τίτλος πρωτοτύπου:
Ewald Tragy und andeve evrählungen
© 1987, Σ. 1. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ O.E. Αθήνα, Σταδίου 5, Τηλ. 32...
44 downloads
351 Views
10MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
τίτλος πρωτοτύπου:
Ewald Tragy und andeve evrählungen
© 1987, Σ. 1. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ O.E. Αθήνα, Σταδίου 5, Τηλ. 32.31.525—32.25.011
ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ
ΕΒΑΛΝΤ ΤΡΑΓΚΥ και άλλα διηγήματα
Μετάφραση: ΑΡΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ. I. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ O.E. ΑΘΗΝΑ
Η ΠΟΛΗ, γεμάτη από αετώματα και πύργους, είναι παράξενα χτισμένη: η μεγάλη Ιστορία αντηχεί άπειρα σ' αυτήν. Η ηχώ που παρατείνει τις ηχηρές μέρες της κάνει να δονούνται τα σβησμένα ντουβάρια. Λαμπρά ονόματα φωτίζουν, σαν μυστικό φως, τις προσόψεις των σιωπηλών παλατιών. Ο Θεός τυλίγεται με σκοτάδια μέσα στις ψηλές γοτθικές εκκλησίες. Ιερά λείψανα έχουν αποσυντεθεί μέσα σε ασημένια φέρετρα και κατακάθονται σαν γύρη ανάμεσα σταμετάλλινα φύλλα. Άγρυπνα σήμαντρα σημαίνουν κάθε ώρα που περνά κ οι μονήρεις φωνές τους συναντούνται μέσα στη νύχτα. Γιοφύρια ρίχτηκαν πάνω από το κιτρινωπό ποτάμι, που φαρδαίνει, πέρα από τις τελευταίες, αναμαλλιασμένες, από άχυρο και καλαμωτές, καλύβες, χττην καμπίσια χώρα της Βοημίας. ^Επειτα, χωράφια και πάλι χωράφια. Στην αρχή χωράφια λίγο ανήσυχα κι άθλια, που η κάπνια των τελευταίων, όλο θόρυβο, εργοστασίων φτάνει ως τα αυτιά και που τα σκονισμένα καλοκαίρια τους παραμονεύουν την πόλη. Μετά, δεξιά κι αριστερά από τις μακρές λεωφόρους με τις ψηλές λεύκες, υψώνονται όλο και πιο ψηλά τα κύματα των θημωνιών. Μηλιές, βασανισμένες από τις συγκομιδές των χρόνων της αφθονίας, προβάλλονται, ποικιλόχρωμες, πάνω στα σταροχώραφα. Στο πρώτο πλάνο, στην άκρη του δρόμου, ένα πατατοχώραφο, άσπρο από τη σκόνη, και, σαν το βραδινό ίσκιο που πέφτει αργά, ένα τρίγωνο από μενεξελιά λάχανα μαυρίζει μπροστά στη λόχμη. Έλατα κλείνουν σιωπηλά, μακριά, τον τόπο. Μικροί βιαστικοί άνεμοι, πολύ ψηλά, στον αέρα. Ολα τ' άλλα δεν είναι παρά ουρανός. Τέτοιος είναι ο τόπος μου... 19Θ0
Ο τ α ν ο μεγάλος ηθοποιός Νορίνσκι μπήκε, στις τρεις το απόγευμα, στο «Καφενείο το Εθνικό», απέναντι στο Τσεχικό Θέατρο της Πράγας, σκίρτησε ελαφρά, μα σχεδόν αμέσως φάνηκε στα χείλη του το πιο ακατάδεχτο χαμόγελό του: μέσα στον καθρέφτη, που έκοβε λοξά την ξυλεία του τοίχου, αντικριστά στην πόρτα, μια γωνιά, απομονωμένη από την κυρίως αίθουσα του καφενείου, ήταν κιόλας πιασμένη, κ' εκεί, κάτω από μια γερτή μαρμάρινη κολόνα, αναγνώρισε έναν κοντούλη καμπούρη, που τα παράξενα μάτια του, χωμένα σ' ένα άσκημο κεφάλι έμοιαζαν να παρακολουθούν με σταθερό βλέμμα τον καινουργιοφτασμένο. Η αλλοκοτιά αυτού του βλέμματος, που κανείς δεν ήξερε τι ανήκουστο έμοιαζε ν' αντανακλάται αόριστα στα βάθη του, τρόμαξε, για μια στιγμή, τον ηθοποιό. ' Οχι πως ανήκε στις ιδιαίτερα φοβιτσιάρικες φύσεις, μα εξαιτίας της στοχαστικής και βαθιάς αφηρημάδας που ιδιάζει στους μεγάλους καλλιτέχνες, σαν αυτόν, και που κάθε γεγονός πρέπει ν' ανοίγει, κατά κάποιο τρόπο, ένα δρόμο, περνώντας μέσα απ' αυτήν. Μπροστά σ' ένα πρόσωπο με σάρκα και οστά, ο Νορίνσκι δε δοκίμαζε πια τίποτα παρόμοιο. Επί ένα ολόκληρο λεπτό, μάλιστα, μέτρησε από την κορφή ως τα νύχια τον καμπούρη, σκορπίζοντας, ταυτόχρονα, μ' ένα ύφος ανώφελα σπουδαιοφανές, χειραψίες, στους τακτικούς συντρόφους του τραπεζιού του. Οι χειραψίες αυτές παίρνανε κάμποσο καιρό, γιατί η καθεμιά αναλυόταν σε τρεις κινήσεις. Πράξη πρώτη: το χέρι του ηθοποιού αποκρίνεται, διστάζοντας, στην παράκληση των χεριών που του απλώνονται. Πράξη δεύτερη: το χέρι του μιλά με δύναμη στο χέρι
που σφίγγει: «Νιώθετε τη σπουδαιότητα αυτής της στιγμής;». Πράξη τρίτη και κάθαρση: ο Νορίνσκι αφήνει καθένα, με τη σειρά του, όλα τα χέρια που του προσφέρθηκαν, παρατώντας τα με περιφρόνηση: «Ω! οι δυστυχισμένοι, οι ανυποψίαστοι...». Οι δυστυχισμένοι αυτοί ήταν, κατά σύμπτωση: ο Καράς, ο χλομός και μακρυλέλεκας κριτικός του «Τσας», που το χαραχτηριστικό γνώρισμά του ήταν ένας υπερβολικά μακρύς λαιμός και, όπως το είπε μια μέρα ένας κακεντρεχής Εβραίος συνάδελφος, ένα μήλο του Αδάμ ιδιαίτερα ευγενικό, που συνώδευε κάθε μπουκιά, μέσα από τη μοναξιά του λάρυγγα ίσαμε την άκρη του λαιμού, όπου δεν μπορούσε πια να χάσει το δρόμο της, κ' ύστερα, εξυπηρετικό και πρόθυμο, ξανανέβαινε στο πόστο του, για να επαναλάβει την ίδια δουλειά με την επόμενη μπουκιά* ο Σιλέντερ, ο ωραίος ζωγράφος, που ζωγράφιζε τόσο θλιμμένα πράγματα* ο συγγραφέας Πάτεκ, ο ποιητής Μάχαλ και, τέλος, ο φοιτητής Ρέτσεκ, που καθότανε κάπως παράμερα, έπινε, από ένα μεγάλο ποτήρι, ζεστό «τκιάι», με πολύ κονιάκ, και δε μιλούσε. Επιτέλους, ο Νορίνσκι φάνηκε ότι είδε και τον καμπούρη. Γέλασε: —Ο βασιλιάς Μπόχους! Και με ειρωνική μεγαλοπρέπεια άπλωσε το χέρι του πάνω από το μαρμάρινο τραπέζι. Ο κοντός αναπήδησε και, για να μην κάμει τον ηθοποιό να περιμένει, έστειλε, σε συνάντησή του, με υπερβολική βιάση, τα κίτρινα και παραμορφωμένα δάχτυλά του, με τέτοιο τρόπο, που τα δυο χέρια γυρέψανε, για μια στιγμή, το ένα τ άλλο, μέσα στον αέρα, σαν δυο πουλιά. Το πράγμα φάνηκε κωμικό στον Μπόχους, που άφησε ν' ακουστεί ένα τρεμουλιαστό και ραγισμένο γέλιο, μα που το έκοψε φοβισμένα αμέσως, μόλις είδε τα σημάδια της ευλογιάς στο μέτωπο του Νορίνσκι να χάνονται κάτω απ' οργισμένες ρυτίδες. Ο ηθοποιός μουρμούρισε μερικές λέξεις, τράβηξε το χέρι του, χωρίς να 'χει πιάσει το χέρι του άλλου, κ είπε στον Καράς, μ' έναν τόνο που μαρτυρούσε την κακή του
διάθεση: —Μα τι 'ναι αυτά τα σαλιαρίσματα που γράφετε, αγαπητέ μου; Σας το είπα και σας το ξαναλέω: εγώ θα εξακολουθήσω να παίζω τον Άμλετ, όπως τον έπαιξα χτες. Καταλάβετέ το καλά, αγαπητέ μου, πως εγώ παίζω τον ' Αμλετ μου. Ο Καράς στραβοκατάπιε και μίλησε αόριστα για το πώς αντιλαμβάνονταν πολύ σημαντικά πρόσωπα το ρόλο του Άμλετ. Έφτασε ν' αναφέρει, λόγου χάρη, τ' όνομα του Καιντς... Ο φοιτητής Ρέτσεκ άδειασε το ποτήρι του με μια βίαιη κίνηση κι ο Νορίνσκι είπε φλογερά: —Μα τι σχέση μπορεί να έχω εγώ μ' ένα Γερμανό ' Αμλετ, αγαπητέ μου; Δε θα ισχυριστείς, βέβαια, πως δεν δικαιούμαστε να έχουμε κ' εμείς τη γνώμη μας! Ο Σαίξπηρ είναι μήπως Γερμανός; Τι δουλειά 'χουν απάνω σ' αυτό οι Γερμανοί; Εγώ εμπνέομαι άμεσα από το αγγλικό πρωτότυπο. —Και το σωστό είναι αυτό, είπε επιδοκιμαστικά ο Πάτεκ, χαϊδεύοντας, με το περιποιημένο χέρι του, το κομμένο, σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας, μούσι του. —Το κουστούμι σου, άλλωστε, και μιλώ από ζωγραφική άποψη, ήταν τέλειο, πρόσθεσε κι ο ωραίος ζωγράφος καταπραϋντικά, έτσι, που ο Νορίνσκι στράφηκε ζωηρά προς το μέρος του. —Ναι, χασμουρήθηκε με νωχέλεια, κ' ύστερα πρόσθεσε με φωνή που έδειχνε συγκατάβαση: Και τι γίνεται το θεατρικό έργο σας, Μάχαλ; Ο ποιητής κοίταξε μια στιγμή σιωπηλά τον πάτο του ποτηριού του με το αψέντι, κ' ύστερα αποκρίθηκε με γλυκιά και κλαψούρικη φωνή: —Είναι άνοιξη. Ό λ ο ι περίμεναν μια πληρέστερη εξήγηση, μα ο ποιητής είχε ξαναφύγει κιόλας για τον ωχρό κήπο των ονείρων του. Κοίταζε το ποτήρι του με το αψέντι να μεγαλώνει αδιάκοπα, ίσαμε που ένιωσε κι ο ίδιος στη μέση αυτού του οπα-
λιόχροου φωτός, ανάλαφρος και διαλυμένος μέσα σε τούτη την παράξενη ατμόσφαιρα. Μόνο ο Σιλέντερ είχε πάρει στα σοβαρά αυτή την παντοδύναμη λέξη. Την ένιωσε, πάνωθέ του, τόσο κοντά, που δεν μπόρεσε καν να μισοκλείσει τα βλέφαρά του. Στο βάθος του, σκεφτόταν: Θεέ μου, καθένας θα μπορούσε να πει το ίδιο. Τι το ιδιαίτερο είπε, λοιπόν; Κ' εγώ θα μπορούσα να πω: «Είναι...». Δεν του δόθηκε ο καιρός να τελειώσει. Ό λ ο ι γελούσαν κι ο Σιλέντερ ανάσανε με ανακούφιση, όταν κατάλαβε από την έκφραση των άλλων πως δεν είχαν αποδώσει στη λέξη του Μάχαλ τόσο μεγάλη σημασία. Ο Καράς στράφηκε προς τον ποιητή: —Θέλεις να πεις πως το έργο σου άνθισε; Στα λόγια αυτά, ο Μάχαλ αποχαιρέτησε τη Μούσα του με μια υπόκλιση: «Με συγχωρείτε», και παράτησε με κρύα καρδιά τον οπαλιόχροο κόσμο του. Μα η παρεξήγηση ήταν, χωρίς άλλο, πολύ μεγάλη. — Ό χ ι , αποκρίθηκε. Θέλω να πω, ότι είμαι πάρα πολύ θλιμμένος, τώρα. Θέλω να πω ότι είναι μια εποχή που η φύση αποδοκιμάζει κάθε γίγνεσθαι, που είμαι κουρασμένος, κουρασμένος απ' αυτή την οδυνηρή βλάστηση. —Μα, με συγχωρείτε —ο συγγραφέας χτύπησε ελαφρά με το κίτρινο γάντι του τον ώμο του ποιητή— δεν είναι βέβαια αδύνατο, μα έτσι είναι η άνοιξη; Κι ο ζωγράφος σκέφτηκε: όχι, δεν είναι έτσι η άνοιξη. —Τον όμορφο Μάη μήνα... απάγγειλε ο ηθοποιός. —Άλλοτε, αποκρίθηκε, με μιαν ανάσα, ο ποιητής (και με μια κίνηση του χεριού απόδιωξε αυτόν το μακρινό καιρό), άλλοτε η άνοιξη ήταν άνοιξη. ' Οπως λέγεται στα παλιά ποιήματα, η άνοιξη ήταν φως, έρωτας, ζωή. Μα αυτός που το πιστεύει ακόμη, σήμερα, λέει απλούστατα ψέματα στον ίδιο τον εαυτό του. «Τι κρίμα!» σκέφτηκε ο ζωγράφος. «Δεν υπάρχει πια άνοιξη, λοιπόν;». Μα ο Μάχαλ ύψωσε, μέσα στο απομεσημεριάτικο φως, το πρόσωπό του, που ήταν παραμορφωμένο από μεγάλες 10
κόκκινες βούλες, κι από το παράθυρο διέκρινε ακριβώς τα σκαλοπάτια του Εθνικού Θεάτρου, όπου πηγαινορχότανε ένας αστυφύλακας. Δεν ήταν, βέβαια, για την ακρίβεια, αυτό που ήθελε να δείξει στους συνομιλητές του, μα είπε: —Κοιτάξετε έξω. Αυτόν τον αγώνα με τον βλακώδη σβώλο της γης που πρέπει να κάμει καθένας από τους λεπτούς κι αδύναμους βλαστούς για να φτάσει ως το καλοκαίρι του. Εδώ —κι ανασηκώθηκε αλαφριά— ο αφοπλισμένος βλαστός που θέλει ν' ανθίσει, κ' είναι το μόνο δα που μπορεί να κάμει, δεν μπορεί παρά ν' ανθίσει, χωρίς να θέλει να ενοχλήσει κανέναν, κ' εν τούτοις όλα είναι εναντίον του : οι μαύροι σβώλοι της γης που δεν τον αφήνουν να περάσει παρά ύστερα από μακράν αναμονή, οι μέρες που αφήνουν να πέσουν πάνω του, στην τύχη, η ζέστα του ήλιου, η βροχή κι ο άνεμος, κ' οι νύχτες που σιμώνουν αργά για να τον στραγγαλίσουν με τα παγερά δάχτυλά τους. Αυτός ο ύπουλος και θλιβερός αγώνας είναι η άνοιξη. Ο Μάχαλ αναρρίγησε* τα μάτια του σβήστηκαν. Ο βασιλιάς Μπόχους είχε καρφώσει το βλέμμα πάνω του. Του φάνηκε πως ο ποιητής μίλησε με αδικία, και πολλές αντιρρήσεις πλημμύρισαν τη σκέψη του. Είχε δοκιμάσει να σηκωθεί και, ορθός και χαρούμενος, ν' αναλάβει την υπεράσπιση της άνοιξης, που, παρ' όλα και παρ' όλ' αυτά, ήταν γεμάτη νίκες και ήλιο. Τόσο ωραίες σκέψεις του είχαν ανεβεί στο κεφάλι, που ένιωσε τα μάγουλά του να ζεσταίνονται, μια στιγμή μάλιστα ξέχασε να πάρει και την ανάσα του. Μα ποιο το όφελος και να σηκωνόταν; Μόλις που θα τον διέκριναν, γιατί ο Μπόχους, καθισμένος στο ψηλό βελούδινο κάθισμα, φαινόταν σχεδόν πιο ψηλός απ' όσο αν στεκόταν όρθιος. Όμοια κ' η φωνή του ήταν ζήτημα αν θα έφτανε ως τ' αυτιά του Νορίνσκι* τέτοιες αποστάσεις την έκαναν κιόλας να μην είναι σίγουρη για τον εαυτό της και πετάριζε αδέξια σαν πληγωμένο πουλί. Έτσι, σώπασε, έσφιξε τα χείλη του, που έμοιαζαν σκαλισμένα πάνω σε ξύλο, κι άρχισε, όπως έκανε συχνά σαν ήταν παιδί, να παίζει σιωπηλά με πολλές μαλαμοκαπνισμένες σκέψεις, να υψώ11
νει ολόκληρα βουνά και πύργους, που από τα ψηλά κολονάτα παράθυρά τους τον χαιρετούσαν τα όνειρά του. Κ' ήταν τόσο πλούσιος, που μπορούσε να υψώνει αδιάκοπα καινούργια παλάτια, που κανένα δεν έμοιαζε ποτέ με το προηγούμενο, κι αυτό δεν είναι λίγο, γιατί ο κοντός είχε αφοσιωθεί σ' αυτό το παιχνίδι πάνω από τριάντα χρόνια, αρχίζοντας από τα πέντε του, πάνω-κάτω, χωρίς να επαναλάβει ποτέ ό,τι είχε ήδη οικοδομήσει. Την ώρα που ο Μάχαλ είχε, σίγουρα, χαθεί πάλι μέσα στο ποτήρι του με το αψέντι, οι άλλοι μιλούσαν, όλοι μαζί, για χίλια όσα κοινά, καθημερινά πράματα και πάνω απ' όλ' αυτά πλανιότανε, σαν ένα πουλί με ορθάνοιχτες φτερούγες, η μπάσα φωνή του ηθοποιού. Μα ο Μπόχους, στη γωνιά του, συνέχιζε την απολογία του της άνοιξης. Στην πραγματικότητα την άνοιξη δεν την είχε γνωρίσει παρά κάτω από την όψη που είχε στον υγρό Λάκκο με τα λάφια ή στο κοιμητήρι της Μαλβαζίνκα* μια μέρα, πολύ μικρός ακόμη, την είχε δει στην άγρια Χιάρκα, και σήμερα ακόμη διατηρούσε στο στήθος του μια διεισδυτική και παλιά ηχώ εκείνης της κυριακάτικης μέρας. Μα τι ευτυχία ήταν, χωρίς άλλο, να τη βλέπει εκεί που είναι η πατρίδα του, μακριά από την πόλη και την τύρβη της, κι ο Μπόχους ένιωθε ερεθισμένος και πληγωμένος καθώς σκεφτόταν πως οι άνθρωποι αυτοί που ήταν γύρω του και που είχαν εν τούτοις δει πολλές χώρες, άφηναν να συκοφαντούν την άνοιξη. Δεν έπρεπε να τους το πει; Μα μια δισταχτική απόπειρα των χειλιών του χάθηκε, χωρίς ν' αφήσει ίχνη, μέσα στη γενική σύγχυση της συζήτησης, κι ο Μπόχους δεν μπόρεσε να πει τίποτα περισσότερο. Σαν να φοβόντουσαν μήπως προδοθούν, οι σκέψεις του, με μιαν ανήσυχη σφοδρότητα, απόφευγαν την όμορφη συντροφιά, και, στη θέση της, μια εικόνα μόνο απασχολούσε το μυαλό του, που την εξέφραζε χωρίς κόπο και χωρίς να το προσέχει, άλλωστε, κανείς: «Ναι, ο πατέρας μου». Μια στιγμή κύλησε πριν ο καμπούρης εννοήσει καθαρά γιατί κείνη κει τη στιγμή ακριβώς ο νους του είχε πάει στον πατέρα του. Τον έβλεπε: Μέσα στον απέ12
ραντο μανδύα του από βοστρυχωτή γούνα, που ο γιακάς του έμοιαζε να συγχέεται με τη μεγάλη γενειάδα του, ο κ. Μπόχους περπατούσε με μεγάλα και σίγουρα βήματα μες στον ψηλό, πασπαλισμένο από φως, προθάλαμο του παλιού παλατιού της οδού του Πτερνιστήρος. Η χρυσή λαβή της ράβδου του σχεδόν άγγιζε τις χρυσαφένιες φράντζες του γύρου του καπέλου του, που κάτωθέ του αγρυπνούσαν, σοβαρά και προσεχτικά, τα μάτια του. Το φιλάσθενο παιδί στεκόταν, τότε, συχνά, πίσω από την πόρτα του θυρωρείου του πατέρα του, κι από μια χαραμάδα τον κοίταζε που ξεπερνούσε στο ανάστημα όλους τους άλλους, ακόμη και τον ίδιο το γηραιό πρίγκιπα, που μπροστά του ο πατέρας του έβγαζε με σεβασμό το καπέλο του, χωρίς εν τούτοις να υποκλίνεται πολύ βαθιά. Ο Μπόχους, όσο κι αν βασάνιζε τη μνήμη του, δεν μπορούσε να θυμηθεί ένα φιλί ή ένα χαμόγελο αυτού του ανθρώπου, μα το ανάστημά του κ' η φωνή του αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των πιο σαφών συγκινήσεων των παιδικών χρόνων του. Γι' αυτό και θυμόταν πάντα τον πατέρα του κάθε φορά που λαχταρούσε να 'χει ένα απ' αυτά τα δυο πλεονεκτήματα του μακαρίτη, και σκεφτόταν: «Και το 'να και τ' άλλο τώρα δα μένουν άχρηστα· δε χρειάζεται ούτε τη φωνή του ούτε το ψηλό του ανάστημα. Γιατί τα πήρε μαζί του όλ' αυτά;». Και κάθε φορά που ο καμπούρης το σκεφτόταν αυτό, ένιωθε σαν αρπαγμένος, παρασυρμένος, από τον εαυτό του. Οι σκέψεις του δεν ήταν πια μέσα του, έτρεχαν μπροστά του, κ' έπρεπε να τρέξει αποπίσω τους, για να τις ξαναπιάσει. Μπορούσε να τις αφήσει να τρέχουν έτσι; Λαχανιασμένος, τις πρόφτανε κάθε φορά στο ίδιο μέρος: ' Ηταν μια όμορφη φθινοπωριάτικη νύχτα, με γρήγορα σύννεφα. Το φευγαλέο φως ήταν ακριβώς αρκετά υπομονετικό για να επιτρέψει στον Μπόχους ν' αναγνωρίσει μια μαρμαρένια πλάκα, που πάνω της, ανάμεσα από τα πυκνά κλαδιά, μπόρεσε να διαβάσει: Βιτεσλάβ Μπόχους, δουκικός θυρωρός. Και κάθε φορά που ο κοντούλης το διάβαζε, άρχιζε να σκάβει με τ' άπληστα νύχια του μέσα στη χλόη και το χώμα, ίσαμε που ένιωθε κου13
ρασμένος, όλο και πιο κουρασμένος, και πως η οσμή της νοτισμένης γης γινόταν όλο και πιο βαριά, όλο και πιο δροσερή, και πως τα νύχια του άρχιζαν να τσαγκρουνίζουν πάνω στο λείο ξύλο του μεγάλου κίτρινου φερέτρου. Και τότε οι σκέψεις του τον ανάγκαζαν να βλέπει τον εαυτό του να γονατίζει πάνω στο φέρετρο, μέσα στο σκοτεινό λάκκο, και να μένει αναποφάσιστος για κάμποσα δευτερόλεπτα. Ίσαμε που, τελικά, έβρισκε μια λύση: Θα έπρεπε να σπάσει κανείς αυτή τη σανίδα, χτυπώντας τη με το κεφάλι του, όπως ακριβώς μπορούσε να σπάσει κ' ένα τζάμι. Μη και δεν τον κορόιδευαν πάντα εξαιτίας του τόσο γερού κρανίου του; Σ* αυτό, τουλάχιστον, το κρανίο του θ' αποδειχνόταν καλό. Κραχ! Η σανίδα υποχωρεί σαν τζάμι, κι ο Μπόχους απλώνει το φλογισμένο χέρι του και τραβά, μέσα απ' αυτή τη νοτισμένη σκοτεινιά, το στήθος του πατέρα του, το κρεμά, σαν θώρακα, από τους δειλούς ώμους του, και πάλι απλώνει το χέρι του και ψαχουλεύει, και ψαχουλεύει με συσπασμένα τα δάχτυλά του, βοηθιέται κι από το άλλο του χέρι, και δεν καταφέρνει να καταλάβει γιατί τα δυο ματωμένα χέρια του δεν μπορούν να βρουν τη φωνή του πατέρα τού στο φέρετρό του.
14
Τ Α ΠΡΩΤΑ ανοιξιάτικα βράδια, ο αέρας έχει μια υγρή δροσιά που επικάθεται απαλά πάνω σ' όλα τα χρώματα και τα ζωη ρεύει, κάνοντάς τα να χωνεύονται το ένα μέσα στο άλλο. Τα φωτεινά σπίτια στο μάκρος των κρηπιδωμάτων έχουν πάρει, όλα σχεδόν, τη χλομή χροιά τ' ουρανού και μόνο τα παράθυρα σκιρτούν από καιρό σε καιρό μέσα σε μια ζεστή φεγγεράδα και, συμφιλιωμένα, σβήνουν κατά το σούρουπο, όταν ο ήλιος παύει να τα ενοχλεί. Μόνο το καμπαναριό του Αγίου Βιτ μένει ακόμη όρθιο μέσα στο άρχαίο κ' αιώνιο τεφρό χρώμα του. —Είναι ένα σινιάλο, αληθινά, είπε ο Μπόχους στο σιωπηλό φοιτητή, επιζεί όλων των σούρουπων και παραμένει πάντα όμοιο με τον εαυτό του. Θέλω να πω: στο χρώμα, δε νομίζετε; Ο Ρέτσεκ δεν είχε ακούσει τίποτα. Κοίταζε κατά τη γέφυρα της Μαλαστράνα, όπου την ώρα κείνη ακριβώς άναβαν τα φανάρια της. Ο Μπόχους εξακολούθησε: —Γνωρίζω τη μητερούλα μου την Πράγα ως το βάθος της καρδιάς της — ως το βάθος της καρδιάς της, ξανάπε, σαν να υπήρχε κανείς που αμφισβητούσε τα λεγόμενά του, γιατί χωρίς άλλο είναι η καρδιά της, τούτη δω η μεριά με τον Χράντχιν. Στην καρδιά βρίσκεται πάντα το πιο κρυφό μέρος, κ' υπάρχουν, βλέπετε, τόσα κρυφά πράγματα, εδώ σ' αυτά τα παλιά σπίτια. Θα σας το πω, Ρέτσεκ, γιατί είστε ντόπιος και δεν το ξέρετε ίσως. Μα υπάρχουν, στα σπίτια αυτά, παλιά παρεκκλήσια, Θεέ μου, και πόσα παράξενα αντικείμενα βρίσκονται σ' αυτά! Εικόνες, και καντήλες κι 15
ολόκληρα κιβώτια, δε λέω ψέματα, ολόκληρα κιβώτια γεμάτα χρυσάφι. Κι από τα παλιά τούτα παρεκκλήσια υπόγειοι διάδρομοι οδηγούν πολύ μακριά, κάτω από την πόλη, μπορεί κ' ίσαμε τη Βιέννη. Ο Ρέτσεκ κοίταξε λοξά τον καμπούρη. —Στην ψυχή μου, ορκίστηκε αυτός, κ' έφερε το χέρι του στο στενό, βασανισμένο στήθος του, ποτέ δε θα το πίστευα κι ο ίδιος εγώ, ποτέ. Μα μια μέρα το είδα* όχι σε παρεκκλήσι, μα... —Πού; ρώτησε ξαφνικά ο φοιτητής, μ' ένα τόσο αποφασιστικό ενδιαφέρον, που ο κοντός φοβήθηκε. —Εσείς, βλέπετε, δε θέλετε να με πιστέψετε. Μα στο βάθος-βάθος του υπογείου μας υπάρχει, κάπου, μια κοιλότητα, κατεβαίνεις δυο σκαλοπάτια ίσως, και βρίσκεσαι μπροστά σε μια τρύπα του τοίχου, τόσο μεγάλη ακριβώς όσο χρειάζεται για να μπορεί να περάσει κανείς μέσ' απ αυτή, με τα τέσσερα, φυσικά. Το ραγισμένο γέλιο του Μπόχους έλιωσε. —Καλά, κ* ύστερα; επέμεινε ο Ρέτσεκ, που αμέσως μετά πρόσθεσε με ηρεμότερη φωνή, ενώ την ίδια στιγμή τύλιγε ένα τσιγάρο με τα ευκίνητα δάχτυλά του: Κ' ύστερα; —Δε θα τρύπωνα ποτέ εκεί μέσα. Θεός φυλάξοι! Μα το κερί που κρατούσα κατεβαίνοντας, μου ξέφυγε μια μέρα κ' έπεσε ανάμεσα σε κάτι ξερά καυσόξυλα, που βρίσκονταν εκεί από παλιά. Μαντεύετε το φόβο μου, Ρέτσεκ: ένα αναμμένο κερί μέσα σε παλιά ξερά ξύλα! Επιτέλους, το ξαναβρίσκω* είχε σβήσει, φυσικά, μ' από το φόβο μου μην είχα βάλει φωτιά, εξακολούθησα να ψαχουλεύω. Κάπου θα μπορούσε να είχε πεταχτεί καμιά σπίθα. Έτσι, ξαφνικά, γλιστρώ μ' όλα τα ξύλα μου και βρίσκομαι καθισμένος μπροστά στο άνοιγμα. Κοιτάζω. Δεν είναι δυνατό! Κι άλλο υπόγειο; Ανάβω το κερί. Και βλέπω ένα πέρασμα που ο Θεός ξέρει πού οδηγεί. Ναι, μόνο ο Θεός το ξέρει. Κατέβαιναν αργά το κρηπίδωμα του ποταμού, κατά την πέτρινη γέφυρα. Ο Ρέτσεκ τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το διαπερασμένο ολόκληρο από υγρασία μικρό τσιγάρο 16
του, κ' είπε, χωρίς να χαμηλώσει το βλέμμα του πάνω στον Μπόχους: —Μα η τρύπα αυτή θα χτίστηκε από καιρό τώρα, δεν είναι έτσι; —Αν χτίστηκε; κακάρισε ο Μπόχους, αν χτίστηκε; Μόλις που μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του. Και ποιος, λοιπόν, θα την έχτιζε; —Μα, καλά, δεν είπατε τίποτα σε κανένα για την ύπαρξη αυτού του περάσματος; Ο φοιτητής έμοιαζε ερεθισμένος σχεδόν. Τα σκοτεινά μάτια του παραμόνευαν στο χλομό πρόσωπό του, σαν να 'θελαν να ριχτούν πάνω στην απάντηση του κοντού. Ο τελευταίος αυτός είχε ξαναβρεί την ηρεμία του. —Φαντάζεσθε, βέβαια, πως το είπα στη μητέρα μου, αυτό 'ναι αυτονόητο. Μα είπε: «Μια τρύπα; Και τι μας νοιάζει εμάς Μπόχους; Ξαναβάλε τα ξύλα στη θέση τους». Και, λοιπόν, ξανάβαλα τα ξύλα στη θέση τους. Κ' έχει δίκιο πέρα για πέρα. Τι σχέση μπορεί να έχει με μας αυτή η τρύπα; Ο φοιτητής επιδοκίμασε αφηρημένα, κ' ύστερα είπε γρήγορα: —Κάνει ακόμη κρύο, τον Απρίλη. Σήκωσε τους τετράγωνους ώμους του και κούμπωσε το κιτρινωπό και παλιωμένο καλοκαιρινό παλτό που φορούσε ολόκληρο το χειμώνα. —Δεν μπαίνομε σ' αυτό το καφενείο; Ένα «τκιάι» θα μας κάμει καλό. Ελάτε! Γλίστρησε το χέρι του κάτω από το μπράτσο του καμπούρη και θέλησε να τον τραβήξει. Μα ο Μπόχους αντιστάθηκε. —Μα τι λέτε, τώρα, Ρέτσεκ; Τόση ώρα καθόμασταν στο καφενείο. —Ναι, μα μ' εκείνους κει τους ανθρώπους —κι ο Ρέτσεκ στα λόγια αυτά έβαλε την έκφραση όλης του της περιφρόνησης— θέλω να μιλώ με σας, κι όχι μ' αυτούς τους κυρίους, μ' αυτούς τους «καλλιτέχνες». —Μα τι λέτε εκεί! διαμαρτυρήθηκε, έκπληκτος, ο Μπό17
χους. Εγώ πιστεύω πως ο λαός μας μπορεί να είναι περήφανος γι' αυτούς. Ο Ρέτσεκ στάθηκε απότομα και χλόμιασε. —Οι άνθρωποι αυτοί θα έπρεπε μάλλον να είναι περήφανοι για το λαό μας. Αν θέλετε όμως, με πιστεύετε: αγνοούνται αμοιβαία, ο λαός αγνοεί αυτούς, κι αυτοί το λαό. Τι είναι, λοιπόν, παρακαλώ; Μήπως είναι Τσέχοι; Πάρτε έναν, οποιονδήποτε, από δαύτους. Ο Καράς γράφει σε γερμανικές εφημερίδες για την τέχνη μας. Κ' η τέχνη μας, τ' είναι; Τραγούδια μήπως, όπως θα μπορούσε να τα τραγουδήσει αυτός ο νεότατος, υγιής και μόλις ξυπνημένος λαός; Αφηγήσεις για τη δύναμή του, το θάρρος και την ελευθερία του; Εικόνες του τόπου του; Ναι; Ποτέ, για όλο τον κόσμο! Ιδέα δεν έχουν απ' όλα αυτά τούτοι δω οι κύριοι. Δεν ανήκουν στο σήμερα, όπως αυτός ο λαός που βρίσκεται ακόμη σ' όλη του την παιδικότητα, γεμάτος επιθυμίες, και που δεν έχει πραγματοποιήσει ακόμα τίποτα. Ωριμάσανε μέσα σε μια μόνο νύχτα. Παραγέρασαν κιόλας. Αυτό δεν είναι απείρως πιο άνετο, από το ν' ακολουθεί κανένας το δρόμο του μέσα από την καταπίεση που υποφέρει ο λαός; Πετυχαίνει κανείς το σκοπό του άκοπα. Εισάγουν τα πάντα από το Παρίσι: τα φορέματα, τις σκέψεις και την έμπνευση. Χτες ακόμη ήταν παιδιά, και σήμερα είναι νεαροί γέροι, μπουχτισμένοι κιόλας. Ξαφνικά μάθανε τα πάντα. Και προσαρμόζουν την τέχνη τους σ' αυτή την κατάσταση. Ιστορούν σκηνές φρίκης κι οργίων. Ζητούν το κορίτσι στη γυναίκα, και το εκθειάζουν στα μυθιστορήματα* κ' ύστερα, στα επιπόλαια τραγούδια τους, καταδικάζουν αυτό το κορίτσι κ' εξυμνούν τον αρσενικόν έρωτα σε μαζικές στροφές. Και να που φτάνουν επιτέλους στο σκοπό τους: δεν εξυμνούν πια, δεν καταδικάζουν πια. ' Ολ' αυτά τους κουράσανε. Τα ξεπέρασαν όλ' αυτά. ' Εγιναν μυστικιστές. Δε νιώθει πια κανείς στο σπίτι του, εδώ, στη Βοημία. Και γιατί όχι; ' Εχουν την πατρίδα τους, δεν ξέρω πού, στην πηγή, ας πούμε, όλης της ζωής. Είναι, δεν είναι παράξενο; Ενώ αυτός ο λαός ξεθεώνεται στην κούραση, και για πρώτη φορά 18
ανακαλύπτει πως είναι νέος κ' υγιής, και νιώθει όλη την ανήσυχη δύναμη της προέλευσής του που τρέχει μέσα στις φλέβες του, οι καλλιτέχνες βεβηλώνουν τη γλώσσα του καταχρώμενοι την άνοιξή του για να εκφράσουν μια παρακμή μέσω της νοσηρής τέχνης τους. Ο φοιτητής είχε ζεσταθεί μιλώντας κ' η φωνή του είχε βραχνιάσει. Δεν είχαν κουνήσει από κει που στέκονταν. Μερικοί περαστικοί άρχισαν να τους προσέχουν κ' ένας αστυφύλακας έριχνε πότε-πότε ένα δύσπιστο βλέμμα προς το μέρος αυτών των δυο παράξενων περιπατητών. Ο Μπόχους, σιωπηλός, σήκωνε τα μάτια προς το φοιτητή, που του φαινόταν ότι ορθωνόταν ως τον ουρανό, τόσο ψηλά και τόσο περήφανα, όσο κ' εκεί κάτω, το παλιό καμπαναριό του καθεδρικού ναού. Με φωνή αλλοιωμένη ξαφνικά, ο Ρέτσεκ, ερεθισμένος από την περιέργεια των περαστικών, είπε: —Ελάτε, λοιπόν, στο καφενείο. Κι ο Μπόχους, υπακούοντας, σαν να τον είχανε προστάξει, τον ακολούθησε. Μήτε που φαντάστηκε καν ότι μπορούσε να πει όχι. Εν τούτοις, όταν σταμάτησαν πάλι μπροστά στην πόρτα του'μικρού καφενείου, είπε δειλά: —Κύριε Ρέτσεκ, με συγχωρείτε, μα αληθινά δεν μπορώ. Η μητέρα μου, το ξέρετε, με περιμένει κάθε βράδυ.Και θ' ανησυχήσει, αν δε γυρίσω απόψε στο σπίτι. Έτσι είναι πλασμένη. Με συγχωρείτε... Ο φοιτητής δεν τον άφησε να συνεχίσει:» —Αφού είναι έτσι, θα σας συνοδεύσω. Δε φαινότανε να κρυώνει καθόλου πια. Και κατευθύνθηκαν προς την Μαλαστράνα. Σιωπηλοί. Όταν πέρασαν δίπλα από τον αστυφύλακα, ο καμπούρης πρόσεξε πως ένα δύσπιστο και σκοτεινό βλέμμα του ακολούθησε τον Ρέτσεκ. Σήκωσε τα μάτια: μα ο φοιτητής είχε στρέψει κιόλας από την άλλη μεριά το κεφάλι του κ' έφτυνε, ενώ το μόνο που έμοιαζε να τον απασχολεί προπαντός ήταν πώς το σάλιο του να φτάσει σ' ένα ορισμένο σημείο. Ο Μπόχους σκεφτόταν ένιωθε μια συγγένεια στις ω19
ραίες σκέψεις που του είχαν έρθει το ίδιο εκείνο απόγεμα στο «Εθνικό», και σ' αυτά που είχε πει ή που θα έλεγε ακόμη ο Ρέτσεκ. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε αυτό το αίσθημα, μόλο που συναντούσε συχνά το φοιτητή* πάντα τον πίστευε βλάκα. Γιατί;' Ισως γιατί 'ταν μάλλον φιλήσυχος. Για τον ίδιο λόγο, χωρίς άλλο, που θεωρούσαν και τον ίδιον αυτόν τον Μπόχους, ασθενή τω πνεύματι. Μα πόσο ωραίο είχε γίνει το ισχνό κι άσκημο πρόσωπο του φοιτητή, όταν πρόφερε τα γεμάτα ενθουσιασμό λόγια του! ' Ο,τι στα χαραχτηριστικά του και στις χειρονομίες του έμοιαζε τετράγωνο και βαρύ, έπαιρνε έναν τόνο που τον ύψωνε ως το υπέροχο* γινόταν σοβαρός, αυταρχικός, απόλυτος. Αυτός ο ψηλός νέος άντρας, που είχε μεγαλώσει πολύ γρήγορα, που ήταν κακοθρεμμένος και κακοντυμένος, είχε πάρει, ξαφν^ι^'α, στα μάτια του Μπόχους, μια στοιχειακή κ' αιώνια όψη, κ' ενώ βάδιζε πάλι, πλάι στον καμπούρη, ο τελευταίος αυτός δεν έπαυε να νιώθει πως κείνη κει η μέρα ήταν ιδιαίτερα σημαντική και πως έπρεπε να συγκρατήσει στη μνήμη του την ημερομηνία της: Σάββατο, 17 Απριλίου. Η πεποίθηση αυτή μεγάλωνε μέσα του, μα, κατά κάποιο τρόπο, στο τελευταίο βάθος της ψυχής του, ενώ, στο μπροστινό, ορθωνόταν το ίδιο του το Εγώ, υποκλινόταν κ' έλεγε στον Μπόχους: Ό χ ι , δεν το παραδέχομαι, αντιτίθεμαι ρητά σ' αυτό. Δεν έχεις το δικαίωμα, αγαπητέ μου, να κρατάς για τον εαυτό σου όλους τους θησαυρούς που σου δίνω, σε σένα, τον Μπόχους. Εμπρός, δείξε τους. Μίλησε. Οι άνθρωποι τιρέπει να ξέρουν πως είμαι πλούσιος. Ξέρω τι θέλεις να πεις. Είσαι άσκημος. Άρχισε, όμως, να μιλάς. Η ομιλία ομορφαίνει. Θα το δεις και μόνος σου. Θέλω να μου το υποσχεθείς. Κι ο φτωχός Μπόχους έδωσε το λόγο της τιμής του στον εαυτό του ότι θα μιλούσε. Κι ο Μπόχους ετοιμαζόταν κιόλας ν' αρχίσει, όταν ο φοιτητής σταμάτησε δίπλα του, και, με το δάχτυλο, έδειξε κάτι, πέρα από το Μολδάβα, που πάνω στα φουσκωμένα και σκοτεινά κύματα του ταλαντεύονταν χαμένα φώτα. —Κοιτάξετε, εκεί πέρα, το Βυχεράντ, τον παλιό πύργο 20
της οικογενείας των Λιμπούχια, κ' εκεί κάτω τον Χράντχιν και, πίσω μας, την εκκλησία του Τυν, όλ' αυτά τα ιερά. Αν οι κύριοι αυτοί φεύγουν προς το παρελθόν, όπως λένε πάντα, τότε γιατί όχι προς αυτό το παρελθόν; Γιατί μας μιλούν πάντα γι' Ανατολή και Σταυροφορίες και σκοτεινό Μεσαίωνα; Ζήτημα αισθητικής, λένε. 'Οχι, λέω γω, ζήτημα καρδιάς. Δεν είναι τυχαίο τ' ότι τους συγκινούν μόνο τα μακρινά πράγματα κι ότι τα κοντινά, τα γνώριμα, δεν τους συγκινούν ποτέ. Είναι, απλούστατα, ξένοι. Κι ο λαός καλλιεργεί μ' ανησυχία την παλιά αδέξια παράδοσή του, που, παρ' όλες τις φροντίδες, από εγγονό σ' εγγονό, γίνεται όλο και πιο ωχρή, έτσι, που μόλις-μόλις γνωρίζει ακόμη τα ζωντανά πλούτη του τόπου του. Χωρίς άλλο, θα ήταν πάρα πολύ ταπεινωτικό γι' αυτούς τους μεγάλους κυρίους να οδηγήσουν αυτόν το λαό μπροστά στην ιερή κληρονομιά του, και να του πουν, με νέα και σαφή λόγια, τη μεγάλη αξία και την ιερή αξιοπρέπεια αυτής της κληρονομιάς. Ο Μπόχους κοίταζε, με σταθερά μάτια, τις πέτρες του πεζοδρομίου, κ' είπε, σαν να εξανάγκαζε τον εαυτό του, σιγά, διακοπτόμενος πολλές φορές από έναν αλαφρό βήχα: —' Εχετε δίκιο, Ρέτσεκ, έχετε απόλυτα δίκιο. ' Ολ' αυτά δεν τα καταλαβαίνω και πολύ καλά, γιατί δεν είναι εντελώς τόσο απλά, όσο μοιάζουν στα λόγια σας. Μα έχ^ϋε δίκιο. Μερικές φορές έκαμα τις ίδιες σκέψεις κ' εγώ. Γιατί γράφουν έτσι, κι όχι αλλιώς; Εν τούτοις, αν μου επιτρέπετε, θα παρατηρήσω, ότι, γενικά, δεν ενδιαφέρει πολύ τ' ότι οι ποιητές μας δε μας λένε τίποτα για τον Χράντχιν και για την εκκλησία του Τυν. Πιστεύω, βλέπετε, ότι γνωρίζω καλά τη μητερούλα μου την Πράγα ως τα μύχιά της, κι αυτό χωρίς να μου το έχει πει ποτέ κανένας ποιητής. Αρκεί να μεγαλώσει κανείς ανάμεσα σ' αυτές τις εκκλησίες και τα παλάτια. Ο Θεός ξέρει πως δεν έχουν ανάγκη κανενός μεσίτη, που να μιλά γι' αυτές και γι' αυτά. Αρκεί να θέλει κανείς να τα εννοεί. Αχ, πόσες και πόσες ιστορίες δεν ξέρουν! Θέλω, κάποια μέρα, αγαπητέ μου, να σας διηγηθώ μερικές απ' αυτές, ναι. Ή , ακόμη καλύτερα, πρέπει ν' α21
κούσετε τη μητέρα μου να τις διηγείται. Ο Ρέτσεκ έκαμε μια κίνηση γεμάτη ανυπομονησία. Ο Μπόχους το πρόσεξε αμέσως και, για μια στιγμή, σταμάτησε να μιλά, μα ξανάρχισε: —Με συγχωρείτε. Αυτό που ήθελα να πω ακόμη είναι τούτο δω: Ναι, είναι, χωρίς άλλο, κρίμα για τον Χράντχιν, μα το ίδιο είναι και για κάθε τι άλλο που δεν ανήκει στο παρελθόν. Τούτοι δω οι δρόμοι, κι αυτοί οι άνθρωποι, και προπαντός τα χωράφια πίσω από την πόλη, κ' οι άνθρωποι εκεί πέρα. Ό λ ' αυτά τα έχετε δει, σίγουρα: ένα χωράφι, ξέρετε, ένα χωράφι ατέλειωτο, θλιβερό και γκρίζο, κι από κοντά το βράδυ. Και τίποτ' άλλο, εκτός από κάμποσα δέντρα και μερικούς ανθρώπους· και τα δέντρα είναι γερμένα, το ίδιο κ' οι άνθρωποι. Ή ακόμη κ' ένα λατομείο, σαν κι αυτά που είναι εκεί έξω, πέρα από τον Σμίχιοβ. Από ένα γυμνό και θλιβερό γήλοφο κυλούν τα χαλίκια, κι ο θόρυβος που κάνουν είναι ένα τραγούδι κι αυτός. Και, κάτω από το λόφο, ολάκερη τη μέρα, άνθρωποι κόβουν την γκρίζα πέτρα και κάνουν μικρούς, όμορφους, πολύ λείους, κύβους και δε βλέπουν παρά έναν πολύ θολό ήλιο μέσα από τα κερατένια ματογυάλια τους. Κ' οι πιο νέοι, ανάμεσά τους, ξεχνιούνται καμιά φορά κι αρχίζουν να τραγουδούν σιγά. Ω! όχι τολμηρά κ' εύθυμα τραγούδια, μα ένα οποιοδήποτε τραγούδι που συνοδεύει, ή κι ακολουθεί, το ρυθμό της δουλειάς τους, το «Κντε ντόμοβ μουν», λόγου χάρη, ή κάτι τέτοιο. Και τότε όλοι γροικούν. Μ' αυτό δεν κρατά πολύ. Ο νέος ξαναθυμάται γρήγορα πως η σκόνη από τις πέτρες που λειαίνονται είναι πολύ ερεθιστική για τους πνεύμονες, και σωπαίνει... Μα με συγχωρείτε... Ο κοντός, σαν ενοχλημένος, κοίταξε γύρω του. Συνήλθε, βλέποντας το μάτι του φοιτητή καρφωμένο απάνω του σοβαρό και προσεχτικό, και την προσοχή τούτη την εξήγησε σαν μια νίκη, γι' αυτό και συνέχισε με περισσότερη σιγουριά: —Ήθελα ακόμη να πω και τούτο δω: γιατί δεν το κάνουν αυτό ζωγραφική, γιατί δεν το κάνουν ποίημα; Αφού 22
είναι τσεχικό — αφού είναι θλιβερό... Ο Ρέτσεκ κούνησε το κεφάλι του κ' είπε: —Πιστεύετε πως ο λαός μας είναι πολύ θλιμμένος; Ο Μπόχους συλλογίστηκε. —Η αλήθεια είναι, έκαμε, πως γνωρίζω πολύ λίγα πράγματα, ποτέ δεν απομακρύνομαι πολύ από δω. Μα πιστεύω, παρ' όλ' αυτά... —Γιατί; —Ρωτάτε γιατί; Θεέ μου! Και ρωτάτε εμένα γι' αυτό; Οι γονείς είναι θλιμμένοι κ' είναι θλιμμένα και τα παιδιά, και παραμένουν. Μόλις μάθουν να περπατούν, βλέπουν κιόλας μπροστά στην πόρτα τους τον Ιωάννη Νεπομυκήνα που κρατά τον σταυρωμένο στην αγκαλιά του, και τη γέρικη ιτιά στον όχτο του βάλτου του χωριού και τα λιοτρόπια στο μικρό κήπο, που μαραίνονται τόσο γρήγορα κάτω από έναν ειρηνικό ήλιο. Αυτό, όλ' αυτά, κάνουν κανέναν εύθυμο; Κ' ύστερα, από πολύ νωρίς κιόλας μαθαίνουν να μισούν. Οι Γερμανοί είναι παντού και πρέπει να μισούν τους Γερμανούς. Γιατί αυτό παρακαλώ; Το μίσος θλίβει. Οι Γερμανοί ας κάνουν ό,τι θέλουν τον τόπο μας οπωσδήποτε δε θα τον εννοήσουν ποτέ κ' επομένως ποτέ δε θα μπορέσουν να μας τον πάρουν. Στα σύνορά μας υπάρχουν, ίσως, μεγάλα δάση και ψηλά βουνά, όπου έχουν εγκατασταθεί οι Γερμανοί, δεν είναι έτσι; Μα τα δάση αυτά κι αυτά τα βουνά το μόνο που κάνουν είναι να κορνιζώνουν τον τόπο μας. ' Ο,τι βρίσκεται μέσα στην κορνίζα, όλ' αυτά τα χωράφια, τα λιβάδια, τα ποτάμια, όλ' αυτά είναι ο τόπος μας, όλ' αυτά μας ανήκουν, όπως τους ανήκουμε μ' ό,τι υπάρχει μέσα μας. —Σαν σκλάβοι, έκαμε ο Ρέτσεκ περιφρονητικά. —Μην το λέτε αυτό, σας παρακαλώ. ' Οχι, όχι σαν σκλάβοι, σαν παιδιά... Σαν παιδιά, ίσως όχι πέρα για πέρα νόμιμα, που δεν είναι δεχτά να παραλάβουν την κληρονομιά, για την ώρα τουλάχιστον. Μα εν τούτοις σαν παιδιά αυθεντικά και φυσικά. Θα το νιώθετε αυτό. Το λέτε κι ο ίδιος: ο λαός είναι ακόμη πολύ νέος και πολύ υγιής, θα γίνει επομένως δυνατός και δε θα παραδοθεί. Είναι δυνατό, αυτός ή ε23
κείνος να 'ναι αλυσοδεμένος—σήμερα. Μ' αυτό 'ναι περαστικό. Ξέρω πως ένας από τους παλιότερούς μας έγραψε «Τραγούδια των σκλάβων». Είχε άδικο. Κανείς τίμιος άνθρωπος του λαού μας δε θα κάμει θόρυβο με αλυσίδες. Σίγουρα όχι. Ακόμη και περπατώντας τις ανασηκώνει προφυλαχτικά, για να μη νιώθει η αγαπημένη γη τίποτα από τη θλίψη του... Έτσι φέρονται σε μας οι ειλικρινείς άνθρωποι. Είχαν φτάσει μπροστά στην οδό της Γέφυρας, ανοίξανε δρόμο μέσα από το πυκνότερο πλήθος των περαστικών και πήραν γρήγορα το πρώτο λοξό σοκάκι. Στη λάμψη του πρώτου φαναριού του δρόμου ο φοιτητής κοίταξε μ' έκπληξη, που δεν προσπάθησε να την κρύψει, το σύντροφό του* κούνησε το κεφάλι του, κάτι σαν να 'τρίψε ανάμεσα στα χείλη του και είπε: —Είστε ρήτορας, Μπόχους. —Ω! έκαμε ο κοντός, και το πρόσωπό του πήρε απότομα την έκφραση ενός παιδιού που του έκαμαν δώρο. — Ό χ ι , σοβαρά, μ' αφήστε με να σας πω: ό,τι είπατε για τους Γερμανούς... Αν είστε λογικός, μπορεί νά 'ρθει μέρα να σας χρειαστεί ο λαός μας. —Τι; έκαμε ο Μπόχους, και θέλησε να γελάσει από έκπληξη και δειλία.^ Μα ο Ρέτσεκ, με σφιγμένα χείλη, τον κοίταζε σοβαρά και σιωπηλά. Ο καμπούρης δοκίμασε ξαφνικά μια συγκεχυμένη αγωνία. Σίμωσε το φοιτητή και ψιθύρισε: — Ό λ ' αυτά δεν είναι παρά εικασίες μου και μόνο. Τα πράγματα μπορεί να 'ναι κ' εντελώς διαφορετικά. Δε θα μπορούσα, φυσικά, να το πω με βεβαιότητα. Μη μου κακιώσετε γι' αυτό, κύριε Ρέτσεκ. Και, ξαφνικά, ολότελα συντετριμμένος, κλαψούρισε: —Είμαι ένας φουκαράς, το βλέπετε. Αν ξέρατε πόσο αξιολύπητος είμαι! Το πρωί κάνω αντίγραφα στη σύνταξη και το βράδυ μένω κοντά στη γρια μητέρα μου που δε βλέπει σχεδόν πια. Έτσι περνούν οι μέρες μου. Και την Κυριακή, όταν βλέπω τη Φραντίσκα μου, ξέρετε πού πηγαί24
νουμε μαζί; Στο κοιμητήριο της Μαλβαζινκα. Εκεί που βρίσκονται, δίπλα-δίπλα, όλοι αυτοί οι πράσινοι σταυροί που ο ένας είναι όμοιος με τον άλλο. Δεν υπάρχουν παρά μόνο παιδιά σ' αυτό το μέρος του κοιμητηρίου και πάνω σε στενές πινακίδες από τσίνκο μπορεί κανείς να διαβάσει ένα οποιοδήποτε βαφτιστικό όνομα: «Ο μικρός Κάρελ» ή «Η μικρή Μαρία» κι από κάτω μια προσευχή. Κ' εκεί ακριβώς περνούμε την Κυριακή μας. «Είμαστε μόνοι εδώ, μιλάτσκου», λέει η Φραντίσκα μου. «Ναι, Φραντίσκα», λέω, «είμαστε μόνοι εδώ». —Και ξέρω, παρ' όλ' αυτά, πως τριγυριζόμαστε από πεθαμένους. Μα τι σημασία έχει! Πάντα υπάρχει κάτι ανάμεσα σε μας και σ' αυτούς, πότε η άνοιξη, πότε το χιόνι. Ναι, ξανάπε, δεν είμαι παρά ένας φουκαράς. —Ελάτε, ελάτε τώρα, αποκρίθηκε παρηγορητικά ο Ρέτσεκ. Είχαν κιόλας φτάσει μπροστά στο σπίτι, που κάτω από τη στέγη του ο Μπόχους κρατούσε δυο κάμαρες μαζί με τη γρια μητέρα του. Ο φοιτητής έμοιαζε να βιάζεται να ξαναφύγει. —Δε μου κακιώσατε, κύριε Ρέτσεκ; παρακάλεσε άλλη μια φορά ο καμπούρης. —Μα δεν έχω κανένα λόγο να κακιώσω μαζί σας, αποκρίθηκε αυτός μ' απότομη φωνή. Καληνύχτα. Θα σας δω αύριο στο καφενείο, δεν είναι έτσι; —Ναι, αύριο, μόλο που η Κυριακή είναι η μέρα που η Φραντίσκα... Ναι, καληνύχτα. Ο Ρέτσεκ που είχε κάμει κιόλας κάμποσα βήματα, ξαναγύρισε πίσω ξαφνικά. ' Εβαλε το ταραγμένο χέρι του στον ώμο του κοντού και πρόσθεσε, χωρίς ιδιαίτερο τόνο: —Πραγματικά, κεντρίσατε την περιέργειά μου, Μπόχους, με την ιστορία που μου είπατε για το υπόγειό σας, ναι, αυτό με μπερδεύει. Δε θα μου δείξετε καμιά μέρα το υπόγειό σας; —Το υπόγειο; —Ναι, ξέρετε, εκείνη την τρύπα... 25
—Ω! μα χωρίς άλλο, αν θέλετε. —Καλά, και πότε; —Όποτε θέλετε. —Αύριο το πρωί. —Αύριο το πρωί! Και συμφώνησαν μια ορισμένη ώρα.
26
ΚΆΝΕΙς δεν είχε αντιληφθεί τον Μπόχους, που, το πρωί κείνης της Κυριακής, οδήγησε έναν πρωινό επισκέπτη στο υπόγειο του παλιού και σκοτεινού σπιτιού της οδού Αγίου Ιερωνύμου. Κ' οι δυο είχαν κατεβεί μ' όλες τις δυνατές προφυλάξεις, σαν να 'ταν να μην ξυπνήσουν κανέναν κοιμισμένο. Παραμέρισαν τα ξύλα κ' ύστερα, ο επισκέπτης, που ήταν υπερβολικά σιωπηλός, είχε χωθεί μέσα στο μυστικό πέρασμα. Ο καμπούρης στεκόταν και τον κοίταζε ν' απομακρύνεται. Για ένα ακόμη λεπτό, το άνοιγμα παράμενε φωτισμένο, κ' ύστερα οι ακτίνες του φωτός σβήστηκαν στις γωνιές των ντουβαριών, κάμποσες ανταύγειες πετάρισαν μέσα στο σκοτεινό χώρο, έπεσαν πάνω στα τοιχώματα και βούλιαξαν μέσα στην ατέρμονη σκοτεινιά. Ο Μπόχους τέντωσε το αυτί. Τα βήματα ακούγονταν όλο και πιο μακρινά. Ξαφνικά φοβήθηκε. Σκέφτηκε· γιατί το κάνει αυτό; Στο τέλος δεν άκουγε τίποτα πια, κι άρχισε να φωνάζει τον Ρέτσεκ. Τα λόγια του είχαν έναν παράξενο ήχο* είχαν μέσα τους τους χτύπους της καρδιάς του, που τους ένιωθε ανεβασμένους στο λαιμό του, και που γίνονταν όλο και πιο ταραγμένοι, πιο βίαιοι. —Προσοχή, Ρέτσεκ. Ρέτσεκ, μην πηγαίνετε πιο πέρα. Μα τι κάνετε, λοιπόν; Μη συνεχίζετε άλλο. Εδώ, εδώ. Μ' ακούτε; Ιησού, Μαρία, πού είστε; Μην κάνετε κουταμάρες, ποτέ δεν ξέρει κανείς... Ξαφνικά, ολόκληρο το φως του φαναριού έπεσε πάνω του. ' Ηταν τόσο απροσδόκητο, που τα σημάδια του φόβου του δε χάθηκαν αμέσως και μες στην ταραχή του η έκφρασή του παρουσίαζε κάτι σχεδόν κωμικό. Ο Ρέτσεκ, μ' ένα 27
πήδημα βρισκόταν πάλι κοντά του, μα έμοιαζε να μην πολυγνοιάζεται για την παρουσία του. Μια σίγουρη ικανοποίηση έλαμπε στα σκοτεινά μάτια του, μα έσβησε γρήγορα, για να πάρει τη θέση της εκείνη η κλειστή και σοβαρή έκφραση, που απολίθωνε κάθε χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας του. —Ε, λοιπόν; πρόφερε επιτέλους ο Μπόχους, και ξαναπήρε το φανάρι από το χέρι του άλλου, για να 'χει το φως πολύ κοντά του και να νιώθει, έτσι, πιο ασφαλισμένος. Ο φοιτητής του φάνηκε ξαφνικά βλάκας, κωμικός σχεδ ό ν όταν παρατήρησε, άλλωστε, πως μέσα στο φόβο του είχε καταλήξει να γυρεύει να δει το πέρασμα πολύ μακριά από το μέρος που βρισκόταν, ο τρόμος του διαλύθηκε αμέσως, λιώνοντας, κατά κάποιο τρόπο, μέσα στο ξέσπασμα ενός μεταλλικού κι ατέρμονου γέλιου. Τώρα ήταν διατεθειμένος να τα πάρει όλα από τη γελαστή τους όψη και τον διασκέδαζε να βλέπει το φοιτητή να σωριάζει πάλι τα ξύλα μπροστά στη μυστική δίοδο με κινήσεις γεμάτες συνετή αξιοπρέπεια. Καθώς ξανανέβαιναν, προσκάλεσε τον Ρέτσεκ να περάσει, για λίγη ώρα, στο σπίτι του. Η μητέρα του, είπε, θα ήταν χωρίς άλλο εκεί, κι ο Ρέτσεκ δε θα μετάνιωνε αν άκουγε μερικές ωραίες ιστορίες, παίρνοντας ίσως και κανένα ποτηράκι «γκίλκα» (γιατί είχαν, καμιά φορά, και κάτι τέτοιες πολυτέλειες). Ο φοιτητής όμως δικαιολογήθηκε με λίγα λόγια: είχε κάποια δουλειά, θα ερχόταν μιαν άλλη φορά. 'Ο,τι είχε δει του κίνησε ζωηρά το ενδιαφέρον κ' ευχαριστούσε τον Μπόχους πολύ γι' αυτό. . Τούτος δω φάνηκε εξαιρετικά απογοητευμένος* θα του άρεσε τόσο πολύ να μιλήσουν τώρα. Μα ο Ρέτσεκ δεν τον άφησε ν' αρχίσει τα παρακάλια. Χαιρέτησε με μια βιαστική κίνηση και, κατεβαίνοντας, άκουσε τον καμπούρη που, ξανανεβαίνοντας με μεγάλες δρασκελιές και φτάνοντας στο πρώτο πάτωμα, φώναξε σε κάποιο γείτονα ένα ηχηρό «καλημέρα». Ο φοιτητής, ξανανηφόρισε με γρήγορο βήμα την οδό της Γεφύρας. Ανάμεσα στους περιπατητές η δική 28
του βιάση ξάφνιαζε κ' η μαύρη και λυγερή σιλουέτα του έμοιαζε να προχωρεί στηριζόμενη πάνω στο φωτεινό και νωχελικό κύμα του πλήθους, που κατευθυνόταν προς την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Μέσ' απ αυτό το κυριακάτικο πλήθος, πρόβαλε, λίγο αργότερα, κ' η άθλια φιγούρα του βασιλιά Μπόχους. Οι πιο πολλοί τον ήξεραν σ' αυτά τα μέρη, καθώς και το παρατσούκλι που του είχε δοθεί, μόνο ο Θεός ξέρει γιατί, από τον καιρό του σχολείου. Και γινόταν, κάτι χαμίνια, χωρίς έλεος μέσα τους, να του φωνάζουν το παρατσούκλι του, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν φορούσε την κυριακάτικη ρεντικότα του, που τον έκανε ακόμη πιο άσκημο και πιο χτυπητό. Μα ο καμπούρης, χωρίς να χάνει τίποτα από την αταραξία του, εξακολούθησε να βαδίζει μέσα στο πλήθος, κ' ύστερα ξαναγύρισε τα μπρος-πίσω και πήρε το δρόμο, χαμογελώντας πάντα, προς την παλιά πόλη. ' Ηθελε να συναντήσει κανένα γνωστό, ένιωθε τη διάθεση να εξηγήσει σε κάποιον πως η ζωή, παρά τα ελαττώματά της, είχε εν τούτοις και τα καλά της, πως οι Τσέχοι ήταν ένας λαός φιλόπατρης και θαυμαστός, κ' η Πράγα μια πόλη... (Κοιτάξετε μάλλον αυτό το Ρουντολφίνουμ, θα έλεγε)... μια πόλη που δεν είχε την όμοια της σ' όλο τον κόσμο. Τις περισσότερες πιθανότητες να συναντήσει κανέναν τις είχε στην οδό Φερδινάνδου και στο Βουλεβάρτο, που από τα φαρδιά πεζοδρόμιά του περνά ολόκληρη η σύγχρονη Πράγα το απόγεμα της Κυριακής, και πήρε αυτή την κατεύθυνση με την ελπίδα πως κάποιον θα ' παίρνε το μάτι του, έστω και τον Μάχαλ ή τον Πάτεκ. Μόλις πήγε ο νους του στον τελευταίο αυτόν, τον αναγνώρισε κιόλας. Ο κοσμικός συγγραφέας περπατούσε λίγα βήματα μπροστά του. Φορούσε ένα καινούργιο ανοιχτόγκριζο κουστούμι, που κάτωθέ του προφύλαγε, χωρίς άλλο, την κάπως ανήσυχη άνοιξή του, κ' η τσάκιση του πανταλονιού, που τα βήματά του δεν την τάραζαν ούτε το πιο λίγο, έφτανε ως τα φρεσκοβερνικωμένα σκαρπίνια του, αξιοποιώντας τα με πολλή χάρη. ^Οταν ο Μπόχους τον πλη29
σίασε, ο Πάτεκ έφερε ένα ανέμελο και γαντοφορεμένο χέρι (καφέ ανοιχτό 6 3/4) στο γύρο του χαμηλού καπέλου του, και δε φάνηκε πολύ διατεθειμένος ν' αρχίσει συζήτηση. Μα ο Μπόχους ήταν τόσο ευτυχισμένος που είχε βρει κάποιον, ώστε ξέχασε τη δειλία του και, χωρίς να περιμένει να του το πουν πρώτα, συνόδεψε το συγγραφέα. Ο Πάτεκ άφηνε, από καιρό σε καιρό, να πέφτει μια λέξη πάνω στον κοντό σύντροφό του, που την έχανε δηλαδή, γιατί δε γνοιαζόταν, αν ο καμπούρης άρπαζε ή όχι αυτά τα πολύτιμα ψίχουλα. Αντίθετα, αυτός εδώ μιλούσε ασταμάτητα, και δεν ξανάσαινε παρά, πότε-πότε, αφήνοντας ένα δυνατό γέλιο. ' Ολα ήταν γι' αυτόν ένα πρόσχημα, για να μιλά. Οι αστεϊσμοί του, που δεν ήταν πάντα ιδιαίτερα ευτυχείς, τραβούσαν την προσοχή δεξιά κι αριστερά, ή εξόργιζαν, κι ο κομψός νεαρός συγγραφέας, που σκόρπιζε πολυάριθμους χαιρετισμούς προς όλες τις μεριές, ένιωθε αρκετά ντροπιασμένος από τη συντροφιά αυτού του «ελλιπούς προλεταρίου», όπως συνήθιζε ν' αποκαλεί τον Μπόχους. ' Ετσι, στο πρώτο σταυροδρόμι που έφτασαν, έκαμε πως αναγνώρισε κάποιο φίλο του στην αντίθετη μεριά του δρόμου, μισόκλεισε τα μάτια, μουρμούρισε μερικά ακατάληπτα λόγια κ' ^φυγε πριν ο Μπόχους το πάρει καν μυρουδιά. Ο καμπούρης, στην αρχή, εξακολούθησε το δρόμο του, ύστερα, σε καμιά δεκαριά βήματα απόσταση, στάθηκε, γύρεψε, με τα μάτια, μέσα στο πλήθος, τη σιλουέτα του φυγάδα κ' είδε πως ο Πάτεκ ήταν μόνος. Το γέλιο έσβησε τότε από το φαρδύ πρόσωπό του* πέταξε μια βρισιά σε κάποιον μέσα στο πλήθος που, περνώντας, τον είχε σπρώξει, κ' ύστερα, με πεσμένους ώμους, χώθηκε σ' έναν πλαϊνό δρόμο, όπου δεν υπήρχε μήτε ήλιος μήτε άνθρωπος. Δάκρυα ανάβρυσαν από τα μάτια του. Μια στιγμή, σκέφτηκε να πάει να βρει τον Σιλέντερ στο ατελιέ του. Αυτός πάντα τον ανεχόταν. Ακόμη κι όταν ο ζωγράφος ήταν αληθινά απασχολημένος, μπορούσε να καθίσει μ' ένα οποιοδήποτε άλμπουμ σε μιαν άνετη γωνιά του μεγάλου δωματίου και να κοιτάζει εικόνες επί ώρες ολόκληρες, ή να περπατά τα βλέμματά του 30
στο μάκρος των κορνιζών της οροφής, που κάτωθέ της συμβιβάζονταν τα πιο ετερόκλητα αντικείμενα κάτω από το πυκνό πέπλο μιας σκόνης που είχε σωριαστεί εκεί από χρόνια. Στο ατελιέ του Σιλέντερ είχε περάσει ολόκληρες ώρες, χωρίς να προσέχει κανείς την παρουσία του, κι όταν έβρισκε κάπου ένα κομμάτι βελούδο ή αστραφτερό, πολύχρωμο μεταξωτό, δεν το άφηνε από τα μάτια του, ίσαμε που ο ζωγράφος του το έκανε ευχαρίστως δώρο. Τότε ανέβαινε, τρέχοντας, τη σκάλα του σπιτιού του, τρελός από ανυπο.μονησία, φόραγε αυτό το κομμάτι το ύφασμα και κοιταζόταν στον καθρέφτη. Ναι, ο φουκαράς ο Μπόχους έκρινε τη μαύρη ρεντικότα του, που ήταν πολύ παλιά πράγματι, εντελώς ανεπαρκή για κυριακάτικο ρούχο και, ολότελα παιδί κιόλας, ονειρευόταν να μπορεί να πηγαίνει στον κόσμο ντυμένος μ' εξαίσια και σπάνια φορέματα. Μη και τον καιρό που πήγαινε σχολείο δεν υπηρετούσε τη λειτουργία, για να 'χει την ευκαιρία να φορεί το φελόνιο; Και δε θέλησε να πάει στρατιώτης, επίσης, μόνο από αγάπη για τη στολή; Ό λ α αυτά πήγαινε καιρός που είχαν περάσει, και δεν μπορούσε πια να ελπίσει ότι θα φορούσε ποτέ, με την ευκαιρία των πιο μεγάλων εορτών, τίποτ' άλλο, εκτός από τη μαύρη, παλιά και φθαρμένη ρεντικότα του, εφόσον τουλάχιστον η Φραντίσκα δεν αποφάσιζε ακόμη να τον παντρευτεί. Για μια τέτοια εορτή θ' αποφάσιζε, βέβαια, να παραγγείλει ένα καινούργιο ένδυμα και θα έλεγε μάλιστα να του το γαρνίρουν μ' ένα φαρδύ βελούδινο γιακά. Το κεντημένο σακάκι του πατέρα του, που ο Μπόχους θα το έδινε να του το επισκευάσουν, το κράταγαν φυλαγμένο γι' αυτή τη μεγάλη μέρα. Δεν επρόκειτο να σπαταλήσει ανώφελα χρήματα. Μα θα 'ρχόταν, άραγε, ποτέ αυτός ο καιρός;... Την τελευταία Κυριακή, του κάκου περίμενε ο Μπόχους τη φίλη του. Κι αν δεν ερχόταν και σήμερα ακόμη στο ραντεβού; Να πώς έχουν τα πράγματα, στα φτωχά κοιμητήρια, όπου κανένα μαρμάρινο μνημείο δε στολίζεται από το επιδέξιο χέρι του καλλιτέχνη κηπουρού: η άνοιξη μπαίνει μέ31
σα στο κοιμητήριο μ' όλη της την αθωότητα κι ο τελευταίος θόρυβος που ακούει είναι το τρίξιμο της σκουριασμένης σιδερένιας πόρτας. Δεν υποπτεύεται καν πού βρίσκεται. Μα της αρέσει ανάμεσα σ' αυτούς τους τόσο ήσυχους τοίχους, που η ζωή συνεχίζεται πέρα από δαύτους, και πλάι σ' αυτούς τους μικρούς αγγέλους από οπτή, γυαλιστερή γη, που έχουν ενώσει τα χέρια τους και της απευθύνουν τις προσευχές τους. Σε ποιον άλλο θα προσεύχονταν; Το ίδιο και για τους νεαρούς, δειλούς ανέμους, δεν υπάρχει καλύτερο στήριγμα απ' αυτούς τους σταυρούς που μπορούν να τρίβονται πάνω τους, όταν μάλιστα είναι αρκετά μεγάλοι. Κι όπως, παρ' όλ' αυτά, εκεί μέσα νιώθει πολύ άνετα, η άνοιξη μεγαλώνει πιο γρήγορα εδώ, παρ' όσο αλλού. Το μικρό ανάστημα του Μπόχους χανόταν, εν πάση περιπτώσει, πραγματικά, μέσα στο πλήθος τις πριμαβέρες και τις ανεμώνες, και πάνωθέ του ο άνεμος παραμόνευε σε κάθε δέντρο, που άνθιζε, πριν ακόμη πετάξει φύλλα, και, από καιρό σε καιρό, του έστελνε και κανένα λουλούδι εκεί που καθόταν και ταλάντευε τόσο πονηρά τα χαριτωμένα κλαδιά του, που ήταν σαν, από στιγμή σε στιγμή, να ήθελε να σκεπάσει με λουλούδια το μοναχικό επισκέπτη. Μα ο καμπούρης δεν ήθελε να καταλάβει. Αποσπούσε τα πέταλα από τα μαύρα μανίκια του και κοίταζε πέρα από τον ήλιο, σε μιαν άλλη, σε μια εντελώς άλλη μέρα. Το ίδιο είχε γίνε, πάνε τρία χρόνια πια, σ' ένα άλλο κοιμητήρι. Μερικά μαυροντυμένα πρόσωπα στέκονταν γύρω από έναν ανοιχτό τάφο. Οι άντρες που φορούσαν, με ιπποτική κομψότητα, τις μακριές γενειάδες τους και τα ξυρισμένα πρόσωπά τους, είχαν γύρω από τα χείλη τους αυτές τις ρυτίδες, που λέγεται ότι σημαίνουν τη θλίψη ή τη συγκίνηση* οι γυναίκες, πολύ λιγότερο σημαντικές, κρατούσαν τα μαντίλια τους και, στη μέση αυτού του σοβαρού ομίλου, μια κοντή, απελπισμένη γυναίκα, με λευκά μαλλιά. Βασανιζόταν από έναν πόνο που δεν την άφηνε, που την είχε υποτάξει ολότελα. Κάθε σκίρτημα της κακόμοιρης θωριάς της, κάθε ικετευτικό παράπονο της πνιγμένης φωνής της ανήκε σε τούτον τον πόνο. ' Ε32
τσι, είχε ξεχάσει κάθε τι απ' ό,τι την τριγύριζε, ακόμη και το γιο της, τον κακόμοιρο Μπόχους. 'Ηταν πολύ έκπληκτος. Δεν είχε δει ποτέ τη μητέρα του σε τέτοια κατάσταση. Ο ίδιος αυτός δεν ήταν ιδιαίτερα συγκινημένος. Αναρωτιόταν μονάχα, πώς μπόρεσε να χωρέσει μέσα στο φέρετρο ο πατέρας του. Η κάσα δεν ήταν πολύ μεγάλη, και χωρίς άλλο θα έπρεπε να ήταν πλαγιασμένος έτσι: ο Μπόχους φανταζόταν τον πατέρα του με τα γόνατα λίγο διπλωμένα κ' έκανε τη σκέψη πως, αν στο νεκρό πατέρα του ερχόταν η ανήκουστη ιδέα να τεντώσει τις γάμπες του, το φέρετρο θα υποχωρούσε κι από τη μεριά του κεφαλιού κι από τη μεριά των ποδιών. Βυθισμένος σε παρόμοιες σκέψεις, περίμενε ήσυχος ν' αποφασίσει η συντροφιά να ξαναπάρει το δρόμο για το σπίτι τους. Καθώς όμως η μητέρα του, που οι λυγμοί της τη συγκλόνιζαν, εξακολούθησε να μη θέλει να τον αναγνωρίσει, άρχισε να τον παίρνει ο φόβος. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως η γρια γυναικούλα, που σ' ολόκληρα τα σαράντα χρόνια του γάμου της, εκτός από τα δυο πρώτα, δεν είχε κλάψει ποτέ, από το φόβο του συζύγου της, που του ήταν αδύνατο να υποφέρει τις σκηνές, έχυνε τώρα όλα τα συγκρατημένα δάκρυα μιας ολόκληρης ζωής, κλαίγοντας τη μια χρονιά πίσω από την άλλη, με τη γλυκιά απόλαυση της ανακούφισης. Και σαράντα χρόνια δεν κλαίγονται μέσα σε μια στιγμή! Κι ο Μπόχους κοίταζε σαν χαμένος πότε τον ένα και πότε τον άλλο. ' Ολοι οι φίλοι κ' οι σύντροφοι του μακαρίτη πατέρα του πέρασαν από μπρος του, κ' οι πιο ευγενικοί απ αυτούς του 'σφιξαν το χέρι σιωπηλοί, πράγμα που προκάλεσε νέους κρουνούς δακρύων στη μάνα του, που τους παρακολουθούσε όλους, κι ο Εγγλέζος καμαριέρης της Αυτού Υψηλότητας είπε μάλιστα σε άψογα, ξενικά γερμανικά: «Ήταν πολύ νέος ο πατέρας σας». Μ' αυτό, ήθελε να θυμίσει πως ο μακαρίτης θυρωρός ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος απ' αυτόν, τον Εγγλέζο καμαριέρη της Αυτού Υψηλότητας. Τα χειροσφιξίματα κείνα είχαν κάμει τον Μπόχους ν' ανησυχεί όλο και πιο πολύ* τώρα μόνο άρχιζε να καταλαβαίνει πως κάτι εξαιρετικό έ33
πρεπε να έχει συμβεί, και, τρομαγμένος από την αλύγιστη επισημότητα αυτών των ανθρώπων, έμεινε μερικά βήματα πιο πίσω από τη συνοδεία. Τότε, ένιωσε, ξαφνικά, δυο μπράτσα να κατεβαίνουν ως σ' αυτόν, κι όταν σήκωσε τα μάτια του, μια νέα ξανθιά γυναίκα τον φίλησε στη μέση του μετώπου του. Ένιωσε πως είχε χείλη δροσερά και κάτι ακόμη, που του άρεσε περισσότερο: ότι δεν έκλαιγε. Μόνο που τα μάτια της ήταν άπειρα θλιμμένα. Μα όταν ο καμπούρης συνάντησε το βλέμμα της, ο νους του πήγε σ' ένα σκοτεινό δάσος. Ό χ ι , δε σκέφτηκε τίποτα το τρομερό, σ* ένα σκοτεινό δάσος μονάχα, όπου θα μπορούσε, άλλωστε, να κατοικήσει κανείς. Έτσι, αγάπησε αμέσως αυτά τα θλιμμένα μάτια, τα θλιμμένα μάτια της Φραντίσκα. Κανείς δε γνώριζε, άλλωστε, αυτή τη γυναίκα, και κανένας από κείνους που ακολούθησαν τη νεκρική πομπή δεν ήξερε, τότε, τ' όνομά της* απλά είχε ακολουθήσει κι αυτή. Στην πόρτα του κοιμητηρίου στέκονταν δυο ζητιάνες, που κρατούσαν ροζάρια στα μαραμένα τους δάχτυλα. Βρίσκονταν στο δέκατο έβδομο «Χαίρε, Μαρία» κι όταν ο Μπόχους πέρασε από μπροστά τους με την καινούργια του φίλη, κρατημένοι από το χέρι, διάκοψαν την προσευχή τους, κ' η μια τους είπε, καγχάζοντας: —Αυτή, που πάει με τον καμπούρη, ήταν η ερωμένη του μακαρίτη. Κι ο ψιθυριστός καγχασμός τους χάθηκε σιγά-σιγά μέσα στο δέκατο όγδοο «Χαίρε, Μαρία» του ροζαρίου τους. Μα ο Μπόχους δεν είχε ακούσει τίποτα. Εξακολούθησε να συναντά τη νέα ξανθιά γυναίκα, κι όταν του ξαναχάιδεψε το μέτωπο, λέγοντας: «Είσαι ένα καλό, πολύ καλό αγόρι», φίλησε το χέρι της κ' η καρδιά του χτύπησε πιο γρήγορα. Είχε νιώσει ένα παγωμένο ρίγος να διατρέχει την πλάτη του κι όλα ξέσπασαν με πάταγο μέσα στο κεφάλι του, έσφιξε τα χέρια του τόσο πολύ, που πήγε να φωνάξει από τον πόνο, κι αντί να φωνάξει, ψιθύρισε: —Είσαι η αγαπημένη μου, δεν είσαι; Εκείνη είχε γελάσει τότε, είχε γελάσει δυνατά, επιδοκι34
μάζοντας με το κεφάλι* τα μάτια της ήταν γεμάτα από κείνη την αγαπημένη θλίψη. Μα πήγαινε πολύ καιρός από τότε, κι ο Μπόχους που καθόταν τώρα κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο του κοιμητηρίου της Μαλβαζίνκα, ευχαρίστως θα ξανάκανε πάλι την ίδια ερώτηση στη Φραντίσκα. Αντί γι' αυτό, κάρφωνε τα μάτια του στο κόκκινο πρόσωπο του βραδιού, και σκεφτόταν: «Τώρα, δε θά 'ρθει πια». Μέσα του δεν υπήρχε πια η παραμικρή ελπίδα, παρ' όλ' αυτά όμως έμενε καθισμένος ανάμεσα στους χωματοσωρούς και στους τάφους, συγκρατημένος από τη σκοτεινή επιθυμία να μπορούσε να παραμείνει εδώ, με τα ίδια δικαιώματα των πολυαρίθμων γειτόνων του. Τι έπρεπε να κάμει γι' αυτό; Θεέ μου, τα μάτια του δεν είχαν παρά να εγκαταλείψουν αυτά τα καμπαναριά, αυτές τις στέγες, το απαλό γέρσιμο της λοφοπλαγιάς, ν' αποχαιρετήσει τον ουρανό, το πρώτο αστέρι της βραδιάς, και κάθε πράγμα που ήταν βαθιά χωμένο μέσα του, θα έπαιρνε για μια τελευταία φορά ανάσα και θα έλεγε «Φραντίσκα», κ' ύστερα ποτέ πια. Αυτό θα 'ταν όλο. Είναι τόσο δύσκολο, λοιπόν; —Πρέπει να ήταν δύσκολο, γιατί ο Μπόχους σηκώθηκε και ξανακατηφόρισε το δρόμο, που ήταν γιομάτος αυλακιές, ως τη δημοσιά. Μια γκρίζα και σπιθηριστή καταχνιά είχε πέσει στο μεγάλο, πολυσύχναστο δρόμο, και κρατούσε, να πούμε, τις φλόγες του γκαζιού φυλακισμένες μέσα στον αέρα, έτσι, που δεν μπορούσαν πια να διαχύσουν το φως τους πάνω στις πυκνές ομάδες των κουρασμένων περιπατητών, που, δυο βήματα πιο μπροστά από το μοναχικό πρόβαλαν μέσα από το αξεδιάλυτο, σαν ομάδες από φαντάσματα, για να ξαναχωθούν αμέσως, πίσω του, μέσα στο μηδέν. Κι αν ο Μπόχους, ακολουθώντας το βαθύτερο ένστικτό του, εξακολουθούσε να περπατά, χωρίς να σηκώνει τα μάτια του, θα έπεφτε, χωρίς άλλο στο Μολδάβα, που ήταν ταραγμένος από το λιώσιμο των πάγων, όπως ένα κουρασμένο άλογο βρίσκει το δρόμο του στάβλου του, χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια. Μα ο Μπόχους σήκωσε το κεφάλι του. Η ομίχλη γύρω του άρχισε να μιλά με όλο και πιο δυνατούς ήχους, κι όλα τα κα35
μπαναριά που θέλησε ν' αποχαιρετήσει, ύψωσαν τις επίσημες φωνές τους του «Άβε». \Ηταν σάμπως, πάνω από τις στέγες, πίσω από τις συμπαγείς πτυχές της ομίχλης, να γιορταζόταν δεν ξέρει κανείς ποια μεγάλη γιορτή, κ' η ψυχή του καμπούρη, υψώθηκε, ξαφνικά, και πριν μπορέσει να τη συγκρατήσει, διαλύθηκε μέσα στη μυστική αγαλλίαση τ' ουρανού. Κι ο φτωχός Μπόχους στεκόταν εκεί και παρακολουθούσε το πέταγμά της. Θυμήθηκε πως σε οχτώ μέρες ήταν η Κυριακή του Πάσχα, και στη σκέψη τούτη τον πλημμύρισε τόση χαρά, που μπήκε χαμογελώντας στο δωμάτιο της γριάς μητέρας του, κι ολόκληρο κείνο το βράδυ μπόρεσε να της διηγηθεί τόσο αστεία πράγματα, που της στάθηκε αδύνατο να συγκρατήσει τα γέλια της. Τι σημασία είχε, τ' ότι ο Μπόχους ονειρεύτηκε αργότερα πως παντρευόταν με τη Φραντίσκα; Έζησε τα πάντα, ως την πιο μικρή λεπτομέρεια, ως τα στολισμένα με σμαράγδια σκουλαρίκια που, σαν σταγόνες αίμα, στραφτάλιζαν στ' αυτιά της μνηστής του. Κι όλα πήγαν καλά. Ο γάμος έγινε στο μεγάλο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου κι ο Μπόχους αναγνώρισε ακόμη και τον ιερέα που ευλόγησε το μυστήριο. Ίσαμε κείνη την στιγμή όλα ήταν ομαλά κ' έγιναν σαν σε μέρα μεσημέρι. Απότομα, όμως, όλα άλλαξαν, έγιναν παράξενα. Μια νέα, ω! μια πολύ νέα κοπέλα έπνιγε τη νεόνυμφη, που ήταν γονατισμένη μπροστά στο βωμό, και της φώναζε: —Δε θα σου τον αφήσω, τον αγαπώ τόσο πολύ! Φώναζε πολύ δυνατά κ' έκανε σαν τρελή, μόλο που βρισκόταν, αν αγαπάτε, στη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νικολάου. ' Ηταν πολύ φυσικό, ο γαμπρός, που, άλλωστε φορούσε πραγματικά μια ρεντικότα καινούργια με βελούδινο γιακά, να εξετάσει από κοντά αυτή τη νέα κοπέλα που τον αγαπούσε τόσο πολύ. Αναγνώρισε την Κάρλα, τη μικρότερη αδελφή της Φραντίσκα, που μόλις τη γνώριζε, και θύμωσε πολύ για τη φασαρία που έκανε την ώρα της τελετής. Μα όταν την κοίταξε από πιο κοντά ακόμη, παρατήρησε πως η νέα τούτη ξανθιά κοπέλα φορούσε ράσο καλογριάς 36
κ' η χαρά που δοκίμασε σ' αυτή τη θέα ήταν τόσο μεγάλη, που αναπήδησε και ξύπνησε. Πέρασε κάμποση ώρα πριν, καθισμένος στο κρεβάτι του, συνέλθει εντελώς. Ύστερα, υπολόγισε πόσες μέρες θα περνούσαν ακόμη ίσαμε τη Μεγάλη Πέμπτη. Κι όταν πείστηκε πως μόνο τρεις μέρες τον χώριζαν απ' αυτή, ο Μπόχους χαμογέλασε και κοιμήθηκε μ' αυτό το χαμόγελο, χωρίς να ονειρευτεί πια, ίσαμε το πρωί.
