ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
DYLAN THOMAS ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Επιμέλεια : Αλέξης Ζήρας
Τίτλος πρωτοτύπου: Dylan Thoma...
47 downloads
418 Views
5MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
DYLAN THOMAS ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Επιμέλεια : Αλέξης Ζήρας
Τίτλος πρωτοτύπου: Dylan Thomas, A Prospect
of the Sea (1955)
Γιά τήν Ελληνική Γλώσσα: © ΠΛΕΘΡΟΝ Ε.Ε., Μπουμπουλίνας 14, Αθήνα, Τηλ. 3645 057
DYLAN
THOMAS
ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Μετάφραση ΜΙΡΑΝΤΑ Σ Τ Α Ϊ Ρ Ι Ν Ο Ϊ
ΙΪΛΕΘΡΟΝ ΑΘΗΝΑ
1983
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελ. ΜΙΡΑΝΤΑ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ
Ή ποιητική γραφή τοϋ Ντύλαν Τόμας
9
DYLAN THOMAS
Προοπτική της θάλασσας Μετά τό πανηγύρι Οί εχθροί Τό Ποντίκι καΐ ή Γυναίκα Τό φόρεμα Συζήτηση γιά τά Χριστούγεννα Αυτοί πού έπαιρναν τούς άλλους άπό πίσω Μιά ιστορία
7
11 23 29 37 59 63 71 83
e
H ποιητική γραφή του Ντύλαν Τόμας
rpo ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ τον Ντύλαν Τόμας (Dylan Mar1 lais Thomas, 1914-1953), χαρακτηρίζεται άπό μια ξεχω ριστή ιδιομορφία. Ιδιομορφία πον διαφοροποιεί το γράψιμο τον σε τέτοιο βαθμό, ώστε ν αχρηστεύει a priori κάθε από πειρα σύγκρισης τον με τό έργο άλλων σνγχρόνων τον. "Ο ταν στη δεκαετία τον 1930, ό σονρεαλισμός ήταν ακόμα ή πρωτοπορία στην παγκόσμια λογοτεχνία, ό Ντ. Τόμας επι νόησε νέες λειτονργικές σχέσεις στη λογοτεχνική γλώσσα. Άπό τα πρώτα αυτοβιογραφικά τον διηγήματα με τήν πνκνή, λνρική τονς υποκειμενικότητα, έφτασε σταδιακά στή δραματική αντικειμενικότητα της μεταγενέστερης πρόζας και ποίησης τον, όπως αναφέρει εύστοχα ό Κ. Φρά'ϊερ. Δαι μονικά ποιητική φύση, ό Τόμας άνέσνρε τή λέξη άπ' τήν φθορά της καθημερινής τριβής και τήν τοποθέτησε σ' ένα σνμβολικό εννοιολογικό επίπεδο πον επεκτείνεται στο μεταφνσικό όραμα. Γιατί ό Ντ. Τόμας παίζει με τις λέξεις. Βα θύς γνώστης και μελετητής της αγγλικής γλώσσας και λο γοτεχνίας, άπό τά παιδικά τον χρόνια και τής Βίβλον— τά δύο βασικά εφόδια τής μόρφωσης τον—, σννδνάζει απαρά μιλλα τήν καθομιλονμένη μέ τήν άρχαΐζονσα, έμφντεύοντας ανάμεσα τονς λέξεις ιδιωματικές, αργκό. Οι πνκνά έναλασσόμενες εικόνες, οι μεγάλες παράγραφοι πον τις διατρέχει μια ανάσα, ή Ιδιόρρνθμη χρήση τον σνντακτικον, ό πλοντος των σννηχήσεων, ή επινόηση λέξεων, τά λογοπαίγνια, ή εσκεμμένη κρνπτικότητα των λέξεων, ή μονσική ροή τής έκφρασης τον, μαρτνρονν έναν έξονθενωτικό λογοπλάστη πον αναζητά, «πιέζει και πλάθει» τή λέξη, γιάνάτής προσ δώσει τελικά μία επιλογή νοηματική, ένα φάσμα σνγκινησιακών και μεταφνσικών σημασιοδοτήσεων. Αυτός ό ασύλληπτος εκφραστικός πλοντος και ή ελλει πτική γραφή, στήν μεταγενέστερη κνρίως μορφή της, σννιστονν τήν ιδιομορφία τον Ντ. Τόμας και τήν τεράστια δνσκολία πον αντιμετωπίζει δ μεταφραστής, προσπαθώντας 3
9
DYLAN THOMAS
ν' αποδώσει τις συχνά διφορούμενες έννοιες των λέξεων τον, επιλέγοντας εκείνη που αποδίδει πιστότερα την εσωτερική θερμοκρασία τοΰ κειμένου στά ελληνικά. Τά διηγήματα πού ακολουθούν, εΐναι επιλεγμένα άπό τό βιβλίο του Προοπτική της Θάλασσας, (A prospect of the Sea, Λονδίνο 1966), τό υλικό τον οποίον συγκέντρωσε ό ίδιος 6 συγγραφέας πριν πεθάνει, εκφράζοντας τήν επιθυμία νά δημοσιευτεί στον ϊδιο τόμο μέ τήν συλλογή διηγημάτων του ((Portrait of an artist as a young dog». Ό τόμος περιλαμ βάνει διηγήματα που έγραψε άπ' τή δεκαετία τοϋ 1930, 6πως ή ((Προοπτική της θάλασσας» πού έδωσε τον τίτλο στό βιβλίο, (δταν ό Ντ. Τόμας ήταν εγκαταστημένος στό χωριό Λόνγκαρν, στή γενέτειρα του, τή Νότια Οναλλία) ώς τήν εποχή τον θανάτου του, όπως τό ((Μιά ιστορία», πού δημο σιεύτηκε λίγους μήνες προτον πεθάνει (1953). "Ορισμένα απ αντά εχονν δημοσιεντει μεταφρασμένα στά ελληνικά στό περιοδικό Δέντρο (((01 Εχθροί», ((Τό Φόρεμα») και στό Περιοδικό Ή Λέξη (((Σνζήτηση γιά τά Χριστούγεννα»). Ό Ντ. Τόμας θεωρείται σήμερα μιά από τις εξέχουσες μορφές της σύγχρονης πεζογραφίας και ποίησης. Ό κριτικός J.W. Lambert έγραφε στους Sunday Times, σχετικά μέ τήν έπιτνχία πού σημείωσε τό βιβλίο τον δταν κυκλοφόρησε: ((...'Ο Ντ. Τόμας καθιερώθηκε ώς καλλιτέχνης πού κατόρ θωσε νά δημιουργήσει ποίηση μέ μορφή πρόζας». "Εργα τον Ντ. Τόμας έχουν μεταφράσει στά ελληνικά, ή Κ. Άγγελάκη-Ρούκ (Κάτω άπ' τό Γαλατόδασος, θεατρικό έργο, εισαγωγή Κ. Φράϊερ, εκδόσεις Ερμείας, 1972), οΐ Τ. Πορφυρής και Στ. Ροζάνης (Ποιήματα, εκδόσεις Παν δώρα), οι Β. Αενδρινοϋ και Γ. Ρωμανός (διηγήματα άπό τό Πορτραίτο τοϋ καλλιτέχνη ώς Νεαρού Σκύλον, εκδόσεις Πρόσπερος, 1980), και ή Λνντια Στεφάνου (Ποιήματα, εκδόσεις Ερμείας, 1982). Ευχαριστίες οφείλω στους Θ. Φραγκόπουλο και Κ. Άγγελάκη-Ρούκ γιά ορισμένες υποδείξεις τους. Μ.Σ.
ΙΟ
Προοπτική τής θάλασσας
ΗΤΑΝ κατακαλόκαιρο και τ' αγόρι ήταν ξαπλωμένο στά σι τάρια. ? Η τ α ν ευτυχισμένος γ ι α τ ί δέν ε ί χ ε τίποτα νά κάνει κ ι δ καιρός ήταν ζεστός. " Α κ ο υ γ ε τό σιτάρι πού θρόϊζε άπ' άκρη σ' άκρη καΐ τά πουλιά πού κελαϊδοΰσαν στά κλαδιά τών δέντρων πού έκρυβαν τό σπίτι. Ξαπλωμένος ανάσκελα, ατέ νιζε τον ατέλειωτο γαλάζιο ουρανό πού γλιστρούσε ως τις άκρες του σιταριού. Ό αέρας, μετά τ η ζεστή βροχή πού ε ί χ ε πέσει νωρίτερα, μύριζε λαγούς καΐ βόδια. Ξύστηκε σάν γά τος κι έβαλε τά χέρια πίσω άπ' τό κεφάλι του. Τ ώ ρ α , κάλπα ζε στή θάλασσα, διασχίζοντας τά χρυσαφένια κύματα τού στα ριού, γλιστρώντας σάν πουλί στον ουρανό. Μ ε μ α γ ι κ έ ς μπό τες Ι τ ρ ε χ ε πηδώντας πάνω άπό τά λειβάδια. " Ε φ τ ι α γ ν ε τ ή φωλιά του στο 2κτο άπό τά Ιπτά δέντρα πού κυαάτιζαν τά χ έ ρ ι α τους π έ ρ ' άπ' τον φωτεινό, πράσινο λόφο. Τ ώ ρ α , ήταν ενα αγόρι μέ ακατάστατα μαλλιά πού σηκωνόταν τ ε μ π έ λ ι κ α στά πόδια του και τζρογωροΰσε προς τ ή λουρίδα του ποταμού κοντά στή λοφοπλαγιά. " Ε β α λ ε τά δάχτυλα του μέσα στό νε ρό σηκώνοντας ενα ψευτοκύμα πού ταρακούνησε τ' άγριόχορτα. Τ ά δάχτυλα του έστεκαν δρθια, μεγεθυαένα στό νεοό, σάν δέκα πυργίσκοι κι ενα ψάρι μέ σοφό κεφάλι κι έλισσόιχενη ουοά κολύμπησε μπαινοβγαίνοντας άπό τις πύλες του πύογου. Ε π ι ν ό η σ ε μιά Ιστορία, καθώς τό ψάρι κολυμπούσε ανά μεσα στις πύλες, στά βότσαλα και στό κινούμενο κ ρ ε β ά τ ι . "Ήταν κάποτε μιά π ν ι γ μ έ ν η πριγκίπισσα σ' ενα Χριστουγεν νιάτικο βιβλίο, μέ τούς ώμους της σπασμένους και τις δυό κόκκινες κοτσίδες της τεντωμένες σάν χορδές βιολιού πάνω στον σπασμένο της λ α ι μ ό . ΕΓχε πιαστεί στό δίχτυ κάποιου ψα ρά και τό ψάρι μάδησε τά μαλλιά τ η ς . Ξέχασε πώς τ έ λ ε ι ω νε ή ιστορία, άν υ π ή ρ χ ε καθόλου τέλος σέ μ ι ά έστορία χ ω ρ ί ς II
ΌΥΙ,ΑΝ ΤΗΟΜΑ8
α ρ χ ή . " Α ρ α γ ε ή πριγκίπισσα Ιζησε ξανά, αναδυόμενη σαν σειρήνα άπ' τό δίχτυ, ή , κάποιος π ρ ί γ κ ι π α ς άπό άλλο πα ραμύθι, τέντωσε τ ι ς κοτσίδες τ η ς , λύγισε τους ώμους τ η ς σαν άρπα κ ι έπαιζε άπό τότε θλιμμένους σκοπούς στις Αυλές μιας βασιλικής χ ώ ρ α ς ; Τ ό αγόρι έστειλε μια πέτρα νά γλιστρήσει στο πράσινο νερό. Ε ι δ ε ενα λαγό πού έτρεξε νά κρυφτεί και πέταξε μια πέτρα στην ουρά του. " Ε ν α ψάρι π ή δ η ξ ε γ ι α νά αρπάξει τ ι ς σκνίπες πάνω άπό τό νερό κ ι ενας κορυδαλλός ξεκόλλησε άπό τ η ν πράσινη γ η . Αυτό ήταν τό καλύτερο κα λοκαίρι άπό τ ι ς πρώτες εποχές του κόσμου. Δέν πίστευε στο Θεό, άλλά δ Θεός ε ι χ ε φτιάξει αυτό τό καλοκαίρι μέ γαλά ζιους άνεμους, ζέστη και περιστέρια στό ξύλινο σπίτι. Δέν υπήρχαν υψικάμινοι ώς πέρα μακριά στους ανώνυμους λό φους, μόνο τά δέντρα πού Ιστεκαν σάν άντρες και γυναίκες απολαμβάνοντας τον ή λ ι ο . Δέν υπήρχαν γερανοί ή σωροί άπό καρβουνόσκονη, παρά μόνο ή ανώνυμη απόσταση κι δ λόφος μέ τά επτά δέντρα. Δέν μπορούσε νά βρει τ ι ς λ έ ξ ε ι ς γ ι ά νά π ε ι πόσο δμορφο ήταν τό καλοκαίρι, ή γ ι ά τό θόρυβο πού έ καναν τ' αγριοπερίστερα, ή τό τ ε μ π έ λ ι κ ο σιτάρι πού τό φυ σούσε τ' αεράκι ά π ? τ η ν κατεύθυνση τ η ς θάλασσας, ε κ ε ί , στό τέλος τοϋ ποταμού. Δέν υπήρχαν λ έ ξ ε ι ς γ ι ά τον ουρανό καΐ τόν ή λ ι ο και τ ή ν κ α λ ο κ α ι ρ ι ά τ ι κ η ε ξ ο χ ή : τά πουλιά ήταν ω ραία και τό σιτάρι ήταν ώραΐο. Δ ι έ σ χ ι σ ε τό λ ε ι β ά δ ι κ α ι σκαρφάλωσε στό λόφο. Κ ά τ ω άπ' τό αθώο πράσινο τών δέντρων, ενώ τά κοράκια πετού σαν προς τόν ή λ ι ο , ή Σστορία μέ τ ή ν πριγκίπισσα έσβησε. Ε κείνο τό απόγευμα δέν υ π ή ρ χ ε θάλασσα φονική γ ι ά νά τ ή ν παρασύρει ά π ' τ ι ς κοτσίδες τ η ς . Ή θάλασσα κύλησε και χά θ η κ ε , αφήνοντας τό λόφο, τό σιταροχώραφο και τό κρυμμένο σπίτι. Ψ η λ ή δσο τό πρώτο μικρό δέντρο, γλίστρησε ά π ' τό έ βδομο δέντρο κάτω κα! στάθηκε μπροστά του μ' Ινα σχισμένο βαμβακερό φόρεμα. Τ ά γυμνά μαυρισμένα πόδια της ε ί χ α ν παντού γδαρσίματα, ε ι χ ε λεκέδες άπό μούρα στό στόμα τ η ς , τά νύχια τ η ς ήταν μαύρα κ α ! σπασμένα και τά δάχτυλα τ η ς κρυφοκοίταζαν μ έ σ ' ά π ' τά λαστιχένια παπούτσια τ η ς . Σ τ ε κόταν σ' ενα λόφο δχι πιο μεγάλο άπό σπίτι, άλλά τό λειβά δι χ α μ η λ ά κ ι ή αστραφτερή λουρίδα του ποταμού φαινόντουσαν τόσο μικρά, σάν δ λόφος νά ε ί χ ε γ ί ν ε ι βουνό και δρθω-
12
Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
νόταν πάνω άπό ενα φύλλο και μ ι ά σταγόνα νερό. Τ ά δέντρα γύρω άπ' τό άγροτόσπιτο έγιναν πυροτεχνήματα. Κ ι οί βουνοκορφές Τ ζ ά ρ β ι ς , δπως κ ι ή κορυφή Κ ά ν τ ε ρ κατά τ ή μεριά τ ή ς Α γ γ λ ί α ς , έμοιαζαν λοφάκια άπό χ ώ μ α και σκιές άπό πέτρες, μέσ' στήν ή ρ ε μ η μοναδική απεραντοσύνη πού απλω νόταν ώς πέρα μακριά. Ά π ό τό κοντινότερο ίσκιο, τό αγόρι κοίταξε κάτω τό ποτάμι πού εξαφανιζόταν, τό σιτάρι πού δ αέρας τό έγερνε στό χ ώ μ α , τά εκατό δέντρα τοΰ σπιτιού πού μίκρυναν κ ι ενώθηκαν δλα μαζί σ' ενα μίσχο και τ ι ς τέσσε ρις γωνιές τοΰ κίτρινου λειβαδιοϋ νά σμίγουν σ' ενα τετρά γωνο πού θά μπορούσε νά τό σκεπάσει μέ τό χ έ ρ ι του. Ε ί δ ε τήν πολύχρωμη κομητεία νά ζαρώνει σάν φόρεμα πού μπαί νει στή μπουγάδα. Τ ό τ ε Ινας καινούριος αέρας σηκώθηκε ά πό τ ή ν τελευταία σταγόνα τοΰ πόταμου, φούσκωσε τό λ ε ι βάδι τοΰ λόφου στό πραγματικό του μέγεθος, τό σιτάρι ορθώ θ η κ ε δπως και πριν κ ι δ μίσχος πού έκρυβε τό σπίτι χωρί στηκε σ' εκατό δέντρα. Συνέβησαν δλα σέ μισό δευτερόλεπτο. Τ ά κοράκια πέταξαν και πάλι ξαφνικά ά π ' τά ψηλότερα κλαδιά σάν σύννεφο σέ σχήμα κώνου. Δ έ ν ε ι χ ε τέλος ή μαύ ρ η τ ρ ι γ ω ν ι κ ή π τ ή σ η τών πουλιών κατά τόν ή λ ι ο . Ά π ό τό λόφο προς τόν ή λ ι ο , ή φτερωτή γέφυρα ανέβαινε σιωπηλά. Και τότε φύσηξε πάλι δ αέρας, αυτή τ ή φορά ά π ' τ ή ν απέ ραντη θάλασσα και βίτσισε τ ή γέφυρα. Σ ά ν καταρράχτης ά πό πέρδικες γκρεμίστηκαν φυσημένα τά κοράκια. " Ο λ ' αυτά συνέβησαν σέ μισό δευτερόλεπτο. Τ ό κορίτσι μέ τό σχισμένο βαμβακερό φόρεμα κάθισε κάτω στό χορτάρι και σταύρωσε τά πόδια τ η ς . " Ε ν α ς αληθινός αέρας άπ' τό που θενά ανασήκωνε τό φόρεμα τ η ς και μέχρι τήν μέση τ η ς ή ταν καστανή σάν βελανίδι. Τ ό αγόρι, πού στεκόταν ακόμα δειλά στήν κοντινότερη σκιά, είδε τ ή σπασμένη γ ι ο ρ τ ι ν ή πριγκίπισσα νά πεθαίνει γ ι ά δεύτερη φορά, κ ι ενα χωριατοκόριτσο νά παίρνει τ ή θέση τ η ς στό ζωντανό λόφο. Π ο ι ο ς φοβόταν μερικά πουλιά πού πέταγαν άπ' τά δέντρα και τό ξαφνικό θάμπωμα τοΰ ήλιου πού έκανε ποτάμι, λειβάδι και απόσταση νά φαίνονται τόσο μικρά κάτω ά π ' τό λόφο; Π ο ι ο ς έ λ ε γ ε δτι τό κορίτσι ήταν ψηλό δσο τό δέντρο; Δ έ ν ήταν πιό ψηλή ούτε πιό παράξενη άπό τά λουλουδάτα κορίτσια τ η ς Κ υ ρ ι α κ ή ς πού έκαναν πίκ-νίκ στή κοιλάδα Ούίπετ.
ι3
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
« Τ ί έκανες πάνω στό δέντρο;» τ ή ρώτησε, ντροπιασμέ νος πού έμενε σιωπηλός μπροστά τ η ς ένώ ε κ ε ί ν η χαμογελού σε κ ι απότομα δείλιασε, καθώς ε κ ε ί ν η μ ε τ α κ ι ν ή θ η κ ε κ ι είδε τό χορτάρι άπό κάτω τ η ς νά τσαλακώνεται ρόδινο και πρά σινο ανάμεσα στά μαυρισμένα πόδια τ η ς . « " Ε ψ α χ ν ε ς γ ι ά φω λ ι έ ς ; » ε ι π ε , και κάθησε δίπλα τ η ς . Ά λ λ α πάνω στό λυγι σμένο χορτάρι τ ή ς έβδομης σκιάς, ό πρώτος του τρόμος γ ι ' αυτήν αναδύθηκε πάλι σάν ήλιος, επιστρέφοντας άπό τή θά λασσα πού τόν ε ί χ ε καταπιεί κ ι έκαψε τά μάτια του ώς τό κρανίο του, ορθώνοντας τά μαλλιά του. Οί λ ε κ έ δ ε ς στά χεί λ η τ η ς ήταν αίμα, δχι μούρα. Και τά νύχια τ η ς δέν ήταν σπασμένα. "Ήταν ακονισμένα, δέκα μαύρες λ ε π ί δ ε ς ξυραφιού έτοιμες νά κόψουν τ ή γλώσσα του. ' Ά ν φώναζε δυνατά τό θείο του στό κρυμμένο σπίτι, ε κ ε ί ν η θά έφτιαχνε καινούρια ζώα, θά καλούσε μ έ σιωπηλά νοήματα, τ ι ς τ ί γ ρ ε ι ς άπ' τά δά ση τοΰ Κ ά ρ μ α ρ θ ε ρ ν 1 νά χυμήξουν πάνω του και νά δαγκώ σουν τά χ έ ρ ι α του. Θά έφτιαχνε καινούρια, θορυβώδη που λιά πού θά σφύριζαν κ α ι θά σκόρπιζαν μ έ τά τιτιβίσματα τους τις κραυγές του. Κ ά θ η σ ε πολύ ήσυχος στ' αριστερά τ η ς κ ι άκουγε τους κτύπους τ ή ς καρδιάς τ η ς νά πνίγουν δλους τους ήχους τοΰ καλοκαιριού. Τ ό κάθε φύλλο τοΰ δέντρου πού τους σκίαζε μεγάλωσε τότε σέ μέγεθος άνθρωπου, οί πλευρές τοΰ κορμού έγιναν κανάλια και ποτάμια μεγάλα σάν πλοία. Και τά βρύα στό δέντρο και τό λεπτό χορταρένιο δα χ τ υ λ ί δ ι γύρω άπό τ ή βάση του ήταν δλα βελούδινα καλύμ ματα των πράσινων λειβαδιών φουσκωμένα ά π ' άκρη σ' ά κ ρ η . Τ ώ ρ α , πάνω στό λόφο σέ μέγεθος κόσμου, μέ τά δέντρα σάν ουρανούς νά κρατοΰν ψ η λ ά τους καιρούς, στόν μεγεθυμένο καλοκαιριάτικο καιρό, έ γ ε ι ρ ε σ' εκείνον τόσο κοντά, πού δέν μποροΰσε νά δει τό σιταροχώραφο, ούτε τό σπίτι τοΰ θείου του μέσ' άπ' τά πυκνά κόκκινα μαλλιά τ η ς . Ουρανός και μα κρινές λοφογραμμές ήταν φωτεινές τ ε λ ε ί ε ς μέσ' στις κόρες των ματιών τ η ς . Αυτό ε ί ν ' δ θάνατος, είπε τό αγόρι μέσα του, φυματίω ση και δυνατός βήχας και οί πέτρες μέσα σου..., και ή έκ φραση πού παίρνει τό πρόσωπο σου δταν αλλάζεις πολλά 1. Ο&τπι&ΓΐΙίΘη, περιοχή σ τ ή Ν . Ούαλλία. ( Σ . τ . μ . ) .
ΐ4
Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
πρόσωπα στον καθρέφτη. Τ ό στόμα τ η ς α π ε ί χ ε μόλος μιά ίντσα άπ' τό δικό του. Τ ά μακρυά δάχτυλα τ η ς άνγιξαν τά βλέφαρα του. Ε ί ν α ι μ ι ά ιστορία, ε ι π ε μέσα του, γ ι ά ενα α γόρι σέ μ ι ά γ ι ο ρ τ ή πού τό φίλησε ή μάγισσα πάνω στό σκουπόξυλο. Ά π ' τό δέντρο πέταξε σ' αυτόν τό λόφο πού αλλάζει μέγεθος σάν φοβισμένος βάτραχος. Χ ά ι δ ε ψ ε τά μάτια του κ ι ακούμπησε τό στήθος τ η ς πάνω του. Κ ι δταν τόν αγάπησε ώσπου εκείνος πέθανε, τόν έ β γ α λ ε άπό μέσα τ η ς και τόν έσυρε στή μονιά τ η ς στό δάσος. Ά λ λ ' ή ιστορία, δπως δλες οί ιστορίες, τελείωσε δταν τόν φίλησε. Τ ώ ρ α , ήταν I V αγόρι στήν αγκαλιά ενός κοριτσιού, κι ό λόφος βρισκόταν πάνω ά πό ενα αληθινό ποτάμι κ ι οί λοφοσειρές μέ τά δέντρα τους άπ' τ ή μεριά τ ή ς Α γ γ λ ί α ς , ήταν δπως τ ι ς ε ί χ ε γνωρίσει ό Τ ζ ά ρ β ι ς , δταν περπατούσε ε κ ε ί μέ τούς εραστές του και τ' ά λογα του επί μισό αιώνα, πριν άπό ένα αιώνα. Ποιος φοβήθηκε ποτέ τόν αέρα πού βγαίνει άπ' τό φως, και φουσκώνει τ ή μ ι κ ρ ή έξοχη σάν μ π α λ ό ν ι ; Μ ι ά ρ ι π ή τού αέρα στον ή λ ι ο ήταν σάν άνεμος σέ άδειο σπίτι. " Ε κ α ν ε τις γωνίες βουνά και γ έ μ ι ζ ε τ ι ς σοφίτες μέ σκιές πού γ λ ι στρούσαν άπ' τ ή σ τ έ γ η . Μ έ σ ' άπ' τούς διαδρόμους τ ή ς έξο χ η ς κάλπαζε μέ χ ι λ ι ά δ ε ς φωνές, κάθε φωνή πιό δυνατή άπ' τήν προηγούμενη, ώσπου ή τελευταία κατρακυλούσε σβήνο ντας και τό σπίτι γ έ μ ι ζ ε ψιθύρους. « Ά π ό πού έ ρ χ ε σ α ι ; » , ψιθύρισε στ' αυτί του. Τ ρ ά β η ξ ε τά χ έ ρ ι α τ η ς , άλλά έ μ ε ι ν ε καθισμένη κοντά του μέ τό γόνατο ανάμεσα στά πόδια του, τό χ έ ρ ι τ η ς μές στά χέρια του. Π ο ι ο ς τρόμαξε άπ' ένα ήλιοκαμμένο κορίτσι, δχι ψηλότερο ή πιό παράξενο άπ' τά χ λ ω μ ά κορίτσια στό σπίτι πού απόκτησαν μωρά πριν παντρευτούν; « " Ε ρ χ ο μ α ι άπ' τ ή ν κοιλάδα τοΰ Ά μ μ ά ν » , ε ί π ε τό αγόρι. « " Ε χ ω μ ι ά αδελφή στήν Α ί γ υ π τ ο » , είπε ε κ ε ί ν η , «πού μ έ νει σέ μιά πυραμίδα...». Τ ό ν τράβηξε πιό κοντά τ η ς . «Μέ φωνάζουν γ ι ά τό τσάϊ», ε ί π ε αυτός. Σ ή κ ω σ ε τό φόρεμα τ η ς ώς τ ή μέση τ η ς . ' Ά ν μ' αγαπάει μ έ χ ρ ι νά πεθάνω, ε ί π ε μέσα του τ' αγό ρι κάτω άπ' τό έβδομο δέντρο πάνω στό λόφο, πού δέν έμενε ποτέ ίδιο γ ι ά τρία λεπτά, θά μέ τραβήξει μέσα τ η ς και θά τ ρ έ ξ ε ι μακρυά, ένώ θά κροταλίζω μέσα τ η ς , σέ μ ι ά φωλιά
ΐ5
ϋΥΙ,ΑΝ ΤΗΟΜΑ8
στό δάσος, στήν τρύπα ενός δέντρου, δπου δ θείος μου δέν θά μέ βρει ποτέ. Α υ τ ή είναι ή ιστορία ενός αγοριού πού τό έ κλεψαν. " Ε μ π η ξ ε ενα μαχαίρι στήν κοιλιά μου και στριφο γύρισε μ' αυτό τό στομάχι μου. Τοΰ ψιθύρισε στ' αυτί του: «Θά έχω ενα μωρό σέ κάθε λόφο. Π ώ ς σέ λένε Ά μ μ ά ν ; » Τ ό απόγευμα πέθαινε. Τ ε μ π έ λ ι κ α , ανώνυμα, περιπλανιό ταν δυτικά ανάμεσα στά έντομα τ η ς σκιάς. Π ά ν ω άπό τό λόφο και τό δέντρο, τό ποτάμι και τό σιτάρι, ώς τ η νύχτα πού έπεφτε στή θάλασσα. Φυσημένο μακρυά άπ' τήν Ούαλλία μέσ' άπ' τά νυσταγμένα γ α λ ά ζ ι α σιτάρια, σάν άνεμος γεμά τος όνειρα και φάρμακα, ώς τ ή ν παλίρροια τοΰ ήλιου χ α μ η λά στή γ κ ρ ί ζ α και μ ε λ ω δ ι κ ή αμμουδιά, δπου τά πουλιά άπό τήν κιβωτό τού Ν ώ ε ούριοδρομούσαν μ' ένα θάμνο στό ράμ φος τους και τό αύριο, τό αύριο σωριαζόταν πάνω στά γ κ ρ ε μισμένα κάστρα τ ή ς άμμου. Ε κ ε ί ν η τακτοποίησε τά ρούχα τ η ς και ίσιωσε προς τά πίσω τά μαλλιά τ η ς , ένώ ή μέρα πέθαινε, κύλησε ξέγνοιαστα στ' αριστερό πλευρό τ η ς , αδιάφορη γ ι ά τόν χαμηλωμένο ή λιο και τ ή ν απόσταση πού σκοτείνιαζε. Τ ό αγόρι ξύπνησε ανήσυχα μέσα σ' ένα όνειρο πιο παράξενο αυτή τ ή φορά, με γαλύτερο κ ι άπ' τό μοναδικό μαύρο σύννεφο πού ζυγιαζόταν στό αδιάσπαστο κέντρο ενός φωτεινού βέλους. Β γ ή κ ε άπ' τήν αγάπη διασχίζοντας έναν άνεμο γεμάτο μαχαίρια πού στρι φογύριζαν κα! μ ι ά σπηλιά άπό πουλιά μ έ άσπρη σάρκα, στά θ η κ ε σέ μ ι ά καινούρια κορυφή, σάν πέτρα π ' αντικρίζει τ' α στέρια νά φυσούν, χωρ!ς νά τοΰ προσφέρεται καμιά τελε τουργία άπ' τόν θαλασσινό αέρα, ένα σκληρό, θυμωμένο α γόρι πάνω στό βουνό, στή μέση μιας βραδιάς στήν έ ξ ο χ η . Π ρ ό β α λ ε τό στέρνο του κα! ε ί π ε σκληρά λόγια στον κόσμο. Α φ ή ν ο ν τ α ς πίσω τ ή ν αγάπη, προχώρησε περήφανος μ έ τό κεφάλι ψηλά μ έ σ ' άπό μιά σπηλιά ανάμεσα σέ δύο πόρτες ώσπου έφθασε στό ψηλότερο σημείο μέ σιδερένια θέα πάνω άπ' τ ή γ η . Π ρ ο χ ώ ρ η σ ε ώς τ ή ν τελευταία σιδηρογραμμή, έ κ ε ϊ πού ξανοιγόταν τό πηγαδίσιο διάστημα. Παρόλο πού ή γ η στριφογύριζε μ έ ταχύτητα, έ β λ ε π ε κάθε αυλακιά άπό ά ροτρο κ ι αποτύπωμα ζώου, κάθε ανθρώπινο σημάδι κα! στα γόνα νερού, λοφιά κ α ! φτερωτά σημάδια, σκόνη και θάνατο
ι6
Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
και τ ή σκιά πού έ ρ ι χ ν ε ό χρόνος άπό παγετώνα σέ παγετώ να, κ ι άπό τήν άκρη τ ή ς θάλασσας ώς τό κέντρο τής θά λασσας, δλα πάνω στή σφαίρα μέ επιφάνεια μήλου κάτω άπ' τις σιδερένιες γ ρ α μ μ έ ς και πέρα ά π ' τις πύλες τ ή ς ζωής. " Ε β λ ε π ε μέσ' άπ' τ ή β ρ ώ μ ι κ η δαχτυλιά μιας πόλης τών αν θρώπων ώς τό απολιθωμένο ίχνος τοΰ κάποτε — ζωντανοΰ — άνθρωπου — τών λειμώνων. Ά π ' τό χορτάρι και τό απολι θωμένο τριφύλλι πού ήταν κάποτε ή ε ξ ο χ ή ώς τήν παλάμη μιας ξεχασμένης πολιτείας, βυθισμένης κάτω άπ' τήν Ευ ρώπη. Ά π ' τό αποτύπωμα τοΰ χεριού ώς τόν βραχίονα μιας αυτοκρατορίας σπασμένης σάν τ ή ν Α φ ρ ο δ ί τ η . Ά π ' τόν βρα χίονα ώς τό στέρνο, άπό τήν ιστορία ώς τόν μηρό, κ ι άπό τόν μηρό πού βυθιζόταν στό σκοτάδι ώς τό πρώτο Δυτικό ίχνος ανάμεσα στή σκοτεινή και στήν πράσινη πλευρά τ ή ς Έ ό έ μ . Κ ι ό κήπος αναδυόταν μές στό επόμενο λεπτό και γ ι ά πάντα, κάτω άπ' τ ή ν Α σ ί α , στή γ η πού κυλούσε πάνω στή μουσική τροχιά τ η ς μές στή νύχτα πού ά ρ χ ι ζ ε . Ό Θεός στον ύπνο του ε ί χ ε ανεβεί μ ί α κ λ ί μ α κ α κ ι δ χώρος, τρία σκαλιά πάνω άπ' τό τελευταίο, απέκτησε δροφή κ α ι δάπεδο άπ' τ ι ς ζωντα νές σελίδες τοΰ βιβλίου τών ήμερων. ΟΕ σελίδες ήταν κήποι, οι κτισμένες λ έ ξ ε ι ς ήταν δέντρα κ ι ή άνω Ε δ έ μ βλάσταινε σέ Ε δ έ μ κ ι ή κάτω Ε δ έ μ βλάσταινε σέ Ε δ έ μ στή χαμηλό τ ε ρ η γ ή , ένας ατέλειωτος διάδρομος άπό θάμνους, πουλιά και φύλλα. Σ τ ά θ η κ ε σέ μ ι ά π λ α γ ι ά δ χ ι μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η άπ' τήν κάμαρα τοΰ κόσμου πού ξ ε χ ύ λ ι ζ ε α γ ά π η κ ι οι δυο πόλοι έ σκυψαν και φ ι λ ή θ η κ α ν πίσω άπ' τούς ώμους του. Τ ό αγόρι παραπάτησε προς τά μπρος σάν τόν "Ατλαντα, π ή δ η ξ ε πάνω άπ' τ ή σιδερένια θέα διασχίζοντας τ ή σπηλιά μέ τά μαχαίρια και τΙς ε κ ρ ή ξ ε ι ς — σάν φλυτζάνια — τοΰ χρόνου, στον άγρό πού ήταν σάν κουκκίδα κάτω ά π ' τήν πλατφόρμα πού σχημά τιζαν τά σύννεφα πάνω ά π ' τούς πολλαπλασιασμένους κήπους. «Ξύπνα», τοΰ ε ί π ε ε κ ε ί ν η στ' αυτί του. Τ ά σιδερένια στοι χ ε ί α έσπασαν μέ τό χ α μ ό γ ε λ ο τ η ς κ ι ή Ε δ έ μ ζάρωσε μές στήν έβδομη σκιά. Τ ο ΰ ε ί π ε νά κοιτάξει τά μάτια τ η ς . Νόμι ζε δτι τά μάτια τ η ς ήταν καστανά ή πράσινα, άλλά ήταν γαλάζια σάν θάλασσα μ,έ μαύρες βλεφαρίδες και τά πυκνά μαλλιά τ η ς ήταν μαύρα. Ε κ ε ί ν η ανακάτωσε τά μαλλιά του και τό αγόρι έβαλε τό χ έ ρ ι του βαθιά μ έ ς στό στήθος τ η ς ,
17
2
ϋΥΙ,ΑΝ ΤΗΟΜΑ8
τόσο, πού ή ξ ε ρ ε πια πώς ή ρώγα τ ή ς καρδιάς τ η ς ήταν κα τ α κ ό κ κ ι ν η . Κ ο ί τ α ξ ε στά μάτια τ η ς , ά λ λ ' αντίκρισε τούς στρογγυλούς καθρέφτες τοΰ ήλιου καΐ καθώς μ ε τ α κ ι ν ή θ η κ ε απότομα άπό δίπλα τ η ς είδε μέσ' άπ' τά διάφανα δέντρα. Ε κ ε ί ν η θά μπορούσε νά φτιάξει ένα μακρύ κρύσταλλο άπό κάθε δέντρο και νά μεταμορφώσει τούς ξύλινους τοίχους τοΰ σπιτιού σέ γ ά ζ ε ς . Τ ο ΰ ε ί π ε τ ή ν η λ ι κ ί α τ η ς και ήταν ένας καινούριος αριθμός. « Κ ο ί τ α ξ ε στά μάτια μου», τοΰ ε ι π ε . 11ταν μ ι ά ώρα κ ι όλας πού ε ι χ ε νυχτώσει γ ι ά καλά, τ' αστέ ρια είχαν ξεπροβάλει και τό φ ε γ γ ά ρ ι ήταν κόκκινο. 11 ήρε τό χ έ ρ ι του και τόν οδήγησε τρέχοντας ανάμεσα στά δέντρα πάνω στήν π λ α γ ι ά τοΰ δροσερού λόφου, στις ανθισμένες τσου κνίδες και στά κοιμισμένα άνθάκια τοΰ χορταριοΰ, μέσ' άπό τ ή σιωπή στό φως τοΰ ήλιου και στή βουή τ ή ς θάλασσας πού έσπαζε στήν άμμο και στήν πέτρα. Ό λόφος μέσα σέ μ ι ά οθόνη μέ δέντρα: ανάμεσα στά χ ω ράφια τής ενδοχώρας και τ ή θάλασσα πού π λ η σ ί α ζ ε , ή νύ χτα πάνω στό δάσος κ ι ή παραλία λ ε κ ι α σ μ έ ν η κ ί τ ρ ι ν η στον ή λ ι ο , τό σιτάρι πού εξαφανιζόταν απαλά στή γ υ μ ν ή απόσταση τών χωραφιών κ ι οί χρυσές ε ρ η μ ι έ ς δπου ή σκόρπια άμμος πολιορκούσε τά βράχια και στεκόταν μ ε ς στό χρόνο πάνω άπό μιά μυστική ρίζα. Ό λόφος, μέσα σ' ένα φώς πού αναζητού σε τήν αντανάκλαση του: ή πίσω σελήνη φώτιζε τά έπτά δέντρα κι δ ήλιος τ ή ς παράξενης μέρας πλανήθηκε πάνω στό κύμα πού έσπαζε. Ό λόφος, ανάμεσα σέ μιά κουκουβά γ ι α κ ι ένα γλάρο: τό αγόρι αφουγκράστηκε τις φωνές δυο πουλιών, οί καφετιές φτερούγες φτεροκοπούσαν στά κλαδιά, ένώ οι άσπρες φτερούγες χάϊδευαν τά κύματα μπροστά του. «Τού γουΐτ τού γού μ ή ν διακινδυνεύεις άλλο πιά». Τώρα οί γλάροι πού κολυμποΰσαν στον ουρανό τοΰ έλεγαν νά τρέξει στήν ζεστή άμμο ωσότου τό νερό τόν αγκαλιάσει μέ τά κύ ματα του κι ή δίνη τοΰ άφροΰ σκιστεί γύρω του σάν άνεμος και αλυσίδα. Τ ό κορίτσι κρατούσε τό χ έ ρ ι του μέσα στό δικό τ η ς κι έτριβε τό μάγουλο τ η ς στον ώμο του. Τ ο ΰ άρεσε πού τήν ε ί χ ε κοντά του, γ ι α τ ί ή πριγκίπισσα ε ί χ ε σπάσει και τό τερατώδες κορίτσι ε ί χ ε μεταμορφωθεί σέ δέντρο και τό τρο μακτικό κορίτσι πού θάμπωσε τά σχήματα τ ή ς έξοχης και τόν ε ί χ ε οδηγήσει έξω άπ' τήν αγάπη, απόμεινε μόνο του
