ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ
Τίτλος πρωτοτύπου: Marxisme el rommtisme rivohttiomaire ® editions Le Sycomor...
68 downloads
665 Views
4MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ
Τίτλος πρωτοτύπου: Marxisme el rommtisme rivohttiomaire ® editions Le Sycomorc, 1979 ® γ\ά τήν έλληνική μετάφραση ’ Εκδόσεις ΟΥΤΟΠΙΑ, Νικηταρδ 8-10, τηλ. 3638696 Σεπτέμβριος 1985 Μετάφραση: Σπύρος Στάβερης Φωτοστοιχειοθεσία: «Άνάγραμμα» Ε.Π.Ε. Έιαύπωση: ΕΥΡΩΤΥΠ Α.Ε.
MICHAEL LOEWY
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ Μετάφραση: Σπύρος Στάβερης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΥΤΟΠΙΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 9 33
££
ΕΙσαγωγή .................................................................... 1.’Επαναστατικός ρομαντισμός καί μυστικιστικός μεσ σιανισμός στό νεαρό Λούκατς (1910-1919) ............ 2. Γκολντμάν καί Λούκατς: Ή τραγική θεώρηση τοΰ κόσμου ............................ 3. Σημειώσεις γιά τόν Λούκατς καί τόν Γκράμσι . . . 4. *Η πραγμοποιημένη κοινωνία καί ή Αντικειμενική δυ νατότητα τής γνώσης της στόν Λούκατς .............. 5. Σημειώσεις γιά τόν Λούκατς καί τή Ρ. Λούξεμπουργκ 6. ’ Ιδεολογία καί γνώση στή Ρόζα Λούξεμπουργκ: ' Η σχέση άνάμεσα στόν μαρξισμό καί τόν θετικισμό στή γερμανική σοσιαλδημοκρατία πρίν άπό τό 1914 7. Ή άναγέννηση τής Ρόζας Λούξεμπουργκ (σχετικά μέ μερικά πρόσφατα Εργα) ......................
78 95 113 127
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είναι ό ρομαντισμός ίνα κίνημα ουσιαστικά συντηρητικό καί άντιδραστικό; Ή μήπως ή άντίθεσή του στόν καπιταλι σμό καί στήν άστική κοινωνία περιέχει έπίσης Επαναστατι κές δυνατότητες; Τά Ερωτήματα αύτά καί, μέ ίνα τρόπο πιό συγκεκριμένο, ή σχέση άνάμεσα στό μαρξισμό καί τό ρομαν τισμό, άποτελοΰν τό θέμα που διαπερνάει τά διάφορα δοκίμια πού δημοσιεύονται σέ τοΰτο τόν τόμο, άφιερωμένα στό Εργο τοΰ Λούκατς καί τής Ρόζας Λούξεμπουργκ — δύο στοχαστές πού συνδέονται χαρακτηριστικά μέ τή ρομαντική παράδοση. Είναι περιττό νά τονίσουμε δτι ή προβληματική αύτοϋ τοΰ έργου δέν έχει άπολύτως τίποτα τό κοινό μέ ίνα καινούριο έμπορικό κατασκεύασμα πού κατέκλυσε πρόσφατα τήν πολι τιστική άγορά μέ τήν έτικέτα «νέος ρομαντισμός»1. 'Η έμπορευματοποίηση τής κουλτούρας, ή μετατροπή της σέ βιομη χανικό προϊόν σύντομης διάρκειας καί ταχείας περιοδικότη τας πού διοχετεύεται άπό τά μέσα μαζικής ένημέρωσης, φθά νει σήμερα σέ Οψη πού δέν μπορούσαν νά ΰποπτευθοΰν ό ’Αντόρνβ καί ό Χορκχάιμερ δταν Εγραφαν τό περίφημο κεφά λαιο γιά τήν Kulturindustrie στή Διαλεκτική τού Διαφωτισμού (1944), ή ό Λούκατς δταν άνέλυε τό 1919 τήν ουσιαστική άντίθεση μεταξύ μόδας καί κουλτούρας2. "Αν άφήσουμε κατά μέρος τή βατραχομυομαχία έκείνη πού αύτοανακηρύσσεται «νέα μάχη τοΰ Έρνάνη*», γιά νά έπανέλθουμε στό θέμα μας, δηλαδή στό ρομαντισμό καί τή σχέση του μέ τή μαρξιστική σκέψη, ή πρώτη δυσκολία πού Αντιμε τωπίζουμε είναι ό ίδιος ό διφορούμενος χαρακτήρας τοΰ ρο μαντικού φαινομένου. Ασύλληπτο, άντιφατικό καί εύμετά• Έρνάνης: Έμμετρο δράμα τοΟ Ούγκώ πού άνεβάστηκε γιά πρώτη φορά στό Παρίσι τό 1830. Ή παράσταση σημαδεύτηκε άπό μιά πραγματική μάχη στήν πλατεία άνάμεσα στούς κλασικιστές καί τούς ρομαντικούς (στμ.).
9
βλητο, αΰτό τό νεφέλωμα μοιάζει νά μην άποδέχεται κανένα όρισμό, κανένα σαφή χαρακτηρισμό. Χωρίς νά θέλουμε νά κλείσουμε τή συζήτηση καί ξεκινώντας μέ μιά υπόθεση έργασίας, νομίζουμε δτι Ενα άπό τά θειιελιώδη χαρακτηριστικά τοΰ ρομαντισμού ώς κοινωνικο-πολίτικου ρεύματος (άδιαχώριστο άλλωστε άπό τίς πολιτιστικές καί λογοτεχνικές του έκδηλώσεις) είναι ή νοσταλγία τών προκαπιταλιστικών κοινω νιών μαζί μέ μιά ήθικο-κοινωνική ή πολιτιστική κριτική τοΰ καπι ταλισμού. ’Ετυμολογικά, ό δρος «ρομαντικός» περιέχει αύτή τήν άναφορά στό παρελθόν καί είδικότερα στή ρωμανική λογοτεχνία τοΰ μεσαίωνα. Γιατί τότε νά έπεκτείνουμε τήν έννοια τής ρο μαντικής νοσταλγίας, δπως τό έπιχειρήσαμε, στό σύνολο τών προκαπιταλιστικών σχηματισμών; Αύτή ή άντίρρηση γίνεται άκόμα πιό βάσιμη μιά καί γιά τόν «κλασικό» γερμανικό ρο μαντισμό, ό χαμένος παράδεισος είναι δντως ή φεουδαρχική κοινωνία τοΰ μεσαίωνα. Πιστεύουμε, ωστόσο, δτι ό ρομαντι σμός μπορεΐ καί πρέπει νά προσδιοριστεί σέ σχέση μέ μιά εύρύτερη άναφορά, γιά τούς έξής λόγους: 1) Στόν Ρουσώ, πού είναι άναμφισβήτητα ό μεγάλος πρό δρομος τοΰ ρομαντισμού, δέν βρίσκουμε καμιά συμπάθεια γιά τόν φεουδαρχισμό. Τό άντίθετο, μάλιστα. Τ όιδιο Ισχύει στόν 19ο αΙώνα καί γιά τούς ρώσους λαϊκιστές, τούς έπιφανεΐς έκείνους έκπροσώπους τοΰ οίκονομικοΰ ρομαντισμοΰ. Θά μπο ρούσαμε νά πολλαπλασιάσουμε τά παραδείγματα. 2) Ή άναφορά στή μεσαιωνική έποχή είναι κι αύτή διφο ρούμενη, στό βαθμό πού ή κοινωνία τοΰ μεσαίωνα περιλαμβά νει όρισμένες διαφορετικές κοινωνικές δομές: άπό τή μιά, βέ βαια, Ιεραρχικούς θεσμούς σάν τόν Ιπποτισμό, τά θρησκευτι κά τάγματα, κλπ.· κι άπό τήν άλλη, έπιβιώσεις τής Ισοτικής καί κολλεκτιβιοτικής άγροτικής κοινότητας τοΰ γένους (ή γερμανική Markgenossenschaft.) 3) CH διαφορετικές προκαπιταλιστικές κοινωνίες, παρ* δλες τίς άδιαμφισβήτητες διαφορές τους, συμπεριλαμβάνουν μερι κά κοινά χαρακτηριστικά πού τίς διαχωρίζουν ριζικά άπό τόν καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Καθώς τονίζει καί ό Κλώντ Λεφόρ, «σέ άντιπαράθεση μέ τόν καπιταλισμό (...) άποκαλύπτουν δλοι οί άλλοι κοινωνικοί σχηματισμοί τή συγγένειά τους1». Στή ρομαντική θεώρηση τοΰ κόσμου, αύτό τό προκαπιταλιστικό παρελθόν κοσμείται μέ μιά σειρά άρετές (πραγματικές, έν μέρει πραγματικές ή φανταστικές), δπως γιά παράδειγμα ή 10
υπερίσχυση ποιοτικών άξιών (άξίες χρήσης, ή ήθικές, αίσθητικές καί θρησκευτικές άξίες), ή όργανική κοινότητα μεταξύ τών άτόμων, ή άκόμα ό ουσιαστικός ρόλος τών αισθηματικών δεσμών καί τών συναισθημάτων — σέ άντιδιαστολή μέ τόν σύγχρονο καπιταλιστικό πολιτισμό πού θεμελιώνεται στήν ποσότητα, τήν τιμή, τό χρήμα, τό έμπόρευμα, τόν όρθολογικό καί ψυχρό ύπολογισμό τοΰ κέρδους, τήν έγωιστική άτομικοποίηση τών άνθρώπων.Όταν αύτή ή νοσταλγία άποτελεΐ τόν κεντρικό άξονα πού δομεί τό σύνολο τής Weltanschauung (κο σμοθεώρηση), Ιχουμε νά κάνουμε μέ μιά ρομαντική σκέψη stricto sensu, δπως συμβαίνει λόγου χάρη στή Γερμανία στίς άρχές τοΰ 19ου αίώνα "Οταν πρόκειται γιά Ινα στοιχείο μετα ξύ άλλων, μέσα σ’ ένα πιό πολύπλοκο πολιτικο-πολιτιστικό σύνολο, θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά μιά ρομαντική διά σταση (δπως γιά παράδειγμα στόν Λούκατς τό 1922-23). Αύτή δμως ή κοινή μήτρα καθορίζει Ενα πεδίο ίδεών, έναν πνευματικό κόσμο κάθε άλλο παρά μονοσήμαντο: χρησιμο ποιήσαμε στά δοκίμιά μας τόν δρο Ιδεολογικός ερμαφροδιτι σμός γιά νά προσδιορίσουμε μεταφορικά αύτή τήν άμφισημία, αύτή τή διπλή φύση τοΰ άνπκαπιταλιστικού ρομαντι σμού πού τόν διαπερνά καί τόν διαιρεί άπό τήν καταγωγή του. Πράγματι, οί περισσότεροι έρευνητές καί Ιστορικοί τών Ιδε ών συμφωνούν στό νά άποδάχκιυν μιά διπλή διανοητική πα τρότητα στό ρομαντισμό τοΰ 19ου αίώνα μέ τόν Ρουσώ καί τόν Μπέρκ* Ό πιό ξακουστός πρόδρομος τοΰ 1789 καί τοΰ Ιακωβίνικου Ισοτισμοΰ, μέ τόν πιό μανιώδη έχθρό τής Μεγάλης ’Επανάστασης σέ δλες της τίς έκδηλώσεις! Είναι άλήθεια δτι στόν «κλασικό» γερμανικό ρομαντισμό τών άρχών τοΰ 19ου αίώνα ή άντίδραση άπέναντι στή γαλλική ’Επανάσταση είναι ή κυρίαρχη τάση· άλλά καί σ ’ αύτήν άκόμα τήν περίπτωση, δέν μπορούμε νά ξεχάσουμε δτι στά νιάτα τους συγγραφείς δπως ό Κλάιστ, ό Φρήντριχ Σλέγκελ καί πολλοί άλλοι κινήθηκαν μέ συμπάθεια ύπέρ τής ’Επανάστασης, καί δτι ό Χέλντερλιν ποτέ δέν άπαρνήθηκε τόν φλογερό Ιακωβινισμό του. ’Αντιμετωπίζοντας αύτές τίς άντιφάσεις, αύτή τήν άστάθεια καί τήν άσυνέπεια, μερικοί συγγραφείς δπως ό Κάρλ Σμίτ συμπεραίνουν πολύ βιαστικά δτι «ή παρδαλή βοή τοΰ ρομαν τισμού διαλύεται στήν άπλή άρχή ένός ύποκειμενοποιημένου όκαζιοναλισμοΰ καί ή μυστηριώδης άντιφατικότητα τών δια φόρων πολιτικών προσανατολισμών στόν άποκαλούμενο πο λιτικό ρομαντισμό έξηγείται μέ τήν ήθική άνεπάρκεια ένός λυρισμού πού μπορεΐ νά βρει αίσθητικό ένδιαφέρον σέ όποιο ιI
δήποτε περιεχόμενο5». Αύτή ή έξήγηση είναι κατά τή γνώμη μας λαθεμένη, δχι μόνο γιατί άδυνατεΐ νά έρμηνεύσει τούς κατ’ έξοχήν πολιτικούς στοχαστές τοϋ ρομαντικού ρεύματος (Άνταμ Μύλερ, κλπ.) —τών όποιων ή αίσθητική διάσταση είναι πολύ περιορισμένη, δν δχι μηδαμινή— άλλά κυρίως γιατί άγνοεΐ δτι πίσω άπό τήν «παρδαλή βοή» ΰπάρχει Ενας στέρεος πυρήνας, μιά βασική σταθερά, πού είναι άκριβώς ή έξιδανικευμένη άναφορά στό προκαπιταλιστικό παρελθόν καί μιά όργισμένη κριτική όρισμένων πτυχών τοΰ καπιταλι σμού καί τής άστικής κοινωνίας. "Αλλοι συγγραφείς, ειδικά ό Ζάκ Ντρό στά (έξαίρετα κατά τά άλλα) Εργα του γύρω άπό τόν πολιτικό ρομαντισμό, τεί νουν νά περιορίσουν τό φαινόμενο στή συντηρητική καί άντεπαναστατική του πλευρά6. Αύτή όμως ή έρμηνεία συνεπάγε ται δτι οί δημοκρατικές συμπάθειες τών νεαρών Σλέγκελ καί Κλάιστ άντιμετωπίζονται σάν Ενα βιογραφικό έπεισόδιο, έξωτερικό σέ σχέση μέ τό ρομαντισμό, καί δτι ό Χέλντερλιν δέν συμπεριλαμβάνεται στήν άνάλυση. Στήν πραγματικότητα, αυτός ό διφορούμενος χαρακτήρας ένυπάρχει στό ρομαντισμό τοΰ τέλους τοΰ αΙώνα, στήν παρά ξενη γιά παράδειγμα πορεία τοϋ φίλου τοΰ Λούκατς, τοϋ συγ γραφέα Πάουλ Έρνστ, πού περνάει άπό τήν πιό άκραία πτέ ρυγα τού σοσιαλιστικού κόμματος σέ μιά ύπερσυντηρητική, παραπλήσια στό φασισμό, θεώρηση τοϋ κόσμου. Ή άκόμα σ’ αύτήν τοϋ κοινωνιολόγου Ρόμπερτ Μίχελς, ένεργού μέ λους (λίγο πρίν άπό τόν Λούκατς) τοΰ κύκλου Μάξ Βέμπερ τής Χαϊδελβέργης, ό όποιος άπό έπαναστάτης συνδικαλιστής πρίν τόν πόλεμο έξελίχθηκε σέ δηλωμένο όπαδό τοϋ Ιταλικού φασισμού7. 'Υπάρχουν, βέβαια, καί πορείες πρός τήν άντίθετη κατεύθυνση. Αύτή ή «παρδαλή βοή»,αύτές οί παράδοξες πολιτικές μετα μορφώσεις, αύτή ή βαθιά άνομοιογένεια δέν είναι στήν πρα γματικότητα παρά οί διάφορες δυνατές έξελικτικές πορείες πού Εχουν ώς σημείο άφετηρίας τήν κοινή μήτρα πού όρίζει τόν ρομαντισμό σάν τέτοιο: τή νοσταλγία τών προκαπιταλιστικών κοινωνιών. Είναι έφικτό, πιστεύουμε, νά τακτοποιή σουμε κάπως αύτό τό πολιτικό-πολιτιστικό παζλ, δν σκιαγρα φήσουμε μιά τυπολογία τών κύριων πολιτικών σχημάτων τοΰ ρομαντισμού. Πρόκειται φυσικά γιά «Ιδεώδεις τύπους» (μέ τή βεμπεριανή Εννοια) πού μπορούν νά συνδυαστούν καί νά συ ναρθρωθούν μέ διάφορους τρόπους στό Εργο τοΰ κάθε συγ γραφέα 12
1) Ό «παρελθοντολογικός» ή «όπισθοόρομικός» ρομαντισμός, 6 όποιος άποσκοπεΐ στην έπαναφορά τής προηγούμενης κοι νωνικής κατάστασης. Θεωρούμε προτιμότερους αυτούς τούς δρους άπό τόν δρο «Αντιδραστικός», πού είναι πολύ περιορι στικός έξ αίτιας τής άμεσης άναφορας του στήν άντίδραση ένάνηα στή γαλλική ΈπαΛσταση. Τό ρεύμα αύτό, τού ό ποιου ό Νοβάλις είναι ίσως ό πιό συγκροτημένος έκπρόσωπος, δέν έπιθυμεϊ μιά διατήρηση τού status quo, άλλά μιά παλινδρόμηση πρός τόν καθολικό μεσαίωνα, πρίν άπό τή Με ταρρύθμιση, τήν ’Αναγέννηση καί τήν άνάπτυξη τής άστικής κοινωνίας. 2) Ό συντηρητικός ρομαντισμός πού, σέ άντίθεση μέ τόν προηγούμενο, έπιθυμεϊ άπλώς τή διατήρηση τής κοινωνίας καί τού κράτους, έτσι όπως ύπάρχουν στίς χώρες όπου δέν είσχώρησε ή γαλλική Επανάσταση (ή ’Αγγλία καί ή Γερμανία στά τέλη τού 18ου αΙώνα), καί τήν άποκατάσταση τών δομών πού έπικρατούσαν στή Γαλλία τό 1789 — δομές πού περικλείουν ήδη μιά είδική συνάρθρωση προκαπιταλιστικών καί καπιταλιστικών μορφών. Ό Μπέρκ, μέ τόν περίφημο λίβελό του Σκέψεις γύρω άπό τή γαλλική ’Επανάσταση (1798), μπορεΐ νά θεωρηθεί σάν ό πρώτος σημαντικός έκπρόσωπος αΰτού τού ρεύματος. 3) Ό ρομαντισμός τής Απογοήτευσης, γιά τόν όποιο ή παλιν δρόμηση είναι άδύνατη, δποια κι άν ήταν τά κοινωνικά καί πολιτιστικά προτερήματα τών προκαπιταλιστικών κοινωνι ώ ν ό βιομηχανικός καπιταλισμός, παρά τά έλαττώματά του καί τήν πολιτιστική παρακμή πού συνεπάγεται άπό όρισμένες άπόψεις, είναι £να άνεπίστροφο φαινόμενο πού πρέπει νά γί νει άποδεκτό. Αύτή ή θέση ύποστηρίζεται κυρίως άπό τούς γερμανούς κοινωνιολόγους τής καμπής τού αίώνα, δπως ό Τέννις, καί ώς Ινα βαθμό ό Μάξ Βέμπερ. 4) 'Ο έπαναστατικός (καί/ή ουτοπικός) ρομαντισμός πού άπορρίπτει ταυτόχρονα τήν αυταπάτη μιας έπιστροφής στίς κοινό τητες τού παρελθόντος καί τή συμφιλίωση μέ τό καπιταλιστι κό παρόν, άναζητώντας μιά διέξοδο στήν έλπίδα τού μέλλον τος. Σ’ αύτό τό ρεύμα —πού βρίσκουμε πολλούς σοσιαλιστές θεωρητικούς, άπό τόν Φουριέ ώς τόν Γκούσταβ Λαντάουερ καί τόν ΊΕρνστ Μπλόχ— ή νοσταλγία τού παρελθόντος δέν έξαφανίζεται, άλλά μετουσιώνεται σέ άγωνία γιά τό μετακαπιταλιστικό μέλλον. Ό έπαναστατικός ρομαντισμός ξεχωρίζει έπίσης άπό τά άλλα ρομαντικά ρεύματα ώς πρός τόν τύπο προκαπιταλιστικής 13
κοινωνίας πού τοΰ χρησιμεύει ώς άναφορά δέν πρόκειται γιά τό φεουδαρχικό σύστημα καί τούς θεσμούς του (εύγένεια, μο ναρχία, Εκκλησία, κλπ.). Ή χρυσή προκαπιταλιστική έποχή διαφέρει άνάλογα μέ τούς συγγραφείς, άλλά δέν είναι αύτή πού έπικαλοΰνται οί παρελθοντολσγικοί ή συντηρητικοί ρο μαντικοί: είναι μιά «φυσική κατάσταση» λίγο ή πολύ μυθική στόν Ρουσώ καί τόν Φουριέ, ό παλαιός Ιουδαϊσμός στόν Μωυσή Χές, ή άρχαία Ελλάδα στόν Χέλντερλιν, τόν νεαρό Λού κατς καί πολλούς άλλους, ό «κομμουνισμός τών Ίνκας» στόν περουβιανό μαρξιστή Χοσέ Κάρλος Μαριατέγκουι, οί παρα δοσιακές άγροτικές κοινότητες στούς ρώσους λαϊκιστές καί τόν Γκούσταβ Λαντάουερ, κλπ. Ό Μάρτιν Μποΰμπερ πρότεινε, σχετικά μέ τή σκέψη τοΰ Γκούσταβ Λαντάουερ, μιά διατύπωση πού νομίζουμε δτι έκφράζει έξαιρετικά τό πνεΰμα αυτής τής πολύ είδικής παραλ λαγής τοΰ ρομαντισμού: «Αυτό πού Εχει ΰπ’ δψη του είναι, σέ τελχυταία άνάλυση, μιά έπαναστατική διατήρηση: ή έπαναστατική έπιλογή τών στοιχείων έ κείνων τοΰ κοινωνικού δντος πού άξίζει νά διατηρηθοΰν καί νά χρησιμεύσουν γιά τή νέα οίκοδόμηση8». Πρόκειται κάποτε γιά στοιχεία πού δέν ύπάρχουν πιά, όπότε δέν τίθεται τό ζήτημα τής διατήρησης. άλλά μιας μορφής άναγέννησης. Τό ούσιαστικό είναι τό έξής: ή έπανάσταση (ή ή ούτοπία) πρέπει νά οίκειοποιηθεΐ όρισμένες πτυχές, όρισμένες διαστάσεις, όρισμένα κοινωνικά, πολι τιστικά καί πνευματικό άνθρώπινα προτερήματα τών προκαπιταλιστικών κοινοτήτων. Αύτή ή λεπτή διαλεκτική άνάμεσα στό παρελθόν καί τό μέλλον περνάει συχνά μέσα άπό μιά ριζική, παθιασμένη καί άσυμφιλιωτή άρνηση τοΰ παρόντος, δηλαδή τοΰ καπιταλισμού καί τής βιομηχανικής άστικής κοι νωνίας. Ποιά μπορεΐ νά είναι ή σχέση άνάμεσα στό μαρξισμό καί τόν έπαναστατικό ρομαντισμό μέ τόν όρισμό πού δώσαμε στόν τελευταίο; Βρίσκονται σέ άντίθεση ή μποροΰν νά συγγε νεύουν καί νά συγκλίνουν, Ή ρομαντική χάρις δέν φαίνεται άπό πρώτη άποψη νά άγ γιξε τόν ίδιο τόν Μάρξ. Στό Εργο μας γιά τόν Λούκατς είχαμε δηλώσει δτι ό «σοσιαλισμός τοΰ Μάρξ δέν Ιχει καμιά σχέση, κοινωνικά καί Ιδεολογικά, μέ τόν άντι καπιταλιστικό ρομαντι σμό- οί ρίζες του βρίσκονται σέ ϊνα έντελώς διαφορετικό τμήμα τής μικροαστικής τάξης, Ιακωβίνικο, διαφωτιστικό, δημοκρατικό-έπαναστατικό, άντιφεουδαρχικό καί «γαλλόφι λο», τοΰ όποιου ό Χάινριχ Χάινε, αύτός ό άδυσώπητος έ14
χθρός τοϋ ρομαντισμού, είναι 6 Ιδιοφυής λογοτεχνικός Εκ πρόσωπος’». Αύτή ή βεβαίωση δέχτηκε τήν κριτική όρισμένων άμερικανών έρευνητών (Πώλ Μπρέινς, Τζέφρεϋ Χέρφ) πού κατέδειξαν τόν μονόπλευρο χαρακτήρα τής θέσης μας καί τή σημασία τών ρομαντικών καταβολών στή σκέψη τοΰ Μάρξ10. Νομίζουμε τελικά δτι ό Μπρέινς καί ό Χέρφ έχουν δίκιο: υπάρχει στόν Μάρξ μιά άδιαμφισβήτητη ρομαντική διά σταση παρόλο πού δέν άπστελεΐ τήν κύρια πτυχή τής σκέψης του. Ό Μπρέινς γράφει δτι ό Μάρξ «κατόρθωσε μιά συγχώ νευση τών ρευμάτων ρομαντικής κοινωνικής κριτικής μέ τά διαφωτιστικά-ώφελιμιστικά ρεύματα». Θεωροΰμε αύτή τήν παρατήρηση άρκετά σημαντική, δν καί θά ήταν πιό σαφές δν άντί γιά «συγχώνευση» μιλούσαμε γιά Ενα ξεπέρασμα μέ τή διαλεκτική έννοια τής Aufhebung. Πράγματι, ή διατύπωση πού χρησιμοποιήσαμε στό έργο μας —Ενας άντιρομαντικός Μάρξ, Ιακωβίνος καί προσκείμενος στόν Χάινε— είναι αύτή καθαυτή άντιφατική: μήπως ό ίδιος ό Ιακωβινισμός, Εμπνευ σμένος άπό τόν Ρουσώ, δέν περιλαμβάνει μι. ουσιαστική ρο μαντική συνιστώσα; Καί μήπως 6 Χάινριχ Χάινε, ό φίλος τοΰ Μάρξ καί ό άμείλικτος άντίπαλος τοϋ συντηρητικού ρομαντι σμού, δέν είχε κι αυτός άκόμα μιά ρομαντική χορδή; Καθώς, τό όμολογεΐ καί ό ίδιος: «Μολονότι πολέμησα μέχρι θανάτου τό ρομαντισμό, παρέμεινα ωστόσο έγώ ό ίδιος σ’ δλη μου τή ζωή Ενας ρομαντικός, καί περισσότερο μάλιστα άπόσο υπέθε τα11». "Αν ό Χάινε δέν μπορεϊ πραγματικά νά θεωρηθεί ρομαντι κός, δλλοι συγγραφείς πού Επηρέασαν μέ χαρακτηριστικό τρόπο τήν κοσμοθεώρηση τοΰ Μάρξ καί τού Ένγκελς είναι ρομαντικοί πέρα άπό κάθε άμφιβολία Τέτοια είναι, λόγου χάρη, ή περίπτωση τού Τόμας Καρλάυλ, τού όποιου ή δηκτι κή καί καυστική κριτική είχε Ενα Ισχυρό άντί κτύπο στή σκέ ψη τους. Ό Ένγκελς θά γράψει τό 1844 Ενα Ενθουσιώδες σχόλιο γιά τό Παρελθόν καί παρόν (1843), δπου θά άναφέρει έπιδοκιμαστικά τούς φιλιππικούς Ενάντια στό μαμωνισμό, τή θρησκεία τοΰ θεοΰ Μαμωνά πού δεσπόζει στήν ’Αγγλία. Πα ράλληλα μέ μιά κριτική τών συντηρητικών έπιλογών τοϋ συγ γραφέα του, άναγνωρίζει δτι υπάρχει μιά άποφασιστική σχέ ση άνάμεσα σ’ αύτές καί τήν άξία τοΰ Εργου: « Ό Τόμας Καρλάυλ είναι άρχικά Ενας Tory [...]. Είναι βέβαιο δτι Ενας Whig δέν θά μποροΰσε ποτέ νά γράψει Ενα βιβλίο πού νά ήταν κατά τό ήμισυ άνθρώπινο δσο τό Παρελθόν καί παρόν'2». "Οσο γιά τόν Μάρξ, θά διαβάσει τό 1845 τό μικρό βιβλίο τοϋ Καρ15
λάυλ γιά τόν χαρτισμό καί θά άντιγράψει πολλά άποσπάσματα σέ Ενα τετράδιο σημειώσεων άνάμεσα σ' αυτά υπάρχει καί ή άκόλουθη θαυμάσια ρομαντική εικόνα τοΰ βιομηχανικού καπιταλισμού: « Ά ν οί άνθρωποι Εχασαν τήν πίστη τους σέ Ενα Θεό, ή μόνη τους σωτηρία άπέναντι σέ Ενα τυφλό ΜήΘεό ’Αναγκαιότητας καί Μηχανισμού, άπέναντι σέ μιά τρο μερή Παγκόσμια ’Ατμομηχανή πού τούς φυλακίζει μέσα στά σιδερένια σπλάχνα της σάν Ενας τερατώδης ταύρος Φάλαρις*, θά ήταν, μέ ή χωρίς Ελπίδα, ή ίξίγερση'1». Σ’ Ενα άρθρο τοΰ 1850, ό Ένγκελς έτηστ ρέψει στόν Καρλάυλ- ταυτόχρονα μέ μιά κατηγορηματική άπόρριψη τών πιό πρόσφατων γρα πτών του, σκιαγραφεί μιά άνάλυση τών Εργων τών χρόνων τού ’40 πού είναι πολύ διαφωτιστική: «'Η άξία τοΰ Τόμας Καρλάυλ Εγκειται στό δτι όρθώθηκε (μέ τά γραπτά του) όρισμένες φορές μ’ Ενα έπαναστατικό τρόπο Ενάντια στήν άστική τάξη, σέ μιά Εποχή πού οί άντιλήψεις της, τά γούστα καί οί Ιδέες της κυριαρχούσαν στήν έπίσημη άγγλική λογοτεχνία. Στήν Ιστορία του τής γαλλικής ’Επανάστασης, στήν Εξύμνη ση τοΰ Κρόμβελ, στό λίβελο γιά τό χαρτισμό, στό Παρελθόν καί παρόν. Ωστόσο, σέ δλα αύτά τά γραπτά, ή κριτική τού παρόντος είναι στενά συνδεδεμένη μέ μιά Ελάχιστα Ιστορική Αποθέωση τού μεσαίωνα, πολύ συνηθισμένη Εξάλλου σέ άγγλους έπαναστάτες σάν τόν Κόμπετ κι Ενα τμήμα τών χαρτιστών14». Αύτή ή παρατήρηση περιέχει δύο προτάσεις πού τίς θεωρούμε θεμελιακές γιά μιά μαρξιστική προσέγγιση τοΰ ρο μαντισμού: 1) ή ρομαντική κριτική τού καπιταλιστικού παρό ντος είναι «στενά συνδεδεμένη» μέ τή νοσταλγία τοΰ παρελ θόντος καί 2) αύτή ή κριτική μπορά νά άποκτήσει σέ όρισμένες περιπτώσεις μιά άληθινή Επαναστατική διάσταση. Μέ άλ λα λόγια, ό "Ενγκελς Εντοπίζει Εδώ τή διαλεκτική σχέση στήν Weltanschauung τοΰ Επαναστατικού ρομαντισμού άνάμε σα στή νοσταλγία τοΰ παρελθόντος καί τήν Ελπίδα τοΰ μέλλο ντος. Μεγαλύτερη άκόμα Επίδραση άπό τό Εργο τοΰ Καρλάυλ άσκησε στόν Μάρξ καί τόν Ένγκελς τό λογοτεχνικό Εργο τοΰ πιό άνελέητου ρομαντικού κριτικοΰ τοΰ καπιταλιστικού πολιτισμοΰ: τοΰ Όνορέ ντε Μπαλζάκ — στόν όποιο ό Ένγκελς όμολογεΐ δτι άνακάλυψε «περισσότερα άπότι σέ δλους μαζί τούς Επαγγελματίες Ιστορικούς, οίκονομολόγους καί στατιστικολόγους τής περιόδου15». •Φάλαρις: Τύραννος τοΟ Άκράγαντος (580-554 π.χ.) φημισμένος γιά τή σκληρότητά του. Άναφέρεται δ π θανάτωνε τους ίγθρούς του κλείνοντας τους σέ χάλκινο όμοίωμα ταύρου (στμ.)
16
"Οπωσδήποτε, ή άνάγνωσή τους τοΰ Καρλάυλ καί τοΰ Μπαλζάκ είναι έξαιρετικά ίκλτ.κτική: τόσο ό Ένγκελς όσο καί ό Μάρξ άπορρίπτουν κατηγορηματικά τις παρελθοντολο γ ί ε ς ψευδαισθήσεις τών δύο συγγραφέων. ΟΙκειοποιοϋνται δμως χωρίς δισταγμό τή ρομαντική τους κριτική τοΰ καπιτα λισμού, μιά κριτική βαθιά φορτισμένη μέ ήθικές καί κοινωνικο-πολιτιστικές Αξίες. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ό Ά λβιν Γκούλντνερ τονίζει τίς «σημαντικές ρομαντικές συνιστώσες» στή σκέψη τοΰ Μάρξ, καί ό Έρνστ Φίσερ υπογραμμίζει δτι ό Μάρξ ένσωμάτωσε στό Εργο του «τή ρομαντική έξέγερση ένάνηα σ’ έναν κόσμο πού μετέβαλε τά πάντα σέ έμπορεύματα καί υποβίβασε τόν άνθρωπο σέ άντικείμενο...16». Αύτή ή συνιστώσα υπάρχει, γιά παράδειγμα, στό Κομμουνιστικό Μανιφέστο, δπου παράλληλα μέ μιά άξιολόγηση τών άντικαπιταλιστικών ρομαντικών ρευ μάτων ώς άντιδραστικών, ό Μάρξ καί ό Ένγκελς υπογραμμί ζουν τήν άξία τής κοινωνικής τους κριτικής. ’Ακόμα καί ό «φεουδαρχικός σοσιαλισμός», αύτό τό sui generis μείγμα «άπόηχων τοΰ παρελθόντος» καί «βροντών τοΰ μέλλοντος», πα ρά τήν «όλοκληρωτική του Αδυναμία νά κατανοήσει τήν πο ρεία τής σύγχρονης Ιστορίας», Εχει το άναμφισβήτητο προτέ ρημα νά «χτυπάει στήν καρδιά τής άστικής τάξης μέ μιά πικρή καί πνευματικά καταλυτική κριτική». Ό σ ο γιά τόν «μι κροαστικό σοσιαλισμό» (ό Σισμονπ καί ή σχολή του), παρά τούς περιορισμούς του, πρέπει νά διαπιστώσει κανείς δτι «Α νέλυσε μέ μιΑ πολύ μεγάλη διορατικότητα τίς έγγενεΐς Αντι φάσεις τών σύγχρονων συνθηκών παραγωγής. Άποκάλυψε τίς ύποκριτικές υμνολογίες τών οίκονομολόγων. ’Απέδειξε μέ άναντίρρητο τρόπο τίς καταστρεπτικές συνέπειες τής έκβιομηχάνισης καί τοΰ καταμερισμού έργασίας, τής συγκέντρω σης τοΰ κεφαλαίου καί τής γαιοκτησίας, τής υπερπαραγωγής, τών κρίσεων, τήν Αναπόφευκτη έξαφάνιση τών μικροαστών καί μικροαγροτών, τήν έξαθλίωση τοΰ προλεταριάτου, τήν Αναρχία τής παραγωγής, τίς κραυγαλέες δυσαναλογίες στήν κατανομή τοΰ πλούτου», κλπ., κλπ.17. Μιά ΑρκετΑ έντυπωσιακή Αναγνώριση διανοητικού χρέους! Πράγματι, δλη τήν άντικαπιταλιστική κριτική αύτοΰ τοΰ «μικροαστικού» ρομαντι σμού, ό Μάρξ καί ό Ένγκελς τήν ένσωμάτωσαν στή δική τους θεώρηση τής Αστικής κοινωνίας — Εστω καί άν Απορρί πτουν χωρίς διφορούμενα σΑν ουτοπικές ή Αντιδραστικές τίς θετικές λύσεις πού προβάλλει. ΈξΑλλου ό Μάρξ καί ό Έ ν γκελς δέν κρύβουν τό θαυμασμό τους γιά τόν «έξαιρετικά 17
έπαναστατικό» Ιστορικό ρόλο τής κατακτητικής άστικής τά ξης καί γιά τά οίκονομικά της έπιτεύγματα —άνώτερα άπό τίς πυραμίδες τής ΑΙγύπτου καί τά ρωμαϊκά υδραγωγεία— έπιτεύγματα πού προετοιμάζουν στά μάτια τους τούς υλικούς δρους γιά τήν προλεταριακή έπανάσταση. Ό τρόπος μέ τόν όποιο καθορίζονται ό Μάρξ καί ό Ένγκελς άπένανπ στόν Σισμοντί θέτει Ενα σημαντικό πρόβλημα άπό τήν δποψη τής κοινωνιολογίας τής γνώσης: τή δυνατότητα γιά τούς στοχαστές πού τοποθετούνται μέ τή σκοπιά τοΰ παρελθόντος νά άποκτήσουν ,-tu γνώση τοϋ παρόντος άπό ορισμένες άπόψεις βαθύτερη άπό έκείνους πού ταυτίζονται άμεσα καί μή κριτικά μ’ αύτό τό παρόν. Ό Μάρξ θά έπανέλθει έπανειλημμένα σ’ αύτό τό ζήτη μα, ίδίως στίς θεωρίες γιά τήν υπεραξία. Πιστεύουμε, λοιπόν, δτι ή άνάλυση τοΰ Μπρέινς γιά τό Μανιφέστο είναι πολύ όξυδερκής: «Στό Μανιφέστο καί στά προγενέστερα γραπτά τοΰ Μάρξ, ή καπιταλιστική βιομηχανι κή έπανάσταση καθώς καί όλόκληρη ή σφαίρα τών άντικειμενοποιημένων σχέσεων πού δημιουργεί, συλλαμβάνονται σάν άπελευθερωτικά καί καταπιεστικά συνάμα.. 'Ο Διαφωτισμός καί οί ώφελιμιστές άπόγονοί του ύπογράμμισαν τήν πρώτη δψη τοΰ πίνακα, ένώ τό ρομαντικό ρεΰμα τή δεύτερη. Ό Μάρξ στάθηκε ό μόνος πού μετέβαλε καί τίς δύο σέ μιά μονα δική κριτική θεώρηση18». Ωστόσο, κατά τή γνώμη μας, ό Μπρέινς κάνει λάθος δταν διαβεβαιώνει δτι στά γραπτά τοΰ Μάρξ καί τοΰ Ένγκελς μετά τό 1850, μόνο ή διαφωτιστική ώφελιμιστική ρίζα άναπτύσσεται, ένώ ή ρομαντική μαραίνε ται. Αύτό δέν είναι καθόλου ξεκάθαρο. Ά π ό τά χρόνια τοΰ ’60, ό Μάρξ καί ό Ένγκελς έκδηλώνουν Ινα ένδιαφέρον καί μιά συμπάθεια όλοένα καί μεγαλύτερη γιά όρισμένους προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. ΕΙδικά, ή άνακάλυψη τών Ιργων τοΰ Μάουρερ (ό Ιστορικός τών παλιών γερ μανικών κοινοτήτων) καί άργότερα τοΰ Μόργκαν θά τούς ώθήσει σέ μιά έπαναξιολόγηση τοΰ παρελθόντος. Χάρη σ’ αυ τούς τούς συγγραφείς, άνακαλύπτουν Ιναν παραδειγματικό προκαπιταλιστικό σχηματισμό, ξεχωριστό άπό τό φεουδαρχικό σύστημα πού έκθειάζουν οί «κλασικοί» ρομαντικοί: τήν πρω τόγονη κοινότητα Ό Μάρξ έκφράζει καθαρά αύτή τήν πολι τική έπιλογή ένός άλλου παρελθόντος σέ ίνα γράμμα στόν Ένγκελς τής 25ης Μαρτίου 1868, δπου γράφει σχετικά μέ τό βιβλίο τοΰ Μάουρερ: «Ή πρώτη άντίδραση ένάντια στή γαλ λική Έπανάσταση καί τή φιλοσοφία τοΰ Διαφωτισμού πού συνδεόταν μαζί της ήταν φυσικά μιά θεώρηση μέσα άπό ένα IX
πρίσμα μεσαιωνικό, ρομαντικό, άπό τήν όποία όκόμα καί άν θρωποι σάν τόν Γκρίμ δέν είναι Απαλλαγμένοι. 'Η δεύτερη Αντίδραση —πού Ανταποκρίνεται στό σοσιαλιστικό προσανα τολισμό, δν καί αύτοί οί έπιστήμονες διόλου δέν ΰποψιάζονται ότι σχετίζονται μ’ αυτόν— συνίσταται σέ μιά Αναζήτηση πιό πίσω άπό τό Μεσαίωνα μέχρι τήν πρωτόγονη έποχή κάθε λαοΰ. Καί οί Ανθρωποι άνακαλύπτουν κατάπληκτοι στό πιό παλιό τό πιό καινούριο, άκόμα καί ίσοτιστές, σέ βαθμό πού θά Εκανε τόν Προυντόν νά ριγήσει19». Ό Ένγκελς θά Εντυπωσιαστεί κι αυτός άπό τίς έρευνες τοΰ Μάουρερ, πού θά τοΰ έμπνεύσουν μεταξύ άλλων τό μικρό δοκίμιο γιά την παλιά γερμανική Mark (άγροτική κοινότητα) — δοκίμιο πού προτείνει σάν σοσιαλιστικό πρόγραμμα γιά τήν ύπαιθρο «μιά άναβίωση τής Mark20». Προχωράει μάλι στα πέρα άπό τόν Μάουρερ πού τοΰ φαίνεται άκόμα πολύ σημαδεμένος άπό τόν έξελικτικισμό τής Aufklarung' σέ Ενα γράμμα του στόν Μάρξ τής 15ης Δεκεμβρίου 1882, μέμφεται τόν Μάουρερ γιά τήν έμμονή του στήν «προκατάληψη τής φιλοσοφίας τοΰ Διαφωτισμού, σύμφωνα μέ τήν όποία πρέπει νά υπήρξε Από τό σκοτεινό Μεσαίωνα κι ΰστερα μιΑ σταθερή πρόοδος πρός τό καλύτερο- αύτό τόν Εμποδίζει δχι μόνο νΑ δει τόν Ανταγωνιστικό χαρακτήρα τής πραγματικής προόδου, ΑλλΑ καί τίς μερικές ύποχωρήσεις21». Τό Απόσπασμα αύτό τό βλέπουμε σΑν μιΑ έξαιρετικά σαφή σύνθεση τής βασικής θέ σης τοΰ Ένγκελς (καί τοΰ ΜΑρξ) γύρω σ ’ αύτή τήν προβλη ματική: I) Απόρριψη τής γραμμικής καί Αφελοΰς (δν όχι Απο λογητικής) «προοδευτικότητας» πού ΑντιλαμβΑνεται τήν Α στική κοινωνία σάν οίκουμενικά Ανώτερη Από τίς προγενέ στερες κοινωνικές μορφές* 2) κατανόηση τοΰ Αντιφατικού χαρακτήρα τής προόδου πού Εφερε Αναμφισβήτητα ό καπιτα λισμός· 3) Αναγνώριση τοΰ γεγονότος ότι ό βιομηχανικός κα πιταλιστικός πολιτισμός Εκφράζει άπό ορισμένες άπόψας μιά όπισθοδρόμηση (άπό τήν άνθρώπινη σκοπιά) σέ σχέση μέ τίς κοινότητες τοΰ παρελθόντος. Αύτή ή τελευταία πρόταση είναι Εξάλλου καί Ενα άπό τά λαϊτμοτίβ τής Καταγωγής τής οΙκσγένειας. τής Ατομικής Ιδιοκτη σίας καί τοϋ Κράτους■ ξεκινώντας άπό τίς μελέτες τοΰ Μόργκαν γιά τό γένος, ό Ένγκελς έπιμένει στήν όπισθοδρόμηση πού άπστελεΐ σέ κάποιο βαθμό ό «πολιτισμός» σέ σχέση μέ τήν πρωτόγονη κοινότητα; «πόσο θαυμάσια συγκροτείται αύ τή ή όργάνωση τοΰ γένους! Χωρίς στρατιώτες, χωροφύλακες καί άστυνομικούς, χωρίς εύγενεϊς, βασιλιάδες καί κυβερνή 19
τες, νομάρχες καί δικαστές, χωρίς φυλακές, χωρίς δίκες, όλα τραβούν τόν κανονικό τους δρόμο [...]. Ό λ ο ι είναι ίσοι καί Ελεύθεροι — συμπεριλαμβανομένων καί τών γυναικών... Καί άν συγκρίνουμε τή θέρη τους μέ έκείνη τής συντριπτικής πλειοψηφίας τών σημερινών πολιτισμένων όνθρώπων, θά φα νεί τεράστια ή διαφορά άνάμεσα στό σημερινό προλετάριο ή μικροαγρότη καί στό παλιό έλεύθερο μέλος τοΰ γένους22». Τά κριτήρια πού Επιτρέπουν στόν Ένγκελς νά μιλάει γιά όπισθοδρόμηση είναι κατ’ άρχήν κοινωνικά: ή Ελευθερία, ή Ισότη τα- άλλά είναι καί ήθικί ή διάλυση τοΰ γένους (άπό τήν άτομική Ιδιοκτησία) είναι άναπόφευκτη, άλλά δέν παύει νά άποτελεΐ Εναν «ξεπεσμό», μιά «προπατορική πτώση άπό τό ύψος τής άθωότητας καί τής ήθικότητας τής παλιάς κοινωνί ας τοΰ γένους23». Στήν πάλη Ενάντια στό ρωσικό λαϊκισμό θά γεννηθεί μέ τόν Πλεχάνωφ Ενας ριζικά άντιρομαντικός μαρξισμός, διαφα>· τιστικός, Εξελικτικός καί μακάριος θαυμαστής τής βιομηχανι κής καπιταλιστικής «προόδου». Αύτή ή τάση στηρίζεται φυ σικά σέ όρισμένα κείμενα τοΰ Μάρξ καί τοΰ Ένγκελς, άλλά τίποτα δέν άποκαλύπτει καλύτερα τή διαφορά άνάμεσα σέ τοΰτο τόν «άπορομαντικοποιημένο» μαρξισμό καί τή σκέψη τοΰ ίδιου τοΰ Μάρξ, άπό τή μελέτη τών γραπτών τοΰ συγγρα φέα τοΰ Κεφαλαίου γύρω άπό τή ρώσικη άγροτική κοινότητα. Χωρίς νά συμμερίζεται δλες τίς προεικασίες τών Ναρόντνικων, ό Μάρξ πίστευε μαζί τους στό μελλοντικό σοσιαλιστικό ρόλο τής ρωσικής παραδοσιακής άγροτικής κοινότητας (obschtehina)' δπως θά γράψει μέ σαφήνεια σέ Ενα γράμμα τής 8ης Μαρτίου 1881 στή Βέρα Ζασούλιτς, «αύτή ή κοινότητα είναι τό στήριγμα γιά τήν κοινωνική άναγέννηση τής Ρωσί ας, άλλά γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει σάν τέτοια, θά Επρεπε κατ’ άρχήν νά Εξαλειφθοΰν οί φθοροποιές Επιδράσεις πού τήν προσβάλλουν άπ’ δλες τίς πλευρές, καί Επειτα νά Εξασφαλισθοΰν οί όμαλές συνθήκες μιάς αυθόρμητης άνάπτυξης24». Ή ρομαντική-έπαναστατική προβληματική τής Ενω σης μεταξύ (προκαπιταλιστικοΰ) παρελθόντος καί (σοσιαλι στικού) μέλλοντος, μέ τή διαμεσολάβηση τής άρνησης τού (καπιταλιστικού) παρόντος, Εκδηλώνεται Εδώ μέ Ιδιαίτερα κα θαρό τρόπο — άκόμα καί δταν ό Μάρξ Επιμένει, δπως είναι φυσικό, στήν άνάγκη νά καρπωθά ή ρώσικη άγροτική κοινό τητα τίς τεχνικές κατακτήσεις τού εύρωπαϊκοΰ βιομηχανικού πολιτισμού. Φάνηκε μελλοντικά ό χιμαιρικός χαρακτήρας μι άς τέτοιος Ελπίδας, άλλά ό τρόπος προσέγγισης τοΰ Μάρξ 20
περιέκλειε Ενα «λογικό πυρήνα» Εξαιρετικά γόνιμο. Τό πρόχειρο τοΰ γράμματος στή Βέρα Ζασούλιτς περιείχε Επίσης Επεξηγήσεις γιά τίς προκαπιταλιστικές άγροτικές κοι νότητες τής Ινδίας, χαρακτηριστικές γιά τήν άντίληψη τοΰ Μάρξ καί τήν Εξέλιξή του άπό τή δεκαετία τοΰ *50. Τό 1853, ό Μάρξ όριζε τό ρόλο τοΰ άγγλικοΰ άποικισμοΰ τής Ινδίας σάν κάτι τό τερατώδες καί καταστρεπτικό, άλλά συνάμα καί προοδευτικό (μέ τήν εισαγωγή τών σιδηροδρόμων, κλπ.). Ή πρόοδος παίρνει τή μορφή αύτοΰ τοΰ «άποκρουστικοΰ παγανιστικοΰ είδώλου πού δέν πίνει τό νέκταρ παρά μόνο άπό τό κρανίο τών σκοτωμένων25». 'Ωστόσο, στό γράμμα τοΰ 1881, ό Μάρξ γράφει τά Εξής: «"Οσον άφορά τίς άνατολικές Ινδίες, γιά παράδειγμα, όλος ό κόσμος, έκτός άπό τόν Sir Η. Maine καί άλλους τής ίδιας πάστας, ξέρει πολύ καλά δτι ή κατάργη ση έκεΐ τής κοινοκτημοσύνης τής γής δέν ήταν άλλο από μιά πρίάξη άγγλικοΰ βανδαλισμού πού ώθσΰσε τόν Ιθαγενή πληθυ σμό δχι πρός τά μπρος, άλλά πρός τά πίσω26». Αύτή ή έκτίμηση δέν Ερχεται σέ άντίθεση μ’ έκείνη τοΰ 1853, τονίζει μόνο τήν (άπό άνθρώπινη άποψη) άπισθοδρομική πλευρά τοΰ καπιταλι σμού. ’Αναμφίβολα, δέν έκθέσαμε Εδώ παρά μιά πτυχή τής σκέ ψης τοΰ Μάρξ καί τοΰ Ένγκελς. Δέν θά Ιπρεπε νά παραμελή σουμε τή σημασία τών άναλογιών καί νά ξεχάσουμε δτι γΓ αύτούς ό βιομηχανικός καπιταλισμός (σάν παγκόσμιο σύστη μα) είχε παίξει Ενα προοδευτικό ρόλο, δχι μόνο ΕξαΙτίας τής χωρίς προηγούμενο άνάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων, άλλά καί τής μερικής κοινωνικοποίησής τους (χάρη στή συ νεργασία, στήν παγκόσμια άγορά, κλπ) — δύο δροι πού δημιουργοΰν τήν άντικειμενική δυνατότητα Ενός σοσιαλιστικοΰ μετασχηματισμού τής οίκονομίας καί μιας άταξικής κοινωνί ας όπου «ό καθένας θά Εχει σύμφωνα μέ τίς άνάγκες του». Ή άντικαπιταλιστική ρομαντική διάσταση συναρθρώνεται καί συνδυάζεται μ’ έκείνη τήν άλλη υπόθεση, τήν άποφασιστικά νεωτεριστική καί μέ πάθος άντιφεουδαρχική πού όδηγεΐ στήν Aufhebung τόσο τοΰ προκαπιταλιστικοΰ παρελθόντος δσο καί τοΰ άστικοΰ παρόντος. Ή ρομαντική-έπαναστατική διάσταση τοΰ μαρξισμού τεί νει νά Εξαλειφθεΐ στά τέλη τοΰ 19ου αίώνα, άρχές 20ου, δχι μόνο άπό τό ρώσικο μαρξισμό (κάτω άπό τήν Επίδραση τοΰ Πλεχάνωφ) άλλά καί άπό τή Έ( Διεθνή γενικότερα27. Ά πό τίς σπάνιες Εξαιρέσεις είναι ή Ρόζα Λούξεμπουργκ ή όποία συν δέεται άμεσα μέ τίς άνησυχίες τοΰ Μάρξ καί τοΰ Ένγκελς 21
δσον άφορά τήν πρωτόγονη κοινότητα Τό κεντρικό θέμα τής ΕΙσαγωγής στήν πολιτική οικονομία (ήμιτελες χειρόγραφο δημοσιευμένο άπό τόν Πάουλ Λέβι τό 1925) είναι ή άνάλυση αυτής τής κοινότητας —πού τήν χαρα κτηρίζει πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία— καί ή άντιπαράθεσή της στήν καπιταλιστική Εμπορευματική κοινωνία. Ό πως τονίζει πολύ σωστά ό Έρνέστ Μαντέλ στόν πρόλογο τής γαλλικής Εκδοσης: «ή Εξήγηση τών ούσιαστικών διαφορών άνάμεσα σέ μιά οίκονομία πού στηρίζεται στήν παραγωγή άξιών χρήσης μέ σκοπό τήν Ικανοποίηση τών άναγκών τών παραγωγών καί μιά οίκονομία πού βασίζεται στήν παραγωγή Εμπορευμάτων, καταλαμβάνει τό μεγαλύτερο μέρος τοΰ Ερ γου28». "Οπως ό Ένγκελς καί ό Μάρξ, μελετά μέ πάθος τά γραπτά τοΰ Μάουρερ καί κατέχεται άπό θαυμασμό γιά τή δημοκρατι κή καί ίσοτική λειτουργία τής Mark καί τήν κοινωνική της διαφάνεια: «Δέν μπορεΐ νά φανταστεί κανείς τίποτα πιό άπλό καί πιό άρμονικό άπ’ αύτό τό οίκονομικό σύστημα τών παλι ών γερμανικών Markte. Ό λ ο ς ό μηχανισμός τής κοινωνικής ζωής είναι σάν καθαρός ουρανός. "Ενα αύστηρό σχέδιο, μιά Ισχυρή όργάνωση πλαισιώνει Εδώ τή δραστηριότητα τοΰ καθενός καί τήν Ενσωματώνει σάν Ενα στοιχείο τής όλότητας. ΟΙ άμεσες άνάγκες τής καθημερινής ζωής καί ή ίση γιά δλους Ικανοποίησή τους, νά ποιά είναι ή άφετηρία καί ή κατάληξη αυτής τής όργάνωσης. Ό λ ο ι δουλεύουν άπό κοινοΰ γιά δ λους, καί άποφασίζουν άπό κοινοΰ γιά δλα29». Επιμένει στήν οίκουμενικστψα τοΰ άγρστικοΰ κομμουνισμού ώς γενικού σχή ματος τής άνθρώπινης κοινωνίας σέ Ενα όρισμένο στάδιο τής άνάπτυξής της, πού συναντάμε τόσο στούς γερμανικούς καί σλαβικούς λαούς, δσο καί στούς ’Ινδιάνους, τούς Ίνκας, τούς Μεξικανούς, τούς Καβύλους καί τούς ’Ινδούς. ' Η Ρόζα Λούξεμπουργκ Εμπνέεται Επίσης —όπως καί δ Έ ν γκελς στήν Καταγωγή τής οικογένειας— άπό τό κλασικό Εργο τοΰ Μόργκαν. Ξεκινώντας όμως άπ’ αύτό άναπτύσσει μιά με γαλειώδη θεώρηση τής Ιστορίας, μιά άνανεωτική καί τολμη ρή άντίληψη γιά τήν χιλιετή Εξέλιξη τής άνθρωπότητας, στήν όποία ό σημερινός πολιτισμός «μέ τήν άτομική του Ιδιοκτησία, τήν ταξική του κυριαρχία, τήν άνδρική του κυρι αρχία, τό καταναγκαστικό του Κράτος καί γάμο» Εμφανίζεται σάν μιά άπλή παρένθεση, μιά μετάβαση άνάμεσα στήν πρωτό γονη κομμουνιστική κοινωνία καί τή μελλοντική κομμουνι στική κοινωνία Ή ρομαντική-Επαναστατική Ιδέα τής σύνδε 22
σης άνάμεσα στό παρελθόν καί τό μέλλον φαίνεται έδώ μέ τόν πιό σαφή τρόπο, καί περισσότερο άκόμα άπότι στόν Μάρξ καί τόν Ένγκελς: «ή εΰγενής παράδοση τοΰ μακρινού παρελθόντος έτεινε έτσι τό χέρι στίς έπαναστατικές προσδο κίες τοΰ μέλλοντος, ό κύκλος τής γνώσης έκλεινε άρμονικά, καί σ’ αύτή τήν προοπτική, ό σημερινός κόσμος τής ταξικής κυριαρχίας καί τής έκμετάλλευσης πού Ισχυριζόταν ότι ήταν τό nec plus ultra τοΰ πολιτισμοΰ, ό ύστατος στόχος τής παγκό σμιας Ιστορίας, δεν ήταν πιά παρά ένα άσήμαντο καί παροδι κό στάδιο στή μεγάλη πορεία τής άνθρωπότητας30». Σ’ αύτή τήν προοπτική, άντιλαμβάνεται ούσιαστικά τόν εύρωπαϊκό άποικισμό τών λαών τοΰ τρίτου κόσμου σάν μιά έπιχείρηση κοινωνικά καταστρεπτική, βάρβαρη καί άπάνθρωπη- τέτοια είναι ή περίπτωση Ιδίως τής άγγλικής κατοχής στίς ’Ινδίες πού λεηλάτησε καί διέλυσε τίς παραδοσιακές κομμουνιστικές άγροτικές δομές, μέ τραγικές συνέπειες γιο τήν άγρστική τάξη: «οί παλιοί δεσμοί καταστράφηκαν, ή ήσυ χη άπομόνωση τοΰ κομμουνισμού στό περιθώριο τοΰ κόσμου διαταράχθηκε καί άντικαταστάθηκε μέ φιλονικίες, διχόνοια, άνισότητα κι έκμετάλλευση. Έχοντας σάν έπακόλουθο άπ’ τή μιά τεράστια λατιφούντια, καί άπ’ τήν άλλη Εκατομμύρια άπορους άκτήμονες. Ή άτομική Ιδιοκτησία εΙσέβαλε στίς ’Ιν δίες μαζί μέ τόν τύφο, τήν πείνα, τό σκορβούτο πού έγιναν μόνιμοι φιλοξενούμενοι τών πεδιάδων τοΰ Γάγγη31». Στή Συσ σώρευση τοΰ Κεφαλαίου, έξετάζει πάλι τόν Ιστορικό ρόλο τής άγγλικής άποικιοκρατίας καί άγανακτεΐ μπροστά στήν έγκληματική περιφρόνηση πού έδειξαν οί εύρωπαΐοι κατακτητές άπέναντι στό παλιό άρδευτικό σύστημα τό κεφάλαιο, μέ τήν τυφλή του άδηφαγία «είναι άνίκανο νά δει άρκετά μακριά γιά νά άναγνωρίσει τήν άξία τών οίκονομικών μνημείων ένός παλιότερου πολιτισμού»· ή άποικιακή πολιτική γίνεται αίτία τής παρακμής αύτοΰ τοΰ παραδοσιακού συστήματος καί κατά συνέπεια ό λιμός άρχίζει άπό τό 1867 νά προκαλεΐ Εκατομμύ ρια θύματα στίς ’Ινδίες32. "Οσο γιά τή γαλλική άποικιοκρατία στήν ’Αλγερία χαρακτηρίζεται άπό τήν Λούξεμπουργκ σάν μιά συστηματική καί προμελετημένη άπόπειρα καταστροφής καί διάλυσης τής κοινοτικής Ιδιοκτησίας33. ’Από αύτή τήν άνάλυση άπορρέει ή άλληλεγγύη της στόν άγώνα τών άποικτοκρατούμενων λαών ένάντια στίς ιμπεριαλι στικές μητροπόλεις, άγώνας στόν όποιο διακρίνει τή σταθερή καί άξιοθαύμαστη άντίστάση τών παλαιών κομμουνιστικών παραδόσεων άπέναντι στήν άναζήτηση τοΰ κέρδους καί τόν 23
καπιταλιστικό «έξευρωπαϊσμό». 'Υποδηλώνεται έδώ ή Ιδέα μιας συμμαχίας άνάμεσα στόν άντιαποικιακό άγώνα τών Ιθα γενών λαών καί τόν άντικαπιταλιστικό άγώνα τοϋ σύγχρονου προλεταριάτου σάν μιά έπαναστατική σύγκλιση μεταξύ τού παλιού καί τοϋ νέου κομμουνισμού...14 ’Αντίθετα, δσον άφορά τή ρώσικη άγροτική κοινότητα, ή Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε μιά θεώρηση πολύ πιό κριτική άπότι ό Μάρξ. Ξεκινώντας άπό τίς άναλύσεις τοΰ Ένγκελς, πού διαπίστωνε στά τέλη τοϋ 19ου αΙώνα τήν παρακμή τής obschtchina καί τόν έκφυλισμό της, δείχνει, μ’ αύτό τό παράδειγμα, τά ιστορικά δρια τής παραδοσιακής κοινότητας καί τήν άναγκαιότητα ξεπεράσματός της” . Τό βλέμμα της στρέφεται άποφασιστικά πρός τό μέλλον, καί διαχωρίζεται έδώ άπό τόν οίκονομικό ρομαντισμό γενικά καί τούς ρώσους λαϊκιστές ειδικότερα, γιά νά υπογραμμίσει τή «βασική διαφορά άνάμε σα στήν παγκόσμια σοσιαλιστική οικονομία τοΰ μέλλοντος καί τίς πρωτόγονες κομμουνιστικές όμάδες τής προϊστο ρίας»». Τά ζητήματα αύτά καί Ιδίως τή σχέση άνάμεσα στή Ρόζα Λούξεμπουργκ καί τόν οίκονομικό ρομαντισμό, πραγματευό μαστε στά δύο τελευταία δοκίμια αύτοΰ τοΰ τόμου, σάν μία πτυχή τής πλούσιας καί πολυδιάστατης σκέψης της. Σέ άντίθεση μέ τή Ρόζα Λούξεμπουργκ (ή μέ τόν Μάρξ καί τόν Ένγκελς), ή προκαπιταλιστική άναφορά στό νεαρό Λού κατς δέν είναι ό πρωτόγονος κομμουνισμός ή ίνας καθορισμέ νος οίκονομικός σχηματισμός, άλλά μάλλον όρισμένοι πολιτι στικοί σχηματισμοί: ό όμηρικός έλληνικός κόσμος, ή ρώσικη (λογοτεχνική ή θρησκευτική) πνευματικότητα, δ χριστιανι κός, Ινδουιστικός, ή ό έβραϊκός μυστικισμός. Σέ πολλά ση μεία βλέπουμε έπίσης νά μνημονεύεται ό μεσαιωνικός καθολι κισμός —ειδικά σέ σχέση μέ τήν τέχνη ένός Τζιότο ή ένός Τσιμαμποΰε— άλλά δέν πρόκειται γιά μιά κεντρική άναφορά. Ά π ό τήν άλλη, ό Λούκατς είναι πολύ πιό κοντά άπότι ή Ρόζα Λούξεμπουργκ στόν «κλασικό» γερμανικό ρομαντισμό καί κυρίως στό νεορομαντισμό τών άρχών τοΰ 20ου αΙώνα (Πάουλ Έρνστ, Γκέοργκ Ζίμελ, κλπ.). Εξετάζουμε τήν έκλεκτική του συγγένεια μέ τόν ρομαντικό άντικαπιταλισμό στό δο κίμιό μας γύρω άπό τή μυστικνστική-μεσσιανική του περίοδο (1910-1919) καί στό άρθρο μας γιά τήν τραγική θεώρηση τοΰ κόσμου17. Μέ τήν προσχώρησή του στό ούγγρικό κομμουνιστικό κόμμα (Δεκέμβρης τοΰ 1918), αύτή ή ρομαντική διάσταση δέν 24
θά έξαφανιστεϊ· γιά δνα όλόκληρο χρονικό διάστημα, θά συν δυαστεί μέ τή μαρξιστική θεώρηση τοΰ κόσμου, σέ μιά έξαιρετικά πρωτότυπη καί λεπτή Ιδεολογική συγχώνευση, τής όποίας ή πιό όλοκληρωμένη έκφραση είναι τό δοκίμιο «ή Πα λιά καί ή νέα κουλτούρα», πού δημοσιεύτηκε τήν ώρα τοΰ θριάμβου τής ουγγρικής έπανάστασης τών συμβουλίων (1919). Τό βασικό πλαίσιο αΰτοΰ τοΰ γραπτοΰ είναι ή άντίθεση άνάμεσα στήν κουλτούρα τών κοινωνιών τοΰ παρελθόντος καί τή «μή-κουλτούρα» τοΰ καπιταλισμού. Ή άνάλυση τοΰ Λούκατς δέν κάνει κανένα διαχωρισμό μεταξύ τών διαφόρων προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, άναφέρεται στίς «έποχές πού προηγήθηκαν τοΰ καπιταλισμού» σάν μιά όλότητα πού παρουσιάζει (άπέναντι στήν «καπιταλιστική έπανάσταση») όρισμένα κοινά χαρακτηριστικά: άρχικά, £να «καλλιτε χνικό πνεύμα» (Jdinstlerische Geist) κυριαρχοΰσε σέ όλόκληρη τήν παραγωγική δραστηριότητα: άπό τήν άποψη τοΰ άνθρώπινου χαρακτήρα τής δημιουργίας, ή έκτύπωση ένός βι βλίου δέν διέφερε, στήν ουσία της, άπό τή γραφή του, δπως καί τό ζωγράφισμα ένός πίνακα άπό τό φινίρισμα ένός τραπε ζιού- έξάλλου, ή άργή καί όργανική άνάπτυξη τής κουλτού ρας πάνω στό υπόστρωμα τοΰ κοινωνικού δντος τής προσέδιδε ένα άρμονικό καί μεγαλοπρεπή χαρακτήρα. Τά παραδείγματα όργανικής κουλτούρας πού μνημονεύει ό Λούκατς είναι ή 'Ελλάδα καί ή ‘Αναγέννηση: ύ μεσαίωνας φαί νεται, λοιπόν, παραμερισμένος’ στήν πραγματικότητα δμως, ή άνάλυση τοΰ Λούκατς έφαρμόζεται έξίσου στή μεσαιωνική κουλτούρα Μέ τήν έλευση τοΰ καπιταλισμού «δλα ίπαψαν νά έκτιμοΰνται γιά τόν έαυτό τους, γιά τήν ένυπάρχουσα (καλ λιτεχνική ή ήθική λόγου χάρη) άξία τους, καί άποκτοΰν άξία μόνο ώς έμπόρευμα πού τό πουλάνε ή τό άγοράζουν στήν άγορά». Μ’ αύτή τή γενική έμπορευματοποίηση παύει κάθε δυνατότητα κουλτούρας μέ τήν πραγματική έννοια τής λέξης: ό καπιταλισμός είναι ίξολοθρευτής τής κουλτούρας (Kultur zerstorend). Είναι άλήθεια δτι στίς προκαπιταλιστικές έποχές ή κουλτούρα ήταν προνόμιο τών κυρίαρχων τάξεων, άλλά στόν καπιταλισμό άκόμα κι αύτές υποτάσσονται στήν κίνηση τοΰ έμπορεύματος καί είναι άνίκανες γιά μιά αύθεντική πολιτιστι κή δημιουργία. Μέ τόν κομμουνισμό προβάλλει γιά πρώτη φορά μιά κουλτούρα άνοιχτή σέ δλους, μιά «νέα κουλτούρα», πού γιά τόν Λούκατς πρώτα άπ’ δλα παίρνει τή μορφή μιας πολιτιστικής παλινόρθωσης: χάρη στήν κατάργηση τοΰ καπιτα λισμού καί τοΰ έμπορευματικοΰ χαρακτήρα τών προϊόντων, ή 25
όργανική άνάτττυξη «γίνεται πάλι δυνατή»· οί κοινωνικές δρα στηριότητες χάνουν τήν έμπορευματική τους λειτουργία καί «έπανακτοΰν» τή δική τους άνθρώπινη σκοπιμότητα5*. Αυτές οί έκφράσεις δείχνουν μέ έντυπωσιακό τρόπο πώς γιά τόν Λούκατς (τό 1919) ή κομμουνιστική κοινωνία ξαναβρίσκει τό νήμα τής πολιτιστικής συνέχειας πού διέκοψε ό καπιταλι σμός: ή νέα κουλτούρα, πού θά φέρει ή άντικαπιταλιστική έπανάσταση τοΰ προλεταριάτου, συνδέεται στενά μέ τήν πα λιά κουλτούρα τών προκαπιταλιστικών κοινωνιών, τό μέλλον τείνει νά γεφυρωθεΐ μέ τό παρελθόν πάνω άπό τό άβυσσαλέο χάσμα τής καπιταλιστικής μή-κουλτούρας. Αύτή ή χαρακτηρι στική ρομαντική-έπαναστατική προβληματική φανερώνεται έπίσης, μέ διαφορετική μορφή, στή διάλεξη πού έκανε ό Λού κατς τό 1919 γύρω άπό τήν άλλαγή λειτουργίας τοΰ Ιστορικού ύλισμοΰ. Ξεκινώντας άπό τόν χεγκελιανό διαχωρισμό μεταξύ τοΰ Αντικειμενικού πνεύματος (οί κοινωνικές σχέσεις, τό δί καιο, τό Κράτος, κλπ.) καί τοΰ άπόλυτου πνεύματος (φιλοσο φία, τέχνη, θρησκεία), ό Λούκατς τονίζει δτι οί προκαπιταλιστικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται άπό τόν καθοριστικό ρόλο τοΰ άπόλυτου πνεύματος: γιά παράδειγμα, ή θρησκεία στήν έποχή τοΰ πρωτόγονου χριστιανισμοΰ (άς σημειώσουμε καί πάλι τήν τάση τοΰ Λούκατς νά άποφεύγει τήν άναφορά στό μεσαίωνα). ’Αντίθετα, στόν καπιταλισμό, δλες οί δραστήριες κοινωνικές δυνάμεις δέν υπάρχουν παρά μόνο ώς έκδηλώσεις τοΰ άνπκειμενικοΰ πνεύματος (πού καθορίζεται άπό τήν οίκονομική βάση): καί αύτή άκόμα ή θρησκεία γίνεται ένας κοινω νικός θεσμός σάν τούς άλλους (ή ’Εκκλησία), άνάλογος μέ τό Κράτος, τό Στρατό ή τό Σχολείο. Μέ τόν κομμουνισμό θά άρχίσει μιά περίοδος δπου τό άπόλυτο πνεΰμα —δηλαδή ή φιλοσοφία, ή κουλτούρα, ή έπιστήμη— θά κυριαρχήσει πάλι στήν οίκο νομική καί κοινωνική ζωή*. Στήν Ιστορία καί ταξική συνείδηση (1923), ή ρομαντική διά σταση είναι μετριασμένη, άλλά παραμένει μιά θεμελιακή συ νιστώσα τοΰ θεωρητικού κόσμου τοΰ Λούκατς, δπως έπιχειροΰμε νά δείξουμε στό άρθρο μας γύρω άπό τήν έννοια τής πραγμοποίησης. Πρός τό τέλος τής δεκαετίας τοΰ ’20 ή σκέψη τοΰ Λούκατς παίρνει μιά έχθρική στάση άντίκρυ στό ρομαντισμό, χωρίς νά λείψουν δμως οί άντιφάσεις καί οί αίφνίδιες άναστροφές. "Εχει κανείς τήν έντύπωση δτι έπί σαράντα χρόνια ή ψυχή του διχάζεται άνάμεσα σέ μιά τάση Aufklarer καί δημοκρατική-φιλελεύθερη καί σ’ ένα «άντικαπιταλιστικό ρομαντικό 26
δαίμονα» άπό τόν όποιο δέν μπορεΐ νά άπελευθερωθεΐ. Ή πρώτη κυριαρχεί, άλλά σέ όρισμένες περιόδους ό δεύτερος ξαναβγαίνει στήν έπιφάνεια Στά πλαίσια αυτής τής είσαγωγής, δέν μπορούμε νά έξετάσουμε δλα τά στάδια αυτής τής βασανιστικής, έλικοειδοϋς καί άρκετά θαμπής έξέλιξης: θά άρκεστοϋμε νά έπισημάνουμε μερικά παραδείγματα άπό τά πιό διαφωτιστικά. Τό 1928, ό Λούκατς γράφει ένα πολύ έπαινετικό σχόλιο γιά τό βιβλίο τοϋ Κάρλ Σμίτ, τοϋ όποιου άποδέχεται άνεπιφύλακτα τή θέση —κατά τή γνώμη μας έξαιρετικά έπιφανειακή— γιά τόν «όκαζιοναλισμό» καί τήν έλλειψη πολιτικού περιεχο μένου τής ρομαντικής σκέψης40. ’Ακολουθώντας τάΐχνη τοϋ Σμίτ, υπογραμμίζει τήν «άνακολουθία» τών ρομαντικών, τήν «άσήμαντη» πολιτική τους δραστηριότητα, τόν άντιεπιστημονικό τους υποκειμενισμό, τόν ύπερβολικό τους αίσθητισμό, κλπ. Αυτός ό άντιρομανακός προσανατολισμός θά άποσαφηνιστεΐ τό 1931 σέ ένα άρθρο γιά τόν Ντοστογιέφσκι, δπου κατηγορεί τόν ρώσο συγγραφέα —πού υπήρξε ό κύριος έμπνευστής τής ρομαντικής-μεσσιανικής του περιόδου μέχρι τό 1918— σάν «άντιδραστικό» καί σάν έκπρόσωπο «ένός τμή ματος τής άντικαπιταλιστικής ρομανηκής μικροαστικής άντιπολιτευόμενης διανόησης» γιά τήν όποία «ξανοίγεται μιά πλατιά λεωφόρος πρός τά δεξιά, πρός τήν άντίδραση (σήμερα πρός τό φασισμό), καί άντίστροφα Ενα στενό καί δύσκολο μονοπάτι πρός τά άριστερά, πρός τήν έπανάσταση41». Μ’ αύ τό τό άρθρο έμφανίζεται γιά πρώτη φορά ένας τύπος άνάλυσης πού θά ξανασυναντήσουμε στά περισσότερα μεταγενέστε ρα άρθρα τοϋ Λούκατς γιά τόν άντικαπιταλιστικό ρομαντι σμό: άπ’ τή μιά ή άναγνώριση τοϋ άντιφατικοϋ χαρακτήρα τοϋ φαινομένου, άπό τήν άλλη ή (κάποτε άκραία) τάση νά άντιλαμβάνεται τήν άντιδραστική ή καί φασιστική άκόμα προδιάθεση σάν τόν κυρίαρχο πόλο. Δέν είναι τυχαίο πού αύτό τό δοκίμιο προκάλεσε τήν άγανάκτηση τοϋ φίλου του, τοϋ κατ’ έξοχήν ρομαντικού έπαναστάτη Έρνστ Μπλόχ, μέ άπστέλεσμα νά ψυχραθούν οί σχέσεις τους· μερικά χρόνια άργότερα άκολούθησε καί ή μεταξύ τους πολεμική γύρω άπό τόν έξπρεσιονισμό (1934-1935), πού είναι στήν πραγματικότη τα μιά πολεμική γύρω άπό τό ρομαντισμό. Μερικά χρόνια άργότερα όμως (τό 1936), σέ ένα άρθρο γιά τόν Ντοστογιέφσκι, ό Λούκατς δχι μόνοθά «άποκαταστήσει» τόν μεγάλο ρώσο συγγραφέα, άλλά καί θά άναπτύξει μιά άνάλυση. Ιδιαίτερα διαυγή καί διορατική, γιά τήν έπαναστατική 27
