιά τήν πόλη^ (189): ηό' εστίν ή σφζονσα (αύτή μας διαφυλάττει), δείχνει δτι άρνεϊται κάθε λογής μεταφυσική και δέν ύπολογίζει καμία άλλη άπόλυτη άρχή πάνω άπό τήν πολιτεία. 'Ακολουθεί ενας σύντομος διάλογος μέ τόν κορυφαίο, πού δηλώνει τήν ύποταγή του στήν εντολή τοΰ άρχοντα, άφοΰ μόνο ένας άνόητος θά μπορούσε νά τήν παραβεί ριψοκινδυνεύοντας τή ζωή του. Κάτι παρόμοιο άκούσαμε και άπό τό στόμα της 'Ισμήνης. Ωστόσο, αύτοι οί άνθρωποι σκύβουν μπρός σέ έναν άρχοντα πού, δπως θά πει πιο κάτω 6 Αίμων (690), τρομοκρατεί μέ τό βλέμμα του τόν άνθρωπο τοΰ λαοΰ τόσο, ώστε δέν τολμά νά πει αύτό πού σκέφτεται. Ό Κρέων δέν είναι άπόλυτα σίγουρος γιά τήν εύόδωση τοΰ 1. Δικαιολογημένα ό G. Müller γιά τον στ. 187 προτιμά τή γραφή πόλεως, πού μαρτυρεϊται καΐ άπό τό άρχαϊο σχόλιο' τό ϊδιο καΐ οί Reinhardt καΐ Schadewaldt στή μετάφραση τους.
327
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
σκοπού του, γιατί πολλοί σκοπεύουν στο κέρδος. "Ετσι προετοιμάζεται ή λαθεμένη ερμηνεία πού δίνει στην επόμενη σκηνή, ταυτόχρονα δμως προβάλλει και ενα θέμα δυσπιστίας, πού θά επανέρχεται συχνά ως τη σκηνή μέ τον Τειρεσία. Μιά ειρωνική νύξη γιά τήν άβεβαιότητα της θέσης του Κρέοντα λανθάνει στο γεγονος ότι ή εντολή του, τήν ώρα πού τήν άνακοινώνει, εχει ήδη καταπατηθεί. Ή πάροδος καλύπτει ενα διάστημα πού φυσικά δεν ταυτίζεται μέ τον πραγματικό χρόνο. Ξαφνικά εμφανίζεται ενας άπο τούς φύλακες του πτώματος, ενας άνθρωπάκος δοσμένος μέ σπάνιο γιά τον Σοφοκλή ρεαλισμό, πού θέλει, γλιτώνοντας τό σαρκίο του, νά φύγει, δταν θά έ'χει εκτελέσει τή μοιραία άποστολή του: νά άναγγείλει οτι στο μεταξύ ή ταφή ^χει γίνει. "Υστερα άπο μια γεμάτη περιστροφές φλυαρία, ό Φύλακας έξακοντίζει τήν ε'ίδηση δτι κάποιος έ'θαψε τον νεκρό. 'Ακολουθεί ή μοναδική σε πλαστικότητα άφήγησή του, πώς στήν πραγματικότητα πρόκειται για έπίστρωση του πτώματος μέ σκόνη παρά γιά κανονική ταφή, καΐ πώς —και ό λόγος του στρέφεται διαρκώς γύρω από τή σωτηρία του— έπεσε σ' αύτόν ό πικρός κλήρος νά φέρει τό μήνυμα. Σ ' αύτό τό σημείο ή σκηνή παίρνει τροπή εξαιρετικά σημαντική γιά τήν ερμηνεία του δράματος. Δύο στίχοι του χοροϋ, σάν κι αυτούς μέ τις διάφορες άσήμαντες γενικότητες πού άκολουθοϋν συνήθως μιά ρήση, θέτουν στον Κρέοντα τό ερώτημα (278κ,) μήπως ή πράξη οφείλεται σε θεϊκή έπέμβαση. Ή υπόθεση τον έρεθίζει σέ τέτοιο βαθμό, πού άποκρίνεται στο χορό γεμάτος πικρόχολη όργή: σίγουρα οί θεοι άποφάσισαν νά τιμήσουν εκείνον πού στράφηκε εναντίον της πατρίδας του ! Και μέ ένα ξαφνικό άλμα στή σκέψη του προσθέτει (289): κάτι άλλο συμβαίνει· απροθυμία και. άντίδραση παίζουν στήν πόλη το καταχθόνιο παιχνίδι τους· κάποιοι δωροδοκήθηκαν (τό μοτίβο του «κέρδους») καί, παραβίασαν τήν εντολή του. Στο τέλος του λόγου του δ Κρέων άπειλεΐ τον Φύλακα μέ τή σκληρότερη τιμωρία, αν δέν άνακαλυφθεΐ δ έ'νοχος. "Επειτα άπο μιά σύντομη στιχομυθία, ό Φύλακας, πού δέν έννοεϊ νά κλείσει τό στόμα του παρά τις άλλεπάλληλες άπειλές, άνακουφισμένος πού γλίτωσε, φεύγει δηλώνοντας δτι δέν θά τον ξαναδούν. 'Ακολουθούν τά δύο στροφικά ζεύγη του πρώτου στασίμου (332-375), ενός χορικού άνεπανάληπτης μεγαλοπρέπειας, πού δμως θέτει δυσεπίλυτα έρμηνευτικά προβλήματα. "Ηδη ή σημα-
328
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
σία του επιθέτου δεινόν στον πρώτο στίχο παρουσιάζει δυσκολίες. Λύτο πού λέγεται έδώ γιά τον άνθρωπο άναφέρεται στη δίχως 6ρια δύναμή του* ταυτόχρονα δμως γίνεται λόγος γιά τή φρίκη, την άγωνία, τό φόβο, πού συνδέονται μέ αυτή την τερατώδη παντοδυναμία, πού εκτείνεται σέ ολα τά πεδία. Ό άνθρωπος κατόρθωσε να δαμάσει τά άγρια ζώα, να άντιμετωπίσει τις δυνάμεις της φύσης* εκαμε κτήμα του τον έ'ναρθρο λόγο· άκόμη και ή ικανότητά του νά θεμελιώσει κοινωνική ζωή μνημονεύεται στα »'δια συμφραζόμενα. Και ωστόσο, πάνω άπ' όλα αύτά ύπάρχει ενα άμετακίνητο δριο: οί νόμοι της πατρικής γής και ή ένορκη δίκη τών θεών. 'Ανάλογα μέ τή στάση του άπέναντι σ' αύτά, κρίνεται ή άξία ή ή άπαξία του άνθρώπου. Αύτο το χορικο δεν άποτελεΐ καμιά «παράβαση» άνεξάρτητη άπο τά δραματικά συμφραζόμενα' άν θελήσουμε νά εκμαιεύσουμε κάποια σχέση μέ συγκεκριμένο πρόσωπο, αύτο είναι μάλλον ό Κρέων παρά ο άγνωστος δράστης της ταφής. Ή στενή δμως συνάφεια του κομμ,ατιοΰ μέ το δράμα ώς σύνολο έγκειται στον προσδιορισμό τών ήθικών άρχών πού διέπουν τή σύγκρουση άνάμεσα στή θεία βούληση και στο άπόλυτο δικαίωμα της κρατικής εξουσίας. Το δεύτερο έπεισόδιο (376-581) εισάγεται μέ άναπαίστους του κορυφαίου, πού βλέπει έμβρόντητος τον Φύλακα νά ξανάρχεται μαζι μέ τήν 'Αντιγόνη. ' Η ηρωίδα εχει συλληφθεί εν άφροσννγ]σί. Ί Ι κρίση δεν άφορα τήν ήθική* υποδηλώνει το είδος συμπεριφοράς πού περιγράφει ό χορός στον στ. 220: μόνο Ινας άνόητος θα ήθελε νά πεθάνει. Ό ποιητής, μέ έ'ναν έξαιρετικά υπολογισμένο χειρισμό, έπιβραδύνει τήν άμεση άντιπαράθεση τών δύο άντιπάλων, πού εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς κόσμους, παρεμβάλλοντας πρώτα ενα διάλογο μέ τον Φύλακα και κατόπιν τήν εξαιρετικά ρεαλιστική άφήγησή του.^ Αύτή ή σκηνή συνδέεται μέ τήν επόμενη σύγκρουση μέ μοναδική δεξιοτεχνία: ό Κρέων, μετά τή ρήση του Φύλακα, στρέφεται άπότομα στήν 'Αντιγόνη (441), άλλά, μετά τήν κοφτή, περήφανη ομολογία της ένοχης της, ξαναγυρίζει στον Φύλακα, άπλώς γιά νά άπομακρύνει άπο τή σκηνή ενα ενοχλητικό διάμεσο πρόσωπο. 'Ακολουθεί ή σκηνή της αντιπαράθεσης, πού σημειώ1. Στά ποιητικά συμφραζόμενα, πρέπει νά δεχτούμε δτι το πτώμ,α του Ι Ιολυνείκη, ό όποιος είχε πέσει στή μάχη τήν προηγούμενη μέρα, βρίσκεται κιόλας σέ άποσύνθεση και αναδίδει άνυπόφορη όσμή.
329
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
νει, τήν κορύφωση του πρώτου μέρους του δράματος καί, μέ τ/·; θανατική καταδίκη της 'Αντιγόνης, κλείνει προσωρινά μιά κατάσταση έντονης δραματικής σύγκρουσης, πού πυκνώνει ολοένα και περισσότερο. Ό άγώνας πραγματοποιείται στήν άρχή μέ δύο λόγους, πού φωτίζουν άπλετα τις θέσεις των δύο άντιπάλων. Έ δ ώ ή 'Αντιγόνη δηλώνει για τί άγωνίζεται και είναι έτοιμη νά πεθάνει (454): αγραπτα κάσφαλή θεών νόμιμα (τούς άγραφους και άπαρασάλευτους νόμους των θεών). Μπροστά σ' αυτά, τα κηρύγματα του Κρέοντα δέν έχουν καμιά ισχύ. Ό μεγάλος λόγος της έχει ήδη προετοιμαστεί στον Αϊαντα, οπού (1343) ό 'Οδυσσέας λέει δτι ή άπαγορευτική διαταγή του 'Αγαμέμνονα δέν πλήττει τον Α'ίαντα άλλά τούς νόμους των θεών. 'Ο χορός στούς ένδιάμεσους στίχους του (471κ.) ονομάζει τήν 'Αντιγόνη άλύγιστη θυγατέρα άλύγιστου πατέρα, άλλά και αύτος ό χαρακτηρισμός (δπως καΐ άλλα παρόμοια χωρία πιο κάτω) δέν εκφράζει κάποια ήθική κρίση μέ ιδιαίτερη σημασία. Ή οργή του Κρέοντα ξεσπά στήν άρχή μέ μιά σειρά μεταφορές, πού περιγράφουν τήν τραυματισμένη περηφάνια του. Πολύ πέρα άπό τήν καταπάτηση της διαταγής του, τον άναστατώνει ή άπροκάλυπτη ομολογία της 'Αντιγόνης. Έ δ ώ δεν μιλεί πια μόνο ό άρχοντας, άλλά ό άνθρωπος πού έ'χει πληγωθεί, στήν προσπάθειά του νά επιβληθεί. Και επειδή αισθάνεται δτι απέναντι του στέκεται ενας άνθρωπος τον όποιο μπορεί νά έξοντώσει, δχι δμο^ς και νά τον λυγίσει, άπαιτεϊ ένα άκόμη θύμα: ή 'Ισμήνη, πού έχει δείξει ύποπτη ταραχή, θά πεθάνει μαζι μέ τήν άδελφή της. Ό τρόπος πού μιλεί (487) γιά τον έρκεΐον Δία (τον Δία προστάτη της αύλής) προετοιμάζει τή βλάσφημη στάση του στή σκηνή του Τειρεσία. 'Ακόμη μιά φορά ή 'Αντιγόνη χαρακτηρίζει (499-507) τήν πράξη της πράξη άδελφικής άγάπης και άπευθύνεται στο χορό μέ λόγια πολύ σημαντικά γιά τήν ερμηνεία του έργου: δλοι αύτοι θά έπι κροτοϋσαν τήν πράξη της, άν ό φόβος δέν τούς έκλεινε τό στόμα ! Είναι αύτό μιά παρερμηνεία της'Αντιγόνης ή, άπεναντίας, μιά νύξη δτι ό χορός, πού διαρκώς καταφεύγει σέ γενικότητες και οικτίρει, τήνάφροσύνη της, ένεργεΐ έτσι άπό φόβο, ένώ στήν πραγματικότητα σκέφτεται διαφορετικά; "Ισο^ς θά μπορούσαμε νά δεχτούμε κάτι τέτοιο και νά ύποθέσουμε δτι έδώ προετοιμάζεται ή τόσο διαφορετική στάση του χορού στο τελευταίο μέρος του δράματος.
330
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΔΡΑΛΙΑΤΑ
Ό άγώνας λόγο:>ν βρίσκε!, τήν οικεία μορφή του στη στιχομυΟία. Βέβαια, τό χάσμα άνάμεσα στους άντιπάλους δεν πλαταίνεί. περισσότερο- βαθαίνει δμως, άφου ο καθένας άλλη μιά φορά έκφράζει κατηγορηματικά αύτό πού θεωρεί σωστό. Έ δ ώ ακούγεται έκεινος ό λόγος της 'Αντιγόνης (523) πού ή σημασία του εχει υποτιμηθεί τόσες φορές μέ τό νά περιορίζεται άποκλειστικά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Φυσικά, ή άρνηση της 'Αντιγόνης άπέναντι στο μίσος και ή κατάφαση της άπέναντι στην άγάπη άναφέρονται άμεσα στον Πολυνείκη· ταυτόχρονα δμως μέ αύτη τη δήλωση εκφράζεται ή φύση της [εφνν!). Γιά τά όρια πού θά έ'πρεπε νά μπαίνουν στο μίσος εχει μιλήσει ήδη ό 'Οδυσσέας στον Αϊαντα (1347). Ό Κρέων κλείνει τη σκηνή μέ ενα καινούριο ξέσπασμα οργής, γεγονός πού ύποδηλώνει δτι αύτός είναι ό ηττημένος. Στο μεταξύ φέρνουν τήν 'Ισμήνη, και άκολουθεϊ μιά σκηνή (531-581) πού ανοίγει και κλείνει μέ πέντε στίχους του Κρέοντα, ενώ ή ύπόλοιπη διεξάγεται σέ μιά σειρά στιχομυθίες. Ή 'Ισμήνη δείχνει πρόθυμη νά μοιραστεί τήν ένοχή της 'Αντιγόνης, σέ μιά έξαρση ήρωισμοΰ πού μπορούν νά δείχνουν οι άδύνατοι άνθρωποι σέ οριακές καταστάσεις. Ή 'Αντιγόνη δμως τήν άποκρούει μέ τραχύτητα (ή κλιμάκωση του διαλόγου δηλώνεται χαρακτηριστικά μέ τή μετάβαση άπό δίστιχα σέ μονόστιχα). Τά λόγια της δέν δείχνουν τήν έγνοια της γιά τήν άθώα άδελφή, άλλά τήν πεισματική διεκδίκηση μιας πράξης πού άνήκει άποκλειστικά στήν ίδια. Βαθιά εντυπώνονται τά λόγια της οτι αύτή, καθώς άπό παλιά άνήκει στον κόσμο των νεκρών, χωρίζεται άπό έκείνην πού δέν ίίχει δικαίωμα νά άνακαλέσει τήν κατάφασή της στή ζωή. Σ ' αύτό τό σημείο ό Κρέων άρχίζει διάλογο μέ τήν 'Ισμήνη και άποκρούει κάθε παράκληση γιά άπονομή χάρης. Καθώς μιλεί γιά άνάξιες γυναίκες, πού δέν θά τις ήθελε γιά τό γιό του, ή 'Αντιγόνη ξεσπά πικρά: «πόσο άτιμωτικά μιλεί γιά σένα ό πατέρας σου, άγαπημένε Α'ίμων!)).^ Πρόκειται γιά προανάκρουσμα της σκηνής πού άκολουθεϊ. ΚαΙ σέ μιά ένσταση του κορυφαίου, ό Κρέων παραμένει τό ίδιο άτεγκτος στήν άπόφασή του. 1. Ό στ. 572 είναι προβληματικός. Μερικοί έχουν ενοχληθεί άπό τό γεγονός δτι σ' αύτή τη στιχομυθία ή 'Αντιγόνη μετέχει μόνο μέ αύτόν τό στίχο, και γι' αύτό τόν άποδίδουν στήν 'Ισμήνη· ^τσι λ.χ. ό Ε. Fraenkel, «Die Phoinissai des Euripides», Bayer. Ak. 1963, \\.k=Kl. Beitr. 415, καΐ ό Η. F. Johansen, Lustrum 1962/7 (1963) 194, και ol δύο μέ δλη
331
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
To δεύτερο στάσίμο, πού περιλαμβάνει πάλι δύο στροφικά ζεύγη (582-625), μέ μιά μεγαλόπρεπη παρομοίωση άπο το χώρο της θάλασσας, εντάσσει το γεγονός στην ιστορία του καταραμένου οΐκου των Λαβδακιδών, ενα παραδοσιακό θέμα πού ό ποιητής το κρατεί γενικά σαν φόντο. Τό ύποχθόνιο δρεπάνι^ θερίζει τώρα καϊ. τήν 'Αντιγόνη ! Τά μέσα πού χρησιμοποιούνται είναι λόγου τ' άνοια καΐ φρενών ερινύς (ή άσυδοσία της γλώσσας και ή τύφλωση του νου). Αύτό άναφέρεται πρώτα μόνο στην 'Αντιγόνη και συνδέεται μέ τήν άφροσννην πού της προσάπτει 6 χορός. Τό δεύτερο δμως στροφικό ζεύγος άλλάζει κατεύθυνση και μεταθέτει άκόμη και τις παραπάνω λέξεις σέ ενα μισόφωτο: ο χορός άντιπαραθέτει τήν άναπόδραστη δύναμη του Δία στή χιμαιρική γνώση τών άνθρώπων καί, μέ μιά έ'ντονη άνάμνηση αίσχύλειου στοχασμού, προσθέτει δτι τό κακό φαίνεται να είναι καλό σ' εκείνον πού ό θεός τόν όδηγεϊ στό δρόμο της άτης —ή συγκεκριμενοποίηση αύτής της γενικής σκέψης μόνο στόν Κρέοντα μπορεί νά άναφέρεται. ' Η τροπή πού παρακολουθήσαμε σημειώνει τήν άρχή της κάτω όδοϋ για τή μοίρα του. και ή έπόμενη σκηνή είναι ό πρώτος σταθμός της. 'Ανάπαιστοι του χορού άναγγέλλουν τήν άφιξη του Αϊμονα. '( ) άγώνας μέ τόν πατέρα του (631-765) παρουσιάζει τυπική δομή: ύστερα άπό έ'ναν σύντομο εισαγωγικό διάλογο, οί δύο μακρές ρήσεις, πού έ'χουν περίπου ή (αν συνυπολογιστεί καί ενα άμφίβολο κενό μετά τόν στ. 690) άκριβώς τήν ϊδια έκταση, άκολουθούνται κάθε φορά άπό δύο κατευναστικούς στίχους του χορού, γιά νά περάσουν τέλος στή συναισθηματικά φορτισμένη στιχομυθία. Ό λόγος του Κρέοντα είναι μιά ρήση προτρεπτική, πού συνιστά υπακοή στόν πατέρα και στήν κρατική εξουσία. Αύτά ολα τά ταυτί^ ζει άμεσα μέ τόν εαυτό του, όταν, μέ εξαιρετικά άποκαλυπτικο τρόπο, δηλώνει μέ έ'μφαση 0τι άπαιτεϊ ύπακοή στά σμικρά και δίκαια και τάναντία (στά άσήμαντα και τά σωστά άλλά καί στά άντίθετά τους, 667)! Ή περιφρονητική άναφορά στόν Δία ο): τή σχετική βιβλιογραφία. Σωστά δμως επισημαίνει ό G. Müller στά σχόλιά του δτι ό στ. 572 δέν άνήκει στή στιχομυθία Κρέοντα-'Ισμήνης άλλοτ στήν κατακλείδα της, άκριβώς δπως καΐ οί επόμενοι στίχοι του κορυφαίου. Ό Reinhardt και ό Schadewaldt στή μετάφρασή τους άποδίδουν έπίση: τό στίχο στήν 'Αντιγόνη. Βλ. τώρα καlWinnington-IngΓam, Sophocles. 93 σημ. 7, δπου και ή σχετική βιβλιογραφία. 1. Ή διόρθωση τοϋ κόνις σέ κοπίς είναι προφανής. Μιά σκόνη πού ((Οε ρίζει» θα ήταν άκόμη και γιά τον Αισχύλο μεταφορά πολύ τολμηρή.
332
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
προστάτη της ομαιμης συγγένειας άντιστοιχεϊ σέ κάτι πού άκούστηκε λίγο πιο πάνω (487), και προοικονομεϊ, όπως και έκεΐνο, τή σκηνή του Τειρεσία. Ή ρήση του Αϊμονα, θίγοντας μέ πολλή προσοχή τήν ούσία, χαρακτηρίζεται πρώτα άπ' δλα άπο βαθιά μέριμνα γιά τον πατέρα, πού ό γιος του θέλει νά τον προφυλάξει άπό ενα λάθος. Συγκεκριμένα μιλεί μόνο έκει δπου επικαλείται (692· και πιο κάτω 733) τή μαρτυρία της πόλης οχι μόνο γιά τήν άθωότητα άλλά και γιά τή φήμη της 'Αντιγόνης. Ή κλιμάκωση των άντιθέσεων οδηγείται πολύ επιδέξια σέ άπόλυτη ρήξη μέσα στή στιχομυθία. Και εδώ προδίδεται το ύπερθεματικό κύρος της κρατικής εξουσίας στο «l'état c'est moi» (εγώ είμαι το κράτος !) του Κρέοντα (736, 738). Έ κ ε ΐ δμως δπου ή σύγκρουση φτάνει στήν άκρα κορύφωσή της (743), εμφανίζεται άκόμη μιά φορά ή άντίθεση τών δύο άντίπαλων κόσμων: ό Κρέων υπερασπίζεται τήν τιμή τών δεσποτικών άξιωμάτων του, ενώ ό Αϊμων τον μέμφεται δτι ποδοπάτησε τό σεβασμό τών θεών. Προς τό τέλος του διαλόγου, 6 Κρέων φτάνει σέ ενα δριο έσχατης βαναυσότητας, ενώ ό Αϊμων έγκαταλείπει ορμητικά τή σκηνή μέ μιά σχεδόν άνοιχτή άπειλή δτι θά δώσει τέλος στή ζωή του. Ό Κ. v o n Fritz έ'δειξε {δ.π.) δτι αύτός ό Α'ίμων δεν είναι μόνο ^νας ερωτευμένος νέος πού χρησιμοποιεί τήν έγνοια γιά τήν υπόληψη του πατέρα του σάν έπιτήδειο πρόσχημα. Παρόμοιες κατηγορίες πού του προσάπτει ό Κρέων (740, 746, 748) ό Α'ίμων τις αποκρούει βίαια. *Αν δμως δεν μιλεί γιά τον έ'ρωτά του (ή κλασική άττική γλώσσα μέ δυσκολία θά μπορούσε νά έκφράσει κάτι τέτοιο), άν δέν τον εισάγει ως έπιχείρημα στή σύγκρουση μέ τον πατέρα του, δέν σημαίνει δτι δέν τον αισθάνεται κιόλας. "Ετσι μου είναι δύσκολο νά συμφωνήσω μέ τον Κ. v o n F r i t z δταν ισχυρίζεται δτι τό τρίτο στάσιμο (781-800), μέ τον υμνο του γιά τήν παντοδυναμία του έ'ρωτα, σημαίνει παρανόηση του χοροϋ, ό όποιος παρερμηνεύει τήν άπόφαση του Αιμονα νά συνηγορήσει γιά τήν 'Αντιγόνη. 'Απεναντίας, ή γνώμη μου είναι δτι τό χορικό αύτό προβάλλει ενα θέμα τό όποιο έχει γιά τον Αϊμονα τήν ϊδια σημασία μέ τή φροντίδα γιά τή σχέση του μέ τον πατέρα του, άλλά στο όποιο δέν μπορεί νά προσδώσει ό 'ίδιος αύτή τή σημασία. ΠρΙν άπό τό στάσιμο υπάρχει μιά σύντομη άλλά σημαντική σκηνή άνάμεσα στον κορυφαίο και τον Κρέοντα, πού δείχνει δτι
333
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
ή βεβα!.ότητά του άρχίζει νά κλονίζεται. Δεν δίνει, βέβαια, ό Κρέων καμιά σημασία στήν παρατήρηση του κορυφαίου δτι ο Α'ίμων έφυγε γεμάτος οργή μέ άπροσδιόριστες συνέπειες, άλλά τήν ϊδια κιόλας στιγμή άθωώνει τήν 'Ισμήνη. "Οσο για το μίασμα πού μ,πορεΐ νά προκληθεί άπο τή φυλάκιση της 'Αντιγόνης μέσα σε ένα πέτρινο κοίλωμα, θά τό άποφύγουν άφήνοντάς της λίγη τροφή. Μέ μιά δραματική άρθρωση πού τήν έχουμε ήδη επισημάνει ώς χαρακτηριστικό της τεχνικής του Σοφοκλή, δεν προωθείται άμεσα ή πορεία πού χαρακτηρίστηκε κάτω οδός του Κρέοντα, άλλα οδηγείται ως τό τέλος της ή γραμμή της 'Αντιγόνης μέ τήν παρουσίαση της πορείας της προς τό θάνατο. Εμφανίζεται στή σκηνή ή ήρωίδα νά θρηνεί πικρά γιά τή μοίρα της, μέ έναν κομμό πού, έπειτα άπό εισαγωγικούς άναπαίστους του χορού, συγκροτείται άπό δύο στροφικά διαρθρωμένα συστήμα.τα (τό πρώτο μέ άναπαίστους μετά τή στροφή και τήν άντιστροφή) καΐ άπό μιά σύντομη έποοδό (806-883). 'Αποκρούει τά καλοπροαίρετα παρηγορητικά λόγια του χορού (839), χαρακτηρίζοντάς τα σαρκασμό, και συμφωνεί μαζί του μόνο έκεϊ όπου ο χορός στοχάζεται τή μοίρα πού βαραίνει τόν οίκο των Ααβδακιδών.^ Είναι πραγματικά άπαράδεκτη ή μικρολογία ορισμένων πού δείχνουν νά άπορούν μέ τό θρήνο της ήρωίδας. Τό μεγαλείο της θυσίας της άποκαλύπτεται άπόλυτα μόνο εδώ, όπου βλέπουμε τόν άνθρώπινο πόνο πού συνεπάγεται. 'Ακριβώς τό γεγονός δτι ή 'Αντιγόνη συνειδητοποιεί τήν πληρότητα της ζωής πού θυσιάζει, τήν μετατρέπει στή μορφή εκείνη πού, πέρα άπό τήν άκαμπτη τήρηση μιας άρχήζ, κερδίζει τό άνάστημά της μέσα στό χώρο τών ζωντανών. Σέ λίγο έρχεται ό Κρέων, άπαιτεϊ επίσπευση της διαδικασία:: και βεβαιώνεται άκόμη μιά φορά γιά τήν τυπική πλευρά τής τελεί . 'Εξακολουθώ νά θεωρώ δτι είναι άδύνατο νά εξομαλυνθούν οί προβληματικοί στίχοι 854κ., άφοΰ ό ϊδιος ό χορός πού άναγνωρίζει (872) στήν 'Αντιγόνη ενσέβειαν (πού βέβαια δεν τολμά νά άναμετρηθεϊ μέ τή δύναμη), λέει γι' αύτήν δτι επεσε πάνω στά σκαλιά της Δίκης (μάλιστα δτι τά χτύπησε μέ τά πόδια της!) Πρβ. το σχετικό άρθρο μου, Hermes 80 (1952) 93=Ges. Sehr. 177. Μέ τήν άποψή μου συμφωνεί και ό J. Goth, δ.ττ. 157. Τήν αντίρρηση του G. Müller, ο.π. 191 (ό όποιος προτείνει μιά άρκετά άξιοπρόσεχτη ερμηνεία του χωρίου), σχετικά μέ τή χρήση του πολύ, δπως τή δέχομαι εγώ, τήν άναί,ροϋν χωρία δπως τοΰ Οιδίποδα 7'. 743 και 786. Βλ. επίσης Burton, υ.π. 120κκ.· Winnington-Ingram, ό'-τ. 141 καΐ σημ. 68.
334
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
τουργικης καθαρότητας σ' αύτο τδ είδος θανατικής καταδίκης. 'Λκόμη μιά φορά ή 'Αντιγόνη μιλεϊ γιά τό δίκιο της και την οδύνη της. Αύτη ή σκηνή (883-928) περιέχει και έκεΐνο τον διαβόητο ορθολογικό ύπολογισμό πού βοηθεΐ τήν ήρωίδα νά αιτιολογήσει τή θυσία της μέ τό έπιχείρημα ότι, άπό δλους τούς δικούς της, μόνο ό αδελφός της είναι άναντικατάστατος. Στούς στίχους αυτούς, πού εξόργισαν φοβερά τον Goethe («Συνομιλίες μέ τον Eckormann», 28 Μαρτίου 1827), βρίσκουμε εναν άπόηχο άπο τήν Ιστορία της γυναίκας του Ίνταφέρνη (Ήρόδ. 3, 119). 'Άν δεν οβελιστοϋν οί στίχοι (βλ. παρακάτο^), τότε πρέπει νά κατανοηθούν ώς προσπάθεια να πραγματοποιηθεί, στο χώρο της λογικής πού σταθμίζει νηφάλια, μιά «λογοδοσία» γιά μιά πράξη πού πήγασε άπό τά βάθη του συναισθήματος και της θρησκευτικής προσήλω^ιης·^^
Σέ μιά σύντομη, άναπαιστική σκηνή, ύστερα άπό πιεστική εντολή του Κρέοντα, ή 'Αντιγόνη οδηγείται στο θάνατο. Τά τελευταία λόγια του θρήνου της: την ενσεβίαν σεβίσασα (σεβάστηκα τήν εύσέβεια), άποτελοΰν χαρακτηριστική ήχητική επανάληψη του στ. 872 του χορού. Τό τέταρτο στάσιμο προσάγει, στά δύο στροφικά του ζεύγη (ί)44-987), παραδείγματα άπό τό μύθο. Παρόμοια μέ της 'Αντιγόνης μοίρα είχαν ένοχοι όπως ό Αυκοΰργος, και άθώοι όπως ή Δανάη και ή Βορεάδα Κλεοπάτρα. 'Ώς τώρα στή σκηνή κυριαρχούσε ή 'Αντιγόνη. Τώρα βρίσκει τή συνέχειά της ή γραμμή του Κρέοντα, στήν αποφασιστική γιά τήν δλη στάση του σκηνή μ,έ τον Τειρεσία (988-1090). "Τστερα άπό έ'ναν σύντομο εισαγωγικό διάλογο, δπου ό μάντης δηλώνει άμέσως τό άπόλυτο κύρος του λειτουργήματός του, έκτίθεται ή άναταραχή πού προκάλεσε ή πράξη του Κρέοντα στήν τάξη των πραγμάτων, καθώς και ή δυσαρέσκεια των θεών, πού διαπιστώνεται στα σημάδια της θυσίας. Ό Τειρεσίας τελειώνει τό λόγο του φιλικά (1023, τέκνον), συμβουλεύοντας μεταστροφή. Ή σύντομη, γεμάτη παραφορά άπάντηση του Κρέοντα άποκαλύπτει τόν άνθρωπο πού έ'χει παγιδευτεί στο δίχτυ της παραφροσύνης. Μόνιμα ένδοτικός στή δυσπιστία, ύποψιάζεται και πάλι προδοσία και δωροδοκία (τό μοτίβο του «κέρδους»), φτάνοντας στο έ'σχατο /5ριο της βλασφημίας: ό Πολυνείκης δέν θά θαφτεί* οί άετοί του Δία ας φέρουν στό θρόνο του θεού άψυχες σάρκες άπό τό πτώμα !
335
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Δεν φοβάται y,(xyévv. μίασμα' ενας άνθρωπος σίγουρα δεν μπορε-, νά μολύνει, τούς θεούς. Ή έπόμενη στιχόμυθία άρχίζει άμέσως μ' μιά έκρηξη άγριας άγανάκτησης του μάντη, πού την άντιμετωπί ζει ό Κρέων τό ϊδιο πικρόχολα. Τυφλότητα σάν τή δική του, λέ: ό μάντης, δεν θεραπεύεται μέ νουθεσίες· το πείσμα του δέν λυγί ζει, μόνο νά σπάσει μπορεί. Και αυτό επιτυγχάνει ό Τειρεσία:, προειδοποιώντας τον δτι είναι κιόλας έτοιμος ενας φριχτός έξιλα σμός γιά τό εγκλημά του και οτι θά πληρώσει την ανόσια πράζν^ του άπέναντι στον νεκρό μέ εναν άπό τό 'ίδιο του τό αΤμα. Ό Τειρεσίας άποχωρεΐ* ό Κρέων δέν κρύβει άπό τό χορό τήν ταραχή του· ελάχιστα μόνο λόγια χρειάζεται δ κορυφαίος γιά ν ) τόν οδηγήσει στήν άπόφαση νά ελευθερώσει τήν 'Αντιγόνη κ.7_!, νά θάψει τόν Πολυνείκη. Αύτη τή σειρά μάλιστα τόν συμβουλεύει, νά άκολουθήσει. Τό ότι ό Κρέων τήν άντιστρέφει, θά άποδειχτΓ', μοίραΐο. Ό λόγος του χορού είναι κιόλας πιό έλεύθερος άπό ο,-:', ως τώρα, άφοΰ μιλεί γιά τούς κακόφρονες (1104), αύτούς πού τούς κυριεύουν οί δαίμονες του κακού. Ό Κρέων πάντως φεύγ^. λέγοντας κάτι πού δείχνει ούσιαστική άναγνώριση : 'ίσως, παρ' ΟΑΓ/ αύτά, νά είναι καλύτερο νά τηρεί κάνεις τούς καθεστώτας νόμοι\. Είναι οΐ νόμοι γιά τούς οποίους πεθαίνει ή 'Αντιγόνη, και εΙ\ισ\ κάτι διαφορετικό άπό τούς προκειμένους νόμους^ τις έφήμερες έν τολές γιά τις όποιες εϊχε μιλήσει δ 'ίδιος νωρίτερα (481) μέ τόον^ έμφαση. Στό πέμπτο στάσιμο παρουσιάζεται έκείνη ή παρέκτασις τρ(ΐ γική^ πού μας είναι γνωστή άπό τόν Αϊαντα. Σέ δύο στροφικ) ζεύγη (1115-1154), πού άνήκουν στά ωραιότερα δείγματα σοφό κλειου λυρισμού, ό χορός, γεμάτος ελπίδα, ύψώνει τή χαρμόσυνα, κραυγή του προς τόν Βάκχο· έπικαλεϊται μάλιστα τόν 'ίδιο τό θεό, νά ερθει λυτρωτής και δωρητής γιορταστικής χαράς. Δημιουργώντας οξύτατη άντίθεση μέ αύτό τό χορικό, έμφανί ζεται στή σκηνή δ'Αγγελιοφόρος. Ή διήγησή του γιά τά φοβερ / γεγονότα επιβραδύνεται έπιδέξια. "Υστερα άπό δεκαέξι στίχου μέ γενικές σκέψεις πάνω στήν άβεβαιότητα της άνθρώπινης μοί ρας, άκοΰμε, σέ μιά σύντομη στιχόμυθία μέ τό χορό, πρώτα πρί.) τα (1173) εκείνο τό άκόμη άπροσδιόριστο τεθνάσιν, και σέ λίγ'. μαθαίνουμε οτι ό νεκρός είναι ό Αϊμων, νεκρός άπό τό 'ίδιο του τό χέρι. Αύτή τή στιγμή εμφανίζεται άπό τό παλάτι ή Εύρυδίκ/;, και τότε μόνο δ 'Αγγελιοφόρος προβαίνει στήν εκτεταμένη του
336
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΔΡΑΛΙΑΤΑ
ρήση. ΙΙρώτα έθαψαν τον νεκρό καΐ υστέρα εσπευσαν στον πέτρονο τάφο, δπου ό Κρέων βρήκε τό γιό του δίπλα στο πτώμα της Ά ν τιγύνης, πού είχε άπαγχονιστεϊ.^ Ό Αΐ'μων όρμα μέ το ξίφος του έναντίον τοΰ πατέρα του, άλλά άστοχεϊ καί αυτοκτονεί αντω χολη)Οείς. "Ενα ολόκληρο δράμα ψυχής σέ λίγα λόγια ! Για ολα αύτά υπάρχει μιά βαριά ενοχή, πού τη φέρει 6 Κρέων (1173)· σ' αύτόν προσάπτει ό'Αγγελιοφόρος, κλείνοντας την άφήγησή του,τή μομφή τής άβονλίας (1242), πού ξανακούγεται σημαδιακά στήν κατακλείδα τοΰ δράματος. "Αφωνη δπωςή Δηιάνειρα στις Τραχίηες, αποχωρεί άπο τη σκηνή ή Εύρυδίκη. "Ενας διάλογος ανάμεσα ατί>ν κορυφαίο και τον 'Αγγελιοφόρο, γεμάτος άνησυχία γιά τις προθέσεις της, διακόπτεται άπο την ε'ίσοδο τοΰ Κρέοντα, πού ερ/εται μέ το πτώμα τοΰ Αϊμονα. "Επειτα άπο τούς έξαγγελτικούς άναπαίστους τοΰ κορυφαίου, άκολουθεΐ ο μεγάλος κομμός τοΰ τέλους (1261-1346), ό όποιος συνενώνει, μέ τον πλούσιο σέ δοχμίους θρήνο τοΰ Κρέοντα, τήν είδηση μιας καινούριας συμφοράς: ό Ί']ξάγγελος^ βγαίνει άπο τό παλάτι και άνακοινώνει οτι ή ΕύρυΛίκη έδωσε τέλος στή ζωή της μέ έ'να ξίφος. "Ολα αύτά τά οδυνηρά θέματα μορφοποιούνται σέ δύο άρτια άρθρωμένα στροφικά συστήματα.^ Στο πρώτο, κάθε στροφή διακόπτεται άπο έ'να τρίμετρο τοΰ κορυφαίου, ένώ ή κατακλείδα συγκροτείται άπο έ'ξι (σύμφορα μέ τήν παράδοση πέντε) τρίμετρα. Οί στροφές τοΰ δεύτερου συστήματος διακόπτονται κάθε φορά άπο εναν πεντάστιχο διάλογο άνάμεσα στον Κρέοντα και τόν'Εξάγγελο ή τό χορό. ' Η σταθερή εναλλαγή παράφορου θρήνου μέ διαλογικούς στίχους δίνει στήν Λλη σύνθεση μιά ταραγμένη κίνηση. Γιά τήν κατανόηση τοΰ έργου είναι άποφασιστικό ότι ολοι (άκόμη και δ 'ίδιος ό Κρέων), δ χορός, ή ετοιμοθάνατη Εύρυδίκη 1. Τά λόγια τοΰ Κρέοντα στον Αϊμονα (1228) οίον έργον εΐργασαι', είναι άπροσδόκητα, άλλά δεν θά μπορούσαν, δπως θέλει ό Adams (58), νά οδηγήσουν στήν υπόθεση δτι ό Κρέων φαντάστηκε πώς ό Α'ίμων (οπλισμένος μάλιστα μέ ξίφος) είχε κρεμάσει τήν 'Αντιγόνη. Ό W . Μ. Calder III, «Was Antigone murdered?» GRBS 3 (1960) 31, έξετάζει και αυτό το ένδεχόμενο· και πιο πρόσφατα, GRBS 9 (1968) 402. 2. Είναι φυσικό τήν ε'ίδηση νά τή φέρνει ό 'Αγγελιοφόρος πού μπήκε γ(μάτος άνησυχία στό παλάτι (1255) και οχι ενας οποιοσδήποτε υπηρέτης. 3. "Ισως εχει δίκιο ό G. Müller, δ.π. 270, δτι άνάμεσα στούς στ. 13011305, πού άντιστοιχοΰν στούς εξι τριμέτρους 1278-1283, εχει εκπέσει ενας στίχος.
337
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
μέ το στόμα του Έξάγγελου, φορτώνουν την εύθύνη σ' εκείνον πού κατηγορεί τον 'ίδιο τον έαυτό του γι,ά τά φρενών δνσφρόνων αμαρτήματα (τά λάθη του άνόητου νου, 1261). Αύτο είναι, και το μήνυμα των άναπαίστων του χορού, καθώς άφήνει την ορχήστρα: συνετό φρόνημα είναι τό ύψιστο άγαθό* ό σεβασμός άπέναντί, στους θεούς δέν άνέχεται καμιά παράβαση· φοβερά πλήγματα βρίσκουν τούς ύπερφίαλους και τούς συνετίζουν. Ή δομή του έργου γίνεται κατανοητή μόνο αν άντιμετωπιστεί ώς δράμα δύο προσώπων. "Ολες οι άπόπειρες να δοθεί ή έμφαση μονόπλευρα σέ μία άπό τις δύο μορφές οδηγούν σέ λαθεμένη έκτίμηση.^ Ή ολη δομή, μέ τή χωριστή παρουσίαση των δύο προσώπων στήν άρχή και τή συνακόλουθη σύγκρουσή τους, άποκαλύπτει μιά καθαρή γραμμή, δπου ένυφαίνεται, σάν στοιχείο άντιστικτικό, ή συμπεριφορά της 'Ισμήνης· αύτό τό πρόσωπο, υστέρα άπό τήν ήρωική του έκρηξη, εξαφανίζεται άπό τό δράμα. Στή μέση περίπου του έργου τά δύο νήματα άποσυμπλέκονται ώς έναν όρισμένο βαθμό. Ή σκηνή μέ τόν Αϊμονα σημειώνει τήν άρχή της πτώσης του Κρέοντα, και έν συνεχεία ή γραμμή της 'Αντιγόνης οδηγείται ώς τό τέλος της μέ τήν παρουσίαση της πορεία^ της πρός τό θάνατο. 'Ακριβώς δμως στή διακοπή πού προκαλεί αύτή ή σκηνή στήν πορεία της τύχης του Κρέοντα πραγματοποιείται μιά διασταύρωση, πού δένει στενά τό σύνολο. Στο υπόλοιπο έργο κυριαρχεί ό Κρέων. ^ Ή πτώση του όμως είναι ή τιμωρία της ύβρης του και ταυτόχρονα ή δικαίωση της 'Αντιγόνης, έτσ'. πού μόνο περιορισμένα μπορεί νά χρησιμοποιήσει κάνεις γι' αύ τή τήν τραγωδία τό χαρακτηρισμό του διπτύχου. Πάντως, ή δο μή της πρέπει νά διαχωριστεί μέ σαφήνεια άπό του Οιδίποδα 7'. ή της 'Ηλέκτρας. Ή ερμηνεία της 'Αντιγόνης έμεινε γιά πολύ ύπό τήν έπίδρασ/^ 1. ΓΓαρόμοια είναι καΐ ή πρόσφατη ερμηνεία του W. Μ. Calder III. δ.π., ό όποιος βλέπει στο εργο τό δράμα τοϋ πολιτικού Κρέοντα καΐ ίτοι τόν άπαλλάσσει σχεδόν άπό κάθε εύθύνη. Βλ. επίσης: J. C. Hogan, «Tlic Protagonist of the Antigone», Arethusa 5 (1972) 93· H. Patzer, «Hauptperson und tragischer Held in Sophokles Antigone», Sitzung her. wiss. Ges. Goethe Univ. 15, 2, Abh., 1978, 45. 2. Ή υποτίμηση τοϋ τελευταίου μέρους, δπως προτείνει ό Wilamowil,/. Griechische Tragödien 4, 348, και τή δέχεται ό W. Μ. Calder, ό'.ττ. (κάποιες επικρίσεις εχει και ό Reinhardt), είναι πραγματικά άκατανόητ/, και μοιάζει νά παραβλέπει τά λόγια του ϊδιου τοϋ ποιητη.
338
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
του H e g e l / ό όποιος είδε στο εργο τή σύγκρουση άνάμεσα σε Χύο σφαίρες άξιων μέ Ι'σα δικαιώματα. Αυτή ή αντίληψη άσκεϊ άκόμη κάποια επίδραση σε δσους επιμένουν νά διακρίνουν κάποια ένοχή^ και στη στάση της 'Αντιγόνης. Πάντως, μπορεί νά πει κανείς μέ κάποια πεποίθηση οτι σήμερα εχει έπικρατήσει μια ερμηνεία® πού, άποκλίνοντας ούσιαστικά άπό τον Hegel, βλέπει στήν 'Αντιγόνη τον άγώνα ένός άνθρώπου ενάντια στο άπεριόριστο δικαίωμα της κρατικής εξουσίας, πού δεν άναγνωρίζει, πάνω άπό τήν παντοδυναμία της, κανέναν υπερβατικό νόμ,ο μέ άπόλυτη ισχύ. Ή 'Αντιγόνη, ιδωμένη ύπό αύτό τό πρίσμα, γίνεται στήν παγκόσμια λογοτεχνία έ'να κλασικό δράμα άντίστασης. Βέβαια, δέν πρέπει νά ξεχνούμε ότι ήδη ό Κ. Ο. Müller είδε τό δράμα ούσιαστικά άπό αύτή τή σκοπιά {Gesch. d. griech. Lit. ^1875, 2,118). Τό γεγονός δτι πρόσφατα δ Η. F u n k e {δ.π.) και δ J. Goth στήν άξιόλογη διατριβή του, καθώς και ό G. Müller στό ερμηνευτικό 1. Aesthetik 2, 2, κεφ. 1. Ό Bowra έδειξε πειστικά (65) δτι ή έρμηνιία του Hegel βρίσκεται μέσα στη συνολική θεώρηση της ιστορίας. Βλ. καΐ Η. Oeben, Hegels Antigone-Interpretation (διατρ. δακτυλ.), Βόννη Ι'.ΙΓ)3. 2. Καλή επισκόπηση στον L. Bieler, ό'.π., ό όποιος βλέπει στήν υπέρβαση των δεδομένων ορίων κάποιο στοιχείο ένοχης. Παλαιότερη βιβλιογραφία στον Μ. Κ. Flickinger, ό'.π. Ό Η. Kleinknecht, στο άρθρο του "Νόμος» στο Λεξικό Kittel, 4, 1020, βλέπει τό δράμα σάν άγώνα του νόμου κατά του νόμου. Ό Schadewaldt, σέ προγενέστερη εργασία του (Neue Wege der Antike 8, Λι,ψία 1929), υποστήριξε 'ότι ή 'Αντιγόνη, καθώς άντιμετωπίζει τό θάνατο, άναγνωρίζει δτι μόνο μέ άγώνα κατά τοΰ κράτους μπορεί νά εξασφαλίσει τό δίκαιο τοΰ νεκρού" άργότερα δμως ( Univrrsitas 8, 1953, 59&=Hellas und Hesperien 104 και 264, και μέ κάποιο περιορισμό 273) παρουσίασε τήν ερμηνεία πού δεχόμαστε εδώ. Ό W. Jens, Λ.π. 56=308, βλέπει Ινα είδος ένοχης στήν άπόλυτη άπομόνωση της 'Αντιγόνης άπό δλους τούς άλλους. Ό S. Μ. Adams, ό'.π., θέλει τό τελευταίο οχόλιο του χοροϋ νά άναφέρεται στόν Κρέοντα και στήν 'Αντιγόνη. Ό Κηοχ ((•2) άντιμετωπίζει τό δράμα άπό πολιτική άποψη και βλέπει στόν Κρέοντα ίναν εκπρόσωπο των κλεισθενικών-δημοκρατικών άρχων, πού τις άντιμάίιται ή ύπερασπίστρια τοΰ άρχαίου δεσμού τοΰ συγγενικοΰ α'ίματος. Ό I/. Elliger, «Sophokles und Apollon)), Synusia für W. Schadewaldt, Pfullingen 1965, 98, έντοπίζει ενα στοιχείο ΰβρης στήν επιθυμία αυτοκαταστροφής πού δείχνει ή 'Αντιγόνη. 'Αντιφατικά έκφράζεται στίς κρίσεις του γι' αύτήν και ό F. R. Adrados, ό'.π. 3. Καλή επισκόπηση της πορείας πού πήρε ή συζήτηση τόν 19ο αιώνα μας δίνει ό Η . Meyer-Benfey, Sophokles Antigone, Χάλλη 1920, 31. Πρόσφατες επισκοπήσεις στούς G. Heeg, Antigone og eftertiden, Κοπεγχάγη 1949· Ε. Eberlein, ό'.π., και Η. Funke, ό'.π.
339
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
του υπόμνημα, είδαν στήν 'Αντιγόνη την άγωνίστρια πού πεθαίνει γιά χάρη των αιώνιων νόμων των θεών, Ι'σως στηρίζει, κατά κάποιον τρόπο, την προηγούμενη άποψη. Κάποιες εκφράσεις τή^ 'Αντιγόνης πού μιλούν γιά την ενοχή της (74,469,923,925) πρέ πει νά θεωρηθούν ειρωνική προβολή τού δίκιου της. 'Εννοείται δτι οί διάφοροι ερμηνευτές πού μιλούν γιά «ύβρη» της 'Αντιγόνης κάπου στηρίζουν τον ισχυρισμό τους. Υπάρχουν πράγματι στήν ηρωίδα χαρακτηριστικά ενός πείσματος και μιας σκληρότητας, πού δεν τά επιδοκίμαζε ή άττική σωφροσύνη. 'Ακριβώς εδώ όμως άναγνωρίζεται τό τραγικό: ή άνόσια πράξη τού Κρέοντα προϋποθέτει μιά αντίσταση της πιο σκληρής και άνυποχώρητης άκαμψίας. Πώς άλλιώς θά μπορούσε ή 'Αντιγόνη νά μαρτυρήσει γιά τούς άγραφους νόμους;^ Ό Κρέων σφάλλει. Οί διάφορες προσπάθειες νά τον απαλλάξουν άπό τήν εύθύνη, χαρακτηρίζοντάς τον πιστό ύτα^ρέτη της πολιτείας, δεν εύσταθούν. Τό νά άπαγορέψει κάνεις νά ταφεϊ στήν προγονική του γη ο προδότης της πατρίδας του άνταποκρινόταν σίγουρα στά ελληνικά θέσμια. Ό Κρέων όμως προχωρεί πολύ περισσότερο, άφού άποκλείει τή μεταφορά τού πτώματος, τοποθετώντας φρουρούς, και σκοπεύει νά τό ρίξει βορά στά όρνια." Γι' αύτό αποδοκιμάζεται άπό τό γιό του, τήν πολιτεία και τού: θεούς. Και ωστόσο είναι λάθος νά δούμε στον Κρέοντα τον «κακό» τού έργου. Είναι και αύτός, ετσι παγιδευμένος, τραγικό πρόσοοπο, άφού μέ τήν πλάνη του σκορπά γύρω μιά συμφορά πού, τελικά, πλήττει και τον Ι'διο. Διαπράττει, βέβαια, βαρύ έγκλημα' άλλά 1. Σχετικά μέ αύτο το θέμα βλ. ιδιαίτερα V. Ehrenberg, 22 (25 στή γερμανική έκδοση). Έ χ ε ι κάποιο δίκιο ό A.-J. Festugière, Personal Be ligion among the Greeks, Berkeley 1954, 52, δταν χαράζει άπό έδώ τή γραμμή ό ς τις ιδέες τοΰ Πλάτωνα. Διατηρώντας κάθε επιφύλαξη γιά τή χρησιμοποίηση χριστιανικών έννοιών, δεν μπορούμε πάντως νά άμφισβη τήσουμε στον F. Sengle το δικαίωμα νά άποδώσει τήν έννοια τοΰ μαρτυ ρίου στήν 'Αντιγόνη, στήν τόσο άξιοπρόσεχτη έργασία του «Vom Abso luten in der Tragödie», Deutsche Vierteljahrschrift 20 (1942) 272. 2. Γιά τις άντιλήψεις πού υπόκεινται έδώ βλ. Η. Höppener, «Url begrafenisverbod in Sophokles Antigene», Hermeneus 9 (1937) 7:! Goossens 631, 121· Funke, 34, 30. Πολύ καλές παρατηρήσεις στον .1. Goth, δ.π. 44, 3. Πρβ. Ηρόδοτος 9, 79: τα πρέπει μάλλον βαρβάροιση· Θουκυδίδης 1, 138" Ξενοφών, 'Ελληνικά 1, 7, 22" Φύλαρχος FGrHist «I, άπ. 45. Σημαντικές είναι οί απόψεις τοΰ Goethe γιά τον Κρέοντα (Σννο/η λίες με τον Eckermann 28.3.1827).
340
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
iîèv το εκτελεί άπο συγκεκριμένη πρόθεση νά προκαλέσει, κακό, παρά άπο νοσηρή παραγνώριση της ιεράρχησης των αξιών. Αύτό τ6 ομολογεί καΐ ό 'ίδιος μόλις άνοίγουν τά μάτια του (1113). 'Αντιμετωπίσαμε την 'Αντιγόνη και τον Κρέοντα σάν δυο μορφές μέ σαφές περίγραμμα, και αύτό σημαίνει άπόρριψη της θεωρίας πού θεμελίωσε ό Τ. von Wilamowitz, δτι δηλαδή δεν ύπάρχει γενικά αύτό πού λέμε διαγραφή χαρακτήρων, άφοΰ ό ποιητής εχει συγκεντρωμένη τήν προσοχή του στή δραματική άποτελεσματικότητα των έπιμέρους σκηνών. Στήν άποψη αύτή άντιτάχθηκε μέ πολλή έ'μφαση, έκτος άπο άλλους μελετητές, και ό Κ. von Fritz (16, 228κ.· σχετικά βλ. και G. Η. Gellie, AUMLA 20, 1963, 241). Ό Κηοχ (38) μιλεί γιά «έντονα διαφοροποιημένη άτομικότητα». Μολονότι αύτό είναι κάπως ύπερβολικό, είναι πολύ ορθότερο άπο τήν πλήρη διάλυση τών μορφών του Σοφοκλή σέ μιά σειρά σκηνικές έντάσεις και έμφάσεις. Πώς άλλιώς θά μπορούσαν νά επιβιώσουν αύτές οΐ άδρά διαγραμμένες, άνεπηρέαστες άπο παρερμηνείες και σύγχυση μορφές ύστερα άπο χιλιετίες και νά γίνουν τά μεγάλα πρότυπα του άνθρώπου στον δυτικό πολιτισμό; "Ενα ολότελα διαφορετικό πρόβλημα είναι κατά πόσο μπορούμε νά άποδώσουμε στο χορό κάπως άτομικά χαρακτηριστικά και νά τον άντιμετωπίσουμε σάν πρόσωπο του δράματος.^ Σέ άπόλυτη συνάρτηση μέ αύτό βρίσκεται και γιά τήν 'Αντιγόνη τό πρόβλημα πού θά άνακύψει και στή συζήτηση γιά τον ΟΙδίποδα τύραννο: ώς ποιο βαθμό μπορεί νά έκφράζει δ χορός σκέψεις πού άπηχοϋν ταυτόχρονα, παρά τήν ένταξή τους στή σύνθεση του δράματος, ιδέες του ποιητή. Ή δικαιολογημένη, αύτή καθαυτή, άντίδραση άπέναντι στήν άνεξέλεγκτη άναζήτηση πολιτικών ύπαινιγμών στήν τραγωδία εχει πρόσφατα μετατραπεί σέ άνάθεμα γιά ^>λους οσοι επιμένουν νά άνακαλύπτουν στό δράμα άναφορές του ποιητή στήν έποχή του.^ Γιά τον Σοφοκλή στηριζόμαστε στό 18ο κεφ. της Ποιητικής του 'Αριστοτέλη, όπου άναφέρεται δτι ό τρα1. Ό I. Errandonea τό εχει άναγάγει αύτό σέ σύστημα έρμηνείας: Emerita 10 (1942) 28" Humanidades 5 (1953) 199, καθώς και στό βιβλίο του Sôfocles : Investigaciones sobre la estructura dramdtica de sus siete tragedias y sobre la personalidad de sus coros, Μαδρίτη 1958. 2. Whitman, 135 (Οιδίπους T.)· Waldock, 112 {'Αντιγόνη)· F. Egerrnann, Vom attischen Menschenbild 76 (ΟΙδίπονς T.)· Zuntz, ((Oedipus und Gregorius», A^A 4 (1954) i9i=Wege der Forschung 95, 348· Kamerbeek, ((Comments on the Second Stasimon of the Oid. Tyr.»,
341
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
γί,κος ποιητής πρέπει νά άντιλαμβάνετα!, το χορο ώς υποκριτή καί, επομένως, νά τον έντάσσει στο σύνολο οχι δπως 6 Εύριπίδης άλλά οπως ό Σοφοκλής. Το πρόβλημα δμως δεν λύνεται μέ μιά τέτοια γενική γνώμη. Ή ενσωμάτωση του χοροϋ στή δραματική σύνθεση ποικίλλει πολύ στο εργο του Εύριπίδη, και 6 'Αριστοτέλης, μέ τήν πλουσιότερη γνώση του, 'ίσως να ειχε δώσει δικαιολογημένα τήν προτίμησή του στον Σοφοκλή. Ωστόσο, δέν πρέπει νά άποκλείσουμε μέ αύτο τήν πιθανότητα πολλά χορικά κομμάτια του Σοφοκλή, ενώ εϊναι άπολύτως ένταγμένα στά δραματικά συμφραζόμενά τους, νά έκφράζουν ταυτόχρονα ιδέες του ποιητή. Αύτό άκριβώς υποστηρίζω, άποκρούοντας κάθε άντίρρηση, για τό πρώτο στάσιμο τής Αντιγόνης. Δέν πιστεύω πώς πρόκειται γιά περίεργη σύμπτωση δτι, τήν εποχή τής σοφιστικής σχετικοποίησης κάθε παράδοσης, ενας ποιητής άντιπαραθέτει στήν άσυγκράτητη ορμή του άνθρώπου γιά πρόοδο τό άμετακίνητο κύρο; κάποιων άξιών, και πώς δέν πρέπει μολαταύτα νά γίνει 6 παραμ,ικρός συσχετισμός άνάμεσα στά δύο φαινόμενα. Και ούτε μέ τον G. Müller μπορώ νά συμφωνήσω, δταν θεωρεί οτι τό χορικό σέ πρώτο έπίπεδο άποτελεΐ καταδίκη τού παραβάτη τής εντολής του Κρέοντα, ενώ σέ δεύτερο έπίπεδο —χωρίς βέβαια νά έ'χει συνείδηση γι' αύτό ό χορός μέσα στήν πλάνη του— άφήνει άνοιχτή τήν πιθανότητα μιας άναφορας στον Κρέοντα. Θά μπορούσα έδώ αμέσως νά άναφερθώ στήν αντίδραση του χορού γιά τή διαταγή τού Κρέοντα, δπως έκφράζεται στούς στ. 211 (πρόταξη τού σοι!) ll'/iS 79 (1966) 80 [ΟΙδίπονς T.). Κύριος εκπρόσωπος αύτης τής άντίληψ-^c είναι ό G. Müller, 6χι μόνο στή σχολιασμένη έκδοση τής Άντιγόν^ις άλλά καΐ σέ μια σειρά εργασίες του: ((Überlegungen zum Chor der Antigone», Hermes 89 (1961) 398· Sophokleische Theologie in der Tragik Aiitigo nes : Der Humanismus und die Auslegung klassischen Texte, Φραγκ φούρτ-ιτ] 1965, 14' ((Chor und Handlung bei den griechischen Tragikern», Wege der Forschung 95, 212" ((Das zweite Stasinion des König Ödipus», Hermes 95 (1967) 269. Ή άντίθετη άποψη: Lesky, ((Der Her l'en eigner Geist», Das Altertum und jedes neue Gute: Festschrift Schadewaldt, Στουτγάρδη 1970, 79. Γιά τό πρόβλημα του χοροΰ τώρα βλ. Chr. Α. Uhsadel, Der Chor als Gestalt: Seine Teilnahme am Gc schehen sophokleischer Slüke (διατρ.), Τυβίγγη 1969" έπίσης, Η. Colc^ man, ((The Role of the Chorus in the Antigone», PCPhS 18 (1972) Burton, ό'.π. 85" Winnington-Ingram, 0..-7. 91.—Γιά τή σκηνική παρου σίαση τοϋ χοροϋ σημαντική εϊναι ή έργασία του Τ. Β. L. Webster, ΊΊκ· Greek Chorus, Αονδίνο 1970.
342
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
καΐ 216 καί, ξεκάθαρα, στην εικασία, πού τόσο εξοργίζει τον Κρέοντα (278, πάλαι οτι ή ταφή δεν άποκλείεται νά είναι εργο των θεών. Δυσκολεύομαι άκόμη νά δεχτώ δτι ή σειρά τών μεγάλων έπιτευγμάτων και άνακαλύψεων του άνθρώπου είναι δυνατό νά σκοπεύει μόνο σ' εκείνον πού κάλυψε τό πτώμα του Πολυνείκη μέ στρώμα σκόνης. Ή άποψη πού ύποστήριξα αναλύοντας τό έργο συμπίπτει σχεδόν άπόλυτα μέ τη γνώμη του Ρ. Friedländer,^ ό όποιος επιμένει δτι δεν πρέπει νά άναζητοϋμε σχολαστικά μιά συγκεκριμένη άναφορά του χορικού (πιθανότερη φαίνεται κάποια σχέση του μέ τον Κρέοντα), άλλά σ' αύτό νά άναγνωρίσουμε τό ήθικοθρησκευτικό πλαίσιο δπου τοποθετούνται τα δραματικά γεγονότα. Μέ αύτό τόν τρόπο πραγματοποιείται ή ενσωμάτωση του χορού πού άπαιτεϊ ο 'Αριστοτέλης· πρέπει δμως, γι' αύτόν τό λόγο, νά μας άπαγορευτεΐ νά επισημάνουμε εδώ ιδέες πού συγκίνησαν τόν Σοφοκλή τήν εποχή μιας άνήκουστης πνευματικής έκρηξης; Στήν κρίση μου γι' αύτό τό χορικό συμφωνώ μέ τόν W . Schadewaldt {Hellas und Hesperien 941): «Θά ελεγε κανείς δτι στό τέλος του χορικού μένουν μέσα στό χώρο δυό χέρια ύψωμένα σέ στάση άμυνας». "Εχει παρατηρηθεί συχνά^ δτι τό χορικό αύτό δέν πρέπει νά άποσυνδεθεϊ άπό τή διδασκαλία του Πρωταγόρα γιά τήν ιστορία του πολιτισμού- είναι γνωστό τό έργο του Περί της εν àgxfj καταστάσεως, τοΰ οποίου τό «μύθο» διασώζει ό Πλάτων {ΙΤρωταγ. .'»20d). 'Ωστόσο, δέν πρέπει νά παραβλέψουμε μιά σημαντική διαφορά: στόν Πρωταγόρα, τό άνθρώπινο γένος, πού δέν μπορεί νά 1. Hermes 69 (1934) 61. Ή μονομέρεια πού άπορρίπτει κάθε άναφορά στη σύγχρονη πραγματικότητα δέν εμεινε χωρίς άντιρρήσεις: βλ. λ.χ. I^'unke, Tragische Schuld 95, 3, ό όποιος στήν εργασία του πού μνημονεύτηκε στη βιβλιογραφία του έργου υποστηρίζει τό συσχετισμό του χορικού με τόν Κρέοντα. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες οί παρατηρήσεις τοΰ J. (ioth, δ.π. 64, ίδ. 67, 1. Ό J. Burckhardt, Griechische Kulturgeschichte, 2, 285 (Kröner), παρατηρεί πολύ σωστά: Ό Σοφοκλής ((χειρίζεται τό χορό εναλλακτικά, πότε σάν πραγματικό και πότε σαν ιδεατό συστατικό στοιχείο τοΰ δράματος». Μέ διεισδυτικότητα φωτίζει τόν προβληματισμό του χορικού ό Ehrenberg (61=75). Ό Η. Diller, στόν πρόλογο (5) τοϋ συλλογικού τόμου γιά τόν Σοφοκλή {Wege der Forschung 95), ομολογεί, βέβαια, τήν άρνησή του νά δεχτεί τήν παρουσία προσωπικών στοιχείων στόν Σοφοκλή, περιορίζει ομως αύτό τόν άποκλεισμό μέ τήν έκφραση ((σχεδόν όλότελα». 2. Λ.χ. άπό τόν Ehrenberg (61=75).
