ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΣΕΙΡΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΟΔΟΜΗ
Επιμελητής: Δημοσθένης Κούρτοβικ
Τίτλος πρωτοτύπ...
286 downloads
1170 Views
19MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΣΕΙΡΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΟΔΟΜΗ
Επιμελητής: Δημοσθένης Κούρτοβικ
Τίτλος πρωτοτύπου: Egon Friedell Kulturgeschichte Griechnlands. Leben und Legende der vorchristlichen Seele.
© για την Ελληνική γλώσσα: εκδόσεις α Πορεία» Ζωοδόχου Πηγής 6, Αθήνα 10678, τηλ. 3831622, fax: 3824359 ISBN 960-7043-15-4
EGON FRIEDELL
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΑΑΑΔΑΣ (ΜΪΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΉς Ψ Ϊ Χ Η Σ )
Μετάφραση·.
Δημοοϊθένης Κούρτοβικ Γ'έκΒοση
ΠΟΡΕΙΑ ΑΘΗΝΑ 1994
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΩΝΙΚΗ ΑΝΟΙΞΗ Ψυχή και περιβάλλον 13 - Το ελληνικό τοπίο 15 - Τα βουνά 16 - Τα νησιά 18 - Η ναυσιπλοΐα 19 - Η Βόρεια και Κεντρική Ελλάδα 20 - Η Πελοπόννησος 21 - Το ευσύνοπτο του χώρου 23 - Οι θερμοκρασίες 25 - Ήλιος, νερό και αέρας 26 - Η υποπλασία της αίσθησης για την προοπτική 29 - Λουλούδια 31 - Δέντρα 32 - Καρποί 35 - Λάδι 38 Ορυκτά 40 - Η λιτότητα 42 - Κυνήγι 42 - Άλογο, σκύλος και γάτα 44 - Βόδι, γουρούνι και πρόβατο 47 - Πουλερικά 48 - Ψάρια 50 Πορφύρα 51 - Το ελληνικό αίσθημα για τη φύση 52 - Το ελληνικό δαιμόνιο 54 - Το ελληνικό ήθος 55 - Η σωφροσύνη 5 7 - 0 ελληνικός ατομικισμός 60 - Η επίφαση της επίφασης 61 - Το ελληνικό αλφάβητο 63 - Τα μέρη του λόγου στην αρχαία ελληνική γλώσσα 65 - Η αρχαία ελληνική προφορά 67 - Οι ελληνικές διάλεκτοι 69 - Όμηρος 70 - Ο κόσμος του Όμηρου 78 - Ησίοδος 80 - Ο Όλυμπος 80 - Οι χθόνιοι θεοί 83 - Οι ήρωες 84 - Το υπερπέραν 85 - Τα μυστήρια 86 Οι χρησμοί 87 - Η ελληνική θρησκεία 90 - Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής ιστορίας 94 - Μετακλασική ιστορία της Ελλάδοις 97 - Τα ελληνικά φύλα 9 9 - 0 ελληνικός αποικισμός 100 - Κροίσος 103 - Η πτώση της μοναρχίας 104 - Δράκων 105 - Σόλων 106 - Το χρήμα στην αρχαία Ελλάδα 107 - Σπάρτη 109 - Ο λακωνισμός 111 - Κρήτη 1 1 4 - Η ιωνική πόλη 1 1 4 - Η τυραννίδα 115 - Πολυκράτης 118Πεισίστρατος 119 - Η πόλις 120 - Η καλοκαγαθία 1 2 2 - 0 αθλητισμός 123 - Η παιδεραστία 124 - Η αντιβαναυσία 126 - Η αγγειογραφία 128 - Η γλυτΓΓική 131 - Το πρώτο μνημείο 133 - Ο ναός 134 -
ο κίονας 135 - Η μουσική 137 - Αρχίλοχος 139 - Αλκμάν 140 - Η ελεγεία 141 - Αλκαίος και Σαπφώ 142 - Ανακρέων 143 - Θέογνις 144 - Σιμωνίδης 145 - Αίσωπος 145 - Η δωρική κωμωδία 146 - Θαλής 147 - Αναξίμανδρος 148 - Αναξιμένης 150 - Πυθαγόρας 1 5 1 - Ο ι Ελεάτες 154 - Η διαλεκτική 156 - Ηράκλειτος 159 - Μαθηματικά 162 - Ιστορία 163 - Η χερσόνησος των Απεννίνων 164 - Οι Ετρούσκοι 166 - Ρώμη 167 - Οι βασιλιάδες 169 - Χαρακτήρας των πρώτων Ρωμαίων 170 - Η ζωή των πρώτων Ρωμαίων 173 - Η λατινική γλώσσα 175 - Η ρωμαϊκή θρησκεία 176 - Η ρωμαϊκή λατρεία 177 Ο μαζδαϊσμός 180 - Η ζαρατουστρική ηθική 182 - Ιράν 185 - Το βασίλειο των Αχαιμενιδών 185 — Το περσικό ταχυδρομείο 188 — Η περσική τέχνη 188 - Η πτώση της Μιλήτου 189 - Μιλτιάδης 190 - Θεμιστοκλής 191 - Ξέρξης 192 - Αεωνίδας 193 - Σαλαμίνα 193 - Τα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας 195 ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟ Μ Ε Σ Ο Ϊ Ρ Α Ν Η Μ Α Τ Η Σ Α Θ Η Ν Α Σ Η μάσκα 197 - Ο πραγματικός άνθρωπος 198 - Η αφηρημένη και στιλιζαρισμένη εικόνα μας για τους αρχαίους Έλληνες 198 - Η Αττική Συμμαχία 203 ~ Θεμιστοκλής και Κίμων 204 - Η ελληνική Δύση 206 - Κοινωνική εξέλιξη 206 - Βιοτικό επίπεδο 209 - Η ψυχολογία του αρχαίου Έλληνα 212 - Περικλής 213 - Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος 216 - Αλκιβιάδης 218 - Η αθηναϊκή δημοκρατία 222 - Ο κρατικός προϋπολογισμός της Αθήνοις 224 - Οι γυναίκες 226 - Οι συκοφάντες 228 - Η Πολιτεία του Πλάτωνα 229 - Οι δούλοι 230 - Η μέρα ενός Αθηναίου 232 - Η τέχνη της α αυστηρής» τεχνοτροπίας 234 - Το ελληνικό θέατρο 237 - Ο χορός 241 - Η κάθαρσις 242 - Αρχαίο και χριστιανικό δράμα 243 - Αισχύλος 244 - Πίνδαρος 247 - Πολύγνωτος 248 - Ηρόδοτος 250 - Σοφοκλής 252 ~ Φειδίας 254 - Μύρων 257 Πολύκλειτος 258 - Εμπεδοκλής και Αναξαγόρας 259 - Οι Σοφιστές 263 - Πρωταγόρας 264 - Γοργίας 265 - Πρόδικος και Κριτίας 267 Η επίδραση της σοφιστικής φιλοσοφίας 267 - Η δίκη του Σωκράτη 271 - Η φιλοσοφία του Σωκράτη 272 - Ο ατομικισμός του Δημόκρι-
του 274 - Η θεωρία του Δημόκριτου για την αίσθηση 277 - Η ηθική του Δημόκριτου 278 - Ιπποκράτης 281 - Το αρχαίο βιβλίο 282 Θουκυδίδης 284 - Ευριπίδης 286 - Η κωμωδία 291 - Οι ζωγράφοι 294 - Η μεταπολεμική περίοδος 296 ~ Οι δύο Διονύσιοι 298 - Κύρου Ανάβασις 300 - Επαμεινώνδας 302 - Ο ρωμαϊκός μεσαίωνας 305 - Οι Κέλτες 306 - Οι Μακεδόνες 309 - Φίλιππος 310 - Χαιρώνεια 312 Το μυστικό του Αλέξανδρου 314 - Η ψυχή του Αλέξανδρου 316 - Ο Αλέξανδρος και η μοίρα 318 - Το χάσμα πλούσιων και φτωχών 321 Οι εταίρες 324 - Πριήνη 325 - Η ρητορική 327 - Αρίστιππος 330 - Οι Κυνικοί 331 - Ο Πλάτων και οι ιδέες 333 - Ο πρώτος καθηγητής 336 - Ο αριστοτελικός ορθολογισμός 339 - Απολογισμός του έργου του Αριστοτέλη 341 - Οι «Χαρακτήρες» του Θεόφραστου 343 - Η ψυχολογία του Θεόφραστου 345 - Εύδοξος 346 - Απελλής 347 - Πραξιτέλης 348 - Σκόπας και Αύσιππος 350 - Χαρακτήρας της τέχνης του 4ου αιώνα 352 - Το τέλος της αρχαίας Ελλάδας 354 —
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Ο Egon Friedeil (Έγκον Φριντέλ) γεννήθηκε στην Αυστρία το 1878 και αυτοκτόνησε το 1938^ αμέσως μετά την κατάληψη της χώρας του από τα χιτλερικά στρατεύματα. Σπούδασε φιλοσοφία και γερμανική φιλολογία, αλλά δεν υπήρξε ποτέ ο κλασικός τύπος του γερμανόφωνου σοφολογιότατου. Αντίθετα, ήταν πολύπλευρη και ανήσυχη φυσιογνωμία: εργάσθηκε ως ηθοποιός, καμπαρετίστας, θεατρικός κριτικός, επιφυλλιδογράφος και συγγραφέας. Όσο ζούσε, έγινε γνωστός κυρίως χάρη στο έργο του ((Πολιτιστική ιστορία των νεότερων χρόνων» (1927-31), Έπειτα από αυτό το βιβλίο άρχισε να γράφει μια ((Πολιτιστική ιστορία της αρχαιότητας», με υπότιτλο ((Μύθος και πραγματικότητα της προχριστιανικής ψυχής». Το 1936 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος αυτού του έργου, αφιερωμένος στην Αίγυπτο και την αρχαία Ανατολή, Το δεύτερο τόμο, με τίτλο ((Πολιτιστική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας», τον είχε μόλις τελειώσει ο Φριντέλ όταν τερμάτισε τη ζωή του, μετά τη γερμανική εισβολή. Το χειρόγραφο κατασχέθηκε από τη Γκεστάπο, αλλά σώθηκε χάρη στο θάρρος των κληρονόμων του Φριντέλ, Ο Φριντέλ σχεδίαζε να γράψει κι ένα τρίτο τόμο, με θέμα την αρχαία Ρώμη, για να ολοκληρώσει έτσι αυτό το μεγαλόπνοο έργο του. Αλλά φυσικά αυτό δεν έγινε ποτέ. Ας σημειωθεί εδώ ότι οι πολλές παραπομπές του συγγραφέα στον ((προηγούμενο τόμο» αναφέρονται στον πρώτο τόμο για την Αίγυπτο και την αρχαία Ανατολή, Η ((Πολιτιστική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας» δίνει μια πολύπλευρη, σφαιρική εικόνα της ζωής και του πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας, από την καθημερινή ρουτίνα ώς την υψηλή πολιτική, από την κτηνοτροφία ώς την τέχνη και τη φιλοσοφία, όπως την έβλεπε αυτός ο πνευματώδης και μαζί βαθυστόχαστος Βιεννέζος συγγραφέας, Δεν είναι μια εικόνα χλωμά ((αντικειμενική», αλλά ζωντανή
και υποκειμενική. Οπωσδήποτε δεν αντιπροσωπεύει ολόκληρη την Αλήθεια, αλλά περικλείει ένα σωρό αλήθειες. Δεν συμφωνεί με την κλασική, εξιδανικευμένη εικόνα που μας έδωσαν ο Βίνκελμαν, ο Χέλντερλιν και ο Γκαίτε, αλλά μας κάνει να χαμηλώσουμε το βλέμμα μας από τις κολώνες και τ' αγάλματα στη ζωή του δρόμου, Ο Φριντέλ, (ακολουθώντας την παράδοση του Μπάχοψεν, του Μτχονοκχαρτ και του Νίτσε, προσπαθεί να δείξει, πλάι στις φωτεινές πλευρές της κλασικής αρχαιότητας, τις αναπόδραστες και, πολλές φορές, ζοφερές αναγκαιότητες που καθόριζαν τη ζωή της αρχαίας Ελλάδας, την ταραχή και την απόγνωση της αλύτρωτης «προχριστιανικής.χρυχής», Και είναι, φαινομενικά τουλάχιστο, παράδοξο ότι ο συγγραφέας, παρόλο που σ' αρκετά σημεία δείχνει αρκετά καθαρά τις μυστικιστικές του τάσεις, κατάφερε να μας δώσει ένα από τα λίγα πραγματικά κριτικά έργα γύρω από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Το πρώτο και ίσως μεγαλύτερο προσόν αυτού του έργου είναι το ύφος του: κομψό, περίτεχνο, στιλπνό, ασυνήθιστο σε συγγράμματα αυτού του είδους, κάνει το διάβασμα του βιβλίου πραγματική απόλαυση για τον αναγνώστη. Ελπίζω ότι το υποδειγματικό αυτό ύφος δεν αδικήθηκε πολύ στη μετάφραση. Εξίσου ανάλαφρη και πρωτότυπη είναι η διάρθρωση του υλικού του: δεν ακολουθεί αυστηρά τους γνωστούς κανόνες της διαίρεσης κατά θέματα, αλλά είναι πιο πολύ συνειρμική, υποταγμένη στον εσωτερικό ειρμό του λόγου του συγγραφέα, που μπορεί να πετάγεται, χωρίς να ενοχλεί καθόλου, από τη χήνα στην εξέλιξη της γραφής, από τη φάλαγγα των Μυρμιδόνων στη σπαρτιατική κοινωνία, απ' την Αθήνα στη Ρώμη και απ' τον Αισχύλο στον Πολύγνωτο, Όσο για το περιεχόμενο του βιβλίου, είναι αδύνατο να μη θαυμάσει κανείς την πρωτοτυπία και τη βαθύτητα που διακρίνουν τις περισσότερες θέσεις του συγγραφέα, έστω κι αν δεν συμφωνεί παντα μαζί τους. Ιδιαίτερα οι παρατηρήσεις του για το αρχαίο ελληνικό ήθος και την ψυχολογία των αρχαίων Ελλήνων, καθώς και οι αναλύσεις του για την αρχαία ελληνική τέχνη, είναι έξοχες και μαρτυρούν μεγάλη διορατικότητα και ευαισθησία. Θα μπορούσαμε να επεκταθούμε πολύ περισσότερο σε μια διεξοδική ανάλυση των απόψεων του Φριντέλ, αλλά δεν θα το κάνουμε, γιατί θεωρούμε ανεπίτρεπτο να προκαταλάβουμε τον αναγνώστη, 10
Η ((Πολιτιστική ιστορία της αρχασίας Ελλάδας» έχει πάρει από καιρό τη θέση της στη χορεία των κλασικών έργων γύρω από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη λογοτεχνική αξία της, μας κάνει δικαιολογημένα περήφανους που παρουσιάζουμε επιτέλους αυτό το έργο στο ελληνικό κοινό, σχεδόν μισό αιώνα μετά τη συγγραφή του. Δημοσθένης Κούρτοβικ Αθήνα — Ιανουάριος 1984
11
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΙΩΝΙΚΗ
ΑΝΟΙΞΗ ((Το μεγαλύτερο μυστικό είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Το καθήκον της παγκόσμιας ιστορίας είναι να λύσει αυτό το ατέλειωτο πρόβλημα,» ΝΟΒΑΛΙΣ
Η άποψη ότι ο άνθρωπος είναι απλό προϊόν του εδάφους, όπως τ' αδέρφια του τα φυτά και τα ζώα, είναι τόσο εύλογη ώστε δεν θα ξαφνιαζόμασταν καθόλου αν μαθαίναμε ότι έχει διατυπωθεί από πολύ παλιά. Και πράγματι, βρίσκουμε να την εκφράζει ο Αριστοτέλης, που με τη σειρά του στηρίζεται στον κορυφαίο γιατρό της αρχαίας Ελλάδας, τον Μέγα Ιπποκράτη, όπως τον ονομάζει με το δίκιο του. Και οι δυο τους διακηρύσσουν απερίφραστα ότι, σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι είναι ό,τι είναι η χώρα τους και το κλίμα τους, με το οποίο συμφωνούν στην ψυχή και στο σώμα. Αλλά οι πιο εύλογες ιδέες δεν είναι και οι ανθεκτικότερες. Αυτό το βλέπουμε στον ίδιο τον Αριστοτέλη, που βγάζει από τη θεωρία του το συμπέρασμα ότι οι κάτοικοι των ψυχρών περιοχών της Ευρώττης είναι μεν ανδρείοι, αλλά τους λείπει η πνευματική ενόραση και το καλλιτεχνικό αισθητήριο και δεν έχουν ιδιαίτερη ικανότητα στη συγκρότηση και τη διοίκηση κρατών. Αυτό το συμπέρασμα, που για τις παγκόσμιες συνθήκες εκείνης της εποχής ήταν απόλυτα σωστό, είναι εξωφρενικά λανθασμένο από τη δική μας σκοπιά* γιατί σήμερα κανένας πια δεν θα τολμούσε να υποστηρίξει ότι στο βόρειο τμήμα της ηπείρου μας, σ^ ένα χώρο που ανέδειξε τον Καντ και τον Νεύτωνα, τον Ρέμπραντ και τον Σαίξττηρ, λείπει η πνευματική ενόραση ή το καλλιτεχνικό αισθητήριο, και ότι η Αγγλία, η Ρωσία και η Πρωσία δεν έδειξαν ικανότητα στη συγκρότηση και τη διοίκηση ενός κράτους. Εδώ βλέπουμε για άλλη μια φορά 1.3
ότι όλες οι φιλοσοφίες της ιστορίας είναι άλλο τόσο λανθασμένες όσο είναι αληθινές: λανθασμένες σε σχέση με το παγκόσμιο τυνεύμα, που το πρόσωπό του είναι μεταβλητό ή μάλλον ανεξιχνίαστο, και αληθινές ως έκφραση της εποχής τους. Όπως φαίνεται, η άποψη του Αριστοτέλη κυριαρχούσε σ' ολόκληρη την κλασική αρχαιότητα: ακόμα κι ένας τόσο οξυδερκής ιστορικός όσο ο Πολύβιος δηλώνει ότι αυτό που διαμορφώνει τα έθιμα των λαών όσο και τη φυσική τους εμφάνιση και το χρώμα τους είναι το κλίμα. Ο Μεσαίωνας παραήταν βαθυστόχαστος για να εγκολπωθεί μια τόσο πεζή αντίληψη. Αλλά το δέκατο ένατο αιώνα η ιδέα αυτή γνώρισε καινούρια ακμή και μάλιστα έγινε σχεδόν ορθόδοξη, ιδιαίτερα με το έργο του Μπακλ «Ιστορία του πολιτισμού στην Αγγλία», που ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά μ^ αυτή, προσπαθώντας ν^ αποδείξει, μ^ ένα πλήθος ενδείξεις απ' όλες τις εποχές και περιοχές που ήταν προσιτές τότε, ότι ο άνθρωπος δεν είναι τίποτ' άλλο παρά τφοϊόν της τροφής, του χώματος, των καιρικών συνθηκών και του «γενικού χαρακτήρα των φυσικών φαινομένων». Αυτό δεν απέχει πολύ από το γνωστό ευφυολόγημα του Αούντβιχ Φόυερμπαχ (που όμως το εννοούσε στα σοβαρά): «Ο άνθρωπος είναι ό,τι τρώει»: ο άνθρωπος υποβαθμίζεται σε παρασκεύασμα, του- οποίου οι ικανότητες και τα πεπρωμένα μαγειρεύονται μηχανικά στο εργαστήρι της Φύσης, και ο ιστορικός δεν έχει να κάνει τίποτ' άλλο απ' το να μάθει τη συνταγή αυτού του παρασκευάσματος σε κάθε εποχή και τόπο, για να υψώσει έτσι την ιστορία στο επίπεδο της «γνήσιας επιστήμης». Αλλά ας μην παραείμαστε αυστηροί με τον φουκαρά τον Μπακλ, που πέθανε σε μικρή ηλικία και μάλιστα από τον υπερβολικό ζήλο του στη συγκέντρωση υλικού: αναμφίβολα ήταν ένας από τους πιο παράξενους θανάτους που έχει να διηγηθεί η ιστορία των ανθρώπινων περιπλανήσεων. Ο Μπακλ δεν παρατέντωσε μόνο τις φυσικές του δυνάμεις, σαν γνήσιο τέκνο του δέκατου ένατου αιώνα που ήταν, αλλά και, σαν γνήσιος Εγγλέζος, την ίδια τη θεωρία του. Αλλά σε κάθε έντιμη και δρασ-ΐήρια προσπάθεια υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας, που αξίζει την προσοχή μας, ακόμα και το σεβασμό μας. Αυτό που διαμορφώνει τόσο τδι άτομα όσο και τους λαούς, είναι το ταλέντο τους και ο χαρακτήρας τους. Κανένας δεν ξέρει από πού προέρχονται αυτές οι δύο δυνάμεις* αλλά δεν πρέπει να νομίσουμε ότι, από τη στιγμή που υπάρχουν, το περιβάλλον είναι αδιάφορο. Ακό14
μα και το πλουσιότερο ταλέντο χρειάζεται μια ατμόσφαιρα, από την οποία να μπορεί ν' αντλήσει εμττνεύσεις, ακόμα και ο δυνατότερος χαρακτήρας χρειάζεται ένα μαγνητικό πεδίο, στό οποίο να μπορεί να επιδράσει. Η μοίρα του ττνεύματος που του λείπουν οι εντυπώσεις είναι η ασιτία, το ριζικό της ενέργειας που δεν έχει υλικό για δράση είναι η μυϊκή ατροφία, θ α μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι το γνήσιο πνεύμα έχει την ικανότητα να μετατρέπει τα πάντα σε τροφή του και η αληθινή ενεργητικότητα τα πάντα σε υλικό της· αλλά ας μην κάνουμε το ίδιο λάθος με τον Μπακλ κι ας μην παρατραβήξουμε κι εμείς τη θεωρία μας. Χρειάζεται και η βοήθεια της φύσης, της «περιρ-. ρέουσας ατμόσφαιρας»: ο κόσμος δεν είναι μόνο θέληση και φαντασία. Συμβαίνει εδώ ό,τι και με τα ταξίδια. Οι ταξιδευτές είναι συχνά οι πιο βαρετοί και συνηθισμένοι άνθρωποι· και ούτε αλλάζουν καθόλου. Όταν όμως ο σωστός ταξιδιώτης κάνει το σωστό ταξίδι! Τότε γίνεται το κοσμογονικό θαύμα της επαφής. Σίγουρα αυτό το μαγικό συνταίριασμα της ψυχής με το περιβάλλον δεν είναι ο κανόνας, ούτε για τα άτομα ούτε για τους λαούς· άλλωστε, αυτή είναι η φύση του θαύματος. Κι ωστόσο —πράγμα που είναι ίσως το πιο θαυμάσιο σ' όλη αυτή την υπόθεση— ολόκληρη η παγκόσμια ιστορία αποτελείται από τέτοια θαύματα. Ας αφήσουμε όμως την άξενη, ομιχλώδη περιοχή της εικασίας, που ρωτάει για το «γίγνεσθαι» των πραγμάτων, κι ας σταματήσουμε στο χειροπιαστό, συγκεκριμένο και εμπειρικό γεγονός^ που χωρίς καμιά αμφιβολία βρίσκεται στο άπλετο φως του ήλιου. Ποφατηρούμε ότι, όσο μακριά κι αν κοιτάξουμε στο χώρο και στο χρόνο, ολόκληρη η ιστορία του ανθρώπου εκτυλίχθηκε πάντα σε μια ορισμένη σκηνή, σ' ένα ιδιόμορφο σκηνικός που δεν είναι βέβαια με κανένα τρόπο το ίδιο το δράμα (αυτή η υλιστική άποψη θα ήταν το ίδιο αστήριχτη όσο και η αντίληψη μερικών ιμπρεσάριων ότι το βασικό πράγμα σε μια θεατρική παράσταση είναι τα σκηνικά). Το περιβάλλον δεν είναι παρά ένα σκηνικό αντικείμενο: οιλλά κάθε σκηνοθέτης ξέρει πολύ καλά πόσο σημαντικός και αναντικατάστατος, ακόμα μάλιστα και μοιραίος, είναι μερικές φορές ο ρόλος ενός τέτοιου αντικειμένου. Το ίδιο και κάθε γνήσιος δραματουργός ξέρει πολύ κοιλά ότι τα σκηνικά είναι κάτι περισσότερο από «διάκοσμος», όπως ονομάζονται πολύ άστοχα, ότι συνοδεύουν τα ψυχικά δρώμενα τονίζοντάς τα, χρωματίζοντάς τα, και παίζουν συνεχώς σαν βουβά πρόσωπα. Ο Γκαίτε γράφει: 15
«Τώρα που έχω μπροστά στα μάτια μου τ' ακρογιάλια και τις βουνοσειρές, τους κόλπους και τους όρμους, τα νησιά και τις χερσονήσους, τους βράχους και τις αμμουδιές, τους θαμνόσκεπους λόφους, τ^ απαλά λιβάδια, τα εύφορα χωράφια, τους στολισμένους κήπους, τα περιποιημένα δέντρα, τις κρεμαστές κληματαριές, τα συννεφιασμένα βουνά και τους πάντα χαρούμενους κάμπους, τις ξέρες και τις σύρτες και τη θάλασσα ολοτρίγυρα με τις τόσες αλλαγές και ποικιλίες, τώρα μόλις η Οδύσσεια είναι για μένα ζωντανή λέξη.» Κι όλα αυτά δεν τα έγραψε από την Ελλάδα, αλλά από τη Νεάπολη, όπου πάντως πολλοί Έλληνες βρήκαν από νωρίς μια δεύτερη πατρίδα: τόσο έντονα ένιωθε ο Γκαίτε, ακόμα κι εκεί, τη δύναμη του περίγυρου. Το «ελληνικό τοπίο», παρόλο που επί αιώνες του δίναμε υπερβολική σημασία, είναι οπωσδήποτε αξεχώριστο από τον ελληνικό πολιτισμό. Το φυσικό χαρακτήρα της ελληνικής χερσονήσου μπορεί να τον περιγράψει κανείς με δυο λέξεις: ο εξερευνητής της Μεσογείου Τέομπαλντ Φίσερ την αποκαλεί «θαλάσσια ορεινή χώρα». Ο πλούσιος διαμελισμός του ανάγλυφου και των ακτών της την κάνει να έχει με την Ευρώπη την ίδια σχέση που έχει αυτή η τελευταία με τις υπόλοιπες ηπείρους: απ^ αυτή την άποψη αξίζει να ονομασθεί Ευρώπη της Ευρώπης· και όχι μόνον απ' αυτή την άποψη. Απόκρημνες οροσειρές, jiou μόλις και αφήνουν ανάμεσά τους χώρο για στενές κοιλάδες, σκεπάζουν σχεδόν ολόκληρη την επιφάνειά της· η Θεσσαλία έχει τη μόνη εκτεταμένη πεδιάδα σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Σ' αυτό το γεγονός πρέπει ν' αναζητήσουμε τις ρίζες του παροιμιώδους αισθήματος ανεξαρτησίας και του τοπικισμού των Ελλήνων, καθώς και της πολύχρωμης ποικιλίας που παρουσίαζαν οι τοπικές ιδιομορφίες των ελληνικών φύλων και που προκαλούσαν ανέκαθεν την απορία των σύγχρονων όσο και των μεταγενέστερων: σχεδόν κάθε μεγαλούτσικη κοιλάδα είχε, από την ίδια της τη φύση, τη δυνατότητα να γίνει ένας αυτόνομος κόσμος. Γι' αυτό και η αποκλειστική ελληνική μορφή πολιτειακής οργάνωσης, η πόλις^ είναι ένα εξαιρετικά ιδιόρρυθμο πολιτικό μόρφωμα, που σ' αυτή την ακραία έκφρασή του δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην παγκόσμια ιστορία παρά μόνο στους Φοίνικες —κι αυτό για παρόμοιους λόγους. Μόνον η Λακωνία και η Αττική κατάφεραν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σ' ευρύτερες περιοχές, αλλά για να τη διατηρήσουν έπρεπε να χρησιμοποιούν την πιο ωμή βία. Ο αρχαίος Έλληνας δεν ανεχόταν κανέναν άλλο πάνω απ' το 16