διάσταση τοΰ άντικαπιταλιστικοΰ ρομανπσμοΰ. "Ολο τό έρ γο τοΰ Ντοστογιέφσκι, γράφει, έκφράζει «μιά έξέγερση ένάντια στήν ήθική καί πνευματική παραμόρφωση τών άνθρώπων, πού προκύπτει άπό τήν άνάπτυξη τοΰ καπιταλισμού». Σ’ αύτή τήν κατάπτωση άντιπαραθέτει τήν όνειροπόληση, τή νοσταλ γία μιας χρυσής έποχής (πού τήν παρασταίνει συμβολικά ή άρχαϊκή 'Ελλάδα, Ετσι όπως τή φαντάστηκε ό Κλώντ Λωραίν στόν πίνακά του Άκις καί Γαλάτεια), ή όποία χαρακτηρίζεται άπό τήν άρμονία μεταξύ τών άνθρώπων: «Αύτό τό όνειρο εί ναι ό πραγματικός αύθενπκός πυρήνας, ή πραγματική περιε κτικότητα σέ χρυσό τής ούτοπίας τοΰ Ντοστογιέφσκι, ίνας κόσμος στόν όποιο [...] ή κουλτούρα καί ό πολιτισμός δέν θά άποτελοΰν έμπόδιο στήν άνάπτυξη τής άνθρωπινης ψυχής. Ή αυθόρμητη, άγρια καί τυφλή έξέγερση τών προσώπων τοΰ Ντοστογιέφσκι γίνεται στό όνομα αύτής τής χρυσής έποχής καί διατηρεί πάντα, δποιο κι δν είναι τό περιεχόμενο τής πνευματικής έμπειρίας, μιά ύποσυνείδητη προσήλωση σ’ αύτή τή χρυσή έποχή. Σ’ αύτή τήν έξέγερση βρίσκεται τό ποιη τικό καί Ιστορικά προοδευτικό μεγαλείο τοΰ Ντοστογιέφσκι: έδώ διαφαίνεται πράγματι ένα φώς στό σκοτάδι τής έξαθλίωσης τής Πετρούπολης· £να φώς πού πλημμύριζε τούς δρόμους γιά τό μέλλον τής άνθρωπότητας42». Ή χρυσή έποχή τοΰ παρελ θόντος πού φώτιζα τό δρόμο πρός τό μέλλον: δύσκολα θά μπο ρούσαμε νά έπινοήσουμε μιά πιό πετυχημένη, πιό σαφή καί πιό άμεση διατύπωση πού νά συνοψίζει τή ρομαντική-έπαναστατική Weltanschauung, πρός τήν όποία έκδηλώνει έδώ ό Λούκατς μιά άναμφισβήτητη συμπάθεια καί συγγένεια. Αύτή ή συμπάθεια θά έκφραστεΐ καί πάλι σέ μιά σειρά δρθρα πού θά γράψει ό Λούκατς στή Μόσχα στά 1939-41, πού θά μείνουν γιά πολύ καιρό άνέκδστα. Παίρνει σάν άφετηρία μερικά άπό τά κείμενα τοΰ Μάρξ καί τοΰ Ένγκελς γιά τόν άντικαπιταλιστικό ρομαντισμό: τήν άναφορά τοΰ Μανιφέστου στό φεουδαρχικό σοσιαλισμό, τά δρθρα γιά τόν Καρλάυλ, κλπ.· έπιμένει στίς άρετές πού άναγνωρίζουν οί δυό συγγρα φείς σ’ αύτό τό ρεΰμα καί στήν κριτική του στόν καπιταλισμό καί άναλύει, κάτω άπ’ αύτό τό φώς, τό έργο μερικών συγγρα φέων όπως ό Μπαλζάκ, ό Τολστόι, ο Γουόλτερ Σκότ, κλπ. Σέ μιά πολεμική μέ όρισμένους σοβιετικούς λογοτεχνικούς κρι τικούς (Κιρπότιν, Κνίποβιτς), οϊ όποιοι άντιπαραθέτουν τήν «προοδευτική» άστική σκέψη στίς «Αντιδραστικές» άντιλήψεις τοΰ Μπαλζάκ, ό Λούκατς άπορρίπτει αύτό πού χαρακτη ρίζει ώς φιλελεύθερη-άστική Ιδεολογική παράδοση: «τή μυ28
θολσγία μιας πάλης άνάμεσα στή «Λογική» καί τήν «Αντί δραση», ή, καί σέ μιά άλλη έκδοχή, τό μύθο τοΰ άγώνα τοΰ «φωτεινοΰ άγγέλου τής άστικής προόδου... ένάντια στό μαΰρο δαίμονα τοΰ φεουδαρχισμοΰ43». ΓΓ αύτόν, ή άμείλικτη κριτι κή τοΰ Μπαλζάκ (ή τοΰ Καρλάυλ) στόν καπιταλισμό είναι βαθιά διορατική, είδικά σέ σχέση μέ τό ρόλο του ώς ίξολοθρευτή τής κουλτούρας44. 'Ωστόσο, αύτή ή κριτική πτυχή δέν μπορεΐ νά διαχωριστεί μηχανικά άπό τήν δλη θεώρηση τοΰ κόσμου τοΰ Μπαλζάκ ή τοΰ Καρλάυλ (καί Ιδίως άπό τή συν τηρητική τους Ιδεολογία), σύμφωνα μέ τήν παλιά καλή προυντονική μέθοδο τοΰ διαχωρισμού μεταξύ «καλής» καί «κακής» πλευράς τών οικονομικών καί κοινωνικών γεγονό των45. Σ’ αυτούς τούς συγγραφείς, ή διαυγής κριτική τοΰ καπι ταλισμού είναι άμεσα συνυφασμένη μέ μιά έξιδανίκευση τοΰ μεσαίωνα: ό Μπαλζάκ είναι τόσο όξυδερκής χάρη στόν καί δχι παρά τόν ρομαντικό άντικαπιταλισμό του46. Θά μπορούσε κανείς νά μπει στόν πειρασμό νά άποδώσει αύτήν τή θερμή έπαν-εκτίμηση τοΰ άντικαπιταλιστικοΰ ρο μαντισμού άπό τόν Λούκατς στά 1939-41 στή συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία τής περιόδου: γερμανοσοβιετικό σύμφω νο, άνοιχτή έχθρότητα τής Ε.Σ.Σ.Δ. άπέναντι στίς «καπιταλι στικές δημοκρατίες». 'Ορισμένες άναφορές στήν έπικαιρότητα μέσα στό κείμενο φαίνεται νά έπιβεβαιώνουν μιά τέτοια υπόθεση: γιά παράδειγμα, ό Λούκατς κατηγορεί τούς άντιπάλους του δτι δέν ξεπέρασαν τήν Ιδεολογία τού Λαϊκοΰ Μετώ που, δηλαδή «τήν ύπερεκτίμηση τής άστικής δημοκρατίας, τήν μή κριτική στάση άπέναντι της». Πιστεύει, άντίθετα, δτι «αύτά τά λάθη παίρνουν σήμερα μιά αύξημένη σημασία. "Ο πως τό είχε δει προφητικά ό Ένγκελς, άπό τή δεκαετία τοΰ '80 κιόλας έμφανίστηκε πάλι μιά κατάσταση δπου ή άστική δημοκρατία είναι τό όχυρό καί ό τόπος συσπείρωσης κάθε λογής άντίδρασης47». 'Ωστόσο, μιά τέτοια έξήγηση άφήνει άπέξω τό δοκίμιο γιά τόν Ντοστογιέφσκι, πού γράφτηκε σέ περίοδο άκμής τοΰ Λαϊκοΰ Μετώπου. "Οπως κι άν Εχει τό πράγμα, άπό τή λήξη κιόλας τοΰ πολέ μου, ό Λούκατς θά άπομακρυνθεί ξανά άπό τό ρομαντισμό, άναπτύσσοντας μιά σειρά άναλύσεις πού μοιάζουν μερικές φορές άπαράλλακτα μέ μιά έκλεπτυσμένη έκδοχή τοΰ μυθικοΰ άγώνα άνάμεσα στόν «άστικό άγγελο τοΰ Διαφωτισμού» καί τόν «μαΰρο φεουδαρχικό δαίμονα», γιά τούς όποιους μι λούσε τόσο είρωνικά τό 1941... Γιά παράδειγμα, τό 1945, σέ £να δοκίμιο γιά τόν Τόμας Μάν, περιγράφει τήν πλοκή τοΰ 29
Μαγικού Βουνού σάν «τή διανοητική μονομαχία άνάμεσα στούς έκπροσώπους τοΰ φωτός καί τοΰ σκότους, άνάμεσα στόν Ιταλό άνθ ρωπιστή δημοκράτη Σετεμπρίνι καί τόν fcβραΐο μαθητή τών Ιησουιτών Νάφτα, προπαγανδιστή ένός συ στήματος καθολικής Εμπνευσης πού προαναγγέλλει τό φασισμό{...]», υποβιβάζοντας έτσι μέ χοντροειδή καί άπλοποιητικό τρόπο τήν παράδοξη καί άντιφατική θρησκευτική-κομμουνιστική ρομανπκή Ιδεολογία τοϋ γοητευτικού ώς προσώπου Νάφτα σέ μιά «άντιδραστική καί άντικαπιταλιστική δημαγω γία4*». Τήνϊδια έποχή (1946), στή Σύντομη Ιστορία τής Γερμανικής Λογοτεχνίας, υπογραμμίζει τό σκσταδιστικό καί «άρρωστημένο» χαρακτήρα τοΰ ρομαντισμού. Ιδίως στόν Νοβάλις, καί έπιμένει στό γεγονός δτι «ή κριτική τοΰ ρομαντισμού είναι άπό τά πιό έπίκαιρα καθήκοντα τής Ιστορίας τής γερμα νικής λογοτεχνίας. Αύτή ή κριτική πρέπει νά είναι ή αυστη ρότερη δυνατή49». Αύτή ή στενή άντίληψη διαπερνά τό σύνο λο τών μεταπολεμικών γραπτών τοΰ Λούκατς· θά φτάσει στό άποκορύφωμά της μέ τήν Καταστροφή τής Λογικής (1953), πού παρουσιάζει δλη τήν Ιστορία τής γερμανικής σκέψης άπό τόν Σέλλινγκ στόν Τέννις καί άπό τόν Ντιλτάι στόν Ζίμελ σάν μιά τεράστια σύγκρουση άνάμεσα στήν «’Αντίδραση» καί τή «Λογική», καί δλα τά ρομαντικά ρεύματα «άπό τήν Ιστορική σχολή τοΰ Δικαίου ώς τόν Καρλάυλ» σάν ρεύματα πού όδηγοϋν άναγκαστικά σέ μιά «γενική άνορθολογικοποίηση τής ίστορίας», καί άργότερα, στή φασιστική Ιδεολογία50. Μετά άπό πολύ καιρό, στά τελευταία χρόνια τής ζωής του, θά έπανέλθει 6 Λούκατς σέ μιά πιό ευέλικτη καί πιό άνοιχτή προσέγγιση τοΰ ρομανησμοΰ. Πρόκειται Ιδίως γιά τήν είσαγωγή του στήν έπανέκδοση τοΰ Ιστορία καί ταξική συνείδηση τό 1967, δπου παραδέχεται δτι «6 ήθικός Ιδεαλισμός μέ δλα του τά ρομαντικά άντικαπιταλιστικά στοιχεία» τοΰ προσέφερε «κάτι τό θετικό», καί δτι αύτά τά στοιχεία «μέ πολλαπλές καί βαθιές τροποποιήσεις» ένσωματώθηκαν στή νέα του (μαρ ξιστική) θεώρηση τοΰ κόσμου51. Αύτή ή βασανιστική καί άντιφατική πορεία, γιά τήν όποία δέν διαθέτουμε άκόμα δλα τά κλειδιά —καί πού δείχνει τή σκέψη τοϋ Λούκατς, δπως καί τοϋ Χάνς Κάστορπ, τοϋ ήρωα τοϋ Μαγικού Βουνού, νά αίωρεΐται συνέχεια άνάμεσα σέ δύο πόλους: σέ δνα «μαρξιστή Σετεμπρίνι» ή σέ Ινα «έπαναστάτη Νάφτα»— πιστοποιεί πόσο δύσκολο στάθηκε γιά τόν Λού κατς νά ξεπεράσει τίς άνηνομίες τής δικής του σκέψης καί νά άπαντήσει στή ρομανπκή πρόκληση. 30
' Ο Λούκατς καί ή Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι δύο πολύ χα ρακτηριστικά παραδείγματα —πολύ διαφορετικά ώς πρός τή συγκεκριμένη τους μορφή— ένσωμάτωσης όρισμένων ρομαν τικών έπαναστατικών θεμάτων σέ μιά συνολική μαρξιστική προβληματική. Κατά τή γνώμη μας, τό ένδιαφέρον αύτών τών προσπαθειών δέν είναι μόνο καθαρά Ιστορικό. Ό Χέρμπερτ Σπένσερ, ό πληθωρικός καί πολυγράφος αύτός ΰπέρμαχος τής καπιταλιστικής βιομηχανίας, έγραφε πρίν άπό έναν αΙώνα δτι ή έλευση τής βιομηχανικής κοινωνίας θά συνεπαγόταν Αναγκαστικά καί Αναπόφευκτα τήν έξαφάνιση τοΰ μιλιταρισμού καί τών πολέμων. Σήμερα, έπειτα άπό δυό παγκόσμιες συρρΑξεις, τό Άουσβιτς καί τή Χιροσίμα, ή πα ραδοσιακή σύνδεση ΑνΑμεσα στήν τεχνική καί βιομηχανική ΑνΑπτυξη καί τήν «πρόοδο» φαίνεται πολύ προβληματική, ένώ δύσκολα μπορεΐ νΑ Αρνηθεΐ κανείς δτι υπήρξαν σέ όρισμένους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς πτυχές (Ιδίως Από πολιτιστική καί κοινωνική άποψη) Ανώτερες Από τόν βιομηχανικό καπιταλιστικό πολιτισμό. Αύτή τή στιγμή, δχι μόνο βρίσκεται ή Ανθρωπότητα, χΑρη στήν «τεχνική πρόοδο», κΑτω Από τή διαρκή Απειλή ένός Ατομικού όλοκαυτώματος, Αλλά πλησιάζουμε μέ γιγάντια βή ματα σέ μιά καταστροφική διαταραχή τής οίκολογικής Ισορ ροπίας τοΰ πλανήτη. Ό σ ο γιά τά λεγόμενα «σοσιαλιστικά» κράτη (Ε.Σ.ΣΔ., Κίνα), παρουσιάζονται δλο καί λιγότερο σάν μιά πραγματική έναλλακτική λύση Απέναντι σ ’ αύτόν τόν πο λιτισμό, καί έπιδιώκουν, Αντίθετα, νΑ μιμηθοΰν δσο πιό πιστά γίνεται τίς τεχνικές καί μεθόδους παραγωγής καθώς καί τίς μορφές κατανάλωσης τών βιομηχανοποιημένων καπιταλιστι κών κοινωνιών. ΓΥ αύτό καί έχει σημασία, κατά τή γνώμη μας, νά ξαναβροϋμε τή ρομαντική-έπαναστατική διάσταση τοΰ μαρξισμού καί νά έμπλουτίσουμε τή σοσιαλιστική προο πτική τοΰ μέλλοντος μέ τή χαμένη κληρονομιά τοΰ προκαπιταλιστικοΰ παρελθόντος, μέ τόν πολύτιμο θησαυρό τών ποιο τικών Αξιών, τών κοινοτικών, πολιτιστικών, ήθικών καί κοι νωνικών έκείνων Αξιών, πού ό έρχομός τοΰ καπιταλισμού έ πνιξε στΑ «παγωμένα νερά τοΰ έγωϊστικοΰ ΰπολογισμοΰ». Σέ ένα δοκίμιο τής δεκαετίας τοΰ ’20 («Κουλτούρα καί σο σιαλισμός»), ό Τόμας ΜΑν είχε προτείνει ένα σύμφωνο ΑνΑμε σα στή ρομαντική Αντίληψη τής κουλτούρας καί τίς κοινωνι κές έπαναστατικές Ιδέες, στήν ΈλλΑδα καί τή Μόσχα, στόν Χέλντερλιν καί τόν ΜΑρξ52. Ή Μόσχα δέν είναι πιά ή έστία τής έπανάστασης. Αλλά αύτή ή πρόταση, μέ τό γενικό της 31
πνεύμα, πιστεύουμε δτι άνοίγει Ενα γόνιμο, άν καί άκόμα έλάχιστα έξερευνημένο, πεδίο γιά μιά άνανέωση τής μαρξιστικής σκέψης καί τής έπαναστατικής φαντασίας.
32
1. ’Επαναστατικός Ρομαντισμός καί Μυστικιστικός Μεσσιανισμός στό νεαρό Λούκατς (1910-1919)
Στά πλαίσια μιας συζήτησης γύρω άπό τή σύνδεση άνάμε σα στις μορφές θρησκευτικού συμβολισμού καί σέ όρισμένα σοσιαλιστικά ή Επαναστατικά ρεύματα, ή σκέψη τοΰ Λούκατς (πρίν άκόμα υΙοθετήσει τό μαρξισμό) φαίνεται νά άποτελεΐ Ενα Ιδιαίτερα Εντυπωσιακό παράδειγμα Δέν μπορεΐ δμως νά κατανοηθεϊ παρά μόνο στό ευρύτερο πλαίσιο τής θρησκευτι κής καί μυστικιστικής άναγέννησης στούς κύκλους τής δια νόησης τής κεντρικής Ευρώπης στήν καμπή τοΰ αίώνα Ό γερμανός κοινωνιολόγος Πάουλ Χόνιγκσχάιμ, φίλος καί μαθητής τού Μάξ Βέμπερ, Εξαιρετικά διαυγής μάρτυρας έκείνης τής περιόδου, έγραφε σχετικά μέ φανερή δυσφορία «Ή ταν μιά έποχή πού ή θρησκεία άρχιζε νά είναι τής μόδας —στά σαλόνια καί στά καφενεία—, πού ό κόσμος πολύ φυσι ολογικά διάβαζε τούς μυστικούς καί συμπαθούσε αυθόρμητα τόν καθολικισμό, μιά έποχή πού ένδεικνυόταν νά ρίχνεις μιά περιφρονητική ματιά στόν 18ο αίώνα, γιά νά μπορεΐς Επειτα νά χλευάζεις άβίαστα τόν φιλελευθερισμό1». Στήν πραγματικότητα, ή Επιστροφή αύτή στή θρησκεία τοΰ παρελθόντος, καί είδικά στόν καθολικισμό ή στόν μυστικισμό τοΰ μεσαίωνα, είναι μιά πτυχή ένός συνολικού πολιτι στικού κινήματος άμφισβήτησης τοΰ σύγχρονου όρθολογισμοϋ, τής βιομηχανικής κοινωνίας τών πόλεων, τής ποσοτι κής Εκτίμησης καί τής έμπορευματοποίησης τών κοινωνικών σχέσεων, ένός κινήματος πού δέν είναι άσχετο μέ τόν άντικαπηαλιστικό ρομαντισμό τών άρχών τοΰ περασμένου αίώνα στή Γερμανία (Άνταμ Μύλερ, Νοβάλις, κλπ.). Ά λλά στά τέλη τοΰ 19ου, άρχές τοΰ 20ου αίώνα, αύτό τό νεορομαντικό ρεΰμα άναπτύσσεται κυρίως στούς κύκλους τής διανόησης (τής πα νεπιστημιακής είδικά), παίρνοντας μιά τραγική διάσταση, πό τε καρτερική καί πότε άπελπισμένη. Τό στερεότυπο θέμα του 33
είναι ή άντίθεση μεταξύ κουλτούρας καί πολιτισμού: ένώ ή kultur όρίζει ένα σύνολο παραδοσιακών θρησκευτικών, πνευ ματικών, ήθικών καί αίσθητικών άξιων, πού θεωρούνται τυπι κά γερμανικές, ή Zivilisation προσδιορίζει τήν υλική, βιομη χανική, τεχνική καί σύγχρονη πρόοδο, πού υποτίθεται δτι έχει άγγλο-γαλλική προέλευση. Αύτή ή προβληματική, πού άναπτύχθηκε στίς κοινωνικές έπιστήμες ("Αλφρεντ Βέμπερ, Έ ρνστ Τρόελτς, Γκέοργκ Ζίμελ), στή λογοτεχνία (Πάουλ Έρνστ, Τόμας Μάν, Στέφαν Γκεόργκε) καί στή φιλοσοφία (Όσβαλντ Σπένγκλερ), συνδυάζεται μέ τή θεωρία —πού συ στηματοποίησε ό θεμελιωτής τής γερμανικής κοινωνιολογίας Φέρντιναντ Τέννις— τής άντίθεσης μεταξύ Gemeinschaft (ή παραδοσιακή «δργανική» κοινότητα πού στηρίζεται στίς άμε σες καί προσωπικές άνθρώπινες σχέσεις) καί Gesellschaft (τά τεχνητά, όρθολογισμένα, σύγχρονα κοινωνικά σχήματα πού άποτελοϋνται άπό τίς τυπικές καί άπρόσωπες σχέσεις άνάμε σα στά άτομα). Γιά νά συλλάβουμε τίς κοινωνικές ρίζες αύτοϋ τοΰ πολιτι στικού φαινομένου, πρέπει νά υπενθυμίσουμε δτι ή Γερμανία γνώρισε σ’ αύτή τήν περίοδο μία διαδικασία έπιταχυμένης καί έντατικής έκβιομηχάνισης, χωρίς προηγούμενο στή σύγ χρονη Ιστορία. ’Αρκεί νά παρατηρήσουμε δτι στήν παραγω γή χάλυβα, ένώ βρισκόταν τό 1860 πίσω άπό τήν Γαλλία καί πολύ πιό πίσω άπό τήν 'Αγγλία, παρήγαγε τό 1910 περισσότε ρο άπότι ή Γαλλία καί ή ’Αγγλία μαζί. Αύτή ή Ιλιγγιώδης άνάπτυξη τής καπιταλιστικής βιομηχανίας θά διαταράξει βί αια τό σύνολο τής κοινωνικής καί πολιτιστικής ζωής τής χώρας, κλονίζοντας καί διαλύοντας τόν τρόπο ζωής καί τίς παραδόσεις τών προκαπιταλιστικών στρωμάτων. Ό ρομαντι κός άντικαπιταλισμός είναι ή άντίδραση σημαντικών τμημά των αύτών τών στρωμάτων, Ιδίως τής Ιντελλιγκέντσιας, άπέναντι στό νέο κοινωνικό καθεστώς καί τήν κλίμακα άξιών του. Οί πανεπιστημιακοί μανδαρίνοι, πού άπολάμβαναν στήν παραδοσιακή Γερμανία μιά Ιδιαίτερα προνομιακή θέση (ή 6ποία όφειλόταν, μεταξύ άλλων, στό ρόλο τών πανεπιστημίων ώς πεδίων πρόσβασης στήν κρατική πρωσική γραφειοκρατία), θά καταδικαστούν σέ παρακμή μέ τόν έρχομό τής βιομηχανι κής έπσχής· τραυματισμένοι άπό τή συντριπτική κυριαρχία τοΰ κεφαλαίου καί τού έμπορεύματος, οΐ πανεπιστημιακοί θά άντιδράσουν «μέ μιά ένταση τόσο άπελπισμένη πού τό φάντα σμα μιας «άψυχης» σύγχρονης έποχής στοιχειώνει δ,τι είπαν ή έγραψαν πάνω σ’ όποιοδήποτε θέμα2». 34
' Η νεορομαντική αύτή Weltanschauung —πού περιλαμβάνει βέβαια πολλαπλές παραλλαγές, τάσεις καί άποχρώσεις— ξε φεύγει άπό τίς συνηθισμένες κατατάξεις: είναι «Αριστερή» ή «δεξιά», «Αντιδραστική» ή «έπαναστατική»; Πιστεύουμε δτι πρόκειται γιά ένα φαινόμενο Ιδεολογικού ερμαφροδιτισμού, τό όποιο ό Τόμας Μάν παρέστησε θαυμάσια στό πρόσωπο τοΰ Νάφτα, τοΰ Ιησουίτη κομμουνιστή στό Μαγικό Βουνό, πού όρισμένοι έξάλλου έρευνητές θεωρούν σάν μιά λογοτεχνική προσωποποίηση τοΰ Λούκατς (πράγμα πού Ισχύει μόνο πολύ μερικά). Ό Μάξ Βέμπερ τόνισε έπανειλημμένα δτι ό καπιταλισμός καί ή βιομηχανική κοινωνία χαρακτηρίζονται άπό μιά «άπομαγικσποίηση» τοΰ κόσμου (Entzauberung dcr Welt), μέσα άπό τήν όποία τά άνώτερα αίσθήματα καί άξίες Αντικαθίστανται άπό τόν ψυχρό όρθολογιστικό ύπολογισμό τών ζημιών καί τών κερδών. Ή έπιστροφή στή θρησκεία καί τό πάθος γιά τόν μυστικισμό είναι μορφές έξέγερσης ένάνηα σέ τούτη τήν Entzauberung, καθώς καί Απελπισμένες Απόπειρες νΑ Αποκατασταθεΐ στήν πολιτιστική σφαίρα ή «μαγεία» έκείνη πού διώχθηκε Από τίς μηχανές καί τΑ λογιστικά βιβλία. Ό κύκλος Μάξ Βέμπερ στή Χαϊδελβέργη, πού λειτουργού σε σάν τακτική συνΑθροιση μιας όμΑδας φίλων στό σπίτι τοΰ κοινωνιολόγου, υπήρξε Ενα Από τά πιό Αξιοσημείωτα κέντρα διάδοσης τών νεορομαντικών Ιδεών καί τής νέας θρησκευτι κότητας τών πανεπιστημιακών κύκλων. ΆνάμεσΑ τους βρίσκουμε κοινωνιολόγους δπως ό Τέννις, Ζόμπαρτ, Ζίμελ, "Αλφρεντ Βέμπερ, Ρόμπερτ Μίχελς, Πάουλ Χόνιγκσχάιμ, νεοκανηανους φιλοσόφους δπως ό Βίντελμπαντ, ό Έ μιλ ΛΑσκ, κλπ. Ά π ό τήν Αποψη τής θρησκευτι κής προβληματικής. Αξίζει νΑ σημειώσουμε τήν παρουσία τοΰ Έρνστ Τρόελτς, κοινωνιολόγου τών θρησκειών σοσιαλχρισπανικής Απόκλισης, τοΰ Νικολάι φον Μπούμπνοφ, καθη γητή τής Ιστορίας τοΰ μυστικισμοΰ στή Χαϊδελβέργη, συντάκτη μελετών γιΑ τή θρησκευηκή φιλοσοφία καί τόν Ντοστογιέφσκι είδικότερα, τοΰ συγγραφέα Φεοντόρ Στέπαν, πού είσήγαγε στό γερμανικό κοινό τό Ιργο τοδ ρώσου μυστικού στοχαστή Βλανημίρ Σολόβιεφ. Ό ίδιος ό ΜΑξ Βέμπερ είχε πάντοτε έκδηλώσει βαθύτατο ένδιαφέρον γιΑ τήν κοινωνιολογία τών θρησκειών, δπως Αποδεικνύουν οί Ιρευνές του γύρω στόν Αρχαίο Ιουδαϊσμό, τήν προτεστανηκή ήθική, τίς Ανατο λικές θρησκείες κλπ. Ό Ντοστογιέφσκι έξΑλλου τόν συνάρ παζε, καί δέν υπήρξε, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοΰ ΠΑουλ 35
Χόνιγκσχάιμ, οΟτε μιά συνεδρίαση τοΰ κύκλου Μάξ Βέμπερ, στήν όπο(α νά μήν άναφέρθηκε τό δνομα τοΰ Ντοστογιέφσκι3. Ή Ελξη πού άσκοΰσε σέ δλη τήν όμάδα ή ρώσικη θρησκευτική σκέψη ήταν μιά άπό τίς μορφές έκδήλωσης τής άπέχθειάς τους γιά τόν όρθολογιστικό καί άψυχο (seelenlos) κόσμο τοΰ δυτικοΰ καπιταλισμού καί τής σύγχρονης βιομη χανικής κοινωνίας. Οί δυό στοχαστές τοΰ κύκλου Μάξ Βέμπερ τής Χαϊδελβέργης πού ένσαρκώνουν μέ τήν πιό Ενθουσιώδη μορφή, έλαφρώς μεσσιανική καί έσχατολογική, αύτό τό γενικό πνεύμα, είναι δύο νέοι φιλόσοφοι άγνωστοι άκόμα τήν έποχή Εκείνη: ό Έρνστ Μπλόχ καί ό Γκέοργκ Λούκατς. Ό Έ μ ιλ Λάσκ τούς είχε είρωνευτεΐ μέ Ενα έπίγραμμα πού συνόψιζε θαυμά σια τήν κοινή τους θεώρηση τοΰ κόσμου: «Πώς όνομάζονται οί τέσσερις εύαγγελιστές; Ματθαίος, Μάρκος, Λούκατς καί Μπλόχ4». Ό λες οί μαρτυρίες συναντιούνται στήν υπογράμμι ση αυτής τής πτυχής. Ό Πάουλ Χόνιγκσχάιμ τούς χαρακτη ρίζει είρωνικά ώς έξής: « Ό Έρνστ Μπλόχ, ό άποκαλυπτικός καθολικίζων Εβραίος μέ τόν τότε όπαδό του, τόν Λούκατς5». Ή Μαριάννα Βέμπερ, ή γυναίκα τοΰ κοινωνιολόγου, περιγρά φει στά άπομνημονεύματά της τόν Λούκατς σάν Ενα νέο «πού τρέφει έσχατολογικές έλπίδες γιά τόν έρχομό ένός νέου Μεσ αία», καί πού θεωρεί «Ενα κοινωνικό καθεστώς στηριγμένο στήν άδελφοσύνη ώς προϋπόθεση τής Λύτρωσης6». Τό πρόβλημα τής σχέσης άνάμεσα στό σοσιαλισμό καί τή θρησκεία βρίσκεται, λοιπόν, στό Επίκεντρο τών άνησυχιών τοΰ νεαρού Λούκατς· ή θρησκεία, ή καλύτερα Ενα κάποιο «θρησκευτικό πνεύμα», φαίνεται μάλιστα νά γίνεται γι αύτόν Ενα καθοριστικό κριτήριο πού Επιτρέπει τήν άξιολόγηση τοΰ σοσιαλισμού. Σέ Ενα άρθρο τοΰ 1910, γραμμένο στή Βουδαπέ στη λίγο πρίν τήν άναχώρησή του γιά τήν Χαϊδελβέργη, Ε γραφε: «Ή μόνη Ελπίδα θά μπορούσε νά βρίσκεται στό προ λεταριάτο, στό σοσιαλισμός..] [άλλά] φαίνεται δτι ό σοσιαλι σμός δέν διαθέτει τή θρησκευτική δύναμη πού είναι ίκανή νά γεμίσει όλόκληρη τήν ψυχή· μιά δύναμη πού χαρακτηρίζει τόν πρωτόγονο χριστιανισμό7». Τρία χρόνια άργότερα, ώστόσο, σ’ Ενα γράμμα στόνΦελίξ Μπερτό, τονίζει: «Ή τελευταία δραστήρια πολιτιστική δύναμη στή Γερμανία, ό νατουραλιστικός-ΰλιστικός σοσιαλισμός, όφείλει τήν Επιρροή της στά θρησκευτικά στοιχεία πού συναποτελοΰν τήν κοσμοθεωρία της...®». Οί δύο Ισχυρισμοί αύτοί είναι άντιφατικοί, άλλά ή προβληματική τους είναι άκριβώς ή ίδια: ή άξία ή ή Ελλειψη 36
ήθικής άξίας τοΰ σοσιαλισμού έξαρταται άπό τή σύνδεσή του μέ μιά όρισμένη μορφή θρησκευτικότητας. Σέ μιά Αξιοπρόσεκτη κα( διεισδυτική σύγκριση άνάμεσα στή θρησκευτική καί τή σοσιαλιστική θεώρηση τοΰ κόσμου, ό Λυσιέν Γκολντμάν Εντόπιζε τό κοινό τους έρεισμα στή σχέ ση μέ υπερατομικές άξίες (πράγμα πού τίς άντιπαραθέτει στόν άτομικισακό όρθολογισμό καρτεσιανού τύπου): «Αύτή ή υ πέρβαση μπορεΐ νά είναι έξίσου καλά ή υπέρβαση ένός θεού πέρα άπό τά άνθρώπινα, δσο καί έκείνη τής άνθρώπινης κοι νότητας. Καί ό θεός καί ή κοινότητα είναι συγχρόνως έξωτερικά καί έσωτερικά ώς πρός τό άτομο. Ά λλά ό όρθολογισμός είχε καταργήσει καί τό ένα καί τό άλλο, καί τόν θεό καί τήν κοινότητά». Πρόθεση τοΰ Λούκατς φαίνεται νά είναι ή συγχώνευση τοΰ θεοΰ καί τής κοινότητας σέ μιά θρησκευτική συλλογικότητα πού θά άπατελεΐ τήν πιό όλοκληρωμένη άρνηση τής σύγχρο νης, άτομικιστικής, άστικής κοινωνίας, πού στηρίζεται στόν όρθολογιστικό, ϋπολογιστικό Εγωϊσμό. ΓΓ αύτόν, έξάλλου, μόνο ένα συλλογικό σχήμα αυτού τοΰ τύπου μπορεΐ νά παρά γει μιά κουλτούρα καί μιά τέχνη πού είναι αυθεντικές, όργανικές, βαθιές. Σύμφωνα μέ τόν Μάξ Βέμπερ πού συζητούσε συ χνά μαζί του γΓ αύτά τά ζητήματα, «Ενα πράγμα έγινε ξεκάθα ρο γιά τόν Λούκατς δταν είδε τή ζωγραφική τού Τσιμαμπούε [...] δτι ή κουλτούρα δέν μπορεΐ νά ύπάρξει ξέχωρα άπό συλ λογικές άξίες10». Σέ ένα μέρος τοΰ πρώτου μεγάλου έργου τοΰ Λούκατς (ή Ιστορία τον σύγχρονου δράματος, 1911) άναπτύσσεται άκριβώς αύτή ή θέση καί σκιαγραφεΐται συνάμα ένας έκπληκτικός παραλληλισμός άνάμεσα στό σοσιαλισμό καί τόν καθολικισμό, ώς συλλογικά κινήματα πού δημιουργούν τήν Kultur «τό σύστημα τοΰ σοσιαλισμού καί ή κοσμοθεώρησή του, ό μαρξισμός, άποτελούν μιά σύνθεση. Τήν πιό άμείλικτη καί πιό αυστηρή σύνθεση — Ισως άπό τόν καθολικισμό τού μεσαίωνα. Δέν θά μπορέσει νά τήν έκφράσει, δταν έρθει ό καιρός νά τής δοθεί μιά καλλιτεχνική έκφραση, παρά μόνο μιά μορφή τόσο αΰστηρή καί άκριβής δσο καί ή αύθεντική τέχνη τοΰ μεσαίωνα (έννοώ τόν Τζιότο, τόν Δάντη), καί δχι ή καθαρά άτομική τέχνη, προϊόν τών σύγχρονων καιρών, πού όδηγεΐ τόν άτομικισμό στίς πιό άκραΐες συνέπειες11». Ή Kuittr, ή Gemeinschaft, ή θρησκεία καί ό σοσιαλισμός Εμφανίζονται έτσι στή θεώρηση τού κόσμου τοΰ νεαρού Λού κατς σάν συγκοινωνοΰντα δοχεία, σάν πνευματικές ούσίες πού συνδέονται μέ μιά έκλεκτική συγγένεια καί άντιπαρατί37
θενται ριζικά στόν ρηχό, κοινότοπο, entzaubert κόσμο τής άστικής κοινωνίας. Ή σύνδεση άνάμεσα στήν ήθικοπολιτιστική κριτική τοΰ καπιταλισμού καί στή νοσταλγία τής με σαιωνικής Εκκλησίας φανερώνεται ήδη μέ άρκετή σαφήνεια στό γερμανικό ρομαντισμό τών άρχών τού αΙώνα, Ιδίως στόν Νοβάλις. Δέν ύπάρχει άμφιβολία δτι ό Λούκατς βρισκόταν κοντά σ’ αύτή τήν προβληματική· τό 1907-1908, είχε συντάξει τό σχέδιο ένός έργου μέ τόν τίτλο Die Romantik des 19.Jahrhunderts καί είχε κρατήσει άφθονες σημειώσεις γιά τούς Σέλλινγκ, Σλέγκελ, Σλαϊερμάχερ, Νοβάλις, κλπ12. Θά ήταν έσφαλμένο νά συμπεράνουμε δτι ό Λούκατς θεω ρούσε τόν έαυτό του πνευματικά συνδεδεμένο μέ την καθολι κή Εκκλησία ή μέ μιά καθορισμένη θρησκεία "Ελκεται τό σο άπό τούς χριστιανούς μυστικούς τοΰ μεσαίωνα, δσο καί άπό τή σύγχρονη ρώσικη θρησκευτική φιλοσοφία, τήν ίνδουιστική θρησκεία καί τόν έβραϊκό μυστικισμό. Τό άντικείμενο τής άναζήτησής του είναι μάλλον μιά όρισμένη μορφή πνευμαηκότητας παρά μιά Εκκλησία ή ένα θρησκευτικό δό γμα μέ τήν αυστηρή έννοια- πρόκειται γιά μιά σύνθετη καί άνπφατική σημαντική δομή, παρόμοια μέ αυτήν πού όρίζει ό ίδιος ώς «άθεη θρησκεία». Τήν Ιδια έποχή (1911), άρχίζει νά άλληλογραφεΐ μέ τόν Μάρτιν Μποϋμπερ καί νά άντιγράφει άποσπάσματα άπό τά έργα του γιά τόν χασσιδισμό (ό θρύλος τοΰ Μπάαλ Σέμ καί Ιστορίες τοΰ Ραβίνου Νάχμαν). Σέ ένα άπό τά γράμματά του στόν Μποϋμπερ, ό Λούκατς όμολογεΐ δτι ή άνάγνωση τοΰ βιβλίου του γιά τό Μπάαλ Σέμ τοΰ έμεινε «άλησμόνητη» (μπορέσαμε νά συμβουλευτούμε αύτές τίς έπιστολές στό ’Αρ χείο Λούκατς τής Βουδαπέστης). Δέν είναι τυχαίο πού ό Λού κατς ένδιαφέρθηκε γιά τόν Μποϋμπερ —ή άλληλογραφία τους θά συνεχιστεί ώς τό 1921— έφ’ δσον στή σκέψη τοδ τελευταίου διακρίνουμε άκριβώς μιά άπόπειρα νά συνδυαστεί ένας κοινοτικός σοσιαλισμός έμπνευσμένος άπό τούς ούτοπιστές τοΰ 19ου αίώνα μέ μιά θρησκευτική-μυστική άναγέννηση. Ό ούγγρος ποιητής Bela Balazs, πού ήταν έκείνη τήν έποχή ό καλύτερος φίλος τοΰ Λούκατς, γράφει σχετικά στό προσωπικό του ήμερο λόγιο (τό 1914): «*Η νέα μεγάλη φιλοσοφία τοΰ Γκιούρι. Ό Μεσσιανισμός [...]. Ό Γκιούρι άνακάλυψε στόν έαυτό του τόν 'Εβραίο. Τή χασσιδική σέχτα Τό Μπάαλ Σέμ15». θ ά ήταν ώστόσο έπιπόλαιο νά άντιμετωπί σου με αύτό τό ένδιαφέρον τοΰ Λούκατς σάν τό σημάδι μιας πραγματικής του «μεταστροφής» στόν Ιουδαϊσμό, θ ά γράψει 38
τό 1911 ένα άρθρο γιά τόν έβραϊκό μυστικισμό στό ουγγρικό περιοδικό Szellem («Πνεΰμα»), στό όποιο θά έπιμείνει πάνω στή βαθιά συγγένεια άνάμεσα στό Μπάαλ Σέμ, τίς Βέδες, τόν Μαίτρ Έκχαρτ καί τόν Μπαΐμε14. Αΰτό πού τόν ένδιαφέρει στό χασσιδισμό δέν είναι ή είδική έβραϊκή πτυχή του, άλλά ή οίκουμενική μυστική του διάσταση. 'Εξάλλου, τήν ίδια στιγμή πού γράφει αύτό τό άρθρο, γεμί ζει τετράδια μέ σημειώσεις γύρω άπό τά έργα τών χριστιανών μυστικών Σεβαστιανού Φράνκ, Μαίτρ Έκχαρτ, Διονυσίου 'Αρεοπαγίτου κλπ (Τετράδια «F» καί «C» στό ’Αρχείο Λού κατς τής Βουδαπέστης)· είναι έπίσης πιθανό νά μελετούσε συγχρόνως καί τήν ίνδουϊστική θρησκεία, Ιδίως τόν βραχμανικό μυστικισμό, πού άφησε μερικά ίχνη στά γραπτά του. "Ενα άπό τά κοινά στοιχεία πού άναζήτησε ό Λούκατς σέ αύτά τά διάφορα μυστικιστικά ρεύματα είναι άναμφίβολα ή ριζική τους άπόρριψη τοΰ κόσμου καί ή προσπάθειά τους νά τόν ΰπερβοΰν μέ ένα θαύμα Ό λογοτεχνικός του διάλογος Von der Armut am Geiste («Γιά τή φτώχεια τοΰ πνεύματος»), τοΰ 1912, έκδηλώνει αύτή τήν έντονη καί άπελπισμένη του προσδοκία* τό κεντρικό πρόσωπο τοΰ διαλόγου (πού καταλή γει στήν αυτοκτονία) διακηρύσσει μέ πάθος τήν άπέχθειά του γιά τή μέτρια δπαρξη: «Δέν μπορώ πιά νά υποφέρω τήν έλλει ψη καθαρότητας καί τιμιότητας [...] τής κοινής ζωής». Ή καθαρότητα καί ή τιμιότητα μιάς αυθεντικής ζωής δέν μπορούν νά υπάρξουν παρά μόνο μέσω τής καλοσύνης (Gutc), πού είναι ένα δώρο τής χάριτος: «Ή καλοσύνη είναι θαύμα, χάρις, λύτρωση». Αύτή ή χάρις ώστόσο προορίζεται γιά τούς «πτωχούς τώ πνεύματι» —θέμα πού ό Λούκατς δανεί ζεται τόσο άπό τόν Μαίτρ "Εκχαρτ, (βλέπε τή διδαχή του Μακάριοι οί πτωχοί τώ πνεύματι), δσο καί άπό τό δόγμα τής χάριτος (bhakti) στόν ίνδουϊστικό μυστικισμό— πού ό πρίγκι πας Μύσκιν (στόν Ηλίθιο τού Ντοστογιέφσκι) άποτελεΐ γι’ αύτόν τό πιό έντυπωσιακό καί καθαρό παράδειγμα15. Στήν πραγματικότητα, ή καθοριστική άναφορά γιά τή θρη σκευτική σκέψη τοΰ Λούκατς δέν είναι ό καθολικός, έβραϊκός ή Ινδουϊστικός μυστικισμός, άλλά πολύ περισσότερο (δ πως καί γιά όλόκληρο τόν κύκλο Μάξ Βέμπερ) ή ρωσική πνευματικότητα, καί κυρίως ό Ντοστογιέφσκι. Ό ίδιος, δπως καί ό Μπλόχ, ήταν τήν έποχή έκείνη κυριολεκτικά συνεπαρμένοι άπό τή ρωσική θρησκευτική λογοτεχνία καί φιλοσο φία, καί άντιλαμβάνονταν τό κοινοκτητικό-θρησκευτικό τους έπίγειο βασίλειο σάν «μιά ζωή μέσα στό πνεΰμα τοΰ Ντοστο39
γιέφσκι»1*. Δέν μπορεΐ νά γίνει κατανοητή αύτή ή Ελξη τους γιά τή Ρωσία, τήν όποία συμμερίζονται καί τά άλλα μέλη τού κύκλου, παρά μόνο σέ σχέση μέ τήν άποστροφή πού τούς προκαλεΐ ό άτομικιστικός καί sedenlos (άψυχος) κόσμος τής βιομηχανικής κοινωνίας τής Δυτικής Εύρώπης. Σέ μιά παρουσίαση Ενός βιβλίου τοΰ ρώσου μυστικού Σολόβιεφ, γραμμένη τό 1916, ό Λούκατς άναφερόμενος καθαρά στόν Τολστόι καί τόν Ντοστογιέφσκι, υπογραμμίζει δτι «οί συγγραφείς τής Ρωσίας μέ ίστορική-παγκόσμια σημασία θέ λουν νά ξεπεράσουν τόν «ευρωπαϊκό» Ατομικισμό (μέ τήν άναρχία, τήν άπελπισία, τήν άπουσία τοΰ θεοΰ πού τόν άκολουθοϋν), νά τόν ΰπερβοΰν άπό τά βάθη τής ψυχής τους, καί νά βάλουν στήν κατακτημένη θέση Ενα νέο άνθρωπο καί μαζί του Ενα νέο κόσμο17·». Κυρίως δμως δ Ντοστογιέφσκι θά συνεπάρει τόν Λούκατς, καθώς σ ’ αύτόν ό μυστικισμός, ή «άθεη θρησκευτικότητα» καί ή τελεσίδικη άπόρριψη τοΰ σύγχρο νου καπιταλιστικού πολιτισμού φτάνουν στόν παροξυσμό τους. Στά χρόνια τοΰ Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ό Λούκατς θ’ άρχίσει νά συντάσσει Ενα μεγάλο ήθικό-φιλοσοφικό Εργο γιά τόν Ντοστογιέφσκι, πού θά μπορέσει νά τελειώσει μόνο τήν εισαγωγή του, καί θά τή δημοσιεύσει τό 1916 μέ τόν τίτλο Ή θεωρία τοϋ μυθιστορήματος. Γίνεται λόγος γιά τόν Ντοστογιέφσκι μόνο στίς τελευταίες παραγράφους αυτού τοΰ Εργου, που τόν παρουσιάζουν σάν τόν προφήτη Ενός νέου κόσμου, σάν τόν προάγγελο μιας νέας έποχής τής παγκόσμιας Ιστορί ας. Τό πρωτότυπο σχέδιο τοΰ βιβλίου γιά τόν Ντοστογιέφσκι καί τό τετράδιο μέ τίς προκαταρκτικές σημειώσεις πού ό Λού κατς είχε συντάξει τό 1915-17, (Ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στή Χαϊδελβέργη), περιέχουν μιά σειρά παρατηρήσεις πάνω στή σχέση άνάμεσα στό «Επερχόμενο φώς (τήν αύγή πού προβάλλει)», τό ρώσικο μυστικισμό καί τόν Ντοστογιέφσκι. Ό μεc -πανικός χαρακτήρας τής άνάγνωσης τοΰ ρώσου συγ γραφέα άπό τόν Λούκατς φαίνεται άκόμη πιό καθαρά σέ Ενα άρθρο του τό 1916 πού άναφέρεται σέ Ενα δράμα τοΰ φίλου του Πάουλ Έ ρ νσ τ «Καί άν παρ’ δλα αύτά ύπήρχε Ενας θεός; Καί άν μόνο Ενας θεός πέθανε, καί Ενας άλλος, Ενός καινούρι ου είδους, μέ διαφορετική ούσία καί άλλη σχέση μαζί μας βρισκόταν στό γίγνεσθαι του; Καί άν τό σκοτάδι τής Απουσί ας μας άπό Ενα σκοπό δέν ήταν παρά τό σκοτάδι τής νύχτας άνάμεσα στό λυκόφως Ενός θεοΰ καί τήν άνατολή Ενός άλ λου; Μήπως στήν Εγκατάλειψή μας δέν ύπάρχει μιά κραυγή 40
πόνου καί νοσταλγίας πρός Εναν έπερχόμενο θεό; Καί σ’ αύτή τήν περίπτωση, τό άμυδρό άκόμα φώς πού διακρίνουμε μακριά δέν είναι πιό ούσιαστικό άπό τήν άπατηλή λάμψη τοΰ ήρωα;... ’Απ’ αύτήν τή δυαδικότητα προέρχονται οί ήρωτ'τοΰ Ντοστογιέφσκι»: δίπλα στόν Νικολάι Σταβρόγκιν ό πρίγ κιπας Μύσκιν, δίπλα στόν Ίβάν Καραμάζοφ ό Αδελφός του Ά λιόσ α18». Στή θεωρία τοΰ μυθιστορήματος, ό Λούκατς προσδιορίζει τή σύγχρονη έποχή μέ τήν περίφημη έκφραση τοΰ Φίχτε: «ή έποχή τοΰ συντελεσμένου Αμαρτήματος» (das Zeitalter der vol· lendeten Simdhaftigkeit, πού μπορά έπίσης νά μεταφραστεί «ή έποχή τής τέλειας ένοχής»). Επανέρχεται σ ’ αύτό τό ζήτημα στό τετράδιο σημειώσεων γιά τόν Ντοστογιέφσκι όπου Ανα ρωτιέται δν μιά τέτοια περίοδος δέν είναι ένα Αναγκαίο στά διο έσχατης κατάπτωσης πρίν τή λύτρωση. Παραθέτει σχετι κά μιά παρατήρηση τοΰ μαρξιστή ίστορικοδ Μάξ Μπέερ άπό τήν Ιστορία τοΰ σοσιαλισμού πού Αφορά τόν έβραϊκό μεσσια νισμό στΑ χρόνια πρίν άπό τήν Ελευση τοΰ Ίησοΰ, (δηλαδή μετά τήν πτώση τοΰ Ναοΰ καί τήν κατάληψη τής Ίουδαίας άπό τούς Ρωμαίους): γιά τούς ’Εβραίους, είναι ή άπόλυτη όδύνη καί καταπίεση πού καθιστούν Επικείμενη τήν Ελευση τοΰ Μεσαία19. Φυσικά, αύτή ή μυστική-μεσσιανική θρησκευτικότητα τοΰ Λούκατς είχε πολύ λίγα κοινά μέ τή θρησκεία, μέ τή συνηθι σμένη Εννοια τής λέξης· μπορούσε, ώς Ενα σημείο, νά παρου σιάζεται μέ τή μορφή τοΰ όθά'σμοΰ. "Ενα άπό τά πιό Ενδεικτι κά χωρία αύτοΰ τοΰ τετραδίου σημειώσεων γιά τόν Ντοστογιέφσκι είναι έκεΐνο δπου συγκρίνει τό ρωσικό Αθεϊσμό, Ανθρώ πινα αύθεντικό καί βαθιά θρησκευτικό, μέ τό δυτικοευρωπαϊκό Αθεϊσμό, «διεστραμμένο (Εγωιστικό) καί μηχανικό (Νίλς Λύ νε)». Γ Γ αύτόν, μάλιστα, τό πιό Εκδηλο καί θελκτικό παράδει γμα αύτοΰ τοΰ «θρησκευτικού Αθεϊσμού» είναι ό ρώσος τρο μοκράτης Ίβάν Καλιάγιεφ, ό ποιητής καί ναρόντνικος Αγωνι στής, πού τόν ΦλεβΑρη τοΰ 1905 Εκτέλεσε (ύπερβαίνοντας τούς ήθικούς του Ενδοιασμούς καί διλήμματα) τόν ΜεγΑλο Δούκα Σέργιο, γενικό διοικητή τής Μόσχας. Σέ μιΑ σημείω ση τοΰ τετραδίου, τονίζει: «ΘΑ Επρεπε νΑ περιγράφουμε [...] τό νέο Θεό, πού σιωπά καί Εχει Ανάγκη τή βοήθειΑ μας, κα θώς καί τούς πιστούς του (Καλιάγιεφ) πού θεωρούν τόν Εαυτό τους άθεο. Μήπως δέν υπάρχουν τρεις διαστρωματώσεις τοΰ άθεϊσμοΰ: I) ό Νίλς Λύνε· 2) ό Ίβάν Καραμάζοφ* 3) Ό Καλιά γιεφ;20». Ό ρώσος συγγραφέας Μπόρις Σάβινκοφ, Ενας άπό 41
τούς Ιδεολόγους τής λαϊκιστικής τρομοκρατίας, περιγράφει τόν Καλιάγιεφ ώς έξής: «ΓΥ αύτούς πού τόν γνωρίζουν προ σωπικά, ή άγάπη του γιά τήν έπανάσταση, δπως καί ή άγάπη του γιά τήν τέχνη, φωτίζονται άπό τήν Ίδια φλόγα; άπό Ινα θρησκευτικό συναίσθημα, άσυνείδητο, ντροπαλό, άλλά συνά μα ρωμαλέο καί βαθύ[...]. Κι αύτό πού έβλεπε σ’ αυτήν τήν (τρομοκρατική) δράση, δέν ήταν μόνο ή καλύτερη μορφή πολιτικής πάλης, άλλά καί μιά ήθική θυσία, ίσως μάλιστα καί μιά θρησκευτική θυσία21». Είναι πιθανό νά άνακάλυψε ό Λούκατς τή μορφή τοΰ Ίβάν Καλιάγιεφ γύρω στό 1915, δταν διάβασε τό μυθιστόρημα τοΰ Σάβινκοφ Τό χλομό άλσγο (1909), (δημοσιευμένο μέ τό ψευδώ νυμο Ρόπσιν), τίτλος πού παραπέμπει στό λευκό άλογο τής 'Αποκάλυψης τό όποιο Ιππεύει ό θάνατος (σέρνοντας πίσω του τήν κόλαση). Τό κύριο πρόσωπο είναι ό θρήσκος τρομο κράτης Βάνια (Ίβάν) πού στό τέλος σκοτώνει τόν γενικό διοι κητή τής Μόσχας, καί έκτελεΐται έπειτα καί ό ίδιος. Σέ ένα σημείο τοΰ βιβλίου, ό Βάνια, πού περιμένει στή φυλακή τή θανατική του καταδίκη, γράφει σ ’ Ενα φίλο: «Διέπραξα τό μεγαλύτερο άμάρτημα ένάντια στούς άνθρώπους καί ένάντια στό θεό. Ά λλά δέν μπορούσα νά κάνω άλλιώς άπό τό νά σκοτώσω [...]. Δέν έχω τή δύναμη νά ζώ γιά τήν άγάπη, άλλά μπορώ καί πρέπει νά πεθάνω γιά τήν άγάπη22». ' Ενδιαφέρον Εχει νά σημειώσουμε δτι αύτό τό έργο γράφτη κε κάτω άπό τήν άμεση έπιρροή τής Ζινάιντα Ν. Χίπιους, συμβολίστριας-θρησκευτικής συγγραφέως πού συμπαθοΰσε τή ναρόντνικη τρομοκρατία, συζύγου τοΰ θρήσκου-έπαναστάτη φιλοσόφου Μερεζκόφσκι. Ό τελευταίος θά δει τό έργο τοΰ Σάβινκοφ σάν «τό πιό ρωσικό βιβλίο μετά τόν Τολστόι καί τόν Ντοστογιέφσκι» καί θά ύπογραμμίσει τή σημασία του γιά τήν κατανόηση «τής θρησκευτικής-μυστικιστχκής Εννοι ας τοΰ προβλήματος τής βίας γιά τό ρώσικο άπελευθερωτικό κίνημα». Ή άναφορά στόν Ντοστογιέφσκι δέν είναι τυχαία: γιά τόν Μερεζκόφσκι, τό πρόσωπο τοΰ στάρετς Ζοσιμά τών ‘Αδελφών Καραμάζοφ είναι μιά προαπεικόνιση τοΰ ναρόντνικου σοσιαλεπαναστάτη23. Τό θερμό ένδιαφέρον τοΰ Λούκατς γιά τόν Ρόπσιν-Σάβινκοφ διαφαίνεται μέσα άπό τήν άλληλογραφία του μέ τόν Πάουλ Έρνστ. Σέ Ινα γράμμα τής 28ης Μαρτίου 1915, τό Χλομό άλογο μνημονεύεται σάν ένα βιβλίο «πού θά ήταν πολύ σημαν τικό γιά μένα νά διάβαζα (ώς πρός τήν ψυχολογία τής ρωσι κής τρομοκρατίας, γύρω άπό τήν δποία θέλω νά γράψω πολ 42
λά, σέ σχέση μέ τόν Ντοστογιέφσκι). Μερικές fcβδομάδες άρ γότερα (14 'Απριλίου τοΰ 1915), διηγείται στόν Πάουλ Έ ρ νστ δτι ή γυναίκα του (Έλενα 'Αντρέγιεβνα Γκραμπένκο, ρωσικής καταγωγής, πού είχε λάβει ένεργό μέρος στόν άγώνα τών ναρόντνικων) τοΰ μετέφραζε τά κύρια σημεία τοΰ Εργου πού τό βλέπει σάν Ενα χαρακτηριστικό ντοκουμέντο γιά τό «ήθικό πρόβλημα τής τρομοκρατίας» καί συνιστά στόν φίλο του τήν άνάγνωση ένός άλλου βιβλίου τοΰ ίδιου συγγραφέα, Αύτό πού δέν υπήρξε (1913). Ό Πάουλ Έρνστ θά διαβάσει πράγματι αύτό τό Εργο καί θά γράψει Ενα σχόλιο, δπου έκφράζα τή δυσπιστία του άπένανη στήν ρώσικη κουλτούρα, άλλά καταλήγει στό άκόλουθο συμπέρασμα, Ενδεικτικό τής στά σης όρισμένων γερμανών διανοουμένων (πού φτάνει μέ τόν Λούκατς στόν κολοφώνα τοΰ μεσσιανισμού): «Στόν χαοτικό στρόβιλο πού είναι σήμερα δ ρωσικός λαός, βλέπουμε ήδη δτι άπό τή Ρωσία θά έρθει κάποτε μιά νέα θρησκεία·*. Ω στό σο, είναι πολύ πιό συγκροτημένος άπό τόν Λούκατς καί θεω ρεί δτι ή προβληματική τής τρομοκρατίας, άκόμα καί άν δι καιολογείται κάπως άπό τίς ρωσικές συνθήκες, Εχει κάτι τό «νοσηρό» (γράμμα στόν Λούκατς τής 28ης ’Απριλίου 1915). Στήν άπάντησή του, ό Λούκατς ύπερασπίζεται τούς τρομο κράτες καί γενικότερα τούς Επαναστάτες, καί δικαιώνει ήθικά τή συμπεριφορά τους: «Βλέπω, λοιπόν, στόν Ρόπσιν [...] δχι ένα νοσηρό φαινόμενο, άλλά μιά καινούρια μορφή τής παλι άς σύγκρουσης άνάμεσα στήν πρώτη ήθική (τό χρέος άπέναντι στούς θεσμούς) καί τή δεύτερη ήθική (προσταγή τής ψυ χής). Ή σειρά τών προτεραιοτήτων περιέχει πάντα είδικές διαλεκτικές συνθέσεις στήν περίπτωση τών πολιτικών καί τών έπαναστατών, τών όποίων ή ψυχή δέν στρέφεται πρός τόν Ίδιο τόν έαυτό της, άλλά πρός τήν άνθρωπότητα. Ενδέχεται τότε ή ψυχή νά πρέπει νά θυσιαστεί γιά νά σωθεί: στή βάση μιάς ήθίκότητας, όφείλει νά γίνει κανείς Ενας άδυσώπητος Realpoiitiker καί νά παραβιάσει τήν άπόλυτη έντολή: Ού φονεύσεις. Στήν Εσχατή του ούσία, πρόκειται κατά βάθος γιά Ενα πολύ παλιό πρόβλημα, πού ή Ίουδήθ τοΰ Χέμπελ έκφράζει ίσως μέ τόν πιό αύστηρό τρόπο: «καί άν ό θεός έθεσε Ενα άμάρτημα άνάμεσα σέ μένα καί τήν πράξη πού μοΰ Επιβάλλε ται, ποιά είμαι έγώ γιά νά τό άποφύγω24;» Πρόκειται άκόμα μιά φορά γιά τήν άντίθεση άνάμεσα στόν ήθικό (άστικό) Ατομικισμό καί μιά κοινοκτητική-θρησκευτική ήθική, τής όποίας ή Ρωσία, άπό τή μυστικιστική πνευματι κότητα τοΰ Ντοστογιέφσκι ώς τόν «άθεϊσμό» τοΰ Καλιάγιεφ, 43
άποτελΐΐ γιά τόν Λούκατς τήν πιό συνεκτική Εκφραση. Σέ μιά άπό τίς σημειώσεις τοΰ τετραδίου γιά τόν Ντοστογιέφσκι, σκιαγραφεί μιά σύγκριση άνάμεσα σέ τρεις πνευματικούς πο λιτισμούς: I) ή Ινδία: ’Ατομικότητα πού τείνει νά Εξαφανι στεί' 2) ή Γερμανία: ή ψυχή — σέ σχέση μέ τό θεό· 3) ή Ρωσία: ή ψυχή — μέσα στήν κοινότητα τών άλλων ψυχών πού θέλη σε καί έπλασε ό θεός15. Συμπερασματικά, ό μεσσιανικός προβληματισμός στό διά στημα 1910-1917 ξεκινά άπό τήν άντίληψη δτι ή σύγχρονη έποχή —καί Ιδίως ό παγκόσμιος πόλεμος μέ δλη τή φρίκη πού τόν συνοδεύει— είναι das Zeitalter der vollendeten Siindkaftigkeit αύτή ή έσχατη κατάπτωση προαναγγέλλει γΓ αύτόν τήν προσεχή έλευση ένός νέου θεοΰ, τήν αύγή ένός άλ λου κόσμου, μιάς μυστικής κοινότητας άνάμεσα στούς άνθρώπους, μιά Επιστροφή στό χαμένο παράδεισο ή στή χρυσή έ ποχή πού τραγούδησαν οΐ Έλληνες άττικοί ποιητές (στό συμπέρασμα τής θεωρίας τον μυθιστορήματος, ό Λούκατς άναρωτιέται άν ό Ντοστογιέφσκι δέν είναι ό Ό μηρος πού άναγγέλλει αύτόν τό νέο έπικό κόσμο) άρχίζοντας άπό τή Ρωσία καί Ιδίως άπό τούς (ισιαζόμενους μάρτυρές της, τούς δθεουςθρήσκους τρομοκράτες. Κάτω άπ’ αύτούς τούς δρους, δέν εί ναι διόλου περίεργο πού είδε στή ρώσικη έπανάσταση τοΰ Όκτώβρη 1917 τήν Εκπλήρωση αύτής τής φλογερής μεσσια νικής έλπίδας καί τήν άρχή τοΰ τέλους τής «Εποχής τοΰ συν τελεσμένου άμαρτήματος». 'Υπάρχει μιά μαρτυρία γιά τήν πρώτη άντίδραση τοΰ Λού κατς άπέναντι στήν όκτωβριανή έπανάσταση. Σέ ένα κείμενο γραμμένο στά τέλη τοΰ 1917, ό Πάουλ Έρνστ τοΰ άποδίδει τήν άκόλουθη θέση: «ό Herr von Lukacs τράβηξε τήν προσο χή [μας] στή ρώσικη έπανάσταση καί τίς μεγάλες Ιδέες πού χάρη σ’ αύτήν γίνονται 'πραγματικότητα. Ή ρώσικη έπανά σταση [...] κάνει τά πρώτα της βήματα γιά νά φέρει τήν άνθρωπότητα πέρα άπό τήν άστική κοινωνική τάξη τής μηχανο ποίησης καί τής γραφειοκρατικοποίησης, τοΰ μιλιταρισμοΰ καί τοΰ Ιμπεριαλισμού, πρός έναν έλεύθερο κόσμο, δπου τό Πνεΰμα βασιλεύει ξανά, καί δπου ή Ψυχή μπορά τουλάχι στον νά ζήσει26». Αύτή ή βεβαίωση έκφράζει μέ μιά κρυστάλ λινη άκρίβεια τό μεσσιανισμό τοΰ Λούκατς, πού τόν συνθέτει ένας sui generis συνδυασμός τής πολιτιστικής νεορομαντικής κριτικής τοΰ καπιταλισμού, μιάς ή μιθρησκευτικής πνευματι κότητας καί μιάς Επαναστατικής προσδοκίας τής κοινωνικής άλλαγής. "Ας προσθέσουμε δτι άκόμα καί ένας συντηρητικός 44
καί έθνι κιοτής Γερμανός δπως ό Πάουλ Έρνστ θά συγκινηθεϊ Αρχικά Από τήν δρμή τοΰ Όκτώβρη τοΰ 1917, πού τόν θεωρεί, δπως καί δ Λούκατς, σάν τή συνέχιση τής ήθικοκοινωνικής φιλοσοφίας τοΰ Ντοστογιέφσκι. θ ά γράψει τό 1918: «Οί μπολσεβίκοι θέλουν σήμερα νά πραγματοποιήσουν αύτό πού δ Ντοστογιέφσκι ήθελε νά έκφράσει μέσω τοΰ’Αλιόσα27». Ά λλά κυρίως στόν Έ ρνστ Μπλόχ ΘΑ βροΰμε μιΑ fepμηνεία τής ρωσικής έπανΑστασης τόσο έντονα μεσσιανική δσο καί στόν Λούκατς. Στό Geist der utopie, γραμμένο τό 1917, ό Μπλόχ χαιρετίζει «τό Συμβούλιο τών έργατών καί τών στρατιωτών·» πού Αποστολή του έχει νΑ καταστρέψει «τή χρη ματική οίκονομία καί τήν έμπορευματική ήθική, οί όποιες έπιστεγΑζουν δ,τι πιό κτηνώδες υπάρχει στόν Ανθρωπο»»· βλέ πει στό πρόσωπό τους «πραιτωριανούς πού τώρα, στή ρώσικη έπανάσταση, έγκαθιστοΰν γιά πρώτη φορά τόν Χριστό αύτοκράτορα38». Ό Ντοστογιέφσκι Εγραφε στούς 'Αδελφούς Καραμάζοφ δτι ό σοσιαλισμός είναι «ό πύργος τής Βαβέλ πού οίκοδομεΐται γιά νά κατέβει ό ουρανός στή γή». Σέ μιά διάλεξη πού δίνει ό Λούκατς τό 1918, Επικαλείται τήν ήθική κληρονομιά τών Ά ναβαπτιστών, τών όποίων ή κατηγορική προσταγή ήταν: «νά κατεβάσουμε τώρα Αμέσως τό βασίλειο τοΰ θεοΰ στή γή», καί κηρύσσεται όπαδός μιας «διαρκούς έπανΑστασης ένάντια στό ύπαρκτό ώς ύπαρκτό, ώς πράγμα πού δέν προσεγγίζει τό ήθικό του Ιδανικό2’··. Ή Εννοια τής «έπανάστασης» Απέχει Ακό μα πολύ Από τό νά είναι καθαρά κοινωνική ή πολιτική* διατη ρεί μιά ήθικο-θρησκευτική, χιλιαστική, ντοστογιεφσκική φόρτιση. Τό 1918, ό μεσσιανισμός τοΰ Λούκατς θά «πολιτικοποιη θεί·» καί ΘΑ μετατοπιστεί Από μιΑ περιούσια κουλτούρα ή έ θνος (ή Ρωσία) πρός μιΑ κοινωνική τάξη: τό προλεταριΑτο. Σ’ ένα Αρθρο, γραμμένο στΑ τέλη τοΰ 1918, «ό Μπολσεβικισμός ώς ήθικό πρόβλημα», θεωρεί τό προλεταριΑτο σΑν «τόν φο ρέα τής κοινωνικής λύτρωσης τής Ανθρωπότητας» καί μάλι στα σάν -τήν τάξη μεσαία τής Ιστορίας τοΰ κόσμουΜ». θ ά έπρεπε νά προσθέσουμε δτι Ενα τέτοιο θυσιαστικό, μεσ σιανικό καί Αποκαλυπτικό πνεύμα υπήρχε έκείνη τήν προνο μιακή Ιστορική στιγμή —δπου φαινόταν νΑ καταρρέει όριστικΑ ό παλιός κόσμος καί νΑ χαρΑζει ή αύγή μιας νέας έποχής (1917-1919)— Ακόμα καί σέ όρθάδοξους μαρξιστές έπαναστάτες, δπως οΐ γερμανοί κομμούνιστές-σπαρτακιστές τοΰ 1919. Στό κείμενο-πρόγραμμα Τί θέλει ή "Ένωση Σπάρτακος; τοΰ Δε 45
κέμβρη 1918 (τότε άκριβώς πού δημοσιευόταν τό προαναφερμένο άρθρο τοΰ Λούκατς), ή Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραφε: «Ή προλεταριακή έπανάσταση δέν μπορεΐ νά φτάσει σέ μιά πλή ρη διαύγεια καί ώριμότητα παρά μόνο άνεβαίνοντας, βήμα βήμα, βαθμιαία, τόν πικρό Γολγοθά τών δικών της έμπειριών [...] οί έχθροί τοϋ προλεταριάτου θέλουν τό θάνατο τοΰ Σπάρ τακου πού είναι ή σοσιαλιστική συνείδηση τής έπανάστασης: «Σταυρώστε τον!» φωνάζουν οί καπιταλιστές πού τρέ μουν γιά τά χρηματοκιβώτιά τους. «Σταυρώστε τον!» φωνά ζουν οι Ίοΰδες-Σάιντεμαν, πού πούλησαν τούς έργάτες στήν άστική τάξη καί τρέμουν γιά τά τριάκοντα άργύρια τής πολι τικής τους κυριαρχίας31». "Οσο γιά τόν Κάρλ Λήμπκνεχτ, στό τελευταίο γραπτό του «Παρ' δλα αύτά». πού γράφτηκε τόν Γενάρη τοϋ 1919, μετά τή συντριβή τής κομμούνας τοΰ Βερο λίνου, ή Αποκαλυπτική ένόραση τοΰ μέλλοντος είναι ξεκάθα ρη: «Ή μέρα τής λύτρωσης πλησιάζει. Ή μέρα τής κρίσης γιά τούς Έμπερτ-Σάιντεμαν-Νόσκε καί γιά τούς καπιταλιστές [...] ΟΙ βροντές [...] θά άφυπνίσουν τά προλεταριακά στρατεύ ματα δπως θά τό έκαναν οί σάλπιγγες τής Δευτέρας Παρουσί ας καί τά κορμιά τών δολοφονημένων μαχητών θά άναστηθοΰν γιά νά λογοδοτήσουν οί καταραμένοι12». 'Απλές λογοτε χνικές μεταφορές ή αυθεντικό μεσσιανικό πάθος” ; Ό πω ς καί νά έχει, ή χρήση ένός συμβολισμού αύτοϋ τοΰ τύπου είναι ένδεικτική μιας όρισμένης πνευματικής καί ήθικής ότμόσφαιρας. Ή ταύτιση τοΰ Λούκατς μέ την πάλη τοΰ προλεταριάτου, τάξης-μεσσία τής Ιστορίας δέν είναι άκόμα μιά άποδοχή τοΰ μπολσεβικισμοϋ. Τό άρθρο τοΰ 1918 έκφράζει σημαντικές έπιφυλάξεις άπέναντι στούς ρώσους έπαναστάτες: πώς μπορεΐ νά συντελεστεΐ ή λύτρωση τής Ανθρωπότητας μέ τή βία καί τόν τρόμο; Τό καλό μπορεΐ νά προέλθει άπό τό κακό; Είναι δυνατό «νά έκδιωχθεΐ ό Σατανάς χάρη στόν ΒελζεβούλΜ»; Σ’ αύτό τό ήθικό δίλημμα, ό Λούκατς θά δώσει μιά λύση μερικές fcβδομάδες άργότερα, προσχωρώντας (τόν Δεκέμβρη τοΰ 1918) στό ούγγρικό κομμουνιστικό κόμμα, μιά πράξη αιφνί δια πού φάνηκε στούς φίλους του σάν ένα είδος μεταβολής θρησκείας” . Ό Λούκατς δίνει έξηγήσεις στό πρώτο του κομ μουνιστικό άρθρο «Τακτική καί ήθική» (Ιανουάριος 1919), έπικαλούμενος άκριβώς τήν ήθική τής βίας στόν Καλιάγιεφ καί τόν Ιδεολόγο του Σάβινκοφ, πού τόν βασάνιζε άπό τό 1915: « Ό Ρόπσιν (Μπόρις Σάβινκοφ), ό άρχηγός τών τρομο κρατικών όμάδων κατά τήν έπανάσταση τοΰ 1904-1906 [...] 46
δέν βλέπει τή δικαίωση τής πράξης τοΰ τρομοκράτη —αύτό είναι άδύνατο—, άλλά τή βαθιά του ήθική ρίζα στό γεγονός δτι ό ίδιος θυσιάζει γιά τά άδέλφια του δχι μόνο τή ζωή του, άλλά καί τήν άγνότητά του, τήν ήθική του, τήν ψυχή του [...] Γιά νά Εκφράσει αύτόν τό στοχασμό τής υψηλότερης άνθρώπινης τραγωδίας, τίς άσύγκριτα ώραΐες λέξεις τής Ίουδήθ τοΰ Χέμπελ: «καί άν ό θεός Εθεσε Ενα άμάρτημα άνάμεσα σέ μένα καί τήν πράξη πού μοΰ Επιβάλλεται — ποιά είμαι Εγώ γιά νά τό άποφύγω36;» Βρίσκουμε στόν Έρνστ Μπλόχ Ενα προβληματισμό μέ μιά Εντυπωσιακή όμοιότητα, Ιδίως στόν Τόμος Μύντσερ του (1921): «Σέ όρισμένες Εποχές, τό κακό παίρνει τέτοιες διαστά σεις πού μέ τό νά τό άνεχόμαστε [...] τό αυξάνουμε, τό Ενισχύ ουμε, ή άκόμα καί τό προκαλοΰμε [...]. Σέ συγκρούσεις αύτοΰ τοΰ είδους, Εκείνος πού άνέχεται τό κακό είναι τουλάχιστον τό ίδιο Ενοχος μέ αύτόν πού άνπδρά πραγματικά Εναντίον του· άν ό τελευταίος διακινδυνεύει νά χάσει τήν ψυχή του θέτοντας τή βία στήν υπηρεσία τοΰ οίκτου, στήν υπηρεσία τής άγάπης, μπορεΐ άκόμα νά άνα ρωτηθεί, μέ αύθεντικά χρι στιανικό τρόπο: «Τί σημασία Εχει ή σωτηρία τής ψυχής μου37;» Ω στόσο, τή στιγμή Εκείνη, οί δρόμοι τών δύο άποκαλυπτικών ντοστογιεφσκικών φίλων τής Χοαδελβέργης άρχίζουν νά χωρίζουν Ενώ ό Μπλόχ συνεχίζει άκόμα νά άναφέρεται σέ μυστικιστικές, μεσσιανικές καί αίρετικές θρησκευτικές πηγές —στόν Τόμος Μύντσερ Επικαλείται τήν «τεράστια παράδοση» στήν όποία μετέχουν οί Καθαροί, οί Βαλδίνοι, οί Άλβιγινοί, ό Έκχαρτ, οί Ούσσίτες, ό Μύντσερ, οί Άναβαπτιστές, ό Σε βαστιανός Φράνκ, κλπ—, ό Λούκατς Εξορισμένος στή Βιέν νη, γίνεται Ενας άπό τούς κυριότερους ήγέτες τοΰ Ούγγρικοΰ Κομμουνιστικού Κόμματος καί ή θρησκευτική προβληματι κή Εξαφανίζεται σιγά σιγά άπό τό Εργο του. Κι δταν, δέκα χρόνια άργότερα, ό Λούκατς θά δημοσιεύσει στή Μόσχα Ενα βίαιο λίβελο Ενάντια στόν «άντιδραστικό» Ντοστογιέφσκι38 (πού ό Μπλόχ δέν θά τοΰ συγχωρέσει ποτέ), ή Ιδεολογική ρήξη άνάμεσα στούς δύο άντρες θά Εχει συντελεστεΐ.