343
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
εξασφαλίσει τήν έπιβίωσή του οΰτε μέ τή γνώση της τεχνικής, το σώζει ό Δίας προσφέροντάς του τις «πολιτικές άρετές». Αύτέ^ στον Σοφοκλή (355: άστυνόμοι όργαΐ [πολιτικά ήθη]) συγκαταλέγονται στη σειρά των κατακτήσεων του 'ίδιου του άνθρώπου. Γιά τον τραγικό, δμως, πάνω άπό ολα, στέκει, έσχατο κριτήριο γιά τήν άξία και τήν άπαξία ένός άνθρώπου, ό άπαράβατος νόμος της πατρικής γής (είναι οί καθεστώτες νόμοι του στ. 1113) και τό δίκαιο πού πηγάζει άπο τους θεούς. Έκτος άπο το στάσιμο πού άναλύσαμε πιο πάνω, ή στάση του χορού είναι καΐ γενικότερα κάπως προβληματική.^ Δεν θα μπορούσαμε πάντως νά συμμεριστούμε στο σύνολό της τήν άποψη πού ύποστήριξε ιδιαίτερα ο G. Müller πρόσφατα, ότι ό χορός, άκολουθώντας μιά προσωπική έξελικτική πορεία, μεταβαίνει, στο δεύτερο μέρος του έργου, άπό τήν άρχική του πλανημένη καταδίκη τής 'Αντιγόνης σέ μιά σωστή άποτίμηση. Κατά τή γνώμη μου, αύτοί οι γέροντες τής Θήβας διαθέτουν προσωπικά χαρακτηριστικά στον 'ίδιο περιορισμένο βαθμό δπως και οι ναύτες του Α'ίαντα. 'Ωστόσο, δεν μπορεί κάνεις νά τούς άρνηθεΐ μιά κάποια μεταστροφή. Είναι άλήθεια, ό χορός σέ κανένα σημείο του έ'ργου δέν παίρνει άπροκάλυπτα τό μέρος του Κρέοντα· σκύβει ομωζ μπροστά του τόσο υποτακτικά, ώστε ή δποια εσωτερική του άντίσταση διαφαίνεται μόνο σέ υπαινιγμούς (βλ. παραπάνω). 'Εξάλλου, ή περιφρόνηση τής 'Αντιγόνης γιά το θάνατο και ή ισχυρόγνωμοσύνη της είναι στοιχεία τόσο ξένα στον δικό του κόσμο (220!), ώστε ό χορός άντιμετωπίζει δίχως κατανόηση αυτή τήν πλευρά τής φύσης της, "Οταν δμως 6 Κρέων συντρίβεται, ό χορο^ ξεστομίζει άδίσταχτα αύτό πού σκεφτόταν άπο τήν άρχή —ή 'Αντιγόνη του τό λέει καταπρόσωπο (509)— άλλά δέν τολμούσε νά έκφράσει. Αύτό, άπό καθαρά άνθρώπινη άποψη, είναι κάπως εύ νόητο, άλλά γιά τό δράμα έ'χει ιδιαίτερη σημασία. Γιατί μόνο ετσι θά βρεθεί ή 'Αντιγόνη σ' εκείνη τήν άπόλυτη μοναξιά δπου ό Σοφοκλής θέλει τούς ήρωές του νά πραγματοποιούν δ,τι άποτελεΐ γιά τή φύση τους τό πιο άναπαλλοτρίωτο άγαθό. Κατακλυσμός βιβλιογραφίας^ εχει θέσει τό πρόβλημα γιατί ή 1. Β. Alexanderson, «Die Stellung des Chores in der Antigene». Eranos 64 (1966) 85. 2. Ά π ο τή νεότερη: Ε. J. Messner, «The Double Burial of Poly neices», CJ 37 (1941/42) 515· J. L. Rose, «The Problem of the Second
344
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
Αντιγόνη πηγαίνει γιά δεύτερη φορά στο πτώμα του Πολυνείκη. 'Ο W . Μ. Calder III εχει ξεκαθαρίσει δλο έκεϊνο τό συνονθύλευμα των υποθέσεων πού ήθελαν τήν 'Αντιγόνη νά παραλείπει κάτι άπο το λατρευτικό τυπικό της ταφής καΐ νά επιστρέφει γιά νά τό συμπληρώσει. Είναι έντελώς παράλογο νά επιτρέπουμε στόν ορθολογισμό νά παίξει τό παιχνίδι του έκεϊ δπου ό ποιητής σωπαίνει. 'Εξάλλου, παρόμοιες ύποθέσεις έ'ρχονται σέ άντίθεση μέ τό στ. 247. 'Απλούστατα, ή διπλή ταφή είναι δραματικά άπαραίτητη: ή πραγματοποίηση της ταφής και τής διαφυγής εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις γιά τήν πρώτη σκηνή του Φύλακα, ή οποία προωθεί, μέ τή σειρά της, τήν παρουσίαση τής μορφής του Κρέοντα και κλιμακώνει τήν ένταση σέ τέτοιο βαθμό, ώστε ή συνάντηση των δύο άντιπάλων, μετά τή σύλληψη τής 'Αντιγόνης κατά τή δεύτερη έπίσκεψή της στό πτώμα, νά μπορεί νά πραγματοποιηθεί μέ τή μεγαλύτερη δυνατή οξύτητα. Σχετικά μέ τους στ. 904-920 και τόν ορθολογικό υπολογισμό τους, πού εξόργισε τόσο τόν Goethe (βλ. παραπάνω), ώστε άναζητοΰσε τό φιλόλογο πού θά τους αθετήσει, φαίνεται οτι γιά μεγάλο διάστημα ολοι επαναπαύονταν στήν παραδοχή τής γνησιότητάς τους. Μελετητές τόσο διαφορετικοί όπως δ Reinhardt και ό Pohlenz θέλησαν νά θεωρήσουν τή συζήτηση τελειωμένη. Ή έλπίδα τους όμως διαψεύστηκε, έπειδή πρόσφατα δ Η, F u n k e {ο.π. 41, 56) και ό G. Müller (στό ερμηνευτικό του υπόμνημα) άμφισβήτησαν άποφασιστικά τή γνησιότητα τών στίχων, τους οποίους όμως υπερασπίζεται έξίσου άποφασιστικά ό J. Goth {δ.π. 149, 1, δπου και ή σχετική βιβλιογραφία).^ Ή άπόφαση είναι Hurial in Sophocles' Antigene», CJ 47 (1951/52) 219· Ε. Struck, «Der zweimalige Gang der Antigene zur Leiche des Polyneikes», Gymnasium 60 (1953) 327· I. Errandonea, «La doble visita de Antigona al c-adaver de su hermano Polinices», EClds 3 (1955) I I I · W. M. Galder I I I , ο.π. 391, μέ πολλή παλαιότερη βιβλιογραφία' επίσης Μ. McCall, ((Divine and Human Action in Sophocles. The two Burials of the Antigone», YClS 22 (1972) 103. 1. Ά π ο τήν άφθονη σχετική βιβλιογραφία δίνει μιά έπισκ07Π)ση ό Μ. Duvoisin, «À propos des vers 903-915 de l'Antigone de Sophocle», Mémoires de la Faculté des Lettres de Lausanne 1956 (δακτ.). Γιά τά υπόλοιπα παραπέμπουμε στον Η. F. Johansen, Lustrum 1962/7 (1963) 198, ό όποιος άντιμετωπίζει μέ καλές παρατηρήσεις τΙς περίεργες προσπάθειες νά εξηγηθούν οί στίχοι μέ βάση τήν πνευματική σύγχυση της 'Αντιγόνης.
345
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
δύσκολη. Για τή γνησ!.ότητα των στίχων συνηγορεί το γεγονος δτι, άναφέρεται σ' αύτούς ήδη ο 'Αριστοτέλης {Ρητ. 1417a 32), κάτι. πού δεν άποκλείει,, φυσικά, τήν περίπτωση πρώιμης νοθείας" συνηγορεί, άκόμη, ή δλοφάνερη έξάρτησή τους άπο τον 'Ηρόδοτο (3, 119), πού έχει το παράλληλο της στη μεταφορά ένός μοτίβου άπο το ονειρο της Μανδάνης (Ήρόδ. 1, 108) στο ονειρο της Κλυταιμήστρας {Ήλ. 417). Ά π ο τήν άλλη μεριά, οί στίχοι γίνονται, κάπως ύποπτοι άπο τον περιορισμό πού επιβάλλουν στή στάση της 'Αντιγόνης, καθώς τή συνδέουν μονόπλευρα μέ τον άδελφό της. Δυσκολότερο εμπόδιο άποτελεΐ ή έκφραση βία πολιτών (άντίθετα μέ τή θέληση των πολιτών, 907). Αύτο μπορούσε νά το πει ή 'Ισμήνη (79), ένώ ή 'Αντιγόνη είναι βέβαιη (509) γιά τήν επιδοκιμασία του χορού, άκόμη και αν σωπαίνει· έξάλλου, ό Αίμων (602, 733) τονίζει μέ έμφαση τήν επιδοκιμασία της πόλης. Δέν είναι σκοπός μου έδώ νά προσαυξήσω μέ άλλη μία τι; διαμετρικά άντίθετες, άλλά βασικά άξιωματικές, γνώμες πάνο» στο θέμα. Δέν παραγνωρίζω τή βαρύτητα τών άντεπιχειρημάτων, άλλά κλίνω μάλλον προς τή διατήρηση τών στίχων, συμφωνώντας έτσι κυρίως μέ τον Α. Bonnard,^ ό όποιος έπισημαίνει στου:. στίχους αύτούς «ένα σόφισμα της καρδιάς», δηλαδή τήν προσπάθεια νά θεμελιωθεί ορθολογικά μιά πράξη πού έχει τήν πηγή τη: στο συναίσθημα. Ό συσχετισμός της 'Αντιγόνης μέ συγκεκριμένα ιστορικά γε γονότα^ δικαιολογείται πολύ λιγότερο άπό δ,τι γιά άλλα έργα. Αύτό, φυσικά, δέν αΐ'ρει τό έρώτημα ώς ποιό βαθμό ό ήθικοθρη σκευτικός προβληματισμός του δράματος συγκαθορίζεται άπό μΐ') ένταση δυνάμεων πού πρέπει νά έπηρέαζε μιά περίοδο κατά τήν οποία ολοκληρωνόταν ό Παρθενώνας και ταυτόχρονα άρχιζε ή σο φιστική. Ή μοναδικότητα της προσφοράς του V. Ehrenberg έγ κείται στό οτι μάς έδειξε τήν ιστορική πραγματικότητα πίσω άπο 1. La tragédie et Vhomme, Neuchâtel 1951, 92. 'Ενδιαφέρουσα, αν καΐ 6γι άποφασιστική γιά τή λύση του προβλήματος, είναι ή προσαγωγά παράλληλων στοιχείων άπό τήν 'Ανατολή, καθώς και άπό τή νεότερη δη μοτική ποίηση, πού επιχείρησε ό I. Θ. Κακριδής, Homeric Researches, Lund 1949, 152. 2. Επομένως, δύσκολα θά άκολουθοΰσε κανείς τόν Ε. de Strycker, «J Ici eerste stasimoii van Sophokles Antigone», Miscellanea J. Gessler II, Louvain 1948, 1168, συσχετίζοντας χωρία αύτοΰ τοϋ χορικού μέ τήν ϊδρυ ση της αποικίας τών Θουρίων.
346
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΔΡΑΛΙΑΤΑ
την έπιφανειακή πρόσοψη μιας εύγενί,κής απλότητας και ένος ήρεμου μεγαλείου.^ Με άφορμή τήν ^Αντιγόνη^ συζητήθηκε ήδη ή χρονολόγηση των Τραχινίων,'^ y.cSiùç και ή σχέση του έργου με τήν ωδή XVI του Πακχυλίδη. Σχετικά μέ τήν προϊστορία του μ,ύθου, λίγα μπορούμε νά πούμε. Τό επος Οιχαλίας "Αλωσις γνώριζε τον έρωτα του 'Ηρακλή προς τήν 'Ιόλη, και ό ήσιόδειος Κατάλογος (άπ. 25, '2()κκ. M.-W.) τον δηλητηριασμένο χιτώνα πού του στέλνει ή Δηιάνειρα. Ό Δίων ό Χρυσόστομος (60, 1) άναφέρεται σέ κά1. 'Αντίθετα, εχει δευτερεύουσα σημασία το ερώτημα αν μέ τη λ. στρατηγός (στ. 8) πρέπει νά σκεφτούμε τον Περικλή, όπως το συζητεί μέ πολλή προσοχή -ό Ehrenberg (105· 129 στη γερμανική έκδοση). 'Αντίθετη είναι ή θέση των Η. Funke, ό'.π. 39, 49 καΐ F. Schachermeyr, WS 79 (1966) .'»'ι. Πρβ. άκόμη Goossens, Euripide 26, 22· Η. Lloyd-Jones, JHS 76 (1956) 113· F. Wehrli, ΜΗ 15 (1958) 246. 2. Σχολιασμένες έκδόσεις: R. Cantarella, Νεάπολη 1926· D. Bassi, Νεάπολη 1931' J. C. Kamerbeek, Leiden 1946- και το εκτενές έρμηνευτικό υπόμνημα (χωρίς κείμενο), Leiden 1959" G. Riba (μαζι μέ τήν 'Αντιγόνη' καταλανική μετάφραση), Βαρκελώνη 1951· G. Ammendola, Φλωρεντία 1953· G. Schiassi, Τορίνο 1953' G. Norcio, Φλωρεντία 1966. Γιά τήν έρμηνεία (εργασίες πού δέν μνημονεύτηκαν ήδη, σ. 319 κ., μέ άφορμή το χρονολογικό πρόβλημα του έ'ργου) : I. Errandonea, «Deianeira vcre Δηι-άνειρα», Mnemosyne 55 (1927) 145 καΐ «El problema de las Traquinias», Actas del I. Congreso Espanol de Estudios Classieos, Μαδρίτη 1958, 472· T. Β. L. Webster, «Sophocles' Trachiniae», Greek l'oetry and Life: Essays Presented to G. Murray, 'Οξφόρδη 1936, 164' I''. R. Earp, «The Trachiniae», CR 53 (1939) 113· G. M. Kirkwood, «The Dramatic Unity of Sophocles' Trachiniae», TAPhA 72 (1941) 203· F. Stoessl, Der Tod des Herakles, Ζυρίχη 1945· V. Ehrenberg, «Tragic Heracles», Aspects of the Ancient World, 'Οξφόρδη 1946, 144" (1. Murray, «Heracles, the Best of Men», Greek Studies, 'Οξφόρδη 1946, 106 (γερμανικά στον τόμο Sophokles της σειράς Wege der Forschung 95, 325)· G. Carlson, «Le personnage de Déjanire chez Séiièque et chez Sophocle», Eranos 45 (1947) 59· L M. Linforth, «The l'yre on Mount Oeia in Sophocles' Trachiniae», University of California Publications in Classical Philology 14/7 (1952) 255· A. Beck, <(|)er Empfang loles», Hermes 81 (1953) 10" Ε. R. Schwinge, Die Stellung der Trachinierinnen im Werk des Sophokles (Hypomnemala 1), Γοττίγγη 1962 (μέ έξαντλητική βιβλιογραφία για τό θέμα)· St. G. Kapsomenos, Sophokles Trachinierinnen und ihr Vorbild, 'Αθήνα 1963' «Μεταθέσεις στίχων στο κείμενο των Τραχινίων του Σοφοκλέους», 'Ελληνικά 25 (1972) 5· «Παρεμβολές στίχων στο κείμενο των Τραχινίων τοϋ Σοφοκλέους», Δωδώνη 2 (1973) 7" «Κείμενο καΐ σκηνική δράση στό
347
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
ποιους πού μέμφονταν τον 'Αρχίλοχο επειδή εβαλε τή Δηιάνειρα, τήν ώρα πού προσπαθούσε νά τή βιάσει 6 Κένταυρος, νά ζητεί, βοήθεια άπό τον 'Ηρακλή μέ εναν μακροσκελέστατο λόγο. Δεν γνωρίζουμε πότε συνενώθηκαν δλα αύτά τά στοιχεία σέ μιά ένι αία ιστορία. "Οτι σ' αύτή τή σύνθεση επαιξε κάποιο ρόλο ή επική 'Ηράκλεια του ΓΤανύαση άπο τήν 'Αλικαρνασσό, στενού συγγενή του 'Ηροδότου και φίλου του Σοφοκλή, είναι πιθανό, άλλά δέν μπορούμε νά πούμε τίποτε πέρα άπό αύτό.^ Ό I. Errandonea (ο.π.)^ έ'χει συγκεντρώσει όλες τις ενδείξεις πού οδηγούν στο συμ^ πέρασμα οτι ή Δηιάνειρα, έπαληθεύοντας τήν ετυμολογία τοΰ ο νόματός της, κάποτε δολοφονούσε ένσυνείδητα τον άντρα της. ΕΙ ναι δμως αδύνατο νά συμπεράνουμε άπό αύτό οτι τό Ι'διο συμβαίνει και στο εργο τοΰ Σοφοκλή και δτι ή ήρωίδα έξαπατα τον Λίχα καΐ τό χορό. Εξίσου άπίθανο είναι τό συμπέρασμα οτι πρώτοζ 6 Σοφοκλής, μέ ενα εΐδος ευριπίδειας «παλινόρθωσης» τού ήρωα, παράστησε μέ τή Δηιάνειρα τήν καρτερικά ερωτευμένη γυναίκα. "Οπως καΐ γιά τήν 'Αντιγόνη, έτσι καΐ εδώ, μας λείπει κάθε βε βαιότητα γιά τή συμβολή τοΰ ποιητή στή διαμόρφωση τοΰ μυθι κοΰ ύλικοΰ. Ά π ό δλα τά έ'ργα τοΰ Σοφοκλή, μόνο οι Τραχίνιες άρχίζουν μι μονολογική ρήση, πού τήν άκούει ωστόσο και τήν ύποδέχεται ή Θεράπαινα (άσφαλώς τροφός), ή οποία έμφανίζεται στή σκηνή μα ζί μέ τή Δηιάνειρα. Πληροφορούμαστε κάτι άπό τήν προϊστορία: ή Δηιάνειρα θυμάται τό φριχτό κυνηγητό της άπό τόν 'Αχελώο, άρχαϊο δράμα», ΕΕΦΣΠΘ 16 (1977) 63" Τ. F. Hoey, «Sun Symboli.sin in the Parodos of the Trachiniae», Arethusa 5 (1972) 133- G. W. Die kerson, The Structure and the Interpretation of Sophocles^ Trachi niae (διατρ.), Princeton 1972· Ch. Krol, Der tiefere Gehalt der Tracln nierinnen des Sophokles : Eine am Vorauswissen des Zuschauers on entierte Interpretation (διατρ.), Giessen 1971· K. K. Δόλια, Τραχίνκ τον Σοφοκλή και Hercules Oetaeus τον Σενέκα (διατρ. Θεσσαλονίκη). 'Αθήνα 1975· Ρ. C. Holt, The Imagery of Sophocles' Trachiniae (διατρ.) Stanford 1976· Ch. Segal, «Sophocles' Trachiniae: Myth, Poetr\ and Heroic Values», YClS 25 (1977) 99. Μεταφράσεις.-'Αγγλικά: Ε. S. Barlow, Manchester 1938' G. Murray, Αονδίνο 1947· L. J. Morrison, Eton 1951· Ε. F. Watling, βλ. στο τμη() / σχετικά μέ τον Αϊαντα. 1. Ό F. Stoessl, ό'.π., εκφράζει μεγαλύτερη βεβαιότητα. 2. Γιά το θέμα αύτο βλ. Ε. R. Schwinge, ό'.π. 25, 3, δπου καΐ ή σ/c τική βιβλιογραφία.
348
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
τύ ποτάμιο τέρας, και τήν άπελευθέρωσή της άπο τον Ήρακλη, h όποιος λείπει εδώ καΐ δεκαπέντε μήνες, άπο τότε πού σκότωσε τόν "Ιφιτο, σε κάποιον άγνωστο μακρινό τόπο. Ή ι'δια φιλοξενείται στην Τραχίνα άπο ενα φίλο και περιμένει κάποια ε'ίδηση. ' Ε ξίσου σημαντική μέ τή μετάδοση συγκεκριμένων γεγονότων εϊναι σ' αυτόν τό μονόλογο και ή πειστική αύτοπαρουσίαση αύτής της γυναίκας. 'Ολόκληρη ή υπαρξή της στρέφεται γύρω άπο τον ' Η ρακλή, πού τή γλίτωσε άπο τό τέρας· τώρα, γεμάτη εναγώνια φροντίδα, τον άναζητει νοερά. Σ ' αυτή τή σκηνή ό ποιητής άπαιτεΐ άπο μας νά παραιτηθούμε άπο κάθε διάθεση σχολαστικού υπολογισμού, άφού δ,τι άκολουθεΐ σέ λίγο θά επρεπε στήν πραγματικότητα νά ειχε συμβεί πολύ παλαιότερα. "Οπως και νά 'ναι, ή Θεράπαινα, μέ τή συστολή πού ταιριάζει στήν τάξη της (52), δίνει μιά εξήγηση λέγοντας δτι πολλές φορές ώς τώρα είδε στ' άλήθεια τήν κυρά της δακρυσμένη, άλλά μόνο τώρα τολμά νά τή συμβουλέψει νά στείλει έ'ναν άπο τούς γιούς της,^ κατά προτίμηση τον "Υλλο, νά συγκεντρώσει ειδήσεις. Σέ άπόλυτη άνταπόκριση μέ τήν άδρή διαγραφή της προλογικής σκηνής βρίσκεται τό γεγονός δτι άκριβώς αύτή τή στιγμή εμφανίζεται στή σκηνή δ "Υλλος· μητέρα και γιός, σέ μιά ελεύθερη στιχομυθία πού διεξάγεται μέ δίστιχα, άνταλλάσσουν τώρα γιά πρώτη φορά τις πληροφορίες τους. Ό "Τλλος άναφέρει τή μακρόχρονη δουλεία του 'Ηρακλή στή Λυδή 'Ομφάλη και διηγείται πώς κατόπιν κίνησε δ ήρωας τό στρατό του ενάντια στήν πόλη του Εύρύτου, στήν Εύβοια. "Ετσι άκούγεται ή καίρια λέξη γιά τή Δηιάνειρα, ή δποία, μέ τή σειρά της, διηγείται τώρα γιά τό χρησμό πού της είχε άφήσει ό 'Ηρακλής, έκεϊνον πού ύπαινίχθηκε άόριστα στόν στ. 46 μέ τήν έκφραση τοιαύτη δέλτος. Μαθαίνουμε δτι γιά τον 'Ηρακλή ή Εύβοια είναι ό μοιραίος τόπος δπου ή ζωή του ή τελειώνει ή παίρνει μιά τροττή πρός τήν εύτυχία. Ό "Γλλος άποφασίζεινά ξεκινήσει πρός άναζήτηση του πατέρα του.^ ' Η πάροδος (94-140) του χορού κοριτσιών άπο τήν Τραχίνα, τόν όποιο πολύ σοφά άντιπαραθέτει ό ποιητής σέ μιά γυναίκα μέ περα1. ΑύτοΙ δέν παίζουν, έκτος άπο τον "Τλλο, κανένα ρόλο. Ό ποιητής, αργότερα (1153), δικαιολογεί τήν άπουσία τους. 2. ""Αν οί στ. 88κ. καΐ 90κ. άποτελοϋν πράγματι ταυτολογία, δπως δέχεται μέ σοβαρά επιχειρήματα ό Kamerbeek στά σχόλιά του, τότε καΐ αύτή σημειώνει τον εξαιρετικά άδρό χαρακτήρα αύτοϋ του μέρους.
349
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
σμένη πιά τή νιότη της, περιλαμβάνει δύο στροφικά ζεύγη και μί'/ έπωδο στο τέλος. Στο πρώτο σύστημα ό χορός συμμερίζεται τή θλίψη και την άνησυχία της Δηιάνειρας, στο δεύτερο προσπαΟε'. νά τήν έμψυχώσει, ένώ στην έπωδο τήν παρηγορεί μέ τή γνώμν, δτι ό άνθρωπος πρέπει νά διατηρεί τήν έλπίδα του μέσα σέ κάΟ αλλαγή της ζο^ής του. Πότε ξέχασε ό γιος του Κρόνου τά παίδι-/ του; Αύτο είναι ένα προανάκρουσμα σημαντικό άπο δύο άπόψει^. καταρχήν, γιά τήν τόσο χαρούμενη αγγελία πού θά φτάσει σέ λί γο, και ύστερα γιά τήν οξύτατη άντίθεση προς τά επικριτικά λό για πού προφέρει ό "Υλλος, στο τέλος του έργου, γιά τούς θεoύc, πού θέλουν νά ονομάζονται γεννήτορες και πατέρες, και ωστόσο παρακολουθούν άμέτοχοι τις φοβερότερες δυστυχίες. Ή Δηιάνειρα στρέφεται στο χορο μέ μιά έκτενή ρήση (141 177), δπου πρώτα άντιπαραβάλλει μέ μοναδική λεπτότητα τήν ξέγνοιαστη χαρά της νιότης μέ τις έγνοιες της ώριμης γυναίκα^' ύστερα δμως περνά στήν άνησυχία της γιά το νόημα του χρησμού πού της άφησε ό'Ηρακλής. Σέ μιά τρίτη και τελευταία φάση, μα θαίνουμε κάτι άκριβέστερο για το χρησμό: ο 'Ηρακλής τον είχc πάρει στή Δωδώνη.^ 'Εδώ έπανέρχρνται οί δεκαπέντε μήνες πού είχε άναφέρει ή Δηιάνειρα στον εισαγωγικό της μονόλογο. Ό Ή ρακλής γνωρίζει αύτή τή μοιραία προθεσμία' σ' αύτο τό διάστη μα ή θά πεθάνει ή, αν τό ξεπεράσει, θά άρχίσει μια άνέφελη ζωή. Τώρα λοιπον πού έφτασε στο τέλος του αύτο τό χρονικό διά στημα, ήρθε ή άποφασιστική στιγμή. Ή τραγικότητα της Δηιά νειρας έγκειται στό δτι τήν άπόφαση καθορίζει αύτή ή 'ίδια, πού μοναδική της έγνοια έχει αύτή τήν προθεσμία. Ή είσοδος του'Αγγελιοφόρου εισάγει μιά άλληλουχία σκηνών, πού είναι διαρθρωμ,ένες μέ μ.οναδική σοφία. Μέσα άπό αύτές θ-) φτάσει ή Δηιάνειρα, μ,έ περιστροφές πού κάνουν άκόμη πιο όδυ νηρή τήν τελική άποκάλυψη, στή φριχτή άλήθεια. Ό Άγγελιοφό ρος —περιγράφεται σάν γέρος άνθρωπος (184), γιά νά έξασφαλι στεΐ λίγο άργότερα κάποια ύπεροχή του άπέναντι στον Αίχα σέ ένα διάλογο μέ τή Δηιάνειρα φέρνει μόνο χαρά: τή νίκη του 'Ηρακλή, πού έρχεται φορτωμένος δώρα γιά τούς εγχώριους θε ούς. Ή καθυστέρηση του Αίχα, πού οφείλεται στό φιλοπερίεργο 1. Στους στ. 171κ. μνημονεύεται ή προφητική δρυς, καθώς καΐ εντ ζευγάρι περιστέρια. Εϊναι δύσκολο νά αποφασίσουμε αν πρόκειται γιά προ φητικά πουλιά ή γιά Ιέρειες πού ονομάζονται ετσι.
350
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
πλήθος, δικαιολογεί επιδέξιοι τή διάσπαση σε δύο τμήματα τής αφήγησης, πού σ' αύτο το σημείο άρχίζει μέ μιάν άνέφελη, χαρούμενη άγγελία. Τον χαρμόσυνο άλαλαγμο τής Δηιάνειρας τον συνεχίζει ό χοp^jç σε ενα σύντομο άσμα (205-224), πού καταλήγει σέ βακχική παραφορά. Νωρίτερα άπο δ,τι στά δύο εργα πού έξετάσαμε πιο πάνω, ήχεϊ ή παραπλανητική χαρούμενη κραυγή, σέ μιά στιγμή πού κλείνει κιόλας μέσα της τήν καταστροφή. Το επόμενο μεγάλο επεισόδιο (225-496) άνοίγει μέ τήν εΐ'σοδο του Λίχα. Ό ποιητής διαγράφει θαυμάσια το πρόσωπο τής [Ίουβά έρωτευμένης γυναίκας, δταν ή πρώτη ανυπόμονη ερώτηση τής Δηιάνειρας (232) άναφέρεται στήν τύχη του 'Ηρακλή. Σέ ίνα διάλογο μέ τον Λίχα μαθαίνει δτι ό άντρας της είναι άκόμη στο άκρωτήριο Κήναιο, στή βορειοδυτική άκρη τής Εύβοιας, οπού προσφέρει θυσίες στον Δία. ('Ολόκληρο το δράμα οικοδομείται πάνω στήν άργοπορημένη ε'ίσοδο των έπιμέρους προσώπων.) Και τότε το βλέμμα τής Δηιάνειρας πέφτει στις αιχμάλωτες γυναίκες· και πάλι ή ήρωίδα ήθογραφεΐται θαυμάσια, άφου ή πρώτη της άντίδραση είναι συμπάθεια. Ό Λίχας στήν άφήγησή του γεμίζει μέ συγκεκριμένο περιεχόμενο τά λόγια πού άκούστηκαν στόν πρόλογο (δουλεία πλάι σέ μιά Λυδή, Εύβοια, πόλη του Εύρύτου) άλλά, φυσικά, άποσιωπά αύτό πού έχει καίρια σημασία γιά τή Δηιάνειρα. Ό 'Ηρακλής δέχτηκε μιά προσβολή άπο τον Εύρυτο, τό βασιλιά τής Οιχαλίας, γι' αύτο σκότωσε το γιό του τον "Ιφιτο, και έτσι, μέ εντολή του Δία, άναγκάστηκε νά θητεύσει δούλος στή Λυδή 'Ομφάλη' στο τέλος όμως πήρε φοβερή εκδίκηση άπο τον Εύρυτο, κυριεύοντας τήν πόλη του και παίρνοντας μαζί του αιχμάλωτες τί,ς γυναίκες. Οί δύο στίχοι τής κορυφαίας στο τέλος του λόγου προσπαθούν νά είναι μιά άντανάκλαση τής χαράς, πού τήν προϋποθέτουν ώς φυσική γιά τή Δηιάνειρα. Εκείνη μέ μιά σύντομη άπάντηση συμφωνεί μαζί της, άμέσως δμως στρέφεται γεμάτη συμπόνια προς τις αιχμάλωτες. Το βλέμμα της καρφώνεται σέ κάποια άπο αύτές, τήν 'Ιόλη, θυγατέρα του βασιλιά. Τής μιλεί γεμάτη συμπάθεια, άλλά δεν παίρνει άπάντηση —θυμούμαστε τή σιωπή τής Κασσάνδρας άπέναντι στήν Κλυταιμήστρα. Ρωτά λοιπόν ή Δηιάνειρα τον Λίχα γιά τήν'ξένη, άλλά ή άπότομη και άόριστη άπάντησή του εκφράζει μόνο τήν άμηχανία του. 'Λκόμη μιά φορά ή Δηιάνειρα
351
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
στρέφεται, προς την 'Ιόλη, άκόμη μια φορά εκείνη σωπαίνει,, και ό Λίχας ζητεί επιείκεια γιά έκείνην πού μόνο δάκρυα εχει γιά τήν τύχη της. Ή Δηιάνειρα άποκρίνεται μέ τήν Ι'δια ήπιότητα πού εδειξε ως τώρα και δίνει στον Λίχα τήν άδεια νά οδηγήσει τΐ: γυναίκες στο σπίτι, δπου έτοιμάζεται νά μπει και ή ι'δια. Τότε παρεμβαίνει ό γέρος 'Αγγελιοφόρος, πού άκουσε ολα δσα είπε ό Λίχας. "Τστερα άπο εναν σύντομο διάλογο, επαναλαμβάνει τήν ιστορία άπό τήν άρχή και κατευθύνει τή διήγησή του στο οδυνηρά φως της αλήθειας: ό 'Ηρακλής δέν κυρίεψε τήν Οιχαλία γιά νά ξεπλύνει τή ντροπή της Λυδίας, παρά μόνο γιά χάρη της 'Ιόλης, πού ό πατέρας της δέν δεχόταν νά του τή δώσει κρνφιον λέχυς (παράνομη σύντροφο στήν κλίνη του, 360). Πρέπει νά παραδεχτούμε δτι έ'τσι ό φόνος του Ίφίτου μένει κάπως μετέωρος. 'Οπωσδήποτε, δλα συγκλίνουν σέ ενα και μόνο αποτέλεσμα: νά μάθει ή Δηιάνειρα δτι δλα έγιναν γιά τήν 'Ιόλη και δτι αύτή ή κοπέλα, πού μόλις πριν άπό λίγο μπήκε στο σπίτι, έ'χει κερδίσει τον έ'ρωτα του 'Ηρακλή. Ή άντίδραση των προσώπων πού άκοΰν τήν άφήγηση του 'Αγγελιοφόρου διαφοροποιείται μέ μεγάλη λεπτότητα: ή Δηιάνειρα ξεσπά πρώτα (375) σέ μια κραυγή πόνου* μόλις δμως ό χορός ξε στομίζει (383κ.) τον σκληρό λόγο του γιά τήν καταχθόνια δράση των κακών, εκείνη στρέφεται στις κοπέλες μέ μιά ερώτηση άμη χανίας. Ή κορυφαία συμβουλεύει να άνακριθεϊ ό Λίχας. 'Ώς αύ τό τό σημείο, 6 Σοφοκλής ήταν πολύ φειδωλός στή χρήση της στι χομυθίας· τώρα δμως, στήν κορύφωση της δραματικής έντασης, τή χρησιμοποιεί μέ έξαιρετική άποτελεσματικότητα. Στήν άρχή τά δύο πρόσωπα συγκρούονται βίαια" ή Διηάνειρα, άσκώντας τή δεσποτική εξουσία της, άπαιτεϊ νά άκούσει άπό τον Λίχα τήν ά λήθεια. Τότε 6 γέρος Αγγελιοφόρος (410) διεκδικεί για τον εαυτό του τό διάλογο, πού τραβά σέ μάκρος, και φέρνει τον Λίχα σί δύσκολη θέση. Είναι ένας έντονος διάλογος μέ τρεις φωνές, οχι. δμως άκόμη κανονική συνομιλία τριών προσώπων. Ό Λίχας χρη σιμοποιεΐ διάφορες ύπεκφυγές και τελικά άποκαλεϊ τό γέροντ-ν «παράφρονα». "Ολα αύτά είναι τόσο άνώφελα, ώστε ή Δηιάνειρίν δέν έχει πιά καμιά άμφιβολία δτι μόνο ό Ι'διος ό Λίχας είναι σε θέση νά επιβεβαιώσει τήν άλήθεια. Έ δ ώ άκοΰμε μιά ρήση της Δηιάνειρας (436-469), πού ή έξή γησή της δέν είναι εύκολη. Αύτή ή γυναίκα πού μόλις πληγώθη
352
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
κε τόσο σκληρά, μιλεϊ μέ μεγάλη ψυχραιμία γιά τήν παντοδυναμία του έρωτα, ή οποία δικαιολογεί και τον 'Ηρακλή —και ετσι ή ϊδια δείχνει άπέναντί του επιείκεια, δπως τόσες άλλες φορές στο παρελθόν. Ή 'Ιόλη δέν εχει τίποτε νά φοβηθεί άπό τήν ϊδια, άφου κέρδισε τή συμπάθειά της άπο τήν πρώτη στιγμή. "Ολα αύτά λέγονται άραγε χωρίς καμία σκοπιμότητα; "Ενας τουλάχιστον στόχος διαγράφεται άρκετά καθαρά: ή Δηιάνειρα πρέπει νά καθησυχάσει τον Λίχα, γιά νά μή φοβάται ούτε γιά τον έαυτό του οΰτε γιά τήν 'ίόλη, και νά πει ετσι δλη τήν άλήθεια. Δέν νομίζω δτι παρερμηνεύουμε τά λόγια της Δηιάνειρας, άν διακρίνουμε σ' αύτά τό μονόλογο μιας γυναίκας πού παλεύει νά φανεί ψύχραιμη, προβάλλοντας ή ϊδια στον έαυτό της δ,τι μπορεί νά της εξασφαλίσει αύτή τήν ψυχραιμία. 'Οπωσδήποτε, ή επίδραση του λόγου στον Λίχα είναι αύτή πού περίμενε. Ή άνακούφισή του εκφράζεται ήδη στήν προσφώνησή του: ώ φίλη δέσποινα (472), σέ άντίθεση μέ τό άπότομο γνναι, στήν άρχή αύτής της σκηνής (393). Τώρα και αύτός δέν πρόκειται νά άποκρύψει άπολύτως τίποτε. Μέ λίγα καθησυχαστικά λόγια, ή Δηιάνειρα τον όδηγεϊ στο σπίτι, γιά νά του δώσει ενα δώρο γιά τον 'Ηρακλή. Ά π ο τά λόγια της, υστέρα άπο τό έπόμενο χορικό, φαίνεται δτι εχει καταστρώσει άπό τώρα κιόλας τό σχέδιό της νά χρησιμοποιήσει τό μαγικό φίλτρο. Τό έπόμενο χορικό (497-530), πού άποτελεΐται άπό μιά τριάδα, άναφέρεται, υστέρα άπό λίγα λόγια γιά τή δύναμη της Κύπρης, στο θέμα τοΰ άγώνα άνάμεσα στον 'Αχελώο και τον 'Ηρακλή, πού τον ειχε θυμηθεί και ή Δηιάνειρα στον πρόλογό της, Ή φρίκη αύτής της εμπειρίας τονίζεται εδώ άκόμη περισσότερο, και τό άδιέξοδο τής Δηιάνειρας μεταφράζεται σέ μιά συγκινητική εικόνα. Αύτή ή άναδρομή θέλει νά μας βοηθήσει νά κατανοήσουμε άκόμη μιά φορά αύτή τή γυναίκα μέσα άπό τήν ϊδια της τή μοίρα. Ταυτόχρονα δμως ολοκληρώνει τή σύνθεση μιας ομάδας σκηνών, προτού εμφανιστεί τό καινούριο στοιχείο μέ τήν άποστολή του μοιραίου χιτώνα. Τό δεύτερο επεισόδιο (531-632) άρχίζει μέ μιά ρήση τής Δηιάνειρας μέ άριστοτεχνικά κατανεμημένες φωτοσκιάσεις. 'Ενώ ό Αίχας άσχολεϊται άκόμη μέ τις αιχμάλωτες, ή Δηιάνειρα εχει γλιστρήσει έ'ξω άπό τό σπίτι, γιά νά μπορέσει νά μιλήσει ώς γυναίκα στις εμπιστές της. Ό λόγος αύτή τή φορά ήχεϊ έντελώς διαφορετικά άπ' δ,τι δ προηγούμενος, στον Λίχα. 'Εδώ έκφράζεται δλη ή
353
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
πικρία μιας βαθιά πληγωμένης καρδιάς· δεν υπάρχει πια καμιά ψευδαίσθηση γιά τον κίνδυνο πού διατρέχει ό γάμος της. Ωστόσο, Ό ποιητής φρόντισε νά μήν παρεξηγήσουμε τα προηγούμενα ψύχραιμα λόγια της προς τον Λίχα, παίρνοντάς τα γιά υποκρισία. Δύο φορές (543, 552) ή Δηιάνειρα επαναλαμβάνει φράσεις συμπαθητικής κατανόησης: δεν μπορεί νά οργίζεται μ' εκείνον πού πάσχει άπο τήν άρρώστια του έ'ρωτα. Το σχέδιό της πηγάζει μόνο άπό τήν άγωνία μιας ώριμης πια γυναίκας, πού παλεύει νά κρατήσει τήν άγάπη του άντρα της. Διηγείται πώς ό Κένταυρος Νέσσος, καθώς τήν περνούσε άπο το ποτάμι, θέλησε νά άπλώσει πάν(ο της χέρι άνόσιο, και πώς, τήν ώρα πού πέθαινε, χτυπημένος άπο το δηλητηριασμένο βέλος του 'Ηρακλή, τή συμβούλεψε να φυλάξει τό αίμα του ώς άποτελεσματικο ερωτικό φίλτρο. Μέ αύτό τώ ρα άλειψε εναν γιορταστικό χιτώνα, πού τον έ'χει φέρει άπό το σπίτι μιά θεραπαινίδα μέσα σέ μιά καλά κλεισμένη θήκη (ή εκ φράση χιτώνα τόνδε, μετά τον στ. 606, δεν μπορεί νά άναφέρετα'. σέ εναν όρατό χιτώνα). Στο τέλος όμως τά λόγια της Δηιάνειρα: προδίδουν κάποια άβεβαιότητα: άν αύτό πού πάει νά κάνει εΐνο". τρέλα, είναι πρόθυμη νά τό εγκαταλείψει άμέσως. Ή άβεβαιότη τα δεν α'ίρεται στόν σύντομο διάλογό της μέ τήν κορυφαία (588 597), ή οποία τήν ένθαρρύνει στήν άπόφασή της: γιά τήν άμφι βολία της δεν εχει νά δώσει καμιά άλλη συμβουλή παρά νά δ ο κ ι μάσει τό φίλτρο. Ή Δηιάνειρα ένεργεΐ δίχως κακή πρόθεση" προ χωρώντας δμως στήν πράξη της αισθάνεται κάποια ήθική άνα σφάλεια, και αύτό τό δείχνουν τά τελευταία της λόγια στό χ ο ρ ό : «κράτα τό στόμα σου κλειστό' γιατί όποιος κρύβει στό σκοτά'ν. μιά έπαίσχυντη πράξη, γλιτώνει τήν ντροπή». Ή έπόμενη σκηνή περιέχει τήν άποστολή του Λίχα μ,έ τό μο'. ραΐο δώρο. Σ ' αύτόν ή Δηιάνειρα δεν ξεστομίζει λέξη γιά τήν άνη συχία της—'ίσα Ι'σα, του ζητεϊ νά άναγγείλει στόν 'Ηρακλή τή φ', λική ύποδοχή της ξένης (άπό τήν άπάντηση του Λίχα, στόν στ. 629, μπορούμε νά καταλάβουμε άπό τί βαριά πέτρα ξαλάφρο^σ ή καρδιά του)· στό τέλος δμως της σκηνής άποκαλύπτεται δλη ή τρυφερότητα της καρδιάς της: «μήν του μιλήσεις γιά τή λαχτάί: / μου, γιατί δεν ξέρω άν κι έκεΐνος νιώθει τό Ι'διο». Στό δεύτερο στάσιμο, μέ τό πρώτο άπό τά δύο στροφικά του ζεύγη, ό χορός ψάλλει γιά τή θριαμβευτική χαρά πού άπλώθηχ στή χώρα, ενώ μέ τό δεύτερο εύχεται νά έ'ρθει γρήγορα ό Ή ρ ν
354
TA i : o z O M E X A
ΔΡΑΜΑΤΑ
κλης και và ενεργήσει, πάνω του το μαγικό φίλτρο. Ό τόνος του χορικού δημιουργεί την άντίθεση με τή συμφορά πού ξεσπά ξαφνικά. 'Εδώ άκοΰμε κάπως άναπάντεχα άπδ τις γυναίκες του χορού οτι περίμεναν την επιστροφή του ήρωα έπί δώδεκα μήνες, διάστημα άσυμβίβαστο μέ τήν άπουσία τών δεκαπέντε μηνών πού άναφέρει ή Δηιάνειρα στούς στ. 44 και 164, όταν μιλεί για τή διαθήκη του 'Ηρακλή. 'Εξάλλου, στον στ. 824 μαθαίνουμε γιά Ινα χρησμό πού μόνο με το χρησμό του μαντείου της Δωδώνης μπορεί νά ταυτιστεί, και τον άναφέρει και 6 'ίδιος ο Ήρα.κλής στούς στ. 1164κκ. : σύμφωνα μέ αύτόν, οταν περνούσαν δώδεκα χρόνια, δ ήρωας θά εβρισκε λύτρωση άπο τούς μόχθους του. Ε πομένως, μένει να ύποθέσουμε οτι ό Ηρακλής, δταν έ'φευγε τήν τελευταία φορά, ήξερε οτι αύτδ τδ χρονικδ διάστημα συμπληρωνόταν σέ δεκαπέντε μ,ήνες. Σ ' εκείνο τδ σημείο (171) άναφέρεται ρητά ή Αω^ώνη. Μέ βάση αύτούς τούς ύπολογισμούς, συμπεραίνουμε δτι οί δώδεκα μήνες του δεύτερου στάσιμου (648) άναφέρονται πιθανότατα στο τελευταίο άπδ τα δώδεκα χρόνια του χρησμού. Στδ τρίτο επεισόδιο (663-820) μιά άνησυχητική βροντή άναγγέλλει τδν κεραυνδ τής καταστροφής. Ή Δηιάνειρα εκφράζει στήν κορυφαία τήν τρομερή άγωνία της, καθώς σέ μιά ρήση άφηγεοται πώς ή τούφα του μαλλιού πού χρησιμοποίησε γιά νά χρίσει τδ χιτώνα διαλύθηκε στδ φως τού ήλιου και κόχλασε μέ φοβερδ άφρό. 'Εφάρμοσε πιστά τις οδηγίες του Νέσσου" τώρα δμως, καθώς άναγνωρίζει όψιμα τδ σκοπό του, δλα προβάλλουν μπροστά της στδ φως μιας φριχτής πράξης. "Εχει ήδη πάρει τήν άπόφαση νά πεθάνει, γιατί δεν μπορεί νά άντέξει μιά ζωή μέσα σέ δημόσια ντροπή. Θυμούμαστε κάποια προηγούμενα λόγια της (596), f'iXi ή αισχρή πράξη πού κρατιέται στδ σκοτάδι δεν φέρνει ντροπή. Σέ εναν σύντομο διάλογο, ή κορυφαία προσπαθεί πολύ υποτονικά νά τήν παρηγορήσει, και, τώρα συμβουλεύει αύτή σιωπή —έκτδς κι αν θέλει νά μιλήσει μέ τδν "Τλλο, πού εμφανίζεται εκείνη άκριβώς τή στιγμ,ή. ' Η σκηνή έχει τή δομή ένδς τριπτύχου δπου σύντομοι διάλογοι πλαισιώνουν τήν εκτεταμένη, πλούσια σέ λεπτομέρειες ρήση τής Δηιάνειρας. Αύτή ή δομή έπαναλαμβάνεται, μέ άξιοσημείωτη παραλλαγή, στήν έπόμενη σκηνή. "Τστερα άπδ εναν σύντομο διάλογο άνάμεσα στή Δηιάνειρα και τδ γιό της, δπου περιέχεται ήδη ή είδηση
355
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
της καταστροφής, άκολουθεϊ ή δραματική άφήγηση του "Τλλου —ή πρώτη άγγελί,κή ρήση τοϋ έργου— πού άρχίζει ήρεμα, καΐ μέ άριστοτεχνική κλιμάκωση μεταδίδει το μαρτύριο καΐ τή λύσσα του ήρωα πού κατατρώγεται άπό το δηλητήριο. Ή κορύφωση τοΰ παροξυσμού του σημειώνεται μέ τήν έξόντωση τοϋ Λίχα. Τώρα ό ετοιμοθάνατος μεταφέρεται στο σπίτι. Ό "Υλλος κλείνει το λόγο του μέ μιά κατάρα γιά τή μητέρα του. ΚαΙ έδώ άκολουθεΐ ενας σύντομος διάλογος, αλλά σ' αύτον συμμετέχουν ο "Τλλος και ή κορυφαία, ένώ ή Δηιάνειρα εγκαταλείπει αμίλητη τή σκηνή* δεν της άποσπά λέξη ούτε ή έκκληση τοϋ χορού νά υπερασπιστεί τουλάχιστον τον έαυτό της ούτε ή κατάρα τοΰ γιου της. ("Ετσι άφωνη φεύγει άπό τή σκηνή ή Εύρυδίκη στήν Αντιγόνη.) Ό Σοφοκλής χειρίζεται το πρόβλημα τοΰ χρόνου οχι λιγότερο ελεύθερα άπο δ,τι ό Αισχύλος. Πριν άπο το σύντομο δεύτερο στάσιμο, 6 Λίχας είχε ξεκινήσει για τήν άποστολή του —και τί δεν έχει συμβεί στο μεταξύ, ως τήν ε'ίσοδο τοΰ "Υλλου ! Ά π ό τήν άλλη ομως πλευρά, ό τρόμος τής Δηιάνειρας, μόλις ανακαλύπτει, τήν καταστροφή τής τούφας τοΰ μαλλιού, βρίσκεται σέ άμεση χρονική σχέση μέ τό μέρος τοΰ έπεισοδίου άκριβώς πριν άπο τό στάσιμο. Είναι άδύνατο νά επιχειρηθεί οποιοσδήποτε συγχρονισμός. Τό τρίτο στάσιμο περιλαμβάνει και πάλι δύο στροφικά ζεύγη (821-862), πού άντανακλοΰν τά προηγούμενα γεγονότα. Τό πρώτο μιλεϊ γιάτήν εκπλήρωση τοΰ χρησμού πού πρόβλεπε τήν άπό φαση γιά τή ζωή τοΰ 'Ηρακλή στο τέλος των δώδεκα χρόνων. Ή άπόφαση αύτή είναι, βέβαια, ό θάνατος. Ή δεύτερη στροφή άναφέρεται στήν οδύνη τής Δηιάνειρας, και ή άντιστροφή στο μαρτύριο τοΰ 'Ηρακλή, πού τό προκάλεσε, σέ τελευταία άνάλυ ση, ή Κύπρη. Δύο φορές σ' αύτό τό δράμα διάφορα σημαντικά έξωσκηνικά γεγονότα μεταδίδονται πάνω στή σκηνή μέ άφήγηση. "Ετσι κα!, στο τέταρτο επεισόδιο, τό τέλος τής Δηιάνειρας. Πριν άπό τήν ά φήγηση τής Τροφού, προηγείται ενα ταραγμένο προοίμιο. Δύο μέ λη τοΰ χοροΰ^ έ'χουν άκούσει κραυγές άπό τό σπίτι και σέ λίγο άναγγέλλουν τήν εΐ'σοδο τής Τροφού. Ό διάλογος οπού ή γ ρ ι ά τους άποκαλύπτει τό θάνατο τής Δηιάνειρας περνά άπότομα σ.' άντιλαβές και καταλήγει σέ κομμό. Μέ τρία τρίμετρα ό διάλογο 1. Γιά τή διανομή των στίχων σέ πρόσωπα σέ ολο αύτο το μέρος βλ. Kraus 137.
356
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
ήρεμεΐ και δίνει θέση στην εκτεταμένη άφήγηση τήςΤροφοΰ (899946). "Εχουμε ήδη άσχοληθεΐ μέτή σχέση πού εχει αύτη ή άφήγηση προς την άντίστοιχη της ' Αλκηστης (βλ. παραπάνω, σ. 322). ίΐροβλήμ,ατα δημιούργησε τό μέρος δπου ή Τροφός διηγείται πώς ή Δηιάνειρα ρίχνεται στο κρεβάτι του 'Ηρακλή και σέ λίγο πετιέται πάνω καΐ αύτοκτονεΐ. 'Ελάχιστα ικανοποιεί ή έρμηνεία δτι ή Δηιάνειρα «σάν καλή σύζυγος πού είναι» προετοιμάζει το κρεβάτι γιά το γυρισμό του 'Ηρακλή, άλλά σέ λίγο άναγνωρίζει πόσο άνώφελο είναι κάτι τέτοιο και αύτοκτονεϊ. Τά πράγματα είναι πολύ άπλούστερα. Τά δέμνια (915) του 'Ηρακλή, πού λείπει εδώ και δεκαπέντε μήνες, δεν είναι παρά ενα διακοσμητικό πλαίσιο, ένας άδειος σκελετός. Σέ μιά άφηγηματική ρήση δεν πρέπει νά μας ξενίζει ή επιμονή σέ παρόμοιες λεπτομέρειες. Στο τελευταίο κομμάτι τής άφήγησής της, ή Τροφός περιγράφει τον πόνο του "Υλλου, καθώς άναγνωρίζει τήν άθωότητα τής μητέρας του και κατηγορεί τόν έαυτό του, γιατί ή άπότομη οργή του στάθηκε αιτία γιά τό θάνατό της. Τό σύντομο τέταρτο στάσιμο (947-970), μέ τά δύο στροφικά ζεύγη του, είναι Ινας θρήνος· στό τέλος άναγγέλλεται ότι καταφθάνει ή θλιβερή πομπή. Ό 'Ηρακλής μ,εταφέρεται κοιμισμένος πάνω σέ φορείο* τόν συνοδεύουν ενας ΙΊρεσβύτης, '^σως ό επικεφαλής τών μεταφορέων, και 6 "Τλλος. Αύτόν τόν είχε δει νωρίτερα ή Τροφός νά έτοιμάζει Ινα φορητό κλινάρι γιά τόν πατέρα του (901)' μεσολάβησε ενα χορικό, πού κάλυψε τόν ενδιάμεσο χρόνο.^ Τό πρώτο τμήμα τής εξόδου συγκροτείται άπό άναπαίστους (971-1003) του Πρεσβύτη, του "Υλλου και του'Ηρακλή, πού τινάζεται άπό τόν υπνο του μέσα σέ φριχτούς πόνους. 'Απόλυτη μετρική άντιστοιχία πρέπει νά δεχτούμε μόνο γιά τά πρόσωπα τής συνοδείας, δχι δμως και γιά τόν 'Ηρακλή. Ό παροξυσμός του πόνου του, καθώς και ή άμηχανία τών άλλων, μορφοποιείται σέ μιά λυρική σκηνή (1004-1043) πού έκφράζει τό πιό άγριο πάθος σέ μιάν αύστηρά διαρθρωμένη περίπλοκη σύνθεση. Δύο ξεσπάσματα πόνου του 'Ηρακλή χωρίζονται άπό πέντε έξαμέτρους, πού τούς μοιράζονται ό Ηρεσβύτης και ό "Υλλος (1018-1022). 1. Mtà τέτοια σκηνοθετική άντίληψη μοϋ φαίνεται περισσότερο πιθανή (τό ίδιο πιστεύει και, ό Kamerbeek) άπο τήν υπόθεση δτι δ "Υλλος βγαίνει άπό τό σπίτι.
357
ΣΟΦΟΚΛΙΙΣ
Κάθε ξέσπασμα πλαισιώνει, κάθε φορά μέ ενα στροφικό ζεΰγο:, ενα κεντρικό μέρος συνθεμένο άπο μιά σύντομη στροφή και πέν τε έξαμέτρους. Αύτά τά δύο κεντρικά μέρη έχουν και στά δι'^ο τμήματα πλήρη μετρική άντιστοιχία, ένώ οί δάκτυλοι άντιστοι χουν στο διαχωριστικό έξαμετρικό τμήμαΛ Με δύο στίχους γεμάτους φρίκη (1044κ.) ή κορυφαία δημι. ουργεΐ μιά τομή, πού τήν άκολουθεΐ μιά εκτεταμένη ρήση του 'Ηρακλή· εδώ, μέ τον σπασμωδικό ρυθμό, λες και. προέρχετα-. άπό κάποιον πού μιλεϊ άγκομαχώντας, και τήν πυκνή συσσώρευ ση τών κώλο^ν, συνεχίζεται τό πάθος τών λυρικών στίχων. Πρώ τα προβάλλεται έντονα ή λαχτάρα του ήρωα νά πάρει άγρια έκδί κηση άπο τή Δηιάνειρα, ώσπου τον καταβάλλει, κατά τή μέση της ρήσης, ενα καινούριο ξέσπασμα πόνου. Μεμονωμένα λυρικσ μέτρα διακόπτουν τα τρίμετρα, και άκολουθεΐ μιά πικρή άναδρο μή στούς άθλους του' τέλος, ξεσπά άκόμη μιά φορά ή έπιθυμία γιά εκδίκηση. Αύτή ή εκδικητική διάθεση υποχρεώνει τον "Υλλ'νά υπερασπιστεί τή μητέρα του, πού τήν κατηγορούν τόσο σκλη ρά. Μέ έξαιρετική προσοχή άρχίζει ενας διάλογος, πού γρήγορα πυκνώνει σε στιχομυθία, γιά νά καταλήξει στήν αποκάλυψη τήάιτάτης του Νέσσου. Αύτός 6 διάλογος φτάνει ως τον στ. 125S, χωρίς τή συνηθισμ,ένη σέ παρόμοιες περιπτώσεις διακοπή άπό στίχους της κορυφαίας. Ό ρυθμός του καθορίζεται άπό τήν έναλ λαγή συνεχών λόγων του 'Ηρακλή και στιχομυθιών πού του άκολουθοΰν σ' αύτές ό ήρωας άπαιτεΐ άπό τό γιό του ύποταγή κα' συντρίβει, μέ τρόπο αύταρχικό και κάποτε βάναυσο, όποια δήποτε άντίρρησή του. Ό 'Ηρακλής, μόλις άκούει τό δνομα του Νέσσου, ξεχνά τή Δηιάνειρα, καθώς βλέπει τή μοίρα του νά προβάλλει ξεκάθαρα. 'Ακόμη μιά φορά τονίζεται ή καθοριστική δύναμη τών χρησμών: υπάρχει ενας παλαιότερος, πού του είχε προβλέψει θάνατο άπο ενα νεκρό, και εκείνος ό άλλος, ό γνωστός μας, άπό τή Δωδο) νη, πού του είχε ύποσχεθεϊ λύτρωση γιά τήν τωρινή περίοδο τής ζωής του. Τώρα άποκαλύπτεται δτι λύτρωση είναι ό θάvατoc. Ό 'Ηρακλής δεσμεύει τό γιό του μέ έπίσημ,ο ορκο δτι θά πραγμα 1. Αύτο τ0 λυρικό μέρος το διερεύνησε υποδειγματικά ό Kraus (138) ό όποιος καΐ αιτιολόγησε τΙς άναπόφευκτες, άλλά οχι και δραστικές, άλ λαγές xoij κειμένου. Τό σχήμα του είναι: Ηρακλής: ΑΒΓΑ· ΙΤρεσβύτγ^ και "Τλλος: Γ" Ηρακλής:'ABrA.
