Copyright: Ερρίκος Μπελιές & Εκδόσεις Ηριδανός
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ Ζωοδόχου Πηγής 79, 114 73 ΑΘΗΝΑ Τηλ./ Fax: 210 88.39...
53 downloads
304 Views
866KB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Copyright: Ερρίκος Μπελιές & Εκδόσεις Ηριδανός
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ Ζωοδόχου Πηγής 79, 114 73 ΑΘΗΝΑ Τηλ./ Fax: 210 88.39.957, Τηλ.: 210 38.47.660
ISBN 978-960-335-080-4
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ TOT ΕΡΓΟΥ Γαμπρός Μάνα του γαμπρού Γειτόνισσα Πεθερά Γυναίκα του Λεονάρδο Λεονάρδο Κοπέλες Νέοι Καλεσμένοι Υπηρέτρια Πατέρας της νύφης Ο Θάνατος (σαν Ζητιάνα) Ξυλοκόποι Κοριτσάκι
Π Ρ Ω Τ Η
ΣΚΗΝΗ
Π Ρ Α Ξ Η
1
ΓΑΜΠΡΟΣ (Μπαίνοντας)
Μάνα.
ΜΑΝΑ Ναι; ΓΑΜΠΡΟΣ Πάω. ΜΑΝΑ Πού; ΓΑΜΠΡΟΣ Σ τ ' αμπέλι. (Προχωρεί να φύγει) ΜΑΝΑ Στάσου. ΓΑΜΠΡΟΣ Τι; ΜΑΝΑ Το φαΐ σου, γιε μου. ΓΑΜΠΡΟΣ Άσε. Θα φάω σταφύλια. Δώσ' μου το μαχαίρι. ΜΑΝΑ Τι να το κάνεις; ΓΑΜΠΡΟΣ (Γελάει) Π ώ ς θα κόψω τα τσαμπιά;
ΜΑΝΑ (Μουρμουρίζει, ψάχνοντας να βρει το μαχαίρι) Το μαχαίρι... Το μαχαίρι... Καταραμένα να 'ναι όλα τα μαχαίρια και μαύρη η ώρα του δαίμονα που τα σοφίστηκε. ΓΑΜΠΡΌς Δεν αλλάζεις κουβέντα; ΜΑΝΑ Ανάθεμα σε όλα: και τα ντουφέκια και τα πιστόλια και τις κάμες τις μικρές, όλα, ακόμα και τις τσάπες και τα δικράνια τ' αλωνιού! ΓΑΜΠΡΟΣ Ωχ, κι εσύ τώρα! ΜΑΝΑ Ανάθεμα σε κάθε τι που μπορεί να κόψει το κορμί ενός άντρα! Ενός λεβέντη, με το γαρίφαλο στο στόμα, που ξεκινάει για τις ελιές του ή τ' αμπέλι του, την κληρονομιά απ τους προ γόνους του... ΓΑΜΠΡΟΣ (Σκύβοντας το κεφάλι) Σ ώ π α . ΜΑΝΑ ...Και δεν γυρίζει. Ή, αν γυρίσει, έρχεται κουβαλημένο από άλλους και απομένει μόνο να του στολίσεις το στήθος με βάγια και να του ρίξεις πάνω του ένα πιάτο χοντρό αλάτι για να μην τουμπανιάσει. Δεν ξέρω π ώ ς τολμάς και κουβαλάς μαχαίρι, αλλά κι εγώ δεν ξέρω π ώ ς κρατάω φίδι κλεισμένο στο ντουλάπι μου. ΓΑΜΠΡΟΣ Θα πάψεις;
ΜΑΝΑ
Και χίλια χρόνια να ζούσα, μόνο γι αυτό θα μίλαγα. Π ρ ώ τ α ο πατέρας σου, που μοσχοβόλαγε σαν άνθος, και δεν τον χ ά ρηκα ούτε τρία χρόνια. Κι ύστερα o αδελφός σου. Eiν' άδικο ένα σιδερικό τόσο δα, μαχαίρι ή πιστόλι, ν' αφανίζει μονομιάς άντρα γερό σαν ταύρο. Π ώ ς να κρατήσω το στόμα μου κλει στό — με πνίγει η πίκρα! Κυλάνε οι μήνες, σέρνεται ο χρόνος κι εμένα ο καημός με περονιάζει στα μάτια, στις ρίζες των μαλλιών, παντού! ΓΑΜΠΡΟΣ
(Μεγαλόφωνα) Θα σωπάσεις; ΜΑΝΑ
Ό χ ι ! Ποιος μου φέρνει εμένα πίσω τον αδελφό σου και τον πατέρα σου; Και τι με νοιάζει που τους φονιάδες τους ρίχνου νε στη φυλακή; Εκεί μέσα τρώνε, πίνουνε, καπνίζουνε και γλεντάν με τις κιθάρες. Ε ν ώ εμένα οι πεθαμένοι μου λιώνουνε κ ά τ ω α π ' τα χορτάρια αμίλητοι, γίνονται χ ώ μ α . Δυο άντρες όμορφοι και γεροί σαν ανοιξιάτικα γεράνια. Και οι φονιάδες τους, ακόμα ζωντανοί, ταξιδεύουνε το βλέμμα ως τα πέρα βουνά και χαίρονται πίσω από τα σίδερα. ΓΑΜΠΡΟΣ
Τι θες; Να π ά ω να τους σκοτώσω; ΜΑΝΑ
Ό χ ι ! Και μην ακούς τι λέω. Αλλά δεν γίνεται να είμαι βουβή όταν σε βλέπω να περνάς το κατώφλι. Δεν θέλω να κουβα λάς απάνω σου μαχαίρι, δεν θέλω να βγαίνεις στον κάμπο. ΓΑΜΠΡΟΣ
(Γελάει) Παράτα με!
ΜΑΝΑ Μακάρι να ήσουνα κορίτσι. Δεν θα 'φευγες τώρα για το π ο τάμι και θα καθόμασταν εδώ οι δυο μας να κεντάμε και να πλέκουμε δαντέλες. ΓΑΜΠΡΟΣ (Γελάει και πιάνει τη Μάνα από το μπράτσο) Μάνα, τι λες, έρχε σαι μαζί μου στ αμπέλι; ΜΑΝΑ Τι να με κάνεις γριά γυναίκα στ αμπέλι; Να με ξαπλώσεις κ ά τ ω απ' τα κληματόφυλλα; ΓΑΜΠΡΟΣ (Την αγκαλιάζει από τη μέση και τη σηκώνει) Γριά, πολύ γριά κι ακόμα πιο γριά! ΜΑΝΑ Ο πατέρας σου, εκείνος ναι, μ' έπαιρνε μαζί του. Γερή ψυχή, δυνατή γενιά! Τόσα παιδιά που έσπειρε ο παππούς σου — ένα σε κάθε σταυροδρόμι! Έ τ σ ι τα ' χ ω μάθει ε γ ώ κι έτσι τα θέλω: τον άντρα άντρα με ψυχή, και το στάχυ στάχυ με ψίχα. ΓΑΜΠΡΟΣ Κι εγώ μάνα; ΜΑΝΑ Εσύ, τι; ΓΑΜΠΡΟΣ Ξέρεις τι. ΜΑΝΑ (Σοβαρή) Α!
ΓΑΜΠΡΟΣ Δεν το θες, ε; ΜΑΝΑ Δεν είν' αυτό. ΓΑΜΠΡΟΣ Τότε, τι; ΜΑΝΑ Δεν ξέρω ούτ' εγώ η ίδια. Το σκέφτομαι και μου 'ρχεται ένα ξάφνιασμα. Βέβαια, καλή κοπέλα — μη λέω ψέματα! Με τρόπους και νοικοκυρά κι εργατική. Μόνη της να ζυμώσει, μόνη της να ράψει. Κι όμως, κάθε που ακούω τ όνομα της μου 'ρχεται πετριά στο κούτελο. ΓΑΜΠΡΟΣ Κουταμάρες. ΜΑΝΑ Κουταμάρες και κάτι παραπάνω. Είναι που μένω μόνη, είναι που θα μου φύγεις και πονάω, γιατί άλλον από σένα δεν έ χ ω . ΓΑΜΠΡΟΣ Αφού θα 'ρθεις μαζί μας. ΜΑΝΑ Α, π α , π α ! Π ώ ς ν' αφήσω εδώ μόνους τον πατέρα και τον αδερφό σου; Π ά ω κάθε πρωί στο μνήμα και τους βλέπω. Να φύγω, και να πεθάνει κάνας α π ' τους Φελίξ, την οικογένεια των φονιάδων, και να 'ρθουνε να μου τον θάψουν πλάι τους; Να μην το δω κι αυτό! Με νύχια και με δόντια θα τον ξεχώσω και θα τον πετάξω έξω α π ' το μαντρότοιχο! ΓΑΜΠΡΟΣ (Δυνατά) Πάλι τα ίδια!
ΜΑΝΑ Σ υ γ γ ν ώ μ η . (Παύση) Πόσον καιρό βλεπόσαστε; ΓΑΜΠΡΟΣ Τρία χρόνια. Πριν αγοράσω τ' αμπέλι. ΜΑΝΑ Τρία χρόνια! Άκουσα, είχε αρραβωνιαστεί ξανά. ΓΑΜΠΡΟΣ Δεν ξέρω. Νομίζω, όχι. Αλλά και να είχε; Δεν κάνει κι η κοπέλα να κοιτάει ποιον παίρνει; ΜΑΝΑ Κάνει; Ε γ ώ άλλον απ' τον πατέρα σου δεν κοίταξα. Κι όταν μου τον σκοτώσανε, κάρφωσα τα μάτια μου στον απέναντι τοίχο κι αυτόν κοίταγα. Η γυναίκα ξέρει μόνο έναν άντρα. Ε γ ώ έτσι το μαθα κι έτσι το 'κανα! ΓΑΜΠΡΟΣ Η αρραβωνιαστικιά μου είναι καλή κοπέλα — αυτό το ξέρεις. ΜΑΝΑ Αυτό το ξέρω. Αλλά θέλω να μάθω τι σόι πράμα ήταν η μάνα της. ΓΑΜΠΡΟΣ Τι έχει να κάνει; ΜΑΝΑ (Τον κοιτάζει) Γιε μου! ΓΑΜΠΡΟΣ Τι θες; ΜΑΝΑ Τίποτα. Δίκιο έχεις. Πότε θες να π ά ω να τη ζητήσω; ΓΑΜΠΡΟΣ (Χαρούμενος) Την Κυριακή καλά είναι;
ΜΑΝΑ (Σοβαρή) Θα της π ά ω δώρο τα μπακιρένια σκουλαρίκια, που είναι πολύ παλιά. Κι εσύ να της πάρεις... ΓΑΜΠΡΟΣ Ναι, πες μου. Εσύ ξέρεις καλύτερα. ΜΑΝΑ . . . Ν α της πάρεις κάλτσες κεντητές. Kαι για σένα να π α ραγγείλεις δυο καινούργιες φορεσιές — τρεις! Μονάκριβο σ έχω! ΓΑΜΠΡΟΣ Π ά ω τώρα. Κι αύριο θα περάσω να τη δω. ΜΑΝΑ Άντε, πήγαινε. Και κοίτα να μου δώσεις χαρά με πεντέξι εγγόνια ή και παραπάνω, αν θες, αφού δεν πρόλαβε να μου χαρίσει πολλά παιδιά ο πατέρας σου. ΓΑΜΠΡΟΣ Το πρώτο θα είναι για σένα. ΜΑΝΑ Ναι. Αλλά θέλω και κορίτσια. Να κάθομαι ήσυχη, να κε ντάω και να πλέκω μόνο. ΓΑΜΠΡΟΣ Να δεις, θα σ' αρέσει η αρραβωνιαστικιά μου. ΜΑΝΑ Θα μ' αρέσει. (Πλησιάζει να τον φιλήσει, αλλά σταματάει) Άντε, πήγαινε. Είσαι μεγάλος πια για φιλιά με τη μάνα σου. Κρά τα τα για τη γυναίκα σου. (Παύση) Άμα γίνει δικιά σου. ΓΑΜΠΡΟΣ Πάω.
ΜΑΝΑ Σκάψε καλά τ' αμπελάκι δίπλα στο μύλο — το 'χεις παραμε λήσει. ΓΑΜΠΡΟΣ Μείνε ήσυχη. ΜΑΝΑ Σ τ η ν ευχή της Παναγίας. (Βγαίνει ο Γαμπρός. Η Μάνα μένει καθισμένη με την πλάτη στην εξώπορτα. Στο κατώφλι παρουσιάζε ται μια Γειτόνισσα με σκούρα ρούχα και μαντίλια στο κεφάλι) Έ λ α μέσα. ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Π ώ ς είσαι; ΜΑΝΑ Βλέπεις. ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Κατέβηκα στην αγορά και πέρασα να σε δω. Έ τ σ ι μακριά που είναι τα σπίτια μας... ΜΑΝΑ Έ χ ω είκοσι χρόνια ν' ανέβω στο δρόμο σας... ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Καλά σε βλέπω. ΜΑΝΑ Έ τ σ ι , ε; ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Πολλά έρχονται κι όλα ξεχνιούνται. Προχτές φέρανε το γιο μιας γειτόνισσας — η μηχανή του πήρε και τα δυο του χέρια! (Κάθεται)
ΜΑΝΑ
Του Ραφαέλ. ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Nαι. Γι' αυτό σκέφτομαι καμά φορά, καλύτερα είναι ο γιος σου κι ο γιος μου που αναπαύονται ήσυχοι, και δεν μας τρώει η αγωνία μη μας τους φέρουν πίσω σακατεμένους. ΜΑΝΑ Π ά ψ ε ! Ό , τ ι και να λες, δεν μου χαρίζεις παρηγοριά. ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ (Αναστενάζει)
Αχ!
ΜΑΝΑ (Το ίδιο) Αχ! (Σιωπή) ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ (Λυπημένη) Ο γιος σου; ΜΑΝΑ Έφυγε. ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Πάλι καλά που αγόρασε τ' αμπέλι. ΜΑΝΑ Ή τ α ν ε τυχερός. ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Τώρα πια, με το καλό να παντρευτεί. ΜΑΝΑ (Σαν να την ξύπνησε αυτή η φράση. Τραβάει την καρέκλα της κοντά στη γειτόνισσα) Δεν μου λες... ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ (Εμπιστευτικά)
Τι;
ΜΑΝΑ Την ξέρεις την αρραβωνιαστικιά του γιου μου; ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Κ α λ ή κοπέλα. ΜΑΝΑ Όμως... ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Ό μ ω ς , τι κρύβει μέσα της δεν το ξέρει κανένας. Ζει με τον πατέρα της μέσα στην ερημιά. Το πιο κοντινό τους σπίτι είναι ώρες μακριά. Αλλά δείχνει ήρεμη, σαν να την έχει συ νηθίσει αυτή τη μοναξιά. ΜΑΝΑ Κι η μάνα της; ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Την ήξερα τη μάνα τ η ς . Όμορφη γυναίκα και λαμπερή σαν Παναγία... Βέβαια, εμένα δεν μου γέμισε ποτέ το μάτι. Λέ γανε, δεν τον αγάπαγε τον άντρα της. ΜΑΝΑ (Έντονα) Λέγανε, λέγανε! Όλοι λένε κι όλοι τα ξέρουν όλα! ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Σ υ γ γ ν ώ μ η , δεν το είπα για να την κατηγορήσω, αλλά έτσι λέγανε. Ό μ ω ς κανένας δεν ξέρει αν ήταν τίμια ή όχι. Π ά ντως, τίποτα δεν ακούστηκε σε βάρος τ η ς . Περήφανη, ακατάδεχτη γυναίκα! ΜΑΝΑ Να τα μας πάλι! ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Μα, εσύ με ρώτησες.
ΜΑΝΑ Μακάρι να μην τις ήξερε κανένας ούτε τη ζωντανή ούτε την πεθαμένη. Μακάρι να 'τανε σαν τ' αγκάθια του αγρού, που κανένας δεν τα ονοματίζει, αλλό τρυπάνε το κορμί άμα τα πλησιάσεις. ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Σ ω σ τ ά . Με τόσο άξιο γιο, ό,τι και να πεις δίκιο έχεις. ΜΑΝΑ Ναι, άξιος, πανάξιος. Γι' αυτό τον προσέχω σαν το φως μου. Τι άκουσα, η κοπέλα είχε αρραβωνιαστεί ξανά; ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Ναι, όταν ήτανε στα δεκαπέντε. Όμως δεν στέριωσε ο αρρα βώνας κι εκείνος παντρεύτηκε πριν δύο χρόνια — με μια ξα δέρφη της, μάλιστα! Κανένας δεν θυμάται πια αυτή την ιστο ρία. ΜΑΝΑ Να που εσύ τη θυμήθηκες. ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Γιατί με ρώτησες εσύ. ΜΑΝΑ Στον καημό του ο καθένας — να μάθει ό,τι τον καίει. Με ποιον ήταν αρραβωνιασμένη; ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Με τον Λεονάρδο. ΜΑΝΑ Ποιον Λεονάρδο; ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Τον Λεονάρδο από τους Φελίξ.
ΜΑΝΑ (Πετάγεται όρθια) Από τους Φελίξ! ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Μην κάνεις έτσι, ευλογημένη! Ο Λεονάρδο ήταν ο χ τ ώ χρό νων παιδάκι όταν εσείς είχατε τις βεντέτες σας. ΜΑΝΑ Σ ω σ τ ά . Ό μ ω ς , και μόνο που ακούω τ όνομα Φελίξ... (Μουρ μουρίζει μέσα από τα δόντια της) Είπα τ' όνομα και γέμισε βούρκο το στόμα μου! (Φτύνει) Φτύνω να φύγει η βρόμα, γιατί μου 'ρχεται να κάνω φόνο! ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Ησύχασε! Δεν κερδίζεις τίποτα μ' αυτά. ΜΑΝΑ Σ ω σ τ ά . Ό μ ω ς εσύ με καταλαβαίνεις. ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Έ ν α έ χ ω να σου π ω : μη στέκεσαι εμπόδιο στη χαρά του γιου σου. Και μην του λες τίποτα. Έ χ ε ι ς γεράσει κι εσύ, όπως κι ε γ ώ . Πρέπει να σωπαίνουμε πια. ΜΑΝΑ Σ ω σ τ ά . Δεν θα του πω τίποτα. ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ (Τη φιλάει) Έ τ σ ι να κάνεις. ΜΑΝΑ (Ήρεμη) Αυτά έχει η ζ ω ή . ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Πηγαίνω. Σε λίγο γυρνάνε οι δικοί μου α π ' τα χωράφια. ΜΑΝΑ Ζέστη κι η σημερινή!
