ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΝΙΚΟΛΑ Ι- ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ Καθηγητή Πανεπιστημίου
Η ΚΛΕΙΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ...
48 downloads
420 Views
6MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΝΙΚΟΛΑ Ι- ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ Καθηγητή Πανεπιστημίου
Η ΚΛΕΙΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Μετάφραση, σημειώσεις : Άχιλλέα Σάββα Γλωσσική φροντίδα : ΕύΘ. Παπασπύρου
ΤΟΜΟΣ Δ Ε ΥΤ Ε Ρ Ο Σ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΔΩΔΩΝΗ» Ε.Κ. Λ Α Ζ Ο Σ- ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ 3 ΑΘΗΝΑ 1978
Ή νομοτέλεια στην Ιστορία. Τό ζήτημα τής νομοτέλειας στήν ιστορία τής κοινωνίας, άποτελεΐ κεντρικό ζήτημα τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας. Σ’ αύτδ σά σέ έστία φωτός συγκεντρώνονται καί πλέκονται σχεδόν δλα της τά ζητήματα: τό ζήτημα γιά τή σχέση άνάμεσα στή Φύση καί στήν κοινωνία, γιά τόν ρόλο τής συνειδητής δραστηριότητας των άνθρώπων στην Ιστορία, γιά «τό νόημα» τής Ιστορίας, γιά τήν Ιστορική πρόοδο, γιά τήν άναγκαιότητα καί τήν τυχαιότητα, γιά τήν Ιλευθερία καί τήν άναγκαιότητα, γιά τόν ρόλο τής ξεχωριστής προσω πικότητας καί των λαϊκών μαζών στήν ιστορία, γιά τήν άντικειμενικότητα τής Ιστορικής γνώσης, γιά τή δυνατότητα τής πρόγνω σης τών κοινωνικοΰστορικών γεγονότων κ.4. ’Από τήν έπίλυση αύτοϋ τοϋ ζητήματος έξαρτιέται καί ή άπάντηση στό μεγάλο ζήτη μα: είναι δυνατό νά ύπάρχει ή ιστορία ώς έπιστήμη; Εκτός άπό γνωσιολογική σημασία, τοΟτο τό ζήτημα 5χει καί μεγάλη κοινωνικονομική ιδεολογική καί πρακτική σημασία. "Αν ή ιστορία είναι Αποταγμένη έπίσης σέ Αντικειμενικούς νόμους, δπως καί ή Φΰση, τότε d άγώνες τών κοινωνικών τάξεων, οί κοι νωνικές έπαναστάσεις, ή μεταβατικότητα τών κοινωνικών συστη μάτων, ή άλλαγή ένός κοινωνικοΟ .συστήματος μέ δλλο, καί συνε πώς, ή μεταβατικότητα τοϋ καπιταλιστικοϋ συστήματος καί ή νί κη τοΟ σοσιαλισμοϋ καί τοΟ κομμουνισμοί} είναι έπίσης νομοτελεια κή, Ιστορική καί, άναγκαία διαδικασία. Για δλ’ αύτά, τό ζήτημα τής νομοτέλεις στήν Ιστορία βρίσκε ται στό κέντρο τού άγώνα μεταξύ τοΟ ύλισμοΟ καί τοΟ Ιδεαλισμού στή φιλοσοφία τής Ιστορίας, τοΟ άγώνα μεταξύ τής μαρξιστικής καί τής αστικής Ιδεολογίας. Στό βιβλίο του «Ή άνοιχτή κοινωνία 341
καί οί έχθροί της» δ Κάρλ Πόπερ είναι άρκετά ειλικρινής νά δμολογήσει, πώς οί αίτιες, πού τόν ύποχρέωσαν νά καταπιαστεί μέ τά φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα καί ειδικότερα μέ τό ζήτημα τής νομοτέλειας στήν Ιστορία, ϊχονν καθαρά Ιδεολογικό, ταξικό χαρα κτήρα. ’Εχοντας ύπόψη του τούς μαρξιστές, δ Κ. Πόπερ γράφει: «Πάρα πολύ συχνά άκοΟμε τήν ίμπνευση ,* πώς ή μιά εϊτε ή δλλη μορφή τοϋ δλσκληρωτισμοϋ (δηλ. τοΟ σοσιαλισμού — Ν .Ί) είναι άναπόφευκτη... μ ά ς ρωτοϋν, μήπως στ’ άλήθεια είμαστε άρκετά άφελεΐς νά πιστεύουμε, πώς ή δημοκρατία (δηλ. ή άστική κοινω νία —Ν. Ί .) μπορεί νά είναι διαρκής- μήπως δέ βλέπουμε, πώς αύτή είναι μονάχα μια άπό τΙς πολλές μορφές διοίκησης, πού Ερχον ται καί φεύγουν στό διάβα τής Ιστορίας. Αποδείχνουν, δτι γιά νά άγωνιστεΐ ένάντια στόν δλοκληρωτισμό, ή δημοκρατία είναι ύποχρεωμένη νά άντιγράψει τΙς μεθόδους του κι’ 2τσι ή ίδια μετατρέπεται σέ δλοκληρωτιαμό. ’Ισχυρίζονται, πώς τό βιομηχανικό μας σύστημα δέν μπορεί νά συνεχίσει νά λειτουργεί χωρίς νά άφομοιώσει τΙς ^ιεθόβους τοϋ συλλογικού προγραμματισμού, ύπονοώντας τό άναπόφευχτο ένός συλλογικού οΙκονομικοΟ συστήματος, πώς ή άποδοχή τών δλοκληρωτικών (δηλ. τών σοσιαλιστικών —Ν. Ί ) μορ φών τής κοινωνικής ζωής είναι έπίσης άναπόφευχτη».1 «Έπίσης πιστεύουν δτι έχουν άνακαλύψει τούς νόμους τής ιστορίας, πού τούς δίνουν τή δυνατότητα νά προβλέπουν τήν πορεία τών Ιστορικών γε γονότων».2 "Οταν Εχουμε ύπόψη τόν ταξικοϊδεολογικό χαρακτήρα τών θέ σεων, άπ’ δπου ξεκινούν, καί τούς σκοπούς, πού έπιδιώκουν, δέν eïναι δύσκολο νά καταλάβουμε σέ ποιά κατεύθυνση ot άστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί Ιστορικοί άναζητοϋν τήν έπίλυση τοϋ ζητήματος γιά τή νομοτέλεια στήν Ιστορία. 'Οπως είδαμε άρνιοΟνται τήν δπαρξη άντικειμενικών νομοτελειών στήν ιστορία. «Στό δεύτερο μισό τοΟ δέκατου Ινατου αΙώνα —γράφει ό Φόγκτ— δ θετικισμός πρόβαλε σοβαρές άντιρρήσεις ένάντια στή γενικά παραδεχτή φιλοσοφία καί στήν ιστορία άντιδιαστολή άνάμεσα στόν άνθρωπο ώς φυσική δπαρ* Μέ τήν έννοια τής ύκοβολής. (Σημ. τ. Μετ.). 1. Κ. R. Popper, The Open Society and Its Enemies, Vol. I., p. 22, Ibid., p. 3. 342
ξη καί στόν άνθρωπο ώς πνευματική ύπαρξη καί έθεσε τήν άπαίτηση νά μετατραπεΐ έπιτέλους ή Ιστορία σέ φυσική έπιστήμη. Στή Γερμανία δ Βίλχελμ Ντίλταϊ καί 6 κύκλος του άντιστώθηκαν σ’ αυτή τήν πίετη. Σ ’ άντίθεση μέ τΙς φυσικές έπιστήμες, πού κατέ χουν ώς μεθοδικό όργανο τό πείραμα, ύπόδειξε στίς έπιστήμες γιά τό πνεύμα τήν έσωτερική πείρα σάν πρωτογενή πηγή τής συνείδη σής τους. ’Ετσι ίδρυσε τήν έπιστήμη γιά τήν -κατανόηση καί ϊγινε δημιουργός τής πνευματικής Ιστορίας. Ή Επιστημονική συνείδηση τών ιστορικών, μαζί καί τών πολιτικών Ιστορικών, καθησύχασα'; Α κόμη περισσότερο διαμέσου τής δημιουργημένης άπό τόν Βίλχελμ Βίντελμπαντ καί τόν Χάινριχ Ρίκερτ θεωρίας τής γνώσης τής Ιστο ρίας. Στίς φυσικές έπιστήμες παραχωρήθηκε ή άπόδειξη τών καθο λικών νόμων τών γεγονότων τής πείρας, ένώ στίς έπιστήμες γιά τήν κουλτούρα μπήκε τό καθήκον νά περιλάβουν καί νά καταλάβουν τούς δοσμένους μιά φορά σχηματισμούς τής άνθρώπινης ζωής. Ή μέθο δος τών φυσικών έπιστημών όνομάστηκε νομοθετική, ένώ αδτή τών έπιστημών γιά τήν κουλτούρα — Ιδιογραφική είτε προσωπογραφι κή».1 Κατά τή γνώμη τοΰ Φόγκτ αύτή ή λύση τοϋ ζητήματος έχει «μεγάλη σημασία» καί δ ϊδιος σημειώνει μέ Ικανοποίηση, πώς αότό υΐοθετήθηκε άπό στοχαστές δπως δ Μάξ Βέμπερ, ό ’Αλφρεντ Βέμ»· περ, δ “Αρνολντ Τόινμπι καί δλλοι, πού έπίσης φρονοϋν, δτι «ή φυσικοεπιστημονική μέθοδος» είναι τάχα άνεφάρμοστη στήν Ιστορία»,2 δηλαδή πώς αύτοί έπίσης άρνιοϋνται τήν δπαρξη Αντικειμενικών νομοτελειών στήν Ιστορία. Ή σπουδαιότητα τοϋ ζητήματος γιά τή νομοτέλεια στήν Ιστο ρία καί γιά τό χαρακτήρα τών κοινωνικοϊστορικών νομοτελειών καθορίζεται δχι μόνον άπό τό περιστατικό, πώς αυτό βρίσκεται στό κέντρο τοϋ άγώνα άνάμεσα στόν ύλισμό καί στόν ιδεαλισμό, άνάμε σα στή μαρξιστική καί στήν άστική Ιδεολογία. Καθορίζεται έπί σης καί άπό τό περιστατικό, πώς τοϋτο τό ζήτημα έχει μεγάλη
1. J. Vogt, Gesetz und Handlungstreiheit in der Geschichte. Studien zur historischen Wiederholung. W. Kohlhammer Verlag. Stuttgarty, 1955, ss. 10 - 11. 2. Ibid., ss. 11, 17, 21. 343
θεωρητική καί πρακτική σημασία για τόν έποικοδομητικό πρα/χτ:κόν άγώνα μέ σκοπό τήν προπαρασκευή καί τή διεξαγωγή τής Σοσιαλιστικής ’Επανάστασης, γιά τήν οίκοδόμηαη τοΟ σοσιαλισμοί καί τοΟ κομμουνισμού, γιατί τούτος ό Αγώνας καί ή δράση μπο ρούν νά ϊχουν έπιτυχία μονάχα μέ τόν δρο, πώς θά στηρίζονται καί θά. καθοδηγούνται Από έπιστημονική θεωρία γιά τΙς νο μοτέλειες τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης. ’Οπως δείχνει ή πλού σια Ιστορική πείρα τοΟ διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος καί ι διαίτερα ή πείρα τής σοσιαλιστικής οίκοδόμησης στίς σοσιαλιστι κές χώρες, οί λαθεμένες Αντιλήψεις πάνω σ’ αύτό τό μεγάλο φι λοσοφικό ζήτημα μποροΟν νά οδηγήσουν σέ μεγάλα λάθη, Αποτυχί ες καί κλονισμούς στό κομμουνιστικό κίνημα καί στή σοσιαλιστι κή κοινωνία. Τέλος δέν είναι χωρίς, σημασία τό γεγονός, δτι στήν ϊδια τή μαρξιστική φιλολογία δρισμένες πλευρές αύτοΟ τοΰ ζητήματος έξαικολουθοΟν άκόμη νά άποτελούν Αντικείμενο συζήτη σης —ύπάρχουν έπίμαχες καί Αντιφατικές Αναλήψεις.
Τί είναι ό νόμος ; Για νά Απαντήσουμε σωστά στά ζητήματα: ύπάρχουν Αντι κειμενικές νομοτέλειες στήν ιστορία, δαφέρουν αυτές Από τούς φυ σικούς νόμους, καί άν διαφέρουν, σέ τί, ποιά είναι ή σχέση Ανάμε σα στήν Αντικειμενική νομοτέλεια καί στή συνειδητή δράση, Ανάμε σα στήν έλευθερία καί στήν Αναγκαιότητα, στήν τυχαιότητα καί στήν Αναγκαιότητα κ.ά., ό πρώτος δρος είναι νά Εχουμε καθαρή έ πιστημονική Αντίληψη πάνω στό ζήτημα. «ΤΙ είναι δ νόμος;». Στά Ιργα τών κλασικών τοϋ μαρξισμού καί στήν έπιστημονική· φιλολογία, δταν γίνεται λόγος γιά νόμους τής Φύσης ή τής κοινω νίας. πάντα Ιχουμε ύπόψη σ υ ν ά φ ε ι ε ς , έξαρχήσεις κ α ί ά λ λ η λ ο ε ξ α ρ τ ή σ ε ι ς, μέ δυό λόγια, σχέσεις άνάμεσχ σέ πράγματα, ιδιότητες, πλευρές, φαινόμενα καί διαδικασίες τής πραγματικότητας. Γενικότατα ειπωμένο, δ ν ό μ ο ς ε ί ν α ι σ χ έ σ η . Μάκάθε σχέση δέν είναι νόμος. Ή τυχαιότητα είναι έ344
πίσης σχέση, μα αύτή είναι διαλεκτική άντίθεση τοδ νόμου. Οί νομοτελειακές συνάφειες, έξαρτήσεις, άλληλοεξαρτήσεις, σχέσεις διακρίνονται άπό τό δτι είναι γ ε ν ι κ έ ς γιά ένα μεγα λύτερο ή μικρότερο κύκλο πραγμάτων, φαινομένων καί διαδικασι ών, δτι έ π α ν α λ α β α ί ν ο ν τ α ι καί γι’ αύτό είναι σ τ α θ ε ρ έ ς , δτι είναι ά π α ρ α ί τ η τ ε ς , δηλαδή Α ν α π ό φ ε υ κ τ ε ς, γιατί έκφράζουν ο ύ σ ι α σ τ ι κ έ ς σχέσεις. Ό Έ νγκελς γράφει, πώς ό νόμος είναι τό «άπειρο στό δριακό, τό αΙώνιο στό μεταβατικό... Ξέρουμε, πώς τό χλώριο καί τό ύδρογόνο, κάτω άπό τήν έπίδραση τσΟφωτός καί. σέ δοσμένους δρους πίεσης καί θερ μοκρασίας, σκάνε καί συνάμα συνενώνονται σέ χλωριοΟχο ύδρογόνο, καί έφόσον τό ξέρουμε αύτό, ξέρουμε έπίσης, δτι αύτό γίνεται δταν ύπάρχουν οί προαναφερμένοι δροι, π α ν τ ο ύ καί π ά ν τ α , καί γιά μάς είναι τελείως άδιάφορο £ν αύτό θά γίνει μιά φορά ή έκαταμμύρια φορές καί σέ πόσα ούράνια σώματα. Ή μορφή τής καθολικότητας στή Φύση είναι ν ό μ ο ς».1 Γι’ αύτόν ιόν λόγο δ Έ νγκελς δρίζει τήν έπιστημονική γνώση ώς νοητική διαδικασία, πού Ιγκειται «μονάχα στό δτι ύψώνουμε νοερά τό ένικό άπό τήν ένικότητά του σέ ιδιαιτερότητα, κι’ άπ’ αύτήν σέ καθολικότητα, στό δτι βρίσκουμε καί διαπιστώνουμε τό άπειρο στό δριακό, τό αίώνιο στό μεταβατικό».2 Σ’ αύτό καί μόνο σ’ αύτό τό νόημα «κάθε άληθινή γνώση τής Φύσης είναι γνώρισμα το0 αιώνιου, τοΟ άπειρου».3 Σέ άπόλυτη συμφωνία μέ τόν Ένγκελς, δ Λένιν γράφει: «Ό νόμος εί ναι σχέση».4 «Ό νόμος είναι τό σταθερό (αύτό πού μένει) στα φαι νόμενα»,5 αύτός είναι ««σχέση τών ο ύ σ ι α σ τ ι κ ο τ ή τ ω ν ή μεταξύ των ούσιαστικοτήτων».6 Στό κάτω - κάτω ό νόμος, λογουχάρη δ φυσικός νόμος, Ιχει άντικειμενικό χαρακτήρα. 'Τπάρχει καί δρά άντικειμενικά, δηλα Φ. Φρ. Ένγκελς, «Διαλεκτική τής Φύσης», σελ. 237. (στα (βουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο, σελ. 237. 3. Στό ίδιο. σελ. 238. 4. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 38ος, σελ. 142. (στα βουλγέρικα). 5. Στ6 Ιδιο, σελ. 140. 6. Στό Ιδιο, σελ. 142. 345
δή ϊξω καί Ανεξάρτητα Από τήν Ανθρώπινη συνείδηση καί Από τήν Ανθρώπινη βούληση. Οί άνθρωποι μπορούν νά Ανακαλύπτουν τούς νόμους τής Φύσης, νά συμμορφώνονται ή νά μή συμμορφώνονται μ’ αύτούς, Αλλά δέν μπορούν νά τούς έπινοοΟν, νά τούς εισάγουν στή Φύση, νά τούς τής έπιβΑλλουν ή νά σταματούν τή δράση τους κατά τή βούληση καί κρίση τους. Οί νόμοι τής Φύσης δρουν καί έπιβάλλονται μέ σιδερένια Αναγκαιότητα. Αύτά τά γενικότατα χαρακτηριστικά γνωρίσματα προσιδιάζουν τόσο στούς φυσικούς, δσο καί στούς κανωνικοϊστορικούς νόμους. "Ο πως ξέρουμε, δ Μάρξ έξετάζει «τήν έξέλιξη τοΟ οικονομικού κοινω νικού σαστήματος ώς φυσικο'ίστορική διαδικασία,' πού σημαίνει, πώς τούτη ή διαδικασία είναι ύποταγμένη καί διευθύνεται Από νόμους, πού είναι έπίσης Α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ο ί , δπως καί οί φυσικοί νόμο:, «οί φυσικοί νόμοι» τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης» δχι μονάχα πού είναι ανεξάρτητοι Από τή βούληση, τή συνείδηση καί τις προθέσεις τών Ανθρώπων, Αλλά Ακόμη, Απεναντίας, καθορίζουν τή βούληση, τή συνείδηση, τις προθέσεις τους».2 Παρόμοια μέ τούς φυσικούς νόμους αυτοί «δρσύν καί έπιβΑλλονται μέ σιδερένια Ανα γκαιότητα».3 Ό κοινωνικοϊστορικός νόμο; «Επιβάλλεται βίαια ώς ρυθμιστικός φ υ σ ι κ ό ς ν ό μ ο ς... τό ίδιο δπως, λογουχάρη, έπιβάλλεται δ νόμος τής βαρύτητας, δταν τό σπίτι γκρεμίζεται πά νω στό κεφάλι κάποιου»/ Ή έπιστημονική γνώση τών κοινωνικοϊστορι-κών νόμων μπορεί νά Αλλάξει τ ή σ τ ά σ η τ ώ ν Α ν θ ρ ώ π ω ν Απέναν τι τους, μά ή έ π ι σ τ η μ ο ν ι κ ή γ ν ώ σ η δ έ ν μ πορ ε ϊ να κ α τ α ρ γ ή σ ε ι τ ό ν Αντ ι κει μεν ι κό χ α ρ α κ τ ή ρ α α υ τ ώ ν τ ώ ν ν ό μ ω ν κ α ί τ ώ ν Α π α ί τ η σ ε ώ ν τ ο υ ς . «Κι Αν Ακόμη μια κοινωνία βρίσκεται σ τα ί χ ν η τ ού φ υ σ ι κ ο ύ ν ό μ ο υ τ ή ς κί νη σ ή ς τ η ς » —γράφει δ Μάρξ,— δηλαδή Ακόμη κι’ δταν έχει 1 Κ. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τόμος Ιος. σελ. 7. (στα Οουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο, σελ. 13. 3. Στό Ιδιο, σελ. 6. 4. Στό Ιδιο σελ, 64. 346
γνωρίσει αύτόν τό νόμο, «δέν μπορεί οδτε νά ύπερπηδήσει οδτε νά καταργήσει μέ διατάγματα φυσικές φάσεις τής Ανάπτυξής της. Μπορεί, δμως, νά συντομέψει καί ν’ Απαλύνει τούς πόνους τής γέν νας».1
Κριτική τών «έπιχειρημάτων» τών άστών φιλοσόφων καί κοινωνιολόγων, ένάντια στή μαρξιστική διδασκαλία για τόν άντικειμενικό χαρακτήρα τών νόμων τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης. Σ ’ άντίθεση πρός τδ μαρξισμό ή πλειονοψηφία τών Αστών φι λοσόφων, κοινωνιολόγων καί Ιστορικών άρνιοϋνται τήν δπαρξη Αντικειμενικών νομοτελειών δχι μονάχα τής ιστορίας τής κοινω νίας, άλλα γενικά τής κοινωνικής ζωής τών άνθρώπων. IV αύτδ ή μαρξιστική διδασκαλία γιά τήν δπαρξη Αντικειμενικών νόμων τής κοινωνικοϊστορικής ζωής καί τής έξέλιξής της Αποτελεΐ Αντι κείμενο τών πιδ Αγριων Επιθέσεων Από μέρος τους. Ά π ’ αδτήν τήν Αποψη παραθέσαμε Αρκετόν Αριθμό Από ρήσεις Αστών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων καί Ιστορικών Ιδιαίτερα στό κεφάλαιο «Ή κρίση τής Αστικής φιλοσοφίας τής ιστορίας» καί έδώ δέν είναι Απαραίτητο νά τΙς έπαναλάβουμε. MA παραθέταμε ώς τώρα τΙς Αντίστοιχες ρήσεις καί γραπτά τους μονάχα στό βαθμό που είναι Αναγκαίο νά Απεικονί σουμε μια Από τις βασικές τάσεις τής έξέλιξης τής σύγχρονης Αστι1. Κ. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 7. (ατά βουλγάρικα). 347
κής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης. Έδώ θά σταβοβμε στίς βασικές Αντιρρήσεις, πού οί Αντίπαλοι τοΟ μαρξι^μοΟ προβάλλουν ένΑντια στή διδασκαλία του γιά τήν ύ παρξη Αντικειμενικών νοωοτελειών τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης καί τα έπιχειρήματα που χρησιμοποιούν. Κριτικάροντας τΙς Αντιλή ψεις τους πάνω σέ τοΟτο τό ζήτημα, θά προ<τπαθήσουμε ταυτόχρο να νΑ δώσουμε Απάντηση σέ μιά σειρά έρωτήματα, πού συνδέονται μέ τή μαρξιστική διδασκαλία γιά τόν Αντικειμενικό χαρακτήρα τών κοινωνικοϊστορικών νόμων, καθώς έπίσης νά σταθοϋμε σέ δρισμένες ειδικές ιδιαιτερότητες αύτών τών νόμων. Κ·’ έτσι, ποιές είναι οί σπουδαιότερες Αντιρρήσεις κχΐ έπιχει ρήματα τών Αστών συγγραφέων ένάντια <πή μαρξιστική Αντίληψη γιά τόν άντκειμενικό χαρακτήρα τών κοινωνικοϊστορικών νόμων ;
1.
Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ Ι ΣΤΟΡΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ.
Στό βιβλίο του «Τό Ιστορικό Αναπόφευχτο» δ Αγγλος φιλόσο φος 'Αϊζάϊα Μπάρλιν γράφει, πώς «6 κοινωνικός ντετερμινισμός», δηλαδή ή Αντίληψη για τό νομοτελειακό χαρακτήρα τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης, συνδέεται μέ «τά Ιδανικά τής κοινωνιολογίας» —μέ τήν Ανακάλυψη καί τή διατύπωση τών νόμων τής κοινωνίας καί τής εξέλιξής της. ’Αλλά τοΟτα τα Ιδανικά είναι χιμαιρικά. «Εί ναι συνηθισμένο νά λέγεται — συνεχίζει ό Μπάρλιν— πώς ή κοινωνιολογία έξακολουθεΐ νά περιμένει τόν Νεύτωνά της, Αλλά Ακόμη κι’ αύτό φαίνεται πάρα πολύ Απόκοτη Αξίωση· πρέπει πρώτα - πρώ τα νά βρει τόν Εύκλείδη της καί τόν ’Αρχιμήδη της, προτού Αρχίσει ν4 όνειροπολεΐ γιά. Ιναν Κοπέρνικο».1 «Μάταια ή κοινωνιολογία ζητάει συγγνώμη, πώς έξακολουθεΐ νά είναι νέα, μά έχει ένδοξο μέλλον... Ό Όγκιούστ Κόντ τήν ίδρυσε πρίν άπό έκατό χρόνια, 1. Isaich Berlin, Historical Inevitability, Oxford Univarsity Press London. 1959, p. 74. 348
ένώ οί καταχτήσεις της παρ’ δλ’ αύτά δέν έχουν έρθει άικόμη... κατόρθανσε νά άνακαλύψει τόσο λίγους νόμους, ύποθέσεις καί πλατιές γενικεύσεις, Υποστηριγμένα μέ άνάλογες άποδείξεις, ώστε ή έκκλη σή της νά τή ΘεωροΟν ώς έπιστήμη είναι ζήτημα άν μπορεί νά γί νει δεκτή, οδτε πάλι αδτοί ot όλιγάριθμοι άτυχοι νόμοι είναι άρκε τά έπαναστατικοί, για νά ύπάρχει έπιτακτική άνάγκη νά έλεγχτεί ή αλήθεια τους».1 Ό γάλλος άστός κοινωνιολόγος Ρεϊμόν Άρόν πάλι δηλώνει, πώς «ή πλειονοψηφία τών δυτικών κοινωνιολόγων, καί άνάμεσά τους πριν άπ' δλα οί άμερικάνοι κοινωνιολόγοι, παραβλέπουν τούς νό μους τής κοινωνίας καί τής ιστορίας, τούς νόμους τής μακροκοινωνιολογίας στό διπλό νόημα πού μπορεί νά Ιχει ή λέξη «παρα βλέπω» σ’ αυτή τή φράση : δέν τούς γνωρίζουν καί είναι άδιάφοροι άπέναντί τους. Δέν πιστεύουν στήν άληθινότητα αύτών τών νόμων, δέν πιστεύουν δτι ή έπιστημονική κοινωνιολογία είναι Ικανή νά τούς διατυπώσει καί νά τούς άποδείξει καί πώς έχει συμφέρον νά τούς άναζητήσει».2 Δέν θά σταθοΟμε στήν κριτική μας έπά/νω στόν ισχυρισμό τοϋ Άρόν, δτι ή πλειονοψηφία τών δυτικών κοινωνιολόγων παραβλέ πουν τούς νόμους τής κοινωνίας καί τής ιστορίας, δτι δέν τούς γνω ρίζουν, δτι τούς άντιμετωπίζοιχν μέ άδιαφορία κι’ δτι δέν πιστεύ ουν στήν άληθινότητα αύτών τών νόμων. ”Ολ’ αύτά είναι μιά έξομολόγηση καί μιά αύτοπαραδοχή άπό μέρος τής πλειονοψηφίας τών άστών κοινωνιολόγων, πράγμα πού, γενικά, είναι σωστό καί δέν ύπάρχει λόγος νά ύποβληθεΐ σέ κριτική. Μποροϋμε νά κατα λάβουμε καί νά συμφωνήσουμε μέ τόν Ισχυρισμό τοΟ ’Αρόν, δτι ή «κοινωνιολογία» δέν είναι ικανή νά διατυπώσει τούς νόμους τής κοινωνίας καί τής Ιστορίας της, νά τούς άποδείξε κι’ δτι αύτή δέν έχει συμφέρον νά τούς άναζητήσει, στό βαθμό πού αύτό άφορά τήν άστική κοινωνιολογία. Καί πραγματικά, τί τής χρειάζεται αύτής τής κοινωνιολογίας νά άναζητήσει, νά διατυπώσει καί νά άποδείξει τήν δπαρξη τών άντικειμενικών νόμων τής κοινωνίας καί 1. Ibid., ρρ, 74 - 75. (βλ. σημ. 1, σελ. 348». 2. R. Aron, Le· étapes de la pensée seciologique, Gallimard, Paris. 1947, p. 10. 349
τής Ιστορίας της ; 'Ω ς τά τέλη τού περασμένου αιώνα, δταν ή δρά ση αύτών τών νόμων έξακολουθοΟσε νά μήν άπειλεϊ τήν δπαρξη τοΟ άστικοΟ συστήματος καί ήταν, γενικά, πρός τό συμφέρον του, οί άστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι, Ιστορικοί κ .Ι. δχι μόνον Εδειχναν ένδιαφέρον γ ιά τούς νόμους τής κοινωνίας tal τής Ιστορίας, δχι μόνον έπιδιώκανε νά τούς διατυπώσουν καί ν ζ τούς άπαδείξουν, άλλά μιλούσανε μάλιστα γ ιά «αιώνιους», «φυσι κούς» νόμους τής κοινωνίας καί τής ίστβρίας. Γ ι’ αύτό πάλι, δταν ή Ιστορία άπόδειξε, πώ ς οί νόμοι τοϋ καπιταλισμού δέν είναι αΐώνιοι, δταν οί γενικοί οικονομικοί, κοινωνιολογικοί καί Ιστορικοί νό μοι άρχίσανε νά δροϋν ένάντια στό Γδιο τό καπιταλιστικό σύστημα, ένάντια στά ταξικά συμφέροντα τής άστικής τάξης, οί Ιδεολόγοι της άρχίσανε νά λένε, πώς οί νόμοι τής κοινωνίας καί τής Ιστορί ας, δχι μονάχα δέν Εχουν άνακαλυφτεί, μά καί δέν ύπάρχουν.
Δέν είναι, δμως, ϊτσι τό ζήτημα μέ τούς άλλους ισχυρισμούς του Άρόν καί του Μπάρλιν, πού άξίζουν ιδιαίτερη κριτική έξέταση.
Είναι πρίν άπ’ δλα ό ισχυρισμός τοΟ Άρόν, δτι ή «έπιστημον.κή κοινωνιολογία» δέν έχει τάχα συμφέρον νά άναζητήσει καί νά άνακαλύψει τούς νόμους τής κοινωνίας καί τής ιστορίας. Ό κύ ριος σκοπός κάθε έπιστημης είναι να άναζητάει, νά άνακαλύπτ:ι τούς άντικειμενικούς νόμους, πού σ’ αύτούς είναι ύποταγμένα τά φαινόμενα καί οί διαδικασίες, πού άποτελοϋν άντικείμενο τής ΐρευνάς της. Αύτό έννοεϊ καί 6 Μπάρλιν, πού δέ θέλει νά παραδε χτεί τήν κοινωνιολογία γιά έπιστήμη, έξαιτίας τοΟ δτι ίσαμε τώρα αύτή ανακάλυψε τάχα Πάρα πολύ λίγους σέ άριθμό, καί συνάμα «άτυχους νόμους». Βέβαια, ό Άρόν καί οί άλλοι άστοί κοι νωνιολόγοι Εχουν δικαίωμα ν’ άποφασίσουν νά μή βάλουν μπρο στά στήν κοινωνιολογία τους τό καθήκον νά άναζητεΐ καί νά δια πιστώνει δποιουσδήποτε νόμους τής κοινωνίας καί τής έξέλιξής της, άλλά σέ τέτοια περίπτωση δέν ϊχουν τό δικαίωμα νά δνομάτ ζουν τήν κοινωνιολογία τους «έπιστημονική» ή «έπιστήμη». Ό Μπάρλιν Ισχυρίζεται, πώς στή διάρκεια τής έκατοντάχρονης ύπαρξής της ή κοινωνιολογία είχε τάχα άνακαλύψει τόσο λίγους σέ άριθμό καί τόσο άσήμαντους νόμους, ώστε δέν άξιζε τάχα τόν κόπο νά έλεγχθεϊ ή άληθινότητά τους, ένώ δ Άρόν δηλώνει. 350
πώς ή κοινωνιολογία γενικά δέν είναι Ικανή να διατυπώσει τού; νόμους τής κοινωνίας καί τής ιστορίας, βτι έκεΐνοι πού μ&ς ύποδείχνονται ώς νόμοι τής κοινωνίας καί τής ιστορίας, δέν είναι Α ληθινοί νόμοι, γιατί τέτοιοι δέν ύπάρχουν. Πρέπει νά σημειώσουμε, πώς αύτοί οΕ Ισχυρισμοί τοϋ Μπάρλιν καί τοΰ ’Αρόν δέν είναι οδτε λογικοί, οδτε Αντικειμενικοί. Πρώτο, σ’ δλο του τό βιβλίο δ Μπάρλιν έπιδιώκει v i Αποδείξει πώς στήν κοινωνία καί στήν Ιστορία δέν ύπάρχει κανένας ντετερμι νισμός, καθόλου άντικειμενικές νομοτέλειες, δτι οί κοινωνιολόγοι καί οί ιστορικοί κάνουν λάθος δταν, απομιμούμενοι τΙς φυσικές έπιστήμες, άναζητοΟν νά άνχκαλύψουν κάποιαν αίτιακή έξάρτηση κα! νομοτέλεια στήν κοινωνία καί στήν Ιστορία, πώς δ «κοινωνικός ντετερμινισμός» είναι τάχα «μεταφυσική». «Ή άντίληψη, πώς ή Ι στορία είναι ύποταγμένη σέ νόμους —γράφει δ ϊδιος,— είτε φυσι κούς είτε υπερφυσικούς, δτι κάθε γεγονός στήν Ανθρώπινη ζωή Αποτελεΐ στοιχείο σ’ ενα Αναγκαίο μοντέλο (pattern), ίχει βαθι ές μεταφυσικές ρίζες».1 Ταυτόχρονα δ Μπάρλιν παραδέχεται, πώς ή κοινωνιολογία παρ’ δλ’ αύτά κατόρθωσε νά Ανακαλύψει, Εστω καί λίγους καί δχι πολύ σημαντικούς νόμους. 'Ομως, άκόμη καί νά δεχτοΟμε, πώς αύτό είναι Ιτσι, δέν Αποδείχνει καθόλου πώς ή καθοριστικότατα (determination) καί ή νομοτελειακότητα τών κοινωνικοϊστορικών γεγονότων δέν ύπάρχουν Αντικειμενικά. Στή χειρότερη περίπτωση αύτό σημαίνει, πώς ή γνώση μας γι’ αύτές τις νομοτέλειες δέν είναι άκόμη Αρκετά προηγμένη. Δεύτερο, δ ισχυρισμός τοΟ Μπάρλιν, δτι ή κοινωνιολογία ά κόμη δέ βρήκε τόν Εύκλείδη της καί τόν ’Αρχιμήδη της, δτι ot νό μοι τής κοινωνίας καί τής ιστορίας, πού αύτή Ανακάλυψε, ήταν τάτ χα τόσο λίγοι καί τόσον Ασήμαντοι, πώς τάχα δέν Αξίζει τόν κόπο νά Ιλεγχτεΐ ή άληθινότητά τους, άπλούστατα δέν Ανταποκρίνετα: στην Αλήθεια. ’Ακόμη περισσότερο Απέχει Από τήν Αλήθεια δ Ισχυ ρισμός τοϋ ’Αρόν, δτι ή έπιστημονική κοινωνιολογία γενικά δέν είναι τάχα Ικανή νά διατυπώσει καί νά Αποδείξει τήν ύπαρξη Αντι κειμενικών νόμων τής κοινωνίας καί τής ιστορίας, δτι έκείνους 1. I. Berlio, Historical Inevitability, p. 13. 351
πού αυτή μ ά ς υποδείχνει αά νόμους, δέν είναι άληθινοί νόμοι. Ή άστική κοινωνιολογία δέ βρήκε καί ποτέ δέν 04 βρεϊ οδτε τόν Κοπέρνικό της, οδτε τόν Νεύτωνά της γιά τόν άπλούστατο λ ί γο, πώς στό πρόσωπο τής τεράστιας πλειοψηφίας τών έκπροσώπων της ουσιαστικά ή ίδια της άρνιέται να είναι έπιστήμη, υιοθετεί για μεθοδολογία της τόν ιδεαλισμό καί τήν βουλησιαρχία χα1 ύπηρετεί τά Αντιδραστικά ταξικά συμφέροντα τής σύγχρονης άστικής τά ξης, πού δέν Ιχει συμφέρον άπό τήν έπιστημονική άποκάλυψη τών πραγματικών νόμων τής κοινωνίας καί τής ιστορίας. Εκτός, δμως, άπό τήν άστική κοινωνιολογία καί φιλοσοφία τής Ιστορίας ύπάρχουν καί ή μαρξιστική κοινωνιολογία καί φιλοσοφία τής Ιστορίας, που άκόμη στά μέσα τοϋ δέκατου ένατου αιώνα είχαν κιόλας στό πρόσωπο τοΟ Μάρξ τόν Ντάρβιν τους. Στήν δμιλία του πάνω στόν τάφο τοδ Μάρξ <5 Ένγκελς δήλωσε: «"Οπως δ Ντάρβιν Ανακάλυ ψε τό νόμο έξέλιξης τής όργανικής Φύσης, έτσι δ Μάρξ άνακάλυψε τό νόμο τής έξέλιξης τής άνθρώΛινης ιστορίας: τό σκεπασμένο Γσαμε τώρα μέ Ιδεολογικά έπιστρώματα άπλό γεγονός, δτι οΕ άν θρωπο:, πριν άπ’ δλα, πρέπει νά τρώνε, νά πίνουν, νά έχουν κατοι κία καί νά ντύνονται προτοϋ άρχίσουν ν’ άσχολοΟνται μέ τήν πολι τική, τήν έπιστήμη, τήν τέχνη, τή θρησκεία %.&. πώς έπομένως ή παραγωγή τών άμεσων Ολικών μέσων δπαρξης καί. κατά συνέπεια ή κάθε φορά βαθμίδα τής οίκονομικής άνάπτυξης ένός λαού, ή μιάς χρονικής περιόδου, άποτελεϊ τήν βάση άπ’ δπου έξελίχτηκαν οί κρατικοί θερμοί, ot άντιλήψεις γιά τό δίκαιο, τήν τέχνη, άκόμη καί οί θρησκευτικές παραστάσεις τών άιΛρώπων αύτής τής έποχής, τή βάση άπ’ δπου έπομένως πρέπει νά έξηγηθοδν καί δχι άντίθετα —δπως συνέβαινε ίσαμε τώρα».1 Ή άνακάλυψη αύτοδ τοΟ νόμου τής έξί?ιξης τής Ιστορίας ή ταν άληθινή έπανάσταση στήν Ανθρώπινη γνώση. Είχε έπαναστατική σημασία γιά τή φιλοσοφία τής Ιστορίας γιά τήν κοινωνιολογία, γιά τήν πολιτική οικονομία, γιά δλες τις κοινωνικές έπιστή μες καί, βέβαια, γιά τήν ίδια τήν Ιστορία. Χάρη σ’ αυτήν τήν ά νακάλυψη «ή Ιστορία γιά πρώτη φορά τσποθετήΑηκε πάνω στήν 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Διαλεχτά Έ ργα, τόμος 2ος, σελ. 191. ( jt A βουλγάρικα). 352
πραγματική της βάση».1 Μά ή άνακάλυψη τοΟ προαναφερμένου νό|ΐου δέν είναι ή μοναδιική ύπηρεσία τοΟ Μάρξ καί τοΟ μαρξισμοΟ σ’ αύτόν τόν τομέα. Στόν Μάρξ, καί μαζί μ’ αότόν στόν Ένγκελς καί στόν Λέν’.ν, ή έπιστημονική γνώση χρωστάει τήν άνακάλυψη, τήν έπιστημονική διατύπωση καί τή θεμελίωση τόσο τών βασικό τερων, δσον έπίσης καί πολλών πιό περιορισμένων στή σφαίρα δρά σης τους, πανιστορικών. παγκοινωνιολογικών καί οικονομικών νίμων καί νομοτελειακών συναφειών, πού έχουν άπρσσμέτρητη ση μασία για τήν έπιστημονική γνώση, για τήν πρακτική δραστηριό τητα καί ειδικότερα γιά τήν έπαναστατική πρακτική τής έργατικής τάξης, τών κομμουνιστικών κομμάτων καί τών σοσιαλιστικών κοινωνιών. ’Εδώ δέν μπορούμε, οδτε πάλι είναι άπαραίτητο, νά άπαριθμήσουμε καί νά άναλύσουμε δλους τούς νόμους καί τις νομοτελεια κές συνάφειες τής κοινωνίας καί τής Ιστορίας, πού άποκάλυψε, δια τύπωσε καί έπιστημονικά θεμελίωσε ό Μάρξ καί δ Ένγκελς. Ά λ λα δέν μποροϋμε νά μήν άναφέρουμε τουλάχιστο μερικούς άπ’ αύτούς, ετσ: δπως Ιχουν διατυπωθεί άπό τούς κλασικούς τοΟ μαρξι σμού. πού θά είναι άπαραίτητοι καί γιά τήν παραπέρα μας άνάλυση τοϋ ζητήματος γιά τό χαρακτήρα τών ιστορικών νομοτελεί ων, δπως είναι, λογουχάρη, οί άκόλουθοι: α) Ή έργασία ώς «αιώνια φυσική άνάγκη γιά νά πραγμα τώνει ή ανταλλαγή τής ύλης άνάμεσαστόν άνθρωπο καί στή Φύση, καί κατά συνέπεια —καί ή άνθρώπινη ζωή2— ώς πρώτη καί σπουδαιότατη προϋπόθεση για τήν δπαρξη τής άνθρώπινης κοινω νίας καί τής άνθρώπινης ιστορίας. 6) Η κοινωνική μορφή τής έργασίας —τό γεγονός δτι οί άν θρωποι 5έν μπορούν νά παράγουν άπομονωμένοι, Ανεξάρτητα δ δνας άπό τόν άλλο, πώς στή διαδικασία τής παραγωγής είναι όποχρϊωμένοι να έρχονται «σέ καθορισμένες, άναγκαϊες, άνεξάρτητες άπό τή θέλησή τους σχέσεις, παραγωγικές σχέσεις».3 Επομένως ή έργασία είναι έκείνη πού συνδέει τούς άνθρώπους σέ κοινωνία, 1. Στό Ιδιο, σελ. 187. (βλ. σημ. 1, σελ. 3S2). 2. Κ. Μάρξ. «Τό Κεφάλαιο», σελ. 37 - 38, (στά βουλγάρικα). 3. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλεκτά Έργα», τόμος 1ος, σελ. 408, (στά βουλγάρικα). 23
353
ivô> ot παραγωγικές σχέσεις άποτελοΟν τή βάση δλων τών άλλων κοινωνικών σχέσεων. γ) «Όποιαδήποτε κι’ άν είναι ή κοινωνική μορφή τής διαδικα σίας τής παραγωγής, τούτη ή διαδικασία πρέπει νά είναι συνεχής ή νά διανύει περιοδικά, πάντα άπό τήν άρχή, τά ίδια στάδια. Ε πίσης, δσο λίγο μια κοινωνία μπορεΐ να πάψει να καταναλώνει, άλλο τόσο μπορεΐ νά πάψει νά παράγει».' δ) Ό νόμος για τήν έξάρτηση τών παραγωγικών σχέσεων άπό τό βαθμό τής άνάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων. «'Υπο θέστε ενα όρισμένο έπίπεδο άνάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων τών άνθρώπων καί θα Ιχετε μια άντίστοιχη μορφή άνταλλαγής (commerce) καί κατανάλωσης. 'Τποθέστε όρισμένες βαθμίδες ά νάπτυξης τής παραγωγής, τής άνταλλαγής καί τής κατανάλωσης καί θα Ιχετε μιάν άντίστοιχη μορφή κοινωνικής συγκρότησης, μιάν άντίστοιχη οργάνωση στήν οικογένεια, στις κάστες* ή στις τάξεις, μέ μια λέξη, μιάν άντίστοιχη Κοινωνία πολιτών».2 ε) Ό νόμος γιά τήν ιστορικήν άναγκαιότητα τών κοινωνικών έπαναστάσεων. «Σέ μιά δρισμένη βαθμίδα τής έξέλιξής τους οί όλικές παραγωγικές δυνάμεις τής κοινωνίας Ιρχονται σέ άντίφαση μέ τις δπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή —πράγμα πού άποτελεΐ μονάχα τή νομική γι’ αύτό έκφραση— μέ τις σχέσεις Ιδιοκτη σίας, πού στα πλαίσια τους είχαν κινηθεί ώς τώρα. Άπό μορφές άνά πτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων αύτές ot σχέσεις μεταβάλλονται σέ δεσμά τους. Τότε έπέρχεται μιά έποχή κοινωνικής έπανάστασης».3 στ) «Ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δέν έξαφανίζεται προτοΰ άναπτυχτοΟν δλες ot παραγωγικές δυνάμεις, πού μπορεΐ νά χωρέσει, καί νέες, άνώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δέν έμφα1. Κ. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 460, (στά βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, «Διαλεχτέο ’Επιστολές», σελ. 24. (στά βουλγάρικα). 3. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλεχτά Έργα», τόμος 1ος, σελ. 408, (στά βουλγάρικα). •Κ λειστά κοινωνικά στρώματα. (Σημ. τ. Μετ ). 354
νίζανται προτοϋ ώριμάσουν ο( ύλικοί δροι τής ύπαρξής τους μέσα στούς κόλπους τής ίδιας τής παλιάς κοινωνίας. Γι’ αύτό ή Ανθρω πότητα βάζει πάντα μπροστά της μονάχα Ικεϊνα τά καθήκοντα πού μπορεΐ να Ικπληρώσει, γιατί, μέ μιά. προσεχτικότερη έξέταση γίνεται πάντα φανερό, πώς τό ίδιο τό καθήκον ξεπηδάει μονάχα τότε, πού ύλικοΐ δροι για τήν έκπλήρωσή του ύπάρχουν κιόλας ή τουλάχιστο βρίσκονται στη διαδικασία τοϋ γίγνεσθαι».1 ζ) <Όί άνθρωποι δημιουργούν τήν ίδια τους τήν Ιστορία, τή δημιουργούν δμως δχι δπως τούς άρέσει, δχι μέσα σέ συνθήκες πού οί ίδιοι διαλέγουν, μά μέσα σέ συνθήκες πού ύπάρχουν άμεσα, πού είναι δοσμένες καί πού κληροδοτήθηκαν άπό τό παρελθόν. Ή πα ράδοση όλων τών νεκρών γενεών βαραίνει σά βραχνάς πάνω στό μυαλό τών ζωντανών».2 η) Ό «νόμος γιά τή διαδοχικότητα στήν ιστορία», δπως θά μπορούσαμε να τόν όνομάσουμε. Οί άνθρωποι δέν είναι λεύτεροι νά διαλέγουν τις μορφές τοΰ κοινωνικού τους είναι. Κάθε νέα γενιά στέκεται πάνω στίς πλάτες τής προηγούμενης γενιάς. «Βρίσκει 2να καθορισμένο ύλικό άπστέλεσμα, 2να καθορισμένο άθροισμα πα ραγωγικών δυνάμεων, μια Ιστορικά δημιουργημένη σχέση τών άν θρώπων πρός τή Φύση καί του ένός πρός τόν άλλο, βρίσκει τήν κληροδοτούμενη σέ κάθε έπόμενη γενιά, άπό τήν προηγούμενη γε νιά μάζα παραγωγικών δυνάμεων, κεφαλαίων καί περιστατικών, πού, άν καί, άπό τή μια μεριά, θά τροποποιηθούν άπό τή νέα γενιά, άπό τήν άλλη μεριά, τής προγράφουν τούς ίδιους της τούς δρους ζωής καί τής προσδίδουν καθορισμένη άνάπτυξη, Ιδιαίτερο χαρα κτήρα».3 Τόν καθοριστικό καί τόν άποφασιστικό ρόλο σ’ αύτή τή διαδικασία τόν παίζουν οί παραγωγικές δυνάμεις τών άνθρώπων, «πού άποτελοΰν τή βάση τής ιστορίας τους, γιατί κάθε παραγωγι κή δύναμη είναι δύναμη πού καταχτήθηκε, προϊόν μιας προηγού μενης δράσης... Χάρη σ’ αύτό τό άπλό γεγονός, δτι κάθε έπόμενη 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλεχτά Έ ργα», τόμος Ιος, σελ. 409. (στά βουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο, σελ. 273. 3. Κ. Μάρξ κα2 Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος; σελ. 38 39, (στά βουλγάρικα). 355
γενιά βρίσκει παραγωγικές δυνάμεις πού άποκτήθηκαν άπό τις προηγούμενες γενιές καί πού' τΐ)ς χρησιμεύουν σάν πρώτη δλη γιά νέα παραγωγή, δημιουργεϊται μιά συνοχή στήν ιστορία τών άνθρώπων, δημιουργεϊται ή ιστορία τής άνθρωπότητας, πού γίνεται τόσο περισσότερο ιστορία τής άνθρωπότητας, δσο περισσότερο άναπτύσσονται οί παραγωγικές δυνάμεις τών άνθρώπων καί έπομένως καί ot κοινωνικές τους σχέσεις».1 θ) «Οί δροι ζωής, πού οί διαφορετικές γενιές βρίσκουν, άποφασίζουν Επίσης τό άν οί περιοδικά έπαναλαβαινόμενοι στήν ιστορία Ιπαναστατικοί κλονισμοί είναι άρκετά ισχυροί ή δχι, γιά νά κατα στρίψουν τά θεμέλια καθετί πού ύπάρχει- καί άν τούτα τά ύλικά στοιχεία τού καθολικού πραξικοπήματος —άκριβέστερα: άπό τή μιά μεριά, οί ύπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις, καί, άπό τήν άλ λη, ή διαμόρφωση τή; έπαναστατικής μάζας, πού ξεσηκώνεται δχι ;ιονάχα ένάντια σέ ξεχωριστές^ πλευρές τής προηγούμενης κοι νωνίας, άλλά καί ένάντια στήν ίδια τήν προηγούμενη «παραγω γή ζωής·--, ένάντια στή «συνολική δράση», πού πάνω της βασιζόταν — 5.ν αύτά τα ύλικά στοιχεία δέν ύπάρχουν, τότε, δπως άποδείχνει ή ιστορία τού κομμουνισμού, γιά τήν πρακτική έξέλιξη δέν ?χει καμιά σημασία τό γεγονός, δτι ή Ι δ έ α γι’ αύτό τό πραξικό πημα είχε είπωθεΐ κιόλας έκατοντάδες φ ορές».2 ι) «Μέ τήν όλκή τής ιστορικής δράσης θά μεγαλώνει συνεπώς καί ό δγκο; τής μάζας πού έργο της είναι αύτή ή δράση».3 ια) «Ό Μάρξ ήταν έκεϊνος πού πρώτος άποκάλυψε τό με γάλο νόημα κίνηση; τή; ιστορία;, τό νόμο πού σύμφωνα μ’ αύτόν δλοι οί ιστορικοί άγώνες, αδιάφορο άν γίνονται στόν πολιτικό, θρη σκευτικό, φιλοσοφικό ή σέ δποιονδήποτε άλλον Ιδεολογικό τομέα, δέν είναι πραγματικά παρά ή περισσότερο ή λιγότερο καθαρή Ικφραση τών άγώνων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, καί πώς ή δ1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλεχτές Επιστολές», σελ. 24. (στά βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 39. (στά βουλγάρικα). 3. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 2ος, σελ. 88, (στά βουλγάρικα). 356
παρξη αύτών τών τάξεων καί έπομένως καί οί συγκρούσεις τους, έξαρτιοΟνται μέ τή σειρά τους, άπό τό βαθμό άνάπτυξης τής οίκονομικής θέσης. άπό τόν τρόπο τής παραγωγής καί άπό τόν τρόπο τής ανταλλαγής τους, που άπορρέει άπ’ αότόν. ΤοΟτος δ νόμος, πού Εχει γιά τήν Ιστορία τήν Ιδια σημασία πού Εχει ό νόμος τής μετατροπής τής ένέργειας γιά τΙς φυσικές έπιστήμες, τοϋτος 6 νό μος Εδωσε στόν Μάρξ τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τής ιστορίας τής Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας».1 ίβ) - Οί σκέψεις τής κυρίαρχης τάξης σέ κάθε έποχή είναι οί κυρίαρχε; σκέψεις. Αύτό σημαίνει, πώς ή τάξη, πού έκπροσωπεΐ τήν κυρίαρχη ύ λ ι κ ή δύναμη τής κοινωνίας, είναι ταυτόχρονα καί ή κυρίαρχη π ν ε υ μ α τ ι κ ή της δύναμη. Ή τάξη, πού Εχει στή διάθεσή της τα μέσα Ολικής παραγωγής διαθέτει ταυτόχρονα καί τά μέσα πνευματικής παραγωγής ώστε οί σκέψεις έκείνων, πού δέν Ιχουν μέσα πνευματικής παραγωγής, Αποδείχνονται, παρμένο γενι κά, ύποταγμένες στήν κυρίαρχη τάξη. Οί κυρίαρχες Ολικές σχέσεις δέν είναι τίποτε άλλο παρά ή ίδεϊκή Ικφραση τών κυρίαρχων Ολι κών σχέσεων έπομένως άποτελοϋν Εκφραση τών σχέσεων, πού άκριβώς κάνουν μονάχα τούτη τήν τάξη κυρίαρχη, είναι έπομένως οί σκέψεις τής κυριαρχίας της... Ή δπαρξη έπαναστατικών σκέψεων σ’ δρισμένη Ιποχή έπίσης προϋποθέτει κιόλας τήν δπαρξη έπαναστατικής τάξης, πού γιά τ)ς προϋποθέσεις της τά Απαραίτητα Εχουν πιά ειπωθεί mb πάνω».2 ιγ) Ό ,τι καινούριο Εκανα έγώ (πάνω στό ζήτημα τών τάξε ων—Ν.Ί.) ήτανε ν’ άποδείξω: 1) πώς ή δ π α ρ ξ η τ ών τ ά ξ ε ω ν συνδέεται άπλώς μέ β ρ ι σ μ έ ν ε ς Ι σ τ ο ρ ι κές φάσεις ά ν ά π τ υ ξ η ς τής π α ρ α γ ω γ ή ς , 2) πώς ή ταξική πάλη δδηγεΐ άναγκαστικά στή δ ι κ τ α τ ο ρ ί α τ ο Ο π ρ ο λ ε τ ρ ι ά τ ο υ , 3) πώς αδτή ή ί δια ή δικτατορία άπστελει μονάχα τό πέρασμα στήν κ α τ ά ρ γ η σ η δ λ ω ν τ ώ ν τ ά ξ ε ω ν κ α ίσ έ μιάν ά τ α1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, «Διαλεχτά Έργα», τόμος 1ος, σελ. 271 - 272, (στα βουλγάρικα). 2. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Ά παντα, τόμος 2ος, σελ. 46 - 47, ατά βουλγάρικα). 357
ξ : κ ή κ ο ι ν ω ν ί α...».1 Ό Μάρξ Ανακάλυψε, διατύπωσε καί έπιστημονικά θεμελίω σε δχι μονάχα μιά σειρά άλλους πανιστορικούς, παγκοινωνιολογικούς καί οικονομικούς νόμους, Αλλά έπίσης ένα πλήθος νόμους ξε χωριστών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών καί είδικότερα τούς νόμους τοϋ καπιταλιστικού σχηματισμοϋ. ’Αργότερα δ Λένιν Ανά πτυξε τή μαρξιστική διδασκαλία γιά τούς Αντικειμενικούς νόμους τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης, τήν άνύψωσε σέ νέο, άνώτερο έπίπεδο. Ή ύπηρεσία τοΟ Λένιν βρίσκεται ειδικότερα στήν Ανακά λυψη, τή διατύπωση καί τήν έπιστημονική θεμελίωση τών νόμων τής έξέλιξης τής Αστικής κοινωνίας στήν έποχή τοϋ Ιμπεριαλισμοί, μιάς σειράς νέων νόμων τής έξέλιξης τής σοσιαλιστικής έπανάστασης, τοΟ έθνικοαπελευθερωτικοΟ κινήματος, τοΟ περάσματος ά πό τόν καπιταλισμό στό σοσιαλισμό, τής οίκοδόμησης καί τής Ανά πτυξης τής σοσιαλιστικής κοινωνίας. *Τστερ’ Από τό Λένιν οί θεω ρητικοί τοϋ μαρξισμοΟ - λενινισμΰΟ προσφέρανε τεράστια συμβολή στή μαρξιστικολενινιστική διδασκαλία γιά τούς νόμους τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης, πού Αντικαθρεφτίζει καί γενικεύει τήν έξέλιξη τοϋ καπιταλισμοΟ στόν τελευταίο μισόν αΐώνα, τοΟ έπαναστατικοϋ έργατικοΟ κινήματος στίς καπιταλιστικές χώρες, τών έθνικοαπελευθερωτικών έπαναστάσεων τών Αποικιακών καί τών έξαρτημένων λαών κα! Ιδιαίτερα τής κοσμοϊστορικής πείρας Από τήν οικοδόμηση καί τήν Ανάπτυξη τοΟ σοσιαλισμού στή Σοβιετική Ένωση καί στίς Αλλες σοσιαλιστικές χώρες. ’Αλλά δέ γράφουμε οδτε ιστορία τής έξέλιξης τής μαρξιστι κής διδασκαλίας γιά τΙς Αντικειμενικές νομοτέλειες τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης, οδτε έγχειρίδιο πάνω σ’ αύτό τό ζήτημα. Γι’ αύτό, δπως κιόλα έξηγηθήκαμε, ΘΑ περιορκποΟμε μονάχα στά παραδείγματα πού παραθέσαμε, πού είναι πέρα γιά πέρα Αρκετά, γιά ν ΐ Αποδείξουμε δλΑκερη τήν Αβασιμότητα τών Ισχυρισμών τοΟ Μπάρλιν, τοϋ ’Αρόν καί τών Αλλων Αντιπάλων τοΟ μαρξισμοΟ. ΤΑ παραδείγματα, πού παραθέσαμε, δείχνουν Αρκετά πειστικά, πώς δ Αριθμός τών Ανακαλυμμένων Από τήν έπιστημονική γνώση 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, 67 - 68, (στά βουλγάρικα). 358
«Διαλεχτές Έκιστολίς*. σελ.
νόμων τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης, δέν είναι τόσο μικρός δπως ισχυρίζεται δ Μπάρλιν. Είναι τόσο μεγάλος, ώστε, γιά νά παρου σιαστούν άκόμη καί μέ τήν πιό συνοπτική διατύπωση, θά χρειαστεί όλόκληρο βιβλίο. Ταυτόχρονα δείχνουν, δτι οί νόμοι τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης κατέχουν δλα τά β α σ ι κ ά χαρακτηριστικά τών φυσικών νόμων. Οί κο'.νωνικοϊστορικοΐ νόμοι έπίσης Αντιπρο σωπεύουν Αντικειμενικούς, ουσιαστικούς, άναγκαστικούς, έπαναλαμβανόμενους, μακρόχρονους δεσμούς, έξαρτήσεις, άλληλοεξαρτήσεις, μέ μιά λέξη, σχέσεις, πού είναι έπίσης καθολικές γιά τις άντίστοιχες σφαίρες τής κοινωνικοϊστορικής ζωής καί τών άντίστοιχων κοι νωνικοοικονομικών σχηματισμών, δπως καί οί φυσικοί, νόμοι. Ό ταν συγγραφείς δπως δ Μπάρλιν καί δ ’Αρόν μάς ρωτάνε: <ΠοΟ είναι οί Αποδείξεις σας γιά τήν Αλήθεια τών διατυπωμένων Από τόν μαρξισμό νόμων τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης, γιά τήν Αντικειμενική τους δπαρξη;!», θάτούς Απαντήσουμε: τό μεγάλο καί Απέραντο έργαστήρι τής κοσμοϊστορικής πράξης — νά άπό ποϋ Αν τλούμε τις Αδιάψευστες Αποδείξεις γιά τούς Ισχυρισμούς μας. Ε σείς δέν μπορεΐτε νά βρείτε στήν Ιστορία καί μάλιστά δέ θά μπο ρούσατε νά φανταστείτε οδτε μιά κοινωνία, πού νά έζησε πρίν άπ’ δλα μέ Ιδέες ή αίσθήματα, πού γι’ αύτήν ή έργασία νά μήν ήταν τέτοια «φυσική Αναγκαιότητα», πού Από τήν έκπλήρωσή της έξαρτιέται δλάκερη ή δπαρξή της καί δλάκερη ή ιστορία της. Άπό τό τε πού ύπάρχει ή άνθρώπινη ιστορία, δέν μπορεΐτε νά βρείτε οδτε μιά νέα γενιά, πού νά διάλεξε κατά τή βούλησή της καί κατά τό γοϋστο της τούς κοινωνικούς δρους δπαρξής της, πού ή δράση της νά μήν ήταν διακαθορισμένη άπό τήν ιστορική κληρονομιά τών προγενέστερων γενιών. Δέν μπορεΐτε νά βρείτε οδτε μιά κοινωνία, διαιρεμένη σέ κοινωνικές τάξεις μέ άντίθετα συμφέροντα, δπου νή μήν ύπάρχει ταξική πάλη καί τούτη ή πάλη νά μήν ήταν βασι κή κριτήρια δύναμη τής έξέλιξής της, κ.δ. Μά είναι ζήτημα άν ύπάρχει πιό Αδιάψευστη άπόδειξη γιά τήν άλήθεια τών κοινωνικο ίστορικών νόμων πού άνακάλυψε δ μαρξισμός - λενινισμός άπό τήν κοσμοΐστορική πράξη τοϋ έπαναστατικοΟ έργατικοϋ κινήματος καί τών σοσιαλιστικών χωρών. Έ νίκη τής Μεγάλη ’Οκτωβριανής Σο σιαλιστικής Επανάστασης, τών Σοσιαλιστικών Επαναστάσεων στήν Εύρώπη, Άσία καί. Λατινική Αμερική άπστελεΐ παραστατι 359
κή Απόδειξη, πώς ή διδασκαλία τοϋ μαρξισμού γιά τούς άντικειμενικούς κοινωνικοϊστορικούς νόμους καί οΐ βασισμένες πάνω σ’ αύτήν τή διδασκαλία προβλέψεις είναι σωστές. Ό Μπάρλιν δηλώνει, πώς οί κοινωνικοϊστορικοΐ νόμοι, πού ή «κοινωνιολογία» κατόρθωσε ώς τώρα νά άνακαλύψει, δέν ήταν τάχα «άρκετά έπαναστατικοί», για νά ύπήρχε άνάγκη νά έλεγχτεΐ ή άλήθεια τους. Δέν ξέρουμε τί έννοεϊ τούτος ό «έπαναστάτης» μέ τόν δρο «άρκετά έπαναστατικοί», μά ή μαρξιστική διδασκαλία γιά τούς Αντικειμενικούς κοινωνικοϊστορκσύς νόμους έχει στ’ άλήθεια άποοσμέτρητη ώς πρός τήν Ιπαναατατικόττ/τά της σημασία τόσο γιά τήν έπιστημονική γνώση, δσο καί γιά τήν κοινωνικοϊστορική πράξη. Στόν τομέα τής γνώσης βάζει τέρμα στίς Ιδεαλιστικές θεω ρητικολογίες πάνω σέ προβλήματα τής κοινωνίας καί τής Ιστορίας καί τοποθετεί δλες τΙς κοινωνικές έπιστήμες, μαζί καί τήν Ιστο ρία, πάνω σέ πραγματικά Επιστημονικές, διαλεκτικοΟλιστικές βά σεις. Έφόσον ή κοινωνία καί ή ιστορική της έξέλιξη είναι ύποταγμένες σέ άντικεΐιμενικές νομοτέλειες, άπό έδώ άκολουθεΐ πώς τό κα θήκον τών κοινωνικών έπιστημών δέν είναι νά έπινοήσουν κάθε λογής νόμους καί. άρχές, γιά νά τούς έπιβάλλουν δστερ’ άπ’ αύτό στήν πραγματική κοινωνικοϊστορική ζωή, άλλά νά Ανακαλύπτουν τούς πραγματικά ύπαρκτούς, Αντικειμενικούς νόμους τής κοινωνίας καί τής Ιστορίας. «Έδώ, λοιπόν, άκριβώς δπως καί στόν τομέα τής Φύ σης Ιπρεπε νά παραμεριστοΟν αύτές οί έπινοημένες τεχνητές σχέ σεις καί νά βρεθούν ot πραγματικές. Καί αύτό τό καθήκον, σέ τε λευταία ανάλυση, καταλήγει στήν άνακάλυψη τών γενικών νόμων κίνησης, πού έπιβάλλονται ώς κυριαρχικοί νόμοι στήν Ιστορία τής άνθρώπινης κοινωνίας».' Αύτό σημαίνει πώς «οί άρχές δέν άποτελοΟν Αφετηρία τής έρευνας, άλλά τελικό της άποτέλεσμα· δέν έφαρμόζονται στή Φύση καί στήν Ανθρώπινη Ιστορία, μά άφαιροΟνται άπ’ αύτές· δχι ή Φύση, δχι ή άνθρωπότητα συμμορφώνεται μέ τΙς 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλεχτά Έργα», τρμος 2ος, σ. 442, (στά βουλγάρικα).
άρχές, άλλά, αντίθετα, οί άρχές είναι σωστές μονάχα στό βαθμό που άντιστοιχοϋν στή Φύση καί στήν Ιστορία».1 Έφόσον ή έξέλιξη τής κοινωνίας Αποτελεΐ νομοτελειακή φυσικοϊστορική διαδικασία καί οί νομοτέλειές της είναι έπίσης Αντικει μενικές, δπως οί φυσικές νομοτέλειες, έφόσον οί κοινωνικοϊστορικές νομοτέλειες είναι προσιτές στήν Ανθρώπινη γνώση, δπως οί φυσι κές νομοτέλειες, αύτό σημαίνει, πώς οί έπιστήμες γιά τήν κοινωνία καί γιά τήν ιστορική της έξέλιςη, δπως ή ίστορία, ή κοινωνιολογία, ή πολιτική οικονομία και άλλες, μποροϋν νά πετύχουν τήν Γδιαν α κρίβεια στις έρευνες καί συμπεράσματά τους, δπως οί φυσικές έπιστήμες 2 Βασισμένες πάνω στήν έπιστημονική γνώση γιά τούς νό μου; τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης, μποροϋν νά κάνουν έπιστημονικά θεμελιωμένες προβλέψεις γιά τή μελλοντική πορεία τών κοινωνικοϊστορικών γεγονότων, δπως οί φυσικές έπιστήμες, ένώ οί έπιστημονικές τους άναλύσεις, συμπεράσματα καί προβλέψεις μπο ρούν έπίσης να χρησιμέψουν ώς σίγουρη βάση καί όδηγός γιά πρα κτική δράση, δπως οί άναλύσεις, τά συμπεράσματα καί οί προβλέ ψεις τών φυσικών έπιστημών. Τί τεράστια έπαναστατική σημασία έχουν αύτές οί Ανακαλύ ψεις τοϋ μαρξισμοΰ δείχνει κατά τόν καλύτερο τρόπο τό γεγονός δτι άκριβώς όταν τό έργατικό κίνημα έξοπλίστηκε μέ τή μαρξιστικολενιστική διδασκαλία για τις Αντικειμενικές νομοτέλειες τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης, μετατράπηκε σ’ έκείνη τήν πανίσχυρη καί άκατανίκητη ίστορική δύναμη, πού έκανε καί συνεχίζει νά κάνει τις βαθύτερες έπαναστατικές κοινωνικές Αναμορφώσεις, πού γνώρισε ή ί στορία. Γι’ αύτό τά μαρξιστικολενινιστικά κόμματα βλέπουν τή δύ ναμη καί τήν έγγύηση γιά τήν όρθότητα καί τήν έπιτυχία τών ι δεών, προγραμμάτων καί. τής πρακτικής δράσης γιά τήν έπαναστατική Αναδιοργάνωση τής κοινωνίας, γιά τήν οικοδόμηση καί τήν άνάπτυξη τοϋ σοσιαλισμού πριν άπ’ δλα στήν έπιστημονική γνώση τών άντικειμενικών νόμων τής κοινωνικοΓστορικής έξέλι ξης, στό νά συμμορφώνονται μέ τή δράση καί τΙς άπαιτήσεις αύτΰν τών νόμων. 1. Φ. Ένγκελς, «Άντιντιούριγκ», σελ. 40, (στά βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλεχτά Έργα», τόμος 1ος, σελ. 408, (στά βουλγάρικα). 361
2. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗ Π ΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΦΤΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ.