358
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΔΡΑΛΙΑΤΑ
τοποιήσει τις τελευταίες του επιθυμίες. Πρώτα πρώτα, άπαιτεΐ άπο τον "Τλλο νά τον κάψει πάνω στην Οΐ'τη. Στήν ϊδια στιχομυθία, δπου κατορθώνει νά άποσπάσει άπο τό γιό του τήν οδυνηρή υπόσχεση, προετοιμάζει τη δεύτερη επιθυμία του: ό "Τλλος πρέπει νά πάρει γυναίκα του τήν 'Ιόλη. Ό "Υλλος μέ φρίκη άρνεΐται, άλλά τελικά είναι υποχρεωμένος νά υποχωρήσει στή βούληση του έτοιμοθάνατου. Τώρα πια δεν μένει γιά τον 'Ηρακλή παρά 6 δρόμος γιά τή νεκρική πυρά. Μέ συνοδεία άναπαίστων, ή πομπή εγκαταλείπει τή σκηνή, ένώ μέ τρομαχτική προσπάθεια ό ήρωας συγκρατεί τό ξέσπασμα του πόνου του. Ό "Τλλος όμως επαναστατεί μέ λόγια πού δέν έ'χουν το παράλληλό τους στα σωζόμενα εργα του Σοφοκλή: κατηγορεί τούς θεούς, πού, ένώ θέλουν νά λέγονται γεννήτορες και πατέρες, έπιτρέπουν νά συμβαίνουν γεγονότα πού τούς φέρνουν ντροπή. Τά τελευταία δμως λόγια της κορυφαίας άναιροΰν δ,τι εχει μόλις ειπωθεί: είναι φοβερά τά δσα έχουν συμβεί, άλλά δέν υπάρχει τίποτε μέσα σ' αύτά πού νά μήν είναι ό Δίας. Βέβαια, και στήν περίπτωση τών Τραχινίων μπορεί κάνεις νά μιλήσει γιά δομή διπτύχου, άλλά πρέπει οπωσδήποτε νά διατηρήσει εντονες έπιφυλάξεις. Τό μέρος του 'Ηρακλή είναι δυσανάλογα μικρότερο. 'Από τήν άλλη μεριά, θά ήταν άφύσικο νά κλείνει ή τραγωδία της Δηιάνειρας μέ τήν ε'ίδηση γιά τό θάνατό της, και οί σκηνές μέ τόν 'Ηρακλή νά θεωρηθούν παράρτημα. Ή εσωτερική ένότητα του έ'ργου είναι και έδώ πυκνή και άναμφισβήτητη. Ή συμφορά του 'Ηρακλή είναι άποτέλεσμα του τραγικού λάθους μιας ερωτευμένης γυναίκας· καΐ τό λάθος αύτό είναι παρόν σέ κάθε κραυγή της οδύνης του. Φυσικά, και οί Τραχίνιες είναι έ'ργο δύο ηρώων, άλλά τό δραματικό βάρος τών δύο κύριων μορφών κατανέμεται πολύ διαφορετικά άπό ο,τι στήν 'Αντιγόνη. Έ κεϊ τά δύο πρόσωπα έρχονται άντιμέτωπα μέ τις πράξεις και τόν άγώνα τους, ένώ έδώ ό 'Ηρακλής γίνεται τό θύμα μιας πράξης πού τήν προκάλεσε βέβαια ο 'ίδιος κερδίζοντας τήν 'Ιόλη, άλλά δέν είχε σχεδιαστεί έναντίον του. Τό εργο άρχίζει σέ μιά άτμόσφαιρα άβεβαιότητας και εναγώνιας άναμονής. Ή άποστολή του "Τλλου, ή οποία άποκλείει κάθε συμμετοχή του στή δράση έπι πολλές σκηνές, άποτελεϊ τό πρώτο βήμα πού όδηγει εξω άπό αύτή τήν κατάσταση άναμονής. "Υστερα, σκηνή μέ σκηνή, ή καταχνιά φωτίζεται, καθώς ό ποιητής εί359
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
σάγει μέ δεξιότητα στη δράση πρόσωπα πού, άν καΐ χρονικά συνανήκουν, εμφανίζονται σέ διαφορετική χρονική βαθμίδα, καί. ετσι επιτρέπει τή δυναμική εξέλιξη του δράματος: ό Άγγελιοφό ρος έ'ρχεται πριν άπο τον Λίχα, πού καθυστερεί επειδή τον έμπο δίζει το πλήθος· ή άλήθεια δμως έ'ρχεται στο φως μόνο δταν συ ναντηθοϋν οΐ δυό τους, ένώ ό'Ηρακλής μένει άκόμη στήν Εύβοια, δπου ετοιμάζει θυσίες στο άκρωτήριο Κήναιο. Έ κ ε ϊ τον βρίσκε^. ο "Τλλος, πού ετσι εντάσσεται πάλι στά δραματικά συμφραζόμενα. Ή εύφυής χρησιμοποίηση του χώρου και του χρόνου έπι τρέπει, πέρα άπο τον έλεύθερο χειρισμό του πραγματικού χρό νου, και εκείνη τήν πύκνωση της δραματικής σύνθεσης πού, δταν συγκριθεί μέ του Αϊαντα, μας δίνει τό δικαίωμα νά μιλήσουμε γιά πρόοδο. Σημαντικό ρόλο στο έ'ργο παίζουν οί χρησμοί.^ 'Αντίθετα δμως άπο τον Οιδίποδα τύραννο, εδώ δέν προωθούν άποφασι στικά τή δράση (ή άποστολή του "Υλλου εχει δευτερεύουσα ση μασία)· τά δραματικά γεγονότα έκτυλίσσονται ανεξάρτητα άπο αύτούς· οί συνέπειές τους δμως έ'ρχονται νά επικυρώσουν τις πα λιές σκοτεινές προφητείες. Στήν άνάλυση του έ'ργου προσπάθησα νά έναρμονίσω τις διάφορες ενδείξεις γιά τούς χρησμούς' μενζκ δμως άκόμη μιά σημαντική άντίφαση. Ό χρησμός γιά τον όποιο μιλεϊ ή Δηιάνειρα στήν άρχή (79,166), επιδέχεται δύο έναλλακτί, κές ερμηνείες: ύστερα άπο τήν έκπνοή της μοιραίας προθεσμία^, δ 'Ηρακλής θά βρει ή τό θάνατο ή μιά ήρεμη εύτυχία. "Οταν ο μως ό χορός άναφέρει τό χρησμό (825), δ λόγος είναι μόνο γι) τήν άπαλλαγή του 'Ηρακλή άπο τούς μόχθους. Ή ύποδήλωσ/^ τής εναλλακτικής εκδοχής στήν άρχή προτάσσεται γιά λόγου δραματικής άναγκαιότητας: πρέπει νά δημιουργηθούν οί κατάλ ληλες συνθήκες γιά τήν επακόλουθη εισαγωγή του στοιχείου τή. άγωνίας και τής έλπίδας· στήν πραγματικότητα δμως ή άντίφαση είναι μόνο φαινομενική. Συμφωνώντας μέ τον Η. Diller, άναγν(.) ρίζω άνεπιφύλαχτα στήν άποδοχή τής εναλλακτικής ερμηνείας τ-) δρια τής άνθρώπινης γνώσης, πού προσπερνά τήν άλήθεια των 1. Γιά τούς χρησμούς στό ëpyo χυτό, και γενικά στον Σοφοκλή, πολ·'. σημαντική είναι ή μελέτη του Η. Diller, «Göttliches und menschliclii". Wissen bei Sophokles», ICieler Universität-Reden 1, 1950 = Go«/ir// und Mensch in der Tragödie des Sophokles, Darmstadt 1963 (γιά τί Τραχίνιες, a. 15)' επίσης Ε. R. Schwinge, ο.π. 95.
360
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
θεών, γιά νά τήν άνακαλύψει μόνο την ώρα της καταστροφής. Ό ΊΙρακλής πλανιόταν, όταν άφηνε στη Δηιάνειρα τή νύξη για μιά |χετέωρη άπόφαση, άφοΰ ό θεος τήν είχε πάρει άπο πολύν καιρό. II πλάνη δμως του 'Ηρακλή είναι έντελώς ευεξήγητη, επειδή ή άναδοχά πόνων (σειρά άθλων, 825) σέ συνδυασμό μέ το τελεΐν μπορεί νά σημαίνει στήν πραγματικότητα και τα δύο: θάνατο ή ήρεμη ζωή. Σέ πραγματική δμως άντίφαση μέ αύτο βρίσκονται τά λόγια του έτοιμοθάνατου ήρωα (1171) δτι τό λύσις πόνων τό κατάλαβε σάν υπόσχεση για εύτυχισμένη ζωή. Ό ποιητής χρησιμοποίησε στο σημείο αυτό τήν αισιόδοξη ερμηνεία ένος δισήμαντου χρησμού, γιά νά υπογραμμίσει περισσότερο άποτελεσματικα τήν άναγνώριση της πραγματικής του σημασίας. Ή βούληση του θεοΰ είναι μονοσήμαντη· ή μετάδοσή της δμως μέσα άπό ένα χρησμό αφήνεται ανοιχτή στήν εικασία και στήν πλάνη του ανθρώπου. Πολλές φορές μεγαλοποιήθηκε ή παρουσία δήθεν εύριπιδικών στοιχείων στο δράμα. Βέβαια, είναι τό μόνο σωζόμενο εργο του Σοφοκλή πού άρχίζει μέ προλογική ρήση. Ά π ό νωρίς όμως μιά διεισδυτική άνάλυση^ μπόρεσε νά δείξει δτι οί διαφορές άπό τούς προλόγους του Εύριπίδη ξεπερνούν εδώ τις ομοιότητες. Πρώτα άπ' δλα, έ'χει ύπογραμμιστεϊ ή κάποια αύτοδυναμία αύτοΰ του δομικού στοιχείου στο έργο του Εύριπίδη, ένώ στον Σοφοκλή είναι στενά δεμένο μέ τήν ύπόλοιτυη σκηνική σύνθεση. Έντελώς λαθεμένος είναι ό παραλληλισμός του μαγικού φίλτρου τής Δηιάνειρας μέ τις σκευωρίες στά δράματα τού Εύριπίδη· τον άποφασιστικό λόγο σχετικά μέ αύτό τό σημείο τον είπε ό Reinhardt.^ Φυσικά, ό έρωτας παίζει κάποιο ρόλο στο έ'ργο, άλλά είναι ολότελα διαφορετικός άπό δ,τι στά δράματα πάθους τού Εύριπίδη. ( )ί Τραχίνιες δέν είναι άπλό ψυχόδραμα· ένας τέτοιος χαρακτηρισμός παραγνωρίζει τις δυνάμεις πού συντρίβουν τις προσπά1. Αύτο ύποστήριξε Ιδιαίτερα ή Johanna Heinz στήν εργασία της πού μνημονεύεται στη σ. 322, σημ. 3, και ό Kirkwood, 290' τώρα, Wege der Forschung 95, 184. 2. Καλές οΐ παρατηρήσεις του E.R. Schwinge, δ.π. 27. Ωστόσο δέν μπορώ νά άκολουθήσω τήν άποψη πού προβάλλει ό Κ. Matthiessen, Hyl>omnemata 4 (1964) 22, 1, δτι ό Εύριπίδης δέχτηκε άπο τις Τραχίηες άποφασιστικούς ερεθισμούς γιά τήν τεχνική του προλόγου της τραγωδίας, καθώς και γιά τή διαμόρφωση τοΰ στοιχείου της πλοκής. Οί διαφορές είναι πολύ σημαντικές.
361
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
θειες των άνθρώπων. Αύτές οί δυνάμεις δέν άναδύονται άπο τον έσωτερικο κόσμο των δραματικών προσώπων, παρά ύψώνονται άπέναντί τους σάν άτεγκτες και άνεξιχνίαστες μορφές έξουσίας, πού ύποδηλώνονται μέσα άπο χρησμούς. Ωστόσο, θά άδικοΰσε τον ποιητή μιά ερμηνεία πού θά παραγνώριζε τά λεπτά χαρακτηριστικά μέ τά όποια διαμόρφωσε τη φυσιογνωμία αύτής της βουβά και βαθιά ερωτευμένης γυναίκας. "Άς ελπίσουμε οτι δέν θά βρεθεί πιά κανένας νά μιλήσει γιά τήν επιπολαιότητα και τήν ένοχή της.^ Ή προσφυγή της στο ύποτιθέμενο μαγικό φίλτρο αιτιολογείται πειστικότατα μ,έσα στήν άγωνία και τήν άνησυχία της ώριμης γυναίκας πού παλεύει για τ-^ν άγάπη του άντρα της. Οί στιγμές της άμφιβολίας κλιμακώνουν μόνο τήν τραγικότητα της μοίρας της. 'Ακριβώς τό μέσο πού περιμένει εκείνη οτι θά της ξαναφέρει τον 'Ηρακλή οδηγεί και εκείνον και τήν ϊδια στήν καταστροφή. Ή άνθρώπινη επιφανειακή γνώση και ή τυφλή ψευδαίσθηση ναυαγούν μπροστά σέ δ,τι έχουν ορίσει οί θεοί. Οί Τραχίνιες βρίσκονται πολύ κοντύτερα στον ΟΙδίποδατύραννο άπο ο,τι στή Μήδεια ή στον 'Ιππόλυτο. Ά π ο οσα ε'ίπαμε γιά τό χαρακτήρα της Δηιάνειρας, συνάγεται δτι ή προσπάθεια του Reinhardt (34) νά παραλληλίσει τό λόγο της προς τον Αίχα (436) μέ τήν παραπλανητική ρήση του Αϊαντα πρέπει νά θεωρηθεί άστοχη.^ Μιά τέτοια Δηιάνειρα δέν είναι σέ θέση νά εξαπατήσει κανέναν τό δτι μέ σοφά μελετημένες άποχρώσεις μιλεί διαφορετικά στον Αίχα άπο δ,τι στις γυναίκες, οφείλεται στήν επιφυλακτικότητα πού της έπιβάλλουν ή περίσταση και ή φύση της. Είναι πολύ δύσκολο νά συλλάβει κανείς σωστά τή μορφή του 'Ηρακλή. Ό ήρωας δέν έ'χει τίποτε άξιαγάπητο πάνω του. Ή άγριότητα πού τον όδηγεϊ νά καταστρέψει μιά ολόκληρη πόλη γιά χάρη της 'Ιόλης θυμίζει τό άχαλίνωτο έρωτικό πάθος πού συχνά του άποδίδεταΐ" στέλνει δίχως κανένα δισταγμό στο σπίτι δίπλα στή γυναίκα του μιά παλλακή, ενώ ο σωματικός του πόνος τον 1. Καλές οΐ σκέψεις του Ε. R. Schwinge, ο.π. 27, και του Funke, 114· επίσης του J. Carrière, REG 79 (1966) 15, 36. ΤΙς απόψεις του I. Errandonea, Sôfocles, Μαδρίτη 1958, 205 (πρβ. και σ. 208) τΙς άποκρούει και ό Μ. Ρ. Houghton, Pallas 1962, 71. 2. Ή ερμηνεία τοϋ Reinhardt προκάλεσε πολλές συζητήσεις, πού τά βασικά τους επιχειρήματα βρίσκονται στή βιβλιογραφική επισκόπηση τοϋ Η. F. Johansen, Lustrum 1962/7, (1963) 265.
3G2
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
ώθεϊ στήν έξόντωση του Λίχα και τελικά υψώνει, σέ παροξυσμό τήν επιθυμία του νά πάρει εκδίκηση άπο τή Δηιάνειρα. "Οταν όμως μαθαίνει τά καθέκαστα, δέν βρίσκει οΰτε μιά λέξη να πει γιά τή μοίρα της, σέ έντονη άντίθεση προς τον "Υλλο (932, 1233). 'Ωστόσο, πιστεύω δτι ο G. Murray^ προχώρησε πάρα πολύ θέλοντας νά παραστήσει αύτον τον 'Ηρακλή μυσαρό τέρας. Είναι άλήθεια δτι 6 ποιητής τον άντιπαραβάλλει, μέσα στή σκληρότητά του, στή Δηιάνειρα μέ τήν οξύτερη δυνατή αντίθεση" διαρκώς όμως μας θυμίζει δτι πίσω άπο αύτον στέκονται πάντα οί μεγάλοι άθλοι του, πού έπίσης ξεπερνούν κάθε άνθρώπινο μέτρο. Επίσης δέν πρέπει νά ξεχνούμε δτι αύτος ό 'Ηρακλής τήν 'ίδια σκληρότητα πού δείχνει γιά τούς άλλους τή στρέφει, τήν ώρα τοΰ θανάτου, στον Ι'διο τον έαυτό του. Συμφωνώντας μέ τον Kamerbeek και μέ άλλους, άποδώσαμε στον "Τλλο τά τόσο σημαντικά γιά τον θρησκευτικό στοχασμ,ό της ποίησης τοΰ Σοφοκλή τελευταία λόγια τοΰ έ'ργου. Ή παράδοση, ελάχιστα καθοριστική σέ τέτοιες περιπτώσεις, ταλαντεύεται άνάμεσα σ' αύτον καΐ στο χορό. Τό άπ οίκων, πού παραδίδεται στά χειρόγραφα, πρέπει νά διατηρηθεί και να έρμηνευτεϊ ώς προτροττΓ^ της κορυφαίας στις κοπέλες της Τραχίνας. Μέ 'ικανοποίηση σημειώνουμε δτι και ό Α. Rivier^ άποδίδει τούς άποφασιστικούς στίχους στο χορό. Ό ΟΙδίπονς τύραννος^ σημειώνει τό κέντρο και τήν κορύφωση της καλλιτεχνικής πορείας τοΰ Σοφοκλή. "Ενα χρονικό δριο προς 1. "Ο.π. 2. «Un débat sur la tragédie Grecque», RThPh 99 (1966) 252. 3. Σχολιασμένες εκδόσεις: Α. Verhoven, Turnhout 1939' L. Roussel, Παρίσι 1940 (μέ πολλή γνώση άλλά και πολλά προβλήματα)· W. Schmitz, Paderborn 1946· Α. Willem, 5η έκδ. Αιέγη 1949· D. Pieraccioni, Φλωρεντία 1966· Ε. Janssens, Namur 1953 (χωρίς ιδιαίτερες άξιώσεις) και 1956- G. Ammendola, Τορίνο 1954- G. Schiassi, Bologna 1967· τό ερμηνευτικό (άλλά χωρίς κείμενο) υπόμνημα τοΰ J. C. Kamerbeek, Leiden 1967, είναι βασικό· Τ. Μ. Gould (κείμενο και μετάφραση), Prentice-Hall 1970" Ο. Longo, Φλωρεντία 1972. Τή μετάφραση του Wilamowitz τήν εχει εκδώσει ό Κ. Kappus, Βερολίνο 1939 (1949) μαζί μέ ενα άρχαϊο ελληνικό κείμενο, πού φιλοδοξεί νά φτάσει έ-κεΐνο πού είχε ώς βάση του ό μεταφραστής. Γιά τις Editiones Helveticae τό κείμενο τό επεξεργάστηκε ό Β. Wyss, Βασιλεία 1946" γιά τά Heidelberger Texte ό D. Regenbogen, 1949· γιά τά αύστριακά γυμνάσια δ F. Salomon, Βιέννη 1950·
363
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
τα κάτω προσφέρει, δ στ. 27 των ΆχaρvεoJV, πού διδάχτηκαν τό 425 π.Χ. Γι,ά το opto προς τά πάνω, σημαντικό είναι το έρώτημα άν ή επιδημία πού έξεικονίζεται στον πρόλογο άντανακλα το λοικείμενο κοά μετάφραση, μαζί μέ τόν Οιδίποδα Κ., I. Errandonea, Βαρκελώνη 1959· χρήσιμο βοήθημα προσφέρει ό R. Schmidt, Φραγκφούρτη 1959' έπίσης ό Γερ. Μαρκαντωνάτος (εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια), 'Αθήνα 1978. Μελέτες: Μ. Croiset, Oedipe-roi de Sophocle, Παρίσι χ.χ.^-" Ε. Bignone, «Introduzione aU'Edipo re», A ^ R 5 (1937) 3· M. Delcourt, «Oedipe ou la légende du conquérant», Bibl. de la Fac. de Philol. Liège, τχ. 104, ΙΙαρίσι 1944" R. A. Pack, «Fate, Chance and Tragic Error», AJPh 60 (1939) 350· Ε. T. Owen, ((Drama in Sophocles' Oedipus Tyrannus», University of Toronto Quarterly 10 (1940/41) 47" (άνατυπωμένο στον τόμο Twentieth Century Interpretations, βλ. παρακάτω)· L. Deubner, ((Oidipusprobleme», APAW 1942/4· K. Reinhardt, Geistige Überlieferung 2 (1942) 53 (σύνοψη μεμονωμένων τμημάτων μαζί μέ τόν Tasso τοϋ Goethe)· Α. Wilhelm, «Zu Sophokles König Oedipus», Hermes 78 (1934) 204· Ο. Küster, ((Über die Schuld des Königs Oedipus», Beiträge zur geistigen Überlieferung, Godesberg 1947, 167· E. Schlesinger, El Edipo rey de Sofocle, Univ. Nac. de La Plata 1950· W. C. Helmbold, ((The Paradox of the Oedipus». AJPh 72 (1951) 293· C. Diano, ((Edipo figlio della Τύχ-η», Dioniso 15 (1952) 56· I. Errandonea, ((Das zweite Stasimon des Königs Oedipus von Sophokles», Hermes 81 (1953) 129· G. Zuntz, ((Oedipus und Gregorius», AS'A 4 (1954) m = Wege der Forschung 95, 348· B. M. W. Knox, ((Why is Oedipus Called Tyrannus?», CJ 50 (1954/55) 97, και ((The Date of the Oedipus T.», AJPh 77 (1956) 133, και Oedipus at Thebes, Yale Univ. Press 1957 (άνατ. 1966)· J. Carrière, ((Ambiguïté et vraisemblance dans Oedipe-roi», Pallas 4 (1956) 5· H. Drexler, ((Die Teiresiasszene des Königs Oedipus», Maia 8 (1956) 3· W. Schadewaldt, ((Der König Oedipus des Sophokles in neuer Deutung», Schweitz. Monatsh. 36 (1956) 2l=Hellas und Hesperien 277· H. Musurillo, ((Sunken Imagery in Sophocles' Oedipus T.», AJPh 78 (1957) 36· Ph. W. Harsh, ((Implicit and Explicit in the Oedipus T.», AJPh 79 (1958) 243" M. Ostwald, ((Aristotle on άμαρτία and Sophocles' Oedipus T.», Festschr. E. Kapp, 'Αμβούργο 1958, 93· Α. Maddalena, ((Edipo Re», Filosofia 9/3, 1958· W. M. Calder III, ((The Staging of the Prologue of Oedipus T.», Phoenix 13 (1959) 121 και ((The Blinding, O.T. 1271-1274», AJPh 80 (1959) 301 καΐ ((O.T. 1515-1530», CPh 57 (1962) 219· Thalia Ph. Feldman, ((Taboo in the Oedipus Theme». TAPhA 93 (1962) i2i=Wege der Forschung 95, 370' σημαντική γιά τήν κατανόηση τοϋ έργου είναι ή έργασία τοϋ Κ. von Fritz, Antike und moderne Tragödie 1· G. Kremer, Strukturanalyse des Oedipus T. von Sophokles (διατρ.), Τυβίγγη 1963· Η. Funke, 54, 73' P. H. Vellacott, ((The Guilt of Oedipus», G^-R 11 (1964) 137, και Sophocles and Oedipus, Αονδίνο 1971· W. Elliger, ((Sophokles und Apollon», Synusia, Pfullingen
364
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
μό του 429.^ Ή άπόφαση είναι, δύσκολη, επειδή στο εργο δεν ϊχουμε μιά επιδημία δπως την παρουσιάζει ό Θουκυδίδης, άλλά ενα θανατικό πού χτυπά κάθε πηγή ζωής, άκριβώς όπως άπει1965, 79· Ε. R. Dodds, «On Misunderstanding the Oedipus Rex», G^R 13 (1966) 37=ΓΛβ Ancient Concept of Progress, 'Οξφόρδη 1973, 64- G. Greifenhagen, «Der Prozess des Ödipus», Hermes 94 (1966) 147· J. G. Kamerbeek, «Problemen van de Eenheid en de Zin van Soph. Oed. Tyr.», MNAL, N.R. 2 9 / 6 (1966) και «Comments on the Second Stasimon of the Oed. Tyr.», WS 79 (1966) 80· G. Müller, «Das zweite Stasimon des Königs Oedipus», Hermes 95 (1967) 269Twentieth Century Interpretation of Oedipus Rex, έκδ. M. J. O'Brien, Prentice-H all, 1968· A. Cameron, The Identity of Oedipus the King: Five Essays on The Oed. Tyr., N. 'Τόρκη 1968- A. S. MacDewitt^ «Dramatic Imagery in the Parodos of Oed. Tyr.», WS N.F. 4 (1970) 28· R. P. Winnington-Ingram, «The Second Stasimon of the Oed. Tyr.», JHS 91 (1971) 119· E. Staiger, «Sophokles: König Oedipus», Scheidewege 3 (1973) 74· G. Devereux, «The Self-blinding of Oid. in Sophocles' Oid. Tyr.», JHS 93 (1973) 36" M. Dyson, «Oracle. Edict and Curse in Oed. Tyr.», CQ 23 (1973) 202. Μεταφράσεις.—Γερμανικά: Κ. Schilling, Μόναχο 1941" ή μετάφραση τοϋ Donner σέ νεότερη έκδοση άπο τον G. Diener, Βαμβέργη 1949· Ε. Buschor, Μόναχο 1954" W. Schadewaldt, Φραγκφούρτη 1955, τώρα Griechisches Theater, Φραγκφούρτη 1964, 141' Κ. Α. Pfeiff, Γοττίγγη 1969· Η. YvQy, Deutsche Sophoklesübersetzungen: Grenzen und Möglichkeiten des Übersetzens am Beispiel der Tragödie König Oedipus von Sophokles, Winterthur 1964.—'Αγγλικά: D. Fitts και R. Fitzgerald, N. 'Τόρκη 1949, Αονδίνο 1951 (γι' αύτήν και για άλλες άγγλικές μεταφράσεις τραγωδιών βλ. Μ. J. Costelloe, CB 26, 1960, 61)· Β. Μ. W. Κηοχ, Ν. 'Τόρκη 1959.—Γαλλικά: Α. Bonnard, Αοζάννη 1946.—'Ιταλικά: S. Quasimodo, Μιλάνο 1947.—'Ισπανικά: F. R. Adrados, Μαδρίτη 1956.—'Ελληνικά: Φ. Πολίτης, 'Αθήνα 1969. 1. Γιά τό είδος της άρρώστιας ξέσπασε έντονη διαμάχη άνάμεσα στή Μ. Delcourt («Les suppliants et leurs rameaux au début d'Oediperoi», AC 6 (1937) 63 και «Stérilités mystérieuses et naissances maléfiques», Eibl, de la Fac. de Philos, et Lettres Univ. de Liège, τχ. 83, Παρίσι 1938) και στον G. Daux, «Oedipe et le fléau», REG 53 (1940) 97. Παραλληλισμό μέ τΙς άπειλές τών Έρινύων στις Ευμενίδες επιχείρησε και ό Μ. Ε. Hirst, «The Eumenides and the Oedipus T.», CR 48 (1934) 170. Στο συσχετισμό μέ τον άθηναϊκο λοιμο έπιμένουν, άνάμεσα σέ άλλους, οΐ Schadewaldt, Sophokles und Athen, Φρα-γχφούρτη 1935, 18 =Hellas und Hesperien 228" B. M. W. Knox, δ.π. Μέ δισταγμό εκφράζεται ό Η. F. Johansen, Lustrum 1962/7 (1963) 229 και ό J. C. Kamerbeek στο έρμηνευτικό υπόμνημα τοϋ Ιργου (σ. 28). 'Αβάσιμη είναι ή οψιμη χρονολόγηση (411) πού προτείνουν ό G. Perrotta (257) και ό C. Diano, δ.π., ό όποιος μάλιστα εντοπίζει τις άναζητήσεις του σέ πολιτικούς υπαινιγμούς.
365
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
λοΰν γιά την 'Αττική οί 'Ερινύες στον Αισχύλο. 'Επειδή ομως ή χρονολόγηση του έργου, σύμφωνα μέ τήν ένταξή του στά σωζόμενα δράματα του ποιητή, στά 430-425 π.Χ. παραμένει ή πιθανότερη (αύτό ύποστήριξε πρόσφατα και 6 Kamorbeek: «μερικά χρόνια μετά το θάνατο του Περικλή»), δέν πρέπει να άποκλειστεϊ το ενδεχόμενο να έχουν ενσωματωθεί στο έ'ργο μνήμες από το μεγάλο θανατικό. Εύτυχώς, χάρη στον Deubner φαίνεται δτι εχουμε άπαλλαγεϊ οριστικά άπο τις θείορίες πού ήθελαν τον Οιδίποδα ενιαύσιο θεο και τήν Ίοκάστη μητέρα γή" εξάλλου, ό F. Dirlmeieri εχει εκθέσει πειστικά τον πανάρχαιο, και στον πυρήνα του 'ίσως οχι έλληνικό, χαρακτήρα του άρχικοϋ μύθου. Γιά τά έ'πη του θηβαϊκού κύκλου, τήν Οιδιπόδεια και τή Θηβαΐδα^ γνωρίζουμε τόσο λίγα, ώστε μας άποκλείεται κάθε δυνατότητα γιά ακριβέστερη γνώση αύτής της μορφής του μύθου. ^ Τό δτι το ύλικο στά βασικά του στοιχεία ήταν δεδομένο πριν άπό τον Σοφοκλή φαίνεται άπο ενα χωρίο του Πινδάρου (ΌΑ. 2, 38), μέ τό χρησμό πού δόθηκε στον Αάιο, τή μοιραία συνάντησή του μέ τό γιό του και τήν έκδίκηση της 'Ερινύας. Στή θηβαϊκή τριλογία του Αισχύλου ή αύτοτύφλωση του Οιδίποδα παριστανόταν ή μεταδιδόταν άφηγηματικά {'Επτά 783). Ή δράση, πού έξελίσσεται μέ φοβερή συνέπεια, ξεκινά μέ μια επιδημία πού άπειλεΐ κάθε ζωντανό στή φύση και στήν πόλη. Ό 'Απόλλων υποδεικνύει τό μέσο γιά τή λύτρωση και γίνεται άφορμή νά άρχίσει ή άναζήτηση του φονιά του Ααΐου, στο τέλος τής οποίας εκπληρώνονται παλιοί χρησμοί, και ή τρομερή άλήθεια προβάλλει μέσα σέ έκτυφλωτικό φως. "Οπως κάθε μόριο ένός μεγάλου έ'ργου τέχνης άπλώνει τήν έπίδρασή του πρός διάφορες κατευθύνσεις, έ'τσι και ό Σοφοκλής εκμεταλλεύεται τή δραματική περίσταση τής αρχής του έργου, παρουσιάζοντας τό βασιλιά περιβλημένο άπό τήν εμπιστοσύνη του λαου του και γεμάτο έγνοια και στοργή γι' αύτόν. Αύτός, πού τους γλίτωσε κάποτε άπό τή Σφίγγα, θά βοηθήσει ξανά. ^Ω τέκνα, είναι ή πρώτη λέξη πού άπευθύνει ό Οιδίπους σέ μιά ομάδα ικετών, νέων και ήλικιωμένων, 1. Der Mythos von König Oedipus, Mainz ^Ιθβί. 2. C. Robert, Oidipus, Βερολίνο 1915· L. Deubner, δ.π.· F. Wehrli, «Oidipus», MH 14 (1957) 108. Πολύ προσεχτικά συγκεντρώνει δλα δσα μας είναι γνωστά ό Kamerbeek στήν εισαγωγή των σχολίων του.
366
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
πού βρίσκονται μπροστά στο παλάτι του. 'Ακόμη μιά φορά άκούγεται αύτή ή γεμάτη τρυφερότητα λέξη (6), καί, δταν άφήνεί τον ίερέα νά παραπονεθεί, σέ εκτενή λόγο, γιά τή γενική κατάσταση, ό Οιδίπους άρχίζει ξανά τό λόγο του μέ την Ι'δια έκφραση (58), ώ παίδες οίκτροί! Πρέπει νά συσχετίσουμε αύτή τή σκηνή μέ τήν τελευταία του έ'ργου, όπου ό τυφλός Οιδίπους ικετεύει νά τον εξορίσουν, για νά σταθμίσουμε τήν τέχνη του τραγικού, πού μας προσφέρει τή δυνατότητα νά συμπορευτούμε στο δρόμο άνάμεσα σ' αύτούς τούς δύο σταθμούς μέ μιά α'ίσθηση μοναδικής έντασης και βαθύτατου συγκλονισμοΰ. 'Ο Οιδίπους γνωρίζει τή συμφορά πού έχει πλήξει τήν πόλη, άλλά επιτρέπει στον ιερέα νά ξαλαφρώσει τήν καρδιά του εκθέτοντας μέ λεπτομέρειες τον πόνο του. "Οταν στήν άπάντησή του (59) βεβαιώνει δτι ήξερε πώς δλοι είναι άρρωστοι, κανένας δμως τόσο άρρωστος δσο ό ίδιος, άκούμε γιά πρώτη φορά λόγια νά μετεωρίζονται σ' εκείνο τό μισόφωτο της τραγικής ειρωνείας πού άποκαλύπτει τή διάσταση άνάμεσα στήν πραγματικότητα και στά φαινόμενα.^ Ό Οιδίπους έ'χει φροντίσει κιόλας νά γίνει δ,τι είναι άναγκαϊο: ό Κρέων, ό άδελφός της Ίοκάστης, πήγε στούς Δελφούς γιά νά συμβουλευτεί τό θεό —νά τος πού φαίνεται κιόλας νά έπιστρέφει. Χαρακτηριστικό της άνυπόμονης ετοιμότητας γιά άνάληψη δράσης είναι δτι δ βασιλιάς προσφωνεί τον Κρέοντα άμέσως μόλις έκεϊνος βρίσκεται σέ άπόσταση άπό δπου μπορεί νά άκούσει. Ή ε'ίδηση πού φέρνει ό Κρέων, δτι ο θεός άπαιτεϊ νά τιμωρηθεί δ φονιάς του Λαίου, δίνεται σέ ενα διάλογο μέ τον Οιδίποδα, δπου ερώτηση και απάντηση κυριολεκτικά άλληλοκυνηγιοϋνται. 'Αξίζει νά παρατηρήσουμε μέ τί αύστηρή μορφή άποδίδεται αύτή ή κίνηση. "Επειτα άπό μιά διπλή εναλλαγή διστίχων, άκολουθοϋν τέσσερις στίχοι του Κρέοντα μέ τον πυρήνα του χρησμού, κατόπιν μιά τριπλή εναλλαγή άπό μιά μονόστιχη ερώτηση ή γνώμη του βασιλιά και μιά δίστιχη άπάντηση του Κρέοντα, και τέλος μιά διστιχομυθία άπό δώδεκα ζευγάρια στίχους. Μέ βάση τούς έσωτερικούς νόμους του δράματος, θά έ'πρεπε νά αιτιολογήσουμε τό γεγονός δτι δ Οιδίπους μαθαίνει εδώ γιά πρώτη φορά περισσότερες πληροφορίες γιά τον Αάιο και τό θάνατό του (έ'να παράλληλο έ'χουμε στόν πρόλογο του Φιλοκτήτη)^ και 1. Ό Kamerbeek στά σχόλια του (24) σημειώνει τά σχετικά χωρία.
367
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
δεν θά ήταν φρόνιμο νά έπαναπαυθοΰμε προβάλλοντας το πρόσχημα δτι τό πρόβλημα της Σφίγγας εκανε νά ξεχαστεί δ δολοφονημένος βασιλιάς. Έ δ ώ έξάλλου (122) έμφανίζεται ήδη πολύ ενδεικτικά μιά έκδοχή πού θά άποτελέσει άργότερα την έσχατη ελπίδα: ό Λάιος σκοτώθηκε άπο ληστές. Τήν είδηση την ειχε φέρει 6 μόνος δούλος πού είχε επιζήσει' έκδοχή πολύ εύνόητη, άφοϋ ή πιθανότητα νά τούς είχε σκοτώσει ολους έ'νας ήταν ελάχιστοι πιστευτή καί, φυσικά, προσβλητική. Και στον στ. 292 γίνεται λόγος γιά κάποιους οδοιπόρους. Ό Οιδίπους κλείνει το διάλογο μέ ενα λόγο πού φανερώνει άπόλυτη έτοιμότητα: θά ανακαλύψει το δράστη (132-146), Τά λόγια του στήν άρχή, δπου έγκωμιάζεται ο Φοίβος επειδή άφιερώνει στον νεκρό Λάιο τή φροντίδα πού άξίζει, βρίσκονται σέ σπαραχτική άντίθεση μέ τήν κραυγή του προς τό τέλος του έ'ργου (1329κ.): «ό 'Απόλλων, ό 'Απόλλων ήταν, φίλοι μου, πού μέ χτύπησε έτσι». Ή ύπερβολικά άγρυπνη σκέψη του, πού συνδυάζει τά καθέκαστα καί ψάχνει γιά λύσεις, βουλιάζει μέσα στή φριχτή ειρωνεία, καθώς πιστεύει οτι μέ τή φροντίδα του γιά τον νεκρό προστατεύει τον Ι'διο τον εαυτό του: δ άγνωστος δράστης θά μπορούσε νά έπιβουλευτεΐ πολύ εύκολα καί τή δική του ζωή ! Ό βοηθητικός χορός των ικετών αφήνει τή σκηνή μέ μιά έκκληση προς τον Φοίβο. Χωρίς εισαγωγικούς άναπαίστους μπαίνει στήν ορχήστρα ό κύριος χορός, άπό γέροντες της Θήβας, έκτελώντας τήν πάροδό του, πού άποτελεΐται άπό τρία στροφικά ζεύγη (151-215). Ή πρώτη στροφή ρωτά για τό νόημα του χρησμού του δελφικού μαντείου, ενώ ή άντιστροφή επικαλείται τήν 'Αθηνά, τήν "Αρτεμη και τον Φοίβο. Στο δεύτερο στροφικό ζεύγος προβάλλονται άκόμη μια φορά μπρος στά μάτια μας δ θρήνος και τό άδιέξοδο της πόλης. 'Αργότερα, στή «σκηνή του Κρέοντα», αύτή ή εικόνα διατηρείται άκόμη σαν φόντο μέ σύντομους ύπαινιγμούς (515, 636, 665, 685, σύμφωνα μέ τήν καλύτερη παράδοση), ύστερα ομως ξεθωριάζει έντελώς, άφοϋ στήν ύπόλοιττη πορεία τού έργου τό καθετί συγκεντρώνεται στήν προσωπική μοίρα του Οιδίποδα μέ τόση ένταση, ώστε ή λύτρωση της πόλης άπό τήν έπιδημία ούτε καν μνημονεύεται. ' Η τρίτη στροφή περιέχει μιά αποπομπή τού εξολοθρευτή "Αρη, ένώ ή άντιστροφή κλείνει ξανά μέ μιά προσευχή στον 'Απόλλωνα, τήν "Αρτεμη καί τον Βάκχο. 368
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
Στην άρχή του πρώτου επεισοδίου (216-462) εμφανίζεται, άπο το παλάτι ο Οιδίπους, καΐ σέ μιά εκτεταμένη ρήση, πού εχει το χαρακτήρα βασιλικού διατάγματος, άπαιτεΐ άπο τούς πολίτες δραστήρια συμμετοχή στήν έξιχνίαση του έγκλήματος. "Άν ό δράστης παρουσιαστεί μόνος του, θά εγκαταλείψει σώος τή χώρα'^ οποίος καταγγείλει εναν δράστη άπο ξένο τόπο (είναι ό Οιδίπους!), θά άμειφθει· όποιος δμως ξέρει και σωπαίνει, δεν θά του βγεϊ σέ καλό. Ή ρήση είναι γεμάτη άσυναίσθητες αύτοκαταγγελίες, ενώ πολύ ενδεικτικά έμφανίζεται (246) ή εναλλακτική πιθανότητα, πού άργότερα θά άποκτήσει ιδιαίτερη σημασία: αν ό δράστης ήταν ενας ή πολλοί. 'Ακολουθεί στο τέλος ενας διάλογος μέ τον κορυφαίο, ό όποιος δηλώνει τήν άδυναμία του νά προσφέρει βοήθεια και ελπίζει σέ κάποια έξήγηση μόνο άπο τον Τειρεσία, τό μάντη του θεοΰ 'Απόλλωνα. Αύτόν όμως τον εχει ήδη καλέσει ό Οιδίπους, υστέρα άπο συμβουλή του Κρέοντα (αύτο θά παίξει κάποιο ρόλο άργότερα). Ή συνάντηση και ή σύγκρουση μέ τον Τειρεσία εξελίσσονται σέ μιά σκηνή εξαιρετικής έντασης, πού άξίζει νά τή συγκρίνουμε μέ τήν άντίστοιχη σκηνή στήν 'Αντιγόνη. Και στις δύο σκηνές δίνεται στο τέλος ή άποκάλυψη μιας φοβερής άλήθειας, άλλά, ενώ στο παλαιότερο έ'ργο ή σκηνή φτάνει σ' αύτόν τό στόχο μέ εύθύγραμμη κορύφωση, εδώ συναντούμε άπότομες εναλλαγές στήν κατεύθυνση της κίνησης. Ή πορεία δμως της μεγάλης αύτής σκηνής ολοκληρώνεται και έδώ μέσα σέ αύστηρά μορφικά σχήματα, και πλαισιώνεται άπο λόγους του Οιδίποδα και του Τειρεσία, πού ό καθένας τους εχει δεκαέξι στίχους. Ό βασιλιάς στο λόγο του χαιρετίζει μέ μεγάλο σεβασμό τό μάντη: άπο αύτόν περιμένουν δλοι τή λύτρωση. 'Ακολουθεί μιά σύνθεση μέ τήν έξης κίνηση: μέσα σέ μιά διστιχομυθία, πού εύκαιριακά μόνο άραιώνει ή πυκνώνει (316-344), ή ένταση κορυφώνεται ως τό κεντρικό τμήμα, οπού δ Οιδίπους και ό Τειρεσίας 1. Ή παράδοση των στ. 227κ. είναι προβληματική" το νπεξέλοι του Dain είναι ελάχιστα ικανοποιητική λύση. Ό Kamerbeek σκέφτεται, άνάμεσα σέ άλλα, άκόμη και τήν πιθανότητα μιας άνίατης φθοράς ή κάποιου κενοΰ. Ή μεγαλύτερη δυσκολία οφείλεται στήν άντίθεση άνάμεσα στήν ήπια μορφή της εξορίας, στο χωρίο μας, και τήν άγρια κατάρα εναντίον του δράστη, στον στ. 246,
369
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
έξακοντίζουν ό ένας στον άλλο τις βαρύτερες καταγγελίες. "Επεται. μιά στιχομυθία, πού διακόπτεται εδώ κι εκεί άπο δίστιχα (354-379), και μέ τούς 26 στίχους της δημιουργεί ενα άντίβαρο στούς 29 στίχους του κομματιού πού προηγείται άπό τό κεντρικό τμήμα της σκηνής. ' Η οργή του Οιδίποδα άνάβει γρήγορα μέ τήν άρνηση τού μάντη νά μιλήσει. Το ξαφνικό του ξέσπασμα (334) είναι χαρακτηριστικό τής φύσης του. Ή λύσσα του κλιμακώνεται ως τό σημείο νά κατηγορήσει τόν Τειρεσία δτι υπήρξε δ Ι'διος ύποκινητής του εγκλήματος. Ό μάντης τώρα άπαντα ξεκινώντας άπό τή γνώση του οτι τή χώρα τή μολύνει δ Οιδίπους. Στή στιχομυθία άποκαλύπτεται όλόκληρη ή άλήθεια: ό βασιλιάς είναι φονιάς και αίμομίκτης. Μέ εξαιρετική τολμηρότητα ό Σοφοκλής εισάγει αύτή τήν άποκάλυψη τόσο νωρίς στή δραματική πορεία των γεγονότων. Είναι δμως τόσο τερατώδης, φαίνεται νά μετεωρίζεται τόσο ασύνδετη μέ τά υπόλοιπα γεγονότα, ώστε καταλαβαίνουμε γιατί Ό Οιδίπους δέν τήν παίρνει ούτε στιγμή στά σοβαρά. Ή βιαστική σκέψη του έχει βρει κιόλας τή λύση του αινίγματος: πίσω άπό δλα αύτά βρίσκεται ό Κρέων αύτός έχει υποκινήσει και τό μάντη. Κατόπιν άκολουθοϋν δύο συνεχείς ρήσεις των δύο προσώπων (24:21), οί όποιες χωρίζονται άπό τέσσερις κατευναστικούς στίχους του κορυφαίου. Γιά τόν Οιδίποδα, τόν άνθρωπο των γρήγορων συμπερασμάτων, ή ύποψία γιά τόν Κρέοντα είναι ήδη βεβαιότητα. Πιστεύει πώς διαβλέπει τά κίνητρα του Τειρεσία. Αύτός, ό παραπλανημένος άπό τήν ϊδια του τήν εύφυΐα, μπορεί νά έπικαλεστεΐ ένα έπιχείρημα: έλυσε τό αίνιγμα τής Σφίγγας, ενώ ό προφήτης σώπαινε, Ό μάντης όμως άνάβει, διπλά προσβλημένος, και προειδοποιεί τόν Οιδίποδα δτι ή άθλιότητά του θά ξεπεράσει κάθε μέτρο. 'Αμέσως μετά τούς δύο λόγους άκολουθεϊ μιά σύντομη στήν άρχή, δχι έντελώς κανονική, στιχομυθία (429-446) πού προωθεί άκόμη περισσότερο τή σύγκρουση. Ό Τειρεσίας άναφέρεται κάποια στιγμή (436) και στούς γονείς πού γέννησαν τό βασιλιά. Ό λόγος πέφτει σάν κεραυνός στήν ψυχή του Οιδίποδα* μάταια όμως άπαιτεϊ νά μάθει περισσότερα* μετά τόν τελικό λόγο του Τειρεσία, δπου ό μάντης μιλεϊ άκόμη μιά φορά, τώρα δμως κάπως συγκαλυμμένα, γιά τό φονιά και τόν αίμομίκτη, ό βασιλιάς μπαίνει στό παλάτι χωρίς άλλη λέξη. Τό πρώτο στάσιμο (463-512) είναι καθεαυτό περίεργα άντι370
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΔΡΑΛΙΑΤΑ
φατικό. Το πρώτο στροφικο ζεύγος ξεκινά άμεσα άπο τήν εντολή τοϋ Οιδίποδα πού δόθηκε στήν άρχή του επεισοδίου: ό χορός φαντάζεται τό δράστη σέ άδιάκοπη φυγή κάτο^ άπό το βάρος των χρησμών πού τον καταδιώκουν. 'Αντίθετα, το δεύτερο στροφικό ζεύγος άντανακλα τήν άμηχανία πού δημιούργησε ή σκηνή μέ τον Τειρεσία: ό χορός είναι άνήσυχος, άλλά δεν μπορεί νά πιστέψει στήν ενοχή του άνθρωπου πού δεν ήταν ποτέ έχθρός με τόν οικο τών Λαβδακιδών και απάλλαξε τή Θήβα άπό τή Σφίγγα. Σέ δλη ΤΊ] διάρκεια του έ'ργου, ως τήν τελευταία του λέξη, ό ποιητής μας θυμίζει ότι πρόκειται γιά άνθρωπο ύψηλής εύφυΐας, πού συντρίβεται πάνω στούς βράχους μιας θεόσταλτης μοίρας. Τό δεύτερο επεισόδιο (513-862) συγκεντρώνεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, γύρω άπό τή βίαιη σύγκρουση του Οιδίποδα μέ τόν Κρέοντα· ταυτόχρονα όμως εισάγεται στήν πορεία της δράσης ενα καινούριο στοιχείο, βαθύτατα άνησυχητικό, πού άνοίγει τό δρόμο πρός τήν καταστροφή. Ό Κρέων ερχεται έξοργισμένος άπό τήν κατηγορία, άλλα συναντά στό χορό μόνο μιά προσπάθεια κατευναστικής ύπεκφυγής. "Επειτα άπό αύτό τό έπιβραδυντικό προοίμιο, σέ μιά εκτενή σκηνή (532-633), διαδραματίζεται ή σύγκρουσή του μέ τόν Οιδίποδα. Ό βασιλιάς άρχίζει άμέσως μέ εναν σύντομο, έρεθισμ,ένο λόγο, και άκολουθεΐ μ,ιά στιχομυθία, πού σύντομα πυκνώνει. Στήν άρχή της (545), ό Οιδίπους αύτοχαρακτηρίζεται λέγοντας: μανθάνειν (5' εγώ κακός (είμαι κακός άκροατής), μιά φράση πού μέ τό άμέσως έπόμενο σο-ΰ, και μάλιστα έπειτα άπό διασκελισμό, εξειδικεύεται σαφώς στή συγκεκριμένη περίσταση. Παγιδευμένος στήν πλάνη του, καταλήγει: « Έ σ ύ μέ συμβούλεψες νά ρωτήσω τόν Τειρεσία ! ~Ηταν στή Θήβα τόν καιρό πού σκοτώθηκε δ Λάιος. Μέ ονόμασε τότε δράστη του φόνου; Τώρα έ'γινα ξαφνικά φονιάς !». Στό τέλος της στιχομυθίας ό Κρέων άρχίζει, άπό τήν πλευρά του μιά έπιχειρηματολογία, μέ βάσ-/] ένα συνδυασμό πιθανοτήτων, πού συνεχίζεται σέ εκτενέστερη αύτοτελή ρήση: Πώς θά μπορούσε νά επιδιώξει μεγαλύτερη δύναμη αύτός, πού έχει έξασφαλίσει έκτίμηση και άμεριμνησία χάρη στή συγγένειά του μέ τό βασιλικό ζευγάρι; Τελειώνοντας επιστρατεύει και ένα άδιαφιλονίκητο έπιχείρημα: «Πήγαινε στούς Δελφούς και θά μάθεις δτι διαβίβασα πιστά τό χρησμό τοϋ θεού». Ό κορυφαίος επαινεί τό λόγο τοϋ Κρέοντα και θέλει νά συγκρατήσει τήν οργή τοϋ
371
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Οιδίποδα μέ λόγια πού περιγράφουν εύστοχα το χαρακτήρα του: ή σκέψη όσων βιάζονται δέν άκολουθεϊ σίγουρο δρόμο. Στο επόμενο, σύντομο μέρος, πού βαθμιαία πυκνώνει σέ στιχομυθία καΐ κλιμακώνεται σέ μιά σειρά άντιλαβές (οι ποσοτικές σχέσεις των μερών πού πλαισιώνουν εναν αύτοτελή λόγο είναι ομοιες μέ τις άντίστοιχες στη σκηνή του Τειρεσία), ό Οιδίπους σταματά στή λέξη ταχείς' άντιδρα μέ ταχύτητα, έπειδή πρέπει άμέσως νά προλάβει μιά επίθεση στο θρόνο του. Επισείει στον Κρέοντα τήν άπειλή του θανάτου. Ό κορυφαίος, άνακουφισμένος, βλέπει νά έ'ρχεται ή Ίοκάστη: ή βασίλισσα θά διευθετήσει τή φιλονικία. "Επειτα άπο εναν σύντομο τριαδικό διάλογο, δπου ή Ίοκάστη κατατοπίζεται πολύ γενικά, ή έξαψη, πού έ'χει στο μεταξύ άνακοπεΐ, καταλήγει σέ έναν κομμό (649-696) άπό λυρικούς ιάμβους κυρίως, πού διακόπτονται έπανειλημμένα άπό δοχμίους. Οι δύο άλλεπάλληλες στροφές χωρίζονται άπό τις άντιστροφές τους μέ έ'να σύντομο διαλογικό μ-έρος, πού περιέχει τήν άπόφαση του Οιδίποδα. "Υστερα άπό πίεση του χορού, ό βασιλιάς ύποχοορεϊ και συγχωρεί τόν Κρέοντα. Ή πρώτη άντιστροφή συνενώνει και τις τρεϊς φωνές, άλλά ή ερώτηση της Ίοκάστης γιά τήν "αιτία της φιλονικίας παραμένει δίχως άπάντηση. Ή δεύτερη άντιστροφή κλείνει τόν κομμό μέ μιά ομολογία πίστης του χορού πρός τόν Οιδίποδα. Ή καμπή του δράματος πραγματοποιείται —βρισκόμαστε ήδη στή μέση του έ'ργου—• στόν μακρό διάλογο των δύο συζύγων. Επαναλαμβάνεται ενα σχήμα πού μας είναι πιά γνωστό: ύστερα άπό έναν εκτεταμένο ταραγμένο διάλογο, πού σέ ορισμένα σημεία κορυφώνεται σέ στιχομυθία, άκολουθεϊ συνεχής λόγος, και έπειτα ένας άλλος σύντομος διάλογος. Ή Ίοκάστη ρωτά ξανά και τώρα μαθαίνει δτι ό μάντης, παρακινημένος οπωσδήποτε άπό τόν Κρέοντα, ταυτίζει τόν Οιδίποδα μέ τό φονιά του Λαΐου. Μέ τή λέξη μάντις^ δίνεται στήν Ίοκάστη τό θέμα γιά τή συνεχή ρήση, μέ τήν όποία υποτίθεται οτι θά καθησυχάσει τόν άντρα της. Ή μαντική τέχνη ! Ά π ό τούς Δελφούς δέν ήρθε ό χρησμός δτι ό Λάιος θά σκοτωνόταν άπό τό γιό του; Στήν πραγματικότητα, τόν δολοφόνησαν ληστές σέ έ'να τρίστρατο, ενώ τό παιδί του τό είχαν εκθέσει στά βουνά και τό είχαν παραδώσει στό θάνατο ! 'Ανάμεσα σ' αύτά τά λόγια δμως έ'χει άκουστεϊ μιά σημαδιακή λέξη, πού μετατρέπει τόν κατευνασμό σέ
372
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
βαθύτατη άνησυχία: το τρίστρατο. Ταραγμένες ερωτήσεις γι,ά τον τόπο, το χρόνο, την εξωτερική έμφάνιση του Λαΐου, τή συνοδεία του, άνακαλοΰν δλο καΐ πιο έντονα στή μνήμη του Οιδίποδα μιά βίαιη πράξη, πού την άφηγεΐται διεξοδικά. 'Από ενα επεισόδιο κάποτε στην Κόρινθο, ένιωσε κάποια άβεβαιότητα σχετικά μέ την καταγωγή του, γι' αύτο ξεκίνησε γιά τούς Δελφούς, άπό οπού πήρε τον φοβερό χρησμό πώς θά σκοτώσει τον πατέρα του καΐ θα παντρευτεί τή μητέρα του. 'Αποφάσισε να εγκαταλείψει γιά πάντα τήν Κόρινθο και ετσι, μέσα στις περιπλανήσεις του, βρέθηκε άκριβώς σ' έκεϊνο τό τρίστρατο, δπου, άνταποδίδοντας ενα χτύπημα πού ειχε δεχτεί, εξόντωσε εναν γέροντα μέ τή συνοδεία του. Μέσα στο άσφυκτικό άδιέξοδο, ό Οιδίπους άποδεικνύεται άκόμη μιά φορά αιχμάλωτος μιας πλάνης. ""Αν είναι πραγματικά φονιάς του Λαίου, πρέπει νά έξοριστεϊ άπό τή Θήβα' άλλά και στήν Κόρινθο, δπου πιστεύει δτι ζουν οι γονείς του, του είναι άδύνατο να επιστρέψει, έξαιτίας του χρησμού του 'Απόλλωνα. Στο διάλογο πού κλείνει τή σκηνή, ό κορυφαίος άφήνει νά διαφανεί κάποια ελπίδα. Πρέπει νά άνακριθεΐ ό μοναδικός άνθρωπος πού σώθηκε άπό τό τρίστρατο, αύτός πού, δταν έγινε βασιλιάς ό Οιδίπους, ζήτησε νά τόν στείλουν στή δούλεψη των κοπαδιών μακριά άπό τήν πόλη (758). ""Αν ό άνθρωπος επιμείνει στή μαρτυρία του δτι μιά ομάδα ληστές σκότωσαν τόν Αάιο, τότε δέν μπορεί νά είναι ένοχος ό Οιδίπους. Ή Ίοκάστη πρέπει νά στείλει άμέσως νά φέρουν τό βοσκό. Τό δεύτερο στάσιμο (863-910) άρχίζει στήν πρώτη στροφή μέ ένα ύμνητικό έγκώμιο γιά τούς αιώνιους νόμους, πού γεννήθηκαν στόν αιθέρα, και μέσα τους ενυπάρχει μέγας καΐ άγέραστος θεός. Ή άντιστροφή άπεικονίζει τόν ύβριστή πού παίρνει τό δρόμο της πτώσης του. « Ό θεός νά προστατέψει τόν δίκαιο άγώνα της πόλης !» Ή δεύτερη στροφή ύψώνει τήν κατάρα του χοροΰ ένάντια στόν Ιερόσυλο, πού κυνηγά τό παράνομο κέρδος και προσβάλλει τά θεια. «"Αν μιά τέτοια πράξη κερδίσει τήν εκτίμηση, τότε γιά ποιο λόγο νά χορέψω;» Στήν άντιστροφή είναι φανερό δτι ό χορός βλέπει νά βουλιάζει μαζί μέ τό κύρος του μαντείου και ό κόσμος της πίστης του. «Μακάρι νά βοηθήσει ό Δίας, γιατί πιά περιφρονούνται οΐ χρησμοί πού πήρε ό Αάιος, ό 'Απόλλων μένει δίχως σεβασμό, και σβήνει ή δύναμη των θεών.» Θά έπανέλθω σ' αύτό τό παρεξηγημένο χορικό στό μέρος πού 373
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
είναο άφιερωμένο στά προβλήματα του έργου. 'Αφορμή του στάθηκε βέβαια ή δυσπιστία της Ίοκάστης γιά τους χρησμούς, άλλά ο ελεγχός του προχωρεί πολύ πιο πέρα άπό αύτό, ως την Ι'δια την εποχή του ποιητή. Το τρίτο έπεισόδιο (911-1085) αρχίζει μέ μιά προσφορά της Ίοκάστης στον 'Απόλλωνα. Ή γυναίκα πού δηλώνει δτι σύνθημα της ζωής της είναι το είκτ} κράτιστον ζην (τό καλύτερο είναι νά ζεϊ κάνεις όπως τύχει, 979) θέλει νά εξορκίσει τον δυσοίωνο χρησμό: επομένως δέν είναι άθεη. Αύτη τή στιγμ,ή δέν εμφανίζεται, δπως θά περιμέναμε, ό βοσκός πού είχαν στείλει να φωνάξουν. Αύτός θά μπορούσε νά διαλευκάνει μόνο ενα μέρος τής μοίρας, τό φόνο. Μέ άριστοτεχνική διαπλοκή των θεμάτων, ό Σοφοκλής φέρνει πρώτα τον 'Αγγελιοφόρο άπό τήν Κόρινθο μέ τήν είδηση για τό θάνατο του Πολύβου. "Ετσι προκαλείται μιά σκηνή δπου επαναλαμβάνεται σέ μικρογραφία ή καμπύλη του δράματος: θριαμβευτική αύτοπεποίθηση, βαθιά σύγχυση άπό τά φαινόμενα, ώσπου μιά λέξη άνοίγει διάπλατα τήν πύλη γιά τον σκοτεινό δρόμο τής μοίρας. Έ δ ώ δέν εχει θέση ό εκτεταμένος λόγος: ως τό τέλος του επεισοδίου κυριαρχεί δ σύντομος, ταραγμένος διάλογος. Ό Κορίνθιος μεταδίδει τήν ε'ιδησή του πρώτα στήν Ίοκάστη, ή οποία στέλνει νά καλέσουν άμέσως τον Οιδίποδα. 'Εκείνος μοιράζεται τό θρίαμβό της για τήν άστοχία τών δελφικών χρησμών. Ή βιαστική σκέψη του ψάχνει νά βρει κάποια αιτιολόγηση: μήπως ό Πόλυβος πέθανε άπό θλίψη για τήν απουσία του γιου του; 'Ωστόσο, αύτός πού πρίν άπό λίγο χλεύαζε, μαζι μέ τήν 'Ιοκάστη, τους χρησμούς, φοβάται άκόμη έκεΐνο τό σημείο πού μιλούσε άπειλητικά γιά τήν αιμομικτική σχέση μέ τή μητέρα του. Ό 'ίδιος άνθρωπος πού νιώθει άπελευθερο:>μένος άπό ένα μέρος του φόβου τρομάζει άκόμη μπρος στον άποτρόπαιο λόγο πού ύπολείπεται. Τότε επεμβαίνει ό 'Αγγελιοφόρος —και ξανά τό καθησυχαστικό μήνυμα θά γυρίσει σέ φοβερό κακό. Δέν είναι μητέρα του ή Μερόπη, πληροφορεί τό βασιλιά ό Κορίνθιος. Μέσα άπό μιά σειρά άλλεπάλληλες ερωτήσεις, στίχο μέ στίχο, άποκαλύπτεται ή άλήθεια: ό Κορίνθιος δ 'ίδιος κάποτε, πάνω στον Κιθαιρώνα, δέχτηκε τον Οιδίποδα, παραπεταμένο νήπιο μέ τρυπημ,ένα πόδια, άπό ένα δούλο του Ααΐου. 'Αμέσως ό Οιδίπους ρωτά ποιός είναι αύτός ό δούλος. Ό κορυφαίος ύποθέτει δτι μπορεί νά είναι δ 'ίδιος πού
374
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
είχαν στείλει νά φωνάξουν περισσότερα δμως θά ξέρει ή Ίοκάστη. Ή βασίλισσα έ'χει καταλάβει άπο ώρα τήν άλήθεια, άλλά αυτή δέν είναι Οιδίπους, και είναι έτοιμη τώρα νά άφήσει νά ξαναπέσει πάνω σ' δλα τό παραπέτασμα πού εχει ύψωθεϊ άπειλητικά και νά συνεχίσει τή ζωή της μέ αύτο πού ξέρει. Ό Οιδίπους δμως πρέπει νά ψάξει και νά ρωτήσει ώς τήν άκρη. Ή Ίοκάστη δέν θά τον σταματήσει: άφήνοντας μιά κραυγή πόνου όρμα εξω άπο τή σκηνή. Ό Οιδίπους μένει μόνος μέ το χορό, και γιά μιά τελευταία φορά το σκοτάδι της άγνοιας μοιάζει νά φωτίζεται παραπλανητικά άπο ψεύτικους φωσφορισμούς. Στήν άνήσυχη ερώτηση του κορυφαίου, ό ήρωας, πού πάντα σπεύδει σέ ύποθέσεις, έξηγεϊ τήν παράδοξη συμπεριφορά της Ίοκάστης ώς φόβο γιά το ένδεχόμενο νά άποδειχτεΐ σέ λίγο ή ταπεινή καταγωγή του άντρα της. Μέ άνατριχιαστική αύτοπεποίθηση, ό Οιδίπους ονομάζει τον έαυτό του γιο της γενναιόδωρης Τύχης και γεμάτος έλπίδα προχωρεί στήν έξιχνίαση της καταγωγής του. "Ετσι, γιά μιά στιγμή πρέπει νά ξεχάσουμε το φόνο του Λαΐου. Ό Οιδίπους έ'χει συμπαρασύρει το χορο στήν τυφλή του βεβαιότητα. Το σύντομο τρίτο στάσιμο (1086-1109) είναι πλημμυρισμένο άπο θρίαμβο και ξέφρενη ψευδαίσθηση. Τον Κιθαιρώνα θά υμνήσουν εκεί πάνω σίγουρα κάποιος θεός, ό Παν, ό 'Απόλλων ή ό Έρμης, γέννησε το βασιλιά, πού του προσφέρει ό χορός αύτό τό τραγούδι του, δείγμα άγάπης. Τό τέταρτο επεισόδιο (1110-1185) φέρνει άπότομα τήν καταστροφή. Ό Οιδίπους, πού άσφαλώς κατά τή διάρκεια του σύντομου χορικού είχε μ,είνει στή σκηνή, εικάζει δτι βλέπει νά έ'ρχεται ό άνθρωπος πού είχε στείλει νά φωνάξουν. Γιά τή μοναδική σέ κλιμάκωση δραματική πυκνότητα αύτής της σύνθεσης είναι άξιοσημείωτο δτι γίνεται λόγος μόνο γιά τό βοσκό του Λαΐου, οχι δμως και για τό γεγονός δτι αύτός δ Ι'διος ύπήρξε και συνοδός ίου στο τρίστρατο· κι αύτό, γιατί ή άποκάλυψη της πατροκτονίας παραμερίζεται έδώ ολότελα, γιά νά δοθεί μαζι μέ τήν ύπόλοιπη φριχτή άλήθεια. Ό Οιδίπους ρωτά τό βοσκό γιά τήν προέλευση και τήν άπασχόλησή του και άφήνει στον Κορίνθιο νά βοηθήσει τή μνήμη του μάρτυρα. Καθώς δ γέρος, γεμάτος άπόγνωση, άρνιέται νά μιλήσει περισσότερο, δ Οιδίπους τον άναγκάζει χρησιμοποιώντας σκληρή 375
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
βία. Βαθύτατη πτώση και υψίστη επαλήθευση άνθρώπινου μεγαλείου συνενώνονται, στο σημείο οπου ή έντονη εναλλαγή έρώτησης καΐ άπάντησης φτάνει στο άποκορύφωμά της (1169κ.). Ό 'Αγγελιοφόρος: «'Αλίμονο ! Τώρα πρέπει νά πώ τον φοβερο λόγο». Οιδίπους: «Κι εγώ νά τον άκούσω. 'Ωστόσο πρέπει νά τον άκούσω». Μέ μιά άποστροφή προς τό φως, πού τό άντικρίζει γιά ύστατη φορά, 6 Οιδίπους ορμά μέσα στο παλάτι. Το πρώτο στροφικό ζεύγος και ή δεύτερη στροφή τού τέταρτου στασίμου (1186-1222) είναι εξολοκλήρου θρήνος γιά τήν άστάθεια της άνθρώπινης εύτυχίας, δπως άποδείχτηκε στήν περίπτωση του Οιδίποδα. Ή δεύτερη ομως άντιστροφή φέρνει μιά συγκινητική ομολογία προς τον συντριμμένο ήρωα: « Ό παντεπόπτης χρόνος σέ βρήκε και σέ άπόρριξε... Μακάρι νά μή σέ είχα δει ποτέ! ΚαΙ όμως: μόνο χάρη σέ σένα ανάσανα (κάποτε) και ύστερα τά μάτια μου εκλεισαν γαληνεμένα». Ή έ'ξοδος άρχίζει μέ τήν έμφάνιση του Έξάγγελου, πού άφηγεΐται τά φριχτά πού έγιναν στο παλάτι. Ή Ίοκάστη άπαγχονίστηκε, δ Οιδίπους πάνω στο πτώμα της τυφλώθηκε μέ τις περόνες του πέπλου της. Σέ μιά σύντομη ερώτηση του κορυφαίου γιά τήν κατάσταση του δύστυχου βασιλιά, ό Έξάγγελος άποκρίνεται άναγγέλλοντας τήν εΐ'σοδό του. Τή συνοδεύουν άνάπαιστοι του χορού, και άκολουθεϊ ενας κομμός (1307-1368), μιά σύνθεση πού θυμίζει τήν 'Αντιγόνη (1257κκ.). Στο χορό άντιστοιχοΰν σχεδόν άποκλειστικά ϊαμβοι, στον ύποκριτή δόχμιοι. Σέ καθένα άπο τά δύο στροφικά ζεύγη, έ'πειτα άπο κάθε στροφή, άκολουθούν δύο τρίμετρα τού κορυφαίου, έκφραση συμπάθειας μαζι και δέους μπροστά στο μέγεθος της συμφοράς. Μετά τό ξέσπασμα του κομμού, άκολουθεΐ μιά θρηνητική ρήση του τυφλού βασιλιά, φορτισμένη και, αύτή μέ τό υπέρμετρο πάθος τού πόνου* ταυτόχρονα δμως είναι και μιά αιτιολόγηση της πράξης του μέ τήν άβάσταχτη φρίκη πού επεσε πάνω του. Ή έπιτιμητική άποστροφή πρός τόν Κιθαιρώνα (1391) άποτελεϊ άνατριχιαστική ήχώ τού χαρούμενου ύμνου πού τραγούδησε ό χορός γιά νά τιμήσει τό βουνό (1089). Ή προφητεία τού Τειρεσία (421) έ'χει εκπληρωθεί. Ή πορεία του τέλους καθορίζεται κυρίως άπό τόν Κρέοντα, πού εμφανίζεται τώρα στή σκηνή. Ή ψυχρή σωφροσύνη του, πού δμως δεν άποκλείει κάποια διάθεση γενναιοδωρίας, έ'ρχεται σέ έ'ντονη άντίθεση μέτή φλογερή φύση τού Οιδίποδα. Στήν παράφορη
376
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
έπιθυμία του τυφλοΰ βασιλια νά διωχτεί εξω άπό τή χώρα, ό Κρέων άντιτάσσει τήν ανάγκη νά ρωτήσουν πρώτα τούς Δελφούς. Ot στ. 1442κ. Ι'σως είναι έ'νας τελευταίος άντίλαλος του προβλήματος πού άντιμετώπιζε ή πόλη. Ή παράκληση του Οιδίποδα νά άποχαιρετήσει τά δυό του κορίτσια —ή αΐ'σθηση κάποιας απόστασης δταν μιλεί γιά τούς γιούς του (1459) προαναγγέλλει τή μεταγενέστερη σύγκρουση— εκπληρώνεται. Ή σκηνή αύτοϋ του άποχαιρετισμοΰ είναι γεμάτη τόνους οδύνης καΐ τρυφερότητας τέτοιους πού δεν άκοΰμε σε y.aykvcLV άλλο τραγικό" στον Σοφοκλή τούς ξανασυναντούμε στήν Ήλεκτρα και στον δεύτερο Οιδίποδα. Ή σκηνή κλείνει μέ ταραγμένα τροχαϊκά τετράμετρα, πού χωρίζονται σέ άντιλαβές. Ό Οιδίπους δεν έννοεΐ νά χωριστεί άπο τά παιδιά του, άλλα αναγκάζεται ύστερα άπο εντολή του Κρέοντα. Τά τελευταία λόγια, στο 'ίδιο μέτρο, πού πρέπει νά άποδοθοΰν μάλλον στο χορό παρά στον Οιδίποδα, φέρνουν τήν πτώση εκείνου πού ελυσε το μεγάλο α'ίνιγμα ως παράδειγμα της άστάθειας της άνθρώπινης εύτυχίας καΐ του άνθρώπινου μεγαλείου. Το εργο στο πρώτο μισο εμφανίζει τον Οιδίποδα άπόλυτο κύριο της κατάστασης. Στήν Ίοκάστη, πρόσωπο πού προτιμά τήν ύπεκφυγή και τήν έπανάπαυση, πέφτει πρώτα ό κλήρος νά προκαλέσει άναταραχή, άκριβώς μέ τήν προσπάθειά της νά τήν καταστείλει, και νά οδηγήσει τον Οιδίποδα στο δρόμο πού τον φέρνει βήμα βήμα στήν καταστροφή. Στο τελευταίο τμήμα του έργου ή οδύνη τού συντριμμένου άνθρώπου δίνεται σέ έκταση, σάν άντίθεση στή βεβαιότητα και στο μεγαλείο της άρχής του δράματος. Ό Σοφοκλής πέτυχε μέ μοναδικό χειρισμό τήν άνεπανάληπτη πυκνότητα αύτής της δραματικής σύνθεσης. Τέσσερις μορφές •—τούς δύο βοσκούς πού έσωσαν τό παίδι πάνω στον Κιθαιρώνα, τον συνοδό του Λαίου, πού γλίτωσε, και τον άγγελιοφόρο άπο τήν Κόρινθο, πού φέρνει τό μήνυμα γιά τό θάνατο του Πολύβου— ό ποιητής τις συνενώνει άνά δύο σέ ενα πρόσωπο κάθε φορά, και έτσι πραγματοποιεί έκείνη τή συμπύκνωση των δραματικών γεγονότων πού καθιστά αύτό «τό άρχέτυπο κάθε θανάσιμης τραγικής συνέπειας» (Ε. Staiger) άνεπανάληπτο δραματικό άριστούργημα.^ 1. Γιά τά προβλήματα ορισμένων χωρίων: W. Schadewaldt, aZu zweiten Stasimon des Königs Oedipus», SI FC 27/28 (1956) km=Hellas und Hesperien 287" H. F. Johansen, Lustrum 1962/7 (1963) 242· Kamerbeek, στά σχετικά σχόλιά του.