47
2. Γκολντμάν καί Λούκατς: ή τραγική θεώρηση τοΰ κόσμου*
Στήν Ελβετία, τό 1944, θά Ανακαλύψει «τυχοία» ό Γκολντμάν τά νεανικά Εργα τοΰ Λούκατς, καί Ιδίως τήν Ιστορία καί ταξική συνείδηση (1923), (ό δρος «τυχαία» χρησιμοποιείται άπό τόν Ίδιο τόν Γκολντμάν1), πού, σύμφωνα μέ τή δική του Εκφραση, θά τόν «συγκλονίσουν». "Οπως παρατηρεί εύστοχα ό Σ. Nctfp: «Σέ μιά έποχή πού ή ναζιστική βαρβαρότητα βρι σκόταν στό άποκορύφωμα τής δόξας της, πού ό πρακτικός καί θεωρητικός σταλινισμός Επικρατούσε όλοκληρωτικά στό έργατικό κίνημα καί στή μαρξιστική θεωρία, πρέπει νά ύπογραμμίσουμε πόσο, πράγματι, ή έκ νέου Ανακάλυψη τοΰ έρ γου τοΰ Λούκατς Εμελλε νά φέρει Επαναστατική φρεσκάδα καί θεωρητική ένάργεια σ ’ αύτούς πού Απέρριπταν τή βαρβα ρότητα καί τό δογματισμό2». ’Απομένει ωστόσο νΑ Εξηγή σουμε γιατί, πέρα Από τό Αντικειμενικό τυχαίο τής Ανακάλυ ψης, ό Γκολντμάν στάθηκε ουσιαστικά ό μόνος πού, γιά μιά μεγάλη περίοδο, Αναγνώρισε τήν κεφαλαιώδη σημασία ένός έργου λησμονημένου, Αγνωστου, πού δλες οί όρθοδοξίες εί χαν καταραστεΐ καί ό συγγραφέας του είχε ρητά Αποκηρύξει. Οί δύο δψεις τοΰ ζητήματος —ή παραγνώριση καί ή Αναγνώ ριση, ή Απώλεια καί τό εύρημα— Απαιτοΰν μιά κοινωνιολογι κή Εξήγηση πού δέν μπορούμε νΑ δώσουμε. Ό Γ κολντμάν, μέ τήν άνακάλυψή του, Εσωσε άπό τή λήθη καί άνέπτυξε μέ δημιουργικό τρόπο μιά μέθοδο καί έναν προ βληματισμό πού άποτελοΰν τό υψηλότερο σημείο στό όποιο Εφτασε ή μαρξιστική σκέψη τόν 20ο αΙώνα Τό θάμπωμα καί ό ένθουσιασμός του έκδηλώνονται στή διατριβή του γιά τόν Κάντ (1945), δπου ό Λούκατς διαρκώς Αναφέρεται καί μνημο νεύεται σάν Ισάξιος τοΰ Χέγκελ, τοΰ ΚΑντ, ή τοΰ ΜΑρξ. • Άκόσπασμα άκό τό L* stmcturalisme ginitique, Έκδ. Denoil-Gonthier.
49
Σέ μιά προσθήκη τής διατριβής, 6 Γκολντμάν έπιχειρεΐ μιά πρώτη Ανάλυση τής τραγικής θεώρησης τοΰ κόσμου στό ή Ψυχή καί οί μορφές (1910) τοΰ Λούκατς, Αλλά τό κύριο ένδιαφέρον του στρέφεται στήν Ιστορία καί ταξική συνείδηση. 'Ορί ζει μέ μιά έξαιρετική Ακρίβεια τό συνολικό νόημα τοΰ μεγά λου opus τοΰ 1923 καί τή θέση του στή φιλοσοφική έξέλιξη τοϋ νεαρού Λούκατς: «θά μπορούσαμε νά χαρακτηρίσουμε τή σχέση Ανάμεσα σ’ αύτό τό έργο καί στό ή Ψυχή καί οί μορφές σάν τό ξεπέρασμα τής τραγωδίας. Πρόκειται γιά τήν πορεία Από τόν Κάντ στόν Χέγκελ καί στόν Μάρξ. Τό βιβλίο, πού παρουσιΑζει έναν Απίστευτο πλοΰτο καί μιά Απίστευτη πυκνότητα σέ υλικό καί σκέψεις, δέν περιέχει μονάχα άναρίθμητες πολιτικές, κοινωνιολογικές, μεθοδολογικές καί Ιστορικοπολιτιστικές (geistesgeschichtlichen) Αναλύσεις, άλλά συ νάμα καί κυρίως μιά Ανθρωπιστική φιλοσοφία τής ύπαρξης, αίσιόδοξη καί γεμάτη έλπίδα, πού ξεπερνάει τή μεταφυσική τής τραγωδίας, μέ τήν χεγκελιανή έννοια τοΰ δρου Aufhebwg*»· Πράγματι, αύτή ή Ανθρωπιστική φιλοσοφία, αύτή ή αίσιοδοξία καί ή έλπίδα είναι Ακριβώς τά κεντρικά χαρακτη ριστικά τοΰ πρώτου έργου τοΰ Γκολντμάν ταυτόχρονα μέ τή μελέτη τής τραγικής θεώρησης τοΰ κόσμου στόν Κάντ, ή διατριβή του έξαίρει (δπως δείχνει καί ό ίδιος 6 τίτλος) τήν άνθρώπινη κοινότητα τοΰ μέλλοντος τής όποίας ό Κάντ είναι ό πρόδρομος. Περισσότερο Από τήν (τραγική) συνείδηση τών όρίων, αύτό πού ό Γ κολντμάν καταδεικνύει στόν Κάντ είναι «ή καταπληκτική προσπάθεια νά βρεθεί μιά όποιαδήποτε δυ νατότητα νά τά ύπερβεΐ» μέσα στήν κοινότητα, ή προσπάθεια «νά προσεγγίσει κάτι ΰψηλότερο πού ξεπερνάει τό Ατομο, νά συλλάβει αύτή τή δυνατότητα γιά νά βρει τουλάχιστον λό γους νά έλπίσει σ’ αύτήν, Ακόμα καί Αν δέν φαίνεται Ακόμα κατορθωτό νΑ κατακτηθεί στή συγκεκριμένη καί πραγματική ύπαρξη4». 'Εχουμε τή γνώμη δτι αύτή ή «Ανάγνωση» τοΰ Κάντ (καί τοΰ Λούκατς) άπό τόν Γ κολντμάν δέν μπορεΐ νά κατανοηθεΐ παρά μόνο στή συγκυρία τών χρόνων 1944-1945, δταν γιά πολλούς Αριστερούς διανοούμενους ή ήττα τοΰ ναζισμοΰ-φασισμοϋ έδειχνε νά άνοίγει ένα καινούριο κεφάλαιο στήν Ιστο ρία τής άνθρωπότητας, δταν δ έρχομός τοΰ σοσιαλισμού στήν Ευρώπη φαινόταν νά βρίσκεται στήν ήμερήσια διάταξη, δταν «τό χαρμόσυνο αύριο» φάνταζε χειροπιαστό γιά τό έργατικό κίνημα ’Αντιλαμβανόμαστε δτι σέ μιά τέτοια Ιστορικοκοινωνική συγκυρία, ό Γ κολντμάν, χωρίς νά άγνοεΐ τήν τρα 50
γική διάσταση στό Ιργο τοΰ Λούκατς καί τοΰ Κάνα, έλκύστηκε περισσότερο άπό τήν προοπτική τους γιά Ινα άνθρωπιστικό-κοινοπκό μέλλον. Έ χει σημασία νά τονίσουμε δτι ό Ανθρωπισμός πού έπικαλεΐται ό Γκολντμάν είναι, καθώς διακυρήσσει σέ Ινα άρθρο τοΰ 1947, «ό υλιστικός καί διαλεκτι κός άνθρωπισμός» πού στηρίζεται στήν άκόλουθη πολιτική προϋπόθεση: «Τό προλεταριάτο είναι μιά τάξη πού τείνει στήν κατάργηση τής καταπίεσης καί στήν πραγματοποίηση μιάς άταξικής κοινωνίας5». Αύτή ή προϋπόθεση, τό δτι δηλα δή τό προλεταριάτο είναι δυνάμει έπαναστατικό καί ένσαρκώνει, σάν παγκόσμια τάξη, τά συμφέροντα όλόκληρης τής άνθρωπότητας, θά άμφισβητηθεΐ, δπως θά δοΰμε άργότερα, άπό τόν Γκολντμάν, στά τέλη τής δεκαετίας τοΰ '50. Τό 1948, αύτή ή συγκυρία δέν ύφίσταται πιά· είναι ή άρχή τοΰ ψυχροΰ πολέμου, οί βαριές ήττες τοΰ προλεταριάτου στή Γαλλία, τήν ’Ιταλία καί τήν Ελλάδα, ή ρήξη μεταξύ ΕΣΣΔ καί Τίτο. Ό Γκολντμάν διαπιστώνει τή νέα κατάσταση μέ λύπη καί μέ διαύγεια στόν πρόλογο τοΰ 1948 γιά τή γαλλική Ικδοση τοΰ Κάντ: «Πρέπει νά όμολογήσουμε δτι —δσον άφορά τό άμεσο μέλλον— οί έλπίδες μας δέν πραγματοποιήθηκαν. ’Αντί γιά Ινα βελτιωμένο κόσμο, μιά καλύτερη κοινότη τα, καινούρια σύννεφα μαζεύονται. Τό ένδεχόμενο ένός νέου πολέμου είσχώρησε στήν κανονική τάξη τών πραγμάτων [...] Μέσα σ’ αύτή τήν Οφεση καί τήν άνησυχία, οί συνθήκες δέν είναι βέβαια ευνοϊκές γιά μιά φιλοσοφία τής αίσιοδοξίας καί τής έλπίδας». Αύτό δέν σημαίνει καθόλου δτι ό Γ κολντμάν προσχωρεί σ’ αυτούς πού άποκαλεΐ «μηδενιστές καί άπελπισμένους φιλοσόφους»: συνεχίζει, στό δνομα τοΰ Χέγκελ καί τοΰ Μάρξ νά «πιστεύει στήν τελική νίκη τοΰ άνθρώπου καί τής λογικής», άλλά τό ένδιαφέρον του γιά τήν προβληματική τής τραγικής, θεώρησης τοΰ κόσμου αυξάνεται. Τό 1949-1950, Ιχουμε τίς μεγάλες σταλινικές δίκες, τήν έκτέλεση τών «τιτοϊστών», τοΰ Σλάνσκι καί τοΰ Ράικ, στό δνο μα τοΰ «σοσιαλισμού», τήν Ινταση τοΰ πολέμου τής Κορέας καί τοΰ πολέμου τής ’Ινδοκίνας άπό τή μεριά τών άποικιοκρατικών Ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Είναι ή στιγμή πού ό Γ κολ ντμάν δημοσιεύει τό άρθρο του «Γκέοργκ Λούκατς, ό δοκιμιο γράφος», τοΰ όποίου κύριο άντικείμενο είναι ή τραγική θεώ ρηση τοΰ κόσμου στό ή Ψυχή καί οί μορφές. "Ας έξετάσουμε συνοπτικά τό περιεχόμενο αύτοΰ τοΰ ίργου καί τήν έρμηνεία πού δίνει ό Γ κολντμάν. Ά πό πρώτη άποψη, ή Ψυχή καί ο/ μορφές είναι Ινα Ιργο τοΰ όποίου δέν συλλαμβά 51
νουμε άμέσως τό βαθύ φιλοσοφικό καί ήθικό νόημα* τά περισ σότερα άπό τά δοκίμια πού περιέχει μοιάζουν καθαρό αίσθητικά καί σχετίζονται ένμέρει μέ έλάσσονες συγχρόνους συγ γραφείς, άγνωστους σχεδόν σήμερα Τό έργο αύτό δέν μπορεΐ νά γίνει κατανοητό παρά μόνο δν ξεκινήσουμε άπό μιά ύπόδειξη τοΰ Λούκατς στό πρώτο κεφάλαιο, πού όρίζει τήν είρωνεία τοΰ δοκιμιογράφου: «’Εννοώ έδώ εΙρωνεία τό γεγονός δτι ό κριτικός μιλάει πάντα γιά τά έσχατα ζητήματα τής ζωής καί πάντα σέ ένα τόνο πού άφήνει νά γίνει πιστευτό δτι πρό κειται μόνο γιά πίνακες καί γιά βιβλία, γιά δμορφα έπουσιώδη στολίδια τής μεγάλης ζωής* καί δτι δέν πρόκειται καθόλου γιά τήν πιό βαθιά έσωτερικότητα, άλλά γιά μιά ώραία καί άχρηστη έπιφάνεια6». Μέ δλλα λόγια, πρέπει νά διαβαστούν τά δοκίμια τοΰ ή Ψυχή καί οί μορφές σάν γραπτά πού άναφέρονται στά Ισχατα ζητήματα τής ζωής* έδώ, ή αίσθητική —δ πως καί σέ πολλά δλλα έργα λογοτεχνικής κριτικής τοΰ Λού κατς— είναι άρρηκτα συνδεδεμένη μέ μιά ήθική προβληματι κή, μιά ήθική στάση άπέναντι στή ζωή καί τήν καπιταλιστι κή κοινωνία τής έποχής του. Ό Γκολντμάν συνέλαβε πολύ καλά τίς Ιδεολογικές συνέ πειες τοΰ έργου, άλλά άπορά γιατί ό Λούκατς «διάλεξε παρα δείγματα έλάχιστα Αντιπροσωπευτικά» καί σκοτεινά7. Στήν πραγματικότητα, οί περισσότεροι συγγραφείς πού έπέλεξε ό Λούκατς (Νοβάλις, Κίρκεγκωρ, Τέοντορ Στόρμ, Στέφαν Γκεόργκε, Πάουλ Έρνστ) Αντιπροσωπεύουν μιά όρισμένη Ιδεολογικο-πολιτιστική τάση καί συνδέονται άμεσα ή έμμεσα μέ Ενα καθορισμένο ρεΰμα τόν άντικαπιταλιστικό ρομαντισμό. Δέν είναι τυχαίο πού ό Τόμας Μάν χαιρέτισε μέ ένθουσιασμό τό έργο τοΰ Λούκατς στούς Στοχασμούς ενός dπολιτικού (1918), τό περισσότερο έπηρεασμένο άπό τό ρομαντικό άντικαπιταλισμό γραπτό του. Ή άνάγνωση πού έκανε ό Γκολντμάν στό ή Ψυχή καί οί μορφές (στό άρθρο τοΰ 1950 καί σέ μερικά μεταγενέστερα γραπτά), μδς φαίνεται έξαιρετικά διαφωτιστική. Γιά τόν Γ κολντμάν, τό κλειδί τοΰ έργου είναι τό τελευταίο δοκίμιο «Μεταφυσική τής τραγωδίας», πού άφιερώνεται στόν Πάουλ Έρνστ. Σ’ αύτό έκφράζεται ή τραγική θεώρηση τοΰ κόσμου τοΰ ίδιου τοΰ Λούκατς, ή ριζική καί συγκροτημένη άρνηση τοΰ κόσμου. Τά περισσότερα άπό τά προηγούμενά δοκίμια είναι στήν πραγματικότητα άνάλυση διαφόρων μορφών άρνη σης πού τίς Αντιλαμβάνεται σέ τελευταία άνάλυση ώς μή αύθεντικές καί δχι άρκετά ριζικές. Ή μόνη έξαίρεση είναι τό 52
πρώτο κεφάλαιο «Δοκίμιο γιά τό δοκίμιο», πού είσάγει μιά παραφωνία στήν καντιανή-τραγική αύστηρότητα τοΰ Εργου*. Μιά άπ’ αύτές τίς άτελεΐς μορφές Αντιπροσωπεύεται άπό τόν Κίρκεγκωρ* καθώς τονίζει ό Γ κολντμάν, αύτό πού ό Λού κατς καταλογίζει στόν δανό φιλόσοφο είναι δτι θέλει νά συμ φιλιώσει μέ μιά χειρονομία (τή διακοπή τών άρραβώνων μέ τήν Ρεγγίνα Όλσεν), τήν Εμπειρική ζωή μέ τήν άληθινή ζωή· ένώ αύτός ό συμβιβασμός άποτελεΐ γιά τόν Λούκατς, μιά ψευ δαίσθηση, μιά άπουσία συνείδησης πού είναι ή ίδια ή άντίθε ση στό τραγικό μεγαλείο’. θ ά μπορούσαμε νά προσθέσουμε δτι ό Λούκατς κάνει τήν Ίδια παρατήρηση γιά τόν Νοβάλις: είναι άκριβώς ή Ελλειψη «καθαρού καί δριστικοϋ» διαχωρισμού άνάμεσα στήν ποίηση καί τή ζωή πού άποτελεΐ, γιά τόν Λούκατς, τήν κύρια άδυναμία τής ρομαντικής Lebenskunst. Ό Νοβάλις καί οί ρομαντι κοί θέλουν νά ποιητικοποιήσουν τή ζωή: «ΟΙ πιό Εσωτερικοί καί ai πιό θεμελιακοί νόμοι τής ποίησης γίνονται έδώ προ σταγές τής ζωής». Μή μπορώντας νά καταλάβουν τό άγεφύρωτο χάσμα άνάμεσα στόν μονοσήμαντο καί καθαρό κόσμο τών ποιητικών μορφών καί τόν πολυσήμαντο καί διφορούμε νο κόσμο τής Εμπειρικής πραγματικότητας «είχαν πλάσει Ε ναν δμογενή, Ενιαίο καί όργανικό κόσμο καί τόν είχαν ταυτί σει μέ τόν πραγματικό κόσμο10». Ό Λούκατς χρησιμοποιεί γιά τήν κριτική του σ’ αύτές τίς δυο άπόκειρες συμφιλίωσης τής αύθεντικής μέ τήν Εμπειρική ζωή, δύο ώραΐες είκόνες, σχεδόν ταυτόσημες* ό Κίρκεγκωρ θέλησε «νά οίκοδομήσει μέ άέρα Ενα κρυστάλλινο παλάτι», Ενώ οί ρομαντικοί δοκίμασαν «νά οικοδομήσουν Εναν πνευμα τικό πύργο τής Βαβέλ πού τά θεμέλιά του θά ήταν μόνο άπό άέρα»1'.Αύτή ή μεταφορά υπογραμμίζει άκριβώς τήν άντίφά ση άνάμεσα στή διαφάνεια καί τήν αυστηρή άκρίβεια («κρυ στάλλινο») τοΰ κόσμου τών μορφών πού τείνει πρός τό άπόλυτο («πύργος τής Βαβέλ») καί στήν άμορφη άσυστασία («άέρας») τής πρώτης Ολης πού θέλουν νά χρησιμοποιήσουν: τήν Εμπειρική ζωή. ’Ενάντια σέ κάθε αυταπάτη συμβιβασμού ή συγχώνευσης άνάμεσα σ’ αυτούς τούς δύο κόσμους, ό Λούκατς, στό δοκίμιο γιά τόν Πάουλ Έρνστ, ταυτίζεται μέ τήν τραγική Welt anschauung' δηλαδή, δπως τονίζει ό Γ κολντμάν, τήν καθολική άρνηση τοΰ Εμπειρικού κόσμου καί τήν προσδοκία μιας άλ λης ζωής, πού θά διέπεται άπό τήν άναζήτηση τοΰ άπόλυτου καί τήν προσμονή τοΰ θαύματος12. 53
Νομίζουμε δτι ό Γ κολντμάν είχε δίκιο νά θεωρεί δτι στό τελευταίο δοκίμιο τοΰ Die Seele und die Formen άναπτύσσεται ή προσωπική θέση τοΰ Λούκατς, θέση τραγική γιά τήν όποία, δπως δείχνει ό Γκολντμάν, «ή μόνη αύθεντική στάση είναι έκείνη πού, έπειδή καθορίζεται άπό τήν κατηγορία τοΰ “ δλα ή τίποτε” , άπορρίπτει λιγότερο ή περισσότερο τίς διαβαθμί σεις, τίς μεταβάσεις. Γιά τόν άνθρωπο πού Εχει συνείδηση τής μοίρας του, δέν υπάρχουν παρά μόνο δύο άκρα, τό αύθεντικό καί τό μή αυθεντικό, τό άληθινό καί τό ψεύτικο, τό δίκαιο καί τό άδικο, ή άξία καί ή μή άξία, χωρίς κανένα ένδιάμεσο. Αυτός δμως ό άνθρωπος βρίσκεται άντιμέτωπος μέ Εναν κόσμο στόν όποιο δέν συναντάει ποτέ άπόλυτη άξίαδλα είναι σχετικά καί σάν τέτοια άνύπαρκτα καί στερημένα Εντελώς άπό άξία11». Πρόκειται γιά τόν κόσμο γενικά, ή γιά εναν Ιστορικά καθο ρισμένο κόσμο, τόν κόσμο τής σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας; Παρά τόν άνιστορικό καί ήθικο-μεταφυσικό χαρα κτήρα τής προσέγγισής του, ό Λούκατς άφήνει νά διαφανεΐ, σέ Ενα σημείο τοΰ δοκιμίου, ή Επίκαιρη διάσταση τών άνησυχιών του: «Καί Επειδή ή φύση καί ή μοίρα δέν υπήρξαν ποτέ τόσο τρομακτικά άψυχες δσο σήμερα., μπορούμε νά περιμέ νουμε πάλι μιά τραγωδία14». Γιατί αύτή ή τραγική θεώρηση τοΰ κόσμου Εμφανίζεται στόν Λούκατς τό 1910, δηλαδή στά μέσα τής «μπέλ Επόκ», σέ μιά περίοδο σχετικής κοινωνικής καί πολιτικής σταθερότη τας; Σάν κοινωνιολόγος τής κουλτούρας, ό Γ κολντμάν όδηγήθηκε άναγκαστικά στό νά θέσει αύτό τό Ερώτημα, στό όπόΐο προσπάθησε νά άπαντήσεί’ ή Εξήγηση πού προτείνει είναι ή άκόλουθη: « Ή Ψυχή καί οί μορφές, πού δημοσιεύθηκαν τό 1910, δταν ή άστική άσφάλεια βρισκόταν σέ πλήρη άνάπτυξη, άντανακλοΰσε ήδη δ,τι ήταν βαθιά θρυμματισμένο, κλονισμένο πίσω άπ’ αύτή τή φαινομενικά άθικτη πρόσοψη. Προανάγγελλε τήν καταστροφή πού Ετοιμαζόταν καί πού πλησίαζε μέ γιγάντια βήματα Τό 1914, ή «άσφάλεια» κατέρρευσε15». «Τό 1910, ή άστική κοινωνία ζοΰσε σέ πλήρη αίσιοδοξία καί μέ πλήρη Εμπιστοσύνη στό παρόν... Πράγματι, τό 1910, άν καί Ελάχι στοι τό άντιλαμβάνονταν, αύτή ή περίοδος Εφτανε στό τέλος της, καί άόρατες ρωγμές υπονόμευαν Ινα οίκοδόμημα τοΰ ό ποίου ή πρόσοψη φαινόταν άκόμη άνέπαφη». Σύμφωνα μέ τόν Γκολντμάν, ό Λούκατς ήταν Εντελώς άπομονωμένος σέ σχέση μέ τό περιβάλλον του, καθώς διαισθανόταν τήν Επικεί 54
μενη κρίση τής άσπκής κοινωνίας: «Στό σημείο αύτό, ή έκ νέου άνακάλυψη άπό τόν Λούκατς τής τραγικής θεώρησης σημαίνει μιά όλοκληρωτική ρήξη μέ τούς δασκάλους τοϋ πανεπιστημιακού κόσμου. Ούτε ό Χοϋσερλ, ούτε ό Ντιλτάι, ούτε οί νεοκαντιανοί τής Χαϊδελβέργης είχαν διανοηθεΐ τό ένδεχόμενο τής καταστροφής πού έτοιμαζόταν'4». Κατά τή γνώμη μας, τό Αντίθετο άκριβώς συμβαίνει: αύτό πού άπελπίζει τόν Λούκατς είναι αύτή ή σταθερότητα, αύτή ή άμετακινησία τής καπιταλιστικής κοινωνίας πού μισούσεμιά κοινωνία δπου οΐ Ιδεαλιστικές καί άπόλυτες αίσθητικο-φιλοσοφικές άξίες στίς όποιες ήταν προσηλωμένος ήταν Απρα γματοποίητες. Ή σύγκρουση άνάμεσα στίς αύθεντικές άξίες καί τόν μή αυθεντικό (καπιταλιστικό) κόσμο είναι τραγική γιατί είναι χωρίς διέξοδο, στό βαθμό πού ό Λούκατς δέν δια κρίνει καμιά κοινωνική δύναμη Ικανή νά μεταβάλλει τόν κό σμο καί νά πραγματοποιήσει τίς άξίες. 'Η σύγκρουση παίρ νει, έπομένως, ένα χαρακτήρα αΙώνιο, άνιστορικό, Αμετάβλη το, μέ μιά λέξη μεταφυσικό (δπως τό υποδηλώνει ό ίδιος ό τίτλος τοϋ δοκιμίου...). ' Η τραγική θεώρηση τοϋ Λούκατς, μακριά άπό τό νά άπορρέει άπό μιά πρόβλεψη τής κρίσης τοΰ ύπάρχοντος συστήμα τος, τοϋ παγκοσμίου πολέμου, κλπ., είναι μάλλον τό άποτέλεσμα ένός αισθήματος άδύναμης έξέγερσης άπέναντι στή θρι αμβευτική άνάπτυξη τοΰ καπιταλισμού κα· τήν (φαινομενικά) άκλόνητη δύναμή του. Αύτό τό πνεϋμα τό ξαναβρίσκουμε σ’ αύτή τήν Ιστορική περίοδο άκόμα καί σέ έπαναστατικούς κύ κλους. Ό Βικτόρ Σέρζ περιγράφει στά 'Απομνημονεύματά του τή στάση τοϋ ίδιου καί τών άναρχικών του φίλων γύρω στό 1913 σάν «άπελπισμένη» καί «λυσσασμένη», έπειδή «ό κό σμος έκείνων τών έποχών είχε μιά όλοκληρωμένη δομή, τόσο σταθερή φαινομενικά πού δέν φαινόταν ή δυνατότητα μιας πραγματικής άλλαγής17». ’Εκτός αύτοΰ, ή θεώρηση τοϋ κόσμου τοΰ Λούκατς δέν άντιπροσώπευε μιά «όλοκληρωτική ρήξη μέ τούς δασκάλους τοΰ πανεπίστημιακοΰ κόσμου». ’Αντίθετα, Εχουμε τήν δποψη δτι δέν μπορεΐ νά γίνει κατανοητή παρά μόνο στίς σχέσεις της μέ τίς τάσεις πού άναπτύσσονται στούς άκαδημαϊκούς καί φιλολογικούς γερμανικούς κύκλους μέ τούς όποιους ό Λούκατς αίσθανόταν συνδεδεμένος, πρίν άκόμα άπό τό πρώτο του ταξί δι .στή Γερμανία (1909). Στήν καμπή τοΰ αΙώνα, τό γερμανικό Πανεπιστήμιο είχε γίνει μιά Ιδεολογική έστία ρομαντικού άντικαπιταλισμοΰ.
55
Μέχρι τά τέλη τοΰ 19ου αιώνα, οί πανεπιστημιακοί κατείχαν μιά θέση έξαιρετικά προνομιακή καί μέ έπιρροή, στό βαθμό πού ή άνώτατη έκπαίδευση ήταν Ινας κεντρικός παράγοντας στό σύστημα κοινωνικής διαστρωμάτωσης τής αύτοκρατορικής Γερμανίας. Αύτή ή υπεροχή τής «πνευματικότητας» άντιστοιχοΰσε σέ ένα συγκεκριμένο στάδιο άνάπτυξης τοΰ γερμα νικού κοινωνικοΰ σχηματισμού: στάδιο δπου ό φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής έχανε τήν κυριαρχία του, χωρίς ό βιομη χανικός καπιταλισμός νά Ιχει άκόμα έγκαθιδρύσει τήν όριστική του ήγεμονία. Ή κρατική μορφή πού άντιστοιχοΰσε στή Γερμανία σ’ αύτή τήν κοινωνικο-οίκονομική μετάβαση ήταν μιά παραδοσιακή δκρως γραφειοκρατικοποιημένη μο ναρχία- κάτι πού εύνοοΰσε την κοινωνικο-πολιτιστική δύνα μη τών μανδαρίνων: πράγματι, οί καθηγητές Πανεπιστημίου έλεγχαν δλο τό σύστημα εΙδίκευσης, έκμάθησης, έξετάσεων, έπιλογής, κλπ., άναγκαΐο γιά τήν πρόσληψη τού γραφειοκρα τικού προσωπικού- βρίσκονταν έτσι σέ μιά στρατηγική θέση σέ σχέση μέ τήν διοικητική δομή τοΰ Κράτους18. Οί βαθιές μεταβολές τοΰ γερμανικού κοινωνικο-οΐκονομικοΰ σχηματισμού πρός τό τέλος τοΰ αίώνα θά ύπονομεύσουν σοβαρά τίς βάσεις τής έξουσίας τών μανδαρίνων. Άνάμεσα στό 1870 καί τό 1914, ή Γερμανία μεταβλήθηκε σ ’ £να έθνος σημαντικά βιομηχανοποιημένο. Είναι φανερό δτι αύτή ή ξα φνική καί Ισοπεδωτική άνάπτυξη τοΰ βιομηχανικού καπιταλισμοΰ πλήττει τήν οίκονομική κατάσταση, τόν τρόπο ζωής καί τίς κοινωνικο-πολιτιστικές άξίες τών προκαπιταλιστικών στρωμάτων στό σύνολό τους καί τών πανεπιστημιακών μαν δαρίνων είδικότερα. Ό χ ι μόνο περιθωριοποιούνται, έξευτελίζονται, καταποντίζονται οί παραδοσιακές πολιτιστικές άξίες άπό τήν άνταλλακτική άξία, άπό τόν έμπορικό κόσμο καί τά καθαρά ποσοτικά του κριτήρια, άλλά καί τό ίδιο τό φέουδο τής άκαδημαϊκής έλίτ, τό γερμανικό Πανεπιστήμιο, υποτάσ σεται προοδευτικά στίς προσταγές τοΰ καπιταλιστικού τρό που παραγωγής19. Βαθιά τραυματισμένοι άπό τόν κοινωνικό καί πολιτιστικό άντίχτύπο τής άπότομης κυριαρχίας τοΰ καπιταλισμού, οί μανδαρίνοι θά άνπδράσουν άναπτύσσοντας πρός τό τέλος τοΰ αίώνα μιά νέα έκδοχή τοΰ ρομαντικού άντικαπιταλισμού, τής όποίας τό κεντρικό λάιτ μοτίβ είναι ή άντίθεση μεταξύ Kultur καί Zivilisation. Αύτή ή άντίθεση άποκτα γΓ αύτούς τό χαρακτήρα μιας τραγικής καί άνεπίλυτης σύγκρουσης, στό βαθμό πού κατανοούν τό άναπόφευκτο τής άνόδου τοΰ καπι56
ταλισμοΰ καί τό άδύνατο μιας έπιστροφής στό «όργανικό» παρελθόν. 'Ορισμένα στοιχεία μιας τραγικής θεώρησης τοΰ κόσμου έμφανίζονται Ετσι στήν καμπή τοΰ αίώνα κάτω άπό διάφορες μορ<ρές καί διαβαθμίσεις σέ πολλούς γέρμανούς κοινωνιολό γους καί πανεπιστημιακούς: είναι ή νοσταλγία τής Gemeinschaft στόν Τέννις, ό κοινωνικός πεσσιμισμός στόν Βέμπερ, ή προβληματική τής τραγωδίας τής κουλτούρας στόν Ζίμελ, ή θεώρηση τής Ιστορίας ώς διαρκούς πτώσης τών άξιών στόν Μάξ Σέλερ καί τό θέμα τής πολιτιστικής παρακμής σέ συγ γραφείς τόσο διαφορετικούς δσο οί Άλφρεντ Βέμπερ, Βέρνερ Ζόμπαρτ καί Όσβαλντ Σπένγκλερ20. "Ενας παρόμοιος προσανατολισμός, μέ άλλες μορφές βέβαια, ύπάρχει σέ άρκετούς λογοτέχνες καί ποιητές τής ίδιας περιόδου: στούς Τέοντορ Στόρμ, Στέφαν Γκεόργκε, Τόμας Μάν, Πάουλ Έρνστ, Έρνστ Τόλερ. Επίσης, μπορεΐ νά προστεθεί καί Ινα «ουτοπι κό σοσιαλιστικό» ρεύμα: Έρνστ Μπλόχ, Γκούσταβ Λαντάου ερ, Μάρτιν Μποΰμπερ, κλπ. Κατά τή γνώμη μας, δέν μπορούμε νά κατανοήσουμε τή σκέψη τοΰ Λούκατς, άν δέν τή συνδέσουμε μέ αύτό τό γερμα νικό κοινωνικο-πολιτιστικό ρεύμα, μέ τό όποιο βρισκόταν σέ άμεση έπαφή λόγω τών σπουδών του στό Βερολίνο, κοντά στόν Ζίμελ (1909-1910). Βέβαια, ή τραγική θεώρηση τοΰ κό σμου τοΰ Λούκατς στό ή Ψυχή καί <Αμορφές είναι πολύ πιό ριζική καί αύστηρή άπό έκείνη τών άκαδημαϊκών καί φιλολο γικών γερμανικών κύκλων. Ό άντικαπιταλισμός του, δσο καί άν χρωματιζόταν μέ μιά ρομαντική διάσταση, ήταν πολύ πιό άκραΐος καί δριμύς άπότι στόν Ζίμελ ή στόν Τέννις (πράγμα πού πρέπει νά συσχετισθεί μέ τήν προβληματική τής ουγγρι κής Ιντελλιγκέντσιας, πού δέν μπορούμε νά άναπτύξουμε έδώ) καί έπομένως ή (τραγική του) άντίθεση στόν έμπειρικό καί καθημερινό κόσμο πολύ πιό συνεπής. Στόν Κρυμμένο θεό, ό Γ κολντμάν χρησιμοποίησε τό ή Ψυ χή καί οί μορφές γιά νά διασαφηνίσει τίς Σκέψεις καί, άντίστροφα, τά παράδοξα τοΰ Πασκάλ γιά νά κατανοήσει τίς άντινομίες τοΰ νεαροΰ Λούκατς, σέ Ινα άμοιβαΐο φωτισμό άπ’ δπου προβάλλει, μέ δλο της τόν πλούτο καί τή συνοχή, ή τραγική θεώρηση τοΰ κόσμου. Τό ένδιαφέρον τοΰ κεφαλαιώδους Ιργου τοΰ Γ κολντμάν δέν έγκειται μόνο στήν άνακάλυψη τής Ιδεολογικής ένότητας τοΰ κόσμου τοΰ Πασκάλ καί τοΰ Ρακί ν α Ξεπερνά τήν παραδοσια κή «Ιστορία τών ίδεών» —πού έξηγεΐ τά πράγματα μέ «έπιρ57
ροές», σχολές, κλπ.— γιά νά άναπτύξει μιά σπουδαία μαρξι στική άνάλυση —πού παραμένει μέχρι σήμερα παραδειγματι κή— τοϋ κοινωνικού υπόβαθρου τής τραγικής θεώρησης τοΰ κόσμου στόν 17ο αΙώνα, τής σχέσης της μέ την ίστορικο-κοινωνική όλότητα καί Ιδιαίτερα μέ τίς κοινωνικές τάξεις. Σπά νια, μιά μαρξιστική έρευνα στόν 20ο αΙώνα άπέδειξε τόσο καλά τή μεθοδολογική Ανωτερότητα τοΰ Ιστορικού ύλισμοΰ στή γνώση ένός έργου- μετά άπό δεκαετίες πτώχευσης καί δογματικού έκχυδαϊσμοΰ, ό Κρυμμένος θεός φάνηκε σάν ή συγκεκριμένη καί άναμφισβήτητη άπόδειξη τής γονιμότητας τοΰ μαρξισμού ώς αύστηρής Επιστημονικής μεθόδου στό πε δίο τής κοινωνιολογίας τής κουλτούρας. Άκόμα, μέσα άπό ένα άλλο πρίσμα, ό Κρυμμένος θεός άντιπροσώπευσε κάτι καινούριο καί τολμηρό: τήν άρνηση τής γραμμικής καί άνούσια έξελικτικής σύλληψης τής Ιστορίας τής σκέψης, γιά τήν όποία ή τραγικο-θρησκευτική θεώρηση τού κόσμου τοΰ Πασκάλ δέν άποτελοΰσε παρά μιά καθυστε ρημένη καί συντηρητική άντίδραση ένάντια στόν καρτεσια νό όρθολογισμό τής άναπτυσσόμενης άστικής τάξης. Ό Γ κολντμάν, άντίθετα, δείχνει τό φιλοσοφικό ένδιαφέρον τοΰ έργου τοΰ Πασκάλ καί άνακαλύπτει, άκριβώς στήν κριτική του στόν καρτεσιανισμό, τά πρώτα στοιχεία μιας διαλεκτικής θεώρησης. Ή έπιστημολογία τών Σκέψεων άντιπροσωπεύει, άπό πολλές άπόψεις, «τήν Αποφασιστική στροφή τοΰ όρθολογιστικοΰ καί έμπειρικοΰ Ατομικισμού πρός τή διαλεκτική σκέ ψη2'». Μπορούμε νά έπισημάνουμε έδώ τήν υπεροχή τοΰ Γκολντμάν, πού τοποθετείται στή μεθοδολογική συνέχεια τοΰ νεα ρού Λούκατς, άπέναντι στά γραπτά τοΰ «γηραιοΰ Λούκατς» σχετικά μέ τόν Πασκάλ, τά όποΐα περιορίζουν τόν συγγραφέα τών Σκέψεων σέ ένα πρόδρομο τοΰ σύγχρονου άνορθολογισμοΰ γενικά καί Ιδιαίτερα τοΰ... Σοπενχάουερ! Στήν Κατα στροφή τής Λογικής —έργο μέ έντονη σταλινική χροιά— ό Λούκατς δέν βλέπει στόν Πασκάλ παρά μόνο μιά «τάση όπισθοχώρησης μπροστά στήν κοινωνική καί έπιστημονική πρόοδο», ένα «είδος ρομαντικής άντίθεσης», μιά κριτική τής υπό διαμόρφωση καπιταλιστικής κοινωνίας «άπό μιά δεξιά σκοτάά22» (sic). ( Ό νεαρός Λούκατς είχε κατηγορηθεΐ άπό τούς πολέμιούς του δτι ήταν ό «Νάφτα» τοΰ Τόμας Μάν στό Μαγικό Βουνό■άποσπάσματα σάν κι αύτό τοποθετούν μάλλον τόν γηραιό Λούκατς στήν έπικράτεια τοΰ φιλελεύθερου καί μασονικού όρθολογισμοΰ ένός Σετεμπρίνι...). 58
Τό ένδιαφέρον τοΰ Γκολντμάν γιά τόν Πασκάλ χρονολο γείται άπό τό 1948· στόν πρόλογο έκείνης τής χρονιάς γιά τήν γαλλική έκδοση τοΰ Κάντ, σημειώνει αύτή τήν ένδεικτική παρατήρηση: «Πολύ συχνά, έκεΐ πού γράφαμε «ό Κάντ υπήρ ξε ό πρώτος», θά μπορούσαμε νά είχαμε γράψει: ό Μπλαίζ Πασκάλ23». 'Ωστόσο ό Πασκάλ καί ή τραγική θεώρηση τοΰ κόσμου δέν βρίσκονται άκόμα στό έπίκεντρο τών άναζητήσεων τοΰ Γ κολντμάν: ή μελλοντική έργασία του παρουσιάζεται ώς έξής: «'Υπό έκδοση άπό τόν ίδιο συγγραφέα: Μελέτες γιά τή διαλεκτική σκέψη καί τήν Ιστορία της: Πασκάλ, Γκαΐτε, Μάρξ.» Μέ δλλα λόγια τό 1948, ή διαλεκτική σκέψη ήταν τό κύριο άνπκείμενο μελέτης, καί ό Πασκάλ άνπμετωπιζόταν μόνο ώς πρόδρομος αύτής τής σκέψης. 'Αργότερα, γύρω στό 19491950, ό Πασκάλ, ό Ρακίνας, ό γιανσενισμός καί ή τραγική θεώρηση τοΰ κόσμου θά άπορροφήσουν τελείως τό ένδιαφέ ρον τοΰ Γ κολντμάν. Δέν μπορούμε νά θεωρήσουμε δτι ή έγκατάλειψη τοΰ σχεδίου Πασκάλ-Γκαΐτε-Μάρξ πρός δφελος τής έργασίας Πασκάλ-Ρακίνας Απορρέει «έντελώς φυσιολογικά» άπό τή δυναμική τής ίδιας τής έρευνας. Πιστεύουμε δτι μπορεΐ νά κατανοηθεΐ μόνο σάν μιά μετατόπιση τών άναζητήσεων τοΰ Γ κολντμάν, πού καί αύτή μέ τή σειρά της πρέπει νά έξηγηθεΐ μέ τίς Ιστορικές συνθήκες τών χρόνων 1949-1953: μεγάλχς σταλινικές δίκες, διχασμός τοΰ έργατικοΰ κινήματος άνάμεσα σέ ένα σεχταριστικό καί λυσσασμένο σταλινισμό καί σέ μιά δεξιά καί φανατικά άντικομμουνιστική σοσιαλδη μοκρατία, άπουσία ή διασπορά τών έπαναστατικών ρευμά των, παγκόσμιος ψυχρός πόλεμος. Ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι στήν ’Ασία, κλπ. Ό σύνδεσμος άνάμεσα σ ’ αύτή τή συγκυρία καί τόν προσανατολισμό του στό έργο τοΰ Πασκάλ άναγνωρίζεται έξάλλου έμμεσα άπό τόν Γ κολντμάν σέ ένα άποκαλυπτικό σημείο τοΰ Κρυμμένου θεού: «Γιά μιά άκόμη φορά, οί κοι νωνικές δυνάμεις πού έπέτρεψαν στόν 19ο αίώνα νά ξεπεραστεΐ ή τραγωδία στήν διαλεκτική καί έπαναστατική σκέψη, κατέληξαν μέσα άπό μιά έξέλιξη πού δέν μπορούμε έδώ νά άναλύσουμε, νά υποτάξουν τό άνθρώπινο, τίς άξίες, στήν άποτελεσματικότητα- γιά μιά άκόμη φορά οί πιό έντιμοι στοχα στές όδηγοΰνται στό νά διαπιστώσουν τή ρήξη, πού τρόμαζε κιόλας τόν Πασκάλ, άνάμεσα στή δύναμη καί τή δικαιοσύνη, άνάμεσα στήν έλπίδα καί τήν άνθρώπινη μοίρα. Ή κατάσταση αύτή, έξάλλου, δέν προκάλεσε μόνο τήν δξυνση τής συνείδησης γιά τή διφορούμενη φύση τοΰ κό59
σμυυ καί τό μή αυθεντικό χαρακτήρα τής καθημερινής ζωής, άλλά καί τήν άνανέωση τοΰ ένδιαφέροντος γιά τούς τραγι κούς στοχαστές καί συγγραφείς τοΰ παρελθόντος24». (Μιά ση μείωση στό κάτω μέρος τής σελίδας διευκρινίζει: «ΟΙ γραμ μές αυτές γράφτηκαν τό 1952».) Προφανώς πρόκειται γιά τόν σταλινισμό, αύτό τό φαινόμε νο γιά τό όποιο Εγραφε ό Γ κολντμάν μετά τό 20ο Συνέδριο: «ΟΙ σοσιαλιστές διανοούμενοι, σ ’ όλόκληρο τόν κόσμο, ύπέστησαν γιά πολλά χρόνια τόν σταλινισμό σάν μιά τραγική καί άναπότρεπτη μοίρα25». (Ή υπογράμμιση δική μας.) Στόν Κρυμμένο θεό. ό Γκολντμάν μνημονεύει τόν Σάρτρ καί τόν Μερλώ Ποντύ σάν στοχαστές πού στίς ύπάρχουσες (1952) «Ιστορικές καί κοινωνικές συνθήκες» έκφράζουν «μιά όξυμένη συνείδηση τοΰ διφορούμενου χαρακτήρα τοΰ κό σμου». θ ά μποροΰσαν φυσικά νά προστεθοΰν ό Καμύ καί άλλοι. Ποιά θά είναι ή στάση τών σοσιαλιστών διανοούμε νων μπροστά σ’ αύτή τήν «τραγική μοίρα» πού όνομάζεται σταλινισμός; Ό Γ κολντμάν περιγράφει ώς έξής τίς διάφορες θέσεις στίς γραμμές τοΰ γιανσενιστικοΰ κινήματος τόν 17ο αίώνα: «Ή άκούσια συνδιαλλαγή με τό κακό καί τό ψέμα' ό άγώνας γιά τήν άλήθεια καί τό καλό σ ’ Ινα κόσμο πού κατέ χουν μιά, έστω περιορισμένη, άλλά πραγματική θέση- ή έξομολόγηση τοΰ καλοΰ καί τής άλήθειας άπέναντι σέ Ινα κό σμο ριζικά κακό πού ξέρει μόνο νά τά καταδιώκει καί νά τά προγράφει· ή σιωπή άπέναντι σέ Ινα κόσμο πού δέν καταδέχε ται κάν νά άκούσει τό λόγο ένός χριστιανού...24». Δέν χρειάζε ται νά έπι μείνουμε στήν άναλογία: οί συνθήκες στά 1949-1952 δέν συγκρίνονται μέ έκεΐνες τοΰ Που αίώνα. Βρίσκουμε δμως στούς σοσιαλιστές στοχαστές αυτής τής περιόδου ένα όλό κληρο πλέγμα θέσεων, πολυσύνθετο καί μέ ποικίλες άποχρώσεις, άπέναντι στόν έκφυλισμό τοΰ κομμουνιστικού κινήμα τος: άπό τήν άκούσια άποδοχή τοΰ άναπόφευκτου καί άναγκαίου κακοΰ καί τών ψεμάτων στόν έπαναστατικό άγώνα πού πρεσβεύει ό Σάρτρ στό Ό Αιάβολος καί δ καλός θεός (1952) (άμεσο προανάκρουσμα τής προσέγγισής του στό ΚΚΓ), Εως τήν πολιτική σιωπή τοΰ Μερλώ Ποντύ άπό τό 1950 ώς τό 1955, περνώντας άπό τόν "Εξεγερμένο άνθρωπο (1951) τοΰ Κα μύ πού διακηρύσσει στόν κόσμο τήν άπόλυτη άλήθεια του καί άρνιέται κάθε συμβιβασμό. (Γιά τό Ό Αιάβολος καί δ καλός θεός, ό Γ κολντμάν (γράψε μιά περίφημη άνάλυση τονί ζοντας δτι σέ άντίθεση μέ τόν Ούγκό, τόν ήρωα τών Βρόμικων χεριών, ό Γκέτς, τό κεντρικό πρόσωπο τοΰ καινούριου θεατρι 60
κού Εργου, «βρήκε τό δρόμο του μέ τό νά άποποιηθεί τήν ήθική γιά νά όδηγηθεΐ στήν πολιτική, άποδεχόμενος τήν πρα γματική στράτευση μαζί μέ τά ψέματα, τούς συμβιβασμούς καί τούς φόνους άκόμα πού αύτή συνεπάγεται. Ή έπιλογή τοϋ Γκέτς άνταποκρινόταν τουλάχιστον σέ δ,τι είχε κάνει στήν πραγματική ζωή καί πολιτική ό ίδιος δ Σάρτρ άφότου στρατεύτηκε σέ μιά άρκετά στενή συμμαχία μέ τούς κομμου νιστές27». Σ' αύτό τό Ιστορικό καί διανοητικό πλαίσιο έμφανίζεται ό Κρυμμένος θεός. Ή θεώρηση τοϋ κόσμου τοΰ Γ κολντμάν δέν είναι ωστόσο οΰτε τραγική, οΟτε υπαρξιακή' παρά τό Ενθερμο ένδιαφέρον του, τήν Ανθρώπινη καί διανοητική συμπάθειά του πρός τόν Πασκάλ καί μιά δρισμένη συγγένεια μέ τήν προβληματική του, ό Γ κολντμάν-τοποθετείται σέ μιά έντελώς διαφορετική προοπτική: τήν προοπτική ττ\ς μαρξιστικής διαλε κτικής. Υπάρχει πάντως μιά σημαντική, καθοριστική μάλι στα, σύγκλιση: τό στοίχημα. Ό Γ κολντμάν δέν Αντιλαμβάνε ται πιά τή σοσιαλιστική κοινότητα ώς Ενα Επικείμενο καί άναπότρεπτο μέλλον Εχασε όριστικά τίς ψευδαισθήσεις του τοϋ 1944-1945. Γι’ αυτόν, ή διαλεκτική θεώρηση τοϋ κόσμου στηρίζεται τώρα σέ Ενα στοίχημα γιά τό θρίαμβο τοϋ σοσιαλισμοΰ «στήν Εναλλακτική έπιλογή πού παρουσιάζεται γιά τήν άνθρωπότητα άνάμεσα στό σοσιαλισμό καί τή βαρβαρότη τα2*». Αύτό τό στοίχημα περιλαμβάνει, δπως καί έκεΐνο τοϋ Πασκάλ, έναν κίνδυνο, μιά δυνατότητα Αποτυχίας, μιά έλπίδα έπιτυχίας. Ή καίρια διαφορά συνίσταται άσφαλώς στόν ίδιο τόν ύλικό καί Ιστορικό χαρακτήρα τοϋ Αντικειμένου τοϋ δια λεκτικού στοιχήματος, πού είναι Ενα στοίχημα πάνω στό μέλ λον - μιά διάσταση πού άπουσιάζει έντελώς άπό τήν τραγική θεώρηση, πού δέν γνωρίζει παρά μόνο τό παρόν καί τήν αίωνιότητα. Ό Γ κολντμάν δέ διστάζει νά χρησιμοποιήσει τόν δρο πί στη γιά νά προσδιορίσει αύτόν τόν τρόπο προσέγγισης: «Ή μαρξιστική πίστη είναι μιά πίστη στό ιστορικό μέλλον πού πραγματοποιούν οΐ ίδιοι οί άνθρωποι ή Ακριβέστερα, πού πρέ πει νά πραγματοποιήσουμε μέ τή δραστηριότητά μας, Ενα στοίχημα πάνω στήν Επιτυχία τών Ενεργειών μας29». Τήν περίοδο έκείνη (1952-1953), στό Αποκορύφωμα τοΰ ψυ χρού πολέμου, μέ τό Εργατικό κίνημα βαθιά διαιρεμένο άνά μεσα στόν πιό τυφλό σταλινισμό καί τήν πιό φιλοατλαντική σοσιαλδημοκρατία, κάθε μή δογματικό μαρξιστικό ρεύμα πού τοποθετιόταν σέ μιά Επαναστατική προοπτική ήταν τρα 61
γικά άπομονωμένο· δέν είναι περίεργο πού ή κατηγορία τής «πίστης» —πού είναι κατά τήν γνώμη μας μιά ουσιαστική διάσταση τής διαλεκτικής σκέψης— έμφανίζεται τότε μέ μιά Ιδιαίτερη Ενταση. Έ χει ένδιαφέρον νά συγκρίνουμε τά ση μεία αύτά τοΰ Κρυμμένου θεού μέ Ενα άρθρο γραμμένο τήν Ιδια άκριβώς στιγμή άπό Εναν Επιφανή μαρξιστή στοχαστή καί ήγέτη, τόν Έρνέστ Μαντέλ, πού Εγραφε τό 1952: «'Ο τροτσκι σμός είναι πρίν άπ’ δλα ή πεποίθηση, ή άκλόνητη πίστη στήν Ικανότητα τοΰ προλεταριάτου δλων τών χωρών νά πάρει τήν τύχη του στά χέρια του. Αύτό πού ξεχωρίζει περισσότερο τόν τροτσκισμό άπό δλα τά δλλα ρεύματα τοΰ έργατικοΰ κινήμα τος, είναι αύτή ή πεποίθηση30». Ό Μαντέλ προσθέτει δτι αύτή ή πίστη δέν είναι «άνορθολογική ή μυστικιστική», άλλά «βασίζεται σέ μιά βαθιά κατανόηση τής δομής τής βιομηχανι κής μας κοινωνίας». Ό Γκολντμάν δέν ήταν τροτσκιστής άλλά τό Εργο του Ενσωματωνόταν έκείνη τήν έποχή σέ μιά μαρξιστικήράνθρωπιστική προοπτική αυθεντικά έπαναστατική, άπορρίπτοντας ταυτόχρονα τούς ρεφορμιστικούς συμβιβασμούς μέ τήν άστική κοινωνία καί τό θεσμοποιημένο ψεΰδος τοΰ σταλινισμού — προοπτική πού φαινόταν τότε άπελπιστικά άπομακρυσμένη άπό τήν πραγματικότητα, τραγικά άδύναμη. Είναι αύτό τό π>χάσιο πού μδς Επιτρέπει να συλλάβουμε δχι τήν άποδοχή, άλλά τό ένδιαφέρον, τήν κατανόηση (Verstehen), τή συγγέ νεια πού αίσθάνεται γιά τήν άγωνία καί τά διλήμματα τής τραγικής θεώρησης τοΰ κόσμου Ενός Πασκάλ, Ενός Ρακίνα ή τοΰ νεαροΰ Λούκατς. Είναι πολύ Ενδεικτική, σέ σχέση μ’ αύτό, ή σύγκριση άνά μεσα στόν Κρυμμένο θεό καί Ενα άλλο μαρξιστικό Εργο γύρω στό ίδιο θέμα, πού δημοσιεύτηκε τήν Ιδια έποχή: τόν Πασκάλ τοΰ Ά νρί Λεφέβρ, τοΰ όποίου ό πρώτος τόμος έκδόθηκε τό 1949 καί ό δεύτερος τό 1954. Πέρα άπό μιά σειρά θεωρητικές καί κοινωνιολογικές διαφορές άνάμεσα στούς δύο συγγρα φείς (πού θά διαφωνήσουν άρκετές φορές), ή ούσιαστική δια φορά τών Εργων τους βρίσκεται σέ Ενα πεδίο πολύ πιό βαθύ. ’Αρκεί γιά τήν άπεικόνισή της ή παράθεση τών τελευταίων παραγράφων τοΰ —κατά τά άλλα πολύ Ενδιαφέροντος— έρ γου τοΰ Λεφέβρ: «Ή άλήθεια είναι δτι δέν «είμαστε» πιά στόχος γΓ αύτόν (τόν Πασκάλ). Ή Ιστορία προχωρδ, καί Ετσι τοποθετείται (ό Πασκάλ) στόν δρίζοντα μιας έποχής πού άπομακρύνεται: λίγο στεγνός καί άφηρημένος, λίγο άπάνθρωπος, πολύ στερημένος, άλλά «ώραΐος». Τό σφοδρό Ενδιαφέ 62
ρον πού προκάλεσε ή τραγωδία του προκαλεϊ καί τό κριτικό του άντίτιμο. Ή άγωνία τής πασκαλικής Αλλοτρίωσης μδς γίνεται σιγά σιγά ξέ^|. ’Απομακρύνεται σάν μεταφυσική άγω νία; τό φάντασμα τοΰ Άμλετ, έκεΐνο τοΰ Πασκάλ, μάς κάνουν νά ριγοΰμε, άλλά δέν πιστεύουμε στά φαντάσματα. Αύτή ή άγωνία, τώρα, είναι γιά μάς ξεπερασμένη*». Ό Ά νρί Λεφέβρ ήταν πολύ διαυγής καί πολύ Εξυπνος γιά νά δεχτεί Εξ όλοκλήρου τή σταλινική μυθολογία- ώστόσο, σάν άγωνιστής τοΰ ΚΚΓ, άποδεχόταν ουσιαστικά τά πλαίσια τής έπίσημης αίσιοδοξίας τοΰ κομμουνιστικού κινήματος: ή ΕΣΣΔ οίκοδομεΐ τόν σοσιαλισμό, τό ΚΚΓ είναι τό μεγάλο κόμμα τής Εργατικής τάξης, κλπ. Ή άγωνία τοΰ Πασκάλ δέν μπορά γι’ αύτόν παρά νά είναι «ξένη» καί «ξεπερασμένη», Ενώ γιά τόν Γκολντμάν είναι βιωμένη καί έπίκωρη... Μέ άλλα λόγια; οί διαφορετικές πολιτικές έπιλογές τοΰ Λεφέβρ καί τοΰ Γ κολντμάν (στό Εσωτερικό τοΰ έργατικοΰ κινήματος) Λποτελοΰν Ινα άπό τά Αποφασιστικά στοιχεία γιά τή διαφορετική τους προσέγγιση τής τραγικής θεώρησης τοΰ κόσμου καί τοΰ Εργου τοΰ Πασκάλ. Μιά άλλη χαρακτηριστική συσχέτιση μπορά νά γίνει άνά μεσα στόν Γκολντμάν καί τόν Μπλόχ, τοΰ όποίου ή θεωρία συνίσταται σέ μιά έπανερμηνεία τοΰ μαρξισμού πού άξονάς ■ίης είναι ή «’Αρχή τής ’Ελπίδας» (Das Prinzip Hoffhung: τίτ λος τοΰ περίφημου Εργου τοΰ Έρνστ Μπλόχ, τοΰ όποίου ό πρώτος τόμος κυκλοφόρησε τό 1954). Σέ μιά άνακοίνωση τοΰ 1954 στό πρώτο συμπόσιο φιλοσοφίας τοΰ Royaumont, ό Γκολντμάν Εγραφε: «Έχει σημασία νά τονίσουμε δτι στό πρόσφατο Εργο Ενός μαρξιστή στοχαστή, τοΰ Έ ρνστ Μπλόχ, ό συγγραφέας Εθεσε στό κέντρο τών άναπτύξεών του —σάν νά συνόψιζε τήν ούσία τοΰ μαρξισμοΰ— τή διατύπωση docta spes, σοφή Ελπίδα, πού Εχει συνείδηση τών λόγων γιά τούς όποίους Ελπίζει... Μήπως καί ό Πασκάλ δέν θέλησε νά καταδείξει τήν ύπαρξη σοβαρών καί άποδεικτικών λόγων γιά νά Ελπίζει, άκόμα καί —Ιδιαίτερα— ή συνείδηση ή πιό κριτική, ή πιό αυστηρή, πού δέν Αποδέχεται καμιά ψευδαίσθηση32;». Είναι σαφές δτι γιά τόν Γ κολντμάν ό ίδιος ό μαρξισμός είναι μιά κριτική καί χωρίς ψευδαισθήσεις έλπίδα καί δ η ό προ βληματισμός τοΰ Μπλόχ τοΰ είναι πολύ κοντινός, στό βαθμό πού γιά κάνον (παρά τούς δεσμούς του μέ τό Επίσημο κομμου νιστικό κίνημα) ό σοσιαλισμός Εμφανίζεται σάν μέλλον, No vum, άκόμα-μή-ΰπάρχον. ( Ό Γ κολντμάν τονίζει Επανειλημμέ να τή συγγένεια τοΰ συνόλου τοΰ Εργου τοΰ Μπλόχ μέ τήν 63
προβληματική τοΰ ή Ψυχή καί oi μορφές” ). Βλέπουμε Ετσι νά σκιαγραφεΐται ένα θεματικό πλέγμα πού όδηγεϊ άπό τόν Πα σκάλ στόν Λούκατς τοΰ 1910, στόν Μπλόχ καί στόν Ιδιο τόν Γ κολντμάν.) Έ χει ένδιαφέρον νά συγκρίνουμε τό ξεπέρασμα τής τραγι κής θεώρησης στόν Λούκατς μέ τήν έξέλιξη τοΰ Γ κολντμάν μετά τό 1955. Ή θεωρία τοΰ μυθιστορήματος (δημοσιεύθηκε τό 1916) άποτελεΐ γιά τόν Λούκατς τό πρώτο βήμα πέρα άπό τήν τραγική Weltanschauung πρός τήν Ιστορική διαλεκτική. Βρίσκουμε έκεϊ τήν έλπίδα καί άκόμα τήν προαίσθηση τής άλλαγής τοΰ κόσμου, δύο χρόνια μόλις πρίν άπό τή ρωσική έπανάσταση. Στό τελευταίο κεφάλαιο τοΰ έργου, ό Λούκατς άναφέρει τόν Τολστόι καί τόν Ντοστογιέφσκι σάν τούς προδρόμους μιας «νέας έποχής τής παγκόσμιας Ιστορίας», σάν τούς προάγγελους τής «άρχής μιας νέας έποχής». Δέν μποροΰμε νά Αναλύ σουμε έδώ τίς συνθήκες μέσα στίς όποΐες αύτή ή Ιδιοφυής διαίσθηση τοΰ Λούκατς Εγινε δυνατή.Άς σημειώσουμε ώστόσο δτι ό Γκολντμάν, πού χαρακτηρίζει δικαιολογημένα τή θεωρία τοΰ μυθιστορήματος σάν «ένα χεγκελιανό διαλεκτι κό βιβλίο» πού «έπικαλεΐται τήν κατηγορία τής ρεαλιστικής έλπίδας34», πιστεύει πώς διακρίνει αύτό τό στοιχείο έλπίδας στό «σύνθετο καί προβληματικό άτομο» τοΰ όποιου τό μυθι στόρημα άποτελεΐ τή λογοτεχνική έκφραση. Ό Λούκατς δμως γράφει ξεκάθαρα στό έργο του τοΰ 1916 δτι τό μυθιστόρη μα είναι «ή μορφή πού άνταποκρίνεται στήν έποχή τής τέλει ας ένοχής δπως τήν δνομάζει ό Φίχτε καί ή μορφή αύτή θά παραμένει κυρίαρχη δσο ό κόσμος θά είναι υποταγμένος σέ τοΰτο τόν Αστερισμό15. Ή έλπίδα, έπομένως, τοποθετείται γι’ αύτόν πέρα άπό τό μυθιστόρημα καί τήν έποχή πού έκφράζει, σέ ένα καινούριο έπος τοΰ όποίου ή ρωσική λογοτεχνία είναι ή πρώτη σκιαγράφηση, καί στό νέο κόσμο πού ή Ιδια προα ναγγέλλει. Πουθενά, δμως, στίς Αναλύσεις του τής θεωρίας τοΰ μυθιστορήματος, ό Γ κολντμάν δέν μνημονεύει τό τελευ ταίο κεφάλαιο πού Αφιερώνεται στόν Τολστόι καί στόν Ντοστογιέφσκι καί τό όποιο είναι, κατά τή γνώμη μας, έκεΐνο άκριβώς πού περιέχει τό άνοιγμα πρός τό μέλλον. Παράξενη «παράλειψη» πού Απαιτεί μιά κοινωνιολογική έξήγηση... Ή πολιτικο-ιδελογική έξέλιξη τοΰ Γκολντμάν μετά τό 1955 θά είναι πιό περίπλοκη. Τό 1958, στό δοκίμιο γιά τήν πραγμοποίηση, ό έπαναστατικός ρόλος τοΰ προλεταριάτου, ή Ικανότητά του νά ξεπεράσει τήν πραγμοποιημένη συνείδηση 64
διακηρύσσονται άκόμα υψηλόφωνα. 'Ωστόσο, άπό τή στιγμή έκείνη, ό Γ κολντμάν θά θέσει σιγά σιγά σέ άμφισβήτηση, άν δέν έγκαταλείψει έντελώς, αύτή τήν «πίστη», αύτή τή θεμελια κή προϋπόθεση τοΰ μαρξισμού. Είναι δύσκολο νά προσδιορίσουμε τήν άκριβή στιγμή αύτής τής στροφής. Φτάνοντας στή Γαλλία στά τέλη τοΰ 1961, παρακολουθήσαμε τό σεμινάριο τοΰ Γ κολντμάν στήν Ecole pratique des Hautes etudes, πού είχε σάν θέμα τήν «φιλοσοφι κή σκέψη τοΰ νεαρού Μάρξ», άλλά πού στήν πραγματικότη τα ϊθιγε έπίκαιρα προβλήματα τής μαρξιστικής θεωρίας. Έ να όμως άπό τά θέματα πού άνέπτυσσε τότε ήταν μιά νέα άντίληψη γιά τήν Ιστορία τοΰ μαρξισμού, τήν όποία χώριζε σέ δυό κύριες τάσεις: α) τό ρεύμα πού πιστεύει, δπως ό Μάρξ, δτι τό προλεταριά το είναι μιά τάξη στήν ούσία ή δυνάμει έπαναστατική: ή Ρόζα Λούξεμπουργκ, ό Τρότσκι, ό Λούκατς του 1923. β) τό ρεύμα πού κατέληξε στό συμπέρασμα δτι τό προλετα ριάτο δέν είναι καθαυτό έπαναστατικό, άναπτύσσοντας πέρα άπό αύτή τήν κοινή διαπίστωση ριζικά άντίθετα συμπεράσμα τα: άποδοχή τής άστικής κοινωνίας (Μπερνστάιν) ή υποκατά σταση τής τάξης άπό τό κόμμα (Λένιν). Αύτές οί Ιδέες θά δημοσιευθοΰν σέ ίνα άρθρο τοΰ Γ κολντ μάν τό 1963“ άλλά ήδη άπό τό 1961 ό Γκολντμάν τίς είχε έκθέσει προφορικά καί είχαν γΓ αύτόν μιά έπίκωρη πολιτική σημασία. Σέ μιά παράδοση τής 20ης Νοεμβρίου 1961, δ Γ κολντμάν έθετε στούς μαθητές του, άλλά καί στόν Ιδιον, τό έρώτημα δν τό προλεταριάτο δέν ένσωματώθηκε στήν άστική κοινωνία, άν δέν Επαψε νά είναι έπαναστατικό: κατά συνέπεια «μήπως ό Λένιν καί ό Μπερνστάιν έγκαταλείπουν δικαιολο γημένα τίς θέσεις τοΰ Μάρξ, έπειδή οί συνθήκες έχουν Αλλά ξει; Άραγε φτάσαμε στό τέλος τής Ιστορίας καί δέν ύπάρχει πιά δυνατότητα διαλεκτικής;» (Τετράδια 1961-1962, σημειώ σεις δικές μας άπό τά μαθήματα τοΰ Γκολντμάν στήν Ε. Ρ.Η.Ε.). Έχουμε τή γνώμη δτι αύτή ή «Αναθεωρητική» προ βληματική τοποθετείται σέ μιά πολύ συγκεκριμένη Ιστορική συγκυρία: τή συντριπτική ήττα τοΰ έργατικού κινήματος πού σήμανε τήν κατάληψη τής έξουσίας άπό τόν Ντε Γκώλ τό 1958 μέ τήν συμπαράσταση τής S.F.I.O. καί μέ μιά μαζική έκλογική ύποστήριξη, πού συμπεριλάμβανε καί τομείς τής έργατικής τάξης παραδοσιακά έπηρεασμένους άπό τό ΚΚΓ. Στή διάρκεια αύτής τής περιόδου θά άναπτυχθοΰν στή Γ αλλία μέ κάποια έπίφαση άξιοπιστίας οί θεωρίες γιά τήν «ένσωμά-
65
τακτή τοΰ προλεταριάτου» πού ή άγγλική καί ή Αμερικάνικη κοινωνιολσγία διέδιδε άπό καιρό. Οί άμφιβολίες τοΰ Γ κολντμάν γιά τίς έπαναστατικές δυνα τότητες τοΰ προλεταριάτου θά συμπέσουν μέ τήν έμφάνιση αναλύσεων τίς όποιες θά θεωρήσει σάν μιά σημαντική κοινω νιολογική άνακάλυψη. Είναι οΐ άναλύσεις τοΰ Σέρζ Μαλέ γιά τή «νέα έργατική τάξη» (πού άναπτύχθηκαν στά 1959-1961) καί ή πολιτική στρατηγική πού συνεπάγονται: προοδευτική πορεία πρός τό σοσιαλισμό, μέσα άπό μεταρρυθμίσεις στή διαχείριση τής έπιχείρησης, ξεκινώντας άπό τούς άγώνες τών τεχνικών καί τών μηχανικών37. Ή θεωρία αύτή τής κατάκτησης τής οίκονομικής καί κοινωνικής έξουσίας, τής βαθμιαίας έξέλιξης πρός τήν αύτοδιαχείριση, αυτός ό «έπαναστατικός ρεφορμισμός» πού Ιστορικός φορέας του υποτίθεται δτι είναι ή «νέα έργατική τάξη» τών αύτοματοποιημένων έργοστασίων, θά είναι γιά άρκετά χρόνια τό νήμα τοΰ πολιτικοΰ στοχα σμού τοΰ Γκολντμάν. (Στά τελευταία του γραπτά, ό Γκολ ντμάν άρχιζε νά άμφισβητεΐ, έν μέρει τουλάχιστον, αύτή τή στρατηγική, σέ σχέση μέ τά γεγονότα τοΰ 196838.) Ή ταν ώστόσο πολύ διαυγής γιά νά άγνοήσει τίς παγίδες ένός τέτοιου προβληματισμού: σέ Ινα δοκίμιο γιά τόν Ζενέ, τό 1966, ό Γ κολντμάν τονίζει δτι οί σοσιαλιστές στοχαστές πού έπικαλοΰνται, δπως κι αύτός, τόν «έπαναστατικό ρεφορ μισμό», «ξέρουν δτι ή νέα προοπτική πού ύποστηρίζουν συνε πάγεται Ινα πολύ σημαντικό κίνδυνο συμβιβασμού καί ένσωμάτωσης στήν ύπάρχουσα τάξη. Ξέρουν δτι ό κίνδυνος τής διαφθοράς είναι συνυφασμένος μέ κάθε ρεφορμιστική πρακτι κή, δποια καί άν είναι ή φύση της, καί δτι δέν είναι δυνατόν νά τής άντισταθοΰμε, μεταξύ άλλων, παρά μόνο μέ τή ριζική άρνηση τοΰ παραμικρού ψυχικού ή διανοητικού συμβιβα σμού άντίκρυ στήν οίκοδομούμενη τεχνοκρατική κοινω νία39». Τό πιό ένδιαφέρον δμως είναι δτι, σ ’ αύτό τό δοκίμιο, ό Γ κολντμάν άνακαλύπτει στό Ιργο τοΰ Ζενέ μιά θεώρηση τοΰ κόσμου ριζικής άντίθεσης στήν καπιταλιστική κοινωνία, καί άκόμα, γιά πρώτη φορά στό γαλλικό πρωτοποριακό θέα τρο, Ινα θετικό έπαναστατικό ήρωα. Μέ κάποια Ικπληξη, ό Γ κολντμάν όδηγεΐται στό νά θέσει στόν έαυτό του μιά σειρά έρωτήματα: «Τό γεγονός δτι Ινας συγγραφέας μπόρεσε νά γράψει σήμερα αύτό τό Ιργο είναι μιά άπλή σύμπτωση, έξηγέϊται πρίν άπ* δλα άπό τή διανοητική έξέλιξη τοΰ Ζενέ, ή μή πως πρόκειται γιά κάτι πολύ πιό σημαντικό, γιά τό πρώτο σύμπτωμα μιάς Ιστορικής καμπής; [...] Τά παραβάν είναι μόνο 66
Ενα μεμονωμένο καί τυχαίο φαινόμενο; Είναι κιόλας τό πρώ το χελιδόνι πού άναγγέλλει τόν έρχομό τής άνοιξης...40;» Τό Αρθρο χρονολογείται άπό τό 1966: δυό χρόνια άργότερα, εί ναι ή άνοιξη τοΰ 1968... Ό πω ς καί ό Λούκατς είχε προαισθανθεί τό 1916, στό Εργο τοΰ Τολστόι καί τοΰ Ντοστογιέφσκι, τόν έρχομό τής ρωσικής Επανάστασης, Ετσι καί ό Γ κολντμάν άνακάλυψε στό θέατρο τοΰ Ζενέ Εναν οίωνό τοΰ Μάη τοΰ ’68. Παρά τίς Εμφανείς διαφορές μεθόδου, ή όμοιότητα τοΰ προβληματισμού στίς δύο περιπτώσεις είναι άναμφισβήτητη. Δέν πρόκειται γιά Ενα μυστηριώδες προφητικό χάρισμα τοΰ ένός ή τοΰ άλλου, άλλά γιά τήν Ιδιοφυή τους Ικανότητα νά άνακαλύπτουν μέσα άπό τήν Εφαρμογή τής κατηγορίας τής όλότητας, τή σχέση άνάμε σα στά πολιτιστικά Εργα καί τά ύπόγεια ρεύματα τής κοινωνι κής πραγματικότητας. Καί στίς δυό περιπτώσεις, οί στοχα στές Εξέφραζαν αύτό πού ό Γ κολντμάν άποκαλεΐ στόν Κρυμ μένο θεό, «κοινωνικές δυνάμεις πού Επέτρεψαν στόν 19ο αίώ να νά ξεπεραστεΐ ή τραγωδία στή διαλεκτική καί Επαναστατι κή σκέψη».