Στό βιβλίο του «Άντιντιούρινγκ» δ Ένγκελς παρατηρεί: «Στήν όργανική Φύση τουλάχιστον Ιχουμε νά κάνουμε μέ μιά σει ρά φαινόμενα, πού, στό βαθμό πού μπορούμε νά κρίνουμε άπό τήν άμεση παρατήρησή μας, έπαναλαβαίνονται ά(5κετά ταχτικά σέ πάρα πολύ πλατιά δρια. Τά είδη. τών δργανισμών άπό τήν έποχή τοϋ ’Αριστοτέλη παραμείνανε, άπό γενική σκοπιά, τα ίδια. ’Απε ναντίας, μόλις έμεϊς ξεκόψουμε άπό τήν πρωτόγονη κατάσταση τής άνθρωπότητας, άπό τή λεγόμενη λίθινη έποχή, οί έπαναλήψεις τών φαινομένων στήν ιστορία τών κοινωνιών άποτελοϋν έξαίρεση, καί δχι γενικό κανόνα’ δπου πάλι τυχαίνουν τέτοιες έπαναλήψεις, δέ γίνονται ποτέ κάτω άπό τελείως δμοιους δρους... Γι’ αύτό ή έπιστήμη μας στόν τομέα τής άνθρώπινης ιστορίας καθυστέρησε πο λύ περισσότερο, άπ’ δσο στόν τομέα τής βιολογίας».1 Άπό τήν περίοδο τού Βίντελμπαντ καί τοϋ Ρίκερτ έπιβλήθηκε στήν άστική φιλοσοφικοϊστορική σκέψη μιά δοξασία, πού ύπερέβαλε καί άπολυτ&ποίηοε Γσαμε τέτοιο βαθμό τήν άτομική έπαναληπτικότητα τών ιστορικών γεγονότων καί τήν έπαναληπτικότητα τών φυσικών φαινομένων ώστε άνοιξε σωστό χάομα άνάμεσα στή φυσική Ιστορία καί στήν κοινωνική Ιστορία, άνάμεσα στίς φυσικές έπιστήμες κα). στίς κοινωνικές έπιστήμες καί Ιδιαίτερα άνάμεσα στίς φυσικές έπιστήμες καί στήν Ιστορία ώς έπιστήμη. Ακριβώς αυτή ή δοξασία άποτέλεσε μιάν άπό τΙς κύριες πηγές, άπ’ δπου οί άστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί Ιστορικοί άντλούν θεωρη τικά έπιχειρήματα, γιά ν’ άποδείχνουν, δτι δέν ύπάρχουν άντικειμενικές νομοτέλειες τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης καί συνεπώς δέν μπορούν ν’ άνακαλυφτοϋν, δτι ή ιστορική γνώση δέν Ιχει καί δέν μπορεϊ νά Ιχει νά κάνει μέ κανένα είδος νομοτέλειας, δτι Εχει νά κάνει μέ καθαρώς μοναδικά κα!· άπολύτως άνεπανάληπτα γεγονό τα, πώς ή Ιστορία είναι άδύνατο νά ύπάρχει ώς έπιστήμη, πώς δέν 1. Φρ. Έ νγκελς, «Άντιντιούρινγκ», σελ. 102, (στά βουλγάρικα). 362
μπορεί νά υπάρχουν έπιστημονικές προβλέψεις τής μελλοντικής πο ρείας τών ιστορικών γεγονότων κ.ά. Ξέρουμε πώς κάθε νόμος, είτε φυσικός είτε κοινωνικοϊστορικός, έκφράζει γ ε ν ι κ έ ς , σ τ α θ ε ρ έ ς , ο ύ σ ι α σ τ ι κ έ ς καί γι’ αύτό έ π α ν α λ α μ β α ν ό μ ε ν ε ς συνάφειες, σχέσεις. ’Απ’ αύτήν τήν άντίληψη γιά τόν νόμο ξεκινοϋν καί έκεϊνοι οί άστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί Ιστορικοί, πού άρνιοΟνται τήν δ παρξη άντικειμενικών κοινωνικοϊστορικών νόμων καί τήν ιστορία ώς i π ι ο τ ή μ η άκολουθώντας τόν δρόμο τής άπόλυτης έξατομίκευσης τών ιστορικών γεγονότων. Αύτή ή ίδεαλιστική καί μεταφυσική δοξασία Ιχει δυό πλευ ρές: ό ν τ ο λ ο γ ι κ ή καί γ ν ω σ ι ο λ ο γ ι κ ή , πού μπο ρεί νά συνδέεται ή μιά μέ τήν άλλη, μά μπορεί καί νά μή συνδέον ται. Εκείνο πού όνομάζουμε ό ν τ ο λ ο γ ι κ ή π λ ε υ ρ ά τής δοξασίας, έκφράζεται στή θέση, πώς, σέ διάκριση άπό τά φυσικά φαινόμενα, τά κοινωνικοϊστορικά γεγονότα ώς πρός τήν Ιδια τους τή φύση είναι δοσμένα μιά φορά, μοναδικά. Είναι άπολύτως άνεπανάληπτα. Κατά τή γνώμη τοϋ Κ. Γιάσπερς, λογουχάρη, τό είναι τής Φύσης έκφράζεται σέ «διαρκή έπανάληψη τοΟ δμοιου».1 Γι’ αύτό οί φυσικές έπιστήμες μποροϋν νά άνακαλύπτουν καί νά διατυπώνουν νόμους, νά έκφράζουν τις συνάφειες, τΙς σχέσεις άνάμεσα στά φαι νόμενα τοΟ άντικειμένου τους μέ τή βοήθεια γενικών έννοιών. «’Αν δμως, άντιλαμβανόμαστε τήν ιστορία μέ τή βοήθεια καθολικών νό μων (αίτιακές έξαρτήσεις, μορφονόμοι, διαλακτικές άναγκαιότητες) — συνεχίζει δ Γιάσπερς,— διαμέσου αδτοϋ τοΟ καθολικοΟ δέν κατέχουμε ποτέ τήν ίδια τήν Ιστορία. Γιατί στήν άτομικότητά της ή ιστορία είναι πάντα μονάχα μιά φορά δοσμένη... Τά δρια τής φυσικοϊστορικής γνώσης μέ τήν έξατομικευμένη πραγματικότητα, πού μπορεί μονάχα νά περιγραφτεΐ, άλλά δχι καί νά γίνει άντιληπτή... Ικεΐνο πού έπαναλαβαίνεται, έκεΐνο πού ώς άτομο μπορεί νά άντικατασταθεί μέ άλλο άτομο... δλα τοΟτα σάν τέτοια δέν είναι άκόμη ι στορία. Γιά νά είναι Ιστορία, τό άτομο πρέπει νά είναι μιά φορά δο σμένο, άναντικατάστατο, μοναδικό». 1. Κ. Jaspers, Vom Utsprung und Ziel der Geschichte, s. 304. 363
Εκείνο, πού όνομΑζουμε γ ν ω σ ι ο λ ο γ ι κ ή π λ ε υ ρ ά τής δοξασίας, έκφράζεται στή θέση, πώς Ανεξάρτητα άπό τό*άν τά κοινωνικοϊστορικά γεγονότα ώς πρός τήν ίδια τους τή φύση είναι άπολύτως μοναδικά, μιά φορά δοσμένα ή δχι, ή Ιστορία ώς γ ν ώσ η δέν Ιχει για σκοπό να Ανακαλύπτει καί νά διατυπώνει γενι κούς νόμους, νά κάνει θεωρητικές γενικεύσεις καί συμπεράσματα γιά τα Ιστορικά γεγονότα, μά 6 σκοπός της είναι νά μάς δώσει πε ριγραφή τών ιστορικών γεγονότων στήν Ατομική τους Ανεπαναληπτικότητα. Συνεπώς στή γνωσιολογική πλευρά δ τόνος μπαίνει δχι πΑνω στίς ιδιαιτερότητες τής φύσης τοϋ Αντικειμένου πού ύποβάλλεται σέ έρευνα, μάπάνω στό διαφορετικό προσανατολισμό καί στους διαφορετικούς σκοπούς τής ίδιας τής έρευνας. Οί έπιστήμες τής παρατήρησης καί τοϋ πειράματος —γράφει ό Κόλινγουουντ—μοιά ζουν ώς πρός τό σκοπό τους: νά Ανακαλύψουν τά σ τ α θ ε ρ ά ή τ ά δ ι α ρ κ ώ ς έ π α ν α λ α β α ι ν ό μ ε ν α γνωρίσματα σ’ 3λα τα γεγονότα όρισμένου είδους.*. Ό μετεωρολόγος μελετάει Ιναν κυκλώνα για νά μπορεϊ νά τόν συγκρίνει μ’ άλλους κυκλώνες, κι’ έλπίζει διαμέσου τής μελέτης όρισμένου ΑριθμοΟ κυκλώνων νά Ανα καλύψει τά σ τ α θ ε ρ ά γ ν ω ρ ί σ μ α τ α σ’ αύτούς, δηλαδή νά Ανακαλύψει τί Αντιπροσωπεύουν οί κυκλώνες ώς τέτοιοι. Ό έρευνητικός σκοπός τοϋ Ιστορικού, Απεναντίας, βρίσκεται σ’ άλλον τομέα. "Οποιος παρατηρεί Ιναν έρευνητή ιστορικό κατά τήν μελέ τη τοϋ ΈκατοντΑχρονου Πολέμου ή τής ’Επανάστασης τοϋ 1688, δέν μπορεϊ νά βγάλει τό συμπέρασμα πώς αυτός δ έρευνητής πρέπει νά βρίσκεται στό Αρχικό στάδιο μιδς έρευνας, πού δ τελικός της σκο πός είναι να καταλήξει σέ συμπέρασμα σχετικά μέ τούς πολέμους ή τΙς έπαναστάσεις ώς τέτοιους ή τέτοιες»1 (οΕ ύπογραμμίσεις παντοΰ δικές μου —Ν .Ί .) . Τήν ίδιαν άποψη ύποστηρίζει καί. δ Ούόλς. «Ή κύρια προσοχή τοϋ ίστορικοϋ —γράφει ό ίδιος,— Αναμφισβήτη τα δέν είναι ot γενικεύσεις, Αλλά ή Ακριβής πορεία τών Ατομικών γεγονότων... Ένδιαφέρεται, λογουχάρη, γιά τή Γαλλική Επανά σταση τοϋ 1789 ή γιά τήν ’Αγγλική ’Επανάσταση τοϋ 1688, ή γιά τή Ρωσική Επανάσταση τοϋ 1917, μά δχι (έξόν τυχαία) γιά τό 1. R. G. Collingwood, The Idea of History, p. 2S0. 364
γενικό χαρακτήρα τών έπαναστάσεων ώς τέτοιων».1 «Οί έπιστήμονες, δπως είδαμε, *νδιαφέρονται κυρίως γιά γε νικές άλήθειες καί θέτουν μπροστά τους τό καθήκον νά προβλέπουν’ οί ιστορικοί, άπεναντίας, είναι άπασχολημένοι κυρίως μέ άτομικά γεγονότα καί σπάνια δίνουν έκφραση σέ άληθινά καθολικά συμπερά σματα στήν πορεία τής δουλειάς τους».2 «'Ολάκερος δ προσανατο λισμός τής νόησης τοϋ ίστορικοΟ διαφέρει άπ’ αύτόν τοΰ έπιστήμονα στό δτι ό Ιστορικός άσχολεϊται κυρίως μέ τά άτομικά γεγονότα τοϋ ταρελθόντος, ένώ δ έπιστήμονας Εχει γιά σκοπό του νά διατυπώσει καθολικούς νόμους».3 Ή όντολογική πλευρά τής δοξασίας σέρνει άναπόφευκτα κατό πι της καί τή γνωσιολογική πλευρά, δπως συμβαίνει, λογουχάρη, στό Γιάσπερς ή στόν Κόλινγουουντ. ’Αλλά ή γνωσιολογική πλευρά δέν Ιχει πάντα σάν προϋπόθεσή της τήν δντολσγική πλευρά, δπως συμβαίνει, λογουχάρη, στό Βίντελμπαντ, στό Ρίκερτ καί σ’ άλλους, πού βλέπουν 'ή βασική διαφορά μεταξύ τών φυσικών έπιστημών ώς γεν.κευτικών έπιστημών καί τής ιστορίας ώς έξατομικευτικής έπιστήμης 5χι στή φύση τοϋ άντικειμένου τους, άλλά στή μ έ θ ο δ ό τους, στά διαφορετικά συμφέροντα καί στούς διαφορετικούς σκοπούς τής ίδιας τής γνώσης. Αύτές οί διαφορές, δμως, δέν Ιχουν καμιά σημασία γιά τά συμπεράσματα, που, στή μιά καί στήν άλλη περίπτωση, έξάγονται άναφορικά μέ τούς σκοπούς καί τή φύση τής ιστορικής γνώσης. Στή μιά περίπτωση ή Ιστορία άντιπαραβάλλεται στίς φυσικές έπιστήμε; ώς έπιστημονικός κλάδος πού δέν άσχολεΐται μέ κανένα εί δος θεωρητικές γενικεύσεις καί συμπεράσματα, πού δέν έχει σχέ ση μέ κανένα είδος νόμους καί ένδιαφέρεται άποκλειστικά γιά τήν περιγραφή μοναδικών, άπόλυτα Ανεπανάληπτων γεγονότων. Γιά νά προσανατολιζόμαστε σωστά πάνω στό τοποθετημένο ζήτημα, είναι άπαραίτητο ν’ άρχίσουμε τήν άνάλυσή μας μέ τήν όντολογική πλευρά τής δοξασίας δηλαδή μέ τό ζήτημα γιά τή φύ1. W. Η. Walsh, An Introduction to Philosophy of History, pp. 38 - 39. 2. Ibid., p. 41. 3. Ibid., p. 42 365
3η τοϋ ίδιου τοΰ Αντικειμένου τής Ιστορικής γνώσης — μέ τά ÏÇia τα ιστορικά γεγονότα κι’ άπό έκεΐ νά προχωρήσουμε πρός τό ζή-ημΛ για τή μέθοδο τής Ιστορικής γνώσης. Είναι ζήτημα Αν θά καταπιανόταν κανένας να άρνηθεΐ, πώς κάθε ιστορικό γεγονός Ιχει πραγματικά τήν Ανεπανάληπτη Ατομική του φυσιογνωμία. Ή ’Αγγλική Άστική ’Επανάσταση τοϋ 1688. ή Γαλλική Άστική Επανάσταση τοϋ 1789, ή Μεγάλη ’Ο κτωβριανή Επανάσταση τοϋ 1917 άποτελοϋν γεγονότα, πού ϊγιναν μια φορά στήν ιστορία.. Καθεμιά άπ’ αύτές ίχει τΙς δικές της εΐδικές, Ανεπανάληπτες άτομικές ιδιαιτερότητες, πού δέ συναντιοϋνται σ’ άλλα Ιστορικά γεγονότα καί σ’ άλλες έπαναστάσεις. Άλλά μπαίνει τό έρώτημα: μήπως ή «Ατομικότητα» άποτελεΐ μονοπωλιακή ιδιότητα μονάχα τών ιστορικών γεγονότων; Μια πλημμύρα, ενας σεισμός, ενας κυκλώνας, μιά ίκρηξη ήφαιστείου, ενα πεφτάστρι άποτελοϋν φυσικά φαινόμενα. Μά μήπως δλες ο? πλημμύρας, οί σεισμοί, οί κυκλώνίς, οί ήφαιστειακές έκρήξεις, τά πεφτάστρα είναι τελείως δμοια, μήπως είναι σταθερή έπανάληψη τοΰ δμοιου; Απεναντίας, καθένα άπό τοϋτα τά φαινόμενα διαφέ ρει άπό δλα τά άλλα σέ χρόνο καί διάρκεια, σέ τόπο, σέ δύναμη, σέ διατάσεις, σέ συνέπειες, που σέρνει κατόπι του, σέ πολλά άλλα σημάδια. Δέν μπορεΐτε νά βρείτε δυό Αντικείμενα, δυό όργανισμούς άκόμη καί τοΰ ένός καί τοϋ Ιδιου είδους, πού νά είναι τελεί ως δμοιοι. Ακριβώς αύτό τό γεγονός ίδωσε βάσιμο λόγο άκόμη στόν Ηράκλειτο νά φτάσει στό συμπέρασμα, πώς δέν μπορεί κα νείς νά μπει δυό φορές σ’ ϊνα καί τό ίδιο ποτάμι, στόν Κρατύλο — πώς δέν μπορεί κανείς νά μπει άκόμη καί μιά φορά σ’ Ινα καί τό Γδιο ποτάμι, ένώ στή βιολογία ύπάρχει κ’ ίσαμε σήμερα ή διαμά χη πάνω στό ζήτημα τοϋ ποιό είναι πραγματικό: τό ξεχωριστό ά τομο, τό είδος, είτε τό 2να καί τό άλλο. Καί παρ’ δλ’ αύτά ύπάρχουν πράγματι στή Φύση γενικά, διαρκώς έπαναλαβαινόμενα, στα θερά πράγματα, χαρακτηριστικά γνωρίσματα, φαινόμενα, διαδικα σίες, συνάφειες, έξαρτήσεις καί άλληλοεξαρτήσεις, σχέσεις. Είναι άλήθεια, πώς ή Ατομικότητα καί ή μοναδικότητα τών Ι στορικών γεγονότων προβάλλουν μέ πολύ μεγαλύτερη δύναμη Απ’ δσο ή Ατομικότητα καί ή μοναδικότητα τών πραγμάτων και τών φαινομένων στή Φύση, μά δέν είναι άπόλυτες. 'Οσο καί νά διαφέ
ρουν άναμεταξύ τους ή ’Αγγλική ’Αστική 'Επανάσταση τοϋ 1688, ή Γαλλική ’Αστική ’Επανάσταση τοΟ 1789, ή Μεγάλη ’Οκτωβρια νή ’Επανάσταση τοϋ 1917, δχι τυχαία τΙς έπισημαίνουμε μέ τό γενικό δρο «έπανάσταση» γιατί δλες τους Ιχουν αύτό τό κοινό με ταξύ τους, δτι άντιπροσωπεύουν μιά τόσο βαθιά, άλλαγή στήν κοινωνικοϊστορική ζωή πού χάρη σ’ αύτήν £να κοινωνικό σύστημα άντικατασταίνεται μέ άλλο, ή κυριαρχία μιας τάξης —μέ τήν κυ ριαρχία μιας άλλης. 'Γστερ’ άπ’ αύτό, πάλι πάνω στή βάση όρισμένων γενικών γνωρισμάτων όνομάζουμε μερικές έπαναστάσεις «άστικές», άλλες «σοσιαλιστικές» κ.ά. Κατά τόν ίδιο τρόπο ξχει καί τό ζήτημα μέ τΙς κοινωνικές τάξεις, μέ τά κράτη, μέ τις έθνικές κοινότητες, τούς κοινωνικοϊστορικούς σχηματισμούς, μέ τούς πολέ μους κ.ά. Ή άλήθεια είναι πώς οδτε ή άνθρωπίνη Ιστορία άποτελεΐται άπό άπολύτως άτομικά, μοναδικά καί άνεπανάληπτα γεγονότα, οδτε ή Φύση άποτελεϊται άπό τά Κια, διαρκώς έπαναλαιβαινόμενα φαινόμενα. Τά ιστορικά γεγονότα, δπως κα}. τά φυσικά, άντιπροσωπεύουν πάντα διαλεκτική ένότητα γενικοϋ καί ένικοϋ, έπανατ λα£αινόμενου καί άνεπανάληπτσυ. «Τό ξεχωριστό —ποφατηρεί δ Αένιν— δέν ύπάρχει άλλιώς παρά σ’ έκείνη τή συνάφεια, πού δδηγεΐ στό γενικό. Κάθε ξεχωριστό άποτελεΐ (ϊτσι είτε άλλιώς) γε νικό. Κάθε γενικό άποτελεΐ (κομματάκι είτε πλευρό, ή ούσία) τοϋ ξεχωριστού. Κάθε γενικό άγκαλιάζει μονάχα κατά προσέγγιση δλα τά ξεχωριστά άντικείμενα. Κάθε ξεχωριστό μπαίνει δχι άπόλυτα στό γενικό κ.ά, κ.ά.».> Ή ιστορία θά είχε πολύ μυστικιστικό χαρακτήρα, iv τά ι στορικά γεγονότα ήταν άπολύτως μοναδικά, iv άνάμεσά τους δέν ύπήρχαν, παράλληλα μέ τις άτομικές τους ιδιαιτερότητες, έπίσης γενικά, σταθερά, έπαναλαβαινόμενα γνωρίσματα, συνάφειες, έξαρτήσεις, σχέσεις. Σέ τέτοια περίσταση ή Ιστορία θά άντιπροσώπευε άτακτο χείμαρρο καί άπολύτως άπόρρητα, άσύνδετα μεταξύ τους, καί πού δέν ύπόκεινται σέ καμιά δρθολογική κατανόηση καί έξήγηση, γεγονότα. Μά ή Ιστορία δέν άποτελεΐ άτακτο χείμαρρο άπό 1. Β. . Λένιν, Ά παντα, τόμος 38ος, σ. 359, (στά βουλγάρικα) 367
άπολύτως άπόρρητα γεγονότα. Τά ιστορικά γεγονότα συνδέονται έπίσης άναμεταξύ τους μέ γενικές, σταθερές, έπαναλαβαινόμενες, δηλαδή νομοτελειακές συνάφειες καί σχέσεις, πού άγκαλιάζουν δλες τις σφαίρες τής κοινωνικοϊστορικής ζωής — άπό τήν ύλική δς τήν πνευματική. "Οποια κοινωνία κι’ άν πάρουμε, θά βροϋμε στή βάση της τήν παραγωγή μέσων ύπαρξης ώς μιάν άδιάκοπη διαδικασία, πού πρέ πει δ’.αρκώς να συντελείται. ΠαντοΟ ή έργασία ?χει κοινωνικό χαρακτήρα. Σέ κάθε κοινωνία βρίσκουμε καθορισμένες παραγωγι κές σχέσεις, πού συνδέονται μέ καθορισμένη βαθμίδα τής άνάπτυΕης τών παραγωγικών της δυνάμεων. Κάθε ούσιαστική άλλαγή τών παραγωγικών σχέσεων σ’ δλ-ες τις κοινωνίες σέρνει άναπόφευχτα κατόπι της αλλαγές στήν κοινωνική της διάρθωση, σ’ δλάκερο τό έποικοδόμημα κοινωνικών δργανώσεων, Ιδεών, άντιλήψεων, τρόπου ζωής κ.ά. Σ ’ δλες τΐς κοινωνίες, πού είναι χωρισμένες σέ τάξεις μέ άντίθετα συμφέροντα, ή ταξική πάλη άποτελεΐ τή βα σική κινητήρια δύναμη τής ίστορι/κής τους έξέλιξης. Σέ κάθε τα ξική κοινωνία οί κυρίαρχες ιδέες είναι οί ίΒέες τής κυρίαρχης τά ξης. Ή ϊδια ή Ιστορία τών Ιδεών μήπως δέ μδς Αποκαλύπτει άναρίθμητα παραδείγματα άπό έπα/ναλήψεις —ίστω καί δχι κυριο λεκτικές, άλλα ούσιαστικές— Ιδεών, άντιλήψεων, θεωριών; Ή σύγχρονη άστική φιλοσοφία καί κοινωνιολογία, Ιδιαίτερα μέ τούς νεοϊσμούς τους: νεοπλατωνισμός, νεοσχολαστικιομός, νεοχεγκελιανισμός, νεοκαντιανισμός, νεοθετικισμός, νεορεαλισμός κΑ., μάς προσφέρουν άναρίθμητες άποδείξεις γι’ αύτό. Μήπως ή νεώτερη θεωρία τοϋ Πόπερ γιά τό «Αντικειμενικό πνεϋμα» δέν άποτελεΐ ?να μοντέρνο πλατωνισμό; Οί θεωρίες τής μόδας γιά τήν κυκλική έξέλιξη τών κοινωνιών, πού σήμερα προπαγανδίζονται άπό πολλούς άστούς φιλοσόφους, Ιστορικούς καί κοινωνιολόγους μήπως δέν έπαναλαμβάνουν μιά παμπάλαιη θεωρία, πού Ιχει τήν άπαρχή της ά κόμη στή βαθιά άρχαιότητα, καί μήπως αύτές at έπαναλήψεις δέ μιλοϋν μέ τή σειρά τους γιά δρισμένα γενικά γνωρίσματα τών άλλιώτικα τελείως διαφορετικών Ιστορικών καταστάσεων, πού είναι χωρι σμένες ή μιά άπό τήν άλλη μέ αΐώνες καί μέ χιλιετηρίδες; Ό λ ’ αύτά δείχνουν κατ’ άναμφισβήτητο τρόπο, πώς καί μέσα στά κοινωνικοϊστορικά γεγονότα ύπάρχουν γενικά, σταθερά, έπα-
ναλαβαινόμενα γνωρίσματα, συνάφειες, έξαρτήσεις, σχέσεις —νό μοι. ’Ακριβώς ξεκινώντας άπ’ αύτό τό άναμφισβήτητο γεγονός, άπό τή νομοτελειακή πορεία τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης, δ Μάρξ έγραψε, πώς «ή βιομηχανικά πιό προηγμένη χώρα δείχνει στή λιγότερο άναπτυγμένη άπλώς τήν εικόνα τοΟ μέλλοντός της».’ Κι’ έφ’ δσον στα κοινωνικοϊστορικά γεγονότα ύπάρχουν γενικά, σταθε ρά, έπαναλαβαινόμενα γνωρίσματα, συνάφειες, έξαρτήοεις, άλληλοεξαρτήσεις, σχέσεις —νόμοι, αύτό, θά τό ξαναποϋμε, σημαίνει πώς μ π ο ρ ε ί καί π ρ έ π ε ι , νά ύπάρχει καί Ιπιστημονική γνώση γι’ αύτά, πράγμα πού δέν μπορεί νά έκφραστεΐ άλλιώς παρά διαμέ σου θεωρητικών γενικεύσεων, διαμέσου έπιστημονικών ύποθέσεων καί θεωριών. Αύτό σημαίνει πώς παρά τό κατηγορηματικό βέτο τοϋ Κ. Πόπερ2 παράλληλα μέ τή θεωρητική φυσική, παράλληλα μέ τή θεωρητική βιολογία μπορεί νά ύπάρχει καί ύπάρχει μιά « Θ ε ω ρ η τ ι κ ή Ι σ τ ο ρ ί α», μιά «ιστορική κοινωνική έπι στήμη», πού μάς δίνει τήν έπιστημονική Θεωρία για τήν Ιστορική έξέλιξη καί χρησιμεύει ώς βάση τής Ιστορικής πρόβλεψης. Αύτή ή έπιστήμη είναι ό Ιστορικός ύλισμός, καθώς καί ή θεμελιωμένη πάνω σ’ αύτόν μαρξιστική κοινωνιολογία, πού «έφάρμοσε στήν κοινωνική έπιστήμη έκεϊνο τό άντικειμενικό, γενικοεπιστημονικό κριτήριο τής έπαναληπτικότητας, πού ή έφαρμοσιμότητά του στήν κοινωνιολογία άποκρουόταν άπό τούς ύποκειμενιστές... Ό λ ο τό ζήτημα βρίσκεται στό πώς ή άναγωγή τών «άτομικοτήτων» κάτω άπό όρισμένους γενικούς νόμους έχει τελειώσει γιά τό φυσικό κό σμο έδώ καί πολύν καιρό, ένώ γιά τόν τομέα τής κοινωνιολογία? άποκα·3αστάθ»ριε γερά μόλις άπό τή θεωρία τοϋ Μάρξ».3
1. Κ. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 6, (στά βουλγά ρικα). 2. Κ. R. Popper, The Poverty of Historicism, London, 1957, p.X. 3. B. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 1ος, σελ. 433 - 435, στά βουλ γάρικα). 24
369
Κατά τοϋ ντετερμινισμοΟ * στήν Ιστορία. Ντετερμινισμός καί φαταλισμός.** Τυχαιότητα καί άναγκαιότητα. Τό ζήτημα για τήν ύπαρξη άντικειμενικών κοινωνικοϊστορικών νόμων, για τή δυνατότητα τής ιστορίας ώς έπιστήμης καί τής ιστορικής πρόγνωσης είναι άδιάρρηκτα -συνδεμένο μέ τό ζήτημα για τήν αΐτιακή καθοριστικότατα τών κοινωνικοϊστορικών γεγονό των. Καί πραγματικά ή δπαρξη τής Ιστορίας ώς ένιαίας καί νομο τελειακής φυσικοϊ—ορικής διαδικασίας, ή ιστορική άναγκαιότητα, οί έπαναλήψεις στήν ιστορία καί ή ιστορική πρόγνωση δέ θά ήταν δυνατό νά ύπάρχουν, ây μεταξύ τών κοινωνικοϊστορικών φαινομέ νων δέν ύπήρχαν αντικειμενικές αίτιακοσυνεπειακές σχέσεις. Ή άρνηση τής άντικειμενικής αίτιακής καθοριστικότατος τών κοινωνικοϊστορικών γεγονότων σημαίνει άρνηση καί τοϋ νομοτελειακού τους χαρακτήρα. Γι’ αύτό 6 άγώνας μεταξύ τοϋ ύλισμοϋ καί τοϋ ιδεαλισμού στή φιλοσοφία τής Ιστορίας, στήν κοινωνιολογία καί στήν ίδια τήν Ιστορία έκφράζεται άναπόφευχτα στόν άγώνα με ταξύ ντετερμινισμού καί ιντετερμινισμού.*** ΟΙ συνεπείς ιδεαλιστές δλων τών κατευθύνσεων άρνιοϋνται τό ντετερμινισμό στήν ίστορία, άρνιοϋνται τήν δπαρξη άντικειμενικών συναφειών καί έξαρτήσεων άνάμεσα στά κοινωνικοΐστορικά • Ά πό τή λατ. λέξη determine» = καθορίζω, (Σημ. τ. Μετ.). •♦ Ά π ό τή λατ. λέξη fatalis = μοιραίος, (Σημ. τ. Μετ.). ••• Τ ό άντίθβτο τοΟ ντετερμινισμοΟ, (Σημ. τ. Μετ.). 370
φαινόμενα καί προπαγανδίζουν τόν Ιντερμινιαμό καί τή βουλη σιαρχία. Μά ό Ιντετερμινισμός στήν Ιστορία Ιχει διάφορες μορφές, πού καθορίζονται άπό τις διαφορές άνάμεσα στίς ξεχωριστές σχο λές καί ρεύματα τοϋ φιλοσοφικού Ιδεαλισμοΰ. Ό π ω ς είδαμε, 6 Κόλινγουουντ, λογουχάρη, φρονεί πώς 6 άληθινός ιστορικός δέν πρέπει —καί δέν μπορεί— νά έρευνα σάν τό φυσιοδίφη τΙς αιτίες ή τούς νόμους τών γεγονότων. Διαφορετικά θά πάψει να είναι ιστορικός. Αύτό σημαίνει πώς ό Κόλινγουουντ άναγνωρίζει τήν δπαρξη άντικειμενικών αΐτιακών συναφειών στή Φύση, μά άρνιέται τήν δπαρξή τους στήν Ιστορία καί βλέπει σ’ αύτό μιά άπό τις βασικές διαφορές άνάμεσα στή Φύση καί στήν Ιστορία τής κοινωνίας, άνάμεσα στή φυσιογνωσία καί στήν ιστορι κή γνώση. Παρά τό δτι δ Κόλινγουουντ δέν παραιτεΐται άπό τή χρήαη τής έννοιας «αιτία» στήν Ιστορία, ώστόσο μεταφέρει τήν ιστορική αιτιότητα στή συνείδηση. Κατά τή γνώμη του ή αΐτιότητα δέν άποτελεΐ άντικειμενική, άλλά ύποκειμενική κατηγορία. Γιά τόν Ιστο ρικό ή αιτία τοϋ γεγονότος είναι ή σκέψη στή συνείδηση τής προ σωπικότητας, πού διαμέσου τής δράσης της ίγινε τό γεγονός· εί ναι κάτι διαφορετικό άπό τό γεγονός — ή έσωτερική πλευρά τοϋ ίδιου τοϋ γεγονότος».1 Άπό έδώ άκολουθεί, πώς νά καταλάβουαε τήν αίτία ένός δοσμένου ίστορικοΰ γεγονότος, θά πει, νά καταλάβου με τήν ιδέα ή τΙς ιδέες, πού κίνησαν τούς άνθρώπους, γιά νά κά νουν τό δοσμένο γεγονός. "Αμα τό πετύχει αύτό, δ Ιστορικός Ιχει έξηγήσει τήν αίτία τοΰ ιστορικοϋ γεγονότος καί τό ϊδιο τό γεγονός. Παραπέρα δέν Ιχει τίποτε περισσότερο νά κάνει. Ό Καρλ Πόπερ πάλι είναι πολύ πιό ριζοσπαστικός άπό τόν Κόλινγουουντ στήν άρνηση τοΰ Ιστορικού ντετερμινισμού. Κατά τή γνώμη του ό Μάρξ πλανιόταν βαθιά, φρονώντας δτι μιά αύστηρά έπιστημον:κή μέθοδος πρέπει νά βασίζεται πάνω σ’ Ιναν αύστηρό ντετερμινισμό. Οί μαρξικοΐ «άμείλικτοι νόμοι» τής Φύσης καί τής ιστορικής έξέλιξης δείχνουν φανερά τήν έπίδραση τής λαπλασιανής άτμόσφαιρας καί έκείνης τών γάλλων ύλιστών. Άλλά ή πεποίθη ση, πώς οί δροι «έπιστημονικός» καί «ντετερμινιστικός» είναι, 4ν 1. R. G. Collingwood, The Idea of History, p. 214 - 215. 871
δχι συνώνυμοι, τουλάχιστο Αδιάρρηκτα συνδεμένοι, μπορεΐ τώρα νά ειπωθεί, πώς Αποτελει μιάν Από τΙς δεισιδαιμονίες ένός καιροΟ, πού Ακόμα δέν ίχει περάσει όλότελα... Κανένα είδος ντετερ μινισμού, ΑδιΑφορο Αν θα έκφραστεΐ ώς άρχή τής μονοτονίας ττ)ς Φύσης ή ώς νόμος τής καθολικής αιτιότητας, δέν μπορεΐ νά έξεταστε: περισσότερο σάν Αναγκαία προϋπόθεση τής έπιστημονικής με θόδου, γιατί ή φυσική, ή πιδ προηγμένη Απ’ δλες τΙς έπιστήμες, δείχνει δχι μονάχα πώς μπορεΐ νά δουλέψει χωρίς τέτοιες προϋ ποθέσεις Αλλά έπίσης, πώς ώς Ινα όρισμένο βαθμδ τούς Αντιφά σκει».1 Καί παραπέρα: «Ή αιτία τής δικής του (τοϋ Μάρξ —Ν. Ί .) Αποτυχίας ώς προφήτη βρίσκεται δλοκληρωτικά στήν Αθλιό τητα τοϋ ίστορικισμού ώς τέτοιου, στδ άπλδ γεγονός, δτι Ακόμη κι’ άν παρατηρούμε τΐ έκδηλώνεται σήμερα ώς Ιστορική τάση ή κατεύθυνση, δέν μπορούμε νά ξέρουμε Αν αύτό θά έκδηλωθεΐ κατά τδν ίδιο τρόπο αδριο».2 θ ’ Αρχίσουμε τήν κριτική μας Ανάλυση τοϋ ιντετερμινισμού μέ τούς προαναφερμένους Ισχυρισμούς τού Πόπερ, γιατί, αύτοί πε ριέχουν, νά πούμε, τήν πιδ θεμελιακή άρνηση τοϋ ίστορικοϋ ντετερ μινισμού. ΠρΙν Απ’ δλα πρέπει νά σημειώσουμε πώς δ Μάρξ, δ Έ νγκελς καί δ Λένιν οίκοδόμησαν τή διδασκαλία τους γιά τδν κοινωνικοϊστορικό ντετερμινισμό πάνω στή βάση μιδς στ* άλήθεια Αξεπέ ραστης ώς πρδς τδ βάθος καί τήν καθολικότητά της Ανάλυσης τής διάρθωσης καί τής λειτουργία τής άνθρώπινης κοινωνίας, δλάκερων κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, τεράστιου Αριθμού κοινωνικοΐστορικών γεγονότων, τής έξέλιξης δλων τών πλευρών τής κοινωνικοΐστορικής διαδικασίας —παραγωγικές δυνάμεις, παραγωγι κές σχέσεις, κοινωνική διάρθρωση, ταξική πάλη, κράτος, οίκογένεια, Ιθνος, έπιστήμη, τέχνη, φιλοσοφία, πολιτική, θρησκεία κ.4. Νά γιατί δποιος καταπιάστηκε νά Αμφισβητήσει καί νά διαψεύσει τδ μαρξιστικό κοινωνικοϊστορκό ντετερμινισμό, είναι ύποχρεωμένος νά καταγίνει δχι μέ κούφιους Ισχυρισμούς καί Αφορισμούς, Αλλ4 μέ Επιμελημένη Ανάλυση τής διάρθρωσης τής άνθρώπινης κοινω-
via;, τών συστατικών της στοιχείων καί τών άλληλοσχέσεών τους, συγκεκριμένων κοινωνικοϊστορικών διαδικασιών καί γεγονότων. Ά λλά τίποτε παρόμοιο δέ βρίσκουμε στόν Πόπερ. Καθένας πού μελέτησε τή ζωή κα! τό ίργο τοΟ Μάρξ καί. γνω ρίζει τά συγγράμματα τοΟ Πόπερ «Ή άνοιχτή κοινωνία καί οί έχθροί της» καί «Ή αθλιότητα τοϋ ίστορικισμοϋ», δέν μπορεϊ νά μή διαπιστώσει, πώς ό Μάρξ καί ό Πόπερ δέν είναι μονάχα Ιδεολόγοι δυό διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, δτι είναι στοχαστές διαφο ρετικών διαστάσεων — δ Μάρξ είναι άλη6: /ός τιτάνας τής σκέ ψης καί τοϋ έργου, ένώ δ Πόπερ φαίνεται μπροστά :cu σά> ένα θλιβερό ζωϋφιο,— μά άπροαμέτρητες είναι καί οί διαφορές τους όσον άφορά τή στάση τους άπέναντι στά γεγονότα άπέναντι στήν έπιστημονική άλήθεια. Ό Μάρξ ήταν Ινας καταπληκτικός συνδυασμός τοΟ μεγάλου στοχαστή μέ τόν έπίσης μεγάλο καί φλογερόν έπαναστάτη. Ή κοι νωνική του συγκινησιακότητα άποτελεΐ διαλεκτικήν ένότητα δυό βασικών, έξαιρετικά βαθιών καί έντονα άντίθετων αισθημάτων: άπό τή μιά, ή άπέραντη άγάπη του γιά τήν έργατική τάξη, γιά τή μάζα τών έργαζόμενων άνθρώπων, άδικούμενων, καταπιεζόμενων, έκμεταλλευόμενων, έκμηδενιζόμενων, έξευτελιζόμενων καί, άπό τήν άλλη, τό παθιασμένο του μίσος γιά τους έκμεταλλευτές καί καταπιεστές τους. Άλλά τό άξιοσημείωτο καί τό θαυμαστό στό Μάρξ είναι, πώς αύτά τά δυό βασικά καί. άντίθετα αίσθήματα πε τυχαίνουν τήν ένότητά τους στήν άγάπη του γιά τήν έπιστημονική άλήθεια, γιά νά μετατραποΟν στό πιό Ισχυρό κίνητρο τής έπιστημονικής του Ιρευνας. Αύτό δέν μποροϋν νά τό άρνηθοΰν άκόμη καί πολλοί άπό τούς πιό φανατικούς του άντιπάλους, μαζί καί ό Πό περ. «Δέν μπορεϊ νά είμαστε δίκαιοι άπέναντι στό Μάρξ — δμολογεΐ δ Πόπερ,— χωρίς νά παραδεχτοΟμε τήν είλικρίνειά του. Ή μή προκατάληψή του, ή διαίσθησή του γιά τά γεγονότα, ή δυσπι στία του άπέναντι στήν πολυλογία τόν άναδείχνουν σέ Ιναν άπό τούς παγκόσμια έγκυρότερους άγωνιστές κατά τής ύποκρισίας καί τοϋ φαρισαϊσμού. Είχε τό θερμό πόθο νά βοηθήσει τούς καταπιεζομένους... Αφιέρωσε τό θεωρητικό του ταλέντο σέ μιά τεράστια Ιργασία γιά τή δημιουργία τών έπιστημονικών δπλων τοϋ άγώνα γιά τή βελτίωση τής ζωής τής τεράστιας πλειονοψηφίας τών άν373
θρώπων». Ό Πόπερ Αναγνωρίζει ώς διακριτικά γνωρίσματα τοΰ Μάρξ «τήν είλικρίνειά του στήν άναζήτηση τής άλήθειας καί τή διανοητική του τιμιότητα», γιατί «έβλεπε στή γνώση μέσα γιά τήν πραγμάτωση τής προόδου τοΟ άνθρώπου».1 ’Αλλα έμεΐς δέν μπορούμε νά πούμε τό Ιδιο γιά τόν Πόπερ. Στα προαναφερμένα του συγγράμματα μδς παρουσιάζεται ώς ένας φανατικός ύ-εροκτπιστής τοΰ άστιχοΰ συστήματος, πού τό ταξικό του μίσος άπέναντι στό μαρξισμό καί στό σοσιαλισμό τόν κάνει τυφλό για τα πραγματικά γεγονότα, γιά τήν Αντικειμενική έπιστημονική άλήθεια, τόν υποχρεώνει νά περιφρονεί καί νά καταπατεί δλοφάνερα γεγονότα καί όλοφάνερες άλήθειες, νά σπέρνει τήν Αμ φιβολία καί τή δυσπιστία πρός τΙς γνωστικές δυνατότητες τής έπιστήμης, νά μειώνει καί νά ύποτιμάει τό ρόλο καί τή σημασία τής Ιπιστημονικής γνώσης γιά τήν πρακτική άλλαγή τοΟ κόσμου καί ειδικότερα γιά μιά συνειδητή καί έπιστημονικά θεμελιωμένη πρακτική δράση μέ σκοπό τήν έπαναστατική άλλαγή τής κανωνικοϊστορικής ζωής. Έ άπό μέρος του κριτική τού μαρξιστικού κοινωνικοϊστορικοΰ ντετερμινισμού είναι γεμάτη άπό δυνατές φρά σεις και έπίθετα, μά τά -συμπεράσματα καί οί Ισχυρισμοί του δέν έ χουν κάπως πειστικά έπιχειρήματα. Ό ντετερμινισμός είναι ύλιστική διδασκαλία. Έ χ ε ι τή δική της ιστορία άνάπτυξης, τΙς δικές της παραλλαγές. 'Τπάρχει δ λε γόμενο; κλασικός ή μηχανκστικοϋλιστικδς ντετερμινισμός, άλλά δπάρχει ίπίσης καί δ διαλεκτικοΟλιστικός ντετερμινισμός. Τό κοι νό στόν έναν καί στόν άλλον είναι ή άντίληψη, πώς δλα τά φαι νόμενα είναι αίτιακά καθορισμένα καί πώς οί αίτιακές συνάφειες ύπάρχουν άντικειμενικά. Οί κύριοι Ικπρόσωποι τοΰ κλασικού ντετερμινισμού είναι οί γάλλοι ύλιστές τοΰ δέκατου δγδοου αιώνα, ένώ ή κλασική του δια τύπωση δόθηκε άπό τό γάλλο μαθηματικό καί άστρονόμο Πιέρ Σ ι μόν Λαιπλάς στήν εισαγωγή τοΰ συγγράμματός του «’Αναλυτική θεωρία τών πιθανοτήτων». «"Ολα τά φαινόμενα —γράφει δ Λαπλάς,— άκόμη καί έκεΐ1. Κ. R. Popper, The Open Society and Its Enemies. Vol. Ill, p. 82. 374
va πού ώς πρός τήν άαημαντότητά τους θαρρείς καί δέν έξαρτιοϋνται άπό τούς μεγάλους νόμους τής Φύσης, άποτελοΟν έπίσης άναπόφευχτες συνέπειες αύτών τών νόμων, δπως καί ή περιστροφή τοΟ "Ηλιου. Μή γνωρίζοντας τΙς συνάφειες, πού τά συνενώνουν μέ τό παγκόσμιο σύστημα στήν δλότητά του, τΙς άποδίδουν σέ τελικές αίτιε; ή στήν τύχη, σ’ έξάρτηση άπό τό άν γινόταν καί άκολουθοΟσαν τό £να ΰστερ’ άπό τ’ άλλο μέ δρισμένη κανονικότητα εΓτε πάλι χωρίς δρατή τάξη- μά τοϋτες οί εικονικές αίτιες άπορρίπτοντ»ν σ’ έξάρτηση άπό τό κατά πόσο διευρύνονταν τά δρια τών γνώσεών μας, καί έξαφανίζονταν έντελώς μπροστά στή γερή φιλοσοφία, πού βλέπει σ’ αυτές μονάχα έκδήλωση τής άγνοιας... Πρέπει νά έξετάζουμε τήν τωρινή κατάσταση τοϋ Σόμπαντος ώς συνέπεια τής προγενέστερης κατάστασής της και ώς αίτια τής έπόμενης».1 Σ’ αύτή τήν εισαγωγή δ Λαπλάς μάς έδωσε δλάκερη κοσμο αντίληψη — μιάν έμπνευσμένη καί βαθιά διορατική άποθέωση τής δύναμης, τοϋ μεγαλείου καί τών άπέραντων δυνατοτήτων τής έπιστημονικής, τής ύλιστικής γνώσης, πού δέν άφήνει καμιά θέση γιά όποιαδήποτε θεολογία, τελεολογία, μυστι,κισμό καί άγνωστικιαμό. Αύτή ή κοσμοαντίληψη ήταν Ινα μεγάλο έπίτευγμα γιά τόν καιρό της, πού βασικά άνταποκρίνεται καί σήμερα στό πνεϋμα καί ατούς σκοπούς τής σύγχρονης έπιστήμης. Ό ισχυρισμός τοϋ Πόπερ δτι δ ντετερμινισμός, άδιάφορο γ ι ΐ ποιά άπό τις μορφές του γίνεται λόγος, δέν μπορεΐ τάχα νά έξεταστεΐ περισσότερε ώς άπαραίτητη προϋπόθεση τής έπιστημονικής μεθόδου, πώς ή σύγχρονη φυσική δήθεν άπόδειξε, πώς μπορεΐ νά δουλέψει καί χωρίς αύτόν, καί μάλιστα τόν διαψεύδει τάχα, άπλούστχτα δέν άνταποκρίνεται στήν άλήθεια. Τό γεγονός, δτι μερικοί φυσικοί καί φιλόσοφοι, άνάμεσα σ’ αύτούς καί ό Πόπερ, δίνουν ίνντετερμινιστική έρμηνεία στίς έπιτεύξεις τής σύγχρονης φυσικής, δέν άποδείχνει, πώς ή ίδια ή φυσική Ιχει γίνει ίνντετερμινιστική. Μεγάλοι δυτικοί καί σοβιετικοί φυσικοί δπως οί Μ. Πλάνκ, ’Α. Αϊνστάιν, Π. Αανζβέν, Août ντέ Μπροίλ, Σ. I. Βαβίλοφ, Β . Α.
1. Παραθ. άπό τή συλλογή «Νόμος, άναγκαιότητα, πιθανότητα», Έκδ. «Προγκρές», Μόσχα, 1967: σελ. 235 - 236), (στά ρασικά). 375
Ράκ, Ντ. Ί Μπλαχίντσεφ, Ά . Ά . Σακόλοφ, Γ. Π. Τερλέτσκι, Β. Γ. Φάϊνμπεργκ καί πολλοί άλλοι έχουν άκριβώς τήν άντίθετη ά ποψη. Ή σύγχρονη φυσική, ή σύγχρονη βιολογία καί. οί άλλες φυ σικές έπιστήμες έπιβεβαιώνουν τήν δρθότητα τοΟ ντετερμινισμοΟ.1 Έ τσι πού δταν δ Πόπερ Ισχυρίζεται πώς δήθεν ή σύγχρονη φυσιο γνωσία διάψευσε γενικά τδ ντετερμινισμό, άπλώς παίρνει τ)ς έπιθυμίες του γιά πραγματικότητα, ένώ δταν έπιμένει νά άπορριφθεΐ δ ντετερμινισμός άπδ τήν έπιστήμη καί νά άντικατασταθεΐ άπδ τόν ΐνντετερμ:νισμό, αποδείχνει μονάχα, πώς είναι ταγμένος σ’ έκεΐνες τΙς άντεπιστημονικές θέσεις, πού ένάντια τους άγωνιζόταν δ Λαπλάς καί πού ένάντια τους άγωνίζεται ή πραγματική έπιστήμη. Μά δ κλασικός ντετερμινισμός δέν ήταν χωρίς άδυναμίες. Τό βασικό του έλάττωμα είναι, πώς άνακηρύττει δλα τά αΐτιακώς κα θορισμένα φαινόμενα γιά νομοτελειακά, αναγκαστικά φαινόμενα, άρνιέτα: τήν άντικειμενική δπαρξη τής τυχαιότητας, ή δέν τήν καταλαβαίνει, καί δδηγεΐ ουσιαστικά στήν άντίληψη γιά τό προκα θορισμένο δλων τών φαινομένων, στό φαταλισμό. «Σύμφωνα μ’ αύτή τήν άντίληψη — γράφει δ Ένγκελς — στή Φύση κυριαρχεί μονάχα ή άπλή άμεση άναγκαιότητα. Πώς αύτός b λοβός μπιζελιού περιέχει πέντε σπειριά, καί δχι τέσσερα ή £ξι, πώς ή ούρά αύτοϋ τοϋ σκυλιοϋ ίχε: μήκος πέντε ϊντσες, καί δέν είναι οδτε γραμμίτσα μακρύτερη είτε κοντότερη, πώς αύτό τό λουλούδι τριφυλιοϋ είναι γονομοποιημένο φέτος άπό μιά μέλισσα, ένώ έκεΐνο δχι, καί συνάμα άπό τούτη τήν καθορισμένη μέλισσα καί σ’ αύτόν τόν καθορισμένο χρόνο, πώς αύτός ό καθορισμένα σκορπισμένος άπό τόν άνεμο σπόρος τοϋ άγριοραδικιοϋ φύτρωσε, ένώ έκεϊνος δχι, πώς τήν περασμένη νύχτα ενας ψύλλος μέ τσίμπη σε στίς τέσσερις ή ώρα τό πρωΐ, καί δχι στίς τρεϊς ή στίς πέντε, καί μάλιστα στό δεξιόν ώμο, καί δχι στήν άριστερή γάμπα — £λα τοΰτα άποτελούν γεγονότα, πού προξενήθηκαν άπό ένα μή ύποκείμενο σέ άλλαγή μπλέξιμο αίτιας καί άποτελέσματος, άπδ μιά 1. Βλέπε λεπτομερέστερα πάνω σ ' αύτό τό ζήτημα στό βιβλίο τοϋ Ν. Ίριμπατζιάκοφ «Φιλοσοφία καί βιολογία», Έκδ, «Νάουκα ί IσκοΟστβο» (Επιστήμη καί Τέχνη). 1967, σελ. 347 - 360, (στά βουλ γάρικα). 376
άκλόνητη άναγκαιότητα, καί μάλιστα έτσι, ώστε άκόμη ή άεριώδικη σφαίρα, άπ’ δπου προήλθε τό ήλιακό σύστημα, ήταν συγκρο τημένη κατά τέτοιον τρόπο, ώστε τοΟτα τά γεγονότα ίπρεπε νά συμβοΰν 2τσι, καί δχι άλλιώς. Mè αύτό τό είδος άναγκαιότητας έμεΐς έπίσης δέ βγαίνουμε έξω άπό τή θεολογικήν άντίληψη γιά τή Φύση. Τό ϊν Ιμείς μαζί μέ τόν Αύγουστίνο καί τόν Καλβίνο θά τό όνομάσου;ιε αύτό αιώνια θεϊκή πρόνοια, ή μαζί μέ τούς Τούρκους —κισμέτ, είτε πάλι θά τό δνομάσουμε άναγκαιότητα, αύτό παρα μένει άρκετά άδιάφορο γιά τήν έπιστήμη».1 Ό Πόπερ ισχυρίζεται, πώς ή μαρξική διδασκαλία γιά τούς '<αμείλικτους νόμους» δείχνει τάχα «καθαρά», πώς δ Μάρξ βρισκό ταν κάτω άπό τήν έπίδραση τοϋ κλασικοϋ ντετερμινισμού τοΰ Λα πλάς καί τών γάλλων ύλιστών, δτι δήθεν άποδεχόταν τήν άποψη τοΰ κλασικοΰ ντετερμινιαμοϋ, πώς τό «μέλλον είναι προκαθορισμέ νο», πώς . τό μέλλον είναι παρουσιασμένο στό παρελθόν». Μά τδ μό λις πριν άπό λίγο δοσμένο παράθεμα τοΰ Ένγκελς δείχνει κιόλας, δτι δ Πόπερ ή δέν έκανε τόν κόπο νά γνωρίσει τδ μαρξιστικό ντετερ μινισμό, ή άπόδωσε συνειδητά στό Μάρξ μιά άντίληψη, πού δχι μό νο δέν τήν ύπο3τηρίζει, μά τήν άπορρίπτει άποφασιστικά. Ό μαρξισμός άπορρίπτει άποφασιστικά τή φαταλκττική άντίληψη γιά τή Φύση καί τήν κοινωνία. ’Απορρίπτει άποφασιστικά κά θε σκέψη, πώς τά φυσικά καί τά κοινωνικοϊστορικά φαινόμενά είναι προκαθορισμένο δυνάμει κάποιος φυσικής ή ύπερφυσικής άναγκαιό τητας, δτι τό μέλλον είναι κιόλας παρουσιασμένο στό παρελθόν κ.5. Μά μήπως ίσα - ίσα γι’ αύτό δέν κριτικάρει δ Ένγκελς τδν κλασικό ντετερμινισμό καί τόν κατηγορεί, πώς δέν καταλαβαίνει τό ζήτημα τής τυχαιότητας, πού άκριβώς κάνει άδύνατη τήν προκαθορισμένη, τή φαταλιστική πορεία τών φυσικών καί τών κοινωνικοϊστορικών φαινομένων. Ούσιαστικά κανένας δέν κατάκρινε τόσο θεμελιακά καί τόσο 5λόπλευρα τή φαταλιστική άντίληψη γιά τήν Ιστορία δπως δ μαρ ξισμός καί πριν άπ’ δλα δπως δ Γδιος δ Μάρξ. Έ άποδοχή τής φαταλιστικής άντίληψης θά σήμαινε τήν ί1. Φρ. Ένγκελς, «Διαλεκτική τής Φύσης», σελ. 222 - 223, (στά βουλγάρικα). 377
ποδοχή, πώς ή ιστορική έξέλιξη τής κοινωνίας γίνεται αυτόματα, πώς δλα τά προηγούμενα, τά τωρινά καί τά μελλοντικά γεγονότα εί ναι προκαθορισμένα μέ μοιραία άναγκαιότητα, πώς ή Ιστορία είναι κάποιο μεταφυσικό ύποκείμενο, ένώ οί πραγματικές άνθρώπινες ύπάρξεις ϊίναι μονάχα φορείς αύτοϋ τοϋ μεταφυσικοϋ ύποκειμένου, πώς ύπάρχουν, γιά νά ύπάρχει ή Ιστορία, πώς είναι άπλώς άντικείμενα τής Ιστορίας —προϊόντα καί. δργανά της γιά τήν πραγματο ποίηση τής προκαθορισμένης πορείας της. Κριτικάροντας μιά πα ρόμοια Αντίληψη γιά τήν Ιστορία, άκόμη στό Ιργο του «Έ 'Αγία Οίκογένεια» ό Μάρξ έγραψε: «Ή Ι σ τ ο ρ ί α δέν κάνει τ ί π οτ ε, «δέν κατέχει κ α ν έ ν α ν άπέραντο πλοϋτο», «δέ μάχεται σέ κ α ν έ ν α ε ί δ ο ς μάχες! νΟχι ή «Ιστορία», μά άκριβώς 6 ά ν θ ρ ω π ο ς , ό πραγματικός, ό ζωντανός άνθρωπος — νά ποιός κάνει καί κατέχει τά πάντα, νά ποιός άγωνίζεται γιά τά πάντα. Ή ν.?στορία» δέν είναι κάποια ιδιαίτερη προσωπικότητα, πού χρησιμο ποιεί τόν άνθρωπο ·σά μέσο γιά τήν Ιπίτευξη τών δ ι κ ώ ν τ η ς σκοπών. Ή Ιστορία δ έ ν ε ί ν α ι τ ί π ο τ ε ά λ λ ο έκτός άπό δράση τοϋ άνθρώπου πού έπιδιώκει τούς σκοπούς του».1 Ή άποδοχή τής φαταλιστικής άντίληψης γιά τήν Ιστορία θά σήμαινε τήν άρνηση τής Αντικειμενικής ύπαρξης καί. τοϋ ρόλου τής τυχαιότητας στήν ιστορία, καί μαζί μ’ αύτό καί τοϋ ρόλου τής ξεχω ριστής προσωπικότητας. Κι’ άκριβώς δ Μάρξ δγραψε σέ έπιστολή του στίς 17 ’Απριλίου 1871 πώς «ή ιστορία θά είχε πολύ μυστηριώδικο χαρακτήρα, άν οί «τυχαιότητες» δέν παίζανε κανένα ρόλο. Κι αυτές οί ίδιες οί τυχαιότητες άνήκουν, φυσικά, ώς συστατικό μέρος στή γενική πορεία τής έξέλιξης καί Ισοφαρίζονται πάλι άπό άλλες τυχαιότητες. "Ομως ή έπιτάχυνση καί ή έπιβράδυνση Ιξαρτιοϋνται σέ μεγάλο βαθμό άπό τέτοιες «τυχαιότητες», πού άνάμεσά τους, φιγουράρει καί ή «τυχαιότητα» τοϋ χαρακτήρα τών άνθρώπων πού πρώτα βρίσκονται έπ*κεφαλής τοϋ κινήματος».2 'Οπως βλέπουμε, δ Μάρξ έξετάζει τήν τυχαιότητα ώς άντικει1. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 2ος, σελ. 100, (στά βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Διαλεχτές Επιστολές, σελ. 297 298, (στά βουλγαρικά). 378
μεν:κή πραγματικότητα καί ώς σπουδαίο παράγοντα (πήν Ιστορία, πού μπορεϊ νά έπιταχύνει ή νά έπιβραδύνει τήν πορεία τών Ιστορι κών γεγονότων, νά βάζει τή σφραγίδα της πάνω στή φυσιογνωμία τους. ’Αλλά τί άκριβέστερα άντιπροσωπεύει ή τυχαιότητα καί για τί ύποδείχνουμε τήν άναγνώριση τής άντικειμενικής της δπαρξης ώς 2να σπουδαίο γεγονός, πού διακρίνει τό μαρξιστικό ντετερμινι σμό άπό τόν κλασικό ντετερμινισμό καί είδικότερα άπό τήν άντί· ληψη γιά τή μοιραία προκαθοριστικότητα τών Ιστορικών γεγονόΣτό βιβλίο του «Πάνω στό ζήτημα γιά τό ρόλο τής προσωπι κότητας στήν Ιστορία», δ Γκ. Β. Πλεχάνοφ τονίζει, πώς «ή τ υ χαιότητα είναι κάτι τ ό σ χ ε τ ι κ ό»1/Ω ς άντικειμενική κατηγορία ύπάρχει καί μπορεϊ να κατανοηθεΐ μονάχα στή σ χ έ σ η της μέ τή νομοτέλεια. Αύτή ή σχέση έχει δυό πλευρές. Ή π ρ ώ τ η π λ ε υ ρ ά είναι ή πλευρά τής σχέσης άνάμεσα στό γενικό, τό ουσιαστικό, τό σταθερό, τό Ιπαναλαβαινόμενο, άπό τή μιά, καί στό μοναδικό, τό άτομικό, τό μιά φορά δο σμένο, που δέν έπαναλαβαίνεται, άπό τήν άλλη. Είδαμε, πώς οί νο μοτελειακές συνάφειες, σχέσεις, είναι γενικές, ούσιαστικές, στα θερές, τέτοιες πού έπαναλαβαίνονται. Σέ διάκριση άπό τά νομοτε λειακά φαινόμενα, συνάφειες, σχέσεις, τά τυχαία φαινόμενα, συνά φειες καί σχέσεις είναι ένικά, μιά φορά δοσμένα, άνεπανάληπτα. Τυπικό παράδειγμα γ ι’ αυτό στήν κοινωνικοϊστορική ζωή είναι οί μεγάλες προσωπικότητες. Κρόμγουελ, Νταντόν, Ροβεσπιέρ, Να πολέων, Μάρξ, Ένγκελς, Λένιν καί άλλοι είναι άνεπανάληπτο·. στήν άτομικότητά τους, πού έκφράζεται στίς διαφορές τοΟ ταλέν του, τοΟ νοϋ, τής διορατικότητας, τοΟ χαρακτήρα, τής βούλησης, τής ήθικής μορφής καί άλλων άτομικών χαρακτηριστικών γνωρι σμάτων, πού άσκησαν άναμφίβολα πάρα πολύ μεγάλη έπίδραση "άνω στήν πορεία τών ιστορικών γεγονότων, πού στό κέντρο τα>ς καί έπικεφαλής τους στάθηκαν.
1. Γκ. Β. Πλεχάνοφ. Πάνω στό ζήτημα γιά τό ρόλο τής προσω πικότητας στήν Ιστορία, Έκδ. τοϋ Κ.Κ Β., 1949, σελ. 38, (στά βουλ γάρικα). 379
Ό Πλεχάνοφ τονίζει σωστά, πώς τδ χαρακτηριστικό τών φαταλιστικών Αντιλήψεων γιά τήν Ιστορία είναι δτι στήν Ιστορική διαδικασία καί στά Ιστορικά γεγονότα βλέπουν μονάχα φανέρω,χα τοΟ γ ε ν κ ο ü. Στίς δικές τους έρμηνεΐες τών Ιστορικών γεγο νότων τδ ά τ ο μ ι κ ό διαλύεται καί έξαφανίζεται μέσα στό γ ε ν ι κ ό. *Έξ άλλου —γράφει ό Πλεχάνοφ— αύτός (6 φαταλισμός —Ν. Ί . | έμφανίζεται πάντα ώς Αποτέλεσμα τέταας έξαφάνισης. Λένε: «άν δλα τά κοινωνικά φαινόμενα είναι Αναγκαστικά τότε ή δράση μας δέν μπορεί νά Ιχει καμιά σημασία». Αύτό άποτελεϊ λαθεμένη διατύπωση σωστής σκέψης. Πρέπει νά είπωθεΐ: άν δλα γίνονται διαμέσου τοϋ γ ε ν ι κ ο ϋ, τότε τό έ ν ι κ ό— καί μαζί μ’ αύτό καί οί δικές μου προσπάθειες —δέν Ιχει καμιά σημασία. 'Ενα τέτοιο συμπέρασμα είναι σωστό, μόνο πού τό χρησιμοποιούν λαθεμένα. Δέν Ιχει κανένα νόημα, έφαρμοσμένο στή σύγχρονη Ο λιστική Αντίληψη γιά τήν ιστορία, δπου ύπάρχει θέση καί για τό ê ν ι κ ό. Μά ήταν βάσιμο στήν έφαρμογή του Απέναντι στίς Α πόψεις τών γάλλων ιστορικών τής περιόδου τής παλινόρθωσης».1 Έ δ ε ύ τ ε ρ η π λ ε υ ρ ά είναι ή πλευρά τής σχέσης άνάμεσα στό Αναγκαστικό, τό Αναπόφευχτο, πού έπέρχεται καί πη γάζει άπό τή φυσική έσωτερική άντικειμενική λογική τής Ιξέλ·.ξης μιάς διαδικασίας καί στό ξαφνικό τό περιθωριακό, πού για τόν παρατηρητή τής δοσμένης διαδικασίας έμφανίζεται σάν άπροσδόκητο καί πού ό Πλεχάνοφ τό καθορίζει ώς «τό σημείο τής τομής τών Α ν α γ κ α σ τ ι κ ώ ν διαδικασιών».2 Αύτήν τή φύση τής τυχαιότητας στήν ιστορία ό Πλεχάνοφ τήν Απεικόνισε μέ μια σει ρά ιστορικά παραδείγματα. «Ή φιληδονία τοΰ Λουδοβίκου Ι Ε '— γράφει ό Εδιος— ήταν άναγκαστική συνέπεια τής κατάστασης τοϋ δργανισμοΰ του. Μά άναφορικά μέ τή γενική πορεία τής έξέλιξης τγ)ς Γαλλίας αύτή ή κατάσταση είναι τ υ χ α ί α . Συνάμα αύτό δέν Ιμεινε... χωρίς έπίδραση πάνω στήν παραπέρα τύχη τής Γαλ λίας, άλλά μονάχα συμπεριλήφτηκε στίς αιτίες, πού άπό τή με ριά τους διακαθόρισαν αύτή τήν τύχη. Ό θάνατος τοΰ Μιραμπώ,
1. Γκ. Β. Πλεχάνοφ, op. cit., σελ. 51 - 52. 2. Γκ. Β. Πλεχάνοφ, op. cit., σελ. 38. 380
εννοείται, προξενήθηκε άπό έντελώς νομοσύμφωνες παθολογικές διαδικασίες. Μά ή άναγκαιότητα αύτών τών διαδικασιών δέν πή γαζε καθόλου άπό τή γενική πορεία τής έξέλιξης τής Γαλλίας, άλλά άπό όρισμένες έπιμέρους Ιδιαιτερότητες τοϋ όργανισμοΰ τοϋ περίφημου ρήτορα καί άπό έκεΐνες τίς φυσικές συνθήκες, άπ’ τΙς όποιες μολύνθηκε. ’Αναφορικά μέ τή γενική πορεία τής έξέλιξης τής Γαλλίας τοϋτες οί ιδιαιτερότητες καί τοϋτες οί συνθήκες είναι τ υ χ α ί ε ς . Συνάμα 6 θάνατος τοϋ Μιραμπώ άσκησε έπίδραση πάνω στήν παραπέρα πορεία τής έπανάστασης καί συγκαταλέχτηκε στίς αιτίες, πού διακαθόρισαν αύτή τήν πορεία».1 ’Απ’ δλ’ αύτά άκολουθεΐ: πρώτο, πώς τά τυχαία φαινόμενα είναι έπίσης αίτιακά καθορισμένα φαινόμενα, δπως καί τά νομοτε λειακά, τά άναγκαστικά· δεύτερο, πώς ή τυχαιότητα καί ή άνα γκαιότητα άποτελοΰν τέτοιες άντιθέσεις, πού είναι άλληλοσυνδεμένες καί περνούν άδιάκοπα ή μιά στήν άλλη δηλαδή πώς βρίσκονται σέ διαλεκτική ένόττητα άναμεταξύ τους. Ή ενότητα μεταξύ τυχαιότητα^ καί άναγκαιότητας διακαθορίζεται άπό τό γεγονός, δτι Γνα καί τό ϊδιο φαινόμενο συμμετέχει ώς συστατικό μέρος σέ δυό καί περισσότερες διαφορετικές, άνεξάρτητες ή μιά άπό τήν άλλη, καί ταυτόχρονα, αύτές καθαυτές, άναγκαστικές, δηλαδή νομοτελειακά συντελούμενες διαδικασίες. Στή μιά διαδικασία συμμετέχει ώς άναγκαστικός, νομοτελεια/κός, άναπόφευχτος κρίκος, ένώ στήν άλλη — ώς τυχαίο φαινόμενο. ’Ακρι βώς αύτό τό γεγονός κάνει δυνατή καί άναπόφευχτη τήν τυχαιό τητα καί τήν άναγκαιότητα νά άλλάζουν άδιάκοπα τΙς θέσεις τους —νά περνούν ή μιά στήν άλλη. Μά ή βαθύτερη βάση τής ένότητας μεταξύ τυχαιότητας καί. άναγκαιότητας είναι ή Ινότητα άνάμεσα στό ένικό καί στό γενικό. Υπογραμμίζοντας αύτή τήν ένότητα,ό Λένιν γράφει: «’Α κ ό μ η i δ ώ ύπάρχουν στοιχεία, σπέρματα τής έννοιας γιά ά ν α γ κ α ι ό τ η τ α , γιά τήν άντικειμενική συνάφεια στή Φύση κΧπ. Τυχαίο καί άναγκαστικό, φαινόμενο καί ούσία ύπάρχουν άκόμη έδώ, γιατί, δταν λέμε: Ό ’Iëiv είναι άνθρωπος, ή Ζιούτσκα είναι σκυλί, α ύ1. Στό Ιδιο, σελ. 36 - 37. (βλ. σημ., σελ. 380). 381
τ ό είναι φύλλο δέντρου κ.ά., άπορρίπτουμε μιά σειρά ένδείξεις ώς τ υ χ α ί ε ς , ξεχωρίζουμε τό ούσιαστικό άπό τό έπιφαινόμενο καί άντιπαραθέτουμε τό 2να στό άλλο. ...Ή φυσιογνωσία μάς δείχνει... τήν άντικειμενική Φύση στίς ϊδιες της Ιδιότητες, τή μετατροπή τοΟ ξεχωριστού σέ γενικό, τοϋ τυχαίου σέ Αναγκαστικό, τις μεταβάσεις, τις μεταγγίσεις, τήν άλληλοσυνάφεια τών αντιθέτων».1 I f άλλα λόγια, στό βαθμό πού τό τυχαίο φανερώνεται ώς κάτι ένικό, άτομικό, συνδέεται πάντα μέ τό γενικό, μέ τό νομοτελειακό, μέ τό άναγκαστικό. Καί άντίστροφα, στό βαθμό πού τό γενικό ύπάρχει στό ξεχωριστό, στό έ νικό ώς κομματάκι του, πλευρά ή ούσία, τό νομοτελειακό, τό *ναγκαστικό έμφανίζεται στό τυχαίο. IV αύτό δ Ένγκελς λέει, πώς ή τυχαιότητα άποτελεΐ «συμπλήρωμα καί μορφή φανερώμα τος* τής άναγκαιότητας.2 Ή μή κατανόηση τής διαλεκτικής ένότητας άποτελεΐ τήν κύρια πηγή τών παραπλανήσεων τόσο τοϋ φαταλισμοϋ, δσο καί τοϋ ίντετερμινισμοΰ στήν Ιστορία. Ένώ δ φα ταλισμός βλέπε: στήν Ιστορία μόνο τ ό γ ε ν ι κ ό , τό άναλκαστικό, τό άναπόφευχτο, δ ιντετερμινισμός βλέπει μονάχα τ ό έ ν ι κ ό , τό άτομικό, τό άνεπαονάληπτο. Γι’ αύτό στό βιβλίο του «Ιστορία τής Εύρώπης» δ X. Ά . Φίσσιερ γράφει, πώς δέ βλέπει τίποτε άλλο στήν ιστορία έκτός άπό «μιά ξαφνικότητα νά άκολουθεΐ άλλη, δπως τό κύμα άκολουθεΐ τό κύμα, μονάχα 2να μεγάλο γεγονός, πού άναφορικά μέ αύτό, μια καί είναι μοναδικό, δέν μπορεΐ νά ύπάρχουν κανενός είδους γενικεύεις»,3 ένώ δ ’Αϊνστάιν στό βιβλίο του «Ή Ιστορική άλλαγή» γράφει, πώς «μέ έξαίρεση τοϋ νόμου γιά τήν άλλαγή κανένας άλλος δέν ύπάρχει, οδτε καί μπορεϊ νά ύπάρχει».4 'Ομως είδαμε κιόλας, δτι οί κοινωνικοΐστορικοΐ νόμοι ύπάρ1. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 38ος, οελ. 359 - 360, (στά βοολγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλεχτές Επιστολές», σελ. 523, στά βουλγάρικα. 3. Παραθ. καί G. Barraclough, History in a Changing World, pp. 222 - 223. 4. Ibid., p. 223. 382
χουν έπίσης άντικειμενικά, δπως καί οί φυσικοί νόμοι. Τά κοινωνικοϊστορικά φαινόμενα είναι αίτιακά καθορισμένα καί οί αίτιες τους δέν ύπάρχουν στόν πνεύμα τών Ιστορικών προσωπικοτήτων, δπως Ισχυρίζεται 6 Κόλινγουουντ, άλλά ύπάρχουν άντικειιενικά. Ό βαθμός τής άνάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων κ αθ ο ρ ί ζ ε ι τόν χαρακτήρα καί τήν άνάπτυξη τών παραγωγικών σχέσεων. Ό χαρακτήρας τών παραγωγικών σχέσεων καί πρίν άπ’ δλα οί μορφές τής Ιδιοκτησίας πάνω στά μέσα παραγωγής κ αθ ο ρ ί ζ ο υ ν τήν ταξική καί γενικά τήν κοινωνική διίρθρωση τής κοινωνίας. Έ ταξική διάρθρωση τής κοινωνίας καί 6 συσχε τισμός τών δυνάμεων άνάμεσα στίς κοινωνικές τάξεις κ α θ ο ρ ί ζ ο υ ν τό πολιτικό σύστημα τής κοινωνίας. Ή άλλαγή τών πα ραγωγικών σχέσεων άναπόφευκτα σ έ ρ ν ε ι κατόπι της άντίστοιχη άλλαγή δλων τών ύπόλοιπων κοινωνικών σχέσεων, τής κοι νωνικής διάρθρωσης τής κοινωνίας, τοϋ πολιτικού της συστήματος, δλου τοϋ συστήματος κοινωνικών θεσμών καί όργανώσεων — κρά τος. έκκλησία, πολιτικά κόμματα, πολιτικά ιδρύματα κ.ά.,— τοϋ τρόπου ζωής, τών ήθών, δλης τής πνευματικής ζωής τής κοινω νίας,κ.&.. κ.&. 'Ολες αύτές οί σχέσεις είναι σχέσεις αΐτιακοσυνεπειακών έξαρτήσεων, αίτιακής καθοριστικότητας. 'Τπάρχουν Ιξω καί άνεξάρτητα άπό τή συνείδηση καί τή βούληση τών άνθρώπων καί κα θορίζουν τ!ς τάσεις τής Ιστορικής έξέλιξης τών άνθρώπων. ’Ακριβώς γιατί οί αΐτιακοσυνεπειακές, οί νομοτελειακές σχέ σεις τών κοινωνικοϊστορικών φαινομένων καί διαδικασιών ΰπάρχουν άντικειμενικά στήν Γδια τήν πραγματική κοινωνικοϊστορική ζωή, ό Μάρξ καί οί μαρξιστές δέν ύπάρχει λόγος νά τΙς άντλοΟν καί νά τΙς θεμελιώσουν μέ τή βοήθεια τοϋ κλασικοϋ ντετερμινισμού τοϋ Λαπλάς καί τών Γάλλων ύλιστών ή τοϋ ντετερμινισμού τής σύγχρονης τους φυσικής. Τις άνακάλυψαν καί έξακολουθοϋν νά τίς άνακαλύπτουν ώς άποτέλε<^ΐΛ τής μελέτης τής ϊδιας τής άντικειμενικής κοινωνικοϊστορικής πραγματικότητας. Γι’ αύτόν τόν λόγο δλες οί άπόπειρες τοϋ Πόπερ καί τών άλλων άντιπάλων τοϋ μαρξισμοϋ νά καπηλευτούν μέ τόν κλασικό ντετερμινισμό, μέ τόν ντετερμινισμό καί τόν ίνντετερμινισμό στή φυσική, νά τούς χρησι μοποιήσουν ώς έπιχείρημα ένάντια στό μαρξιστικό κοινωνικοϊστο383
ρικό ντετερμινισμό μένουν ξεκρέμαστες καί χάνουν κάθε άποδεικτική δύναμη. Σ’ δλους αύτούς τούς κριτικούς τοϋ μαρξιστικού κανωνικοϊστορικοϋ ντετερμινισμού θέλουμε νά ποΟμε: —άφήσετε καταμέρους τό ντετερμινισμό τοϋ Λαπλάς καί τό φυσικό ιντετερ μινισμό. “Οποιος θέλει νά άποδείξει είτε νά διαψεύσει τό μαρξιστι κό κοινωνικοϊστορικό ντετερμινισμό είναι ύποχρεωμένος νά στρα φεί πρός τήν πραγματική κοινωνικοϊστορική ζωή τών άνθρώπων καί νά άποδείξει τούς Ισχυρισμούς του μέ Αποδείξεις, άντλημένες άπό τήν ίδια τήν κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα. Hic Rhodus, hic saltus.* "Ομως Ακριβώς δταν άρχίσουν νά έπικαλοϋνται τήν πραγμα τική κοινωνικοϊστορική ζωή, οί άντίπαλοί μας δέν μπορούν νά πα ρουσιάσουν τίποτε άλλο έκτός άπό τριμμένους, χιλιάδες φορές ξαναειπωμένους, άλλά Ανυπόστατους, έπι/πόλαιους καί χωρίς καμιάν έπιστημονική καί πρακτικήν άξια ισχυρισμούς. Ό Κ. Πόπερ λέει, πώς δέν ύπάρχει καμιά Ιστορική Αναγκαιότητα, πώς στά Ανθρώ πινα Ιργα δλα είναι δυνατά, πώς άν παρατηρήσουμε μάλιστα τ! φανερώνεται σήμερα ώς Ιστορική τάση ή κατεύθυνση, δέν μπορού με νά ξέρουμε αν αύτό θά φανερωθεί κατά τόν ίδιο τρόπο αδριο. Μά αυτά είναι κούφια λόγια, γιατί δ Πόπερ δέν τά ύποστήριζε μέ καμιά άνάλυση κάπως σημαντικών κοινωνικοϊστορικών διαδικασιών, μέ κανένα είδος έπιχειρήμαχα. Οδτε δ Πόπερ, οδτε καί δποιοσδήποτε Αλλος άνθρωπος, τάξη, κόμμα ή λαός μπορεί νά δημιουργήσει Α νώτερες παραγωγικές σχέσεις, άν γι’ αύτό δέν 2χουν κιόλας δημιουργηθεΐ οί Αναγκαίες ύλικές προϋποθέσεις. Δέν μπορεί νά δημιουργηθεΐ σύγχρονη άστική ή σοσιαλιστική κοινωνία πάνω στή βάση τών παραγωγικών σχέσεων τής δουλοκτητικής κοινωνίας, δπως δέν μπορούν νά παλινορθωθούν ot δουλοκτητικές είτε οί φεουδαρχικές σχέσεις πάνω στή βάση τών σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων. Δέν μπορεϊ νά άλλαχτεΐ ή ταξική διάρθρωση τής Αστικής κοινωνίας, νά καταργηθούν οί ύπάρχουσες σ’ αύτήν βασικές τάξεις, ή έκμετάλλευση άνθρώπου άπό άνθρωπο, άν δέν καταργηθοΰν ot ύπάρχουσες μορφές Αστικής δδιοκττρίας πάνω στά μέσα παραγωγής καί δέν άντικατασταθοΰν άπό σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές. Κι’ αότό, βπως * ’Ιδού ή Ρόδος, (δού καί τό πήδημα (Σημ. t. M it.) 384
είναι γνωστό, δέν μπορεϊ νά γίνει μονάχα μέ γράψιμο βιβλίων, μέ ήθ'.κο&δασκαλίες καί. έκκλήσεις, άλλά μονάχα μέ τή βοήθεια καιθορ-.σμένων πρακτικών ένεργειών άπό μέρος καθορισμένων κοινωνι κών δυνάμεων για τήν άλλαγή τοϋ συστήματος πού ύπάρχει, δηλα δή διαμέσου τής πρακτικής έφαρμογής καθορισμένων αΐτιακοσυνεπειακών σχέσεων. Ά ν αύτές οί δυνάμεις καί οί άντίστοιχες ένέργειές τους δέν ύπάρχουν, τότε καμιά ούσιαστική άλλαγή δέ θά έπέλθει καί δέν μπορεϊ νά έπέλθει στό άστικό σύστημα πού ύπάρχει, για τί αύτές οί δυνάμεις καί ένέργειες άπστελοϋν άντικειμενική καί άναγκαστική αΙτία γιά τόν έρχομό τών προαναφερμένων άλλαγών. Καμιά προσωπικότητα και καμιά γενιά δέν μπορεϊ νά έκλέξει κα τά τήν βούλησή της τΙς κοινωνικοϊστορικές συνθήκες, πού βρίσκουν κατά τήν έμφάνισή τους, ή νά καταργ-ήσουντήν έξάρτησή τους άπ’ αύτές τΙς συνθήκες. Γι’ αύτό μποροϋμε νά είμαστε έντελώς πεπει σμένα, πώς οί άνθρωποι, οί γενιές καί 8r a p ’ άπό ?να χρόνο, καί υστερ’ άπό έχατό, κα! ύστερ’ άπό χίλια χρόνια —πάντα θά προ βαίνουν στή σκηνή τής Ιστορικής τους ζωής κάτω άπό κοινωνικοΐστορικές συνθήκες πού δέν τΙς διάλεξαν οί Γδιοι, μά πού τις βρή καν, που τις κληρονόμησαν άπό τις προηγούμενες γενιές. Μπο ρούμε νά είμαστε άπόλυτα πεπεισμένοι, πώς !ν υστερ’ άπό πέντε, δέκα, πενήντα ή περισσότερα χρόνια οί σημερινές μορφές Ιδιοκτη σίας πάνω στά μέσα ύπαρξης στήν ’Αγγλία δέν καταργηθοϋν καί δέν άντικατασταθοΟν άπό νέες, σοσιαλιστικές μορφές, αύτή καί τό τε θά είναι δχι άλλη, παρά άκριβώς ή κεφαλαιοκρατική, άστική ’Αγγλία κ.ά.
25
385
Ιστορική άναγκαιότητα, συνειδητή δράση καί ίστορική εύθύνη. Τό γεγονός δτι ot ιδέες, ή βούληση τά αισθήματα, τα πάθη, μέ λίγα λόγια ή ψυχολογία καί ή συνείδηση τών άνθρώπων, πάντοτε ήταν, είναι καί θά είναι ενας πραγματικός συντελεστής στήν κοινωνικοϊστορική ζωή, χρησιμοποιείτο* άπό τούς άντιπάλους τοϋ μαρ ξισμού καί γενικά άπό τους Ιδεαλιστές καί τούς Ινντετερμινιστές ώς «τό σοβαρότερο έπιχείρημα» ένάντια στόν κοινωνικοϊστορικό ντετε ρμινισμό, ένάντια στή μαρξιστικολενινιστική διδασκαλία για τήν ύπαρξη άντικειμενικών κοινωνικοϊστορικών νόμων. Έτσι, λογου χάρη, δπως κιόλας άναφέραμε, κατά τή γνώμη τοΟ Κ. Γιάσπερς τα φυσικά φαινόμενα καί διαδικασίες ξετυλίγονται νομοτελειακά, για τί στή Φύση δλα γίνονται «μόνον άσύνειδα». Στήν ιστορία τής κοι νωνίας. δμως, δέν ύπάρχουν καί δέν μπορεΐ νά ύπάρχουν νόμοι, για τί οί άνθρωποι κάνουν τήν ιστορία τους «διαμέσου τών έλευθέρων πράξεων καί τής δημιουργικότητας τοϋ πνεύματός τους». Μ’ άλλα λόγια, κατά τή γνώμη τοϋ Γιάσπερς, ή συνειδητή καί ή έλεύθερη δράση τών άνθρώπων, άπό τή μιά, καί ή ύπαρξη άντικειμενικών κοινωνικοϊστορικών νόμων, άπό τήν άλλη, άποτελοϋν άσυμβίβαστα, άλληλοαποκλειόμενα. πράγματα. Προτοϋ να προχωρήσουμε στήν κριτική έξέταση αύτών τών Αντιρρήσεων, σκοπεύουμε νά σταθοΟμε σέ μιά λαθεμένη άποψη πά νω σέ τοϋτο τό ζήτημα, πού τήν ύποστηρίζουν όρισμένοι μαρξιστές συγγραφείς. ’Ιδιαίτερα ώς τίς άρχές τής δεκαετίας 1950-1960 άπαντιόνταν πολύ συχνά στή μαρξιστική φιλολογία ή άποψη, πώς στήν κοι
νωνία, ή τουλάχιστο στή σοσιαλιστική κοινωνία, οί νόμ/κ δρουν διαμέσου τής συνειδητής δράσης τών άνθρώπων, δτι στή σοσιαλι στική κοινωνία Ιχουν «συνειδητό χαρακτήρα», δηλαδή φανερώνον ται καί Ιπιβάλλονται μονάχα διαμέσου τής συνειδητής, τής έμπρόθετης καί τής σχεδιομετρικής δράσης τών άνθρώπων καί κατ’ αυ τόν τόν τρόπο Ιξαφανίζονται σχεδόν κάθε λσγής ίχνη αόθορμητισμοΰ στό φανέρωμα καί στή δράση τους. Στίς τελευταίες δυό δε καετίες αύτή ή άποψη ύποβλήθηκε σέ όλόπλευρη καί ΐπιχειρηματολογημίνη κριτική στή μαρξιστική φιλολογία ιδιαίτερα στή Σο βιετική Ένωση. Καί παρ’ δλ’ αύτά, στή μιά ή στήν άλλη μορφή, τούτη ή άποψη έξακολουθεΐ νά ύπαστηρίζεται άπό μερικούς μαρ ξιστές συγγραφείς ίσαμε τώρα. Έτσι, λοχουγάρη, στό πρόσφατα Ικδομένο βιβλίο τοΰ Ό . Ί . Τζιόεφ μέ τίτλο «Ή φύση τής Ιστορι κής άναγκαιότητας» διαβάζουμε: «ή ιστορική άναγκαιότητα δέν πραγματοποιείται χωρίς τή συμμετοχή ττ)ς βούλησης τών άνθρώ πων».1 «Γιά νά πραγματοποιηθεί ή ιστορική άναγκαιότητα, πρέ πει αύτή νά συνειδητοποιηθεί, οί άνθρωποι πρέπει ν’ άποφασίσουν νά τήν πραγματοποιήσουν. Τό πόσο γρήγορα θά συνειδητοποιηθεί ή Ιστορική άναγκαιότητα καί τό πόσο γρήγορα θ’ άποφασίσουν οι άνθρωποι νά τήν πραγματοποιήσουν Ιξαρτιέται άπό τή βούληση καί τή συνείδηση τών άνθρώπων».2 Αύτό σημαίνει, πώς άν οί άνθρωποι δέ συνειδητοποιήσουν καί δέν θελήσουν νά συνειδητοποιήσουν τήν Ιστορική άναγκαιότητα, άν δέν θελ·ήσουν καί. δέν άποφασίσουν νά τήν πραγματοποιήσουν, δέ θά πραγματοποιηθεί. Αύτό σημαίνει πώς ή πραγματοποίηση τής ιστορικής άναγκαιότητας, δηλαδή τών ιστορικών νόμων, τών φα νερωμάτων καί τών ένεργειών τους, πού διαμέσου τους αύτοί πρα γματοποιούνται, δέν είναι άνεξάρτητοι άπό τή συνείδηση, τή βού ληση καί τις έπιθυμίες τών άνθρώπων άλλά άκριβώς τό άντίστροφο. Φρονούμε πώς μια παρόμοια άποψη είναι λαθεμένη. Ά,τ-.φά σκει στή μαρξιστική διδασκαλία γιά τόν άντικειμενικό χαρακτήρα 1. Ό , Ί . Τζιόεφ, Ή Φύση τής Ιστορικής άναγκαιότί|*ας. Έκδ. «Μετσνιερεμπά», Τυφλίδα, 1967, σελ. 27, (στα ρωσικά). 2. Στό Ιδιο, σελ. 27 - 28. 387
τών κοινωνικοϊστορικών νόμων καί- τής δράσης τους. "Οπως κιόλας άναφέραμϊ, δ Μάρξ λέει πώς οί νόμοι, πού διευθύνουν τή φυσικοϊστορική διαδικασία «δχι μονάχα είναι άνεξάρτητοι άπό τή βούληαη, τή συνείδηση καί τΙς προθέσεις τών άνθρώπων, άλλά, άπεναντίας, καθορίζουν μάλιστα τή βούληση, τή συνείδηση καί τΙς -ροθέσε-.ς τους». δτ·. «α ύ τ ο ί ο ί ν ό μ ο ι » καί « τ ά σ ε ι ς » «δρουν καί έπιβάλλονται μέ σιδερένια άναγκαιότητα», πώς δ κοινων.κοϊστορικός νόμος «έπιβάλλεται βίαια ώς ρυθμιστικός φ υ σ ι κ ό ς νόμος... τό ίδιο δπως έπιβάλλεται δ νόμος τής βαρύτητας, δταν τό σπίτι γκρεμίζεται πάνω στό κεφάλι κάποιου». "Ως τήν άνακάλυψη τών κοινωνικοϊστορικών νόμων άπό τό μαρξισμό χιλιετηρίδες κατά σειρά οί άνθρωποι δέν ήξεραν τίποτε ή πάρα πολύ λίγα για τήν ύπαρξη καί τή δράση τών άντικειμενικών Ι στορικών νόμων καί αναγκαιοτήτων. Άλλά τοϋτοι οί νόμοι καί άναγκαιότητες δέν περιμένανε τούς άνθρώπους νά τούς άνακαλύψουν, να τούς συνειδητοποιήσουν καί νά καταλάβουν, νά άποφασίσουν νά πρα γματοποιήσουν ή νά μήν πραγματοποιήσουν τΙς δράσεις καί τίς άπαιτήσεις τους καί μονάχα τότε ν’ άρχίσουν νά δροΟν καί νά έπιβάλλονται. ’Απεναντίας, δροΟσαν, δροϋν και έπιβάλλονται, άδιάφορο iv ot άνθρωποι ξέρουν στό βαθμό πού ξέρουν καί άν ξέρουν γενικά γιά τήν δπαρξη καί δράση τους, καί στήν Ιστορική τους δράση ύποτάσσονταν στις άπαιτήσεις αύτών τών νόμων, ίτσι δπως δ ήρωας τοδ Μολιέρου δλάκερη ζωή μιλούσε "πεζά, χωρίς νά ύποψιάζεται πώς μιλοϋσε άκριβώς πεζά. Ή βάση καθόριζε καί καθορίζει τό έπακοδόμημα, τό κοινωνικό είναι καθόριζε καί καθορίζει τήν κοινωνική συνείδη ση, χωρίς νά περιμένει νά συνειδητοποιηθεί άπό τούς άνθρώ πους καί μάλιστα ένάντια στή βούλησή τους. Έ έμφάνιση τών κοι νωνικών τάξεων καί, μαζί μ’ αύτό, ή έμ/ράνιση τοΟ νόμου γιά τήν ταξική πάλη καί ή δράση του όφείλετα* δχι σέ κάποιαν άπόφαση τών άνθρώπων, άλλα άνεξάρτητα άπό τή συνείδηση καί βούλησή τους καί μάλιστα ένάντιά τους. ’Απεναντίας, αύτός δ νόμος ύπότασσε στή δράση του τόσο τή συνείδηση, δσο κα! τή βούληση τών άνθρώπων. Οί οικονομικές κρίσεις, πού συγκλονίζουν περιοδικά τόν κεφαλαιοκρατικό κόσμο, άπό τή μιά, καί οί δυσαναλογίες, πού παρουσιάζονται στήν άνάπτυξη τών διάφορων κλάδων τής έθνικής οικονομίας τών σοσιαλιστικών χωρών, άπό τήν άλλη, άποτελοϋν 388
έτερότυπα φαινόμενα, πού συνδέονται μέ τή δράση διάφορων νό μων. Είναι ζήτημα βμως άν θά καταπιαστεί κάποιος στά σοβαρά νά άποδείξει, -ώς αύτοί ot νόμοι πραγματοποιούνται κατά τήν βούληση τών άνθρώπων, πού ή δραστηριάτητά τους όδήγησε στήν πραγματο ποίησή τους. Είναι άλήθεια πώς δλα στήν ιστορία πραγματοποιούνται δια μέσου τής δράσης τών άνθρώπων, δπου συμμετέχουν μέ τή συνείδη ση, τή βούληση, τά αιτήματα, τα πάθη τους κ.ά., ένώ οί νόμα τής ιστορίας δέν είναι τίποτε άλλο παρά νόμοι τής ίδιας τους τή; ιστορι κής δράσης. Οί άνθρωποι μονάχοι κάνουν τήν ιστορία τους καί με τέχουν στήν ιστορική τους δημιουργικότητα μέ τή συνείδηση, τή βούληση, τά αισθήματα, τα πάθη τους κ.ά., μά δέν τήν κάνουν, δπως ισχυρίζεται ό Γιάσπερς, διαμέσου τών έλεύθερων πράξεων καί τής δημιουργικότητας του πνεύματός τους, δηλαδή ανεξάρτητα άπό τίς άντικειμενικές ύλικές συνθήκες, άπό τούς άντικειμενικούς νόμους τής ιστορίας. «Οί άνθρωποι δημιουργούν τήν ίδια τους τήν ιστορία, τήν δημιουργούν, δμως, δχι δπως τούς άρέσει, δχι μέσα σέ συνθή κες πού οί ίδιοι διαλέγουν, άλλά μέσα σέ συνθήκες πού ύπάρχουν ά μεσα, πού είναι δοσμένες καί πού κληροδοτήθηκαν άπό τό παρελ θόν».1 Οί άνθρωποι δέν μπορούν έλεύθερα νά διαλέγουν τίς παραγω γικές τους δυνάμεις, πού σχηματίζουν τή βάση όλάκερης τής ιστο ρίας τους, δέν μπορούν έλεύθερα νά διαλέγουν τή μια ή τήν άλλη μορφή τής κοινωνικής τους ζωής. Είναι άλήβεια πώς κάθε νέα γε νιά μεταβάλλει περισσότερο ή λιγότερο τΙς κληρονομημένες άπό τις προηγούμενες γενιές παραγωγικές δυνάμεις, παραγωγικές σχέ σεις, μορφές τής κοινωνικής ζωής, ιδέες, άντιλήψεις, έπιστήμη, τέχνη κ.ά. Μά δέν μπορεΐ νά τις μεταβάλλει αύθαίρετα. Οί κλη ρονομημένες άπό τίς προηγούμενες γενιές παραγωγικές δυνά μεις, παραγωγικές σχέσεις καί άλλες κοινωνικοΐστορικές συνθή κες π (· ; ο γ ρ ά φ ο υ ν στή νέα γενιά «τούς ίδιους τους τούς δρους ζωής καί τής προσδίνουν καθορισμένη έξέλιξη, Ιδιαίτερο χαρα κτήρα».2 Καθορίζουν καί τά Ιστορικά καθήκοντα καί τούς ίστορι1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έ ργα, τόμος 1ος, σελ. 273, (στά βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 39, (στά βουλγάρικα).
κούς σκοπούς, πού οί άνθρωποι βάζουν γιά λύση. Γιατί «'Ενας κοι νωνικός σχηματισμός ποτέ δέν έξαφανίζεται προτοϋ άναπτυχτοΟν δλες οί παραγωγικές δυνάμεις, πού μπορεί να χωρέσει, καί νέες, άνώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δέν έμφανίζονται προτοϋ ώριμάσουν οί ύλικοΐ δροι τής ύπαρξή τους μέσα στούς κόλπους τής ίδιας τής παλιάς κοινωνίας. Γι’ αύτ6 ή άνθρωπότητα βάζει πάντα μπροστά της μόνον έκεΐνατά καθήκοντα πού μπορεί νά έκπληρώσει, γιατί μέ μια προσεκτικότερη έξέταση γίνεται πάντα φανερό, πώς τό Γδιο τό καθήκον ξεπηδάει μόνον δταν οί ύλικοί δροι γιά τήν έκπλήρωσή του υπάρχουν κιόλας ή τουλάχιστο βρίσκονται στήν πο ρεία τοϋ γίγνεσθαι».' Αύτό δέ σημαίνει καθόλου πώς ξεχωριστές προσωπικότητες, κόμματα, πολιτικά κινήματα, κοινωνικές τάξεις καί δλόκληροι λα οί δέν μποροϋν νά βάλουν μπροστά τους ούτοπικά, μή πραγματικά, παραισθησιακά, τυχοδιωχτικά, άκόμη καί ξέφρενα καθήκοντα καί ξέφρενους σκοπούς. Δυστυχώς ή ιστορία μάς προσφέρει πάρα πολ λά τέτοια παραδείγματα. Μά, πρώτο, άν κάνουμε μιά προσεκτικό τερη ανάλυση άποδείχνεται πώς παρόμοια καθήκοντα καί παρόμοι οι σκοποί δέν άποτελοϋν γέννημα τοΰ καθαροϋ παιχνιδιού τής φαν τασίας ή κάποιας άπόλυτα έλεύθερης βούλησης, άλλά διακαθορίζονται πάλι άπό κοινωνικοϊστορικά γεγονότα καί διαδικασίες πού ύπάρχουν πραγματικά. Ή τυχοδιωχτική καί Ιγκληματική πολι τική τοΰ Χίτλερ, δπως καί ή τυχοδιωχτική πολιτική τής Ιμπερια λιστικής άντίδρασης στίς HUA, στή Δυτική Γερμανία καί σ’ άλ λες ιμπεριαλιστικές χώρες διακαθορίζονται άπό τήν κοινωνική φύ ση τής ίδιας τής ιμπεριαλιστικής άστικής τάξης. ’Αλλά άκριβώς ή χρεοκοπία καί συχνά οί τραγικές συνέπειες άπό τέτοια καθήκοντα καί τέτοιους σκοπούς δείχνουν άκόμη μιά φορά πώς οί άντικειμενικοί νόμοι τής ιστορίας δέν μποροΰν νά περιφρονοϋνται καί νά ποδοπατιοΰντα* άτιμώρητα. Άλλα μήπως δλ’ αύτά δέ σημαίνουν δτι, ξεκινώντας άπό τήν άναγνώριση τής ύπαρξης άντικειμενικών κοινωνικοϊστορικών νομο τελείων, δ κανωνικοϊστορικός ντετερμινισμός τοϋ μαρξσιμοϋ κάνει 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος 1ος, σελ. 408, (στά βουλγάρικα^.
περιττό τό ρόλο καί τή σημασία τής συνειδητής δράσης τών Ανθρώ πων. τής βούλησής τους, τής δυνατότητάς τους έλεύθερα νά διαλέ γουν καί νά δροΟν, μήπως δέν άνάγει, μ’ αύτόν τδν τρόπο, τήν Ιστο ρία σέ μια αύτόματα ξετυλιγόμενη διαδικασία δπου οί Ανθρώπινες προσωπικότητες, τάξεις, λαοί άποτελοϋν τυφλά δργανα τής ιστορι κής Αναγκαιότητας πού δρά αυθόρμητα; Μήπως δέν είναι αύτό μιά φαταλιστική άντίληψη τής ιστορίας; Τό νά κατηγορούν τδ μαρξισμό - λενινισμό γιά παρόμοια Αμαρ τήματα Αποτελεΐ Αγαπημένη άσχολία σχεδόν δλων τών Αντιπάλων του. Έτσι, λογουχάρη, δ Μπάρλιν Ισχυρίζεται πώς κάθε ντετερμι νισμός καί Ιδιαίτερα μαρξιστικός ύποστηρίζει τάχα, πώς τά ιστορι κά γεγονότα Ιγιναν δπως Ιγιναν, γιατί άλλιώς δέ θά μποροΟσαν νά γίνουν 3τ·. οί Ανθρωποι δροΟσαν καί· δροΟν δπως δροϋσαν καί δπως δροΰν, γιατί άλλιώς δέ μπορούσαν νά δροΟν. Μ’ αύτόν τόν τρόπο δ μαρξιστικός «Ιστορικός ντετερμινισμός» άποκλείει τάχα «τήν έλευθερία τής προσωπικότητας νά διαλέγει» καί «τήν προσωπική ευθύνη», μεταθέτει δλη τήν εύθύνη γιά δλα δσα γίνονται στήν ίστορία πά νω στήν πλάτη τών ύλικών συντελεστών καί τών άντικειμενικών νομοτελειών. "Οπως έχουν τά πράγματα, καταλήγει δ Μπάρλιν, «τδ νά έπικρίνεις ή νά έπαινεΐς, νά έξετάζεις δυνατές διαζευτικές λύσεις γιά κινήσεις δράσης, νά άφορίζεις ή νά συγχαίρεις Ιστορικές μορφές γιά τΙς ένέργειές τους, μετατρέπεται σέ παράλογη δρά ση».1 ’Εφόσον έχουμε κιάλα μεταθέσει τήν ύπευθυνότητα άπό τΙς πλάτες τών προσωπικοτήτων πάνω στήν αίτιακή εΓτε στήν τελεολο γική δράση θεσμών καί πολιτισμών ή ύλικών συντελεστών, τί θά σήμαινε νά έπικαλεστοϋμε τή συμπάθεια ή τήν αίσθησή μας γιά ιστο ρία;».2 Καί δ Μπάρλιν αισθάνεται Αληθινή φρίκη, δταν σκεφτεΐ μο νάχα τί θά συνέβαινε στόν «κόσμο μας», «άν δ κοινωνικός καί δ ψυχο λογικός ντετερμινισμός έδραιωθοΰν ώς γενικά παραδεκτή άλήθεια». Τότε, κατά τή γνώμη τοϋ Μπάρλιν, «δ κόσμος μας θά μετασχηματί ζονταν πολύ πιό ριζοσπαστικά, άπ’ δσο μετασχηματίστηκε δ τελεολο 1. I. Berlin, Historical Inevitability, pp. 20 - 26. 2. Ibid., p. 28
391
γικός κόσμος τών κλασικών χρόνων ή τοϋ Μεσαίωνα διαμέσου τοϋ θριάμβου τών μηχανικών άρχών ή αύτών τής φυσικής έπιλογής. Οί λέξεις μας — οί δικές μας μορφές δμιλίας καί νόησης— θά μετασχη ματίζονταν κατά κυριολεχτικά άφάνταστους τρόπους: οί Ιννοιες για έκλογή, γιά έμπρόθετη δράση, γιά ευθύνη, έλευθερία, είναι τόσο βα θιά ριζωμένες στήν κοσμοαντίληψή μας, ώστε ή νέα μας ζωή, ώς ζωή ζωντανών ύπάρξεων σ’ εναν κόσμο, δπου τοϋτες οί έννοιες λεί πουν, κατά τή γνώμη μου, μπορεΐ κυριολεκτικά νά μή κατανοηθεϊ άπό μ ά ς . ’Αλλά παρ’ δλ’ αυτά —βιάζεται νά καθησυχάσει τούς άναγνώστες του δ Μπάρλιν— δε χρειάζεται νά άνησυχοϋμε τόσο πολύ. Μιλούμε μονάχα γιά ψευτοεπι-στημονικά Ιδανικά, δεν πρόκειται γιά τήν πραγματικότητα. ’Αποδείξεις γιά £ναν καθολικό ντετερμινισμό λείπουν καί άν ύπάρχει μιά σταθερή τάση νά πιστεύουμε σέ αύτόν, τοϋτο όφείλεται μάλλον σέ Ινα «γνωστικό» ή μεταφυσικό ιδανικό».1 'Οταν διαβάζεζι κανείς αύτούς'τούς άγωνιώδικους συλλογισμούς τοϋ όξφορδιανοϋ φιλόσοφου, δύσκολα μπορεΐ νά καταλάβει ποϋ τελει ώνει ή παιδική άφέλεια καί πού άρχίζει ή βλακεία. 'Ενα, δμως, εί ναι βέβαιο, πώς δ Μπάρλιν δέν ίχει Ιντελώς καθόλου αίσθηση οδτε τής Ιστορίας, οδτε τής πραγματικότητας. Καί άν δέν ήταν στήν ’Αγγλία καί στόν κεφαλαιοκρατικό κόσμο «δημοφιλής καί πολυδιαβασμένος συγγραφέας»2, δέ θ’ άσχολούμασταν μέ τά γραφόμενά του. Άκόμη καί άν συμφωνήσουμε μέ τόν ίδεαλιστικό καί παιδιά στικα άφελή ισχυρισμό τοϋ Μπάρλιν, δτι οί ιδέες, οί «άρχές» μπο ροϋν νά μετασχηματίσουν δλάκερες Ιστορικές έποχές, μέ κ/χνέναν τρόπο δέν μποροϋμε νά καταλάβουμε πώς «οί μηχανικές άρχές ή αύτές τής φυσικής έπιλογής» μπόρεσαν νά μετασχηματίσουν «τόν τελεολογικό κόσμο τών κλασικών χρόνων ή τοϋ Μεσαίωνα». Για τί οί «κλασικοί αιώνες» είχαν «μετασχηματιστεί» άπό τό Μεσαίω να πού ή ιδεολογία του ήταν καί παραμένει κλασικό πρότυπο τής θεολογικής καί τελεολογικής Ιδεολογίας. Αύτή ή ιδεολογία μετα σχημάτισε Ιτσι τήν ιδεολογία τών άρχαίων Ελλήνων καί Ρωμαίων, 1. 1. Berlin, Historical Inevitability, p. 75. 2'· G, Care, What is History, p. 92.