ι8
Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
μέσα στόν κύκλο τοΰ φεγγαριού και στις έπτά σκιές πίσω άπ' τήν οθόνη. " Ε κ α ν ε ζέστη εκείνο τό πρωινό στήν απροσδόκητη λια κάδα. " Ε ν α κορίτσι ντυμένο μέ βαμβακερά ακούμπησε τό στόμα τ η ς στ' αυτί του. «Θά σέ πάω στή θάλασσα», τοΰ ειπε και τό στήθος τ η ς αναπήδησε καθώς έτρεξε μπροστά του, μέ μαλλιά πού ανέμιζαν άγρια, στήν άκρη μιας θάλασσας πού δέν ήταν άπό νερό και στά μικρά βότσαλα πού έσπαγαν σάν κεραυνοί σέ χ ι λ ι ά δ ε ς κομμάτια καθώς ή στεγνή θάλασσα τά μετακινούσε. Κ α τ ά μήκος τής φωτεινής ακρογιαλιάς, άπ' τόν ορίζοντα δπου μεγάλα πουλιά αρμένιζαν σάν βάρκες, άπ' τ ι ς τέσσερις γωνιές τ ή ς πυξίδας, έρποντας μέσ' άπ' τούς κ ή πους τών χορταριών, λιώνοντας στήν ανατολή και στους τρο πικούς, φουσκώνοντας σάν κύμα ανάμεσα στους λόφους τοΰ πάγου και στά έ γ κ α τ α δπου ή φάλαινα ύπνώττει, άπ' τούς διαδρόμους τής δύσης και τής χαραυγής, τούς αλμυρούς κ ή πους και τά κοπάδια τ ή ς ρ έ γ γ α ς , τ ή δίνη και τό νερό στό κοίλωμα τοΰ βράχου, τήν π η γ ή πού στάζει άπ' τό βουνό ώς τόν κ α τ α ρ ρ ά χ τ η , ή άσπρη θάλασσα τών ανθρώπων, δ θανά σιμος θνητός αριθμός τών κυμάτων, δλων τών αιώνων ή θά λασσα βυθισμένη στό χαλάζι πριν άπ' τόν Χ ρ ι σ τ ό , πού υπέ φερε τόν θυελλώδη άνεμο τοΰ αύριο, εισέβαλε μέ τούς αλα λαγμούς ολόκληρου τοΰ κόσμου στήν απέραντη παραλία. «Γύρνα πίσω! Γύρνα π ί σ ω ! » , φώναξε τό αγόρι στό κο ρίτσι. Ε κ ε ί ν η έ τ ρ ε χ ε στήν άαμο χωρίς ν' ακούει, ώσπου εξα φανίστηκε στή θάλασσα. Τ ώ ρ α , τό πρόσωπο τ η ς ήταν μιά άσπρη σταγόνα νερού μές στήν οριζόντια βροχή και τά άκρα τ η ς ήταν λευκά σάν χιόνι καθώς χανόντουσαν στήν άσπρη κινούμενη παλίρροια. Τ ώ ρ α ή καρδιά της ήταν μιά μ ι κ ρ ή κ ό κ κ ι ν η καμπάνα πού κτυπούσε στό κΰμα, τ' άχρωμα μαλ λιά τ η ς έπλεαν σάν φύκια στόν άφρό και ή φωνή τ η ς πετα γόταν πάνω άπ' τό νερό πού ε ί χ ε σάρκα και δστά. Φώναξε ξανά, άλλά ε κ ε ί ν η ε ί χ ε ανακατωθεί μέ τήν αν θρώπινη μάζα πού ερχόταν κ ι έ φ ε υ γ ε . Ή παλίρροια τους τραβιόταν άπό ένα πένθιμο φ ε γ γ ά ρ ι πού κανένα βέλος του δέν αστοχούσε. Οί θολές θαλασσομήκεις χειρονομίες τους ή ταν απελπισμένες, τά επίπεδα χέρια έγνεφαν, τά κεφάλια ανασηκωμένα, τά μάτια στά πρόσωπα-μάσκες στηλωμένα σέ
19
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
μία κατεύθυνση. " Ω , πού νά ήταν άραγε τώρα; Α ν ά μ ε σ α στήν άσπρη κινούμενη μάζα μ έ τά κοραλλένια μάτια. «Γύρ να π ί σ ω ! Γύρνα π ί σ ω ! Α γ ά π η βγές έξω άπ' τήν θάλασσα». Α ν ά μ ε σ α στή πομπή τών κυμάτων. Ή καμπάνα στό στήθος τ η ς κτυπούσε πάνω άπ' τήν άμμο. " Ε τ ρ ε ξ ε προς τούς αμμόλοφους φωνάζοντας πάνω άπ' τον ώμο του' « Β γ έ ς άπό τ ή θάλασσα!». Σ τ ό κάποτε πράσινο νε ρό όπου τά ψάρια κολυμπούσαν, εκεί πού οί γλάροι αναπαύο νταν κι οι φωτεινές πέτρες τριβόντουσαν και κατρακυλούσαν στά σκαλιά τ η ς πράσινης κ λ ί ν η ς τους, όταν τά ποντοπόρα πλοία φούσκωναν στά πλούσια ταξίδια τους και τ' άγρια, χω ρίς όνομα, ζώα κατέβαιναν νά πιουν τό αλάτι. " Ω , πού νά ή ταν τώρα; Ή θάλασσα ε ί χ ε χαθεί πίσω άπ' τούς αμμόλοφους. Παραπάτησε στήν άμμο και στους άγριους κρίνους τ η ς αμ μουδιάς, σάν ενα τυφλό αγόρι στον ή λ ι ο . Ό ήλιος ελισσόταν τώρα γύρω άπ' τούς ώμους του. Κάποτε ήταν μ ι ά ιστορία πού τήν ψιθύριζε ή φωνή τοΰ νεροΰ. Τ α ξ ί δ ε υ ε τήν ή χ ώ άπό τά δέντρα πίσω άπό τήν πα ραλία, στροβιλίζοντας την στά χρυσά κοιλώματα τ η ς άμμου, κι έκρουε τό δάσος ωσότου τά μελωδικά πτηνά και τά ζώα κατέφθαναν πηδώντας στή λιακάδα. " Ε ν α κοράκι πέταξε δίπλα του, άπό ένα παράθυρο τ η ς πλημμύρας, στον τυφλό πύργο τοΰ άνεμου τραντάζοντας τόν θυμό τοΰ αύριο σά νά 'ταν σκιάχτρο άπό φτερά. «Μιά φορά κ ι ένα καιρό», ε ί π ε ή φωνή τοΰ νεροΰ. « Μ ή διακινδυνεύεις άλλο π ι ά » , ε ί π ε ή ή χ ώ . « Ε κ ε ί ν η κτυπάει μιά καμπάνα γ ι ά σένα στή θάλασσα». « Ε ί μ α ι ή κουκουβάγια κι ή ή χ ώ : ποτέ δέν θά γυρίσεις πίσω». Στον λόφο τοΰ ορίζοντα, ένας γέρος μαστόρευε ένα πλοίο καΐ τό φώς πού α ν τ ι φ έ γ γ ι ζ ε ή θάλασσα έριχνε τ ή σκιά τοΰ ίεροΰ βουνοΰ πάνω στό τρίπατο σκαρί πού κοίταζε ανατολι κά. Κ ι άπό τόν ουρανό, ά π ' τά παρτέρια και τούς κήπους ώς κάτω στις άσπρες — άπό — φτερά — χαράδρες, στά κυμα τιστά υψώματα και κοιλώματα της γ η ς , κι άπ' τις σπηλιές στό λόφο, τά συννεφένια σχήματα τών πουλιών, τών ζώων και τόν εντόμων ε'ισέρρεαν στριφογυρίζοντας μές στή λ α ξ ε μ έ ν η
20
Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
πόρτα. " Ε ν α περιστέρι μ,' ενα πράσινο πέταλο ακολούθησε τήν π τ ή σ η τού κορακιοΰ. Μ ι ά ψ υ χ ρ ή βροχή άρχισε νά πέφτει. [1937]
21
Μετά το πανηγύρι
Τ Ο πανηγύρι ε ί χ ε τελειώσει γ ι 5 απόψε. Τ ά φώτα πάνω άπ' τούς πάγκους μέ τ ι ς ψάθινες στέγες είχαν σβήσει καί τά ξύ λινα άλογα έστεκαν ασάλευτα μές στό σκοτάδι περιμένοντας τ ή μουσική και τόν βόμβο τών μηχανών γ ι ά νά ξαναρχίσουν τόν καλπασμό τους. Σ τ Ι ς σκηνές, οί λάμπες τ ή ς άσετυλίνης είχαν σβήσει ή μ ί α μετά τ ή ν ά λ λ η κ α ι οί μουσαμάδες σκέ παζαν τώρα τά μικρά τραπέζια τοΰ παιχνιδιού. Τ ό πλήθος ε ί χ ε επιστρέψει σπίτι κ α ι στά παράθυρα τών τροχόσπιτων άναβαν φώτα. Κανένας δέν ε ί χ ε προσέξει τό κορίτσι. Μέσα στά μαΰρα ροΰχα τ η ς , στεκόταν απέναντι άπό τό λούνα-πάρκ, ακούγοντας τό τελευταίο βήμα νά τ ρ ί ζ ε ι πάνω στό πριονίδι καί τ ί ς τε λευταίες φωνές νά πεθαίνουν στήν απόσταση. Τ ό τ ε , ολομόνα χ η στήν ε ρ η μ ι ά , π ε ρ ι κ υ κ λ ω μ έ ν η άπό τά σχήματα τών ξύλι νων άλογων και τ ί ς ψεύτικες βαρκοΰλες, αναζήτησε μ ι ά γ ω νιά γ ι ά νά κ ο ι μ η θ ε ί . Ψάχνοντας εδώ κ ι ε κ ε ί , ανασήκωσε τόν μουσαμά πού σκέπαζε τά παραπήγματα καί τρύπωσε στό ζε στό σκοτάδι. Φ ο β ή θ η κ ε νά προχωρήσει παραμέσα, καί κα θώς Ινα ποντίκι δρασκέλισε αστραπιαία τό βρώμικο ροκανίδι στό δάπεδο κ ι δ μουσαμάς έτριζε χορεύοντας στό φύσημα τοΰ αέρα, ε κ ε ί ν η έτρεξε μακριά καί κτύφτηκε πάλι κοντά στήν πίστα τού λούνα-πάρκ. Κάποια σ τ ι γ μ ή περπάτησε πάνω στήν εξέδρα. Κουδουνάκια αντήχησαν γύρω ά π ' τό λαιμό ενός ά λογου καί μετά σώπασαν. Δέν τολμούσε ούτε ν' ανασάνει μ έ χ ρ ι ς δτου δλα ησύχασαν καί τό σκοτάδι ξέχασε τόν ή χ ο τών κουδουνιών. Τ ό τ ε άρχισε πάλι νά κρυφοκοιτάζει Ιδώ κι ε κ ε ί γ ι ά Ινα κρεβάτι, ψάχνοντας σέ κάθε γόνδολα, κάτω άπό κάθε σ κ η ν ή . Ά λ λ ά δέν μποροΰσε νά βρει τίποτα μέσα σ' ο λόκληρο τό τσίρκο γ ι ά νά κ ο ι μ η θ ε ί . Έ μιά γωνιά ήταν πολύ
23
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
σιωπηλή καί στήν ά λ λ η κάποιο ποντίκι ακουγόταν. Υ π ή ρ χ ε άχυρο σέ μιά άκρη στή σκηνή του Α σ τ ρ ο λ ό γ ο υ , άλλά κου ν ή θ η κ ε καθώς τό ά γ γ ι ξ ε . Γονάτισε δίπλα του καί άπλωσε τό χέρι τ η ς . " Ε ν ι ω σ ε τό χ έ ρ ι ενός μωροϋ πάνω στό δικό τ η ς . Τ ώ ρ α δέν υπήρχε τίποτα. " Ε τ σ ι γύρισε άργά προς τά κα ραβάνια στις άκρες τοΰ λειβαδιοΰ καί β ρ ή κ ε μόνον δύο μέ τά φώτα τους αναμμένα. Π ε ρ ί μ ε ν ε , σφίγγοντας τήν άδεια τσάντα τ η ς , ένώ αναρωτιόταν σέ ποιό τροχόσπιτο θά χτυπού σε. Τ ε λ ι κ ά αποφάσισε νά χτυπήσει στό παράθυρο ενός μικροΰ φτωχικοΰ κοντά τ η ς κ ι ανασηκώθηκε στις μύτες τών ποδιών της γ ι ά νά κοιτάξει μέσα. Ό πιό χοντρός άντρας πού ε ί χ ε δει ποτέ, καθόταν μπροστά στή σόμπα, ψήνοντας ε να κομμάτι ψωμί. Χ τ ύ π η σ ε τρεις φορές τό τζάμι καί μετά κρύφτηκε στή σκιά. Τ ό ν άκουσε νά έρχεται στήν κορυφή τ ή ς σκαλίτσας καί νά φωνάζει: «Ποιος; Π ο ι ο ς ; » , άλλά δέν τόλ μησε ν* απαντήσει. « Π ο ι ο ς ; Ποιος;», φώναξε εκείνος ξα νά. Γ έ λ α σ ε ακούγοντας τ ή φωνή του πού ήταν τόσο λ ε π τ ή δσο χοντρός ήταν εκείνος. Ά κ ο υ σ ε τό γ έ λ ι ο τ η ς καί στράφηκε στό σκοτάδι πού τήν προστάτευε. « Π ρ ώ τ α χτυπάς», ε ί π ε , «μετά κρύβεσαι, μετά γ ε λ ά ς » . Π ρ ο χ ώ ρ η σ ε μέσα στό φωτεινό κύκλο ξέροντας πώς δέν υ π ή ρ χ ε πιά ανάγκη νά κρύβεται. « Τ ί ν α κορίτσι», ε ί π ε αυτός. « " Ε λ α μέσα καί σκούπισε τά πόδια σου». Δ έ ν π ε ρ ί μ ε ν ε άλλά πισωγύρισε μέσα στό τροχό σπιτο κ ι ε κ ε ί ν η δέν μποροΰσε παρά νά τόν ακολουθήσει στά σκαλιά καί μέσα στό δωμάτιο πού ξ ε χ ε ί λ ι ζ ε άπό πράγματα. Ε κ ε ί ν ο ς κάθησε πάλι, ψήνοντας τό ίδιο κομμάτι ψωμί. « Μ π ή κες μ έ σ α ; » , ρώτησε, γ ι α τ ί ε ί χ ε γ υ ρ ι σ μ έ ν η τήν πλάτη του. « Ν ά κλείσω τήν πόρτα;» καί τήν έκλεισε προτοΰ εκείνος απαντήσει. Κ ά θ η σ ε στό κρεβάτι καί τόν παρατηρούσε νά ψήνει τό ψωμί ώσπου τό έ κ α ψ ε . «Μπορώ νά τό ψήσω καλύτερα άπό σένα», τού ε ί π ε . « Δ έ ν αμφιβάλλω», είπε δ Χοντρός Ά ν τ ρ α ς . Τόν κοίταζε καθώς τοποθέτησε τό καρβουνιασμένο ψωμί σέ μ ι ά πιατέλα δίπλα του καί π ή ρ ε μία ά λ λ η φέτα πού τήν κράτησε μπροστά στή σόμπα. Γ ρ ή γ ο ρ α κ ά η κ ε κ ι αότή.
24
ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
«"Αφησε με νά τό ψήσω έ γ ώ » , τοΰ ε ί π ε . Μ έ μιά άχαρη κ ί ν η σ η τής έδωσε τδ πιρούνι καί τό κ α ρ β έ λ ι . «Κόψτο», τής ε ί π ε , «ψήστο καί φάτο». Ε κ ε ί ν η κάθισε στήν καρέκλα. . «Κοίταξε τ ή λακούβα πού έκανες στό κρεβάτι μου», εί πε δ Χοντρός "Αντρας. « Π ο ι ά είσαι συ πού μπαίνεις καί βουλιάζεις τό κρεβάτι μ ο υ ; » «Μέ λένε ' Ά ν ν υ » , τοΰ απάντησε. Σύντομα, έψησε δλο τό ψωμί, τό βουτύρωσε, τό ακούμπησε στό κέντρο τοΰ τραπεζίου καί τακτοποίησε δύο καρέκλες. « Έ γ ώ θά φάω τό δικό μου στό κ ρ ε β ά τ ι » , είπε δ Χοντρός "Αντρας. « Έ σ ύ , θά φας έδώ». "Όταν τέλειωσαν τό δείπνο τους, έσπρωξε πίσω τ ή ν κα ρέκλα του καί τήν παρατήρησε άπό τήν απέναντι άκρη τού τραπεζιού. « Ε ί μ α ι δ Χοντρός Ά ν τ ρ α ς » , ε ί π ε . « Π α τ ρ ί δ α μου είναι τό Τ ρ έ ο ρ κ υ . Ό Αστρολόγος δίπλα είναι άπό τό Ά μ π ε ρ ν τ α ι ρ » . « Δ έ ν έ χ ω καμιά σχέση μέ τό τσίρκο», τοΰ ε ί π ε εκείνη. « Ε ί μ α ι άπό τό Κ ά ρ ν τ ι φ » . «Είναι μιά πόλη», συμφώνησε δ Χοντρός "Αντρας. Κ α ί τ ή ρώτησε γ ι α τ ί ε ί χ ε φύγει μακριά άπό κ ε ι . «Χρήματα», είπε ή Ά ν ν υ . Τ ό τ ε τής δ ι η γ ή θ η κ ε γ ι ά τό τσίρκο καί γ ι ά τούς τόπους πού ε ί χ ε δει καί τούς ανθρώπους πού ε ί χ ε συναντήσει. Τ ή ς ε ί π ε τήν η λ ι κ ί α του καί τό βάρος του καί τά ονόματα τών αδελφών του καί πώς θά ονόμαζε κάποτε τό γ ι ό του. Τ ή ς έ δ ε ι ξ ε μιά φωτογραφία μέ τό λιμάνι τής Βοστώνης καί τ ή φωτογραφία τής μητέρας του πού σήκωνε β ά ρ η . Τ ή ς είπε γιά τό καλοκαίρι στήν Ι ρ λ α ν δ ί α . « Π ά ν τ α ήμουν ένας χοντρός άνθρωπος», ε ί π ε , «καί τώοα είμαι δ Χοντρός Ά ν τ ο α ς . Δέν υπάρχει κανένας νά μέ Εεπερνάει στό πάχος». Τ ή ς μίλησε γ ι ά τό θερμό ρεΰμα στή Σ ι κ ε λ ί α καί γ ι ά τ ή Μεσόγειο. Τ ο ΰ είπε γ ι ά τό παιδί στή σκηνή τοΰ Αστρολόγου. «Είναι γραμμένο στ* αστέρια», απάντησε. « Τ ό μωρό θά πεθάνει», είπε ή " Α ν ν υ . Ε κ ε ί ν ο ς άνοιξε τήν πόρτα καί β γ ή κ ε έξω στό σκοτάδι. Κοίταξε γύρω τ η ς άλλά δέν κουνήθηκε, ένώ αναρωτιόταν άν
«5
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
ε ί χ ε πάει νά φωνάξει τήν αστυνομία. Δ έ ν έπρεπε, ποτέ πιά, νά τήν πιάσει ξανά 6 αστυνόμος. Κ ο ί τ α ξ ε άπό τήν ανοιχτή πόρτα τήν αφιλόξενη νύχτα και τράβηξε τήν καρέκλα τ η ς πιο κοντά στή σόμπα. «Καλύτερα νά μέ πιάσουν στά ζεστά», σκέφτηκε. Ά λ λ ' αμέσως άρχισε νά τ ρ έ μ ε ι , ακούγοντας τό Χοντρό "Αντρα πού π λ η σ ί α ζ ε και μέ τά χ έ ρ ι α τ η ς έσφιξε τό αδύνατο στήθος της καθώς αυτός σκαρφάλωνε τά σκαλοπάτια σάν κινούμενο βου νό. Μπορούσε κα! τόν έ β λ ε π ε νά χ α μ ο γ ε λ ά ε ι μές στό σκοτάδι. «Κοίτα τί σκάρωσαν τ' άστρα», ε ί π ε κα! έφερε μέσα τό μωρό του Αστρολόγου στά χ έ ρ ι α του. Ά φ ο ΰ τό νανούρισε πάνω τ η ς κ ι αυτό έ κ λ α ψ ε στον κόρ φο τού φουστανιού τ η ς , τοΰ είπε πόσο ε ι χ ε φοβηθεί πού έ φυγε. « Τ ί δουλειά ε ί χ ε ς μέ τόν αστυνομικό;». Τ ο ύ ε ί π ε πώς ή αστυνομία τ ή γύρευε. « Τ ί έ χ ε ι ς κάνει γ ι ά νά σέ κ υ ν η γ ά ε ι ή αστυνομία;». Δ έ ν τοΰ απάντησε, άλλά κράτησε τό μωρό πιο σφικτά στό μαραμένο στήθος της. Ε κ ε ί ν ο ς διέκρινε τήν αδυναμία της. « Π ρ έ π ε ι νά φας, Κ ά ρ ν τ ι φ » , ε ί π ε . Τ ό τ ε τό π α ι δ ! άρχισε νά κ λ α ί ε ι . Ά π ό μικρό θρήνο ή φω ν ή του κορυφώθηκε σέ γ ο ε ρ ή απελπισία. Τ ό κορίτσι τό χόρε ψ ε πάνω στήν ποδιά της, άλλά τίποτα δέν τό ήσύναζε. « Σ τ α μ ά τ α τ ο ! Σ τ α μ ά τ α το», είπε δ Χοντρός "Αντρας και πλημμύρισε δάκρυα. Έ "Αννυ τό καλόπιασε μ έ φ ι λ ι ά , ά λ λ ' αυτό συνέχισε νά σπαράζει. « Π ρ έ π ε ι κάτι νά κάνουμε», τοΰ ε ί π ε . «Τραγούδησε του κάποιο νανούρισμα». Τραγούδησε. Ά λ λ ά στό παιδ! δέν άρεσε τό τραγούδι τ η ς . «Μόνον ένα πράγμα μ έ ν ε ι » , ε ί π ε ή "Αννυ, «νά τό πάμε στό λούνα-πάρκ». Μ έ τό χ έ ρ ι τοΰ παιδιοΰ γύρω στό λαιμό τ η ς , κ α τ έ β η κ ε σκουντουφλώντας τά σκαλοπάτια κ ι έτρεξε προς τό έρημο λούνα-πάρκ, ένώ δ Χοντρός "Αντρας τ ή ν ακολουθούσε λα χανιάζοντας. Β ρ ή κ ε τό δρόμο τ η ς ανάμεσα άπό τις σκηνές κα! τούς
26
ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
πάγκους κι έφθασε στο κέντρο του χώρου, δπου τά ξύλινα ά λογα έστεκαν περιμένοντας καί ανέβηκε σέ μ ί α σέλλα. « Β ά λ ε μπρος», τοΰ φώναξε. Ά π ό μακριά ακουγόταν δ Χοντρός "Αντρας νά γ υ ρ ί ζ ε ι τό στρόφαλο τ ή ς απαρχαιωμένης μ η χ α ν ή ς πού δ λ η μέρα δδηγοΰσε τά άλογα στόν ξύλινο καλπασμό τους. " Α κ ο υ γ ε τό σπασμωδικό βούισμα τών μηχανών. Ή εξέδρα κροτάλιζε κά τω άπό τά πόδια τών άλογων. Ε ί δ ε τόν Χοντρό "Αντρα ν' α νεβαίνει στήν ίδια πλευρά μ' αυτήν, νά τραβάει τόν κεντρι κό μοχλό καί νά σκαρφαλώνει στή σέλλα τοΰ πιό μικροΰ ά λογου. Καθώς ή περιστρεφόμενη εξέδρα άρχισε άργά στήν ά ρ χ ή κερδίζοντας σιγά-σιγά ταχύτητα, τό παιδί στό στήθος τ ή ς κοπέλας σταμάτησε νά κ λ α ί ε ι καί κτύπησε παλαμάκια. Ό άνεμος τής νύχτας έ τ ρ ε χ ε μ έ σ ' άπό τά μαλλιά του, ή μου σική κουδούνιζε στ' αυτιά του. Γ ύ ρ ω καί γύρω έτρεχαν τά ξύλινα άλογα, πνίγοντας τ ί ς κραυγές τοΰ άνεμου μέ τό χτύ πημα τών δπλών τους. Κ ι έτσι τούς βρήκαν οί άνθρωποι ά π ' τά τοονόσπιτα, τόν Χοντρό "Αντρα καί τό κορίτσι στά μαΰρα μ' ένα μωοδ στήν αγκαλιά τ η ς . Τρέχοντας γύρω γύρω πάνω στά μτηνανικά τους άτια, ενώ ή μουσική τοΰ οργάνου δυνάμωνε δλοένα καί περισσότερο. [1934]
27
Οί εχθροί
Η Τ Α Ν πρωί στις πράσινες εκτάσεις τ ή ς κοιλάδας Τ ζ ά ρ β ι ς καί δ κύριος 'Όουεν καθάριζε τδ μονοπάτι τοΰ κήπου του άπδ τ' άγριόχορτα. Δυνατός αέρας ανέμιζε τά γ έ ν ε ι α του, ενώ δ κόσμος τών φυτών μούγκριζε κάτω άπ' τά πόδια του. Μ ι ά κουρούνα πού ε ί χ ε χάσει τό δρόμο τ η ς μές στόν ουρανό, θο ρυβούσε γ ι ά τό ταίρι τ η ς . " Ο μ ω ς τό ταίρι δέν έφτασε ποτέ καί ή κουρούνα πέταξε δυτικά μέ μιά θ λ ί ψ η στό ράμφος τ η ς . Ό κύριος 'Όουεν πού ε ί χ ε σηκωθεί γ ι ά νά ξεμουδιάσει τούς ώμους του, κοίταξε τόν ουρανό καί παρατήρησε πόσο μαύρες κτυπούσαν οί φτερούγες τ η ς μπροστά στόν κόκκινο ή λ ι ο . Σ τ ή ν κουζίνα τ η ς μέ τά πολλά ρεύματα, ή κυρία 'Όουεν α νησυχούσε πάνω άπό τ ή σούπα τ η ς . Κ ά π ο τ ε , τόν παλιό και ρό, στήν κοιλάδα υπήρχαν μόνο τά βόδια. Τ ' αγόρια κατέβαι ναν άπό τ ί ς φάρμες πάνω στους λόφους, καί τά συγκέντρωναν μέ φωνές γ ι ά νά τ' αρμέξουν. Ά λ λ ά κανένας ξένος δέν ερ χόταν στήν κοιλάδα. Ό κύριος 'Όουεν, περπατώντας μονά χος στήν ε ξ ο χ ή , ε ί χ ε φτάσει ε κ ε ί κάποιο ξγιαέρωμα, προχω ρημένο καλοκαίρι, δταν τά ζώα ησύχαζαν ξαπλωμένα κάτο.) καί τό ποταμάκι πού χ ώ ρ ι ζ ε τ ή ν κοιλάδα μουρμούριζε στά χ α λ ί κ ι α . Έ δ ώ , ε ί χ ε σκεφτεί δ κύριος 'Όουεν, θά χτίσω ένα μικρό σπίτι μ' έναν δροφο, στή μ έ σ η τ ή ς κοιλάδας καί ο λόγυρα θά φυτέψω ένα κήπο. Κ α ί έχοντας ακόμη καθαρά στό μυαλό του τό δρόμο πού ε ί χ ε ακολουθήσει άπό τούς ανεμό δαρτους λόφους, επέστρεψε στό χωριό του καί στις ερωτήσεις τ ή ς κυρίας 'Όουεν. Έ τ σ ι έ γ ι ν ε καί τό σπίτι μέ τό ένα πάτω μα χ τ ί σ τ η κ ε στους πράσινους αγρούς. Ό κήπος σκάφτηκε καί φυτεύτηκε καί ένας χαμηλός φράχτης στήθηκε δλόγυρα γ ι ά νά κρατάει τ ί ς αγελάδες μακριά άπό τά λαχανικά. Αυτό συνέβη στις αρχές τοΰ χρόνου. Τ ό καλοκαίρι καί
29
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
τό φθινόπωρο πέρασαν. Ό κήπος άνθισε καί μαράθηκε. Σ τ ' άγριόχορτα κάθησε ή παγωνιά. Ό κύριος 'Όουεν έσκυψε πάλι κάτω καθαρίζοντας τό μονοπάτι, ενώ ό αέρας φυσώντας προς τά πίσω τά κεφαλάκια τών χορταριών έφτιαχνε χ ρ η σμούς σέ κάθε πράσινο στόμα. Υ π ο μ ο ν ε τ ι κ ά στραγγάλιζε τ' άγριόχορτα. " Ο ρ θ ι ε ς πετάχτηκαν οί ρίζες πολεμώντας στό χώμα, ενώ τά έντομα πολυάσχολα μ έ ς στις τρύπες όπου φύ τρωναν πριν τ' άγριόχορτα, πέθαιναν ανάμεσα στά δάχτυλα του χωρίς ν' αφήνουν ί χ ν η . "Ενιωσε κουρασμένος άπό τό θάνατο τους καί πιό πολύ άπό τό θάνατο τών χορταριών. " Ο ρ θιες πετάχτηκαν οί ρίζες, έγειραν κάτω μαραμένα τά πράσι να κεφάλια. Ή κυρία 'Όουεν άφησε τ ή σούπα νά βράζει καί κοίτα ξε στο βάθος τ ή ς κρυστάλλινης σφαίρας τ η ς . Ή σφαίρα σκο τείνιασε καί μετά φωτίστηκε σά νά κ ι ν ή θ η κ ε μέσα της ένα ουράνιο τόξο. Ακτινοβολώντας ζεστασιά σάν ήλιος καί πάλι δροσιά σάν αρκτικό αστέρι έλαμψε ανάμεσα στις πτυχές τού φουστανιού τ η ς δπου τ ή ν κρατούσε μέ αγάπη. Τ ά φύλλα τού τσαγιού στό πρωινό τ η ς φλυτζάνι τής είχαν μ ι λ ή σ ε ι γ ι ά έναν σκοτεινό ε π ι σ κ έ π τ η . Τ ί θά τ ή ς έ λ ε γ ε ή σφαίρα, αναρωτήθηκε ή κυρία 'Όουεν. " Ο ρ θ ι ε ς π ε τ ά χ τ η κ α ν οί ρίζες καί ένα σκουλήκι, ενοχλη μένο άπό τ ή ν εισβολή τών ανθρώπινων δαχτύλων, κουλουριάστηκε τυφλωμένο ά π ' τόν ή λ ι ο . Ξαφνικά, ή κοιλάδα γ έ μισε δλες τ ί ς τρύπες τ η ς μ έ τόν άνεμο, τ ή φωνή τών ριζών, τήν ανάσα τού χαμηλού ορίζοντα. Δ έ ν ουρλιάζουν μόνον οί μανδραγόρες. Οί ξεριζωμένες ρίζες έχουν τ ί ς κραυγές τους. Κ ά θ ε άγριόχορτο πού ξερίζωνε δ κύριος 'Όουεν ούρλιαζε σάν μωρό. Σ τ ό χωριό πίσω άπό τόν λόφο, δ αέρας θά φυσούσε μανιασμένα, τ' απλωμένα στους κήπους ρούχα θά χόρευαν παράξενους χορούς. Κ ι οί έγκυες γυναίκες θά ένιωθαν ένα καινούργιο σκίρτημα μέσα στήν κοιλιά τους καθώς θά γονά τιζαν πάνω ά π ' τόν άχνό τ ή ς σκάφης τους. Ή ζ ω ή θά συνε χιζόταν στις φλέβες, στά κόκαλα, στή δεμένη σάρκα, δπως οί εποχές καί οί καιροί τ η ς , δπως ή κοιλάδα έδενε δλόγυρα τό σπίτι μ έ τ ή σάρκα τοΰ πράσινου χορταριοΰ. Ή σφαίρα σάν ανοιχτός τάφος ζωντάνεψε μπροστά στήν κυρία 'Όουεν. Π α ρ α τ ή ρ η σ ε τά χ ε ί λ η τών γυναικών καί τά
3ο
ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ
μαλλιά τών άντρων πού στριφογύριζαν φτιάχνοντας σχέδια πάνω στήν επιφάνεια τ ή ς κρυστάλλινης σφαίρας. Ά λ λ ά ξα φνικά τά σχέδια σαρώθηκαν δλα μακριά κ α ι δέν έβλεπε τί ποτα παρά μονάχα τούς θαμπούς όγκους τών λόφων Τ ζ ά ρ βις. "Ενας άντρας μ έ μαύρο καπέλο φάνηκε νά κατεβαίνει τά μονοπάτια προς τήν αόρατη κοιλάδα. Λ ί γ ο ακόμη νά π λ η σίαζε θά έπεφτε στά πόδια τ η ς . «"Ενας άντρας μ έ μαΰρο κα πέλο περπατάει στους λόφους», φώναξε άπό τό παράθυρο. Ό κύριος 'Όουεν χαμογέλασε καί συνέχισε νά ξεριζώνει τ' ά γριόχορτα. Ή τ α ν αυτή τ ή σ τ ι γ μ ή πού ό αίδεσιμώτατος Ν τ έ η β ι ς έ χασε τό δρόμο του. Χανόταν συνέχεια άπ' τό πρωί, άλλά τώρα ε ί χ ε χαθεί ολότελα καί στάθηκε μπερδεμένος κάτω ά πό ένα δέντρο στήν άκρη τού λόφου Τ ζ ά ρ β ι ς . Δυνατός αέρας φύσηξε ανάμεσα στά κλαδιά καί ή μ ε γ ά λ η γκριζοπράσινη μάζα τ ή ς γ ή ς σάλεψε κάτω άπ' τά πόδια του. "Οπου κ ι άν κοιτούσε οί λόφοι τρικύμιζαν σάν κύματα ψ η λ ά ώς τόν ου ρανό κ ι δπου κ ι άν π ή γ α ι ν ε νά κρυφτεί άπό τόν αέρα, τό σκοτάδι τόν τρόμαζε. "Οσο απομακρυνόταν ή τοποθεσία γινό ταν πιό παράξενη γύρω του* τήν είδε νά σηκώνεται σέ απί στευτο ύψος καί μετά νά πέφτει πάλι μέσα σέ μ ι ά κοιλάδα πού δέν ήταν μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η άπό τ ή ν π α λ ά μ η τοΰ χεριοΰ του. Κ α ί τά δέντρα περπατούσαν σάν άνθρωποι. Ά π ό θ ε ϊ κ ή σύμ πτωση έφτασε στις υπώρειες τών λόφων δταν δ ήλιος στά θ η κ ε στό κέντρο τ' ουρανού. Μ έ τόν απέραντο κόσμο νά αιω ρείται άπό τ ή μιάν άκρη τοΰ ορίζοντα ώς τήν ά λ λ η , σταμά τησε κάτω άπό ένα δέντρο καί ατένισε χ α μ η λ ά τήν κοιλά δα. "Ενα μικρό σπίτι μ έ κήπο ήταν μ έ ς στά χωράφια. Ή κοιλάδα μούγκριζε γύρω του κ ι δ άνεμος πηδούσε πάνω του σάν παλαιστής, άλλά τό σπίτι έστεκε ήσυχο. Στόν κύριο Ν τ έ η β ι ς φάνηκε σάμπως τό σπίτι νά ε ί χ ε μεταφερθεί έ κ ε ϊ άπό κάποιο χωριό, πάνω στις φτερούγες ενός μεγάλου πουλιοΰ καί νά τό ακούμπησαν στό κέντρο ακριβώς τοΰ θαλασσοταραγμένου σύμπαντος. Ε ν ό σ ω δμως κατέβαινε τ ή ν π λ α γ ι ά , δρασκελίζοντας τ' απόκρημνα βράχια, εξαφανίστηκε μέσα στή σφαίρα τ ή ς κυ ρίας 'Όουεν. "Ενα σύννεφο έκρυψε τό μαΰρο καπέλο του καί κάτω άπό τό σύννεφο περπατούσε ένα γερασμένο φάντασμα,
3ι
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
μιά αέρινη μορφή αστέρια πού ε ί χ α ν παγώσει στά γ έ νεια του και ένα μισοφέγγαρο γ ι ά χ α μ ό γ ε λ ο . Ό κύριος Ν τ έ η β ι ς δέν γνώριζε τίποτα άπ' όλ' αυτά καθώς οι πέτρες έ γδερναν τά χ έ ρ ι α του. "Ηταν γέρος, μεθυσμένος άπό τό κρα σί τού πρωινού, άλλά τό πράγμα πού κυλούσε άπό τά γδαρσίματά του ήταν ανθρώπινο αίμα. Ούτε και δ κύριος "Οουεν, μέ τό πρόσωπο σκυμμένο στό χώμα και τά χ έ ρ ι α του στό λαιμό τών χορταριών πού ούρλιαζαν, ή ξ ε ρ ε τίποτα άπό τ ι ς μεταμορφώσεις τ ή ς κρυστάλλινης σφαίρας. Ε ί χ ε ακούσει τ ή ν προφητεία τής κυρίας "Οουεν γ ι ά τόν ερχομό τοΰ μαύρου κα πέλου και ε ι χ ε χαμογελάσει δπως χαμογελούσε πάντα γ ι ά τήν πίστη τ η ς στις δυνάμεις τοΰ σκότους. Ε ί χ ε σηκώσει τό κεφά λ ι του δταν ε κ ε ί ν η φώναξε, κ α ί , χαμογελώντας ε ί χ ε στραφεί πάλι στήν καθαρή φωνή τ ή ς γ ή ς . «Πολλαπλασιάσου, πολλαπλασιάσου», ε ί π ε στά ενοχλημένα μ έ ς στις στοές τους σκου λ ή κ ι α και τά έκοψε στά δύο, έτσι ώστε τά μισά νά γεννήσουν καί νά γεμίσουν τόν κ ή π ο , νά μολύνουν τά χωράφια καί τ ι ς κοιλιές τών βοδιών. Ό κύριος Ν τ έ η β ι ς δέν γνώριζε τίποτα άπ' αυτά. Α ν τ ί κρισε ένα νέο άντρα μ έ γένεια πού έσκυβε φιλόπονα πάνω στό χώμα τοΰ κήπου. Ε ί δ ε δτι τό σπίτι ήταν μ ι ά όμορφη εικόνα καί μιά χ λ ω μ ή νέα γυναίκα π ί ε ζ ε τό πρόσωπο τ η ς στό τζάμι τοΰ παραθύρου. Μετακινώντας τό μαύρο καπέλο του συστήθη κ ε σάν δ εφημέριος τοΰ χωριού πού απείχε κάπου δέκα μί λ ι α άπό κεϊ. «Είστε ματωμένος», ε ί π ε δ κύριος "Οουεν. Τ ά χ έ ρ ι α τού κυρίου Ν τ έ η β ι ς ήταν γ ε μ ά τ α αίματα. " Ο ταν ή κυρία "Οουεν είδε τά γδαρσίματα τοΰ εφημέριου, τόν έφερε νά καθήσει στήν κουνιστή πολυθρόνα, κοντά στό πα ράθυρο καί τοΰ έφτιαξε ένα φλυτζάνι δυνατό τσάϊ. « Σ α ς είδα στό λόφο», ε ί π ε , καί εκείνος τ ή ρώτησε πώς τόν ε ί χ ε δει, άφοΰ οι λόφοι ήταν ψ η λ ά καί μακριά. « " Ε χ ω καλά μάτια», τοΰ απάντησε. Δ έ ν αμφέβαλλε γ ι ' αυτό. Ε ί χ ε τά πιο παράξενα μάτια πού ε ί χ ε δει ποτέ. «Είναι ήσυχα εδώ», είπε δ κύριος Ν τ έ η β ι ς . « Δ έ ν έχουμε ρολόϊ», ε ί π ε καί έστρωσε τό τραπέζι γ ι ά τρεις.