37
Η ΠΛΑΤΕΙΑ των Ανακτόρων στην Πράγα έχει, παρά την άθλια λεωφόρο που τη διασχίζει, αρκετά περήφανη όψη. Κι αυτό γιατί τριγυρίζεται από παλάτια. Η φαρδιά πρόσοψη του παλιού βασιλικού παλατιού, με τη μεγάλη λευκή αυλή του, που πίσω από τις μπαρόκ γρίλιες της πηγαινόρχεται ο φρουρός, ακούραστος σαν εκκρεμές, είναι η πιο επιβλητική. Ο πύργος των πριγκίπων φον Σβάρτσενμπεργκ κ' ένα άλλο οικοδόμημα κάπως πληκτικό παρουσιάζονται από την άλλη μεριά σαν να υποκλίνονται μόνιμα μπροστά στο βασιλικό παλάτι, και, δεξιά των Ανακτόρων, το παλάτι του αρχιεπισκόπου, φρεσκοσοβαντισμένο, επιτηρεί, σε μια στάση κάπως επηρμένη, τις ταπεινές κατοικίες των αρχιερέων και των κανονικών που γειτονεύουν δειλά με το πανίσχυρο αφεντικό τους. Από τη μια μεριά μόνο του παλατιού, εκεί που ξεμπουκάρουν η σκάλα και το κατηφορικό καλντερίμι της οδού του Πτερνιστήρος, υπάρχει ένα κενό στο βάθος της· βλέπει κανείς, σφιγμένη ανάμεσα στο βουνό του Αγίου Λαυρεντίου και το Μπελβεντέρε, σ' ένα θαυμάσιο πανόραμα, την Πράγα, αυτό το πλούσιο, αυτό το γιγαντένιο επικό ποίημα της αρχιτεκτονικής. Γεμάτη από φως και ζωή, ξετυλίγεται κάτω από τα μάτια του Χράντχιν, και, στις παλιές προσθέτονται άξια πάντα νέες στροφές και πιο λαμπρές. Στην άλλη άκρη αυτής της γραμμής των σπιτιών, που στη μια μεριά ορίζεται από αυτή τη φωτεινή παρεκτροπή, βρίσκεται ένα άθλιο και παλιό μονώροφο κτίριο, που, μέρα τη μέρα, στέκεται εκεί, με τα χέρια μπροστά στα μάτια, και δε θέλει να δει τίποτε απ' αυτό το μεγαλείο. Τα παιδιά της περιοχής περνούν μ' ένα ρίγος φόβου μπρο38
στά από την αυστηρή σιωπή του, κι αν κατά τύχη τους έχουν μιλήσει γι' αυτό το σπίτι, δεν κοιμούνται ολόκληρη τη νύχτα, ή βλέπουν πυρωμένα όνειρα με κατάχλομες καλόγριες που κάνουν παράξενες χειρονομίες. Είναι αλήθεια, πως η νεανική φαντασία τους μπορεί να 'χει ξυπνήσει από το γεγονός πως οι Βαρναβίτισσες που ζουν το συνεχή και βουβό θάνατό τους πίσω απ' αυτούς τους άγριους τοίχους, χωρίς ν' ανταλλάζουν ποτέ ούτε μια λέξη μεταξύ τους, και που δεν μπορούν καν να δώσουν στον εαυτό τους τόσο ήλιο μόνο όσο η μια τους θα μπορούσε να βρει μέσα στα μάτια της άλλης, πως οι Βαρναβίτισσες περνούν τις ταραγμένες, από τις αγωνιώδεις προσευχές, νύχτες τους, μέσα σε ξύλινα φέρετρα, και πως δεν αργούν να τις θάψουν, μέσα στα ίδια αυτά φέρετρα, κάτω από το τετράγωνο της γης που τους δί^ νεται στα κατάβαθα αυτών των σκοτεινών τοίχων, κι όπου σίγουρα δεν μπαίνει ποτέ καμιά άνοιξη. Το τάγμα των Βαρναβιτών αδελφών έσβησε τώρα και πολλά χρόνια. Τα μισοσαπισμένα κρανία των δυο τελευταίων συντρόφων έχουν μείνει πάνω σ' έναν πέτρινο βωμό, μέσα στις νεκρικές κατακόμβες της Σάντα Μαρία ντέλλα Βιτόρια, και χαίρονται τη δίχως προσευχές ανάπαυση της σήψης. Μα οι αδελφές είναι πιο καρτερικές στον πόνο. 'Οταν τώρα και δεκαπέντε χρόνια ταράχτηκε για τελευταία φορά η γαλήνη των σκουριασμένων ρεζέδων της πόρτας, γείτονες με λευκά μαλλιά, καλόγριες μ' αβέβαιη κιόλας μνήμη, ισχυρίστηκαν ότι ξέρουν πως μια όγδοη μοναχή είχε προστεθεί στις εφτά που ζούσαν ακόμη, μα δεν επρόκειτο παρά για υποθέσεις χωρίς καμιά βάση. Αντίθετα, νεότεροι άνθρωποι και με πιο σίγουρα μάτια είχαν κοιτάξει μέσα στην άμαξα που είχε οδηγήσει το πιο πρόσφατο θύμα, κι αυτοί ορκίζονταν πως είχαν δει μια πάρα πολύ νέα κοπέλα, απερίγραπτης καλλονής και νεότητας, και πρόσθεταν πως ήταν αμαρτία ν' αφήνεται να μαραίνεται αυτή η τελειότητα της ομορφιάς μέσα στο πιο φοβερό απ' όλα τα μοναστήρια. Κ' έλεγαν κι άλλα πράγματα ακόμη. Η φλυαρία αυτή αναφερόταν στους λόγους που είχαν αποφασίσει αυτή την πρόωρη αναχώρη39
ση από τη ζωή. Έπλεκαν ατέλειωτες ρομαντικές ιστορίες, στιλέτα στραφτάλιζαν κάτω από τα πιο πολύχρωμα βεγγαλικά κ' οι πιο δαιμονικοί πρίγκιπες όλων των παραμυθιών μιας παραμάνας αντλούσαν από τις υποθέσεις αυτές πιθανότητες ύπαρξης. Φυσικά, ήταν με βεβαιότητα γνωστό πως το κίνητρο αυτής της απάρνησης των εγκόσμιων ήταν κάποιο φοβερό και συνταραχτικό γεγονός και ξεχνούσαν, όπως πάντα,_ πως αυτό μπορούσε, εξίσου καλά, επίσης, να ήταν μια σχεδόν ανεπαίσθητη πείρα, μια από κείνες τις βαθιές και σιωπηλές απογοητεύσεις που δίδουν στις πιο ντελικάτες ψυχές τη σκοτεινή βεβαιότητα πως έχουν περάσει οι κορυφές και οι άβυσσοι της ζωής και πως τώρα πια δεν υπάρχει παρά η απέραντη πεδιάδα μόνο, με τους μικρούς τάφους και τους χλευαστικούς χωματοσωρούς, που είναι πολύ κουραστικό να τη διατρέχει κανείς. Η όμορφη κουρασμένη κοπελίτσα ανήκε στο ψηλό και σκοτεινό παλάτι της οδού του Πτερνιστήρα, που υπήρξε επίσης ο τόπος των δειλών παιδικών παιχνιδιών του Μπόχους, και η μέρα, που το κλειστό αμάξι οδήγησε την πριγκίπισσα Αγκλάγια προς την καινούργια μοναξιά της, ήταν και γι' αυτόν επίσης, που τότε ήταν έφηβος, μια αλλαγή. Εν τούτοις δεν μπορούσε καν να φανταστεί πια πώς θα 'ταν η πριγκίπισσα κείνον κει τον καιρό* έφερνε μέσα του την εικόνα της των ημερών που το χρυσό γέλιο της πετούσε σαν χελιδόνι χαμένο μέσα στις παγερές αίθουσες, ίσαμε που, τελικά, χάθηκε, παρά την αλύγιστη και κατατρομαγμένη Εγγλέζα γκουβερνάντα της μέσα στα ελεύθερα μάκρη του πάρκου. Εκεί συναντούνταν καμιά φορά και φλυαρούσαν τα δυο παιδιά, γελούσαν ή κυνηγούσαν το ένα τ' άλλο, όπως κάνουν τα λυτρωμένα από κάθε εμπόδιο παιδιά: η Αγκλάγια, από την γκουβερνάντα της, κι ο Μπόχους από την άφωνη και πιστή θλίψη του. Ύστερα, ήρθαν χρόνια, που ο γιος του θυρωρού δεν ξανάδε πια τη συντρόφισσα των παιχνιδιών του, που, στο μεταξύ, είχε γίνει μεγάλη κυρία, κ' ήρθαν έτσι τα πράγματα που, στη μνήμη του, τοποθέτησε πλάι-πλάι τη μέρα της απάρνησης των εγκοσμίων από την 40
Αγκλάγια με τις χαρούμενες μέρες των παιδικών χρόνων τους κ' είχε την εντύπωση πως η πιο λαμπερή μέρα μπορούσε να γίνει η πιο σκοτεινή νύχτα, το πιο πλούσιο καλοκαίρι η πιο απελπισμένη χειμωνιάτικη μέρα, χωρίς κανενός είδους μετάβαση από τη μια στην άλλη κατάσταση. Βρισκόταν μπροστά σ' ένα γεγονός που το τελεσίδικό του τον τρόμαζε, που η σημασία του ήταν τέτοια, ώστε να του αφαιρεί για πάντα την πίστη του, ότι οι πλούσιοι κ' οι προνομιούχοι ήταν, κατά κάποιο τρόπο, οι σύμμαχοι μιας μοίρας, που δεν εχθρευόταν και δε μισούσε παρά αποκλειστικά και μόνο τους φουκαράδες. Ένας σωρός προλήψεις έπεσε για μιας μέσα από τα χέρια του* του είχε δοθεί μια αντίληψη του κόσμου, μια θρησκεία, σπέρματα που θα μπορούσαν να ωριμάσουν μέσα του και να εκδηλωθούν, αν ήταν πιο θαρραλέος. Μ' αυτό που θα μπορούσε να μεταβληθεί σε πράξεις που μεγαλώνουν ελεύθερα κ' επίσημα μέσα σ' ένα κανονικό σώμα, σ' αυτόν διαλύθηκε σε πολύχρωμα κι αλλόκοτα όνειρα, σε δειλές ονειροπολήσεις που αφορούσαν σ' έναν όλο και πιο μικρό κόσμο, ίσαμε που στο τέλος δεν ήταν η\α παρά ένα στενό φωτοστέφανο γύρω από την εικόνα της πριγκίπισσας. Η αδύναμη ευγνωμοσύνη του στόλιζε τόσα χρόνια την εικόνα, που από το γελαστό κι αγαπημένο κοριτσάκι κατάληξε να βγει μια κρυφή αγαπημένη κι από την αγαπημένη μια λατρευτή αγία, που έμοιαζε πολύ με την Παρθένο Μαρία και που, γρήγορα, δεν υπήρχε πια παρά μόνο για να εισακούει τις παράξενες αρετές που η ακούραστη φαντασία του δεν έπαυε να της αποδίδει. Και πόσο πλεονεκτούσε ο Μπόχους πάνω στους άλλους πιστούς, έχοντας μιαν αγία που, μόλο που δεν ήταν δυνατό να την πλησιάσει, ζούσε εν τούτοις και τον γνώριζε σαν σύντροφο των παιδικών χρόνων της, που θα πρέπει, παρ' όλ' αυτά, να τα έχει πάρει μαζί της, σαν τα μόνα πολύτιμα κοσμήματά της πίσω απ' αυτά τα αιώνια ντουβάρια! Οι σχέσεις αυτές δεν έπαθαν την παραμικρή αλλοίωση, όταν ο καμπούρης ονόμασε τη Φραντίσκα φίλη του, γιατί κείνον κει τον καιρό η θεοποίηση της Αγκλάγια είχε κιό41
λας προχωρήσει τόσο πολύ, που η μετουσιωμένη μορφή της βρισκόταν πολύ ψηλότερα απ' όλες τις ταπεινές επιθυμίες κι απ' όλα τα ταραγμένα όνειρα. Ο Μπόχους δεν αφοσιωνόταν σ' αυτή παρά μια φορά μόνο το χρόνο, κι ακριβώς τη Μεγάλη Πέμπτη, γιατί κείνη κει τη μέρα η εκκλησία του μοναστηριού των Βαρναβιτισσών ήταν ανοιχτή σ' όλους τους επισκέπτες. Αυτή η μικρή, σκοτεινή κι αρκετά στερημένη από στολίδια εκκλησία, κλείνει πίσω από την πρώτη αγία τράπεζα μ' ένα μεσότοιχο και πίσω από το μεσότοιχο τούτον οι καλόγριες παραβρίσκονταν, αθώρητες, στην ακολουθία. Την παραμονή της ημέρας των Παθών, και μόνο κείνη τη μέρα, οι φωνές των καλογριών φιλτράρονται πολύ απαλά μέσα από το μεσότοιχο της αγίας τράπεζας και κατεβαίνουν σαν ένας μακρινός θρήνος πάνω στους λίγους εκκλησιαζόμενους. Τότε η μικρή συνάθροιση των πιστών τεντώνει το αυτί, συγκρατεί την ανάσα της, νιώθει ρίγη* ο ιερέας στην αγία τράπεζα διακόπτει τις δεήσεις του, τα παιδιά του χορού ρίχνουν ανήσυχα βλέμματα προς τις σκοτεινές γωνιές της εκκλησίας, κ' οι σκοτεινές εικόνες στους τοίχους ξυπνούν. Το καθαρό κουδούνισμα της ύψωσης των ιερών μυστηρίων διακόπτει τη γοητεία. Οι εικόνες στους τοίχους είναι πάλι νεκρές, ο ιερέας σκύβει πάνω από το άγιο δισκοπότηρο, κ' οι πιστοί σέρνονται προς τα πίσω, στους πάγκους τους, φυσούν δυνατά τη μύτη τους και ψιθυρίζουν: —Δεν ακούγονταν δυνατά. Οχτώ είναι ακόμη; Και σηκώνουν τους ώμους, αναστενάζουν και φυσούνε τη μύτη τους. Το ίδιο έγινε κ' εκείνη τη Μεγάλη Πέμπτη. Ο Μπόχους ήταν γονατισμένος στην πρώτη σειρά και περίμενε ν' ακούσει τη φωνή της αγίας του. Δεν είχε ξεχάσει τον ήχο της φωνής της και πάντα πίστευε ότι την αναγνώριζε με σιγουριά μέσα στο μακρινό χορό. Την έπιανε, την αποσπούσε από τις άλλες σαν κανένα μεταξωτό νήμα από ένα ξεθωριασμένο ύφασμα. Την κρατούσε κατά κάποιο τρόπο και δεν την άφηνε να φτάσει, όπως οι άλλες, στους υπόλοιπους α42
κροάτες· μα σήμερα, από τον πρώτο ήχο κιόλας, το ήξερε πως έλειπε. Και μάταια δεν ήθελε να το παραδεχτεί ο φόβος του, ήξερε πως εκείνη δεν ήταν πια εκεί. Κ' έσκυβε προς τα μπρος, κι ο φόβος του παραμόνευε κ' έπνιγε και τον πιο μικρό ήχο* μα όλο και περισσότερο βεβαιωνότανε πως εκείνη έλειπε* και, στο τέλος, μέσα σε μια αγωνία δίχως όρια, άπλωσε τα χέρια του προς τα μπρος, μακριά, μακριά, κι άκουσε με την άκρη των δαχτύλων του, μα εκείνη δεν ήταν πια εκεί. Τότε, κάτι ούρλιαξε μέσα του, ενώ την ίδια στιγμή το κουδουνάκι της ακολουθίας φώναξε μια μόνο φορά, και σωριάστηκε πάνω στο σκληρό πάγκο σαν κάποιος που τον εγκαταλείπει ο Θεός του.
43
ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ Σιλέντερ ήταν ο πρώτος που πρόσεξε τη μεγάλη μεταμόρφωση στον Μπόχους. Σκέφτηκε γρήγορα τις πιθανές αιτίες αυτής της αλλαγής, χωρίς να φτάσει σε κανένα συμπέρασμα. Μήτε κ' η Ματθίλδη, η γυναίκα του, μπόρεσε να την εξηγήσει. Ξέχασαν, λοιπόν, αυτή την εκπληκτική εξέλιξη, ίσαμε κάποιο πρωί, λίγο καιρό ύστερα από το Πάσχα, που μπήκε στο ατελιέ ο Πάτεκ και είπε: —Τι αυθάδεια! Ο Σιλέντερ παράτησε το πινέλο και την παλέτα του και κοίταξε τον οργισμένο επισκέπτη του, που, χωρίς να βγάλει το καπέλο του, πηγαινορχότανε μέσα στο δωμάτιο. —Καλημέρα, τι συμβαίνει, λοιπόν; Μα ο συγγραφέας επανάλαβε πολλές φορές: «Τι αυθάδεια!» κ' ύστερα σταμάτησε και θέλησε με πολλές προφυλάξεις ν' αποθέσει το αψεγάδιαστο ημίψηλό του πάνω σε μια στοίβα σκονισμένα χαρτόνια. Στην αρχή τ άγγιξε μ' ένα γαντοφορεμένο δείχτη που τον αποτράβηξε αμέσως σαν να 'χε αγγίξει καμιά πυρωμένη θερμάστρα. Γεμάτος συγκινητική αμηχανία, ταλάντευσε το καπέλο του ανάμεσα στις δυο παλάμες του κ' έριξε στο ζωγράφο ένα βλέμμα γεμάτο μομφή. —Στο σπίτι σου όλα είναι γεμάτα σκόνη, πουθενά δεν μπορείς ν' ακουμπήσεις κάτι. Τέλος, βρήκε πού να καθίσει κι άρχισε να διηγείται μ' έναν τρόπο αρκετά άταχτο ότι ερχόταν από το «Εθνικό», ότι είχε συναντήσει εκεί τη συνηθισμένη παρέα, κι ότι μίλησαν γι' αυτό και για κείνο. —Σου βρίσκεται κανένα τσιγάρο; διακόπηκε, και δε συ44
νέχισε παρ' αφού πρώτα ο Σιλέντερ του πρόσφερε ένα. Μιλούσαν, λοιπόν, γι αυτό και για κείνο. Κι ο «ελλιπής προλετάριος» είχε πάρει μέρος στη συζήτηση μ' έναν τρόπο τόσο επίμονο κ επηρμένο, ώστε αυτός, ο Πάτεκ, έκρινε πως ήταν χρέος του να δώσει, μια για πάντα, ένα καλό μάθημα σ' αυτόν τον αδιάκριτο. —Μήπως σου βρίσκεται κονιάκ; ρώτησε πάνω σε κείνη την κρίσιμη στιγμή. Ήπιε μονορούφι το κονιάκ που του προσφέρθηκε κ είπε, μ' ένα μορφασμό, ενώ ταυτόχρονα άπλωνε τα μπράτσα του, σαν ν' αποταυριζόταν, και πλησιάζοντας στο παράθυρο: —Και ξέρεις τι τόλμησε το υποκείμενο αυτό; Μου αντιμίλησε! Πού ξανακούστηκε ποτέ τέτοιο πράμα; Μου αντιμίλησε! Κάτι ακόμη χειρότερο: Είχε το θράσος να με προσβάλει κιόλας. —Και τι είπε, λοιπόν; ζήτησε να μάθει ο ζωγράφος. —Δεν έχω ιδέα. Ο Σιλέντερ τον κοίταξε μ' ένα ύφος τόσο έκπληκτο, που ο Πάτεκ, όχι δίχως κάποιαν αμηχανία, πρόσθεσε γρήγορα: —Νομίζεις πως είχα τον καιρό να συγκρατήσω τέτοιες ανοησίες; ' Οτι τάχα ντρεπόμουνα γι' αυτσν, ή κάτι παρόμοιο. Το γεγονός είναι ότι με πρόσβαλε. Πώς να μην κοκκινίζει κανείς για ένα τέτοιο υποκείμενο; Για κάμποσα ακόμη λεπτά, ο κομψός μυθιστοριογράφος εξεδήλωσε την πιο ζωηρή αγανάχτηση, μα γρήγορα άρχισε να ενδιαφέρεται για την εργασία του Σιλέντερ, κοίταζε πότε αυτό, πότε κείνο, κρατώντας με πολλή σύνεση, μη και λερωθεί, ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείχτη, πολλά τελάρα που ήταν γυρισμένα προς τον τοίχο. Ο Σιλέντερ τον άφηνε φιλόφρονα και δεν απόρησε καθόλου, όταν ο νεαρός κύριος τον αποχαιρέτησε με την καλύτερη διάθεση του κόσμου. Ο Πάτεκ φερνόταν πάντα του έτσι. Με μια σύντομη σκηνή, που λίγο ως πολύ τη στεφάνωνε η επιτυχία, λυτρωνόταν από ένα οποιοδήποτε δυσάρεστο γεγονός, ίσαμε που, στο τέλος, «ξανάπαιρνε την απάνω βόλτα», όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος, πράγμα που δεν εμπόδισε το με45
γάλο νικητή να επαναλάβει, το ίδιο κείνο πρωί, πέντε φορές ακόμη, την ιστορία της λογομαχίας του με τον Μπόχους, και κάτω από ένα φως όλο και πιο ευνοϊκό γι' αυτόν, έτσι, που η πέμπτη έκδοση της ιστορίας, στο μπουντουάρ μιας τραγουδίστριας που διέπρεπε στις σύγχρονες οπερέτες, συμπεριλάβαινε τη χαριτωμένη έκθεση μιας δυαδιστικής φιλοσοφίας, που η ανώτατη αρχή της εξεικονιζόταν από την κοσμική σιλουέτα του μυθιστοριογράφου. Και μέσα σ' αυτό που, τελικά, έμαθε όλος ο κόσμος, είτε από τις διηγήσεις του Πάτεκ, είτε κι από άλλες πηγές, υπήρχε στο βάθος κάμποση αλήθεια: ο Μπόχους είχε γίνει ένας άλλος. Η αγαπημένη του, η αγία του, τον είχε εγκαταλείψει. Από τη στιγμή κείνη κ' ύστερα παρατήρησε πως είχε δώσει τόσα πολλά από τον εαυτό του, που δεν είχε κρατήσει παρά ένα ελάχιστο υπόλοιπο. Για κάμποσες ώρες ακόμη, αγωνίστηκε να μάθει, αν το μικρό υπόλοιπο τούτο, χωρίς να το αγγίξει καθόλου, θα το έριχνε μέσα στο Μολδάβα ή αν το κεφάλαιό του ήταν αρκετά μεγάλο ακόμα ώστε να μπορεί να το καταθέσει στην τράπεζα της Ζωής. Την ώρα που το σκεφτόταν αυτό, θυμήθηκε ξαφνικά τα λόγια που του είχε πει ο Ρέτσεκ, κ' η ανάμνηση αυτή τον συνεπή ρε. Ο Ρέτσεκ, το αξιομνημόνευτο εκείνο βράδυ, του είχε πει: «Ίσως να σας χρειαστεί ο λαός». Είναι αλήθεια, πως ο Ρέτσεκ είχε προσθέσει: «Αν είστε λογικός». Για το ότι σήμερα ήταν πιο λογικός απ' όσο ποτέ άλλοτε, ο Μπόχους θα έπαιρνε όρκο. Σκεφτόταν πολύ και σε κάθε ευκαιρία έλεγε αυτό που σκεφτόταν με περίπλοκες φράσεις κι άχρηστες περιστροφές και κάθε φορά ο πιο προσεχτικός ακροατής του ήταν ο ίδιος αυτός. Πάρα πολύ σπάνια, σαν να ξεχνούσε την υπόσχεσή του, ξαναγινόταν δειλός και σιωπηλός. Φοβόταν τον ίδιο τον εαυτό του σε κάτι τέτοιες στιγμές, που ο παλιός Μπόχους, με τις χρυσωμένες ονειροπολήιτεις του, ορθωνόταν μπροστά του σαν ένα φάντασμα και τον παρακαλούσε να ξαναβυθιστεί μέσα στη σιωπηλή θλίψη του παρελθόντος του. Μα ο καινούργιος Μπόχους επέμενε. Ολόκληρη τη μέρα βρισκόταν στο καφενείο, στο δρόμο, τρα46
γουδούσε, σφύριζε και γελούσε, έτσι που οι άνθρωποι γύριζαν και τον παρακολουθούσαν με τα μάτια ή πάλι στεκόταν μπροστά στις βιτρίνες, χωρίς να βλέπει τίποτε άλλο, πέρ' από την ασταθή αντανάκλαση της ίδιας του της ασκήμιας, κ' ήταν σαν κάποιος που περιμένει αυτό που δε συμβαίνει κάθε μέρα. Σχεδόν από ένστιχτο, ζητούσε προπαντός να συναντήσει τον Ρέτσεκ. Του φαινόταν πως μόνο από το στόμα του φοιτητή θα μάθαινε αυτό που θα 'ταν γι' αυτόν το «γεγονός», μα δεν μπόρεσε να τον βρει πουθενά. Ο Ρέτσεκ είχε εγκαταλείψει το δωμάτιο που κρατούσε, χωρίς ν' αφήσει διεύθυνση και κανείς δεν τον είχε ξαναδεί στο «Εθνικό». —Τι παράξενος τύπος! είπε μια μέρα ο Νορίνσκι. Ο Σιλέντερ επιδοκίμασε με το κεφάλι, μα ο καινούργιος Μπόχους κάγχασε: —Ανοησίες! κι άρχισε να γελά με το παλιό, άθλιο γέλιο του, που δεν έβρισκε τον απόηχό του σε κανέναν. Και να που το βράδυ της ίδιας εκείνης μέρας έγινε το παράξενο. Ο Μπόχους που παραμελούσε όλο και πιο πολύ τη γρια μητέρα του, γύρισε σπίτι του αργότερα απ όσο συνήθιζε. Ανέβηκε κάμποσα σκαλοπάτια, κρατώντας στο χέρι ένα αναμμένο σπίρτο. Το βλέμμα του ερευνούσε το πυκνό σκοτάδι του γιομάτου γωνιές διαδρόμου. Ξαφνικά, του φάνηκε πως η πόρτα του υπογείου δεν ήταν καλά κλεισμένη. Πλησίασε πασπατευτά, την άνοιξε με προφύλαξη και κατέβηκε, παράξενα αποφασισμένος, τα γνώριμα σκαλοπάτια. Η σιλουέτα του χάθηκε ολότελα μέσα στην υγρή σκοτεινιά, που στο βάθος της το αυτί του ξεχώρισε παράξενους και μακρινούς ήχους. Μόνο όταν, έχοντας γλιστρήσει σ' όλο το μάκρος του τοίχου, ανακάλυψε πως είχαν μετακινήσει τα ξύλα και πως από το μυστικό πέρασμα ερχόταν μια αδύναμη λάμψη, τον πήρε ο φόβος. Μα ένα δυνατότερο αίσθημα τον ανάγκασε να πλησιάσει περισσότερο. Στην αρχή άκουσε τις φωνές που αντηχούσαν από την άλλη μεριά, κι όταν αντιλήφθηκε πως δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα, προχώρησε με μιαν αθέλητη κίνηση, που η 47
επιδεξιότητα της τον ξάφνιασε, μέσα στο άνοιγμα, τόσο ακριβώς, όσο χρειαζόταν για να κορνιζωθεί απ' αυτό, χωρίς να ριψοκινδυνεύσει να το περάσει ολότελα. Στην αρχή διέκρινε ένα μεγάλο φανάρι, που το φως του έμοιαζε να κυλά πάνω στις τετράγωνες πλάκες σαν χυμένο νερό. Γύρω απ' αυτό το τέλμα από φως, μπορούσες να δεις πόδια νεαρών ανδρών και, στη μέση αυτού του κύκλου, τα πόδια μιας κοπέλας. Το βλέμμα του Μπόχους ανέβηκε αργά όλο το μάκρος του κορμιού της και, μέσα στο μισόφωτο, βρήκε, πάνω σ' ένα φόρεμα απροσδιόριστου χρώματος, δυο φωτεινά και ζωηρά χέρια νεαρού κοριτσιού, που οι έντονες χειρονομίες τους έρχονταν σε βοήθεια εκείνων των λόγων που ο Μπόχους δεν μπορούσε πάντα να καταλάβει. Καταλάβαινε, όμως, τα χέρια. Απότομα κατάλαβε πως τα ευκίνητα εκείνα χέρια κράδαιναν κάτι, πως ήθελαν να σταματήσουν δεν ξέρει κανείς ποια αδικία με τη, γεμάτη νιάτα και ιερότητα, βιαιότητά τους. Κι άρχισε ν' αγαπά εκείνα τα χέρια. Σιγάσιγά, σήκωσε το κεφάλι κι αναζήτησε μέσα στο σκοτάδι το πρόσωπο της κοπέλας που είχε εκείνα τα χέρια. Τα μάτια του άρχισαν μια γρήγορη και πεισματερή πάλη με τις φθονερές σκιές που έσβηναν τα μόλις μισοϊδωμένα χαρακτηριστικά, ίσαμε που, τελικά, θριάμβευσαν. Αναγνώρισε την Κάρλα. Και τώρα έμενε εκεί, και το έκπληκτο, βαρύ από θαυμασμό, βλέμμα του δεν άφηνε πια το όμορφο, ενθουσιώδες πρόσωπο της κοπέλας· έπινε τα λόγια που ξέφευγαν από τα χείλη της, ίσαμε που πήραν τον ιδιαίτερο εκείνον ήχο που είχαν στο όνειρό του: «Τον αγαπώ τόσο, τον αγαπώ τόσο...». ' Ολα αυτά έγιναν μέσα σ' ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού. Και τα επόμενα λεπτά έφεραν τούτο δω: Η κοπέλα μίλησε με χαμηλή φωνή, σαν κάποιος που απομακρύνεται όλο και πιο πολύ. Τα λόγια που πριν λίγο μόλις κυλούσαν από τα χείλη της τόσο έντονα και τόσο περήφανα, σέρνονταν τώρα γυμνά κι άσκοπα, μέσα στη σκοτεινιά, ντρέπονταν, και τ' άδεια μάτια της έμεναν κρεμασμένα από κάπου, πολύ χαμηλά, ίσαμε που έσβησαν σιγά-σιγά. Έγινε κάποια κίνηση ανάμεσα στη συγκέντρωση. Τα βλέμμα48
τα των ακροατών ακολούθησαν τα δικά της και για ένα δευτερόλεπτο το μεγάλο ακίνητο μάτι του Μπόχους τα κράτησε όλα αιχμάλωτα. Για ένα δευτερόλεπτο μονάχα, γιατί ξαφνικά πανικοβλήθηκαν, επαναστάτησαν σαν σκλάβοι αντάρτες, το πλήθος τους κατάφυγε, με ταραγμένα ψιθυρίσματα και δυνατές βλαστήμιες, στο βάθος της υπόγειας διάβασης, και το φως πήδησε στο πρόσωπο του Μπόχους σαν κίτρινος γάτος. Ο Μπόχους ξεξύπνησε κι ανατρίχιασε. —Ρέτσεκ! φώναξε. Αυτός πραγματικά έσκυβε πάνω από τον καμπούρη. —Μπόχους, σκυλί, κατασκοπεύεις, ε; φώναξε. Ο Μπόχους έστρεψε αλλού τα μάτια του. Φοβόταν το φοιτητή. —Ρέτσεκ! ούρλιαξε ο καμπούρης, ακόμη πιο δυνατά από τον άλλο, μέσα από τα βάθη του φόβου του. Δεν είχε βρει να πει τίποτ' άλλο απ' αυτό τ όνομα. Την ίδια στιγμή, η στάση του μέσα σ' εκείνη τη στενή τρύπα τον έκαμε να πονά κ' ένιωσε έτοιμος να βάλει τα κλάματα από απελπισία. Ο φοιτητής τον βοήθησε, τότε, να σταθεί στα πόδια του, κι αμέσως μετάνιωσε για την αδυναμία του, σκέφτηκε τα σχέδιά του κ' είπε μ' ένα ύφος πολύ λίγο πειστικής υπεροχής: —Τα ξέρω όλα. Λέγοντάς το αυτό, δε σκεφτόταν παρά τα δυο οργισμένα χέρια της κοπέλας. —Άκουσες, λοιπόν; ρώτησε ο φοιτητής, απειλητικός. Ο Μπόχους δεν τον αντιμετώπισε δίχως φόβο. —Ρέτσεκ, είπε, ω, Ρέτσεκ, μην είστε έτσι. Μη και δεν είμαι από τους δικούς σας; Είμαι μαζί σας, μ' όλη μου την καρδιά μαζί σας. Ο φοιτητής τον κοίταξε μ' ανελέητη προσοχή, κι ο καμπούρης ένιωσε ν' αφοπλίζεται από κείνο το διαπεραστικό βλέμμα που ζητούσε να χωθεί μέσα στις ίδιες του τις σκέψεις, κ' επανάλαβε πάλι, πριν βρει κάτι καλύτερο: —Δίχως μου, θα την είχατε βρει ποτέ; Εννοούσε την υπόγεια διάβαση. 49
—Ξέρω καλά, συνέχισε, πως τη χρειαζόσασταν... και για ποιο λόγο, πρόσθεσε πονηρά. Ο φοιτητής αφέθηκε να πειστεί. Ξαφνικά, είπε αποφασιστικά: —Το χέρι σου και σιωπή! Με κάποια σίγουρη περηφάνια, ο καμπούρης έβαλε τα κοντά δάκτυλά του μέσα στο χέρι του φανατικού* το χειροσφίξιμό του δεν επιδοκίμαζε, δεν παραχωρούσε τίποτα. ' Ηξερε τον εαυτό του νικητή κι άρχισε να θέτει τους όρους του. Πήρε ψηλά τον αμανέ: ήθελε να μιλήσει στη μέση τους, εκεί, μέσα στην υπόγεια διάβαση, για το λαό και την ^ελευθερία. Ω! είχε πολύ σπουδαία σχέδια. Μα ο Ρέτσεκ έπρεπε να του δώσει τη βεβαιότητα πως θα μπορούσε να μιλήσει. —Ναι, αποκρίθηκε ο φοιτητής, κ' επέμεινε άλλη μια φορά: Σιωπή! Ο Μπόχους επιδοκίμασε με αδιαφορία και ξαναρώτησε: —Λοιπόν, είναι σίγουρο, ότι θα μπορέσω να μιλήσω; Ο άλλος το υποσχέθηκε κ' έσπρωξε τον Μπόχους προς την πόρτα. Δε φοβόταν πολύ τον ανάπηρο, που τον θεωρούσε προπαντός οχληρό και, φυσικά, δεν περίμενε τίποτε από δαύτον. Από την κάτω μεριά της σκάλας τον φώναξε πάλι. Του σύστησε για τρίτη φορά «Σιωπή» κι άπλωσε προς το μέρος του Μπόχους, που χαμογελούσε, ένα αντικείμενο. Ο Μπόχους έκαμε να το πιάσει, όταν είδε πως το σκληρό κι άγριο χέρι του φοιτητή κρατούσε ένα μακρύ και στενό στιλέτο, που το φανάρι έριχνε πάνω στη λάμα του μια μακριά, χλομή λάμψη, σαν αίμα. Κι ο Μπόχους του κάκου προσπάθησε να επιβληθεί στον εαυτό του, δεν κατάφερε πια να χαμογελάσει. Εξαναγκάστηκε σ' έναν απογοητευμένο μορφασμό και, ριγώντας, ξανανέβηκε στο σπίτι του. 'Οπου να 'ταν ξημέρωνε, άλλωστε. Από τότε, ο Μπόχους δεν κοιμότανε πια τη νύχτα. Περίμενε μέρα και νύχτα να τον καλέσει ο Ρέτσεκ και σκεφτόταν τι θα έλεγε τότε... Πολλά, πάρα πολλά πράγματα. Η φαντασία του ανακάτευε το οξυδερκέστερο με το πιο χο50
ντροφτιαγμένο, κι αν τη μια στιγμή σκεφτόταν να τους πει με ποιο τρόπο έπρεπε να συντρέξουν τα ορφανά, την άλλη αποφάσιζε να τους πείσει, να τους διατάξει να καταλάβουνε μ' έφοδο τις εκκλησίες και τα παλάτια. Ναι, προπαντός τις εκκλησίες. Μα όποιο κι αν ήταν το θέμα των ομιλιών αυτών, πάντα έβλεπε τον εαυτό του στο κέντρο του ομίλου, σαν αρχηγό, που η ωραία Κάρλα κ' οι πολυάριθμοι ρωμαλέοι νεαροί της θα τον υπάκουαν τυφλά και με σεβασμό. ' Ενιωθε σαν κανένας παραγνωρισμένος που, επιτέλους, έπαιρνε την αληθινή θέση του και βάδιζε μέσα στη δίχως όρια εποχή του, όπου η μέρα κ' η νύχτα συγχέονταν σ* ένα ομοιόμορφο σούρουπο, εμψυχωμένος από την επιθυμία να τους υποχρεώσει όλους να του αφιερώσουν όλη τους την προσοχή. Η άπιστη αγία του είχε οχυρωθεί άνανδρα, για ν' αποφύγει την αγάπη του και το μίσος του, πίσω από τα αιώνια ντουβάρια του μοναστηριού* μα στη Φραντίσκα, που χωρίς άλλο θ' άκουγε γρήγορα από το στόμα της Κάρλας να γίνεται λόγος για τη δόξα του, θα έδινε τη δυνατότητα να κερδίσει τη συγνώμη του. Αναρωτιόταν αν έπρεπε να πάει σπίτι της, και πέρασε δυο νύχτες και τρεις μέρες γράφοντας ένα μεγάλο γράμμα στην ανάξια αγαπημένη του. Το επιμελημένο και διανθισμένο γράψιμό του, παρά τω αρχισυντάκτη, είχε ξεπεραστεί κατά κάποιο τρόπο, σ' αυτά τα επιστολόχαρτα. Τα πιο πολλά γράμματα έμοιαζαν να γελοιοποιούν ξαδιάντροπα τον αντιγραφέα, και, με παράξενες μετεμφιέσεις και τρέλες κάθε είδους, επιβεβαίωναν το κοροϊδιλίκι τους, χλευαζόμενα αμοιβαία το ένα πίσω από την πλάτη του άλλου. Στο πρώτο μέρος της μακράς αυτής επιστολής εβεβαίωνε τη Φραντίσκα, κατά τον τρόπο των ηγεμόνων του Μεσαίωνα, για τα καλά του αισθήματα και για την ευμένειά του απέναντί της* στο δεύτερο μέρος, μιλούσε με άπειρες περιφράσεις για τη σπουδαιότητα της μυστικής αποστολής του και στο τρίτο της πρότεινε τούτο δω: «Εν τούτοις, εξαιτίας του μεγάλου μυστηρίου και της άφατης σπουδαιότητας των υποχρεώσεών μου, βρίσκομαι, 51
προς μεγάλη μου θλίψη, σε πλήρη κι απόλυτη αδυναμία να σε καλέσω να παραβρεθείς στη συνέλευση που θα συμβάλει στην προετοιμασία της ανεξαρτησίας του λαού μου και στη θεμελίωση της δικής μου δόξας, γι' αυτό σε προσκαλώ, δια της παρούσης μου, να έρθεις σπίτι μου την... (στο σημείο αυτό ήταν ενδεδειγμένη μια κοντινή ημερομηνία), στις έξι ή στις εφτά το βράδυ. Μπροστά στη μητέρα μου και σε σένα, θα μιλήσω, τότε, όσο θα μου είναι επιτετραμμένο, χωρίς να γίνω προδότης προσώπων που, άλλωστε, δε φοβούμαι καθόλου, για την υψηλή και δίκαιη και θαυμάσια υπόθεσή μας». Κ' η μακρά τούτη πρόσκληση υπογραφόταν ως εξής: «Βασιλεύς Μπόχους. Εγένετο εν Πράγα». ' Οταν ο καμπούρης ξαναδιάβασε τον εαυτό του για πολλοστή φορά, χρειάστηκε να χαμογελάσει και παρά λίγο να καταστρέψει το γράμμα. Ύστερα, σκέφτηκε: Ό χ ι , είναι τουλάχιστον ένα όμορφο αστείο, ναι, χωρίς άλλο, κ' έκρυψε το μήνυμα, και το πήγε ό ίδιος στο ταχυδρομείο. ' Οταν το άκουσε να πέφτει μέσα στο κουτί, ανάσανε ανακουφισμένος.
52
Η ΦΡΑΝΤΙΣΚΑ δεν απάντησε* μα, στην πραγματικότητα, ο Μπόχους δεν περίμενε καμιάν απάντηση. Ήταν πεπεισμένος ότι θα ερχόταν, σχεδόν ταπεινά, να βρει τον καινούργιο Μπόχους, που η φιλία του θα της φαινόταν τώρα σαν μέγα, κι ανάξιό της, δώρο. Αργά και διστάζοντας, θα της παραχωρούσε τη συγνώμη του, κ' ύστερα την Κυριακή, δε θα πήγαιναν πια, βέβαια, στο κοιμητήριο της Μαλβαζίνκα, μα με όλο τον άλλο κόσμο, σ' έναν από τους δημόσιους κήπους. Ό λ ' αυτά, ο Μπόχους τα συλλογιζόταν γρήγορα, κατά τα σπάνια διαλείμματα που του άφηνε η κυριαρχικότερη έγνοια για τα μεγάλα θέματα στα οποία είχε αφιερώσει από δω και πέρα τη ζωή του. Ήταν αληθινά ξεθεωτική δουλειά, το να επιδιώκει τώρα, κι όλες ταυτόχρονα, τις σπουδαίες εκείνες σκέψεις που του είχαν έρθει στο μυαλό, η μια πίσω από την άλλη, κατά τα χρόνια της αθλιότητάς του κι όλες να τις κυριαρχεί με το βλέμμα του, και να τις εκφράζει ύστερα με τάξη. ' Ηταν μια τέτοια πλημμυρίδα από γνώμες, σχέδια, αναμνήσεις, που ένα ολόκληρο σμήνος του ήθελε, αδιάκοπα, να πετάξει από τα χείλη του, παράφορο κι ανελέητο, σαν πλήθος που προσπαθεί να φύγει ^ποτρελαμένο, πατείς με πατώ σε, από ένα θέατρο που πήρε φωτιά. Μετά, όμως, ο Μπόχους έπαιρνε μιαν αυστηρή έκφραση και πρόσταζε: —Ηρεμία, η μια μετά την άλλη. Καθεμιά στη σειρά της. Και σε κάτι τέτοιες ευκαιρίες, ακριβώς, γινόταν ολόκληρο κείνο το πλήθος να λιποθυμά απότομα, να σωριάζεται πάρα πολύ απλά κι ο Μπόχους να νιώθει ξαφνικά ολό53
τελα άδειο το κεφάλι του και να γίνεται ανίκανος να σκεφτεί και να πει το παραμικρό. ' Οταν εν τούτοις έπινε μερικά φλιτζάνια «τκιάι», το παρδαλό τούτο πλήθος ξανάκανε την εμφάνιση του κι ο καμπούρης ήταν ευτυχισμένος και γελούσε ίσαμε που άρχιζαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του. Η αστάθειά του ωστόσο είχε μεγαλώσει πιο πολύ. Διάβαζε πολύ εφημερίδες, παλιά βιβλία, γέμιζε ολόκληρα τετράδια με γελοία γράμματα κι ο ύπνος τον έπαιρνε ξαφνικά, στη μέση των ασχολιών του, μέρα ή νύχτα, δεν έχει σημασία, σ' ένα καφενείο ή σε μια εκκλησία, σπάνια στο σπίτι του, για ν' αναπηδήσει ύστερα από κάμποση ώρα από ένα ταραγμένο μισουπνι. Έτσι, έφτασε το πρωί της μέρας, που ο Μπόχους είχε υποσχεθεί στη μητέρα του και στη Φραντίσκα, που κ' οι δυο δεν μπορούσαν να παραβρεθούν στον αληθινό θρίαμβό του, να μιλήσει μπροστά τους. Είχε περάσει τη νύχτα σε πολλά καφενεία και ταβέρνες και τώρα γύριζε, κουρασμένος από το ξενύχτι, πηγαίνοντας τοίχο-τοίχο και κοιτάζοντας μ' αδιάφορο ύφος μες στην πυκνή τριανταφυλλόχροη ομίχλη αυτού του ανοιξιάτικου πρωινού. Συνάντησε πολύ λίγους ανθρώπους. Κοντά στον Πύργο Πουρντριέρ διασταυρώθηκε με δυο υπηρέτριες, που κρατούσαν καλάθια γελαστές και φλύαρες. Τα μάτια τους ήταν δροσερά και ξύπνια* τα φορέματα κ' οι μπροστοποδιές τους είχαν ακόμη το κολλάρισμα του καινούργιου υφάσματος. Λίγο πιο πέρα ακόμη τον προσπέρασαν δυο φαντάροι. Περπατούσαν μ' ένα βήμα ενεργητικό, που ο ρυθμός του αντηχούσε εύθυμα, και τα κουμπιά των αμπέχωνών τους έκλεβαν τις πρώτες αχτίνες του ήλιου και τις έριχναν τολμηρά στα γιομάτα ύπνο μάτια του Μπόχους. ' Υστερα, ένα φουρναρόπαιδο σφύριξε κατάμοΟτρα του καμπούρη και γέλασε πολύ δυνατά πίσω του, κ' ένας αστυφύλακας σιγοτραγούδησε ένα οτιδήποτε κάτι, ενώ το φτερό της κάσκας του κυμάτιζε μέσα στον πρωινό άνεμο. Παντζούρια ανέβαιναν και τζάμια ανοίγονταν πλατιά στον ήλιο κ' έπαιρναν πυρκαγιά με λευκές φλόγες. 54
Μέσ' απ' αυτό το δροσερό και χαρούμενο ανανέωμα ακριβώς σερνόταν ο καμπούρης, βλοσυρός και στραπατσαρισμένος» με το πουκάμισο ολοζάρωτο, βρόμικα τα ρούχα, μοιάζοντας μ' ένα φρικτό φρύνο που βρίσκει κανείς μέσα σ' ένα σωρό αρωματισμένων ρούχων. Απ' όλη τούτη τη λάμψη δεν είχε προσέξει τίποτα, εκτός ίσως ότι του ήταν ενοχλητική. Ναι, δεν ήξερε καν ότι ήταν πρωί κι ότι ήταν άνοιξη. Εν τούτοις, όσο προχωρούσε το πρωί, τόσο σαν να έπιανε περισσότερο μια συγκεκριμένη ταραχή όσους συναντούσε. ' Ανθρωποι που χαιρετιούνταν κάθε μέρα χωρίς να μιλούν, σταματούσαν, μ' έκπληκτα ή ανήσυχα πρόσωπα, κ' έσφιγγαν επιτέλους τα χέρια τους με κάποια συμβατική αναγνώριση, για να ξανασταματήσουν δέκα βήματα παραπέρα. ' Ηταν φανερό πως ένιωθαν την ανάγκη ν' ανακοινώσουν ο ένας στον άλλο μια είδηση που αφορούσε και ενδιέφερε όλο τον κόσμο. Στη γωνιά της οδού Φερδινάνδου ένας αστυνόμος διάβαζε στη μέση ενός ομίλου από άντρες κ' υπηρέτριες ένα άρθρο του «Τσέσκυ Κουρίρ» και, λίγο πιο πέρα, ένας γηραιός κύριος που έβγαινε από ένα καφενείο έλεγε στο συνοδό του, στα γερμανικά: «Είναι άνθρωποι αληθινά επικίνδυνοι. Θα 'πρεπε...». Μα ο Μπόχους δεν μπόρεσε ν' ακούσει τη συνέχεια. Ο ηλικιωμένος κύριος συνέχισε το δρόμο του πάνω στα καλογυαλισμένα παπούτσια του, κι ο νεαρός συνοδός του επιδοκίμαζε κάθε λέξη του, κουνώντας καταφατικά, με σεβασμό, το κεφάλι του* έμοιαζαν να 'ναι πέρα για πέρα της ίδιας γνώμης. Όταν ο Μπόχους έφτασε έξω από το «Εθνικό», αναγνώρισε, πίσω από το παράθυρο, τον Νορίνσκι, που, με το συνηθισμένο ηρωικό τρόπο του, κάτι έμοιαζε να διηγείται στους άλλους. Για μια στιγμή ο καμπούρης δίστασε. Ύστερα, συνέχισε το δρόμο του και κατέβηκε το κρηπίδωμα του ποταμού, για να γυρίσει στο σπίτι του. Ήταν κουρασμένος. Ο Νορίνσκι εν τούτοις είχε τελειώσει. Ήπιε τον καφέ του με μια νωχελική κίνηση —αυτό το φλιτζάνι του καφέ που θα μπορούσε να 'ναι ένα γκομπλέν γεμάτο δηλητήριο— και είπε με μεγαλοπρέπεια: 55
—Κανείς από σας δε θα τολμήσει να ισχυριστεί πως δεν είμαι ένας καλός Τσέχος. Και δε θ' αφήσω να χαθεί καμιά ευκαιρία να πείσω τους άθλιους αυτούς Γερμανούς για το ανίθετο. Ας μου σιμώσει κανείς τους! Θα του συντρίψω το κρανίο. Δεν πρέπει όμως να υπερβάλλουμε τη σημασία αυτών των ιστοριών. Είναι παιδιαροκαμώματα, πιστέψτε με. Ύστερα, σηκώθηκε, ξέχασε να πληρώσει τον καφέ του, μοίρασε γενναιόδωρα χειροσφιξίματα σε τρεις πράξεις και, με το κεφάλι ψηλά, κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, που ήταν εκεί κοντά. Οι άλλοι ξανάσφιξαν τον κύκλο τους κι ο Καράς άρχισε να διαβάζει τις πληροφορίες που αφορούσαν σ* αυτό το περιστατικό. ' Ολοι, απάνω-κάτω, έδιναν την ίδια εκδοχή: από την καταγγελία μιας γυναίκας είχε ανακαλυφτεί ένας συνωμοτικός σύνδεσμος νέων, φοιτητών και μαθητευόμενων κυρίως, που έκαναν μυστικές συγκεντρώσεις στο υπόγειο ενός σπιτιού της οδού Αγίου Ιερωνύμου, συγκεντρώσεις όπου προφέρονταν λόγοι που, καθαυτοί, συνιστούσαν εσχάτη προδοσία. Είναι ενδιαφέρον να υπογραμμιστεί το γεγονός, πώς στις συγκεντρώσεις αυτές λάβαιναν μέρος και κορίτσια. Κ' οι γερμανικές εφημερίδες συνέχαιραν για την καταστροφή αυτής της φωλεάς των κακούργων και λυπούνταν που, εξαιτίας της πεισματερής σιωπής των συλληφθέντων συνωμοτών, δεν έγινε ακόμη δυνατό να συλλάβουν και τον αρχηγό, πράγμα που, χάρις στην αξία και την οξυδέρκεια της αστυνομίας μας, δε θ' αργήσει να γίνει. Τέλος, οι γερμανικότερες εφημερίδες έγραφαν ακόμη, πως οι νεαροί εγκληματίες αυτοί, τα καθάρματα αυτά κι αυτοί οι προδότες του τόπου, έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά και χωρίς οίκτο. Ό λ ' αυτά μπορούσε να τα διαβάσει κανείς στο «Καφενείο το Εθνικό». Ο Σιλέντερ ήταν ειλικρινά αγαναχτισμένος: είπε μερικά λόγια για το θάρρος αυτών των νεαρών, που δεν έλεγαν μόνο λόγια, παρά ήθελαν και να δράσουν κιόλας. Δεν ήξερε πώς να τα εκφράσει όλ' αυτά, και σώπασε, δειλά, όταν είδε πως δε συνάντησε πολλές επιδοκιμασίες. Όλοι, χωρίς άλλο, κούνησαν μια στιγμή το κεφάλι τους κ' έριξαν 56
μια λεξούλα, σαν ελεημοσύνη, στο χέρι της Δικαιοσύνης. Τελικά όμως έκαμαν μια στροφή αρκετών μοιρών αφού βρίσκονταν μεταξύ τους, μπορούσαν να μιλούν ειλικρινά. Ο Πάτεκ καταδίκασε απλά αυτόν το ρομαντισμό των σπηλαίων, που δεν ήταν παραδεχτός ούτε και μέσα σ' ένα μυθιστόρημα, κι ο ποιητής Μάχαλ, που δεν είχε παρά μια πολύ αόριστη ιδέα για ό,τι είχε συμβεί, χασμουρήθηκε και, ανάμεσα σε δυο απόπειρες νέου χασμουρητού, παρατήρησε πως πάντα του η υπόθεση αυτή του φαινόταν χτηνώδης, ναι, φοβερά χτηνώδης. Ο Καράς, που ένιωθε να γίνεται κάθε μέρα και πιο κοσμοπολίτης, έβγαλε έναν αρκετά μακρύ λόγο, που, κατά τη διάρκειά του, το μήλο του Αδάμ ανεβοκατέβαινε στο λαιμό του σαν βατράχι βασανισμένο από αμφιβολίες. Το συμπέρασμά του ήταν, πως έξω έπρεπε απολύτως να τροφοδοτήσουν την κοινή γνώμη, ότι οι νεαροί αυτοί δεν ήταν μόνο μάρτυρες της ιδέας, μα οι ήρωες μιας εθνικής υπόθεσης. ' Οσο, τώρα, γι' αυτόν, τον Καράς, δεν μπορούσε να μην καταδικάσει ανοιχτά παρόμοιες παιδαριωδίες —μάλιστα, παιδαριωδίες!— νέων, ανώριμων ακόμη, ανθρώπων. Στο κάτω-κάτω, ήταν αρκετά καλλιεργημένοι, ώστε να ξέρουν πως ο λαός θ' ανακτούσε τα δικαιώματά του με μια εθνική δράση, τόσο στη ζωή όσο και στην πολιτική σκηνή (μια έκφραση, τούτη δω, που ο Καράς τη χρησιμοποιούσε μ' ευχαρίστηση, συχνά-πυκνά, στις επιφυλλίδες του) ποτέ, όμως, με τέτοιες ασχημοσύνες. Είχε κρατήσει ακόμη κάμποσες εφεδρικές φράσεις, μα διακόπηκε απότομα. Δεν ήξερε κι ο ίδιος γιατί. Οι άλλοι σήκωσαν τα μάτια και είδαν τον Ρέτσεκ που στεκόταν μπροστά τους. Ο φοιτητής, που στο χλομό πρόσωπό του τα σκοτεινά μάτια του έλαμπαν με μια παράξενη λάμψη, δε φάνηκε να είδε τα χέρια που του απλώνονταν. Ίσως να είχε ακούσει τα τελευταία λόγια του κριτικού, μα δεν απάντησε τίποτα, κάθισε στη συνηθισμένη θέση του κ' ήπιε το «τκιάι» του. Τα σκληρά χέρια του έτρεμαν ελαφρά. Δεν τόλμησαν να πουν λέξη. Επιτέλους, ο Πάτεκ άρχισε να μιλά για ένα καινούργιο βιβλίο κ' οι καλλιτέχνες ξεχάστηκαν, παρα57
κολουθώντας τον. Επρόκειτο για μια νουβέλα, στο είδος του Μωπασσάν, που ήθελε να δημοσιεύσει ένας νέος συνάδελφος. Αλλ' έμπαιναν στη μέση χρηματικά ζητήματα κι .αναρωτιόταν κανείς αν έπρεπε να βοηθήσει, σ' αυτό, το συγγραφέα. Ο παντοδύναμος Καράς δε φαινόταν καθόλου διατεθειμένος να το κάμει. Ο Πάτεκ φώναξε, τότε, αγαναχτισμένος: —Μα, σας παρακαλώ, πρόκειται περί εθνικού ζητήματος! Ο Ρέτσεκ σηκώθηκε μ' ένα παγερό χαμόγελο: —Είστε Τσέχοι; ρώτησε. ' Ολοι σώπασαν και τον κοίταξαν, αμήχανοι. Ο Σιλέντερ είχε σηκωθεί. —Είστε Τσέχοι; επανάλαβε ο φοιτητής. Ο Καράς τον καλόπιασε: —Τι σας πιάνει, Ρέτσεκ; Μας προκαλείτε; —Μα είστε ώριμοι, δεν είναι έτσι; εξακολούθησε ο Ρέτσεκ* ώριμοι κ' ικανοί. —Είναι μεθυσμένος, ψιθύρισε ο Μάχαλ περιφρονητικά. Ο Ρέτσεκ έσφιξε τις γροθιές του. Μα συγκρατήθηκε. —Ξέρω πως συνηθίζετε να θυμώνετε, κι όχι αδικαιολόγητα, για τη μέθη. Το ξέρω. Μα θα σας το πω άλλη μια φορά, ο λαός δεν είναι ώριμος, κι αν νιώθετε τόσο ολοκληρωμένα εσείς, είστε εχθροί του, είστε προδότες. —Είμαι αξιωματικός, είπε ο Πάτεκ, μ' ανησυχητική φωνή κ' έκαμε ένα βήμα προς τα μπρος. Ο Ρέτσεκ του έβαλε τη γροθιά του στα μούτρα και, περνώντας από μπροστά του, χωρίς να προσθέσει άλλη λέξη, βγήκε από το καφενείο.