392
ώστε δέν &ψησε τίποτε άπό τΙς «μηχανικές άρχές» της —δηλαδή άπό τόν ύλισμόκαί τό ντετερμινισμό τών άρχαίων Ελλήνων καί Ρω μαίων. IV αύτό πάλι μετάτρεψε σέ ΰψιστα καί άλάθητα δόγματα τΙς ίδεαλιστικές, τΙς μεταφυσικές, τ)ς θεολογικές καί τΙς τελεολογι κές άντιλήψεις τοϋ ’Αριστοτέλη, τοΟ Πλάτωνα, τοΟ Πλωτίνου, τών στωϊκών κ.ά. Οί άστικές έπαναστάσεις πάλι μετασχημάτισαν τόν Μεσαίω να, δηλ. τό φεουδαρχικό σύστημα σέ κεφαλαιοκρατικό. "Οταν δμως, δ Δαρδίνος διατύπωσε τις άρχές τής φυσικής έπιλογής στό μνηυ.αώδικο Ιργο του «Καταγωγή τών ειδών», πού έκδόθη*ε για πριότη φορά τό 1859, ό Μεσαίωνας άπό καιρό είχε μετασχηματι στεί καί τό κεφαλαιοκρατικό σύστημα είχε νικήσει στά κύρια φρού ρια τοϋ ^εουδαρχισμοϋ. Συνάμα, δπως είναι γνωστό, ό νταρβινισμίς άκόμη άπό τήν έμφάνισή του συνάντησε άγρια άντίσταση άπό τήν πλευρά τής έπίσημης άστικής έπιστήμης καί πολύν καιρό έπρεπε w διεξάγει άγώνα για τήν ύπαρξή του. ’Αξιοσημείωτο είναι έπίση; καί τό γεγονός δτι πολύν καιρό πρίν άπό τόν Δαρβίνο, ό Μάλθους είχε δημιουργήσει τήν δική του θεωρία γιά τό λαοπληθυσμό, ώς οίκονομική καί κοινωνιολογική θεωρία, δπου κεντρική θέση κατέχει ή άρχή γιά τόν «άγώνα ύπαρξης», έφαρμοσμένη στήν άνθρώπινη κοινωνία. Μά τούτη ή θεωρία δέν ήρθε νά μετασχηματήσει τό κεφαλαιοκρατικό σύστημα πού ύπήρχε πιά, μά νά τό νομι μοποιήσει. Αύτή ή ίδέα ήταν άντανάκλαση τών λυκίσιων νόμων καί άρχών τοΟ καπιταλιστικού συστήματος, πού άπορρέουν άπό τήν ί δια του τή φύση καί πού ό Μάλθους άπλά έ β γ α λ ε άπό τήν καπιταλιστική πραγματικότητα, γιά νά τούς παρουσιάσει ώς «αι ώνιους», «φυσικούς» νόμους κα! άρχές. Είναι άλήθεια πώς οί «μηχανιστικές» δηλαδή οί μηχανιστικοϋλιστικές καί οί ντετερμινιστικές άντιλήψεις διαδραμάτισαν με γάλο ρόλο στήν Ιδεολογική προετοιμασία καί διεξαγωγή τών άστικών επαναστάσεων. Μπαίνει, δμως, τό έρώτημα, γιατί τούτες οί άντιλήψεις σημείωσαν τή μεγαλύτερη άνθιση στήν ’Αγγλία τό δέκατο έβδομο αΙώνα, στή Γαλλία τό δέκατσν δγδοο αΙώνα, στή Γερ μανία τό δέκατον ένατο αίώνα κ.ά. Γιατί άκριβώς έκεΐνο τό καιρό οί Ολιστικές διδασκαλίες τοϋ Δημόκριτου, τοϋ ’Επίκουρου, τοϋ Αουκρήτου καί άλλων άρχαίων φιλοσόφων είχαν βγει άπό
τή μακραίωνη λήθη, δπου τούς είχε καταδικάσει 6 Μεσαίω νας, καί ίγιναν ξανά Επίκαιρες. ’Επειδή πολύν καιρό πρίν άπ’ αύτό ατούς κόλπους τής ϊδιας τής φεουδαρχικής κοινω νίας είχαν γίνει κιόλας καί έξακολουθούσαν νά γίνονται βα θιές κοινωνικοϊκονομικές άλλαγές. Είχε έμφανιστεΐ κα'ι άναπτυσσόταν άκράτητα ?νας νέος τρόπος παραγωγής — δ κεφα λαιοκρατικός, καί μ:ά νέα κοινωνική τάξη— ή άστική τάξη. Έ έμφάνιση, ή διάδοση καί δ ρόλος τών Ολιστικών καί τών ντετερμινιστι/.ών άντιλήψεων δ ι α κ α θ ο ρ ί σ τ η κ α ν ακριβώς άπ’ αύτές τις κοινωνικοοικονομικές άλλαγές. Μετατράπηκαν σέ άπαραίτητο Ιδεολογικό δπλο τής νέας τάξης, γιά άγώνα ένάντια στή θεολογική καί τελεολογική ιδεολογία τού φεουδαρχισμού καί τής ’Εκκλησίας. Δηλαδή οί «μηχανικές άρχές» κλήθηκαν μόνες στή ζωή άπό τήν αύθόρμητα άρχινημένη καί συντελούμενη άντικειμενική κοινωνικοοικονομική διαδικασία μετασχηματισμού τής φεουδαρχι κής κοινωνίας σέ κεφαλαιοκρατική, πού ot άστικές έπαναστάσες τήν τελειώσανε μέ τό θρίαμβο τού καπιταλισμού ένάντια στό φεουδαρχισμό. Συνεπώς δχι ot «μηχανιστικές» ή κάποιες άλλες άρχές |ΐετχσχη μάτισαν τή φεουδαρχική κοινωνία σέ καπιταλιστική, άλλά οί νομο τελειακά ξετυλιγόμενες μέσα στήν Γδια τή φεουδαρχική κοινωνία κοινωνικοοικονομικές διαδικασίες καί ot πρακτικές έπαναστατικές ένέργειες τών λαϊκών μαζών, καθοδηγημένων άπό τήν έπαναστατική, έκεΐνο τόν καιρό, άστική τάξη. ’Αλλά τό άναμφισβήτητο γεγονός δτι οί «μηχανιστικές άρχές» διαδραματίσανε σπουδαίο ρόλο στήν ιδεολογική προετοιμασία καί <πή διεξαγωγή τών άστικών έπαναστάσεων, δτι άκριβώς α ύ τ έ ς, καί δχι οί θεολογικές, ot τελεολογικές καί ot ίντετερμινιστικές άρ χές άποδείχτηκαν τό πιό άποτελεσματικό Ιδεολογικό δπλο τών ά στικών έπαναστάσεων, δείχνει κιόλα πώς ό ύλισμός καί 6 ντετερμι νισμός δχι μονάχα δέν άρνούντοκ τΙς Ιννοιεςγιά έκλογή, γιά έμπρόθετη δράση, γιά εύθύνη, γιά λευτεριά κΑ., δχι μονάχα δέν άρνιούνται τό δικαίωμά μας νά έπικρίνουμε ή νά έπαινούμε, δχι μονάχα δέν καθηλώνουν τήν ίντονη, τήν έπαναστατική δράση, μά άκριβώς τό άντίθετο. Ή ιστορία άποδείχνει κατηγορηματικά πώς άκριβώς δ ύλισμό; κα). ό ντετερμινισμός χρησίμεψαν πάντα ώς ιδεολογική
394
βάση κάθε έπαναστατικής δράσης, ένώ ή θεολογία, ή τελεολογία, δ ίνντετερμινισμός m l γενικά ό Ιδεαλισμός κατά κανόνα χρησίμευαν καί χρησιμεύουν τώρα ώς Ιδεολογικό δπλο τών Αντιδραστικών, τών συντηρητικών καί τών άντεπαναστατικών τάξεων καί κινημάτων; πού Ιπιδιώκουν μέ κάθε τρόπο νά περιορίζουν καί να καθηλώνουν τήν Ιντονη καί Επαναστατική Ιστορική δράση τών μαζών, νά τΙς άπομακρύνουν άπό τήν ενεργητική συμμετοχή στήν κοινωνικοϊστορική ζωή, νά διαφυλάξουν άναλλοίωτο τό σύστημα πού ύπάρχει. Μά μήπως τό σύνθημα, πού δψωσε ή άστική έπανάσταση : «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα» δέ γεννήθηκε δχι πάνω σέ άλλο Ιδεολογικό Ιδαφος, άλλα πάνω στό Ιδαφος τοϋ ύλιστοϋ καί τοϋ ντετερμινισμό!}; Γι’ αύτόν τδν λόγο δέν είναι καθόλου τυχαίο πώς ot διαφορετι κές σοσιαλιστικές καί κομμουνιστικές διδασκαλίες καί κινήματα Iπίσης έμφανίστηκαν πάνω στό Ιδεολογικό Ιδαφος τοϋ ύλισμοϋ καί τοϋ ντετερμινισμού. «Παρόμοια μέ τό Φόϊερμπαχ στόν θ ε ω ρ η τ ι κ ό τομέα —γράφει 6 Μάρξ— ό γαλλικός καί. ό άγγλικός σ ο σ ι α λ ι σ μ ό ς καί κ ο μ μ ο υ ν ι σ μ ό ς στόν π ρ α κ τ ικ ό τομέα ήταν έκφραστής τοϋ ύ λ ι σ μ ο ϋ , πού συνέπιπτε μέ τόν ά ν θ ρ ω π ι σ μ ό».1 Παραπέρα 6 Μάρξ σημειώνει πώς ύπάρχουν δυό ρεύματα τοϋ γαλλικοϋ ύλισμοϋ καί γράφει: «"Οπως ό καρτεσιανικός ύλισμός χύνεται κυριολεκτικά στή φ υ σ ι ο γ ν ω σ ί α , Ιτσι τό άλλο ρεϋμα χύνεται άμεσα στό σ ο σ ι α λ ι σ μ ό καί • στ όν κ ο μ μ ο υ ν ι σ μ ό».2 ’Ακόμα πιό άξιοσημείωτο είναι τό γεγονός δτι ή Ιδεολογία τής σοσιαλιστικής έπανάστασης, τοϋ έπαναστατικοϋ έργατικοϋ κινήμα τος —ό έπιστημονικός σοσιαλισμός καί κομμουνισμός— έχει γιά θεωρητική της βάση έπίσης τόν ύλισμό καί τό ντετερμινισμό, μά Iναν ποιοτικά νέον ύλισμό καί ντετερμινισμό —τόν διαλεκτικό καί Ι στορικό ύλισμό, πού διαφέρει ούσιαστικά άπό τόν ύλιαμό καί τό ντε τερμινισμό τών Ιδεολόγων τής άατικής έπανάστασης. Στίς άντιρρήσεις καί στά έπιχειρήματα τοϋ Μπάρλιν ένάντια
1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Ά παντα, τόμος 2ος, σελ. 136, (στά βουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο, σελ. 141.
395
στόν ντετερμινισμό γενικά καί ένάντια στον μαρξιστικό ντετερμινι σμό είδικότερα δέν ύπάρχει τίποτε τό καινούριο. ’Ακόμα στό δέκατον δγδοο αιώνα άκριβώς στήν ’Αγγλία φούντωσε άνάμεσα στό γνωστόν άγγλον έπιστήμονα καί ύλιστή φιλόσοφο Τζιόζεφ Πρίστλι καί τόν Πράις διαμάχη άκριβώς πάνω στό έξεταζόμενο άπό μάς ζήτημα. Εξετάζοντας τις Ολιστικές καί τΙς ντετερμινιστικές άντιλήψεις τοϋ Πρίστλι, 6 Πράϊς, παρόμοια μέ τό Μπάρλιν, Ισχυριζόταν δτι b δλισμός δέν μπορούσε τάχα νά έναρμονιστεΐ μέ τήν έννοια τής έλευθερίας καί καταργούσε τάχα κάθε αυτενέργεια τής προσωπικότητας. ’Αντιλέγοντας στόν Πράϊς, ό Πρίστλι έγραψε: «Δέ μιλάω γιά τόν Γδιο μου τόν έαυτό, άν καί γιά μένα, βέβαια, δέν μπορεϊ νά ειπωθεί πώς είμαι τό πιό άκίνητο άπ’ δλα τά ζώα, άλλά σάς ρωτάω, ποϋ θά βρείτε έσεΐς περισσότερη ένέργεια τής σκέψης, περισσότερη ένεργητικότητα, περισσότερη δύναμη κα! έπιμονή στήν έπιδίωξη τών σπου δαιότερων σκοπών, άπ’ δσο στούς κόλπους τών όπαδών τής δίδασκαλίας γιά τήν άναγκαιότητα;».1 Μποροϋμε ν’ άπαντήσουμε στό Μπάρλιν κατά τόν Γδιο τρόπο, πού άπάντησε ό Πρίστλι έκεϊνο τόν καιρό στόν Πράϊς. Ποϋ θά μπο ρούσατε νά βρείτε περισσότερη ένέργεια τής σκέψης, περισσότερες καί πιό βάσιμες άποτιμήσεις γιά ιστορικές προσωπικότητες, πολι τικά κόμματα καί κινήματα, κράτη καί κοινωνικά συστήματα, πιό λαμπρά έκφανση τής άνθρώπινης βούλησης, πιό βαθιές καί πιό δλόπλευρες άναλύσεις διαφορετικών ιστορικών καταστάσεων, έκλογής καί εφαρμογής δαφορετικών τρόπων έπίλυαης τών συγκεκριμέ νων Ιστορικών προβλημάτων, έπαναστατικής δραστηριότητας, πε ρισσότερη δύναμη καί έπιμονή στήν έπιδίωξη κοινωνικοϊστορικών σκοπών, άπ’ δσο μέσα στους κόλπους τών όπαδών τοϋ μαρξισμοϋ λενινισμού; Ό Μπάρλιν άνησυχεΐ ιδιαίτερα πολύ άπό τό γεγονός πώς δ «ιστορικός ντετερμινισμός», πού είναι «πλατιά διαδομένος, ιδιαίτε ρα στή μαρξιστική του, στήν ψυχολογική του καί στήν κοινωνιολο γική του μορφή», ύποβάλλει στούς όπαδούς του, πώς είναι «άνόητο νά έκφέρονται καταδίκες ένάντια στόν Ναπολέοντα, ένάντια στόν 1. Παραθ. κατά : Γκ. Β. Πλεχάνοφ, Πάνω στό ζήτημα τοΟ ρό λου τής προσωπικότητας στήν 1στορ(α, σελ. 6 - 7, (στά βουλγάρικα).
396
Τσιγγίς Χάν ή στόν Χίτλερ», έξαιτίας τών μαζικών δολοφονιών πού διαπράξανε.1 Καί. άγανακτισμένος ό Μπάρλιν άναφωνεί: «ή παρα δοχή αύτοΰ τοϋ δόγματος θά σήμαινε νά καταπατηθούν οί βασικές έννοιες τής ήθικής μας, νά παρουσιάζεται κάτω άπό ψεύτικο φώς τό αίσθημά μας γιά τό παρελθόν μας καί νά περιφρονοΰνται οί γε νικότερες έννοιες καί κατηγορίες ττ)ς όμαλής νόησης, θ ά ’ρθεϊ ό καιρός πού ο! άνθρωποι θά άποροϋν για τό πώς αύτή ή άντίληψη, πού συνδυάζει μέσα της τή λαθεμένη κατανόηση τών έμπειρικών μεθόδων μέ κυνισμό, πού φτάνει σέ έκκεντρικότητα, μπόρεσε κάπο τε νά άποχτήσει τόσο άξιοσημείωτη φήμη, έπιρροή καί έκτίμηση».2 Ό καιρός πού όνειρεύεται ό Μπάρλιν δέ θά ’ρθεϊ ποτέ, γιατί δέν ύπάρχει λόγος νά έρθει. "Οταν, δμως, διαβάζει κανείς αύτές τις γραμμές τοΰ Μπάρλιν, δέν μπορεί στ’ άλήθεια νά μήν άπορε! γιά τό πώς είναι δυνατόν δ ίδιος να χωρέσει μέσα του έναν τέτοιον άπαράμιλλο κυνισμό. Γιατί δέν πιστεύουμε νά έχει τόσο άδύνατη μνήμη καί νά είναι τόσο άπληροφόρητος, ώστε νά μήν ξέρει πώς στήν ι στορία δέν μπορούν νά βρεθοΰν ξεχωριστές προσωπικότητες καί ά κόμη λιγότερο πολιτικά κόμματα πού νά έχουν ξεσκεπάσει, καταδι κάσει καί στιγματήσει τόσον άποφασιστικά καί- τόσον όργισμένα τις έκμεταλλεύτριες τάξεις καί τούς πολιτικούς καί πρακτικούς τους παράγοντες γιά τούς μαζικούς φόνους καί άγριότητες, πού διαπράςανε "έ βάρος τών λαϊκών μαζών στή διάρκεια τής κατάπνιξη; λαϊκών έξεγέρσεων καί Επαναστάσεων, στή διάρκεια τών άτέλειωτων άποικιοκρατικών πολέμων τών Ιμπεριαλιστικών χωρών, στή διάρκεια τοΰ Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου κ.4. Δέν μποροΟ,ιε νά μήν Αναφέρουμε πώς άκριβώς οί όπαδοί τοΰ μαρξιστικοΰ ιστο ρικού ντετερμινισμού, πριν άπ’ δλα στό πρόσωπο τής Σοβιετικής 'Ενωσης, ξεσκέπαζαν καί ξεσκεπάζουν τ* άπάνθρωπα έγκλήματα καί τούς μαζικούς φόνους τοΰ Χίτλερ καί τών συνεργατών του· άκριβώ; αύτοί άγωνίστηκαν έντελώς άσυμβίβαστα γιά τήν αύστηρή καταδίκη καί τιμωρία τών Χιτλερικών δημίων. Άλλά δέν μπο ρούμε νά μή σημειώσουμε έπίσης δτι άκριβώς έκεΐνοι πού έξ όνό1. I. Berlin, Historical Inevitability, p. 76. 2. Ibid., p. 77.
397
ματός τους 6 Μπάρλιν γράφει καί μιλάει έκαναν δ,τι ήταν στό μέ τρο τών δυνάμεών τους, γιά νά βοηθήσουν τό Χίτλερ καί τό κόμμα του ν’ άνέβουνε στήν έξουσία καί νά έπιχειρήσουν τούς έγκλτματικούς τους τυχοδιωκτισμούς, δτι άκριβώς αύτοί έκαναν δστερ’ άπό τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καθετί πού ήταν στό μέτρο τών δυνά μεών τους, γιά νά βοηθήσουν χιλιάδες Χιτλερικούς έγκληματίες νά ξεφύγουν άπό τή δίκαιη καταδίκη. Καί τί νά ποΰμε γιά τούς μαζικούς φόνους καί θηριωδίες, πού κάνουν σήμερα ot άμερικάνοι στό Βιετνάμ;* Δέν είναι μήπως πάλι τά σοσιαλιστικά κράτη, τά κομμουνιστικά κόμματα, οί μαρξιστές δλου τοΟ κόσμου πού jii τόν πιό αποφασιστικό τρόπο καταδικάζουν τά βάρβαρα έγκλήματα τών άμερικάνων κατακτητών στό Βιετνάμ καί ταυτόχρονα έκφράζουν τό μεγαλύτερο θαυμασμό καί συμπάθειά τους γιά τόν ήρωϊσμό, τήν αντοχή καί τόν άγώνα τοΰ βιετναμικοϋ λαοΰ; Μά άνάμεσα στόν τρόπο πού οί όπαδοί τοΰ μαρξιστικού Ιστορικού ντετερμινισμού έκφράζουν τίς έπικρίσεις καί καταδίκες τους, τίς έπιδοκιμασίες καί έπαίνους τους, άπ’ τή μιά καί τόν τρόπο πού μάς προτείνει Μπάρλιν, άπ’ τήν άλλη, ύπάρχει τεράστια διαφορά. Πρώτο, πιστός στόν ιντετερμινισμό καί στόν άτομικισμό του, δ Μπάρλιν ισχυρίζεται πώς φέρνει ευθύνες καί μπορεΐ νά φέρνει εύθύνη μονάχα ή ξεχωριστή προσωπικότητα, καί δχι κάποιοι απρόσωποι, άντικειμενικοΐ κα'. ύλικοί παράγοντες δπως τάξεις, κόμψΛτα, λαοί, κράτη καί κρα τικά ινστιτούτα, κοινωνικά συστήματα κ.4. Γι’ αύτό οί αποτιμή σεις μας, οί καταδίκες ή οί έπαινοί μας πρέπει νά άναφέρονται στίς ξεχοιριστές προσωπικότητες καί τις ένέργειές τους. Ό κυνισμός αύτής τής «λογικής» είναι πολύ διάφανος. Ό ταν κρίνουμε τά έγ κλήματα τοΰ Χίτλερ, λογουχάρη, δέν πρέπει νά καταδικάζουμε μαζί μ’ αύτόν καί τό κόμμα του, καί τό φασιστικό κράτος, καί τή γερμανική στρατοκρατία, καί τή γερμανική ιμπεριαλιστική άστική τάξη, καί τό γερμανικό κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό σύστημα, καί τή διεθνή ιμπεριαλιστική άστική τάξη, πού πάνω στίς πλάτες της άναδείχτηκε καί πού πάνω τους στηριζότανε, γιατί αύτό θά σήμαινε τάχα νά μεταθέσουμε τήν εύθύνη τοΰ Χίτλερ γιά τούς μα * Τό βιβλίο γράφτηκε τό 1970, (Σημ. τ. Μετ.).
398
ζικούς φόνους, πού Ικαναν οί δήμιοί του, άπό τούς ώμους τής προ σωπικότητάς του πάνω σέ κάποιους Απρόσωπους καί άντικε ιω νι κούς παράγοντες. Κατά τήν ίδια λογική δέν θά 2πρεπε, δταν κατα δικάζουμε τήν άμερικάνικη έπιδρομή καί τ!ς άμερικάνικες θηριωδί ες στό Βιετνάμ, νά καταδικάζουμε τό Αμερικάνικο κράτος, τήν ά μερικάνικη Ιμπεριαλιστική άστική τάξη καί τό κοινωνικό της σύ στημα κ.ά. Άλλωστε, δπως Ιγινε κιόλας, αύτός δ τρόπος έξήγησης τών Ιστορικών γεγονότων καί τών ιστορικών εύθυνών είναι πλατιά δια δομένος στούς κόλπους τών άστών ιστορικών. Ό χ ι κάποιος ιστο ρικός —Ικλαϊκευτής ή συγκυριακός έφημεριδογράφος προπαγανοιστής, άλλά ενας άπό τούς πιό διακεκριμένους παλαίμαχους τής γερμανικής άστικής ιστοριογραφίας— ό Φ. Μάινεκε— Αποπειρα θηκε δστερ’ άπό τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο νά έξηγήοει τις έθνικές συμφορές τής Γερμανίας κατά τά τελευταία σαράντα χρό νια μέ μιά σειρά άπό τυχαιότητες δπως ή ματαιοδοξία τοϋ ΚάΓζερ, ή έκλογή τοϋ Χίντενμπουργκ ώς προέδρου τής Δημοκρατίας τής Βαϊμάρης, ό μανιακός χαρακτήρας τοϋ Χίτλερ καί άλλα παρόμοια.1 Κα! ό Μάινεκε δέν είναι μόνος. Στό βιβλίο του μέ τίτλο «Άπό τόν Ναπολέοντα ώς τόν Στάλιν», πού έκδόθηκε τό 1950, δΤέιλοργρά φει πώς ή ιστορία τής σύγχρονης Εύρώπης θά μπορούσε νά παρου σιαστεί ώς Ιστορία τριών τυράννων: Ναπολέων, Μπίσμαρκ καί Λένιν.2 Γενικά τοϋτος είναι Ενας άπό τούς τρόπους έξήγησης τής Ι στορίας, πού Ιχει βαθιές ρίζες καί βαθιά παράδοση στήν άστική Ιστοριογραφία καί πού είναι πολύ βολικός γιά τούς άστούς Ιστορι κούς καί Ιδεολόγους, γιατί τούς παρέχει τή δυνατότητα νά φορτώ σουν τήν εύθύνη γιά δλα τά έλαττώματα τοϋ άστικοϋ συστήματος, γιά 3λες τις δυστυχίες καί τις συμφορές πού φέρνει αύτό τό σύστη μα στούς λαούς, γιά δλα τά έγκλήματα τής κεφαλαιοκρατίας ώς τά ξης, τών πολιτικών κομμάτων καί κρατικών όργάνων της πάνω σέ μιά προσωπικότητα. Οί μαρξιστές δέν κατεβάζουν καθόλου τήν εύθύνη άπό τούς ώ 1. Βλέπε: Ε. Care, What is History? p. 100. 2. Ibid., p. 53.
399
μους τής ξεχωριστής προσωπικότητας γιά τά Ιργα της είτε αύτά εί ναι καλά είτε κακά. Μά ώς ντετερμινιστές προχωροϋν παραπέρα. Παίρνουν ύπόψη τους πώς καμιά Ι σ τ ο ρ ι κ ή προσωπικότητα καί άκόμα λιγότερο οί -σημαντικές ή μεγάλες προσωπικότητες στήν Ιστορία, δέ SpcOv μονάχες τους, Αποκλειστικά μέ δικό τους ρίσκο καί εύθύνη, σέ κάποιο άερόκενο χώρο. Άπό τή μιά, ώς ι σ τ ο ρ ι κ έ ς π ρ ο σ ω π ι κ ό τ η τ ε ς είναι Ιδεολόγοι καί καθοδηγη τές πολιτικών κομμάτων, κοινωνικών κινημάτων, τής μιας ή τΐ]ς άλλης κοινωνικής τάξης, κράτους, κοινωνικού συστήματος. Άπό τήν άλλη, ή Ιστορική προσωπικότητα, στό βαθμό πού έκφράζει καί Ιξυπηρετεί τά συμφέροντα, τούς σκοπούς, τά καθήκοντα τοϋ κόμ ματος, τοϋ κοινωνικοϋ κινήματος, τής τάξης, τοϋ κράτους, τοϋ κοινωνικοΰ συστήματός του, παίρνει τήν ύποστήριξη καί συνδρομή τους. Δρά έξ όνόματός τους καί μέ τήν ύποστήριξή τους. Εννοεί ται πώς δλες ot ένέργειες καί εύίύνες τής ιστορικής προσωπικό τητας δέν μποροϋν να συνταυτίζονται μέ τΙς ένέργειες καί τις εύθύνες δλου τοϋ κόμματος, τής τάξης, τοΰ κράτους κΑ. 'Οταν, 5μως, γίνεται λόγος γιά ένέργειες ί σ τ ο ρ ι κ ο ϋ χαρακτήρα, πού παρασέρνουν μάζες, θίγουν συμφέροντα μαζών καί άσκοϋν έπίδραοη πάνω στήν Ιστορική μοίρα δλάκερων τάξεων, λαών, κρα τών, κοινωνικών συστημάτων —τ έ τ ο ι ε ς ένέργειες δέν ε ί ναι καθαρά π ρ ο σ ω π ι κ έ ς . Μόνος δ Χίτλερ δέ θά μπορούσε νά κάνει οδτε κι’ Ινα έκαταμμυριοστό άπδ τά άνοσιουργήματα πού συνδέονται μέ τδ δνομά του. Γι’ αύτό ή εύθύνη γιά παρόμοιου είδους ένέργειες δέν είναι καί δέν μπορεΐ νά είναι μονάχα προσωπική, μά είναι καί. έκείνων πού έξ δνόματός τους καί μέ τήν ύποστήριξή τους δροϋσε ή δοσμένη Ιστορική προσωπικότη τα. Δεύτερο, σέ διάκριση άπό τούς ίνντετερμινιστές τύπου Μπάρλιν, οί μαρξιστές δέν ίκανοποιοΰνται μονάχα μέ τό νά έκφέρουν τίς κατα δίκες τους καί νά έκφράσουν τήν έπιδοκιμασία ή τόν θαυμα/σμό τους άπ’ άφορμή τίς άλφα ή βήτα ιστορικές ένέργειες, άλλά ύποστηρίζουν τίς καταδίκες τους, τίς έπιδοκιμασίες καί τόν θαυμασμό τους μέ άντίστοιχες π ρ α κ τ ι κ έ ς ένέργειες. Ό χ ι μονάχα καταδικάζουν τήν άμερικάνικη έπιδρομή στό Βιετνάμ καί θαυμά ζουν τόν ήρωϊσμό τοΰ βιετναμικοΰ λαοϋ, μά παρέχουν τεράστια
400
πρακτική βοήθεια πρός τό βιετναμικό λαό στό δίκαιο πόλεμό του ένάντια αχούς άμερικάνους κατακτητές. "Οχι μονάχα καταδικά ζουν τήν έπιθετική στρατσκρατική πολιτική τών άμερικάνων καί. τών άλλων ιμπεριαλιστών, που άπειλοϋν τούς λαούς μέ θερμοπυ ρηνικό πόλεμο, μά παίρνουν δλα τά πρακτικά μέτρα γιά τή χαλι ναγώγηση τών Ιμπεριαλιστικών κύκλων κΑ. Ό μαρξιστικός Ιστορικός ντετερμινισμός είναι θεωρία δχι τής υποταγής, άπέναντι στήν «μοίρα», άπέναντι στήν αύθόρμητη καί αυτόματη δράση τών άντικειμενικών Ιστορικών νόμων, άλλά θ εωρία τής Επαναστατικής δράσης γιά τήν άλλαγή τοΟ κ ό σ μ ο υ . Ξέρουμε πώς άκόμη άπό τόν Σεπτέμβριο τοΟ 1843 στήν έπιστολή του πρός τόν Ροϋγκ£ ό Μάρξ έγραψε: « Ε μ ε ί ς δ έ λέμε στόν κόσμο: σταμάτα νά ά γ ω ν ί ζ ε σ α ι —ό λ ά κ ε ρ ο ς δ ά γ ώ ν α ς σου είναι άνοησία. ΈμεΖς μο νάχα τοΰ δ ί ν ο υ μ ε τό ά λ η θ ι ν ό σύνθημα γ ι’ ά γ ώ ν α.». ’Αργότερα πάλι ό Μάρξ στίς θέσεις του γιά τό Φόιερμπαχ διατύπωσε τή φτερωτή ρήση: «Οί φιλόσοφοι μονάχα έ ξ η γ ο ϋ σ α ν μέ διάφορους τρόπους τόν κόσμο, τό ζήτημα δ μως είναι νά τόν ά λ λ ά ζ ο υ μ ε»,1 δπου άποκαλύπτει τήν 6αθιάν έπαναστατική ούσία καί άποστολή τής φιλοσοφίας του, δλάκερης τής διδασκαλίας του. Ό μαρξισμός - λενινισμός είναι άπΐι τήν άρχή ώς τό τέλος τό πιό ισχυρό καί φλογερό κάλεσμα, που γνωρίζει ή Ιστορία, πρός τήν έργατική τάξη, πρός δλους τούςέργαζόμενους καί προοδευτικούς ά^ρώπους τής οίκουμένης —πρός τή συνείδησή τους, πρός τήν αύτογνωσία τους, πρός τή βούλησή τους —γι’ άγώνα μέ σκοπό τήν έπαναστατική άλλαγή τοϋ κόσμου. Εί ναι Επιστημονική θεωρία αύτοΟ τοΟ άγώνα. "Ολ’ αύτά, βέβαια, δέν ξέφυγαν άπό τό βλέμμα τών άντιπάλων τοΰ μαρξισμού. Μά μιά καί ή μεταφυσική λογική τής νόησής τους δέν μπορεί νά συλλάβει τΙς άντιθέσεις στήν πραγματική δια λεκτική τους ένότητα, έπινόησαν τή θέση πώς δ μαρξισμός είναι 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 6, (στά βουλγάρικα).
401
τάχα έσωτερικά Αντιφατικός έπειδή, άπ’ τή μιά, ύποστηρίζει πώς τά κοινωνικοϊστορικά γεγονότα είναι άντικειμενικώς καθορισμένα, νομοτελειακά, Αναγκαστικά, ένώ, άπό τήν άλλη, κάνει Εκκληση πρός τήν έντονη καί έπαναστατική δράση τών προσωπικοτήτων, τοΟ κόμματος, τής τάξης, τής μάζας, πρός τή βούληση καί τή συ νείδησή τους κ.ά. Παρόμοιες άντιρρήσεις ένάντια στό μαρξισμό προ βάλανε <ττά τέλη τής περασμένης έκατονταετίας οί Αντίπαλοι τοϋ μαρξισμού δπως ό γερμανός νεοκαντιανός ΡοΟντολφ Στάμλερ, δ Ι δεολόγος τοΰ ρωσικού κινήμαχος τών ναρόντνικων* Μιχαϊλόφσκι κ.ά. Εξετάζοντας τίς άντιρρήσεις τοΰ Μιχαϊλόφσκι, ό Λένιν 2γραψε: «Μιλάει γιά τή «σύγκρουση άνάμεσα στήν Ιδέα για τήν Ιστορι κή άναγκαιότητα καί. στή σημασία τής προσωπικής δράσης»: οί κοινωνικοί παράγοντες γελιοΰνται, θεωρώντας τόν Ιαυτό τους γιά παράγοντες, ένώ οί ίδιοι είναι «άντικείμενο δράσης», «άνδρείκελα, πού τά κινοΰν οί εύρισκόμενοι κάπου σέ μυστικό ύπόγειο ένυπαρξιακοί νόμοι τής ιστορικής άναγκαιότητας» —2να τέτοιο συμπέρασμα, κατά τή γνώμη του, άκολουθεΐ άπό αύτήν τήν Ιδέα, πού γι’ αύτό άκριβώς δνομάζεται «στείρα» καί «άόριστη». Ίσ ω ς δέν είναι ξεκά θαρο στόν κάθε άναγνώστη τό άπό πού δ κ. Μιχαϊλόφσκι πήρε δλον αύτόν τόν παραλογισμό : άνδρείκελα κ.ά. τό ζήτημα είναι πώς αύτό είναι ενα άπό τά άγαπημένα θέματα τοΰ ύποκειμενιστή φιλοσόφου —ή ίδέα για τή σύγκρουση Ανάμεσα στό ντετερμινισμό καί στήν ήθική, άνάμεσα στήν ιστορική άναγκαιότητα καί στή σημασία τής προσωπικότητας. Πάνω σ’ αύτό δ κ. Μιχαϊλόφσκι 2χει γεμίσει σω ρούς Από χαρτί καί Ιχει ξεφουρνίσει ενα σωρό αίσθηματομικροαστικές Ανοησίες, γιά νά ξεπεράσει τούτη τή σύγκρουση πρός ίφ ελος τής ηθικής καί τοΰ ρόλου τής προσωπικότητας».1 'Οπως βλέ πουμε, σύγχρονοι κριτικοί τοΰ μαρξισμοΰ σάν τόν Μπάρλιν δέν 2χουν προχωρήσει οδτε έκατοστόμετρο πιό πέρα άπό τήν κριτική τοΰ Μιχαϊλόφσκι, πού φοβάται (καί δχι Αβάσιμα) πώς ό ντετερμινισμός θά άφαιρέσει τό Ιδαφος κάτω άπό τήν τόσο άγαπητή του μικροα
• 'Οπαδός μικροαστικής Ιδεολογίας πού έμφανίστηκε στή Ρωσία γύρω στά 1860 - 1870. (Σημ. τ. Μ«τ ). 1. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 1. σελ. 156, (στά βουλγάρικα).
402
στική ήθική. Ή Ιδέα. γιά τό ντετερμινισμό, διαπιστώνοντας τήν άνα γκαιότητα τών άνθρώπινων διαβημάτων, άπορρίπτοντας τό παραμυθάκι γιά τήν Ιλευθερία τής βούλησης, καθόλου δέν έκμηδενίζει οδτε τόν νοΰ, οδτε τή συνείδηση τοϋ άνθρώπου, οδτε τήν Αξιολόγη ση τών ένεργειών του. Άκριβώς τό άντίθετο, μονάχα μέ τή ντετερμινιστικήν άντίληψη είναι μπορετή μιά αύστηρή καί σωστή άξιολόγηση, καί 2χι φόρτωμα δλων πάνω στήν έλεύθερη βούληση. ’Επί σης καί ή ίδέα για τήν ιστορική άναγκαιότητα δέν ύπονομεύει οδ τε στό έλάχιστο τόν ρόλο τής προσωπικότητας στήν Ιστορία: όλάκερη ή ιστορία δημιουργεΐται άκριβώς άπό τΙς ένέργειες τών προσωπι κοτήτων, πού άναμφίβολα είναι παράγοντες. Τό πραγματικό ζήτη μα, πού προκύπτει κατά τήν άποτιμηση τής κοινωνικής δράσης τής προσωπικότητας, βρίσκεται στό άκόλουθο: Κάτω άπό ποιές συνθή κες είναι σίγουρη ή Ιπιτυχία αύτής τής δράσης ; Ποιές είναι οί έγγυήσεις πώς αύτή ή δράση δέ θ’ άπομείνει ένικό διάβημα μέσα στή μεγάλη θάλασσα άπό άντιφατικά διαβήματα; Σ’ αύτό βρίσκεται τό ζήτημα, πού οί σοσιαλοδημοκράτες καί οί άλλοι ρώσοι σοσιαλιστές λύνουν μέ διαφορετικό τρόπο: Μέ ποιό τρόπο ή δράση, πού στρέφε ται στήν πραγματοποίηση τοϋ σοσιαλιστικού συστήματος πρέπει νά προσελκύσει τίς μάζες, γιά νά προσφέρει σοβαρούς καρπούς;».1 Ή ιστορική νομοτέλεια, ή ιστορική άναγκαιότητα δέν άποκλείουν καί δέν μπορεί νά άποκλείουν τήν Ιντονη δράση τών άνθρώπων τών ξεχωριστών προσωπικοτήτων, κομμάτων, τάξεων, λαών κ.ά., πρίν άπ’ δλα γιατί αύτή είναι νομοτέλεια, άναγκαιότητα τ ή ς Ι διας τΐ)ς Ιστορικής δ ρ ά σ η ς . Έ ξω άπό τήν άνθρώπινη δράση δέν ύπάρχει καί δέν μπορεί νά ύπάρχει ή Ιστορία τής άνθρώπινης κοινωνίας. Γι’ αύτόν τόν λόγο ή ιστορική νομοτέ λεια, ή Ιστορική άναγκαιότητα π ρ ο ϋ π ο θ έ τ ε ι τήν άνθρώπινη δράση. Συνεπώς τό άληθινό ζήτημα πού προκύπτει άπό τήν άντικειμενική δπαρξη τών Ιστορικών νομοτελειών, τής Ιστορικής άναγκαι ότητας, δέν είναι τό ζήτημα: Είναι δυνατή ή δέν είναι δυνατή ή 1. γάρικα).
Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος Ιος, σελ. 156 - 157, (στά βουλ
403
ξράαη τών άνθρώπων, είναι αύτή άναγκαία ή δέν είναι άναγκαία, γιά νά πραγματοποιηθεί Ινα, δοσμένο ιστορικό γεγονός, μιά δοσμέ νη ιστορική άλλαγή ; Δέν είναι καί τό ζήτημα: άραγε ή συνείδη ση, οί ιδέες, τά σχέδια, ή βούληση, τά αίσθήματα, τό πάθος τών άνθρώπων συμμετέχουν και μποροϋν νά συμμετέχουν στήν ιστορι κή ζωή, άραγε οί αντικειμενικές νομοτέλειες δέν κάνουν περιττή τή συμμετοχή τής άνθρώπινης συνείδησης, τών Ιδεών, τής βού λησης, τών αισθημάτων κ.ά. ; ’Επειδή δέν ύπάρχει άνθρώπινη δρά ση, πού νά μήν είναι συνειδητή δράση, νά μήν είναι έκφραση τής άνθρώπινης βούλησης, αίσθημάτων, πάθους, κ.ά. Τό άληθινό ζή τημα, πού προκύπτει άπό τήν άντικειμενική δπαρξη τών κοινωνικοϊστορικών νόμων, είναι: Π ώ ς δρά κανείς, πώς μ π ο ρ ε ΐ νά δρά καί π ώ ς πρέπει νά δρά ; Άκόμη καί νά παραδεχτοβμε πώς 6 ξεχωριστός άνθρωπος τό ξεχωριστό κόμμα ή τάξη δροϋν δ π ω ς τούς κα π ν ί σ ε ι , αύτό δέ σημαίνει καθόλου, πώς ot ίδιες οί ένέργειες καί τ’ άποτελέσματα αύτών τών ένεργειών θά είναι τέτοια ή άκριβώς τέτοια πού τά ήθελε τό ύποκείμενο πού δρά. Τό πώς θά ξετυλιχτοδν ci ίδιες οί ένέργειες καί σέ τΐ άποτελέσματα θά δδηγήσουν αύτές θά έξαρτηθεΐ δχι μόνον άπό τούς συνειδητά βαλμένους σκο πούς καί έπιθυμίες τοΟ ύποκειμένου πού δρά, άλλά άπό δυό άκόμη σπουδαίους καί άνεξάρτητους άπ’ αύτό άντικειμενικούς παράγοντες : πρώτο, ά/πό τήν πράξη καί τήν άντίπραξη τών άλλων προσωπικοτή των, κομμάτων, τάξεων, λαών κ.ά., καί, δεύτερο, άπό τούς άντικειμενικούς νόμους, πού σ’ αύτούς είναι ύποταγμένη κάθε άνθρώπινη δραστηριότητα. Γι’ αύτό δπως λέει 6 "Ενγκελς ot σκοποί τών άνθρώπινων ένεργειών είναι πάντα συνειδητοί κα!· θελημένοι, μά τ ί άπο τελέσματα αύτών τών ένεργειών σέ πολλές περιπτώσεις δέν είναι οδτε θελημένα, οδτε ύποτεθειμένα. Κάθε προσωπικότητα, κάθε κόμμα, τάξη, λαός, κράτος δροϋν μέσα σέ καθορισμένες συνθήκες, κάτω άπό τήν δπαρξη τής πρά ξης καί τής άντίπραξης άλλων προσωπικοτήτων, κομμάτων, τάξε ων, λαών, κρατών κ.ά., δηλαδή σέ καθορισμένη κοινωνική καί ι στορική περίσταση, πού καθορίζει τή συμπεριφορά τοϋ ύποκειμένου πού δρά καί στήν έκλογή τοϋ σκοποϋ τής δράσης του καί τών μέ σων, καί τοϋ τρόπου γιά τήν έπίτευξη τοϋ σκοποΟ του. Τό 1ν τό 404
ύποκείμενο πού δρά έκτίμησε σωστά τΙς π ρ ο σ τ α γ έ ς , πού βάζουν μπροστά του ή δοσμένη Ιστορική κατάσταση καί ot Αντικει μενικοί νόμο: τής Ιστορικής έξέλιξης, κατά τόν καθορισμό τών σκο πών του, τών μέσων καί τών τρόπων ένεργείας του γιά τήν έπίτευξή τους, αύτό έξαρτιέται άπό τό ϊδιο τό ύποκείμενο πού δρά. Είναι, δμως άναμφισβήτητο πώς ή έπιτυχία κάθε Ιστορικής ένέργειας εί ναι κατευθείαν άνάλογη πρός τό κατά πόσον δ ιστορισμός τών Ιστο ρικών σκοπών, τών μέσων καί τών τρόπων γιά τήν έπίτευξή τους άντιστοιχεΐ στίς «προσταγές» τής άντικειμενικής Ιστορικής κατάστα σης, τών άπαιτήσεων τών άντικειμενικών κοινωνικοϊστορικών νό μων. Ή άντιστοιχία, στόν άλφα ή βήτα βαθμό, μπορεϊ νά κατορ θωθεί αύθόρμητα, στήν τύχη, άλλα μπορεϊ καί νά κατορθωθεί πε ρισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, δηλαδή μέ τή βοήθεια τής έπιστημονικής γνώσης γιά τήν ιστορική κατάσταση καί γιά τΙς άπαιτήτεις τής ιστορικής κατάστασης, τών ιστορικών νόμων. Αν ci άνθρωποι συνειδητά ή άσυνείδητα δέ συμμορφώνονται μέ τις άντικειμενικές δυνατότητες καί άπαιτήσεις τής Ιστορικής κατάστασης, τών ιστορικών νόμων, άν συνειδητά ή άσυνείδητα άντιδροΰν σ’ αύτές τις άπαιτήσεις, οί ένέργειές τους άποτυχαίνο.>ν. Τό τε έπιβραδύνουν γιά μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τήν έξέλιξη τής ιστορίας, προξενούν άπό κάποτε άπροσμέτρητες κατα στροφές, θυσίες καί βάσανα δχι μόνο σέ ξεχωριστές προσωπικότη τες, άλλά σ’ όλόκληρες τάξεις καί δλάκερους λαούς ή σ’ δλη τήν άνθρωπότητα. Καί άντίστροφα, άν ή ιστορική δράση τής ξεχωριστής προσωπικότητας, κόμματος, τάξης, έθνους, κράτους κ.ά., βασίζεται πάνω σέ πραγματικά έπιστημονική γνώση για τις Ιστορικές κατα στάσεις, δπου δροΰν, γιά τις ιστορικές νομοτέλειες —τότε οί ένέργει ές τους ττετυχαίνουν τούς ιστορικούς τους σκοπούς μέ άπροσμέτρητα λιγότερες περιπλανήσεις, δυσκολίες, καταστροφές, θυσίες καί βά σανα, τότε μποροΰν νά έπιταχύνουν τήν πορεία τής κοινωνικοϊστορικής προόδου. Μ’ αύτό τόν τρόπο ή ιστορική άναγκαιότητα προσέφερε στίς προσωπικότητες, στις τάξεις, στά κόμματα, στούς λαούς, γενικά στούς άνθρώπους τή δυνατότητα νά δ ι α λ έ γ ο υ ν άνάμεσα άπό πολλές καί πάρα πολύ διαφορετικές παραλλαγές ένέργειας. Τό
405
τΛ'-k παραγωγή ένεργείας θά διαλέξουν, αύτό έξαρτιέται άπό τούς άνθρώπους, άπό τά ταξικοκομματικά, έθνικά ή διεθνικά συμφέροντά τους, άπό τή συνειδητότητά τους, άπό τΙς γνώσεις τους, άπό τή βούληση, τό θάρρος καί τήν άποφααστικότητά τους. Άπό έδώ καί. ό μεγάλος ρ ό λ ο ς καί ή μεγάλη ε ύ θ ύ ν η τοϋ ύποκειμενικοΰ παράγοντα στήν Ιστορία, πού μπορεί νά είναι τόσο ξεχωριστή προ σωπικότητα, δσο καί δλόκληρο κόμμα, τάξη ή λαός. Γιατί γιά τούς άνθρώπους ίέν είναι καθόλου άδιάφορο τό άν οί Ιστορικοί τους σκο ποί είναι σωστά διαλεγμένοι καί. τοποθετημένοι, τό άν καί κατά πό σο Ιχουν διαλεχτεί τά πιό σωστά μέσα καί τρόποι ένέργειας γιά τήν επίτευξη τών ταγμένων σκοπών, τό μέ τί ρυθμούς, μέ τό τίμημα ποιων δυσκολιών, θυσιών καί βασάνων θά πετύχουν τους Ιστορι κούς τους σκοπούς. Ή ε ύ θ ύ ν η στήν κοινωνικοϊστορική ζωή άποτελεϊ κοινω νική σχέση. Ή άπόλυτα αύτόνομη προσωπικότητα, άν τέτοια ήταν γενικά δυνατό νά ύπάρχει, δέν εύθύνεται μπροστά σέ κανέναν. Ι σ τ ο ρ ι κ ή ε ύ θ ύ ν η δ έ ν Ιχει καί δέν μπορεί νά Ιχει, γιατί ή ιστορία είναι άποτέλεσμα τής δράσης δχι μιας προσωπικότητας, άλλά πλήθους άπό προσωπικότητες, όργανωμένες καί συνδεόμενες, άναμεταξύ τους σέ πολιτικά κόμματα, έθνικότητες, κράτη — σέ κοι νωνία. Οί πραγματικά δρώσες στήν Ιστορία προσωπικότητες δροΰν δχι άπομονωμένα, μά σέ καθορισμένες συνάφειες καί σχέσεις μέ πλή θος άλλες προσωπικότητες καί οί Ινέργειές τους προκαλοϋν άναπόφευχτα τις άλφα ή βήτα συνέπειες πάνω στά συμφέροντα ή τις ένέργειες τών άλλων προσωπικοτήτων — τοΰ κόμματος, τής τάξης, τοΰ Ιθνους, τοΰ κράτους κ.ά. Καί άκριβώς πάνω στό έδαφος αύτών τών κοινωνικών συναφειών καί έξαρτήσεων, αύτής τής καθοριστικότητας τής κοινωνικοϊστορικής δράσης τών άνθρώπων έμφανίζετχι καί μπορεί νά ύπάρχει ή σχέση κοινωνικοϊστορικής εύθύνης ΟΙ ξεχωριστές Ιστορικές προσωπικότητες είναι ύπεύθυνες γιά τή δρά ση τους απέναντι στό κόμ|& τους, άπέναντι στήν τάξη τους, άπέναντι στό λαό τους κ.ά. Άκόμη καί θεωρημένη ώς έσωτερικό ύποκειμενικό βίωμα, ή εύθύνη ίχει κοινωνικό χαρακτήρα καί εί ναι κοινωνικά καθορισμένη, γιατί δέν είναι τίποτες άλλο παρά τό αίσθημα είτε ή συνείδηση τοΰ χ ρ έ ο υ ς. Κι’ αύτό τό αίσθημα
406
κ ι’ αύτή ή συνείδηση άποτελοΟν προϊόντα τής κοινωνικοϊστορικί)ς ζω ής, είναι διακαθοριαμένα άπό τις κοινωνικές συνθήκες κ ι’ Ιχουν πάντα συγκεκριμένο κοινωνικοϊστορικό περιεχόμενο.
Νά γιατί δχι ό ντετερμινισμός, άλλά 6 ιντετερμινισμός άποκλείει τήν εύθύνη τής ξεχωριστής προσωπικότητας καί γενικά κά θε λογής εύθύνη. Κάτι περισσότερο, ό ιντετερμινισμός γενικά κά νει άδύνατο νά κατανοηθεΐ ή δπαρξη τής προσωπικής καί. άλλης εύθύνης, ούτε πάλ* μπορεΐ νά μδς ύποδείξει κάποια κριτήρια, πού πά νω στή βάση τους μπορεΐ αύτή νά καθοριστεί. Ή άπόλυτα αότόνομη στή βούληση καί στίς ένέργειές της προσωπικότητα, πού γι’ αύτήν μ ά ς μιλούν οί ίνντετερμινιστές—ή προσωπικότητα, πού κατά τήν 2κφραση τοΰ Σάρτρ δήθεν είναι «καταδικασμένη νά είναι άπόλυτα έλεύθερη»,πού ή ίδια δημιουργεί τούς κανόνες τής συμπεριφοράς της καί δήθεν εύθύνεται γιά δλα ίσα συμβαίνουν στόν κόσμο, δέν μπορεΐ νά είναι ύπεύθυνη άπέναντι σέ κανέναν. Τέτοια προσωπικότητα γενι κά δέν ύπάρχει καί οί ίδιες οί ίννοιες «προσωπικότητα», «κοινωνική δράση», <·Εστορική δράση», «συμπεριφορά», «εύθύνη», κ.ά., παρμένες άσυσχέτιστα πρός τις άλλες προσωπικότητες, πρός τήν άνθρώπινη κοινωνία, χάνουν κάθε νόημα. Τό ζήτη μα τής εύθύνης, καί ειδικότερα τής κοινωνικοϊστορικής εύθύνης -.ής ξεχωριστής προσωπικότητας, κόμματος, τάξης, λαοΟ, κράτους -Λ.ά., μπορεΐ νά κατανοηθεΐ καί νά έξηγηθεϊ έπιστημονικά μονάχα -τάνω στή βάση τοΟ μαρξιστικού κοινωνικοΐστορικοΟ ντετερ μινισμού. Μέ τή διδασκαλία του γ ιά τήν άντικειμενική πραγματικό τητα τών κοινωνικοϊστορικών νόμων καί γ ιά τή συνειδητή δράση τών άνθρώπων, γ ιά τήν κοινωνικοϊστορική καθοριστική τής συνεί
δησης. τής βούλησης, τών αισθημάτων καί. τών ένεργειών τών άν θρώπων 6 μαρξιστικός κοινωνικοϊστορικός ντετερμινισμός δχι μο νάχα μάς Αποκαλύπτει για τί είναι δυνατή καί γ ια τί ύπάρχει ή ι στορική ευθύνη, άλλά είναι δ μοναδικός πού μάς άποκαλΰπτει καί τά άντικειμενικά κριτήρια, που πάνω στή βάση τους μπορεΐ καί πρέπει νά καθορίζεται τούτη ή εύθύνη. "
407
Τό νόημα τής ίστορίας. Τό ζήτημα τοϋ νομοτελειακού χοφακχήρα τής Ιστορικής έξέλιξης είναι στενά συνδεμένο μέ τό ζήτημα τοϋ νοήματος τής Ιστορίας. Αύτό τό ζήτημα δέν είναι καινούριο. Κατείχε πάντα κεντρική θέση στίς θεολογικές καί άλλες ίδεαλιστικές φιλοσοφικές θεωρίες, καθώς καί στόν ιδεολογικό άγώνα μεταξύ τών προοδευτικών κα! τών άντιδραστικών τάξεων. Ή Ιστορία τής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης δείχνει πώς τό ζήτημα γιά τό νόημα τής Ιστορίας άποκτοϋσε τή μεγαλύτερην έπικαιρότητα σ’ έποχές βαθιών κοινωνικών κρίσεων καί Ιπαναστατκκών άλλαγών. Γι’ αύτό δέν είναι παράξενο πώς σήμερα κατέχει τοΟτο τό ζήτημα πρωτοβάθμια θέση στόν άγώνα μεταξύ τής μαρξιστικολενινιστικής καί τής άστικής Ιδεολογίας, δτι μετά τόν Χέγκελ οί άστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί Ιστορικοί ποτέ δέν άσχολήθηκαν τόσο πολύ μέ «τό νόημα τής Ιστορίας», δπως στήν περίοδο μετά τήν ’Οκτωβριανή Επανάσταση καί Ιδιαίτερα μετά τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τό ζήτημα γιά τό νόημα τής ίστορίας είναι πραγματικό καί έξαιρετικά σπουδαίο ζήτημα. Μά ή σωστή τοποθέτηση καί λύση του έξαρτιέται άπό τό ποιές είναι ο£ ταξικές καί φιλοσοφικοϊστορικές θέ σεις, άπ’ δπου γίνεται. Ot σύγχρονοι άστο). συγγραφείς ίχουν δη μιουργήσει μιά τεράστια φιλολογία, άφιερωμένη «στό νόημα τής Ιστορίας», άλλ’ αύτοί οδτε μποροϋν σωστά νά τό τοποθετήσουν αύ τό τό ζήτημα, οδτε σωστά νά τό λύσουν, γιατί ξεκινοϋν άπό τ’ άντιδραστικά συμφέροντα τής τάξης τους καί άπό διάφορες ίδεαλιστικές, μεταφυσικές καί σέ πολλές περιπτώσεις φανερά μυστικι στικές φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις.
408
Ή τελεολογική είτε ή φιναλιστική άντίληψη τής ίστορίας. Ό ταν μιλούν γιά τό «-νόημα τής ί stop ίας», ot «στοί συγγραφείς ξε κινούν πάρα πολύ συχνά ώπύ τήν άντληψη, πώς ή Ιστορία δέν iatoτελεί άκατάστατο χείμαρρο άπό γεγονότα, άλλά σχεδιομετρική δια δικασία, πού στρέφεται τυρός κάποιον τ ε λ ι κ ό καί δ ψ ι σ τ c σ κ ο π ό . Σύμφωνα μ’ αύτή τήν άντίληψη, τό νόημα τής Ιστορί ας βρίσκεται στήν πραγματοποίηση αύτοϋ τοϋ σκοποϋ καί μ’ αύτό τελειώνει ή ίδια ή ιστορία. Έ τελεολογική καί ή φιναλιστική άντίληψη τής ίστορίας άποτελεΐ ά ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ο ϊ Ρ ε α λ ι σ τ ι κ ή άντίλη ψη, πού Ιμφανίστηκε πάνω στό Ιδαφος τής θεολογίας καί ϊσαμε σή μερα έξακολουθεΐ νά άναπτύσσεται πάρα πολύ συχνά σέ στενή συνά φεια μ’ «ύτήν. Άκόμη ό Αύρήλιος Αύγουστίνος, πού κάνει τήν πρώτη άπόπειρα νά παρουσιάσει τήν πορεία δλάκερης τής παγκόσμιας Ιστορί ας άπό τί-ς θέσεις τής χριστιανικής θεωρίας στό βιβλίο του «Γιά τήν πολιτεία τοΟ θεοϋ» (De civitate Dei) άνχπτύσσει τήν άντίληψη πώς δ θεός Ιχει προκαθορίσει τήν άνάπτυξη τής παγκόσμιας Ιστορί ας, ώς καί τή μοίρα τοϋ κάθε άνθρώπαυ. Κατά τή γνώμη του ή Ιστο ρία άρχίζει άπό «Τό πλάσιμο» τοϋ Άδάμ καί τελειώνει μέ τή «Δευ τέρα Παρουσία», δπότχν δ θεός θά κρίνει τούς ζωντανούς καί τούς νεκρούς. Αύτή ή άντίληψη τής Ιστορίας βρίσκεται κι ώς τά τώρα στή βάση τών διαφόρων χριστιανοθεολογικών καί δλλων άντιδραστικών καί άντιεπιστημονικών φιλοσοφικοϊστορικών δοξασιών γιά «τό νόη;ΐΛ τής ίστορίας». Άλλά d τελεολογικές καί οί φιναλιστικές δοξασίες γ:ά τήν Ιστορία άναπτύσσονται δχι μονάχα πάνω στό έδαφος τής θεολογί ας. Έ χουν έπίσης δικές τους, περισσότερο ή λιγότερο έκλαίκευμένες μορφές, πού στό παρελθόν, πριν άπό τήν έμφάνιση τοϋ μαρξισμοϋ, Ιπαίξαν καί προοδευτικό ρόλο τόσον άπό τήν άποψη τής
409
άνάπτυξης τής έπιστημονικής γνώσης, δσο καί άπό τήν άποψη τοϋ κοινωνικοϊστορικοΰ τους ρόλου. ΣτΙς φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τοϋ Χέρντερ καί τοϋ Χέ γκελ, πού μέ τά δνόματά τους συνδέεται ή διαμόρφωση χαΐ ή παγίωση τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας ώς αύτοτελοϋς έπιστημονικοϋ κλάδου, καθώς καί στίς φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τοΟ Κάντ καί τοϋ Φίχνε δέσποζε ή Ιστορική αίσιοδοξία, συνυφασμένη μέ τή δοξασία πώς ή Ιστορία είναι γβμάτη νόημα προοδευτική διαδικασία έξέλιξης, πού στρέφεται στήν πραγματοποίηση ένός δψιστου καί τελικοϋ σκοποϋ. Ό Χέρντερ βλέπει αύτόν τόν σκοπό στήν πραγμα τοποίηση τοϋ Ιδανικοϋ γιά τόν «ά ν θ ρ ω π ι σ μ ό», ό Κάντ — στήν «Τάξη δικαίου otai αιώνια ειρήνη», δ Φίχτε —στό «Ιδανικό κράτος» κ.ά. Μά δ πιό λαμπρός έκφραστής αύτής τής δοξασίας είναι ό Χέγκελ. Σχό 5ργο του «Διαλέξεις πάνω στή φιλοσοφία τΐ)ς Ιστορίας» δ Χέγκελ γράφει: «Τό ζήτημα, ποιός είναι δ τελικός σκοπός δλων αύτών τών ένικών γεγονότων, έξαντλεΐτα* άραγε τό καθένα μέ τόν ειδικό του σκοπό ή, άντίστροφα, πρέπει νά σκεφτοϋμε I ν α ν τελικό σκοπό γιά δλα τοϋτα τά έπεισόδια· δέ γίνε ται άραγες κάτω άπό τό βροντερό θόρυβο αύτής τής έπιφανειακής Ιργασίας καί τό χτίσιμο κάποιου Ιργου, δπου Ιχει διαφυλαχτεΐ ή ούσιαστική δύναμη δλων αύτών τών μεταβατικών φαινομένων; Ά ν , δμως. άπό τήν ίδια τήν άρχή δέν είσάγεται στήν παγκόσμια ιστορία ή σκέψη, ή λογική γνώση, πρός αύτήν πρέπει νά προσερχό μαστε τουλάχιστο μέ γερή, άκατάλυτη πίστη στό δτι δ κόσμος τής διάνοιας καί τής βούλησης πού αύτοσυνειδητοποιεΐ τόν έαυτό της δέν είναι θύμα τής σύμπτωσης, άλλά πρέπει νά Αποκαλύπτεται στόν κόσμο τής γνωρίζουσας τόν έαυτό της ιδέας».' Άκόμη στό έργο τους «Ή άγία οικογένεια» δ Μάρξ καί δ Ένγκελς ύποδείχνουν δτι ή χεγκελιανή άντίληψη τής Ιστορίας «5έν είναι τίποτε, άλλο παρά θεωρητική Εκφραση τοΰ χ ρ ι σ τ ι αν ο γ ε ρ μ α ν ι κ ο ΰ δόγματος γιά τήν άντίθεση άνάμεσϊ στήν δλη καί στό πνεϋμα, άνάμεσα στό θεό καί στόν κόσμο».2 ΤοΟτο, δ1. Παραθ. κατά: Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 38ος, σελ. 312, (στά βουλγάρικα). 2. Κ, Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Ά παντα, τόμος 2ος, σβλ. 21, (στά βουλγάρικα).
410
μως, δέ σημαίνει πώς αύτή είναι ταυτόσημη μέ τόν θεολογικό φατα λισμό τοΰ Αυγουστίνου καί τών σύγχρονών του όπαδών στό πρόσω πο τών νεοθωμιστών καί συγγραφέων δπως δ Μπερντιάεφ καί άλ λοι μέ τόν ύπερβατισμό, τόν άνορθολογισμό καί τόν άγνωστικισμό τους. Ό Χέγκελ δέ διαιρεί τήν ιστορία σέ «έπίγεια» καί «ούράνια» καί δέν άναζητώει τήν έξήγηση τής άνθρώπινης ίστορίας Εξω άπ’ αύτήν. Κατά τή γνώμη του ή ιστορία άποτελεΐ νομοτελειακή, άναγκαστική διαδικασία τής αύτοεξέλιξης τοΰ πνεύματος — διαδι κασία τής αύτογνωσίας τοΰ πνεύματος. Δέν άποκλείει τήν έλευθερία άπό τήν Ιστορία καί δέν τήν άντιπαραθέτει στήν άναγκαιότητα, μά τήν έξετάζει ώς συνειδητοποιημένη άναγκαιότητα. ’Απορρίπτει τόν άγνωστικισμό καί βλέπει τόν τελικό σκοπό τής Ιστορίας στήν αύτοσυνείδηση τοΰ άπόλυτου πνεύματος — στήν έπίτευξη τής άπόλυτης άλήθειας. «Ή παγκόσμια ιστορία — γράφει ό Χέγκελ — άπο τελεΐ πρόοδο στήν έπίγνωση τής Ιλευθερίας, πρόοδο πού πρέπει νά γνωρίσουμε στήν άναγκαιότητά της».1 Γι’ αύτό δέν είναι τυχαίο πώς δ νεοθωμιστής Ζ. Μαριτέν κατατάσσει τό Χέγκελ μαζί. μέ τό Μάρξ στούς «μεγαλύτερους πλαστογράφους τής θεότητας», πού δημιουρ γήσανε «μιά πλαστή φιλοσοφία τής Ιστορίας».2 Ό ιστορικός τελεολογισμός καί φιναλισμός τοΰ Χέγκελ, κα θώς καί ή δοξασία τοΰ πώς ή ιστορία άντιπροσωπεύει άνοδική, προ οδευτική διαδικασία έξέλιξης, έβαλε βαθιά σφραγίδα πάνω στίς φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τών περισσότερων άπό τούς άστούς στοχαστές τοΰ δέκατου ένατου αιώνα. Έ τσι, λογουχάρη, δ Φόιερμπαχ βλέπει τόν τελικό σκοπό τής ίστορίας στήν πραγματοποίηση τοΰ «ά ν θ ρ ώ π ο υ», τοΰ «ά λ η θ ι ν ο ΰ ά ν θ ρ ώ π ο υ», τής « ά ν θ ρ ώ π ι ν η ς ο ύ σ ί ας», δ Στίρνερ —στόν «Μ ον α δ ι κ ό», οί «άληθινοί σοσιαλιστές» — στήν «ε ύ τ υ χ ί α», δ Κόντ — στήν « έ π ι σ τ η μ ο ν ι κ ο β ι ο μ η χ α ν ι κ ή κ ο ι ν ω ν ί α » , δ Τόκβιλ —στήν « Ι σ ό τ η τ α » κΑ. Γενικά κατά τό δέκατο ένατο αΙώνα στήν άστική φιλοσοφία τής 1. Παραθ. κατά : Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 38ος, σελ. 304, (στά βουλγάρικα). 2. J. Maritain, On the Philosophy of History, pp. 23 - 28, (στή βουλγάρική Εκδοση).
411
Ιστορίας, στήν κοινωνιολογία καί στήν Ιστοριογραφία δέσποζε ή αισιόδοξη δοξασία πώς ή Ιστορία είναι γεμάτη νόημα διαδικασία καί τό νόημα τής ιστορίας συνταυτίζεται μέ τήν Ιστορική πρόοδο. Τούτη ή άντίληψη περιλαβαίνονταν στό φιλοσοφικοϊστορικό πι στεύω πολλών άστών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων καί ιστορικών ά κόμη καί στίς δυό πρώτες δεκαετίες τοϋ είκοστοϋ αΙώνα. «Άναμεταξύ στα μέσα τής περασμένης έκατονταετίας καί στά 1914 —γρά φε: 6 Έ . Κάρ— γιά ένα βρετανό Ιστορικό ήταν σχεδόν άδύνατο v i φανταστεί τήν ίστορι/κήν άλλαγή διαφορετικά, παρά ώς άλλαγή πρός κατιτί τό καλύτερο».1 Μέ τόν Ιρχομό τής έποχής τοϋ ιμπεριαλισμού καί. Ιδιαίτερα μέ τόν έρχομό τής σύγχρονης έποχής τοΰ περάσματος άπό τόν καπι ταλισμό στό σοσιαλισμό τό ζήτημα γιά τό νόημα τής ιστορίας έγινε πιό έπίκαιρο άπό όποιαδήπφτε άλλη φορά, μά παράλληλα μ’ αύτό έπέρχονται στίς άστικές άντιλήψεις πάνω σ’ αύτό τό ζήτημα ριζικές άλλαγές, πού άπσκαλύπτουν πολύ καθαρά καί παραστατι κά τόν άντιδραστικό καί άντιεπιστημονικό χαρακτήρα τής σύγχρο νης άστικής φιλοσοφίας τής ίστορίας, τοϋ ρόλου της ώς ΐδεολογικοϋ δπλου για τήν ύπεράσπιση τοΰ άστικοϋ συστήματος καί γι’ άγώνα ένάντια στό μαρξισμό - λενινισμό, ένάντια στό σοσιαλισμό καί στόν κομμουνισμό. Μιά σημαντική μερίδα άπό τούς άστούς συγγραφείς, πού άνήκει στίς διάφορες κατευθύνσεις τής άστικής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης, συνεχίζει καί σήμερα νά άναπτύσσει τελεολογικές καί φιναλιστικές άντιλήψεις γιά τήν Ιστορία καί τό νόημά της. Μέ πολύ λίγες έξαιρέσεις. δμως, αύτές οί άντιλήψεις δέν έχουν καμιάν έπιστημονική άξια. Έχουν φανερό Ικφρααμένο θεολογικό, μυστικι στικό άγνωστικιστικό χαρακτήρα. 'Υποστηρίζοντας πώς ή Ι στορία έχει κάποιο νόημα, άρνιοΰνται τή δυνατότητα γιά τήν έπιστημονική της γνώση. Μαζί μ’ αύτό προπαγανδίζουν ένα θεολογι κό φαταλισμό,πού σύμφωνα μ’ αύτόν ή ιστορία πλάθεται καί κατευθύνεται άπό τό θεό, ένώ οί άνθρωποι είναι άνίσχυρα δργανα στά χέρια τής θείας Πρόνοιας, πού δέν τούς μένει τίποτε άλλο παρά νά 1. Ε, Η. C arr, What is History?, p. 38.
412
ύποτχχτοϋν στή «μοίρα» τους. Κατά τή γνώμη τοϋ Μπβρντιάεφ, λογουχάρη, ή Ιστορία ίχει «έσωτερικό νόημα» καί μάλιστα «ώπόλυ,το νόημα». Είναι «προκα θορισμένη στίς βάσεις της κοσμοϊστορική διαδικασία», «κάποιο μυ στήριο», πού 2χει τήν άρχή του καί τό τέλος του στήν «οδράνια Ι στορία».1 Γι’ αύτόν τόν λόγο ή «άληθινή» φιλοσοφία τής ιστορί ας πρέπει νά είνα: «μεταφυσική τής Ιστορίας», πού τό καθήκον της είναι νά άποκαλύψει «τό νόημα τής ιστορίας». ’Αλλά μιά καί «ή ούράνια ιστορία» καθορίζει «τήν Ιπίγεια Ιστορία», τό νά άποκαλυφθεΐ τό νόημα τής «έπίγειας Ιστορίας» σημαίνει ν ΐ άποκαλυφτεϊ «τό νόημα» τής «ούράνιας Ιστορίας» διαμέσο» «τής «άποκάλυψης».2 Δέν είναι δύσκολο νά δοΟμε πώς δ Μπερντιάεφ περιφρόνησε δχι μονάχα τή μαρξιστική, άλλά δλάκερτ τήν προοδευτική φιλοσοφικοϊσπορική σκέψη, γιά νά άναβιώσει τή σκοτάδιστική φιλοσοφία τής Ιστορίας τοϋ Αυγουστίνου καί νά τήν παρουσιάσει σαν τελευταία λέξη τής σύγχρονης άστικής φιλοσοφίας τής Ιστορίας. 'Ακριβώς δ Αύγουστίνος είναι δ Ιδεϊκός -μ/πνευστής καί τής σύγχρονης νεοθωμιστικής φιλοσοφίας τής ιστορίας. Μαζί μέ τόν Αύγουστίνο δ Ζ. Μαριτέν δέχεται, πώς ή Ι στορία ξετυλίγεται σύμφωνα μέ καθορισμένο άπό τόν θεό σχέδιο καί στρέφεται πρός τήν πραγματοποίηση τών τοποθετημένων άπό τόν θεό σκοπών, ένώ τό καθήκον τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας είναι νά άνακαλύψει τό βαλμένο άπό τό θεό νόημα στήν Ιστορία — δη λαδή τό σχέδιό της καί τούς σκοπούς της. Γιά τό Μαριτέν τό νό ημα τής ιστορίας είναι έπίσης «μυστήριο», πού δ άνθρώπινος νοϋς κα!. ή έπιστημονική γνώση είναι σέ θέση μονάχα έν μέρει Λ άποκρυπτογραφήσουν καί νά κατανοήσουν, γιατί ώς σύνολο οί προ θέσεις καί οί σκοποί τοϋ θεοϋ είναι άπρόσιτοι καί άνέφιχτοι γιά τόν άνθρώπινο νοϋ καί μποροϋν μονάχα νά ένατενιστοϋν δχι δμως καί νά κατανοηθοΟν έπιστημονικά.3
1. Ν. Μκερντιάεφ, «Τό νόημα τής Ιστορίας», σελ. 44, 56, (στά ρωσικά). 2. Στό Ιδιο, σελ. 11, 51, 55 κ.ά. 3. J. Maritain, On the Philosophy of History, pp. 2, 22 - 23.
413
Κατ’ αύτό τόν τρόπο τό νόημα τής Ιστορίας μετατρέπεται σέ «ύπεριστορικό νόημα τών Ιστορικών τραγωδιών», ένώ ή φιλοσοφία τής ίστορίας χύνεται στή θεολογία καί στό θρησκευτικό μυστικισμό. «Καμιά φιλοσοφία τής ίστορίας δέν είναι δυνατή χωρίς τΙς διαφωτίσεις τής θεολογίας — δηλώνει ό νεοθωμιστής Γιόζεφ Πίπερ, — για τί τό ουσιαστικό ζήτημα τοΟ φιλόσοφου, πού στοχάζεται πάνω στήν ιστορία, είναι: ποιός είναι ό τελικός σκοπός τής Ιστο ρίας». Αύτή ή θεολογική, μυστικιστική καί. άγνωστικιστική άντίλη ψη για τό νόημα τής Ιστορίας διαπερνάει τις φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις πολλών σύγχρονων άστών έπαγγελματιών φιλοσόφων, οίκονομολόγων, κοινωνιολόγων καί ιστορικών δπως οί Κ. Γιάσπερς, Β. Ριόπκε, Ά . Τόινμπι, Φ. Μάινεκε, Τ. Σίιντερ κ.ά. «Ή Ιστορία —γράφει δ Γιάσπερς— έχει βα'θύ νόημα, μά τοΰτο δέν είναι προ σιτό στήν άνθρώπινη γνώση».1 Κανένας — σύμφωνα μέ τή γνώ μη τοΰ Γιάσπερς — δέν ξέρει πώς ξεφύτρωσε ή άνθρώπινη Ιστο ρία καί πρός τά ποΰ, πρός ποιόν σκοπό κινείται, γιατί δ θεός 2κανε τήν άπαρχή τής ίστορίας, δ ίδιος καθόρισε τό σκοπό της καί τήν κατεύθυνε πρός αύτόν τό σκοπό. Τήν ίδια άγνωστικιστική άν τίληψη βρίσκουμε καί στόν Τ. Σίιντερ, «Πρός δπααδήποτε κατεύ θυνση κι’ αν κοιτάξουμε — γράφει δ ίδιος, — δ σκοπός τής Ιστο ρίας είναι καλυμμένος μέ τό σκοτάδι τοΰ άγνιίχπου καί ή άπάντηση στό Ιρώτημα: πρός ποιά κατεύθυνση ξετυλίγεται ή Ιστορία, γίνεται γιά μάς δλο καί πιό δύσκολη».2 ’Από θεωρητική σκοπιά δλες τοΰτες οί άντιλήψεις γιά τό νό ημα τής ίστορίας δέν προσφέρουν τίποτε καινούριο καί πρωτότυ πο, μά άπό Ιδεολογική σκοπιά παρουσιάζουν τεράστιο ένδιαφέρον. Πρώτο, άντανακλοΰν σά σέ καθρέφτη τή βαθιά κρίση καί τήν ίδεϊκή άθλιότητα τής σύγχρονης άστικής φιλοσοφίας τής Ι στορίας καί δλάκερης τής σύγχρονης άστικής Ιδεολογίας, τήν άδυναμία τους νά διατυπώσουν δχι μονάχα π ρ ο ο δ ε υ τ ι κ ο ύ ς 1. Κ. Jaspers, Von Ursprung und der Geschichte, s. 17. 2. Παραθ. κατά : Β. I. Σάλοφ, « Ή σύγχρονη άστική Ιστοριο γραφία», Έκδ. «Νάουκα», Μόσχα, 1968, σελ. 110, (στά ρωσικά).
414
καί I π ι ο τ η μ ο ν t * à θ ε μ ε λ ι ω μ έ ν ο υ ς , άλλά καί κάπως καθαρούς καί όρθολογικούς Ι σ τ ο ρ ι κ ο ύ ς σκο πούς. Νά γιατί, γιά νά συγκαλύψουν τήν άδυναμία τους, καταφεύ γουν στόν άγνωστικισμό, στή θεολογία καί στό μυστικισμό καί άνακηρύττουν τούς Ιστορικούς σκοπούς γιά «ύπερβατικούς», «άγνώσιμους» καί «άνέφιχτους» στόν άνθρώπινο νοΟ. Δεύτερο έκφράζουν τή χρεοκοπία τής άστικής Ιστορικής αι σιοδοξίας, πού συνδέεται μέ τις δοξασίες γιά τή νομοτελειακή καί τήν προοδευτική έξέλιξη τής ίστορίας, καί τήν Αντικατάστασή τους μέ πέρα για πέρα συντηρητικές καί. άπαισιόδοξες φιλοσοφικοϊστορικές δοξασίες. Οί δοξασίες για τήν ιστορική πρόοδο Ιχουν πεταχτεΐ, καί σημειώνουν όλοένα μεγαλύτερη διάδοση οί θεωρίες γιά τή λεγόμενη «κυκλική έξέλιξη τών πολιτισμών» (Ό . Σπένγκλερ, Έ . Μάϊερ, Ά . Τόινμπι, Τζ. Μπάρακλαφ, X. Φράϊερ κΑ .), που διακηρύττουν άνοιχτά «τή δύση τοϋ δυτικοϋ πολιτισμού». «\ένε— γράφε: δ Έ . Κάρ — πώς ό ρώσος τσάρος Νικόλαος ό Α ' Ιβγαλε μιά διαταγή, πού μ’ αύτήν άπαγόρεψε τή λέξη «πρόοδος». Σή μερα οί φιλόσοφο: καί οί Ιστορικοί τής Δυτικής Εύρώπης, ώς καί τών Ηνωμένων Πολιτειών, συμφώνησαν έπιτέλους μαζί του. Ή ύπόθεση γιά τήν πρόοδο Ιχει άπορριφτεΐ. Ή δύση τής Δύσης Iγινε τόσο γνωστή φράση, ώστε είσαγωγικά δέ χρειάζονται πιά».1 Ό K ip Ιχει δίκιο, Αναγνωρίζοντας δτι οί άστικές φιλοσοφικοϊστορικές θεωρίες για «τή δύση τοϋ δυτικοΰ πολιτισμού» άποτελοΰν «χαρακτηριστική Ιδεολογία μιας κοινωνίας πού δύει».2 Τού τες οί θεωρίες άντικαθρεφτίζουν τήν Ιστορική Ελλειψη προοπτικής καί τήν καταδίκη τής σύγχρονης άστικής τάξης, τήν άδυναμία της νά βρει διέξοδο άπό τήν άδιάκοπα έντεινόμενη καί βαθυνόμενη κρίση τής σύγχρονης άστικής κοινωνίας, νά σταματήσει τήν άκράτητη καί νικηφόρα πορεία τής σοσιαλιστικής έπανάστασης. Έκφρά ζουν τό αίσθημα τής σύγχρονης άστικής τάξης γιά τήν όλοένα με γαλύτερη άνασφάλεια καί φόβο μπροστά στό μέλλον, τις ζοφερές της προαισθήσεις γιά τό άναπόφευκτο καί δχι μακρινό τέλος τής 1. Ε. Η. Ccrr, What is History? p. 112. 2. Ibid., p. 43.
415
άστικτη κοινωνίας, που οί άστοί. Ιδεολόγοι παρουσιάζουν γενικ* σάν τέλος δλάκερου τοϋ άνθρώπινου πολιτισμού καί τής Ιστορίας. ’Αξιοσημείωτο είναι τό γεγονός δτι μέ πολύ λίγες έξαιρέσεις δλες ot σύγχρονες άστικές τελεολογικές καί φιναλιστιχές ιστορι κές θεωρίες είναι γεμάτες άπαισιοδοξία καί ζοφερές προφητείες. Καί ό Μπερνιάεφ, καί δ Μαριτέν, καί δ Μάινκε δέ βλέπουν στήν Ι στορία τίποτε άλλο παρά «τραγωδία». «'Ολάκερη ή ιστορία —γρά φει δ Μάινκε— είναι μιά τραγωδία».1 Γι αύτδτδν λόγο τό πρόβλη μα για τό «τραγικό» στήν ιστορία ?γινε βασικό θέμα τής σύγχρονης άστικής φιλοσοφίας τής Ιστορίας. Ή αυξανόμενη ιστορική άπαισιοδοξία τής σύγχρονης άστικής τάξης Ικφράστηκε μέ Ιδιαίτερα μεγάλη δύναμη στίς φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τού Κ. Γιάσπερς, στήν δική του άνάλυση τής σύγχρονης έποχής. Ό ίδιος σημειώνει πώς σέ διάστημα πάνω άπό έκατό χρόνια μεγαλώνει ή συνείδηση γιά τήν «κρίση», πού «σήμερα Ιγινε συνείδηση σχεδόν δλων τών άνθρώπων» καί έκφράζεται στίς δοξασίες «·γιά στροφή στήν Ιστορία, γιάτό τέλος τής Ιστορίας στό μέ χρι τώρα νόημα, για ριζική άλλαγή τοϋ ίδιου τοϋ άνθρώπινου είναι». Ή περίοδος «μετά τόν Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο - -συνε χίζει δ Γιάσπερς— ήταν πιά δχι τό βραδινό σιωπητήριο μόνο τής Εύρώπης, άλλά δλων τών πολιτισμών πάνω στή Γή. Έ να τέλος τής άνθρωπότητας... Παρ’ δλ’ αύτά δέν ήταν τόϊδιο τό τέλος, άλ λά ή συνείδηση γιά τόν δυνατό και έπικείμενον έρχομό του ήταν δεσπόζουσα. Τό άναμενόμενο τέλος άνακαλύπτονταν μέ φόβο ή μέ γαλήνη... Ή διάθεση στόν Κλάγκες, στόν Σπέγκλερ ή στόν Ά λφρεντ Βέμπερ είναι τελείως διαφορετική. Μά ή πραγματικότητα τής κρίσεως σέ μιά πρωτόφαντη στήν Ιστορία διάσταση ύπάρχει αναμφίβολα σέ δλους αύτούς».2 Χαρακτηρίζοντας τή σύγχρονη έποχή, δ Γιάσπερς ύπογραμμίζει πώς αύτή διαφέρει ριζικά άπό τ!ς προηγούμενες ιστορικές έποχές. Στό παρελθόν — ισχυρίζεται δ ίδιος— ή ιστορία διαδρα 1. Παραθ. κατά : Β. I. Σάλοφ, « Ή σύγχρονη δυτικογερματική άστική Ιστοριογραφία, σελ. 109, (στά ρακτικά). 2. Κ. Jaspers, Vom Ursprung und Ziel der Oeschichte, s. 288.
416
ματιζόταν σέ σχετικά σταθερές καταστάσεις. 01 κοινωνικές Αλλα γές γίνονταν άργά καί θίγανε μονάχα ξεχωριστά κοινωνικά στρώ ματα καί δμάδες. Άκόμη κι’ δταν Ιπρεπε νά πεθάνοον άπό τήν πείνα, οί άνθρωποι ύποφέρανε τίς στερήσεις, ύποτάσσονταν, καί παραμένανε νά ζοΟν σέ άμετάβλητα κοινωνικά στρώματα. «Σήμερα — συνεχίζει δ Γιάσπερς— είναι τελείως διαφορετι κά. Οί κοινωνικές καταστάσεις βρίσκονται σέ μιά άκατάσχετη κί νηση. 'Ολάκερος δ πληθυσμός τής Γής έχει άποσπαστεί άπδ τά παμπάλαια, -κληρονομημένα συστήματα καί μορφές συνείδησης. Ή συνείδηση άσφάλειας γίνεται δλοένα καί- πιδ περιορισμένη».1 Οί άνθρώπινες μάζες γίνονταν πιδ ένιαΐες καί μετατρέπονταν σέ άποφασιστικδν παράγοντα, που μ’ αύτόν πρέπει νά συμμορφώνον ται καί δ ήγέτης τοΟ κράτους, καί δ στοχαστής, καί δ καλλιτέ χνης. Τδ π:δ άνησυχητικό, κατά τή γνώμη τοϋ Γιάσπερς, είναι τδ περιστατικό, πώς οί μάζες σήμερα «μαθαίνουν νά διαβάζουν καί νά γράφουν», δτ> διακατέχονται άπδ «αυξανόμενη άπιστία», πού γεννάει τδ μηδενισμό. Άπελευθερωνόμενες άπό τή θρησκευτική πίστη, οί μάζες έπεσαν κάτω άπδ τήν έπίδραση μιας «ύποκαταστατοθρησκείας», πού βρίσκει έκφραση στήν πίστη σέ «σωτήρια προγράμματα», σέ «ψευτοεπιστημονικές κοσμοαντιλήψεις» δπως δ μαρξισμός, ή ψυχανάλυση καί ή φυλετική θεωρία. Μ’ Σνα λόγο, «οί βάσεις τοϋ άνθρώπινου «είναι» κλονίζονται σήμερα- πρέπει νά μποϋν οί στοιχειώδικες βάσεις τοΟ μέλλοντος».2 Άλλά δ Γιάσπερς δμολογεΐ πώς ή σύγχρονη άστική τάξη καί οί ίδεολόγοι της είναι άνίκανο: νά βροΟν «μιά σωστή μορφή ζωής»'3 Ή ιστορική άπαισιοδοξία τοϋ Γιάσπερς φτάνει τδ άποκορύφωμά της στή δοξασία του γιά τό «φόβο» ώς κινητήρια δύναμη πρδς τδ μέλλον. «Ένας Απαράμιλλος φόβος πλανιέται σήμερα πάνω στήν άνθρωπότητα» —γράφει δ ίδιος. «Ό φόβος πρέπει νά έπιδοκιμαστεΐ. Άποτελεΐ μιά βάση τής έλπίδα».4 1. 2. 3. 4.
27
Ibid., s. 163. (βλ. σημ. 2, σελ. 416). Κ· Jaspers, op. cit., s. 255, Ibid., 130. Ibid., s. 191.
417
Στήν εισήγησή του μέ θέμα «'Ιστορικότητα καί ύπερχρονικό νόημα», πού παρουσιάστηκε στό 14ο Διεθνές Συνέδριο Φιλοσοφίας (Βιέννη, 1968), δ γνωστός δυτικογερμανός άστδς φιλόσοφος Γιώαχιμ φόν Ρίντελεν παραπονιέται γιατί στόν άστικό κόσμο έπιβάλλεται φορτικά ή σκέψη πώς στήν Ιστορία δλα «κάποτε άρχισαν άσχημα», καί, ειπωμένο μέ τα λόγια τοϋ Γιάσπερς, «ήταν καταδικασμένα σέ χρεωκοπία», γινόταν λόγος «τόσο πολύ γιά τήν Ελλειψη νοήματος τής ύπαρξής μας», για τόν φόβο μπροστά στό τίποτε καί γιά τήν πλή ρη ανασφάλεια τής σημερινής ζωής», δτι πρέπει νά ξανατοποθετηθεϊ «τό ζήτημα για τό νόημα τής ίστορικότητάς μας».1 Καί πρα γματικά, τό Συνέδριο Φιλοσοφίας στή Βιέννη Εδειξε έπίσης δτι ή Ιστορική Απαισιοδοξία άπλώνει δλοένα βαθύτερες ρίζες στή σύγχρο νη άστική φιλοσοφία τής ίστορίας. ’Αλλά τοϋτο τό Συνέδριο έδειξε άκόμη μια φορά πώς πάνω ’στό Εδαφος αύτής τής φιλοσοφίας δέν είναι δυνατόν νά βρεθεί κανένας έλπιδοφόρος δρόμος πού νά όδηγεΐ πέρα άπό τούς ζοφερούς όρίζοντες τής ιστορικής άπαισιοδοξίας, τοΰ αισθήματος άνασφάλειας καί φόβου μπροστά στό μέλλον, τής Ιστο ρικής καταδίκης, πού κατακτούν δλοένα καί περισσότερο και π·-ό έξουσιαστικά τή σύγχρονη άστική τάξη. Τρίτο, οί σύγχρονες τελεολογικές καί φιναλιστικές άντιλήψεις τής ιστορίας μέ τήν άπαισιοδοξία, τόν άγνωστικισμό, τό θεολογικό φαταλισμό καί μυστικισμό τους δέν άποτελοϋν μονάχα πα θητική άντανάκλαση τής διαδικασίας τής άποσύνθεσης καί τοϋ χα μού ττ)ς σύγχρονης άστικής κοινωνίας καί κουλτούρας. Μαζί μ’ αύτό άποτελοϋν ιδεολογικά δπλα τής σύγχρονης άστικής τάξης γιά άγώνα ένάντια σ’ δλα τά προοδευτικά, άντιϊμπεριαλιστικά κινήματα καί πρίν άπ’ δλα ένάντια στό κομμουνιστικό κίνημα, ένάντια στίς σοσιαλιστικές χώρες, ένάντια στό μαρξισμό - λενινισμό. Ή ιστορική ύπηρεσία τοΰ μαρξισμοΰ - λενινισμού βρίσλετχι στό δτι, άποκαλύπτοντας τούς νόμους τής κοινωνικοϊστορικής έξέ λιξης, άπόδειξε τόν μεταβατικό χαρακτήρα τοϋ καπιταλισμού καί Εβαλε μπροστά στήν έργατική τάξη, μπροστά σ’ δλους τούς έργαζο1. Frite — Joachim von Kintelen. Geschichtlichkeit und iiberzeitlicher Sinn. In : «Akten des XIV. Intermationalen Kongresses ftir Philosophie», I. B., s. 110.