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Τα παιδιά που τους πήγαν το νερό γυρισαν πίσω μαυρισμένα. Καλό βράδυ, γειτόνισσα. ΜΑΝΑ Σ τ ο καλό να π α ς . (Βγαίνει η Γειτόνισσα. Η Μάνα στρέφει και προχωρεί προς την αριστερή πόρτα. Στέκεται και κάνει αργά το σταυρό της)
ΣΚΗΝΗ 2 (Δωμάτιο βαμμένο τριανταφυλλί, στολισμένο με χάλκινα σκεύη και αγκα λιές αγριολούλουδα. Στη μέση τραπέζι καλυμμένο με τραπεζομάντιλο. Πρωί. Η Πεθερά του Λεονάρδο κρατάει στην αγκαλιά της ένα μωρό και το νανουρίζει. Στην άλλη άκρη κάθεται η Γυναίκα του Λεονάρδο και πλέκει) ΠΕΘΕΡΑ Νάνι νάνι κι ονειρέψου μες στον ύπνο σου πορέψου τ άλογο μας το γερό δεν αγγίζει το νερό. Νερό μαύρο πικραμένο χόρτα πράσινα σπαρμένο φτάνει ως το γεφυράκι πιάνει εκεί το τραγουδάκι. Φίδι που στριφογυρνάει το ποτάμι αργά κυλάει μες στο πράσινο λιβάδι κάθε μέρα κάθε βράδυ. ΓΥΝΑΙΚΑ (Χαμηλόφωνα,
μαλακά)
Νάνι το γαρύφαλλο μου τ ομορφότερο του κόσμου τ' άλογο νερό δεν πίνει και τη δίψα του δεν σβήνει. ΠΕΘΕΡΑ Νάνι το τριαντάφυλλο μου νάνι το καλό μωρό μου τ' άλογο μας χλιμιντρίζει και τη γη δάκρυα ποτίζει.
Έ χ ε ι πόδια λαβωμένα τραχηλιά βαμμένη μ' αίμα και στα μάτια καρφωμένα ένα λάζο ασημένιο. Πέσανε κι οι δυο στο ρέμα που εβάφτηκε με αίμα. Νάνι το μωρό μου νάνι βάφτηκε όλο το ποτάμι. ΓΥΝΑΙΚΑ
Νάνι το γαρύφαλλο μου τ' ομορφότερο του κόσμου τ' άλογο νερό δεν πίνει και τη δίψα του δεν σβήνει. ΠΕΘΕΡΑ
Νάνι το τριαντάφυλλο μου νάνι το καλό μωρό μου τ' άλογο μας χλιμιντρίζει και τη γη δάκρυα ποτίζει. ΓΥΝΑΙΚΑ
Φλογισμένα είχε τα χείλια με χρυσόμυγες γεμάτα κι αντιπάλευε το ρέμα για ν' ανέβει στη στεριά. Το σκληρό βουνό κοιτούσε πονεμένο χλιμιντρούσε κι έπειτα πάει εχάθη σ τ ' αφρισμένο το ποτάμι. Άλογο θεριό μεγάλο που δεν ήθελες να πιεις
χιόνισε καημούς και πίκρες άλογο της χαραυγής. ΠΕΘΕΡΑ Κάνε πίσω μη ζυγώνεις σφάλισε το παραθύρι με φυλλώματα ονείρου με ονείρων φυλλωσιές. ΓΥΝΑΙΚΑ Κοιμάται το παιδάκι μου ΠΕΘΕΡΑ Κοιμάται το μωρό μου. ΓΥΝΑΙΚΑ Άλογο, το παιδάκι μου καλό έχει προσκεφάλι. ΠΕΘΕΡΑ Έ χ ε ι κούνια σιδερένια ΓΥΝΑΙΚΑ Π ά π λ ω μ α μεταξωτό. ΠΕΘΕΡΑ Νάνι το μωρό μου νάνι. ΓΥΝΑΙΚΑ Τ' άλογο νερό δεν πίνει και τη δίψα του δεν σβήνει. ΠΕΘΕΡΑ Μην έρχεσαι μη μπαίνεις τρέχα στις βουνοράχες στα σκοτεινά λαγκάδια φοράδα περιμένει.
ΓΥΝΑΙΚΑ (Κοιτάζοντας το παιδί) Κοιμάται το παιδάκι μου ΠΕΘΕΡΑ Σωπαίνει το μωρό μου. ΓΥΝΑΙΚΑ (Σιγά) Νάνι το γαρύφαλλο μου τ' ομορφότερο του κόσμου τ' άλογο νερό δεν πίνει και τη δίψα του δεν σβήνει ΙΙΕΘΕΡΑ (Σηκώνεται. Ακόμα πιο σιγά) Νάνι το τριαντάφυλλο μου νάνι το καλό μωρό μου τ' άλογο μας χλιμιντρίζει και τη γη δάκρυα ποτίζει. (Βγαίνει η Πεθερά κρατώντας το παιδί. Μπαίνει ο Λεονάρδο) ΛΕΟΝΑΡΔΟ Το παιδί; ΓΥΝΑΙΚΑ Το πήρε ο ύπνος. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Κάτι είχε χ τ ε ς . Έ κ λ α ι γ ε όλη νύχτα. ΓΥΝΑΙΚΑ (Πρόσχαρα) Σήμερα είναι χαρούμενο σαν μπουμπούκι. Τι έκα νες; Π ή γ ε ς στον π ε τ α λ ω τ ή ;
ΛΕΟΝΑΡΔΟ Από 'κεί έρχομαι. Περίεργο πράμα. Δυο μήνες τώρα βάζω καινούργια πέταλα στο άλογο κι όλο του πέφτουνε. Θα του ξεκαρφώνονται στις πέτρες. ΓΥΝΑΙΚΑ Μα, κι εσύ, δεν τ αφήνεις να κάτσει μια ώρα. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Ε γ ώ ; Ε, όχι δα! Πού και πού το παίρνω. ΓΥΝΑΙΚΑ Κάτι γειτόνισσες μου είπαν ότι χτες σε είδανε να προχωράς πέρα από τις άκρες των λιβαδιών. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Ποιες σου το είπανε; ΓΥΝΑΙΚΑ Οι γυναίκες που μαζεύουνε την κάππαρη. Ξαφνιάστηκα που τ' άκουσα. Εσύ ήσουνα; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Τι δουλειά έ χ ω εγώ σ' εκείνες τις ερημιές; ΓΥΝΑΙΚΑ Αυτό τους είπα κι ε γ ώ ! Αλλά τ' άλογο σου ήταν ξεθεωμένο και μούσκεμα στον ιδρώτα. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Πού το είδες; ΓΥΝΑΙΚΑ Ό χ ι εγώ, η μάνα μου. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Μέσα είναι, με το παιδί;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι. Να σου φτιάξω μια λεμovάδα; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Ναι. Με νερό παγωμένο. ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν ήρθες να φας το μεσημέρι. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Ήμουνα με τους εμπόρους που ήρθαν για το στάρι. Τρώνε πολλή ώρα αυτές οι δουλειες. ΓΥΝΑΙΚΑ (Φτιάχνοντας τη λεμονάδα. Πολύ τρυφερά) Σου δώσανε καλή τιμή; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Κανονική. ΓΥΝΑΙΚΑ Ξέρεις, χρειάζομαι ένα φόρεμα... Και το παιδί μια σκούφια με κορδέλες. ΛΕΟΝΑΡΔΟ (Σηκώνεται) Π ά ω να το δω. ΓΥΝΑΙΚΑ Πρόσεχε! Κοιμάται. ΠΕΘΕΡΑ (Μπαίνει) Τ άλογο είναι ξαπλωμένο, με τα μάτια γουρλωμέ να, λες κι ήρθε από την άλλη άκρη του κόσμου. Ποιος το ξεθέωσε πάλι; ΛΕΟΝΑΡΔΟ (Απότομα)
Εγώ.
ΠΕΘΕΡΑ Σ υ γ γ ν ώ μ η . Δικό σου είναι, κάνε ό,τι θες.
ΓΥΝΑΙΚΑ (Δειλά) Ε ί χ ε πάει στους εμπόρους για το στάρι. ΠΕΘΕΡΑ Μωρέ, τι με νοιάζει εμένα και να σκάσει! (Κάθεται.
Σιωπή)
ΓΥΝΑΙΚΑ (Στον Λεονάρδο, δείχνοντας τη λεμονάδα) Είναι δροσερή; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Καλή είναι. ΓΥΝΑΙΚΑ Το ' μαθές; Στην ξαδέρφη μου θα στείλουν προξενιά. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Πότε; ΓΥΝΑΙΚΑ Αύριο. Κι ο γάμος θα γίνει σ' ένα μήνα. Θα μας καλέσουν κι εμάς, πιστεύω. ΛΕΟΝΑΡΔΟ (Σκυθρωπός) Ναι; ΓΥΝΑΙΚΑ Της μάνας του γαμπρού, λένε, δεν της πολυαρέσει αυτός ο γάμος. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Με το δίκιο της. Δεν είναι γυναίκα να την εμπιστευτείς για νύφη. ΓΥΝΑΙΚΑ Μη μιλάς έτσι. Είναι καλή κοπέλα.
ΠΕΘΕΡΑ Μιλάει γιατί την ξέρει! (Υπαινιγμός) Τρία χρόνια την είχε αρ ραβωνιαστικιά! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Την είχα και την παράτησα! (Στη Γυναίκα) Μην αρχίζεις τις κλάψες! (Της τραβάει τα χέρια από το πρόσωπο) Π ά μ ε να δούμε το παιδί. (Την αγκαλιάζει και βγαίνουν. Μπαίνει τρέχοντας μια Κοπέλα) ΚΟΠΕΛΑ (Χαρούμενα) Σενιόρα! ΠΕΘΕΡΑ Τι; ΚΟΠΕΛΑ
Ο γαμπρός ήρθε στο μαγαζί και ψώνισε ό,τι καλύτερο φα ντάζεστε. ΙΙΕΘΕΡΑ Μόνος του ήταν; ΚΟΠΕΛΑ Ό χ ι , με τη μάνα του. Σ τ η τ ή , περήφανη γυναίκα. (Τη μιμεί ται) Αρχόντισσα! ΠΕΘΕΡΑ Έ χ ο υ ν λεφτά. ΚΟΠΕΛΑ Αγοράσανε κάλτσες με κεντήματα. Χριστέ μου, τι κάλτσες! Κάθε γυναίκα θα ξετρελαινόταν! Ε δ ώ (Δείχνει τον αστράγαλο της) ένα χελιδόνι, εδώ (Δείχνει τη γάμπα της) ένα καραβάκι κι εδώ (Δείχνει το μπούτι της) ένα τριαντάφυλλο.
ΠΕΘΕΡΑ Πιο σεμνά, κοπέλα μου! ΚΟΠΕΛΑ Έ ν α τριαντάφυλλο ολοζώντανο, με το κλαράκι του! (Αναστε νάζει) Aχ! Ό λ α μεταξωτά! ΠΕΘΕΡΑ Έ χ ο υ ν περιουσίες και η νύφη και ο γαμπρός. (Μπαίνουν ο Λεονάρδο και η Γυναίκα του) ΚΟΠΕΛΑ Λέω τι ωραία πράματα ψώνισαν ο γαμπρός κι η μάνα του. ΛΕΟΝΑΡΔΟ (Έντονα) Δεν μας νοιάζει. ΓΥΝΑΙΚΑ Άσε την κοπέλα να μας πει. ΠΕΘΕΡΑ (Στον Λεονάρδο) Ε, καλά, μην κάνεις κι έτσι! ΚΟΠΕΛΑ Συγγνώμη. (Βγαίνει
κλαίγοντας)
ΠΕΘΕΡΑ Τι έχεις πάθει κι αρπάζεσαι μ' όλο τον κόσμο; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Δεν σου πέφτει λόγος. (Κάθεται) ΠΕΘΕΡΑ Καλά.
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι έχεις; Σαράκι σε τρώει; Τι μ' αφήνεις έτσι, χωρίς να ξέρω τίποτα; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Παράτα με! ΓΥΝΑΙΚΑ Κοίτα με στα μάτια και πες μου. (Ο Λεονάρδο σηκώνεται) Πού πας; ΛΕΟΝΑΡΔΟ (Απότομα) Μπορείς να σκάσεις; ΠΕΘΕΡΑ (Έντονα, στην κόρη της) Σ ώ π α ! (Βγαίνει ο Λεονάρδο) Το παιδί! (Βγαίνει και γυρίζει με το παιδί στην αγκαλιά της. Η Γυναίκα έχει μείνει όρθια και ακίνητη) Έ χ ε ι πόδια λαβωμένα τραχηλιά βαμμένη μ' αίμα και στα μάτια καρφωμένο ένα λάζο ασημένιο. Πέσανε κι οι δυο στο ρέμα που εβάφτηκε με αίμα. Νάνι το μωρό μου νάνι βάφτηκε όλο το ποτάμι. ΓΥΝΑΙΚΑ (Στρέφει αργά, σαν σε όνειρο) Νάνι το γ α ρ ύ φ α λ λ ο μου τ' ομορφότερο του κόσμου τ' ά λ ο γ ο νερό δεν πίνει και τη δίψα του δεν σβήνει.
ΠΕΘΕΡΑ Νάνι το τριαντάφυλλο μου νάνι το καλό μωρό μου τ' άλογο μας χλιμιντρίζει και τη γη δάκρυα ποτίζει. ΓΥΝΑΙΚΑ Νάνι το παιδί μου νάνι. ΠΕΘΕΡΑ Άλογο θεριό μεγάλο που δεν ήθελες να πιεις χιόνισε καημούς και πίκρες άλογο της χαραυγής. ΓΥΝΑΙΚΑ Μην έρχεσαι μη μπαίνεις τρέχα στις βουνοράχες. ΠΕΘΕΡΑ Κοιμάται το παιδάκι μου ΓΥΝΑΙΚΑ (Κλαίγοντας και πλησιάζοντας αργά) Σωπαίνει το μωρό μου. ΠΕΘΕΡΑ Νάνι το
γαρύφαλλο
μου
τ' ομορφότερο του κόσμου τ' άλογο νερό δεν πίνει και τη δίψα του δεν σβήνει.
ΓΥΝΑΙΚΑ (Κλαίει στηριγμένη στο τραπέζι) Νάνι το τριαντάφυλλο μου νάνι το καλό μωρό μου τ' άλογο μας χλιμιντρίζει και τη γη δάκρυα ποτίζει.
ΣΚΗΝΗ 3 (Εσωτερικό του σπιτιού της Νύφης, που είναι σκαλισμένο στο βράχο. Στο βάθος ένας σταυρός από μεγάλα ροζ λουλούδια. Οι πόρτες είναι στρογγυ λές, με δαντελένιες κουρτίνες πιασμένες με ροζ φιόγκους. Οι τραχείς τοί χοι είναι βαμμένοι άσπροι και στολισμένοι με ανοιχτές βεντάλιες, μπλ: βάζα και μικρούς καθρέφτες) ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Περιποιητική και γεμάτη σεμνότυφη υποκρισία) Περάστε. (Μπαί νουν ο Γαμπρός και η Μάνα του. Η Μάνα με μαύρο μεταξωτό φόρε μα και δαντελένια μαντίλια. Ο Γαμπρός με μαύρο βελούδινο κου στούμι και χοντρή χρυσή καδένα) Καθίστε, έρχονται. (Βγαίνει. Η Μάνα και ο Γιος στέκονται ακίνητοι σαν αγάλματα. Μεγάλη σιωπή) ΜΑΝΑ Πήρες το ρολόι σου; ΓΑΜΠΡΟΣ Ναι. (Το βγάζει και κοιτάζει την ώρα) ΜΑΝΑ Να γυρίσουμε γρήγορα. Σ τ η ν άλλη άκρη του κόσμου ήρθαν να ζήσουν κι αυτοί οι χριστιανοί! ΓΑΜΠΡΟΣ Ναι, αλλά εδώ είναι καλή η γ η . ΜΑΝΑ Δεν λέω. Αλλά, ερημιά. Τέσσερις ώρες να 'ρθουμε και δεν είδαμε ούτε σπίτι ούτε δέντρο. ΓΑΜΠΡΟΣ Ξερότοπος.
ΜΑΝΑ Αν τον είχε ο πατέρας σου, θα τον είχε γεμίσει δέντρα. ΓΑΜΠΡΟΣ Με τι νερό; ΜΑΝΑ Θα 'σκαβε και θα 'βρισκε. Τρία χρόνια που μείναμε παντρεμέ νοι, φύτεψε δέκα κερασιές, (Θυμάται) τις τρεις καρυδιές του μύλου, ένα ολόκληρο αμπέλι κι εκείνο το φυτό με το παράξε νο όνομα και τα κόκκινα ανθάκια — εκείνο που ξεράθηκε. (Παύση) ΓΑΜΠΡΟΣ (Σκέφτεται τη Νύφη) Θα ντύνεται τώρα. (Μπαίνει ο Πατέρας της Νύφης. Γέρος, με άσπρα λαμπερά μαλλιά. Το κεφάλι του σκυφτό. Η Μάνα και ο Γαμπρός σηκώνονται, δίνουν χειραψία σιωπηλοί) ΠΑΤΕΡΑΣ Κάνατε πολύ να 'ρθετε; ΜΑΝΑ Τέσσερις ώρες. (Κάθονται) ΠΑΤΕΡΑΣ Κάνατε το γύρο. ΜΑΝΑ Ε γ ώ γέρασα, δεν αντέχω ν' ανεβοκατεβαίνω τις πλαγιές του ποτάμιου. ΓΑΜΠΡΟΣ Ζαλίζεται. (Παύση)
ΠΑΤΕΡΑΣ Κ α λ ή η σοδειά του σπάρτου φέτος. ΓΑΜΠΡΟΣ Πολύ καλή. ΠΑΤΕΡΑΣ Σ τ η ν εποχή μου, τα μέρη ετούτα δεν βγάζανε τίποτα. Την παίδεψα τη γη κι έχυσα πολύ ιδρώτα για ν' αρχίσει να μου δίνει κάτι. ΜΑΝΑ Τώρα δίνει και με το παραπάνω. Μην παραπονιέσαι, δεν ήρθα να σου γυρέψω τίποτα. ΠΑΤΕΡΑΣ (Χαμογελώντας) Εσύ είσαι πολύ καλύτερα από μένα. Κάθε αμπέλι σου κι ένα πουγκί, κάθε κλήμα σου κι ένα φλουρί. Κρίμα που τα χ τ ή μ α τ α μας πέφτουν μακριά... Καταλαβαί νεις... Ε γ ώ θα τα 'θελα όλα μαζί. Έ χ ω κι ένα αγκάθι στην καρδιά. Κάποιος έχει ένα περιβολάκι στη μέση α π ' τα χωρά φια μου και δεν μου το πουλάει που να του δώσω όλο το χρυσάφι του κόσμου. ΓΑΜΠΡΟΣ Έ τ σ ι γίνεται πάντα. ΠΑΤΕΡΑΣ Σκέψου, ε, να ζεύαμε καμιά εικοσαριά βουβάλια και να τραβάγαμε τ' αμπέλια σου ως εδώ, να τ αραδιάσουμε στην π λ α γιά! Ευτυχία Θεού θα ήτανε! ΜΑΝΑ Γιατί;
ΠΑΤΕΡΑΣ Γιατί ό,τι έ χ ω είναι δικό της κι ό,τι έχεις είναι δικό του. Να γιατί! Θα καμαρώναμε όλα τα χ τ ή μ α τ α μαζί. Τι ωραία! ΓΑΜΠΡΟΣ Έ τ σ ι θα λιγόστευε κι η δουλειά. ΜΑΝΑ Άμα πεθάνω, πούλα τα κι αγόρασε άλλα εδώ πλάι. ΠΑΤΕΡΑΣ Να τα πουλήσει; Ξέρεις τι λες, συμπεθέρα; Είναι κακό να πουλάς. Ν' αγοράζεις, ναι, ν' αγοράζεις όσα μπορείς. Αν είχα γιους εγώ, θα είχα αγοράσει όλη ετούτη την πλαγιά, ως πέρα το ποτάμι. Η γη δεν είναι η καλύτερη, αλλά τα γερά μπρά τσα θα την κάναν εύφορη σαν λιβάδι. Και, όπως είναι απόμε ρα εδώ και δεν περνάει κόσμος να κλέβει τον καρπό, κοιμάσαι ήσυχος. (Παύση) ΜΑΝΑ Ξέρεις γιατί ήρθα. ΠΑΤΕΡΑΣ Ναι. ΜΑΝΑ Και τι λες; ΠΑΤΕΡΑΣ Με μεγάλη μου χαρά. Μιας και τα 'χουν συζητήσει οι δυο τους. ΜΑΝΑ Ο γιος μου έχει περιουσία και είναι ικανός.