κεφάλι του παρά μόνο την κοινότητά του και θεωρούσε τυραννίδα ακόμα και την προσπάθεια για μια ευρύτερη κρατική οργάνωση. Όμως η άλλη όψη αυτού του νομίσματος ήταν ότι η πόλις εξασκούσε η (δια μια σχεδόν ανεπανάληπτη στην παγκόσμια ιστορία τυραννία πάνω στους κατοίκους της, που ήταν στιβαγμένοι και περιορισμένοι σ' ένα στενό χώρο, και ότι η χώρα σπαραζόταν από παράλογους εμφύλιους πολέμους: η ιστορία της αρχαίας Ελλάδας είναι μια συνεχής αδελφοκτονία, και δεν είναι τυχαίο ότι η μυθολογία της είναι γεμάτη από οικογενειακές φρικαλεότητες. Η παράδοση διέσωσε την ανάμνηση μόνο των μεγάλων διενέξεων αλλά είναι φανερό ότι ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, από χωριό σε χωριό, από κοιλάδα σε κοιλάδα, από επαρχία σε επαρχία, ήταν η συνηθισμένη κατάσταση στην Ελλάδα. Γι'' αυτό και η αρχαία ελληνική ιστορία είναι τόσο σύντομη, αφού μακροπρόθεσμα κανένας λαός, όση αντοχή και όση πολεμική ικανότητα κι αν έχει, δεν μπορεί ν' αντέξει σε μια τέτοια αυτοκατακρεούργηση. Από την άλλη μεριά η Ελλάδα, χάρη στη γεωγραφική της θέση και τη διάπλαση του εδάφους της, ήταν σχεδόν αδύνατο να κατακτηθεί με τα μέσα που είχε στη διάθεσή της η αρχαία πολεμική τέχνη, παρά μόνον έπειτα από συνεννόηση με εσωτερικούς εχθρούς. Καθώς από τρεις πλευρές την περιβρέχει η θάλασσα, μόνον από τα βόρεια μπορούσε ν' απειληθεί στα σοβαρά. Αλλά η φύση είχε ορθώσει απέναντι σ' ένα στρατό που θα εισέβαλλε απ' αυτή την κατεύθυνση ένα πλήθος από προμαχώνες* ακόμα κι αν ένας απ' αυτούς έπεφτε εξαιτίας της υπεροπλίας του εισβολέα, της αμέλειας ή της προδοσίας από τα μέσα, αμέσως υψωνόταν πίσω του ένας καινούριος. Αυτός είναι ^ΝΑας πρόσθετος λόγος που οι ελληνικές πόλεις δεν ενώθηκαν ποτέ: η ενότητα δεν ήταν αδήριτη εθνική ανάγκη. Η σαφής διάρθρωση και το ευσύνοπτο είναι τα δυο βασικότερα γνωρίσματα όλων των δημιουργιών του ελληνικού πολιτισμού: των δραμάτων και των φιλοσοφικών συστημάτων, των ναών και των γλυπτών, των θρησκευτικών πεποιθήσεων και των κοινωνικών σχηματισμών. Κάθε ελληνικό τοπίο μπορεί να το αγκαλιάσει κανείς μ' ένα βλέμμα από την κορυφή των ελληνικών βουνών και να το διασχίσει σε μια μέρα με τα πόδια ή με το υποζύγιο. Και καμιά ελληνική πόλη δεν απέχει από τη θάλασσα περισσότερο από μιας μέρας ταξίδι. Οι Έλληνες ήταν θαλασσινοί. Από τη χαραυγή κιόλας της ύπαρξής 17
τους ήταν ερωτευμένοι με την αφρισμένη θάλασσα, που, διεισδύοντας βαθιά μέσα στη στεριά με τους αναρίθμητους χαριτωμένους κόλπους, έδειχνε από το πρωί ώς το βράδι τα μαγικά της χρώματα: αστραφτογάλαζη στο μεσημεριανό φως, πορφυρή και μενεξεδένια το δειλινό, γκρίζα όταν είχε κακοκαιρία, μαύρη το χειμώνα. Αλλά, αν ο Έλληνας αναγνώρισε αμέσως στο νερό το στοιχείο του, ο λόγος δεν ήταν ότι έβλεπε παντού θάλασσα, παρά ότι αντίκρυζε παντού νησιά κι ακρογιάλια. Η θάλασσα δεν ήταν γι' αυτόν ένας κόσμος μυστηρίου και τρόμου, όπως για τον Αιγύπτιο, αλλά ένας γλυκομίλητος, φιλόξενος σύντροφος, που τον καλούσε σε εύκολες περιπέτειες. Η αρχαία ελληνική λέξη για τη θάλασσα, πο'ντος, συγγενεύει με τη λατινική λέξη pons^ που σημαίνει γέφυρα, και με την ελληνική πάτος που σημαίνει μονοπάτι. Το Αιγαίο πέλαγος είναι κατάσπαρτο με νησιά: υπολείμματα της βυθισμένης ηπείρου Αιγηίδας, που γεωλογικά και γεωγραφικά ανήκουν στην Ελλάδα. Η απόσταση από το ένα νησί στο άλλο δεν είναι πουθενά μεγαλύτερη από σαράντα χιλιόμετρα και συνήθως είναι πολύ μικρότερη· επειδή όλα τα νησιά είναι ορεινά, οι σιλουέτες τους φαίνονται από πολύ μακριά όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, κι έτσι ο κάτοικος αυτής της περιοχής της Μεσογείου δεν έχει ποτέ το αίσθημα της καταθλιπτικής μοναξιάς και του απειλητικού άπειρου, που κάνει τη θάλασσα τόσο φοβερή για άλλους λαούς. Τα πάμπολλα νησιά που απλώνονται ανάμεσα στη Βαλκανική χερσόνησο και τη Μικρά Ασία έχουν συγκριθεί με αλυσίδες από φυλάκια, με ορόσημα, με παραστάτες μιας γέφυρας, με βότσαλα σ' ένα χείμαρρο. Αντίκρυ ακριβώς από το κέντρο της Ελλάδας βρίσκεται το μεγαλύτερο νησί της κυρίως Ελλάδας, που απλώνεται μακρόστενο, με πλούσιες βοσκές και μεγάλα κοπάδια, γι' αυτό και ονομάζεται Εύβοια, δηλαδή «αυτή που έχει πολλά βόδια». Κοντά της βρίσκονται οι Κυκλάδες, που ονομάσθηκαν έτσι επειδή είναι τοποθετημένες κυκλικά γύρω από τη μικροσκοπική Δήλο, ένα θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας Ελλάδας· τα σημαντικότερα νησιά αυτού του συγκροτήματος ήταν η Πάρος, με το κοσμοξακουσμένο της μάρμαρο, και η Νάξος, η έδρα της λατρείας του Διόνυσου. Το σκαλοπάτι για τη Μικρά Ασία ήταν οι Σποράδες, δηλαδή οι «διασκορπισμένες», με κυριότερο νησί την Κω, την πατρίδα των πιο φίνων γυναικείων φορεμάτων και των πιο ικανών γιατρών. Τα ονομαστότερα νησιά κοντά στη μικρασιατική ακτή ήταν ή Ρόδος, μεγάλη εμπορική δύναμη, και η θαλασσοκρά18
τειρα Σάμος, η Χίος, που έβγαζε τα δυνατά κρασιά, και η Λέσβος, που έστελνε στον κόσμο τα φλογερότερα ερωτικά τραγούδια. Στις άκρες βρίσκονταν προς τα βόρεια, στο «θρακικό πέλαγος», η ηφαιστειογενής Λήμνος, η Ίμβρος, το νησί του Ερμή, η Σαμοθράκη με τα παμπάλαια μυστήριά της και η χρυσοφόρα Θάσος, ενώ στα νότια της Πελοποννήσου ήταν τα Κύθηρα, όπου κάποτε η Λφροδίτη αναδύθηκε στο φως μέσα από τον αφρό των κυμάτων, και, σαν μια πελώρια τραβέρσα, η Κρήτη, που με τα αρχαία κριτήρια αποτελούσε ξεχωριστή ήπειρο. Ανάμεσα στριμωχνόταν ένα πολύχρωμο πλήθος από μικρότερα ή μικροσκοπικά νησάκια. Η ναυσιπλοΓα διευκολυνόταν επίσης χάρη στους πολλούς απάνεμους κόλπους με τα θαυμάσια λιμάνια τους, καθώς και από την κανονικότητα των θαλάσσιων ρευμάτων, τη σπανιότητα της ομίχλης και τη σταθερότητα των ανέμων. Όλα αυτά όμως ίσχυαν μόνο για το καλοκαίρι. Το φθινόπωρο ο αρχαίος Έλληνας δεν ξανοιγόταν πρόθυμα στη θάλασσα, ενώ τον χειμώνα δεν τολμούσε καθόλου. Ιδιαίτερα φοβόταν τον Ζέφυρο, τον δυτικό άνεμο, του οποίου το επικίνδυνο φύσημα περιγράφει με μεγάλη παραστατικότητα ο Όμηρος: σφυρίζοντας κουβαριάζει το σύννεφο και το σπρώχνει κατά την ακτή, όπου μαύρο σαν κατράμι ξεχύνεται μ' άγριο στροβίλισμα, και το λυσσομάνημά του μπορεί να συντρίψει ένα καράβι ακόμα κι ενάντια στη θέληση των θεών. Ακόμα χειρότερος ήταν ο Βορέας, ο βορεινός άνεμος με τη μορφή μαύρου αλόγου: μέσα στο ταγάρι του κουβαλάει παγερές χιονοθύελλες κι ουρλιάζοντας μαστιγώνει τη θάλασσα, σηκώνοντας ψηλά τον άσπρο της αφρό. Ακόμα και τη νύχτα ο Έλληνας δεν αρμένιζε παρά μόνον όταν υπήρχε έκτακτη ανάγκη. Γενικά, κατά κανόνα ο αρχαίος Έλληνας έκανε ακτοπλοία, παραπλέοντας το πολύ-πολύ τους κόλπους, και απόφευγε την ευθεία γραμμή. Όταν ταξίδευε κατά μήκος των πολυσκόπελων ακτών εξασφαλιζόταν χάρη σε θαλασσινά σημάδια και ρίχνοντας τακτικά το σκαντάγιο. Η περίσκεψη του αρχαίου ναυτικού, που σ' εμάς φαίνεται σαν ατολμία, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, γιατί δεν υττηρχε τότε κανένα μέσο ακριβούς προσανατολισμού. Όχι μόνο δεν υπήρχε η πυξίδα, αλλά ούτε καν λεπτομερείς και αξιόπιστοι χάρτες. Οι μόνες ενδείξεις ήταν ο έναστρος ουρανός και ο γνώμων^ που επέτρεπε στο ναυτικό να προσδιορίσει το μάκρος της σκιάς για τον κάθε τόπο και την κάθε μέρα με τη βοήθεια ενός πίνακα, αλλά και πάλι πολύ χονδρικά. Με τέ19
τοιες συνυήκες, δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε τις ναυτικές επιδόσεις των αρχαίων, γιατί, απ' ότι φαίνεται, στις περισσότερες περιπτώσεις έφταναν στον προορισμό τους (αν και βέβαια όχι «σύμφωνα με το ωρολόγιο πρόγραμμα») και μερικές φορές μάλιστα ξεμυτούσαν στο ανοιχτό πέλαγος. Τον πιο αλλόκοτο διαμελισμό τον έχει το βορειότερο τμήμα, όπου η ξηρά σφηνώνει από τ' ανατολικά μέσα στη θάλασσα μια μακρόστενη γλώσσα, τη θρακική χερσόνησο, που τόσο συχνά ακούστηκε στον Παγκόσμιο Πόλεμο με το όνομα Καλλίπολη, ενώ στα δυτικά η χερσόνησος της Χαλκιδικής έχει τρία ολόκληρα πόδια. Αλλά στην αρχαιότητα τα εδάφη αυτά δεν θεωρούνταν μέρος του ελληνικού κόσμου, παρόλο που περιζώνονταν από μια μακριά αλυσίδα ελληνικών αποικιών. Η βόρεια Ελλάδα αρχίζει με τη Θεσσαλία, της οποίας τα δυτικά σύνορα αποτελεί η επιβλητική οροσειρά της Πίνδου. Πέρα απ' την Πίνδο βρισκόταν η Ήπειρος, που ούτε αυτή θεωρούνταν ελληνική, αν και φιλοξενούσε στο τραχύ της έδαφος ένα από τα αρχαιότερα ιερά της χώρας, το μαντείο της Δωδώνης, και μπροστά στη θαλασσοδαρμένη ακτή της απλωνόταν το νησί Κέρκυρα, μια από τις σημαντικότερες ελληνικές αποικίες. Το βορειότερο όσο και ψηλότερο σημείο της αρχαίας Ελλάδας ήταν ο θεσσαλικός Όλυμπος, που η συννεφόσκεπη κορυφή του υψώνεται τρεις χιλιάδες μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Ο κυριότερος ποταμός της Θεσσαλίας είναι ο Πηνειός με την κοιλάδα των Τεμπών, που ήταν ξακουστή σ' ολόκληρη την αρχαιότητα για τη ομορφιά των δαφνώνων της και των ελατόδασών της, των λαμπροκόκκινων βράχων της και των χιονόσκεπων κορυφών της. Παράλληλα, ως πύλη εισόδου στην Ελλάδα, είχε τεράστια στρατηγική σημασία. Αναφέραμε πιο πάνω ότι μόνο στη Θεσσαλία υπάρχουν κάπως μεγάλες πεδιάδες· αλλά και η πλούσια άρδευσή της. της δίνει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις υπόλοιπες ελληνικές χώρες. Μόνο σ' αυτή την εύυγρη γη υτυήρχαν μεγάλα σταροχώραφα, που τα πράσινα κύματά τους τα σύγκρινε ο σαστισμένος ξένος με τη θάλασσα, και στις απλόχωρες πεδιάδες ανθούσε όσο πουθενά αλλού στην αρχαία Ελλάδα η ιτυποτροφία και η ξυπασιά του ευπατρίδη. Στην κεντρική Ελλάδα, συνόρευαν με τα βόρεια πρώτα πρώτα οι Ακαρνάνες και οι Αιτωλοί, οι Φωκείς και οι Αοκροί. Όλα αυτά τα φύλα δεν είχαν και τόσο καλή φήμη, τα δύο πρώτα μάλιστα συγκαταλέγονταν στους βαρβάρους· αλλά η Φωκίδα δεν φιλοξενούσε στο έ20
δαφός της τίποτα πιο ασήμαντο από το μαντείο των Δελφών. Προς τα ανατολικά της βρισκόταν η Βοιωτία, που από μια άποψη ήταν η καρδιά της αρχαίας Ελλάδας, και το περίπου ισοσκελές τρίγωνο της Αττικής· αντίκρυ στην Αττική βρίσκονταν η Σαλαμίνα και, νοτιότερα, η Αίγινα, δυο μικρά νησιά, που όμως γνώρισαν για ένα διάστημα μεγάλη ακμή χάρη στο εμπόριο και το ναυτικό τους. Στη Βοιωτία "υψωνόταν η οροσειρά του Ελικώνα, η έδρα των Μουσών ο Παρνασσός στη Φωκίδα, με ύψος δυόμισυ χιλιάδες μέτρα, απόκτησε τη φήμη του την εποχή του μπαρόκ, όχι νωρίτερα. Την Πελοπόννησο τη σύγκριναν ακόμα και στην αρχαιότητα, πολύ εύστοχα, με πλατανόφυλλο· τον μίσχο αυτού του φύλλου τον αποτελούσε η δωρική χώρα της Μεγαρίδας, που χάρη στη γεωγραφική της θέση ήταν προορισμένη να γνωρίσει μεγάλη ακμή, αλλά οι Αθηναίοι την κρατούσαν σε υποδέεστερη μοίρα το ίδιο ζηλότυπα όσο τη Σαλαμίνα και την Αίγινα. Αυτή η γέφυρα ξηράς γίνεται στενότερη στο σημείο ακριβώς που αρχίζει η Πελοπόννησος, κι εκεί, στον Ισθμό, ανάμεσα σε δύο κόλπους, τον Κορινθιακό και τον Σαρωνικό, βρισκόταν η παγκόσμια εμπορική δύναμη που λεγόταν Κόρινθος, με το λαμπρό λιμάνι της, την οχυρή Ακροκόρινθο, που υψωνόταν εξακόσια μέτρα πάνω από την πόλη, και τα πανίσχυρα τείχη της, που, διασχίζοντας εγκάρσια τον Ισθμό, απέκλειαν ολοκληρωτικά την Πελοπόννησο από την υπόλοιπη Ελλάδα. Μια διατρύττηση του Ισθμού σχεδιάσθηκε για πρώτη φορά γύρω στο 600 π.Χ. από τον Περίανδρο, τον τύραννο της Κορίνθου. Τριακόσια χρόνια αργότερα έγιναν καινούρια σχέδια από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, βασιλιά της Μακεδονίας, κι ακόμα αργότερα από τον Ιούλιο Καίσαρα και τον αυτοκράτορα Καλιγούλα, που ανάθεσε σ' έναν αξιωματικό του να κάνει συστηματικές μετρήσεις. Όμως ο πρώτος που έβαλε μπροστά αυτό το σχέδιο ήταν ο Νέρων, που εγκαινίασε αυτό το έργο με πολλές φανφάρες, αλλα το διέκοψε έπειτα από λίγο καιρό εξαιτίας μιας γαλατικής εξέγερσης και διαφόρων αποθαρρυντικών οιωνών. Η κατασκευή της διώρυγας θα είχε σίγουρα πετύχει, γιατί οι Ρωμαίοι μηχανικοί είχαν διαλέξει την καλύτερη γραμμή, την ίδια ακριβώς που χαράχτηκε το 1881, όταν ξανάρχισαν τα έργα εκσκαφής. Το 1893 η διώρυγα, που είχε μάκρος 6 3/4 χιλιόμετρα και βάθος 8 μέτρα, παραδόθηκε στη συγκοινωνία. Όμως ήταν μια απογοήτευση: σήμερα χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για την τοπική συγκοινωνία 21
και είναι ζήτημα αν καλύπτει τα έξοδα λειτουργίας της. Η σημασία που είχε η Κόρινθος στην αρχαιότητα οφειλόταν ακριβώς στο γεγονός ότι ήταν χτισμένη σ' έναν ισθμό, κι έτσι δέσποζε σε δυο θάλασσες, αποτελώντας συνάμα το προπύργιο της Πελοποννήσου· για την εσωτερική διακίνηση επαρκούσε, από τα αρχαία χρόνια, ένας πλακόστρωτος δρόμος, ο δίολκος^ χάρη στον οποίο τα φορτία των πλοίων καθώς και τα σχετικά μικρά πλοία σύρονταν από τον ένα κόλπο στον άλλο. Η Πελοπόννησος, που η ίδια είναι χερσόνησος μιας χερσονήσου, έχει κι αυτή με τη σειρά της τέσσερις χερσονήσους: την αργολική, τις δύο λακωνικές και τη μεσσηνιακή. Το μεγαλύτερο μέρος της Αργολίδας υποφέρει από ανομβρία* πιο εύφορη είναι η Λακωνία, που διαρρέεται από τον Ευρώτα, τον «πλούσιο σε καλαμιές»· αλλά η Μεσσηνία, την οποία οι νοτιοδυτικοί άνεμοι επιδαψιλεύουν με βροχές, έχει την πλουσιότερη βλάστηση σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Ο επιβλητικός όγκος της οροσειράς του ΤαιΣγετου, που χωρίζει τη Μεσσηνία από τη Λακωνία αλλά μακροπρόθεσμα δεν μπορούσε να προστατέψει τους Μεσσήνιους από τους επεκτατικούς Σπαρτιάτες, τελειώνει στην άκρη της δυτικής λακωνικής χερσονήσου, στο ακρωτήριο Ταίναρο, το νοτιότερο σημείο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Προς τα βόρεια της Μεσσηνίας εκτείνεται η Ηλεία, που αρδεύεται από τον Αλφειό, τον μεγαλύτερο ποταμό της Πελοποννήσου, και στις όχθες του Αλφειού βρίσκεται η Ολυμπία, όπου γινόταν το πιο ξακουστό «φεστιβάλ» της αρχαίας Ελλάδας. Αλλά το πιο παράξενο πελοποννησιακό τοπίο είναι η Αρκαδία που, με το σχήμα ενός σχεδόν κανονικού τετράγωνου στη μέση της χερσονήσου, περιτειχισμένη θαρρείς και διαμελισμένη από ψηλά βουνά, απολάμβανε μια ξεχωριστή, ειδυλλιακή γαλήνη σ' όλους τους αιώνες των ελληνικών περιπετειών. Η Αρκαδία έχει συγκριθεί συχνά με την Ελβετία· η-σύγκριση αυτή ευσταθεί ακόμα και από την άποψη ότι οι Αρκάδες, περιζήτητοι και καλοπληρωμένοι μισθοφόροι, νοίκιαζαν τις υπηρεσίες τους στον καθένα, όπως ακριβώς και οι Ελβετοί, για τους οποίουτς υπήρχε στα τέλη του Μεσαίωνα η ρήση «point d'argent, point de Suisse» («Δεν έχει λεφτά, δεν έχει Ελβετούς»). Η ζωή στα ξεκομμένα απ' τον υπόλοιπο κόσμο βουνοτόπια, που ήταν απομονωμένα ακόμα και μεταξύ τους, ήταν τραχειά, λιτή και φτωχή σε πολιτιστικές εκδηλώσεις· μόνο τη μουσοφιλία μοιράζονταν οι Αρκάδες με τους υπόλοιπους''Έλληνες. 22
Την Αρκαδία την έκανε παράδεισο ο συναισθηματισμός των κουρασμένων αλεξανδρινών αστών, κι αυτή η ωραιοποίηση, παρόλο που ήταν ψεύτικη, διατηρήθηκε ώς τις μέρες μας μέσα από τη «βουκολική ποίηση» όλων των σύγχρονων λαών. Η Πελοπόννησος, παρά το «κοτσάνι» που τη συνδέει με την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα, πρέπει να θεωρηθεί νησί, και πράγματι οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν νησί του Πέλοπα. Ενώ ο χαρακτήρας σχεδόν όλων των υπόλοιπων ελληνικών χωρών είναι έντονα θαλάσσιος, η Πελοπόννησος, με τα βουνά της που θυμίζουν κάστρα, τα απομονωμένα οροπέδιά της και τις κλειστές κοιλάδες της, έχει ηπειρωτικό χαρακτήρα. Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν ακρόπολη της Ελλάδας. Όπως είναι γνωστό, οι Σπαρτιάτες ήταν ώς το μεδούλι τους στεριανοί, ενώ από την άλλη μεριά, με το συντηρητισμό και τον απομονωτισμό τους, ήταν τυπικοί νησιώτες. Πρέπει να πούμε, με την ευκαιρία, ότι η Πελοπόννησος, που σήμερα είναι ένα τεχνητό νησί, ήταν αρχικά φυσΙκό νησί, γιατί το γεωλογικό υλικό που αποτελεί τον Ισθμό προέρχεται από τα τέλη της τριτογενούς περιόδου. Ο Καντ λέει κάπου για τον αγγλικό λαό ότι έχει ένα χαρακτήρα «που τον δημιούργησε μόνος του»: αυτή η ρήση μπορεί να εφαρμοσθεί σχεδόν επί λέξει στους Λακεδαιμόνιους. Η Σπάρτη είναι η κλασική περίπτωση ενός προϊόντος της τεχνητής επιλργής, που δημιουργήθηκε έξω από τη φύση ή μάλιστα και κόντρα στη φύση. Τέτοια τεχνητά δημιουργήματα διατρέχουν πάντα τον κίνδυνο ν^ αποστεωθούν από νωρίς. Ένα νησί που καλλιεργεί τον εγωκεντρισμό και την «αυτάρκειά» του (ο ιμπεριαλιστικός επεκτατισμός δεν είναι παρά η άλλητπλευρά αυτής της αυτάρκειας), υποκύπτει αργά ή νωρίς στις επιπτώσεις της φυσικής και πνευματικής ενδογαμίας* αυτό φάνηκε με τη Βενετία και θα φανεί και με την Ιαπωνία, ενώ η Αγγλία, νιώθοντας συνειδητά ή ενστικτώδικα τον κίνδυνο, εργάζεται ήδη για να τον αποφύγει, αλλάζοντας στάση. Αυτό που κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση στο σημερινό μάτι, όταν παρατηρεί τον ελληνικό κόσμο, είναι η μικρή έκτασή του. Η απόσταση από τα σύνορα της Μακεδονίας ώς το Ταίναρο είναι 420 χιλιόμετρα, το πλάτος της χερσονήσου κυμαίνεται από 100 ώς 240 χιλιόμετρα, η Αττική δεν είχε ούτε καν τις διαστάσεις του Λουξεμβούργου. Ο συνολικός πληθυσμός τον πέμπτο αιώνα, την εποχή της μεγαλύτερης ακμής, ήταν τρία με τέσσερα εκατομμύρια, μαζί με τις αποι23