58
ο ΜΠΟΧΟΥΣ δεν μπορούσε να υπολογίζει στη Φραντίσκα πριν από τις έξι ή τις εφτά, γιατί κι ο ίδιος αυτός, άλλωστε, είχε προτείνει αυτή την ώρα στο γράμμα του* εν τούτοις, από τις τρεις κιόλας είχε αρχίσει ν' αναρωτιέται γιατί δεν ερχόταν η αγαπημένη του, ύστερα, κατά τις τέσσερις, ήταν έτοιμος να πάει να τη ζητήσει, μα παραιτήθηκε, απ' αυτό, με κρύα καρδιά και διστάζοντας, από περηφάνια ή κι από κάποιο άλλο λόγο. Με τα χέρια στη ράχη, πηγαινορχόταν μέσα στο μικρό δωμάτιο, όπου η υπερβολικά πολυάριθμη παλιά επίπλωση, που είχαν μεταφέρει εκεί από το θυρωρείο, δυσκόλευε πολύ αυτά τα πήγαινε-έλα, και δε στεκόταν παρά αραιά και πού μπροστά στο παράθυρο, όπου καθόταν η μητέρα του και έραβε. —Μητέρα, είπε, στο τέλος, βασανισμένος, πρέπει να πας να τη ζητήσεις. Η γρια κούνησε το κεφάλι, έβγαλε τα χοντρά ματογυάλια της κ' επιδοκίμασε. Ούτε στιγμή δε δίστασε: φυσικά, έπρεπε να πάει να ζητήσει τη Φραντίσκα. Κι άλλαξε τη σκούφια της μ' ένα καπέλο, ρίχνοντας κ' ένα όμορφο κίτρινο σάλι στους ώμους της. —Μπορείς να πεις πως περνούσες ακριβώς από κει. Θεέ μου, ναι, περνούσες ακριβώς από κει, τυχαία. Δεν είναι έτσι; Γιατί δε θα μπορούσες να περνάς από κει; Από κει περνά τόσος και τόσος κόσμος! Ο Μπόχους γέλασε ραγισμένα. —Πες μου, συνέχισε μ' ένα θυμό ανυπόμονο, μπορείς; Η κυρία Μπόχους κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, δειλιασμένη. 59
—Ξέρεις, είπε, θα πάω πρώτα στην κοντινή εκκλησία. ' Ετσι, θα μπορώ να της πω: έρχομαι από την εκκλησία. Δίσταζε ακόμη. Ο Μπόχους εν τούτοις, τώρα και κάμποση ώρα, σκεφτόταν κάτι άλλο. Ήταν ζήτημα, αν έβλεπε ακόμη τη γρια γυναίκα κι απόρησε, καθώς πηγαινορχόταν μέσα στο δωμάτιο, βρίσκοντάς την, απότομα, πάλι μπροστά του. Το κίτρινο σάλι, στον ήλιο του απογεύματος, είχε μια ωμότητα ανυπόφορη. Κοιτάχτηκαν μια στιγμή σιωπηλοί, αυτά τα δυο κοντακιανά, άθλια κι ανάπηρα πλάσματα. Ύστερα, η γρια πήγε με μικρά βήματα κατά την πόρτα κουνώντας το κεφάλι της. Ξαφνικά, ο Μπόχους βρέθηκε κοντά της. —Μαμίνκο, είπε, κ' η φωνή του ήταν σαν άρρωστου παιδιού. Κ* η γρια φοβισμένη γυναίκα κατάλαβε. Απόχτησε ανάστημα, έγινε πλούσια, έγινε μητέρα. Μόνο αυτή η λέξη τα είχε προξενήσει όλ' αυτά. ' Ολη η ανησυχία της έλιωσε σε καλοσύνη, ξαφνικά: κι αυτή, που πριν μια στιγμή μόλις φαινόταν ακόμη τόσο άοπλη, έγινε για μιας δυνατή, τώρα που άπλωνε γλυκά τα μπράτσα της κ' ήταν σαν μια επιστροφή για τον Μπόχους. Ακούμπησε το μεγάλο, βαρύ και ταραγμένο κεφάλι του στο στήθος της μάνας του κ' έκλεισε τα πυρωμένα μάτια του, βουλιάζοντας μέσα σ' αυτή τη βαθιά κι άπειρη αγάπη. Σώπαζε. Και να που κάτι άρχισε να κλαίει μέσα του. Θα πρέπει να ήταν μέσα του, κάπου πολύ βαθιά, τόσο ήταν αδύναμο. Κι άνοιξε περίεργα τα μάτια του* ήθελε να μάθει πού έκλαιγε αυτό. Και να: δεν έκλαιγε αυτός· η μάνα του. Ο Μπόχους τώρα πια δεν μπορούσε να χαμηλώσει τα βλέφαρά του* πίσω τους περίμεναν δάκρυα, πολλά δάκρυα. Ξαφνικά έγινε σαν γιορτή μέσα στην κάμαρα. Τα αντικείμενα γύρω απ' αυτά τα δυο πλάσματα πήραν μια λάμψη που δεν την είχαν ποτέ, ακόμη και στις καλύτερες μέρες τους. Κάθε μικρό βάζο, κάθε μικρό ποτήρι απάνω στην εταζέρα είχε ξαφνικά το φώς του και καυχόταν γι' αυτό κ' ήθελε να παραστήσει το άστρο. Και μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο φως είχε διαχυθεί μέσα σε κείνη την κά60
μαρα. Ύστερα το ρολόι σήμανε, συνετά, σαν να λυπόταν γι' αυτό. Μα σήμανε πέντε φορές κ' η μητέρα έφυγε. —Πού πας; ανησύχησε ο καμπούρης. —Πρέπει να πάω να βρω τη Φραντίσκα. Ο Μπόχους, απότομα, ξαναβρήκε τη μνήμη του. Δίστασε, κ' ύστερα είπε, με θλίψη σχεδόν: —Αλήθεια, τη Φραντίσκα... ' Ηταν ο αποχαιρετισμός. Όταν ο Μπόχρυς έμεινε μόνος του, ξανάρχισε τα πυρετικά κι ανήσυχα πήγαινε-έλα του. Πότε δω, πότε κει, περνώντας, κάτι τακτοποιούσε, σκούπιζε τη σκόνη από το τραπέζι, ξεχνιόταν άθελά του στο να βάζει τάξη στα βιβλία του και στα χαρτιά του. Και κάνοντάς τα αυτά, ζεστάθηκε. Κι όταν βρήκε το φλεγόμενο πρόσωπό του, κάπου μέσα στον καθρέφτη, σταμάτησε, έκπληκτος: φορούσε στους ώμους του το κίτρινο μεταξωτό σάλι της μητέρας του. Του φάνηκε άστείο. Θέλησε να γελάσει, μα το ξέχασε και τύλιξε την πλάτη του μέσα στις απαλές πτυχές του υφάσματος, με αθέλητες κινήσεις ικανοποίησης. Ένιωθε κουρασμένος κι αφέθηκε να πέάει στον ανθοστολισμένο καναπέ που έπιανε, με το ωοειδές τραπέζι, τη μέση της καλύτερης κάμαράς τους. Σκεφτόταν και σκεφτόταν. Ο φτωχός κι όμορφος καναπές έτριξε κάτω από το βάρος του. Αναπήδησε και χάιδεψε με κάποια τρυφερότητα το κροσσωτό κάλυμμα, κ' ύστερα κάθισε σε μιαν από τις κοντινές καρέκλες. Το πρόσωπό του, που μπορούσε καμιά φορά να 'ναι παιδικό, γερνούσε τώρα από στιγμή σε στιγμή, εξαιτίας της έντασης των συλλογισμών του* καταβροχθιζόταν, σαν να πούμε, από τις ρυτίδες που απλώνονταν πάνω του, σαν σκουλήκια μέσα σ' άρρωστο φρούτο. Ήξερε, λοιπόν, όλα αυτά που θα έλεγε; Ένας ακαθόριστος φόβος κρεμόταν από πάνω του. Αιστάνθηκε τόσο εγκαταλειμμένος, να ιλιγγιά τόσο, σαν κάποιος που τον ξεχάσανε στην κορφή ενός ψηλού πύργου. Και την επομένη στιγμή φαντάστηκε ότι τάραζε την τάξη που βασίλευε μέσα στην κάμαρα, αυτή την 61
όμορφη τάξη μιας γιορτάσιμης μέρας, μόνο και μόνο γιατί καθόταν σ' αυτή την καρέκλα. Φοβήθηκε για την υπόνοια του. Κατάφευγε όλο και πιο μακριά και στο τέλος κατάληξε να μαζευτεί, κουρνιάζοντας, πάνω σ' ένα ψηλό ταμπουρέ, σε μια γωνιά της κάμαρας, δίπλα στην πόρτα. Τότε ένιωσε πιο ήρεμος. Σκέφτηκε: «Πέρασε κι αυτό, ό,τι είχα να πω, το είπα κιόλας», κ' ήξερε εν τούτοις πως το μόνο που είχε κάμει, ήταν να κλάψει, κάτι δηλαδή εντελώς διαφορετικό από το να έχει μιλήσει. Παρ' όλ' αυτά, επέμεινε με πείσμα: «Τα είπα όλα, η μητέρα τα ξέρει, το ίδιο κ' εσύ», πρόσθεσε δυνατά και γύρεψε τα μάτια του κίτρινου γάτου που ερχόταν, αργά και με πονηρό περπάτημα, προς το μέρος του. Κανένα νύχι δεν έτριξε πάνω στο σκούρο, γυαλιστερό πάτωμα. Αθόρυβα, το ζώο πλησίαζε, γινόταν όλο και πιο μεγάλο, κΐ όταν έγινε τόσο μεγάλο, που ο Μπόχους δεν μπορούσε πια να δει, πίσω απ' αυτό, μέσα στην ήρεμη κ' επίσημη κάμαρα, είχε κιόλας αποκοιμηθεί. Και, χωρίς άλλο, ονειρευόταν, γιατί είπε με μια φωνή που έμοιαζε να έρχεται από μακριά: —Αυτό 'ναι, Ρέτσεκ, παρακαλώ, αυτό 'ναι το μυστικό. Ο ζωγράφος πρέπει να ζωγραφίζει το λαό και να του λέει: είσαι όμορφος. Το κεφάλι του έπεσε προς τα μπρος και πάλι ξαναπήρε τη θέςιη του, με κόπο. —Ο ποιητής, εξακολούθησε, πρέπει να εξυμνεί το λαό και να του λέει: είσαι όμορφος. Και μέσα στ' όνειρό του, αναστέναξε. «Να είσαι όμορφος, να τι χρειάζεται». Ύστερα, ένα χαμόγελο άρχισε να σχηματίζεται στις γωνιές των χειλιών του, ένα αγαθό κ' ευλαβικό χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπο του κοιμισμένου και το ξανάνιωσε. Και πάλι αναστέναξε: «Δε θα προδώσω ποτέ», ύστερα τ' όνειρό του έγινε τόσο βαθύ, που καμιά λέξη δεν ξανανέβηκε πια στα χείλη του. Η πόρτα άνοιξε. Μα ο καμπούρης δε σήκωσε τα μάτια του παρά μόνο όταν ο Ρέτσεκ τον είχε αρπάξει κιόλας από το λαρύγγι, φωνάζοντάς του κατάμουτρα: 62
—To μυστικό, γιατί δεν κράτησες το μυστικό; Ο Μπόχους ένιωσε τη λέξη τούτη να του καίει το μάγουλο. Τα χέρια του έκαμαν μια σπασμωδική προσπάθεια να υπερασπίσουν τον κάτοχό τους, μα τα μάτια του δεν καταλάβαιναν. Χαμογελούσαν ακόμη. Χαμογελούσαν στο φοβερό εκδικητή, ίσαμε τη στιγμή που πέθαναν. Τότε, το κίτρινο μεταξωτό σάλι γλίστρησε πάνω στο κακόμοιρο σώμα του, σκεπάζοντας το βασιλιά και το μυστικό του.
63
αννουσκα
ΚΕΊΝΟ ΚΕΙ το καλοκαίρι, η κυρία Μπλάχα, η σύζυγος ενός μικροϋπαλλήλου του σιδηροδρόμου του Τουρνάν, του Βενσεσλάς Μπλάχα, πήγε να περάσει μερικές εβδομάδες στο χωριό όπου είχε γεννηθεί. Ήταν ένα πολύ φτωχό κι αρκετά κοινό κεφαλοχώρι στη βαλτώδη πεδιάδα της Βοημίας, στην περιοχή του Νίμπουργκ. ' Οταν η κυρία Μπλάχα, που, παρ' όλ' αυτά, ένιωθε ακόμη, ίσαμε έναν ορισμένο βαθμό, αστή, ξανάδε όλα αυτά τα μικρά άθλια σπίτια, πίστεψε πως μπορούσε να κάμει μια φιλάνθρωπη πράξη. Μπήκε στο σπίτι μιας χωριάτισσας που γνώριζε και που, όπως ήξερε, είχε μια κόρη, για να της προτείνει να πάρει μαζί της, στο σπίτι της, στην πόλη, την κοπέλα, σαν υπηρέτρια. Θα της έδιδε, βέβαια, κάτι, για μισθό, αλλά η κοπέλα θα είχε το μεγάλο κέρδος ότι θα έμενε στην πόλη, όπου και θα μάθαινε ένα σωρό πράγματα. ( Ό σ ο τώρα για την κυρία Μπλάχα, μήτε κ' η ίδια δεν ήξερε καλά-καλά τι θα ήταν αυτός ο σωρός τα πράγματα που θα μάθαινε η κοπέλα στην πόλη). Η χωριάτισσα κουβέντιασε το πράγμα με το σύζυγό της, που δε σταμάτησε να ζαρώνει τα φρύδια και που, κατ' αρχήν, περιορίστηκε να φτύσει μπροστά του σαν είδος απάντηση. Επιτέλους, ρώτησε: —Και δε μου λες, η κυρία το ξέρει πως η Ά ν ν α είναι λίγο... Και λέγοντάς το αυτό, κούνησε το μελαψό και ρυτιδωμένο χέρι του μπροστά στο μέτωπό του, σαν φύλλο καστανιάς. —Βλάκα, αποκρίθηκε η χωριάτισσα. Και μήπως εμείς θα... 64
' Ετσι, η ' Αννα πήγε στους Μπλάχα. Το πιο συχνά έμενε μόνη στο σπίτι, ολάκερη την ημέρα. Ο κύριος της, Βενσεσλάς Μπλάχα, βρισκόταν στο» γραφείο του κ' η κυρία της πήγαινε κ' έραβε στα σπίτια* παιδιά δεν υπήρχαν. Η ' Αννα καθόταν στη μικρή σκοτεινή κουζίνα, που ένα παράθυρό της έβλεπε στην αυλή και περίμενε τη ρομβία. Κι αυτό, κάθε βραδάκι, πριν από το σούρουπο. Έσκυβε, τότε, όσο μπορούσε πιο πολύ από το μικρό παράθυρο και, ενώ ο άνεμος ανάδευε τ' ανοιχτόχρωμα μαλλιά της, χόρευε μέσα της, ίσαμε που ζαλιζόταν κ' ίσαμε που οι ψηλοί και βρόμικοι τοίχοι έμοιαζαν να ταλαντεύονται ο ένας απέναντι στον άλλο. ' Οταν άρχιζε να την παίρνει ο φόβος, διάτρεχε ολόκληρο το σπίτι, κατέβαινε τη σκοτεινή κι ακάθαρτη σκάλα, ίσαμε τα καπνισμένα ταβερνάκια, όπου κάποιος άντρας, στην αρχή του μεθυσιού του ακόμη, τραγουδούσε. Στην αυλόπορτα, συναντούσε πάντα τα παιδιά που αλήτευαν ολόκληρες ώρες μέσα στην αυλή, χωρίς οι γονείς τους να προσέξουν την απουσία οποιουδήποτε από δαύτα, και, πράγμα παράξενο, τα παιδιά τής ζητούσαν πάντα να τους διηγηθεί ιστορίες. Καμιά φορά, μάλιστα, την ακολουθούσαν ίσαμε την κουζίνα. Η ' Αννα καθόταν, τότε, δίπλα στο φουρνέλο, έκρυβε το άδειο και χλομό πρόσωπό της μέσα στα χέρια της, κ' έλεγε: —Να σκεφτώ. Και τα παιδιά υπομονεύονταν για κάποση ώρα. Μα όταν η Αννούσκα εξακολουθούσε να σκέφτεται, ίσαμε που η σιωπή μέσα στη σκοτεινή κουζίνα άρχιζε να γίνεται ανησυχητική, τα παιδιά το έβαναν στα πόδια και δεν έβλεπαν πια, πως η κοπέλα άρχιζε να κλαίει, μ' ένα απαλό σιγανό κλάμα, και πως η νοσταλγία την έκανε ολότελα μικρή-μικρή κι αξιολύπητη. Τι ν' αποζητούσε άραγε; Κανείς δε θα μπορούσε να το πει. Μπορεί και το ξύλο που της έδιναν στο χωριό της. Το πιο συχνά δεν ήξερε τι το ακαθόριστο, που είχε υπάρξει μια μέρα, που δεν έπαψε τουλάχιστον να το ονειρεύεται. Από το πολύ να σκέφτεται, κάθε φορά που τα παιδιά της ζητούσαν ιστορίες, το θυμήθηκε σιγά-σιγά. 65
Στην αρχή ήταν κόκκινο, κόκκινο, ύστερα ήταν ένα πλήθος. Κ' ύστερα μια καμπάνα, ένας δυνατός ήχος καμπάνας, και μετά: ένας βασιλιάς, ένας χωριάτης κ' ένας πύργος. Και μιλούν: —Αγαπητέ βασιλιά, λέει ο χωριάτης... —Ναι, λέει τότε ο βασιλιάς, με φωνή πολύ περήφανη. Ξέρω. Και πραγματικά, πώς θά ' ταν δυνατό να μην ξέρει ένας βασιλιάς αυτό που θα είχε να του πει ένας χωριάτης; Λίγο καιρό αργότερα, η γυναίκα οδήγησε την κοπέλα να κάμει ψώνια. Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα κ' ήτανε βράδυ, οι βιτρίνες ήταν άπλετα φωτισμένες κ' εφοδιασμένες με πλήθος πράγματα. Σ' ένα κατάστημα παιχνιδιών, η Ά ν ν α είδε ξαφνικά την ανάμνησή της: το βασιλιά, το χωριάτη, τον πύργο... Ω! κ' η καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά από το θύρυβο των βημάτων της. Μ' απόστρεψε γρήγορα τα μάτια της και, χωρίς να σταματήσει, συνέχισε ν' ακολουθεί την κυρία Μπλάχα. Είχε το συναίσθημα, πως δεν έπρεπε να προδώσει τίποτα πια. Και το κουκλοθέατρο έμεινε πίσω τους, σαν να μην το 'χαν προσέξει. Πραγματικά, η κυρία Μπλάχα, που δεν είχε παιδιά, δεν το είχε δει καν. Λίγο αργότερα, η Ά ν ν α είχε τη μέρα εξόδου της. Δε γύρισε πίσω το βράδυ. ' Ενας άντρας, που τον είχε κιόλας συναντήσει κάτω, στο καφενείο, της κράτησε συντροφιά, και δε θυμόταν πια ακριβώς πού την είχε οδηγήσει. Της φάνηκε πως είχε λείψει ολόκληρη χρονιά. Όταν, κουρασμένη, ξαναβρήκε την κουζίνα της, τη Δευτέρα το πρωί, της φάνηκε πιο κρύα και πιο γκρίζα ακόμη απ' όσο ήταν συνήθως. Κείνη κει τη μέρα έσπασε μια σουπιέρα, πράγμα που της στοίχισε ένα γερό κατσάδιασμα. Η κυρία της δεν το πρόσεξε καν πως δεν είχε γυρίσει τη νύχτα. Μετά, προς το Νέο 'Ετος, ξενοκοιμήθηκε πάλι, επί τρεις νύχτες συνέχεια. Ύστερα, σταμάτησε απότομα να τριγυρίζει μέσα στο σπίτι, έκλεισε φοβισμένα τις πόρτες των δωματίων κ' έπαψε να φαίνεται στο παράθυρο, ακόμη κι όταν έπαιζε η ρομ^ βία. 66
' Ετσι κύλησε ο χειμώνας, κι άρχισε μια ωχρή και δειλή άνοιξη. Είναι μια εντελώς ιδιαίτερη εποχή για τις εσωτερικές αυλές. Τα σπίτια είναι μαύρα και υγρά, μα ο αέρας είναι φεγγερός σαν συχνολευκασμένο λινό. Τα κακοπλυμένα παράθυρα ρίχνουν ανταύγειες που σκιρτούν και στον άνεμο χορεύουν ελαφρές νιφάδες σκόνης, που κατεβαίνουν απ' όλο το μάκρος των ορόφων, ως κάτω, στην αυλή. Ακούγονται οι θόρυβοι ολόκληρου του σπιτιού, οι κατσαρόλες ντιντινίζουν αλλιώς, ο ήχος τους είναι πιο καθαρός, πιο διαπεραστικός, και τα κουταλομάχαιρα κάνουν διαφορετικό θόρυβο. Κείνον κει τον καιρό, η Αννούσκα γέννησε ένα παιδί. Ήταν γι' αυτή μια μεγάλη έκπληξη. Αφού επί μακρές εβδομάδες ένιωσε νωθρή και βαριά, ένα ωραίο πρωί το παιδί γλίστρησε από μέσα της κ' ήρθε στον κόσμο, μόνο ο Θεός ξέρει από πού βαστώντας. 'Ηταν Κυριακή κι ακόμη κοιμούνταν στο σπίτι. Κοίταξε μια στιγμή το παιδί, χωρίς το πρόσωπό της ν' αλλοιωθεί ούτε το πιο λίγο. ' Ισα-ίσα που κουνιότανε, μα, ξαφνικά μια διαπεραστική φωνή βγήκε από το μικρό στήθος του. Την ίδια στιγμή ακούστηκε το κάλεσμα της κυρίας Μπλάχα κ' οι σούστες ενός κρεβατιού που τρίξανε στην κρεβατοκάμαρα, Η Αννούσκα άρπαξε τότε τη γαλάζια μπροστοποδιά της που ήταν ακόμη ριγμένη πάνω στο κρεβάτι, έσφιξε τα κορδόνια της γύρω από το μικρό λαιμό κ' έκρυψε ολόκληρο κείνο το δέμα στο βάθος του μπαούλου της. Μετά, μπήκε στα δωμάτια, τράβηξε τις κουρτίνες στα παράθυρα κι άρχισε να ετοιμάζει τον καφέ. Μιαν από τις επόμενες μέρες, η Αννούσκα λογάριασε τους μισθούς που είχε πάρει ίσαμε κείνη την ώρα. ' Ηταν δεκαπέντε φλορίνια. Ύστερα, έκλεισε την πόρτα της, άνοιξε το μπαούλο κι απόθεσε την τυλιγμένη γαλάζια μπροστοποδιά, που ήταν βαριά κι ακίνητη, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Την έλυσε αργά, κοίταξε το παιδί, και, με τη βοήθεια ενός υποδεκάμετρου, το μέτρησε από τα πόδια ως το κεφάλι. Μετά, έβαλε πάλι τάξη και βγήκε έξω. Μα —τι κρίμα!— ο βασιλιάς, ο χωριάτης κι ο πύργος ήταν πολύ 67
πιο μικροί. Τους πήρε, παρ' όλ' αυτά, μαζί της και, κοντά σ' αυτούς, κι άλλες κούκλες. Δηλαδή: μια πριγκίπισσα με κόκκινες στρογγυλές βούλες στα μάγουλα, ένα γεροντάκο που είχε ένα σταυρό στο στήθος του και που έμοιαζε κιόλας του Αϊ-Βασίλη, εξαιτίας της μακριάς γενειάδας του, και δυο-τρεις άλλες, λιγότερο όμορφες και λιγότερο σημαντικές. Εκτός απ' αυτά, ένα θέατρο που η αυλαία του ανέβαινε και κατέβαινε, όπως κι όποτε ήθελες παρουσιάζοντας ή αποκρύβοντας τον κήπο που αποτελούσε το σκηνικό. Η Αννούσκα είχε επιτέλους με τι ν' απασχολείται τις ώρες της μοναξιάς της. Τι είχε απογίνει η νοσταλγία της; Έστησε το θαυμαστό θέατρό της (είχε στοιχίσει δώδεκα φλορίνια) και πήγε και στάθηκε πίσω του, όπως πρέπει. Μα, κάποτε-κάποτε, όταν η αυλαία ήταν ανεβασμένη, έτρεχε μπροστά στο θέατρο και κοίταζε σ' αυτούς τους κήπους και τότε ολόκληρη η γκρίζα κουζίνα εξαφανιζότανε πίσω από τα μεγάλα εξαίσια δέντρα. Ύστερα, έκανε κάμποσα βήματα προς τα πίσω, έπαιρνε δυο ή τρεις κούκλες και τις έβανε να μιλούν καταπώς ήθελε. Δεν ήταν ποτέ ένα αληθινό θεατρικό έργο* οι κούκλες μιλούσαν και αποκρίνονταν συνέβαινε, επίσης, καμιά φορά, δυο κούκλες, σαν τρομαγμένες, να υποκλίνονται ξαφνικά η μια μπροστά στην άλλη. Ή ακόμη να υποκλίνονται κ' οι δυο μαζί μπροστά σ' ένα γεροντάκο, που δεν μπορούσε να λυγίσει τη μέση του, όχι γιατί πονούσε, μα γιατί 'ταν ολόκληρος από ξύλο. Γι' αυτό κ' η συγκίνηση τον έκανε, κάθε φορά, να πέφτει τ ανάσκελα. Η φήμη αυτών των παιχνιδιών που έπαιζε η Αννούσκα, δεν άργησε να κάμει το γύρο των παιδιών. Και γρήγορα τα παιδιά της γειτονιάς, δειλά στην αρχή, κ' ύστερα με όλο και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, έκαμαν την εμφάνισή τους στην κουζίνα των Μπλάχα, στημένα στις γωνιές, όταν άρχιζε να πέφτει η νύχτα, και μη χάνοντας από τά μάτια τους τις όμορφες κούκλες που επαναλάβαιναν τα ίδια πάντα πράγματα. 68
Μια μέρα, η Αννούσκα, με πυρωμένα τα μάγουλα, είπε: — Έ χ ω ακόμη μια κούκλα πολύ πιο μεγάλη. Τα παιδιά έτρεμαν από την ανυπομονησία τους. Μα η Αννούσκα έμοιαζε να έχει ξεχάσει ό,τι είπε. Τοποθέτησε όλους τους ήρωές της στον κήπο, ακουμπώντας στα σκηνικά τις κούκλες που δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιες από μόνες τους. Μετά, έκαμε την εμφάνισή του ένα είδος αρλεκίνου, με χοντρό, στρογγυλό πρόσωπο, που τα παιδιά δε θυμούνταν να ξανάδαν ποτέ τον όμοιό του. Μα η περιέργειά τους κεντρίστηκε περισσότερο ακόμη απ' όλο αυτό το μεγαλείο και παρακάλεσαν να τους δείξει την «πολύ πιο μεγάλη» κούκλα. Μια φορά μόνο την «πολύ πιο μεγάλη»! Μια στιγμή μόνο την «πολύ πιο μεγάλη!». Η Αννούσκα ξαναπήγε στο μπαούλο της. Η νύχτα έπεφτε κιόλας. Τα παιδιά κ' οι κούκλες στέκονταν αντικριστά, σιωπηλά, μοιάζοντας σχεδόν. Μ' από τα ορθάνοιχτα μάτια του αρλεκίνου, που έμοιαζαν να περιμένουν ένα φριχτό θέαμα, ένας τέτοιος φόβος μεταδόθηκε απότομα στα παιδιά, που, βγάζοντας κραυγές, το έβαλαν όλα στα πόδια, χωρίς να μείνει ούτ' ένα. Κρατώντας ένα μεγάλο γαλαζωπό πράγμα στα χέρια της, η Α^ούσκα ξαναφάνηκε. Τα χέρια της άρχισαν, ξαφνικά να τρέμουν. Η κουζίνα, εγκαταλειμμένη από τα παιδιά, ήταν παράξενα άδεια και σιωπηλή. Η Αννούσκα δε φοβήθηκε. Γέλασε σιγά και με μια κλοτσιά γκρέμισε το θέατρο, ύστερα ποδοπάτησε κ' έκαμε κομμάτια τις μικρές σανίδες που παράσταιναν τον κήπο. Μετά, όταν η κουζίνα βυθίστηκε μέσα στη νύχτα, έκαμε το γύρο της και σύντριψε το κρανίο κάθε κούκλας — και βέβαια και της μεγάλης γαλάζιας κούκλας.
69
ανταύγειες
Λ ί Γ Ο καιρό ύστερα από τη Γαλλική Επανάσταση, η δούκισσα ντε Βιλλερόζ έκαμε, ξαφνικά, την εμφάνισή της στη Βοημία. Έλεγαν πως ο δούκας φον Φρίντλαν της είχε προσφέρει έναν από τους πύργους του. Και, πραγματικά, είδαν να φτάνουν στο Ντεμίν δυο μεγάλες ταξιδιωτικές άμαξες. Κείνους τους ταραγμένους καιρούς ικανοποιόταν κανείς κι από μια συνοδεία περιορισμένη στο εντελώς απαραίτητο. Ο πύργος, εν τούτοις, ήταν κάθε άλλο παρά έρημος. Φάνηκε —κάτι αναπάντεχο— πως ένας μεγάλος αριθμός ευγενών ζούσαν σ' αυτή την περιοχή: εμιγκρέδες και άλλοι. Υπήρχαν προπαντός πολλοί Πολωνοί. Οι πρώτες δεξιώσεις της Δούκισσας προξένησαν μερικές στενόχωρες καταστάσεις. Κάτω από την ψηλή, έντονα φωτισμένη πύλη, που μπροστά της σταματούσαν οι άμαξες, η μια πίσω από την άλλη, οι άντρες αναρωτιόνταν μ' ένα έκπληκτο βλέμμα και με τα μάτια γεμάτα σκοτεινές αναμνήσεις, κ' οι γυναίκες χαιρετούσαν η μια την άλλη, χαμογελώντας ειρωνικά. Προφέρονταν ονόματα με δυνατή φωνή, μα πολύ γρήγορα: η κόμισσα Πόλόνσκα, η πριγκίπισσα του Λίγκνιτς, κι άλλα, ακόμη λαμπρότερα. Ανάμεσα στους επισκέπτες αυτούς ήταν και μερικοί που έμοιαζαν να μη θυμούνταΓτο όνομά τους και το βαθμό τους παρά μόνο την τελευταία στιγμή, στον προθάλαμο, κουμπώνοντας τα γάντια τους. Μα η δούκισσα ντε Βιλλερόζ ήξερε, με το ελεύθερο και φυσικό φέρσιμό της, να θεραπεύει της μικροαμηχανίες αυτές. Ό λ ο ι τούτοι που υποδεχόταν, όλοι τούτοι που τα χείλη τους ακράγγίζαν μ' έναν ίσκιο το λεπτό και δροσερό χέ70
ρι της, ήταν αληθινά αυτό που φαίνονταν να είναι. Η δούκισσα συγκρατούσε αυτά τα παράξενα ονόματα και τα επαναλάβαινε ελαφρά και καλόκεφα, σαν να σκόρπιζε μαργαριτάρια γύρω της· κι όλοι οι επισκέπτες τα έπιαναν στον αέρα. Κοντά στη δούκισσα —μια ντελικάτη ξανθιά, που είχε εκείνη την άπειρα διαφανή ηλικία, όπου οι γυναίκες μοιάζουν να συγκεντρώνουν τις όμορφιές πολλών γενεών— οι επισκέπτες έβρισκαν ακόμη, στο Ντεμίν.την πριγκίπισσα Σύλβα-Βαλτάρα, χήρα κι αδελφή της δούκισσας, μόλο που δεν έμοιαζαν καθόλου* τον κόμητα 'Αλμα, έναν άντρα αδιάφορο στις γυναίκες, και που γι' αυτό κ' οι γυναίκες τον θαύμαζαν περισσότερο, βασιλικό θαλαμηπόλο, ντυμένο στα μαύρα και, καταπώς έλεγαν, οπαδό του Σβέντενμποργκ* ακόμη, τον αβά Λύκ, που πάντα σχεδόν στεκόταν στο άνοιγμα κάποιου παράθυρου, σιωπηλός, τυλιγμένος από σκια, μ' ένα νεκρό χαμόγελο στα λεπτά του χείλη. Εκτός απ' αυτούς, μια νέα κοπέλα πηγαινορχόταν στη μέση αυτής της λαμπρής συντροφιάς, σιωπηλή και μοναχική, σαν να βρισκόταν-στην καρδιά ενός δάσους: ήταν η Ελένη, η κόρη της δούκισσας, ντυμένη πάντα στα κατάλευκα. Η δούκισσα έμοιαζε να την αγαπά πολύ. Μόλις η νεαρή πριγκίπισσα έκανε την εμφάνισή της στο σαλόνι, η οικοδέσποινα παρατούσε τους συνομιλητές, για να πάει να φιλήσει την κοπέλα στο μέτωπο. Η τρυφερότητα αυτή ενθουσίαζε όλο τον κόσμο. —Τι γυναίκα! φώναξε ο κόμης Μπαλλίν, με κάπως υπερβολικά δυνατή φωνή. Και μια γρια, ξερακιανή δεσποσύνη, που ποτέ δεν υπήρξε κάτι περισσότερο από αρραβωνιασμένη, πρόσθεσε, διορθώνοντάς τον: —Τι μητέρα, ναι, τι μητέρα, αγαπητέ μου κόμη! Αυτή η σκηνή, ενέπνευσε τους πρώτους του στίχους σ' ένα νέο άντρα. Το ίδιο κείνο βράδυ τους απάγγειλε, κοκκινίζοντας συχνά-πυκνά, σε μια γωνιά του σαλονιού, κ' οι κυρίες του έδωσαν μια επιτυχία. Υπήρχαν, όμως, κι αληθινοί ποιητές στο Ντεμίν. Καμία φορά, διέκρινες σιωπηλές ΤΙ
σιλουέτες να πηγαινόρχονται στις πιο. βαθιές δεντροστοιχίες του πάρκου, κι όταν τους πλησίαζες, έβλεπες να υψώνουν ένα πρόσωπο που το φώτιζε η μοναξιά και μάτια που τα εμψύχωναν παράξενες, μακρινές εικόνες. Στις γιορτές του Ντεμίν έρχονταν άνθρωποι που μπορούσαν ν' αυτοσχεδιάζουν, σε κάποια ήσυχη, απομακρυσμένη γωνιά, μια μελωδία, που πάνω στους ήχους της χόρευαν το ίδιο βράδυ. Μέσα σε μια στιγμή είχε συντεθεί ένα δραματάκι, και δυο ώρες αργότερα παιζότανε κιόλας, με παράξενα και πολύχρωμα κουστούμια. Κιόλας τα χειρόγραφα έβγαζαν φλόγες μέσα στα τζάκια: ποιος ο λόγος να τα κρατήσει κανείς; Κάθε μέρα έφερνε κ' έναν καινούργιο χορό κ' ένα καινούργιο παιχνίδι, όσο συχνά μπορούσε να το επιθυμήσει κανείς. Κάτι σαν αυλή σχηματίστηκε. Εδώ ήταν το βασίλειο της δούκισσας και το Ντεμίν ήταν το κέντρο του. Ανάλογα με τους προσκεκλημένους, και το προσωπικό του πύργου γινόταν όλο και πολυπληθέστερο. Από παντού προσέτρεχαν άνθρωποι, κ' οι πιο πολλοί τους γίνονταν δεχτοί. Υπήρχε φαγητό για όλους. Ξαφνικά, βρέθηκε κ' ένας αρχιμάγειρος που διοικούσε περισσότερους από εκατό υπηρέτες κ' υπηρέτριες. Το τολμηρό πρόσωπό του ερχόταν σε αλλόκοτη αντίθεση με τα ταπεινά και σερπετά χέρια του. Ο κόμης Ά λ μ α είπε μια μέρα στη δούκισσα: —Διώξετε αυτόν τον αρχιμάγειρο. —Γιατί; ρώτησε η δούκισσα, έκπληκτη. Είμαι ευχαριστημένη απ' αυτόν. Ο κόμης σήκωσε τους ώμους του. Ο αρχιμάγειρος έμεινε. ' Ηξερε κατά το θαυμασιότερο τρόπο να κρατά το σπίτι: σε κάθε δείπνο, σε κάθε γιορτή, η επιρροή του ήταν αισθητ τή. Ακόμη κ' οι καλλιτέχνες άκουαν, καμιά φορά, τις συμβουλές του. Μια κυρία είπε, μια μέρα, γι' αυτόν: —'Εχει καλαισθησία. Ο αρχιμάγειρος βρισκόταν, τυχαία, κοντά της κ' υποκλίθηκε σιωπηλά, με τέτοια διακριτικότητα μέσα στη σεμνότητά του, που η κυρία χαμογέλασε, χωρίς να το θέλει. 72
Κείνον κει τον καιρό, οι γιορτές γίνονταν όλο και πιο πλούσιες και πιο θορυβώδεις. Και για ένα λόγο περισσότερο, μάλιστα, καθώς ένας καινούργιος φιλοξενούμενος, με βασιλικό αίμα στις φλέβες του, είχε επιπέσει απροειδοποίητα, ένας πρίγκιπας γεμάτος νιάτα και λαμπρότητα, που έλεγαν πως ήταν αδελφός εκείνου του δούκα του Ανγκιέν που έμελλε να πεθάνει λίγο αργότερα μ' έναν τόσο σκληρό θάνατο. Ήταν σαν ένα χρυσό νόμισμα ριγμένο στο πλήθος: όλος ο κόσμος τον ήθελε δικό του* κ' είχε αρκετό μυαλό, ώστε να επωφεληθεί αυτής της κλίσης που ένιωθε η κοινωνία γι' αυτόν, σαν ένα υψηλό δικαίωμα που ασκούσε πάνω της. Αποσπούσε τις μορφές του περιβάλλοντός του λαξεύοντάς τες σαν κομμάτια μάρμαρου, σύμφωνα με το υλικό που προσφερόταν: όμορφες και πομπώδεις μορφές, άλλες που λαχταρούσαν την ομορφιά, άλλες συγκινητικές. Ήταν μια πλούσια δραστηριότητα, γιατί τις περισσότερες, μόλις υποτυπώδεις, μορφές, τις επινοούσε. Μόνο ένα πλάσμα του φάνηκε τέλειο: η Ελένη, με τα μεγάλα λυπημένα μάτια. Μόνο πάνω σ' αυτήν ξαπόσταζε από την αδιάκοπη δημιουργική του τφοσπάθεια. Δεν της έλεγε παρά λίγες λέξεις μιλώντας της κυρίως για την πατρίδα του, γι' αυτή τη μεγάλη χώρα, που βρισκόταν στην άκρη μιας επικίνδυνης θάλασσας. Και του άρεσε να μιλά, σαν να μην ήταν παρά ο γιος ενός ψαρά ή το παιδί κάποιου δίχως όνομα. Ποτέ πύργος ή πάρκο δεν αποτέλεσαν το βάθος αυτών των συνομιλιών. Τίποτα δεν ύψωνε εκεί τη φωνή, κι ο πρίγκιπας δεν πρόφερε κανένα όνομα που θα συνέδεε τις διηγήσεις του μ' έναν ορισμένο τόπο ή χρόνο. Μόλις πέτυχε να ζωογονήσει το περιβάλλον, μόλις άρχισαν να ζουν όλοι τη ζωή του και τα κύματα του αίματός του, ν' αναπαράγονται, μεγάλα και ορατά, μέσα σε χίλιες χειρονομίες, ο πρίγκιπας αποχωρούσε διακριτικά και ξανάβρισκε τη σιωπηλή νεαρή κοπέλα, που τον περίμενε για τις μυστικές συνομιλίες τους. ' Ενα βράδυ την είδε να στέκεται στο πλαίσιο της ψηλής πόρτας του σαλονιού που έβγαζε στην ταράτσα. Την πλη73
σίασε και, μαζί, κοίταζαν έξω: πάνω από τις δεντροκορφές, η νύχτα σφύριζε πολύ δυνατά. Κ' η σιωπηλή κοπέλα, νιώθοντάς τον δίπλα της, είπε, σαν ν' απαντούσε σ' ερώτηση: —Σκέφτομαι αυτά τα σύννεφα... Πώς σχηματίζονται και μεταμορφώνονται, υποτασσόμενα ως το τελευταίο σημείο της περιμέτρου τους, κι ωστόσο πάντα έτοιμα να μεταμορφωθούν πάλι. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να φανταστεί, πως καθένα τους θα μπορούσε να διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή κάτω από την ίδια αυτή μορφή... Διαφορετικά, προς τι να παίρνει μορφή; Απότομα, οι δυο νέοι στράφηκαν και κοιτάχτηκαν μέσα στα μάτια, κάνοντας την ίδια σκέψη. Για κάμποση ώρα ακόμη στάθηκαν ο ένας πλάι στον άλλο, αντίκρυ στη νύχτα. Μα κάτω από την επίδραση Κύριος οίδε ποιας πίεσης, ο πρίγκιπας στράφηκε ξαφνικά κ' είδε πως βρισκόταν κάτω από τα βλέμματα του αβά, και, κατά κάποιο τρόπο, μέσα στον ίσκιο του. Ο πρίγκιπας ανακατεύτηκε με τις άλλες συντροφιές, πήρε ένα αμέριμνο ύφος, μα, παρ' όλ' αυτά, προσπάθησε να πλησιάσει στο άνοιγμα του διπλανού παράθυρου. Σκιαγραφώντας ένα χαμόγελο, είπε: —Και, κατά τη γνώμη σας, κύριε αβά, τι θα 'πρεπε να κάνουμε τώρα; Ο τόνος του ήταν δισταχτικός, κι ο πρίγκιπας κουράστηκε να ξαναβρεί τη σιγουριά του. —Υπάρχει καμιά αρκετά μεγάλη γιορτή, για να συγκινήσει τις αισθήσεις σας; Βρίσκεται πάντα έξω από κάθε χαρά, μου φαίνεται. Ο αβάς υποκλίθηκε ελαφρά. —Απατάσθε, πρίγκιπα. Οι αισθήσεις μου είναι γεμάτες ζωή. Ας υποθέσουμε, αν θέλετε, ότι αποτελούν ένα νησί, ένα νησί όλο σκια σ' αυτή τη θάλασσα που εσείς τη φωτίζετε σαν πρωινό. —Ο τρόπος που μιλάτε, κύριε αβά, αποκαλύπτει την αιτία της απομόνωσής σας. Πέφτω έξω, υποθέτοντας ότι είσθε ένας ποιητής... ή ένας στοχαστής; 74
—Τίποτα τέτοιο, πρίγκιπα. Αν είναι απόλυτα αναγκαίο να μου αποδοθεί ένα έργο, σ' αυτό το μέρος που δε συναντά κανείς παρά μόνο εκλεκτούς ανθρώπους, ονομάσετέ με, εντελώς απλά: θεατή. Είναι λίγο, νομίζετε; Αυτό εξαρτάται. Ο θεατής μεγαλώνει, κατά κάποιο τρόπο, μαζί με το θέαμα. Άντρες, που έχουν πάρει μέρος σε μια μάχη, διαφέρουν πολύ από κείνους που υπήρξαν θεατές κάποιας συμπλοκής. —Κι αν κρίνουμε απ' αυτό το θέαμα; —Μα το είπατε, πρίγκιπα. Κολακεύω ο ίδιος τον εαυτό μου, βλέπετε. ' Ηθελα να πω: μ' αυτό το θέαμα του πλούτου, της ομορφιάς και της δύναμης κάτω από τα μάτια μου γίνομαι κ' εγώ ένας ανώτερος άνθρωπος... με συγχωρείτε: ένας ανώτερος θεατής. Τώρα, όμως, φανταστείτε, παρακαλώ, μια στιγμή, τι θα συνέβαινε, αν ο ίδιος ο θεατής επενέβαινε, ξαφνικά, στη δράση. Θ' αναστάτωνε το παιχνίδι, θα το διέκοπτε απότομα. Κάτω από το ψιμύθιο θα παρουσιάζονταν άλλα πρόσωπα* κάτω από τα φορέματα, άλλα φορέματα* κάτω από τις φωνές, άλλες φωνές... Ο αβάς μιλούσε κοφτά, κι ο τόνος του είχε σκληρύνει ξαφνικά. —Αυτή η δούκισσα, βλέπετε, είναι ακόμη η καλύτερη ανάμεσά μας. Είναι κόρη βαρόνου. Ό χ ι , βέβαια, ενός Γάλλου βαρόνου, μα δεν έχει σημασία... είναι κόρη βαρόνου, όσο να 'ναι. Κανείς δε θα μπορούσε να πει το ίδιο, απ όσους βρίσκονται εδώ! Η μητέρα της ήταν... ήταν... —με συγχωρείτε, χάνω τη μνήμη μου μπροστά σ' αυτές τις άπειρες δυνατότητες— ναι, ήταν χορεύτρια. Τη βλέπετε; Αυτή τη στιγμή χαμογελά με το γοητευτικό κι ακίνητο χαμόγελό της. Κι αυτό γιατί δε χρειάζεται να το μεταμφιέσει πάνω στη σκηνή και δε φορεί κοντά φορέματα ώστε το χαμόγελο αυτό να φαίνεται πως το κληρονόμησε από τη μητέρα της! Παρ' όλ' αυτά, είναι προικισμένη για το ρόλο της δούκισσας. Κοιτάξετε, πλάι της, αυτή τη Σύλβα-Βαλτάρα. Μια Ισπανίδα;—τι ιδέα! Πιστεύω πως την εποχή που ήταν ακόμη λεπτή και χαριτωμένη υπήρξε καμαριέρα. Τώρα που πάχυνε, προτιμά να περνά για χήρα πρίγκιπα που δεν πέθα75
νε ποτέ. Αυτές είναι οι μεγαλοκυρίες μας! Να σας πω τώρα ποιοι είναι οι κύριοί μας; Ο πρίγκιπας είχε φέρει το χέρι του στη λαβή του ξίφους του. Έτρεμε τόσο πολύ, που τα δαχτυλίδια του κρότησαν πάνω στο μέταλλο. Ο αβάς δεν άφησε τη νωχελική στάση του. —'Οπως βλέπετε, πρίγκιπα, έχω κ' εγώ τη δική μου ευθυμία. Εξακολουθείτε να με κατηγορείτε ότι δεν παίρνω μέρος στις γιορτές; Ο ίδιος εσείς μου υποβάλατε αυτά τ' αστεία... Με μιαν απότομη κίνηση ο πρίγκιπας γύρισε την πλάτη στον κληρικό. Την ίδια σχεδόν στιγμή ξέσπασε ένας θόρυβος στην άλλη άκρη του σαλονιού. Ο αρχιμάγειρος, ελαφρά μεθυσμένος, χωρίς άλλο, είχε πιάσει τον κόμητα Μπαλλίν από το μπράτσο και του είπε κάποια αισχρότητα. Για την ακρίβεια, είχαν καταφέρει ν' αποκρύψουν αυτό το γεγονός. Μα τη στιγμή που πήγαιναν να σπρώξουν έξω από το σαλόνι τον αρχιμάγειρο, ο κόμης, μανιασμένος, ρίχτηκε πάνω του, έτσι, που, ξαφνικά, ξέσπασε μια συμπλοκή μπροστά στα μάτια των κυριών. Ο αρχιμάγειρος όχι μόνο δεν ήταν μεθυσμένος παρά και, ξαφνικά, φάνηκε ότι ήταν και πολύ δυνατός. Έσπρωξε τον κόμητα σε μια γωνιά του σαλονιού, κ' ύστερα, ολοκουρέλιαστος και καταματωμένος, όρμησε στη μέση-μέση του σαλονιού και φώναξε με φοβερή φωνή: —Σκυλιά, είστε σκυλιά, όσοι κι αν είστε. Η δούκισσα αυτή δεν είναι, δούκισσα. Είστε όλοι σας... Η αναστάτωση που επακολούθησε ήταν φοβερή. Πολλά σπαθιά απαστράψανε. Οι γυναίκες το έβαλαν στα πόδια με σκισμένες τις ουρές των φορεμάτων τους. Ξαφνικά, τις γενικές κραυγές διαδέχτηκε μια βαθιά σιωπή. Η δούκισσα στεκόταν μπροστά στον αρχιμάγειρο, με την κόρη της δίπλα της. Σ' ολόκληρο το σαλόνι ακούστηκαν τα λόγια που πρόφερε με σταθερή φωνή, κατανικώντας ένα ελαφρό αρχικό τρεμούλιασμα. —Συμεών, θα τολμήσεις να επαναλάβεις μπροστά σ' αυ76
τό το παιδί ό,τι είπες; Το βλέμμα της Ελένης ήταν προσηλωμένο, ήρεμο και θλιμμένο, πάνω στο ταραγμένο μέτωπο του άντρα. ' Ολοι κράτησαν την ανάσα τους. Μετά, ακούστηκε η φωνή της Ελένης, που απευθυνόταν στη δούκισσα: —Πείτε του να πηγαίνει! ' Αφωνος κ' υποταχτικός, ο αρχιμάγειρος βγήκε από το σαλόνι. Την άλλη μέρα είχε εγκαταλείψει το Ντεμίν. Το ίδιο κ' η δούκισσα εξέφρασε την επιθυμία να φύγει για την Πολωνία, με την πρόθεση να πάει σ' ένα φιλικό πύργο. ' Ολοι την επιδοκίμασαν. Μα τα διαβατήρια που ζήτησαν από τη Βιέννη αργούσαν νά 'ρθουν, κι ο κόμης Ά λ μ α άρχισε να γίνεται ανυπόμονος. Στο τραπέζι δεν άρχιζε καμιά συζήτηση κάπως εύθυμη, τόσο σκυθρωπό ήταν το πρόσωπό του και συννεφιασμένο το μέτωπό του. Η δούκισσα του παραπονέθηκε γι' αυτό. —Σας παρακαλώ, αποκρίθηκε, ας φύγουμε σήμερα, σήμερα κιόλας... Η δούκισσα χαμογέλασε. —Μα,' Αλμα, πώς θα μπορέσουμε να ταξιδέψουμε χωρίς διαβατήρια; —Ας φύγουμε από 'δω, τουλάχιστον. Ας πάμε τουλάχιστον ως τα σύνορα. —Και πού θα πλαγιάσουμε, ' Αλμα; Κάτω από τ' άστρα; Έχετε άσκημα προαισθήματα; Είδατε κακά όνειρα; Ο κόμης αποκρίθηκε προφασιστικά: —Κοιμάμαι δύσκολα. Γι' αυτό και βλέπω σύντομα και φοβερά όνειρα. Την άλλη μέρα έφτασαν τα διαβατήρια, κ' οι ετοιμασίες της αναχώρησης άρχισαν. Ο κόμης έδειχνε μεγάλη βιάση, και κανείς δεν του αντιμιλούσε. Οι υπηρέτες έβγαλαν τα πάντα από τους τοίχους κι από τα ερμάρια* οι κασέλες και τα κοφίνια γέμισαν σαν βαρέλια κάτω από νεροποντή. ' Ολες οι κάμαρες ήταν ανοιχτές κι ο άνεμος φύσαγε από τις ορθάνοιχτες πόρτες. Μες στα σαλόνια σπρωχνόταν, 77
περίεργο, το πλήθος των ξένων υπηρετών. Νόμιζε κανείς παραβρισκόταν σε μια σκηνή λεηλασίας. ' Εβλεπε κανείς ρπηρέτες να κοιμούνται σε βελουδένιες πολυθρόνες, ηοο τους είχαν πει να τις μεταφέρουν, κ υπηρέτριες, κρατώντας βαριούς και λαμπρούς καθρέφτες, να κοιτάζουν μέσα τους το κόκκινο μούτρο τους, γιομάτο φακίδες, και να το σπρώχνουν μπροστά τους, σαν πιάτο, γελώντας ηλίθια μέσα στο κρύσταλλο. Κο^ένας από τους ανθρώπους αυτούς δε μετρίαζε τη φωνή του· γελούσαν όλοι κ' έκαναν τόσο θόρυβο, σαν να 'ταν μεθυσμένοι. Μα η πιο θορυβώδης απ' όλες ήταν μια νέα γυναίκα, με προκλητική, ξαδιάντροπη ομορφιά. Την έλεγαν Αουρόρα, κ' έμοιαζε να 'ναι η ερωμένη όλων των αντρών. Μα μόνο ο αβάς Λυκ μπόρεσε να μάθει πως, στην πραγματικότητα, ήταν η γυναίκα του Συμεών, του τέως αρχιμαγείρου, που την είχε αφήσει με το άλλο προσωπικό, αναθέτοντάς της μια ορισμένη αποστολή. Η Αουρόρα δεν έλεγε στους άλλους πως η δούκισσα και οι άλλοι κάτοικοι του πύργου είχαν σφετεριστεί τους τίτλους των αντίθετα, προσπαθούσε να δώσει σ' όλους να καταλάβουν πόσο γελοία ήταν η τύχη των γεννήσεων, που ευνοούσε πιο πολύ μερικούς από τους άλλους. Και οι άντρες κυρίως —που θα ήξεραν περισσότερα απάνω σ' αυτό— ευχαρίστως παραδέχονταν, πως από το λαιμό και τους γοφούς της Αουρόρας δεν έλειπαν παρά οι πολύτιμες πέτρες και τα μεταξωτά φορέματα της δούκισσσας, για να της δώσουν μια εμφάνιση καθόλου λιγότερο περήφανη και πριγκιπική. Εν τούτοις, ο αβάς, που δεν έπαυε να παρακολουθεί προσεχτικά το κάθε τι, καταλάβαινε, από τη θρασύτητα της Αουρόρας, που όλο και μεγάλωνε, ότι κάποιο γεγονός ετοιμαζόταν. Είχε ακουστεί, ακόμα, πως ο Συμεών είχε ξανακάμει πρόσφατα την εμφάνισή του στον πύργο, κατά τη νύχτα, και πως το πρωί είχε εξαφανιστ,εί. Την παραμονή της αναχώρησης, η Ελένη ήταν καθισμένη με τον πρίγκιπα σ' ένα μικρό σαλόνι που δεν το είχαν απογυμνώσει. Από καιρό σε καιρό ακούγονταν, μακριά, οι 78
ετοιμασίες της αναχώρησης. Μα η φθινοπωρινή καταιγίδα, έξω, ανάμεσα στα γέρικα δέντρα, ήταν πιο δυνατή, κι όλοι οι θόρυβοι καταπνίγονταν μέσα της. Μια μικρή φωτιά σκιρτούσε στο τζάκι, μα δεν κατάφερνε να λαμπαδιάσει χαρούμενα. Οι σκιές του σούρουπου έμοιαζαν να την ανησυχούν, και τα δυο αυτά πλάσματα αποτελούσαν ένα κομμάτι του σύθαμπου. Ο πρίγκιπας ρώτησε: —Αγαπάτε τη μητέρα σας; Σιωπή. —Την αγαπώ γιατί δεν είναι μητέρα μου, είπε η κοπέλα με απλότητα. Υπήρχε κάτι συγκινητικό στην εμπιστοσύνη της. —Η μητέρα σας πέθανε; Η Ελένη έκλινε το κεφάλι. Σιωπή. Ξαφνικά, ο νέος άντρας είπε: —Μπορείτε να με συγχωρήσετε, Ελένη. Η Ελένη κούνησε αργά το κεφάλι της, με σκεφτικό ύφος. —Απαντάτε: ναι. Ξέρετε τι έχετε να μου συγχωρέσετε; — Ό χ ι . Μα απαντώ στην ερώτησή σας. Μπορώ να σας συγχωρήσω τα πάντα. Ο νέος σηκώθηκε με μια γρήγορη κίνηση κ' έκαμε μιαν ανυπόμονη χειρονομία προς το λαιμό του, ρίχνοντας το κεφάλι πίσω: —Δεν είμαι... Δεν είμαι... πρίγκιπας... ούτε καν ευγενής... Είμαι... είμαι... φτωχός... πολύ φτωχός, είπε, τελειώνοντας κοφτά και σκληρά, ανίκανος να πει το όνομά του.' Η νεαρά πριγκίπισσα δε φάνηκε ούτε έκπληκτη ούτε τρομαγμένη. Αποκρίθηκε, σαν να μιλούσε σ' ένα παιδί: —Γιατί ν' αναστατώνεστε; Καθίστε. Μιλήστε μου για τον τόπο σας, που είναι σίγουρα δικός σας. Σας ανήκουν τόσα πράγματα. Ακράγγιξε το χέρι της κοπέλας, αυτό το χέρι που για λίγα λεπτά άφησε μέσα στα δικά του, με τα χείλη του, που η 79
ομολογία τα έκανε να τρέμουν ακόμη, και του φάνηκε πως η επαφή αυτή του απόνεμε μια καινούργια ευγένεια. ' Οταν η δούκισσα μπήκε στο μικρό σαλόνι, όπου κάθονταν οι δυο νέοι, φώναξε: —Αυτή τη φορά φεύγουμε πραγματικά. Αύριο, την αυγή, μπαίνουμε στο δρόμο. Πρέπει ν' αποχαιρετιστούμε. Πού θα πάτε, πρίγκιπα; Ο πρίγκιπας σηκώθηκε: —Παρακάλεσα την πριγκίπισσα Ελένη να μου επιτρέψει να ταξιδέψω μαζί σας... —Και βλέπω ότι σας το επέτρεψε, είπε χαμογελώντας η δούκισσα και φίλησε την κόρη της στο μέτωπο. Λίγο αργότερα έμπαινε μέσα κ' η πριγκίπισσα ΣύλβαΒαλτάρα. Μια υπόκωφη αγωνία την κυνηγούσε παντού και πηγαινορχόταν, ασταμάτητα, από δωμάτιο σε δωμάτιο. Το μικρό σαλόνι της φάνηκε όμοια ανησυχαστικό κι αυτό. Ζήτησαν φώτα. Μα χρειάστηκαν να περιμένουν. Ό λ ο ι αναπήδησαν, όταν ο κόμης Ά λ μ α φάνηκε, ξαφνικά, πάνοπλος. Καθώς άρχισαν να γελούν, είπε με βραχνιασμένη φωνή: —Είμαι έτοιμος κιόλας για το ταξίδι. Επιτέλους, ακούστηκαν βήματα στο διπλανό δωμάτιο. Ο πρίγκιπας πήγε κατά την πόρτα, για ν' ανοίξει στους υπηρέτες που θα έφερναν τις λάμπες. Το αυτί τους συνέλαβε ένα θόρυβο από πολλά βήματα: είχαν ζητήσει πολλά φώτα. Η πόρτα άνοιξε: Το ταλαντευόμενο φως των πυρσών θάμπωσε τον πρίγκιπα και την ίδια στιγμή ένιωσε ένα χτύπημα κ' έναν πόνο στον αριστερό ώμο. Τρέκλισε. Μα ένα λεπτό πιο ύστερα, με τεντωμένο το ξίφος, αντιμετώπιζε τους εισβολείς. Ο κόμης 'Αλμα στεκόταν δίπλα του. ' Ενιωθε μια παράξενη διαύγεια. Τα ονόματά τους και τα ρούχα τους τους έδιναν έξαρση. Αγωνίζονταν μανιασμένα. Ούτε κ' οι ευπατρίδες ενός παλιού βασίλειου δε θα μπορούσαν να πέσουν πιο γενναία. Μα οι αντίπαλοί τους, που είχαν ΐ η δύναμη του αριθμού, νίκησαν. Πρώτος πέθανε ο κόμης. Ο πρίγκιπας έχανε το αίμα του από πολλές πληγές. Το ετοιμοθάνα80
το βλέμμα του αναζήτησε την Ελένη. Δε βρισκόταν πια στο σαλόνι. Όμοια κ' οι άλλες γυναίκες το είχαν βάλει στα πόδια. Η ορδή πλημμύρισε το δωμάτιο ουρλιάζοντας. Ο Συμεών εμφανίστηκε επικεφαλής τους* σκέφτηκε, πως δεν είχε πια να φοβάται καμιάν αντίσταση. Σ' ένα σκοτεινό διάδρομο, σκόνταψε πάνω σ' ένα σωρό ρούχα. ' Ηταν η πριγκίπισσα Σύλβα-Βαλτάρα. Την έσφαξε, χωρίς να σταθεί περισσότερο. Στο μεταξύ, η δούκισσα ζητούσε την Ελένη στο μεγάλο σαλόνι. Ό τ α ν το πλήθος χειμάρρισε μέσα, από παντού, ο Συμεών ρίχτηκε πάνω της, μα ξαφνικά δίστασε. —Ξαναδώστε μας την πριγκίπισσα Ελένη, φώναξε η δούκισσα, απειλώντας τον μ' ένα στιλέτο, που έλαμψε στο φεγγαρόφωτο, πληγώνοντάς τον στο χέρι. Ο Συμεών άφησε ένα ουρλιαχτό. —Είσαι άντρας; Την έριξε κάτω, χτυπώντας τη με το κοντάκι του τουφεκιού του. Ύστερα, τη σήκωσε στα χέρια του —ήταν αλαφριά σαν παιδί— και την πέταξε από το αψιδωτό παράθυρο στο κενό της αυλής. Αμέσως σχεδόν η μεγάλη ταξιδιωτική άμαξα προχώρησε μπροστά στο κατώφλι. Μέσα στον πύργο, η ορδή είχε ριχτεί στις κασέλες και στα κοφίνια, λεηλατώντας τα. Κάποιος μάλιστα είχε ανακαλύψει κρασί στο υπόγειο. Απάνω σ' αυτό ακριβώς υπολόγιζε ο Συμεών. Κάτω από ένα μακρύ μανδύα φορούσε τη μαύρη στολή του βασιλικού θαλαμηπόλου του κόμητα Άλμα. Τα διαβατήρια βρίσκονταν στις τσέπες της στολής. Η Αουρόρα ανέβηκε στην άμαξα πριν απ' αυτόν, έχοντας σκεπάσει με πέπλο, προσεχτικά, το πρόσωπό της· τα δίχως γάντια χέρια της ήταν φορτωμένα με δαχτυλίδια. Πάνω στο αντικρινό τους κάθισμα ένας υπηρέτης απόθεσε μια λευκοφόρετη καΐ- πεπλοσκεπασμένη κοιμισμένη γυναίκα. Η άμαξα ξεκινούσε, όταν και κάποιος άλλος ακόμη πήδησε στο πίσω κάθισμα. Ο Συμεών δεν αναγνώρισε αμέσως αυτόν τον πρόσθετο σύντροφο. Μα την ίδια στιγμή το πρό81
σωπο ξεπρόβαλε μέσα από τη σκια και μια φωνή, ψυχρή και καθαρή, είπε: —Κυρία δούκισσα... ' Ηταν ο αβάς. ' Εμειναν σιωπηλοί. ' Εκανε κρύο σ' αυτή την αλλόκοτη άμαξα. Φώτα αναπηδούσαν, δεν ξέρει κανείς από πού, κ' οι ανταύγειες του περνούσαν από τα πρόσωπα τους σαν τρελές σκέψεις. Η Αουρόρα αναρρίγησε. Ξαφνικά, ρώτησε ψιθυρίζοντας: —Ποια είναι; Και με το δάχτυλο έδειξε τη λευκοντυμένη και πεπλοφόρετη μορφή. Ο Συμεών γέλασε: —Η κόρη σας, από 'δω και πέρα, αγαπητή δούκισσα. Ο αβάς σήκωσε το πέπλο και, σαν εσωτερικά φωτισμένο από ένα λευκό και θαμπό φως, φάνηκε το πρόσωπο της βαθιά κοιμισμένης Ελένης. Ένα λεπτό αργότερα η νέα κοπέλα ξυπνούσε από τη λιποθυμιά της* ύστερα από μερικά ανοιγοκλεισίματα τα βλέφαρά της σηκώθηκαν και φάνηκαν τα μάτια της, που τίποτα δεν μπορούσε να τα εκπλήξει πια, γεμάτα από μια παράξενη περηφάνια και θλίψη. Κάτω απ' αυτό το βλέμμα, ο Συμεών κ' η γυναίκα του ζάρωσαν σαν δαρμένα σκυλιά. Απότομα το συναιστάνθηκαν: τούτη δω, οπωσδήποτε, είναι μια πριγκίπισσα.
82
t o φαντασμα
Ο ΚΟΜΗΣ Πάουλ περνούσε για χολερικός. ' Οταν ο θάνατος του πήρε πρόωρα τη νεαρή σύζυγο του, άρχισε να σκορπά ό,τι είχε και δεν είχε: τα χτήματά του, τα χρήματά του, ακόμη και τις μαιτρέσες του. Κείνον κει τον καιρό υπηρετούσε στους δραγόνους του Βίντισκραιτς. Ο βαρόνος Στέροβιτς του είπε μια μέρα: —'Εχεις εντελώς το στόμα της μακαρίτισσας κόμισσας. Τα λόγια αυτά συγκίνησαν το χήρο. Από τότε, πάντα θα βρισκόταν κοντά του ένα ποτήρι κρασί. ' Ηταν, του φαινόταν, το μόνο μέσο που είχε, για να βλέπει εκείνο τ όμορφο και πολυαγάπητο στόμα να έρχεται πάντα σε συνάντησή του. Το γεγονός είναν, πως δυο χρόνια αργότερα δεγ του έμενε πια ούτε δεκάρα. Εν τούτοις, όταν βρεθήκαμε, κάποτε, τυχαία, να γειτονεύουμε με τα κτήματα της οικογενείας των Φελντερόντε, ο κόμης μας κάλεσε να τον συνοδεύσουμε. —Πρέπει να σας δείξω το μέρος όπου έζησα ευτυχισμένος, δήλωσε, και, στρεφόμενος προς τις κυρίες: Το μέρος όπου πέρασα τα παιδικά χρόνια μου. Κ' ένα όμορφο αυγουστιάτικο βράδυ φτάσαμε, πολλοί μαζί, στο Μέγα Ροχοζέκ. Η χαρούμενη διάθεση του κόμητα μας κράτησε ως αργά. Το πνεύμα του ήταν σπινθηροβόλο. 'Ημασταν ευχαριστημένοι ο ένας από τον άλλο, και κανείς δε ζητούσε τίποτ' άλλο. Στο τέλος, επειδή η ώρα των επισκέψεων είχε περάσει, εν πάση περιπτώσει, αποφασίσαμε να μην πάμε στον πύργο, παρά την άλλη μέρα, έτσι, που να δούμε το ηλιοβασίλεμα από τις επάλξεις του ερείπιου. ' 83
—To ερείπιο μου! φώναξε ο κόμης, κ' έμοιαζε να τυλίγει την ευκίνητη σιλουέτα του μ' αυτά τα γέρικα ντουβάρια, όπως με το μανδύα του, του αξιωματικού των δραγόνων. Ξαφνιαστήκαμε, ανακαλύπτοντας ένα μικρό πανδοχείο, κ' η χαρούμενη διάθεση μας έγινε ακόμη πιο εύθυμη. —Είμαι αφοσιωμένος σ' αυτές τις παλιές πέτρες μ' όλες τις ίνες του κορμιού μου, είπε ο κόμης Πάουλ, καθώς πηγαινοερχόταν πίσω από τις επάλξεις του φρουρίου. —'Οταν ξανάρθε κοντά μας, κάποιος ρώτησε: —Ανάγγειλαν την επίσκεψη μας γι' αύριο, εκεί πέρα; Και μια γυναικεία φωνή ρώτησε: —Σε ποιον ανήκει τώρα το Μέγα Ροχοζέκ; Ο κόμης ευχαρίστως θα έκανε τον κουφό: —Ω! σ' έναν εξαίρετο νέο... Πολύ οικονόμο, φυσικά... Είναι, θαρρώ, πρόξενος, ή κάτι τέτοιο. —Παντρεμένος; ρώτησε μια άλλη γυναικεία φωνή. — Ό χ ι , για την ώρα τον επιβλέπει η μητέρα του, αποκρίθηκε ο κόμης γελώντας. Ύστερα, βρήκε το κρασί εξαίρετο, τη συντροφιά όμορφη, τη βραδιά βασιλική, και μεγαλειώδη την ιδέα να ' ρθουμε εδώ. Πότε-πότε, τραγουδούσε, όχι χωρίς πάθος, ιταλικές καντσονέτες και χωριάτικους χορούς, κάνοντας, ταυτόχρονα, και τ' απαραίτητα πηδήματα. Όταν έπαψε, κάποτε, να τραγουδά, έκρινα καλό να δώσω το σήμα της αναχώρησης. Προφασιστήκαμε κούραση, τον υποχρεώσαμε να μείνει καμιά ωρούλα ακόμη στο «ερείπιό του» και, όσο για μας, θα κατεβαίναμε στο μικρό πανδοχείο του χωριού. Ο δρόμος μας περνούσε μπροστά από τον πύργο, που, κείνο κι το βράδυ, περιφρονούσε τη νύχτα μ' όλα του τα παράθυρα. Ο πρόξενος έδινε ακριβώς μια δεξίωση. Ήταν κοντά μεσάνυχτα, όταν τα τελευταία αμάξια εγκατάλειπαν το πάρκο. Η μητέρα του πρόξενου έσβηνε τα καντηλέρια στο μισάνοικτό προθάλαμο. Κάθε καινούργια λουρίδα σκοταδιού έμοιαζε ν' αποτελεί ένα σώμα μ' αυτή. Ό σ ο ξεκούμπωνε το μεταξωτό φόρεμά της με το στενό 84
κορσάζ, τόσο έχανε σιγά-σιγά το σχήμα της. Έμοιαζε να είναι η ίδια η σκοτεινιά, που δε θ' αργούσε να πλημμυρίσει ολόκληρο τον πύργο. Το ίδιο κι ο γιος, πηγαινορχότανε μυτερός και γωνιώδης σαν τορπίλη· θα 'λεγε κανείς πως ζητούσε να συγκρατήσει τη μητέρα του στην άκρη των σκοταδιών. Στην πραγματικότητα, κινιότανε αδιάκοπα, αξαιτίας της δροσιάς. Η μητέρα κι ο γιος διασταυρώνονταν, το πιο συχνά, μπροστά στον πομπώδη καθρέφτη, που βιαζόταν να πετάξει από πάνω του αυτό το κουβάρι από πτυχές και μέλη. Είχε κακομάθει από τις εικόνες που είχε συλλογιστεί αυτή τη νύχτα: δυο κόμητες, ένα βαρόνα, πλήθος κυριών και κυρίων εξαιρετικά ευπαρουσίαστων. Και, τώρα, να συμβιβαστεί μ' αυτόν το μαύρο, ξερακιανό πρόξενο; Αγαναχτισμένος, ο καθρέφτης έδειχνε τον καινούργιο ιδιοκτήτη του πύργου το πρόσωπό του. ' Ηταν μια φυσιογνωμία αρκετά απολιθωμένη. Ο ενδιαφερόμενος, εν τούτοις, την έκρινε ανέγγιχτη ακόμη και πολύ νεανική. Στο μεταξύ, όμοια κ' η μητέρα είχε σωπάσει. Ήταν σαν ζαρωμένη σε μια γωνιά του δωματίου, και μόνο ύστερα από μερικά λεπτά αντιλήφθηκε ο πρόξενος τους μικρούς μεταλλικούς κρότους που ξέφευγαν από κει. —Μα αφήστε, λοιπόν, τους υπηρέτες..., φώναξε, γαλλικά, όρθιος μπροστά στον καθρέφτη, όταν κατάλαβε. Ύστερα ξεχάστηκε κ' έκαμε ο ίδιος τη μετάφραση: —Τι θα σκεφτούν οι άνθρωποι; Παράτα τα, λοιπόν, μαμά! Πήγαινε να πλαγιάσεις, θα φωνάξω τον Φρέντερικ. Η τελευταία απειλή είχε αποφασιστικό αποτέλεσμα. Είχαν τύχη που κράτησαν τον παλιό αρχιθαλαμηπόλο του κόμητα. Διαφορετικά, πώς θα κατάφερναν να οργανώσουν αυτό το δείπνο; Μα ήταν κ' ένας συνεχής κίνδυνος. Ποτέ δεν ήξερε κανείς ποια ρούχα έπρεπε να φορέσει, κ' υπήρχαν τόσα άλλα παρόμοια προβλήματα. Ενα ήταν βέβαιο, εν πάση περιπτώσει, αυτή τη στιγμή: ποτέ δεν πρέπει να μετρά ο ίδιος ο ιδιοκτήτης τ ασημικά του, ύστερα, μάλιστα, από μια δεξίωση, δεν είναι έτσι; 85
—Παράτα, λοιπόν, το μέτρημα, μαμά, σε παρακαλώ. Η βαθύπλουτη δέσποινα, με το μαύρο μεταξωτό φόρεμα, αποτραβήχτηκε. Στο βάθος, περιφρονούσε λίγο το γιο της, το Λεόν. Γιατί δεν είχε αγοράσει έναν επιβλητικότερο τίτλο, που η λάμψη του ν' αντανακλά και πάνω της; «Πρόξενος! Κ' εγώ;» σκεφτόταν. «Ήταν ντροπή!». Παρ' όλ' αυτά, αποτραβήχτηκε. Ο Λεόν αμέλησε να επιτηρεί τα χέρια του, και ξαφνικά, τα βρήκε ν' απασχολούνται με το μέτρημα των ασημένιων κουταλιών. «25, 28, 29», μετρούσε, σαν ν' απάγγελλε στίχους. Ξαφνικά, άκουσε μια διαπεραστική κραυγή. —Τι συμβαίνει; φώναξε, ανενόχλητος, σαν να βρισκόταν πίσω από τον πάγκο κανενός εμπορικού καταστήματος. «30, 32», μέτρησε μηχανικά. Μην παίρνοντας καμιάν απάντηση, κατάλαβε πως δεν μπορούσε να μετρήσει παρά ίσαμε την τρίτη δωδεκάδα, και, καταπίνοντας ένα 36, διάσχισε τρέχοντας το κίτρινο σαλόνι, την αίθουσα παιχνιδιού και το πράσινο σαλόνι. Μπροστά στην τζαμόπορτα, που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα της μητέρα του, ήταν σωριασμένη μια γυναίκα στα μαύρα. Ήταν εκείνη, η γυναίκα που δεν είχε τίτλο. Βογκούσε. Στην αρχή προσπάθησε να τη συνεφέρει μα, ξαφνικά, παράτησε αυτή την προσπάθεια και, τρομαγμένος, κοίταξε μέσα από την πόρτα με τα κρύσταλλα. Σαν να πάλευε με το μισοσκόταδο, μια ψηλή και λευκή σκια προχωρούσε πασπατευτά τοίχο-τοίχο, έσκυβε, βυθιζόταν μέσα στο σκοτάδι, κ' ύστερα ξαναφαινόταν, απροσδιόριστη, σαν ένα τεράστιο ξωτικό. Ο Λεόν κατάλαβε, όχι ύστερα από συλλογισμό, μ' από το φόβο που δοκίμασε, ότι, κατά τα φαινόμενα, έβλεπε έναν πεθαμένο, ένα μακρινό πρόγονο των Φελντερόντε* κ' ύστερα, συνειδητοποίησε πως το δίχως προηγούμενο αυτό γεγονός ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο, γιατί δεν είχαν αφαιρέσει ούτε από την οροφή ούτε από τα καθίσματα το οικόσημο των κομήτων των Φελντερόντε. Επομένως, το φάντασμα 86
αυτό δεν μπορούσε να υποψιαστεί πως ο πύργος είχε πουληθεί. Θ' ακολουθούσαν ατέλειωτα μπερδέματα, τέτοιου είδους, στο μέλλον. Παρά τη σπανιότητα του περιστατικού, ο πρόξενος ξέχασε, για μερικά λεπτά, την ίδια του την κατάσταση κ' εξέτασε όλες τις πιθανότητες. Μια διαβολική εμφάνιση! ήταν το συμπέρασμα όπου κατάληξε. Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο πήρε την απόφαση να τρέξει στο παρεκκλήσι του πύργου, και πάλι μετάνιωσε: σκέφτηκε πως παραήταν πρωτάρης κι άπειρος στα ζητήματα του χριστιανισμού, για να σταθεί στο ύψος μιας τόσο δύσκολης κατάστασης. Την ίδια κείνη στιγμή που δέχτηκε την καημένη τη μητέρα του στην αγκαλιά του, ο διάκοσμος άλλαξε στο εσωτερικό της κρεβατοκάμαρας. Ακούστηκε να προφέρεται ένα είδος οργίλου μαγικού εξορκισμού κι αμέσως μετά άναψε το κερί πάνω στο κομοντίνο. Το φάντασμα ξαπλώθηκε πάνω στο κρεβάτι και φάνηκε να υλοποιείται με πολύ θόρυβο, γιατί οι κινήσεις του γίνονται όλο και πιο ανθρώπινες, όλο και πιο κατανοητές. Ο Λεόν ένιωσε, ξαφνικά, τη διάθεση να ξεσπάσει σ' ένα δυνατό γέλιο και το πνεύμα του φωτίστηκε. «Να άλλη μια απ αυτές τις αριστοκρατικές ικανότητες! ' Οταν εμείς οι άλλοι πεθαίνουμε, πεθαίνουμε για καλά. Μα τούτοι δω κάνουν σαν να μη συνέβηκε τίποτα, ακόμη και πέντε αιώνες ύστερα από το θάνατό τους». ' Εφτασε ίσαμε το σημείο να δείξει κακία. «Άλλοτε, φυσικά, οι κύριοι αυτοί δεν ήταν παρά μισοζωντανοί, ενώ, τώρα, δεν είναι παρά μισοπεθαμένοι...». Την άποψη αυτή την έκρινε τόσο αξιόλογη, που θέλησε, οπωσδήποτε για λόγους καθαρά πρακτικούς, να την ανακοινώσει στη μητέρα του. Τούτη δω είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις της πάνω στην πιο κατάλληλη, ακριβώς, στιγμή, για να δει το φάντασμα να τραβά κάτω από το προσκέφαλο τη νυχτικιά της και να την πετά μακριά, σαν μέσα στη'θάλασσα. Λίγο ακόμη και θα λιποθυμούσε ξανά, μα το ηθικό της πήρε την απάνω βόλτα και φώναξε: 87
—Τι πρόστυχο υποκείμενο! Φρίντριχ, Γιοχάννα, Αουγκούστα! ' Υστερα, άρπαξε το γιο της άπό το μπράτσο, αναγκάζοντάς τον να καταπιεί την ιλαρότητά του, και τον πίεσε: —Πήγαινε, Λεόν, πάρε τα πιστόλια, και πήγαινε! Ο Λεόν ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν. —Αμέσως! αναστέναξε, με στεγνή φωνή, σπρώχνοντας και με τα δυο χέρια την πόρτα, που υποχώρησε. ' Ενα χέρι, όμως, υψώθηκε από το κρεβάτι, σαν να έκανε μια κίνηση προειδοποίησης, κινήθηκε μέσα στον αέρα και ξανάπεσε πάνω στο κερί, που έσβησε ταπεινά. Την ίδια στιγμή, ο γερο-Φρίντριχ παρουσιάστηκε στο κατώφλι του πράσινου σαλονιού. Κρατούσε μπροστά του ένα βαρύ ασημένιο καντηλέρι, κ' είχε μια στάση αναμονής, απόλυτα ακίνητος, όση ώρα η μητέρα του πρόξενου εξακολουθούσε να ουρλιάζει: —Τι πρόστυχο υποκείμενο! Τι πρόστυχο υποκείμενο! Αντίθετα, ο Λεόν έδειξε ετοιμότητα και θάρρος. Εξηγήθηκε με περισσότερη σαφήνεια από τη μητέρα του: —Ένας ξένος, Φρίντριχ, κλέφτης, χωρίς άλλο, κρύβεται στην κάμαρα της κυρίας. Πήγαινε μέσα, Φρίντριχ! Βάλε τα πράγματα στη θέση τους, καλέστε και τους άλλους. Δεν μπορώ μόνος μου... Ο γέρος αρχιθαλαμηπόλος κατευθύνθηκε γρήγορα προς τη βυθισμένη στο σκοτάδι κρεβατοκάμαρα. Δεν περίμενε, σαν να λέμε, να τελειώσει ο πρόξενος όσα είχε να του πει. Οι άλλοι δυο τον ακολούθησαν με τα μάτια γεμάτα αγωνία κι ανυπομονησία. J0 Φρίντριχ άρπαξε το σκέπασμα του κρεβατιού και φώτισε με μιαν απότομη κίνηση το πρόσωπο του ξαπλωμένου άντρα. Οι κινήσεις του ήταν τόσο ενεργητικές, που ο Λεόν ένιωσε ικανός για ηρωισμούς και φώναξε με στρίγκλικη φωνή: —Πέτα τον έξω, τον αγροίκο... τον παλιάνθρωπο... Με το θυμό του ζητούσε να εξιλεωθεί στα μάτια της μητέρας του. 88
Μα ο Φριντριχ βρέθηκε, ξαφνικά, μπροστά του, αλύγιστος κι αυστηρός, σαν δικαστής. Είχε φέρει το άγρυπνο δάχτυλο του στα διακριτικά χείλη του. Με την κίνηση αυτή έσπρωξε απαλά τον κύριο του έξω από την κρεβατοκάμαρα, ξανάκλεισε προσεχτικά την πόρτα με τα κρύσταλλα, άφησε να πέσει μπροστά της η πολύπτυχη κουρτίνα, κ' έσβησε αργά τα τέσσερα κεριά του καντηλεριού, το ένα μετά το άλλο. Η μητέρα κι ο γιος παρακολουθούσαν όλες τις κινήσεις του με άφωνες ερωτήσεις. Τότε, ο γέρος υπηρέτης υποκλίθηκε με σεβασμό μπροστά στον κύριό του κι ανάγγειλε, όπως αναγγέλλει κανείς έναν επισκέπτη: —Η Εξοχότης Του, ο κόμης Πάουλ φον Φελντερόντε, διοικητής ιππικού εν αποστρατεία. Κάτι θέλησε να πει ο πρόξενος, μα η φωνή τού έλειψε. Πέρασε πολλές φορές το μαντίλι του από το μέτωπό του. Δεν τολμούσε να κοιτάξει τη μητέρα του. Μα, ξαφνικά, ένιωσε τη γρια γυναίκα να του παίρνει το χέρι και να το κρατά απαλά μέσα στο δικό της. Αυτή η μικρή τρυφερότητα τον συγκίνησε. ' Ενωνε αυτά τα δυο πλάσματα, υψώνοντάς τα πάνω από την καθημερινή ζωή και κάνοντάς τα να συμμεριστούν, για μια στιγμή, τη μοίρα όλων εκείνων που δεν έχουν στέγη πάνω από το κεφάλι τους. Ο Φρίντριχ υποκλίθηκε άλλη μια φορά, πιο βαθιά απ' όσο πριν και είπε."^ —Μπορώ να ετοιμάσω τα δωμάτια των ξένων; Ύστερα, έσβησε τα κεριά μέσα στο πράσινο σαλόνι κι ακολούθησε τους κυρίους του, περπατώντας στ' ακροδάχτυλά του.