ΠΑΤΕΡΑΣ Το ίδιο και η κόρη μου. ΜΑΝΑ Ο γιος μου είναι όμορφος κι άλλη γυναίκα δεν έχει γνωρίσει. Η τιμή του, άσπιλη και λαμπερή σαν πεντακάθαρο σεντόνι απλωμένο στον ήλιο. ΠΑΤΕΡΑΣ Ε γ ώ τι να πω για την κόρη μου! Σηκώνεται κι αρχίζει να ζυμώνει α π ' τις τρεις, πριν ξεπροβάλει ο αυγερινός. Λιγόλογο κορίτσι και βολικό σαν το αφράτο μαλλί. Σπουδαία στο κέντημα αλλά και στιβαρή — κόβει σκοινί με τα δόντια τ η ς ! ΜΑΝΑ Ο Θεός να ευλογήσει το σπίτι τους! ΠΑΤΕΡΑΣ Μακάρι, μεγάλο τ' όνομα Του! (Μπαίνει η Υπηρέτρια με δυο δίσκους) ΜΑΝΑ (Στον Γαμπρό) Πότε θέλεις το γάμο; ΓΑΜΠΡΟΣ Την Π έ μ π τ η που μας έρχεται. ΠΑΤΕΡΑΣ Τη μέρα που η κόρη μου κλείνει τα είκοσι δυο. ΜΑΝΑ Είκοσι δύο! Τόσο θα ήταν κι ο μεγάλος μου γιος, αν ζούσε. Και θα ζούσε, τόσο γερό και ζωντανό παλικάρι που ήτανε, αν οι άνθρωποι δεν είχαν σοφιστεί τα μαχαίρια. ΠΑΤΕΡΑΣ Μην το σκέφτεσαι πια.
ΜΑΝΑ Δεν μπορώ. Μέρα και νύχτα αυτό μου τυραννάει το μυαλό. Με το χέρι στην καρδιά, εσύ το ίδιο δεν θα σκεφτόσουνα; ΠΑΤΕΡΑΣ Λοιπόν, σύμφωνοι: την Π έ μ π τ η που μας έρχεται. ΓΑΜΠΡΟΣ Ναι. ΠΑΤΕΡΑΣ Ο γαμπρός, η νύφη κι εμείς οι δύο θα πάμε με το αμάξι στην εκκλησία, γιατί είναι αρκετά μακριά. Οι καλεσμένοι θα έρ θουν με τα κάρα και τ' άλογα τους. ΜΑΝΑ Ωραία. (Περνάει η Υπηρέτρια) ΠΑΤΕΡΑΣ (Στην Υπηρέτρια) Πες της, τώρα μπορεί να έρθει. (Στη Μάνα) Θα χαρώ πολύ να σου αρέσει. (Μπαίνει η Νύφη. Τα χέρια της κρέμονται σεμνά και έχει το κεφάλι χα μηλωμένο) ΜΑΝΑ Έ λ α κοντά μου. Είσαι χαρούμενη; ΝΥΦΗ Μάλιστα, κυρία. ΠΑΤΕΡΑΣ Μην είσαι τόσο ντροπαλή. Σε λίγο θα γίνει μάνα σου. ΝΎΦΗ Είμαι πολύ χαρούμενη. Το ναι το είπα γιατί ήθελα να το π ω .
ΜΑΝΑ Ωραία. (Της πιάνει το πιγούνι) Κοίταξε με. ΠΑΤΕΡΑΣ Ολόιδια η γυναίκα μου. ΜΑΝΑ Α, μπα; Όμορφα μάτια! Παιδί μου, ξέρεις τι είν' ο γάμος; ΝΥΦΗ (Σοβαρή) Ξέρω. ΜΑΝΑ Γάμος είναι ο άντρας σου, τα παιδιά σου κι ένας τοίχος π α νύψηλος που σε χωρίζει από τον άλλο κόσμο. ΓΑΜΠΡΟΣ Χρειάζεται και κάτι άλλο; ΜΑΝΑ Τίποτα. Μόνο να είστε όλοι ζωντανοί. Αυτό μόνο. Να είστε ζωντανοί! ΝΥΦΗ Ξέρω το χρέος μου. ΜΑΝΑ Αυτά τα δώρα τα έφερα για σένα. ΝΥΦΗ Ευχαριστώ. ΠΑΤΕΡΑΣ Μα, πάρτε κάτι. ΜΑΝΑ Ε γ ώ , όχι, ευχαριστώ. (Στον Γαμπρό) Εσύ; ΓΑΜΠΡΟΣ Ε γ ώ να πάρω.
(Παίρνει γλυκό. Παίρνει και η Νύφη) ΠΑΤΕΡΑΣ (Στον Γαμπρό) Λίγο κρασί; ΜΑΝΑ Δεν πίνει ποτέ. ΠΑΤΕΡΑΣ Κ α λ ά κάνει. (Παύση. Όλοι στέκοχται όρθιοι) ΓΑΜΠΡΟΣ (Στη Νύφη) Θα έρθω κι αύριο. ΝΥΦΗ Τι ώρα; ΓΑΜΠΡΟΣ Γύρω στις πέντε. ΝΥΦΗ Θα σε περιμένω. ΓΑΜΠΡΟΣ Κάθε φορά που φεύγω από κοντά σου νιώθω να μου σφίγγε ται η καρδιά κι έ χ ω έναν κόμπο στο λαιμό. ΝΥΦΗ Ό τ α ν παντρευτούμε, θα τα ξεχάσεις αυτά. ΓΑΜΠΡΟΣ Έ τ σ ι λέω κι εγώ. ΜΑΝΑ Π ά μ ε . Ο ήλιος δεν περιμένει. είπαμε.
(Στον Πατέρα) Λοιπόν, όπως
ΠΑΤΕΡΑΣ Ό π ω ς είπαμε. ΜΑΝΑ (Στην Υπηρέτρια) Γεια σου. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Σ τ η ν ευχή του Θεού. (Η Μάνα φιλάει τη Νύφη, και μαζί με τον Γαμπρό προχωρούν να φύγουν) ΜΑΝΑ (Στο κατώφλι) Γεια σου, κόρη μου. (Η Νύφη της γνέφει με το χέρι) ΠΑΤΕΡΑΣ Θα σας π ά ω λίγο πιο πέρα. (Βγαίνουν) ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Σ κ ά ω να δω τι σου έφερε. ΝΥΦΗ Μην τ
αγγίζεις!
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Έ λ α , δείξ' τα μου. ΝΥΦΗ Δεν θέλω. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Μόνο τις κάλτσες. Είναι ολοκέντητες, είπανε! Να χαρείς, δείξ' τις μου! ΝΥΦΗ Ε ί π α όχι!
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Έ λ α Χριστέ και Παναγιά! Τι έχεις; Μετάνιωσες; ΝΥΦΗ (Δαγκώνει το χέρι της) Αχ! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Κοπέλα μου, καρδούλα μου, τι έχεις; Λυπάσαι γιατί φεύγεις από 'δώ, που ζούσες σαν βασίλισσα; Έ λ α , μη βάζεις άσχημα με το νου σου. Έ χ ε ι ς λόγο; Ό χ ι , κανέναν! Άντε να δούμε τα δώρα που σου φέρανε. (Εκτείνει το χέρι να πιάσει το κουτί) ΝΥΦΗ (Της αρπάζει τα χέρια από τους καρπούς) Άσε το! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Μη χειρότερα! ΝΥΦΗ Άσε το, είπα! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Δυνατή που είσαι — σαν άντρας! ΝΥΦΗ Ναι, γιατί σαν άντρας έ χ ω δουλέψει. Μακάρι να γεννιόμουν άντρας. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Μη λες τέτοια πράματα. ΝΥΦΗ Π ά μ ε . Ας πούμε κάτι άλλο. (Το φως λιγοστεύει σιγά-σιγά. Μεγάλη παύση) ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Άκουσες ένα άλογο τη νύχτα;
ΝΥΦΗ Τι ώρα; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Γύρω στις τρεις. ΝΥΦΗ Θα το 'σκασε α π ' το κοπάδι. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ό χ ι . Είχε καβαλάρη. ΝΥΦΗ Π ώ ς το ξέρεις; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Τον είδα. Στάθηκε κ ά τ ω α π ' το παράθυρο σου. Παράξενο! ΝΥΦΗ Μ ή π ω ς ήταν ο αρραβωνιαστικός μου; Καμιά φορά περνάει τέτοια ώρα. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Δεν ήταν, όχι. ΝΥΦΗ Είδες ποιος ήταν; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ναι. ΝΥΦΗ Ποιος; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ο Λεονάρδο. ΝΥΦΗ (Φωνάζει) Ψεύτρα! Ψεύτρα! Τι δουλειά είχε αυτός εδώ;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Αυτός ήταν! ΝΥΦΗ Πάψε, που να σου κοπεί η γλώσσα! (Ακούγεται
καλπασμός
αλόγου)
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Στο παράθυρο) Σκύψε να δεις. Τον είδες; ΝΥΦΗ Τον είδα.
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η
ΣΚΗΝΗ
Π Ρ Α Ξ Η
1
(Βεράντα στο σπίτι της Νύφης. Στο βάθος της σκηνής η πόρτα του σπι τιού. Νύχτα. Βγαίνει η Νύφη με πουκαμισάκι κάτασπρο, χωρίς μανίκια, που αφήνει τα μπράτσα της γυμνά, και άσπρη φούστα-μεσοφόρι φουσκω τή, με πιέτες, δαντέλες και φεστόνι στον ποδόγυρο. Ανάλογα είναι ντυμένη και η Υπηρέτρια) ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ν α , εδώ κάτσε να τελειώσω το χτένισμα. ΝΥΦΗ Σκάσαμε από τη ζέστη εδώ μέσα. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Σ' αυτά εδώ τα μέρη δεν δροσίζει ούτε το ξημέρωμα. (Η Νύφη κάθεται σε ένα σκαμνί και κοιτάζεται στο μικρό καθρέφτη που κρατάει. Η Υπηρέτρια τη χτενίζει) ΝΥΦΗ Η μάνα μου ήταν από μια περιοχή καταπράσινη, γεμάτη δέντρα και περιβόλια. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Γι' αυτό ήτανε τόσο πρόσχαρη γυναίκα. ΝΥΦΗ Ή ρ θ ε εδώ και μαράζωσε. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Η τ ύ χ η του καθενός. ΝΥΦΗ Έ τ σ ι όπως μαραζώνουμε όλοι μας. Φωτιά βγάζουν οι τοίχοι! Αχ, πρόσεχε, με πονάς!
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Αυτό εδώ το μπουκλάκι να σου σ τ ρ ώ σ ω — σου πέφτει στο μέτωπο.
(Η Νύφη κοιτάζεται στον καθρέφτη της) Κούκλα εί
σαι! (Τη φιλάει με πολλή αγάπη) ΝΥΦΗ Έ λ α , τέλειωνε. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Συνεχίζει το χτένισμα) Ποιος στη χ ά ρ η σου! Θα έχεις ά\τρα στην αγκαλιά σου, θα τον φιλάς και θα νιώθεις το βάρος του! ΝΥΦΗ Σταμάτα! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Και το καλύτερο: θα ξυπνάς και θα νιώθεις πλάι σου την ανάσα του να σου χαϊδεύει τον ώμο, α π α λ ή σαν το φτερό του αηδονιού. ΝΥΦΗ (Άγρια) Σ τ α μ ά τ α , είπα! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Μα, κόρη μου, αυτό είναι ο γάμος. Ο γάμος δεν είναι τα γλυκά και τα λουλούδια της παντρειάς, ο γάμος είναι το λα μπρό κρεβάτι με τον άντρα και τη γυναίκα. ΝΥΦΗ Αυτά δεν λέγονται! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Δεν λέγονται, όμως τη γλύκα τους την έχουν. ΝΥΦΗ Μπορεί και πίκρα.
Γ ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ Γ Α Μ Ο Σ
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Τα πορτοκαλάνθια θα σου τα φέρω στροφή από 'δώ ως εδώ να σε στεφανώνουν. ΝΥΦΗ (Κοιτάζεται στον καθρέφτη) Δώσ' το μου. (Παίρνει το στεφάνι, το κοιτάζει και, απελπισμένη, αφήνει το κεφάλι της να πέσει) ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Τι έπαθες; ΝΥΦΗ Παράτα με! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Τώρα βρήκε να σε πιάσει ο καημός; (Καλοδιάθετα) Φέρε μου το στεφάνι. (Η Νύφη το πετάει κάτω) Αχ, κορίτσι μου! Π α ς γυρεύοντας για συμφορές; Μάζεψε το στεφάνι, σήκωσε το κεφάλι και κοίτα με. Δεν θες να παντρευτείς; Πες το καθα ρά! Μπορείς ακόμα να πάρεις πίσω την υπόσχεση σου. (Η Νύφη σηκώνεται) ΝΥΦΗ Δεν είναι τίποτα — κακός αέρας μέσα στα σύννεφα. Όλοι τον νιώθουμε κάποια στιγμή. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Τον αγαπάς αυτόν που παντρεύεσαι; ΝΥΦΗ Ναι. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ναι, είμαι σίγουρη.