κίες ήταν περίπου διπλάσιος. Στην Κύπρο και μόνο υττήρχαν δέκα βασίλεια, και είδαμε στον προηγούμενο τόμο ότι η Κρήτη ήταν μια μεγάλη δύναμη* ακόμα και οι τύραννοι της Σικελίας θεωρούνταν φοβεροί και τρομεροί ηγεμόνες, παρόλο που ο καθένας τους δεν εξουσίαζε παρά ένα μέρος του νησιού. Σύμφωνα με τον «περίπλου», τις ναυτικές αναφορές του πέμπτου και τέταρτου αιώνα, ο τοτινός «γύρος του κόσμου», δηλαδή το ταξίδι από τη μια ώς την άλλη άκρη της τότε γνωστής επιφάνειας της γης, από τη Συρία ώς τη νότια Ισπανία, διαρκούσε ογδόντα μέρες, όσες ακριβώς και ο πραγματικός γύρος του κόσμου που έκανε ο μίστερ Φιλέας Φογκ στο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν από το 1872. Πρέπει όμως να πούμε ότι η διαδρομή ήταν τότε μεγαλύτερη από τη σημερινή, γιατί, όπως είπαμε, τα αρχαία καράβια έπλεαν όσο ήταν δυνατό κατά μήκος της ακτής: παραπλέανε τα νότια παράλια της Μικράς Ασίας, τα νησία του Αιγαίου, την Πελοπόννησο και τα δυτικά παράλια της Ελλάδας μέχρι την Κέρκυρα, από εκεί περνούσαν στην Κάτω Ιταλία και, διαβαίνοντας το στενό της Μεσσήνης, έπαιρναν τη δυτική ακτή της Ιταλίας, την οποία ακολουθούσαν σ' όλο της το μάρκος, ώσπου τελικά, αρμενίζοντας κοντά στις ακτές της Γαλατίας και της Ισπανίας, έριχναν άγκυρα στις Στήλες του Ηρακλή, στον πορθμό του Γιβραλτάρ. Ό,τι υπήρχε πέρα από εκεί, λόγου χάρη τα Κανάρια νησιά, ονομαζόταν «νησιά των Μακάρων» και οι αρχαίοι έλεγαν ότι οι θεοί είχαν απαγορέψει στους ανθρώπους να ταξιδεύουν πέρα από τις Στήλες του Ηρακλή. Επειδή όμως έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε την ιστορία των αρχαίων Ελλήνων με τα μάτια των δικών τους ιστορικών, που μπορεί βέβαια να μην ήταν υπερβολικά σωβινιστές αλλά ήταν φυσικό να κρίνουν τα πράγματα από τη δική τους σκοπιά, οι διαστάσεις της εικόνας έχουν αλλοιωθεί και για μας. Από την οπτική γωνία της Περσίας, οι πόλεμοι υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων δεν ήταν παρά μια αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον μιας από τις πολλές χώρες της πρόσω ασιατικής σφαίρας συμφερόντων, και οι ασταμάτητοι πόλεμοι για την ελληνική ηγεμονία ήταν καβγάδες ανάμεσα σε λιλιπούτια κράτη κάπου στην άκρη μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Ίσως η μικρή έκταση του ελληνικού κόσμου να ήταν κι ένας από τους λόγους της βραχυβιότητάς του. Γιατί είναι πολύ πιθανό ότι υπάρχει στους λαούς, όπως και στα ζωικά είδη, μια σχέση ανάμεσα στο μέγεθος και 24
τη διάρκεια ζωής, χωρ(ς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Τα μικρά θηλαστικά έχουν συνήθως γεράσει σαν φτάσουν τα δέκα χρόνια, ενώ οι γίγαντες του κόσμου των θηλαστικών, ο ελέφαντας και η φάλαινα, ζουν διακόσια χρόνια και περισσότερα· από την άλλη μεριά, όμως, ο κυπρίνος και ο λούτσος, το κοράκι και ο παπαγάλος, μπορούν κι αυτά μερικές φορές να φτάσουν τα εκατό χρόνια. Εξάλλου, η διάρκεια ζωής δεν είναι μόνο συνάρτηση του μεγέθους του σώματος, αλλά και της έντασης του μεταβολισμού* σ' αυτό μάλλον οφείλεται το ότι οι μεγαλύτερες ηλικίες έχουν διαπιστωθεί στις χελώνες και τους κροκόδειλους. Στα τέρατα της εποχής των δεινοσαύρων ο βραδύς μεταβολισμός συμβάδιζε, όπως φαίνεται, με τη μακροβιότητα· γι' αυτό και θα πρέπει να έφταναν κυριολεκτικά σε «προκατακλυσμιαία» ηλικία. Στον ελληνικό οργανισμό συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο* το μικρό μέγεθός του συνοδευόταν από μια τεράστια αυτοανάλωση λόγω «εσωτερικής τριβής», τόσο στο πολιτικό όσο και στο πνευματικό επίπεδο. Ο ελληνικός πολιτισμός, έστω και μόνο για το ρυθμό με τον οποίο αναπτύχθηκε, αποτελεί μοναδική περίπτωση στην παγκόσμια ιστορία. Ο Φρίντριχ Ράτσελ εκφράζει με ανυπέρβλητη λιτότητα αυτή την αλήθεια λέγοντας: «Η ιστορία των στενών χώρων είναι βιαστική». Και ο έξοχος σύγχρονος του Σίλερ, ο ιστορικός Γιοχάνες φον Μύλερ, είπε: «Τα περισσότερα μεγαλουργήματα έγιναν από μικρούς λαούς». Η Ελλάδα βρίσκεται στην εύκρατη ζώνη, αλλά στην πιο ζεστή περιοχή της, και έχει το ίδιο γεωγραφικό πλάτος με την Καλαβρία, τη Σικελία και το νότιο τμήμα της Ισπανίας· το κλίμα και η βλάστησή της έχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους κεντροευρωπαϊκό χαρακτήρα. Αλλά οι ελληνικές κλιματολογικές συνθήκες παρουσιάζουν μερικές χαρακτηριστικές ιδιομορφίες. Σ' αυτές ανήκει, πριν απ' όλα, η παρατεταμένη,, αδιάκοπη καλοκαιρινή ζέστη, που από τις αρχές Ιουνίου ώς τον προχωρημένο Σεπτέμβρη πυρώνει κυριολεκτικά τον αέρα. Συχνά όμως ττνέει το μεσημέρι μια δροσιστική θαλάσσια αύρα, κι έτσι οι πρωινές ώρες, οπότε επικρατεί άτιινοια, είναι οι πιο δυσάρεστες. Μια δεύτερη ιδιορρυθμία του ελληνικού κλίματος είναι οι απότομες εναλλαγές ανάμεσα στην ψυχρή και τη θερμή εποχή. Η θερμοκρασία ανεβαίνει αλματωδώς τον Μάη και το ίδιο ξαφνικά μπαίνει το φθινόπωρο. Αλλά η μέση θερμοκρασία %ου Οκτώβρη αντιστοιχεί στον δικό μας Ιούλη και στο καταχείμωνο υπάρχουν μέρες όπως σ' 25
εμάς τον Σεπτέμβρη. Από την άλλη μεριά, κάθε χειμώνα η θερμοκρασία πλησιάζει στο μηδέν και υπάρχουν μέρες που πέφτει κάτω από το μηδέν, φτάνοντας ώς τους εφτά βαθμούς. Ο σχηματισμός πάγου πάνω σε στάσιμα νερά δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο και σε κανένα μέρος της Ελλάδας δεν είναι άγνωστο το χιόνι: η περίφημη ομηρική παρομοίωση των λόγων του ανθρώπου με νιφάδες χιονιού ήταν βγαλμένη μέσα απ' τη ζωή. Αλλά και σ' άλλα σημεία ο Όμηρος περιγράφει με παραστατικότητα πώς τα άσπρα «βλήματα του Δία» ταλαιπωρούν στεριά και θάλασσα. Αντίθετα, η γοητευτική εικόνα του χιονισμένου τοπίου ήταν κάτι σπάνιο για τους Έλληνες, γιατί το χιόνι λειώνει σχεδόν μόλις πέφτει. Ο Υμηττός, ο Παρνασσός και τα άλλα ψηλά βουνά έχουν χιονισμένη την κορφή τους για ένα μεγάλο διάστημα της χρονιάς, αλλά πουθενά δεν υπάρχει αιώνιο χιόνι, ούτε καν στον Όλυμπο. Πολύ δριμύτεροι απ' ό,τι στην κυρίως Ελλάδα είναι οι χειμώνες στη βόρεια παρυφή του Αιγαίου. Όταν οι Αθηναίοι πολιορκούσαν την Ποτείδαια (στη ρίζα του δυτικότερου από τα τρία «πόδια» της Χαλκιδικής), τουρτούριζαν από το κρύο και μόνον ο Σωκράτης, που ήταν σ' όλα του πρωτότυπος, υπόμενε το κρύο με ηρωική αδιαφορία, περπατώντας ξυπόλητος πάνω στους πάγους με τη συνηθισμένη φορεσιά του. Όταν όμως αργότερα οι Αθηναίοι γνώρισαν και τον χειμώνα της Θράκης, όπου το κρασί πάγωνε μέσα στα πιθάρια, ενώ τ' αυτιά και τα δάχτυλα των ποδιών ξύλιαζαν από το κρύο, άρχισαν να μη βρίσκουν και τόσο αστείες τις αλεπουδίσιες κουκούλες και τα μακριά πανταλόνια των ντόπιων. Σε γενικές γραμμές, όμως, φαίνεται ότι οι αρχαίος ήταν πολύ λιγότερο ευαίσθητος απ' ό,τι ο σημερινός άνθρωπος στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Δεν έπαιρνε κανένα μέτρο για να προφυλαχτεί από τα ρεύματα, τα κρυολογήματα και τον κατάρρου. Η θέρμανση ήταν πέρα για πέρα πρωτόγονη, τα σπίτια είχαν πέτρινα πατώματα, πόρτες που δεν έκλειναν καλά, ανοιχτά παράθυρα, απ' τα οποία έμπαινε μέσα ο αέρας. Ο Νέστωρ, σκεπασμένος από χιόνι, εκτίθεται στους θαλάσσιους ανέμους· σκεφτείτε: ένας άνθρωπος της ηλικίας του και μάλιστα μπροστά σε γιατρό, γιατί ο στρατιωτικός γιατρός Μαχάων στέκεται ατάραχος πλάι του. Ειδικά στην Ελλάδα η ζωηρή αντίθεση ανάμεσα στις εποχές, για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω, θα πρέπει να συντελούσε στη σκληραγώγηση των ανθρώπων. Αυτό το κατάλαβε κι ο Ιπποκράτης (ή ένας άλλος, γιατί στη συλλογή που έχει 26
τ' όνομά του είχαν βρει καταφύγιο μια πλειάδα ιατρικών συγγραφέων και δασκάλων, ακόμα και αντίπαλοί του, πράγμα που άλλωστε ήταν γνωστό στα τέλη της αρχαιότητας)· σε μια απ' αυτές τις μπροσούρες, με τίτλο «Περί ανέμων, υδάτων, τόπων», αναπτύσσεται η άποψη ότι το κλίμα είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που ατσαλώνουν την κράση του ανθρώπου: «Το σώμα και το πνεύμα είναι αδύνατο να γίνουν ελαστικά εκεί όπου δεν συμβαίνουν έντονες αλλαγές.» Ο ελληνικός ήλιος είναι παροιμιώδης. Πράγματι, μετεωρολογικές παρατηρήσεις που κράτησαν ένα τέταρτο του αιώνα έδειξαν ότι στην Αθήνα, κατά μέσον όρο, ο ουρανός είναι εντελώς αίθριος τις μισές μέρες του χρόνου, εικοσιπέντε μέρες νεφελώδης και μόνο τρεις μέρες νεφοσκετιής* το υπόλοιπο χρονικό διάστημα είναι αυτό που λέμε «σχεδόν αίθριες μέρες», στις οποίες ο ήλιος είναι αόρατος για μισή ώρα το πολύ. Αλλά και οι άναστρες νύχτες που μετρήθηκαν ήταν μόνο τρεις σ' ολόκληρη τη χρονιά. Επομένως, η Αθήνα έχει συννεφιά μόνο στο ένα δέκατο τρίτο της χρονιάς, ενώ η βόρεια Γερμανία τουλάχιστο στα τέσσερα πέμπτα. Πρέπει όμως να πούμε ότι ακόμα και στη φωτεινή Ελλάδα η Αθήνα θεωρούνταν στην αρχαιότητα ιδιαίτερα ευνοημένη από τον ήλιο. Ούτε η Αίγυπτος δεν έχει καθαρότερο ουρανό. Από αυτή την άποψη, είναι φυσικό να μην είχε ο Έλληνας καμιά ευαισθησία για το χαμηλό, τον διακριτικό, τον μουντό φωτισμό και τον ρομαντισμό του σύθαμπου: ακόμα και τα φαντάσματά του δεν εμφανίζονταν συνήθως τη νύχτα, παρά το καταμεσήμερο, και η φοβερή Έμπουσα, μια οπτασία που ξεπρόβαλλε μέσα στον τρεμουλιαστό καύσωνα του μεσημεριού, δεν έχει τίποτα το τρομαχτικό για τις δικές μας αντιλήψεις. Όμως αυτή την πληθωρικότητα του φωτός οι Έλληνες δεν την θεωρούσαν καθόλου ευλογία* μισούσαν και φοβόντουσαν τα καφτά «βέλη του Απόλλωνα». Αλλά ούτε κι η βροχή τους ερχόταν βολική, γιατί στη χώρα^τους έχει συνήθως τη μορφή ενός σύντομου ψιλόβροχου, που δεν είναι πιο αποτελεσματικό από ένα καταβρεχτικό αυτοκίνητο, ή μιας άγριας νεροποντής, που ξεχύνεται με ολέθριες συνέπειες πάνω στα χωράφια, αποψιλώνει τα βουνά, γεμίζει τις χαράδρες με θορυβώδεις χειμάρρους και καμιά φορά μάλιστα καταστρέφει τεχνητούς δρόμους, ξεριζώνει δάση και πλημμυρίζει ολόκληρες κοιλά-. δες που χρησιμεύουν για τη συγκοινωνία. Αν παρόλ' αυτά, οι αρχαίοι 27
Έλληνες ικέτευαν τον Δία να σμίξει με τη Γη, εννοούσαν κυριολεκτικά τη γονιμοποίηση και τίποτ' άλλο· η «ποίηση της βροχερής μέρας» δεν είχε καμιά θέση στην αρχαιότητα. 'Οταν ο καιρός ήταν βροχερός, σε κανέναν Έλληνα δεν θα ερχόταν η ιδέα να μην καταφύγει αμέσως στο σπίτι του, παρά να μείνει έξω για να παρατηρήσει αυτό το φυσικό θέαμα περπατώντας με την ομπρέλα του, που άλλωστε στα αρχαία ελληνικά λεγόταν σκίάς, δηλαδή αυτή που δίνει σκιά, όπως στα λατινικά λεγόταν umbraculum και στα ιταλικά λέγεται ombrello^ ενώ ο Γάλλος τη amhiti πράγματι με τη βροχή και λέει parapluie. Τους καλοκαιρινούς μήνες δεν βρέχει σχεδόν καθόλου. Ένα άλλο εμπόδιο για τη βλάστηση είναι ο εξαιρετικά ξηρός αέρας. Ιδιαίτερα γύρω από την Αθήνα η υγρασία του αέρα είναι τόσο χαμηλή, ώστε μόνο με δύο άλλες περιοχές της Ευρώπης μπορεί να συγκριθεί: το οροπέδιο της Καστίλλης και το εσωτερικό της Σικελίας. Η καλοκαιρινή ξηρασία ήταν από παλιά το παράπονο των Ελλήνων. Επιπρόσθετα, η χώρα δεν έχει παρά λίγα ρεύματα που ν'^χξίζουν να ονομασθούν ποτάμια, αλλά ακόμα κι αυτά έχουν τόσο σύντομη διαδρομή και τόσο κατηφορική κοίτη, ώστε μόνον ένα μικρό μέρος τους είναι πλωτό. Οι περισσότερες υδάτινες αρτηρίες είναι απλά ρυάκια, που εύκολα μπορεί κανείς να τα περάσει πεζός και πολλές φορές ξεραίνονται εντελώς το-καλοκαίρι. Ο Ιλισός κοντά στην Αθήνα, που έπειτα από νεροποντές γίνεται ένας ορμητικός χείμαρρος, είναι συνήθως ένα λυμφατικό ποταμάκι, που όταν πέφτουν οι μεγάλες ζέστες ξεραίνεται εντελώς. Ο Όμηρος κάνει διάκριση ανάμεσα σε «αείροα» και «χειμερινά» ποτάμια, και η επιστήμη της γεωγραφίας χαρακτηρίζει τα τελευταία μ' έναν ειδικό όρο: την ιταλική λέξη flumara. Έτσι, η τεχνητή άρδευση έπαιζε πάντα μεγάλο ρόλο στον ελληνικό πολιτισμό: τη βρίσκουμε ήδη στον Όμηρο, ενώ ο Πλάτων δεν μπορεί να φανταστεί αλλιώς την ιδανική πολιτεία του παρά αυλακωμένη από ένα ολόκληρο δίκτυο περιποιημένων καναλιών. Σ' αυτές τις συνθήκες εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί οι Έλληνες λάτρευαν τόσο πολύ τις νύμφες των ττηγών και θεοποίησαν ακόμα και το αγιάζι, που συχνά είναι για μήνες η μόνη φυσική δροσιά των φυτών: η Αθηνά λατρευόταν με δύο μορφές: ως αυστηρή Άγλαυρος, η απαστράπτουσα, κάτω από τις ακτίνες της οποίας λειώνει η γη, και ως Πάνδροσος, αυτή που ανακουφίζει σκορπίζοντας δροσιά. Για όλους αυτούς τους λόγους, η καλοκαιρινή εικόνα του ελ28
ληνικού τοπίου είναι αρκετά καταθλιπτική. Η επιδερμίδα της γης σκάει και συρρικνώνεται, τα σπαρτά καίγονται από τον λίβα, τα φυτά πέφτουν σε ύτη/ο βαθύ. Στρόβιλοι σκόνης υψώνονται παντού, τα λίγα αειθαλή φυτά που αντέχουν στον καύσωνα δείχνουν σαν αλευρωμένα, οι κοίτες των ποταμών μετατρέπονται σε σκουπιδότοπους. Τα χτυπητά χρώματα της ερήμου απλώνονται πάνω σε βουνά και λαγκάδια, το μεσημέρι ο τρεμουλιαστός αέρας τιήζει και γίνεται καφτή ομίχλη, αλλόκοτες ανταύγειες λάμπουν στην ατμόσφαιρα: η Έμπουσα γίνεται πραγματικότητα. Όλα είναι ακίνητα και νεκρά, μόνο τα τζιτζίκια ενορχηστρώνουν ταιριαστά αυτή την πυρωμένη ερημιά με τη στριγγή, μονότονη μουσική τους. Τη νύχτα όμως τ' αστέρια λάμπουν σαν χρυσά βεγγαλικά στον κρυστάλλινα καθαρό ουρανό. Επειδή ο αέρας στην Ελλάδα περιέχει πολύ λίγους υδρατμούς, δεν αποτελεί, όπως σ' εμάς, ένα μέσο που θολώνει την εικόνα, που ξεθωριάζει τα περιγράμματα, που κάνει τα χρώματα να διαχέονται το ένα στο άλλο κι απλώνει πάνω σ^ ολόκληρο το σκηνικό έναν αχνιστό πέπλο, παρά όλα φαίνονται να έχουν σταθερά περιγράμματα, σαφείς αντιθέσεις και έντονα χρώματα, που στην Ελλάδα ενώνονται σε μια πολύ εντυπωσιακή παλέτα. Οι ελληνικοί ναοί και τα ελληνικά γλυπτά είχαν πάρει κάτι τι από το χρώμα του ουρανού, της θάλασσας, του χιονιού που σκέπαζε τις βουνοκορφές, των γυμνών πλαγιών με τα πολύχρωμα πετρώματά τους, και είναι σχεδόν ακατανόητο πώς μπορούσε κανείς να πιστεύει για αιώνες ότι οι Έλληνες, με όλη αυτή την κραυγαλέα πολυχρωμία γύρω τους, άφησαν άσπρη την πέτρα. Όμως αυτή η διαύγεια της εικόνας έχει κι ένα μειονέκτημα: εξαιτίας της διαφάνειας του αέρα όλα τα αντικείμενα φαίνονται αφύσικα κοντινά και το μάτι δυσκολεύεται να εκτιμήσει τις αποστάσεις τους. Σ"* αυτό οφείλεται, πιθανότατα, το ότι η αίσθηση της προοπτικής ήταν τόσο λίγο ανεπτυγμένη στους αρχαίους Έλληνες, ενώ αντίθετα ο ιμπρεσιονισμός γεννήθηκε στις υγρές περιοχές της Ευρώτυης: την Αγγλία και την Ολλανδία, τη βόρεια Γαλλία και τη Βενετία. Στα δημιουργήματα των αρχαίων Ελλήνων, στα δράματα και τα ποιήματά τους, στα οικοδομήματα και τους ζωγραφικούς πίνακές τους, στα καθεστώτα και τις θρησκευτικές δοξασίες τους τα πάντα είναι προσκηνιακά. Οι Έλληνες ήταν οι ανυπέρβλητοι μάστορες της καθαρής και δυνατής γραμμής. Αυτή η μαστοριά φαίνεται σε κάθε φράση 29
των λόγων και των γραφτών τους, σε κάθε όψη των ναών και των αγαλμάτων τους, σε κάθε σκέψη της φιλοσοφίας και της μυθολογίας τους. 'Οχι σπάνια σφύριζαν ένα ρήτορα επειδή το ρούχο του δεν έριχνε καλές πτυχές, ενώ το σχεδόν παθολογικό ενδιαφέρον τους για όλα τα είδη γυμναστικής και για την επίδειξή τους είναι κατανοητό, αν δούμε σ' αυτό ένα ακατανίκητο πάθος για την ωραία μορφή. Αλλά, όπως τονίσαμε ήδη, δεν πρέπει να υπερτιμά κανείς τη σημασία των φυσικών όρων: είδαμε στον προηγούμενο τόμο ότι οι Κρήτες έκαναν το βήμα προς τον ιμπρεσιονισμό στα προϊστορικά κιόλας χρόνια, ενώ οι Νεοέλληνες πάλι, παρόλο που έχουν μπροστά τους το ίδιο φυσικό σκηνικό, δεν διακρίνονται για το ταλέντο τους στην κλασική πλαστική τέχνη. Το ήπιο κλίμα είχε και μια άλλη συνέπεια: σχεδόν ολόκληρη η ζωή του Έλληνα διαδραματιζόταν έξω από το σπίτι, όπου συνήθως πήγαινε μόνο για να κοιμηθεί. Ο Έλληνας δεν έδινε καμιά αξία σε ευχάριστα και κομψά δωμάτια: ο κύριος χώρος του σπιτιού του ήταν μια ακάλυπτη αυλή, ζωσμένη από μια κιονοστοιχία, που προστάτευε από τον ήλιο. Οι προσόψεις, που έβλεπαν ψυχρές και άψυχες προς το δρόμο, χωρίς κανένα στολίδι, με τη μονοτονία τους να διακόπτεται μονάχα από την πόρτα και σπάνια από μερικά μικρά παράθυρα, έδιναν στην εικόνα της αρχαίας ελληνικής πόλης μια ανατολίτικη χροιά. Οι πιο εύποροι Έλληνες είχαν κάμποσα δωμάτια για ξένους κι ένα γυμνό σαλόνι, την προστάδα, όπου δέχονταν επισκέψεις. Όλα τα άλλα γίνονταν στο ύπαιθρο: στις στοές, ανοιχτούς υπόστεγους χώρους όπου οι άνθρωποι έκαναν περίπατο* στις λέσχες, δημόσια κτίρια που αντιστοιχούσαν ακριβώς στα δικά μας καφενεία, γιατί οι άνθρωποι πήγαιναν εκεί αποκλειστικά για κουβεντολόι· στο παζάρι, το Δείγμα^ όπου δεν ψώνιζε μόνο κανείς, παρά συναντούσε και τους γνωστούς του και μάθαινε τα νέα της πόλης* στους τόπους των λαϊκών συνελεύσεων (στην Αθήνα ήταν η Πνύκα, με το πέτρινο βήμα της, που βρισκόταν πάνω σ' ένα λόφο)* στα λουτρά και στα γυμναστήρια, στους ιππόδρομους και τα θέατρα, που έδιναν τις υπαίθριες παραστάσεις τους μπροστά σε χιλιάδες θεατές. Εννοείται ότι όλες οι επαγγελματικές ασχολίες γίνονταν στο ύπαιθρο. Ακόμα και η φιλοσοφία δεν ήταν υπόθεση του σαλονιού, γιατί όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι δίδασκαν σε ανοιχτούς χώρους, που έδιναν και το όνομά τους στις σχολές τους: η πλατωνική σχολή πήρε το όνομά της από την Ακαδημία, το 30
άλσος του Ακάδημου μπροστά στις πύλες της Αθήνας, η αριστοτελική από τον Περίπατο, ένα διάδρομο όπου περπατούσαν οι μαθητές, η στωική από τη στοά όπου δίνονταν τα μαθήματα, η επικούρεια από τον κήπο του ιδρυτή της, η κυνική από το γυμνάσιο του Κυνοσάργους· και φυσιογνωμίες σαν τον Σωκράτη, τους σοφιστές ή τον Διογένη μόνο στο δρόμο μπορούμε να τις φανταστούμε. Ακόμα και στη σημερινή Ελλάδα ο γιατρός προτιμάει να δέχεται τον κόσμο μπροστά στο φαρμακείο, ο δικηγόρος ή ακόμα και ο δημόσιος υπάλληλος στη βεράντα του καφενείου, ενώ στη κεντρική λεωφόρο συναντάει κανείς ανθρώπους όλων των επαγγελμάτων, όποτε δεν έχουν δουλειά, και ο λαός κοιμάται στο ύπαιθρο από τον Μάη ώς τον Σεπτέμβρη: στην αυλή, στον κήπο, στην ταράτσα. Το ίδιο έκαναν και οι μυριάδες επισκέπτες που συνέρρεαν στην Ολυμπία για τους αγώνες· δεν υπήρχε εκεί παρά μόνον ένας ξενώνας, το Λεωνίδαιον (πράγμα που θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε «Ξενοδοχείον ο Λεωνίδας»), που κι αυτό δημιουργήθηκε μόλις τον τέταρτο αιώνα και δεν ήταν πανδοχείο με τη δική μας έννοια, παρά είχε ιδρυθεί από κάποιον κύριο Λεωνίδα, ένα πλούσιο Πελοποννήσιο, για τη φιλοξενία επιφανών προσκαλεσμένων. Τα βότανα, οι θάμνοι και τα χορτάρια αρχίζουν να φυτρώνουν το φθινόπωρο, με τα πρωτοβρόχια, αντέχουν σ' όλο τον χειμώνα, θρασομανούν την άνοιξη, ξεραίνονται και πεθαίνουν την εποχή της ξηρασίας. Τα ξυλώδη φυτά είναι αειθαλή κι έχουν σκληρά φύλλα, που προστατεύονται από την εξάτμιση χάρη σε μια σκληρή, δερματώδη επιδερμίδα με μεταλλική λάμψη, καθώς επίσης και χάρη στην έκκριση αιθέριων ελαίων, που κάνουν π.χ. τη δάφνη τόσο αρωματική. Στα κωνοφόρα, τη λειτουργία αυτή την επιτελεί η μικρή ανάπτυξη της επιφάνειας των βελονών. Τα λουλούδια έχουν ανοιχτά πέταλα, γιατί πρέπει να τα βγάλουν πέρα με λιγοστό νερό. Σε μεγαλύτερα υψόμετρα, όπου η υγρασία είναι μεγαλύτερη, ή σε νεροτιηγές, βάλτους και μόνιμα ποτάμια συναντάει κανείς μια βλάστηση που μοιάζει περισσότερο με την κεντροευρωπαϊκή. Ο λιτός κόσμος της πόας, του θάμνου και του χαμόδεντρου αντικαθιστά για το Νοτιοευρωπαίο τα λιβάδια του βορρά. Τα αγαπημένα λουλούδια των αρχαίων Ελλήνων ήταν το τριαντάφυλλο και ο κρίνος, ο μενεξές, ο κρόκος και ο υάκινθος· για στεφάνια χρησιμοποιούσαν κατά προτίμηση μυρτιά και δάφνη, ελιά, 31