32
ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ
«Είσαστε πολύ ευγενικοί». « Ε ί μ α σ τ ε ευγενικοί σέ δσους έρχονται σέ μας». Α ν α ρ ω τ ή θ η κ ε πόσοι νά είχαν έρθει στό μοναχικό σπίτι τ ή ς κοιλάδας, άλλά δέν τ ή ρώτησε άπό φόβο γ ι ά τήν α πάντηση τ η ς . Σ κ έ φ τ η κ ε δτι ήταν μ ι ά άπονήρευτη γυναίκα πού αγαπούσε τό σκοτάδι γ ι α τ ί ήταν σκοτεινά. Ή τ α ν πολύ γέρος γ ι ά νά τόν προβληματίσουν τά μυστικά τοΰ σκότους, καί τώρα, μ έ τό μαύρο κοστούμι του σχισμένο καί μουσκεμέ νο καί τά λεπτά χέρια του τ υ λ ι γ μ έ ν α στους επιδέσμους τ ή ς παράξενης γυναίκας, ένιωθε γέρος όσο ποτέ. Οί άγέρηδες τού πρωινού θά μπορούσαν νά τόν ρίξουν κάτω κ ι ή ξαφνική στα γόνα τού σκοταδιού ήταν τυφλή στά μάτια του. Ή βροχή θά μπορούσε νά τόν διαπεράσει δπως διαπερνά ένα φάντασμα. Ή τ α ν ένας κουρασμένος γέρος, μέ άσπρα μαλλιά, καθισμέ νος κάτω άπ' τό παράθυρο, σχεδόν αόρατος καθώς ακουμπού σε στή ρ ά χ η καί στό άσπρο πανί τής πολυθρόνας. Γ ρ ή γ ο ρ α τό φαγητό ετοιμάστηκε καί δ κύριος 'Όουεν έ φθασε άπλυτος άπό τόν κήπο. « Ν ά πώ τήν π ρ ο σ ε υ χ ή ; » , ρώτησε δ κύριος Ν τ έ η β ι ς , δταν κάθησαν καί οί τρεις τους στό τραπέζι. Ή κυρία 'Όουεν έ γ ν ε ψ ε καταφατικά. « " Ω Κ ύ ρ ι ε , Παντοδύναμε θ ε έ ευλόγησε τό δείπνο μας», είπε δ κύριος Ν τ έ η β ι ς καί κοιτάζοντας ψ η λ ά , Ινώ συνέχιζε τήν προσευχή του, είδε δτι δ κύριος καί ή κυρία 'Όουεν εί χαν κλείσει τά μάτια τους. « Σ ' ευχαριστούμε γ ι ά τ' αγαθά πού μας έδωσες». Κ α ί είδε τά χ ε ί λ η τού κυρίου καί τ ή ς κυ ρίας 'Όουεν νά κινούνται σιωπηλά. Δ έ ν μπορούσε ν' ακούσει τί έλεγαν, άλλά ή ξ ε ρ ε δτι οί προσευχές τους δέν ήταν οί προσευχές του. « Α μ ή ν » , είπαν καί οί τρεις μαζί. Ό κύριος 'Όουεν μέ φανερή όρεξη έσκυψε πάνω άπό τό πιάτο του δπως έσκυβε νωρίτερα πάνω άπό τά φυτά πού υπέ φεραν. " Ε ξ ω άπό τό παράθυρο απλωνόταν τό καφέ σώμα τ ή ς γ ή ς , τό πράσινο δέρμα τού γρασιδιού καί τά στήθη τών λό φων Τ ζ ά ρ β ι ς . Ό αέρας πάγωνε τό ζώο-γή καί δ ήλιος ε ί χ ε π ι ε ι δ λ η τ ή δροσιά τών αγρών. Οί κορμοί τών δέντρων ίδρω ναν καί οί κόκκοι τ ή ς άμμου στις μάκρυνες παραλίες θά πολ λαπλασιάζονταν τώρα, καθώς τό κύμα θά κυλούσε πάνωθέ
33
3
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
τους. Έ ν ι ω σ ε τήν κ α κ ο μ α γ ε ι ρ ε μ έ ν η τροφή στή γλώσσα του. Υ π ή ρ χ ε κάποιο νόημα στή σκληρή πέτσα τοΰ κρέατος καί μιά σκοπιμότητα στό σήκωμα τ ή ς τροφής μ έ χ ρ ι τό στόμα. Μ έ ξαφνική ικανοποίηση είδε πώς δ λαιμός τ ή ς κυρίας 'Όουεν ήταν γυμνός. Κ ι ε κ ε ί ν η έσκυβε πάνω άπό τό πιάτο τ η ς , άλλά άφηνε τό φαγητό άθικτο στις γωνιές τοΰ πιρουνιοΰ τ η ς . Δ έ ν έτρω γ ε , γ ι α τ ί οί παλιές δυνάμεις ήταν πάνω τ η ς καί δέν τολμού σε νά σηκώσει τό κεφάλι τ η ς γ ι ά νά μ ή δουν τά μάτια τ η ς πού πρασίνιζαν. Καταλάβαινε άπό τόν ή χ ο τήν κατεύθυνση πού φυσούσε δ άνεμος στήν κοιλάδα. " Η ξ ε ρ ε τ ί ς φάσεις τού ήλιου άπό τ ί ς καμπύλες τ ή ς σκιάς πάνω στό πανί. " Ω , νά μπορούσε νά πάρει τ ή σφαίρα τ η ς καί ν' αντικρίσει μέσα τ η ς τό σκοτάδι νά ξεδιπλώνεται σκεπάζοντας αυτό τό χ ε ι μωνιάτικο φώς. Ά λ λ ά τό σκοτάδι μαζευόταν κ ι δλας μές στό μυαλό τ η ς πνίγοντας τό φώς δλόγυρά τ η ς . " Ε ν α φάντασμα καθόταν αριστερά τ η ς . Μ έ δ λ η τ η ς τ ή δύναμη τράβηξε μέ σα τ η ς τό αόριστο φώς πού κινιόταν γύρω του. Ό κύριος Ν τ έ η β ι ς , σάν ρουφηγμένος άπό κάποιο πουλί, ένιωσε τήν ερήμωση στις φλέβες του καί σ' ένα γλυκό πα ραλήρημα, τούς μ ί λ η σ ε γ ι ά τίς π ε ρ ι π έ τ ε ι ε ς του στους λόφους, τό κρύο καί τόν αέρα καί πώς οί λόφοι ανεβοκατέβαιναν μπροστά του. Ε ί χ ε χ α θ ε ί τούς ε ί π ε καί β ρ ή κ ε ένα σκοτεινό καταφύγιο γ ι ά νά προφυλαχτεί άπό τίς γροθιές τοΰ αέρα. " Ο μως, ε ί χ ε τρομάξει ά π ' τό σκοτάδι καί περπάτησε πάλι ατούς λόφους δπου τό πρωινό τόν σκαμπανέβαζε σάν πλοίο στή θά λασσα. "Οπου κ ι άν π ή γ α ι ν ε , δ άνεμος τόν φυσούσε στό ξέ φωτο ή τρόμαζε ά π ' τ ί ς σκιές. Γ ι ά ένα γέρο, είπε μ έ λ ύ π η , μόνο τό πουθενά υπάρχει γ ι ά νά π ά ε ι . Α γ α π ώ ν τ α ς τήν ενο ρία του, ε ί χ ε αγαπήσει καί τ ί ς γύρω περιοχές, άλλά οί λό φοι υποχώρησαν κάτω άπό τά πόδια του, ή τόν βούλιαζαν μές στόν άνεμο. Κ α ί , αγαπώντας τό Θεό του, ε ί χ ε αγαπήσει τ ή σκοτεινιά, έκεΐ πού άνθρωποι τοΰ παλιοΰ καιρού είχαν λα τ ρ έ ψ ε ι τό σκοτεινό αόρατο. Ά λ λ ά τώρα, οί σπηλιές στους λόφους ήταν γ ε μ ά τ ε ς σκιές καί ψιθύρους πού τόν κορόιδευαν γ ι α τ ί ήταν γέρος. «Φοβάται τό σκοτάδι», σκέφτηκε ή κυρία "Οουεν, «τό δμορφο σκοτάδι». Ό κύριος 'Όουεν σκέφτηκε χαμογελώντας:
34
ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ
«Φοβάται τό σκουλίκι μές στή γ ή , τ ή συνουσία μές στό δέντρο, τό ζωντανό λίπασμα στό χ ώ μ α » . Κοίταξαν τό γέρο καί εί δαν δτι έμοιαζε τώρα μέ φάντασμα περισσότερο άπό πρίν. Τ ό παράθυρο έριχνε ένα κουρελιασμένο κύκλο φώς γύρω στό κεφάλι του. Ξαφνικά, δ κύριος Ν τ έ η β ι ς γονάτισε νά προσευχηθεί. Δ έ ν ένιωθε τό κρύο στήν καρδιά του ούτε τό φόβο πού τόν σάστι ζε καθώς γονάτιζε, άλλά λέγοντας τίς προσευχές του γ ι ά νά λυτρωθεί, αντίκρισε τά σκοτεινιασμένα μάτια τής κυρίας ' Ό ουεν καί τά χαμογελαστά μάτια τού συζύγου τ η ς . Γονατί ζοντας στό χ α λ ί , στήν κ ε φ α λ ή τού τραπεζίου, παρατήρησε σαστισμένος τ ή σκοτεινή σκέψη καί τό χοντροφτιαγμένο σκο τεινό σώμα καί προσευχήθηκε σάν παλιός θεός κυκλωμένος άπό τούς εχθρούς του. [1934]
35
Τό Ποντίκι καί ή Γυναίκα
ι ΠΑΝΩ στά γείσα τ ή ς στέγης τοΰ άσυλου ψυχοπαθών τά πουλιά τ ι τ ί β ι ζ α ν τόν ερχομό τ ή ς άνοιξης. Ό τρελός πού ούρ λ ι α ζ ε σάν σκύλος στό πάνω δωμάτιο, δέν μπορούσε νά τά ενοχλήσει καί τό τραγούδι τους δέν σταμάτησε δταν έβγα λ ε τά χ έ ρ ι α του μέσ' άπό τά σίδερα τοΰ παράθυρου καί γρατζούνισε τόν ουρανό. Μ ι ά φρέσκια μυρωδιά σηκώθηκε μ έ τόν αέρα γύρω ά π ' τό λευκό κ τ ί ρ ι ο καί τ ί ς αυλές του. Τ ά δέντρα τοΰ άσυλου κυμάτισαν τά πράσινα χ έ ρ ι α τους πάνω άπ' τόν τοίχο στόν έξω κόσμο. Στους κήπους, οί άρρωστοι καθόντουσαν καί κοιτούσαν τόν ή λ ι ο , ή τά λουλούδια ή τό τίποτα, ή περπατούσαν ήρεμα καί σοβαρά στά μονοπάτια, ακούγοντας τό χ α λ ί κ ι πού έτρι ζε κάτω άπό τά πόδια τους μ' έναν τραχύ ή χ ο . Π α ι δ ι ά μ έ πολύχρωμα ροΰχα θά μποροΰσαν νά έρθουν καί νά παίξουν, χωρίς θόρυβο, πάνω στις πρασιές. Τ ό κτίριο επίσης άνέδινε μιά ευχάριστη εντύπωση σάν νά γ ν ώ ρ ι ζ ε μόνο τ ί ς ευγενικές εκδηλώσεις τ ή ς ζωής καί τ ί ς πολιτισμένες συγκινήσεις. Σ τ ή μεσαία αίθουσα καθόταν ένα παιδί πού ε ί χ ε κόψει τόν αντί χειρα του μ έ ξυράφι. Λ ί γ ο μακρύτερα άπό τό κυρίως μονοπάτι πού δδηγοΰσε άπό τό σπίτι στήν π ύ λ η , ένα κορίτσι, ανασηκώνοντας τά χ έ ρ ι α τ η ς , έγνεφε στά πουλιά. Προσπαθοΰσε νά δελεάσει τά σπουργίτια μέ μικρές κινήσεις τών δαχτύλων τ η ς , άλλά χ ω ρίς αποτέλεσμα. « Π ρ έ π ε ι νά είναι άνοιξη», ε ί π ε . Τ ά σπουρ γ ί τ ι α τραγουδοΰσαν θριαμβευτικά, καί αετά έπαψαν. Τ ό ουρλιαχτό στό πάνω δωμάτιο ξανάρχισε. Ό τρελός π ί ε ζ ε τό πρόσωπο του πάνω στά σίδερα τοΰ παράθυρου. Α νοίγοντας τό στόμα του γ α ύ γ ι σ ε στόν ή λ ι ο , ακούγοντας τ ί ς
37
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
ταλαντεύσεις τ ή ς φωνής του μέ μ ι ά αδυσώπητη αύτοσυγκέντωση. Μέ τά μάτια του πού δέν έβλεπαν στηλωμένα στον πρά σινο κήπο, άκουγε τ ή ν επανάσταση τών γοόνων καθώς γυρ νούσαν απαλά στο παρελθόν. Τ ώ ρ α , δέν υ π ή ρ χ ε κήπος. Κ ά τω άπό τόν ήλιο οί σιδερένιες μπάρες είχαν λιώσει. Σάν λου λούδι, ένα καινούργιο δωμάτιο έσφυζε κ α ! άνοιγε.
II
ΞΤΠΝΩΝΤΑΣ όταν ήταν ακόμη σκοτάδι, γύρισε τό ό νειρο ξανά κα! ξανά στή γωνιά τοΰ μυαλού του ωσότου κάθε μικρό σύμβολο βάρυνε μ' ένα ιδιαίτερο νόημα. Ά λ λ ά υπήρ χαν καί σύμβολα πού δέν μπορούσε νά θυμηθεί, ερχόντουσαν κι έφευγαν τόσο γρήγορα ανάμεσα στό θρόισμα τών φύλλων, τις χειρονομίες τ ή ς γυναίκας πού γ ή τ ε υ ε τόν ουρανό, τ ή βρο χ ή πού έπεφτε καί τό μουρμουρητό τοΰ άνεμου. Θ υ μ ή θ η κ ε τόν τόνο τ ή ς φωνής τ η ς , δ χ ι δμως καί τί έ λ ε γ ε . Ε κ ε ί ν η κι ν ή θ η κ ε πάλι κουρασμένα πάνω κάτω στήν ίδια λουρίδα τ ή ς χ λ ό η ς . Τ ά λόγια τ η ς έπεφταν μέ τά φύλλα καί μιλοΰσε στον άνεμο πού χ τ ύ π α γ ε τά παραθυρόφυλλα σάν νευρικός γέρος. Υ π ή ρ χ α ν έφτά γυναίκες, σ' ένα παρανοϊκό έργο κάποιου " Ε λ λ η ν α , δλες μέ τό ίδιο πρόσωπο, στεφανωμένο άπό τά ί δια μαύρα τρελά μαλλιά. Ή μιά μετά τήν ά λ λ η διέσχισαν τό γρασίδι καί μετά χάθηκαν. Τ ό ίδιο πρόσωπο έστρεψαν σ' αυ τόν, ανείπωτα κουρασμένο άπό τόν ίδιο πόνο. Τ ό όνειρο ε ί χ ε αλλάξει. Έ κ ε ϊ πού ήταν οί γυναίκες υ π ή ρ χ ε μιά λεωφόρος μέ δέντρα. Κ α ! τά δέντρα έγερναν πρός τά μπρος, συμπλέκοντας τά χέρια τους πού γίνονταν μαΰρο δάσος. Ε ί χ ε αντικρίσει τόν εαυτό του, παράλογο στή γύμνια του, νά προχωρεί στά βάθη τοΰ δάσους. Πατώντας σ' ένα νεκρό κλαδί αυτό τόν δάγκωσε. Τ ό τ ε ήρθε πάλι τό πρόσωπο τ η ς . Δ έ ν υ π ή ρ γ ε τίποτα μέ σα στ' δνειρό του παρά μόνο τό κουρασμένο πρόσωπο τ η ς . Κ α ί οί αλλαγές στις λεπτομέρειες τοΰ ονείρου καί οί αλλαγές
38
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ
τοΰ ούρανοΰ, οί μοχλοί τών δέντρων καί τά φονικά κλαδιά ήταν οί μηχανισμοί τ ή ς παραφροσύνης τ η ς . Δ έ ν ήταν ή άρρώστεια τ ή ς αμαρτίας πού ε ί χ ε αποτυπωθεί στδ πρόσωπο τ η ς . Ή τ α ν μάλλον ή άρρώστεια γ ι ά τδ δτι δέν ε ί χ ε ποτέ αμαρτήσει ή κάνει τδ καλό. " Α ν α ψ ε τδ κερί πάνω στδ τραπεζάκι πού ήταν δίπλα στδ κρεβάτι του. Ή λ ά μ ψ η τ ή ς φλόγας έριξε συγκεχυμένα τ ί ς σκιές τ ή ς κάμαρας κι ανόρθωσε τ ί ς σπασμένες μορφές τοΰ σκοταδιοΰ άπ' τίς γωνιές. Γ ι ά πρώτη φορά άκουσε τδ ρολόϊ. Μ έ χ ρ ι τότε ήταν κουφός σ' δ,τιδήποτε εκτός ά π ' τδν άνεμο έξω άπ' τδ παράθυρο καί τούς καθάριους χειμωνιάτικους ή χους τοΰ κόσμου τής νύχτας. Ά λ λ ά τώρα τδ σταθερό τίκ-τάκ ήχοΰσε σάν τήν καρδιά κάποιου πού ήταν κρυμμένος στδ δω μάτιο. Τώρα πιά δέν μποροΰσε ν' αφουγκραστεί τά νυντοπούλ ι α . Τ δ βαρύ ρολόϊ έ π ν ι γ ε τ ί ς κραυγές τους, ή δ άνεμος ή ταν τόσο κρύος γ ι * αυτά καθώς συντάραζε τδ φτέρωμά τους. Θ υ μ ή θ η κ ε τά σκοτεινά μαλλιά τ ή ς γυναίκας ανάμεσα στά δέντρα καί τών εφτά γυναικών πού διέσχιζαν τ ή λουρίδα τής χ λ ό η ς . Δ έ ν μποροΰσε ν' ακούσει άλλο πιά τ ή φωνή τ ή ς λογι κ ή ς . Ό σφυγμός μιας καινούργιας καρδιάς χτυποΰσε δίπλα του. "Αφησε μ' ευχαρίστηση τ' όνειρο νά υπαγορεύσει τόν ρυθμό του. Σ υ χ ν ά , θά μποροΰσε νά σηκωθεί, δταν δ ήλιος ε ί γ ε πιά σ τ ρ α γ γ ι γ τ ε ΐ , καί νά πεοπατήσει ώς τό λόα>ο, στό άροωστο σκοτάδι κάτω άπό τ' άστέοια, νιώθονταο τά δάντυλα τοΰ αέρα νά διατρέχουν τά μαλλιά του καί ν' αγγίζουν τά ρουθούνια του. Τ ά ποντίκια κι οί λαγοί στό λόα>ο ξετρύπω ναν μέσα στό σκοτάδι καί οί σκιές τά παρηγορούσαν γ ι ά τό τρανύ α>ώς τοΰ ήλιου. Ή σκοτεινή γυναίκα ε ί χ ε κ ι αυτή ση κωθεί άπ' τ ή σκιά, ξεκοεμώντας τ' αστέρια κατά εκατοντά δες καί δείχνοντας του ένα μυστήριο, αιωρούμενο καί λαμπε ρό μέσα στή νύχτα τ' ούρανοΰ, ψηλότερα ά π ' δλους τούς πλανήτε^ πού συνωστίζονταν πέρα άπό τ ί ς κουρτίνες. Έ π ε σ ε νά κ ο ι μ η θ ε ί ξανά καί ξύπνησε μές στόν ή λ ι ο . Καθώς ντυνόταν, δ σκύλος έξυνε τ ή ν πόρτα. Τ ό ν άφησε νά μ π ε ι κ ι ένιωσε τ ή ν υ γ ρ ή μουσούδα του στό χ έ ρ ι του. Ό και ρός ήταν ζεστός γ ι ά μεσοχείμωνο. Τ ό αεράκι πού φυσοΰσε δέν μποροΰσε ν' απομακρύνει τήν οξύτητα τ ή ς ζέστης. Ά -
39
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
νοίγοντας τό παράθυρο τής κρεβατοκάμαρας, ο! άνισες α χτίνες τοΰ ήλιου παραμόρφωσαν τίς εικόνες του διαθλώντας τ ι ς στις σκληρές γ ρ α μ μ έ ς τοΰ φωτός. Καθώς έτρωγε προσπάθησε νά μ ή ν σκέφτεται τ ή γυναί κα. Ε ί χ ε αναστηθεί άπό τά βάθη τοΰ σκότους. Τ ώ ρ α ε ί χ ε πάλι χαθεί. Ε ί ν α ι π ν ι γ μ έ ν η , ν ε κ ρ ή , ν ε κ ρ ή . Μέσα στή γυαλι στερή καθαριότητα τής κουζίνας, ανάμεσα στά άσπρα ντου λάπια, τίς ελαιογραφίες ηλικιωμένων γυναικών, τά μπρούν τζινα κ η ρ ο π ή γ ι α , τίς π ι α τ έ λ ε ς στά ράφια καί τούς ήχους τής τσαγιέρας καί τοΰ ρολογιού, π α γ ι δ ε ύ τ η κ ε στό δ ί λ η μ μ α του, στήν πίστη του γ ι ' αυτήν καί στήν άπάρνησή της. Τώρα επέμενε στις γ ρ α μ μ έ ς τοΰ λαιμοΰ της. Τ ' άγρια μαλλιά της ορθώνονταν πάνω άπό τήν σκοτεινή επιφάνεια. " Ε β λ ε π ε τ ή σάρκα της στό κομμένο ψωμί. Τ ό αίμα τ η ς πού κυλοΰσε α κόμα μέσ' άπ' τά κανάλια τοΰ μυστηριώδους κορμιού της, στό νερό τής π η γ ή ς . Ά λ λ ά μιά ά λ λ η φωνή τοΰ έ λ ε γ ε πώς ήταν ν ε κ ρ ή . Ή ταν μιά γυναίκα σέ μιά τ ρ ε λ ή ιστορία. Π ί ε σ ε τόν εαυτό του ν' ακούσει τ ή φωνή πού τοΰ έ λ ε γ ε πώς ήταν ν ε κ ρ ή . Ν ε κ ρ ή , ζωντανή, π ν ι γ μ έ ν η , αναστημένη. Οί δυό φωνές κραύγαζαν διαπερνώντας τό μυαλό του. Δ έ ν μποροΰσε νά υποφέρει τ ή σκέψη δτι ή τελευταία σπίθα σ' αυτήν ε ί χ ε σβήσει. Ε ί ν α ι ζωντανή, ζωντανή, κραύγασαν καί οί δύο φωνές συγχρόνως. Καθώς τακτοποιούσε τά σεντόνια στό κρεβάτι του, είδε ένα μπλοκ καί κάθισε μπροστά στό τραπέζι, ζυγιάζονταΰ τό μολύβι στό χ έ ρ ι . " Ε ν α γεράκι πέταξε πέρα στό λόφο. Γ λ ά ροι μέ απλωμένες ασάλευτες φτερούγες έκραζαν περνώντας μπροστά άπ' τό παράθυρο. "Ενας θηλυκός αρουραίος μέσα σέ μιά τρύπα στήν π λ α γ ι ά τού λόφου, κοντά στις λαγοφωλιές, θήλαζε τό μικρό του καθώς δ ήλιος σκαρφάλωνε ψ η λ ά στά σύννεφα. Ε κ ε ί ν ο ς άφησε κάτω τό μολύβι.
4ο
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ III
ΕΝΑ χειμωνιάτικο πρωινό, μετά τό τελευταίο λάλημα τοΰ πετεινοΰ, περπατώντας στον κήπο του, γλίστρησε στήν ανυ παρξία, ε κ ε ί ν η πού τόν συντρόφευσε τόσο καιρό αναδύθηκε μ ε ς στήν αποθέωση τής νιότης της. Ε ι χ ε εκλιπαρήσει νά τήν ε λευθερώσει καί νά μήν τήν σύρει ξανά μες στά όνειρα του. Ά ν δέν ήταν ε κ ε ί άπ' τήν ά ρ χ ή , δέν θά ε ί χ ε υπάρξει ά ρ χ ή . "Οταν ήταν αγόρι ε ί χ ε φωλιάσει μές στήν κοιλιά του καί αναδευόταν απαλά στά παιδικά νεφρά του.