418
μένους καί έκμεταλλευομένους τόν μεγάλο και τόν έπιστημονικό θεμελιωμένον Ιστορικό σκοπό: τήν έκμηδένιση τοΟ βασικού συστήμα τος και τήν άντικατάστασή του μέ 2να καινούριο, άνώτερο καί δι καιότερο κοινωνικό σύστημα τόν σοσιαλισμό καί τόν κομμουνισμό. Ή έργατική τάξη έξοπλισμένη μέ τήν έπιστημονική Ιδεολογία τοΟ μαρξισμού - λενινισμοϋ, καθοδηγούμενη άπό χά κομμουνιστικά της κόμματα, μετατράπηκε στή μεγαλύτερη Ιστορική δύναμη τής έπο χής μας, ένώ ό σ κ ο π ό ς κ α ί τ ό ν ό η μ α τής ιστορι κής της δημιουργικότητας είναι δ άγώνας για τό χτίσιμο καί τήν ανάπτυξη τοΰ σοσιαλισμού καί τοΰ κομμουνισμού. Ή ϊδια ή ιστο ρική πράξη τών σοσιαλιστικών έπαναστάσεων καί τής σοσιαλιστι κής οικοδόμησης άπόδειξε μέ άκαταμάχητο τρόπο τήν δρθότητα τών μαρξιστικολενινιστικών Ιδεών καί τήν ύπεροχή τοΰ σοσιαλι σμού απέναντι στόν καπιταλισμό. Άπόδειξε πώς ή βασική κατεύ θυνση τής Ιστορικής έξέλιξης τής σύγχρονης άνθρωπότητος καθορί ζεται άπό τό έπαναστατικό έργατικό καί κομμουνιστικό κίνημα, άπό τ'ις σοσιαλιστικές χώρες καί όδηγεΐ αναπόφευκτα στό θρίαμβο του σοσιαλισμού καί τοΰ κομμουνισμού σ’ 2λον τόν κόσμο. Οί επιστημονικές καί οί έπαναστατικές Ιδέες τοΰ μαρξισμοΰλενινισμοΰ, ή Ιδεολογικοπολιτική καί ή δργανωτική δράση τών κομ μουνιστικών κομμάτων, χό μεταδοτικό παράδειγμα τής ’Οκτωβρια νής καί τών άλλων Σοσιαλιστικών Έπαναστάσεων άφυπνίσανε καί έμπνεύσανε τεράστιες μάζες τών έργαζομένων σ’ δλη τήν οίκουμένη γιά αυτοτελή, συνειδητή, οργανωμένη καί στοχσπροσηλωμένη Ιστο ρική δημιουργικότητα. Καί δσο πιό πλατιές μάζες τραβούν πάνω στό δρόμο τής αύτοτελοΰς δημιουργικότητας, δσο περισσότερο με γαλώνει ή κομμουνιστική τους συνείδηση καί δργανωτικήτη τα, δ σο καθαρότερα βλέπουν τόν ίστορικό σκοπό τού έπαναστατικού τους άγώνα καί τους δρόμους γιά τήν Ιπίτευξή του, δσο περισσότερο αόξάνεται ή έπαναστατική τους ένεργηηκότητα, τόσο περισσότερο πλησιάζει ή μέρα τού τελικού θριάμβου τοΰ σοσιαλισμού καί το3 κομμουνισμού σ’ δλο τόν κόσμο. Οί ιδεολόγοι τής σύγχρονης άστικής τάξης τά συνειδητοποιούν δλ’ αύτά καί. ενχάπό τά κύρια καθήκο-ντα τών τελεολογικών καί φιναλιστικών τους θεωριών για τήν ιστορία είναι νά σπέρνουν Ιδεολο
419
γική σύγχυση, άποθάρρυνση, άπιστία στίς Ιδιες τους τίς δυνάμεις καί παθητικότητα μέσα στίς μάζες, νά τίς άποκλίνουν άπό τό δρόμο τοΰ αυτοτελούς έπαναστατικού άγώνα ένάντια στόν καπιταλισμό, γιά τόν σοσιαλισμό καί τόν κομμουνισμό. ’Ανίσχυρο: νά προβάλλουν καινούριους ιστορικούς σκοπούς, πού νά άνταποκρίνονται στίς άνάγκες τής ιστορικής έξέλιξης καί στά συμφέροντα τών έργαζομένων καί τών προοδευτικών δυνάμεων τοΟ καιρού αας, οί άστο! Ιδεολόγοι χρησιμοποιούν τΙς τελεολογικές καί φιναλισεικές τους θεωρίες γιά τήν Ιστορία, προκειμένου νά έμφυσήσουν στίς μάζες, πώς ot σκοποί καί τό νόημα τής Ιστορίας καθορί ζονται άπό τό θεό, πώς αυτοί είναι άγνώσιμοι καί δέν είναι στό χέ ρι τών άνθρώπων νά βάζουν μόνοι μπροστά τους τούς Ιστορικούς τους σκοπούς, νά κλώθουν μόνοι τήν ιστορία τους, είτε πάλι παριστάνουν τούς σκοπούς τής ίδιας τους τΐ)ς τάξης ώς σκοπούς καθορισμένους τάχα άπό τό θεό. Έ τσι, λόγου χάρη, στό βιβλίο του μέ τίτλο «Γιά τήν προέλευση και τό σκοπό τής Ιστορίας», άφοΟ δηλώνει, πώς 6 σκοπός τής Ιστορίας είναι άνέφιχτος γιά τήν άνθρώπινη γνώση, δ Γιάσπερς άφήνει μιάν άνοιχτή πορτούλα καί Ισχυρίζεται πώς παρ’ δλ’ αύτά ή φιλοσοφία τής ιστορίας μπορεΐ νά μάς «πλησιάσει» Ι σαμε τήν κατανόηση αύτού τοΟ σκοπού. Κι* ό Γιάσπερς τή βλέπει στή δημιουργία «παγκόσμιας αύτοκρατορίας», δπου «μιά καί μονα δική έξουσία» τάχα θά «ύποχρεώνει δλους» καί κατ’ αύτόν τόν τρό πο θά πραγματώσει έπιτέλους τήν «παγκόσμια εΙρήνη».1 Μά δέν είναι δύσκολο νά δούμε, πώς πίσω άπ’ αύτόν τόν «θεΓκό» Ιστορικό σκοπό, πού δ Γιάσπερς ύποδείχνει, διαφαίνονται πάρα πολύ καθα ρά τά τόσο έπίγεια, δσο καί έξωφρενικά σχέδια τής άμερικάνικης ιμπεριαλιστικής άντίδρασης στήν περίοδο πού δ Γιάσπερς έγραψε τό βιβλίο του, γιά τή δημιουργία τής δικής του παγκόσμιας αύτοκρατορίας. Πολύ ξάστερα διατύπωσε τδν άντιδρχστικδ καί. άντικομμουνιιτικό χαρακτήρα αύτών τών άστικών άντιλήψεων γιά τδ «νόημα» τής ιστορίας δ Βίλχελμ Ριόπκε. Κατά τή γνώμη του δ άγώνας άνάΚ. Jaspers, Vom Ursprung und Ziel der Geschichte, ss. 17, 47 242, icai 246.
μεσα στόν σοσιαλισμό καί τόν καπιταλισμό, πού συνθέτει τό βασι κό περιεχόμενο τής σύγχρονης Ιστορικής έποχής, δέν είναι τίπο τε άλλο παρά άγώνας άνάμεσα στόν Σατανά καί στόν θεό. Καί άφοΟ έκφράζει τήν πεποίθησή του «πώς δπως δλες Λ σατανικές προ κλήσεις έτσι καί ό κόκκινος ολοκληρωτισμός θά διαλυθεί», δ Ριόπκε προφητεύει: «θά έπέλθουν έπιτέλους πράγματα πού δέν Ιχουν προβλεφτεΐ στό σχέδιο τοΟ διαλεκτικού ύλισμοΟ γιά τήν πορεία τής ίστορίας, γιατί μονάχα δ θεός ξέρει πώς θά τελειώσουν δλα».1 Στό ερώτημα: «Πότε θά γίνει αύτό», δ Ριόπκε άπαντάει πώς «Βέν είναι γνωστό». Τό μοναδικό πράγμα πού είναι «γνωστό» στόν Ρι όπκε είναι πώς δ σοσιαλισμός καί δ κομμουνισμός άποτελοΟν «σα τανικό» έργο, πώς δ θεός μισεί αύτό τό Εργο καί πώς θά έπέλθουν στήν ιστορία τέτοια πράγματα πού γι’ αύτά ξέρει μονάχα δ θεός καί έν μέρει δ Ριόπκε, πού μάς τά άνακοινώνει. Δέν άξίζει τόν κόπο νά άντικρούσει κανείς παρόμοιους Ισχυρι σμούς καί προφητείες, γιατί έκφράζουν τις ύποκειμενικές έπι3υμίες του συντάκτη τους, δέ βασίζονται πάνω σέ κανένα είδος Επι χειρήματα καί ύπολογίζουν στήν άμάθεια καί τή θρησκευτική άμβλύνοια έκείνων πού παρ’ δλ’ αύτά πιστεύουν δτι ύπάρχει θεός καί κατευθύνει τήν πορεία τής παγκόσμιας ιστορίας. ’Ανακαλύπτουν, δμως. δλάκερη τήν δεϊκήν άδυναμία όστών συγγραφέων δπως δ Ριόπκε, πού στήν άνημπόρια τους νά άντιπαραθέσουν στό μαρξισμό κάπω: λογικά Επιχειρήματα καπηλεύονται τήν εύπιστία τών θρη σκευόμενων άνθρώπων καί καταφεύγουν στήν «αυθεντία» τοΟ θεοΰ ώς τό Ισχυρότερο έπιχείρημα ένάντια στόν σοσιαλισμό καί στόν κομμουνισμό.
«1. Wilhelm Rôpce, Zwischen Furcht und Hoffnung In : «Wo stehen wir heute?», C. Bertelsmann Verlag Gütersloh, 1960, «. 12.
421
'Η ίστορία ώς «νοηματοδότηση τοϋ άνοηματικοΰ». Οί σύγχρονες τελεολογικές κα: φιναλιστικές δοξασίες γιά τήν ϊατορία είναι τόσο άνεικστημονικές καί μυστικιστικές, ώστε, ή τε ράστια πλειοψηφία, ιδιαίτερα τό προοδευτικό τμήμα, τών άστών φι λοσόφων, κοινωνιολόγων καί ιστορικών τις άπορρίπτει. «Δέν πι στεύω στή θεία πρόνοια —γράφει δ Έ . Κάρ,— στό παγκόσμιο πνεΟμα, στή ΰεία άποκάλυψη, στήν 'Ιστορία μέ γιώτα κεφαλαίο, ή σ’ δποιαδήποτε άλλη αφαίρεση (abstractio —Σημ. τ. Μετ.), πού άπό κάποτε υποτίθεται πώς καθοδηγεί τήν πορεία τών γεγονότων καί όποστηρίζει άνεπιφύλαχτα τά λόγια τοϋ Μάρξ: «Ή ί σ τ ορ ί α δέν κάνει τ ί π ο τ ε , 5έ διαθέτει κ α ν έ ν α ν Απέραν το πλούτο», «δέν πολεμάει σέ κ α ν έ ν α ε ί δ ο ς μάχες!». Ό χι ή «ίστορία», μά άκριβώς δ ά ν θ ρ ω π ο ς , δ πραγματικός, δ ζωντανός άνθρωπος —νά ποιός κάνει καί κατέχει τά πάντα, νά ποιός άγωνίζεται γιά δλα».1 «Συγγραφείς δπως δ Μπερντιάεφ, δ Νιμπούρ καί δ Μαριτέν — συνεχίζει δ Κάρ— Υποστηρίζουν τήν αυτόνομη κατάσταση τής ίστορίας, άλλά ύπογραμμίζουν δτι τό τέ λος ή δ σκοπός τής ίστορίας βρίσκεται Ιξω άπό τήν ίστορία. Προ σωπικά φρονώ πώς είναι δύσκολο νά συμβιβαστεί ή δλότητα τής ίστορίας μέ τήν πίστη σέ κάποια ύπεριστορική δύναμη, πού άπ’ αυτήν έξαρτιέται ή σημασία καί τδ νόημά της — άδιάφορο δν αύτή ή δύναμη θά είναι δ θεός ένός έκλεκτοΰ λαοϋ, δ χριστιανικός θ ε ός, τό κρυμμένο χέρι τοϋ ντεϊστή* ή τό χεγκελιανό παγκόσμιο 1. Ε. Carr, What is History? p. 49. * ’Από τό λατ. deus — θεός. Ντεϊσμός είναι ή διδασκαλία πού Αναγνωρίζει τήν Οπαρξη τοΟ θεοΟ ώς Απρόσωπης πρώτης Αρχής τοΟ κόσμου. Ά πό τή σκοπιά τοΟ ντεϊσμοΟ ό κόσμος, δστερ’ άπό τή δη μιουργία του Αφέθηκε στή δράση τών Ιδιων του τών νόμων. Ό ντεϊσμός έμφανίστηκε στήν ’Αγγλία καί γενάρχης του θεωρείται ό X. Τσιέρμπορι (1583 - 1648). Ένώ ό θεϊσμός δέχεται ένα θεό έξω· κοσμικό καί Οπερκοσμικό, ύπερβατικό, προσωπικό, πού είναι Αρχή τοΟ κόσμου, πού μέ τή βούληση καί τή δύναμή του ένεργεί Αδιάκο πα πάνω του. (Σημ. τ. Μετ.).
πνεύμα».'
Στό βαθμό πού παρόμοια κριτική στρέφεται ένάντια στή θεο λογία, στήν τεχνολογία, στό φιναλισμό καί στό μυστικισμό, στό βαθμό πού έμπνέεται άπό τήν τάση γιά ένα έπιστημονικό τρόπο άντιμετώπισης τής ίστορίας, (αύτή ή κριτική) άποτελεί θετικό φαινό μενο. Μια τέτοια τάση, στόν Ιναν ή στόν δλλο βαθμό, ύπάρχει πρα γματικά στόν Κάρ καί σέ άλλους προοδευτικούς άστούς ιστορικούς, πού, στόν Ιναν ή στόν άλλο βαθμό, άναγνωρίζουν τή μαρξιστικολενινιστική άντίληψη τής ίστορίας ή ξεχωριστές πλευρές της. Άλλα στίς περισσότερες περατώσεις αύτή ή κριτική ο.εξάγε-%·. άπό ύ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ο ϊ δ ε α λ ί σ τ ι κ έ ς θέσεις καί Ιχει κυρίως άντιμαρξιστικό χαρακτήρα —λογουχάρη στούς Τ Λέσινγκ, Β. Τάψ^ρ, Κ. Πόπερ κ.ά. Σύμφωνα μέ τήν άποψη αύτών τών άστώνσυγγραφέων α ύ τ ή κ α θ α υ τ ή ή Ι σ τ ο ρ ί α δ έ ν ε χ ε ι κ α ν έ ν α ν ό η μ α . Αύιτό είναι τό κοινό σ’ αύτούς. ’Ομως άπό έδώ καί. πέρα στίς φιλοσοφικοϊστορικές τους δοξασίες έπέρχονται μεγαλύτερες ή μικρότερες διαφορές, πού άντικαθρεφτίζουν τις διαφορές καί τις Αντιφάσεις μέσα στίς Ιδεαλιστικές φιλοσο φικές σχολές καί ρεύματα, πού άπό τις θέσεις τους τοποθετούν καί άναζητοΰν τήν έπίλυση τού ζητήματος γιά τό νόημα τΐ)ς ίστορίας. Οί πιό άπαισιόδοξοι περιορίζονται στό v i ύπογραμμίσσυν τήν «άνοημότητα» (τήν έλλειψη νοήματος —Σημ. τ. Μετ.) τής ίστο ρίας, τοΰ «άνθρώπινου είναι». Άλλοι πασχίζουν νά ύπερνικήσουν τήν ιστορική άπαισιοδοξία καί να θεμελιώσουν μιά νέα ιστορική αΐσιοδοξία, πού έχει ύποκεψ,ενικοϊδεαλιστικό, βουλησιαρχικό καί σέ πολλές περιπτώσεις άνορθολογιστικό χαρακτήρα. Έδώ πρώτα πρώτα πρέπει νά σημειώσουμε τό πολύκροτο βιβλίο τοΰ Τέοντορ Λέσινγκ μέ τίτλο «Ή ίστορία ώς νοηματοδότηση τοΟ άνοηματ:κοΰ», πού κυκλοφόρησε ατά χρόνια τοΟ Πρώτου Παγκόσμι ου Πόλεμου. Στις φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τοΟ Τ. Λέσινγκ άλληλοπλέκονται δ άνορθολογισμός τής «φιλοσοφίας τής ζωής» τοΟ Ντίλταϊ, h νεοκαντιανικός άπριορισμός κα). στοιχεία τοΰ όπαρξισμοΰ, πού έμφανίστηκε άργότερα ώς άπστέλεαμα τής σύζευξης άνάμεσ* στή «φιλοσοφία τής ζωής», τή φαινομενολογία, τό νεοκαντιανισμέ 1. Ibid., ρ. 75. (βλ. σημ. 1, κεφ. 422),
423
καί άλλα στοιχεία τής γερμανικής ΐδεαλιστικής φιλοσοφίας. Γι5 αύτό ot φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τοϋ Λέσινγκ &σκησαν καί έξακολουθοϋν νά άσκοΟν ισχυρή έπίδραση πάνω σέ διάφορα ρεύμΛτα τγ]ς σύγχρονης άστικής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης. Έ φιλοσοφικοϊατορική δοξασία τοΟ Τ. Λέσινγκ ίχει ώς κύ ριο άντίπαλό της δχι τις άστικές τελεολογικές καί φιναλισηκές δοξασίες γιά τήν Ιστορία καί γιά τδ νόημά της, άλλά τή μαρξιστι κή διδασκαλία γιά τήν Ιστορία ώς αντικειμενική, νομοτελειακή, άνοδική καί προορευτική διαδικασία καί γιά τήν Ιστοριογραφία ώς έπυτήαη. «Στήν ιστορία —γράφει δ Γδιος— δέν μποροϋν μέ κχνέναν τρόπο νά άποκαλυφτοΰν κανένα είδος κρυφδ νόημα, κανένα είδος αίτιακή άλληλοσυνάφεια, κανένα είδος άνάπτυξη στδν χρόνο «καθ’ έαυτόν»- ή ιστορία είναι Ιστοριογραφία, δηλαδή ή δημιουργία αύτοϋ τοϋ νοήματος, ή διαπίστωση αύτών τών αΐτιακών άλληλοσυναφειών, ή έφεύρεση αύτής τής έξέλιξης».1 Σύμφωνα μέ τδ Λέσινγκ ή Ιστορία δέν άποτελεΐ άντικειμενική καί νομοτελειακή διαδικασία έξέλιξης, άλλά σύνολο άπδ ύποκειμενικά βιώματα, στερημένα άπδ κάθε λογής νόημα, δπου ή άτομική συνείδηση τοϋ Ιστορικού εισάγει δλα έκεινα πού δνομάζουμε αίτιακές συνάφειες, νομοτέλειες, έξέλιξη κ.ά., δηλαδή νόημα. Παρόμοια μέ πολλούς άλλους Ιδεαλιστάς, δ Τ. Λέσινγκ συν ταυτίζει τήν Ιστορία ώς άντικειμενική διαδικασία μέ τήν Ιστοριο γραφία. Άπό αύτδ άκολουθεΐ πώς δ μοναδικός τρόπος v i κάνει κα νείς ιστορία είναι νά τή γράφει. Άρνούμενος τήν άντικειμενική πρα γματικότητα τοϋ άντικειμένου τής Ιστοριογραφίας, άρνιέται τή δυ νατότητα τής άντικειμενικής Ιστορικής άλήθειας καί τής Ιστορίας ώς έπιστήμης. ΓΓ αύτδ δ Λέσινγκ άναγνωρίζει στδν καθένα τδ δι καίωμα νά δημιουργεί δική του Ιστορία καί νά βάζει σ’ αύτήν τέτοιο «νόημα» πού τοΰ είναι βολικό. Ό Γδιος άνακήρυξε τήν ιστορία ώς «i ναγκαία παραίσθηση», ένώ τδ ζήτημα τής «νοηματοδότησης» τ·ΐ)ς ιστορίας, κατά τή γνώμη του, είναι ζήτημα αύθαίρετων καί τελεί ως ύποκειμενικών άποφάσεων. 'Ορισμένοι άστοί συγγραφείς, δπως δ Ρίντελεν, χαρακτηρίζουν 1. Παραθ. κατά : I. Σ. Κόν, Ό φιλοσοφικός Ιδβαλισμός καί ή κρίση τής άστικης Ιστορικής σκέψης, σελ. 126 - 128. (στά ρβσικά).
424
τή δοξασία τοΟ Λέσινγκ ώς «μή σοβαρή» έξ αιτίας τής άπεριόριστης ύποκε:μενικής αύθαιρεσίας, πού αύτή προπαγανδίζει. Μά στήν ούσία οί άντιλήψεις τους δέ διαφέρουν άπό αύτές τοΟ Τ. Λέσινγκ. Μαζί μ’ αύτόν φρονοϋν έπίσης δτι αύτή καθαυτή ή ίστορία δέν ίχει κανένα νόημα καί πρέπει νά «νοηματοδοτηθεΐ», δηλαδή τό νόημα τής Ιστο ρίας δέν μπορεϊ νά άνακαλυφτεΐ μέσα στήν Ιδια, μά πρέπει νά εΐσαχτεϊ σ’ αύτήν άπό έξω. Ή διαφορά βρίσκεται μονάχα στό δτι Ι νώ ή κρίση τής άστικής Ιστορίας, σύμφωνα μέ τή γνώμη τοϋ Λέ σινγκ, είναι αύθαίρετη καί δ καθένας μπορεϊ νά βάζει σ’ αύτήν δπαο «νόημα» θέλει, δ Χάινεμαν καί δ Ρίντελεν φρονοϋν δτι δ μονα δικός τρόπος νά «νοηματοδοτηθεΐ» ή Ιστορία είναι δ άγώνας γιά τήν πραγματοποίηση τών λεγόμενων «βασικών άξιών» δπως «ή άγάπη», «τό κάλλος» κ.ά., πού έχουν τάχα «ύπερχρονικό», «ύπεριστορικό» καί συνεπώς άνυποκειμενικό χαρακτήρα. Στό έργο του μέ τίτλο «’Αναζητώντας νόημα σ’ Ιναν θρυμματισμένον κόσμο» δ Χάινεμαν δηλώνει πώς «ή τάξη τών άξιών είναι τό πρόβλη ία, πού άπό τήν έπίλυαή του έξαρτιοϋνται ή ζωή καί δ θάνατος τών λαών αύτής τής Γής».' "Άλλοι, δμως, άστοί συγγραφείς βλέπουν τήν «άξία» τών φιλσσοφικοϊστορικών άντιλήψεων τοϋ Λ. Λέσινγκ άκριβώς στή βου λησιαρχία καί. στήν ύποκειμενικήν αύθαιρεσία, πού αύτός προπα γανδίζει. Έτσι, λόγου χάρη, δ γνωστός άντιμαρξιστής Βάλτερ Τάιμερ βλέπει στή βουλησιαρχία τοϋ Λέσινγκ τδ σπουδαιότερο Ιδεογικό δπλο γιά άγώνα ένάντια στή μαρξιστικολενινιστική διδασκα λία για τήν Ιστορία, γιά τόν σοσιαλισμό καί τόν κομμουνισμό ώς Ιστο ρική άναγκαιότητα. «Τόν τελευταίο καιρό — γράφει δ ϊδιος— δ Τέοντορ Λέσινγκ δρίζει τήν Ιστορία ώς «νοηματοδότηση τοϋ άνοηματικοϋ»— έμεΐς εισάγουμε μέσα σ’ αύτή νόημα πού μ&ς είναι βολικό, μά άπό τήν Γδια της τή φύση ή Ιστορία δέν Εχει κανένα νόημα, δπως καί νά ’ναι κανένα νόημα, πού νά άντκποιχεϊ στίς παραστάσεις μας γιάτό καλό καί τό κακό, γιά τήν πρόοδο καί τήν πισωδρόμηση».2 «'Οποιος έχει «βουλησιαρχική» άντίληψη γιά τήν Ιστορία» — συ 1. Fsitz — Joqchim Rintelen, Geschichtlichkeit und üderzeiticher Sinn. In : «Akten..», I. B„ ss. 112 - 116. 2. Walter Theimer, Der Marxismus. s. 49.
425
νεχίζει Κ Τάιμερ,— «πρέπει νά στερηθεί άπό τήν παρηγοριά πού φέρνει μαζί της ή συνείδηση για τήν άναγκαιότητα νά δροϋμε σύμφωνα μέ ένα Αντικειμενικά υπαρκτό νόημα τής ίστορίας... Τό νά ισχυρίζεται κανείς δτι ή πρόοδος, ό άνθρωπισμός ή δ σοσιαλι σμός άποτελοϋν τό νόημα τής Ιστορίας, Αποκαταστημένο άπό άνώτερες δυνάμεις ή άπό τό νόμο τής έξέλιξης της, είναι λαθεμένο».1 Μάδ Τάιμερ βιάζεται νά καθησυχάσει τούς άναγνώστες του, πώς άρνούμενη κάθε λογής Αντικειμενικό νόημα τής Ιστορίας, ή φιλοσοφικοϊστορ’.κή του δοξασία δέν καταδικάζει τάχα τήν Ανθρωπότητα σέ μια παθητική καί στερημένη άπό κάθε λογής Ιστορικό νόη,ΐΛ Οπχρξη, μά άκριβώς τό Αντίστροφο. «Ή νηφάλια έπιστημονική θέση —δηλώνει δ ίδιος— 3τι στήν Ιστορία δέν μπορεί νά βρεθεί κανένα νόημα, δέν σημαίνει σκεπτικιστική παθητικότητα. Μάλλον μπορεί νά γίνει θεμέλιο τής βούλησης ν ά δ η μ ι ο υ ρ γ η θ ε ϊ ?νχ τέτοιο νόημα· ή άπουσία δποιουδήποτε καθορισμένου νοήματος άποτελεί μάλιστα προϋπόθεση γι’ αύτό. Ή άναγνώριαη τοϋ γεγο νότος δτι ώς τώρα στήν Ιστορία δένύπήρχε κανένα νόημα, δέν όδηγεΐ στό συμπέρασμα πώς αύτή δέ θά έχει ποτέ τέτοιο. Αύτό έξαρτιέται άπόλυτα άπό τούς άνθρώπους πού τήν κάνουν».* Άρνούμενος κάθε λογής Αντικειμενικό νόημα σιήν Ιστορία, δηλαδή τήν δπαρξη Αντικειμενικών ιστορικών νομοτελειών, δ Τάιμερ βάζει ώς σκοπό του ν’ άποδείξει πώς δ σοσιαλισμός δέν άποτελεί άντικειμενική Ιστορική άνάγκη, παρά ηθικό Ιδανικό· πώς δ σοσιαλιομός είναι δυνατός μονάχα ώς ήθική διδασκαλία, μά δχι καί ώς έπιστημονική θεωρία, ένώ ή πραγματοποίησή του τάχα έξαρτιέται άπό τή βούληση τών άνθρώπων, μιά καί στήν ίστορία γίνεται μό νον αύτό πού έπιθυμοϋν οί άνθρωποι.3 Παρόμοιες άντιλήψεις γιά τό «νόημα» τής ίστορίας άνα/πτύσ σουν έπίσης δ νεοθετικιστής Κάρλ Πόπερ καί οί δλλοι σύγχρονοι Αστοί. ίδεολόγοι καί κριτικοί τοϋ μαρξισμοϋ.
1 .Walter Theimer, op. cit., ss. 55 - 56. 2. Ibid., s. 56. 3. Ibid., s. 53.
426
Τό νόημα τής ιστορίας άπό τή μαρξιστική σκοπιά. Άπό μιά πρώτη μχτιά οί δυό βασικές Ιδεαλιστικές δοξασίες γιά τό νόημα τής ιστορίας, πού έξετάσαμε, είναι αντίθετες ή μια πρός τήν άλλη και άλληλοαποκλείονται, ένώ στήν πραγματικότητα εί ναι βαθιά συγγενικές, γιατί οί διαφορές τους Αποτελούν διαφορές Α νάμεσα σέ παραλλαγές τοΰ ίδεαλιστικοΟ καί τού μεταφυσικού τρόπου Αντιμετώπισης τής Ιστορίας. Τό κοινό Αναμεταξύ τους, πού τους συγγενεύει καί συνενώνει, είναι πώς άρνιοΰνται τήν ύπαρξη Αν τικειμενικών και ένυπαρξιακών (immanent) στήν ίδια τήν ιστο ρία νόμων, τήν Ιστορική πρόοδο ώς άντικειμενική καί νομοτελεια κή διαδικασία, καί μαζί μ' αύτό καί τό Αντικειμενικό νόημα τής ιστορίας. Σύμφωνα μέ τή μιά και τήν άλλη δοξασία αύτή καθαυτή ή ιστορία δέν 2χα νόημα καί τό νόημα τής ιστορίας πρέπει νά είσάγεται άπ’ Ιξω. Ή διαφορά βρίσκεται μονάχα στό δτι, σύμφωνα μέ τούς όπαδουςτής τελεολογικής καί τής φιναλιστικής άντίληψης, τό νόημα καί οί σκοποί τής ιστορίας είσάγονται σ’ αύτήν άπό κάποια ύπερβαΉκή πνευματική δύναμη —άπό τόν θεό, σύμφωνα μέ συγγρα φείς δπως 6 Χάινεμαν καί ό Ρίντελεν— άπό τό βασίλειο τών «Από λυτων», τών «ύπεριστορικών» άξιών, ένώ σύμφωνα μέ συγγραφείς δ πως δ Τ. Λέσινγκ, δ Β. Τάιμερ καί ό Κ. Πόπερ —άπό τίς ύποκειμενικές άποφάσεις καί τή βούληση τών άνθρώπων. Ό μαρξισμός τοποθετεί καί έπιλύει τό ζήτημα γιά τό νόημα τ?ς ιστορίας άπό ριζικά διαφορετικές φιλοσοφικοϊστορικές θέσεις— άπό τίς θέσεις τοΰ ιστορικού ύλισμοΟ. 'Απορρίπτει Αποφασιστικά τόσο τίς τελεολογικές καί τίς φιναλιστικές, δσο καί τίς ύποκεψ^νικοιδεαλιστικές καί βουλησιαρχικές άντιλήψεις γιά τήν Ιστορία ώς αύθαίρετη «νοηματοδότηση τού άνοηματικοΰ». Στά ϊργα τους «Ή άγία οικογένεια» καί «Ή γερμανική Ιδεο λογία» δ Μάρξ καί ό ’Ενγκελς άπόδειξαν όλάκερη τήν άβασιμότητα δλων τών θεωρητικαλογικών ίδεαλισακών άντιλήψεων, πού βλέ πουν στήν ιστορία «κάποιο ιδιαίτερο ν ό η μ α , πού πρέπει νά
427
άνακαλυφτεΐ»,1 κάποιο «σοφό σχέδιο, καθορισμένο άπό τούς αιώ νας*, πού σύμφωνα μ’ αύτό «δλα έχουν προβλεφτεϊ καί προκαθορι στεί» έτσι, «ώστε ή κατοπινόΙτερη ίστορία γίνεται σκοπός τής προ ηγούμενης», ένώ δλη ή ίστορία είναι στραμμένη στήν πραγματο ποίηση κάποιου τελικοϋ σκοποϋ.2 Άπόρριψαν δλες τίς άπόπειρες νά προσωποποιηθεΐ ή ίστορία, νά μετατραπεΐ σέ «ιδιαίτερη προ σωπικότητα», σέ «μεταφυσικό ύποκείμενο», πού βάζει μπροστά του σκοπούς, «ένώ τά πραγματικά άνθρώπινα πλάσματα άποτελοΟν μονάχα φορείς αύτοϋ τοΟ μεταφυσικού ύποκειμένου», δργανα γιά τήν πραγματοποίηση τών σκοπών του.3 «Ή «ίστορία»— Εγρα ψαν οί ίδιοι — δέν άποτελεΐ κάποια Ιδιαίτερη προσωπικότητα, πού χρησιμοποιεί τόν άνθρωπο ώς μέσο γιά τήν έπίτευξη τών σκο πών της» .4 Ούσιαστικά αύτό πού σημαίνεται μέ τίς λέξεις «προ ορισμός». «σκοπός», «σπέρμα», «Ιδέα» τής προηγούμενης ίστορίας, δέν είναι τίποτε άλλο παρά άφαίρεση τής κατοπινής ίστορίας, άφαίρεση άπό τήν ένεργητική έπίδρααη, πού ή προηγούμενη άσκεΐ πάνω στήν έπόμενη Ιστορία».5 Άπορρίπτοντας τήν ιστορική τελεολογία, δ Μάρξ καί ό Έ νγκελς άρνιοΟνται καί τόν ιστορικό φιναλιαμό — τήν Ιδέα γιά τόν «τελικό σκοπό» τής Ιστορίας, γιά τό 5τι ή ίστορία πρέπει νά τε λειώσει μέ τήν έγκαθίδρυση κάποιου ίδανικοϋ κράτους είτε Ιδα νικής κοινωνίας. Άπόρριψαν αύτή τήν Ιδέα σάν «άέρινο βασίλειο τών δνείρων», σάν παραισθησιακή, μυστικιστική καί μεταφυσική καί ταυτόχρονα τής άντιπαραθέσανε τή δική τους ύλιστική καί. διαλεκτική δοξασία, πού δέν άναγνωρίζει κανένα προκαθορισμένο σχέδιο καί κανέναν τελικό σκοπό τής ίστορίας. Ή ίστορία — Ε γραψε 6 Ένγκελς — ποτέ «δέν μπορεϊ νά βρει τήν δριστική δ-
1. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 41, (στά βουλγάρικα), 2. Στό Ιδιο, σελ. 46, 115. 3. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 2ος, σελ. 85, (στά βουλγάρικα). 4. Στό Ιδιο, σελ 100. ^ ! 5. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 46, (στά βουλγάρικα).
428
λοκλήρωσή της σέ μιά τέλεια, Ιδεώδη» κατάσταση τής άνθρωπό· τητας. Ή τέλεια κοινωνία, τό τέλειο «κράτος», είναι πράγμαιτα πού μποροϋν νάύπάρχουν μονάχα στή φαντασία».1 Ό λ ’ αύτά δέ σημαίνουν, δτι ή Ιστορία δέν έχει νόημα. Τό ζήτημα, δμως, γ ι ΐ τό νόημα τής ίστορίας μπορεί νά τοποθετηθεί καί έπιλυθεΐ σωστί μόνο πάνω στή βάση τής μαρξιστικολενινιστικής διδασκαλίας γιά τόν Αντικειμενικό χαρακτήρα τών νόμων τής κοινωνικοΐστορικής έξέλιξης καί γιά τή συνειδητή Ιστορική δράση. Άπό τή σκοπιά αύτής τής διδασκαλίας θά μπορούσανε νά διαχωριστούν δ υ ό π λ ε υ ρ έ ς , δπου μπορεί νά γίνει λόγος γιά νόημα τής Ιστορίας — Α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ό κ α ί ύ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ό,— πού συνδέονται ή μιά μέ τήν άλλη. Καί παρ’ δλο πού ή ύποκειαενική πλευρά έχει τή δική της σχετική αύτοτέλεια, δ καθοριστικός ρόλος άνήκει στήν Αντικειμενική πλευρά. Ή Αντικειμενική πλευρά τοϋ νοήματος τής Ιστορίας, ή τό Αν τικειμενικό νόημα τής ίστορίας, έκφράζεται στήν δπαρξη τών Αν τικειμενικών της νομοτελειών. Ή ιστορία έχει Αντικειμενικό νόη μα, στό βαθμό πού τά Ιστορικά γεγονότα είναι αΐτιακά καθορισμέ να καί δέν ξετυλίγονται χωρίς τΑξη, χαοτικά, μά Αποτελοϋν φυσικοϊστορική διαδικασία, όποταγμένη σέ Αντικειμενικές νομοτέλειες, πού καθορίζουν τή διαδοχικότητα, τήν Αλληλοσυνάφεια καί τόν Αλληλοδιακαθορισμό, τήν «όρθότητα», τήν έπαναληπτικότητα», τήν κατεύθυνση καί τ!ς τάσεις — τήν «τάξη» τοϋ ξετυλίγματοός της. Μ’ Αλλα λόγια, τό Αντικειμενικό νόημα τής Ιστορίας είναι ταυτό σημο μέ τήν ένυπάρχουσα (immanent) καί Αντικειμενική λογι κή της. Ή μαρξιστικολενινιστική διδασκαλία γιά τό Αντικειμενικό νόημα ή γιά τήν Αντικειμενική λογική τής Ιστορίας έχει τεοάσηα θεωρητική καί πρακτική σημασία. Έφόσον τό νόημα τΐ)ς ίστορί ας δέν είναι τίποτε Αλλο παρά ή Αντικειμενική λογική τής έξέλιξής της, τότε ή Αποκάλυψή του Αποτελεί τό κύριο καθήκον κάθε πραγματικά έπιστημονικής κοινωνικοϊστορικής θεωρίας. 'Τπο1. Κ. ΜΑρζ καί Φρ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος 2ος, σβλ. 409. (στά βουλγάρικα).
429
γραμμίζοντας τή σπουδαιότητα αύτοϋ τοϋ καθήκοντος, δ Λένιν !γράφε : «Τό πιό πολύ πού μπόρεσε νά γίνει είναι πώς Ανακαλύφτη καν ο t ν ό μ ο ι αύτών τών άλλαγών, καταδείχτηκε στίς κύ ριες βασικές γραιιμές ή Α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ή λογική αύτών τών Αλλαγών τής Ιστορικής έξέλιξης... Τό δψιστο καθήκον τής Ανθρωπότητας είναι νά συλλΑβει δλη αύτή τήν Αντικειμενική λογι κή τής οικονομικής έξέλιξης (έξέλιξης τοΟ κοινωνικού είναι) στά γενικά καί κύρια χαρακτηριστικά της γιά νά προσαρμόσει σ’ α ύ τ ή ν δσο τό δυνατό πιό ξεκάθαρα, Ακριβολογημένα καί κρι τικά τήν κοινωνική της συνείδηση καί τή συνείδηση τών πρωτο πόρων τάξεων δλων τών κεφαλαιοκρατικών χωρών».1 Ή Επιστημονική γνώση για τό Αντικειμενικό νόημα τής Ι στορίας Αποτελεΐ τή θεωρητική βάση τής έπαναστατ^κής πρακτι κής δράσης τοϋ έργατικοϋ καί τοϋ κομμουνιστικού κινήματος, γιά τόν καθορισμό τών ιστορικών του σκοπών καί τών μέσων γιά τήν πραγματοποίησή τους, για τό ξεσκέπασμα καί τήν ύπερνίκηση τό σο τών κάθε λσγΐ)ς τελεολογικών καί. φιναλιστικών, δσο καί τών ύποκειμενικοϊδεαλιστικών καί τών βουλησιαρχικών Αντιλήψεων Α ναφορικά μέ τό νόημα τής ιστορίας. Γι’ αύτό δέν είναι τυχαίο, πώς οί Αστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί φιλοσοφίζοντες Ιστο ρικοί πασχίζουν τόσον έπίμονα καί πεισματικά να Αρνηθοϋν τό Αντικειμενικό νόημα τής Ιστορίας καί νά τό Αντικαταστήσουν μέ κάποιο μυστικιστικό καί Ανέφιχτο για τόν Ανθρώπινο νοΰ «ύπεριστορικό νόημα» ή μέ νόημα πού είναι Αποτέλεσμα ύποκειμενικίίν Επιθυμιών καί Αποφάσεων. Ό τα ν 6 Τ. Λέσινγκ, δ Β. Τάιμερ, δ Κ. Πόπερ καί Αλλο: δηλώνουν, δτι «ή ι σ τ ο ρ ί α δ έ ν 5 χ ε ι κ α ν έ ν α ν ό η μ α»,2 μέ τόν δρο «νόημα τής Ιστορίας» καταλαβαίνο.>ν τούς Αντικειμενικούς νόμους τής ιστορίας, πού καθορίζουν τόν δρόμο τής ιστορικής έξέλιξης τής Ανθρωπότητας καί τής έπιστημονικής γνώ σης, πού γι’ αύτά μ ά ς δίνει τό κλειδί για τήν κατανόηση τής ιστο ί. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 14ος, σελ. 343, (στά βουλγάρικα). 2. Κ. R. Popper, The Open Society and Its Enemies, Vol. II, p. 269.
430
ρία; καί για τήν πρόβλεψη τής πορείας τών Ιστορικών γεγονότων. Στίς προσπάθειές τους να δυσφημήσουν τόν μαρξισμό αυτοί οί Α στοί συγγραφείς συνταυτίζουν τή μαρξ^στικολενινιστική διδασκαλία γιά τό Αντικειμενικό νόημα τής Ιστορίας μέ τίς κάθε λογής θεολογικές, τελεολογικές, φιναλιστικές, φαταλιστικές καί άνορθολογικές άντιλήψεις αναφορικά μέ το νόημα τής ίστορίας. "Οπως είδαμε, ο Μπ. Κρότσιε τοποθετεί τόν ίστορικό ύλισ,ιό σέ μια "ϊ'.ρά μαζί μέ έκεΐνες τίς θεολογικές καί Ιδεαλιστικές φιλοσοφικοϊστορικές διδασκαλίες, που άναζητοΟν ν’ Ανακαλύψουν στήν Ιστορία ενα «παγκόσμιο σχέδιο» ή μιά «λογική», βαλμένα σ’ αύτήν άπό κάποια ύπερβατική δύναμη. Είναι άδιάφορο iv αύτή ή δύναμη — δηλώνει ό Κρότσιε — θά δνομαστεΐ «Ιδέα», «πνεΰμα» εΓτε «Ολη». Στό κάτω τής γραφής Αποδείχνεται «μονάχα μεταμφί εση για τόν ύπερβατικό θεό, πού Αποκλειστικά θά μποροϋσε να έπινοήσει ενα τέτοιο σχέδιο, νά έξαναγκάζει τούς Ανθρώπους καί να έπαγρυπνεί γιά τήν έκτέλεσή του».1 Τήν Γδια κατηγορία Απευ θύνει πρός τό μαρξισμό καί. δ Κ. Πόπερ, πού δηλώνει, πώς στή μαρξιστικολενινιστική διδασκαλία γιά τήν δπαρξη Αντικειμενικών νομοτελείων τής ίστορίας δέσποζε τό «προφητικό» ή τό «θρησκευτι κό στοιχείο», πώς αύτό είναι «πίστη», «δεισιδαιμονία», παρόμοια μέ τήν «πίστη»κα! τή «δεισιδαιμονία» τοϋ Πλάτωνα, τοϋ Χέγκελ καί τοΰ Σπένγκλερ, πώς αύτή τάχα Ιθετε τό καβήκον μπροστά της νά Αποκαλύψει τόν δρόμο, πού πάνω του ή Ανθρωπότητά ήταν «καταδι κασμένη να προχωρήσει», καί κατ’ αύτόν τόν τρόπο τάχα διώχνει «τόν ψύχραιμο καί κριτικό συλλογισμό» καί κλονίζει «τήν πίστη πώς μπορούμε ν’ ΑλλΑξουμε τόν κόσμο μέ τή χρησιμοποίηση τοΰ νοΰ».2
Ά ν δλοι αύτοί οί Ισχυρισμοί άνήκανε σέ μέτριους καί ήμιμαθεΐς κριτικούς τοΰ μαρξισμοΰ, θα μπορούσαμε ν ϊ τούς έξηγήσουμε μέ τήν Αμάθειά τους καί γενικά να μήν τούς δώσουμε προσοχή. Στή 1. Β. Croce, Die Geschichte als Gedanke und als Tat, ss. 57, 221. 2 K. Popper. The Open Society and Its Enemies, Vol. II pp. 197 - 198.
431
δοσμένη, δμως, περίπτωση δέν μπορεϊ νά γίνει λόγος γιά άμάθεια. παρά για συνειδητή διαστρέβλωση τοϋ μαρξισμού, μιά καί φιλό σοφοι σάν τόν Κρότσιε καί τόν Πόπερ δέν μποροΟν νά μήν ξέρουν, δτι ό μαρξισμός δχι μονάχα δέν Ιχει τίποτε τό κοινό μέ τΙς διά φορες θεολογικές, τελεολογικές, φιναλιστικές, φαταλιστικές καί μυστικιστικές άντιλήψεις γιά τό νόημα τής Ιστορίας, άλλά άποτελεΐ τήν όλοκληρωτική καί άσυμβίβαστη άρνησή τους. Ό μαρξισμός άρνιέται τήν δπαρξη κάθε λογής ύπερβατικών καί ύπερφυσικών πραγματικοτήτων, καί μαζί μ’ αύτό καί κάθε λογής ύπερβατικό νόημα τής ίστορίας. Αναζητάει καί άνακαλύπτει τό νόημα τής ιστορίας δχι ίξω άπό αύτήν σέ κάποιον ύπερβατικό κόσμο τών «απόλυτων άξιών» ή τής θείας Πρόνοιας, άλλά μέσα σ’ αύτήν — στήν ένυπάρχσυσα καί άντικειμενική λογική, που δέν έξαρτιέται άπό τή συνείδηση κανενός. Σ’ άντίθεση πρός τ!ς διάφορες θεαλογικές, τελεολογικές καί 4λλες ίδεαλιστικές άντιλήψεις τής ίστορίας δ μαρξισμός άπορρίπτει τόν άγνωστικισμό, τόν άνορθολογισμό καί τό μυστικισμό. Σύμ φωνα μέ τόν μαρξισμό στήν Ιστορία δέν ύπάρχει τίποτε πού νά μήν είναι προσιτό στήν Επιστημονική γνώση, καί μοναδικά ή èπιστημονική γνώση μπορεί νά άποκαλύψει τό άντικειμενικό νόη μα τής ίστορίας. Ό μαρξισμός άνακαλύπτει καί διατυπώνει τούς άντικειμενικούς νόμους τής Ιστορίας, δηλαδή τό άντικειμενικό της νόημα, £τσι δπως ή φυσιογνωσία άνακαλύπτει καί διατυπώνει τούς νόμους τής Φύσης καί οί Ιστορικές του προβλέψεις βασίζον ται δχι πάνω στήν πίστη, άλλά πάνω στήν έπιστημσνική γνώστ τών ιστορικών νόμων, £τσι δπως καί οί προβλέψεις τών φυσικών έπιστημών βασίζονται πάνω στήν Επιστημονική γνώση γιά τούς φυ σικούς νόμους. Άκριβώς στήν Επιστημονική γνώση τής Αντικειμενικής λογι κής τής ιστορίας βλέπιει δ μαρξισμός τό κύριο Ιδεολογικό δπλο γιά τήν Επαναστατική άλλαγή τής κοινωνικής ζωής τών άνθρώπων. 'Ο πως μέ τή βοήθεια τής φυσικοεπιστημονικής γνώσης ot άνθρωποι άλλάζουν καί χαλιναγωγούν τυφλές δυνάμεις τής Φύσης καί τΙς ύποχρεώνουν νά ύπηρετήσουν τούς δικούς τους σκοπούς, ίται μέ τή βοήθεια τής έπιστημονικής γνώσης γιά τήν άντικειμενική λογική,
432
γιά τό Αντικειμενικό νόημα τής Ιστορίας, ή έργατική τάξη, τά κομ μουνιστικά κόμματα πραγματοποιοΰν τούς μεγάλους τους Ιστορι κούς σκοπούς : για τή διαφύλαξη τ ή ς παγκόσμιας εΙρήνης, γιά τήν άνάπτυξη τής δημοκρατίας στήν οικουμένη, γιά τήν Απελευθέρω ση τών εξαρτημένων λαών άπό τόν ιμπεριαλιστικό ζυγό, γιά τή συντριβή τοϋ κεφαλαιοκρατικοί) συστήματος, γιά τήν οικοδόμηση τοϋ σοσιαλιαμοΰ καί τοϋ κομμουνισμοϋ. Κι’ έδώ φτάνουμε στή δεύ τερη, στήν «ύποκειμενική» πλευρά τοϋ προβλήματος γιά τό νόημα τής ιστορίας καί γιά τή σχέση της μέ τό Αντικειμενικό νόημα τής Ιστορίας. Τό αντικειμενικό καί τό ύπακειμενικό νόημα τής Ιστορίας εί ναι Αδιάρρηκτα συνδεμένα μεταξύ τους, άλλά δέν είναι ταυτόσημα. Ή «ύποκειμενική» πλευρά τοΰ νοήματος τής Ιστορίας διαφέρει ούσ>αστικά άπό τό άντικειμενικό της νόημα στό δτι συνδέεται μέ τή στοχοθέτουσα δράση τών άνθρώπων στήν Ιστορία καί μέ τόν άγώνα τους γιά τήν έπίτευξη τών συνειδητά τοποθετημένων σκοπών. Τό βασικό έλάττωμα δλων τών ύποκειμενικοϊδεαλιστικών καί βουλησ;αρχ·.κών Αντιλήψεων βρίσκεται στό δτι δέν παίρνουν ύπόψη αύτή τήν ούσιαστική διαφορά Ανάμεσα στίς δυό πλευρές τοϋ νοήμα τος τής Ιστορίας, τήν Αντικειμενική διαλεκτική τών άμοιβαίων του; σχέσεων καί έξαρτήσεων. Αύτό Ιχει ώς Αποτέλεσμα ή νά μπερδεύ ουν καί νά συνταυτίζουν τΙς δυό πλευρές τοϋ ζητήματος, ή τΙς άντιπαραθέτουν Απόλυτα τή μιά στήν άλλη. Ή στοχοθέτηση καί. δ άγώνας γιά τήν πραγματοποίηση τών το ποθετημένων σκοπών προϋποθέτουν δντα προικισμένα μέ συνείδηση, βούληση καί ένέργεια, πού μόνον αύτά είναι Ικανά νά βάζουν μπρο στά τους σκοπούς καί νά Αγωνίζονται γιά τήν πραγματοποίησή τους. θεωρημένη αύτή καθαυτή ώς Αντικειμενική φυσικοϊστορική διαδικα σία, ή Ιστορία δέν κατέχει οδτε συνείδηση, οδτε βούληση, οδτε ένέργεια. Γι’ αύτόν τόν λόγο ή Ιστορία οδτε βάζει μπροστά της, οδτε μπορεΐ νχ βάζει σκοπούς, οΰτε πάλι νά άγωνιστεϊ γιά τήν πραγ ματοποίησή τους. Νά μιλάει κανείς άπ’ αύτή τή σκοπιά γιά νόη μα στήν Ιστορία είναι Ανόητο καί παράλογο. Ή ιστορία, δμως, δέν είναι αύθόρμητο παιχνίδι Ασυνείδητων καί τυφλών δυνάμεων, δέν είναι μιά αύτόματη, πού ξετυλίγετα. άπό μόνη, διαδικασία παρά δράση Ανθρώπων όργανωμένων σέ
28
433
τάξεις, λαούς, κόμματα, κράτη κ.ά., πού κάνουν τήν ίστορία. Είναι δράση άνθρώπων προικισμένων μέ συνείδηση καί βού ληση, μέ αισθήματα καί πάθη, πού συνειδητά βάζουν μπρο στά τους σκοπούς, καί ό άγώνας για τήν έπίτευξη αύτών τών σκο πών είναι τό νόημα τής Ιστορικής τους δράσης. Έ τσι, λογουχάρη, ή δράση καί δ άγώνας τής έργατικής τάξης, τών κομμουνιστικών κομμάτων καί τών σοσιαλιστικών κρατών άποτελεΐ Ιστορική δρά ση, πού είναι γεμάτη βαθύ νόημα, γιατί είναι έμπνευσμένη άπό Ινα μεγάλον Ιστορικό σκοπό : τόν άγώνα γιά σοσιαλισμό καί κομμου νισμό. Ή Ιστορική στοχοθέτηση άποτελεΐ άπόλυτα άπαραίτητο στοι χείο για τή σημασιολόγηση τής Ιστορικής δράσης τών ιστορικών προσωπικοτήτων, τών κοινωνικών τάξεων καί συστημάτων, τών πολιτικών κομμάτων. Ξεκινώντας άπό τοϋτο τό γεγονός, ci ύποκειμενικοΐ ιδεαλιστές καί οί βουλησιαρχιστές βγάζουν τδ συμπέ ρασμα πώς οί άνθρωποι βάζουν νόημα στήν ίστορία καί τοΟτο τό νόη μα μπορεϊ νά είναι διαφορετικότατο, σ’ έξαίρεαη άπό τίς άντιλήψε:ς τους για τήν ίστορία καί άπό τούς σκοπού; πού θά βάζουν μπρο στά τους. Κατά τή γνώμη τοϋ Κ. Πόπερ «παρ’ δλο πού ή Ιστορία δέν Ιχει κανένα νόημα, έμεΐς μποροϋμε νά τής δώσουμε νόημα» σ’ ΐξάρτηση μέ τή σκοπιά πού τήν έρμηνεύουμε. Έ τσι, λογουχάρη, Iμεΐς μποροϋμε τάχα να έρμηνεύσουμε τήν ίστορία άπό τή σκοπιά τοϋ άγώνα «γιά μιά άνοιχ'ή κοινωνία, γιά μιά διοίκηση τοΟ νοϋ, γιά δι καιοσύνη, γιά λευτεριά, γιά ισότητα» κ.ά. Σ’ άντιστοιχία μέ τή μιά ή τήν άλλην έρμηνεία θά μπορούσαμε νά έξετάζουμε τήν Ιστο ρία ώς άγώνα γιά τήν πραγματοποίηση διάφορων σκοπών —ώς άγώνα γιά τήν πραγματοποίηση τής «άνοιχτής κοινωνία·:», τής «δικαιοσύνης», τής «έλευθερίας» κΑ.—καί στόν άγώνα γιά τήν πραγματοποίηση αύτών τών σκοπών θά βρίσκεται καί τό νόημα τής Ιστορίας».1 Μά άπό ποιά σκοπιά θά έρμηνεύσουμε τήν ίστορία, ποιούς σκο πούς, θά τοποθετήσουμε μπροστά της καί. ποιό νόημα θά βάζουμε σ’ αύτήν —δλ’ αύτά έξαρτιοΟνται άποκλειστικά άπό τΙς δικές μας 1. p. 278.
434
Κ. R. Poppes, The Open Society and Its
Ememies, vol. II,,
δ ο ξ α σ ί ε ς καί άπό τΙς δικές μας Α π ο φ ά σ ε ι ς , πού μέ τή σειρά τους δέν έξαρτιοΰνται άπό κανένα είδος Αντικειμενικούς πα ράγοντες. «Οδτε ή Φύση, οδτε ή Ιστορία —γράφει δ Πάπερ— μπο ρούν νά μάςποΰν τί είμαστε ύποχρεωμένοι νά κάνουμε. Τά γεγονότα, Αδιάφορο άν είναι γεγονότα τής Φύσης ή γεγονότα τής ίστορίας, δέν μπορούν νά πάρουν αποφάσεις γιά μάς, δέν μποροϋν νά καθορίσουν τούς σκοπούς, πού θέλουμε νά διαλέξουμε. ’Εμείς είμαστε έκεΐνοι πού εισάγουμε σκοπδ καί νόημα στή Φύση καί στήν ίστορία. Οί άνθρωποι δέν είναι ίσο:, μά έμεΐς μπορούμε ν’ Αποφασίσουμε ν’ ΑγωνιστοΟμι •('Λ ίσα δικαιώματα. ’Ανθρώπινοι θεσμοί δπως τδ κράτος δέν είναι όρθολογικοί, μά έμεΐς μπορούμε ν’ άποφασίσουμε νά τούς κάνουαϊ όρθολογικότερους»1 κ.ά. Ή θεωρητική βάση αυτής τής ύποκειμενικοϊδεαλιστικής δοξα σίας γιά τό νόημα τής ίστορίας είναι ή θέση τού Πόπερ, δτι «άνάμε σα στα γεγονότα καί στίς Αποφάσεις» δπήρχε τάχα μιά «θεμελιακή δυαρχία», πού έκφράζεται στό δτι «τά γεγονότα ώς τέτοια δέν έχουν κανένα νόημα, μπορούν αύτά νά τό πάρουν μονάχα διαμέσου τών άποφάσεών μας».2 Αύτή ή δυαρχία —κατά τή γνώμη τοϋ Πόπερ— είναι τάχα Ανυπέρβλητη κι’ αυτός βλέπει ένα Από τά βασικά λάθη τοϋ μαρξισμού στήν πρσσπάθειά του νά ύπερνικήσει «τή δυαρχία με ταξύ γεγονότων καί αποφάσεων», πασχίζοντας νά μάς πείσει «πώς αρκεί μονάχα νά συμβαδίζουμε μέ τήν Ιστορία· δλα θά προχω ρούν καί πρέπει νά προχωρούν σωστά καί πώς άπό έμ5ίς δέν άπαιτεΐτα: καμιά θεμελιακή Απόφαση» «πώς μπορούμε νά θερίσουμε Iκεΐ πού δέ σπείραμε»3 κ.ά. Ό Ακρογωνιαίος λίθος δλάκερος τής ύποκειμενικοϊδεαλιστικής οίκοδομής τοΰ Πόπερ είναι ό Ισχυρισμός του πώς αύτά καθαυτά τά γεγονότα δέν έχουν τάχα κανένα νόημα καί πώς τά Αντικειμενικά γεγονότα δέν μποροΰν νά καθορίσουν τούς σκοπούς πού θέλουμε νά διαλέξουμε. Μά αύτός δ Ισχυρισμός του είναι άναπόδειχτος, άναποδείξιμος καί Αβάσιμος. Είναι Αλήθεια, πώς δχ> τά γεγονότα, δχι ή ίστορία παίρνο.»ν 1. Ibid, ρ. 278. (βλ. σημ. 1, σελ. 434). 2. Κ. R. Popper, op. cit.. p. 278 - 279. 3. Ibid., p. 279.
435
Αποφάσεις καί τοποθετούν σκοπούς. ’Αποφάσεις παίρνουν καί βά ζουν μπροστά τους σκοπούς οί άνθρωποι —οί ιστορικές προσωπι κότητες, οί κοινωνικές τάξεις καί συστήματα, τά πολιτικά κόμ ματα. Μά δέν καθορίζουν τούς ιστορικούς τους σκοπούς αόΟαίρετα. Ό ΙΙόπερ λέει, πώς «οί άνθρωποι δέν είναι ίσοι, μά Εμείς μπο ρούμε ν’ Αποφασίσουμε ν’ Αγωνιστούμε γιά ϊσα δικαιώματα». Μά τί Οά πει «ίσα δικαιώματα» καί «έμεϊς» ; «“Ισα δικαιώματα» μπορεϊ νά σημαίνει: νΙσο δικαίωμα Ιδιοκτησίας πάνω στά μέσα παραγω γής, ίσο δικαίωμα στήν κατανομή τών μέσων ύπαρξης, ίσο δικαίωμα συμμετοχής στή διοίκηση τού κράτους καί στήν έπίλυση τών κρατικών ζητημάτων, ίσο δικαίωμα στή μόρφωση καί Αναψυχή, ίσο δικαίωμα στήν Ελεύθερη Εθνική πολιτική, οίκονομική καί πολι τιστική ζωή γ:ά όλες τίς προσωπικότητες καί τούς λαούς. Ή Ιστο ρία, βμως, δέ γνωρίζει οδτε μιά περίπτωση, πού ή τάξη τών δουλοκτητών, τών φεουδαρχών ή ή Αστική τάξη νά Αγωνίστηκε καί νά Αγωνίζεται γιά μιά τέτοια ισότητα. Γι’ αύτήν Αγωνίστηκαν καί Αγωνίζονται οί καταπιεζόμενες καί οί Εκμεταλλευόμενες τάξεις κα’ Ιθνη, ένώ οί Εκμεταλλεύτριες τάξεις καί τά καταπιεστικά έθνη Επι διώκανε πάντοτε νά νομιμοποιήσουν καί νά διαιωνίσουν τήν κοινω νική καί τήν έ€νική Ανισότητα. Προβάλλει τό έρώτημα: γιατί οί διάφορες προσωπικότητες, κοινωνικές τάξε-.ς καί συστήματα καί τά πολιτικά τους κόμματα παίρνουν πάνω σέ 2να καί τό Γδιο ζήτημα διαφορετικές καί Αντίθε τες Αποφάσεις, γιατί βάζουν μπροστά τους διαφορετικούς καί Αντίθε τους Ιστορικούς σκοπούς; Γιατί όρισμένες τάξεις καί πολιτικά κόμ ματα βάζουν ώς σκοπό τής ιστορικής τους δράσης τή διαιώνιση τής κοινωνικής Ανισότητας, τής Εκμετάλλευσης Ανθρώπου άπό άνθρω πο κ.ά., ένώ άλλες καί άλλα —τήν έξάλειψη τών τάξεων, τής κοι νωνικής Ανισότητας, τής έκμετάλλευσης Ανθρώπου Από άνθρωπο; Καί γιατί οί Εκμεταλλεύτριες τάξεις πάντα βάζουν μπροστά τους ώς Ιστορικό τους σκοπό τή διαιώνιση τής κοινωνικής Ανισό τητας ή τήν Αντικατάσταση μιας μορφής κοινωνικής Ανισότητας μέ άλλη, ένώ οί Εργαζόμενοι καί οί έκμεταλλευόμενες τάξεις Επι διώκανε πάντα καί Επιδιώκουν τήν κοινωνική δικαιοσύνη; ’Αρκεί νά τοποθετηθούν αυτά τά Ερωτήματα, γιά νά δοΟμε δ-
436
λΑκερη τήν άνεδαφικότητα τής δοξασίας τοϋ Πόπερ. Ό καθορισμός τών ιστορικών σκοπών, πού βάζουν μπροστά τους ot άνθρωποι — ot προσωπικότητες, σί κοινωνικές τάξεις, τά κοινωνικά συστήματα, τά πολιτικά κόμματα— δέν άποτελεΐ καρπό ύποκειμενικών καί αύθαίρετων ιδιοτροπιών καί άποφάσεων, άλλά καθορίζεται άπό τά «γεγο νότα» τής κοινωνικοϊστορικής ζωής, άπό τους ύλικούς, δηλαδή άπό τους Αντικειμενικούς, κοινωνικούς δρους τής ύπαρξής τους. 'Ακρι βώς ot ύλικοί δροι τής δποφξης τών άνθρώπων καθορίζουν τούς Ι στορικούς τους σκοπούς καί μιά καί ot ύλικοΐ δροι δπαρξης τών διά φορων προσωπικοτήτων, τών διάφορων τάξεων καί τώνπολιτικών τους κομμάτων είναι διαφορετικοί, γι’ αύτόν τόν λόγο είναι διαφο ρετικοί καί οί Ιστορικοί τους σκοποί καί άποφάσεις. Αύτό τό άδιάψευστο γεγονός Αποδείχνει τήν άβασιμότητα τοϋ Iσχυριαμοϋ τοϋ Πόπερ, δτι ή ιστορία καί τά γεγονότα της δέν μποροϋν τάχα νά μάς ποϋν «τι είμαστε ύποχρεωμένοι νά κάνουμε». Ot ύλικοί κοινωνικοί δροι τής δπαρξης τών άνθρώπων, τών κοινωνικών τάξε ων, καθορίζουν τά συμφέροντά τους, πού μέ τή σειρά τους «ύπαγορεύουν» στούς άνθρώπους τί νά κάνουν. Έ Εκμετάλλευση καί ή κατα πίεση ύποχρεώνουν τήν έργατική τάξη, τούς έργαζ<^ιένους ν’ άγωνίζονται αύθόρμητα ή συνειδητά στά κοινωνικά συστήματα, πού έδραιώνοντται πάνω στήν έκμετάλλευση καί στήν καταπίεση. Καί δσο ύψηλότερτ,καί καθαρότερη είναι ή συνείδηση τών μαζών γιά τίς πρα γματικές αιτίες τής κοινωνικής τους άνισότητας, έκμετάλλευσης καί καταπίεσης, τόσο πιό δραστήριος είναι ό άγώνας τους γιά κοινωνική Ισότητα. Καί Αντίστροφα, προσωπικότητες καί τά ξεις, πού κατέχουν πολιτική καί οικονομική έξουσία στήν κοινω νία καί πυργώνουν τήν δπαρξη καί εύημεριά τους πάνω στήν έκμετάλλευαη καί στήν καταπίεση τών άλλων, Εχουν συμφέρον άπό τήν δπαρξη τής κοινωνικής άνισότητας καί γι’ αότόν τόν λόγο άγωνάζονται μέ δλες τους τις δυνάμεις γιά τήν διατήρηση καί έδραίωσή της. Ό λ ’ αύτά δείχνουν δτι ή «άνυπέρβλητη» καί «θεμελια κή δυαρχία» μεταξύ «γεγονότων καί άποφάσεων», πού γι’ αύτή μιλάει 6 Πόπερ, δέν ύπάρχει. Άποτελεΐ έπινόηση, μά δπως πολ λές άλλες Ιδεαλιστικές έπινοήσεις, δέν άποτελεΐ καθαρή έπινόη ση, παρά μονόπλευρη έξέταση καί Απόλυτόποίηση δρισμένων πλευ
437
ρών τής άνθρώπινης συνειδητής δράσης, τής ανθρώπινης γνώσης, τής σχετικής της αύτοτέλειας. ΙΙαρ’ δλο πού ή κοινωνική συνείδηση τών άνθρώπων, d κοινωνικοϊστορικές τους ιδέες, πού βρίσκουν Ικφραση στίς άποφάσεις τους καί στήν Ιστορική τους στοχοθέτηση, καθορίζονται στό κάτω τής γρα φής άπό τά γεγονότα τοϋ άντικ^ιμενικοϋ τους κοινωνικοϊστορικοΟ είναι καί άποτελοϋν άντικαθρέφτισμα αυτοΟ τοΟ είναι, δέ βρίσκον ται πάντα σ’ αντιστοιχία πρός τήν άντικειμενική λογική τής Ιστο ρίας. Για πολλές αιτίες, πού Ιχουν τις ρίζες τους στήν Γδια τήν άντικειμενική κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα καί στίς ιδιαιτερότη τες τής άνθρώπινης γνώσης ώς άντανάκλασης τής άντικειμενικής πραγματικότητας, d κοινωνικές τάξκς καί οί Ιδεολόγοι τους σέ πολ λές περιπτώσεις Ιπαιρναν άποφάσεις καί βάζανε μπροστά τους Ιστο ρικούς σκοπούς, πού άποδείχνονταν άπατηλοί, μή πραγματικοί καί ούτοπικοί. Σέ τέτοιες περιπτώσεις, πού οί άνθρωποι βάζουν μπροστά τους καί πού συνειδητά τούς έπιΒιώκουν, άναπόφευχτα προσπερνιοΟν-α: — όλότελα ή τμηματικά, μέ τήν πραγματική πορεία τής ιστορίας καί άπό τις συνειδητές καί τις στοχοπροσηλωμένες ένέργειες άκολουθοΰν τελείως άπρόβλεφτες καί άνεπιθύμητες ιστορικές συνέπειες. ’Αντί νά άναζητήσουν καί νά καταλάβουν τις πραγματικές αίτι ες παρόμοιων φαινομένων, οί ιδεαλιστές σάν τόν Πόπερ βλέπουν σ’ αύτά «ανυπέρβλητη» καί «θεμελιακή δυαρχία» μεταξύ τών άντικειμεν’.κών κοινωνικοϊστορικών γεγονότων καί τής συνειδητής στοχοθέτουσας δράσης τών άθρώπων, άνακηρύττουν τά Ιστορικά γεγονότα ώς ανόητα στερημένα άπό κάθε λογής άντικειμενική λογική, γιά νά τά άντιπαραθέσουν στή συνειδητή στοχοθέτουσα δράση τών άνθρώπων, πού τις δυνατότητές της τις ύπερβάλλουν σέ τέτοιο βαθμό, ώστε τής άποδίδουν τήν ικανότητα νά εισάγει νόημα στά αύτά καθαυτά «άνόητα» ιστορικά γεγονότα. "Αν ή ίστορία καί τά γεγονότα της ήταν τωόντι στερημένα άπό κάθε λογής Αντικειμενικό νόημα, άπό κάθε άντικειμενική λο γική, τότε οί άνθρωποι θά μπορούσανε νά τούς άποδίδουν τέτοιο νόημα πού ΙπιθυμοΟν. ’Αλλά ή ιστορική πράξη άποδείχνει κα τϊ ίναν άδιάψευστο τρόπο πώς αύτό είναι άδύνατο, άκριβώς γιατί ή Ι στορία καί τά γεγονότα της ?χουν τή δική τους άντικειμενική λογι κή, πού είναι άνεξάρτητη άπό τήν ά/νθρώπινη συνείδηση καί βού-
438
Άνχφέραμε κιόλας δτι φιλόσοφοι στοχαστές καί ιδεολόγοι διά φορων κοινωνικών τάξεων καί κινημάτων θέτανε τούς πιό διαφορετι κούς «ιστορικούς σκοπούς» καί βλέπανε τό νόημα τής Ιστορίας στόν άγώνα γιά τήν πραγματοποίησή τους. ’Αλλά ή Ιστορία δέν κινιοΟνταν πάντοτε πρός τήν κατεύθυνση τοϋ ποθητοΰ τους σκοποϋ. Κάπου 5υό χιλιάδες χρόνια ό χριστιανισμός κήρυσσε τήν εΐρήνη των τάξεων, τήν «Αγάπη πρός τόν πλησίον», τήν «Αποχή άπό τή βία», τήν «Ανιδιοτέλεια», καταδίκαζε στά λόγια τήν κλεψιά καί τήν αρπαγή, άλλα άκόμη καί. ή έπίκληση τοϋ θεϊκοϋ κύρους καί τών τρο μερών Απειλών μέ τά αιώνια βάσανα στήν κόλαση δέν Αποδείχτηκαν ικανά νά μετατρέψουν τήν πραγμάτωση αύτών τών κανόνων σέ σκο πό καί νόημα τής πραγματικής ίστορίας. Στήν πράξη οί Αντιδραστι κές, ο! εκμεταλλεύτριες τάξεις Ασκοΰσαν καί Ασκοϋν πολιτική βίας καί αρπαγής, ταξικής, έθνικής, φυλετικής καί θρησκευτικής £χθρας. πολέμων καί Αντεπαναστάσεων, ένώ ή ταξική πάλη ήταν κα' είναι ή κύρια κινητήρια δύναμη τής ίστορίας. “Οταν ή Αστική τάξη ήταν προοδευτική καί έπαναστατική τάξη, οί ιδεολόγοι της ύποδείκνυαν ώς σκοπό καί νόημα τής Ιστο ρικής της δράσης τόν άγώνα γιά τήν πραγματοποίηση τής «ισό τητας, Αδελφότητας καί έλευθερίας», ένώ τά πρακτικά Αποτελέ σματα αύτοΰ τοΰ άγώνα ήταν ή έγκαθίδρυση τοΰ κεφαλαιοκρατικοί συστήματος μέ τή βαθιά του κοινωνική Ανισότητα, μέ τούς πρωτό φαντους στήν ίστορία ληστρικούς καί καταστροφικούς πολέμους, ταξικούς Αγώνες και Αγριότητες γιά τήν κατάπνιξη τοϋ δίκαιου ά γώνα τών καταπιεζόμενων καί έκμεταλλευόμενων τάξεων καί λαών. ’ Ας μή μιλήσουμε έδώ ξανά γιά τά ιδανικά πού ίβαζαν ώς σκο πό τής ίστορίας ot Χέρντερ, Κάντ, Φίχτε, Χέγκελ, Κόντ, άλλά πού μ’ αύτά ή πραγματική ίστορία δέν συμμορφωνόταν, καί Ιτσι έμειναν στό βασίλειο τών ούτοπικών δραμάτων. Ό λ ’ αύτά Αποδείχνουν δτι σ’ έξάρτηση Από τά ταξικά τους συμφέροντα καί άπό τις φιλοσοφικές καί κοινωνικοπολιτικές τους Αν τιλήψεις οί άνθρωποι μποροϋν νά βάλουν μπροστά τους διάφορους κοινωνικοϊστορικούς σκοπούς καί 6 άγώνας γιά τήν πραγματοποίηση αυτών τών σκοπών νά άποτελεΐ τό νόημα τής ιστορικής τους δρά σης Άλλά 5έν μπορούν νά έπιβάλλουν τίς δικές του; Αποφάσεις,
439
σχέδια, σκοπούς κι’ έπιθυμϊες στήν Ιστορία καί νά εΐαάγουν σ’ αύ τή κατ’ αύτόν τόν τρόπο κάποιο νόημα. θά. ’ταν, δμως, λαθεμένο νά φρονοϋμε πώς άνάμεσα στή συνει δητά στοχοθέτουσχ δράση τών άνθρώπων καί στήν άντικειμενική λογική τής Ιστορίας χάσκει κάποιο θεμελιακό καί άγεφύρωτο βά ραθρο. "Οταν ό Ιστορικός σκοπός συμπίπτει μέ τΙς άπαιτήσεις τ?)ς άντικειμενικής λογικής τής ιστορίας, δταν τά μέσα καί ή δράση τών άνθρώπων γιά τήν έπίτευξη τοϋ τοποθετημένου Ιστορικού σκοποΟ έ πίσης συμπίπτουν μέ τΙς άπαιτήσεις αύτής τής λογικής, τότε άπό «αύθόρμητη» διαδικασία ή Ιστορία μετατρέπεται σέ συνειδητά συν τελούμενη καί κατευθυνόμενη διαδικασία. Σ’ αύτό καί μόνο σ’ αύτό τό νόημα οί άνθρωποι μποροϋν νά «εισάγουν®, καί «εΙσάγουν», νόημα στήν Ιστορία, δηλαδή μευχτρέποντας τίς αύθόρμητα ξετυλιγόμενες Ιστορικές διαδικασίες πάνω στή βάση τών σωστά συνειδητοποιη μένων καί τηρούμενων άντικειμενικών νόμων τής Ιστορίας. Είναι, δμως, άρκετή τούτη ή δράση νά άποκλίνει άπό τήν άντικειμενική λογική τής ιστορίας ή νά τήν παραβιάσει καί τότε ή Ιστορία μάς θυμίζε: μέ πάρα πολύ αίσθητόν τρόπο, πώς δέν μποροϋμε αύθαίρετα νά τής έπιβάλλουμε τό νόημα καί τούς σκοπούς, πού έμεΐς έπιθυμοϋμε.
440
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Στίς άρχές τής τέταρτης δεκαετίας τοΟ αΙώνα μας δ άγγλος Ιστορικός Μπάτερφιλντ ύπογράμμιζε μέ Ικανοποίηση, πώς «ot ι στορικοί λίγο συλλογίζονταν πάνω στή φύση τών πραγμάτων καί μάλιστα πάνω στή φύση τοΟ ίδιου τους τοΟ άντικειμένου».1 Αύτή ή Ανέμελη στάση τών άστών Ιστορικών άπέναντι στό ζήτημα τοΟ Αντι κειμένου καί τών καθηκόντων τής Ιστορίας καί γενικά άπέναντι στά φιλοσοφικά προβλήματα τής Ιστορικής γνώσης 2χει μάλιστα καί τούς θεωρητικούς της, πού πασχίζουν νά τής δώσουν θεωρητική δι καίωση. «ΕΓτε θά όνομάσουμε τήν Ιστορία σ’ αύτή τή μορφή, πού ύ· πάρχει, έ π ι σ τ ή μ η εϊτε δχι —ίγραψε δ γνωστός Γερμανός ά■στός Ιστορικός Έντουαρντ Μάγιερ— , γ ι’ αύτήν είναι Αδιάφορο : τούτο θά μπορούσε να 2χει -σημασία άκόμη καί τώρα γιά τούς φι λόσοφους, άλλά γιά τήν Ιστορία είναι τελείως άρκετό, πώς αύτή ύπάρχει, καί σ’ αύτή τή μορφή, πού ύπάρχει, Ικανοποιεί άπόλυτα τΙς Α π α ρ α ί τ η τ ε ς Ανάγκες τοΟ Ανθρώπου».2 ’Ακόμη καί προοδευτικός άστός Ιστορικός σάν τόν Ράίτ Μίλς φρονεί, πώς τό ζήτημα τοΰ «άν ή Ιστορία είναι έπιστήμη είτε δχι καί 4ν πρέπει νά έξετάζεται ώς έπιστήμη, οδτε είναι σπουδαίο, οδτε είναι ένδιαφέρσν».3 Ενόσω ή άστική Ιστοριογραφία ΙκανσπαοΟοε στ’ Αλήθεια τΙς άνάγκες τής τάξης της, οί άστοΙ. Ιστορικοί μ/ποροΟοαν νά έπιτρέπουν στόν έαυτός τους τήν πολυτέλεια νά μή συλλογίζονται πά νω σέ φιλοσοφικά προβλήματα τής Ιστορικής γνώσης καί νά κυ κλοφορούν γυμνοί, χωρίς νά καλύπτονται 6στω κι’ άπό Ινακουρελάκι φιλοσοφίας, μπροστά στόν θεό τής Ιστορίας. ’Αλλ’ Από τότε πού ό Μάγιερ ίγραψε τις πιό πάνω σειρές, τά πράγματα Αλλάξανε πολύ ού1. Ε. Η. Carr, What is History?, p. 19. 2. Έντουαρντ Μάγιερ, θεωρητικά καί μεθοδολογικά προβλήμα τα τής Ιστορίας. Φιλοσοφικοϊστορικές μελέτες. Έκδοση δεύτερη. Μόσχα, 1911, σελ. 33, (στά ρωσικά). 3. D. Wright Mills, The Sociological Imagination, p. 143.
441
σιαστικά. Ή άστική Ιστοριογραφία περιέπεσε σέ βαθιά κρίση. Στις νέες συνθήκες δέν ικανοποιεί πιά τΙς άνάγκες τής τάξης της. Αύτό τδ συνειδητοποιούν καί τό άναγνωρίζουν, δπως κιόλας τδ είδαμε πολλοί άστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί Ιστορικοί, δπως οί ’Α. Βέμπερ, Τζ. Μπάρακλαφ, Έ . Κάρ, X. Χάιμπελ καί Αλλοι, πού τονίζουν τήν άναγκαιότητα ν’ άνασυγκρστηθοϋν τα βασικά αίτήματα τής Ιστορι κής νόησης. Γι’ αύτό σήμερα δχι μονάχα μπροστά στούς φιλόσοφους, άλλά καί μπροστά στούς ίδιους τούς ιστορικούς τά φιλοσοφικά προ βλήματα τής ιστορικής γνώσης καί πρίν άπ’ δλα τδ ζήτημα γιά τδ άντικείμενο καί τά καθήκοντα τής ίστορίας προβάλλουν μέ πρωτό φαντη δξύτητα. Ό Ράϊτ Μίλς γράφε; πώς οί διαμάχες σ’ αύτά τά ζητήματα εί ναι Ενοχλητικές». Άλλα μήπως δέν είναι ένοχλητικδ καί παράδοξο πώς άν καί ή ίστορία άποτελεί μιά άπδ τίς άρχ&ότερες έπιστήμες άκόμη καί ίσαμε σήμερα λείπει ή ένάργεια καί ή δμογνωμία πάνω στό ζήτημα γιά τό αντικείμενό της καί γιά τά καθήκοντά της, γιά τή σχέση της μέ τίς άλλες έπιστήμες, γιά τή φύση τής Ιστορικής γνώσης, γιά τίς μεθόδους της, γιά τά κριτήρια τής Ιστορικής άλήθειας κ.ά. θ ά μ ά ς προβάλλουν, άσφαλώς, άντιρρήσεις δτι σέ διάκριση άπό τίς φυσικές έπιστήμες, δπου έξάλλου έπίσης ύπάρχουν διαφορετικές άπόψεις καί διαφωνίες πάνω σ’ αύτά τά ζητή ματα, ή ίστορία πάντοτε ήταν καί έξακολουθεΐ νά είναι στίβος τής πιό άγριας πάλης άνάμεσα στίς ιδεολογίες τών άγωνιζόμενων τάξεων, πού δδηγεΐ άναπόφευκτα στή δημιουργία διαφορετικών καί αντίθετων άπόψεων πάνω στά τοποθετημένα ζητήματα. Αύτό είναι απόλυτα σωστό. Είναι, δμως, έπίσης σωστό, πώς άκόμη καί μεταξύ τών φιλοσόφων καί τών ίστορικών μιας καί τής ϊδιας τάξης ύπάρχσυν βαθιές διαφωνίες πάνω σ’ αύτά τά ζητήματα. Οί άντιλήψεις τών άστών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων καί- Ιστορικών πάνω στό ζή τημα «ΤΙ είναι ίστορία;» θυμίζουν αληθινό πύργο τής Βαβέλ. Με ρικοί τή συνταυτίζουν μέ τή φιλοσοφία, άλλοι φρονοϋν δτι άποτελεΐ συνδετικό κρίκο άνάμεσα στή φιλοσοφία καί στήν κοινωνιολογία. τρίτοι φρονούν δτι δέν Ιχει τίποτε τδ κοινό μέ τή φιλοσοφία καί τήν κοινωνιολογία. Μερικοί τήν θεωρούν θεωρητικόν έπιστημονικό κλάδο, άλλοι φρονούν δτι είναι καί πρέπει νά είναι άπλώς γεγονοτογραφία, γυμνή έμπειρία καί χρονικό. Μερικοί φρονοΟν δτι είναι
442
έπιστήμη καί μάλιστα ή αυστηρότερη έπιστήμη, άλλη φρονοϋν δτι άποτελεΐ Ιδιαίτερο είδος καλλιτεχνικής δημιουργίας, μυθολογία, μυστικισμό καί καθετί πού έπιθυμεΐτε, μά δχι καί· έπιστήμη. "Οπως έχουν τά πράγματα ό ισχυρισμός τοϋ Μίλς, δτι τό ζήτημα "οΰ άν ή ίστορία είναι έπιστήμη είτε δχι, δέν είναι οδτε σπουδαίο, οδτε ενδιαφέρον, είναι τουλάχιστον έπιπόλαιος. Ά ν γιά τούς ιστορικούς δέν είναι ξεκάθαρο ποιό είναι τό άντικείμενο τοϋ έπιστημονικοϋ τα>ς κλάδου, είναι αύτός ή δέν είναι έπιστήμη, μέ ποιές μεθόδους θα γίνεται ή Ιστορική έρευνα, μέ τή βοήθεια πο.ών κριτηρίων θά καθορίζεται ή Ιστορική άλήθεια καί άναλήθεια, ποιά είναι ή άξία καί ή άποστολή τής ιστορικής γνώμης κ.ά., ή Ι στοριογραφία δέ θά μποροϋσε νά άναπτύσσεται μέ έπιτυχία. Ό Ι διος ό Μίλς άγανακτεΐ, πώς δριαμένοι ιστορικοί μιλοΰν τώρα πάρα πολύ άσυγκράτητα γιά «έπιστημονική ίστορία» καί πασχί ζουν νά χρησιμοποιήσουν στή δουλειά τους «έντελώς τυπικά καί μά λιστα πέρα γιά πέρα άνιστορικά μέσα»- πώς άλλοι Ιστορικοί μετα τρέπουν τήν ίστορία σέ «δημιουργία μύθων γύρω άπό τό παρελ θόν, γιά τρέχουσες Ιδεολογικές άνάγκες» κ.ά.1 Μά μήπως δλ’ αότά τά ζητήματα δέν άναφέρονται άκριβώς στό άντικείμενο καί. στα καθήκοντα τής ίστορίας, στό άν είναι αύιτή έπιστήμη, τί λογής έπιστήμη είναι, ποιές είναι οί μέθοδοί της, τί λογής πρέπει νά είναι ή γνώση της κ.ά. ; °Οσο καί να τοΰ είναι δυσάρεστα, ύποχρεώνεται καί ό Μίλς νά έγείρει αύτά τά ζητήματα. ’Εστω καί πολύ παλιό, τό ζήτημα «Τί είναι ίστορία»; είναι -ερισσότερο Ιπίκαιρο άπό κάθε άλλη φορά. Έξαιτίας τοΰ ταξικόκομματικού χαρακτήρα τής φιλθ3οφίας, τής ίστορίας καί τής Ιστο ριογραφίας δέν είναι δυνατό σήμερα νά δοθεί μιά γενικής έγκυρότητας άπάντηση σ’ αύτό τό ζήτημα. Μά ή όλοκληρωτική έπιστη μονική λύση τοϋ ζητήματος είναι δυνατή καί άναγκαία καί μπορεΐ νά κατορθωθεί μέ τίς συντροφικές προσπάθειες τών μαρξιστών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων καί ιστορικών.
1. C. Wrigh Mills, The Sociological Imagination, pp. 156, 157.
443
Ιστορία και φιλοσοφία, Ιστορικό καί λογικό. Τό δικαίωμα ένός έπιστημονικοϋ κλάδοιι νά ύπάρχει ώς αύτοτελής τομέας τής γνώσης -ηγάζει άπό τό δτι έχει δικό του Αν τικείμενο, δικά του προβλήματα, δικές του μεθόδους καί καθή κοντα. Νά γιατί για νά δοθεί όρισμός ένός έπιστημονικοΟ λλάόου, πρέπει νά κα/θοριστοΟν τό άντικείμΐνό του, τά προβλήματα, ot μέ θοδοι καί τά καθήκοντά του, πράγμα πού, άπό τήν πλευρά του, προϋποθέτει νά διαχωριστοΟν άπό τό άντικείμενο, τά προβλήματα, οί μέθοδοι καί τά καθήκοντα τών άλλων έπιστημονικών κλάδων καί νά έξεταστοϋν στή συνάφειά τους μέ αύτά. Ή ιστορία άποτελεΐ έπιστημονικό κλάδο, πού έχει συνάφεια μέ δλους τούς Επιστημονικούς κλάδους καί μέ τούς τομείς τών άντικειμένων τους. Νά έξετάσου^ιε τΙς αχέσεις της μέ δλους τσϊς έπιστημονικούς κλάδους οδτε είναι στό μέτρο τών δυνάμεών μας, οδτε πάλι είναι άπαραίτητο, μιά καί είναι πολλοί ot έπιστημονικοΐ κλάδοι πού of συνάφειές τους μέ τήν Ιστορία είναι ξεκάθαρες καί δέν προκαλοΟν κανενός είδους διαμάχες. 'Τπάρχουν, δμως, έπιστημονικοΐ κλάδοι πού μ’ αύτούς τήν Ιστορία είτε τή συνταύτιζαν άβάσιμα, είτε έπίσης άβάσψα τήν άντιπαρώθεταν άπόλυτα. ’Ανάμεσα ατούς πρώτους πρέπει νά Αναφέρουμε πρίν άπ’ ίλα τή φιλοσοφία. Ή Ιστορία τών Αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ τής φιλοσοφίας καί. τής Ιστοριογραφίας δείχνει, πώς σέ πολλές περι πτώσεις ή φιλοσοφία είσορμοϋσε στό χώρο τής Ιστοριογραφίας καί μέ τήν Ιδότητά της ώς φιλοσοφίας τής Ιστορίας Ιδιοποιούνταν τήν ούσιαστιοιότερη λειτουργία της — τήν έρμηνεία τής Ιστορικής δια
444
δικασίας καί τών Ιστορικών γεγονότων. Τούτη ή «εισβολή» τής φιλοσοφίας άναφορικά μέ τήν Ιστο ρία σημειώνει τήν άκραία έκφρασή της στόν Ιταλό νεοχεγκελιαν*> Ί^ιοβάνι Τζιεντίλε. Παρασταίνοντας όλάκερη τήν πραγματικότη τα ώς πνευματική, διαλυμένη στή νόηση, 6 Τζιεντίλε γράφει πώς έ ξω άπό τή φιλοσοφία δέν ύπάρχει καμιά πνευματική πραγματικότη τα. Στοχαζόμενη τήν πνευματική πραγματικότητα, ή φιλοσοφία τήν έξαντλεΐ καί δέν άφήνει «κατάλληλη πραγματικότητα, άπ’ δπου θά μποροϋσε νά σχηματιστεί ή ιστορία».* Ό Τζιεντίλε συν ταυτίζει τήν Ιστορία μέ τή φιλοσοφία καί φρονεί, πώς ή πραγμα τική ίστορία δέν είναι τίποτε άλλο παρά Ι σ τ ο ρ ί α τ ή ς φ ι λ ο σ ο φ ί α ς , κ α ΐή τελευταία άποτελεΐ τήν άληθινή φι λοσοφία. Σέ μιά πρώτη ματιά αύτή ή συνταύτιση θά μποροϋσε νά θεωρηθεί ώς διάλυση τής φιλοσοφίας στήν ίστορία καί ώς μετατρο πή τής Ιστορίας στή μοναδική έπιστήμη γιά τήν πραγματικότη τα. Μά δ Τζιεντίλε είναι κατηγορηματικός. Τονίζει πώς «δέν εί ναι ή φιλοσοφία πού βρίσκει τήν άλήθεια της στήν ίστορία», μά, άντίστροφα «δ κύκλος κλείνει δχι στήν ίστορία ώς τέτοια, παρά στή φιλοσοφία».2 Κ«τ’ αύτόν τόν τρόπο έξω άπό τή φιλοσοφία δέν ύπάρχει καί δέν μπορεϊ νά ύπάρχει καμιΐ ίστορία. Οί λειτουργί ες της έχουν έντελώς ιδιοποιηθεί άπό τή φιλοσοφία. Ή ίστορία τών άμοιβαίων σχέσεων άνάμεσα στή φιλοσοφία καί στήν Ιστοριογραφία, δμως, μδς δείχνει δχι λιγότερες έκδηλώσεις καί τής άντίστροφης διαδικασίας. 'Οπως τονίσαμε, ή ίστορία Ιχει σχέση μέ δλες τίς έπιστήμες καί μέ τούς τομείς τής προβληματι κής τους. Δέν ύπάρχει τομέας τής φυσικής καί τής κοινωνικής πραγματικότητας, τής άνθρώπινης νόησης καί τής άνθρώπινης πρα κτικής δράσης πού νά μήν έχει τήν δική του ίστορία καί που σ’ αύτόν νά μήν είναι έφαρμόσιμες, στόν ένα ή στόν άλλο βαθμό, ή μέθοδος τής Ιστορικής έρευνας. Ή Ιστορική μέθοδος έχει καθολι κή έφαρμογή. Σ’ αύτό ή ίστορία μοιάζει μέ τή φιλοσοφία. Καί
1. Παραθ. κατά : Έ . Γκάριν. Χρονικό τής Ιταλικής φιλοσοφίας τοΟ 20ο0 αΙώνα (1900 - 1943), σελ. 251, (στά ρωσικά). 2. Στό Ιδιο, σελ, 252.