67
3. Σημειώσεις γιά τόν Λούκατς καί τόν Γκράμσι*
Ό Άλτουσέρ Αναγνωρίζει καί υπογραμμίζει τήν Ιδεολογι κή κοινότητα άνάμεσα στόν Λούκατς καί τόν Γκράμσι, τήν όποία όρίζει μέ μιά σειρά πολεμικούς χαρακτηρισμούς: «ίστορικιστικός Ανθρωπισμός», «ριζική έπιστροφή στόν Χέγκελ», κλπ1. Πράγματι, όπαδοί καί Αντίπαλοι τών δύο μαρξιστών στοχαστών συμφωνούν στό νά διαπιστώσουν τή βαθιά συγγέ νεια τοΰ θεωρητικού καί πολιτικοΰ τους προσανατολισμού. Ή συγγένεια αύτή δέν όφείλεται καθόλου σέ κάποια «έπιρροή» τοΰ ένός στόν Αλλο: είναι μάλιστα πιθανό νά μή διάβα σε ποτέ ό Γ κράμσι τήν Ιστορία καί ταξική συνείδηση. Τό μόνο σημείο τών Τετραδίων τής Φυλακής πού Αναφέρεται στόν Λού κατς είναι διατυπωμένο μέ υποθετικούς δρους: «Πρέπει νά μελετηθεί ή θέση τοΰ καθηγητή Λούκατς Απέναντι στή φιλο σοφία τής πράξης. Φαίνεται πώς δ Λούκατς Ισχυρίζεται δτι δέν μπορεΐ νά γίνει λόγος γιά διαλεκτική παρά μόνο γιά τήν Ιστορία τών Ανθρώπων καί δχι γιΑ τή φύση. Μπορεΐ νά κάνει λάθος, μπορεΐ νά έχει καί δίκιο. "Αν ή βεβαίωσή του προϋπο θέτει ένα δυϊσμό άνάμεσα στή φύση καί τόν άνθρωπο, κάνει λάθος γιατί πέφτει σέ μιά Αντίληψη τής φύσης πού Ανήκει στήν έλληνοχριστιανική θρησκεία καί φιλοσοφία* καθώς καί στόν Ιδεαλισμό, ό όποιος, πραγματικά, δέν καταφέρνει νά ένοποιήσει καί νά συσχετίσει τόν άνθρωπο μέ τή φύση παρά μόνο σάν σχήμα λόγου. Ά ν δμως πρέπει νά συλλαμβάνουμε τήν Ανθρώπινη Ιστορία καί σάν Ιστορία τής φύσης (συμπεριλαμβάνοντας καί τήν Ιστορία τής έπιστήμης), πώς μποροΰμε νά διαχωρίσουμε τή διαλεκτική άπό τή φύση; Ίσω ς άπό άντίδραση Απέναντι στίς Αλλόκοτες θεωρίες τοΰ Λαϊκού Δοκιμίου —τοΰ Μπουχάριν (M.L.)— ό Λούκατς νά Επεσε στό άντίθετο λάθος, σέ Ενα είδος Ιδεαλισμού2». • Άκόσκασμα άκό τό περιοδικό fHomme el la Sociili (Εκδ. Anlhropos), Ά ρ. 35-36, Ιούνιος 1975.
68
Κρίνοντας άπό τό περιεχόμενο αύτοΰ τοΰ χωρίου, είναι πι θανόν ή πηγή τοΰ Γκράμσι νά είναι μιά άπό τίς «όρθόδοξες» κριτικές τοΰ Λούκατς πού δέν Ιβλεπαν στήν Ιστορία καί ταξι κή συνείδηση παρά μόνο την «αίρεση» γιά τή διαλεκτική τής φύσης. Έξάλλου, ό Λούκατς είναι ουσιαστικά άγνωστος στήν 'Ιταλία στή δεκαετία τοΰ ’20 καί τοΰ '30. Τό μοναδικό μεταφρασμένο κείμενο είναι τό άρθρο: «Ρόζα Λούξεμπουργκ, μαρξίστρια» πού δημοσιεύθηκε τό 1921 m6Rassegna Communista. Τό Ordine Nuovo, ή κομμουνιστική έπιθεώρηση πού διεύθυνε ό Γ κράμσι, δημοσιεύει μερικές γραμμές τοΰ Λούκατς γιά τά έργατικά συμβούλια, στίς 12 Ιουνίου Ι9203. 'Οπως παρατηρεί ό Robert Paris, πρόκειται γιά μιά έλαφρώς άνασκευασμένη έκδοχή μιάς πρότασης άπό τό συμπέρασμα τοΰ δοκιμίου γιά τήν ταξική συνείδηση στό Ιστορία καί ταξι κή συνείδηση. Ό Robert Paris υποθέτει δτι ό Γ κράμσι μπορεΐ νά έπηρεάστηκε έμμέσως άπό τίς Ιδέες τοΰ Λούκατς μέ τή μεσολάβηση τών άρθρων τοΰ οΟγγρου μαθητή του Laszlo Rudas (τό 1926), πού κατευθύνονταν ένάνηα στόν οίκονομολόγο τοΰ Ιταλικού Κ.Κ., τόν Antonio Graziadei4. "Ομως δ Rudas δχι μόνο δέν ήταν μαθητής τοΰ Λούκατς τό 1926 (υπήρξε ποτέ;), άλλά άντίθετα, μετά τήν πολιηκή του ρήξη μέ τόν Λούκατς τό 1923, είχε γίνει ό πιό άδυσώπητος «υλιστής» (χυδαϊος) κριτικός του. Αύτή ή άπουσία άμεσης ή έμμεσης σχέσης κάνει άκόμα πιό χαρακτηριστική τήν όμοιότητα τών άνηλήψεων τών δύο στοχαστών.’Αν ό Γ κράμσι δέν γνωρίζει σχεδόν τίποτα γιά τόν Λούκατς, ό τελευταίος δέν θά «άνακαλύψει» τόν Ιταλό μαρξιστή παρά μόνο μετά τόν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μέ τή δημοσίευση τών Τετραδίων τής Φυλακής, θ ά μνημονεύ σει τόν Γκράμσι στή δεκαετία τοΰ '60, άναγνωρίζοντας τή συγγένειά του μέ τή θεώρηση τοΰ κόσμου στήν Ιστορία καί ταξική συνείδηση: «Αύτό τό βιβλίο (Ι.Τ.Σ.) πρέπει νά θεωρηθεί σάν ένα προϊόν τής δεκαετίας τοΰ '20, σάν θεωρητικός άπόηχος τής σειράς τών γεγονότων πού προκάλεσε ή έπανάσταση τοΰ 1917 καί ή δραστηριότητα τοΰ Λένιν, δπως καί τά γραπτά τοΰ Γκράμσι καί τοΰ Κόρς πού έχουν τόν Ιδιο χαρακτήρα παρά τίς κάποτε ούσιαστικές τους διαφορές1». Σέ μιά συνέντευξη στό New Left Review, ό Λούκατς τονίζει δ η ό Κόρς, ό Γ κράμσι καί ό Ιδιος είχαν άγωνιστεϊ στή δεκαε τία τοΰ '30 ένάνηα στόν κληρονομημένο άπό τή Β' Διεθνή μηχανικισμό καί προσθέτει μάλιστα, παρεμπιπτόντως, δτι ό Γκράμσι ήταν «ό καλύτερος άπό μάς»4. 69
' Η πορεία τοΰ Γκράμσι πρός τό μαρξισμό παρουσιάζει όρι· σμένες χαρακτηριστικές όμοιότητες μέ έκείνη τοΰ Λούκατς στό βαθμό πού περνάει άπό τή διαμεσολάβηση ένός Αντιθετικιστικοδ έγελιανισμοΰ (Κρότσε καί Λαμπριόλα) καί ένός ρομαντικο-ήθικοΰ βολονταρισμού (Σορέλ καί Μπερξόν). Ή άφετηρία τής πολιτικής του έξέλιξης είναι ένα είδος «σαρδηνιακοΰ σοσιαλισμού», κράμα μεσογειακοΰ τοπικισμού, άγροτικής έξέγερσης καί πάλης ένάντια στούς «πλούσιους». Επηρεασμένος άπό τόν Γκαετάνο Σαλβεμίνι, ό Γ κράμσι τεί νει νά άντιπαραθέσει τή Σαρδηνία καί τή Νότιο ’Ιταλία πρός τή βιομηχανική ’Ιταλία στό σύνολό της7, σέ ένα Ιδεολογικό πλαίσιο πού παρουσιάζει όρισμένα κοινά σημεία μέ τόν Αντικαπιταλιστικό ρομαντισμό τής κεντρικής Ευρώπης. Ά π ό τήν άλλη πλευρά, ό «ήθικός κομμουνισμός» τοΰ Γκράμσι στά 1917-19 μοιάζει έκπληκτικά μέ έκεΐνον πού έκφράζεται στά δοκίμια τοΰ Λούκατς τήν Γδια έποχή. Άρκεΐ νά άναφέρουμε τό άρθρο τοΰ Απρίλη τοΰ 1917 δπου Αποκαλύπτει στή ρώσι κη έπανάσταση τοΰ Φλεβάρη «τήν έγκαθίδρυση μιδς νέας ήθικής» καί τήν πραγματοποίηση τοΰ Ανθρώπου «έτσι δπως ό Ίμμάνουελ Κάντ, ό θεωρητικός τής Απόλυτης ήθικής, έξύμνησε: τοΰ άνθρώπου πού λέει: «"Εξω άπό μένα, ή Απεραντο σύνη τοΰ ουρανού' μέσα μου, ή προσταγή τής συνείδησης8». "Η, κυρίως, τό περίφημο προκλητικό καί «αίρετικό» δοκίμιο, ή Έπανάσταση ένάντια στό «Κεφάλαιο», πού χαιρετίζει μέ θέρ μη τήν ’Οκτωβριανή Έπανάσταση καί Αναπτύσσει μιά ριζικά βολονταριστική έρμηνεία τής πρακτικής τών μπολσεβίκων: «Βιώνουν τή μαρξιστική σκέψη, αύτήν πού δέν πεθαίνει ποτέ, αυτήν πού είναι ή συνέχεια τής Ιταλικής καί γερμανικής ίδεαλιστικής σκέψης... Καί ή σκέψη αύτή άναγνωρίζει πάντοτε σάν τό μεγαλύτερο παράγοντα τής Ιστορίας, δχι αύτά καθαυ τά τά οικονομικά γεγονότα, Αλλά τόν Ανθρωπο, τίς κοινωνίες τών Ανθρώπων... αύτούς τούς Ανθρώπους πού κατανοούν τά οίκονομικά γεγονότα, καί τά κρίνουν, καί τά υποτάσσουν στή θέλησή τους, μέχρι νά γίνει αύτή [ή θέληση] τό κινητήριο στοιχείο τής οικονομίας, τό στοιχείο πού διαπλάθει τήν Αντι κειμενική πραγματικότητα9». Στήν πραγματικότητα, αύτή ή ίδεαλιστική περιπλάνηση, καθώς καί ή Αμεση ή έμμεση Αναφορά στούς Μπερξόν, Σορέλ καί Κρότσε είναι στόν Γκράμσι τοΰ 1917-18 μιά πρώτη Από πειρα, Αδέξια καί ύπερβολική, νά Αναταχθεί στήν όρθοδοξία μέ τόν θετικισμό, τόν έπιστημονισμό καί τόν οίκονομικό της ντετερμινισμό- τήν όρθοδοξία τών Κλαούντιο Τρέβες καί Φί-
70
λιπο Τουράτι, τών έπισήμων αύτών Αντιπροσώπων τοΰ «μαρ ξισμού τής Β1 Διεθνούς» καί έπικεφαλής τού Ιταλικού σοσια λισμού. Μιά άπόπειρα πού βρίσκει τήν άκριβή άντιστοιχία της στήν™/generis έπαναστατική Ιδεολογία τού Λούκατς τήν Ίδια έποχή, συγκροτημένη στή βάση Ενός συνδυασμού Χέ γκελ - Ά ντυ - Ντοστογιέφσκι - Σορέλ ριζικά άντίθετη στόν καουτσκισμό. Αύτός ό «μπερξονισμός» τοΰ Γ κράμσι, διφορούμενος δρος πού χρησιμοποιήθηκε κυρίως άπό τούς μηχανικιστές άντιπάλους του10, θά ξεπεραστεΐ σιγά σιγά [aurgehoben] στήν πο ρεία τής Ιδεολογικής έξέλιξης τοΰ Γ κράμσι, μέ τόν ίδιο τρό πο πού ό Λούκατς ξεπέρασε τόν «φιχτεανισμό» του μετά τήν ουγγρική έπανάσταση τών συμβουλίων. 'Ο Γκράμσι θά άποκτήσει όπως ό Λούκατς τή βιωμένη έμπειρία τής συμμετοχής σέ ένα συγκεκριμένο έπαναστατικό κίνημα στά 1919-20, τά έργατικά Συμβούλια τοΰ Τουρίνου. Ά ν ή άναφορά στή Ρόζα Λούξεμπουργκ καί στήν άντίληψή της γιά τό κίνημα τών μαζών είναι κοινή στούς δυό στοχαστές, τά γραπτά τοΰ Γ κράμσι σ ’ αύτή τήν περίοδο, στήν έβδομαδιαία κομμουνιστική έπιθεώρηση Ordine Nuovo, είναι πολύ πιό συγκεκριμένα καί «πολιτικά» άπότι τά δοκίμια τοΰ Λούκατς. θ ά ξεπεράσει πολύ πιό γρήγορα άπ’ αύτόν τόν «ήθικό μπολσεβικισμό» πρός μία περισσότερο ρεαλιστική άντίληψη τής έπαναστατικής πάλης τοΰ προλεταριάτου. Αντίθετα άπό τόν Λούκατς, ό Γκράμσι δέν θά γνωρίσει μιά «άριστερίστικη» φάση στά 1919-20. Ένώ δ ούγγρος μαρξιστής υποστήριζε άφηρημένες άντικοινοβουλευτικές άντιλήψεις στίς σελίδες τοϋ Kommunismus, ό Γκράμσι άπέρριπτε ταυτόχρονα τίς θέ σεις γιά άποχή τοΰ Μπορντίγκα καί τόν ρεφορμιστικό κοινο βουλευτισμό τής ήγεσίας τοΰ Ιταλικού Σοσιαλιστικοΰ Κόμμα τος (τμήμα τότε τής Γ Διεθνοΰς)· ό στρατηγικός του προσα νατολισμός θά χαιρετιστεί άπό τόν Λένιν στίς θέσεις πάνα. στούς βασικούς στόχους τοΰ δευτέρου Συνεδρίου τής Κομμουνι στικής Διεθνοΰς (1920) σάν «έξ όλοκλήρου άνταποκρινόμενος σέ δλες τίς θεμελιακές άρχές τής Γ Διεθνοΰς11». Είναι άλήθεια δτι τό 1922, στό Β" Συνέδριο τοϋ Κ.Κ.Ι., ό Γ κράμσι θά άποδεχτεΐ τίς «σεκταριστικές» θέσεις τοϋ Μπορντίγκα πού άντιτίθενται στόν προσανατολισμό γιά τό ένιαΐο έργατικό μέ τωπο τοΰ Γ Συνεδρίου τής Κομιντέρν (Ιούνιος - Ιούλιος 1921). Πρόκειται δμως, δπως θά γράψει τό 1926, γιά μιά τακτι κή υποχώρηση άπέναντι στόν Μπορντίγκα, γιά νά διαφυλαχτεΐ ή ένότητα τοΰ κόμματος καί νά έμποδιστεΐ μιά νέα κρίση 71
στό έσωτερικό του12. Σέ τελευταία άνάλυση, τό σύνολο τών πολιτικών άνπλήψεων τοΰ Γκράμσι, άπό τό 1919 μέχρι τή σύλληψή του τό 1926, άναπτύσσεται στό πεδίο τοΰ έπαναστατικοΰ ρεαλισμού, τοΰ όποίου τά τέσσερα πρώτα συνέδρια τής Κομμουνιστικής Διεθνούς άποτελοΰν τό συνολικό πολιτικό πλαίσιο. Μπορούμε έπομένως νά θεωρήσουμε τό έργο τοΰ Γ κράμσι αύτή τήν περίοδο σάν τό «πολιτικό Αντίστοιχο» τοΰ Ιστορία καί ταξική συνείδηση, στηριγμένο, δπως καί τό βιβλίο τοΰ Λούκατς, στήν ταυτόχρονη Aufhebimg τοΰ «σεκταρισμού» (Μπορντίγκα) καί τοΰ «όπορτουνισμοΰ» (Σεράτι) μέσα στό κομμουνιστικό κίνημα ' Η Εκφραση αύτοΰ τοΰ γκραμσιανού έπαναστατικοΰ ρεαλι σμού βρίσκεται γιά παράδειγμα στό Μερικά θέματα γιά τό ζήτη μα τοΰ Νότου (1926) καί στίς θέσεις γιά τό Συνέδριο τής Λυών τοΰ Κ.Κ.Ι. (1926). Ή κύρια Ιδέα τοΰ Γ κράμσι είναι ή άναγκαιότητα τής έργατο-αγροτικής ένότητας στά πλαίσια μιας άντικαπιταλιστικής Επαναστατικής στρατηγικής: «Τό προλετα ριάτο δέν μπορεΐ νά γίνει κυρίαρχη καί διευθύνουσα τάξη παρά στό βαθμό πού καταφέρνει νά δημιουργήσει Ινα σύστη μα ταξικών συμμαχιών πού έπιτρέπει τήν κινητοποίηση τής πλειοψηφίας τοΰ έργαζόμενου πληθυσμού ένάντια στόν καπι ταλισμό καί τό άστικό κράτος. Γιά τήν Ιταλία, στούς πραγ ματικούς ταξικούς συσχετισμούς πού ύπάρχουν αύτό σημαί νει δτι τό προλεταριάτο δέν μπορεΐ νά γίνει κυρίαρχη τάξη παρά στό βαθμό πού καταφέρνει νά κερδίσει τή συναίνεση τών πλατιών άγροτικών μαζών13». Μιά σύγκριση άνάμεσα στίς θέσεις τής Λυών (1926),τίς όποιες έγραψε ό Γκράμσι σέ συνεργασία μέ τόνΤολιάτι, καί τίς θέσεις Μπλούμ (1929) τού Λούκατς, δείχνει πώς —ξεκινών τας άπό τήν ίδια άνησυχία, νά σπάσει ή άπομόνωση τού Κομ μουνιστικού Κόμματος, νά βρεθούν σύμμαχοι γιά τό προλετα ριάτο— οί δυό στοχαστές καταλήγουν σέ σχετικά ξεχωριστά συμπεράσματα Οί θέσεις τοΰ Λούκατς διακηρύσσουν δτι τό ούγγρικό Κομμουνιστικό Κόμμα «είναι τό μόνο κόμμα πού άγωνίζεται σοβαρά γιά τή δημοκρατία τοΰ προλεταριάτου καί τής άγροτικής τάξης» καί προτείνουν σάν σύνθημα «τή δημο κρατική δικτατορία τοΰ προλεταριάτου καί τής άγροτιάς», πού νοείται σάν Ινα καθεστώς δπου ή άστική τάξη «ένώ δια τηρεί τήν οίκονομική έκμετάλλευση, παραχωρεί τουλάχι στον Ινα μέρος τής έξουσίας στίς πλατιές μάζες τών Εργαζο μένων14. Οί θέσεις τής Λυών τοΰ Γκράμσι προτείνουν Ενα σύνθημα φαινομενικά δμοιο, τήν «έργατική καί άγροτική κυ 72
βέρνηση», άλλά φροντίζουν νά τονίσουν πώς πρόκειται γιά μιά «άγκιτατόρικη διατύπωση πού Sbj άντιστοιχεΐ σέ Ενα πραγματικό στάδιο τής Ιστορικής άνάπτυξης»· είναι άδύνατο «νά λυθεί τό πρόβλημα τοΰ κράτους πρός όφελος τής έργατικής τάξης μέ Ενα σχήμα άλλο άπό αύτό τής δικτατορίας τοΰ προλεταριάτου15». Δέν είναι τυχαίο πού ό Τολιάτι Εχοντας προσχωρήσει στό σταλινισμό, θά γράψει άργότερα σχετικά μέ τίς θέσεις αυτές: «Παραμένουν άκόμα, σ ’ αύτό τό ντοκου μέντο, μερικά Ιχνη τοΰ παλιού σεκταριστικοϋ προσανατολι σμού14». Τό 1926, ό Γκράμσι συλλαμβάνεται άπό τή φασιστική άστυνομία Στή φυλακή θά γράψει τά περίφημα Quademi του πού άποτελοϋν Ενα άπό τά πιό δημιουργικά καί γόνιμα Εργα τής σύγχρονης μαρξιστικής σκέψης17. Τό μεγάλο φιλοσοφι κό καί θεωρητικό Εργο τοΰ Γ κράμσι δέν χρονολογείται άπό τό 1923, δπως έκεΐνο τοΰ Λούκατς καί τοΰ Κόρς,άλλά άπό τό 1929-1935. Παρά τή διαφορά περιόδου ή όμοιότητα άνάμεσα στήν προβληματική τών Τετραδίων τής Φυλακής καί τά γρα πτά τοΰ Λούκατς στά 1922-25 είναι άναμφισβήτητη18. Αύτή ή προβληματική άρθρώνεται γύρω άπό μερικούς θεωρητικούς καί πολιτικούς άξονες στενά συνδεδεμένους· είναι περιττό νά έπιμείνουμε πάνω στίς πιό γνωστές πτυχές πού βρίσκονται τόσο στήν Ιστορία καί ταξική συνείδηση δσο καί στά Τετράδια: τή σημασία τής σχέσης Χέγκελ-Μάρξ (πού δέν Εχει καμιά σχέση μέ μιά υποτιθέμενη «ριζική Επιστροφή στόν Χέγκελ» γιά τήν όποία μιλάει ό *Αλτουσέρ)·τόν ίστορικιστικό άνθρωπισμό· τήν διαλεκτική τοΰ ύποκειμένου-άντικειμένου καί τή σημασία τοΰ «υποκειμενικού παράγοντα» (ταξική συνείδηση, Ιδεολογική ήγεμονία, κλπ)· τήν άρνηση τοΰ μεταφυσικού υλι σμού καί τοΰ οίκονομισμοΰ όρισμένων ρευμάτων πού έπικαλοΰνται τό μαρξισμό, κλπ. θ ά θέλαμε νά έπιστήσουμε τήν προσοχή σέ δυό Ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα στά όποια Εκδηλώνεται ή «σύγκλιση» μεταξύ Γκράμσι καί Λούκατς. α) Ό μαρξισμός σαν ριζικά νέα καί εϊδική θεώρηση τοΰ κόσμου, πού τοποθετείται άπό τή σκοπιά τοΰ προλεταριάτου: « Ό Γκρατσιαντέι... θεωρεί τόν Μάρξ ώς Ενότητα μιάς σειράς μεγάλων άνθρώπων τής Επιστήμης. Βασικό λάθος- κανένας άπό τούς άλλους δέν παρήγαγε ποτέ μιά πρωτότυπη καί όλοκληρωμένη άντίληψη τοΰ κόσμου19». Αύτή ή συγκροτημένη Weltanschauung δέν μπορεΐ νά χωριστεί σέ μιά θετική Επιστή μη άπό τή μιά καί σέ μιά ήθική άπό τήν άλλη· ξεπερνάει, σέ μιά διαλεκτική σύνθεση, τήν παραδοσιακή άντίθεση άνάμεσα 73
στά «γεγονότα» καί τίς «άξίες», τό είναι καί τό δέον είναι, τή γνώση καί τήν πράξη20. 'Ως φιλοσοφία τής πράξης, ώς άδιάρρηκτη Ενότητα μεταξύ θεωρίας καί πρακτικής, ό μαρξισμός μπορεΐ νά διαλύσει αύτό πού ό Λούκατς όνόμασε «τό δίλημμα τής άδυναμίας»: τό δυϊσμό άνάμεσα στή μοιρολατρεία τών καθαρών νόμων καί τήν ήθική τών καθαρών προθέσεων21. β) Ή προλεταριακή έπανάσταση σάν άκρογωνιαΐος λίθος κάθε θεωρητικού στοχασμού, σάν ένοποιητικό (άμεσα ή έμμε σα) στοιχείο τοΰ συνόλου τών φιλοσοφικών, Ιστορικών, πολι τιστικών ή πολιτικών ζητημάτων πού θίγονται: «Τό θεωρητι κό ύψος τών Τετραδίων δέν πρέπει ποτέ νά μας κάνει νά ξεχάσουμε δτι τό νήμα πού διαπερνά τίς πιό λεπτές σελίδες τής φιλοσοφίας τής πράξης είναι ή έπαναστατική δράση22». Ή παρατήρηση αύτή Ισχύει φυσικά καί γιά τό Ιστορία καί ταξική συνείδηση. Ή σύνδεση τής διαλεκτικής μεθόδου καί τής έπαναστατικής στρατηγικής βρίσκεται πράγματι, άκρι βώς στήν καρδιά τής δλης προβληματικής τοΰ Γ κράμσι, δπως καί τοϋ Λούκατς. Σέ Ινα χαρακτηριστικό σημείο τών Τετραδίων, δ Γ κράμσι υπογραμμίζει τήν καθοριστική σχέση άνάμεσα στή θεωρητική μέθοδο καί τόν πολιτικό προσανατο λισμό: στά πλαίσια μιας μαρξιστικής κριτικής τοΰ Κρότσε, δείχνει δτι τό έργο τοΰ Ιταλού φιλοσόφου «Αντιπροσώπευε ουσιαστικά μιά άντίδραση άπέναντι στόν οίκονομισμό καί τόν μοιρολατρικό μηχανικισμό»· καί προσθέτει: «Τό δτι αύτό δέν ήταν άδιάφορο άποδεικνύεται άπό τό γεγονός δτι τήνϊδια έποχή μέ τόν Κρότσε, ό μεγαλύτερος σύγχρονος θεωρητικός τής φιλοσοφίας τής πράξης, στό πεδίο τής πολιτικής πάλης καί όργάνωσης, μέ μιά πολιτική όρολογία, σέ άντίθεση μέ τίς διάφορες «οίκονομίστικες» μορφές, έπαναξιοποίησε τό μέτω πο τής πολιτιστικής πάλης καί συγκρότησε τή θεωρία τής ήγεμονίας σάν συμπλήρωμα στή θεωρία τοΰ κράτους-Ισχύος καί σάν έπίκαιρη μορφή τής θεωρίας τής «διαρκοΰς έπανάστασης» τοΰ 184823». ' Η «θεωρητική όμολογία» άνάμεσα στόν Γ κράμσι καί τόν Λούκατς είναι Ιδιαίτερα έντυπωσιακή άν συγκρίνουμε τίς σχε τικές τους άναλύσεις γιά τό κυριώτερο φιλοσοφικό έργο τοΰ Μπουχάριν, θεωρία τοϋ Ιστορικού υλισμού. Λαϊκό (γχειρίδιο μαρξιστικής κοινωνιολογίας (1922). Καί οί δυό τους θά άσκήσουν αύστηρή κριτική στόν «ύλισμό του», άστικό καί θεωρη τικό γιά τόν Λούκατς, μεταφυσικό, μηχανιστικό καί χυδαίο σύμφωνα μέ τόν Γκράμσι. Ό Λούκατς άντιτάσσεται έπίσης στόν «έπιστημονισμό» τοΰ Μπουχάριν, στήν «άλόγιστη, μή74
κριτική, μή-Ιστορική καί μή-διαλεκτική» χρήση τής Επιστημονικο-φυσικής μεθόδου γιά τή γνώση τής κοινωνίας. Ό Γ κράμσι διαπιστώνει μέ τή σειρά του δτι ό συγγραφέας τοΰ Ααϊκσΰ έγχειριδίου είναι «όλοκληρωτικά δέσμιος τών φυσικών Επιστημών, σάν νά ήταν αύτές οί μόνες Επιστήμες... σύμφωνα μέ τήν άντίληψη τοΰ θετικισμοΰ»' πράγμα πού Εχει σάν άποτέλεσμα νά μήν είναι διαλεκτική ή άντίληψή του γιά τήν Ιστο ρία, άλλά «ένας ρηχός καί χυδαίος έξελικτικισμός». Γ ιά τόν Γ κράμσι δπως καί γιά τόν Λούκατς, ξεκινώντας άπ’ αΰτήν τήν ήμι-θετικιστική μέθοδο, μπορούν νά κατανοηθοΰν μιά σειρά λαθεμένες θέσεις τοΰ Λαϊκού έγχειριδίου, τίς όποιες άποκαλύπτουν καί οί δύο: ή υποκατάσταση τής μαρξιστικής Εννοιας τών παραγωγικών δυνάμεων άπό τήν Εννοια τών «τε χνικών Εργαλείων»· ή άπαίτηση νά παραχθοΰν, στήν Ιστορία, «Επιστημονικές προβλέψεις» δμοιες μέ Εκείνες τών «θετικών έπιστημών», κλπ.24. Τό φιλολογικό Ερώτημα άν ό Γκράμσι διάβασε ή δχι τό κριτικό σημείωμα τοΰ Λούκατς γιά τόν Μπουχάριν —πού δημοσιεύτηκε τό 1925 στό γερμανικό περιοδικό Archiv f i r die Geschichte des Sozialismus und der Arbeiterbewegung τό όποιο ίσως είχε μερικούς άναγνώστες στήν ’Ιταλία— μάς φαίνεται δεύτε ρεΰον. Ή ουσιαστική πλευρά είναι ή σύγκλιση στήν πολεμική τών δύο μαρξιστών στοχαστών Ενάντια σ ’ αύτόν πού Εμφανιζόταν Εκείνη τήν Εποχή σάν ό κυριώτερος θεωρη τικός τής Κομιντέρν. Ή σύγκλιση αύτή δέν είναι στήν πρα γματικότητα, παρά μιά «συμπυκνωμένη» δψη Ενός γενικότε ρου φαινομένου: τά Τετράδια τοΰ Γ κράμσι στό σύνολό τους τοποθετοΰνται άπό τή σκοπιά τής μαρξιστικής μεθόδου στίς ίδιες βασικά θέσεις μέ τά γραπτά τοΰ Λούκατς τής περιόδου 1922-25. 'Ωστόσο, Ενώ τά Εργα τοΰ Λούκατς άντιστοιχοΰν σέ μιά περίοδο Επαναστατικής άνόδου καί παρουσιάζονται σάν Εκφραση Ενός όλόκληρου θεωρητικού ρεύματος (Κόρς, Ρεβάι, Φσγκαράσι, κλπ.), δέν Ισχύει καθόλου τό ίδιο γιά τά Τε τράδια. Παραδόξως, είναι Ίσως ή άπομόνωση τοΰ Γκράμσι μέσα στή φυλακή του, μεταξύ 1926 καί 1935, πού Εκανε τά Τετράδιά του μιά νησίδα αύθεντικοΰ μαρξισμού σέ μιά περίοδο πολιτι κής καί Ιδεολογικής όπισθοδρόμησης τοΰ έργατικοΰ κινήμα τος. Ή σκέψη του κρατήθηκε στό άνεβασμένο θεωρητικό καί έπαναστατικό Επίπεδο πού είχε φτάσει στά 1919-1926, χωρίς νά γνωρίσει μιά κρίση δπως Εκείνη τοΰ Λούκατς μετά τό 1926. Ή φυλάκισή του άπάλλαξε τόν Γ κράμσι άπό τό δίλημμα πού 75
συνέτριψε την έπαναστατική όρμή τοΰ Λούκατς: νά συνθηκο λογήσει μέ τό σταλινισμό ή νά τεθεί έκτός κομμουνιστικού κινήματος δπως ό Κόρς. Τά κάγκελα τοΰ φασιστικού κελιού ήταν βίαιος περιορισμός, άλλά καθαρά έξωτερικός, πού δέν άποτέλεσε έμπόδιο γιά τή σκέψη τοΰ Γ κράμσι, ένώ ό Λού κατς ήταν αΙχμάλωτος τών λεπτών καί έπίβουλων έσωτερικών άλυσίδων τής αΰτολογοκρισίας καί τής «συμφιλίωσης μέ τήν πραγματικότητα». Μελετώντας τά γραπτά τής φυλακής τοΰ Γ κράμσι, δέν μπο ρούμε παρά νά άναγνωρίσουμε, δπως υπογραμμίζει ό Ζάν-Μαρί Βενσάν, δτι «ή έπαναστατική προοπτική δέν έξαφανίζεται άπό τόν όρίζοντά του. Παρά τίς δοκιμασίες τής αίχμαλωσίας, θά άρνηθεΐ νά προσαρμοστεί στήν προοδευτική σταλινοποίηση τού κόμματός του καί νά έγκαταλείψει τό πρακτικό καί θεωρητικό κεκτημένο τής όμάδας τής Ordine Nuovo (άπό τή μάχη τών έργατικών Συμβουλίων ώς τήν άντιφασιστική πά λη)25»· Αύτό δέν σημαίνει δτι τό Εργο τού Γ κράμσι στά 1929-35 παραμένει τελείως στίς ίδιες θέσεις μέ τά νεανικά του γραπτά (Ordine Nuovo, κλπ.). Ό άντίκτύπος τοΰ σταλινισμού γίνεται παρ’ δλα αύτά αίσθητός, γιά παράδειγμα σέ μιά άντίληψη πολύ πιό «αυταρχική» τοΰ Κομμουνιστικού Κόμματος. Στά δρθρα του τής Ordine Nuovo τό 1920, ό Γ κράμσι τόνιζε δτι τό Κομμουνιστικό Κόμμα δέν μπορούσε νά είναι μιά συνάθροι ση άπό «piccoli Machiavelli», «ούτε Ενα κόμμα πού χρησιμο ποιεί τίς μάζες γιά νά έπιχειρήσει μιά ήρωϊκή άπομίμηση τών Γάλλων ’Ιακωβίνων», άλλά «τό κόμμα τών μαζών πού θέλουν νά άπελευθερωθοΰν μέ τό δικό τους μέσο, μέ αύτόνομο τρό πο», τό έργαλεΐο τής «διαδικασίας έσωτερικής άπελευθέρωσης μέσα άπό τήν όποία ό έργάτης, άπό (χτελεστής γίνεται πρωταγωνιστής, άπό μάζα γίνεται Αρχηγός καί όδηγός, άπό χέρι γίνεται έγκέφαλος καί θέληση26». ’Απεναντίας, στά Τετράδια, τό κόμμα πρέπει νά άσκήσει τό ρόλο ένός «σύγχρονου Πρίγκηπα», νόμιμου κληρονόμου τής παράδοσης τού Μακιαβέλι καί τών ’Ιακωβίνων σάν τέτοιο «παίρνει μέσα στίς συνειδή σεις τή θέση τής θεότητας ή τής κατηγορικής προσταγής»· ή βάση του άποτελεΐται άπό «κοινούς άνθρώπους, ή συμμετοχή τών όποίων χαρακτηρίζεται άπό τήν πειθαρχία καί τήν πίστη καί δχι άπό τό δημιουργικό πνεΰμα27». 'Ο Γκράμσι έκδήλωνε ώστόσο τήν κριτική του διαύγεια άναλύοντας τό γραφειοκρα τικό φαινόμενο στά πολιτικά κόμματα* «ή γραφειοκρατία εί ναι ή πιό έπικίνδυνη συντηρητική δύναμη* δν καταλήξει νά 76
γίνει Ενα συμπαγές σώμα πού είναι καί αίσθάνεται Ανεξάρτη το άπό τή μάζα, τό κόμμα γίνεται Αναχρονιστικό, χάνει τό κοινωνικό του περιεχόμενο καί στίς στιγμές όξείας κρίσης μένει αίωρούμενο2®». Κριτικές τόσο διορατικές Ενάντια στή γραφειοκρατία Εμφα νίζονται Επίσης στά γραπτά τοΰ Λούκατς... τοΰ 1922. θ ά Εξαφανιστοΰν στή διάρκεια τής σταλινικής Εποχής (Εκτός Από μερικές σκόρπιες παρατηρήσεις σέ «αίσώπια γλώσσα») καί θά ξαναπροβάλλουν μόνο μετά τό 20ο Συνέδριο τοΰ ΚΚΣΕ. Μέ τή σύγκριση αύτή δέν θέλουμε καθόλου νά άρνηθοΰμε τήν ΰπαρξη διαφωνιών, πολλές φορές μάλιστα καί άντιθέσεων, Ανάμεσα στά γραπτά τής φυλακής τοΰ Γ κράμσι καί στά Εργα τοΰ «νεαρού Λούκατς». Πέρα δμως άπό τίς διαφορές δφους καί περιεχομένου, τίς Ανομοιότητες μεταξύ δύο πολύ διαφορετικών Ιστορικών περιόδων καί παρά τήν (πιθανή) άπουσία κάθε άμεσης σχέσης ή Επίδρασης, δέν μποροΰμε νά μή παραδεχτούμε τή στενή συγγένεια τοΰ προβληματισμού τους καί τήν «Αντικειμενική σύγκλιση» πού καθιστά τήν Ι στορία καί ταξική συνείδηση καί τά Τετράδια τίς δυό φιλοσοφι κές κορυφές τής Επαναστατικής διαλεκτικής στόν 20ο αΙώνα.