ΝΥΦΗ Αλλά, μια τέτοια απόφαση είναι μεγάλο βήμα. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Έ τ ο ι μ η είσαι: κάνε τ ο ! ΝΥΦΗ Ναι. Τώρα το υποσχέθηκα. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Έ τ σ ι μπράβο! Έ λ α να σου βάλω το στεφάνι. ΝΥΦΗ (Κάθεται) Γρήγορα. Έ ρ χ ε τ α ι όπου να ναι. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Θα ' χουνε κάνει τουλάχιστον δυο ώρες περπάτημα. ΝΥΦΗ Πόσο είναι από 'δώ ως την εκκλησία; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Πέντε λεύγες, άμα κόψεις α π ' το ποτάμι. Άμα έρθεις α π ' το δρόμο, το διπλό. (Η Νύφη σηκώνεται. Η Υπηρέτρια ενθουσιάζεται που τη βλέπει) Σ ή κ ω νύφη μη σε νοιάζει άγια ώρα πλησιάζει το ποτάμι που κυλάει στέφανο σου κουβαλάει. ΝΥΦΗ (Χαμογελάει) Έ λ α ! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Την αγκαλιάζει και ευτυχισμένη χορεύει γύρω της) Φέρτε δάφνες μυρωμένες αγριελιές πρασινισμένες
οι ευωδιές να πλημμυρίσουν και τη νύφη να ξυπνήσουν. (Ακούγονται χτυπήματα στην
πόρτα)
ΝΥΦΗ Άνοιξε. Άρχισαν να 'ρχονται. (Βγαίνει. Η Υπηρέτρια ανοίγει κατάπληκτη) ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Εσύ; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Ε γ ώ . Καλημέρα. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Πρώτος-πρώτος! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Εσείς με καλέσατε. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Σωστά. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Και ήρθα. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Η γυναίκα σου; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Έ ρ χ ε τ α ι με τα πόδια. Ε γ ώ ήρθα με τ' άλογο. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Είδες άλλον στο δρόμο; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Είδα πολλούς, αλλά τους πέρασα με τ' άλογο.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Έ τ σ ι όπως το τρέχεις, θα το σκάσεις το ζωντανό. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Και να σκάσει, έσκασε. (Παύση) ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Κάθισε. Δεν έχουνε ξυπνήσει ακόμα. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Κι η νύφη; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Τώρα π ά ω να τη ντύσω. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Ε, ρε, η νύφη! Θα 'ναι μεσ' σ τ η χαρά! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Αλλάζει κουβέντα) Το παιδί καλά; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Ποιο παιδί; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ο γιος σου. ΛΕΟΝΑΡΔΟ (Σαν να θυμάται μέσα σε όνειρο) Α! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Το φέρνει η γυναίκα σου; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Όχι. (Παύση. Από μακριά ακούγονται φωνές να τραγουδάνε)
ΦΩΝΕΣ Σ ή κ ω νύφη μη σε νοιάζει άγια ώρα πλησιάζει. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Σ ή κ ω νύφη μη σε νοιάζει άγια ώρα πλησιάζει. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Οι καλεσμένοι! Μακριά είναι ακόμα. ΛΕΟΝΑΡΔΟ (Σηκώνεται) Θα ναι μεγάλο το στεφάνι της νύφης; Να μην είναι! Της πάει πιο πολύ το μικρό. Κι ο γαμπρός, τα 'φερε τ' άνθη της πορτοκαλιάς να τα βάλει στον κόρφο τ η ς ; ΝΥΦΗ (Βγαίνει φορώντας το μεσοφόρι της και το στεφάνι στα μαλλιά) Τα 'φερε. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Μεγαλόφωνα) Π ώ ς βγήκες έτσι! ΝΥΦΗ Τι πειράζει; (Σοβαρή) Γιατί ρωτάς για τ' άνθη; Τι κρύβεις μέσα στο μυαλό σου; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Τι να κρύβω; Τίποτα. (Πλησιάζει) Με ξέρεις καλά και ξέρεις π ω ς τίποτα δεν κρύβω. Αλλά, πες μου, ξεχνάς τι ήμουν κ ά ποτε για σένα; Για σκάψε λίγο τη μνήμη σου! Α, ναι, δυο ζευγάρια βόδια και μια καλύβα τι αξία έχουνε; Να τ' αγκάθι! ΝΥΦΗ Γιατί ήρθες;
ΛΕΟΝΑΡΔΟ Να δω το γάμο σου. ΝΎΦΗ Ό π ω ς εγώ είδα το δικό σου. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Που γι' αυτόν εσύ ευθύνεσαι. Σκότωσε με, κάνε ό,τι θέλεις, αλλά μη με φτύσεις! Και το χρήμα, όσο να δείχνει γυαλιστε ρό, εγώ φτύμα το βλέπω. ΝΥΦΗ Είσαι ψεύτης! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Άσε με να μιλήσω, γιατί μου έχει ανάψει το αίμα και α π ' τις φωνές μου θα ταραχτούνε τα βουνά! ΝΥΦΗ Κι εμένα, με τα ουρλιαχτά μου θα γκρεμιστούνε! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Τρελαθήκατε κι οι δυο σας; Τι ξύνετε παλιές πληγές; (Κοιτάζει ανήσυχη τις πόρτες) ΝΎΦΗ Κ α λ ά λέει. Και που σου μιλάω, πολύ είναι! Ό μ ω ς , το θράσος σου με ανταριάζει! Που έχεις μούτρα να έρχεσαι στο γάμο μου και να ρωτάς ειρωνικά αν έφερε ο γαμπρός άνθη πορ τοκαλιάς ! Να μη σε νοιάζει — να πας έξω και να περιμένεις τη γυναίκα σου! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Α, ναι; Δηλαδή, ούτε μια κουβέντα δεν έχουμε να πούμε οι δυο μας;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Επιθετικά) Ό χ ι ! Ούτε μια! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Από την ώρα που παντρεύτηκα, νύχτες και μέρες ολόκληρες έ χ ω βασανίσει το μυαλό μου να βρω ποιανού ήτανε το φταί ξιμο. Και κάθε φορά μου βγαίνει καινούργιο φταίξιμο, που καταπίνει όλα τ' άλλα. Ό μ ω ς κάποιο φταίξιμο μένει πάντα. ΝΥΦΗ Πόσα ξέρει ο καβαλάρης με τ' άλογο του, που το 'χει για παλικαριά να ξελογιάσει μια κοπέλα που ζει μόνη στην ερη μιά! Ό μ ω ς , έ χ ω κι εγώ περηφάνια! Γι' αυτό παντρεύομαι. Και θα κλειστώ στο σπίτι μου με τον άντρα μου, που θα τον α γ α π ά ω όσο βάζει ο νους ανθρώπου. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Η περηφάνια μόνη της δεν φτάνει. (Την πλησιάζει) ΝΥΦΗ Μην πλησιάζεις! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Να καίγεσαι και να μη μιλάς είναι η χειρότερη κόλαση. Τι κέρδισα εγώ με την περηφάνια μου, που σ' άφησα να ξαγρυ πνάς νύχτες και νύχτες χωρίς να σε βλέπω; Τίποτα! Κέρδι σα μόνο τη φωτιά που φούντωσε πιο δυνατή μέσα μου. Μην πιστεύεις π ω ς ο καιρός γιατρεύει, μην πιστεύεις π ω ς οι τοί χοι σε κρύβουν και σε προστατεύουν: αυτά είναι ψέματα, ψέματα! Άμα ο καημός φτάσει στο κόκαλο, τίποτα δεν τον ξεριζώνει. ΝΥΦΗ (Τρέμοντας) Σ τ α μ ά τ α ! Δεν αντέχω να σ' ακούω. Δεν αντέχω
ν' ακούω τη φωνή σου. Είναι σαν να μου δίνεις ένα μπουκάλι δυνατό γλυκό κρασί και μου στρώνεις να κοιμηθώ π ά ν ω σε τριαντάφυλλα! Η φωνή σου με τραβάει κ ά τ ω , ξέρω πως πνίγομαι, αλλά δεν κάνω τίποτα για να ξεφύγω. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Αρπάζει τον Λεονάρδο από το πέτο) Φύγε! Χάσου από 'δώ και μην ξαναπατήσεις! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Μη φοβάσαι, τελευταία φορά που μιλάω. ΝΥΦΗ Είμαι τρελή, το ξέρω, που μέσα μου σαπίζω πνίγοντας τον καημό μου! Γιατί στέκομαι και σ' ακούω, γιατί στέκομαι και σε βλέπω να σαλεύεις τα χέρια σου; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Δεν θα ησύχαζα, αν δεν σου τα 'λεγα. Ε γ ώ παντρεύτηκα. Παντρέψου κι εσύ! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Στον Λεονάρδο) Αυτό κάνει: παντρεύεται! ΦΩΝΕΣ (Πιο κοντά) Σ ή κ ω νύφη μη σε νοιάζει άγια ώρα πλησιάζει. ΝΥΦΗ Σ ή κ ω νύφη μη σε νοιάζει! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ήρθαν οι καλεσμένοι. (Στον Λεονάρδο) Αλίμονο σου, αν την πλησιάσεις ξανά!
ΛΕΟΝΑΡΔΟ Μείνε ήσυχη. (Βγαίνει από αριστερά. Αρχίζει να ξημερώνει) Α' ΚΟΠΕΛΑ (Μπαίνοντας) Σ ή κ ω νύφη μη σε νοιάζει άγια μέρα πλησιάζει. Φτάνουνε οι καλεσμένοι κι είν' η φύση ανθισμένη. ΦΩΝΕΣ Σ ή κ ω νύφη μη σε νοιάζει. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Για να τονώσει το κέφι) Φέρτε δάφνες μυρωμένες αγριελιές πρασινισμένες οι ευωδιές να πλημμυρίσουν και τη νύφη να ξυπνήσουν. Β' ΚΟΠΕΛΑ (Μπαίνοντας) Πλέξε τα όμορφα μαλλιά σου ντύσου μ' όλα τα καλά σου τα γοβάκια τ' ασημένια και τα ολόχρυσα τα χτένια. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Βγαίνει σαν λαμπρό φεγγάρι βοσκοπούλα όλη χάρη. Α' ΚΟΠΕΛΑ Το σκουφί σου παλικάρι κρέμα σε ψηλό κλωνάρι.
Α' ΝΕΟΣ (Μπαίνει κρατώντας το καπέλο του) Βγες νυφούλα τιμημένη φτάνουνε οι καλεσμένοι με πιατέλες στολισμένες και με ντάλιες ανθισμένες. ΦΩΝΕΣ Σ ή κ ω νύφη μη σε νοιάζει. Β' ΚΟΠΕΛΑ Το στεφάνι της θα βάλει στο πανέμορφο κεφάλι κι ο γαμπρός θα πλησιάσει με κορδέλες να το πιάσει. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Γιασεμί μοσχοβολάει και η νύφη ξαγρυπνάει. Γ ΚΟΠΕΛΑ (Μπαίνοντας) Ο γαμπρός από τ αμπέλι φρούτα κουβαλάει και μέλι. (Μπαίνουν τρεις Καλεσμένοι) Α' ΝΕΟΣ Ξύπνα νύφη περιστέρα τραγουδά η καμπάνα πέρα. ΚΑΛΕΣΜΈΝΟς Νύφη σήμερα κοπέλα και α π ' αύριο γυναίκα.
ΚΟΠΕΛΑ Μελαψή ασπροντυμένη στα μετάξια είναι ντυμένη. ΚΑΛΕΣΜΈΝΟς Έ ρ χ ε τ α ι η νύφη να τη π ά χ ν η πρωινή δροσάτη. Α' ΝΕΟΣ Μέσα στους ανθούς περπατά όμορφη και μαυρομάτα. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Μια μαντίλια θα κεντήσω και στη νύφη θα χαρίσω με χρυσάφι και διαμάντια σαν τα ολόγλυκά της μάτια. ΦΩΝΕΣ Σ ή κ ω νύφη μη σε μοιάζει. Α' ΝΕΟΣ Άγια μέρα πλησιάζει. ΚΑΛΕΣΜΈΝΟς Για το γάμο στολισμένη ασημοχρυσοντυμένη η ωραία του χωριού ταίρι του παλικαριού. ΠΑΤΕΡΑΣ (Μπαίνοντας) Γαμπρέ πάρε τα προικιά της και την όμορφη αφεντιά της γαμπρέ πάρ' τηνε στη σέλα
την πανέμορφη κοπέλα ζύγωσε με τ' άλογο σου τα δικά της είναι βιός σου. Γ ΚΟΠΕΛΑ Αχ η νύφη μας θα πάρει χρυσανθό και παλικάρι που περνάει στις γειτονιές και τρελαίνονται οι νιες. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Καλορίζικη να 'σαι, κοπέλα μου. Β' ΝΕΟΣ Ξύπνα, όμορφη νυφούλα. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Σ ή κ ω , τριανταφυλλένια μου. Α' ΚΟΠΕΛΑ Οι καλεσμένοι φτάσαν στο κλειστό παράθυρο σου. Β'ΚΟΠΕΛΑ Να βγει η νύφη! Α' ΚΟΠΕΛΑ Να βγει, να βγει! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Χ τ ύ π α , γλυκιά καμπάνα, πες στη νύφη να 'ρθει! Α' ΝΕΟΣ Να τη! Έρχεται! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ανασαλεύει σαν τον ταύρο το ανθρωπολόι να τη δει! (Μπαίνει η Νύφη. Φοράει μαύρο φόρεμα της μόδας του 1900. Στενό στους γοφούς, με μακριά ουρά, φραμπαλάδες από πλισαρισμένο τούλι και κολλά-
ρισμένες δαντέλες. Στα μαλλιά της το στεφάνι από άνθη πορτοκαλιάς. Ακούγονται κιθάρες. Οι Κοπέλες φιλάνε τη Νύφη) Γ ΚΟΠΕΛΑ Τι άρωμα βάζεις στα μαλλιά σου; ΝΎΦΗ (Γελώντας) Δεν βάζω. Β' ΚΟΠΕΛΑ (Κοιτάζοντας το φόρεμα) Τέτοιο ωραίο ύφασμα δεν ίγω ξανα δεί. Α' Ν Ε Ο Σ Να κι ο γαμπρός! (Μπαίνει ο Γαμπρός) ΓΑΜΠΡΌς Γεια σας. Α'ΚΟΠΕΛΑ (Του βάζει ένα λουλούδι στο αυτί) Ο γαμπρός είναι λουλούδι και γλυκός σαν το τραγούδι. Β' ΚΟΠΕΛΑ Βλέμμα έχει γαληνεμένο από αυγούλα δροσισμένο. (Ο Γαμπρός πλησιάζει τη Νύφη) ΝΥΦΗ Γιατί έβαλες αυτά τα παπούτσια; ΓΑΜΠΡΌς Είναι πιο γιορτινά από τα μαύρα. (Μπαίνει η Γυναίκα του Λεονάρδο)
ΓΥΝΑΙΚΑ (Φιλάει τη Νύφη) Να ζήσετε! (Γενική ευθυμία, φωνές, φασαρία) ΛΕΟΝΑΡΔΟ (Μπαίνει, απρόθυμος σαν να εκτελεί καθήκον) Μοσχοβολάνε τ άνθη στο κεφάλι σου γλυκό να 'ναι για πάντα το στεφάνι σου. ΓΥΝΑΙΚΑ Τα ολόφρεσκα μαλλιά σου δρόσος για τα χ τ ή μ α τ α σου. ΜΑΝΑ (Στον Πατέρα) Μας κουβαλήθηκαν κι αυτοί; ΠΑΤΕΡΑΣ Συγγενείς είναι. Δώσε τόπο στην οργή, μέρα που είναι. ΜΑΝΑ Δεν θα δείξω τίποτα, αλλά δεν τους συγχωρώ. ΓΑΜΠΡΌς Δεν χορταίνω να σε βλέπω μ' αυτό το στεφάνι! ΝΥΦΗ Ε λ ά τ ε , πάμε στην εκκλησία. ΓΑΜΠΡΌς Γιατί βιάζεσαι; ΝΥΦΗ Για να γίνω γυναίκα σου, για να μείνω μόνη μου κοντά σου και για να μην ακούω άλλες φωνές εκτός απ' τη δικιά σου. ΓΑΜΠΡΌς Αυτό θέλω κι εγώ.
Και ν' αντικρίζω μόνο τα δικά σου μάτια. Να με κρατάς τόσο σφιχτά που, και η μάνα μου να με φωνάξει από τον τάφο, να μη μπορώ να β γ ω από την αγκαλιά σου. ΓΑΜΠΡΟΣ Έ χ ω γερά μπράτσα. Σαράντα χρόνια θα σε σφιγγω πάνω μου. ΝΥΦΗ (Δραματικά, πιάνοντας τον από το χέρι) Ό λ η μας τη ζ ω ή ! ΠΑΤΕΡΑΣ Άντε, τι αργείτε; Ανεβείτε στ' άλογα και στα χάρα! Θα μας πιάσει ο ήλιος! ΜΑΝΑ Το νου σας! Μη μας έρθει κάνα κακό! (Ανοίγει μια μεγάλη πόρτα στο βάθος. Αρχίζουν να βγαίνουν) ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Κλαίγοντας) Βγαίνεις από το σπίτι σου κόρη ασπροντυμένη θυμήσου έτσι προβαίνει το άστρο της αυγής. Α' ΚΟΠΕΛΑ Με πεντακάθαρο κορμί καλοφτιαγμένο ρούχο βγαίνεις από το σπίτι σου να πας στην εκκλησιά. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Σ τ ο σκονισμένο δρόμο σου
άνθη σκορπά ο αέρας. Γ ΚΟΠΕΛΑ Λευκό σαν γάλα το κορμί σου. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Του μαντιλιού της η δαντέλα σειέται γεμάτη σκοτεινό αέρα. (Βγαίνουν. Ακούγονται κιθάρες, ντέφια και καστανιέτες. Μένουν μόνοι ο Λεονάρδο και η Γυναίκα του) ΓΥΝΑΙΚΑ Πάμε. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Πού; ΓΥΝΑΙΚΑ Σ τ η ν εκκλησία. Ό μ ω ς , μην πάρεις τ άλογο, έλα μαζί μου. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Με το κάρο; ΓΥΝΑΙΚΑ Ε , ναι. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Ε γ ώ δεν π ά ω με κάρο! ΓΥΝΑΙΚΑ Κι εγώ δεν π ά ω χωρίς τον άντρα μου. Δεν αντέχω άλλο! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Ούτε κι ε γ ώ ! ΓΥΝΑΙΚΑ Π ώ ς με κοιτάς έτσι; Σαν να έχεις από να αγκάθι σε κάθε μάτι!
ΛΕΟΝΑΡΔΟ Πάμε. ΓΥΝΑΙΚΑ Τι να πω δεν ξέρω. Αυτά που μου 'ρχονται στο μυαλό τα διώχνω. Έ ν α μονάχα ξέρω: εγώ μαράθηκα, ξόφλησα πια. Ό μ ω ς , έ χ ω παιδί και περιμένω κι άλλο. Άντε, πάμε. Ί δ ι α μοίρα με τη μάνα μου έ χ ω . Αλλά από 'δώ δεν φεύγω χωρίς εσένα. (Φωνές εκτός σκηνής) ΦΩΝΕΣ Σαν βγαίνεις α π ' το σπίτι σου να πας στην εκκλησιά θυμήσου έτσι προβαίνει το άστρο της αυγής. ΓΥΝΑΙΚΑ (Κλαίγοντας) Θυμήσου έτσι προβαίνει το άστρο της αυγής. Ναι, έτσι βγήκα κι εγώ από το σπίτι μου κάποτε. Κι όλος ο κάμπος τραγούδι με είχε στα χείλη του! ΛΕΟΝΑΡΔΟ (Σηκώνεται) Π ά μ ε . ΓΥΝΑΙΚΑ Μαζί! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Καλά.
(Παύση) Αντε, κουνήσου! (Βγαίνουν)
ΦΩΝΕΣ
Σαν βγαίνεις α π ' το σπίτι σου να πας στην εκκλησιά θυμήσου έτσι προβαίνει το άστρο της αυγής.
ΣΚΗΝΗ 2 (Έξω από το σπίτι της Νύφης. Σκιές από άσπρα, γκρίζοι και μπλε χρώ ματα. Μεγάλες φραγκοσυκιές. Τόνοι σκούροι και στην απόχρωση του ασημιού. Στο βάθος τοπίο με γήινα χρώματα. Όλα σκληρά όπως σε έργα λαϊκής κεραμοπλαστικής) ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Ταχτοποιεί δίσκους και ποτήρια σε ένα τραπέζι) Τρέχει το νερό κυλάει του μύλου η φτερωτή γυρνάει φτάνει του γάμου η γιορτή. Τα κλωνάρια αναμερίστε των άστρων φέγγος κατεβάστε κι έλα φεγγάρι κεραστή. (Φωνάζει) Βάλε τραπεζομάντιλα! Το ζευγάρι τραγουδάει νερό του ποταμού κυλάει φτάνει το συμπεθεριό. Θα 'ρθει η γιορτή ν' αρχίσει γλυκιά χαρά για να γεμίσει κάθε μύγδαλο πικρό. (Δυνατά)'Έι, εσείς, φέρτε κρασί! Όμορφη και λυγερή ομορφονιά της γης δες π ώ ς κυλάει το νερό. Έ ρ χ ε τ α ι η γιορτή του γάμου. Σήκωσε το νυφικό σου μη βραχείς πιάσου α π ' του γαμπρού το μπράτσο να στηριχτείς.