IV
ΔΕΝ είναι άπλό πράγμα, σκέφτηκε, αυτό τό γραπτό πού έ χ ω μπροστά μου. Ε ί ν α ι ή δ ι ή γ η σ η τής δημιουργίας. Ε ί ν α ι ή εξιστόρηση τ ή ς γέννησης. Μέσ' άπ' αυτόν ε ί χ ε β γ ε ι κά ποιος άλλος. " Ε ν α πλάσμα ε ί χ ε γ ε ν ν η θ ε ί , δχι άπό μήτρα, άλλ' άπ' τήν ψ υ χ ή καί τόν περιστρεφόμενο εγκέφαλο. Ε ί χ ε πάει στό σπιτάκι τού λόφου γ ι ά νά κυοφορήσει τό πλάσμα ήσυχα καί νά τό φέρει στό φώς μακριά άπό τά μάτια τών ανθρώπων. Τ ό τ ε κατάλαβε τί φώναζε δ άνεμος, πού π η ρ ε ττκ γυναίκας τήν κ ρ α υ γ ή , στό τελευταίο δνειρό του. «Γέννησε μ ε » , ε ί χ ε φωνάξει. Κ α ί γέννησε ένα θηλυκό όν. Ή σάρκα του θά τήν τ ύ λ ι γ ε καί ή ζ ω ή πού τής έδωσε θά τήν έκανε νά περπατά, νά μιλά καί νά τραγουδά. Κ ι ακόμα γ ν ώ ρ ι ζ ε , δτι ήταν πάνω σ' αυτό τό χαρτί πού ε κ ε ί ν η ολοκληρώθηκε. "Ενας γρησμός καθοδηγούσε τήν πένα του. Μετά τό γεΰμα του τακτοποίησε τ ή ν κουζίνα. "Οταν καί τό τελευταίο πιάτο ε ί χ ε πλυθεί, κοίταξε γύοω του. Σ τ ή γω νιά κοντά στήν πόρτα ήταν μιά τρύπα δχι μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η από ένα νόμισμα. Β ρ ή κ ε ένα μικρό κομμάτι τσίγκο καί τό ίσιω σε πάνω στήν τρύπα, σίγουρος οτι τίποτα δέν θά μποροΰσε νά μ π ε ι ή νά β γ ε ι άπό μέσα. Μετά π ή ρ ε τό παλτό του καί κατευθύνθηκε στό λόφο κι άπό κ ε ι κατηφόρισε: στή θάλασσα.
4ΐ
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
Σπασμένο τό νερό πηδούσε άπ' τήν παλίρροια πού είσέβαλλε αφρισμένη κ ι έλουζε τ ί ς ρωγμές τών βράχων, φτιά χνοντας αμέτρητες λιμνούλες. Κατρακύλησε κάτω στήν κυ κ λ ι κ ή αμμουδιά, κ ι οί σωροί τά όστρακα δέν έσπαγαν καθώς τό πόδι του πατούσε βαρύ πάνω τους. Νιώθοντας τ ή ν καρδιά του νά κτυπάει δίπλα του, στράφηκε έκεϊ πού οί μεγαλύτεροι βράχοι σκαρφάλωναν επικίνδυνα ώς τδ χορτάρι. Έ κ ε ΐ στά πόδια τους, μέ τό πρόσωπο τ η ς στραμμένο σ' αυτόν, στεκό ταν καί χαμογελούσε. Ή ά χ ν η ράντιζε τό γυμνό της σώμα καί τό άφρόγαλα τ ή ς θάλασσας κυλούσε πάνω στά πόδια τ η ς . Σ ή κ ω σ ε τό χ έ ρ ι τ η ς . Ξ ε κ ί ν η σ ε νά τ ή ν συναντήσει.
V
Τ Ο δροσερό βράδυ, περπάτησαν στόν κ ή π ο πίσω άπ' τό σπι τάκι. Σκεπάζοντας τ ή γύμνια της δέν ε ί χ ε χάσει τίποτα άπ' τήν ομορφιά τ η ς . Μ έ παντόφλες στά πόδια τ η ς , β η μ ά τ ι ζ ε μ έ τήν ίδια χ ά ρ η πού ε ί χ ε δταν τά πόδια τ η ς ήταν γυμνά. Ε ί χ ε μιά αξιοπρέπεια στή στάση τοΰ κεφαλιού τ η ς καί ή φω ν ή τ η ς ήταν καθάρια σάν καμπάνα. Περπατώντας δίπλα τ η ς στό στενό μονοπάτι, δέν παρατήρησε καμιά δυσαρμονία στή συγχορδία τών γλάρων πού έκραζαν δλοι μαζί. Τ ο ΰ έδειξε μέ τό δάχτυλο τ η ς τό πουλί καί τό θάμνο αποκαλύπτοντας μιά καινούρια χ ά ρ η στις φτεροΰγες καί στά φύλλα, στό κατρακύλισμα τοΰ νερού πάνω στά βότσαλα καί μιά καινούρια ζ ω ή διάχυτη ανάμεσα στά νεκρά κλαδιά τών δέντρων. «Είναι ήσυχα έδώ», τοΰ ε ί π ε , καθώς στάθηκαν ατενί ζοντας τ ή θάλασσα καί τό σκοτάδι πού χ α μ ή λ ω ν ε πάνω στή γ η . «Είναι πάντα τόσο ή σ υ χ α ; » « " Ο χ ι δταν ξεσποΰν οί θύελλες μέ τ ή ν παλίρροια», τ ή ς απάντησε. « Τ ά παιδιά έρχονται καί παίζουν πίσω άπ' τό λόφο, κ ι οί εραστές κατεβαίνουν στήν αμμουδιά». Τ ό ά,ρ^σιζοργι^ο σούρουπο έ γ ι ν ε νύχτα τόσο ξαφνικά, ώστε εκεΐ πού βρισκόταν ε κ ε ί ν η , στεκόταν τώρα μ ι ά σκιά
4&
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ
κάτω άπ' τό φ ε γ γ ά ρ ι . Π ή ρ ε τό χ έ ρ ι τ η ς κ ι έτρεξαν μαζί στό σπιτάκι. «Θά ήταν μοναχικά γ ι ά σένα πριν έρθω», τοΰ ε ί π ε . Καθώς ή χόβολη σφύριζε στή σχάρα, εκείνος τ ι ν ά χ τ η κ ε απότομα προς τά πίσω, κάνοντας μ ι ά τρομαγμένη χειρονο μία. « Π ό σ ο εύκολα τρομάζεις», τοΰ ε ί π ε . « Έ μ ε ν α δέν μέ φο βίζει τίποτα». Ά λ λ ά ξανασκέφτηκε τά λόγια τ η ς κ ι δταν μίλησε πάλι δ τόνος τ η ς φωνής τ η ς ήταν πεσμένος. «Κάποτε μπορεί νά μ ή ν έχω πόδια νά περπατώ, ούτε χ έ ρια γ ι ά ν' αγγίζω. Ούτε καρδιά στό στήθος μου». «Κοίτα, εκατομμύρια άστρα», τ ή ς ε ί π ε . «Κεντούν σχέδια στόν ουρανό. Υ π ά ρ χ ε ι ενα σχέδιο μέ γράμματα πού σχημα τίζουν μ ι ά λ έ ξ η . Μ ι ά νύχτα θά κοιτάξω ψ η λ ά καί θά διαβά σω τ ή λ έ ξ η » . Ά λ λ ά τόν φίλησε καί καθησύχασε τούς φόβους του.
VI Ο Τ Ρ Ε Λ Ο Σ θ υ μ ή θ η κ ε τ ί ς διακυμάνσεις τ ή ς φωνής τ η ς , ά κουσε ξανά τό θρόισμα τοΰ φουστανιοΰ τ η ς κ ι αντίκρισε τήν τρομερή κ α μ π ύ λ η τοΰ στήθους τ η ς . Ή ανάσα του έφθανε σάν κεραυνός στ' αυτιά του. Τ ό κορίτσι πάνω στόν πάγκο έγνεφε στά σπουργίτια. Κάπου ένα παιδί γουργούριζε χαρούμενο, χαϊδολογώντας τ ή μαύρη άρμοδεσιά τοΰ ξύλινου άλογου του πού χ ρ ε μ έ τ ι ζ ε καί μετά ξάπλωσε στή γ ή .
VII Τ Η Ν πρώτη βραδιά κοιμήθηκαν μαζί, δίπλα δίπλα στό σκο τάδι, δ ένας στήν αγκαλιά τοΰ άλλου. Σ τ ή ν παρουσία τ η ς , οί 4
3
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗ0ΜΑ8
σκιές στή γωνιά εύπρεπίστηκαν σέ σχήματα τακτικά χά νοντας τήν παλιά ακαταστασία τους. Κ α ί τ' αστέρια τούς κοίταζαν άπ' τό παράθυρο λάμποντας μές στά μάτια τους. «Αύριο πρέπει νά μοΰ πεις τί ονειρεύτηκες», τ ή ς ε ί π ε . «Θά είναι αυτό πού πάντα ονειρεύομαι», τού απάντησε ε κ ε ί ν η . « Π ε ρ π α τ ώ πάντα σέ μιά λουρίδα χ λ ό η ς πάνω-κάτω, πάνω-κάτω ώσπου τά πόδια μου ματώνουν. Έ φ τ ά εικόνες μου μέ συνοδεύουν πάνω-κάτω». «Είναι αυτό πού ονειρεύομαι κι έ γ ώ . Τ ό έφτά είναι μα γ ι κ ό ς αριθμός». « Μ α γ ι κ ό ς ; » , τόν ρώτησε. «Μιά γυναίκα φτιάχνει έναν άνθρωπο άπό κ ε ρ ί , μ π ή ζ ε ι μιά βελόνα στό στήθος του κι δ άνθρωπος πεθαίνει. Κάποιος έ χ ε ι ένα μικρό διάβολο πού τοΰ λ έ ε ι τί νά κάνει. " Ε ν α κο ρίτσι πεθαίνει ξαφνικά έ κ ε ϊ πού περπατάει. Μιά γυναίκα μεταμορφώνεται σέ λόφο». Ε κ ε ί ν η ακούμπησε τό κεφάλι τ η ς στόν ώμο του κι α ποκοιμήθηκε. Τ ή ν φίλησε στό στόμα καί πέρασε τά δάχτυλα του ανά μεσα στά μαλλιά της. Ε ί χ ε αποκοιμηθεί, άλλά εκείνος δέν κοιμόταν. Ξύπνιος γ ι ά τά καλά, τρυπούσε μέ τά μάτια του τό σκοτάδι. Τώρα τόν έ π ν ι γ ε δ τρόμος καί τά ύγρά πού τόν ρούφαγαν έκλειναν σάν κύμα πάνω άπ' τό κρανίο του. « Έ γ ώ , έγώ έχω ένα διάβολο», ε ί π ε . Σ τ ό άκουσμα τ ή ς φωνής του ε κ ε ί ν η σκίρτησε απαλά, άλ λά πάλι, τό κεφάλι της έμεινε ασάλευτο καί τό σώμα της ί σιο παοάλληλα στις γοΰβεζ τού κρύου κρεβατιού. « " Ε χ ω ένα διάβολο, άλλά δέν θά τοΰ πω τί νά κάνει. Σ η κ ώ ν ε ι τό χ έ ρ ι μου. Γ ρ ά φ ω . Οί λ έ ξ ε ι ς άναβούζουν ζωντα νές. Τ ό τ ε λοιπόν αυτή είναι γυναίκα τοΰ διαβόλου». Ε κ ε ί ν η αναστέναξε ευχαριστημένη καί φώλιασε ακόμα πιό κοντά του. Ή ανάσα τ η ς ήταν ζεστή πάνω στόν λαιμό του καί τό πόδι της ακουμπούσε στό δικό του σάν ποντίκι. Ε ί δ ε δτι ήταν όμορφη στόν ύπνο τ η ς . Ή ομορφιά της δέν μπο ροΰσε νά είναι εργο τού κακοΰ. Ό Θεός, πού ε ί ν ε αναζητήσει μές στή μοναξιά του, τ ή ν έπλασε γ ι ά ταίοι του, δπως τήν Ε ΰ α γ ι ά τόν 'Αδάμ άπ' τό πλευρό τοΰ 'Αδάμ.
44
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Τ ή φίλησε ξανά καί τ ή ν είδε νά χ α μ ο γ ε λ ά ε ι κ ο ι μ ι σ μ έ ν η . « Ό Θεδς είναι κοντά μου», ε ί π ε .
VIII
ΔΕΝ ε ί χ ε κ ο ι μ η θ ε ί μέ τ ή Ρ α χ ή λ καί δέν ξύπνησε μέ τήν Λ ε ί α . Ή αυγή χ λ ώ μ ι α ζ ε στά μάγουλα τ η ς . Τ ' ά γ γ ι ξ ε απαλά μέ τ' άκροδάχτυλό του. Ε κ ε ί ν η δέν κουνήθηκε. Κ ι δμως δέν υ π ή ρ χ ε καμιά γυναίκα στ' όνειρο του. Ούτε κάν μιά τρίχα άπό γυναικεία μαλλιά δέν ε ί χ ε πέσει χορευτικά άπ' τόν ου ρανό. Ό Θεός κ α τ έ β η κ ε μέσα σ' ενα σύννεφο καί τό σύννεφο μεταμορφώθηκε σέ φιδοφωλιά. Τ ό δόλιο σφύριγμα τών φιδιών έμοιαζε μέ τόν ήχο τού νερού κι εκείνος π ν ί γ η κ ε μέσα του. Β α θ ι ά όλο καί πιό βαθιά καταποντιζόταν κάτω άπό τίς πρά σινες μεταλλαγές τού φάσματος καί τίς φυσαλλίδες πού έ βγαζαν τά ψάρια άπό τό στόμα τους, βαθιά βαθιά ώς τά όστεώδη κράσπεδα τ ή ς θάλασσας. Τ ό τ ε ξανά ή άσπρη κουρτίνα τ ή ς ανθρωποθάλασσας σάλεψε αναίτια, μόνο γ ι ά νά π ε ι πράγ ματα τρελά: « Τ ί βρήκες κάτω άπ' τό δέντρο;» « Β ρ ή κ α έναν αεροπόρο». « " Ο χ ι , δχι, κάτω άπό τό άλλο δέντρο;» « " Ε ν α έμβρυο σέ μπουκάλι». « " Ο χ ι , δ χ ι , κάτω άπό τό άλλο δέντρο;» «Μιά ποντικοπαγίδα». " Η τ α ν αόρατος. Δέν υ π ή ρ χ ε τίποτα εκτός άπ' τ ή φωνή του. Ε ί χ ε πετάξει στους πίσω κήπους καί ή φωνή του παγι δεύτηκε σ' ένα απερίγραπτο μπέρδεμα στις κεραίες τοΰ ρα διοφώνου ώσπου μάτωσε σάν νά ήταν ζωντανή. "Ανθρωποι καθισμένοι σέ ψ η λ έ ς πολυθρόνες άκουγαν τά δυνατά μεγάφω να πού μιλοΰσαν: « Τ ί βρήκες κάτω άπό τό δέντρο;» « Β ρ ή κ α ένα κέρινο άνθρωπο». « " Ο χ ι , δ χ ι , κάτω άπ' τό άλλο δέντρο;» Δ έ ν μποροΰσε νά θυμηθεί τίποτ' άλλο εκτός άπό κάτι
45
ϋΥΙ,ΑΝ ΤΗΟΜΑ8
σκόρπια υπολείμματα φράσεων, τ ή ν κ ί ν η σ η ενός ώμου πού γυρνούσε, τήν ξαφνική πτώση ή π τ ή σ η συλλαβών. Ά ρ γ ά ο λόκληρο τό νόημα εισχωρούσε στό μυαλό του. Μπορούσε τώ ρα νά ερμηνεύσει όλα τά σύμβολα τών ονείρων του καί σή κωσε τό μολύβι του ώστε νά στηθούν ανάγλυφα καί ξεκάθαρα πάνω στό χαρτί. Ά λ λ ά οί λ έ ξ ε ι ς δέν ερχόντουσαν. Νόμισε πώς άκουσε βελούδινες πατούσες νά γρατζουνίζουν πίσω άπό τό παραβάν. Ά λ λ ' δταν έμεινε ακίνητος κ ι αφουγκράστηκε προσεχτικά δέν ακούστηκε τίποτα. "Ανοιξε τά μάτια τ η ς . « Τ ί κ ά ν ε ι ς ; » , τοΰ ε ί π ε . "Αφησε τό χαρτί καί τ ή φίλησε πριν σηκωθούν γ ι ά νά ντυθοΰν. « Τ ί ονειρεύτηκες χθες βράδυ;», τ ή ρώτησε άφοΰ έφαγαν. « Τ ί π ο τ α . Κ ο ι μ ή θ η κ α , κ ι αυτό ήταν δλο. Έ σ ύ τί ονειρεύ τ η κ ε ς ;» « Τ ί π ο τ α » , τ ή ς ε ί π ε εκείνος.
IX ΔΗΜΙΟΪΡΓΙΑ υ π ή ρ χ ε στό σφύριγμα τοΰ ατμού τ ή ς τσαγιέ ρας, στό φώς καθώς σ χ η μ ά τ ι ζ ε στόματα στις πορσελάνες,καί στό πάτωμα πού ε κ ε ί ν η σκούπιζε σάν τό παιδί πού σκουπί ζει τό πάτωμα στό κουκλόσπιτο του. Δ έ ν έ β λ ε π ε τίποτα σ' αυτήν παρά τήν άμπωτι καί τ ή ν παλίρροια τ ή ς δημιουργίας, μόνον τήν υπέροχη κ ί ν η σ η τ ή ς ζωής στό ανέμελο δίπλωμα τ ή ς σάρκας ά π ' τό όστό τού ώμου ώς τόν αγκώνα. Δ έ ν μποροΰσε νά π ε ι , μετά τόν τρόμο πού ανακάλυψε ερμηνεύοντας τά σύμβολα, γ ι α τ ί ή θάλασσα σημάδευε τά καρποφόρα κ ι α λάνθαστα αστέρια μέ τό δάχτυλο τοΰ κάθε κύματος, κ ι ή ει κόνα τ ή ς καρποφορίας διατάρασσε τό φ ε γ γ ά ρ ι στή ν ε κ ρ ή πορεία του. Αυτό τό βράδυ εκείνη έπλασε τις εικόνες του άπ' τ ή ν άρ χ ή . Δάνεισε φώς κ ι ή λάμπα έ φ ε γ γ ε θαμπή δίπλα σ' εκεί4
6
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ
νη πού κρατούσε τό λάδι τ ή ς ζωής γυαλίζοντας σέ κάθε πό ρο τού χεριού τ η ς . Κ α ί τώρα στόν κήπο, θυμήθηκαν πώς είχαν περπατήσει στόν ίδιο κήπο τήν πρώτη φορά. «"Ησουν μόνος προτού έρθω». «Πόσο εύκολα τρομάζεις». Ή ομορφιά τ η ς δέν ε ί χ ε χάσει τίποτα δταν σκέπασε τ ή γύμνια τ η ς . Κ α ί μολονότι ε ί χ ε κ ο ι μ η θ ε ί δίπλα τ η ς , ήταν ευ τυχισμένος πού γνώριζε τ ή ν επιφάνεια τοΰ κορμιού τ η ς . Τ ώ ρ α τήν έγδυνε άπ' τά ρούχα τ η ς καί τήν π λ ά γ ι α ζ ε στό γρα σίδι.
Χ
ΤΟ ποντίκι περίμενε γ ι ' αυτή τήν ολοκλήρωση. Ζαρώνοντας τά μάτια του σύρθηκε κρυφά κατά μήκος τ ή ς σήραγγας πού ήταν γ ε μ ά τ η μισοφαγωμένα χαρτιά πίσω άπό τόν τοίχο τής κουζίνας. Λαθραία, μέ τ ί ς μικροσκοπικές του πατοΰσες ψηλάφησε τό δρόμο του στό σκοτάδι, ξύνοντας τό ξύλο. Λαθραία, άνοιξε τό δρόμο του ανάμεσα στους τοίχους καί τσίριξε στό τυφλό φώς πού ορμούσε ά π ' τ ί ς χαραμάδες καί στοιβαζόταν μέσ' ά π ' τόν τετράγωνο τσίγκο. Τ ό φεγγαρόφωτο έσταζε άργά μέσα στή γωνιά δπου τό ποντίκι δουλεύοντας γ ι ά τ ή ν καταστροφή τ η ς , πλησίαζε στό φώς. Τ ό τελευταίο εμπόδιο ε ί χ ε πέσει. Κ α ί πάνω στις καθαρές πλάκες τ ή ς κουζίνας, τό ποντίκι στεκόταν σιωπηλό.
XI
ΕΚΕΙΝΗ τ ή νύχτα τ ή ς μίλησε γ ι ά τήν αγάπη στόν κήπο τ ή ς Ε δ έ μ . « " Ε ν α ς κήπος ε ί χ ε φυτευτεί ανατολικά κ ι δ Α δάμ ζούσε εκεί. Ή Ε ύ α πλάστηκε γ ι ' αυτόν, ά π ' αυτόν, δ-
47
ϋΥΙ-ΑΝ ΤΗΟΜΑ8
στό τών οστών του καί σάρκα τ ή ς σάρκας του. Ή τ α ν γυ μνοί δπως εσύ στήν αμμουδιά, άλλά ή Εύα δέν ήταν τόσο όμορφη. " Ε φ α γ α ν μαζί μέ τδ διάβολο καί αντιλήφθηκαν πώς ήταν γυμνοί κι έντυσαν τ ή γύμνια τους. Σ τ ά καλά τους σώ ματα είδαν τό κακό γ ι ά πρώτη φορά». « Τ ό τ ε είδες τό κακό σ' έμενα», τού ε ί π ε , «δταν ήμουν γ υ μ ν ή . Θά μπορούσα νά είμαι γ υ μ ν ή παρά ντυμένη. Γ ι α τ ί έντυσες τ ή γύμνια μου;» « Δ έ ν ήταν καλό νά σέ κοιτάζω», τ ή ς ε ί π ε . « Ά λ λ ά ήταν όμορφα. 'Εσύ ό ίδιος ε ί π ε ς δτι τό σώμα μου ήταν όμορφο». « Δ έ ν ήταν καλό νά σέ κοιτάζω». « Ε ί π ε ς δτι τό σώμα τής Εύας ήταν καλό. Κ ι δμως λές δτι έ γ ώ δέν ήμουν κ α λ ή γ ι ά νά μέ β λ έ π ε ι ς . Γ ι α τ ί σκέπασες τ ή γύμνια μου;» « Δ έ ν ήταν καλό νά σέ κοιτάζω».
XII
« Κ Α Λ Ω Σ τον», ε ί π ε δ διάβολος στόν τρελό. « Ρ ί ξ ε τά μάτια σου πάνω μου. Μεγαλώνω καί αυξάνομαι. Δ έ ς πώς πολλα πλασιάζομαι. Κ ο ί τ α τό λυπημένο ε λ λ η ν ι κ ό μου βλέμμα. Κ α ί τ ή λαχτάρα νά γεννηθώ στά σκοτεινά μου μάτια. " Ω , αυτό ήταν τό καλύτερο αστείο». « Ε ί μ α ι ένα παιδί τοΰ άσυλου πού ξεσχίζει τίς φτερούγες τών πουλιών. Θυμήσου τά λιοντάρια πού σταυρώθηκαν. Π ο ι ο ς ξέρει άν δέν ήμουν έγώ πού κύλησα τήν πέτρα τού τάφου γ ι ά νά β γ ε ι δ Χ ρ ι σ τ ό ς ; » Ά λ λ ά δ τρελός ε ί χ ε ακούσει αυτό τό καλωσόρισμα αμέτρητες φορές. Ά π ό τό βράδυ τ ή ς δεύτε ρης ημέρας, μετά τ ή ν α γ ά π η τους στόν κήπο, δταν τής είπε δτι ή γύμνια τ η ς δέν ήταν κ α λ ή γ ι ά νά τήν κοιτάζει, ε ί χ ε ακούσει τό καλωσόρισμα πού κουδούνιζε μές στήν γ λ ι σ τ ε ρ ή β ρ ο χ ή , κι ε ί χ ε δει τ ί ς λ έ ξ ε ι ς τοΰ καλωσορίσματος νά καί γονται μές στή θάλασσα. Ή ξ ε ρ ε , μέ τό κουδούνισμα, τής πρώ τ η ς συλλαβής στ' αυτιά του, δτι τίποτα πάνω στή γ ή δέν μπο-
48
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ
ροΰσε νά τόν σώσει, κ ι δτι τό ποντίκι θά έβγαινε άπ' τήν τρύπα. Ά λ λ ά τό ποντίκι ε ί χ ε κ ι δλας β γ ε ι . . 0 τρελός φώναξε στό κορίτσι πού χειρονομούσε. Τ ώ ρ α , ενα σμήνος πουλιά τ ή ν ε ί χ ε πλησιάσει καί άκροζυγιαζόταν σ' ένα θάμνο κοντά τ η ς .
XIII
« Γ Ι Α Τ Ι έντυσες τ ή γύμνια μ ο υ ; » « Δ έ ν ήταν καλό νά τ ή βλέπω». « Γ ι α τ ί λοιπόν, δ χ ι , δ χ ι , κάτω ά π ' τό άλλο δέντρο;» « Δ έ ν ήταν καλό, βρήκα έναν κέρινο σταυρό». Καθώς τόν ρωτούσε, δ χ ι άγρια άλλά μέ σύγχυση, αυτόν πού ε κ ε ί ν η αγαπούσε κ ι έβρισκε τ ή γύμνια τ η ς ακάθαρτη, άκουσε τ ί ς σκόρπιες επωδούς τού παλιού μοιρολογιού νά σπάζουν μ έ ς στις ερωτήσεις τ η ς . « Γ ι α τ ί λοιπόν», τού ε ί π ε . « " Ο χ ι , δ χ ι , κάτω άπ' τό άλλο δέντρο;» "Ακουσε τόν εαυτό του ν' άπαντα, «Δέν ήταν καλό, βρή κα ένα αγκάθι πού μιλούσε». Τ ό πραγματικό μεταλλασσόταν συνέχεια μέ τό μ ή πραγ ματικό, καί καθώς ένα πουλί ξέσπασε στό τραγούδι, άκουσε τίς χορδές του πού πάλλονταν κάπου βαθιά στό λαιμό του. Τ ό ν άφησε μ' ένα χαμόγελο πού βάραινε ακόμα πάνω στήν ερώτηση, καί διασχίζοντας τ ή λουρίδα τού λόφου, εξα φανίστηκε στό μισοσκόταδο έ κ ε ϊ πού τό σπιτάκι στεκόταν σάν ά λ λ η γυναίκα. Ά λ λ ά ξαναγύρισε δέκα φορές μέ δέκα διαφορετικά σχήματα. Α ν ά σ α ι ν ε στό αυτί του, μ έ τήν ανά ποδη τής παλάμης τ η ς χάιδευε τό ξεραμένο στόμα του κ ι ά ναψε τ ή λάμπα στό σαλόνι, πάνω άπό ένα μ ί λ ι μακριά. Βράδιασε καθώς ατένιζε τ' αστέρια. Ό άνεμος διαπέρασε τήν καινούρια νύχτα. Ξαφνικά ένα πουλί έκραξε πάνω στά δέντρα καί μ ι ά κουκουβάγια, πεινασμένη γ ι ά ποντίκι, έκρωξε στό κοντινό δάσος.
49
4
ϋΥΙ,ΑΝ ΤΗΟΜΑ8
Υ π ή ρ χ ε μιά αντίφαση στό καρδιοχτύπι του καί στόν πρά σινο Σ ε ί ρ ι ο , τό μάτι τ ή ς ανατολής. " Ε β α λ ε τό χ έ ρ ι του στά μάτια του, κρύβοντας τό άστρο καί προχώρησε άργά προς τ ή λάμπα πού έ φ ε γ γ ε μακριά μές στό σπιτάκι. Κ α ί δλα τά στοιχεία έφθασαν μαζί, δ άνεμος τ ή ς θάλασσας, ή φωτιά, δ έρωτας καί τό ξέφτισμα τοΰ έρωτα συνέκλιναν σ' έναν κύκλο γύρω του. Δ έ ν ήταν καθισμένη κοντά στή φωτιά, δπως περίμενε νά τ ή βρει, χαμογελώντας πάνω άπ' τ ί ς π τ υ χ έ ς τού φουστανιοΰ της. Φώναξε τ' όνομα τ η ς στήν ά ρ χ ή τ ή ς σκάλας. Κ ο ί τ α ξ ε στήν κρεβατοκάμαρα καί τ ή φώναξε μέ τ' δνομά τ η ς στόν κήπο. Ε κ ε ί ν η ε ί χ ε φύγει καί τό μυστήριο τ ή ς παρουσίας τ η ς ε ί χ ε ε γ κ α τ α λ ε ί ψ ε ι τό σπίτι. Κ α ί οί σκιές πού πίστεψε πώς σκόρπισαν δταν ε κ ε ί ν η πρωτόρθε, συνωστίζονταν τώρα στις γωνιές μουρμουρίζοντας μ έ γ υ ν α ι κ ε ί ε ς φωνές αναμεταξύ τους. "Εσβησε τ ή λάμπα. Κ α ί καθώς ανέβαινε πάνω, άκουσε τ ί ς φωνές στις γωνιές νά δυναμώνουν δλο καί περισσότερο μ έ χ ρ ι ς δτου ολόκληρο τό σπίτι αντηχούσε άπ' αυτές κ ι δ άνεμος δέν ακουγόταν π ι ά .
XIV
ΜΕ δάκρια στά μάγουλα του καί δυνατό πόνο στήν καρδιά, έπεσε νά κ ο ι μ η θ ε ί , φτάνοντας τελικά Ικεΐ πού δ πατέρας του καθόταν, στό σμιλεμένο βαθούλωμα ενός σύννεφου. « Π α τ έ ρ α » , ε ί π ε , «περπάτησα ολόκληρο τόν κόσμο αναζητώντας ένα πράγ μα αντάξιο ν' αγαπήσω, άλλά τό έδιωξα μακριά καί τώρα γ υ ρίζω άπό τόπο σέ τόπο θρηνώντας γ ι ά τ ή βδελυγμία μου, γροικώντας τ ή φωνή μου στις σιταρήθρες καί στά βατράχια δταν φωνάζουν, αντικρίζοντας τό πρόσωπο μου στά αινιγμα τικά πρόσωπα τών ζώων». "Απλωσε τά χέρια του περιμένοντας τίς λ έ ξ ε ι ς νά πέσουν άπ' τό γ έ ρ ι κ ο στόμα τό κρυμμένο κάτω άπό τ ή ν άσπρη γ ε νειάδα πού ' χ ε παγώσει μ έ τά δάκρια. Ε κ λ ι π ά ρ η σ ε τό γέρο άνθρωπο νά μ ι λ ή σ ε ι .
5ο
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ
«Μίλησε στό γ ι ό σου. Θυμήσου δταν διαβάζαμε μαζί τά κλασσικά βιβλία στά ψηλώματα. Ή δταν έπαιζες παλιούς σκοπούς στήν ιρλανδέζικη άρπα κ ι οί χ ή ν ε ς , σάν τ ί ς έφτά χ ή νες τοΰ περιπλανώμενου Ι ο υ δ α ί ο υ σηκώνονταν κράζοντας στόν αέρα. Π α τ έ ρ α , μ ί λ η σ ε στό μοναδικό γ ι ό σου, τόν άσωτο γ ι ό πού β γ ή κ ε άπ' τό αναιμικό πράσινο τών πόλεων, άπ' τ ί ς μυ ρωδιές καί τούς ήχους τ ή ς πόλης, τ ή ν αγκαθωτή έρημο καί τ ή βαθιά θάλασσα. Είσαι ένας γέρο σοφός άνθρωπος». Τ κ έ τ ε ψ ε τό γέρο νά μ ι λ ή σ ε ι , άλλά πλησιάζοντας πιό κοντά του καί παρατηρώντας τό πρόσωπο του, διέκρινε τούς λ ε κ έ δ ε ς τοΰ θανάτου στό στόμα καί στά μάτια καί μ ι ά ποντικοφωλιά μέσα στή μ π ε ρ δ ε μ έ ν η π α γ ω μ έ ν η γενιάδα. Ή τ α ν αδύναμος γ ι ά νά π ε τ ά ξ ε ι , άλλά πέταξε. Κ α ί οφει λόταν σέ αδυναμία τοΰ αίματος πού δέν ήταν αόρατος, κι δμως ήταν αόρατος. Σκεφτόταν λογικά κ ι ονειρευόταν παρά λογα τήν ίδια σ τ ι γ μ ή , γνωρίζοντας τ ή ν αδυναμία του καί τήν τρέλα τοΰ πετάγματος, μ ή έχοντας όμως τ ή δύναμη νά τ ή ν κατακτήσει. Π έ τ α ξ ε σάν πουλί πάνω ά π ' τά χωράφια, άλλά σύντομα τό σώμα τοΰ πουλιοΰ εξαφανίστηκε κ ι αυτός από μ ε ι ν ε αιωρούμενη φωνή. Κυματίζοντας τ ί ς γ ρ ί λ λ ι ε ς του ένα ανοιχτό παράθυρο τοΰ έ γ ν ε φ ε , δπως τό σκιάχτρο γ ν έ φ ε ι στό σοφό πουλί μ έ τόν κουρελιάρικο κυματισμό του, καί κ ε ι στό ανοιχτό παράθυρο πέταξε χαμηλώνοντας σ' ένα κ ρ ε β ά τ ι , δί πλα σ' ένα κορίτσι κοιμισμένο. «Ξύπνα κορίτσι», ε ί π ε , « Ε ί μ α ι δ αγαπημένος σου πού έρ χομαι τ ή νύχτα». Σ τ ό άκουσμα τ ή ς φωνής του ε κ ε ί ν η ξύπνησε. « Π ο ι ο ς μέ φώναξε;» « ' Ε γ ώ σέ φώναξα». «Ποΰ είσαι;» « Ε ί μ α ι στό μαξιλάρι δίπλα στό κεφάλι σου καί σοΰ μι λώ στ' αυτί». «Ποιος ε ί σ α ι ; » «Μιά φωνή». « Τ ό τ ε μ ή μοΰ μιλάς στ' αυτί καί πήδα στό χ έ ρ ι μου γ ι ά νά μπορώ νά σ' α γ γ ί ξ ω καί νά σέ γαργαλήσω». Ξάπλωσε ήσυχος καί ζεστός στή χούφτα τ η ς . «Ποΰ είσαι;»
5ΐ
ΏΥΙΑΝ ΤΗΟΜΑ8
«Μές στό χ έ ρ ι σου». «Ποιό χέρι;» « Τ ό χ έ ρ ι πάνω στό στήθος σου, τό αριστερό. Μήν τό κλεί σεις γροθιά γ ι α τ ί θά μέ λιώσεις. Μέ νιώθεις ζεστό μές στό χ έ ρ ι σου; Βρίσκομαι κοντά στις ρίζες τών δαχτύλων σου». «Μίλα μου». « Ε ί χ α σώμα άλλά ήμουν πάντα μιά φωνή. "Οπως είμαι στ' αλήθεια έρχομαι σ' εσένα τ ή νύχτα, μιά φωνή στό μαξι λάρι σου». «Ξέρω τί εΐσαι. Είσαι ή ή σ υ χ η μ ι κ ρ ή φωνή πού δέν πρέ πει ν' ακούσω... Μού έχουν π ε ι νά μήν προσέχω αυτή τήν ή συχη, μ ι κ ρ ή φωνή πού μ ι λ ά ε ι τ ή νύχτα. Ε ί ν α ι κακό ν' α κούς. Δέν πρέπει νά ξανάρθεις εδώ. Π ρ έ π ε ι νά φύγεις μα κριά». «Μά είμαι δ αγαπημένος σου». «Δέν πρέπει ν' ακούω», είπε τό κορίτσι κι απότομα έ σφιξε τ ή χούφτα τ η ς .