89
t o γελιο του π α ν μραζ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ του Παν Βακλαβ Μραζ χρειάζεται τούτο δω το συμπλήρωμα: Δε στάθηκε ποτέ δυνατό να μαθευτεί με βεβαιότητα με τι είχε απασχοληθεί ο κ. Μραζ ως τα σαράντα του, το πράγμα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, άλλωστε. Εν πάση περιπτώσει δεν είχε σπαταλήσει τα χρήματά του, γιατί σ' αυτή την ηλικία ακριβώς είχε αγοράσει τον πύργο και το κτήμα στο Βέζιν, μ' όλα του τα εξαρτήματα κι ό,τι ανήκε στον ιδιοκτήτη του, τον κόμητα φον ΜπούμπναΜπούμπνα, που ήταν χρεωμένος ως το λαιμό. Οι γεροντοκόρες που υποδέχτηκαν τον καινούργιο πυργοδεσπότη, με κατάλευκα κοριτσίστικα φορέματα, μπροστά στην πύλη του πύργου, δε θα σας πουν ότι αυτό έγινε πριν είκοσι χρόνια. Θυμούνται, όμως, σαν να 'τανε χτες, πως ο Παν Μραζ έφτυσε τρεις φορές μπροστά του, όταν του πρόσφεραν ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα, κομμένα από τον κήπο του προσβυτέριου. Αυτό το έκαμε, άλλωστε, τυχαία και χωρίς πονηριά. Την άλλη μέρα, ο καινούργιος ιδιοκτήτης διάτρεξε όλα τα δωμάτια του παλιού πύργου. Δε σταμάτησε πουθενά. Μια και μοναδική φορά μόνο στάθηκε για μερικά λεπτά μπροστά σε μια τεντωμένη κ' επίσημη πολυθρόνα, στυλ αυτοκρατορίας, κ' έβαλε τα γέλια. Αυτά τα μικρά τραπεζάκια με τα στριφτά πόδια, αυτά το πομπώδη τζάκια με τα σταματημένα ρολόγια τους, κι αυτοί οι γεμάτοι σκια πίνακες, φαινόταν να διασκεδάζουν πολύ τον κ. Μραζ, ενώ μεγάλωνε το βήμα του, πηγαίνοντας μπροστά από το λαχανιασμένο επιστάτη. Μα το γκρίζο-ασημί σαλόνι, λουσμένο σ' ένα θαμπό 90
φως, άλλαξε τη διάθεση του. Οι πεινασμένοι καθρέφτες, που περίμεναν τώρα και πάρα πολύ καιρό έναν επισκέπτη, άρχισαν να πετούν ο ένας στον άλλο το κόκκινο κεφάλι του κ. Μραζ, σαν ένα τεράστιο και πολύ ώριμο μήλο, ίσαμε πια που ο Παν Βάκλαβ πετάχτηκε έξω, βροντώντας με θυμό πίσω του την πόρτα κ' έδωσε διαταγή να κλειδώσουν μια για πάντα αυτό το χτίριο, μ' όλα του τα γελοία έπιπλα και τ άχρηστα δωμάτιά του. ' Ετσι κ' έγινε. Ο κ. Μραζ έμεινε στο παλιό διαμέρισμα του επιστάτη, επιπλωμένο με βαριές καρέκλες και μεγάλους γυαλιστερούς πίνακες. Εκεί στήσανε και το διπλό δρύινο κρεβάτι. Για κάμποσο καιρό, ο Παν Μραζ πλάγιαζε μόνος ανάμεσα στα μεγάλα σεντόνια* μα ένα βράδυ τραβήχτηκε προς τη δεξιά μεριά του κρεβατιού, αφήνοντας τόπο στην αξιότιμη Αλοΐζα Μραζ, το γένος Μάνους. Και να πώς έγινε το πράγμα. ' Ολος ο κόσμος ξέρει πως η κύρια δουλειά κάθε οικονόμου είναι να σας κλέβει μπροστά και πίσω από τη μύτη σας· γι' αυτό, λοιπόν, το καλύτερο που έχετε να κάμετε, είναι ν' αποχτήσετε μιαν ανδρεία και άγρυπνη σύζυγο. Κ' η Αλοΐζα Μάνους είχε,'φαίνεται, τις απαραίτητες αυτές αρετές. Έπειτα, ένας πύργος χρειάζεται απολύτως και τον κληρονόμο του. Αλλ' αυτός δεν υπήρχε ανάμεσα στα εξαρτήματα του πύργου, μολονότι η απογραφή είχε γίνει με πάσα προσοχή. Έπρεπε, επομένως, να δημιουργηθεί. Ο Παν Βάκλαβ σκέφτηκε, λοιπόν, πως το καλύτερο που είχε να κάμει, ήταν να τον ζητήσει από την Αλοΐζα · γιατί 'ταν ξανθιά, γερή σαν χωριάτισσα και γεμάτη υγεία. Κι αυτό ακριβώς ήθελε ο κ. Μραζ. Μα η γενναία Αλοΐζα δε στάθηκε στο ύψος του καθήκοντός της. Πρώτα-πρώτα, έφερε στον κόσμο ένα πλάσμα τόσο μικροκαμωμένο, που ο Παν Μραζ το έχανε αδιάκοπα από τα μάτια του, σαν να 'πεφτε μέσα από τις τρύπες του σουρωτήριού, κι απάνω που ακόμη αναρωτιόταν κανείς, αν το γελοίο αυτό μικροσκοπικό πλάσμα ήταν πραγματικά ζωντανό, πέθανε κ' η ίδια η Αλοΐζα, χωρίς να βγάλει λέξη 91
από το στόμα της. Κ' η βασιλεία της οικονόμου ξανάρχισε. Ο Παν Μραζ δεν ξέχασε αυτή τη διπλή απογοήτευση. Ξαπλώνει στις φαρδιές πολυθρόνες και δε σηκώνεται, παρά μόνο όταν του έρχονται επισκέψεις. Κάτι παράξενο: λέει ν' ανεβάσουν κρασί και μιλά για πολιτική, με το μελαγχολικό και κουρασμένο τρόπο του, σαν να μιλούσε για κάτι βαθύτατα θλιβερό. Δεν τελειώνει καμιά φράση, μα θυμώνει κάθε φορά που ο συνομιλητής του τη συμπληρώνει στραβά. Κάποτε-κάποτε, σηκώνεται και φωνάζει: —Βάκλαβ! Ύστερα από κάμποσα λεπτά, βλέπει κανείς να μπαίνει μέσα ένας ψηλός και λιγνός νεαρός. — Έ λ α δω, χαιρέτησε τον κύριο! ουρλιάζει ο Παν Μραζ. Και στον επισκέπτη του: —Με συγχωρείτε, είναι ο γιος μου. Ναι, δε θα 'πρεπε να τ' ομολογήσω. Θα το πιστέψετε πως είναι δεκαοχτώ χρονών; Μ' ακούτε; Δεκαοκτώ χρονών! Μιλήστε ελεύθερα. Θα μου πείτε πως δε φαίνεται μεγαλύτερος από δεκαπέντε. Και πάλι στο γιο του: —Δεν ντρέπεσαι; Κ' ύστερα τον διώχνει. —Δεν ξέρετε πόση έγνοια μου δίνει! είπε. Δεν είναι ικανός για τίποτα. Κι αν κλείσω αύριο τα μάτια μου... ' Ενας επισκέπτης, μια μέρα, αποκρίθηκε: —Αλλά, αγαπητέ κ. Μραζ, αν το μέλλον σάς ανησυχεί πραγματικά... Θεέ μου, είστε τόσο νέος ακόμη... Κάμετε άλλη μια προσπάθεια, παντρευτείτε... —Πώς; ούρλιαξε ο κ. Μραζ, κι ο ξένος βιάστηκε να χαιρετήσει τον οικοδεσπότη και να το βάλει στα πόδια. Μα μόλις δεκαπέντε μέρες αργότερα, ο Παν Βάκλαβ φορά τη μαύρη ρεντικότα του και πηγαίνει στο Σκρμπεν. Οι Σκρμπένσκυ είναι μια πολύ παλιά οικογένεια ευγενών και πεθαίνουν της πείνας σιωπηλά, στο τελευταίο οικογενειακό κτήμα τους. Εκεί ακριβώς πάει ο κ. Μραζ, να ζητή92
σει το χέρι της μικρότερης κόρης, της κόμισσας Σίτα. Οι αδελφές της τη ζηλεύουν, γιατί ο Μραζ είναι πολύ πλούσιος. Ο γάμος έγινε αμέσως σχεδόν, χωρίς καμιά πολυτέλεια. Μόλις γύρισαν στο σπίτι του, ο κ. Μραζ ανακαλύπτει πόσο λεπτή και χλομή είναι η Σίτα. Αρχίζει να φοβάται μη σπάσει «αυτή τη μικρή, εύθραυστη κόμισσα». Και σκέφτεται: «Αν υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτόν τον κόσμο, θα πρέπει να μου δώσει έναν αληθινό γίγαντα». Και περιμένει. Μα, καταπώς φαίνεται, δεν υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτόν τον κόσμο. Η κυρία Σίτα εξακολουθεί να μοιάζει με παιδί. Τα μάτια της μόνο παίρνουν μια έκφραση απορίας. Δε γίνεται τίποτα. Κάνει ατέλειωτους περιπάτους στο πάρκο, στην αυλή, ή μέσα στο σπίτι. Κάθε στιγμή πρέπει να τη γυρεύεις. Μια μέρα, μάλιστα, δεν παρουσιάστηκε καν στο τραπέζι. «Είναι σαν να μην είχα καθόλου γυναίκα», φωνάζει ο κ. Μραζ, βρίζοντας. Κείνον κει τον καιρό, τα μαλλιά του άρχισαν ν' ασπρίζουν γρήγορα και να περπατά δύσκολα. Εν τούτοις, ένα απόγευμα, βάλθηκε να γυρεύει ο ίδιος την κυρία Σίτα. ' Ενας υπηρέτης τού έδειξε μια πτέρυγα του πύργου,που συνήθως έμενε κλεισμένη. Γλιστρώντας πάνω στις μαλακιές παντούφλες του, ο κ. Βάκλαβ διασχίζει το αρωματισμένο μισόφωτο των νωθρών δωματίων. Μουρμουρίζοντας, περνά μπροστά από τα πομπώδη τζάκια και τις επίσημες πολυθρόνες. Δεν έχει καμιά διάθεση να γελάσει. Επιτέλους, φτάνει στο κατώφλι του αργυρόγκριζου σαλονιού, με τους αμέτρητους καθρέφτες, και μένει μ' ανοιχτό στόμα από την έκπληξη. Μόλο που είχε αρχίσει να βραδιάζει, μέσα στους καθρέφτες βλέπει ν' αντανακλούνται η κυρία Σίτα κι ο γιος του, ο χλομός Βάκλαβ. Κάθονται πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο, ακίνητοι, πάνω στα καθίσματα με το ανοιχτόχρωμο μεταξωτό ύφασμα, και κοιτάζονται. Δε μιλούν. Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς πως ακόμη δεν είχαν πει τίποτα μεταξύ τους. Παράξενο! «Και;» σκέφτεται ο κ. Μραζ, μ' ένα ερωτηματικό πίσω από τη λέ93
ξη. «Και;» Ίσαμε που χάνει την υπομονή του. —Τι επιθυμείτε να σας προσφέρουμε; ουρλιάζει. Σας παρακαλώ κυρίες και κύριοι, μην ενοχλείσθε! Ο γιος του αναπηδά και στρέφεται κατά την πόρτα, μα ο Παν Μραζ τον προστάζει να καθίσει εκεί που κάθεται. Από κείνη τη μέρα, έχει κάτι να περνά την ώρα του, κατά τις ατέλειωτες ώρες του απογεύματος. Κάθε φορά που νιώθει πολύ δυσαρεστημένος, διατρέχει με τις σιωπηλές παντούφλες του το ένα μετά το άλλο τα κοιμισμένα δωμάτια, ως το μικρό σαλόνι με τους καθρέφτες. Συμβαίνει, καμιά φορά, να μην έχουν έρθει ακόμη οι δυο νέοι, Και τότε στέλνει και τους φωνάζει. —Τη γυναίκα μου και το νέο κύριο, ουρλιάζει στον υπηρέτη. Και να που πρέπει να καθίσουν ο ένας απέναντι στον άλλο, στα ίδια καθίσματα που κάθονται συνήθως. —Μην ενοχλείστε για μένα, φωνάζει ο κ. Βάκλαβ, σέρνοντας τη φωνή του, και κάθεται μ' όλη του την άνεση στη μεγάλη κεντρική πολυθρόνα. Φορές-φορές μοιάζει να κοιμάται, ή τουλάχιστον ανασαίνει σαν να κοιμόταν. Μα, όσο να 'ναι, έχει μισάνοιχτα τα μάτια του και παρατηρεί τους δυο νέους. Σιγά-σιγά συνήθισε στο μισοσκόταδο. Βλέπει πολύ καλύτερα, απ' όσο την πρώτη φορά. Βλέπει τα μάτια του νέου και της νεαράς γυναίκας, που αποφεύγουν να κοιταχτούν και που συναντιούνται, παρ' όλ' αυτά, αδιάκοπα, μέσα σ' όλους τους καθρέφτες. Δεν του ξεφεύγει πως φοβούνται μην πέσουν ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου, όπως σε μιαν άβυσσο δίχως βυθό. Και πως, εν τούτοις, ριψοκινδυνεύουν ως τα χείλη του βαράθρου. Απότομα τους πιάνει ένας ίλιγγος· και κλείνουν κ' οι δυο, την ίδια στιγμή, τα μάτια τους, σαν να 'τανε να πηδήσουν μαζί από την κορφή ενός ψηλού καμπαναριού. Και τότε ο Παν Μραζ γελά ασταμάτητα. ' Υστερα από ένα μικρό διάλειμμα, ξαναβρήκε το γέλιο του. Καλό σημάδι: θα φτάσει, χωρίς άλλο, σε βαθιά γεράματα. 94
βλαντιμηρ ο ζωγραφοσ των σ υ ν ν ε φ ω ν Ν Α ΠΟΥ έφτασαν, για μιαν ακόμη φορά, ως το τέλος, άχρηστοι, απογοητευμένοι, απατημένοι από κάθε άποψη. Καθένας, αρχίζοντας από τον εαυτό του, περιφρονεί όλους τους άλλους, από την κορφή ως την κάτω μεριά της κλίμακας. Τυράγνισμένος από το αίσθημα αυτό, ο βαρόνος δήλωσε: —Δεν μπορείς να ξανάρθεις πια σ' αυτό το καφενείο. Ούτε εφημερίδες, ούτε υπηρεσία, τίποτα! Οι άλλοι είναι απολύτως της ίδιας γνώμης. Να τους, λοιπόν, που κάθονται γύρω από το μικρό μαρμάρινο τραπέζι, που αναρωτιέται τι μπορεί να περιμένουν απ' αυτό οι τρεις τύποι που το τριγυρίζουν. Θέλουν την ησυχία τους, απλά και μόνο την ησυχία τους. Ο ποιητής εκφράζει το αίσθημα αυτό με μια ευφράδεια, που η ενάργειά της συναγωνίζεται τη λακωνικότητά της. —Ηλιθιότητες! λέει, ύστερα από μισή ώρα πάνω-κάτω. Και πάλι οι άλλοι είναι της ίδιας γνώμης. Εξακολουθούν να περιμένουν, μόνο ο Θεός ξέρει τι. Ο ζωγράφος αρχίζει να κουνά τη μια γάμπα του. Την κοιτάζει κάμποση ώρα με βαθυστόχαστο ύφος. ' Οταν επιτέλους συνειδητοποίησε την κίνηση, βάλθηκε να τραγουδά, σιγά και με αίσθημα: Αποχτήνωση, αποχτήνωση, μοναδική χαρά μου... Εμπρός, είναι ώρα πια να διαλυθεί η συγκέντρωση. Και φεύγουν, ο ένας πίσω από τον άλλο, με σηκωμένο γιακά. Γιατί κι ο καιρός είναι ανάλογος. Για κλάματα, δηλαδή. 95
Τι να κάμουν; Δεν απομένει παρά μια διέξοδος. Να πάνε πέντε μ' έξι, το σούρουπο, στον Βλαντιμήρ Λουμπόβσκυ. Πραγματικά. Εμπρός, λοιπόν! Οδός Πάρκου, αριθμός 17. Στο κτίριο με τ ατελιέ. Δεν μπορείς να φτάσεις κοντά στον Βλαντιμήρ Λουμπόβσκυ, παρά περνώντας ανάμεσα από τα έργα του. Γιατί αρχίζει να ζωγραφίζει, καπνίζοντας όλους του τους πίνακες. Ολόκληρο το ατελιέ είναι γιομάτο από έναν απίστευτο καπνό. Μπορείς να συγχαρείς τον εαυτό σου, ότι είχε τύχη, όταν κατορθώσεις να φτάσεις, μέσα απ' αυτή την κοσμογονική ομίχλη, από το συντομότερο δρόμο, ως τον παλιό φθαρμένο καναπέ, όπου ζει, μέρα-νύχτα, ο Βλαντιμήρ Λουμπόβσκυ. Και σήμερα, φυσικά. Χωρίς να ενοχληθεί ούτε το πιο λίγο, περιμένει ήσυχα τα τρία «θύματα της ύπαρξης». Τον τριγυρίζουν, καθένας με τον τρόπο του και σύμφωνα με τις ' διαθέσεις του. Κάπου ξετρυπώνουν πράσινη Σαρτρέζ και τσιγάρα. Σερβίρονται, φυσικά, ελεύθερα, με την έκφραση κάποιου που θυσιάζεται αδιάκοπα. Τα τσιγάρα, μάλιστα, είναι εξαιρετικής ποιότητας. Θεέ μου, ναι, και τι δεν κάνει κανείς για χάρη αυτής της άθλιας ύπαρξης; Ο ποιητής γέρνει προς τα πίσω. —Τι καταραμένο επάγγελμα κι αυτή η ζωή! Δεν είναι καλή παρά μόνο για ερασιτέχνες, ε; Ο Βλαντιμήρ Λουμπόβσκυ δεν απαντά. Οι άλλοι περιμένουν φιλόφρονα. Είναι τόσο καλά σ' αυτό το αρωματισμένο μισοσκόταδο! Φτάνει μόνο να είσαι ήσυχος για να σε πάρει στην αγκαλιά του και να σε νανουρίσει. —Μα πώς τα καταφέρνετε, Λουμπόβσκυ, και δε μυρίζει ούτε το πιο λίγο τερεβινθίνη εδώ μέσα; ρωτά ο ζωγράφος. Κι ο βαρόνος προσθέτει: —Θα 'λεγε κανείς, μάλλον, πως κάπου έχετε λουλούδια... 96
Σιωπή. Ο Βαντιμήρ μένει πίσω από τα σύννεφα του. Μα οι τρεις φίλοι είναι υπομονετικοί. Έχουν καιρό, άλλωστε, όπως και Σαρτρέζ. Ξέρουν πως πρέπει να περιμένουν. Στο τέλος όλα συμβαίνουν, πραγματικά. Και, πραγματικά, συνέβηκαν όλα. Καπνός, καπνός, καπνός, κ' ύστερα λέξεις σιγανές και προσφιλείς, που διασχίζουν τον κόσμο και θαυμάζουν τα πράγματα, από μακριά. Τα σύννεφα υψώνονται. Μυστικές αναλήψεις. Λόγου χάρη: Καπνός. Και ακολουθεί: —Οι άνθρωποι πάντα αποστρέφουν τα βλέμματά τους από το Θεό. Τον γυρεύουνε μέσα στο φως που γίνεται όλο και πιο ψυχρό και πιο διαπεραστικό όσο ανεβαίνει κανείς. Καπνός. —Μα ο Θεός περιμένει αλλού... περιμένει... στο βάθος όλων των πραγμάτων. Πολύ μακριά. Εκεί που 'ναι οι ρίζες. Εκεί που 'ναι ζεστά και σκοτεινά. Καπνός. Κι ο ποιητής αρχίζει, απότομα, να πηγαινόρχεται. Κ' οι τρεις τους σκέφτονται το Θεό, που βρίσκεται κάπου, πίσω από τα πράγματα... Μόνο ό ίδιος ο Θεός ξέρει πού. Κι αργότερα: —Να φοβάσαι;... Καπνός. —... Για ποιο λόγο; Καπνός. —Πάντα ξεπερνά κανείς τον εαυτό του. Σαν ένα φρούτο, που κάτω του θα του κρατούσε κανείς μια όμορφη χρυσή κούπα, που θ' απαστράπτει μέσα στην πρασινάδα. Κι όταν ο καρπός είναι ώριμος, αφήνεται... Και να που ο ζωγράφος έσκισε τον καπνό, με τη βίαιη χειρονομία του. —Καταραμένε Θεέ, είπε, κι απότομα φανερώνει πάνω 97
στον καναπέ ένα χλομό ανθρωπάκο, με μεγάλα παράξενα μάτια, μάτια γεμάτα με μια αιώνια λύπη πίσω από τη λάμψη τους, και με μια γυναικεία γλυκύτητα, και με παγωμένα χέρια. Ο ζωγράφος νιώθει αμήχανος κι αδέξιος μπροστά σ' αυτό το θέαμα. Δεν ξέρει καλά-καλά τι ' θελε να πει. Ευτυχώς, επεμβαίνει ο βαρόνος: —Πρέπει να το ζωγραφίσετε αυτό, Λουμπόβσκυ, λέει. Τι; Μήτε κι ο ίδιος ο βαρόνος ξέρει καλά-καλά τι ακριβώς. Μα, παρ' όλ' αυτά, ξαναλέει: —Ναι, αλήθεια, Λουμπόβσκυ. Αλήθεια! Χωρίς να το θέλει, ο τόνος του ήταν ενός Μαικήνα. Στο μεταξύ, ο Βλαντιμήρ έχει αφήσει πίσω του ένα τεράστιο διάστημα. Μια στιγμή φρίκης, κ' ύστερα περνά μέσα από μια σκοτεινή έκπληξη. Στο τέλος, ξεμπουκάρει δίπλα σ' ένα χαμόγελο και μουρμουρίζει, ονειροπόλος: —Ω, ναι! Αύριο. Καπνός. Να όμως, που ο Λουμπόβσκυ διασχίζει τώρα τεράστια διαστήματα, κ' οι τρεις αυτοί δεν έχουν χώρο μέσα στο ατελιέ. Κάθε τόσο, ο ένας σκουντά τον άλλο. Φεύγουν κ' οι τρεις. —Γεια σου, Λουμπόβσκυ. Στην πρώτη γωνιά του δρόμου αποχαιρετιούνται, με μιαν ανώφελη θερμότητα. Βιάζονται να παρατήσουν ο ένας τον άλλο. Καθένας τους πάει στο δρόμο του, πολύ μακριά. Ένα μικρό, συμπαθητικό καφενείο. Ούτε ένας γάτος, και λάμπες που ρονρονίζουν. Ο ποιητής βάλθηκε να γράφει στίχους στο φάκελο μιας επιστολής που εϊχε λάβει. Τα γράμματά του γίνονται όλο και πιο μικρά, πιο γρήγορα. Γιατί νιώθει να 'ρχονται πολλοί στίχοι. 98
Αλλού, στο πέμπτο πάτωμα, στο ατελιέ του ζωγράφου, πυρετός ετοιμασιών για την άλλη μέρα. Σφυρίζοντας ένα τραγουδάκι, έδιωξε τη σκόνη που είχε καθίσει στο καβαλέτο του. Παλιά σκόνη. Να ένας καινούργιος μουσαμάς, φωτεινός, σαν μέτωπο. Ένα μέτωπο που θα 'θελες να το στεφανώσεις. Μόνο ο βαρόνος βρίσκεται ακόμη στο δρόμο. «Δέκα και μισή. Θέατρον Ολύμπια. Έξοδος καλλιτεχνών», εμπιστεύθηκε σ' έναν αμαξά, πριν συνεχίσει ήσυχα το δρόμο του. ' Εχει ακόμη όσο καιρό χρειάζεται για να ξεκουραστεί λίγο και να κάμει όπως μπορεί την τουαλέτα του. Κανείς τους δε σκέφτεται τον Βλαντιμήρ Λουμπόβσκυ. Στο μεταξύ, ο Βλαντιμήρ είχε κλείσει πια την πόρτα του και περίμενε να νυχτώσει. Να τον που κάθεται, μικροσκοπικός, στην άκρη του καναπέ του, και κλαίει μέσα στα λευκά και παγωμένα χέρια του. Τα δάκρυα του έρχονται σιγά, ελαφρά, χωρίς προσπάθεια και χωρίς πάθος. Είναι το μόνο πράμα που δεν.το πρόδωσε ακόμη και που δεν ανήκει παρά μόνο σ' αυτόν. Η μοναξιά του.
99
ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Δ ε ί π ν ο στο καλύτερο ξενοδοχείο της Ν. Πάνω στους μαρμάρινους τοίχους της υψηλής και κατάφωτης τραπεζαρίας σπάζει το κύμα της ανθρώπινης βοής κ' η κλαγγή των μαχαιροπίρουνων. Βιαστικά, όμοια με βουβές σκιές, τα μαυροντυμένα γκαρσόνια πηγαινόρχονται, κρατώντας τις ασημένιες πιατέλες. Μέσα στους κάδους με τον πάγο, σπινθηροβολούν τα μπουκάλια της σαμπάνιας. ' Ολα σπινθηροβολούν, άλλωστε, κάτω από τις ηλεκτρικές λάμπες: τα ποτήρια, τα μάτια, τα κοσμήματα των γυναικών, τα φαλακρά κεφάλια των κυρίων, ακόμη και οι λέξεις πετάγονται σαν σπίθες. ' Οταν πετυχαίνουν το στόχο τους, ξεσπάζει, άλλοτε κοντινότερο, άλλοτε πιο μακρινό, το διαπεραστικό σπινθηροβόλημα ενός σύντομου γέλιου μες στο λαρύγγι μιας γυναίκας. Ύστερα, οι κυρίες ρουφούν τ' αχνιστό κονσομέ από λεπτές διαφανείς φλιτζάνες, ενώ οι νέοι κύριοι στερεώνουν το λορνιόν τους και διατρέχουν με κριτικό βλέμμα το ποικιλόχρωμο τραπέζι. ' Ολοι ήταν θαμώνες που γνωρίζονταν τώρα και κάμποσες μέρες. Μα κείνη κει τη μέρα, στην άκρη του τραπεζιού είχε πάρει θέση ένας άγνωστος. Οι άντρες τον ακράγγιξαν μ' ένα γρήγορο βλέμμα, γιατί τα ρούχα του χλομού και σοβαρού άνδρα, που κρατούσε κείνη τη θέση, δεν ήταν της τελευταίας μόδας. 'Ενα ψηλό λευκό κολάρο ανέβαινε ως το πιγούνι του, κ' η μαύρη φαρδιά γραβάτα, που φορούσαν στην αρχή του αιώνα, έσφιγγε το λαιμό του. Το μαύρο σακάκι, που δεν αποκάλυπτε κανένα πλαστρόν πουκαμισιού, έπεφτε με αξιοπρέπεια πάνω στους φαρδιούς ώμους του. Μα το πιο εκπληκτικό ήταν τα μέγαλα γκρίζα μάτια του ά100
γνωστού, αυτό το επίσημο και δυνατό βλέμμα που έμοιαζε να διαπερνά ολόκληρη τη συντροφιά, καθώς και τους μεσότοιχους της τραπεζαρίας, και που έλαμπε, σάμπως κάποιο μακρινό κι ακτινοβόλο σχέδιο να μην έπαυε ν' αντανακλάται μέσα του. Το μάτι αυτό τραβούσε τα βλέμματα των περίεργων γυναικών, που το ρωτούσαν κρυφά. Μουρμουρίστηκαν κάθε είδους υποθέσεις, πόδια σπρώχτηκαν κάτω από το τραπέζι, έγιναν ερωτήσεις, ανταλλάχτηκαν ανύπαρχτες πληροφορίες, σηκώθηκαν ώμοι, κι ωστόσο η τελευταία λέξη για τούτη την παρουσία δε βρέθηκε. Η Πολωνέζα βαρόνη Βιλόβσκυ μια νέα και πνευματώδης Βιπ, βρισκόταν στο κέντρο της συζήτησης. Κ' εκείνη επίσης έμοιαζε να συμμερίζεται το ενδιαφέρον γι' αυτόν τον ήσυχο άγνωστο. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της κρέμονταν με μια παράξενη επιμονή από τα ισχνά χαραχτηριστικά του ξένου. Το λεπτό χέρι της τυμπάνιζε, με τα δάχτυλά του, νευρικό, πάνω στο δαμασκινό ύφασμα του λευκού τραπεζομάντιλου, κάνοντας να πετά σπίθες το εξαίσιο μπριγιάν που στόλιζε ένα από τα δαχτυλίδια της. Με ανυπόμονη και παιδιάτικη βιάση άρχιζε τη συζήτηση πότε γι' αυτό, πότε για κείνο, κ' ύστερα σταματούσε απότομα, βλέποντας πως ο ξένος δεν έπαιρνε καθόλου μέρος στη συζήτηση. Θα στοιχημάτιζε ότι ήταν καλλιτέχνης. Με πολλή επιδεξιότητα έδενε το νήμα γύρω από τις πιο διαφορετικές τέχνες. Του κάκου. Ο μαυροντυμένος άγνωστος κοίταζε μακριά, με χαμένο βλέμμα. Μα η βαρόνη Βιλόβσκυ δεν παράτησε το παιχνίδι. —Ακούσατε γι' αυτή τη φοβερή πυρκαγιά στο χωριό Μπ.; ρώτησε το διπλανό της. Και καθώς απάντησαν καταφατικά: —Σας προτείνω να κάμετε μια επιτροπή, για να ερευνήσετε τα αίτια και να βοηθήσετε τα θύματα αυτής της πυρκαγιάς. Κ' έριξε γύρω της ερωτηματικά βλέμματα. Ζωηρές επιδοκιμασίες υποδέχτηκαν την πρόταση. Ένα σαρκαστικό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του άγνωστου. Η βαρόνη ένιωσε αυτό το χαμόγελο, χωρίς να το δει. ' Ενας 101
δυνατός θυμός την πλημμύρισε. —Είναι όλοι σύμφωνοι; φώναξε μ' επιτακτικό τόνο, που δεν επέτρεπε αντίρρηση. ' Ενα χάος φωνές ακολούθησε: —Ναι! —Σύμφωνοι! —Φυσικά! Ο αντικρινός μου, ένας τραπεζίτης από την Κολωνία, με μιαν εύγλωττη χειρονομία, έβαζε κιόλας το χέρι του στην τσέπη του, όπου είχε το πορτοφόλι του, φουσκωμένο με χαρτονομίσματα. —Μπορούμε να υπολογίζουμε και σε σας, κύριε; ρώτησε η βαρόνη τον άγνωστο. Η φωνή της έτρεμε. Ο άγνωστος ανακάθισε ελαφρά κ' είπε δυνατά, χωρίς να την κοιτάξει, και κοφτά: -•Οχι! Η βαρόνη αναπήδησε. Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. ' Ολα τα μάτια είχαν καρφωθεί πάνω στον ξένο. Αυτός, γύρισε το βλέμμα του προς τη βαρόνη, και συνέχισε: —Κάνετε μια πράξη που την εμπνέει η αγάπη· εγώ, τριγυρίζω τον κόσμο για να σκοτώσω την αγάπη. Παντού, όπου τη συναντώ, τη δολοφονώ. Και τη συναντώ αρκετά συχνά, στις καλύβες και στους πύργους, στις εκκλησίες και στη φύση. Μα την κυνηγώ ανελέητα. Κι όπως οι δυνατοί ανοιξιάτικοι άνεμοι σκοτώνουν το ρόδο που βιάστηκε ν' ανθίσει, το ίδιο κ' η μεγάλη και λυσσαλέα μου θέληση καταστρέφει την αγάπη· γιατί μας επέβαλαν πάρα πολύ νωρίς το νόμο της αγάπης. Η φωνή του ηχούσε σπηλαιώδης, σαν τον αντίλαλο της καμπάνας του εσπερινού. Η βαρόνη θέλησε ν' απαντήσει, μα ο άγνωστος εξακολούθησε: —Δε με καταλάβατε ακόμη. Ακούστε με, λοιπόν. Οι άνθρωποι δεν ήταν ώριμοι, όταν ήρθε σ' αυτούς ο Ναζωραίος και τους κήρυξε την αγάπη. Αυτός, μέσα στην παιδιάτικη και γελοία γενναιοψυχία του, πίστεψε πως θα τους έκανε 102
καλό. Για μια ράτσα γιγάντων, η αγάπη θα ήταν ένα λατρευτό προσκεφάλι, που πάνω στη λευκότητά του θα μπορούσαν να ονειρευτούν με ηδονή καινούργια ανδραγαθήματα. Μα για τους αδύναμους, δεν είναι παρά η ίδια τους η κατάπτωση. ' Ενας καθολικός ιερέας, που βρισκόταν εκεί, έφερε το χέρι του στο κολάρο του, σαν να μην μπορούσε ν' αναπνεύσει. —Η κατάπτωση, φώναξε ο ξένος. Δε μιλώ για την αγάπη, για τον έρωτα, ανάμεσα στα φύλα. Μιλώ για την αγάπη προς τον πλησίον, για τη φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη, για τη χάρη και τη συγνώμη. Δεν υπάρχουν χειρότερα δηλητήρια μέσα στην ψυχή μας! Ένας απροσδιόριστος ήχος έβρασε ανάμεσα στα παχιά χείλη του ιερέα. —Τι έκαμες, Χριστέ; Μου φαίνεται πως μας ανάθρεψαν σαν εκείνα τ' αγρίμια, που κάνει κανείς ό,τι περνά απ' το χέρι του, για να χάσουν τη συνήθεια των βαθύτερων ενστίκτων τους, ώστε να μπορεί να τα χτυπά ατιμώρητα, με το κνούτο, όταν θα έχουν εξημερωθεί εντελώς. Το ίδιο μας λιμάρισαν τα δόντια και τα νύχια, και μας κήρυξαν την αγάπη. Μας άρπαξαν από τα χέρια το αστραφτερό ακόντιο της περήφανης θέλησής μας και μας κήρυξαν την αγάπη. Κ' έτσι μας παράδωσαν γυμνούς στην καταιγίδα της ζωής, όπου μας χτυπά με το ρόπαλό του το πεπρωμένο—κηρύσσοντάς μας αδιάκοπα την αγάπη! Κρατώντας την αναπνοή τους, άκουγαν όλοι. Τα γκαρσόνια δεν τολμούσαν πια να κινηθούν και στέκονταν πλάι στο τραπέζι, με τις ασημένιες πιατέλες στα χέρια. Τα λόγια του εξημμένου άγνωστου ξέσπαζαν σαν θύελλα μέσα στην αποπνιχτική σιωπή. —Κ' υπακούσαμε, συνέχισε. Υπακούσαμε τυφλά κ' ηλίθια σ' αυτή την παράλογη προσταγή. Φύγαμε σ' αναζήτηση εκείνων που διψούσαν, εκείνων που πεινούσαν, των άρρωστων, των λεπρών, των αδύναμων, των δυστυχισμένων, κ' είμαστε κ' οι ίδιοι εμείς άρρωστοι και δυστυχισμένοι. 103
Θυσιάσαμε τη ζωή μας για να κρατήσουμε στα πόδια τους εκείνους, για να συμβουλέψουμε εκείνους που αμφέβαλαν, για να παρηγορήσουμε εκείνους που ήταν θλιμμένοι, ίσαμε που γνωρίσαμε κ' οι ίδιοι την απελπισία. Εκείνων που είχαν δολοφονήσει τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας, που είχαν ρίξει τη διχόνοια στα σπιτικά μας, δεν γκρεμίσαμε τα σπίτια τους, για να μπορούν να περιμένουν ειρηνικά κι ασφαλισμένοι το τέλος των ημερών τους. Ένας φριχτός τόνος κοροϊδίας έκανε τη φωνή του να τρέμει. —Εκείνος που τον εγμωμιάζουν ως Μεσσία, μεταμόρφωσε ολόκληρο τον κόσμο σ' ένα τεράστιο άσυλο ανιάτων. Οι αδύναμοι, οι δυστυχισμένοι κ' οι ανάπηροι είναι τα παιδιά του, οι ευνοούμενοί του. Κ' οι δυνατοί δε θα υπάρχουν παρά μόνο για να προστατεύουν, να περιποιούνται και να υπηρετούν αυτόν τον δίχως δύναμη στόχο; Κι αν νιώσω μέσα μου μια φλογερή, έντονη και ουράνια τάση για το φως, αν ανεβώ με σταθερό πόδι στο απόκρημνο, γιομάτο πέτρες μονοπάτι της πραγμάτωσης, πρέπει, όταν βλέπω ν' ακτινοβολεί ο θείος σκοπός, να σκύψω πάνω από το συρμένο στην άκρη του δρόμου μου ανάπηρο, για να τον ενθαρρύνω, να τον στήσω στα πόδια του, να τον σύρω μαζί μου και ν' ασωτέψω τη φλογερή δύναμή μου γι' αυτό το αδύναμο πτώμα, που θα ξανασωριαστεί κάτω, κάμποσα βήματα πιο πέρα; Πώς θ' ανεβούμε, αν σπαταλούμε τις δυνάμεις μας στους δυστυχισμένους, στους τυραννισμένους, στους'αχρείους τεμπέληδες που μήτε μεδούλι έχουνε μήτε μυαλό; ' Ενας μούρμουρος υψώθηκε. —Ησυχία! φώναξε ο ξένος, με βροντερή φωνή. Είστε πολύ αδύναμοι για να παραδεχτείτε ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Θέλετε να συνεχίσετε ως τον αιώνα τον άπαντα να τσαλαβουτάτε μέσα στο τέλμα. Νομίζετε πως βλέπετε τον ουρανό, γιατί βλέπετε την αντανάκλασή του μέσα στο ρυάκι. Καταλάβετέ με καλά! 'Εδεσαν τη δύναμή μας πάνω στη γη. Θα σβήσει άθλια πάνω στις εστίες της ευσπλα104
χνίας. Δε θα 'ναι καλή, παρά μόνο για ν' ανάβει το θυμίαμα του οίκτου, για να δημιουργεί τους καπνούς που αποβλακώνουν τις ίδιες μας τις αισθήσεις. Ποια; Η δύναμη αυτή που θα μπορούσε να υψωθεί σαν τεράστια φλόγα ελεύθερη και χαρούμενη, κατά τον ουρανό! Ό λ ο ι σώπαιναν. Ο άγνωστος ξένος συνέχισε, χαμογελώντας: —Κι αν οι πρόγονοί μας ήταν πίθηκοι, άγρια ζώα που τα εμψύχωναν ρωμαλέα φυσικά ένστικτα; κ' ένας μεσσίας τους κύρυσσε την αγάπη προς τον πλησίον; Υπακούοντας στα λόγια του, δε θα επέτρεπαν στον εαυτό τους να προοδεύει. Ποτέ η μεγάλη και βλακώδης ανθρώπινη μάζα δεν μπορεί να φέρει την πρόοδο* μόνο «ο μοναδικός», ο μεγάλος, που μισεί το λαϊκό άνθρωπο, με την αόριστη συνείδηση της μικρότητάς του, μπορεί να βαδίσει ελεύθερα πάνω στο δρόμο της θέλησής του, με μια θεία δύναμη κ' ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Μήτε κ' η δική μας γενιά βρίσκεται στην κορυφή της άπειρης πυραμίδας του γίγνεσθαι. Μήτε κ' εμείς είμαστε τελειωμένοι. Μήτε κ' εμείς είμαστε αρκετά ώριμοι, όπως-επηρμένα πιστεύετε. Εμπρός, λοιπόν! Δεν οφείλουμε να υψωθούμε πάνω από τον εαυτό μας με τη γνώση, τη θέληση και τη δύναμη; Οι δυνατοί δεν πρέπει να πετύχουν να ξεφύγουν από την ατμόσφαιρα της πίεσης και της ζήλειας των μαζών, υψωνόμενοι προς το φως; »Ακούστε με όλοι! Αυτή τη στιγμή βρίσκεστε στην καρδιά της μάχης. Δεξιά και αριστερά σας πέφτουν οι διπλανοί σας- πέφτουν, χτυπημένοι από την αδυναμία, την αρρώστια, το βίτσιο, την τρέλα... κι απ' όλα τ άλλα βλήματα που φτύνει το φριχτό πεπρωμένο. Αφήστε τους να πέσουν. Αφήστε τους να πεθάνουν, μόνοι κι άθλιοι! Να είστε σκληροί, να είστε τρομεροί, να είστε ανελέητοι! Πρέπει να πάτε μπροστά! »Γιατί αυτά τα τρομαγμένα βλέμματα; Είστε δειλοί; Φοβάστε και προτιμάτε να βρίσκεστε πίσω; Μείνετε πίσω! Ψοφήσετε σαν σκυλιά! Μόνο ο δυνατός έχει το δικαίωμα να ζήσει. Ο δυνατός πάει μπροστά... κ' οι στοίχοι αραιώ105
\Όυν. Μα όσο λίγοι κι αν είναι, οι μεγάλοι, οι δυνατοί, οι θεϊκοί, θα φτάσουν με τα μάτια γεμάτα ήλιο, στην καινούργια ιερή γη. Σε χιλιάδες χρόνια από σήμερα, ίσως. Και με τα δυνατά, μυώδη κ' επιτακτικά μπράτσα τους θα χτίσουν μιαν αυτοκρατορία πάνω στα κορμιά των αρρώστων, των αδύναμων και των ανάπηρων... Μια αιώνια αυτοκρατορία... Τα μάτια του έλαμπαν. Είχε σηκωθεί. Η σιλουέτα του ορθωνόταν μ' ένα υπερφυσικό μεγαλείο. Έμοιαζε στεφανωμένος από φως. ' Ηταν σαν Θεός. Το βλέμμα του φάνηκε να κοντοστέκεται πάνω στο θαυμάσιο όραμα, κ' ύστερα ξαναγύρισε απότομα στην πραγματικότητα και είπε: —Τριγυρίζω στον κόσμο για να σκοτώσω την αγάπη. Η δύναμη ας είναι μαζί σας. Τριγυρίζω τον κόσμο και κηρύσσω στους δυνατούς: Μίσος, μίσος και μόνο μίσος! Ό λ ο ι κοιτάχτηκαν άφωνοι. Η βαρόνη, συνεπαρμένη από μιαν έντονη συγκίνηση, έσφιγγε το μαντίλι της στα βλέφαρά της. Όταν σήκωσε τα μάτια, η θέση στην άκρη του τραπεζιού ήταν άδεια. Ένα ρίγος τους διάτρεξε όλους. Κανείς δεν είπε λέξη. Τα γκαρσόνια, χωρίς σιγουριά, ξανάρχισαν το σερβίρισμά τους. Ο αντικρινός μου, ο παχύς τραπεζίτης, ήταν ο πρώτος που ξαναβρήκε τη συνήθεια τού να μιλά κανείς. Γόγγυσε: — 'Ηταν ένας τρελός ή... Δεν άκουσα τη συνέχεια, γιατί μασούσε, με φουσκωμένα και τα δυο μάγουλα, μια γερή μπουκιά αστακόπιτας.
106
^ TO ΜΥΣΤΙΚΟ
ΤΩΡΑ και τριάντα χρόνια, κάθε αυθεντικός κάτοικος του Κάρμπαχ που έλεγε: «Ροζίνε», έπρεπε να προσθέσει αμέσως: «Κλοτίλντε». Ή αντίστροφα. Κι αυτό, γιατί η Ροζίνε κ' η Κλοτίλντε έμεναν μαζί στο Κάρμπαχ από αμνημόνευτους, όπως ισχυρίζονταν, χρόνους, κ' οι αγαθοί αστοί του τόπου θα ένιωθαν, χωρίς άλλο, μικρότερη έκπληξη, αν η παλιά εκκλησία, «σήμα κατατεθέν» της μίκρής πολιτείας, έχανε ξαφνικά το ένα από τα δυο καμπαναριά της, παρά αν, μια μέρα, τα αυστηρά τεζαρισμένα και περιέργως σκούρα μαλλιά της Κλοτίλντε δε θα 'χαν κάμει την εμφάνιση τους πίσω από τα κόκκινα γεράνια, πλάι στο λευκό κεφάλι της Ροζίνε, με τον «κεκρύφαλο». Είχαν συνηθίσει να θεωρούν τις δυο ηλικιωμένες κόρες σαν κάτι ενιαίο, πράγμα που δεν ήταν, όσο να πεις, παραμικρή θυσία για τις φλύαρες κυρίες, γύρω από τα φλιτζάνια του καφέ τους, γιατί, εξαιτίας αυτής της συγχώνευσης της Κλοτίλντε και της Ροζίνε, είχαν ένα πρόσωπο λιγότερο για την κριτική αεικινησία της γλώσσας τους. Μα, από τη μια, ήταν αληθινά δύσκολο ν' ασχολείσαι με τις προθέσεις που έκρυβε το λευκό κεφάλι, ξεχωρίζοντάς τες από τις ιδέες που περιείχε το καστανόμαλλο κεφάλι, και, από την άλλη, ένιωθες μιαν ανέκφραστη παρηγοριά στη σκέψη, πως η σχέση αυτή θα δημιουργούσε, ίσως, περισσότερα του ενός γεγονότα, επιδεκτικά «εκμεταλλεύσεως» γύρω από το τραπέζι του καφέ, απ' όσο αν κάθε μια από τις δυο ηλικιωμένες δεσποσύνες αυτές έσβηνε ολομόναχη σαν ξεχασμένο κερί. Οι συγκάτοικοί τους ήξεραν πως από καιρό σε καιρό ξεσπούσαν θύελλες πίσω από τα κόκκινα γεράνια και πως, 107
στις περιπτώσεις αυτές, η Ροζίνε έκανε την αστραπή κ' η Κλοτιλντε το αστροπελέκι, όπως αρμόζει, για να γίνει μια πλήρης κι αυθεντική θύελλα. Ήξεραν, εξάλλου, πως ο αριθμός των καταιγίδων αυτών ήταν πολύ μεγαλύτερος απ' όσο θα τολμούσε να προφητεύσει και το πιο κακόβουλο μετεωρολογικό δελτίο, κι από τριάντα χρόνια κοντά κουνούσαν το κεφάλι τους, έτσι που, περισσότερα του ενός από τα κεφάλια αυτά, είχαν γίνει λευκά, ενώ, κατά το πρώτο κούνημά τους, ήταν κατάξανθα. Αναρωτιούνταν τι ήταν αυτό που μπόρεσε να κάμει τις δυο δεσποινίδες αυτές, που δεν ήταν ούτε συγγενείς μήτε κ' ιδιαίτερα φίλες, να πάρουν την απόφαση να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα, όπου δεν είχαν συγκατοικήσει ποτέ, για να εγκατασταθούν στο Κάρμπαχ, και ν' αποδείξουν, εκεί, μ' έναν πόλεμο που δεν έλεγε να σταματήσει, από τριάντα χρόνια τώρα, ότι μπορούσανε, μια χαρά, ν' αποκαλούνται φίλες. Το πρόβλημα ήταν δύσκολο να λυθεί. Γιατί ήταν σπάνιοι εκείνοι που μπορούσαν να ρίξουν μια ματιά πίσω από τα κόκκινα γεράνια, κι αυτό που θ' ανακάλυπταν θα ήταν πάντα η εικόνα μιας ομόνοιας πέρα για πέρα ειδυλλιακής. ' Εξω από το σπίτι, το ζευγάρι δεν έκανε την εμφάνισή του παρά μόνο στην αγορά και στην εκκλησία. Ενώ η καστανόμαλλη Κλοτίλντε ήταν αξιοθαύμαστα ειδική στα κοτόπουλα, η Ροζίνε είχε μεγαλύτερη αρμοδιότητα για τις λειτουργίες και σε κάθε «Ντόμινους βομπίσκουμ» άλλαζε ένα βλέμμα γεμάτο φιλική κατανόηση με τον πλημμυρισμένο από ιερή ταχύτητα εφημέριο. Κι όπως η Ροζίνε είχε αποχτήσει μια εκλεπτισμένη ευαισθησία στην άκρη των δαχτύλων από το πολύ ξεκούκισμα των χαντρών του ροζαρίου της, όμοια κ' η Κλοτίλντε ήταν σε θέση να ξέρει το βαθμό της ωρίμανσης των μικρών μπιζελιών, στριφογυρίζοντάς τα κάτω από τα δάχτυλά της. Ο επιπόλαιος αναγνώστης κινδυνεύει, επομένως, να πειστεί ότι είναι πολύ πιο έξυπνος απ όλους μαζί τους κατοίκους του Κάρμπαχ· γιατί θα νομίζει πως εξεχνίασε άκοπα το αίνιγμα, που οι οξυνούστεροι κάτοικοι της πολιτείας, 108
επί σειρά ετών, προσπάθησαν να ξεφλουδίσουν, χρησιμοποιώντας κάθε είδος και μέγεθος πένσας και τανάλιας. Η εξήγηση του είναι αυτή: Οι διανοητικές και θρησκευτικές από τη μια, κ' οι υλικές, ωφελιμιστικές και πρακτικές ικανότητες, από την άλλη, των δυο γυναικών, αλληλοσυμπληρώνονταν τόσο ευεργετικά, που η κοινή τους ζωή όχι μόνο δεν έχει τίποτα το εκπληκτικό, παρά και παρουσιάζεται σαν φυσική αναγκαιότητα, κ' έπρεπε να πραγματοποιηθεί, μ όλες τις διαφορές που χώριζαν τις δυο γυναίκες, ώστε η Ροζίνε, ακόμη κι αν κατοικούσε στη Γροιλανδία, θα συναντούσε οπωσδήποτε την Κλοτίλντε, την κάτοικο, ας πούμε, κάποιας μακρινής Θούλης των τροπικών. Η συνάντηση τούτη έπρεπε, εν τούτοις, να πραγματοποιηθεί ναι και καλά στο Κάρμπαχ; Για να λέμε την αλήθεια, στο σημείο αυτό δε θα μπορούσε να δώσει καμιάν απάντηση κι ο πιο πολύξερος αναγνώστης. Αν, παρ' όλ' αυτά, ένας από τους εκλεχτούς, που είχαν εισχωρήσει πίσω από τα κόκκινα γεράνια, μπορούσε να εισαγάγει και τον αναγνώστη, ο τελευταίος αυτός θ' αποκόμιζε, χωρίς άλλο, από το αρχαίο τούτο νοικοκυριό, μια εντύπωση ομόνοιας, θα ήταν, όμως, υποχρεωμένος να ομολογήσει στον εαυτό του, πως, παρ' όλα και παρ' όλ' αυτά, υπήρχε, εκεί, μέσα, κ' ένα στοιχείο μυστηρίου, που, παρά το δραστήριο ξεσκονόπανο της Κλοτίλντε, είχε επικαθίσει, σαν πέπλος, πάνω στα ντουλάπια από ακαζού και στο καρυδένιο τραπέζι. Κι αυτόν τον πέπλο, ακριβώς, τραβά από δω, σέρνει από κει, ολόκληρο το Κάρμπαχ, αναρωτούμενο ποια φήμη θα μπορούσε να ικανοποιήσει απόλυτα τη φλογερή περιέργειά του. ' Ενα πλήθος φήμες κυκλοφορούν. Μα το πέπλο είναι τόσο στέρεο, που δε λέει να σκιστεί, κάποτε. Κι αυτός είναι ο λόγος που οι κάτοικοι του Κάρμπαχ δεν μπορούν πια ν' αναφέρουν τη Ροζίνε, χωρίς να προσθέσουν αμέσως και την Κλοτίλντε. Υπάρχει ένα μυστικό. Και πού φωλιάζει τούτο το μαύρο έντομο, αυτό το αιώνια καταβροχθιστικό σκουλήκι; Κάτω από τα περιέργως κα109
στανά μαλλιά, άραγε, ή κάτω από το λευκό, με τον κεκρύφαλο, κεφάλι; Στη Ροζίνε δε θα 'χε κάμει στάχτη η παραστιά του. ' Οταν υποσχόταν σε κάποιον, με το επισημότερο ύφος του κόσμου, ότι θα έμενε «σιωπηλή σαν τάφος» (πράγμα, άλλωστε, που το έκανε συχνά, γιατί αυτή η μυθιστορηματική διατύπωση της θύμιζε τα βιβλία με τα πολύχρωμα εξώφυλλα, που διάβαζε άλλοτε, κρυφά, σαν ήταν νέο κορίτσι ακόμα), όταν υποσχόταν, λοιπόν, κατά τρόπο τόσο επίμονο, μια μυθιστορηματική σιωπή, μπορούσες να είσαι σίγουρος, πως την εκμυστήρευσή σου θα την επαναλάβαινε μισή ώρα γρηγορότερα, απ' όσο θα το έκανε χωρίς αυτή την επίσημη κατηγορηματική διατύπωση. Η Κλοτίλντε και η Ροζίνε ήταν συνδεμένες με φιλία από τα παιδικάτα τους. Ύστερα το οικοτροφείο τις είχε χωρίσει κι άλλα τυχαία περιστατικά απομάκρυναν τη μιαν από την άλλη, ίσαμε που η πρώτη φάση ενός γεροντοκορίστικου πεσσιμισμού τις έκαμε να συναντηθούν στην πόλη όπου έμεναν. Ξανασυναντήθηκαν σαν δυο ταξιδιώτες που έχασαν τη συγκοινωνία σε κάποιον μικρό σταθμό της ενδοχώρας που προσπαθούν να διασκεδάσουν αμοιβαία την πλήξη τους μέσα στην αναγκαστική αναμονή τους. Συμβαίνει καμιά φορά να περιμένουν έτσι δυο άνθρωποι, κι όταν δεν αποφασίζει κανένα τρένο νά' ρθει, παίρνουν το δρόμο, μαζί, για το πιο κοντινό χωριό, όπου και μένουν. Στην εν λόγφ περίπτωση, το χωριό τούτο λεγότανε Κάρμπαχ. Στην αρχή χάρηκαν που είχαν ξαναβρεθεί ύστερα από τόσα χρόνια, μα η σκέψη να ζήσουν μαζί μήτε που πέρασε καν από το μυαλό τους. Η Ροζίνε ήταν τόσο ξεχειλισμένη από μυστικά, που δεν ήξερε από πού ν' αρχίσει- και δεν κουραζόταν να περηφανεύεται, καθώς μέσα στις περιπέτειές της υπήρχε ένας μυστηριώδης «Εκείνος», όχι σαν κεντρικό πρόσωπο ακριβώς, μα οπωσδήποτε σαν κομπάρσος. Κι ο τρόπος που τα 'βγάζε πέρα, πότε 'δω, πότέ εκεί, μαρτυρούσε αρκετά πόσο της άρεσε να στολίζει τα πράγματα. Εαναι αλήθεια, πως φερνόταν κάπως σαν τις αστικές εκεί110
νες οικογένειες, που, μη διαθέτοντας παρά ένα και μόνο ασημικό για το τζάκι τους, το μεταφέρουν από το ένα δωμάτιο στο άλλο, για να δώσουν στον ενδεχόμενο επισκέπτη τους μια εντύπωση φαντασμαγορικού πλούτου. Το ασημικό τούτο βρίσκεται παντού. Πότε γίνεται ζαχαριέρα, πότε ανθοδοχείο, πότε φρουτιέρα· εν ανάγκη, μάλιστα, αποθέτεις σ' αυτό κ' επισκεπτήρια, όταν, φυσικά, ανήκουν σε τιτλούχους ή περίβλεπτα πρόσωπα. Η Κλοτίλντε άκουγε με πολλή κατανόηση και μ' έναν αληθινό θησαυρό υπομονής την εξιστόρηση των μυστικών της Ροζίνε και δεν παράλειπε να θαυμάσει το μαρτύριο που τόσο ηρωϊκά είχε υποστεί και ν' αναγνωρίζει την αξία της να μη νιώθει παρά μόνο περιφρόνηση για το άλλο φύλο, το τόσο επιρρεπές, ως γνωστόν, στις κακές πράξεις, και, μαζί, τόσο άπιστο. Πραγματικά, η Ροζίνε ήταν ακόμη ικανή, όταν μιλούσε για «άντρες», να δίνει στη φωνή της ένα υπόλοιπο παρθενικής δειλίας και σήκωνε κοριτσίστικα τα μάτια της, που, παρ' όλ' αυτά, της έρχονταν σαν ένα ζευγάρι γυαλιά, πολύ αδύνατα πια, που έμοιαζαν να την πονούνε. Το φωτοστέφανο του πόνου την έκανε να ξεχνά όλες τις δυσαρμονίες* γιατί η Ροζίνε ήταν πεπεισμένη πως όλες οι δυστυχίες της οφείλονταν στ' όνομά της. Είναι πλάσματα, που οι γονείς τους τους δίνουν, από τα γεννοφάσκια τους, ένα όνομα που από μιας αρχής δημιουργεί την εντύπωση, πως θα πρέπει να έψαξαν πολύ ίσαμε να το βρούνε, μέσα σε κανένα λεξικό* οι άνθρωποι αυτοί είναι προορισμένοι, ό,τι κι αν συμβεί, να γίνουν περίφημοι. ' Οταν σπάζουν τα μούτρα τους, από μικρά παιδιά κιόλας, είναι κάτι που μαρτυρά πως έχουν αρχίσει ήδη να παίρνουν αυτό το δρόμο της φήμης. Λοιπόν, οι άτυχοι και τυφλοί γονείς της Ροζίνε της είχαν δώσει ένα όνομα που την καταδίκαζε να μείνει γεροντοκόρη, ακόμη και στην περίπτωση που θα συνδύαζε την ομορφιά μιας μαχαρανής με τη χάρη της ωραίας Οτερό. Σαν η κύρια ηρωίδα αυτής της φριχτής τραγωδίας που ήταν το πεπρωμένο της, θεωρούσε τον εαυτό της, φυσικά, 111
τόσο σπουδαίο όσο κι άξιο λύπησης. Εν τούτοις, είχε τον καιρό να παρατηρήσει το μέρος που έπαιρνε η Κλοτίλντε στην τύχη της. Κι αν κ' η χαρά, που βρήκε μια τόσο θερμή συμπάθεια, είχε αρχίσει να την κυριεύει, δεν άργησε, ωστόσο, από τις πρώτες μέρες κιόλας της κοινής τους ζωής να υποψιάζεται πως, για να μπορεί η Κλοτίλντε να δείχνει τόσο ζωηρή συμπάθεια, θα πρέπει, κ η ίδια αυτή, να έχει ζήσει και υποστεί μιαν ανάλογη με τη δική της περιπέτεια. Μια τέτοια υποψία μοιάζει με αεικίνητο ρευματισμό. Πότε σας πιάνει εδώ, πότε αλλού. Εκεί που πιστεύεις πως, επιτέλους, εγλίτωσες από το κακό, ξαφνικά αρχίζεις και πονάς αλλού. Η Ροζίνε δεν μπορούσε να βρει πουθενά ησυχία. Δε χώνευε πια και, συχνά-πυκνά, ξεχνούσε να περάσει σε μπικουτί τα μαλλιά της. Αντιμετώπιζε κάθε δυνατότητα και το συμπέρασμά της ήταν πάντα το ίδιο: η Κλοτίλντε θα πρέπει χωρίς άλλο, να είχε τραβήξει περισσότερα κι απ' αυτή την ίδια. Μπορούσε, εν τούτοις, να φυλάσσει το μυστικό της, εξαιτίας της αναμφισβήτητης υπεροχής που έχαιρε: εκείνη, απλούστατα, δεν τη λέγανε Ροζίνε. Κι όταν οι μέρες άρχισαν να περνούν η μια πίσω από την άλλη, κ' η Κλοτίλντε άρχισε να κουβεντιάζει όλο και πιο πολύ, ότι θα εγκαταστηνόταν στο Κάρμπαχ, τη Ροζίνε την έπιασε ένας ανείπωτος φόβος, ότι το μεγάλο μυστικό ήταν δυνατό να της ξεφύγει για πάντα. Ήξερε, πως η Κλοτίλντε έκρυβε στην ντουλάπα της μια καλοκλεισμένη κασετίνα που την έλεγε «το κουτί των χρεογράφων». Γέλασε πικρά. Το «κουτί των χρεογράφων»! Τι υποκρισία! Για να σε κάμει να πιστέψεις πως περιείχε χρεόγραφα. Και να δεις που, το δίχως άλλο, εκεί μέσα έκρυβε γράμματα ή μια φωτογραφία — τη φωτογραφία του «Εκείνου»! Η σκέψη αυτή δεν έλεγε να την αφήσει ήσυχη. ' Εδειχνε όλο και μεγαλύτερη διάθεση για εκμυστηρεύσεις, γιατί έλεγε με το νου της: η εκμυστήρευση προκαλεί εκμυστήρευση, κ' ένα βράδυ κατά το σούρουπο, η Κλότίλντε σίγουρα που θα πήγαινε να φέρει την κασετίνα της. Μα η ημερομηνία, που η Κλοτίλντε θα έφευγε, πλησίαζε, κ' η Ρο112
ζίνε, που είχε εξαντλήσει ολόκληρη τη φαντασία της σ' εκμυστηρεύσεις, ένιωθε άπειρα δυστυχισμένη, σαν εγκαταλειμμένο παιδί. Και, τότε, μέσα σε μια νύχτα που δε στάθηκε δυνατό να την πάρει ο ύπνος, το αποφάσισε: πρέπει να μείνουμε μαζί. Κ' εξακολούθησε να φαντάζεται: όταν δυο άνθρωποι ζούνε μαζί μέρα τη μέρα, όταν πίνουν από ίδιο κρασί, όταν τρώνε το ίδιο αλάτι και το ίδιο ψωμί, όταν έχουν την ίδια πείνα και, τη νύχτα, ενοχλούνται αμοιβαία, ροχαλίζοντας, οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει, κατ' ανάγκη, αν όχι ν' αποτελούν ένα, τουλάχιστον ν' αποτελούν ένα συμμετρικό όλον, που τα δυο μισά του μπορούν να συμφωνούν ακριβώς. Κιόλας κείνον κει τον καιρό, η Ροζίνε δεν παράβλεπε τις δυσκολίες μιας τέτοιας συμβίωσης. Ήξερε την αυστηρότητα και την ακρίβεια της Κλοτίλντε, το ζήλο της που πάντα έτεινε σε κάποιο σκοπό, και δεν έκρυβε από τον εαυτό της, πως οι προσωπικές κλίσεις της επανειλημμένα θα βρίσκονταν στην ανάγκη να πολεμήσουν για να υποστηρίξουν τα δίκαιά τους. Σε κάτι τέτοιες στιγμές διαύγειας, συλλάβαινε επ' αυτρφώρω τον εαυτό της σε κούφιες ονειροπολήσεις. Ήξερε πως ο μυστηριώδης άγνωστος εξακολουθούσε να είναι ο βασιλιάς αυτών των ονείρων, κι ότι κουραζόταν να τρέχει μια ολόκληρη μέρα μέσα σ' όλο το σπίτι, χωρίς να κάνει τίποτε άλλο, από το ν' αλλάζει θέση σε μερικές καρέκλες και να ρίχνει κάποιο μπιμπλό πάνω στο κομοντίνο. Μα παρηγοριόταν, καθώς σκεφτόταν, πως όταν θα ήταν μαζί, η ώρα της τελευταίας εκμυστήρευσης δε θ' αργούσε πολύ και πως ύστερα από κανένα χρόνο το πολύ-πολύ, θα μπορούσε να την αποχαιρετήσει, ρίχνοντας δυο τελευταία βλέμματα κατανόησης, το ένα στην κασετίνα και το άλλο στην καημένη την Κλοτίλντε, που κι αυτή ήταν όμοια ανίκανη να κρατήσει ένα μυστικό. Με τη φαντασία της έριχνε κιόλας εκείνα τα βλέμματα. Κ' εξασκούνταν σ' αυτή τη φανταστική σκηνή, που της εξασφαλιζε εκ των προτέρων ένα αληθινά διακοσμητικό αποτέλεσμα. Με κάποια δειλία και με πολλή κακή συνείδηση στο βε113
βιασμένο χαμόγελο των ματιών της, εξέθεσε το σχέδιο της στην Κλοτίλντε. Αυτή ούτε έκπληξη έδειξε ούτε και δίστασε. Είπε απλά: —Ναι, αν το θέλεις. Είναι ζήτημα, αν κοίταξε καν τη Ροζίνε. Αυτηνής, όμως, της φάνηκε πως η Κλοτίλντε είχε καταπνίξει ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο. Και το σχέδιό της ριζώθηκε πιο πολύ ακόμη μέσα της, γιατί εννοούσε να πάρει εκδίκηση γι' αυτό το χαμόγελο. Η μέρα της μετακόμισης έφτασε* αξημέρωτα κιόλας η Κλοτίλντε άρχισε να τρέχει από τη μια κάμαρα στην άλλη, δίνοντας διαταγές με δυνατή φωνή, βοηθώντας παντού, όπου χρειαζόταν, κ' η Ροζίνε είχε την ψευδαίσθηση πως βοηθούσε κι αυτή, το κατά δύναμη — δηλαδή πολύ. Χτυπιότανε σαν παιδί που το ρέμα είχε παρασύρει τη βάρκα του και που νομίζει πως θα τη στρέψει προς τα πίσω, φτάνει μόνο να τραβά κουπί μ' όλη του τη δύναμη. Επανειλημμένα, μέσα στην άσκοπη βιάση της, έπεσε πάνω στην Κλοτίλντε, πότε στο διάδρομο και πότε στη σκάλα. Στο τέλος, η Κλοτίλντε την πήρε από το χέρι και της είπε με κάποιαν απροσδιόριστη διάθεση: —Δεν κάνεις άλλο από το να μπαίνεις στα πόδια των ανθρώπων. Πρέπει να πάω για το ζύμωμα και δε θα 'θελα να χάσω τούτο δω από τα μάτια μου. Θέλεις να το προσέχεις, στο μεταξύ; Κ' είχε φύγει κιόλας. Η Ροζίνε έμεινε εκεί που βρισκόταν, σαν να ' βλεπε όνειρο, κ' ένιωσε μέσα στο δεξί χέρι της ένα πράγμα παράξενα βαρύ, που ήταν σαν να το 'χαν ξεθάψει μέσα από τη γη. 'Ηταν «τα χρεόγραφα». Άρχισε να τρέμει σύγκορμη από τρόμο και συγκίνηση. Κατάφυγε με το πολύτιμο αντικείμενο σε μια σκοτεινή γωνιά του διαδρόμου. Βρήκε μια πολυθρόνα, όπου και κάθισε μαλακά, σαν λαθραία, για να εξετάσει αυτή τη μαύρη κασετίνα που ήταν ακουμπισμένη στα γόνατά της. Φορές-φορές της φαινόταν πως το σκέπασμα δεν ήταν και τόσο καλά κλεισμένο. ' Εσκυβε, αμέσως, λοιπόν, από πάνω του, μα κάθε φορά 114