Ο γαμπρός είν' περιστέρι κι η ανάσα του φωτιά όσο αίμα ήπιε ο κάμπος άλλο τόσο αναζητά. Τρέχει το νερό κυλάει του μύλου η φτερωτή γυρνάει φτάνει του γάμου η γιορτή. (Μπαίνουν η Μάνα και ο Πατέρας) ΜΑΝΑ Δόξα τω Θεώ, φτάσαμε! ΠΑΤΕΡΑΣ Οι πρώτοι είμαστε; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ό χ ι . Ο Λεονάρδο και η γυναίκα του έχουν έρθει εδώ και ώρα. Σαν δαίμονες τρέχανε. Η γυναίκα ήρθε πεθαμένη από το φόβο. Τρέχανε σαν να 'τανε καβάλα σ' άλογο. ΠΑΤΕΡΑΣ Αυτό το παλικάρι πάει γυρεύοντας! Κακό αίμα έχει. ΜΑΝΑ Ε, τι περιμένεις; Α π ' το σόι του πήρε! Ο προπάππος του έκανε την αρχή, εκείνος σκότωσε πρώτος, κι από τότε όλοι τους έχουνε το διάολο μέσα τους! Μαχαιροβγάλτες, που μπορεί να σου χαμογελάνε, όμως άλλα σκέφτονται! ΠΑΤΕΡΑΣ Ξέχνα τα αυτά σήμερα. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Αμ, της είναι εύκολο να τα ξεχάσει;
ΜΑΝΑ
Π ώ ς να τα ξεχάσω, που με πονάνε ως τις ρίζες α π ' τις φλέ βες μου; Ό π ο τ ε τους κοιτάω, το βλέμμα μου πέφτει πάνω στα χέρια που σκότωσαν ό,τι είχα πιο δικό μου. Εσύ με βλέ πεις. Σου φαίνομαι για τρελή; Κι όμως, είμαι τρελή! Γιατί δεν ούρλιαξα τότε που το χα ανάγκη. Έ χ ω κρατήσει πολλά ουρλιαχτά εδώ, μέσα στο στήθος μου, που τα πνίγω και τα φυλάω κ ά τ ω από τα ρούχα μου. Άμα πεθαίνουν οι άνθρωποι μας και τους θάβουμε, πρέπει να βουβαινόμαστε. Κι ο κό σμος ας λέει ό,τι θέλει. (Βγάζει το πανωφόρι της) ΠΑΤΕΡΑΣ
Μην τα θυμάσαι αυτά, μέρα που είναι! ΜΑΝΑ
Άμα τα φέρνει η κουβέντα, δεν αντέχω — θέλω να μιλήσω. Και τώρα έ χ ω ένα λόγο παραπάνω, γιατί από σήμερα θα μείνω στο σπίτι μόνη. ΠΑΤΕΡΑΣ
Ό χ ι για πολύ. Σε λίγο θα 'χεις πάλι κόσμο και φωνές. ΜΑΝΑ
Αυτή είναι και η μόνη μου ελπίδα: τα εγγόνια! (Κάθονται) ΠΑΤΕΡΑΣ
Μακάρι να κάνουνε πολλά. Αυτή η γη δεν ημερώνεται από χέρια πληρωμένα. Ε δ ώ πρέπει να δουλεύουνε τα μπράτσα του ιδιοκτήτη, να στήσει πόλεμο με τ' αγριόχορτα και τ αγκάθια και τις πέτρες που ξεφυτρώνουν ένας Θεός ξέρει π ώ ς ! Μόνο όποιος έχει δικιά του αυτή τη γη μπορεί να την
τιμωρήσει και να την ημερώσει για να του χαρίσει σοδειά. Αγόρια μας χρειάζονται, συμπεθέρα, άντρες γεροί! ΜΑΝΑ
Και κάνα δυο κορίτσια. Το αγόρι είναι του ανέμου, έχει το νου του στα ντουφέκια και στα μαχαίρια. Το κορίτσι είναι του σπιτιού, δεν βγαίνει ούτε στο κατώφλι. ΠΑΤΕΡΑΣ
(Εύθυμος) Καλά να ναι, θα κάνουνε κι από τα δυο. ΜΑΝΑ
Ο γιος μου τη θέλει πολύ την κόρη σου — θα της χαρίσει καλό καρπό. Είναι από δυνατή γενιά. Αν ζούσε ο πατέρας του, θα είχε κάνει πολλά παιδιά μαζί μου. ΠΑΤΕΡΑΣ
Σκέφτομαι, ωραία θα 'τανε να γεννιόντουσαν όλα σε μια μέρα. Κι αύριο να είχαμε δυο τρία παλικαράκια. ΜΑΝΑ
Κάθε πράμα παίρνει το χρόνο του. Και τα παιδιά αργούν πολύ. Γι' αυτό σου καίγονται τα σωθικά, άμα βλέπεις το αίμα των παιδιών σου να χύνεται ποτάμι στο χ ώ μ α . Μια π η γ ή που στερεύει μέσα σ' ένα λεπτό και σ' αφήνει πίκρα για χρόνια. Ό τ α ν π ή γ α να δω το γιο μου, τον βρήκα σωριασμένο στη μέση του δρόμου. Μούσκευα τα χέρια μου στο αίμα και τα έγλειφα με τη γλώσσα μου. Και δικό μου αίμα ήταν! Εσύ δεν ξέρεις τι είν' αυτό, όμως εγώ τη γη που ήπιε αίμα θα 'θελα να την έ χ ω σε δισκοπότηρο άγιο, στολισμένο με κρύ σταλλα και με τοπάζια. ΠΑΤΕΡΑΣ
Κάνε υπομονή. Είναι γερό σκαρί η κόρη μου κι ο γιος σου δυνατός.
ΜΑΝΑ Σ' αυτό ελπίζω κι εγώ. (Σηκώνονται) ΠΑΤΕΡΑΣ (Στην Υπηρέτρια) Ετοίμασε τους δίσκους με το σιτάρι. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Έτοιμοι είναι. (Μπαίνουν ο Λεονάρδο και η Γυναίκα του) ΓΥΝΑΙΚΑ Καλορίζικοι! Να μας ζήσουνε! ΜΑΝΑ Σ ' ευχαριστώ. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Θα γίνει γιορτή; ΠΑΤΕΡΑΣ Λίγα πράματα. Είμαστε μακριά, ο κόσμος θέλει να γυρίσει στα σπίτια του. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ν α τους! Ή ρ θ α ν ε ! (Μπαίνουν χαρούμενες συντροφιές με καλεσμένους. Μπαίνουν ο Γαμπρός και η Νύφη στηριγμένη στο μπράτσο του. Βγαίνει ο Λεονάρδο) ΓΑΜΠΡΌς Τόσο κόσμο σε γάμο δεν έ χ ω ξαναδεί. ΝΥΦΗ (Άκεφη) Ναι, σε κανέναν. ΠΑΤΕΡΑΣ Τι ωραία που ήτανε!
ΜΑΝΑ Μας τίμησαν τα σόγια μας — όλοι ήρθαν! ΓΑΜΠΡΟΣ Κι άνθρωποι που δεν βγαίνουνε ποτέ από το σπίτι. ΜΑΝΑ Ο πατέρας σου έσπειρε μ' απλοχεριά κι εσύ θερίζεις τώρα. ΓΑΜΠΡΟΣ Ήρθανε και ξαδέρφια που ούτε ήξερα. ΓΑΜΠΡΟΣ Εκείνοι που μένουνε πέρα, στην παραλία. ΓΑΜΠΡΟΣ (Γελώντας) Τρομάζανε με τ
άλογα.
ΜΑΝΑ Ε, θαλασσινοί αυτοί — άλλο πράμα! ΓΑΜΠΡΟΣ Ναι. (Μιλάνε) ΜΑΝΑ (Στη Νύφη) Τι σκέφτεσαι; ΝΥΦΗ Τίποτα. ΜΑΝΑ Οι ευχές πέφτουνε καμιά φορά πολύ βαριές. (Ακούγονται ΝΥΦΗ Μολύβι.
κιθάρες)
ΜΑΝΑ Μην το σκέφτεσαι έτσι. Ε σ ύ να 'σαι ανάλαφρη σαν περιστέ ρι. ΝΥΦΗ Θα μείνεις εδώ απόψε; ΜΑΝΑ Ό χ ι . Δεν αφήνω μόνο του το σπίτι.
.
ΝΥΦΗ Το σωστό είναι να μείνεις. ΠΑΤΕΡΑΣ (Στη Μάνα) Κοίτα τι γλέντι στήσανε! Άλλοι χοροί αυτοί — θαλασσινοί! (Μπαίνει ο Λεονάρδο και κάθετχι. Αμέσως μετά μπαίνει η Γυναίκα ίου και στέκεται πίσω του ανέκφραστη) ΜΑΝΑ Ξαδέρφια του άντρα μου είναι. Αυτοί στο χορό είναι βράχοι. ΠΑΤΕΡΑΣ Τους βλέπω και τους χαίρομαι. Άλλος αέρας σήμερα στο σπίτι μου! (Βγαίνει) ΓΑΜΠΡΟΣ (Στη Νύφη) Σ' άρεσε το στεφάνι; ΝΥΦΗ (Τον κοιτάζει έντονα) Πολύ. ΓΑΜΠΡΟΣ Είναι από κερί, δεν θα πάθει ποτέ τίποτα. Θα μ' άρεσε να ήταν το φόρεμα σου γεμάτο με τέτοια λουλούδια.
ΝΥΦΗ Καλό είναι κι έτσι. (Ο Λεονάρδο βγαίνει από αριστερά) Α' ΚΟΠΕΛΑ Θα έρθεις να σου βγάλουμε τις καρφίτσες; ΝΥΦΗ (Στο Γαμπρό) Π ά ω κι έρχομαι σ' ένα λεπτό. (Βγαίνει. Η Γυναίκα του Λεονάρδο πλησιάζει τον Γαμπρό) ΓΥΝΑΙΚΑ Να ζήσετε καλά με την ξαδέρφη μου! ΓΑΜΠΡΟΣ Είμαι βέβαιος. ΓΥΝΑΙΚΑ Καλά είστε εσείς εδώ, ούτε κόσμος ούτε τίποτα. Μακάρι να ζούσα κι εγώ έτσι μακριά. ΓΑΜΠΡΟΣ Γιατί δεν αγοράζετε χ τ ή μ α τ α στις πλαγιές; Ε δ ώ η γη είναι φτηνή, και τα παιδιά μεγαλώνουνε καλύτερα. ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν έχουμε λεφτά. Κι έτσι όπως π ά μ ε . . . ΓΑΜΠΡΟΣ Ο άντρας σου δεν τη φοβάται τη δουλειά. ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι, αλλά δεν στρώνεται να κάνει κάτι σωστά. Το ένα πιά νεις, τ' άλλο αφήνει. Ολοένα από 'δώ κι από 'κεί! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Στη Γυναίκα του Λεονάρδο) Δεν θα φας τίποτα; Θα σου τυλίξω κρασοκούλουρα να τα πας στη μάνα σου που της αρέσουν.
ΓΑΜΠΡΟΣ Τρεις δωδεκάδες βάλ' τ η ς ! ΓΥΝΑΙΚΑ Ό χ ι , όχι. Μισή δωδεκάδα και πολλά είναι! ΓΑΜΠΡΟΣ Μια φορά παντρεύομαι και κερνάω! ΓΥΝΑΙΚΑ (Στην Υπηρέτρια) Μ ή π ω ς πήρε το μάτι σου τον Λεονάρδο; ΤΠΗΡΕΤΡΙΑ Όχι. ΓΑΜΠΡΟΣ Θα χορεύει με τους άλλους. ΓΥΝΑΙΚΑ Π ά ω να δω. (Βγαίνει) ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Τι ωραία που είναι σήμερα! ΓΑΜΠΡΟΣ Εσύ δεν χορεύεις; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Σ ά μ π ω ς με κάλεσε κανένας να μ π ω στο χορό; (Στο βάθος περνάνε δύο Κοπέλες. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της σκηνής πηγαινοέρχονται καλεσμένοι) ΓΑΜΠΡΟΣ (Εύθυμος) Ναι, γιατί αυτοί δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Οι εύ θυμες γριές σαν κι εσένα βάζουνε κ ά τ ω στο χορό και τις πιο δροσερές κοπέλες.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Αχ, με πειράζεις κι εσύ! Μα, τι σόι και το δικό σου — λεβέ ντες όλοι! Κοριτσάκι ήμουνα στο γάμο του παππού σου. Άντρακλας με τα όλα του — σαν να παντρευότανε βουνό! ΓΑΜΠΡΟΣ Ε γ ώ δεν πήρα το μπόι του. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Πήρες το βλέμμα του το λαμπερό. Πού είν' η νύφη; ΓΑΜΠΡΟΣ Π ή γ ε να βγάλει το πέπλο. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Άκου με τώρα: μέσα στο ντουλάπι, στο κ ά τ ω ράφι, σας έ χ ω κρύψει λίγο χοιρομέρι και δυο μεγάλα ποτήρια παλιό κρασί. Θα τα χρειαστείτε τη νύχτα που θα πεινάσετε! ΓΑΜΠΡΟΣ (Χαμογελάει) Ε γ ώ δεν πεινάω ποτέ τη νύχτα. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Μπορεί να πεινάσει η νύφη. (Βγαίνει. Μπαίνουν δύο Νέοι) Α' ΝΕΟΣ Έ λ α να πιούμε όλοι μαζί. ΓΑΜΠΡΟΣ Περιμένω τη νύφη. Β' ΝΕΟΣ Δικιά σου θα την έχεις ως το πρωί. Α' ΝΕΟΣ Τη νύχτα που όλα είναι πιο γλυκά!
Β' ΝΕΟΣ Έ λ α ! Μια γωλιά και φεύγεις. ΓΑΜΠΡΟΣ Άντε, πάμε. (Βγαίνουν. Φωνές κα φασαρία. Μπαίνει η Νύφη. Από την απέναντι πλευ ρά την πλησιάζουν τρέχοντας δύο κοπέλες) Α' ΚΟΠΕΛΑ Σε ποιαν έδωσες την π ρ ώ τ η καρφίτσα, σ' εμένα ή χ αυτήν; ΝΥΦΗ Δεν θυμάμαι. Α' ΚΟΠΕΛΑ Σ' εμένα την έδωσες, μόλις γυρίσαμε εδώ. Β' ΚΟΠΕΛΑ Ό χ ι , σ' εμένα την έδωσες, μπροστά στο ιερό. ΝΥΦΗ (Ανήσυχη και με μεγάλη εσωτερική ταραχή) Παρατήστε με! Δεν θυμάμαι. Β' ΚΟΠΕΛΑ Μα, πρέπει να μας πεις... ΝΥΦΗ (Τη διακόπτει) Δεν με νοιάζει. Έ χ ω άλλα στο μυαλό μου. Β' ΚΟΠΕΛΑ Καλά... Συγγνώμη. (Στο βάθος περνάει ο Λεονάρδο) ΝΥΦΗ (Τον βλέπει) Τέτοιες ώρες γίνονται πολλά που μας ταράζουν. Α' ΚΟΠΕΛΑ Κι εμείς που να το ξέρουμε;
ΝΥΦΗ Θα το μάθετε, άμα έρθει κι η δικιά σας ώρα. Αυτές οι αποφά σεις σου αλλάζουν τη ζ ω ή . Α' ΚΟΠΕΛΑ Μη μας παρεξηγείς που... ΝΥΦΗ Ό χ ι , κορίτσια. Ε γ ώ σας ζ η τ ά ω συγγνώμη. Β' ΚΟΠΕΛΑ Εσύ, γιατί; Για τις καρφίτσες; Μ α , όποια και να πήραμε, την π ρ ώ τ η ή τη δεύτερη, τυχερή θα είναι για να μας φέρει γαμπρό. Έ τ σ ι δεν είναι; ΝΥΦΗ Ναι, έτσι. Α' ΚΟΠΕΛΑ Μόνο που η μία θα παντρευτεί πιο πριν. ΝΥΦΗ Τόσο πολύ βιαζόσαστε; Β' ΚΟΠΕΛΑ (Ντροπαλά) Ναι. ΝΥΦΗ Γιατί; Α' ΚΟΠΕΛΑ (Αγκαλιάζει τη Β
Κοπέλα) Γιατί...
(Βγαίνουν και οι δύο τρέχοντας. Μπαίνει ο Γαμπρός, πλησιάζει τη Νυφη από πίσω και τη σφίγγει στην αγκαλιά του) ΝΥΦΗ (Ξαφνιάζεται) Άσε με!
ΓΑΜΠΡΟΣ Τρόμαξες; ΝΥΦΗ Α, εσύ είσαι; ΓΑΜΠΡΟΣ Ε, ποιος άλλος θα ήταν; Ή ο πατέρας σου ή εγώ. ΝΥΦΗ Σωστά. ΓΑΜΠΡΟΣ Μόνο που ο πατέρας σου δεν θα σ' αγκάλιαζε τόσο δυνατά. ΝΥΦΗ (Σκυθρωπή)
Σωστά.
ΓΑΜΠΡΟΣ Γιατί είναι γέρος. (Τη σφίγγει πιο πολύ, με τρόπο λίγο απότομο) ΝΥΦΗ (Ξερά) Άσε με! ΓΑΜΠΡΟΣ Γιατί; (Την αφήνει) ΝΥΦΗ Θα μας δει ο κόσμος. (Στο βάθος περνάει η Υπηρέτρια, χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος του ζευγαριού) ΓΑΜΠΡΟΣ Και να μας δούνε, παντρεμένοι είμαστε πια.
ΝΥΦΗ Nαι, αλλά άσε με τώρα. Αργότερα. ΓΑΜΠΡΌς Τι έχεις; Μου φαίνεσαι σαν τρομαγμένη. ΝΥΦΗ Τίποτα δεν έ χ ω . Μείνε κοντά μου. (Μπαίνει η Γυναίκα του Λεονάρδο) ΓΥΝΑΙΚΑ Συγγνώμη που σας διακόπτω... ΓΑΜΠΡΌς Τι τρέχει; ΓΥΝΑΙΚΑ Μ ή π ω ς είδατε τον άντρα μου; ΓΑΜΠΡΌς Όχι. ΓΥΝΑΙΚΑ Ψ ά χ ν ω και δεν τον βρίσκω. Και τ' άλογο του δεν είναι στο στάβλο. ΓΑΜΠΡΌς (Εύθυμα) Θα το πήρε και θα το τρέχει κάπου εδώ γύρω. (Η Γυναίκα του Λεονάρδο βγαίνει ανήσυχη. Μπαίνει η Υπηρέτρια) ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ζ ω ή να 'χετε, χορτάσατε ευχές σήμερα! ΓΑΜΠΡΌς Ναι, αλλά άρχισα να βαριέμαι όλη αυτή τη φασαρία. Κι η νύφη είναι λίγο κουρασμένη.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Στη Νύφη) Τι ακούω; ΝΎΦΗ Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Νύφη από τούτα τα μέρη, πρέπει να είναι γερή σαν το βουνό. (Στον Γαμπρό) Μόνο εσύ μπορείς να τη γιατρέψεις, αφού δι κιά σου είναι τώρα. (Βγαίνει
βιαστική)
ΓΑΜΠΡΟΣ (Την αγκαλιάζει) Π ά μ ε να δούμε το χορό. (Τη φιλάει) ΝΥΦΗ (Με αγωνία) Ό χ ι . Θέλω να ξαπλώσω λίγο. ΓΑΜΠΡΟΣ Θα 'ρθω να σου κρατάω το χέρι. ΝΥΦΗ Τι λες; Μ' όλο αυτό τον κόσμο εδώ; Τι θα πουν; Άσε, π ά ω να ξεκουραστώ εγώ κι έρχεσαι αργότερα. ΓΑΜΠΡΟΣ Καλά. Ό μ ω ς , μην είσαι έτσι όλη τη ν ύ χ τ α ! ΝΥΦΗ (Στην πόρτα) Ως τη νύχτα θα 'μαι καλύτερα. ΓΑΜΠΡΟΣ Αυτό θέλω κι ε γ ώ . (Βγαίνει η Νύφη. Μπαίνει η Μάνα)
ΜΑΝΑ Γιε μου! ΓΑΜΠΡΟΣ Πού ήσουνα; ΜΑΝΑ Μέσα, στο χορό. Το γλέντι έχει φουντώσει. Είσ' ευχαριστη μένος; ΓΑΜΠΡΟΣ Ναι. ΜΑΝΑ Πού είναι η γυναίκα σου; ΓΑΜΠΡΟΣ Ξεκουράζεται λίγο. Αυτή η μέρα είναι κακή για τις νύφες. ΜΑΝΑ Κ α κ ή ; Η καλύτερη κι ομορφότερη της ζωής τους! Ε γ ώ ένιω θα χαρούμενη, σαν να μου είχε έρθει μεγάλη κληρονομιά. (Μπαίνει η Υπηρέτρια. Προχωρεί προς το δωμάτιο της Νύφης) Χαρά παντού, όπως όταν οργώνουνε τη γη και φυτεύουνε καινούρ για δέντρα. ΓΑΜΠΡΟΣ Θα φύγεις; ΜΑΝΑ Ναι, θέλω να π ά ω στο σπίτι μου. ΓΑΜΠΡΟΣ Μόνη σου; ΜΑΝΑ Ό χ ι μόνη μου. Το κεφάλι μου είναι γεμάτο μ' ένα σωρό πρά μ α τ α , άντρες, αντάρες!