XV
ΘΑ π ή γ α ι ν ε στον κήπο, κι ας έ β ρ ε χ ε , καί θά έθαβε τό πρό σωπο του μές στή β ρ ε γ μ έ ν η γ ή . Μέ τ' αυτιά του κολλημένα στό χώμα θ' αφουγκραζόταν τ ή μ ε γ ά λ η καρδιά, κάτω άπ' τό χορτάρι καί τό έδαφος, νά στραγγίζει προτού σπάσει. Μέσα στ' όνειρο θά έ λ ε γ ε σέ κάποια μορφή: « Σ ή κ ω σ ε μ ε . Ζ υ γ ί ζ ω μόνον δέκα λ ί μ π ρ ε ς . Ε ί μ α ι ελαφρύτερος. " Ε ξ ι λίμπρες. Δύο λ ί μ π ρ ε ς . Ή σπονδυλική μου στήλη φ έ γ γ ε ι μέσ' άπ' τό στέρνο μου». Τ ό μυστικό αυτής τ ή ς α λ χ η μ ε ί α ς πού ε ί χ ε μετατρέψει τ ή μ ι κ ρ ή επανάσταση τών αβέβαιων αισθήσεων σέ χρυσή σ τ ι γ μ ή ε ί χ ε χ α θ ε ί σάν τό κ λ ε ι δ ί πού χάνεται μές στά χαμό κλαδα. "Ενα μυστικό ανακατεύτηκε μέ τό σκοτάδι κι ή σύγ χυση τ ή ς τελευταίας τρέλας πριν άπ' τόν τάφο, θά κατέβαι νε σάν θηρίο στον εγκέφαλο. " Ε γ ρ α φ ε στό χ α ρ τ ί , χωρίς νά ξέρει τί γ ρ ά φ ε ι , φοβίζοντας
52
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ
τίς λ έ ξ ε ι ς πού τώρα τον κοιτούσαν καί δέν μπορούσαν νά ξε χαστούν.
XVI
Κ Α Ι δέν υ π ή ρ χ ε τίποτ' άλλο: μιά γυναίκα ε ί χ ε γ ε ν ν η θ ε ί , δχι άπ' τ ή μήτρα, άλλ' άπ' τήν ψ υ χ ή καί τον άνελισσόμενο εγκέφαλο. Κ ι αύτδς πού τήν ε ί χ ε γεννήσει άπ' τδ σκοτάδι, αγάπησε τ ή δημιουργία του καί τον αγάπησε κι αυτή. Ά λ λ ' αύτδ ήταν δλο κι δλο: ένα θαύμα συνέβη σ' έναν άνθρωπο. Τ δ ερωτεύθηκε άλλά δέν μπόρεσε νά τδ κρατήσει καί τδ θαύμα έσβησε. Κ α ί μαζί του ζούσε ένας σκύλος, ένα ποντίκι καί μιά σκοτεινή γυναίκα. Ή γυναίκα έ φ υ γ ε , καί δ σκύλος πέθανε.
XVII
Ε Θ Α Ψ Ε τό σκύλο σέ μιάν άκρη τού κήπου. «Άναπαύσου εν ε ι ρ ή ν η » , είπε στόν πεθαμένο σκύλο. Ά λ λ ά δ λάκκος δέν ή ταν αρκετά βαθύς καί τά ποντίκια πού είχαν τίς φωλιές τους στή χ ω μ ά τ ι ν η π λ α γ ι ά , δάγκωναν καί κουρέλιαζαν τό σακούλι-σάβανο.
XVIII
Σ Ε κάποιο λιθόστρωτο τής πόλης αντίκρισε τ ή γυναίκα νά περπατάει α μ έ ρ ι μ ν η , τό στήθος της στητό κάτω άπ' τό παλ τό δπου τ' αραιά μαλλιά τών γέρων περισσεύουν άσπρα στό μαΰρο γ ι α κ ά . Ή ξ ε ρ ε πώς ή ζωή τ η ς ήταν ζ ω ή ήμερων. Ή
53
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
άνοιξη τ η ς ε ί χ ε περάσει μαζί του. Μετά τό καλοκαίρι καί τό φθινόπωρο στόν μ ή καθαγιασμένο χρόνο πού μεσολαβεί ανάμεσα στή ζ ω ή καί στό θάνατο θά έφτανε ό χειμώνας δια βρώνοντας τ ή γ ο η τ ε ί α . Αυτός πού γ ν ώ ρ ι ζ ε τίς φανερές καί λανθάνουσες αιτίες τ ή ς λ ο γ ι κ ή ς , βιώνοντας καί τ ί ς τέσσερες μαζί σέ κάθε σύμβολο τ ή ς γ η ς , θά διέκοπτε τ ή διαδοχή τών εποχών. Ό χειμώνας δέν έπρεπε νά έρθει.
XIX
Α Σ σκεφτούμε τώρα τό παλιό ομοίωμα τοΰ χρόνου, τ ή μα κριά του γενειάδα ξασπρισμένη ά π ' τόν ή λ ι ο τ ή ς Αιγύπτου, τά γυμνά του πόδια μουσκεμένα στή θάλασσα τών Σαργασσών. Κοίτα πώς βασανίζω τό γέρο φουκαρά. Σταμάτησα τήν καρδιά του. Ρ ά γ ι σ ε σάν δοχείο νυχτός. " Ο χ ι , δέν είναι ή βροχή πού π έ φ τ ε ι . Ε ί ν α ι τά ύγρά πού πιτσιλάνε ά π ' τ ή σπα σμένη καρδιά. Ό ψευτοήλιος κ ι δ ήλιος λάμπουν στον ίδιο ουρανό μαζί μέ τ ή σπασμένη σ ε λ ή ν η . Θαμπωμένος ά π ' τόν ή λ ι ο πού κα ταδιώκει τ ή σελήνη καί τ ί ς λ ά μ ψ ε ι ς τόσων άστρων, τ ρ έ χ ω πάνω νά διαβάσω ξανά γ ι ά κάποιον πού αγάπησε μ ι ά γυναί κα. Σ χ ε δ ό ν κ υ λ ι έ μ α ι κάτω γ ι ά νά δω τ ή μ ι κ ρ ή τρύπα στόν τοίχο τ ή ς κουζίνας διάπλατα ανοιχτή καί τά ί χ ν η ά π ' τά πατήματα τοΰ ποντικού στό δάπεδο. " Α ς σκεφτούμε τώρα τά παλιά δμοιώματα τών εποχών. Διακόπτω τό ρυθμό τ ή ς κίνησης τών γερασμένων μορφών, ή άνοιξη τριποδίζει, τό καλοκαίρι κ α λ π ά ζ ε ι , λυπημένα έπελαύνει τό φθινόπωρο κ ι δ χειμώνας φθάνει μέ μικρά βηματάκια. Σ π ά ζ ω , κομμάτι κομμάτι, τ ή ν συνεχή αλλαγή τής κίνησης μέ μακρύποδο, σάν τοΰ δ ι α β ή τ η , βηματισμό. Ά ς σκεφτοΰμε τόν ή λ ι ο τοΰ δποίου δέν γνωρίζω καμιά εικόνα έκτος ά π ' τ ή ν εικόνα ενός πυρο&6λ"ί]\ιένο\) όφθαλμοΰ καί τ ή σπασμένη σ ε λ ή ν η .
54
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ XX
ΣΙΓΑ σιγά τό χάος λιγόστεψε καί τ' αντικείμενα τοΰ περι βάλλοντος κόσμου αποκρυσταλλώθηκαν στήν ουσία τους εγκα ταλείποντας τά σχήματα τών σκέψεων του. "Ενιωσε κάποια γ α λ ή ν η καί ξανά ή μουσική τ ή ς δημιουργίας αντήχησε τρε μουλιαστή άπ' τά κρυστάλλινα νερά κ ι άπ' τό ίερό κοίλωμα τ' ούρανοΰ ώς κάτω στή β ρ ε γ μ έ ν η όχθη τ ή ς γ ή ς δπου ή θά λασσα κυλοΰσε. Ή νύχτα έφτανε άργά κ ι δ λόφος υψώθηκε ώς τ' αστέρια πού δέν είχαν ανατείλει. Γ ύ ρ ι σ ε ανάποδα τό μπλοκ μ έ τά χαρτιά καί στήν τελευταία σελίδα έγραψε μέ σταθερό χ έ ρ ι :
XXI
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
πέθανε.
XXII
ΤΠΗΡΧΕ αξιοπρέπεια σ' ένα τέτοιο φόνο. Κ ι 6 ήρωας μέ σα του ανυψώθηκε σ' δ λ η του τήν αγιοσύνη καί τ ή δύναμη. Ή τ α ν δίκαιο, αυτός πού τ ή ν ε ί χ ε οδηγήσει έξω άπ' τό σκο τάδι, τώρα νά τ ή στείλει πάλι μακριά. Κ α ί δίκαιο γ ι ' αυ τήν νά πεθάνει μ ή γνωρίζοντας ποιό χ έ ρ ι τ ή ν κεραυνοβόλη σε ά π ' τόν ουρανό καί τήν έριξε κάτω. Κατηφόρισε τό λόφο, τά βήματα του αργοπορημένα σάν σέ λιτανεία, τά χ ε ί λ η του χαμογελώντας προς τ ή σκοτεινή θάλασσα. Φτάνοντας στήν ακροθαλασσιά, ένιωσε τήν καρδιά του νά χτυπάει δίπλα του. Σ τ ρ ά φ η κ ε έκεΐ δπου οί μεγαλύτε ροι βράχοι σκαρφάλωναν επικίνδυνα ώς τό χορτάρι. ' Ε κ ε ϊ
στήν άκρη, μ έ τό πρόσωπο της στραμμένο σ' αυτόν, εκείνη
55
ϋΥΙ,ΑΝ ΤΗΟΜΑ8
στεκόταν καί χαμογελούσε. Ή θάλασσα γλιστρούσε αδιάφορη πάνω στή γύμνια τ η ς . Τ ή ν πλησίασε καί ά γ γ ι ξ ε τδ παγωμέ νο της μάγουλο μέ τά νύχια του.
XXIII
ΕΞΟΙΚΕΙΩΜΕΝΟΣ μέ τήν ύστατη θ λ ί ύ η , στάθηκε στδ ανοι χτό παράθυρο τής κάμαρας του. Κ α ί ή νύχτα ήταν νησί μέσα σέ μιά θάλασσα άπό μυστήριο καί νόημα. Κ ι ή φωνή πού έβγαινε άπ' τ ή νύχτα ήταν φωνή παρα δοχής. Κ α ί τό πρόσωπο τοΰ φεγγαριού ήταν τό πρόσωπο τ ή ς ταπεινότητας. Γ ν ώ ρ ι ζ ε τό ύστατο θαύμα προ τοΰ τάφου, καί τό μυστή ριο πού συγχέει καί ενσωματώνει τά ουράνια καί τ ή γ ή . Γ ν ώ ρ ι ζ ε δτι ε ί χ ε αποτύχει στά μάτια τοΰ Θεοΰ καί τού Σ ε ί ριου νά κρατήσει τό θαύμα του. Ή γυναίκα τοΰ ε ί χ ε δείξει πόσο υπέροχη ήταν ή ζ ω ή . Κ α ί τώρα, δταν επί τέλους κα τάλαβε πόσο υπέροχο καί πόσο ευχάριστο ήταν τό αίμα στά δέντρα καί πόσο βαθύ τό π η γ ά δ ι τών νεφών, έπρεπε νά κλεί σει τά μάτια του καί νά πεθάνει. "Ανοιξε τά μάτια του καί κοίταξε τ' αστέρια. " Ε ν α εκατομμύριο άστρα συλλάβιζαν τήν ίδια λ έ ξ η . Κ ι ή λ έ ξ η τών άστρων ήταν γ ρ α μ μ έ ν η στόν ου ρανό.
XXIV
ΜΟΝΑΧΟ του στήν κουζίνα ανάμεσα σέ σπασμένες καρέ κ λ ε ς καί πορσελάνες, στεκόταν τό ποντίκι πού ε ί χ ε β γ ε ι άπ' τ ή ν τρύπα. Οί πατοΰσες του άκούμπαγαν ανάλαφρα στό δά πεδο πού ήταν παντοΰ ζωγραφισμένο μέ χοντροκομμένα σχή ματα πουλιών καί κοριτσιών. Κρυφά, σύρθηκε πίσω στήν τρύπα. Κρυφά, άνοιξε τό δρόμο του ανάμεσα στους τοίχους.
56
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Δ έ ν ακουγόταν θόρυβος στήν κουζίνα, μόνο ό ήχος άπ' τά νύχια τού ποντικού πού έξυνε τό ξύλο.
XXV
ΠΑΝΩ στά γείσα τού άσυλου τών ψυχοπαθών τά πουλιά σφύριζαν ακόμα, κ ι δ τρελός, πιέζοντας τό πρόσωπο του στά κ ά γ κ ε λ α τού παραθύρου κοντά στις φωλιές τους, γ α ύ γ ι ζ ε στον ή λ ι ο . Π ά ν ω στον πάγκο σέ κάποια απόσταση άπό τό κυρίως μονοπάτι, τό κορίτσι έγνεφε στά πουλιά, ένώ σ' ένα τετράγωνο χλόης, τρεις η λ ι κ ι ω μ έ ν ε ς γυναίκες χόρευαν χειροπιασμένες, χαμογελώντας ανόητα στον άνεμο, ακολουθώντας τό σκοπό κάποιου ιταλικού οργανέτου άπ' τόν έξω- κόσμο. « Έ φ τ α σ ε ή άνοιξη», είπαν οί φύλακες. [1936]
57
Τό φόρεμα
Τ Ο Ν ' κυνηγούσαν δυο μέρες, χτενίζοντας τ ή ν έ ξ ο χ η , ώσπου τούς έχασε στους πρόποδες τών λόφων, καί κρυμμένος τώρα μέσα σ' ένα χρυσό θάμνο, άκουγε τίς φωνές τους χ α μ η λ ά στήν κοιλάδα. Π ί σ ω άπό ένα δέντρο, στήν ά κ ρ η τών λόφων, κρυ φοκοίταξε κάτω στά χωράφια δπου εκείνοι λαχάνιαζαν σάν σκύλοι καί σκάλιζαν τούς φράχτες μέ τά μπαστούνια τους, ξεσηκώνοντας ένα σιγανό ουρλιαχτό, ένώ ή καταχνιά πού άρχισε ξαφνικά νά πέφτει άπ' τόν ανοιξιάτικο ουρανό τούς έκρυψε άπ' τά μάτια του. Ή καταχνιά ήταν γ ι ' αυτόν μιά μάνα. Ρίχνοντας τό παλτό της στους ώμους του, σκέπασε τό σχισμένο του πουκάμισο καί τό ξεραμένο αίμα στή λεπίδα τοΰ μαχαιριού. Ή καταχνιά τόν έκανε νά νιώθει ζεστά. Ε ί χ ε τήν τροφή καί τό ποτό τ ή ς ο μ ί χ λ η ς πάνω στά χ ε ί λ η του καί χα μογέλασε μέσα άπό τήν κάπα της σά γάτα. Α π ο μ α κ ρ ύ ν θ η κ ε άπό τούς διώκτες του καί τήν κοιλάδα καί κατευθύνθηκε στους λόφους, έκεΐ πού τά δέντρα πύκνωναν καί ΐσως τόν δδηγοΰσαν στό φώς καί τ ή φωτιά καί σ' ένα πιάτο σούπα. Σ κ έ φ τ η κ ε τά κάρβουνα πού θά σφύριζαν σιγανά πάνω στή σχάρα καί τ ή νεαρή μάνα νά στέκεται μ ο ν ά χ η . Σ κ έ φ τ η κ ε τά μαλ λιά της σά φωλιά γ ι ά τά χέρια του. " Ε τ ο ε ξ ε ανάμεσα στά δέντρα καί βρέθηκε σ' ένα στενό δρόμο. Π ο ι ά κατεύθυνση έ πρεπε τώρα νά δ ι α λ έ ξ ε ι ; Π ρ ο ς ή μακριά άπ' τό φ ε γ γ ά ρ ι ; Ή ομίχλη έκρυβε τό φ ε γ γ ά ρ ι , άλλά σέ μ ι ά μεριά τ' ούρανοΰ πού ε ί χ ε καθαρίσει, μπόρεσε νά διακρίνει τίς γ ω ν ί ε ς τών άστρων. Π ε ρ π ά τ η σ ε πρός τό βοοοά δπου τ' αστέρια, μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι γωρίς σκοπό, άκουγαν τά πόδια του νά κολλάνε καί νά ξεκολλάνε στή σπογγώδη γ ή . Τ ώ ρ α ε ί χ ε χρόνο νά συγκεντρώσει τ ί ς σκέψεις του. Ά λ λά μόλις άρχισε νά συγκεντρώνεται μιά κουκουβάγια Ικρω-
59
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
ξε μ έ ς στά δέντρα πού κρέμονταν πάνω στδ δρόμο, καί στα μάτησε γ ι ά νά τήν κοιτάξει, βρίσκοντας μ ι ά γ ν ώ ρ ι μ η με λ α γ χ ο λ ί α στήν κ ρ α υ γ ή τ η ς . Γ ρ ή γ ο ρ α θά ορμούσε ν' αρπά ξει κάποιο ποντικό, σκέφτηκε. Τ ή ν παρατήρησε γ ι ά μ ι ά σ τ ι γ μ ή καθώς έσκουζε πάνω στδ κλαδί τ η ς . Έ π ε ι τ α , τρο μαγμένος άπό τ ή θέα τ η ς , απομακρύνθηκε βιαστικά μές στή σκοτεινιά, δταν τήν άκουσε, μ' ενα καινούριο κρώξιμο νά φτεροκοπάει μακριά. Κ ρ ί μ α τδ κουνέλι, συλλογίστηκε, ή νυφίτσα θά τό ρουφήξει. Ό δρόμος ανηφόριζε στ' αστέρια καί τά δέντρα κ ι ή κοιλάδα κ ι ή ανάμνηση τών τουφεκιών έσβηναν πίσω του. "Ακουσε βήματα. Έ ν α ς γέρος ακτινοβολώντας άπό βρο χ ή , πρόβαλε μ έ σ ' άπό τήν ο μ ί χ λ η . « Κ α λ η ν ύ χ τ α κ ύ ρ ι ε » , είπε δ γέρος. «Δέν έ χ ε ι νύχτα γ ι ά τό γιό τ ή ς γυναίκας», είπε δ τρε λός. Ό γέρος σφύριξε καί απομακρύνθηκε τρέχοντας σχεδόν, πρός τ ή μεριά πού ήταν τά δέντρα τοΰ δρόμου. « Ά σ ε τά κυνηγόσκυλα νά ξέρουν», κάγχασε δ τρελός κα θώς σκαρφάλωνε στό λόφο, «άστους νά ξέρουν». Κ α ί πανοΰργος σάν τήν αλεπού, γύρισε πίσω, ε κ ε ί πού δ δρόμος χωρι ζόταν μ έ ς στήν καταχνιά σέ τρεις διαφορετικές κατευθύν σεις. «Κατάρα στ' αστέρια», είπε καί προχώρησε πρός τό σκοτάδι. Ό κόσμος ή τ α ν . μ ι ά μπάλα κάτω ά π ' τά πόδια του. Τ ή ν κλωτσούσε καθώς έ τ ρ ε χ ε κ ι αυτή κυλοΰσε. Τ ά δέντρα ανη φόριζαν. Κάπου στους βάλτους ούρλιαζε ένα κυνηγόσκυλο πού ε ί χ ε πιαστεί σέ παγίδα. Τ ό άκουσε κ ι έτρεξε πιό γρήγορα νιώθοντας τόν εχθρό πάνω στά τακούνια του. « Κ ά ν τ ε πέρα παιδιά, κάντε πέρα», φώναξε, μ έ τ ή φωνή δμως κάποιου πού θά έ δ ε ι χ ν ε ένα πεφταστέρι στόν ορίζοντα. Θ υ μ ή θ η κ ε ξαφνικά δτι άπό τότε πού δραπέτευσε δέν εί χ ε κ ο ι μ η θ ε ί καθόλου καί σταμάτησε νά τ ρ έ χ ε ι . Τ ώ ρ α , τό νε ρό τ ή ς βροχής κουρασμένο π ι ά νά χτυπάει τ ή γ ή , έσκαζε πέ φτοντας καί σκορπιζόταν στόν αέρα σάν τούς κόκκους τ ή ς άμμου. Ά ν μποροΰσε νά βρει ύπνο, δ ύπνος θά ήταν ένα κο ρίτσι. Τ ί ς δύο τελευταίες νύχτες, πότε τρέχοντας καί πότε περπατώντας στήν έρημη ε ξ ο χ ή , ονειρευόταν τ ή συνάντηση τους. «Ξάπλωσε», θά τοΰ έ λ ε γ ε καί θά τοΰ έδινε τό φόρεμα
6ο
ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ
της νά ξαπλώσει πάνω του, πλαγιάζοντας καί ή ί δ ι α στο πλευρό του. " Ο μ ω ς , κ ι αν ονειρευόταν καί τά κλαδιά θρόϊζαν κάτω άπό τό τρέξιμο του σάν τό φουστάνι τ η ς , δ εχθρός φώναζε στά χωράφια. " Ε τ ρ ε χ ε ασταμάτητα αφήνοντας τόν ύπνο πί σω μακριά του. Κ ά π ο τ ε ήταν ένας ήλιος, κάποτε ένα φεγγά ρι καί κάποτε παλεύοντας πέταξε κάτω τόν άνεμο, πριν μπο ρέσει νά τό σκάσει, όταν δ ουρανό ήταν μαύρος. « Π ο ύ είναι δ Τ ζ ά κ » , ρωτούσαν στους κήπους τού ιδρύμα τος. « Π ά ν ω στους λόφους μ' ένα χασαπομάχαιρο», έλεγαν χα μογελώντας. Ά λ λ ά τό μαχαίρι ε ί χ ε φ ύ γ ε ι , πεταγμένο καί μ π η γ μ έ ν ο σ' ένα δέντρο έτρεμε ακόμη ε κ ε ί . Δ έ ν ένιωθε ζέστη μές στό κεφάλι του. " Ε τ ρ ε χ ε ασταμάτητα, ουρλιάζοντας γ ι ά ΰπνο. Κ α ι κ ε ί ν η , μόνη στό σπίτι έραβε τό καινούριο της φου στάνι. "Ηταν ενα φανταχτερό χωριάτικο φουστάνι μέ λουλού δια στό μπούστο του. Λ ί γ ε ς βελονιές έμεναν ακόμη καί θά ήταν έτοιμο νά τό φορέσει, θ ά έπεφτε κομψά στους ώμους τ η ς καί δυο άπό τά λουλούδια θά πρόβαλλαν πάνω άπό τά στήθη τ η ς . "Οταν θά περπατούσε μέ τόν άντρα τ η ς τά κυριακάτικα πρωινά στους δρόμους τοΰ χωριού, τ' αγόρια θά τ ή ς κρυφοχαμογελοΰσαν πίσω άπ' τήν π α λ ά μ η τους καί τό σούρωμα τοΰ φορέματος γύρω στήν κοιλιά τ η ς , θά έκανε δλες τ ι ς χ ή ρες νά •/,θΌταο\ί,πολεύο\)ν. Γ λ ί σ τ ρ η σ ε μέσα στό καινούριο φου στάνι της καί κ ο ι τ ά χ τ η κ ε στον καθρέφτη πάνω άπό τό τζά κ ι . Ε ί δ ε δτι ήταν ωραιότερο άπ' δσο φανταζόταν- " Ε δ ε ι χ ν ε τό πρόσωπο τ η ς πιο χλωμό καί τά μαλλιά τ η ς σκοτεινά. Τ ό άνοιγμα στό λαιμό ήταν χ α μ η λ ό . "Ενας σκύλος σήκωσε τό κεφάλι του καί ούρλιαξε μές στή νύχτα. Σ τ ρ ά φ η κ ε βιαστικά καί τράβηξε τ ι ς κουρτίνες. Έ ξ ω , έψαχναν στό σκοτάδι γ ι ά έναν τρελό. Ε ί χ ε πράσι να μάτια, έλεγαν, καί ήταν παντρεμένος μέ μ ι ά κυρία. " Ε λεγαν δτι ε ί χ ε κόψει τά χ ε ί λ η τ η ς γ ι α τ ί χαμογελούσε στους άντρες. Τ ό ν έκλεισαν κάπου, άλλ' αυτός έ κ λ ε ψ ε ένα μαχαί ρι τ ή ς κουζίνας, έσφαξε τόν φύλακα του, καί τό ' σκάσε στις άγριες κοιλάδες. Ά π ό μακριά εκείνος διέκρινε τό φώς μές στό σπίτι καί
6ι
ΌΥΙΑΝ ΤΗΟΜΑ8
παραπατώντας, έφτασε ώς τόν κήπο. " Ε ν ι ω θ ε χωρίς νά βλέ π ε ι τό μικρό φ ρ ά χ τ η ολόγυρα. Τ ό σκουριασμένο σύρμα έ γδερνε τά χ έ ρ ι α του καί τό ύπουλο χορτάρι σερνόταν στά γό νατα του. Μόλις διέσχισε τό φ ρ ά χ τ η , όρμησαν νά τόν προϋ παντήσουν οί οικοδεσπότες τού κήπου, τά κεφάλια τών λου λουδιών καί τό σώμα τ ή ς παγωνιάς. Ε ί χ ε σχίσει τά δάχτυλα του, ενώ οί παλιές πληγές έσταζαν ακόμη. Γ ε μ ά τ ο ς αίματα περπάτησε έξω άπό τό σκοτάδι τοΰ εχθρού πάνω στά σκαλο πάτια. Ε ί π ε μ' έναν ψίθυρο: «Μήν τούς αφήσεις νά μέ πυ ροβολήσουν». Κ α ί άνοιξε τήν πόρτα. Ε κ ε ί ν η ήταν στή μέση τ ή ς κάμαρας. Τ ά μαλλιά τ η ς έ πεφταν ακατάστατα καί τρία άπό τά κουμπιά στό λαιμό τ η ς ήταν ξεκούμπωτα. Τ ί έκανε τόν σκύλο νά ουρλιάξει έ τ σ ι ; Τ ρ ο μ α γ μ έ ν η άπό τό ουρλιαχτό, ενώ λικνιζόταν στήν κουνι στή πολυθρόνα, έφερε ξανά στό μυαλό τ η ς τις ιστορίες πού ε ί χ ε ακούσει. Τ ί απόγινε ή γυναίκα, αναρωτήθηκε καθώς κουνιόταν. Δ έ ν μποροΰσε νά φανταστεί μ ι ά γυναίκα χωρίς χ ε ί λ η . Τ ί γίνονται οί γυναίκες χωρίς χ ε ί λ η , αναρωτήθηκε. Ή πόρτα άνοιξε χωρίς θόρυβο. Π ε ρ π ά τ η σ ε μές στό δω μάτιο, προσπαθώντας νά χαμογελάσει, κρατώντας τά χ έ ρ ι α του μακριά τό ένα άπό τ' άλλο. « " Ω , ήρθες», ε ί π ε εκείνη. Τ ό τ ε γύρισε στήν πολυθρόνα τ η ς καί τόν ε ί δ ε . Ε ί χ ε παντοΰ αίματα καί στά πράσινα μάτια του ακόμα. " Ε φ ε ρ ε τά χ έ ρ ι α τ η ς στό στόμα. «Μήν πυροβολείς», ε ί π ε αυτός. Ά λ λ ά μέ τήν κ ί ν η σ η τοΰ χεριού τ η ς , τράβηξε τό άνοιγμα τοΰ φουστανιού τ η ς στό λαιμό καί κείνος απόμεινε νά κοι τάζει εκστατικός τό πλατύ, λευκό μέτωπο τ η ς , τά πανικόβλη τα μάτια καί τό στόμα τ η ς , καί χαμηλότερα, τά λουλούδια στό φόρεμα τ η ς . Μ έ τ ή ν κ ί ν η σ η τοΰ χεριοΰ τ η ς τό φόρεμα χόρευε τώρα στό φώς. Καθόταν μπροστά του σκεπασμένη μέ λουλούδια. «Κοιμήσου», είπε ό τρελός. Κ α ί γονατίζοντας κά τ ω , ακούμπησε τό ταραγμένο κεφάλι του στήν ποδιά τ η ς . [1936]
62
Σ υ ζ ή τ η σ η γιά τά Χριστούγεννα
Μικρό Α γ ό ρ ι . Χρόνια, καί χρόνια πριν, όταν ήσουν αγόρι... Έ γ ώ . "Οταν υπήρχαν λύκοι στήν Ούαλλία καί πουλιά στό χρώμα τ ή ς κόκκινης φανέλας πετούσαν ξυστά στους λό φους σέ σχήμα άρπας, όταν τραγουδούσαμε καί κυλιόμαστε δ λ η μέρα καί νύχτα σέ σπηλιές πού μύριζαν κυριακάτικο άπόγεμα στά ύγρά σαλόνια τών άγροτόσπιτων καί καταδιώ κ α μ ε μέ μασέλες ζητιάνων τούς " Α γ γ λ ο υ ς καί τ ί ς αρκούδες... Μικρό Α γ ό ρ ι . Δέν είσαι τόσο μεγάλος δσο δ κ . Μπέΰνον στό Νούμερο 2 2 πού μπορεί καί θυμάται δταν δέν υπήρ χαν καθόλου αυτοκίνητα. Χρόνια καί χρόνια πρίν, δταν ή σουν αγόρι... Έ γ ώ . " Ω , πριν κ ι άπό τ' αυτοκίνητο ακόμα, πρίν ά π ' τόν τροχό κ ι άπό τό άλογο μέ μούρη δούκισσας, δταν καλπάζαμε στους χαζούς κ ι ευτυχισμένους λόφους... Μικρό Α γ ό ρ ι . Δέν είσαι τόσο χαζός δσο ή κ . Γ κ ρ ί φ φ ι θ ς ψ η λ ά στό δρόμο, πού λ έ ε ι δτι βάζει τό αυτί τ η ς μέσα στό νερό τ ή ς στέρνας καί αφουγκράζεται τό ψάρι νά μ ι λ ά ε ι ούαλλ έ ζ ι κ α . "Οταν ήσουν αγόρι, πώς ήταν τά Χριστούγεννα; Έ γ ώ . Χιόνιζε. Μικρό Α γ ό ρ ι . Χιόνισε καί πέρσι. Έ φ τ ι α ξ α Ινα χιονάν θρωπο κ ι δ αδελφός μου τόν κλώτσησε κ ι έγώ κλώτσησα τόν αδελφό μου καί μετά ή π ι α μ ε τσάϊ. Έ γ ώ , Ά λ λ ' αυτό δέν ήταν τό ίδιο χιόνι. Τ ό δικό μας χιόνι δέν έπεφτε μόνο μέ τ' άσβεστόνερα άπ' τούς κουβάδες τ' ούρανοΰ, νομίζω δτι ξετυλιγόταν μέσα άπό τ ή γ ή , κο λυμπούσε καί στριφογύριζε γύρω άπ' τά χ έ ρ ι α καί τά σώμα τα τών δέντρων. Τ ό χιόνι μεγάλωνε δ λ η τ ή νύχτα στις στέ γ ε ς τών σπιτιών σάν αγνό βρύο-παπούς, χορτάριαζε σχολα στικά στους τοίχους καί καταστάλαζε πάνω στόν ταχυδρόμο,
63
ϋΥΙ,ΑΝ ΤΗΟΜΑ8
όταν άνοιγε τήν αυλόπορτα, σάν σ ι ω π η λ ή καί μουδιασμένη έ κ ρ η ξ η άπό λευκές σχισμένες χριστουγεννιάτικες κάρτες. Μικρό Α γ ό ρ ι . Υ π ή ρ χ α ν καί τότε ταχυδρόμοι; Έ γ ώ . Μέ λαμπερά μάτια καί αναψοκοκκινισμένες σάν κεράσια μύτες, κατέφθαναν μέ παγωμένα πόδια στό χιόνι πού έτριζε καί χτυπούσαν τίς πόρτες δυνατά μέ τά γαντο φορεμένα χέρια τους. Ά λ λ ά τά παιδιά άκουγαν μόνο έναν ή χο άπό καμπάνες. Μικρό Α γ ό ρ ι . Θ έ λ ε ι ς νά πεις δτι μόλις έφθανε δ ταχυ δρόμος αντηχούσαν καμπάνες στις πόρτες; Έ γ ώ . Οί καμπάνες πού άκουγαν τά παιδιά ήταν μέσα τους. Μικρό Α γ ό ρ ι . Έ γ ώ ακούω κάποτε τόν κεραυνό, ποτέ καμπάνες. Έ γ ώ . Υ π ή ρ χ α ν καί οί καμπάνες τών εκκλησιών. Μικρό Α γ ό ρ ι . Μέσα τους; Έ γ ώ . " Ο χ ι , δχι, στά-μαΰρα-σάν-νυχτερίδα-καί-κάτασπρακαμπαναριά πού χτυπούσαν οί επίσκοποι κι οί πελαργοί. Κ α ί αντηχούσαν τά χαρμόσυνα νέα πάνω άπό τ ή φασκιωμένη π ό λ η , πάνω άπ' τήν π α γ ω μ έ ν η ά χ ν η τού άφροΰ καί τούς λόφους-παγωτά καί τήν τραγανή θάλασσα. " Ο λ ε ς οί ε κ κ λ η σίες βροντούσαν άπό χαρά κάτω άπό τό παράθυρο μου. Κ ι δ πετεινός πάνω στόν άνεμοδείκτη έκραζε τά Χριστούγεν να στό φράχτη μας. Μικρό Α γ ό ρ ι . Π έ ς πάλι γ ι ά τούς ταχυδρόμους. Έ γ ώ . Ή τ α ν άπλά συνηθισμένοι ταχυδρόμοι, πού τούς άρεσε τό περπάτημα, καί οί σκύλοι, καί τά Χριστούγεννα, καί τό χιόνι. Χτυπούσαν τίς πόρτες μέ γαλάζιους κοντυλοφόρους... Μικρό Α γ ό ρ ι . Ή δ ι κ ή μας έ χ ε ι ένα μαΰρο βαρίδι... Έ γ ώ . Κ α ί στέκονταν πάνω στήν άσπρη ψάθα, ανάμεσα στις μικρές κολώνες τής βεράντας, κτυπούσαν τά χέρια τους καί φούσκωναν καί ξεφούσκωναν φτιάχνοντας φαντάσματα μέ τίς ανάσες τους, πηδώντας άπό τό ένα πόδι στ' άλλο σάν τά μικρά αγόρια πού ανυπομονούν νά βγουν έξω. Μικρό Α γ ό ρ ι . Κ α ί τότε ήταν τά Δ ώ ρ α ; Έ γ ώ . Κ α ί τότε ήταν τά Δώρα μετά τό Χριστουγεννιάτι κο ταχυδρομείο. Κ ι δ ταχυδρόμος, μ' ένα τριαντάφυλλο στή
6
4
ΣΥΖΥΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
μύτη-κουμπάκι του, κατηφόριζε τ ή γ λ ι σ τ ε ρ ή σάν δίσκο τσα γιού πλαγιά τοΰ ψυχροΰ αστραφτερού λόφου. " Ε φ ε υ γ ε μέ τίς χιονισμένες μπότες του δπως θά γ λ ί σ τ ρ α γ ε καί πάνω στόν βρεγμένο πάγκο τοΰ ψαρά τ ή ς αγοράς, κουνώντας αστεία τ ή τσάντα του σάν καμπούρα παγωμένης κ α μ ή λ α ς , έπαιρνε τ ή στροφή τής γιονιάς ισορροπώντας στό ένα πόδι κάπως ζαλι σμένα καί, τέλος, εξαφανιζόταν. Μικρό Α γ ό ρ ι . Γύρνα στά Δώρα. Έ γ ώ . Υ π ή ρ χ α ν τά χρήσιμα Δώρα: ήταν οί τεράστιες κάπες τοΰ παλιού καιρού τ ή ς άμαξας καί στρογγυλά γάντια γ ι ά γ ι γ ά ν τ ι α τετράποδα. Ρ ι γ ω τ ά κασκόλ πού μπορούσες νά τά τεντώσεις σάν μεταξένιο λάστιχο ώς κάτω στις γαλότσες σου. Μπερεδάκια δπως τό κάλυμμα μέ τά χρωματιστά μπαλώ μ α τ α 1 γ ι ά τίς τσαγιέρες, ζεστά μανσόν άπό κουνελόγουνα γ ι ά τά χ έ ρ ι α , καί π λ ε χ τ έ ς π ε ρ ι κ ε φ α λ α ί ε ς 2 πού σκεπάζουν δ λο τό πρόσωπο καί τό λαιμό γ ι ά τά θύματα τών κεφαλοκυν η γ ώ ν 3 . Ά π ό θείες πού φορούσαν πάντα τό μάλλινο κατάσαρκα, υπήρχαν γ ι λ έ κ α μέ νύχια καί μουστάκια κ ι αναρω τιόμουνα πώς γινόταν κι οί θεΐτσες είχαν ακόμα δέρμα. Κ α ί κάποτε είχα ένα π λ ε γ μ έ ν ο μαντηλάκι γ ι ά τίς μύξες μου, άπό μιά θείτσα πού δυστυχώς δέν χ λ ι μ ι ν τ ρ ί ζ ε ι πιά χαρούμενα μα ζί μας. Κ α ί βιβλία χωρίς εικόνες, στά όποια μικρά παιδιά, άν καί προειδοποιημένα μέ σοφές νουθεσίες «νά μήν...», δμως πατινάριζαν στήν π α γ ω μ έ ν η λ ί μ ν η Φάρμερ Γ κ ά ρ τ ζ καί τε λικά πνιγόντουσαν. Κ α ί βιβλία πού μοΰ έ λ ε γ α ν τά πάντα γ ι ά τ ή σφήκα, έκτος άπ' τό γ ι α τ ί . 1. Ρ&ΙοΙίλνΟΓίί Ιβα-003163 στό π ρ ω τ ό τ υ π ο : κάλυμμα υφασμάτινο μ έ τό όποιο σκεπάζουν τ ή τσαγιέρα γιά νά δ ι α τ η ρ ε ί τ α ι ζεστό τό τ σ ά ι ή τό νερό. ( Σ . τ . μ . ) . 2. Β&ΐαοΐα ν&8: πρόκειται γ ι ά πλεκτά καί σφικτά σκουφιά σέ σχήμα περικεφαλαίας πού αφήνουν έξω μόνον τ ά μάτια. Τ ά φορούσαν οί " Α γ γ λ ο ι στρατιώτες σ τ ή μ ά χ η τ ή ς Β&ΐαοΐ&νει (άπ' δπου προήλθε καί ή ονομασία τους), πού έ γ ι ν ε σ τ ή διάρκεια τοΰ Κριμαϊκού πολέμου ( 1 8 5 4 ) , σ τ ή Ρωσία, γιά νά αντιμετωπίσουν τ ό σφοδρό ψύχος. ( Σ . τ μ . ) . 3. Κυνηγοί κεφαλών: Σ τ ή Βόρνεο καί άλλου, υπάρχουν φυλές πού άποξεραίνουν τ ά κεφάλια τών εχθρών τους. 'Αφοΰ αφαιρέσουν πρώτα τόν εγκέφαλο, γεμίζουν τήν κοιλότητα μ έ ζ ε σ τ ή β ρ ε γ μ έ ν η αμμο καί μετά δένουν τ ό κεφάλι πολύ σφικτά μ έ λουρίδες ΰφασμα ή δέρμα.Καθώς τ ό νερό μές στήν άμμο ε ξ α τ μ ί ζ ε τ α ι , τό κεφάλι συρρικνώνεται. (Σ.τμ.).