77
4. Ή πραγμοποιημένη κοινωνία καί ή άντικειμενική δυνατότητα τής γνώσης της στόν Λούκατς
Ή άνάλυση τής σύγχρονης κοινωνίας άπό τόν Λούκατς στό σύνολο τών έκδηλώσεών της, μέσα άπό τήν κατηγορία τής πραγμοποίησης, υπήρξε μιά άπό τίς πιό έρεθιστικές καί πιό γόνιμες πηγές τής κριτικής κοινωνικής θεωρίας στόν 20ο αίώνα. Καταδικασμένη άπό τούς έκπροσώπους ένός υποτιθέ μενου «όρθόδοξου» μαρξισμού (Ντεμπόριν, Ρούντας, Ζηνόβιεφ, κλπ.), άποκηρυγμένη άπό τόν ίδιο τό συγγραφέα της, άποριμμένη άπό τήν καθιερωμένη πανεπιστημιακή κοινωνιολογία, ή προβληματική τής πραγμοποίησης, δπως διατυπώθη κε άπό τόν Λούκατς στό Ιστορία καί ταξική συνείδηση (1923) άσκησε παρ’ δλα αυτά μιά Ισχυρή υπόγεια έπίδραση, γιά νά γνωρίσει ένα είδος «άναγέννησης» άπό τή δεκαετία τοϋ ’60. 'Η φιλοδοξία τοϋ Λούκατς ήταν ίσιος υπέρμετρη: θέλησε, μέσα άπό τήν έννοια τής πραγμοποίησης, νά σχηματίσει Ινα θεωρητικό κώδικα Ικανό νά άποκρυπτσγραφήσει τήν πολλα πλότητα τών κοινωνικών Ιερογλυφικών τής έποχής μας, άποκαλύπτοντας τήν άπόκρυφη δομή πού είναι κοινή στά κύρια οίκονομικά, πολιτικά καί Ιδεολογικά φαινόμενα τής βιομηχα νικής καπιταλιστικής κοινωνίας. Είτε τό κατόρθωσε είτε δχι, δέν μπορούμε νά παραγνωρίσουμε τήν τόλμη καί τήν πρωτο τυπία τοΰ έγχειρήματος, τήν έμβέλεια καί τή συνοχή του. Ή θεώρηση τής άναπτυγμένης κοινωνίας δέν έχει τίποτα τό ουδέτερο ή τό Wertfrei ' είναι καί θέλει νά είναι άποφασιστικά στρατευμένη καί κριτική. Ό στόχος της δέν είναι μόνο ή περιγραφή ή ή έξήγηση, άλλά καί ή ριζική (μέ τήν έτυμολογική έννοια: άπό τή ρίζα) κριτική τής κρατούσας κοινωνικής τάξης καί τοΰ οίκονομικοΰ της ύπόβαθρου: τοϋ έμπορεύματος — προλειαίνοντας έτσι τό δρόμο γιά τήν πρακτική κατάργη σή τους. Ή κοινωνιολογική του άνάλυση, ή έπιστημονικοκοινωνική διάσταση τοΰ Ιργου του, είναι άδιάρρηκτα δεμένη 7Κ
μέ μιά πολιτική καί ήθική Weltanschauung πού δίνει σ’ δλη τή θεωρία του τής πραγμοποίησης μιά καθορισμένη κατεύθυν ση, Εννοια καί προοπτική. 'Ωστόσο, ό σκοπός τής θεωρίας δέν είναι νά άντιπαραθέσει στήν ΰπάρχουσα κοινωνία Ενα (δανικό, Ενα άφηρημένο Sollen, μιά όποιαδήποτε ούτοπία, άλ λά νά άνακαλύψει καί νά φωτίσει κριτικά τίς άντικειμενικές άνπφάσεις τοΰ κοινωνικού δντος, τίς πραγματικές άντινομίες τοΰ καπιταλιστικοΰ κοινωνικού κόσμου καί τίς Αντικειμενι κές δυνατότητες τοΰ ξεπεράσματος του μέ τήν Επαναστατική πράξη. Ή προβληματική τής πραγμοποίησης σάν κεντρική κατη γορία γιά τήν κατανόηση τής σύγχρονης κοινωνίας άπορρέει, στόν Λούκατς άπό μιά διπλή πηγή: άπό τή μιά, βέβαια, τό Κεφάλαιο τοΰ Μάρξ, Ιδίως τό περίφημο κεφάλαιο γιά τό φετιχισμό τοΰ Εμπορεύματος στό πρώτο βιβλίο, καθώς καί τά σημεία γιά τήν άντικειμενικοποίηση (Versachlichung) τοΰ βι βλίου III (ή άνάλυση τοΰ τοκοφόρου κεφαλαίου, κλπ.)· άπό τήν άλλη, οί άναλύσεις τής γερμανικής κοινωνιολογίας γύρω άπό τη βιομηχανική καπιταλιστική κοινωνία, είδικά τοΰ Τέννις (Κοινότητα καί κοινωνία). τοΰ Μάξ Βέμπερ (ΟΙκονομία καί κοινωνία) καί τοΰ Ζίμελ (ή Φιλοσοφία τον χρήματος). Ή κριτι κή τής σύγχρονης Gesellschaft, τοΰ άπρόσωπου καί ύπολογιστικοΰ όρθολογισμοΰ της, τής βίαιης Εκβιομηχάνισης καί έμπορευματοποίησης, τής υποταγής της στήν όλοκληρωτική Εξουσία τοΰ χρήματος, είναι Ενα άπό τά λάήμοτίβ τής γερμανι κής κοινωνιολογίας στήν καμπή τοΰ αίώνα* ή παραδοσιακή, πνευματική καί κοινοτική Kuitur άντιπαρατασσόταν στή βιο μηχανική καπιταλιστική Ziviiisation. τή θεμελιωμένη πάνω στή συστηματική Εξαφάνιση κάθε ποιοτικής (κοινωνικής, ή θικής, πολιτιστικής) άξίας άπό τήν ποσότητα, τόν άριθμητικό υπολογισμό, τήν τιμή. Ή άντικαπιταλιστική αύτή τάση είχε μιά λίγο ή πολύ ρομαντική χροιά, στό βαθμό πού περιεί χε, άμεσα ή Εμμεσα, μιά νοσταλγική στάση άπέναντι στήν προκαπιταλιστική Gemeinschaft, στίς περισσότερο «όργανικές» μορφές τής κοινοτικής ζωής τοΰ παρελθόντος. 01 πιό διορατικοί άπό τούς μεγάλους γερμανούς κοινωνιολόγους θε ωρούσαν τήν Ελευση τοΰ βιομηχανικού καπιταλισμού σάν μιά άναπότρεπτη διαδικασία πού θά Επρεπε νά γίνει άποδεκτή άλλά ή κριτική διάσταση, ρομαντικής προέλευσης, παραμέ νει ζωντανή στό Εργο τους καί τοΰ προσδίνει αύτή τήν είδική ποιότητα πού τό διαχωρίζει άπό τίς ρηχές άπολογίες τής βιο μηχανικής τάξης πού χαρακτηρίζουν τή γαλλική ή άγγλοσα-
79
ξωνική θετικιστική κοινωνιολογία έκείνης τής έποχής. Ό ίδιος ό Λούκατς υπήρξε μαθητής τοΰ Ζίμελ καί τοΰ Μάξ Βέμπερ- συμμετέχοντας δραστήρια, μέ τό φίλο του Έρνστ Μπλόχ, στόν κύκλο Μάξ Βέμπερ τής Χαϊδελβέργης, βρίσκε ται σέ Ινα άπό τά κυριώτερα κέντρα δπου άποκρυσταλλώνεται ή ρομαντική άντικαπιταλιστική κοινωνική φιλοσοφία καί κοινωνιολογία. Ή διανοητική πορεία τοΰ Λούκατς άπό τό 1909 ώς τό 1922 (τή στιγμή πού γράφει τό Ιστορία καί ταξική συνείδηση) είναι μιά άργή μετάβαση άπό τόν άντικαπιταλιστικό ρομαντισμό στή μαρξιστική θεώρηση τοΰ κόσμου1. Ή θεωρία τής πραγμοποίησης, έπεξεργασμένη τό 1922, είναι ή έκφραση αύτής τής κίνησης: καθαρά τοποθετημένη στό πεδίο τοΰ μαρξισμού, άποτελεΐ συγχρόνως μιά διαλεκτική Aufhebung τοΰ προγενέστερου σταδίου· δέν έχουμε άπλά καί μόνο μιά έξάλειψη τής ρομαντικής κριτικής τοΰ καπιταλισμού άλ λά τήν δρση-διατήρηση-ϋπέρβασή της: ό Λούκατς ένσωματώνει μερικά στοιχεία της μέσα στή συνολική μαρξιστική προοπτική του, άποδίνοντάς τους μιά σημασία καί μιά έννοια ριζικά καινούρια. Όπως τονίζει ό Άντριου Άράτο, στό έξαιρετικό του δοκίμιο γιά τή λουκατσιανή θεωρία τής πραγμο ποίησης, οί έννοιες καί οί κατηγορίες τοΰ Μάξ Βέμπερ (λό γου χάρη) δέν χρησιμοποιούνται άπό τόν Λούκατς «παρά στό βαθμό πού έπιβίάλλονται άπό τήν άνάπτυξη ένός δυναμικού μαρξιστικού πλαισίου2». Δέν πρόκειται έπομένως γιά έναν έκλεκτικό συνδυασμό μαρξισμού καί ρομαντισμού, άλλά γιά μιά έπανάρθρωση όρισμένων θεμάτων ρομαντικής προέλευ σης μέσα σέ μιά μαρξιστική δομή, κατά τόν ίδιο τρόπο πού άντιμετώπισε ό Μάρξ, π.χ., τούς ουτοπικούς σοσιαλιστές. Φυ σικά, γιά νά άποδεχτοϋμε τήν όρθότητα μιδς τέτοιος διαδικα σίας, πρέπει πρώτα νά άναγνωρίσουμε πώς ή γερμανική ρο μαντική άντικαπιταλιστική κοινωνιολογία (δπως έξάλλου καί δ ούτοπικός σοσιαλισμός) δέν είναι άπλώς μιά «Ιδεολο γία» πού θά έξοβελιστεΐ στά έξωτερικά σκοτάδια άπό μιά άδυσώπητη «έπιστημολογική τομή», ούτε ένα καθαρά άντιδραστικό καί σκοταδιστικό δόγμα άντίθετο σέ κάθε έπιστημό νι κή καί τεχνική πρόοδο, καί άκόμα λιγότερο μιά όλοκληρωτικά άνορθολογική Weltanschauung πού δδηγεΐ σέ τελευταία άνάλυση στό φασισμό (έκδοχή τήν όποία —δυστυχώς!— πρόβαλε ό γηραιός Λούκατς στό Ή καταστροφή τής λογικής. 1953). Ή κριτική τής βιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας άπό τούς νεορομαντικούς κοινωνιολόγους έμπεριέχει ένα «λο
80
γικό πυρήνα», παρά τίς παρελθοντολογικές τους ψευδαισθή σεις καί τίς μεταφυσικές τους κλίσεις· £να πυρήνα πού άποτελεΐται άπό γόνιμες ένοράσεις, οί όποιες άποδείχτηκαν, κατά τή διάρκεια τοΰ 20ου αΙώνα, πολύ πιό εύστοχες άπό τόν άφελή «προοδευτισμό» ένός Αύγούστου Κόντ ή ένός Χέρμπερτ Σπένσερ, τών άνεπιφύλακτων, άκατάπαυτων καί άνεξάντλητων αύτών άπολογητών τής («θετικής») βασιλείας τής μεγά λης καπιταλιστικής βιομηχανίας. Δέν πρέπει νά ξεχνούμε πώς τά έργα τοΰ ίδιου τοΰ Μάρξ καί Ένγκελς έπηρεάστηκαν άπό τούς ά/γλους ρομαντικούς άντι καπιταλιστές, Ιδίως άπό τόν Καρλάυλ καί τόν Σέρ Τζών Στιούαρτ, καί άπό ουτοπικούς σοσιαλιστές σάν τόν Φουριέ, τών όποιων ή κριτική τοΰ «πο λιτισμού» περιέχει μιά άναμφισβήτητη ρομανπκή διάσταση. Γιά νά μήν άναφέρουμε τόν νομιμόφρονα Μπαλζάκ, τοΰ όποι ου οί σκληρές καί είρωνικές εΙκόνες τής άστικής κοινωνίας καί τής βασιλείας τοΰ έμπορεύματος άποτελοΰσαν γιά τόν Μάρξ καί τόν Ένγκελς μιά άπό τίς πολυτιμότερες πηγές γιά τήν κατανόηση τής σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Έ νας άπό τούς λόγους τοΰ έξαιρετικοΰ πλούτου τής λουκατσιανής θεωρίας τής πραγμοποίησης είναι άκριβώς ή Aufhebung τής ρομαντικής άντικαπιταλιστικής κληρονομιάς, ή Ικα νότητά του νά ένσωματώνει καί νά έπανεπεξεργάζεται κριτικά όρισμένες ένοράσεις τής γερμανικής κοινωνιολογίας τής καμ πής τοΰ αΙώνα, στά πλαίσια μιας άνάλυσης αυστηρά στηριγμένης στόν Ιστορικό ύλισμό. Καθώς γράψει ό Πώλ Μπρέινς σέ μιά προκλητική διατύπωση, ή άξία τοΰ νεαροΰ Λούκατς βρίσκεται στήν άπόπειρά του νά «άποδώσει πάλι στόν μαρξι σμό τή χαμένη ρομαντική του διάσταση1». Ό Λούκατς, βέβαια, ξεκινάει άπό τό Κεφάλαιο τοΰ Μάρξ, άπό τήν άνάλυση τοΰ «ρετιχισμοΰ καί τής άντικειμενοποίησης, στό έπίπεδο τής παραγωγικής διαδικασίας* άλλά προχω ρεί πέρα άπό τήν καθαρά οίκονομική σφαίρα γιά νά προσεγγί σει τό σύνολο τής κοινωνικής ζωής. σέ δλες τίς πολιτικές, πολι τιστικές, κλπ., έκφάνσεις της, στό φώς τοΰ φαινομένου τής πραγμοποίησης. Δοκιμάζει νά ένσωματώσει τή συμβολή τής γερμανικής κοινωνιολογίας σ ’ αύτά τά δύο έπίπεδα (τό οίκονομικό καί τό κοινωνικό), ώς πρός τίς συγκλίνουσες ή συμ πληρωματικές πτυχές της μέ τή μαρξιστική προβληματική. ' Ο δρος πραγμοποίηση (νεολογισμός πού χρησιμοποιήθηκε γιά νά άποδοθεΐ ή γερμανική έννοια Verdinglichung) προσδιο ρίζει γιά τόν Λούκατς τή διαδικασία μέσα άπό τήν όποία τά προϊόντα τής άνθρώπινης δραστηριότητας (καί αύτή ή ίδια ή
έργασία) γίνονται Ενας κόσμος πραγμάτων καί σχέσεων μετα ξύ πραγμάτων, ένα «πραγμοποιημένο» σύστημα άνεξάρτητο καί ξένο πρός τούς άνθρώπους, πάνω στούς όποιους κυριαρ χεί μέ τούς δικούς του νόμους4. Πρόκειται γι’ αύτόν γιά Ινα φαινόμενο «θεμελιακό, γενικό καί δομικό ολόκληρης τής άστικής κοινωνίας», πού τό υλικό της ύπόβαθρο είναι ή πανταχοΰ παρούσα βασιλεία τοΰ έμπορεύματος. Στόν καπιταλισμό, τό έμπόρευμα γίνεται ή οίκουμενική μορφή πού διαμορφώνει την κοινωνία στά διάφορα έπίπεδα καί διαβαθμίσεις της: γιά πρώ τη φορά στήν Ιστορία, δλες οί διαστάσεις τής κοινωνικής ζωής ύποτάσσονται (ή τουλάχιστον τείνουν νά ύποταχθοΰν) σέ μιά ένιαία οίκονομική διαδικασία, δηλαδή στούς «φυσι κούς νόμους» τής παραγωγής έμπορευμάτων. Τό πρόβλημα τής πραγμοποιημένης έμπορευματικής σχέσης δέν είναι συνε πώς ένα είδικό ζήτημα τής οίκονομικής έπιστήμης, άλλά «τό κεντρικό, δομικό πρόβλημα τής καπιταλιστικής κοινωνίας, σέ δλες τίς ζωτικές της έκδηλώσεις», «τό πρότυπο δλων τών μορφών άντικειμενικότητας καί δλων τών άντίστοιχων μορ φών ύποκειμενικότητας μέσα στήν άστχκή κοινωνία5». Στή σφαίρα τής ύλικής παραγωγικής καί άναπαραγωγικής διαδικασίας, ή πιό όλοκληρωμένη Εκφραση τής πραγμοποίησης είναι ή μετατροπή τοΰ ίδιου τοΰ άνθρώπου, τοΰ έργαζόμενου, σέ πράγμα, σέ έμπόρευμα πού πουλιέται καί σέ έξάρτημα τής μηχανής: «ένσωματώνεται σάν μηχανοποιημένο κομμάτι σέ ένα μηχανικό σύστημα πού βρίσκεται μπροστά του, τελειωμένο καί έντελώς άνεξάρτητο άπ’ αύτόν, στούς νόμους τοΰ όποιου πρέπει νά υποταχθεί». Οί άνθρώπινες καί άτομικές ποιοτικές Ιδιότητες τών έργαζομένων έκμηδενίζονται πρός ό φελος τής καθαρά ποσοτικής πλευράς τοΰ άφηρημένου καί όρθολογικά υπολογίσιμου χρόνου έργασίας, προσεκτικά τε μαχισμένου, άντικειμενικοποιημένου καί διαχωρισμένου άπό τό σύνολο τής προσωπικότητας τοΰ έργαζόμενου (σύστημα Ταίηλορ). Στή βιομηχανική καπιταλιστική παραγωγή πού στηρίζεται στόν όρθολογικό ύπολογισμό τοΰ κέρδους μέ άφετηρία τούς «φυσικούς νόμους» τής κίνησης τών έμπορευμά των, οί Ιδιαίτερες άνθρώπινες Ιδιότητες τοΰ έργαζόμενου δέν μπορούν νά έμφανιστοΰν παρά μόνο σάν μιά «πηγή λαθών». Στή σύγχρονη άστική κοινωνία, «ή άρχή τής έκμηχάνισης καί τής όρθολογικής δυνατότητας μέτρησης τών πάντων πρέ πει νά άγκαλιάσει τό σύνολο τών μορφών μέσα άπό τίς όποιες έκδηλώνεται ή ζωή. Τά άντικείμενα πού άνταποκρίνονται στήν Ικανοποίηση τών άναγκών δέν έμφανίζονται πιά σάν τά 82
προϊόντα τής όργανικής διαδικασίας τής ζωής μιάς κοινότη τας (δπως, γιά παράδειγμα σέ μιά χωρική κοινότητα)...6». Αύτή ή άνάλυση, καί είδικά ή σύγκριση μέ τήν παραδοσια κή Gemeinschaft, είναι όλοφάνερα Επηρεασμένη άπό τήν γερ μανική κοινωνιολογία καί κυρίως άπό τούς Τέννις, Ζίμελ καί Μάξ Βέμπερ. 'Ωστόσο, δέν υπάρχει στόν Λούκατς, άντίθετα μέ τούς γερμανούς νεορομαντικούς, καμιά νοσταλγία τών προκαπιταλιστικών κοινωνιών τοΰ παρελθόντος, γιά τίς όποι ες τονίζει δτι «τά μέσα άπόσπασης τής ΰπερεργασίας είναι άκόμα πιό άπροκάλυπτα βάναυσα, άπότι στά μεταγενέστερα καί πιό έξελιγμένα στάδια7». Πρόκειται γιά μιά κριτική τής έκμηχάνισης, ποσοτικοποίησης, άπανθρωπισμοϋ (entmenschlichung) καί πραγμοποίησης τής έργασιακής διαδικασίας στή μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία, στό δνομα μιάς σοσι αλιστικής μελλοντικής προοπτικής, μιά κριτική θεμελιωμένη πάνω στίς παρατηρήσεις τοΰ ίδιου τοΰ Μάρξ στό πρώτο βι βλίο τοΰ Κεφαλαίου. Εξάλλου, ό Λούκατς άπορρίπτει ρητά τίς «παρελθοντολογικές» άντιλήψεις πού άνέπτυξαν «ό γερμα νικός ρομαντισμός, ή Ιστορική σχολή τοΰ Δικαίου, οί Καρ λάυλ, Ράσκιν, κλπ.», στούς όποιους «ή Εννοια τής όργανικής άνάπιυξης παίρνει Ιναν τόνο δλο καί πιό άντιδραστικό σάν σύνθημα πάλης ένάντια στήν πραγμοποίηση®». 'Ορισμένοι μαρξιστές κριτικοί τοΰ Λούκατς, δπως ό Κολέττι, παρ’ δλο πού άναγνωρίζουν πώς ή άνάλυση τής πραγμο ποίησης δέν θά μποροΰσε νά ταυτιστεί μ’ έκείνη τών ρομαντι κών, βλέπουν νά «άνάβουν συχνά σπίθες ρομαντικής κριτι κής» πού όδηγοΰν σέ όπισθοδρομικές θέσεις. Γιά παράδει γμα, κατά τόν Κολέττι, ό Λούκατς κάνει τό λάθος νά τοποθετεί στό ίδιο έπίπεδο «τήν πραγμοποίηση, τή στέρηση ψυχής, τήν αυξανόμενη έκμηχάνιση», καί νά θεωρεί πώς τό κακό δέν έγκειται στήν καπιταλιστική χρήση τών μηχανών, άλλά, πρίν άπ’ δλα, στήν ίδια τή χρήση τών μηχανών9. Αύτό δμως πού κάνει έπίκαιρη τήν προβληματική τοΰ Λού κατς (καί όρισμένες «σπίθες ρομαντικής κριτικής») είναι άκριβώς ή άρνηση νά θεωρηθεί ή τεχνική διαδικασία παραγω γής σάν ουδέτερη· ή κατανόηση (ή διαίσθηση) δτι ό καπιτα λισμός παράγει δχι μόνο μιά όρισμένη χρήση τών μηχανών, άλλά καί μιά καθορισμένη δομή τών ίδιων τών μηχανών καί τοΰ μηχανικοΰ συστήματος παραγωγής, μιά δομή άπάνθρωπη, πραγμοποιημένη καί καταπιεστική. Ή κριτική τής όλοκληρωτικής υποταγής τοΰ έργαζόμενου στή μηχανή, τής μη χανικής καί άποβλακωτικής κατάτμησης τών έργασιών, τοΰ
83
ταιηλορισμοΰ, είναι σήμερα Ενα άπό τά σημαντικότερα θέμα τα τής μαρξιστικής σκέψης, πού άναπτύχθηκε μέ διαφορετι κές προοπτικές άπό συγγραφείς δπως ό Μαρκοΰζε, ό Άντρέ Γκόρζ, δ Έρνέστ Μαντέλ, ό Ρομπέρ Λινάρ, κλπ. — θέματα τών όποιων οί άπαρχές βρίσκονται έξάλλου στό ίδιο τό Κεφά λαιο τοΰ Μάρξ10. Στό πρόσφατο Εργο του γιά τόν Ύστερο Καπιταλισμό (Spatkapilalismus), ό Έρνέστ Μαντέλ κρίνει τόν πραγμοποιημένο χαρακτήρα τής Ιδεολογίας τοΰ «τεχνολογικοΰ όρθολογισμοΰ» (έμπνεόμενος μάλιστα άπό τίς μελέτες τοΰ Λέο Κόφλερ, ένός μαθητή τοΰ Λούκατς) καί άπορρίπτει τή μοιρολατρική άπολογία τοΰ ΰπάρχοντος τεχνικοΰ συστή ματος: «Γιατί, σέ μιά ριζικά άλλαγμένη κοινωνική συγκυρία, οί άνθρωποι, πού θά είχαν σέ σημαντικό βαθμό άπελευθερωθεΐ άπό τόν καταναγκασμό τής μηχανικής έργασίας καί θά άνέπτυσσαν όλόπλευρα τίς δημιουργικές τους Ικανότητες, δέν θά ήταν σέ θέση νά άναπτύξουν καί μιά τεχνική «ποιοτικά διαφορετική», προσαρμοσμένη στίς άνάγκες τής «πλούσιας άτομικότητας»11;» Φυσικά, ή Εναλλακτική λύση άπέναντι στήν καπιταλιστική πραγμοποίηση δέν είναι, γιά τόν Λούκατς, ή Επιστροφή στό «όργανικό» χωριό, στήν άγροτική Gemeinschaft ή στή βιοτε χνική παραγωγή, άλλά μιά ριζική μεταβολή τοΰ τρόπου παρα γωγής, που άρχικός της δρος είναι «νά πάψει Αντικειμενικά ή ίδια ή έργασία τοΰ προλεταριάτου -θεωρημένου σάν τάξη- νά τοΰ άντιτάσσεται μέ τρόπο αύτόνομο καί άντικειμενικοποιημένο12». Ή Εναλλακτική λύση άπέναντι στήν οίκουμενική ποσοτικοποίηση πού Επέβαλε ό καπιταλισμός, άπέναντι στήν πραγμοποιημένη κυριαρχία τής Ανταλλακτικής Αξίας, δέν εί ναι ή Αποκατάσταση τής προκαπιταλιστικής Αριστοκρατικής kultur, άλλά ή υποταγή τής παραγωγής στήν (ποιοτική) Αξία χρήσης, στίς νέες άνάγκες τοΰ Ανθρώπου, σέ στόχους κοινω νικούς, ήθικούς καί πολιτιστικούς συλλογικά καθορισμένους άπό τούς συνεταιρισμένους παραγωγούς. Δέν χωράει Αμφιβο λία δτι ή ρομαντική κριτική τής πραγμοποίησης, τής ΕκβιομηχΑνισης καί τής ποσοτικοποίησης περιέχει «σπίθες» διαύ γειας, στιγμές διορατικότητας, πολύτιμες διαισθήσεις πού ξα ναβρίσκονται, «ξεπερασμένες» (μέ τή χεγκελιανή Εννοια) στή λουκατσιανή προβληματική τοΰ 1922. Ξεπερνώντας τό καθαρά οίκονομικό πεδίο, ό Λούκατς Εξε τάζει τή διαδικασία πραγμοποίησης στίς Αλλες σφαίρες τής κοινωνικής ζωής. Ή άνάλυσή του τοΰ δικαίου καί τής τυπι κής καί πραγμοποιημένης «δικαστικής μηχανής» είναι Αμεσα 84
έμπνευσμένη άπό τόν Μάξ Βέμπερ, άπό τόν όποιο παραθέτει Εκτενώς τό περίφημο χωρίο τοϋ Wirtschaft und Gesellschaft δπου ό δικαστής, στήν καπιταλιστική κοινωνία, Εμφανίζεται νά είναι «λίγο ή πολύ ένας αυτόματος «διανομέας» μέ παρα γράφους πού δέχεται άπό μιά άκρη φακέλλους μέ τά Εξοδα καί τίς άμοιβές καί παραδίνει άπό μιά άλλη τή δικαστική άπόφαση μέ λιγότερο ή περισσότερο (σχυρή τεκμηρίωση καί τοϋ όποιου ή λειτουργία είναι όπωσδήποτε χοντρικά υπολογί σιμη"». Οί παρατηρήσεις του γιά τό κράτος καί τή γραφειο κρατία σάν πραγμοποιημένη, άπρόσωπη καί τυπικά όρθολογική μηχανή, πού χαρακτηρίζεται άπό «τήν άναγκαστική καί όλοκληρωτική υποταγή τοϋ άτομικοϋ γραφειοκράτη σέ Ενα σύστημα σχέσεων μεταξύ πραγμάτων14», άκολουθοϋν κι αύ τές άπό κοντά τά πολιτικά γραπτά τοϋ Μάξ Βέμπερ. Ή διαφο ρά άνάμεσα στούς δύο, είναι δτι, σέ άντίθεση μέ τόν δάσκαλό του τής Χαϊδελβέργης, ό Λούκατς δέν πιστεύει πώς ή γραφειο κρατία είναι Ενα άναγκαχο καί άναπόφευκτο όρθολογικό σύ στημα (πού μόνο μιά καλλιεργημένη έλίτ μπορεΐ νά άποφύγει), άλλά, άντίθετα, υποθέτει δτι είναι άντικειμενικά δυνατό νά καταστραφεΐ ή γραφειοκρατική μηχανή καί νά δοθεί τέλος στήν πολιτική πραγμοποίηση. Ό Λούκατς έπιμένει στό γεγονός δη, στήν καπιταλιστική κοινωνία, καμιά μορφή σχέσεων τών άνθρώπων μεταξύ τους δέν ξεφεύγει άπό τήν υποταγή στήν πραγμοποιημένη μορφή τής άνπκειμενικότητας, πού μεταβάλλει κάθε άνθρώπινη Ιδιό τητα ή χαρακτηριστικό σέ «πράγμα», &ν δχι σέ έμπόρευμα: ό γάμος, λόγου χάρη, γιά τόν όποίο δ Κάντ Εδινε τόν έξής όρισμό («μέ τήν άφελώς κυνική είλικρίνεια τών μεγάλων στο χαστών»); «Ένωση δυό προσώπων διαφορετικού φύλου, έν δψει τής άμοιβαίας κατοχής καί έφ1δρου ζωής, τών σεξουαλι κών τους Ιδιοτήτων15». Ό σ ο γιά τόν διανοούμενο, γίνεται ό πωλητής τών άντικειμενικοποιημένων καί πραγμοποιημένων Ικανοτήτων του πού αύτονομοϋνται σέ σχέση μέ τήν προσωπικότητα καί άκολου θοϋν δικούς τους νόμους. Τό πιό χαρακτηριστικό παράδειγμα —ό Λούκατς άναφέρεται έδώ σέ Ενα δοκίμιο τοΰ οΟγγρου φίλου του καί συντρόφου, Ά . Φογκαράσι, δημοσιευμένο στό περιοδικό Kommunismus— είναι ό δημοσιογράφος πού που λάει (δηλαδή Εκπορνεύει) τίς προσωπικές του πεποιθήσεις, πού καταντούν Ενα έμπόρευμα σάν τά άλλα16. Ά π ό τήν άλλη πλευρά, ή πραγμοποίηση δρίζεται στό Επί πεδο τής άστικής σκέψης σάν τό αΙωνίως άλυτο δίλημμα με
85
ταξύ Εμπειρισμού καί ούτοπισμοΰ, βολονταρισμού καί φατα λισμού: άπέναντι στούς Αντικειμενικούς πραγμοποιημένους, αυτόνομους καί άναλλοίωτους, «φυσικούς νόμους» τής κοινω νίας, ή υποκειμενικότητα περιορίζεται σέ μιά άδύναμη καί άφηρημένη καθαρή έσωτερικότητα. Σύμφωνα μέ τόν Λού κατς, ή καλβινιστική συνένωση τής ήθικής τής δοκιμασίας (ένδοκοσμική άσκηση) καί τής πλήρους ύπέρβασης τών άντικειμενικών δυνάμεων πού κινούν τόν κόσμο καί διαμορφώ νουν τήν άνθρώπινη μοίρα ώς πρός τό περιεχόμενό της (Deus absconditus καί προορισμός), «Αντιπροσωπεύει μέ μυθολογίζοντα τρόπο, άλλά μέ άπόλυτη καθαρότητα, τήν άστική δομή τής πραγμοποιημένης συνείδησης17». Ή έπίδράση τοΰ ή Προτεσταντική Ήθική καί τό πνεΰμα τοΰ καπιταλισμού τοΰ Μάξ Βέμπερ πάνω σ’ αύτή τήν ιδέα είναι όλοφάνερη —έξάλλου, ό ίδιος ό Λούκατς τό έπισημαίνει σέ μιά υποσημείωση—, άλλά βλέπουμε έπίσης πώς ό Λούκατς «οίκειοποιεΐται» τό νόημα τοΰ βεμπεριανοΰ προβληματισμού έντάσσοντάς τον στά πλαί σια μιάς μαρξιστικής κριτικής τής καπιταλιστικής πραγμο ποίησης. Ποιοί δροι κάνουν δυνατή μιά γνώση τής πραγμοποίησης; Ποιά προοπτική μπορεΐ νά σχίσει τό άπατηλό πέπλο τής «κυ ριαρχίας τών πραγμάτων,»; Ά πό ποιά σκοπιά πρέπει νά ξεκι νήσουμε γιά νά άνακαλύψουμε τόν κοινωνικό καί άνθρώπινο πυρήνα πίσω άπό τίς πραγμοποιημένες μορφές τοΰ έμπορευματικοΰ κόσμου; Γύρω άπό αύτή τήν προβληματική, ό Λούκατς προβάλλει μερικά στοιχεία γιά μιά μαρξιστική κοινωνιολογία τής γνώ σης, τά όποια, παρά τόν άποσπασματικό καί μή συστηματο ποιημένο τους χαρακτήρα, παρουσιάζουν μέγιστο μεθοδολο γικό ένδιαφέρον. Ή βασική του υπόθεση είναι «ή στενή άλληλεπίδραση άνάμεσα στήν έπιστημονική μέθοδο πού πηγά ζει άπό τό κοινωνικό είναι μιάς τάξης, άπό τίς άναγκαιότητες καί τίς άνάγκες της νά κυριαρχήσει διανοητικά σ ’ αύτό τό είναι, καί στό ίδιο τό είναι τής τάξης18». Σέ σχέση μέ τήν πραγμοποίηση, αύτό σημαίνει δτι οί διάφορες κοινωνικές τά ξεις ϊχουν Ινα ξεχωριστό γνωστικό προβληματισμό καί μιά διαφορετική Ικανότητα κατανόησης τοΰ φαινομένου, τής γέν νησής του καί τής δομής του. Ή Ικανότητα ή άνικανάτητα ένός οίκονομολόγου νά ξεπεράσει τήν άμεσότητα, τήν πραγμοποιημένη μορφή τών κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, δέν άπορρέει άπό τά άτομικά του προτερήματα, άλλά άπό τήν ταξική σκοπιά («τό κοινωνικό είναι») μέ τήν όποία συνδέεται 86
ή έρμηνεία του τής πραγματικότητας. Γιά τόν Λούκατς, μιά έπιστήμη πού τοποθετείται άπό τή σκοπιά τής άστικής τάξης δέν μπορεΐ νά διεισδύσει στίς πραγμοποιημένες μορφές- οί περιορισμοί τής άστικής σκέψης προσδιορίζονται ήδη στό έπίπεδο τής προβληματικής της, τών ζητημάτων πού θέτει ή πού άρνεΐται νά θέσει. Τά ζητήματα γύρω άπό τή γέννηση καί τήν έξαφάνιση τών καπιταλιστικών μορφών καί τής έμπορευματικής σχέσης τείνουν νά έκλείψουν άπό τόν διανοητικό όρίζοντα πού άντιστοιχεΐ στό κοι νωνικό είναι τής άστικής τάξης, στό βαθμό πού γιά κείνη «ό πραγμοποιημένος κόσμος έμφανίζεται [...] σάν ό μόνος δυνα τός κόσμος19». Ή άστική σκέψη προσκρούει έτσι σέ ένα άνυπέρβλητο φράγμα, λόγω τής άρνησής της νά άντιμετωπίσει τήν Ιστορικότητα τής ΰπάρχουσας τάξης πραγμάτων, πού θεωρείται δτι είναι άμετάβλητη καί διέπεται άπό «φυσικούς νόμους». Ή ταξική συνείδηση τής άστικής τάξης, καθώς εί ναι συνδεδεμένη μέ τήν άντικειμενική κατάσταση τής τάξης, τείνει νά άποκρύψει τήν πραγματικότητα «μόλις ξεπηδήσουν προβλήματα τών όποιων ή λύση παραπέμπει πέρα άπό τόν καπιταλισμό20». Αύτό δέν σημαίνει καθόλου δτι θά έπρεπε νά μηδενίσουμε τήν άστική σκέψη, νά τήν άγνοήσουμε σάν ένα «λάθος» χω ρίς γνωστική άξία, ή νά τήν άπορρίψουμε σάν μιά «προεπιστημονική Ιδεολογία». Παρά τόν μονομερή χαρακτήρα της, ή έπιστήμη πού παρήγαγαν οί μεγάλοι πρωτότυποι στοχα στές τής άστικής τάξης (πού πρέπει νά διαχωρίσουμε άπό τούς έκλεκτικιστές καί άπολογητικούς έπιγόνους) είναι, γιά τόν Λούκατς, «μιά άναγκαία στιγμή στό μεθοδολογικό οίκοδόμημα τής κοινωνικής γνώσης21». Ά πό τήν άλλη μεριά, ή άστική σκέψη μπορεΐ νά προσεγγίζει μιά καθαρή θεώρηση είδικών προβλημάτων, όρισμένων συσχετίσεων οίκονομικών γεγονότων, χωρίς ώστόσο νά κατορθώνει νά ξεπεράσει όρισμένα συγκεκριμένα δρια στήν κατανόηση τής ολότητας τής κοινωνικής καί Ιστορικής κίνησης22. Παραδόξως, ό Λούκατς δέν προσπαθεί νά άνακαλύψει τίς κοινωνικές ρίζες τοΰ νεορομανπκοΰ ρεύματος καί δέν θέτει τό ζήτημα τής ταξικής σκοπιάς τών γερμανών κοινωνιολόγων άπό τούς όποιους έμπνέεται: τών Τέννις, Ζίμελ, Βέμπερ κλπ. 'Υπάρχει στό Ιστορία καί ταξική συνείδηση μιά ένδιαφέρουσα άναφορά στόν άντικαπιταλισττκό ρομαντισμό (ό δρος δέν έμφανίζεται άκόμα), σέ σχέση μέ τόν Σισμοντί καί τόν Καρλάυλ: περιγράφονται καί οί δυό σάν έκπονητές μιάς άνάλυ-
87
σης τοΰ καπιταλισμού καί τής άστικής τάξης άπό μιά «φεου δαρχική καί Αντιδραστική», άλλά συγχρόνως διαφωτιστική καί κριτική, σκοπιά. Τό Εργο τοΰ Σισμοντί άποτελεϊ γιά τόν Λούκατς τήν πρώτη άναγνώριση τής πραγματικής προβλημα τικής τοΰ καπιταλισμού — παρά τούς Αντιδραστικούς του στόχους. "Οσο γιά τόν Καρλάυλ, συγκαταλέγεται στούς συγ γραφείς πού περιέγραψαν μέ τόν πιό σθεναρό τρόπο, «τήν Απανθρωπιά, τήν τυραννική καί καταστρεπτική γιά κάθε Αν θρώπινη σχέση ουσία πού ένυπάρχει στόν καπιταλισμό», πα ρόλο πού ή Αντιπαράθεση τής «όργανικότητας» τοΰ παρελ θόντος στή σύγχρονη πραγμοποίηση Εχει —δπως καί στούς ρομαντικούς έν γένει— Ινα «καθαρά. Αντιδραστικό» χαρακτή ρα23· Ό Λούκατς δέν έπιχειρεΐ νά συνδέσει τούς γερμανούς κοι νωνιολόγους τής καμπής τοΰ αίώνα μέ αύτό τό ρεΰμα (θά τό κάνει Αργότερα, Αλλά μέ πολύ σχηματικό καί Αρνητικό τρόπο στό Ή καταστροφή τής λογικής. 1953)· Αντίθετα, Αρκεΐται στό νά κατατάξει τόν Ζίμελ, έπιγραμματικά, κάτω άπό τήν έτικέτα «άστική σκέψη»· παραδέχεται, ώστόσο, δτι Ανήκει σέ μιά ξεχωριστή κατηγορία: στήν κατηγορία τών στοχαστών πού δέν θέλουν νά Αρνηθοΰν ή νά συγκαλύψουν τό φαινόμενο τής πραγμοποίησης, «πού είδαν μάλιστα λιγότερο ή περισσότερο καθαρά τίς όλέθριες Ανθρώπινες συνέπειές του», Αλλά πού δέν προχωρούν πέρα άπό τήν άπλή περιγραφή, πού μένουν στό έπίπεδο τών έξωτερικών μορφών έμφάνισης (λ.χ. τό χρήμα), καί, κυρίως, πού Αντιμετωπίζουν τήν πραγμοποίηση σάν Ινα άχρονικό γεγονός, δπως κάνει γιά παράδειγμα ό Ζίμελ στό Ή Φιλοσοφία τοΰ χρήματος (1900), βιβλίο πού ό Λούκατς κρίνει «σάν πολύ διορατικό καί ένδιαφέρον ώς πρός τίς λεπτομέρει ες24». Άφοΰ κατέδειξε μέ τή ρωμαλέα έπιχειρηματολογία του τήν άδυναμία τής άστικής τάξης νά συλλάβει το φαινόμενο τής πραγμοποίησης (καί άκόμα περισσότερο νά τό κρίνει σάν Απάνθρωπο), πώς έρμηνεύει ό Λούκατς τήν έμφάνιση μιας «άστικής» σκέψης δπως έκείνης τοΰ Ζίμελ; Στήν πραγματικό τητα, ή προβληματική τοΰ Ζίμελ είναι στενά συνδεδεμένη μέ τό ρομαντικό άνπκαπιταλιστικό ρεΰμα πού έκφράζει τίς προσδοκίες, τίς κριτικές καί τίς άντιλήψεις προκαπιταλιστικών (μή Αστικών) στρωμάτων, δπως λόγου χάρη τό γερμανι κό παραδοσιακό πανεπιστημιακό μανδαρινάτο, πού άπειλήθηκαν άπό τήν ίλιγγιώδη Ανάπτυξη τοΰ βιομηχανικού καπιτα λισμού στή Γερμανία. Ή άνικανότητα ή ή άρνησή του νά Αναλύσει τίς κοινωνικοϊστορικές βάσεις τής γερμανικής κοι 88
νωνικής έπιστήμης τής καμπής τοΰ αΙώνα —δηλαδή μιας άπό τίς κυριότερες πηγές τής δικής του σκέψης— είναι ϊνας άπό τούς πιό έμφανεΐς περιορισμούς τής κοινωνιολογίας τής γνώ σης πού σκιαγράφησε ό Λούκατς στό Ιστορία καί ταξική συ νείδηση. 'Ως πρός αύτό, ή σιωπή του γύρω άπό τόν Μάξ Βέ μπερ είναι χαρακτηριστική: ή όρθότητα, ή ευστοχία καί τό ένδιαφέρον δρισμένων άναλύσεων τοϋ Βέμπερ γιά τόν καπιτα λισμό, τήν πραγμοποίηση ή τό σύγχρονο Κράτος υπογραμμί ζονται έπανειλλημένα άπό τόν Λούκατς χωρίς νά έπιχειρεΐ νά θέσει τό ζήτημα τής ταξικής σκοπιάς τοΰ δασκάλου τής Χαϊδελβέργης. Αύτή ή σιωπή προέρχεται, κατά τή γνώμη μας, άπό τό διχοτομικό πρότυπο πού χρησιμοποιεί ό Λούκατς καί πού τείνει νά θεωρεί τήν άστική τάξη καί τό προλεταριάτο σάν τίς μόνες Ικανές τάξεις νά άναπτύξουν μιά συνολική (κα θολική) άποψη γιά τήν κοινωνική πραγματικότητα· ένα πρό τυπο στά πλαίσια τοΰ όποίου ή έπιστήμη τοΰ Μάξ Βέμπερ, μέ τίς παράξενες συγκλίσεις της μέ τό μαρξισμό, δέν μπορεΐ έπακριβώς νά «ταξινομηθεί»23. Ξέρουμε δτι στήν Καταστροφή τής λογικής (1953) —έργο πού φέρνει τό στίγμα τοΰ σταλινισμού—, ό Λούκατς θά κατα δικάσει τούς Μάξ Βέμπερ, Ζίμελ, Τέννις, Ντίλταϊ κλπ., στό καθαρτήριο τών «άνορθολογιστών» στοχαστών, πού δθελά τους γίνονται ο( πρόδρομοι τοΰ φασισμού. Τό 1966, δμως, σέ μιά συνομιλία του μέ τόν Άμπεντροτ, τόν Κόφλερ καί τόν Χόλτς, ό γηραιός «μετασταλινικός» Λούκατς θά διαβεβαιώσει: «σήμερα δέν μέ ένοχλεΐ πού Εμαθα τά πρώτα στοιχεία τής κοινωνικής έπιστήμης κοντά στόν Ζίμελ καί στόν Μάξ Βέ μπερ καί δχι κοντά στόν Κάουτσκι. Καί δέν ξέρω άν δέν θά μπορούσαμε νά ποΰμε δτι γιά τήν έξέλιξή μου αύτό στάθηκε μιά εύνοϊκή περίσταση»». Πράγματι, δπως τό παραδέχεται ό ίδιος έμμεσα, έκμεταλλεύθηκε τή συμβολή τής κριτικής γερ μανικής κοινωνιολογίας τών άρχών τοΰ αιώνα γιά νά καταπο λεμήσει τό νεοθετικιστικό, έξελικτικό καί μέ οίκονομιστικές άποχρώσεις ρεϋμα πού κυριαρχούσε στήν έπίσημη θεωρία τής ΕΓ Διεθνοΰς, καί γιά νά διαμορφώσει τή δική του ίστορικιστική-έπαναστατική έρμηνεία τοΰ μαρξισμοϋ. Ά ν , άπό τή σκοπιά τής άστικής τάξης, δέν μπορεΐ κανείς νά σχίσει τό πέπλο τής πραγμοποίησης, καί δν στοχαστές δπως ό Ζίμελ παραμένουν στήν έπιφάνεια, άπό ποιά ταξική σκοπιά είναι δυνατή ή άληθινή κατανόηση τής καπιταλιστι κής κοινωνικής πραγματικότητας καί ή διάλυση τών πραγμοποιημένων μορφών, Στό Ιστορία καί ταξική συνείδηση, ό Λού89
κατς άποδίδει στή σκοπιά τοΰ προλεταριάτου τήν Αντικειμενι κή δυνατότητα νά φτάσει στήν κατανόηση τής κοινωνικής όλότητας καί στή γνώση τής πραγματικής υπόστασης πίσω άπό τά πολλαπλά πρόσωπα τής πραγμοποίησης. Γιά ποιό λόγο δίνει αύτό τό έπιστημολογικό προνόμιο στήν προλετα ριακή προοπτική; Γιατί άκριβώς στό προλεταριάτο ή πραγμοποίηση φτάνει στόν παροξυσμό της, στήν πιό όλοκληρωμένη καί πιό ριζική μορφή της: σέ άντίθεση μέ τόν καπιταλιστή, πού έχει τήν ψευδαίσθηση μιάς αύτόνομης δραστηριότητας, ό έργάτης έξομοιώνεται άμεσα μέ καθαρό έμπόρευμα, καθαρή ποσότητα, μέ καθαρό άντικείμενο τής παραγωγικής διαδικα σίας. Τείνει ωστόσο νά άντισταθεΐ σ ’ αύτή τήν όλική πραγμοποίηση, κατ’ άρχήν στό βαθμό πού άντιλαμβάνεται τίς ποσο τικές διαφορές τοΰ χρόνου έργασίας —άπλός όριθμός υπολο γίσιμος άπό τόν καπιταλιστή— σάν «καθοριστικές καί ποσο τικές κατηγορίες όλόκληρης τής φυσικής, διανοητικής, ήθικής του, κλπ., ύπαρξης27». Ό Λούκατς δέν άναπτύσσει αύτή τήν παρατήρηση, άλλά μας έπιτρέπει άκριβώς νά κατα λάβουμε γιατί ή διεκδίκηση τοΰ όκταώρου πήρε μιά τόσο σημαντική θέση στή γέννηση τοΰ σύγχρονου όργανωμένου έργατικοΰ κινήματος. Ξεκινώντας άπό αύτή τήν πρώτη άντίσταση στήν ποσοτικοποίηση καί «άντικειμενοποίηση» τής έργατικής του δύναμης, ό έργαζόμενος θέτει σέ άμφισβήτηση τήν ίδια του τή φύση σάν έμπόρευμα (καί κατά συνέπεια, σύμφωνα μέ τόν Λούκατς, τό σύνολο τοΰ πραγμοποιημένου συστήματος): «Καθώς έκδηλώνεται ή είδική άντικειμενικότητα αύτοΰ τοΰ είδους έμπορεύματος πού κάτω άπό Ενα πραγμοποιημένο περίβλημα είναι μιά σχέση μεταξύ άνθρώπων, κά τω άπό Ενα ποσοτικό φλοιό, Ενας ζωντανός ποιοτικός πυρή νας, έπιτρέπει νά άποκαλυφθεΐ ό φετιχιστικός χαρακτήρας κάθε έμπορεύματος. χαρακτήρας πού στηρίζεται στήν έργατική δύναμη ώς έμπόρευμα2*». Ή παραδοχή δτι οί μορφές κοι νωνικής άντικειμενικότητας δέν είναι πράγματα άλλά σχέ σεις άνάμεσα σέ άνθρώπους καταλήγει στήν πλήρη διάλυση [αύτών τών μορφών] μέσα σέ μιά διαδικασία: ό πραγμοποιημένος χαρακτήρας (Pinghaftigkeit) τοΰ κεφαλαίου διαλύεται μέ σα στήν κίνηση τής παραγωγής καί άναπαραγωγής του άπό τό προλεταριάτο, πού έμφανίζεται τώρα σάν τό άληθινό υπο κείμενο αυτής τής διαδικασίας29. Δέν μπορούμε, στά πλαίσια αύτοΰ τοΰ δοκιμίου, νά έξετάσουμε τά διάφορα προβλήματα πού άνακύπτουν άπό αύτή τή θέση τοΰ Λούκατς. θ ά άρκεστοΰμε νά παρατηρήσουμε δτι θά 90
μπορούσε εύκολα νά όδηγήσει σέ Εναν κοινωνιολογικό άναγωγισμό (reductionnisme), δπως δταν ταυτίζεται ή άντικειμενική γνώση τής πραγμοποίησης μέ τήν Εμπειρικά δεδομένη ταξική συνείδηση τοΰ προλεταριάτου. Ό Λούκατς προσπαθεί νά άποφύγει αύτόν τόν κίνδυνο τονίζοντας δτι ή σκοπιά τοΰ προλεταριάτου προσφέρει μόνο τήν Αντικειμενική δυνατότητα μιάς πληρέστερης γνώσης τής καπιταλιστικής κοινωνίας καί τών πραγμοποιημένων της μορφών». Ή zugerechnetes Bewusstsein, ή «κατακυρωμένη» ταξική συνείδηση, ή, γιά νά χρησι μοποιήσουμε τόν δρο πού προτείνει ό Λυσιέν Γκολντμάν, (ή δυνατή συνείδηση τοΰ προλεταριάτου, πού διαλύει τήν πραγμοποιημενη άπολίθωση, δέν είναι τό σύνολο τών έμπειρικά Ε λεγχόμενων σκέψεων τής Εργατικής τάξης σέ μιά δεδομένη στιγμή, άλλά ή άκριβής όρθολογική έκφραση τών άντικειμενικών συμφερόντων τής τάξης11. Μέ άλλα λόγια; τό Επιστημο λογικό προνόμιο (ό δρος δέν άνήκει στόν Λούκατς) πού άποδίδεται στό προλεταριάτο σέ σχέση μέ τίς άλλες κοινωνικές τάξεις δέν σημαίνει καθόλου πώς κάθε γνώση πού τοποθετεί ται στό στρατόπεδο τοΰ έργατικοΰ κινήματος είναι πιό άκρι βής —άλλιώς, πώς έξηγεΐται δτι ό Ζίμελ καί ό Βέμπερ ήταν άπό όρισμένες άπόψεις προτιμότεροι άπό τόν Κάουτσκι;— άλλά μόνο δτι ή προλεταριακή σκοπιά άνοίγει τή δυνατότητα μιάς ποιοτικά άνώτερης γνώσης. Τό 1967 μόνο θά Επιτρέψει ό Λούκατς μιά Επανέκδοση τοΰ Ιστορία καί ταξική συνείδηση, έργο γιά τό όποιο είχε Εκφράσει, άπό τήν άρχή τής δεκαετίας τοΰ ’30, μιά Εντυπωσιακή σειρά άπό αυτοκριτικές. Ό πρόλογος σ’ αύτή τήν Επανέκδο ση δέν είναι παρά ή τελευταία τής σειράς, καί άνάμεσα στίς Επικρίσεις πού διατυπώνει κατά τοΰ βιβλίου τοΰ 1923, ή ση μαντικότερη («χοντροειδές καί βασικό λάθος») είναι δτι —άκολουθώντας τόν Χέγκελ— ή άλλοτρίωση (Entfremdung) ταυ τίστηκε μέ τήν άντικειμενοποίηση (Vergegenstandlichung). Ό Λούκατς Επιμένει (τό 1967) στό γεγονός δτι ή άντικειμενοποίηση —μέσω τής Εργασίας, τής γλώσσας, κλπ.— είναι μιά άναγκαία μορφή τών άνθρωπινων σχέσεων, πού άλλοτριώνεται μόνο δταν τό άντικειμενικό κοινωνικό είναι καταπιέζει τήν άνθρώπινη ουσία12. Αύτή ή —άναμφίβολα είλικρινής— αυτοκριτική άξίζει με ρικές παρατηρήσεις. Κατ’ άρχήν, ό τρόπος μέ τόν όποιο ό Λούκατς τή διατυπώνει είναι τό λιγότερο άντιφατικός: άναφερόμενος στό Ιστορία καί ταξική συνείδηση, γράφει: «Ή άλλο τρίωση ταιπισμένη μέ τήν άντικειμενοποίηση καί ταυτόχρο 91
να θεωρημένη σάν μιά κοινωνική κατηγορία —άφοΰ ό σοσια λισμός ύποτίθεται δτι θά καταργούσε τήν άλλοτρίωση— προ σέγγιζε ωστόσο τήν «άνθρώπινη μοίρα», μέ τήν άξεπέραστη (ιmaufhebbare) στίς ταξικές κοινωνίες ύπαρξή της καί κυρίως μέ τή φιλοσοφική της θεμελίωση (Begriindung)33». Ά ν ή άλ λοτρίωση έθεωρεΐτο στό Ιστορία καί ταξική συνείδηση σάν κοινωνικά παραγμένη καί Ιστορικά περιορισμένη, πώς θά μπορούσε κανείς νά έπικρίνει τή συγγένειά της μέ τά ρεύματα πού τήν μετέβαλλαν σέ μιά άχρονακή «άνθρώπινη μοίρα»; Καί μέ ποιό τρόπο ή βεβαίωση δτι ή άλλοτρίωση δέν μπορεΐ νά καταργηθεΐ μέσα σέ μιά κοινωνία χωρισμένη σέ τάξεις άποκαλύπτει μιά άνιστορική ή μή μαρξιστική θεώρηση; Πι στεύει ό Λούκατς τό 1967 δτι ή άλλοτρίωση μπορεΐ νά καταργηθεϊ χωρίς νά καταργηθούν καί οί τάξεις; ’Εξάλλου, δέν είναι σωστό δτι ή Εννοια τής πραγμοποίη σης στό Ιστορία καί ταξική συνείδηση συγχέει ή ταυτίζει τήν άλλοτρίωση μέ τήν άντικειμενοποίηση. "Ηδη άπό τήν άρχή τοϋ κεφαλαίου γιά τήν πραγμοποίηση, ό Λούκατς δείχνει κα θαρά δτι πρόκειται γιά τίς μορφές άνπκειμενικότητας μέσα στήν άστική κοινωνία. Δέν γίνεται λόγος γιά μιά όποιαδήποτε Gegenstdndlichkeit, άλλά γιά «τήν ξένη πρός τούς άνθρώπους άντικειμενικότητα τών φυσικών κοινωνικών νόμων34». Στήν πραγματικότητα, ό Λούκατς κάνει, τό 1923, Ενα σαφή διαχω ρισμό άνάμεσα στήν πραγμοποιημένη καί τήν μή πραγμοποιημένη άντικειμενοποίηση: «τό μεθοδολογικό πρόβλημα τής οικονομίας [είναι] ή διάλυση τών φετιχιστικών καί πραγμοποιημένων μορφών σέ διαδικασίες πού ξετυλίγονται μεταξύ τών άνθρώπων καί άντικειμενοποιοϋνται (objektievieren sich) σέ συγκεκριμένες διανθρώπινες σχέσεις...35». Ή κριτική τοϋ Λούκατς τό 1967 θά μπορούσε σέ μεγάλο βαθμό νά Ισχύσει γιά τή νεορομαντική γερμανική κοινωνιολογία. Ιδίως γιά τόν Ζίμελ, ό όποιος βλέπει πράγματι τήν πραγμοποίηση σάν μιά άναπόφευκτη διαδικασία, σάν τήν, μεταφυσικά όρισμένη, «τραγωδία τής κουλτούρας». Αύτή δμως είναι καί ή κύρια έπίκριση τοΰ Ιστορία καί ταξική συνείδη ση άπέναντι στόν Ζίμελ: δτι άντιλαμβάνεται τίς πραγμοποιημένες μορφές σάν «άχρονικό τύπο γιά τίς άνθρώπινες δυνατό τητες σχέσεων», άποσπασμένες άπό τό συγκεκριμένο τους υπόβαθρο: τόν καπιταλισμό34. Παρά τίς έπανειλλημένες αυτοκριτικές τοϋ Λούκατς καί τήν άπαγόρευσή του νά έπανεκδοθεΐ τό έργο τοΰ 1923, πού είχε γίνει δυσεύρετο, ή θέση τής πραγμοποίησης πού άνα92
πτύσσεται στό Ιστορία καί ταξική συνείδηση θά άσκήσει μιά άξιοσημείωτη έπίδραση στην «Ετερόδοξη» γερμανική μαρξι στική σκέψη, Ιδίως στή Σχολή τής Φραγκφούρτης καί τόν Χέρμπερτ Μαρκοΰζε. Στή Γαλλία, μόνο μέσω τοΰ πρωτοπορι ακού Εργου τοΰ Λυσιέν Γ κολντμάν, θά άρχίσουν νά γίνονται γνωστές οί θέσεις τοΰ Λούκατς. Ό Γ κολντμάν θά δημοσιεύ σει στό περιοδικό les Temps modernes τόν Φλεβάρη τοΰ 1959 Ενα δοκίμιο μέ τίτλο «ή Πραγμοποίηση», πού θά Εχει μιά πολύ σημαντική άπήχηση. Ξεκινώντας άπό τά λουκατσιανά θέματα, τό δοκίμιο δέν άρκεϊται σέ μιά περίληψη τοΰ κεφα λαίου τοΰ Ιστορία καί ταξική συνείδηση: άναπτύσσει καί Εμ πλουτίζει, μέ Εντυπωσιακό καί πρωτότυπο τρόπο —Ιδίως μέ σα άπό τήν Εξαιρετική παρουσίαση τών έξωοικονομικών Επι πτώσεων τής πραγμοποίησης— τήν προβληματική τοΰ οΟγγρου φιλοσόφου. 'Ωστόσο, στό τέλος τοΰ άρθρου, ό Γ κολντμάν προβάλλει μιά θέση πού μάς φαίνεται συζητήσι μη: ή είσαγωγή στοιχείων προγραμματισμού στίς καπιταλι στικές οίκονομίες (Εθνικοποιήσεις, μαζικός παρεμβατισμός τού κράτους) άπό τό 1933 θά όδηγοΰσε σέ μιά Ενίσχυση τοΰ ρόλου τής άξίας χρήσης καί Επομένως σέ μιά «προοδευτική άποδυνάμωση» τής πραγμοποίησης37. Έχουμε τή γνώμη δτι ό παρεμβατισμός τοΰ καπιταλιστικού κράτους καθορίζεται πάντοτε, σέ τελευταία άνάλυση, άπό τίς άνάγκες άναπαραγωγής τοΰ κεφαλαίου καί κατά συνέπεια δέν θίγει καθόλου τήν κυριαρχία τής Εμπορευματικής μορφής καί τής άνταλλακτικής άξίας. ’Αντίθετα, στόν ύστερο καπιταλισμό, ή άνάπτυξη τοΰ φαινομένου πού άποκαλεΐται «καταναλωτική κοινωνία» όδηγεΐ σέ μιά άκόμα πιό ξεκάθαρη κυριαρχία τών άντικειμένων / Εμπορευμάτων στήν κοινωνική ζωή καί Επομένως σέ μιά χωρίς προηγούμενο Εντατικοποίηση τής πραγμοποίησης. Τό σημείο δμως πού ό Γκολντμάν είχε δίκιο ήταν ή Επιμονή του, βασιζόμενος στό Ιστορικό παράδειγμα τής ΕΣΣΔ, στό γεγονός δη ή Εθνικοποίηση τών μέσων παραγωγής καί ό οίκονομικός προγραμματισμός δέν όδηγούσαν, άπό μόνα τους, στήν Εγκαθίδρυση Ενός διαφανούς καί μή άλλοτριωμένου άνθρώπινου κόσμου. Τήν ίδια στιγμή πού δημοσιευόταν τό άρθρο τοΰ Γκολντ μάν, Εκδιδόταν τό Εργο τοΰ Ά νρί Λεφέβρ La Somme el le resle, πού θίγει σέ διάφορα σημεία, μέ Ερεθιστικό καί λεπτό τρόπο, τίς θέσεις τοΰ Λούκατς, κάτω άπό τόν τίτλο «ή Διαμά χη γύρω άπό τήν άλλοτρίωση». Ό Λεφέβρ Επιμένει στό γεγο νός δτι ό ούγγρος στοχαστής «είχε τό πολύ μεγάλο προτέρη 9.1
μα νά διατυπώσει μέ άπόλυτη καθαρότητα, ξεκινώντας άπό τό Κεφάλαιο, την Εννοια τής πραγμοποίησης (Verdinglichung) στά πλαίσια τοΰ καπιταλισμού»· πιστεύει δτι ό Λούκατς «συσκότι σε τό ζήτημα» καί τοΰ άπευθύνει μιά σειρά (συζητήσιμες κα τά τήν άποψή μας) έπικρίσεις: 1) «Ή πραγμοποίηση τών κοι νωνικών σχέσεων μέσα στό έμπόρευμα καί τό χρήμα δέν είναι μόνο μιά φενάκη καί μιά ψευδαίσθηση γιά τήν άστική συνεί δηση. Είναι ταυτόχρονα πραγματική καί φαινομενική1*». Ά λλά ό Λούκατς δέν λέει τίποτε διαφορετικό: τονίζει άκριβώς δτι οί πραγμοποιημένες μορφές «δέν είναι καθόλου άπλές μορφές σκέψης, άλλά άντικειμενικές μορφές τής τωρινής ά στικής κοινωνίας” ». 2) «Ή κριτική τής πολιτικής οικονομί ας είναι βαθύτερη άπό τήν πολιτική οίκονομία, στίς διαβαθμί σεις τής άντικειμενικότητας. Ό ταξικός υποκειμενισμός τοΰ Λούκατς τόν έμποδίζει σ ’ αύτό τό έργο νά ξεχωρίσει τά προ βλήματα τής άντικειμενικότητας, τών διαβαθμίσεων καί έπιπέδων της40». Στήν πραγματικότητα, ό Λούκατς, ένώ βεβαιώ νει δτι «ή γνώση πού προέρχεται άπό τή σκοπιά τοΰ προλετα ριάτου είναι άντικειμενικά καί έπιστημονικά άνώτερη», άναγνωρίζει σαφώς μιά «άντικειμενική διαβάθμιση στή γνωστική άξία τών μεθόδων» καί άναφέρεται στήν άστική πολιτική οίκονομία σάν «Αναγκαία στιγμή» τής γνωστικής διαδικασίας41. 3) Ή θεωρία τής πραγμοποίησης είναι «κατ’ άρχήν μιά οίκονομική θεωρία»· ό Λούκατς προεκτείνει ύπερβολικά τήν έν νοια καί «περνάει αύθαίρετα άπό τίς κατηγορίες τής πολιτι κής οίκονομίας (καταμερισμός έργασίας, Εμπορεύματα, χρή μα, κλπ) στήν Ιδεολογία, στήν κοινωνιολογία», «παραμελεί τά έπίπεδα, τίς βαθμίδες, τίς Ιδιομορφίες (έποικοδόμημα, Ιδεο λογίες, κοινωνικές δυνάμεις)42». Κατά τή γνώμη μας, ό Λού κατς δέν άγνοεΐ τήν Ιδιαιτερότητα τών διαφόρων σφαιρών τοΰ κοινωνικού δντος· θεωρεί ώστόσο τό κοινωνικό σύστημα άπό τή σκοπιά τής όλότητας καί δείχνει τίς είδικές Επιπτώ σεις τής θεμελιακής δομής τοΰ καπιταλιστικού τρόπου παρα γωγής στά διάφορα έπίπεδα τής άστικής κοινωνίας: τήν έμπορευματική μορφή, τήν άνταλλακτική άξία. Ή μελέτη αύτή τών έξωοικονομικών Εκδηλώσεων τής πραγμοποίησης είναι άκριβώς μιά άπό τίς πιό νεωτεριστικές καί πλούσιες διαστά σεις τοΰ έργου τοΰ Λούκατς καθώς καί τοΰ μαθητή καί συνεχι στή του Λυσιέν Γκολντμάν.
94
5. Σημειώσεις γιά τόν Λούκατς καί τή Ρόζα Λούξεμπουργκ
Ό διάλογος μέ τη σκέψη τής Ρόζας Λούξεμπουργκ κατέχει μιά κεντρική θέση στό έργο τοΰ Λούκατς μεταξύ 1917 καί 1923: θά προσπαθήσουμε σ ’ αύτό τό κεφάλαιο νά προβάλουμε μερικές άπό τίς κυριότερες συγκλίσεις καί άντινομίες άνάμεσά τους, στά πλαίσια μιδς κοινής θεωρητικής καί πολιτικής προβληματικής. 'Ο Λούκατς θά άνακαλύψει τά έργα τής Ρόζας Λούξε μπουργκ τό 1917-18- στήν πνευματική του αυτοβιογραφία τοΰ 1933 («Ή πορεία μου πρός τόν Μάρξ»), άναγνωρίζει δτι ή άνάγνωση τών προπολεμικών γραπτών της είχε πάνω του Ινα «Ισχυρό καί μόνιμο» άντίκτυπο1. Γιά ποιά γραπτά πρόκειται; Πιθανότατα γιά τό Μεταρρύθμιση ή έπανάσταση (1899), πού άνταποκρινόταν στή βαθιά άντι ρεφορμιστική του ευαισθησία καί κυρίως γιά τό Μαζική άπεργία, κόμμα καί συνδικάτα (1906)* μιά άπόδειξη αύτοϋ τοΰ «Ισχυροΰ καί μόνιμου» άντίκτυπου rfvai τό γεγονός δτι θά δημοσιεύσει, τό 1921, μιά ούγγρική μετάφραση τοΰ Μαζική άπεργία, γιά τό όποιο θά γράψει καί ενα καθαρά «λουξεμπουργκικό» πρόλογο. Τό 1918, ό Λούκατς βρισκόταν κάτω άπό τήν άμεση έπιρροή τοΰ οΟγγρου κοινωνικού ίστορικοΰ καί φιλοσόφου Erwin Szabo, τοΰ όποιου ή ρομαντική-έπαναστατική σκέψη έκφραζόταν σέ Ινα άντικαπιταλιστικό συνδικαλισμό ριζικά άντίθετο στή μετριοπαθή καί κοινοβουλευτική πολιτική τής ουγγρι κής σοσιαλδημοκρατίας. Ή δλξη γιά τό συνδικαλισμό είναι Ινα χαρακτηριστικό πού συναντάμε μέ μιά έκπληκτική συ χνότητα στούς πνευματικούς έκπροσώπους τοΰ προπολεμικοΰ άντικαπιταλιστικοΰ ρομαντισμού. Γιά τόν Τέννις, τά συν δικάτα άποτελοΰσαν Ινα άπό τά κύρια μέσα γιά τήν άνασυγκρότηση τής Gemeinschaft μέσα στή σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία- ό Μάξ Βέμπερ χαιρέτιζε τόν «Ιδεαλισμό» τών συν 95
δικάτων άπέναντι στη γραφειοκρατική «ρηχότητα» τοΰ σοσι αλδημοκρατικού κόμματος- ό φίλος του, ό κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Μίχελς —τόν όποιο ό Φρήντριχ Νόυμαν δριζε έκείνη τήν έποχή σάν ένα «ρομαντικό έπαναστάτη»— όργανώνει στή Γερμανία ένα άντικοινοβουλευτικό συνδικαλιστικό ρεύ μα- άνάλογες τάσεις έκδηλώνονται στή Γαλλία γύρω άπό τούς Σορέλ καί Λαγκαρντέλ, στήν Ιταλία μέ τόν Άρτοΰρ·) Λαμπριόλα, κλπ2. Στήν προοπτική αύτής τής ρομαντικής άντικαπιταλιστικής προβληματικής, θά διαβάσει ό Λούκατς τό Μαζική άπεργία. κόμμα καί συνδικάτα, μαζί μέ έπαναστατικά συνδικαλιστικά γραπτά τοΰ Σορέλ, τής Henriette RolandHolst καί τοΰ ίδιου τοΰ Szabo. Σέ ένα αύτοβιογραφικό κείμε νο τοΰ 1967, άναφέρεται στό «άντιφατικό άμάλγαμα» μεταξύ τών Σορέλ, Szabo καί Ρόζας Λούξεμπουργκ πού χαρακτήριζε τήν πολιτική του σκέψη έκείνη τήν έποχή3. Ω στόσο, είναι πιθανόν τό έργο τής Ρόζας Λούξεμπουργκ νά άποτέλεσε μιά άπό τίς διαμεσολαβήσεις άνάμεσα στόν έπαναστατικό ρομα ντισμό καί τό μαρξισμό στήν πορεία πού όδήγησε τόν Λού κατς τό Δεκέμβριο τοΰ 1918, νά προσχωρήσει στό Ουγγρικό Κομμουνιστικό Κόμμα ’Αργότερα μονάχα, τό 1920, θά διαβάσει ό Λούκατς τά οΐκονομικά γραπτά τής Ρόζας Λούξεμπουργκ; τό δοκίμιο «Ρόζα Λούξεμπουργκ, μαρξίστρια», πού χρονολογείται άπό τόν Ια νουάριο τοΰ 1921, είναι τό πρώτο πού περιλαμβάνει άναφορές στό ή Συσσώρευση τοΰ κεφαλαίου καί στό ή Άντι-Κριτική. Ή ε!σαγωγή στήν πολιτική οίκονομία δημοσιεύτηκε τό 1925: ό Λούκατς δέν γνώριζε έπορένως, τήν έποχή γιά τήν όποία μι λάμε, τό έργο τής Ρόζας Λούξεμπουργκ δπου ή ρομαντική διάσταση ήταν ή πιό έκδηλη. Βρίσκουμε πάντως, έδώ κι έκεΐ, στήν Ιστορία καί ταξική συνείδηση τήν ήχώ τών άναλύσεων τής Συσσώρευσης τοΰ κεφαλαίου πάνω στίς προκαπιταλιστικές κοινότητες, μέσα σέ ένα καινούριο θεωρητικό πλαίσιο: τή θεωρία τής πραγμοποίησης. Ό Λούκατς υπογραμμίζει δτι ή πραγμοποίηση είναι ένα «Ιστορικό καί παροδικό» φαινόμενο, πού παράγει ό καπιταλισμός καί πού άπουσιάζει τόσο άπό τό προκαπιταλιστικό παρελθόν δσο καί άπό τό μετακαπιταλιστικό μέλλον: στίς πρωτόγονες κοινότητες, βρίσκουμε άκόμα μιά «μή πραγμοποιημένη δομή», ένώ χάρη στή σοσιαλιστική έπανάσταση «ξανοίγεται ή προοπτική τής έπανάκτησης μή πραγμοποιημένων σχέσεων άνάμεσα στούς άνθρώπους καί άνάμεσα στόν άνθρωπο καί τή φύση4». Ό δρος «έπανάκτηση» (Wiedererlangung) παραπέμπει καθαρά στήν έπαναστατι96
κτή ρομαντική θεώρηση —κοινή στόν Λούκατς καί στή Ρόζα Λούξεμπουργκ— τής άποκατάστασης, μέσω τοΰ σοσιαλισμοΰ, μιάς χαμένης διάστασης τοΰ παρελθόντος. Στό Ιστορία καί ταξική συνείδηση, ό Λούκατς έξετάζει τή σκέψη τής Ρόζας Λούξεμπουργκ σέ τρία κεφάλαια: «Ρόζα Λούξεμπουργκ μαρξίστρια» πού χρονολογείται άπό τόν ’Ια νουάριο τοΰ 1921, «Κριτικές παρατηρήσεις πάνω στήν κριτι κή τής ρωσικής έπανάστασης άπό τήν Ρόζα Λούξεμπουργκ» (Ιανουάριος 1922) καί «Μεθοδολογικές παρατηρήσεις πάνω στό ζήτημα τής όργάνωσης» (Σεπτέμβριος 1922). Θά δοΰμε δτι άνάμεσα στό πρώτο καί στά δύο τελευταία δοκίμια συντελεΐται μιά πολύ σημαντική άλλαγή στή σκέψη τοΰ Λούκατς σχετικά μέ τήν Ρ. Λούξεμπουργκ, άλλαγή πού θά προσπαθή σουμε νά έξηγήσουμε μέσα στό συγκεκριμένο Ιστορικό της πλαίσιο. Στό κεφάλαιο «Ρόζα Λούξεμπουργκ, μαρξίστρια», ό Λούκα τς άσχολεΐται κυρίως μέ τά οίκονομικά γραπτά της (Ιδιαίτερα τήν Συσσώρευση τοΰ κεφαλαίου) ώς πρός τήν μεθοδολογική καί πολιτικοκοινωνική τους πλευρά καί τά υποστηρίζει μέ πάθος ένάντια στόν «χυδαίο μαρξισμό» τών κριτικών της ΓΟττο Μπάουερ, κλπ.). Ξεκινώντας άπό τήν κεντρική θέση τής Συσσώρευσης τοΰ κεφαλαίου, σύμφωνα μέ τήν όποία μιά άπεριόριστη καπιταλιστική συσσώρευση είναι άδύνατη, δ Λούκατς καταλήγει «στή θεωρητική βεβαιότητα τής έπερχόμενης κοινωνικής έπανάστασης5». Ή προβληματική αύτή τής άναπόφευκτης (γιά οίκονομικούς λόγους) σοσιαλιστικής έπανάστασης είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τών γραπτών τής Ρ. Λούξεμπουργκ πρίν άπό τό 1914· μέ τήν καταστροφή τοΰ έργατικοΰ κινήματος πού προκάλεσε ό πόλεμος, ή Ρ. Λού ξεμπουργκ θά διατυπώσει τό ζήτημα στήν μπροσούρα Junius, μέ περισσότερο άνοιχτούς καί διαλεκτικούς δρους- ή οίκονομική καί πολιτική κρίση τοΰ καπιταλισμού μπορεΐ νά όδηγήσει είτε στό σοσιαλισμό, είτε στή βαρβαρότητα Ή κοινωνι κή έπανάσταση δέν είναι μιά a priori «θεωρητική βεβαιότη τα», άλλά μιά Αντικειμενική δυνατότητα, θ ά δοΰμε δτι καί ή θέση τοΰ Λούκατς σ’ αύτό τό θέμα θά έξελιχθεί πρός αύτή τήν κατεύθυνση μετά τό 1921. Ή Ιδέα μιάς άποφασιστικής σύνδεσης άνάμεσα στήν οίκονομική κρίση καί τήν έπαναστατική έκρηξη έκφράζεται στόν Λούκατς μέ τή μορφή τής άκόλουθης θέσης, πού άποδίδει στή Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Ή πρακτική, ένεργητική δψη τής ταξικής συνείδησης, ή άληθινή της ούσία, δέν μπορεΐ νά γί 97
νει όρατή στήν αυθεντική της μορφή παρά μόνο όταν ή Ιστο ρική διαδικασία άπαιτεΐ έπιτακτικά τήν έπιβολή της, όταν μιά όξεία κρίση τής οίκονομίας τήν ώθεΐ στή δράση. 'Αλλιώς παραμένει θεωρητική καί λανθάνουσα, σέ άντιστοιχία μέ τή διαρκή καί λανθάνουσα κρίση τοϋ καπιταλισμού*». Ό Λούκατς τελειώνει αύτή τήν παρατήρηση μέ τήν έξής σημείωση: «Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μαζική άπεργία». "Ωστόσο, ή θέση τής Ρ. Λούξεμπουργκ σ ’ αύτό τό Εργο είναι σαφώς διαφορετική: γι’ αυτήν, δέν είναι ή οίκονομική κρίση, άλλά ή πολιτική έπαναστατική πράξη πού μετατρέπει τή λανθάνουσα συνείδηση σέ ένεργητική: «Στήν έπανάσταση, δταν οί ίδιες οί μάζες έμφανίζονται στό πολιτικό προσκήνιο, ή ταξική συ νείδηση γίνεται πρακτική, ένεργητική7». Βρίσκουμε, λοιπόν, στόν Λούκατς μιά παρερμηνεία τών θέ σεων τής Ρ. Λούξεμπουργκ πρός μιά ύπερβολικά «οίκονομιστική» κατεύθυνη. Αύτό διαφαίνεται καί στό άκόλουθο χωρίο τοϋ δοκιμίου, δταν άποδίδει στήν Ρ. Λούξεμπουργκ μιά οίκονομική θεωρία τοϋ αυθορμητισμού πού έπικροτεΐ άνεπιφύλακτα: «Δέν είναι τυχαίο δτι ή Ρόζα Λούξεμπουργκ, πού άναγνώρισε πιό νωρίς καί πιό καθαρά άπό πολλούς άλλους τόν ουσι αστικά αυθόρμητο χαρακτήρα τής μαζικής έπαναστατικής δράσης (ύπογραμμίζοντας Ετσι μιά άλλη πτυχή τής προηγού μενης διαπίστωσης, σύμφωνα μέ τήν όποία αύτή ή δράση είναι τό άναπόφευκτο προϊόν μιας άναγκαστικής οίκονομικής διαδικασίας), είδε καθαρά, έπίσης πρίν άπό πολλούς άλλους, τό ρόλο τοϋ κόμματος στήν έπανάσταση*». Τό χωρίο αύτό άξίζει μερικές παρατηρήσεις: α) Γιά τή Ρόζα Λούξεμπουργκ, δ έπαναστατικός αυθορμητι σμός δέν ήταν άναγκαστικά τό προϊόν μιάς «οίκονομικής δια δικασίας». Στό Μαζική άπεργία, κόμμα καί συνδικάτα, δείχνει πώς ή αύθόρμητη καί μαζική έξέγερση τών έργατών τής Πε τρούπολης ξεκίνησε σάν μιά πράξη άλληλεγγύης (μέ έργάτες πού είχαν άπολυθεΐ έπειδή άνήκαν σέ ένα συνδικάτο) πού μετατράπηκε, μετά τή σφαγή άπό τά στρατεύματα τοΰ τσά ρου, σέ «μιά έπαναστατική πράξη κήρυξης πολέμου ένάντια στόν άπολυταρχισμό9». β) Ή θεωρία σύμφωνα μέ τήν όποία ή μαζική δράση είναι ουσιαστικά αύθόρμητη, άνήκει πράγματι στήν Ρ. Λούξε μπουργκ. ’Απομένει δμως νά δοϋμε ποιοί είναι αυτοί οί «πολ λοί δλλοι» πού δέν κατανόησαν αύτόν τόν αύθόρμητο χαρα κτήρα καί τό ρόλο τοΰ κόμματος στήν έπανάσταση. Πρόκει ται γιά τόν Λένιν, Σ’ αύτό τό δοκίμιο, ό Λένιν άναφέρεται 9Χ
μόνο μιά φορά σάν ό Ιδιοφυής συγγραφέας τοΰ Τό κράτος καί ή έπανάσταση. Φαίνεται μάλλον δτι ό λόγος είναι γιά τούς Κάουτσκι, Μπέμπελ, κλπ., άλλά χωρίς άμφιβολία είναι φανε ρό δτι ό Λούκατς ταυτίζεται πολύ περισσότερο μέ τή λουξεμπουργκική θεωρία τοΰ κόμματος παρά μέ τό λενινισμό. 'Η ταύτιση αύτή είναι Ιδιαίτερα αίσθητή στήν άκόλουθη παρατήρηση: «Ή Ρόζα Λούξεμπουργκ άναγνώρισε άπό νω ρίς δτι ή όργάνωση είναι μάλλον ίνα έπακόλουθο παρά Ινας άρχικός δρος τής έπαναστατικής διαδικασίας...10». Ά π ό τού τη τή θέση, τυπικά «λουξεμπουργκική», ό Λούκατς έξάγει μιά άλλη, πού προχωράει ίσως πιό μακριά άπό τό γράμμα τών γραπτών τής Ρόζας: «Τά σωστά συνθήματα δημιουργοΰν όργανικά τούς δρους καί τίς δυνατότητες γιά τήν τεχνική όργά νωση τοΰ άγωνιζόμενου προλεταριάτου11». θ ά δοΰμε δτι οί περισσότερες άπό αύτές τίς όργανωτικές άντιλήψεις θά έπικριθοΰν ξεκάθαρα στά άλλα δυό δοκίμια τοΰ βιβλίου δπου θίγεται ή θεωρία τοΰ κόμματος τής Ρ. Λού ξεμπουργκ. Σέ μιά περίεργη υποσημείωση, γραμμένη τό 1922, πού άκολουθεΐ άμέσως μετά τήν παρατήρηση γιά τό ρόλο τοΰ κόμματος στήν έπανάσταση, ό Λούκατς διαφοροποιείται άπό τίς θέσεις τής Ρ. Λούξεμπουργκ: «Γιά τούς περιορισμούς αυ τής τής άντίληψης, βλ. τά δοκίμια Κριτικές παρατηρήσεις, κλπ. καί Μεθοδολογικές παρατηρήσεις πάνω στό ζήτημα τής όργάνωσης. ’Εδώ άρκούμαστε νά έκθέσουμε τήν άποψη τής Ρόζας Λούξεμπουργκ12». Μακριά δμως άπό τό νά «άρκεΐται νά τήν έκθέσει», ό Λούκατς υποστηρίζει άνεπιφύλακτα καί μέ θέρμη τήν άποψη τής Ρ. Λούξεμπουργκ, ή όποία «άναγνώρισε νωρί τερα καί πιό καθαρά άπό άλλους» τόν αύθορμητισμό τών μα ζικών κινημάτων, τό ρόλο τοΰ κόμματος, τήν άντίληψη τής όργάνωσης-πρστσές, κλπ. Ξέρουμε δτι όρισμένα δοκίμια τοΰ Ιστορία καί ταξική συνεί δηση άνασκευάστηκαν έκ θεμελίων, άκολουθώντας τήν άλλαγή όπτικής τοΰ Λούκατς πάνω σέ διάφορα πολιτικά καί μεθο δολογικά προβλήματα Τό έρώτημα πού τίθεται είναι έπομένως τό έξής: γιατί ό Λούκατς, άφοΰ άλλαξε ριζικά τή θέση του σχετικά μέ τή θεωρία τοΰ κόμματος τής Λούξεμπουργκ (δπως τό δείχνουν τά δυό τελευταία δοκίμια τοΰ ΓΓΣ) δέν έκρινε σκόπιμο νά άνασκευάσει τό δοκίμιο «Ρόζα Λούξεμπουργκ μαρξίστρια»; Άκόμα περισσότερο: γιατί, τουλάχιστον, δέν πρόσθεσε μιά αύτοκριτική σημείωση πού νά έξηγεΐ δτι, τό 1922, είχε ξεπεράσει τίς άπόψεις πού είχε τόν ’Ιανουάριο τοΰ 1921; Γιατί, τόσο άνυπόστατα, Ισχυρίζεται δτι τό δοκίμιό του 99