445
δχι μονάχα μοιάζει. Ό καθολικός χαρακτήρας τής Ιστορίας καί τής Ιστορικής μεθόδου χρησίμεψε δχι μιά φορά ώς «δικαιολογία» γιά τή μετατροπή τής Ιστορίας σέ καθολική έπιστήμη, πού δεσπό ζει πάνω σ’ δλες τΙς άλλες έπιστήμες, μαζί καί πάνω στή φιλοσο φία, καί τις ολοκληρώνω·. (integrate — Σημ. τ. Μετ.) μέσα της. «Σέ διάστημα ένδς καί μισοϋ αιώνα — γράφει δ Μπάρακλαφ— άπδ τή Γαλλική Επανάσταση κι’ έδώθε, οί Ιστορικές άρχές καί ot Ιστορικές δοξασίες δεσπόζανε, διαμορφώνανε καί καθορίζανε τδν χαρακτήρα τής ευρωπαϊκής νόησης. Άκριβώς σ’ αυτή τήν περί οδο θεωρούνταν ώς βασική προϋπόθεση ή θέση «πώς ή φύση κά θε πράγματος είναι κατανοημένη στήν έξέλιξή του» καί πώς et πε ρισσότερες άπδ τΙς σφαίρες τής διανοητικής καί συχνά έπίσης τής πρακτικής ζωής είναι διαποτισμένες άπδ" τήν Ιστορία. Τδ άποτέλεσμα ήταν δτι ή ίστορία άνέβηκε σέ έπικίνδυνο ύψος, σάν τε λευταία magistra Vitae,* και μια έξουσιαστική, γεμάτη αδτοπεποίθηση Κλειώ έξετόπισε τή θρησκεία καί τή φιλοσοφία ώς θεά πού μπροστά της ύποκλινόμασταν».1 Αύτή είναι ή περίοδος, δταν μερικοί, δπως δ ΚοΟνο Φίσσιερ, δ Τζιδν Λούϊς καί. άλλοι, άνάγανε δλάκερη τή φιλοσοφία μονάχα σέ £να κεφάλαιο τής Ιστορίας —στήν ί σ τ ο ρ ί α τής φιλο σοφίας. Άλλοι προχώρησαν άκόμη πιδ μακριά. Άνακηρύξανε τήν ίστορία ώς έπιστήμη γιά τήν «άληθινή πραγματικότητα» καί κατ’ αύτδ τδν τρόπο τή βάλανε στή θέση τής φιλοσοφίας ώς «με ταφυσική». Σύμφωνα μέ τδ Χοζέ Όρτέγκα - I - Γκασέτ, λογουχάρη, «ή ίστορία άποτελεί μιά συστηματική έπιστήμη γιά τή βασι κή πραγματικότητα, πού είναι ή ζωή μου».2 Μά δ κλασικδς Εκπρό σωπος αύτής τής δοξασίας είναι δ Κρότσιε. "Οπως είδαμε, δ Κρότσιε διάλυσε δλάκερη τή φιλοσοφία στήν ίστορία καί κήρυξε τήν Ιστορική γνώση ώς τή μοναδικά άληθινή γνώση. «'Οταν άντιλαμβανόμαστε τή' συγκεκριμένη καί τήν άληθινή γνώση πάντα ώς Ιστορική γνώση —γράφει δ ίδιος— τότε δέν μπορούμε νά ξεχωρίσουμε τή γνώση, τδν καθορισμδ τών πρα• Δασκάλα tflç ζωής (Εημ. τ. Μετ ). 1. G. Barraclongh, History in a Changing World, p. 1. 2. J. Ortega y Gasset, Gcschichte als System, s. 77.
446
γ]ΐάτων, τήν κρίση γιά τά πράγματα άπδ τή γνώση για τή δια δικασία τοΰ γίγνεσθαι... Νά γνωρίσουμε κάτι σημαίνει νά τδ σκεφτοΰμε στήν ούσία του, δηλαδή στήν έμφάνιση καί έξελεξή του, στίς συνθήκες, πού μέ τή σειρά τους μεταβάλλονται και έξελίσσονται, γιατί ή ούσία του δεν άποτελεΐται άπό τίποτε άλλο έκτός άπό τήν άλλαγή του καί τήν έξέλιξη τής ζωής του καί μάταια θά τήν άναζητούσαμε πέρα άπ’ αύτήν τή ζωή, γιατί στό τέλος αύτής τής άδύνατης έπιδίωξης άπό τό ίδιο τό κάτι δέ θά Ιμενε οδτε καί σκιά. "Οσο περισσότερο διεισδύουμε στήν ϊδια του τήν ούσία, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε, πώς κινούμαστε ο-ήν ιστορία του».1 Κι έτσι, σύμφωνα μέ τή γνώση τοϋ Κρότσιε, ή Ιστορική γνώ ση είναι όχι μόνον ή μοναδικά άληθινή γνώση, άλλά είναι όλάκερη ή γνώση, πού περικλείνει μέσα της ώς δικά της ούσιαστικά συ στατικά καί τή φυσιογνωσία, καί τά μαθηματικά, καί τή φιλοσο φία — βλες τις ύπόλοιπες έπιστήμες. Γι’ αύτόν ύπάρχει μιά καί μοναδική έπιστήμη — ή Ιστορία, καί μιά καί μοναδική μέθοδος γνώσης — ή Ιστορική μέθοδος. «Έ μέθοδος τής γνώσης καί τής άλήθειας είναι μονάχα ή Ιστορική μέθοδος».* Προτοΰ προχωρήσουμε στήν κριτική έξέταση αύτής τ/Jç δο ξασίας τοΰ Κρότσιε, θέλουμε νά σταθοϋμε πάνω σ’ ένα άλλο ζή τημα. "Οπως ξέρουμε, στή «Γερμανική Ιδεολογία» δ Μάρξ καί δ “Ενγκελς έπίσης γράφουν, δτι ξέρουν «μονάχα μιά καί μοναδική έπιστήμη, τήν ιστορική έπιστήμη». Αύτός δ όρισμός τής Ιστορίας είναι τόσο πλατύς, ώστε περιλαμβάνει σ’ αύτήν καί τήν ϊδια τή φυσιογνωσία ώς ταυτόσημη τής Ιστορίας τής Φύσης καί δέν άφήνει θέση γιά τήν δπαρξη έξω άπό τήν Ιστορία σέ καμιάν δλλη έ πιστήμη, μαζί καί. στή φιλοσοφία. Γεννιέται τό έρώτημα: δέ ση μαίνει άραγε αύτό πώς, άνεξάρτητα άπό τις καταρχικές διαφο ρές άνάμεσα στους Μάρξ καί Ένγκελς ώς ύλιστές καί στόν Κρότσιε ώς Ιδεαλιστή, οί άπόψεις τους γιά τήν ιστορία ώς μ ον α δ ι κ ή κ α ί ο ύ σ ι α σ τ ι κ ή έ π ι σ τ ή μ η συμπί πτουν κι’ δτι πάνω σ’ αύτό τό ζήτημα δ Κρότσιε Ιχει δίκιο; 1. Β. Croce, Die Geschschte aïs Gegande und als Tat, s. 233. 2. Ibid., s. 474.
447
Κατά τή γνώμη μας ή όμοιότητα άνάμεσα στήν πιό πάνω πε ρικοπή άπό τή «Γερμανική Ιδεολογία» καί στήν άποψη τοϋ Κρότ σιε είναι δλοφάνερη καί δέν μπορούμε νά τήν άρνηθοΟμε. Μά τό£» δέ σημαίνει καβόλου, πώς ή &π ο ψ η τών Μάρξ καί Ένγκελς, άπό τή μιά, καί ή άποψη τοΰ Κρότσιε, άπό τήν άλλη, είναι ταυτόση
μες. ΠρΙν άπ’ δλα πρέπει νά πάρουμε ύπόψη, πώς δ Μάρξ καί δ Ένγκελς έγραψαν τήν πιό πάνω περικοπή σέ χρόνο δπου κυριαρ χούσε ή ίδεαλιστική άποψη, πού έξετάζει τήν Ιστορία μονάχα ώς ίστορία τοϋ πνεύματος καί άποκλείει άπ’ αύτήν τήν Φύση, τή φυ σιογνωσία καί τήν παραγωγική δραστηριότητα τών άνθρώπων. Κάνοντας πολεμική ένάντια σ’ αύτήν τήν ίδεαλιστική άντίληψη, δ Μάρξ καί δ Ένγκελς ύπογραμμίζανε, θεμελιώνανε κχΐ άποδείχνανε τελείως σωστά, πώς δχι μόνον ή πνευματική ζωή τών άν θρώπων, άλλά καί ή Φύση, καί ή άνθρώπινη κοινωνία, καί ή άν θρώπινη παραγωγική δράση Εχουν τή δική τους Ιστορία έξέλιξης καί σ’ αύτό τό νόημα κανένας τομέας τής πραγματικότητας, είτε είναι φυσικός είτε κοινωνικός, δέ βρίσκεται έξω άπό τή σφαίρα τής ίατορίας. Ταυτόχρονα υπογράμμιζαν δτι μεταξύ τής ιστορίας τής Φύσης καί τής ίστορίας τής κοινωνίας ύπάρχει ούσιαστική διαφορά. Εκτός άπ’ αύτό στό χειρόγραφο τής «Γερμανικής Ιδεολογί ας» δ Μάρξ καί δ Ένγκελς διαγράψανε τούτη τήν περικοπή, Ισιος γιατί συνειδητοποίησαν δτι δέν είναι άκριβής, στό βαθμό πσ!> ύπερβάλλει τήν Ιστορία, τή μετατρέπει σέ μοναδική έπιστήμη καί άνακηρύσσει ώς ίστορία άκόμη καί τή φυσιογνωσία. Καί πραγματικά σ’ δλες τους τΙς άλλες ρήσεις, κι αύτές εί ναι πάρα πολλές, δ Μίρξ καί δ Ένγκελς δέν ύποστηρίζουν τήν άποψη πού ύπάρχει μιά καί μοναδική έπιστήμη — ή ίστορία, πού συνενώνει μέσα της δλες τΙς άλλες έπιστήμες. Σ’ αύτές τίς ρήσεις τους χρησιμοποιούν τήν Ιννοια «ίστορία» σέ δ υ ό διαφορετικά νοήματα. Πρώτο, χωρίς νά άρνιοΟται τήν ίστορία τής Φύσης, δ Μάρξ καί δ Ένγκελς χρησιμοποιούν τόν δρο «ίστορία» γιά νά σημειώ
448
σουν μονάχα τήν άνθρώπινη κοινωνία καί. τή νομοτελειακή της έξέλιξη. Σ ’ αύτό τό νόημα μιλοβν γιά «φυσικό, Ιστορικό καί πνευ ματικό κόσμο», γιά «τή Φύση καί τήν Ιστορία», γιά «τή Φύση καί τήν άνθρώπινη ίστορία» κ.4.1 Ά π ’ αύτή τή σκοπιά διαιροΟν Iπίσης καί τίς έπιστήμες σέ δυό μεγάλες δμάδες: σέ φυσικές έπι στήμες, πού δχουν ώς άντικείμενο τή Φύση, καί «ιστορικές έπι στήμες», πού έχουν ώς ά'/τικείμενο τήν κοινωνικοϊστορική ζωή. Στόν πρόλογό του στήν «Κριτική τής Πολιτικής ΟΙκονομίας», δ ’Ένγκελς γράφει «Και δλες οί έπιστήμες πού δέν είναι φυσικές έπιστήμες είναι Ιστορικές».2 Ή πολιτική οικονομία, λογουχάρη, σύμφωνα μ’ αύτό τόν όρισμό είναι Ιστορική έπιστήμη. Τόν Ιδιον όρισμό τών «Ιστορικών» έπιστημών βρίσκουμε καί στήν έπιστολή τοϋ Ένγκελς πρός τόν Φ. Μέρινγκ (14 τοΟ ’Ιουνίου 1893), δπου γράφει: «Τό Ιστορικός τό παίρνουμε έδώ άπλώς περιληπτικά γιά τό πολιτικός, νομικός, φιλοσοφικός, θεολογικός, κοντολογίς γιά δλους τούς τομείς πού άνήκουν στήν κ ο ι ν ω ν ί α κι’ δχι μόνο στή Φύση».3 'Οπως βλέπουμε, τούτος ό όρισμός τής ίστορίας, μολονότι πο λύ στενότερος άπό τόν όρισμό πού περιέχεται στήν προαναφερμένη περικοπή τής «Γερμανικής Ιδεολογίας», είναι ώστόσο πολύ πλατύ τερος. Δέν κάνει διάκριση άνάμεσα σέ Ιστορικές καί σέ θεωρητι κές έπιστήμες, λογουχάρη μεταξύ τής Ιστορίας τής οίκονομικής ζωής, μεταξύ ίστορίας τής κοινωνίας κα1. θεωρίας τής κοινωνίας. Κάτι περισσότερο. Στήν έπιστολή του πρός τόν Μέρινγκ 6 Ένγκελς συμπεριλαβαίνε: τελείως λαθεμένα στίς ιστορικές έπιστήμες καί τή φιλοσοφία, πού, σύμφωνα μέ τόν ίδιον τόν δικό του όρισμό, εί ναι γενικότατη έπιστήμη δχι μόνο γιά τήν άνθρώπινη κοινωνία, μά καί γιά τή Φύση, καί γιά τήν άνθρώπινη νόηση. Τό βιβλίο του μέ τίτλο «Διαλεκτική τής Φύσης» άποτελεΐ φιλοσοφικό σάγ1. Φρ. Ένγκελς, Άντιντιούρινγκ, Έ κδ. τοΟ ΚΚΒ, 1950, σελ. 2ί, 29, 40, (σιά βουλγαρικά). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Διαλεχτά "Εργα, τόμος 1ος, σελ. 414, στά βουλγαρικά). 3. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Διαλεχτές Επιστολές, Έκδ. τοΟ ΚΚΒ, 1952, σελ. 515, (στά βουλγαρικά). *
29
449
γράμμα, μά δ έ ν ε ί ν α ι «ιστορικό» σύγγραμμα στδ νόημα πού εϊσάγεται σ’ αύτδν τδν δρο ατούς δρισμούς πού παραθέσαμε πιδ πάνω. Στδ έργο του «Άντιντιούρινγκ» δ ’Ένγκελς δίνει δλλη μιά, Ακόμα πιδ διαφορισμένη ταξινόμηση τών έπιστημών. Διαιρεί δλάκερο τδν τομέα τής γνώσης σέ τρεις μεγάλες ύποδιαιρέσεις. «Ή πρώτη περιλαμβάνει δλες τΙς έπιστήμες πού άσχολοΟνται μέ τή νε κρή Φύση κα! περισσότερο ή λιγότερο ύπόκεινται σέ μαθηματική έπεξεργασία: τά μαθηματικά, ή Αστρονομία, ή μηχανική, ή φυσι κή, ή Χημεία... Έ δεύτερη κατηγορία έπιστημών είναι έκεΐνες πού περιλαμβάνουν τήν έρευνα τών ζωντανών δργανισμών», καί «ή τρίτη δμάδα έπιστημών» είναι «οί Ιστορικές έπιστήμες, πού έρευνοϋν τούς δρους τής ζωής τών άνθρώπων, τΙς κοινωνικές σχέ σεις, τίς νομικές καί τις κρατικές φόρμες (τύπους) μέ τα ιδεολο γικά τους έποικοδομήματα — ή φιλοσοφία, ή θρησκεία, ή τέχνη κ.ά., στήν Ιστορική τους διαδοχικότητα καί στήν τωρινή τους κα τάσταση».1 Σ’ αύτδν τδν δρισμδ έχει συντελεσιεί μιά παραπέρα διαφο ροποίηση μονάχα στή σφαίρα τών φυσικών έπιστημών, πού είναι διαιρεμένες σέ έπιστήμες γιά τή νεκρή καί σέ έπιστήμες γιά τή ζωντανή Φύση. 'Ολες ot έπιστήμες γιά τήν κοινωνία, δμως, έξακολουθοΰν νά Αντιμετωπίζονται ώς «ιστορικές» έπιστήμες. Μά δ Μάρξ καί δ “Ενγκελς χρησιμοποιούν τούς δρους «Ι στορία» καί «ιστορικός» καί σέ Ινα δεύτερο, στενότερο, δηλαδή στδ γενικά Αποδεκτό νόημα τής λέξης, δπου ή Ιστορία δέν έξετάζεται ώς έπιστήμη γενικά γιά τήν άνθρώπινη κοινωνία, παρά μ ο ν ά χ α ώ ς μ ι ά άπδ τίς κοινωνικές έπιστήμες, ώς έπιστήμη γιά τήν ιστορική έξέλιξη τής άνθρώπινης κοινωνίας, πού μέ τή σειρά της μ«ορεΤ νά Ιχει διάφορους τομείς —ίστορία τών παραγωγικών δυνάμεων, ιστορία τής οικονομικής ζωής, Ιστορία τών ταξικών ά‘γώνων, Ιστορία τής πολιτικής ζωής, ίστορία τής έπιστήμης, Ιστο ρία τής φιλοσοφίας, ίστορία τής τέχνης, ίστορία τής θρησκείας κ.ά. Στήν έπιστολή του πρδς τδν Κ. Σμίνττ (5 τοΟ Αύγούστου 1. Φρ. Ένγκελς, Ά ντιντιούρινγκ, σελ. 100- 102, (στά βουλγα ρικά).
450
1890) δ ’Ένγκελς γράφει: «Πόσο λίγοι άπ’ τούς νεαρούς λόγιους, πού προσκολοΰν στό Κόμμα, κάνουν τόν κόπο νά έπιδοθοϋν στήν οίκονομολσγία, στήν ίστορία τών οίκονομ-.κών θεωριών, στήν ίστορία τοϋ έμπορίου, τής βιομηχανίας, τής γεωργίας, τών κοινωνικών σχη ματισμών. Πόσοι ξέρουν γιά τόν Μάουρερ παραπάνω άπ’ τ’ δνομά του»! (γίνεται λόγος γιά τό Γερμανό Ιστορικό Μάουρερ, έρευνητή τοϋ κοινωνικοΰ συστήματος τής άρχαίας καί τής μεσαιωνικής Γερμανίας — Ν. Ί . ) .' Στό βιβλίο του «Άντιντιούρινγκ» δ “Ενγκελς μιλάει για «τή'/ ποίηση, τή φιλοσοφία, τήν πολιτική, τήν οίκονομία καί τήν ιστοριογραφία».2 Στό ίδιο γράφει: «Άπό δλάκερη τήν ίσαμε σήμερα φιλοσοφία διατηρεί αύτοτελή σημασία μόνον ή διδασκαλία γιά τή νόηση καί τούς νόμους της, δηλαδή ή τυπική λογική καί ή διαλεκτική. 'Ολα τ’ άλλα συγκαταλέγονται στίς θετικές έπιστήμες γιά τή Φύση κα!. τήν ίστορία».3 "Οπως βλέπουμε, σ’ δλες αύτές τΙς ρήσεις γίνεται διάκριση δχι μόνον άνάμεσα σέ «φυσικές έπιστήμες» καί σέ «Ιστορικές έπι στήμες», άλλα έπίσης καί άνάμεσα στήν Ιστοριογραφία, άπό τή μιά, ν.αΐ στήν πολιτική οικονομία, στή φιλοσοφία κ.ά., πού έξετάζονται ώς αυτοτελείς, μή ιστορικοί τομείς τής γνώσης. Ταυτόχρονα ή φιλοσοφία ξεχωρίζει καί άπό τίς έπιστήμες για τή Φύση, κα! άπό τίς έπιστήμες για τήν ίστορία καί έξετάζεται ώς αύτοτελής τομέ ας τής γνώσης. Στά πλαίσια τής γενικής διαλεκτικοϋλιστικής μεθόδου τής γνώσης καί ώς συστατικά της ό Μάρξ καί δ Ένγκελς διακρίνουν δυό μεθόδους γνώσης — τ ή ν Ι σ τ ο ρ ι κ ή καί τ ή λ ο γ ι κ ή , πού άλληλοσυνδέονται καί ταυτόχρονα διαφέρουν ή μιά άπό τήν άλλη. Σ’ έξάρτηση άπό αύτό οί έπιστήμες διαιροϋνται σέ Ι σ τ ο ρ ι κ έ ς καί θ ε ω ρ η τ ι κ έ ς . Τό καβήκο·/ τών Ιστορικών έπιστημών είναι νά άποκαλύψουν τήν πραγματική δια δικασία τής έμφάνισης, τής έξέλιξης, τής διαμόρφωσης τοϋ Εξε ταζόμενου άντικειμενου ώς τήν Ιξαφάνιση είτε τόν μετασχηματι 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος 2ος, σελ. 557, (στά βουλγαρικά). 2. Φρ. Έ νγκελς, Άντιντιούριγκ, σελ. 8, (στά βουλγαρικά). 3. Στό Ιδιο, σελ. 30.
451
σμό του σέ κάτι άλλο ή στήν τωρινή του κατάσταση, στή διαδοχικότητά του μέσα στόν χρόνο, στήν Αμοιβαία καί νομοτελειακή συνά φεια μεταξύ τδν ξεχωριστών σταδίων τής έξέλιξής του καί στή συγκεκριμενότητά του. Σέ διάκριση άπό τίς Ιστορικές έπιστήμες, οί θεωρητικές έπιστήμες δέν ίχουν ώς καθήκον νά έκθέτουν τήν ίστορία τοΰ Αντικειμένου τους, άλλά νά τό Αναλύσουν μέ σκοπό νά άνακαλύψουν τίς ουσιαστικές, σταθερές, νομοτελειακές συνάφειες καί σχέσεις. Μπορούν έπίσης νά ένδιαφέρονται γιά τήν ίστορία τοΰ Αντικειμένου τους, δχι γιά τήν Γδια τήν ιστορία, παρά μονά χα στό βαθμό πού θά μποροΰσε αύτή νά βοηθήσει νά άποκαλυφτοΟν καί έξηγηθοΰν οί νομοτελειακές συνάφειες. Γι’ αύτόν τόν λόγο κά νουν Αντικείμενο τής έρευνάς τους έκείνη τήν κατάσταση τοΟ Αν τικειμένου τους δπου αύτό φανερώνεται σέ συγκριτικά καθαρότα τη κα! τελειωμένη μορφή. Στό ίργο του «Τό Κεφάλαιο» ό Μάρξ Ιγραψί: *Ό φυσικός παρατηρεί τις φυσικές διαδικασίες έκεϊ δ που έμφανίζονται μέ τήν πιό καθαρή μορφή καί δπου θολώνονται 5σο τό δυνατό λιγότερο Από διαταραχτικές Επιδράσεις, εϊτε, δπου αύτό είναι δυνατό, κάνει πειράματα μέσα σέ συνθήκες πού έξασφαλίζουν τήν καθαρή πορεία τής διαδικασίας. Αύτό πού Ιχω νά έρευνήσω σέ τοΰτο τό Ιργο είναι ό κ ε φ α λ α ι ο κ ρ α τ ι κός τ ρ ό π ο ς π α ρ α γ ω γ ή ς κι ’ ο ί σ χ έ σ ε ι ς π α ρ α γ ω γ ή ς κ α ί Α ν τ α λ λ α γ ή ς πού άνηστοιχοΰν σ’ αύτόν. Ό κλασικός τόπος αύτοΰ τοΰ τρόπου παραγωγής είναι δ ; τώρα ή Α γγλία. Αύτός είναι ό λόγος πού ή ’Αγγλία χρησι μεύει ώς κύριο παράδειγμα γιά τή θεωρητική Ανάπτυξη πού κάνω».' Ό Μάρξ ύπογραμμίζει, πώς έδώ δέ γίνεται λόγος γιά τήν ίστορία τοΰ κχπιταλι^ιοΟ. «Έδώ δέν πρόκειται καθαυτό γιά τόν ύψηλότερο ?' χαμηλότερο βαθμό άνάπτυξης τών κοινωνικών Ανταγωνισμών, πού ξεφυτρώνουν άπό τούς φυσικούς νόμους τής κεφαλαιοκρατικής παρα γωγή;. Πρόκ::ται γι’ α ύ τ ο ύ ς τ ο ύ ς Γδιους ν όμ ο υ ς, γι ’ α ύ τ έ ς τ ί ς F δ ι ε ς τ ι ς τ ά σ ε ι ς πο·> ΐροϋν επιβάλλονται μέ σιδερένια άναγκαιότητα»,2 γιά «τις οίκο1. Κ. Μάρξ, Τό Κεφάλαιο, τόμος 1ος, *Εκδ. τοΟ ΚΚΒ, 1948, σελ. 6, (στά βουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο, σελ. 6.
452
νομικές κατηγορίες».1 «Ή Ερευνα πρέπει νά Αφομοιώσει τήν δλη στίς λεπτομέρειες, να Αναλύσει τίς διΑφορες μορφές έξέλιξής της καί νά Ανακαλύψει τήν έσωωερική τους συνΑφεια. Μόνον δταν ΘΑ Ιχει τελειώσει αύτή ή δουλειΑ, μπορεΐ νά παρασταθεΐ δπως πρέπει ή πραγματική κίνηση».2 Μια συνοπτική, μά συγκριτικά πληρέστερη έπεξεργασίχ τής μαρξιστικής δοξασίας γιά τήν Ιστορική καί τή λογική μέθοδο, κι’ Από έδώ γιά τΙς Ιστορικές καί τΙς θεωρητικές έπιστήμες, βρίσκου με στόν πρόλογο τοϋ Ένγκελς γιά τό σύγγραμμα τοϋ ΜΑρξ «κριτική τής Πολιτικής Οικονομίας». Σ’ αύτή του τήν έργασία δ Ένγκελς μ ά ς Αποκαλύπτει δρισμένες Από τΙς ουσιαστικότερες Ιδιαιτερότητες αύτών τών δυό μεθόδων, τό κοινό μεταξύ τους, τήν Αλληλοσυνάφειά τους καί τίς διαφορές τους. Χαρακτηρίζοντας τ ή ν ι σ τ ο ρ ι κ ή μέ θ ο δ ο , δ Έ ν γκελς παρατηρεί, πώς δπως στήν πραγματική Ιστορία, ίτσι καί στή «φιλολογική της ΑντανΑκλααη», δηλαδή στήν ίστορική έπιστήμη, «ή έξέλιξη στό σύνολό της προχωρεί Από τΙς πιό Απλές στίς πιό πο λύπλοκες σχέσεις». ’Ακολουθεί τήν π ρ α γ μ α τ ι κ ή έξέλιξη»3 μέσ’ Απ’ δλες τ!ς περιπέτειες τής άλματικής ή ζικζακοειδοϋς πο ρείας της, κατά τό δυνατό μέ δλες τίς Αποχρώσεις καί συμπτώσεις της. Μέ άλλα λόγια, τ ό Ι σ τ ο ρ ι κ ό ώς Αντικειμενική πρα γματικότητα Αποτελεΐ πραγματική διαδικασία τής έμφάνισης, τής διαμόρφωσης καί τής έξέλιξης τοϋ πρΑγματος, τοϋ χαμοϋ του ή τοϋ περάσματος του σ’ Αλλο πράγμα, ένώ ή Ιστορική γνώση Αποτε λεΐ Αντανάκλαση αύτής τής Αντικειμενικής διαδικασίας. 'Η λ ο γ ι κ ή μ έ θ ο δ ο ς «δέν είναι τίποτε άλλο παρά δ ιστορικός τρόπος, Απαλλαγμένος άπό τήν ιστορική μορφή καί άπό τις ένοχλητικές συμπτώσεις».4 Ή πορεία τής λογικής νόησης Αρχίζει μ’ αύτό πού Αρχίζει καί ή Γδια ή ίστορική έξέλιξη —μέ τίς πιό άπλές μορφές τίΐς έξέ λιξης, κι Από αύτές προχωρεί πρός τις πιό πολύπλοκες. ’Αλλά σέ 1. Στό Ιδιο, σελ. 7. (βλ. σημ. 1, σελ. 452). 2. Στό Ιδιο, σελ. 14. 3. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έ ργα, τόμος 1ος, σελ. 420, (στά βουλγάρικα). 4. Στό Ιδιο, σβλ. 420.
453
διάκριση άπό τήν ιστορική νόηση, ή λογική νόηση δέν είναι ύποχρεωμένη νά άντικαθρεφτίζίΐ δλες τίς περιπέτειες, δλες x'iç άπο· χρώσεις καί τίς τυχαίες άποκλίσεις τής διαδικασίας τής έξέλιξης τοϋ αντικειμένου της. Διαλέγει καί κάνει Αντικείμενο τής δρευνάς της εκείνο τό οημεΐο τής έξέλιξης τοϋ Αντικειμένου δπου αύτό φα νερώνεται στήν πιό ώριμη, κλασική του μορφή, δπου μπορεϊ νά πα ρατηρηθεί καί νά έρευνηθεΐ στό πληρέστερο καί καθαρότερο δυνα τό φανέρωμά του. Έτσι, λογουχάρη, 6 Μάρξ άρχίζει τήν οικονομική του ανάλυ ση μέ τήν ανάλυση τής «πρώτης άπλούστατης σχέσης, που ύπάρχει ιστορικά» — μέ τήν άνάλυση τοΰ Ιμπορεύματος.1 Ό ταν, δμως, δ Μάρξ παίρνει αύτήν τήν ιστορικά έμφανισμένη καί έξελιγμένη άπλούστατη οικονομική σχέση, για να τήν κάνει άντικείμενο τής δικής του λογικής, δηλαδή θεωρητικής ανάλυσης καί νά διευκρι νίσει τήν έννοια «έμπόρευμα», παίρνει αύτήν τήν οικονομική σχέση δχι σ’ δποιαδήποτε μορφή, δχι, λογουχάρη, στήν πρωταρχική καί άνεξέλιχτη μορφή τοϋ έμπορεύματος «στό αύτοφυές άνταλλακτικό έμπόριο άνάμεσα σέ δυό άρχέγονες κοινότητες»,2 άλλα τό έμπόρευ μα στήν κεφαλαιοκρατική κοινωνία, δπου έξελίχτηκε δλοκληρωμένα στήν πιό καθαρή, στήν πιό ώριμη, στήν κλασική του μορ φή. Ό ταν πάλι κάνει άντικείμενο τής λογικής του άνάλυσης τόν καπιταλισμό, ώς κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, παίρνει δχι δ ποιαδήποτε μορφή τοϋ καπιταλισμοϋ, δχι όποιαδήποτε στάδιο τής έξέλιξής του, άλλά παίρνει έκείνη τήν κοινωνία δπου ό καπιταλι σμό ςίφτασε στήν πληρέστερη, στήν καθαρότερη, στήν κλασική του μορφή τής έξέλιξής του έκείνου τοϋ καιροϋ — τ ό ν άγγλικ ό καπιταλισμό. Συνεπώς σ’ βλες αύτές τΙς περιπτώσεις ή λογική άνάλυση Εχει γιά άντικείμενο Ινα Ιστορικά έμφανισμένο άντικείμενο, πού βρίσκε ται σέ δρισμένο στάδιο, σέ δρισμένο σημείο τής Ιστορικής του έξέλιξης — στό σημείο τής όψηλότερα έξελιγμένης καί συγκριτικά καθα ρότερης μορφής. Σ’ αύτήν τή μορφή τό άντικείμενο μπορεϊ νά έρευ1. Στό Ιδιο, σΛ . 421. (βλ. σημ. 3, σελ. 453). , , , }■ ***(* ,Κα1 ΦΡ· Ένγκβλς, Διαλεχτά Έργα, τόμος 1ος, σελ. 422, (στά βουλγαρικά).
454
νηθεΐ κάλλΐ3τα καί ολόπλευρα, γιατί, δντας ή πιό έξελιγμένη του μορφή, περιέχει μέσα του δλα τά ούσιαστικά γνωρίσματα τοϋ άντικειμένου, πού περιέχονται στίς κατώτερες μορφές τής έξέλιξής του. Κατ’ αυτόν τόν τρόπο, στή δοσμένη περίπτωση τό λογικό Αντιπροσω πεύει αποτέλεσμα τής προγενέστερης Ιστορικής έξέλιξης, συγκεν τρωμένης καί, άν θέλετε, κρυσταλλωμένης Ιστορίας. Σ’ α ύ τ ό τό νόημα ή λογική μέθοδος είναι έπίσης «ίστορική». ’Αλλά ή λογική μέθοδος διαφέρει ούσιαστικά άπό τήν ίστορική στό δτι τό καθήκον της βρίσκεται δχι στό νά έκθέσει τήν ίστορική πορεία τής έξέλιξης τοϋ άντ·.κειμένου, μά στό να ά ν α λ ι ί σ ε ι / ο γ ι κ à τό άντικείμενο, ή, δπως έκφράζεται δ Μάρξ, «στήν κριτι κή άνάλυση τοΰ δοσμένου»,1 τών σχέσεων καί συστατικών του στοι χείων, μέ σκοπό να άποκαλυφτοΰν ή ειδική διάρθρωση, τά διαρθρω τικά στοιχεία του, οί αίτιακές καί νομοτελειακές του συνάφειες καί έξαρτήσεις τόσο μέσα στήν ϊδια του τή διάρθρωση, δσο καί στίς συνάφειέ: του μέ τ’ δλλα άντικείμενα, οί Ιδιαίτερες ίδιότητές του— ή ο ύ σ ί α του. 'Τποδείχνοντας τό τί είναι ή λογική άνάλυση τοΟ έμπορεύματος, δ Ένγκελς γράφει: «Αύτήν τή σχέση τήν άναλύουμε. Καί μόνο τό γεγονός δτι πρόκειται γιά μιά σ χ έ σ η , αύτό σημαίνει κιόλας δτι έχει δυό πλευρές, πού σ χ ε τ ί ζ ο ν τ α ι μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς . Ή καθεμιά άπ’ αυτές τίς πλευρές έξετάζεται αύτή καθαυτή. ’Απ’ αύτό προκύπτει τό είδος τής άλληλοσχέσεις τους, ή άλληλοεπίδρααή τους»2 κ.5. Μέ άλλα λόγια, στή λογικήν άνάλυση έξετάζουμε τό άντικείμενο ώς «δοσμένο». Αύτό δέν σημαίνει πώς ή λογική έξέταση άποκλείει άπό τόν όρίζοντά της τήν ιστορία τοΰ άντικειμένου. ’Απεναντίας: Πρώτο, ή ϊδια ή λογική έξέταση δέν είναι «τίποτε άλλο παρά άντανάκλαση τής ιστορικής έξέλιξης σέ άφηρημένη καί θεωρητική συνεπή μορ φή. Μιά διορθωμένη άντανάκλαση, διορθωμένη, δμως, σύμφωνα μέ
1. Κ. Μάρξ,
Τό Κεφάλαιο,
τόμος Ιος, σελ. 13, (στά βουλγά-
Piica)
2. Κ. Μάρξ καί Φρ. "Βνγκελς, (στά βουλγάρικα).
Διαλεχτά Έργα,
τόμος 1ος,
455
τούς νόμους πού μάς προσφέρει ή ϊδια ή πραγματική ιστορική πο ρεία».' Δεύτερο, χρειάζεται τήν ιστορική Απεικόνιση, τήν Αδιάκο πη έπαφή μέ τήν πραγματικότητα».2 Μά ή έπίκληση τής Ιατροί ας, ή προσέλκυση Ιστορικής δλης στή λογικήν Ανάλυση παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Άποτελεί βοηθητικό μέσο για τήν πραγματοποίηση τΐ]ς ίδιας τής λογικής Ανάλυσης, καί δχι γιά νά έκτεθεΐ ή ίστορία τοϋ Αντικειμένου αύτή καθαυτή καί στή διαδοχικότητα καί Α5ιαλειπτδτητά της στδ χρόνο. Ά πό δλα δσα Αναφέραμε ώς έδώ μπορεί νά δημιουργηθεΐ ή έντύπωση πώς ή λογική μέθοδος Αποτελεί μονάχα μιά μορφή τής Ιστο ρικής μεθόδου, έπιβλημένη δχι άπδ τήν ϊδια τήν Αντικειμενική πραγματικότητα, άλλά άπλούστατα Α/πό πραγματιστικούς λόγους ά νεσης, Από τήν προσπάθεια νά ύπερνικηθοϋν ot δυσκολίες τής Αν θρώπινης γνώσης, πού Απορρέουν Απδ τδ δτι δέν είναι σέ θέση νά Α γκαλιάσει τή διαδικασία τής Ιστορικής έξέλιξης τοϋ Αντικειμένου σ’ δλες του τΙς Αποχρώσεις, τά ζΐκ ζάκ καί τΙς συνέπειες —σ’ δλάκερο τδ σύνολο άπδ λεπτομέρειες. Μιά τέτοια Αντίληψη γιά τή λογική μέθοδο καί γιά τήν θεωρη τική γνώση θά ήτανε λαθεμένη καί θά Αντίφασκε σ’ δλάκερη τή διαλεκτικοΟλιστική θεωρία τής γνώσης. Οί μορφές καί οί μέθοδοι τής γνώσης καθορίζονται προπάντων άπδ τή φύση τοΰ Γδιου τοΰ άντικειμένου τής γνώσης. Ή δπαρξη τής ιστορικής καί τής λογικής μεθόδου γνώσης διακαθορίζεται δχι Από τή φύση τοΰ γνωστικοΰ ύπσκειμένου, τών ένδιαφερόντων του κ.ά., πα ρά ά π δ τ ή φ ύ σ η το ϋ άντικ«ιμένου τής γ ν ώ σ η ς . Τό ένδιαφέρον τοΟ γνωστικοΰ ύποκειμένου δέν είναι χωρίς σημασία στή δοσμένη περίπτωση. Ό ρόλος του εί ναι νά προστρέξει ή δχι στήν ιστορική εϊτε στή λογική μέθο δο, στή χρησιμοποίηση τής μιάς ή χής άλλης εϊτε στίς δυό μαζί, σάν έξέλιξή τους ώς μεθόδων τής γνώσης κ.ά. Έ ϊδια ή δυνατότητα καί ή άναγκαιότητα γιά τή δημι ουργία καί τήν Ανάπτυξη καί τής ιστορικής, καί τής λογικής 1. Στό Ιδιο, σελ. 421. (βλ. σημ. 2, σελ. 455). 2. Στό Ιδιο, σελ. 423.
456
μεθόδου, ώς Suό διαφορετικών μεθόδων τής γνώσης, διακαθορίζσνται, όμως, άπδ τή φύση τών ίδιων Αντικειμένων τής γνώ σης —άπό τό Αντικειμενικό γεγονός δτι ή φυσική καί ή κοινωνι κή πραγματικότητα, δπως καί ή Ανθρώπινη νόηση, άποτελοΟν διαδικασία Αδιάκοπης Αλλαγής καί έξέλιξης, άλλά μαζί μ’ αύτό ύπάρχει σ’ αύτές καί κατιτί σχετικά σταθερό, μόνιμο, έπαναλαβαινόμενο καί μάλιστα Αμετάβατο. Αύτή ή διαλεκτική ένότητα Ανάμε σα στό μεταβλητό, στό μεταβατικό, στό σχετικό, άπό τή μιά, ν.αΐ στό σχετικό, σταθερό, άνθεκτικό, μόνιμο, έπαναλαβαινόμενο, άπό τήν άλλη, Ιχει άποκαλυφτεΐ μέ έξαιρετικά μεγάλη δύναμη άπό τόν Λένιν. «Ή Φύση—γράφει ό ίδιος—είναι κ α ί συγκεκριμένη, κ α I άφηρημένη, κ α ί φαινόμενο, κ α ί ούσία, κ α ί στιγμή, κ α ί σχέση».1 Στήν εΐκόνα τής άτέρμονης καί τής άδιάκοπης άλλαγής καί έξέλιξης, πού μάς Αποκαλύπτουν ή Φύση, ή άνθρώπινη κοινω νία καί ή άνθρώπινη νόηση, ύπάρχουν πράγματα, ιδιότητες, σχέσεις συστήματα, διαρθρώσεις, νόμοι, πού στίς περισσότερες περιπτώσεις Ιχουν έμφανιστεΐ Ιστορικά καί Εχουν μετ-ϊβατικό χαρακτήρα, μά «ου έχουν μικρότερη ή μεγαλύτερη σχετική σταθερότητα, μονιμίτητα, άνθεκτικότητα. Αύτά είναι έκεϊνα τά πράγματα, οί Ιδιότητες, οί συνάφειες καί οί σχέσεις, πού τά έκφράζουμε μέ τή βοήθεια τών κα τηγοριών. «Μπροστά στόν άνθρωπο—γράφει δ Λένιν—ύπάρχει ένα δίχτυ άπό φυσικά φαινόμενα... οί κατηγορίες άποτελοϋν βαθμιδοϋλες τής άπόσπασης, δηλαδή τής γνώσης τοΟ κόσμου, σημεία κόμβοι στό δίχτυ, πού βοηθοϋν νά τό γνωρίσουμε καί νά τό κατα κτήσουμε».2 Οί κατηγορίες έκφράζουν πράγματα, ιδιότητες, σχέσεις, συ στήματα, διαρθρώσεις, πού ύπάρχουν Αντικειμενικά καί Εχουν δια φορετικό βαθμό κοινότητας καί σταθερότητας. Οί κατηγορίες «ύλη», «χρόνος», «χώρος», «κίνηση», «αιτία», «νόμος», «σύστημα», «διάρθρω ση», «μορφή», «περιεχόμενο», «ποσότητα», «ποιότητα», «μέρος», «δλο» καί οί διαλεκτικοί νόμοι είναι στό άληθινό νόημα τής λέξης κ α θ ο λ ι κ έ ς καί ά π ό λ υ τ α άμετάβαI Β. I, Λένιν, Ά παντα, ρικά). 2. Στό Ιδιο, σελ. 81.
τόμος 38ος, σελ. 199, (στά βουλγα
457
- s ς. Οί κατηγορίας «άτομο», «μόριο», «btôiiïapo», «όργανισμός», «όργανικό είδος», «κοινωνία», «κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός», «βάση», έποικοδόμημα», «συνείδηση», «έμπόρευμα», «κεφάλαιο» κ. ά., είναι ονομασίες πραγμάτων, ιδιοτήτων, ■σχέσεων, συστημάτων καί διαρθρώσεων, πού δέν κατέχουν τήν κα&ολικότητα τών πρώτων, οδτε τή μεγάλη διάρκεια τους. Συναντιούνται μο νάχα σέ ξεχωριστές μεγαλύτερες ή μικρότερες περιοχές τής πραγμα τικότητας καί στίς περισσότερες περιπτώσεις Ιχουν ιστορική προέ λευση καί μεταβατικό χαρακτήρα. Μά σέ δλες τίς περιπτώσεις αύτά είναι τέτοιοι κ ό μ β ο ι στό δίκτυ άπό φυσικά καί κοινωνικά φαινόμενα, πού είναι τό λιγότερο σχετικά σ τ α θ ε ρ ο ί , μόνιμοι άνθεκτικοί. Ά κρι βώς οί κατηγορίες έ κ φ ρ ά ζ ο υ ν τ ό ο Ο σι α στ ι κό, τό σ τ α θ ε ρ ό , τό ά μ ε τ ά β α τ ο στά φ α ι ν ό μ ε ν α . Ό Λένιν δρίζει τό νόμο ώς σχέση, μά τέτοια σχέ ση πού έκφράζει «τό ούσιαστικό στήν κίνηση τοϋ Σύμπαντος», ώς «τό σταθερό», «τό ταυτόσημο» στό φαινόμενο».1 Τό χαρακτηριστικό γιά τίς κοινωνικοϊστορικές σχέσεις, τά συ στήματα, τις διαρθρώσεις καί τούς κοινωνικοϊστορικούς νόμους είναι πώς δλ’ αύτά Ιχουν ιστορικό χαρακτήρα. Ή σταθερότητά τους έπί σης είναι διαφορετική. Μερικές άπ’ αύτές τίς κατηγορίες έχουν έμφανιστεΐ μαζί μέ τήν έμφάνιση τής άνθρώπινης κοινωνίας καί θά ύπάρχουν δσο θά ύπάρχει ή άνθρώπινη κοινωνία. Ά λλες έχουν μι κρότερη χρονική διάρκεια. Εμφανίζονται καί έξαφανίζονται στήν πορεία τής ιστορικής έξέλιξης τής κοινωνίας, μαζί μέ τήν έμφάνιση καί τήν έξαφάνιση τών ξεχωριστών κοινωνικοοικονομικών σχηματι σμών καί τών ξεχωριστών σταδίων τής έξέλιξής τους. Άλλά δλες τους είναι περισσότερο ή λιγότερο μακρόχρονες, σταθερές ϋχέσεις, συ στήματα, διαρθρώσεις και νόμοι. Ή άνθρώπινη κοινωνία διαρκώς άλλαζε καί έξελισσόταν, άλλάζει καί έξελίσσεται καί σήμερα, \sh ά κριβώς oSç ά ν θ ρ ώ π ι ν η κ ο ι ν ω ν ί α άντιπροσωπεύει Ιδιαί τερο σύστημα μέ τή δική του διάρθρωση καί. δικούς του νόμους, μέ τΙς δικές του συστηματικές ιδιότητες, πού μένουν σταθερά στή διαδι 1. γάρικα).
458
Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 38ος, σβλ. 140 - 142, (σχά βοολ-
κασία τής άλλαγή; καί τής έξέλιξης καί τήν ξεχωρίζουν άπδ £να φυι;κό. βιολογικό ή όποιοδήποτε άλλο μή κοινωνικό σύστημα. 01 ξε χωριστοί κοινωνικοοικονομικοί σχηματισμοί —6 πρωτόγονος κοινω νικός, 6 δουλοκτητικός, δ φεουδαρχικός, ο κεφαλαιοκρατικός., δ κομ μουνιστικός— Ιχουν έπίσης τή δική τους ίστορία Εμφάνισης καί έξέ λιξης, πο κίλες μορφές έκφανσης καί καθένας τους Αντιπροσωπεύει «καθορισμένη βαθμίδα τής Ιστορικής ές έ λ ι ξ η ς».1 Καί παρ’ δλ’ αύτά δ καβένας άπ’ αύτούς τούς σχητ-.σμούς Αντιπροσωπεύει «μιά κοινωνία μέ τό δικό του ξεχωριστό χα ρακτήρα» ,2 μέ τή δική του διάρθρωση, μέ τίς δικές του σχέσεις, μέ τούς δικούς του νόμους έξέλιξης, πού είναι κοινοί γιά δλες τίς παραλ λαγές, για δλα τά στάδια τής έξέλιξής του, πού διαμορφώνουν τήν ο ύ σ ί α του καί τόν ξεχωρίζουν άπό δλους τούς άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς. Κατά τόν ϊδιο τρόπο στέκει καί τό ζήτημα μι5ς τέτοιας κοινωνικής σχέσης δπως τό έιμπόρευμα καί πολλών άλλων κοινω νικών σχέσεων καί νόμων. Ακριβώς αύτή ή σταθερότητα, αύτή ή μονιμότητα, αύτή ή σχετική μακρόχρονη διάρκεια τών κοινωνικών σχέσεων, σι>στημάτων, διαρθρώσεων, διαρθρωτικών στοιχείων καί Ι διοτήτων είναι πού κάνουν δυνατή καί Αναγκαστική τή λογική μέθο δο τής γνώσης, καί μαζί μ’ αύτό καί τών θεωρητικών κοινωνικών έ πιστημών, δπως ή κοινωνιολογία, ή πολιτική οικονομία κ.δ. ’Επειδή δλες ot κοινωνικές σχέσεις, συστήματα, διαρθρώσεις καί κοινωνικοί νόμοι Ιχουν ίστορική προέλευση καί είναι Αποτέλε σμα τής Ιστορικής έξέλιξης ή λογική Ανάλυση στή σφαίρα τοΟ κοινωνικοϊστορικοϋ Ιχει πάντα ώς Αντικείμενο κάποιο t σ τ ο ρ ικ ό στόχο καί στό κάτω τής γραφής, δπως έκφράζεται ό Ένγκελς, μο νάχα πού είναι Απαλλαγμένος άπό τήν ίστορική φόρμα και Από τις τυχαιότητες πού έμποδίζουν. Αύτό τό συμπέρασμα γιά τή λο γική μέθοδο τό έβγαλε ό Ένγκελς Αναφορικά μέ τό ζήτημα τοΟ ιστορικού καί τοΟ λογικού στή σφαίρα τής κοινωνικής πραγμα τικότητας. Αύτό ισχύει έπίσης καί γιά δλους τούς τομείς τής φυ
1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Διαλεχτά Έ ργα, τόμος 1ος, σβλ. 89, (στά βουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο, σελ. 89.
459
σικής πραγματικότητά, δπου άντίστοιχες Ιδιότητες, σχέσεις, διαρ θρώσεις καί Αντίστοιχοι νόμοι είναι άποτέλεσμά τής ίστιρική; έξέλιξης τής Φύσης. Αύτή, δμως, ή γενίκευση δέν μπορεϊ 'νά έφαρμοττεϊ γενικά στό Ιστορικό καί στό λογικό, στήν Ιστορική καί στή λογική μέθοδο καί νά βγεϊ τό συμπέρασμα πώς σ’ δλες τ!ς περι πτώσεις «τό Ιστορικό άναφέρεται στό λογικό δπως ή διαδικασία τής έξέλιξης άναφέρεται στό άποτέλεσμά της, δπου διαδοχικά οί διαμορφωνόμενες στήν πορεία τής πραγματικής ίστορίας συνάφει ες έχουν φτάσει σέ πλήρη ώριμότητα καί κλασική μορφή».1 Γιατί άν στή σφαίρα τής ιστορικής πραγματικότητας, λογουχάρη, τό λο γικό είναι άποτέλεσμά τοϋ ίστορικοϋ καί ή λογική μέθοδος Εχει πάντα ώς άντικείμενό της κάτι πού Ιστορικά έμφανίστηκε καί διαμορφώθηκε, τό ζήτημα μέ τις γενικότερες κατηγορίες καί τούς γενικότερους νόμους τής πραγματικότητας δέ στέκει κατά τόν Γδιο τρόπο. Ή δλη, 6 χώρος, ό χρόνος, ή αίτιακή σχέση, ή νοιοτέλεια, ή έξέλιξη, οί βασικοί νόμοι τής διαλεκτικής δέν είναι άποτέλεσμα καμιάς ιστορικής διαδικασίας έξέλιξης Ό λ ’ αύτά εί ναι ή ίδια ή πραγματικότητα ή ένυπάρχουν σ’ αύτήν τήν πραγμα τικότητα, παραβρίσκονται σ’ δλες τις μορφές τής ύπαρξής της, σ’ δλάκερη τήν έξέλιξή της, σέ κάθε σημείο τής έξέλιξης καί κάτ νουν δυνατή τήν ϊδια τήν ιστορική έξέλιξη. θ ά μπορούσαμε μέ άπόλυτη βασιμότητα νά ποΰμε, πώς έδώ ή λογική μέθοδος βρίσκε ται στήν όλοκληρωτική της έξαυσία. ’Αποτέλεσμα τής ιστορικής έξέλιξης μπορεϊ νά είναι τό 2να η τό άλλο ύλικό σύστημα, δ Ινας ή ό άλλος τύπος αίτιακές σχέ σεις, αύτός είτε άλλοι έπιμέρους νόμοι. Μά ποιός μπορεϊ νά σκέ φτεται, νά πεϊ καί. νά έξηγήσει, πώς ή δλη, δ χρόνος, ή αιτιότη τα ή, νά ποϋμε, ό διαλεκτικός νόμος γιά τό πέρασμα τών ποσοτι κών άλλαγών σέ ποιοτικές άλλαγές ή τής έξέλιξης είναι άποτέλεσμα κάποιος Ιστορικής έξέλιξης. Είναι άλήθεια πώς ή άνθρώ πινη γνώση μπόρεσε νά άνακαλύψει την δπαρξή τους μόλις κατά τήν έμφάνιση καθορισμένων Ιστορικών μορφών τής άντικειμενι1. Φιλοσοφικό Λεξικό, Έ κδ. τοΟ ΚΚΒ, 1968, σελ. 220 βουλγάρικα).
460
(στά
κής πραγματικότητας, δπου πρόβαλλαν μέ τόν πιό λαμπρό τρόπο. Μά τοϋτο είναι Αλλο ζήτημα, πού έρχεται νά μ&ς έξηγήσει τό πώς καί κάτω άπό ποιές περιστάσεις έμφανίστηκε ή γ ν ώ σ η γιά δο σμένες σχέσεις, δοσμένους νόμους κ.ά., δηλαδή γιά τό λογικό, καί ί χ ι τήν έμφάνιση αύτών τών ίδιων τών σχέσεων καί νόμων, τοΟ ίδιου τοΟ λογικοΟ. Έξαιτίας δλων αύτών δχι μονάχα στή Φύση καί στό Σύμπαν γενικά, άλλά καί στή σφαίρα τής κοινωνικοϊσοορικής πραγματικό τητας ή ίδια ή ιστορική διαδικασία, δηλαδή τό ίδιο τό Ιστορικό, γίνεται άντικείμενο τής λογικής άνάλυσης, λογουχάρη, δταν έρευνοΰμε τήν άντικειμενική λογική, δηλαδή τούς νόμους καί τΙς μορφές τής ίδιας τής Ιστορικής διαδικασίας, παρμένα ώς δλο. Έ ίδιαιτερόττ/τα τοϋ ίστορικοϋ καί το(Γ λογικοϋ, τής Ιστορι κής καί τής λογικής μεθόδου γνώσης, τών ιστορικών καί τών θεω ρητικών έπιστημών, καθώς καί ή συνάφεια καί άλληλοεξάρτησή τους διακαθορίζονται άπό τήν ίδια τήν άντκειμενική πραγματι κότητα, άπό τό γεγονός δτι «γιά τήν άντικειμενική διαλεκτική ά νάμεσα στό σχετικό καί στό άπόλυτο, άνάμεσα στό μεταβλητό, στό έξελισσάμενο καί στό σταθερό, άνάμεσα στό Ιστορικό καί στό λογι κό δέν τήν καταλαβαίνουν πολλοί άπό τούς άστούς φιλοσόφους, κοινωνιολόγους καί Ιστορικούς. Ξεκόβουν αύτές τΙς δυό πλευρές τής πραγματικότητας καί τής γνώσης, ύπερβάλλοντας καί άπολυτοποιώντας τή μιά άπ’ αύτές καί μαζί μ’ αύτό άπολυτοποιοϋν τόν ρόλο καί. τή σημασία πότε τής λογικής μεθόδου, πότε τοϋ ιστορι κού καί τής ιστορικής μεθόδου. Τυπικό παράδειγμα γιά τό πρώτο μάς προσφέρουν ot έκπρόοωποι τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης στήν άστική κοινωνιαλογία, πού άνάγουν τό καθήκον τής κοινωνιολογίας στήν έρευνα -.ών κοινωνικών συστημάτων, τών διαρθρώσεων καί τών διαρθρωτι κών τους στοιχείων, τής λειτουργίας τους στήν καθαρά λογική τους πλευρά, θεωρημένα άπλώς ώς δοσμένα, Ιξω καί άνεξάρτητα άπό τήν ιστορία τους. Τυπικό παράδειγμα γιά τό δεύτερο είναι ό «άπόλυτος ιστορισμός» τοϋ Κρότσιε. 1. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 38, σελ. 358, (στά βουλγάρικα).
461
Ό Κρότσιε Ιχει δίκιο δταν παρατηρεί πώς γιά να γνωρίσου με ενα δοσμένο φυσικό ή κοινωνικό φαινόμενο, είμαστε ύποχρεωμένοι να τό μελετήσουμε στήν έμφάνιση καί έξέλιξή του νά τδ έξετάσουμε ώς Αποτέλεσμα δρισμένης ιστορικής έξέλιξης, δτι δσο περισσότερο οιειοδύσουμε στήν ούσία του, τόσο περισσότερο αισθα νόμαστε πώς κινούμαστε στήν Ιστορία του. Μά τδ βασικό λάθος τοΟ Κρότσιε πάνω σέ τοΟτο τδ ζήτημα είναι πώς Απολυτοποιεϊ τδ Ιστο ρικό σημείο, τήν πλευρά τής έξέλιξης, τοϋ σχετικοϋ, τδ μετατρέ πει σέ ούσία τοΰ φαινομένου καί δέ βλέπει τδ σχετικά σταθερό, τδ Ανθεκτικό, που Αντιπροσωπεύει τήν ούσία. ’Ακριβώς γι’ αύτδν τδν λίγο δ Κρότσιε Ανακηρύσσει τήν ίστορική μέθοδο ώς μοναδική μέ θοδο τής γνώσης, διαλύει τή φιλοσοφία μίσα στήν Ιστορία, ένώ δ «Απόλυτος ιστορισμός» του μετατρέπεται σέ Απόλυτη σχετικότη τα (ρελατιβισμό). "Οπως ύποδείξαμε κιόλας ή δπαρξη τής Ιστορικής και τής λογικής μεθόδου, τών Ιστορικών και τών θεωρητικών έπιστημών, μ,αζί καί τής φιλοσοφίας ώς θεωρητικής έπιστήμης, διακαθορίζεται απδ τήν Αντικειμενική λογική. Γι’ αύτδν τδν λόγο οδτε ή ίστο ρία μπορεΐ να διαλυθεί στή φιλοσοφία, δπως έπιχειρεΐ δ Τζιεντίλε, οδτε ή φιλοσοφία στήν ίστορία, δπως έπιχειρεΐ δ Κρότσιε. Ή φιλο σοφία καί ή ίστορία Αποτελοϋν δύο αύτοτελεΐς έπιστήμες. ’Αλλά Α κριβώς έπειδή ή φιλοσοφία είναι έπιστήμη γιά τΙς γενικότερες κα τηγορίες καί νόμους τής Φύσης, τής άνθρώπινης κοινωνίας καί τής γνώσης, διαδραματίζει Αναπόφευκτα τδν ρόλο τής μεθοδολο γίας τής ιστορίας, καθώς καί δλων τών άλλων έπιμέρους έπιστημών.
462
'Ιστορία καί κοινωνιολογία. Τό ζήτημα τής σχέσης άνάμεσα στήν ίστορία καί στήν κοινώ ν*.ολογία κατέχει πρωτεύουσα θέση μεταξύ τών μεθοδολογικών προ βλημάτων αύτών τών δυό έπιστημών. Ή ίστορία καί ή κοινωνιολογία είναι οί γενικότερες άπ’ δλες -:ς έπιμέρους έπιστήμες για τήν άνθρώπινη κοινωνία. Σέ διάκρι ση άπό τίς άλλες κοινωνικές έπιστήμες μελετούν τήν κοινωνία ώς δλο. ΙΥ αύτό ή καθεμιά τους βρίσκεται σέ καθορισμένη σχέση μέ δλες τίς ύπόλοιπες κοινωνικές έπιστήμες. Λέν ύπάρχε: κοινωνική έπιστήμη, μαζί. καί ή κοινωνιολογία, πού νά μήν καταφεύγει στή βοήθεια τής ίστορίας, νά μή στηρίζε ται στίς Ιρευνές της καί να μήν άντιμετωπίζει τό άντικείμενό της ιστορικά. Ταυτόχρονα ή ίστορία στηρίζεται στή βοήθεια καί στ’ ά-οτελέσματα τών έρευνών δλων τών άλλων κοινωνικών έπιστημών : κοινωνιολογία, πολιτική οικονομία, θεωρία τοϋ δικαίου, ήθική, τεχνογνωσία, γλωσσολογία, έθνογραφία, στατιστική κ.ά. Σ’ αύτό τό νόημα δ Γ. Χούιζινγκα έχει δίκίο, δταν γράφει πώς «ή ίστορία είναι ή πιό άναυτοτελής άπδ δλες τις έπιστήμες».1 ’Αλλά δέν ύπάρχει έπίσης κοινωνική έπιστήμη, μαζί καί ή ίστορία, πού νά μήν καταφεύγει στά άποτελέσματα τών έρευνών καί θεωρητικών γενικεύσεων τής κοινωνιολογίας. Έξαιτίας όλων αύτών και μπροστά στούς Ιστορικούς καί μπρο στά στούς κοινωνιολόγους προκύπτει άναπόφευχτα ή έπιτακτική άνάγκη νά ξεκαθαριστεί τό ζήτημα: Ποιό είναι τό σύνορο άνάμεσα στούς τομείς καί στά καθήκοντα αύτών τών δυό έπιστημών; 'Τπάρχει άραγε διαφορά άνάμεσα στήν ιστορική καί στήν κοινωνιολογι κή γνώση καί ποιά είναι ή σχέση άνάμεσα σ’ αύτές τις δυό έπιστήμες; 1. Johan Huizinga, Geschichte und Kultur, lag, Stuttgart 19S4, s. 20.
Alfred Krûner Ver-
463
“Απόπειρες άναγωγής τής ίστορίας στήν κοινωνιολογία καί τής κοινωνιολογίας στήν ίστορία. 'Τπάρχουν άστοί συγγραφείς πού φρονοΟν πώς ή Ιστορία xol ή κοινωνιολογία βρίσκονται σέ τέτοια σχέση μεταξύ τους, πώς ή μιά άπ’ αύτές καταβροχθίζει τήν άλλη εϊτε βρίσκονται σέ σχέση υποταγής τής μιας στήν άλλη. Οί παλιοί θετικιστές — 6 Κόντ κα! οί δπαδοί του— φρονοϋσαν πώς ή ίστορία, στό βαθμό πού άαχολεΐται μέ τήν Ανίχνευση, τήν περιγραφή καί τή στ>στηματοπο£ηση ένικών ιστορικών γεγονό των, έξακολουθεΐ νά μήν είναι έπιστήμη. Πίστευαν δτι μπροροϋν v i τή μετατρέψουν σέ πραγματικήν έπιστήμη, κατευθύνοντάς την άπό τήν ανίχνευση καί τήν περιγραφή τών ένικών γεγονότων στήν Α νακάλυψη καί στή διατύπωση τών νόμων τής Ιστορικής έξέλιξης τής κοινωνίας. Έπίσης φρονοϋν, δτι τή στιγμή πού ή ίστορία θά μετατραπεΐ σέ πραγματική έπιστήμη, θά πάψει νά ύπάρχει ώς αύ-οτελής έπιστημονικός κλάδος. *0 Κόντ φρονοϋσε, πώς δταν ή Ιστορία μετατραπεΐ σέ έπιστήμη, θά συγχωνευθεΐ μέ τήν κοινωνιολογία. ’Ακολουθώντας τόν δάσκαλό τους, πολλοί άπδ τούς σύγχρο νους θετικιστές έξετάζουν τήν ίστορία ώς έπιστήμη, δηλαδή ώς Ιμπε-ρική κοινωνιολογία, στραμμένη πρός τό παρελθόν. ’Αλλά σέ διάκριση άπό τόν Κόντ δέ φρονοΟν δτι τό καθήκον τής ίστορίας είναι νά άνακαλύπτει νόμους τής ιστορικής έξέλιξης, καί γενικά άρνιοϋνται τήν δπαρξη τέτοιων νόμων. Μιά άπό τίς παραλλαγές τών σύγχρονων θετικιστικών Αντι λήψεων γιά τήν ίστορία είναι ή δοξασία τοΟ ΜορΙς Ντουβερζιέ. Ξεκινώντας άπό τή διδασκαλία τοϋ γάλλου ίστορικοϋ Πόλ Λακόν γιά τήν ύπαρξη δυό είδών ίστορίας — «ένδεχομενική» καί «θεσμοθετική», —δ Ντουβερζιέ ύποστηρίζει, πώς ή λεγάμενη «θεσμοθετική» ίστορία είναι κοινωνιολογία τής ίστορίας, ή «γενετική κοινω-
464
νιολογία», ένώ ή «ένοεχομενική» ίστορία είναι προορισμένη μονά χα νά προμηθεύει Ανεπεξέργαστα στοιχεία γιά τίς κοινωνικές έ πιστήμες. Ή οικονομική ίστορία, ή πολιτική ίστορία, ή θρησκευ τική ιστορία, ή ίστορία τοΰ δικαίου, ή ίστορία τής τέχνης, ή δημογραφική ίστορία κ.ά. —καθεμιά άπ’ αυτές τΙς Ιστορίες προμη θεύει άνεπεξέργα,στα στοιχεία στήν άντίστοοχη θεωρητική κοινωνι κή έπιστήμη. Ενώ ή γενική ιστορία καί «ή Ιστορία τών πολιτι σμών^ άποτελοϋν προμηθευτή καί βοηθό τής γενικής κοινωνιολογίας. Άπό έδώ 6 Ντουδερζιέ βγάζει τό συμπέρασμα, πώς «ή Ιστο ρία ?έν είναι αυτόνομη κοινωνική έπιστήμη, άλλά βοηθός δλων τών κοινωνικών έπιστημών».1 Ένώ 6 Κόντ καί πολλοί όπαδο! του άνάγουν τήν Ιστορία στήν κοινωνιολογία ή τή μετατρέπουν σέ συλλέκτη Ανεπεξέργαστων στοιχείων καί βοηθό τών άλλων κοινωνικών έπιστημών καί κατ’ αυτόν τόν τρόπο τή διαλύουν ώς αύτοτελή έπιστήμη, ύπάρχουν συγ γραφείς πού ύποτάσσουν τήν κοινωνιολογία στήν Ιστορία καί τήν έξετάζουν μονάχα ώς ένα σημείο τής Ιστορίας. Τυπικός έκπρόσωπος αύτής τής δοξασίας είναι δ Γάλλος Ιστορικός Μ. Μπέρ. Κατά τή γνώμη του ή κοινωνιολογία είναι μερικότερη έπιστήμη άπό τήν ίστορία. Τό καθήκο<ν ττ,ς είναι νά άσχο-λεΐται μονάχα μέ τά «κοι νωνικά στοιχεία» στήν Ιστορία, ένώ «οί ιστορικές συνδέσεις» εί ναι πολύ πιό πλατιές καί πολύπλευρες. ’Αγκαλιάζουν δχι μονάχα <'τά κοινωνικά στοιχεία», τούς διάφορους κοινωνικούς θεσμούς, άλ λα καί τα ζητήματα πού άφοροΰν δλα τά συστατικά τής Ιστορικές διαδικασίας καί τήν έσωτερική λογική τής έξέλιξής της.
Ή σχέση μεταξύ ίστορίας καί κοινωνιολογίας στήν έρμηνεία τών Μ. Γκίνσμπεργκ καί Έ. Κάρ. Κατά τή γνώμη μας, μεταξύ τών άυτών φιλοσόφων πιό κοντά στήν όρθήν άντίληψη γιά τή σχέση άνάμεσα στήν ίστορία καί στήν 1. Maurice Duverger, Introduction to the Sociat Sciences. Second Impression, George Allen and Unwim LTD, London, 1967, p. 62.
30
465
κοινωνιολογία βρίσκονται δ ΜορΙς Γκίνσμπεργχ καί δ Έντουαρτ Κάρ, πού συλλάβανε σωστά μια σειρά ουσιαστικές πλευρές τήξ άντικεκ|ΐενικής διαλεκτικής τής κοινωνικοϊστορικής πραγματικότη τας. Ό ΜορΙς Γκίνσμπεργκ απορρίπτει τή δοξασία γιά τήν ίστο ρία ώς «15ιογραφική» Ιπιστήμη, πού ξεκινάει άπδ τδ «τδ κοντράστο ή τήν άντίθεση* άνάμεσα στδ άτομικδ ικαί στδ καθολικδ καί εξετάζει τήν ίστορία ώς ασχολούμενη μέ τίς άνεπανάληπτες άτομικές δλότητες, πού δέν μπορούν νά μελετηθούν μέ τή βοήθεια τής αφαίρεσης, τής σύγκρισης ή τής γενίκευσης, πού χρησιμοποιούν ται στ’ς κοινωνικές έπιστήμες».1 Τπογραμμιζει σωστά πώς τδ γε νικό καί τδ άτομικδ δέν άλληλοαποκλείονται, μά είναι άρρηκτα συνδεμένα. Νά γιατί, ξεκινώντας άπδ αύτήν τή διαλεκτική δοξα σία γ:α τήν άλληλοσυνάφεια μεταξύ τοΰ γενικού καί τοϋ ένικοΰ, δ Γκίνομπεργκ τονίζει πώς δέν είναι σωστδ δτι οί θεωρητικές έπι στήμες, μαζί καί ή κοινωνιολογία, δέν ασχολούνται μέ τά ένικά πράγματα, πώς στδ βαθμό πού άναζττοΰν νά διαπιστώσουν τδ γενι κό, τδ νομοτελειακό, άσχολοΰνται μέ άφαιρέσεις, πού δέν Ιχουν καμιά σχέση μέ τήν πραγματικότητα. «Έμεΐς γράφει δ Γδιος — Α νακαλύπτουμε τδ καθολικό μέσα καί διαμέσου τών ένικών πρα γμάτων, καί σ’ αύτό τδ νόημα σ’ δλες τίς έπιστήμες, ίστω καί άφηρήμένες ύπάρχει έμπειρικό στοιχείο».2 Ό πω ς τδ ένικδ καί. τδ γενικό συνδέονται μεταξύ τους καί δέν μπορούνε να άποσπαστοΰν καί άντιτεθοϋν τδ Ινα στδ άλλο, έ τσι καί ή ίστορία καί ή κοινωνιολογία δέν μπορούν νά άποσπαστοΰν άντιτεθοϋν ή μια στήν άλλη. Γιατί οδτε τά ένικά πράγματα μπο ρούν νά κατανοηθούν άπσσπασμένα άπδ τδ γενικό, οδτε τδ γενικό μπορ-ΐ νά βρεθεί καί νά κατανοηθεΐ Ιξω καί άνεξάρτητα άπδ τδ ένικό. «Ή άντίληψη πώς ή κοινωνιολογία καί ή ίστορία —γράφει δ Γκίνσμπεργκ— διαφέρουν στδ είδος τής γνώσης, πού άναζητοϋν νά πετύχουν, δέν είναι Αποδειγμένη. Ή γνώση τοϋ καθολικού καί ή γνώση τοϋ ιδιαίτερου είναι άδιάρρηκτα συνδεμένες. Ή άξίωση *. Ελληνικά στό πρωτότυπο ό δρος. (Σημ. τ. Μετ.). 1. Μ. Ginsberg, On the Diversity of Morals, p. 170. 2. M. Ginsberg, op. cit., p. 174.
466
πώς ή ίστορία άαχολεΐται μονάχα μέ Ατομικά κα! Ανεπανάληπτα συμβάντα, δέν συμφωνεί στήν πραγματικότητα μέ τήν πράξη τδν ιστορικών».1 Ά πδ τή μιά, «στήν πράξη οί ιστορικοί δέν περιορίζονται στήν Αφήγηση εϊτε στή λεπτομερειακή περιγραφή, μέ έρευνοΟν τίς αιτί ες, ένώ ή σπουδχιότητα τΐ)ς θεωρίας συχνά Αναγνωρίζεται συνειδη τά καί μάλιστα ύπογραμμίζεται άπδ τούς ιστορικούς».2 Άπδ τήν άλ λη, <'δ κοινωνιολόγος δέν μπορεΐ νά παραδεχτεί πώς πρέπει νά πε ριοριστεί σέ γενικεύσεις ή νά άπορρίψει τή μελέτη τών κοινωνιών στή συγκεκριμενικότητά τους».3 «Κατ’ αύτδν τδν τρόπο ή ίστορία καί ή κοινωνιολογία είναι συνδεμένες έσωτερικά ή μιά μέ τήν άλ λη».4 Καί ή μιά, καί ή άλλη μελετούν τόσο τδ ένικό, δσο καί τδ γε νικό. Ή διαφορά μεταξύ τους βρίσκεται μονάχα στδ ποϋ βάζουν τδν - ό ν ο . Τδ κ ύ ρ ι ο ένδιαφέρον τής κονωνιολογίας είναι «ή Α νακάλυψη τών γενικών νόμων», ένώ τδ κύριο ένδιαφέρον τής ίστο ρίας είναι «ή Ανασυγκρότηση τοΟ τρόπου πού γίνανε τωόντι τά γε γονότα».5 Ή άποψη τοΰ “Εντουαρντ Κάρ είναι σχεδόν ταυτόσημη μέ έκείνη τοΰ Γκίνσμπεργκ. Άλλά είναι πολύ πιδ έλόπλευρα καί πιδ βα θιά θεμελιωμένη. Ό Κάρ τονίζει πώς τά γεγονότα καί- τά ντοκου μέντα έχουν ούσιαστική σημασία γιά τήν ίστορία. Χωρίς τά γεγονό τα ή ίστορία είναι χωρίς ρίζες καί άκαρπη. Μά τά γεγονότα δέν πρέ πει νά μετατρέπονται σέ φετίχ,* γιατί ή διαπίστωση, δ έλεγχος, ή καταχώριση καί ή περιγραφή τους δέν είναι άκόμη ιστορία. Έ ίστορία προϋποθέτει τήν έ ρ μ η ν ε ί α τών γεγονότων, «που άποτελεΐ τήν ψυχή τής ιστορίας».6 1. Ibid., ρ. 178. (βλ. σημ. 1, σελ. 466). 2. Ibid., ρ. 176 - 177. 3. Μ. Ginsberg, op. cit., p. 179. 4. Ibid., 177. 5. Ε. Η. Carr, What is History? p. 28. 6. Ipid., p. 179. * Ά πό τά πορτογαλικό feitico — μαγεία καί φετιχισμός ■= θεοποίηση άπό τούς πρωτόγονους άνθρώπους αντικειμένων, πού τά Ε φτιαχναν οΐ Ιδιοι. Γενικά : άψυχο άντικείμενο πού τοΟ αποδίδεται ύπβρφυσική ή μαγική δύναμη. (Σημ. τ. Μετ.).
467
Εκπρόσωποι τής άποψης πού θεωρεί τήν ίστορία ώς «Ιδιογροζφική" έπιστήμη τονίζουν έπίσης τήν άναγκαιότητα έρμηνείας. Ό Κάρ δμως άπορρίπτει άποφασιστικά τόσο τή δοξασία γιά τόν καθαρά "ίδιογραφικό» χαρακτήρα τής Ιστορίας δσο καί τήν άντίληψη τών έκπροσώπων της γ Λ τή ιστορική έρμηνεία. ’Αντιλέγοντας σ’ έκείνους πού άρνιοδνται τήν Ιστορία ώς έπιστήμη έπειδή άαχολεΐται μο νάχα είςτό ένικό, ένώ ή έπιστήμη άσχολεΐται μονάχα μέ τό γενικό, τό καθολικό, δ Κάρ τονίζει πώς μιά τέτοια άποψη είναι λαθεμένη. Τό ένικό καί τό γενικό, ύπογραμμίζει 6 Γδιος, ύπάρχοον τόσο στή Φύση, δσο κα! στήν κοινωνία. Ή θέση πώς τά κοινωνικοϊστορικα φαινόμενα διαφέρουν ριζικά άπό τά φυσικά φαινόμενα ώς πρός τή μοναδικότητά τους, βασίζεται πάνω σέ μιά «παρεξήγηση». Δέν μπορεΐτε νά άποδείξετε δυό γεωλογικούς σχηματισμούς, δυό ζώα τοΟ έινός καί ίδιου είδους, άκόμη καί δυό άτομα, πού νά είναι ταυ τόσημα. Γι’ αύτόν τόν λόγο ή άντιπαράθεση τών φυσικών έπιστη μών, ώς έπιστημών γιά τό γενικό, στίς χοινωνικοϊστορικές, ώς έ πιστήμες γιά τό ένικό, είναι τελείως άβάσιμη. ’Εκτός άπ’ αύτό ό τονισμός τής «μοναδικότητας» καί τής «Ατομικότητας» τών ιστορι κών γεγονότων Ιχει τό Γδιο «παραλυτικό άποτέλεσμα», δπως ή κοι νοτοπία πώς «καθετί είναι αύτό πού είναι καί δχι κάτι άλλο», πού I Μούρ υιοθέτησε άπό τόν έιπίσκοπο Μπώτλερ καί Εγινε άγαπημένη θέση τής γλωσσολογικής φιλοσοφίας. «’Ακολουθώντας αύτή τή γραμμή —γράφει δ Κάρ— φτάνετε γρήγορα σέ Ινα είδος φιλοσο φικής νιβράνας, δπου τίποτε ούσιαστικό δέν μπορεΐτε νά πείτε γιά τίποτε».1 Ό ιστορικός δέν άσχολεΐται μονάχα μέ èvucà πράγματα καί. συμβάντα — συνεχίζει ό Κάρ. 'Ομοια μέ κάθε έπιστήμσνα, έχει v i κάνει έπίσης μέ τήν κοινωνία. «Ή ίδια ή χρήση τής γλώσσας δένει τόν Ιστορικό, δπως τόν Επιστήμονα, μέ τή γενίκευση. Ό Πελοποννησιακός Πόλεμος καί δ Δεύτερος Πάγκοσμιος Πόλεμος είναι πάρα πολύ διαφορετικοί. Καί οί δυό είναι μοναδικοί. Μά δ Ιστορικός δνο;ιάζει καί τούς δυό «πολέμους» καιΐ μόνον ό μικρολόγος θά διαμαρ τυρόταν... Οί σύγχρονοι ιστορικοί κάνουν τό Γδιο, δταν γράφουν γιά 1. Η. Η. G arr, op. cit., p. 63.
468
τήν αγγλική, τή γαλλική, τή ρωσική καί τήν κινέζικη έπανάσταση. Στήν πραγματικότητα ό Ιστορικός δέν ένδιαφέρεται γιά τό ένι κό, μά γιά έκεΐνο πού είναι γενικό στό ένικό. Ό Ιστορικός χρησιμο ποιεί μόνιμα τή γενίκευση, γιά νά άποδείξει τόν Ισχυρισμό του.».1 Ή Ιστορία άσχολεϊτα: μέ τή σχέση άνάμεσα στό ένικό καί στό γενι κό. 'Ως Ιστορικός τόσο μπορείτε νά τά χωρίσετε ή νά δώσετε προτε ραιότητα στό ενα άπέναντι στό άλλο, δσο μπορείτε νά χωρίσατε τό γεγονός άπό τήν έρμηνεία».2 IV αύτό «είναι άνοησία νά ειπωθεί, -ώ ς ή γενίκευση είναι ξένη στήν ίστορία. Ή ίστορία εύδοκιμεί πά νω στις γενικεύσεις».3 Ά λλο έξαιρετικά σπουδαίο καί θετικό σημείο στή δοξασία τοϋ Κάρ είναι ή δική του κριτική τοΟ ιστορικού ίννχετερμινισμοϋ. Ό ί διος σημειώνει πώς μέχρι καί ό πατέρας τής ίστορίας, ό Ηρόδοτος, καθορίζει ώς σκοπό τής έργασίας του νά διαφυλάξει στή μνήμη τής άνθρωπότητας τά κατορθώματα τών Ελλήνων καί τών Βαρβάρων «καί ειδικότερα, έκτός άπ’ δλα τ’ άλλα, νά δώσει τήν αΙτία τών άγώνων άνάμεσά τους». «Ή μελέτη τής ίστορίας —γράφεΓδ Κάρ— είναι μελέτη αιτίων. Ό ίδιος Ιστορικός θέτει μόνιμα τό έρώτηαα ■'γιατί;».4 ’Αντιλέγοντας στόν ισχυρισμό τοΟ Πόπερ δτι στίς άνθρώπινες υποθέσεις δλα είναι δυνατά, ό Κάρ τονίζει πώς κανένας συνετός άν θρωπος δέν πιστεύει καί δέν μπορεϊ νά πιστεύει σ’ αύτόν τόν Ισχυ ρισμό... «Τό άξίωμα πώς καθετί Ιχει αιτία, άποτελεΐ Ιναν δρο γιά τήν ικανότητά μας νά καταλαβαίνουμε αύτό πού γίνεται γύρω μας... Ή καθημερινή ζωή θά είναι άδύνατη, iv δέν ύποθέσουμε πώς ή άνθρώπινη συμπεριφορά είναι καθορισμένη άπό αίτιες, που καταρχήν είναι γνώσιμες».5 ’Ομοια μέ τόν άπλόν άνθρωπο, ό Ιστορικός ξεκι νάει ΐπίσης άπό τήν προϋπόθεση πώς κάθε άνθρώπινη ένέργεια Iχει αιτίες πού είναι γνώσιμες. Χωρίς αύτήν τήν προϋπόθεση ή ίστο ρία θά ήταν έπίσης άδύνατη, δπως καί ή καθημερινή ζωή. 1. 2 3 4. 5.
Ε. Η. Ibid., Ibid., Ibid., Ibid.,
G arr, What is History?, p. 63. p. 65. 64. p. 87. p. 93 - 94.
469
Ιδιαίτερη οξύτητα έχει ή κριτική, πού 6 Κάρ Ασκεί ένάντια στόν ιστορικό ίνντετερμινισμό τοϋ Ά ιζάια Μπάρλιν. Άρνούμενος ί Μπάρλιν τήν αίτιακή καθοριστικότητα τών Ιστορικών γεγονότων, |ΐοιάζει —τονίζει ό Κάρ— μ’ έκείνους τούς φανατικούς θρήσκους, πού έναν καιρό φρονούσαν ώς βλαστήμια τών θείων τό νά έοευνηθοΰν οί αίτιες τών φυσικών φαινομένων, μιά καί θεωροϋνταν δτι τοΰτα τά φαινόμενα διευθύνονται άπό τή θεία βούληση. Τελειώνοντας τήν κριτική του ένάντια στόν Ιστορικό ίνντετερμινισμό, ό Κάρ γράφει: «'Οταν κάποιος μ ά ς λέει πώς ή Ιστορία ά ποτελεΐ 2να κεφάλαιο άπό τυχαιότητες (δηλ. άπό άναίτια συβάντα —Ν. Ί . ) , είμαι διατεθειμένος νά τόν θεωρήσω ύποπτο γιά δια νοητική όκνηρία».1 Τό βασικό έλάττωμα στίς δοξασίες τοΟ Γκίνσμπεργκ καί τοΰ Κάρ είναι πώς άρνιοϋνται τήν δπαρξη άντικειμενικών νομοτελειών στήν κοινωνικοϊστορική έξέλιξη. «Ή λέξη «νόμος» —γράφει 6 Κάρ— κατάρρευσε, σέρνοντας πίσω της σύννεφα άπό τή δόξα τοΰ Γαλιλαίου καί τοΰ ΝιοΟτον... σήμερα τούτη ή δρολογία άντηχεΐ σάν ςεπερασμένη μόδα... μά άντηχεΐ σαν ξεπερασμένη μόδα τόσο γιά τόν φυσικό δσο καί για τόν κοινωνικό έπιστή μ ο να » .* Ό ίδιος φρονεί πώς «οί λεγόμενοι νόμοι τής έπιστήμης... άποτελοΰν ούσιαστικά Ισχυρι σμούς για τάσεις».3 Ή άρνηση τής Αντικειμενικής δπαρξης τών νομοτελειών ττ]ς κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης στόν Κάρ βασίζεται πάνω σέ μιά παρεξήγηση. ’Αναγνωρίζει πώς στήν ίστορία ύπάρχουν μόνον δρ:σμένες τ ά σ ε ι ς τής κοινωνικής έξέλιξης, άΠ,ά νόμοι δέν ύπάρχουν. Είναι, δμως, γνωστό πώς 6 Μάρξ καί δ "Ενγκελς ύπογράμμ·.σαν δχ; μιά φορά πώς οί κοινωνικοϊστορικοί νόμοι έκοηλώνονται ακριβώς ώς τ ά σ ε ι ς . Ή λεπτομερειακή άνάλυση, πού κάναμε, τών διαφόρων Αντι λήψεων στήν Αστική φιλολογία γιά τή σχέση Ανάμεσα, στήν ιστο ρία καί στήν κοινωνιολογία, δείχνει πώς έξαιτίας τής μεταφυσικής καί ίδεαλιστικής τους μεθοδολογίας δέν είναι σέ θέση νά δώσουν έ1. Ε. Η, Carr, op. cit., p. 102. 2. Ibid , p. 38. 3. Ibid., p. 68.
470
πιστημονική λύση στό ζήτημα γιά τό άντικείμενο καί τά καθήκοντα τής ίστορίας καί για τή σχέση της μέ τήν κοινωνιολογία καί μέ τίς άλλες κοινωνικές έπιστήμες. ’Αντιμετωπίζουν μέ μονόπλευρο τρόπο τήν Ιστορική γνώση, άποσπώντας τή γεγονοτογραφική πλευρά τής Ιστοριογραφίας άπό τή θεωρητική πλευρά, τΙς άντιπαραθέτουν τή μια στή άλλη καί άπολυτοποιοϋν πότε τή γεγονοτογραφική πλευ ρά σέ βάρος τής θεωρητικής, πότε τή θεωρητική σέ βάρος τής γεγονοτογραφικής. ’Αλήθεια, μέσα στούς άστούς συγγραφείς ύπάρχουν κάτι τέτοι οι, πού, δπως ό Γκίνσμπεργκ καί. ό Κάρ, συνειδητοποιούν στόν έναν ή στόν άλλο βαθμό τούτο τό βασικό έλάττωμα τών άστικδν 'δοξασιών για τδ άντικείμενο· καί τά καθήκοντα τής ιστοριογραφίας καί έπιδιώκουν νά τό ξεπεράσουν. Χάρη στήν έπίδραση τοΟ μαρξισμοΟ ή τής αύθόρμητης σύλληψης τής διαλεκτικής τής Αντικειμενικής Ι στορικής διαδικασίας καί τής Ιστορικής γνώσης πλησιάζουν τή σω στή λύση τοΰ ζητήματος. Κι’ αύτό άποτελεΐ άλλη μιάν άπόδειξη -ώ ς τό ζήτημα γιά τό άντικείμενο καί τά καθήκοντα τής ιστοριογρα φίας καί τής σχέσης της μ έτήν κοινωνιολογία καί μέ τίς δλλες κοι νωνικές έπιστήμες μπορεϊ νά λυθεί σωστά μονάχα πάνω στή βάση τής μαρξιστικής μεθοδολογίας.
Τό ζήτημα τής σχέσης μεταξύ ίστορίας και κοινωνιολογίας στή μαρξιστική φιλολογία. Δημιουργώντας τόν ίστορικόν ύλισμό, ό Μάρξ καί 6 Ένγκελς δημιούργησαν τή μεθοδολογική βάση, πού πάνω της μποροδσε έπιτέλους ή ίστορία νά μετατραπεΐ καί. νά έξελίσσεται ώς άληθινή έπιττήμη. Αύτό, δμως, δέ σημαίνει πώς μέ τή δημιουργία τής σωστής
471
μεθο&λογίας λύθηκε αύτόματα καί τό ζήτημα γιά τό Αντικείμενο τ»)ς ιστοριογραφίας καί γιά τή σχέση της μέ τήν κοινωνιολογία καί μέ τίς άλλες κοινωνικές έπιστήμες. Αύτό τό ζήτημα άπο'δείχτηκε ?να άπό τά δυσκολότερα καί πάνω του διεξάγονται ώς τώρα συζη τήσεις στή μαρξιστική φιλολογία. Ό λο: οί μαρξιστές είναι άμόφωνοι πώς ή Ιστορία είναι Ιπιστήμη, πώς ή φιλοσοφική της μεθοδολογία είναι καί πρέπει νά εί ναι ό Ιστορικός υλισμός. Άλλά στό ζήτημα: ποιό είναι τό Αντικεί μενό της, ποιά είναι τα καθήικοντά της, ποιά είναι ή σχέση της μέ τήν κοινωνιολογία καί μέ τίς άλλες κοινωνικές έπιστήμες, οί άπόψεις χωρίζονται. θ ά μπορούσε νά ειπωθεί πώς ή Ιστορία άποτελεί έπιστήμη, πού τό καθήκον της είναι νά Ανακαλύπτει καί. νά μελετάει τούς Ιστορικούς νόμους — τούς νόμους τής Ιστορικής έξέλιξης τής κοι νωνίας. Έφόσον ή ιστορική έξέλιξη τής κοινωνίας άποτελεί νομοτε λειακή διαδικασία, πρέπει νά έχει καί έπιστήμη, πού νά έρευνάει τίς νομοτέλειες αύτής τής διαδικασίας. Μά τί σημαίνει «ιστορικός νόμος»; 'Οπως ξέρουμε ό Μάρξ καί ό Ένγκελς χρησιμοποιούν τούς δρους «ίστορία» καί «Ιστορικό» σέ διαφορετικό νόημα. Χρησιμο ποιούν πάρα πολύ συχνά τόν δρο «Ιστορικό» ώς άθροιστικόν δρο γιά τίς Εννοιες πολιτικό, νομικό, φιλοσοφικό, θεολογικό κ.ά., δη λαδή γιά νά έπιαημάνουν δλους τούς τομείς πού Αφοροϋν τήν κοι νωνία, καί δχι τή Φύση. Σέ Αντιστοιχία μέ αύτό δλες τίς έπιστή μες γιά τήν κοινωνία — τόν ίστορικό ύλισμό, τήν κοινωνιολογία, τήν πολιτική οικονομία, τήν ήθική, τήν έπιστήμη γιά τό δίκαιο, τήν αισθητική, τήν κοινωνική ψυχολογία, τή γλωσσολογία κΑ. — τίς δνομάζουν «Ιστορικές έπιστήμες». ’Απ’ αύτήν τή σκοπιά δλοι οί νόμοι πού μελετούν αύτές τΙς έπιστήμες είναι Ιστορικοί νόμοι, δηλαδή νόμοι τής Ιστορίας. Σέ τέτοια περίπτωση ή ίστορία άποτελεΐ άθροιστικόν δρο γιά νά έπισημανθοΟν δλες οί κοινωνικές έπιστΐ)μες. Ή Γδια δέν είναι έπιστήμη καί δέν Ανακαλύπτει κανένα είδος νόμους, Αλλά σύνολο άπ’ δλες τίς κοινωνικές έπιστήμες, πού καθεμιά τους έρευνάει καί Ανακαλύπτει Αντίστοιχους- «Ιστορικούς» νόμους — κοινωνιολογικούς, οικονομικούς κΑ.