ΓΑΜΠΡΟΣ Μόνο που, τώρα π ι α , τ έ ρ μ α οι αντάρες! (Ξαναμπαίνει βιαστική η Υπηρέτρια και χάνεται τρέχοντας στο βάθος) ΜΑΝΑ Ό λ η η ζ ω ή μια αντάρα είναι. ΓΑΜΠΡΟΣ Π ά ν τ α ακούω αυτά του λες. ΜΑΝΑ Πρόσεξε να 'σαι τρυφερός με τη γυναίκα σου. Και, α\ κάποια φορά τη δεις θυμωμένη ή πικραμένη, μην πεις κουβέντα. Μόνο χάιδεψε την έτσι που να πονέσει λίγο, σφίξε τη γερά στην αγκαλιά σου, δώσε της μια δαγκωματιά κι αμέσως ύστερα ένα γλυκό φιλί. Ό χ ι για να πονέσει και να σου κ α κ ι ώ σει, αλλά για να ξέρει π ω ς εσύ είσαι ο άντρας, εσύ είσχι αυτός που διατάζει. Αυτά εγώ τα 'μαθα απ' τον πατέρα σου. Κι αφού εκείνος δεν μπορεί να τα μάθει σ' εσένα, σου τα λέω εγώ. ΓΑΜΠΡΟΣ Π ά ν τ α κάνω αυτά που λες. ΠΑΤΕΡΑΣ (Μπαίνοντας) Πού είναι η κόρη μου; ΓΑΜΠΡΟΣ Μέσα, στο δωμάτιο τ η ς . (Βγαίνει ο Πατέρας) Α' ΚΟΠΕΛΑ (Μπαίνοντας) Να έρθει το ζευγάρι, να σύρει το χορό! Α' ΝΕΟΣ (Μπαίνοντας, στον Γαμπρό) Εσύ θα είσαι πρώτος! (Βγαίνει)
ΠΑΤΕΡΑΣ (Μπαίνοντας) Δεν είναι μέσα. ΓΑΜΠΡΟΣ Δεν είναι; ΠΑΤΕΡΑΣ Θα βγήκε στο μπαλκόνι. ΓΑΜΠΡΟΣ Π ά ω να δω. (Βγαίνει. Θόρυβος, ομιλίες, κιθάρες) Α' ΚΟΠΕΛΑ Άρχισαν! (Βγαίνει) ΓΑΜΠΡΟΣ (Μπαίνοντας) Δεν είναι. ΜΑΝΑ (Ανήσυχη) Δεν είναι; ΠΑΤΕΡΑΣ Πού να 'χει πάει; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Μπαίνοντας) Η νύφη μας πού είναι; ΜΑΝΑ (Σοβαρή) Δεν ξέρουμε. (Βγαίνει ο Γαμπρός. Μπαίνουν τρεις καλεσμένοι) ΠΑΤΕΡΑΣ (Δραματικά) Δεν είναι στο χορό; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ό χ ι , δεν είναι.
ΠΑΤΕΡΑΣ (Σε υπερένταση) Είναι πολύς κόσμος. Ψ ά ξ ε ! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Έψαξα. ΠΑΤΕΡΑΣ (Τραγικά) Και πού είναι; ΓΑΜΠΡΟΣ (Μπαίνοντας) Πουθενά. Κοίταξα παντού. ΜΑΝΑ (Στον Πατέρα) Τι πράματα είν' αυτά; Πού είν' η κόρη σου; (Μπαίνει η Γυναίκα του Λεονάρδο) ΓΥΝΑΙΚΑ Φύγανε, φύγανε μαζί! Η Νύφη και ο Λεονάρδο! Πήρανε τ άλογο και φύγανε αγκαλιασμένοι! ΠΑΤΕΡΑΣ Ψ έ μ α τ α ! Ό χ ι η δικιά μου κόρη — δεν μπορεί! ΜΑΝΑ Η δικιά σου κόρη! Ανάξιας μάνας γέννα, όπως κι εκείνος! Μόνο που τώρα αυτή είναι γυναίκα του γιου μου. ΓΑΜΠΡΟΣ (Μπαίνοντας)Ένα άλογο! Ποιος έχει να μου δώσει ένα άλογο; ΜΑΝΑ Ποιος έχει άλογο; Τα μάτια μου να δώσω, τη γλώσσα μου, ό,τι έ χ ω . . . ΦΩΝΗ Ε δ ώ βλέπω ένα! ΜΑΝΑ (Στον Γαμπρό) Καβάλα το και τρέχα πίσω τους! (Βγαίνουν ο
ΜΑΝΑ Γ ι ε μου! ΓΑΜΠΡΌς Π ο υ ήσουνα; ΜΑΝΑ Μ έ σ α , στο χορό. Το γλέντι έχει φουντώσει. Είσ' ευχαριστημένος; ΓΑΜΠΡΟΣ Nαι. ΜΑΝΑ Π ο ύ είναι η γυναίκα σου; ΓΑΜΠΡΟΣ Ξεκουράζεται λίγο. Αυτή η μέρα είναι κακή για τις νύφες. ΜΑΝΑ Κ α κ ή ; Η καλύτερη κι ομορφότερη της ζωής τους! Ε γ ώ ένιω θα χαρούμενη, σαν να μου είχε έρθει μεγάλη κληρονομιά. (Μπαίνει η Υπηρέτρια. Προχωρεί προς το δωμάτιο της Νύφης) Χαρά παντού, όπως όταν οργώνουνε τη γη και φυτεύουνε καινούρ για δέντρα. ΓΑΜΠΡΟΣ Θα φύγεις; ΜΑΝΑ Ναι, θέλω να π ά ω στο σπίτι μου. ΓΑΜΠΡΟΣ Μόνη σου; ΜΑΝΑ Ό χ ι μόνη μου. Το κεφάλι μου είναι γεμάτο μ' ένα σωρό πρά ματα, άντρες, αντάρες!
ΓΑΜΠΡΟΣ Μόνο που, τώρα πια, τέρμα οι αντάρες! (Ξαναμπαίνει βιαστική η Υπηρέτρια και χάνεται τρέχοντας στο βάθος) ΜΑΝΑ Ό λ η η ζ ω ή μια αντάρα είναι. ΓΑΜΠΡΟΣ Π ά ν τ α ακούω αυτά που λες. ΜΑΝΑ Πρόσεξε να σαι τρυφερός με τη γυναίκα σου. Και, αν κάποια φορά τη δεις θυμωμένη ή πικραμένη, μην πεις κουβέντα. Μόνο χάιδεψε την έτσι που να πονέσει λίγο, σφίξε τη γερά στην αγκαλιά σου, δώσε της μια δαγκωματιά κι αμέσως ύστερα ένα γλυκό φιλί. Ό χ ι για να πονέσει και να σου κακιώσει, αλλά για να ξέρει π ω ς εσύ είσαι ο άντρας, εσύ είσαι αυτός που διατάζει. Αυτά εγώ τα 'μαθα α π ' τον πατέρα σου. Κι αφού εκείνος δεν μπορεί να τα μάθει σ' εσένα, σου τα λέω εγώ. ΓΑΜΠΡΟΣ Π ά ν τ α κάνω αυτά που λες. ΠΑΤΕΡΑΣ (Μπαίνοντας) Πού είναι η κόρη μου; ΓΑΜΠΡΟΣ Μέσα, στο δωμάτιο τ η ς . (Βγαίνει ο Πατέρας) Α' ΚΟΠΕΛΑ (Μπαίνοντας) Να έρθει το ζευγάρι, να σύρει το χορό! Α' ΝΕΟΣ (Μπαίνοντας, στον Γαμπρό) Εσύ θα είσαι π ρ ώ τ ο ς ! (Βγαίνει)
ΠΑΤΕΡΑΣ (Μπαίνοντας) Δεν είναι μέσα. ΓΑΜΠΡΟΣ Δεν είναι; ΠΑΤΕΡΑΣ Θα βγήκε στο μπαλκόνι. ΓΑΜΠΡΟΣ Π ά ω να δω. (Βγαίνει. Θόρυβος, ομιλίες, κιθάρες) Α' ΚΟΠΕΛΑ Άρχισαν! (Βγαίνει) ΓΑΜΠΡΟΣ (Μπαίνοντας) Δεν είναι. ΜΑΝΑ (Ανήσυχη) Δεν είναι; ΠΑΤΕΡΑΣ Πού να 'χει πάει; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (Μπαίνοντας) Η νύφη μας πού είναι; ΜΑΝΑ (Σοβαρή) Δεν ξέρουμε. (Βγαίνει ο Γαμπρός. Μπαίνουν τρεις καλεσμένοι) ΠΑΤΕΡΑΣ (Δραματικά) Δεν είναι στο χορό; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ό χ ι , δεν είναι.
ΠΑΤΕΡΑΣ (Σε υτερένταση) Είναι πολύς κόσμος. Ψ ά ξ ε ! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Έψαξα. ΠΑΤΕΡΑΣ (Τραγικά) Και πού είναι; ΓΑΜΠΡΟΣ (Μπαίνοντας) Πουθενά. Κοίταξα παντού. ΜΑΝΑ (Στον Πατέρα) Τι πράματα είν' αυτά; Πού είν η κόρη σου; (Μπαίνει η Γυναίκα του Λεονάρδο) ΓΥΝΑΙΚΑ Φύγανε, φύγανε μαζί! Η Νύφη και ο Λεονάρδο! Πήρανε τ' άλογο και φύγανε αγκαλιασμένοι! ΠΑΤΕΡΑΣ Ψ έ μ α τ α ! Ό χ ι η δικιά μου κόρη — δεν μπορεί! ΜΑΝΑ Η δικιά σου κόρη! Ανάξιας μάνας γέννα, όπως κι εκείνος! Μόνο που τώρα αυτή είναι γυναίκα του γιου μου. ΓΑΜΠΡΟΣ (Μπαίνοντας) Έ ν α άλογο! Ποιος έχει να μου δώσει ένα άλογο; ΜΑΝΑ Ποιος έχει άλογο; Τα μάτια μου να δώσω, τη γλώσσα μου, ό,τι έ χ ω . . . ΦΩΝΗ Ε δ ώ βλέπω ένα! ΜΑΝΑ (Στον Γαμπρό) Καβάλα το και τρέχα πίσω τους! (Βγαίνουν ο
Γαμπρός και δύο Νέοι) Ό χ ι , μην π α ς ! Είναι αφορεσμένο σόι — μαχαιροβγάλτες! Ναι, πήγαινε και τρέχω πίσω σου ε γ ώ ! ΠΑΤΕΡΑΣ Δεν θα 'ναι η κόρη μου. Η κόρη μου θα 'πεσε στο πηγάδι! ΜΑΝΑ Σ τ ο νερό ρίχνονται οι τίμιες! Ό χ ι η δικιά σου! Αλλά τώρα είναι γυναίκα του γιου μου! (Μπαίνουν όλοι) Σ τ α δυο! Από 'δώ και πέρα είμαστε χωρισμένοι: το σόι μου και το σόι σου! Π ά μ ε να βοηθήσουμε το γιο μου! (Οι Καλεσμένοι χωρίζονται σε ομάδες) Ο γιος μου έχει τους δικούς του — τι νόμισες; Έ χ ε ι όλα τα ξαδέρφια του απ' τα παράλια και τους άλλους συγγε νείς α π ' τα μεσόγεια! Π ά μ ε , φύγαμε! Πιάστε τα μονοπάτια και τα περάσματα τριγύρω! Ή ρ θ ε η ώρα να ξαναχυθεί αίμα. Χωριστήκαμε — εσύ με τους δικούς σου κι εγώ με τους δι κούς μου. Πίσω τους! Ορμάτε!
Τ Ρ Ι Τ Η
Π Ρ Α Ξ Η
ΣΚΗΝΗ 1 (Δάσος. Νύχτα. Μεγάλοι κορμοί μουσκεμένοι. Δυσοίωνη ατμόσφαιρα. Ακούγονται δυο βιολιά. Μπαίνουν τρεις Ξυλοκόποι) Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Τους βρήκανε; Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Ό χ ι , αλλά τους ψάχνουνε παντού. Γ' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Πού θα πάει, θα τους βρούνε. Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Σσσσς! Γ' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Τι; Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Σαν ν' ακούω βήματα α π ' όλα τα μονοπάτια. Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Μόλις βγει το φεγγάρι, θα τους δούνε. Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Και γιατί δεν τους αφήνουνε να φύγουνε; Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Η γη είναι μεγάλη. Όλους μας χωράει να ζήσουμε. Γ' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Ακολούθησαν την καρδιά τους. Κ α λ ά κάνανε και το σκάσα νε.
Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Άντεξαν όσο μπορούσαν. Ό μ ω ς το αίμα φούντωσε και τους παράσυρε. Γ' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Το αίμα! Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Είναι σωστό να παίρνουμε το δρόμο που
δείχνει το αίμα.
Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Ό μ ω ς , αίμα που βγαίνει στο φως το πίνει το χ ώ μ α . Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Ε, και; Καλύτερα νεκρός χωρίς καθόλου αίμα, παρά ζωντα νός με αίμα σάπιο. Γ' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Σωπάστε! Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Τι; Άκουσες κάτι; Γ' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Ακούω τους γρύλους, τα βατράχια, τη νύχτα που παραμο νεύει. Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Τ άλογο δεν ακούγεται! Γ' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Όχι. Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Τούτη την ώρα θα πλαγιάζει μαζί της. Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Το κορμί της ήτανε γι' αυτόν και το δικό του κορμί για 'κείνη.
Γ' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Θα τους βρούνε και θα τους σκοτώσουνε. Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Nαι, αλλά το αίμα τους θα έχει προλάβει να σμίξει. Οι δυο τους θα είναι σαν δυο πιθάρια αδειανά, σαν δυο ποτάμια ξερα μένα. Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Τα σύννεφα είναι χαμηλά — μπορεί να μη φανεί το φεγγάρι. Γ' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Φανεί δεν φανεί, ο Γαμπρός θα τους βρει. Τον είδα που βγήκε α π ό το σπίτι. Σαν μανιασμένο αστέρι ήτανε! Κι η όψη του σαν σ τ ά χ τ η , σημαδεμένη από τη μοίρα του σογιού του. Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Κ α τ ά ρ α έχει το σόι του: όλοι βρέθηκαν σκοτωμένοι στους δρόμους! Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Λες να καταφέρουν να ξεφύγουν; Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Δύσκολο. Ό λ α τα περάσματα είναι γεμάτα ντουφέκια και μαχαίρια. Γ' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Το άλογο του γαμπρού είναι καλό. Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Ναι, αλλά κουβαλάει και τη γυναίκα. Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Φτάσαμε, παιδιά. Εμπρός, δουλειά!
Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Δέντρο μυριόκλωνο. Αλλά εμείς θα το κόψουμε στα γρήγο ρα. Γ' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Β γ ή κ ε και το φεγγάρι. Γρήγορα, να προφτάσουμε! (Από αριστερά ξεχύνεται μια λάμψη) Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Αχ, βγαίνεις, φεγγάρι. Φεγγάρι με τα τεράστια φύλλα. Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Φεγγάρι με το αίμα σου γεμάτο γιασεμιά. Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Φεγγάρι ερημίτη, φεγγάρι με τα φύλλα τα χλωρά. Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Φεγγάρι, ασήμωσε το πρόσωπο της νύφης. Γ' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Φεγγάρι άπονο, άσε ν υ χ τ ώ μ α τ α στις φυλλωσιές για να τρυπώσει η α γ ά π η . (Βγαίνουν οι Ξυλοκόποι. Από τη μεριά της λάμψης, αριστερά, εμφανίζεται το Φεγγάρι. Είναι ένας νέος ξυλοκόπος με όψη κάτασπρη. Τη σκηνή πλημμυρίζει γαλάζια ανταύγεια) ΦΕΓΓΑΡΙ Είμαι κύκνος καμπυλωτός σε ποταμό, μάτι σε θεόρατο καμπαναριό και ψεύτικο χάραμα στις φυλλωσιές. Εμένα δεν μου ξεφεύγει κανένας!