είναι μονάχα μιά ουδέτερη «έκθεση» τής άποψης τής Ρ. Λού ξεμπουργκ; 'Ομολογούμε δτι δέν διαθέτουμε μιά καθαρή άπάντηση σέ αυτά τά έρωτήματα- παραμένει τό γεγονός δτι τό Ιστορία καί ταξική συνείδηση περιλαμβάνει, σχετικά μέ τή θεω ρία τού κόμματος τής Ρ. Λούξεμπουργκ δύο άντιφατικές τοπο θετήσεις, πράγμα πού είναι μάλλον παράξενο γιά ένα έργο πού χαρακτηρίζεται γενικά άπό έξαιρετική συνοχή. Τό 1921, δημοσιεύεται στή Βιέννη μιά ουγγρική έκδοση τού Μαζική άπεργία (1906) τής Ρ. Λούξεμπουργκ μέ μία είσαγωγή τοΰ Λούκατς. Είναι πολύ πιθανό τό κείμενο αύτό νά γράφτηκε τήν ίδια έποχή μέ τό δοκίμιο «Ρόζα Λούξεμπουργκ μαρξίστρια», έπειδή ύποστηρίζει έκεΐ πανομοιότυπες θέσεις: μιά ένθερμη καί Ανεπιφύλακτη άποδοχή τοΰ συνόλου τοΰ οίκονομικοΰ καί πολιτικού έργου τής Ρ. Λούξεμπουργκ. Οί όργανωτικές άντιλήψεις τοΰ Λούκατς, ή μάλλον ή «άνάγνωσή» του τών θέσεων τής Ρ. Λούξεμπουργκ Αναπτύσσονται σέ σχέ ση μέ τή μαζική άπεργία. Σύμφωνα μέ τόν Λούκατς, αύτή ή άπεργία Αναπτύσσεται «Αναγκαστικά σάν άπόρροια τής οίκονομικής άνάπτυξης» καί δέν είναι καθόλου μιά ένέργεια στι γμιαία, όργανωμένη καί προετοιμασμένη έκ τών προτέρων. Κατά συνέπεια, «ή όργάνωση δέν είναι μιά προϋπόθεση... Αλ λά ή άπόρροια τής μαζικής Απεργίας, έπομένως τής έπανάστα σης. Ή διατύπωση τοΰ Κομμουνιστικού Μανιφέστου σύμφωνα μέ τήν όποία τό προλεταριάτο όργανώνεται σάν τάξη μέσα άπό τήν έπανάσταση Επιβεβαιώθηκε ξεκάθαρα άπό τή ρωσική έπανάστασηη ». Ό δρος «ρωσική έπανάσταση» σ ’ αύτό τό κείμενο άναφέρεται άποκλειστικά στήν έπανάσταση τοΰ 1905-1907 (πού άποτελεΐ τό άντικείμενο τής μπροσούρας τής Ρ. Λούξε μπουργκ). Είναι ένδεικτικό δτι τό δοκίμιο τοΰ Λούκατς δέν άναφέρει πουθενά τήν ’Οκτωβριανή έπανάσταση τήν όποία δυσκολεύεται νά έξηγήσει μέ τόν κοινωνικο-οικονομικό του έρμηνευτικό κώδικα. Πάνω στό κεντρικό ζήτημα τοΰ «αύθορμητισμοΰ», οί θέ σεις πού έκφράζονται στήν είσαγωγή τοΰ Λούκατς άνταποκρίνονται ουσιαστικά σέ έκεϊνες τής μπροσούρας τής Ρόζας Λού ξεμπουργκ, τήν όποία υποστηρίζει συγκροτημένα καί συστη ματικά. ' Η μεταβολή τής στάσης τοΰ Λούκατς άπέναντι στίς όργανωτικές Αντιλήψεις τής Ρ. Λούξεμπουργκ δέν πραγματοποιεί ται τό 1922, Αλλά πολύ πρίν, μερικούς μήνες μετά τό δοκίμιο τοΰ Ίανουαρίου τοΰ 1921 («Ρόζα Λούξεμπουργκ μαρξίστρια»). Σέ δυό άρθρα πού δημοσιεύτηκαν στό περιοδικό Die 100
Internationale (θεωρητικό δργανο τοΰ Γερμανικοΰ Κ.Κ.), τό Μάιο-Ίούνιο 1921, ό Λούκατς έπικρίνει γιά πρώτη φορά αύ τές τίς άντιλήψεις, στό δνομα τής λενινιστικής θεωρίας τοΰ κόμματος. Τό Ιστορικό πλαίσιο αύτής τής πολεμικής είναι τό «Κίνη μα τοΰ Μάρτη τοΰ 1921», άποτυχημένη προσπάθεια τοΰ Γερ μανικού Κ.Κ. νά έξαπολύσει μιά γενικευμένη έπίθεση ξεκι νώντας άπό μιά άπεργία στά όρυχεΐα τοϋ Mansfield. Τό «Κίνη μα» κατηγορεΐται σάν τυχοδιωκτικό άπό μιά πτέρυγα τοΰ κόμ ματος (Κλάρα Τσέτκιν, Πάουλ Λέβι, πού στή συνέχεια διαγράφτηκε) καί ύποστηρίζεται μέ θέρμη άπό τήν πλειοψη φία τής Κεντρικής ' Επιτροπής (Ρούθ Φίσερ, Μάσλοφ, κλπ.). Ό Λούκατς τοποθετείται άνεπιφύλακτα ύπέρ τής θέσης τών ήγετών τοΰ Γερμανικοΰ Κ.Κ. καί έπικρίνει αυστηρά στά δύο του άρθρα τίς τακτικές θέσεις πού προβάλλει ή μειοψηφία. Καθώς δμως ή Κλάρα Τσέτκιν έπικαλεΐται δρισμένα κείμενα τής Ρόζας Λούξεμπουργκ, (Ιδιαίτερα τό Μαζική άπεργία) γιά νά χαρακτηρίσει «πραξικοπηματική» τήν τακτική τής ήγεσίας τοΰ κόμματος, ό Λούκατς άνακαλύπτει ξαφνικά δτι δέν συμφωνεί πιά μέ τίς λουξεμπουργκικές άντιλήψεις. Στό πρώτο άρθρο, «Αύθορμητισμός τών μαζών, δραστηριό τητα τοΰ κόμματος» (Die Internationale, ΙΙΙ/6, 1921), βεβαιώ νει κατηγορηματικά δτι ή συζήτηση στό έσωτερικό τοΰ Γερμανικοΰ Κ.Κ. δέν είναι παρά μιά έπανάληψη τής παλιάς άντιπαράθεσης άνάμεσα στή Ρόζα καί τόν Λένιν τό 1904 σχετικά μέ τά όργανωτικά ζητήματα τοϋ ρωσικοΰ κόμματος14. Δέν άρνεΐται τήν άξία τών θέσεων τής Λούξεμπουργκ πάνω στή μαζική δράση, άλλά δηλώνει δτι πρόκειται γιά άντιλήψεις πού άντιστοιχοϋν στό στάδιο τής άστικής έπανάστασης. Στό όξύ στάδιο τής προλεταριακής έπανάστασης, ή σχέση άνάμε σα στό κόμμα καί τίς μάζες δέν είναι πιά έκείνη γιά τήν όποία μιλοΰσε ή Ρ. Λούξεμπουργκ τό 1906: άπλή «έπιτάχυνση» ένός αυθόρμητου κινήματος πού συντελεΐται σέ τελευταία άνάλυ ση άνεξάρτητα άπό τό κόμμα καί τήν πρωτοβουλία του. Αύτή ή άντίληψη τοΰ κόμματος (Ρόζα-Τσέτκιν) προϋποθέτει μιά «άναγκαστική καί άναπότρεπτη» (zwangslaufig) άνάπτυξη τής έπαναστατικής δράσης, σύμφωνα μέ «φυσικούς νόμους» πού τό κόμμα πρέπει νά γνωρίζει καί νά χρησιμοποιεί «άκριβώς δπως στήν τεχνική χρησιμοποιούμε τούς νόμους τής φύσης, τούς άποδεδειγμένους γιά τίς φυσικές έπιστήμες15». Γιά τόν Λούκατς δμως, οί «φυσικοί νόμοι» τής οίκονομίας δέν έπιφέρουν παρά μόνο τήν κρίση, καί δχι τή σοσιαλιστική ΙΟΙ
της διέξοδο- αύτή έξαρτάται άπό τή συνειδητή δράση τοΰ προλεταριάτου. Ά ν τό προλεταριάτο Εχει άδρανοποιηθεΐ άπό τόν άναθεωρητισμό, άπό τή μενσεβίκικη Ιδεολογία στό έσωτερικό του, ή κρίση μπορεΐ νά όδηγήσει στήν «κοινή πτώση τών άντιμαχόμενων τάξεων, στήν έπιστροφή σέ μία κατάστα ση βαρβαρότητας16». ' Η διατύπωση «κοινή πτώση τών άντιμαχόμενων τάξεων» είναι άπό τό Κομμουνιστικό Μανιφέστο- τό Ιστορικό δίλημμα μεταξύ σοσιαλισμοΰ καί βαρβαρότητας δι ατυπώθηκε άκριβώς άπό τή Ρόζα Λούξεμπουργκ στήν μπροσούρα Junius (1915). Επομένως, ή κριτική τοΰ Λούκατς είναι βάσιμη, σέ 2να όρισμένο βαθμό, μόνο γιά τά γραπτά τής Λού ξεμπουργκ τοΰ 1906, ή γενικά πρίν άπό τό 1914. Στήν πραγμα τικότητα, ό ίδιος ό Λούκατς γνώρισε μιά πολιτική έξέλιξη παρόμοια μέ έκείνη τής Ρ. Λούξεμπουργκ άπό έναν όρισμένο έπαναστατικό φαταλισμό σέ μιά περισσότερο διαλεκτική θε ώρηση τής σοσιαλιστικής έπανάστασης ώς Ιστορικής δυνα τότητας. Μακριά, λοιπόν, άπό τό νά ξεκόψει άπό τόν λουξεμπουργκισμό γύρω άπ’ αύτό τό πρόβλημα, ό Λούκατς περνάει άπλώς άπό τίς θέσεις τής Ρόζας τοΰ 1906 στίς θέσεις της τοΰ 1915... Γιατί αύτή ή ξαφνική στροφή τοΰ Λούκατς τόν ΆπρίλιοΜάιο τοΰ 1921; Στή Ρ. Λούξεμπουργκ προκλήθηκε άπό μιά Ιστορική παγκόσμια καταστροφή, τή συνθηκολόγηση τοΰ όργανωμένου έργατικοϋ κινήματος άπέναντι στόν άστικό σο βινισμό. Γιά τόν Λούκατς, ήταν όλοφάνερα ή άποτυχία τοΰ «Κινήματος τοΰ Μάρτη» πού τοΰ ένέπνευσε τήν άνάγκη μιάς θεωρητικής άναθεώρησης καί τήν έγκατάλειψη αύτοΰ τοΰ «αίσιόδοξου φαταλισμού» πού βρίσκουμε άκόμα στό δοκίμιό του τόν ’Ιανουάριο τοΰ 1921. Σήμερα, τό γεγονός φαίνεται σχετικά δευτερεΰον έκείνη τήν έποχή ήταν κάτι τό κεφαλαι ώδες, πού προκάλεσε μιά μανιώδη συζήτηση, δχι μόνο στή Γερμανία, άλλά καί στήν ΕΣΣΔ καί σέ δλη τήν Ευρώπη, φτάνοντας νά άποτελέσει τό κεντρικό θέμα τοΰ Β" Συνεδρίου τής Κομμουνιστικής Διεθνούς. Μπορούμε ωστόσο νά άναρωτηθοΰμε γιατί άκριβώς ή άποτυχία τοΰ Κινήματος τοΰ Μάρτη τοΰ 1921, περισσότερο άπό τήν ήττα τής Ούγγρικής Κομμού νας τοΰ 1919, στάθηκε ή άμεση αίτία τής στροφής τοΰ Λού κατς. Ίσως γιατί ό Λούκατς (δπως καί ό Λένιν) θεωρούσε τή Γερμανία σάν τή χώρα-κλειδί γιά τήν τύχη τής εύρωπαϊκής καί τής παγκόσμιας έπανάστασης; Στό δεύτερο άρθρο «’Οργανωτικά ζητήματα τής έπαναστα τικής πρωτοβουλίας» (Die Internationale ΙΙΙ/8, 1921), ό Λού102
κατς συνεχίζει νά υποστηρίζει τήν τακτική τής ήγεσίας τοΰ Γερμανικοΰ Κ.Κ. Ή άποτυχία τοΰ Κινήματος τοΰ Μάρτη έξηγεΐται μέ τήν έλλειψη πειθαρχίας (μέ τήν πνευματική, Ιδεολογική-ήθική, καί δχι μέ τή διοικητική έννοια) καί συγκεντροποίησης τοΰ Κομμουνιστικού Κόμματος. Σ’ αύτό τό πλαί σιο, ό Λούκατς άποκρούει ξανά τίς όργανωτικές άντιλήψεις τής Ρ. Λούξεμπουργκ; τό βασικό λάθος της τό 1904 ήταν δτι δέν άντιλήφθηκε τό άληθινό νόημα τών προτάσεων τοΰ Λέ νιν δταν άπέρριπτε τό συγκεντρωτισμό καί τήν πειθαρχία τοΰ μπολσεβίκικου προτύπου, είχε μπροστά της τή δομή τών πα λαιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων τής Κεντρικής Εύρώπης. Δέν είδε τό κομβικό σημείο τής νέας όργανωτικής άντίληψης: τίς ΰψηλές άπαιτήσεις πού συνεπάγεται ή άγωνιστική στράτευση, τίς αύστηρές ήθικές άξιώσεις πού άπαιτοΰνται άπό κάθε μέλος, μέ δρους όλοκληρωτικής δέσμευσης τοΰ άτόμου μέσα στό κόμμα17. Αύτά τά δύο δοκίμια άποτελοΰν, λοιπόν, τή στιγμή προσ χώρησης τοΰ Λούκατς στή λενινιστική θεωρία τοΰ κόμματος καί τή ρήξη του μέ τίς όργανωτικές άντιλήψεις τής Ρ. Λούξε μπουργκ. Είναι Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό γιά τόν Λούκατς δτι άκριβώς ή ήθική διάσταση τών λενινιστικών θέσεων τοΰ χρησιμεύει σάν «σημείο προσέγγισης». Τό παράδοξο σ’ αύτή τήν υπόθεση είναι δτι ό Λούκατς άποδέχεται τό λενινισμό (άπό όργανωτική άποψη) μέ τή διαμεσολίάβηση μιας δνευ δρων υποστήριξης τοΰ Κινήματος τοΰ Μάρτη τοΰ 1921 καί μιας κριτικής τών άντιλήψεων τής Κλά ρας Τσέτκιν πού χαρακτηρίστηκαν άπό τόν ίδιο λουξεμπουργκικές. *0 Λένιν, δμως, είχε έπικρίνει αύστηρά τόν τυχοδιω κτισμό τής ήγεσίας τοΰ Γερμανικοΰ Κ.Κ. κατά τή διάρκεια τοΰ Κινήματος τοΰ Μάρτη καί ήταν περισσότερο σύμφωνος μέ τήν Κλάρα Τσέτκιν. Πρέπει νά συμπεράνουμε πώς ό λενινισμός τοΰ Λούκατς διέφερε άπό έκεϊνον τοΰ Λένιν, Μάς φαίνεται μάλλον δτι πέ ρα άπό τήν παρανόηση τοΰ 1921, ό Λούκατς τοποθετείται πράγματι ΰστερα άπό τό Κίνημα τοΰ Μάρτη στό πεδίο τών όργανωτικών άντιλήψεων τοΰ μπολσεβικισμοϋ* υπάρχει βέ βαια σ ’ αύτόν μιά δρισμένη έρμηνεία τοΰ Λένιν, πού θά άναπτυχθεΐ μαζί μέ τήν πολεμική κατά τής Ρόζας Λούξεμπουργκ στό Ιστορία καί ταξική συνείδηση. Στά μέσα τοΰ 1922, ό Λούκατς γράφει τά δύο τελευταία κεφάλαια τής ΓΓΣ' τό ένα είναι μιά δμεση πολεμική μέ τό κείμενο τής Λούξεμπουργκ πάνω στή ρωσική έπανάσταση
103
(δημοσιεύτηκε τό 1922 άπό τόν διαγραμμένο πρώην ήγέτη τοΰ Γερμανικοΰ Κ.Κ. Πάουλ Λέβι)- τό άλλο είναι μιά μεθοδο λογική συζήτηση γύρω άπ’ τό πρόβλημα τοΰ κόμματος, δπου οΐ θέσεις τής Ρ. Λούξεμπουργκ άναλύονται κριτικά. Τά δύο αύτά κείμενα μπορούν νά μελετηθούν σάν Ινα σύνολο σχετι κά όμοιογενές. Ό Λούκατς, τό 1922, δέν άπαρνιέται τήν άνεπιφύλακτη άποδοχή του τών οίκονομικών θεωριών τής Ρόζας Λούξε μπουργκ. Στά προλεγόμενα τοΰ ΓΓΣ (μέ τή χρονολογία «Χρι στούγεννα 1922»), διακηρύσσει κατηγορηματικά δτι ή Ρ. Λούξεμπουργκ υπήρξε «ή μόνη μαθήτρια τοΰ Μάρξ πού προέκτεινε πραγματικά τό έργο του τόσο στό πεδίο τών οίκονο μικών γεγονότων, δσο καί στό πεδίο τής οίκονομικής μεθό δου... 18». Ωστόσο, δέν συμπεραίνει πιά μιά «θεωρητική βεβαιότητα τής έπερχόμενης κοινωνικής έπανάστασης»· πιστεύει τώρα πώς ό σοσιαλισμός είναι μία άνηκειμενική δυνατότητα πού δέν άπορρέει άναπόφευκτα άπό τήν κρίση τοΰ καπιταλισμοΰ· άν τό έπαναστατικό προλεταριάτο δέν καταφέρει νά άνατρέψει τήν άστική τάξη, οί άντιφάσεις τοΰ καπιταλισμοΰ μπο ρούν νά όδηγήσουν στή βαρβαρότητα19. Σέ σχέση μέ τά όργανωτικά ζητήματα ό Λούκατς θά άναθεωρήσει έκ θεμελίων τίς λουξεμπουργκικές του άντιλήψεις τοΰ 1921. Αύτό δέν σημαίνει καθόλου μιά όλοκληρωτική καί δο γματική άπόρριψη, άλλά μιά προσεκτική κρίση πού έπιχειρεΐ νά ένσωματώσει όρισμένες γόνιμες Ιδέες τής Λούξεμπουργκ σέ ένα πλαίσιο βασικά λενινιστικό. Κατ’ άρχήν ό Λούκατς συνεχίζει νά πιστεύει δτι ή Ρ. Λού ξεμπουργκ είχε, πάνω στή σημασία τής μαζικής δράσης γενι κά καί τής έπανάστασης τοΰ 1905 είδικότερα, «τήν πιό καθα ρή άποψη»: «μέ μεγάλη διορατικότητα, διακρίνει τό δριο τής παραδοσιακής άντίληψης τής όργάνωσης, πού έσφαλε ώς πρός τή σχέση τής όργάνωσης μέ τίς μάζες20». Σύμφωνα μέ τό κείμενο, είναι σαφές δτι γιά τόν Λούκατς «ή παραδοσιακή άντίληψη» είναι ή άντίληψη τών κομμάτων τής Δυτικής Ευ ρώπης καί Ιδιαίτερα τής Γερμανίας, πρίν τό 1914. Σέ ένα άλλο σημείο, ό Λούκατς έπαινεΐ πάλι «τή σωστή πολεμική της ένάντια στίς μηχανιστικές μορφές όργάνωσης τοΰ έργατικοΰ κινήματος, γιά παράδειγμα στό ζήτημα τών σχέσεων μεταξύ κόμματος καί συνδικάτου, μεταξύ όργανωμένων καί άνοργάνωτων μαζών21». Φαίνεται, λοιπόν, δτι ή κριτι κή τών άπολιθωμένων καί δογματικών άντιλήψεων τής γερμα 104
νικής σοσιαλδημοκρατίας άπό τήν Ρ. Λούξεμπουργκ καί ή έμμονή της πάνω στό έπαναστατικό δυναμικό τών μή όργανωμένων προλεταριακών μαζών, θεωρούνται άπό τόν Λούκατς σάν μιά κατάκτηση τής σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας τοΰ κόμματος. Προχωρεί μάλιστα καί πιό πέρα καί κάνει δική του τή λουξεμπουργκική θέση σύμφωνα μέ τήν όποία τό καθήκον τοΰ κόμματος δέν είναι, μέσα στό μαζικό κίνημα, ή τεχνική καθοδήγηση άλλά πρίν άπ’ δλα ή πολιτική καθοδήγηση. Μιά θέση πού τήν χαρακτηρίζει σάν «ένα μεγάλο βήμα., πρός τήν κατεύθυνση μιάς καθαρής γνώσης τοΰ ζητήματος τής όργάνωσης22». 'Ωστόσο, κατά τή «σωστή πολεμική» της ένάντια στούς γραφειοκράτες, ή Ρόζα Λούξεμπουργκ κατέληξε, σύμφωνα μέ τόν Λούκατς, σέ μιά «ύπερεκτίμηση τής αύθόρμητης μαζικής δράσης»- «δεν κατάλαβε δτι ή ταξική συνείδηση τοΰ προλε ταριάτου δέν άναπτύσσεται παράλληλα μέ τήν άντικειμενική οίκονομική κρίση23». Νομίζουμε δτι αύτή ή κριτική τοΰ Λούκατς βασίζεται σέ μιά παρεξήγηση: ό Λούκατς συνεχίζει νά πιστεύει τό 1922 δτι ό αυθορμητισμός τών μαζών δέν είναι παρά τό άποτέλεσμα μιάς οίκονομικής κρίσης: γΓ αύτόν, «ό αύθορμητισμός ένός κινήματος δέν είναι παρά ή ύποκειμενική έκφραση, [καί] στό πεδίο τής ψυχολογίας τών μαζών, τοΰ καθορισμένου άπό τούς οίκονομικούς νόμους χαρακτήρα του24». Αυτή ή «οίκονομιστική» θέση δέν είναι δμως καθόλου, δπως τό είδαμε, τής Ρόζας Λούξεμπουργκ. Ό Λούκατς πιστεύ ει δτι ό αυθορμητισμός Εχει δρια έπειδή είναι άπλώς τό άμεσο άποτέλεσμα τής οίκονομικής κρίσης· έπικρίνει τήν Ρ. Λούξε μπουργκ γιατί δέν κατανόησε αύτά τά δρια ’Αλλά, γιά τήν Ρ. Λούξεμπουργκ ό αυθορμητισμός δέν είναι άναγκαστικά τό άμεσο άποτέλεσμα μιάς οίκονομικής κρίσης· έχει μιά ούσιαστική πολιτική διάσταση, δσον άφορά τίς αίτιες του καί τίς συνέπειές του στό έπίπεδο τής ταξικής συνείδησης. Μέ άλλα λόγια, ή κριτική τοΰ Λούκατς δέν είναι εύστοχη: άν υπάρχει μιά ύπερεκτίμηση τοΰ αύθορμητισμοΰ τών μαζών στήν Ρ. Λούξεμπουργκ δέν στηρίζεται στίς προϋποθέσεις πού τής άποδίδει ό Λούκατς. Υπάρχει άκόμα μιά άλλη κριτική τοΰ Λούκατς πού μάς φαίνεται συζητήσιμη: ξεκινώντας άπό τήν Ιδέα δτι «ή έργατική τάξη θά προσχωρήσει στήν έπανάσταση σέ σχηματισμό όμοιόμορφα έπαναστατικό», ή Ρ. Λούξεμπουργκ άγνόησε τό κεφαλαιώδες γεγονός δτι «μεγάλα τμήματα τοΰ προλεταριά 105
του παραμένουν διανοητικά κάτω άπό τήν έπήρεια τής άστικής τάξης25»' μέ μιά λέξη, υποτίμησε τήν «τρομερή ίσωτερική Ιδεολογική κρίση τοϋ ίδιου τοϋ προλεταριάτου». Ό Λούκατς άναφέρει ώς πρός αύτό τό Μαζική άπεργία. κόμμα καί συνδικά τα. Ά ν δμως αύτή ή κριτική εύσταθεΐ σέ ενα όρισμένο βαθμό γιά τήν μπροσούρα τοϋ 1906, δέν Ισχύει καθόλου γιά τό ή Κρίση τής σοσιαλδημοκρατίας (ή μπροσούρα Junius τοϋ 1915), τοϋ όποιου τό κεντρικό θέμα είναι άκριβώς αύτή ή «τρομερή Ιδεολογική κρίση» τοϋ έργατικοϋ κινήματος). Στήν πραγματι κότητα, δλα τά γραπτά τής Ρ. Λούξεμπουργκ άπό τόν Αύγου στο τοϋ 1914 ξεκινοϋν άπό τό συνθλιπτικό γεγονός τής Ιδεο λογικής υποταγής πλατιών τμημάτων τοϋ προλεταριάτου στήν άστική Ιδεολογία; σοβινιστική καί μιλιταριστική μέχρι τό 1918, κοινοβουλευτική στήν περίοδο Νοεμβρίου 1918 — Ίανουαρίου 1919. Τουλάχιστον σέ Ινα σημαντικό σημείο, ή κριτική τής Ρ. Λούξεμπουργκ άπό τόν Λούκατς άποτελεΐ καί μιά αυτοκριτι κή γιά τίς δικές του θέσεις στό δοκίμιο τοϋ 1921: πρόκειται γιά τή λουξεμπουργκική θέση, σύμφωνα μέ τήν όποία ή όργάνωση είναι «κάτι πού άναπτύσσεται όργανικά [...] ένα Ιστορι κό προϊόν τής πάλης τών τάξεων», μιά θέση πού ό Λούκατς άπορρίπτει τό 1922 ώς μονομερή26. Ά κόμα καί έδώ πάντως, ή κρίση τοΰ Λούκατς είναι ζυγισμένη: «ή Ρ. Λούξεμπουργκ άναγνώρισε πολύ σωστά δτι ή όργάνωση πρέπει νά διαμορφωθεί σάν προϊόν τοΰ άγώνα. Μόνο πού ύπερεκτίμησε τόν όργανικό χαρακτήρα αύτής τής διαδικασίας καί υποτίμησε τή σημασία τοϋ συνειδητοΰ όργανωτικοΰ στοιχείου της27». Ά λ λά ή πιό άποφασιστική κριτική, αύτή πού άποτελεΐ γιά τόν Λούκατς τόν κεντρικό πυρήνα τής συζήτησης μέ τόν Λένιν, είναι δτι ή Ρ. Λούξεμπουργκ άντιλαμβανόταν τήν πολι τική μάχη ένάντια στόν όππορτουνισμό σάν μιά «διάσταση άπόψεων» χωρίς όργανωτικές συνέπειες: «Ή άντίθεση άνάμε σα στόν Λένιν καί τή Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν έπομένως ή άκόλουθη: ή πάλη κατά τοϋ όππορτουνισμοϋ, γιά τήν όποία ήταν σύμφωνοι πολιτικά καί κατ’ άρχήν, είναι μιά Ιδεολογική πάλη στό ίσωτερικό τοΰ έπαναστατικοΰ κόμματος τοϋ προλε ταριάτου ή μήπως αύτή ή πάλη πρέπει νά κριθεΐ στό πεδίο τής όργάνοχ)ης;η ». Αύτή ή κριτική τοΰ Λούκατς είναι σημαντική, άλλά διατυ πωμένη μέ πολύ άόριστους δρους γιά νά άνατρέψει τίς θέσεις τής Ρ. Λούξεμπουργκ. Γιά νά γίνει πιό εύστοχη θά έπρεπε νά διευκρινιστεί: γιά ποιό κόμμα πρόκειται καί σέ ποιά περίοδο: 106
Σχετικά μέ τό ρωσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, μάς φαί νεται πράγματι Αναμφισβήτητο δτι ή Ρ. Λούξεμπουργκ δέν είχε συλλάβει τό 1904 τίς Αναπόφευκτες όργανωτικές συνέ πειες τής διαμάχης Ανάμεσα στήν έπανασταπκή καί τή μενσεβίκικη πτέρυγα: σχετικά μέ τό γερμανικό σοσιαλδημοκρατι κό κόμμα είναι πάλι πιθανό δτι μετά τό 1914 ή Αναγκαιότητα μιας όργανωτικής ρήξης μέ τόν όππορτουνισμό κατανοήθηκε μάλλον Αργά άπό τήν Ρ. Λούξεμπουργκ καί τή γερμανική «ριζοσπαστική Αριστερά». Ωστόσο, δσον άφορά τήν προπο λεμική περίοδο στή Γερμανία, κανείς, ούτε καί ό Λένιν πολύ περισσότερο, δέν πίστευε δτι ίπρεπε νά διασπαστοϋν μέ τόν Κάουτσκι καί τήν κεντρισπκή-όππορτουνιστική ήγεσία τής σοσιαλδημοκρατίας. Αντίθετα, ή Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε κατανοήσει πολύ πρίν άπό τούς μπολσεβίκους τόν σέ τελευ ταία άνάλυση ρεφορμιστικό χαρακτήρα τοΰ «όρθόδοξου κέ ντρου» τοΰ S.P.D. Δέν υπάρχει λόγος νά έξετάσουμε έδώ λεπτομερειακά τή θεωρία τοΰ κόμματος τοΰ Λούκατς. θέλουμε μόνο νά τονίσου με δτι, ξεκινώντας άπό μία κριτική συζήτηση τών θέσεων τής Ρ. Λούξεμπουργκ καί ένσωματώνοντας όρισμένα στοιχεία τής λουξεμπουργκικής προβληματικής ό Λούκατς Ανέπτυξε στό Ιστορία καί ταξική συνείδηση, μιά Ιδιαίτερη έκδοχή τής λενινιστικής θεωρίας τοΰ κόμματος. Έ τσι, γιά τόν Λούκατς, ή όργάνωση πρέπει νά στηρίζεται σέ μιά «Αλληλεπίδραση αυθορμητισμού καί συνειδητού δια κανονισμού»· τό κόμμα πρέπει νά άποφύγει τό δίλημμα τοΰ όππορτουνισμοΰ καί τής τρομοκρατίας: δέν πρέπει νά είναι ούτε μιά σέκτα πού δρά γιά τήν «άσυνειδητοποίητη» μάζα, στή θέση της καί σάν έκπρόσωπός της, ούτε μιά ρεφορμιστι κή όργάνωση πού προσαρμόζεται παθητικά στίς στιγμιαίες έπιθυμίες τών μαζών29. ΟΙ Ιδέες τοΰ Λούκατς γύρω άπό τήν έσωτερική δομή τοΰ κόμματος είναι καί αύτές ταυτόχρονα λενινιστικής καί λουξεμπουργκικής προέλευσης. Μαζί μέ τόν Λένιν, ό Λούκατς ύπογραμμίζει τήν άπόλυτη άναγκαιότητα συγκεντροποίησης, πει θαρχίας καί κυρίως ολοκληρωτικής στράτευσης τοΰ κάθε μέ λους, όλόκληρης τής προσωπικότητάς του, όλόκληρης τής ύπαρξής του, στή ζωή τοΰ κόμματος®. Μαζί μέ τήν Ρόζα, πιστεύει στήν άναγκαιότητα τής κατάργησης τής «άπότομης καί χωρίς μεταβάσεις άντίθεσης, κληρονομημένης άπό τή δο μή τών άστικών κομμάτων, άνάμεσα στόν ήγέτη καί τίς μά ζες31». Αύτές οΐ δύο Απαιτήσεις, δέν τοΰ φαίνονται άντιφατι107
κές, άλλά άντίθετα διαλεκτικά συνδεδεμένες: «'Επειδή άκρι βώς κάθε άπόφαση τοΰ κόμματος πρέπει νά ύλοποιεΐται άπό τίς ένέργειες τοΰ συνόλου τών μελών τοΰ κόμματος, Επειδή άπό κάθε σύνθημα πρέπει νά προκύπτουν πράξεις τών άτόμων γιά τίς όποιες Επιστρατεύουν δλη τους τή φυσική καί ήθική ΰπαρξη, [τά μέλη] δέν βρίσκονται μονάχα σέ θέση, άλλά άναγκάζονται κυριολεκτικά νά έπέμβουν άμέσως μέ τήν κριτική τους, νά προβάλλουν άμέσως τίς έμπειρίες τους, τίς έπιφυλάξεις τους, κλπ.32». Κατά τή γνώμη μας, μιά τέτοια sui generis «σύνθεση» άνάμε σα στίς όργανωτικές άντιλήψεις τοΰ Λένιν καί τής Ρ. Λούξε μπουργκ Εγινε δυνατή έπειδή αύτές οί δύο άντιλήψεις διίστανται λιγότερο άπότι θεωρείται συνήθως... Ό πω ς ξέρουμε, ή μπροσούρα τής Ρόζας Λούξεμπουργκ γιά τή ρωσική έπανάσταση γράφτηκε στή φυλακή τό 1918 καί δημοσιεύτηκε άπό τόν Πάουλ Λέβι τό 1922. Τό κριτικό δοκί μιο τοΰ Λούκατς πάνω σ ’ αύτό τό κείμενο (στήν Ιστορία καί ταξική συνείδηση) δέν είναι μόνο μιά υπεράσπιση τοΰ μπολσεβικισμοΰ, άλλά συνεχίζει έμμεσα τήν πολεμική κατά τοΰ Πά ουλ Λέβι καί τής πτέρυγας τοΰ K.P.D. πού ήταν άντίθετη στό Κίνημα τοΰ Μάρτη. 'Ορισμένες άπό τίς κριτικές τοΰ Λούκατς μάς φαίνονται δύσκολα άμφισβητήσιμες· Ιδίως δταν δείχνει πώς, μέ τή θέση της γιά τό άγροτικό ζήτημα (άπέρριπτε τήν πολιτική διανο μής τής γής πού προωθοΰσαν οί μπολσεβίκοι) καί γιά τό έθνικό ζήτημα (άπέρριπτε τό σύνθημα τής αυτοδιάθεσης τών έθνών), ή Ρόζα Λούξεμπουργκ ύποτιμοΰσε τό ρόλο καί τή σημασία τών μή προλεταριακών στοιχείων στήν έπανάστα ση33. Στό ζήτημα τής Συντακτικής Συνέλευσης —πού έπέκρινε τή διάλυσή της (πρός όφελος τών σοβιέτ) άπό τούς μπολσεβί κους τό 1918— φαίνεται πώς ή Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε άλλάξει γνώμη, άφοΰ Εγραφε σέ ένα άρθρο τόν Δεκέμβριο τοΰ 1918 σχετικά μέ τήν κατάσταση στή Γερμανία: «’Εθνική Συνέλευ ση ή δλη ή έξουσία στά συμβούλια τών έργατών καί στρατιω τών, Εγκατάλειψη τοΰ σοσιαλισμού ή άποφασιστική ταξική πάλη τοΰ όπλισμένου προλεταριάτου ένάνηα στήν άστική τάξη; νά ποιό είναι τό δίλημμα34». Οί κριτικές παρατηρήσεις τοΰ Λούκατς ώς πρός αύτό τό θέμα υπογραμμίζουν τή σημα σία τών σοβιέτ (δηλαδή τών συμβουλίων έργατών καί στρα τιωτών) σάν είδικής καί άναγκαίας μορφής τής προλεταρια κής έπανάστασης, σέ άνηδιαστολή μέ τίς δομικές μορφές τών 108
άστικών Επαναστάσεων (ή Συμβατική Συνέλευση στή Γαλλική ’Επανάσταση, κλπ.). Ά λ λά τό καθοριστικό ζήτημα είναι φυσικά ή σχέση άνάμε σα στή σοσιαλιστική δημοκρατία καί τή δικτατορία τοΰ προ λεταριάτου. Σέ άντίθεση μέ τούς σημερινούς εύρωκομμουνιστές, ή Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν εύνοϊκά διατεθειμένη πρός τή δικτατορία τοΰ προλεταριάτου· άλλά έπέμενε στό γεγονός δτι πρέπει νά είναι «μιά ταξική δικτατορία, δχι ένός κόμματος ή μιας κλίκας, ταξική δικτατορία, δηλαδή μέσα στήν πιό πλα τιά δημοσιότητα, μέ τήν πιό ένεργό καί άνεμπόδιστη συμμε τοχή τών λαϊκών μαζών, μέσα σέ μιά άπεριόριστη δημοκρα τία [...] Είναι ή Ιστορική άποστολή τοϋ προλεταριάτου, δταν φτάσει στήν Εξουσία, νά δημιουργήσει στή θέση τής άστικής δημοκρατίας μιά σοσιαλιστική δημοκρατία καί δχι νά κατα στρέψει κάθε δημοκρατία35». Ό Λούκατς άπορρίπτει κατηγορηματικά αύτή τή διάκριση μεταξύ κομματικής καί ταξικής δικτατορίας πού άνάγεται κα τά τή γνώμη του σέ μιά «έξύμνηση ούτοπικών Ελπίδων» καί «στόν προκαθορισμό μεταγενέστερων φάσεων τής Εξέλι ξης34». Τί σημαίνει αύτή ή βεβαίωση τοΰ Λούκατς; "Οτι ή ταξική δικτατορία δέν θά μπορέσει νά έγκαθιδρυθεΐ παρά «άρ γότερα»; 'Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε άπαντήσει έκ τών προτέρων σ’ αύτό τό Επιχείρημα, σέ Ενα εΙρωνικό καί διαυγές σημείο τής μπροσούρας της: «ή σοσιαλιστική δημοκρατία δέν άρχίζει μόνο στή γή τής ’Επαγγελίας, άφοΰ δημιουργηθεϊ ή υποδομή τής σοσιαλιστικής οίκονομίας, σάν χριστουγεν νιάτικο δώρο γιά τόν καλό λαουτζίκο πού θά Εχει στό διάστη μα αύτό ύποστη ρίξει πιστά τή χούφτα τών σοσιαλιστών δι κτατόρων. Ή σοσιαλιστική δημοκρατία άρχίζει ταυτόχρονα μέ τό Εργο κατάλυσης τής ταξικής κυριαρχίας καί οίκοδόμησης τοΰ σοσιαλισμού. Αρχίζει τή στιγμή τής κατάκτησης τής Εξουσίας άπό τό σοσιαλιστικό κόμμα. Αύτή δέν είναι τίποτε άλλο άπό τή δικτατορία τοΰ προλεταριάτου37». Ή σοσιαλιστική δημοκρατία συνεπαγόταν άναγκαστικά γιά τή Ρ. Λούξεμπουργκ τήν έλευθερία- δπως θά γράψει σέ μιά περίφημη σελίδα αύτοΰ τοΰ κειμένου: «χωρίς τήν άπεριόρι στη Ελευθερία τοΰ τύπου, χωρίς τή ζωή συνεταιρισμών καί συγκεντρώσεων άπαλλαγμένη άπό Εμπόδια, είναι έντελώς άδύνατο νά γίνει νοητή ή κυριαρχία τών μεγάλων λαϊκών μα ζών [...]. Ή Ελευθερία πού Επιφυλάσσεται μόνο γιά τούς όπαδούς τής κυβέρνησης, μόνο γιά τά μέλη τοΰ κόμματος [...] δέν είναι Ελευθερία. Ή Ελευθερία, είναι πάντα Ελευθερία γιά κεΐ109
νον πού σκέφτεται διαφορετικά®». Ή άπάντηση τοΰ Λούκατς σ’ αύτή τήν αύστηρά συγκροτημένη θέση είναι πολύ λίγο πειστική καί άνάγεται σέ μιά ταυτολογία; γΓ αύτόν «ή έλευθερία (δπως π.χ. καί ή κοινωνικοποίηση) δέν μπορεΐ νά άποτελεΐ μιά άξία Πρέπει νά υπηρέτησα τή βασιλεία τοΰ προλεταριά του καί δχι τό άντίθετο*». Αύτό δμως πού θά έπρεπε νά άποδειχτεΐ είναι δτι τό προλεταριάτο μπορεΐ νά άσκήσει τή «βασι λεία» του χωρίς έλευθερία τύπου, συνεταιρισμού καί συγκέντρωσης, χωρίς πλουραλισμό, καί έπομένως χωρίς δη μοκρατικό έλεγχο πάνω στούς έκπροσώπους του... Νομίζουμε δτι έξήντα χρόνια Ιστορικής έμπειρίας έπιβεβαίωσαν μέ τό παραπάνω τήν προγνωστική διαύγεια τών Ιδεών τής Ρόζας Λούξεμπουργκ καί τήν καθοριστική σημασία τών δημοκρατι κών έλευθεριών γιά τήν Ίδια τήν ύπαρξη τής προλεταριακής Εξου σίας... Μακριά άπό τό νά είναι «ουτοπικός», δ προβληματι σμός τής Ρ. Λούξεμπουργκ ήταν δ μόνος ρεαλιστικός, γιατί μονάχα αυτός μπορούσε νά προφυλάξει τό έργατικό κράτος καί τήν έξουσία τών σοβιέτ άπό τό γραφειοκρατικό έκφυλισμό - δηλαδή άπό τό σταλινικό Golem, στά χέρια τοΰ όποίου θά πέθαιναν στά 1935-40 οί ίδιοι οί μπολσεβίκοι τοΰ 1917. Ό Λούκατς παραδέχεται παρ’ δλα αύτά δτι ή δυνατότητα μιάς «αυτοκριτικής τοΰ προλεταριάτου» «πρέπει νά διαφυλαχτεΐ, άκόμα καί κατά τή δικτατορία, μέσω θεσμών40», άλλά δέν έξηγεΐ γιά ποιούς θεσμούς πρόκειται καί πώς ή προλετα ριακή κριτική τής έπαναστατικής έξουσίας μπορεΐ νά διεξαχθεΐ χωρίς δημοκρατικές έλευθερίες. Ή κατηγορία γιά «ουτο πισμό» είναι τόσο άστήρικτη γιατί ή Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε άπόλυτη συνείδηση τών τεράστιων άντικειμενικών δυ σκολιών (έμφύλιος πόλεμος, ξένη έπέμβαση, οίκονομική άποδιοργάνωση, λοιμός, κλπ.) τίς όποιες Αντιμετώπιζαν οί μπολ σεβίκοι καί τής Αναγκαιότητας κατεπειγόντων μέτρων γιά νά άνταποκριθοΰν στά πιό άμεσα καθήκοντα στό συμπέρασμα τής μπροσούρας της έπέμενε δτι: «θά ήταν σάν νά άπαιτούσαμε άπό τόν Λένιν καί τούς συντρόφους του ένα πράγμα ύπεράνθρωπο άν τούς ζητούσαμε άκόμα, μέσα σέ τέτοιες περιστά σεις, νά δημιουργήσουν ώς διά μαγείας τήν ώραιότερη δημο κρατία, ένα πρότυπο δικτατορίας τοΰ προλεταριάτου καί μιά άνθηρή σοσιαλιστική κοινωνία Μέ τήν άποφασιστικά έπαναστατική τους στάση, τήν παραδειγματική τους ένεργητικότητα καί τήν άδιάσειστη πίστη τους στό διεθνή σοσιαλισμό, έπραξαν πραγματικά αύτό πού ήταν δυνατό, μέσα σέ τόσο διαβολικά δυσχερείς συνθήκες. Ό κίνδυνος Αρχίζει τή στιγ 110
μή πού, μεταβάλλοντας τήν άναγκαιότητα σέ άρετή, άποκρυσταλλώνουν θεωρητικά τήν τακτική πού τούς υπαγόρευσαν αύτές οί μοιραίες συνθήκες καί θέλουν νά τήν προτείνουν σάν πρότυπο στό διεθνές προλεταριάτο...41». Αύτό τό σημείο Απο καλύπτει, έκτός τών άλλων, καί τήν έπιπολαιότητα έκείνων πού άπό τό 1922 μέχρι σήμερα προσπάθησαν νά μετατρέψουν αύτή τή μπροσούρα σέ Ιδεολογική πολεμική μηχανή κατά τοΰ μπολσεβικισμοΰ.
Ill
6. Ιδεολογία καί γνώση στή Ρόζα Λούξεμπουργκ: ή σχέση άνάμεσα στόν μαρξισμό καί τόν θετικισμό στή γερμανική σοσιαλδημοκρατία πρίν άπό τό 1914
Πρός τά τέλη τοΰ 19ου αίώνα —άρχές τοΰ 20ου, ό θετικι σμός μέ διάφορες μορφές θά γίνει ή ήγεμονική Ιδεολογία στήν Ευρώπη (άλλά καί άλλοΰ, Ιδίως στή Λατινική Αμερι κή) στούς πανεπιστημιακούς κύκλους, δπως καί σέ πολλούς πολιτικούς, στρατιωτικούς καί έπιχειρηματικούς κύκλους, θ ά διεισδύσει έπίσης, σέ μεγάλο βαθμό μάλιστα, στήν Ιδεο λογία τοΰ έργατικοΰ κινήματος, δημιουργώντας αύτό πού συ νηθίζεται νά άποκαλεΐται «μαρξισμός τής W Διεθνοΰς». Κα θώς τονίζει ό Λέλιο Μπάσο στήν έξαιρετική εισαγωγή του στήν άλληλογραφία Κάουτσκι-Ρόζας Λούξεμπουργκ: « Ό έπιστημονισμός, ό όρθολογισμός, ό θετικιστικός νατουραλι σμός, ό δαρβινιστικός έξελικηκισμός είναι οί κυρίαρχες συ νιστώσες τής σκέψης έκείνη τήν περίοδο καί μέσα σ’ αύτό τό κλίμα σχηματίζεται τό πολιτιστικό υπόβαθρο τών μαρξιανών έπιγόνων...1». Ή έπίδραση τοΰ θετικισμού στούς στοχαστές, τούς ήγέτες καί τούς Ιδεολόγους τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας έκδηλώνεται κυρίως κάτω άπό δυό μορφές: α) σέ στενή συμπληρωματικότητα μέ ένα νεοκαντιανό ρεΰμα, πού διάκειται εύνοϊκά πρός έναν ήθικό σοσιαλισμό (ό Μπερνστάιν λόγου χάρη) καί β) σέ συσχετισμό μέ ένα νεοδαρβινιστικό νατουραλισμό, μάλλον άντικαντιανό (Κάουτσκι). θ ά προσπαθήσουμε νά δεί ξουμε μέ ποιό τρόπο αύτές οί δύο τάσεις, πέρα άπό τίς πρα γματικές διαφωνίες τους, τοποθετούνται πάνω σέ ένα κοινό πεδίο καί μέ ποιό τρόπο ή Ρόζα Λούξεμπουργκ θά έπιχειρήσει νά ξεπεράσει τή θετικιστική τους προβληματική. Τό ζήτημα πού θεωρούμε καθοριστικό γιά νά έντοπίσουμε τό μεθοδολογικό άντικείμενο τής συζήτησης, είναι ή σχέση άνάμεσα στήν έπιστημονικότητα καί τήν ταξική πάλη, άνάμε σα στή σκοπιά τών κοινωνικών τάξεων καί τήν άντικειμενικό113
τητα τής γνώσης (στίς κοινωνικές έπιστήμες). Μπορεΐ ό μαρ ξισμός νά είναι ταυτόχρονα μιά έπαναστατική θεωρία πού έκφράζει τήν (πολιτική, κοινωνική, ήθική, κλπ.) Ιδεολογία μιάς τάξης καί μιά έπιστημονική θεωρία πού άποβλέπει στήν άντικειμενική άλήθεια; Είναι δυνατή μιά κοινωνική έπιστήμη άπαλλαγμένη άπό άξιολογικές κρίσεις καί Ιδεολογικές προεικασίες, πού τοποθετείται έξω άπό τό πεδίο τής ταξικής πάλης; Οί θετικιστικές άντιλήψεις τής κοινωνικής έπιστήμης βρί σκονται άκριβώς στό κέντρο τοΰ θεωρητικού στοχασμού τοΰ Μπερνστάιν. Μέ τήν άφοπλιστική άφέλεια πού τόν χαρακτη ρίζει, άναγνωρίζει σέ ένα αύτοβιογραφικό κείμενο τοΰ 1924: « Ό τρόπος σκέψης μου μάλλον μέ προδιέθετε στή θετικιστική φιλοσοφία καί κοινωνιολογία2». Τό μεθοδολογικό ύπόβαθρο τής σκέψης τοΰ Μπερνστάιν είναι ένας έξαιρετικά σαφής συνδυασμός μεταξύ Κάντ καί Κόντ. Τό θέμα πού τίθεται γΓ αύτόν είναι νά διαλυθεί καί νά άναλυθεϊ ό Επιστημονικός σοσιαλισμός —διαλεκτική σύνθε ση άνάμεσα στήν έπιστήμη καί τήν έπανάσταση— σέ μιά «σοσιαλιστική ήθική» έμπνευσμένη άπό τίς αΙώνιες 'Αρχές τής Δικαιοσύνης καί τήν κατηγορική προσταγή τοΰ Κάντ (θέση .πού ΰποστηρίχθηκε άπό μερικούς νεοκανπανούς στο χαστές, λιγότερο ή περισσότερο προσκείμενους στή σοσιαλ δημοκρατία: Κοέν, Νάτορπ, Σμίτ, Βόλτμαν, Φορλέντερ, κλπ.) άπό τή μιά, καί άπό μιά έμπειρική, ουδέτερη, θετική οίκονομική καί κοινωνική έπιστήμη, άπό τήν άλλη. Ό Μπερνστάιν διαχωρίζει έτσι τίς (ήθικές) άξιολογικές κρίσεις άπό τίς (έπιστημονικές-θετικές) περιγραφικές κρίσεις —διαχωρισμός πού άπαιτεΐται τόσο άπό τό θετικισμό δσο καί άπό τόν Καντι ανισμό— τίς όποιες ό Μάρξ υποτίθεται δτι «ταύτιζε» ή «συνέχεε»3. Ξεκινώντας άπ’ αύτή τήν άντίληψη τής έπιστήμης, ό Μπερνστάιν θά έπικρίνει τόν στρατευμένο καί μεροληπτικό χα ρακτήρα τής σκέψης τοΰ Μάρξ. Σέ ένα γράμμα στόν Μπέμπελ τής 20ης Οκτωβρίου 1898, υπογραμμίζει δτι «τό Κεφά λαιο. παρά τήν έπιστημονικότητά του, ήτον σέ τελευταία άνάλυση ένα Εργο μεροληπτικό πού παρέμεινε άνολοκλήρωτο· καί αύτό, κατά τή γνώμη μου, έπειδή ή σύγκρουση μεταξύ έπιστημονικότητας καί μεροληψίας Εκανε τό έργο τοΰ Μάρξ δλο καί πιό δύσκολο4». Μιά παρόμοια κριτική προβάλλεται καί στό πολύκροτο έργο τοΰ 1899, ο! Προϋποθέσεις τοΰ σο σιαλισμού καί τά καθήκοντα τής σοσιαλδημοκρατίας, δπου έπιμένει πάνω στόν άντιφατικό χαρακτήρα τοΰ προβληματισμού 114
τοΰ Μάρξ πού «Ισχυρίζεται δτι άνάγει τό σοσιαλισμό στό έπίπεδο μιάς έπιστήμης, άλλά έξαρτά τίς έπιστημονικές άπαιτήσεις άπό τή θέση [τοΰ συγγραφέα]5». Αυτός ό δυϊσμός έκδηλώνεται, κατά τόν Μπερνστάιν, μέσα στό ίδιο τό Κεφάλαιο, άνάμεσα στίς άναλύσεις πού είναι «άπαλλαγμένες άπό προκα ταλήψεις», καί σέ αύτές, Ιδίως πάνω στόν «τελικό σοσιαλιστι κό σκοπό», δπου ό Μάρξ παύει νά είναι έπιστημονικός γιά νά γίνει «δέσμιος ένός δόγματος4». Σέ μιά διάλεξη τοΰ 1901, ό Μπερνστάιν θά προχωρήσει πιό πέρα καί θά άμφισβητήσει τήν ίδια τή δυνατότητα ένός έπιστημονικοΰ σοσιαλισμοΰ: « Ό σοσιαλισμός σάν έπιστήμη έπικαλεΐται τή γνώση, ό σοσιαλισμός σάν κίνημα δδηγεΐται άπό τό συμφέρον». Αύτές οί δύο άπαιτήσεις είναι δμως γι’ αύτόν άπόλυτα Ασυμβίβαστες, στό βαθμό πού συμφέρον καί γνώση άλληλοαποκλείονται. «Ή έπιστήμη δέν μπορεΐ νά εί ναι μεροληπτική. 'Ως γνώση αύτοΰ πού ύπάρχει, δέν άνήκει σέ καμιά τάξη καί σέ κανένα κόμμα». Ό σοσιαλισμός, Ιδεο λογία ένός κόμματος πού θέλει τόν έαυτό του έκφραστή ένός ταξικού συμφέροντος, πώς θά μποροΰσε νά είναι έπιστημονι κός; Ό Μπερνστάιν προτείνει κατά συνέπεια νά άντικατασταθεΐ ό δρος «έπιστημονικός σοσιαλισμός» άπό τόν δρο «κριτι κός σοσιαλισμός» (μέ τήν καντιανή έννοια τοΰ δρου). "Οσο γιά τή γνώση τών κοινωνικών φαινομένων, αύτή δέν σχετίζε ται μέ τό σοσιαλισμό, άλλά μέ μιά «έπιστημονική κοινωνιολσγία [...] τής όποίας τό άντικείμενο, ή κοινωνία, είναι ένας ζωντανός όργανισμός» (τυπική διατύπωση ένός θετικιστικοΰ βιολογισμοΰ πού βρίσκουμε σέ δλη τήν πανεπιστημιακή κοινωνιολογία τής έποχής, άπό τόν Σπένσερ ώς τόν Ντυρκχάιμ). Αύτή ή κοινωνιολογία πρέπει νά είναι Ιδεολογικά ουδέτερη δσο καί οί φυσικές έπιστήμες πού χρησιμεύουν στόν Μπερν στάιν, δπως καί στό θετικιστικό ρεΰμα γενικά, σάν έπιστημολογικό πρότυπο: «Κανένας σήμερα δέν θά είχε τήν ίδέα νά μιλήσει γιά φιλελεύθερη φυσική, γιά σοσιαλιστικά μαθηματι κά, γιά συντηρητική χημεία. Μπορεΐ νά συμβαίνει άλλιώς μέ τήν έπιστήμη τής άνθρώπινης Ιστορίας, τής άνθρώπινης συμπεριφοράς; Δέν τό δέχομαι καί θεωρώ παραλογισμό μιά φιλελεύθερη, συντηρητική ή σοσιαλιστική κοινωνική έπι στήμη7». Ή θέση τοΰ Κάουτσκι είναι πιό άντιφατική άλλά δέν κατα φέρνει νά ξεφύγει άπό τό έπιστημολογικό πεδίο στό όποιο τοποθετείται ό Μπερνστάιν. Ό πω ς υπογραμμίζει ό Λέλιο Μπάσο «ό μαρξισμός του ήταν στήν πραγματικότητα φιλτρα 115
ρισμένος άπό μιά έξελικτική δαρβινικής προέλευσης νοοτρο πία καί άπό έναν υποτιθέμενο έπιστημονικό άντικειμενισμό...8». "Οπως οί θετικιστές, ό Κάουτσκι τείνει νά έξομοιώσει φύση καί κοινωνία, γράφοντας γιά παράδειγμα δτι οί νό μοι τής κοινωνίας μπορούν νά όριστοΰν ώς φυσικοί νόμοι «έπειδή στήν ούσία τους δέν διαχωρίζονται άπό αύτούς»· τό σο ή κοινωνία, δσο καί ή φύση «άντιπαρατίθενται στόν άν θρωπο σάν πανίσχυρες δυνάμεις, μέ νόμους άπό τούς όποιους δέν μπορεΐ νά ξεφύγει9». Έπεται πολύ λογικά δτι οί κοινωνι κές έπιστήμες δέν είναι «παρά ένας είδικός τομέας τών φυσι κών έπιστημών10». Πώς άντιμετωπίζεται, ξεκινώντας άπό τέτοιες προϋποθέ σεις, πού έθιξαν οί νεοκαντιανοί καί ό Μπερνστάιν, ή σχέση άνάμεσα στίς άξιολογικές καί τίς περιγραφικές κρίσεις στό έργο τοΰ Μάρξ; Στό έργο του Ήθική καί υλιστική άντίληψη τής Ιστορίας (1906), ό Κάουτσκι θά προσπαθήσει νά δώσει μιά άπάντηση στίς νεοκαντιανές θέσεις καί νά ύπερασπίσει τόν Μάρξ άπέναντι στίς κριτικές τοΰ άναθεωρητικοϋ ρεύματος. *Αλλά άπό τήν άρχή, τοποθετείται στά πλαίσια τής θετικιστικής προβλη ματικής τού Μπερνστάιν, παρόλο πού έκφέρει μιά εύνοϊκότερη κρίση γιά «τήν άντικειμενικότητα» τοϋ Μάρξ. ’Αποδέχε ται, δπως δ Μπερνστάιν (καί γενικά οί θετικιστές), τήν άναγκαιότητα ένός αύστηροΰ διαχωρισμού άνάμεσα στίς άξιολο γικές κρίσεις (ή «τό ήθικό Ιδανικό», «τήν ήθική», κλπ.) καί τίς περιγραφικές κρίσεις. Γ ι’ αύτόν, ό έπιστημονικός σοσια λισμός δέν περικλείει κανένα «(δανικό», δέν είναι παρά «ή έπιστημονική διερεύνηση τών νόμων τής έξέλιξης καί τής κίνησης τοΰ κοινωνικού όργανισμοΰ» (διατύπωση τυπικά κοινωνικο-δαρβινική). Κάτω άπό αύτούς τούς δρους, ή παρουσία τοΰ σοσιαλιστικού (δανικού ή τής έπαναστατικής Ιδεολογίας στή θεωρία τοΰ Μάρξ άντιμετωπίζεται μόνο σάν μιά άνθρώπινη άδυναμία, μιά ψυχολογική άνεπάρκεια, όπωσδήποτε συγχωρητέα καί κατανοητή άλλά πού πρέπει νά ξεπεραστεΐ γιά νά άποκτηθεΐ μιά πραγματικά έπιστημονική γνώση: «Στό σο σιαλισμό, βέβαια, ό έρευνητής είναι συχνά καί ένας μαχητής καί ό άνθρωπος δέν δέχεται νά κοπεί τεχνητά σέ δυό μέρη. Έτσι, γιά παράδειγμα, καί σέ έναν Μάρξ διαφαίνεται κάποτε στήν έπιστημονική του έρευνα ή έπίπτωση ένός ήθικοΰ (δανι κού. 'Αλλά προσπάθησε πάντα καί πολύ όρθά, νά τό άποβάλει άπ’ αύτήν, στό μέτρο τών δυνατοτήτων του. Καί αύτό γιατί τό ήθικό (δανικό άποβαίνει σέ μιά έπιστήμη μιά πηγή 116
λαθών, δν άξιώνει νά τής υποδείξει τούς στόχους της"». ’Αναγνωρίζουμε σ’ αύτό τό άπόσπασμα τρία «κλασικά» θέ ματα τοΰ θετικισμοΰ: 1) ή Ιδεολογία δέν μπορεΐ παρά νά είναι Ενα έπιζήμιο στοιχείο γιά τή διαδικασία τής γνώσης· 2) ή Ιδεολογία μπορεΐ νά έξαλειφθεΐ άπό τήν Επιστημονική γνώση τής κοινωνίας· 3) ή Εξάλειψή της είναι ζήτημα προσπάθειας, «καλής θέλησης» τοΰ Ερευνητή. ’Από τήν άλλη πλευρά, θέλοντας πάντα νά υπερασπίσει τόν Μάρξ, ό Κάουτσκι υίοθετεΐ τελικά μιά θέση πού δέν άπομακρύνεται πολύ άπό έκείνη τοΰ Μπερνστάιν γιά τόν τελευταίο, καθώς είδαμε, ό Μάρξ Επεφτε όρισμένες φορές θύμα τής «θέ σης» του, τής Ιδεολογίας του· ό Κάουτσκι άναγνωρίζει μέ τή σειρά του δτι δ Μάρξ άφηνε ποΰ καί ποΰ νά διαφανεΐ τό «Ιδανικό» του. Ή μόνη διαφορά είναι δτι ό Κάουτσκι Επιμέ νει πάνω στήν «προσπάθεια» τοΰ Μάρξ νά Εξαλείψει αύτό τό διαταρακτικό στοιχείο. Είναι όλοφάνερο δμως δτι ό Κάουτσκι βρίσκεται σέ θέση άδυναμίας σ ’ αύτή τή συζήτηση, στό βαθμό πού μιά άνάγνωση τοΰ Κεφαλαίου δείχνει χωρίς καμιά άμφιβολία δτι ό Μάρξ δέν Επιδίωξε ποτέ νά «άποβάλει» τίς Ιδεολογικές καί πολιτικο-ηθικές Επιλογές του, τήν Επαναστατική-σοσιαλιστική του τάση, άπό τό Επιστημονικό του Εργο. Οί νεοκαντιανοί, όπαδοί τοΰ «ήθικοΰ σοσιαλισμού», δέν δυ σκολεύονται έξάλλου νά ύπογραμμίσουν τήν πανταχοΰ πα ρουσία τών άξιολογικών κρίσεων στά τρία βιβλία τοΰ Κεφα λαίου. Μετρώντας τόν Μάρξ μέ τό θετικιστικό πήχυ τής Ιδεο λογικής ούδετερότητας έπιστημονικοΰ-φυσικοΰ τύπου, ό Κάουτσκι δέν μπορεΐ παρά νά άποδεχτεΐ (τουλάχιστον Εμμεσα) τίς μπερνσταϊνικές κριτικές. ’Εκεί πού διαχωρίζεται ώστόσο άπό τόν άναθεωρητή άντίπαλό του, είναι τό ζήτημα τής σχέσης τής γνώσης μέ τίς κοινωνικές τάξεις. ’Αντίθετα άπό τόν Μπερνστάιν, ό Κάουτσκι δέν άρνιέται τή σύνδεση άνάμεσα στήν κοινωνική έπι στήμη καί τήν πάλη τών τάξεων σέ Ενα πολύ Ενδιαφέρον σημείο τοΰ Ήθική καί υλιστική Αντίληψη τής Ιστορίας άναγνωρίζει μάλιστα δτι ή σκοπιά τής κυριαρχούμενης τάξης (μέ τήν Ιδεολογική καί ήθική της διάσταση) μπορεΐ νά εΰνοήσει τήν Επιστημονική γνώση τής κοινωνίας: «Σέ μία κοινωνία πού τήν διαπερνούν ταξικοί άνταγωνισμοί, μιά νέα Επιστημονική γνώση [...] συνεπάγεται γενικά τήν προσβολή τών συμφερόν των δρισμένων τάξεων. Ή άνακάλυψη καί ή διάδοση Επιστη μονικών γνώσεων πού Ερχονται σέ άντίθεση με τά συμφέρον τα τών κυρίαρχων τάξεων, ίσοδυναμεΐ μέ κήρυξη πολέμου. 117
Αύτό προϋποθέτει δχι μόνο μιά υψηλή διάνοια, άλλά καί μιά Ικανότητα πάλης, μιά άγωνιστικότητα, μιά άνεξαρτησία σέ σχέση μέ τίς κυρίαρχες τάξεις, καί άκόμα καί πρώτα άπ’ δλα Ινα δυνατό ήθικό συναίσθημα, Ισχυρές κοινωνικές παρορμήσεις, Ινα άδιάλλακτο πάθος γιά τή γνώση καί τή διάδοση τής άλήθειας, Ιναν διακαή πόθο νά υπηρετήσεις τίς άνερχόμενες καταπιεσμένες τάξεις12». Πώς μπορεΐ νά συμφιλιωθεί αύτή ή άντίληψη μέ έκείνη πού έκτέθηκε πιό πάνω γύρω άπό τήν άναγκαιότητα νά «άποβληθοΰν» οί άξιολογικές κρίσεις («τό ήθικό Ιδανικό») άπό τήν έπιστημονική έργασία; Ό Κάουτσκι προσπαθεί νά βγει άπό αύτή τήν άντίφαση μέ μιά εύφυή, άλλά έλάχιστα συνεκτική λύση: στήν παράγραφο πού άκολουθεΐ τό άπόσπασμα πού πα ραθέσαμε (γιά τόν έπιστήμονα πού μπαίνει στήν υπηρεσία τών καταπιεζόμενων τάξεων), προσθέτει άμέσως: «'Αλλά αύ τή ή άπαίτηση μπορεΐ νά μάς παραπλανήσει άν δέν είναι καθαρά άρνητική, δηλαδή άν δέν άρκεΐται στό νά άπορρίψει τίς άξιώσεις έγκυρότητας τών κυρίαρχων άντιλήψεων [...], καί θέλει, άπεναντίας, νά προχωρήσει πιό πέρα καί νά προτεί νει Ιναν προσανατολισμό, νά υποδείξει στήν κοινωνική γνώ ση καθορισμένους στόχους, γιά τήν έπίτευξη τών όποίων πρέ πει νά χρησιμεύσει13». Αύτή ή θέση τοΰ Κάουτσκι προκαλεΐ, κατά τή γνώμη μας, δυό βασικές άντιρρήσεις: 1) Ά ν ό ρόλος τής σκοπιάς τής άνερχόμενης καταπιεσμέ νης τάξης —δηλαδή τοΰ προλεταριάτου— δέν μπορεΐ παρά νά είναι καθαρά άρνητικός όσον άφορά τή γνώση, μέ τήν άπόρριψη τών κυρίαρχων άστικών Ιδεών, σέ τί διαχωρίζεται αύτή ή καθαρή άρνητικότητα άπό έκείνη τών άλλων κοινωνι κών τάξεων πού άπορρίπτουν καί αύτές τήν άστική Weltan schauung; Ξέρουμε δτι ή Γερμανία θά γνωρίσει άπό τόν 19ο αίώνα Ινα ρομαντικό άντικαπιταλιστικό ρεΰμα, πού μιά άπό τίς έκδοχές του θά είναι ό «φεουδαρχικός σοσιαλισμός» στόν όποιο άναφέρεται ό Μάρξ στό Μανιφέστο. Γιατί, λοιπόν, ή θεωρία τοΰ Μάρξ νά είναι πιό έπιστημονική άπό έκείνη τοΰ Adam Muller ή τοΰ Friedrich Karl von Savigny (γιά νά μήν άναφέρουμε τόν Joseph de Maistre ή τόν Louis-Ambroise de Bonald), έφόσον καί οί δύο τους άπορρίπτουν έπίσης τήν φιλελεύθερη-άστική άντίληψη πού έπικρατεΐ κατά τή διάρ κεια τοΰ 19ου αίώνα; 2) Μήπως ή γνώση τής κοινωνίας στό Ιργο τοΰ Μάρξ δέν είναι έξ όλοκλήρου προσανατολισμένη σέ Ινα συγκεκριμένο Ι ΙΚ
στόχο: τή χειραφέτηση τοϋ προλεταριάτου, τήν Εγκαθίδρυση τοϋ σοσιαλισμού; Μήπως ή μελέτη τών οίκονομικών νόμων τοΰ καπιταλισμού, ή Αντικειμενική καί αυστηρή ίπιστημονική του άνάλυση δέν άποσκοπεΐ άκριβώς στήν άνακάλυψη τών δρων πού κάνουν δυνατή τήν κατάργησή του; Καί ή άνάλυση τοΰ άστικοΰ Κράτους δέν έχει σάν φανερό στόχο τήν κατα στροφή του; Γιά νά είναι συνεπής, ό Κάουτσκι θά έπρεπε, δπως ό Μπερνστάιν, νά θέσει σέ άμφισβήτηση τήν ουσία τοΰ έργου τοΰ Μάρξ ώς «μεροληπτική». Εξάλλου, ή μή μαρξιστι κή κοινωνική έπιστήμη μήπως δέν υπηρετεί καί αύτή (συνει δητά ή δχι, άμεσα ή έμμεσα) καθορισμένους στόχους, συνδεδεμένους μέ τά συμφέροντα όρισμένων κοινωνικών τάξεων, Στή Summa τοΰ 1927, Ή υλιστική Αντίληψη τής Ιστορίας ό προβληματισμός τοΰ Κάουτσκι άποκτά μεγαλύτερη συνοχή, στό βαθμό πού βεβαιώνει τώρα εύθέως δτι «ώς καθαρή έπι στημονική θεωρία, ή Ολιστική άντίληψη τής Ιστορίας δέν σχετίζεται καθόλου μέ τό προλεταριάτο14». ' Η θέση αύτή δέν άνήκει άποκλειστικά στόν Κάουτσκι: καί άλλοι έκπρόσωποι τοΰ «όρθόδοξου μαρξιστικοΰ» ρεύματος μέσα στή γερμανική σοσιαλδημοκρατία έπιμένουν στή διά κριση άνάμεσα στίς περιγραφικές καί στίς άξιολογικές κρί σεις καί Επομένως άνάμεσα στήν έπιστήμη καί τή σοσιαλιστι κή Ιδεολογία στόν Μάρξ. Ό Ροΰντολφ Χίλφερτινγκ, λόγου χάρη, στόν πρόλογό του στό Χρηματιστικό Κεφάλαιο (1910), έγραφε χωρίς περιστροφές: «Είναι σφάλμα [...] νά ταυτίζονται άπλουστευτικά μαρξισμός καί σοσιαλισμός. Θεωρημένος λο γικά ώς έπιστημονικό σύστημα, άνεξάρτητα άπό τήν Ιστορι κή του άποτελεσματικότητα, δ μαρξισμός είναι μόνο ή θεω ρία τών νόμων τής κίνησης τής κοινωνίας [...]. Τό νά άναγνωρίσουμε τήν έγκυρότητα τοΰ μαρξισμοΰ (πού σημαίνει πώς άναγνωρίζουμε τήν άναγκαιότητα τοΰ σοσιαλισμού) δέν συνε πάγεται καμιά άξιολσγική κρίση καί ούτε βέβαια έναν προσα νατολισμό γιά τήν πολιτική συμπεριφορά13». Μιά έκδοχή ά κόμα πιό ριζική αύτοΰ τοΰ προβληματισμού βρίσκεται σέ όρισμένα γραπτά τοϋ Μάξ "Αντλερ, σύμφωνα μέ τόν όποιο «ό μαρξισμός είναι άπό τήν ούσία του μονάχα μιά καθαρή έπι στήμη [...]. Όπω ς κάθε έπιστήμη, ό μαρξισμός είναι έντελώς ά-πολιτικός (vollig unpolitisch), δν μέ αύτόν τόν δρο έννοοΰμε μιά πολιτική τοποθέτηση16». "Ενας άπό τούς έλάχιστους, άν δχι δ μοναδικός μαρξιστής συγγραφέας στήν προπολεμική Γερμανία πού άμφισβήτησε τά θεμέλια τής κυρίαρχης θετικιστικής ή ήμιθετικιστικής 119
προβληματικής καί πρόβαλε μερικά στοιχεία πού πρέπει νά έξεταστοΰν γιά μιά άλλη άντίληψη τής σχέσης άνάμεσα στή γνώση καί τίς κοινωνικές τάξεις, είναι ή Ρόζα Λούξεμπουργκ. Είναι άλήθεια δτι ή Ρόζα Λούξεμπουργκ δέν παρουσίασε ποτέ τίς σκέψεις της πάνω σ' αύτό τό ζήτημα μέ συστηματικό τρόπο καί δέν Εγραψε ποτέ Ενα κείμενο πού νά άναπτύσσει μέ είδικό καί συνολικό τρόπο τίς μεθοδολογικές της άντιλήψεις· ώστόσο, άν μελετήσουμε τίς διάφορες παρατηρήσεις της σχε τικά μέ αύτό τό θέμα πού είναι διάσπαρτες στό Εργο της, σιγά σιγά έξάγεται «μέσα άπό τίς γραμμές» Ενας συγκροτημένος προσανατολισμός πού διαχωρίζεται καθαρά άπό τίς άλλες τά σεις πού διεκδικοΰσαν τό θεωρητικό πεδίο τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Μιά σύγκριση τής κριτικής τοΰ Μπερν στάιν μέ αύτή πού άνέπτυσσε τήν ίδια έποχή ό Κάςυτσκι είναι διαφωτιστική. Ή άντιρεβιζιονιστική της μπροσούρα τοΰ 1899, Μεταρρύ θμιση ή έπανάσταση; σκιαγραφεί μιά ριζική κριτική τοΰ Επι στημονισμού πού διατείνεται δτι βρίσκεται ύπεράνω κομμά των καί τάξεων; « Ό Μπερνστάιν δέν θέλει νά άκούει νά μιλά νε γιά μιά «κομματική έπιστήμη», ή άκριβέστερα γιά μιά ταξι κή έπιστήμη, ούτε καί γιά Εναν ταξικό φιλελευθερισμό, γιά μιά ταξική ήθική. Νομίζει δτι Εκπροσωπεί μιά άνθρώπινη, γενική, άφηρημένη Επιστήμη, Εναν άφηρημένο φιλελευθερι σμό, μιά άφηρημένη ήθική. Άλλά, καθώς ή πραγματική κοι νωνία άπαρτίζεται άπό τάξεις πού Εχουν διαμετρικά άντίθετα συμφέροντα, προσδοκίες, άντιλήψεις, μιά γενική άνθρώπινη έπιστήμη στά κοινωνικά ζητήματα, Ενας άφηρημένος φιλε λευθερισμός, μιά άφηρημένη ήθική είναι γιά τήν ώρα μιά ψευδαίσθηση, μιά καθαρή ουτοπία Αύτό πού ό Μπερνστάιν θεωρεί Επιστήμη του, δημοκρατία του, οίκουμενικά άνθρώπι νη ήθική του, είναι άπλούστατα αύτή πού σήμερα κυριαρχεί, δηλαδή ή άστική έπιστήμη, δημοκρατία, ήθική17». 'Επομένως, γιά τήν Ρόζα Λούξεμπουργκ, δχι μόνο οί ήθικές καί πολιτικές Ιδεολογίες άλλά καί οί κοινωνικές έπιστήμες είναι άναπόφευκτα Ενταγμένες στήν πάλη τών τάξεων. *Η Επιστήμη τής κοινωνίας συνδέεται άναγκαστικά μέ τήν σκο πιά καί τά συμφέροντα μιάς κοινωνικής τάξης, καί μόνο στό μέλλον, σέ μιά άταξική κοινωνία, θά μπορούσαμε νά φανταστοΰμε μιά μή στρατευμένη, «οίκουμενικά άνθρώπινη» κοινω νική Επιστήμη. Διαχωρίζοντας τίς Επιστήμες τής κοινωνίας άπό τίς Επιστήμες τής φύσης ή Ρόζα Λούξεμπουργκ άπαλλάσσεται άπό τή θετικιστική υποθήκη καί συγχρόνως άπο120
φεύγει τήν παγίδα μιάς ύπερβολικής Ιδεολογικοποίησης τών φυσικών έπιστημών. Αύτή ή θέση δέν είναι γιά τή Ρ. Λούξεμπουργκ μιά άπλή διακήρυξη άρχών. Στήν ΕΙσαγωγή στήν πολιτική οίκονομία, δεί χνει πώς σέ μιά συγκεκριμένη κοινωνική έπιστήμη, «οί δρό μοι τής άστικής γνώσης καί τής προλεταριακής γνώσης άποκλίνουν» σέ δλα τά ζητήματα, άκόμα καί σέ έκεΐνα πού έκ πρώτης δψεως είναι άφηρημένα καί άδιάφορα γιά τούς κοινω νικούς άγώνες: ή άντίθεση μεταξύ παγκόσμιας οίκονομίας καί «έθνικής οίκονομίας», μεταξύ τής Ιστορικής μεθόδου καί τής φυσιοκρατικής μεθόδου, κλπ.18. Αύτό δέν σημαίνει δτι οί «δρόμοι τής άστικής γνώσης» δέν μπορούν νά καταλήξουν σέ σημαντικά έπιστημονικά συμπε ράσματα. Ή Ρόζα Λούξεμπουργκ έπιμένει πάνω στήν άξία τών έπιστημονικών Ανακαλύψεων τών θεμελιωτών τής πολιτι κής οίκονομίας (Κεναί, Μπουασγκιγμπέρ, 'Ανταμ Σμίθ, Ρικάρντο) πού τόλμησαν νά δείξουν τόν καπιταλισμό «στήν κλασική του γύμνια» καί άντιπαραθέτει αύτή τήν «άληθινή έπιστήμη» τών μεγάλων προγόνων στόν «άμορφο πολτό» τών σύγχρονων άστών έπιγόνων1*. 'Υπογραμμίζει έπίσης τή σημασία καί τήν άξία όρισμένων ρομαντικών οίκονομολόγων, όπως τοΰ Σισμοντί, γιά τήν «έκπληκτική του διαύγεια», «τήν έξαιρετική κατανόηση τών πραγματικών άντιφάσεων τής κίνησης τοΰ κεφαλαίου», καί «τή βαθιά σύλληψη τών Ιστορικών συναφειών». Είναι πολύ χαρακτηριστικό στή στάση τής Ρ. Λούξεμπουργκ άπέναντι στόν οίκονομικό ρομαντισμό, τό δτι θεωρεί έναν στοχαστή σάν τόν Σισμοντί (τό Ιργο τοΰ όποίου σημαδεύεται άπό τή νοσταλγία τοΰ προκαπιταλιστικοΰ παρελθόντος) άνώτερο, άπό όρισμένες άπόψεις, άπό τόν Ρικάρντο: « Ό Σισμοντί άποδεικνύεται άνώτερος άπό τόν Ρικάρντο καί σέ Ενα άλλο ση μείο: άντιπροσωπεύει τόν άπέραντο όρίζοντα τοΰ διαλεκτικού προβληματισμού σέ άντίθεση μέ τήν αύστηρή στενότητα σκέ ψης τοΰ Ρικάρντο, μέ τήν άδυναμία του νά συλλάβει μιά όποιαδήποτε μορφή κοινωνίας διαφορετική άπό έκείνη τής άστι κής οίκονομίας2®». Στήν πραγματικότητα, όλόκληρη ή Συσ σώρευση τοΰ κεφαλαίου τής Ρ. Λούξεμπουργκ στηρίζεται σέ μιά «άποκατάσταση» καί σέ Ενα κριτικό ξεπέρασμα τοΰ οίκονομικοΰ ρομαντισμού καί Ιδίως τοΰ Σισμοντί καί έμπνέεται έξάλλου άπό τίς παρατηρήσεις τοΰ Μάρξ πού στίς θεωρίες γιά τήν υπεραξία τονίζει δτι, σέ άντίθεση μέ τόν Ρικάρντο, ό Σισμοντί είχε «βαθιά έπίγνωση τοΰ άντιφατικού χαρακτήρα
121
τής καπιταλιστικής παραγωγής» —δν καί κατά τά άλλα πα ρέμενε ένας «laudator temporis acti21». 'Α ς προσθέσουμε δτι ή Ρόζα Λούξεμπουργκ ύπερασπίζεται τόν Σισμοντί άπέναντι στόν Λένιν, τοΰ όποιου ή περιφρονητική κριτική στόν οίκονομικό ρομαντισμό τής φαίνεται στενή, καί άδικη22. Πέρα άπ’ αύτό, ή Ρόζα Λούξεμπουργκ δέν θέτει φυσικά καθόλου σέ άμφισβήτηση τό γεγονός δτι τό έργο τοΰ Μάρξ συγκροτήθηκε ουσιαστικά μέσα σέ μιά άντι παράθεση μέ τούς μεγάλους κλασικούς οίκονομολόγους, πού συνδέονταν μέ τήν άναπτυσσόμενη άστική τάξη καί Ιδιαίτερα μέ τόν Ρικάρντο. Ή σχέση τοΰ Μάρξ μέ τούς «κλασικούς» του προκατόχους συλλαμβάνεται άπό τήν Ρ. Λούξεμπουργκ σάν Ενας πολύπλο κος καί άντιφατικός δεσμός, δεσμός συνέχειας καί ρήξης ταυ τόχρονα- δέν πρόκειται γιά μιά «έπιστημολογική τομή» άνά μεσα σέ μιά καθαρά Ιδεολογική σκέψη (οί κλασικοί) καί «τήν έπιστήμη» τοΰ Μάρξ (βλέπε Άλτουσέρ), άλλά γιά ένα ξεπέ ρασμα τών όρίων τής άστικής έπιστήμης άπό «τούς έκπροσώπους τοΰ σύγχρονου προλεταριάτου» πού «κατασκεύασαν τά θανατηφόρα δπλα τους» μέ άφετηρία τίς έπιστημόνικές άνακαλύψεις τοΰ Σμίθ καί τοΰ Ρικάρντο23. Μέ άλλα λόγια, «οί νόμοι τής καπιταλιστικής άναρχίας καί τοΰ άφανισμοΰ της, δπως τούς άνέπτυξε ό Μάρξ δέν είναι παρά ή συνέχιση τής πολιτικής οίκονομίας δπως τή δημιούργησαν οί άστοί έπιστήμονες, άλλά είναι μιά συνέχιση πού τά τελικά της συμπε ράσματα βρίσκονται σέ πλήρη άντίθεση μέ τίς άφετηρίες τών τελευταίων24». Αύτή ή μερική συνέχεια άνάμεσα στόν Μάρξ καί τήν άστική πολιτική οίκονομία είσάγει έμμεσα ένα πρόβλημα-κλειδί γιά τή μαρξιστική έπιστημολογία: τή σχετική αυτονομία τής έπιστήμης τής κοινωνίας σέ σχέση μέ τίς κοι νωνικές τάξεις. Θά έπανέλθουμε σ ’ αύτό. Γιατί ό μαρξισμός μπόρεσε νά πραγματοποιήσει αύτό τό ξεπέρασμα (Aufhebung) τής άστικής έπιστήμης; Ή σκέψη τοΰ Μάρξ άντιπροσωπεύει «στό πεδίο τής φιλο σοφίας, τής Ιστορίας καί τής οίκονομίας, τήν Ιστορική σκο πιά τοΰ προλεταριάτου»' οί μαρξιστές είναι, σέ τελευταία άνά λυση, οί «ίδεολόγοι τής έργατικής τάξης25». Ή Ιδεολογία γιά τή Ρόζα Λούξεμπουργκ (καί γιά τόν Λένιν) δέν είναι, δπως γιά τό νεαρό Μάρξ τής Γερμανικής Ιδεολογίας, συνώνυμο μιάς άντεστραμμένης καί λαθεμένης εΙκόνας τής πραγματικότη τας, άλλά προσδιορίζει άπλώς μιά μορφή σκέψης πού συνδέε ται, στή χαρακτηριστική της δομή, μέ τή σκοπιά μιάς κοινωνικής τάξης- έπομένως, δέν άντιφάσκει οΰτε με τήν έπιστήμη οΰτε μέ 122