377
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Είναι εύχάριστο οτι σήμερα δέν χρειάζεται πιά πολεμική ή θεωρία πού δέχεται κάποια ήθική ενοχή του Οιδίποδα. Παλαιότερα χρειάστηκε νά ύποδείξει στούς φιλολόγους τό σωστό 6 Theodor Fontane. Ό 'Αριστοτέλης στήν Ποιητική του (1453a 10) φέρνει τον Οιδίποδα ώς παράδειγμα έκείνων πού οδηγούνται στήν πτώση άπο μιά αμαρτία, και μέ τή λέξη αύτή εννοείται μιά άστοχία στή σκόπευση του σωστού, άστοχία πού δέν εχει τή ρίζα της στο χώρο της ήθικής. Κανείς δέν έ'χει προσδιορίσει καλύτερα άπο τον Κ. von Fritz (στο Ιο κεφάλαιο του βιβλίου του)^ τήν ούσία μιας τέτοιας άστοχίας, πού βρίσκεται πολύ μακριά άπο τή νεότερη άντίληψη περι τραγικής ένοχης: πρόκειται γιά άνεξιλέωτο στίγμα, πού επιφέρει στον άνθρωπο τήν καταστροφή. Ούτε ό χαρακτηρισμός του έ'ργου αύτοΰ ώς δράματος του πεπρωμένου άνταποκρίνεται στο περιεχόμενό του.^ Βέβαια, τό πεπρωμένο πού όρισαν γιά τον Οιδίποδα οΐ θεοι είναι τερατώδες. 'Απέναντι όμως σ' αύτό, ό τραγικός άνθρωπος στέκει μέ τήν ενεργητική του έγρήγορση κορυφωμένη στό έ'πακρο: βαδίζει γεμάτος βεβαιότητα προς το πεπρωμένο του και τό ξεπερνά, άκριβώς επειδή τό άποδέχεται μέ τή βούλησή του. Τήν άντίθετη εικόνα δίνει ή Ίοκάστη, πού είναι πρόθυμη νά κλείσει ώς τήν τελευταία στιγμή τά μάτια μπρός στήν έπερχόμενη φρίκη. Ή πηγή της αινιγματικής εύφορίας γιά τό τραγικό γεγονός, δπως τήν άπεικόνισε ό Hölderlin στό γνωστό επίγραμμα, οφείλεται στό δτι ό Οιδίπους, μολονότι παγιδευμένος βαθιά μέσα στό δίχτυ της ψευδαίσθησης, άπαλλάσσεται μέ τήν ϊδια του τή δύναμη άπό τήν πλάνη και άποδέχεται τήν άλήθεια ώς τήν έσχατη συνέπειά της. Δέν μπορούμε νά περιγράψουμε τή φύση και τό μεγαλείο αύτοΰ του Οιδίποδα καλύτερα άπό δ,τι δύο χωρία στήν 1. 'Ανατύπωση άπο το Studium Generale 8 (1955) 195, 229. Πρβ. καΐ Μ. Ostwald, ο.π. 98" Funke 73· R. D. Dawe, «Some Reflections on Ate and Hamartia», HSPh 72 (1968) 89. Ό υπότιτλος αμάρτημα της νόησης στήν παλαιότερη έκδοση της εργασίας του Ε. Janssens (ο.π.) χαρακτηρίζει εναν καθυστερημένο οπαδό. Βλ. τώρα J. Μ. Bremer, Hamartia, Amsterdam 1969 καΐ S. Said, La faute tragique, Παρίσι 1978. 2. Γιά νά μην άναφέρουμε το λάθος ορισμένων μελετητών, όπως λ.χ. ό R. Müller-Freienfels, Psychoanalyse der Kunst 1, H923, 228, oî όποιοι μιλοϋν γιά τήν «τραγικότητα του συμβιβασμοί}». Σωστά παρατηρεί ό Η. Pongs, «Psychoanalyse und Dichtung», Euphorion 34 (1933) 54: « Ό Οιδίπους, δπως κάθε μεγάλη τραγωδία, είναι ταυτόχρονα ή τραγωδία της μοίρας και τοΰ άτομου».
378
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΔΡΑΛΙΑΤΑ
'Αντιγόνη του Jean Anouilh. 'Αντιγόνη: «Ναί, οπως δ πατέρας μου ! Έ μ ε ΐ ς εΐ'μαστε άπό τους άνθρώπους πού δεν πνίγουν τΙς ερωτήσεις τους προτού φτάσουν στο τέλος. Προχωρούμε τόσο μακριά, ώσπου στ' άλήθεια δεν φαίνεται πιά ουτε ή ελάχιστη πιθανότητα κάποιας έλπίδας, ούτε ή παραμικρή σπίθα ελπίδας δεν άπομένει πια νά σβηστεί. Ε'ίμαστε άπο τους άνθρώπους πού μ' ενα άλμα παραμερίζουν τήν έλπίδα σας, δταν έσεΐς τήν καλωσορίζετε· πηδάμε πάνω άπο τήν άκριβή σας έλπίδα, κάθε βρώμική σας ελπίδα». Καί: « Ό πατέρας μου άπόχτησε τήν ώραιότητά του, μόνο δταν τελικά βεβαιώθηκε πώς ειχε σκοτώσει τον πατέρα του και είχε κοιμηθεί μέ τήν Ι'δια του τή μητέρα" μόνο δταν πίστεψε δτι τίποτε πιά στον κόσμο δεν μπορούσε να τον λυτρώσει».^ Στή μοίρα και στον άγώνα αύτοΰ του Οιδίποδα, ή προγονική κατάρα πού είχε άπεικονίσει ό Αισχύλος στήν πορεία της άπο γενιά σέ γενιά, υποχωρεί εντελώς στο βάθος. ^ Μόνο πολύ άργά, δταν ό Οιδίπους στενάζει κάτο^ άπό τό βάρος του πόνου, άκούγονται ύπαινιγμοι γιά τήν καταραμένη καταγωγή του (1184, 1360, 1383, 1397). Πουθενά δμως δέν δίνεται μιά σχέση αιτιότητας άνάμεσα σέ δ,τι παθαίνει ό Οιδίπους και σέ κάποια προγονική ενοχή. Τό δεύτερο στάσιμο® θέτει ένα δύσκολο έρμηνευτικο πρόβλημα. Πάντως, νομίζω δτι είναι άναμφισβήτητες κάποιες διαπιστώ1. "Οτ!. ό χτυπημένος άπο τούς θεούς Οιδίπους, τήν ώρα τήν πτώσης, τούς πλησιάζει, τό παρατήρησε ό Bowra, 210' παρόμοια ό Α. Rivier, RThPh 'è^ (1966) 253κ. 2. Αυτό το εχει διαπιστώσει ήδη ό Nietzsche στή διάλεξη του γιά τόν ΟΙδίποδα Τ. Ενδιαφέρουσες καΐ οΐ σχετικές παρατηρήσεις του Bowra, 163. 3. Επειδή το δλο πρόβλημα είναι δμοιο μέ εκείνο πού συνδέεται μέ το πρώτο στάσιμο της 'Αντιγόνης, παραπέμπουμε στή βιβλιογραφία πού σημειώνεται έκεΐ (σ. 341, σημ. 2). 'Ιδιαίτερα μνημονεύουμε τί,ς σχετικές μέ το χορικό μας εργασίες των J. C. Kamerbeek και G. Müller. Ό τελευταίος άποκλείει κάθε σχέση μέ τήν έποχή του ποιητή και έντοπίζει και εδώ κάποιαν άνόητη παρεξήγηση του χοροϋ, ό όποιος έκλαμβάνει τήν άγωνία της Ίοκάστης ώς άθεΐ'α και έκφράζεται μέ ρηχή καί πραγματικά άσεβή δοκησισοφία. Το βαθύτερο νόημα πού έπιδιώκει ό ποιητής άναδύεται, κατά τήν άποψη του Müller, δταν άποσυνδεθεϊ το δικαίως (889) άπο τήν άρνηση καΐ τοϋ άποδοθεϊ περιεχόμενο γενικό: «αν εκείνος (δηλ. ό Οιδίπους) μέ δίκαιο τρόπο (δηλ. δίχως ενοχή) δέν έπιτύχει κανένα αποτέλεσμα» κτλ. Έτσι ό Σοφοκλής, μέ εναν τέτοιον υπαινιγμό γιά τόν άθώο Οιδίποδα, άνατρέπει τήν τρίπτυχη σχέση ένοχή-έξιλέωση-θεοδικία του Αισχύλου. Ά π ό τήν άνάλυση τοϋ Ιργου προκύπτει δτι δέν μπορούμε νά παρακολουθήσουμε οΰτε σέ ένα
379
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
σεις. Ή ένταξη του χορικού στήν πορεία της δράσης πραγματοποιείται καθώς τά λόγια του χοροϋ άπαντοΰν στή δυσπιστία της Ίοκάστης γιά τους δελφικούς χρησμούς. Βέβαια, ή βασίλισσα άπαλλάσσει, μέ ενα είδος υπεκφυγής, τό θεό, δταν άνάγει (712) τό χρησμό πού είχε δοθεί στον Λάιο οχι στον Ι'διο τον Φοϊβο άλλά στούς θεράποντές του. "Ηδη όμως στον στ. 720 άκοΰμε άπό την 'ίδια ότι ό 'Απόλλων δέν πραγματοποίησε τό χρησμό του' στόν στ. 853 ότι ό Λοξίας «τό είπε ξεκάθαρα» (διεΐπε). Στόν Ι'διο άναφέρεται και ή περιφρόνησή της γιά τη μαντική τέχνη (857). Λυτό άκούγεται μέ έ'μφαση καΐ υστέρα άπό τό χορικό (953)· ό Οιδίπους συνηγορεί πρόθυμα (964, 971). "Οπως τόσο συχνά σέ δίστροφα λυρικά κομμάτια, ετσι και σ' αύτό τό στάσιμο ή τελευταία άντιστροφή περιέχει τήν πιό συγκεκριμένη άναφορά, ή οποία εντοπίζεται ξεκάθαρα στή μνεία του παλιού θεϊκού χρησμού πού είχε δοθεί στόν Λάιο. Επίσης, άποτελεϊ εντελώς αδικαιολόγητο σκεπτικισμό νά άρνηθούμε γιά τήν πρώτη στροφή, μέ τόν υμνο γιά τούς αιώνιους θεϊκούς νόμους, οποιαδήποτε σχέση μέ τα άγραφα θέσμια, πού τά υπερασπίζεται πεθαίνοντας ή 'Λντιγόνη, καθώς και μέ τό δίκαιο πού έχει κυρωθεί μέ θεϊκό δρκο, όπως δίνεται στό πρώτο στάσιμο της έπώνυμης τραγωδίας. Ό χορός, άναστατωμένος άπό τις έπικρίσεις της Ίοκάστης γιά τούς χρησμούς, εχει μιάν άμεση άφορμή νά καταθέσει τή δική του όμολογία, όπου ωστόσο άκοΰμε και τόν 'ίδιο τόν ποιητή, όπως άκριβώς και στό χορικό του παλαιότερου έργου του. "Ετσι πιστεύω οτι και ή ερώτηση του χορού (895): «αν τέτοιες πράξεις κερδίσουν τήν εκτίμηση, τί χρειάζεται πιά νά χορεύω;» δέν πρέπει νά ερμηνευτεί σαν ολότελα άσχετος στοχασμός τών Θηβαίων γερόντων τού μύθου (πού, φυσικά, δέν έχουν γιά άπασχόλησή τους τόν κύκλιο χορό), παρά σάν εναγώνια κραυγή του χορού τών 'Λθηναίων πολιτών, πού γι' αύτούς σύνθεσε τό δράμα του ό Σοφοκλής και μέ τό δικό τους στόμ.α μιλούσε έδώ.^ σημείο αύτη τήν ερμηνεία. Βλ. έπίσης καΐ τή μελέτη μου πού μνημονεύεται στό κεφάλαιο γιά τήν 'Αντιγόνη (σ. 324). Πλούσια βιβλιογραφία παραθέτει ό Η. F. Johansen, Lustrum 1962/7 (1963) 242. Πρβ. και σ. 377, σημ. 1. Έπίσης : R. Ρ. Winnington-Ingram, «The Second Stasimon of the Oedipus Tyrannus», JHS 91 (1971) 119. 1. Σχετικά μέ αύτο τό θέμα δίνω ιδιαίτερη σημασία στήν ταύτιση τών άπόψεών μου μέ του Ε. R. Dodds, ο.π. 46.
380
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
"^Av ως έδώ έπι,τρέπεται νά ποΰμε ort. το πράγμα ξεκαθάρισε, παραμένει, μολαταύτα το δύσκολο πρόβλημα ποιος εννοείται μέ τον τύραννο πού γεννά ή υβρη και τελικά τον όδηγεϊ στήν άβυσσο. Έ δ ώ δέν θά μπορούσα νά συμφωνήσω μέ μιά άποψη πού παρουσιάστηκε συχνά και στο παρελθόν και πρόσφατα ξανά άπό τον J. C. Kamerbeek στά σχόλιά του, δηλαδή οτι μέ τά λόγια αυτά ύπονοεΐται 6 Οιδίπους/ και οτι 6 χορός φοβάται μήπως ό βασιλιάς, άν άποδειχτεΐ οτι είναι φονιάς του Λαΐου, εγκαθιδρύσει στήν πόλη τυραννίδα και καταπατήσει τούς θεϊκούς νόμους. Το χορικό αύτό παρεμβάλλεται άνάμεσα σε λόγια πού εκφράζουν τήν άγάπη και τήν αφοσίωση πού δείχνει ό χορός για τό βασιλιά του: 510, 689, 1086, 1220. Φυσικά, δέν θά ήθελα νά ύποστηρίξω τή θέση δτι ό χορός διατηρεί σε δλη τή διάρκεια του έ'ργου τήν ενότητα ένός δραματικού προσώπου, άλλά ή μεταστροφή πού θά έπρεπε νά του άποδώσουμε σ' αύτή τήν περίπτωση ξεπερνά κάθε άνεκτό όριο. Βρίσκω δτι ή προσπάθεια νά εντοπιστεί στο χωρίο μας συγκεκριμένο δραματικό πρόσωπο όδηγεϊ σέ άδιέξοδο, χωρίς δμως πάλι νά σκέφτομαι τήν πιθανότητα όποιουδήποτε πολιτικού ύπαινιγμοΰ. Έκεϊνο πού προκαλεί τό ξέσπασμα του χορού είναι οΐ άμφιβολίες της Ίοκάστης. Ό χορός προσπαθεί νά κρατηθεί στήν πίστη του γιά τό άπόλυτο, και ετσι όδηγεϊ τή σκέψη του λίγο πιο πέρα: δταν ή υβρη άφαιρεϊ τό κύρος τών αιώνιων νόμων, τότε γεννά και τον τύραννο, πού πορεύεται τον μοιραϊο του δρόμο, γιά τον εαυτό του και για τήν πόλη. Προβληματική είναι ή διαβεβαίωση του χορού (1089) δτι ή αυριανή πανσέληνος θά φέρει τιμή στον Κιθαιρώνα. "Εχει συχνά διατυπωθεϊ ή άποψη δτι έδώ ό χορός υπαινίσσεται τή γιορτή τών Πανδίων, πού διεξαγόταν άμέσως μετά τά Μεγάλα Διονύσια, στα μέσα του μήνα Έλαφηβολιώνα, μέ πανσέληνο. Αυτό θά ήταν πράγματι ένα άλμα έ'ξω άπό τό πλαίσιο της τραγωδίας, και τό νόημά του δέν θά ήταν εύκολο νά έξηγηθεϊ. Τό χωρίο είναι όπωσδήποτε περίεργο, άλλα δέν θά μπορούσε κανείς νά πεϊ τίποτε καλύτερο άπό δ,τι στά σχόλιά του δ Kamerbeek, δ όποϊος σκέφτεται μιά παννυχίδα, έκδήλωση τόσο οικεία στή λατρεία τού Διονύσου. Δέν είναι λιγότερο προβληματική ή άπόδοση τών τροχαίο^ν 1. Δύσκολα θά σκεφτόταν κανείς τον Λάιο, δπως δ Errandonea, ο.π.
381
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
πού κλείνουν τό δράμα. ^ Μέ κανέναν τρόπο δεν θά έπρεπε νά άθετηθοΰν. Είναι άπέριττοί,, κατά τή γνώμη μου κάπως επίπεδοι, άλλά έπιθέτουν μιά κατακλείδα βαριας ήρεμίας στην ταραγμένη σκηνή. Ή έπανεμφάνιση της ϊδιας σκέψης στην ^Ανδρομάχη (100) του Εύριπίδη δεν κλονίζει καθόλου τή γνησιότητά τους, και δσο γιά τή σχεδόν κατά λέξη έπανάληψή τους στις Φοίνισσες (1758), δεν έ'χει παρά νά άναρωτηθεΐ κάνεις ποιος είναι δ πιστωτής και ποιος 6 χρεώστης.^ 'Οφείλω πάντως νά ομολογήσω οτι κάποτε υπερτίμησα τό επιχείρημα του Pohlenz (2, 92), δ όποιος, μέ βάση τόν στ. 8, άποδίδει τούς τελευταίους στίχους στον Οιδίποδα* τώρα, συμφωνώντας μέ τόν Kamerbeek, τούς άποδίδω στόν κορυφαίο, άκολουθώντας τή χειρόγραφη παράδοση και δχι τόν άρχαΐο σχολιαστή. Σήμερα μπορεί νά θεωρηθεί βέβαιο ότι ή Ήλεκτρα^ ανήκει στά όψιμα έ'ργα του Σοφοκλή. Τό άλυτο άκόμη πρόβλημα της σχέσης του έ'ργου μέ τήν "Ηλέκτρα του Εύριπίδη τό άναβάλλουμε, ώσπου νά πραγματευτούμε και εκείνο τό δράμα. 'Ακριβής χρονολό1. Σημαντικές, ώς προς το κείμενο, οΐ παρατηρήσεις τοϋ Α. Wilhelm, δ.π. Σχετική βιβλιογραφία παραθέτει ό Η. F. Johansen, δ.π. 247, ό όποιος μιλεί γιά «θλιβερό τέλος». Βλ. και W. Pötscher, «Sophokles Oidipus T. 1524-1530», Emerita 38 (1970) 149. 2. Τή νόθευση των στίχων των Φοινισσών υποστηρίζει ό Ε. Fraenkel, «Zu den Phoenissen des Euripides», m 963/1,117=ZZ. Beitr. 415. 3. Σχολιασμένες εκδόσεις: Σημαντική έξακολουθεΐ νά παραμένει ή έκδοση τοί3 G. Kaibel, Λιψία 1896 (1911)· Μ. Untersteiner, Μιλάνο 1932" Ρ. Groeneboom, Groningen 1935· G. Ammendola, Φλωρεντία 1951" J. Η. Keils, Cambridge («Greek and Latin Classics»), 1973. To κείμενο στις Editiones Helveticae, τχ. 11" J. C. Kamerbeek, Leiden 1974· Ar. Colonna, Τορίνο 1975. Μελέτες: L. Roussel, «Le rôle de Pylade» EC 9 (1940) 328· W. Wuhrmann, Strukturelle Untersuchungen zu den beiden Elektren und zum euripideischen Orestes (διατρ.), Ζυοίχη 1940' P. Suys, «Recherches sur l'Electre de Sophocle», EC 10 (1941) 117 και 275, και 11 (1942) 73, 204 και 355· G. M. Kirkwood, «Two Structural Features of Sophocles' Electra». TAPhA 73 (1942) 86· A. Colonna, «II volto di Elettra nel dramrna di Sofocle», Dioniso 19 (1956) 14· R. P. Winnington-Ingram, «The Electra of Sophocles: Prolegomena to an Interpretation», PCPhS 183 (1954/55) 20· W. Corrigan, «The Electra of Sophocles», The Tulane Drama Review 1 / 1 (1955) 36 (σύντομη βιβλιογραφική παρουσίαση)· I. Errandonea, El coro de la Electra de Sofocle, La Plata 1968· J. Alsina, «Observaciones sobre la figura de
382
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
γηση της ^Ηλέκτρας του Σοφοκλή είναι δύσκολη' άπο την προτελευταία δεκαετία του 5ου αιώνα π.Χ., δπου τοποθετούν οΐ περισσότεροι. τους υπολογισμούς τους, τά χρόνια 412 και 411 π.Χ. φαίνονται τα πιθανότερα,^ χωρις δμως νά μπορεί νά έξασφαλιστεϊ βεβαιότητα. Στην άρχή του έργου, φτάνουν στο παλάτι των Μυκηνών ό'ΟClitemestra», Emerita 27 (1959) 297" W. M. Calder III, «The End of Sophocles' Electra», GRBS 4 (1963) 213· I. M. Linforth, «Electra's Day in the Tragedy of Sophocles», Univ. of Calif. Public, in Class. Phil. 19/2 (1963) 89" H. F. Johansen, «Die Elektra des Sophokles: Versuch einer neuen Deutung», CS^M 25 (1964) 8· Th. M. Woodward, «Electra by Sophocles in the Dialectical Design», HSPh 68 (1964) 163 και 70 (1965) 195· R. M. Torrance, «Sophocles: Some Bearings», HSPh 69 (1965) 307" B. Alexanderson, «On Sophocles' Electra», CS^M 27 (1966) 79· A. M. Dale, «The Electra of Sophocles», Essays in honor of Fr. Letters, Μελβούρνη 1966, l\ = Coll. Pap. 221- Ch. P. Segal, «The Electra of Sophocles», TAPhA 97 (1966) 473" F. Solmsen, «Electra and Orestes: Three Recognitions in Greek Tragedy», MNAL, N.R. 30/2 (1967) = I7ege der Forschung II 275· W. Steidle, 91· R. Klimpe, Die Elektra des Sophokles und Euripides' Iphigenie bei den Taurern (διατρ.), Τυβίγγη 1970. Μεταφράσεις: Τούς στ. 1098-1231 τους 'έγει μεταφράσει ό Μ. Kommereil, Werke und Tage: Festschrift R. A. Schröder, 'Αμβούργο 1938, 88· W. Schadewaldt, Griechisches Theater, Φραγκφούρτη 1964, 201· Ε. F. Watling, βλ. στον Aïavra.—L. Traverso, Mazara 1956.—Κ. Χ. Μύρης, 'Αθήνα 1973· Γ. Χειμωνάς, 'Αθήνα 1984. 1. Αύτη είναι ή άποψη του W. Theiler, «Die ewigen Elektren», IF Λ' 79 (1966) 110. Διάφορες προσπάθειες χρονολόγησης μνημονεύει ό Gh. Ρ. Segal, ο.π. 533, 77. Βλ. επίσης Α. Colonna, «Sulla cronologia dell'Elettra di Sofocle», Dioniso 10 (1947) 204, δπου προτείνεται μιά άρκετά πρώιμη χρονολόγηση, άνάμεσα στο 424 και 417. 'Εξαιρετικά διεξοδικές παρατηρήσεις γιά το πρόβλημα υπάρχουν στη μελέτη του Α. Vogler, Vergleichende Studien zur sophokleischen und euripideischen Elektra, Χαϊδελβέργη 1967, 86, ό όποιος θεωρεί το 415 π.Χ. την πρωιμότερη δυνατή χρονολόγηση και εντοπίζει εναν terminus ante στους στ. 1049κ. της 'Ελένης τοϋ Εύριπίδη, επειδή, κατά τη γνώμη του, τό χωρίο αυτό εξαρτάται άπο τούς στ. 56-64 της 'Ηλέκτρας τοΰ Σοφοκλή (τό 'ίδιο πιστεύει και ή Α. Μ. Dale, στη σχολιασμένη έκδοση της Ελένης). Ό Lloyd-Jones, CR 83 (1969) 37, εμμένει, δικαιολογημένα, στήν παλαιότερη άποψή του, AC 33 (1964) 372, δτι δεν υπάρχει δυνατότητα άκριβέστερου προσδιορισμού. Μιά χρονολόγηση «το νωρίτερο γύρω στό 419» υποστηρίζει ό Ε. R. Schwinge, RhM 112 (1969) 11. Μέ τό πρόβλημα της χρονολόγησης καταπιάνονται και πολλές άπο τις έργασίες πού μνημονεύονται στό κεφάλαιο το σχετικό μέ την 'Ηλέκτρα τοϋ Εύριπίδη, έπιμένοντας ιδιαίτερα στη χρονική σχέση των δύο δραμάτων.
383
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
ρέστης, ο Πυλάδης (πού μένει βουβος σε δλο το δράμα) και 6 γερο-παιδαγωγός. "Επειτα άπο εναν σύντομο λόγο του Παιδαγωγού, ακολουθεί ενας εκτενέστερος του 'Ορέστη. Λείπει κάπως ζωηρότερος διάλογος· κάποια ένταση στήν προλογική σκηνή δημιουργείται μόνο μέ το θρήνο της 'Ηλέκτρας. Ό 'Ορέστης πατα πρώτη φορά το πατρικό χώμα μέ έγρήγορη συνείδηση, και 6 γέροντας τον ενημερώνει γιά τά σημεία εκείνα του τόπου πού τά βαραίνει ή μοίρα. Μέ έλάχιστους στίχους ύποβάλλεται ή άτμόσφαιρα λαμπρού πρωινού, συμβόλου ένος καινούριου φωτός γιά τον οικο των Πελοπιδών. Στήν άπάντησή του 6 'Ορέστης, μαζι μέ τον έ'παινο γιά τον πιστό θεράποντα και μιά προσευχή στούς θεούς (το καθένα σέ εξι στίχους), άναφέρεται και στήν εντολή του Απόλλωνα, άλλα μιλεί γιά το σχέδιο πού εχει ο Ι'διος καταστρώσει: 6 γέροντας θά κατασκοπεύσει τό παλάτι και θά άναγγείλει το θάνατο του 'Ορέστη· κατόπιν ό 'ίδιος, μέ τον Πυλάδη, θά έ'ρθει και θά φέρει, άγγελιοφόρο του Ι'διου τού θανάτου του, τή νεκρική ύδρία πού έ'χουν κρύψει σέ κάτι θάμνους. Παρόμοια δπως στις Τραχίνιες, στον Φιλοκτήτη και στον Οιδίποδα Κ., πρέπει νά δεχτούμε ώς δεδομένη συμβατικότητα της δραματικής σκηνής τό γεγονός δτι τώρα μόλις λέγονται πράγματα πού θά έ'πρεπε οι συνομιλητές νά τά ξέρουν άπό καιρό. Πρέπει νά σημειωθεί ιδιαίτερα δτι ό 'Ορέστης θεωρεί τήν πράξη πού έ'χει έπωμιστεΐ δίκαιη εκδίκηση πού θά τού φέρει τιμή (37, 60, 70). Αύτόν τον 'Ορέστη, άντίθετα άπο τον 'Ορέστη του Αισχύλου, δεν τον ώθεϊ στήν πράξη του κάποιος θεός ύπο τήν πίεση φοβερής άπειλής. Μιά σύντομη σκηνή (77-85) συνδέει τά προηγούμενα μέ τά έπόμενα. Ά π ό τό εσωτερικό τού παλατιού άκούγεται ή θρηνητική κραυγή της 'Ηλέκτρας. Ό 'Ορέστης άναρωτιέται αν πρέπει νά μείνουν και νά άκούσουν (άπόηχος της σκηνής της ώτακουστίας στις Χοηφόρες), άλλά ό γέροντας συμβουλεύει νά πραγματοποιήσουν τις νεκρικές προσφορές στόν 'Αγαμέμνονα, κάνοντας έτσι τό πρώτο βήμα γιά τήν άποστολή τους. Άντίθετα άπό δ,τι στόν Αισχύλο, εδώ δ τάφος βρίσκεται έ'ξω άπό τή σκηνή, στοιχείο πού έ'χει τή σημασία του γιά τις σκηνές μέ τή Χρυσόθεμη. "Ερχεται ή ' Ηλέκτρα, εκτελώντας μια θρηνητική μονωδία σέ λυρικούς άναπαίστους (86-120).^ 'Εδώ παρουσιάζονται ό χαρακτή1. Θαυμάσια άνάλυση αύτοΰ του λυρικοϋ κομμ.ατιοϋ, όπως άλλωστε και των υπόλοιπων, δίνει ό Kraus, 148.
384
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
ρας και, ή δραματική κατάσταοτη τοϋ κεντρικού προσώπου: 6 ασίγαστος θρήνος, ή άδιάλειπτη μνήμη της δολοφονίας του πατέρα/ ή άγρια λαχτάρα γιά εκδίκηση, ή ελπίδα γιά τον ερχομό του άδελφου. Ή πάροδος του χοροΰ, ό όποιος άποτελεΐται άπο Μυκηναίες γυναίκες,^ περιλαμβάνει τρία στροφικά ζεύγη και μία επωδό (121250). Σέ κάθε μέρος, κάπου προς τή μέση, εναλλάσσεται ή φωνή τοϋ χοροΰ με της 'Ηλέκτρας. Στά δύο πρώτα στροφικά ζεύγη πραγματοποιείται ό άνταγωνισμός τών δύο φωνών. Στήν παραμυθία πού προσφέρουν οί γυναίκες, στή μνεία του 'Ορέστη, πού σίγουρα ζει, και στή δικαιοσύνη του Δία, άποκρίνεται άκόρεστος θρήνος και βαθιά απόγνωση. Στήν τρίτη δμως στροφή, τις δύο φωνές τις συνενώνει ό θρήνος γιά τό θάνατο του 'Αγαμέμνονα.® Στήν άντιστροφή, οί φωνές άπομακρύνονται ξανά ή μιά άπό τήν άλλη και μένουν χωριστές ώς τό τέλος. Ό χορός, προοικονομώντας τή σκηνή μέ τή Χρυσόθεμη, προειδοποιεί τήν 'Ηλέκτρα γιά τό ύπερβολικό μίσος της, πού έ'χει μετατρέψει σέ εχθρούς της τους φορείς της εξουσίας. Ή 'Ηλέκτρα όμως γνωρίζει τό ύπερβολικό πάθος της (οργά, 222) : είναι ή άπάντησή της στόν ύπερβολικό πόνο της. Στό πρώτο επεισόδιο (251-471), ή'Ηλέκτρα, σέ διάλογο μέ τήν κορυφαία, δικαιολογεί τά άγρια ξεσπάσματα τοϋ πόνου της· ή ρήση της άπεικονίζει διεξοδικά τήν καταισχύνη τοϋ βασιλικοΰ ο'ίκου: ό Α'ίγισθος πάνω στό θρόνο του 'Αγαμέμνονα, όμόκλινή του ή μητέρα της, πού πανηγυρίζει μέ ίταμότητα τήν ημέρα τοϋ φόνου. Μέ ιδιαίτερη σκληρότητα χρωματίζεται ή Κλυταιμήστρα στήν άπάνθρωπη συμπεριφορά της. Στό τέλος δμως ή 'Ηλέκτρα έκφράζει αύτό πού άποτελεΐ τή μοίρα δλων τών ήρώων τοϋ Σοφοκλή, δταν ή άμετρη άδικία και ό άβάσταχτος πόνος τούς πλήττουν πέρα άπό κάθε όριο: δεν τούς επιτρέπεται οΰτε τό σωφρονεΐν οΰτε τό ενσεβεΐν (κι αύτό, ένώ έ'χουν φτάσει στό ύψιστο σημείο της εύσέβειάς τους !). "Εχουν παγιδευτεί τόσο φοβερά μέσα 1. Δράστες εδώ είναι άπό κοινοϋ ή Κλυταιμήστρα και ό Αίγισθος. Αύτη ή έκδοχή ύττηρχε ήδη στήν επική παράδοση" πρβ. Α. Lesky, «Die Schuld der Klytaimestra», WS N.F. 1 (1967) 5. 2. "Οχι κορίτσια· πρβ. V. Coulon, REG 52 (1939) 1. 3. Περίεργος είναι ό στ. 199: «εϊτε θεός ειτε θνητός τό επραξε αύτό» —άπόηχος εκείνης'της διπλής αιτιολόγησης πού παίζει σημαντικό ρόλο στήν πρωιμότερη έλληνική σκέψη.
385
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
στή διαταραγμένη τάξη πού επέφερε το κακό, ώστε πρέπει να πράξουν και οί 'ίδιοι τό κακό. Λόγια άπό τήν άρχή της ρήσης επαναλαμβάνονται και στο τέλος, σέ μορφή κυκλικής σύνθεσης, καΐ μέ αύτό τον τρόπο αποκτούν ιδιαίτερη έμφαση. Μετά το λόγο τής 'Ηλέκτρας, άκολουθεΐ ενας διάλογος μέ τήν κορυφαία, δπου, μέσα άπο μιά σειρά άνήσυχες ερωτήσεις, παρέχεται ή σημαντική γιά τήν εξέλιξη του δράματος πληροφορία (τονίζεται και στον στ. 517) δτι ο Αίγισθος άπουσιάζει. 'Ακόμη μιά φορά άκούμε δτι ό 'Ορέστης είναι ή μόνη ελπίδα πού άπόμεινε γιά τήν 'Ηλέκτρα. Ή άμέσως επόμενη σκηνή μέ τή Χρυσόθεμη (327-471) εμφανίζει στή δομή της τήν άντιστροφή ένος οχι σπάνιου για τον Σοφοκλή σχήματος: δύο Ι'σης έκτασης διαλογικά μέρη, το καθένα μέ έ'ναν εκτενέστερο λόγο τής 'Ηλέκτρας, πλαισιώνουν μιά στιχομυθία. Ό διάλογος άνάμεσα στίς δύο άδελφές παρουσιάζει τόσο πλούσια έ'νταση έπιχειρημάτων και άντιδράσεων, πού δεν εχει το δμοιό του σέ παλαιότερα δράματα. Ή Χρυσόθεμη, μέ τις νουθεσίες προς τήν άδελφή της, πού τον θαρραλέο άποτροπιασμό της εντούτοις τον συμμερίζεται κατά βάθος, εχει πάλι τά χαρακτηριστικά του προσώπου πού άποφεύγει τήν πραγματικότητα, άκριβώς δπως ή 'Ισμήνη καί, ώς ενα σημείο, ή Ίοκάστη, και έ'τσι προκαλεί τις έπιπλήξεις τής 'Ηλέκτρας. Μέσα στο άμετρο μίσος της ή ήρωίδα γίνεται άδικη, δταν κατηγορεί τήν άδελφή της δτι μιλεί έτσι δπως έ'μαθε άπο τή μητέρα της. Ή κορυφαία, μέ λόγια άπελπιστικά κοινότοπα, προσπαθεί νά καθησυχάσει τις άδελφές.^ Ό έπόμενος διάλογος φέρνει κάτι καινούριο: οί σφετεριστές τής εξουσίας σκοπεύουν νά κλείσουν τήν 'Ηλέκτρα σέ ύπόγεια φυλακή, νά συνεχίσει έκεϊ τούς θρήνους της. Τό νέο ερέθισμα οδηγεί σέ στιχομυθία: το πείσμα τής 'Ηλέκτρας άντιστέκεται σέ κάθε συμβουλή καί παράκληση τής άδελφής' έ'τσι, άντι νά πλησιάσουν ή μιά τήν άλλη, τό χάσμα άνάμεσά τους γίνεται άκόμη μεγαλύτερο. Αύτό, καθώς προκαλεί τήν άπόφαση τής Χρυσόθεμης νά διακόψει τόν άνώφελο διάλογο καί νά συνεχίσει τό δρόμο της, δημιουργεί μιά καινούρια στροφή στή μέση τής στιχομυθίας: ποιό δρόμο; Ή μητέρα τους, θορυβημένη άπό ενα ονειρο, τή στέλνει μέ χοές στόν τάφο του 'Αγαμέμνονα. Τι λογής ονειρο; Ή Χρυ1. 'Ακατανόητη είναι ή προσπάθεια τοϋ I. Errandonea, δ.π., νά θεωρήσει τό χορό κινητήρια δύναμη άπέναντι σέ μιά πιό εύαίσθητη 'Ηλέκτρα.
386
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
σόθεμη διηγείται, πώς ή Κλυταί,μήστρα είδε τον δολοφονημένο άντρα της νά ξαναγυρίζει καΐ νά φυτεύει το σκήπτρο του στην έστία, άπο δπου φύτρωσε ενα δυνατό βλαστάρι, πού εριξε τον Ι'σκιο του σ' δλη τή Μυκήνα. Έ δ ώ επαναλαμβάνεται αύτό πού παρατηρήσαμε και στην πολυσυζητημένη επιχειρηματολογία της 'Αντιγόνης: ό Σοφοκλής, στη θέση τής μεγαλόπρεπης άφήγησης του ονείρου των Χοηφόρων^ εβαλε ενα μοτίβο δανεισμένο άπό τό φίλο του τον 'Ηρόδοτο —πρόκειται για τό ονειρο τής Μανδάνης
(1, 108).
Έ ν ώ ως έδώ ό διάλογος οδηγούσε τις δύο άδελφές σε ολο και οξύτερη άντίθεση, ό λόγος τής 'Ηλέκτρας δημιουργεί τούς δρους γιά μιά προσέγγιση. 'Εξορκίζει τή Χρυσόθεμη νά ματαιώσει τις προσφορές τής μητέρας τους και νά φέρει, άπό τά δικά της μαλλιά και άπό τά μαλλιά τής 'Ηλέκτρας, ή οποία άφιερώνει και την άπέριττη ζώνη της, προσφορές στόν πατέρα τους, γιά νά σταθεί άποτελεσματικός συμπαραστάτης στην εκδίκηση. 'Αντηχούν μοτίβα άπό τόν κομμό τών Χοηφόρων (444, 454). Ή Κλυταιμήστρα προβάλλεται έντονα ως αύτουργός του φόνου. Ή κορυφαία συμφωνεί, και σέ λίγο, έντρομη, συγκατατίθεταικαι ή Χρυσόθεμη. Τό πρώτο στάσιμο, έ'να στροφικό ζεύγος καΐ μία επωδός (472515), έπαναλαμβάνει τόνους άπό τόν κομμό του Αισχύλου. Τό ονειρο ξύπνησε τή βεβαιότητα οτι πλησιάζει ή εκδίκηση. Ή έπωδός συνδέει τά πάθη του παλατιού μέ την άνομία του Πέλοπα εις βάρος του Μυρτίλου, χωρίς δμως νά μας έπιτρέπει νά άναζητήσουμε έδώ ενα καθοριστικό στοιχείο ερμηνείας κατά τόν τρόπο του Αισχύλου. Ή προγονική κατάρα παραμένει στό βάθος. Τό δεύτερο έπεισόδιο, αύτό τό στιβαρό κεντρικό τμήμα του δράματος μέ τά δύο άντίρροπα μέρη (516-822), παρουσιάζει πρώτα την άντιπαράθεση τών δύο γυναικών: άρχίζει άμέσως μέ φοβερή ένταση ό έπιπληκτικός λόγος τής Κλυταιμήστρας. Ή βασίλισσα επιτίθεται άγρια στην 'Ηλέκτρα, ή όποία, επειδή λείπει Ό Αίγισθος, περιφέρεται εξω άπό τό σπίτι, γιά να κακολογεί τή μητέρα της. Αύτή δμως ή άγρια έπίθεση είναι ταυτόχρονα υπεράσπιση. Ναί, σκότωσε τόν 'Αγαμέμνονα, άλλα ή πράξη της ήταν ή δίκαιη έκδίκηση γιά τή θυσία τής 'Ιφιγένειας. Κανένα βάρος δέν πιέζει τήν ψυχή της. (Πόσο διαφορετικά μιλεί ή Κλυταιμήστρα του Εύριπίδη !) Στήν άπόκριση τής 'Ηλέκτρας, ό Σοφοκλής προσδίδει μεγαλειώδη κλιμάκο^ση. Μέ ψυχρή ηρεμία, πού δύσκο387
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
λα έξασφαλίζεταί μέσα στην πίκρα της, ή ήρωίδα διαπιστώνει, δτι αύτη τη φορά ή έπίθεση δεν άρχισε άπο την 'ίδια, και μέ μιά ευγένεια πού προκαλεί ρίγος μέσα στην υπερβολικά τεταμένη άτμόσφαιρα ζητεϊ τήν άδεια να μιλήσει άνοιχτά. Ή Κλυταιμήστρα συναινεί, και ή 'Ηλέκτρα της γκρεμίζει έναν προς έναν δλους τούς προμαχώνες της επιχειρηματολογίας της. Ό 'Αγαμέμνων, υστέρα άπό τήν άτυχη τόξευση του έλαφιου στο ίερο άλσος της θεάς, βρέθηκε κάτω άπο τήν πίεση μιας άναπότρεπτης άνάγκης, ή όποια ένισχύΟηκε άκόμη περισσότερο άπό τό στοιχείο ότι, εξαιτίας της νηνεμίας πού έστειλε ή "Αρτεμη, ο στόλος οΰτε για τήν Τροία μπορούσε νά ξεκινήσει οΰτε πίσω νά γυρίσει (574). Περίπου στή μέση του λόγου της. ή 'Ηλέκτρα κλείνει τό πρώτο τμήμα του μέ μιαν άπροκάλυπτη απειλή: (('Όταν έσύ μ' αύτό τον τρόπο ζητάς αιμα γιά τό αίμα, πρόσεξε μήπως ένας τέτοιος νόμος ισχύσει και γιά τή δική σου ζωή». Μέ καινούρια όρμή κατατροπώνει τώρα τήν άντίπαλό της: ((Κι αν άκόμη ήταν δίκαιη ή έκδίκησή σου για τήν 'Ιφιγένεια, έπρεπε γι' αύτό νά γίνεις όμόκλινη του θανάσιμου έχθροϋ του και ν' άποκληρώσεις τά παιδιά σου;» Και τό δεύτερο μέρος καταλήγει σέ μιά άπειλή, πού γίνεται πιό συγκεκριμένη: άκούγεται τό ονομα του 'Ορέστη. Ή 'Ηλέκτρα σ' αύτό τόν ((άγώνα λόγων» βγήκε νικήτρια —μέ ποιο άντίτιμο, θά φανεϊ στόν έπόμενο διάλογο μέ τή μητέρα της (612-633). Στο μεταξύ δμως ή κορυφαία, σέ δύο στίχους, έκανε λόγο για τήν όργή της 'Ηλέκτρας, άμφισβητώντας έτσι τό δίκιο της: πρόκειται γιά τήν ϊδια φωνή ένός χορού πού σκύβει ύποταχτικά μπρός στήν εξουσία, οπως άκριβώς τήν άκούσαμε στό πρώτο μέρος της Αντιγόνης. Στήν πραγματικότητα όμως ή 'Ηλέκτρα, μέ δλο τό δίκιο τών επιχειρημάτων της, έχει ξεπεράσει τά όρια. Αύτό τό ξέρει και τό ομολογεί! ή Ι'δια. "Οσο κι άν τά φαινόμενα δείχνουν τό άντίθετο, αισθάνεται ντροττή πού ξεπέρασε τά όρια της ήθικής εύπρέπειας (πρβ. 307). Ή ύπερβολή της δμως είναι μιά άντίδραση πού τήν προκαλεί ή άναίσχυντη πράξη της μητέρας της. Τά χαρακτηριστικά αύτης της μορφής ένυπάρχουν σπερματικά στή δέηση της αίσχύλειας 'Ηλέκτρας {Χοηφόροι 140): ((Δώσ' μου ύγιέστερη σκέψη άπό τή μητέρα μου!». Αύτή ή παράκληση δεν έχει έκπληρωθεΐ στήν 'Ηλέκτρα δπως τήν παρουσιάζει ό Σοφοκλής. Ή Κλυταιμήστρα, δίνοντας τέλος στή σύγκρουση, δέεται στόν
388
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
'Απόλλωνα. Σέ τόνο αναίσχυντης οικειότητας παρακαλεί πιεστικά το θεό: νά της βγεϊ σε καλο το ονειρο, και δσο για τά υπόλοιπα, ξέρει ό 'ίδιος ό θεός αύτό πού δεν θέλει νά πει ή 'ίδια μπροστά στούς εχθρούς της ! Τό δεύτερο μέρος αύτοΰ του επεισοδίου, πού είναι περίπου 'ίσο σε έκταση μέ τό πρώτο, αρχίζει μέ μιά φαινομενική εκπλήρωση της προσευχής της Κλυταιμήστρας: εμφανίζεται ό γερο-παιδαγωγός του 'Ορέστη. Ή άφήγησή του πλαισιώνεται άπό εξαιρετικά ταραγμένους και πολυφωνικούς διαλόγους. "Τστερα άπό σύντομες έρωτήσεις προς τήν κορυφαία, ό γέροντας στρέφεται προς την Κλυταιμήστρα άνακοινώνοντας τήν ε'ίδηση, πού τήν προϋποθέτει καλόδεχτη: δ 'Ορέστης είναι νεκρός. Στήν οδυνηρή κραυγή της'Ηλέκτρας ό ποιητής αντιθέτει τήν έπιθυμία της Κλυταιμήστρας νά εξασφαλίσει βέβαιη γνώση. Ή έκτενής άγγελική ρήση γιά τό θανατηφόρο άτύχημα του 'Ορέστη στούς δελφικούς άγώνες άρματοδρομίας είναι ενα άριστούργημα παραστατικής άμεσότητας, πού μπορεί νά συγκριθεί μόνο μέ τΙς καλύτερες άνάλογες δημιουργίες του Εύριπίδη. Αισθανόμαστε τήν άποτελεσματικότητα της άφήγησης στά πρόσωπα του δράματος. Ό Σοφοκλής παρουσίασε τήν Κλυταιμήστρα του γυναίκα σημαδεμένη άπό τό έ'γκλημά της, άλλά δεν της άφαίρεσε και τό έ'σχατο υπόλειμμα μητρικού φίλτρου. Καθώς μιά στιγμή (766) ταλαντεύεται άνάμεσα σέ άνακούφιση και πόνο, δέν ύποκρίνεται. "Οταν όμως ό άγγελιοφόρος ρωτά αν ή άφιξή του είναι μάταιη, ξεσπά ή άγαλλίαση πού νιώθει, καθώς βλέπει συντριμμένο τό σπαθί πού ήταν ύψωμένο πάνω άπό τό κεφάλι της. "Άν τό πρώτο μέρος αύτοΰ του επεισοδίου τελείωσε μέ τήν ηθική κατατρόπωσή της, τό δεύτερο φέρνει τό θρίαμβό της πάνω σέ κάθε άπειλή. Γιά τήν 'Ηλέκτρα δέν περισσεύει παρά μόνο ή χλεύη της. Ή Κλυταιμήστρα μπαίνει μέσα στο παλάτι μέ τόν άγγελιοφόρο. Ή σκηνή κλείνει μέ τόν θρηνητικό λόγο της 'Ηλέκτρας, πού προετοιμάζει τόν επόμενο κομμό. Ή ήρωίδα αρχίζει μέ μια έκφραση άγανάκτησης για τή σκληρότητα της μητέρας της. Γιά τήν 'ίδια, κάθε ελπίδα εχει χαθεί' δέν πρόκειται πιά νά δρασκελίσει τό κατώφλι αύτοΰ τοΰ σπιτιοΰ (τόσο πειστικά αιτιολογείται ή παραμονή της στή σκηνή)· μόνη λύση και εύχή της άπόμεινε ό θάνατος. Ά ν τ ι για στάσιμο, άκολουθεϊ ενας κομμός άνάμεσα σ τ ή ν ' Η -
389
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
λέκτρα καΐ στο χορό (823-870). Σέ ζωηρή εναλλαγή ένώνονταί., στά δύο στροφικά ζεύγη, οι δύο φωνές, δημιουργώντας μιά πυκνή σύνθεση. Μετά τις παρηγοριές του χοροΰ. άκολουθεϊ τό ξέσπασμα του πόνου της 'Ηλέκτρας και επειτα ή συμμετοχή του χοροΰ στο θρήνο της. Μέ άσυνήθιστη ύπαινικτικότητα άναφέρεται ή ιστορία του Άμφιαράου —αύτή Ι'σα 'όσα δεν μπορεί να προσφέρει παρηγοριά: ό Άλκμέων εκδικήθηκε τον πατέρα του, ένώ δ 'Ορέστης είναι νεκρός. Ή δεύτερη σκηνή μέ τή Χρυσόθεμη (871-1057) συγκροτείται άπό μιά σειρά στιχομυθίες. "Επειτα άπό μιά εισαγωγική διστιχομυθία, άκολουθεΐ ή διήγηση της Χρυσόθεμης, και επειτα άπό ενα κεντρικό μέρος, διαμορφωμένο κυρίως σέ στιχομυθία, ακούγεται ό λόγος της 'Ηλέκτρας μέ τήν άπάντηση της άδελφής· και ή ένταση της σκηνής κλείνει μέ σφοδρή στιχομυθία. Στο πρώτο άπό αύτά τα μέρη ή άσυγκράτητη χαρά της Χρυσόθεμης συναντά, τό θρήνο της άδελφής της, ή όποία ζητεί, μέ τήν κόπωση του άπελπισμένου, νά μάθει τί συμβαίνει. Ή άπάντηση της Χρυσόθεμης είναι μιά κραυγή άγαλλίασης: προσφορές άπό γάλα, λουλούδια και μαλλιά στον τάφο μαρτυροΰν τον ερχομό του άδελφοΰ. Ή κεντρική στιχομυθία όδηγεϊ στήν άπότομη καμπή. Ή Χρυσόθεμη χάνει κάθε έλπίδα, δταν άκούει γιά τό θάνατο του 'Ορέστη, άλλά ή 'Ηλέκτρα ύπαινίσσεται κάποιον άλλο δρόμο. Τον άποκαλύπτει στό λόγο της: τώρα πρέπει νά βοηθήσουν οΐ 'ίδιες* ό Αίγισθος πρέπει νά πέσει άπό τό δικό τους χέρι. Γιά νά προσεταιριστεί τήν άδελφή της, χρησιμοποιεί τα πάντα —τήν προοπτική ενός γάμου, όπως και τή φήμη μιας τολμηρής πράξης. Οί στίχοι όμως του χοροΰ προσφέρουν ελάχιστη έλπίδα πώς θά μποροΰσε ή Χρυσόθεμη νά κερδηθεΐ. 'Ακούγεται άπό τό χορό ή λέξη προμηθία, και αύτό δίνει άφορμή στή Χρυσόθεμη νά χαρακτηρίσει τό σχέδιο της 'Ηλέκτρας παραφροσύνη. Στήν τελική στιχομυθία, ή διένεξη άνάμεσα στις δύο άδελφές ξεσπά άγρια. 'Επαναλαμβάνονται θέματα άπό τήν 'Αντιγόνη. Βιαστική καΐ άδικη ή 'Αντιγόνη, φωνάζει έκεϊ στήν 'Ισμήνη νά βγει εξω και νά διαλαλήσει τό σχέδιό της· παρόμοια και ή 'Ηλέκτρα ζητεϊ άπό τή Χρυσόθεμη νά τά προδώσει όλα στή μητέρα τους. Ή πορεία αυτής της δεύτερης σκηνής μέ τή Χρυσόθεμη προχωρεί εντελώς άντίδρομα πρός τήν προηγούμενη. 'Εδώ στήν άρχή, μέ ενα ειρωνικό παιχνίδι άνάμεσα στά φαινόμενα και τ*/·ν
390
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
πραγματικότητα, οι δύο άδελφές σμίγουν μετά τήν καμπή δμως, διαχωρίζονται μέ μιά σύγκρουση πού κορυφώνεται ως τήν άγρια εχθρότητα. Στο τέλος της σύγκρουσης λείπουν τρίμετρα της κορυφαίας: ή άπήχησή της δμως εχει ενσωματωθεί στο έπόμενο στάσιμο (1058-1097). Το πρώτο στροφικό ζεύγος μέμφεται τή διαμάχη, αλλά ήδη ή άντιστροφή εκφράζει το άνεπιφύλακτο έγκώμιο της 'Ηλέκτρας, τό όποϊο θά ολοκληρωθεί, μέ χαρακτηριστική έμφαση, στο δεύτερο στροφικό ζεύγος. "Ετσι φωτίζεται χαρακτηριστικά ή διαλεκτική της κεντρικής μορφής του έργου, καθώς ή ' Η λέκτρα, ή οποία παραπονιέται στό θρήνο της (308) δτι τής εχει άφαιρεθεϊ τό δικαίωμα του εύσεβεΐν, εγκωμιάζεται τώρα μέ τά τελευταία λόγια του χορικού γιά τήν εύσέβειά της. Ή τολμηρή άπόφαση τής 'Ηλέκτρας, μετά τήν κατάρρευσή της πού τήν προκάλεσε ή άφήγηση γιά τό θάνατο του 'Ορέστη, σημειώνει και τήν άρχή τής ανω ôôov. Στό τέταρτο έπεισόδιο (10981383), πού περιλαμβάνει και εναν κομμό, ή κορύφωση πραγματοποιείται δραστικά, έπειτα άπό μιά συγκλονιστική επιβράδυνση. Στή σκηνή πριν άπό τόν κομμό, δπου ζωηροί διάλογοι πλαισιώνουν τό λόγο τής 'Ηλέκτρας, 6 Σοφοκλής δείχνει δλη τή δεξιότητά του στή δημιουργία κλιμάκωσης. Σέ εναν ήρεμο διάλογο μέ τήν κορυφαία, ο 'Ορέστης ζητεϊ κάποιον πού νά αναγγείλει στό παλάτι τήν άφιξή του, και παραπέμπεται στήν 'Ηλέκτρα. Ή ταραχή τής άγνωστης γι' αύτόν γυναίκας δταν άκούει δτι ή υδρία πού φέρνουν οι ξένοι περιέχει τήν τέφρα του 'Ορέστη, τόν άφήνει αδιάφορο· ύποχωρεϊ δμως στήν παράκλησή της να τήν άφήσουν νά άγκαλιάσει τήν τεφροδόχο. Τώρα ή 'Ηλέκτρα μιλεϊ πρός τήν υδρία, δπου πιστεύει δτι φυλάγονται τά λείψανα του άδελφοΰ της. "Οπως στό θρήνο τής 'Αντιγόνης ή ηρωίδα παρουσιάζεται εντελώς άνθρώπινη, ετσι και έδώ ό ποιητής άφήνει πρώτη φορά νά ολοκληρωθεί ή εικόνα τής ήρωίδας του. Ή σκληρή και άνυποχώρητη, ή κυριευμένη άπό τή δίψα τής δίκαιης εκδίκησης 'Ηλέκτρα άποκαλύπτεται έδώ κάτι παραπάνω άπό άδελφή : δείχνει αισθήματα μητρικά. Μέ βαθύτατη τρυφερότητα θυμάται τό παιδάκι πού φρόντιζε και πού ήταν στήν πραγματικότητα δικό της. Μέ τήν εύχή νά μπορούσε νά μοιραστεί μέ τόν άδελφό τή στενόχωρη κατοικία του, ενα τίποτε να ένο^θεΐ μέ τό τίποτε, κορυφώνεται ό οδυνηρός της πόθος.
391
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Μόνο υστέρα άπό τήν εκτεταμένη ρήοτη της 'Ηλέκτρας την άναγνωρίζει ο αδελφός της. Μερικοί βρήκαν κάποτε δτι έδώ τραυματίζεται ή άληθοφάνεια, άλλα πιστεύω οτι τώρα τήν κατανοούμε καλύτερα αύτή τή σκηνή.^ Ή οδυνηρή κατάσταση της ' Η λέκτρας εμποδίζει μιά έσπευσμένη άναγνώριση, άλλά και ό 'Ορέστης πρέπει νά κινείται μέ άκρα προσοχή. Τον φαντάζεται κάνεις νά στέκεται παράμερα, ετσι πού να καταλαβαίνει λίγα μόνο άπο τά λόγια της 'Ηλέκτρας' μόνο μέ τήν προσφώνηση της κορυφαίας προς τήν άδελφή του, μοιάζει νά άκούει καθαρά. Ά π ο δώ και πέρα, ή στιχομυθία είναι ή μόνη δυνατή μορφή διαλόγου, πού περνά, στο πιο άποφασιστικό σημείο, σέ άντιλαβές, γιά νά καταλήξει τελικά στον κομμό. Ό Σοφοκλής καθυστέρησε τήν άναγνώριση μέ μοναδική τέχνη. Τώρα δμως πού δ 'Ορέστης ξέρει ποιά έ'χει μπροστά του, θέλει, προτού προκαλέσει μέ τον ϊδιο του το λόγο τήν άγαλλίαση της 'Ηλέκτρας, αύτδ μόνο: νά μάθει γιά τή μοίρα της άδελφής του, γιά τή ζωή της στο παλάτι. 'Ακόμη μια φορά έπιβραδύνει τον άποφασιστικό λόγο, παρακαλώντας τήν 'Ηλέκτρα νά παραδώσει τήν υδρία. 'Ενώ δμως ό Αισχύλος και ό Εύριπίδης δίνουν μεγάλη έκταση στο παιχνίδι μέ τα σημάδια της άναγνώρισης, ό Σοφοκλής άρκεϊται σέ μιά φευγαλέα άναφορά στή σφραγίδα του 'Αγαμέμνονα, γιά νά δώσει στήν 'Ηλέκτρα τή βεβαιότητα. "Ολο το βάρος συγκεντρώνεται στήν παράσταση της ψυχικής διάθεσης. Στον έπόμενο κομμό (1232-1287: στροφικό ζεύγος μέ επωδό), στο εύφρόσυνο ξέσπασμα της 'Ηλέκτρας άποκρίνεται συγκρατημένα ό 'Ορέστης, συνιστώντας, σέ ιαμβικά τρίμετρα, προσοχή. "Ο,τι άκολουθεΐ, συνάπτεται, μέ ομαλή μετάβαση, μέ τον κομμό. «Φτάνουν τά λόγια' τώρα ήρθε ή ώρα νά μπούμε στο παλάτι για τήν πράξη», λέει ό 'Ορέστης. Ή 'Ηλέκτρα δεν πρέπει νά προδοθεί δείχνοντας τή χαρά της ! Στήν άπάντηση της 'Ηλέκτρας δύο σκέψεις μαρτυρούν τή δύναμη του μίσους και της άγάπης της: πώς θα μπορούσε νά δείξει χαρά τό πρόσωπό της μπροστά σέ μιά τέτοια μητέρα ! Και δεν χρειάζεται δάκρυα γιά νά ύποκριθεΐ' αύτά τρέχουν άσταμάτητα άπο χαρά γιά τον άδελφό πού ξαναβρέθηκε. 0 Î στίχοι 1319-1321, μέ τούς οποίους κλείνει τό διάλογο ή 1. 'Αξιόλογες οί ερμηνείες των F. Solmsen, δ.π., και W. Steidle, 94.