65
δ
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ5
Μικρό Α γ ό ρ ι . Π έ ς τώρα, γ ι ά τά " Α χ ρ η σ τ α Δώρα. Έ γ ώ . Τ ή ν παραμονή τών Χριστουγέννων κρεμούσα στά πόδια τοΰ κρεβατιοΰ μου τ ή μαύρη κάλτσα καί πάντα έλε γ α δτι θά έμενα ξύπνιος δλη τ ή φεγγαρόλουστη χιονοφώτιστη νύχτα, ν' ακούσω τό τριπόδισμα τοΰ ελαφιού στή σ τ έ γ η καί νά δώ τήν άγια μπότα νά κατεβαίνει μέσ' άπ' τήν καπνιά. Γ ρ ή γ ο ρ α δμως, ή άμμος τοΰ χιονιοΰ χόρευε μές στά μάτια μου καί μόλο πού κοίταζα τό τζάκι καί γύρω τό δω μάτιο πού τρεμόσβηνε έκεΐ πού κρεμόταν ή κάλτσα-σακούλι, μ' έπαιρνε δ ύπνος πριν προλάβω νά δώ τήν καμινάδα νά τρέμει καί τό δωμάτιο νά φωτίζεται κόκκινο καί άσπρο μέ τά Χριστούγεννα. Ά λ λ α τό πρωί, άν καί καθόλου χιόνι δέν έλιωνε στό πάτωμα, ή κάλτσα ξ ε χ ε ί λ ι ζ ε καί έ λ α μ π ε : τήν π ί ε ζ ε ς , έσκουζε σάν ποντίκι στό κουτί. Μύριζε μανταρίνι. " Ε να μαλλιαρό χ έ ρ ι περίσσευε, σάν μπράτσο κανγκουρώ άπ' τήν κοιλιά τής μάνας του. Π ί ε ζ ε ς στή μέση δυνατά καί κάτι μαλακό ζουλιόταν. Π ί ε ζ ε ς πάλι — ζουλιόταν ξανά. Κοιτά ζοντας μέσ' άπ' τ ή ν ακατάστατη παγωνιά τοΰ παράθυρου, στήν απέραντη μοναξιά τού μικρού λόφου, ένα κοτσύφι στε κόταν σιωπηλό στό χιόνι. Μικρό Α γ ό ρ ι . Υ π ή ρ χ α ν καθόλου γ λ υ κ ά ; ' Ε γ ώ . Κ α ί βέβαια υπήρχαν γ λ υ κ ά . ? Η τ α ν τά λουκούμια πού ζουλιόντουσαν. Κ α ρ α μ έ λ ε ς σκληρές καί καραμέλες γά λακτος, σοκολατάκια καί μπισκότα τραγανιστά, καί άμυγδαλωτά, παντεσπάνι καί ούαλλέζικα κουλουράκια. Κ α ί πλήθος λαμπερά μ ε τ α λ λ ι κ ά στρατιωτάκια, πού άν καί δέν θά πολε μούσαν, μπορούσαν ωστόσο νά τρέχουν. Κ α ί επιτραπέζια παι δικά παιχνίδια, δπως τό Φιδάκι κι δ Μουντζούρης. Κ α ί εύ κολα συναρμολογούμενα παιχνίδια γ ι ά Μικρούς Μηχανικούς μέ δλες τις δ δ η γ ί ε ς . " Ω , τί ευκολία γ ι ά τόν Λεονάρδο! Κ α ί μιά σφυρίχτρα γ ι ά νά κάνει τά σκυλιά νά γαυγίζουν καί νά ξυπνοΰν τόν γέρο τοΰ διπλανοΰ σπιτιού πού χ τ ύ π α γ ε τόν τοί χο μέ τό μπαστούνι του κι έπεφτε τό κάντρο μας. Κ ι ένα πακέτο τσιγάρα: έβαζες ένα στό στόμα καί στεκόσουνα ώρες στή γωνιά τοΰ δρόμου, μάταια περιμένοντας καμιά γ ρ ι ά κυ ρία νά σ' ε π ι π λ ή ξ ε ι πού κάπνιζες καί μετά, δλο ύφος, τό καταβρόχθιζες απότομα. Κ α ί τέλος, στήν άκρη τής κάλτσας έβρισκες έξι πέννες σάν ασημένιο καλαμπόκι. Κ α ί μετά, στό
66
ΣΥΖΥΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
κάτω πάτωμα γ ι ά πρόγευμα κάτω άπό τά μπαλόνια πού κρεμόντουσαν. Μικρό Α γ ό ρ ι . Υ π ή ρ χ α ν Θείοι, δπως καί στό σπίτι μ α ς ; Έ γ ώ . Π ά ν τ α υπάρχουν Θείοι τά Χριστούγεννα. Οι ϊδιοι Θείοι. Κ α ί τό χριστουγεννιάτικο πρωινό, αναστατώνοντας τήν ησυχία μέ δυνατά σφυρίγματα γ ι ά τά σκυλιά και μέ τσιγάρα-καραμέλες έτρεχα στή φασκιωμένη π ό λ η γ ι ά τά νέα τού μικρού κόσμου, ανακαλύπτοντας πάντα ένα πεθαμένο πουλί στή λ ε υ κ ή όχθη ή στις έ ρ η μ ε ς κούνιες: ένας π ε τ ρ ί τ η ς μάλ λον μέ δλες τις φλόγες του σβησμένες, έκτος άπό μιά πού α κόμα καίει στό στήθος του. Ά ν τ ρ ε ς καί γυναίκες τσαλαβου τούσαν στό χ ι ό ν ι , ανοίγοντας δρόμο άπό τήν εκκλησία στό σπίτι, μέ μύτες αλκοολικών καί άνεμοχαστουκισμένα μάγου λα, δλοι κάτασπροι σάν άλμπίνοι, σφιγμένοι μές στά βαριά μαύρα ρούχα τους γ ι ά προστασία άπ' τό άθρησκο χιόνι. Τ ό γ κ ύ κρεμόταν άπό τίς λάμπες τοΰ γκαζιού σέ δλα τά μπρο στινά σαλόνια. Υ π ή ρ χ α ν καρύδια καί σέρυ καί μπύρες καί παξιμάδια γ ι ά επιδόρπιο στά τραπέζια. Κ α ί γ ά τ ε ς χωμένες στή γούνα τους πού παρατηρούσαν τ ή φωτιά στό τ ζ ά κ ι . Κ ι οΕ ψ η λ ό λ ι γ ν ε ς φλόγες έτριζαν καί σπίθιζαν έτοιμες γ ι ά τά κάστανα καί τίς τσιμπίδες. Μερικοί μεγαλόσωμοι άντρες κα θόντουσαν στό καλό σαλόνι χωρίς τά κολάρα τους, Θείοι βέβαια οί περισσότεροι, δοκιμάζοντας τά καινούρια πούρα τους. Τ ά κρατούσαν προσεχτικά σέ απόσταση, μέ τεντωμένο μπράτσο, τά έφερναν στό στόμα τους, έβηχαν καί πάλι τ' α πομάκρυναν σά νά περίμεναν κάποια έ κ ρ η ξ η . Κ α ί μ ε ρ ι κ έ ς μικρόσωμες θείες, πού δέν τίς ήθελαν ούτε στήν κουζίνα ούτε κι άλλου, καθόντουσαν ισορροπώντας στήν άκρη τής καρέκλας τους, εύθραυστες καί φοβισμένες μήπως σπάσουν, σάν ξεθω ριασμένα φλυτζανάκια τού τσαγιού. Δ έ ν ήταν πολλοί, εκείνα τά πρωινά, πού έβγαιναν στους χνουδάτους δρόμους: πάντα ένας γέρος μέ καστανοκίτρινο μπομπέ καπέλο, κίτρινα γάντια, καί αύτη τήν ε π ο χ ή , μέ γ κ έ τ ε ς άπό χιόνι, θά έκανε τόν πε ρίπατο του πίσω-μπρός, στήν άσπρη πρασιά τού μπόουλινγκ, ε ί τ ε έβρεχε είτε δχι τά Χριστούγεννα ή τήν ήμερα τής Κ ρ ί σεως. Κάποτε δυο ρωμαλέοι νέοι, μέ τεράστιες αναμμένες πί πες, χωρίς παλτά, καί κασκόλ πού ανέμιζαν, θά πήγαιναν μέ κόπο κόντρα στόν άνεμο, αμίλητοι, στήν έ ρ η μ η θάλασσα,
6
7
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
γ ι ά ν' ανοίξουν τήν δρεξή τους ή γ ι ά νά ξεθολώσουν τδ κε φάλι τους άπδ τούς ατμούς τοΰ κρασιού, ποιος ξέρει, νά περ πατήσουν μές στά κύματα ώσπου τίποτα δέν απόμενε άπ' αυ τούς παρά δυό κουλουριασμένα σύννεφα καπνού άπ' τό άσβη στο ξύλο τής πίπας τους. Μικρό Α γ ό ρ ι . Γ ι α τ ί δέν π ή γ α ι ν ε ς σπίτι γ ι ά τό Γ ε ύ μ α τών Χριστουγέννων; Έ γ ώ . Μά π ή γ α ι ν α , πάντα π ή γ α ι ν α . Όρμούσα τσαλαβου τώντας σπίτι, ανοιγοκλείνοντας τά ρουθούνια μου στή μυρω διά τής σάλτσας άπό τά φαγητά τών άλλων, άπό πουλιά, ρα κί καί πουτίγκα, δταν, στό αποκλεισμένο άπ' τό χιόνι στενοσόκακο εμφανιζόταν ενα αγόρι, φτυστός δ εαυτός μου, μ' Ινα τσιγάρο μέ ροζ επιστόμιο καί τό βιολετί σημάδι ενός μαυρισμένου ματιού, κορδωμένος σάν κοκκινολαίμης, δλο κα τεργαριά καί πόζα. Μισούσα τήν όψη του καί τ ή φωνή του κ ι ένώ ήμουν έτοιμος νά βάλω στά χ ε ί λ η μου-τή-σφυρίχτραμου-γιά-τά-σκυλιά καί νά τόν εξαφανίσω μ' ένα φύσημα άπό τό πρόσωπο τών Χριστουγέννων, ξαφνικά αυτός, κλείνοντας μου τό βιολετί του μ ά τ ι , έβαζε τ ή σφυρίχτρα στά χ ε ί λ η του καί σφύριζε τόσο δυνατά, τόσο στριγγά καί παρατεταμένα πού σ' δλο τό μήκος τού λευκού δρόμου, εξαγριωμένα πρόσωπα μέ μάγουλα γεμάτα γαλοπούλα εμφανίζονταν στά λαμπερά παράθυρα. Μικρό Α γ ό ρ ι . Τ ί ε ί χ α τ ε γ ι ά Γ ε ύ μ α ; Έ γ ώ . Γαλοπούλα καί ζεστή πουτίγκα. Μικρό Α γ ό ρ ι . Ή τ α ν ώραΐα; Έγώ. Αγγελικά. Μικρό Α γ ό ρ ι . Τ ί έκανες μετά τό Γ ε ύ μ α ; Έ γ ώ . Οί θ ε ί ο ι καθόντουσαν μπροστά στή φωτιά, έβγαζαν τά κολάρα τους, χαλάρωναν δλα τά κουμπιά τους, έβαζαν τά μ ε γ ά λ α ύγρά χ έ ρ ι α τους πάνω στήν αλυσίδα τοΰ ρολογιού τους, αναστέναζαν καί άποκοιμιόντουσαν. Οί μ η τ έ ρ ε ς , οί θείες κι οί αδελφές έτρεχαν πίσω-μπρός κουβαλώντας στήν κουζί να σουπιέρες. Ό σκύλος ήταν άρρωστος. Έ θείτσα Μπέττυ έπρεπε νά πάρει τρεις ασπιρίνες, άλλά ή θείτσα Χάννα, πού τ ή ς άρεσε τό πορτό 4 , στεκόταν στή μέση τής χιονισμένης αύ4. κρασί. ( Σ . τ . μ . ) .
68
ΣΥΖΥΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
λ ή ς , στό πίσω μέρος του σπιτιού καί τραγούδαγε σάν τσίχλα μέ φουσκωμένα σ τ ή θ η . Έ γ ώ φούσκωνα μπαλόνια γ ι ά νά δώ πόσο μεγάλα μπορούσαν νά γίνουν. Κ ι δταν έσκαζαν, κ ι έ σκαζαν δλα, οί Θείοι αναπηδούσαν καί μούγκριζαν. Τ ό πλού σιο καί βαρύ άπόγεμα, ένώ οί Θείοι ανάσαιναν σάν δελφίνια καί τό χιόνι έπεφτε, καθόμουν στό μπροστινό δωμάτιο ανά μεσα στις γιρλάντες καί τά κινέζικα φαναράκια, καί δαγκώ νοντας πότε-πότε χουρμάδες, προσπαθούσα νά συναρμολογή σω τδ μοντέλο ενός πολεμικού πλοίου, ακολουθώντας τ ί ς ο δ η γ ί ε ς γ ι ά Μικρούς Μηχανικούς, άλλά αυτό πού έφτιαχνα θά μποροΰσε νά ήταν καί θαλάσσιο τράμ. Κ α ί μετά, στό Χοιστουγεννιάτικο τσάι, οί αναρρωμένοι Θείοι έσκυβαν χαρούμενοι πάνω ά π ' τ ή ν κρεατόπιττά τους καί τό μεγάλο γλασαρισμένο κ έ ϊ κ φάνταΓε τεράστιο στή μέση τοΰ τραπεζιού σά μαρμάρι νο μνήμα. Ή θείτσα Χάννα ράντιζε τό τσάϊ τ η ς μ έ ρούμι, για τί αυτό γινόταν μ ι ά φοοά μόνο τό νοόνο. Κ α ί τό β ι ά δ υ , υ π ή ρ χ ε μουσική. " Ε ν α ς Θείος έπαιζε βιολί, ένας ξάδελφος τραγούδαγε τό « " Ω ο ι μ ο Κ ε ο ά σ ι » , ϊναα άλλοο θεΐοο τό « Τ ύ μ π α νο τοΰ Ν τ ο έ η κ » . Ή τ α ν πολύ Γεστά στό μικοό ππίτι. Ή θείτσα Χάννα πού ε ί χ ε π ι ε ι τά ποτηράκια τ η ς , τραγουδούσε Ινα τρα γούδι γ ι ά τ ή ν Ε γ κ α τ α λ ε λ ε ι μ μ έ ν η Α γ ά π η καί τ ί ς Ματωμέ νες Κ α ο δ ι έ ς καί τόν Θάνατο, καί μετά ένα άλλο πού έ > ε γ ε πώς ή Κ α ρ δ ι ά της ήταν σάν Φωλιά Πουλιού. Κ α ί τότε δλοι γελοΰσαν πάλι, καί μετά πήγαινα γ ι ά υπνο. Κοιτάζονταο άπ* τό παράθυρο ττια κάμαρας μου τό φ6κ τοΰ φεγγαριού καί τό ατέλειωτα αιωρούμενο, στό γρώμα τοΰ καπνοΰ, γ ι ό ν ι , έβλε πα τά φώτα στά παοάθυρα τών άλλων σπιτιών πάνω στό λόφο μας κ ι άκουγα τ ή μουσική πού ανέβαινε ά π ' αυτά μέσα στή νύντα Ινώ σκοτείνιαζε άργά. Χ α μ ή λ ω ν α τό γ κ ά ζ ι καί πλάγιαζα. Ψιθύοιζα μεοικά λόγια στό κοντινό μου καί ίερό σκοτάδι καί μετά κοιμόμουν. Μικοό Α γ ό ρ ι . Ά λ λ ' δλα αυτά μοιάζουν μ έ συνηθισμένα Χριστούγεννα. Έγώ. Ήταν. Μικοό Α γ ό ρ ι . Ά λ λ ά τά Χριστούγεννα, δταν ήσουν έσύ αγόρι δέν ήταν αλλιώτικα άπό τά Χριστούγεννα τώρα. Έ γ ώ . Ή τ α ν , ήταν.
6
9
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
Μικρό Α γ ό ρ ι . Γ ι α τ ί τά Χριστούγεννα ήταν αλλιώτικα τότε; Έ γ ώ . Δέν μπορώ νά σου π ώ . Μικρό Α γ ό ρ ι . Γ ι α τ ί δέν μπορείς νά μοΰ π ε ι ς ; Γ ι α τ ί τά Χριστούγεννα είναι α λ λ ι ώ τ ι κ α γ ι ά μένα; Έ γ ώ . Δέν μπορώ νά σού π ώ . Μικρό Α γ ό ρ ι . Γ ι α τ ί δέν γίνεται νά είναι τά Χριστού γεννα ί'δια καί γ ι ά μένα τώρα, δπως τότε πού ήσουν μικρό αγόρι; Έ γ ώ . Δ έ ν μπορώ νά σού πώ. Δ έ ν μπορώ νά σού πώ γ ι α τ ί είναι Χριστούγεννα τώρα. (1947]
7θ
Αυτοί πού έπαιρναν τούς άλλους άπό πίσω
Η Τ Α Ν έξι ή ώρα ένα χ ε ι μ ω ν ι ά τ ι κ ο βράδυ. Λ ε π τ ή μουντή βροχή ψ ι χ ά λ ι ζ ε μπροστά στις αναμμένες λάμπες του δρόμου. Τ ό λιθόστρωτο γ υ ά λ ι ζ ε μακρύ καί κίτρινο. Μέ γαλότσες πού πλατάγιζαν μουσκεμένες, τούς γιακάδες τοΰ αδιάβροχου ση κωμένους καί μέ σκληρά κ λ ά κ καί ρεπούμπλικες πού έστα ζαν, οί νεαροί ά π ' τά γραφεία συνωστίζονταν τραβώντας γ ι ά τό σπίτι κόντρα στ' αγκάθια τοΰ αέρα πού τούς ράπιζε τό πρόσωπο. « Ν ύ χ τ α , κ. Μάσεύ». « Π ά ς πρός τήν ίδια κατεύθυνση, Τ σ ά ρ λ υ ; » « " Ω , άθλια βραδιά απόψε!» «Καληνύχτα, κ. Σουάν!» — κι οί πιο γέροι, γαντζωμένοι στά μ ε γ ά λ α , μαΰρα κ υ κ λ ι κ ά πουλιά τής ομπρέλας τους ανέβαιναν σπρωγμένοι ά π ' τόν ά νεμο στόν φωτισμένο μ έ γ κ ά ζ ι λόφο, στή σιγουριά καί στή ζεστασιά τ ή ς παντοφλοφορεμένης εστίας τους, σέ συζύγους πού τ ί ς φώναζαν μητέρα, καί στό γ έ ρ ι κ ο , χαζό, ψυλλιασμένο σκύλο καί στή φλυαρία τοΰ ραδιόφωνου. Νεαρές γυναίκες ά π ' τά γραφεία, πού αύριζαν άρωμα καί πούντρα καί βρεγμένες αστείες κουκούλες καί μαλλιά, έτρεχαν χαχανίζοντας πιασμένες ά γ κ α ζ έ , πίσω ά π ' τά τράμ πού σφύριζαν πάνω στις βρεγμένες ράγες, τσιρίζοντας καθώς πιτσίλαγαν τ ί ς κάλτσες τους στά λασπόνερα μ έ τά ουράνια τόξα τοΰ πετρελαίου ανάμεσα στις γ λ ι σ τ ε ρ έ ς γ ρ α μ μ έ ς . Μέσα σέ μιά βιτρίνα, δύο κοπέλες έγδυναν τ ί ς κοΰκλες: « Π ο ΰ θά πάς α π ό ψ ε ; » « Ε ξ α ρ τ ά τ α ι ά π ' τόν Ά ρ θ ο υ ρ . Ν ά τ η ν πού στάθηκε». « Π ρ ό σ ε χ ε τ ί ς καμιζόλες τ η ς , Έ ν τ ν α . . . » Τ ά ρολά κατέβηκαν καί σέ μ ι ά ά λ λ η βιτρίνα.
7ΐ
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
"Ενα αγόρι πού πουλούσε εφημερίδες στάθηκε σέ μιά εί σοδο, φωνάζοντας τά νέα σέ κανένα, πολύ απαλά: «Σεισμός. Σεισμός στήν Ι α π ω ν ί α » . Τ ό νερό έσταζε άπό μ ι ά ύδροροή πάνω στό σάκο του. Π ε ρίμενε μές στή δ ι κ ή του βρόχινη λιμνούλα. Μιά άχαρη ψ η λ ή κοπέλα β γ ή κ ε άπ' ένα κοσμηματοπω λείο, κλαψουρίζοντας μές στό μαντηλάκι τ η ς καί άργά, κα τέβασε τ' ατσάλινα ρολά μέ τό μπαστούνι πού κ α τ έ λ η γ ε σέ γάντζο. Κ ο ί τ α ξ ε τ ή γ κ ρ ί ζ α βροχή σά νά ' κ λ α ι γ ε κ ι ή ίδια άπ' τ ή ν κορφή ως τά νύχια. "Ενας σιωπηλός άντρας καί μ ί α γυναίκα ντυμένοι στά μαύρα, μετέφεραν τά σκουπίδια μακριά άπ' τό ανθοπωλείο, στό μυρωμένο νεκρικό σκοτάδι πίσω ά π ' τά φώτα τής βιτρί νας. Μετά τά φώτα έσβησαν. Ό άντρας, μέ τό δεμένο στό σκουφί του μπαλόνι, έσπρω χνε ένα σκεπασμένο καροτσάκι στό τυφλοσόκακο. Έ ν α μωρό μ' άρχαΐο πρόσωπο, καθισμένο στό καρότσι του έξω ά π ' τό υπόγειο κρασοπουλειό, ήσυγο καί πολύ βρεγ μένο, παρατηρούσε προσεντικά τό κάθε τί γύρω τρυ. Τ Η τ α ν τό πιό θλιβερό βράδυ πού είχα ποτέ γνωρίσει. "Ενας νεαρός, κρατώνταα αγκαλιά τ ή ν κοπέλα του, πέ ρασε δίπλα μου γελώντας. Ε κ ε ί ν η τοΰ αντιγύρισε τό γ έ λ ι ο μές στ' όμορφο, αντιπαθητικό του μούτρο. Αυτό, έκανε τό βράδυ ακόμα πιό θλιβερό. Συναντήθηκα μέ τόν Λέσλυ στή γωνιά τ η ς δδοΰ Κ ρ ι μ α ί α ς . Ε ί μ α σ τ ε κ ι ο! δυο στήν ίδια περίπου η λ ι κ ί α : πολύ νέοι καί πολύ γέροι. Ό Λέσλυ κουβάλαγε μ ι ά κ λ ε ι σ τ ή ομπρέλα πού δέν Υοησιμοποιοΰσε ποτέ του, άν καί μ ε ρ ι κ έ ^ φορές κτύπαγε μ' αυτήν τά κουδούνια. Ά φ η ν ε μουστάκι. ' Ε γ ώ , φορούσα Ι να καρό καπέλο λ ί γ ο στραβά καί μέ τό κέφι πού *χει ή προσμονή τοΰ σαββατόβοαδου. Χ α ι ρ ε τ η θ ή κ α μ ε τυπικά: «Καλησπέρα γέρο μου.» « Σ π έ ρ α Λέσλυ». « Α κ ρ ι β ώ ς στήν ώρα σου φίλε». «Σωστά, είπα, άκοιβώς στήν ώοα μου». Μιά παχουλή ξανθιά πού μύριζε βρεγμένα κουνέλια, γ ε μ ά τ η αυτοπεποίθηση ακόμα κ ι αυτή τ ή β ρ ώ μ ι κ η νύχτα, πέ ρασε δίπλα μας ξυστά, πάνω στά ψηλοτάκουνα παπούτσια 7
2
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΠΑΙΡΝΑΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΠΟ ΠΙΣΩ
τ η ς . Τ ά τακούνια έτριζαν, οί σόλες πλατάγιζαν. Ό Λέσλυ σφύριξε πίσω τ η ς , άργά καί θαυμαστικά. « Ή δουλιά πρώτα», είπα έ γ ώ . « Τ ί κόμματος!», είπε ό Λέσλυ. « Κ α ί είναι καί πολύ π α χ ι ά » . « Μ ' αρέσουν οί σωματώδεις», ε ί π ε δ Λέσλυ. «Θυμάσαι τήν Π η ν ε λ ό π η Μ π ό γ κ α ν ; καί κυρία μ ά λ ι σ τ α ! » « " Ω , έλα τώρα. Ε κ ε ί ν η τ ή γ ρ ι ά πουτάνα τ ή ς Λεωφόρου Παραδείσου! Τ ί λ έ ε ι τό υπουργείο τών οικονομικών, Λ έ ς ; » « Ε ί μ α ι πανί μέ πανί. ' Ε σ ύ ; » « Έ ξ ι πέννες». « Τ ί κάνουμε λοιπόν; Σ τ ί ς Πυξίδες;» « Τ ζ ά μ π α τυρί στδ Μάλμπορω». Βαδίσαμε πρός τό Μάλμπορω, αποφεύγοντας τ ί ς ομπρέλες, ραπισμένοι ά π ' τ' άνεμοδαρμένα παλτά μας, λουσμένοι στά φώτα τοΰ δρόμου πού άχνιζαν, κοιτάζοντας τά βρεγμένα σκουπίδια πού παρέσυρε δ αέρας καί τ' απόνερα τ ή ς πόλης, χαρτιά, κουρέλια, φλούδες, αποτσίγαρα, κουβάρια τ ρ ί χ ε ς φτε ρούγιζαν, έπέπλεαν καί σερνόντουσαν στά χαντάκια τοΰ δρό μου, ακούγοντας τά κοκαλιάρικα τράμ πού φτερνιζόντουσαν καί κροτάλιζαν, καί τό πλοίο πού σφύριζε σά ναυαγισμένη κουκουβάγια μές στήν δ μ ί χ λ η τοΰ κόλπου. « Τ ί θά κάνουμε μ ε τ ά ; » «Θά πάρουμε άπό πίσω κάποιον», είπα. «Θυμάσαι πού ακολουθήσαμε ε κ ε ί ν η τ ή γεροντοκόρη στήν δδό Κ ί τ σ ε ν ε ρ ; Ε κ ε ί ν η πού τής έπεσε ή τσάντα;» « Έ π ρ ε π ε νά τ ή ς τ ή ν έδινες πίσω». « Δ έ ν ε ί χ ε τίποτα μέσα, μόνο ένα κομμάτι ψωμί μέ μαρ μελάδα». « Έ δ ώ είμαστε», είπα. Τ ό καφενείο Μάλμπορω ήταν άδειο καί κρύο. Υ π ή ρ χ α ν επιγραφές στους υγρούς τοίγους: Α π α γ ο ρ ε ύ ο ν τ α ι τά τρα γούδια. Α π α γ ο ρ ε ύ ε τ α ι δ χορός. Α π α γ ο ρ ε ύ ε τ α ι ή χαρτοπαι ξία. Α π α γ ο ρ ε ύ ε τ α ι ή είσοδος στους μικροπωλητές. « Έ σ ύ νά τραγουδήσεις», είπα τοΰ Λέσλυ, «κι έ γ ώ θά χο ρέψω, μετά θά παίξουμε χαρτιά καί θά βγάλω στή γύρα τ ί ς τιράντες μου». Ή γυναίκα στό μπαρ μέ χρυσά μαλλιά καί δύο χρυσά
73
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
μπροστινά δόντια σάν εύπορος λαγός, χ ν ώ τ ι ζ ε τά νύχια τ η ς καί μετά τά έτριβε νά γυαλίσουν πάνω στδ μαΰρο μαροκαίν της. Μας κοίταξε καθώς μ π ή κ α μ ε , καί συνέχισε νά χ ν ω τ ί ζ ε ι τά νύχια τ η ς καί νά τά γ υ α λ ί ζ ε ι , χ ω ρ ί ς ελπίδα. «Θά μπορούσες νά π ε ι ς πώς δέν είναι σαββατόβραδο α πόψε», είπα. « Σ π έ ρ α , δεσποινίς. Δύο μπύρες». « Κ α ί μ ι ά λίρα άπ' τό ταμείο», ε ί π ε δ Λ έ σ λ υ . «Δός μου οσα ψ ι λ ά έ χ ε ι ς , Λ έ ς » , ψιθύρισα καί μετά είπα δυνατά: « Ό καθένας θά έ λ ε γ ε πώς δέν είναι σαββατόβραδο απόψε. Κ α ν ε ί ς δέν είναι άρρωστος». «Κανένας δέν μπορεί νά είναι Λέσλυ.
άρρωστος έδώ», ε ί π ε δ
Ή ξεφτισμένη μουντή αίθουσα έμοιαζε σά νά μ ή ν ε ί χ ε γνωρίσει ποτέ μεθύσι. Έ δ ώ , οί πλασιέ έ λ ε γ α ν άστεΐα κ ι έ πιναν ούίσκυ μ έ σόδα μαζί μ' ευτυχισμένες, ξεπλυμένες γ υ ναίκες τοΰ μαγαζιοΰ. Α π ε λ π ι σ μ έ ν ε ς μ ε τ ρ ι ό τ η τ ε ς ονειρευό ντουσαν μ ε γ α λ ε ί α θολωμένοι στις γ ω ν ι έ ς , κ ι επινοώντας τό παρελθόν τους ήταν πλούσιοι, σπουδαίοι κ ι αγαπητοί. Ξοφλη μένες, αμετανόητες γ ι α γ ι ά δ ε ς σάν μαύροι σκουπιδοτενεκέδες κακάριζαν καί κουτσόπιναν. Δ ι α κ ε κ ρ ι μ έ ν ο ι ασήμαντοι επι σκοπούσαν τά διεθνή ζ η τ ή μ α τ α . Μ ι ά ορχήστρα μ έ σκουλαρί κ ι α , πού τ ή ν έ λ ε γ α ν « Φ ρ ί λ υ Ούίλυ» έ π α ι ζ ε στό ανάπηρο πιά νο πού άντηχοΰσε σάν ρομβία 1 βυθισμένη στό νερό, ώσπου ή θορυβώδης γυναίκα τοΰ κάπελα ε ί π ε , « " Ο χ ι » . Ξένοι έμπαι ναν κ ι έβγαιναν, άλλά οί περισσότεροι έφευγαν. Π ε ρ α σ τ ι κ ο ί τύποι άπ' τ ί ς γύρω κοιλάδες πεταγόντουσαν έκεΐ γ ι ά λ ί γ ο . Κ ά π ο τ ε ξέσπαγαν καυγάδες. Ά λ λ ά πάντα κάποια φασαρία γινόταν έκεΐ μέσα, χάχανα καί κομπασμοί; τρόμος ή τρέλα, στοργή, ε κ ρ ή ξ ε ι ς , ανοησία, ε ι ρ ή ν η , κάποια αγριόχηνα, π ε τώντας στό μεθυσμένο αέρα εκείνου τοΰ άβολου, π λ η κ τ ι κ ο ύ πουθενά, κ α τ έ λ η γ ε ζαλισμένη στά λιμνασμένα απόνερα τ ή ς πόλης πίσω ά π ' τ ί ς σιδηροδρομικές γ ρ α μ μ έ ς . Ά λ λ ά εκείνο τό βράδυ ήταν ή πιό θ λ ι β ε ρ ή αίθουσα πού ε ί χ α ποτέ γνωρίσει. 1. ΗχΐΓάί/-ΟΐΐΓάι/ στό πρωτότυπο: βργανο μ έ πλήκτρα καί χορ δές στό εσωτερικό, πού παίζει μουσική μ έ τ ή ν περιστροφή μανιβέλας. (Σ.τ.μ.).