πεύκο και σέλινο. Το τριαντάφυλλο, ροόον, και ο κρίνος, λείριον^ αναφέρονται σε διάφορες ομηρικές παρομοιώσεις: ο Όμηρος αποκαλεί την αυγή ροδοδάκτυλη και το δέρμα του Αίαντα λειριοεν^ δηλαδή τρυφερό σαν κρίνο, ενώ η Αφροδίτη αλείφει το πτώμα του Έκτορα με ροδομύριστο λάδι. Όμως από την αρχαιότητα κιόλας ένας ερευνητής διατύπωσε το ερώτημα πώς ήταν δυνατό ο Όμηρος να ξέρει το ροδέλαιο, αλλά να μην ξέρει το ρόδο. Συχνά όμως τέτοιες καθημερινές συγκρίσεις είναι εμπνευσμένες από τα πιο εξωτικά πράγματα: κι εμείς επίσης μιλάμε για κροκοδείλια δάκρυα και για βλέμμα βασιλίσκου, παρόλο που αυτά τα δύσμορφα πλάσματα, δεν ανήκουν στην πανίδα μας. Αλλά γύρω στο 600, την εποχή της Σαπφώς, το τριαντάφυλλο, που η ποιήτρια το αγαπούσε πολύ και (ίσως πρώτη αυτή) σύγκρινε μαζί του το μπουμπούκιασμα του κοριτσόπουλου, είχε γίνει ήδη απαραίτητο στοιχείο της γιορταστικής διακόσμησης: η χορεύτρια και η αυλητρίδα, οι ωραίοι έφηβοι και τα ερωτευμένα ζευγάρια, ο πότης και η κούπα του είναι στεφανωμένα με τριαντάφυλλα. Ο κρίνος ήταν συνήθως ο λευκός κρίνος. Μιλώντας για τη βιολέτα, Γον, ο Όμηρος εννοεί πάντα τον μαύρο μενεξέ* αργότερα έγιναν γνωστά και τα ανοιχτόχρωμα είδη: η μανιτιά και το λευκόιο. Ο Πίνδαρος και ο Αριστοτέλης ονομάζουν την Αθηνά ίοστεφές άστυ: ίσως λοιπόν να υπήρχαν από τότε εκτεταμένες καλλιέργειες· και στην αγορά υπήρχαν όλο το χειμώνα φρέσκες βιολέτες, πράγμα που υποδηλώνει ότι ίσως να λειτουργούσαν στην Αθήνα θερμοκήπια. Ο κρόκος ήταν αγαπητός για το άρωμά του, που σήμερα δεν μας λέει και πολλά πράγματα, και τα στίγματα του υπέρου του έδιναν τη ζαφορά, που χρησιμοποιούνταν ως καρύκευμα, φάρμακο και καλλυντικό· προπάντων όμως έδινε στα παπούτσια, στους πέπλους και στα φορέματα (πολύ πιθανό και στα γυναικεία μαλλιά) τη λάμψη ενός έντονα κίτρινου χρώματος, που οι αρχαίοι το εκτιμούσαν σχεδόν όσο και το πορφυρό· σήμερα τη χρησιμοποιούμε μόνο για το χρωμάτισμα ζαχαροπλαστικών προϊόντων. Αλλά οι Έλληνες, παρά την αγάτυη τους για τα λουλούδια, δεν φαίνεται να είχαν πραγματικούς κήπους ή πάρκα πριν από την αλεξανδρινή περίοδο. Ο Όμηρος έχει υπόψη του μόνον ωφέλιμες καλλιέργειες, ενώ ακόμα και για τα λουλούδια του αγρού μιλάει σπάνια. Όλες οι μεσογειακές χώρες είναι φτωχές σε δάση, από τη σκοπιά του Βορειοευρωπαίου. Σ' αυτό όμως δεν φταίει η φύση, παρά οι 32
άνθρωποι. To τσεκούρι, ακόμα και σε διάστημα αιώνων, δεν θα μπορούσε να μειώσει αισθητά τα, αρχικά, πολύ πλούσια αποθέματα ξυλείας· αλλά οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει από νωρίς να βάζουν φωτιές στα δάση. Ο Όμηρος και πάλι μας πληροφορεί σχετικά· περιγράφει πώς η αγριεμένη φλόγα, όμοια με φουρτούνα, σαρώνει μανιασμένη το δάσος: οι θάμνοι πέφτουν ξεριζωμένοι, η ανταύγεια της πυρκαγιάς φαίνεται από μακριά, ένας φοβερός πάταγος αντηχεί στις χαράδρες των βουνών. Αυτή η παμπάλαιη εγκληματική συνήθεια διατηρήθηκε ώς τη σημερινή εποχή. Όταν με τον καλοκαιρινό καύσωνα το δάσος στέκει ξερό σαν ίσκα, τότε αρκεί ένας σπινθήρας, που ο άνεμος τον μεταδίνει γοργά, για να εξοντώσει ολόκληρους δρυμούς. Μερικές φορές αυτό συμβαίνει από απροσεξία, συνήθως όμως από πρόθεση. Γιατί έτσι ο βοσκός κερδίζει χωρίς μεγάλο κόπο βοσκοτόπια, που μάλιστα είναι λιπασμένα από τη στάχτη. Ό,τι απόμενε, έπεφτε θύμα των μεγάλων αναγκών της οικοδομικής και της ναυπηγικής, της καρβουνοποιίας και της πισσοποιίας. Αναδάσωση ήταν δύσκολο να γίνει, γιατί οι νεροποντές παρέσυραν τη λεπτή κρούστα του εδάφους. Μια άλλη κακοδαιμονία του Νότου ήταν οι κατσίκες, που ροκάνιζαν άπληστα τους νεαρούς βλαστούς. Σαν να μην έφτανε αυτό, μια πρόσθετη ζημιά γινόταν από τη συνεχή αφαίμαξη των δέντρων με το χαράκωμα, γιατί το ρετσίνι είχε γενική χρήση: για την επάλειψη των τϋήλινων κρασοβάρελων, ως προσθήκη στο κρασί, για τη στερέωση των αρωματικών ουσιών στα μύρα και για ιατρικούς σκοπούς, ιδιαίτερα ως φάρμακο για τυνευμονικές παθήσεις. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αγνοούσαν καθόλου όλα αυτά τα δεινά, αλλά δεν πήραν ποτέ κανένα σοβαρό μέτρο για να τ^ αντιμετωπίσουν, κι έτσι ήδη τον πέμτιτο αιώνα π.Χ. ήταν αναγκασμένοι να εισάγουν ξυλεία από τη Μακεδονία και τη Θράκη. Από εκείνη κιόλας την εποχή σέρνονταν παντού «άχρηστοι θάμνοι» και τα βουνά ήταν φαλακρά, «μέλη ενός άλλοτε ακμαίου σώματος, που το μάρανε η αρρώστια» όπως έλεγε ο Πλάτων. Ακόμα και οι καρστικές οροσειρές ήταν κάποτε σκεπασμένες με πυκνά δάση. Ο λιθάνθρακας, η μπρικέτα και η τύρφη ήταν άγνωστα στους αρχαίους μεσογειακούς λαούς. Αντίθετα, ο ξυλάνθρακας είχε εκτεταμένη χρήση. Η καύση γινόταν, όπως και σήμερα, σε καμίνια. Για το άναμμα της φλόγας χρησιμοποιούσαν από τα παμπάλαια χρόνια το ξύλινο πυροτρύπανο, αργότερα όμως άρχισαν να χρησιμοποιούν 3
33
ατσάλι, πέτρα και ίσκα, ακόμα μάλιστα και καθρέφτες από ορείχαλκο και γυαλιά από χαλαζία. Αλλά η παράδοση ότι ο Αρχιμήδης πυρπόλησε τον ρωμαϊκό στόλο με κάτοπτρα είναι ένας όψιμος θρύλος, βασισμένος σε προϋποθέσεις που είναι τεχνικά αδύνατες. Για τον φωτισμό χρησίμευε αρχικά το δαδί, από το οποίο εξελίχθηκε ο πυρσός: έδεναν μαζί κάμποσα δαδιά και τα άλειφαν με κατράμι, άσφαλτο ή ρετσίνι. Οι ανασκαφές του Σλήμαν έφεραν στο φως πυρσοστάτες από καφεκόκκινο πηλό με σταλαγματοδόχη. Οι αρχαίοι έβαζαν μεγάλη τέχνη στην κατασκευή διαφόρων φαναριών και φανοστατών οι λάμπες αυτές τροφοδοτούνταν με λάδι ή με λίπος, ενώ για να προστατεύονται από τον άνεμο και τη βροχή τις έβαζαν σ' ένα καλάθι από ξύλο ιτιάς. Οι δρόμοι δεν φωτίζονταν στην αρχαιότητα, ενώ αντίθετα σ' όλες σχεδόν τις ακτές υπήρχαν πυροσκοπιές και, αργότερα, φάροι. Το πιο διαδομένο δέντρο του ελληνικού κωνοφόρου δάσους είναι το πεύκο, που αρκείται σε ξερό αμμώδες έδαφος, όπου δεν ευδοκιμεί κανένα άλλο ωφέλιμο φυτό. Το ξύλο του, παρόλο που σαπίζει ευκολότερα από το ξύλο της βαλανιδιάς, το χρησιμοποιούσαν πολύ στη ναυπηγική. Ο στενότερος συγγενής του πεύκου είναι η κουκουναριά, που τα κουκουνάρια της περιέχουν εδώδιμους σπόρους, για λιχουδιά πολύ αγαπητή στους αρχαίους. Το έλατο υπάρχει μόνο σε ορεινές περιοχές, αλλά όχι σπάνια σε σημαντικές ποσότητες, και το σκοτεινό πράσινο χρώμα του αποτελεί μια ζωηρή έγχρωμη κηλίδα στο περιθώριο του τοπίου. Από τα άλλα κωνοφόρα τα συχνότερα ήταν το κυπαρίσσι (που η σκούρα φλόγα του πενθούσε πάνω από τους τάφους) και ο αειθαλής κέδρος (που οι καρποί του χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο, κα'ρύκευμα και θυμίαμα), ένα επίσης ολιγαρκές φυτό, που σκέπαζε τις πλαγιές των λόφων και των βουνών με διάφορες θαμνώδεις μορφές, αλλά και ως δέντρο μπορούσε να φτάσει σε αξιόλογο ύφος. Ανάμεσα στα φυλλοβόλα δέντρα, το σημαντικότερο ρόλο τον έπαιζε η βαλανιδιά, τόσο με τις ετήσιες όσο και με τις αειθαλείς παραλλαγές της, πράγμα που φαίνεται από το γεγονός ότι το όνομά της όρΰς, σήμαινε και απλώς «δέντρο». Την ωραιότερη ανάπτυξη την είχε η ήμερη βαλανιδιά με το εντυπωσιακό φύλλωμά της, τον δυνατό κορμό της που φιλοξενούσε μέλισσες και τους πολλούς καρπούς της, που ψημένοι αποτελούσαν ένα εκλεκτό φαγητό* σήμερα το μόνο που εκτιμούμε στις κηκίδες της ήμερης βαλανιδιάς είναι η ταννίνη που μας δίνουν. Δεψικές ουσίες περιέχουν και οι τερεβινθίδες, που όμως 34
μόνο στην ασιατική πατρίδα τους δίνουν εδώδιμους καρπούς και βάλσαμο: την Ευρώπη, η μαστιχιά και η τερέβινθος δεν δικαιολογούν το όνομά τους. Στην ίδια οικογένεια ανήκει και η φιστικιά, που οι καρποί της, εξαιτίας του λεπτού αρώματός τους, χρησιμοποιούνται πολύ από τους ζαχαροπλάστες για τη γέμιση και την επάλειψη διαφόρων γλυκισμάτων αλλά, όπως φαίνεται, η φιστικιά μεταφυτεύθηκε στην Ελλάδα μόλις στα χρόνια των Διαδόχων. Είναι πολύ πιθανό ότι την ίδια περίπου εποχή πολιτογραφήθηκε στην ελληνική χλωρίδα και η καστανιά: οι καρποί της όχι μόνο ψήνονταν και βράζονταν, αλλά και περνούσαν από κατεργασία για να μετατραπούν σε αλεύρι. Αντίθετα, η ιπποκαστανιά ή αγριοκαστανιά εισήχθη μόλις στα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα από την Κωνσταντινούπολη· και πραγματικά, με τους λουσάτους ανθούς της έχει κάτι το τούρκικο. Το όνομα ιπποκαστανιά βγαίνει μάλλον από το γεγονός ότι οι σπόροι της είναι κατάλληλοι μόνο για ζωοτροφή. Αρκετά συχνή είναι στον ελληνικό χώρο η αγριοκουμαριά, ένα χαριτωμένο φυτό με φύλλα που μοιάζουν με της δάφνης και ανανεώνονται ολοένα, και με τρυφερά, ανοιχτόχρωμα άνθη* συχνά περιορίζεται στις διαστάσεις θάμνου* οι καρποί της, που είναι άνοστοι, μοιάζουν στο μέγεθος, το χρώμα και την επιφάνεια με φράουλες· οι αρχαίοι τους έτρωγαν με βουλιμία, αργότερα όμως άρχισαν να τους αποφεύγουν θεωρώντας τους ανθυγιεινούς, ενώ για τα πουλιά αποτελούσαν ανέκαθεν εκλεκτό μεζέ. Το ξύλο της αγριοκουμαριάς ήταν σε πολλές περιοχές η σημαντικότερη καύσιμη ύλη, ενώ από το σκληρό ξύλο της μελίας κατασκευάζονταν κυρίως δόρατα, από το λείο πυξάρι τάβλες και κασετίνες, -αυλοί και ξόανα. Το ψηλόκορμο, πλατύφυλλο πλατάνι, αχώριστος σύντροφος των πηγών και των ρυακιών, απολάμβανε ιδιαίτερη εκτίμηση, χάρη κυρίως στη σκιά του. Αυτό όμως που χαρίζει στο ελληνικό τοπίο τη φυσιογνωμία του δεν είναι τα δέντρα, αλλά το κοντοπίθαρο γένος των θάμνων και ποών, που όλο το χρόνο στεφανώνει μ' ένα λαμπρό στεφάνι χλοάροφύλλης τις πλαγιές των βουνών και τα ριζοβούνια, τα βράχια των ακτών, τα χείλη των γκρεμών και όλα τα υδάτινα ρεύματα, ενώ την άνοιξη τα ραντίζει μ'' αναρίθμητα μπουκέτα ολόλευκων, ρόδινων, χρυσοκίτρινων και πορφυρών ανθών. Το ιερό φυτό του Απόλλωνα ήταν η δάφνη, του Διόνυσου ο κισσός, της Αφροδίτης η μυρτιά. Η μυρτιά στόλιζε από τα παλιότερα κιόλας χρόνια τη νύφη, αλλά χρησιμο35
ποιούνταν και για πεζότερους σκοπούς, π.χ. ως χωνευτικό και ως συστατικό ενός νόστιμου είδους λουκάνικου. Και τη δάφνη επίσης την εκτιμούσαν υπέρμετρα οι αρχαίοι, χρησιμοποιώντας την για να καρυκεύουν τις σάλτσες και τα ηρωικά κατορθώματα, όπως άλλωστε γίνεται και σήμερα. Από τα οπωροφόρα μόνον η συκιά, το κλήμα και η ελιά είχαν οικονομική σημασία για τους αρχαίους Έλληνες. Τα αχλάδια και τα μήλα δεν ευδοκιμούσαν και τόσο. Το μήλο του Πάρη ήταν στην πραγματικότητα ρόδι* αλλά κι αυτός ο τελευταίος καρπός υπήρχε πιο πολύ για να ευφραίνει το μάτι του αρχαίου Έλληνα, γιατί μόνο σε ανατολικότερα εδάφη αποκτά την ονομαστή νοστιμιά του. Το δαμάσκηνο και το κεράσι δεν εξευγενίζονταν. Κι η καρυδιά επίσης φύτρωνε συνήθως μόνο στην άγρια μορφή της. Τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων ήταν κυδώνια, που όταν είναι πολύ φρέσκα δεν έχουν και τόσο ευκαταφρόνητη γεύση* αλλά μερικοί Έλληνες μάγειροι ήξεραν από παλιά να παρασκευάζουν απ"* αυτά λαχταριστές μαρμελάδες, προσθέτοντας κρασί και μέλι. Η χουρμαδιά, που αντέχει σε μεγάλη ζέστη, αλλά απαιτεί και μεγάλη υγρασία (ο Άραβας λέει: χώνει το κεφάλι της στη φωτιά και τα πόδια της στο νερό) δεν δίνει καρπούς στην Ελλάδα και οι αρχαίοι την καλλιεργούσαν μόνον ως αξιοπερίεργο: σε μερικά ιερά, όπως π.χ. στη Δήλο προς τιμή του Απόλλωνος Τα κλαδιά του φοίνικα, τα βάγια, χρησίμευαν ως σύμβολο της νίκης. Ο Οδυσσέας, που ακόμα και καραβοτσακισμένος ζητιάνος δεν έπαψε να είναι γαλαντόμος, χαιρετά τη Ναυσικά με τη διαλεχτή φιλοφρόνηση ότι του εμπνέει τον ίδιο θαυμασμό όπως ο «βλαστός του φοίνικα» ΰτη Δήλο, «γιατί πουθενά αλλού δεν γεννάει η γη τέτοιο φυτό». Αντίθετα, τη συκιά την ευνοούσε πολύ το ξερό κλίμα της Ελλάδας. Οι Έλληνες αγαπούσαν με πάθος τους καρπούς της και διηγιόντουσαν ότι ο Ξέρξης έβαζε να του σερβίρουν καθημερινά αττικά σύκα, για να θυμάται ότι η χώρα που τα έβγαζε δεν του ανήκε ακόμα. Αλλά θα μπορούσε να τα παραγγείλει σε πολύ καλύτερη ποιότητα από τη Σμύρνη, που του ανήκε ήδη. Υπήρχαν δύο κυρίως είδη, τα μαύρα και τα άσπρα σύκα, που στην πραγματικότητα όμως ήταν σκουροκόκκινα και πρασινωπά αντίστοιχα. Τα άσπρα, που ήταν πιο γλυκά, ήταν πιο κατάλληλα για στέγνωμα, ενώ τα μαύρα καταβροχθίζονταν συνήθως νωπά. Τα άγρια είδη ξεφύτρωναν γραφικά μέσα από τις ρωγμές παλιών τειχών και αποσαθρωμένων βράχων. 36
Από κρασιά υπήρχαν πάμπολλα είδη. Με εξαίρεση τα συνηθισμένα τοπικά κρασιά, ήταν πολύ δυνατά και συνήθως γλυκά* τη μεγαλύτερη φήμη την είχαν οι νησιώτικες μάρκες. Οι αρχαίοι έδιναν κρασί ακόμα και στα παιδιά· ο Φοίνιξ, που ανατρέφει τον μικρό Αχιλλέα, του κόβει το κρέας σε κομματάκια και του φέρνει στα χείλια μια κούπα κρασί, αλλά ο ήρωας, που από τότε κιόλας ήταν πολύ ανάγωγος, φτύνει το ποτό. Για να κάνουν τα κρασιά πιο ανθεκτικά τους έβαζαν ένα σωρό συστατικά, που για τα δικά μας γούστα είναι κάπως παράξενα: κυπαρισσοβελόνες, κοπανιστά μύρτα, κηκίδες διαφόρων φυτών προπάντων τα ρετσίνωναν για τα καλά, πράγμα που κάνουν και σήμερα οι Έλληνες. Οι ταξιδευτές που συνηθίζουν αυτό το είδος κρασιών διηγούνται δτι δεν καταλαβαίνουν πώς μπορούσαν πριν να βρίσκουν το ελληνικό κρασί άνοστο. Οι αρχαίοι γνώριζαν και το ξύδι- το έφτιαχναν με την απλή μέθοδο ν' αφήνουν το κρασί να ξινίζει στον αέρα. Το ξύδι λεγόταν δξος (οι Ρώσοι χρησιμοποιούν ακόμα και σήμερα τη δάνεια λέξη ονξονς) και το πόσο γνωστό ήταν μας το δείχνουν τα πολλά παράγωγα και σύνθετες λέξεις που υτ^ιρχαν στα αρχαία ελληνικά: όξις (=αγγείο για ξύδι), όξοπώλης, όξέλαιον (=λαδόξιδο), όξόμελι, όξινίζω* έναν άνθρωπο με ξινισμένα μούτρα τον έλεγαν όξινη. Το ξύδι το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και ως συντηρητικό, το ίδιο και το λάδι. Άλλες μέθοδοι συντήρησης που ήταν γνωστές στην αρχαιότητα ήταν το κάτη/ισμα, το πάστωμα και το ερμητικό σφράγισμα. Η σταφίδα, ένα είδος σταφυλιού χωρίς κουκούτσια, που σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα της Ελλάδας, δεν υπήρχε στην αρχαιότητα. Την πρωτοκαλλιέργησαν οι Βενετοί κοντά στην Κόρινθο. Κάτω από τον αιώνιο ελληνικό ήλιο μπορεί να στεγνώσει επιτόπου. Η ελιά, ένα δέντρο χωρίς πολλές απαιτήσεις, που ακόμα και σε πετρώδες έδαφος φτάνει σε μεγάλη ηλικία, σχηματίζει στην Ελλάδα ολόκληρα δάση, που το ασημόγκριζο φύλλωμά τους φαίνεται σκονισμένο και είναι κάπως μονότονο. Ο σκληρός κορμός της ελιάς προσφερόταν από παλιά για κατεργασία* το ρόπαλο του Κύκλωπα στην Οδύσσεια είναι από ξύλο ελιάς. Στην Ιλιάδα, όχι μόνον οι θεοί και οι άνθρωποι, παρά και τα άλογα ράτσας αλείφονται με λάδι* τα άλογα του Έκτορα μάλιστα πίνουν και κρασί, πράγμα που μερικοί φιλόλογοι θεώρησαν αδικαιολόγητα ως επική υπερβολή, ξεχνώντας ότι και σήμερα πολλοί δίνουν στα άλογα κούρσας να πιούν σαμπάνια. Για 37
μια φορά ακόμα οι Αθηναίοι ήταν εκείνοι που παινεύονταν ότι έβγαζαν το καλύτερο προϊόν η ελιά ήταν το ιερό δέντρο της προστάτιδας της πόλης Αθηνάς, και στα Μεγάλα Παναθήναια, που γιορτάζονταν προς τιμή της, τα έπαθλα ήταν στάμνες με λάδι. Οι καρποί της ελιάς συνθλίβονταν πρώτα στα ελαιοτριβεία, κατόπιν εκπυρηνίζονταν και εκχυλίζονταν. Για αιώνες επικρατούσε η γνώμη ότι το έντονο άλειμμα του σώματος ήταν μια ιδιοτροπία των Ελλήνων σήμερα όμως, που η συνήθεια αυτή έχει ξαναγίνει της μόδας μαζί με την αναβίωση της εκτίμησης για τον αέρα, τον ήλιο και τον αθλητισμό, οι άνθρωποι αρχίζουν σιγά-σιγά ν^ αντιλαμβάνονται την υγιεινή σημασία της. Οι αρχαίοι Έλληνες όμως δεν χρησιμοποιούσαν μόνο λάδι γι^ αυτόν το σκοπό, παρά και ζωικά λίπη, προπάντων το λίπος που έβγαινε από το μαλλί των προβάτων κι αυτό επίσης το προϊόν ξαναπόκτησε στην εποχή μας την αλλοτινή αίγλη του, αν και πιο πολύ στον τομέα της ιατρικής, όταν το 1885 ο ΑήπραΙχ παρασκεύασε από το λίπος του μαλλιού των προβάτων την πασίγνωστη σήμερα λανολίνη, που διευκολύνει την απορρόφηση πρόσμικτων φαρμακευτικών ουσιών, γιατί διεισδύει πολύ εύκολα στο δέρμα. Το λάδι έπαιζε μεγάλο ρόλο και ως απορρυπαντικό, γιατί η χημική διεργασία της σαπωνοποίησης ανακαλύφθηκε μόλις στα τέλη της αρχαιότητίχς. Ένα αγαπημένο μοτίβο της αρχαίας γλυπτικής είναι ο αποξνόμενος (ο γνωστότερος είναι έργο του Λύσιππου): ένας νέος που μ' ένα ξέστρο αφαιρεί από το σώμα του το λάδι, που απορροφά τη σκόνη και τη βρώμα: σύμφωνα με τις δικές μας αισθητικές αντιλήψεις το μοτίβο αυτό δεν προσφέρεται και τόσο για καλλιτεχνική διαπραγμάτευση, αλλά, όπως φαίνεται, οι αρχαίοι δεν το έβρισκαν καθόλου αντιαισθητικό. Μετά το φαγητό οι αρχαίοι καθάριζαν τα χέρια τους (πράγμα που ήταν απαραίτητο, γιατί τα χρησιμοποιούσαν ως μαχαιροττηρουνα) με ψωμί ή με αρωματισμένο πηλό· τα ασπρόρουχα πλένονταν σε τρεχούμενο νερό, και όπως είναι γνωστό η πριγκίπισσα Ναυσικά ασχολείται προσωπικά μ' αυτή τη δουλειά. Εκτός απ' αυτό οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν πίτουρο και άμμο, στάχτη και σόδα· πάνω απ' όλα όμως η ελαφρόπετρα, η κίσηρις^ ήταν ένα είδος με καθολική χρήση: χρησίμευε για το πλύσιμο των δοντιών, για το καθάρισμα της επιδερμίδας, για την αποτρίχωση, αλλά και για το άργασμα του δέρματος, για το ξύσιμο των γραφίδων, για το σβήσιμο πάνω στην περγαμηνή. 38