τήν Αληθινή γνώση. Σύμφωνα μέ τή Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Ινας είδικός δεσμός συνάπτεται άνάμεσα στήν πολιτική ο(κονομία ώς έπιστήμη καί τό σύγχρονο προλεταριάτο ώς έπαναστατική τάξη». Ε πειδή ό Μάρξ ξεκινά άπό τή σκοπιά τοΰ έπαναστατικοΰ προ λεταριάτου καί τής σοσιαλιστικής Ιδεολογίας, έπειδή βρίσκε ται σέ ένα «πιό ψηλό παρατηρητήριο», γι’ αύτό καί μπορεΐ, στήν έπιστημονική του άνάλυση τοΰ καπιταλισμού, νά «δια κρίνει τά δρια τών άστικών οίκονομικών μορφών26». Ή τοπο λογική αύτή μεταφορά τής Ρ. Λούξεμπουργκ είναι κατά τή γνώμη μας Ιδιαίτερα πετυχημένη· έπιτ ρέπει νά κατανοηθεϊ ή διαφορά άνάμεσα στήν έπιστήμη τοΰ Μάρξ καί σέ έκείνη τών άστών οίκονομολόγων, δχι σάν διαχωρισμός άνάμεσα στό καθαρό φώς τής έπιστήμης καί τό σκοτάδι τής Ιδεολογίας άλλά σάν δύο παρατηρητήρια, δύο άκρωτήρια, δύο διαφορετι κού ΰψους βουνά (άντίκρυ στό ίδιο τοπίο), τό καθένα μέ τό δικό του όπτικό πεδίο, τό καθένα μέ τόν όρίζοντά του, δπου τό πιό ψηλό είναι φυσικά σέ θέση νά βλέπει μακρύτερα καί νά ξεπερνά τά δρια τών χαμηλότερων κορυφών. Ή μεταφορά αύτή έπιτρέπει νά έξηγηθεΐ πώς ένας άστός οίκονομολόγος μπορεΐ νά άνακαλύψει όρισμένες έπιστημονικές άλήθειες, στά πλαίσια τοΰ όπτικοΰ πεδίου πού δρίζει ό Ιδεολογικός του όρίζοντας, στά πλαίσια τοϋ θεωρητικού χώρου πού διαρθρώ νεται άπό τήν ταξική σκοπιά του (συνειδητά ή δχι). 'Επομέ νως, ή οίκονομική έπιστήμη δέν Ανάγεται σέ καμιά περίπτωση στό κοινωνικό καί Ιδεολογικό της υπόβαθρο, τό τελευταίο δμως καθορίζει τά δρια τής γνώσης πού έντάσσεται σέ μία όρισμένη ταξική προοπτική. Επίσης, ή εικόνα τής Ρ. Λούξεμπουργκ άνοίγει τό δρόμο σέ μιά κατανόηση τών συγκεκριμένων Ιστορικών συνθηκών πού έξηγοΰν τήν έλευση τοΰ μαρξισμού καί τή θέση του στήν έξέλιξη τής οίκονομικής έπιστήμης: δχι τό θαυματουργό Fiat L u rfiιάς άτομικής Ιδιοφυίας, άλλά ή έπιστημονική έκφραση μιας νέας ταξικής σκοπιάς, τής σκοπιάς τοϋ σύγχρονου προ λεταριάτου, πού άφήνει νά ξεπροβάλλει τό «πιό ψηλό παρα τηρητήριο» καί πού δημιουργεί τήν άντικειμενική δυνατότη τα γιά μιά μεγαλύτερη καί πιό προχωρημένη γνώση τής κοι νωνικής πραγματικότητας. 'Απομένει φυσικά νά άποδειχθεΐ γιατί υπάρχει μιά έπιστημολογική άνωτερότητα τής σκοπιάς τοϋ προλεταριάτου, γιατί ό μαρξισμός τοποθετείται σέ ένα άνώτερο έπίπεδο έπιστημονικής κατανόησης. Στή πολεμική της μέ τόν Μπερνστάιν, ή 123
Ρόζα Λούξεμπουργκ προβάλλει μερικά ούσιαστικά στοιχεία γιά μιά συγκροτημένη άπάντηση σ ’ αύτό τό ζήτημα: 1) Ή διαφορά μεταξύ τοΰ Μάρξ καί τοΰ Ρικάρντο ή τοΰ Σμίθ δέν έγκειται άπλώς στό έπίπεδο τών άπαντήσεων πού δίνουν σέ κοινά ζητήματα, άλλά σέ ένα πολύ βαθύτερο έπίπε δο: τά Ίδια τά ζητήματα, τά προβλήματα είναι νέα στόν Μάρξ. 2) Αύτό πού έπιτρέπει στόν Μάρξ νά θέσει αύτά τά νέα ζητήματα καί έτσι νά «άποκρυπτογραφήσει τά ίερογλυφικά» τής καπιταλιστικής οίκονομίας, είναι ό ίστορικιστικός προ βληματισμός του, ή άντίληψή του γιά Ιστορικά δρια τοΰ καπι ταλισμού, τό ξεπέρασμα τοΰ νατουραλιστικοΰ καί άμετακίνητου προβληματισμού τών κλασικών. 3) ’Επειδή τοποθετείται σέ μιά σοσιαλιστική-προλεταριακή προοπτική μπόρεσε ό Μάρξ νά προσδιορίσει αύτόν τό μεταβατικό καί φθαρτό χαρακτήρα τοΰ κεφαλαίου, άόρατο γιά τό άστικό θεωρητικό πεδίο. 4) Χωρίς νά άντκράσκει μέ τή γνώση τής άλήθειας, ή σοσι αλιστική Ιδεολογία, ή ταξική σκοπιά τοΰ προλεταριάτου ευ νοεί τήν έπιστημονική κατανόηση τής κοινωνίας. Ό έπιστη μονικός σοσιαλισμός άπορρέει άπό τήν άδιάρρηκτη διαλεκτι κή ένότητα μεταξύ τών δύο αύτών διαστάσεων27. θ ά μπορούσαμε, ξεκινώντας άπό αύτές τίς παρατηρήσεις τής Ρόζας Λούξεμπουργκ, νά έπιχειρήσουμε έναν παραλληλι σμό άνάμεσα στήν άνωτερότητα τής κλασικής πολιτικής οΐκονομίας άπέναντι στίς φεουδαρχικές οίκονομικές θεωρίες καί σ’ αύτήν τοΰ Μάρξ άπέναντι στούς άστούς οικονομολό γους: καί στίς δύο περιπτώσεις, ή σκοπιά τής έπαναστατικής τάξης (ή άστική τάξη στό 18ο αίώνα καί στίς άρχές τοΰ 19ου, τό προλεταριάτο άπό τά μέσα τοΰ 19ου) εύνόησε μιά βαθύτε ρη καί έπιστημονικότερη γνώση τών οίκονομικών καί κοινω νικών πραγματικοτήτων, ξεπερνώντας τίς Ιστορικές καί συν τηρητικές άντιλήψεις τών Ιδεολόγων τής κυρίαρχης τάξης. Πρέπει ώστόσο νά τονίσουμε δτι γιά τή Ρόζα Λούξε μπουργκ, ή σχέση άνάμεσα στό προλεταοιάτο καί τήν έπιστή μη παρουσιάζει ένα Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό πού διακρίνει τό προλεταριάτο σάν έπαναστατική τάξη: «έπειδή [...] ό φωτι σμός (Auflclarung) τών νόμων τής άνάπτυξης υπήρξε άναγκαΐος γιά τήν ταξική του πάλη, τό προλεταριάτο γονιμοποίησε (befruchtend gewirkl) τήν κοινωνική έπιστήμη, καί τό μνημείο αύτής τής προλεταριακής πνευματικής κουλτούρας είναι ή θεωρητική σκέψη τοΰ Μάρξ28». Δυστυχώς, ή Ρόζα Λούξεμπουργκ δέν άναπτύσσει αύτή τήν Ιδέα, πού μάς φαίνε 124
ται πολύ πλούσια καί πολύ σημαντική, καί πού μάς έπιτρέπει άκριβώς νά συλλάβουμε τή μοναδική φύση τής σχέσης άνά μεσα στήν έργαπκή τάξη καί τήν έπιστημονική άλήθεια: άντίθετα άπό τήν έπαναστατική άστική τάξη πού βρέθηκε στήν έξουσία μέ τήν «αύθόρμητη» άνάπτυξη τοΰ καπιταλι σμού, τό προλεταριάτο δέν μπορεΐ νά θριαμβεύσει στήν πάλη του παρά μόνο μέσα άπό μιά συνειδητή δράση πού συνεπάγεται τήν άντικειμενική γνώση τής κοινωνικής πραγματικότητας29. Ά πό τόν Μάξ Βέμπερ καί μετά ή άστική κοινωνική έπι στήμη κατηγορεί πάντα τόν μαρξισμό δτι άρνεΐται νά «κρί νει» τόν έαυτό του, δτι δέν άναλύει τά δικά του έπιστημολογικά δεδομένα, δτι δέν χρησιμοποιεί γιά τόν έαυτό του τά αίχμηρά θεωρητικά έργαλεΐα πού τοΰ χρησιμεύουν γιά νά άποκαλύπτει τούς άντιπάλους του: τόν Ιστορικό υλισμό, τή θεωρία τών ταξικών Ιδεολογιών, κλπ. Μιά τέτοια έπίκριση δέν είναι άνυπόστατη σέ σχέση μέ δρισμένα ρεύματα πού άντιπροσώπευαν ό Κάουτσκι καί άλ λοι όπαδοί ένός «καθαρά έπιστημονικού», &ν δχι «άπολιτικοΰ» (Μάξ Άντλερ!) μαρξισμού, άλλά είναι σίγουρα χωρίς άντικείμενο σέ σχέση μέ τή Ρόζα Λούξεμπουργκ πού φωτίζει μέ σαφήνεια τούς κοινωνικούς καί Ιστορικούς δρους τού μαρ ξισμού καί σκοπεύει άκριβώς νά έφαρμόσει τή μαρξιστική μέθοδο στό Εργο τοΰ Μάρξ. Άφοΰ έπέμεινε πάνω στήν Ιστο ρικότητα δλων τών κοινωνικών, οίκονομικών, πολιτικών καί Ιδεολογικών φαινομένων, όδηγείται Ετσι στό νά θέσει τό ζή τημα τών Ιστορικών όρίων τοΰ ίδιου τοΰ μαρξισμοΰ· οί άστοί στοχαστές, γράφει μέ είρωνεία, ψάχνουν μάταια έδώ καί και ρό Εναν τρόπο γιά νά ξεπεράσουν τό μαρξισμό καί δέν άντιλαμβάνονται δτι δ μόνος άληθινός τρόπος βρίσκεται μέσα στήν ίδια τή μαρξιστική θεωρία: «Ιστορική πέρα γιά πέρα, διατείνεται δτι Εχει μόνο μιά περιορισμένη Ισχύ μέσα στό χρόνο. Διαλεκτική πέρα γιά πέρα, φέρνει μέσα της τό σίγου ρο σπέρμα τής δικής της παρακμής». Συγκεκριμένα, ή θεωρία τοΰ Μάρξ άνπστοιχεΐ σέ μιά καθορισμένη περίοδο τής οίκονομικής καί πολιτικής άνάπτυξης: τό πέρασμα άπό τό καπιτα λιστικό στάδιο στό σοσιαλιστικό στάδιο στήν Ιστορία τής άνθρωπότητας30. Μόνο έφόσον ξεπεραστεϊ τό στάδιο αύτό, μόνο έφόσον πραγματοποιηθεί ό κομμουνισμός καί έξαφανιστοΰν οί κοινωνικές τάξεις, θά μπορέσουμε νά προχωρήσου με πέρα άπό τό διανοητικό όρίζοντα πού άντιπροσωπεύει ό μαρξισμός. "Εχει ένδιαφέρον νά υπενθυμίσουμε τό σημείο τοΰ Μεταρρύ 125
θμιση ή έπανάσταση δπου ή Ρόζα Λούξεμπουργκ βεβαιώνει, ένάντια στόν Μπερνστάιν, δτι μιά γενική άνθρώπινη έπιστή μη στά κοινωνικά ζητήματα είναι «γιά τήν ώρα μιά ψευδαί σθηση, μιά καθαρή ουτοπία31». Ή έκφραση «γιά τήν ώρα» υπαινίσσεται τή δυνατότητα, μέσα σέ μιά άταξική κοινωνία, μιας κοινωνικής έπιστήμης χωρίς Ιδεολογικές άναφορές καί χωρίς ταξική σκοπιά. Στήν έπιστήμη αύτή τής κομμουνιστι κής κοινωνίας, τό πρόβλημα τής άντικειμενικότητας τής γνώ σης θά τίθεται μέ ριζικά νέους δρους. Αύτή ή θέση τής Ιστορικότητας τοϋ μαρξισμού θά ΰποστηριχθεΐ άργότερα καί άπό άλλους μαρξιστές στοχαστές. Ιδίως άπό τόν Λούκατς καί τόν Γ κράμσι. Στά Τετράδια τής Φυλακής ό Γ κράμσι τονίζει δτι ή φιλοσοφία τής πράξης «κατανοεΐται σάν μιά μεταβατική φάση τής φιλοσοφικής σκέψης32».ΕΙναι δύσκολο νά ξέρουμε άν ό Γ κράμσι έμπνεύστηκε άπό τά γρα πτά τής Ρόζας Λούξεμπουργκ, άλλά ή συγγένεια τής προβλη ματικής τους είναι άναμφισβήτητη. Ό Άλτουσέρ, πού άπορρίπτει αύτό τόν ίστορικιστικό προ βληματισμό καί χαρακτηρίζει τούς ύπερμάχους του (τόσο τή Ρ. Λούξεμπουργκ δσο καί τόν Γ κράμσι καί τόν Λούκατς) «θε ωρητικούς άριστεριστές», όλισθαίνει σέ μιά όπισθοδρόμηση στή θετικιστική προβληματική· ή «έπιστημολογική το μή» του μεταξύ έπιστήμης καί Ιδεολογίας τόν άναγκάζει δχι μόνο νά άρνηθεΐ τή σύνδεση άνάμεσα στήν έπιστήμη τοϋ Μάρξ καί τή σοσιαλιστική του Ιδεολογία, άλλά καί νά διακη ρύξει δτι ή έπιστήμη τοϋ Μάρξ, δπως κάθε έπιστήμη (κοινω νική ή φυσική: δέν τίς διαχωρίζει), πρέπει νά «άποφύγει [...] τήν κοινή μοίρα μιάς ένιαίας Ιστορίας: αύτής τοΰ «ίστορικοϋ μπλόκ» τής ένότητας τής δομής καί τοΰ έποικοδομήματος” ». Κατά τή γνώμη μας, μόνο μέ άφετηρία τή διαλεκτική καί Ιστορικιστική άντίληψη γιά τόν ίδιο τόν έαυτό του (δπως τή σκιαγραφεί ή Ρόζα Λούξεμπουργκ), μπορεΐ δ Ιστορικός υλι σμός νά γίνει μιά συνεκτική μέθοδος έξήγησης τών μορφών τής Ιδεολογίας, τής σκέψης καί τής κοινωνικής γνώσης, μιά μέθοδος πού δέν παραδέχεται έξαιρέσεις καί δέν τοποθετείται στό περιθώριο τής ίστορικο-κοινωνικής δλότητας. Κάθε άλ λη άνήληψη δέν καταφέρνει παρά νά μεταθέσει τήν έπιστήμη τής κοινωνίας γενικά καί τό μαρξισμό ε(δι κότερα Εξω άπό τήν Ιστορική διαδικασία καί τή συνολική κοινωνική κίνηση.
126
7. Ή αναγέννηση τής Ρόζας Λούξεμπουργκ (σχετικά με μερικά πρόσφατα εργα)
Σέ ένα δοκίμιο γραμμένο τό 1903 («Πρόοδος καί στασιμό τητα τοΰ μαρξισμού»), ή Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε δείξει τή σύνδεση άνάμεσα στά στάδια τής πάλης τοΰ προλεταριάτου καί τήν άνακάλυψη ή τή λήθη όρισμένων γραπτών τοΰ Μάρξ. Ή ίδια άνάλυση μπορεΐ νά έφαρμοστεΐ στήν πολιτική καί θεωρητική της κληρονομιά: ύπάρχει, πιστεύουμε, μιά άμεση σχέση άνάμεσα στήν περίοδο πού διανύουμε μετά τή δεκαετία τοΰ ’60 —περίοδος πού χαρακτηρίζεται άπό μιά νέα άνάπτυξη τής έπαναστατικής πάλης σέ ευρωπαϊκό καί παγκόσμιο έπίπεδο— καί τήν άνάδυση ή τήν έπανεμφάνιση τής Ρόζας Λούξε μπουργκ στό διανοητικό καί πολιτικό προσκήνιο τοΰ έργατικοΰ κινήματος. Τά γεγονότα τοΰ 1968 στή Γαλλία καί τοΰ 1968-69 στήν Ιταλία, οί έξελίξεις στήν ίβηρική χερσόνησο άπό τό 1974, δέν μποροΰν παρά νά κινήσουν τό ένδιαφέρον γιά τήν προβληματική τής μαζικής άπεργίας καί τής έπανα στατικής κρίσης, ένώ ή είσβολή στήν Τσεχοσλοβακία τό 1968 καί τά γεγονότα τής Πολωνίας τό 1968-70 ξαναέθεσαν, μέ Ιδιαίτερη όξύτητα, τό ζήτημα τής προλεταριακής δημο κρατίας στό έπίχέντρο τών άναζητήσεων. Ή άναγέννηση τής Ρ. Λούξεμπουργκ, ή έκ νέου άνακάλυψη τοΰ έργου της είναι άπόρροια τής Ιδιας τής Ιστορίας τοΰ δεύτερου μισοΰ τοΰ 20ου αίώνα' είναι άπό τά πιό υποσχετικά καί τά πιό χαρακτηριστι κά σημάδια (στό έπίπεδο τής θεωρίας) μιάς παγκόσμιας καμ πής πού δύσκολα άκόμα άντιλαμβανόμαστε τή σημασία καί τά δριά της. Σ’ αύτό τό συνολικό πλαίσιο πρέπει νά κατανοηθοΰν οί πολλαπλές έκδόσεις, έπανεκδόσεις καί μεταφράσεις τής Ρό ζας Λούξεμπουργκ άπό τήν Ιαπωνία ώς τήν Ιταλία, άπό τήν ’Αγγλία ώς τό Μεξικό, άπό τή Γαλλία ώς τήν Πολωνία, κα θώς καί τά άναρίθμητα δοκίμια, άρθρα, βιογραφικά ή θεωρη 127
τικά Εργα πού άφιερώθηκαν στή ζωή καί τό Εργο της, στά δέκα τελευταία χρόνια. Πρόκειται γιά ένα διεθνές φαινόμενο, πού μιά άπό τίς πιό ένδιαφέρουσες Εκδηλώσεις του υπήρξε τό συμπόσιο τής Σιέννας πού πραγματοποιήθηκε τό 1973 μέ πρω τοβουλία τοΰ Λέλιο Μπάσο καί συγκέντρωσε μερικές Εκατον τάδες μαρξιστές πανεπιστημιακούς καί άγωνιστές διαφόρων τάσεων καί έθνικοτήτων σέ μιά θερμή καί συντροφική συζή τηση. Στό Ετερόκλιτο σύνολο τών γραπτών γιά τή Ρ. Λούξε μπουργκ πού δημοσιεύτηκαν άπό τά μέσα τής δεκαετίας τοΰ ’60, τό καλύτερο συμβαδίζει μέ τό χειρότερο, τό αύθεντικό συγκρούεται μέ τή σύγχυση καί τήν αύθαιρεσία. Ένώ μερικοί καταδιώκουν άκατάπαυτα τίς «λουξεμπουργκικές παρεκκλί σεις», κάποιοι άλλοι προσπαθούν μέ κάθε τρόπο νά μεταβάλ λουν τό Εργο της σέ Ιδεολογική πολεμική μηχανή ένάντια στόν μπολσεβικισμό- σέ πολλές περιπτώσεις, ώστόσο, πρό κειται γιά ένδιαφέρουσες καί γόνιμες προσπάθειες νά άποκατασταθεΐ στήν πραγματική έπαναστατική της διάσταση ή πο λιτική κληρονομιά τής Ρ. Λούξεμπουργκ. ’Ανάμεσα στά Εργα τής τελευταίας αύτής κατηγορίας, τό Εργο τοΰ Norman Geras Εμφανίζεται ήδη σάν Ενα άπό τά πιό σημαντικά καί σίγουρα σάν τό καλύτερο στήν άγγλική γλώσσα μέχρι σήμερα. Διακρίνεται δχι μόνο άπό μιά έξαιρετική θεωρητική βαθύτητα, άλλά καί άπό μιά σπάνια διανοητική αύστηρότητα. Δέν έξετάζει τό έργο τής Ρ. Λούξεμπουργκ μέσα άπό Ενα «άκαδημαϊκό» πρίσμα, άλλά συλλαμβάνει κάθε στιγμή τήν ίπικωρότητα τής σκέψης της καί τή σημασία της γιά τήν έπαναστατική πάλη γιά τό σοσιαλισμό σήμερα. Μ’ αύτή τήν Εννοια, μπορούμε νά ποΰμε δτι τό βιβλίο τοΰ Geras είναι τό κατ’ έξοχήν «άντιΝέτλ»: άντίθετα άπό τή μνημειώδη πανεπιστημιακή βιογρα φία τού Νέτλ δπου ό συγγραφέας συσσώρευσε μέ Επιμέλεια μιά τεράστια ποσότητα πληροφοριών γιά τή Ρόζα Λούξε μπουργκ, διατυπώνοντας παράλληλα έκτιμήσεις πού δείχνουν μιά δλοκληρωτική ίξαηερικότψα άπέναντι στά προβλήματα τοΰ σοσιαλισμού καί τοΰ Εργατικού κινήματος καί κάποτε μιά «άφάνταστη άποτυχία κατανόησης» (Geras, σε λ. 25), τό The legacy o f Rosa Luxemburg έντάσσεται σέ μιά έπαναστατική προοπτική καί προβάλλει άπό τό Εργο τής Ρόζας Λούξε μπουργκ τά πιό ζωντανά καί τά πιό σημαντικά γιά τήν έποχή μας πολιτικά θέματα (πράγμα πού δέν άποκλείει τίς κριτικές ή τίς Επιφυλάξεις). ’Από τά δοκίμια τοΰ βιβλίου, τό πρώτο («Barbarism and the 128
Collapse of Capitalism») είναι ίσιος τό mo πλούσιο. Ό Geras άναλύει τίς πολιτικές καί θεωρητικές έπιπτώσεις τοϋ συνθή ματος «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» σάν «διατύπωση Ιστο ρικού διλήμματος τοΰ όποιου ή έκβαση δέν είναι προδικασμένη καί άναμφίβολη» (σελ. 22). Δείχνει δτι, σέ άντίθεση μέ τίς συνηθισμένες έρμηνεΐες, αύτό τό σύνθημα καί ή θέση τής άναπόφευκτης κατάρρευσης τοΰ καπιταλισμού (πού άναπτύχθηκε κυρίως στό Ή Συσσώρευση τοΰ κεφαλαίου) δέν είναι διόλου άντιφατικές. Ή καταστροφική κρίση τοΰ καπιταλι σμού πού άπορρέει άπό τίς έσωτερικές του άντιθέσεις, συνο δεύεται άπό μιά διαδικασία «όπισθοχώρησης στή βαρβαρότη τα», καί τό άνοιχτό έρώτημα είναι δν αύτή ή διαδικασία θά ψτάσει ώς τίς τελευταίες της συνέπειες, ή δν θά διακοπεί στά πρώτα της στάδια άπό τή συνειδητή έπαναστατική παρέμβα ση τής έργατικής τάξης. Ό Geras άσκεί κριτική (δικαιολογη μένα) στή λουξεμπουργκική θεωρία τής άναπόφευκτης οίκο νομικής κατάρρευσης τοΰ καπιταλισμού- συγχρόνως δμως το νίζει δη ή θέση τής Ρ. Λούξεμπουργκ περιέχει Ινα λογικό πυρήνα: ή άνάπτυξη τοΰ καπιταλισμού δέν προκαλεΐ μονάχα μιά άνάπτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων, άλλά καί μορφές σύγχρονης βαρβαρότητας, μιά βαρβαρότητα ένός ύψηλοΰ έπιστημονικοϋ καί τεχνικοΰ έπιπέδου: «θάλαμοι άερίων, πυρη νικά δπλα καί βόμβες ναπάλμ, έπιστημονικές μεθόδοι άνάκρισης καί βασανιστηρίων, ζώνες έλευθέρου πυρός καί στρατη γικά χωριά» (σελ. 41). Ό Geras ύπογραμμίζει τή μεθοδολογική σημασία τής δια τύπωσης «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» σάν συνεκτικό θεμέ λιο γιά Ινα μή οίκονομισηκό καί μή φαταλιστικό έπαναστα τικό μαρξισμό. Σχεηκά μ’ αύτό, σχολιάζει τό δοκίμιό μας γιά τή Ρόζα Λούξεμπουργκ1, καί διορθώνει πολύ σωστά μιά σειρά λαθών αΰτοΰ τοΰ άρθρου. Δείχνει, στηριζόμενος σέ παραθέμα τα, δτι άντίθετα μέ έκείνα πού είχαμε γράψει, ή ίδέα ένός «άναπόφευκτου» θριάμβου τοϋ σοσιαλισμού δέν χάνεται άπό τά γραπτά τής Ρόζας Λούξεμπουργκ μετά τό 1915· πράγμα πού συνεπάγεται κατά τή γνώμη μας, δη δέν υπάρχει «τομή» στή σκέψη τής Ρ. Λούξεμπουργκ, άλλά μάλλον μιά συνέχεια πά νω σ’ αύτό τό ζήτημα άπό τά τέλη τοϋ Ι9ου αΙώνα μέχρι τό θάνατό της, τό 1919. Έχουμε τήν έντύπωση, άντίθετα, δ η μετά τό 1914-15 συντελεΐται μιά βαθιά μεταβολή στή θεωρηηκή προβληματική τής Ρ. Λούξεμπουργκ, σέ σχέση μέ τόν άντί κτύπο τοϋ πολέ μου καί τήν κατάρρευση τής Διεθνοΰς. Μονάχα μετά άπό 129
αύτά τά γεγονότα Εμφανίζεται στά γραπτά της ή Ιδέα ένός ίστορικον διλήμματος: σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Κατά τόν Geras, «στά γραπτά τής Λούξεμπουργκ πρίν άπό τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο δέν Απουσιάζουν διατυπώσεις πού παίζουν τόν ίδιο ρόλο μέ τό δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» τονίζοντας δτι ή συνειδητή πολιτική δράση τοΰ προλεταριά του είναι άπαραίτητη γιά τήν έγκαθίδρυση τοΰ σοσιαλισμού» (σελ. 30)· τό νά πεις δμως δτι ή συνειδητή δράση τοΰ προλετα ριάτου είναι άπαραίτητη δέν σημαίνει δτι είναι καί άναπόφευκτη. Οί διατυπώσεις πρίν τό 1914 δέν παίζουν τόν Ιδιο ρόλο μέ τό «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» γιατί δέν παρουσιάζουν μιά Ανοιχτή έναλλακτική λύση γιά τό μέλλον. Γιά παράδει γμα, τό σημείο τοΰ Μεταρρύθμιση ή έπανάσταση; πού παραθέτει ό Geras σ’ αύτό τό πλαίσιο, δπου ή Ρόζα Λούξεμπουργκ ύπογραμμίζει δτι ό σοσιαλισμός θά είναι άπόρροια δχι μόνο τών «αυξανόμενων άνηνομιών τής καπιταλιστικής οίκονομίας» άλλά καί τής «αύξανόμενης όργάνωσης καί συνειδητοποίησης τής έργατικής τάξης πού άποτελεϊ τόν ένεργό παράγοντα τής έπερχόμενης έπανάστασης»· στό βαθμό πού ή Ρ. Λούξε μπουργκ θεωρεί τήν «αύξανόμενη όργάνωση καί συνειδητοποίηση τοΰ προλεταριάτου» σάν τήν άναγκαία καί άναπόφευκτη συνέπεια τών «αύξανόμενων άντινομιών τοΰ καπιταλισμοΰ» τό σημείο αύτό δέν έχει καθόλου τήν Ιδια λειτουργία καί τήν Ιδια μεθοδολογική σημασία μέ τό σύνθημα «σοσιαλι σμός ή βαρβαρότητα». 'Εξάλλου, ή ταύτιση πού άνακαλύπτει ό Geras άνάμεσα στήν κατάρρευση τοΰ καπιταλισμοΰ καί τή βαρβαρότητα (σελ. 33-35) δέν γίνεται σαφής στά γραπτά τής Ρ. Λούξε μπουργκ παρά μόνο μετά τό 1914. Πρίν τόν πόλεμο, γίνεται λόγος γιά καταστροφικές κρίσεις, γιά βίαιες άναταραχές καί άναστατώσεις, κλπ. Μόνο στά μεταγενέστερα τοΰ 1914 γρα πτά (ή Άντι-Κρπική. What is economics) αύτή ή κατάρρευση Εξομοιώνεται μέ τή βαρβαρότητα, τήν παρακμή τοΰ πολιτι σμού, τήν καταστροφή τής άνθρώπινης κοινωνίας, κλπ. Αύτή ή καμπή στή σκέψη τής Ρόζας Λούξεμπουργκ, ή Εμ φάνιση μιάς Ιδιαίτερα πλούσιας καί πρωτότυπης νέας προ βληματικής, δέν σημαίνει δτι ή παλιό άντίληψη (ή «μοιρολα τρική αίσιοδοξία») Εξαφανίζεται τελείως. Ό Geras δείχνει σωστά δτι στή μπροσούρα Junius (1915) βρίσκουμε, στό Ιδιο άπόσπασμα πού βρίσκεται ή διατύπωση «σοσιαλισμός ή βαρ βαρότητα», τό Επιχείρημα σύμφωνα μέ τό όποιο τό προλ£ταριάτο δέν θά μπορούσε παρά νά «Επιταχύνει ή νά Επιβραδύ 130
νει» τήν πορεία τής Ιστορικής έξέλιξης. Παραθέτει έπίσης κείμενα τοΰ 1918 δπου ή Ρ. Λούξεμπουργκ παρουσιάζει τό σοσιαλισμό ώς «Ιστορική Αναγκαιότητα» καί τήν παγκόσμια έπανάσταση ώς «Αναπόφευκτη» (Geras, σελ. 24). θεωρεί, ώ στόσο, δτι δέν ύπάρχει άντίφαση μεταξύ τών δύο αύτών Αντι λήψεων, έπειδή «υπάρχουν πολλά είδη άναγκαιότητας κάτω άπό τόν ήλιο»: ή διακήρυξη άπό τήν Ρ. Λούξεμπουργκ τοΰ Ιστορικά άναγκαίου χαρακτήρα τοΰ σοσιαλισμού σημαίνει άπλώς δτι ό σοσιαλισμός είναι μιά Αναγκαιότητα γιά τήν Ιστο ρική πρόοδο (σελ. 37). Αύτό δέν έπιτρέπει, πιστεύουμε, νά καταργήσουμε τήν άντίφαση άνάμεσα στή διατύπωση «σοσι αλισμός ή βαρβαρότητα», πού συνεπάγεται, δπως τονίζει ό Genas, «μιά γνήσια άμφιβολία» καί στή θέση σύμφωνα μέ τήν όποία ό θρίαμβος τοΰ σοσιαλισμού είναι Αναπόφευκτος. Τό πρόβλημα παραμένει άλυτο στό έργο τής Ρ. Λούξεμπουργκ άλλά τό γεγονός δτι τό θέτει καί δτι διατυπώνει, έστω καί μέ Αντιφατικό τρόπο, τό θέμα τής Ιστορικής παγκόσμιας έναλλακτικής λύσης, είναι μία άπό τίς σημαντικότερες συμβολές της στή σύγχρονη σοσιαλιστική σκέψη. Τό δεύτερο δοκίμιο («Between the Russian Revoluti ons»),πού άφιερώνεται στήν άντίληψη τής Ρ. Λούξεμπουργκ γιά τή ρωσική έπανάσταση, είναι χωρίς καμιά άμφιβολία μιά άπό τίς πιό άκριβεΐς, τίς πιό αυστηρές καί πιό εύστοχες άναλύσεις τών πολύπλοκων σχέσεων άνάμεσα στίς θέσεις τοΰ Λένιν, τοΰ Τρότσκι καί τής Ρόζας Λούξεμπουργκ στά χρόνια 1905-1917. Δείχνει πώς ή Ρ. Λούξεμπουργκ συμμεριζόταν μέ τόν Λένιν τήν «όρθόδοξη» προϋπόθεση τού άστικοΰ-δημοκρατικοΰ χαρακτήρα τής έπερχόμενης ρωσικής έπανάστασης καί μέ τόν Τρότσκι τήν Ιδέα δτι μόνο ή δικτατορία τού προλε ταριάτου (στηριγμένη στήν άγροτική τάξη) θά μπορούσε νά έξασφαλίσει τήν έπιτυχία^μίδς τέτοιος έπανάστασης. Στήν Ανάλυσή του ό Geras κονιορτοποιεί τίς σταλινικές παοαποιήσεις, τόσο στό θέμα τών σχέσεων μεταξύ Ρ. Λούξεμπουργκ καί Τρότσκι (κατά τόν Στάλιν —στό περιβόητο άρθρο του τοΰ 1931 γιά τήν Ιστορία τοΰ μπολσεβικισμοΰ— έκείνη «άνακάλυψε» τή θεωρία τής διαρκούς έπανάστασης), δσο καί σέ σχέση μέ μιά υποτιθέμενη άδιάσπαστη συνέχεια άνάμεσα στίς θέσεις τοΰ Λένιν τοΰ 1905 καί τοΰ 1917· δείχνει πώς σέ τελευταία άνάλυση, τόσο ή Ρ. Λούξεμπουργκ δσο καί ό Λένιν υΙοθέτησαν τό 1917 τήν άντίληψη πού άνέπτυξε ό Τρότσκι άπό τό 1905: τή διαρκή έπανάσταση στή Ρωσία, τή δυνατότη τα τής μετεξέλιξης τής δημοκρατικής έπανάστασης σέ σοσια
131
λιστική μέσα άπό μιά άδιάκοπη διαδικασία Νομίζουμε, ώστόσο, δτι σέ όρισμένες διατυπώσεις τοϋ Ge ras, ή σημασία τών άντιλήψεων τής Ρ. Λούξεμπουργκ γύρω άπό τήν έπανάσταση τοΰ 1905 είναι κάπως μειωμένη. Γ ράφει, λόγου χάρη: «Όπως είναι φανερό, γιά τήν Λούξεμπουργκ ή ρωσική έπανάσταση ήταν ό πρόδρομος τής προλεταριακής έπανάστασης στή Δύση μόνο άπό τήν άποψη τών μορφών τής μαζικής πάλης πού είχε ξεπεράσει» (σελ. 105, ή υπογράμμιση δική μας). Άλλά, σέ ένα γραπτό τοΰ 1906, ή Ρ. Λούξεμπουργκ διακηρύσσει ρητά: «Ή σημερινή έπανάσταση ξεπερνάει κα τά πολύ ώς πρός τό περιεχόμενό της δλεςτίς μέχρι τώρα έπαναστάσεις [...]. Είναι έπομένως, άπό τό περιεχόμενο καί τή μέθο δό της ένας έντελώς καινούριος τύπος έπανάστασης. Τυπικά άστική-δημοκρατική, στήν ούσία της (Wesen) προλεταριακήσοσιαλιστική, είναι τόσο στό περιεχόμενο δσο καί στή μέθο δο μιά μορφή μετάβασης άπό τίς άστικές έπαναστάσεις τοϋ παρελθόντος πρός τίς προλεταριακές έπαναστάσεις τοΰ μέλ λοντος...2». Ανεξάρτητα άπ’ αύτό, ό Geras έχει δίκιο δταν τονίζει δη ή Ρ. Λούξεμπουργκ (δπως καί ό Λένιν) δέν θά άπαλλαγεΐ άπό τό παραδοσιακό δόγμα τοϋ ρωσικοϋ μαρξι σμού («ή έπανάστασή μας είναι άστική») παρά τό 1917. Ά ς προσθέσουμε δτι τό κεφάλαιο αύτό τοΰ βιβλίου τοΰ Geras περιέχει μιά έξαιρεηκή συζήτηση τοϋ προβλήματος τής άσηκής δημοκρατίας —πού ή Ρ. Λούξεμπουργκ είχε ύποημήσει τήν Ισχύ της ώς μορφής καπιταλισηκής έξουσίας—, τών μηχανισμών ιδεολογικής νομιμοποίησης καί πολιτικής ένσωμάτωσης (καί τά δριά της: Σανηάγο, Σεπτέμβριος 1973!). Πρόκειται γιά ένα πρόβλημα άνεπαρκώς μελετημένο άπό τόν έπανασταηκό μαρξισμό καί οί παρατηρήσεις τοϋ Geras, μέ άφετηρία όρισμένες άναλύσεις τοΰ Τρότσκι καί τοΰ Γ κράμσι, άποτελοΰν μιά χρήσιμη καί γόνιμη συμβολή σέ μιά συζήτη ση πού γίνεται σήμερα στήν Εύρώπη δλο καί περισσότερο έπείγουσα καί καθοριστική. Τό τρίτο τμήμα τοϋ βιβλίου, πού άφιερώνεται στή θεωρία τής μαζικής άπεργίας τής Ρ. Λούξεμπουργκ, άποσκοπεϊ στό νά διαλύσει τόν έπίμονο μύθο τοΰ «λουξεμπουργκικοϋ αύθορμηησμοΰ». Αύτό πού κατονομάζουμε συνήθως μέ αύτόν τόν περιφρονηηκό δρο είναι στήν ούσία μιά βαθιά ρεαλισηκή Ιδέα, πού υπογραμμίζει σταθερά ή Ρ. Λούξεμπουργκ: μόνο μέσα άπό τήν ένεργό συμμετοχή τους σέ μιά πραγμαηκή έπανασταηκή διαδικασία θά μπορέσουν οί μεγάλες μάζες νά κερδηθοΰν στό σοσιαλισμό. Καθώς γράφει ό Geras σέ ένα πολύ 132
σημαντικό σημείο τοΰ βιβλίου του: «Άφού ό σοσιαλισμός άπό τήν ίδια του τή φύση άπαιτεΐ τόν έλεγχο τοΰ συνόλου τοΰ κοινωνικού προτσές άπό τίς Εργαζόμενες μάζες δέν είναι δυνατόν νά θεωρούμε δ π ό δρόμος γιά τό σοσιαλισμό θά μπορού σε νά παρακάμψει τήν άμεση παρέμβαση καί τήν Ενεργό συμ μετοχή αύτών τών μαζών σέ κινήματα πρωτοφανούς έκτασης καί δρμής» (σελ. 123). Μετά άπό αυτά φτάνουμε στό τελευταίο δοκίμιο τοΰ βιβλί ου, «Bourgeois power and socialist democracy, on the relation of ends and means», δπου ό Geras άναλύει Ιδιαίτερα τή μπρο σούρα τής Ρ. Λούξεμπουργκ γιά τήν 'Οκτωβριανή έπανάστα ση. Δείχνει άπό τή μία πλευρά τή σημασία τών συντροφικών κριτικών τής Ρ. Λούξεμπουργκ τό 1918 άπέναντι στούς μπολ σεβίκους πού βρίσκονταν στήν Εξουσία: τήν τάση τους νά κάνουν τήν άναγκαιότητα άρετή καί νά μετατρέψουν σέ άρχές τά περιοριστικά μέτρα γιά τήν προλεταριακή δημοκρατία πού πάρθηκαν μέσα στήν όρμή τοΰ άγώνα. Ά λλά ό Geras τονίζει συγχρόνως δτι ή Ρ. Λούξεμπουργκ δέν άντιπαρέθεσε ποτέ μιά «άφηρημένη» δημοκρατία στήν άναγκαιότητα τής προλεταριακής έπανάστασης, στήν άναγκαιότητα τής βίας καί τοΰ καταναγκασμού κατά τή διάρκεια τής Επαναστατικής πάλης καί τής άσκησης τής Εργατικής Εξουσίας. Ή πολεμική τοΰ Geras (πού Εμπνέεται άπό τά κείμενα τής Ρόζας Λούξε μπουργκ) Ενάντια στίς φιλελεύθερες, πασιφιστικές ή άναρχικές άντιλήψεις γύρω άπό τή σχέση μέσων καί σκοπών, ένάντια στήν ίδεαλιστική καί μεταφυσική θεωρία τής ταυτότητας καί τοΰ άναπόσπαστού άνάμεσα στό σκοπό καί τά μέσα γιά τήν έπίτευξή του, διακρίνεται άπό μιά άψογη λογική καί πολι τική αύστηρότητα. Ή σοσιαλιστική έπανάσταση θέλει νά Εγκαθιδρύσει σέ τελευταία άνάλυση Ενα κόσμο χωρίς βία, άλλά είναι δπωσδήποτε υποχρεωμένη νά χρησιμοποιήσει τή βία γιά νά κάμψει τήν άντίστάση τών άντιδραστικών δυνάμε ων καί νά έκπληρώσει τον Ιστορικό της στόχο. Είναι μιά διαδικασία πάλης «πού δέν μπορεΐ νά υποταχθεί μονάχα στό σκοπό της. "Ως Ενα βαθμό, άναπόφευκτα, καθορίζεται Επίσης άπό τήν πραγματικότητα πού Επιχειρεί νά καταστρέφει. Ση μαδεύεται, άνεξίτηλα. τόσο άπό τήν άρχή δσο καί άπό τό τέ λος της» (σελ. 164). 'Ορισμένες διατυπώσεις τοΰ Geras γύρω άπό τό πρόβλημα τής σχέσης άνάμεσα στούς σκοπούς καί τά μέσα δέν μάς φαίνονται, ώστόσο, Εντελώς Ικανοποιητικές: «οί σκοποί κα θορίζουν τά μέσα, πράγμα πού σημαίνει δτι τά χρησιμοποιού 133
μενα μέσα πρέπει νά έπιλέγονται άπό τήν άποψη τής Ικανότη τάς τους νά προωθήσουν τόν έπιδιωκόμενο σκοπό» (σελ. 145). Αύτός ο κανόνας είναι πολύ γενικός καί δέν έπιτρέπει νά άπαντήσουμε στό πρόβλημα πού θέτουν οΐ άναρχικοί καί οί πασιφιστές, γιά τούς όποιους τό μόνο μέσο πού παράγει τόν έπιθυμητό σκοπό είναι έκεΐνο πού προεικονίζει τό σκοπό, πού τοΰ είναι όμσγενής. Χωρίς νά πέσουμε στήν ίδεαλιστική μετα φυσική, νομίζουμε δτι αύτή ή άντίληψη περιέχει ένα «λογικό πυρήνα»: υπάρχει μιά διαλεκτική σχέση άνάμεσα στό κίνημα καί τό στόχο, πού δέν είναι ούτε μιά άπόλυτη ταύτιση, ούτε μιά όλοκληρωτική άνομοιογένεια. Ή έπανάσταση δέν είναι «καθαρή έλευθερία», άλλά περιέχει μιά γιγάντια Απελευθερω τική καί δημοκρατική διάσταση· ή έπανάσταση δέν είναι εΐρηνική, άλλά ή βία της άσκεΐται μέ μέτρο καί ένάνηα σέ μιά μειοψηφία μονάχα, κλπ. Τό άπόσπασμα άπό τόν Geras πού παραθέσαμε πιό πάνω (άπό τό κεφάλαιο γιά τή μαζική άπεργία) άναφέρεται στήν έσωτερική σύνδεση μεταξύ «τής φύσης τού σοσιαλισμού» καί τού «δρόμου πρός τό σοσιαλισμό·»: καί τά δύο συνεπάγονται τόν έλεγχο καί τήν άμεση συμμετοχή τών μαζών στό κοινωνικό προτσές, δηλαδή τήν έργαηκή δη μοκρατία. 'Α ν ξεκινήσουμε άπό μιά τέτοια διαλεκηκή άντί ληψη τής σχέσης σκοποΰ/μέσων, μπορούμε νά άρνηθοΰμε ταυτόχρονα τόν άφηρημένο μοραλισμό τών άναρχικών-πασιφιστών καί τόν άπεχθή Ιησουιτισμό τών σταλινικών καί άλ λων μαθητών τοΰ Μακιαβέλι. Αύτή ή άντίληψη βρίσκεται στό έπίκέντρο τής σκέψης τής Ρόζας Λούξεμπουργκ καί γι’ αύτό άποτελεΐ, δπως υπογραμμίζει ό Geras, «μία άρχή πού δέν μπορεΐ νά υπηρετήσει τίς γραφειοκρατικές όργανώσεις πού φοβοΰνται τήν προλεταριακή δημοκρατία σάν τήν πανού κλα» (σελ. 131). Παρά τή φαινομενική ποικιλία τών διαφόρων δοκιμίων, τό βιβλίο τοΰ Geras χαρακτηρίζεται άπό μιάάδιάσπαστη ενότητα: τήν ένότητα μιάς άνάγνωσης αύστηρής καί άγωνιστικής τοΰ έργου τής Ρ. Λούξεμπουργκ, πού άποκαθιστά τή μαρξιστική του συνοχή καί άποκαλύπτει τήν έκπληκηκή του ζωηκότητα, σήμερα άκόμα, ώς άναγκαία καί άνανηκατάστατη πηγή έμπνευσης γιά κάθε αύθεντική έπαναστατική σκέψη. Έδώ καί άρκετό καιρό στή Γαλλία παρατηρούμε μιά πρα γματική «άναγέννηση» τής Ρόζας Λούξεμπουργκ: ή ζωή καί τό έργο της είναι τό άνηκείμενο πολλαπλών έργασιών, τά γραπτά καί τά γράμματά της μεταφράζονται ή έπανεκδίδονται καί δλα τά ρεύματα τοΰ έργαηκοΰ κινήματος (έκτός άπό τούς
134
πιό άνένδοτους όπαδούς τοΰ Στάλιν) διεκδικοϋν τήν κληρονο μιά της. Αύτό Εγινε δυνατό χάρη στήν παθιασμένη έργασία μερικών πανεπιστημιακών καί άγωνιστών, άλλά έπίσης καί κυρίως έξ αιτίας ένός νέου «πολιτικού κλίματος» πού άπορρέει άπό τό Μάη τοΰ '68 καί άπό τήν «άποσταλινοποίηση» τοΰ ΚΚΓ. Φυσικά, ό κάθε συγγραφέας ή πολιτική όργάνωση, πα ρουσιάζει τή δική του έκδοχή τοΰ «λουξεμπουργκισμοΰ», το νίζοντας τή μιά ή τήν άλλη δψη τοΰ πολυσύνθετου καί πολύ μορφου Εργου τής Ρ. Λουξεμπουργκ: τόν αύθορμητισμό, τήν έπαναστατική σταθερότητα, τή δημοκρατική ευαισθησία, κλπ. "Ολη αύτή ή φιλολογία δέν είναι άναγκαστικά «άπολογητική»· περιέχει καί κριτικές καί πολεμικές μέ διάφορες θέ σεις τής Ρ. Λούξεμπουργκ, άλλά οί ίδιες αύτές οί κριτικές μαρτυρούν τόν ζωντανό χαρακτήρα τής σκέψης της, πού χρη σιμεύει σάν άναγκαΐο καί άπαραίτητο σημείο άναφορδς γιά τή συζήτηση τών κεντρικών προβλημάτων τής θεωρίας καί τής πρακτικής τοΰ έργατικοΰ κινήματος: τό έθνικό ζήτημα καί ό διεθνισμός, ή σχέση άνάμεσα στό κόμμα καί τίς μάζες, ή μεταρρύθμιση καί ή έπανάσταση, ή δημοκρατία καί ή δικτα τορία. Άνάμεσα σ’ αύτές τίς δημοσιεύσεις στή Γαλλία, μετά τό 1968, μπορούμε νά άναφέρουμε γιά παράδειγμα: 1) Μεταφράσεις, έπανεκδόσεις ή έκόόσεις άνέκδστων ίργων τής Ρ. Λούξεμπουργκ: -Oeuvres (4 τόμοι), Maspero, 1969-1972, μέ είσαγωγές τής Claudie Weill καί τής Irene Petit. — Texles, έπιλογή καί παρουσίαση άπό τόν Gilbert Badia, Editions Sociales, 1969. — Introduction a Feconomie politique (πρόλογος τοΰ Er nest Mandel), Anthropos, 1970. — Le Socialisme en France 1898-1912. παρουσίαση τοΰ Daniel Guerin, 1971. — Le Lettres a Leo Jogisches, έπιλογή καί παρουσίαση άπό τόν Victor Fay, Denoel-Gonthier (2 τόμοι), 1971. — L'expirience beige de la greve generate, Spartacus, 1973. 2) Έργα γιά τή Ρόζα Λούξεμπουργκ: — Andre Nataf, Le Marxisme et son ombre: Rosa Luxem burg, Balland, 1970. — Allain Guillenm, Le Luxemburgisme aujourdhui, Spartacus, 1970. — Daniel Guerin, Rosa Luxemburg et la spontaneite revolutionnaire, Flammarion, 1971. J35
Σ’ αύτά πρέπει νά προστεθεί ένα μεγάλος άριθμός άρθρων καί δοκιμίων σέ πολιτικά ή πανεπιστημιακά περιοδικά: Ιδιαί τερα στά είδικά τεύχη - άφιερώματα στήν Ρόζα Λούξε μπουργκ τών περιοδικών Partisans (Γενάρης 1969), Quatrieme Internationale (Μάρτης 1971) καί Politique aujourtfhui (Σεπτέμ βρης 1972). "Αν έξετάσουμε μιά πρόσφατη βιβλιογραφία τών γραπτών πού δημοσιεύτηκαν στή Γαλλία γιά τήν Ρ. Λούξεμπουργκ διαπιστώνουμε δτι άπό τό 1930 ώς τό 1965 έκδόθηκαν δύο βιβλία/άρθρα (άπό τόν ίδιο συγγραφέα, τόν Lucien Laurat), ένώ άπό τό 1968 ώς τό 1975 έμφανίστηκαν δεκαεννιά έπιστημονικά ή φιλολογικά κείμενα άφιερωμένα στή ζωή ή τό έργο της1· Τό βιβλίο τοΰ Gilbert Badia πρέπει νά κατανοηθεΐ σ’ αύτό τό πλαίσιο. Ό Badia είναι Ινας γερμανιστής πανεπιστημια κός, παλαιό μέλος τής ’Αντίστασης καί υπεύθυνος τής έκδο σης τών Μάρξ καί "Ενγκελς άπό τό Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Editions sociales). Είχε ήδη δημοσιεύσει, πρίν άπό μερικά χρόνια. Ενα βιβλίο γιά τό Spartakusbund, πού περιλάμ βανε κείμενα τής Ρόζας Λούξεμπουργκ καί άναλύσεις τής πο λιτικής της πρακτικής: Le Spartakisme. Les demieres armies de Karl Liebknecht et de Rosa Luxemburg; 1914-1919, Editions F Arche, 1967. Τό νέο του έργο είναι πολύ άνώτερο άπ’ δ,τι είχε δημοσιευτεί μέχρι τώρα στό «έπίσημο» κομμουνιστικό στρα τόπεδο καί διακρίνεται Ιδιαίτερα γιά τήν ευνοϊκή του στάση συγκρινόμενο μέ γραπτά σάν έκεΐνα τοΰ Fred Oelssner* άπό τή Λ. Δ. Γερμανίας πού είχε σάν κύριο στόχο τήν καταγγελία τών άναρίθμητων «παρεκκλίσεων» τής Ρόζας Λούξεμπουργκ. Τό μνημειώδες Εργο τοΰ Badia (930 σελίδες) έντυπωσιάζει άρχικά μέ τήν πολυμάθεια καί τήν τεκμηρίωσή του. "Αν τό πο λωνικό τμήμα τοΰ έργου τής Ρ. Λούξεμπουργκ άφήνεται σκο πίμως στήν άκρη —γιά λόγους πού μάς φαίνονται πολύ συζη τήσιμοι5— τό σύνολο τών γερμανικών δραστηριοτήτων καί γραπτών μελετάται μέ άκριβή καί ένδιαφέροντα τρόπο. Τό βιβλίο άποτελεΐται άπό τρία τμήματα: μιά πολιτική βιο γραφία τής Ρόζας Λούξεμπουργκ (πρώτο μέρος: «Μάχες στό έσωτερικό τής σοσιαλδημοκρατίας»' δεύτερο μέρος: « Ό πό λεμος καί οί έπαναστάσεις»), μιά άνάλυση τής σκέψης της (τρίτο μέρος: «θεωρίες καί λεξιλόγιο») καί μιά μελέτη τοΰ λογοτεχνικού της ΰφους (τέταρτο μέρος: «Γραφή, λόγος καί προσωπικότητα»). Τό πιό άνεπτυγμένο καί πιό τεκμηριωμένο τμήμα είναι ή βιογραφία, πού έξετάζει τούς μεγάλους πολιτι 136
κούς άγώνες τής Ρ. Λούξεμπουργκ ένάντια στόν ρεβιζιονισμό, ένάντια στόν Κάουτσκι, ένάντια στή συνθηκολόγηση τής 4ης Αύγούστου 1914 καί τήν πάλη της γιά τή σοσιαλιστι κή έπανάσταση (1918-19). Τό ζήτημα-κλειδί τών σχέσεων με ταξύ Ρ. Λούξεμπουργκ καί Λένιν προσεγγίζεται μέ Ινα τρόπο πού θεωρούμε πολύ διαφωτιστικό: κατ’ άρχήν δταν δείχνει δτι πέρα άπό τίς σημαντικές καί πραγματικές διαφωνίες (πά νω στό έθνικό ζήτημα, πάνω στή θεωρία τοΰ κόμματος, κλπ.) τοποθετούνται καί οί δυό στό ίδιο θεμελιακό πεδίο: τό πεδίο τής διεθνιστικής άριστεράς τοΰ έργατικοΰ κινήματος- στή συ νέχεια, δταν τονίζει δτι (άκόμα καί στά πλαίσια τής λενινιστικής προβληματικής)ή Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν πιό διαυγής άπό τόν Λένιν σέ μιά σειρά ζητήματα- δταν άποκάλυτπε, πολύ πρίν τό 1914, τήν άποτελμάτωση τής γερμανικής σοσιαλδη μοκρατίας στήν καπιταλιστική κοινωνία, (σελ. 176) καί προέβλεπε, άπό τό 1918 κιόλας, τούς κινδύνους πού άπορρέουν άναπόφευκτα άπό τήν έλλειψη δημοκρατίας μέσα στό έργατικό κόμμα (σελ. 440). ’Αντίθετα, τό σύντομο κεφάλαιο πού άφιερώνεται στίς σχέσεις μεταξύ Ρόζας Λούξεμπουργκ καί Τρότσκι είναι πολύ λιγότερο πειστικό, μέ τήν προσπάθειά του νά άρνηθεϊ κάθε «σύγκλιση» τών ποντικών τους άντιλήψεων πώς γίνεται, γιά παράδειγμα, νά άρνηθοΰμε τήν όμοιότητα τών όργανωτικών θέσεων τής Ρ. Λούξεμπουργκ στά 1903-4 μέ έκεϊνες πού ύποστήριξε ό Τρότσκι στά Πολιτικά μας καθήκοντα (1904) (κριτική τοΰ Ιακωβινισμού μέσα στό ρωσικό έργατικό κόμμα, κλπ); Καί πώς νά έρμηνεύσουμε, άν δχι σάν «σύγκλιση», τήν υΙοθέτηση άπό τό συνέδριο τοΰ 1908 τοΰ S.D.K. Pol., τοΰ πολωνικοΰ κόμματος ϋπό τήν ήγεσία τής Ρ. Λούξεμπουργκ, τοΰ συνθήματος τής «δικτατορίας τοΰ προλε ταριάτου πού στηρίζεται ,στήν άγροτιά», πού πρόβαλλε τήν Ίδια στιγμή ό Τρότσκι (σέ άνήθεση μέ τό σύνθημα τών μπολ σεβίκων έκείνης τής περιόδου, τή «δημοκρατική δικτατορία τοΰ προλεταριάτου καί τής άγροτιάς»); Τά γεγονότα αύτά, πού ό Badia δέν άναφέρει, θά τοΰ είχαν έπιτρέψει νά δώσει μιά πιό άκριβή καί λιγότερο σχηματική είκόνα τών όμοιοτήτων καί τών διαφορών άνάμεσα στούς δυό έπαναστάτες στο χαστές καί ήγέτες. Τό δεύτερο τμήμα, πού άφιερώνεται στή θεωρητική συμβο λή τής Ρόζας Λούξεμπουργκ, περιέχει μιά συνολική άποψη τών πολιτικών της Ιδεών καθώς καί πιό διεξοδικές μελέτες τοΰ έθνικοΰ ζητήματος καί τής Συσσώρευσης τοΰ κεφαλαίου. Ή άνάλυση τοΰ Badia σχετικά μέ τήν περίφημη όργανωτική 137
πολεμική άνάμεσα στή Ρ. Λούξεμπουργκ καί τόν Λένιν είναι προσεκτική καί ξεχωρίζει άπό τίς σχηματικές καί Επιδερμι κές παρουσιάσεις αύτής τής συζήτησης, δείχνοντας άφ’ ένός δτι οί θέσεις τής Ρ. Λούξεμπουργκ άπεΐχαν πολύ άπό Εναν υποτιθέμενο «αύθορμητισμό» καί άφ’ Ετέρου δτι οί θέσεις τοΰ Λένιν τό 1903-4 (77 νά κάνουμε; κλπ) ήταν σέ μεγάλο βαθμό περιστασιακές. Αντίθετα, όρισμένες Εκτιμήσεις τοΰ κεφαλαί ου πού διερευνά τό πολιτικό λεξιλόγιο τής Ρόζας Λούξε μπουργκ μάς φαίνονται άμφισβητήσιμες καί είδικά ή (δέα δτι τό προλεταριάτο ήταν γι’ αύτήν «Ενα μυθικό πρόσωπο, προι κισμένο άπό τή φύση του μέ δλες τίς άρετές6» (σελ. 557). Αύτό τό κεφάλαιο θά άνήκε μάλλον στό τρίτο τμήμα πού Εξετάζει τό ΰφος τής Ρ. Λούξεμπουργκ ώς δημοσιογράφου, λιβελογράφου, ρήτορα, συγγραφέα καί Επιστολογράφου. Αυ τός δ τρόπος προσέγγισης τοΰ Εργου τής Ρόζας Λούξε μπουργκ άπό τήν άποψη τής γραφής είναι άρκετά πρωτότυ πος: ό Badia άναπτύσσει τή θέση σύμφωνα μέ τήν όποία θά Επρεπε νά θεωρήσουμε τή Ρ. Λούξεμπουργκ ώς συγγραφέα καί ώς Ενα άπό τούς μεγαλύτερους γερμανούς πολιτικούς λιβελογράφους τής σύγχρονης Εποχής δίπλα στόν Κάρλ Κράους καί τόν Κούρτ Τουχόλσκι (σελ. 680). Στή μελέτη του γιά τήν οίκονομική σκέψη τής Ρ. Λούξε μπουργκ ό Badia άσκεϊ κριτική σ ’ αύτό πού θεωρεί ώς «τάση της νά Εξιδανικεύει τίς προκαπιταλιστικές Ιθαγενείς κοινότη τες» καί νά παρουσιάζει μιά «εΙκόνα ειδυλλιακής άπόχρωσης»: «σ’ αύτές τίς κοινότητες πού κοσμοΰνται μέ δλες τίς άρετές καί πού θεωροΰνται σχεδόν σταθερές, ή Ρόζα Λούξε μπουργκ άντιτάσσει τήν καταστροφική λειτουργία Ενός καπιταλισμοΰ πού δέν Εχει πιά άπολύτως τίποτα τό προοδευτικό. ’Απέχουμε πολύ άπό τήν κατακτητική άστική τάξη πού άπεικόνιζε ό Μάρξ στό Μανιφέστο» (σελ. 498, 501). Είναι άλήθεια δτι ή Ρ. Λούξεμπουργκ άναλύει τίς παραδοσιακές άγροτικές δομές άπό μιά σκοπιά πού Εμπνέεται άπό τόν οίκονομικό ρο μαντισμό- άλλά Εχει άναγκαστικά άδικο; Ό πω ς καί νά είναι, ή θέση της είναι πολύ πιό εύέλικτη άπ’ δ,τι παρουσιάζει ό Badia. Σέ Ενα σημείο τής ΕΙσαγαηής στήν πολιτική οίκονομία, άναγνωρίζει σαφώς δτι ή διείσδυση τοΰ καπιταλισμοΰ στίς άποικίες Αντιπροσωπεύει μιά οίκονομική πρόοδο- συγχρόνως δμως τονίζει δτι φέρνει, σέ μιά Εξαιρετικά διαλεκτική άντίφαση, μιά δρισμένη κοινωνική όπισθοδρόμηση, πού Επιβάλλει στούς άποικισμένους λαούς μιά μάστιγα «χειρότερη άπό κάθε καταπίεση καί άπό κάθε Εκμετάλλευση»: τήν άνασφάλεια τής 138
κοινωνικής ύπαρξης7. Ή σύγκριση μέ τό Μανιφέστο, πού έπιχειρεΐ ό Badia, μάς φαίνεται άνεπαρκής. Δέν θά έπρεπε νά ξεχάσουμε τά μεταγε νέστερα γραπτά τοΰ Μάρξ καί τοΰ Ένγκελς, Ιδίως τήν Κατα γωγή τής οίκογένειας τοΰ Ένγκελς, άπό τήν όποία ή Ρόζα Λούξεμπουργκ άντλησε μάλλον τήν έμπνευσή της καί πού παρουσιάζει έναν προβληματισμό άνάλογο μέ τόν δικό της. Ή «ρομανπκή έπανασταπκή» θεώρηση τής Ρ. Λούξε μπουργκ άντίκρυ στόν πρωτόγονο κομμουνισμό τών παραδο σιακών κοινωνικών σχημαπσμών στίς άποικισμένες χώρες (‘Ινδίες, Αλγερία, κλπ.) άποτελεΐ μήπως μιά έξιδανίκευση; Χωρίς νά θέλουμε νά κλείσουμε τή συζήτηση, νομίζουμε δτι δέν έχει άδικο δταν ύπογραμμίζει τά προτερήματα αύτών τών προκαπιταλιστικών κοινωνιών μιά κοινοπκή ζωή βασισμένη σέ στενούς κοινωνικούς δεσμούς καί συχνά σέ ίσωπκές καί συλλογικές δομές Ιδιοκτησίας καί κατανάλωσης — προτερή ματα πού άφανίστηκαν, λεηλατήθηκαν καί συντρίφθηκαν άνελέητα άπό τόν θριαμβευτή καπιταλισμό πού έπιβλήθηκε μέ τή βία τών άποικτοκρατών. Πιστεύουμε δ π οί δύο κύριες κριπκές πού θά μπορούσαμε νά κάνουμε στό βιβλίο τοΰ Badia είναι: Ι)Ή πρόθεσή του νά θεωρήσει δτι ή Ρόζα Λούξεμπουργκ «ήταν πρώτα άπ’ δλα δημοσιογράφος» (σελ. 593 καί σελ. 540), μέ άποτέλεσμα νά υπάρχει μιά πραγμαπκή δυσαναλογία στήν οίκονομία τοΰ έργου: 144 σελίδες γιά τή θεωρητική συμ βολή τής Ρ. Λούξεμπουργκ καί 210 σελίδες γιά τό λεξιλόγιο, τή γραφή, κλπ. Άλλά, καθώς τονίζει δικαιολογημένα ό ίδιος ό Badia: «Γιά τή Ρόζα Λούξεμπουργκ, ή γλώσσα δέν είναι παρά ένα μέσο: ό στόχος είναι ή έγκαθίδρυση μιάς τάξης πού θά έπιτρέπει στόν άνθρωπο νά είναι άνθρώπινος» (σελ. 680). Αύτό έχει σάν έπακόλουθο, κατά τή γνώμη μας, δτι ή Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι πρώτα άπ’ δλα μιά έπαναστάτρια καί ένα έργο γΓ αύτήν πρέπει νά στηρίζεται σταθερά πάνω σ ’ αύτήν τήν προϋπόθεση. Ή έγνοια τοΰ Badia νά άνακαλύψει τόν παραγνωρισμένο συγγραφέα στό πρόσωπο τής Ρ. Λούξε μπουργκ είναι άξιέπαινη, τόν κάνει δμως νά χάνει άπό τά μάτια του τή διάκριση άνάμεσα στό έπάγγελμα (metier) καί τήν κλίση (vocation). 2) Ή έλλειψη ένότητας τοϋ έργου, πού άπορρέει σέ ένα όρισμένο βαθμό άπό τό πρώτο λάθος. ’Εξάλλου, ό Badia έχει συνείδηση τοϋ προβλήματος: άναγνωρίζει δτι «θά μπορούσε κανείς νά φοβηθεί δ π αύτή ή έργασία είναι ένα άθροισμα 139
ποικίλων Ερευνών», άλλά τό ζήτημα λύνεται γΓ αύτόν στό μέτρο πού υπάρχει «άνάμεσα στίς διάφορες πτυχές τής Ερευ νάς μας μιά ξεκάθαρη σύνδεση: ή προσωπικότητα τής Ρόζας Λούξεμπουργκ τής όποίας ό πλούτος άποκαλύπτεται άπό αύτήν» (σελ. 24). Ά λλά μέ αύτόν τό διαμελισμό, μέ αύτόν τόν κατακερματισμό τοΰ βιβλίου άνάμεσα στή βιογραφία, τή θεω ρία, τό ύφος, κλπ. πιστεύουμε δτι Εξαφανίζεται ή ενότητα τοΰ προσώπου τής Ρ. Λούξεμπουργκ πού είναι τόσο σημαντική δσο καί ή πολυμορφία καί ό πλούτος της: ή Ενότητα μεταξύ θεωρίας καί πρακτικής στήν Επαναστατική δραστηριότητα. Μ’ αύτήν τήν Εννοια, ή δομή τοΰ Εργου τοΰ Πάουλ Φρέλιχ μάς φαίνεται ή πιό σωστή, μέ τό στενό συνδυασμό πού Επιχει ρεί άνάμεσα στό Εργο καί τή ζωή τής Ρ. Λούξεμπουργκ καί μέ τήν κατάδειξη τής Ενότητας καί τής συνοχής πού συγκεντρώ νει γύρω άπό τήν ίδια Εστία τήν πολυδιάστατη άκτινοβολία τής Ρ. Λούξεμπουργκ: τήν πάλη γιά τή σοσιαλιστική ΕπανάΠαρά τίς κριτικές αύτές, όφείλουμε νά τονίσουμε δτι τό βιβλίο τοΰ Badia, μέ τή σαφήνεια καί τήν ποιότητα τών άναλύσεών του, άξίζει νά γίνει Ενα άπό τά «κλασικά» Εργα άναφορδς στή Ρόζα Λούξεμπουργκ. Τό γεγονός Εξάλλου δτι δημο σιεύεται στίς Επίσημες Εκδόσεις τοΰ Γαλλικοΰ Κομμουνιστι κού Κόμματος Ενα Εργο πού βρίσκεται σέ πλήρη ρήξη μέ τά θλιβερά πονήματα τοΰ Στάλιν γιά τή Ρ. Λούξεμπουργκ τοΰ 19318, είναι πολιτικά σημαντικό καί άποτελεΐ άναμφίβολα Ενα προϊόν τοΰ προαναφερμένου «νέου κλίματος». Λίγο μετά άπό τό βιβλίο τοΰ Badia δημοσιεύτηκε στίς Εκδό σεις Maspero ή άλληλογραφία τής Ρ. Λούξεμπουργκ τών χρό νων 1891-1914, μέ τόν τίτλο Vive la lutte! (παρμένο άπό Ενα γράμμα τής Ρ. Λούξεμπουργκ τοΰ 1914). Τά γράμματα αύτά (πολλά άπό τά όποια ήταν άνέκδοτα) συγκεντρώθηκαν, μετα φράστηκαν καί σχολιάστηκαν άπό μιά όμάδα (μαρξιστών γερμανιστών υπό τή διεύθυνση τοΰ Georges Haupt: τήν Claudie Weill, τήν Irene Petit καί τόν Gilbert Badia. Ή Oaudie Weill είχε ήδη μεταφράσει καί παρουσιάσει τά Πολιτικά γρα πτά 1917-18 τής Ρ. Λούξεμπουργκ (Oeuvres. II, Maspero, 1971) καί είναι Εξάλλου καί ό συγγραφέας του Εργου Marxistes russes et social-democratie allemande 1898-1904 (Maspero, Παρίσι, 1977). Ή Irene Petit, πού είναι γνωστή γιά τίς Ερευνές της γύρω άπό τή σκέψη τοΰ Κάουτσκι, είχε μεταφράσει καί πα ρουσιάσει τή Συσσώρευση τοΰ κεφαλαίου (Oeuvres. Ill, IV, Ma spero, 1972). Ό σ ο γιά τόν Georges Haupt, συγγραφέα άρκε140
τών Εργων γιά τη W Διεθνή (Le Congres manque. Maspero, 1965, Socialism and the Great War. Oxford, 1972, Programm und Wirklichkeit, Luchterhand, 1970, κλπ.) καί ένός δοκιμίου γύρω άπό τό έθνικό ζήτημα στήν Ρόζα Λούξεμπουργκ (Clau dio Pozzoli, edit. Rosa Luxemburg oder die Bestimmung des Sozialismus, Φραγκφούρτη, Suhrkamp, 1974), είναι πιθανόν ό καλύτερος εύρωπαΐος είδικός τής Ιστορίας τοΰ διεθνούς έργατικοΰ κινήματος. Στήν παρουσίαση τοΰ τόμου Vive la hitte! ό Haupt σχεδιά ζει, σέ μερικές δεκάδες σελίδες, μιά έξαιρετική σύνθεση τής πορείας τής Ρ. Λούξεμπουργκ μέχρι τό 1914 καί τής θέσης πού κατέχει ή άλληλογραφία της στόν άγώνα της. Δείχνει άρχικά «τήν όργανική ένότητα» αυτής τής διανοητικής καί πολιτικής πορείας,μιά ένότητα στηριγμένη στό έπαναστατικό πάθος καί σέ ένα αυστηρό καί άδιάλλακτο μαρξισμό. Ξεκι νώντας άπ’ αύτή τήν προϋπόθεση, μπορεΐ εύκολα νά παραμε ρίσει τό περίφημο καί μνημειώδες άτόπημα τοΰ Nettl: δτι ή πάλη ένάντια στόν Μπερνστάιν υπήρξε γιά τήν Ρ. Λούξε μπουργκ μιά πρόφαση γιά νά «σταδιοδρομήσει» μέσα στό S.P.D... Ό Haupt Εχει δίκιο δταν τονίζει δτι «ό Nettl ξεκινάει άπό ένα λαθεμένο άξίωμα καί χειρίζεται κατηγορίες ξένες πρός τή νοοτροπία τής Ρόζας Λούξεμπουργκ καί τών σοσιαλι στών άγωνιστών τής έποχής της» (σελ. 18). Γιά τήν Ρ. Λούξε μπουργκ ό άγώνας ένάντια στόν ρεβιζιονισμό δέν ήταν μιά εύκαιρία γιά νά άποσπάσει τήν προσοχή άλλά «ένα έπιτακτικό καθήκον, μιά άποστολή πρός έκτέλεση», γιά νά διασωθεί ή Ίδια ή Οπαρξη τοΰ σοσιαλιστικού έργατικοΰ κινήματος (σελ. 18). Κατόπιν, ό Haupt δείχνει πώς, ξεκινώντας άπό τόν έπανα στατικό καί άσυμβίβαστο μαρξισμό τής Ρ. Λούξεμπουργκ, ή ρήξη μέ τόν Κάουτσκι (1910) καί μέ τό Κέντρο, «πού άντιλαμβάνεται τό μαρξισμό ώς νομιμόφρονα Ιδεολογία» ήταν άναπόφευκτη· ρήξη πού έξηγεΐται έπίσης μέ τή θεμελιώδη διαφορά άνάμεσα στή διαλεκτική σκέψη τής Ρ. Λούξεμπουργκ καί τό μαρξισμό τοΰ Κάουτσκι «πού έξαρτιόταν άπό τό πνευματικό κλίμα τοΰ τέλους τοΰ 19ου αίώνα, τόν έπιστη μονισμό, τόν θετικιστικό όρθολογισμό πού ύποκαθιστά τή διαλεκτική μέ ένα γραμμικό έξελικτικισμό καί έρμηνεύει τόν Ιστορικό υλι σμό μέσα άπό τό πρίσμα τοΰ κοινωνικού δαρβινισμού» (σελ. 26). Ό πρόλογος τοΰ Vive la httte! τελειώνει με μιά συνοπτική έξέταση τών σχέσεων άνάμεσα στόν Λένιν καί τήν Ρ. Λούξε μπουργκ, τής συμμαχίας τους καί τών συγκρούσεών τους. Κα 141
τά τόν Haupt, ή μεγαλύτερη Επίκριση τής Ρ. Λούξεμπουργκ στόν μπολσεβίκο ήγέτη ήταν δτι «συγχέει πολιτικές διαφο ρές άπόψεων καί διασπαστική πρακτική» (σελ. 33). θ ά μπο ρούσαμε ωστόσο νά προσθέσουμε δτι μετά τό 1914, ή Ρόζα Λούξεμπουργκ υποχρεώθηκε νά προχωρήσει σέ μιά «διασπα στική πρακτική» δταν οί «διαφορές άπόψεων» μέ τό S.P.D. πρώτα καί τό U.S.P.D. στή συνέχεια είχαν γίνει πολύ βαθιές γιά νά έπιτρέπουν τή συνύπαρξη μέσα στήν ίδια όργάνωση. Ό τόμος περιέχει πάνω άπό διακόσια γράμματα πού άπευθύνονται σέ άνταποκριτές διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών με ρικοί άπ’ αύτούς είναι προσωπικότητες τοΰ διεθνοΰς σοσιαλι σμού: Kautsky, Mehring, Bebel, Zetkin, Guesde, Plekhanov, Roland-Holst, Huysmans' άλλοι άνήκουν στό πολωνικό έργατικό κίνημα (Leo Jogisches, Cezaryna Wojnarowska, Feliks Dzeijinski, Julian Marchlewski, Adolf Wareawski), στό γερμα νικό (Kurt Eisner, Conrad Haenisch, Karl Liebknecht, Richard Fisher, Wilhelm Dittmann, Arthur Stadthagen, Wilhelm Pieck, Qara Zetkin, κλπ.), στό ρωσικό (Pavel Axelrod, Alexandre Bogdanov, Feodor Dan, Anatoli Lunatcharski, Alexandre Potresov), στό δανέζικο (Thorvald Staunning), στό τσέχικο (An tonin Nemec)- τέλος, βρίσκουμε καί μιά όμάδα πού συνδέεται μέ τή Ρ. Λούξεμπουργκ μέ σχέσεις κυρίως προσωπικές: Gert rud Zlottko, Luise Kautsky, Kostia Zetkin, Robert καί Mathilde Seidel. Τά γράμματα τής Ρόζας Λούξεμπουργκ είναι άπαραίτητα ντοκουμέντα γιά τήν κατανόηση τής προσωπικότητάς της καί τή μελέτη τής πολιτικής της δραστηριότητας· δλοι οί βιογρά φοι της τά χρησιμοποίησαν έκτενέστατα στίς έργασίες τους. Καθώς υπογραμμίζει ό Haupt, φωτίζουν «τήν Εκταση τοΰ πε δίου δράσης της, τήν πολλαπλότητα τών Ενδιαφερόντων της, τήν ευρύτητα τών θεωρητικών, πολιτικών καί άνθρωπίνων άναζητήσεών της» (σελ. 12). Προσφέρουν Επίσης καμιά φορά σημαντικές πολιτικές άναλύσεις πού ή Ρόζα Λούξεμπουργκ δέν μποροΰσε (άκόμα) νά φέρει στή δημοσιότητα, άλλά πού μαρτυρούν τήν Εκπληκτική της διαύγεια. Σκεφτόμαστε, γιά παράδειγμα τό γράμμα στήν Qara Zetkin στίς άρχές τοΰ 1907 γιά τό S.P.D., δπου παραπονιέται μέ πίκρα, «μέ όδύνη», γιά «τή μικροψυχία καί τή μικροπρέπεια πού βασιλεύουν στό κόμμα μας», καί είδικά «στό άνώτερο στρώμα τών άρχισυντακτών, βουλευτών καί όππορτουνιστών συνδικαλιστικών ήγετών». Μέ τή σκέψη της στό μέλλον, τονίζει: «πρέπει νά ύπολογίσουμε τήν άναπόφευκτη άντίσταση αύτών τών άνθρώπων. 142
δταν θά θελήσουμε νά κάνουμε τίς μάζες νά προχωρήσουν [...] θ ά προσπαθήσουν νά Επαναφέρουν τά πάντα στό κοινο βουλευτικό μέτρο, θά άποκαλέσουν «Εχθρό τοΰ λαού» καί θά καταπολεμήσουν μέ λύσσα κάθε κίνημα καί κάθε άνθρωπο πού θά θελήσει νά προχωρήσει πιό μακριά» (σελ. 285). Τά γεγονότα τοΰ 1914-19 θά έρθουν νά Επιβεβαιώσουν αύτή τήν προφητεία πέρα άπό κάθε προσδοκία, άλλά καί ή διεισδυτική άνάλυση τής Ρόζας Λούξεμπουργκ δέν ξεπερνάει τήν περί πτωση τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας;
143
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩ ΓΗ Σ I. Ό Bernard AUiot προσδιόρισε μέ Ακρίβεια καί σαφήνεια τό φαινόμενο: «συγγραφείς Επιτήδειοι στό μάρκετιγκ καί προικισμένοι μέ έκείνη τήν πυρετώδη ευαισθησία, πού Ετσι καί τυπωθεί Εξασφαλίζει καλά τιράζ, προσπαθούν νά προωθήσουν στή σκηνή τών μέσων μαζικής ένημέρωσης Ενα «νέο ρομαν τισμό-. Bernard Alliot, «le Fond de Pair est jaune». Le Monde, 15 Δεκ. 1978. Βλέπε έπίσης στήν Γδια Εφημερίδα τό ειρωνικό καί καυστικό σχόλιο τοΰ Ber trand Poirot-Delpech γιά τό βιβλίο τοδ Gonzague Saint-Bris (πού αύτοανακηρύσσεται Επικεφαλής τής νέας λογοτεχνικής μόδας), le Romantisme absolu. Stock. 1978. 1 Στό δοκίμιο «ή παλιά καί ή νέα κουλτούρα» (1919) ό Λούκατς άνέπτυσσε μία άνάλυση (φανερά Εμπνευσμένη άπό τό ρομαντισμό) πού διατηρεί μιά Εκπληκτική Επικαιρότητα: «Σάν συνέπεια τής παραγωγής γιά τήν άγορά — χωρίς τήν όποία ή καπιταλιστική Αναστάτωση τής παραγωγής θά ήταν άδιανόητη— προτιμοΟνται στή δημιουργία προϊόντων τά νεωτεριστικά. Εντυπωσι ακά καί Επιδεικτικά στοιχεία. Ενώ δέν παίρνεται ύπ’ δψη ή άνύψωση ή ό υποβιβασμός τής αύθεντικής Ενυπάρχουσας άξίας τοδ προϊόντος. Ή πολιτι στική άντανάκλαση αύτής τής άναστάτωσης είναι τό φαινόμενο πού συνή θως άκοκαλούμε μόδα. Ή μόδα καί ή κουλτούρα ύποδηλώνουν ώστόσο Εν νοιες, οι όποιες, άπό τήν Ιδια τους τήν ούσία, άλληλοαποκλείονται. Ή κυρι αρχία τής μόδας σημαίνει δτι ή μορφή, ή ποιότητα τοΟ προϊόντος πού φτάνει στήν άγορά μεταβάλλεται μέ μιά σύντομη περιοδικότητα, άνεξάρτητα δν διατηρούσε ή όχι μιά άξία άπό τήν Αποψη τής όμορφιδς ή τής χρήσης του... Αύτό Εχει σάν αποτέλεσμα νά Εξασθενίζει σιγά-σιγά κάθε όργανική άνάπτυ ξη, καί στή θέση της νά Εμφανίζεται μιά δραστηριότητα πού παραπαίει χωρίς κατεύθυνση καί Ενας κενός καί θορυβώδης ντιλεταντισμός». LukAcs, •Alte Kultur und neue Kultur», 1919, στό Taktik und Elhik, Luchterhand. Neuwied, 1975, σελ. 138. 3. Claude Lefort, «Marx, d’une vision de I’histoire &I’autre» στό les Formes de thisto&e, essais danthropologie politique. Gallimard, Παρίσι, 1978, σελ. 210. 4. Βλέπε π.χ. John Bowie, Western Political Thought, Melthuen, Λονδίνο, 1961, βιβλίο 3, Κεφάλαιο IX: «The romantic Reaction: Rousseau and Burke». 5.Carl Sdumn,Politisthe Romantik, Verlag von Duncker und Humbolt, Μό ναχο καί Λειψία, 1925. Zweite Auflage, σελ. 227. 6. Βλέπε Jacques Droz, le Romauisme allemand et fEtat. Payot, 1966, σελ. 294. 7. Δέν μπορούμε νά άνακτύξουμε σ ’ αύτό τόν πρόλογο μία άνάλυση τοΟ άντικαπιταλιστικοΟ ρομαντισμού καθώς καί τών ιστορικών καί κοινωνικών του καταβολών στή Γερμανία. Σχετικά μ’ αύτό τό θέμα παραπέμπουμε στό Εργο μας Pour une sodologie des mtellectuels Rfvolutionnaires: revolution politi que de Lukics 1909-1929. Presses Univeisitaiies de France, 1976, κεφ. 1, 3. 8. Martin Buber, Pfade in Utopia, Verlag Lambert Schneider, ΧαΙδελβέργη, 1950, VI. 9. Michael UJwy, Pour une sodologie des mtellectuels..., σελ. 28. 10. Paul Bnines, «Marxism, Romanticism, and the case of Georg Lukacs: notes on some recent sources and situations», στό Studies in Romanticism rfi 16,1977, σελ. 475-476· καί Jeffrey Herf, «Review of M. LiSwy, Pour une sodologie des imdlectuels», Telos. n° 37, Φθινόπωρο 1978, σελ. 228.