392
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
Ήλεκτρα, λειτουργούν ώς παρένθεση. Μας θυμίζουν την άπελπισμένη άπόφασή της νά προχωρήσει μόνη της στην πράξη, ένώ, άπό τήν άλλη, μας βοηθούν νά καταλάβουμε τον τρόπο πού έπιλέγει ό Σοφοκλής γιά τη συμμετοχή της ήρωίδας στήν εκδίκηση. Κάποιος άκούγεται νά έρχεται άπό τό παλάτι, και άμέσως ή 'Ηλέκτρα άναλαμβάνει τό ρόλο της, νά οδηγήσει τούς ξένους μέσα. ( Έ δ ώ πρέπει νά δεχτούμε άδιαμαρτύρητα τό γεγονός δτι άγνοεΐ τον Πυλάδη, πού φυσικά τόν φανταζόμαστε μόνιμα στο πλευρό του 'Ορέστη.) Ά π ό τό παλάτι βγαίνει ό γερο-παιδαγωγός και έπιπλήττει τά άδέλφια γιά τήν έπιπολαιότητά τους. Στή στιχομυθία πού άκολουθεϊ, δ 'Ορέστης ρωτά γιά τήν κατάσταση στο παλάτι, όπότε ή 'Ηλέκτρα, παίρνοντας τό λόγο, δίνει άφορμή σέ μιά δεύτερη σκηνή άναγνώρισης μέ τόν άνθρωπο πού έκρυψε κάποτε τόν 'Ορέστη. Ό γέρος τούς παρακινεί άλλη μιά φορά νά προχωρήσουν στήν πράξη. Ό 'Ορέστης δέχεται τήν προτροπή (στόν στ. 1373 άπευθύνεται μιά μόνη φορά στόν Πυλάδη) καί, ύστερα άπό μιά βουβή προσευχή στούς θεούς έξω άπό τήν πύλη, μπαίνουν οί δυό τους στό παλάτι. "Ή 'Ηλέκτρα, πού τώρα μόλις, ύστερα άπό μεγάλο διάστημα, άφήνει τή σκηνή γιά λίγο, τούς άκολουθεϊ, άφοϋ προηγουμένως δέεται στό άγαλμα του 'Απόλλωνα, πού προστατεύει τήν είσοδο. Τό τρίτο στάσιμο άποτελεϊται άπό ενα καί μοναδικό σύντομο στροφικό ζεύγος (1384-1397). Ό "Αρης καί οί 'Ερινύες έχουν μπει στό σπίτι. Ή έκδίκηση πλησιάζει* οδηγός ό Έρμης, πού σκεπάζει τό δόλο μέσα στό σκοτάδι. Τό τελικό μέρος, πού μέ τούς δύο φόνους πραγματοποιεί τή στροφή στή μοίρα του οΐ'κου των 'Ατρειδών, περιλαμβάνει ολους κι όλους 113 στίχους. Ό Steidle (93), έχοντας ως ένα βαθμό δίκιο, προειδοποιεί δτι δεν πρέπει νά παραμεριστεί τόσο βιαστικά τό τμήμα αύτό σάν είδος παράρτημα. 'Από τήν άλλη όμως πλευρά, αύτή ή δυσαναλογία έχει τό δίχως άλλο κάποια σημασία γιά τό ερώτημα που θέλησε νά ρίξει τό βάρος ό ποιητής. ' Η σειρά των φόνων άντιστρέφεται σέ σχέση μέ τόν Αισχύλο καί τόν Εύριπίδη. Ηρώτα πέφτει ή Κλυταιμήστρα, καί έτσι, όταν τελειώνει, μένουμε μέ τήν εντύπωση της τιμωρίας του Αιγίσθου. Ό φόνος της Κλυταιμήστρας παίρνει τή μορφή ενός «άμοιβαίου»,
393
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
μέ στροφή και άντιστροφή (1398-1441).^ "Οπως τόσο συχνά στον Σοφοκλή, αύτη ή έντονη σκηνή εχει μορφικά αύστηρή σύνθεση. Στήν άρχή της στροφής βγαίνει, άπο τό παλάτι ή 'Ηλέκτρα, 'Ο έρχομός της, πού χρησιμοποιείται άπο τον ποιητή γιά νά συνοδέψει μέ τή φωνή της τήν πράξη του φόνου, επομένως νά συμμετάσχει σ' αύτόν, αιτιολογείται με τό καθήκον πού άναλαμβάνει ή ήρωίδα νά προστατέψει τον 'Ορέστη και τον Πυλάδη άπο τή δυσάρεστη έκπληξη τής έπιστροφής του Αιγίσθου.^ "Τστερα άπο έ'ναν σύντομο διάλογο μέ τήν κορυφαία,^ άκούγονται οι εντρομες κραυγές τής Κλυταιμήστρας, ή έ'κκλησή της γιά βοήθεια, ή Ικεσία της, και δύο φορές ή οιμωγή της, καθώς δέχεται τό φονικό πλήγμα —δλα συνοδευμένα άπό μιά άνταπάντηση τής 'Ηλέκτρας. Ή ύψιστη κορύφωση έ'ρχεται στον στ. 1415: ((Χτύπα τη δυό φορές, άν έ'χεις τή δύναμη !», Στήν άρχή τής άντιστροφής, βγαίνουν άπό τό παλάτι ό 'Ορέστης και. ό Πυλάδης. Βλέπουν τον Αΐ'γισθο νά πλησιάζει, όποτε ή 'Ηλέκτρα, γεμάτη προθυμία, άναλαμβάνει τό ρόλο νά τόν υποδεχτεί. Στον σύντομο διάλογο τής σκηνής του Αιγίσθου (14421507) ό Σοφοκλής εχει άποτυπώσει τή μεγαλύτερη δραματική ένταση στή συνοπτικότερη δυνατή μορφή. Μέ προσποιητή δουλοπρέπεια ή 'Ηλέκτρα έπιβεβαιώνει στόν θριαμβευτή τό θάνατο του 'Ορέστη και του άνοίγει, κατά τήν έπιθυμία του, τήν πύλη: ό 'Ορέστης και ό Πυλάδης φαίνονται δίπλα στό φορείο τής Κλυταιμήστρας.·* Μέ διφορούμενα λόγια ό 'Ορέστης προτείνει στόν ΑΙ'γισθο νά σηκώσει ό Ι'διος τό κάλυμμα άπό τό φορείο. 'Αμέσως έκεΐνος καταλαβαίνει τή μοίρα του, άλλά θέλει νά κερδίσει χρόνο μιλώντας· ή 'Ηλέκτρα όμως του άφαιρεϊ τό λόγο και ο 'Ορέστης 1. Ή μετρική άντιστοιχία είναι βέβαιη, άλλά ή έπαλήθευσή της στίς λεπτομέρειες δυσχεραίνεται άπο τήν ύπαρξη κάποιων κενών στην άντιστροφή· πρβ. Kraus, 157. 2. Σέ θέματα άληθοφάνειας ό Σοφοκλής εμφανίζεται λιγότερο δεσμευμένος άπο τόν Εύριπίδη, μολονότι σε ορισμένες περιπτώσεις οΐ αιτιολογήσεις του είναι πολύ πιο πειστικές. 3. Δέν άποκλείεται καθόλου νά άποδοθοΐ3ν διάφοροι μεμονωμένοι στίχοι σέ κάποια άπο τις γυναίκες τοϋ χοροϋ. Πολλά δμως παραμένουν άβέβαια σ' αυτά το σημείο. 4. Θά άρκοϋσε τό ανοιγμα της κεντρικής πύλης, γιά νά γίνει ορατή ή ομάδα των προσώπων; "Ή μήπως κάποιοι υπηρέτες άπό τό παλάτι έφερναν έξω τό φορείο; Πάντως, μάλλον δέν θά ήταν άπαραίτητο εδώ τό πολυσυζητημένο έκκύκλημα.
394
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΔΡΑΛΙΑΤΑ
τον όδηγεϊ στο παλάτί, γιά νά τον σχοτώσεί έκεΐ οπού έκεϊνος είχε χτυπήσει τον πατέρα του. Σύντομοι άνάπαιστοι του χοροϋ κλείνουν τό δράμα. Ή αύστηρότητα της μορφής άποκαλύπτεται ολοφάνερα στή γενική δομή τ^ς'Ηλέκτρας. Προβάλλεται καθαρά τό διμερές κεντρικό τμήμα μέ τ-^ν ήθική νίκη της 'Ηλέκτρας και τήν έπακόλουθη συντριβή της ύστερα άπό τήν ε'ίδηση του θανάτου του 'Ορέστη. Το τμήμα αύτο πλαισιώνεται άπο τις δύο σκηνές μέ τή Χρυσόθεμη, οπού έπαναλαμβάνεται ή 'ίδια άντίδρομη κίνηση. "Άν άπο δώ προχωρήσουμε προς τά δύο άκρα, συναντοΰμε μιά πλήρη άντιστοιχία άνάμεσα στο θρήνο τής 'Ηλέκτρας και τήν οδυνηρή ρήση της, άφενός, και στήν άναγνώριση και τήν άγαλλίασή της, αφετέρου. Τέλος συγκροτείται ενα πλαίσιο άπό τήν προετοιμασία τής πράξης στον πρόλογο και τήν έκτέλεσή της.^ Ή "Ηλέκτρα του Σοφοκλή διαφέρει άπό τα άντίστοιχα έ'ργα του Αισχύλου και του Εύριπίδη στο οτι έδώ τό πρόβλημα τής μητροκτονίας δεν άποτελει κεντρικό θέμα. Ό ποιητής θέλησε νά δείξει τήν οδύνη και τό πάθος, τήν επιμονή και τή λύτρωση μιας μεγάλης καρδιάς. Ή άδιάλειπτη —αν εξαιρέσουμε Ινα σύντομο διάλειμμα— παρουσία τής 'Ηλέκτρας στή σκηνή είναι ό άξονας του έ'ργου. Σ ' αύτό τό δράμα, περισσότερο άπό κάθε άλλο, άναγνωρίζουμε πόσο ή μεγάλη ηρωική μορφή, πού ξεπερνά τή μετριότητα του χοροΰ, άποτελεϊ τό κεντρικό ενδιαφέρον τής ποίησης τοϋ Σοφοκλή. Ή σύγκριση μέ τις μεγάλες μορφές στόν Αιαντα, στήν 'Αντιγόνη και στόν Οιδίποδα Τ. είναι αύτονόητη, άλλα έδώ δέν πρέπει να παραβλέψουμε αύτό τό κάτι άλλο, τό καινούριο. Ό κόσμος των θεών ύπάρχει άναμφισβήτητα και σ' αύτό τό εργο, άλλά εχει σέ πολύ μεγαλύτερο βαθμό άποσυρθει στό βάθος. Τή θέση του τήν παίρνει ενας νέος ψυχικός πλούτος, μιά βαθύτερη διείσδυση στά προβλήματα του άνθρώπου, ό όποιος είναι ύποχρεωμένος νά προχωρήσει άνεπηρέαστος στό δρόμο του όρθοϋ, σέ εναν κόσμο δπου ή τάξη έχει σοβαρά διαταραχτεί. Στήν άνάλυσή μου υπογράμμισα τά σημεία δπου μιλεί ή 'Ηλέκτρα, μέ οξύτατη αύτογνωσία, γιά τό πώς τό άδικο όλόγυρά της τήν άναγκάζει νά ύπερβεϊ ολους τους φραγμούς πού θά τής έ'θεταν, σέ εναν κόσμο δικαίου, ή φύση και ή ήθική. 'Αναφέρθηκα άκόμη καΐ στήν 1. Ό Ch. Ρ. Segal, δ.π. 480, δίνει ενα διδακτικό σχήμα, πού συμπλτ}ρώνει θαυμάσια δ,τι είπα πιο πάνω.
395
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
παραδοξολογία: αύτή πού μέ τό μίσος της πρέπει να είναι άσεβής, δρέπει το ύψιστο εγκώμιο της εύσέβειας. Προβληματισμοί αύτοΰ του ε'ίδους συνδέονται μέ δλες τις μεγάλες μορφές του Σοφοκλή, σπάνια όμως άνακινοΰνται μέ τόση σαφήνεια στή συνείδηση του άνθρώπου πού δρα. 'Υπάρχει μιά πλατιά διαδομένη άποψη δτι άπέναντι στο ιδιαίτερο βάρος της κεντρικής μορφής, τό πρόβλημα τής δικαίωσης τής μητροκτονίας είναι εντελώς παραμερισμένο, αν δεν είναι και ολότελα άδιάφορο.^ Ά π ο τήν άλλη μεριά, έ'χει σχηματιστεί ένα μέτωπο ερμηνευτών οί όποιοι άποδίδουν, και γιά το έ'ργο του Σοφοκλή, μεγάλη, άν οχι κεντρική, σημασία στο πρόβλημα τής μητροκτονίας· από τους προδρόμους είναι ό J. Τ. Sheppard.^ Μιά νέα έρμηνευτική κατεύθυνση έγκαινίασε ό R. Ρ. WinningtonIngram (ο.π.), ενώ μέ διεισδυτική έπιχειρηματολογία ό Η. F. Johansen {δ.π.) επεξεργάστηκε τις σκοτεινές πλευρές τών δραματικών γεγονότων. Κατά τήν άποψή του, στο τέλος του έ'ργου πρέπει νά δοΰμε εναν νεαρό γεμάτο άβεβαιότητα, και μιά εσωτερικά συντριμμένη γυναίκα. Σέ πολλά σημεία άκολουθεϊ τήν 'ίδια κατεύθυνση και ή έρμηνεία του έργου πού πρότεινε ό Ch. Ρ. Se-
gal (ο.π.). Δεν πιστεύω οτι αύτή ή έρμηνεία μας άναγκάζει νά έπανεκτιμήσουμε τό δράμα. Κεντρικό του θέμα παραμένει ή επιμονή τής 'Ηλέκτρας και οχι ή μητροκτονία. Παρ' δλα αύτά, τό βλέμμα μας εχει στό μεταξύ οξυνθεί, ώστε νά βλέπει ότι ό Σοφοκλής, ενώ δέν δίνει κεντρική θέση στήν προβληματική τής μητροκτονίας, οπωσδήποτε τή γνωρίζει. 'Υπάρχει μιά και μοναδική έκφραση κάποιας αμφιβολίας στά λόγια του 'Ορέστη (1425): «άν ό 'Απόλλων έ'δωσε τή σωστή συμβουλή». Γιά τό οτι ή 'Ηλέκτρα έχει επίγνωση 1. Παραθέτω καί κάποιες νεότερες φωνές: Κ. von Fritz, 139, ό όποιος ακολουθεί τον Reinhardt, 149· Η. Diller, Gottheit und Mensch in der Tragödie des Sophokles, Darmstadt 1963, 3" Funke, 151· K. Matthiessen, Elektra, Taurische Iphigenie und Helena (Hypomnemata 4), 1964, 114, 2· A. M. Dale, Helena, 'Οξφόρδη 1967, Χ· Α. Vogler, ο.π. 22, 32, μέ δλη τή σχετική βιβλιογραφία. 2. ((Electra: Α Defense of Sophocles», CR 41 (1927) 2 καΐ 163. 'Αντίθετες οί άπόψεις τοΰ J. D. Denniston, Εuripides\Electra, 'Οξφόρδη 1939, XXV, 1. Πρέπει επίσης νά άναφερθοϋν και οί W. Steidle, 91" Α. Wasserstein, Gnomon 32 (1960) 178· Α. Salmon, ((L'ironie tragique dans l'exodos de l'Electre de Sophocle», EClâs 29 (1961) 269.
396
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
της τραγικότητας τ ω ν πράξεων της εγινε λόγος λίγο πιο πάνω. ' Α ξ ι ο σ η μ ε ί ω τ α είναι τ ά λ ό γ ι α τ ο υ χοροϋ, δ π ο υ α ν α γ ν ω ρ ί ζ ε ι κ α νείς μ ι ά δ ι α λ ε κ τ ι κ ή σ χ έ σ η στην ε κ τ ί μ η σ η τ η ς π ρ ά ξ η ς . Σ τ η ν π ρ ώ τ η κ ρ α υ γ ή τ η ς Κ λ υ τ α ι μ ή σ τ ρ α ς , ό χ ο ρ ό ς άντιδρα μέ βαθιά φρίκη ( 1 4 0 7 ) · και όταν ή ' Η λ έ κ τ ρ α χ λ ε υ ά ζ ε ι τ ή ν Ικεσία τ η ς μ η τ έ ρ α ς τ η ς , θρηνεί γ ι α τ ή ν π ό λ η κ α ι τ ή γ ε ν ι ά τ ω ν ' Α τ ρ ε ι δ ώ ν ( 1 4 1 3 ) . Ό 'ίδιος δ μ ω ς ό χορός ( μ ι ά φ ω ν ή ά π ό αύτόν) είναι ά π ρ ό θ υ μ ο ς νά φέξει τ ά α ι μ α τ ο β α μ μ έ ν α χ έ ρ ι α τ ω ν δ ρ α σ τ ώ ν ( 1 4 2 3 ) , ενώ στους ά ν α π α ί σ τ ο υ ς τ ο υ τέλους έγκο^μιάζει τ ό σ π έ ρ μ α τ ώ ν ' Α τ ρ ε ι δ ώ ν , π ο ύ βρήκε, υστέρα ά π ό τ ό σ α π ο λ λ ά πάθη., τ ό δρόμο προς τ ή ν ελευθερία. Ό Σ ο φ ο κ λ ή ς , όταν νίκησε σ τ ά 4 0 9 π . Χ . μέ τον Φιλοκτήτη,^ πλησ ί α ζ ε τ ά 9 0 του χρόνια, χ ω ρ ί ς ο μ ω ς νά π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε ι ουτε τ ή ν ε λ ά χ ι σ τ η κ ά μ ψ η στήν Ι κ α ν ό τ η τ ά τ ο υ νά δ η μ ι ο υ ρ γ ε ί αύστηρές δραμ α τ ι κ έ ς συνθέσεις. 1. Σχολιασμένες εκδόσεις: Α. Anarratone, Μιλάνο 1933' Α. Manzoni, Τορίνο 1940· J. G. Kamerbeek, Leiden 1946· Α. Taccone, Φλωρεντία 1948· Τ. Β. L. Webster, «Greek and Latin Classics», Cambridge 1970. Μελέτες: Ν. T. Pratt, «Sophoclean "Orthodoxy" in the Philoctetes», AJPh 70 (1949) 273· K. I. Βουρβέρης, «Τό πρόβλημα της παιδείας εις τον Φιλοκτήτην του Σοφοκλέους», Πλάτων 1949, 129 και Σοφοκλέους Φιλοκτήτης, Αθήνα 1966* καΐ Ό Φιλοκτήτης τον Σοφοκλέους: 'Η αιωνία τραγωδία τον έφηβου, 'Αθήνα 1966· L. Radermacher, «Ammerkungen zum Philoktetes und Oedipus Coloneus», RhM 93 (1950) 158· I. Errandonea, «Filoctetes», Emerita 23 (1955) 122, καΐ 24 (1956) 72· M. H. Jameson, «Politics and the Philoctetes», CPh 51 (1956) 217· L M. Linforth, «Philoctetes, the Play and the Man», Univ. of Calif. Puhl, in Class. Phil. 15/3 (1956) 95· B. Stumpo, «II Filottete di Sofocle», Dioniso 19 (1956) 89" R. Muth, «Gottheit und Mensch im Philoktetes des Sophokles», Studi in onore di L. Castiglioni, Φλωρεντία 1959, 641" Ph. W. Harsh, «The Role of the Bow in the Philoctetes of Sophocles», AJPh 81 (1960) 408· K. Alt, «Schicksal und Physis im Philoktetes des Sophokles», Hermes 89 (1961) \k\ = Wege der Forschung 95, 412" Η. Erbse, «Neoptolemos und Philoktet bei Sophokles», Hermes 94 (1966) 177· A. E. Hinds, «The Prophecy of Helenus in Sophocles' Philoctetes», CQ 61 (1967) 169· E. Schlesinger, «Die Intrigue im Aufbau von Sophokles Philoktetes», RhM I I I (1968) 97,156· O. Taplin, «Significant Actions in Sophocles' Philoctetes», CRBS 12 (1971) 25· W. M. Calder III, «Die Technik der sophokleischen Komposition im Philoktet», Hellenische Poleis Akad. Verl., Βερολίνο 1973, 1382" J. V. Schmidt, Sophokles : Philoktet. Eine Strukturanalyse, Χαϊδελβέργη 1973· J. P. Poe, Heroism and Divine Justice in Sophocles'" Philoctetes
397
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Στον 52ο λόγο του Δίωνα άπο την ΓΙ ρούσα χρωστούμε μιά σύγκριση της δραματοποίησης του μύθου, πού ήταν γνωστός καΐ στο επος/ άπο τούς τρεϊς μεγάλους τραγικούς. 'Υπάρχουν και. ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, έτσι ώστε νά μπορούμε νά σχηματίσουμε κάποια εικόνα γιά τά άντίστοιχα δράματα του Αισχύλου και του Ευριπίδη. Γιά τό εργο του Αισχύλου μάλιστα εχουμε και το άπόσπασμα άπο μια 'Υπόθεση: Ρ. Oxy. 20, άρ, 2256, άπ. 5 (άπ. 392 Μ.), όπου έμφανίζεται τό ονομα τοΰ Νεοπτολέμου. Ή Στέλλα Γ. Κοσσυφοπούλου^ δμως υπέδειξε τή δυνατότητα μιας συμπλήρωσης, πού τονίζει άκριβώς τήν άπουσία αύτοΰ του προσώπου άπο το έ'ργο τοΰ Αισχύλου. "Οπως και στον Εύριπίδη, τό χορό τον άποτελοΰσαν κάτοικοι της Αήμνου —ή οποία έπομένως δέν ήταν νησί άκατοίκητο, όπως στον Σοφοκλή. Έ δ ώ ό 'Οδυσσέας έ'πρεπε νά εκτελέσει μόνος του τήν άποστολή: παραμένοντας άγνωστος στον Φιλοκτήτη, τον κέρδιζε μέ διάφορες διηγήσεις γιά τήν άποτυχία της έλληνικής έκστρατείας, και έτσι, μέ δόλο, γινόταν κύριος τοΰ τόξου' έδώ έπαιζε πάλι κάποιο ρόλο μια κρίση της άρρώστιας τοΰ Φιλοκτήτη (άπ. 391-404 Μ.). Ό Εύριπίδης δίδαξε τον Φιλοκτήτη του τό 431 π.Χ. μαζι μέ τή Μήδεια (άπ. 787-803 Ν.).^ Σχετικά μέ τον πρόλογο, πού τον έκφωνοΰσε ό 'Οδυσσέας, ό 52ος λόγος τοΰ Δίωνα μας έπιτρέπει νά συμπεράνουμε δτι ό ήρωας ειχε μεταμορφο^θεΐ άπο τήν 'Αθηνά* ήξερε, άκόμη, οτι και οΐ Τρώες είχαν στείλει στον Φιλοκτήτη μιά πρεσβεία, γιά νά τον πάρουν μέ τό μέρος τους. Τό άπ. 792 Ν. άπο τό δράμα τοΰ Εύριπίδη, καθώς θυμίζει σχεδόν κατά λέξη τό άπ. 397 Μ. τοΰ Αισχύλου, μας επιτρέπει νά υποθέσουμε δτι και έδώ ό Φιλοκτήτης πάθαινε μιά κρίση της άρρώστιας του. Πώς τελικά έπαιρνε τήν άπόφαση νά άκολουθήσει τούς "Ελληνες, δέν είμαστε σέ θέση νά τό γνωρίζουμε. Τό άπόσπασμα μιας Ύ(Mnemos. Suppl.), Léiden 1974· Gh. P. Segal, α Divine e umano nel Filottete di Sofocle», QUCC 23 (1976) 67. Ειδικότερα γιά τά σκηνικά προβλήματα: Α. Μ. Dale, WS 69 (1956) ÎOÎi=Collected Papers 119. Μεταφράσεις: W. Willige, Στουτγάρδη 1957" Ε. F.Watling, βλ. στη βιβλιογραφία τοΰ Αϊαντα. 1. 01 σχετικές παραπομπές στον Mette, Der Verlorene Aisckylos 100. 2. 'Ελληνικά 14 (1955/56) 449. 3. Γιά τήν άνασύνθεση τοΰ έ'ργου βλ. Mette, ο.π. 104, και Lustrum 1967/12 (1968) 266" Webster, Euripides 58.
398
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
πόθεσης {P.Oxy. άρ. 2455, άπ. 17, στήλη XVIII, έκδ. Ε. G. Turner) μας προσφέρει, ελάχιστα, άλλά οΐ τελευταίες λέξεις φαίνεται νά υποδηλώνουν δτι κάποιος άνάγκαζε τον Φιλοκτήτη νά προχωρήσει προς τό πλοίο, πού φυσικά θά τον εφερνε μετά στην Τροία. Στον Σοφοκλή ή προλογική σκηνή (1-134) έπιτελεΐ πολλαπλή λειτουργία. "Οχι μόνο πληροφορεί, άλλά παρουσιάζει τό χαρακτήρα δύο μορφών, πού άναλαμβάνουν σημαντικούς ρόλους σ' αύτή τή μοναδική σύγκρουση τριών ολότελα διαφορετικών άνθρώπ ω ν επιπρόσθετα, μας δίνει τή δυνατότητα νά μετάσχουμε στήν άδιέξοδη κατάσταση του Φιλοκτήτη, πριν άκόμη εμφανιστεί έκεΐνος στή σκηνή. Ό 'Οδυσσέας άνοίγει και διευθύνει τό διάλογο. Τά λόγια του άποσκοπούν νά πληροφορήσουν τόν Νεοπτόλεμο γιά τήν έγκατάλειψη του άρρωστου ήρωα (τήν ειχε άναλάβει ό ίδιος μέ εντολή τών άρχηγών του στρατού)· και ωστόσο παρασύρεται τώρα άπό τό συναίσθημα: αύτή είναι λοιπόν ή άκτή —ύστερα άπό τόσα χρόνια! Ό Νεοπτόλεμος πρέπει καταρχήν νά κοιτάξει κρυφά μέσα στή σπηλιά, μ,ήπως είναι έκεϊ ό Φιλοκτήτης. Ό 'Οδυσσέας θυμάται και τό παραμικρό: τό διπλό άνοιγμα, τήν πηγή, άν άναβλύζει άκόμη. Ό Νεοπτόλεμος άνεβαίνει στή σπηλιά (είναι άπαραίτητη μ,ιά άνάλογη διαμόρφωση της σκηνικής πρόσοψης) και κατατοπίζει, έν μέρει σέ στιχομυθία, τον 'Οδυσσέα για ο,τι βλέπει. Ή σπηλιά είναι άδεια" άπό ενα χοντροσκαλισμένο κύπελλο, κάποια υλικά γιά τό άναμμα φωτιάς και κάτι κουρέλια λεκιασμένα άπό πύο, πού στεγνώνουν έκεϊ, άναδύεται ή εικόνα της ζωής πού περνά αύτός ό βασανισμένος άνθρωπος. Άλλά, γιά νά βεβαιωθούν, πρέπει νά στείλουν κάποιον παρατηρητή. Κατόπιν (πρέπει νά δεχτούμε άδιαμαρτύρητα δτι τό σχέδιο τώρα μόλις καταστρώνεται) ό 'Οδυσσέας άναπτύσσει στό σύντροφο του τήν άποστολή του. Πρέπει νά ξεγελάσει τόν Φιλοκτήτη λέγοντάς του δτι τάχα είναι βαριά προσβλημένος μέ τούς "Ελληνες εξαιτίας της ύπόθεσης τών δπλων τοΰ πατέρα του, και δτι γυρίζει στήν πατρίδα. "Ετσι μόνο θά μπορέσουν νά γίνουν κύριοι τοΰ τόξου μέ τό όποιο θά κατορθώσουν τελικά νά κυριεύσουν τήν Τροία. Ό 'Οδυσσέας προβλέπει τήν άντίδραση τού Νεοπτολέμου, πού πραγματικά εκδηλώνεται αμέσως' άλλά σέ μιά ζωηρή στιχομυθία, δπου επιστρατεύει δλη του τήν πειθώ, κατορθώνει νά τόν κερδίσει. Τό μέ-
399
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
ρος αύτο εϊναι, γεμάτο λεπτότατες άποχρώσεις ήθοπλασίας. Ό 'Οδυσσέας μετατίθεται νοερά στήν ήλικία του Νεοπτολέμου: «'Όταν ήμουν κι έγώ τόσο νέος, προτιμούσα τήν άμεση πράξη άπο το λόγο». Προσθέτοντας τό έπιχείρημα δτι ή χρήση βίας πάνω στον άνθρωπο πού είναι κύριος των τόξων του 'Ηρακλή δέν έ'χει κανένα νόημα, κυρίως δμως κεντρίζοντας τη φιλοδοξία του νέου, ό 'Οδυσσέας τον κερδίζει. Τώρα λοιπον μπορεί να του άναθέσει τήν άποστολή. Ό ϊδιος παίρνει μαζί του και τον Κατάσκοπο, άλλά σκοπεύει αργότερα, αν ή υπόθεση παρουσιάσει σημαντική καθυστέρηση, νά τον στείλει πίσω μεταμορφωμένο σέ ναυτικό, για νά ενισχύσει τον Νεοπτόλεμο μέ το λόγο του. Δύο πράγματα έπισημαίνουμε σ' αύτή τή σκηνή. Πρώτα, δεν τίθεται το ερώτημα αν γιά τήν άλωση της Τροίας άρκεϊ τό τόξο ή εΤναι άπαραίτητη και ή παρουσία του κατόχου του. Βέβαια, ή εξασφάλιση του τόξου κατέχει τήν πρώτη θέση (68, 78, 113)· ταυτόχρονα ομως ό 'Οδυσσέας μιλεϊ άπροκάλυπτα, σάν νά πρόκειται και γιά τή σύλληψη του Φιλοκτήτη (101, 107), ένώ παράλληλα παραμερίζει άποφασιστικά τό ερώτημα (103) άν είναι άδύνατο νά φτάσουν στο σκοπό τους μέ τήν πειθώ. Ή δεύτερη διαπίστωση είναι δτι ή φύσις (ό έ'μφυτος χαρακτήρας) τοΰ Νεοπτολέμου εμφανίζεται άπό τήν άρχή (79, 88) σάν κάτι δεδομένο, σάν ενας σημαντικός παράγοντας πού εμπλέκεται αύτονόητα στη σύνθεση τοΰ δράματος. Ή ζωηρή δραματική κίνηση πού κυριαρχεί στον πρόλογο καθορίζει και τή μορφή της παρόδου. Οί ναύτες του χοροϋ (κατά εναν περίεργο τρόπο ή Υπόθεση τους θέλει γέροντες) στήν πρώτη στροφή ζητούν άπό τόν Νεοπτόλεμο οδηγίες, και έκεΐνος, σέ άναπαιστικούς στίχους, τούς παρακινεί νά ρίξουν μιά ματιά στή σττηλιά καΐ μετά νά βρίσκονται σέ έτοιμότητα. Στήν άντιστροφή ό χορός ρωτά γιά τήν κατάσταση της κατοικίας τοΰ Φιλοκτήτη· άκολουθοΰν άνάπαιστοι μέ ενα διάλογο γιά τις συνθήκες της ζωής του. Τό δεύτερο στροφικό ζεύγος εκφράζει, σέ απαλούς γλυκώνειους, τόν οίκτο τοΰ χοροΰ γιά τή δυστυχία τοΰ ήρωα, και άκολουθοΰν άνάπαιστοι τοΰ Νεοπτολέμου μέ ένδεικτικό περιεχόμενο, δπου γίνεται λόγος γιά τή βούληση των θεών, πού στέλνουν μιά τέτοια συμφορά και ταυτόχρονα επιβραδύνουν τήν πτώση της Τροίας ώς τή μοιραία στιγμή. Ό Φιλοκτήτης πρέπει νά τεντώσει τό θεϊκό τόξο ένάντια στήν Τροία. Τό τρίτο στροφικό ζεύγος
400
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
εχει διαλογική μορφή: 6 Νεοπτόλεμος ρωτα άνήσυχος, και 6 χορος τον πληροφορεί δτι ερχεται 6 Φιλοκτήτης. Τό πρώτο έπεισόδιο (219-675, μέ ενα στροφικά ζεύγος πού κατανέμεται σέ καίρια σημεία της σκηνής) προωθεί τή σκευωρία, μέ εντυπωσιακή κλιμάκωση στή σκηνή του 'Εμπόρου, ως τα πρόθυρα της επιτυχίας, πού άναστέλλεται, στο δεύτερο έπεισόδιο, έξαιτίας κάποιου γεγονότος. Ό εισαγωγικός διάλογος περιέχει τή σύσταση του Νεοπτολέμου, ό όποιος, πιστός στο ρόλο του, προσποιείται δτι δεν ξέρει τίποτε γιά τον Φιλοκτήτη. Αύτό άκριβώς προκαλεί τήν εκτεταμένη θρηνητική ρήση του ήρωα. Τώρα μπορεί επιτέλους ό Φιλοκτήτης νά μιλήσει σέ εναν δμοιό του (και πόσο δμοιός του είναι ό Νεοπτόλεμος θά φανεϊ πιο κάτω), μπορεί νά περιγράψει τήν έγκατάλειψή του και τήν άθλιότητα της ζωής του. Γι' αύτόν δ 'Οδυσσέας δεν είναι άπλός έκτελεστής εντολών είναι τό ϊδιο ένοχος μέ τούς Άτρεϊδες (264, 314). Μόνο έτσι θά μπορούσαμε νά καταλάβουμε τό άβυσσαλέο μίσος του —θέμα εντελώς καθοριστικό γιά τήν πορεία του έ'ργου. "Επειτα άπό διάφορες ούδέτερες έκφράσεις συμπάθειας του κορυφαίου, 6 Νεοπτόλεμος καταπιάνεται γεμάτος ζήλο μέ τήν εκτέλεση της άποστολής του. Και πάλι, επειτα άπό ενα εισαγωγικό διαλογικό τμήμα, άκολουθεϊ ενας μακρός λόγος, δπου παρατηρούνται οι γνωστές άναλογίες, κάπως συντομευμένες σέ σύγκριση μέ προηγούμενες άντίστοιχες συνθέσεις. Στον εισαγωγικό διάλογο ό Νεοπτόλεμος μιλεί γιά τό μίσος του πρός τούς Άτρεΐδες και τόν 'Οδυσσέα και άναφέρει τό θάνατο του 'Αχιλλέα. Στο λόγο του οικοδομεί επιδέξια τήν άπάτη του, πάνω στή βάση της άλήθειας. Πράγματι, ό 'Οδυσσέας τόν ειχε πάρει άπό τή Σκύρο και τόν δελέασε μέ τήν ύπόσχεση νά κερδίσει δόξα άπό τήν άλωση της Τροίας· πράγματι, ό 'Οδυσσέας είχε πάρει τά δπλα του 'Αχιλλέα. Ά π ό δώ καΐ πέρα δμως ό Νεοπτόλεμος άρχίζει νά ψεύδεται άσύστολα: άπαίτησε, τάχα, τήν πανοπλία του πατέρα του, άλλά του τήν άρνήθηκαν άναίσχυντα* άκολούθησε μιά φοβερή σύγκρουση, και τώρα γεμάτος άγανάκτηση επιστρέφει στήν πατρίδα του. 'Εκμεταλλεύεται επιδέξια τήν άδεια πού του ειχε δώσει 6 'Οδυσσέας νά τόν λοιδορήσει (64), άλλά φορτώνει μέ φοβερές βρισιές και τούς Άτρεϊδες. Μέ πολύ ζήλο τόν ενισχύει ό χορός σέ μιά σύντομη στροφή : μπροστά σέ μιά τέτοια άνομία
401
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
προς τον Νεοπτόλεμο, επικαλέστηκε τότε τή Γή, μητέρα του Δία. Γιά τρίτη φορά ενας κάπως έκτεταμένος διάλογος εισάγει μιά άποφασιστική ρήση· σέ τρεις τέτοιες ρήσεις στηρίζεται τό βάρος αύτής της σκηνικής σύνθεσης. Ό εισαγωγικός διάλογος προσφέρει ενα είδος ήρωικό προσκλητήριο, καθώς ό Φιλοκτήτης ρωτά γιά τις μεγάλες μορφές της έκστρατείας και ετσι μαθαίνει ότι πέθαναν οί καλύτεροι και επέζησαν οί χειρότεροι. 'Ακόμη και ό Θερσίτης ζει ! Αύτος ό διάλογος δένει με στενότερους δεσμ,ούς εμπιστοσύνης τον Φιλοκτήτη μέ τον Νεοπτόλεμο και επιβεβαιώνει τή βαθιά, μέσα άπό τον πόνο άποχτημένη, δυσπιστία του γιά μιά δίκαιη πορεία του κόσμου. Πέρα άπό αύτό, ό τρόπος μέ τον όποιο ή άλήθεια άποτελεΐ εδώ τό φόντο της άπάτης δίνει στό διάλογο την ιδιαίτερη γοητεία του. ""'Αν άναλογεΐ στον Διομήδη ενα μερίδιο μίσους (416), τοϋτο σχετίζεται μέ τό ρόλο πού έ'παιζε αύτό τό πρόσωπο στήν επική έκδοχή του μύθου. ^ Στό τέλος αύτοϋ του διαλόγου ό Νεοπτόλεμος, μέ άκρα σοφιστική δεινότητα, μιλεί γιά τήν έπικείμενη άναχώρησή του γιά τή Σκύρο, συμπλέκοντας ταυτόχρονα και μιά κάπως άόριστη εύχή για τήν άνάρρωση του ήρωα, σαν νά ήθελε νά διακόψει τυπικά μιά έπίσκεψη. Τότε ό Φιλοκτήτης άγκιστρώνεται άπεγνωσμένα άπό τήν έλπίδα πού χρόνια περίμενε, πέφτει στά πόδια του Νεοπτολέμου και τόν ικετεύει νά τόν πάρει μαζί του. Και πάλι ό χορός επεμβαίνει και συνηγορεί γιά τήν α'ίτηση. Ό Νεοπτόλεμος παριστάνει τόν δισταχτικό, πού υποχωρεί έ'πειτα άπό σκέψη. Ό 'Οδυσσέας, δπο^ς εΤχε προαναγγείλει, προσπαθεί νά επισπεύσει τή δράση στέλνοντας τόν μεταμφιεσμένο σέ έ'μπορο Κατάσκοπο. Αύτός προσποιείται οτι περνά τυχαία άπό έκει και δτι τάχα ήθελε νά χαιρετίσει τόν Νεοπτόλεμο και νά τόν πληροφορήσει πώς οί Άργεΐοι στέλνουν έ'να πλοίο γιά νά τόν πάει πίσω στήν Τροία. Σέ ενα επιδέξιο διαλογικό παιχνίδι μέ τόν Νεοπτόλεμο, άρνιέται νά πει περισσότερα, τελικά όμως άποκαλύπτει: ό 'Οδυσσέας και ό Διομήδης μέ έ'να άλλο πλοίο έ'ρχονται γιά νά πάρουν στήν Τροία τόν Φιλοκτήτη μέ τό καλό ή μέ τή βία (594)* 1. Στή Μικρή Ίλιάδα τόν Φιλοκτήτη τον έφερνε άπο τή Λήμνο ό Διομήδης· πρβ. W. Kullmann, Die Quellen der Ilias (Hermes Einzelschr. 14), 1960, 54 (72). Kai στό δράμα τοϋ Εύριπίδη αύτός ό ήρωας επαιζε κάποιο ρόλο. Στόν Σοφοκλή τόν υποκαθιστά τό πλαστό πρόσωπο τοΰ Εμπόρου (592).
402
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
γί,ατί. δ "Ελενος, πού είχε αίχμαλωτί,στεΐ, προφήτεψε δτι, μόνο άν πείσουν τον Φιλοκτήτη (612) καΐ εξασφαλίσουν τή βοήθειά του, Οά κυριεύσουν την Τροία. Ό 'Οδυσσέας είχε ορκιστεί νά τον φέρει οπωσδήποτε μαζί του: ή θά ερχόταν μέ τή θέλησή του ή θά τον άνάγκαζε μ,έ τή βία (618). Στο κριτικό μέρος αύτοΰ του κεφαλαίου μιλούμε γιά τήν προσπάθεια νά εντοπιστεί το κλειδί γιά τήν ερμηνεία τοΰ έργου στήν άντίφαση αύτών των δύο στί"/ων.
Ή σκηνή μέ τον "Εμπορο δεν δημιούργησε καμιά καινούρια δραματική κατάσταση, άλλά δυνάμωσε σημαντικά τήν ένταση· πάντως, γιά τήν πορεία της δράσης εχει σημασία, στο βαθμό πού ο Φιλοκτήτης άργότερα (769), γεμάτος φόβο μπρος στούς διώκτες του, δείχνει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στον Νεοπτόλεμο κοιι τοΰ δίνει τό τόξο του. Ό επόμενος διάλογος, διαμορφοομένος στο μεγαλύτερο μ,έρος του σέ ελεύθερη έναλλαγή μονόστιχίον μέ δίστιχα, έπειτα άπό μιά σύντομη επιβράδυνση εξαιτίας του Νεοπτολέμου (μήπως ή αναφορά του στον άντίθετο άνεμο, πού δμως τήν άφήνει νά ξεχαστεί άμέσοος, σημαίνει τήν άφύπνιση μιας εσωτερικής άντίστασης;) περιέχει τις τελευταίες προετοιμασίες γιά τήν άναχώρηση. Ό Φιλοκτήτης θέλει να πάρει μαζί του ενα θεραπευτικό βοτάνι καΐ νά δει μήπο^ς υπάρχουν τίποτε ξεχασμένα βέλη. Ό Νεοπτόλεμος άρπάζεται άπό ,τή συνθηματική λέξη και παρακαλεί νά άγγίξει το μ,αγικό τόξο, νά τοΰ επιτραπεί νά τό κρατήσει στο χέρι. Αύτό δεν είναι πιά μέρος της άπάτης, γιατί δ νέος μιλεϊ μέ πραγματικό δέος. Ή σκηνή φέρνει κοντά δύο άνθρώτϊους πού συγγενεύουν στήν εύγένεια της ψυχής. "Ομ.ορφο σύμβολο αύτής της φιλίας, πού μόλις γεννιέται, άποτελει τό γεγονός δτι δ Φιλοκτήτης μπαίνει στή σπηλιά του στηριγμένος στον Νεοπτόλεμο. Τό πρώτο στάσιμο (676-729) παρουσιάζει θεματική άρθρωση πού δέν είναι σπάνια στον Σοφοκλή. Τό πρώτο στροφικό ζεύγος και ή δεύτερη στροφή δίνουν μιά συγκινητική εικόνα τοΰ άνθρώπου πού υπομένει καρτερικά τή δυστυχία του. Ή δεύτερη όμως άντιστροφή μιλεϊ γιά εύχάριστο τέλος και γιά χαρούμενο γυρισμό στήν πατρίδα. "Ετσι τό χορικό άποτελεΐ πιστή άπεικόνιση της δραματικής κατάστασης, όπως έχει διαμορφωθεί: είναι μιά λυρική άνακεφαλαίωση της ως τώρα δραματικής πορείας τοΰ έ'ργου. Ή εντύπωση αύτοΰ τοΰ πόνου εχει χαραχτεί βαθιά, στο τέ403
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
λος δμως διατηρείται ή πλαστή κατάσταση. Φαινόμενο και πραγματικότητα δεν έχουν άκόμη διαχωριστεί. Το σύντομο δεύτερο επεισόδιο (730-826) άρχίζει μέ τό ξεκίνημα του Νεοπτολέμου και του Φιλοκτήτη γιά τό καράβι, πού διακόπτεται δμως άπό μιά άπότομη κρίση της αρρώστιας του Φιλοκτήτη. Ή άπελπισμένη προσπάθεια νά κρύψει τον πόνο του, τώρα πού βρίσκεται τόσο κοντά στο σκοπό του, ή ήττα του άπο τον άγριο παροξυσμό, τά ξεσπάσματά του, καΐ τέλος τό βύθισμά του στόν υπνο, ολα αύτά άπεικονίζονται μέ αμεσότατη παρατηρητικότητα, και ωστόσο χωρίς άπότομες άλλαγές ύφους. Ό διάλογος είναι εξαιρετικά ταραγμένος: σύντομοι λόγοι έναλλάσσονται μέ μονόστιχα, πού έδώ κι έκεΐ διακόπτονται άπό άντιλαβές, ένώ παρεμβάλλονται και διάφορα επιφωνήματα. Έ δ ώ θά ήταν άδιανόητη μιά αύστηρή στιχομυθία. Ή σημασία αύτής της σκηνής γιά τήν πορεία της δράσης συνίσταται στό δτι ό Νεοπτόλεμος παίρνει στά χέρια του τό τόξο. Τώρα δμως αρχίζει να τόν εγκαταλείπει τό άπελπισμένο θάρρος πού χρειάστηκε γιά νά άναλάβει μιά σκευωρία άντίθετη πρός τή συνείδησή του. Αύτό μόνο υπαινικτικά ύποδηλώνεται σ' αυτή τή σκηνή: μιά φορά στή συγκρατημένη καί, γιά τή συγκεκριμένη δραματική κατάσταση, άμφίσημη προσευχή νά φτάσουν αι'σια στό σκοπό πού όρισαν οί θεοί (779)· καΐ άλλη μιά, πιό εμφαντικά, στόν στ. 806: «άπό ώρα τώρα θλίβομαι γιά τά δεινά σου». Έ δ ώ εμφανίζεται πρώτη φορά εκείνο τό πάλαι^ πού τό συναντούμε και πιό κάτω, σέ άποφασιστική θέση, τό όποιο τοποθετεί μεγάλο μέρος άπό τά προηγούμενα στήν προοπτική της συμπάθειας και του συγκλονισμοΰ, Ή δραματική κατάσταση —μέ τόν Φιλοκτήτη βυθισμένο στόν ύπνο και δίπλα του τόν Νεοπτόλεμο μέ τό τόξο στό χέρι— είναι φορτισμένη μέ τόση ένταση, ώστε δέν μπορεί νά έχει τή θέση του έδώ ένα κανονικό στάσιμο* πιό οργανικά ενσωματώνεται στά δραματικά συμφραζόμενα ή τριαδική σύνθεση (827-864), ή οποία διακόπτεται άπό τούς έξαμέτρους του Νεοπτολέμου, έπειτα άπό τή στροφή. Ή στροφή έπικαλεϊται γιά χάρη τοϋ άρρώστου τόν ύπνο, άλλά έν συνεχεία παρακινεί τόν Νεοπτόλεμο νά έκμεταλλευτεΐ τήν περίσταση τό ταχύτερο, γιά νά δράσει. Έκεϊνος δμως άποκρίνεται, σέ τέσσερις έξαμέτρους, μέ έπίσημο χρησμικό λόγο. Ή διαζευκτική λύση, πού ως αύτό τό σημείο ούτε διευ-
404
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
κρινίστηκε ουτε κάν τέθηκε —μόνο το τόξο ή μαζί και ό κάτοχος του— αποσαφηνίζεται, εδώ ρητά άπό τον Νεοπτόλεμο: ό θεός άπαιτεϊ και τον ήρωα μαζί μέ τά δπλα του —δλα τά άλλα θά ήταν άνώφελα. Ό τόνος των στίχων φωτίζει, την κατάσταση πού μόλις δημιουργήθηκε/ ωστόσο έχουμε τό δικαίωμα νά άναρωτηθοΰμε πόσο ρόλο παίζει έδώ ή 'ίδια ή πάλη του Νεοπτολέμου γιά νά πάρει μιά άπόφαση. Ό χορός προσπαθεί νά ύπεκφύγει: «άφησε τό θεό νά βρει τό σωστό !». Ά π ό την αντιστροφή ώς την επωδό, οΐ προτροπές του γίνονται πιεστικότερες: «τώρα ήρθε ή κατάλληλη περίσταση· άρπαξέ την !». "Ενα τέλος σ' αύτή τήν άμφιταλάντευση δίνει ή άφύπνιση του άρρώστου' ετσι άρχίζει τό τρίτο επεισόδιο (865-1080). Ό λόγος του άφυπνισμένου ήρωα, ό όποιος έκφράζει μέ ύπερβολή τήν εύγνωμοσύνη του γιά τον φρουρό του ΰπνου του, δημιουργεί καινούρια και μάλιστα άποφασιστική ύποχρέωση γιά τον Νεοπτόλεμο. Αύτόν μόνο εμπιστεύεται ό Φιλοκτήτης, σ' αύτόν είναι έτοιμος νά στηριχτεί· ετσι, τό επόμενο βήμα θά οδηγήσει προς τό καράβι καί, φυσικά, προς τήν ολοκλήρωση της άπάτης. Καί τότε ό Νεοπτόλεμος πετά τό προσωπείο της υποκρισίας. Σέ μιά στιχομυθία, πού διεξάγεται κυρίως μέ δίστιχα άλλά χαλαρώνει και σέ άντιλαβές, του φανερώνει ολη τήν άλήθεια. Ό ποιητής δέν έ'χει παρουσιάσει τό δρόμο πού εχει διανύσει δ Νεοπτόλεμος στήν ψυχική του δοκιμασία βήμα προς βήμα· ή έκφραση δμως «έδώ καΐ ôjpa» (πάλαι) γίνεται κλειδί της σκηνής (906b=913b, 966) και ή σημασία της, καθώς λειτουργεί άναδρομικά, μας επιτρέπει νά παρακολουθήσουμε τήν κλιμάκωση τής εσωτερικής άντίστασης του νέου στις ένέργειές του. Ή άντίδραση του Φιλοκτήτη δίνεται σέ μιά ρήση υπέρμετρης άποκαρδίωσης, πικρίας και απόγνωσης. Έ δ ώ βρίσκει τή συγκλονιστικότερη έκφρασή της ή (οικεία γιά τον Σοφοκλή) έγκάρδια σύνδεση του πάσχοντος άνθρώπου μέ τό φυσικό περιβάλλον του. Ό ήρωας, προδομένος άπό τούς άνθρώπους και έρημος, στέλνει τόν πόνο του στά λιμάνια καί στά άκρωτήρια, στά άγρίμια τών βουνών καί στούς άπόκρημνους βράχους. Τόσο βαθιά δμως είναι ριζωμένο τό μίσος του, ώστε προτιμά νά πεθάνει άπό τήν πείνα 1. Πολύ ορθά ό Steidle, 175, σημειώνει δτι το θεϊκό σχέδιο προϋποθέτει υποχρεωτικά τή συμμετοχή καί τοΰ Φιλοκτήτη καί οτι αύτό προετοιμάζεται στά λόγια τοΰ Νεοπτολέμου στήν άρχή τοϋ έργου (191κκ.).
405
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
πάνω στο νησί παρά νά ύποχωρήσεί., μολονότι, ο Νεοπτόλεμος του ύπόσχεταί, πώς ή πληγή του θά γι,άνε!. μαζί μέ τήν άλωση της Τροίας. Μόνη του έλπίδα είναι μιά μεταστροφή του νέου. Στήν προτροπή του (950) άλλά νϋν ετ εν σαυτοϋ γενον (έστω καΐ τώρα βρές τον έαυτό σου) εκφράζεται, ταυτόχρονα ή βαθιά κατανόηση της φύσης καΐ της πλάνης του Νεοπτολέμου. Ό Νεοπτόλεμος μένει βαθύτατα συγκλονισμένος άλλά άναποφάσιστος. Ό κορυφαίος του άφήνει τήν εύθύνη της απόφασης (963). Ό Φιλοκτήτης ζητεί το τόξο του, και είναι σάν νά παρακαλεί νά ξεχαστούν δλα, δταν λέει: «Δεν είσαι κακός· συνέχισε το δρόμο σου και δώσ' μου τα δπλα μου». Ό Νεοπτόλεμος είναι έτοιμος νά του δώσει τό τόξο, δταν επεμβαίνει άπότομα ό 'Οδυσσέας, πού πρέπει νά υποθέσουμε οτι άπο κάπου παρακολουθούσε τή σκηνή. "Ετσι, ό Φιλοκτήτης στέκεται ξαφνικά άντιμέτωπος μέ τον άνθρωπο πού μισούσε ως θανάσιμο εχθρό του. Ό ερεθισμένος διάλογος άντιπαραθέτει σκληρότητα στή σκληρότητα. Ό 'Οδυσσέας άναφέρει στον Φιλοκτήτη δτι πρέπει οπωσδήποτε νά έρθει μαζί του στήν Τροία, και επαναλαμβάνει δ,τι ειχε πει ό Έ μ π ο ρος, σάν νά ήταν δικά του λόγια (618): αν δεν γίνεται άλλιώς, θά τον οδηγήσει εκεί μέ τή βία. 'Εξάλλου, 6 'Οδυσσέας εμφορείται άπό τήν πίστη δτι έκπληρώνει μιά άποστολή μοιραία γιά εναν άνθρωπο τον όποιο συγκαταλέγει στούς άρίστους του στρατού (997). Δεν έχουμε δικαίωμα νά σκεφτούμε τήν πιθανότητα υποκρισίας, δταν Ό 'Οδυσσέας, ονομάζοντας τρεις φορές τον Δία, βεβαιώνει δτι έκεΐνος τού άνέθεσε τήν άποστολή (989κ.). Ό Φιλοκτήτης δμως άπειλεΐ δτι προτιμά νά γκρεμιστεί- άπό τούς βράχους παρά νά ύποχωρήσεί καί, δταν ο 'Οδυσσέας δίνει εντολή νά τον συγκρατήσουν βίαια, ξεσπά σέ άγριες λοιδορίες. 'Εδώ άκούγεται γιά τον Νεοπτόλεμ,ο μ,ιά φράση πού δείχνει καθαρά πώς άλλαξαν οί σχέσεις στήν πορεία τού έργου. « Ή φύση του τον δένει μαζί μου, οχι μαζί σου !» λέει ό Φιλοκτήτης (1009) γιά τον νέο πού ήρθε μαζί. μέ τον 'Οδυσσέα. Στούς έχθρούς του καταλογίζει περισσότερα άπό δσα μπορεί νά ξέρει (1018): οί'Ατρειδες και ό 'Οδυσσέας ρίχνουν ό ενας στον άλλο τήν εύθύνη της έγκατάλειψής του. Ό 'Οδυσσέας ύπερασπίζεται μέ λίγα λόγια τον έαυτό του, καί κατόπιν άκολουθεΐ άλλη μέθοδο. Τό τόξο τό έχει αύτή τή στιγμή στά χέρια του ό Νεοπτόλεμος· σίγουρα θά μπορέσει νά τό χειριστεί ένας σκοπευτής δπως 6 Τεύκρος ή ϊσο^ς και
406
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
ό 1'δι.ος. Αύτος ό πεισματάρης άς μείνει έκεο δπου βρίσκεται ! 'Ωστόσο, ό ποιητής δέν δίνει καθαρή άπάντηση σε μιά ερώτηση: αν ό 'Οδυσσέας σοβαρολογεϊ μέ αύτή τήν απειλή ή άν υπολογίζει δτι, φεύγοντας μέ τον Νεοπτόλεμο, θά κάμψει τήν άντίσταση του άντιπάλου του. Ή προκλητική άναφορά σέ άλλους ήρωες πού θά μπορούσαν νά χειριστούν το τόξο του ""Ηρακλή Ι'σως μας όδηγει προς τή δεύτερη εκδοχή.^ Ό Νεοπτόλεμος φεύγει μαζί μέ τον 'Οδυσσέα. "Οτι δέν ένεργεΐ έπιπόλαια τό διαπιστώνουμε άπό τά ϊδια του τα λόγια, δταν ζητεί νά μείνει ό χορός των ναυτών δίπλα στον άρρωστο και έξακολουθεΐ νά ελπίζει δτι 6 ήρωας μπορεί νά άλλάξει γνώμη. Και έδώ ή δραματική ένταση δέν επιδέχεται αύτόνομο χορικό' έτσι, άκολουθεΐ ενας μακρός λυρικός διάλογος (1081-1217), δπου, σέ καθένα άπό τά δύο στροφικά ζεύγη, πού έχουν αύστηρή μετρική άντιστοιχία, ένα εκτενέστερο κομμάτι τοΰ Φιλοκτήτη άκολουθεϊται άπό ένα συντομότερο τοΰ χορού. Κυριαρχούν γλυκώνειοι και συγγενικά μέτρα. Κατόπιν συνάπτεται ένα μεγάλο άστροφικό μέρος, μέ ζωηρή εναλλαγή φωνών και ρυθμών. Και στα δύο στροφικά ζεύγη ό θρήνος τοΰ Φιλοκτήτη κινείται άσύνδετος δίπλα στους στίχους τοΰ χορού, ό όποιος, μέ μιά διάθεση αύτουπεράσπισης και φιλικής νουθεσίας, προσπαθεί νά άσκήσει πίεση στον ήρωα. Στο άστροφικό δμως μέρος οι φωνές συμπλέκονται στενότατα. Ό Φιλοκτήτης άπωθει τό χορό" υστέρα δμως, πάνω στόν παροξυσμό καινούριων πόνων, τον ικετεύει νά μείνει· τέλος, ορθώνει πάνω άπ' δλα άκόμη μιά φορά τήν εικόνα της άκαμπτης σκληρότητάς του. Προσμένει πια τήν καταστροφή του: «είμαι ένα τίποτε». Δημιουργώντας έντονη άντίθεση μέ τό προηγούμενο μέρος, ή 1. Έτσι έρμηνεύουν καΐ οί Reinhardt, 198, Erbse, δ.π. 184, καΐ Linforth, ο.π. 136, 6 όποιος μάλιστα σημειώνει οτι ό Όδυσσέας ήξερε πώς ό Φιλοκτήτης επρεπε νά τον άκολουθήσει με τή θέληση του, και γι' αύτον άκρφώς το λόγο παραιτείται άπό τήν πιθανότητα νά τον σύρουν μέ τή βία στο πλοϊο οΐ ναύτες του. Θά ήθελα νά εκφράσω τήν άμφιβολία μου γιά τό αν ό θεατής αύτης της δραματικά φορτισμένης σκηνής μπορούσε νά υποπτευθεί αύτή τήν πιθανότητα και νά άντιμετωπίσει τόν 'Οδυσσέα άπό αύτό τό πρίσμα. Πάντως, ό Σοφοκλής δέν προσφέρει κανένα στήριγμα γιά μιά τέτοια άντιμετώπιση. "Αλλη βιβλιογραφία, σύμφωνα μέ τήν οποία άποδίδέται στό χωρίο παραπλανητικό νόημα, δίνει ό Steidle, 171, 10, ό όποιος δμως εχει διαφορετική γνώμη.