Όπως είναι γνωστό, ακόμα και σήμερα οι μεσογειακοί λαοί μαγειρεύουν κυρίως με λάδι. Οι Έλληνες φαίνονται να αισθάνονται σωστή αποστροφή για το βούτυρο και, οπωσδήποτε, το περιφρονούσαν ανέκαθεν ωστόσο, σχεδόν όλες οι λέξεις με τις οποίες χαρακτηρίζεται αυτό το προϊόν στις σύγχρονες πολιτισμένες γλώσσες προέρχονται από την ελληνική λέξη βούτυρον^ που όμως έχει, πιθανότατα, σκυθική προέλευση. Γιατί οι βάρβαροι του Βορρά έτρωγαν πολύ συχνά βούτυρο· οι θράκες μάλιστα επονομάζονταν βοντνροφάγοι. Στους Σκύθες άρεσε επίσης πολύ το αλογίσιο βούτυρο, που σ^ εμάς προκαλεί αηδία. Όμως τα άλλα γαλακτομικά προϊόντα ήταν πολύ προσφιλή στην αρχαία Ελλάδα. Το κατσικίσιο τυρί ήταν βασικό είδος διατροφής του φτωχότερου πληθυσμού, αλλά και οι εύποροι δεν το περιφρονούσαν. Ιδιαίτερα νόστιμο θεωρούνταν το σικελικό κατσικίσιο τυρί. Άλλαζαν τη γεύση του με μπαχαρικά και με το κάπνισμα. Με τον τρίφτη, που δεν έπρεπε να λείπει από καμιά αθηναϊκή κουζίνα, το έτριβαν πάνω σε διάφορους χυμούς και λαχανικά. Το πρόβιο τυρί (η φέτα) ήταν κι αυτό πολύ συνηθισμένο, ενώ λιγότερο απ' όλα έτρωγαν οι αρχαίοι το βοδινό τυρί. Γνωστό ήταν και το καϊμάκι, που λεγόταν αφρόγαλα. Για να προστατεύεται από τις συνηθισμένες απότομες πτώσεις της θερμοκρασίας, ο ηπειρωτικός Έλληνας προτιμούσε το μαλλί από το λινό· σ' αυτό έπαιζε ρόλο και η αίσθησή του για την απλότητα, αφού τα λινά ρούχα θεωρούνταν πολύ πιο πολυτελή. Έτσι, η καλλιέργεια του λίνου δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα σημαντική· ο Ησίοδος, που ήταν ειδικός σε ζητήματα γεωργίας, ούτε καν το αναφέρει. Φυσικά, το ίδιο το προϊόν ήταν από παλιά γνωστό στους Έλληνες: στον Όμηρο οι ευγενείς κοιμούνται πάνω σε φίνα σεντόνια και κάτω από ακριβές τέντες· μερικές φορές μάλιστα φορούν και πανοπλίες από λινό. Αντίθετα, τόσο το πουκάμισο όσο και το προσκεφάλι ήταν άγνωστα στην καθαυτό αρχαιότητα. Η χρήση πούπουλων για το γέμισμα των μαξιλαριών είναι βόρεια συνήθεια, που την έφεραν στους νότιους λαούς τα τευτονικά φύλα, αλλά που και σήμερα ακόμα δεν λέει πολλά πράγματα στους Νοτιοευρωπαίους. Εξαιτίας του υποδεέστερου ρόλου που έπαιζε το λίνο στην οικονομία της αρχαιότητας, δυο πολύ σημαντικές εφευρέσεις είναι παιδιά των νεότερων εποχών: το χαρτί που κατασκευάζεται από κουρέλια και η ελαιογραφία. Η εύοσμη πικροδάφνη, με άνθη που μοιάζουν με τριαντάφυλλα, 39
στολίζει σήμερα στην Ελλάδα τα ποτάμια και τα ρυάκια, αλλά δεν εμφανίσθηκε στον ελληνικό χώρο παρά μόλις στα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Εξάλλου έλειπαν, για ν*· αναφέρουμε μόνο τα σπουδαιότερα φυτά, η πορτοκαλιά και η λεμονιά, η ροδακινιά και η βερυκοκιά, η φραγκοσυκιά και ο αθάνατος, η ντομάτα και η πατάτα, το ρύζι και το καλαμπόκι. Τα πιο συνηθισμένα όσπρια και ζαρζαβατικά ήταν η φακή και το φασόλι, το γογγυλι και το λάχανο, το ραπάνι και το μαρούλι, το κολοκύθι και το αγγούρι* το τελευταίο, ένα μεγάλο είδος που σήμερα δεν καλλιεργείται πια, τρωγόταν νωπό, ψητό, βραστό, μαγειρεμένο με κυδώνια (μια συνταγή που χάθηκε), τουρσαρισμένο ως γαρνιτούρα του ψητού κρέατος. Άλλα καρυκεύματα ήταν το κρεμμύδι και το σκόρδο (ανεξάντλητη πηγή χοντρών αστείων στην κωμωδία), το κύμινο, η μουστάρδα και το μυστηριώδες σίλφιον^ ένα ευωδιαστό φυτό, που οι νεαροί βλαστοί του θεωρούνταν μεγάλη λιχουδιά και η ρίζα του έδινε ένα χυμό που ζυγιζόταν κυριολεκτικά με ασήμι. Σήμερα έχει εξαφανισθεί και δεν μπόρεσε, ώς τώρα, να ταυτισθεί με κανένα γνωστό αρχαίο φυτό. Φύτρωνε μόνο στην Κυρηναϊκή, της οποίας αποτελούσε την κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή. Η εξόρυξη μετάλλων γινόταν από πολύ νωρίς στην Ελλάδα με μεθοδικό τρόπο: αρχαία αναθηματικά πινάκια δείχνουν γυμνούς μεταλλωρύχους να λαξεύουν σκαλιά στο πέτρωμα κάτω από το φως μιας λάμπας στην οροφή και να καθαρίζουν το μέταλλο σε μεγάλους φούρνους. Αλλά, σε σύγκριση με τις σημερινές μεθόδους, η τεχνική έμεινε σ' ολόκληρη την αρχαιότητα πολύ ατελής και, αν έφερνε κέρδη, αυτό το χρωστούσε στη φτήνεια της εργασίας των δούλων. Χρυσάφι υπήρχε πολύ λίγο στην κυρίως Ελλάδα, αλλά περισσότερο στη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το σημαντικότερο μεταλλείο αργύρου ήταν το ξακουστό λαυρεωτικό, στη νότια ακτή της Αττικής. Το μεταλλείο αυτό ήταν κρατική ιδιοκτησία, αλλά εκπακτωνόταν σε ιδιώτες, που εκτός από ένα εφάπαξ ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν στο κράτος το ένα εικοστό τέταρτο των εσόδων όμως μόνο τον πέμπτο αιώνα το μεταλλείο αυτό γνώρισε πραγματική άνθηση, ενώ την εποχή του Ξενοφώντα η αποδοτικότητά του είχε ήδη μειωθεί αισθητά. Μεγάλα ορυχεία χαλκού υπήρχαν μόνο κοντά στη Χαλκίδα (που κατά πάσα πιθανότητα οφείλει τ^ όνομά της σ' αυτό το μέταλλο). Αντίθετα, κοιτάσματα με σιδηρομετάλλευμα υπήρχαν σε πολλά μέρη, 40
ιδιαίτερα στη Λακωνία, της οποίας τα κράνη και τα σπαθιά, οι τροχοί και τα κοπίδια, τα τσεκούρια και τα δρεπάνια ήταν περιζήτητα ακόμα κι έξω από την Πελοπόννησο. Όμως σ' ολόκληρη την αρχαιότητα το σίδερο έπαιζε πολύ λιγότερο σημαντικό ρόλο απ^ ό,τι στη νεότερη εποχή· ο χυτοσίδηρος ήταν εντελώς άγνωστος. Ο μόλυβδος, αντίθετα, έβρισκε εκπληκτικά μεγάλη ποικιλία χρήσεων: οι αρχαίοι τον χρησιμοποούσαν για τη στήριξη θόλων και για την κατασκευή υδροσωλήνων, για καταπέλτες και σκαντάγια, κουτιά και κάλπες, γραφίδες και κουζινικά σκεύη, ακόμα και για ψεύτικα ζάρια και παιδικά στρατιωτάκια: γι"* αυτό, όπως φαίνεται, οι μολυβδιάσεις δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Η χρήση του ορείχαλκου μόνο στα τέλη της αρχαιότητας μπορεί να πιστοποιηθεί με σιγουριά· όπου εμφανίζεται νωρίτερα αυτή η λέξη, δεν μπορούμε ποτέ να ξέρουμε αν δεν πρόκειται για σύγχυση με τον μπρούντζο· και σήμερα ακόμα τα δύο αυτά κράματα συγχέονται το ένα με το άλλο. Όταν κανείς μιλάει για την Ελλάδα, αμέσως έρχεται στο νου του το μάρμαρο. Πραγματικά, ολόκληρη η ανατολική πλευρά της ελληνικής χερσονήσου είναι πολύ πλούσια σ^ αυτό το πέτρωμα που, με την ομορφιά, την πλαστικότητα και την αντοχή του, προσφερόταν για καλλιτεχνική επεξεργασία. Από μια άποψη, είναι κι αυτό δημιούργημα του ελληνικού ήλιου, γιατί αυτός του έδωσε εκείνο τον ζεστό τόνο, χάρη στον οποίο τα γλυπτά έδειχναν κυριολεκτικά ζωντανά. Τα δυο περιφημότερα είδη ήταν το χρυσωπό πεντελικό μάρμαρο, από τα ορυχεία του Βριλησσού, και το χιονόλευκο παριανό μάρμαρο, από το οποίο είναι γεμάτο σχεδόν ολόκληρο το νησί: ακόμα και σήμερα στην Πάρο όλα τα σπίτια, ακόμα και τα τείχη, είναι χτισμένα από μάρμαρο. Στη Νάξο, εξάλλου, υπήρχαν σμυριδωρυχεία, που προμήθευαν ένα άριστο υλικό για το ακόνισμα του σίδερου και το κόψιμο της πέτρας· γι' αυτό και, όπως λέγεται, εκεί κατασκευάσθηκαν για πρώτη φορά τα μαρμάρινα υποστυλώματα και κεραμίδια που αποτελούν ένα τόσο υπέροχο στολίδι όλων των ελληνικών ναών. Το γυαλί, αντίθετα, δεν βρήκε ποτέ την παραμικρή χρησιμοποίηση στην ελληνική οικοδομική τέχνη, και στην κλασική εποχή είναι ζήτημα αν ήταν γνωστό έστω και από περιγραφές· δεν υτυήρχαν έγχρωμοι υαλοπίνακες για να σπάνε το φως και να προστατεύουν από τον άνεμο. Αυτό είναι πολύ παράξενο, γιατί στους κοντινότερους γείτονες των Ελλήνων, τους Αιγύπτιους και τους Φοίνικες, τα κάθε λογής 41
γυαλικά δεν ήταν τίποτα το ασυνήθιστο, ενώ και οι Πέρσες έπιναν από γυάλινα ποτήρια. Εδώ βλέπουμε ότι οι «πολιτιστικές επαφές» δεν έχουν τόσο καθοριστική σημασία όσο πιστεύεται συνήθως. Οι εφευρέσεις δεν ωφελούν καθόλου, όταν δεν προστίθεται σ' αυτές και το ενδιαφέρον. Προφανώς, το γυαλί δεν έλεγε τίποτα στους αρχαίους Έλληνες. Στην αρκετά φειδωλή φύση όπου ζούσαν, οι αρχαίοι Έλληνες έμειναν σε γενικές γραμμές ένας λιτοδίαιτος λαός. Οι Βοιωτοί είχαν τη φήμη φαγάδων, γιατί, χάρη στο εύφορο έδαφός τους και τη λίμνη της Κωπαΐδας, έτρωγαν πολλά ζυμαρικά και πολλά χέλια, ενώ στην Αθήνα ακόμα και η μεσαία τάξη περιοριζόταν συνήθως στο κριθάλευρο και στα μικρά ψάρια του φαληρικού όρμου. Στή Σπάρτη το σταρένιο ψωμί προσφερόταν στο τραπέζι ως εκλεκτή λιχουδιά. Εκεί το κρασί ήταν απαγορευμένο· οι υπόλοιποι Έλληνες το έπιναν έντονα αραιωμένο: η τυπική ερώτηση όταν αγόραζε κανείς κρασί ήταν: «Σηκώνει τρία μέρη νερό;». Συχνά πάντως αυτή την αναλογία τη χαρακτήριζαν σκωπτικά «βατραχόκρασο»· στα συμπόσια οι αρχαίοι εξέλεγαν ένα συμποσιάρχη, όπως εμείς εκλέγουμε «προεδρείο». Αυτός καθόριζε την αναλογία μίξης, που κατά κανόνα δεν ξεπερνούσε το ένα τρίτο σε κρασί. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι, παρόλο που τα κρασιά, όπως είπαμε, ήταν πολύ δυνατά και οι αρχαίοι το έτσουζαν ώς αργά τη νύχτα, οι μεθυσμένοι δεν ήταν και πολύ συνηθισμένο θέαμα. Αλλά και οι μεζέδες που έτρωγε κανείς μαζί με το κρασί ήταν πολύ φτωχικοί: σύκα και χουρμάδες, ελιές και πεπόνι, τυρί και αλίπαστα, ρεβίθια και καπνιστά ψάρια. Μπύρα δεν έπιναν οι αρχαίοι Έλληνες καθόλου, παρόλο που οι δυο αρχαιότεροι ιστορικοί τους, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος, την ανασέρουν ως αγαπημένο ποτό των Αιγυπτίων: «Εδώ δεν θα βρείτε ζυθοπότες», βάζει ο Αισχύλος τον βασιλιά του Άργους να λέει περήφανα στις Δαναΐδες, που μόλις είχαν έρθει από την Αίγυπτο. Οι Ίωνες στη Μικρά Ασία ζούσαν πολυτελέστερα. Ο Ιππώναξ από την Έφεσο, που αργότερα πήγε στις Κλαζομενές και δεν ήταν μόνο δεινός ιαμβουργός αλλά και δεινός σελέμης, λιγουρευόταν τα τραπέζια των πλουσίων με τις παχιές πάπιες και τους τρυφερούς λαγούς, τις γλυκές σουσαμόπιττες και τις χορταστικές μελόπιττες, τις εντράδες και τα θαλασσινά ψάρια. Αλλά το γεγονός ότι τα σφάγια ονομάζονταν ίερεια δείχνει ότι οι αρχαίοι έτρωγαν συνήθως το κρέας 42
τους μόνο σε θρησκευτικές γιορτές. Το κυνήγι δεν είχε ποτέ μεγάλη οικονομική σημασία στην Ελλάδα της ιστορικής περιόδου, αντίθετα με τη μυκηναϊκή περίοδο, παρόλο που σε πολλές περιοχές υπήρχαν ελάφια, ζαρκάδια και λαγοί: οι τελευταίοι μάλιστα ήταν τόσο άφθονοι στο νησί Κάρπαθος, ώστε η έκφραση «ο Καρπάθιος κι ο λαγός» χρησιμοποιούνταν για την περίπτωση που δεν ήξερε κανείς τι να πρωτοδιαλέξει από τη μεγάλη ποικιλία που είχε μπροστά του. Υπάρχουν κι άλλες εκφράσεις που δείχνουν ότι το ζώο αυτό έπαιζε ρόλο στη ζωή του λαού: ένα είδος γκλίτσας λεγόταν λαγοβολών^ δηλαδή αυτός που πετυχαίνει λαγούς, ενώ ένα αγαπημένο φαγητό των Αθηναίων ήταν ο μίμαρκνς: σκωταριές, πνεμόνια, νεφραμιές λαγού βρασμένες σε καρυκευμένο ζουμί, και στην κωμωδία η έκφραση «όλο ψητούς λαγούς τρώει» σημαίνει τον καλοφαγά. Ο λαγός ήταν επίσης σύμβολο του έρωτα, προφανώς λόγω της μεγάλης γονιμότητάς του, που σήμερα σ' εμάς τη συμβολίζει το κουνέλι* αλλά οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήξεραν το κουνέλι. Επίσης δεν ήξεραν την πέρδικα, άλλα ήξεραν καλά την πετροπέρδικα, που μαζί με τον λαγό ήταν τα πιο συνηθισμένα θηράματα* στην αθηναϊκή ακτή πρέπει να ήταν πολύ διαδομένη η μαυρόκοτα, φαληρίς^ γιατί απ' αυτήν πήρε τ' όνομά του το Φάληρο. Πιο ρομαντική υπόθεση ήταν το κυνήγι του κάπρου. Όταν εφορμούσε με ορθωμένες τις τρίχες του και μάτια που σπίθιζαν άγρια, ο κυνηγός τον περίμενε με το προβόλων^ ένα είδος λόγχης, που του την έμπηγε στο λαιμό δίνοντάς του το θανάσιμο χτύττημα* όταν όμως αστοχούσε, έπρεπε να πέσει αστραπιαία μπρούμυτα, αλλιώς ήταν χαμένος. Για την αρκούδα λέγεται ότι υπάρχει και σήμερα την Ήπειρο* στην αρχαιότητα ήταν κάτοικος όλων των ελληνικών βουνών. Το όνομα Αρκαδία σημαίνει πάνω-κάτω «χώρα των αρκουδών», και στον πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο οι άνδρες που κατέβηκαν από την Αρκαδία στον κάμπο φορούσαν ακόμα όλοι αρκουδοτόμαρα. Οι ήρωες της μυθολογίας, όμως, κοσμούνται από τη λεοντή. Η σύγχρονη μανία της αμφισβήτησης επιμένει να το θεωρεί κι αυτό ως ποιητική φιοριτούρα και δεν παραδέχεται ότι ο Όμηρος είχε άμεση αντίληψη για το λιοντάρι. Αν όμως διαβάσει κανείς την ακριβή περιγραφή που δίνει για το εξαγριωμένο θηρίο: «σκύβει με ορθάνοιχτο το στόμα, σάλια τρέχουν ανάμεσα στα δόντια του, μαστιγώνει τα καπούλια του με την ουρά του κι έπειτα τινάζεται με πύρινο βλέμμα», 43
τότε ίσως να μη συμμερισθεί αυτόν τον σκεπτικισμό. Με την (δια ακρίβεια περιγράφει ο Όμηρος το φέρσιμο των λύκων: αφού καταβροχθίσουν ένα ελάφι, τρέχουν με το στόμα τους κόκκινο απ' το αίμα σ' ένα κοντινό ρυάκι για να ρουφήξουν με τις λεπτές γλώσσες τους το καθαρό νερό, που βάφεται κόκκινο. Οι λύκοι ζουν και σήμερα στην Ελλάδα, αν και δεν είναι τόσο συχνοί όσο στα χρόνια του Σόλωνα, που είχε ορίσει αμοιβή για όποιον τους σκότωνε. Ακόμα κι αγριοκάτσικα υπάρχουν σήμερα στα νησιά. Από τα οικιακά ζώα, οι Έλληνες έφεραν μαζί τους το άλογο όταν εγκαταστάθηκαν στον ελληνικό χώρο· αλλά, σε γενικές γραμμές, η χώρα τους δεν πρόσφερε ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ιπποτροφίας. Μόνον οι θεσσαλικές ράτσες ήταν εκλεκτές. Το σπαρτιατικό ιππικό ήταν παρακατιανό. Αλλά και οι Αθηναίοι μόνο στην πεδιάδα του Μαραθώνα είχαν ένα κάπως κατάλληλο έδαφος για την ανάπτυξη του ιππικού τους. Ωστόσο, οι Έλληνες απ' τα παλιά αγαπούσαν πολύ τα άλογα. Πολλά ελληνικά ονόματα σχηματίζονται από τη λέξη ίππος, Ο Ξενοφών, που έγραψε μια δική του πραγματεία για την ιππολογία, αποκαλεί το άλογο φίλο του ανθρώπου και άξιο φορέα των θεών. Ένα αγαπημένο θέμα της εικαστικής τέχνης, που το βλέπουμε σε ανεξάντλητες παραλλαγές, ήταν οι άνθρωποι-άλογα, οι κένταυροι. Σ' ορισμένες εποχές μπορεί να μιλήσει κανείς για σωστή ιππομανία. Στο ρεπερτόριο της αττικής κωμωδίας υπήρχε η σάτιρα του «αρχοντοχωριάτη», που έχει μανία με το άθλημα της ιππασίας. Ο Αλκιβιάδης, που ο σνομπισμός του ήταν τόσος όση και η μεγαλοφυία του, ήταν ιδιοκτήτης ενός περιλάλητου ιπποφορβείου, από το οποίο έστειλε εφτά ολόκληρα τέθριππα να τρέξουν στην Ολυμπία* ας σημειώσουμε, με την ευκαιρία, ότι είχε κι ένα τεράστιο εξωτικό σκύλο, που έκανε όλη την Αθήνα να μιλάει γι' αυτόν. Η ιππική τέχνη γνώριζε από τότε κιόλας ένα σωρό φιγούρες και ακροβατικά κόλπα που χρησιμοποιούνται και σήμερα. Οι αρχαίοι ίππευαν χωρίς σέλα, αναβολέα και πέταλα, και χρησιμοποιούσαν για την οδήγηση του αλόγου μόνο τα χαλινάρια και τους μηρούς τους, γιατί οι αρχαίοι ιππογνώστες, όπως και οι σημερινοί άλλωστε, συμβούλευαν τους ιππείς να μη χρησιμοποιούν σπιρούνια και καμουτσίκι. Ακόμα και η κουβέρτα χρησιμοποιούνταν συνήθως μόνο στο στρατό. Ο αναβάτης ανέβαινε στη ράχη του αλόγου πηδώντας με τη βοήθεια της λόγχης του, ενώ τα άλογα εκπαιδεύονταν έτσι ώστε να 44
λυγίζουν τα μπροστινά τους πόδια. Οι αθλητές ιππείς κάθονταν γυμνοί πάνω στο άλογο. Στις αρματοδρομίες τα ατυχήματα ήταν στην ημερήσια διάταξη· τα άλογα έπεφταν κάτω, τα άρματα γίνονταν θρύψαλα, οι ηνίοχοι σέρνονταν στην αρένα. Οι λαϊκές δοξασίες απέδιδαν αυτά τα ατυχήματα σ' ένα δαιμόνιο που το έλεγαν Ταράξιππο και στο οποίο προσεύχονταν πριν από την εκκίνηση. Και ο σκύλος επίσης συνδεόταν με αθλητικές δραστηριότητες: η λέξη κυνηγός σημαίνει «οδηγός σκύλων». Βοηθός κυνηγού ήταν και ο περιφημότερος απ** όλους τους σκύλους της αρχαιότητας: ο γέρικος Άργος, στον οποίο ο Όμηρος έστησε ένα συγκινητικό μνημείο: αυτός μόνο, ξεχασμένος, παραμελημένος, ξαπλωμένος πάνω στην κοπριά, αναγνωρίζει τον επαναπατρισμένο Οδυσσέα που τον άφησε όταν ήταν ακόμα κουτάβι, αλλά, πολύ αδύναμος για να σηκωθεί, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κουνήσει τ' αυτιά και την ουρά του* ο κύριός του χύνει κρυφά ένα δάκρυ, «αλλά ο Άργος, μόλις είδε τον Οδυσσέα την εικοστή χρονιά, τυλίχτηκε από τη μαύρη μοίρα του θανάτου». Είναι όμως πολύ περίεργο ότι υπήρχαν στην Τροία σκυλιά της ράτσας «σπιτς», ολόιδια με τα δικά μας. Μια άλλη ράτσα γνωστή από την αρχαιότητα ακόμα ήταν τα «ντόγκεν»: τα ωραιότερα και δυνατότερα, που λέγονταν «μολοσσοί», προέρχονταν από την Ήπειρο και είχαν περίοπτη θέση ως σωματοφύλακες των μεγαλόσχημων ακόμα και ο Κέρβερος, που φυλάει τον άρχοντα του Κάτω Κόσμου και τους θησαυρούς του, είναι ένας πελώριος μαύρος μολοσσός, που διαφέρει από τους άλλους αντιπρόσωπους του είδους του στο ότι έχει τρία κεφάλια. Ακόμα και σήμερα βλέπει κανείς μεγάλα, μαλλιαρά σκυλιά, άγριους απόγονους των μολοσσών, να προστατεύουν τα ελληνικά κοπάδια, χωρίς όμως και να τα συγκρατούν μαζεμένα, όπως τα δικά μας λυκόσκυλα. Κατά τα άλλα, ο σκύλος έπαιζε στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων ένα ρόλο εξίσου σημαντικό όσο και σήμερα. Δεν παραχαϊδευόταν απλώς από τις κυράδες, παρά ήταν ομοτράπεζος των ανθρώπων στο γεύμα, σύντροφος των παιδιών στο παιχνίδι, μέλος των διαφόρων πλανόδιων θιάσων, συνόδευε τον κύριό του στη μάχη. Ακόμα και ο Ησίοδος λέει ότι ο άνθρωπος πρέπει να κανακεύει το σκύλο, και ο διάσημος ιστορικός Αρριανός, που έγραψε για τα πάντα, συμβουλεύει να τον φιλάει κανείς στο κεφάλι και να τον παίρνει μαζί του στο κρεβάτι. Τη σχέση του ανθρώπου με το σκύλο την εκφράζει με γοητευτική αφέλεια ένα ελληνικό επιτύμβιο 45
ποίημα: «Διαβάτη που περνάς και βλέπεις τούτο το μνημείο, να χαρείς μη γελάς που ανήκει σε σκύλο. Δάκρυα κύλησαν ολόγυρά μου και με τα ίδια του τα χέρια ο κύριός μου μάζεψε τη στάχτη μου, μόνος του έφτιαξε κι αυτούς τους στίχους». Αντίθετα δεν υπήρχαν γάτες, παρόλο που οι Αιγύπτιοι τις είχαν από παλιά και μάλιστα τις λάτρευαν ως θεϊκά πλάσματα. Ίσως όμως γι^ αυτόν ακριβώς το λόγο να μην τις άφηναν να φύγουν απ^ τη χώρα τους. Στην Πομπηία βρέθηκαν θαμμένα στη λάβα άλογα, σκύλοι, κατσίκες κι άλλα οικόσιτα ζώα, αλλά ούτε ίχνος από γάτα· η γάτα λείπει επίσης από τις τοιχογραφίες της Πομττηίας και δεν κάνει ποτέ την εμφάνισή της στους μύθους του Αίσωπου. Μαζί μ' αυτήν όμως έλειπε και ο αρουραίος, που είναι ένα «δώρο» της μετανάστευσης των λαών. Αλλά τα ποντίκια ήταν μεγάλη πληγή· ιδιαίτερα ^ στους βυρσοδέψες έδιναν αφορμή για αδιάκοπα παράπονα, ενώ οι τεμπέληδες που ζούσαν σε βάρος των άλλων λέγονταν στην αργκό «ποντίκια»: μια χαμένη κωμωδία είχε αυτόν τον τίτλο, και σ' ένα απόσπασμα από τον Αντιφάνη ένας ακαμάτης λέει: «Στο τραπέζι απρόσκλητος μουσαφίρης εγώ, μοιάζω με το ποντίκι, που άδικα πασκίζει κανείς να το διώξει απ' το πηγάδι». Ένα υποκατάστατο της γάτας ήταν η νυφίτσα. Αυτό το χαριτωμένο, ζωηρό ζωάκι, που, όπως διαβεβαιώνουν οι γνώστες του, όταν είναι σε μικρή ηλικία εξημερώνεται εύκολα, ήταν ο διασκεδαστικός ένοικος πολλών αρχαίων σπιτιών για κυνήγι έβγαινε μόνο τη νύχτα, ενώ τη μέρα την περνούσε στο δωμάτιο πάνω σ' ένα μαλακό μαξιλάρι ή στην αγκαλιά της κυρίας του. Κυνηγάει σχεδόν όλα τα μικρά ζώα: θηλαστικά, πουλιά, φίδια, βατράχια, ακόμα και ψάρια. Όταν είναι εξοικειωμένο με τον άνθρωπο, συμπεριφέρεται σαν γάτα, παίζει μαζί του, πίνει από το χέρι του κι έρχεται στο κρεβάτι του. Επειδή όμως πότε-πότε ξαφρίζει κανένα κομμάτι λαρδί ή ψητό, ένα αβγό ή ακόμα κι ένα ολόκληρο κοτόπουλο, δεν ήταν και πολύ συμπαθές στους δούλους που απασχολούνταν στην κουζίνα. Εκτός απ' αυτό έχει την κακιά συνήθεια, όταν εκνευρίζεται ή νομίζει ότι το κυνηγούν, να ξεφορτώνεται με πολύ... διαπεραστικό τρόπο τα αέρια του, και μπορεί να φανταστεί κανείς με πόση βουλιμία η κωμωδία άδραξε αυτό το «καλαίσθητο» θέμα. Στα παραμύθια, στις παροιμίες και στα παιδικά παιχνίδια η «νυφίτσα και το ποντίκι» αποτελούσαν ένα αχώριστο δίδυμο. Αλλά οι αρχαίοι Έλληνες, εκτός από τη νυφίτσα, είχαν στα σπίτια τους όχι μόνο σκαν46