74
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΠΑΙΡΝΑΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΠΟ ΠΙΣΩ
Ό Λέσλυ είπε χαμηλόφωνα: « Λ έ ς νά μας δώσει ακόμα ένα βερεσέ;» « Π ε ρ ί μ ε ν ε λ ί γ ο , φίλε», μουρμούρισα. « " Α ς την πρώτα νά μαλακώσει». Ά λ λ ά ή γυναίκα στό μπαρ μέ άκουσε καί σήκωσε τό κε φάλι τ η ς . Μέ κοίταξε διαπεραστικά σά νά δ ι έ τ ρ ε χ ε τό πα ρελθόν τής μ ι κ ρ ή ς μου ίστορίας ώς τό κρεβάτι δπου ε ί χ α γ ε ν ν η θ ε ί καί κούνησε τό κεφάλι τ η ς . «Δέν ξέρω τί είναι», ε ί π ε δ Λέσλυ καθώς ανηφορίζαμε τήν δδό Κ ρ ι μ α ί α ς μές στη β ρ ο χ ή , «άλλά νιώθω μιά κατά θ λ ι ψ η απόψε». «Είναι ή πιό θ λ ι μ μ έ ν η νύχτα στδν κόσμο», είπα έ γ ώ . Σ τ α μ α τ ή σ α μ ε , μουσκεμένοι καί μόνοι, νά χαζέψουμε τις φωτογραφίες έξω άπ' τόν κινηματογράφο πού τόν λ έ γ α μ ε ή Τ ρ ύ π α τής φαγούρας. Γ ι ά βδομάδες καί χρόνια καθόμασταν ε κ ε ί στά σκληρά καθίσματα του, μές στό υγρό άλλά βολικό σκοτάδι πού αναβόσβηνε, πρώτα μέ καραμέλες καί φυστίκια πού κροτάλιζαν άντί γ ι ά τά βουβαμένα δπλα, καί μετά μέ τσιγάρα: ένα Ιδιαίτερα φτηνό είδος πού θά έκανε τόν άν θρωπο πού καταπίνει φωτιές νά ξεράσει τί<: στάχτες τής καρ διάς του. « Π ά μ ε μέσα νά δούμε τόν Λόν Τσάνεϋ», τοΰ είπα, «καί τόν Ρίτσαρντ Τ ά λ μ α τ ζ καί τόν Μίλτον Σ ί λ ς καί... καί τόν Νόα Μπέρυ καί τόν Ρίτσαρντ Ν τ ί ξ . . . καί τόν Σ λ ί μ Σάμ ε ρ β ι λ καί τόν Χ ο ύ τ Γ κ ί μ π σ ο ν 2 » . Α ν α σ τ ε ν ά ξ α μ ε κ ι οί δυό. « " Α ν τ ε , γ ι ά τ ή ν χ α μ έ ν η μας νειότη», είπα. Σ υ ν ε ν ί σ α μ ε νά περπατάμε δύσθυμα, μέ πεισματωμένο β ή μα, πιτσιλώντας τούς περαστικούς. « Γ ι α τ ί δέν ανοίγεις τήν ομπρέλα σου;», τοΰ είπα. « Δ έ θ' ανοίξει. Προσπάθησε κι εσύ». Προσπαθήσαμε κι οί δυό κι απότομα ή ομπρέλα Εεδιπ λ ώ θ η κ ε , οί μπαλαΐνες της π ε τ ά γ θ η κ α ν μέσ' άπ' τό μουλια σμένο κάλυμμα. Ό αέρας γόρευε τά κουρέλια τ η ς . Χτυπιόταν άπό πάνω μας σάν χαλασμένο μ η γ α ν ι κ ό πουλί. Προσπαθήσα μ ε νά τήν κατεβάσουμε: ένα έλασμα π ε τ ά χ τ η κ ε μέσ' άπ' τά κουρελιασμένα πλευρά της. Ό Λέσλυ τήν έσερνε πίσω του 2 . Η θ ο π ο ι ο ί τοΰ μεσοπολέμου. ( Σ . τ μ . ) .
75
ΌΥΙΑΝ ΤΗΟΜΑ8
κατά μήκος τοΰ λιθόστρωτου, σά νά ήταν τό θήραμα πού εί χ ε σκοτώσει. " Ε ν α κορίτσι πού τό έλεγαν Ντούλσι ερχόταν τρεχάτο πρός τό σινεμά, μας πέταξε Ινα χαμογελαστό « γ ε ι ά » καί τ ή σταματήσαμε. «Μοΰ φαίνεται πώς συμβαίνει κάτι τρομερό», τής είπα. * Η τ α ν τόσο ανόητη πού όταν ήταν ακόμα δεκαπέντε χρόνων, τής ε ί χ α μ ε π ε ι νά φάει σαπούνι γ ι ά νά κατσαρώσσυν τά ί σια σάν άχυρα μαλλιά τ η ς κ ι δ Λ ε ς έφερε ενα κομμάτι ά π ' τό μπάνιο κ ι εκείνη τό ' φ α γ ε . «Ξέρω» ε ί π ε , «έσπασες τ ή ν ομπρέλα σου». « " Ο χ ι , κάνεις λάθος», ε ί π ε δ Λέσλυ. «Δέν πρόκειται γ ι ά τήν ομπρέλα μας. Αυτή έπεσε ά π ' τ ή σ τ έ γ η . Τ δ νιώθεις», τής ε ί π ε . «Μπορεί νά τό νιώσεις δτι έπεσε ά π ' τ ή σ τ έ γ η » . Ε κ ε ί ν η π ή ρ ε τ ή ν δμπρέλα επιφυλακτικά. «Είναι κάποιος έκεΐ πάνω καί ρίχνει ομπρέλες», είπα έ γ ώ . «Μπορεί νά είναι κάτι σοβαρό». Ά ρ ν ι σ ε νά χ α χ α ν ί ζ ε ι καί μετά σώπασε κ ι έδειξε ανή συχη καθώς δ Λέσλυ συνέχισε: « Π ο ΰ ξέρεις. Μπορεί νά ρί ξει καί μπαστούνια». « Ή ραπτομηχανές», είπα. « Π ε ρ ί μ ε ν ε ' δ ώ , Ντούλσι, καί θά τό ερευνήσουμε», ε ί π ε δ Λέσλυ. Φ ύ γ α μ ε βιαστικά, στρίψαμε μ ι ά γωνιά πού τ ή σήκωνε δ αέρας καί μετά τό βάλαμε στά πόδια. " Ε ξ ω ά π ' τό καφέ τοΰ Ρ α μ π ι ό τ ι , δ Λέσλυ ε ί π ε : « Δ έ ν είναι σωστό γ ι ά τ ή Ντούλσι». Ά π ό τότε δέν ξαναμιλήσαμε γ ι ' αυτό ποτέ. Μ ι ά μουσκεμμένη κοπέλα μας προσπέρασε. Χ ω ο ^ κου βέντα τήν π ή ρ α μ ε άπό πίσω. Μ έ τά μακριά τ η ς πόδια κα τηφόριζε ανάλαφρα σά νά νοοοπηδοΰσε τ ή ν δδό " Ι ν κ ε ρ μ α ν , διέσχισε τ ή ν Παραντάϊζ Π ά σ α τ ζ κ ι Ι μ ε ϊ ς άπό πίσω τ η ς . « Α ν α ρ ω τ ι έ μ α ι τ ί νόημα έ γ ε ι ν' ακολουθεί κανείΰ τούς άνθοώπους», ε ί π ε δ Λέσλυ, «είναι ένα είδος τρέλας. Δέν σέ β γ ά ζ ε ι πουθενά. Τ ό μόνο πού κάνεις είναι νά τούς ακολου θείς ώς τό σπίτι τους καί μετά νά προσπαθείς νά κοιτάξεις μέσ' ά π ' τό παράθυρο γ ι ά νά δεις τί κάνουν καί συνήθως υ πάρχουν πάντα κουρτίνες. Σ τ ο ι χ η μ α τ ί ζ ω δτι κανένας δέν κά νει τέτοια πράγματα». 7
6
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΠΑΙΡΝΑΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΠΟ ΠΙΣΩ
« Π ο τ έ δέν ξέρεις», είπα. Ή κοπέλα έστριψε στήν δδό Ά γ . Αυγούστου Κρέσεντ δπου ή α π λ ω μ έ ν η π ά χ ν η έ φ ε γ γ ε στά φώτα τού δρόμου. « Ο ί άνθρωποι ακολουθούν πάντα άλ λους ανθρώπους. Π ώ ς θά τ ή λ έ μ ε ; » « Ε ρ μ ι ό ν η Γουέόερμπυ», είπε δ Α έ σ λ υ . Δ έ ν λάθευε ποτέ μέ τά ονόματα. Ή Ε ρ μ ι ό ν η ήταν νεραϊδένια καί λ ε π τ ή καί βάδιζε σά λ υ γ ε ρ ή κ α θ η γ ή τ ρ ι α γυμναστικής, γ ε μ ά τ η α γ ά π η μές στήν τσιγγούνικη β ρ ο χ ή . « Π ο τ έ δέν ξέρεις. Π ο τ έ δέν ξέρεις τ ί θ' ανακαλύψεις. "Ισως νά μένει σ' ένα τεράστιο σπίτι μαζί μέ δλες τ ί ς αδελ φές τ η ς » . «Πόσες;» « Έ φ τ ά . " Ο λ ε ς γ ε μ ά τ ε ς αγάπη. Κ ι δταν φτάνει σπίτι αλ λάζουν δλες καί φορούν κιμονό καί ξαπλώνουν σέ ντιβάνια ακούγοντας μουσική καί ψιθυρίζουν μεταξύ τους καί τό μόνο πού κάνουν είναι νά περιμένουν κάποιον σάν κ ι εμάς νά χτυ πήσει χαμένος τ ή ν πόρτα, καί μετά θά φλυαρούν τριγύρω μας σάν τσιροπούλια καί θά φορέσουν καί σέ μάς κιμονό, καί δέν θά φύγουμε ποτέ ά π ' τό σπίτι ώσπου νά πεθάνουμε. " Ι σως νά είναι τόσο όμορφο, απαλό καί χαρούμενο άπ' τ ί ς φω νές — σάν θερμό λουτρό γεμάτο πουλιά...». «Δέν θέλω πουλιά μές στό λουτρό μου», ε ί π ε δ Αέσλυ. «"Ισως θά σκίσει τόν λαιμό τ η ς άν δέν κλείσουν τά παρα θυρόφυλλα. Δ έ ν μέ νοιάζει τί γ ί ν ε τ α ι , άρκεϊ νά είναι ενδια φέρον». Ε κ ε ί ν η έστριψε χορευτικά τ ή γωνιά καί β γ ή κ ε σέ μ ι ά λεωφόρο, δπου τά καθαρά, συμμετρικά δέντρα αναστέναζαν καί οί φ ε γ γ ί τ ε ς έλαμπαν. «Δέν θέλω παλιόφτερα στή μπανιέρα», ε ί π ε δ Αέσλυ. Ή Ε ρ μ ι ό ν η μ π ή κ ε στό νούμερο 1 3 , θ έ α τ ή ς παραλίας. « Β λ έ π ε ι ς τήν παραλία μιά-χαρά άν έ χ ε ι ς περισκόπιο», ε ί π ε δ Λέσλυ. Π ε ρ ι μ έ ν α μ ε στό απέναντι πεζοδρόμιο, κάτω άπ' τό φλύα ρο φώς μιάς λάμπας, ένώ ή Ε ρ μ ι ό ν η άνοιγε τ ή ν πόρτα τ η ς καί μετά, πατώντας στις μύτες, διασχίσαμε τό χαλικόστρωτο μονοπάτι καί π ή γ α μ ε πίσω ά π ' τό σπίτι, μπροστά σ' ένα παράθυρο χωρίς κουρτίνα. Ή μητέρα τ ή ς Ε ρ μ ι ό ν η ς μ ι ά στρογγυλή φ ι λ ι κ ι ά κου-
77
Ρ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑδ
κουβαγίσια γυναίκα μέ ποδιά, τ η γ ά ν ι ζ ε κάτι στδ μάτι τ ή ς κουζίνας. « Π ε ι ν ά ω » , είπα έ γ ώ . «Σσσ!». Α γ γ ί ξ α μ ε την άκρη τοΰ παραθύρου μόλις ή Ε ρ μ ι ό ν η μ π ή κ ε στήν κουζίνα. Ή τ α ν μ ε γ ά λ η , θά κόντευε τά τριάντα, τά μαλλιά τ η ς είχαν καστανό ποντικίσιο χρώμα καί τά μά τια της ήταν μεγάλα καί ζεστά. Φορούσε γυαλιά μέ κοκά λινο σκελετό, σοβαρό τουίντ τ α γ ι έ ρ καί λευκό πουκάμισο μέ κ ο μ ψ ή γραβατούλα. " Ε δ ε ι χ ν ε σάν νά προσπαθούσε νά μοιά σει μέ γραμματέα σ' ε γ γ λ έ ζ ι κ ε ς ταινίες, πού δέν έ χ ε ι παρά νά βγάλει μέ μιά κ ί ν η σ η τά γ υ α λ ι ά της, νά λύσει τ' αξιολά τρευτα μαλλιά τ η ς καί νά ντυθεί στά μετάξια γ ι ά νά μετα μορφωθεί σ' ε κ θ α μ β ω τ ι κ ή γόησσα πού θά έκανε τόν εργο δότη της Γουόρνερ Μπάξτερ νά τοΰ κόβεται ή ανάσα, νά σαλ ι α ρ ί ζ ε ι καί νά τήν παντρεύεται στό τέλος. Ά λ λ ' άν ή Ε ρ μιόνη έ β γ α ζ ε τά γυαλιά τ η ς , θά ήταν ανίκανη νά π ε ι άν ε πρόκειτο γ ι ά τόν Γουόρνερ Μπάξτερ ή τόν άνθρωπο πού με τράει τό γ κ ά ζ ι . Στεκόμαστε τόσο κοντά στό παράθυρο πού ακούγαμε τ ί ς πατάτες νά τσιτσιρίζουν. « Π έ ρ α σ ε ς καλά σήμερα στό γραφείο, κ α λ ή μου; Κ ά ν ε ι άσχημο καιρό», ε ί π ε ή μ η τ έ ρ α τ ή ς Ε ρ μ ι ό ν η ς , κουνώντας τό τηγάνι. « Π ώ ς τή λ έ ν ε , Λ έ ς ; » «Χίττυ». " Ο λ α μές στή θαλπωρή τής κουζίνας, άπ' τό κουτί τοΰ τσαγιοΰ καί τό μεγάλο όρθιο ρολόϊ στόν τοίχο, ώς τό τ ι γ ρ έ γατάκι πού γουργούριζε σάν τσαγιέρα, ήταν ώραΐα, π λ η κ τ ι κά καί χορταστικά. « Ό κ. Τράσκοτ ήταν σήμερα φοβερός», είπε ή Ε ρ μ ι ό νη καθώς έβαζε τίς παντόφλες τ η ς . « Π ο ύ είναι τό κιμονό της», είπε δ Λέσλυ. « Ό ρ ί σ τ ε ένα ώραΐο φλυτζάνι τσάι», είπε ή Χ ί τ τ υ . « " Ο λ α ε ί ν ' ώραΐα μέσα σ' αυτή τ ή ν παλιότρυπα», είπε δ Λέσλυ γκρινιάζοντας. « Π ο ΰ 'ναι οί έφτά αδελφές σάν τσιροπούλια;» " Α ρ χ ι σ ε πάλι νά β ρ έ χ ε ι δυνατότερα. "Αδειαζαν κουβά-
78
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΠΑΙΡΝΑΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΠΟ ΠΙΣΩ
δες στή μαύρη πίσω αυλή, καί στδ μικρό βολικό σκυλόσπιτο κι επάνω μας καί στήν κ ρ υ μ μ έ ν η σ ι ω π η λ ή π ό λ η , δπου καί τώρα ακόμα, στδ σίγουρο καταφύγιο τοΰ Μάλμπορω, το υπο βρύχιο πιάνο θά έπαιζε τ ή « Ν τ α ί ζ η » κ ι οί ευτυχισμένες κοκκινομάλλες θά τσίριζαν πάνω ά π ' τό κρασί τους. Έ Χ ί τ τ υ κ ι ή Ε ρ μ ι ό ν η έτρωγαν τό δείπνο τους. Δυο πνιγμένα αγόρια τίς παρατηρούσαν μέ ζ ή λ ε ι α . « Σ τ ά ξ ε λ ί γ ο σάλτσα στά τσίπς», ψιθύρισε δ Λέσλυ, καί μά τό Θεό, ε κ ε ί ν η τό 'κανε. «Μά δέν συμβαίνει τίποτα πουθενά;», είπα, «σ' ολόκλη ρο τόν κόσμο; Νομίζω δτι τά, Νέα τον κόσμου τέλειωσαν. Κ α νείς δέν δολοφονεί κανένα. Δέν υπάρχουν πιά αμαρτίες, ή έ ρωτες ή θάνατοι, ή μαργαριτάρια καί διαζύγια καί παλτά μίνκ ή δ,τιδήποτε, ή αρσενικό στό κακάο...». « Γ ι α ί δέν βάζουν λ ί γ η μουσική γ ι ά μάς», ε ί π ε ό Λέσλυ, «καί δέν χορεύουν; Δέν συμβαίνει νά τίς παοακολουθοΰν κά θε βράδυ δυό τύποι μές στή β ρ ο χ ή . " Ο χ ι κάθε βράδυ, οπωσδή ποτε!». Μές στήν πόλη πού έσταζε ο λ ό κ λ η ρ η , μ ι κ ρ ά χαμένα αν θρωπάκια πού δέν είχαν πουθενά νά πάνε καί τίποτα νά ξο δέψουν παραμόνευαν μές στή β ρ ο χ ή , έξω άπό βρεγμένα πα ράθυρα, άλλά τίποτα δέν συνέβαινε. «Θά πάθω πνευμονία», ε ί π ε δ Λέσλυ. Ή φωτιά καί ή γάτα γουργούριζαν, τό μ ε γ ά λ ο ρολόϊ χτυπούσε σκορπίζοντας τ ή ζ ω ή μας. Τ ό δείπνο ε ί χ ε τ ε λ ε ι ώ σει καί ή Χ ί τ τ υ μέ τήν Ε ρ μ ι ό ν η πού γ ι ' αρκετά λεπτά δέν είχαν ανταλλάξει κουβέντα, έδειχναν τόσο δεμένες μεταξύ τους μέ αμοιβαία εμπιστοσύνη, κοιταζόντουσαν καί μειδιού σαν μές στό μικρό φωτισμένο κουτί τους. Στεκόντουσαν σιωπη λές στήν τακτοποιημένη ζεστή κουζίνα, αντικρίζοντας ή μ ί α τήν ά λ λ η . « Κ ά τ ι αστείο θά συμβεί», ψιθύρισα σιγά. « Α ρ χ ί ζ ε ι τώρα», ε ί π ε δ Λέσλυ. Δέν δίναμε πιά σημασία στή βροχή πού λυσσομανούσε. Τ ά χ α μ ό γ ε λ α έσβησαν στό πρόσωπο τών δύο ασάλευτων, σιωπηλών γυναικών. « Α ρ χ ί ζ ε ι τώρα».
79
ϋΥΙ,ΑΝ ΤΗΟΜΑ8
Κ ι ακούσαμε τ ή Χ ί τ τ υ νά λ έ ε ι μέ μιά μ ι κ ρ ή σιγανή φω ν ή : « Β γ ά λ ε τό άλμπουμ, κ α λ ή μου». Ή Ε ρ μ ι ό ν η άνοιξε ένα συρτάρι κ ι έ β γ α λ ε ένα μεγάλο, βαρύ, χρωματιστό άλμπουμ μέ φωτογραφίες πού τ' ακούμπη σε στή μέση τού τραπεζιού. " Γ σ τ ε ρ α κάθησε δίπλα στή Χ ί τ τυ καί άνοιξε τό άλμπουμ. « Ν ά δ θείος " Ε λ ι ο τ πού πέθανε στήν Πόρθκοουλ, εκείνος πού πάθαινε τ ή κράμπα», είπε ή Χ ί τ τ υ . Ε κ ε ί ν ε ς κοίταξαν στοργικά τόν θείο " Ε λ ι ο τ , άλλά έ μ ε ϊ ς δέν τόν βλέπαμε. «Νά ή θεία Μάρθα - ή - μ ά λ λ ι ν η , δέν θά τ ή θυμάσαι κα λ ή μου, φορούσε πάντα δλο μάλλινα, μάλλινα, μάλλινα. " Η θελε νά τ ή ν θάψουν μ έ τό πουλόβερ τ η ς , εκείνο τό μώβ, ά λ λ ' δ άντρας της πάτησε πόδι. Ε ί χ ε κάνει στις Ι ν δ ί ε ς . Αυτός είν' δ θείος σου δ Μόργκαν», ε ί π ε ή Χ ί τ τ υ , «ένας άπ' τούς Κίντουελυ Μόργκαν, τόν θυμάσαι στό χ ι ό ν ι ; » Ή Ε ρ μ ι ό ν η γύρισε τό φύλλο. « Κ ι αυτή είναι ή Μυφώνουη, έ γ ι ν ε λεσβία στά καλά καθούμενα, θυμάσαι. Ή τ α ν ό ταν θ ή λ α ζ ε . Ν ά δ ξάδελφος σου δ Τ ζ ί μ , δ Υ π ο υ ρ γ ό ς , μ έ χ ρ ι πού τ' ανακάλυψαν δλα. Κ ι αότός είναι δ Μπέρυλ μας», συ νέχισε ή Χ ί τ τ υ . Ά λ λ ά δση ώρα μιλούσε, ακουγόταν σά νά επαναλάμβα νε ένα μάθημα. " Ε ν α πολύ αγαπημένο μάθημα πού τό ' χ ε μάθει ά π ' έ ξ ω . Ξ έ ρ α μ ε δτι αυτή κ ι ή Ε ρ μ ι ό ν η μόνο περίμεναν. Μετά ή Ε ρ μ ι ό ν η γύρισε άλλο φύλλο. Κ α ί καταλάβαμε, άπ' τά κρυφά χαμογελά τους, δτι αυτό ήταν πού περίμεναν. « Ή αδελφή μου ή Κ α τ ί ν κ α » , είπε ή Χ ί τ τ υ . « Ή θείτσα Κ α τ ί ν κ α » , είπε ή Ε ρ μ ι ό ν η . Έ σ κ υ ψ α ν κ ι οί δυό τους πάνω άπό τ ή φωτογραφία. «Θυμάσαι ε κ ε ί ν η τήν ήμερα στό Ά μ π ε ρ σ ο υ ι θ , Κ α τ ί ν κ α ; » ε ί π ε ή Χ ί τ τ υ απαλά. « Τ ή μέρα πού π ή γ α μ ε εκδρομή μέ τ ή χορωδία». «Φορούσα τό καινούριο μου άσπρο φουστάνι», ε ί π ε μ ι ά καινούρια φωνή. Ό Λέσλυ άρπαξε τό χ έ ρ ι μου. « Κ ι ένα ψάθινο καπέλο μέ πουλιά», είπε ή καινούρια, κα θαρή φωνή.
8ο
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΠΑΙΡΝΑΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΠΟ ΠΙΣΩ
Ή Ε ρ μ ι ό ν η και ή Χ ί τ τ υ δέν κουνούσαν ούτε τά χ ε ί λ η τους. «Μου άρεσαν πάντα τά πουλιά στό καπέλο μου. Μόνο τά φτερά βέβαια. Ή τ α ν Αύγουστος, 3 τοΰ μηνός κι ήμουν είκοσιτριών». «Είκοσι τρία θά γίνουν τόν Ό κ τ ώ β ρ ι ο , Κ α τ ί ν κ α » , ε ί π ε ή Χίττυ. «Σωστά, α γ α π η τ ή μου», ε ί π ε ή φωνή. « Ή μ ο υ ν Σκορ πιός. Κ α ί στόν περίπατο συναντήσαμε τόν Ν τ ά γ κ λ α ς Π ά γ κ καί ε ί π ε : " Μ ο ι ά ζ ε ι ς μέ βασίλισσα σήμερα, Κ α τ ί ν κ α " , ε ί π ε . Γ ι α τ ί αυτά τά δυο αγόρια κοιτάζουν άπ' τό παράθυρο;» Τ ρ έ ξ α μ ε πίσω στό χαλικόστρωτο μονοπάτι, στρίψαμε τ ή γωνιά τοΰ σπιτιοΰ, ορμήσαμε στή λεωφόρο καί β γ ή κ α μ ε στήν οδό Αύγουστου Κρέσεντ. Ή βροχή λύσσαγε νά πνίξει τήν π ό λ η . Έ κ ε ΐ σταματήσαμε νά πάρουμε ανάσα. Δέν μιλήσαμε ούτε κ ο ι τ α χ τ ή κ α μ ε . Μετά προχωρήσαμε μές στή βροχή. Σ τ ή γωνιά τής όδοΰ Β ι κ τ ώ ρ ι α , σταματήσαμε π ά λ ι . « Κ α λ η ν ύ χ τ α γέρο μου», ε ί π ε δ Λ έ σ λ υ . « Κ α λ η ν ύ χ τ α » , είπα. Κ α ί πήραμε δ καθένας τόν δρόμο του. [1952]
δι
6
Μιά ιστορία
Α Ν μπορείς νά τ ή ν π ε ι ς ιστορία. Δ έ ν υπάρχει π ρ α γ μ α τ ι κ ή ά ρ χ ή ή τέλος καί στή μέση Ι χ ε ι πολύ λ ί γ ο . " Ο λ α είναι γ ι ά μ ι ά μονοήμερη εκδρομή πού έ γ ι ν ε μέ κ α μ ι ό ν ι 1 στή Πόρθκοουλ, δπου βέβαια δέν φτάσαμε ποτέ καί συνέβη δταν ήμουν ψηλός καί ωραιότερος. Ε κ ε ί ν η τήν εποχή έμενα μέ τό θειο μου καί τ ή γυναίκα του. Παρόλο πού ήταν θεία μου, ποτέ δέν τ ή σκέφτηκα σάν θεία μου, άλλά μόνο σάν γυναίκα τοΰ θείου μου, ίσως γ ι α τ ί εκείνος ήταν τόσο μεγαλόσωμος καί θορυβώδης καί κοκκινο μ ά λ λ η ς καί γ έ μ ι ζ ε κάθε ίντσα τοΰ μικρού ζεστοΰ σπιτιού, σάν γέρικος βούβαλος πού τόν έχουνε στριμώξει μέσα σέ πια τ ο θ ή κ η , ίσως γ ι α τ ί ε κ ε ί ν η ήταν τόσο μικροκαμωμένη καί λ ε π τ ε π ί λ ε π τ η καί σερπετή καί δέν ακουγόταν καθόλου κα θώς στριφογύριζε μ έ γ α τ ί σ ι ε ς πατούσες, ξεσκονίζοντας τούς πορσελάνινους σκύλους, ταΐζοντας τό βούβαλο, τοποθετώντας ποντικοπαγίδες πού δέν τήν γράπωναν ποτέ. Κ ι δταν γ λ ι στρούσε έξω άπ' τό δωμάτιο γ ι ά νά τρυπώσει σέ μιά γωνίτσα, ή μασούλαγε μές στή σοφίτα, ξεχνούσες καί τήν ύπαρξη τ η ς . ' Α λ λ ά εκείνος ήταν πάντα έκεΐ, ένα παλιό σκαρί θείου σέ διαρκή κ ί ν η σ η , μέ τ ί ς τιράντες του τεντωμένες σάν καλώ δια, στοιβαγμένος πίσω άπ' τό ταμείο τού μικροΰ μαγαζιού στό μπροστινό μέρος τοΰ σπιτιού, αναπνέοντας σάν ορχήστρα πνευστών, ή τρώγοντας καί πίνοντας, πλαταγίζοντας τ ή γλώσ σα του, τεράστιες ποσότητες στή κουζίνα, πάνω άπ' τό λιτό του δείπνο, τεράστιος γ ι ά δ,τιδήποτε άλλο έκτος άπ' τίς μεγά λες μαύρες βάρκες πού ε ί χ ε γ ι ά μπότες. "Οσο εκείνος έτρω1. Οΐ8ΐΓ3.Ι)3.ηο στό π ρ ω τ ό τ υ π ο : εκδρομικό (Σ.τ.μ.).
83
όχημα τ ή ς
εποχής.
ΌΥΙ,ΑΝ ΤΗΟΜΑ8
γ ε , τό σπίτι μ ί κ ρ α ι ν ε . Σκουντούφλαγε στά έπιπλα, μέ τό χτυ πητό καρό λιβάδι τοΰ γιλέκου του λερωμένο, δπως μετά άπό πίκ-νίκ μέ αποτσίγαρα, φλούδες, κοτσάνια άπό λάχανο, κοκαλάκια κοτόπουλου, σάλτσα. Κ α ί ή πυρκαγιά τοΰ δάσους τών μαλλιών του έτριζε ανάμεσα στά κρεμασμένα χοιρομέρια άπ' τό ταβάνι. Ε κ ε ί ν η ήταν τόσο κ ο ν τ ή , πού μποροΰσε νά τόν χτυπήσει μόνο άν ανέβαινε σέ καρέκλα, καί κάθε σαββατόοραδο στις δέκα καί μ ι σ ή , τ ή σήκωνε μέ τό ένα χ έ ρ ι πάνω σέ μιά καρέκλα τ ή ς κουζίνας γ ι ά νά μπορέσει εκείνη νά τόν χτυπήσει στό κεφάλι μ' ό,τιδήποτε έβρισκε πρόχειρο, καί πάντα τύχαινε νά είναι ένας πορσελάνινος σκύλος. Τ ί ς Κ υ ρ ι α κ έ ς , κ ι δταν τό 'τσουζε, τραγουδούσε μέ φωνή τενόρου κι ε ί χ ε κερδίσει πολλά κύπελλα. Τ ή ν πρώτη φορά πού άκουσα γ ι ά τήν ετήσια ε κ δ ρ ο μ ή , ήταν ενα βράδυ πού καθόμουνα σ' ένα σάκο ρύζι πίσω άπ' τό ταμείο, κάτω άπό ένα ά π ' τά στομάχια τοΰ θείου μου, διαβά ζοντας μ ι ά διαφήμιση γ ι ά τό πλύσιμο τών προβάτων, πού ήταν καί τό μόνο πού υ π ή ρ χ ε γ ι ά διάβασμα. Τ ό δωμάτιο ή ταν ή δ η γεμάτο ά π ' τό θείο μου, κ ι δταν δ κ . Μπέντζαμιν Φράνκλιν, δ κ . Ούΐζλεϋ, ό Νόα Μπόουεν καί δ Ούί'λ Σ έ ν τ ρ υ μπήκαν μέσα, νόμιζα δτι θά έσκαγε. Ή τ α ν σά νά ήμαστε δλοι μέσα σέ μιά ντουλάπα πού μύριζε τυρί καί νέφτι, καί στριφτό καπνό καί γ λ υ κ ά μπισκότα, ταμπάκο καί γ ι λ έ κ α . Ό κ. Μπέντζαμιν Φράνκλιν ε ί π ε δτι ε ί χ ε μ α ζ έ ψ ε ι αρκετά χ ρ ή ματα γ ι ά τό καμιόνι καί είκοσι κ ι β ώ τ ι α ξανθή μπύρα κ ι ένα λίτρο παραπάνω γ ι ά τόν καθένα, πού θά τά μοίραζε στή συ ντροφιά στήν πρώτη στάση πού θά κάναμε, κ ι δτι ήταν κου ρασμένος κ ι έτοιμος ν' αρρωστήσει, ε ί π ε , γ ι ά τόν Ούίλ Σ έ ν τ ρ υ πού τόν άκολουθοΰσε κατά πόδας. « " Ο λ η τ ή ν ήμερα δπου κ ι άν πηγαίνω», έ λ ε γ ε , « μ ' ακο λουθεί σάν μαντρόσκυλο μ' ένα μ ά τ ι . " Ε χ ω τήν σκιά μου και ένα σκύλο. Δέν χρειάζομαι κανέναν Τ ό μ , Ν τ ί κ ή Χ ά ρ ρ υ νά μ' ακολουθεί μέ τό βρωμερό κασκόλ του». Ό Ούί'λ Σέντρυ κοκκίνησε καί ε ί π ε : « " Ε χ ε ι μόνο λαδιές... Έ χ ω ένα ποδήλατο». « Ό άνθρωπος δέν έ χ ε ι καθόλου ι δ ι ω τ ι κ ή ζ ω ή π ι ά » , συ νέχισε δ κ . Φράνκλιν. « Σ α ς λέω δτι έρχεται τόσο κοντά μου πού φοβάμαι νά κάνω πίσω μπάς καί κάτσω στά γόνατα του.
84
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ά ρ γ ί ζ ω ν' απορώ», ε ί π ε , «πώς καί δέν μ' ακολουθεί στό κρεβάτι τ ή νύχτα». « Ή σύζυγος δέν θά τδ επέτρεπε», ε ί π ε δ Ο'κλ Σέντου. Κ ι αύτδ έκανε τδν κ. Φράνκλιν ν' άργίσει Εανά καί προ σπάθησαν νά τδν καλμάρουν λέγοντας: « Μ ή σέ νοιάζει Υ(.ά τδν Ούΐλ Σέντρυ» ... « Δ έ ν είναι κακδς δ γέρο-Ούίλ» ... « Τ ά χ ρ ή μ α τ α είναι αυτά πού τδν ενδιαφέρουν, Μ π έ ν τ ζ ι » . «Μά δέν είμαι τ ί μ ι ο ς : » , ρώτησε δ κ. Φράνκλιν μέ έ κ π λ η ξ η . Γ ι ά κάμποσα λεπτά δέν απάντησε κανένας, τότε δ Νόα Μπόουεν ε ί π ε : « Ξ έ ο ε ι ς πώς είναι ή ε π ι τ ρ ο π ή . Ά π ' τόν καιρό τοΰ Μπόμπ τοΰ Β ι ο λ ι τ ζ ή , δέν νιώθουν ασφαλείς μέ τούς και νούριους ταμίες». « Π ι σ τ ε ύ ε τ ε δτι ένώ θά πάω νά πιώ τά λεφτά τής εκδρο μ ή ς , δπως έκανε δ Μπόμπ δ Β ι ο λ ι τ ζ ή ς ; » , είπε δ κ. Φράνκλιν. «Θά μπορούσες», είπε δ θείος μου άργά. « Π α ρ α ι τ ο ύ μ α ι » , είπε δ κ. Φράνκλιν. « " Ο χ ι μαζί μέ τά λεφτά μας», είπε δ Ούΐλ Σ έ ν τ ρ υ . « Π ο ι ο ς έβαλε δυναμίτη στή δεξαμενή μέ τούς σολο μούς;», είπε δ κ. Ο ύ ί ζ λ ε υ , άλλά κανένας δέν τοΰ έδωσε ση μασία. Κ ι έπειτα άπό λ ί γ ο άρχισαν δλοι νά παίζουν χαρτιά, στό σούρουπο πού πύκνωνε μές στό ζεστό τυοένιο μαγαζί, κι δ θείος μου ξεφύσαγε καί σάλπιζε δποτε κ έ ρ δ ι ζ ε , κι δ κ. Ούΐζλεΰ γ ό γ γ υ ζ ε σάν φαγάνα κι έπεσα νά κοιμηθώ πάνω στό αρωματισμένο μ έ σάλτσα βουνίσιο λ ε ι β ά δ ι τοΰ γ ι λ έ κ ο υ τοΰ θείου. Τ ή ν Κ υ ρ ι α κ ή τό βράδυ, μετά τόν εσπερινό, δ κ. Φράνκλιν μ π ή κ ε στήν κουζίνα δπου δ θείος μου κι έ γ ώ τρώγαμε μέ τά πιρούνια σαρδέλες άπ' τήν κονσέρβα, γ ι α τ ί ήταν Κυοιακ ή κι ή γυναίκα του δέν μας άφηνε νά παίξουμε ζάρια. Β ρ ι σκόταν κι ε κ ε ί ν η κάπου μέσα στήν κουζίνα. "Ισως ε ί ν ε μ π ε ι μές στό μεγάλο όρθιο ρολόϊ καί κρεμόταν άπ' τά βαρίδια του. Τ ό τ ε , ένα λεπτό αργότερα, ή πόρτα άνοιξε πάλι κι δ Ούΐλ Σ έ ν τ ρ υ τρύπωσε στό δωμάτιο, στριφογυρίζοντας τό στρογγυ λό, σκληρό καπέλο του. Αυτός κι δ κ. Φράνκλιν έκατσαν στόν καναπέ αλύγιστοι καί κοκαλωμένοι σάν μπαλάκια ναφθαλί νης, κατάμαυροι μές στά πένθιμα κουστούμια τους τής κυ
ριακάτικης λειτουργίας.