αναγκαζόταν να πειστεί πως η κλειδαριά αντιστεκόταν πάντα με το ίδιο πείσμα. Καθόταν μπροστά στο μαύρο μυστικό, σαν Ινδός μπροστά στο ξύλινο είδωλό του^ με τα χέρια ενωμένα στα γόνατά της και με ορθάνοιχτα, κατασκοπευτικά μάτια. Είχε εμπιστοσύνη στα σημάδια της μοίρας και μια βαθιά και ρομαντική αντίληψη για τις ανεξιχνίαστες προθέσεις αυτής της μοίρας. Από τη στιγμή που κράτησε τα «χρεόγραφα» μέσα στα χέρια της, ήξερε: η αποστολή της ήταν να εξερευνήσει τα σκοτάδια αυτού του μεταλλείου. Κ' η αποστολή τούτη της φάνηκε τόσο σπουδαία, όσο κ' η εξερεύνηση των πηγών του Νείλου ή τα πειράματα των κρυπτόγαμων πάνω στη ζωή των ζώων. Ένας ιερός ζήλος τη συνεπήρε, με την ηρωική απόφαση να μη γνωρίσει ούτε ώρα ανάπαυσης, πριν διεισδύσει, με τη βία, την πονηρία ή τη πανουργία, στο μυστικό αυτής της κλειδαριάς. ' Ενιωσε, ότι γινόταν πιο σπουδαία και πιο μεγάλη, εξαιτίας αυτού του χρέους που είχε επιβάλει στον εαυτό της. ' Ετσι, έφτασε στο Κάρμπαχ, γεμάτη ελπίδα και μεγάλη απόφαση, και δεν άφησε από τα χέρια της το μαύρο μυστικό της, ίσαμε τη στιγμή που του έδωσε τη θέση του μέσα στο καινούργιο σπιτικό. Η Ροζίνε ήταν από κείνες τις γυναίκες που ξέρουν να παρουσιάζονται εξαιρετικά αξιαγάπητες όταν θέλουν να πετύχουν κάποιο σκοπό. Σ' αυτό, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, πως η κατάσταση τούτη ήταν εντελώς καινούργια στη ζωή της. Είχε ένα μυστικό, κ' ήταν, ένα αληθινό μυστικό. Κ' ήταν καθαυτό ένα ολόκληρο μυθιστόρημα ή, τουλάχιστον, το προτελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος. ' Ενιωθε στο πόστο της σαν ένας πρέσβης επιφορτισμένος ν' αναζητήσει μεταξύ των αγρίων φυλών κάποια πληροφορία, από την οποία θα εξαρτιόταν η τύχη ολόκληρων κρατών, ο πόλεμος ή η ειρήνη στον κόσμο. Κ' η μοίρα θα προσανατολιζόταν προς το σημείο που εκείνη θα έδειχνε 115
περισσότερη ή λιγότερη πονηριά και διεισδυτικότητα σ' αυτή την αναζήτηση. Τα πρώτα χρόνια, η κοινή ζωή με τη Ροζίνε φάνηκε, επομένως, τόσο φωτεινή, σάμπως ο ίδιος ο ήλιος να είχε νοικιάσει μια κάμαρα στο σπίτι τους. Δε σκεφτόταν πια αυτή τη μαύρη σιδερένια κασετίνα* η Ροζίνε θυμόταν μονάχα, πως μια υψηλή αποστολή την κρατούσε εδώ μέσα και πως έπρεπε να χαμογελά ασταμάτητα για να πετύχει το σκοπό της. Γενικά, το πράγμα δεν ήταν και πολύ δύσκολο. Ταυτόχρονα ένιωθε για τον εαυτό της μεγάλη εκτίμηση, που, σύμφωνα με τη διάθεσή της, τη χώνεψή της και τον καιρό, εκδηλωνόταν με την έκπληξη ή το θαυμασμό που ένιωθε μπροστά στην ίδια της τη στάση. Βρήκε τρόπο να εκπληρώσει την υψηλή αποστολή της, ζώντας επί χρόνια δίπλα στην Κλοτίλντε, χωρίς να προδοθεί, έστω κι από ένα βλέμμα της, χωρίς να εκδηλώσει ποτέ την παραμικρή περιέργεια μήτε και να σκιρτήσει καν, όταν η κασετίνα έβγαινε από το συνηθισμένο κρυψώνα της. Τις πρώτες φορές, λοξοκοίταξε ελαφρά, χωρίς άλλο, πάνω από την εφημερίδα που κρατούσε ξεδιπλωμένη μπροστά της, μα ντράπηκε για τον εαυτό της και σε κάτι τέτοιες στιγμές όλο και κάτι θα ' βρίσκε να κάνει σε κάποια απομακρυσμένη γωνιά του δωματίου ή σ' άλλες κάμαρες. «Η ώρα μου θά ' ρθει», συλλογιζόταν μ' εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Μα κατά το διάστημα μιας κακής νύχτας, που οι γάτες φώναζαν έξω, σαν παιδιά, που τα στραγγαλίζουν, και που οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν, μονότονες, σαν τα σκουλήκια μέσα στο ξύλο του παλιού δρύινου ερμαριού, οι πρώτες αμφιβολίες υψώθηκαν μέσα της, αναφορικά με την τακτική που ακολουθούσε ως τότε. Το πρωί, σηκώθηκε χλομή και κουρασμένη* το στήθος της την πονούσε, σαν να το πίεζαν ολόκληρη τη νύχτα τα «χρεόγραφα». Αμέσως ύστερα από το πρωινό ρόφημά τους άρχισε να παραπονιέται. Η Κλοτίλντε, ξαφνιασμένη απ' αυτόν το νεοτερισμό, ανησύχησε σοβαρά κ' η συμπάθειά της βοήθησε τη φίλη 116
της να εγκαινιάσει το νέο της αγωνιστικό σύστημα, που το «σήμα κατατεθέν» του ήταν κάποια εξηρμένη μελαγχολία. Μέσα σε μερικές εβδομάδες, η παλιά Ροζίνε είχε εξαφανιστεί, και τη θέση της την πήρε μια καινούργια Ροζίνε, ελεγειακή, που περπατούσε μέσα στις κάμαρες σαν να φοβόταν μην ξυπνήσει κάποιον κι αραιώνοντας το κρασί της με τόσο νερό, που τα έξοδα του μηνός περιορίστηκαν αισθητά. Η Ροζίνε, η ίδια, μόνο κέρδος αποκόμισε από τούτη την αλλαγή. Η συντρόφισσά της φοβήθηκε μη κ' εργαζόταν πάρα πολύ και την απάλλαξε απ' όλες τις δουλειές του σπιτιού. Η Ροζίνε έβρισκε, έτσι, τρόπο, να περνά πολλές ώρες ήσυχη και κάθε μια από τις ώρες αυτές είχε και μια σιωπηλή πόρτα, που μόνο ο «Εκείνος» είχε το κλειδί της. Το όνειρο που τον έφερνε μπροστά της γινόταν όλο και πιο συχνό. Σκεφτόταν τη συγκίνησή του, όταν κι ο ίδιος αυτός θα ονειροπολούσε την ίδια τούτη ανάμνηση. Και, τότε, τον φανταζόταν: ένα σοφό, μπορεί μάλιστα και φημισμένο (κείνον τον καιρό, κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα τι θα γινόταν, μια μέρα, ο Εκείνος), μέσα στο μισόφωτο ενός γραφείου, που οι τοίχοι του έμοιαζαν χτισμένοι από βιβλία μονάχα, να ζητά το κομμάτι της τριανταφυλλιάς κορδέλας, το μόνο αναμνηστικό που είχε διατηρήσει απ' αυτή. Και τον έβλεπε να φιλά την κορδέλα αυτή και, μέσα στ' όνειρό της, δεχόταν το μεγάλο και πολύτιμο ανδρικό δάκρυ, που κυλούσε σαν μαργαριτάρι μέσα από τα κύματα της πλούσιας γενειάδας του. Κλαίει, κλαίει εξαιτίας της! Κ' η Ροζίνε πνιγόταν από συγκίνηση, γι' αυτόν, για τον εαυτό της και για την Κλοτίλντε που γνώριζε ολόκληρη την περιπέτεια* δεν της είχε αποκρύψει παρά μόνο τ' όνομα. Σε τελευταία ανάγκη, της απόμενε επομένως κάτι ακόμη για εκμυστήρευση. Αν, μια μέρα, την γκρίζα ώρα του σούρουπου, έκανε αυτή την ιερή ομολογία, μήτε κ' η Κλοτίλντε θα μπορούσε να κρύψει τίποτε πια και θ' άνοιγε, με το μοναδικό κλειδί της, όλες τις καρδιές κι όλες τις σιδερένιες κασετίνες. Μα δεν άργησε να εγκαταλείψει αυτή την ιδέα, γιατί θυ117
μήθηκε, ξαφνικά, πως η Κλοτίλντε είχε γνωρίσει τον Εκείνον, αν κ' επιπόλαια μόνο και χωρίς να υποψιάζεται τίποτα. Την ίδια στιγμή ένιωσε πως ο αγαπημένος, που τόσες φορές τον είχε περιγράψει με τόσο θαυμάσια χρώματα, θα έχανε την ακτινοβολία του μέσα στο πνεύμα της φίλης της και θα περιοριζόταν στις ψυχρές διαστάσεις μιας απλής ανάμνησης. Η ανάμνηση αυτή δεν μπορούσε, σίγουρα, να είναι ευχάριστη στην Κλοτίλντε, αφού ο Εκείνος την είχε, άλλοτε, φανερά παραβλέψει, προτιμώντας, σύμφωνα μ' όλες τις ενδείξεις, τη Ροζίνε, κι ας τη λέγαν Ροζίνε. Κ' η Ροζίνε δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει σε τούτη τη σκέψη. Άλλωστε, η εκμυστήρευση τούτη, του «ονόματος», θα προκαλούσε κι άλλες παρατηρήσεις. Στην πραγματικότητα, δεν είχε το όνομα που θα του ταίριαζε. Λεγόταν: Γιάκομπ Γκάνς. Αυτό 'ταν δυσάρεστο, γιατί, εκτός που ο Γιάκομπ είναι ένα όνομα κοράκου κι όχι όνομα που αρμόζει σε ήρωες του προτελευταίου κεφαλαίου ενός μυθιστορήματος, το Γκανς δεν ήταν ούτε ωραίο ούτε ακριβώς στη θέση του, αφού θα έπρεπε να το γράφει, τουλάχιστον: Γκαίνσεριχ. Γιατί η συνήθεια που είχε η Ροζίνε να τον αποκαλεί Ρολφ ή Ρόμπερτ δεν άλλαζε πια αυτή τη μοίρα, όσο και το γεγονός ότι η Ροζίνε λεγότανε Θέα στα όνειρά της, ή έτσι, τουλάχιστον, την αποκαλούσε ο Ρόμπερτ των ονείρων της. Κ' οι δυο υπόφεραν, γενικά, από την ίδια ατυχία, γι' αυτό και δέθηκαν ο ένας με τον άλλον τόσο στέρεα. Ο Θεός συγχώρεσε, βέβαια, τον Γιάκομπ Γκανς που άλλαξε γνώμη μετά· γιατί τ όνομα του Γιάκομπ Γκανς (που θα μπορούσε, ίσως, και να μεταφραστεί στα λατινικά) ήταν, παρ' όλ' αυτά, πιο επιδεκτικό φήμης, από το φριχτό όνομα της Ροζίνε, σε περίπτωση γάμου. Η Ροζίνε ήταν, λοιπόν, κείνον κει τον καιρό γεμάτη συνδιαλλακτικότητα κ' επιείκεια* τα μουδιασμένα δάχτυλά της προσπαθούσαν να τραβήξουν από το ξεκούρντιστο πιάνο μερικές μελωδίες του Σούμαν, ξεχασμένες από καιρό τώρα, διάβαζε Χάινε στο αντίτυπο που της είχαν χαρίσει τη μέρα που είχε δεχτεί το Χρίσμα και, πριν πέσει στο 118
κρεβάτι, πηγαινορχότανε στην κάμαρα της με λυμένα τα μαλλιά. Μα τα χρόνια δε σταματούσαν ούτε μπροστά στα τραγούδια του Σούμαν μήτε και μπροστά στις λυμένες πλεξούδες. ' Ετσι, αφού γιόρτασε την τεσσαρακοστή επέτειο των γενεθλίων της, ξαφνικά παραιτήθηκε από το να παίζει Σούμαν, να διαβάζει Χάινε και να λύνει τα μαλλιά της. Ένιωσε να γερνά πάνω στην εκπλήρωση της αποστολής της. Παρατήρησε πως, ακόμα και μέσα σε μια σκοτεινή κάμαρα, μπορούσε να διακρίνει μέσα στον καθρέφτη το αραίωμα των μαλλιών της, που περιβάλλανε ένα είδος σεληνόφωτος: δηλαδή, φαλάκρας. Κι αυτό το σεληνόφως γινόταν κάθε μέρα πιο ζωηρό και πιο αντιληπτό. Η μελαγχολία της, με το να εκδηλωθεί, είχε γίνει εντελώς ασύνειδη. Η Ροζίνε, χωρίς να το καταλάβει καν, χωνότανε όλο και πιο βαθιά μέσα σ' αυτή τη σκια, όπως σ' ένα μεγάλο δάσος. Στο τέλος, όταν πια είχε βρεθεί μέσα στην καρδιά του δάσους, ξέσπασε η θύελλα. Και τέτοιες θύελλες είναι επικίνδυνες. Ξαφνικά δεν είχε πια μέσα της παρά μόνο μίσος. Μίσος εναντίον τηςτόσο άσπλαχνης μοίρας, που είχε επιβάλει αυτό το κουραστικό κι απελπιστικό καθήκον, σαν έναν ατσάλινο ζυγό, μίσος εναντίον της ίδιας της της αδράνειας, μίσος για τις κάμαρες, όπου περίμενε, σαν φυλακισμένη εφ' όρου ζωής, και πέθαινε αργά, θύμα μιας κρυφής υπόθεσης, μίσος προπαντός εναντίον της Κλοτίλντε, που η φαινομενική της αδιαφορία της φαινόταν χυδαία και πρόστυχη. Να μπορούσε να μυήσει έναν τρίτο στα σχέδιά της! Δεν άργησε, όμως, να καταλάβει, πως αυτό ήταν αδύνατο, για τον πολύ απλό λόγο κιόλας, ότι δεν ένιωθε ικανή να πείσει έναν ξένο για το μεγαλείο και τη σπουδαιότητα του ζωτικού της καθήκοντος. Θα ήταν μια παρηγοριά γι' αυτή, αν'ο άγριος αυτός αγώνας της ψυχής της γινόταν αντιληπτός από κάποιον, κι αν ο δίχως προηγούμενο ηρωισμός της έβρισκε τουλάχιστον ένα βιογράφο με κατανόηση, η συγκινητική αυτοθυσία της έναν ενθουσιώδη ποιητή. Μα δεν 119
μπορούσε να ελπίζει σε τίποτα τέτοιο, κ' έκλαιγε πολύ, τη μέρα από θυμό, τη νύχτα από συγκίνηση, καθώς σκεφτόταν τη δίχως προηγούμενο αφιλοκέρδειά της. Στο τέλος, ο θυμός αυτός και τούτα τα δάκρυα την αρρώστησαν. Κάθε πρωί ο γιατρός ερχόταν ν' αναπαυτεί ένα τεταρτάκι της ώρας στο προσκέφαλό της και καθάριζε τα στρογγυλά ματογυάλια του, ζαρώνοντας τα φρύδια* μια μέρα, ρώτησε, όχι χωρίς οπισθοβουλία, αν ο εφημέριος ερχόταν στο σπίτι τους. Δε θα μπορούσαν να οργανώνουν, από καιρό σε καιρό, καμιά παρτίδα ουίστ, για τρεις; Η έκπληξη της Ροζίνε ήταν μεγάλη, βλέποντας την Κλοτίλντε να επιδοκιμάζει αυτή την πρόταση· ο εφημέριος ήρθε, μίλησε για την αιώνια ζωή, για την προσεχή λειτουργία και για το προσεχές γεύμα με χοιρινό κρέας, στο «Κόκκινο Βόδι», από το οποίο δεν μπορούσε να λείψει. Την ακόλουθη νύχτα, η Ροζίνε είδε τρία όνειρα. Ονειρεύτηκε την αιώνια ζωή και τον κύριο εφημέριο. ' Ηταν πραγματικά ένα ωραίο όνειρο. Είδε κ' ένα άλλο όνειρο για την αιώνια ζωή, τον κύριο εφημέριο και το εκκλησιαστικό όργανο* κι αυτό 'ταν ένα ωραίο όνειρο. Είδε κι άλλο ένα όνειρο, όπου το εκκλησιαστικό όργανο ήταν ο ίδιος ο κύριος εφημέριος κι όπου η αιώνια ζωή προσέφερε το ίδιο θέαμα ενός γεύματος με χοιρινό κρέας. ' Ηταν ένα όνειρο πολύ λίγο χριστιανικό, όσο να πεις, μα, παρ' όλ' αυτά, το πιο ωραίο όνειρο απ' όλα. Κι όταν τέλειωσε και το τρίτο όνειρο, η Ροζίνε τα πακετάρισε όλα, χωρίς ν' αφήσει έξω το γεύμα με το χοιρινό κρέας και την αιώνια ζωή, μέσα στην κασετίνα με τα χρεόγραφα, κι άρχισε να περιέρχεται ολόκληρο το σπίτι, βογκώντας στο βάθος του κρεβατιού της. Αυτό 'ταν το τέταρτο όνειρό της, ή, ακριβέστερα, ο παροξυσμός του πυρετού της. Την επαύριο, η Ροζίνε δεν είχε πια πυρετό, μα ένιωθε θανάσιμα θλιμμένη. Ήξερε, πως ο εφημέριος δεν είχε 'ρθει μήτε για το γεύμα με το χοιρινό κρέας, ούτε για την προσε120
χή λειτουργία, παρά μόνο και μόνο γιατί 'χε στο νου του την αιώνια ζωή. Κι αυτό 'ταν τρομαχτικό: τώρα, ήξερε πως θα πέθαινε, και θα πέθαινε χωρίς να 'χει εκπληρώσει την αποστολή της. Όπως ο Μωυσής. Την έπιασε άπειρη απελπισία. Ολόκληρη τη μέρα δε σκεφτόταν παρά ένα μόνο: να σηκωθεί και να χρησιμοποιήσει ό,τι βρισκόταν στο δωμάτιο ή κρεμόταν στον τοίχο, για να παραβιάσει την κλειδαριά της κασετίνας. Ωστόσο ένιωθε βαριά σαν μολύβι, ξαπλωμένη στα προσκέφαλά της, και δε θα 'χε καν τη δύναμη να σηκωθεί, ακόμη κι αν άρχιζαν να καίγονται οι κουρτίνες του κρεβατιού της. Περίμενε αδιάκοπα να συμβεί κάτι. Μα το βράδυ ήρθε, όπως συνήθως, κ' η Κλοτίλντε απόθεσε πάνω στο τραπέζι τη λάμπα με το πράσινο αμπαζούρ. Ύστερα, πλησίασε την άρρωστη με πρόθυμο βήμα. —Νιώθεις καλύτερα; την άκουσε να ρωτά. Η Ροζίνε δεν αποκρίθηκε. Ποιος μπορούσε να την αναγκάσει να μιλήσει; Η Κλοτίλντε τη νόμισε κοιμισμένη κ' έκαμε μερικά βήματα προς τα πίσω. Μα, την ίδια στιγμή, η Ροζίνε αναπήδησε στα προσκέφαλά της. Το κακόμοιρο κορμί της, τυλιγμένο μέσα στη ριγέ νυχτικιά της, ανασηκώθηκε: —Α! είπε με βραχνή φωνή, ανησυχείς για την κατάστασή μου; Αυτό 'ναι συγκινητικό. Μα άφησέ μου ακόμη λίγο καιρό. Κάνω ό,τι μπορώ. Δεν μπορώ, όμως, να πεθάνω και τόσο γρήγορα. —Ροζίνε! φώναξε η Κλοτίλντε, τρομαγμένη. Με μια καθησυχαστική κίνηση, θέλησε να βάλει το χέρι της στο μέτωπο της άρρωστης. Εκείνη όμως το έπιασε και το τίναξε πέρα, σαν να 'ταν κανένα δηλητηριώδες ερπετό. —Μη μ' αγγίζεις, άκαρδη. Εσύ μ' οδήγησες στον τάφο. Εσύ, ναι, εσύ... Παρά λίγο να πνιγεί. Την έπιασε ένας βίαιος και ξηρός βήχας, που την έκανε να τρέμει ολόκληρη. Ό τ α ν συνήλθε, ήταν σαν παιδί. ' Ενωσε τα χέρια της και ικέτεψε με ά121
χρωμη κι απαλή φωνή: —Κλοτίλντε, αγαπητή μου Κλοτίλντε, μοναδική μου φίλη, δείξε μου την κασετίνα σου, δείξε μού τη μια φορά μόνο. Η Κλοτίλντε απόδωσε το πράγμα στον παροξυσμό του πυρετού της. Πλησίασε την πράσινη λάμπα στο κρεβάτι, και πήγε να φέρει τη μαύρη κασετίνα, που το σκέπασμά της, υπακούοντας, σε κάποιαν άκρη του, σε μιαν απαλή πίεση, ανοίχτηκε, σπρωγμένο από κάποιο ελατήριο. Η Ροζίνε βύθισε μέσα, με μιαν άπληστη κίνηση, τ' απισχνασμένα δάχτυλά της, όπως θα έκανε ένας άνθρωπος, που θα πέθαινε από δίψα, σε μια πηγή. Δεν άφησε τίποτα που να μην το εξετάσει. Βρήκε δυο παλιά λαχεία που, χωρίς άλλο, θα έληγαν στο υπερπέραν, επιστολές, σαπισμένες σχεδόν, που ήταν αδύνατο να βγάλεις τίποτε απ' αυτές, τόσο κακογραμμένες ήταν, ξερά λουλούδια που έλιωναν κάτω από τα δάχτυλα, παράξενα αρωματισμένες εικόνες αγίων και ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Στο πίσω μέρος μιας απ' αυτές, μπορούσαν να διαβαστούν αυτές οι λέξεις: «Τη ωραία Κλοτίλντε, τεκμήριον πιστού έρωτος, ο θαυμαστής αυτής Γιάκομπ Γκανς». Η Ροζίνε είχε διαβάσει κιόλας τέσσερις φορές συνέχεια τα λόγια αυτά, χωρίς να ξέρει πως τα είχε διαβάσει, και τα διάβασε άλλες τρεις φορές πριν καταλάβει αυτό που είχε διαβάσει. Τα χέρια της έπεσαν, χωρίς δύναμη, ξεφεύγοντάς τους ό,τι κρατούσαν. Η Κλοτίλντε έτρεξε να μαζέψει όλα αυτά τα κειμήλια και να τα ξανακλείσει στη βαριά κασετίνα που ήταν ακουμπισμένη στα γόνατά της. Τη στιγμή κείνη, της Ροζίνε της φάνηκε πως της άδειαζαν τη ζωή απ όλα τα μέλης της. Ένιωθε παράξενα αλαφριά κ' ένας αόριστος ίλιγγος τη μεθούσε. Ανάπνευσε βαθιά. Μα κάμποση ώρα πιο ύστερα από τη στιγμή που η Κλοτίλντε είχε αφήσει το δωμάτιο, σήκωσε τα μάτια, έριξε γύρω της ανήσυχα και γρήγορα βλέμματα, κ' ύστερα εγκαταλείφτηκε σε δάκρυα, σιγανά στην αρχή, που, όμως, σιγά-σιγά, παράσερναν, τά122
ραζαν και τίναζαν το αδυνατισμένο κορμί της σαν ένας μανιασμένος χείμαρρος. ' Ενιωθε να παρασέρνεται σε σκοτάδια ατέρμονα. Αόριστα συναιστάνθηκε ότι επί τριάντα χρόνια ζητούσε να εισχωρήσει μέσα στη μαύρη αυτή κασετίνα, για να βρει, τελικά, τι; — τα ερείπια του ονείρου της. ' Εκλαιγε σαν παιδί, κ' η Κλοτίλντε, γεμάτη αμηχανία, καθόταν δίπλα στο προσκεφάλι της. Ο γιατρός έφτασε λίγο αργότερα. ' Εστειλε αμέσως να φωνάξουν τον κ. εφημέριο, κι αυτή τη φορά δεν ήταν για μια παρτίδα ουίστ. Κι ο κ. εφημέριος έφτασε το γρηγορότερο, κι αυτή τη φορά δε μίλησε παρά για την αιώνια ζωή. Δεν είχε ώρα για χάσιμο. Η Ροζίνε είχε λύσει το αίνιγμα. Στο εξής δεν ήταν πια αναγκαίο να συζεί με την Κλοτίλντε πίσω από τα κόκκινα γεράνια. Μπορούσε να μείνει μόνη. Θα έμενε στην άκρη-άκρη της πόλης. Η μετακόμισή της δεν μπορούσε να μην είναι παράξενη: οδηγήθηκε εκεί από τέσσερα λευκά άλογα κι απ' όλους τους κατοίκους του Κάρμπαχ, που επί τριάντα χρόνια δεν μπορούσαν να πουν «Ροζίνε», χωρίς να προσθέσουν αμέσως «Κλοτίλντε», και τα παιδιά του σχολείου έψαλλαν έναν ευλαβικό ψαλμό.
123
Η ΘΕΙΑ ΜΠΑΜΠΕΤ
Η ΘΕΙΑ Μπαμπέτ πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα. Ο πρωινός ήλιος είχε κρυφοκοιτάξει, σαν εγγόνι που του αρέσει να πειράζει, μέσα από τις τούλινες κουρτίνες, που ήταν πλημμυρισμένες από λευκές ανταύγειες, πήρε την πιο μακριά ακτίνα του, την τύλιξε, σαν χρυσό φτερό, γύρω από το λευκό νυχτερινό σκούφο και το νοτισμένο μέτωπο της γριούλας, κ' ύστερα άρχισε να σκιρτά και να παίζει, χωρίς σταματημό, γύρω από τα μάτια, τα χείλη και τη μύτη της, ίσαμε πια που η θεία πήρε αυτή τη βαθιά ανάσα και γύρισε, δειλά, τα κοκκινισμένα κ' έκπληκτα μάτια της κατά το παράθυρο. Αχ! Χασμουρήθηκε μ' ευεξία κι αποταυρίστηκε. Παρά την τεμπέλικη τούτη κίνηση, στον ήχο αυτού του χασμουρητού υπήρχε κάτι το αποφασιστικό και το συμπερασματικό: κάτι σαν τη γραμμή που χαράζει κανείς, όταν έχει τελειώσει και πετύχει ένα γραφτό. Αχ...! Ξανάκλεισε τα μάτια κ' έμεινε τεντωμένη με την έκφραση κάποιου που ήπιε μια κουταλιά ζαχαρωμένου καφέ ή που είπε μια πετυχημένη κακία. Το δωμάτιο ήταν φωτεινό κ' ήσυχο. Ο ήλιος έριχνε μέσα όλο και πιο πολλές αχτίνες, καρφώνοντάς τες σαν ακόντια, που πάλλονταν, πάνω στα φωτεινά ελάσματα του παρκέτου, στα απαστράπτοντα τραπεζάκια στυλ αυτοκρατορίας, και κάποιο αόρατο φάντασμα του τις ξανάστελνε πίσω, καταπρόσωπα, από το βάθος του καθρέφτη. Σαν μακρινή πολεμιστήρια μουσική, μια ορχήστρα από μυγιαλούδια βόμβιζε στα παράθυρα, συνοδεύοντας το φεγγερό πήγαινε-έλα του χαρούμενου ακοντίσματος* το ελαφρό τούτο σούσουρο τρύπωνε μέσα στο μισοΰπνι της αγα124
θής θείας, και τα δροσερά κύματα μιας ανοιξιάτικης ανταύγειας έσβηναν σιγά-σιγά τις ρυτίδες από τα χαμογελαστά χαρακτηριστικά της. Φάνηκε αληθινά νέα, τη στιγμή που ανασηκώθηκε, με αρκετή ενεργητικότητα, στα προσκέφαλά της, και κοίταξε γύρω της, στην κάμαρα. ' Ολα τα πράγματα είχαν κάτι δεν ξέρει κανείς τι ακριβώς, μα που έλαμπε, που ήταν καινούργιο, κι αυτό την έκαμε να χαρεί. ' Ενα λεπτό άρωμα υακίνθων υψωνόταν από τα λουλούδια που στόλιζαν το παράθυρο κ' ανακατευόταν με τη μυρουδιά της λεβάντας που ανάδιναν τα προσκέφαλά της. Η ηλικιωμένη δεσποινίς έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στην εικόνα της Παρθένου, που οι σκιές της είχαν, μέσα στο άπλετο φως, πράσινες ανταύγειες. Τ' αδύνατα και σκληρυμένα χέρια της διάγραψαν στον αέρα ένα βιαστικό σημείο του σταυρού και, αμέσως μετά, μάλωσε το κοιμισμένο καναρίνι, που το κλουβί του κρεμόταν πάνω από το παράθυρο και που, παρ' όλο αυτό το θαυμάσιο πρωινό, δεν αποφάσιζε να τραγουδήσει. Γυρίζοντας από το παράθυρο, το βλέμμα της έμεινε αγκιστρωμένο στον καναπέ. Εκεί πάνω, ήταν αραδιασμένα, προσεχτικά, ένα μαύρο καπέλο, με φαρδύ κρέπι που έπεφτε σ' όλο το μάκρος της ράχης του καναπέ σαν νυχτερινός χείμαρρος, ένα ζευγάρι μαύρα γάντια, καθένα μόνο του, σαν να τα χώριζε κάποια ανεπανόρθωτη έχθρα, ένα παλιό προσευχητάρι, ακόμη πιο μαύρο, και, πιο πέρα, απάστραπταν δυο κατάλευκα μαντίλια, ανάμεσα σ' όλο κείνο το πένθος, σαν δυο άσπρα άλογα, ζεμένα στη νεκροφόρα μιας νέας κοπέλας. Η θεία κοίταξε τα πράγματα αυτά μ' ένα βλέμμα γιομάτο έκπληξη, κι όλες οι ρυτίδες ξανάκαμαν την εμφάνισή τους, σαν σκοτεινές κάμπιες, πάνω στο γέρικο πρόσωπό της. Υπολόγισε: Δευτέρα 12, Τρίτη 13, Τετάρτη 14, Πέμπτη 15, Παρασκευή 16. Και μ' ένα κουρασμένο και καρτερικό κούνημα του κεφαλιού, διαπίστωσε: σήμερα έχουμε 16 Απριλίου, Παρασκευή, εφτά χρόνια από τότε που πέθανε ο αδελφός μου, ο οικονομικός επιθεωρητής Γιόχαν Ά ο υ γκουστ Ερντμάννερ. ' Ηταν τρία χρόνια μεγαλύτερός της 125^
και, πεθαίνοντας απάνω σ' όλη τη ρώμη των πενήντα του χρόνων, μεταλαβωμένος, άφησε πίσω του μιαν απαρηγόρητη χήρα και δυο ανήλικα παιδιά. Είχε πεθάνει το απόγεμα, στις τέσσερις, τη στιγμή ακριβώς που είχαν βγει όλοι έξω, για να πάρουν ένα φλιτζάνι καφέ. Κ' η φωτισμένη από το χαρούμενο ήλιο κάμαρα έσβησε στα μάτια της ηλικιωμένης δεσποινίδας. Θυμήθηκε τον εξαίρετο Γιόχαν, αδύνατο, συρρικνωμένο, και τη νεαρή χήρα που έζησε δεν έζησε πέντε χρόνια δίπλα του, και το γιατρό με το κοκκινισμένο πρόσωπο. (Κ' η Ερμίνε, η χήρα, που τολμούσε να ισχυρίζεται πως ο γιατρός δεν έπινε!). Κ' η καλόγρια που ήξερε τόσο καλά να ρίχνει τα χαρτιά, σταυρωτά! Ναι, αλήθεια, τα χαρτιά την πληροφορούσαν για όλα, αυτή την καλόγρια. Και, την άλλη μέρα, ήταν όλα τόσο όμορφα! Αυτές οι ολόκληρες στήλες στις εφημερίδες, κ' οι επισκέψεις: όλ' αυτά τα σοβαρά και λουσμένα στα δάκρυα πρόσωπα, το αχαμνό στέφανο εκείνου τού σπαγκοραμμένου του σπιτονοικοκύρη κι όλα τα άλλα ωραία και πλούσια στέφανα. Ναι, είχε πολύ καλή κηδεία ο κύριος οικονομικός επιθεωρητής Γιόχαν 'Αουγκουστ Ερντμάννερ! Κι άξια τον μνημόνευαν κάθε χρόνο, την επέτειο του θανάτου του. Στις δέκα, ολόκληρη η οικογένεια, πενθοφορώντας, συγκεντρωνόταν στην εκκλησία της Κοιμήσεως, με μαύρα γάντια, χλομά μάγουλα και κόκκινα μάτια. Κι ολόκληρη τη μέρα, όλοι μιλούσαν σιγά και βραχνά, σαν πνιγμένοι, κ' έκαναν επίσημα νεύματα με το κεφάλι. ' Οταν έμπαιναν στη σπηλαιώδη εκκλησία, ευχαριστούσαν τις γριές που κρατούσαν τα φύλλα της πόρτας, με φωνή γεμάτη συγκίνηση, και βύθιζαν τόση ώρα τα μαυρογαντωμένα δάχτυλα στο νερό του αγιασμού, που κάθε σταυροκόπημα άφηνε, μετά, μαύρα σημάδια πάνω στα καρτερικά και σαν φοβισμένα πρόσωπά τους. Τα λευκά μαντίλια κάτω από τα διπλωμένα δάχτυλά τους έμοιαζαν να καιροφυλαχτούν τη στιγμή που θ' ανέβαιναν στα ξεχειλισμένα από δάκρυα μάτια. Κ' οι ευκαιρίες που τους δίνονταν ήταν συχνές. Ακόμη και στο δρο126^
σερό πρόσωπο του ίδιου του εφημέριου σχεδιάζονταν μερικές οδυνηρές ρυτίδες, γύρω από τα χορτασμένα χείλη του, και θα' λεγε κανείς πως δεχόταν, με μια γλώσσα γεμάτη υπολογισμό, τις τελευταίες σταγόνες ενός ξινού πιοτού. ' Οταν, λίγο αργότερα, κατέβαινε τα σκαλοπάτια του σκοτεινού βωμού, κ' η σιλουέτα του ζάρωνε και συστελλόταν, σαν πουτίνγκα που δεν είχε πετύχει, και, συνοδευόμενος από τη βραχνή φωνή του λειτουργού, έλεγε, με κουφωτή φωνή: «Ας προσευχηθούμε, αδελφοί μου!», απ όλη τη συντροφιά δεν απόμενε πια παρά ένας απροσδιόριστος σωρός από κρέπια και μαύρη τσόχα. Η συγκίνηση περνούσε σαν σιδηρόδρομος πάνω από τους πενθούντες επιζώντες· ήταν σκορπισμένοι ανάμεσα στους γυαλιστερούς πάγκους, σαν διαμελισμένοι ανάμεσα στις ράγιες. ' Ολα αυτά επαναλαβαίνονταν έξι χρόνια συνέχεια, κ' η γρια θεία, ακουμπισμένη στ' αρωματισμένα από τη λεβάντα προσκέφαλά της, ήξερε πως το πράγμα θα ξαναγινόταν, για μια εβδόμη φορά, όμοια ακριβώς κι απαράλλαχτα, σήμερα. Έριξε στο μαργαρώδες καντράν του εκκρεμούς, στυλ αυτοκρατορίας, ένα'βλέμμα τόσο απελπισμένο, σάμπως οι δείχτες του να είχαν σημάνει την ίδια της την τελευταία ώρα. Θέλησε να σηκωθεί μα ύστερα από μιαν απότομη κίνηση τα χέρια της γλίστρησαν χωρίς δύναμη στο μάκρος του λευκού παπλώματος, σάμπως κάτω από το βάρος ενός πελώριου παγόβουνου. Ένιωσε πάλι στα νεφρά και στην πλάτη κείνους τους δυνατούς πόνους που είχαν εκδηλωθεί μερικές βδομάδες νωρίτερα. ' Ενα ρίγος διάτρεξε τη ράχη της· το κεφάλι της ήταν βαρύ κ' ιδρωμένο. Χλόμιασε και αναστέναξε. Ναι, έτσι ακριβώς είχε πεθάνει η μητέρα της· ένα όμορφο πρωινό, ύστερα από μια κακή νύχτα. Κ' η γριούλα θυμήθηκε, ξαφνικά, πως ούτε κ' η ίδια αυτή είχε κλείσει μάτι την τελευταία τούτη νύχτα. ' Οχι, δεν είχε κλείσει μάτι, ήταν εντελώς σίγουρη γι' αυτό. Παγωμένος ιδρώτας ανάβλυσε απ' όλους τους πόρους της. Και θυμήθηκε, πως η αγαθή αδελφή που έριχνε τόσο καλά 127^
τα χαρτιά, ήταν υποχρεωμένη κάθε τόσο να σφουγγιζει το μέτωπο του καημένου του πατέρα της, όσο μεγάλωνε η αγωνία του. Είχε 'ρθει, λοιπόν, κ' η δική της σειρά; Με μια σπασμωδική κίνηση, ένωσε τα χέρια της πάνω στο λευκό σκέπασμα. Το καναρίνι επαναλάβαινε αδιάκοπα τους λαρυγγισμούς του. Οι υάκινθοι έμοιαζαν κουρασμένοι κιόλας, κ' η φωτεινή και λευκή μέρα, ξάπλωνε, μακρά και ψυχρή, πάνω στο παρκέ. Η θεία Μπαμπέτ μισοκοιμόταν. Ξαφνικά αναρωτήθηκε: πώς πέθανε ο πατέρας της; Η προσπάθεια που έκαμε, για να θυμηθεί, ρυτίδωσε το μέτωπό της. Ανάπνευσε: ναι, ακριβώς, τον είχαν κουβαλήσει στο σπίτι. Είχε πέσει, από συγκοπή, στο δρόμο. Και σκέφτηκε: είναι, όσο να πεις, χάρη Θεού... να... να... έτσι, κανείς... στο κρεβάτι του... Και δεν κουνήθηκε πια.
128^
κισμετ
Φ α ρ δ υ κ ο ρ μ ο ς και βαρύς, ο Κραλ ο δυνατός καθότανε στην άκρη του δρόμου με το αυλακωμένο από τις ρόδες των κάρων χωματόστρωμά του. Η Τζάνα καθόταν πάνω στις φτέρνες της, δίπλα του. Κρατούσε το παιδικό πρόσωπό της ανάμεσα στα ηλιοκαμένα χέρια της και περίμενε, με τα μάτια ορθάνοιχτα, κατασκοπευτικά, σιωπηλή. Κοίταζαν κ' οι δυο το φθινοπωριάτικο βράδυ. Μπροστά τους, στο άχρωμο και κακομοίρικο λιβάδι, ήταν σταματημένη η πράσινη καρότσα* ένα μάλλινο παρδαλόχρωμο ύφασμα κυμάτιζε απαλά πάνω από την πόρτα της. Ελαφρός, γαλαζωπός καπνός υψωνόταν από τη στενή τσίγκινη καπνοδόχο του και διαλυόταν στο ριγιλό αέρα. Πιο πέρα, πάνω στους χωματόλοφους που έμοιαζαν σάν μακρουλά, ομαλά κύματα, το άλογο της καρότσας, κουρασμένο, ήταν σαν να κορφολογούσε με μικρές, γρήγορες δαγκωματιές, το λίγο θερισμένο άχυρο που απόμενε. Από καιρό σε καιρό σταματούσε, σήκωνε το κεφάλι και κοίταζε με τ αγαθά, υπομονετικά μάτια του, μέσα στο βράδυ, όπου άναβαν κι αλληλοχαιρετιούνταν τα μικρά παράθυρα του χωριού. —Ναι, είπε ο Κραλ ο δυνατός, μ' ένα ύφος άγριας απόφασης. Εξαιτίας σου είναι εδώ. Η Τζάνα δεν είπε τίποτα. —Αλλιώς, τι θα 'ρχόταν να κάμει 'δω πέρα, ο Προκόπ; πρόσθεσε ο Κραλ, με κάποια ακαθόριστη διάθεση. Η Τζάνα σήκωσε τους ώμους, ξερίζωσε με ζωηρή κίνηση κάμποσους μακρούς μίσχους ενός ασημένιου αγριόχορτου, και, ευθυμώντας, τα πήρε ανάμεσα στα λευκά και στιπνά δόντια της. Σιωπηλή πάντα, έμοιαζε να μετρά τα 129^
φώτα του χωριού. Η καμπάνα του εσπερινού σήμανε εκεί κάτω. Το μικρό, ασθενικό σήμαντρο έβιαζε την κίνησή του, σαν να 'θελε να ξεμπερδεύει το γρηγορότερο. Ο ήχος σταμάτησε απότομα, και θα 'λεγε κανείς πως στον αέρα είχε μείνει αιωρούμενο ένα παράπονο. Η μικρή Τσιγγάνα έριξε τα όμορφα μπράτσα της προς τα πίσω κι ακούμπησε στο χώμα. ' Ακουε το δισταχτικό τραγούδι των γρύλων και την κουρασμένη φωνή της αδερφής της που τραγουδούσε ένα νανούρισμα μέσα στην καρότσα. Για μερικά λεπτά τέντωσαν κ' οι δυο τους το αυτί. Ύστερα, το παιδί άρχισε να κλαίει μέσα στην καρότσα, με μακρόσυρτους, απελπισμένους λυγμούς. Η Τζάνα γύρισε το κεφάλι προς τον Τσιγγάνο και του είπε, κοροϊδευτικά: —Τι περιμένεις και δεν πας να βοηθήσεις τη γυναίκα σου, Κραλ; Το παιδί κλαίει. Ο Κραλ φούχτωσε το χέρι του κοριτσιού: —Για σένα ήρθε ο Προκόπ, μούγκρισε, γι' απάντηση. Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι με σκοτεινό ύφος. —Το ξέρω. Τότε, ο Κραλ ο δυνατός άρπαξε και το άλλο της χέρι και το πίεσε πάνω στο χώμα. Η Τζάνα ήταν σαν σταυρωμένη. Δάγκωσε τα χείλη της ίσαμε να ματώσουν, για να μη φωνάξει. ' Εσκυψε πάνω της απειλητικός. Η Τζάνα δεν έβλεπε τίποτα πια από το φθινοπωρινό βράδυ. Δεν έβλεπε παρά αυτόν μόνο, με τους φαρδιούς και δυνατούς ώμους του. ' Ηταν τόσο μεγάλος, καθώς έσκυβε από πάνω της, που της έκρυψε την καρότσα, το χωριό και το φαρδύ, πελιδνό ουρανό. ' Εκλεισε μια στιγμή τα μάτια της και σκέφτηκε: «Κραλ σημαίνει βασιλιάς. Ναι, κ' είναι ένας βασιλιάς, πραγματικά». Μα την ίδια στιγμή ένιωσε τον τσουχτερό πόνο στους καρπούς των χεριών της, σαν ντροπή. Αναπήδησε, λευτερώθηκε μ' ένα βίαιο τίναγμα από τα χέρια του κι ορθώθηκε μπροστά στον Κραλ, με μανιασμένα μάτια, που πετούσαν σπίθες. 130^
—Τι θέλεις; ρώτησε υπόκωφα αυτός. Η Τζάνα χαμογέλασε. —Να χορέψω. Σήκωσε τα όμορφα, λεπτού κοριτσιού, μπράτσα της και τα στριφογύρισε αργά κ' ελαφρά, κ' ήταν σάμπως τα μελαμψά χέρια της να μεταμορφώνονταν σε φτερούγες. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, πολύ βαθιά, αφήνοντας να κυματίζουν τα μαύρα και βαριά μαλλιά της, και χάρισε το αινιγματικό χαμόγελό της στο πρώτο άστρο που φάνηκε. Τα γυμνά πόδια της, με τους λεπτούς αστραγάλους, σαν να 'ψαχναν να βρούνε το ρυθμό* μέσα στο νεανικό κορμί της υπήρχε μια λαχτάρα για λίκνισμα και χάδια, συνειδητής χαράς κι ακούσιας εγκατάλειψης, όπως θα πρέπει να νιώθουν τα λουλούδια με τους λεπτούς μίσχους, όταν τ' ακραγγίζει το βράδυ. Ο Κραλ στεκόταν μπροστά της με τρεμάμενα γόνατα. Κοίταξε το χλομό μπρούντζο των γυμνών ώμων του κοριτσιού. Κι αόριστα ένιωθε: Η Τζάνα χορεύει τον έρωτα. Κάθε πνοή του ανέμου που περνούσε μέσα από τα λιβάδια έμοιαζε να συγχέεται με τις κινήσεις της, σαν ένα ανάλαφρο χάδι, κι όλα τα λουλούδια έβλεπαν στο πρώτο τους όνειρο, ότι όμοια έγερναν και ταλαντεύονταν κι αυτά. Η Τζάνα πλησίαζε όλο και πιο πολύ τον Κραλ κ' έσκυβε προς το μέρος του τόσο παράξενα, που τα μπράτσα του άντρα έμοιαζαν παραλυμένα από το άφωνο κοίταγμα. Στεκόταν εκεί σαν σκλάβος, ακούγοντας να χτυπά η καρδιά του. Η Τζάνα τον ακράγγιζε σαν πνοή, κ' η φλόγα της τόσο κοντινής κίνησής της έφτανε σαν κύμα σ' αυτόν. 'Υστερα, η Τζάνα απομακρύνθηκε, χαμογέλασε, με μιαν έκφραση νικητήριας υπερηφάνειας, και σκέφτηκε: «Δεν είναι, όσο να πεις, βασιλιάς». Ο Τσιγγάνος συνερχόταν σιγά-σιγά και την ακολουθούσε σαν να 'ταν καμιά οπτασία του ονείρου του, πασπατευτά και κρυφά. Ξαφνικά, σταμάτησε. Κάτι έμπαινε κι ανακατευόταν στη λικνιστική κίνηση της Τζάνα. Ένα αλαφρό και κυματιστό τραγούδι που έμοιαζε να 'χει φωλιάσει απ' 131^
ώρα μέσα στο χορό της και που, βγαίνοντας, σαν μέσα από ένα μακρύ ύπνο, έμοιαζε ν' ανθίζει με όλο πιο πλούσιους και πιο ολοκληρωμένους ρυθμούς. Η χορεύτρια δίστασε. ' Ολες οι κινήσεις της έγιναν πιο αργές, πιο μαλακές, σαν να βρισκόταν σ' ενέδρα. ' Αθελά τους, τα μάτια τους στράφηκαν προς την ίδια κατεύθυνση κ' είδαν τον Προκόπ που ερχότανε. Η λεπτή σιλουέτα του νεανικού κορμιού του σχεδιαζόταν πάνω στο αργυρόγκριζο σούρουπο. Περπατούσε, σαν ασύνειδα, με ναρκωμένο βήμα, κι αντλούσε τους ήχους του γλυκού τραγουδιού του από ένα χωριάτικο φλάουτο. Τον είδαν να πλησιάζει. Ξαφνικά, ο Κραλ όρμησε προς το μέρος του κι άρπαξε το φλάουτο από τα χείλη του. Ο Προκόπ, μ ετοιμότητα πνεύματος, άδραξε με τ' αντρίκια χέρια του τα μπράτσα τού επιτιθέμενου, τα έσφιξε με δύναμη και δέχτηκε μ' ερωτηματικό μάτι το εχθρικό και φλογερό βλέμμα του Κραλ. Οι δυο άντρες στέκονταν έτσι, πρόσωπο με πρόσωπο. Γύρω τους απόλυτη σιωπή. Η πράσινη καρότσα έμοιαζε να κοιτάζει την περιοχή με την αβέβαιη λάμψη των φεγγιτών της, σάμπως με λυπημένα, γιομάτα αναμονή, μάτια. Χωρίς να βγάλουν λέξη, οι δυο Τσιγγάνοι παράτησαν το σφίξιμο. Ο Κραλ με πεισματωμένο θυμό, κι ο νέος, αντίκρυ του, με μιαν απαλά ερωτηματική συγκατάθεση στα σκοτεινά μάτια του. Κάτω από τα βλέμματα των δυο αντρών, η Τζάνα είχε παραλύσει. Της φάνηκε πως έπρεπε να πάει στον Προκόπ, να τον αγκαλιάσει και να τον ρωτήσει: «Από πού έρχεται αυτό το τραγούδι;». Μα δεν είχε τη δύναμη. Κάθισε πάλι στις φτέρνες της, στην άκρη του δρόμου, ακίνητη, σαν παιδί που κρυώνει, και σώπαινε. Τα χείλη της σώπαιναν. Τα μάτια της σώπαιναν. Οι άντρες στάθηκαν κάμποσο έτσι, κ' ύστερα ο Κραλ έριξε στον άλλο ένα εχθρικό και προκλητικό βλέμμα κ' έφυγε. Ο Προκόπ έμοιαζε να διστάζει. Η Τζάνα είδε τα λυπημένα μάτια του νεαρού Τσιγγάνου να την αποχαιρετούν. Ρίγησε. Ύστερα, η λεπτή και λυγερή σιλουέτα άρχισε να σβήνει, ίσαμε που χάθηκε προς την κατεύθυνση που είχε 132^
πάρει ο Κραλ. Η Τζάνα άκουσε τα βήματα να χάνονται μέσα στα λιβάδια. Κράτησε την ανάσα της, τεντώνοντας τ αυτί μέσα στη νύχτα. Μια ριπή ανέμου, ζεστή κ' ειρηνική, διέτρεξε τον κάμπο, σαν ανάσα κοιμισμένου παιδιού. ' Ολα ήταν φωτεινά κ' ήσυχα* κι από τη μεγάλη κείνη σιωπή αποσπούνταν οι ελαφροί ήχοι της ανήλικης νύχτας: το θρόισμα των γέρικων φιλυρών, μια αθώρητη νεροσυρμή, και το βαρύ πέσιμο ενός ώριμου μήλου μέσα στο φθινοπωριάτικο χορτάρι.
133^
Η ΦΥΓΗ
Η
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ήταν έρημη. Πάνω από την Αγία Τράπεζα, μια αχτίδα του ήλιου, που βασίλευε, είχε πέσει, φαρδιά και απλή, όπως την παράσταιναν οι παλιοί ζωγράφοι στους Ευαγγελισμούς των, στον κεντρικό νάρθηκα, από τα χρωματιστά τζάμια, ζωηρεύοντας τους ξεθωριασμένους χρωματισμούς του χαλιού που ήταν απλωμένο στα σκαλοπάτια. Ο άμβωνας, με τις μπαρόκ, ξυλόγλυπτες κολόνες του, έκοβε, μετά, την εκκλησία* το σκοτάδι πύκνωνε και τα μικρά αιώνια καντήλια τρεμούλιαζαν, όλο και πιο ελκυστικά, μπροστά στις μαυρισμένες εικόνες. Κάτω από την τελευταία βαριά κολόνα από ψαμμόλιθο, βασίλευε ένα απαλό μισόφωτο. Εκεί είχανε καθίσει, και πάνωθέ τους υπήρχε ένας παλιός πίνακας που παράσταινε το δρόμο του Γολγοθά. Η χλομή κοπέλα, με την μπεζ ζακέτα, ήταν κουβαριασμένη στην πιο σκοτεινή γωνιά του μαύρου και βαριού δρύινου πάγκου. Το τριαντάφυλλο που στόλιζε το καπέλο της άγγιζε το πιγούνι του ξύλινου άγγελου, που ήταν σκαλισμένος στη ράχη του πάγκου, και θα 'λεγε κανείς πως τον έκανε να χαμογελά. Ο Φριτς, το γυμνασιόπαιδο, κρατούσε τα λεπτά χέρια του κοριτσιού με τα σκισμένα γάντια, όπως κρατά κανείς ένα μικρό πουλί, με τρυφερή σταθερότητα. Ήταν ευτυχισμένος και σκεφτόταν: θα κλείσουν την εκκλησία, δε θα προσέξουν την παρουσία μας και θα μείνουμε ολομόναχοι. Χωρίς άλλο, τη νύχτα, θα έρχονται πνεύματα εδώ μέσα. Σφίγγονταν ο ένας με τον άλλο, κ' η ' Αννα ψιθύρισε ανήσυχη: 134^
—Μήπως αργήσαμε; Κ' οι δυο έκαμαν, την ίδια στιγμή, την ίδια θλιβερή σκέψη: Εκείνη θυμήθηκε, ξαφνικά, τη συνηθισμένη θέση της στο παράθυρο, όπου έραβε κάθε μέρα* από κει πέρα δεν έβλεπε παρά ένα φριχτό μαύρο μεσότοιχο και δε δεχόταν μήτε την πιο μικρή αχτίνα του ήλιου. Εκείνος, πάλι, ξανάβλεπε το γραφειάκι του, σκεπασμένο από μαθητικά τετράδια, που στην κορφή μιας στοίβας βιβλίων, ανοιχτό, το «Συμπόσιο» του Πλάτωνος. Κοίταξαν κ' οι δυο μπροστά τους, και με τα μάτια ακολουθούσαν την ίδια μύγα που είχε βγει σε προσκύνημα κατά μήκος των αράδων, με τις πανάρχαιες ρούνες, πάνω στο προσκυνητάρι. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Η Ά ν ν α στέναξε. Ο Φριτς, με μια τρυφερή, προστατευτική κίνηση, πέρασε το χέρι του γύρω της και είπε: —Αχ! αν μπορούσαμε να φεύγαμε! Η 'Αννα τον ρώτησε με το βλέμμα και είδε τη νοσταλγία να λάμπει στα μάτια του. Χαμήλωσε τα βλέφαρα, κοκκίνισε και τον άκουσε να συνεχίζει: —Άλλωστε, γενικά, τους σιχαίνομαι, τους σιχαίνομαι όλους. Νιώθω φρίκη για τον τρόπο που με κοιτάζουν, όταν γυρίζω σπίτι, από τις συναντήσεις μας. Δυσπιστία μόνο και μια μοχθηρή ευχαρίστηση, να τι δείχνει το βλέμμα τους, και τίποτ' άλλο! Δεν είμαι πια παιδί. Σήμερα-αύριο, μόλις μπορέσω να κερδίζω τη ζωή μου, θα φύγουμε μαζί, πολύ μακριά από 'δω. Και παρά τη θέλησή τους! —Μ' αγαπάς; Το χλομό αγόρι τέντωσε το αυτί. —Σε λατρεύω. Κι ο Φριτς έκοψε την ερώτηση που πήγαινε ν' ανεβεί στα χείλη του. —Θα με πάρεις γρήγορα μαζί σου; ρώτησε η μικρή, δισταχτικά. Το γυμνασιόπαιδο σώπασε. Σήκωσε μηχανικά τα μάτια του, ακολούθησε με το βλέμμα τη γύψινη άκανθα της βα135^
ριάς κολόνας από ψαμμόλιθο και, πάνω από την παλιά στάση, διάβασε: «Πάτερ, άφες αυτοις...». Ρώτησε ανυπόμονα: —Φοβούνται τίποτα σπίτι σου; Και πίεσε την κοπέλα: —Πες μου! Αργά, έκαμε ναι, με το κεφάλι. Θύμωσε: —Αυτό ακριβώς. Αυτό ακριβώς περνούσε από το μυαλό μου. Κάποτε θα συνέβαινε. ' Ολοι αυτοί οι φλύαροι! Αχ, αν μπορούσα... ' Εχωσε το κεφάλι μέσα στα χέρια του. Η Ά ν ν α ακούμπησε στον ώμο του. Του είπε απλά: —Μη στενοχωριέσαι. Κ' έμειναν έτσι. Ξαφνικά, ο νέος ανασηκώθηκε κ' είπε: —Ναι, να φύγουμε! ' Ενα βιασμένο χαμόγελο φάνηκε στα όμορφα μάτια της Άννας, που ήταν γεμάτα δάκρυα. Κούνησε το κεφάλι, μαρτυρώντας τη βαθιά θλίψη που τη βασάνιζε. Και το γυμνασιόπαιδο ξαναπήρε τα μικρά χέρια, με τα φθαρμένα γάντια, στα δικά του. Κοίταξε κατά τον κεντρικό νάρθηκα. Ο ήλιος είχε χαθεί, τα χρωματιστά τζάμια δεν ήταν πια παρά γκρίζες και θαμπές στάμπες. Η εκκλησία ήταν σιωπηλή. Ύστερα, στην κορφή του νάρθηκα ακούστηκε ένα πίπισμα. Σήκωσαν κ' οι δυο τα μάτια τους. Κ' είδαν ένα μικρό χελιδόνι που είχε παραπλανηθεί και που, πεταρίζοντας, σαν χαμένο προσπαθούσε να ξεφύγει. Στο δρόμο, το γυμνασιόπαιδο θυμήθηκε μια εργασία του στα λατινικά, που την είχε ξεχάσει ολότελα. Αποφάσισε να την κάμει παρά την αηδία που του προκαλούσε και την κούρασή του. Μα, χωρίς να θέλει έκαμε έναν αρκετά μεγάλο ανέγυρο και παραλίγο να χάσει το δρόμο του, περιπλανούμενος στα σοκάκια της πόλης, που, εν τούτοις, την ή136^
ξερε πολύ καλά. Ήταν νύχτα πια, όταν μπήκε στην καμαρούλα του. Πάνω στα λατινικά τετράδια βρήκε ένα γράμμα. Το διάβασε στην αβέβαιη λάμψη ενός κεριού: «Τα ξέρουν όλα. Σου γράφω, κλαίγοντας. Ο πατέρας μου μ' έδειρε. Είναι φοβερό. Τώρα, δε θα με ξαναφήσουν πια να βγω μόνη μου. Ας φύγουμε. Στην Αμερική, ή όπου θέλεις. Αύριο, στις έξι, θα πάω στο σταθμό. Είναι ένα τρένο που παίρνει ο πατέρας συνήθως, πηγαίνοντας στο κυνήγι. Δεν έχω ιδέα πού πάει αυτό το τρένο. Σταματώ, κάποιος έρχεται. Περίμενέ με, λοιπόν. Θά ' ρθω σίγουρα. Αύριο, στις έξι. Δική σου ως το θάνατο. Άννα. Άδικα αναστατώθηκα. Δεν ήταν κανείς. Πού νομίζεις πως θα μπορούσαμε να πάμε; ' Εχεις χρήματα; Εγώ έχω οχτώ τάληρα. Το γράμμα θα το δώσω στην υπηρέτρια, για τη δική σας, κι αυτή σε σένα. Τώρα, δε φοβούμαι καθόλου πια. Θαρρώ πως φλυάρισε η θεία Μαρία. Θα πρέπει να μας είδε, την τελευταία Κυριακή». Το γυμνασιόπαιδο πηγαινοερχότανε στην κάμαρά του, με μεγάλα, αποφασιστικά βήματα. Ένιωθε λυτρωμένος. Η καρδιά του χτυπούσε βίαια. Ξαφνικά σκέφτηκε: να γίνω άντρας! Μου έχει εμπιστοσύνη. Μπορώ να την προστατέψω. Ένιωθε πολύ ευτυχισμένος κ' ήξερε: θα είναι όλη δική μου. Το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. Χρειάστηκε να ξανακαθίσει, και, ξαφνικά, αναρωτήθηκε: μα πού να πάμε; ' Ο,τι κι αν έκανε, η ερώτηση αυτή ξαναγύριζε αδιάκοπα. Δοκίμασε να τη διώξει από το μυαλό του, ετοιμάζοντας τα πράγματα που θα 'παίρνε μαζί του, φεύγοντας. Κάμποσα εσώρουχα, μερικά ρούχα* και τις οικονομίες του στο μαύρο πορτοφόλι του. Ήταν γεμάτος ενθουσιασμό. Ανοιγόκλεινε, χω]3ίς λόγο, όλα τα συρτάρια, έπαιρνε και ξανάφηνε στη θέση τους τα πράγματα, πέταξε τα τετράδιά του σε μια γωνιά της κάμαρας, κ' έκανε ό,τι μπορούσε για να δείξει τον ενθουσιασμό του στους τέσσερις τοίχους του δωματίου: Εδώ μέσα γίνεται αλλαγή προγράμματος. Ήρθε η ώ137^
ρα της μεγάλης φυγής. Τα μεσάνυχτα είχαν περάσει κι αυτός καθόταν ακόμη στην άκρη του κρεβατιού του. Δε σκεφτόταν να κοιμηθεί. Στο τέλος, ξάπλωσε εντελώς ντυμένος, γιατί από το να κάθεται πολλή ώρα σκυμμένος, τον πόνεσε η πλάτη. Αναρωτήθηκε ακόμα πολλές φορές: Πού να πάμε; ίσαμε που αποκρίθηκε ο ίδιος στον εαυτό του με δυνατή φωνή: «Όταν αγαπιέται κανείς αληθινά...». Το ρολόι του τοίχου τικτάκιζε. ' Εξω, πέρασε μια άμαξα, που έκαμε τα τζάμια να τρίξουν. Το ρολόι του τοίχου, λαχανιασμένο ακόμη από τους δώδεκα χτύπους, του μεσονυχτιού, που είχε σημάνει, είπε με κόπο: «Μία». Δεν μπόρεσε να πάει πιο πέρα. Κι ο Φριτς εξακολουθούσε να το ακούει, από πολύ μακριά. Ονειρευόταν: «Όταν αγαπιέται κανείς... αληθινά...». Μα στις πρώτες λάμψεις της αυγής, ανατρίχιασε, καθισμένος στο προσκέφαλό του, και κατάλαβε καθαρά πως δεν αγαπούσε πια την Ά ν ν α . Το κεφάλι του ήταν βαρύ. Δεν αγαπώ πια την Ά ν ν α , σκεφτόταν. Ήταν πραγματικά σοβαρό; Να θέλουν να φύγουν εξαιτίας μερικών χαστουκιών; Και πού να πάνε, λοιπόν; ' Αρχισε να το συλλογίζεται, σαν να του το είχε αναθέσει αυτή. Πού ήθελε, λοιπόν, να πάμε; Οπουδήποτε, αδιάφορο πού. Αγανάχτησε: Κ' εγώ; Θα έπρεπε, φυσικά, να εγκαταλείψω τα πάντα, τους γονείς μου, και... τα πάντα. Κ' ύστερα; Και το μέλλον; Πόσο ανόητη ήταν, αυτή η Ά ν ν α , πόσο άσκημη ήταν! Το άξιζε το ξύλο που έφαγε, αν ήταν πραγματικά ικανή για κάτι τέτοιο. Αν ήταν ικανή για κάτι τέτοιο. Όταν ο φωτεινός μαγιάτικος ήλιος πλημμύρισε τόσο χαρούμενα την κάμαρα, σκέφτηκε: Δεν είναι δυνατό να μιλούσε σοβαρά. Ένιωσε καθησυχασμένος και μια διάθεση να μη σηκωθεί από το κρεβάτι. Ύστερα αποφάσισε: Θα πάω στο σταθμό, μόνο και μόνο για να πειστώ πως δε θά ' ρθει. Φανταζόταν κιόλας τη χαρά που θα δοκίμαζε, αν δεν ερ138
χόταν. Ριγώντας μέσα στην πρωινή δροσιά, με κουρασμένα τα γόνατα, πήγε με τα πόδια ίσαμε το σταθμό. Η αίθουσα αναμονής ήταν έρημη. Μισοανήσυχος, μισοκαθησυχασμένος, κοίταξε γύρω του. Πουθενά μπεζ ζακέτα. Ο Φριτς ανάσανε μ' ανακούφιση. Διάτρεξε όλους τους διαδρόμους κι όλες τις αίθουσες. Ταξιδιώτες, κακοξυπνημένοι κι αδιάφοροι, πηγαινόρχονταν αχθοφόροι στέκονταν, περιμένοντας, πλάι στις κολόνες* άνθρωποι λαϊκοί, φτωχοί, κάθονταν στους πάγκους, ανάμεσα στους μπόγους και στα καλάθια τους, ακόμη και στις κόχες των παραθυριών. Ένας υπάλληλος του σταθμού φώναξε κάτι ονόματα σε μιαν από τις αίθουσες αναμονής και κούνησε ένα κουδούνι με διαπεραστικό ήχο. Ύστερα, πιο κοντά τώρα, ξανάπε, με μια φωνή που έβγαινε από τη μύτη του, τα ονόματα των σταθμών απ' όπου θα περνούσε το τρένο, και ξανάρχισε την ίδια δουλειά στην αποβάθρα, κουνώντας κάθε φορά το καταραμένο κουδούνι του. Ο Φριτς ξαναγύρισε πίσω, και με νωχελικό ύφος και τα χέρια στις τσέπες μπήκε πάλι στην κεντρική αίθουσα του σταθμού. Ήταν ικανοποιημένος και σκεφτόταν με ύφος νικητού: Πουθενά μπεζ ζακέτα. Ήμουν βέβαιος. Έχοντας γίνει θρασύδειλος από την ανακούφιση, πλησίασε στην κολόνα με τα ωράρια των δρομολογίων, για να μάθει τουλάχιστον πού πήγαινε αυτό το μοιραίο τρένο των έξι. Διάβασε μηχανικά τα ονόματα των σταθμών, με την έκφραση κάποιου που κοιτάζει τη σκάλα απ' όπου παρά λίγο θα είχε πέσει. Ξαφνικά, βιαστικά βήματα ακούστηκαν πάνω στις μεγάλες τετράγωνες πλάκες. Σηκώνοντας τα μάτια, ο Φριτς δεν πρόλαβε παρά ίσια-ίσια να διακρίνει την μπεζ ζακέτα, και το στολισμένο μ' ένα τριαντάφυλλο καπέλο να χάνονται πίσω από το πορτάκι που οδηγούσε προς την αποβάθρα. Ο Φριτς κοιτάζει με ακίνητο μάτι την κοπέλα να χάνεται. 139^
Ξαφνικά, τον έπιασε ένας φριχτός φόβος γι' αυτό το χλομό κ' εύθραυστο κοριτσάκι που ήθελε να παίξει με τη ζωή. Και σαν να φοβήθηκε μη κ' ήταν δυνατό να ξαναγυρίσει πίσω, να τον δει και να τον αναγκάσει να φύγει μαζί της για τον άγνωστο κόσμο, άρχισε να τρέχει, φεύγοντας από το σταθμό, όσο γινόταν πιο γρήγορα, χωρίς να στραφεί πίσω του, κατά την πόλη.