τζόχοφους παρά και δεντρογαλιές (που είχαν το παρανόμι μνοθήραι)^ πράγμα παράξενο, γιατί η δεντρογαλιά θεωρούνταν δηλητηριώδης, όπως άλλωστε και ο φρύνος, που οι αρχαίοι τον φοβόντουσαν περισσότερο κι απ'' την οχιά. Το βόδι, στα αρχαία ελληνικά βοϋς^ υπάρχει ήδη στα σανσκριτικά με το όνομα go, που κι αυτό μιμείται τη φωνή του ζώου. Η επαρχία της Μολοσσίδας στην Ήπειρο ήταν πασίγνωστη όχι μόνο για τα σκυλιά της, αλλά και για τα μοσχάρια της. Ήταν ένα είδος με βαρύ, παχύ σώμα και τεράστια κέρατα, από τα οποία κατασκευάζονταν κύπελλα· οι αγελάδες αυτές κατέβαζαν καθημερινά έναν αμφορέα γάλα, περισσότερο κι απ' τις καλύτερες «ολλανδικές» αγελάδες μας, γιατί όπως φαίνεται έφταναν σ' ένα μέγεθος που δεν υπάρχει σήμερα. Μεγαλοπρεπή κερασφόρα έβοσκαν επίσης στα πλούσια βοσκοτόπια της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας, καθώς και στην Αρκαδία, που και σ' αυτό ακόμα έμοιαζε με την Ελβετία· η Αττική, αντίθετα, έκανε εισαγωγές μοσχαρίσιου κρέατος, γιατί τα ντόπια βόδια έκαναν μόνο για γεωργικές δουλειές, γι' αυτό και στην Αττική λέγονταν ύποζύγια. Το ψητό που έτρωγαν περισσότερο οι κάτοικοι της Αττικής ήταν το χοιρινό. Ένα αγαπημένο, γιορτινό φαγητό των Αθηναίων ήταν γουρουνόπουλο με χυλό από μπιζέλια· αλλά οι Αθηναίοι δεν είχαν ποτέ τη φανφαρόνικη ιδέα των Ρωμαίων να σερβίρουν ολόκληρα γουρούνια πάνω σε μια πιατέλα. Αουκάνικα υπήρχαν πολλών ειδών: ψητά, βραστά, κατϊνιστά, που από τότε κιόλας ήταν όχι σπάνια παρασκευασμένα από άλλα ζώα κι όχι απ' αυτά που νόμιζε ο αγοραστής. Το κύριο ζώο που προμήθευε μαλλί ήταν το πρόβατο, που ευδοκιμούσε και στην Αττική. Από το μαλλί του οι αρχαίοι έφτιαχναν κάπες και κουβέρτες, χαλιά και ταπετσαρίες. Η Αακωνία έβγαζε τον καλύτερο κετσέ. Το γνέσιμο και το φάσιμο θεωρούνταν γυναικείες ασχολίες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε ένα κουβάρι νήμα στην εξώπορτα ενός σπιτιού ανάγγελλε τη γέννηση κοριτσιού. Οι αρχαίοι προσπαθούσαν συχνά να μεγαλώσουν το βάρος του ακατέργαστου μαλλιού υγραίνοντάς το· δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερμής ήταν ο θεός των βοσκών, των εμπόρων και των κλεφτών. Από το προβατίσιο δέρμα έφτιαχναν ασπίδες και θώρακες, παπούτσια και σανδάλια, σκούφους και περικνημβες. Ήταν πιο περιζήτητο απ' το μοσχαρίσιο δέρμα. Αλλά και το σκυλίσιο δέρμα το χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες για να κατασκευάζουν ασκούς, λουριά, περικεφαλαίες και τσαμ47
πούνες. Τα γάντια, ως εξάρτημα του κομψού ντυσίματος, ήταν άγνωστα στην αρχαιότητα* φοριόντουσαν μόνον όταν έκανε πολύ κρύο και σε ορισμένα επαγγέλματα, π.χ. στην κηπουρική για την προστασία απ'' τ' αγκάθια, και σε γενικές γραμμές δεν χρησιμοποιούνταν συχνά. Όπως αναφέραμε στον πρώτο τόμο, η κότα, που στη Βαβυλωνία ήταν γνωστή από πολύ παλιά, άργησε αρκετά να διαδοθεί στους Αιγύπτιους και στους Εβραίους: οι πρώτοι την αγνοούσαν πριν από την εποχή της Σάιδας, οι τελευταίοι τη γνώρισαν μόλις στα χρόνια της εξορίας. Ο Όμηρος ξέρει το ουσιαστικό άλέκτωρ^ όμως όχι το ίδιο το ζώο. Αλλά την εποχή των περσικών πολέμων αναφέρεται ήδη συχνά από τους ποιητές· το λάλημα και το κορδωτό περπάτημά του, το λειρί και το φυσικό σπιρούνι του τους χρησίμευαν για ένα σωρό παρομοιώσεις. Την εποχή του Περικλή το πουλί αυτό ήταν ήδη εξίσου συνηθισμένο όσο και σήμερα. Ακόμα και στο φτωχότερο αθηναϊκό σπιτικό υπήρχε η κότα, με τα ονόματα άλεκτορίς και όρνις- είναι χαρακτηριστικό ότι το δεύτερο όνομα σήμαινε γενικά το πουλί. Οι κοκορομαχίες ήταν πολύ δημοφιλείς, όπως βλέπουμε από τις πάμπολλες αγγειογραφίες, που δείχνουν με κάθε λεπτομέρεια την εκγύμναση των ζώων, την πορεία της μονομαχίας, το θρίαμβο του νικητή,τη θλίψη του νικημένου. Λέγεται ότι το άθλημα αυτό το εισήγαγε στην Αθήνα ο ίδιος ο Θεμιστοκλής. Αλλά η κοκορομαχία βρήκε πολύ γρήγορα ανταγωνιστή στην ορτυγομαχία, στην οποία οι διοργανωτές της επιδίδονταν με τέτοιο πάθος, ώστε τους δόθηκε σκωπτικά το παρατσούκλι «ορτυγομανείς». Δεν είναι ξεκάθαρο για ποιο λόγο ο κόκορας ήταν ιερό ζώο του Ασκληπιού* αλλά έδωσε στο Σωκράτη την αφορμή να πει μερικά από τα πιο ωραία λόγια που ακούστηκαν στην αρχαιότητα: καθώς ετοιμαζόταν να πιεί το κώνειο, όρισε να θυσιάσουν στον Ασκληπιό ένα κόκορα, από ευγνωμοσύνη που ο θεός τον γιάτρεψε από μια μακρόχρονη αρρώστια. Στα βραχώδη και δασώδη μέρη αφθονούσαν τα αγριοπερίστερα, μαύρα, σταχτιά, χρυσωπά και καφετιά, ενώ το εξημερωμένο περιστέρι, που ήρθε στην Ελλάδα όχι νωρίτερα από την κότα, ήταν συνήθως άσπρο: το διατηρούσαν στους ναούς ως πουλί της Αφροδίτης. Η χήνα, που τόσο το ελληνικό όσο και το γερμανικό όνομά της (Gans) υποτίθεται ότι μιμείται το τσίρισμά της, αναφέρεται ήδη στην Οδύσσεια: υπάρχει στην αυλή της Πηνελότυης, όπου θαυμάζεται για 48
την ομορφιά της. Τα φτερά της όμως δεν τα χρησιμοποιούσαν ακόμα για το γράψιμο. Ο Βίκτορ Χεν, στο γοητευτικό βιβλίο του «Εξημερωμένα φυτά και ζώα», που επειδή είναι γραμμένο με κομψότητα και καλλιέπεια θεωρείται ερασιτεχνικό στους επιστημονικούς κύκλους, αλλά παρά τη βιβλική ηλικία του είναι ακόμα και σήμερα αξεπέραστο, λέει ότι υπάρχουν τρεις μεγάλες εποχές της γραφής: η εποχή της σχισμένης καλαμίδας του Θουκυδίδη και του Τάκιτου, η εποχή του χηνίσιου φτερού που κρατούσαν στο χέρι τους ο Δάντης και ο Γκαίτε, και η εποχή του ατσάλινου φτερού, «με το οποίο γράφονται κύρια άρθρα και χρονογραφήματα, για να στοιχειοθετηθούν υγρά ακόμα στο εργαστήριο και να τυπωθούν με τη δύναμη του ατμού». Μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα έλεγε ο Χεν για τη γραφομηχανή, αν είχε προλάβει να δει την εμφάνισή της. Η οικόσιτη πάπια δεν κάνει την εμφάνισή της παρά μονάχα στα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η άγρια παραλλαγή της ήταν ανέκαθεν πολύ συνηθισμένη, ιδιαίτερα στην περιοχή της ΚωπαΙδας, όπου οι αγριόπαπιες πιάνονταν σωρηδόν με δίχτυα. Σπανιότερα τις κυνηγούσαν με τόξο και βέλος (το αιγυπτιακό ακοντιστήριο ήταν άγνωστο στους Έλληνες). Στο δεύτερο μισό του πέμπτου αιώνα ντεμπουτάρισε στην Αθήνα, όπου προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη, το γελοίο παγώνι. Το πουλί αυτό είναι άνοστο και με τις δύο σημασίες της λέξης, γι** αυτό και οι Έλληνες άφησαν τους Ρωμαίους των αυτοκρατορικών χρόνων να το εξυψώσουν σε στολίδι των κήπων τους και εκλεκτό μεζέ, αφού, όπως λέει ο Χεν, «οι Ρωμαίοι είχαν τη μανία να χώνουν τα πάντα στο στόμα τους»· αλλά και στην Ελλάδα, όπου για πολ^ μεγάλο διάστημα το παγώνι έμεινε σπάνιο είδος, υτυήρχαν μερικοί εκκεντρικοί που πλήρωναν για να το αποκτήσουν ποσά που, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται ένα απόσπασμα κωμωδίας, θα έφταναν για την αγορά σπουδαίων έργων τέχνης. Στους γυναικωνίτες ήταν της μόδας, για ένα διάστημα, ο ερωδιός. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τη νυχτερίδα πουλί, όταν δεν την περνούσαν για δαίμονα. Γενικά, οι εννοιολογικές συγχύσεις ήταν συχνές στη ζωολογία. Έτσι, η καμηλοπάρδαλη, που ονομάσθηκε έτσι επειδή η όψη της θυμίζει καμήλα και το τρίχωμά της πάνθηρα, θεωρούνταν υβρίδιο ανάμεσα σ' αυτά τα δύο ζώα, και το δελφίνι, που απ^ όλα τα ζώα της θάλασσας έχει την επιφανέστερη θέση στην ελληνική μυθολογία και ποίηση, θεωρούνταν ψάρι, και μάλιστα ως ο βασιλιάς των ψαριών. Αλλά και 49
της χελώνας η ταξινομική θέση δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρη. Στην κουζίνα οι αρχαίοι Έλληνες τη χρησιμοποιούσαν εξίσου λίγο όσο και οι σύγχρονοι, που δεν συγκινούνται από τη νόστιμη σούπα της· αντίθετα, το καβούκι της ήταν σημαντικό για την κατασκευή της λύρας. Από χελώνιο κατασκευάζονταν επίσης κάθε λογής χρηστικά αντικείμενα. Αλλά και πάλι, την κακογουστιά να το χρησιμοποιήσουν για τη διακόσμηση των επίπλων και την επένδυση των τοίχων την επιφύλαξε η Ιστορία στους Ρωμαίους. Ούτε για το στρείδι είχαν οι Έλληνες το πάθος των Ρωμαίων, παρόλο που ο Όμηρος το αναφέρει επαινετικά και ο λαός το έτρωγε πάντα μ' ευχαρίστηση. Βασικό είδος της λαϋκής διατροφής ήταν και τα ψάρια, που οι αρχαίοι Έλληνες τα έτρωγαν σωρηδόν, τόσο φρέσκα όσο και παστά. Στην πρώτη θέση βρισκόταν ο τόννος: είχε για το Αιγαίο την ίδια σημασία που έχει σήμερα για τις βόρειες θάλασσες η ρέγγα. Αλλά, σ' αντίθεση με τη ρέγγα, είναι μεγάλο ψάρι, που όχι σπάνια αποκτά γιγαντιαίες διαστάσεις. Στην περιοχή του Βυζαντίου εμφανιζόταν καμιά φορά σε τόσο πυκνά κοπάδια, ώστε μπορούσε να τον πιάσει κανείς με το χέρι, και η έκφραση «ψάρια στον Ελλήσποντο» είχε την ίδια σημασία όπως «γλαύκα στην Αθήνα» ή «μαλλί στη Δαμασκό». Οι αρχαίοι τον ψάρευαν με αγκίστρι, δίχτυ και τρίαινα, που γι** αυτό είναι και σκήπτρο του Ποσειδώνα. Είναι ενδιαφέρον ότι προσπαθούσαν να τον δελεάσουν και με κουδούνια. Είναι γνωστό ότι και στα δικά μας ιχθυοτροφεία τα ψάρια σπεύδουν για φαγητό όποτε ακούνε ένα κουδούνισμα. Αυτό το εξηγούν οι ειδικοί με την επίδραση της δόνησης του αέρα, και με τον ίδιο τρόπο εξηγούν το γεγονός ότι τα ψάρια αντιδρούν μ' ένα σπασμωδικό τίναγμα σε πυροβολισμούς και διαπεραστικά σφυρίγματα. Αλλά τα αρσενικά μερικών ειδών βγάζουν την εποχή της ωοτοκίας χά^,τι σφυρίγματα και γουργουρητά που, αναμφίβολα, προορίζονται για τα θηλυκά. Υπάρχουν επίσης και ψάρια-μουσουργοί, και είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα κουφόμουσικό. Βέβαια, ο μεγαλύτερος απ"* όλους τους καλλιτέχνες του ήχου ήταν πράγματι κουφός, αλλά όχι από γεννησιμιού του. Σ' ολόκληρη την αρχαιότητα διατηρήθηκε η επίμονη αντίληψη ότι τα ψάρια αγαπούν τη μουσική. Ο λαβύρινθός τους, πάντως, δεν περιέχει κανένα ακουστικό όργανο. Μπορεί όμως τα οπτικά τους όργανα ή τα πολύ ευαίσθητα «μουστάκια» τους να διεγείρονται από τα ηχητικά κύματα, κάτι που δεν θα ήταν παρά ένα είδος ακοής που εντοπίζει με διαφορετικό τρόπο τα ακουστικά ερεθίσματα. 50
Ol αρχαίοι είχαν περί πολλού τις ψαρόσουπες. Αλλά για την πιο φημισμένη και πιο δαπανηρή απ' όλες, το γάρον^ δεν ξέρουμε πολύ περισσότερα απ' όσα για το σίλφιον. Ήταν μια λιχουδιά τουλάχιστον εξίσου νόστιμη όσο και το χαβιάρι, για το οποίο όμως οι αρχαίοι φαίνεται ότι δεν ήξεραν τίποτα, παρόλο που ο οξύρρυγχος ήταν γνωστός (ενώ αντίθετα ήταν άγνωστος ο ούσος, απ' τον οποίο βγαίνει το καλύτερο χαβιάρι)· αλλιώτικα οι Ρωμαίοι θα είχαν πέσει πάνω του με τα μούτρα, γιατί έχει όλες τις ιδιότητες που ζητούσαν από ένα φαγητό: είναι ακριβό, εξωτικό, ορεκτικό και αφροδισιακό. Το γάρον περιείχε οξύρρυγχο, επίσης τόννο και σκουμπρί, καθώς και άλλα συστατικά που ήταν μυστικά* για τη συνταγή το μόνο που ξέρουμε είναι ότι έβαζαν στο εκχύλισμα κρασί και μπαχαρικά και κατόπιν το υπέβαλλαν σε πολύμηνη ζύμωση. Στην Πομπηία υπήρχε μια μεγάλη επιχείρηση γάρου: η εταιρία Α. Ουμβρίκιος Σκαύρος και Σία. Μια ακόμα πιο δαπανηρή πολυτέλεια ήταν η πορφύρα. Τα κυριότερα μέρη της Ελλάδας όπου οι αρχαίοι ψάρευαν το ομώνυμο όστρακο ήταν οι ακτές των Κυθήρων, της Αακωνίας και του Κορινθιακού κόλπου. Στη βόρεια πλευρά του τελευταίου, στη Φωκίδα, το όστρακο αυτό ήταν τόσο συχνό ώστε ο μισός πληθυσμός ζούσε απ' αυτό. Η λακωνική πορφύρα δεν υστερούσε παρά μόνον απέναντι στην κοσμοξακουσμένη της Τύρου. Το υγρό που εκκρίνει η πορφύρα είναι αρχικά ασπριδερό, αλλά με την επίδραση του ήλιου χρωματίζεται κατά σειρά λεμονί, κιτρινοπράσινο, πράσινο, μενεξεδί, σκούρο μενεξεδί· ανάλογα με το αν διέκοπτε κανείς αυτή τη διαδικασία νωρίτερα ή αργότερα, μπορούσε να πετύχει τις πιο διαφορετικές αποχρώσεις. Ορισμένα είδη είχαν πιο πολύ μια απόχρωση προς το κόκκινο* με την αραίωση προέκυπτε το κρεμεζί ή το λιλά, με τη διπλή βαφή ένα σχεδόν μαύρο χρώμα: γι' αυτό ο Όμηρος μιλάει για «πορφυρή νύχτα». Η παρασκευή ήταν πολύ πολύπλοκη και δαπανηρή, γιατί κάθε όστρακο δεν έδινε παρά λίγες σταγόνες χρωστικής· ένα και μόνο εργαστήρι κατανάλωνε εκατομμύρια όστρακα κάθε χρόνο. Η σύγχρονη, χημεία είναι σε θέση όχι μόνο να παράγει «συνθετική πορφύρα» στο ένα χιλιοστό περίπου της αρχαίας τιμής της, αλλά και άλλα, πολύ πιο φανταχτερά χρώματα. Ωστόσο, η αρχαία πορφύρα, με τα διάφορα χρώματά της (μενεξεδί, κιτρινοκόκκινο, λιλά, τριανταφυλλί, άλικο) που ίσως να έλαμπαν το ένα μέσα από το άλλο και, όπως λέγεται, με τον καιρό γίνονταν όλο και πιο ωραία, πρέπει να είχε κάτι το 51
μυστηριώδες, που αντιστέκεται σε κάθε χημική ανάλυση. Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από τη μακραίωνη πορφυρομανία των Ελλήνων, στους οποίους η αίσθηση και η χαρά για τα χρώματα ήταν ανεπτυγμένες όσο σε κανέναν άλλο λαό του κόσμου. Αλλά μπορούμε άραγε να πούμε ότι οι Έλληνες, μέσα στην τόσο υπέροχη φύση τους, ανέπτυξαν μια εξίσου έντονη φυσιολατρία; Αν εφαρμόσουμε τα σημερινά κριτήρια, πρέπει ν' απαντήσουμε αρνητικά. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν άμεση συναισθηματική σχέση μόνο με ορισμένα τμήματα της φύσης. Αγαπούσαν μόνο τα κοντινά πράγματα: τα κρασοκόκκινα, ασπροστεφανωμένα κύματα που έσπαγαν στην ακτή, τ' αστραφτογάλαζα ποτάμια και τις κρυσταλλοπράσινες λίμνες, τα βρυοζωσμένα ρυάκια, μέσα στο ασήμι των οποίων άστραφταν πολύχρωμες πέτρες, τα αιωνόβια δέντρα με το πυκνό, λαμπερό φύλλωμά τους, τους φουντωτούς θάμνους με το ανοιξιάτικο χρυσό ή άλικο πανωφόρι τους. Αλλά τα βουνά ήταν γι' αυτούς το πολύ η κορνίζα του τοπίου, κάθε μακρινή επιφάνεια τους προκαλούσε κατάθλιψη, τα ψηλώματα τους φόβιζαν και τον ορίζοντα ούτε καν τον έβλεπαν. Η ανατολή και η δύση του ήλιου ήταν γι' αυτούς απλά φυσικά φαινόμενα, που περιορίζονταν να τα καταγράψουν. Για την ποίηση της νύχτας δεν είχαν κανένα αισθητήριο: το φεγγάρι, που στη σημερινή λυρική ποίηση είναι σχεδόν ο πρωταγωνιστής, στην αρχαία ελληνική παίζει σχεδόν μονάχα το ρόλο ενός χλωμού λυχναριού. Το σιωπηλό δάσος, η μουρμουριστή πηγή, η πολύβουη χαράδρα, το ονειρεμένο λιβάδι ενέπνεαν στους Έλληνες δέος. Εκεί βασίλευε μια θεότητα. Αν θέλετε, κι αυτό επίσης το αίσθημα είναι μια μορφή φυσιολατρίας, αλλά πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Ο αρχαίος ενσαρκώνει τη φύση ολότελα αντικειμενικά, με προσωποποιήσεις, ενώ ο σημερινός άνθρωπος ολότελα υποκειμενικά, με ψυχικές διαθέσεις: για τον δεύτερο η φύση είναι ένας αιώνιος καθρέφτης που αντανακλά τις πιο μύχιες συγκινήσεις του, δίνοντάς τους ένα μυστηριώδες βάθος, ενώ για τον πρώτο είναι ένα ξένο μάτι που τον ατενίζει ψυχρά, βουβά και σχεδόν εχθρικά. Φαίνεται ότι η φύση είναι προϊόν των προσλαμβανουσών παραστάσεών μας, όπως προσπαθήσαμε ν' αποδείξουμε στην εισαγωγή του πρώτου τόμου. Η ελληνική φύση ήταν κλασική γιατί ο αρχαίος Έλληνας την αισθανόταν κλασικά. Είπαμε ήδη ότι ο αρχαίος Έλληνας δεν είχε μάτι για τις φωτοσκιάσεις. Αυτό όμως οφειλόταν, εν μέρει, στο γεγονός ότι το ελληνικό τοπίο είναι πραγμα52
τικά φτωχό σε ενδιάμεσους τόνους: σπάνια είναι τυλιγμένο στο αραχνοΰφαντο πέπλο της ομίχλης, της μέρας που χάνεται σιγά-σιγά (γιατί το σούρουπο είναι πολύ σύντομο και η νύχτα πέφτει σχεδόν απότομα) και του φθινόπωρου με τα αχνά μικτά χρώματά του. Επομένως, είναι εξίσου θεμιτό να πει κανείς ότι ο αρχαίος Έλληνας αισθανόταν κλασικά γιατί έτσι τον υποκινούσε να κάνει η φύση όπου ζούσε. Τέτοιες προτάσεις μπορούν πάντα ν' αντιστραφούν. Γιατί δεν ξέρουμε τι είναι πρωτύτερο, η φύση ή ο άνθρωπος, κι ίσως το ίδιο το ερώτημα να είναι κουτό. Ο συμψηφισμός αντικειμένου και υποκειμένου» είναι ανεξιχνίαστος. Ο Νίτσε λέει κάπου: «Ήταν βράδι, ο αέρας μύριζε έλατο, στο βάθος φαινόταν μια γκρίζα οροσειρά, στην κορφή άστραφτε το χιόνι. Ένας γαλάζιος, γαληνεμένος ουρανός ξεδιπλωμένος από πάνω. Κάτι τέτοιο δεν το βλέπουμε ποτέ όπως είναι καθ^ εαυτό, παρά απλώνουμε πάντα πάνω του μια λεπτή ψυχική μεμβράνη —κι αυτή βλέπουμε». Αυτήν ακριβώς την ψυχική μεμβράνη οι αρχαίοι Έλληνες δεν •την έβλεπαν ποτέ. Γιατί δεν ήξεραν ούτε τι σημαίνει μεμβράνη ούτε τι σημαίνει ψυχή. Καμιά από τις δημιουργίες τους δεν είναι τυλιγμένη σε πέπλο. Και δεν θα ήταν τάχα σχεδόν γελοίο να ισχυρισθούμε για έναν οποιοδήποτε αρχαίο Έλληνα, ακόμα και τον πιο ευγενικό και βαθυστόχαστο, ότι είχε αυτό που εμείς λέμε Gemüt (=ευαισθησία σε εσωτερικές αξίες); Με την ευκαιρία, ο διαφορετικός χαρακτήρας του φυσικού αισθήματος είναι η αιτία που οι ιστορικές κινηματογραφικές ταινίες δεν είναι ποτέ πειστικές. Το πολύ πολύ να συμφωνούν τα κοστούμια, αλλά σε καμιά περίπτωση το τοπίο, θ α μπορούσε να είναι πειστικό μόνον αν ο σκηνοθέτης κατόρθωνε να το παρουσιάσει στην οθόνη όπως το έβλεπαν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής. Ο Ούρμπαν Γκαντ, στο βιβλίο του «Ο κινηματογράφος», λέει ότι γύρισε κάποτε τον «Δον Κιχώτη» και στην προβολή της ταινίας διαπίστωσε έντρομος ότι στα πλάνα που είχε πάρει εκ του φυσικού από ισπανικά τοπία υτυήρχαν τηλεγραφόξυλα. Τέτοια τηλεγραφόξυλα όμως υπάρχουν σε κάθε δονκιχωτικό τοπίο, έστω κι αν δεν είναι ορατά. Αλλά και για τις υπόλοιπες εθνικές ιδιότητες των αρχαίων Ελλήνων δεν μπορούμε να πούμε παρά σχεδόν μόνο διφορούμενα πράγματα. Γιατί ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, παρόλο που στο σχολείο μαθαίνουμε τόσα και τόσα γι' αυτόν, έφτασε ώς εμάς σε μια κα53