Ποιος κρύβεται; Ποιανού το αναφιλητό ακούγεται στο χέρσο κάμπο; Έ ν α μαχαίρι έ χ ω κρεμάσει στον αέρα, μια φοβέρα από μολύβι, που λαχταράει να γίνει ματωμένος πόνος. Αφήστε με να μ π ω ! Π α γ ώ ν ω στους τοίχους και στα παράθυρα! Ποιος θα μου ανοίξει μια σκεπή, ένα στήθος, να μ π ω να ζεσταθώ; Κρυώνω! Οι στάχτες μου, βαριά μέταλλα κοιμισμένα, ψάχνουν να βρουν την κόψη της φωτιάς σε στράτες και βουνά. Ό μ ω ς εμένα με κουβαλάει στις μαρμαρένιες πλάτες του το χιόνι, όμως εγώ βουλιάζω στις χαλκοπράσινες παγωμένες αγκαλιές των βάλτων. Απόψε τα μάγουλα μου θα βαφτούν με κόκκινο αίμα και τ άγρια βούρλα θα τσακίσουν κ ά τ ω απ' τα πλατιά πέλματα του ανέμου. Να μη βρεθεί γι' αυτούς ούτε σκιά ούτε και φυλλωσιά για να κρυφτούνε! Αχ, ένα στήθος θέλω, να μ π ω να ζεσταθώ! Μια καρδιά φέρτε μου, μια καρδιά! Ζεστή καρδιά, να πλημμυρίσει μ' αίμα τα κρύα βουνά που έ χ ω για στήθη. Αφήστε με να μ π ω , αφήστε με! (Στα κλαδιά)
Ίσκιους δεν θέλω πουθενά! Οι αχτίδες μου να εισβάλουνε παντού και μέσα στους κατασκότεινους κορμούς να ξεχυθεί ο ψίθυρος του φεγγοβολητού μου για να βαφτούν απόψε τα μαγουλά μου μ' αίμα γλυκό και τ' άγρια βούρλα να τσακίσουν κ ά τ ω από τα π λ α τ ι ά πέλματα του ανέμου. Ποιος κρύβεται; Βγείτε έξω! Εμένα δεν μου ξεφεύγει κανένας! Τ' άλογο θα το λούσω με φ ω ς , με διαμαντένιο πυρετό! (Το Φεγγάρι χάνεται ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων και η σκηνή βυθίζεται πάλι στο μισοσκόταδο. Μπαίνει μια γριά Ζητιάνα σκεπασμένη ολόκληρη με ελαφρά ρούχα βαθυπράσινα. Είναι ξυπόλητη και το πρόσωπο της μόλις διακρίνεται πίσω από τις πτυχές των ρούχων της) ΖΗΤΙΑΝΑ Το φεγγάρι κρύβεται κι αυτοί πλησιάζουν. Πιο πέρα δεν θα πάνε. Η βουή του ποταμού και τα κρυφομιλήματα των δέντρων θα σκεπάσουν τα ξεφωνητά τους, τα πληγωμένα ουρλιαχτά τους. Ε δ ώ θα έρθουν, εδώ θα γίνουν όλα κι εδώ θα πεθάνουν. Σε λίγη ώρα. Αχ, είμαι τόσο κουρασμένη! Έ τ ο ι μ ε ς οι κάσες και μπροστά στο νυφικό κρεβάτι απλωμένα τα κάτασπρα λινά σεντόνια που περιμένουν τα σφαγμένα βαριά κορμιά. Σ τ α μουλωχτά θα γίνουν όλα, ούτε σπουργίτι δεν θα ξυπνήσει και η αύρα θα μαζέψει στις δίπλες
της φούστας της τα βογκητά τους και θα τα πάρει μαζί της μακριά, πέρα από τις μαύρες κορφές των δέντρων, για να τα θάψει βαθιά στη μαλακή σιωπή των βούρκων. (Ανυπόμονα) Αχ, φεγγάρι! Φεγγάρι! (Βγαίνει το Φεγγάρι. Τη σκηνή πλημμυρίζει ξανά γαλάζια ανταύγεια) ΦΕΓΓΑΡΙ Έ ρ χ ο ν τ α : ! Άλλοι από τη λαγκαδιά κι άλλοι α π ' το ποτάμι. Π ά ω ! Θα φωτίσω κάθε πέτρα. Τι άλλο θέλεις; ΖΗΤΙΑΝΑ Τίποτα. ΦΕΓΓΑΡΙ Έ ρ χ ε τ α ι άνεμος, κοφτερός σαν κάμα δίκοπη! ΖΗΤΙΑΝΑ Φώτισε το γιλέκο του, άνοιξε τα κουμπιά, να βρούνε το σωστό δρόμο οι λεπίδες! ΦΕΓΓΑΡΙ Θέλω ν' αργήσουν να πεθάνουν. Θέλω το αίμα τους σιγά-σιγά να μου δροσίσει τα δάχτυλα με τ' απαλό του σφύριγμα. Κοίτα, ξυπνάνε οι σταχτόγκριζες κοιλάδες μου και λαχταράνε ν' αναβλύσει ζεστό το αίμα α π ' την π η γ ή του!
ΖΗΤΙΑΝΑ Μην τους αφήσουμε να φτάσουνε πέρα α π ' το ποτάμι! Σ σ σ σ ς ! ΦΕΓΓΑΡΙ Να τοι ! Έ ρ χ ο ν τ α ι ! (Βγαίνει το Φεγγάρι. Πάλι σκοτεινιάζει η σκηνή) ΖΗΤΙΑΝΑ Γρήγορα! Φως, πολύ φ ω ς , φεγγάρι! Μ' ακούς; Ω, δεν ξεφεύγουνε με τίποτα! (Μπαίνουν ο Γαμπρός και ο Α' Νέος. Η Ζητιάνα κάθεται και τυλίγεται στα ρούχα της) ΓΑΜΠΡΟΣ Από 'δώ. Α' ΝΕΟΣ Δεν θα τους βρεις. ΓΑΜΠΡΟΣ (Έντονα) Θα τους βρω! Α' ΝΕΟΣ Θα πήγαν από άλλο μονοπάτι. ΓΑΜΠΡΟΣ Ό χ ι , από 'δώ άκουσα τ' άλογο τους. Α' ΝΕΟΣ Δεν θα ήταν το δικό τους. ΓΑΜΠΡΟΣ (Δραματικά) Άκου: υπάρχει μόνο ένα άλογο στον κόσμο, το δικό τους! Κατάλαβες; Κι αν θέλεις να 'ρθεις μαζί μου, έλα και μη μιλάς!
Α' ΝΕΟΣ Μα.. ΓΑΜΠΡΟΣ Π ά ψ ε ! Κάπου εδώ τριγύρω θα τους βρω. Το βλέπεις αυτό το χέρι; Δεν είναι το δικό μου: του αδελφοί μου είναι και του πατέρα μου και κάθε σκοτωμένου στο σόι μ α ς ! Χέρι τόσο δυνατό, που ξεριζώνει αυτό το δέντρο! Άντε, πάμε. Νιώθω τα δόντια όλων των δικών μου να μπήγονται στο κρέας μου και να μου κόβουν την ανάσα. ΖΗΤΙΑΝΑ (Κλαψιάριχα)
Αχ!
Α' ΝΕΟΣ Άκουσες; ΓΑΜΠΡΟΣ Εσύ πήγαινε κοίτα προς τα 'κεί και ξαναέλα. Α' ΝΕΟΣ Κανονικό κυνήγι! ΓΑΜΠΡΟΣ Ναι, κυνήγι, το καλύτερο που μπορεί να γίνει. (Βγαίνει ο Α' Νέος. Ο Γαμπρός προχωρεί γρήγορα προς τα αριστερά και πέφτει πάνω στη Ζητιάνα) ΖΗΤΙΑΝΑ Αχ! ΓΑΜΠΡΟΣ Τι θέλεις; ΖΗΤΙΑΝΑ Κρυώνω.
ΓΑΜΠΡΌς Που π α ς ; ΖΗΤΙΑΝΑ (Πάντα κλαψιάρικα) Πέρα, μακριά... ΓΑΜΠΡΟΣ Και από πού έρχεσαι; ΖΗΤΙΑΝΑ Από πέρα, μακριά... ΓΑΜΠΡΟΣ Μ ή π ω ς είδες έναν άντρα και μια γυναίκα πάνω σ' ένα άλογο; ΖΗΤΙΑΝΑ (Σαν να συνέρχεται) Στάσου!
(Τον κοιτάζει) Όμορφο παλικάρι
είσαι. (Σηκώνεται) Πιο όμορφο θα ήσουν κοιμισμένο. ΓΑΜΠΡΟΣ Λέγε που σε ρωτάω: τους είδες; ΖΗΤΙΑΝΑ Στάσου! Έ χ ε ι ς φαρδιές πλάτες. Καλύτερα δεν θα 'τανε να είσαι ξαπλωμένος ανάσκελα κι όχι να περπατάς πάνω σε τόσο στενάχωρες πατούσες; ΓΑΜΠΡΟΣ (Την τραντάζει) Σε ρώτησα: τους είδες; Πέρασαν από 'δώ; ΖΗΤΙΑΝΑ (Έντονα) Δεν πέρασαν. Αλλά κατεβαίνουνε το λόφο. Δεν τους ακούς; ΓΑΜΠΡΟΣ Όχι. ΖΗΤΙΑΝΑ Τα ξέρεις εδώ τα μέρη;
ΓΑΜΠΡΟΣ Και να μην τα ξέρω, θα βρω το δρόμο. ΖΗΤΙΑΝΑ Θα 'ρθω μαζί σου. Ε γ ώ τα ξέρω καλά τα κατατόπια. ΓΑΜΠΡΟΣ (Ανυπόμονος) Ε, άντε, π ά μ ε ! Προς τα πού; ΖΗΤΙΑΝΑ (Δραματικά) Προς τα 'κεί. (Βγαίνουν γρήγορα. Από μακριά ακούγονται βιολιά, που εκφράζουνε το δάσος. Μπαίνουν οι Ξυλοκόποι με τα τσεκούρια στον ώμο και προχωρούν αργά ανάμεσα στα δέντρα) Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Βγαίνεις κυνήγι, Χάροντα, μέσα στα δέντρα τα πλατύφυλλα. Β' ΞΓΛΟΚΟΠΟΣ Τη βρύση με το αίμα μην την ανοίξεις! Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Χάρε, μοναχικέ διαβάτη μέσα στα ξερόφυλλα. Γ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Μη ραίνεις με νεκρολούλουδα το γ ά μ ο ! Β' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Χάρε φαρμακερέ, τη φυλλωσιά άσ' τηνε πράσινη για να τρυπώσει η α γ ά π η . Α' ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ Χάρε άπονε, τη φυλλωσιά άσ' τηνε πράσινη για να τρυπώσει η Α γ ά π η . (Βγαίνουν οι Ξυλοκόποι. Μπαίνουν ο Λεονάρδο και η Νύφη)
ΛΕΟΝΑΡΔΟ Πάψε! ΝΥΦΗ Από 'δώ θα προχωρήσω μόνη μου. Εσύ φύγε! Θέλω να γυρί σεις πίσω! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Πάψε, είπα! ΝΥΦΗ Με τα δόντια, με τα χέρια, με ό,τι μπορείς, βγάλε από τον κοριτσίστικο λαιμό μου τούτη την αλυσίδα κι άσε με να κουρ νιάσω εδώ, στο χωματένιο σπίτι μου. Και, αν θέλεις εσύ να με σκοτώσεις σαν φίδι ασήμαντο, βάλε στα νυφικά μου χέρια την κάνη του ντουφεκιού σου. Αχ, θρήνοι μου καίνε το μυαλό, γυαλιά σπασμένα μου τρυπάν τη γλώσσα! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Σ τ α μ ά τ α ! Τώρα είναι πια αργά. Μας κυνηγάνε κι είναι κά που εδώ τριγύρω: θα 'ρθεις μαζί μου, δεν γίνεται αλλιώς! ΝΥΦΗ Θες να 'ρθω χωρίς να το θέλω; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Χωρίς να το θέλεις; Ε, όχι δα! Ποιος κατέβηκε πρώτος τη σκάλα; ΝΥΦΗ Εγώ. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Ποιος πέρασε στο άλογο καινούργια χαλινάρια;
ΝΥΦΗ
Εγώ. ΛΕΟΝΑΡΔΟ
Ποια χέρια μού φόρεσαν τα σπιρούνια; ΝΥΦΗ
Τα δικά μου, που τώρα είναι δικά σου. Ό μ ω ς , όταν σε βλέπω, θέλω μ' αυτά τα ίδια χέρια να σκίσω τις γαλάζιες φλέβες σου, να πνίξω το μουρμουρητό τους. Σ ' α γ α π ώ ! Σ ' α γ α π ώ ! Αλλά, φύγε! Αν το μπορούσα, θα σε σκότωνα και θα σε τύλιγα με σάβανο όλο βιολέτες κεντημένο. Αχ, θρήνοι μου καίνε το μυαλό! ΛΕΟΝΑΡΔΟ
Γυαλιά σπασμένα μου τρυπάν τη γλώσσα! Προσπάθησα να σε ξεχάσω, πέτρινο τοίχο σήκωσα ανάμεσα στο σπίτι σου και στο δικό μου. Ναι, αλήθεια λέω — δεν θυμάσαι; Και, όταν σ' αντίκρισα μακριά, σκόνη έριξα στα μάτια μου, αλλά, όταν καβάλησα το άλογο μου, αυτό με έφερε μπροστά στην πόρτα σου. Οι ασημένιες καρφίτσες του γάμου σου μπήκαν μέσα στο αίμα μου και το μαύρισαν και, όταν έπεσα να κοιμηθώ, ο ύπνος γέμισε το κορμί μου με πικράγκαθα. Αν κάποιος φταίει δεν είμ' εγώ,
φταίει η γη κι η ευωδιά που αναδίνουν τα στήθη κι οι πλεξίδες σου. ΝΥΦΗ
Τρελή, ναι, είμαι τρελή! Από τη μια δεν θέλω να μοιραστώ μαζί σου κρεβάτι και ψωμί κι από την άλλη λαχταράω κάθε στιγμή να βρίσκομαι κοντά σου. Με διώχνεις κι εγώ φεύγω, μου γνέφεις και γυρνάω κοντά σου αδύναμη σαν άχυρο στη δίνη του ανέμου. Παράτησα έναν άντρα έντιμο και καλό, το σόι και το σπίτι του, κι έφυγα προτού τελειώσει ο γάμος, φορώντας στο κεφάλι μου το νυφικό στεφάνι. Ε γ ώ φταίω, αλλά εσένα θα σκοτώσουν και δεν το θέλω. Ασε με μόνη! Εσύ δεν έχεις κανέναν να σε σώσει! ΛΕΟΝΑΡΔΟ
Τ' αγριοπούλια της αυγής ξυπνήσανε και τιτιβίζουνε στα δέντρα. Η νύχτα ξεψυχάει στην κόψη του λιθαριού. Π ά μ ε να βρούμε μια σκοτεινή γωνιά, όπου θα σ' α γ α π ώ για πάντα και πια δεν θα με νοιάζουν οι άνθρωποι και το φαρμάκι που χύνουν. (Την αγκαλιάζει με πάθος) ΝΥΦΗ
Κι εγώ θα κουρνιάσω στα πόδια σου
για να φυλάω τα όνειρα του. (Δραματικά) Γυμνή τον κάμπο θα κο.τάζω σαν σκύλα. Γιατί σκύλα είμαι αφού, όποτε σε κοιτάω, η ομορφιά σου με καίει! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Ό π ω ς η μια φωτιά την άλληνε φουντώνει, έτσι κι η ίδια φλόγα κατακαίει δυο στάχυα αγκαλιασμένα. Πάμε! ΝΥΦΗ Πού με τραβάς; ΛΕΟΝΑΡΔΟ Εκεί όπου δεν μπορούνε να μας φτάσουν όσοι μας κυνηγάνε τώρα. Εκεί όπου θα μπορώ να σε κοιτάζω! ΝΥΦΗ (Σαρκαστικά) Σ τ α πανηγύρια και στις αγορές να με γυρνάς να με γιουχάρει κάθε τίμια γυναίκα κι ο κόσμος να με βλέπει να περνάω με φλάμπουρο μου το νυφιάτικο στεφάνι! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Αν είχα νου για να σκεφτώ σωστά, θα 'πρεπε να σ' αφήσω και να φύγω. Αλλά τώρα σ' ακολουθώ όπου π α ς . Ό π ω ς κι εσύ εμένα. Κάνε ένα βήμα.
Δοκίμασε. Καρφιά του φεγγαριού ενώσαν τις λαγόνες μου με τους γοφούς σου. (Όλη αυτή η σκηνή είναι βίαιη όσο και αισθησιακή) ΝΥΦΗ Άκου! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Έρχονται! ΝΥΦΗ Φύγε! Ε γ ώ πρέπει να μείνω εδώ και να πεθάνω με τα πόδια στο νερό και με τ' αγκάθια στο κεφάλι. Να με θρηνήσουνε οι φυλλωσιές άπιστη, βρόμα και μαζί παρθένα! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Σ ώ π α ! Ανεβαίνουν! ΝΥΦΗ Φύγε! ΛΕΟΝΑΡΔΟ Σ ο υ τ ! Μη μας ακούσουν! Π ά μ ε , σου λ έ ω ! Προχώρα εσύ μπροστά! (Η Νύφη διστάζει) ΝΥΦΗ Κι οι δυο μαζί! ΛΕΟΝΑΡΔΟ (Την αγκαλιάζει) Ό π ω ς θέλεις. Θα μας χωρίσουν
μόνο άμα εγώ έ χ ω πεθάνει. ΝΥΦΗ Θα ' χ ω πεθάνει κι εγώ. (Βγαίνουν αγκαλιασμένοι. Μπαίνει αργά το Φεγγάρι. Στη σκηνή πάλι η δυνατή γαλάζια ανταύγεια. Ακούγονται τα δύο βιολιά. Ξαφνικά ακούγο νται δύο μακρόσυρτες κραυγές και τα βιολιά σωπαίνουν. Στη δεύτερη κραυ γή μπαίνει η Ζητιάνα και στέκεται με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Ανοίγει την κάπα της και στέκεται στο κέντρο της σκηνής σαν τεράστιο όρνιο με ορθάνοιχτα φτερά. Το Φεγγάρι σταματάει να κινείται. Η αυλαία κλείνει μέσα σε απόλυτη σιγή)
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ
ΣΚΗΝΗ
(Δωμάτιο βαμμένο λευκό με αψίδες και χοντρούς τοίχους. Δεξιά και αρι στερά άσπρες σκάλες. Στο βάθος της σκηνής μια μεγάλη αψίδα και τοί χος στο ίδιο χρώμα. Το πάτωμα είναι και αυτό άσπρο και αστραφτερό. Ο λιτός χώρος δίνει την εντύπωση εκκλησίας. Πουθενά δεν υπάρχει γκρίζο, ακόμα και αν χρειάζεται για την προοπτική. Δύο κοπέλες ντυμένες με σκούρα μπλε ρούχα τυλίγουν ένα κουβάρι με κόκκινο μαλλί) Α' ΚΟΠΕΛΑ Κουβάρι κουβαράκι π ώ ς θα ξετυλιχτείς; Β' ΚΟΠΕΛΑ Χαρτί κρυστάλλινο θα γίνω και γιασεμάκι της αυγής. Σ τ ι ς τέσσερις θα γεννηθώ στις δέκα θα πεθάνω να γίνει κόμπος η κλωστή χρυσή καδένα περαστή θηλιά της πικροδάφνης στα πόδια σου μπροστά. (Μπαίνει ένα Κοριτσάκι) ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ (Τραγουδιστά) Εσείς π ή γ α τ ε στο γάμο; Α' ΚΟΠΕΛΑ Όχι. ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ Ούτε κι ε γ ώ . Τι να 'γινε μέσα στων αμπελιών τα φύλλα; Τι να 'γινε μες στα κλωνάρια του ελαιώνα;
Τι να 'γινε κι ακόμα δεν γύρισε κανένας; Ισείς π ή γ α τ ε στο γάμο; Β' ΚΟΠΕΛΑ Σου είπαμε, όχι! ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ (Βγαίνοντας) Ούτε κι εγώ. Β' ΚΟΠΕΛΑ Κουβάρι κουβαράκι τι θα μ α ς τραγουδήσεις; Α' ΚΟΠΕΛΑ λ α δ ώ μ α τ α κερένια πόνους από μυρτιά. Ύπνο τα χαράματα χι όλη τη νύχτα κλάματα. ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ (Στην
πόρτα)
Η κ λ ω σ τ ή σκοντάφτει μπλέκει σ' άγρια βράχια μυτερά μα τα γαλανά βουνά δρόμο ανοίγουν να περάσει και αυτή τρέχει και πάει για να μπήξει το μαχαίρι και ν' αρπάξει το ψωμί. (Βγαίνει) Β' ΚΟΠΕΛΑ Κουβάρι κουβαράκι τι άλλο θα μας πεις;
Α' ΚΟΠΕΛΑ Ο εραστής σωπαίνει άλικος ο γαμπρός. Τους είδα ξαπλωμένους στη σιωπηλή πλαγιά. (Σταματάει κοιτάζοντας το κουβάρι) ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ (Ξαναφαίνεται στην πόρτα) Κουβάρι είναι και τρέχει κλωστή είναι και θα 'ρθεί. Με λάσπες σκεπασμένους τους φέρνουν κ α τ ά δώ κορμιά ξεψυχισμένα σεντόνια φιλντισένια. (Μπαίνουν η Γυναίκα του Αεονάρδο και η Πεθερά, αναστατωμένες και οι δυο) Α' ΚΟΠΕΛΑ Έρχονται; ΠΕΘΕΡΑ (Απότομα) Δεν ξέρουμε. Β' ΚΟΠΕΛΑ Τι νέα από το γάμο; Α' ΚΟΠΕΛΑ Πείτε μας. ΠΕΘΕΡΑ (Ξερά) Τίποτα. ΓΥΝΑΙΚΑ Θέλω να π ά ω πίσω να μάθω.