472
"Οταν ρωτοϋμε, δμως, ποιό είναι τό Αντικείμενο καί ποιά εί ναι τά καθήκοντα τής Ιστορίας, ποιά είναι ή σχέση της μέ τήν κοινωνιολογία καί μέ τίς άλλες κοινωνικές έπιστήμες, Ιχουμε ύττόψη δχι τήν ίστορία ώς άθροιστικόν δρο για τήν έπισήμανση δλων τών κοινωνικών έπιστημών, άλλα τήν ίστορία στό σ τ ε ν ό ν ό η μ α τής λέξης, πού είναι μ ό ν ο μ ι ά άπό τίς κοι νωνικές έπιστήμες. Ά π ’ δσα ξέρουμε, μ’ αύτό τό ζήτημα δέν άσχολήθηκαν ούτε δ Μάρξ καί δ Ένγκελς, οδτε δ Λένιν. Αργότερα αύτό τό ζήτημα τέθηκε έπανειλημμένα γιά έξέταση στή μαρξιστι κή φιλολογία καί ίγινε ιδιαίτερα έπίκαφο στά τελευταία δέκα χρόνια. Μά οί άπόψεις τών ίδιων τών μαρξιστών πάνω σ’ αύτδ τό ζήτημα είναι πάρα πολύ διαφορετικές και. μποροΟν νά ταξινομηθοϋν σέ δ ο ό β α σ ι κ έ ς δ ο ξ α σ ί ε ς , πού καθεμιά τους έχει τίς παραλλαγές της. Σύμφωνα μέ τήν π ρ ώ τ η β α σ ι κ ή 5 ο ξ α ί ί » ή ίστορία Εχει ώς άντικείμενο δριαμένους νόμους τής κοινωνίας καί τής έξέλιξής της. Άλλά πάνω στό ζήτημα τοϋ ποιοι νόμοι τής κοινωνίας καί τής έξέλιξής της άποτελοΰν άντικείμενο τής ίστο ρίας, οί άπόψε*.ς τών δπαδών αύτής τής δοξασίας έπίσης διαφέ ρουν. Στή «Φιλοσοφική Εγκυκλοπαίδεια», τ. 2ος, καί στή «Σοβι ετική Ίστορική ’Εγκυκλοπαίδεια», τ. 5ος, Αναπτύσσεται ή άπο ψη πώς οί νόμοι, πού δροΟν στήν ίστορία, μποροϋν νά διαιρεθούν ώς πρός τόν βαθμό τής καθολικότητάς τους σέ τρεις βασικές δμάδες. Στήν πρώτη δμάδα άνήκουν οί λεγόμενοι «παγκανωνιολογικοί νόμοι», πού δροϋν σ’ όλάκερη τήν ιστορία, σ’ δλους τούς κοι νωνικούς σχηματισμούς, δπως είναι λογουχάρη, ot νόμοι γιά τήν άντιστοιχία τών παραγωγικών σχέσεων πρός τό χαρακτήρα τών παραγωγικών δυνάμεων, γιά τόν καθοριστικό ρόλο τοϋ κοινωνικού είναι σέ σχέση μέ τήν κοινωνική συνείδηση, γιά τήν έξάρτηση τοϋ κοινωνικού έποικοδομήματος άπό τήν κοινωνική βάση κ.ά. Στή δεύτερη δμάδα άνήκουν οί νόμοι πού δροϋν σ’ δλους τούς ταξικούς — άνταγωνισηκούς κοινωνικούς σχηματισμούς, δπως οί νόμοι γιά τήν ταξική πάλη, γιά τις κοινωνικές έπαναστάσεις, γιά τόν κοινωνικό καταμεριαμό τής έργασίας κ.ά. Στήν τρίτην δμάδα ά νήκουν έκεϊνοι οί νόμοι πού δροϋν στά πλαίσια τών ξεχωριστών
473
κοινωνικών σχηματιομών καί στο πέρασμα άπό τόν Ινα σχηματι σμό στό άλλο. ’Αντικείμενο τής ίστορίας είναι άκριβώς ή τρίτη όμάδα νόμων.1 Αύτή ή άποψη είναι Γσως ή πιό διαδομένη στή μαρξιστική φιλολογία. Υποστηρίζεται άπό διακεκριμένους μαρξιστές συγγρα φείς δπως οί Π .Ν . Φεντοσέεφ, Γ. Π. Φράντσεφ, Γκ. Έ . Γκλέζερμαν. Μ. Ντ. Καμάρι κ.ά. 'Α λλη δμάδα συγγραφείς, δπως οί Μ. Γ. Γκέφτερ, Μπ. Φ. ΙΙόρσνεφ, Κ. Ν. Ταρνόφσκι, Απορρίπτουν τήν άποψη πώς ή ίστο ρία είναι έπιστήμη γιά τούς λεγόμενους «είδικούς ίστορικσίς νό μους; , για ξεχωριστές ιστορικές έπσχές ή ξεχωριστούς σχηματι σμούς. κα: τήν όρίζουν ώ ς έ π ι σ τ ή μ η γ ι ά τ ο ύ ς ν ό μους τ ή ς κ ο ι ν ω ν ι κ ο ϊ σ τ ο ρ ι κ ή ς έξέλι ξης, π α ρ μ έ ν η ς σ τ ή ν ό λ ό τ η τ ά της. Άντικρούοντας τήν άποψη γιά τήν ίστορία ώς έπιστήμη γιά τούς «ειδικούς νόμους», γιά τίς ξεχωριστές Ιστορικές έποχές, ό Μ. Γ. Γκέφτερ γράφει: «Υπάρχει μιά άλλη, πάρα πολύ διαδομένη, άντίληψη, πού σύμφωνα μ’ αύτήν άντικείμενο τής ίστορίας δέν εί/α·. οί νομοτέλεΐ€ς τής κοινωνικής έξέλιξης, άλλά ή άμεση πορεία τών γεγονότων, παρουσιασμένη άπό τήν ίστορία ξεχωριστών χω ρών καί σέ ξεχωριστές έποχές. Μιά τέτοια άντίληψη — σέ άνοιχτή εΓτε καλυμμένη μορφή — βρίσκουμε σέ μια σειρά κύκλους μα θημάτων καί έγχειρίδια φιλοσοφίας, σέ άρθρα, μπροσούρες κ.ά. Ό Γκ. Έ . Γκλέζερμαν δέν είναι μόνος δταν προτείνει τόν άκόλουΟο καταμερισμό έργασίας: οί ίστορικοΟλιστές φιλόσοφοι θά έπεΕεργάζοντα: τα προβλήματα τών κοινωνικών σχηματισμών, ένώ ή δουλειά τοΰ ιστορικού είναι νά μελετάει τΙς Ιστορικές έποχές. θαρρείς ή Ιννοια σχηματισμός δέν έχει τελείως πραγματικό, συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο».2 Κατά τδν Γκέφτερ Αντικεί μενο τής ίστορίας δέν είναι οί ξεχωριστές έποχές καί «κάποια ξε χωριστή πλευρά τής κοινωνικής ζωής, άλλά τό παρελθόν τής άν1. Βλέπε : Φιλοσοφική ’Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2ος, Μόσχα, 1962, σελ. 156 καί Σοβιετική Ιστορική ’Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 5ος, Μόσχα 1964, σελ. 604. (στά ρωσικά). 2. Ίστορία καί κοινωνιολογία, σελ. 146. (στά βουλγάρικα).
474
θρωπότητας, παρμένο ώς σύνολο — στήν κίνηση καί άλλαγή του»'1 ’Αλλά έδώ άμέσως προκύπτει τδ έρώτημα: έφόσον ή Ιστορία είναι έπιστήμη γιά τους νόμους τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης, ποιά είναι τότε ή διαφορά μεταξύ τής ίστορίας καί τής κοινωνιολογίας καί ύπάρχει γενική μιά τέτοια διαφορά; Ό Μπ. Φ. Πόρσνεφ φρονεί πώς «δέν είναι δυνατό νά χαρα χτεί κάποια διαχωρισηκή γραμμή άνάμεσα στό Ιστορικό καί στόν ίστορικοΟλιστή κοινωνιολόγο, μέ τό νόημα πώς ό τελευταίος Ε πεξεργάζεται καί έρευνάει τούς κοινωνιολογικούς νόμους, ένώ 6 ιστορικός δχι. Αύτό θά σήμαινε, πώς ή ιστορία δέν είναι Επιστή μη*.2 Συνεπώς ή κοινωνιολογία καί ή ίστορία έχουν ώς άντικείμενο Ερευνας τούς ίδιους νόμους. Ταυτόχρονα δ Πόρσνεφ σημειώ νει καί μιά άλλη λειτουργία τοϋ ίστορικοϋ. «Ό Ιστορικός — γρά φει b ίδιος — είναι πειραματιστής τής μαρξιστικολενινιστικής κοινωνιολογίας, πειραματιστής τής γενικής ιστορικής θεωρίας».3 Αύτή ή δοξασία οδτε είναι πρωτότυπη, οδτε εδσταθεΐ λογικά. Είναι έσωτερικά άντιφατική καί άνήμπορη νά ύποδείξει τό ειδικό αντικείμενο τής ιστορίας καί τή θεμελίωση ώς αύτοτελή έπιστήμη. Ό Κ. Ν. Ταρνόφσκι έπίσης όρίζει τήν ίστορία ώς «έπιστή μη γιά τίς νομοτέλειες τής έξέλιξης καί τής Αντικατάστασης τών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών»,4 άλλά μαζί μ’ αύτό πασχί ζει νά χαράξει μιά θιαχωριστική γραμμή άνάμεσα στήν κοινωνιολογία καί τήν ίστορία. Κατά τή γνώμη του ή διαφορά μεταξύ τών ουό έπιστημών βρίσκεται στό δτι ή κοινωνιολογία, άντίστοιχα δ ι στορικός ύλισμός, μελετάει τάχα τόν «ιδανικό κοινωνικοοικονομι κό σχηματισμό», τόν «σχηματισμό σέ ίδανικά καθαρή μορφή, ώς αφαίρεση>\ ένώ ή ίστορία είναι τάχα στό μέγιστο βαθμό συγκε κριμένη έπιστήμη. Αύτή μελετάει τάχα τούς πραγματικά ύπαρκτούς σχηματισμούς, μέ δλα τά μίγματα, πού περιέχονται σ’ αύτοΰς, άπό άλλους σχηματικούς.5 "Ομως ή έπιστημονική κοινωνιολογία, δπως κάθε άλλη έπι στήμη, άσχολεΐται μέ πραγματικά ύπαρκτούς τύπους τής κοινωνι1. 2. 3. 4. 5.
Στά Ιδιο, σελ. 145. (βλ. σημ. 2. σελ. 474). Στό Ιδιο, σελ. 153. Ιστορία καί Κοινωνιολογία, σελ. 153. (στά ρωσικά). Ίστορία καί Κοινωνιολογία, σελ. 312. (στά βουλγάρικα). Στό Ιδιο, σελ. 313.
475
xfjς ζωής, καί δχι μέ κάποιους «Ιδανικούς» καί «άφηρτμένους» τύ πους της. «’Ιδανικός» κοινωνικός σχηματικός, «σχηματισμός» σέ ιδανικά καθαρή μορφή, ώς «Αφαίρεση» οδτε ύπήρχε, οδτε ύπάρχει. Τέτοιος σχηματισμός μπορεΐ νά ύπάρχει μονάχα στή φαντασία. Καί ή κοινωνιολογία, δπως καί ή πολιτική οίκονομία, μελετάει τούς πραγματικά ύπαρκτούς στό παρελθόν καί στό παρόν σχημα τισμούς. Ό Μάρξ καί δ Ένγκελς, δπως ξέρουμε, φρονοΟσαν δτι δ κοινωνιολόγος, καθώς καί ό οικονομολόγος, δταν θέλουν νά με λετήσουν Ιναν δοσμένο σχηματισμό ή Ινα δοσμένο κοινωνικό φαι νόμενά, πρέπει νά παίρνουν αύτά τά, φαινόμενα σ’ έκεΐνον τόν τύ πο τους δπου εκδηλώνεται στήν ώριμότερη καί στήν καθαρότερη από ξένα μίγματα μορφή’ δέν Ιχει τούτο καμιά σχέση μέ τή δο ξασία γιά τδν «σχηματισμό σέ ιδανική μορφή, ώς άφαίρεση». Ό καπιταλισμός στήν ’Αγγλία κατά τό δέκατον Ενατον αΙώνα, πο-j ί Μάρξ τόν Ικανέ κύριο αντικείμενο τής Ερευνάς του, στ’ άλήθεια αντιπροσώπευε τήν περι
Ή άποψη τοϋ Μπ. Μ. Κέντροφ. ’Από τίς δοξασίες τών μαρξιστών συγγραφέων, πού πασχί ζουν νά θεμελιώσουν τήν ίστορία ώς έπιστήμη γιά τούς νόμους τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης καί νά διαχωρίσουν τήν ίστορία άπό τήν κοινωνιολογία, ιδιαίτερο ένδιαφέρον παρουσιάζει ή δοξα σία τοΰ Μπ. Μ. Κέντροφ. Κατά τή γνώμη του ή μαρξιστική κοινωνιολογία είναι ό Ιστο ρικός ύλισμός. Έ ξω άπό τόν ίστορικόν ύλισμό δέν ύπάρχει καί δέν μπορεΐ νά ύπάρχει κοψ,ια άλλη κοινωνιολογία. Καί ή μαρξιστική κοινωνιολογία άποτελεΐ φιλοσοφικό έπι·3τημονικό κλάδο, πού στήν παραδοσιακή γλώσσα όνομάζεται «φιλοσοφία τής Ιστορίας» ή «κοινωνική φιλοσοφία». Τό καθήκον του είναι «νά δίνει ύλιστι· κή Εξήγηση τής Ιστορίας, νά Αποκαλύπτει καί νά θεμελιώνει τήν ύλιστική άντίληψη τών κοινωνικών φαινομένων, σ’ όποιονδήποτε 476
τομέα τής κοινωνικής ζωής κι’ άν άνήκουν αύτά».1 <’Οντας μέρος τής μαρξιστικής φιλοσοφικής έπιστήμης, 6 Ι στορικός υλισμός δέν άσχολεϊται μέ τήν άνακάλυψη καί τή μελέ τη έπιμέρους, Ιστω καί «παγκοινωνιολογικών», νόμων τής Ιξέλιξης καί τής ζωής τής κοινωνίας».2 Οί λεγόμενοι «παγκοινωνιολογικο!> νόμοι άποτελοϋν άντικείμενο άκριβώς τών κοινωνικών έπιστημών — τών Ιστορικών, τών οίκονομικών καί άλλων έπιστη μών, άλλα σέ καμιά περίπτωση τών φιλοοοφικών έπιστημών, στό βαθμό πού ή φιλοσοφία είναι έπιστήμη δχι τών έπιμέρους, δχι τών ΐίδικών νόμων τής Φύσης καί τής κοινωνίας, άλλά μονάχα τών καθολικών νόμων, που έπεκτείνονταν καί πάνω στή Φύση, καί πά νω στήν κοινωνία, καί πάνω στή νόησή μας. ΕΓναι όλοφάνερο πώς ο! «πάγκοινωνιολογικο'ι» νόμοι δέν άφοροΰν τέτοιους νόμους: είναι νόμο; τής κοινωνίας. Συνεπώς μπαίνουν στή σφαίρα τών κοινωνι κών έπιστημών... Τό νά συγκαταλεχτοΟν στόν άριθμό τών νόμων πού πρέπει να άποτελέσουν τό άντικείμενο τής φιλοσοφίας είναι έπίσης άδύνχτο, δπως είναι άδύνατο νά συγκαταλεχτεί στήν άρμοδιότητα τής φιλοσοφίας ό νόμος τής παγκόσμιας Ιλξης δπως πρότεινε ό Σέν - Σιμόν, ή δ νόμος τής διατήρησης καί τής μετατρο πής τής ένέργειας».3 Γι’ αύτό ή άπόπειρα νά περιληφτοΟν στή σφαίρα τής φιλοσοφίας ot λεγόμενοι «παγκοινωνιολσγικοΐ» νόμοι Οδηγεί στό δτι: πρώτο, «τό άντικείμενο τής φιλοσοφίας διευρύνε ται άνομα, άρπάζοντας έκεϊνο πού άναφέρεται στή σφαίρα τών κοινωνικών έπιστημών», δεύτερο, «άπό τόν τομέα τής ιστορικής έπιστήμη; κα! άπό τΙς άλλες κοινωνικές έπιστήμες άποκλείονται οΐ γενικότεροι, καί έξαιτίας αύτοΟ ot σπουδαιότεροι καί ot θεμελιακότεροι, νόμοι τής ζωής καί τής έξέλιξης τής κο νω νία ς».4 Σέ διάκριση άπό τήν «κοινωνιολογία» ή Ιστορία κατά τήν &ποψη τοϋ Κέντροφ δέν είναι φιλοαχρική, άλλ£ έπιμέρους κοινωνι κή έπιστήμη — μιά άπό τΙς κοινωνικές έπιστήμες. Τό καθήκον της είναι «δχι μόνο καί δχι τόσο νά συλλέγει γεγονότα, άλλά ποο· 1. 2. 3. 4.
'Ιστορία καί Κοινωνιολογία, σελ. 121. (στά βουλγάρικα). Στό Ιδιο, σελ. 121. Στό Ιδιο, σελ. 119 - 120. "Ιστορία καί Κοινωνιολογία, σελ. 120. (στά βουλγάρικα).
477
πάντων νά καταφέρνει νά τά έςηγεϊ πάνω στή βάση τής ανακά λυψης από τήν ίδια τήν ιστορική έπιστήμη νόμιον τής Ιστορικής έξέλιξης τής ανθρώπινης κοινωνίας. Ή παγκόσμια ίστορία τή; κοινωνίας ώς πρός τήν ούσία της είναι άκριβώς τέτοια έπιστήμη γιά τούς νόμους τής ιστορικής έξέλιξης τής Ανθρωπότητας. Ά νά μεσα σ’ αύτούς άπό τόν καιρό τοϋ Μάρξ καί τοΰ Ένγκελς τήν πρώτη θέση στήν ταξική — Ανταγωνιστική κοινωνία βρίσκεται ό ν ί μ ο ς " ή ς τ α ξ ι κ ή ς π ά λ η ς ώς κινητήρια άρχή όλης τής ιστορικής προόδου. Αύτός είναι Ινας άπό τούς βα σικούς νόμους τής Ανθρώπινης ίστορίας καί ε ί ν α ι Αντι κ ε ί μ ε ν ο τ ή ς ί δ ι α ς τ ής ι σ τ ο ρ ι κ ή ς έπι σ τ ή μ η ς, κ α ί μ ό ν ο α ύ τ ή ς, μά δχι άλλων έπι στημών, εστω κι’ άν αύτές, έννοεΐται, Ασχολοϋνται μ’ αύτήν».1 Κατά τή γνώμη μας ή θέση τοϋ Κέντροφ δτι οί λεγόμενοι παγκοινωνιολογικοί» νόμοι είναι μερικοεπιστημονικοί νόμοι κι δτι δέν ύπάρχουν κανενός είδους πραγματικά βάσιμοι λόγοι νά περιληφτοΰν στό αντικείμενο τής φιλοσοφίας, είναι έντελώς σωστή καί άδιάψευστη. Μά τά συμπεράσματά του γιά τήν κοινωνιολογία καί τήν ίστορία καί γιά τις Αμοιβαίες σχέσεις Ανάμεσα σ’ αύτές τίς δυό έπιστήμες είναι λαθεμένα καί δέν πετυχαίνουν τόν σκοπό τους, γιατί στηρίζονται πάνω σέ μιά λαθεμένη προϋπόθεση εϊτε, Ακριβέστερα, πάνω σέ μια παρεξήγηση. Ό Κέντροφ ξεκινάει άπό τήν προϋπόθεση, πώς ή κοινωνιολογία σ’ δλες τίς περιπτώσεις Αξιώνει να είναι «κοινωνική φιλο σοφίαν καί «φιλοσοφία τής ίστορίας» κι δτι στήν πραγματικότητα 5έν είναι τίποτε άλλο έκτός άπό φιλοσοφία — μέρος τής μαρξιστι κής φιλοσοφίας. Ά ν αύτό ήταν Αλήθεια Ιτσι, τότε θά είχε δίκιο, πώς ή δημιουργία τής κοινωνιολογίας ώς ιδιαίτερης φιλοσοφικής έπιστήμης παράλληλα μέ τόν ίστορικόν ύλισμό είναι τελείως πε ριττή. Μά δείξαμε πάρα πολύ έμπεριστατωμένα πώς ή άποψη για τό φιλοσοφικό χαρακτήρα τής κοινωνιολογίας δέν είναι οδτε ή μοναδική, οδτε ή δεσπόζουσα, οδτε ή σωστή. "Οταν μιλοϋμε γιά κοινωνιολογία, έχουμε ύπόψη μιά μή φιλοσοφική, έπιμέρους έπι1. Στά Ιδιο, σελ. J119. (βλ. σημ. 4, σελ. 477).
478
στήμη r.o'j διαφέρει άπ’ όλες τίς Αλλες έπιμέρους κοινωνικές έπι στήμες στό δτι είναι ή μόνη πού μελετάει τούς νόμους τής διάρ θρωσης, τής λειτουργίας καί τής έξέλιξης τής κοινωνίας ώς δλοκληρωμένου συστήματος. Αύτοί οί νόμοι, μεταξύ τους καί δ νΐμος τής ταξικής πάλης, είναι άκριβώς κοινωνιολογικοί νόμοι. Έ Ιρευνα τής διάρθρωσης τών κοινωνικών συστημάτων, τών συστατικών αυτής τής διάρθρωσης καί τών άλληλοσυναφειών καί άλληλοεξαρτήσεών τους άποτελεΐ καθήκον Αποκλειστικά καθορισμένων σχη ματισμών, ή κοινωνιολογία Αποκαλύπτει τήν ταξική τους διάρθρω ση, τίς σχέσεις και τήν πάλη τών τάξεων. Γι’ αύτό δ νόμος τής τα ξικής πάλης άποτελεΐ χραακτηριστικό κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ι κ ό ν ό μ ο , πού ορά σ’ δλους τούς ταξικοανταγωνιστικούς σχηματι σμούς. Ό Κέντροφ Ισχυρίζεται πώς οί λεγόμενοι «παγκοινωνιολογικοί» νόμοι είναι Αντικείμενο τών κοινωνικών έπιστημών. Παραπέ ρα μάς λέει πώς ή ίστορία μελετάει τούς νόμους τής ιστορικής έξέλιξης τής άνθρώπινης κοινωνίας. Αλλά, πρώτο, ή έξέλιξη τής άνθρώπινης κοινωνίας καθορί ζεται άπό τή δράση πολλών καί πάρα πολύ διαφορετικών νόμων • —κο.νωνιολογικών, οίκονομικών, κοινωνικοψυχολογικών καί Αλ λων. Ά ς πάρουμε, λογουχάρη, τόν νόμο γιά τήν άντιστοιχία τών παραγωγικών σχέσεων μέ τό χαρακτήρα τών παραγωγικών δυνά μεων, πού βρίσκεται στή βάση κάθε κοινωνικής έξέλιξης, τόν νόμο γιά τόν καθοριστικό ρόλο τής βάσης σχετικά μέ τό έποικοδόμημα, τόν νόμο τοΰ καταμερισμού τής έργασίας, τόν νόμο τής ταξικής πάλης, τό νόμο τοΰ άναπόφευχτου τών κοινωνικών έπαναστάσεων, τόν νόμο τοΰ άναπόφευχτου τών πολέμων στόν καπιταλισμό, τόν νόμο τοΰ άνταγωνισμοΰ στόν καπιταλισμό, τόν νόμο τής σχεδιομετρικής Αναλογικής Ανάπτυξης στό σοσιαλισμό κΑ. Μερικοί Απ’ αύτούς τούς νόμους είναι κοινωνιολογικοί, άλλοι είναι καθαρά οίκονομικοί, μά δλοι παίζουν όρισμένο ρόλο στήν Ιστορική έξέλιξη τής κοινωνίας. Χωρίς τή γνώση τους δέ θά μπορούσαμε νά κατα λάβουμε καί να έξηγήσουμε τήν άνθρώπινην ιστορία. Γεννιέται τό έρώτ/,μα: μήπως δλοι αύτοί οί νόμοι άποτελοΰν άντικείμενο τής ίστορίας; Ά ν συμφωνήσουμε μέ τόν Κέντροφ, πρέπει νά δώσουμε καταφατικήν άπάντηση σ’ αύτό τό έρώτημα. Μά σέ τέτοια περί-
47»
-τωα/( Οά hiptr.z να άρνηθοΰμε τό δικαίωμα ύπαρξης ώς αυτοτε λούς ϊπιστήμης δχι μονάχα στήν κοινωνιολογία, άλλά καί στήν πολιτική οικονομία, καί στήν κοινωνική ψυχολογία καί σχεδόν σ’ δλες τίς κοινωνικές έπιστήμες. Δεύτερο, άν οί «παγκοινωνιολογικοί» νόμοι άποτελοδν άντικείμενο πάνω κάτω δλων τών κοινωνικών έπιστημών, τότε ποιοί άπ’ αυτούς άποτελοδν άντικείμενο τής Ιστορίας, ποιοί τής πολιτι κής οικονομίας κ.ά. καί πάνω στή βάση ποιοϋ κριτήριου μερικά κοινωνιολογικοί νόμοι περιλαμβάνονται στό άντικείμενο μιας έπιστήμης, ένώ άλλοι στό άντικείμενο άλλης; ’Απάντηση σ’ αύτό τό έρώτημα ό Κέντροφ οδτε μάς δίνει, οδτε καί μπορεϊ νά μάς δώσει, γιατί ή θέση του είναι συγκροτημένη πάνω σέ μιά μεγάλη παρείήγηοη. "Ολοι οί νόμοι, πού δροδν στήν άνθρώπινη κοινωνία, εί ναι κοινωνικοί νόμοι, μά δέν είναι δλοι κ ο ί ν ω ν ι ο λ ο γ ι κ ο ί νόμοι. Ό νόμος τής άξιος, ό νόμος τοϋ καπιταλιστικού άνταγωνισμοΰ κ.ά. άποτελοδν κοινωνικούς νόμους, άλλά αύτοί είναι ο ι κ ο ν ο μ ι κ ο ί κοινωνικοί νόμοι, καί δχι κοινωνιολογικοί. Ά ν ύπάρχουν κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ι κ ο ί νίμοι — γενικοί ή έπιμέρους, — μπορούν νά άποτελέσουν άντικείμενο τής κοινωνιολογίας, καί δχι κάποιος άλλης έπιστήμης. Ό Κέντροφ, δμως, μι λάει γιά κοινωνιολογικούς νόμους, άλλά ά ρ ν ι έ τ α ι τή δυνα τότητα καί τήν άναγκαιότητα τής κοινωνιολογίας ώς έπιστήμης γι’ αυτούς τούς νόμους καί τούς παραχωρεί στίς διάφορες κοινω νικές έπιστήμες. Σέ τέτοια περίπτωση δ δρος «κοινωνιολογικός νό μος» χάνει κάθε νόημα. Μά ή άρνηση τής δπαρξης τών κοινωνιο λογικών νόμων άποτελεΐ χαμένη ύπόθεση.
480
'Ιστορικοί νόμοι δέν ύπάρχουν. Ή ίστορία είναι έπιστήμη γιά τή συγκεκριμένη έκδήλωση τής κοινωνικής έξέλιξης. Ή δεύτερη βασική δοξασία στή μαρξιστική φιλολογία γι4 ' ί άντικείμενο καί τά καθήκοντα τής Ιστορίας καί τής σχέσης της μέ τήν κοινωνιολογία άρνιέται τήν δπαρξη ειδικών Ιστορικών νό μων, διαφορετικών άπό τους νόμους πού μελετοϋν τήν κανωνιολογία, τήν πολιτική οικονομία καί τΙς άλλες θεωρητικές κοινωνικές έπιστήμες. Σύμφωνα μ’ αύτήν τό άντικείμενο τής Ιστορίας, κα θώς καί τής κοινωνιολογίας, είναι δλάκερη ή Ιστορική διαδικασία. Μά σέ διάκριση άπό τήν κοινωνιολογία, τό καθήκον τής Ιστορίας δέν είναι νά άκολουθήσει καί νά διατυπώνει τούς νόμους αύτής τής διαδικασίας, άλλά, στηριζόμενη πάνω στούς άνακαλυ|ΐμένους άπό τήν κοινωνιολογία, άπό τήν πολιτικήν οικονομία καί τίς άλ λες κοινωνικές έπιστήμες, νόμους, νά άναπαραστήσει καί νά έξηγήσει τό Ιστορικό παρελθόν σ’ δλόκληρη τή συγκεκριμένη πολυ μορφία του ώς άλληλοσυνδεμένη, αίτιοδιακαθορισμένη καί νομοτε λειακή διαδικασία. Αύτήν τή δοξασία τήν ύποστηρίζουνε συγγρα φείς δπως οί Β. Π. Ρόζιν, Γκ. Μ. Ίβανόφ, Β. Μ. Χβοστόφ, Π. Ά . Ζίλι, ’A. Β. Γκούλιγκα κ.ά. Παρά τίς σημαντικές τους διαφορές, αύτές ot δυό βασικές δο ξασίες γιά τό άντικείμενο καί τά καθήκοντα τής Ιστορίας καί γιά τή σχέση τους μέ τήν κοινωνιολογία βρίσκονται σέ άπόλυτη 4ρμονία μέ τις βασικές άρχές τοΟ μαρξισμού, στό βαθμό πού καί ο! δυό ξεκινούν άπό τή βάση τής μαρξιστικής προϋπόθεσης, δτι ή ίστορ-α είναι άντικειμενική καί. νομοτελειακή διαδικασία κι’ δτι στήν πλατιά σημασία τής λέξης δλα οί νόμοι τής κοινωνίας καί τής έξέλιξής της είναι Unopexol νόμοι, πώς αότοί ot νόμοι είναι
31
481
γνώσιμοι κ.ά. Ή διαφορά μεταξύ τους βρίσκεται στό ζήτημα: ύ πάρχουν άραγε οί λεγόμενο; «ειδικοί Ιστορικοί νόμοι» καί περι λαμβάνεται άραγε στά καθήκοντα τής Ιστορίας, παρμένης στή στ:νή σημασία τής λέξης, τό νά άνακαλύπτει καί νά διατυπώνει νό μου;. πού δέν άποτελοΰν άντικείμενο τών άλλων κοινωνικών έπι στημών; Φρονούμε πώς πιό κοντά στήν άλήθεια βρίσκεται ή δεύτερη δοξασία.
Ή ύλιστική θεωρία τής άντανάκλασης καί ή ίστορική γνώση. «Στή βάση τής γνωσιοθεωρίας τοϋ διαλεκτικού ύλισμοϋ- · γράφει ό Λένιν— βρίσκεται ή παραδοχή τοΟ έξωτερικοΟ κόσμου καί τής άντχνάκλασής του στό άνθρώπινο κεφάλι.1 Ό έξωτερικός κόσμος άποτελεΐ τό άντικειμενικά πραγμα τικό είναι, τήν ύλική πραγματικότητα, πού ύπάρχει ϊξω κα'ι άνεξάρτητα άπό κάθε συνείδηση καί γνώση. Ό έξωτερικός κόσμος ύπάρχει καί τότε πού κανένας δέν τόν συνειδητοποιεί καί δέν τόν γνωρίζει. Ή παραδοχή αότοΟ τοΟ γεγονότος άποτελεΐ άφετηοία δχι μόνο τής διαλεκτικοΟλιστικής άλλά κάθε πραγματικά ύλιστικής γνωσιοθεωρίας. Κάθε γνώση, δλες οί Ιδέες μας είναι άντανακλάσεις,είκόνες τής άντικειμενικής πραγματικότητας στήν άνθρώπνιη συνείδηση, στόν άνθρώπινο νοϋ. Γι’ αύτόν τόν λόγο ή άνθρώπινη γνώση δέν 1. Β. I. Λένιν, Ά παντα, νόμος 14ος, σελ. 3,
(στά βουλγάρικα).
Ιχει άνεξάρτητο άπό τήν αντικειμενική πραγματικότητα, είναι... <ΈΓναι αύτονόητο πώς δέν μπορεί νά ύπάρξει άντανάκλαση χωρίς τό άντανακλώμενο, μά τό άντανακλώμενο ύπάρχει άνεξάρτητα άπ’ αύτό πού άντανακλά».! Άπό τή σκοπιά τής ύλιστικής θεωρίας τής γνώσης τό ζήτη μα γιά τήν άντικειμενικήν άλήθεια άποτελεί ζήτημα γιά τήν άντιστοιχία τής γνωστικής εΙκόνας μέ τό άντανακλώμενο άπ’ αύτήν άντικείμενο. Οί γνωστικές μας εικόνες —αισθήματα, άντιλήψεις, παρα στάσεις, Ιννοιες, έρμηνεΐες, ύποθέσεις καί θεωρίες— μποροϋν νά είναι άληθινές ή μή άληθινές. ’Ονομάζουμε άντικειμενική άλήΟεια τή γνωστική εΙκόνα πού άντανακλδ πιστά, όμόλογα τό άντίστοιχο άντικείμενο τής γνώσης. Μά δσο πιστά καί άν άντανακλά τό άντικείμενό της, καμιά γνωστική εικόνα δέν είναι κα! δέν μπορεί νά είναι ταυτόσημη μέ τό άντικείμενο τής γνώσης: πρώτο, γιατί ή γνωστική εικόνα ποτέ δέν μπορεί νά άντανακλάσει μέσα της δλες τίς πλευρές, Ιδιότητες καί σχέσεις του άντικειμένου καί, δεύτερο, γιατί αύτή είναι άκρι βώς ε ι κ ό ν α τοϋ άντικειμένου καί δχι τό ϊ δ ι ο τό άντικείμενο. Ά ν ή γνωστική εικόνα καί τό άντικείμενο τής γνώσης ήταν ταυτόσημα, τότε θά Ιπρεπε νά άρνηθοϋμε τήν ύπαρξη τοΟ έξωτερικοϋ κόσμου, τή δυνατότητα τής άντικειμενικής άλήθειας, τής έπιστημονικής γνώσης καί νά δεχτούμε δλα τά παράλογα συμπε ράσματα τοϋ ύποκειμενικοΰ Ιδεαλισμού καί τοΟ σολιψισμοϋ, πού άναπόφευκτα πηγάζουν άπό μιά παρόμοια ταύτιση. Έ ύλιστική θεωρία τής γνώσης ώς άντανάκλασης τής άντικειμενικής πραγματικότητας άποτελεί τόν «άπλοίκό ρεαλισμό» κά θε κανονικού καί συνετού άνθρώπου, άνεβασμένου στό έπίπεδο έπιστημονικά θεμελιωμένης φιλοσοφικής θεωρίας. «Ό «άπλοϊκός ρεαλισμός» κάθε ύγιούς άνθρώπου, είναι δτι δ κόσμος ύπάρχει άν ε ξ ά ρ τ η τ α άπό τά αίσθήματά μας, άπό τή συνείδησή μας, ά πό τό Έ γ ώ μας κι άπό τόν άνθρωπο γενικά. Ή ΓΒια ή π ε ί ρ α, πού δημιούργησε μέσα μας τήν άκλόνητη πεποίθηση, πώς ά ν ε 1. Στό Ιδιο, σελ. 63. (βλ. σημ. 1, σελ. 482).
483
ξ ά ρ τ η τ α άπό μάς ύπάρχουν άλλοι άνθρωποι κι’ δχι άπλλ συμ πλέγματα αισθημάτων μας, αισθημάτων τοϋ ψηλοΟ, τοΟ χαμηλσΟ, τοϋ κίτρινου, τοϋ σκληροϋ κτλ., — αύτή ή ίδια ή π ε ί ρ α δημιουρ γεί μέσα μας τήν πεποίθηση, πώς τό περιβάλλον ύπάρχει άνε<ξάρτητα άπό έμάς».ΐ Αύτή ή υλιστική αντίληψη άποτελεΐ άφετηρία κάθε έπιστήμης καί κάθε έπιστημονικής Ιρευνας. Κάθε έπιστήμονας, άκόμη κι έκεΐνος πού βρίσκεται κάτω άπό τήν έπίδραση τοϋ ύποκεμεν. κοΰ ίδεαλΐ3*ιοΰ. στήν έπιστημονικοερευνητική του πράξη άναφέρετζ: πρός τό άντικείμενο τής Ιρευνάς του δπως πρός κάτι άντικειμενικό, έξωτερικό, πού άπό έδώ κι έμπρός πρέπει να γνωρίσει, καί όχι δπως πρός κάτι, πού είναι οημιουργημένο άπό τή συνείδησή του καί κλεισμένο μέσα της. Γι’ αύτόν τόν λόγο σέ πολλές περι πτώσεις συνειδητοί κα: ανένδοτοι άντίπαλοι τής ύλιστικής γνωσιοθεωρίας άναγνωρίζουν δτι ώς μερικό επιστημονική καί Ιδιαίτερα ιί>ς φυσικοεπιστημονική μέθοδος είναι ή μοναδική «καρποφόρα ύπόθεση», άλλά ώς φιλοσοφική θεωρία τής γνώσης καί «μεταφυσι κή» είναι τάχα άβάσιμη. Ή ύλιστική θεωρία τής γνώσης δί νει έπιστημονικα θεμελιωμένη άπάντηση στά μεγάλα έρωτήματα: τί άντιπροσωπεύει ή ιστορική γνώση, πώς καί γιατί είναι δυτή ή άντικειμενική άλήθεια στήν Ιστορική γνώση, καί παράλ ληλα στό έρώτημα: γιατί είναι δυνατή ή Ιστορία ώς έπιστήμη— έρωτήματα, πού σ’ αύτά, κατά τήν όμολογία τοϋ Πλάμ, «οί περισ σότεροι» άπό τούς άστούς φιλοσόφους δέν μπορέσαν ποτέ νά άπαντήσουνΣύμφωνα μέ τή διαλεκτικοΟλιστική θεωρία τής γνώσης «δ έξωτερικός κόσμος άπό τήν πλευρά του είναι είτε Φύση εΓτε κοι νωνία».2 Τό κοινωνικό είναι, δπως καί τό φυσικό είναι, ύπάρχε. άνεξάρτητα άπό τήν κοινωνική συνείδηση τής άνθρωπότητας, άπό τή συνείδηση καί τή γνώση τοΟ γνωστικοΟ ύποκειμένου. «Ή συνεί δηση καί έδώ, καί έκεΐ άβιοτελεΐ μόνον άντανάκλαση τοΟ είναι, στήν καλύτερη περίπτωση πιττή (όμόλογη, ιδανικά άκριβολογημένη) 1. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 14ος, σελ. 63. (στά βουλγάρικα). 2. Φρ. Ένγκελς, Άντιντιούρινγκ, σελ. 394, (σιά βουλγάρικα).
484
άντανάκλασή του».1 Αύτό σημαίνει πώς τόσο στή φυσικοεπιστημσνική, δσο καί στήν ιστορική γνώση πρέπει νά κάνουμε αύστηρή διάκριση άνάμε σα στό ά ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο τής γνώσης καί στό γνωστικό ύ π ο ν ε ί μ ε ν ο, άνάμεσα στό ά ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο τής γνώσης καί στή γ ν ώ σ η τοϋ άντικειμένου, άνάμεσα στήν πραγματική Ιστο ρία καί οτήν ίστορική γ ν ώ σ η . Έφόσον, μέ έξαίρεση τή σύγχρονη ίστορία, ή ίστορική έπι στήμη δέν άποτελεΐ δμεση πραγματικότητα, έδώ προβάλλει καθα ρά καί ξάστερα όλάκερος ό παραλογισμός τής δοξασίας για τήν ταυτότητα τοΰ γνωσικοΰ ά ν τ ί κ ε ι μ έ ν ο υ καί τοϋ γνωστικοϋ ύ π ο κ ε : μ έ ν ο υ, τοϋ α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ο υ τή; γνώσης καί τής γ ν ώ σ η ς. Έ π ρ α γ μ α τ ι κ ή ίστορία άποτελεΐ «τή διαδοχική άντικατάσταση τών ξεχωριστών γενεών, πού καθεμιά τους χρησιμο ποιεί τά υλικά, τά κεφάλαια, τίς παραγωγικές δυνάμεις, πού τις κληροδότησαν δλες τίς προηγούμενες γενεές»;2 τήν ά ν τ ι κ ε ιγ ε ν ι κ ή διαδικασία τής έξέλιξης τής άνθρώπινης κοινωνίας, ►πού κάποτε π ρ α γ μ α τ ι κ ά συντελέστηκε ή άκόμη συντελεΐται».3 «Ή πραγματική ίστορία άποτελεΐ βάση, θεμέλιο, εΖνα., πού κατόπι τους άκαλουθεΐ ή συνεδηση».4 Είναι άντικειμενική «δχι στό νόημα πώς ή κοινωνία άπό συ νειδητά δντα, άπό άνθρώπους, θά μπορούσε νά ύπάρχει καί νά άναπτύσσεται άνεξάρττ/τα άπό τήν δπαρξη συνειδητών δντων... άλλά στό νόημα πώς τό κοινωνικό είναι είναι ά ν ε ξ ά ρ τ η τ ο άπό τήν κοινωνική σ υ ν ε ί δ η σ η τών άνθρώπων. Άπό τό γε γονός δτι ζεΐτε καί κάνετε νοικοκυριό άπό τό γεγονός δτι γεννάτε παιδιά, παράγετε προϊόντα καί τά άνταλλάσσετε, διαμορφώνεται 1. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 14ος, σ. 344, (στα βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 45 - 46, (στά βουλγάρικα). 3. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς. Διαλεχτά Έργα, τόμος 1ος, σελ. 421, (στά βουλγάρικα). 4. Β. I. Λένιν. Ά παντα, τόμος 38ος. σελ. 261, (στά βουλγάρικα).
485
μιάν όρισμένην αντικειμενικά άναγκαστική άλυσίδα άπδ γεγονό τα, άλυσίδα έξέλιξης, άνεξάρτητα άπό τήν κ ο ι ν ω ν ι κ ή σας συνείδηση, πού δέν τή συλλαμβάνει ποτέ στήν πληρότητά της ή συ νείδηση».1 Είναι άντικειμενική άκόμη μέ τό νόημα πώς ή Ιστορική πραγματικότητα ύπήρχε πρίν άπό τό γνωστικό ύ π ο % ε I μ ε ν ο, πριν άπό τή συνείδηση κα!. γνώση του. Ή Ιστορία τών άρχαίων ΑΙγυπτίων, Άσσυροβαβυλωνίων, Περσών, Ελλήνων, Ρω μαίων καί άλλων, πού άποτελεί τώρα άντικείμενο τών έρευνών τών σύγχρονων ιστορικών, ύπήρχε χιλιετηρίδες πρστοΟ να έμφανιστοΟν αυτοί ο: ιστορικοί καί ή γνώση τους. Ή διαδοχική άντικατάσταση τών κοινωνικών σχηματισμών, τών ιστορικών έποχών, τών ξε χωριστών γενιών, πού διαμορφώνει τήν πραγμαπκήν Ιστορία, ά· -οτελεΐ διαδικασία πού συντελέστηκε καί συντελεΐται δχι στή συ νείδηση τοΟ γνωστικοΰ άντικειμένου,άλλά πρίν άπ’ αδτό,Ιξω άπ’ αύτά. Τό ίδιο τό γνωστικό υποκείμενο, παρμένο μέ τή συνείδηση καί τή γνώση του, είναι άποτέλεσμα καί κομμάτι αύτής τής Αντι κειμενικής Ιστορικής διαδικασίας. Ό λ ’ αύτά σημαίνουν δτι ή πραγματική ίστορία άποτελεί ά ντ : κ ε : μ ε ν ι κ ή π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α , πού άποτελεί ά κριβώς α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο τής Ιστορικής έπιστήμης, δτι ή Ιστο ρική γνώση μπορεί νά είναι μόνον άντανάκλαση αύτής τής άντικειμενικής πραγματικότητας. Γι’ αυτόν τόν λόγο καί. Ιδώ ή άντικειμενική άλήθεια δέν μπορεϊ νά είναι τίποτε άλλο παρά ή άντιστ«χία τής γνωστικής εικόνας μέ τό άντικείμενο τής γνώσης, μέ τά άντικειμενικά Ιστορικά γεγονότα καί διαδικασίες. Κι έδώ ή γ/ΐ· στική εικόνα ποτέ δέν είναι ταυτόσημη μέ τό άντικείμενο τής γνώσης. Αύ τό είναι ίτσι βχι μονάχα γιατί ώς πρός τήν ίδια της τή φύση ή ει κόνα ώς εικόνα διαφέρει άπό τήν άπεικόνιση, άλλά καί γιατί πολλοί κρίκοι άπό τήν πραγματικήν άλυσίδα τών ιστορικών γεγονότων Iχσυν Ιξαφανιστεί για πάντα, άλλα είναι άκόμη άγνωστα ή δχι άρ κετά γνωστά. Νά γιατί τό περιεχόμενο τής ιστορικής γνώσης ώς γνωστική εικόνα είναι άπροσμέτρητα φτωχότερο σέ σύγκριση μέ τήν άντικειμενικήν ιστορική πραγματικότητα. 1. Β I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 14ος, σελ. 343, (στά βουλγάρικα),
48β
Ή διαλεκτικοϋλιστική είτε Ακριβέστερα ή ίστορικοϋλιστική θεωρία τής Ιστορικής γνώσης είναι ή μοναδική μεθοδολογική βάση πού πάνω της ή ίστορία μπορεϊ νά Αναπτύσσεται καί Αναπτύσσεται ώς έπιστήμη. Παρόμοια μέ τήν ύλιστική θεωρία τής γνώσης γενι κά, είναι ή μοναδική πού άντιστοιχεΐ στόν «άπλοϊκό ρεαλισμό» τοϋ άπλοϋ άνθρώπου μέ σύνεση καί στήν πραγματικότητα άντιπροσωπεύει τήν αύθόρμητη πεποίθηση κάθε ίστορικοϋ. «01 άνθρωποι πι στεύουν, Αποδέχονται, πώς τό παρελθόν ύπήρχε, —γράφει δ Τζ. II λάμτ— κάθε άλλος τράκος είναι άδύνατος γιά τους δρώντες Ανθρώ πους».1 Καί δχι μονάχα ό Πλάμ. ’Ακόμη καί. Αστοί φιλόσοφοι καί φιλοσοφοΰντες ιστορικοί δπως δ Κρότσιε, δ Κόλινγουουντ, δ Χούζινγκα, δ Κάρ καί πολλοί άλλοι, πού κηρύττουν τόν ύποκειμενισμό, τό ρελατιβισμό καί τόν άγνωστικισμό, άναγνωρίζουν δτι <τ;ήν πρά|ξη κατά τήν έπιστημονικοερευνητική τους δραστηριότητα ή πλειονο ψηφία τών Ιστορικών καθοδηγοϋνταν καί καθοδηγείται Από αύτήν τήν ύλιστικήν Αντίληψη γιά τήν ίστορία καί τήν ιστορική γνώση. 'Αλλά, σέ διάκριση άπό τόν Πλάμ, θέτουν ώς κύριο καθήκον δχι τήν έπιβολή γιά τή διάψευση καί. τήν έκμηδένιση τής ύλιστικής Αντί ληψης γιά τήν ιστορική γνώση ώς ΑντανΑκλαση τής Αντικειμενι κής. τής πραγματικής ίστορίας. Σέ πολλές περιπτώσεις αύτός δ ά γώνας παίρνει τή μορφή Ανοιχτής πάλης ένάντια στήν ίστορικοΟλιστική θεωρία γιά τήν ιστορική γνώση ώς άντανάκλαση. Πάρα πο λύ συχνά, δμως, αύτή ή πάλη διεξάγεται κάτω άπό τή σημαία τοϋ άγώνα ένάντια στόν «άπλοϊκόν ιστορικό ρεαλισμό», ένάντια στή «θεωρία τής κοινής αίσθησης», ένάντια στήν «έμπειρική θεωρία τής γνώσης». "Ετσι, λογουχάρη, δ Κρδτσιε θέτει μπροστά του τό καθήκον νά άπορρίψει «τή λαθεμένη γνώμη, πώς ή Ιστοριογραφία είναι ή πρέ πει νά είναι κάποιο είδος Αντίγραφο ή Απομίμηση τής πραγματικό τητας».2 «Κατά κανόνα —γράφει δ Χούιζινγκα— φαντάζονται πώς ή
1. J. Η. Plumb, Crisis in the Humanities, p 30, 2. B. Croce, Die Geschicbte als Gedank und als Tat, s. 208.
487
Ιστορία έπιδιώκει νά προσφέρει άφήγηση γιά τό παρελθόν». ’Αλλα «γιά νά καταλάβουμε σωστά τή μορφή καί τή λειτουργία τοΰ φαι νομένου Ιστορία, πρέπει πριν άπ’ δλα νά άπαλλαγοϋμε άπό τόν άπλοϊκόν ιστορικό ρελατιβισμό».1 Ό Κόλινγουουντ παραδέχεται πώς οί ιστορικοί καθοδηγούνται στήν πράξη άπό τή «θεωρία τής κοινής αίσθησης» καί γράφει στό βιβλίο του μέ τίτλο: «Ή ιδέα γιά τήν Εστορία»: «'Ομως έγώ δέν είμαι βέβαιος άν Ιμεϊς, ot Ιστορικοί έχουμε πάντα ξεκαθαρισμένο τό θέμα σχετικά μέ τίς συνέπειες έκείνου ποί> κάνουμε. Γενικά δταν συλλογιζόμαστε πάνω στήν 5δια μας τήν έργασία, φαίνεται νά υιο θετούμε έκεΐνο πού δνόμασα θεωρία τής κοινής αίσθησης, άλλα ταυ τόχρονα άξιώνουμε τά δικαιώματά μας νά διαλέγουμε, κατασκευά ζουμε καί κριτικάρουμε. ’Αναμφίβολα τούτα τα δικαιώματα ε!να: α συμβίβαστα μέ τήν προαναφερμένη θεωρία». Μέ άλλα λόγια, δ Κό λινγουουντ φρονεί πώς οί Ιστορικοί ξεκινοϋν καί φρονοΟν δτι καθο δηγούνται στήν έπιστημονικοερευνητική τους δραστηριότητα άπά τή «θεωρία τής κοινής αίσθησης», άλλά ή ϊδια τους ή πράξη άντιφάσκει σ’ αύτήν τή θεωρία. «Να γιατί — συνεχίζει δ ίδιος— αύτή τήν θεωρία τής κοινής αίσθησης, μέ τά συμπεράσματά της, τήν έ χουμε παρουσιάσει έδώ γιά νά τήν άπορρίψουμε».2 Στή Μεγάλη Βρετανία —γράφει ό Έντουαρντ Κάρ — αύτή ή άντίληψη συμπίπτει περίφημα μέ τήν έμπειρική παράδοση, πού ή ταν ή δεσπόζουσα κατεύθυνση στή βρετανική φιλοσοφία άπό τό Λόκ ώς τό Μπέρτραν Ράσελ. Ή έμπειρική θεωρία προϋποθέτει α πόλυτο διαχωρισμό μεταξύ ύποκειμένου καί άντικειμένου. Τά γεγο νότα, δμοια μέ τις αισθητηριακές άντιλήψεις, πέφτουν πάνω στόν παρατηρητή άπό Ιξω καί είναι άνεξάρτητα άπό τή συνείδησή του. Ή διαδικασία τής άντίληψης είναι παθητική: δστερα πού πήρε τά στοιχεία, δρά σέ συνέχεια πάνω τους... Αύτό είναι έκεΐνο πού μπορεΐ νά ονομαστεί ή άντίληψη τής κοινής αίσθησης πάνω στήν Ιστο ρία3 ή «κλασικές θεωρίες τής γνώσης». ’Αλλά τοΟτες οί θεωρίες συνεχίζει ό Κάρ, «δέν ταιριάζουν πιάστή σύγχρονη έπιστήμη». Καί οί «κοινωνικές έπιστήμες», είδικότιερα, «είναι άσυμβίβαστες μέ κάθε 1. J. Huizinga, Geschichte und Kultur, s. 8. 2. R. G. Collingwood, The idea of History, p.p. 235 - 236. 3. Ε. H. Carr, Whad is History? p. 9.
488
θεωρία τής γνώσης, πού διακηρύττει Ινα σταθερό διαχωρισμό μεταξύ ύποκειμένου καί άντικειμένου».' Βέβαια καί άπό τή σκοπιά τοΟ διαλεκτικού καί τοϋ ίστορικοΰ ύλισμοϋ ot θεωρίες, πού είναι γνωστές μέ τΙς δνομασίες «άπλοϊκός ιστορικός ρεαλισμός», «θεωρία τής κοινής αίσθησης», Ιμπειρική θεωρία τής γνώσης» κ.ά., πάσχουν άπό ούσιαστικά έλαττώματα καί έπιδέχονται σοβαρή κριτική έξαιτίας τής άσυνέπειάς τους καί τών ύποχωρήσεών τους πού κάνουν στόν άγνωστικισμό καί τόν ιδεαλισμό, έξαιτίας τής μεταφυσικής του στενότητας κ.ά. Μά ή κριτική πού άσκοϋν ένάντια σ’ αύτές τις αντιλήψεις καί θεωρίες συγγραφείς δ πως ό Κρότσιε, 6 Κόλινγουουντ, ό Χούϊζινγκα, δ Μαριτέν, δ Κάρ ν.αί άλλοι, Βιεξάγεται άπό ριζικά άντίθετες θέσεις —άπό τίς θέσεις τοϋ ΐδεαλισμοϋ, τοΰ άγνωστικισμοϋ, τοϋ ύποκειμενισμοϋ, τοΰ φιντεϊ σμοϋ* καί τοΰ μυστικισμοΰ. Τίς κριτικάρουν γιά τόν ύλισμό τους καί γιά δλα τά στοιχεία τους, πού μοιάζουν μέ τήν ύλιστική θεωρία τής ιστορικής γνώσης. Πρόκειται γιά κριτική άπό τά δεξιά —κριτι κή Αντιεπιστημονική καί άντιδραστική.
Ή Ιδεαλιστική κριτική τής ύλιστικής θεωρίας για τήν ιστορική γνώση ώς Αντανάκλαση. "Οπως είδαμε, ή βασική καί ή άφετηριακή προϋπόθεση κά θε Ολιστικής θεωρίας τής γνώσης είναι πώς κάθε γνώση άποτελεΐ μιά -σχέση άνάμεσα σέ δυό συστατικά στοιχεία —άνάμεσα στό άντικείμενο καί στό ύπσκείμενο, πώς τό άντικείμενο τής γνώσης όιτάρχει έξω καί άνεξάρτητα άπό τό γνωστικό ύποκείμενο καί άπό 1. Ibid., ρ. 73. (βλ. σημ. 3, σελ. 488). * Ά * 6 τό λατ. fides — πίστη. Διδασκαλία, πού έπιδιώκει νά υ ποτάσσει τήν έπιστήμη στή θρησκεία, νά χρησιμοποιήσει τήν έπι στημονική γνώση γιά τήν ύπεράσπιση τών θρησκευτικών δογμάτων. (Ιημ. τ. Μετ.).
τή γνώση του, πώς ή γνώση άποτελεί μόνον άντανάκλαση τοΟ άντικειμένου στή συνείδηση τοϋ γνωστικοΰ όποκειμένου. Ή παραδοχή τής άντικειμενικής πραγματικότητας τοϋ άντικειμένου τής γνώσης άποτελεί τόν άκρογωνιαΐο λίθο τής ύλιστικής θεωρίας τής γνώσης καί δλου τοϋ ύλισμοΰ. Ά μ α διαψευστεϊ ή άντικειμενική πραγματικότητα τοϋ έξωτερικοϋ κόσμου, τοϋ άντικειμένου τής γνώσης, τότε καταρρέει δλάκερη ή ύλιστική θεωρία για τή γνώση ώς άντανάκλαση τής άντικειμενικής πραγματικό τητας, για τή δυνατότητα τής άντικειμενικής άλήθειας στήν Ιστο ρική γνώση, για τή δυνατότητα τής Ιστορίας ώς έπιστήμης καί «μπορούν ήσυχα νά άμοληθοΰν τά χαλινάρια τοΰ άλόγου τής θεω ρητικολογίας». Γιατί «μιά καί άρνιέστε τήν άντικειμενική πρα γματικότητα, — ίγραψε δ Λένιν— πού μάς είναι δοσμένη στά αι σθήματα, Ιχετε κιόλας άφοπλιστεΐ όλοκληρωτικά άπέναντι στό φιντεϊσμό, γιατί κατρακυλήσατε κιόλα στόν αγνωστικισμό ή στόν υποκειμενισμό κι αύτό είναι άκριβώς 6,τι χρειάζεται ό φιντεϊ-
^μ^ς»-1
Γι’ αύτόν τόν λόγο οί προσπάθειες δλων τών ιδεαλιστών άπό τόν Μπέρκλι ώς τίς μέρες μας στρέφονταν προπάντων στό νά άποδειξουν δτι 6 έξωτερικός κόσμος δεν ύπάρχει άντικειμενικά, πώς τό άντικείμενο τής γνώσης δέν Ιχει άντικειμενική πραγματικότη τα, ή, τό λιγότερο. νά θέσουν κάτω άπό άμφβολία τήν πραγμιατικότητά του. Πρός αύτόν τόν σκοπό είναι στραμμένες πριν άπ’ 3λα οί προσπάθειες καί τών σύγχρονων άστών κριτικών τής ύλιστικής θεωρίας τής Ιστορικής γνώσης άπό τόν Κρότσιε καί τόν Κόλιν γουουντ ώς τόν Μπερντιάεφ καί τόν Μαριτέν. Ή σύγχρονη άστική κριτική τής ύλιστικής θεωρίας τής ιστο ρικής γνώσης διεξάγεται άπό διάφορες θέσεις: άπό τις θέσεις τοϋ ύποκειμενικοΟ καί άντικειμενικοΰ ΐδεαλισμοΰ, καθώς έπίσης άπό τΙς θέσεις τοΰ άγνωστικιαμού, πού δέν άρνιέται πάντα τήν άντικειμενική πραγματικότητα γενικά, παρά μόνο τή γνωσιμότητά της. Άλλά πρώτο, στή σύγχρονη άστική φιλοσοφία καί στή φιλοσοφία τής ίστορίας ό άντικειμενικός ιδεαλισμός δύσκολα μπορεί νά βρε-
1. Β. I. Λένΐν, Ά παντα, τόμος 14ος, σελ. 363, (στά βουλγάρικα). 490
Οεΐ σέ καθαρή μορφή. Άκόμη κα! οί έκπρόσωποι τής θρησκευτι κής φιλοσοφίας, — φιλοσοφία πού κατά κανόνα είναι άντικειμενικοϊδεαλιστική— δπως δ Μπερντιάεφ καί δ Μαριτίν. ύποστηρίζου'.· μια θεωρία τής Ιστορικής γνώσης πού άποτελεΐ μίγμα άντικειμενικού καί ύποκειμενικοΰ ιδεαλισμού, μυστικισμοΰ καί άνορθολογισμοΰ. Δεύτερο, ό σύγχρονος άγωνιστικισμός, ιδιαίτερα δ άγνωστικισμός στήν «σύγχρονη άστική φιλοσοφία τής ίστορίας, σέ πολύ σπάν.ες περιπτώσεις παρουσιάζεται μέ τό ντύμα τοΰ «ντροπαλοΰ ύλισμοΰ». Στίς περισσότερες περιπτώσεις άναπτύσσεται πάνω στό Ε δαφος τού άντικειμενικού καί τοΟ όπακειμενικοΰ Ιδεαλισμού, τοϋ μυστικισμοΰ καί τού άνορθολογισμού. Τρίτο, στή σύγχρονη άστική φιλοσοφία τής ίστορίας καί ειδικότερα στή θεωρία της τής ιστο ρικής γνώσης ύπερτερεΐ φανερά δ Υποκειμενικός ιδεαλισμός, δπου σά σέ έστία φωτός είναι συγκεντρωμένες, νά ποϋμε, οί θεμελιακότερες καί οί πιό πολύπλευρες άντιρρήσεις τοΰ ιδεαλισμού ένάντια στήν ύλιστική θεωρία τής Ιστορικής γνώσης, καθώς έπίσης καί οί αντιρρήσεις τοΰ άγωνιστικισμοΰ. Ποτέ ή συνάφεια άνάμεσα στόν ύποκειμενικόν ιδεαλισμό καί. στόν άγωνιστικισμό δέν ήταν τόσο στενή, δσο σήμερα, καί πουθενά αύτή ή συνάφεια, ή άλληλοπλοκή καί μετάγγιση τοΰ ένός στόν άλλο δέν έκδηλώνεται τόσο Εντο να καί τόσο παραστατικά, δσο στή σύγχρονη άστική φιλοσοφία τής ιστορίας. IV αύτό θά συγκεντρώσουμε τήν προσοχή μας καί τήν κριτι κή μας κυρίως πάνω στόν ύποκειμενικόν Ιδεαλισμό τής φιλοσοφίας τής ίστορίας καί πάνω στή δική του κριτική τής ύλιστικής θεωρίας τής ιστορικής γνώσης. Ό Λένιν παρατήρησε πώς δ ιδεαλισμός γενικά δέν είναι άνεδαφικός καί χωρίς γνωσιολογικές ρίζες. Είναι «άκαρπο λουλού δι, άναντίρρητα, μέ άκαρπο λουλούδι πού μεγαλώνει στό ζωντα νό δέντρο, στή ζωντανή, καρποφόρα, άληθινή, ρωμαλέα, πανίσχυ ρη, άντικειμενική, άπόλυτη άνθρώπινη γνώση». «Ό φιλοσοφικός ιδεαλισμός είναι μιά μ ο ν ό π λ ε υ ρ η , ύπερβολική άνάπτυξη (φούσκωμα, διόγκωση) ένός άπό τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, μιας άπό τίς πλευρές καί ένός άπό τά δρια τής γνώσης σέ άπόλυ-
491
το*, ξεκομμένο άπό τήν δλη, άπό τή φύση... εύθυγραμμία καί μονοπλευρικότητα, καθήλωση καί άποστέωση, ύποκειμενισμός καί υποκειμενική τυφλαμάρα, δρίστε οί γνωσιολογικές ρίζες τού Ιδεα λισμού». Ό ιδεαλισμός ξεκινάει άπό όρισμένα γεγονότα τής πρα γματικότητας καί τής άνθρώπινης γνώσης. Παρασιτεί πάνω στά δύσκολα ή ανεπίλυτα άκόμη προβλήματα τής άνθρώπινης γνώσης. Άλλά στούς διάφορους τομείς τής γνώσης, σ’ έξαίρεση άπό τήν ιδιαιτερότητα τοϋ άντικειμένου, τή μορφή, τίς μεθόδους καί τίς πη γές τής γνώσης, δ Ιδεαλισμός καταπιάνεται μέ διάφορες πλευρές τής πραγματικότητας καί τής γνώσης. Ή Ιδιαιτερότητα τού άντικειμένου τής ιστορικής γνώσης, τής μορφής, τών μεθόδων καί πη γών της καθορίζει καί τήν Ιδιαιτερότητα τής έκδήλωσης τοϋ Ιδεα λισμού στήν ίστορία.
'Υποκειμενικοϊδεαλιστικές f-ρμηνεΐες τοϋ ίστορικοΰ γεγονότος ώς γνωσιολογικοϋ προβλήματος — Κ. Μπέκερ, Τ. Πάρσονζ, Ά . Τόινμπι, Μ. Ό ουκσιοτ, Τζ. Μπάρακλαφ. Οί Υποκειμενικοί ιδεαλιστές καί Αγνωστικιστές έπιτίθενται ένάντια στίς βασικές προϋποθέσεις καί αιτήματα (postulatura τοϋ) «-απλοϊκού ρεαλισμού», τοΰ παραδοσιακού έμπειρισμού καί άντικειμενισμού —στήν πεποίθηση πώς τά Ιστορικά γεγονότα ύπάρχουν * ’Απόλυτο, λατ. absolutus = Εννοια τής Ιδεαλιστικής φιλοσο φίας γιά τό σημάδεμα τοϋ αΙώνιου, άπέραντου, τέλειου καί Αναλλοί ωτου υποκειμένου, πού είναι «αύτάρκες», δέν έξαρτιέται άπό τίποτε Αλλο καί αύτό καθεαυτό περιέχει καί δημιουργεί καθετί πού ύπάρχει. Τό άπόλυτο γιά τή θρησκεία είναι ό θεός, γιά τόν Φίχτε — τό «Έγώ», στή φιλοσοφία τοΟ Χέγκελ τό ρόλο τοΟ άπόλυτου τόν παί ζει τό «άπόλυτο πνεύμα», γιά τό Σιοπενχάουερ—ή βούληση, γιά τόν Μπερζόν — ή ένόραση. Ό διαλεκτικός ύλισμός άποκρούει τήν με ταφυσική έννοια τού άπόλυτου ώς Αντιεπιστημονική καί ώς ούσία τών πραγμάτων θεωρεί τήν αΙώνια κινούμενη καί μεταβαλλόμενη ύλη. (Σημ. τ. Μετ.).
492
αντικειμενικά, αύτά καθαυτά καί τό Ιστορικό παρελθόν μπορεί νά γνωστεΐ τέτοιο πού ήταν’ δτι τά ιστορικά ντοκουμέντα είναι άξιόπιστα κα: δέ μάς παραπλανούν' δτι δλα τά Ιστορικά γεγονότα εί ναι içiooj -σπουδαία καί έξίσου Αληθινά' πώς τά γεγονότα μιλοϋν αύτά καθαυτά καί γι’ αύτόν τόν λόγο δέ χρειάζεται καμιά έρμηνεία καί θεωρία. Ένας άπό τούς πρώτους πού έπιτέθηκαν άνοιχτά καί Αποφα σιστικά ένάντια στή δοξασία γιά τήν άντικειμενική πραγματικότη τα χών ιστορικών γεγονότων ήταν δ Άμερικάνος Ιστορικός Κάρλ Μπέχΐρ. Εξετάζοντας τή δοξασία γιά τά γεγονότα ώς τό «στερεό σώμα» τής ιστορίας, στήν έργασία μέ τίτλο «ΤΙ είναι τά Ιστορικά γεγονότα;» δ Μπέκερ γράφει: «Χάρη σ’ αύτή τή λεξηχρησία τ ϊ ιστορικά γεγονότα άρχίσανε νά έξετάζονται σάν κάτι στερεό, ρε αλιστικό καί έμπράγματο, σά φυσική δλη, σάν κάτι πού κατέχει δρισμένη μορφή καί καθαρό, σταθερό περίγραμμα, δπως τά τοΰβλα καί άλλα δομικά ύλικά, ώστε μποροϋμε εδκολα νά φανταστοΟμε τόν ιστορικό πού σκοντάφτει πάνω στό παρελθόν, τσακί ζοντας στά πόδια του στά άπαραίτητα άπ’ αύτόν σκληρά γεγονότα»1 Άπορρίπτοντας τήν δπαρξη σκληρών γεγονότων», δ Μπέκεο συνεχίζει: «’Αποδείχτηκε πώς τό άπλό ιστορικό γεγονός δέν είναι κάτι σκληρό και ψυχρό, μέ καθαρό περίγραμμα καί μετρητή πυκνό τητα σάν τοΟβλο. Στό βαθμό πού είμαστε Ικανοί νά τό γνωρίσουμε, αύτό άποτελεί μονάχα σύ|ΐβολο, άπλή διατύπωση, πού άποτελεί γε νίκευση χιλίων καί ένός άπλούστατων γεγονότων, πού στή δοσμένη στιγμή δέ μάς χρειάζονται, καί αύτή τήν ϊδια τή γενίκευση δέν μπορούμε νά τή χρησιμοποιήσουμε ξεκομμένα άπδ τά πλατύτερα γε γονότα καί τΙς γενικεύσεις πού αύτό (τό γεγονός) συμβολίζει»2. Τό ιστορικό γεγονός —συμπεραίνει δ Μπέκερ— ή βρίσκεται στή συ νείδηση κάποιου ή πουθενά».3 Κι’ δτσι προκύπτει τό συμπέρασμα τοϋ Μπέκερ δτι τά Ιστορικά γεγονότα δέν ύ π ά ρ χ ο υ ν « α ύ τ ά καθαυτά». Δέν άποτελοϋν άντικειμενι:1. Παραθ. κατά Ί . Σ. Κόν, Ό φιλοσοφικός Ιδεαλισμός καί ή κρί ση τής άστικής Ιστορικής σκέψης, σβλ. 238, (στά ροσικά). 2. Στό Ιδιο, σελ. 239. 3. Στό Ιδιο, σελ. 239.
493
κή π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α , παρά « σ ύ μ β ο λ α » , 5 ι ατ υ π ώ σ ε ι ς » , «γενικεύσεις», πού δημιουργήθηκαν άπδ τόν ϊδ-ο τόν Ιστορικό καί ύπάρχουν μονάχα στή συνείδησή του. Γι* αδτόν τόν λόγο άκόμη στα 1910 είχε γράψει πώς «τά γεγονότα τής ίστο ρίας δέν ύπάρχουν γιά κανέναν Ιστορικό, ώσπου αύτός δέν θά τά δη μιουργήσει».1 Μερικοί άστοί συγγραφείς χαρακτηρίζουν αότά τά συμπεράσματα τοϋ Μπέκερ σάν «Κοπερνική» ή «Άινσταϊνική» στροφή στόν τομέα τής θεωρίας τής Ιστορικής γνώσης. Σύμφωνα μέ τή γνώμη τοΰ X. Έ . Μπάρνς, λογουχάρη, αύτά «όπσνομεύουν τίς άκρογωνιαΐες έννοιες τοϋ Ράνκε καί τών όπαδών του έπίση; τόσο ριζικά, δπως δ Άινστάϊν, ό Πλάνκ, καί δ Χάιζενμπεργκ ύπονόμευσαν τήν παλιά φυσική άπό τόν Νεύτωνα ώς τόν Χέλμχολτς»2 Ό π ω ς θά δοϋμε παραπέρα, δ Μπέκερ δέν είναι δ μοναδικός πού τοΰ άποδίνουν τήν ύπηρεσία γιά παρόμοια στροφή, ούτε ύπάρ χουν πραγματικά βάσιμοι λόγοι γιά νά τοϋ άποδίνεται μιά παρό μοια ύπηρεσία. Είναι, δμως, άλήθεια πώς οί δικές του καί «δμοιες μέ τίς δικές του ύποκειμενικοϊδεαλιστικές άντιλήψεις γιά τό Ιστο ρικό γεγονός σημείωσαν πλατιά διάδοση μέσα στή σύγχρονη άστι κή φιλοσοφία τής ίστορίας και στήν Ιστοριογραφία. Έ να μέρος άπό τούς άστούς συγγραφείς φρονοΟν δτι πρέπει νά κάνουμε αύστηρή διάκριση άνάμεσα στό «γεγονός» καί στήν «Αν τικειμενική πραγματικότητα». Ό Τ. Πάρσονζ, λογουχάρη, φρονεί πώς «γεγονός δέν είναι τό ίδιο τό φαινόμενο,* μά μιά πρόταση σχε τικά μέ ένα ή περισσότερα φαινόμενα». Γι’ αύτόν τόν λόγο πρέπει νά κάνουμε «διάκριση άνάμεσα σ’ Ινα γεγονός, πού είναι μιά πρό ταση (propasition) σχετικά μέ φαινόμενα καί στά Γδια τά φαι νόμενα, πού είναι συγκεκριμένα, πραγματικά ύπαρκτά πράγματα (entities)»3 "Αλλοι άστοί συγγραφείς, δπως ό Ζ. Μαριτέν, δέν είναι τόσο κατηγορηματικοί. ’Αρνιοϋνται μονάχα τήν δπαρξη 1. Παραθ. κα τά: Ε. Η. Carr. What is History?, p. 21. 2. Παραθ. κατά : I. Σ. Κόν, Ό φιλοσοφικός Ιδεαλισμός καί ή κρίση τής άστικής Ιστορικής σκέψης, σελ. 240, (στά ρακτικά). • Ελληνικά στό πρωτότυπο : phenomenon (Σημ. τ. Μετ.). 3. Τ. Parsons. The Structure of Social Action, p. 41.
494
«ανεπεξέργαστων γεγονότων», στό βαθμό πού κάθε «ιστορικό γεγο νός» προϋποθέτει τή συμμετοχή «κριτικών συλλογισμών» καί τήν «άναλυτικήν έπεξεργασία» τής Ιστορικής δλης.1 Παρόμοια άποψη ύποστηρίζει καί ό Τόινμπι. ’Αρνιέται τήν άποψη πώς τά ιστορικά γεγονότα είναι δλότελα μόνον παραστάσεις, άλλα άρνιέται έπίσης καί τήν άποψη πώς είναι άπόλυτα Αντικειμε νικές πραγματικότητες. Κατά τή γνώμη του τά ιστορικά γεγονότα ΐϊναι μισοαντικειμενικές πραγματικότητες —μισοΟποκειμενικές κα τασκευές. Κριτικάροντας τή δοξασία τοΰ Π. Γκίιλ κα'ι τοΟ Έ . Μπάρκερ δτι τα γεγονότα είναι Αντικειμενικές πραγματικότητες, δτι «τά γεγονότα ύπάρχουν, γιά νά χρησιμοποιηθούν», ό Τόινμπι τονίζει πώς αύτή ή δοξασία είναι «λαθεμένη». «Τά γεγονότα γράφει δ ί διος— δέν είναι πραγματικά δπως οί πέτρες τοΟ ποταμού, πού εί ναι διαμορφωμένες χωριστά καί συσσωρευμένες Αποκλειστικά Από δυνάμεις τής μή άνθρώπινης Φύσης. Είναι σάν κομμένες στουρνα ρόπετρες, σάν κομμένες πέτρες, τούβλα καί μπρικέτες». Επικαλούμενος τή σκέψη τοΰ Φ. Ά ρσι πώς «τά γεγονότα τής ίστορίας δέν άποτελοΰν γυμνά πράγματα κα) συμβάντα Σξω άπό τή συνείδηση, γιατί προτού νά μιλήσω γι’ αύτά, έχουν φιλτρα ριστεί μέσ’ άπό τΙς συνειδήσεις», ό Τόινμπι συνεχίζει: «Στήν πρα γματικότητα τά γεγονότα είναι άκριβώς έκεΐνο πού σημαίνει ή λατινική λέξη facta, Λπ’ δπου έχει Αντληθεί καί ή Αγγλική λέξη Είναι «πράγματα πού έχουν φτιαχτεί» — δηλαδή μάλλον «έπινοημένα» πράγματα, Απ’ δσο «πραγματικά» (factual) πράγματα — καί αύτή ή άλήθεια γ ι’ αύτά δέν μπορεϊ νά Αποφευχτεϊ μέ τό νά τά όνομάζουμε «στοιχεία» (data), «δώρα» (gifts). Τά δώ ρα προϋποθέτουν Αναπόφευκτα τήν δπαρξη κάποιου δότη, τό ίδιο δπως καί τά βιομηχανικά προϊόντα προϋποθέτουν 2να κατασκευα στή. Είτε τά φαινόμενα θά τά όνομάσουμε στοιχεία, είτε θά τά όνομάσουμε γεγονότα, παραδεχόμαστε πώς Εχουν δοθεϊ είτε έχουν φτιαχτεί άπό κάποιον».2 Γιά νά κάνει τή δοξασία του Ακόμη mb καθαρή, δ Τζόινμπι παραθέτει τόν δριαμό τού Μ. Ρ. Κόεν, πού λέει 1. J. Maritain, On the Philosophy of History, p. 2. 2. A. J. Toynbee, A Study of History, vol. 12, pp. 229 - 230.
495
“ ώς «έκεΐνο πού δνομάζουμε Ιστορικά γεγονότα είναι άποτέλεσμα τής έρμηνείας μας γιά δρισμένα άποσπασματικά στοιχεία ή λεί ψανα. Οί άρχές μας, που έχουμε ύποθέσει τυφλά καθορίζουν τδ χα ρακτήρα τής έρμηνείας μας». «Πολλές άπ’ αύτές τίς άρχές —γρά φει δ Τόινμπι— άποτελοΟν ύποθέσεις, υίοθετημένες έξαιτίας τί)ς σχετικής τους έπιτυχίας στήν έξήγηση τών γεγονότων» — δέν «έςηγουνται αύτές διαμέσου τών γεγονότων, άλλά τά γεγονότα διαμέ σου των».1 Άπδ έδώ άκολουθεΐ πώς τά γεγονότα δέ μιλοΟν «αότά Σι’ έαυτά», άλλά λένε έκεΐνο πού ήθελε νά πει διαμέσου τους δ κατα σκευαστής τους. Έξαιτίας δλων αύτών καταλαβαίνουμε τδν Τόινμπι δταν δια μαρτύρεται ένάντια στδν Ισχυρισμό τοϋ Χόουλμπαν δτι «κατά τή γνώ μη του (τοϋ Τόινμπι) τά γεγονότα άποτελοΟν Ιτοιμα. άντικειμενικά στοιχεία». Μά δέντό καταλαβαίνουμε δταν διαμαρτύρεται ένάντια στδν ισχυρισμό τοϋ Γκίιλ δτι κατά τδν Τόινμπι «αύτά (τά γεγονότα) δέν είναι γεγονότα, παρά ύποκειμενικές παραστάσεις γιά γεγονότα» καί ένάντια στδν Ισχυρισμό τοϋ ’Έρνεστ Μπάρκερ δτι κατά τδν Τόινμπι «αυτά (τά γεγονότα) δέν είναι πρωτογενή καί. άντικειμενικά γεγονότα... αύτά είναι δευτερογενή καί ύποκειμενικά κατασκευάσμα τα».2 Ό αλήθεια είναι δτι δ Τόινμπι ταλαντεύεται στό νά δρίσει τά «γεγονότα» ώς πράγματα, πού είναι δλότελα κατασκευασμένα άπδ τή συνείδηση τοϋ ίστορικοΟ ή μόνον έν μέρει είναι κατασκευασμέ να άπ’ αύτόν. Μά σέ τέυοια περίπτωση προκύπτει τδ έρώτημα: τί άποτελοΟν ουσιαστικά τά «γεγονότα» κατά τόν Τόινμπι —είναι δλότελα κα τασκευάσματα τής συνείδησης καί στή συνείδηση τοϋ γνωστικοϋ ύποκειμένου ή μόνον èv μέρει ; Ά ν είναι μόνον έν μέρει, τότε σέ ποιδ βαθμό είναι κατασκευάαματα καί σέ ποιδ νόημα; Έδώ ή έτυμολογία τής λατινικής λέξης facta δπου ό Τόινμπι καταφεύγει άδιάκοπα, είναι άνήμπορη νά διευκρινίσει τό
1. Ibid., ρ. 230. (βλ. σημ. 2, σελ. 495). 2. A. J. Toynbee, op. cit., p. 229.
496
έρώτημα. Γιατί ή λατινική λέςη factum σημαίνει «Ιργο, έργαιία, διάβημα, περιπέτεια», ή λέξη factus —«Ιντεχνα καμω μένος, ταχτοποιημένος, επεξεργασμένος». Ά ν ξεκινήσουμε άπό τήν έτυμολογία τής λέξης «γεγονός», θά μπορούσαμε νά δνομάσουμε «γεγονός» καί τόν Πύργο τοΟ Ά ϊφ ελ, καί τήν πόλη τοϋ Λονδί νου, καί τήν ’Οκτωβριανή ’Επανάσταση, καί τήν παράστασή μας γιά τόν Πύργο τοϋ Ά ϊφ ελ καί γιά τήν πόλη τοϋ Λονδίνου, καί τήν παράσταση για τόν κένταυρο. ”Ολ’ αύτά τά «πράγματα* Ιχουν φτιαχτεί μέ τή συμμετοχή τής ανθρώπινης δραστηριότητας καί τής άνθρώπινης συνείδησης. Άλλά ή φύση αύτών τών «γεγονότων» είναι τελείως διαφορετική. Ό Πύργος τοΰ Ά ϊφ ελ καί τδ Λονδί νο είναι αντικειμενικές πραγματικότητες πού μπορούμε νά έπισκεφτοΰμε, νά δοΰμε, νά περιδιαβάσουμε κ.ά. Ή -,ταράσταση γιά τόν κένταυρο άποτελεί έπίσης γνωστική :-Ικόνχ, πού ύπάρχει έπίσης στή συνείδησή μας, άλλά πού σ’ αύτήν τίποτε δέν αντιστοιχεί στήν πραγματικότητα. Γεννιέται τδ έρώτημα: ποιά άπό τοΰτα τά «κατασκευάσμα τα» κατά τόν Τόινμπι είναι «γεγονότα» καί ποιά δχι ; 'Ολοφάνερα δ Τόινμπι θέλει νά πει πώς τά Ιστορικά γεγονό τα δέν είναι «γεγονότα» τοΰ είδους «τό γεγονός — κένταυρος», βτι αύτά Ιχουν δημιουργηθεΐ, κατασκευαστεί άπό άντικειμενικά ύτταρκτό Ιστορικό περιεχόμενο, πού είναι Επεξεργασμένο καί διαμορ φωμένο στή συνείδηση τοΰ Ιστορικού. Μέ τοΟτο, δμως, δέν άλλάζουν τά πράματα. Γιατί δλες μας οί παραστάσεις καί ϊννοιες δέν άποτελοϋν τίποτες άλλο παρά, κατά τήν Ικφραοη τοϋ Μάρξ, τό ύλικό, μεταφρασμένο καί. έπεξεργασμένο στόν άνθρώπινον έγκέφαλο, στήν άνθρώπινη συνείδηση. Κάτι παρόμοιο Ιχει ύπόψη του καί δ Τόινμπι δτοον Ισχυρίζεται πώς τά Ιστορικά «γεγονότα» δέν είναι πράγματα καί συμβάντα πού ύπάρχουν ϊξω άπό τή συνείδηση τοΟ Ιστορικού, μά είναι φιλτραρισμένα μέσ’ άπό τή συνείδησή του καί ύπάρχουν σ’ αύτή. Μά στό βαθμό πού τό Ιστορικό «γεγονός» δέν εί ναι τό ίδιο τό ιστορικό συμβάν, άλλά τδ συμβάν φιλτραρισμένο, με ταφερμένο καί έπεξεργασμένο στήν άνθρώπινη συνείδηση, αότό δέν είναι τίποτε άλλο παρά ύποκειμενική εικόνα κάτι πραγματι κού. Μαζί μέ ύποκειμενυκούς Ιδεαλιστές σάν τόν Μπέκερ καί τόν Πάραηζ 6 Τόινμπι θά μποροΟσε νά πεϊ: Ινα «Ιστορικό γεγονός» δέν
32
497
άποτελεΐ ëva πραγματικό Ιστορικό συμβάν, άλλά τόν Ισχυρισμό μας, τήν εικόνα μας ή τήν έρμηνεία μας αύτοΟ τοϋ συμβάντος, πού Εχουν δημιουργηθεΐ άπό τόν Ιστορικό, καί τό Ιστορικό γεγονός δέν ύπάρχει ώσπσυ νά δημιουργηθεΐ στή συνείδηση τοΟ Ιστορικού. Νά γιατί ό Γκίιλ καί δ Μπάρκερ Εχουν δίκιο δταν ισχυρίζον ται πώς τά «ιστορικά γεγονότα», πού γι’ αύτά μιλάει δ Τόινμπι, δέν άποτελοΰν άντικειμενικά, πραγματικά γεγονότα, μά «ύποκειμενικές παραστάσεις γιά γεγονότα», «δευτερογενή καί ύποκειμενικά κατα σκευάσματα». Είτε τά Ιστορικά γεγονότα θά δριστοϋν άπλώς ώς «σύμβολα», «διατυπώσεις», «γενικεύσεις» καί «καταστάσεις» είτε ώς «πράγμα τα καί συμβάντα «φιλτραρισμένα», δηλαδή έπεξεργασμένα καί κα τασκευασμένα στή συνείδηση τοϋ γνωστικού ύποκειμένου, δ έ ν ε ί ν α ι Αντικειμενικές πραγματικότητες καί δ ε δ ο μ έ ν α . Καί άπό έδώ πιά έπιχειρούνται ot παρα πέρα έπιθέσεις ένάντια στήν Ολιστική θεωρία τής Ιστορικής γνώ σης ώς άντανάκλασης τής άντικειμενικής Ιστορικής πραγματικότη τας καί έξάγονται άγνωστικιστικά, ύποκειμενικοΐδεαλιστικά, άνορθολογικά καί μυστικιστικά συμπεράσματα. Πρώτο, έφόσον τά ίστορκιά γεγονότα δέν άποτελούν άντικειμενικές πραγματικότητες, τότε, δπως γράφει δ Γκ. Ρίτερ, «στήν ούσία της ή Ιστορία δέν άποτελεΐ Αντανάκλαση άντικειμενικών διαδικασιών» καί δέν είναι δυνατή καμιά άντικειμενική άλήθεια, γιατί «δέν ύπάρχει καμιά δυνατότητα νά έλεγχτεΐ ή άντικειμενική δρθότητα τής Ιστορικής παράστασης Ακολουθώντας τόν δρόμο τής σύγκρισης μέ τό πρωτότυπο, γιά νά διαπιστώσουμε τήν «όμοιότητα» ή τήν «άνομοιότητα». Πουθενά στίς πηγές δέν ύπάρχει τέτοιο «πρωτότυπο».1 Ξεκινώντας άπό τήν ίδια δοξασία γιά τό Ιστορικό γεγονός, ό Ζ. Μαριτέν τονίζει πώς «ή Ιστορία δέν άναζητεΐ μιά Αδύνατη «σύμπτωση» μέ τό παρελθόν».2 Δεύτερο, ξεκινώντας άπό τή δοξασία πώς τά «Ιστορικά γεγο νότα» δέν άποτελούν Αντικειμενικές πραγματικότητες, Αλλοι Αστοί 1. Παραθ. κατά: Β. Ί . Σάλοφ, «Ή σύγχρονη δυτικογερμανική άστική Ιστοριογραφία, σελ. 132, 144, (στά ρωσικά). 2. J. Maritain, On the Philosophy of History, p. 2.
498
συγγραφείς άρνιοϋνται γενί/κά τή δυνατότητα γιά δποιαδήποτε γνώση τοϋ παρελθόντος οώτή καθαυτή. «Ή Ιστορία, πού διαβάζου με — γράφει δ Τ ζ . Μπάρα/κλαφ— , άν καί. είναι θεμελιωμένη πάνω 'Λ γεγονότα, αυστηρά, ειπωμένο, δέν είναι καθόλου πραγματική, άλλά μιά σειρά άπδ άποδεκτές έκτιμήσεις»,1 «γιατί είναι άπλώς άναληθές, δτι τδ παρελθόν (δπως συχνά λέγεται) «ύπάρχει αύτό καθαυτό». Κάποτε τό παρελθόν μπορεΐ νά ύπήρχε αύτό καθαυτό, σήμερα, 2μως, αύτό γενικά δέν ύπάρχει — είναι τόσο νεκρό, δσο καί οί άνθρωποι πού τό δημιούργησαν».2 "Οπως σημειώσαμε, μιά σειρά άστοί φιλόσοφοι καί φιλοσοφούντες ιστορικοί περνούν εύκολα άπό τόν άγνωστικιαμό στόν ύποκειμενικδν Ιδεαλισμό, γιά νά άρνηθοϋν γενικά τήν άντικειμενική πραγματικότητα το0 Ιστορικού παρελθόντος. «Τό παρελθόν — γρά φει δ Ί . Φόγκτ— δέν άποτελεΐ κάποια χειροπιαστή ένότητα, κάποια μορφή, πού θά μπορούσαμε νά άνυψώσουμε άπδ τδν ύπόγειο κόσμο σά μιά Ευρυδίκη, δέν άπαρτίζεται άπδ μιά καταγραφή γε γονότων, πού θά μπορούσαμε νά τή λάβουμε άπλώς γιά είδηση. Τό παρελθόν δέν ύπάρχει χωρίς τόν άνθρωπο, πού θυμάται, χωρίς τόν έρευνητή, πού διαμορφώνει τδ παρελθόν».3 Τέλος, έφόσον ή ίστορία άποτελεΐ σύνολο άπδ γεγονότα, έφόσον τά Ιστορικά γεγονότα δέν ύπάρχουν άντικειμενικά, παρά είναι δημιουργήματα, κατασκευάσματα τής συνείδησης τοΟ ιστορικού — τότε ή ίστορία δέν είναι καί δέν μπορεΐ νά είναι άντικειμενική πραγματικότητα. «Ή ίστορία — γράφει δ Μάικλ Τ ζ . Όουκσιοτ— είναι ή πείρα τοΰ ιστορικού. Δέν έχει δημιουργηθεΐ άπδ κανέναν άλλον έξόν άπό τόν ίστορικό: νά γραφτεί ή ίστορία είναι δ μονα δικός τρόπος νά γίνει αύτή».4 Κατ’ αύτόν τόν τρόπο τό ιστορικό παρελθόν καί γενικά ή πραγματική ίστορία άποκλείονται άπό τή σφαίρα τής ιστορικής γνώσης. Ή ίστορική γνώση γίνεται άδύνατη ώς άντανάκλαση. Έ
1 G . Bareaclough, History in a Changing World, p. 14. 2. G . Baraclough, op. cit., p. 14. 3' J Vogt, Wahrheit it der Geschichtswissenschaft. In : «Die Wissenschaffen und die Wahrheit», s. 92. 4. Παραθ. κα τά : F . H. C arr, What is History, p. 22.