85
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
«"Εφερα τόν κατάλογο», είπε δ κ. Φράνκλιν. « " Ο λ ο ι έ χουν πληρώσει. Ρ ώ τ α τόν Ούίλ Σ έ ν τ ρ υ » . Ό θείος μου έβαλε τά γυαλιά του, σκούπισε τό τριχωτό προγούλι του μ' ένα μαντίλι μ ε γ ά λ ο σάν τ ή βρεταννική ση μαία, ακούμπησε κάτω τό πιρούνι του άπ' τις σαρδέλες, π ή ρε τόν κατάλογο μέ τά δνόματα, μετατόπισε τά γυαλιά του έτσι ώστε νά μπορεί νά διαβάζει καί μετά τσεκάρισε τά ονό ματα ένα-ένα. « Ή ν ο χ Ν τ έ η β ι ς . Ά ! τά καταφέρνει μέ τις γροθιές του. Π ο τ έ δέν ξέρεις. Ό Λ ί τ λ Γκέρουιν. Π ο λ ύ μελωδικός μπάσσος. Ό κ. Καντουάλαντουρ. Σωστά. Ξ έ ρ ε ι νά λ έ ε ι τήν ώρα πού ανοίγουμε καλύτερα κι άπ' τό ρολόϊ μου. Ό κ. Ούΐζλυ. Β ε β α ί ω ς . " Ε ζ η σ ε στό Π α ρ ί σ ι . Κ ρ ί μ α πού τόν ενοχλεί τόσο πολύ τό καμιόνι. Μάς σταμάτησε εννιά φορές πέρσυ, ανά μεσα στήν Κυψέλη και στόν Κόκκινο Δράκο. Ό Νόα Μπόουεν ά, πολύ ειρηνικός τύπος. " Ε χ ε ι μιά γλώσσα σάν αρσε νικό τρυγόνι. Π ο τ έ μ ή λογοφέρεις μέ τόν Νόα Μπόουεν. Ό Τ ζ έ ν κ ι ς Λιοΰχορ. Κ ρ ά τ α τον μακριά άπ' τά οικονομικά. Μάς κόστισε ένα χρωματιστό τζάμι παραθύρου καί δέκα ποτήρια γ ι ά τόν Λοχία. Ό κ. Τ ζ έ ρ β ι ς . Π ο λ ύ τακτικός». «Προσπάθησε νά βάλει ένα γουρούνι στό καμιόνι», ε ί π ε δ Ούίλ Σ έ ν τ ρ υ . «Ζήσε κι άστονε νά ζ ή σ ε ι » , ε ί π ε δ θείος μου. Ό Ούίλ Σ έ ν τ ρ υ κοκκίνισε. «"Ο Σεβάχό θαλασσινός, Τά εμβλήματα του Ναύτη. Μήν τοΰ π η γ α ί ν ε ι ς ποτέ κόντρα. Ό γέρο-Ο. Τζόουνς». « Γ ι α τ ί γέρο-Ο. Τζόουνς;», ρώτησε δ Ούίλ Σ έ ν τ ρ υ . « Τ ό γέρο-Ο. Τζόουνς ακούγεται καλύτερα», απάντησε δ θείος μου. Κοίταξα στό τραπέζι τής κουζίνας. Τ ό κουτί άπ' τίς σαρ δέλες ε ί χ ε εξαφανιστεί. Μά τό Θεό, είπα μέσα μου, ή γυ ναίκα τοΰ θείου είναι γ ρ ή γ ο ρ η σάν αστραπή. « Κ ά θ μ π ε ρ τ Τζώννυ Φορτνάϊτ. Αυτός είναι νούμερο», ε ί π ε δ θείος μου. « Σ φ υ ρ ί ζ ε ι στις γυναίκες», είπε δ Ούίλ Σ έ ν τ ρ υ . « Κ ι έσύ τό ίδιο κάνεις», είπε δ κ. Μπέντζαμιν Φράνκλιν, « μ έ τό νου σου». Τ ε λ ι κ ά , δ θείος μου ενέκρινε δλο τόν κατάλογο, σταμα-
86
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
τώντας μόνο γιά νά π ε ι , όταν έφτασε σ' ενα όνομα: « Ά ν δέν είμαστε χ ρ ι σ τ ι α ν ι κ ή κοινότητα, θά ε ί χ α μ ε πετάξει τον Μπόμπ τό Β ι ο λ ι τ ζ ή στή θάλασσα». «Μπορούμε νά τό κάνουμε στή Πόρθκοουλ», είπε δ κ . Φράνκλιν κ ι αμέσως μετά σηκώθηκε νά φύγει μέ τόν Ούίλ Σ έ ν τ ρ υ μιά ίντσα πίσω του, καί τ ί ς κυριακάτικες καλογυα λισμένες μπότες τους νά τρίζουν στις πλάκες τ ή ς κουζίνας. Κ α ί τότε ξαφνικά εμφανίστηκε ή γυναίκα τοΰ θείου μου, μπροστά στήν πιατοθήκη κρατώντας ενα πορσελάνινο σκύλο στό χ έ ρ ι . Μά τό θ ε ό , είπα πάλι μέσα μου, έ χ ε ι ς ξαναδεί πο τέ τέτοια γυναίκα, άν αυτή είναι έ τ σ ι ; Δέν ε ί χ α μ ε ανάψει ακόμα τ ί ς λάμπες στήν κουζίνα κ ι ε κ ε ί ν η στεκόταν μέσα σ' ένα δάσος άπό σκιές, μέ τ ί ς π ι α τ έ λ ε ς στά ράφια τ ή ς πια τοθήκης νά γυαλίζουν πίσω τ η ς σάν ρόδινα - καί - λευκά μά τια. « Ά ν πάς σ' αυτή τήν εκδρομή τό Σάββατο, κ. Τόμας», ε ί π ε στό θειο μου μέ τ ή χ α μ η λ ή , μεταξένια φωνή τ η ς , «θά γυρίσω στό σπίτι τ ή ς μητέρας μου». Π α ν α γ ι ά Παρθένα, σκέφτηκα, έ χ ε ι καί μητέρα. Ε ί ν ' έ να γ έ ρ ι κ ο φαλακρό ποντίκι εκατόν πέντε χρονών καί δέν θά 'θελα νά τ ή συναντήσω σέ κάποιο σκοτεινό σοκάκι. « Έ γ ώ ή ή εκδρομή, κ . Τ ό μ α ς » . Έ γ ώ θά είχα κάνει αμέσως τήν ε κ λ ο γ ή μου, άλλά πέ ρασε σχεδόν μισό λεπτό προτού απαντήσει δ θείος μου: «Κα λά, τότε, Σάρα, ή ε κ δ ρ ο μ ή , αγάπη μου». Τ ή σήκωσε ψ η λ ά , βαστώντας τ η ν κάτω ά π ' τό μπράτσο του, σέ μ ι ά καρέκλα τής κουζίνας κ ι αυτή τόν χτύπησε στό κεφάλι μέ τόν πορ σελάνινο σκύλο. Τ ό τ ε τ ή ν κατέβασε πάλι κάτω καί μετά έ γ ώ είπα καληνύχτα. Τ ή ν υπόλοιπη εβδομάδα, ή γυναίκα τού θείου μου σιγύριζε αθόρυβη καί γ ρ ή γ ο ρ η μές στό σπίτι μέ τό κουρελια σμένο ξεσκονόπανό τ η ς , δ θείος μου ξεφύσαγε καί σάλπιζε καί φούσκωνε, κ ι έγώ προσπαθούσα νά ε ί μ α ι απασχολημέ νος δλο τόν καιρό, προσμένοντας κάτι δ χ ι καλό. Κ α ί τότε, τήν ώρα τοΰ πρωινού τό Σάββατο, τό πρωί τ ή ς εκδρομής, βρήκα ένα σημείωμα στό τραπέζι τ ή ς κουζίνας. Έ λ ε γ ε : « Υ πάρχουν λίγ' αυγά στό ντουλάπι. Νά β γ ά λ ε ι ς τίς μπότες σου
87
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
πρίν πέσεις στό κ ρ ε β ά τ ι » . Ή γυναίκα τοΰ θείου μου ε ί χ ε φ ύ γ ε ι , γ ρ ή γ ο ρ η σάν αστραπή. "Οταν δ θειος μου είδε τό σημείωμα, τράβηξε τ ή σημαία-μαντήλι του καί φύσηξε τ ή μ ύ τ η του μ έ τέτοιο σαματά, λές καί ήγοΰσαν σ ά λ π ι γ γ ε ς , πού τά πιάτα τραντάχτηκαν στά ράφια. « Τ ά ίδια κάθε χρόνο», ε ί π ε . Κ α ί μετά μ έ κοί ταξε. «,Αλλά φέτος είναι διαφορετικά. Θά έρθεις κι εσύ στήν ε κ δ ρ ο μ ή , κι άς μήν τολμώ νά σκεφτώ τί θά πουν οί άλλοι». Τ ό καμιόνι π ε ρ ί μ ε ν ε άπ' έξω, κ ι δταν ή παρέα είδε τόν θείο μου κ ι έμενα νά βγαίνουμε στριμωχτά άπ' τό μ α γ α ζ ί , κ ι οί δυό καθαροί σάν γ λ υ μ μ έ ν ε ς γ ά τ ε ς καί βουρτσισμένοι μές στό καλύτερο κυριακάτικο κουστούμι μας, γρύλισαν σάν ζωο λογικός κήπος. « Φ έ ρ ν ε ι ς καί τό παιδί;» ρώτησε δ κ . Μ π έ ν τ ζ α μ ι ν Φράν κ λ ι ν καθώς σκαρφαλώναμε μές στό καμιόνι. Μ έ κοίταζε μ έ τρόμο. « Τ ' αγόρια είναι απαίσια», ε ί π ε δ κ. 0>'>Ϋ£λυ. « Δ έ ν ε γ ε ι πληρώσει τά λ ε ρ τ ά » , ε ί π ε δ Ούίλ Σ έ ν τ ρ υ . « Δ έ ν έ χ ε ι χώρο γ ι ά παιδιά. Τ ά παιδιά τά πιάνει ναυτία στά καμιόνια». « Κ ι έσύ τό ίδιο παθαίνεις, Τ Η ν ο χ Ν τ έ η β ι ς » , απάντησε δ θείος μου. «Θά μπορούσαμε νά φέοναμε καί γυναίκες». Μ έ τόν τρόπο πού τό είπαν, οί γυναίκες ήταν χειοότερες άπ' τ' αγόρια. «Καλύτεοα πάντως άπ' τό νά φέρναμε παππούδες». «Οί παπποΰδες είναι κ ι αυτοί απαίσιοι», είπε δ κ. 0''>ίζλυ. « Τ ί θά τόν κάνουμε δταν σταματήσουμε γ ι ά νά δροσι στούμε:» « Έ γ ώ είμαι παππούς», ε ί π ε δ κ . Ο ύ ΐ ζ λ υ . « Σ έ είκοσι λεπτά ανοίγουν», φώναξε ενας γέρος μ έ πανάμά, γ ω ρ ί ς νά κοιτάξει κάν τό ρολόϊ του. Α μ έ σ ω ς δλοι μέ ξέγασαν. « Κ α λ έ μας γέρο Καντουάλαντουρ», φώναξαν καί ή μ η χ α ν ή ξεκίνησε κατηφορίζοντας στό δρόμο τοΰ χωριού. Μ ε ρ ι κ έ ς γυναίκες στεκόντουσαν στις πόρτες τους ώυνοές, κοιτάζοντας μας βλοσυοά καθώς περνούσαμε. Έ ν α πολύ μι κρό αγόρι μάς χ α ι ρ έ τ η σ ε κουνώντας τό χ έ ρ ι του, κ ι ή μ η -
88
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
τέρα του του τράβηξε τ' αυτιά. Ή τ α ν Ινα όμορφο αυγουστιά τικο πρωινό. Β γ ή κ α μ ε άπ' τό χωριό, περάσαμε τ ή γέφυρα κι ανηφο ρίζαμε τό λόφο πρός τό δάσος Σ τ ί π λ χ ά τ , δταν δ κ. Φράνκλιν, μέ τόν κατάλογο τών ονομάτων στό χ έ ρ ι , φώναξε δυνατά: « Π ο ΰ είναι δ γέρο Ο.Τζόουνς;» « Π ο ΰ είναι δ γέρο Ο . ; » « Α φ ή σ α μ ε πίσω τόν γέρο Ο.». « Δ έ ν μποροΰμε νά πάμε χωρίς τόν γέρο Ο.». Κ α ί παρόλο πού δ κ. Ούίζλυ μουρμούριζε συνέχεια, στρί ψαμε καί γυρίσαμε πίσω στό χωριό, δπου έξω άπ' τόν Πρίγκηπα τής Οναλλίας, δ γέρο Ο.Τζόουνς π ε ρ ί μ ε ν ε υπομονετι κά καί μόνος, μέ μιά πάνινη τσάντα. « Δ έ ν ήθελα καθόλου νά έρθω», ε ί π ε δ γ έ ρ ο Ο.Τζόουνς καθώς οί άλλοι τόν ανέβαζαν μέσα, καί τόν χτυποΰσαν στήν π λ ά τ η καί τόν στρίμωξαν σέ μιά θέση, φυτεύοντας μιά μπου κάλα στό χ έ ρ ι του, «άλλά πάντα έρχομαι». Κ α ί ξανά στή γ έ φυρα καί πάνω στό λόφο καί μές στό βαθύ πράσινο δάσος καί στόν μακρύ σκονισμένο δρόμο μέ τίς νυσταγμένες αγε λάδες καί τίς πάπιες πού πετοΰσαν δίπλα μας, μ έ χ ρ ι ς δτου: « Σ τ α μ α τ ε ϊ σ τ ε τ' αυτοκίνητο!», δ κ. Ούίζλυ φώναξε. « Ά φησα τ ή μασέλα μου πάνω στό τ ζ ά κ ι » . « Μ ή σέ νοιάζει», τοΰ είπαν, «δέν πρόκειται νά δαγκώ σεις κανέναν», καί τοΰ έδωσαν ένα μπουκάλι μ' ένα καλα μάκι. «"Ισως νά θέλω νά χαμογελάσω», ε ί π ε . « " Ο χ ι έσύ», τοΰ απάντησαν. « Τ ί ώρα είναι, κ. Καντουάλαντουρ;» «Μάς μένουν μόνο δέκα λεπτά», κραύγασε δ γέρος μέ τόν παναμά κι δλοι άρχισαν νά τόν βλαστημοΰν. Τ ό καμιόνι, φρενάρησε έξω άπ' τό Πρόβατο τον Βοννον, ένα μικρό, άχαρο κοινοτικό πάμπ μέ μιά χορταρένια σ τ έ γ η σάν περούκα πού ε ί χ ε πάθει έκζεμα γύρω-γύρω. Ά π ό ένα κοντάρι, δίπλα στις τουαλέτες τών ανδρών, κυμάτιζε ή σημαία τοΰ Σ ι ά μ . Τ ό ήξερα πώς ήταν ή σημαία τοΰ Σ ι ά μ άπό τίς καρτοΰλες πού έβρισκα μ έ ς στά τσιγάρα. Ό ιδιο κ τ ή τ η ς β γ ή κ ε στήν πόρτα νά μάς καλωσορίσει, μορφάζοντας υποκριτικά σάν λύκος. Ή τ α ν Ινας μακρύς, λιπόσαρκος ά-
89
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
ντρας μέ μαυριδερά μυτερά δόντια, ενα λιγδωμένο τσουλούφι κι αρπακτικά μάτια. « Τ ί όμορφη αυγουστιάτικη μ έ ρ α ! » , ε ί π ε κ ι ά γ γ ι ξ ε τό τσουλούφι του μέ τό νύχι. " Ε τ σ ι θά πρέ πει νά ε ί χ ε υποδεχτεί καί τό Πρόβατο τον Βουνού πριν τό καταβροχθίσει, είπα μέσα μου. Τ ά μ έ λ η τ ή ς συντροφιάς όρ μησαν έξω βελάζοντας κ ι έτρεξαν στό μπάρ. « " Ε χ ε τό νοΰ σου στή μ η χ α ν ή » , ε ί π ε δ θειος μου, « μ η μάς τ ή ν κ λ έ ψ ε ι κανείς τώρα». «Δέν υπάρχει κανένας νά τήν κ λ έ ψ ε ι » , είπα, «έκτος άπό μ ε ρ ι κ έ ς αγελάδες», άλλά δ θείος μου σάλπιζε κιόλας σάν θύελλα μές στό μπάρ. Κοίταξα απέναντι τις αγελάδες κ ι αυ τές κοίταξαν έμενα. Δέν ε ί χ α μ ε τίποτ' άλλο νά κάνουμε. Σ α ρανταπέντε λεπτά πέρασαν, σάν ένα πολύ άργό σύννεφο. Ό ήλιος έλαμπε πάνω στό μοναχικό δρόμο, στό χαμένο, ανε πιθύμητο αγόρι καί στις αγελάδες μέ-τά-μάτια-σάν-λίμνες. Σ τ ό σκοτεινό μπάρ ήταν τόσο ευτυχισμένοι πού έσπαζαν τώ ρα ποτήρια. " Ε ν α ς τύπος άπ' τ ή Β ρ ε τ τ ά ν η μέ μπερέ κ ι ένα στεφάνι άπό κρεμμύδια γύρω άπ' τό λαιμό του, κατηφόριζε μέ ποδήλατο τό δρόμο καί στάθηκε μπροστά στήν πόρτα. «ζ)υβ11β απ §ι·ειη(1 π ι α Ι ί η , πιοηδίθυΓ»,* τοΰ είπα. «Μπά, νά έν' αγόρι πού είναι Γ ά λ λ ο ς ! » , ε ί π ε αυτός. Τ ό ν ακολούθησα στό μονοπάτι καί κρυφοκοίταξα μές στό μπάρ. Δύσκολα μπορούσα ν' αναγνωρίσω τά μ έ λ η τ ή ς πα ρέας. Ε ί χ α ν δλοι αλλάξει χρώμα. Κοκκινογούλια καί ρίκια κοκκινόμαυρα, χειρονομούσαν καί χάλαγαν τόν κόσμο μέ τις φωνές τους μέσα σ' ε κ ε ί ν η τ ή σκοτεινή, υ γ ρ ή τρύπα σάν τε ράστια γ έ ρ ι κ α παλιόπαιδα κ ι δ θείος μου σάλευε στή μέση δλος κόκκινα προγούλια καί στομάχια. Σ τ ό δάπεδο ήταν σπα σμένα γυαλιά κ ι δ κ . Ούΐζλυ. «Κέρασε τους δλους», φώναξε δ Μπόμπ δ Β ι ο λ ι τ ζ ή ς , έ νας κοντός άντρας μέ άτολμο ύφος, φωτεινά γ α λ ά ζ ι α μάτια καί στρογγυλό χ α μ ό γ ε λ ο . «Ποιος ληστεύει τά ορφανά;» «Ποιος πούλησε τό μικρό μωρό του στους τσιγγάνους;» «Βασίσου στον γέρο-Μπόμπ καί θά σ' ε γ κ α τ α λ ε ί ψ ε ι σί γουρα». Τ ί βμορφο πρωϊνό, κύριε ( Σ . τ . μ . ) .
9°
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
« Π ά ν τ α μέ τ' αστειάκια σας», ε ί π ε δ Μπόμπ δ Β ι ο λ ι τ ζ ή ς χαμογελώντας σάν ξυράφι, «άλλά έ γ ώ σας συγχωρώ παι
διά».
Μέσ' άπδ κ ε ί ν η τ ή ν αποπνικτική Β α β έ λ , άκουσα ξαφνι κά: « Β γ έ ς έξω καί π ά λ ε ψ ε » . « " Ο χ ι , δχι τώρα, αργότερα». « " Ο χ ι , τώρα πού είμαι σέ φόρμα». «Κοίτα τόν Ούίλ Σ έ ν τ ρ υ , είναι εντελώς αναίσθητος». «Κοίταξε τό πεισματάρικο πόδι του». «Κοίταξε τόν κ. Ο ύ ί ζ λ υ , τό ξαπλώνει σάν λόρδος στό πάτωμα». Ό κ. Ούίζλυ σηκώθηκε, φυσώντας σάν χήνος. «Αυτό τό αγόρι μ' έσπρωξε κάτω επίτηδες», ε ί π ε , δείχνοντας με στήν πόρτα, κ ι έ γ ώ ξεγλίστρησα αμέσως έξω στό μονοπάτι καί στις ή ρ ε μ ε ς , αγαθές αγελάδες. Ό καιρός συννέφιαζε, οί α γ ε λ ά δ ε ς τριγύριζαν, τούς έριξα μιά πέτρα κι αυτές απομα κρύνθηκαν απορώντας. Τ ό τ ε β γ ή κ ε δ θείος μου φυσώντας καί φουσκώνοντας, κ ι ένας ένας οί άλλοι τόν ακολούθησαν παραπατώντας καί κλαψουρίζοντας. Ε ί χ α ν αφήσει κατάξερο τό Πρόβατο τοΰ Βουνού. Ό κ . Ούίζλυ ε ί χ ε κερδίσει μιά άρμαθιά κρεμμύδια πού δ τύπος ά π ' τ ή Β ρ ε τ τ ά ν η ε ί χ ε β γ ά λ ε ι στό λαχνό. « Π ο ι ό τ' όφελος άπ' τά κρεμμύδια δταν έ χ ε ι ς ξε χάσει τά δόντια σου στό τ ζ ά κ ι ; » , ε ί π ε . Κ ι δταν κοίταξα άπ' τό πίσω παράθυρο τ ή ς καμιονέτας πού σκαμπανέβαζε, είδα τό πάμπ νά μικραίνει στήν απόσταση. Κ ι ή σημαία τοΰ Σ ι ά μ , δίπλα στις τουαλέτες τών κυρίων, ανέμιζε τώρα μεσίστια. Ό γαλάζιος Ταϋρος, ό Δράκος, τό "Αστρο της Ούαλλίας, Τά Πικρά Σταφύλια, Τά εμβλήματα του Βοσκού, Οι Καμπά νες τοΰ 'Αμπερντόβεϋ: Δ έ ν είχα τίποτα νά κάνω σ' ολόκλη ρο τόν άγριο αυγουστιάτικο κόσμο, παρά νά θυμάμαι τίς επι γραφές έκεΐ δπου σταματοΰσε ή συντροφιά καί νά προσέχω τ ή μ η χ α ν ή . Κ ι δποτε περνούσαμε ά π ' ένα π ά μ π , δ κ . Ούίζλυ θά έ β η χ ε σάν τράγος καί φώναζε: « Σ τ α μ α τ ή σ τ ε τό αυτοκί νητο, δέν μπορώ ν' ανασάνω!». Κ α ί γ υ ρ ί ζ α μ ε δλοι πίσω. Ή ώρα πού τά πάμπς έκλειναν δέν σήμαινε τίποτα στά μέλη τής παρέας. Π ί σ ω άπό κ λ ε ι δ ω μ έ ν ε ς πόρτες, τραγουδοΰσαν ύμνους καί φώναζαν δλο τό δμορφο απόγευμα. Κ ι δταν ένας αστυνόμος μ π ή κ ε στήν Κάνουλα τοΰ Δρονιδη ά π ' τήν
9ΐ
ϋ Υ Ι Α Ν ΤΗΟΜΑ8
πίσω πόρτα καί β ρ ή κ ε τ ή χορωδία νά τραγουδάει μέ μπύρες, ό Νόα Μπόουεν τοΰ ε ί π ε : « Σ σ σ σ ! » , «τό πάμπ έ χ ε ι κ λ ε ί σ ε ι » . « Ά π ό ποΰ έ ρ χ ε σ τ ε ; » , ε ί π ε μέ τήν κουμπωμένη, μπλέ φωνή του. Τ ο ΰ είπαν. « Έ χ ω μιά θείτσα έ κ ε ΐ » , ε ί π ε ό αστυνομικός. Κ α ί πολύ σύντομα τραγουδοΰσε κ ι αυτός τό « Μ έ π ή ρ ε δ ύπνος στά βαθιά». Τ ε λ ι κ ά ξεκινήσαμε κάποτε, τό καμιονάκι χοροπηδούσε μέ τενόρους καί κρασοκανάτες κι έφτασε σ' ένα ποτάμι πού κυλούσε ορμητικά ανάμεσα σέ ιτιές. « Ν ε ρ ό ! » , αναφώνησαν. «Πόρθκόουλ», τραγούδησε δ θείος μου. « Π ο ΰ είναι τά γ α ϊ δ ο ύ ρ ι α ; » , ε ί π ε δ κ. Ο ύ ί ζ λ υ . Ό ρ μ η σ α ν έξω, τσαλαβουτώντας καί φωνάζοντας, στό δρο σερό, κρυστάλλινο νερό. Ό κ . Φράνκλιν, προσπαθώντας νά χορέψει πόλκα πάνω στις γλυστερές πέτρες έπεσε καταγής δύο φορές. « Τ ί π ο τ ε δέν είναι άπλό», ε ί π ε μ έ αξιοπρέπεια καθώς σερνόταν στή λασπωμένη ό χ θ η . « Ε ί ν α ι κ ρ ύ ο ! » , φώναξαν. «Είναι θαύμα!» «Είναι απαλό σάν μ ύ τ η π υ γ ο λ α μ π ί δ α ς ! » «Είναι καλύτερα άπ' τό Π ό ρ θ κ ό ο υ λ ! » . Τ ό σούρουπο έπεφτε ζεστό καί απαλό πάνω στους τριά ντα έξαλλους, μουσκεμένους, μεθυσμένους άντρες πού δέν εί χαν τίποτα νά νοιαστοΰν σ' δλόκληρο τόν κόσμο, στό τέλος τοΰ κόσμου, δυτικά τ ή ς Ούαλλίας. Κ α ί , « Π ο ι ο ς είν' έ κ ε ΐ ; » φώναξε δ Ούίλ Σ έ ν τ ρ υ σέ μιά άγριόπαπια πού πέταξε. Σταμάτησαν στή Φωλιά τον Ερημίτη νά πιουν ένα ρούμι γ ι ά νά ζεσταθοΰν. « Έ π α ι ξ α μέ τήν Ά μ π ε ρ έ η β ο ν τό 1 8 9 8 » , ε ί π ε ένας ξένος στόν Ή ν ο χ Ν τ έ η β ι ς . «Ψεύτη», είπε δ Ή ν ο χ Ντέηβις. «Μπορώ νά σου δείξω φωτογραφίες», συνέχισε δ ξένος. « Π λ α σ τ έ ς » , απάντησε δ Ή ν ο χ Ν τ έ η β ι ς . « Κ α ί θά σοΰ δείξω τό κύπελό μου στό σπίτι». «Κλεμμένο». « Έ χ ω φίλους πού θά τό αποδείξουν», έπέμεινβ μ έ μανία δ ξένος. 9
2
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
«Εξαγορασμένοι». Σ τ ό δρόμο τ ή ς επιστροφής, μές στή μαρμαρυγή τοΰ φεγ γαριού πού τ ή λ έ κ ι α ζ ε τό σκοτάδι, ό γέρο Ο.Τζόουνς άρχι σε νά μαγειρεύει τό δείπνο του πάνω σ' ενα πρωτόγονο καμινέτο μές στό καμιόνι. Ό κ. Ούίζλυ έ β η χ ε μελανιασμένος άπ' τόν καπνό. « Σ τ α μ α τ ή σ τ ε τό αυτοκίνητο», φώναξε, « Π ν ί γομαι ! . . . » . Π η δ ή ξ α μ ε δλοι κάτω μές στό φεγγαρόφωτο. Κανένα πάμπ δέν φαινόταν πουθενά. " Ε τ σ ι μετέφεραν δλα τά υπάρ χοντα τους καί τό πρωτόγονο καμινέτο καί τόν γέρο Ο . Τ ζ ό ουνς τόν ίδιο καί τά πήγαν σ' έναν άγρό δπου έκατσαν δλοι κ υ κ λ ι κ ά στό χορτάρι, κ ι έπιναν καί τραγουδούσαν Ινώ δ γέρο Ο.Τζόουνς μ α γ ε ί ρ ε υ ε λουκάνικα καί πουρέ καί τό φεγ γ ά ρ ι ταξίδευε άπό πάνω μας. Τ ό τ ε θέλησα νά κοιμηθώ γ έ ρ νοντας πάνω στό τεράστιο γ ι λ έ κ ο τοΰ θείου μου, καί καθώς μ' έπαιρνε δ ύπνος, «Ποιος φεύγει ε κ ε ί ; » , δ Ούίλ Σ έ ν τ ρ υ φώναξε στό φ ε γ γ ά ρ ι πού πετοΰσε. [1953]
93
Η
ΕΠΙΛΟΓΗ
ΌΥΙΑΝ ΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ
ΤΗ0ΜΑ8
ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΝΟΕΜΒΡΙΟ
ΤΤΠΩΘΗΚΕ
ΤΟΤ
1983 Σ Τ Ο
ΓΡΑΦΕΙΟ
ΤΟΤ ΑΓΗΣΙΛΑΟΐ ΜΕ
ΤΗΣ
ΜΑΚΕΤΑ
ΖΟΥ-
ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΟΛΤΣ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΒΑΣΩ
ΤΟΝ
ΤΥΠΟ
ΜΑΔΑΚΗ ΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΤΟΤ
ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Ε
ΓΚΕΚΑ
ΠΛΕΘΡΟΝ
ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ
ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΥ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΟΙΗΣΗ · ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
κινέζικη
ποίηση
Εισαγωγή - Μ ε τ ά φ ρ α σ η Αμαλία
Τσακνιά
ΡΚΑΝςΟΙδ νΐΕΕΟΝ οί μπαλάντες
κι άλλα
ποιήματα
Εισαγωγή - Μ ε τ ά φ ρ α σ η - Σ χ ό λ ι α Σπύρος
Σκιαδαρέσης
ΟΗΑΚ1.Ε5 ΒΑυΟΕΙ-ΑΙΚΕ είκοσιοχτώ
ποιήματα
Μ ε τ ά φ ρ α σ η : Κ λ έ ω ν Παράσχος ΡΑϋί. νΑ1_ΕΚΥ τό
παραθαλάσσιο
νεκροταφείο
ή νεαρή
μοίρα
Εισαγωγή - Μ ε τ ά φ ρ α σ η Αναστάσιος
Γιανναράς
ΡΚΑΝΟΙδ ΡΟΝΟΕ ή φωνή
τών
πραγμάτων
Μετάφραση : Χ ρ . Αιοντάκης ΤΡΟΥΒΑΔΟΥΡΟΙ οί
Προβηγκιανοί
τραγουδιστές
ποιητές τοϋ
και
Μεσαίωνα
Εισαγωγή - Μ ε τ ά φ ρ α σ η - Σ χ ό λ ι α Σπύρος
Σκιαδαρέσης
ΕΟΟΑΚ Α ί ί Α Ν ΡΟΕ ποίηση
και
φαντασία
Ανθολόγηση - Επιμέλεια Αλέξης
Ζήρας
ννίΕίΙΑΜ ΒυΤΕΕΚ ΥΕΑΤ5 μυθολογίες
και
οράματα
Εισαγωγή - Μ ε τ ά φ ρ α σ η - Σ χ ό λ ι α Σπύρος
Ηλιόπουλος
1 Τ ό συγγραφικό έργο του Ντύλαν Τ ό μ α ς χαρακτηρίζεται ά πό
μιά
ξεχωριστή
ιδιομορφία. Ι δ ι ο μ ο ρ φ ί α πού διαφορο
π ο ι ε ί τό γ ρ ά ψ ι μ ο του σέ τ έ τ ο ι ο βαθμό, ώστε ν' αχρηστεύει α ρποπ
κάθε
απόπειρα
σύγκρισης του
μέ
τό
εργο άλ
λων συγχρόνων του. .Δαιμονικά π ο ι η τ ι κ ή φύση, ό Τ ό μ α ς α νέσυρε τ ή λ έ ξ η άπ' τήν φθορά τ ή ς καθημερινής τ ρ ι β ή ς και τήν τοποθέτησε σ' ενα συμβολικό εννοιολογικό επίπεδο πού ε π ε κ τ ε ί ν ε τ α ι στό μεταφυσικό
δράμα.
Γιατί
ό Ντ.
Τόμας
παίζει μ έ τ ι ς λ έ ξ ε ι ς . Βαθύς γνώστης και μ ε λ ε τ η τ ή ς τ ή ς αγ γ λ ι κ ή ς γλο'^σσας και λογοτεχνίας, άπό τά παιδικά του χρό νια και τ ή ς β ί β λ ο υ — τά δύο βασικά εφόδια τ ή ς μόρφωσης του —, συνδυάζει απαράμιλλα τήν καθομιλουμένη αρχαΐζουσα, εμφυτεύοντας ανάμεσα τους λ έ ξ ε ι ς κές, αργκό. Οί πυκνά έναλασσόμενες εικόνες, οί
μέ
τήν
ίδιο^ματιμεγάλες
παράγραφοι πού τ ι ς διατρέχει μιά ανάσα, ή ιδιόρρυθμη χ ρ ή ση του συντακτικού, ό πλούτος των συνηχήσεων, ή επινόη ση λέξεων, τά λογοπαίγνια, ή ε σ κ ε μ μ έ ν η κ ρ υ π τ ι κ ό τ η τ α των λέξεων, ή μουσική ροή τ ή ς έκφρασης του, μαρτυρούν εναν εξουθενωτικό λογοπλάστη πού αναζητά, « π ι έ ζ ε ι και πλά θ ε ι » τ ή λ έ ξ η , γιά νά τής προσδώσει τελικά μ ί α επιλογή νοη μ α τ ι κ ή , ενα φάσμα συγκινησιακών και μεταφυσικών σημασιοδοτήσεων.
1