ΠΕΘΕΡΑ Εσύ στο σπίτι σου! Εκεί μέσα θα κλειστείς θα κλάψεις και θα γεράσεις καρτερική και ολομόναχη. Κι η πόρτα σου πάντα κλειστή θα μένει. Εκείνος δεν θα ξαναπεράσει το κατώφλι ούτε πεθαμένος ούτε και ζωντανός. Καρφωμένα θα είναι όλα τα παράθυρα και θα 'ρχονται νύχτες και βροχές στρωσίδι πάνω στο πικρό χορτάρι. ΓΥΝΑΙΚΑ Τι να 'χει γίνει, Θεέ μου; ΠΕΘΕΡΑ Να μη σε νοιάζει! Μαύρο πανί θα ρίξεις στην όψη σου και θα κοιτάς μονάχα τα παιδιά σου γιατί εσένα έχουν μόνο τώρα. Και πάνω στο κρεβάτι σου σταυρό θα βάλεις από γκρίζα σ τ ά χ τ η στη θέση που ήτανε το μαξιλάρι του. ΖΗΤΙΑΝΑ (Στην πόρτα) Λίγο ψωμί, κορίτσια! ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ Φύγε από δ ώ ! (Οι δύο Κοπέλες και το Κοριτσάκι μαζεύονται κοντά-κοντά) ΖΗΤΙΑΝΑ Γιατί;
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ Γιατί είσαι κλαψιάρα. Φύγε! Α' ΚΟΠΕΛΑ Μικρή! ΖΗΤΙΑΝΑ Λες και σου ζήτησα τα μάτια σου! Πίσω μου έρχονται σύννεφα τα πουλιά. Θες ένα; ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ Θέλω να φύγω. Α' ΚΟΠΕΛΑ (Στη Ζητιάνα) Μην την ακούς! ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ Έρχεσαι α π ' τη μεριά του ποταμού; ΖΗΤΙΑΝΑ Ναι, από 'κεί. Α' ΚΟΠΕΛΑ (Δειλά) Μπορώ να σε ρωτήσω... ΖΗΤΙΑΝΑ Τους είδα. Σε λίγο θα τους φέρουνε. Δυο χείμαρροι γαληνεμένοι πια ανάμεσα στις στρογγυλές πέτρες της όχθης δυο άντρακλες ανάμεσα στα πόδια των αλόγων. Πεθάνανε μέσα στην ομορφιά της νύχτας. (Με απόλαυση) Πεθάνανε! Πεθάνανε! Α' ΚΟΠΕΛΑ Πάψε, γριά!
ΖΗΤΙΑΝΑ Τα μάτια τους λουλούδια τσακισμένα, τα δόντια τους δυο χούφτες χιόνι πετρωμένο. Νεκροί κι οι δύο. Κι η νύφη ακολουθεί με τα μαλλιά και το φουστάνι ματωμένα. Τους κουβαλάν στους ώμους παλικάρια σκεπασμένους με κουβέρτες. Έ τ σ ι ήτανε γραφτό να γίνει, κι έγινε. Έ τ σ ι ήταν δίκαιο να γίνει, κι έγινε. Π ά ν ω στο χρυσολούλουδο κάθεται μαύρη σκόνη! (Βγαίνει. Οι Κοπέλες και το Κοριτσάκι σκύβουν τα κεφάλια και αρχίζουν να βγαίνουν) Α' ΚΟΠΕΛΑ Κάθεται μαύρη σκόνη. Β' ΚΟΠΕΛΑ Π ά ν ω στο χρυσολούλουδο. ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ Π ά ν ω στο χρυσολούλουδο νεκρούς τους φέρνουνε α π ' το ποτάμι. Ό ψ η μελανιασμένη ο ένας όψη μελανιασμένη ο άλλος. Ποιο αηδονάκι της σκοτεινιάς να φτερουγίζει τώρα και να θρηνεί πάνω στο χρυσολούλουδο; (Βγαίνει και το Κοριτσάκι. Η σκηνή μένει άδεια. Μπαίνουν η Μάνα και μια Γειτόνισσα. Η Γειτόνισσα κλαίει) ΜΑΝΑ Σταμάτα!
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Δεν μπορώ. ΜΑΝΑ Σ τ α μ ά τ α , ε ί π α ! (Στην πόρτα) Είναι κανείς εδώ; (Πιάνει με τα χέρια το μέτωπο της) Αν ήτανε ο γιος μου μέσα, θα μου μιλού σε. Ό μ ω ς ο γιος μου είναι τώρα μια αγκαλιά ξερά λουλούδια. Ο γιος μου είναι τώρα φωνή θαμπή πέρα α π ' τα βουνά. (Θυ μωμένη, στη Γειτόνισσα) Θα πάψεις; Δεν θέλω θρήνους σ' αυτό το σπίτι. Τα δάκρυα σας είναι νερό που τρέχει από τις βρύσες των ματιών σ α ς . Τα δικά μου θα έρθουν όταν μείνω ολομόνα χη και θ' αναβλύσουν από τις φτέρνες μου κι από τις ρίζες της ψυχής μου πιο καυτά κι από το αίμα. ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Έ λ α στο σπίτι μου. Μη μείνεις εδώ μόνη. ΜΑΝΑ Ε δ ώ . Θα μείνω εδώ. Ή σ υ χ η ! Τώρα όλοι τους μού πεθάνανε! Τώρα θα γέρνω και θα κοιμάμαι χωρίς να μ' ανταριάζουν τα ντουφέκια και τα μαχαίρια. Τώρα άλλες μανάδες θα κρέμο νται α π ' τα παράθυρα και θα τις δέρνει η βροχή μέχρι ο γιος τους να γυρίσει. Ε γ ώ , τέρμα! Ε γ ώ στο όνειρο μου θα φτιάξω ένα περιστεράκι από φίλντισι που θα πηγαίνει δροσοσταλίδες της καμέλιας στο κοιμητήριο. Αχ, όχι, όχι κοιμητήριο! Λί κνο της γ η ς , που τους φιλοξενεί ωσότου με νανουρίσματα τους στείλει στον ουρανό. (Μπαίνει μια μαυροφόρα, προχωρεί δε ξιά και γονατίζει. Η Μάνα λέει στη Γειτόνισσα) Βγάλε τα χέρια από τα μάτια σου. Μας περιμένουνε πολύ πικρές μέρες! Δεν θέλω να δω κανέναν. Η γη κι ε γ ώ ! Τα δάκρυα μου κι ε γ ώ ! Κι αυτοί οι τέσσερις τοίχοι! Αχ, α χ ! (Κάθεται
εξοντωμένη)
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Λυπήσου τον εαυτό σου. ΜΑΝΑ (Ρίχνει πίσω τα μαλλιά της) Πρέπει να ηρεμήσω. Θα έρθουν οι γειτόνισσες, δεν θέλω να με δούνε κακομοίρα. Παντέρημη! Δεν έ χ ω ούτε ένα γιο να φιλήσω! (Μπαίνει η Νύφη. Εχει βγάλει το στεφάνι της και έχει ρίξει στους ώμους ένα μαύρο σάλι) ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ (Πλησιάζει τη Νύφη. Οργισμένη) Πού π α ς ; ΝΥΦΗ Ε δ ώ έρχομαι. ΜΑΝΑ (Στη Γειτόνισσα) Ποια είναι; ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Δεν τη γνώρισες; ΜΑΝΑ Γι' αυτό σε ρωτάω ποια είναι. Γιατί, αν τη γνωρίσω, θα της πιω το αίμα! (Προχωρεί προς τη Νύφη, αλλά συγκρατείται. Στη Γειτόνισσα) Κοίτα τ η ! Κλαίει! Κι ε γ ώ την κοιτάω ήσυχη και δεν της βγάζω τα μάτια! Τι να ' χ ω πάθει; Μ ή π ω ς δεν α γ α πούσα το γιο μου; Αλλά την τιμή του;
(Στη Νύφη) Τι την
έκανες την τιμή του; (Χτυπάει τη Νύφη, που πέφτει στο πάτωμα) ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Ο Χριστός κι η Παναγία! (Προσπαθεί να τις χωρίσει)
ΝΥΦΗ
(Στη Γειτόνισσα) Άσ' τηνε. Γι' αυτό ήρθα, για να με σκοτώσει και να με πάρουνε μαζί με τους δυο τους! (Στη Μάνα) Σ κ ό τωσε με, αλλά όχι με τα χέρια! Με τσιγκέλι, με δρεπάνι κοφτερό, με κάτι που θα μου τσακίσει τα κόκαλα. (Στη Γει τόνισσα) Άσ' τηνε. Θέλω να ξέρει π ω ς την τιμή μου δεν τη λέρωσα! Τρελή, ναι! Ό μ ω ς θα με θάψουν και, τ' ορκίζομαι, κανένας άντρας δεν θα 'χει καθρεφτιστεί ποτέ στον άσπρο κόρφο μου. ΜΑΝΑ
Πάψε, πάψε! Τι μου το λες αυτό; ΝΥΦΗ
Σου το λέω γιατί έφυγα με τον άλλο! Κ λ έ φ τ η κ α ! (Ταραγμέ νη) Κι εσύ το ίδιο θα έκανες. Έ ν ι ω θ α φωτιές κι ένιωθα π λ η γ έ ς και στο πετσί και στα σωθικά μου. Κι ο γιος σου ήτανε μόνο μια σταλαματιά νερό, που α π ' αυτήν περίμενα παιδιά, χ τ ή μ α τ α , ευτυχία. Ό μ ω ς ο άλλος ήτανε ποτάμι σκοτεινό, γεμάτο κλαριά, που ερχόταν βουερό και μου τρα γούδαγε μουρμουριστά ανάμεσα στις καλαμιές. Έ τ ρ ε χ α να βρω το γιο σου, που ήταν τρυφερός σαν νεραϊδογέννημα του νερού, κι ο άλλος μου 'στελνε χιλιάδες πουλιά, που δεν μ' αφήνανε να προχωρήσω και μου ρίχναν σ τ ά χ τ ε ς πάνω στις πληγές μου, τις π λ η γ έ ς μιας άμοιρης, μιας μαραμένης κο πέλας που είχε χαϊδεμένη η φωτιά. Δεν το 'θελα — μ' ακούς; Δεν το 'θελα! Ο γιος σου ήταν αυτό που ήθελα, ήταν η λύτρωση μου. Και δεν τον γέλασα! Ό μ ω ς , το μπράτσο του αλλουνού με άρπαξε σαν το κύμα της θάλασσας και με συ ντάραξε σαν κουτουλιά μουλαριού. Δεν είχα γλιτωμό, ο άλ λος θα μ' έσερνε μαζί του για π ά ν τ α , κι ας είχα γίνει γριά με
κρεμασμένα στα μαλλιά μου όσα παιδιά θα μου 'χε κάνει ο γιος σου! (Μπαίνει άλλη γειτόνισσα) ΜΑΝΑ Το φταίξιμο δεν είναι ούτε δικό της ούτε δικό μου. (Σαρχαστιχά)Ύότε, ποιανού είναι; Ψεύτρα, άχρηστη, ξεδιάντροπη, που πέταξες το νυφικό στεφάνι σου κι έτρεξες να κερδίσεις ένα κρεβάτι ζεστό ακόμα από αλληνής κορμί! ΝΥΦΗ Σ τ α μ ά τ α ! Σ τ α μ ά τ α ! Πάρε εκδίκηση, αν θες. Να 'μαι, και να ο τρυφερός λαιμός μου: πιο εύκολα τον κόβεις α π ' ό,τι μια ντάλια στον κήπο σου. Ό μ ω ς , αυτά που είπες, όχι, δεν είμαι! Είμαι ανέγγιχτη σαν νεογέννητο κορίτσι κι έ χ ω τη δύναμη να σου το αποδείξω: άναψε τη φωτιά! Θα βάλουμε κι οι δυο το χέρι μας, εσύ για το παιδί σου κι εγώ για το κορμί μου. Σίγουρα, εσύ π ρ ώ τ η θα το τραβήξεις! (Μπαίνει άλλη γειτόνισσα) ΜΑΝΑ Τι με νοιάζει η τιμή σου; Και τι με νοιάζει ο θάνατος σου; Τίποτα δεν με νοιάζει, τίποτα! Να ναι ευλογημένα τα στά χυα που φυτρώνουνε στη γη και κρύβουνε τους κοιμισμένους γιους μου! Να 'ναι ευλογημένη η βροχή που νοτίζει τα πρό σωπα των νεκρών! Να 'ναι δοξασμένος ο Θεός που μας π λ α γιάζει όλους, έναν δίπλα στον άλλο, για ν' αναπαυτούμε. (Μπαίνει άλλη γειτόνισσα) ΝΥΦΗ Άσε με να κλάψω μαζί σου.
ΜΑΝΑ Κλάψε, αλλά όχι εδώ: έξω από το κατώφλι μου! (Μπαίνει το Κοριτσάκι. Η Νύφη στέκεται στο κατώφλι. Η Μάνα βρίσκε ται στο κέντρο της σκηνής. Μπαίνει η Γυναίκα του Λεονάρδο) ΓΥΝΑΙΚΑ Ή τ α ν όμορφος καβαλάρης και τώρα έγινε ένα λοφάκι χιόνι. Γυρνούσε κάμπους και βουνά γιορτές και πανηγύρια ξεφάντωνε στις αγκαλιές των κοριτσιών. Τώρα τα μαύρα μούσκλια της νυχτιάς το μέτωπο του στεφανώνουν. ΜΑΝΑ Παιδί μου γιε μου ηλιανθέ μου καθρέφτη όλης της γ η ς . Να βάλουνε στο στήθος σου σταυρό από πικροδάφνη μ' ολόλαμπρο μεταξωτό να σαβανώσουν το κορμί σου και το άχραντο νερό πάνω στ' ασάλευτα σου χέρια λυγμός να γίνει της ζ ω ή ς ! ΓΥΝΑΙΚΑ Αχ, τέσσερα παλικάρια φάνηκαν με ώμους γερμένους α π ' το βάρος της λεβεντιάς. ΝΥΦΗ Τέσσερις όμορφοι νέοι κουβαλάν το Χάρο στον αέρα.
ΜΑΝΑ
Γειτόνισσες! ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ
(Στο κατώφλι) Τους φέρνουνε. ΜΑΝΑ
Έ τ σ ι γίνεται πάντα: ο σταυρός, ο σταυρός! ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΕς
Γλυκά τα καρφιά Σου γλυκός ο Σταυρός σου γλυκό τ όνομα Σου Ιησού Χριστέ! ΝΥΦΗ
Ο σταυρός να 'ναι προστάτης και των πεθαμένων και των ζωντανών. ΜΑΝΑ
Γειτόνισσες μ' ένα μαχαίρι, ένα πολύ μικρό μαχαίρι, μια μέρα που ήτανε γραφτό ανάμεσα στις δύο και στις τρεις τη νύχτα δυο άντρες σκοτώθηκαν για την ίδια α γ ά π η . Μ' ένα μαχαίρι ένα πολύ μικρό μαχαίρι που χάνεται στην ίδια αντρική παλάμη όμως γλιστράει σβέλτα στην ξαφνιασμένη σάρκα και σταματάει εκεί όπου τρέμει κουβαριασμένη κι ανεξήγητη η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
ΝΥΦΗ Μ' ένα μαχαίρι τόσο δα μικρό ελάχιστο μαχαίρι ψαράχι χωρίς λέπια και χωρίς ποτάμι που χάνεται σε κάθε αντρική παλάμη μια μέρα που ήτανε γραφτό ανάμεσα στις δύο και στις τρεις τη νύχτα δυο παλικάρια μείνανε μαρμαρωμένα με βουβά τα χείλια. ΜΑΝΑ Χάνεται σε κάθε αντρική παλάμη όμως γλιστράει σβέλτα στην ξαφνιασμένη σάρκα και σταματάει εκεί όπου τρέμει κουβαριασμένη κι ανεξήγητη η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής. (Οι γειτόνισσες έχουν γονατίσει στο πάτωμα και κλαίνε)
ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΡΡΙΚΟΥ ΜΠΕΛΙΕ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑ ΦΕΙΟ ΤΟΥ Γ. ΚΟΥΚΟΥΔΑΚΗ ΤΥΠΩΘΗ ΚΕ ΣΤΟ ΛΙΘΟΓΡΑΦΕΙΟ «CORFU» ΣΕ ΧΑΡΤΙ ΣΑΜΟΥΑ CLARIANA lOOgr ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΑΛΟΓΕΡΗ ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2006
ΗΡΙΔΑΝΟΣ