407
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
έπόμενη σκηνή φέρνει τή λύτρωση. Ό χορός έχει. πιά κουραστεί νά άσχολεΐται μέ το πείσμα του Φιλοκτήτη. Ό κορυφαίος σκέφτεται ότι θά μπορούσαν πιά νά πάρουν το δρόμο γιά το καράβι, δταν ξαφνικά εμφανίζεται ό 'Οδυσσέας μέ τον Νεοπτόλεμο. Μέ τρόπο πολύ συνηθισμένο άργότερα στήν κωμωδία, 6 Σοφοκλής εισάγει τά δύο πρόσωπα νά συνεχίζουν εναν ζωηρό διάλογο σε στιχομυθία. Ό 'Οδυσσέας άκολουθεΐ τον νέο, πού μέ άνεξήγητη για κεΐνον σπουδή κατευθύνεται προς τή σπηλιά του Φιλοκτήτη. Τώρα δμως του μιλεί ενας Νεοπτόλεμος πού έχει άπαλλαγεΐ ολότελα άπο τήν επιρροή του και έ'χει ξαναβρεί τον έαυτό του. Του ανακοινώνει δτι σκοπεύει νά επιστρέψει τό τόξο και άντιστέκεται στή λυσσώδη άντίδραση του μεγαλυτέρου του. Ή έξαψη της έριδας όδηγεϊ τά χέρια στά ξίφη, άλλά ό 'Οδυσσέας διακόπτει άπότομα τή συζήτηση μέ τήν άπειλή δτι θά άνακοινώσει τό γεγονός στο στράτευμα· ύστερα φεύγει. Τότε 6 Νεοπτόλεμος καλεϊ έξω άπό τή σπηλιά τον ταλαίπωρο Φιλοκτήτη και του διαλύει δλη τήν πικρία δίνοντάς του πίσω τά δπλα του. 'Ακόμη μιά φορά εμφανίζεται ό 'Οδυσσέας ('ίσως στήν πάροδο, δπου κάποια σκηνογραφική προσθήκη υποδηλώνει τά βράχια;) προβάλλοντας εναν τελευταίο άπαγορευτικό λόγο. Τώρα δμως 6 Φιλοκτήτης έχει ξανά τό τόξο του, και έτσι ό άλλος άναγκάζεται νά τραπεϊ σέ φυγή, τή στιγμή άκριβώς πού ό Νεοπτόλεμος εμποδίζει τήν εκτόξευση του βέλους. Ό Νεοπτόλεμος έχει συμ,φιλιωθεΐ μέ τον μοναχικό ήρωα, εχει ξανακερδίσει τή φιλία του. Και είναι εύεξήγητο δτι, σέ μιά ύστατη προσπάθεια, τρέφει τώρα κάποια έλπίδα δτι θά μπορέσει νά μεταπείσει τον Φιλοκτήτη μέ μιά σοβαρή και καλοπροαίρετη επιχειρηματολογία. 'Εκφωνεί στήν κυριολεξία έναν Αόγον προτρετττικόν (1314-1347), άριστούργημα μεγαλόπνοης άλλά καθόλου φλύαρης ρητορείας, δπου διατυπώνει φιλικά τή μομφή του και προσπαθεί νά δελεάσει μέ τήν υπόσχεση της θεραπείας και της δόξας. 'Εδώ πρέπει νά παραδεχτούμε οτι γιά τό χρησμό του "Ελενου ό Νεοπτόλεμος ξέρει πολύ περισσότερα άπό δσα μπορούσαμε νά ύποθέσουμε μετά τήν προλογική σκηνή. Ό Σοφοκλής θά μπορούσε νά είναι βέβαιος δτι κανένας άπό τό κοινό του δεν άντιλήφθηκε αύτή τήν άντίφαση.^ 1. Μέ το ερώτημα «τί μπορεί νά γνωρίζει ό Νεοπτόλεμος» άσχολεΐται
408
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
"Οτι. θά δυσκολευόμαστε νά συμμεριστούμε παραπέρα την πεισματική άρνηση του Φιλοκτήτη, αύτο το ήξερε ό ποιητής. "Ετσι, ό απαντητικός λόγος του ήρωα αρχίζει μέ ενα ξέσπασμα για τά βάσανά του, άποκαλύπτοντάς μας εναν άνθρωπο πού —σ' αύτο ειδικά το σημείο οχι διαφορετικός άπό τόν 'Αχιλλέα της Πρεσβείας — δεν κατορθώνει νά κατανικήσει τό μίσος του, και άρνεΐται νά υποχωρήσει άκόμη και στόν φιλικό λόγο. Μάλιστα, μέσα στήν άμηχανία του καταφεύγει σέ ενα πλαστό επιχείρημα —γιατί κάτι τέτοιο είναι ό ισχυρισμός του δτι δεν τόν εμποδίζει ή περασμένη (και δμως χωρίς συμβιβασμούς) συμφορά, παρά ό φόβος μιας μελλοντικής ντροπής. Μέ εξαιρετική δεξιότητα ό Σοφοκλής μετατρέπει άλλη μιά φορά τά ψέματα του Νεοπτολέμου σέ όπλα έναντίον του 'ίδιου τοΰ έαυτοΰ του, καθώς ό Φιλοκτήτης άναφέρεται στήν προσβολή πού είχαν κάμει στόν νέο οί Άτρεΐδες. 'Εξίσου άριστη γνώση της δραματικής τέχνης προδίδει ή άρνηση τοΰ ποιητή νά προχωρήσει σέ μια περίπλοκη επανόρθωση της πλάνης. "Ετσι ναυαγεί και ή τελευταία προσπάθεια νά εύοδωθεϊ ή άποστολή, καΐ σέ μιά έξαιρετικά σύντομη στιχομυθία σβήνει ολότελα και ή τελευταία σπίθα αύτής της ελπίδας. Ό Νεοπτόλεμος βρίσκεται και πάλι σέ άμηχανία (969, 974 <« 1393). 'Ενδείξεις κόπωσης και ταυτόχρονα άπειλής εκφράζουν τά λόγια τοΰ νέου, πού βρίσκεται τώρα σέ πλεονεκτική θέση: τό καλύτερο θά ήταν νά πάψει νά μιλεί και νά εγκαταλείψει τόν Φιλοκτήτη στή μοίρα του. Ό Φιλοκτήτης χρειάζεται νά δώσει μόνο μιά τελευταία ώθηση, χρειάζεται μόνο τήν ύπόμνηση δτι ό Νεοπτόλεμος του έδωσε τήν ύπόσχεση νά τόν οδηγήσει πίσω στήν πατρίδα, μιά ύπόσχεση πού μέ τήν πραγματοποίησή της θά μπορούσε έπιτέλους να αποκαταστήσει στό άκέραιο τήν τιμή του. Ό Νεοπτόλεμος, δπως νωρίτερα είχε πετάξει ξαφνικά τό προσωπείο, ετσι και τώρα άποκλείει κάθε άλλη σκέψη: αν αύτή είναι ή γνώμη σου, άς φύγουμε ! Μέ έξι τετράμετρα, πού σπάζουν σέ άντιλαβές, τό δράμα εχει κλείσει, στό βαθμό τουλάχιστον πού άφορα τή σκληρότητα τοΰ βαθιά πληγωμένου ήρωα και τό υψηλό φρόνημα τοΰ γιοΰ τοΰ 'Αχιλλέα. Ό Φιλοκτήτης θά προστατεύσει μέ τά βέλη του τόν Νεοπτόλεμο άπό τήν οργή των Ελλήνων. Ό δρόμος γιά τό πλοϊο είναι δ δρόμος τοΰ νόστου' ταυτόχρονα όμως είναι και ή πορεία διεξοδικά ό Κηοχ, 187, 21, διαφωνώντας μέ τον Kitto' πρβ. και Erbse, ό'.π. 184, 2.
409
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
προς τή θυσία ένος νέου άνθρώπου, πού εγκαταλείπει, όλες τΙς προσδοκίες καΐ ολες τις δεσμεύσεις του. Δέν θά χρειαστεί όμως νά άκολουθήσει ό Νεοπτόλεμος αύτη τήν πορεία, γιατί, άπο ψηλά εμφανίζεται ό 'Ηρακλής, γιά νά άπευθύνει τό λόγο στον άνθρο^πο στον όποιο κληροδότησε κάποτε, πάνω στην κορφή τής Ο'ίτης, τό τόξο του. Μετά τούς άναπαίστους πού συνοδεύουν τήν έμφάνισή του, σε εναν λόγο σύντομο, άν συγκριθεί με τις αάπό μηχανής» θεοφάνειες του Εύριπίδη, προβάλλει στον Φιλοκτήτη τό παράδειγμα του ϊδιου του έαυτοϋ του: μέσα άπό άναρίθμητους μόχθους πήρε τό δρόμο προς τήν άθανασία· δέν μπορεί νά είναι διαφορετικός ό δρόμος και γιά τον άντρα έκεΐνο πού του εΐναι γραμμένο νά βρει γιατρειά και δόξα μπροστά στά τείχη τής Τροίας* αύτός και ό Νεοπτόλεμος πρέπει νά πολεμήσουν ενωμένοι ώς λέοντε σvvvόμoJ (σάν δυο συντροφικά λιοντάρια). Με αύτά τά λόγια δ 'Ηρακλής έπισφραγίζει μιά φιλία πού τήν ε'ίδαμε νά άναπτύσσεται μέσα στήν εμπειρία τής οδύνης. Τό γεγονός δτι κλείνει μέ μιά προτροπή γιά τήν εύσέβεια πού δέν πεθαίνει ποτέ, δείχνει δτι ό ήμίθεος είναι δημιούργημα του Σοφοκλή. Μπροστά σέ τέτοια λόγια κάμπτεται ή άλύγιστη σκληρότητα του Φιλοκτήτη. Σέ μιά όμάδα άναπαίστους, άπό τούς ωραιότερους τής έλληνικής τραγωδίας, άποχαιρετά τούς τόπους τής οδύνης του: τις πηγές, τά λιβάδια και τό φλοίσβο των κυμάτων, πού άποτελουσαν μέρος τής ζωής του. Τό έργο κλείνει μέ μιά σύντομη προσευχή του χορού στις νύμφες τής θάλασσας γιά νά δίνουν καλό κατευόδιο. Ό χαρακτήρας και ή δομή του έργου μας επιβάλλουν νά τό κατανοήσουμε ώς δράμα τριών προσώπων. "Οπως 'ίσως σέ κανένα άλλο δράμα τής παγκόσμιας λογοτεχνίας, έ'χει μορφοποιηθεί εδώ ή έντονη και εντελώς άπρόσκοπτη δραματική κίνηση πού δημιουργείται άπό τή σύγκρουση τριών άνθρώπων σαφέστατα και αύστηρότατα προσδιορισμένων χάρη στα προσωπικά τους χαρακτηριστικά (είναι τό μοναδικό δράμα χωρίς ούτε εναν γυναικείο ρόλο!). Τό έργο ονομάζεται ΦιΡ.οκτήτης, και έπομένως έχουν δίκιο δσοι πιστεύουν δτι άξονας του δράματος είναι ή μοίρα ένός πονεμένου και πικρά άπογοητευμένου άνθρώπου, πού ώστόσο άναζητεΐ τήν έμπιστοσύνη. Αύτή δμο^ς ή μοίρα είναι τόσο στενά συνυφασμένη μέ τή συμπεριφορά τών δύο άλλων προσώ-
410
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
πων, ώστε κανείς άπο αύτούς δεν μπορεί νά θεωρηθεί' δευτερεύουσα καΐ περιθωριακή μορφή* πάντως οχι ό Νεοπτολέμος.^ Την παρουσία του τήν καθορίζει το μόνιμ,α επαναλαμβανόμενο θέμα της φύσεως.'^ Το δράμα του Φιλοκτήτη έμπεριέχει και ένα δράμα του Νεοπτολέμου, δ όποιος, άντίθετα μ,έ τη συνείδησή του, έκβιάζει τή φύση του και τελικά άναγκάζεται νά ξιοναβρεΐ τον εαυτό του μέσα άπό μιά επώδυνη πορεία. Είναι αύτό πού άποτελεΐ τον πυρήνα της άριστοκρατικής σκέψης, και στον Πίνδαρο βρίσκεται σέ άντίθεση με κάθε επίκτητη γνώση: ή έννοια του έμφυτου τρόπου στον ξεχωριστό άνθρωπο,^ πού εδώ διακινδυνεύει τήν άκεραιότητά του και δοκιμάζεται παλεύοντας μέ εναν άνθρωπο άλύγιστο και σφραγισμένο άπο τήν οδύνη. Μέ τα λόγια του Φιλοκτήτη ό Νεοπτόλεμος κερδίζει τον έπαινο της νίκης του (1310): την φύσιν δ' εδείξας, ώ τέκνον ! Ά π ο τρεις σταθμούς περνά ο δρόμος πού βγάζει τον Νεοπτόλεμο άπο το άδιέξοδο: ομολογία της άπάτης· επιστροφή του τόξου' άπόφαση νά τά εγκαταλείψει δλα και νά εκπληρώσει τήν ύπόσχεσή του προς τον Φιλοκτήτη. Λανθασμένη κατεύθυνση άκολουθοϋν οί ερμηνευτές πού θέλουν τον 'Οδυσσέα ενα είδος Μεφιστοφελή. Φυσικά, γιά τον Νεοπτόλεμο ο 'Οδυσσέας άποτελει τον έκπρόσωπο της παραπλάνησης· ή όλη του δμως συμπεριφορά δεν πηγάζει άπο τήν κακία πού κρύβει μέσα του. Είναι ό πιστός εκτελεστής των άποφάσεων της στρατιο^τικής συνέλευσης· αν κριθεί μέ γνώμονα τή μεγάλη ελευθερία πού χαρακτηρίζει τήν παρουσίαση των άλλων δύο προσώπων, ό 'Οδυσσέας εχει κάτι άπό τή μυωπικότητα ενός εκτελεστικού οργάνου. Ωστόσο, σ' αύτόν του τό ρόλο δέν του λείπει κά1. Ό Erbse, δ.π. 178, φαίνεται νά τόν άντιμετωπίζει σαν δευτερεύουσα μορφή, μολονότι είναι ενδεικτικό πόσο διεξοδικά άναγκάζεται νά υπερασπιστεί τήν άνάλυσή του. 2. Ή λέξη καΐ (χλλες έννοιολογικά συγγενείς της: 79, 88, 874, 902, 950, 1014, 1284, 1310, 1372. Γιά τήν έννοια της λέξης φύσις βλ. F. Heinimann, Nornos und Physis, Βασιλεία 1945 (άνατ. Darmstadt 1978)· C. Β. Hajistephanou, The Use of φύσις and its Cognates in Greek Tragedy with Special Reference to Character Drawing, Λευκωσία 1975. 3. Εντελώς πινδαρικά ό Goethe γράφει: «To επίκτητο στήν ανθρώπινη φύση πέφτει συχνά σέ άντιφάσεις" το έμφυτο κατορθώνει παντοΰ νά εξασφαλίσει προσβάσεις, και μάλιστα οχι σπάνια νά καταβάλει με επιτυχία τό άντίθετό του». Το παράθεαα στον Ε. Grumacli, Goethe und die Antike, 2, 1949, 795.
411
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
ποί,α συναίσθηση άποστολής. Σχόπιμα υπογραμμίσαμε τούς στ. 989κ. Είναι άλήθεια οτι βαθύ χάσμα χωρίζει το χαρακτήρα του 'Οδυσσέα άπό το χαρακτήρα των δύο άλλων: γι' αύτον ό σκοπος δικαιολογεί κάθε μέσο. "Ενα οχι μικρό μέρος άπο τή δραματική πορεία αύτού του άριστουργηματικοϋ έργου καθορίζεται άπο τό γεγονός οτι ό Νεοπτόλεμος πρέπει νά μετατοπιστεί άπό τό πλευρό του 'Οδυσσέα, περνώντας μέσα άπό τήν πλάνη και τόν πόνο, στό πλευρό του Φιλοκτήτη, μέ τόν όποιο συγγενεύει ψυχικά (1009!). Στην άνάλυσή μας στρέψαμε τήν προσοχή μας ιδιαίτερα στόν τρόπο μέ τόν όποιο μιλούν τά διάφορα πρόσωπα γιά τό χρησμό σχετικά μέ τόν Φιλοκτήτη: μόνο τό τόξο ή και ό κάτοχός του μαζί; μόνο φιλική πειθώ ή και βία; Έ δ ώ παρουσιάζονται διαφορές στό λόγο και στή στάση των προσώπων. 'Ενώ ή σκηνή του προλόγου άφήνει τό πρώτο έρώτημα μετέωρο, άποκλείοντας όμως τήν πιθανότητα της πειθώς (103), αργότερα ό χρησμός συγκεκριμενοποιείται άπό δύο άπόψεις: ό Νεοπτόλεμος, στά λόγια του σχετικά μέ τό χρησμό, άποκρούει τήν κλοπή του τόξου, άφου πιστεύει οτι πρέπει νά πάει στήν Τροία και ό 'ίδιος ό ήρωας (839). ^ Στήν πλαστή διήγηση του'Εμπόρου, ό χρησμός διαφοροποιείται ώς πρός τό δτι ό Φιλοκτήτης θά έπρεπε να πειστεί (612), άν και στήν 'ίδια ρήση λέγεται δύο φορές (594 και 618) δτι οί άπεσταλμένοι έξετ'άζουν τήν πιθανότητα νά άσκήσουν βία. Και στήν τελευταία του προσπάθεια νά μεταπείσει τόν οργισμένο ήρωα ό Νεοπτόλεμος προσθέτει (1332) δτι ό Φιλοκτήτης δεν πρόκειται νά θεραπευτεί παρά μόνο άν τόν άκολουθήσει μέ τή θέλησή του στήν Τροία. Τά διάφορα χωρία δεν μπορούν νά εναρμονιστούν μεταξύ τους, και σ' αύτή τ ψ άσυμφωνία βασίζεται μια έρμηνεία τήν οποία προτείνει ό Bowra (261), τή χρησιμοποιεί ώς βάση γιά τήν έρμηνεία της ή Κ. Alt (ό'.π.) και τήν προσεγγίζει και ό Erbse (ο.π. 184). Σύμφωνα μέ αύτή τήν άποψη, ό Σοφοκλής θέλησε νά δείξει σ' αύτό τό δράμα κάτι πού έ'δειξε σέ παλαιότερα έ'ργα του: τόν άνθρωπο πού σφάλλει, πού προσπαθεί νά κατανοήσει καΐ νά προσαρμόσει, σύμφωνα μέ τή σκέψη του, εναν θεϊκό χρησμό, άλ1. 'Άν θεωρήσουμε τέχνασμα τήν άπειλή του 'Οδυσσέα νά φύγει παίρνοντας μαζί του μόνο το τόξο, τότε αύτή δέν 'έχει καμιά σημασία για το πρόβλημα μας.
412
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
λά τελί,κά άποτυχαίνει μπρος στή βούληση του θεοΰ. "Ετσι έπρεπε νά άποτύχει ό 'Οδυσσέας, πού θέλησε νά έπιτύχει μέ δόλο και βία αύτο πού, σύμφωνα μέ το λόγο του θεοΰ, μπορούσε νά κερδηθεο μόνο μέ φιλική πειθώ. "Εχω εκφράσει σέ διάφορες μελέτες την άντίθεσή μου^ σ' αύτή τήν αντίληψη, και πρόσφατα βρίσκω άντίθετους σ' αύτή τήν ερμηνεία και τον Α. Ε. Hinds (ο.π.) και τον W. Steidle (169). Ή προσπάθεια νά θεωρηθεί ή παρερμηνεία ένος χρησμού βασικό θέμα του δράματος άποτυχαίνει άπλούστατα έξαιτίας της ισόρροπης άντιστοιχίας των σκηνών, τήν οποία εχει υπογραμμίσει πολύ Ικανοποιητικά ό Steidle. ^Άν αύτό ήταν ό στόχος του Σοφοκλή, δεν θά δίσταζε κάνεις νά του προσάψει τή μομφή οτι προσδιόρισε μέ ολότελα άνεπαρκή τρόπο τήν άντίθεση στήν οποία πρέπει νά βασιστεί τό δράμα του. 'Εννοείται οτι αύτό το αδικαιολόγητα ύπερτονισμένο θέμα παίρνει κάποια σημασία μόνο στο βαθμό πού ό 'Ηρακλής εξασφαλίζει πραγματικά τήν αύτόβουλη πορεία του Φιλοκτήτη προς τήν Τροία. "Ετσι φτάνουμε στήν ιδιαίτερη έκτίμηση αύτοΰ του «άπό μηχανής» θεοϋ, πού διαφοροποιείται χαρακτηριστικά άπό τά εύριπιδικά άντίστοιχά του.^ Ό 'Ηρακλής στο έ'ργο είναι στενά δεμένος μέ τον Φιλοκτήτη, οχι μόνο χάρη στή σχέση πού είναι γνωστή άπό τό μύθο* άπευθύνεται στον ήρωα άπό τή θέση του μεγάλου προτύπου της άνεξάντλητης καρτερίας, πού μπορεί νά είναι βέβαιη γιά τήν άνταμοιβή της. Ή εμφάνιση του εΤναι πραγματικά «ή λύση ενός άνθρώπινου άδιεξόδου» (Α. Spira). Ό G. Müller^ εχει επεκτείνει και στο πρώτο στάσιμο αύτοϋ του έργου τήν προσπάθειά του νά εισαγάγει εναν ιδιαίτερο προβληματισμό σχετικά με τά χορικά του Σοφοκλή. Πρέπει λοιπόν νά άναγνωρίσουμε και έδώ ενα χορό πού είναι παγιδευμένος σέ μιά πλάνη, πού κρίνει επιφανειακά και πιστεύει οτι ή άνθρώπινη συνεννόηση άνάμεσα στόν ταλαιπωρημ,ένο ήρωα και τον νεαρό γιο του 'Αχιλλέα είναι κιόλας τόσο ολοκληρωμένη, ώστε «θά μπορούσαν ταυτόχρονα νά εκπληρωθούν οι έπιθυμίες και τών δύο: 1. Στή δεύτερη έκδοση αύτοϋ τοϋ βιβλίου, σ. 130, καθώς και σέ ενα άρθρο μου στο AAHG 14 (1961) 19. 2. 01 άπόψεις άποκλίνουν μεταξύ τους σέ μεγάλο βαθμό. Ό Whitman, 186, ερμηνεύει τήν εμφάνιση ψυχολογικά, ενώ ό Linforth, ο.π. 151, δραματουργικά. 3. «Chor und Handlung bei der griechischen Tragikern», Wege der Forschung 95, 215.
413
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
του Φιλοκτήτη νά επιστρέψει στην πατρίδα του, του Νεοπτολέμου νά έξασφαλίσει το τόξο και τη βοήθεια του Φιλοκτήτη γιά τήν άλωση της Τροίας». Πιο πάνω άρνήθηκα μιά λύση πού ύποΟέτει, μέ βάση τά σκηνικά δεδομένα, οτι ή τελευταία στροφή προοριζόταν κυρίως νά άκουστεΐ άπο τον Φιλοκτήτη· άκόμη λιγότερο θά μπορούσα νά πιστέψω σέ μιά πλάνη τοΰ χορού' απεναντίας, σ' αύτό το στάσιμο βρίσκω μιά άπεικόνιση της συγκεκριμένης δραματικής στιγμής: οίκτο γιά τήν άθλιότητα τού ήρωα και εύφρόσυνη ελπίδα, δπως εκείνη πού ή σκευωρία (και ό χορός συμμ,ετέχει σ' αύτή γεμάτος ζήλο: πρβ. στ. 391 και 507) έπρεπε νά ξυπνήσει στήν καρδιά τοΰ Φιλοκτήτη.^ Το τελευταίο άπο τά σωζόμενα εργα τού Σοφοκλή, ό Οίόίπονς επΙ Κολωνφ,^ διδάχτηκε, σύμφωνα μέ τή δεύτερη 'Τπόθεση, το 401 π.Χ., άπο τον φερώνυμο έγγονο τού ποιητή, το γιο τού Ά ρ ί στωνα. Ή ταραγμένη περίοδος πού άκολούθησε τήν κατάρρευση της πόλης πρέπει νά επιβράδυνε τήν παράσταση. 1. Παρόμοια είναι τώρα ή άποψη τοΰ Uhsadel, 36. 2. Σχολιασμένες εκδόσεις: Μ. Untersteiner, Τορίνο 1929' D. Bassi, Νεάπολη 1935· G. Ammendola, Τορίνο 1953· D. Pieraccioni, Φλωρεντία 1956. Δίγλωσσες: J. Τ. Sheppard, Cambridge 1949. Σχόλια: V. de Marco, Ρώμη 1952, καί, σχετικά με τή χειρόγραφη παράδοση, «Interne al teste deU'Edipo a Celene in un manescritto Remano», RA AN 26 (1951) 260. Μελέτες: P. E. Arias, «L'Edipo a Colone e I'lppelito nel mite e neH'arte», Dioniso 5 (1935/36) 183, για άγγειογραφίες πού σχετίζονται aè τό δράμα· Ε. Bignene, «Intreduziene all'Edipe a Celene», Dioniso 5 (1935/36) 149· W. Nestle, Gnomon 14 (1938) 427· R. Camerer, Gnomon 15 (1939) 633· G. Méautis, VOedipe à Colone et le culte des héros, Neuchâtel 1940· A. v. Blumenthal, Hermes 78 (1943) 276· L. Radermacher, βλ. στή σχετική σημείωση τοΰ Φιλοκτήτη' I. Μ. Linforth, «Religion and Drama in Oedipus at Colones», Univ. of Calif. Public, in Class. Phil. 14 (1951) 75· A. Lesky, «Zwei Sephokles-Interpretatienen», Hermes 80 (1952) 99 = Ges. Sehr. 176· T. G. Resenmeyer, «The Wrath ef Oedipus», Phoenix 6 (1952) 92· S. M. Adams, «Unity of the Plot in the Oedipus Coleneus», Phoenix 7 (1953) 136· I. Errandenea, «La personalidad del core base de la unidad en Edipo en Colone», Humanidades 5 (1953) 199· R. P. Winningten-Ingram, «A Religious Function ef Greek Tragedy», JHS 74 (1954) 16· E. Fantato Zberewski, «La funziene del core nell'Edipe a Colone di Sefecle», RSC 4 (1956) 99· H. W. Schmidt, Das Spätwerk des Sophokles: Eine Strukturanalyse des Oedipus auf Kolonos (διατρ.), Τυβίγγη
414
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
Τήν τοπική παράδοση για τον τάφο τοϋ Οιδίποδα στον "Ιππειο Κολωνό τή συναντούμε πρώτη φορά στις Φοίνισσες (1703) του Εύριπίδη. 'Εξάλλου, δεν έχουμε καμιά βάση γιά τήν εικασία οτι πριν άπο το εργο τοϋ Σοφοκλή κάποιος άλλος δραματοποίησε τό θέμα αύτό. Είναι ολότελα άμφίβολο αν στις παρορμήσεις γιά τήν ποιητική διαμόρφωσή του πρέπει νά συνυπολογιστεί και μιά σύγκρουση, συγκεκριμένα ή άποτυχία μιας βοιωτικής επίθεσης στήν 'Αθήνα κοντά στον Κολωνό (407 π.Χ.)·^ Ή προλογική σκηνή (1-116) άποτελεϊται άπό τρία μέρη και περιέχει ήδη άποφασιστικο ποσοστό της δράσης: ό Οιδίπους, τυφλός επαίτης οδηγημένος άπό τήν 'Αντιγόνη, εμφανίζεται στή σκηνή —εχει φτάσει στό τέμενος των Εύμενίδων, δπου, σύμφωνα με χρησμό τοϋ 'Απόλλωνα, θα έβρισκε λύτρωση άπό τά δεινά του. Δύο ισα σχεδόν σέ έ'κταση μέρη πλαισιώνουν ενα κάπως εκτενέστερο κεντρικό τμήμα. Τό πρώτο μέρος περιέχει, σέ έ'να διάλογο πού πυκνώνει σέ στιχομυθία, τήν ερώτηση του τυφλοϋ και τήν άπάντηση της 'Αντιγόνης δτι βρίσκονται σέ κάποιον ιερό τόπο κοντά στήν 'Αθήνα. Τό κεντρικό μέρος άποτελεϊται άπό τό διάλογο του Οιδίποδα μέ έναν ντόπιο, πού περνά άπό τό δρόμο. Σ ' αύτό τό μέρος επαναλαμβάνεται σέ μικρογραφία τό σχήμα του προλόγου: σύντομοι λόγοι μέ κάποια ένταση πλαισιώνουν ένα κεντρικό τμήμα, δπου ό δημότης του Κολωνού μιλεί γιά τούς προστάτες θεούς του τόπου, γιά τόν Ποσειδώνα και τόν Προμηθέα και γιά τόν χαλκόπουν οδόν (χάλκινο κατώφλι). Αίγο πρίν δμως ονόμασε ήδη τις θεές πού έξουσιάζουν τό Ιερό τέμενος δπου είχε φτάσει 6 Οιδίπους. Στις Εύμενίδες, τις θυγατέρες της Γής και τοϋ Σκότους, ό τυφλός άναγνωρίζει τό τέρμα των περιπλανήσεών του· και μόλις άκούει δτι βασιλιάς της χώρας εΤναι ό Θησέας, 1961 (δακτυλ.)· Β. Seidensticker, aBeziehungen zwischen den beiden Oidipusdramen des Sophokles», Hermes 100 (1972) 255· R. Burian, «Suppliant and Saviour: Oedipus at Colonus)), Phoenix 28 (1974) 408. Σχετικά μέ σκηνικά προβλήματα: Α. Μ. Dale, WS 69 (1956) l02=Coll. Pap. 125. Μεταφράσεις: Γερμανικά: R. Bayr, Krefeld 1948 (ελεύθερη άπόδοση)· Ε. Buschor, Μόναχο 1954. 'Αγγλικά: R.Fitzgerald, Νέα'Τόρκη 1941· Αονδίνο 1957* R. C. Trevelyan, Cambridge 1946· G. Murray, Λονδίνο 1948. Γαλλικά: M. Meunier, Παρίσι 1945. 'Ιταλικά: Α. Nucciotti, Μιλάνο 1933. 1. Αύτη τήν άποψη διατυπώνουν οΐ Schmid, 2407" Goossens, 717. 'Αντίθετος ό Pohlenz, 2, 138.
415
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
θέλει νά του στείλει, άμέσως μήνυμα, γιατί ό δικός του έρχομος εξασφαλίζει για κεΐνον μεγάλα πλεονεκτήματα. Στο τέλος του διαλόγου υπάρχει ό ύπαινιγμος δτι δ δημότης του Κολωνού φεύγει γιά νά πληροφορήσει τους συμπολίτες του. Εκείνοι θά άποφασίσουν άν έπιτρέπεται νά παραμείνει ο ξένος στον ίερό τόπο. Στο τρίτο μέρος του προλόγου, σε μιά προσευχή προς τις Εύμενίδες, ό Οιδίπους άποκαλύπτει τή σημασία των γεγονότων. Κοντά σ' αύτές τις θεές θά βρει τή λύτρωση, δπως του ύποσχέθηκε ό Φοίβος· θά γίνει πνεύμα προστατευτικό γιά τή φιλόξενη χώρα, κατάρα γιά τους εχθρούς του πού τον καταδίωξαν, "Οταν προσθέτει δτι ένας σεισμός ή μιά βροντή ή ενας κεραυνός θά του μηνύσουν τό τέλος, προοικονομεϊ τή μεγαλόπρεπη τελική σκηνή. Γιά νά άντιμετωπίσουμε άπό αύτό κιόλας τό σημείο διάφορες άλλες ερμηνείες πού θέλουν νά διαχωρίσουν τον Οιδίποδα, ώς χθόνιο ήρωα, άπό τούς θεούς, πρέπει νά υπογραμμίσουμε δτι τον Οιδίποδα τον οδηγεί στή γαλήνη ενας χρησμός του 'Απόλλωνα και δτι τό σύνθημ,α γι' αύτό τό γεγονός τό δίνει ό 'ίδιος δ Δίας. Ή πάροδος του χοροΰ (117-253), ό όποιος άποτελεΐται άπό γέροντες του Κολωνού, είναι συνυφασμένη μέ τή δράση πολύ στενότερα άπό δ,τι στον Φιλοκτήτη. Περιλαμβάνει δύο στροφικά ζεύγη μέ μιά δυναμική επωδό' μιά τέτοια διεύρυνση μ,εμονωμένων μερών άποτελεΐ γι' αύτό τό έ'ργο στοιχείο χαρακτηριστικό, πού πρέπει άσφαλώς νά άποδοθεΐ στο γεροντικό ύφος τοϋ ποιητή. Στήν πρώτη στροφή δ χορός, σίγουρα μέ ζωηρή εναλλαγή φωνών, έ'ρχεται γεμάτος περιέργεια και ερευνητική διάθεση πρός τό τέμενος, άπό δπου βγαίνει, στούς επόμενους άναπαίστους, και προχωρεί πρός τό μέρος του ή 'Αντιγόνη μέ τον τυφλό. Αίγοι θάμνοι θά ήταν εδώ άρκετοι γιά νά ενισχύσουν τή σκηνική ψευδαίσθηση. Στήν άντιστροφή, ό χορός άπαιτεΐ άπό τόν Οιδίποδα νά εγκαταλείψει τόν ίερό τόπο, και εκείνος, στούς άκόλουθους (δίχως άντιστοιχία) άναπαίστους, συναινεί. Τό δεύτερο στροφικό ζεύγος,^ μαζι μέ τούς ενδιάμεσους άναπαίστους τοϋ Οιδίποδα (188-191), σε ζωηρή εναλλαγή φο^νών άνάμεσα στούς δύο υποκριτές και τά μέλη του χορού, παρουσιάζει τή μετάβαση τοϋ Οιδίποδα άπό τό ίερό τέμενος σέ κάποιο βράχο έξω άπό αύτό, άλλά 1. Οί σχέσεις μετρικής άντιστοιχίας είναι έδώ προβληματικές. Μετά τον στ. 183 άσφαλώς πρέπει νά υποθέσουμε ενα κενό τεσσάρων στίχων πρβ. Kraus, 170.
416
ΤΛ Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΛΜΛΤΑ
τελειώνει μέ τήν καθοριστική γιά τή δραματική φορά της έπωδοϋ ερώτηση γιά το ονομα και τήν καταγωγή τοί3 ξένου. "Επειτα άπό χαρακτηριστική επιβράδυνση (στ. 210 ή έντρομη τριπλή άρνηση μή!)·, ο Οιδίπους συστήνεται στο χορό, ό όποιος, γεμάτος φρίκη, θέλει νά τον άπελάσει. "Ενα ικετευτικό άσμα της 'Αντιγόνης οδηγεί στο πρώτο έπεισόδιο (254-509). Τό πρώτο μέρος του περιέχει τήν ύποχώρηση του χοροϋ, πού άποφασίζει νά περιμένει τό βασιλιά, έπαναλαμβάνοντας ετσι τή στάση πού ειχε κρατήσει ό Ξένος στή σκηνή του προλόγου. Στή ρήση οπού ό Οιδίπους άπευθύνει μιά έκκληση στήν 'Αθήνα, αποκαλώντας την καταφύγιο των κατατρεγμένων, προβάλλεται μιά νέα άποψη άπό τό παρελθόν του, πού τήν ειχε θίξει κιόλας ή 'Αντιγόνη (240) και διατηρείται σέ ολη τή διάρκεια του έργου (521, 539, 547, 964, 966). "Ολα έκεϊνα τά φριχτά πού συνδέονται μέ τό ονομά του ό Οιδίπους τά είχε πιό πολύ ύποστεΐ παρά πράξει. Μέ τρόπο ολότελα ξένο προς τον παλαιότερο Οιδίποδα διαχωρίζεται εδώ ή υποκειμενική άπό τήν άντικειμενική ενοχή, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζεται τό μίασμα πού συνοδεύει τον Οιδίποδα, δπως φαίνεται ιδιαίτερα στή σκηνή όπου ό μιασμένος ήρωας άρνεΐται στον εαυτό του τό δικαίωμα νά εκφράσει τήν εύγνωμοσύνη του αγγίζοντας τό χέρι και τό πρόσωπο του Θησέα (1132). Ά π ό αύτόν τό δισταγμό δεν τόν άπαλλάσσει ενας φωτισμένος Θησέας, δπως συμβαίνει στόν 'Ηρακλή του Εύριπίδη. Μέ τόν στ. 310 ή 'Αντιγόνη εισάγει μιά νέα τροπή στή δράση. Ταραγμένη, παρακολουθεί μιά γυναίκα πού πλησιάζει πάνω σ' ενα πουλάρι: είναι ή 'Ισμήνη! ' Η σκηνή του χαιρετισμού (σέ έξαιρετικά στιλιζαρισμένες άντιλαβές) μας παρουσιάζει τή μικρή ομάδα πού τήν ένώνει ή άγάπη" θά τήν ξαναδούμε άκόμη μιά φορά πριν άπό τή μετάσταση του Οιδίποδα. Ή έρώτησή του γιά τούς δυό άδελφούς τους, στήν όποία άπαντα ή 'Ισμήνη σύντομα άλλά δυσοίωνα, προκαλεί ενα ξέσπασμα του Οιδίποδα γι' αύτόν τόν άνάποδο κόσμο, όπου οι γυναίκες, όπως στήν Αίγυπτο (ό Σοφοκλής ξέρει καλά τόν Ήρόδοτό του), πρέπει νά επωμίζονται δλα τά δεινά, ένώ οΐ άντρες κάθονται στό σπίτι. Τότε, καθώς ό διάλογος μετατρέπεται σύντομα σέ στιχομυθία, ή 'Ισμήνη άναφέρεται στή φιλονικία τών δύο άδελφών και στόν δελφικό χρησμό, πού ύποσχέθηκε νίκη σέ οποίον θά έξασφάλιζε μέ τό μέρος του τόν Οιδίποδα. Φυσικά, ό 'ίδιος δεν μπορεί νά γυρίσει στή
417
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Θήβα και οΰτε θά ταφεϊ έκεϊ· άλλά εχει ήδη σταλεϊ 6 Κρέων, γι,ά νά τον οδηγήσει κοντά στά σύνορα της χώρας. Έ δ ώ άκούγεται. ενα βασικό μοτίβο του έργου: οΐ θεοί έξυψώνουν τον συντριμμένο ήρωα (394). Ταυτόχρονα δμως προαγγέλλεται ή επερχόμενη άναταραχή. 'Από τους δύο άδελφούς μεγαλύτερος είναι ό Πολυνείκης, ό όποιος διώχτηκε βίαια άπό την πόλη (374, 1292)· ή μορφή του μένει περισσότερο άκαθόριστη άπό ό,τι.στις Φοίνισσες. Αύτόν, πάντως, βαραίνει τό στίγμα γιά την εκδίωξη του πατέρα τους (1354). Ό Οιδίπους άπαντα μέ λόγια σκληρά και καταριέται τούς γιούς του. Σ ' αύτό τό σημείο είναι άξιοπρόσεχτη ή προσπάθεια του Σοφοκλή νά συνάψει θεματικά τούς δύο ΟΙδίποδές του. Ό Οιδίπους προλαβαίνει τήν ενδεχόμενη άντίρρηση οτι ό ίδιος ζήτησε επίμονα (όπως πραγματικά συμβαίνει στο τέλος του Οιδίποδα Τ.) νά άπομακρυνθεϊ άπό τήν πόλη. Αύτό έ'γινε πάνω στήν πρώτη έξαψη μιας άγριας παραφορας· άργότερα άναγνώρισε ότι τιμωρούσε τον εαυτό του πολύ σκληρά γιά τά σφάλματά του (439: ήμαρτημένα' ή ρηματική διάθεση άλλάζει!), και τότε θέλησε νά μείνει, άλλά ή πόλη τον εδιωξε και κανένας άπό τούς γιούς του δεν βρήκε νά πει κάτι νά τον υπερασπίσει. Τότε, μιλεϊ ό κορυφαίος, άντιπροσωπεύοντας εναν μετριοπαθή χορό, και συμβουλεύει τον τυφλό, σέ στιχομυθία πού καταλήγει σέ έλεύθερο διάλογο, πώς θά μπορέσει νά εξευμενίσει μέ θυσία τις θεότητες του τεμένους. Στις χθόνιες δυνάμεις πρέπει νά προσφερθούν οΐ κατάλληλες χοές: ενα μείγμα χωρίς κρασί. Ό Οιδίπους άναθέτει τήν προσφορά σέ μιά άπό τις θυγατέρες του (ή 'Ισμήνη άκολουθεΐ τήν προτροπή του)' έδώ άκούγονται οι παράδοξοι καΐ διπλά άξιοσημείωτοι στίχοι (498κ.) πού έχουν —άν έχουν βέβαια— πολύ χαλαρή σχέση μέ τά συμφραζόμενά τους: άρκεΐν γάρ οΐμαι κάντι μυρίων μίαν/ψνχην τάδ' εκτίνονσαν, ήν εύνονζ τιαργ} (γιατί πιστεύω οτι μιά ψυχή είναι άρκετή γιά νά πληρώσει στή θέση χιλιάδων άλλων άρκεΐ νά είναι γεμάτη άγάπη). Δεν άγνοώ τό ταμπού πού άπαγορεύει κάθε ((χριστιανική ερμηνεία»· ωστόσο, θά ήθελα νά πιστεύω δτι σ' αύτούς τούς στίχους λανθάνει κάτι άπό τή θρησκευτικότητα του Σοφοκλή. Στή θέση ένός στασίμου (ήδη παρατηρήσαμε κάτι παρόμοιο και στον Φιλοκτήτη) ύπάρχει ενας κομμός μέ δύο στροφικά ζεύγη (510-548), δπου ή κατανομή των μετρικά εναλλασσόμενων 418
TA
Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
στίχοον άνάμεσα στον Οιδίποδα και το χορο φτάνε:, ως τήν απομόνωση άπλών λέξεων. Σ ' αύτο το έντονα φορτισμένο λυρικό μέρος ό χορός, γιά νά ικανοποιήσει τήν περιέργειά του, αποσπά βάναυσα άπό τον τυφλό ήρωα τήν παραδοχή των φριχτών πράξεων πού είχε κάμει δίχως τή θέλησή του. Αύτο το μέρος, πού πραγματικά κλιμακώνεται σέ βαθμό άπωθητικότητας, πρέπει νά δικαιολογηθεί δραματικά μόνο μέ βάση τήν άντίθεση πού θέλησε νά εξασφαλίσει ό ποιητής προς τή σκηνή του Θησέα (δεύτερο επεισόδιο: 549-667), αύτό τό έξοχο μνημείο τοΰ άττικοΰ άνθρωπισμοΰ. Αύτό τό μέρος, πού κλείνει μέ δύο άσήμαντους στίχους του χορού, εχει τή γνωστή διάρθρωση: λόγοι τών δύο διαλεγομ,ένων τίροσώπων πλαισιώνουν ενα σχεδόν άποκλειστικα στιχομυθικό μέρος, πού περιέχει τήν ούσιαστική πληροφόρηση. Ό Θησέας άντιμετωπίζει τόν τυφλό επαίτη γεμάτος καλοσύνη. Προσπαθεί νά συγκρίνει τα άσύγκριτα, δταν θυμάται τά δύσκολα χρόνια της νεότητάς του στά ξένα και τις περασμένες ταλαιπωρίες του, μόνο και μόνο γιά νά μιλήσει σάν Ι'σος πρός 'ίσο. Κανένας υπαινιγμός γιά τό παρελθόν —τί άντίθεση μέ τή φορτικότητα καΐ τήν επιμονή τοΰ χορού! Ό Οιδίπους άναφέρει τήν άπέλασή του άπό τούς γιούς του^ και τή σημασία πού εχει άποκτήσει, κατά τό χρησμό, ή παρουσία του γιά τήν έκβαση τοΰ πολέμου. "Άν 6 Θησέας θελήσει νά τοΰ προσφέρει προστασία και τάφο, 6 ϊδιος, σάν δυνατός προστάτης, θά τοΰ έξασφαλίσει τή νίκη άπέναντι στούς Θηβαίους. Στήν ερώτηση τοΰ Θησέα πώς ή 'Αθήνα θά έ'ρθει σέ σύγκρουση μέ τή Θήβα, ό Οιδίπους άποκρίνεται μέ μιά ρήσ*/] γιά τήν παροδικότητα και τήν άστάθεια τών άνθρώπινων πραγμάτων. Είναι άναμφισβήτητοι οί άπόηχοι τοΰ λόγου πού εκφωνεί ό Α'ίας γιά νά παραπλανήσει τό χορό· έδώ ομ,ως δεν μιλεί ό ισχυρός άνθρωπος, πού είναι έτοιμος νά εγκαταλείψει εναν τέτοιο κόσμο μέ ύψηλό φρόνημα, παρά ό κουρασμένος άπό τή ζωή γέροντας πού έ'χει βαθιά γνώση τοΰ άναπότρεπτου πεπρωμένου. Στούς ύπόλοιπους στίχους τοΰ επεισοδίου (631-667) επαναλαμβάνεται ή δομή τοΰ πρώτου, μεγαλύτερου μέρους. Ή πλαι1. Ένώ, σύμφωνα μέ τον στ. 440, τον είχε εξορίσει ή πόλη, όποτε οΐ γιοί του ήταν ένοχοι μόνο στο βαθμό πού δέν τοϋ πρόσφεραν βοήθεια, έδώ (δπως καΐ στον στ. 1356) πρέπει νά έπωμιστοΐ5ν δλο τό βάρος της κατηγορίας. Ξανά, κάπως διαφορετικός ό στ. 770.
419
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
σιωμένη άπό εκτενέστερους λόγους στιχομυθία καταλήγει, στο τέλος, σέ άντιλαβές, πού χωρίζουν το στίχο κάπως μονότονα στήν πενθημιμερή τομή. Ό Θησέας εγγυάται, στον Οιδίποδα τήν προστασία του και άφήνει στήν προαίρεσή του νά πάει μαζί του στήν 'Αθήνα ή νά μείνει. Ό Οιδίπους προτιμά τό δεύτερο, άφου πρέπει εκεί νά συναντήσει τούς εχθρούς του. Ό Θησέας, προτού τον άφήσει, τον διαβεβαιώνει άκόμη μιά φορά οτι θα τον βοηθήσει. Σάν άντανάκλαση της καλοσυνάτης ήπιότητας του βασιλιά της χώρας άντηχεϊ τό επόμενο στάσιμο (668-719): είναι δ ΰμνος πού τραγούδησε 6 Σοφοκλής γιά τον τόπο της καταγωγής του, τον Κολωνό. Τό πρώτο στροφικό ζεύγος, σχεδόν άποκλειστικά σέ γλυκώνειους, συνθέτει μιά θαυμαστή σέ συνοχή εικόνα της τερπνής εύφορίας του τόπου, ονομάζοντας τις θεότητες πού τον εξουσιάζουν : στο τέλος της πρώτης στροφής, τον Διόνυσο μέ τό θίασό του· στο τέλος της δεύτερης, τις Μούσες μέ τήν 'Αφροδίτη. Τό δεύτερο στροφικό ζεύγος, κυρίως σέ ιωνικά μέτρα, εγκωμιάζει, σέ παράλληλα δομημένα μέρη, τήν ελιά, τήν όποια προστατεύει ό Δίας και ή Άθηνα, τά άλογα και τά καράβια, πού είναι στή φύλαξη του Ποσειδώνα. Τό τρίτο επεισόδιο (720-1043), πού διαταράσσεται έντονα, τόσο θεματικά οσο και μορφικά, άπό τήν παρεμβολή ένός κομμού, παρουσιάζει, μέ τήν άφιξη ένός άπό τά πρόσωπα της Θήβας, τήν πρώτη επίθεση στήν πορεία τού Οιδίποδα πρός τήν άποθέωση και τή λύτρωση. Ό Κρέων, ύστερα άπό ενα σύντομο προοίμιο, όπου ή 'Αντιγόνη άναγγέλλει τήν άφιξή του, άρχίζει άμέσ6)ς, μέ έναν εκτενέστατο λόγο, τήν προσπάθειά του νά πείσει τον Οιδίποδα. Τά λόγια του ξεχειλίζουν άπό οίκτο γι' αύτόν είναι πρόθυμος νά τόν οδηγήσει στήν πατρίδα του, άφού αύτή είναι ή επιθυμία της Θήβας. Αέξη γιά τό χρησμό του θεού! Ό Οιδίπους άποκρίνεται τό Ι'διο διεξοδικά και άφαιρεϊ τό προσωπείο του άντιπάλου του. Ξανά ό Σοφοκλής δημιουργεί ενα σύνδεσμο μέ τό παλαιότερο δράμα του: «όταν εγώ ζήτησα τήν εξορία μου, έσύ άρνήθηκες να έκπληρώσεις τήν επιθυμία μου' άργότερα, όταν εγώ ήθελα νά μείνω, μέ έδιωξες !)). Ό Οιδίπους ξέρει δτι ό Κρέων θέλει νά τόν φέρει μόνο κοντά στήν πόλη, και ξέρει τό γιατί. Ξέρει τό λόγο τού Φοίβου, πού μιλεϊ γιά λογαριασμό του Δία. "Επειτα άπό τούς δύο άνταγωνιστικούς λόγους άκολουθεϊ ένας οξυμμένος διάλογος, πού διακόπτεται επανειλημμένα άπό δίστι-
420
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α ΔΡΑΛΙΑΤΑ
χα, τελικά ομως καταλήγει σέ στιχομυθία, μέ τμήματα μόνο στίχων προς τό τέλος, δπου ό Κρέων αποφασίζει νά χρησιμοποιήσει βία. "Εχει κιόλας δώσει εντολή νά συλλάβουν τήν 'Ισμήνη (πού πήγε για τις προσφορές) καΐ τώρα θέλει νά πάρει μαζί του τήν 'Αντιγόνη. Ή έντονη έ'ξαψη, πού εκφράζεται ως τώρα μέ τις άντιλαβές, κλιμακώνεται στην πλούσια σέ δοχμίους στροφή ένος κομμού. Ή άναταραχή κορυφώνεται, άλλά οΕ διαμαρτυρίες του χορού μένουν χωρίς άποτέλεσμα. Το έπόμενο διαλογικό μέρος (844-875), μέ τις άντιλαβές, τούς μεμονωμένους στίχους και τΙς μεγαλύτερες στιχικές ομάδες, άποτελεϊ, ÖOTO μορφική άποψη, όπως και ό κομμός, άπεικόνιση των ταραγμένων σκηνικών γεγονότων. Στήν άρχή άπάγεται βίαια ή 'Αντιγόνη, κατόπιν ή βαναυσότητα του Κρέοντα κορυφώνεται στήν προσπάθειά του νά πάρει μαζί του και τον Οιδίποδα. Σ ' αύτό άκρίβώς το σημείο παρεμβάλλεται ή άντιστροφή του κομμ,οϋ, πού καταλήγει σέ μιά κραυγή βοήθειας του αδύναμου χορού. Μέ τέσσερις τροχαίους (τον πραγματικό ρυθμό του «τροχάδην») καταφθάνει βιαστικός ό Θησέας. Ή ένταση της δραματικής κατάστασης καθρεφτίζεται σέ δραμί^τικά παλλόμενους λόγους. Ό Θησέας καταμαρτυρεί του Κρέοντα τήν παράνομη ένέργειά του* στήν άρχή και στό τέλος της καταγγελίας του δίνει εντολή νά φέρουν πίσω τις θυγατέρες του Οιδίποδα. 'Ο Κρέων ύποχωρεϊ μέ ελαφρώς ειρωνική δουλοπρέπεια. 'Ωστόσο, δέν μπορούσε ποτέ νά βάλει στό νου του οτι ή πόλη τού 'Αρείου Πάγου θά δεχόταν νά προστατέψει εναν πατροκτόνο και αίμομίκτη. Χωρίς διαχωριστικό στίχο άκολουθεΐ ή γεμάτη πάθος απάντηση του Οιδίποδα. Ό ποιητής τή χρησιμοποιεί γιά νά μας δείξει άκόμη μιά φορά μέ έ'μφαση τή σκοπιά άπό τήν οποία αντιμετωπίζεται τώρα τό παρελθόν. Ό θεός δρισε δλη έκείνη τή φρίκη γιά εναν Οιδίποδα πού είναι στήν πραγματικότητα άθώος. Ό Σοφοκλής μάλιστα άγωνίζεται νά μας παρουσιάσει τή βίαιη πράξη στό τρίστρατο της Φωκίδας πολύ πιό άνεκτή άπό οσο ειχε φανεί στό παλαιότερο έ'ργο. Έ δ ώ (993) έ'χει μετατραπεί σέ άπόκρουση μιας δολοφονικής επίθεσης. Αύτή ή αύτοδύναμη σκηνή του Κρέοντα τελειώνει μέ εναν σύντομο διάλογο, δπου δεσπόζει ό Θησέας. Ό 'ίδιος ό Κρέων θά τόν οδηγήσει έκει οπού είναι τά δυό κορίτσια, άν τά κρατά άκόμη κάπου στά περίχωρα. 'Ακολουθεί ένα στάσιμο μέ δύο στροφικά ζεύγη (1044-1095),
421
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
πού είναι στενά δεμένο μέ τή δράση. Στά πρώτα δύο μέρη ό χορος παρακολουθεί νοερά τΙς διάφορες πιθανές λεπτομέρειες της καταδίωξης: εδώ είναι έκδηλη ή χαρά γιά τοπογραφικές άναφορές. Ή δεύτερη άντιστροφή, μέ τήν έκκληση της γιά θεϊκή βοήθεια, κατέχει, όπως τόσο συχνά, ξεχο)ριστή θέση στην δλη σύνθεση. Τό τέταρτο επεισόδιο (1096-1210), αισθητά συντομότερο, κλείνει τήν άπόπειρα του Κρέοντα, οδηγώντας ταυτόχρονα στή σκηνή του Πολυνείκη. Ό Θησέας έχει φέρει πίσω τά δύο κορίτσια' ξανά βλέπουμε τήν ομάδα τών άγαπημένων προσώπων ενωμένη νά διαλέγεται ζωηρά. ^ Τά παιδιά σφίγγονται πάνω στον πατέρα τους. Σέ εναν συγκινητικό λόγο ό Οιδίπους εύχαριστεΐ τον Θησέα, αισθάνεται όμως δτι αύτός, ενας άθώος ένοχος, πρέπει νά συγκρατηθεί και νά μήν άγγίξει τον εύεργέτη του. Ό Θησέας άποφεύγει νά εξιστορήσει τήν άπελευθέρωση τών κοριτσιών. Πριν άπό τήν τελευταία μεγαλόπρεπη άφηγηματική ρήση δέν ύπάρχει βέβαια θέση γιά κάτι παρόμοιο. 'Εξάλλου, καινούρια ταραχή περιμένει τον Οιδίποδα. Σέ έναν χαλαρό άλλά πυκνό σέ περιεχόμενο διάλογο, ό βασιλιάς της 'Αθήνας άναφέρεται σέ κάποιον άντρα πού κάθεται στο βωμό του Ποσειδώνα και έκλιπαρεΐ γιά μιά συνομιλία μέ τον Οιδίποδα. Τό ονομα "Αργός προδίδει δτι πρόκειται γιά τον Πολυνείκη. Ό Οιδίπους άρνεΐται τή συνάντηση, οπότε έπεμβαίνει μέ εναν σύντομο λόγο ή 'Αντιγόνη. "Άν πριν άπό λίγο δ Θησέας θύμισε τό δίκαιο του ικέτη πού έ'χει καταφύγει σέ ενα βωμό, τώρα μιλεί έκείνη ή 'Αντιγόνη πού σέ άλλο εργο του Σοφοκλή έ'δωσε τή ζωή της γιά τήν ταφή αύτοΰ άκριβώς του άδελφου της. Προσπαθεί νά προφυλάξει τον πατέρα της άπό τό άντώράν κακώς: αύτός τουλάχιστον πρέπει σίγουρα νά ξέρει γιά τις συμφορές της εμπάθειας. Ό οργισμένος γέροντας υποχωρεί· θέλει δμως πρώτα, καθώς έχει νωπή άκόμη τή βαναυσότητα του Κρέοντα, νά εξασφαλίσει τήν προστασία του Θησέα. 'Ακολουθεί ενα χορικό σέ μορφή τριαδική (1211-1248). Στις δύο στροφές του μιλεί γιά τά πικρά βάσανα τών γερατειών, πού λυτρώνονται μόνο μέ τό θάνατο. Είναι σάν νά άκοΰμε τή θλιβερή συμβουλή πού έ'δωσε ό Σιληνός στο βασιλιά Μίδα: τό καλύτερο 1. Οί άντιλαβές γιά τή χαλάρωση του διαλόγου είναι φαινόμενο σύνηθες στον Οιδίποδα Κ.
422
TA ΣΩΖΟΜΕΝΑ
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
είναι νά μή γεννιέται κανείς. Ή έπο^δος άποτελεΐ την έφαρμογή αυτής της άλήθειας στη μοίρα, του Οιδίποδα. 'Ακόμη και οποίος προσυπογράφει το πρόσφατα διαμορφωμένο δόγμα δτι «κανένα χορικο του Σοφοκλή δεν εκφράζει τή σκέψη του 'ίδιου του ποιητή», πρέπει νά ομολογήσει δτι σ' αύτό τό άσμα άκούει τή φωνή ένος ένενηντάχρονου γέροντα πού, μπροστά στο κατώφλι του θανάτου, δημιούργησε αύτο το άσμα γιά τήν πορεία ένος δοκιμασμένου άνθρωπου προς τήν ήρωοποίηση, τιμή τήν οποία άπέδωσε καΐ στον 'ίδιο τον ποιητή ή πόλη, μετά τό θάνατό του. Πριν άπο τό τέλος αύτής της πορείας 6 Σοφοκλής παρουσίασε, στή συνάντηση του Οιδίποδα μέ τον Πολυνείκη, τή ζοφερότερη σκηνή του έ'ργου (1249-1446). Προτού περάσει ό Οιδίπους στο χώρο των ήρώων, γιά νά στέλνει άπό τά βάθη της γης τήν εύλογία του στούς φίλους, αισθανόμαστε τή φοβερή δύναμη της κατάρας του, δύναμ,η πού θά τή διατηρήσει και έκεϊ κάτω. Ό Πολυνείκης στέκεται συγκλονισμένος μπροστά στήν άθλιότητα του πατέρα του. Γεμάτος συντριβή, καθώς 6 Οιδίπους σωπαίνει, στρέφει τήν ικεσία του προς τήν 'Αντιγόνη. 'Εκείνη δεν έ'χει παρά νά τον συμβουλέψει νά εκθέσει τό α'ίτημά του. Και εκείνος τό επιχειρεί σέ εναν εκτενή λόγο. Σέ άντίθεση μέ τήν έντονη ταραχή της σκηνής του Κρέοντα, σ' αύτή τή σκηνή βαραίνει ή σκυθρωπή σιωτο] του Οιδίποδα. Ό Πολυνείκης άρχίζει τήν άφήγησή του άπό πολύ παλιά. Μιλεί γιά τήν εξορία του, παρεμβάλλει εναν κατάλογο των Ε π τ ά καΐ ικετεύει τόν πατέρα του νά τόν βοηθήσει. 'Αντίθετα άπό τόν Κρέοντα, ομολογεί δτι γνωρίζει τό χρησμό πού εξαρτά τήν έ'κβαση του πολέμου άπό τόν Οιδίποδα. Τελικά ό τυφλός, ύστερα άπό παράκληση του χορού, σπάει τή σιωττ/) του. Και αύτός σ' αύτή τή σκηνή, πού άποτελειται άπό εκτενείς λόγους, δέν θέτει δρια στό μήκος της ρήσης του. Ά π ό τήν άρχή κιόλας διώχνει άπό κοντά του τόν Πολυνείκη, τό γιό πού κάποτε τόν έ'διωξε άπό τή Θήβα, ρίχνοντάς τον σ' αύτή τήν κατάσταση της επαιτείας. "Υστερα επαναλαμβάνει θέματα άπό τή ρήση του μετά τόν ερχομό της 'Ισμήνης (337): τά κορίτσια εκτελούν αύτό πού είναι καθήκον των γιων του. Τό μεγαλύτερο δμως μέρος του λόγου του εΐναι ή κατάρα γιά τούς γιούς του, πού είναι γραφτό νά πέσουν ό ενας άπό τό χέρι του άλλου, δπως δριζαν καΐ παλιότερες κατάρες.
423
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Ό Πολυνείκης, χωρίς νά άπευθύνει. ξανά το λόγο στον οργισμένο γέροντα, θρηνεϊ γιά τή μοίρα του. Πώς νά παρουσιαστεί τώρα μπροστά στούς συντρόφους του; Ή παράκλησή του, νά φροντίσουν οΐ άδελφές του γιά τον τάφο του, συνδέει αύτο το μέρος του έ'ργου μέ τήν 'Αντιγόνη. Σέ ενα διάλογο ταραγμένο μορφικά (άντιλαβές) καΐ θεματικά, ο Πολυνείκης άποχωρίζεται τις άδελφές του. Ή 'Αντιγόνη προσπαθεί νά τον κρατήσει μακριά άπό τον μοιραίο πόλεμο, έκεινος όμως νιώθει δεσμευμένος άπο τήν πολεμική του τψ.ή, αν και ξέρει πώς βαδίζει προς τό θάνατο φορτωμένος μέ το βάρος μιας κατάρας. Ή δραματική στιγμή εχει σημαντικές ομοιότητες^ μέ τήν προσπάθεια του χοροϋ στούς "Επτά του Αισχύλου νά συγκρατήσει τον 'Ετεοκλή άπο τήν άδελφοκτόνα σύγκρουση· ωστόσο, στον οψιμο Σοφοκλή τό σκυθρωπό μεγαλείο της αίσχύλειας σκηνής παραχώρησε τή θέση του σέ ήπιότερους τόνους. 'Εδώ ή πορεία του έ'ργου άπαιτεΐ έντονη τομή. Στή δράση παρεμβαίνει ό θεϊκός παράγοντας. Ή σκηνή άρχίζει μέ μιά «έπιρρηματική)) σύνθεση (1447-1499): στά ενδιάμεσα δύο στροφικών ζευγών άκολουθοΰν, μετά άπό καθένα άπό τά πρώτα τρία κομμάτια του χορού, ιαμβικά τρίμετρα, πού άντιστοιχουν άπόλυτα μεταξύ τους (2-1-2) και μοιράζονται άνάμεσα στόν Οιδίποδα και τήν 'Αντιγόνη. Μιά δυνατή βροντή τρομάζει τό χορό, και ό Οιδίπους καταλαβαίνει άμέσως ότι έφτασε ή ώρα του. Ή βροντή του Δία θά τον οδηγήσει στόν "Αδη: ό θεός έξουσιάζει τις κινήσεις του, τό πάθος του, καθώς και τήν άποθέωσή του. 'Ακόμη μιά φορά άκούγεται ή βροντή του θεοΰ, σαν νά προτρέπει νά βιαστούν, ενώ ό Οιδίπους εκφράζει τήν επιθυμία νά δει στό πλευρό του τόν Θησέα. Ό καταπτοημένος όμως χορός δεν μπορεί νά καταλάβει τό σημάδι και φοβάται μήπως οργίστηκε ο υπέρτατος θεός, επειδή βρήκε προστασία έ'νας καταραμένος. Σνην τελευταία στροφή ή έξαψη εκτονώνεται σέ μια επίμονη κραυγή προς τόν Θησέα. Καθώς εκείνος καλείται νά έ'ρθει ένώ θυσιάζει πρός τόν Ποσειδώνα, επισημαίνουμε μιά επανασύνδεση μέ τό άρκετά παλιό θέμα του στ. 887, όπου και πάλι ό Θησέας, άκούγοντας τήν κραυγή του /οροΰ, χρειάστηκε νά διακόψει τή θυσία του πρός τόν θαλάσσιο θεό. 1. Ή 'Αντιγόνη μάλιστα φτάνει ώς τό σημείο νά προσφωνήσει τον Πολυνείκη ω παΐ (1420, 1431— Έπτά 686).
424
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
To σύντομο εκτο επεισόδιο (1500-1555) περιλαμβάνει τδ διάλογο Οιδίποδα και Θησέα, καθώς και μια ρήση του πρώτου. Ό βασιλιάς της 'Αθήνας μαθαίνει δτι ό Οιδίπους θέλει νά τον οδηγήσει στον τόπο του θανάτου του. Σάν απόρρητο μυστικό οφείλει νά διατηρήσει αύτη τή γνώση του ό βασιλιάς και νά τή μεταβιβάσει στο διάδοχό του, γιά νά εξασφαλίσει ή χώρα του παντοτινή προστασία άπό τις έπιθέσεις της Θήβας. "Ετσι, δ τυφλός γίνεται οδηγός, καθώς προχωρεί μπροστά άπό τον Θησέα και τις θυγατέρες του, μέ τη σίγουρη καθοδήγηση του Έ ρ μ η και της χθόνιας θεάς. Στο έπόμενο στροφικό ζεύγος ό χορός ψάλλει γιά τήν άποθέωση του τυφλού γέροντα, μολονότι τήν πορεία του πρός τά έκεΐ δεν μπορεί νά τή φανταστεί παρά σάν δρόμο προορισμένο γιά δλους τους άνθρώπους, τό δρόμο γιά τον "Αδη. Τον ολότελα διαφορετικό δρόμο τον περιγράφει στήν έξοδο της τραγωδίας (1579-1779) ό'Αγγελιοφόρος, σέ μιάν άφηγηματική ρήση πού άποτελεΐ 0χι μόνο τό άποκορύφωμα αύτού του έργου, άλλά και ενα άπό τα συγκλονιστικότερα μνημεία της έλληνικής εύσέβειας. Ό Οιδίπους προχωρεί μέ τούς δικούς του ώς εναν προσδιορισμένο άπό ιερά σημάδια τόπο, πού ήταν φυσικά οικείος στο αθηναϊκό κοινό. Έ κ ε ΐ δίνει εντολή στις θυγατέρες του νά φροντίσουν γιά ενα καθαρτήριο λουτρό και μια ταιριαστή άμφίεση,^ και επειτα τις άποχαιρετά. Γιά τρίτη φορά βλέπουμε σφιχτά ένωμένα τά τρία πρόσωπα. Ό Οιδίπους φυλάγει γι' αύτές μιά θαυμάσια παρηγοριά: «Σκληρός ήταν ό μόχθος πού εϊχατε μαζί μου* ενας λόγος δμως τά άντισταθμίζει δλα: κάνεις δέ σας άγάπησε όπως εγώ». Τότε τον καλεί δ θεός (θά ήταν λάθος να άναζητήσει κάνεις τό δνομά του). Μπροστά στά λόγια: ~Ω ούτος, οντος, ΟΙδίπονς, τι μέ?Λομεν/χωρεϊν\ (έ έσύ, εσένα λέω, Οιδίποδα, γιατί άργοΰμε νά προχωρήσουμε;) πού έχουν εναν τραχύ τόνο οίκειότήτας και δημιουργούν μιά στενή επικοινωνία θεού και άνθρώπου, δέν μπορούμε παρά νά επαναλάβουμε τά λόγια τού Κ. Reinhardt: «'Ανάμεσα στις συγχορδίες των θεϊκών φωνών πού έ'χουν άκουστεϊ 1. Οί σχολαστικοί θά μπορούσαν νά ικανοποιηθούν μέ τή σκέψη δτι γι' αύτό θά φρόντιζε ό Θησέας. Ό Σοφοκλής, πάντως, δέν φαίνεται νά είναι σχολαστικός.