144
11. Παρατίθεται άπό τόν Λούκατς, >Heinc et la involution de 1848». Europe, Μάης-Ίούνης 1956, σελ. 54. Ό Λούκατς τονίζει δτι βρίσκουμε στό Εργο τοΟ Χάινε «μιά άδιάκοπη καί διαλεκτική, γεμάτη άντιφάσεις, άλληλοδιείσδυση ρομαντικών τάσεων καί τάσεων γιά Ενα όριστικό ξεπέρασμα τοΟ ρομαντι12. F. Engels. «Die Lage Englands», 1844. στό Mam. Engels. Werke I, Dietz Verlag, Βερολίνο, 1961, σελ. 528. 13. Thomas Carlyle, Chartism. Λονδίνο, 1840, σελ. 34, σημειωμένο άκό τόν Μάρξ στό τετράδιο Excerpthefte B35AD89a. Αύτό τό άνέκδοτο τετράδιο βρί σκεται στό Marx-Ertgels Archief τοΟ Διεθνούς ’Ινστιτούτου κοινωνικής Ιστορί ας στό Άμστερνταμ, δπου μπορέσαμε νά τό συμβουλευτούμε. 14. Στό Mam, Engels, Werke. 7, Dietz Verlag, Βερολίνο, 1961, σελ. 255 ή υπογράμμιση είναι δική μας (M.L.). 15. Engels, Lenre i Miss Harkness, 'Απρίλιος 1888, στό M an, Engels, Briefwechsel, Dietz Berlin, 1953, σελ. 481. Ό δρος «ρομαντικός» δέν προσδιορίζει έδώ κανένα λογοτεχνικό είδος, άλλά τήν κοινωνική καί πολιτική θεώρηση τοΰ κόσμου τοΟ Μπαλζάκ. 16. Alvin Gouldner, For Sociology. Allen Lane, Λονδίνο, 1973, σελ. 339· καί Ernst Fischer, The Essential Marx. Νέα ‘Υόρκη, Herder and Herder, 1970, σελ. 15. 17. Marx, Engels, Le Manifeste Communiste. Ed. Costs, 1953, σελ 99,102-103. 18. Paul Breines, δ.π.π., σελ. 476. 19. Παράρτημα στό Engels, rOrigine de la famille, de la propriiti privie et de fEial. Editions sociales. Παρίσι. 1975, σελ. 328-29. 20. Ό Ένγκελς προσθέτει φυσικά: «δχι μέ τήν παλιά της δψη πού παρήλθε, άλλά κάτω άπό μιά άνανεωμένη μορφή*. Engels, «la Marche», 1882, στό Origine de la famine..., σελ. 323. 21. Marx, Engels. Briefwechset. Dietz Verlag, Βερολίνο, 1953, σελ. 425. 22. Engels. Origine de la famille.... σελ. 105. Ό Ένγκελς σπεύδει νά προσθέ σει: «Αύτή είναι ή μιά πλευρά τού πράγματος. "Ας μή ξεχνάμε δμως δτι αύτή ή όργάνωση ήταν καταδικασμένη νά καταστραφεΐ23. Στό Ιδιο. σελ. 106. 24. Marx, Engels Briefweduel σελ. 408. 25. Marx, «The future Results of the British Rule in India». 1853, στό On Colonialism. Lawrence and Wishart, Λονδίνο, σελ. 90. 26. Παράρτημα στό fOrigine de la famille. σελ. 333' ή υπογράμμιση δική μας (M.L.). 27. Ό λος 6 ρώσικος μαρξισμός θά σημαδευτεί άπό τήν άντιλαΐκισηκή πολε μική καί θά πάρει ιναν άνπρομαντικό προσανατολισμό: αύτό είναι Ιδιαίτερα αίσθητό στά τέλη τοΟ 19ου αίώνα, δταν ό Ιδεολογικός άγώνας ένάντια στούς ναρόντνικους βρίσκεται στό άπόγειό του. Βλ. γιά παράδειγμα τήν περίφημη μπροσούρα τού Λένιν Pour caractiriser le romantisme ieonomique - Sismondi et nos sismondiens nationaux. 1897. 28. Πρόλογος στό R. Luxemburg, Introduction ύ riconomie politique. Ed. Anthropos, Παρίσι. 1970, σελ. XVIII. 29. Στό Klo. σελ. 138. 30. Rusa Luxemburg, δ.π,π., σελ. 91. 31. Στό Ιδιο. σελ. 80. Αύτό τό άπόσπασμα κινδυνεύει νά προκαλέσει μιά πολύ είδυλλιακή θεώρηση τής παραδοσιακής κοινωνικής δομής στήν Ινδία' σέ Ινα δλλο δμως κεφάλαιο τοΟ βιβλίου, ή Ρόζα Λούξεμπουργκ άναγνωρίζει δτι ή ύπαρξη, κάνω άπό τίς άγροτικές κοινότητες, μιάς δεσπστικής έξουσίας καί
145
μιας κάστας χρονομιούχαν (ερέαν, Εγκαθιδρύει σχέσεις Εκμετάλλευσης καί κοινανικής Ανισότητας. Βλ. στό ίδιο, σελ. 157-58. 32. Rosa Luxemburg, 7 V Accumulation o f Capital. Routledge and Kegan Paul Lid.. Λονδίνο, 1951, σελ. 376, 33. Στό Ιδη. σελ. 380. 34. Rosa Luxemburg. Introduction i Pfeonomie politique, σελ. 92. 31 -Μέ τή ροσική χορική κοινότητα, τερματίζεται ή ταραγμένη μοίρα τοΟ χρατόγονου άγρστικοβ κομμούνισμοΟ καί κλείνει 6 κύκλος. 'Α χό φυσικό κροίόν τής κοινανικής Εξέλιξης Koi καλύτερη Εγγύηση τής οίκονομικής κροόδου καθώς m i τής ύλΰής κπί χνευμαπκής εύημερίας τής κοινωνίας χού ήταν Αρχικά, ή Αγροτική κοινότητα γίνεται Ενα Εργαλείο τής πολιτικής κα( οίκονομικής καθυστέρησης. Ό ρβσος χορικός χού μαστιγώνεται Αχό τά μέλη τής δ νή ς του κοινότητας στήν (ητηρεσία τοΟ τσαρικοΟ άχολυταρχισμοΟ, νά η κά είναι ή χιό σκληρή Ιστορική κριτική τΑν στενών 6pimv τοΟ χρατόγονου κομμουνισμού καί ή η ό Εκδηλη Εκφραση τού γεγονότος Ατι τό κανονικό σχήμα ύπόγτπη καί αύτό στόν διαλεκτικό κανόνα: ή λογική γίνε ται χαραλογισμός, ή Αγαθοεργία γίνεται συμφορά. -Introduction ά rtconomie... σελ. 170. 36. Στό ISto. σελ. 133. 37. 'Αλλες χτυχές τής σχέσης τοΟ Λούκατς αύτή τήν κερίοδο μέ τό ρομαντι σμό Εξετάζονται στό βιβλίο μας Pour m e socioiogie des mtellectuels.... κεφ. I κπί II. 38. Lukics, «Ake Kukur und mue Kukur·, 1919, στό Taktik imd Ethik, Luchtahand, I97S, Neuwied, σελ. 136-142. 39. Lukics, («Der Funlcbonrwcchsd des HBtorischen Materialisinus·, 1919), στό Taktik mdEdHk. σελ. 116-122. Ή χαραλλαγή αύτοϋ τοΟ δοκιμίου χού θά δημοσιευτεί τό 1923 στό Ιστορία καί ταζκή σνκϊόηση είναι χολύ διαφορετι κή. 'Εξάλλου, χαρουσιάζει Ενδιαφέρον ή σύγκριση αύτής τής Ιδέας τού Λού κατς μέ τή θέση χού Ανέχτυξε 6 ΡοΟντολφ Μχάρο χάνα στό ρόλο μιάς καλλιτεχνικής καί χολιτικο-φιλοσοφικής χρακτικής ώς καθοριστικής διάστα σης |·Α ς ^ βενπκής κομμουνιστικής κοινανίας καί Αχαραίτητου δρου γιά νά δοθεί Ενα τέλος στήν κατάσταση ύχοταγής (subahemitai) τΑν Ανθρώχων. Βλ. Rudolf Bahro, TAhentatnt. P a r m e critique ώι sociahsme existant rMkment, Stock, 1979, σελ. 268-69. 40. Lukics, «Roension: Cart Shmitt, PoUtische Romantik», 1928, στό Gesehichte m d KUasatbewuatstm. Luchtertiand, Neuwied, 1968, σελ. 695-96. 41. Lukics. -Uber den Doetojewski Nachlass». Moskauer Rundschat. Μάρτιος 1931. Ό Λούκατς συγκρίνει τήν χορεία τοΟ Ντοστογιέφσκι Αχό τήν Εχαναστατική συνβμοσία μέχρι τήν όρθόδοξη Εκκλησία καί τόν τσαρισμό, μέ Εκείνη τοΟ Φρήντριχ Σλέγκελ, τοΟ δημοκράτη ρομαντικού χού τάχτηκε μέ τό μέρος τοΟ Μέτερνιχ καί τής καθολικής Εκκλησίας. 42. Lukics, «Dostoievsky», στό RtasBcht Revolution. Rusasche Litteratur, Rohwok. 1969, σελ. 148-49. Σ ' αύτή τήν Εκδοση, τό άρθρο χρονολογείται άχό τό 1943, στήν χραγματικότητα βμας είχε ήδη δημοσιευτώ στά ρώσικα στό χεριοδικό LiteratwmJ Kritik π· 9, 1936 43. Lukics, Earits de Moscou, Editions sodales, Παρίσι, 1974, σελ. 243, 257. 44. Στό Vto. σελ. 149, 159. 45. «Σύμφανα μέ τή μέθοδο τού Κιρχότιν, θά Εχρεχε νά κόψουμε χροσεκτικά τόν Καρλάυλ στά δύο, σέ Ενα -καλό- καί σέ Ενα -κακό- μέρος, καί άφοϋ θά Αχορρίχταμε Εκατό τοίς Εκατό τό «κακό» μισό, θά ήμασταν καταδικασμένοι νά μείνουμε μχροστά σ ' αύτό τό Αλυτο αίνιγμα: Αχό χού χροέρχεται τό -κα
ί46
λό» μέρος;· Λούκατς, στό 16κ>. σελ. 234-35. 46. Στό Ίδη. σελ. ISO, 235. 47. Στό Ι&ο. σελ. 167. 48. Lukics, «Α la recherche du bourgeois-, 1945, στό Thomas Mann. Maspero, 1967, σελ. 37. 49. Lukics, Drive Histoire de la litibature allemande, 1946, Nagel, Παρίσι, 1949, σελ. 94. 50. Lukics, Die ZerstSnmg der Vemuft, Aufbau Verlag, Βερολίνο, 1955, σελ. 105. 51. Lukics, «Vorwort», 1967, Geschidue und Klassenbewussisein. Luchterhand. 1968, σελ. 12-13. 52.Thomas Mann, «Kultur und Sozialismus». στό Die Forderwtg des Tages. Βερολίνο, 1930, σελ. 196.
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 1 1. Paul Honigsheim, «Der Max-Weber-Kreis in Heidelberg», Kdbier Viertel· jahrschrift Sozioiogie. 1926, 5, N · 3, σελ. 284. 2. Fritz K. Ringer, The Decline of German Motdarins. The German Academic Commmity, 1890-1933, Cambridge, Massachussets, Harvard University Press, 1964, σελ. 3. 3. Paul Honigsheim, On Wax Weber. New York. Free Press. 1968. σελ. 85. 4. Kart Jaspers, «Heidelberger Erinnerungen». Heidelberger JahrbOcher, 5, 1961, σελ. 5. 5. Paul Honigsheim, -Der Max-Weber-kreis...», σελ. 284. & Marianne Weber, Max Weber, ein Lebensbild. TObingen, J.C.B. Mohr, 1926, σελ. 474. 7.Gyorgy Lukics, «Esztetikai Kultura- (1910), στό MOveszel es tarsadalom (Τέχνη κα( κοινωνία), Βούδακίστη, Gandolat. 1969, σελ. 71. 8. Lukics. Lettre i Felix Bertaux (Μάρτιος 1913). THomme el la socUti. N° 43-44, 1977, σελ. 55. 9. Luden Goldmann, le Dieu cachi, Hude sur la vision tragique dans les -Perish es - de Pascal el dims le thMtre de Racine, Παρίσι, Gallimard, 1955, σελ. 40. 10. Παρατίθεται στόν Honigsheim, On Max Weber. Εργο κροηγ., σελ. 27. 11. Lukics, A Modern frama itrtenile, Budapest, Franklin, 1911, τομ. B \ σελ. 156-57, χαρατίθεται στόν F. Feher, «Die Geschichtsphilosophie des Dramas, die Metaphysik der TragOdie und die Utopic des untragischen Dramas, Scheidewege der Dramcntheorie des jungen Lukics», στό Die Seele und das Leben, Φραγκφούρτη/Μ., Suhricamp, 1977, σελ. 27. 12. Βλέκε GyOrgy Markus, «Lukics “erste” Asthetik: Zur Entwicklungs geschichte der Phioeophie des jungen Lukics», στό Die Seele und das Leben, σελ. 195. 13. Bela Balasz, “ Notes from a Diary (1911-1921)”, New Hungarian Quarterly, 1972, No 47, σελ. 173. 14. Lukics, «Zsido miszdicizmus». Szellem. 1911, N° 2, σελ. 256-57. 15. Lukics, «Von der Armut am Geiste. Ein Gesprtch und ein Brief». Neue W ater Βερολίνο, 1912, N° 5-6, σελ. 83. 16. Μαρτυρία τοΟ Paul Honigsheim. On Max Weber, σελ. 91. 17. Lukics, -W. SolovjefT, Ausgewihlte Werke, Bank II, Jena 1916», Archiv f i r Sozialwissensctuf! und Sozialpolilik. 1916-17, 42, σελ. 978. 18. Lukics, «Ariadne auf Naxas» (1916). στό Pail Ernst und Georg Lukics. Dokumente einer Freundschafi. Emsdetten, Verlag Lechte, 1974, σελ. 56.
147
19. DoslojewAi - Notizen. Ανέκδοτο, σελ. 12. X . Dostojewski - Notizen. σελ. 10. Niels Lyhne είναι 6 τίτλος ένός νατουραλιστικού μυθιστορήματος τοΟ δανοϋ συγγραφέα Ίωάννη-Πέτρου Γιάκομησεν, πού δημοσιεύτηκε τό 1880. Ό άθεΐσμός τοΟ ήρωά του χαρακτηρίζεται άκό μιά έγκαρτέρηση άπέναντι στήν πραγματικότητα, Ιναν παθητικό Ατομικι σμό, τήν πεποίθηση τής άπόλυτης μοναξιάς τών Ανθρώπων καί τού Αδύνατου τής συγχώνευσης τών ψυχών — μέ Αλλα λόγια: μιά θεώρηση τοΟ κόσμου πού βρίσκεται στόν Αντίθετο πόλο Από έκείνη τών ήρώων τού Ντοστογιέφσκι. 21. Boris Savinkov, Souvenirs dun lerroriste. Παρίσι. Payot, 1931, σελ. 60. ‘Ο Σάβινκοφ τονίζει συγχρόνως δτι 6 Καλιάγιεφ δέν είχε τίποτα τό κοινό μέ τήν κρατούσα θρησκεία καί δτι είχε ΑρνηθεΙ τή βοήθεια ένός Ιερωμένου τή στι γμή τής έκτέλεσής του. 21 Ropschin. Kon Bitchy. Νίκαια, 1913, σελ. 106. 23. Βλέπε σχετικά J. Scherrer, Die Petersburger Rehgids - Philosophischen Vereimgungen. Die Entwicklung des religidsen SelbstverstSndnisses Hirer Intelligencija Mitglieder (1901-1917). Βερολίνο — Βισμπάντεν, Otto Harrassowitz. 1973. 24. Βλέπε Paul Ernst und Georg Lukics. σελ. 64-74. 25: Dostojewski - Notizen. σελ. 143. 26. Paul Ernst, -Weitercs Gesprgch mit Georg (von) Lukics· (1917) στό Paul Ernst und Georg Lukics. σελ. 128. 27. Paul Ernst, Gedtmken zur WehHteratur. σελ. 340. 28. Ernst Bloch, Geist der Utopie (1918), Φραγκφοΰρτη, Suhrkamp, 1971, σελ. 298-99. Τό Απόσπασμα αύτό βρίσκεται σ ’ Ενα κεφάλαιο πού φέρνει τό χαρα κτηριστικό τίτλο: -Karl Mam, der Tod und die Apokalypse-. 29. Lukics, «Α Konservativ es progressziv Idealizmus vitaja», Huszadik - Szazad (1918), σέ παράρτημα τού Εργου μας Pour une sociologie des intellectuels rhotutionnaires; involution politique de Lukics. 1909-1929, Παρίσι, Presses Univeisitaires de France, 1977, σελ. 304-306. 30. Lukics, *A botsevizmus mint erk6ksi problema», Szabad Gondolat. 1918, σέ παράρτημα τού Εργου μας Pour une sociologie des intellectuels.... σελ. 310, μέ δική μας ύπογράμμιση. 31. Rosa Luxemburg, -Que veut la Ligue spartakiste·, στό Textes (δημοσιευμέ να Από τόν Gilbert Badia), Παρίσι, Ed. Sodales, 1970, σελ. 238. 32. Gilbert Badia, les Spartakistes. Παρίσι, JuDiard, 1966, σελ. 249-50. 33. Σέ μιΑ μελέτη γιΑ τή σπαρτακιστική έπανάσταση τού 1919, δ Andrf Prudhommeaux Ισχυρίζεται δη ή μεσσιανική -νέα θρησκεία» αυτών τών πρώ των κομμουνιστών ξεπερνούσε σέ δραματική Ενταση -τήν προστακτική αυ στηρότητα τού Εβραϊκού προφητισμού καί τού Χριστιανισμού τών πρώτων Εκκλησιών...» (Andri Pnidhommeaux, -la TragWie de Spartacus». στό Andre et Dori Pnidhommeaux, Spartacus et la Commune de Berlin. 1918-19. Παρίσι, Ed. Spartacus, 1949, σελ. 115). 34. Lukics. -A bolsevizmus...», σελ. 311. 35. Σύμφωνα μέ τήν ούγγαρέζα ποιήτρια Anna Lesznai, «ή μεταστροφή του συνέβη μεταξύ δύο Κυριακών: ό Σαούλ Εγινε Παύλος». Παρατίθεται Από τόν David Kettler, -Culture and Revolution: Lukics in the Hungarian Revolution of 1918-19», Telos. 1971. N° 10. σελ. 68-69. 36. Lukics, -Taktik und Ethik (1919)», στό Werke. Βερολίνο, Luchterhand. 1969, τ. II. σελ. 52-53. 37. Ernst Bloch. Thomas Mimzer (1921), Παρίσι, Julliard. 1964. σελ. 169. 38. Πρόκειται γιά τό Αρθρο -Uber den Dostojewski Nachlass». Moskauer Rund schau. Μάρτης 1931. Βλέπε σχετικά μ’ αύτό τό θέμα τή συνέντευξή μας μέ τόν
148
Έ ρνστ Μπλόχ (1974) a t παράρτημα τοΰ Εργου μας Pour une sodologie des inieBectuels..., σελ. 295. Ή έκδοχή τοΰ Λούκατς γιά τή διαφωνία τους είναι κάπως διαφορετική καί θέτει, Ενδεικτικά, στό Επίκεντρο τής διαμάχης τό ζήτημα τοΰ μυστυαομοϋ τοΰ Μηλόχ' σέ συνομιλίες μέ τούς μαθητές του στή Βουδαπέστη (Ιδίως μέ τόν Γκιόργκι Μάρκους), κατά τά τελευταία χρόνια τής ζωής του, ό Λούκατς άφησε νά έννοηθεΐ δτι οί σχέσεις άνάμεσά τους ψυχράνθηκαν γύρω στό '20, έπειτα άπό ένα γραπτό τοδ Μπλόχ γιά τή φιλοσοφία τής θρησκείας τοΰ Χέγκελ, διαποτισμένο άπό Εναν «άφόρητο μυστικισμό» (μαρ τυρία τοΰ Γκ. Μάρκους στόν συγγραφέα). Είναι πιθανό νά άναφέρεται ό Λούκατς στήν Επαυξημένη Εκδοση τοδ Ceisl der Utopie τοΰ 1923, δπου ό Μπλόχ Ασκεί κριτική στόν Χέγκελ αναφερόμενος στόν γερμανό μυσπκιστή Franz van Baader (Geist der Utopie [1923], Φραγκφούρτη/Μ., Suhrkamp, 1973, σελ. 231).
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 2 1. Βλ. La commmauti kumaine et funivers chez Kant. P.U.F., 1948, σελ. 22. 2. S. Nair καί M. L5wy, Goldmann. Seghers, Παρίσι, 1973, σελ. 12. 3. Luden Goldmann. MenscK Gemeinschafi und Welt in der Phitosophie Imma nuel Kants. Europa Verlag, Ζυρίχη, 1945, σελ. 246. Στή γαλλική Εκδοση, ό Γκολντμάν παρέλειψε αύτή τήν προσθήκη, έπειδή «δέν σχετιζόταν άμεσα μέ τή σκέψη τοΰ Κάντ, καί συνεπώς, μέ τό κυρίως θέμα τοΰ βιβλίου», Kant. 1948, σελ. 21. Είναι πράγματι 6 μοναδικός λόγος; 4. L. Goldmann, Ktmi. σελ. 25. 5. L. Goldmann. Recherches dialectiques. Παρίσι,Gallimard, 1959, σελ. 22. 6. G. Lukics, FAme et les formes. Παρίσι, Gallimard, 1974, σελ. 22. 7. L. Goldmann, -Georges Lukics, essayiste», 1950, στό Recherches dialecti ques. σελ. 249. 8. Στό Ιδιο, σελ. 251, καί «rEsthitique du jeune Lukics, 1961 στό Marxisme et sciences humaines. Gallimard, 1970, σελ. 231. 9. L. Goldmann, «Georges Lukics. essayiste», o.n.. σελ. 253. 10. L’Ame et les formes, σελ. 86-87. 11. Στό Ιδιο. σε> 55-78. 12. L. Goldmann, «Georges Lukics. essayiste». σελ. 248-251 καί Kirkegaard vivant. Gallimard. 1966. σελ. 131. 13. L. Goldmann, Kirkegatrd vmmr. σελ. 130-131. U. L’Ame et les formes, σελ. 249. 15. L. Goldmann, Recherches dialectiques. σελ. 253. Βλ. έπίσης. «Introduction aux premiers fcrits de Lukics», προσθήκη στό Lukics, Thiorie du roman. Gonthier, σειρά Mediations, 1963, σελ. 164-165. it. Στά Ίδιο (προσθήκη), σελ. 165. 17. Victor Serge, Mimores dun rtvohuionnaire. Ed. du Seuil. 1951, σελ. 51. 18. Βλ. Max Weber, Essays in sociology. Εκδ. Gerth and Mills, Routledge and Kegan Paul Ltd. London, 1967, καί F.K. Ringer, The Decline o f the German Mtrtdarins - The Germm Academic Community. Harvard University Press, Cambridge. 1969. 19. Βλ. τήν Εξαιρετική άνάλυση τοδ Μάξ Βέμπερ πάνω στήν «άμερικανοποίηση» τών γερμανικών Πανεπιστημίων στή διάλεξη τοδ 1919. «Wissenschaft als Benif·, γαλλική Εκδοση στό Max Weber, le Savtml et le politique. U.G.E., 1963. σελ. 56-57.
149
20. Βλ. Kutt Lenk, «Das tngeche Bewusstsein in der Deutschen Sonologie-. KSbter Zeitschrφ JOr Soaologte imd Social - psychologic. 16 Jahrzang, KMn, 21. L. Gotdmann, k Dint cachi. Παρίσι, GalUtnaid. 1955, σελ. 280. 22. Lukics, D k ZertSnmg der Verwft, Aufbau Verlag, Berlin, 1953. 23. L. Gotdmann, Ktmt. 1948, σελ. 21. 24. Xro Viο. σελ. 70. 25. Recherches dialectiques. σελ. 279. 2KLe Dieu cachi. σελ. 158. T.Strucnres mentales et crtatkm cuhwelle. Παρίσι, Anthropoe, 1970, σελ. 252. 28 Le Dieu cachi. σελ. 336. 29. Στό Κιο. σελ. 99. 30. Ε. Germain, «la victoire de Lton Trotsky·, Quatriime Internationale, τόμος 10, άρ. 5-10, Όκτώβρης 1952, σελ. 18. Ή ύχογράμμιση είναι δική μας. 31. Henri Lefebvre, Pascal. Nagel, Παρίσι, 1954, τ. ΒΓ, « λ . 240. 31 Recherches dialectiques. σελ. 190. 33. L. Goldmami Mandsme et sciences htmames. GalUmard, βαρά Idies, 1970, σελ. 260-261. 34. Βλ. Introduction aux premiers tents de Lukics, Thtorie Λ i romtm σελ. 170. 35. Lukics, Thtorie Λι roman, σελ. 155. 36. «Pour une approche marxiste des ttudes sur le marusme», Aimales. Γενάρης-Φλεβάρης 1963. Είναι κιθανόν νά γράφτηκε τό Αρθρο μεταξύ 1961-1962. 37. Serge Malet, la NouveUe Classe ouvritre. Παρίσι. Ed. du Seuil, 1963. 38. Βλ. τόν κρόλογό του στή συλλογή Marxisme et sciences himabies. Παρίσι, GaOimard, 1970. 39. «Le Thtttre de Genet·, 1966, στό Structures mentales et criation cultureBe. Anthropos, 1970, σελ. 338. 40. Στό Ιδιο. m i. 339.
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 3 I.Louis Althusser, Lire -if Capital*, Παρίσι, Maspero, 1965, T. 2, σελ. 74, 104, 197. 1 Βλ. Gramsci, II materiabsmo storico e la fibsofta di Benedetto Croce. Einaudi, Τορίνο, 1955, σελ. 145. 3. «Τά Ιργαηκά συμβούλια σάν όργαναπΐς τοΟ χρολεταριάτου στό σύνολό του, τοΟ συνειδηχοΟ βχως καί τοΟ μή-συνειδητοΟ, Αχό τό γεγονός καί μόνο τής Οχαρξής τους, ξεχερνοΟν τήν Αστική κοινωνία». Παραθέτει ό Robert Paris στό «Gramsci e la teoria critica del 1923·, Nuova Rivista Storica. Anno LIII, Τεύχη I, II. 1969, σελ. 167-168. 4. R. Paris, σελ. 168. 5. Lukics, «Mon chemin vers M a n ·, 1969, στό NomeUes Etudes hongroises, T. 8, 1974, σελ. 85. & «Lukics on his life and work·. New Left Review. No. 68, ’Ιούλιος 1971, σελ. 51. 7. Βλ. Giuseppe Fiori, La vie de Antonio Gramsci Fayard, 1970, σελ. 72-96. 8. Gramsci, «Notes sur la revolution russe·, στό llgrido detpopoh. 29 Ά χριλίa> 1917, στό Gramsd, Ecrits PoStiques, I, 1914-1920, GaOimard, Παρίσι, 1974, σελ. 121. Πρέχει νά Αναγνωρίσουμε χάντως τήν έντυκωσιακή διαύγεια καί διαίσθηση τοΟ Γκράμσι όταν Εγραφε τόν Ά χρίλιο τοΟ 1917: «Είμαστε χει-
150
σμένοι πώς ή Ρ ιιοκή Επανάσταση... d m μιά προλεταριακή πράξη καί πώς «ρέπει φυσιολογικά νά καταλήξα στό σοσιαλιστικό καθεστώς·. Στό ΙΛο. σελ. 119. 9. G n m d , la Rhokaitm ccmtrr It αψύαί -Avanti>, 24/11/1917 στό Eeriu I, σελ. 136. Σέ Αλλα γραπτά τοΟ 1918, Α Γκράμσι τονίζει: « Ό κριτικός κομμου νισμός Sέν ϊχ α τίποτα τό αχν ό μέ τό φιλοσοφικό θετικισμό' τή μεταφυσική κπί τό μυσηκισμό τής Εξέλιξης καί τής φύσης. Ό μαρξισμός στηρίζεται στό φιλοσοφικό Ιδεαλισμό.- Ό ψυσκός ιόμος. ή μοψώα κΗηση τ ύ τ χρσγμάτωτ τΑν ψευδο-έπιστημόνι στ Αν, ύκοκαταστάθηκε άχύ τή* Μμσψη βΜηοη τά* άοθρώχυη*. Άναφέρεται στόν Ε. Garin, «La Fonnazione di G ra m a e Croce*, στό Pratsl rtwtakmaria e uoridsmo m Gromsci «Quadena Critka M arxeu-, Ρώμη, 1967, σελ. 127. 10. Βλ. R. Pam, «Introduction k Granad», Eaits I, σελ. 29-30. Ό Γκράμσι είρονεύεται γιά τή χρησιμοποίηση τοΟ Αρου τούς ρεφορμιστές καί θετικιστές Αντιπάλους του μέσα στό Ιταλικό σοσιαλιστικό κόμμα: «Δέν ξέρετε τί νά Απαντήσετε στόν άντίλσγό σας; Πέστε του «ώς είναι ένας βαλονταριστής κι Ινας πραγματιστής, ή —κάνοντας τό σταυρό σας— ένας μπεργκαονιστής. Τό σύστημα Εχει σίγουρο άαστέλε^ια». Gramad, «Btiy o niano·. στό Gramsd. Sociahsmo e Fascismo, L'O tA k Atotv. 1921-1922. Enaudi. Topivo. 1972, σελ. 13. 11. Παρατίθεται στόν Fiori, σελ. 161. 12. Βλ. Fm i. σελ. 183. 13. Gianoci, -Alcuni termi deBa quotient moidionale». 1926, στό Gramsd, la Ccsmakme
ISI
τητα, b Γκράμσι —μετά τόν Βίκο καί τόν Κρότσε, μχοροΟμε νά χοΟμε— θά ξαναβρεί Ακριβώς τό κρόβλημα τοΟ Ιστορία καί ταξική συνείδηση: νά έχιχειρήσεις νά λύσεις τό δίλημμα κσύ θέτει ή Αστική σκέψη άνάμεσα στίς άξιολο γικές καί τίς κεριγραφικίς κρίσεις. Ανάμεσα στίς «κροκείμενες στήν όριστική» καί τά συμχεράσματα «στήν προστακτική» (Πουανκαρέ), σέ τελευταία Ανάλυση νά θεμελιώσεις τό μαρξισμό σάν γνώση τοΟ χαρόντος». 21. Λούκατς, Ι.Τ.Σ., σελ. 61. 22. Ε. Garin, La formazkme ώ Grarnsd, σελ. 122. 23. Grarnsd, II materiaUsmo storico. σελ. 203. Ή Αναφορά στόν Λένιν —κού ήταν Αδύνατο νά κατονομαστεί έξ αΙτίας τής λογοκρισίας τών φυλακών— είναι ξεκάθαρη. 24. Lukics, Ν. Bukharin: -Throne des historischen Materiahsmus (Rezension), 1925, στό Werke 2, σελ. 598-608, Grarnsd, II materiaUsmo storico, III. 25.J-M. Vincent, Fitichisme et sodhi. Amhropos, Παρίσι, 1973, σελ. 294. 26. Grarnsd, OnSne Nuovo. 1919-1920. Einaudi. Topivo, 1954, σελ. 139, 140, 157. 27. Grarnsd, Note sur MaMaveih. sulla potitica e sullo Stato Modemo, Einaudi, Topivo. 1955, σελ. 6-8, 53. 28. Στό Ιδιο. σελ. 51.
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 4 1. Δέν μχοροΟμε νά Αναχτύξουμε στά κλαίσια αύτοΟ τοΟ δοκιμίου τά στάδια καί τή σημασία αύτής τής χορείας. Σχετικά μ ' αύτό, καραχέμκουμε στό Εργο μας Pour m e sodologie des mtellectuels rtvoiutioniudres; revolution politique de Lukda 1909-1929. Presses universitaies de France, Παρίσι, 1976. 2. Andrew Arato, «Lukics Theory of Reification», Tebs άρ. II, Ά νο ιξη 1972, σελ. 33. 3. Paul Breines, *Marxism, Romanticism and the case of Georg Lukics: notes on some recent sources and situations». Studies in Rommtkism. τόμος 16, Φθινόκηρο 1977. 4. Lukics, Histoire et conscience de dasse. 1923, Editions de Minuh, I960, σελ. 113-114. Βλ. τό γερμανικό χραπότυχο Gesdiidue m d Klassenbewusstsein. στό Lukics, Werke. Band 2, Luchterhand, Neuwied, 1968, σελ. 261. 5. Ιστορία καί ταξική συνείδηση, σελ. 109, 112, 120, 127. 6./7Χ σελ. 1IS-1I9. Ί.ΓΓΣ. σελ. 119. ί.ΓΓΣ, σελ. 172-173, ύκοσημείωση. 9.Coletti, Le Marxisme et Hegel, 1969, Editions Champ libre, Παρίσι, 1971, σελ. 189. 10. Βλ. χ,χ. Das KepitaL I. στό Marx, Engels, Werke. Band 23, Dietz Verlag, Βερολίνο, 1968, σελ. 365-370. 11. Ernest Mandel, le Troisiime Age du capitaMsme, 10/18, Παρίσι, 1976, T. 3, σελ. 238^39. 12./7X. σελ. 286. 13. Παρατίθεται στό ΓΓΣ, σελ. 125. 14./ Τ ι σελ. 128. 15. ΓΓΣ. σελ. 129. I6l/ 7X σελ. 129. 17. ΓΓΣ, σελ. 237. Ι8.Γ7Ζ σελ. 135.
152
19. ΓΓΣ. σελ. 140. Ά.ΓΓΣ. σελ. 77. 21. ΓΓΣ. σελ. 205. 22. ΓΓΣ. σελ. 261. 23. ΓΓΣ. σελ. 57, 173, 235, 260. 24. ΓΓΣ. σελ. 123. 25. ΓΓΣ. σελ. 83. Γιά μιά σκιαγράφηση Ανάλυσης γύρω άκό τή θεώρηση τοΟ κόσμου τοΟ Μάξ Βέμκερ κα( τών πολυσύνθετων δεσμών της μέ τόν ρομαντι κό άντικακιταλισμό, βλέπε τό ιργο μας Pour wie sociologie des intellectuels..., σελ. 44-51. 26. Conversazioni con Lukics. di Wollgany Abendroth, Hans Heinz Hotz, Leo Kofler, De Donato Editore, 1968, σελ. 122. 27. ΓΓΣ, σελ. 207-208. 28. ΓΓΣ. σελ. 211. 29. ΓΓΣ. σελ. 224- Gesdiidue und Klassenbewusstsein. σελ. 366. 30. Πάνω στό διαφορετικό όρισμό τής Εννοιας τής Αντικειμενικής δυνατότη τας άκό τόν Μάξ Βέμκερ καί τόν Λούκατς, βλ. Areto, ο.κ., σελ. 62-63. 3Ι.Ι7Χ. σελ. 73, 205. 32. Lukics, -Vorwort- 1967, στό Werke. Band II, σελ. 26-27. 33. Στό Iδη. σελ. 26. 34. ΓΓΣ. σελ. 109, 114. 35. ΓΓΣ. σελ. 230, Gesdtidut und KL. σελ. 371. 36. ΓΓΣ. σελ. 123. 37. Lucien Goldmann, la RWkation , στό Redierches dialectiques. Galtimard, Παρίσι, 1959, σελ. 101. 38. Henri Lefebvre, la Somme et le reste, la Nef, Παρίσι, 1959, Vol. II, σελ. 521. 39. ΓΓΣ. σελ. 220. 40. Lefebvre, σελ. 521. 41.ΓΓΣ. σελ. 205, ή δκογράμμιση είναι δική μας. 42. Η. Lefebvre, σελ. 563.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 5 1. Lukics, «Mein Weg zu Marx», 1933 στό Sdrtften o r Ideologie undPotitik, Luchterhand, Neuwied, 1967, σελ. 327. 2. Γιά τή σχέση έκαναστατικοΟ συνδικαλισμοΟ καί ρομαντικοΟ άντικακιταλισμοΟ, βλέκε τό Εργο μας Pour ιme sodologie des intellectuels rbvohitiomaires.... σελ. 50, 54-57. 3. Lukics, -Vorwort-, 1967, Gesdiidue tmd Klassenbewusstsein. Luchterhand, Neuwied, 1969, σελ. 12. 4 Lulcics,«Le Changemcnt de b fonction du mattrialismc historique»,//(Ho(re et conscience de dasse (ΓΤΣ), 1923, E d de Minuit, Παρίσι, I960, σελ. 274. Αύτό τό κεφάλαιο είναι μιά κολύ άνασκευασμένη παραλλαγή μιάς διάλεξης τοΟ 1919. Τό έν λόγω άκόσκασμα. Ενσωματώθηκε κατά τή νέα συγγραφή τό 1922. 5. Histoire et conscience de dasse. Ed. de Minuit, Παρίσι, I960, σελ. 58. 6. ΓΓΣ. σελ. 62. 7. Rosa Luxemburg, -Massenstrcik, Partei und Geweriochafter·, στό PoBtisdte S&iften, Redam, Λαιρ(α, 1970, σελ. 194. 8. ΓΓΣ. σελ. 63. 9. Στό Ιδιο. σελ. 149-152. 10. ΓΓΣ. σελ. 63.
153
11. ΓΓΣ. σελ. 64. 12. ΓΓΣ. σελ. 63. 13. Lukics, Είσαγβιγή στό Rosa Luxemburg, Timegatrajk (Μαζική άκεργία), Verlag der Arbdter - Budihandlung, Βιέννη, 1921, σελ. 3-9. 14. Lukics, -SpontaneitSt der Massen. AktivitAt der Partei·, στό Werke 2, Luchterhand, Neuwied, 1968, σελ. 135. 1$. Στό too. σελ. 136-37. 16. Στό too. σελ. 139. 17. Lukics, «Orpnisatorischcn Fragen der revohitionircn Initiative·, στό Wer ke 2. σελ. 159. 18. ΓΓΣ. σελ. ία 19. ΓΓΣ. σελ. 345. 20. ΓΓΣ. σελ. 336. 21. ΓΓΣ. σελ. 341-42. 22. ΓΓΣ. σελ. 336-337. 23. ΓΓΣ σελ. 342-343. 24. ΓΓΣ. σελ. 346. 25. ΓΓΣ. σελ. 323, 343. 26. ΓΓΣ. σελ. 322. 27. ΓΓΣ. σελ. 357. 28. ΓΓΣ. σελ. 322. 29. ΓΓΣ. σελ. 363, 373. 30. ΓΓΣ, σελ. 372, 378. 31. ΓΓΣ. σελ. 379. 31 ΓΓΣ. σελ. 378. 33. ΓΓΣ. σελ. 312. 34. Rosa Luxemburg, «Assemblte rationale ou gouvemement des conseib?-, 1918, στό R.L. L'Elat bargeois el la rhohakm. Editions la Briche, 1978, σελ. 45. 35. Rosa Luxemburg, La Revolution mae, Ed. Spartacus, 1946, σελ. 45-46. 36. Lukics, Gesduchle m d Klaaenbewusstsem, Luchterhand. Neuwied. 1968, σελ. 468. Ή γαλλική μετάφραση τΑν Editions de Minuit είναι 166 έλάχιστα 37. Rosa Luxemburg, La Revolution note. σελ. 46. 38. Στό too. σελ. 38-39. 39. Lukics. ΓΓΣ, σελ. 331. 40. Στό too. σελ. 331. 41. Rosa Luxemburg. La Rhobakm note. σελ. 47, διορθωμένο σύμφωνα μέ τό γερμανικό κρωτότυκο, Die Russixhe Revolution. Europaische Verlagsanstallt, Fiankfurt-am-Main, 1963, σελ. 79.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 6 1. Lelio Basso, «Introduzione», Rosa Luxemburg, Lettere ai Kaitsky. Ed. Riuniti, 1971, σελ. 14. 2. Bernstein, -Entwickhingsgang eines Soaabsten·, στό F. Meiner, Die VoOcwirtsduftslehre der Gegenwal in Se&adantelbmgen. Λειψία. 1924, T. I, σελ. 40. Ό Pierre Angel, άναφερόμενος στίς φιλοσοφικές Αντιλήψεις τού Μπερν στάιν μιλβ γιά Ενα «εύΒαιμονισηκό θετικισμό tv μέρα έμκνευσμένο άπό τόν Κάντ, τόν Κόντ καί τή φιλελεύθερη σκέψη τών σύγχρονων κοινωνιολόγων». Pierre Angel, Edutrd Bernstein et revolution du sociahime allemtmd. Didier,
154
1961, σελ. 206. 3. Γιά τή συζήτηση γύρω Αχό τήν ήθική, τήν κοινωνιολογία καί τό σοσιαλι σμό Εκείνη τήν Εχοχή, βλ. τό Εξαιρετικό δοκίμιο τοϋ Λ. Γκολντμάν, -Υ a-t-il une sociologie marxiste?·, στό Redmches dialectiques. Gallimard, Παρίσι, 1959. 4. Στό Victor Adler, Briefwedisei mil August Bebel und Ktrl Kautsky. gesammeh und ottutert von Friedrich Adler, Βιέννη, 1954, σελ. 259. 5. Bernstein, Die Vortmssetzmgen des Soziahsmus m d die Aufgaben der Sodatdemokratie. 1899, Έκδ. Dietz, Στουτγάρδη, 1920, σελ. 25. Ή γαλλική μετά φραση (fes Prisupposts Λι sociahsme. Seuil, 1974, σελ. 56) είναι Εδώ χολύ κακή. 6. Bernstein, Les Prisupposts Λι sociahsme, 1974, σελ. 227. 7. Bernstein, Wie ist der wissensdtafthchen Soziahsmus mdglich?. Verlag der sozialistischen Monatshefte, Βερολίνο, 1901, σελ. 20-35. 'Α ς συγκριθεΐ μί τόν Durkheim, χού Εξηγεί Οτι ή κοινωνιολογία «δέν θά είναι οΟτε άτομικισηκή, οΟτε κομμουνιστική, οΟτε σοσιαλιστική», καί Ατι «κατ' Αρχήν, θά Αγνοήσει τίς θεωρίες αύτές στίς όκοϋς δέν μκορεί νά Αποδώσει Επιστημονική Αξία». Les Rigles de la mtttode sociologique. P.U.F.. Παρίσι, 1956, σελ. 140. Δέν είναι τυχαίο πού αύτό το Αρθρο τοΟ Μπερνστάιν χαιρετίστηκε μέ συμπάθεια Αχό τό γάλλο θετικιστή οίκονομολόγο Leroy-Beaulieu σ ' Ενα Αρθρο μέ τόν χαρα κτηριστικό τίτλο «L’Evolution du sodalisme et la dissolution du socialisme soentifique·, L’Economiste fim fais, 1901, No 51' Βλ. P. Angel, σελ. 300. 8. L. Basso, ο.κ.. σελ. 28. Πρίν γίνει μαρξιστής, ό Κάουτσκι είχε δημοσιεύ σει τό 1875 στό περιοδικό VoOcstaat μιά σειρά Αρθρα κάτω Αχό τόν τίτλο « Ό Δαρβίνος καί 6 σοσιαλισμός». Γιατή συνέχεια τής δαρβινιστικής προβλημα τικής στόν Κάουτσκι βλ. Erich Mathias, «Kautsky und der Kautskyanismus», Utrxismisstudien, J.C.B. Mohr, Tdbingen. 1957, σελ. 153. 9. K. Kautsky, Vermetnmg imd Entwidchmg in Natur imd GeseUschaft, Στουτ γάρδη, Dietz, 1910, σελ. 11-12. 10. K. Kautsky. Erhmenmgen imd ErOrtenmgen, The Hague, 1960, σελ. 365. U .K . Kautsky, EthUc imd Mmeriahstische GesdUdusaitfasung. 1906, στό Marx ism » und Ethik, Φραγκφοΰρτη, 1974, σελ. 258. 12. Kautsky, ο,χ.. σελ. 259. Βλέχε πρός τήν Ιδια κατεύθυνση Ενα κείμενο αύτής τής Εχοχής, ΟΙ τράς πηγές τοΟ μαρξισμού (1907), Οχου ό Κάουτσκυ γράφει: «Οί γνώσεις πού μχοροΟν νά Αχοκτηθοθν στή βάση τής Επιστημονι κής Ενότητας πού θεμελίωσε 6 Μάρξ είναι Απρόσιτες σέ Οποιον στέκεται στό χεδίο τής Αστικής κοινωνίας. Μονάχα Εκείνος, πού παίρνει μιά κριτική θέση Απέναντι στήν Αστική κοινωνία, ή μέ Αλλα λόγια μονάχα Εκείνος κού τοποθε τείται στό πεδίο τοΟ προλεταριάτο») μχορεί νά φτάσει στήν κατανόηση αύτΔν τών γνώσεων. Μ* α&τό τό|ΐέτρο,μχορο0με νά διαχωρίσουμε τήν προλεταρια κή Αχό τήν Αστική έπιστήμη». Kautsky, Les Trois sources Λι marxisme. 1907, Spartacus, Παρίσι, 1969, σελ. II. 13. Στό ISto. 14. Karl Kautsky, Die Materiaiistische Geschidusauffassung. Dieu Verlag, 1927, II Band, σελ. 681. 15. Rudolf Hitferding. Das FmmzkapUaL 1910. Βερολίνο, 1955, σελ. 3. 16. Max Adler, GruntMegvng der materiahstischen Geschidusauffassung, 1930, Europe Verlag, Βιέννη. 1964, σελ. 23-25. Οί θέσεις τοΟ ΜΑξ Ά ντλερ χρίν Αχό τό 1914 δέν είναι τόσο κατηγορηματικές· τά μεταχολεμικά του γραπτά, Οχως καί τοΟ Κάουτσκι, Εκδηλώνουν μιά χιό φανερή κλίση πρός τό θετικισμό. 17. Rota Luxemburg, Rtforme ou Rhohakmt 1899, Έκδ. Spartacus. Παρίσι,
155
1947, σελ. 75-76. 18. Rosa Luxemburg, Introduction ά ticonomie politique. Anthropos, 1970, σελ. 38. 19. Στό too. σελ. 70-71. 20. Rosa Luxemburg, The Accumulation o f Capital. Routledge and Kegan Paul Ltd. Λονδίνο, 1931, σελ. 193, 202. 209. 21. Marx. Werke. 26, 3. Dietz VeHag, Βερολίνο. 1972, σελ. 50-51. 22. The Accumulation o f Capital, σελ. 189. 23. Rosa Luxemburg, Introduction ά ticonomie politique, σελ. 71. 24. Στά Kto. σελ. 70. 25. Rosa Luxemburg, «Karl Marx», 1903, m i «StiDstand und Fortschritt im Marxismus», 1903, στό Ges. Werke. 1/2, σελ. 367, 375. 26. Rosa Luxemburg, -Aus den literarischen Nachlass von Karl Marx», 1905, στό Ges. Werke. 1/2, σελ. 469. 27. Βλ. Rosa Luxemburg, Riforme ou Revolution? σελ. 55: ·Μ ά χοιό είναι τό μαγικό κλειδί χού έχέτρεψε Ακριβώς στόν Μάρξ νά είσδύσει στά χιό Ενδόμυ χα μυστικά δλων τΑν καπιταλιστικών φαινομένων, νά λύσει, σάν χαιχνίδι, τά χροβλήματα χού τά χιό μεγάλα χνεύματα τής Αστικής πολιτικής οίκονομίας δχως ό Σμίθ καί ό Ρικάρντο δέν διανοήθηκαν οβτε κάν τήν ύπαρξή τους; Ήχοτε Αλλο Αχό τήν κατανόηση όλόκληρης τής καπιταλιστικής οίκονομίας ώς Ιστορικοϋ φαινομένου χού Εχει μιά Ιστορία όχι μόνο χίσω του, δχως τό Αντιλαμβανόταν λίγο χολύ ή κλασική οίκονομία, Αλλά καί μχροστά του, σέ σχέση όχι μόνο μέ τό χαρελθόν χού ήταν ή φεουδαρχική οίκονομία, άλλά καί σέ σχέση Ιδιαίτερα μέ τό σοσηλκπκό μίλλον [...] 'Ακριβώς καί μόνο Εχειδή ό Μάρξ Αντιμετώπιζε τήν καχιταλιστική οίκονομία χρώτα άχ’ δλα σάν σοσιαλιστής, δηλαδή Αχό τήν Ιστορική σκοκκί μπόρεσε νά Αχοκρυχτογραφήσει τά Ιερογλυφικά της, καί έχειδή Εκανε τή σοσιαλιστική σκοχιά Αφετηρία τής έχιστημονικής Ανάλυσης τής Αστικής κοινωνίας μχόρεσε, μέ τή σειρά του, νά δώσει μιά έπιστημονική βάση στό σοσιαλισμό». 28. R. Luxemburg, «Stilbtand und Forachritt im Marxismus·, G. Werke. 1/2, σελ. 367· ή Ρόζα Λούξεμπουργκ έχιμένει στό γεγονός ότι «αύτή ή δημιουργι κή δραστηριότητα τοΟ χρολεταριάτου δέν Ασκείται στό χεδίο τών κοινωνι κών έχιστημΑν». 29. Βλ. Lukics, Histoire et conscience de classe. Minuit, Παρίσι, 1960, σελ. 40. 30. R. Luxemburg, «Kart M an» 1903, G. Werke. 1/2, σελ. 377. 31. R. Luxemburg, Riforme ou revolution?, σελ. 75. Ή ύχογράμμιση δική μας, ML. 32. Gramsd, El materiahsmo historico y la fUosofta de Benedetto Croce. Έκδ. Lautaro, 1938, σελ. 98. 33. Louis Althusser, Lire «/e Capital». II, Maspero, 1963, σελ. 93. Είναι πιθανό ό 'Αλτουσέρ νά μήν ύχοστηρίζει σήμερα τίς Ιδιες Αντιλήψεις χού είχε τό 1965. Βλ. τά EUments tfautocritique του, Hachette, 1974.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 7 1. «La Signification mithodologique du mot
156
ρης καί tra ϋχάρχουν Ακόμα καί άλλες Εργασίες γιά τήν Ρ. Λούξεμπουργκ μετά τό 1968. 4. Rosa Luxemburg, Eine kritische btographischc Skizze. Βερολίνο, 1951. 5. Ό Badia b n καλείται «τόν όλιγάριθμο καί σχεδόν χαράνομο χαρακτήρα» τού S.D.K. iL. καί τό γεγονός An «ή Ρ. Λοΰξεμχουργκ Επαιξε σ ' αύτό κυρίως Ενα ρόλο θεωρητικού -βλ. σελ. 19. Ό ρόλος τού θεωρητικού δέν dvai Αρκετά σημαντικός Αστε νά δικαιολογεί μιά Ανάλυση; 6. Βλ. Επίσης σελ. 349; οί «μάζες» Εγιναν τάχα γΓ αϋτήν Ενας μύθος, κλκ. 7. Rosa Luxemburg, Iiarodielkm i ttconomie potitique. Anthropos, 1970, σελ. 180. 8. «Qudqucs questions sur Phistoire du bdchevisme». Έχανεκδόθηκε τό 1955 σάν εΐααγωγή στά διαλεκτά Εργα τής Ρ. Λοΰξεμχουργκ πού δημοσιεύτηκαν στή Λ.Λ.Γερμαν(ας.
157