τάσταση που δεν μας επιτρέπει να σχηματίσουμε παρά μια πολύ θολή εικόνα. Όπως παρατήρησε ο Τζωρτζ Γκρότε, έχουμε στα χέρια μας όσα ξέβρασε η θάλασσα από το ναυάγιο ενός καραβιού. Η ζωγραφική και η μουσική χάθηκαν ολότελα, από τη γλυπτική και την ποίηση διατηρήθηκαν μόνον αμφίσημα συντρίμμια. Το ίδιο κι από την αρχιτεκτονική, αλλά ακόμα και από τη φιλοσοφία, δεν απόμεινε παρά ένας εντυπωσιακός σωρός ερειπίων. Από το Δημόκριτο και τον Ηράκλειτο, τον «γελαστό» και τον «πεισιθάνατο» φιλόσοφο, όπου τους ονόμασαν ανόητα, δεν διαθέτουμε παρά πενιχρά αποσπάσματα· κι ωστόσο ο Ηράκλειτος ήταν το βαθύτερο, ο Δημόκριτος το οικουμενικότερο πνεύμα που έβγαλε ποτέ η Ελλάδα. Είναι το ίδιο περίπου σαν να είχαμε από τον Νίτσε μόνο μια χούφτα αφορισμούς και από τον Χέγκελ μερικές στενογραφημένες σημειώσεις από τις παραδόσεις του. Προπάντων όμως χάθηκαν τα περισσότερα μέτρια έργα, κι αυτή είναι πάντα η μεγαλύτερη απώλεια για την ιστορία του πολιτισμού· γιατί σ' αυτά ακριβώς τα προϊόντα η φωνή της καθημερινής ζωής ακούγεται πιο εύγλωττη και πιο ζωντανή παρά στα αιώνια αριστουργήματα. Όποιος π.χ. θέλει να γνωρίσει τη γερμανική ατμόσφαιρα γύρω στο 1800, θα μάθει περισσότερα από τον Κοτσεμπούε και τον Ίφλαντ παρά από τον Γκαίτε, περισσότερα από τα τραγουδάκια που ήταν τότε της μόδας παρά από τον Μπετόβεν. Αλλά οι αντιφάσεις του ελληνικού εθνικού χαρακτήρα έχουν κι έναν άλλο, βαθύτερο λόγο. Το ελληνικό έθνος έχει χαρακτηρισθεί επανειλημμένα ως η κατεξοχή μεγαλοφυία ανάμεσα στους λαούς. Αλλά η μεγαλοφυία διακρίνεται προπάντων για δύο πράγματα: τη διπολικότητα και την οικουμενικότητά της. Λέγοντας ότι είναι διπολική εννοούμε ότι αποτελείται από αντιθέσεις, και στη διαδικασία της επαφής και εκφόρτισης αυτών των αντιθέσεων εκδιπλώνεται η παραγωγικότητά της. Και λέγοντας ότι είναι οικουμενική εννοούμε ότι είναι καθρέφτης και απόσταγμα ολόκληρης της ανθρωπότητας, έτσι ώστε μπορεί να πει κανείς χωρίς υπερβολή: μεγαλοφυής είναι ένας άνθρωπος που έχει όλες τις ιδιότητες. Πράγματι, δημιουργοί όπως ο Σαίξπηρ και ο Μικελάντζελο, ο Δάντης και ο Ντοστογέφσκι μας δίνουν την εντύπωση ότι όλο το καλό και το κακό του κόσμου ήταν μαζεμένο μέσα τους. Ένα τέτοιο περίπλοκο και συναρπαστικό θέαμα παρουσιάζουν οι Έλληνες ως σύνολο. Για ν' αρχίσουμε με το σημαντικότερο, το ήθος, οι αρχαίοι Έλ54
ληνες ήταν ηθικοί όσο ήταν και ανήθικοι. Αυτοί ουσιαστικά πρωτοδίδαξαν στον κόσμο τι είναι ελευθερία και υπευθυνότητα, πατριωτισμός και ευσέβεια. Οι ανατολικοί λαοί δεν γνώριζαν αυτές τις ηθικές αξίες στην αμιγέστερη έκφρασή τους. Ωστόσο, μάταια θ^ αναζητήσει κανείς στους αρχαίους Έλληνες το σημερινό αίσθημα του δικαίου. Με εξαίρεση μερικούς ποιητές και φιλόσοφους, τους έλειπε η συναίσθηση ότι το έγκλημα είναι απορριπτέο για λόγους αρχών. Σύμφωνα με μια γενική αντίληψη, που ο απόηχός της ήταν αισθητός και σε πολύ μεταγενέστερες εποχές, το έγκλημα είναι μια ιδιωτική υπόθεση που αφορά τον θύτη και το θύμα. Ακόμα και ο φόνος μπορούσε να μείνει ατιμώρητος: αν το θύμα συγχωρούσε πριν πεθάνει το φονιά του, οι συγγενείς δεν δεσμεύονταν πια από το χρέος της κατηγορίας (που την απάγγελλαν αυτο/, όχι το κράτος). Εκείνο που είχε σημασία ήταν να πάρει εκδίκηση η ψυχή· αν η ψυχή παραιτούνταν εθελούσια απ^ αυτή, τότε ούτε στην κοινή ηθική ούτε στη θρησκεία έπεφτε λόγος. Ακόμα και η βάση κάθε ανώτερης μορφής χρηστοήθειας, η φιλαλήθεια, ήταν υπανάπτυκτη στους αρχαίους Έλληνες· ή μάλλον, για να το πούμε απερίφραστα, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ο κλασικός λαός του ψέματος και της λοβιτούρας, και μάλιστα, πράγμα που μάλλον τους επιβαρύνει παρά τους δικαιολογεί, χωρίς να έχουν συνείδηση ότι αυτό είναι κακό. Ο Οδυσσέας, που περισσότερο από κάθε άλλη μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του εθνικού ήρωα, είναι πρωταθλητής σ^ όλα τα είδη κατεργαριάς, από την αθώα καυχησιολογία ώς την εξοργιστικότερη απάτη. Αλλά το πιο συγκλονιστικό είναι ότι η Αθηνά τον θαυμάζει απεριόριστα γι' αυτές του τις ικανότητες, κι όχι μόνον αυτό, αλλά και προσθέτει ότι στις ψευτιές μόνον οι θεοί τον ξεπερνούν! Και πράγματι, ήδη στους Ρωμαίους η έκφραση graeca fides (=ελληνική πίστη) ήταν παροιμιώδης, ενώ ακόμα και σήμερα στα γαλλικά η λέξη Grec (=Έλληνας) σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ «απατεώνας»! Η ψευδορκία φαίνεται ότι ήταν σωστό εθνικό σπορ. Πάντως, πολλοί πίστευαν ότι η ψευδορκία προκαλεί τον όλεθρο του ψεύδορκου και ολόκληρου του γένους του, και γι' αυτόν το λόγο ο Ησίοδος συμβουλεύει τους αναγνώστες του να την αποφεύγουν. Αλλά ούτε που περνάει απ' το μυαλό του ότι πρέπει να την αποφεύγει κανείς για λόγους αρχών. Άλλωστε, σ' ολόκληρη την αρχαιότητα η ψευδορκία έμενε ατιμώρητη, γιατί η τιμωρία της ήταν δουλειά των θεών. Οι θεοί όμως δεν την 55
κόλαζαν για ηθικούς λόγους, παρά επειδή ο ψεύδορκος επέσυρε μόνος του την κατάρα, στο όνομα της οποίας ορκίσθηκε· ο ψεύδορκος πέφτει στα χέρια των δαιμόνων της κόλασης, τους οποίους επικαλέσθηκε: πρόκειται δηλαδή για μια διαδικασία νομική, όχι ηθική. Βέβαια, οι ποιητές και οι φιλόσοφοι παρέπεμπαν ολοένα στη Δίκη, την τρανή θεά της δικαιοσύνης που καθόταν στο πλευρό του Δία, αλλά αυτό ακριβώς μας κάνει να υποθέσουμε ότι στη ζωή οι άνθρωποι δεν την υπολόγιζαν και τόσο. Από την άλλη πλευρά, όμως, πρέπει να επαινέσουμε τους αρχαίους Έλληνες γιατί είχαν μια ειλικρίνεια που η δική μας κοινωνία έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό: τους έλειπε κάθε είδος ταρτουφισμού και σεμνοτυφίας, που διαποτίζουν όλες τις πλευρές της ζωής από τότε που η αστική τάξη ανέβηκε στην εξουσία, καθώς και κάθε υποκριτική διακριτικότητα, που σήμερα επιδεικνύεται παντού για «επαγγελματικούς λόγους»· μιλούσαν με αξιοθαύμαστη παρρησία για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις, τόσο τις δικές τους όσο και των άλλων συμπολιτών τους. Επίσης, τουλάχιστο τα σώματά τους ήταν απόλυτα ειλικρινή, κινούνταν με φυσική χάρη και ελευθερία, που σήμερα μας φαίνεται σαν χαμένος παράδεισος. Και τέλος, δύσκολα μπορεί κανείς ν^ αρνηθεί μια βαθιά, εσώτερη αίσθηση της αλήθειας σ' ένα λαό που γέννησε τέτοια τέχνη. Αν η ηθική τους μας φαίνεται κάπως ελαττωματική, αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι το σημερινό αίσθημα της τιμής, που είναι από τους κύριους ρυθμιστές της ηθικής συμπεριφοράς μας, τους ήταν ολότελα άγνωστο. Το ξυλοφόρτωμα ξεχνιόταν με μια απλή χρηματική αποζημίωση και η έννοια «προσβολή της τιμής» δεν υπήρχε. Μια και μόνη παράσταση αρχαίας κωμωδίας θα προκαλούσε σήμερα βροχή από μηνύσεις, αντιμηνύσεις, απαγορεύσεις και τα τέτοια. Είναι γνωστό πόσο αισχρές συκοφαντίες εκτόξευαν οι ρήτορες ακόμα και στις πιο ασήμαντες αστικές δίκες εναντίον της αντίπαλης πλευράς. Και δεν μείωνε ούτε την αξιοπρέπεια ούτε τη φήμη του Σωκράτη το ότι μερικοί ακροατές του απαντούσαν στις κάπως στρεψόδικες αποδεικτικές μεθόδους του με καρπαζιές. Ο Σοπενχάουερ ανάλυσε απολαυστικά στά «Πάρεργά» του την ανεμελιά, με την οποία αντιμετώπιζε ολόκληρη η αρχαιότητα τέτοια ζητήματα. Αλλά αυτή η στάση των αρχαίων Ελλήνων έρχεται σε ζωηρή όσο και αλλόκοτη αντίθεση με την κυριολεκτικά νοσηρή φιλοπρωτία, από την οποία διακατέχονταν πάντα. Δεν είχαν άλλο στο μυαλό τους έξω από νίκες και βραβεία, 56
και όλες τις δραστηριότητες της ζωής δεν μπορούσαν να τις φανταστούν αλλιώς παρά με τη μορφή του άγώνος^ στο τέρμα του οποίου περίμενε κάποιο έπαθλο. Αυτή η υστερική επιδίωξη της εύνοιας και της αναγνώρισης προϋποθέτει ένα παράφορο χαρακτήρα, και για επιβεβαίωση δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξουμε το δεύτερο εθνικό ήρωα των αρχαίων Ελλήνων, τον Αχιλλέα, που είναι σωστός παληκαράς. «Ο κίνδυνος υποτροπής στον ασιατικό τρόπο ζωής», λέει ο Νίτσε, «απειλούσε πάντα τους Έλληνες». Κανένας λαός δεν έχει τόσο άναρχη μυθολογία, στην οποία συμβαίνουν συνεχώς φοβερά πράγματα. Κανένας λαός δεν θ^ άντεχε καν μια τέτοια μυθολογία. Κι ωστόσο, ολόκληρη η ελληνική ιστορία καταυγάζεται από το ιδανικό της σωφροσύνης^ που λάμπει με τόσο φέγγος και απαλότητα, ώστε ο Βίνκελμαν, και μαζί του ολόκληρος ο γερμανικός κλασικισμός, πίστευε ότι εκεί βρίσκεται το μυστικό της αρχαίας ελληνικής ψυχής. Λέγεται ότι ακόμα και το ίδιο το όνομα του λαού ανάγεται σ^ αυτή την έννοια, γιατί σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση ελλην σημαίνει συνετός, λογικός. Από τα «Έργα και ήμέραι» του Ησίοδου ξέρουμε τον βαθυστόχαστο μύθο της Πανδώρας: μέσα απ"* το κουτί ξέφυγαν όλα τα κακά, που από τότε ταλαιπωρούν τους ανθρώπους, αλλά η Πανδώρα έσπευσε να κλείσει το κουτί και το χειρότερο απ' όλα, η έληίς^ έμεινε μέσα. Η λέξη έλπίς^ όπως και η λατινική spes^ σημαίνει προσδοκία, και μάλιστα προσδοκία ενός ευνοϊκού ή δυσμενούς γεγονότος, επομένως τόσο ελπίδα όσο και φόβο. Το ότι αυτά τα δύο συναισθήματα θεωρούνται ως η χειρότερη συμφορά είναι η μεγαλύτερη αποθέωση της φρόνησης που μπορεί να φανταστεί κανείς. Και αυτή τη φρόνηση τη συναντάμε από την αρχή ώς το τέλος της ιστορίας του αρχαίου ελληνικού τινεύματος: γιατί ακόμα και η Στοά, με την οποία τελειώνει η αρχαία φιλοσοφία, διδάσκει ότι η επιθυμία και ο φόβος είναι οι κυριότερες αρρώστιες της ψυχής. Πώς όμως συμβιβάζεται αυτή η θυμοσοφία με την παράλογη θηριωδία του ελληνικού λαού, που όσο κορυφωνόταν η πολιτιστική του ανάπτυξη τόσο δαιμονικότερες μορφές έπαιρνε και κατακρεουργούσε τα πάντα, βαρβάρους και αδελφικές φυλές, γειτονικές πόλεις και συμπολίτες, ταξικούς συντρόφους και ομοαίματους συγγενείς; Και πώς συμβιβάζεται μ' αυτή την ωμότητα, που έκανε ακόμα και τους ανατολικούς λαούς ν' ανατριχιάζουν, εκείνη η χάρη του λόγου 57
και της χειρονομίας, εκείνη η τρυφερή αίσθηση για τις αποχρώσεις της καλλιτεχνικής έμπνευσης και του ρυθμού της ζωής, που προκάλεσε την κατάπληξη και τον θαυμασμό ολόκληρου του μεταγενέστερου κόσμου; Χάρη σ' αυτό το λεπτό ένστικτο για το σωστό, οι Έλληνες δημιούργησαν σε πολλούς τομείς διαχρονικά πρότυπα, και γι' αυτό θα έπρεπε να τους θεωρήσει κανείς ως τον πνευματικά υγιέστερο λαό του κόσμου. Αλλά ο ίδιος αυτός λαός μαστιζόταν από περιοδικούς παροξυσμούς ψυχικών ανωμαλιών: επιδημίες χορομανιας, μαζικές παραισθήσεις, οργιασμούς και οργασμούς, που, φαινόμενα γνώριμα στον κάθε αρχαίο Έλληνα ως «διονυσιακή μανία», για μας αποτελούν μεγάλο αίνιγμα. Στην οικονομία της αρχαίας ελληνικής ψυχικής ζωής αυτές οι παρανοϊκές καταστάσεις αποτελούσαν μια τόσο αυτονόητη πλευρά, ώστε στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς το μπροστινό μέρος παρίστανε τη λατρεία αυτού του θεού, ενώ το πίσω μέρος απεικόνιζε την εκστατική λατρεία του Διόνυσου. Εδώ βρίσκεται το σημείο προσπέλασης στην ελληνική απαισιοδοξία, αυτή τη μεγαλοφυή ανακάλυψη του Γιάκομπ Μπούρκχαρτ, που με τον Νίτσε έγινε κοινό κτήμα όλων των καλλιεργημένων ανθρώπων. Πράγματι, μια ελαφριά μελαγχολία τυλίγει όλη την ελληνική τέχνη και χρωματίζει κάθε μύθο των αρχαίων Ελλήνων, και δύσκολα μπορούμε να καταλάβουμε πώς αυτό το γνώρισμα πέρασε απαρατήρητο για τόσον καιρό. Και δεν θα μπορούσε καθόλου να είναι διαφορετικά, γιατί ολόκληρη η προχριστιανική ανθρωπότητα ζούσε αναγκαία μέσα στον ζόφο: μόνο το χαρμόσυνο άγγελμα λύτρωσε τους ανθρώπους από τον βραχνά που τους πλάκωνε. Αλλά στην περίπτωση των Ελλήνων πρόκειται για ένα είδος μεσημεριανής απαισιοδοξίας^ ενός άγχους που τους κυρίευε μέσα στο άπλετο φέγγος του ήλιου. Ήταν κάτι ολότελα διαφορετικό από το άγχος του Βορειοευρωπαίου και, σε σύγκριση μαζί του, φαίνεται πρωτόγονο, αθώο και σχεδόν οικείο, σαν τις τρομαχτικές μουτσούνες που βλέπουμε στο «σπίτι των φαντασμάτων» ενός πανηγυριού· κι έτσι καταλαβαίνουμε επίσης γιατί το κέφι των Ελλήνων έγινε παροιμιώδες. Γιατί πράγματι, οι Έλληνες ήξεραν θαυμάσια να γλεντούν και ν** απολαμβάνουν την κάθε στιγμή της ζωής. Γιατί ήταν «απλοϊκοί» και, όπως δείχνει το αιώνιο μνημείο της τέχνης τους, ήταν ο φυσικότερος λαός του κόσμου. Αλλά κι αυτό πά58
λι δεν είναι εντελώς αλήθεια. Γιατί πώς μπορεί κανείς να ονομάσει απλοϊκό το κλασικό, που αντιπροσωπεύει την ανώτατη βαθμίδα της καλλιτεχνικής συνείδησης; Και, κατά βάθος, η τέχνη τους δεν ήταν καθόλου φυσική, γιατί βασιζόταν στη μανία του «στιλ», που διαπότιζε και καθόριζε τα πάντα: αγγεία και τοιχογραφίες, ναούς και τραγωδίες, ποίηση και πεζογραφία, ώς και τις φαρμακερότερες δημηγορίες και τις πιο θεότρελες κωμωδίες, που όλες είναι δομημένες. Η «μνημειακότητα» θεωρείται τυπικά ελληνική ιδιότητα. Εξάλλου, δεν είναι εύκολο να θεωρήσει κανείς «απόλυτα φυσικό» ένα λαό, στην ψυχική ζωή του οποίου η ομοφυλοφιλία έπαιζε τόσο σημαντικό ρόλο. Γενικά, οι αρχαίοι Έλληνες μελέτησαν τη φύση πολύ επιπόλαια και δεν είχαν ξεκάθαρη αντίληψη γι' αυτήν. Γι' αυτό έχουν χαρακτηρισθεί επανειλημμένα ως «αντεπιστημονικοί». Πράγματι, αισθάνονταν μια παράξενη αντιπάθεια για κάθε είδους πείραμα, και γι' αυτό αγνόησαν εντελώς ολόκληρους τομείς των θετικών επιστημών, όπως π.χ. τη χημεία. Οι γνώμες τους συγκινούσαν πάντα περισσότερο από τις εμπειρίες. Στα τεχνικά επιτεύγματά τους υστερούσαν πολύ όχι μόνον απέναντι στους σημερινούς λαούς, αλλά και απέναντι στους Αιγύπτιους, τους Βαβυλώνιους ή ακόμα και τους ίδιους τους προγόνους τους, τους Μυκηναίους. Γι' αυτό κι ένας νεότερος ιστορικός δεν δίστασε να τους ονομάσει «τον λιγότερο εφευρετικό απ' όλους τους πολιτισμένους λαούς». Οι ιστορικές, γεωγραφικές και αστρονομικές αντιλήψεις τους ήταν παιδαριώδεις, και οι καλύτερες ιδέες μερικών μεταγενέστερων σοφών δεν έφτασαν ποτέ ώς τον κοινό λαό. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Οι αρχαίοι Έλληνες είναι οι θεμελιωτές του ορθολογισμού και οι επινοητές του θεωρητικού ανθρώπου, του ανθρώπου που αφοσιώνεται στη θεωρία, στην παρατήρηση ως αυτοσκοπό; ποτέ πρωτύτερα δεν είχε υπάρξει κάτι τέτοιο! Όπως είπε ο Ρόντε, «Προηγήθηκαν στη σκέψη από ολόκληρη την ανθρωπότητα· οι βαθύτερες και τολμηρότερες, οι ευσεβέστερες και ασεβέστερες σκέψεις για τους θεούς, τον κόσμο και την ανθρώπινη φύση έχουν την καταγωγή τους στην Ελλάδα.» Όπως ακριβώς, σύμφωνα με μια περιλάλητη ρήση του Ηρόδοτου, ο Ησίοδος και ο Όμηρος δημιούργησαν τη θεολογία του λαού τους, «δίνοντας στους θεούς τα ονόματα, καθορίζοντας τα αξιώματα και τους τομείς της δικαιοδοσίας τους και σχεδιαγραφώντας τη μορφή τους», έτσι και οι αρχαίοι Έλληνες έγιναν οι δάσκαλοι των επιστημών: της ορολογίας 59
και της ιεραρχίας τους, των μορφών και της αρμοδιότητάς τους. Το ίδιο έκαναν και στον τομέα της ποίησης: αυτοί πρώτοι ανακάλυψαν τα επιμέρους είδη, τα οριοθέτησαν, τα ενσωμάτωσαν σ^ ένα ορθολογικό σύστημα· η τραγωδία και η κωμωδία, η ωδή και η ελεγεία, ο αφορισμός και το επίγραμμα, η πραγματολογική ιστοριογραφία και ο φιλοσοφικός διάλογος, τα απομνημονεύματα και η βιογραφία, η δημηγορία και το δοκίμιο είναι λογοτεχνικές μορφές που, χάρη στους Έλληνες, κυριαρχούν ώς σήμερα σ*^ ολόκληρη την παγκόσμια λογοτεχνία· ακόμα και είδη που τα -χώριζαν ήδη οι ανατολικοί λαοί, όπως π.χ. το έπος, η επιστολή, το ερωτικό ποίημα, μόνο με τους Έλληνες απόκτησαν συγκεκριμένη μορφή. Και η ελληνική αρχιτεκτονική, επίσης, δεν είναι απλώς ένα καλλιτεχνικό, αλλά σε ίσο βαθμό και επιστημονικό επίτευγμα. Σ' όλα αυτά εκδηλώνεται η μεγάλη και θεμελιώδης δημιουργική δύναμη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού: ο ατομικισμός του. «Ένας Έλληνας μάγειρας», λέει ο Νίτσε, «είναι πιο μάγειρας από τους άλλους»· και αναμφίβολα, απ' όλους τους λαούς της γης οι Έλληνες είχαν τα περισσότερα άτομα. Υπήρχε όμως στην ελληνική ζωή μια ακόμα ισχυρότερη δύναμη: το κράτος, η πόλις, που προσπαθούσε επίμονα να καθυποτάξει όλα αυτά τα άτομα, να τα ισοπεδώσει, να τα εξουδετερώσει, να τα εκμηδενίσει. Ο διαβόητος οστρακισμός δεν ήταν πολιτικός θεσμός, παρά στρεφόταν γενικά και απροκάλυπτα εναντίον κάθε πιο πλούσιας, πιο ελεύθερης, πιο δυνατής, πιο εντυπωσιακής ατομικότητας, χωρίς την οποία ωστόσο οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ζήσουν ευτυχισμένοι: υπήρχε ανάμεσα σ' αυτούς και τους μεγάλους άνδρες τους μιά μόνιμη κατάσταση αγάπης ανάμικτης με μίσος. Όπως πίστευαν ότι οι θεοί τους φθονούσαν κάθε τι που ξεχώριζε, έτσι έκαναν και οι ίδιοι· έχει κανείς την αναπόδραστη εντύπωση ότι αρκούσε να έχει κάποιος μια ασυνήθιστη ικανότητα για να στιγματισθεί ως «εχθρός του δήμου». Οι Έλληνες ήταν λοιπόν πολύ αλλόκοτοι ατομικιστές! Ένα άλλο φαινόμενο, που εξυμνείται ομόφωνα, είναι ο ελληνικός ιδεαλισμός. Αυτό φαίνεται ήδη από το χάρισμά τους να παρατηρούν τον κόσμο χωρίς ιδιοτέλεια, όπως είπαμε πιο πάνω. Εκτός απ' αυτό, ένιωθαν απύθμενη απέχθεια για κάθε βιοποριστική ασχολία, και η βρισιά «βάναυσος», με την οποία εξέφραζαν αυτή την περιφρόνηση, διατηρήθηκε ώς τις μέρες μας.(*) Απ' την άλ(*) Στα γερμανικά, αλλά και στα αγγλικά, η ελληνική αυτή λέξη έχει διατηρήσει
60
λη μεριά, όμως, ήταν ώς το μεδούλι τους υλιστές. Κατά βάθος πίστευαν μόνο στο συγκεκριμένο^ στο χειροπιαστό, στο κοντινό κι έβαζαν το χρήμα και την ιδιοκτησία πάνω απ^ όλα. Η «αντιβαναυσότητά» τους ήταν ουσιαστικά ότι δεν τους άρεσε να εργάζονται· αλλά τον άεργο πλούτο δεν τον απεχθάνονταν καθόλου. Ακόμα και οι λαμπρότεροι ήρωές τους: ο Αγαμέμνων, ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας είναι απίστευτα άπληστοι και στο μυαλό τους έχουν ολοένα λουφέδες, λύτρα και δώρα, ενώ όλοι οι γειτονικοί λαοί, οι Πέρσες και οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες και οι Ρωμαίοι συμφωνούσαν ότι κάθε Έλληνας εξαγοράζεται. Το μοναδικό αντίθετο παράδειγμα είναι ο Αριστείδης, που με την ανιδιοτέλειά του έγινε αξιοπερίεργο θέαμα στην Ελλάδα και διασημότητα της παγκόσμιας ιστορίας. Αλλά και πάλι πρέπει ν' απαλύνουμε αυτή μας την κρίση. Οι Έλληνες όεν ήταν υλιστές, γιατί αντιμετώπιζαν ολόκληρη τη ζωή σαν παιχνίδι. Σ' αυτό το σημείο αξίζει να επεκταθούμε κάπως περισσότερο, γιατί είναι ο κυριότερος λόγος που μας αναγκάζει ν^ αναγνωρίσουμε ότι οι Έλληνες ήταν η κατ^ εξοχή μεγαλοφυία ανάμεσα στους λαούς. Στον προηγούμενο τόμο είδαμε ότι ένα βασικό γνώρισμα του αρχαίου Αιγύπτιου ήταν η παιχνιδιάρικη διάθεσή του* αλλά ο αρχαίος Αιγύπτιος έπαιζε σαν παιδί, ενώ ο αρχαίος Έλληνας σαν κοιλλιτέχνης. Η διαφορά του καλλιτέχνη από τους υπόλοιπους ανθρώπους είναι ότι δεν εξετάζει τα πράγματα αναζητώντας τη χρησιμότητά τους, αλλά την ουσία τους. Δεν ρωτάει: τι είναι για μένα, παρά τι είναι για τον εαυτό τους. Γι' αυτό μπορεί, και μάλιστα είναι αναπόφευκτο, ν' ανακαλύπτει συνεχώς καινούργια πράγματα. Ό,τι ονομάζουμε χρησιμότητα είναι αυτό που απαιτεί το είδος, το αιώνια απαράλλαχτο· το μυστικό όμως κάθε πλάσματος είναι η μοναδικότητά του. Ο «πρακτικός» άνθρωπος είναι καταδικασμένος να βλέπει σ' ολόκληρη τη ζωή του μονάχα αποσπάσματα της πραγματικότητας, που προάγουν τους σκοπούς του· ο καλλιτέχνης, αντίθετα, αντιμετωπίζει τον κόσμο σαν να ήταν ολότελα άχρηστος: γι' αυτό και μπορεί να τον συλλάβει στο σύνολό του. Αυτή την αλήθεια τη συμπύκνωσε ο νεαρός Σίλερ στα αθάνατα λόγια: «Ο άνθρωπος είναι γνήσιος άνθρωπος μόνον όταν παίζει.» Απ' αυτή τη σκοπιά, ο μύθος για λίγο-πολύ την αρχική της σημασία και σημαίνει τον χοντροκομμένο, άξεστο άνθρωπο. (Σ.τ.Μ.)