425
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
σέ δί,άφορες εποχές και θρησκείες νά μιλούν άπο τον ούρανο σέ θεοφίλητους θνητούς, ό πληθυντικός αύτής της σύμπνοιας δεν έχει το δμοιό του». Ό Οιδίπους έμπιστεύεται τις θυγατέρες του στην προστασία του Θησέα και έπειτα άφήνει νά φύγουν δλοι, έκτος άπο το βασιλιά. Καθώς έκεινες, πνιγμένες στο κλάμα, στρέφουν υστέρα άπο λίγο τά μάτια γύρω τους, βλέπουν μόνο τον Θησέα νά σκεπάζει μέ το χέρι τά μάτια του, σαν νά έχει δει κάτι άσύλληπτο. Το πώς ό άνθρωπος, στο τέλος τών δεινών του, άναλήφθηκε, αύτο το άνήκουστο θαύμα, παραμένει γιά ολους, έκτος άπο τό βασιλιά, μυστικό. "Επειτα άπο τή σκηνή της άγγελικής ρήσης άκολουθεΐ ενα^ κομμός (1670-1750), σέ δύο στροφικά ζεύγη, άνάμεσα στις δύο άδελφές και το χορό: είναι ένας θρήνος για κεΐνον πού έφυγε* εδώ υπεισέρχεται και ή άνησυχία γιά τό μέλλον. Τό δεύτερο στροφικό ζεύγος, μέ μιά ιδιαίτερα ζωηρή εναλλαγή φωνών, περιέχει μιά στιγμή έντονης έξαψης, καθώς ή 'Αντιγόνη μάταια ζητεί νά τρέξει στον τάφο του πατέρα της. "Οταν ή 'Ισμήνη, ή πιο φρόνιμη, τή συγκρατεί, θυμούμαστε τήν άρχή της "Αντιγόνης μέ τούς πολύ οξύτερους τόνους της. Στή σύντομη άναπαιστική σκηνή τοΰ τέλους, ό Θησέας προφέρει παρηγορητικά λόγια, μιλεί για τή μυστικότητα του ίεροϋ τόπου, και υπόσχεται στις κόρες του Οιδίποδα νά πραγματοποιήσει τήν έπιθυμία τους νά πάνε στή Θήβα, γιά νά προλάβουν τήν άδελφοκτονία. 'Ακόμη μιά φορά βλέπουμε στή σκηνή μιά τριαδική όμάδα, μόνο πού τώρα άνάμεσα στις άδελφές στέκεται ό Θησέας. Ή άτυχέστερη ύπόθεση γιά τή σύνθεση αύτοΰ τοΰ έργου διατυπώθηκε άπο τον Wilamowitz στο βιβλίο τοΰ γιοΰ του Tycho γιά τον Σοφοκλή (335,367): σύμφωνα μέ αυτήν, τό κεντρικό τμήμα είναι μιά μεταγενέστερη προσθήκη, πού σκόπευε νά πλουτίσει τήν πορεία της δράσης. Είναι εύλογη ή διαμαρτυρία τοΰ Reinh a r d t , ό όποιος ονόμασε τό έργο «ένα άπο τά δράματα μέ τή μεγαλύτερη συνοχή», μόνο πού θά έπρεπε νά περιοριστεί στο σωστό μέτρο. Σχεδόν κανένας, έκτος άπο τον I. Erraiidonea (ο.π.), δεν άναζήτησε στο χορό τή συνοχή τοΰ έργου, ή όποία έξασφαλίζεται μέ ικανοποιητική σαφήνεια χάρη στ-η μορφή τοΰ Οιδίποδα. Σκο-
426
TA Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Α
ΔΡΑΛΙΑΤΑ
πος του ερχομού καΐ της μυστηριακής άνάληψής του είναι ή εΐ'σοδός του στο χώρο των ηρώων. 'Αλλά ή τωρινή, δπως και ή μελλοντική, παρουσία του είναι στενά δεμένη μέ τή δύναμη της εύλογίας και. της κατάρας, πού του εξασφαλίζει ή θεϊκή βούλησ*/]. "Ετσι, ό ταραγμ,ένος κόσμος καταφεύγει στον άνθρο^πο πού άναζητεΐ τή γαλήνη και βρίσκει τή μακαριότητα στο θάνατο. Αύτο πραγματοποιείται μ,έ δύο τρόπους. Προετοιμασία και ολοκλήρωση της πορείας προς τήν ήρωοποίηση περιβάλλουν, σάν ενα μεγάλο πλαίσιο, τά δύο κεντρικά τμήματα της δράσης, πού ξεχωρίζουν μεταξύ τους έντονα και άντιπαρατίθενται οξύτατα, τόσο άπο άποψη άτμόσφαιρας οσο και άπο άποψη σκηνικής εκτέλεσης: πρόκειται για τα επεισόδια του Κρέοντα και του Πολυνείκη. Θα ήταν, ωστόσο, λάθος νά παραβλέψει κανείς δτι ή δομή αύτοΰ του γεροντικού δράματος, πού διαρθρώνεται μ»έ μια σειρά άδρά μέρη, είναι εντελώς διαφορετική άπο τή δομή τών έργων πού σύνθεσε ό ποιητής στο κορύφωμα τής τέχνης του. Ή πυκνότητα τής δραματικής σύνθεσης, ή χωρίς τήν παραμικρή διακοπή ή άπόκλιση αύστηρά χαραγμένη πορεία τής άνέλιξης τών γεγονότων στον 01δίτιοδα τύραννο^ στήν Ήλεκτρα, άκόμη καΐ στον Φιλοκτήτη, άνήκει σέ διαφορετική κατηγορία. Φυσικά, κατά τήν έρμηνεία του έργου πρέπει νά χρησιμοποιούμε μέ μεγάλη προσοχή έννοιες όπως ((λύτρωση» ή ((άντισταθμιστική δικαιοσύνη»· τά δύο δράματα του Οιδίποδα δεν συγκροτούν τις μερίδες ενός λογαριασμού πού ισοσκελίζεται. Είναι ομως εξίσου λάθος νά άπομακρύνουμε, δπως εκαμε ο I. Μ. Linforth (ο.π.), κάθε θρησκευτικό στοιχείο άπο τήν έρμηνεία, ετσι πού τελικά το Ιερό τών Εύμενίδων νά καταντήσει άσήμαντο παρασκήνιο. Ή συνέπεια έπιβάλλει στον Linforth νά άπορρίψει, ώς παρεξήγηση τών γεγονότων, τά λόγια τής 'Ισμήνης (394): ((τώρα οι θεοί σε άνυψώνουν, ενώ πριν σέ είχαν εξοντώσει». Και ή παράκληση του χορού (1565) νά άποκαταστήσει κάποιος δίκαιος θεός τον καρτερικό ήρωα, άναφέρεται σ' εκείνο πού πραγματικά συμβαίνει. Υπογραμμίζοντας στήν άνάλυσή μας τά χαρακτηριστικά χωρία, πιστοποιήσαμε δτι ή μοίρα του Οιδίποδα είναι καθορισμένη άπο κάποια θεότητα καΐ δτι πρόκειται, κατά κάποιον τρόπο, γιά σύγκρουση άνάμεσα σ' αύτήν και τον άνθρωπο. Αύτή ή σύγκρουση δεν είναι έ'να άπλό ήθικό παράδειγμα, άλλά έκπορεύεται άπο τό χώρο του παραλόγου, πού γιά τον Σοφοκλή
427
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
άποτελεϊ τό χώρο του θεοΰ. Δέν μπορούμε νά βρούμε καμιά έξήγηση γι,ά το γεγονός ότι ό θεός έπληξε τόσο άνελέητα τόν Οιδίποδα' πρέπει όμως νά άντιληφθουμε τό μέγεθος αύτοΰ του παραδόξου: τόν άνθρωπο πού ό θεός τόν εκαμε παράδειγμα της άνεξιχνίαστης δύναμής του, τόν ΰψωσε μέ την 'ίδια αύτη δύναμη πάνω άπό δλους τούς συνανθρώπους του και τόν οδήγησε στόν δικό του χώρο, μετατρέποντάς τον, στό τέλος της οδυνηρής του πορείας, σέ ήρωα μέ δύναμη θαυματουργή. Τόν ποιητή τόν καταλάβαινε σωστά ό Goethe, δταν μιλούσε^ γιά τήν τόλμη αύτοΰ του έργου, «δπου ενας μισοένοχος έγκληματίας άνυψώνεται σέ συγγενή τών θεών, καθώς μετατρέπεται σέ Ιερό προστατευτικό ττνεϋμα πού διεκδικεί ειδική λατρεία». "Ενα τεχνικό πρόβλημα θέτει ή ερώτηση κατά πόσο μπορούσε νά διδαχτεί τό εργο μέ τρεις ύποκριτές, ή άπαιτοΰσε εναν τέταρτο ώς παραχορήγημα. Τό πρόβλημα μένει σχεδόν άλυτο, επειδή δέν εχουμε κανένα ισχυρό έ'ρεισμα γιά νά συμπεράνουμε άν ήταν εφικτή ή διάσπαση ενός ρόλου σέ περισσότερους άπό εναν ύποκριτές. "Ηδη δ Κ. F. Hermann^ άσχολήθηκε μέ τή διανομή τών ρόλων, ενώ ενα ένδιαφέρον διάγραμμα δίνει ό R. G. Flickinger (180), ό όποιος άρκεΐται στούς τρεις ύποκριτές, και μόνο γιά τήν 'Ισμήνη, πού ή σιωπή της στούς στ. 1098-1555 εΐναι άξιοπρόσεχτη, χρησιμοποιεί και ενα βουβό πρόσωπο. Αύτή δμως ή λύση έξαγοράζεται μέ τή διάσπαση του ρόλου του Θησέα και στούς τρεις ύποκριτές. Μιά λύση μέ πολύ οικονομικότερη διανομή ρόλων προτείνει ό Ε. Β. Ceadel,® ο όποιος δίνει και μιά έπισκόττηση δλων τών παλαιότερων προσπαθειών νά άντιμετωπιστεϊ τό πρόβλημα. 1. «Nachlese zu Aristoteles' Poetik», Juh. Ausg. 38, 83. 'Αξιοσημείωτα δσα άναφέρει ό F. J. Brecht, Ant. 7 (1931) 213, γιά τήν έργασία του κόμητα Paul York von Wartenburg, Die Katharsis des Aristoteles und der Oedipus Coloneus des Sophokles, Βερολίνο 1866, σέ επανέκδοση επιμελημένη άπο τόν Κ. Gründer, Zur Philosophie des Grafen Paul York von Wartenburg, Γοττίγγη 1970, 154-186. 2. Disputatio de distributione personarum inter histriones in tragoedia Graeca, Marburg 1840, 42. 3. ((The Division of Parts Among the Actors in Sophocles' Oedipus Col.», CQ 35 (1941) 139. Σύμφωνα μέ τήν άποψή του, ορισμένους στίχους της 'Αντιγόνης καΐ της 'Ισμήνης θά άπρεπε νά τούς άναλάβει ενα παραχορή^^ημα. Ά π ο τΙς παλαιότερες έργασίες άξίζει νά μνημονευτεί του Η. Kafïenberger, Das Dreischauspielergesetz in der griechischen Tra-
428
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ Ol σημαντικότερες συλλογές άποσπασμάτων μνημονεύτηκαν μαζί μέ τΙς εκδόσεις των έργων του ποιητή. "Εναν διεξοδικό πίνακα μέ τά έξακριβωμένα έργα δίνει ό Α. ν. Blumenthal {RE 1051), περιλαμβάνοντας 123 τίτλους. "'^Αν προσθέσουμε και τά εφτά σωζόμενα έργα, φτάνουμε στον άριθμό 130, πού μνημονεύεται στον Βίο (18). Αύτό όμως είναι ένα παραπλανητικό άθροισμα, άφοΰ παραμένει ολότελα άβέβαιο τί ποσοστό σέ νόθα έργα και διπλούς τίτλους λανθάνει σ' αύτη τή συλλογή. Πάντως, μπορούμε νά γνωρίζουμε τόν τίτλο των περισσότερων έργων πού έφτασαν στούς 'Αλεξανδρινούς. ' Π κατάταξή τους κατά μυθικούς κύκλους στον Schmid (2, 422) ένισχύει τή μαρτυρία του Άθήναιου (7, 277e) ότι ό Σοφοκλής χρησιμοποιούσε γιά πηγή του κατά προτίμηση τόν επικό κύκλο. 'Αρκετά χαμένα έργα πραγματεύεται, άπό χρονολογική άποψη, ό Webster {Introduction 172). Mià εύπρόσδεκτη επισκόπηση δίνει ό Stoessl στο «Επίμετρο» γιά τόν Σοφοκλή τής RE, Suppl. 11, 1247. 'Ανάμεσα στα νεότερα ευρήματα, τήν πρώτη θέση κατέχει ό πάπυρος πού μας έσωσε μεγάλο μέρος άπό τούς ^ΙχνευτέςΛ Δημοσιεύτηκε γιά πρώτη φορά στή σειρά P.Oxy. IX (1912)· μικρές συμπληρώσεις άκολούθησαν μέ έξι άποσπάσματα {Ρ. Oxy. Χ ν Π , 1927, 72), πού είχαν παραλειφθεί στήν προ'^τη έκδοση. Σημαντικά είναι τά άποτελέσματα άπό μιά καινούρια άνάγνωση του παπύρου πού επιχείρησε ό Ε. Siegmann λίγο πριν άπό τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. gödie (διατρ.), Glessen 1911· άπό τΙς νεότερες, του Η. W. Schmidt, ο.π., ό όποιος προτείνει διάσπαση των ρόλων (δύο φορές για τον Θησέα) άνάμεσα σέ δύο ήθοποιούς. 1. Ε. Siegmann, Untersuchungen zu Sophokles' Ichneutai (Hamb. Arb. zur Altertumswiss. 3), 'Αμβούργο 1941. Κείμενο και κριτικό υπόμνημα : D. L. Page, Greek Literary Papyri, 1950, 26, και V. Steffen, Satyrographorum Graecorum Fragmenta, Poznan ^1952, 172· έκεΐ περιέχονται καΐ τά άποσπάσματα των υπόλοιπων σατυρικών δραμάτων τοΰ ποιητή. Σχολιασμένη έκδοση μέ μετάφραση τοϋ κειμένου: D. Ferrante, / Braccatori, Νεάπολη 1958. Μεταφράσεις: Ρ. Menge, Ν JA 2 (1939) 108. Δύο σκηνές δίνει σέ μετάφραση ό Ε. Siegmann, Α^·Α 1 (1945) 18· Ο. Werner, Στουτγάρδη 1958, μέ μιά προσπάθεια νά συμπληρωθούν ποιητικά τά κενά. 'Αγγλικά:
429
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Ό Wilamowitz^ υποστήριξε μιά πρώιμη χρονολόγηση του έργου μέ επιχειρήματα τά όποια άποδυνάμωσε, ως ένα βαθμό, ό Buchwald (48). Ωστόσο, ό χαρακτήρας του έργου ύποβάλλει πράγματι μιά πρώιμη τοποθέτηση, τήν όποια ύποστηρίζει και ό Η. Diller.2 Τήν δψιμη χρονολόγηση του Ε. Bethe τήν ύποστήριξε ό G. P e r r o t t a (291), άλλά χωρίς πειστικά έπιχειρήματα. 'Υπόθεση αύτοΰ του σατυρικοΰ δράματος είναι ή κλοπή των άγελάδων του 'Απόλλωνα άπο ενα ζαβολιάρικο παιδι-θαΰμα, τον Έρμη, δπως περίπου τήν άφηγεΐται δ σχετικός ομηρικός "Υμνος.® Τδ έργο δμως διαδραματίζεται στήν Κυλλήνη, και τροφός του παιδιού του Δία είναι ή φερώνυμη νύμφη και δχι ή μητέρα του, ή Μαία. Ή αρχή του έργου μπορεί νά άνασυντεθεϊ. Ή δράση άνοίγει μέ τδν 'Απόλλωνα, πού προβάλλει τήν άξίωσή του νά διεξαχθεί έρευνα γιά τα κλεμμένα ζώα. Στον Σιληνό, πού καταφθάνει λαχανιασμένος, υπόσχεται για άμοιβή οχι μόνο χρυσάφι άλλά και τήν έλευθερία γιά ολόκληρο τδ κοπάδι των γιων του. Οί σάτυροι ρίχνονται στήν άνίχνευση, άλλά τά 'ίχνη των άγελάδων, πού τά έχει μπερδέψει με πονηριά ό Έρμης, τούς προκαλούν φοR. L. Green, «Penguin Classics» 76 (1957) μαζί με τον Κύκλωπα. 'Ιταλικά: Β. Marzullo, La Commedia Classica, Φλωρεντία 1955· M. Pasquale, Clizia (Μπάρι) 4 (1958) 1099. Μελέτες : G. Conflenti, Il Ciclope, gli Ichneutai e il dramma satireseo. Ρώμη 1932- A. W. Pickard-Cambridge, «The Ichneutai of Sophocles)), New Chapters in the History of Greek Literature, 'Οξφόρδη 1933, 87· V. Steffen, Studia satyrica 1, Poznan 1933 και «De Sophoclis Indagatoribus quaestiones aliquot», Pozn. Towarz. Przyi. Nauk. Prace Kom. Filol. 11 (1949) 83· Ch. Th. Murphy, «Quae ratio inter fabulas satyricas et comoediam antiquam intercedat», ^-SPA 46 (1935) 206· E. Bignone, «Saggio sui Satiri segugi di Sofocle», Α φ Α 7 (1939) 77· επίσης Ε. Siegmann, «Stichometrie und Parodos in den sophokleischen Ichneutai», RhM 116 (1973) 113· N. X. Χουρμουζιάδης, Σατυρικά, 'Αθήνα 1974, 71" U. Albini, «Un file conduttore per i Segugi di Sofocle», Aß-R 19 (1974) 1· τώρα R. Garden, The Papyrus Fragments of Sophocles, Βερολίνο 1974" St. Radt, Tragicorum Graecorum Fragmenta IV, Γοττίγγη 1977, άπ. 311-317. 'Εξαιρετικά χρήσιμη είναι ή συγκέντρωση νεότερων προτάσεων γιά επιμέρους χωρία πού προσφέρει ό Η. F. Johansen, Lustrum 1962/7 (1963) 278. 1. NJA 29 (1912) 461. 2. AS^A 6 (1957) 161, i2 = Wege der Forschung 95, 198, 12. 3. Τά δεδομένα της μυθικής παράδοσης παρουσιάζονται υποδειγματικά άπό τον L. Radermacher, «Der homerische Hermeshymnus», SAWW 213/1 (1931) 181.
430
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
βερή άμηχανία. Μιά διασκεδαστική σκηνή, δπου oL σάτυροι, παρουσιάζονται σέ δλο το μεγαλείο της δειλίας, της λαγνείας και της περιέργειάς τους, επιτυγχάνεται μέ εναν επιδέξιο χειρισμό του ποιητή: άντίθετα άπό τή σειρά του "Υμνου, στο εργο ό Έ ρ μης επινοεί την κατασκευή της λύρας μετά τήν κλοπή των ζώων. "Ετσι, άπό τα βάθη της γης άνεβαίνουν πρωτάκουστοι ήχοι, και οί σάτυροι κατατρομαγμένοι είναι έτοιμοι νά τό βάλουν στά πόδια. Ό Παπποσιληνός τους βάζει στη θέση τους, θυμίζοντάς τους τις ηρωικές δραστηριότητες της νεότητάς του* σέ λίγο δμως κλονίζεται και 6 Ι'διος έπικίνδυνα, μόλις άκούει τους αινιγματικούς ήχους. Τότε οί σάτυροι μέ τά ποδοχτυπήματά τους (οπωσδήποτε οί χορευτές εδώ εκτελούσαν μιά ζωηρή σίκιννη) άναγκάζουν τήν Κυλλήνη νά εγκαταλείψει τή σπηλιά της και νά άνοίξει συζήτηση μέ τή συμμορία. Ό λεκτικός τρόπος της Νύμφης, ή οποία εχει πλήρη επίγνωση της άξίας της ώς τροφού ένός παιδιού τοΰ Δία, ερχεται σέ χτυπητή άντίθεση μέ τις άντιδράσεις των σατύρων, πού προσπαθούν, μολαταύτα, νά εξευγενίσουν κάπως τήν προπέτειά τους. Μέ Ινα γοητευτικό αίνιγμα, ή Κυλλήνη άποκαλύπτει τό μυστικό της λύρας, άλλά ταυτόχρονα διαπιστώνεται δτι τό παιδι-θαύμα χρησιμοποίησε για τό καινούριο οργανο κάτι άπό τις κλεμμένες άγελάδες (στ. 292' ωστόσο, τό άποφασιστικό στοιχείο πρέπει νά έμφανιζόταν λίγο πιό πάνω, σέ έ'να κενό τοΰ παπύρου). Ό χορός άναγγέλλει θριαμβευτικά δτι εχει βρεθεί δ ζωοκλόπος, ενώ ή Κυλλήνη εξοργίζεται μέ αύτή τήν καταγγελία. Στή μέση μιας φιλονικίας μέ τους σατύρους 6 πάπυρος κόβεται. Φυσικά, τό τέλος ερχόταν μέ τή συμφιλίωση τών δύο θεϊκών άδελφών. Ό 'Απόλλων κέρδιζε τό καινούριο μουσικό οργανο, και δ Σιληνός μέ τά παιδιά του τήν ελευθερία. Ξέρουμε βέβαια δτι οί σάτυροι αύτών τών έ'ργων γνωρίζουν διάφορες μορφές υποτέλειας, άλλά μας είναι σχεδόν άδύνατο νά μαντέψουμε ποιός είναι εδώ δ κύριος τους. Ό Ε. Siegmann (ο.π. 54) προσκόμισε μερικά έπιχειρήματα γιά τόν Πάνα. Αυτό τό δράμα, μέ τή χαριτωμένη ίλαρότητά του, τή δροσερή αύθορμησία και τήν παραμυθική άτμόσφαιρά του, συμπληρώνει μέ μιά ευφρόσυνη πινελιά τήν εικόνα πού είχαμε γιά τον ποιητή τών έργων τοΰ Οιδίποδα. Κάτι παρόμοιο χρωστούμε στά νέα ευρήματα και γιά τόν Αισχύλο, ένώ δύσκολα θά έ'λεγε κάνεις δτι μόνο μέ τόν Κύκλωπα μπορέσαμε νά γνωρίσουμε ολόκληρο τόν Εύριπίδη.
431
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Δύο προβληματικά κείμενα, εβδομήντα οχτώ στίχους άπο ενα περίβλημα μούμιας {Ρ. Tebt., άρ. 692) καΐ ένα παπυρικό άπόσπασμα πού δημοσίευσε ο Ε. Lobel (P.Oxy. XXIII, 1956, 55), ύστερα άπο ύποδειγματική έπεξεργασία,^ ό R. Pfeiffer τά εχει άποδώσει στο σατυρικό δράμα "Ιναχος^ πού πρέπει νά τοποθετηθεί πριν άπο το 425 π.Χ., κάπου κοντά στον Οιδίποδα Τ. Στο πρώτο άπο τά δύο αύτά κείμενα μπορούμε νά άναγνωρίσουμε μιά σκηνή άνάμεσα στούς φοβισμένους σατύρους και στον Έρμη, πού έρχεται, προφανώς έφοδιασμένος με το σκούφο του "Αδη, γιά νά σκοτώσει, μέ εντολή του Δία, τον "Αργο. Το δεύτερο κείμενο μας άφήνει νά διακρίνουμε ενα λόγο του Ίνάχου μέ μιά περιγραφή της μεταμόρφωσης της Ί ώ ς . Δύσκολα θά ύποθέταμε οτι στή σκηνή έμφανίζεται ό ϊδιος ό Δίας. 'Ιδιαίτερο πρόβλημ,α μας δημιουργεί μιά έπιγραφή άπο τήνΑίξωνή^ μέ τή μνεία μιας Τηλέφειας.^ Μέ άρκετή βεβαιότητα άποδίδονται σέ μιά τέτοια τριλογία οί 'Λ?·.εάόες και οΐ Μναοί. Στούς Άλεάδες, ό Άλεος άπο τήν Τεγέα άναγκάζει τή θυγατέρα του Αύγη νά γίνει ιέρεια της 'Αθήνας, επειδή έ'μαθε άπο κάποιο χρηί . SBAW 1938/2, 23 και 1958/6. Σατυρικό τό θεωρούν και οί I. Θ. Κακριδής, « Ό "Ιναχος τοϋ Σοφοκλή», ΕΕΦΣΠΘ 1 (1960) 101=Μβλετες και άρθρα 91, και C. Pavese, «L'Inaco di Sofocie», QUCC 3 (1967) 31. Αυτή ή άπόδθ(τη είναι οπωσδήποτε πιο πειστική άπο τήν προσπάθεια τοϋ W. Μ. Calder III, «The Dramaturgy of Sophocles' Inachus», GRBS 1 (1958) 137, νά έντοπίσει πιθανά ϊχνη τραγωδίας. Παρόμοια καΐ ό Ν. Ε. Collinge, «Some Reflections on Satyr-Plays», PCPhS 1958/59, 28. Γιά άλλα σατυρικά δράματα τοϋ Σοφοκλή βλ. V. Steffen, «De Sophoclis Dionysisco», Munera philologica L. Zwiklinski oblata, Poznan 1936, 84 και Studia satyrica 2, Poznan 1934, γιά τόν σατυρικό 'Ηρακλή. Ό Α. ν. Blumen thai. Ion von Chios, Στουτγάρδη 1939, 56, δπως άλλωστε και ό Hunt, θεωρεί τό άπ. P.Oxy. 8, άρ. 1083, σατυρικό. Ή απόδοση στόν Φοίνικα παραμένει προβληματική. Γιά τό σατυρικό δράμα Κρίσις, πού είχε θέμα τήν κρίση τοϋ ΙΙάρη, βλ. ΒΓ. Snell, Die Entdeckung des Geistes, Γοττίγγη ^1975, 225 (='H άνακάλνψη τον πνεύματος, μετ. Δ. I. 'Ιακώβ, 'Αθήνα 1981, 324). Γιά τό δράμα Άχιλλέως έραοται βλ. V. Steffen, Eos 41 (1940/46) 114. 2. I.G. I P 3091. Pickard-Cambridge, Festivals 54. 3. Pickard-Cambridge, «The Inscription of Aexone and the Story of Telephus in Sophocles' Plays», New Chapters in the History of Greek Literature, 'Οξφόρδη 1933, 69" P. Mazon, «Inscription chorégique d'Aixoné», Mélanges Navarre, Τουλούζη 1935, 399. Γιά τήν άνασύνθεση τής τριλογίας, Α. Szantyr, «Die Telephostrilogie des Sopho-
432
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
σμο δτί. θά κινδυνέψΐ!, άπο Ινα γιό της. Ό 'Ηρακλής άποπλανα την Αΰγη, το παΐ,δί τους έγκαταλείπεται εκθετο στα βουνά, άλλά σώζεται άπο θαΰμα. Ό νεαρός Τήλεφος ερχεται άγνωστος στην αύλή του Άλεου και εκεί, σέ μιά φιλονικία, σκοτώνει τους αδελφούς της μητέρας του. Ό Br. Snell, TrGF 17, αποδίδει τήν Τηλεφεια σε εναν νεότερο Σοφοκλή. Συμφωνοΰν μαζί του ό Webster, Gnomon 45 (1973) 612, και ό W. Luppe, APF 22 (1973) 211, ό όποιος εχει έπανεκδώσει τήν επιγραφή, APF 19 (1969) 147. Γιά τους Μυσονς άναφέρθηκε συχνά (και άπο τον Schmid, 2, 425) ό Ύγίνος {Fah. 100) ώς βάση γιά τήν άνασύνθεση. Είναι άλήθεια οτι ό 'Τγίνος είχε μιά πηγή πού δπο^σδήποτε εκμεταλλεύτηκε υλικό άπό τις τραγωδίες, άλλά ό C. Robert, στήν παρουσίαση των ήρωικών μύθων, και άλλοι μελετητές έφτασαν σέ υπερβολές προσπαθώντας να άποδώσουν επιμέρους μύθους σέ κάποιο άπό τα μεγάλα ποιητικά ονόματα. "Ετσι και σ' αύτή τήν περίπτωση δέν θά επρεπε ϊσως να άντιμετωπίσουμε σαν διασκευή του σοφόκλειου δράματος έκείνη τήν περίπλοκη ιστορία για τό πώς ό Τήλεφος ξαναβρίσκει τή μητέρα του κοντά στό βασιλιά Τεύθρα. Δέν επιτρέπεται νά προχωρήσουμε πέρα άπό τήν υπόθεση δτι ή κάθαρση άπό τό φόνο και ή έπανεύρεση της μ,ητέρας άποτελούσαν θέματα του έργου. Τρίτο εργο της τριλογίας θά μπορούσε νά θεωρηθεί ό 'Αχαιών σύλλογος, όπου υπό δραματικές περιστάσεις θεραπεύεται ό Τήλεφος· μέ κανέναν όμως τρόπο δέν μπορεί νά ταυτιστεί τό έργο μέ τούς Συνδείπνους. Βιβλιογραφία παραθέτει ό Α. Szantyr (291), άλλά δέν είναι πειστική ή ύπόθεσή του γιά μιάν Ανγη πού δέν μαρτυρεϊται. 'Εντελώς άμφίβολος παραμένει ένας σατυρικός Τήλεφος στή θέση τού τέταρτου έργου. ^ Σχετικά μέ τήν άναμφισβήτητη ερμηνεία της επιγραφής άπό τήν Αιξωνή, ότι εδώ πρέπει νά δεχτούμε τήν περίπτωση μιας συkles», Philologue 93 (1938) 287 (όπου και ή παλαιότερη βιβλιογραφία). S. Srebrny, «Studia scaenica», Pol. Ak. Nauk. Arch. Fil. 5 (I960)· Ε. W. Handley xalJ. Rea, «The Telephus of Euripides», BWS Suppl. 5/1957, μέ τή σημαντική άπόδοση του Ρ. Berol. 9908 (Berl. Klass. Texte 5/2, 64) και του P. Ryl. 482 στον Τήλεψο του Εύριπίδη· Pickard-Gambridge, Festivals 55, 81' T. .T. Sienkewicz, «Sophocles Telepheia», ZPG 20 (1976) 109. 1. Σχετικά βλ. Br. Snell, «Zu den Urkunden dramatischer Aufführungen», NAWG 1966/2, 21.
433
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
νεχόμενης τριλογίας του Σοφοκλή, ό Webster^ πρόσθεσε μιά ένδιαφέρουσα ύπόθεση. Προτείνει, γιά τήν Τηλέψεια μιά χρονολόγηση πριν άπό τό 450, υιοθετώντας έτσι τη σκέψη του Oehmichen ότι γύρω στο 449 εγινε μιά μερική άλλαγή στο πρόγραμμα των δραματικών άγώνων: κάθε μέρα παρουσιαζόταν άπό ενα έργο τών ποιητών πού συναγωνίζονταν. "Ετσι, άποκτα ιδιαίτερη σημασία ή γνωστή φράση της Σούδας: όραμα προς δράμα άγωνίζεσθαι (πού σημαίνει περίπου: να συμμετέχει στούς δραματικούς άγώνες μέ αύτοτελή δράματα). 'Αργότερα δμως καθένας άπό τούς τρεις ποιητές είχε στή διάθεσή του γιά ένα άπό τά έργα του τον νικητή υποκριτή της προηγούμενης χρονιάς, και έτσι έγινε δυνατή μιά επιστροφή στήν τριλογική σύνθεση. Αύτό φυσικά δεν μπορεϊ να άποδειχτεϊ, άλλα οί τρεις μεταγενέστερες τριλογίες {Πανδίονίδα του Φιλοκλή, Τρωική τρύ.ογία του Εύριπίδη και οιδιπόδεια του Μελήτου) άνήκουν πραγματικά στήν περίοδο μετά τό 420 π.Χ. Μαζι μέ τούς Ίχνεντες ήρθαν στό φώς και κάποιοι στίχοι άπό τόν Ενρνπυλο {P.Oxy. IX, αρ. 1175· D. L. Page, GLP 1950, 16)· σ' αυτούς προστέθηκαν μερικά άκόμη άποσπάσματα {Ρ. Oxy. XVII, άρ. 2081). 'Ο Siegmann, στή νέα άντιβολή του κειμένου τών Ιχνευτών^ έλεγξε προσεχτικά και αύτά τά άποσπάσματα. 'Αναγνωρίζουμε μιάν άγγελική ρήση σχετικά μέ τό θρήνο του Πριάμου, πού κλαίει τόν σκοτωμένο άπό τόν Νεοπτόλεμο Εύρύπυλο, τό γιό της άδελφής του Άστυόχης, σάν νά είναι δικό του παιδί· άπό έκεΐνον δωροδοκημένη ή Άστυόχη είχε στείλει τό γιό της στή μάχη, Ό Reinhardt (235) όδηγήθηκε άπό τό έντονο πάθος της σκηνής σέ μιά πρώιμη χρονολόγηση του έργου. Ά π ό τή Νιόβη^ του Σοφοκλή συνάγουμε μέ πιθανότητα μιαν άγγελική ρήση πού Ιστορούσε τό φόνο τών γιών της ήρωίδας πάνω στόν Κιθαιρώνα, ενώ ή Ά ρ τ ε μ η σκότωνε μέ τό τόξο της τά κορίτσια στό παλάτι. "Ενα παπυρικό κείμενο (Page, GLP 1950, 1. «The Order of Tragedies at the Great Dionysia», Hermathena 99 (1965) 21· πρβ. WS 79 (1966) 118. 2. Α. Lesky, RE 17 (1916) 653" V. Steffen, «Miscellanea tragica», Tragica II, Wroclaw 1954, 73· Akiko Kiso, «The Niobe of Sophocles: A Glimpse of Sophocles as a Young Dramatist», JCS 18 (1965) 51 (ιαπωνικά μέ άγγλική περίληψη).
434
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
144) είναι, πιθανό να προέρχεται άπο μιά σκηνή οπου μιά θανάσιμα πληγωμένη Νιοβίδα ορμούσε εξω άπό τό παλάτι. Σύμφωνα μέ ενα Σχόλιο στην Ίλίάδα {Ω 602), στον Σοφοκλή ή Νιόβη γύριζε πίσω στή Λυκία" ή πληροφορία 'ίσως αναφέρεται σέ κάποια σχετική άναγγελία στο τέλος του έργου. ^Άν τό άπόσπασμα στον P.Oxy. II, άρ. 213 (Page, GLP 1950, 146) άνήκει στον Σοφοκλή, τούς στίχους θά τους αποδίδαμε μέ μεγάλη πιθανότητα στήν τραγωδία Τάνταλος. Δεκαεφτά άρχές ιαμβικών τριμέτρων στον Milne [Catalogue of the Literary Papyri in the British Museum, Λονδίνο 1927, 79) τΙς άπέδωσε ο C. Ε. Fritsch^ μέ κάποια επιφύλαξη στήν 'Ιφιγένεια του Σοφοκλή. 'Ορισμένα Ι'χνη φαίνεται νά ύπαινίσσονται τήν κατάσταση πού δημιουργήθηκε στήν Αυλίδα, ενώ άντίθετα ή έκφραση ((Λοκρός άρχηγός» παραπέμπει στήν άργοπορημένη αναχώρηση μετά τήν άλωση τής Τροίας. Τά ύπολείμματα περίπου τριάντα τραγικών τριμέτρων άπο τον P.Oxy. XVII, 1927, άρ. 2077 (Page, GLP 1950, 20) ό Pfeiffer,^ ταυτίζοντας μέ εκπληκτική οξυδέρκεια τά πενιχρά λείψανα τών πρώτων τριών στίχων μέ τούς τελευταίους στίχους του άπ. 511 Ν. (555 P.), τά άπέδωσε στούς Σκνρίονς. Στο κέντρο βρισκόταν άσφαλώς ή Δηιδάμεια, ή οποία μόνο ύστερα άπο μάταιη άντί,στάση εστελνε τον Νεοπτόλεμο στήν Τροία. Άφοΰ ή άναχώρηση του Νεοπτολέμου εμφανίζεται σέ άγγειογραφίες μετά τό 450, πρέπει νά εξεταστεί ή πιθανότητα τής χρονολόγησης του έργου αύτή τή χρονική περίοδο. Στον τρωικό μυθικό κύκλο άνήκει καΐ ή Πολυξένη. 'Επισταμένη προσπάθεια γιά άνασύνθεση έκαμε ό W . Μ. Calder,^ ό όποιος ύποθέτει γιά τον πρόλογο ενα διάλογο άνάμεσα στο εΐ'δωλο 1. C. Ε. Fritsch, Neue Fragmente des Aischylos und Sophokles, 'Αμβούργο 1936, 41' ό Ο. Skutsch, «Der ennianische Soldatenchor», RhM 96 (1953) 193, συσχετίζει μέ μεγάλη πειστικότητα αύτον το χορο μέ το συγκεκριμένο ^ργο του Σοφοκλή. 2. Philologus 88 (1933) 1. 'Αποσπάσματα ένος υπομνήματος σ' αύτο τό εργο εντοπίζει ό W. Schubart, «Griechische literarische Papyri», Verh. Sächs. Ak. Phil.-Hist. Kl. 97/5, Βερολίνο 1950, 45, στα ύπολείμματα μιας στενής λουρίδας άπο περγαμηνο κώδικα. Τήν άβεβαιότ-/]τα αύτής τής εικασίας τήν υπογραμμίζει ό L. Alfonsi, «Sui papiri Schubart», Aegyptus 33 (1953) 299. Πρβ. επίσης C. Ε. Fritsch, ό'.π. 54. 3. «A Reconstruction of Sophocles' Polyxena», GRBS 7 (1966) 31.
435
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
του 'Αχιλλέα και τον 'Αγαμέμνονα, τονίζει, όμως σωστά ότι δέν πρέπει νά δεχτούμε πάνω στη σκηνή τον τάφο του 'Αχιλλέα, άφοΰ έκεϊ πραγματοποιήθηκε ή θυσία της Πολυξένης. Γιά τή φιλονικία των άρχηγών, κατά τήν οποία ό 'Αγαμέμνων προσπαθεί νά γλιτώσει τήν ηρωίδα, ό μελετητής έκμεταλλεύεται τις Τρωάδες του Σενέκα (στ. 203-348). Φυσικά, στο σημείο αύτό, δπως και μ.έ τή σύνθεση ένος σεναρίου, έγκαταλείπουμε το σταθερό έ'δαφος. Ό Calder θέλει νά χρονολογήσει το εργο πριν άπο τήν 'Εκάβη του Εύριπίδη. Ό Ε. G. Turner δημοσίευσε {P.Oxy. XXVII, 1962, άρ. 2452) ογδόντα εξι άποσπάσματα άπδ τον Θησέα' άπο αύτά, λίγα έ'χουν ύπολογίσιμη έκταση. Το ενα μας έπιτρέπει νά διαπιστώσουμε οτι μιλούν ή 'Αριάδνη και ή 'Ερίβοια. "Οσο γιά τό έρώτημα άν, μέ βάση το άπ. 4, 3κ. {δύστηνα τέκνα), έχουμε τδ δικαίωμα νά συναγάγουμε τήν παρουσία ένδς χοροΰ άπδ τους νέους πού προορίζονταν για βορά του Μινωταύρου, συμφωνώντας μέ τον Turner, πρέπει νά τδ άφήσουμε άναπάντητο. Ό Ρ. Oxy. 2453 περιέχει εΐ'κοσι τρία σπαράγματα άπδ τδν Πολνιδο, μέ δεύτερο τίτλο Μάντεις. Πολύ θά θέλαμε νά γνωρίζουμε περισσότερα για τή Φαίδρα, κυρίως άν λάβουμε υπόψη μας τήν πιθανότητα^ νά ήταν ενα είδος άπάντηση στδν πρώτο 'Ιππόλυτο του Εύριπίδη και νά γράφτηκε άνάμεσα στις δύο ομώνυμες τραγωδίες του νεότερου ποιητή. "Ολα τά κατάλοιπα τά συγκέντρωσε πρόσφατα ο W . S. Barrett,^ ό όποιος υποθέτει, μέ τήν άπαιτούμενη προσοχή, οτι κάτι άπδ τδν Σοφοκλή μ,πορεΐ νά εχει περάσει στή Φαίδρα του Σενέκα. Τά άποσπάσματα επιτρέπουν νά συναχθεί τδ συμπέρασμα οτι, επειδή ό Θησέας βρισκόταν στδν "Αδη, τδν θεο^ροΰσαν νεκρό, και οτι ή Φαίδρα έβλεπε στδν ερωτά της ένα πάθος σταλμένο άπδ τδν Δία και παρακαλούσε τις γυναίκες ταϋ χορού νά σωπάσουν. Τδ άπ. 617 Ν. (678 Ρ.) προέρχεται άπδ μιά άφήγηση γιά τήν άποπομπή της τροφού άπδ τδν 'Ιππόλυτο. Γ ι ά τούς Σκνθες,
π ο ύ άσφαλώς ε ί χ α ν θέμα τδ φόνο τοΰ " Α -
Ι. Σχετικά βλ. Webster, Euripides 75. 2. Euripides Hippolytus, 'Οξφόρδη 1964, 22" σχετικά μέ το άπ. 30 τοΰ Σενέκα, όρθά τονίζει ό Snell, Scenes 46, δτι γιά τή Φαίδρα του Σοφοκλή δέν είμαστε σέ θέση νά βεβαιώσουμε σχεδόν τίποτε. Γιά τό εργο βλ. καΐ Goossens, Euripide 150· Η. Herter, RhM 114 (1971) 44.
436
ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
ψυρτου κατά την κίχταδίωξη της Μήδειας, ό Wilamowitz {Hellenistische Dichtung II, 197) σταθμίζει το ενδεχόμενο νά είναι τό πρότυπο για το 4ο βιβλίο του Άπολλωνίου του Ροδίου. ^ Ό Τηρενς πραγματευόταν την παιδοκτονία της Πρόκνης, ή όποια εκδικούνταν μέ αύτό τον τρόπο τον άντρα της Τηρέα γιά τό βιασμό της άδελφής της Φιλομήλας. Ό Buchwald, ό όποιος σχολιάζει τά άποσπάσματα, χρονολογεί τό εργο πριν άπό τό 431 π.Χ., επειδή, κατά τη γνώμη του, άπό έκεϊ άντλησε ό Εύριπίδης τό θέμα της παιδοκτονίας γιά τή Μήδειά του. Στήν περίοδο πριν άπό τό 431 κατέληξε και ό Webster {Introduction 4), πλησιάζοντας τό δράμα στις Τραχίνιες. "Αλλοι^ ύποστηρίζουν μιά όψιμη τοποθέτηση, περιλαμβάνοντας κάποτε στήν έπιχειρηματολογία τους και την εικασία δτι οί σχέσεις της 'Αθήνας μέ τό βασιλιά της Θράκης Σιτάλκη, σύμμαχο των 'Αθηναίων στήν άρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, έπηρέασαν τόν Σοφοκλή στή διαμόρφωση του δραματικού μύθου. Καμία άπό τις παραπάνω χρονολογήσεις δέν μπορεί νά διεκδικήσει βεβαιότητα. Γενικά, ή προσφυγή σε σύγχρονα ιστορικά δεδομένα πρέπει νά άποκλειστεϊ, επειδή συχνά εγινε κατάχρησή της στήν ερμηνεία των τραγωδιών. ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΓΑΩΣΣΑ 'Ανάμεσα στά άφθονα βιβλία γιά τόν Σοφοκλή, σχετικά μέ προβλήματα τεχνικής και ύφους, ή ΕΙσαγωγϊ) του Webster είναι ιδιαίτερα γόνιμη. Π ιό κάτω θά άξιολογηθεϊ και ή σημασία του βιβλίου του Reinhardt. Δέν πρέπει νά ξεχνούμε οτι τό Παράρτημα του Bruhn στήν έκδοση τών Schiieidewiii-Nauck (1899) άποτελεϊ άξιόλογη διερεύνηση πολλών γλωσσικών φαινομένων.^ 1. Κάπως υπερβολικά προχωρεί ό F. Stoessl, Apollonios Rhodios, Βέρνη 1941, 120, συγκροτώντας ενα πλήρες σενάριο του έργου. 2. Γύρω στο 429 το χρονολογεί ό I. Cazzaniga, La saga di Itis nella Iradizione lelteraria e mitografica greco-rornana I, Μιλάνο 1950, και ό G. Mihailov, «Sur le Téré de Sophocle», Ann. mus. nat. arch. Plovdiv 2 (1950) 39, και, «La lég^ende de Téré», Ann. Univ. Sofia Fac. de Phil. 50/2 (1956) 88. Σέ μια διεξοδική πραγμάτευση του θέματος ό Goossens, Euripide 295, 18, καταλήγει στήν περίοδο 431-424. πού μάλιστα τήν περιορίζει ακόμη στενότερα στα χρόνια 428-425. lipß. 'Αριστοφάνης, "Ορνιθες, κυρίως στ. ΙΟΟκ. (υπόδειξη W. Kraus). 3. Έκτος άπό τις μελέτες πού μνημονεύονται στον βιβλιογραφικό πίνακα και δσες αναφέρονται στο κεφάλαιο τοΰ Αισχύλου, σημειώνουμε επίσης:
437
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Ά π ο τούς νεωτερισμούς πού άποδόθηκαν στον Σοφοκλή, σημαντικότερος είναι έκεινος πού άναφέρεται, μέ οχι ολότελα σαφή διατύπωση, στο σχετικό λήμμα τής Σούδας: και πρώτος ήρξε τον δράμα προς δράμα άγωνίζεσθαι άλλα μή τετραλογεΐσθαι. Πιο πάνω άναφέραμε την άναβίωση μιας σκέψης του Oehmichen άπό τον Webster, οτι αύτη ή μαρτυρία μπορεϊ νά σχετίζεται μέ μιά τροποποίηση στη σειρά των έργων στά Μεγάλα Διονύσια, δπου Η. C. Jaene, Die Funktion des Pathologischen im Aufbau sophokleischer und euripideischer Tragödie (διατρ.), Κίελο 1929' W. M. Α. van de Wijnperse, De Terminologie van het Jachtwezen bij Sophokles, Amsterdam 1929· S. Rieger, Die Bildsprache des Sophokles (διατρ.) Breslau 1934· T. B. L. Webster, «Sophocles and Ion of Chics», Hermes 71 (1936) 263, καΐ «A Study of Greek Sentence Construction», AJPh 62 (1941) 185' V. de Falco, L'eçoluzione tecnica nelle parodoi e negli stasimi di Sofocle, Νεάπολη 1937· I. Errandonea, «Il coro como elemento intégrante en la tragedia de Sofocle», Emerita 10 (1942) 28, καΐ «La constanzia personal del coro sofocleo en sus siete tragedias», Helmantica 1 (1956) 401, καΐ S of odes : Inçestigaciones sobre la estructura dramâtica de sus siete tragedias y sobre la personalidad de sus coros, Μαδρίτη 1958· F. R. Earp, The Style of Sophocles, Cambridge 1944' P. T. Stevens, «Colloquial Expressions in Aeschylus and Sophocles», CQ 39 (1945) 95· J. C. F. Nuchelmans, «Enige opmerkingen over de taal van de Attische tragedie», De Antieke Tragédie, Leiden 1947, 122, καΐ Die Nomina des sophokleischen Wortschätzen, Ουτρέχτη 1949· R. F. Gohen, The Imagery of Sophocles' Antigone: a Study of Poetic Language and Structure, Princeton 1951· G. M. Kirkwood, «The Dramatic Role of the Chorus in Sophocles», Phoenix 8 (1954) 1· H. Diller, «Menschendarstellung und Handlungsführung bei Sophokles», A^A 6 (1957) lbl = Wege der Forschung 95, 190" R. B. Moulin, «L'élément homérique chez les personnages de Sophocle», 40 (1966) 251· H. Musurillo, The Light and the Darkness: Studies in the Dramatic Poetry of Sophocles, Leiden 1967· A. A. Long, Language and Thought in Sophocles: a Study of Abstract Nouns and Poetic Technique, AovSivo 1968. 01 έργασίες του G. Müller γιά τούς χορούς τοΰ Σοφοκλή άναφέρθηκαν στο κεφάλαιο το σχετικό μέ την Αντιγόνη' U. Parlavantza-Friedrich, Täuschungsszenen in den Tragödien des Sophokles, Βερολίνο 1969.—Σχετικά μέ τή μετρική: Α. Μ. Dale, «Lyrical Clausulae in Sophocles», Greek Poetry and Life: Essays Presented to G. Murray, 'Οξφόρδη 1936, 181· Η. M. Macomber, «De licentiis metricis quae in canticis Sophoclis reperiuntur», HSPh 48 (1937) 203· D. Korzeniewski, «Interpretationen zu sophokleischen Chorliedern», RhM 104 (1961) 193, και «Zum Verhältnis vom Wort und Metrum im sophokleischen Chorliedern», RhM 105 (1962) 142· H. A. Pohlsander, Metrical Studies in the Lyrics of Sophocles, Leiden 1964· Kl. Thomamüller, Die aiolischen und daktyloepitritischen Mas-
438
Δ Ρ Α Μ Α Τ Ι Κ Η ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ Γ Λ Ω Σ Σ Α
τώρα καθένας άπό τους τρεϊς ποιητές επαφνε μέρος στον άγώνα μέ ενα εργο κάθε μέρα. Μέ τήν εγκατάλειψη της συνεχόμενης τριλογίας συνδέονται βασικές δομικές άλλαγές/ και πάνω άπ' δλα μιά αύστηρότερη συνοχή στη δραματική σύνθεση. Αύτή ή εξέλιξη, πού άπομακρύνεται άπό τήν επιβλητική δομή της τριλογίας του Αισχύλου, βρίσκεται σέ συνάρτηση μέ τό γεγονός δτι όλο και περισσότερο προβάλλεται σέ πρώτο έπίπεδο δ μεμονωμένος τραγικός ήρωας. Θά μπορούσαμε νά δεχτούμε τήν πληροφορία {Βίος 4· Σούδα) δτι ό Σοφοκλής αύξησε τόν άριθμό τών χορευτών άπό δώδεκα σέ δεκαπέντε' μέ τό θέμα αύτό μπορεί νά σχετίζεται και ή μελέτη του γιά τό χορό. Παρόμοια μπορεί νά ειχε εισαγάγει και τόν τρίτο ύποκριτή (Άριστ. Ποιητ. 4,1449a 19" Δικαίαρχος, άπ. 76 W ' Διογ. Λαέρτ. 3, 56' Βίος 4· Σοΰδα).^ Ό Αισχύλος τόν άκολούθησε στό σημείο αύτό. Θά μπορούσαμε άκόμη και. στά σωζόμενα έ'ργα του Σοφοκλή νά παρακολουθήσουμε πόσο άργά εδραιώθηκε ή ελεύθερη χρήση του τρίτου ύποκριτή σέ διάλογο τριαδικό. Διδακτική είναι ή σύγκριση τών τελευταίων σκηνών του ΑΧαντα^ μέ τούς εναλλασσόμενους δυαδικούς διαλόγους, και τής σκηνής του Οιδίποδα Τ. δπου ή Ίοκάστη παρεμβαίνει στή διαμάχη Οιδίποδα και Κρέοντα.® Σύμφωνα μέ μαρτυρία του 'Αριστοτέλη {Ποιητ. 4,1449a 19), δ Σοφοκλής εισήγαγε και τή σκηνογραφία. Αύτό δέν μπορεί κάνεις νά τό ξεχωρίσει άπό τήν πληροφορία του Βιτρουβίου (7, 11) δτι εύρετής τής σκηνογραφίας ήταν ό Άγάθαρχος ό Σάμιος, ό όποιος μάλιστα άφησε και μια σχετική μελέτη, ή οποία ώθησε se in den Dramen des Sophokles, 'Αμβούργο 1965· P. Ε. Easterling, «Repetitions zu Sophokles», Hermes 101 (1973) 14· W. Kraus, βλ. γενικό βιβλιογραφικό πίνακα" Η. van Looy, «Figura etymologica et Etymologie dans l'œuvre de Sophocle», Museum Philologicum Londinense 1, 109" D. A. Hester, «Very Much the Safest Plan or Last Words in Sophocles», Antichthon 1 (1973) 8. 1. Σχετικά βλ. T. Krischer, Bas Problem der trilogischen Komposition und die dramaturgische Entwicklung der attischen Tragödie (διατρ.), Φραγκφούρτη 1960. 2. Γιά τά χωρία αυτά βλ. πιό πάνω σ. 95, σημ. 2, και Pickard-Cambridge, Festivals 139. Σχετικά μέ τή διατύπωση τοϋ κειμένου στό χωρίο τοϋ 'Αριστοτέλη βλ. R. Kassel, RhM 105 (1962) 117. 3. 'Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις γιά τόν τριαδικό διάλογο στό άρθρο τής J. Heinz, «Zur Datierung der Trachinierinnen», Hermes 72 (1937) 273.
439
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
τον 'Αναξαγόρα ( 59 Α 39) καΐ τον Δημόκριτο {VS68B 15b) στή μελέτη των νόμων της προοπτικής. Ό Βιτρούβιος δμως μας πληροφορεί οτι ό Άγάθαρχος διακρίθηκε μέ τήν καινοτομία του Aeschylo docente (σε παράσταση του Αισχύλου), κάτι πού δεν συμβιβάζεται ούτε μέ τον 'Αριστοτέλη ούτε μέ άλλες ειδήσεις σχετικά μέ τη ζωή του ζωγράφου. Τήν πιθανότερη λύση του προβλήματος τήν έδωσε ό Α. R u m p f / εικάζοντας ότι ή παρατήρηση του Βιτρουβίου άναφέρεται σε έπανάληψη μιας τραγωδίας του Αισχύλου και οτι 6 Άγάθαρχος δέν πρέπει νά τοποθετηθεί πολύ νωρίς στο δεύτερο μισο του 5ου αιώνα π.Χ. Ή σημαντικότερη πρόοδος στήν άντίληψή μας για το έργο του Σοφοκλή εγινε μέ τον πολύ δραστικότερο διαχωρισμό των παλαιότερων άπό τον ΟΙδίηοδα Τ. έ'ργων άπό εκείνα πού άκολουθουν αυτό το κορυφαίο δράμα τής ωριμότητας τοϋ ποιητή. Τις άποφασιστικές διαπιστώσεις τΙς χρωστούμε κυρίως στον Reinhardt άλλά και στον Webster. Στα τρία παλαιότερα έργα, στο καθένα βέβαια μέ ιδιαίτερο τρόπο, προβάλλει καθαρά ή μορφή τής σύνθεσης πού ό Webster ονόμασε «δίπτυχο». Αύτό δέν σημαίνει έλλειψη συνοχής· άπεναντίας, στις έπιμέρους άναλύσεις δείξαμε πώς ένώνονταί τά μέρη σε ένα σύνολο. Στον ΟΙδίηοδα Τ. δμο^ς έ'χει έπιτευχθεϊ μιά ένότητα δομής, πού καθίστα περιττή κάθε έρευνα γιά τή διαπίστωσή της. Ό τρόπος μέ τον όποιο συσπειρώνονται άρρηκτα σέ αύτό τό έργο, δπως και στήν Ήλεκτρα^ δλα τά δραματικά γεγονότα γύρω στο μοναδικό κεντρικό πρόσωπο δείχνει, μέ τήν άπόλυτη ένότητα περιεχομένου και μορφής, τό κορύφωμα τής κλασικής τέχνης.2 Μέ διαφορετικό άλλά εξίσου άριστοτεχνικό τρόπο ή ένότητα τής δραματικής δομής έξασφαλίζεται και στήν περίπλοκη πορεία τής δράσης του Φιλοκτήτη. Σαφέστερα πιστοποιούμε και πάλι στον Οιδίποδα Κ. τά μέρη πού συναπαρτίζουν ένα σύνολο. 1. JHS 67 (1947) 13. Πρβ. Webster, Greek Theaire Production, 13· Gr. Bühnenaltertümer 23· Arnott, Greek Scenic Conventions 93" ή IT. Kenner, 155, συνδυάζει τΙς διάφορες μαρτυρίες (δπως ό Bulle) και παραθέτει παλαιότερη βιβλιογραφία. 2. Γιά τον Σοφοκλή ώς εκπρόσωπο τοϋ κλασικού στήν καθαρότερη εκφρασή του: Κ. Reinhardt, «Die klassische Philologie und das Klassische», Geistige Überlieferung 2 (19'i2) 54. Γιά μιά άξιολογική εκτίμηση καθιερωμένη ήδη στόν 'ιο αιώνα π.Χ. βλ. Ξενοφών, \'\πο/(νη/ιον^ν/ΐ(ΐτα 1, 4. 3.
440
ΛΡΑΜΑΤΙΚ.ΙΙ ΛίΟΡΦΗ KAI
ΓΑΩΣΣΑ
Στην άνάπτυξη της σύνθεσης στο σύνολο της άντιστοιχεΐ μιά άνάλογη πορεία καΐ στή διαμόρφωση των επιμέρους σκηνών. Μέ μιά έπιτυχημένη διατύπωση ό Reinhardt ξεχωρίζει μιά δραματική τεχνική παλαιότερη, άντιθετική, άπό μια νεότερη, εξελικτική, πού έμφανίζεται ήδη στήν 'Λντιγόν7]^ ενώ γιά τήν παλαιότερη μέθοδο τό πειστικότερο δείγμα μας το προσφέρει ό Αϊας. Έ ν ώ στήν παλαιότερη περίοδο έχουμε μιάν άκαμπτη άντιπαράθεση στεγανά κλειστών συνόλων, στά μεταγενέστερα εργα διαπιστώνονται δλο και πιο εντονες διαπροσωπικές σχέσεις· ένώ στον Αϊαντα ή οδύνη και ή άπόγνωση έκφράζονται μέ μιά «στατική μορφή πάθους», παρόμοιες έκφράσεις άργότερα δονούνται δλο και περισσότερο άπό μια έσωτερική κίνηση· ένώ στά παλαιότερα δράματα είναι άγνωστη ή μεταβολή μέσα σε ένα μέρος του έργου, άργότερα άναπτύσσεται ένα δλο και πιο πλούσιο πλέγμα βαθμιαίων μεταβάσεων και δραματικών τροπών. Δεν πρέπει βέβαια νά παραγνωρίζουμε δτι άρκετά δραματικά στοιχεία στον Αϊαντα καθορίζονται άπο τά ειδικά χαρακτηριστικά του κεντρικού ήρωα, ένώ έξάλλου ή θέση τών Τραχινίον σ' αύτή τήν έξελικτική πορεία είναι προβληματικότερη άπο δ,τι άφήνει νά φανεί τό βιβλίο του Reinhardt" γενικά δμως είναι διαπιστωμένη ή εικόνα μιας έξέλιξης, πού βρίσκει τό κορύφωμά της στήν πλούσια σέ συγκίνηση και άνθρωπιά σύνθεση του Φιλοκτήτη. Ό 'ίδιος 6 ποιητής, σύμφωνα μέ δική του μαρτυρία (Πλούτ. Πώς αν τις αισθητό εαυτόν προκόπτοντος επ άρετη 7, 79b), πού τή συζητήσαμε και στο βιογραφικό μέρος του κεφαλαίου αύτοϋ, ξεχώριζε στή δημιουργική του πορεία τρία στάδια, πού τον οδήγησαν άπό τήν έξάρτησή του άπό τον Αισχύλο πρώτα στο ττικρόν και κατάτεχνον (δύσκαμπτο και έπιτηδευμένο), και τέλος στήν άρτιότητα της έκφρασης του ηθονς, σ' έκείνη δηλαδή τή δεξιότητα πού έγκο^μιάζεται ιδιαίτερα στον Βίο (21).^ Μολονότι δεν έχουμε στή διάθεσή μας χανενοί πρώιμο έργο του, οί έφτά σωζόμενες τραγωδίες του καλύπτουν τόσο εύρύ χρονικό φάσμα, ώστε είναι θεμιτή ή έρώτηση αν είναι δυνατό σήμερα νά συλλάβουμε κάτι άπό αύτή τήν τρίβαθμη εξέλιξη του ποιητή. Πραγματικά, γλώσσα και υφος τών άρχαιότερων έργων, κυρίως του Αϊαντα^ 1. 'Άν εδώ θεωρούμε τήν παρουσίαση του ήθους και τοϋ πάθους τό σημαντικότερο στοιχείο στήν ποίηση, υποδηλώνουμε μιά διάθεση πολεμικής απέναντι στήν προτεραιότητα τοϋ μύθου, πού υποστηρίζει ό 'Αριστοτέλης.