140^
εβαλντ τραγκυ
Ο ΕΒΑΛΝΤ Τράγκυ κάνει τον περίπατο του, στο πλάι του πατέρα του, στο «Λάκκο». Πρέπει να έχει κανείς υπόψη του ότι είναι Κυριακή και μεσημέρι κι ώρα περιπάτου. Τα φορέματα προδίνουν την εποχή: είναι, επομένως, αρχές Σεπτέμβρη, φθαρμένο, κουρασμένο καλοκαίρι. Για μερικές τουαλέτες, οπωσδήποτε, δεν ήταν το πρώτο. ' Οπως, λόγου χάρη, για την πράσινη, του συρμού, της κυρίας φον Ρονάυ, κι ακόμα, για το γαλάζιο φουλάρ της κυρίας Βάνκα* αν επιδιορθωθούν και φρεσκαριστούν λίγο, συλλογίζεται ο νεαρός Τράγκυ, σίγουρα που θα τον βγάλουν ένα χρόνο ακόμα. ' Υστερα, έρχεται μια νεαρή κοπέλα και χαμογελά. Φορεί ένα χλομό τριανταφυλλί κρεμ ντε σιν — μα καθαρισμένα γάντια. Οι κύριοι πίσω της κολυμπούν όλοι τους μέσα σε δυνατή οσμή βενζίνης. Κι ο Τράγκυ τους περιφρονεί, γενικά, άλλωστε, όλους αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά, παρ' όλ' αυτά, χαιρετά πολύ ευγενικά, με μια, κάπως παλιάς μόδας, τονισμένη καταδεχτικότητα. Μόνο όταν ευχαριστεί ή χαιρετά ο πατέρας του — φυσικά. Ο ίδιος αυτός δεν έχει δικούς τους γνωστούς. Εν τούτοις πρέπει να βγάζει κάθε τόσο το καπέλο του, γιατί ο πατέρας του είναι ένα διακεκριμένο πρόσωπο της κοινωνίας, σεβαστός, μια προσωπικότητα, ούτως ειπείν. ' Εχει πολύ αριστοκρατική εμφάνιση κ' οι νεαροί αξιωματικοί και υπάλληλοι είναι περήφανοι σχεδόν, όταν μπορούν να τον χαιρετήσουν. Ύστερ' απ' αυτό, ο ηλικιωμένος κύριος, μέσα από μια μακρά σιωπή ρότητα, λέει: «Ναι», κ' ευχαριστεί μεγαλόψυχα. Αυτό το δυνατόφωνο «Ναι», σκοπόν έχει να βοηθήσει να διαδοθεί η πλάνη, ότι ο κύριος Επιθεωρητής 141^
είχε με το γιο του, μέσα σ' εκείνη την ανακατωσούρα του κυριακάτικου περίπατου, μια βαθιά και σημαντική συνομιλία, κι ότι ανάμεσα στους δυο τους υπήρχε σπάνια ομοφωνία. Να, όμως, πώς έχουν τα πράγματα ακριβώς, αναφορικά με τις συνομιλίες τους: —Ναι, λέει ο κύριος φον Τράγκυ, και μ' αυτό ανταμείβει, σαν να πούμε, την ιδεατή ερώτηση που εκφράζεται σ' ένα δοσμένο χαιρετισμό, κ' έχει ως εξής πάνω-κάτω: «Δεν είμαι καθώς πρέπει;» — «Ναι», λέει ο κύριος Επιθεωρητής, κ' είναι κάτι σαν άφεση αμαρτιών. Καμιά φορά, ο Τράγκυ, υιός, το «Ναι» αυτό το παίρνει σαν να 'χει αληθινό αντίκρισμα, και ρωτά γρήγορα: —Ποιος ήταν αυτός, μπαμπά; Και τότε το κακόμοιρο το «Ναι» κοντοστέκεται με την ερώτηση, σαν λοκομοτίβα με τέσσερα βαγόνια πάνω σε λαθεμένη τροχιά, που δεν μπορεί να κάμει μήτε μπρος, μήτε πίσω. Ο κύριος φον Τράγκυ, ο πρεσβύτερος, κοιτάζει γύρω του, ψάχνοντας για τον τελευταίο που τον χαιρέτησε, δεν έχει ιδέα ποιος μπορούσε να 'ταν, μα δεν το σκέφτεται παρά μόνο όσο διαρκούν τρία βήματα, κ' ύστερα λέει αξιολύπητα αβοήθητος: —Ναιίι; Ευκαιρίας δοθείσης, προσθέτει: —Το καπέλο σου είναι, πραγματικά, ολοσκόνιστο. —Τόσο πολύ; υπολαμβάνει ο νεαρός, υποτασσόμενος εις τας θείας βουλάς. Και, για μια στιγμή, είναι κ' οι δυο λυπημένοι. Ύστερα από δέκα βήματα ακόμη, η παράσταση του σκονισμένου καπέλου έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις στη σκέψη πατέρα και γιου. « Ό λ ο ς ο κόσμος κοιτάζει προς το μέρος μας, αυτό 'ναι πια σκάνδαλο», συλλογίζεται ο πρεσβύτερος, κι, ο νεότερος σπάζει το κεφάλι του να θυμηθεί τι εμφάνιση απάνω-κάτω παρουσιάζει το άτυχο καπέλο του και πού μπορεί να κάθισε πάνω του η σκόνη. Καθώς κάνουν το γύρο, του ξανάρ142^
χεται στο νου, και σκέφτεται: «Τώρα δα, όσο να 'ναι, δε γίνεται τίποτα. Θα 'πρεπε ν' ανακαλυφτεί μια βούρτσα...». Ξαφνικά, βλέπει το καπέλο του, με σάρκα και οστά, κατά το κοινώς λεγόμενον, μπροστά στα μάτια του. Νιώθει φρίκη: απλά ο κύριος φον Τράγκυ του το πήρε από το κεφάλι και το στριφογυρίζει, προσεχτικά, πάνω στις άκριες των κοκκινογαντοφορεμένων δαχτύλων του. Ο Έβαλντ μένει μια στιγμή το κοιτάζει, σαν απλός θεατής, ξεκαπέλωτος. Ύστερα, αποσπά, μ' ένα επαναστατημένο άρπαγμα το επονείδιστο αντικείμενο από τα προσεχτικά χέρια του ηλικιωμένου κυρίου, και χώνει άγρια κι ορμητικά το κετσένιο καπέλο στο κεφάλι του. Σάμπως οι τρίχες του να ορθώνονταν φλόγες: —Μα, μπαμπά! Και θέλει να προσθέσει: «Έκλεισα πια τα δεκαοχτώ, στο κάτω-κάτω, κ' εσύ να μου παίρνεις το καπέλο από το κεφάλι, κυριακάτικα και μεσημεριάτικα μπροστά σ' όλο τούτον τον κόσμο!». Μα καταπνίγει τα λόγια αυτά μέσα του και δε βγάζει λέξη από το στόμα του. Νιώθει ταπεινωμένος, μικρός, σαν να 'χανε φαρδύνει τα ρούχα του, ξαφνικά, απάνω του. Κι ο κύριος Επιθεωρητής απομακρύνεται, απότομα, από κοντά του, κατά την άλλη άκρη του πεζοδρομίου, αλύγιστος κ' επίσημος. Δεν ξέρει να 'χει κανένα γιο. Κι ανάμεσά τους μπαίνει σαν φουσκωμένη ανθρωποθάλασσα ολόκληρη η Κυριακή. Μόνο που δεν υπήρχε μήτε ένας μέσα σ' όλο εκείνο το πλήθος των περιπατητών, που να μην ήξερε, πως οι δυο αυτοί ταιριάζανε σ' όλα τους κι όλοι ένιωθαν λύπηση γι' αυτή την αδιάκριτη και κακή συγκυρία,που έδιωχνε τον ένα μακριά από τον άλλο. Παραμέριζαν μπροστά και στους δυο τους γιομάτοι συμπάθεια και κατανόηση, και δεν ησύχαζαν παρά μόνο όταν ξανάβλεπαν πατέρα και γιο τον ένα δίπλα στον άλλο. Επ' ευκαιρία, διαπίστωναν μια κάποιαν αύξουσα ομοιότητα στο περπάτημα και στις χειρονομίες πατέρα και γιου, και χαίρονταν γι' αυτό. Πριν λίγο καιρό μόλις, ο νεαρός, πιο συγκεκριμένα, βρι143^
σκόταν μακριά από το σπίτι του, σπουδάζοντας, καθώς λένε, σε κάποια Στρατιωτική Σχολή. Από κει γύρισε, κάποια μέρα —μόνο ο Θεός ξέρει για ποιο λόγο— πολύ αλλαγμένος. Μα τώρα: —Κοιτάξετε, παρακαλώ, λέει ένας αγαθός ηλικιωμένος κύριος, που λίγο πιο πριν είχε φιλοδωρηθεί μ' ένα «Ναι» από τον Επιθεωρητή, γέρνει κιόλας το κεφάλι του κάπως προς τα αριστερά —όπως ο πατέρας— κι ο ηλικιωμένος κύρις λάμπει από ευχαρίστηση γι' αυτή του την ανακάλυψη. Ακόμη κ' οι πιο ηλικιωμένες κυρίες ενδιαφέρονται για το νεαρό κύριο. Τον τοποθετούν κατά το πήγαινε-έλα του περιπάτου, κάτω από τα φαρδιά βλέμματά τους, και τον ζυγίζουν από την κορφή ως τα νύχια* κρίνουν: ο πατέρας του ήταν όμορφος άντρας. Και δεν έπαψε να 'ναι. Ο Έβαλντ δε θα γίνει. 'Οχι. Μόνο ο Θεός ξέρει τίνος μοιάζει. Ίσως της μητέρας του (όπου κι αν βρίσκεται τώρα). Μα είναι έτσι φτιαγμένος, που θα μπορούσε να γίνει ένας καλός χορευτής, αν ήθελε... Κ' η πιο ηλικιωμένη κυρία ρωτά την κοπέλα με το τριανταφυλλί φόρεμα: —Χαιρέτησες φιλικά και τον κύριο Τράγκυ, Έλλη; Πλην όλ' αυτά είναι πράγματι περιττά — κ' η χαρά του ηλικιωμένου κυρίου κ' η πονηρή φροντίδα της μητέρας της Έλλης. Γιατί, καθώς οι δυο άντρες στρίβουν από .τον περίπατο, για να μπουν στην άδεια και στενή Χάρρενγκάσσε, ο νέος είπε: —Η τελευταία Κυριακή. Το είπε, μάλιστα, αρκετά δυνατά. Παρ' όλ' αυτά, ο ηλικιωμένος κύριος δεν έχει σκοπό να δώσει καμιάν απάντηση. «Αυτή η βουβαμάρα!» σκέφτεται ο Έβαλντ. «Είναι σαν κανένα κελί για μανιακούς, άδεια και τόσο αλύπητα κλεισμένη απ' όλες τις μεριές». ' Ετσι, προχωρούν ως το Γερμανικό Θέατρο. Εκεί, ο Τράγκυ, πατήρ, ρωτά, χωρίς να 'χει μεσολαβήσει τίποτα: -Τι; 144^
Kl ο Τράγκυ υιός, επαναλαβαίνει υπομονετικά: —Η τελευταία Κυριακή. —Ναι, αποκρίνεται λιγόλογα ο Επιθεωρητής, για όποιον δεν παίρνει από συμβουλές... Σιωπή. Ύστερα, προσθέτει: —Μόνο όταν τσουρουφλίσεις τα φτερά σου, τότε μόνο θα καταλάβεις τι σημαίνει να είναι υποχρεωμένος κανείς να σταθεί στα πόδια του. Καλά, κάμε ό,τι θες. Δεν έχω καμιάν αντίρρηση. —Μα, μπαμπά, λέει ο νεαρός με κάποια σφοδρότητα, νομίζω πως όλ' αυτά τα κουβεντιάσαμε αρκετά και πολλές φορές. —Χωρίς όμως και να μάθω ποτέ τι ζητάς πραγματικά. Δεν είναι δα και τόσο εύκολο να πετάξει κανείς μονομιάς ως τα σύννεφα. Δε μου λες μόνο, άλλη μια φορά, παρακαλώ, τι θες να κάμεις στο Μόναχο; —Να εργαστώ... αποκρίθηκε ετοιμόλογα ο Έβαλντ. — Ώ σ τ ε έτσιιι... σαν να μην μπορούσες να εργαστείς κ' εδώ! —Εδώ; Κι ο νέος κύριος χαμογελά συλλογισμένα. Ο κύριος φον Τράγκυ είναι εντελώς ήρεμος: —Τι σου λείπει εδώ, λοιπόν; ' Εχεις την κάμαρά σου, το φαγητό σου, όλοι θέλουνε το καλό σου. Και, στο κάτω-κατω, εδώ μας γνωρίζουν όλοι κι αν ξέρεις να φερθείς όπως πρέπει με τον κόσμο, τα καλύτερα σπίτια θα είναι ανοιχτά για σένα... —Πάντα ο κόσμος και μόνο ο κόσμος, συνεχίζει ο γιος, στον ίδιο χλευαστικό τόνο, σαν να ήταν αρκετό αυτό μόνο. Τον κόσμο εγώ τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια (ξεστομίζοντας την επηρμένη αυτή φράση, θυμάται την ιστορία με το καπέλο και νιώθει πως, τώρα δα, λέει ψέματα, γι' αυτό και τονίζει άλλη μια φορά): ας με δέχεται ευχαρίστως — ο κόσμος. Και τι 'ναι αυτός ο κόσμος, παρακαλώ; ' Ανθρωποι — μήπως; Τώρα είναι η σειρά του ηλικιωμένου κυρίου να χαμογε145^
λάσει, και στο λεπτό πρόσωπο του, παντού, παρουσιάζεται ένα τόσο ιδιαίτερα δικό του χαμόγελο, που δε θα 'ξερε να πει κανείς, αν το χαμόγελο αυτό βρισκόταν γύρω στα χείλη του, κάτω από το λευκό μουστάκι ή στα μάτια του. Μα κι αυτό πέρασε αμέσως. Ωστόσο, ο δεκαοχτάχρονος νεαρός δεν μπορεί να το ξεχάσει* ντρέπεται, και για να κρύψει την ντροπή του, υψώνει τη φωνή. —Γενικά, λέει, επιτέλους, και με το χέρι διαγράφει μέσα στον αέρα μια ελικοειδή κίνηση ανυπομονησίας, μοιάζεις να μην ξέρεις παρά δυο πράγματα μονάχα, τον κόσμο και το χρήμα. Γύρω απ' αυτά τα δυο στρέφονται τα πάντα για σένα. Το να κάνει κανείς τεμενάδες στον κόσμο, είναι ο δρόμος που πρέπει ν' ακολουθήσει. Και το να σέρνεται με την κοιλιά, για να κερδίσει χρήματα, είναι ο σκοπός. Ή όχι; —Και τα δυο αυτά θα τα χρειαστείς, παιδί μου, λέει υπομονετικά ο ηλικιωμένος κύριος, και δε χρειάζεται να σέρνεται κανείς για να κερδίσει χρήματα, φτάνει να 'χει πάντα χρήματα. —Κι όταν δεν έχει, τότε... Ο νεαρός Τράγκυ διστάζει λίγο. —Τότε; ρωτά ο πατέρας και περιμένει. —Ωωωω! κάνει ο άλλος αμέριμνα, και κοιτάζει αλλού. Του φαίνεται καλό, ν' αλλάξει κουβέντα. Μα ο ηλικιωμένος κύριος επιμένει: —Τότε; Και συμπληρώνει ο ίδιος τη φράση, χωρίς επιφύλαξη: —Τότε γίνεται ένας παλιάνθρωπος και ντροπιάζει το καλό, τίμιο όνομά του. —Ω, εσείς οι παλιοί έχετε κάτι ιδέες! λέει ολότελα αγαναχτισμένος ο νέος κύριος. —Ναι, εμείς, βλέπεις, δεν είμαστε σημερινοί, λέει ο ηλικιωμένος κύριος, αρκετά όμως ως εδώ! —Περί αυτού ακριβώς πρόκειται, θριαμβεύει ο Τράγκυ, υιός, είσαστε μιας οποιασδήποτε άλλης εποχής, είστε οι πάλαι ποτέ, σκονισμένοι, αποστεγνωμένοι, γενικά... 146^
—Μη φωνάζεις! προστάζει ο Επιθεωρητής, προδίδοντας τον πρώην αξιωματικό. — Έ χ ω δα το δικαίωμα... —Σιωπή! — Έ χ ω το δικαίωμα να μιλήσω... —Μίλα... του πετά περιφρονητικά ο κύριος φον Τράγκυ. Κι αυτό το λακωνικό «Μίλα!» είναι σαν ράπισμα. Κ' ύστερα ο Τράγκυ, πατήρ, απομακρύνεται, αλύγιστος κ' επίσημος, στην άλλη μεριά του δρόμου. Επειδή ο δρόμος είναι εντελώς άδειος, οι δυο αυτοί δεν ξαναπλησιάζουν ο ένας τον άλλο, κ' είναι σάμπως το ζεστό, ηλιόλουστο κατάστρωμα του δρόμου να γινόταν όλο και πιο φαρδύ ανάμεσά τους. Τώρα δα δε μοιάζουν καθόλου ο ένας με τον άλλο. Ο ηλικιωμένος κύριος γίνεται ολοένα πιο άψογος κατά το βήμα και το παράστημα, και τα υποδήματά του στραφταλίζουν κάθε φορά που θα φέρει το πόδι μπροστά του. Κάτι αλλάζει, επίσης, και πάνω στον άλλο, στην αντίπερα μεριά του δρόμου. 'Ολα πάνω του κατσαρώνουν κι ανορθώνονται, σαν χαρτί που καίγεται. Το κουστούμι του γεμίζει ξαφνικά ένα πλήθος ζαρωματιές, η γραβάτα του φουσκώνει κι ο γύρος του καπέλου του μεγαλώνει. Έχει πιάσει το ελαφρό μοντέρνο πανωφόρι του και το φορεί σαν για να προφυλαχτεί απ' οποιαδήποτε θύελλα. Τα βήματά του αγωνίζονται. Μοιάζει με παλιάν εικόνα, που κάτωθέ της έχει τη λεζάντα: «1848» ή «Ο επαναστάτης». Από καιρό σε καιρό, παρ' όλ' αυτά, κοιτάζει προσεχτικά κατά την αντίπερα μεριά. 'Υπάρχει κάτι το ανησυχητικό γι' αυτόν, στο να βλέπει τον ηλικιωμένο κύριο έτσι ολότελα εγκαταλειμμένο στο ατέλειωτα έρημο πεζοδρόμιο'. «Πόσο μόνος είναι!» σκέφτεται και: «αν του συμβεί τίποτα...». Τα μάτια του δεν αφήνουν πια τον πατέρα του, τον ακολουθούν και σχεδόν πληγώνονται από τη μεγάλη ένταση. Επιτέλους, κ' οι δυο αυτοί άνθρωποι σταματούν μπροστά στο ίδιο σπίτι. Καθώς μπαίνουν στο διάδρομο, ο Έβαλντ παρακαλεί: —Μπαμπά! 147^
Για μια στιγμή νιώθει αμήχανος, μα ύστερα κατανικά την αμηχανία του: —Σήκωσε το γιακά σου, μπαμπά... κάνει τόσο κρύο πάντα, στη σκάλα. Η φωνή του είναι δειλή και μολονότι δεν πρόκειται για κανενός είδους ερώτηση, έχει κάτι το ερωτηματικό στο τέλος. Μήτε κι ο πατέρας αποκρίνεται, προστάζει μόνο: —Φτιάξε τη γραβάτα σου! —Ναι, βεβαιώνει σχολαστικά ο ' Εβαλντ και φτιάχνει τη γραβάτα του. 'Υστερα ανεβαίνουν αργά, καταπώς αρμόζει, από υγιεινή άποψη. Μια σκάλα δεξιά, μένει η κυρία φον Βάλλμπαχ, η επιλεγομένη θεία Καρολίνα, και σ' αυτήν τρώει κάθε Κυριακή η οικογένεια — στη μιάμιση. Οι κύριοι Τράγκυ, πατήρ και υιός, είναι ακριβέστατοι στην ώρα τους. Παρ' όλ' αυτά, όλοι βρίσκονται κιόλας εκεί. Γιατί η έκφραση «ακριβής στην ώρα του» αφήνει μερικά περιθώρια, ως γνωστόν. Ο ' Εβαλντ κοντοστέκεται, μια στιγμή, στον προθάλαμο, μπροστά στον καθρέφτη. Δίδει στο πρόσωπό του την έκφραση «η τελευταία Κυριακή» και μπαίνει, έτσι, πίσω από τον πατέρα του, στο κίτρινο σαλόνι. —Α!... Η συντροφιά εκφράζει υπέρμετρη έκπληξη, καθένας μοιάζει να εκπλήσσεται πάντα πιο πολύ από τον άλλο. Η είσοδος των δυο Τράγκυ γίνεται έτσι, όπως είναι ευνόητο, ένα γεγονός. Πρέπει δα να ξέρει κανείς να κάνει τη ζωή πλούσια — μ' έναν οποιοδήποτε τρόπο. ! Πλήθος χαιρετούρες. Η άσκηση ενός στοιχειοθέτη έγκειται στο ν' απλώνει το χέρι του, να παίρνει σωστά τα στοιχεία από την κάσα τους, και να τα τοποθετεί στην αράδα τους, χωρίς να κάνει τυπογραφικά λάθη. Ο 'Εβαλντ τα καταφέρνει σήμερα σπουδαία με το πρόσωπο «της τελευταίας Κυριακής». Ενώ ο ηλικιωμένος κύριος χαιρετά ακό148^
μη την αδελφή του Γιοχάννα, ο νεότερος έχει ξεμπερδέψει με τρεις θειες, τέσσερις ξαδέλφες, το μικρό Έγκον και τη «Μαντμαζέλ», χωρίς να προσέξει κανείς απάνω του την παραμικρή κούραση. Επιτέλους, έφτασε κι ο κύριος φον Τράγκυ στο τέλος του σκοπού του, και τώρα δα έχουν πάρει όλοι τους θέση, ο ένας απέναντι στον άλλο και πεινούνε. Οι τέσσερις ξαδέλφες βρίσκουν, οπωσδήποτε, πω^ κάτι πρέπει να πουν. Και το ψάχνουν, πότε δω, πότε κει, πάνω σ' ένα αντικείμενο — λόγου χάρη, στο βαρόμετρο, στις αζαλέες που είναι αραδιασμένες στο παράθυρο, στο χαλκογραφημένο δίπλωμα που βρίσκεται πάνω από τον καναπέ. Μα όλ' αυτά τ'αντικείμενα είναι απιστεύτως γλιστερά, και τα λόγια πέφτουν από πάνω τους σαν χορτασμένες βδέλλες. Μια σιωπή γλιστρά, τότε, ανάμεσά τους, κι απλώνεται γύρω απ' όλους αυτούς σαν ένα μακρύ, μακρύ φάδι ξεθωριασμένου διχτυού. Κ' η πιο ηλικιωμένη της οικογένειας, η χηρευάμενη ταγματάρχαινα Ελεονώρε Ρίχτερ, κουνά τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της πάνω από την κοιλιά της, σαν να τύλιγε σε κουβάρι, προσεχτικά, όλη κείνη την απέραντη πλήξη. Είναι φανερό: η ταγματάρχαινα ανήκει πάντα σ' εκείνη τη λαμπρή εποχή, που οι γυναίκες δεν μπορούσαν να καθίσουν μήτε στιγμή με σταυρωμένα χέρια. Μ' ακόμη κ' η γενιά, που η χηρευάμενη ταγματάρχαινα την ονομάζει «νέα», τη στιγμή τούτη κάθε άλλο παρά οκνηρή αποδείχνεται. Σχεδόν ταυτόχρονα λένε κ' οι τέσσερις δεσποινίδες: —Λόρα! Ύστερα απ' αυτή την ομοφωνία χαμογελούν όλοι, σαν να τους είχαν φιλοδωρήσει κάτι. Κ' η θεία Καρολίνα, η οικοδέσποινα, ανοίγει τη συζήτηση: —Πώς κάνει το σκυλί; —Γαβ, γαβ... γαβγίζουν οι τέσσερις δεσποινίδες. Ακόμη κι ο μικρός ' Εγκον έρχεται έρποντας από κάποια μεριά, για να πάρει κι αυτός ζωηρά μέρος στη συζήτηση. Μα η οικοδέσποινα θεωρεί εξαντλημένο αυτό το θέμα 149^
και προτείνει ένα άλλο: —Κ' η γάτα; Και τώρα, όλοι, γενικά βάλνονται να νιαουρίζουν, να κράζουν, να μηκούνται και να βελάζουν, κατά την μπόρεση και την κλίση του ο καθένας. Είναι δύσκολο να πει κανείς ποιος απόδειξε ότι είχε το μεγαλύτερο ταλέντο, γιατί πάνω απ' όλο αυτόν το θόρυβο των βρούχων, των τσιριχτών και των κουτρουβαλισμάτων κυριαρχεί αποκλειστικά και μόνο το κακαριστικό όργανο της χηρευάμενης ταγματάρχαινας, κάτι που πραγματικά την κάνει πιο νέα. —Η θεία κακαρίζει, λέει κάποιος γεμάτος σεβασμό. Μα δεν επιμένουν πολλή ώρα σ' αυτό. Παρασέρνονται από το πλήθος των δυνατοτήτων, κάνουν όλο και τολμηρότερες δοκιμές, δίδουν όλο και πιο πολύ από το ατομικά δικό τους στους παράξενα τυποποιημένους έναρθρους ήχους. Κ' είναι συγκινητικό, να λέει κανείς ότι, παρ' όλο τον εξατομικισμό, πάντα υπήρχε μια λεπτή οικογενειακή ομοιότητα στις φωνές — ο κοινός βασικός τόνος της καρδιάς, που μόνο πάνω του μπορεί να γεννηθεί μια αληθινή, αμέριμνη ευθυμία. Ξαφνικά, πίσω από τα κίτρινα κάγκελα του κλουβιού του, αρχίζει να κινείται ένας παπαγάλος, και μπορεί να πει κανείς, ότι στη βουβή, στοχαστική κλίση του κεφαλιού του υπάρχει μια συγκεκριμένη, ευγενική αναγνώριση. Ό λοι τουλάχιστον το νιώθουν έτσι, γι' αυτό και γίνονται λιγότερο θορυβώδεις και χαμογελούν μ' ευγνωμοσύνη. Κι ο παπαγάλος μοιάζει μ' Εβραίο δάσκαλο της μουσικής, που κουνά αρνητικά το κεφάλι του στους μαθητές του κάνα-δυο φορές ακόμη. Είναι γεγονός πάντως, πως από τότε που η Λόρα έγινε συγκάτοικος, όλοι στην οικογένεια έμαθαν έναν αριθμό ηχηρών λέξεων, που πρωτύτερα μήτε που τις είχαν ονειρευτεί καν, κ' έτσι μεγάλωσε σημαντικά ο γλωσσικός πλούτος τους. Με το σιωπηρό -έπαινο του πουλιού, το πράγμα ανεβαίνει στη συνείδηση καθενός από δαύτους και τον κάνει περήφανο και χαρούμενο. 'Ετσι, πηγαίνουν να καθίσουν στο τραπέζι, με την καλύτερη διά150^
θεση. Κάθε Κυριακή, ο ' Εβαλντ περιμένει ίσαμε να χαμογελάσει η τρίτη από τις θείες, η δεσποινίς Αουγκούστε: —Το φαγητό δεν είναι πραγματικά καμιά κενή λέξη. Και τότε, καθένας τους, από καλή συνήθεια, πρέπει να επιβεβαιώσει: — Ό χ ι , δεν είναι καμιά κενή λέξη! Αυτό συμβαίνει συνήθως ύστερα από το δεύτερο πιάτο. Κι ο Έβαλντ ξέρει επακριβώς τι θα συμβεί ύστερα από το τρίτο, και καθεξής. Την ώρα που έρχονται στο τραπέζι τα φαγητά, μιλούν λίγο, τη μια εξαιτίας του «υπηρετικού προσωπικού», την άλλη γιατί ο καθένας τους θεωρεί αρκετό το διάλογο που έχει ανοιχτεί ανάμεσα σ' αυτόν και στο πιάτο του. Το πολύ-πολύ να εμποδίσουν απ' αυτόν το διάλογο το μικρό ' Εγκον, που δεν έχει το δικαίωμα να μιλά, παρά μόνο όταν τον ρωτούν, με μια φιλόστοργη επέμβαση, πότε για να τον ρωτήσουν αν χόρτασε και πότε, απλά και μόνο, για να του συστήσουν να μασάει καλά τις μπουκιές του. ' Ετσι, συμβαίνει να νιώθει πάντα πρώτος ο μικρός το δυσάρεστο συναίσθημα του υπερκορεσμού και να κάνει έμπιστη των οικειοτέριον αισθημάτων του τη «Μαντμαζέλ» που, ακούοντάς τον, γίνεται όλο και πιο κόκκινη. Οι άλλοι, δεν είναι και τόσο διακριτικοί για πολλή ώρα. Κανείς δε γεμίζει το πιάτο του, χωρίς να στενάξει σιγά, κι όταν η υπηρέτρια κάμει την εμφάνισή της με μια κρέμα γλυκό, όλοι τους αφήνουν δυνατούς κι οδυνηρούς αναστεναγμούς. Η παγωμένη αμαρτία ορμά προς κάθε μεριά του τραπεζιού, και ποιος έχει τη δύναμη να της αντισταθεί; Ο κύριος Επιθεωρητής συλλογίζεται: «Αν πάρω καμιά σόδα μετά...» κ' η δεσποινίς Αουγκούστε στρέφεται προς την οικοδέσποινα: —Μήπως σου βρίσκεται τίποτα χωνευτικό, Καρολίνα; Η κυρία φον Βάλλμπαχ τραβά προς το μέρος της, μ' ένα πανούργο χαμόγελο, ένα μικρό τραπεζάκι, που πάνω του βρίσκονται αραδιασμένα ένα πλήθος κουτιά και κουτάκια, πλάι σε φιαλίδια με τα πιο αλλόκοτα σχήματα. Χαμογελούν, αρχίζει να μυρίζει φαρμακείο, κ' η κρέμα μπορεί πια 151^
να κάμει, ακόμη μια φορά, το γύρο του τραπεζιού. Ξαφνικά, γίνεται μια αναπάντεχη σύγχυση. Η πιο ηλικιωμένη από τις θείες θεία σηκώνεται ως προμάμη και φωνάζει παραινετικά: —Κ* εσύ, Έβαλντ; Το πιάτο του Έβαλντ είναι καθαρό. «Κ* εσύ;» ρωτούν όλα τα μάτια κ' η οικοδέσποινα σκέφτεται: «Να θέλει, ναι και καλά, να ξεχωρίζει πάντα του απ όλη την οικογένεια! Αύριο όλοι εμείς οι άλλοι θα υποφέρουμε — κ' εκείνος... Τι ανάρμοστα πράγματα!». —Ευχαριστώ, λέει λακωνικά ο νέος και σπρώχνει το πιάτο του λίγο πιο πέρα. Πράγμα που σημαίνει: «Εγώ, παρακαλώ, τέλειωσα πια μ' όλη αυτή την υπόθεση». Μόνο που κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει. Χαίρονται που βρήκανε θέμα και προσπαθούν να πετύχουν περαιτέρω διευκρινίσεις. —Δεν ξέρεις πόσο νόστιμο είναι..., λέει κάποια. —Ευχαριστώ. ' Υστερα, οι τέσσερις ξαδέλφες απλώνουν, όλες την ίδια στιγμή, τα κουταλάκια τους προς το μέρος του: —Δοκίμασε. —Ευχαριστώ..., ξαναλέει ο Έβαλντ και τα καταφέρνει με τέτοιο τρόπο, που να κάμει δυστυχισμένα, την ίδια στιγμή, τέσσερα νεαρά κορίτσια. Η διάθεση παίρνει την κάτω βόλτα, ίσαμε να υπενθυμίσει η θεία Αουγκούστε: —Η γιαγιά πάντα έλεγε: « Ό σ ο τρώει κανείς...», όχι — «πώς να υποφέρει κανείς...». — Ό χ ι , διορθώνει η θεία Καρολίνα: «Να υποφέρει κανείς όσο...». Μα πάλι το πράγμα δε συμφωνεί. Οι τέσσερις ξαδέλφες βρίσκονται σ' αμηχανία. Ο κύριος φον Τράγκυ κάνει νόημα στο γιο του: «Επιδείξου τώρα, εντυπωσίασέ τους — εμπρός!». Ο Τράγκυ, ο νεότερος, σωπαίνει. Ξέρει: όλοι περιμένουν βοήθεια απ αυτόν, κ' επειδή είναι η τελευταία Κυριακή, 152^
παίρνει επιτέλους την απόφαση: —«Να τρώει κανείς όσο θέλει και να υποφέρει όσο μπορεί», πετά γεμάτος περιφρόνηση. Απότομα, όλοι μένουν έκθαμβοι από θαυμασμό. Επεκτείνουν το ρητό, το εξετάζουν από δω κι από κει, το ζυγίζουν — το επαναλαβαίνουν, σαν για να το χωνέψουν καλύτερα, και το καταστρέφουν τόσο, που όταν πια έχει κάμει το γύρο του τραπεζιού και ξαναγυρίζει στον ' Εβαλντ έχει γίνει πάλι ολότελα αγνώριστο. Το αφήνει στο στόμα της «Μαντμαζέλ», μιας κιτρινιάρας Γαλλίδας, που το παίρνει για γλωσσική άσκηση και το επαναλαβαίνει, σκύβοντας προς το μικρό Έγκον: « Ό σ ο θέλει κανείς να τρώγει...». Ο Έβαλντ μένει, για κάμποση ώρα, το πνευματικό κέντρο της οικογένειας. Ό λ ο ι θαυμάζουν την ετοιμότητα της μνήμης του — ίσαμε που η θεία Καρολίνα σουφρώνει τα χείλη της: —Χμ!... όταν είναι τόσο νέος κανείς... Οι τέσσερις ξαδέλφες σκέφτονται, φυσικά: «' Οταν είναι τόσο νέος κανείς...». Ως και το χλομό προσωπάκι του μικρού ' Εβαλντ αντανακλά αυτή την περιφρονητική άποψη: «Όταν είναι τόσο νέος κανείς...» — τόσο πια, που ο δεκαοχτάχρονος νέος νιώθει: «Τι συμβαίνει πάλι, λοιπόν; Χωρίς άλλο, τώρα δα περιμένουν να τους πω και πότε γεννήθηκα!». Είναι οπωσδήποτε εξοργισμένος και δε θέλει να χάσει την ευκαιρία. ' Ετσι, καθώς η θεία Αουγκούστε διηγείται, ανάμεσα σε δυο μπουκιές, την ιστορία των δοντιών της — την ευτυχία και το τέλος των δοντιών της— κι απάνω ακριβώς στο πιο κρίσιμο σημείο της ιστορίας της, πετά ίσια μέσα στ' ορθάνοικτο στόμα της θείας: —Νομίζω, πως στο τραπέζι... Κ' ελπίζει πως θα του αποκριθούν: «Βλέπουμε, πως βαρέθηκες κιόλας κοντά μας, μπορεί επομένως να πηγαίνεις, αν δε σ' αρέσει». Μα όλοι νιώθουν πειραγμένοι και μένουν βουβοί. 153^
Αργότερα, καθώς με το «Καντενάκ» κάνουν διάφορες προπόσεις, ο νέος σκέφτεται: «Κάποιος θα υψώσει τώρα το ποτήρι του και για μένα: Λοιπόν, Έβαλντ...». ' Υστερα, ακολουθεί μια μακρά ανάπαυλα—κι ο ' Εβαλντ βρίσκει τον καιρό να κάμει μερικές τρομαγμένες σκέψεις* νιώθει, ξαφνικά, πως όλων τα βλέμματα προσηλώνονται πάνω του με αδιαφορία ή μοχθηρία και προσπαθεί να τ' αποτινάξει από πάνω του με κάμποσες δειλές χειρονομίες. Μα με κάθε κίνηση που κάνει, μπερδεύει μόνο ακόμη περισσότερο αυτό το αόρατο δίχτυ — στην αρχή θυμώνει, ύστερα γίνεται αδέξιος, και αδιάκοπα η σκέψη του γυρίζει γύρω από ένα και το αυτό σημείο. Γιατί από την αγανάχτηση και την ανυπομονησία του πάντα φτάνει σε τούτο δω: «Θα 'πρεπε να σας πει κανείς κάτι τρομερό, ανήκουστο, να σας χτυπήσει θανάσιμα τα μάτια, με μια χοντρή λέξη, που να τα κάμει να πεταχτούν έξω, να τι θα 'πρεπε να κάμει κανείς». Μα αυτό δεν ξεπερνά τα όρια της ευχής, γιατί κι ο ίδιος αυτός αγαπά πολλά απ αυτή την άνετη, άθλια καθημερινότητα, που μέσα της τον μεγάλωσαν, κ' είναι σαν το παιδί του κλέφτη, που περιφρονεί την τέχνη των γονιών του κι ωστόσο σιγά-σιγά μαθαίνει να κλέβει. Απάνω στις έγνοιες του η θεία Αουγκούστε λέει: —Αν στο νεαρό μας κύριο, εκεί κάτω, δεν αρέσει τίποτε απ' αυτά που λέμε, δεν έχει παρά ν' ανοίξει, τουλάχιστον, μια συζήτηση που να 'ναι του γούστου του. Τότε θα βλέπαμε κ' εμείς... λοιπόν, Έβαλντ, γυρίζεις, αλήθεια, σ' όλο τον κόσμο; Ο Έβαλντ, που δεν είχε ακούσει καλά, κοιτάζει και χαμογελά λυπημένα: —Ω, εγώ... Αντιλαμβάνεται μόνο, σαν από μακριά, επίσης, πως οι τέσσερις ξαδέλφες του θυμίζουν: —Πριν από τέσσερις-πέντε εβδομάδες είχες αρχίσει να διηγείσαι μια ιστορία... Και θέλει να σκεφτεί γρήγορα τι είδους ιστορία μπορούσε να 'ταν. 154^
Ευγενικά ζητά να πληροφορηθεί: —Περί τίνος επρόκειτο, παρακαλώ; Οι τέσσερις ξαδέλφες σκέφτονται, προσπαθώντας να θυμηθούν. Στο μεταξύ, η οικοδέσποινα στρέφεται προς το μέρος του: —Γράφεις ακόμα ποιήματα; Ο 'Εβαλντ χλομιάζει και λέει στις ξαδέλφες: —Δε θυμηθήκατε, λοιπόν, ακόμη; Κι ακούει τη χηρευάμενη ταγματάρχαινα να εκφράζει την έκπληξή της: —Till, γράφει ποιήματα; και κουνά το κεφάλι της: Στην εποχή μου... Μα, παρ' όλ' αυτά, θέλει να θυμηθεί την ιστορία που είχε αρχίσει πριν από πέντε-έξι εβδομάδες. Ελπίζει: «Δε γίνεται, θα βρεθεί κάποια ευκαιρία να ειπωθεί πως σήμερα είναι η τελευταία Κυριακή, κ' ύστερα πια θα μπορέσει να ξανασάνει κανείς». Μόνο που, ξαφνικά, τον διακόπτει η κυρία φον Βάλλμπαχ. —Οι ποιητές είναι πάντα αφηρημένοι. Νομίζω, πως μπορούμε να περάσουμε στο σαλόνι. Και πάλι στον Έβαλντ: ' Οσο για την ιστορία, έχει καιρό δα να μας την πει την ερχόμενη Κυριακή, δεν είν' έτσι; Χαμογελά με πνεύμα, και σηκώνεται. Ο νεαρός άντρας είναι σαν κατάδικος. Νιώθει: «Πάντα θα υπάρχει, λοιπόν, μια «ερχόμενη» Κυριακή κι όλα θα 'ναι μάταια». «Μάταια» στενάζει κάτι από μέσα του. Μόνο που αυτό δεν το ακούει κανένας πια. Κάνουν προς τα πίσω τις καρέκλες, τεντώνονται, λένε με παχιά, ευχαριστημένη φωνή, που κυλά πάνω από πολλούς λόξυγγες, όπως πάνω από κακά μπλάστρια, «Καλή χώνεψη!» — και πάνε με νοτισμένα χέρια κατά το σαλόνι. Εκεί, τα πράγματα είναι όπως και πριν. Μόνο που τώρα κάθονται ο ένας μακρύτερα από τον άλλο και το αίσθημα του δεσμού μεταξύ τους δεν είναι πια τόσο ζωηρό, όπως ήταν πριν καθίσουν στο τραπέζι. 155^
Η χηρευάμενη ταγματάρχαινα ανεβοκατεβαίνει μπροστά στο πιάνο και κάνει τις αρθρώσεις των δαχτύλων της να τρίζουν. Η οικοδέσποινα λέει: —Η θεία παίζει τα πάντα εξ ακοής — είναι εκπληκτικό. —Αληθινά, θαυμάζει η θεία Αουγκούστε, απέξω; —Απέξω, διαβεβαιώνουν οι τέσσερις ξαδέλφες και στρέφονται προς την ταγματάρχαινα: —Παίξε, παρακαλώ. Η χηρευάμενη Ρίχτερ αφήνει να την παρακαλέσουν πολλή ώρα, πριν ρωτήσει μεγαλόψυχα: —Τι θέλετε, λοιπόν; —Μασκάνι, ονειρεύονται οι τέσσερις ξαδέλφες, γιατί 'ναι ακριβώς πολύ της μόδας. —Ναι, λέει η κυρία Ελεονώρε Ρίχτερ και δοκιμάζει τα πλήχτρα. Καβαλερία; —Ναι, λένε μερικοί. —Ναι, νεύει η γηραιά κυρία και σκέφτεται. —Η θεία παίζει τα πάντα εξ ακοής..., λέει η θεία Αουγκούστε, που σιγά-σιγά είχε αποκοιμηθεί, και κάποιος προσθέτει, με βαθιάν αναπνοή: —Ναι, είναι κάτι καταπληκτικό... —Ναι..., κοντοστέκεται η ταγματάρχαινα και δοκιμάζει τα πλήκτρα: Κάποιος μόνο να μου σφυρίξει το σκοπό. Ο κύριος Επιθεωρητής σφυρίζει: «Έτσι ζητώ την ευθυμία...» — Μικάδο. —Σωστά..., χαμογελά η θεία: «Καβαλερία» και χαμογελά, σαν να 'ταν η «νεότης» της. Αρχίζει, λοιπόν, με το «Μικάδο» κ' ύστερα παίζει, συμφιλιώνοντάς τα κατά τον πιο αξιοθαύμαστο τρόπο: το «Ζητιάνο φοιτητή» και τις «Καμπάνες της Κορνεβίλλης». Οι άλλοι μισοκοιμούνται, γεμάτοι ευγνωμοσύνη, ίσαμε που ακολουθ&ί το παράδειγμά τους κ' η ίδια η ταγματάρχαινα. Τότε πια ο ' Εβαλντ δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο, πρέπει να το πει πάση θυσία, και σαν να 'ταν η αυτονόητη συνέπεια των «Καμπάνων της Κορνεβίλλης», λέει: 156^
—Η τελευταία Κυριακή. Κανείς δεν το άκουσε, παρά μόνο η δεσποινίς Ζαν. Προχωρεί αθόρυβα πάνω στον πυκνό τάπητα και πάει και κάθεται στο παράθυρο, απέναντι στο νέο. Για μια στιγμή κοιτάζονται εξεταστικά κ' οι δυο τους. Ύστερα, η Γαλλίδα ρωτά σιγά: —Est-ce que vous partirez, Monsieur? —Να^, της αποκρίνεται ο Έβαλντ γερμανικά, φεύγω, δεσποινίς. Φεύγω... ταξίδι, επαναλαβαίνει, τραβώντας τα λόγια του, και χαίρεται για το φάρδος που τους δίνει. Στην πραγματικότητα, μιλά για πρώτη φορά με τη Ζαν κ' είναι έκπληκτος. Νιώθει άμεσα, πως δεν είναι απλά η «Μαντμαζέλ», όπως νομίζουν οι άλλοι, και σκέφτεται: «Είναι αξιοπαρατήρητο, πως αυτό δεν το είχα αναγνωρίσει ποτέ. Είναι μια, που μπροστά της πρέπει να υποκλίνεται κανείς — μια ξένη». Και μόλο που μένει ήρεμος και παρατηρητικός, κάτι υποκλίνεται μέσα του μπροστά στην ξένη —βαθιά— τόσο υπερβολικά βαθιά, που αυτή αναγκάζεται να χαμογελάσει. Είναι ένα χαριτωμένο χαμόγελο, που διαγράφεται με σπείρες μπαρόκ γύρω από τα λεπτά χείλη της και δε φτάνει ως τη θλίψη των σκιερών ματιών της, που μοιάζουνε πάντα σαν ύστερα από κλάμα. «Οπουδήποτε, λοιπόν, χαμογελούν έτσι» — μαθαίνει ο Τράγκυ, ο νεότερος. Και αμέσως μετά νιώθει την ανάγκη, να της πει κάτι που να την ευχαριστήσει, που να της δώσει χαρά. Του είναι, σαν να πρέπει να της θυμίσει κάτι, κάτι που να το είχαν κοινό, να της πει, λόγου χάρη: «Χθες», και να της φανεί λογικό. Μα δεν υπάρχει, σ' ολόκληρο τον κόσμο, τίποτα, που να το 'χουν κοινό αυτοί οι δυο. Ξαφνικά, μέσα σε τούτη την αμηχανία του, τον ρωτά, στα ρευστά γερμανικά της: —Γιατί; Γιατί φεύγετε έξω; Ο ' Εβαλντ στηρίζει τους αγκώνες του στα γόνατά του κι ακουμπά το πιγούνι του ανάμεσα στις δυο παλάμες του. —Μα κ' εσείς φύγατε μακριά από το σπίτι σας, αποκρί157^
νεται. Κ' η Ζαν ξεφεύγει γρήγορα: —Θα νιώσετε νοσταλγία. —Ναι, θα νοσταλγήσω, παραδέχεται ο Έβαλντ, κ' έτσι μιλούν ο ένας με τον άλλο για κάμποση ώρα, καθένας ακολουθώντας τις δικές του σκέψεις. Ύστερα, όμως, συνέρχονται κι ο ένας πάει πάλι να συναντήσει τον άλλο* γιατί η Ζαν εκμυστηρεύεται σιγαλόφωνα: —Έπρεπε να φύγω αναγκαστικά, στο σπίτι είμαστε οχτώ αδελφές, μπορείτε επομένως να τό φανταστείτε και μόνος σας — μα όλα με τρομάζουν πολύ. ' Ολοι, φυσικά, είναι καλοί μαζί μου εδώ πέρα, προσθέτει φοβισμένα — κ' ύστερα, η κοπέλα ρωτά: —Κ' εσείς; —Εγώ; Κι ο νέος είναι αφηρημένος —εγώ;— Ό χ ι , δεν είμαι αναγκασμένος να φύγω μακριά από το σπίτι μου, το αντίθετο, μάλιστα, μόνο ο Θεός το ξέρει. Το βλέπετε δα: κΐιθένας τους εδώ το ξέρει, ότι είναι η τελευταία Κυριακή μου εδώ, κι ωστόσο κάνει πως δεν το ξέρει. Παρ' όλ' αυτά, όμως... Γιατί χαμογελάτε; διακόπηκε. Εκείνη διστάζει λίγο, κ' ύστερα: —Είστε ποιητής; Είναι κατακόκκινη και τρομαγμένη σαν παιδί. —Κάτι τέτοιο, δεσποινίς, εξηγεί — δεν ξέρω. Κι ωστόσο είναι κάτι που πρέπει να το ξέρει κανείς, δεν είναι έτσι; Ούτως ή άλλως. Τα πράγματα, αναφορικά μ' αυτό, είναι πολύ μπερδεμένα. Πώς μπορεί να συνεχίσει κανείς, όταν του λείπει η ησυχία, του λείπει ο χώρος, οι προοπτικές. Το καταλαβαίνετε αυτό, δεσποινίς; —Ίσως, νεύει η Γαλλίδα, μα... θέλω να πω... ο κύριος πατέρας σας πρέπει αληθινά να χαίρεται κ' ύστερα η... —Η μητέρα μου, θέλετε να πείτε. Χμ. Ναι, το ισχυρίστηκαν κιόλας μερικοί. Ξέρετε, η μητέρα μου-είναι άρρωστη. Χωρίς άλλο θα το ακούσατε... μόλο που εδώ αποφεύγουν ν' αναφέρουν τ' όνομά της. Εγκατάλειψε τον πατέρα 158^
μου. Ταξιδεύει. ' Οταν ταξιδεύει παίρνει μαζί της, ακόμη κι από αγάπη, μόνο ό,τι της είναι απόλυτα αναγκαίο... Πάει πολύς καιρός που δεν ξέρω τίποτα γι' αυτή, πάει κιόλας χρόνος που δεν αλληλογραφούμε πια. Μα σίγουρα πως, ανάμεσα σε δυο σταθμούς, θα έχει να λέει στο κουπέ της: «Ο γιος μου είναι ποιητής». Σιωπή. —Ναι, κ' ύστερα είναι ο πατέρας μου. Είναι εξαιρετικός άνθρωπος. Τον αγαπώ. Είναι τόσο ευγενικός κ' έχει χρυσή καρδιά. Μα ο κόσμος τον ρωτά: «Τι είναι ο γιος σας;» Και τότε ντρέπεται και τα χάνει. Τι να πει. Μόνο ποιητής; Μ' αυτό 'ναι απλούστατα γελοίο. Ακόμη κι αν αυτό ήταν δυνατό — πάλι δε σημαίνει καμιά κοινωνική θέση. Δεν αποφέρει τίποτα, ο ποιητής δεν ανήκει σε καμιά κοινωνική τάξη, δε συνταξιοδοτείται, με λίγα λόγια: ο ποιητής δεν έχει καμιάν άμεση σχέση με τη ζωή. Γι' αυτό δεν μπορεί κανείς να το υποστηρίξει και να πει «εντάξει» και «αμήν» στο τίποτα. Καταλαβαίνετε τώρα, πως δεν δείχνω τίποτα στον πατέρα μου — σε κανένα γενικά, εδώ* γιατί δεν κρίνουν τις προσπάθειές μου, τις μισούν από πριν και, μαζί μ' αυτές μισούν και μένα. ' Επειτα, κι ο ίδιος εγώ έχω τόσες αμφίβολες. Αληθινά: ολόκληρες νύχτες πλαγιάζω με σταυρωμένα τα χέρια, ξύπνιος, και βασανίζομαι: «Είμαι άξιος;». Ο ' Εβαλντ μένει θλιμμένος και σιωπηλός. Στο μεταξύ, οι άλλοι έχουν ξυπνήσει και πηγαίνουν δυοδυο στο διπλανό δωμάτιο, όπου έχουν ετοιμαστεί τα τραπέζια του ουίστ. Ο Επιθεωρητής είναι στα κέφια του. Χτυπά ελαφρά το γιο του στον ώμο: —Λοιπόν, γέρο; Κι ο ' Εβαλντ δοκιμάζει να χαμογελάσει και του φιλεί το χέρι. «Ε, λοιπόν, θα μείνει» — σκέφτεται ο Επιθεωρητής: «αυτό 'ναι και το λογικό». Κ' έτσι ακολουθεί τους άλλους, στο διπλανό δωμάτιο. Ο νεαρός Τράγκυ ξεχνά αμέσως το χαμόγελό του και 159^
παραπονιέται: —Βλέπετε; Έτσι μου φέρνεται. Πολύ μαλακά, χωρίς ν' ασκήσει βία ή χωρίς να ζητά να με επηρεάσει, σχεδόν μόνο με μιαν ανάμνηση, σαν να 'λεγε: «Κάποτε ήσουν μικρός, και κάθε χρόνο σου στόλιζα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, ανάβοντας όλα τα κεριά του — το θυμάσαι;» Και έτσι με κάνει ό,τι θέλει. Δεν υπάρχει καμιά έξοδος από την καλοσύνη του, και πίσω από το θυμό του είναι ένα βάραθρο. Δεν έχω αρκετό θάρρος γι' αυτό το πήδημα. Είμαι, πιθανώς, πέρα για πέρα τεμπέλης — τεμπέλης και ασήμαντος, μπορείτε να με πιστέψετε. Θα ήταν πάρα πολύ καλά για μένα το να μείνω εδώ, όπως το σκέφτονται όλοι, να είμαι καλός και μετριόφρων, και να ζω τις ίδιες κι άθλιες μέρες μαζί τους τη μια πίσω από την άλλη... — Ό χ ι , λέει η Ζαν αποφασιστικά* τώρα δα λέτε ψέματα... —Ω, ναι, ίσως. Πρέπει δηλαδή να ξέρετε, ότι λέω ψέματα πολύ συχνά. Κατά την ανάγκη, άλλοτε προς τα πάνω, άλλοτε προς τα κάτω* κάπου στη μέση έπρεπε να είμαι εγώ, μα είναι φορές που νομίζω, ότι δεν υπάρχει τίποτα σ' αυτή τη μέση. Πηγαίνω, λόγου χάρη, επίσκεψη στη θεία Αουγκούστε. Είναι φωτεινά, και το πατριαρχικό καθημερινό δωμάτιο είναι τόσο οικείο πραγματικά! Και κάθομαι χωρίς πολλά-πολλά στην καλύτερη καρέκλα, βάζω τις γάμπες μου τη μια πάνω στην άλλη και λέω: «Αγαπητή θεία», λέω περίπου, «είμαι κουρασμένος, και γι' αυτό θα βάλω τα σκονισμένα πόδια μου στον καναπέ σου, πάνω ακριβώς στο καθαρό κάλυμμα, μου επιτρέπεις». Και καθώς η αγαθή θεία, από τη χαρά της γι' αυτό το αστείο, το θεωρεί περιττό να μ' εμποδίσει, άμ' έπος άμ' έργον εγώ· γιατί 'χω πολλά να πω ακόμη, αυτό, λόγου χάρη: « Ό λ α είναι αληθινά όμορφα και καλά* ξέρω πως υπάρχουν νόμοι και έθιμα, κ' οι άνθρωποι λίγο ως πολύ φροντίζουν να κρατηθούν μέσα σ' αυτά. Δεν πρέπει, όμως, να με λογαριάζεις ανάμεσα στους αξιότιμους αυτούς πολίτες, αγαπητή θεία. Είμαι ο νομοθέτης κι ο βασιλιάς του εαυτού μου, από πάνω μου δεν υπάρ160^
χει κανείς, μήτε και θεός...». Μάλιστα, δεσποινίς, κάτι τέτοια, απάνω-κάτω, λέω στη θεία μου, κι αυτή γίνεται κατακόκκινη από την αγανάκτηση. Τρέμει: «Έννοια σου, μα κι άλλοι έμαθαν να προσαρμόζονται,..». «Μπορεί», αποκρίνομαι εγώ αδιάφορα. «Δεν είσαι ο πρώτος, και γι' ανθρώπους που έχουν τέτοιες ιδέες υπάρχουν, δόξα τφ Θεφ τρελοκομεία και φυλακές». Κ' η θείοφου κλαίει κιόλας: «Σαν εσένα εκατοντάδες». Μα, τότε πια, παραφέρομαι: «Όχι», της φωνάζω, «δεν υπάρχει κανείς σαν εμένα, ποτέ δεν υπήρξε άλλος σαν εμένα...» Φωνάζω και φωνάζω, γιατί πρέπει μ' αυτή τη φράση να σκεπάσω τις φωνές του ίδιου του εαυτού μου. Ίσαμε που, ξαφνικά, παρατηρώ, ότι βρίσκομαι σ' ένα ξένο δωμάτιο, μπροστά σε μιαν απροστάτευτη ηλικιωμένη κυρία και παίζω έναν οποιοδήποτε ρόλο. Ύστερα ξεγλιστρώ τρομαγμένος από κει μέσα, παίρνω τρέχοντας το δρόμο και μπαίνω στην κάμαρά μου την τελευταία στιγμή, πριν με πάρουν τα δάκρυα. Κ' ύστερα...». Ο Έβαλντ Τράγκυ τινάζει ζωηρά το κεφάλι του, σαν να 'θελε να γκρεμίσει τις σκέψεις που χΐίζονται αδιάκοπα μέσα του. Ξέρει: «Κ' ύστερα κλαίω, φυσικά, γιατί πρόδωσα τον εαυτό μου. Μα πώς να το εξηγήσω αυτό και προς τι; Κι αυτό^α 'ταν πάλι μια προδοσία». Και διαβεβαιώνει γρήγορα: Ανοησίες δεσποινίς, δεν πρέπει να πιστέψετε πως κλαίω στ' αλήθεια... Και το ψέμα τον κάνει κιόλας να πονά. Του έκανε τόσο καλό να εκμυστηρευτεί σε κάποιον, και τώρα τα χάλασε πάλι όλα. Δεν πρέπει να ξαναρχίζει κανείς ολοένα, σκέφτεται ο Τράγκυ, κ' είναι δύσθυμος και βουβός. Η «Μαντμαζέλ» σωπαίνει κι αυτή. Ακρουμάζονται: τα χαρτιά πέφτουν πάνω στα τραπέζια του παιχνιδιού, σαν σταγόνες από δέντρα, που κάποιος τα τινάζει. Κι από καιρό σε καιρό, με μεγάλη σοβαρότητα: —Η θεία δίνει. Η: —Ποιος ανακατεύει; 161^
Η: —Παίζει το ατού. Και: το χαχάνισμα των τεσσάρων ξαδέλφων. Η Ζαν συλλογίζεται. Θέλει να πει κάτι ευχάριστο, γι' αυτόν: κάτι γερμανικό. Μα δεν ξέρει πώς να θερμάνει τις ξένες λέξεις, γι' αυτό, στο τέλος, παρακαλεί: —Μην είσαι λυπημένος. Και ντρέπεται. Ο νέος σηκώνει τα μάτια και την κοιτάζει σοβαρά και σκεφτικά στο πρόσωπο, τόση ώρα, ίσαμε πια που εκείνη έπαψε να πιστεύει: «Είπα ανοησία, χωρίς άλλο». Ύστερα, νεύει με το κεφάλι και παίρνει εντελώς σοβαρά το χέρι της, που το βάζει προσεχτικά ανάμεσα στα δικά του. Είναι σαν δοκιμή, και δεν ξέρει τι να κάμει μ' αυτό το κοριτσίστικο χέρι, γι' αυτό κι ο νέος το λευτερώνει, το αφήνει απλά να πέσει. Στο μεταξύ, η Ζαν έχει βρει μια δεύτερη γερμανική φράση, για την οποία είναι πολύ περήφανη: —Δε χάσατε τίποτα ακόμη, πραγματικά; Απάνω σ' αυτό, ο ' Εβαλντ σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Σιωπή. —Είστε τόσο νέος..., τον παρηγορεί δειλά το κορίτσι. —Ω, κάνει αυτός. Είναι αληθινά πεπεισμένος, ότι η ζωή έχει τελειώσει ειδικά γι' αυτόν όχι, γιατί τάχα τη διάτρεξε, μα γιατί η ίδια αυτή πέρασε μια για πάντα. Τώρα δε λέει ψέματα, λοιπόν, κ' είναι αληθινά λυπημένος: —Νέος; Αυτό 'ναι, τάχα; Τα έχασα όλα... Σιωπή. —... ακόμη και το Θεό, και προσπαθεί ν' αποφύγει να δείξει πάθος. Εκείνη χαμογελά, τότε* είναι ευσεβής. Δεν καταλαβαίνει αυτό το χαμόγελο, τώρα δα ακριβώς τον ενοχλεί, κ' είναι λίγο πειραγμένος. Εκείνη διαισθάνεται πως πρέπει να του ζητήσει συγνώμη, σηκώνεται και λέ162^
ει: —Έβαλντ... και προφέρει τ' όνομα με λανθασμένο τονισμό, πάνω στο α, και μ' ένα σκοτεινό, άφωνο ε στο τέλος, ^που ηχεί μυστηριώδες και σαν υπόσχεση: πιστεύω πως θα τα βρείτε όλα μόνο... Και την ίδια στιγμή στέκεται μπροστά του πολύ ψηλή και επίσημη. Χαμηλώνει περισσότερο ακόμα το μέτωπό του και θέλει να καμαρώσει: —Παιδί... Μ' αυτόν το μελαγχολικό τρόπο θέλει να φανεί ανώτερος της, κι ωστόσο, την ίδια στιγμή νιώθει τόσο ανάλαφρα ευγνώμων, που θα 'θελε να μπορούσε ν' αλαλάξει: «Ξέρω». Και δεν κάνει ούτε το ένα, μήτε το άλλο. Κάποιος, τότε, στο δωμάτιο του παιχνιδιού, αντιλαμβάνεται, πως στο διπλανό δωμάτιο δεν ακούγεται τίποτα. Η κυρία φον Βάλλμπαχ ζαρώνει το μέτωπο κι αμέσως προστάζει: —Ζαν! Η οικοδέσποινα είναι αληθινά γνοιασμένη, κ' οι τέσσερις ξαδέλφες τη βοηθούν: —Μαντμαζέλ! Τ^οτε η Γαλλίδα υποκλίνεται, δεν ξέρει κανείς αν πρόκειται για ερώτηση ή για διαταγή: —Και... θα φύγετε έξω; —Ναι, ψιθυρίζει γρήγορα ο ' Εβαλντ. Την ίδια στιγμή και για ένα δευτερόλεπτο, νιώθει το χέρι της στα μαλλιά του κ' υπόσχεται σ' ένα ξένο νεαρό κορίτσι, ότι θα φύγει μες στο μεγάλο κόσμο, και δεν ξέρει καν πόσο παράξενα είναι όλ' αυτά.
Δε θα μπορούσε να το πιστέψει κανείς: ο ' Εβαλντ Τράγκυ κοιμάται δεκατέσσερις ώρες σωστές. Κ' είναι σ' ένα ξένο άθλιο κρεβάτι ξενοδοχείου, και στο σιδηροδρομικό σταθ163^
μό έχει τόσο θόρυβο και ήλιο, από τις πέντε κιόλας το πρωί. Έχει ξεχάσει, μάλιστα, να ονειρευτεί, ξέρει εν τούτοις ότι τα «πρώτα» όνειρα έχουν ιδιαίτερη σημασία. Παρηγοριέται, όμως, με τη σκέψη, ότι τώρα μπορεί να εκπληρώσει τα πάντα, αδιάφορο αν ονειρεύεται ή αν δεν ονειρεύεται κανείς, και τραβά αυτόν τον άδειο ύπνο πίσω από κάθε τι Χθεσινό, σαν μια μακριά, μακριά σειρά από σκέψεις. ' Ετοιμος. Ωραία, και τώρα; Και τώρα μπορεί ν' αρχίσει — τη ζωή, ή αυτό που έχει για ν' αρχίσει ακριβώς, ακολουθώντας τη σειρά. Ο νέος ξαπλώνει αναπαυτικά στα προσκέφαλα. Μήπως θέλει, ίσως, να υποδεχτεί εδώ, σ' αυτή την ευχάριστη θαλπωρή, τα γεγονότα; Περιμένει κάπου μισή ώρα ακόμη, μα η ζωή δεν έρχεται. Τότε σηκώνεται κι αποφασίζει να πάει σε συνάντησή της. Κι ότι αυτό έπρεπε να κάνει κανείς, είναι η διάγνωση του πρώτου πρωινού. Τον καθησυχάζει, του δίδει ενεργητικότητα και σκοπό και τον τραβά έξω, στην καινούργια φωτεινή πολιτεία. Το μόνο που ξέρει, κοντά σ' αυτό, είναι πως οι δρόμοι είναι απέραντα μακρείς και πως οι τροχιές των τραμ είναι γελοία μικρές, και σκέφτεται να διαφωτίσει, χωρίς άλλο, καθένα από τα δυο τούτα φαινόμενα, από τα άλλα, κ' η σκέψη αυτή τον καθησυχάζει ασυνήθιστα. Ό λ α τα πράγματα τον ενδιαφέρουν, κι όχι τελευταία τα μεγάλα και τα σημαντικότερα. Μα όσο προχωρεί βαθύτερα μέσα στη μέρα, τόσο περισσότερο χάνουν όλα σ' αξία απέναντι στις υδρορρόες, που μπροστά τους στέκεται όλο και πιο συλλογισμένος ο Τράγκυ. Δε χαμογελά πια για τα κολλητά δίπλα μικρά χαρτιά και τις υποσχέσεις τους, και δεν έχει καθόλου καιρό πια να εκπλήσσεται για την παράξενη γλώσσα που είναι συνθεμένες. Τις μεταφράζει με σπασμωδική ενεργητικότητα και γράφει ένα πλήθος ονόματα και αριθμούς στο σημειωματάριό του. Επιτέλους, κάνει την πρώτη απόπειρα. Στο διάδρομο, φτιάχνει τη γραβάτα του κι αποφασίζει: «Θα πω πολύ ευγενικά: Με συγχωρείτε, εδώ δεν ενοικιάζεται ένα δωμάτιο για 164^
μοναχό κύριο;». Χτυπά το κουδούνι, περιμένει και λέει την ετοιμασμένη φράση του ευγενικά, σε καθαρά γερμανικά και χωρίς εμφαντικό τονισμό. Μια χοντρή, φαρδιά γυναίκα τον σπρώχνει αμέσως προς τ αριστερά, σε μια πόρτα, πριν ακόμη τελειώσει τη φράση του. —Ξέρ' τε, σας λέγου αμέσ' ς πώς είν'. Καθαρό είν'. Κι αν χρειάζ'στε ακόμη τίποτις... Και μ' αυτά, περιμένει, με τα χέρια ακουμπισμένα στα γοφιά της, την απόφαση του. Είναι ένα μικρό δωμάτιο, με δυο παράθυρα, και πολλά παλιά έπιπλα, που σκοτεινιάζουν κιόλας ολότελα το δωμάτιο, τόσο πια που έχει κανείς το συναίσθημα ότι ενοικιάζει κανείς με το δωμάτιο κ' ένα πλήθος πράγματα που μήτε τα φαντάστηκε ποτέ. Κι όπως τώρα ο νέος άντρας δε λέει τίποτα και δεν κοιτάζει καν γύρω του μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, η γυναίκα προσθέτει δισταχτικά: —Το νοίκι είναι είκοσι μάρκα το μήνα, μαζί με πρωινό, τόσα παίρναμε πάντα... Ο Τράγκυ νεύει μια-δυο φορές με το κεφάλι. Ύστερα, προχωρεί κατά το παλκ) σεκρετέρ, που βρίσκεται σε μια γωνιά, δοκιμάζει το φαρδύ, πτυχωτό σανίδι για το γράψιμο, κα^χαμογελά, τραβά δυο-τρία από τα μικρά συρτάρια του βάθους και ξαναχαμογελά: —Το γραφείο θα μείνει εδώ; ρωτά, κ' είναι πέρα για πέρα απαφασισμένος: Θα μείνω κ' εγώ. Μα ύστερα, θυμάται τη μακρά σειρά από αριθμούς στο σημειωματάριό του σαν ένα καθήκον, και λέει γρήγορα: —Δηλαδή: μπορώ να σκεφτώ ως αύριο; —Ναι, ένεκα η... Κι ο Τράγκυ βλέπει καλά το σπίτι και γράφει στο σημειωματάριό του: «Κυρία Σούστερ, Φινκενστράσσε 17, όχι επί της προσόψεως, ισόγειον, γραφείο». Πίσω από το «γραφείο» τρία κουμπιά πρόσκλησης. Ύστερα, νιώθει πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του και κείνη κει τη μέρα δεν αναζητά τίποτ' άλλο. 165^
Μα την άλλη μέρα αρχίζει πρωί-πρωί ν' ακολουθεί τις σημειώσεις του της προηγούμενης μέρας. Κι αυτό δεν είναι μικρό πράγμα. Το πρωί, όσο οι άνθρωποι χορταίνουν τον ύπνο τους και τα δωμάτια είναι καλοαερισμένα, η περιπλάνηση του τον ευχαριστεί ίσαμε ένα σημείο. Σημειώνει λεπτομερώς όλα τα πλεονεκτήματα — εκεί, μια προεξοχή με θέα, απέναντι ένας καναπές κ' ένα δωμάτιο μπάνιου στον αριθμό 23, δυο σκάλες, πουθενά πια γραφείο, βέβαια. Γι' αυτό μημονεύει εδώ κ' εκεί μικροαποτροπές, λόγου χάρη: «μικρά παιδιά», ή: «πιάνο» ή: «ζυθοπωλείο». 'Υστερα οι σημειώσεις γίνονται όλο και πιο φειδωλές και πιο γρήγορες* πολύ σπάνια ν' αλλάξουν οι εντυπώσεις του. ' Οσο μεγαλώνει η ανικανότητα των ματιών του, μεγαλώνει κ' η ευαισθησία των οσφραντικών νεύρων του, και προς το μεσημέρι έχει τόσο πολύ καλλιεργήσει αυτή την παραμελημένη αίσθηση, που η συνείδησή του προσλαμβάνει τον εξωτερικό κόσμο αποκλειστικά και μόνο με τη δική της μεσολάβηση. Σκέφτεται: Αχά, φακές! Ή : Ξιδάτα λάχανα! και παίρνει στροφή κιόλας πάνω στο κατώφλι, όταν κάπου τον υποδέχεται η καπνίλα της μπουγάδας. Ξεχνά ολότελα το σκοπό της επίσκεψής του και περιορίζεται να εξακριβώνει απλά την ιδιαιτερότητα της κάθε ατμόσφαιρας, που ορμά σε προϋπάντησή του από τα γελοία κουζινάκια, σαν αμολυμένο σκυλί. Κοντά σ' αυτό ρίχνει κάτω μικρά παιδιά που ουρλιάζουνε, χαμογελά ευχάριστα στις καταγοητευμένες μανάδες και διαβεβαιώνει τους άλαλους γέροντες, που ταράζει τη γαλήνη τους, στη γωνιά κάποιου δωματίου, για τη μεγάλη του υπόληψη απέναντί τους. Στο τέλος, σκοτεινιάζουν όλοι οι διάδρομοι, και τότε σε κάθε πόρτα, όπου κι αν θελήσει vct χτυπήσει, τον υποδέχεται πάντα η ίδια παχιά γυναίκα, τα ίδια παιδιά ουρλιάζουνε παντού γύρω του, και στο βάθος υπάρχει πάντα αυτός ο ενοχλημένος γηραιός κύριος με τα τρομαγμένα, χωρίς καμιά κατανόηση, μάτια του. Και τότε ο ' Εβαλντ Τράγκυ το βάζει στα πόδια, χωρίς να παίρνει ανάσα. Όταν συνέρχεται απ' όλη αυτή την ταλαι166^
πωρία, βρίσκεται μπροστά στο παμπάλαιο γραφείο με τα πολλά συρτάρια και συρταράκια και μόλις έχει αρχίσει να γράφει: «Αγαπητέ μπαμπά, το σπίτι μου είναι, λοιπόν: Φινκενστράσσε 17, παρά τη κυρία Σούστερ». Ύστερα κάθεται εκεί και σκέφτεται πολλή ώρα, ίσαμε που στο τέλος αποφασίζει να συνεχίσει το γράψιμο της επιστολής του αύριο. Κι αργότερα σπάνια χρησιμοποιεί το σεκρετέρ. Τις πρώτες βδομάδες τις περνά έτσι, μένοντας έξω από το σπίτι ολόκληρη τη μέρα, χωρίς καθορισμένο πλάνο, και πάντα με το αίσθημα: Ναι, τι θέλω πραγματικά; Πηγαίνει στις πινακοθήκες κ' οι πίνακες τον απογοητεύουν. Αγοράζει έναν «Οδηγό Μονάχου» και κουράζεται ακολουθώντας τον. Στο τέλος κοιτά να φερθεί έτσι, σαν να *ταν να ζήσει για χρόνια εδώ, κι αυτό δεν είναι εύκολο. Την Κυριακή κάθεται ανάμεσα στους μικροαστούς, στον κήπο μιας μπιραρίας, και τριγυρίζει στα οκτωβριανά λιβάδια, όπου ορθώνονται οι παράγκες και τα παχνίδια με τους κρίκους, και το απόγεμα πηγαίνει, με άμαξα, στον «Αγγλικό Κήπο». Εκεί ζει, καμιά φορά, μια ώρα, που δε θα 'θελε να την ξεχάσει. Μεταξύ πέντε μ' έξι όταν τα σύννεφα, πάνω στον ψηλό ουρανό, γίνονται τόσο φανταστικά, σε σχήμα και χρώμα, και σωριάζονται, ξαφνικά, σαν βουνά πίσω από τα επίπεδα λιβάδια του «Αγγλικού Κήπου», ώστε να σκέφτεται κανείς: «Αύριο θ' ανέβω σ' αυτή την κορυφή». Κ' ύστερα, το αύριο αυτό είναι μια μέρα βροχής κ' η ομίχλη απλώνεται πυκνή και βαριά πάνω από τους ατέρμονους δρόμους. Πάντα έρχεται ένα τέτοιο αύριο, που σου παίρνει τα πράγματα μέσα από τα χέρια, κι ο Έβαλντ περιμένει ίσαμε ν' αλλάξει η κατάσταση. Δεν έχει κανέναν, που να μπορούσε να τον ρωτήσει τι κάνει στην περίπτωσή του. Με τη σπιτονοικοκυρά του μιλά, όταν του φέρνει το πρωινό του, πολύ λίγο, και κάθε βράδυ συναντά τον άντρα της, που εργάζεται ως αμαξάς σ' έναν κόμητα, και τον χαιρετά πολύ ευγενικά. Ξέρει πως έχουν μια κόρη κι ακούει συχνά, μέσα από τον τοίχο, όταν το σπίτι είναι βυθισμένο στη σιωπή: «Μαμά...» και μια λ^167^
πτή κοριτσίστικη φωνή. Κάτι διαβάζει δυνατά, και καμιά φορά θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι στίχοι. Το αποτέλεσμα είναι, ότι ο Έβαλντ γυρίζει τώρα νωρίτερα στο σπίτι, πίνει το τσάι του και μένει άγρυπνος ως βαθιά μέσα στη νύχτα, πότε εξαιτίας κάποιας εργασίας και πότε ενός βιβλίου. Κάθε φορά, όταν αρχίζει δίπλα η φωνή, χαμογελά, κ' έτσι το δωμάτιό του του γίνεται σιγά-σιγά αγαπητό. Ασχολείται περισσότερο μαζί του, φέρνει λουλούδια στο σπίτι και, συχνά, τη μέρα, μιλά δυνατά, σαν να μην είχε πια μυστικό απ' αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Μα όσο κι αν μοχθεί γι' αυτό, πάντα μένει κάτι παγερό, αρνητικό, πάνω στα πράγματα, και πολλές φορές, το βράδυ, έχει το συναίσθημα, σαν κάποιος να κατοικούσε δίπλα του, που χρησιμοποιεί, επωφελούμενος της απουσίας του, όλα τα αντικείμενά του, και πως αυτά του προσφέρονται με τη θέλησή τους. Το συναίσθημα αυτό δυνάμωσε μέσα του από το ακόλουθο περιστατικό: —Είναι περίεργο, λέει ο ' Εβαλντ ένα πρωί, τη στιγμή ακριβώς που η κυρία Σούστερ αποθέτει τον καφέ, μα για κοιτάξετε, παρακαλώ, τα δυο αυτά συρτάρια του γραφείου δε θέλουν ν' ανοίξουν. Έχετε ίσως κανένα κλειδί τους; Αλλιώς, δε θα μπορούσε κανείς να παραγγείλει...; Και κουνά και τα δυο κρυφά συρτάρια του σεκρετέρ. —Θα πρέπει να με συγχωρήσετε..., διστάζει η κυρία Σούστερ, και μέσα στην αμηχανία της μιλά σε καθαρή γερμανική, μα δεν έχω το δικαίωμα ν' ανοίξω τα δυο αυτά συρτάρια, δηλαδή... Ο Τράγκυ σηκώνει έκπληκτα τα μάτια του πάνω της. —Πρέπει να ξέρετε, δηλαδή, κύριε, τούτο δω: κάποτε είχαμε έναν κύριο, που τα πράγματα του ήρθαν στραβά. Κ' επειδή δεν μπόρεσε να μας πληρώσει, μας άφησε εδώ αυτό το έπιπλο και μας είπε: σ' αυτά τα δυο συρτάρια σας αφήνω μερικά σπουδαία χαρτιά ως ενέχυρο... έτσι μας είπε και πήρε το κλειδί μαζί του... —Α, έτσι... κάνει ο Τράγκυ και μοιάζει αδιάφορος. Και πάει πολύς καιρός από τότε: 168^
—Μ... να, σκέφτεται η γυναίκα, κάπου εφτά χρόνια ή θα μπορούσε να πηγαίνουν κι οχτώ πια... που δεν ακούσαμε τίποτα γι' αυτόν μα μπορεί και νά ' ρθει καμιά φορά να τα πάρει. Δεν είναι έτσι; Πώς να ξέρει κανείς... —Φυσικά, φυσικά... κάνει ο Τράγκυ επιπόλαια, παίρνει το καπέλο του και φεύγει. Ξέχασε ολότελα να πάρει το πρωινό του. Από τότε ο Τράγκυ εργάζεται στο στρογγυλό τραπέζι του καναπέ, που το έχει σπρώξει λοξά, μπροστά στο άλλο παράθυρο, γιατί ο Οκτώβρης κάνει προόδους, και το σεκρετέρ βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στα τζάμια. Αυτή την εξήγηση δίδει στον εαυτό του για τούτη την αλλαγή, κατά τον πιο φυσικό τρόπο. Κι ο νέος βρίσκει κ* ένα-άλλο ακόμη πλεονέκτημα στην καινούργια θέση, λόγου χάρη: ότι έτσι βλέπει ακριβώς μέσα στο παράθυρο. Είναι κάτι σαν πίνακας. Αυτή η αυλή, όπου οι καστανιές γίνονται τόσο αργά. (Είναι, πραγματικά, καστανιές;). Μια παλιά πέτρινη κρήνη, εντελώς στο βάθος του «πίνακα», τρέχει και τρέχει, σαν τραγούδι, σαν να συνοδεύει με τη μελωδία της το κάθε τι. Κ' είναι, μάλιστα, κάτι σαν ανάγλυφο πάνω σε βάθρο. Ναι, να μπορούσε μόνο να δει κανείς τι παρασταίνει. Αχ, πόσο γρήγορα, αλήθεια, σκό^ινιάζει, κι αμέσως πρέπει ν' ανάβει κανείς τη λάμπα. Εν τούτοις: όταν έξω δε φυσά καθόλου ο αέρας, όπως τώρα δα, πόσο αργά πέφτουν τότε τα φύλλα, γελοία αργά. Τότε κάποιο στέκει σχεδόν μέσα στον πυκνά υγρό άνεμο και κοιτάζει μέσα, κοιτάζει μέσα — σαν πρόσωπο, σαν πρόσωπο, σαν πρόσωπο... συλλογίζεται ο Τράγκυ και κάθεται σιωπηλός κι άπρακτος και περιμένει να συμβεί κάτι, κάποιος, λόγου χάρη, ακουμπά στο παράθυρο και κοιτάζει μέσα, από τόσο κοντά, που κολλά τη μύτη του στα τζάμια και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του παίρνουν κάτι το φαρδύ, το βρικολακίστικο, το αδηφάγο. Τα βλέμματα του ' Εβαλντ παρακολουθούν, ολότελα χαμένα, τις γραμμές αυτού του προσώπου, ίσαμε που, ξαφνικά, γκρεμίζονται μέσα στα κατασκοπευτικά ξένα μάτια, όπως σε βάραθρο. Αυτό 169^
τον κάνει να συνέρχεται. Πηδά πάνω και τρέχει στο παράθυρο. Οι σύρτες του παραθυριού δεν υποχωρούν αμέσως κάτω από τα χέρια του, που τρέμουν, κι ο έξω είναι κιόλας μακριά, όταν ο Τράγκυ γέρνει έξω, μέσα στην ομίχλη. Είναι φανερό, πως ο κρύος αέρας τον έχει καθησυχάσει* γιατί δεν κάνει τίποτε απολύτως ασυνήθιστο. Ανάβει τη λάμπα, ετοιμάζει το τσάι του, όπως κάθε μέρα, και μπορεί να πει κανείς πως το βιβλίο, μπροστά του, τον ενδιαφέρει. Παράξενο είναι τούτο δω μόνο: δεν πηγαίνει να κοιμηθεί. Περιμένει ίσαμε ν' αρχίσει να σβήνει η λάμπα* αυτό γίνεται κατά τη μιάμιση. Τότε ανάβει το κερί και κάθεται υπομονετικά, περιμένοντάς το, ίσαμε να λιώσει μέσα σ' ένα δυνατό φως. Και τότε υπάρχει ακόμη και πίσω από το τζάμι ένα φοβισμένο φως. Μια σύντομη νύχτα, δεν είναι έτσι; Ο Έβαλντ μήτε που το συλλογίζεται, αν πρέπει να γδυθεί. Κι αυτό 'ναι φυσικό. Σκέφτεται μόνο, πώς θα το πει: «Λυπούμαι, κυρία Σούστερ», ή: «Έμεινα αληθινά ευχαριστημένος από το σπίτι σας, αλλά...». Και χτίζει και χτίζει πάνω σ' αυτή την ταλαίπωρη φράση. Και, με το πρωί, έχει πειστεί κιόλας, πως δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί να προειδοποιήσει ότι θ' αδειάσει το δωμάτιο, γιατί είναι κάτι που δεν εκφράζεται με κανέναν τρόπο. Κ' έτσι μένει. Πρέπει, μάλιστα, να ταχτοποιήσει τη ζωή του. Το ίδιο γίνεται και με τούτο δω το δωμάτιο* αυτοί που έμεναν πρωτύτερα εδώ, δεν έφυγαν πέρα για πέρα, κι αυτοί που θα έρθουν μετά τον ' Εβαλντ, περιμένουν κιόλας. Τι απομένει, λοιπόν, από το να συμβιβάζεται εύκολα κανείς; Και τούτη την Κυριακή, ο Έβαλντ αποφασίζει να γίνει όσο το δυνατό μικρότερος, για να μην ενοχλήσει κανέναν από τους άγνωστους συγκατοίκους του δωματίου του, και να ζει απλά μαζί τους ως ο ελαχιστότατος μέσα σ' αυτή τη μαζική συγκατοίκηση, στο σπίτι της Φινκενστράσσε. Και, για δες: Υπάρχουν κάνα-δυο εντελώς υποφερτές βδομάδες, και μπαίνει κανείς τόσο αργά στο Νοέμβριο και για τις σύντομες, θλιβερές μέρες δέχεται δώρο μια μακριά νύχτα, που μέσα της βρίσκουν χώρο τα πάντα. 170^
Kl αμέσως μετά: «To Λούιτπολντ». Κι αυτό είναι κάτι, πραγματικά. Κάθεσαι σ' ένα από τα μικρά μαρμάρινα τραπεζάκια και βάζεις δίπλα σου μια στοίβα εφημερίδες κι αμέσως μοιάζεις φοβερά απασχολημένος. Ύστερα έρχεται η δεσποινίς με τα μαύρα και, περνώντας, γεμίζει το φλιτζάνι σου μ' έναν ελαφρό καφέ, και το γεμίζει, ω Θε μου, τόσο πολύ, που δεν τολμάς πια να ρίξεις μέσα μήτε τη ζάχαρη. Συνάμα λες: «Μέτριο» ή «Μαύρο». Επί πλέον λες και κανένα αστείο, αν το 'χεις, βέβαια, έτοιμο, και τότε η Μίννα ή η Βέρθα χαμογελά κάπως κουρασμένα, σαν μέσα στο αόριστο, και κουνά τη νικέλινη κανάτα, στο δεξί χέρι της, από δω κι από κει. Ο Τράγκυ τα βλέπει αυτά μόνο στα άλλα τραπέζια. Ο ίδιος αυτός περιορίζεται σ' ένα ευχαριστώ, γιατί οι μαυροντυμένες αυτές κυρίες, που στο φως της μέρας φαίνονται τόσο μαραμένες, του είναι πολύ αντιπαθητικές* δε λυπάται παρά μόνο τη μικρή Μπέττυ, που του φέρνει το νερό. Μόνο ο Θεός ξέρει γιατί θα 'θελε να της πει κάτι συμπαθητικό, το γεγονός πάντως είναι, πως μαζί με τα ψιλά του καφέ τής βάζει στο χέρι κ' ένα μικρό διπλωμένο χαρτί, που κάνει τα μάτια της να λάμψουν. Είναι ένας λαχνός κάποιου φιλανθρωίζίκού λαχείου, και μ' αυτόν μπορεί να κερδίσει κανείς 50.000 μάρκα. Μα η μικρή Μπέττυ μοιάζει πολύ απογοητευμένη, όταν, ύστερα από λίγο, προβάλει πίσω από τις κολόνες, και δε λέει παρά ένα ξερό «ευχαριστώ». Είναι τόσο μικρά αυτά τα περιστατικά που, καθώς πιστεύει ο ίδιος, τον συγκινούν βαθύτερα. Του δίνουν το συναίσθημα ότι αποκλείεται γι' αυτόν, κατά κάποιο τρόπο, να εξακολουθήσει να ζει τα έθιμα ένος ξένου τόπου, ανάμεσα σ' όλους αυτούς τους ανθρώπους, που συνεννοούνται μ' ένα χαμόγελο, καθώς αντιπερνούν ο ένας τον άλλο. Θα ήθελε τόσο πολύ να ήταν ένας από δαύτους, ένας οποιοσδήποτε μέσα στο ρεύμα, κ' είναι φορές που σχεδόν το πιστεύει αυτό. ' Ισαμε να συμβεί κάτι ελάχιστο, που αποδείχνει, πως τίποτα δεν άλλαξε σχετικά: αυτός από τη μια μεριά κι όλος ο κόσμος από την άλλη. Και τότε ζει κανείς μόνος του. 171^
Ακριβώς αυτόν τον καιρό, που ο Τράγκυ νιώθει την ανάγκη να γνωρίσει κάποιον, παίρνει ένα γράμμα, που λέει: «Μαθαίνω τυχαία, ότι βρίσκεστε στο Μόναχο. Έχω διαβάσει μερικά πράγματα δικά σας και δε βλέπω την ώρα πότε να ιδωθούμε, στο σπίτι σας, στο σπίτι μου ή σ' ένα τρίτο μέρος, όπως θέλετε και — οπόταν θέλετε». Κι ο Τράγκυ δε θέλει. Γνωρίζει το όνομα, που βρίσκεται κάτω από τα γραφόμενα, από καιρό τώρα, έχοντάς το συναντήσει σε περιοδικά και ποιητικές ανθολογίες και δεν έχει τίποτα εναντίον του Βίλελμ φον Κραντς, απολύτως τίποτα. Μα τούτη δω τη στιγμή, που ο κύριος αυτός τον αγγίζει, χώνεται μέσα στο καβούκι του σαν σάλιαγκας. Αυτό που χτες μόλις επιθυμούσε, γίνεται ένας κίνδυνος τούτη δω τη στιγμή που μπορεί να εκπληρωθεί, και του φαίνεται ανήκουστο, τ ότι υπάρχει κάποιος που έτσι, χωρίς πολλάπολλά, θέλει να μπει, με σκονισμένα παπούτσια, σαν να πούμε, μέσα στη μοναξιά του, που ο ίδιος αυτός δεν το τολμά παρά μόνο πατώντας στα δάχτυλα των ποδιών του. ' Ετσι, όχι μόνο δε δίνει καμιάν απάντηση, παρά κι αποφεύγει, μάλιστα, κάθε «τρίτο μέρος», μένει συχνά στο σπίτι κι από καιρό σε καιρό βλέπει προσωπικά και την κόρη του σπιτιού, που ίσαμε τότε δεν την ήξερε παρά μόνο από τη φωνή; Κάποτε, καθώς του φέρνει τον καφέ, της λέει: —Και τι διαβάζετε πάντα το βράδυ, δεσποινίς Σόφη; —Ω, ό,τι ακριβώς υπάρχει στο σπίτι. Δεν έχουμε πολλά βιβλία — μα, ακούγεται από δω; —Λέξη προς λέξη, υπερβάλλει ο Έβαλντ. —Σας ενοχλεί; Κι ο Τράγκυ λέει μόνο: — Ό χ ι , δε μ' ενοχλεί. Μα αφού σας αρέσει το διάβασμα, θα σας δώσω ό,τι μου βρίσκεται. Δεν είναι πολύ, είναι όμως μεγάλο. ' Και της δίνει έναν τόμο Γκαίτε. Είναι μια μικρή, μικρότατη σχέση ανάμεσά τους, μα γεμίζει κάπως τον Έβαλντ, γίνεται μια μόνιμη σκέψη του μέ172^
τα στο Πολύ που διαρρέει την ψυχή του και που ξεκουράζεται ευχαρίστως μέσα σ' αυτή. Το να δανείζεις τέτοια βιβλία σε κάποιον είναι, τελικά, σαν να σου χαρίζουν ένα λαχνό. Μα τούτη τη φορά ο Τράγκυ φιλοδωρείται από ένα συμπαθητικό χαμόγελο. Κι αυτό τον κάνει χαρούμενο. Ήταν καλόκεφος και το απόγεμα, γυρίζοντας αναπάντεχα στο σπίτι, ακούει φωνές στο δωμάτιό του. Κοντοστέκεται κι ακρουμάζεται. Γρήγορες, μισόφωνες λέξεις, που μοιάζουν να το βάζουν στα πόδια μπροστά στα δικά του βήματα, κ' ύστερα, στην πόρτα του μπροστά στέκει ένας νέος άντρας, με φαρδύ, χοντρό πρόσωπο, και σφυρίζει — σφυρίζει μέρα-μεσημέρι, «τίποτα για μένα, τίποτα για σένα». Κι απάνω που ο Έβαλντ κάνει να του μιλήσει, βγαίνει η Σόφη από την πόρτα του, πολύ χλομή, και κάνει σάμπως όλ' αυτά να ήταν αυτονόητα. Ύστερα λέει, αβέβαια: —Ο κύριος από δω είναι αυτός... που... ήθελε να δει το δωμάτιο, κύριε Τράγκυ. Οι δυο νέοι κοιτάζονται καταπρόσωπο. Ο ξένος σταματά να σφυρίζει και χαιρετά. Και καθώς χαμογελά ευγενικά, ταυτόχρονα το πρόσωπό του φαρδαίνει και μαρτυρά αμηχανία, έτσι που ο νους του Τράγκυ πηγαίνει σε κάτι άσκημΟϊ^Ευχαριστεί φευγαλέα, εν τούτοις, φέρνοντας το χέρι στο γύρο του καπέλου του, και μπαίνει στο δωμάτιό του. Μόνο ύστερα από λίγα λεπτά παρατηρεί πως η Σόφη στέκεται μπροστά στην, κλεισμένη πίσω της, πόρτα, και, ξαφνικά, έχει να κάμει πάρα πολλά, μεταφέρει πράγματα, κατά τον πιο περιττό τρόπο, από το ένα τραπέζι στο άλλο και κάθε τόσο σκύβει για να σηκώσει κάτι από το πάτωμα. Κάποτε, όμως, τελειώνει, επιτέλους, μ' αυτή την άτυχη τακτοποίηση, κ' είναι φανερό πως πρέπει πια να ρωτήσει το κορίτσι: «Τι θέλετε;» Γιατί δεν μπορεί να θέλει να στέκεται εκεί χωρίς λόγο. Ξαφνικά, κάτι περνά από το μυαλό του και μιλεί προς την άλλη μεριά, προς μια οποιαδήποτε γωνιά: —Μπορείτε να είστε ήσυχη, δε θα πω τίποτα. Έχει καλώς. Μα θα φύγω τον άλλο μήνα, είχα οπωσδήποτε σκοπό 173^
να... Κι απότομα κάθεται στο τραπέζι και γράφει, βυθισμένος στις σκέψεις του, σαν να 'γράφε από δυο ώρες τώρα. Μα δεν πρόκειται παρά για ένα πολύ σύντομο γράμμα προς τον κύριο φον Κραντς, με το οποίο τον παρακαλεί να βρίσκεται αύριο γύρω στις τέσσερις στο «Λούιτπολντ», αν του πάει η ώρα. Και μόνο όταν έχει τελειώσει και το γράψιμο της διεύθυνσης πάνω στο φάκελο, κοιτάζει γύρω του προσεχτικά. Δεν είναι κανείς πια εκεί μέσα, κι ο ' Εβαλντ αλλάζει παπούτσια και κουστούμι, γιατί έχει σκοπό να δειπνήσει έξω αυτή τη νύχτα.