499
ι5ια ή ίστορία καί ή ιστορική γνώση μετατρέπονται σέ «πείροι», σέ ύ-οκειμίνικό βίωμα καί αύτοβίωμα τοϋ άτομικοΰ έγώ. Έ μελέ τη τών αντικειμενικών ιστορικών γεγονότων καI ντοκουμέντων ου σιαστικά γίνεται περιττή, γιατί, δπως σημειώνει δ Έ . Κρέμερ, ή ιστορική εικόνα παρέχεται a priori μέσα στούς ίδιους τούς έ αυτούς μας».1 Χάρη σ’ αυτό Ανοίγεται μια μεγάλη δ,πλα γιά τόν απριορισμό, γιά τόν ίντουϊτιβισμό,* γιά τόν άπόλυτο ύποκειμενισμδ καί ρελατιβισμό, για κάθε λογής δημιουργικές έπινοήσεις καί Υποκειμενικά κατασκευάσματα τής «ίστορικής φαντασίας». ’Αλ λά γι’ αύτό πάλι ή αντικειμενική άλήθεια, ή έπιστημονική Ιστο ρική γνώση, ή ιστορική έπιστήμη γίνονται άδύνατες.
Άντικειμενικοϊδεαλιστικές έρμηνεϊες τοϋ ίστορικοΰ γεγονότος ώς γνωσιολογικοΟ προβλήματος — Μπ. Κρότσιε και Ν. Μπερντιάεφ. Σέ διάκριση άπό τούς Υποκειμενικούς ιδεαλιστές, οί Αντικει μενικοί ιδεαλιστές δέ συνταυτίζουν τά Ιστορικά γεγονότα, τήν Ιστο ρική πραγματικότητα μέ τά Υποκειμενικά βιώματα τοϋ άτομικοϋ έγώ, άλλά μέ τούς «μύθους», τΙς «παραδόσεις», τήν «ιστορική μνή μη», πού έπίσης άποτελοΰν γνωστικές, άν καί διαστρεβλωμένες εΐ1. Παραθ. κατά : Β. Ί . Σαλοφ, « Ή σύγχρονη δυτικογερμανική άστική Ιστοριογραφία», σελ. 132, (στά ρωσικά). •Ό Ι ν τ ο υ Ι τ ι β ι σ μ ό ς άποτελεΐ {δεαλιστικό ρεΟμα στήν άστική φιλοσοφία, που θεωρεί πώς ή ούσία τής πραγματικότη τας δέν μπορεϊ νά γνωστεί μέ τό λογικό καί τίς αίσθήσεις, άλλά μόνο διαμέσου τής «άμεσης ένατένισης», τή ς ένόρασης ή διαίσθη ση ς, δηλαδή άντιτάσσει στήν δρθολογική γνώση τήν άμεση κατάκιησ η τϊ|ς άλήθειας, χωρίς τή μεσολάβηση τής συνείδησης. Έ ν ώ ό ( ν τ ο υ ΐ σ ι ο ν ι σ μ ό ς άποτελεΐ Ιδεαλιστικό ρεϋμα στή σύγ χρονη άστική Φιλοσοφία τών Μ αθημοτικών, πού άρνιέται κάθε άδειζη γιά τήν ύπαρξη μαθηματικών άντικειμένων Εξω άπό τή συνεί δηση τοΟ άνθρώπου. Σέ διάκριση άπό τόν ΙντουΙτιβισμό, ό ίντουΐσιονισμός δέν Αντιτάσσει τήν ένόραση στή λογική. (Σημ. τ. Μ ετ.).
500
κόνες τής πραγματικότητας πού άπσδίδονται δχι στήν άτομική συνείδηση, παρά σέ κάποια « σ υ λ λ ο γ ι κ ή συνείδη ση». «συλλογική μνήμη», «καθολικό πν ε Ο|ΐ α» ή απλώς στό «θ ε ί ο π ν ε ύ μ α » . Κατά τόν Κρότσιε, «δέν ύπάρχει καμιά άλλη Ιστορία έξόν άπό τήν Ιστορία τοΰ πνεύματος»,1 που είναι «συγκεκριμένο καί ταυ τόχρονα καθολικό». «Ή ίστορία μας είναι ίστορία τής ψυχής μας· καί ή Ιστορία τής ανθρώπινης ψυχής είναι ή Ιστορία τού κόσμου». «Ό άνθρωπος είναι £νας μακρόκοσμος δχι στό νατουραλιστικό, μ ΐ στό Ιστορικό νόημα, μια σύνθεση τής παγκόσμιας ίστορίας». « Έ ί στορία δέ μά; έχει δοθεί άπό έξω, άλλα ζεϊ μέσα μας». ΓΓ αύτόν τόν λόγο, νά γνωρίσουμε τήν ίστορία θά πεί «γιά δεύτερη φορά νά τή βιώσουμε -στόν έαυτό μας», ένώ ή ιστορική γνώση δέν είναι τί ποτε άλλο παρά ύπόμνηση γιά κάτι πού περιέχεται κιόλα στή σ> νείδησή μου.2 Ό Κρότσιε δέν άρνιέται τόν ρόλο καί τή σημασία τών Ιστο ριογραφικών ντοκουμέντων, άλλά δχι ώς πηγών Ιστορικής γνώ σης, παρά ώς §να είδος καταλυτών γιά τήν Ιστορική ύπόμνηση. <Εκείνο — γράφει ό ίδιος— πού όνομάζουν ιστοριογραφικά ντο κουμέντα— είτε είναι αύτά γραφτά, λαξευμένα, ζωγραφισμένα, !γγραμμένα σέ δίσκους γραμμοφώνου, είτε βρίσκονται ώς σκελετοί καί απολιθώματα στή Φύση— , δλα τούτα δέν ένεργούν ώς μαρτυ ρίες καί δέν είναι καθόλου μαρτυρίες ώσπου νά προξενήσουν καί νά έπιβεβαιώσουν θύμησες καί ψυχικές καταστάσεις πού βρίσκον ται μέσα μου' άπό κάθε άλλη άποψη αύτά παραμένουνε χρώματα χαρτί, πέτρα, μέταλλο...».3 Ά ν κα! είναι καταρχήν Αντικειμενικός Ιδεαλιστής, στόν το μέα τής θεωρίας τής ιστορικές γνώσης ό Κρότσιε δημιούργησε ά κριβώς άπάνω στό έδαφος τοΰ άντικΐίμενικοΰ Ιδεαλισμοΰ καί τής •δεαλιστικής του διαλεκτικής μιά καθαρά ύποκειμενικοϊδεαλιστική άπριοριστική καί ένοραματική θεωρία, ένώ δ «άπόλυτος ιστορι σμός» του, δπως είναι γνωστό, άποτελεί άκραία μορφή τοΰ ίστορι-
1. Β. Crose, Die Geschichte als Gedanke vnd als T at, s. 481. 2. B. C roce, op. cit. s. 40, 43 3. Ibid., s. 42.
BOl
κοΰ ρελατιβισμού. Τήν ϊδια συγχώνευση τοδ άντικειμενικού Ιδεαλισμού σέ ύποκειμενικόν Ιδεαλισμό βρίσκουμε καί στή θεωρία τής Ιστορικής γνώ σης τοΰ Ν. Μπερντιάεφ, μέ τή διαφορά πώς σ’ αύτήν δ Ιντουΐτιβισμός καί δ υποκειμενισμός Ιχουν συνενωθεί μέ τδν μυστικισμό τοΓ» πλατωνισμού καί μέ τή θρησκευτική πίστη, γιά νά μετατραποΰν σέ μιά σπάνια ώς πρός τήν άνεπιστημονικότητά της άντιΟλιστική θε ωρία. Ή άφετηρία στή θεωρία τής Ιστορικής γνώσης τού Μπερν τιάεφ είναι ή θέση πώς ή ιστορική γνώσης Ιχει γιά άντικείμενο δχι τδ «έμπειρικό», δχι μιά άντικίίμενική πραγματικότητα, άλλά «μεταθανάτια ζωή», «έπέκεινα κόσμον». «Ή Ιστορία — γράφει δ Μ-ερντιάεφ— δ έ ν άποτελεΐ άντικειμενικό έμπειρικό δεδομένο, ή ίστορία είναι μύθος. Ό μύθος πάλι είναι διαφυλαγμένη στή λαϊκή μνήμη αφήγηση γιά έπεισόδια πού Ιγιναν στό παρελθόν, άφήγηση πού ξεπερνάει τά δρια τής έσωτερικής άντικειμενικής πραγματικότητας καί πού άποκαλύπτει τήν ιδανική, ΰποκειμενικοαντικειμενική πραγματικότητα».1 Ή Ιστορία είναι δρισμένη "ράξη άναμόρφωσης τού μεγάλου Ιστορικού παρελθόντος, δπου γίνεται Εσωτερική σύλληψη τοΰ ίστορικοΰ άντικειμένου, έσωτερική διαδικασία πού συγγενεύει τό ύποκείμενο μέ τδ άντικείμενο. "Οταν αύτά είναι έντελώς ξεκομμένα ή σύλληψη είναι άδύνατη. Ό λ ’ αύτά — συνεχίζει δ Μπερντιάεφ— μέ δδήγησβν στήν ίδέα πώς πάνω στήν ιστορική γνώση πρέπει νά έξαπλωθεΐ, μέ δρισμένες άλλαγές, ή πλατωνική διδασκαλία γιά τή γνώση ώς ύπόμνηση».2 Σύμφωνα μέ τή μπερντιαεφική έκίοχή τής πλατωνικής διδαισκαλίας γιά τή γνώση, ή ίστορική γνώση άποτελεΐ «έσωτερική υπόμνηση, έσωτερική μνήμη καθετί, μεγάλου πού ϊγινε στήν ίστο ρία τής άνθρωπότητας, κάποια βαθιά συνένωση, συνταύτιση έκείνου πού γίνεται άπδ μέσα, στό ϊδιο τό βάθος τοΰ γνωστικού πνεύμα τος μέ έκεΐνο πού κάποτε ύπήρχε στήν Ιστορία, στίς διάφορες έπο-
Χέ€»·3
1. Ν. Μπερντιάεφ. «Τό νόημα τής Ιστορίας», σελ.. σικά) 2. Στό Ιδιο, σελ. 30. 3. Ν. Μπερντιάεφ, op. cit., σελ . 30 - 31.
502
29, (στά ρβ-
"Ομοια μέ τόν Πλάτωνα καί τόν Κρότσιε, δ Μπερντιάεφ φρο νεί πώς <κάθί άνθρωπος ώς πρός τήν έσωτερική του φύση άποτελεΐ... ενα μνκρόκοσμο, δπου άντικαθρεφτίζεται καί φωλιάζει δλόκληρος ό πραγματικός κόσμος καί δλες οί μεγάλες ιστορικές έπο χές». Γ ι’ αύτόν τόν λόγο ή διαδικασία τής ίστορικής γνώσης άποτελεϊ διαδικασία έοωτερικοΰ «φωτισμοΰ», «βυθίσματος», «ύπόμνηαη», δπου ή συνείδηση τοΰ γνωστικοΰ Υποκειμένου Ανακαλύπτει έ σα στόν έαυτό τ η ς «δλες τΙς μεγάλες ιστορικές έποχές, όλάκερη τήν ίστορία τοΰ κόσμου, πού μ’ αύτήν άσχολεΐται ή ιστορική έπιστήμη». Καί μιά καί δ άνθρωπος Ανακαλύπτει τήν ί στορία δχι Ιξω άπό τόν έαυτό του, άλλά μέσα στόν έαυτό του, «τό να προχωρεί κανείς στά βάθη τών καιρών σημαίνει νά προχωρεί στά βάθη τοΰ ίδιου τοΰ έαυτοΰ του». "Ομοια μέ τόν Κρότσιε, δ Μπερντιάεφ φρονεί πώς τά ιστορι κά μνημεία, ή Ιστορική γραμματεία, ή Αρχαιολογία δέ μδς Απο καλύπτουν τό ιστορικό παρελθόν. Αύτά μποροΰν νά χρησιμέψουν μόνον ώς «έξωτερική Αφορμή, ώθηση, Αφετηρία» γιά τήν Εναρξη τής διαδικασίας τοΰ αύτοβυθισμοΟ κα! τής έσωτερικής ύπόμνησης. Έ τ σ ι, λογουχάρη, Αν ύπάρχει κατάλληλη «έξωτερική Αφορμή», κάθε Ανθρωπος είναι τάχα «ύποχρεωμένος» άκολουθώντας τόν δρό μο τής ύπόμνησης να άνακαλύψει «μέσα στόν έαυτό του» δλάκε-
fr τήν ίστορία τής άρχαίας Ελλάδας, τοΰ Αρχαίου έβραϊκοΰ κό σμου κ.ά.1
Κριτική τών ίδεαλιστικφν θεωριών τής ίστορικής γνώσης. Ή Αφετηρία δλων τών Ιδεαλιστικών θεωριών τής ίστορικής γνώσης είναι ή άρνηση τής Αντικειμενικής πραγματικότητας τοΟ άντικειμένου τής ιστορικής γνώσης — ή άρνηση τής ίστορικής 1Εέλιξης τής άνθρώπινης κοινωνίας ώς ρεαλιστικής διαδικασίας πού ξετυλίγεται Αντικειμενικά, Ιξω καί Ανεξάρτητα άπό τή συνεί-
1. Μπβρνιιάεφ, op. cit., σελ . 31.
603
δηση τού γνωστικού ύποκειμένου. "Ολες αυτές συνταυτίζουν τήν άντικειμενική ιστορική πραγματικότητα pi τή γνώση γι’ αύτήν τήν πραγματικότητα, ϊτζ: που Αναπόφευκτα συνταυτίζουν τό Αντι κείμενο τής γνώσης μέ τό ύποκείμενο τής γνώσης. Γ ι’ αύτόν τόν λόγο καί ή ύλιστική κριτική τών Ιδεαλιστικών θεωριών γιά τήν Ιστορική γνώση πρέπει ν’ Αρχίσει μέ κριτική αύτής τής Αφετηρίατους. Στή βάση δλων τών Ιδεαλιστικών καί άγνωστικών θεωριών τής Ιστορικής γνώσης κείτεται ή δοξασία πώς Αντικείμενο ;ής ι στορικής γνώσης Αποτελοϋν καί μπορούν να Αποτελοϋν μ ό ν ο "ερασμένα συμβάντα, πού Ιχουν πιά τελειώσει καί πιά δέν ύπάρ χουν στήν πραγματικότητα, ένώ ή ιστορική γνώση Αποτελεί Α ν α δ ρ ό μ ι κ ή γνώση. Αύτή καθαυτή ή δοξασία γιά τήν Αναδρομικότητα τής Ιστο ρικής γνώσης δέν είναι ταυτόσημη μέ τόν Αγνωστικισμό καί τόν ιδεαλισμό. Αύτή ή δοξασία μπορεί να είναι καί ύλιστική. Είναι, δμως, γεγονός δτι χρησιμεύει ώς Αφετηρία δλων τών Αγνωστικών καί Ιδεαλιστικών θεωρητικολογιών, κάθε Αγνωστικής καί. ίδεαλιστικής κριτικής τής ύλιστικής θεωρίας τής ιστορικής γνώσης ώς Αντανάλασης. Είδαμε πώς δχι μόνον οί Αγνωστικιστές Αλλά καί οί ύποκειμενικοί Ιδεαλιστές δέ»/ Αρνιοΰνται πώς τά ιστορικά συμβάντα μπορ-ΐ κάποτε καί να ύπήρξαν. Τό ζήτημα βρίσκεται στό δτι δταν γίνον ται Αντικείμενο τής ιστορικής έπιστήμης, τής έρευνητικής δράσης τοΰ Ιστορικού, αύτά δέν ύπάρχουν πιά. Ό Ιστορικός δέν μπορεί να τά Αντιληφτεΐ άμεσα ώς Αντικειμενική πραγματικότητα, νά τά πα ρατηρεί καί έρευνάει άμεσα, νά κάνει πειράματα μ’ αύτά χΑ. θ έ λοντας καί μή b Ιστορικός Ασχολεΐται δχι μέ τά Ιδια τά Ιστορικά συμβάντα, άλλά μέ όρισμένα ντοκουμέντα ή άλλα κατάλοιπα τοΟ παρελθόντος, πού διαμέσου τους πρέπει νά μελετάει τό ϊδιο τό Ι στορικό παρελθόν. Στό βαθμό πού αύτά είναι γραφτά ντοκσυμέντα, 6 Ιστορικός πρέπει νά άποκαλύψει, δηλαδή νά άναπαραστήσει μέ σα του καί γιά δεύτερη φορά νά βιώσει έκεΐνο πού ήθελε νά πει δ συγγραφέας τοΰ Αντίστοιχου Ιστορικού ντοκουμέντου. Άκριβώς άπό έδώ έξάγονται Αγνωστικιστικά καί ύποκειμενικοΐδεαλιστικά συμ περάσματα. πού στρέφονται ένάντια στίς ίδιες τις βάσεις τής ύλι-
504
στικής θεωρίας γιά τήν ιστορική γνώση ώς άντανάκλαση. Πρώτο, έφόσον τά άντικείμενα τής Ιστορικής γνώσης δέν ύ πάρχουν, τότε ή άντικειμενική άλήθεια στήν ιστορική γνώση εί ναι άδύνατη, μιά καί δ ίστορικδς δέν μπορεΐ νά συγκρίνει τή γνώ ση του, οηλα/5ή τή γνωστική εικόνα μέ τδ «πρωτότυπο», μέ τά Ι στορικά συμβάντα αύτά καθαυτά καί νά έξακριβώσει τδ δτι ή γνω στική εικόνα άντιστοιχεΐ ή δέν αντιστοιχεί στδ άντικείμενο πού άφορά. Ό ίστορικδς δέν έχει τή δυνατότητα νά έλέγξει τήν Ορθό τητα. τών Ισχυρισμών του μέ τή βοήθεια τοΰ πειράματος καί γενικά τής κο:νωνικοΐστορικής πράξης. Γενικά δέ διαθέτει κανένα άντικειμενικδ κριτήριο γιά τδν καθορισμό τής ιστορικής άλήθειας. Καί δλ’ αύτά σημαίνουν δτι αυτά καθαυτά τά Ιστορικά γεγονότα είναι άγνώσιμα. Δεύτερο, ξεκινώντας άπδ τή θέση πώς ό ίστορικδς μελετάει τά Ιστορικά συμβάντα δχι άμεσα, άλλά διαμέσου ιστορικών ντοκου μέντων, πού τδ Ιδεϊκό τους περιεχόμενο πρέπει νά άναποραστήσει καί γιά δεύτερη φορά νά τδ βιώσει, άστοί συγγραφείς δπως δ Κολινγουουντ μεταφέρουν όλότερα τδ άντικείμενο τής Ιστορικής γνώ σης άπδ τήν άντικειμενική πραγματικότητα στό υποκειμενικό έγώ — στή συνείδηση τοΰ γνωστικού ύποκειμένου, τοΟ ίστορικοΰ. •Αύτδ (τό άντικείμενο τοΰ Ιστορικοΰ) είναι έπίσης ύποκειμεν'.κ4, δράση έκεινοΰ τοΰ ιστορικού».1 Τρίτο, έφόσον τό άντικείμενο τής Ιστορικής γνώσης δέν είναι τίποτε άλλο παρά «πείρα», τά βιώματα τοΰ ϊδιου τοΰ Ιστορικού, τό τε αύτό δέν ύπάρχει έξω καί άνεξάρτητα άπδ τό γνωστικό ύποκείμενο, άλλά είναι ταυτόσημο μ’ αύτό καί. σέ τέτοια περίπτωση ή Ι στορική γνώση γενικά είναι άδύνατη ώς άντανάκλαση κάποιος Αν τικειμενικής Ιστορικής πραγματικότητας. Νά γιατί φρσνοΟμε πώς t κριτική τών άγνωστικιστικών καί τών ίδεαλιστι·κών θίωριών τής Ιστορικής γνώσης πρέπει ν’ άρχίσει μέ τήν κριτική τής λαθε μένης δοξασίας δτι ή ιστορική γνώση είναι δλότελα ταυτόσημη μέ τήν άναδρομική ίστορική γνώση. 'Οπως ύπσγραμμίσαμε κιόλας καί πριν άπ’ αύτό, δέν άρνιούμαστε τό άναντίρρητο γεγονός δτι στό μεγαλύτερο τμήμα της ή I1. R. G. Col ling wood. The Ibea o f History, p. 218.
606
στορική έπιστήμη είναι Αναδρομική γνώση. Εϊτε θά δρίσουμε τήν ίστορία ώς άντικατάσταση ξεχωριστών κοινωνικών σχηματισμών, ξεχωριστών έποχών, ξεχωριστών γε νεών ή ώς δράση τοϋ κοινωνικού Ανθρώπου, πού Επιδιώκει τούς σκοπούς του — σ’ δλες αύτές τΙς περιπτώσεις Εχουμε μπροστά στά μάτια μας τήν πραγματική διαδικασία τής έξέλιξης τής άνθρώπι νης κοινωνίας. Άκριβώς αύτή ή διαδικασία, παρμένη στή νομοτε λειακή της ένότητα καί πολυμορφία, άποτελεΐ άντικείμενο τής Ι στορικής έπιστήμης. Κ ι’ αύτή δέν Εγινε μόνο στό παρελθόν. Αύτή Εχει τό π α ρ ε λ θ ό ν της, τό π α ρ ό ν της καί. τό μ έ λ λ ο ν της. Ή ιστορική έπιστήμη μελετάει καί πρέπει νά μελε τάει αύτές τΙς τ ρ ε ΐ ς πλευρές τής διαδικασίας τής Ιστορικής έξέλιξης τής κοινωνίας. Μπορεϊ πολύ νά συζητηθεί τό ποιά συμ βάντα πρέπει νά θεωροϋνται ώς ιστορικά καί. ποιά δχι. Κανένας, δμως, δέν μπορεϊ νά άρνηθεΐ πώς ή Μεγάλη ’Οκτωβριανή Σοσια λιστική ’Επανάσταση, ό Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, οί Σο σιαλιστικές Επαναστάσεις μετά τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δ πόλεμος τοΟ βιετναμικοΟ λαοΟ ένάντια στούς ’Αμερικάνους κατα χτητές, δ Επιθετικός πόλεμος τοΟ ’Ισραήλ ένάντια στά άραβικά κράτη, ή Εκπλήρωση τών πεντάχρονων καί άλλων προγραμμάτων τών σοσιαλιστικών χωρών Αποτελούν ιστορικά συμβάντα. Προβάλ λει τό έρώτημα: ώς ποιό βαθμό τούτα τά συμβάντα πρέπει νά ά“ ομακρυνθοΰν στό χρόνο, γιά νά μπορούν νά γίνουν άντικείμενο τής έπιστημονικής ίστορικής Ερευνας καί γιατί πρέπει δπωσδήποτε νά περάσουνε στό παρελθόν, νά πάψουν νά είναι άμεση πραγμα τικότητα, γιά νά γίνουν άντικείμενο τής ιστορικής Ερευνας καί γνώσης; Μήπως Ενα άντικείμενο ή Ενα συμβάν είναι δυνατό νά τό μελετήσουμε καί νά τό γνωρίσουμε καλύτερα δταν πιά δέν ύπάρχει καί δέν ύπόκειται σέ άμεση παρατήρηση καί έρευνα, χρησιμοποι ώντας τά διάφορα σχετικά ντοκουμέντα καί τά ίχνη πού άφησε πί σω του, ή δταν είναι μιά πραγματικότητα προσιτή γιά άμεση πα ρατήρηση καί Ερευνα; Κανένας άπό έκείνους πού Υπερασπίζουν τή θέση γιά τήν ι στορική έπιστήμη ώς Αναδρομική γνώση δέν Εδωσε καί. δέν μπορεϊ νά δώσει μιά κάπως πειστική άπάντηση σ’ αύτά τά έρωτήματα. Όσον Αφορά τό μαρξισμό, ή δοξασία γιά τήν δυνατότητα καί τήν
506
άναγκαιότητα τής «σύγχρονης ιστορίας» πηγάζει άπό τήν ϊδια τήν Ιστορική λογική τής δικής του θεωρίας τής Ιστορικής γνώσης καί άπό τίς προφητικές άνάγκες τοΟ έπαναστατικοΟ άγώνα. Στήν έργασία του μέ τίτλο «Επαναστατικές ήμέρες», άφιερωμένη στή Ρωσική Επανάσταση τοΟ 1903, δ Λένιν έγραψε: «’Εμείς πρέπει να κάνουμε τή μόνιμη δουλειά τοΟ δημοσιολόγου — νά γράφουμε τήν Ιστορία τής σύγχρονης έποχής καί νά προσπαθούμε νά τή γρά φουμε έτσι ώστε ή ήθογραφία μας νά προσφέρει τήν άναγκαία βο ήθεια στούς άμεσους μέτοχους στό κίνημα καί στούς ήρωες προλε τάριους έκεΐ, στόν τόπο τής δράσης — νά γράφουμε δτσι ώστε νά βοηθούμε γιά τή διεύρυνση, γιά τή συνειδητή έκλογή τών μέσων, τρόπων καί μεθόδων άγώνα, πού είναι Ικανοί μέ τή μικρότερη δα πάνη δυνάμεων νά δώσουν τά μεγαλύτερα καί τά σταθερότερα άποτελέσματα».1 Παραπέρα, τονίζοντας δτι στήν ίστορία τών έπζναστάσεων βγαίνουν στό φώς τής ήμέρας άντιθέσεις πού ώριμάζουν μέ τΙς δεκαετίες καί τούς αΙώνες, δτι ή ζωή γίνεται άαυνήθιστα πλούσια, ένώ «οί μάζες διδάσκονται άπό τήν πράξη, κάνοντας μπροστά στά μάτια δλων δοκιμαστικά βήματα, ψηλαφώντας τόν δρόμο, χαράζοντας τά καθήκοντα, έλέγχσντας τόν έαυτό τους καί τΙς θεωρίες τών Ιδεολόγων τους», ό Λένιν συνεχίζει: «Ή ίστορία αύτοΰ τοΟ άγώνα πρέπει νά μετριέται μέ τις μέρες. Καί δχι 4σκοπα όρισμένες Ιφημερίδες τού έξωτερικού καθιερώνουν κιόλας «Η μερολόγιο τής Ρώσικης Επανάστασης». Νά δημιουργήσουμε £να τέτοιο ήμερολόγιο κι’ έμεΐς». Οί κλασικοί τού μαρξισμού δχι μόνον ύπογραμμίζουν τή δυνα τότητα καί τήν άναγκαιότητα νά γράφεται ή ίστορία τής σύγχρονης έποχής. Μάς κληροδότησαν μιά σειρά έργα τους δπως «Ή ταξική -τάλη στή Γαλλία άπό τό 1848 ώς τό 1850», « Έ 18η Μπριμές τοΟ Λουί Μποναπάρτ», «Ό έμφύλιος πόλεμος στή Γαλλία» καί πολλά άλλα, πού άποτελοϋν λαμπρό παράδειγμα γιά τό πώς μπορεί καί πρέπει νά γράφεται ή ίστορία τής σύγχρονης έποχής. Ή δυνατότητα κα) ή άναγκαιότητα «σύγχρονης ίστορίας» συνειδητοποιείται καί όπογραμμίζεται δχι μόνον άπό τούς μαρξι στές. Τ ή συνειδητοποιούν καί τήν ύπογραμμίζουν έπίσης ένας μεγά1. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 8ος, σελ. 92. (στά ρακιικά).
507
λος άριθμός άστοί συγγραφείς. Έ τ σ ι, λογουχάρη, στό άναφερμένο άπό μάς άρθρο «Ή άπόπειρα νά ζήαει κανείς μέ τό παρελθόν» 5 γνωστός Δυτικογερμανός άστός Ιστορικός Χάϊνριχ Χάϊμπελ γράφει : «Μάς λένε πώς ή ίστορία τοΟ καιρού μας βρίσκεται πολύ κοντά μας, για νά τήν κατανοήσουμε έπιστημονικά. Mè τή σειρά μας τούς δΓ.οδάλουμε τό έ ρώτημα: πρέπει άραγε να ξεχάσουμε τήν ϊδ’.α μας τήν πείρα άπό τήν Ιστορία καί κατ’ αυτόν τόν τρόπο να μήν τήν κληροδοτούμε στις γενιές; Πρέπει άραγε να κουβαλήσουμε τήν πεί ρα μας μαζί μέ τόν άνθρωπο στόν τάφο, άντί νά τή χρησιμοποιήσου με για τήν κατανόηση του παρελθόντος, μιά και. ή σύγχρονη έποχή άποτελεΐ τόσο καλή πηγή γιά τήν ίστορία, δσο τά χρονικά., τά ντο κουμέντα κα: οί κρατικές πράξεις»; Σ’ αύτό έμεΐς θα προσθέταμε πώς ή ζωντανή ίστορία, δπως κάβε ζωντανή πραγματικότητα, είναι, απροσμέτρητα πλουσιότερη πηγή για τήν ίστορία άπό κάθε λογής χρονικά, ντοκουμέντα καί κρατικές πράξεις. ’Ακόμα πιό σπουδαίο στή δοσμένη περίπτωση είναι τό γεγονός δτι καί στήν άστική ιστοριογραφία άπό καιρό ύπάρχει καί άναπτύσσεται ή λεγόμενη «σύγχρονη Ιστορία». τή
’Αλλά έφόσον δλ’ αύτά είναι έτσι, τότε ά ν α φ ο ρ ι κ ά μ έ σ ύ γ χ ρ ο ν η ί σ τ ο ρ ί α δ ισχυρισμός δτι ή Ιστορική
γνώση είναι άποκλειστικά άναδρομική, πώς άντικείμενο τής ίστο ρικής γνώσης εϊναι τάχα άποκλειστικά τά άπό καιρό τελειωμένα συμβάντα, πού δεν ύπάρχουν στό παρόν καί δέν μπορούν νά παρα τηρηθούν καί ΙρευνηθοΟν άμεσα, δέν Εχει καμιά βάση. Ή σύγχρο νη ίστορία μπορεϊ νά είναι μιά τώρα ύπάρχουσα, άμεσα δοσμένη στόν Ιστορικό άντικειμενική πραγματικότητα. Δέν Ιχει καμιά βάση έπίσης καί άναφορικά μέ τή γ ν ώ σ η γ ιά μ ε λ λ ο ν τ ι κ έ ς Ιστ ορι κέ ς π ράξε ι ς . Αύτό τό είδος Ιστορικής γνώσης είναι §να πραγματικό γεγονός. Είναι γνωστό πώς αύτό τό είδος γνώση άντλεΐται άκολουθώντας τόν δρόμο τής έρευνας τόσο τών περασμένων Ιστορικών συμβάν των, δσο Y.cd τής σύγχρονης ίστορίας, δηλαδή πάνω στή βάση τής αναδρομικής ίστορικής γνώσης καί τής γνώσης γιά τή σύγχρονη ί στορία, δηλαδή τής παροντιστικής Ιστορικής γνώσης. Είναι έπίσης γνωστό πώς ή πιστότητα αύτοϋ τοΟ είδους γνώσης μπορεϊ νά έλεγχτεϊ άπό τήν κοινωνικοϊστορική πράξη. Αύιτή είναι πού μέ άκατα
508
μάχητο τρόπο Αποδείχνει τό άν, σέ ποιό βαθμό καί γιατί ή προοπτι κή, είτε ή -ρογνωστική, ίστορική γνώση είναι άληθινή είτε δέν εί ναι αληθινή. Ή σύγχρονη κοινωνικοί—ορική πράξη δίνει τή δυνα τότητα νά έλέγχεται, διορθώνεται καί συμπληρώνεται Ινα μεγάλο μέρος τής προοπτικής ιστορικής γνώσης, που κατορθώθηκε στό πα ρελθόν, ένώ ή μελλοντική κοινωνικοϊστορική πράξη άποτελεΐ κρι τήριο για τόν καθορισμό τής πιστότητας τής γνώσης, πού κατορθώ θηκε τόσο στό παρελθόν, δσο καί στό παρόν. Καί στό βαθμό πού ή προοπτική Ιστορική γνώση βασίζεται πάνω στήν Αναδρομική καί στήν παρουσιαστική ίστορική γνώση, στόν ίδιο βαθμό καί ή μελλον τική ίστορική πράξη άποτελεΐ κριτήριο για τόν καθορισμό τής ποι ότητας τόσο τής άναδρομικής, δσο καί τής παροντιστικής Ιστορικής γνώσης. Ό λ ’ αύτά αποδείχνουν δτι τόσο ή άναδρομική δσο καί ή παροντιστική ίστορική γνώση μπορεΐ νά έλέγχεται, συμπληρώνεται, διορθώνεται καί Αναπτύσσεται μέ τή βοήθεια ένός τέτοιου αυθεντι κού καί Αντικειμενικού κριτήριου δπως ή κοινωνικοϊστορική πράξη. Αύτά δείχνουν πώς ή προοπτική, είτε ή προγνωστική, ίστορική γνώ ση είναι δλότελα προσιτή στόν Αντικειμενικό έλεγχο μέ τήν βοήθεια τής κοινωνικοϊατορικής πράξης πού δίνει τή δυνατότητα νά διαπι στωθεί ή Αντιστοιχία είτε ή Αναντιστοιχία τής γνωστικής είκόνας μέ τό «πρωτότυπο», δηλαδή μέ τό Αντικείμενο τής γνώσης. Κι αύ τό σημαίνει πώς ή Αντικειμενική Αλήθεια στήν Ιστορία είναι δυνατή καί ύπάρχει.
Ή άντικειμενική πραγματικότητα τών ιστορικών γεγονότων. Είναι άλήθεια πώς τό παρελθόν καί οί άνθρωποι πού τό δη μιούργησαν είναι νεκροί. Μά δέν είναι έτσι νεκροί καί δέν Ιχουν έξαφανιστεϊ ίτσι χωρίς ίχνη στήν Ανυπαρξία, δπως μάς βεβαιώ νουν ot φιλοσοφούντες Ιστορικοί σάν τόν Μπάρακλαφ. Τό παρελθόν άφησε πίσω του βαθιά Ιχνη, πού φτάνουν ίσαμε τή σύγχρονη έποχή: έργαλεΐα καί προϊόντα τής δουλει&ς, ρούχα, στολίδια καί κάθε λογής Αντικείμενα καθημερινής χρήσης, κατκκ-
609
■/.ίες, vow:, τάφοι καί πυραμίδες, φρούρια καί δπλα, δημόσια χτί ρια, γραφτά, Ιργα τέχνης (Αρχιτεκτονικά μνημεία πίνακες ζω γραφικής, λογοτεχνικά £ργα), έπιστημονικά έργα, κρατικές πρά ξεις καί σφραγίδες, νομίσματα, γραφτή ίστορία κ.ά. Ό λ α αύτά τά λείψανα τοΰ παρελθόντος άποτελοϋν ά ν τ tκ ε ι μ ε ν ι κ έ ς π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ ε ς , πού μιλοϋν στόν Ιστορικό πολύ εύγλωττα για τήν ίστορία τών άνθρώπων τοΟ παρελ θόντος. Μάς δείχνουν πώς άναπτύσσονταν οί παραγωγικές δυνά μεις, οί παραγωγικές σχέσεις καί ή κοινωνική διάρθρωση τών κοι νωνιών, ό τρόπος διαβίωσης τών άνθρώπων, δ ύλικός καί δ πνευμχτικός πολιτισμός, ή πολιτική ζωή κ.ά. ’Ιδιαίτερα μεγάλη σημασία γιά τή μελέτη τοϋ ίστορικοΟ πα ρελθόντος ώς άντικειμενικής διαδικασίας έχουν τά ΙργαλεΖα τής δουλειάς, πού σώθηκαν, στό διάστημα χιλιετηρίδων, &ς τΙς μέρες μας. Ό Μάρξ παρατηρεί πώς «τά λείψανα .ών παλιών μ έ σ ω ν ί ρ γ α σ ί α ς έχουν έπίσης τόσο σπουδαία σημασία γιά νά κρί νουμε τούς οικονομικούς κοινωνικούς σχηματισμούς πού ίχουν έξαφανιστεί δσο έχει ή κατασκευή τών λειψάνων τών όστών γιά νά μελετήσουμε τούς όργανισμούς τών είδών ζώων πού έξαφανίστηκαν. Οί οίκονομικές έποχές ξεχωρίζουν ή μιά άπό τήν δλλη δχι άπό τό τ ί φτιάχνεται, άλλά άπό τό π ώ ς καί μέ τΐ μέσα έργασίας φτιάχνεται. Τά μέσα έργασίας δέν είναι μόνο τό βαθμόμέτρο τής άνάπτυξης τής άνθρώπινης έργατικής δύναμης, άλλά κα) 6 δείχτης τών κοινωνικών σχέσεων, πού στά πλαίσιά τους συντελεΐται ή έργασία». Πολλά πράγματα μπορεϊ νά μδς άφηγηθεΐ γιά τήν πραγματι κή ζωή τών άνθρώπων τοϋ παρελθόντος άκόμη καί 2νας τάφος. "Ας πάρουμε γιά παράδειγμα τόν τάφο τοϋ άξιωματούχου τής αίγυπτιακής Αύλής καί μεγαλογαιοχτήμονα Τ ί, πού χτίστηκε γύρω στό 2 .600 πρίν άπό τή νέα χρονολογία. Περιγράφοντας τήν άνακάλυψη αύτοΰ τοΰ τάφου άπό τόν Μαριέτ, δ Κ . Β . Κεράμ γράφει: «Αύτό πού ϊλαμψε μπροστά στά μάτια του στίς αίθουσες καί στούς διαδρόμους, αύτοϋ τοΟ τάφου ξεπερνοϋσε ώς πρός τΙς λεπτομέρει ες τών άπεικονίσεων άπό τήν καθημερινή ζωή δλα δσα είχανε βρε θεί ώς τότε. Ό πλούσιος Τ ί, είναι δλοφάνερο πώς έπέμενε άκόμη καί β-
510
στερ’ άπό τό θάνατό του νά ίχει γύρω του δλα — στ’ άλήθειχ κυριολεχτικά δλα— δσα είχε γύρω του δταν ζούσε. Βέβα:α, στό κέντρο δλων τών απεικονίσεων ίστεκε αύτός δ ίδιος — ό πανίσχυ ρος καί πλούσιος άξιωματοΰχος Τ ί, άπεικονισμένος τρείς φορές, τέσ σερις φορές μεγαλύτερος άπό τούς σκλάβους καί. τδν άπλό λαό, γιά νά υπογραμμιστούν καί μέ τΙς φυσικές άναλογίες ή σημασία του καί ή έξουσία του πάνω στούς μηδαμινούς καί στούς άνίσχυρους. ’Αλλά στίς ίντονα στυλιζαρισμένες γραμμικές καί πού μολα ταύτα φτάνουν ώς τις παραμικρότερες λεπτομέρειες τοιχογραφίες καί άνάγλυφα βλέπουμε δχι μονάχα τήν εύμάρεια καί. τήν όκνηρία τοΰ πλούσιου. Έ κ εΙ βλέπουμε τό δούλεμα τού λιναριού, Ιναν θερι στή τήν ώρα τής δουλειάς, Ιναν γαΐδουδολάτη, άλώνισμα καί λί κνισμα σιταριοΰ, βλέπουμε όλάκερη τή διαδικασία τής ναυπήγησης πρίν άπό 4 .500 χρόνια: Τό λάξεμα κορμών άπό δένδρα, τό δού λεμα τών σανιδιών, τή δουλειά μέ τό σκεπάρνι, τόν κόπανο καί τό κοπίδι (πού έκεϊνο τόν καιρό τά φτιάχνανε δχι άπό σίδερο, μά άπό χαλκό). Μποροΰμε έντελώς καθαρά νά διακρίνουμε τά διάφορα έργαλεΐα καί νά δοΰμε πώς άκόμη άπό τότε ήτανε γνωστά τό πριό νι, τό τσεκούρι, άκόμη κι ή άρίδα. Βλέπουμε πώς χύνουν τό χρυ σό καί μαθαίνουμε πώς σ’ έκείνους τούς χρόνους άνάβανε φούρνους μέ ύψηλή θερμοκρασία, βλέπουμε γλύπτες καί- λιθοξόους, άνακα λύπτουμε καί βυρσοδέψες, άσχολούμενσυς μέ τή δουλειά τους. ’Αλλά βλέπουμε έπίσης, καί μάλιστα σέ κάθε βήμα, ποιά έξουσία είχε Ινας άξιωματοΰχος σάν τόν άφέντη Τ ί. Φρουροί δδηγοΰσαν τούς δημογέροντες τών χωριών στό σπίτι του, γιά νά τού δώσουν λογαριασμό· τούς σέρνουν καταγής καί τούς στραγγαλίζουν δγρια. Βλέπουμε άτέλειωτες άράδες χωριάτισσες, πού τοΰ φέρνουνε δώρα, άναρίθμητους ύπηρέτες, πού φέρνουν καί σφάζουν ζώα γιά θυσίες (οί άπεικονίσεις φτάνουν σέ τέτοιες λεπτομέρειες ώστε βλέ πουμε πώς πρίν άπό 4 .5 0 0 χρόνια à χασάπης Εριχνε χάμου τό βό δι) . Παρατηρούμε καί τήν Ιδιωτική ζωή τού άφέντη. Τ ί, θαρρείς καί κρυφοκοιτάζουμε μέσ’ άπό τό παράθυρο τοΰ σπιτιού του — βλέ πουμε τόν άφέντη ΤΙ. στό τραπέζι, τόν άφέντη Τι μέ τή γυναίκα του ,μέ τήν οίκογένειά του, τόν άφέντη Τ Ι στό κυνήγι γιά πουλιά, πορευόμενο μέ τήν οίκογένειά του στό Δέλτα τού Νείλου, τόν ά φέντη Τί— καί αύτό είναι 2να άπό τά ώραιότερα άνάγλυφα— νά
Β11
ταξιδεύει μέ βάρκα μέσ' άπό πυκνού; παπύρους... Ή άςία αύτών τών άπεικον:σεων γιά "ά χρόνια τοΰ Μαριέτ είνα·. ζήτημα αν περικλεινόταν τάσο πολύ στά καλλιτεχνικά τους προτερήματα, δσο στό δτι παρουσιάζανε μέ τις μεγαλύτερες λε πτομέρειες τήν καθημερινή ζωή τών άρχαίων ΑΙγυπτίων — ϊδειχνχν δχ: μονάχα τί εκαμναν, άλλά καί πώς τό Ικαμναν...».1 ΙΙρώτο, τά ιστορικά συμβάντα τοΟ παρελθόντος — πόλεμοι, ταξικοί άγώνες καί κοινωνικές Επαναστάσεις είναι ανεπανάληπτα, μά πολλά άπ’ αύτά έπίσης δέν Ιχουν έξαφανιστεί χωρίς ν’ άφήσουν ϊχνη. Καί δσο μεγαλύτερο καί πλησιέστερο πρός έμ&ς είναι £να οοσμένο ιστορικό συμβάν, τόσο βαθύτερα καί αίσθητότερα είναι τά ίχνη του πάνω στήν πραγματική Ιστορική ζωή μιάς σύγχρονης έ* ποχής. Ή άγγλική καί ή γαλλική άστική έπανάσταοη ίγιναν πριν άπό έκατονταετίες, άλλά ό τύπος κοινωνικού συστήματος πού Ιγκαθιδρύσανε ύπάρχει στίς βασικές του γραιμμές καί ώς τώρα. Έ Οκτωβριανή Σοσιαλιστική ’Επανάσταση Ιγινε πριν άπό μισόν καί περισσότερο αιώνα, μά τό σοσιαλιστικό σύστημα πού αύτό έγκαθίδρυσε είναι σήμερα πραγματικότητα. Δεύτερο, ό Μάρξ παρατηρεί πώς «έκτός άπό τά σύγχρονα δει νά μάς πιέζει μιά όλάκερη σειρά άπό κληρονομημένα δεινά, πού πηγάζουν άπό τό γεγονός δτι έξακολουθοΟν νά φυτοζωοΟν άπαρχαιωμένοι, ξεπερασμένοι τρόποι παραγωγής μέ τήν άκολουθία τους άπό άναχρονκττικούς κοινωνικούς καί πολιτικούς δρους».2 Τρίτο, ή ίστορία κάθε νέας γενιάς διαδραματιζόταν καί δια δραματίζεται πάνω στή βάση κληρονομημένων Ιστορικών περιστά σεων, δημ-ουργημένων άπό τΙς προγενέστερες γενιές — παραγωγι κές δυνάιμεις καί παραγωγικές σχέσεις, κοινωνικό σύστημα, τρό πος ζωής, ήθική, θρησκεία, πολιτική, γλώσσα, τέχνη, έπητήμη, φιλοσοφία κ.ά. Πολλά άπό τά έργαλεΐα τής δουλειάς, διάφοοοι μη χανικοί. έξοπλισμοί, κατοικίες καί δημόσια κτίρια, πού χρήσιμο ί · Κ . Β. Κεράμ : «θεο(, τάφοι καί έπιπτήμονες», Έ κδ· OIkoc Μπάλγκαρσκι Χουντόζνικ» («Βούλγαρος καλλιτέχνης»), 1968, σελ. 152 - 154 (στά βουλγάρικα). 2. Κ . Μάρξ καί Φρ. Έ ν γ κελς, Διαλεχτά Έ ρ γα , τόμος 1ος, σελ. 273, (στά βουλγάρικα).
512
ττοιοΟμε σήμερα, ή γλώσσα πού μιλοϋμε, οί ήθικοΐ κανόνες, άπ’ 5που καθοδηγούμαστε, οί έπιστημονικές καί οί φιλοσοφικές Ιδέες, πού Ιχουμε κ.ά., Ιχουν μακραίωνη χρήση. Γ ι’ αύτό δ Μάρξ Ελεγε πώς ή παράδοση δλων τών νεκρών γενεών βαραίνει σά βραχνάς έπάνω στό μυαλό τών ζωντανών, δτι «έμεΐς ύποφέρουμε δχι μόνον άπό τούς ζωντανούς, άλλά καί άπό τούς νεκρούς».1 Ούσι αστικά ή σύγχρονη κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα είναι προϊόν τής προγενέστερης ιστορικής έξέλιξης. ’Ακριβώς γι’ αύτό ή πιό προηγμένη κοινωνία μπορεΐ νά μάς προσφέρει τό κλει δί για την κατανόηση τΐ)ς πιό άνανάπτυχτης κοινωνίας, ή σύγχρο-,η ίστορία νά μάς δώσει τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τής προγε νέστερης ίστορίας «Ή άστική κοινωνία — γράφει δ Μάρξ— εϊναι ή πιό προηγμένη καί ή πιό πολύμορφη ίστορική όργάνωση τής πα ραγωγής. Οί κατηγορίες, πού έκφράζουν τις σχέσεις της, δηλαδή τήν κατανόηση τής διάρθρωσής της, δίνουν ταυτόχρονα τή δυνα τότητα να διεισδύσει κανείς στή διάρθρωση καί στίς παραγωγικές σχέσεις δλων έκείνων τών κοινωνικών μορφών πού χάθηκαν καί πού πάνω στα έρείπια καί στοιχεία τους οίκοδομήθηκε. Μερικά άπ’ κύτά τά ~οιχεϊα έξακολουθοΰν νά σέρνονται σ’ αύτήν ώς άξεπέρατ στα υπολείμματα, άλλα Αναπτύχτηκαν άπό άπλές νύξεις σέ σπουοαιότητες: ή άνατομία τοϋ άνθρώπου άποτελεΐ κλειδί γιά τήν Ανα τομία τοΰ πιθήκου».2 "Ολ’ αύτά, βέβαια, δέ σημαίνουν δτι, Ιχοντας μελετήσει τή σύγχρονη ίστορική -πραγματικότητα, έχουμε κιόλας μελετήί ει καί τήν περασμένη ίστορία. Ενάντια σέ μιά τέτοια άπλσύστευση προειοοποιοΰσε στδν καιρό του δ Μάρξ. «"Αν είναι Αλήθεια — Ιγραφε δ ίδιος— δτι οί κατηγορίες τής άστικγ}ς πολιτικής οικονομίας περιέ χουν μέσα τους Αλήθεια γιά δλες τίς άλλες κοινωνικές μορφές, αύτό πρέπει νά κατανοεϊται μονάχα σέ περιορισμένο νόημα. ΜποροΟν νά περιέχουν αύτές τίς μορφές σέ προηγμένη, πλαδαρή είτε γελοιογραφική μορφή, μά πάντα μέ ούσιασακή διαφορά».3 Γ ι’ αύτδ ή με
1. Κ. Μάρξ «Τό Κεφάλαιο», τόμος Ιο ς, σελ. 6, (στά βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ, «Κριτική τής Π ολιτικής Οικονομίας», σελ. 250 251, (στά βουλγάρικα). 3. Μάρξ, στό ϊδιο, σελ . 251.
33
613
λ έτη τή ς σύγχρονης Ιπ ο χ ή ς άποτελεί
κ λ ε ι δ ί
γ ια τήν κα τα
νόηση τοΰ παρελθόντος, άλλά δέν είναι μ ελ έτη τοΟ ϊδιου τοϋ πα ρελθόντος.
Τί είναι ίστορικό γεγονός; Σέ κάθε έπιστήμη τά γεγονότα άποτελοϋν άναγκαία καί ύποχρεωτική προϋπόθεση γιά τήν έπιστημονική γνώση. Χωρίς αύτές δέν ύπάοχει έπιστημονική γνώση. Μά στήν ίστορία τά γεγονότα είναι πιό σπουδαία άπ’ δσο σέ κάθε άλλη έπιστήμη για δυό λόγους. Πρώτο, γιατί ή ίστορία είναι έπιστήμη για τό σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο καί ώς νομοτελειακό, καί ώς τυχαίο φαινόμενο. Δεύτερο, για τί ή άνακάλυψη ένός έ ν ι κ ο ΰ γ ε γ ο ν ό τ ο ς μπορεί νά Ιχει άποφασιστική σημασία για τήν άνάπτυξη τής Ιστορικής γνώ σης., νά διαδραματίσει τό ρόλο κλειδιού για τό γνώρισμα όλάκερης άλυσίδας άπό Ιστορικά συμβάντα καί, άντίστροφα, ή ϊλλειψη τοΟ άντίστοιχου γεγονότος καί τής γνώσης γι’ αύτό μπορεί νά άποδειχτεΐ έξαιρετικά ύπερβατό φράγμα γιά τή γνώση πολλών ιστο ρικών συμβάντων. Έ τ σ ι, λογουχάρη, ή τυχαία άνακάλυψη «τοΟ λίθου τής Ρωσέττης»* μετατράπηκε σέ κλειδί, γιά τήν άποκρυπτογράφηση τής ιερογλυφικής γραφής, πού μέ τή σειρά της διαδραμά τισε καί διαδραματίζει τεράστιιο καί άξετίμητο ρόλο γιά νά γνω ρίσουμε τήν Ιστορία τής άρχαίας ΑΙγύπτου. Στήν δουλειά του, δμως, μέ τά ιστορικά γεγονότα, ό Ιστορι κός άντιμετωπίζει δυό μεγάλες δυσκολίες, πού δημιουργούν έξαιρετικά εύνοϊκό Ιδαφος γιά κάβε λογής ίδεαλιστικές καί άγνωστικιστικές θεωρητικολογίες. * ’Ακριβέστερα : Στήλη τής Ρωσέττας ή Ρω σέττη ς. Πρόκειται γιά πλάκα άπό μαΟρο βασάλτη, πού βρέθηκε στήν όμώνυμη πόλη τής ΑΙγύπτου καί Εχει πάνω της χαραγμένο τό κείμενο τιμητικοΟ ψηφί σματος, πού έκδόθηκε τό 197 π.Χ. γιά τή στέψη τοΟ Πτολεμαίου τοΟ Ε' τοΟ ΈπιφανοΟς. Διαμέσου αύτοΟ τοΟ κειμένου, πού είναι γραμμέ νο στήν Ιερογλυφική, στή δημοτική καί στήν έλληνική γραφή, ό Σαμπολιόν (Champollion) κατόρθωσε τήν άνάγνωση τών Ιερογλυφι■Λν. (Σημ. τ. Μετ.)·
514
Ή πρώτη δυσκολία είναι ή άφθονία γεγονότων. Στό παρελθόν, μαζί καί κατά τό δέκατον £νατον αιώνα, δταν ή έλλειψη γεγονότων στούς διάφορους τομείς τής ιστορικής γνώ σης ήταν Απροσμέτρητα περισσότερο αισθητή άπ’ δσο σήμερα, οί ιστορικοί μπορούσαν νά έμπνέονται άπό τό σύνθημα τοΟ θετικι σμού: «συλλέγετε γεγονότα». Σέ τέτοιαν άτμόσφαιρα έβρισκε «δι καίωση» καί ή πίστη τοϋ Ράνκε πώς «δλα τά γεγονότα είναι έξίσου σπουδαίοι». ’Εξάλλου, δπως κιόλας ύποδείξαμε, καί ώς τά σήμερα μια πολυάριθμη στρατιά άστοί Ιστορικοί συνεχίζει νά βαδίζει κά τω άπό τή σημαία τοϋ χυδαίου θετικιστικοϋ έμπειρισμοϋ, νά πιστεύ ει στή λατρεία στά γεγονότα καί νά μετατρέπει τήν ιστοριογραφία σέ γεγονοτογραφία. Στους άκόμη καθυστερημένους καί άδούλευτους τομείς τής ιστοριογραφίας, αύτός ό τρόπος άντιμετώπισης τών προβλημάτων δέν είναι καί τώρα χωρίς σημασία γιά τήν Ιστορική γνώση, στό βαθμό πού συμβάλλει στήν άνακάλυψη τών άναγκοιίων γεγονότων. Ά λλά σήμερα, δταν ή Ιστοριογραφία έχει συσσωρεύσει βουνά άπδ γεγονότα, ή άκαταλληλότητα καί ή στειρδτητα του χυδαίου έμπειρισμοδ, τής γεγονοτογραφίας γίνονται δλοένα πιό ξόφθαλαες, ένώ δ έ^ιπειρισμός συναντάει δλοένα αύξανόμενη άντίστχση άπό τήν πλευρά καί τών Γδιων τών άστών Ιστορικών. Ό Πλάμ όνομάζει τούς έμπειριστές ιστορικούς «άκαδημαϊκούς θετικιστές», πού δμοια μέ τά «μεξικανικά προβοσκιδοφόρα σκαθάρια» σκαλίζουν άνόητχ καί άσκοπα «στά ρουμάνια τών γεγονότων».1 Ό Κάρ πά λι τονίζει μ’ άληθινό πόνο καί άνησυχία, πώς αύτή «ή αίρεση τοϋ δέκατου ένατου αιώνα» πρακάλεσε καί- συνεχίζει νά προκαλεΐ άληΟινές καταστροφές στήν ιστορική έπιστήμη. «Άκριβώς αύτή ή αί ρεση — γράφε*, δ ϊδιος — είναι έκείνη πού στό διάστημα τών έ λατόν περασμένων χρόνων άσκησε μιά τόσο καταστροφικήν έπίδραση πάνω στό σύγχρονον Ιστορικό, πού δημιουργεί στή Γερμανία, <ττή Μεγάλη Βρετανία καί στίς ‘Ηνωμένες Πολιτείες τής ’Αμερι κής τεράστια καί αύξανόμενη ποσότητα άπό γεγονοτογραφικές Ι στορίες — άπό λιανοειδικευμένες Ιστορικές μονογραφίες ψευτοϊστορικών, πού ξέρουν δλοένα καί περισσότερο γιά τό μικρότερο 1. J . Η. Plumb, Crisis in the Humanities, p. 34-
516
καί τό παραμικρότερο, βυθισμένο σ’ Svav ώκεανόν άπό γεγονότα».1 Σ ’ αύτές τίς συνθήκες δρθώθηκε μπροστά στό σύγχρονο ί-.τορικό μέ δλη του τήν δξύτητα τό ζήτημα: τί νά κάνει μέ τήν ποσότητα τών Ιστορικών γεγονότων; Νά περιλάβει στίς έργασίες του δλα τά γεγονότα πού ύπάρχουν οδτε μπορεΐ, οδτε καί είναι Α ναγκαίο. Άπδ τδ πλήθος γεγονότων δ Ιστορικός είναι Αναγκασμέ νος νά διαλέξει έκεΐνα πού Ιχουν ί σ τ ο ρ ι κ ή σ η μ α σ ί α. «Ό σύγχρονος ιστορικός — γράφει δ Κάρ — Ιχει τό διπλό κα θήκον: νά Ανακαλύψει τ ά λ ι γ ο σ τ ά σ η μ α ν τ ι κ ά γεγονότα, νά τά μετατρέψει σέ γ ε γ ο ν ό τ α τής ί στ ορ ί α ς καί νά Απορρίψει τδ πλήθος Ασήμαντα γεγονότα ώς άνιστορικά. Κ :' αύτό είναι Ακριβώς τό Αντίθετο τής αίρεσης τοΟ δέκατου ? νατού αΐώνα, πού σύμφωνα μ’ αύτήν ή ίστορία Αποτελεΐ τή συλλογή τοΰ μέγιστου άριθμοϋ Αδιάψευστων καί. Αντικειμενικών γεγονότων».2 Ά λλά έδώ ξεφυτρώνει μπροστά στόν Ιστορικό ίνα αλλο πρόβλημα: πώς καί μέ τή βοήθεια ποιών κριτηρίων πρέπα καί μπορεΐ νά καθοριστεί τό ποιά γεγονότα είναι σημαντικά καί ποιά άσήμαντα. Γιά τούς ιστορικούς, πού πιστεύουν στήν «αίρεση τοϋ δέκατα ένατου αίώνα», αύτό τό ζήτημα δέν ύπήρχε. Γ ι’ αύτούς δλα τά γεγονάτα ήταν Ιστορικά γεγονότα. Μά τό ζήτημα δέν είναι τόσο άπλό. Έ Ανθρώπινη ίστορία Αποτελεΐ μιάν Ατέλειωτη άλυσίδα Από συμβάντα, Από πράξεις. Ά λλά δέν μπαίνει στήν ίστορία τό καθέ να άπό αύτά τά συμβάντα καί ή καθεμιά άπ’ αύτές τΙς πράξεις. Στήν κοινωνική ζωή κάθε μέρα γίνονται φόνοι, Απόπειρες δολο φονίας ένάντια στή μιά ή στήν άλλη προσωπικότητα. 'Ολα τοΟτα είναι γεγονότα, μά δέν μπαίνει τό καθένα άπ’ αύτά τά γεγονότα στήν Ιστορία ώς ίοτορικδ γεγονός. Άφοϋ διαλέξει καί ξεχωρίσει τά Ιστορικά γεγονότα, δ ιστο ρικός μπορεΐ νά κοσκινίζει τά διαλεγμένα καί τά έξακριβωμένα ιστορικά γεγονότα, νά διαλέγει ξανά καί ξανά έκεΐνα άπ’ αύτά πού τοϋ φαίνονται οπουδαΐα καί σκόπιμα, καί. νά άπομακούνει έ κεΐνα πού θεωρεί ώς Ασήμαντα καί άσκοπα. Ή ίστορία τής ίδιας 1. Β. Η. C arr, What is History?, p. 15 2. Ε . H. Carr op. cit., op. 14 - 15.
516
τής Ιστοριογραφίας είναι γεμάτη άπό περιπτώσεις, πού, καθοδη γούμενοι άπό θρησκευτικά, ταξικά, κομματικά, πολιτικά ή έθνικά καί έθνικιστικά συμφέροντα καί αίτια, οί Ιστορικοί έπικαλούν ται καί τονίζουν όρισμένα γεγονότα καί άποσιωποϋν άλλα δχι μο νάχα στά ·δικά τους Ιστορικά έργα, άλλα άκόμη καί στή δημοσίευ ση ιστορικών ντοκουμέντων. Κατ’ αύτό τόν τρόπο οί προαναφερμένοι συγγραφείς κι έδώ καταλήγουν ·αέ άπόλυτον άγνωστικισμό καί σχετικισμό. 'Ολάκερη ή λογική τους κινείται μέσα σ’ εναν κλειστό καί φαϋλο κύκλο. Ε ξ αρχής παίρνουν ώς άφετηρία καί έπιχείρημα για τις άγνωστικιστικές, ύποκειμενικιστικές καί σχετικιστικές άντιλήψεις τήν πλα τιά διαδομένη στήν ιστοριογραφική πράξη ύποκεμενικήν αύθαιρεσία στήν έπιλογή καί στήν άποτίμηση τών Ιστορικών γεγονότων, υστερ’ άπ’ αύτό μετατρέπουν αύτή τήν αύθαιρεσία σέ άρχή δλάκερης τής ιστορικής γνώσης, πού μέ τή σειρά της πρέπει νά δικαιο λογήσει τήν πράξη τής ύποκειμενικής αύθαιρεσίας στήν έπιλογή καί στήν άποτίμηση τών ιστορικών γεγονότων. 'Οπως βλέπουμε, κι έδώ ή έξέλιξη τής «γνώσης» προχωράει άπό τήν «πράξη» πρός τή θεωρία καί άπό τή θεωρία ξανά πρός τήν πράξη. Μόνο πού αύ τή ή «έξέλιξη» δδηγεϊ στήν άρνηση τής άντικειμενικής άλήθειας στήν Ιστορική γνώση καί μαζί μ’ αύτό στήν άρνηση καί τής ιστο ρίας ώς έπιστήμης.
Ή μαρξιστικολενινιστική λύση τοϋ ζητήματος. Εξετάζοντας τήν Ιστορική γνώση ώς άντανάκλαση τής άντικειμενικής ιστορικής πραγματικότητας, ή διαλεκτικοΟλιστική, άκριβέστερα ή ίστορικοΟλιστική, θεωρία τής Ιστορικής γνώσης δέν άρνιέται τόν δραστήριο ρόλο τοΟ ύποκειμένου στή διαδικασία τής γνώσης. Σέ διάκριση άπό τΙς πρωτόγονες άντιλήψεις γιά τή γνώ ση ώς παθητική άντανάκλαση τών άντικειμενικών Ιστορικών γεγο νότων στή συνείδηση τοϋ ίστορικοΟ, ή ΙστορικοΟλιστική θεωρία τής γνώσης δέν έξετάζει τήν Ιστορική γνώση ώς άπλή καταγρα
617
φή καί περιγραφή τών ιστορικών γεγονότων, πού μιλοϋν άπό μό να τους καί κάνουν περιττή κάθε έρμηνεία καί θεωρία τών ιστο ρικών γεγονότων. Άκριβώς τό άντίθετο. Σέ πλήρη άντιδιαστολή πρός τόν άντικειμενισμό καί τόν χυδαίο έμπειρισμό τΐ)ς άστικής Ι στοριογραφίας, ό ιστορικός ύλισμός άπορρίπτει κάθε μορφή φετιχοποίησης τών γεγονότων καί τών Ιστορικών ντοκουμέντων. « Ό ποιος πιστεύει στή λέξη — Ιγραφε ό Λένιν,— αύτός είναι άπελπιστικά ήλ'θιος, πού δέν τοϋ δίνουν προσοχή».' ’Εξετάζοντας τά ι στορικά ντοκουμέντα ώς Α ν τ α ν α κ λ ά σ ε ι ς τής Ιστορικής πρα γματικότητας καΑ μέρος αύτΐ)ς τής πραγματικότητας, ό Ιστορικός ύλισμός βλέπει σ’ αύτά μιά έξαιρετική σπουδαία πηγή τής ίστο ρικής γνώσης. Ά λλ’ άκριβώς στό βαθμό πού είναι άντανακλάσεις, καί δχι ή Γδια ή άντικειμενική πραγματικότητα, ό Ιστορικός ύλισμός άπαιτεΐ άπό τόν Ιστορικό νά άντιμετωπίζει κριτικά τά Ιστο ρικά ντοκουμέντα — νά τά ύποβάλλει σέ όλόπλευρη κριτική άνά λυση νά συγκρίνει τις πληροφορίες δλων τών ντοκουμέντων πού ΰπάρχουν μέ τά διαπιστωμένα κατ’ άναμφιαβήτητο τρόπο άντικειμενικά γεγονότα τοϋ ίστορικοΰ παρελθόντος. Ή τελευταία άπαίτηση τοϋ ίστορικοΰ ύλισμοϋ, πού Ιχει τονιοτεΐ πάρα πολύ άπό τόν Λένιν, σέ μιά πρώτη ματιά θαρρείς καί άρνιέται τήν άναγκαιότητα έπιλογής τών Ιστορικών γεγονότων. Κάτι περισσότερο, ή άπαίτηση τοϋ Λένιν νά παίρνεται δλάκερο τό σύνολο τών γεγονότων σέ μιά πρώτη ματιά κάνει άδύνατη τήν ι στορική γνώση, γιατί δ ιστορικός ποτέ δέ διαθέτει δλα τά γεγονότα τοΰ παρελθόντος, άλλά κι αύτά πού διαθέτει είναι τόσο πολλά, ώ στε δέν μπορεϊ νά τά περιλάβει δλα,άκόμη καί. νά -οό θέλει. Πρέπει νά τονίσουμε πώς θέτοντας τήν άπαίτηση γιά τήν δλόπλευρη με λέτη τών γεγονότων, δ Λένιν είχε ξεκαθαρισμένη τή συνείδηση γιά τό άδύνατο μιάς άπόλυτα όλόπλευρης μελέτης τών γεγονότων. «Γιά νά γνωρίσουμε πραγματικά τό άντικείμενο — Ιγραφε δ ϊδιος — πρέπει νά περιλάβουμε, νά μελετήσουμε δλες του τίς πλευρΊς, δλες τις συνάφειες καί «μεσολαβήσεις». Έ μ εϊς ποτέ δέ θά τό πετόχουμε αύτό δλότελα, άλλά ή έπιμονή γιά δλόπλευρη μελέτη θά μάς
1. Β. I. Λένιν, Ά π αντα, τόμος 32ος, σελ. 26, (στά βουλγάρικα).
618
προφυλάξει άπό λάθη καί στασιμότητα».' Αύτό σημαίνει, πώς σ’ άντίθεση μέ τόν ύποκειμενισμόν, 6 μαρ ξισμός άπαιτεΐ ή έρμηνεία, ή άποτίμηση καί ή έπιλογή τών Ιστο ρικών γεγονότων νά γίνονται δχι πάνω στή βάση αύθαίρετα έπιλεγμένων, ύποκειμενικών καί άπριορίστικων κριτηρίων, πού δέν ύπόκεινται σέ κανένα είδος ά'/τικειμενικόν Ιλεγχο, άλλά πάνω στή βάση ά ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ώ ν κ ρ ι τ η ρ ί ω ν . Αύτό ση μαίνει πώς τά κριτήρια γιά τήν έρμηνεία, τήν άποτίμηση και τήν επιλογή τών γεγονότων τής κοινωνικοϊστορικής ζωής πρέπει νά άναζητηθοΟν δχι Ιξω άπό τήν Ιστορία, δχι στή συνείδηση τοϋ γνω στικού ύποκειμένου, άλλα στήν ϊδια τήν άντικειμενική διαδικασία τής Ιστορικής έξέλιξης τής κοινωνίας. Ή άνακάλυψη τοϋ Μάρξ καί τοΟ Έ νγκελς δτι ή Ιστορία τής άνθρώπινης κοινωνίας άποτελεΐ άντικειμενική, φυσικοιστορική, νο μοτελειακή καί. άνοδική διαδικασία, έδωσε για πρώτη φορά στήν ίστορία τής άνθρώπινης γνώσης τή δυνατότητα νά βρεθοϋν τά άννικειμε ,ικά κριτήρια για τήν έρμηνεία, τήν άποτίμηση καί τήν έπιλογή τών ιστορικών γεγονότων καί συμβάντων. ’Αποκαλύπτον τας τήν πραγματική διάρθρωση τής άνθρώπινης κοινωνίας, τις άλληλοσυνάφειες καί άλληλοεξαρτήσεις άνάμεσα στά συστατικά της μέρη, στους άντικειμενικους νόμους καί στις κινητήριες δυνάμεις τής ιστορικής έξέλιξης, ό μαρξισμός έδωσε τή δυνατότητα νά κα θορίζεται μέ τήν άντικειμενικότητα καί τήν άκρίβεια τών φυσικών έπιστημών σέ κάθε δοσμένη στιγμή τό ποιά γεγονότα καί συμβάντα είναι νομοτελειακά καί ποιά είναι τυχαία, ποιά είναι καθοριστικά καί ποιά είναι καθοριζόμενα, ποιά είναι πρωτοβάθμια καί ποιά δευ τεροβάθμια, ποιά είναι αίτιες καί ποιά είναι Αποτελέσματα ποιά t h %ι προοδευτικά καί ποιά είναι συντηρητικά καί άντιδραστικά, ποιά είναι Ιστορικά καί ποιά δέν είναι ιστορικά. Μιά καί ή ίστορία άποτελεΐ τή διαδικασία τής έξέλιξης τής κοινωνίας, αύτή άρχίζει έκεΐ δπου δροϋν <Λ μάζες — κοινωνικές ομάδες, τάξεις, λαοί, Εθνικότητες, κράτη, έκεΐ δπου διεξάγεται &γώνας γιά τήν πραγματοποίηση τών
συμφερόντων, τών
σκοπών
1. Β. I. Λένιν, στό Ιδιο, σελ. 83. (βλ. σημ. 1, σελ. 518).
619
καί τών Ιπιδιώξεων αύτών τών κοινωνικών όμάδων, τάξεων, λαών, Εθνικοτήτων, κρατών και άλλων κοινωνικών κοινοτήτων. Γ ι’ αύτδν τδν λόγο δταν μιλούμε γιά ι σ τ ο ρ ι κ ά γεγονότα καί συμ βάντα, Ιχουμε ύπόψη πρίν άπ’ δλα αύτές τΙς κοινωνικές όμάδες καί κοινότητες καί τΙς πράξεις τους, που ή Ιστορική τους σημασία δέν άποτελεί ιδιότητα πού μπορεί νά τούς άποδίνεται ή νά τούς άφα*ρεΐται σ’ έξάρτηαη άπό τίς ύποκειμενικές άποτιμήσεις τοϋ ίστορικοϋ. άλλά ύπάρχει άντικειμενικά. "Οταν οί μαρξιστές καθορίζουν τήν έργατική τάξη ώς 1 ο τ ο ρ ι κ ό γεγονός καί τή δράση καί τή πάλη της ώς ι σ τ ο ρ ι κ ή , δέν καθοδηγούνται άπό έπινοημένα, άπριορ/στικα καί άλλα ύποχειμενικά κριτήρια, άλλά άπδ τή θέση πού ή έργατική τάξη κα τέχει στήν πραγματική διάρθρωση τών σύγχρονων κοινωνιών, άπό ιδν ρόλο πού αύτή διαδραματίζει στή ζωή καί έξέλιξή τους ώς δη μιουργός ύλικών καί πολιτιστικών άξιών, ώς φορέας καί. πραγματοποιητής ένδς νέου κοινωνικοΟ συστήματος — τοϋ σοσιαλισμοΟ καί τοΟ κομμουνισμού. Άπδ τδ άν δ Ιστορικός συνειδητοποιεί εΓτε δέ συνειδητοποιεί, άναγνωρίζει εΓτε δέν άναγνωρίζει τήν έργατι κή τάξη ώς άντικειμενικδ ι σ τ ο ρ ι κ ό γεγσνδς καί τή δρά ση καί τήν πάλη της ώς Ι σ τ ο ρ ι κ ή δράση καί πάλη, ή έργα τική τάξη δέν παύει νά είναι Ινα ά ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ δ ι στο ρ ι κ ό γεγονός καί ή δράση καί ή πάλη της νά είναι ί σ τ ο ρ ι· κ ή. Τονίζοντας τδν άποφασιστ>κδ ρόλο τών μαζών στήν Ιστορία καί χαρακτηρίζοντας πριν άπ’ δλα τίς πράξεις τους ώς Ιστορικές, δ μαρξισμός δέν άρνιέται πώς Ιστορική σημασία μποροΟν νά Ιχουν Iπίστς καί οΕ πράξεις ξεχωριστών πρσωπικοτήτων — πρόκειται για τίς πράξεις καί τά συμβάντα πού συνδέονται μέ τις λεγάμενες σημαίνουσες καί μεγάλες προσωπικότητες. Ή Ιστορική σημασία, δμως, αύτών τών προσωπικοτήτων, τών πράξεών τους καί τών συμ βάντων πού συνδέονται μ’ αύτές καθορίζεται άπδ τδ άν είναι ot λαμπρότεροι έκφραστές τών συμφερόντων, τών σκοπών καί τών έπιδιώξεων τών άντίστοιχων κοινωνικών δμάδων, τάξεων καί. κοινω νικών κοινοτήτων, δπου άνήκουν καί πού έπικεφαλής τους βρίσκον ται. Ή άπόπειρα τής Καπλάν ένάντια στή ζωή τοΟ Λένιν άποτελεί Ινα Ι σ τ ο ρ ι κ ό γεγονός δχι γιατί οί Ιστορικοί θά τδ άποτιμή-
σουν ώς τέτοιο πάνω στή βάση κάποιου δικοΟ τους ύποκειμενικοΟ κριτηρίου, πού είναι αι/νάμα κα). άπριορίστικο, άλλά γιατί ήταν μιά I ντονη έκφανση τής ταξικής πάλης πού διεξάγονταν στή Σοβιετι κή Επανάσταση καί πού άπό τήν έκβασή της έξαρτιόταν ή ιστο ρική τύχη τής έπανάστασης, τοϋ σοβιετικοΟ συστήματος, τών σοβιε τικών λαών κλπ. ΤΗταν ιστορικό γεγονός, γιατί 6 Λένιν δέν ήταν άπλώς ενας άπό τούς πολλούς πολίτες τής Σοβιετικής Χώρας. Ή ταν δ μεγαλύτερος ίδεολόγος καί άρχηγός δλου τοΟ διεθνούς έπανασιατικού κινήματος, ό ίδεϊκός έμπνευστής, οργανωτής καί κα θοδηγητής τής ’Οκτωβριανής ’Επανάστασης, τοΟ ΣοβιετικοΟ Κρά τους. Ή ’Οκτωβριανή Επανάσταση, τό ξέσπασμά τ»}ς, ή έξέλιξή της καί οί νίκες της είναι άρρηχτα συνυφασμένα μέ τή δράση τΛ Λένιν — μιας μεγάλης ίστορικής προσωπικότητας. Ή Καπλάν δέν ήταν ιστορική προσωπικότητα, μά δέν ένεργοΟσε ώς ξεχωριστή προσωπικότητα, μέ δική της πρωτοβουλία καί μέ δική της εύθύνη. ΈκτελοΟσε μιά κοινωνική έντολή — τήν έντολή τών κοινωνικών δυνάμεων τής άντεπανάστασης. Έ τ σ ι πού ή άπόπειρα δολοφονίας τοϋ Λένιν ήταν ούσιαστικά άπόπειρα κατά τής Επανάστασης, πού μποροϋσε νά έχει σοβαρές συνέπειες γιά τήν παραπέρα έξέλιξή της. Παρόμοιες είναι οί περιπτώσεις μέ τό πέρασμα τοΟ Ρουδικώνα άπό τόν Καίσαρα, τών Πυρηναίων άπό τόν ’Αννίβα, μέ τή δο λοφονία τοΟ Κένεντυ. Σ’ δλες αύτές τΙς περιπτώσεις Εχουμε νά κάνουμε μέ πράξεις ή συμβάντα, συνδεόμενα μέ Ι σ τ ο ρ ι κ έ ς προσωπικότητες, πού βρίσκονται έπικεφαλής στρατών, τάξεων, λα ών καί που μέ τις πράξεις τους πραγματοποιούσαν τά συμφέροντα, τούς σκοπούς, τις έπιδιώξεις τών κοινωνικών δυνάμεων πού Αντι προσωπεύουν. Έ ξ ω άπό αύτό τό κοινωνικό πλαίσιο άναφορδς οί πράξεις τους είτε οί πράξεις πού στρέφονται ένάντιά τους δέ θά είχανε καμιάν ιστορική σημασία. Άκριβώς τέτοια είναι ή περίπτω ση μέ τό πέρασμα τών Πυρηναίων άπό τό Σαλβαντόρ Νταλί. Ποαγματοποιώντας Ινα π ρ ο σ ω π ι κ ό κ α π ρ ί τ σ ι ο , δ Νταλΐ δέν Αντιπροσωπεύει κανέναν καί τό διάβημά του δέ θίγει κανενός κοινωνικά συμφέροντα καί σκοπούς. Γ ι’ αύτόν τόν λόγο τό διά βημά του μπορεϊ νά παρουσιάζει ένδιαφέρον γιά τούς φίλους τών έκπλήξεων καί κάθε λογής παραδοξολογιών, άλλά δέν ϊχει Ιστο ρική σημασία.
621
Ιστοριογραφία καί τέχνη. Τό ζήτημα τής σχέσης άνάμεσα στήν Ιστοριογραφία καί στήν τέχνη είναι έξαιρετικά σπουδαίο καί έπίκαιρο. Δέν 2χ»>με, δμώς, ,τρόθεττ, νά ύποβάλουμε τούτο τό ζήτημα σέ όλόπλευρην έξέταση, άλλά θά σταθούμε σ’ αύτό, μονάχα στό βαθμό πού στή σύγχρονη ά3τική φιλοσοφικοϊστορική φιλολογία άναπτύσαονται σχετικά μ’ αύτό κάθε λογής θεωρητικολογίες, για νά άναιρεθεϊ ή Ιστορία ώς έπιστήμη. Στήν πρώιμη περίοδο τής δημιουργίας του δ Κρότσιε καθό ριζε τήν ίστορία ώς τέχνη. Κατά τόν Χούιζινγκα αύτή είναι συγ γενική μέ τήν τέχνη.1 Ό Μπέρτραντ Ράσελ φρονεί πώς ή ίστορία είναι ταυτόχρονα έπιστήμη καί τέχνη,2 ένώ 6 Φ. Χάιεκ πώς είναι «τόσο τέχνη, δσο καί έπιστήμη».3 Ό Γ . Γκένταλ πάλι φρονεί πώς <ή ίστορία κατέχει ιδιαίτερη θέση άνάμεσα στήν έπιστήμη καί στήν τέχνη», άλλά είναι διατεθειμένος νά τήν έξετάσει μάλλον ώς τέχνη, γιατί «κάθε μεγάλη ιστορική συγγραφή... δχι μονάχα φαίνεται σάν τέχνη, παρά είναι τέχνη».4 ’Αντιλήψεις παρόμοιες μ’ αύτές βρίσκου με στόν Κόλινγουουντ καί σέ πολλούς άλλους άστούς συγγραφείς. Ή τέχνη, φυσικά, δέν πλανιέται σ’ άερόκενο χώρο. Άποτελεί έπίσης Ιδιαίτερο είδος άντανάκλασης τής πραγματικότητας— καλλι τεχνική άντανάκλαση. Είναι, δμως, γνωστό πώς καί ή ρεαλιστικό 1. J . Huizinga, Geschichte und Kultur. s. XX V. 2. The Basic Writings o f Bertrand Russel, Ed. dy Robert E. Egner and Lester E. Denouk. George Allen and Unwim LTD , London, 1961. p. 533. 3. E. A. Hayek, Studies in Philosophy, Politics and Economics, Routledge aud Kegan Paul. London, 1967, p, 203. 4. Auten des XIV. lnternationalen {Congresses für Philosophie, B. I., ss. 74, 79.
622
τερη τέχνη περικλείνει μέσα της τήν καλλιτεχνική έπινόηση. Παρ’ βλο πού ξεκινάει άπό τά γεγονότα τής πραγματικότητας, ή τέχνη ϊέν έμμένει καί δέν είναι ύποχρεωμένη να έμμένει αύστηρά σ’ αύτά. IV αύτό δίνει μορφές, καταστάσες, ήρωες, πράξεις καί δράματα, ιτού παρ’ δλη τους τή ρεαλιστικότητα, Ιχουν τή σφραγίδα τής καλ λιτεχνικής έπινόησης καί. δέν κατέχουν έκείνη τήν άκριβή Αντι στοιχία μέ τήν πραγματικότητα, πού κατέχει ή Ιπιστημονική γνώ ση. Καί τό νά πούμε για τΙς μή ρεαλιστικές μορφές τής τέχνης, -νΐ) έχουν για άρχή τους τήν παραμορφωμένη, τή διαστρεβλωμένη, τή αύθαίρετη άπεικόνιση τής πραγματικότητας καί μάλιστα 5έ θέ λουν νά είναι κανένα είδος άντανάκλαση τής πραγματικότητας, νά έχουν όποιαδήποτε σχέση μέ τήν πραγματικότητα; Μπροστά στόν Ιστορικό όρθώνεται τό ύπεύθυνο καί έξαιρετικά σπουδαίο άπό κοινωνική καί γνωστική σκοπιά καθήκον νά άναπλάσει τήν εΙκόνα τοϋ μεγαλύτερου καί τοϋ πολυπλοκότερου δράμχτο;. τής άνθρώπινης ίστορίας, ή ξεχωριστών του πράξεων καί πλευρών. Σέ κανένα άλλο δράμα δέ συμμετέχουν τόσο πολλά καί τό σο διαφορετικά δρώντα πρόσωπα δσο στήν Ιστορία. Ή ίστορία άπο τελεΐ χρονογραφία τής ζωής, τής δημιουργίας, τών έπιδιώξεων, τών συγκρούσεων καί τών άγώνων τών λαών, τών έθνικοτήτων, τών κοινωνικών τάξεων, τών πολιτικών κομμάτων καί. τών μεγάλων προ σωπικοτήτων. Σέ διάκριση άπό τόν φυσικό ή τόν βιολόγο, δ ιστορικός δέ μελετάει καί δέν άπεικονίζει τό άντικείμενο του ώς περιθωριακός παρατηρητής. ’Απεναντίας, αύτός ό Εδιος είναι άμεσος μέτοχος rcô δράμα, πού άποτελεΐ άντικείμενο τής Ιρευνάς του, καί ή Ιδια του ή έπιστημονικοερευνητική δραστηριότητα είναι Ιτσι είτε άλλιώς Ινα κομμάτι άπό τό ιστορικό δράμα. Γιά δλους τούς πιό πάνω λόγους δέν ύπάρχει πιό ένοχλητικό καί πιό άποκρουστικό πράγμα άπό έκεΐνες τίς άνιαρές, σεερημέν ς άπό φαντασία καί πάθος, άπνοες γεγονοτογραφίες ή προκατειλημ μένα σχήματα, πού τόσο συχνά μάς σερβίρονται ώς Ιστορικά συγγράμματα. Ή πολυμορφία, ή πολυπλοκότητα καί δ πλούτος τοϋ Αντικειμένου τής Ιστορικής γνώσης άναπόφευκτα άπαιτεΐ καί πλοϋτο τής μορφής τής Ικθεσής του. Ό Ιστορικός θά πρέπει νά γράφει μέ φαντασία καί πάθος, μέ ψυχολογική διεισδυτικότητα
623
καί καλλιτεχνική Εμπνευση, μέ μεγάλη γνώση τών ανθρώπινων χαρακτήρων, τής κοινωνικαπολιτικής ζωής καί τής άνθρώπινης κουλούρας, μέ πλούσια, παραστατική καί, άν θέλετε, κομψή γλώσ<3α, γιατί γράφει δχι γιά άψυχα Αντικείμενα, παρά γιά τήν ιστο ρική δημιουργία τών άνθρώπων. Αύτή τήν ιδιομορφία καί αύτή τήν Αποστολή τής ίστορίας τή συνειδητοποιούσαν Ακόμη οί Αρχαίοι 'Ελληνες. Γ ι’ αύτδ άνάμεσα στίς έφτά Μοϋσες βάλανε καί τήν Κλειώ τή μούσα τής Ιστορίας. Ό λ ’ αύτά, δμως, δέ σημαίνουν δτι ή Ιστορία είναι τέχνη..Ή μορφή τής Ε κ θ ε σ η ς τής Ιστορικής γνώσης μπορ:ΐ καί κατά τό δυνατό πρέπει νά είναι καλλιτεχνική. ' Ω ς γνώ σ η, δ μ ω ς, ή Ι στορί α δέν είναι καί δέν Έ Κλειώ είναι μούσα, μπορεϊ νά είναι τέχνη. αλλά δέν πρέπει να ξεχνάμε πώς αύτή είναι ή πιό αύστηρή Απ’ δ λες τίς μούσες. Τό καθήκον της είναι νά μάς δώσει δχι άλλη, πα ρά έπιστημονική, δηλαδή Αντικειμενικά άληθινή, άκριβολογημένη γνώση, πού Αποκλείει κάθε λογής ύποκειμενική αύθαιρεσία στό χει ρισμό τών Ιστορικών γεγονότων, κάθε λογής έπινόηση, άκόμη καί Αν αύτή είναι καλλιτεχνική. Γ ι’ αύτό ώς έπιστημονική γνώση ή ίστορία άποτελεΐ Αντικείμενο δχι τής αισθητικής, Αλλά τής φιλο σοφίας τής Ιστορίας. ’Αντικείμενο τής αίσθητικής είναι τά καλλι τεχνικά Εργα μέ Ιστορικό θέμα, λογουχάρη τό Ιστορικό μυθιστόρη μα, Αλλά δχι καί ή Ιστορία ώς έπιστήμη. Σ έ διάκριση άπό τήν τέχνη, ή Ιστορική έπιστήμη πρέπει νά μάς παραστήσε: Αληθινήν εικόνα τού πραγματικού δράματος τής ίστορίας μέ τούς δικούς της πραγματικούς ήρωες, πράξεις, συνέ πειες και προοπτικές. Ή άνάπτυξη τής ίστορίας ώς τέχνης θά σήμαινε νά άνοιχτοδν διάπλατα οί πύλες γιά τή «δημιουργική έπινόηση» στήν Ιστορική γνώση καί νά διαλυθεί αύτή ώς έπιστημονική γνώση. ’Αστοί συγγραφείς δπως 6 Ντίλταϊ, δ Σπένγκλερ κα! άλλοι Εδειξαν άρκετά παραστατικά πώς άπδ τή δοξασία γιά τήν ίστορία ώς τέχνη μπορεϊ πολύ εύκολα νά περάσουμε στή δοξασία γιά τήν Ι στορία ώς «μυθολογία», «μάντεμα», «προφητεία» καί κάθε λογής άλ λο μυστικισμό.
624
'Ιστορία καί κομματικότητα. Τό ζήτημα γιά τήν άντικειμενική άλήθεια στήν ιστορική γνώση είναι άδιάρρηκτα συνδεμένο μέ τό ζήτημα γιά τόν ταξικομματικό χαρακτήρα τής Ιστοριογραφίας καί τών κοινωνικών έπιστη μών γενικά. Ό μαρξισμός διακηρύσσει άνοιχτά καί θεμελιώνει τόν ταξικομματικό χαρακτήρα κάθε κοινωνικής έπιστήμης, μαζί καί τής ιστοριογραφίας. Σύμφωνα μ’ αύτόν σέ μιά κοινωνία διαιρεμένη σέ άντιμέτωπες κοινωνικές τάξεις καί συστήματα, δέν είναι δυνατή ή ύπαρξη κοινωνικής έπιστήμης πού νά είναι ούδέτερη, νά στεκεται πάνω άπό τα συμφέροντα καί. τούς άγώνες τών κοινωνικών τάξεων να). συστημάτων καί τών ιδεολογιών τους. Σέ μιά τέτοια κοινωνία οί κοινωνικές έπιστήμες Ιχουν άνα/πόφευχτα ταξικομμχτικό χαρα κτήρα. «Νά περιμένει κανείς άμερόληπτη έπιστήμη στήν κοινωνία τής μισθωτής δουλείας — Ιγραφε ό Λένιν— είναι μιά τόσον άνόητη αφέλεια, δαο νά περιμένει κανείς άμεροληψία άπό τούς έργοστασιάρχες έπάνω στό ζήτημα: δέν πρέπει τάχα νά αύξηθεϊ ό μισθός τών έργατών μέ τή μείωση τοΰ κέρδους τοΰ κεφαλαίου;».1 Τονίζοντας δτι «οί άνθρωποι ήταν πάντα καί θά είναι άνόητα θύματα τής άπάτης καί τής αύταπάτης στήν πολιτική, ώσπου νά μάθουν νά άναζητοϋν πίσω άπό τίς κάθε λογής ήθικές, θρησκευτικές, κοινωνικές φράσεις, δηλώσεις, ύποσχέσεις τ ά σ υ μ φ έ ρ ο ν τ α αύτών ή έκείνων τών τάξεων»,2 6 Λένιν ύπογραμμίζει πώς «οί άκομμάτιστοι άνθρωποι στή φιλοσοφία άποτελοΟν έπίστ}ς τόσον άπεγνωομένους βλάκες, δσο καί στήν πολιτική».3 Έξαιτίας δλων τών παραπά νω κλασικοί τοΟ μαρξισμού - λενινισμού διακήρυξαν άνοιχτά τόν ταξικομματικό χαρακτήρα τών άντιλήψεών τους κα! βάλανε συ 1. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 19ος, σελ. 3, (στά βουλγάρικα). 2 Στό Ιδιο, σελ . 8. 3. Β. I. Λένιν, Ά π αντα, τόμος 4ος, σελ. 300, (στά βουλγάρικα).