441
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
περιέχουν χαρακτηριστικά δηλωτικά μιας περιόδου πού αντιστοιχεί στο δεύτερο στάδιο και προοιωνίζεται τήν ωριμότητα της δημιουργίας στά μεταγενέστερα έργα του. 'Αναμφισβήτητη είναι μιά άλλαγή στο λεξιλόγιο.^Στά άρχαιότερα έ'ργα υπάρχουν χαρακτηριστικές εκφράσεις του Αισχύλου, χωρίς ωστόσο νά έπικρατεΐ αισχυλικός τόνος. Επίσης, τα δάνεια άπό τη γλώσσα του Όμηρου^ και των λυρικών είναι περισσότερα άπό δ,τι στά μεταγενέστερα έ'ργα. Γενικά σ' αύτο το στάδιο μιά τάση γιά χρωματισμό και ύπερφόρτιση της γλώσσας προδίδει άκόμη Ι'χνη άρχαϊκά: λόγου χάρη, οι αποκλίσεις άπο τήν τυπική μορφή στο σχηματισμό λέξεων, τά επιρρήματα πού δεν παράγονται άπο έπίθετα (εγερτί κ.τ.δ.), και πάνω άπ' δλα ή τάση γιά χρησιμοποίηση σύνθετων και στερητικών επιθέτων. Ό Αϊας επίσης, με τή φραστική του πληθο^ρικότητα εδώ κι εκεί, μαρτυρεί δτι 6 Σοφοκλής δέν ειχε οδηγήσει άκόμη τή γλωσσική του έ'κφραση στην τελειότητά της: λ.χ. σέ πολύ μικρό διάστημα (στ. 1131, 1156, 1288, 1384) εμφανίζεται στο τέλος του στίχου ενα έλάχιστα περιεκτικό παρών, μιά επανάληψη πού μάταια θά άναζητούσαμε στά μεταγενέστερα έ'ργα. "Ενα εντυπωσιακό παράδειγμα πληθωρικού έκφραστικοΰ τρόπου άπό τήν πρώιμη περίοδο του ποιητή ύπάρχει στο άπ. 554 Ν. (611 Ρ.) άπό τον Τριπτόλεμο, ένα δράμα της τριλογίας μέ τήν όποία άρχισε τή σταδιοδρομία του ό ποιητής τό 468. Ό Δημήτριος {ΠερΙ ερμηνείας 114) ψέγει τον δγκον σε άκατάλληλη περίσταση.® Φυσικά, παρόμοια φαινόμενα δέν λείπουν και στά έργα της ωριμότητας και της γεροντικής ήλικίας· είναι δμως αισθητή ή μείωσή τους. Αύτό πού ονομάζει ό Reinhardt (27), μέ άφορμή τον στ. 17 του Αΐαντα, «ήχο και πλούτο εικόνων άπό τόν ιπποτικό κόσμο» δέν επανέρχεται. Στον 'ίδιο στίχο παρατ-/]ρούμε άκόμη τή χαρακτηριστική στον Αισχύλο συμπλήρωσ*/) του τριμέτρου μέ κάποιες έπιβλητικές λέξεις· έντοπίζουμε και έδώ έναν τρόπο διογ1. 'Τλικό συγκεντρώνει ό Schmid 2, 486, στη σχετική σημείωση, καΐ ό Webster, 145. Διεξοδικά παρακολουθεί ό Earp, ό'.π., τήν έξέλιξη τοί3 ύφους τοϋ ποιητή άπο ενα άρχικο στάδιο πλησιέστερο προς τόν Αισχύλο σέ ενα μεταγενέστερο προσωπικό. 2. Γιά τή σχέση του μέ τόν "Ομηρο βλ. Η. W. Miller, «Ό. Φιλόμηρος Σοφοκλής and Eustathius», CPh 41 (1946) 99. ^ 3. ΚαΙ στόν Διονύσιο Άλικαρνασσέα, ΠερΙ μιμήσεως 2, 11, διαβάζουμε γιά τις επικρίσεις πού προκάλεσε ό διάκενοζ κόμπος.
442
Δ Ρ Α Μ Α Τ Ι Κ Η ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ Γ Λ Ω Σ Σ Α
χωμένου λόγου, πού άργότερα γίνεται, σπανιότερος. Ή γλώσσα του Σοφοκλή, στήν έξέλιξή της, όσο τουλάχιστον μπορούμε νά την παρακολουθήσουμε, τείνει προς έ'ναν ταχύτερο ρυθμό και μιάν απλούστερη μορφή. Αύτό σημαίνει μεγαλύτερη δεξιότητα στήν έκφραση τοΰ ήθους, δχι όμως και ιδιαίτερη προσέγγιση στήν καθημερινή γλώσσα.^ "Ισως στο λεξιλόγιο νά διαπιστώνεται κάποια ομοιότητα μέ τον Εύριπίδη, όπως σημειώνει 6 Webster {Introduction 147)· 'ίσως ή έντονότερη χρήσ*/] των άφηρημένων ούσιαστικών σέ -ις (λ.χ. στον Οιδίποδα Τ.) νά θυμίζει τήν προτίμηση γι' αύτούς τούς σχηματισμούς στον πεζο >όγο'^ πάντως, θά ήταν άδιανόητο γιά τον Σοφοκλή ενα διαζευκτικό ερώτημα δπως εκείνο πού θέτει ό πάπυρος Didot: Εύριπίδης ή Μένανδρος; Μέ κανέναν τρόπο δεν θά κρίναμε σωστά αύτό τό άριστοκρατικά ήρεμο ύφος τής ωριμότητας τοΰ ποιητή, αν τό χαρακτηρίζαμε «λιτό» ή «φυσικό»· πολύ καλύτερα θά τό κατανοούσαμε ως έ'κφραση τοΰ κλασικού στον άττικό 5ο αιώνα. Θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά «ύφος Παρθενώνα». "Ενας εύστοχος χαρακτηρισμός ύπάρχει στο χωρίο τοΰ Κοϊντιλιανοΰ {Institutio oratoria 10, 1, 68), δπου γίνεται λόγος γιά άνθρώπους πού προτιμούν τον Σοφοκλή άπό τόν Εύριπίδη: quitus gravitas et cothurnus et sonus Sophocli videtur esse sublimior (πού νομίζουν δτι ή σεμνότητα, ό κόθορνος και ό ήχος του Σοφοκλή έχουν μεγαλύτερη έξαρση). "Ενα άπό τά μυστικά στή μορφή αύτής τής γλώσσας τό έξηγεϊ ό Reinhardt στήν Εισαγωγή του στή μετάφραση τής Αντιγόνης^ μιλώντας γιά μιά τάση γιά διμελεΐς σχηματισμούς, πού οργανώνονται λογικά γύρω άπό ενα «τόσο-οσο», «οχι-άλλά», «ούτε-ούτε». Παράλληλα μέ αύτή τή διπολικότητα τοΰ λόγου, σημαντικό ρόλο παίζει καΐ ή τριπλή άρθρωση. Ό Webster {Hermes 71, 1936, 271) εδωσε μερικά παραδείγματα, ενώ γιά άλλα παρέπεμψε στόν Η. St. J. Thakeray.^ Μεγάλο μέρος άπό τή δραματική άποτελεσματικότητα τοΰ διαλογικού στίχου τοΰ Σοφοκλή βασίζεται στο γεγονός δτι φρά1. Παρατηρήσεις γιά κάποιες λαϊκότροπες εκφράσεις διάσπαρτες σε διάφορα σημεία τοΰ κειμένου στο άρθρο τοΰ L. Radermacher, «Keine», SAWW 1947, 9, 1. 2. Γιά τήν αύξανόμενη χρήση των άφηρημένων βλ. ιδιαίτερα Long, ο.π. 3. «Sophocles and the Perfect Number», PBA 16, 1930.
443
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
ση και στίχος βρίσκονταί. σε μιά. σχέση πού, παρ' ολη την αρμονία της, δεν υπολείπεται, καθόλου σε ένταση. Έ δ ώ έκφράζεται μιά ßασ^κή άρχή της άττικής κλασικής τέχνης: ή ελευθερία μέσα στη μορφική αύστηρότητα. Είναι ενδεικτικό οτι στο θέμα του διασκελισμού ό Σοφοκλής εχει μεγαλύτερη εύελιξία άπο τον Εύριπίδη, ό όποιος έπιστρέφει ώς προς αυτό σέ περιορισμούς μιας παλαιότερης έποχής, άκριβώς δπως διαρθρώνει αύστηρότερα και τις στιχομυθίες του. Πολλή άπό τήν εύλυγισία του ό σοφόκλειος διάλογος τή χρωστά στή στενή συνάφεια των τριμέτρων του.^ Έ δ ώ άνήκει και τό λεγόμενο σχήμα Σοφόκλειον, κατά τό όποιο συντακτικά προκλιτικές λέξεις εμφανίζονται στο τέλος του στίχου και έτσι δημιουργούν τή στενότερη κατά τό δυνατόν σύνδεση μέ τον επόμενο στίχο. Τό υφος αύτοϋ του τραγικού τής άκμής της κλασικής Ελλάδας (αύτός ό χαρακτηρισμός ταιριάζει στόν Σοφοκλή πολύ περισσότερο άπό δ,τι στόν Εύριπίδη) στέκει άνάμεσα στή μεγαλειώδη όρμή του Αισχύλου και στο εναλλασσόμενο μέ ήρεμους στοχασμούς όξύ πάθος του νεότερου τραγικού. Τό ύφος αύτό μπορεί νά εκφράσει άκόμη και τή φοβερότερη κατάσταση σέ μια μορφή άπόλυτα συμμορφωμένη μέ δεσμεύσεις πού έπιβάλλει ή εύγένειά της. Μιά τέτοια όμως τιθάσευση πρωτογενών δυνάμεων δεν μπορεί νά παρερμηνευτεί ώς ψυχρότητα. Στή φύση αύτοϋ του ύφους οφείλεται ή άρνηση νά επαναλάβει τή βίαιη δύναμη τής αίσχύλειας μεταφορικής γλώσσας. Τό σκυθρωπό μεγαλείο όρισμένων θαλασσινών παρομοιώσεοον {'Αντιγόνη 586' Τραχίνιαι 112' ΟΙδίπονς Κ. 1239) άνήκει σέ άλλη κατηγορία. Και έδώ όμως έπιδιώκεται περισσότερο ή άποτελεσματικότητα τής άτμόσφαιρας παρά ή άπόλυτη άκρίβεια τής λεπτομέρειας.^ Στήν έξέλιξη τής γλωσσικής έκφρασης, πού περιγράψαμε πιό πάνω, άντιστοιχεΐ ή διαπίστωση ότι τα έργα τής γεροντικής ήλικίας περιέχουν σημαντικά λιγότερες εικόνες άπό τά έργα προγενέστερων περιόδων. Ή γλώσσα και ή σύνθεση τών χορικών χρειάζονται άκόμη κάποια έρευνα. Ό Σοφοκλής δεν πήρε μέρος στήν έξέλιξη πού έχει άφετηρία τόν νεοαττικό διθύραμβο. Και τά χορικά του ένσωμα1. Πρβ. σχόλιο τοϋ Radermacher στον Αϊαντα (986). Έκεϊ καΐ γιά τή ρητορική έπανάληψη (στόν στ. 1215), καθώς καΐ γιά τόν άντιθετικό τρόπο έκφρασης (στόν στ. 1284). 2. Πρβ. Α. Lesky, Thalatta, Βιέννη 1947, 227.
444
Η Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Α TOT ΣΟΦΟΚΛΗ ΤΑ Ν Ε Ο Τ Ε Ρ Α
ΧΡΟΝΙΑ
τώνονται οργανικά στή σύνθεση του συνόλου. Γιά μονωδίες υποκριτών άφησε περιορισμένο περιθώριο. "Ισως δεν είναι σπάνιοι οί κομμοί, ανάμεσα σέ χορό και υποκριτή' άλλά μόνο στην άρχή της 'Ηλέκτρας βρίσκουμε κάτι πού μπορεί νά συγκριθεί μέ τις μονωδίες του Εύριπίδη. Η Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Α ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΤΑ Ν Ε Ο Τ Ε Ρ Α ΧΡΟΝΙΑ Ή υπερτίμηση του Σοφοκλή σέ σύγκριση μέ τους άλλους δύο ποιητές της τραγικής τριάδας, δπως την υποστήριξε ο Βολταϊρος, επικράτησε και στον γερμανικό νεοουμανισμό. 'Από τότε άσκησε γιά μεγάλο διάστημα τήν έπίδρασή τ η ς / ώσπου ό ίστορισμός τήν κλόνισε δπως και άλλες παλιές άξίες. Τό τέλος του 19ου αιώνα στράφηκε μέ άνανεωμένη διάθεση προς τον άρχαϊκό Αισχύλο και έ'δειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιά τον Εύριπίδη, πού έμοιαζε νά είναι πολύ κοντά σέ σύγχρονους προβληματισμούς. Μόνο ή άναταραχή του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού μέ τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο θεμελίωσε μιά καινούρια σχέση μέ τον Σοφοκλή. Σ ' αύτό συντέλεσε και ή ισχυρή ώθηση πού δόθηκε στούς ειδικούς άπό τό βιβλίο του Tycho von Wilamowitz για τή δραματική τεχνική του Σοφοκλή (1917). Αύτό τό βιβλίο πρέπει νά τό θεωρήσουμε αντίδραση σέ μια άντιμετώπιση του ποιητή ή οποία έπιδίωκε έ'ναν έκσυγχρονισμό των ήρώων του, ύποβάλλοντάς τους σέ ψυχολογικές έρμηνεϊες. Αύτή ή μέθοδος, μέ βάση ελάχιστα και διάσπαρτα σέ ολο τό δράμα στοιχεία, πολύ συχνά μάλιστα ολότελα ύποθετικά, άρεσκόταν νά συγκροτεί ενα είδος μοοσαϊκου πάρα πολύ ομοίου μέ εκείνο πού φανταζόμαστε γιά τούς χαρακτήρες ένός σύγχρονου έργου. Μια τέτοια ψυχολογική ερμηνεία εκπροσωπείται λ.χ. στή μεγάλη σχολιασμένη έκδοση της "Ηλέκτρας του G. Kaibel (1896), άλλά και στά σχόλια του Bruhir άκόμη και ό ϊδιος ό U. ν. Wilamowitz εδωσε παρόμοια δείγματα. 1. Σχετικά μέ τις ερμηνευτικές τάσεις πού έπικρατοΰν στην ερευνά του έργου τοϋ Σοφοκλή κατά τις άρχές του 19ου αιώνα, άξιόλογη είναι ή έργασία τοϋ Η. Schräder, Hölderlins Deutung des Oedipus und der Antigone, Βόννη 1933, ό όποιος διακρίνει τήν αισθητική ερμηνεία της κλασικής περιόδου και τή διαφορετικά διαμορφωμένη τής ρομαντικής, τήν ηθική ερμηνεία τοϋ Hegel και τή θρησκευτική τοϋ Hölderlin.
445
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
'Απέναντι σ' αύτές τις έξεζητημένες έρμηνεΐες, ό Tycho τοποθέτησε τον τραγικό στο σο^στό του πλαίσιο και προσπάθησε νά δείξει πόσο πολλαπλοί χειρισμοί άπαιτουνταν για νά συντεθεί μιά τραγωδία του Σοφοκλή. Σήμερα το βιβλίο αύτό είναι πιά ξεπερασμένο, και μέ τήν άποκλειστικά φορμαλιστική μέθοδο του άποτελεΐ μόνο ενα είδος πρόκληση και έρεθισμό. Ό Tycho ν. Wilamowitz υπερακόντισε κατά πολύ το στόχο του, οταν ισχυρίστηκε οτι ό Σοφοκλής άγνοοϋσε γενικά κάθε διαγραφή χαρακτήρα μέ κάποια συνοχή, επειδή καθόριζε τή συμπεριφορά των προσώπων του μέ βάση το μεγαλύτερο δραματικό άποτέλεσμα κάθε επιμέρους σκηνής. Στά προβλήματα πού πραγματεύεται ό Τ. ν. Wilamowitz υπάρχουν τόσες οξείες αντιθέσεις δσο, ας ποϋμε, άνάμεσα στον .Jones {Aristotle)^ ο όποιος άπορρίπτει και γιά τον Αισχύλο και γιά τον Σοφοκλή κάθε περσοναλιστική ερμηνεία, και στον Κηοχ [Heroic Temper 38), ό όποιος άποδίδει στούς ήρωες του Σοφοκλή αεντονα διαφοροποιημένη άτομικότητα». 'Αλλά και ό Κ. ν. Fritz στο βιβλίο του μιλεί γιά ολότελα άτομικούς χαρακτήρες (448), άποψη πού μπορούμε νά τή θεωρούμε ορθή, χωρίς φυσικά νά τήν άντιλαμβανόμαστε μέ τό νόημα τής σύγχρονης ψυχολογίας. Δύο έ'ννοιες διευκολύνουν σημαντικά νά κατανοήσουμε αύτό τό θέμα. Ή μία είναι τό ήθος (περίπου: «συμπεριφορά κατά τή φύση»). Ό 'Αριστοτέλης τοποθέτησε άδικαιολόγητα, προκαλώντας μάλιστα επικρίσεις ήδη κατά τήν άρχαιότητα, αύτό τό στοιχείο μετά τον μϋθον (περίπου: «πλοκή») στήν Ποιητική του (1450a 38=Βίος 21).^ Ή σχετική έκφραση εμφανίζεται έκεϊ οπού ό Αϊας χαρακτηρίζει βασικό χαρακτηριστικό τής φύσης του (595) τήν απόλυτη άρνησή του νά καμφθεί. Ή δεύτερη βασική έννοια γιά τή διαμόρφωση των ήρώων του Σοφοκλή είναι ή φύσις («έμφυτος χαρακτήρας»), αύτό τό έμφυτο και άφθαρτο στοιχείο του ξεχωριστού άνθρώπου.^ Είναι ξένη στον Σοφοκλή ή ύποκα1. 'Ορθά ό Schwinge, Stichomythie 24, άπορρίπτει τήν προτεραιότητα της δράσης σέ σχέση μέ τούς χαρακτήρες (ό δρος χωρίς ειδική φόρτιση). Παλαιότερες γνώμες πού επικρίνουν τή μονομέρεια του Tycho: Ε. Wolff, ((Sophokles», Ν JA 1 (1931) 393· Κ. von Fritz, NJA 8 (1932) 339" Α. Lesky, NJA 8 (1932) 400. 'Αξιοσημείωτες παρατηρήσεις γιά τήν ερμηνεία τοϋ Σοφοκλή εχει καΐ ό L. Bieler, Antigones Schuld, Βιέννη 1937, 4. 2. Ό Η. Diller,' ((Über das Selbstbewusstsein der sophokleischen Personen», WS 69 (1956) Ί(ί=ΚΙ. Sehr. 272, άντιδιαστέλλει τήν φύσιν,
446
Η Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Α T O T ΣΟΦΟΚΛΗ ΤΑ Ν Ε Ο Τ Ε Ρ Α
ΧΡΟΝΙΑ
τάσταση αύτης της έννοιας άπο εκείνη την αισιοδοξία της άγωγής πού θεμελίωσαν οί σοφιστές, και φαίνεται νά τήν υιοθετεί κάποτε και ό Εύριπίδης. Οί εικόνες των μεγάλων ηρώων πού επλασε 6 Σοφοκλής προσδιορίζονται μέ τά λόγια του W. H u m b o l d t {Akademieausgahe 3, 150) : «Καθετί υπερβολικά άτομικο άπορρίπτεται και μέ επιμέλεια άποφεύγεται. Πρέπει νά παρουσιαστεί οχι τό επιμέρους και ειδικό, άλλα ο άνθρωπος μέ τά ξεχωριστά μά άπλά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του». Σ ' αύτά τά λόγια βρίσκεται, κατά τή γνώμη μ,ου, ο σωστός τόνος: μακριά άπο τό άπόλυτα τυπικό καθώς και άπό τή ρεαλιστική άτομιστική διαφοροποίηση μέ τή σύγχρονη έννοια, οί μορφές του Σοφοκλή, μέ τά άδρά ιδωμένα και άδρά διαμορφωμένα χαρακτηριστικά, στέκουν μπροστά μας ώς αποτυπώσεις του αιώνιου άνθρώπου. Ή ερμηνεία του Σοφοκλή τις τελευταίες δεκαετίες (γιά τήν άναζωπύρωσή της προσφέρει μια εντυπωσιακή μαρτυρία ή σωρεία νέων βιβλίων και έργασιών)^ δέν παραβλέπει τον ποιητή πού κρύβεται κάτω άπό τον δραματικό τεχνίτη. Επομένως, δέν διστάζει νά διατυπώνει έρο^τήματα γιά τό ιδεολογικό περιεχόπού ό φορέας της τήν αισθάνεται σάν δεσμευτικό κτήμα του, άπο τούς τρόπους, μέ τούς οποίους αντιμετωπίζουν οΐ ήρωες του Αισχύλου τις διάφορες τραγικές καταστάσεις. 1. Πλάι στις μελέτες πού μνημονεύονται στον βιβλιογραφικό πίνακα καθώς καί στή βιβλιογραφία των επιμέρους έργων, νά προστεθούν και οί άκόλουθες: R. Camerer, Zorn und Groll in der sophokleischen Tragödie (διατρ.), Freiburg 1936- M. Untersteiner, «La religiosità di Sofocle», Religio 12 (1936) 1· A. von Blumenthal, «Die Erscheinung der Götter bei Sophokles», Welt als Geschichte 3 (1937) 137· P. Donnini, II dramma di Sofocle, Νεάπολη 1937' S. Fiorini, Elemenli di umanità net teatro di Sofocle, Ρώμη 1938' J. A. Moore, Sophocles and Arete (Harvard Univ. Press), Cambridge 1938· E. Busch, «Die Religion des Sophokles», ZMK 54 (1939) 210" P. Tournand, «Essai sur Sophocle» (πρβ. EClds 12, 1943, 57)· J. G. Opstellen, «De tragische held bij Sophokles en zijn dichter», De Antieke Tragedie, Leiden 1947, 56, καΐ «Humanistisch en religieus standpunt in de moderne beschouwing van Sophokles», MNAL, N.R. 17/1, Amsterdam 1954· W. Schadewaldt, Sophokles und das Leid, Potsdam Hellas und Hesperien 231. Ή μελέτη αύτή, μαζί μέ τήν εργασία τοΰ Η. Diller (πού μνημονεύεται πιο κάτω) και τοΰ Α. Lesky, έ'χει συμπεριληφθεί στο βιβλίο Gottheit und Mensch in der Tragödie des Sophokles, Darmstadt 1963 = H. Diller, Göttliches und menschliches Wissen hei Sophokles, Κίελο 1950· Α. Lesky, «Sophokles und das Humane», Alm. Oest. Ak. 101
447
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
μενο των τραγωδιών του, έχοντας άφετηρία τήν πίστη οτι πίσω άπό τά δραματικά γεγονότα καΐ τούς ήρωές τους λανθάνουν μεγάλα θεμελιακά προβλήματα" άκόμη περισσότερο: δτι αυτή ή θεμελιακή προβληματική στο έ'ργο του Σοφοκλή ορίζει και τή σημασία του γιά τον άνθρωπο της εποχής μας. 'Εδώ μπορούμε νά άνακαλύψουμε στοιχεία πού όδηγοϋν στήν ήθική έρμηνεία του Hegel και στήν κατά βάση θρησκευτική έρμηνεία του Hölderlin" δεν επιτρέπεται όμως νά ξεχνούμε τήν προσωπική ιδιοτυπία αύτής της νέας άντιμετώπισης του ποιητή. Ή σοφόκλεια τραγωδία συγγενεύει μέ τήν αίσχύλεια, και ταυτόχρονα διαφοροποιείται ώς προς τον τρόπο μέ τον όποιο βλέπει τήν άνθρώπινη μοίρα σέ συνάρτηση μέ τήν παρουσία του θείου. Στήν Όρέστεια συναντούμε τήν πεποίθηση οτι πάνω άπό κάθε συμφορά του ένοχου άνθρώπου δεσπόζει μια θεϊκή βούληση, πού δίνει νόημα σ' αύτό το πάθος, μετατρέποντάς το σέ διαδικασία αύτογνωσίας, καΐ. μπορεί, μέ χέρι εύεργετικό, νά τό άπομακρύνει ξανά άπό τον άνθρωπο. "Άν είναι ορθή ή άνασύνθεση της τριλογίας τών Δαναίδων τήν οποία επιχειρήσαμε, τότε και έκεϊ ένυπάρχουν τά βασικά χαρακτηριστικά μιας παρόμοιας κοσμοθεωρίας. Φυσικά, δέν πρέπει νά άναγάγουμε τήν αίσχύλεια άντίληψη του τραγικού σέ έ'να σχήμα (κάτι τέτοιο τό άπαγορεύουν οί 'Επτά και ό Προμηθεύς)· ωστόσο, έ'κδηλος μένει στό έ'ργο του ό διακαής πόθος νά κατανοηθεί ή θεότητα, καθώς και ή πίστη ότι είναι δυ(1951) 212 = Ges. Sehr. 190" Η. W. van Pesch, De idee van de menselijke beperktheid bij Sophokles (διατρ.), Leiden 1953· R. Schaerer, Uhomme antique et la structure du monde intérieur d'Homère à Socrate, Παρίσι 1958, 171" R. Goossens, 146" J. C. Kamerbeek, «Individu et norme dans Sophocle», Le théâtre tragique, I. Le monde antique, Παρίσι 1962, 29" R. P. Winnington-Ingram, «Tragedy and Greek Archaic Thought», Festschrift Kitto. Λονδίνο 1965, 31" F. R. Adrados, «Sôfocles y su época», CFP 13, Μαδρίτη 1966, 77" S. Melchinger, Sophokles, Velber b. Hannover 1966 (Friedrichs Dramatiker der Weltliteratur 12)· J. S. Lasso de la Vega, «El dolor y la condicion humana en le teatro de Sôfocles», Asclepio 20 (1968) 1" G. Germain, Sophocle («Écrivains de toujours» = μετ. "Ελσα Τσεκούρα, στή σειρά «Βίοι και Έργα», 'Αθήνα 1970), Παρίσι 1969' Ε. G. Schmidt, «Das Menschenbild bei Sophokles», Der Mensch als Mass aller Dinge, Βερολίνο 1976. 93. 'Αξιόλογη επισκόπηση τών νεότερων άντιφατικών κρίσεων γιά τήν εικόνα του άνθρώπου και τοΰ θεοΰ στό εργο τοϋ Σοφοκλή δίνει ό Η. F. Johansen, Lustrum 1962/6 (1963) 152" Π. Lloyd-Jones, The Justice of Zeus, Berkeley 1971, κεφ. V.
448
Η
Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Α TOT ΣΟΦΟΚΛΗ ΤΑ Ν Ε Ο Τ Ε Ρ Α
ΧΡΟΝΙΑ
νατο νά κατανοηθεί, αν ογι σέ δλες τΙς φάσεις της, οπωσδήποτε στο τελευταίο στάδιο ένος σχεδίου της. Πάνω δμως άπο το εργο του Σοφοκλή θά μπορούσαμε νά γράψουμε μέ κεοαλαϊα γράμματα τά λόγια (άπ. 833 Ν . - 9 1 9 P.): άλλ' ον γάρ αν τα θεία κονπτόντων Θεών μάθοις αν, ονδ' εΐ πάντ' έπεξέλϋοις σκοπών Λ Περίεργη είναι σ αύτο το χωρίο ή διάκριση άνάμεσα στις λέξεις θεία (σκέφτεται κανείς τον σημαντικό ρόλο πού παίζει το θείον στον Ηρόδοτο) και θεοί. "Οτι αύτο εχει πράγματι κάποια σημασία για τή σοφόκλεια σκέψη προκύπτει άπό την επιχειρηματολογία του Φιλοκτήτη (452), οτι είναι δύσκολο νά έγκωμιάσει κανείς τά θεία, δταν άναγκάζεται νά πλάσει κακούς τούς θεούς. Ωστόσο, δεν συμβαίνει πάντα νά κρύβονται οί θεοί. Στον Αϊαντα ό ποιητής μας άποκαλύπτει γιά ποιο λόγο είναι οργισμένη ή Άθηνα, μολονότι διαπιστώνουμε ολοφάνερα δτι στήν έξόντωση αύτοΰ του σημαντικού ήρωα δεν πρόκειται γιά τον άπλο ίσοσκελισμ,ό ενός λογαριασμού ένοχης και έξιλέωσης. Στήν 'Αντιγόνη προβάλλεται σαφέστερα άπό οπουδήποτε άλλου πόσο άνελέητα χτυπούν οί θεοί οποίον παραβαίνει τούς νόμους τους. Γιά τή Δηιάνειρα δμως και γιά τον Οιδίποδα κάθε άπόπειρα για άνεύρεση μιας ήθικής ενοχής άποτυχαίνει. Στήν περίπτωση τοΰ Οιδίποδα δεν εχει κανείς το δικαίο^μα νά καταφύγει εστω στον ισχυρισμό δτι γιά τή θρησκευτική σκέψη τοΰ Σοφοκλή ή άσύνειδη έκτέλεσ*/] μιας άνομίας άποτελεϊ ενα έγκλημα δπως και οποιοδήποτε άλλο. Τουλάχιστον στον Οιδίποδα Κ. γίνεται ολοφάνερο δτι τό πρόβλημα τοΰ καταλογισμού της εύθύνης διατηρούσε γιά τον Σοφοκλή δλο του τό βάρος. Φυσικά, ό Οιδίπους είναι άκάθαρτος εξαιτίας των πράξεών του και άποτελεϊ μίασμα και γιά τούς θεούς και γιά τούς άνΟρώπους. Οί πράξεις του δμως είναι ή Ι'δια του ή μοίρα, πού πλήττει εναν μεγάλο και ξεχωριστό άνθρωπο, χωρίς ωστόσο νά συνεπάγεται και τήν ενοχή, ώστε ή δυστυχία του νά εκληφθεί ως τιμωρία. Εΐναι ευεξήγητο τό γεγονός δτι 1. «Δέν θά μπορούσες νά κατανοήσεις τά θεϊκά πράγματα, αν οΐ θεοί τά κρύβουν, άκόμη καΐ άν έψαχνες παντοϋ.» Αύτη ή άποτρεπτική προειδοποίηση, πού άφορα αδιάκριτες ερωτήσεις σχετικά μέ κάτι ουσιαστικά άνεξερεύνητο, εμφανίζεται και στά άπ. 80 Ν. (83 P.), 671 Ν. (737 P.), 759 Ν. (834 P.), μολονότι σέ δλες αυτές τις περιπτώσεις μας λείπουν τά συμφραζόμενα.
449
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
στον Οιδίποδα Τ. πολλοί βλέπουν το κορύφωμα της σοφόκλειας δημιουργίας ή και της τραγικής τέχνης γενικά. Σ ' αυτό ειδικά το εργο, περισσότερο άπό ο,τι σε οποιοδήποτε άλλο, βασικό συστατικό άποτελεϊ ή τραγική ειρωνεία πού δείχνει τόν άνθρωπο σέ άδιέξοδη εμπλοκή. Οι θεοι έριξαν γύρω του τό δίχτυ, καΐ κάθε κίνηση γιά νά τό άποτινάξει τό τυλίγει πιό σφιχτά γύρω άπό τόν ήρωα πού παλεύει τραγικά. α'Ο 'Απόλλων ήταν 6 'Απόλλων, φίλοι μου !» Στήν Ήλεκτρα και στον Φιλοκτήτη ή φοβερή παντοδυναμία του θεοΰ μοιάζει νά άποσύρεται άρκετά στο βάθος. Και εδώ δμως ή βούληση του θεοΰ έκδηλώνεται μέ τήν εντολή του 'Απόλλωνα καΐ τή νουθεσία του 'Ηρακλή άντίστοιχα. Ό δρόμος ως τόν τελικό σκοπό περνά μέσα άπό τό πάθος και τή σύγχυση· ό στόχος ομως μένει άπαρασάλευτος και εξαρτημένος άπό τή βούληση των θεών. Ποικίλοι είναι οί τρόποι πού ένεργουν οί θεοί' μπορεί νά παίρνουν τή μορφή καθαρής τιμωρίας γιά μιά καθαρή άσέβεια ή μπορεί νά διαλέγουν γιά θύμα τόν άθώο. Πάντα ομως είναι ή 'ίδια ισχυρή θεϊκή βούληση, στήν οποία οφείλει νά ύποταχτεϊ γεμάτος σεβασμό ό άνθρωπος, έχοντας πλήρη συναίσθηση των ορίων του. Ή βαθιά εύσέβεια πού πιστοποιήθηκε επανειλημμένα στό εργο του Σοφοκλή, ήδη άπό τήν άρχαιότητα,^ άναπτύσσεται πάνω στό έδαφος της παραδοσιακής θρησκείας, άλλά πολύ πάνω και πολύ πέρα άπό αύτήν φτάνει στό ύψος μιας εύσέβειας πού μετρά τήν οδύνη της άνθρώπινης εγκατάλειψης ως τό έ'σχατο βάθος της, και παρ' ολη τή φρίκη καΐ μέσα στή φρίκη τιμά τήν παρουσία του θεοΰ. Πουθενά αύτό δεν εκφράζεται τόσο καθαρά οσο στούς τελευταίους στίχους τών Τραχινίων. Μιά ερωτευμένη γυναίκα εξοντώνει άκούσια τόν άντρα της, καταλήγοντας και ή Ι'δια στό θάνατο. Ό ήρωας, γιός θεοΰ και μέγας εύεργέτης τών άνθρώπων, υποφέρει μπροστά μας τό μαρτύριο ενός φοβεροΰ θανάτου. Ό γιός του κατηγορεί τούς θεούς: «Ντροπή νά άφήνετε νά ύποφέρουν οί ξεχωριστοί άνθρωποι!». Ό χορός δμως, μέ τά τελευταία λόγια τοΰ έ'ργου,^ επανορθώνει μιά τέτοια κατηγορία: «Δεν ύ1. Βίος 12: θεοφιλής... ώς ουκ άλλος. Σχ. Ήλ. 821: είς ήν τών εύσεβεστάτων. Παρόλο πού αύτές οί παρατηρήσεις μπορεί νά αναφέρονται σέ διαφορετικές βιογραφικές λεπτομέρειες, άντανακλοΟν οπωσδήποτε τήν εντύπωση πού προκαλούσε γενικά το εργο τοΰ Σοφοκλή. 2. 'Ο Schmid 2, 375, 3, εκλαμβάνει τά λόγια αύτά ώς βλασφημία και
450
Η Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Α T O T ΣΟΦΟΚΛΗ ΤΑ Ν Ε Ο Τ Ε Ρ Α
ΧΡΟΝΙΑ
πάρχει τίποτε μέσα σέ όλα αύτά πού νά μήν είναι ό Δίας». Αύτο σημαίνει, κάτι πολύ διαφορετικό άπό τή συμβατική κατακλείδα πού επαναλαμβάνεται στά εργα του Εύριπίδη, λ.χ. στή Μήδεια^ σημαίνει δμως και κάτι διαφορετικά άπο τά λόγια του χοροϋ στον "Αγαμέμνονα (1487): «Τί φτάνει γιά τούς θνητούς σέ ένα τέλος χωρίς τον Δία;». Στις Τραχίνιες ο κόσμος καταφάσκεται ώς κόσμος θεϊκός, δπως είναι και όπως άποκαλύπτεται μέσα σέ όλη του τή φρίκη. Παρόμοια μπορεί νά λειτουργούσε και το άπ. 531 Ν. (590 Ρ.) σάν κατακλείδα στον ΤηρέαΛ Θά ήταν σφάλμα νά θελήσουμε νά συγκροτήσουμε κάτι σάν θεολογία του Σοφοκλή μέ βάση οσα ειπώθηκαν.^ Ά π ό τήν άλλη δμως πλευρά, συλλαμβάνουμε ένα μόνο μέρος του πνευματικού του κόσμου δταν τον ονομάζουμε, μαζί μέ τόν Ε. R. Dodds,^ τελευταίο εκφραστή της άρχαϊκής κοσμοθεωρίας. 'Ορθά διαμαρτύρεται ό R. Ρ. Winnington-Ingram, σέ μιά βαθυστόχαστη μελέτη του,^ άποκρούοντας τή συγκρότηση μιας εικόνας πού παριστάνει τον Σοφοκλή απλώς σάν εναν ποιητή πού βασίζεται στήν παράδοση. Ό Σοφοκλής, χωρίς νά άναζητεΐ τή λύση σέ μιά θεοδικία, έ'χει έπίγνωση του γεγονότος δτι οί ένέργειες του θεού μπορεί νά έμ,φανίζονται ώς τιμωρία γιά τήν άνθρώπινη άσέβεια, ταυτά κατατάσσει στά «εύριπιδικά» στοιχεία. Προφανώς τά άποδίδει στον "Τ?νλο. Ό G. Murray, «Heracles, the Best of Men», Greek Studies Λονδίνο 1946, \22=Wege der Forschung 95, 342, τά άποδίδει βέβαια στο χορό, άλλά τά αντιλαμβάνεται ώς κατηγορία έναντίον τοϋ Δία. Είναι δμως πράγματι άδιανόητο νά έκλεινε ενα εργο του ό Σοφοκλής μέ αύτο τόν τρόπο. 'Ορθά οΐ στίχοι άποδίδονται γενικά στο χορό ή στήν κορυφαία και ερμηνεύονται ώς επανόρθωση της κατηγορίας πού λανθάνει στά λόγια τοϋ "Ι^λου. 'Έτσι τούς ερμηνεύουν ό Pohlenz 2, 89, ό Bowra, 158, και ό Kamerbeek στό έρμηνευτικό του υπόμνημα. — Εύριπιδικούς άπόηχους περιέχουν οΐ έπικρίσεις έναντίον των θεών, και μάλιστα μέ πρόταση γιά το πώς θά έπρεπε κανονικά νά είναι τά πράγματα, στο άπ. 103 Ν. (107 Ρ.)' και έδώ δμως άγνοοϋμε τά συμφραζόμενα. 1. Σχετικά μέ τή σκληρότητα αύτης της εικόνας τοϋ κόσμου ενδιαφέρουσες οΐ παρατηρήσεις τών Kirkwood, 176 και 274κκ., και Müller, στο σχόλιό του γιά τόν στ. 273 της 'Αντιγόνης. 2. Ή προειδοποίηση τοϋ Jones, 172, εϊναι δικαιολογημένη, άν και άποτυχαίνει ή προσπάθειά του νά έξαλείψει άπό τήν κοσμοθεωρία τοϋ Σοφοκλή μιά ιθύνουσα (άλλά γιά τούς άνθρώπους άστάθμητη) δύναμη. 3. The Greeks and the Irrational, Berkeley 1951, 49 {=μετ. Γ. Γιατρομανωλάκης, 'Αθήνα 1978, 58). 4. "Ο.π. 31.
451
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
τόχρονα ομως μπορεί, ώς προηθική έκφραση μιας υπερβατικής δύναμης, να μην επιδέχονται καμιά ηθική ερμηνεία.^ Σ ' αύτά τά συμφραζόμενα άξίζει νά θυμηθουμε άλλη μιά φορά τον πρόλογο του Αϊαντα^ οπου ή Άθηνα εκθέτει τή δυστυχία ένος ανθρώπου πού χτυπήθηκε άπο τούς θεούς μέ τέτοια άποτρόπαιη Ικανοποίηση, ώστε ο άνθρωπος, ό 'Οδυσσέας, άποστρέφει το πρόσωπο του μέ φρίκη. Και όμως, αύτη ή ϊδια θεά κλείνει τό φριχτό παιχνίδι αύτης της σκηνής συμβουλεύοντας εύσέβεια ! Τό Ι'διο συμβουλεύει και ό 'Ηρακλής στο τέλος του Φιλοκτήτη (1440). Ό Pohlenz (2, 138) επισήμανε τήν ομοιότητα αύτών των στίχων μέ τό άπ. 734 άπό τούς Τημενίδες του Εύριπίδη. Είναι πάντως ενδεικτικό ότι δ Σοφοκλής, γιά νά εκφράσει εκείνο πού επιζεί άπό τόν άνθρωπο, χρησιμοποιεί τήν έννοια τής εύσέβειας εκεί δπου ό Εύριπίδης ονομάζει τήν αρετή. Εντελώς μέσα στό νόημα αύτής τής εύσέβειας, πού εχει συναίσθηση των ορίων του άνθρώπου, λέγονται και οί στίχοι του άπ. 759 Ν, (843 P.), εστω και άν άγνοουμε τά συμφραζόμενά τους:^ τά μεν διδακτά μανθάνω, τά ό' ενρετά ζητώ, τά δ' ενκτά παρά θεών ητησάμην.^ Οί θεοί μπορούν νά μιλούν στούς άνθρώπους και μέ προφητείες ή μέ χρησμούς. Ό σημαντικός τους ρόλος —στις Τραχίνιες κυριολεκτικά δεσπόζουν σέ δλη τήν πορεία τής δράσης— είναι άναγνωρισμένος.^ Θά ήταν άλήθεια κάπως επικίνδυνο νά δεχτούμε γιά τό φίλο του 'Ηροδότου δτι οί χρησμοί δεν σήμαιναν παρά ένα λογοτεχνικό μοτίβο κληροδοτημένο άπό τή μυθική παράδοση και ήδη διαμορφωμένο. Ερμηνεύοντας τόν Οιδίποδα Τ. είναι άδύνατο νά τά βγάλουμε πέρα μέ μιά τέτοια άντίληψη. Μέ αύτό δεν 1. Θαυμάσιες οί σχετικές σκέψεις του Adrados, δ.π., ό όποιος ορθά τοποθετεί τόν Σοφοκλή, ώς φορέα μιας θεοκρατούμενης κοσμοθεωρίας, πλάι στόν Ηρόδοτο και επισημαίνει δτι στό έργο του δέν επανέρχονται οί γνωστές άπό τόν Αισχύλο δραματικές καταστάσεις πού συνεπάγονται τή λήψη κάποιας απόφασης, 2. Σχετικά πρβ. καΐ Funke, 87. 3. «"Οσα μπορούν νά διδαχτούν τά μαθαίνω, δσα μποροί5ν νά βρεθούν τά ερευνώ, δσα μπορούν νά ζητηθούν μέ προσευχή τά ζητώ άπό τούς θεούς.» 4. Έ ν α σημαντικό κεφάλαιο μέ τίτλο « Ή δραματική χρήση τών χρησμών» περιέχει ή μελέτη τοϋ Ε. R. Schwinge, Die Stellung der Trachinierinnen im Werk des Sophokles (Hypomnemata 1), Γοττίγγη 1962, 93.
452
Η Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Α TOT ΣΟΦΟΚΛΗ ΤΑ Ν Ε Ο Τ Ε Ρ Α
ΧΡΟΝΙΑ
θέλω φυσικά νά πώ ότι. ό Σοφοκλής επαψνε στά σοβαρά κάθε χρησμό πού κυκλοφορούσε στήν 'Αθήνα* στήν πίστη του όμως 'ίσως είχε κάποια θέση ή παραδοχή ότι ή βούληση του θεοΰ μπορεί νά εκφράζεται μέ τέτοιους τρόπους. 'Ωστόσο, τό πώς πραγματοποιείται στά εργα του μιά τέτοια θεϊκή έκφραση είναι εξαιρετικά δηλωτικό της άντίληψης πού έχει ο ποιητής σχετικά μέ τή δράση των θεών. Μόνο σέ λίγες περιπτώσεις, οπως στον δεύτερο ΟΙόίποόα, είναι καθαρή και μονοσήμαντη ή συμβουλή του θεοΰ. Άλλου, ή έκδήλωση της θεϊκής εντολής είναι ταυτόχρονα μιά άπόκρυψη ή ενας υπαινιγμός, πού άφήνει άνοιχτούς πάνω άπο εναν δρόμους. Τούς θεούς δεν πρέπει νά τούς προσεγγίζει κάνεις μέ έρωτήσεις. "Ετσι ό Οιδίπους, θέλοντας νά εξιχνιάσει τό μυστικό τής καταγωγής του, δέν παίρνει άπό τούς θεούς καμιά άπάντηση, έκτος 'ίσως άπο τήν πρόβλεψη κάποιας έπερχόμενης φρίκης, διατυπωμένη μέ τρόπο πού τον σπρώχνει άμέσως σέ λανθασμένο δρόμο. Ή βούληση και οί δρόμοι του θεοΰ μένουν άνεξιχνίαστα. "Τστερα άπό δλα αύτά είναι σαφές δτι ό Σοφοκλής δέν ενστερνίστηκε τή διδασκαλία τών σοφιστών, Τά δύο χορικά, τής 'Αντιγόνης (332) και τοΰ Οιδίποδα Τ. (863), μαρτυρούν καθαρά τί τόν χώριζε άπό τό καινούριο κίνημα. Και στό άπ. 97 Ν. (101 Ρ.) θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε μιά γνώμη πού έκφράζει τόν 'ίδιο τόν ποιητή. Γιά τις πνευματικές έντάσεις τής έποχής του Σοφοκλή, οί ούσιαστικότερες παρατηρήσεις οφείλονται στόν V. Ehrenberg. Πολλά άποκαλύπτει ή σύγκριση του στ. 1043 τής "Αντιγόνης^ όπου ό Κρέων, στό έσχατο σημείο τής ύβρης, βεβαιώνει οτι οΐ άνθρωποι δέν θά είχαν ποτέ τή δύναμη νά μιάνουν τούς θεούς, και του στ. 1232 του 'Ηρακλή του Εύριπίδη, οπου μιά τέτοια άποψη εκφράζεται πιά στό πλαίσιο τοΰ Διαφωτισμού. Δύο φορές μίλησε ό Σοφοκλής, σέ τόνο βαθιάς θρησκευτικής ομολογίας, γιά τούς νόμους πού ορίστηκαν άπό τούς θεούς και βρίσκονται στά χέρια τών θεών: μιά φορά μέ τό στόμα τής 'Αντιγόνης Αντιγόνη 454) και μια μέ τό χορό τοΰ ΟΙδίποδα Τ. (863). Στήν 'Αντιγόνη γίνεται φανερό δτι αύτοι οΐ νόμοι ύπάρχουν βέβαια άνεξάρτητα άπό τούς εκάστοτε φορείς τής πολιτικής εξουσίας, άλλά είναι άπόλυτα δεσμευτικοί γι' αύτούς. Γιά τις σχέσεις άνάμεσα στόν άνθρωπο και τό θεό ή πόλη δέν προσφέρει πια τό στέρεο πλαίσιο, δπου καθορίζονται τά πάντα.
453
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Ό Η. F. Johansen στήν ευπρόσδεκτη έπισκόπησή του (ο.π.) ξεχωρίζει τους άκραίους υποστηρικτές των σύγχρονων ερμηνειών του Σοφοκλή σέ ριζοσπαστικούς ((θεολόγους» και ριζοσπαστικούς ((ήρωολάτρες». Καμία άπό τις δύο κατευθύνσεις δεν άντιμετωπίζει τον Σοφοκλή στο σύνολο του. Και θά κινδυνεύαμε νά χαρακτηριστούμε μονομερείς, αν άποφασίζαμε νά δοΰμε το έ'ργο του ποιητή μόνο άπο την πλευρά τής παρουσίας των θεών και δέν συνυπολογίζαμε καΐ τον δεύτερο συντελεστή σ' αυτό τό παιχνίδι, τον άνθρωπο,^ πού τη δική του μεγαλοσύνη άπεικόνισε ό Σοφοκλής. Σέ δύο μέρη ή τραγωδία του επαληθεύει το λόγο του Πινδάρου {Νεμ. 6, 1): ((Πέρα γιά πέρα διαφέρουν οί άνθρωποι στην άδυναμία τους άπο τους αιώνια μακάριους θεούς" και δμως, τούς μοιάζουν στήν ευγένεια του πνεύματος και στη μορφή». Στήν περίπτωση του Αι'αντα και του Οιδίποδα άναγνωρίζουμε τά δρια του άνθρώπου, πού συντρίβεται κάτω άπο τή θεϊκή βούληοτη σαν καλαμιά στή θύελλα, άλλά ταυτόχρονα πρέπει νά δοΰμε και τό μεγαλείο αύτών των τραγικών προσώπων, καθώς άντιμετωπίζουν τή μοίρα τους. Και γιά νά γνωρίσουμε αυτές τις μεγάλες μορφές μέσα στή μοναξιά τους, δίπλα στήν 'Αντιγόνη στέκεται ή 'Ισμήνη, δίπλα στόν Οιδίποδα ή Ίοκάστη, και δίπλα στήν ' Η λέκτρα ή Χρυσόθεμη, Σ ' αυτές τις μορφές, πού άπέναντι τους τοποθετούνται, σάν άντίθεοτη και πειρασμός, οί άδύνατοι και άτολμοι, λειτουργεί μιά μεγαλειώδης άποφασιστικότητα και μιά τρομαχτική βούληση. Έ δ ώ δέν άνακαλύπτουμε εναν άνθρωπο πού άπλώς σηκώνει τό βάρος τής μοίρας του" 6 τραγικός άνθρωπος άντιμετωπίζει τή μοίρα του με τό ζήλο ενός Οιδίποδα, βοηθώντας και ό 'ίδιος τούς θεούς νά πραγματοποιήσουν αύτό πού άναγνωρίζει δτι είναι τό θέλημά τους. Και μέσα στήν τραγική συμφορά, πού ό Σοφοκλής άφήνει να πλήξει τούς ήρωές του άνελέητα καΐ άποτρόπαια οσο κανένας άλλος ποιητής, δ,τι άφθαρτο κλείνει ό άνθρωπος υψώνεται καθαρό και μεγαλειώδες ώς τούς θεούς. Ό τραγικός άνθρωπος καΐ δ θεός στήν τραγωδία του Σο1. Θαυμάσιες έδώ οΐ σκέψεις τοϋ F. Dirlmeier, ((Der Aias des Sophokles», JVJA 1938, 317. Μέσα σέ λίγες σελίδες ό Kamerbeek, δ.π., συνάγει με τρόπο εντυπωσιακό τά βασικά χαρακτηριστικά τοΰ άνθρώπου στό έργο τοϋ Σοφοκλή. 01 πιο ριζοσπαστικές άπόψεις γιά μια μονόπλευρη ερμηνεία των τραγωδιών μέ άφετηρια τούς κεντρικούς ήρωες διατυπώνονται στό βιβλίο τοϋ Whitman.
454
Η Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Α TOT ΣΟΦΟΚΛΗ ΤΑ Ν Ε Ο Τ Ε Ρ Α
ΧΡΟΝΙΑ
φοκλή^ βρίσκονται σ' εχζίνΎΐ τήν άρρηκτη σχέση έχθρότητας/φιλόας δπως τήν άντιλαμβάνεται ό Hölderlin στην πρώτη γραφή του Θανάτου τον'Εμπεδοκλή (Α' πράξη), δπου ή Πάνθεια μιλεϊ γιά τήν άνταγωνιστική σχέση των ερωτευμένων. Μιά τέτοια ένταση υπάρχει άνάμεσα στους θεούς και στον Οιδίποδα, άφοϋ ή μοίρα του συνενώνει στον Ι'διο άνθρωπο τη συντριβή μαζί και τήν εξύψωση. Γι' αύτο οΐ θεοι στο τέλος τόν ήρωοποιοϋν και τον καλούν στη δική τους μακαριότητα. Και πώς τόν καλούν ! Σ ' εκείνο τό ώ ούτος ούτος, Οιδίπους, τί μέΡάομεν χωρεΐν; {ΟΙδίπονς Κ. 1627) άποκαλύπτεται ή οικειότητα πού μόνο στούς σφραγισμένους άπο τήν οδύνη επιτρέπει νά πλησιάσουν τούς άθανάτους. Κάθε φορά πού προσπαθούμε νά πλησιάσουμε το κοσμοείδωλο του Σοφοκλή άντιμετωπίζουμε τή διπολικότητά του. 'Απο τον R. Ρ. Winnington-Ingram (ο.π.) και τον Ε. R. Dodds (στήν έργασία του πού μνημονεύτηκε γιά τόν Οιδίποδα Τ.) προβάλλεται εντυπωσιακά ή άντιθετική σχέση άνάμεσα στή βούληση των θεών και τήν ελευθερία δράσης του ανθρώπου. Για τήν άντίφαση άνάμεσα στήν εύσεβή παραδοχή της θεϊκής έξουσίας και τήν άνεξιχνίαστη φύση της, ό Dodds (47) εδωσε μιά συνοπτική διατύπωση, πού θέτει ενα καινούριο πρόβλημα: «Γι' αυτόν, οπως και γιά τόν 'Ηράκλειτο, ύπάρχει μιά άντικειμενική κοσμική τάξη πού πρέπει νά τή σέβεται ό άνθρωπος, χωρίς ομως νά ελπίζει δτι θά τήν κατανοήσει ολότελα». Ή συνάντηση της σκέψης τοΰ Σοφοκλή και τοΰ 'Ηρακλείτου, ή όποία παρατηρήθηκε και άπό άλλους,^ προχωρεί σε τέτοιες λεπτομέρειες, ώστε είναι πιθανό, οχι φυσικά και άποδείξιμο, δτι 6 ποιητής γνώριζε άποφθέγματα τοΰ Έφέσιου φιλοσόφου. Στις τραγικές μορφές τοΰ ποιητή άποκαλύπτεται και μιά άκόμη διπολικότητά, άλλης κατηγορίας. Πολλοί άπό αυτούς τούς μεγάλους τραγικούς ήρωες, πού είναι άπομονωμένοι μέσα στήν οδύνη τους, είναι ταυτόχρονα άνθρωποι πού άγαποΰν πολύ. Και 1. ΣτΙς πιό ενδιαφέρουσες άπόψεις πού έχουν διατυπωθεί ώς τώρα γιά τον Σοφοκλή συγκαταλέγεται καΐ ή διάλεξη τοϋ W. Schadewaldt, «Sophokles und das Leid», πού μνημονεύτηκε πι6 πάνω. 2. J. G. Kamerbeek, «Sophocle et Héraclite», Studia varia C. W. Vollgraff oblata, Amsterdam 1948, 84. Ά π ό μιά έργασία τοϋ Ε. Dont, Α^Α 17 (1971) 45-55, δανείζομαι τά άκόλουθα παράλληλα: Αϊας- 674-6 '^VS 22 Β 67, 111· άπ. 771 Ρ.«/· 22 Β 93* άπ. 919 P . ^ V S 22 Β 45· άπ. 923 P.'/'F^ 22 Β 34. Ηράκλειτο θυμίζουν καΐ τά άπ. 576 καΐ 871 Ρ.
455
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
τί δέν έχουν κάνει μερικοί γιά νά αποδείξουν^ δτι. τά λόγια της ' Α ν τ ι γ ό ν η ς (523) οϋτοί σννέχθειν
αλλά συμφιλεΐν
εφυν ( ε γ ώ γ ε ν -
νήθηκα δχι γιά νά μισώ παρά γιά νά άγαπώ) δεν έχουν καμιά σημασία. Και ομως, μέ αύτη τήν ικανότητα γιά άγάπη εκφράζεται ένα άπό τα βασικά χαρακτηριστικά τών άνθρώπων του Σοφοκλή. Είναι σάν νά ήθελε ό ποιητής νά άντιπαραθέσει στήν τραγική άπομόνωση του άνθρώπου τήν πίστη στήν ικανότητα πού του έχει δοθεϊ νά άγαπα. "Ετσι, δίπλα στήν 'Αντιγόνη παρουσιάζεται ή 'Ηλέκτρα γεμάτη άδελφική άγάτητ). ΚαΙ τί τόνους ξέρει νά βρίσκει αύτή ή άγάττη ! Πώς στέκεται στήν άρχή της πρώτης τραγωδίας ό Οιδίπους άνάμεσα στούς δικούς του και πώς μιλεί καΐ στά δύο δράματα στις θυγατέρες του, αύτός πού στο δεύτερο δράμα ξέρει νά καταριέται τόσο βαριά ! 'Ακόμη καΐ προς τήν άψυχη φύση ό άνθρωπος στρέφεται γεμάτος τρυφερότητα. Προπάντων, δταν βρίσκεται στήν ώρα του άποχωρισμοΰ, δπως ό Αίας πριν άπο τό θάνατο και ό Φιλοκτήτης πριν άπό τήν έγκατάλειψη του νησιού, άγκαλιάζει μέ τή ματιά του άλλη μιά φορά τον κόσμο του. Στή τραγωδία του Σοφοκλή, μέσα στη θύελλα της θεόσταλτης μοίρας δεν παρουσιάζεται μόνο ή δύναμη μιας μεγάλης καρδιάς, άλλά άποκαλύπτεται μαζί και δλος ό πλούτος και δλο τό βάθος της άνθρώπινης ψυχής. Και αύτή δεν είναι ή μικρότερη αιτία εκείνης της τέρψης πού άναφέρει ό Hölderlin στο γνωστό του έπίγραμμα «Sophokles»^ γιά τήν άποτελεσματικότητα του έργου του Σοφοκλή.® 1. Πρβ. Α. Lesky, Hermes 80 (1952) 95=Ges. Sehr. 180. 2. ((Μάταια δοκίμασαν πολλοί τερττνά νά εκφράσουν τήν ύψιστη τέρψη'/ κι αύτή, τέλος, έδώ μου άποκαλύπτεται, εδώ, μές στήν οδύνη.» Werke und Briefe, Φραγκφούρτη 1969, τ. 1, σελ. 36. 3. Γιά τήν επιβίωση τών τραγικών, περιεκτικά κεφάλαια προσφέρει το ^ργο τοΰ Schmid. 'Ιδιαίτερα γιά τόν Σοφοκλή προσθέτουμε καΐ το 10ο κεφάλαιο του βιβλίου του Perrotta, καθώς και τήν εργασία τοϋ G. L. Luzzatto, ((Traduzioni e imitazioni antiche di Sofocle», Dioniso 6 (1937/8) 109, 180, 253. Ώ ς συγκέντρωση ύλικοϋ παραμένει χρήσιμη ή εργασία τοΰ Κ. Heinemann, Die tragischen Gestalten der Griechen in der Weltliteratur, Λιψία 1920. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ή μελέτη της Käte Hamburger (βλ. βιβλιογραφικό πίνακα).
456
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος στήν τρίτη έκδοση
9
Πρόλογος στήν έλληνι,κή έκδοση
11
Πρόλογος του Μεταφραστή
13
Συντομογραφίες
17
Βιβλιογραφία
23
Α' Ή καταγωγή της τραγωδίας
35
Β' Θέσπης
87
Γ' Χοφίλος, Φρύνιχος, Πρατίνας
101
Δ' Αισχύλος
115
Βιογραφικά Χειρόγραφη παράδοση καΐ εκδόσεις
125
Τά σωζόμενα δράματα
137
'Αποσπάσματα
245
Δραματική μορφή καΐ γλώσσα
258
Μοίρα και ενοχή
269
Ε' Σοφοκλής
281
Βιογραφικά
283
Χειρόγραφη παράδοση και εκδόσεις
293
Τά σωζόμενα δράματα
301
'Αποσπάσματα
429
Δραματική μορφή και γλώσσα
437
Ή ερμηνεία του Σοφοκλή τά νεότερα χρόνια
445
457
Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΑΑΗΝΩΝ TOT A L B I N L E S K Y ΤΟΜΟΣ A' Α Π Ο Τ Η Γ Ε Ν Ν Η Σ Η TOT ΕΙΔΟΤΣ ΩΣ ΤΟ ΣΟΦΟΚΛΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΝΙΚΟΤ Χ. Χ Ο Τ Ρ Μ Ο Τ Ζ Ι Α Δ Η Τ Τ Π Ω Θ Η Κ Ε ΣΤΟ Τ Τ Π Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο TOT ΓΑΑΑΙΚΟΤ ΙΝΣΤΙΤΟΤΤΟΤ Α Θ Η Ν Ω Ν ΤΟ ΜΑΡΤΙΟ T O T 1987 ΜΕ Τ Η Γ Ε Ν Ι Κ Η Ε Η Ι Β Α Ε Ψ Η TOT Ε. Χ. Κ Α Σ Δ Α Γ Α Η ΚΑΙ ΤΤΗΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ Δ Ε Σ Η Ω Σ ΣΟΑΟΜΟΤ
ανατύπωση Τ υ π ο γ ρ α φ ε ί ο / Λ ιΟογραφεϊο
Δ. Ε. ΤΑΜΙΙΑΚΟΓΙΟΤΛΟΤ 'Οκτώβριος 2003
Ή ΤΡΑΓΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΑΛ Η ΝΩΝμαζΙμέτή ν πασίγνωστη πιά στήν Ελλάδα 'Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας άποτελοϋν τήν κύρια συμβολή τοΐ) Albin Lesley στήν προώθηση των κλασικών σπουδών. Τά έπιστημονικά ενδιαφέροντα του Αύστριακοΰ κλασικού φιλολόγου καλύπτουν ενα εύρύ φάσμα στο χώρο της άρχαίας ελληνικής ποίησης, μέ έπίκεντρο τήν άρχαία τραγωδία, στήν οποία άφιέρωσε πλήθος μικρών και μεγάλων μελετών. "Ηδη άπο το 1938, μέ μιά εισαγωγική μονογραφία γιά τήν έλληνική τραγωδία, ό Lesley είχε δείξει τήν πρόθεσή του νά έπικοινωνήσει μέ Ινα κοινο πολύ ευρύτερο άπο τον κύκλο τών ειδικών προς τούς οποίους άπεύθυνε τις φιλολογικές του εργασίες. Τό βιβλίο έκεϊνο άποτέλεσε τ6ν πυρήνα γιά τή σύνθεση ενός πληρέστερου έργου, το όποιο, μέσα άπό τις δύο διαδοχικές μορφές του, μαρτυρεί τήν προσπάθεια του συγγραφέα νά ανταποκριθεί σέ νέες κάθε φορά άνάγκες. Ή Τραγική ποίηση τών άρχαίων 'Ελλήνων, μετά τήν πρώτη Ικδοση τοϋ 1956, ττηρε τό 1972 τήν όριστική μορφή της. Τό άρχικό εισαγωγικό τομίδιο, διπλασιασμένο άκριβώς σέ έ'κταση ανάμεσα στις δύο εκδόσεις του, μετασχηματίστηκε σέ ενα εξαντλητικό σφαιρικό εργο, πού δέν περιορίζεται στήν άπλή πληροφόρηση τοϋ άνειδίκευτου άναγνώστη, άλλά δημιουργεί προοπτικές για συζήτηση και υποθάλπει προβληματισμούς και στήν περίπτωση του ειδικού ερευνητή. Ή σημαντικότερη προσθήκη συνίσταται κυρίως στήν έξαντλητική παρουσίαση δλων τών έπιμέρους έργων της άρχαίας έλληνικής τραγωδίας. Μέ êvav τρόπο μετάδοσης πού ό συγγραφέας ονομάζει περιγραφική άνάλυση, βχι μόνο προσφέρεται ή υπόθεση τών τραγωδιών, άλλά ταυτόχρονα παρακολουθείται τόσο ή εξέλιξη τών προσώπων δσο και ή διαπλοκή τών καταστάσεων, ενώ παράλληλα καταγράφονται τά βασικά στοιχεία δομής, καθώς και.τά προβλήματα πού άνακύπτουν κατά τήν άνάγνωση τοϋ συγκεκριμένου έργου. "Ετσι δημιουργείται κυριολεκτικά ενα πανόραμα της τραγικής παραγωγής τής άρχαίας 'Αθήνας και χαρτογραφείται σέ δλο του τό πλάτος τό πλέγμα τών προβλημάτων, μαζί μέ τις συναφείς προσπάθειες γιά τήν άντιμετώπισή τους.
Ό ALBIN LESKY (1896-1981), Ινας άπο τούς σημαντικότερους κλασικούς φιλολόγους τής εποχής μας, ύπήρξε καθηγητής τών πανεπιστημίων Innsbruck και Βιέννης καΐ άκαδημαϊκός. 'Ανάμεσα σέ Ινα πλήθος διακρίσεων πού τοϋ άπονεμήθηκαν και εξω άπό τή χώρα του, άνήκει και ή άνακήρυξή του σέ επίτιμο διδάκτορα (Μάρτιος 1972) άπό τή Φιλοσοφική Σχολή τοϋ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μιά τιμή πού αναγνώριζε, πέρα άπό τήν επιστημοσύνη του, τή βαθιά άγάπη του γιά τή νεότερη Ελλάδα.
Μακέτα εξωφύλλου: Δημήτρης Καλοκύρης
ISBN 960-250-010-7 set 960-250-011-5