174^
Η ώρα του πάει, του κυρίου φον Κραντς, όπως θα του πήγαινε και κάθε άλλη ώρα. Δεν είναι υπέρμετρα αποσχολημένος, δηλαδή. Γράφει κάτι μεγάλο, ένα έπος ή κάτι για το έπος, κάτι οπωσδήποτε εντελώς καινούργιο, κάτι «στο ζενίθ», όπως βεβαίωσε το νέο του γνώριμο απάνω στην πρώτη μισή ώρα της συνάντησής τους. Μα μια τέτοια εργασία, όπως ξέρει κανείς, δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την έμπνευση, από το βαθύ ενθουσιασμό, που (κατά τον κύριον φον Κραντς) πραγματοποιεί «το όνειρο του σκοτεινού Μεσαίωνα και ξέρει να μεταβάλει το κάθε τι σε «χρυσάφι». Κάτι τέτοιο συμβαίνει, φυσικά, μέσα στη νύχτα ή και σ' άλλη απίθανη ώρα, όχι όμως και στις τέσσερις το απόγεμα, σε μια ώρα, δηλαδή, που, όπως είναι γνωστό, μπορούν να συμβούν τα πιο συνηθισμένα πράγματα. Γι' αυτό, λοιπόν, ο κύριος φον Κραντς είναι ελεύθερος κ' έτσι κάθεται στο «Λούιτπολντ» απέναντι στον Τράγκυ. Είναι πολύ ομιλητικός, γιατί ο Έβαλντ σωπαίνει πολύ, κι ο Κραντς, καταπώς φαίνεται, δεν αγαπά τη σιωπή. Τη θεωρεί προνόμιο του μοναχικού, μα εκεί που βρίσκονται δυο και τρεις άνθρωποι μαζί, η σιωπή δεν έχει πραγματικά, κανένα νόημα, κανένα τουλάχιστον που να μπορεί να το συλλάβει κανείς με την πρώτη ματιά. Στο κάτω-κάτω δεν υπάρχει τίποτε το σκοτεινό και το ακατανόητο, στη ζωή τουλάχιστον. Στην τέχνη; Α, αυτό 'ναι κάτι άλλο πια, εδώ έχουμε, βέβαια, το σύμβολο, δεν είναι έτσι; Σκοτεινά διαγράμματα πάνω σε φωτεινό βάθος, δεν είναι έτσι; Πεπλοσκέπαστες εικόνες, δεν είναι έτσι; Μα στη ζωή—σύμβολα, ω—γελοίο. Από καιρό σε καιρό ο Έβαλντ λέει: «Ναι», κι απορεί πού βρίσκονταν, για όνομα του Θεού, μέσα του τόσα αμέτρητα αχρησιμοποίητα «Ναι». Κι απορεί για τα μεγάλα λόγια και για τη μικροζωή, οπουδήποτε, πολύ βαθιά. Γιατί τούτο δω το απόγεμα πληροφορείται ολόκληρη την κο175^
σμοθεωρία του κυρίου φον Κραντς, αυτή την κοσμοθεωρία τη σχηματισμένη σαν μέσα από κιάλια ή κι από μάτια, πιο απλά, πουλιών, και—και παραξενεύεται μάλιστα. Είναι νέος, παίρνει τα πράγματα σαν γεγονότα και τις αισθήσεις για πεπρωμένα κι από καιρό σε καιρό νιώθει την ανάγκη να σημειώσει κάτι από τις ακτινοβολούσες εξομολογήσεις αυτές, γιατί ολόκληρη η συνοχή τους του φαίνεται πάρα πολύ απρόοπτη. Αυτό, όμως, που περισσότερο απ' όλα τον καταπλήσσει, είναι το τελεσμένο όλων αυτών των πεποιθήσεων, η αμέριμνη ελαφρότητα με την οποία ο Κραντς τοποθετεί τη μια γνώση δίπλα στην άλλη, σαν να 'ταν κανένα αβγό του Κολόμβου: όταν είναι κάτι που δε θέλει να σταθεί αμέσως ορθό, ένα χτύπημα πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού και—στέκεται. Αν πρόκειται για επιτηδειότητα ή για δύναμη—ποιος μπορεί να το κρίνει; Ο κύριος φον Κραντς είναι ευθύς με τα πράγματα. Μιλά πολύ δυνατά κ' είναι φανερό πως έχει ξεχάσει όλότελα το μέρος όπου βρίσκονται. Σαν καταιγίδα, που ανοίγει βίαια τα παράθυρα των ξένων δωματίων, η ομιλία του ορμά μέσα σ' όλες τις συνομιλίες, έτσι που, στο τέλος, ενδίδει κανείς κι αφήνει παντού τα παράθυρα ανοιχτά. Και τότε πια κυριαρχεί η καταιγίδα. Ακόμη κ' η όμορφη Μίννα ξεχνά να κενώσει καφέ στα φλιτζάνια, μένει ακουμπισμένη σε μια κολόνα κι ακούει. Μόνο, δυστυχώς, μ' ολότελα ξαδιάντροπα μάτια. Και, ξαφνικά, μ' αυτά τα μεγάλα, πράσινα μάτια συλλαβαίνει τ αστραφτερά βλέμματα του ποιητή και τα δαμάζει και τα κάνει μικρά, ασήμαντα, μηδαμινά, κ' ύστερα, μ' ένα άτιμο· χαμόγελο, τ' αφήνει να πέσουν. Ο κύριος φον Κραντς χάνει, για μια στιγμή, το νήμα. Ταλαντεύεται πάνω στη σέλα, μα κάνει σάμπως το ταλάντεμα τούτο να είχε γίνει εξεπίτηδες, και πετά στην ωραία ένα λογάκι, ένα τόσο κολλητικό λογάκι, πιο δροσερό κι από λουλούδι. Ύστερα ξαναγυρίζει στο θέμα του, βρίσκεται μάλιστα σ' έναν Κολοφώνα και, για την ακρίβεια, στο σημείο: «Πώς ξεπέρασα το Νίτσε». Μα ο ' Εβαλντ Τράγκυ δεν ακούει, ξαφνικά, πια. Κι αυτό 176^
δεν το καταλαβαίνει παρά μόνο πολύ αργότερα, όταν ο Κραντς βρίσκεται σ' ένα οποιοδήποτε τέλος και περιμένει. Η αναμονή τούτη σημαίνει: «Κ' εσείς; Έχετε, βέβαια, ελπίζω, κ' εσείς, κάτι σαν μια άποψη πάνω στα πράγματα. Δεν θέλετε ν' ανταλλάξουμε τις κοσμοθεωρίες μας;».. Ο Τράγκυ δεν το συλλαβαίνει αμέσως κι όταν τελικά το καταλαβαίνει, πέφτει σ' απερίγραπτη σύγχυση. Βρίσκεται έτσι στη μέση όλων αυτών των πραγμάτων, όπως μέσα σ' ένα βαθύ δάσος, και δε βλέπει τίποτε άλλο, εκτός από κορμούς, κορμούς, κορμούς μόνο, και δεν ξέρει καλά-καλά, αν είναι μέρα ή νύχτα πάνωθέ τους. Κ' εν τούτοις πρέπει να πει ακριβώς την ώρα, ακόμη και τα δευτερόλεπτα, ώστε να μην είναι δυνατή καμιά αμφιβολία. Φοβάται μη και με τη σιωπή του προσβάλει τον κύριο φον Κραντς· αυτός, όμως, γίνεται όλο και πιο μαλακός, όλο και πιο γεμάτος συμπάθεια, πατρικός σχεδόν. Και προστάζει γρήγορα: —Το λογαριασμό! Τόσο ευγενικά αισθήματα έχει ο φον Κραντς. Την άλλη μέρα, όμως, ο Τράγκυ νιώθει όλο και πιο καθαρά, πως πρέπει να δώσει στον καινούργιο γνώριμό του κάτι από τον εαυτό του, όχι από συμπάθεια, παρά γιατί, ύστερα από κείνο το ελευθερόστομο απόγεμα, έχει γίνει χρεώστης του στο ζήτημα της εμπιστοσύνης. Κι όταν, κάποτε, πηγαίνουν μαζί στον «Αγγλικό Κήπο» —είναι πάλι ένα από κείνα τα σούρουπα με τα συννεφοβουνά στον ορίζοντα— λέει, χωρίς προεισργωγές: —Πάντα ήμουν εντελώς ]ίιόνος. Έφυγα δέκα χρονών από το σπίτι και κλείστηκα σε μια στρατιωτική σχολή, ανάμεσα σε πεντακόσιους συμμαθητές —κ' εν τούτοις... Ή μουν πολύ δυστυχής εκεί— πέντε χρόνια. Κ' ύστερα μ' έκλεισαν πάλι σε μιαν άλλη σχολή, κ* ύστερα σε μιαν άλλη, και πάει λέοντας. Ήμουν πάντα μόνος, ξέρετε... Αφού δεν υπάρχει τίποτ' άλλο, σκέφτεται ο κύριος φον Κραντς, τότε πρέπει να τον απαλλάξω από τον εαυτό του. Κι από τότε, κάθε στιγμή, βρίσκεται με τον Έβαλντ, πρωί, μεσημέρι, και συχνά ως βαθιά μέσα στη νύχτα. Κι 177^
αυτό το κάνει τόσο φυσικά, που ο Τράγκυ δεν τολμά πια να κλειδαμπαρώσει τη μοναξιά του* ζει, σαν να πούμε, μ' ανοιχτές τις πόρτες. Κι ο κύριος φον Κραντς έρχεται και φεύγει, έρχεται και φεύγει. Κ' έχει κάποιο δίκιο γι' αυτό, γιατί: —Έχουμε πέρα για πέρα την ίδια τύχη, αγαπητέ φίλε Τράγκυ, ισχυρίζεται. Κ' εμένα, επίσης, δε με καταλαβαίνουν στο σπίτι, φυσικά. Με λένε εκκεντρικό, τρελό, σάμπως... Ποτέ δεν ξεχνά, μ' αυτή την αφορμή, να προσθέσει, ότι ο πατέρας του είναι στρατάρχης σε κάποια μικρή γερμανική Αυλή, και πως στους κύκλους αυτούς —κατά τα φαινόμενα δεν τους εκτιμά πολύ— έχουν τις γνωστές, συντηρητικές, καθωσπρεπικές ιδέες. Σ' αυτές τις ιδέες χρωστά ακριβώς, ότι χρειάστηκε να γίνει ανθυπολοχαγός — ανθυπολοχαγός της Φρουράς, να εννοούμαστε, και διαβεβαιώνει πως χρειάστηκε να κοπιάσει φοβερά για να περάσει, ύστερα από ένα χρόνο, στην εφεδρεία, παρά τις συμπάθειες, κατά κάποιο τρόπο, των προϊσταμένων και των κατωτέρων του. Κι ακόμη, ότι στο σπίτι του, στον πύργο Σέεβιες-Κραντς δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου σύμφωνοι με το νέο επάγγελμα που είχε διαλέξει* τ ότι παρά λίγο και θα 'τρώγε της χρονιάς του δε χρειαζόταν δα να το διαβεβαιώσει. Παρ' όλ' αυτά, όμως, δεν το έβανε κάτω. Το αντίθετο. Αρραβωνιάστηκε μάλιστα, αρραβωνιάστηκε μ' όλους τους τύπους, αρραβωνιάστηκε με τυπωμένα αγγελτήρια. Η μνηστή του είναι από τις καλύτερες οικογένειες, φυσικά, καθώς πρέπει, με καλή ανατροφή, όχι πλουσία, μα σχεδόν ευγενής (η μητέρα της είναι μια κόμισσα Ετσικέτσι). Τώρα, ακόμη κι αυτό του το διάβημα, ν' αρραβωνιαστεί δηλαδή, που το έκαμε χωρίς πολλά-πολλά, δεν είναι, κατά κάποιο τρόπο, παρά μια απόδειξη της ελευθερίας του. Δε θ' αργήσει, άλλωστε, να παντρευτεί, και μόνο τότε θα επακολουθήσει το σπουδαιότερο, δηλαδή: —Η έξοδός μου από την Εκκλησία! Ο Κραντς στρίβει το ξανθό μουστάκι του και χαμογελά. 178^
—Ναι, λέει, ασυνήθιστα ευχαριστημένος με τον εαυτό του και με την έκπληξη του Τράγκυ, αυτό 'ναι το εντυπωσιακό, ε; Ταυτόχρονα θα παραιτηθώ, φυσικά, κι από τη θέση μου στο στρατό — τη θυσιάζω για τις πεποιθήσεις μου. Το ν' ανήκεις σε μια κοινότητα, που δεν τηρείς τους νόμους της, είναι μια απιστία εναντίον του ίδιου του εαυτού σου... Αυτό το «απιστία εναντίον του ίδιου του εαυτού σου» ξανάρχεται, κάποτε, μέσα στη νύχτα, στο μυαλό του Τράγκυ, κ' είναι τόσο αποφασιστικό, τόσο σαφές, τόσο θριαμβευτικό! Κι από τότε θυμάται, κάθε νύχτα σχεδόν, όπου κι αν βρίσκεται, τις συνομιλίες του με τον Κραντς, κι όλες του φαίνονται όμοια εξαίσιες κι αξιοσημείωτες. Οι συνέπειες δε θα λείψουν. Ένα πρωί, μέσα στο Νοέμβρη ακόμη, ο Τράγκυ ξυπνά κ' έχει μια κοσμοθεωρία. Αληθινά. Δε διαψεύδεται, είναι εδώ, όλες οι ενδείξεις μιλούν γι' αυτή. Ο Τράγκυ δεν ξέρει καλά-καλά σε ποιον ανήκει η κοσμοθεωρία αυτή, μα μια και τη βρήκε δίπλα του, τη θεωρεί δικιά του. Αμέσως, φυσικά, την παίρνει μαζί-του στο «Λούιτπολντ». Και πριν τη δείξει καν, έχει κιόλας ένα πλήθος γνωστούς, που είναι σαν φιΤ^ι σχεδόν, του μιλούν για τα ποιήματά του, που τα ξέρουν όλοι τους και κάθε πέντε λεπτά του προσφέρουν τσιγάρα: Μα πάρετε, λοιπόν! Δε λείπει παρά ν' αρχίσουν να τον χτυπούν στον ώμο και να του μιλούν στον ενικό. Μα ο Τράγκυ δεν καπνίζει, μ' όλο που νιώθει πως και το κάπνισμα ανήκει στην κοσμοθεωρία του, όσο και το τσέρι που βρίσκεται μπροστά του, κ' η ιδέα να πάει κι αυτός, το βράδυ, στα «Μπλουμενζαίλεν», όπου τραγουδά η περίφημη Μπράνικα. Κι απάνω σ' αυτό κάποιος ισχυρίζεται ακριβώς ότι ο Κραντς γνωρίζει πάρα πολύ καλά την Μπράνικα. «Μάλιστα!». Ο Κραντς σηκώνει τους ώμους του και στρίβει ψηλά το μουστάκι του* είναι πάντως ανθυπολοχαγός, είναι «φον» 179^
Κραντς. Και κάποιος αστειεύεται: —Ναι, ύστερα από τις ώρες που περνά κοντά στη μνηστή του, χρειάζεται αλήθεια και μερικά μαθήματα! Γελούν, γιατί όλοι το βρίσκουν πολύ επιτυχημένο, «καλό», όπως είναι η τεχνική έκφραση, κι όπως λέει κι ο ίδιος ο Κραντς. Νιώθει απόλυτα εγκάρδια ανάμεσα σ' αυτούς τους νέους, που έχουν κ' ένα όνομα επιπλέον, μόλο που θ' αρκούσε, για να τους ξεχωρίζει, να τους δώσει έναν αριθμό. Ο Κραντς οπωσδήποτε δεν είχε και μεγάλη ιδέα για τους καθημερινούς συντρόφους του, του είναι κάτι σαν φόντο για την ίδια του την προσωπικότητα, κι όταν ο Τράγκυ κάποτε τον ρωτά για κάποιον απ αυτούς, του απαντά επιπόλαια: —Αυτός; Μπα, κανείς δεν μπορεί να ξέρει, αν έχει ταλέντο, ίσως... Και αυτό του γίνεται αφορμή για μια μακρύτερη ομιλία απάνω στα «Προβλήματα της Τέχνης», απάνω στις «Τεχνικές απαιτήσεις του Δράματος» ή πάνω στο «Μυθιστόρημα του μέλλοντος». Κ' εδώ επίσης ο Τράγκυ νιώθει ολότελα αδαής, και δεν μπορεί ν' ανοίξει καμιά σωστή συζήτηση, γιατί σπάνια ξέρει ν' αποκριθεί σε κάτι. Αλλ' αν η άγνοιά του τον ανησυχεί στις άλλες περιπτώσεις, μπροστά στα πράγματα αυτά τη νιώθει σαν μια ασπίδα, που πίσω της μπορεί να κρύβει οτιδήποτε αγαπητό, βαθύ —δε θέλει να σκεφτεί τι ακριβώς— απ' οποιοδήποτε ξένο κίνδυνο. Δειλιάζει επίσης λίγο, πράγμα που το κατορθώνει σε μια σιωπηλή ώρα, να παρουσιάσει στο σύντροφό του μερικούς χλομούς στίχους του και μόνο εντελώς σπάνια του τους διαβάζει, με μισή, ασύνειδα θρηνητική φωνή, κι αμέσως το μετανιώνει και ντρέπεται μπροστά στην έτοιμη επιδοκιμασία του άλλου, /που είναι τόσο δυνατή και τόσο ανεπιφύλακτη πάντα. Μα οι στίχοι του ίσια-ίσια είναι άρρωστοι, και δεν πρέπει να μιλά κανείς δυνατά μπροστά τους. Του Τράγκυ, άλλωστε, δεν του μένει πολύς καιρός για 180^
παρόμοιες μυστικότητες. Για μιας παρουσιάζονται τόσο πολλά πράγματα στις μέρες του, κι ωστόσο τώρα τα βγάζει πέρα μαζί τους πολύ ευκολότερα απ όσο παλαιότερα, που ήταν άδειες και που δεν μπορούσε κανείς να βρει πουθενά έναν τόπο να σταθεί. Υπάρχει ένα πλήθος μικροκαθήκοντα, καθημερινές συνεννοήσεις με τον Κράντς και τον κύκλο του, μια αδιάκοπη απασχόληση χωρίς ιδιαίτερο νόημα, και συνομιλίες που παντού, σ' οποιοδήποτε μέρος, μπορούσε να τις τελειώνει κανείς. Λείπει ο ερεθισμός, η ανησυχία* πρόκειται για μιαν αδιάκοπη συνοδοιπορία, όπου η ατομική θέληση δεν έχει καμιά δουλειά εδώ. Ένας και μόνος αληθινός κίνδυνος υπάρχει ακόμη: το να είναι κανείς μόνος — κι από τον κίνδυνο τούτον καθένας ξέρει πώς να προφυλάσσει τον άλλο. ' Ετσι πήγαιναν τα πράγματα, ίσαμε κείνο το απόγευμα, που ο κύριος φον Κραντς, σπουδαιότερος απ' όσο ποτέ, κάθεται στο «Λούτπολντ» κ' εξηγεί στον Τράγκυ: — Ό σ ο δεν το πετυχαίνουμε αυτό — δεν κάνουμε τίποτα. Χρειαζόμαστε μια υψηλή τέχνη, αγαπητέ φίλε, κάτι υψηλότερο από χίλια 'άλλα. Σινιάλα, που καπνίζουν στις κορφές όλων των βουνών, από χώρα σε χώρα — μία τέχνη -έκκληση, μια τέχνη - σινιάλο... —Σαχλαμάρες, λέει κάποιος πίσω του, πράγμα που πέφτει σαν υδαρής σουβάς πάνω στη στραφταλιστή ευγλωττία του ποιητή, σκεπάζοντάς τη. Το «σαχλαμάρες» αυτό βγήκε από το στόμα ενός κοντού μελαχρινού άντρα, που αφήνει μια μακριά λουρίδα καπνού από ένα απίστευτα μικρό αποτσίγαρο και που τα μεγάλα μαύρα μάτια του κουφοκαίουν με τη στάχτη και με τη στάχτη σβήνουν. Ύστερα προχωρεί πιο πέρα, κι ο κύριος φον Κραντς φωνάζει οργισμένα πίσω του: —Φυσικά, Τάλμαν... Και, για τον Έβαλντ, προσθέτει: —Είναι ένας τραμπούκος. Κάποτε θα πρέπει να του ζητήσει κανείς το λόγο. Μα δεν έχει τρόπους. Δεν είναι να τον λαβαίνει κανείς υπόψη του. Το καλύτερο είναι να μην του 181^
δίνει κανείς σημασία... Κ' έχει όλο το κέφι να ξαναρχίσει την ομιλία του για την υψηλή τέχνη. Μόνο που ο Τράγκυ αντιδρά μ' ασυνήθιστη ενεργητικότητα και ρωτά ατάραχος: —Ποιος είναι αυτός; —Ένας Εβραίος, που Κύριος οίδε από ποιο κοτοφώλι κρατά η σκούφια του, γράφει μυθιστορήματα, θαρρώ. Μια από κείνες τις αμφίβολες υπάρξεις, που υπάρχουν κατά ντουζίνες και ντουζίνες εδώ πέρα, και που κάνουν σήμερα την εμφάνισή τους, ερχόμενες κανείς δεν ξέρει από πού, και μεθαύριο φεύγουν και πάλι δεν ξέρεις για πού, χωρίς ν' αφήνουν τίποτα πίσω τους, παρά λίγη βρομιά μονάχα. Δεν πρέπει ν' αφήνετε ν' απατάστε από τέτοια υποκείμενα, αγαπητέ Τράγκυ. Η φωνή του γίνεται ανυπόμονη, πράγμα που σημαίνει: μια για πάντα κι αρκετά γι' αυτόν τον τύπο. Κι ο Τράγκυ μένει επίσης απόλυτα σύμφωνος, κ' έτοιμος να μην αφήσει ν' απατηθεί. Μα δεν πρόκεται παρά για μια λεπτομέρεια εκείνου του απογεύματος. Δεν μπορεί να ξεχάσει αυτό το γελοίο «Σαχλαμάρες», που έπεσε τόσο βαρύ κι απλωτό πάνω στον ενθουσιασμό του προφήτη και, που είναι και το χειρότερο, το ακούει αδιάκοπα να πέφτει — να πλατσουρίζει πάνω σε κάθε μεγάλη ομολογία του κυρίου φον Κραντς και παντού, σε κάθε τι που θυμάται βλέπει τον κοντό, μελαχρινό άντρα, με τους φαρδιούς ώμους και το ψωραλέο κουστούμι, να στέκει και να χαμογελά. Κ' έτσι ακριβώς τον συναντά μια βδομάδα αργότερα, το βράδυ, στα «Μπλουμενζαίλεν». Εκείνος, ο Τράγκυ, είναι που πρέπει, φυσικά, να πάει σ' αυτόν και να τον χαιρετήσει. Μόνο ο Θεός ξέρει για ποιο λόγο. Μήτε κι ο άλλος δεν εκπλήσσεται γι' αυτό, παρά ρωτά μόνο: —Είστε δω με τον Κραντς; —Ο Κραντς θα έρθει μετά. Σιωπή. Κ' ύστερα: 182^
—Δεν τον συμπαθείτε τον Κραντς; Ο Τάλμαν νεύει με το κεφάλι του σε κάποιον στην πλατεία και συνάμα απαντά: —Αν τον συμπαθώ... μη μεταχειρίζεστε, αλήθεια, τέτοιες λέξεις. Τον βαριέμαι. —Διαφορετικά δε βαριέστε ποτέ; Ο Τράγκυ είναι γοητευμένος από τον περιφρονητικό τρόπο του άλλου. —Δε μου μένει καιρός. —Δεν είναι περίεργο που βρίσκεστε εδώ μέσα; —Γιατί; —Μα εδώ ' ρχεται μόνο από πλήξη κανείς. —Ίσως άλλοι, όχι εγώ. Ο Τράγκυ εκπλήσσεται για την ίδια του την επιμονή. Δεν το βάνει κάτω: —Νιώθετε ενδιαφέρον, λοιπόν; — Ό χ ι , κάνει ο μελαχρινός και προχωρεί. Ο Τράγκυ από κοντά: —Τότε; —Οίκτο. —Για ποιον; —Πρώτα-πρώτα για σας! Κ' έτσι αφήνει τον Τράγκυ πίσω του και φεύγει ήρεμος, όπως τότε στο «Λούιτπολντ». Κι ο Έβαλντ στις έντεκα βρίσκεται κιόλας στο σπίτι του και κείνη τη νύχτα κοιμάται άσκημα. Την άλλη μέρα έχει χιονίσει. Ό λ ο ς ο κόσμος χαίρεται το γεγονός, κι όσοι συνανταμώνονται στους ολόλευκους δρόμους χαμογελούν ο ένας στον άλλο: «Δεν έλιωσε», και χαίρονται. Ο ' Εβαλντ συναντά τον Τάλμαν στη γωνία της Τερεζιενστράσσε, και κάμποσο δρόμο τον κάνουν μαζί. Μακρά σιωπή, ίσαμε που αρχίζει ο Έβαλντ: —Γράφετε, δεν είναι αλήθεια; —Ναι, ακόμη κι αυτό, κατά την περίσταση. —Κι αυτό; Δεν είναι, λοιπόν, η κυρία απασχόλησή σας; -Όχι... 183^
Σιωπή. —Αλλά, τότε, τι κάνετε; —Κοιτάζω. —Πώς; —Κοιτάζω, και τα λοιπά: τρώγω, πίνω, κοιμούμαι, και, από καιρό σε καιρό, τίποτα το ιδιαίτερο. —Θα 'λεγε κανείς πως διασκεδάζετε πολύ. —Μπα; Με τι; —Με όλα, με το Θεό και με τον κόσμο. Σ' αυτό ο Τάλμαν δεν απαντά, χαμογελά μόνο. —Κ' εσείς, γράφετε πολλά ποιήματα; Ο Τράγκυ κοκκινίζει και σωπαίνει. Δεν μπορεί να δώσει καμιάν απάντηση. Κι ο Τάλμαν χαμογελά μόνο. —Το θεωρείτε ντροπή αυτό; βιάζει τον εαυτό του να ξεστομίσει ο Τράγκυ, και νιώθει ρίγη. —'Οχι. Δεν έχω απολύτως τίποτα... μα τίποτα. Το βρίσκω μόνο... περιττό. Αλλά έφτασα στον προορισμό μου. Και μπροστά στην πόρτα: —Γεια σας, κ' ίσως έχετε δίκιο σ' αυτό που είπατε για τη διασκέδασή μου. Και τώρα ο Τράγκυ είναι πάλι μόνος. Και θυμάται την εποχή που, δεκάχρονος και μαλθακός, έφυγε από το σπίτι του, για να κλειστεί μέσα στην ωμότητα και στην αδιαφορία, και νιώθει ακριβώς όπως τότε, τρομαγμένος, αβοήθητος, ανίκανος. Πάντα το ίδιο. Μήπως του έλειπε, αλήθεια, κάτι απαραίτητο για τη ζωή, ένα σπουδαίο όργανο, να πούμε, που δίχως του δεν μπορεί να πάει κανείς μπροστά; Γιατί ολοένα αυτή η αναζήτηση; Γυρίζει κουρασμένος στο σπίτι του, σαν να 'χε κάμει πολύ δρόμο, και δεν ξέρει τι να κάμει τον εαυτό του. Ψάχνει μέσα σε παλιά γράμματα κι αναμνήσεις, διαβάζει ακόμη και τα ποιήματά του, εκείνα τα τελευταία, τοί πιο σιωπηλά, που μήτε κι ο ίδιος ο κύριος φον Κραντς' τα ξέρει. Και, τότε, ξαναβρίσκει κι αναγνωρίζει πάλι τον εαυτό του, σιγά-σιγά, χαρακτηριστικό το χαρακτηριστικό, σαν να εί184^
χε λείψει χρόνια μακριά. Και πάνω στην πρώτη χαρά, κάθεται και γράφει ένα γράμμα στον Τάλμαν, και ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη: «' Εχετε απόλυτο δίκιο», του γράφει, «είχα γίνει πραγματικά τόσο ψεύτικος, τόσο φρασεολόγος! Τώρα το βλέπω καθαρά και το καταλαβαίνω. Με ξυπνήσατε από ένα κακό όνειρο. Πώς να σας ευχαριστήσω γι' αυτό; Το μόνο που μπορώ, είναι να σας στείλω αυτά τα τραγούδια, τα πιο αγαπητά και πιο οικεία που έγραψα...». Κ' ύστερα, γράμματα και ποιήματα τα πηγαίνει ο ίδιος ο Τράγκυ στη διεύθυνση του φακέλου, γιατί το ταχυδρομείο του φαίνεται, ξαφνικά, χωρίς ασφάλεια. Είναι αργά, και πρέπει ν' ανεβεί, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, τέσσερις σκάλες, ίσαμε το ατελιέ της Γκιζελλαστράσσε, όπου κατοικεί ο Τάλμαν. Τον βρίσκει μες στη γελοία μικρή τρύπα του, που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα πλαίσιο γύρω από το επικλινές τεράστιο βορινό παράθυρο, να γράφει. Μια παλιά, αόρατη λάμπα ανάβει εδώ, ψηλά μέσα στη νύχτα, και δεν έχει τη δύναμη να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο όλ' αυτά τα παλιά πράγματα που κυλιούνται ανάκατα, δίχως νόημα, εδώ μέσα. Ο Τάλμαν την κρατά μπροστά στο πρόσωπο του εισερχόμενου: —Α, εσείς είστε; Και σπρώχνει προς το μέρος του τη μοναδική πολυθρόνα. —Καπνίζετε; — Ό χ ι , ευχαριστώ. —Δεν μπορώ να σας κάνω, δυστυχώς, άλλο καφέ. Μου τέλειωσε το οινόπνευμα. Αν θέλετε, όμως, μπορείτε να πιείτε από το δικό μου. Και τοποθετεί ανάμεσά τους μια παλιά χύτρα, χωρίς αυτιά. Και στέκει εκεί, με σταυρωμένα χέρια, καττνίζοντας, κοιτώντας ήρεμα, τέλεια αδιάφορος. Ο Τράγκυ δεν μπορεί να πάρει την απόφαση. 185^
-Θέλετε να μου πείτε τίποτα; Ο Τάλμαν πίνει μια γουλιά καφέ και σκουπίζει το στόμα του με την ανάστροφη του χεριού. —Σας έφερα κάτι, αποτολμά ο ' Εβαλντ. Ο άλλος δεν κάνει την παραμικρή κίνηση. —Ναι; Αφήστε το δω πάνω. Θα του ρίξω καμιά ματιά, μόλις βρω καιρό. Και τι είναι; — Έ ν α γράμμα... κι ο Τράγκυ διστάζει, ένα γράμμα και... μα ίσως να το διαβάσετε αμέσως, σας παρακαλώ. Ο Τάλμαν έχει σκίσει κιόλας το φάκελο, τόσο απρόσεχτα, με μια κίνηση. Κρατά το τσιγάρο ανάμεσα στα δόντια του και διαβάζει φευγαλέα, διακρίνοντας τα γράμματα μέσα από τον καπνό. Ο ' Εβαλντ έχει σηκωθεί από τον ερεθισμό και περιμένει. Μα τίποτα δεν αλλάζει πάνω στο χλομό πρόσωπο του μελαχρινού, μόνο ο καπνός φαίνεται να τον ενοχλεί πολύ. Στο τέλος κουνά το κεφάλι του: —'Ετσι λοιπόν, και τα λοιπά. Και στον Τράγκυ: —Αν βρω καιρό, θα σας γράψω καμιά φορά, τι σκέφτομαι γι' αυτά τα πράγματα, δε θέλω να μιλώ για κάτι τέτοια. Και πίνει όλο τον καφέ μονορούφι. Ο Τράγκυ πέφτει πάλι στην πολυθρόνα, και κάθεται εκεί και δε θέλει να ενδώσει στην πίεση των δακρύων. Νιώθει πάνω στο μέτωπό του τη θύελλα, που πιέζει τα τεράστια τζάμια, μέσα από τη νύχτα, για να μπει, σ' εκείνη την τρύπα, μ' όλο το φάρδος της. ' Υστερα, ο Τάλμαν ρωτά: —Κρυώνετε; Έχετε ρίγη; Ο Έβαλντ κουνά το κεφάλι του. Και πάλι σιωπή. Πότε-πότε τα τζάμια τρίζουν σιγά, λαθραία, όταν τα τινάζει ο άνεμος, σαν σβώλοι πάγου την εποχή που λιώνει. Επιτέλους ο Τράγκυ μιλά: —Γιατί μου φέρνεστε έτσι; Μοιάζει ασυνήθιστα ασθενικός και λυπημένος. Ο Τάλμαν καπνίζει με μανία. 186^
—Σας φέρνομαι; Το ονομάζετε φέρσιμο αυτό; Είστε αληθινά μετριόφρων. Σας δείχνω, αρκετά πειστικά, μάλιστα, πως δεν έχω καμιά προκατάληψη να σας φέρνομαι μ' οποιοδήποτε τρόπο. Αν θέλετε να πάρω, έτσι ή αλλιώς, μια θέση απέναντι σας, κατ' αρχήν πρέπει να ξεσυνηθίσετε τα χτυπητά λόγια, γιατί δε μ' αρέσουν. —Μα ποιος είστε, λοιπόν; φωνάζει ο Τράγκυ κι ορμά πάνω στο μελαχρινό, σαν να ' θελε να τον χτυπήσει στο πρόσωπο. Τρέμει από τη λύσσα του. Ποιος σας δίνει, λοιπόν, το δικαίωμα να μου καταστρέφετε τα πάντα; Μα στο σημείο αυτό τα δάκρυα τρέμουν μέσα στη φωνή του, και τον κατανικούν και τον κάνουν τυφλό, αδύναμο, ξεσφίγγουν τις γροθιές του. Ο άλλος τον σπρώχνει απαλά πίσω στην πολυθρόνα και περιμένει. Σε λίγο κοιτάζει την ώρα και λέει: —Αφήστε τα τώρα αυτά. Πρέπει να πάτε στο σπίτι σας, κ' εγώ έχω να γράψω· είναι μεσάνυχτα. Ρωτάτε ποιος είμαι: ένας εργάτης είμαι, καθώς βλέπετε, κάποιος με πληγωμένα χέρια, κάποιος που εμβαθύνει στα πράγματα, κάποιος που αγαπά την ομορφιά κ' είναι πολύ φτωχός γι' αυτό. Κάποιος, που πρέπει να αισθάνεται, πως τον μισούν, για να ξέρει πως δεν τον λυπούνται... Ανοησίες, άλλωστε. Κι ο Τράγκυ σηκώνει τα μάτια του, που καίνε κ' είναι στεγνά, και κοιτάζει τη λάμπα. Τώρα θα σβήσει, σκέφτεται και σηκώνεται και φεύγει. Ο Τάλμαν του φωτίζει τη στενή σκάλα, από πάνω. Και του Τράγκυ του φαίνεται πως η σκάλα αυτή δε θέλει να τελειώσει ποτέ.
187^
ο Τράγκυ είναι άρρωστος. Γι' αυτό και δεν μπορεί να φύγει κ' έτσι κρατά το δωμάτιο του στην Φινκενστράσσε ίσαμε την πρώτη Ιανουαρίου. Είναι πλαγιασμένος στον κάθε άλλο παρά άνετο καναπέ και συλλογίζεται εκείνους τους κήπους με τα φαρδιά, χλομά λιβάδια και τους λόφους, όπου σιωπηλές, οι απέριττες σημύδες υψώνονται. Πού; Στον ουρανό. Και ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά του, ανήκουστα κωμική, μια σημύδα, μια μικρή, ισχνή σημύδα, οπουδήποτε αλλού υψωμένη, μα όχι στον ουρανό. Μόνο στον ουρανό υπάρχουν σημύδες, βέβαια. Και, τότε, οι κάτω; Μόνο δίπλα σ' αυτούς τους φαρδιούς, σκουρόχρωμους κορμούς σκέφτεται κανείς — όμοια θα μπορούσαν να υπάρχουν αστέρια και στην οροφή. Μα, ξαφνικά, ρωτά: —Τι μαζεύεις Ζαν; —Αστέρια. Σκέφτεται λίγο, κ' ύστερα λέει: —Αυτό 'ναι ωραίο, Ζαν, πολύ ωραίο. Και νιώθει μια ευεξία σ' ολόκληρο το κορμί, ίσαμε που ένας δυνατός πόνος στη μέση την εξαφανίζει. Κουράστηκα πάρα πολύ, ολόκληρο δα το πρωί μάζευα λουλούδια. Πώς το μπορεί κανείς; Πρωί; Γελοίο: δυο μέρες, δεκατέσσερις μέρες, ωωω γενικά. Μα ξαφνικά έρχεται, βέβαια, η Ζαν από τη δενδροστοιχία, απ' αυτή τη μακρά δενδροστοιχία με τις λεύκες. Επιτέλους πλησιάζει. Παπαρούνες! λέει ο Έβαλντ απογοητευμένος. Παπαρούνες! ποιος θα φέρει, λοιπόν, παπαρούνες; Μια θύελλα κι όλες μαδούν. Θα το δείτε. Κ' ύστερα; ναι, κ' ύστερα;... Απότομα ο Τράγκυ ανακάθεται, έχει το σκοτεινό αίσθημα ενός κήπου, και θέλει να σκεφτεί. Πότε έγινε αυτό, αλήθεια, χτες ήταν; Και βασανίζεται: πριν από βνα χρόνο; Και σιγά-σιγά του ' ρχεται στο νου, πως ήταν όνειρο, ένα όνειρο μόνο, δηλαδή απολύτως τίποτα. Κι αυτό δεν τον αφήνει 188^
να ησυχάσει. «Πότε είναι όνειρα;» αναρωτιέται με δυνατή φωνή. Και στον κύριο φον Κράντς, που τον επισκέπτεται, το βράδυ, λέει: —Η ζωή είναι τόσο πλατιά, κι ωστόσο, αλήθεια, πολύ λίγα μόνο πράγματα υπάρχουν σ' αυτή, ένα μόνο για ολόκληρη την αιωνιότητα. Η μετάβαση αυτή τρομάζει και κουράζει. Σαν παιδί βρέθηκα κάποτε στην Ιταλία. Δεν ξέρω πολλά γι' αυτή. Μα όταν συναντήσεις εκεί, στην εξοχή, κανένα χωριάτη και τον ρωτήσεις: «Πόσο απέχει το χωριό από δω;», σου απαντά: «Ούν' μέτζ' όρα».-Κι ο επόμενος το ίδιο, καθώς κι ο τρίτος, σαν να 'ναι συνεννοημένοι. Και περπατάς ολόκληρη τη μέρα κι ακόμη δε φτάνεις στο χωριό. Το ίδιο συμβαίνει και στη ζωή. Μα στο όνειρο είναι όλα κοντινά. Και δε φοβάσαι καθόλου^ Είμαστε καμωμένοι, πραγματικά, μόνο για το όνειρο, δεν έχουμε κανένα όργανο για τη ζωή, μα είμαστε σαν ψάρια που θέλουν οπωσδήποτε να πετάξουν. Μπορούμε να κάνουμε τίποτα; Ο κύριος φον Κραντς το εννοεί απολύτως και συμφωνεί: —Περίφημο, γελά, αληθινά περίφημο! Πρέπει να το πείτε σε στίχους αυτό, αξίζει. Κ' είναι πέρα για πέρα του είδους σας... ' Υστερα, δεν αργεί να φύγει* δε νιώθει άνετα με κάτι τέτοιες συνομιλίες κ' έρχεται όλο και πιο σπάνια. Ο Τράγκυ τον ευγνωμονεί γιν αυτό. Τώρα ζει αληθινά μέσα στ' όνειρο και δε θέλει να τον ενοχλούν γιατί ύστερα πρέπει να κοιτάζει έξω, μέσα στις θλιβερές γκρίζες μέρες και στο ξένο, υγρό δωμάτιο, που δε θέλει να ζεσταθεί, και που τώρα είναι, αλήθεια, τόσο κακοσυνηθισμένο από τα χρώματα και τις γιορτές. Μόνο οι νύχτες είναι κακές και γεμάτες τρόμο. Τότε έρχονται πολύ παλιές θλίψεις, που κατάγονται από τις πολλές νύχτες με πυρετό των παιδικών χρόνων του, και τον σκεπάζουν ολόκληρο και τον εξουθενώνουν: πέτρα είναι κάτω από τα μέλη του, και στα χέρια του, που πασπατεύουν, ορμά ένας γκρίζος γρανίτης, παγερός, σκληρός, ανεπιφύλακτος. Το κακόμοιρο ζεστό κορμί του βουλιάζει μέσα σ' αυτά τα βράχια, και τα πόδια του είναι ρίζες και βυ189^
ζαίνουν την παγωνιά, που ανεβαίνει αργά μέσα από τις φλέβες του που κοκαλιάζουν σιγά-σιγά... Ή : αυτό, με το παράθυρο. Ένα μικρό παράθυρο ψηλά, πίσω από τη θερμάστρα. Ψηλά, πίσω από τη θερμάστρα ένα μικρό παράθυρο. Ω, όπως κι αν ειπωθεί κανείς δεν μπορεί να συλλάβει πόσο φοβερό είναι αυτό το παράθυρο. Πίσω από τη θερμάστρα ένα παράθυρο, παρακαλώ. Δεν είναι φοβερό να σκέφτεσαι πως εκεί πίσω υπάρχει κάτι ακόμα; Μια κάμαρα; Μια αίθουσα; Ένας κήπος; Ποιος μπορεί να το ξέρει; —Φτάνει μόνο να μην ξαναρχόταν αυτό, γιατρέ. —Είμαστε νευρικοί..., χαμογελά ο γιατρός και μοιάζει, γενικά, ευχαριστημένος. Δεν πρέπει να ερεθιζόμαστε χωρίς λόγο. Είναι ένας μικροπυρετός, που, όπου να 'ναι, τον στέλνουμε περίπατο* κ' ύστερα δυναμωτική τροφή... Ο Έβαλντ χαμογελά πίσω από τις πλάτες του γηραιού κυρίου. Νιώθει τόσο άρρωστος, τόσο μ' όλη του την καρδιά άρρωστος, κι όλα ταιριάζουν τόσο καλά σ' αυτό. Τούτα τα θολά όνειρα της μέρας, που ακουμπούν τόσο βαριά πάνω στα τζάμια, και τούτο το δωμάτιο, όπου το σούρουπο επικάθεται σ' όλα τα πράγματα σαν παλιά σκόνη, κι αυτή η λεπτή μαραμένη μυρουδιά, που αναδίνεται πάντα και πάντα από τα έπιπλα και τις σανίδες. Και, καμιά φορά, ηχούν κάπου μεγάλες καμπάνες, που πρωτύτερα δεν τις είχε ακούσει ποτέ, και τότε διπλώνει τα χέρια στο στήθος του και κλείνει τα μάτια κι ονειρεύεται πως στις κορφές τους καίνε κεριά, εφτά ψηλά κεριά, με ήρεμες, κόκκινες φλόγες, που ορθώνονται σαν ανθήσεις μέσα σ' αυτή την εορτάσιμη θλίψη. Μα ο γηραιός κύριος έχει δίκιο: ο πυρετός περνά, κι ο Τράγκυ, απότομα, δε βλέπει όνειρα πια. Η ξεκούραστη καινούργια δύναμη κινείται ανυπόμονα μέσα στα μέλη του και τον διώχνει από το κρεβάτι, άθελά του σχεδόν. Παίζει ακόμη, για λίγο, τον άρρωστο, μα, από καιρό σε καιρό, ξαναβρίσκει τον εαυτό του και χαμογελά, χωρίς κανένα λόγο, παρά μόνο γιατί μια σύμπτωση κάνει τον ήλιο να φανεί, για ένα λεπτό, μέσα στη χειμωνιάτικη μέρα, φεγγοβολώ190^
ντας τη και στραφταλίζοντάς τη παντού. Κι αυτό το χαμόγελο είναι ένα σύμπτωμα. Δεν πρέπει να βγει στον αέρα, κ' έτσι μένει στο δωμάτιό του και περιμένει. Τώρα όλα είναι πρόσφορα, για να του προξενήσουν χαρά* κάθε ήχος, που έρχεται απέξω, γίνεται δεχτός σαν ένας τραγουδιστής που ταξιδεύει και πρέπει να τον διηγηθεί. Κ' ένα γράμμα, ένα οποιοδήποτε γράμμα γεμίζει μ' ελπίδα τον Τράγκυ. Κι ο κύριος φον Κραντς που χτυπά καμιά φορά στην πόρτα του. Μα οι μέρες περνούν. ' Εξω χιονί^ζει, κι ο θόρυβος πνίγεται μέσα στο βαθύ χιόνι. Κανένα γράμμα, καμιά επίσκεψη. Και τα βράδια είναι ατέλειωτα. Ο Τράγκυ βλέπει τον εαυτό του σαν έναν που τον ξέχασαν, κι αρχίζει, χωρίς να το θέλει, να κινείται, να φωνάζει, για να τον προσέξουν. Γράφει: στο σπίτι του, στον κύριο φον Κραντς, σ' όλους αυτούς που τυχαία γνώρισε, στέλνει μάλιστα κάνα-δυο συστημένα γράμματα, που τα είχε φέρει από το σπίτι, χωρίς να τα χρησιμοποιήσει ως τα τώρα, και περιμένει, να δεις που θα του απαντήσουν με προσκλήσεις. Του κάκου. Τον ξέχασαν. Θέλει να φωνάξει και να δώσει σημεία ζωής. Η φωνή του δε φτάνει πουθενά. Κι ακριβώς τούτη δω τη μέρα η ανάγκη του για συμπάθεια είναι πολύ μεγάλη* αυξαίνει μέσα του και γίνεται μια βίαιη στεγνή δίψα, που δεν τον ταπεινώνει, παρά του δίνει πίκρα και πείσμα. Ξαφνικά σκέφτεται, μη και μπορεί, αυτό που μάταια ζητά παρακαλεστά απ' όλο τον κόσμο, να το απαιτήσει απ' οποιοδήποτε, σαν δικαίωμα, σαν παλιό χρέος, που το εισπράττει κανείς μ' όλα τα μέσα, χωρίς καμιά επιφύλαξη. Κι απαιτεί από τη μητέρα του: «Έλα, δώσε μου ό,τι μου ανήκει». Αυτό γίνεται ένα μεγάλο, μεγάλο γράμμα, κι ο Έβαλντ γράφει και γράφει ως βαθιά μέσα στη νύχτα, όλο πιο γρήγορα κι όλο με μεγαλύτερη θέρμη. Με το γράμμα αυτό άρχισε ν' απαιτεί ένα χρέος, και, πριν το νιώσει, ικετεύει για μια χάρη, για ένα δώρο, για θαλπωρή και στοργή. «Υπάρχει ακόμη καιρός...», γράφει, «ακόμη είμαι μαλακός και μπορώ να' μαι σαν κερί μέσα στα χέρια σου. Πάρε με, δώσε 191^
μου μορφή, τελείωσε με...». Είναι μια κραυγή που ζητά μητρικότητα^ που δεν απευθύνεται σε μια γυναίκα, μα που φτάνει ως εκείνη την πρωταρχική αγάπη, όπου η άνοιξη είναι χαρούμενη κι αμέριμνη. Τα λόγια αυτά δεν απευθύνονται σε κανέναν πια, παρά ορμούνε μέσα στον ήλιο με ανοιχτή αγκαλιά. — Κ' έτσι δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς, αν ο Τράγκυ αναγνωρίζει, τελικά, πως δεν υπάρχει κανείς, για να μπορεί να του στείλει αυτό το γράμμα, και πως κανείς δε θα τον καταλάβαινε, κι ακόμη λιγότερο αυτή η λιγνή, νευρική κυρία. Είναι περήφανη δα, που στο εξωτερικό την περνούν για «δεσποινίδα», σκέφτεται ο Έβαλντ και ξέρει: Το γράμμα αυτό πρέπει να καεί το γρηγορότερο. Και περιμένει. Μα το γράμμα καίγεται πάρα πολύ αργά, με μια υπερβολικά μικρή, τρεμουλιαστή φλόγα.
192^
ΑΡΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ
RAINER MARIA RILKE TA ΝΕΑΝΙΚΑ
ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ
193^
Ο τ α ν πρωτογνώρισα τον Rainer Maria Rilke, δυο-τρία χρόνια πριν από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ήμουν τόσο νέος ακόμα και τόσο αφοσιωμένος στον Rimbaud, που δεν μπορώ να πω ότι τον αγάπησα αμέσως, μολονότι η εντύπωση που μου προκάλεσε ήταν σπάνιας έντασης. Να έφταιγαν οι, ολίγιστες άλλωστε, μεταφράσεις του στη γλώσσα μας, που πολύ λίγα πράγματα διάσωζαν από το μεγαλείο του ποιητή (τι πομπώδης λέξη, προκειμένου για τον Ρίλκε! — αληθινή, εν τούτοις), ή αυτή τούτη η ιδιότητα της νεότητας στην ηλικία μου, που μ' έκανε ανίκανο να τον εννοήσω (δηλαδή: να τον στήσω μέσα μου), μια και τα νιάτα εύκολα γοητεύονται από το κάλλος του σώματος — πιο εύκολα, τουλάχιστον, παρ' όσο από το αβυσσαλέο βάθος της ανθρώπινης ψυχής, που τόσο τρομάζει το νέο, όταν το αντικρίσει, αν, φυσικά, του δοθεί η χάρη να του συμβεί κάτι τέτοιο; Οπωσδήποτε, δεν είναι ο Ρίλκε που με πήρε από τον Ρεμπώ. Ανάμεσα στις δυο τούτες αγάπες που κυριαρχικά με παίδεψαν, πέρασε ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα τυφλό. Η πρώτη έφτασε στο απόγειό της με την ήττα της Γαλλίας στα 1939 — μέσα σ' εκείνο τον ποιητικό έρωτα, που έφτανε ως το πάθος, υπήρχε όλη μου η βαθιά θλίψη, η απελπισία σχεδόν, κ' ένα είδος διαμαρτυρίας και πληγωμένης υπερηφάνειας για λογαριασμό ενός έθνους που μου έχε δώσει τις πιο μεγάλες, ως τότε, πνευματικές χαρές. Αλλ' όλ' αυτά ήταν περιβλημένα με τις άχνες iov ονείρου, έξω από κάθε πραγματικότητα: κι ο φοβερός πόλεμος, ακόμη, που είχε απλωθεί σ' ολόκληρη τη Δύση, μου ήταν τόσο, πρακτικά, άγνωστος, τόσο, ποιητικά και φα195^
νταστικά, γνωστός, όσο., λόγου χάρη, κι ο Τρωικός Πόλεμος ή οι Σταυροφορίες. Χρειαζόμουν ένα συγκλονιστικό γεγονός, για να διαλυθεί η γοητεία αυτή, να γίνει δυνατό ν' αλλάξω ριζικά μέσα μου — όχι ακριβώς ν' αλλάξω, αλλά: το αισθητικό να γίνει ηθικό, ακριβέστερα: το αισθητικό να προβληθεί πάνω στο ηθικό βάθος του μέσα μου. Και το γεγονός αυτό στάθηκε η βίαιη έφοδος της πραγματικότητας μέσα μου. Ό χ ι ο πόλεμος καθαυτός, που είχε φτάσει και στην Ελλάδα — γιατί και τον πόλεμο ακόμη τον έβλεπα ωραίο, ονειρικό, ελληνικό: ώσπου τον έζησα σαν στρατιώτης, σαν ένας αριθμός δηλαδή, ανάμεσα σε χιλιάδες τέτοιους αριθμούς, κι ολότελα απροετοίμαστος, χτυπημένος σ' ό,τι πιο πολύτιμο είχα, κι όχι, όχι μόνο στο πιο πολύτιμο, παρά σ' ό,τι ήμουν, στο ίδιο μου το εγώ, αιστάνθηκα έναν τόσο ανείπωτο πανικό, που όλες οι δυνάμεις του θυμικού και του πνεύματος νεκρώθηκαν μέσα μου. Δεν είχα απομείνει παρά ένα ένστικτο που δρούσε μηχανικά, ή μια μηχανή που ενεργούσε όσο μόνο βρισκόταν στα ξένα χέρια. Πέρασα μέσ' απ' όλες τις δοκιμασίες και τις φάσεις του πολέμου ναρκωμένος, σχεδόν αναίσθητος, ενώ μέσα μου δεν ανάδευαν παρά μόνο δυο αισθήματα, το ένα κάτω από τη συνείδηση, μέσα στη συνείδηση το άλλο: ο σκληροτράχηλος πόνος της εμποδισμένης επιστροφής στη μάνα μου, και η, άρρωστη από ανησυχία και άγνοια, περιέργεια να γνωρίσω τι τερατώδη πλάσματα ήταν οι εχθροί — οι Γερμανοί. Κάτι παράξενο: οι νίκες μας στην Αλβανία είχαν αφήσει απείραχτους μέσα μου τους Ιταλούς* δεν είχαν βγει έξω από τ' ανθρώπινα μέτρα, έξω από το κανονικό ανθρώ^ίΐνο ανάστημα. Ενώ, αντίθετα, οι Γερμανοί, φορείς του τρόμου και της καταστροφής, είχαν ξεπεράσει όχι μόνο το ανθρώπινο μέτρο, μα και την ανθρώπινη μορφή: τους φανταζόμουν κάτι σαν τέρας, ένα είδος μηχανής-ζώου. Κ' ήμουν σχεδόν βέβαιος γι' αυτό. Ο πόλεμος που ζούσα δεν είχε καμιά σχέση με τους πολέμους των βιβλίων, του Ομήρου, να πούμε: τρομοκρατημένος από την εθνική παιδεία κι από τ' αντιπολεμικά ελληνικά βιβλία, κ' έρμαιο των τρό196^
μων μου, ύστερα απο το ανεμογκάστρι των φουσκωμένων λόγων των προϊσταμένων μου και την εξαφάνισή τους, στο μακεδονικό μέτωπο, όπου είχα βρεθεί τελικά, έβλεπα τον εαυτό μου, μ' όλα κείνα τα διαλυμένα ελληνικά και γιουγκοσλαβικά στρατεύματα, αιχμάλωτο, κουρελή και βρόμικο, να σπάζει πέτρες, κάτω από έναν ανελέητα πυρωμένο ήλιο, σε μακρινές δημοσιές, μην ξέροντας ακόμη πως η δουλεία χτυπά πιο άμεσα την ψυχή παρ' όσο το σώμα. Ά γνοια; Παραφροσύνη; Μπορεί* όλη η τάξη είχε, οπωσδήποτε, χαλάσει μέσα μου. Η αρχή της γερμανικής κατοχής του τόπου μ' είχε βρει ώριμο. Δηλαδή: ερειπωμένο μέσα μου, αλλά μ' ερείπια κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν σε καινούργια ηθικά και πνευματικά χτίσματα. Και, στην Κρήτη, θεληματικά απομονωμένος επί ολόκληρους μήνες στο σπίτι μου, κάτω από τη σκέπη της μάνας μου, αφοσιώθηκα απερίσπαστος στη μέσα μου αναδιοργάνωση, με την πιο συστηματική μελέτη. Τα παιδικά, τα εφηβικά χρόνια, ήταν πια πάρα πολύ μακρινά.— κι ο Ρεμπώ, σαν ένα αόριστο όνειρο, μαζί τους: Un soir, j' ai assis la Beaute sur mes genoux — Et je 1' ai trouvee amere. Ti πείρα! Τι άπειρη πείρα! Ό χ ι πια μόνο του Ρεμπώ. Μα και δική μου, επιτέλους. Μα κι όλης της άπειρης νεότητας της πενταετίας γύρω στα 1940. Η ομορφιά! Μαχαίρι δίκοπο, από γήινο πόνο κι ουράνια έκσταση. Ολόκληρη η ζωή μου πλάστηκε φυσικά, για να σταθεί πάνω στις κόψεις αυτού του μαχαιριού, κ' έκεί πάνω ακριβώς να βρει τη θέση που της ανήκει σε τούτον τον κόσμο. Έναν κόσμο κοινό για όλους μας, ώστε να μη χρειάζεται να δημιουργούμε έναν άλλο, πλασματικό, κ' ελεφάντινους πύργους. Έπρεπε, λοιπόν, να βρω τη θέση μου. Αλλ' ο ίδιος εγώ ήμουν ήδη μια θέση οικοδομήσιμη, ένα έδαφος δυναμωμένο από τη φωτιά και το σίδερο που πέρασε από πάνω μου, ετοιμασμένο για μια καινούργια σπορά. Και τότε ήρθαν οι καλοί σπορείς: ο Leon Isaakowitch Schestow κι ο Rainer Maria Rilke* τους αφέθηκα διψασμένος και γεμάτος ευγνωμοσύνη, κι αυτοί μου δίδαξαν τον τρόπο της 197^
αναζήτησής μου. Ο πρώτος μου έδωσε τη μέθοδο: ν' απεχθάνομαι τις έτοιμες ιδέες και να μη δέχομαι τίποτε απέξω* το αντίθετο, μάλιστα: να γκρεμίζω το έξω, για να χτίζω το μέσα μου, ζώντας κ ερευνώντας μέσα στο άγνωστο και στο δημιουργικά φανταστικό. Ο δεύτερος μου έδωσε τις πνευματικές αισθήσεις του, για να βιώνω το άγνωστο: να βλέπω πέρα από το ορατό και, για ν' ακούω, να παραβιάζω αυτή τούτη την τρομερή σιωπή των, ζωντανών όλων, πραγμάτων. Κι όλ' αυτά, όχι απλά μόνο γι' αυτό τούτο το κάλλος της αισθητικής ευφροσύνης, το τόσο πολύτιμο, άλλωστε, για την εσώτερη αρμονία και ισορροπία μας, παρά, κυρίως, για το κάλλος που παιδεύει ηθικά κι ολοκληρώνει τον άνθρωπο σ αρετή και κατανόηση. Σε κατανόηση των πραγμάτων (όχι για τα ίδια αυτά, γιατί είναι ό,τι είναι: τελειωμένα, αυτάρκη, και δε μας έχουν ανάγκη, αλλά για τους ίδιους εμάς) και, προπαντός, του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Τον Σεστώβ, για να είμαι συνεπέστερος σ ό,τι με δίδαξε, τον άφησα πίσω μου, χωρίς να πάψω να του χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη και να τον αγαπώ πάντα — έτσι μπόρεσα να μιλήσω, κάποτε, γι' αυτόν. Πότε θα μιλήσω για τον Ρίλκε; Αλλά ο Ρίλκε δεν τέλειωσε ακόμη το έργο του μέσα μου: ζει και δουλεύει αδιάκοπα μέσα μου και ζυμώνεται με το μέσα μου κι ακόμη δε μου 'πε τον τελευταίο λόγο του. Επί χρόνια άρχιζε και τέλειωνε η μέρα μου μ' αυτόν, κι αν εξαιρέσω τα νεανικά θεατρικά έργα του, μπορώ να πω, ότι τον διάβασα ολόκληρο κι ακόμη, ό,τι σημαντικότερο γράφτηκε γι' αυτόν στον τόπο του, στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Δεν αρκεί, όμως. Για να μιλήσει κανείς για τον Ρίλκε, θα πρέπει να έχει φτάσει στα ύστατα βάθη της πιο αυστηρής Σιωπής, που είναι η μήτρα του λόγου, ως τις πιο βαθιές ρίζες της αρχέτυπης ανθρωπιάς, τότε που το πράγμα συνεκφερόταν ως λόγος και Λόγος, ακ9λουθώντας τον. Διαφορετικά, δε θα δει παρά ένα μέρος μονάχα, λειψό, και, το πιο συχνά, δε θα πει παρά, για να θυμηθούμε τον αηδιασμένο Αμλετ, words, words, words — παίρνοντας την 198^
αντίθετη κατεύθυνση από κείνη που πήρε ο ποιητής.