νειδητά τή διδασκαλία τους στήν ύπηρεσία τής ταξικής πάλης τοΟ προλεταριάτου — τής πάλης γιά τόν σοσιαλισμό καί τόν κομμουνι σμό. «Ό Μάρξ — έγραψε 6 Λένιν— Ιβλεπε δλη τήν άξία τής θεω ρίας του στό δτι αύτή «ώς πρός τήν ούσία της elvou κριτική καί έπαναστατική θεωρία» ...τούτη ή θεωρία Θέτει τό καθήκον νά άποκαλύψει δλες τις μορφές τοΟ άνταγωνιβμοϋ καί τής έκμετάλλε> σης στή σύγχρονη κοινωνία, νά παρακολουθήσει τήν έξέλιξή τους, νά άπσδείξει τόν μεταβατικό τους χαρακτήρα, τό άναπόφευκτό τής μετατροπής του σέ άλλη μορφή καί νά χρησιμέψει κατ’ αύτόν τόν τρόπο στό προλεταριάτο, Ιτσι πού τό τελευταίο δσο μπορ?ΐ γρη γορότερα καί δσο μπορεϊ ευκολότερα να βάλει τέρμα σέ κάθε έκμετάλλευτη. Ή άκαταγώνιστη δύναμη έλξης, πού προσελκύει πρός αύτήν τή θεωρία τούς σοσιαλιστές άπ’ δλες τις χώρες, βρίσκεται στό δτι συνενώνει τήν αύστηρή καί. άνώτερη έπιστημον'.κότητα, άντιπροσωπεύοντας τήν τελευταία λέξη τής κοινωνικής έπιστήμης, μέ τήν έπαναστατικότητα καί τΙς συνενώνει δχι τυχαία, δχι μόνο γιατί ό ιδρυτής τής διδασκαλίας συνενώνει προσωπικά στό είναι του τά προσόντα έπιστήμονα καί Ιπαναστάτη, άλλά τΙς συ νενώνει στήν ϊδια του θεωρία έσωτερικά καί άδιάρρηχτα. Καί πραγματικά, για καθήκον τής θεωρίας, γιά σκοπός τής έπιστήμης μπαίνει έδώ νά δοθεί βοήθεια στήν τάξη τών καταπιεζομένων στόν πραγματικά διεξαγόμενον οίκονομικόν άγώνα».1 Ή μαρξιστικολενινιστική διδασκαλία για τόν ταξικοκομματικό χαρακτήρα τής ιστοριογραφίας καί τών κοινωνικών έπιστημες είναι ταξικομματική, συναντάει άγρια άντίσταση άπό μέρος τών άστών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων καί ι στορικών. Στήν τεράστια πλειονοψηφία τους αύτοί συνεχίζουν κι ώς τα τώρα νά άρνιοΟνται σκληρά καί νά καταπολεμούν τή μαρξιστικολενινιστική διδασκαλία, άντιπαραθέτουν τήν άρχή τής κομματ:κότητας στήν έπιστημονική άλήθεια, παρουσιάζοντας τήν τε-
1. Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμος 1ος, σβλ. 144 - 345, γάρικα)
526
(στά βουλ
λευταία γιά «καθαρή», «Αμερόληπτη», «Ανιδιοτελή», «ύπερταξική» καί «ύπερκομματική». . . ’ Ετσι, λογουχάρη, στό βιβλίο του <’ 0ρια τής φυσικοεπιστημονικής διαμόρφωσης τών έννοιών» δ Χάνρ’. χ Ρίκερτ Θέτει τό κα θήκον «νά διαπιστώσω τήν ύπαρξη τοΰ καθαρά έπιστημονικοΟ Ι στορικού χειρισμού δπου, χάρη στήν άπλή αύτοαναφορά στίς πο λιτιστικές αξίες, πρέπει νά δρει τήν Ικφρασή της μια Αντίληψη τής πραγματικότητας πού είναι κοινή για δλα τα Αντιμαχόμενα κόμματα».1 Κατά τόν Κρότσιε ό Ιστορικός πρέπει «νά καταδικάσει Ανε λέητα» καί νά Απορρίψει «τίς σκόπιμες ή τΙς κομματικές ιστορί ες», «γιατί διαστρεβλώνουν περισσότερο ή λιγότερο, δλότελα ή èv μέρει τήν Ιστορικήν Αλήθεια».* Γ ι’ αύτόν τόν λόγο «ή ιστορική κρίση» πρέπει να διαφυλάξει «τήν καθαρότητά της καί τήν Αποχή της Από τούς Αγώνες τών κομμΑτων», «τήν ούδετερότητά της». Ό X. Ντάμ δρίζει τήν κομματικότητα ώς «άθεϊστική μορφή το3: πι στεύω γιά νά καταλαβαίνω καί ίδεολογικήν Απόπειρα νά έδραιώνεται ή πίστη, πού άναζητάει κατανόηση». Κατ’ αύτόν τόν τρόπο φορτώνει στή μαρξιστική κομματικότητα θεολογικό χαρακτήρα καί βγάζει τό συμπέρασμα πώς ή Αρχή τής κομματικότητα; είναι Ανεφάρμοστη στήν Ιστοριογραφία, ένώ ή μαρξιστική Ιστοριογρα φία τάχα «αύτοκαταστρέφεται» ώς έπιστήμη.3 Ξεκινώντας Από παρόμοιες δοξασίες γιά τήν κομματικότητα στήν έπιστήμη, γιά τή σχέση Ανάμεσα στήν κομματικότητα καί στήν έπιστημονικήν Αλήθεια, ή πλειονοψηφία τών σύγχρονων άστών συγγραφέων ύπογραμμίζουν τήν Ανάγκη νά Απαλλαχτεί ή ιστοριογραφία Από τήν κομματικότητα (X. Χάιμπελ), τήν Ανά γκη νά «άποϊδεολογιοποιηθεΐ» ή Ιστοριογραφία (Κ. Μάρκο). «Μιά έπιταγή τής Ιστορικής γνώσης — γράφει δ ΦΑγκτ— είναι ...νά μήν πέφτει κάτω Από τήν έξουσία τής κομματικής έντολής».* 1. Παραθ. κατά: Περιοδικό «Βαπρόσιϊ», άριθ. 9)1965, σ ελ . 11, (στά ρωσικά). 2. Β. Croce, Die Geschichte als Gedanke und als Tat, s. 272. 3. Παραθ, κατά: Β. I. ΣΔλοβ, « Ή σύγχρονη δυτικογερμανική ά στική Ιστοριογραφία, σελ. 149, (στά ρωσικά), 4. J . Vogt, Wahrheitin der Geschichtswissenschaft. In : «Die Wissenschaften und die Wahrheito, ss. 100 - 101.
627
Ό λ ε ς οί άστικές θεωρίες γιά τήν κομματικότητα έχουν έν τονα έκφρασμένο μεταφυσικό, άντικειμενικιστικό ή ύποκειμενιστι•/ό καί σχετικιστικό χαρακτήρα καί στρέφονται ένάντια στό μαρ ξισμό κα!. στή μαρξιστική ιστοριογραφία. Νά γιατί ή άποκάλυψη τής έπιστημονικής άβασιμότητας αύτών τών θ εω ρ ία καί τής άντιοραστικότητάς τους άποτελεί πρωταρχικό καθήκον τής μαρξιστι κής φιλοσοφίας καί ιστοριογραφίας.
Κομματικότητα καί αποτίμηση — ή Αξιολογική πλευρά τής κομματικότητας. Ό ταξικοκομματικός χαρακτήρας τής ιστοριογραφίας καί τών άλλων κοινωνικών έπιστημών στίς ταξικές κοινωνίες άποτελεϊ 2να ώμό καί άναπόφευχτο γεγονός. Γ ι’ αύτόν τόν λόγο δλες οί απόπειρες νά άποδειχτεί ό ύπερ<κομματικός χαρακτήρας τών κοι νωνικών έπιστημών είτε πάλι νά δημιουργηθοϋν «ύπερκομματικές», 'ύπερταξικές», «ιδεολογικά ούδέτερες κα). άμερόληπτες» κοινωνι κές έπιστήμες τέλειωναν πάντα μέ άπστυχία. 'Ομολογώντας τό άτυχο τέλος παρόμοιων άποπειρών, ό Κρό τσιε γράφει : «Στήν κομματική Ιστοριογραφία — όποιουδήποτε κόμ ματος— άντιπαραθέτονταν πάντα ή Ιδέα γιά μιά ύπερκομματική, στραμμένη μονάχα πρός τήν άλήθεια, Ιστορία. Μιά άναμφισβήτητη άπαίτηση, μάλιστα μιά τριμμένη άπαίτηαη, αίώνες κατά σειρά έκφράζεται στα σχολεία μέ τά λόγια τοϋ Κικέρωνα «neq uid falsi dicere audeat, ne hnid veri non audeat, nc qua suspicio gratiee, ne qua simultatis». ’Αλλά τούτη ή άπαίτηση άνακατεύεται, διαλύεται καί χάνεται στό άδειο τίποτε, μόλις χρειαστεί άκριβέστερα νά καθοριστεί πώς πρέ πει νά κατανοηθεί αύτή ή Ιστορία πού δέν άποτελεί έκφραση ένός κόμματος->.' Τόν τελευταίο καιρό τήν ίδια όμολογία τή βρίσκουμε στούς * Νά μή λές τίποτε τό πλαστό, νά μήν άποσιαπείς τίποτε τό άληθινό καί νά μή δημιουργείς έντύπωση πώς εύνοείς όρισμένους, ένώ ζημιώνεις Αλλους. (Σημ. τ. Μ ετ.). 1. Β . Croce, Die Geschichte als Gedanke und als Tat s 275
528
Γ . Φόγκτ, Τ ζ . Πλάμ καί άλλους άστούς συγγραφείς. Ό Πλάιι λογουχάρη, παραπονιέται πώς οί περισσότεροι άπό τούς αστούς φιλοσόφους δέν έδωσαν ποτέ απάντηση στό έρώτημα : ;ιέ ποιόν τρό πο θά μπορούσε ό ιστορικός νά πετύχει μιάν άμερόληπτη άντίληψη γιά τήν ιστορία. «άφού 6 ϊδιος ό ιστορικός είναι διακαθορισμένος άπό άνορβολογικές δυνάμεις, πού στό μεγαλύτερό τους μέ ρος δέν τίς συνειδητοποιεί» ; Κάτι περισσότερο, ό Πλάμ όμολογεί πώς «πολλοί άπό τούς έπαγγελιματίες ιστορικούς τό θεωρούσαν αύ τό δχι μόνον (ό; άούνατο, άλλα καί ώς άνεπι&ΰμητο».1 Ό Κρότσιε βλέπει τήν αιτία γι’ αύτό στδ γεγονός δτι δλες οί Ιστορίες που έπιδιώξανε νά σταθούν πάνω άπό τήν κομματικότητα ξεκινούσαν άπό τήν «άτυχη άντίληψη» πώς οί κομματικές ιστορίες διαστρεβλώνουν τήν άλήθεια, γιατί δέν εμμένουν στά γε γονότα δπως αύτά Ιγιναν, άλλά τά άποτιμοΰν. Κατ’ αύτόν τόν τρόπο καταλήγου|ΐε στό συμπέρασμα πώς ύπάρχει μόνον Ινας τρό πος γιά νά μή διαστρεβλώνεται ή άλήθεια καί νά άποκατασταθεί ή κοΛαρότητά της, άκριβέστερα νά απέχουμε άπό κάβε λογής άποτίμηση». Κάνοντας άποτίμηση τών ιστορικών συμβάντων καί διαδικασιών, ό Ιστορικός παίρνει θέση άπέναντι σ’ αύτά τά συμ βάντα καί διαδικασίες καί άπέναντι στίς κοινωνικές δυνάμεις πού τά 5πραξαν ή τά πράττουν. Γ ι’ αύτόν τόν λόγο οί άντίπαλοι τής καμματικότητας στήν ιστοριογραφία καί τίς άλλες κοινωνικές έπιστήμες στρέφανε πάν τοτε τά κύρια πυρά τής κριτικής τους ένάντια στήν άξιολογική, τήν άποτιμητική φύση τής κομματικότητας. Τό χαρακτηριστικό γιά τή συνδεμένη μέ τό θετικισμό, τό νε οκαντιανισμό καί Αλλες ίδεαλιστικές φιλοσοφικές διδασκαλίες άντικειμενική Ιστοριογραφία είναι ή μεταφυσική άντιπαράθεση τοΟ αξιολογικού καί τοϋ λογικού, τών άποτιμητικών καί τών λογικών (τών θεωρητικών) κρίσεων, τής θεωρίας καί τοϋ γεγονότος. Γ Γ αύτόν τό λόγο στήν έπιδίωξή της νά είναι άντικειμενική άποφάσισε νά άπαλλαχτεί άπό κάθε λογής άποτιμητικές καί μάλιστα άπό κάθε λογής θεωρητικές κρίσεις.
1. J- Plumb, Crisis in the Humanities, p. 28 - 29.
34
529
’Ακριβώς αύτή τήν ιστοριογραφία, ίχει ύπόψη του καί 6 Κρότσιε στήν πιδ πάνω παράθεση. Σύμφωνα μ’ αύτή, για νά μπο ρεΐ δ Ιστορικός να πετύχει τήν άντικειμενική άλήθεια, πρέπει νά περιοριστεί στήν άκριβολογημένη καί Αμερόληπτη αλήθεια, πρέ πει νά περιοριστεί στήν άκριβολογημένη καί Αμερόληπτη καταγρα φή τών γεγονότων. Δέν πρέπει να άποτιμάει τά Ιστορικά γεγονό τα, νΑ τά έγκρίνει καί έπιβεβαιώνει, νά τά καταδικάζει καί στιγ ματίζει νά παίρνει θέση στδν Αγώνα τών κοινωνικών τάξεων κα' συστημάτων καί τών πολιτικών τους κομμάτων. «Ή Αποτίμηση δέ συγκαταλέγεται στδ καθήκον τοΰ Ιστορικοΰ — γράφει δ X. Ρίκερτ. Γ ι’ αύτδν τδν λόγο δ ιστορικός δέν πρέπει να τάσσεται οδ τε στήν άτομικιστική, οδτε στήν κομμουνιστική Αποψη».1 ’Ακο λουθώντας τδ Ρίκερτ, δ Μάρξ Βέμπερ τονίζει πώς καί ή κοινωνιολογία,καί ή ιστοριογραφία, καθώς καί κάθε Αλλη κοινωνική έπι στήμη στδ βαθμδ πού είναι «έμπειρική έπιστήμη» ποτέ δέν μπορεΐ νά θέτει τδ καθήκον «να προμηθεύει ύποχρεωτικούς κανόνες καί Ιδανικά, γιΑ νά μπορεΐ να Αντλοΰνται Απ’ αύτά συνταγές γιά τήν πράξη». Κατά τήν γνώμη του ή έπιστημονική Ανάλυση τών κοινωνικοϊστορικών φαινομένων καί ή λήψη πρακτικοπολιτικής, κομ ματικής θέσης είναι τάχα δυδ τελείως διαφορετικά πράγματα, πού άλληλοαποκλείονται. «Πάντα — γράφει δ Βέμπερ — δπου δ Αν θρωπος τής έπιστήμης Ιρχεται μέ τήν Αποτίμησή του, έκεΐ έπέρχεται τδ τέλος τής δλοκληρωμένης Αντίληψης τών γεγονότων».2 Ό Κρότσιε παραδέχεται πώς αύτή ή Απαίτηση τοΰ Αντικειμενισμοΰ είναι πραγματικά Ανεφάρμοστη καί τδ μοναδικό Αποτέ λεσμά της είναι πώς ή ίστορία Αντικαταστάθηκε Από τή χρονικογραφία, πού Ακόμη δέν είναι ίστορία. ’Από κΑποτε — συνεχίζει δ Κρότσιε — κΑνανε συμβιβασμό, «έπιτρέποντας τήν Αποτίμηση, μά μιά άποτίμηση πού έπαιρνε τή ιμέση μεταξύ τών Αντιμέτωπων Αποτιμήσεων, έπομένως καί τών Αντιμέτωπων αισθημάτων τών διαφόρων κομμάτων, σ’ έκείνη τή ζώνη, δπου συναντιούνταν καί συμφωνούσαν. Κατ’ αύτδ τδν τρόπο παραμένανε πάντα στήν περι 1. Max Weber, Soziologie. Weltgeschliche Kroner Verlag, Stuttgart, 1956, s. 187. 2. Max Weber , 0 p. cit., s. 327.
530
Analysen Politik. A.
οχή τής κομματικής ίστορίας, άλλά σέ μιά άποδυναμωμένη, έξαντλημένη, χαλαρωμένη καί άφαλατωμένη κομματική ίστορία. ’ Αλ λοτε είχαν κληθεί σέ βοήθεια οί φυσικές έπισττ)μες μέ τήν ύποδειγματική τους έπιστημονική άντικειμενικότητα καί σχεδιάστηκε κα! Ιγινε άπόπειρα νά δημιουργηθεΐ μια ίστορία που Ιπρεπε νά συλ λέγει καί νά συντονίζει γεγονότα, δπως ή βοτανική καί ή ζωολο γία τά ζώα, πού περιγράφουν, άλλά δέν τά έξετάζουν».1 ’Αλλά κι αύτό, κατά τδν Κρότσιε, δέν έσωσε τήν ίστορία άπδ τις «ύπου λες σκοπιμότητες». 'Η ίστορία τοΰ Μάκλ καί Τέν, πού δημιουργήθηκε κατ’ αύτδ τδν τρόπο, ήταν τόσο «άντικειμενική» — ύπογραμμίζει δ Κρότσιε — ώστε «δ θεδς να φυλάγει τήν άνθρωπότητα άπδ τήν άντικειμενικότητά της». Ή μοναδική δυνατή άντικειμενική Ιστοριογραφία, κατά τδν Κρότσιε, είναι ή «φιλελεύθερη Ιστορία». Τούτη ή Ιστοριογραφία δέν είναι τάχα ψυχρή σάν τή χρονογραφία καί τή φιλολογία, άλ λα δέν Ιχει τάχα καί τδ άμεσο πάθος τής κομματικής ιστορίας, τήν άγάπη της καί τδ μίσος της. Είναι τάχα ταυτόχρονα άπαr θής καί παθιασμένη, ψυχρή καί θερμή. Ή «φιλελεύθερη Ιστοριο γραφία», συνεχίζει δ Κρότσιε, δέν είναι ίστορία τοΰ φιλελεύθερου κόμματος. Είναι «ύπερκομματική», γιατί ξεκινάει δχι άπδ τδ πο λιτικό πρόγραμμα τοΰ ένδς ή τοΰ άλλου κόμματος ή τάξης, άλλά άπδ τήν «ιδέα τής έλευθερίας», πού είναι καθολική, αίώνια, ύπερ ταξική, ύπερκομματική καί μέ διάφορες μορφές δροΰσε σ’ δλες τίς έποχές καί σ’ δλα τά τμήματα τής ίστορίας. Ή «φιλελεύθερη ί στορία», ύπογραμμίζει δ Κρότσιε, δέν είναι 2ξω άπδ τά κόμματα, «άλλά πάνω άπδ τά κόμματα». Δέν τάσσεται μέ τό μέρος ένός κόμ ματος ένάντια στ’ άλλα κόμματα, άλλά άγκαλιάζει δλα τά κόμ ματα. Ό Κρότσιε παινεύεται πώς άποκάλυψε έπιτέλους τό «μυστι κό» στίς πλάνες τοΰ παραδοσιακοΰ άντικειμενισμοΰ, πού είναι συν δεμένες μέ τό χυδαίο έμπειρισμό, πώς ίσωσε τήν Ιστοριογραφία άπό τίς «ύπουλες σκοπιμότητες» τής κομματικόττ)τας καί βρήκε τό γερό κα!. άτράνταχτο θεμ^ιο τής ύπερκομμτικής ίστοριογρα1. Β. Croce, D ie Gerschichte als Gedanke und als Tat. ss 276 - 277.
531
φίας. ’Αλλά ή δική του «φιλελεύθερη ιστοριογραφίας είναι πρα κτική, δπως καί ή παραδοσιακή Αντικειμενιστική ιστοριογραφία, πού αύτδς τόσο Iντονα, σαρκαστικά καί δικαιολογημένα ύπόβαλε σέ κριτική. Είναι κομματική, γιατί ή «ιδέα τής έλευθερίας», πού πάνω της θέλει νά στήσει τήν «ύπερκομματική» του ιστοριογραφία, ή ΐδέα τής έλευθερίας γενικά, θεωρημένη ώς αιώνια, Απόλυτη, ύπεριστορική κατηγορία, είναι ά σ τ ι κ ή Ιδέα. Ε κτός άπ’ αύτό ε ί ν α ι παραι σ θ ησ ι ακή Ιδέα. Ή έλευθερία είναι Ιστορική κατηγορία, πού πάντα είχε καί Ιχει συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο, πού στις ταξικές κοινωνίες Ιχει ταξικό χα ρακτήρα. Ή ιδέα τής έλευθερίας τής άστικής τάξης είναι ριζικά Αντίθετη μέ τήν ιδέα τής έλευθερίας τής έργατικής τάξης. Γ ι’ αότόν τόν λόγο καί ή «φιλελεύθερη ιστοριογραφία» τοΰ Κρότσιε δέν είναι Ιξω άπό τά κόμματα, άλλά δέν είναι καί πάνω άπό τά κόμ ματα καί άκόμη περισσότερο δέν «άγκαλιάζει» δλα τά κόμματα. Ό Αντιμαρξιστικός, Αντικουμουνιστικός της χαρακτήρας είναι τό σο ϊντονα και άπροκάλυπτα έκφραισμένος, ώστε δέν άπομένει κα μιά Αμφιβολία σχετικά μέ τήν άστική κομματικότητα καί μεροληψία της. Βασική προϋπόθεση τοΰ άντικειμενισμοΟ είναι πώς ή Αντι κειμενικότητα υποχρεώνει τόν ιστορικό νά μήν παίρνει τό μέρος καμιάς άπό τΙς μαχόμενες κοινωνικές δυνάμεις, πού Αποτελοϋν Αν τικείμενο τής Ιρευνάς του. Οί Αντικειμενιστές ύποδεικνύουν αύτήν τήν άπαίτηση σαν Αξίωμα πού άπόχτησε γι’ αύτούς τή δύναμη δόγματος. Αύτό τό δόγμα τοϋ άντικειμενισμοϋ, δμως, Απορρίπτε ται Από Ινα μεγΑλο Αριθμό άστών συγγραφέων πού δέν Ιχουν κα μιά σχέση μέ τό μαρξισμό. «Είναι προσταγή — γράφει ό Μπ. Ράσελ — πώς δ ιστορικός δέν πρέπει νά διαστρεβλώνει τΑ γεγονότα, άλλά δέν είναι προσταγή, πώς αυτός δέν πρέπει νά παίρνει θέση στίς συγκρούσεις καί στίς συρράξεις, πού γεμίζουν τίς σελίδες του».' Εννοείται πώς αύτό δέν είναι τό κύριο στή δοσμένη περί πτωση. Τδ κύριο είναι: ύπάρχουν άραγε ρεαλιστικές καί λογικές αιτίες γιά νά προβάλουμε μιά παρόμοια άπαίτηση; Αύτό τό έρώτημα άπεύθυνε πρός τούς Αντικειμενιστές στόν καιρό του δ Λένιν. 1. The Basic Writtings οΓ Bertraud Russell, p. 537.
« Ά ν όρισμένη διδασκαλία άπαιτεΐ άπό κάθε κοινωνικδν παράγον τα άμείλιχτα άντικειμενικήν άνάλυση τής πραγματικότητας καί τών δημιουργούμενων πάνω στό Εδαφος αύτής τής πραγματικότη τας -σχέσεων άνάμεσα στίς διάφορες τάξεις — Εγραψε ό Γδιος— , τότε σύμφωνα μέ ποιό θαύμα μπορεϊ νά βγει άπό έδώ τό συμπέ ρασμα πώς ό κοινωνικός παράγοντας δέν πρέπει νά συμπαθεί τή μιά ή τήν άλλη τάξη, πώς γι’ αύτόν τούτο είναι «άπαράδετιτο».1 Σ’ αύτό τό έρώτημα ό άντικειμενισμός ποτέ δέν Εδωσε καί δέν μπορεϊ νά δώσει μιάν Επιστημονικά θεμελιωμένη άπάντηση καί δ λες οί άπόπειρες τών άντικειμενιστών νά θεμελιώσουν τή δοξασία τους άποδείχνουν μονάχα τό βαβιά άνεπκστημονικό, μεταφυσικό καI ΐδεαλιστικό χαρακτήρα της. Πρώτο, στή βάση τοϋ άντι-κειμενισμού βρίσκεται ή άπόλυαη, άλλά στερημένη άπό κάθε βασιμότητα ά/τιπαράθεση τών άξιολογικών κρίσεων στις λογικές κρίσεις — ή λαθεμένη θέση πώς γιά νά είναι άντικειμενικά άληθινή ή ιστορική γνώση πρέπει νά έΐναι άπαλλαγμένη άπό κάθε λογής συγκινησιακά βιώματα καί συγκινησιακές αντιδράσεις. "Οταν οί νεοκαντιανοί, οί νεοθετικιστές κα!. άλλοι άντίπαλο; τής κομματικότητας στήν ίστοριαγραφία τονίζουν δτι δ Ιστορικός δέν πρέπει νά κάνει άποτιμήσεις, δτι πάντα δπου δ έπιστήμονας Ερχεται μέ τήν άποτίμησή του έκεΐ έπέρχεται τό τέλος τής άντικειμενικής άλήθειας, ξεκινούν άπό τήν άντίληψη πώς αί Υποτιμη τικές κρίσεις, σέ διάκριση άπό τίς λογικές ή τις πραγματικές κρί σεις, Εχουν καθαρά Υποκειμενικό χαρακτήρα. Στή σύγχρονη νεοθετικιστική φιλολογία, κατά τήν «συγκινησιακή θεωρία» γιά τΙς άποτψ,ητικές κρίσεις, πού τήν ύποστηρίζουν καί τήν Αναπτύσσουν συγγραφείς δπως οί Τσ. Λ. Στίβενίον, Ρ. Κάρναπ, Ά . Τ ζ . νΕιερ κ.ά., τούτες οί κρίσεις δέν έχουν γνωστική σημασία. Αφορούν τά χα τίς άλφα ή βήτα Ενέργειες, πού έμεΐς άποτιμάμε ώς «σωστές» ή «λαθεμένες», άλλά άποτιμώνιας μιά δοσμένη ένέργεια ή δποιοδήποτε άλλο άντικείμενο, δέ διαπιστώνουμε, οδτε πάλι άρνιούμαστε κάποιο πραγματικό γεγονός, άλλά έκφράζουμε μόνον Ενα έσωτερικό μας αίσθημα σχετικά μέ τή δοσμένη ένέργεια. Σύμφωνα μέ 1. Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμος 2ος, σελ. 566, (στά βουλγάρικα).
633
αύτούς τούς συγγραφείς οί άποτιμητικές κρίσεις καί άντιλήψεις έκφράζουν ή προορίζονται νά προκαλέσουν τά άλφα ή βήτα αΐσθήματα (συγκινήσεις). Αυτά είναι τελείως άντικειμενικά καί δέν μπορούν νά είναι οδτε σωστά, οδτε λαθεμένα.1 Πρίν άπ’ δλα πρέπει νά τονίσουμε πώς ή συγκινησιακή γό μωση δέν άποτελεί μονοπώλιο μονάχα τών άποτιμητικών κρίσεων, καί. γενικά τών κρίσεων, που μ’ αύτές έκφράζεται ή κομματικότητα στήν Ιστοριογραφία καί στίς άλλες κοινωνικές έπιστήμες Στόν Ιναν ή στόν άλλο βαβμό ή συγκινησιακή γόμωση προσιδιάζει σέ κάθε άνθρώπινη νόηση. Άκόμη καί οί φυσικοεπιστημονικές κρί σεις, άντιλήψεις καί θεωρίες Ιχουν έπίαης τήν ικανότητα v i προκαλοϋν τίς πιό διαφορετικές συγκινησιακές άντιδράσεις. "Ας θυμηθοϋμε, λογουχάρη, μονάχα ποιά θύελλα άπό συγκινησιακές άντιδράσεις προκάλεσαν οί διδασκαλίες τοϋ Γαλιλαίου τοΟ Κοπέρνικου, τοΟ Δαρβίνου, τοϋ νΑϊνσταϊν τοΰ Μέντελ, του Ί . Π. Πάβλοφ καί άλλων έκπροσώπων τών φυσικών έπιστημών, μέ τί πάθος διεξάγονται οί συζητήσεις άνάμεσα στούς έκπροσώπους τών διάφορων Επιστημονικών θεωριών καί σχολών στή φυσιογνω σία. Κι αύτό είναι τελείως φυσικό. Ή έξέλιξη τής ίδιας τής έπιστημονικής νόησης δέ θά ήταν δυνατή χωρίς τήν δπαρξη όρισμένης συγκινησιακής γόμωσης. Άκόμη ό Χέγκελ παρατηρεί πώς «τίποτε μεγάλο στόν κόσμο δέν γίνεται χωρίς πάθος».2 Χωρίς πά θος τίποτε μεγάλο δέν μπορεί νά γίνει καί στήν έπιστημονική γνώ ση. Χωρίς «άνθρώπινες συγκινήσεις» — ίγραφε ό Λένιν— ποτέ δέν ύπήρχε καί δέν μπορεί νά ύπάρχει άνθρώπινη ά ν α ζ ή τ η σ η τής άλήθειας».3 Αναμφισβήτητο γεγονός είναι πώς τό μαζικό μίσος τών άστών ίδεολόγων — φιλοσόφων, οίκονομολόγων, κοινωνιολόγων, Ι στορικών κΑ.— πρός τόν σοσιαλισμό καί τόν κομμουνισμό ήταν καί είναι Ινας άπό τούς κύριους λόγους πού έξαιτίας τους αύτοί δέν 1. A. J. Ayer, Language, Truth and Logic, Victor Gollaner LTD, London. 1962, pp. 22, 103, 107, 108. 2. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 38ος, σ ελ . 304, (στά ρωσικά). 3. Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμος 20ος, σβλ. 263, (στά ραπτικά).
534
αναγνωρίζουν τόν έπιστημονικό χαρακτήρα τοΰ μαρξισμού - λενινι σμού καί Ιμμένουν σέ κάθε λογής Ανεπιστημονικές αντιλήψεις για τήν κοινωνικοϊστορική έξέλιξη. ’Αλλά είναι έπίσης άνοψ,φισβήτητο γεγονός δτι ή μεγάλη άγάπη τοΰ Μάρξ, τοΰ Έ νγκελς καί. τοϋ Λένιν πρός τήν έργατική ταξη, τό βαθύ τους μίσος πρός τήν καταπίεση καί τήν έκμετΑλλευση, πρός τήν ταπείνωση καί τόν έξευτελισμό τών μαζών στίς έκμεταλλευτικές κοινωνίες άποτελεΐ τήν κατευθυντήρια σκέψη δλάκερης τής έπκττημσνικής τους δράσης για τήν άποκάλυψη τών Αν τικειμενικών νόμων τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης καί γιά τήν επεξεργασία δχι άλλης, παρά έ π ι σ τ η μ ο ν ι κ ή ς Ιδεολογίας τής έργατικής τάξης. Υπερασπίζοντας τή μαρξιστική κομματικότητα άπό τΙς έπιθέοΐ'.ς τοΰ Μιχαϊλόφσκι, δ Λένιν Ιγραψε: «Δέν έχετε άκούσει, κ. Μιχαϊλόφσκι, πώς ώς ένα Από τΑ Αξιολογότερα πρότυπα Αμείλι κτης Αντικειμενικότητας στήν έρευνα τών κοινωνικών φαινομένων θεωρείται βΑσιμα ή περίφημη πραγματεία «Τδ κεφάλαιο»; 'Ολά κερη σειρά έπιστήμονες καί οικονομολόγοι βλέπουν τδ κύριο καί βασικό έλάττωμα αύτής τής πραγματείας άκριβώς στήν άμείλιχτη άντικειμενικότητά του. Καί παρ’ δλ’ αύτά σπάνια σέ έπιστημονική πραγματεία θά βρείτε τόσο πολλή «καρδιά», τόσο θερμές καί φλο γερές έπιθέσεις πολεμικής ένάντια στούς έκπροσώπους έκείνων τών κοινωνικών τάξεων πού, κατά τήν πεποίθηση τοΰ συγγραφέα, φρε νάρουν τήν κοινωνικήν έξέλιξη».1 Λαμπρό παράδειγμα σ’ αύτό τόν τομέα άποτελεΐ καί. ή έπιστημονικοφιλοσοφική δημιουργία τοΰ Λένιν. Ή πηγή τής γοητεί ας τοΰ Λένιν στίς μάζες πρέπει νΑ Αναζητηθεΐ στό γεγονός, δτι τά έργα του, ot φιλοσοφικές καί οί μερικοεπισχημονικές του έργασίες, οί λόγοι καί τά Αρθρα του άπστελοϋν μιάν όργανική ένότητα καί Αλληλοεπίδραση Ανάμεσα στό λογικό καί στό ήθικό, άνάμεσα στή Ακατάλυτη λογική καί στΑ ύψηλότερα ήθικά αίσθήματα καί ιδανικά, τέτοιαν ένότητα καί Αλληλοεπίδραση δπου ή λογική τής σκέψης πρασδίνει Ακαταγώνιστη δύναμη στό ήθικό Ιδανικό, ένώ τό ήθικό προσδίδει στή λογική σκέψη Ανυπέρβλητη έλκυστικότητα. 1. Β . I. Λένιν, Άπαντα.
636
ΜοΟ φαίνεται πώς αύτή τήν ιδιομορφία τοϋ Λένιν τήν έξέφρασε μέ τόν πιό Ιντονο τρόπο ό Γκόρκ*. «Ot κινήσεις του — γράφει δ ίδιος — ήταν έλαφριές, έπιδέξιες καί ή άπέριττη μά δυνατή χειρονομία έναρμονιζόταν απόλυτα μέ τόν λόγο του, έπίσης λιτό σέ λέξεις καί άφθονο σέ σκέψεις. Καί στό κάπως μογγόλικο πρόσωπό του καί γανε παίζανε τούτα τά διεισδυτικά μάτια άκούραστου άγωνιστή ένάντια ατό ψέμα κα;. στις δυστυχίες τής ζωής, άνοιγοκλείνοντας προσηλωμένα, χοψΛγελώντας ειρωνικά, άστράφτοντας όργισμένα. Ή λάμψη αύτών τών ματιών εν.αμνε τόν λόγο του άκόμα πιό φλογερό καί τρ o'ιερά ξάστερο. Άπό κάποτε νόμιζες πώς ή άδάμα;τη ενεργητικότητα τοΰ πνεύματός του σκορπάει άπό τά μάτια του καί οί λέξεις, γεμάτες άπ’ αύτήν, λάμπουν στόν άγέρα».1 Τό πάθος όλάκερης τής θεωρητικής καί έπαναστατικής πρα κτικής δράσης τοϋ Λένιν άναβλύζει πριν άπ’ δλα άπό τήν άπέραντη αγάπη του για τ :ύ ; εργαζομένους, γιά δλους τούς καταπιεζομένους. "Ηρθε στό μαρξισμό δχι ώς εργαστηριακός άναζητητής τής άλήθειας καί άφιέρωσε τή μεγαλοφυία του, τις άσυνήθιστες Ικανότητές του, δλη του τή ζωή στήν όπόθεση τής προλεταρια κής έπανάστασης δχι για να βρεί προσωπική δόξα. Ό χ ι. Έ κα νε καί τό Ινα καί τό άλλο μοναδικά άπό μιά βαθιά καί. άπέραντη άγάπη γιά τούς έργαζόμ^νους καί καταπιεζόμενους άνθρώπους. «Ή καρδιά του — γράφει ή Κρουπσκάγια— χτυποΟσε μέ φλογ?ρήν άγάπη γιά δλους τούς Εργαζομένους, γιά δλους τούς καταπιεζομένους... Αύτό τό αίσθημα τόν Ικανέ παθιασμένα, έντατικά νά άναζητάει άπάντηση στό έρώτημα: ποιοί πρέπει νά είναι σί δρόμοι για τήν άπελευθέρωση τών έργαζομένων ; Απαντήσεις στά έρωτήματά του πήρε άπό τόν Μάρξ... Μέ αύτές πήγε κοντά στούς έρ'άτες».2 Ό λ ’ αύτά δείχνουν δτι είναι έντελώς λαθεμένο νά άρνιούμαστε τήν έπιστημονική γνωστική σημασία κάθε κομματικής, Ιδεο λογικής νόησης μέ τή δικαιολογία πώς αύτή περιέχει τάχα τή μιά ή τήν άλλη συγκινησιακή γόμωση και προκαλεΐ τάχα τις άλφα ή
1. Μ. Γκόρκι, Ά παντα, τόμος 22;>ς, Έ κδ. τοϋ Κ .Κ .Β ., 1951, (στά βουλγάρικα). 2. Ν. Κρουπσκάγια, Γιά τό Λένιν, Έ κ δ . τοΟ Κ .Κ Β ., 1950, σ ελ . 13, (στά βουλγάρικα,).
536
τίς βήτα συγκινησιακές άντιδράσεις. Οί κομμχτικοϊδεολογικές κρίσεις, λογικές ή άποτιμητικές, άποτελοΟν έπίσης γνωστικές κρίσεις, πού άφορο&ν γεγονότα τής πραγματικότητας, πρίν απ’ δλα τής κοινωνικοϊστορικής πραγματι κότητας, πού μπορούν νά Αποδειχτούν κα! διαψευστοΟν καί κατ’ αύτόν τόν τρόπο βγαίνουν αληθινές ή δχι. Ό τ ι στήν άποτίμηση τών ιστορικών γεγονότων οί άνθρωποι έκφράζουν άλφα ή βήτα αισθήματα καί πώς οί άποτιμήσεις τών ι στορικών γεγονότων προκαλοΟν άντίστοιχα αισθήματα — αγάπη, μίσος, θαυμασμό, περιφρόνηση, όργή είτε άδιαφορία κΑ., πώς αύ τά παίρνουνε θέση στόν άγώνα τών κοινωνικών τάξεων, συστημά των κα! τών πολιτικών τους κομμάτων — αύτό είναι γεγονός. Καί σ’ αύτό τό γεγονός δέν ύπάρχει τίποτε τό άφύσικο καί Εκπλη κτικό. Άποτελεΐ μονάχα έπιβεβαίωση τής σκέψης τοϋ Λένιν δτι «δέν είναι δυνατό» νά μελετάς τήν πραγματική κατάσταση τών πραγμάτων» χωρίς νά τή χ α ρ α κ τ η ρ ί ζ ε ι ς , χωρίς νά τήν ά ποτιμάς μαρξιστικά ή φιλελεύθερα, ή Αντιδραστικά κ .ϊ.» 1 Δείχνει πώς ή άληθινή έπιστημονική άνάλυση τών κοινωνικοϊστορικών συμβάντων δέν Αποκλείει, άλλά ύποχρεώνει νά πα'ρνουμε θέση στόν άγώνα μεταξύ τών τάξεων καί τών κομμάτων. Δ ε ύτ ε ρ ο , ή έπιτακτική άπαίτηση, πού δ άντικειμενισμός έπιβάλλει στόν ιστορικό, νά είναι κομματικά ούδέτερος καί νά μήν παίρνει τό μέρος καμιάς άπό τίς μαχόμενες κοινωνικές δυνάμεις, πού άποτελούν άντικείμενο τών έρευνών του, είναι τε λείως ούτοπική. Δέν παίρνει ύπόψη τήν κοινωνική διακαθοριστικότητα τοϋ ίστορικοΰ κα! τής γνώσης του, τήν είδική συνάφεια μεταξύ τοΰ άντικειμένου κα! τοΰ ύποκειμένου στήν ιστορική γνώση. Ξεκινώντας άπδ διάφορες Εδεαλιστικές άντιλήψεις γιά τήν ίστορία καί για τήν Ιστορική γνώση, οί όπαδοί τοΰ άντικειμενιαμοΰ δέν καταλαβαίνουν τήν ίστορικοϋλιστική διδασκαλία γιά τήν άντικειμενική κοινωνική διακαθοριστικότητα τής ίστορικής γνώσης, τ.ου στις συνθήκες τών ταξικών κοινωνιών κάνει άνοπόφΐυχτο τδν ταξικοκομματικό της χαρακτήρα κα! καταδικάζει 1. Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμος 19ος.
σεΧ. 110.
537
σ’ αποτυχία κάθε άπόπειρα νά δημιουργηθεΐ μιά ύπερκομματική, στερημένη άπό ταξικοκομματικές άποτιμήσεις ιστοριογραφία. Κά τι περισσότερο, άκριβώς έξαιτίας τοδ ΙδεαλιαμοΟ τους, άκόμη καί δταν συνειδητοποιούν τήν έξάρτηση τοΟ ιστορικού άπό τό κοινω νικό του περιβάλλον, τοποθετούν μπροστά του τήν άπαίτηση νά απαλλαχτεί άπ’ αυτήν τήν έξάρτηση. «Ή Ιστορία — έγραψε δ γνωστός Ά γγλος ιστορικός Ά κτον — πρέπει να είναι δ άπελευθερωτής μας δχι μόνον άπδ τήν ύπερβολική έπίδραση τών άλ λων έποχών, άλλά έπίσης άπδ τήν ύπερβολική έπίδραση τ»)ς διν.ής μας εποχής, άπό τήν τυραννία τοΰ περιβάλλοντος καί άπδ τήν πίεση τοΰ άέρα που άναπνέουμε».1 ’Αλλ’ αύτδ άποτελεΐ ούτοπιστικό καθήκον. Ό ιστορικός δέ στέκεται έξω άπό τό κοινωνικοϊστορικό δράμα, πού άποτελεΐ άντικείμενο τής έρευνάς του, παρά είναι ταυτόχρονα προϊόν του καί πρόσωπο πού δρά. Είναι μέλος κάποιου κοινωνικού συστήμα τος ή άλλης κοινωνικής κοινότητας, δπου είναι άγκυροβολημένος μέ δλο του τό είναι, τήν κοσμοαντίληψη καί τή νόησή του. Ή κομματικότητα τής Ιστοριογραφίας άποτελεΐ Ινα άδιάψευστο γεγονός καί κάθε ιστορικός, πού δέν έχασε τό στοιχειώδικο αίσθημα άντικειμενικότητας, δέν μπορεΐ νά μήν τό παραδε χτεί. Γ ι’ αύτόν τδν λόγο δέν είναι παράξενο πώς στους κόλπους τών σύγχρονων άστών ιστορικών, δσοι άναζητοΰν διέξοδο άπό τή βαθιά κρίση τής άστικής ιστοριογραφίας καί τής μεθοδολογί ας της πρός ?ναν πιό άντικειμενικό, πιό έπιστημονικδ χειρισμό τών ιστορικών καί τών φιλοσοφικοϊστορικών προβλημάτων, είναι άναγκασμένοι νά παραδεχτούν καί τή μαρξισπκολενινιστική δι δασκαλία γιά τόν ταξικοκομματικό χαρακτήρα τής ιστοριογραφί ας. ’Ανάμεσα σ’ αύτούς τούς Ιστορικούς συγκαταλέγεται καί δ γνωστός ’ Αγγλος άστός Ιστορικός Έντουαρντ Κάρ. «Νά μήν ξεχνοϋμε — γράφει δ ίδιος — δτι, δπως είπε μιά φορά ό Μάρξ, δ παιδαγωγός μόνος πρέπει νά διαπαιδαγωγηθεΐ... ΠρστοΟ άρχίσει νά γράφει ίστορία, δ Ιστορικός είναι προϊόν τής ίστορίας».* «"Ο Ι. Παραθ. κατά : Ε. Η. C arr, What is History? p. 33. 2. Ε. H. C arr, What is History? p. 40.
538
μοια jii τά άλλα άτομα δ ιστορικός άποτελεΐ Ιπίσης κοινωνικό φαινόμενο. Αύτός είναι ταυτόχρονα προϊόν καί συνειδητός εϊτε άσύνειδος κήρυκας τής κοινωνίας δπου άνήκει. 'Ως τέτοιος άντιμετωπίζει τά γεγονότα τοϋ ιστορικού παρελθόντος».' Άπό έδώ δ Κάρ βγάζει τό τελείως σωστό συμπέρασμα: «Προτού νά μελετήσετε τήν ίστορία, μελετήστε τόν Ιστορικό... Προτού νά μελετήσετε τόν Ιστορικό, μελετήστε τό ιστορικό κα! κοι νωνικό του περιβάλλον».2 Ό Κάρ δέν είναι μαρξιστής. Ά λλά ή λογική τής ιστορίας καί ή άδυναμία τοϋ ιστορικού ιδεαλισμού τόν άναγκάζουν νά πα ραδεχτεί τήν όρθότητα μια ς σειράς μαρξιστικών θέσεων γιά τήν ίστορία καί νά δίνει έξηγήσεις που πλησιάζουν πάρα πολύ τίς θέ σεις τοΰ μαρξισμού. Ό ίδιος τονίζει πώς οί άστοί Ιστορικοί καί φιλόσοφοι έκφράζανε κατά τό δέκατο ένατον αΙώνα κα). στίς πρώτες δεκαετίες τοΰ εικοστού αίώνα τήν Ιδεολογία μιας κοινωνίας πού βρισκότα νε στή διαδικασία άνοδικής έξέλιξης ή δπως καί νά ’ναι αισθα νόταν σίγουρη πάνω στά βάθρα της, ένώ οί άστοί Ιστορικοί κα1 φιλόσοφοι δστερ’ άπδ τόν Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έκφράζουν δλοένα καί περισσότερο τήν ιδεολογία μιάς κοινωνίας πού βρί σκεται στή διαδικασία κατάπτωσης καί παρακμής. «Σχεδόν δλοι οί σύγχρονοί μας προφήτες τής κατάπτωσης, οί σκεπτικιστές μας — γράφει δ Κάρ— , πού δέ βλέπουν κανένα νόημα στήν ίστορία καί ύποθέτουν πώς ή πρόοδος είναι νεκρή, άνήκουν σ’ έκεΐνον τόν τομέα τού κόσμου καί σ’ έκείνη τήν τάξη τής κοινωνίας πού σέ διάστημα κάμποσων γενεών διαδραματίσα νε θριαμβευτικά καθοδηγητικό καί κυριαρχικό ρόλο στήν πρόοδο τοΰ πολιτισμού. Γ ι’ αύτούς δέν άποτελεΐ καθόλου παρηγοριά νά ειπωθεί πώς 6 ρόλος, πού ή δμάδα τους διαδραμάτισε στό παρελ θόν, περνάει τώρα σέ άλλους. Είναι ξάστερο πώς μιά ίστορία πού τούς έπαιξε Ινα τόσο άσχημο παιχνίδι, δέν μπορεϊ νά είναι μιά νοηματική καί Ορθολογιστική διαδικασία».3 Ά λλά δ Κάρ δέ στοτ 1. Ibid., ρ. 35. (βλ. σημ
2, σελ. 538).
2. Ibid., ρ. 44 3. Ε Η C arr, op. cit., p. 116.
M9
ματάει ώς Ιδώ. Συνεχίζει τήν άνάλυσή του, γιά νά άποκαλύψει τίς άκόμη πιό βαιθιές καί πιό ούσιαστικές αιτίες πού προκάλεσαν τή ριζική στροφή στήν άστική φιλοσοφικοϊστορική νόηση καί κα θορίζουν τήν τωρινή της κατάσταση. «Τά μέσα τοΟ είκοστοΟ αΐώνα — γράφει ό ίδιος — βρίσκουν τόν κόσμο σε μιά διαδικασία άλλαγή ς, πιθανόν βαθύτερη καί μέ μεγαλύτερη δλκή, άπ’ δσο κά θε άλλη, που είχε γίνει υστέρα που δ μεσαιωνικός κόσμος διαλύ θηκε σέ έρείπια καί ύστερα άπό τή θεμελίωση τοΟ σύγχρονου κό σμου... Ή πιό ξόφθαλμη πλευρά τής άλλαγής είναι μιά κοινωνι κή Ιπανάσταση, πού μπορεΐ νά συγκριθεΐ μέ έκείνη πού στό δέ κατο πέμπτο καί στό δέκατο εκτο αιώνα σημείωσε τήν άπαρχή τής άνόδου στήν έξουσία μ ια ς νέας τάξης, βασισμένης έπάνω στό χρήμα καί στό έμπόριο καί άργότερα πάνω στή βιομηχανία».' Έ ριζική στροφή στήν άστική φιλοσοφικοϊστορική στέψη, θά πούμε έμεΐς, πρ©κλήθηκε άπό τή νίκη τής Μεγάλης 'Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Έπανάστασης, πού έγκαινίασε τή διαδι κασία τής δύσης τοΰ καπιταλισμού καί σημάδεψε τήν άπαρχή τής π7.γκ03μιας έπαναστατικής διαδικασίας τοΰ περάσματος άπό τόν καπιταλιαμό στό σοσιαλισμό πού σέ διάστημα μισοΰ αιώνα τώρα αλλάζει ακράτητα τήν δψη τού κόσμου. Ακριβώς αύτές οί έπαναστατικές διαδικασίες ίκαναν τήν Ιστορική γνώση τόσον έπίκαιρη στήν έποχή μας καί ύπαγορεύουν τά φιλοσοφικοδστορικά προβλήματα τών άστών φιλοσόφων καί ιστορικών. Τποχρέωσαν τόν Τόινμπι νά δημιουργήσει τήν κυκλι κή του θεωρία, τόν Πόπερ νά γράψει τά βιβλία του «Ή άνοιχτή κοινωνία καί οί Ιχθροί της» καί «Ή άθλιότητα τοΰ ιστορισμού», τόν Γιάσπερς τό βιβλίο «Γιά τήν καταγωγή καί τό σκοπό τής Ι στορίας». τόν Μπάρακλαφ τό βιβλίο «Ή ίστορία σ’ ίνχ μεταβαλλόμενον κόσμο» κ.ά. Καί άφοΰ δλοι τούτοι οί συγγραφείς άνήκουν στήν άστική τάξη, σ’ έκείνη τήν τάξη πού είναι καταδικασμένη άπό τήν ίστορία να δύσει, στή συνείδησή τους καί στά γραφτά τους ή δύση τής άστικής κοινωνίας έβαλε τή βαθιά της σφραγίδα πάνω ζ όλες ίν,ιΐνζς τ'ς πεσιμιστικές, άγνωστικιστικές, ύποκειμενικοϊδεαλιστικες καί μυστικιστικές άντιλήψεις, πού χαρακτηρί 1. Ε. Η. C arr, op. cit., p. 133·
640
ζουν τή σύγχρονη άστική φιλοσοφικοϊστορική σκέψη καί έρχον ται σέ τόσο ριζική άντίθεση μέ τίς προηγούμενες ιστορικές Αντι λήψεις τών δυτικών ιστορικών καί φιλοσόφων τ?)ς περιόδου πού ή άστική κοινωνία βρισκότανε στό δρόμο τής άνόδου της. ’Ανησυχεί βαθιά δ Κάρ γιατί σ’ £ναν κόσμο βαθιών έπαναστατικών άλλαγών οί δυτικοί ίδεολόγοι αισθάνονται φόβο άπό κάθε άλλαγή καί δέν μπορούν νά προτείνουν κανένα έποικοδομητικά πρόγραμμα γιά τό μέλλον. «°(hav οί σοφοί πολιτικοί καί ©Iκονομικοί μας εγκέφαλοι προστάζουν — γράφει ό ίδιος — δέν Ε χουν τί νά μάς προτείνουν, έκτός άπό τό νά μάς προειδοποιούν νά φερόμαστε μέ δυσπιστία άπέναντι στίς ριζοσπαστικές καί μέ σο βαρές συνέπειες ιδέες, νά άποφεύγοαμε καθετί, που μυρίζει έπατ νάστααη, καί νά προχωρούμε — άν πρέπει νά προχωρούμε — δσο είναι δυνατό πιό άργά καί πιό προφυλαχτικά».' Ό Κάρ τό έξηγεΐ αύτό ώς έκδήλωση μιά ς «σπάνιας τυφλαμάρας» άπό μέρος τών άστών Ιδεολόγων καί τονίζει πώς δέ θέλει οδτε νά κλείνει τά ;ιάτια του μπροστά στίς έπαναστατικές άλλαγές πού γίνονται στό σύγχρονο κόσμο, οδ-οε νά βλέπει άπαισιόδαξα τοΟτες τίς άλλαγές. «Για τόν εαυτό μου — γράφε ι ό ίδιος— μπορώ νά πώ πώς έγώ παραμένω αισιόδοξος. Καί δταν ό κ. Λούϊς Ναμίρ μέ προειδοποιεί νά άποφεύγω προγράμματα καί Ιδανικά, δταν ό καθηγητής πα νεπιστημίου Όουκσιοτ μου λέγει πώς έμεΐς δέν πηγαίνουμε που θενά καί πώς βλο τό ζήτημα έγκειται στό νά προσέχουμε μήν τυ χόν καί κανένας κλονίσει τή βάρκα, δταν ό καθηγητής πανεπι στημίου Πόπερ θέλει νά κρατούμε έκεΐνο τό άκριβό παλιό μον τέλο τής βαθμιαίας μηχανικής, δταν ό καθηγητής πανεπιστημί ου Τρέβαρ — Ρόιπερ χτυπάει στή μύτη τούς ριζοσπαστικούς πού τσιρίζουν, δταν δ καθηγητής πανεπιστημίου Μόρισον συνηγορεί γιά ιμιά ίστορία γραμμένη σέ συνετό συντηρητικό πνεύμα, έγώ θά παρακολουθώ προσεχτικά Ivowv κόσμο διακατεχόμενον Ιπό τα ραχή καί πόνους γέννας καί θά άπαντήσω μέ τίς συχνά χρησιμο ποιούμενες λέξεις ένός μεγάλου έπιστήμονα: «Καί δμως κινεί ται».2 Ό Κάρ δχι μονάχα πιστεύει στήν ιστορική πρόοδο. Είναι 1. Ε. Η. C arr, op. cit., ρ, 155 - 156. 2. Ibid., p. 156.
641
πεπεισμένος δτι ή πρόοδος στήν έπιστήμη καί στήν Ιστορία τής κοινωνίας σημειωνόταν καί σημειώνεται δχι Ακολουθώντας τό δρόμο τών έπιμέρους βελτιώσεων τής ύπάρχουσας τάξης πραγμά των, άλλα μέ τολμηρές καί «θεμελιακές προκλήσεις στ’ δνομα τού λογικού άπέναντι στήν ύπάρχουσα τάξη πραγμάτων καί Α πέναντι στίς φανερές καί κρυφές προϋποθέσεις πού πάνω τους στηρίζεται».1 Αύτδ δέ σημαίνει πώς δ Κάρ Ιχει συνειδητοποιή σει τήν ίστορικήν άναγκαιότητα τής σοσιαλιστικής έπανάστασης καί τόν ιστορικό ρόλο κα! άποστολή τής έργατικής τάξης ώς φο ρέα κα! καθοδηγητή αυτής τής έπανάστασης. ’Απεναντίας, δσο παράδοξο κι’ άν φαίνεται, δ Κάρ παρ’ δλ’ αύτά Ελπίζει πώς ή σύγχρονη άστική τάξη καί οί Ιδεολόγοι της μποροΟν νά άναλάβουν ξανά τόν ρόλο έμπνευστή καί καθοδηγητή τών ώριμων Επα ναστατικών Αλλαγών, πού τήν πραγματοποίησή τους τήν έβαλε ή ίστορία στήν ήμερησία διάταξη. «Περιμένω τόν καιρό — γράφει δ Κάρ — πού οί ιστορικοί, οΊ κοινωνιολόγοι καί οί πολίτικο! στο χαστές τοΟ Αγγλόφωνου κόσμου θά Αποχτήσουν ξανά τδ θάρρος γ*’ αύτό τό καθήκον».2 Ή πλειονοψηφία τών άστών φιλοσόφων, ιστορικών, κοινω νιολόγων καί πολιτικών δέν είναι καθόλου τυφλοί γιά τΙς Επανα στατικές Αλλαγές, πού συντελοΰνται στό σύγχρονο κόσμο. Κατα λαβαίνουν Ιπίσης, δτι δ τροχός τής ίστορίας γυρίζει. ’Αλλά κα ταλαβαίνουν Επίσης δτι τώρα δ τροχός τής ίστορίας γυρίζει πιά κινούμενος δχι άπό τό Αστικό άλλά άπό τό σοσιαλιστικό σύ στημα. Έ Αποφασιστική καί μαζική στροφή τών άστών φιλοσόφων καί ιστορικών πρός τήν δλσκληρωτική άναθεώρηση τών προηγού μενων φιλοσοφικοϊστορικών τους άντιλήψεων συνδέεται πριν άπ’ δλα μέ τήν κοσμοϊστορική νίκη τής Σοβιετικής Έ νω σης κατά τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τό νεκροταφείο, δπου βούλιαξαν οι στρατιές τής χιτλερικής Γερμανίας καί τών συμμάχων της, κατάπιε τις Ελπίδες δλάκερης τής παγκόσμιας άστικής άντίδρασης δτι θά μπορέσει νά σταματήσει τήν άνάπτυξη τής σοσιαλιστι 1. Ε. Η. C arr op. cit., 155. 2. Ibid.,
542
κής έπανάστα,σης στήν οικουμένη, νά έκμηδενίσει τό Εργο της. 'Υποχρέωσε τούς άστους φιλοσόφους καί Ιστορικούς νά κοιτάξουν μέ άλλα μάτια τήν παγκόσμια ίστορία. Εξάλλου σέ μια σπάνια ώς πρός τήν είλικρίνειά της έξομολόγηση αύτό τό άναγνωρίζει καί ένας τόσο διάσημος άστός ιστο ρικός δπως ό Μπάρακλαφ. Ό ϊο:ος παρατηρεί, πώς στήν περίο δο άνασσα στούς δυό παγκόσμιους πολέμους ή πλειοψηφία τών άγγλων άστών ιστορικών Εμμένει στίς Ιστορικές αντιλήψεις τοϋ μεγάλου άγγλου ιστορικού, τοϋ λόρδου Άκτον. Αύτοί έξακολουθοΰν νά παραδέχονται τήν διαδοχικότητα καί τήν πρόοδο στήν Ιστορία, Ικφράζουν Ικανοποίηση άπό τό παρόν καί. πεποίθηση για τό μέλλον. «Αύτό ήταν Ιτσι δχι γιατί δέν είχαμε συνείδηση τής άλλαγής κα: τής κρίσης στό γύρω κόσμο μας — γράφει δ Μπά ρακλαφ— , άπεναντίας, έμεΐς πραγματικά — άπό κάποτε σχε δόν μέ πόνο — συνειδητοποιούσαμε τέτοια πράγματα δπως ή προ χωρητική χρεοκοπία τών δημοκρατικών μορφών διακυβέρνησης στίς εύρωπαϊκές χώρες, ή σύγκρουση άνάμεσα στόν καπιταλισμό καί στόν κομμουνισμό, ή δραστική έπίπτωση τής άνεργία; καί τής έργασιακής ύφεσης. Μά παρ’ δλ’ αύτά ό ρυθμός δέν ήταν τέ τοιος ώστε νά ταράξει τήν έμφυτη πίστη μας στή διαδοχικότητα. Δέ φαινότανε νά ύπάρχει κάποια έπιτακτική άνάγκη γιά τήν Ε πανεξέταση· τών βασικών ιστορικών προϋποθέσεων».1 ’Αλλά «με τά τό 1946, τουλάχιστο γιά έναν αύξανόμενον άριθμό Ιστορικών, αύτό ήταν πιά άδύνατο».2 Ό Μπάρακλαφ άναγνωρίζει πώς ή συντριβή τής χιτλερικής Γερμανίας καί οί Επαναστατικές άλλαγές πού Επήλθαν στήν οΐκουμένη μετά τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, άνοιξαν τά μάτια στούς περισσότερους άστούς Ιστορικούς «γιά τά δρια καί σ’ όρισμένο βαθμό γιά τίς πλαστογραφίες» πού διδάχτηκαν καί διδά σκουν. «Γιά μένα — γράφει δ Ιδιος — ή ρωσική νίκη στό Στάλινγκραντ τό 1943 ήταν Εκείνο πού Εκανε έπιτακτική μιάν δλοκληρωτική άναθεώρηση τής εύρωπαϊκής Ιστορίας».3 1. G. Barraclough, History in a Changing World, p. 8. 2. Ibid , p. 9. 3. Ibid., p. 8.
543
Καθαρότερα άπ’ αύτό δέν μπορεΐ νά είπωθεϊ. ’Αλλά τοϋτο δέ σημαίνει καθόλου πώς ό Μπάρακλαφ συνθηκολόγησε μέ τό Ι στορικό άναπόφευχτο τού σοσιαλισμού καί πώς έπιτέλους τά μά τια του άνοιξαν γιά τήν ανάγκη μιά ς πραγματικά έπιστημονικής ίστορίας. ’Ακριβώς τό άντίθετο. Εξομολογείται τελείως Απροκά λυπτα τόν πραγματισμό τής άστικής του κομματικότητας, πού ύψώνει ώς ύπέρτατο σκοπό τής Ιστορικής γνώσης δχι τήν Αντικει μενική ίστορ'.κήν αλήθεια, παρά τό ν ά ύ π η ρ ε τ ε ΐ κα λ ά τ ή σύγχρονη άστική τάξη στόν άπεγνωσμένον άγώνα της νά σταματήσει τόν τροχό τής ίστορίας. Ή σύγχρονη άστική τάξη δέν είναι σέ θέση νά δημιουργή σει πραγματικά Ιπιστημονική ιστοριογραφία. Ώ ς έπιστήμη ή Ι στορία Αναπτυσσόταν κυρίως άπό τούς ίδεολόγους τών προοδευτι κών καί τών επαναστατικών τάξεων — άπό τούς φορείς ένός νέ ου, τελειότερου κοινωνικού συστήματος, πού δέν Ιχουν βάσιμους λόγους νά φοβούνται άπό τήν άντικειμενική ίστορική άλήθεια, παρά, άπεναντίας, Ιχουν συμφέρον άπ’ αύτήν. Τέτοια τάξη καί τέτοια κοινωνία στήν έποχή μας άποτελοΟν πρίν άπ’ δλα ή έργατική τάίξη καί ή σοσιαλιστική κοινωνία, πού έπίσης ανοιχτά δια κηρύσσουν τόν ταξικοκομματικό χαρακτήρα τής μαρξιστικής τους ίστορίας. Ή μαρξιστική Ιστορία Ιχει άποσεολή νά ύπηρετεΐ τά συμφέροντα τής έργατικής τάξης, τής σοσιαλιστικής έπανάσταστασης τής σοσιαλιστικής κοινωνίας. ’Αλλά μπορεΐ νά έκπληρώνει μ’ έπιτυχία τόν ύπηρεσιακό της ρόλο μόνον δταν έχει ώς ύπέρ τατο καί άναλοίωτο σκοπό τ ή ν ά ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ή ί σ τ ο ρ ι κ ή ά λ ή θ ε ι α .
544
ΒΙΒ ΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑ ΚΛΑΣΙΚΟΙ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ - ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΥ ΒΝΓΚΕΛΣ, Φρ. : Άντιντιούρινγκ1, Έ κδ . τοΟ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1950. ΕΝΓΚΕΛΣ, Φρ. : Διαλεκτική τής Φύσης, Έ κδ . τοΟ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1950. ΛΕΝΙΝ, Β .Ι. : Μάρξ - Έ νγκελς - Μαρξισμός, Έ κδ . τοΟ Κ .Κ .Β ., Σό φια, 1950. ΛΕΝΙΝ Β.Ι. : Άπαντα, τόμοι 1, 2, 3, 8, 12, 14, 19, 20, 23, 24, 32, 33,38. ΜΑΡΞ Κ . : Τό Κεφάλαιο, τόμος 1ος, Έ κ δ . τοϋ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1948. ΜΑΡΞ Κ . : Κριτική τής Πολιτικής ΟΙκονομίας, Έ κ δ . τοϋ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1949. ΜΑΡΞ Κ . : θ εω ρίες τής ύπεραξίας, Έ κ δ . τοΰ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1962. ΜΑΡΞ, καί ΒΝ ΓΚΕΛΣ, Φρ. : Διαλεχτά Γράμματα, Έ κ δ . τοϋ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1952. ΜΑΡΞ, Κ . καί ΒΝΓΚΕΛΣ, Φρ. : Διαλεχτά Έ ργα, τόμος 1ος, Έ κ δ . τοϋ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1950. ΜΑΡΞ, Κ . καί ΕΝΓΚΕΛΣ, Φρ. : Διαλεχτά Έ ργα, τόμος 2ος, Έ κδ . τοΰ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1951. ΜΑΡΞ, Κ . ΕΝΓΚΕΛΣ, Φρ. : Ά π ό τά Πρώιμα Έ ργα, Γκοσπολιτιζντάτ, Μόσχα, 1956. ΜΑΡΞ, Κ . καί ΕΝΓΚΕΛΣ, Φρ. : Άπαντα, τόμοι 2,3. ΑΜΠΑΤΒ, Μ. : Ή φιλοσοφία τοΰ Μπενεντέτο Κρότσιε καί ή κρίση τής Ιταλικής κοινωνίας, Εκδοτικός Οίκος «Ίναστράναγια Λιτερατούρα,» ,Μ όσχα, 1959. ΑΝΤΡΕΕΒΑ, Γκ . Μ. : Ή άστική κοινωνιολογία σ ’ άναζήτηση θεωριών, Εκδοτικός Οίκος «Ζνάνιε», Μόσχα, 1966. ΑΝΤΡΕΕΒΑ, Γκ. Μ. : Ή σύγχρονη άστική έμπειρική κοινωνιολογία, ’Εκδοτικός Οίκος «Μ ίισλ», Μόσχα, 1965. Μ ΠΕΚΕΡ, Γκ . καί ΜΠΟΣΚΟΦ, Α. : Ή σύγχρονη κοινωνιολογική θεω ρία στή διαδοχικότητα καί στίς άλλαγές της. Εκδοτικός Οίκος «Ίναστράναγια Λιτερατούρα», Μόσχα 1961. Μ ΠΕΡΝΤΙΑΕΦ, Ν. : Τό νόημα τής Ιστορίας. Δοκιμή γιά τή φιλοσοφία τής άνθρώπινης μοίρας. ’Οβελίσκος, Βερολίνο, 1923. ΜΠΕΡΝΤΙΝ, Α.Ι. καί ΕΓΚΙΝ ΤΕΣ, Π.Μ . : Γιά τό συσχετισμό τών νό μων τοΰ Ιστορικοΰ ύλισμοΰ καί τών Ιστορικών έπιστημών. Περιοδικό «Βαπρόσι Φιλοσόφιι», άριθ. 2/1968. «ΒΑΠΡΟΣΙ ΙΣΤΟΡΙΙ» : Ά ρ ιθ. 9/1965. «ΒΑΠΡΟΣΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΙ» : Ά ρ ιθ. 5/1957. «ΒΑΠΡΟΣΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΙ» : Ά ριθ. 3/1969. ΓΚΑ ΡΙΝ, Ε. : Χρονικό τής Ιταλικής φιλοσοφίας τοΰ 20ου αΙώνα (1900 1943), Εκδοτικός Οίκος «Πραγκρές», Μόσχα, 1965. ΓΚ Ο Ρ Κ Ι, Μ. : Άπαντα, τόμος 22ος, Έ κδ . τοΰ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1951. Συντομευμένος τίτλος τοΰ ϊργου « Ή άνατροπή τής Ε πιστήμης άπό τόν κύριο Ό ιγκεν Ντιούρινγκ» (Σημ. τ. Μετ.).
35
545
ΓΚ 0Υ ΡΕ Β 1ΤΣ , Α .Γ.: Ό γενικός νόμος καί ή συγκεκριμένη νομοτέλεια στήν Ιστορία, Περιοδικό «Βαπρόσι Ίστόριι», άριΟ. 8/1965. ΤΖΙΟΕΦ, Ο.Ε. : Ή φύση τής Ιστορικής άναγκαιότητας, 'Εκδοτικός Οί κος «Μετσνιερεμπέ», Τυφλίδα, 1967. ΖΙΟΥΚΟΦ, Ε.Μ . : Οί ιστορικές έπιστήμες κκϊ ή γενική μεθοδολογία. Στή Συλλογή «Μεθοδολογικά προβλήματα τών έπιστημών», 'Εκδοτικός Οίκος «Νάουκα», Μόσχα, 1964. ΣΥΛΛΟΓΗ : «Νόμος άναγκαιότητα, πιθανότητα», 'Εκδοτικός Οίκος «Πραγκρές», Μόσχα, 1967. ΙΒΑΝΟΦ, Γκ. Μ .: « Ή ιδιομορφία τής διαδικασίας τής άντανάκλασης τής πραγματικότητας στήν ιστορική έπιστήμη, Περιοδικό «Βαπρόσι Ίστορίι», άριθ. 12/1962. ΙΛΙΕΦ, 'Ατ. : Ή φιλοσοφία τοΟ Μπενεντέτο Κρότσιε, Παρουσίαση καί κριτική, Σόφια. 1942. 1ΝΚΕΛΣ, Α. : Προσωπικότητα καί κοινωνική διάρθρωση. Στή συλλογή «Ή κοινωνιολογία σήμερα. Προβλήματα καί προοπτικές. Ή άμερικάνικη άστική κοινωνιολογία στά μέσα τοΟ 20ου αΙώνα», 'Εκδοτικός Οίκος «Πραγκρές». Μόσχα, 1965. ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ, Ν. : Γιά τήν υπεράσπιση τοΟ δημιουργικοΟ μαρξισμοΟ, ’Εκδοτικός Οίκος «Νάουκα I Ίσκοϋστβο», Σόφια, 1962. ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ, Ν. : «’Ιδεολογία», περιοδικό «Νόβο Βρέμε», τεΟχος 11/1966. ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ, Ν. : ’Ιστορική γνώση καί άντικειμενική άλήθεια», περιοδικό «Νόβο Βρέμε», τεϋχος 1/1968. ΙΡΙΜ ΠΑΤΖΙΑΚΟΦ, Ν. : «Τό τέλος τών Ιδεολογιών» ή «ιδεολογικός άντιπερισπασμός ;» περιοδικό «Νόβο Βρέμε», τεΟχος 3- 4/1967. ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ, Ν. : «Μοντέρνοι» κριτικοί τοΟ μαρξισμοΟ, Έ κ δ . τοΟ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1960. ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ, Ν. : Ό ρόλος τών λαϊκών μαζών στήν Ιστορία, Έ κ δ . τοΟ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1956. ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ, Ν. : Φιλοσοφία καί βιολογία, 'Εκδοτικός Οίκος «Νάουκα I ΊσκοΟστβο», 1967. ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ, Ν. : « Ό φιλοσοφικοΐστορικός Ινντετερμινισμός καί μαρξισμός», περιοδικό «Ναρόντνα Προσφέτα», τεΟχος 6/1969. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ : 'Εκδοτικός Οίκος «Νάουκα», Μό σχα, 1964. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΩΝ : Κάτω άπό τή γενική έπιμέλεια τοΟ καθηγητή πανεπιστημίου Κ.Α. Μονίτσιεφ, 'Εκδοτικός Οίκος «Βίσιαγια Σκόλα», Μόσχα, 1965. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΩΝ: Συλλογή άρθρων, 'Εκδοτικός Οίκος τής 'Ακαδημίας 'Επιστημών τής Ε.Σ .Σ .Δ., Μόσχα, 1962 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ : Τόμος 2ος, Έ κ δ . τοϋ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1959 Κ Α Χ Κ , Γ. : Χρειάζεται νέα Ιστορική έπιστήμη ; Περιοδικό «Βαπρόσι Ίστόριι», άριθ. 3/1969. ΚΕΡΑΜ, Κ .Β . : θ εο ί, τάφοι καί έπιστήμονες, Ε κδοτικός Οίκος «Μ *άλγκαρσκι Χουντόζνικ», Σόφια, 1968. ΚΟΝ, Ι.Σ. : Ό θετικισμός στήν κοινωνιολογία, ’Εκδοτικός Οίκος «ΛΓΥ», 1964. ΚΟΝ, Ι.Σ. : Ό φιλοσοφικός Ιδεαλισμός καί ή κρίση τής άστικής Ιστο ρικής σκέψης, ’Εκδοτικός Οίκος κοινωνικοοικονομικής φι λολογίας, Μόσχα, 1969.
546
ΚΡΟΥΠΣΚΑΓΙΑ, Ν. : Για τόν Λένιν, Έ κ δ . τοϋ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1960. Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ», : Ε κ δοτικός Οίκος «Νάουκα», Μόσχα, 1964. ΜΑΡΟΥΣΚΓΝ, Μ. I. : 'Ιστορία καί Πολιτική, ’Εκδοτικός Οίκος «Νά ουκα», Μόσχα, 1969. ΜΕΝΤΟΥΣΙΕΦΣΚΑΓΙΑ, Ο.Μ. : «'Ορισμένα προβλήματα μεθοδολογίας στή σύγχρονη γαλλική Ιστοριογραφία», περιοδικό «Βαπρόοι Φιλοσοφίι», άριθ. 1/1965. Μ ΕΓΙΕΡ, Ε. : Θεωρητικά καί μεθοδολογικά προβλήματα τής Ιστορίας. Φιλοσοφικοϊστορικές μελέτες», δεύτερη Εκδοση , Μόσχα, 1911. ΝΑΟΥΜΟΒΑ, Η.Φ. : «'Ορισμένα διδάγματα άπό τήν έξέλιξη τής δυτι κής κοινωνιολογίας», περιοδικό «Βαπρόσι Φιλοσόφιι», άριθ. 1/1968. ΠΛΕΧΑΝΟΦ, Γκ. Β. : Σχετικά μέ τό ζήτημα γιά τό ρόλο τής προσω πικότητας στήν ίστορία, Έ κ δ . τοϋ Κ .Κ .Β ., Σόφια, 1949. ΡΟΖΙΝ, Β.Π . : « Ό Ιστορικός Ολισμός - καθολική μεθοδολογία τών κοι νωνικών έπιστημών», ’Εκδοτικός Οίκος «ΛΓΥ», 1968. ΣΑΛΟΦ, Β.Ι. : Ή σύγχρονη δυτικογερμανική άστική Ιστοριογραφία, Ε κδοτικός Οίκος «Νάουκα», Μόσχα, 1968. ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠ ΑΙΔΕΙΑ : τόμος 5ος, Μόσχα, 1964. ΤΑΚΙΤΟΣ, ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ : Άπαντα σέ δυό τόμους. Τόμος 1ος. ’Εκδο τικός Οίκος «Νάουκα», Λένινγκραντ, 1969. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ Λ ΕΞΙΚΟ : Έ κδ . τοΰ Κ .Κ .Β ., 1968. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ : Τόμος 2ος, Μόσχα, 1962. ABRAHAM, J.H . : Sociology, the English Universities Press Limited. Lon don, 1966. ALBERT, HANS : Probleme der Wissenschaftslehre in der Sozialforschung, in : Handbuch der empirischen Sozialforschung”, Ester Band. Ferdinand Enke Vcrlag, Stuttgart, 1962. ARON, RAYMOND : Les étapes de la Pensée Sociologique, Gallimard, Paris, 1967. AYER, A.J. : Language, Truth and Logic, Victor Gollancz Ltd. London, 1962. BARNES, H.E. : An introduction to the history of sociology, (he University of Chicago Press, Chicago and London, 1965. BARNES H ARRY ELM ER : Soziologie der Geschichte, Humbold Verlag, Wien-Stuttgart, 1951. BARRACLOUGH, G E O FFRE Y : History in a changing world, Basil Blac kwell, Oxford, 1957. BARRACLOUGH, G EO FFREY : Tenden en der Geschichte im 20. Jahrhundert ; Verlag C.H. Beck, München, 1967. BARTH, HANS : EinfQhrung, in : Benedetto Croce, Die Geschichte als Gedanke und als Tat, A. Francke AG. Verlag, Bern, 1944. BERLIN, ISAIAH : Historical inevitability, Oxford University Press, Lon don, 1959. BOCKENCKI, I.M. : Der Sowjetrussische dialektische materialismus, zweite Auflage, Lehnen Verlag, München, 1956. BOCHENSKI, I.M . : Europaische Philosophie der Gegcnwart, zweite Auf lage, München, 1951. CARR, E.H. : What is history ; Pelican books, London, 1964. COLLINGWOAD, R.G . : The idea of history, Oxford University Press, 1961.
547
CROCE, BENEDETTO : Die Geschichte als Gedenke und als Tat, A. Francke A.G. Verlag, Bern, 1944. DEUTSCHE GESCHICHTSPHILOSOPH1E VON LESSING BIS JASPERS: Herausgegeben und eingeleitet von Kurt Rossman, Carl Schünemann Verlag. Bremen, 1959. DILTHEY, WILHELM : Die Geistige Welt. Einleitung in die Philosophie des lebens, Gesammelte Schriften, v.B., 2. Univerânderte AufIage, B.G. Teubner Verlagsgesellschaft, Stuttgart, 1957. DILTHEY, W ILHELM : Weltanschaungslehre. Abhandlungen zur Philo sophie, Gesammelte Schriften, VIII. Band, 2. Univerânderte AufIage, B.G. Teubner Verlagsgesellschaft, Stuttgart, 1960. D UVERGER, M AURICE: Introduction to the Social Sciences. Second Impression, George Allen and Unwin Ltd., London, 1967. F1SCHL, JOHANN : Materialismus und positivismus der Gegenwart, Ver lag Styrya, Gra -Wien-Altotting, 1953. FR A N K FU R TE R ALLGEME1NE ZE1TUNC, 25.IH.1959. FR E Y E R , HANS : Industrielle Zeitalter und die Kulturkritik, in : "Wo stehen wir heute ?”, C. Bertelsmann Verlag, Gütersloh : 1969. GADOL, EUGENE T. : Reflexivity in History, in : "Akten des XIV, Inter n a tio n a l Kongresses für Philosophie” , I.B. Verlag Herder, Wien, 1968. GINGSBERG, MORRIS : Fortschritt in Humanistischer Sieht, in : der evolutionare Humanismus. Herausgegeben von Julian Huxley, Verlag C.H. Beck, München, 1964. G INGSBERG, MORRIS : On the diversity of morals, Mercury Books, London, 1962. GINGSBERG, M O RRIS: The idea of progress. A Revaluation, Boston Beacon Press, 1953. GUEROULT, MARTIAL : Les postulats de la Philosophie de l'histoire, in : "Akten des XIV. Intemationalen Kongresses für Philosophie”, I.B ., Verlag Herder, Wien, 1968. HAMPL, FRANZ : Grundsatzlilches zur Frage der Methode der Geschichtswissenschaft, in : "D ie Philosophie und die Wissenschaften. Simon Moscrum 65. rum Geburtstag,” Verlag Hnton Aain, Meisenheim am Gian, 1967. H AYEK, F.A . : Studies in philosophy, politics and economics, routledge und Kegan Paul, London, 1967. HEINEMANN, FRITZ : Die Philosophie im X X . Jahrhundert, Ernst V. Klett Verlag, Stuttgart, 1959. HEINEMANN, FRITZ : Existenz philosophie Lebendig Oder Tot ; Zweita auflage W. Kohlhammer Verlag. Stuttgart ,1954. HUIZINCA, JOHAN : Geschichte und Kultur. Gesammelte Aufs âtz e .Al fred Kroner Verlag. Stuttgart, 1954. HUNT, CAREW R.N . : Marxism : Past und present, Geoffrey Bles, Fondon, 1954. JASPERS, KARL : Vom Ursprung und Ziel der Gesch ichte.R. Piper und Co. Verlag, München, 1950. KAHN, H. and WIENER, A. : The Year 2.000. A Framework for specula tion on the next thirty three years. The Macmillan Company, New York, Collier - Macmillan Limited, London, 1967. KONIG, R. : Geschichts und Sozialphilosophie, in : Soziologie, Heraus gegeben V.R. Kônig, Fischer BQcherei, Frankfurt am Main, 1958.
548
LANGE, MAX G. : Marxismus, Leninismus, Stalinismus, Ernst Klett Verlag, Stuttgart, 1957. LUKACS, GEO RG : Die Zersctôrung der Verkunft der Weg des Irationalismus von Schelling zu Hitler, Aufbay-Verlag, Berlin, 1955. MACIVER, R.M . : The elements of sozial science, Methuen and Co., Lon don, 1956. M ARITA IN , J. On the philosophy o f history, G eoffrey Blies, Lon don, 1959. MAUS, HEINZ : Zur Vorgeschichte der Empirischen Sozialforschung, in : "Handbuch der Empirischen Siozialforschung”, Herausgegeben von Rene Kônig, Erster Band, Ferdinand Enke Verlag, Stutt gart, 1962. MEAD, EUGENE and FRANCHEN : Man among men. An introduction to sociology. Prentice-Hall Inc. Englewood Cliffs, N.Y., 1965. MERTON, ROBERT K. : Sozial Theory and Sozial Structure, revised and enlarged edition, The Free Press, Glencoe Illinois, 1959. MILLS, WRIGHT G. : The Soziological Imagination. Seventh Printing. Crove Presse Inc., N.Y., 1961. MISCH, GEO RG : Von Lebens- und Gedankenreis Wilhelm Diltheys, Ver lag G. Schulte-Bulmke, Frankfurt a/M, 1947. NEURATH, OTTO : Sociology and Physicalism, in : ’’Logical Positivism”, edited by A. J. Auer, George Allen and Unwin Ltd, London, 1959. NOACK, HERMANN : Die Philosophie Westeuropas in Zwanzigsten Jahrhundert, Benno Schwalbe und Co. Verlag, Basel/Stuttgart, 1962. ORTEGA-Y-GASSET, JOSE : Geschichte als system und über das Rômische Imperium, Deutsche Verlag Ansalt, Stuttgart, 1952. PARSONS, TALCOTT : Essays in sociological theory : Revised edition : The Free Press of Glencoe, Collier-Macmillan Ltd, London, 1964. PARSONS, TALCOTT : The social system, second Printing, The Free Press, Clencoe, Illinois, 1952. PARSONS, TALCOTT : The social System, London, 1964. PARSONS, TALCO TT: The social System, London, 1964. PARSONS, TALCOTT : The structure of social action. A study in social theory with speciel reference to a group of recent european writhers, fifth Printing, The free Press. N.Y. Macmillan Ltd., London, 1967. PIAGET, J. : Le problème des méchanismes commune dans les sciences de l'homme, in : 'Transactions of the sixth World Congress of sociology". Vol. I, International sociological association, 1966. PLUM B, J.H . : Crisis in the Humanities, Penguin Books, London, 1964. POPPER, K .R . : The open society and its enemies. The spell of Plato, Re vised and enlarged edition, Vol. I., Routledge and Kegan Peul Ltd., London, 1957. POPPER, K .R . : The open society and its enemies. The high tide of Prophecy : Hegel and Marx and the aftermath, revised and enlarged edition, Vol. II., Routledge and Kegan Paul Ltd, London, 1957. POPPER, KARL : The poverty of historicism, London, 1957. REIMANN, H UGO : Geisteswissenschaftliche Erkenntnis des Menschen und seines Wirkens in der Welt, in : ’’Akten” I.B. RE X , JOHN : Key problems of sociological theory, Routledge and Kegan Paul, Second impression, London, 1963.
549
RINTELEN, FR1TZ-JOACHIN V .: Geschichtlichkeit und Ubenzeitlicher Sinn, in : "Akten des XIV. internationalen Kongresses für Phi losophie”, I.B ., Verlag Herden, wien, 1968. RÔPKE, WILHELM : Zwischen Furcht und HofTnung, in : "W o stehen wir heute?”, C. Bertelsmann Verlag, GQtersloh, 1960. ROSTOW, W.W. : The stages of economic growth, A noncommunist mani festo, Cambridge University Press, 1960. RUMNEY, J. und MAIER, J. : Soziologie. Die Wissenschaft der Gesellschaft, Nest Verlag, Frankfurt, 1956. SCHILLING, K U R T : Geschichte der Philosophie. Zweiter Band, Verbesserte Auflage. Ernst Reinhardt Verlag, München/Basel, 1953. SCHOECK, HELMUT : Soziologie. Geschichte ihrer Probleme, Verlag Karl Alber, Freiburg - M i'rchtn. 1952. SIM MEL, GEORG : Die Probleme der Geschichtsphilosophie. Eine Erknistheorctische Studie, Dtitte Erwciterte Aufeage, Verlag V. Duncker und Humbolt, Leipzig, 1907. SOROKIN, P1T1RIM : Diversity and unity in sociology, in : "Transactions of the sixth world congress of Sociology. Vol. Γ. International Sociological Association, 1966. SOROKIN, P1TIRIM : Modem Historican and social Philosophies (For merly titled : Social philosophies of an age of Crisis), Dover Publications ing., N .Y ., 1963. SOROKIN A. P1TIRIM : The basic trends of our times. Colledge and Uni versity Press piblishers. New Haven, Conn 1964. SOCIOLOGIE : Herausgegeben von Rene Konig, Fischer Bucherei, Frank furt am Main, 1958. TAEPPER, REINER : Das Ende des Fortschritts. Konservative Perspektiven, Gottinger Verlagsanstalt, 1956. THE BA SIC W R1TTINGS O F BERN A RD RU SSEL,ed. by Robert E. Egner and Lester E Denouk, George Allen and Unwin Ltd. 1961. THE SOCIAL TH EORIES O F TALCOTT PARSONS. A critical exa mination, ed. by Max Biack, Prentice-hall, Inc. Ebnglewood. N.Y. 1961.. THE NEW CA M BRID GE M ODERN H ISTORY., Vol. X II., Second Edition, Cambridge University Press, 1968. TOYNBEE, ARNOLD J. : A Study of history. Reconsiderations, Vol. 12.‘ Oxford University Press, London, New York - Toronto, 1964. ULM ER, KARL : Die Vielfalt der Wahrheit in den Wissenschaften und ihre Einheit, in : "D ie Wissenschaften und die Wahrheit”, W. Kohlhammer. Stuttgart / Bcrlin/Koln/Maintz, 1966. ULM ER KARL : Ein Neuer Weg zur Bestimmung von Welt, Geist und Geschichte, in : " A k te n ...” I.B. VOGT, JOSEPH : Gesetz und Handlungsfreihcit in der Geschichte. Studien zur Historischen Wiederholung, W. Kohlhammer Verlag, Stutt gart, 1955. VOGT, JOSEPH : Wahrheit in der Geschichtswissenschaft, in : "D ie Wiessenschaften und die Wahrheit” . WAHL, W.H. : An introduction to philosophy of history .sixth impression, Hutchinson University Library. London, 1961. W EBER, A LFRED : Der Dritte oder der vierte mensch. Vom Sinn des Geschichtlichen Daseins, R. Piper and Co. Verlag. München, 1953.
550
WEBER, ALFRED : Kulturgeschichte als Kultrursoziologie, Piper, Mün chen, 1950. WEBER, ALFRED : Prinzipien der Geschichts und Kultursoziologie, Piper and Co. Verlag, München, 1951. W EBER, MAX : Soziologie. Weltgcschichtliche analysen, Politik., A. Kroner Verlag, Stuttgart, 1956. WIESE LEOPOLD VON : Philosophie und Soziologie, Duncker und Humblot, Berlin, 1959. WIESE LEOPOLD VON : Soziologie. Geschichte und Hauptprobleme, funfte Auflage, Walter Grunter und Co., Berlin, 1954. WILLIAMS, ROBIN JR . : The sociological theory of Talcott Parsons, in : "The Social theories of Talcott Parsons.” WiNDELBAND, W. : Lehrbuch der Gescichte der Philocophie, Dritte Auflage, Verlag von J.B . Mohr (Paul Siebeck). Tübingen und Leipzig, 1903. WOLF, WALTHER : Kulturgeschichte dec alten Agypten, Alfred Kroner Verlag, Stuttgart, 1962. ZETTERBERG : HANS L. : Theorie, Forschung, und praxis in der Sozio logie, in : "Handbuch der Empirischen Sozialforschung,” Erster Band.
561
Ο ΔΒΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ «Η ΚΛΕΙΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟ ΣΟΦΙΑΣ» ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 1978 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΙ ΚΟΥ ΟΙΚΟΥ «ΔΩΔΩΝΗ» ΣΤΟ ΤΥΠΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΦΩΤΗ Π. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, ΒΑΛ ΤΕΤΣΙΟΥ 6, Τηλ. 3634.716.