199^
ο ΡΙΛΚΕ τέλειωσε, λοιπόν, το έργο του μέσα μου, μου ' πε και τον τελευταίο λόγο του, έτσι που, σήμερα, ν' αποφασίζω να μιλήσω, να μπορώ να μιλήσω, γι' αυτόν; Βέβαια, το πράγμα θα μπορούσε, αληθινά, να είχε συμβεί, μέσα στα δεκατρία ολόκληρα χρόνια αυτά που πέρασαν από τότε που ένιωθα ανίκανος να το κάμω, και που ρητά τόνιζα αυτή την αδυναμία μου. Αλλά συνέβη, πράγματι, αυτό; Ας το πω αμέσως: Αν τα δεκατρία χρόνια αυτά είναι δυνατό, σ' ορισμένες περιπτώσεις, να συνιστούν μια ολόκληρη ζωή, αν, εν πάση περιπτώσει, είναι πολλά, ή αν δεν είναι λίγα (δεν πρόκειται για ταυτολογία: ανάμεσα στο «είναι πολλά» και στο «δεν είναι λίγα» υπάρχει αναμφισβήτητη διαφορά) για την πραγματικότητα, για την κανονικότητα των πραγμάτων ή για οποιοδήποτε κανονικό άνθρωπο, για μένα δε συνιστούν ούτε μια στιγμή* ίσως, μάλιστα, κι όταν αναφέρομαι σε «στιγμή», σε μια οπωσδήποτε χρονική διάρκεια, να μην κυριολεκτώ, γιατί τα δεκατρία χρόνια αυτά, στην προσωπική μου περίπτωση, δε συνιστούν καμιά διάρκεια: δεν πέρασαν καν. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς οποιαδήποτε θέληση ζωής* να ζω, για μένα σημαίνει ότι δέχομαι τη ζωή σαν μιαν αναγκαιότητα, σαν κάτι μοιραίο, που δεν μπορώ να του αντισταθώ, που δεν αξίζει το μάταιο κόπο να πάω ενάντιά του. Δεν ξέρω αν ήμουν ή αν ένιωθα έτσι πάντα, ή αν έγινα έτσι, μέσα σ' αυτά τα δεκατρία χρόνια — που δεν πέρασαν. Κι αφού δεν πέρασαν, καταλήγω να πιστέψω, πως^ έτσι ήμουν πάντα* απλά μόνο, σήμερα, που το σκέφτομαι, το συνειδητοποιώ, όπως και κάτι άλλο, που όχι μόνο δεν το είπα ποτέ, μα που είναι και το αντίθετο απ ό,τι έλεγα, ας 200^
πούμε, ως πριν έξι μήνες ακόμη: η ζωή, για να είναι τόσο όμορφη, για να μας γοητεύει τόσο πολύ, ώστε να την αγαπούμε κι όταν ακόμη μας κυνηγά, δεν μπορεί να είναι άλλο τι από μια παγίδα, δηλαδή: κακή. Η ωραιότητά της δεν είναι παρά ένα μέσο για να μας δελεάσει, κάτι ανέντιμο επομένως, κι αυτό μόνο για τους δικούς της μυστηριώδεις σκοπούς, που τη διερεύνησή τους την αφήνω στους φιλοσόφους, σε ανθρώπους, δηλαδή, κατά τεκμήριο πιο νηφάλιους και, όλα είναι πιθανά, πιο απροκατάληπτους: δε μ' ενδιαφέρουν απλούστατα, αφού είναι, οπωσδήποτε, αδιάφοροι, για να μην πω εχθρικοί, για τον άνθρωπο. Τη ζωή αυτή, λοιπόν, τη δέχομαι, μα δεν μπορώ πια να την αγαπώ. Θα το μαντέψατε: ο Ρίλκε, για μένα, δεν ήταν απλά ένας μεγάλος ποιητής, έστω κι ο Ποιητής, υπήρξε ουσία της ίδιας μου της ύπαρξης: το να μιλήσω γι' αυτόν, θα έπρεπε αναγκαστικά να μιλώ για μένα — το είπα και μιαν άλλη φορά: είναι το μόνο θεμιτό, το μόνο ενάρετο. Υπάρχουν εν τούτοις πράγματα που ανήκουν αποκλειστικά και μόνο σ' αυτόν, και σε κανέναν άλλο: ο χώρος όπου κινήθηκε, ο χρόνος που μέσα του έζησε, οι άνθρωποι που τον έφεραν σε τούτον τον κόσμο, οι φίλοι του, οι έρωτές του, η πείρα του απ' όλ' αυτά. Ίσως, μάλιστα, τα πάντα ν' ανήκουν αποκλειστικά και μόνο σ' αυτόν — τα πάντα, εκτός μόνο από τις γεννήσεις που προκάλεσαν μέσα μας, μέσα μου, τα «πάντα» του αυτά. Υπάρχουν, επομένως, αρκετά σημεία επαφής, συνεννόησης και συμφιλίωσης, ανάμεσα στον Ρίλκε και στον αναγνώστη μου, ανάμεσα στο δικό μου Ρίλκε και στον αναγνώστη μου, ανάμεσα σε μένα και στον αναγνώστη μου. Ο σωστός αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται αυτό που θέλω να πω — ο Έλληνας αναγνώστης, μάλιστα, έχει αδιάκοπα στ' αυτιά του και στο στόμα του το τόσο δικό μας «εξ ιδίων τα αλλότρια». Βρισκόμαστε, ή όχι, λοιπόν, μέσα στη σφαίρα του μόνου θεμιτού και του μόνου ενάρετου; Εν τούτοις, μέσα σε τούτο το χρονικό κενό ή το χρονικό ταυτόχρονο των δεκατριών χρόνων, συνέβησαν πάρα πολ201^
λά, κι ανάμεσα σ' αυτά, τα πιο σπουδαίο, αναφορικά με τον Ρίλκε, ήταν πως ο ίδιος ο Ρίλκε, αμέσως μετά την έκδοση της «Εκλογής» μου (από το ποιητικό έργο του), έπαψε να με απασχολεί κατά συνέχεια τουλάχιστον, εξωτερικά κι άμεσα. Αλλά παράμενε πάντα το μέγα Πρότυπο — ο Ποιητής, το Μέτρο που χρησιμοποιούσα για να μετρήσω τα ποιητικά μεγέθη που με απασχολούσαν εκάστοτε. Τον διάβαζα από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς άρχιζε να με απασχολεί πάλι όπως και πριν, παρακολουθούσα από κοντά τη βιβλιογραφία του. Κι ανεπαίσθητα, μ' όλ' αυτά, και παρ' όλ' αυτά, το μέγα Πρότυπο άρχισε να γυμνώνεται απ' όλα τα υποκειμενικά στοιχεία που το είχα φορτώσει και να γίνεται αντικείμενο, κάτι, δηλαδή, που βρισκόταν έξω από μένα πια: κοντολογής, αισθητός* επομένως, ερευνητέος. Η εσωτερική περιπέτεια μαζί του είχε τελειώσει. Δεν άργησε η εξωτερική: η αναζήτηση των ιχνών του πάνω στους χώρους που είχαν πατήσει τα πόδια του, στα πράγματα που είχαν αγγίξει τα χέρια του και που είχαν καθρεφτιστεί κι ακινητοποιηθεί μέσα στα μάτια του: στο Μόναχο, στο Βερολίνο, στο Βορπσβέντε, στην Ιταλία, στη Φλάντρα, στη Σκανδιναβία και, τέλος, στο Βαλμόν της Ελβετίας, όπου άφησε την τελευταία αναπνοή του, και στο Ραρόν όπου βρίσκεται ο τάφος του. Νομίζω, πως ό,τι είχα να πω, ό,τι ήταν απαραίτητο να πω, για τις σχέσεις μου με τον Ρίλκε —τις πιο στενές και μακρόχρονες σχέσεις που είχα ποτέ μ' έναν ποιητή— το είπα. Από δω και πέρα, θα προσπαθήσω να μιλήσω μόνο για ό,τι αποκλειστικά ανήκει σ' αυτόν. Ότι, εκφέροντάς τον, θα συνεκφέρομαι, αυτό 'ναι μια αναγκαιότητα, όπως είπαμε, που κανείς δεν μπορεί να πάει εναντίον της. Πώς; Κάθε πράγμα, κάθε ανθρώπινη περίπτωση μας το μαρτυρά, μηδέ του Ρίλκε εξαιρουμένου.
202^
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ — πώς να μιληθεί ένα έργο, χωρίς να μιληθεί η οπωσδήποτε συνεκφραζόμενη μ' αυτό εποχή του, και, φυσικά, όχι μόνον η εποχή του; Είναι δυνατό να νοηθεί μια συγκεκριμένη προσωπικότητα, ο Ρίλκε, στην περίπτωσή μας, χωρίς την εξάρτησή της από τις συνθήκες που τη διαμόρφωσαν έτσι κι όχι αλλιώς; Όταν δε λαβαίνουμε υπόψη μας τις συνθήκες αυτές, πολύ συχνά οι εντυπώσεις που αποκομίζουμε από μια προσωπικότητα είναι τόσο σφαλερές, που η πραγματική εικόνα της διαστρεβλώνεται — παραβλέποντας, βέβαια, το γεγονός, πως δεν είμαστε ποτέ σίγουροι, ότι είναι αληθινά δυνατό να δώσουμε, να δοθεί η πραγματική εικόνα μιας προσωπικότητας, καθώς πάντα θα παραμένουν άγνωστοι για μας ένα πλήθος από τους ψυχολογικούς παράγοντες της διαμόρφωσής της. Τέτοιες εντυπώσεις, σφαλερές, δημιουργεί αρκετές το έργο του Ρίλκε, κι όχι μόνο το έργο του παρά κ' η ίδια του η συμπεριφορά, καμιά φορά. Ο Eudo C. Mason' αναφέρει κάμποσες απ' αυτές, τις πιο χτυπητές τουλάχιστον: πως έδινε την εντύπωση, ότι ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος αριστοκράτης, που ο τρόπος ζωής των μικροαστών ή των μεσαίων τάξεων του ήταν γνωστός μόνον εξ ακοής* ότι ήταν ο πιο τέλειος, κι από φυσικού του, κοσμοπολίτης, που υπήρξε ποτέ, εκτός πια, κι αυτή την εντύπωση είχαν, για καιρό, στη Γαλλία κυρίως, αν τον έπαιρναν για σλαβονικής καταγωγής μάλλον, για Τσέχο πιο συγκεκριμένα, καθώς οι ειδικά γερμανικές αναφορές του σπανίζουν στο έργο 1. «Rilke», Edinburg and London, 1963, σελ. 2.
203^
του — ο ίδιος, πραγματικά, λέει για τον εαυτό του, ότι ήταν «σε μερικά σημεία ένας βαθύτατα σλαβονικός τύπος»· ότι σε καμιά περίοδο της ζωής του δεν είχε ποτέ κανενός είδους πείρα από πρώτο χέρι μιας οποιασδήποτε θρησκείας, ότι «δέχεται το Θεό κι αναφέρεται σ' αυτόν σαν σε κάτι δεδομένο» αντί «να δοκιμάσει πάνω Του τα χέρια του δημιουργικά», μ' ένα «δικό του εφευρετικό πvεύμα»^ Δεν ξέρω πολλές περιπτώσεις ανθρώπων, που το τέλος τους —κ' εννοώ το φτάσιμο κάπου, την ολοκλήρωση μιας οποιασδήποτε πορείας— να είναι έτσι ακριβώς, όπως το είχαν προοιωνιστεί, ή και προετοιμάσει οι απαρχές τους, και που να μοιάζει τόσο πολύ μ' αυτό που θα μπορούσε να περιμένει κανείς σαν αποτέλεσμα μιας ορισμένης αιτίας — όπως, να πούμε, ένα αναμμένο τσιγάρο, πεταμένο στα ξερά βελονόφυλλα ενός πευκόδασου, το καλοκαίρι, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει την καταστροφή από πυρκαγιά του δάσους— σαν αυτή του Ρίλκε. Οι συνθήκες, που μέσα τους τοποθετούνται οι απαρχές του Ρίλκε, μοιάζουν απίστευτες, κάτι πιο πολύ: φτάνουν ως τα όρια του εφιαλτικά φανταστικού. Ο πατέρας του, ο Ιωσήφ Ρίλκε, προορισμένος κι από την ίδια του τη φύση για τη στρατιωτική σταδιοδρομία, αναγκάστηκε να παραιτηθεί, σ' ηλικία εικοσιεφτά χρονών μόλις, από το στρατό, πριν ακόμη ονομαστεί αξιωματικός, εξαιτίας μιας χρονίας πάθησης του λαιμού, κ' έγινε υπάλληλος —επόπτης— μιας βοημικής εταιρείας σιδηροδρόμων. Η διακοπή της σταδιοδρομίας του στο στρατό κ' η ελάχιστα ικανοποιητική βαθμολογικά πρόοδός του στην υπηρεσία σιδηροδρόμων, θα πρέπει να τον γέμισαν πίκρα, αλλοιώνοντας έτσι, ίσαμε ένα βαθμό, το χαρακτήρα του. Το 1873, παντρεύτηκε την κατά εικοσιτρία χρόνια νεότερή του Σοφία —της άρεσε να τη λεν Φία— Εντς, κόρη εμπόρου κι αυτοκρατορικού συμβούλου, αλσατικής καταγωγής κατά πάσα πιθανότητα, 1. «Briefe», Wiesbaden 1950. Τόμος 1. (Επιστολή προς Marlise Gerding, 14 Μαΐου 1911), σελ. 304.
204^
γεννημένη και μεγαλωμένη σ' ένα παλιό, με τεράστια δωμά τια, μέγαρο μπαρόκ, που βρισκόταν στην αριστοκρατική συνοικία της Πράγας, στην Χερρενγκάσσε. Ήταν μια κοπέλα κομψή, παράξενη, ονειροπαρμένη, επιπόλαιη, εγωκεντρική, μα και προικισμένη* με θέληση, αλλά χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση στους σκοπούς της — εκτός, ίσως, από μια και μόνη περίπτωση, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω* ευσεβής καθολική ως την υπερβολή και, συχνά, το θεατρινισμό^ αλλά και με άλλο τόσο έντονη κλίση προς την κοσμικότητα· ακόμη και με λογοτεχνικές φιλοδοξίες^ Τι ήταν αυτό που την έκαμε να δεχτεί έναν τέτοιο γάμο, που έμελλε να εκμηδενίσει όλες τις κοριτσίστικες ελπίδες της; Υποθέτω (κανείς από τους βιογράφους του ποιητή δεν πρόσεξε αυτό το σημείο ή, τουλάχιστον, δεν του έδωσε τη σημασία που έπρεπε), υποθέτω, λοιπόν, ότι, έχοντας αδιάκοπα στα χέρια της, μαζί με τη Βίβλο, φυσικά, και τον Gotha^ επίστευε, βοηθημένη, χωρίς άλλο, σ' αυτό, από τον ίδιο τον άντρα της και την οικογένειά του, πως οι Ρίλκε της Πράγας κατάγονταν πράγματι από τους παμπάλαιους ευγενέίς Rülke ή Rüliken της Καρινθίας ή Σαξονίας, κι ότι παίρ1. «Προσευχόταν, όπως άλλοι πίνουν καφέ», έγραφε ο ίδιος ο ποιητής στην Magda von Hattingberg (βλ. το βιβλίο της «Rilke und Benvenuta», αγγλ. μετάφρ., London 1949, σελ. 8). 2. Δημοσίευσε ποιήματα και, το 1900, ένα μικρό τόμο αφορισμούς, με τον τίτλο «Εφημερίδες», που και σήμερα μπορεί να τους βρει κανείς, στην επανέκδοσή τους από τον W. Schneditz (Graz, Kienreich Verlag, 1949). Μεταφέρω δυο, πολύ χαρακτηριστικούς, που υπογραμμίζουν αρκετά μερικά από τα καθέκαστα που εκθέτω εδώ: «Πολλές γαμήλιες τελετές είναι σαν την προσευχή πριν από τη μάχη». - «Είναι πολλοί που τους αρέσει ν' αναπαύονται στη σκια του γενεαλογικού δέντρου τους». (Σελ. 88). Κ' οι δυο αυτοί αφορισμοί, εκτός από τ' άλλα, μοιάζουν να είναι άμεσα αποκυήματα των συζυγικών σχέσεών της: στο βάθος και των δυο υπάρχει ο σύζυγος. 3. Το Who is who των Γερμανών ευγενών.
205^
νοντας τον πολύ μεγαλύτερο της βέβαια, αλλά και με το τόσο ωραίο κ' επιβλητικό στρατιωτικό παράστημα, Ιωσήφ Ρίλκε, θα είχε στα χέρια της το εισιτήριο εισόδου της στο λαχταρισμένο κόσμο της γερμανικής αριστοκρατίας. Το λάθος της, φυσικά, δε θ' άργησε να το ανακαλύψει. Η απογοήτευσή της, σε συνδυασμό με τη μέτρια οικονομική κατάσταση του σιδηροδρομικού υπαλλήλου, που δεν έφτανε καν για τη συντήρηση του μεγάρου της Χερρενγκάσσε, υπήρξε αποφασιστική για το συζυγικό της δεσμό. Ό σ ο για τον εαυτό της, δεν πιστεύω, όπως λέει ο Carl Sieber^ (ο σύζυγος της εγγονής της και γαμπρός του ποιητή), ότι άρχισε να ζει στα ονειροπολήματά της ό,τι δεν μπορούσε να είναι στην πραγματικότητα, ως προς αυτό το συγκεκριμένο σημείο, τουλάχιστον είχε πάρα πολλή θέληση, για να μείνει απλά παθητική· όλες της τις ενέργειες, στο εξής θα πρέπει να τις κατηύθυνε στην παραχάραξη της πραγματικότητας: οι περίφημες οικογενειακές παραδόσεις των Ρίλκε για την αριστοκρατική καταγωγή τους έπρεπε να συντηρηθούν πάση θυσία, βασισμένες, πολύ σοφά, πάνω στη μεσαιωνική κι αναγεννησιακή διπλογραφία και τριπλογραφία των κυρίων ονομάτων. Η προικισμένη με λογοτεχνικό ταλέντο Φία θα πρέπει να υπήρξε, επομένως, ο κύριος συντηρητής του μύθου περί το ευγενές της καταγωγής των Ρίλκε. Ο Sieber ήταν αυτός που, αργότερα, ύστερα από το θάνατο του ποιητή, κατέλυσε το μύθο: οι Ρίλκε της Πράγας κατάγονταν απλούστατα από μια εντελώς άσχετη με τους ευγενείς Rülke ή Rüliken της Καρινθίας ή Σαξονίας οικογένεια γνησίων Γερμανών χωρικών, εγκατεστημένης από χρόνια στη Βοημία. Στο μεταξύ, όμως, ο αδελφός του Ιωσήφ Ρίλκε είχε καταφέρει να υψωθεί ως την κληρονομική τάξη των ευγενών και να του δοθεί η αυτοκρατορική άδεια, από τη Βιέννη, να χρησιμοποιεί το περίφημο οικόσημο της οικογενείας: ο Γιαροσλάβ Ρίλκε, ιππότης φον Ρύλικεν, πρόεδρος αργότερα της Ενώσεως Συμβολαιογράφω^ν της Πράγας, ή1. «Rene Rilke. Die Jugend Rainer Maria Rilkes». Leipzig, 1932.
206
ταν ο μοναδικός δεσμός που υπήρχε ανάμεσα στις κενόδοξες επιθυμίες της Φιας και στην πενιχρότητα του κόσμου όπου ζούσε'. Η δυσαρμονία του ζεύγους είχε ήδη αρχίσει πριν από τη γέννηση του ποιητή —μόλο που πολύ χαϊδεύω την ιδέα (και θα εξηγήσω αμέσως πιο κάτω το λόγο), ότι άρχισε κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης της κυρίας Ρίλκε. Η οριστική ρήξη επήλθε το 1884— οπότε η Σοφία Ρίλκε έφυγε από την Πράγα, αλλάζοντας συχνά διαμονές, όταν δεν έμενε στη Βιέννη, που την προτιμούσε, για να βρίσκεται πιο κοντά στην αυτοκρατορική Αυλή. Πέθανε είκοσι πέντε χρόνια ύστερα από τον άντρα της, κ' έξι χρόνια ύστερα από το γιο της.
1. Else Buddeberg: «R.M.R. Eine innere Biographie». Stuttgart 1954, σελ. 2.
207^
Α ς ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΜΕ, όμως, αυτή την ψυχολογική ασυμφωνία των συζύγων Ρίλκε στον τομέα της Βιολογίας: Η συμφωνία του παράγοντα Ρέζους μεταξύ συζύγων έχει αναγνωριστεί σήμερα σαν ένο^ς από τους πιθανούς λόγους των ασθενειών του αίματος (της ερυθροβλάστωσης, πιο συγκεκριμένα), ακόμη και του θανάτου του παιδιού. Είναι γνωστό, πως το παιδί κληρονομεί πάντα τον παράγοντα Ρέζους του πατέρα, κι αν είναι θετικός, η μητέρα με τον αρνητικό παράγοντα φέρει μέσα της ένα παιδί με θετικό παράγοντα. Το αίμα της μητέρας αρχίζει, τότε, ν' αναπτύσσει αντισώματα, για να καταστρέψει τους ανταγωνιστικούς παράγοντες των ερυθρών αιμοσφαιρίων του παιδιού —πράγμα που συμβαίνει κατά τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης— αποτέλεσμα: η ερυθροβλάστωση ή ακόμη κι ο θάνατος του παιδιού πριν ή μετά τη γέννηση. Υπάρχει ένας ανάλογος παράγων Ρέζους και στην περιοχή της Ψυχολογίας; Το γεγονός είναι, πως από τον αταίριαστο τούτο γάμο, τη νύχτα της 3ης προς την 4η Δεκεμβρίου 1875, είδε το φως, στην Πράγα, ένα αγόρι, ο ποιητής, χωρίς να περιμένει την πλήρη του εμβρυακή ωρίμανση στο μητρικό κόλπο —επταμηνίτικο, δηλαδή— σαν να ήταν ένας απόβλητος, ή σαν να βιάστηκε ν' απομακρυνθεί όσο γινόταν πιο γρήγορα από τον εχθρικό μητρικό κόλπο, προτιμώντας να βγει λειψός (: ασθενικός, αδύναμος) σ' έναν αφιλόξενο κόσμο, σε μια παγιδεύουσα, ανειλικρινή ζωή (αργότερα, στον αυτοβιογραφικό «Έβαλντ Τράγκυ», νιώθοντας «τρομαγμένος, αβοήθητος, ανίκανος», θ' αναρωτηθεί: «Μήπως του έλειπε, αλήθεια, κάτι απαραίτητο για τη ζωή, ένα σπουδαίο 208^
όργανο, να πούμε, που δίχως του δεν μπορεί να πάει κανείς μπροστά;» και σάμπως με την τέτοια του γέννηση να υπογράμμιζε αυτή τούτη την αποτυχία του συζυγικού δεσμού των γονέων του. Τον βάφτισαν, σύμφωνα με το καθολικό δόγμα, Ρενέ Καρλ Βίλελμ Γιόχαν Γιόζεφ Μαρία — ένα όνομα εμπνευσμένο από τις αριστοκρατικές τάσεις των γονέων του. Και το παιδί αυτό, κατά τα πρώτα εννιά χρόνια του, τα μοναδικά που είχε πατέρα και μητέρα, τα έζησε κυριολεκτικώς τραγελαφικά, κάτω από την απόλυτη εξουσία της μητέρας του προπαντός. Μια δεσποτεία που τον υποχρέωνε να παρουσιάζεται ως κορίτσι' (το ζεύγος είχε αποχτήσει, πραγματικά πριν από τον ποιητή, ένα κοριτσάκι που πέθανε πολύ μικρό): με μπούκλες, κοριτσίστικα φορεματάκια κ' υποκλίσεις και να μιλά γαλλικά, με τη μάνα του και τους επισκέπτες της, τουλάχιστον, απαγορεύοντάς του, ταυτό1. «Μας ήρθε στο νου, πως υπήρξε καιρός, που η μαμά επιθυμούσε να 'μουν ένα κοριτσάκι, κι όχι αυτό το αγόρι που ήμουν τώρα. Αυτό το είχα μαντέψει κάπως, και μου ήρθε η ιδέα, να χτυπήσω κάποτε τ' απόγευμα την πόρτα της μαμάς. Κι όταν τότε ρωτούσε ποιος ήταν, ήμουν ευτυχής να φωνάξω απέξω, «η Σοφία», κάνοντας τη μικρή φωνή μου τόσο λεπτή, που με γαργαλούσε στο λάρυγγα. Κι όταν ύστερα έμπαινα μέσα (με το μικρό, κοριτσίστικο σπιτικό φόρεμα, που φορούσα οπωσδήποτε με τα μανίκια αναδιπλωμένα ολότελα), ήμουν απλώς η Σοφία, η μικρή Σοφία της μαμάς που φρόντιζε το σπίτι, κ' έπλεκε μια πλεξούδα της μαμάς, για να γίνεται σύγχυση με τον κακό Μάλτε, αν ποτέ ξαναρχό-^ν. Τούτο βέβαια δεν ήταν επιθυμητό* τόσο στη μαμά όσο κρΗΤστη Σοφία ήταν ευχάριστο να είναι μακριά τους, και οι συνομιλίες τους (που η Σοφία τις συνέχιζε με την ίδια ψιλή φωνή) απαρτίζονταν τις πιο πολλές φορές με το ν' απαριθμούν τις αταξίες του Μάλτε και να διατυπώνουν παράπονα εναντίον του...» («Malte Laurids Drigge», σελ. 800, τόμος VI, της εξάτομης έκδοσης των Απάντων, Wiesbaden 1955, σελ. 74 της ελληνικής μετάφρασης του Δ. Κ. Μπέσκου, Αθήναι, 1965).
209^
χρονα, τη συντροφιά με άλλα παιδιά. Αλλ' η τόσο επικίνδυνη τούτη μοναξιά —που τον έκαμε ανίκανο, απροετοίμαστος καθώς ήταν, για μια επαφή με τους ανθρώπους— δεν ήταν, σίγουρα, η χειρότερη που γνώρισε ο ποιητής. Αντίθετα, ο πατέρας του, βλέποντας σ' αυτόν το μελλοντικό αξιωματικό που δεν μπόρεσε να γίνει ο ίδιος, προσπαθούσε να του δώσει μια σπαρτιατική ανατροφή: το τόσο εύθραυστο παιδί υποχρεωνόταν να κοιμάται χειμώνα-καλοκαίρι με μια ελαφριά κουβέρτα και χωρίς προσκέφαλο, και να γυμνάζεται σαν στρατιώτης* τα δώρα που γνώρισε ήταν αλτήρες, μολυβένιοι στρατιώτες και μια πλήρης στρατιωτική στολή από πατέρα και θείο, και, φυσικά, κούκλες, από τη μεριά της μητέρας του. Αλλ' ήρθε ο τελειωτικός χωρισμός των συζύγων, και το αγόρι βρέθηκε κάτω από την αποκλειστική κηδεμονία του πατέρα, για να σταλεί, σε ηλικία έντεκα χρονών, στη στρατιωτική σχολή του Σαιντ-Παίλτεν'. Το πράγμα αγγίζει τα όρια του εφιαλτικού, αν δεν ήταν το ίδιο αυτό ένας εφιάλτης. Ύστερ' από τριάντα πέντε, κοντά, χρόνια, ο στρατηγός von Sedlakowitz, που είχε κάμει κείνη την εποχή καθηγητής στο Σαιντ-Παίλτεν, έγραψε στον ποιητή, ρωτώντας τον αν είναι αυτός, πράγματι, ο αλλοτινός μαθητής του στη στρατιωτική σχολή. Κι ανάμεσα σε κάμποσα άλλα, που μαρτυρούσαν το αδιέξοδο του επιστολογράφου που δεν ήθελε ν' ανοιχτεί, ο ποιητής έγραφε, στο απαντητικό γράμμα του\ και τούτα δω: «Μια φωνή που αναφέρεται (κ' είναι η μοναδική τέτοιου είδους που δοκίμασε ποτέ να φτάσει ως σε μένα) σ' εκείνα τα μακρινότατα χρόνια, έπρεπε πρώταπρώτα —συγχωρήστε την αμεσότητα της έκφρασής μου— να μου φανεί απίστευτη. Πιστεύω, πως δε θα είχα μπορέσει να πραγματοποιήσω τη ζωή μου, αυτό που μπορώ, για καλή μου τύχη, να ονομάζω «ζωή μου», αν δεν είχα αρνηθεί και 1. Πριν, μόλις είχε κλείσει τα πέντε χρόνια του, είχε σταλεί στο νηπιαγωγείο του μοναστηριού των Πιαριστών. 2. «Briefe» Wiesbaden 1950, II τόμος, σελ. 200-201 και 204.
210^
παραγκωνίσει, επί δεκαετίες ολόκληρες, κάθε ανάμνηση των πέντε ετών της στρατιωτικής μου εκπαίδευσης* ναι, και τι δεν έκαμα γι' αυτόν τον παραγκωνισμό! Ήταν καιροί, που κ' η παραμικρότερη επίδραση αυτού του αποκρουσμένου παρελθόντος θα κατάστρεφε την καινούργια γόνιμη και ιδιαίτερα δική μου συνείδηση, για την οποία αγωνιζόμουν (...) Αν βρίσκετε, στρατηγέ μου, υπερβολική την πίκρα, που δίχως της μου είναι αδύνατο, ως σήμερα ακόμη, και μόνο ν' απαριθμήσω εκείνα τα περιστατικά της πρώτης μου νεότητας, τότε, πολύ σας παρακαλώ, σκεφτείτε για μια μικρή στιγμή μόνο, ό,τι κείνον κει τον καιρό, βγαίνοντας από την Ανωτάτη Στρατιωτική Σχολή', βρέθηκα σ' ηλικία δεκάξι χρονών, μπροστά στα τεράστια καθήκοντα της ζωής μου, σαν ένα πλάσμα εξαντλημένο, καταχpασJίlένο σωματικά και πνευματικά, καθυστερημένος, αποστερημένος από το αγνότερο μέρος της δύναμής μου και, συνάμα, από κείνη την, αδύνατο να ξανακερδηθεί ποτέ πια, προετοιμασία, που θα μου είχαν οικοδομήσει αγνά σκαλοπάτια, για ένα ανέβασμα, που έπρεπε πια να το επιχειρήσω, αδύναμος και βλαμμένος, σκαρφαλώνοντας πάνω στα πιο απότομα τείχη του μέλλοντός μου. (...) Αν δεν παραγκώνισα πέρα για πέρα αυτό το παρελθόν μου στη στρατιωτική σχολή, του έδωσα οπωσδήποτε μια θέση, χοντρικά και γενικά, κάπου πίσω μου. Για μιαν ανάλυση και προπαντός για μια επεξεργασία των λεπτομερειών του πράγματος, οι δυνάμεις μου, απασχολημένες μ' άλλα πράγματα και με το μέλλον μου, δε θα επαρκούσαν ποτέ...» Μια πρώτη εξομολόγηση έχουμε, πάντως, στον «Έβαλντ Τράγκυ», όπως θα προσέξατε: «Πάντα ήμουν εντελώς μόνος. Έφυγα δέκα χρονών από το σπίτι και κλείστηκα σε μια στρατιωτική σχολή, ανάμεσα σε πεντακόσιους συμμαθητές —κ' εν τούτοις... Ήμουν πολύ δυστυχής εκεί— πέντε χρόνια. Κ' ύ1. Μετά τη στρατιωτική σχολή του Σαιντ-Παίλτεν, που μ' επιτυχία την τέλειωσε, ο Ρενέ Ρίλκε έκαμε άλλο ένα χρόνο (1890-1891) στην Ανωτάτη Στρατιωτική Σχολή του Mährisch-Weisskirchen.
211^
στερα μ' έκλεισαν πάλι σε μιαν άλλη σχολή, κ' ύστερα σε μιαν άλλη, και πάει λέοντας. Πάντα ήμουν μόνος, ξέρετε...». Επανειλημμένα εξέφρασε, κατά καιρούς, σε φίλους του, την πρόθεσή του να γράψει το «στρατιωτικό μυθιστόρημά» του, όπως τ' ονόμασε στη Lou Andreas - Salome, να διηγηθεί τη φοβερή πείρα του από τη ζωή του στις στρατιωτικές σχολές, για να μπορέσει να λυτρωθεί από την ανάμνησή τους. Δεν το έκαμε — έμεινε πάντα με την εντύπωση, ότι όλο αυτό το πεντάχρονο διάστημα ήταν σαν να 'χε το κεφάλι του μέσα στο νερό: «κανείς δεν έμεινε ποτέ τόσο πολύ με το κεφάλι κάτω από την επιφάνεια του νερού», έγραφε τον Φεβρουάριο του 1914 στην Magda von Hattingberg — τη γνωστή, στη ριλκική φιλολογία, ως Μπενβενούτα. Σε γράμμα του (2 Δεκεμβρίου 1915), εξάλλου, προς την πριγκίπισσα Maria von Tour und Taxis, θα πει ότι η στρατιωτική εκπαίδευσή του ήταν γι' αυτόν «το αλφαβητάρι του τρόμου». Αλλ' ήταν πράγματι τόσο τρομερή η ζωή στο ΣαιντΠαίλτεν και στο Μαίρις-Βαϊσκίρχεν; Αντικειμενικά μοιάζει να μην ήταν, αφού επιτρεπόταν στους μαθητές να διαβάζουν, κατά τις συγκεντρώσεις τους, όχι μόνο στίχους, αλλά τους στίχους τους. Διασώθηκαν, άλλωστε, κάμποσα από τα λογοτεχνικά πρωτόλεια του Ρίλκε αυτής της περιόδου. Το πράγμα αλλάζει, εν τούτοις, κοιταγμένο υποκειμενικά, από τη μεριά του ποιητή: η σωματική του κατάσταση ήταν απλούστατα αντιστρατιωτική, ενώ η πειθαρχία, οι όροι γενικότερα και στις δυο Σχολές ήταν αυστηροί και σπαρτιατικοί\ Ο ηθικός πόνος είναι οπωσδήποτε ακόμη δριμύτερος: σ' ένα γράμμα του, της 4ης Δεκεμβρίου 1894, προς την πρώτη φίλη του, τη Βάλλη, τη Valerie von David - Rhonfeld, μιλά για τη φρίκη του, αναφορικά με τις άγριες βαναυσότητες που γίνονταν μέσα «στα άγια των αγίων της ψυχής ενός παιδιού». Η έκφραση είναι χαρακτηριστική για τη θρησκευτική στάση του εφήβου. Στο ίδιο γράμμα διηγεί1. Carl Sieber: «Rene Rilke», ό. π. σελ. 86.
212
ται: «Έκαμα περηφάνια μου το να υπομένω τα μαρτύρια μου. Πίστευα, με την παιδιάστικη σκέψη μου, πως με την υπομονή μου θα βρίσκομαι πιο κοντά στις αρετές του Ιησού Χριστού, κι όταν, μια μέρα, δέχτηκα ένα δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο, σε σημείο που τα γόνατά μου λύγισαν, είπα σ' αυτόν που μ' είχε χτυπήσει άδικα, κι ακόμη αντηχούν τα λόγια μου στ' αυτιά μου, με ήρεμη φωνή: Το υπομένω, γιατί ο Χριστός το υπόμεινε, χωρίς λέξη, χωρίς παράπονο, κ' ενώ με χτυπούσες παρακαλούσα το Θεό μου να σε συγχωρέσει μέσα στην αγαθότητά του». Το πράγμα μοιάζει απίστευτο, μα είναι αληθινό: στα γράμματά του εκείνης της εποχής δεν κατηγορεί κανέναν και τίποτα, απλά μόνο αποδίδει τα βάσανά του στη σωματική του αδυναμία. «Τα παράπονα είναι σχετικώς σπάνια κι αναφέρονται μονάχα στη φιλασθένειά του», τονίζει κι ο Sieber^ Ό λ ο αυτό το διάστημα, η μητέρα του, από διαίσθηση το πιο πολύ, ένιωθε όλο το άδικο που έκαναν στο γιο της — ένα αίσθημα που δεν πρέπει, οπωσδήποτε, να το αποδώσουμε ναι και καλά στην αντίδρασή της προς κάθε απόφαση του συζύγου της: αλλά τα γράμματά της προς το γιο της περνούσαν από την αυστηρή λογοκρισία των Ιωσήφ και Γιάροσλαβ Ρίλκε. Ό σ ο για τον ίδιο το Χριστό, δεν άργησε να τον αποστραφεί ο κατοπινός ποιητής. Για την ώρα, οπωσδήποτε, και για κάμποσα χρόνια ακόμη, το όνειρο κι ο Θεός θα γίνουν τα καταφύγιά του, όπως συμβαίνει πάντα με τους αδύναμους, μέσα σ' έναν εχθρικό κόσμο.
1. Ο. π. σελ. 97.
213^
Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ εκπαίδευση του είχε αφαιρέσει πέντε ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του — τα πιο αποφασιστικά για ένα παιδί. Ό χ ι μόνο δεν του έδωσε τη στοιχειώδη παιδεία, που θα τον προετοίμαζε για τη ζωή, παρά του πήρε, όπως άλλωστε τονίζει κι ο ίδιος στα γράμματά του προς το στρατηγό φον Σεντλάκοβιτς, και τις αναγκαίες δυνάμεις για να ζήσει αυτή τη ζωή. Τα πέντε χρόνια αυτά έπρεπε να ξανακερδηθούν. Έτσι, όταν ο πατέρας του, βλέποντας την κλονισμένη υγεία του γιου του, τον πήρε επιτέλους από την Ανωτάτη Στρατιωτική Σχολή, ο νεαρός Ρενέ άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Εμπορική Ακαδημία του Λιντς, για να τα παρατήσει κι αυτά, ακατάλληλος καθώς ήταν και για το εμπόριο, και να επιστρέψει στην Πράγα το Σεπτέμβριο του 1892, όπου ο θείος Γιάροσλαβ είχε καταστρώσει ένα σχέδιο σπουδών του για να κερδηθεί ό,τι ήταν δυνατό από το χρόνο που χάθηκε. Ο Ρενέ έπρεπε να πέσει με τα μούτρα στη μελέτη, προετοιμαζόμενος, κατ' οίκον, επί της γυμνασιακής ύλης, από καθηγητές, με σκοπό να σπουδάσει, αργότερα, νομικά. Δεν είναι άσκοπο, να διευκρινισθεί εδώ το ενδιαφέρον του θείου: ύστερα από το θάνατο των γιων του, στον ανιψιό του έβλεπε τον τελευταίο των Ρίλκε, κ' ήθελε να τον κάμει συμβολαιογράφο, για να του αφήσει, με τον καιρό, την αφοσιωμένη πελατεία του. Στο μεταξύ του είχε κόψει ένα αξιοπρεπές μηνιαίο εισόδημα, για τα έξοδά του. Πράγματι, τον Ιούλιο του 1895 ο Ρενέ πέρασε με μεγάλη επιτυχία τις γυμνασιακές ξέτάσεις του, κι άρχισε να φοιτά στο Πανεπιστήμιο της Πράγας, στη Φιλολογία αρχικά, στη Νομική τελικά. 214^
Τα χρόνια αυτά, του Λιντς και της Πράγας, υπήρξαν, χωρίς άλλο, από τα πιο φωτεινά στη ζωή του ποιητή — και κάθε άλλο παρ' αφιερωμένα, αποκλειστικά και μόνο, στην επιστήμη. Είναι χρόνια ρεμπελιού και ξεγνοιασιάς, η εποχή που υπογράφει τα γράμματά του ως Ρενέ Μαρία Καίσαρ Ρίλκε και που σκανδαλίζει τη θεία Αουγκούστε (πίσω απ αυτό το όνομα να βρίσκεται, άραγε, η θεία Γαβριέλλα, η αδελφή του πατέρα του, που μένει στο σπίτι της, καθώς η μητέρα του βρίσκεται στη Βιέννη;) λέγοντάς της: «Όλα είναι, πράγματι, όμορφα και καλά* ξέρω πως υπάρχουν νόμοι κ' έθιμα, κ' οι άνθρωποι, λίγο ως πολύ, φροντίζουν να κρατούνται μέσα σ' αυτά. Δεν πρέπει, όμως, να με λογαριάζεις ανάμεσα σ' αυτούς τους αξιότιμους πολίτες, αγαπητή θεία. Εγώ ' μαι ο νομοθέτης κι ο βασιλιάς του εαυτού μου, πάνω μου δεν υπάρχει κανείς, μήτε και ο Θεός...»' Είναι η εποχή κάποιων κοινωνικών αναζητήσεων ίσως, μπλεγμένος καθώς ήταν μέσα στο ανήσυχο τσεχικό περιβάλλον του, η εποχή της γνωριμίας του με τη ζωή και τον έρωτα* είναι,, προπαντός, χρόνια δοσμένα με πάθος στη λογοτεχνία, όπου θέλει να παίξει το ρόλο του, να διακριθεί, να κάμει όνομα. Ο έρωτας κ' η πρώτη εμφάνιση του Ρενέ Ρίλκε στη λογοτεχνία, πέρα από τις δημοσιεύσεις σε περιοδικά κ' ημερολόγια, είναι αλληλένδετα. Πραγματικά, τον Ιανουάριο του 1893 γνωρίζει τη Valerie von David - Rhonfeld — τη Vally, Kl αυτή εγκαινιάζει τη μακρά σειρά των γυναικών που μπήκαν στη ζωή του Ρίλκε. Η σημασία αυτού του ερωτικού δεσμού συζητήθηκε αρκετά κι άλλο τόσο αμφισβητήθηκε — το πιο πολύ από τον Sieber. Μεταγενέστερα στοιχεία που ήρθαν στο φως και κυρίως τα γράμματά του προς αυτή (περισσότερα από εκατό...) τοποθέτησαν το ζήτημα μέσα στις αληθινές διαστάσεις του. Έτσι, τον έρωτα αυτόν, όπως άλλωστε και το λογοτεχνικό έργο του εκείνης της εποχής, θα πρέπει να τον δούμε ως έναν πρωτόλειον έρωτα 1. Βλ. «Έβαλντ Τράγκυ».
215^
— αλλ' οπωσδήποτε έρωτα: «Όλόκληρη η ζωή μου μου φαίνεται ένας δρόμος που οδηγεί σ' εσένα, μια μακρά πορεία χωρίς φώτα, που στο τέλος της θα 'χω την ανταμοιβή μου: το να προσπαθώ για σένα και να σε ξέρω ολόκληρη δική μου σ' ένα κοντινό μέλλον», της λέει σ' ένα γράμμα του (της 4ης Δεκεμβρίου 1894), επ ευκαιρία των γενεθλίων του. Ήταν αλσατικής καταγωγής, ένας αδελφός του πατέρα της, ο βαρόνος φον Νταβίντ-Ρόνφελντ έκαμε Κυβερνήτης της Δαλματίας κι ο Τσέχος ποιητής Julius Zeyer ήταν θείος της. Όμορφη και ρομαντική, καλΰεργημένη, διανοούμενη και με καλλιτεχνικές διαθέσεις κ' η ίδια (έγραφε και ζωγράφιζε), μπορούσε ν' ασκεί κάποια επίδραση στον κατά ένα χρόνο νεαρότερό της Ρενέ και ν' αποτελεί, χωρίς άλλο, γι' αυτόν, ένα είδος διεγερτικού': «Με δυνάμωσες, με γιάτρεψες, με παρηγόρησες, μου έδωσες ζωή, ύπαρξη, ελπίδα, μέλλον», της γράφει στο ίδιο γράμμα — λόγια που, χωρίς άλλο, δεν έχουν τίποτα κοινό μ' όσα υπαγορεύει ο επιπόλαιος δεσμός που είδε στη σχέση αυτή ο Sieber, λόγια που δε λέγονται χωρίς εσωτερική ανάλωση. Και δεν τον βοήθησε μόνο ηθικά —με δικά της έξοδα τυπώθηκε και το πρώτο βιβλίο του Ρενέ Ρίλκε, «Ζωή και Τραγούδια»— αφιερωμένο σ' αυτή, άλλωστε. Ήταν τόσο σίγουρος για τον έρωτά του, που την ονομάζει μνηστή του και, μάλιστα, καταστρώνει ένα πλάνο της κοινής τους ζωής ως το 1900. Τα πράγματα, όμως, ήρθαν αλλιώς: κατά τις διακοπές του 1895, ερωτεύεται μιαν άλλη κοπέλα —περαστικά, βέβαια, αλλ' αρκετά, ώστε να χωρίσει από τη Βάλλη, αφού την ευχαρίστησε πρώτα για ό,τι του είχε δώσει— και δεν ήταν λίγα, για το νεαρότατο Ρίλκε. Αργότερα, ηλικιωμένη πια, έχοντας ανάγκη από χρήματα, η Βαλερί φον Νταβίντ-Ρόνφελντ θα πουλήσει τα πολύτιμα νιάτα της: τα γράμματα και τ' αναμνηστικά του Ρενέ Ρίλκε. Κάτι πιο πολύ: θα είναι γεμάτη μετάνοια που πλήρωσε τον έρωτά της Χ«το πάθος της», γράφει ο Angelloz) για τον Ρενέ, με την ευτυχία της 1. J.-P. Angelloz: «Rilke», Paris 1952, σελ. 31. 216
ζωής της, καθώς θα της έχει δημιουργηθεί η εντύπωση, πως είχε θυσιαστεί για να τον σώσει: Στην αρχή, έλεγε, είχε τρομάξει από την ασκήμια του, μα ύστερα ένιωσε λύπηση για το νεαρό, καθώς δεν ενδιαφερόταν κανένας γι' αυτόν τον ενθάρρυνε, λοιπόν, στις λογοτεχνικές ασχολίες του, γι' αυτό κι αποτραβήχτηκε από την κοινωνία... Ναι, όλ' αυτά μπορεί να 'ναι κι αλήθεια (από μιαν αλήθεια ξεκινούν, άλλωστε), μα πως αποτραβήχτηκε από την κοινωνία για χάρη του Ρενέ, και μάλιστα στην ηλικία που βρίσκονταν κ' οι δυο τους, δεν μπορεί να 'ναι αλήθεια. Η μεγάλη χρονική απόσταση και το μεγάλο όνομα του ποιητή είχαν παίξει απλούστατα το μεγεθυντικό ρόλο τους στη φαντασία της γηραιάς κυρίας...
217^
Γ ι α το πρώτο βιβλίο του Ρενέ Ρίλκε «Ζωή και Τραγούδια» (Leben und Lieder, 1894), που φέρει τον υπότιτλο «Εικόνες και φύλλα ημερολογίου», δε θα 'χε να πει κανείς πολλά πράγματα: δεν ήταν άλλο τι από τα πρωτόλεια ενός αισθηματικότατου νεαρού, που δε μαρτυρούσαν κανένα ταλέντο κι ακόμη λιγότερο την αγωνία μιας προσωπικότητας να εκφραστεί. Αντίθετα, το αμέσως επόμενο, που είδε το φως το Δεκέμβριο του 1895, η «Προσφορά στους Λάρητες» («Larenopfer») παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον — και ποιητικό, οπωσδήποτε, αλλά, περισσότερο ακόμη, ψυχολογικό: φωτίζει τις σχέσεις του ποιητή με τη γενέτειρά του Πράγα — σχέσεις που πολύ,επίσης, συζητήθηκαν: αισθηματικές αναφορές στο νεορομαντικό ύφος της εποχής, αν δεν ήταν κιόλας ένα πρώτο μήνυμα του εξπρεσιονισμού, που δε θ' αργούσε να κάμει την εμφάνισή του στη Γερμανία, νατουραλιστικές εξεικονίσεις πραγμάτων κ' ενδεών ανθρώπων από το βοημικό περίγυρό του, ένας ολόκληρος κύκλος ποιημάτων στον τύπο της ä la Liliencron μπαλλάντας πάνω στον Τριακονταετή Πόλεμο (προσφιλές θέμα του, που τον είχε απασχολήσει και σε παλαιότερο κείμενό του — το χειρόγραφο, από 81 σελίδες, βρίσκεται σήμερα στα αρχεία της Βαϊμάρης) και προπαντός, μια σειρά «περιγραφικά» ποιήματα με εικόνες και τοπία της Βοημίας, που πολύ συχνά κατορθώνουν να ζωντανέψουν τους δρόμους, τα σπίτια, τις εκκλησίες και τα γεφύρια της παλιάς Πράγας, εμπρεσιονιστικά λυρικά στιγμιότυπα της ψυχικής του διάθεσης μπροστά στη βοημική πατρίδα και στους ανθρώπους 218^
της. Κ' οι αναφορές του στη Βοημία δεν περιορίζονται μόνο σ' ό,τι αφορούσε στην τοπιογραφία της ή στο αίσθημά του, παρά και στην ιστορία της (στους ήρωες της, όπως ο αυτοκράτορας Ροδόλφος κι ο Ιωάννης Χους, στους συγγραφείς της, όπως ο δραματικός ποιητής Kajetan Tyi ή κ' οι σύγχρονοι του νεαρού ποιητή Julius Zeyer και Jaroslav Vrchlisky, στους σοφούς της, όπως ο Rabbi Low) και στα λαϊκά κινήματα, που περί τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν ν' αποχτούν μεγάλη πολιτική σημασία. Στα ποιήματα αυτά «παρουσιάζεται γι' άλλη μια φορά η τσεχογερμανική συμβίωση κάτω από το φως μιας ευτυχισμένης συμπάθειας». Νομίζω, ότι, στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταματήσουμε λίγο πάνω στο ζήτημα των σχέσεων του Ρίλκε με τη γενέτειρά του — κατά πόσον, ή όχι επηρεάστηκε σταθερά, ή όχι, από το βοημικό χώρο και τον τσεχισμό'. Γενικά, αρκεί να σκεφτεί κανείς, πως στην Πράγα γεννήθηκαν, ταυτόχρονα σχεδόν, τρεις από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Γερμανικής Λογοτεχνίας (Rilke, Werfel, Kafka — για να μην επεκταθώ στους von Mayrink, Kornfeld, Ernst Weiss κ.ά.) και το ζήτημα παύει αυτόματα να υπάρχει από τη βάση του: το κλίμα αποδείχνεται πέρα για πέρα πρόσφορο στην καλλιτεχνική δημιουργία. Αλλά κ' ειδικά: η «Προσφορά στους Λάρητες» και σειρά ολόκληρη διηγημάτων του (γραμμένων την εποχή αυτή και στην αμέσως επόμενη περίοδο, ως το 1900) αποδείχνουν πως ο Ρίλκε, για ολόκληρο τουλάχιστον το διάστημα της βοημικής διαμονής του και για όσο διάστημα ακόμη θα τον ενοικεί, επηρεάζοντάς τον, η βοημική πείρα του, όχι μόνο δεν έμεινε αδιάφορος από τον τσεχισμό, αφού μάλιστα ασχολήθηκε μαζί του, τον αγάπησε και τον ύμνησε παρά κ' επηρεάστηκε απ' αυτόν: ο Vaclav Cerny, στο βιβλίο του που αναφέραμε, δίδει την απάντησή του στο ζήτημα αυτό, ερευνώντας μέσα στη 1. Στο πρόβλημα αυτό ακριβώς αναφέρεται, σε σχετικώς πρόσφατο βιβλίο του, ο Τσέχος καθηγητής Vaclav Cerny, - γερμ. μετάφρ.: «R.M.R., Prag, Böhmen und die Tschechen», Prag. 1967.
219^
ζωή και στο έργο του Ρενέ Ρίλκε, καθώς και στις γνωριμίες του με την Τσεχική Λογοτεχνία: τον Julius Zeyer και τα λαϊκά τραγούδια και παραμύθια το πιο πολύ. Ζητά, κατ' αρχή, να βρει την αλήθεια ανάμεσα στον Sieber, που ισχυρίστηκε πως ο Ρίλκε δεν ήξερε λέξη τσεχική (βέβαια, η αλήθεια είναι, πως η μητέρα του του απαγόρευε να μιλά τσεχικά — μα δεν απαγορεύει κανείς κάτι παρά μόνο όταν το κάτι αυτό συμβαίνει) και στον Τσέχο συμβολιστή Jiri Karasek ze Lvovic, που ισχυρίστηκε ότι ο Ρίλκε μιλούσε άνετα τσεχικά, κι απόδειξε, πως ο ποιητής, στην «Προσφορά στους Λάρητες» δε χρησιμοποίησε απλά τσεχικές και σλοβακικές λέξεις, παρά και πως ήξερε να διακρίνει ακριβώς τα διάφορα γλωσσικά ιδιώματα του τόπου, αντλώντας, μάλιστα, πολλές ρίμες από τα ιδιώματα αυτά. Ο Cerny, παρ' όλ' αυτά, δε δίδει ιδιαίτερη σημασία στις γνώσεις της τσεχικής του ποιητή — γιατί δεν αποκλείει ως γεγονός την περίπτωση, η Βαλερί φον Νταβίντ-Ρόνφελντ, ανιψιά του Zeyer, όπως είπαμε, να μετέφρασε στο νεαρό φίλο της τους «Τρεις θρύλους για τον Εσταυρωμένο» του θείου της, που απηχήσεις τους συναντούμε στο βοημικό έργο του ποιητή. Την προσοχή του τη στρέφει στο ίδιο το έργο του Ρίλκε, και στις «Δυο ιστορίες της Πράγας» του ανακαλύπτει τσεχικούς και σλοβακικούς θρύλους. Καταλήγοντας ο Τσέχος καθηγητής λέει: η Βοημία δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά «χρήσιμη συνείδηση πατρίδας» στον Ρίλκε, κι αμέσως, και μ' όλο του το δίκιο, ρωτά, αν μια τέτοια συνείδηση μπόρεσε να του τη δώσει καμιά άλλη χώρα, μηδέ της Γερμανίας εξαιρουμένης, μα πως τον βοήθησε στη δημιουργία ενός «αυτόνομου πνευματικού κόσμου», που «αψηφούσε τη συμφωνία με την αντικειμενική πραγματικότητα, που πάντα του άφηνε να τη νικούν (ή να τη σκεπάζουν με πέπλα) ο συμβολισμός και τ' όνειρο». Τελειώνοντας, θα έλεγα κάτι πιο πολύ: ακριβώς επειδή η Βοημία δεν μπόρ,εσε να του προσφέρει καμιά «χρήσιμη συνείδηση πατρίδας», τον βοήθησε να διοψιορφώσει τη μόνη χρήσιμη συνείδηση που είχε σ' ολόκληρη τη ζωή του: της ανεστιότητάς του. Συνεί220^
δηση οδυνηρή, που τα αίτια της απλώνονται σε κάθε είδους ανεστιότητα: από τον κόλπο της μάνας ως την πατρίδα του αίματος και των ιδεών. Το λαϊκό τσεχικό τραγούδι "Kde domov muj" (: «Πού είναι το σπίτι μου;»), που το αναφέρει στο «Βασιλιά Μπόχους», υπήρξε κάτι πολύ βαθύτερο από μια γνώση γι' αυτόν: ένα βίωμα. Λίγα ακόμη απ' όσα ανήκουν στην ποίηση της «Προσφοράς στους Λάρητες»: στα ποιήματα αυτά υπάρχει ευσυγκινησία, ευαισθησία, ναι, αλλά μιας ψυχής που παρατηρεί αποκλειστικά και μόνο το Έξω, ποτέ το Μέσα της, τον εαυτό της. Αν τα μάτια του ποιητή, ακόμη κι αυτά της ψυχής τbυ, είναι «ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα», για να συλλάβει, για να δεχτεί την εντύπωση — απουσιάζει εν τούτοις το προσωπικό, το Εγώ, από τον καθρέφτη του Έξω, του κόσμου. Τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής είναι, χωρίς άλλο, αυτά όπου κυριαρχεί η διάθεση της ψυχής, αυτά όπου η εντύπωση εξαναγκάζει το αίσθημα να εκφραστεί, αυτά όπου το αίσθημα μπορεί ν' ανταποκριθεί στην εντύπωση. Πολύ κατώτερο από την «Προσφορά στους Λάρητες» είναι το τετράδιο των «Αγριοράδικων» («Wegwarten», 2 Ιανουαρίου 1896), που φέρει τον υπότιτλο «Τραγούδια χαρισμένα στο λαό». Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει περιορίζεται κυρίως στον πρόλογο του, όπου μας αποκαλύπτεται κάτι σαν πίστη στην κοινωνική αποστολή του ποιητή: «Μια λέξη μόνο: Τα έργα σας τα δίνετε σε φτηνές εκδόσεις, ευκολύνοντας έτσι την αγορά τους μόνο από τους πλούσιους· δε βοηθάτε τους φτωχούς. Για τους φτωχούς όλα είναι ακριβά. Ακόμη κι αν δεν πρόκειται παρά για δυο δεκάρες μονάχα, όταν μπαίνει στη μέση το ερώτημα: βιβλίο ή ψωμί, το ψωμί θα διαλέξουν θα τους κρατήσετε κακία γι' αυτό; Λοιπόν, αν θέλετε να δώσετε σ' όλους, δώσετε. Ο Παράκελσος διηγείται κάπου, πως μια φορά κάθε αιώνα, το αγριοράδικο γίνεται ένα ζωντανό πλάσμα: στα τραγούδια αυτά, ο θρύλος θα γίνει εύκολα πραγματικότητα* μπορεί και να ξυπνήσουν σε μια πιο υψηλή ζωή μέσα 221^
στην ψυχή του λαού. Φτωχός είμαι κ' εγώ, μα τούτη η ελπίδα με κάνει πλούσιο. Τα «Αγριοράδικα» θα βγαίνουν μιαδυο φορές το χρόνο. Συνάζετέ τα και μακάρι να 'ναι μια χαρά για σας!» Στα ποιήματα αυτά, εν τούτοις, είναι φανερές η μεγάλη στιχουργική δεξιοτεχνία του ποιητή, η μεγάλη ευκολία του στην έκφραση και, προπαντός, μια εσωτερική αίσθηση της μελωδίας, που δεν είναι πάντα η εξωτερική μουσικότητα. Τον επόμενο χρόνο βλέπει το φως μια τρίτη ποιητική συλλογή, με τον τίτλο «Στεφανωμένος με όνειρο» («Traumgekrbnt», 1897), που την είχε όμως έτοιμη από το Μάιο του 1896. Πρόκειται, κ' εδώ, για μια σειρά λυρικών στιγμιότυπων, όπου το ρομαντικό στοιχείο πλεονάζει του εμπρεσιονιστικού — και τα κέρδη της «Προσφοράς στους Λάρητες» μοιάζουν σαν χαμένα. Είναι περίεργο: ο νέος αυτός, με την άφθονη στιχουργική παραγωγή, που τόσο βιάζεται ν' αποχτήσει ένα όνομα στους λογοτεχνικούς κύκλους, και που οπωσδήποτε βρίσκεται μέσα στο εμπρεσιονιστικό και νεορομαντικό κλίμα της εποχής του (ο Detlev von Liliencron δεν τον άφησε ανεπηρέαστο όλη αυτή την περίοδο — η επίδρασή του θα επιβιώσει ακόμη και στα «Τετράδια του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» — τον γνώρισε και προσωπικά, άλλωστε, και ποικιλοτρόπως ασχολήθηκε μαζί του) δεν περιορίζεται απλά στην ποίηση, παρά γράφει και διηγήματα και, το πιο παράξενο απ' όλα, οι φιλοδοξίες του στρέφονται κυρίως προς το θέατρο — σ' ένα είδος, δηλαδή, για το οποίο δε διαθέτει καθόλου ταλέντο και που δε θ' απασχολήσει ποτέ πια τον Ρίλκε στα ώριμα χρόνια του. Απ' όλο το σκηνικό έργο του, δε θα επιζήσει παρά ένα σύντομο μονόπρακτο, «Η λευκή Πριγκίπισσα», κι αυτό χάρη στην υψηλή ποιητική του ποιότητα το πιο πολύ. Όταν, το Σεπτέμβριο του 1896, φεύγει από την Πράγα, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Μόναχο —μια φυγή που θ' αποδειχτεί αποφασιστική μέσα σ' αυτή την πορεία προς αναζήτηση ενός αυτόνομου Εγώ, που αφήνει πίσω 222^
της τον Ρενέ Ρίλκε, για να γεννηθεί ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε— ο Ρενέ Ρίλκε είχε ήδη αποχτήσει τη φήμη του ποιητή, ενός ποιητή, ήταν κιόλας Κάποιος, για τους καλλιτεχνικούς κύκλους της Πράγας. Ανάμεσα στα πολύτιμα στοιχεία αυτής της εποχής που μας διέσωσε ο Richard von Mises είναι κ' ένα αποκαλυπτικό πορτραίτο του Ρίλκε του 1896, δοσμένο από τον Hugo Steiner, καλλιτέχνη επίσης: «Ήταν ο Ρενέ Μαρία Ρίλκε», ψιθυρίζει ο ένας απ' αυτούς, κι όλοι οι άλλοι κοιτάχτηκαν χαμογελώντας ευτυχισμένα. Μέσα από την κοσμοπλημμύρα της οδού των Λάκκων προχωρεί ατάραχος ένας νεαρός, που φορεί μια μαύρη ρεντικότα παλιάς μόδας· μια^ιαύρη γραβάτα τυλίγει το ντεμοντέ κολάρο του· φαρδύ μαύρο καπέλο στο κεφάλι. Το παράξενο τούτο πλάσμα κρατά στο χέρι ένα ζωηρόχρωμο λουλούδι, μια ίριδα με μακρύ μίσχο. Την κρατά μπροστά του, επίσημα σχεδόν, σαν το κερί μιας θρησκευτικής θυσίας. Από καιρό σε καιρό συναντά κανείς, στους δρόμους της πόλης, το νεαρό αυτόν, που δεν είναι ακόμη μήτ' είκοσι χρονών, μα πάντα μόνο, πάντα μ' ένα χαμόγελο χαμένο στα μακρινά και μ' ένα βλέμμα που ακραγγίζει μόνο τους περαστικούς. Προχωρεί σαν να ζητούσε κάτι που κανένας πριν απ' αυτόν δεν το είχε δει στους δρόμους αυτής της πόλης. Έτσι, μοιάζει να μην προσέχει μήτε τους ανθρώπους που στριμώχνονται γύρω του, μήτε καν τη συγκινημένη ομάδα όλων αυτών των νεαρών που μαζεύονται σε μια γωνιά του δρόμου και καρφώνουν τα μάτια τους μ' ενθουσιασμό πάνω στον ανθοφόρο». Άγνωστο, ίσαμε ποιο σημείο ανταποκρίνεται η περιγραφή τούτη με την πραγματικότητα του ποιητή του 1896. Αυτό που οπωσδήποτε έχει επιβεβαιωθεί είναι ότι, αφήνοντας την Πράγα, για να πάρει το δρόμο της μοίρας του, ο νεαρός αυτός ήταν ήδη «ο Ρενέ Μαρία Ρίλκε», ο ποιητής: η μαρτυρία έρχεται, όχι από τις αναμνήσεις των άλλων —επηρεασμένων, χωρίς άλλο, από τη μεταγενέστερη δόξα του ποιητή— μ' από το ίδιο το ως τότε έργο του: την «Προσφορά στους Λάρητες» προπαντός. Ό λ α τα διηγήματα, που συγκεντρώνονται σε τούτον τον 223^
τόμο, μόλο που γράφτηκαν αφού πια ο ποιητής είχε φύγει από τη γενέτειρά του, και συγκεκριμένα από το Σεπτέμβριο του 1896 ως τα τέλη του 1899, ανήκουν ως μνήμες και ως βιώματα, στην πρώτή νεανική περίοδο του Ρίλκε, εκείνη της Πράγας — στην ίδια την Πράγα, αποτελώντας, κατά κάποιο τρόπο, το αφηγηματικό αντίστοιχο της «Προσφοράς στους Λάρητες». Η Πράγα, η Βοημία γενικότερα, ο τόπος όπου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά χρόνια του, ο τόπος που μπορούσε να είναι η πατρίδα του, μα που δεν έγινε η πατρίδα του, ο τόπος που είχε ακόμη μια μάνα, μα κι όπου είχε χάσει αυτή τη μάνα, θα τον βασανίζει σαν βίωμα νοσταλγίας, αλγούσης μνήμης, ίσαμε τη μέρα, τουλάχιστον, που θα γνωρίσει τη Ρωσία της Αγίας Πετρούπολης· τη μέρα κείνη που έμελλε ν' αστράψει μέσα του, να φωτίσει το μέσα του και να γνωρίσει το μέσα του άπειρο — τον εαυτό του. Αλλ' ίσαμε τότε, θα του είναι μια βαθύτατη ανάγκη να γράφει, αναβιώνοντας τα παιδικά χρόνια του και τον τόπο όπου τα έζησε, τα βοημικά αυτά διηγήματα. Όταν, στα 1899, δημοσίευσε τις «Δυο ιστορίες της Πράγας», (το «Βασιλιά Μπόχους», γραμμένο την ίδια χρονιά της δημοσίευσής του, και το «Αδελφός και αδελφή», που δε συμπεριλάβαμε στην εκλογή μας) έγραφε, προλογίζοντάς τες: «Το βιβλίο αυτό ανήκει στο παρελθόν. Ο τόπος κ' η παιδική ηλικία —και τα δυο έχουν απομακρυνθεί από μένα τώρα και χρόνια— αποτελούν το βάθος του. Σήμερα δε θα το έγραφα πια έτσι και, χωρίς άλλο, δε θα το έγραφα καθόλου... Μα όταν το έγραφα μου ήταν αναγκαίο. Μου ξανάκανε αγαπητό ό,τι είχα σχεδόν ξεχάσει και μου το δώρισε, γιατί από το παρελθόν δεν κρατούμε παρά ό,τι αγαπούμε μονάχα. Και θέλουμε να κρατούμε ό,τι έχουμε ζήσει». Το σημαντικότερο διήγημα του βιβλίου είναι, χωρίς άλλο, ο «Έβαλντ Τράγκυ» — ένα από τα σπάνια, αν όχι το μοναδικό, από τα γνήσια κι άμεσα αυτοβιογραφικά κείμενα του Ρίλκε. Το χειρόγραφο (χωρίς τίτλο και χωρίς χρονολόγηση, μα που με σιγουριά εικάζεται ότι γράφτηκε στα 1898) ο ποιητής το άφησε αδημοσίευτο. Το λόγο θα πρέπει 224^
να τον ζητήσουμε, ίσως, στις τελευταίες αράδες του διηγήματος (η μητέρα του ποιητή πέθανε, όπως είπαμε, έξι χρόνια ύστερα απ' αυτόν) — και, κυρίως, στο γεγονός, ότι ολόκληρη τη ζωή του την είχε κρατήσει, σ' ολόκληρη τη ζωή του, μακριά από τα οποιαδήποτε ξένα βλέμματα: είναι γνωστό, άλλωστε, πως ακόμη και τις φωτογραφίες του ή και τα πιστά πορτραίτα του δεν τ' αναγνώριζε, γιατί δεν απόδιδαν την πραγματικότητα του: «Δεν πρέπει να βγει στον αέρα, κ' έτσι μένει στο δωμάτιό του και περιμένει. Τώρα όλα είναι πρόσφορα, για να του προξενήσουν χαρά* κάθε ήχος που έρχεται απέξω γίνεται δεχτός σαν ένας τραγουδιστής που ταξιδεύει και πρέπει να του διηγηθεί κάτι. Κ' ένα γράμμα, ένα οποιοδήποτε γράμμα γεμίζει μ' ελπίδα τον Τράγκυ. Κι ο κύριος φον Κραντς που χτυπά καμιά φορά την πόρτα του. Μα οι μέρες περνούν. Έξω χιονίζει, κι ο θόρυβος πνίγεται μέσα στο βαθύ χιόνι. Κανένα γράμμα, καμιά επίσκεψη. Και τα βράδια είναι ατέλειωτα. Ο Τράγκυ βλέπει τον εαυτό του σαν έναν που τον ξέχασαν, κι αρχίζει, χωρίς να το θέλει, να κινείται, να φωνάζει, για να τον προσέξουν γράφει γράμματα: στο σπίτι του, στον κύριο'φον Κραντς, σ' όλους αυτούς που τυχαία γνώρισε, στέλνει μάλιστα κάνα-δυο συστημένα γράμματα, που τα είχε φέρει από το σπίτι, χωρίς να τα χρησιμοποιήσει ως τώρα, και περιμένει, να δεις που θα του απαντήσουν με προσκλήσεις. Του κάκου. Τον ξέχασαν. Θέλει να φωνάξει και να δώσει σημεία ζωής. Η φωνή του δε φτάνει πουθενά. Κι ακριβώς τούτη δω τη μέρα, η ανάγκη του για συμπάθεια είναι πολύ μεγάλη* αυξαίνει μέσα του και"γίνεται μια βίαιη στεγνή δίψα, που δεν τον ταπεινώνει, παρά του δίνει πίκρα και πείσμα. Ξαφνικά, σκέφτεται μη και μπορεί, αυτό που ζητά παρακαλεστικά απ' όλο τον κόσμο, να το απαιτήσει απ' οποιοδήποτε σαν δικαίωμα, σαν παλιό χρέος, που το εισπράττει κανείς μ' όλα τα μέσα, χωρίς καμιά επιφύλαξη. Κι απαιτεί από τη μητέρα του: «Έλα, δώσε μου ό,τι μου ανήκει». Κι αυτό γίνεται ένα μεγάλο, μεγάλο γράμμα, ο Έβαλντ γράφει και γράφει ίως βαθιά μέσα στη 225^
νύ,χτα, όλο πιο γρήγορα κι όλο με μεγαλύτερη θέρμη. Με το γράμμα αυτό άρχισε ν' απαιτεί ένα χρέος, και, πριν το νιώσει, ικετεύει για μια χάρη, για ένα δώρο, για θαλπωρή και στοργή. «Υπάρχει ακόμη καιρός...», γράφει, «ακόμη είμαι μαλακός και μπορώ να 'μαι σαν κερί μέσα στα χέρια σου. Πάρε με, δώσε μου μορφή, τελείωσέ με...» Είναι μια κραυγή που ζητά μητρικότητα, που δεν απευθύνεται σε μια γυναίκα, μα που φτάνει ως εκείνη την πρωταρχική αγάπη, όπου η άνοιξη είναι χαρούμενη κι αμέριμνη. Τα λόγια αυτά δεν απευθύνονται σε κανέναν πια, παρά ορμούνς μέσα στον ήλιο με ανοιχτή αγκαλιά. — Κ' έτσι δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς, αν ο Τράγκυ αναγνωρίζει, τελικά, πως δεν υπάρχει κανείς, για να μπορεί να του στείλει αυτό το γράμμα, και πως κανείς δε θα τον καταλάβαινε, κι ακόμη λιγότερο αυτή η λιγνή, νευρική κυρία. Είναι περήφανη δα, που στο εξωτερικό την περνούν για «δεσποινίδα», σκέφτεται ο ' Εβαλντ, και ξέρει: Το γράμμα αυτό πρέπει να καεί το γρηγορότερο. Και περιμένει. Μα το γράμμα καίγεται πάρα πολύ αργά, με μιαν υπερβολικά μικρή, τρεμουλιαστή φλόγα». Αλλ' οι συγκλονιστικές αυτές αράδες αγγίζουν ένα από τα πιο αινιγματικά, τα πιο περίπλοκα, και βασικά, προβλήματα της ψυχικής ζωής του ποιητή: τις σχέσεις του με τη μητέρα του. Για να το θίξουμε, πρέπει να τον παρακολουθήσουμε ίσαμε τη μέρα που θα «προστεθεί» (τι θαυμάσια έκφραση των Εβδομήκοντα!) στους προγόνους του — τι σημασία είχε πια, αν ήταν Ρίλκε ή Ρύλικεν!... — γιατί υπήρξαν, αλληλομισούμενοι, αλληλοαγαπούμενοι, αλληλοβασανιζόμενοι, αλληλοπαραξηγούμενοι, ίσαμε την τελευταία στιγμή μαζί, όντας ένα, κι ας ζούσαν χωριστά, κι ας βλεπόντουσαν σπάνια. Αλλά, για την ώρα, μόλις αφήσαμε μαζί του την Πράγα — είμαστε πολύ νέοι, λοιπόν, ακόμη. Έχουμε μπροστά μας κάπου εικοσιεφτά, εικοσιοχτώ χρόνια ζωής ακόμα...
226^
ΚΛΑΧ1ΚΗ ΑΟΓΌΤΕΧΝΙΑ 30 ΤΖΑΚ ΑΟΝΤΟΝ
η σιδερενια φτέρνα
ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΟΓότεΧΝΙΑ
τζακ
5β
Aömm
μ€ τους ι^ειρατΕς τ ο ϋ uymi)
φ^wfκwmυ
i ^ ^ f c e i i i iiiil»ii»
^ ^
ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΙ:
^
ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ ΕΒΑΛΝΤ ΤΡΑΓΚΥ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Ο Τράγκυ βλέπει τον εαυτό του σαν έναν που τον ξέχασαν, κι αρχίζει, χωρίς να το θέλει, να κινείται, να φωνάζει, για να τον προσέξουν γράφει γράμματα: στο σπίτι του, στον κύριο φον Κραντς, σ' όλους αυτούς που τυχαία γνώρισε, στέλνει μάλιστα κάνα-δυο συστημένα γράμματα, που τα είχε φέρει από το σπίτι, χωρίς να τα χρησιμοποιήσει ως τώρα, και περιμένει, να δει που θα του απαντήσουν με προσκλήσεις. Του κάκου. Τον ξέχασαν. Θέλει να φωνάξει και να δώσει σημεία ζωής. Η φωνή του δεν φτάνει πουθενά...
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ
Σ , L· Ζ Α Χ Α Ρ Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ _
& ΣΙΑ
Ο,Ε,
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΣΤΑΔΙΟΥ 5, ΑΘΗΝΑ - 105 62, ΤΗΛ. 32.31.525 32.25.011 ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΠΡΑΞΙΤΕΛΟΥΣ 141, ΠΕΙΡΑΙΑΣ - 185 35, ΤΗΛ. 41.16.530