61
την απόφαση του Πάρι αποκτά βαθύτερο νόημα. Όπως ο Πάρις, έτσι και οι Έλληνες έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στα δώρα της Ήρας, της Αθηνάς και της Αφροδίτης. Αν ήθελαν, θα μπορούσαν ν' αποκτήσουν ενωμένοι την κυριαρχία πάνω σ' ολόκληρο τον κόσμο: ούτε η Καρχηδόνα ούτε η Περσία, οι δύο μοναδικοί σοβαροί αντίπαλοί τους, θα μπορούσαν να τους εμποδίσουν. Από την άλλη μεριά πάλι, αν εστίαζαν τις δυνάμεις τους στη γνώση του κόσμου, θα μπορούσαν, χάρη στη μεγαλειώδη ικανότητά τους για ενατένιση, να διεισδύσουν βαθιά στην ουσία των πραγμάτων και ν' αποκτήσουν την ανώτατη δυνατή σοφία. Αυτοί όμως έκαναν ό,τι και ο Πάρις, που προτίμησε την ομορφιά, και μάλιστα μόνο το φάντασμά της, γιατί η αληθινή Ελένη ήταν στην Αίγυπτο. Κι ωστόσο είναι πολύ πιθανό ότι είχαν δίκιο να προτιμούν αυτή την επίφαση της επίφασης από κάθε τι άλλο. Αυτό εννοούσε ο Νίτσε όταν έλεγε: ήταν ρηχοί γιατί ήταν βαθείς. Ο μεγαλοφυής βλέπει τον κόσμο σαν δραματική σύνθεση* αλλά κι αυτός ο ίδιος είναι μια δραματική σύνθεση. Οι αρχαίοι Έλληνες είναι το πλουσιότερο και υποδειγματικότερο, συναρπαστικότερο και φαντασμαγορικότερο θεατρικό θέαμα του κόσμου, και η οικουμένη είναι το αιώνιο και μεταβλητό, κριτικό και αφοσιωμένο κοινό τους. Ακριβώς ο πλούτος τους σ^ αντιθέσεις και αντιφάσεις χαρίζει στους Έλληνες μια μόνιμη αίγλη: είναι παράδοξοι όπως η ίδια η ζωή, σφαιρικοί και πλήρεις όπως οι αθάνατες θεατρικές μορφές, στις οποίες δεν υπάρχει τίποτα το μονόπλευρο ή παραφορτωμένο, άτονο ή χονδροειδές, αμυδρό ή παράταιρο, που να ενοχλεί το μάτι. Το πρώτο και ίσως μεγαλύτερο καλλιτεχνικό δημιούργημα των Ελλήνων είναι η γλώσσα τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη «βάρβαρος» σήμαινε αρχικά αυτόν που βγάζει άναρθρους ήχους: η λέξη μιμείται ηχητικά το κακόφωνο ρέκασμα των ξένων λαών, στους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες συγκατάλεγαν αρχικά όχι μόνο τους Αφρικανούς και τους Ασιάτες, αλλά και τους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους. Σιγά-σιγά η λέξη βάρβαρος έγινε απλώς πολιτιστική έννοια: όποιος μιλούσε και σκεφτόταν ελληνικά, δεν ήταν πια βάρβαρος. Αλλά, όπως είναι γνωστό, αυτό έκαναν σχεδόν όλοι οι κυρίαρχοι λαοί στα τέλη της αρχαιότητας: ειδικά οι Ρωμαίοι έγιναν κυριολεκτικά δίγλωσσος λαός. Στην αρχαιότητα, η ελληνική γλώσσα ήταν μια δύναμη πολύ μεγαλύτερη απ^ ό,τι η γαλλική τον δέκατο όγδοο αιώνα, γιατί δεν είχε δίπλα της, όπως τα γαλλικά, άλλες γλώσσες 62
και λογοτεχνίες που ν' αποτελούν ασθενέστερους μεν, αλλά εξελίξιμους αντίπαλους. Αυτό που πρώτα-πρώτα εξυψώνει τα ελληνικά πάνω απ' όλες τις άλλες γλώσσες (με την εξαίρεση ίσως της ιταλικής) είναι η μουσικότητά τους, συνέπεια του πλούτου τους σε εύηχα φωνήεντα και διφθόγγους και της σπανιότητας των σκληρών συνιζήσεων και απανωτών συμφώνων. Τη γραφή τους οι Έλληνες δεν την επινόησαν οι ίδιοι, παρά την ανέπτυξαν από τα σημάδια, με τα οποία οι βορειοσημιτικοί λαοί υποδήλωναν τα σύμφωνα, προσθέτοντας μόνο τα τέσσερα τελευταία ψηφία του αλφάβητου: το φ, το χ, το ψ και το ω· αλλά το μεγάλο τους κατόρθωμα ήταν ότι έδωσαν σ' ένα μέρος απ"* αυτά τα ψηφία τη σημασία φωνηέντων. Έτσι, η γραφή τους έγινε για πρώτη φορά πραγματικά έναρθρη και ξέφυγε από τη βαρβαρότητα της Ανατολής, της οποίας η γραφίδα απλώς τραύλιζε. Αυτό όμως δεν έγινε πριν απ' την αρχή του έβδομου προχριστιανικού αιώνα* όχι μόνον η μυκηναϊκή περίοδος, την οποία τραγούδησε ο Όμηρος, αλλά κρ^ι η κατά πολύ νεότερη αριστοκρατική κοινωνία, για λογαριασμό της οποίας τραγούδησε, ήταν ακόμα αναλφάβητες. Από τότε κι έπειτα όμως η γραφή διαδόθηκε αρκετά γοργά. Στην αρχή υττήρχαν, όπως φαίνεται, μόνο μνήμονες^ δηλαδή ειδικοί λειτουργοί που κατέγραφαν λογαριασμούς, αποδείξεις πληρωμής και συμβόλαια, αλλά γύρω στο 600 βρίσκονται ήδη παντού επιγραφές: σε αγγεία, ταφικά μνημεία, αναθήματα, ακόμα και σε ανδριάντες στο Αμπού Σιμπέλ της Νουβίας. Οι τελευταίες αυτές επιγραφές γράφτηκαν προφανώς από Έλληνες μισθοφόρους, που βέβαια δεν ανήκαν στην τη^ευματική αφρόκρεμα. Αλλά η ελληνική γραφή που χρησιμοποιείται στα σημερινά σχολεία είναι όψιμο προϊόν: ώς την αλεξανδρινή περίοδο ήταν σε αποκλειστική χρήση η μεγαλογράμματη γραφή. Όπως είναι γνωστό, το ελληνικό αλφάβητο έχει από δύο γράμματα για το Ε και το Ο: το έψιλον και το ήτα, το όμικρον και το ωμέγα. Το ήτα και το ωμέγα υποδήλωναν τον μακρό φθόγγο, αλλά αυτή δεν ήταν η κύρια σημασία τους, γιατί τότε οι Έλληνες θα είχαν επινοήσει ξεχωριστά ψηφία και για το μακρό α, ι και υ* κατά κύριο λόγο υποδήλωναν τον ανοιχτό φθόγγο. Η σαφής διάκριση ανάμεσα στα ανοιχτά και τα κλειστά φωνήεντα αποτελεί και στις σημερινές γλώσσες μια από τις κυριότερες δυσκολίες για τον αρχάριο. Στη γερμανική, τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα, το κλειστό e είναι μα63
κρό ή βραχύ, π.χ. στις λέξεις Tee, the, tela και Theater, theätre, teatro, ενώ το ανοιχτό e είναι μακρό: Ähre, air, era' αντίθετα, το βραχύ ανοιχτό e υπάρχει μόνο στα γαλλικά και τα ιταλικά {vertu, verticale) ενώ στα γερμανικά δεν υπάρχει ή υπάρχει μόνο σε μια απλώς συγγενική μορφή, δηλαδή ημίμακρο και όχι τόσο ανοιχτό, σε λέξεις όπως Werder, werben. Erbe, To μακρό κλειστό και το βραχύ ανοιχτό ο υπάρχει και στις τρεις γλώσσες: Rose, rose, rosa* Torte, tortue, torta' το βραχύ κλειστό ο λείπει κι από τις τρεις γλώσσες. Το μακρύ ανοιχτό ο είναι πολύ συχνό στις δυο ρωμανικές γλώσσες, π.χ. tort και toro, encore και ora* στη γερμανική γλώσσα, αντίθετα, είναι ένας ξένος φθόγγος. Η λέξη rosa, το τριαντάφυλλο, προφέρεται στα ιταλικά με ανοιχτό το ο, το ίδιο και στα ισπανικά, όπου όμως το s προφέρεται σ και όχι ζ. Η αγγλική γλώσσα έχει κι αυτή ένα ανοιχτό μακρό ο (Aor^e), αλλά η προφορά του κλίνει λίγο προς το a, όπως ταιριάζει στη γλώσσα του Άγγλου. Το ίδιο συμβαίνει και με το μακρό ανοιχτό ö, που στα γερμανικά είναι άγνωστο, αλλά είναι πολύ συνηθισμένο στα αγγλικά (girl, όπου επίσης τείνει κάπως προς το α), τα γαλλικά {coeur) και τα σουηδικά (/ογ, για, forr, πρωτύτερα). Τέτοιοι ακριβώς μακροί ανοιχτοί φθόγγοι ήταν το η και το ω. Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα είναι η προφορά του ζήτα. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν το πρόφεραν «τς», όπως οι Γερμανοί, αλλά είτε όπως οι Ιταλοί, δηλαδή «τζ» {zelo) είτε όπως οι Γάλλοι, δηλαδή «ζ» {zero). Είναι πολύ πιθανό ότι και οι δύο εκδοχές είναι σωστές, και συγκεκριμένα ότι στην αλεξανδρινή εποχή ήταν συνηθισμένη η πρώτη προφορά και αργότερα η δεύτερη. Αρχικά μάλιστα το ζήτα ήταν, καθώς φαίνεται, το σημάδι που υποδήλωνε το διπλό σύμφωνο σδ, πράγμα που συμπεραίνουμε από το γεγονός ότι τύποι όπως άθήναζε, θύραζε προήλθαν ολοφάνερα από τους άθήνασδε, θνρασδε και ότι στα ξένα ονόματα το sd μεταγράφεται με ζήτα (π.χ. το όνομα Auramazda γίνεται Ωρομάζης), Στην ελληνιστική περίοδο, το ψηφίο sain των σημιτικών ονομάτων, που είναι ένα απλό S, αποδιδόταν με το ζήτα, γι' αυτό κι εμείς σήμερα γράφουμε Γάζα, Ζαχαρίας κλπ. Αλλά για να σχηματίσουμε σωστή ιδέα για την ελληνική γλώσσα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι, ακόμα κι όταν η γραφή της είχε παγιωθεί από καιρό, εξακολουθούσε να είναι κατά κύριο λόγο μια ομιλούμενη γλώσσα. Πριν από τον πέμπτο αιώνα δεν υττήρχε καθό64
λου αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα. Τα λογοτεχνικά έργα γράφονταν αποκλειστικά για ακροατές και γι' αυτό οι συγγραφείς τους πρόσεχαν τον ρυθμό και την ηχητική αίσθηση σε βαθμό που εμείς σήμερα δεν μπορούμε πια να διανοηθούμε. Αλλά κι αργότερα αυτό δεν άλλαξε καθόλου, γιατί οι Έλληνες ήταν συνηθισμένοι να διαβάζουν φωναχτά. Αυτό το γεγονός δεν αναφέρεται ποτέ από τους αρχαίους συγγραφείς, γιατί ήταν πολύ αυτονόητο, αλλά αναφέρεται μια φορά ως αξιοπερίεργο το αντίθετο: ο Αυγουστίνος διηγείται στις «Εξομολογήσεις» του ότι είχε παρατηρήσει συχνά τον δάσκαλό του Αμβρόσιο ν' αφήνει τα μάτια του να γλιστρούν πάνω στις αράδες, «αλλά η φωνή και η γλώσσα του ησύχαζαν», και η μόνη εξήγηση που βρίσκει γι' αυτή την ανωμαλία είναι ότι ο Αμβρόσιος ήθελε ν' αποφύγει τις ερωτήσεις των επισκεπτών γύρω από το νόημα κάποιου σκοτεινού εδάφιου ή ότι απλώς ήθελε να ξεκουράσει τα φωνητικά του όργανα. Οι πλούσιοι είχαν ειδικούς ακριβοπληρωμένους δούλους για να τους διαβάζουν τα διάφορα κείμενα. Επίσης, οι αρχαίοι έγραφαν πάντα μεγαλόφωνα. Αν είχε διατηρηθεί αυτή η συνήθεια, τότε μεγάλα τμήματα της σύγχρονης βιβλιογραφίας, ιδιαίτερα της επιστημονικής, δεν θα είχαν γίνει ποτέ βιβλία. 'Οχι μόνον ο ρυθμός και η μελωδία είχαν μια σημασία που σήμερα το πολύ πολύ να διατηρείται στη λυρική ποίηση, παρά έπρεπε ακόμα να προσέχει κανείς την αμεσότητα και το εύληπτο της έκφρασης, σε βαθμό που σήμερα απαιτείται μόνον από τον θεατρογράφο. Γι' αυτό, στην ελληνική γλώσσα υπάρχει μόνο «λαϊκή» λΌγοτεχνία, που συνδυάζει τη ζωντάνια και τη ροή του προφορικού λόγου με την ακρίβεια και τη συνοπτικότητα του γραπτού, τη χαριτωμένη παραστατικότητα με την εννοιολογική λεπτότητα και τη μεγαλοπρέπεια με τη σαφήνεια. Ο Ερνέστος Κούρτιος λέει στην «Ελληνική Ιστορία» του: «Ολόκληρη η γλώσσα μοιάζει με το σώμα ενός καλογυμνασμένου παλαιστή, όπου κάθε μυς είναι αναπτυγμένος έτσι ώστε ν' αποδίδει το άριστο.» Έτσι, για παράδειγμα, τα μόρια, που σε καμιά άλλη γλώσσα δεν υπάρχουν σε τέτοιο πλούτο και ποικιλία, είναι πράγματι οι αρθρώσεις του γλωσσικού σώματος, που του δίνουν αξιοθαύμαστη ευλυγισία και ελαστικότητα. Επιτρέποντας στον ομιλητή ν' απαλύνει και να τονίζει, να σκορπάει φώτα, σκιές και αποχρώσεις, χρησιμεύουν με ανυπέρβλητο τρόπο στη δραματοποίηση της γλώσσας, έτσι ώστε είναι ζήτημα αν υπάρχουν καθόλου «ελληνικά του
χαρτιού»· ο εξαίρετος παιδαγωγός Πάουλ Κάουερ αποκαλεί εύστοχα την ελληνική γλώσσα «φθογγοποιημένες χειρονομίες». Με τη γερμανική γλώσσα η ελληνική μοιράζεται το προσόν ότι έχει και τα τρία οριστικά άρθρα, ενώ ο εντελώς απρόσωπος Ρωμαίος δεν έχει κανένα και ο ασεξουαλικός Άγγλος μόνον ένα. Αντίθετα, της λείπει το αόριστο άρθρο, πράγμα που ίσως να οφείλεται στην αντιπάθεια του Έλληνα για κάθε τι που δεν έχει σαφές περίγραμμα. Από τις παλιές ινδογερμανικές πτώσεις, η ελληνική γλώσσα έχει χάσει την αφαιρετική και την οργανική, από την τοπική έχουν μείνει μόνον ορισμένα ίχνη (Ίσθμοι, Μαραθώνι, Σαλαμινι), ενώ οι άλλες πτώσεις έχουν πλούσια ανάπτυξη. Ας συγκρίνουμε με τα ελληνικά τις ρωμανικές γλώσσες, που έχουν μόνο μία πτώση, αφού η αιτιατική είναι ίδια με την ονομαστική, ενώ η γενική και η δοτική σχηματίζονται περιφραστικά με προθέσεις που προέρχονται από τις λατινικές de και ad. Είναι πασίγνωστο με πόση ανεπανάληπτη λεπταισθησία, κι ωστόσο πάντα με σαφήνεια και συνοπτικότητα, μπορεί η ελληνική γλώσσα να εκφράσει, χάρη στα γένη, τους χρόνους και τις εγκλίσεις των ρημάτων της, τις αποχρώσεις του ενδεχόμενου και. του αναγκαίου, του ευκταίου και του αμοιβαίου, του στιγμιαίου και του διαρκούς, του χρονικά κοντινού και μακρινού. Ένα μεγάλο πλεονέκτημα είναι επίσης η ελευθερία στη σύνταξη (που είναι δυνατή χάρη στις σαφείς και μονοσήμαντες καταλήξεις) και στον σχηματισμό συνοπτικών προτάσεων (όπως η απαρεμφατική, η μετοχική, της απόλυτης γενικής και της απόλυτης αιτιατικής). Το εκπληκτικότερο όμως γνώρισμα της ελληνικής γλώσσας είναι η γλωσσοπλαστική της ικανότητα, που με τις χιλιάδες παράγωγα και σύνθετες λέξεις δίνει στον ομιλητή έναν ανεξάντλητο γλωσσικό θησαυρό: επιτρέπει στον ομιλητή να παρακολουθήσει μια βασική έννοια σ^ όλες τις διακλαδώσεις της και ν' αποδίδει με μια και μόνο λέξη εννοιολογικές συναρτήσεις που σε άλλες γλώσσες χρειάζονται μια ολόκληρη πρόταση για να εκφρασθούν. Αυτή την κινητικότητα, που λείπει ολότελα από τα λατινικά και τις θυγατρικές τους γλώσσες, την έχει, εκτός από την ελληνική, μόνον η γερμανική γλώσσα, αλλά οι γερμανικές μορφές δεν είναι τόσο εύηχες ούτε τόσο εύχρηστες και πλαστικές όσο οι ελληνικές. Από το ρήμα βονλενω (=συσκέπτομαι) ο Έλληνας παράγει τις λέξεις βουλή, βούλευμα, βουλευτήριον, βουλευτήρως, βουλευτής, βουλευτικός, βουλήεις (=γνωστικός, συνετός), βουλφόρος, βούλαρ66
χος κι ένα σωρό άλλες συνθέσεις, που μπορούν να πολλαπλασιασθούν ανάλογα με τις ανάγκες του λόγου. Η θέτις, η μητέρα του Αχιλλέα, αυτοαποκαλείται δυσαριστοτόκεια: αυτή που για συμφορά της γέννησε τον άριστο («πικρολεβεντομάνα»)· καμιά άλλη γλώσσα δεν θα μπορούσε να εκφράσει μονολεκτικά μια τέτοια έννοια, μόνο στα γερμανικά θα μπορούσε να υπάρξει η αντίστοιχη λέξη UnglücksHeldenmutter, που όμως δεν ακούγεται όμορφα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο που οι επιστήμες χρησιμοποιούν ανέκαθεν ελληνικές εκφράσεις, και με ιδιαίτερη προτίμηση μάλιστα οι λεγόμενες «θετικές» επιστήμες: η φυσική και η χημεία, η ζωολογία και η βοτανική, η τεχνολογία και η ιατρική, που δεν μπορούν βέβαια να κατηγορηθούν για «ελληνομανία», όπως οι ανθρωπιστικές επιστήμες. Εξάλλου, σε μια γλώσσα που μπορεί με τόση ευκολία να συνδυάζει τις έννοιες, να τους δίνει αποχρώσεις, να τις τροποποιεί, είναι σχεδόν αδύνατο να μη φιλοσοφήσει κανείς* κι εδώ πάλι την ελληνική γλώσσα δεν τη φτάνει καμιά άλλη παρά μόνον η γερμανική. Μπορούμε να πούμε ότι οι ιδέες του Πλάτωνα ενυπήρχαν ήδη στην ελληνική γλώσσα, όπως οι σκέψεις του μαστρο-Έκχαρτ στη γερμανική. Ο περιττός, αλλά μεγαλοπρεπής δυικός εξαφανίζεται ήδη στην ελληνιστική περίοδο, και η γλώσσα που μιλιόταν στα τέλη της αρχαιότητας πλησιάζει ήδη στη νεοελληνική, που κι αυτή δεν έχει πια δοτική και από τις εγκλίσεις έχει κρατήσει μόνο την οριστική και την προστακτική. Ο Νεοέλληνας προφέρει το η, το υ, το ει και το οι ως i, το αι ως e, το φ (που στα αρχαία ελληνικά προφερόταν p+h) ως ένα φθόγγο, το χ (στα αρχαία ελληνικά k+h) επίσης ως ένα φθόγγο, που πριν από το e και το ί είναι ουρανισκικός και στις άλλες περιπτώσεις λαρυγγικός, το ρ με την άκρη της γλώσσας, όπως και σε πολλές άλλες σύγχρονες γλώσσες (ιδιαίτερα στα ισπανικά), το δ και το θ όπως το μαλακό και το σκληρό αγγλικό th αντίστοιχα, το β ως w. Ακόμα και το υ γίνεται w στους διφθόγγους (αυ, ευ), γι' αυτό κι εμείς λέμε Evangelium κι όχι Euangelium. Αυτό το ψηφίο ήταν αρχικά ένα U, και οι δίφθογγοι προφέρονταν a+u, e+u. Μεταβατικές μορφές ανάμεσα στο u και το w υπάρχουν και σ' άλλες γλώσσες: στα λατινικά το U και το ν είναι ισοδύναμα* το αιγυπτιακό w γίνεται συχνά u στα κοπτικά, ιδιαίτερα στους διφθόγγους· το αγγλικό w προφέρεται σχεδόν u. Ξέσπασε έτσι μια μεγάλη διαμάχη γύρω από το αν οι αρχαίοι 67
Έλληνες, τουλάχιστον από την κλασική περίοδο κι έπειτα, δεν μιλούσαν ολόιδια με τους σημερινούς. Η διαμάχη αυτή ξεκινάει από την εποχή της Μεταρρύθμισης. Η γνώση της ελληνικής γλώσσας έφτασε στη Δύση με Βυζαντινούς λόγιους, που φυσικά έφεραν μαζί τους τη δική τους, δηλαδή τη νεοελληνική προφορά. Σ' αυτή την εκδοχή εναντιώθηκε ο φωστήρας του αιώνα, ο ξακουσμένος Έρασμος από το Ρότερνταμ, με μια πραγματεία που είχε τίτλο «De recta Latini Graecique sermonis pronunciatione» («Για τη σωστή προφορά της λατινικής και της ελληνικής γλώσσας»), και που, κατά τη συνήθεια της εποχής εκείνης, είχε τη μορφή διαλόγου: η αρκούδα και το λιοντάρι λογομαχούν γύρω από τη σωστή προφορά των αρχαίων. Η βασική σκέψη του Έρασμου, απλή και εύλογη, ήταν ότι αν οι αρχαίοι Έλληνες πρόφεραν το ι, το η, το υ, το ει, το οι και το υι με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή i, τότε δεν είχαν λόγο να καθιερώσουν χωριστά ψηφία γι' αυτόν τον φθόγγο. Αλλά ο Έρασμος, που ακόμα και στους κατά πολύ σημαντικότερους αγώνες για την πίστη και την ελευθερία ήταν ένα δυνατό τινεύμα σ' αδύνατη σάρκα, χώριζε καιροσκοπικά τη θεωρία από την πράξη, κι έτσι διατήρησε ο ίδιος την παραδοσιακή προφορά. Μερικοί Άγγλοι λόγιοι αγωνίσθηκαν ενεργητικότερα για την καινούργια άποψη· εναντίον τους όμως στράφηκε ο επίσκοπος Γκάρντινερ, που, ως πρύτανης του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ, έβγαλε ένα διάταγμα όπου απειλούσε τους καθηγητές με απομάκρυνση από τη σύγκλητο, τους φοιτητές με αποβολή και τους μαθητές με κατ' οίκον σωφρονισμό, αν τολμούσαν να κάνουν διάκριση στην προφορά ανάμεσα στο αι και το ε ή ανάμεσα στο οι και το ι. Ο επίσκοπος Γκάρντινερ υπήρξε και σ' αυτό το ζήτημα συνεπής με τη γενική στάση του, γιατί ήταν ένας από τους φανατικότερους αιρετικοφάγους της Ιστορίας. 'Οταν κάποιος είναι φοβιτσιάρης ή φανατικός, το δείχνει ακόμα και στην προφορά. Οι οπαδοί της νεοελληνικής προφοράς ονομάζονταν ιωτακιστές ή (από τον θεμελιωτή των ελληνικών σπουδών στη Γερμανία) ροϋχλινιανοί, σ"* αντίθεση με τους ητακιστές ή ερασμιακούς, που όμως βγήκαν νικητές, γιατί σχεδόν όλοι οι σημαντικοί φιλόλογοι τάχτηκαν με το μέρος τους. Σήμερα πια μόνον οι ίδιοι οι Νεοέλληνες είναι ιωτακιστές, για λόγους που δεν έχουν τόσο σχέση με την επιστήμη όσο με την εκπαιδευτική πολιτικής αφού έτσι τονίζεται η συνέχεια ανάμεσα στο παρόν και το ένδοξο παρελθόν. Τπέρ του ητακισμού συνηγο68
ρε(, εκτός από μια σειρά ειδικά επιχειρήματα, η ίδια η κοινή λογική. Είναι στη φύση κάθε γλώσσας ν' αλλάζει συνεχώς, γι' αυτό και δεν είναι δυνατόν οι Έλληνες να μιλάνε σήμερα όπως ακριβώς μιλούσαν πριν από δυο χιλιάδες χρόνια. Άλλωστε, κάθε λαός γράφει αρχικά όπως ακριβώς μιλάει· και αν μιλάει διαφορετικά απ' ό,τι γράφει, αυτό σημαίνει ότι κάποτε μιλούσε διαφορετικά. Αν ο Γάλλος γράφει Corps, αυτό συμβαίνει επειδή οι πρόγονοι του έλεγαν corpus, και γράφει moi γιατί ώς τα τέλη του Μεσαίωνα έλεγε «moj». Έστω και μόνο το γεγονός ότι σε μια κωμωδία του Κρατίνου ο ήχος των προβάτων αποδίδεται ως «βή βή», πράγμα που αντιστοιχεί ακριβώς στο δικό μας «μπε μπε», αποδείχνει ότι το δίκιο είναι με τη μεριά των ητακιστών. Ένας ροϋχλινιανός αντέταξε σ' αυτό το επιχείρημα την ευτράπελη, αλλά εντελώς ανούσια αντίρρηση ότι τα πρόβατα δεν είναι αρμόδια να κρίνουν τα γλωσσικά ζητήματα. Στην πραγματικότητα όμως είναι και παραείναι, γιατί αν, όπως πρέπει μάλλον να υποθέσουμε, εκφράζονταν εκείνο τον καιρό με τον ίδιο τρόπο όπως σήμερα, τότε ο τρόπος που αποδίδει ο Κρατίνος τη φωνή τους μαρτυρεί αδιάσειστα ότι τα πρόβατα και όλοι οι άλλοι Αθηναίοι ήταν ερασμιακοί. Σύμφωνα με τους ιωτακιστές τα πρόβατα θα έπρεπε να έλεγαΰ «wi wi». Αλλά δεν πρέπει να πιστέψει κανείς ότι η ερασμιακή προφορά μας δίνει μια έστω και κατά προσέγγιση πιστή εικόνα της αρχαίας ελληνικής, Ο Φρίντριχ Μπλας λέει πολύ εύστοχα: «Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι αν αναστηνόταν ένας αρχαίος Αθηναίος κι άκουγε έναν από εμάς να μιλάει ελληνικά, σύμφωνα με όλα τα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας και με το ωραιότερο, το πιο εξασκημένο όργανο, θα έβρισκε την προφορά αποκρουστικά βάρβαρη. Αν όμως άκουγε ένα Νεοέλληνα, μάλλον δεν θ' αγανακτούσε τόσο, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι δεν θα καταλάβαινε ότι αυτή είναι η γλώσσα του.» Όλοι οι σημερινοί λαοί μιλούν τα ελληνικά αλλιώτικα, δηλαδή προσαρμοσμένα στη δική τους γλώσσα (μόνο που τις περισσότερες φορές δεν το συνειδητοποιούν), και όλοι τα μιλούν λάθος. Γι' αυτό δεν έχει και τόση σημασία αν αποδίδουμε τα ελληνικά κύρια ονόματα «σωστά» ή εκλατινισμένα ή ακόμα και εκγαλλισμένα. Ένα παράξενο φαινόμενο είναι ότι ποτέ δεν υττήρξε μια ενιαία ελληνική γλώσσα, παρά τέσσερις μεγάλες διάλεκτοι που συνυπήρχαν η μια πλάι στην άλλη: η ιωνική, η δωρική, η αιολική και η αττική. 69
Στα ιωνικά έγραψαν ο Όμηρος και ο Ησίοδος, οι ελεγειακοί ποιητές και οι ιαμβογράφοι, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος, ο Ιπποκράτης και οι μαθητές του. Στα δωρικά έγραψαν ο Επίχαρμος, οι Πυθαγόρειοι και όλοι οι λυρικοί ποιητές, με κορυφαίο τον Πίνδαρο. Η αιολική διάλεκτος βρήκε τους κύριους εκπροσώπους της στη Σαπφώ και τον Αλκαίο, η αττική στον Αριστοφάνη, τον Πλάτωνα, τους ρήτορες, τους τραγωδούς. Σ' αυτούς τους τελευταίους ο διάλογος ήταν γραμμένος στην αττική διάλεκτο, ενώ τα χορικά σε δωρική ή έντονα δωρίζουσα διάλεκτο. Η διάλεκτος δεν είχε καμιά σχέση με την καταγωγή του συγγραφέα· η επιλογή της καθοριζόταν μόνον από αισθητικές σκοπιμότητες και από την παράδοση, θ α ήταν π.χ. αδιανόητο να γράψει κάποιος ένα έπος σε άλλη διάλεκτο εκτός από την ιωνική. Από την άλλη πλευρά, όμως, ακριβώς χάρη στο έπος οι Έλληνες απόκτησαν ένα είδος κοινής γλώσσας. Γιατί ο Όμηρος ήταν κάτι σαν ελληνική Βουλγκάτα. «Σ^ αυτόν τον ποιητή», λέει ο Πλάτων», «οφείλει η Ελλάδα τη μόρφωσή της.» Η Ιλιάδα έχει ονομασθεί καθρέφτης της ιπποτικής ζωής, αλλά σε εξίσου μεγάλο βαθμό είναι και καθρέφτης της λαϊκής ζωής, του κόσμου ολόκληρου* η Οδύσσεια είναι ένα από εκείνα τα σπάνια παραμύθια που περικλείουν μέσα τους όλα τα ανθρώπινα. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Όμηρος συμβολίζει κάθε τι το ελληνικό. Με τον Όμηρο η πλαστική ικανότητα των Ελλήνων φτάνει, στην αρχή κιόλας της ιστορίας τους, στο απόγειό της. Ο Όμηρος είναι πάνω απ^ όλα ένας ανυπέρβλητος πλαστουργός: αυτή η ιδιότητα χαρακτηρίζει το μαρμάρινο μεγαλείο και την ψυχρότητά του, τα λιγοστά και αδρά, αλλά λαμπερά χρώματά του, τη σύνθεσή του, που συνήθως ξέρει μονάχα ατομικές μορφές και, όπου οι μορφές αυτές σχηματίζουν ομάδες, τις διατάσσει γραμμικά και συμμετρικά: σε αετώματα, ζώνες και ορόφους. Αυτή χαρακτηρίζει ακόμα και τις παρομοιώσεις του, που πλαισιώνουν και συνοδεύουν το ανάγλυφο σαν εμβλήματα ή σαν περιοδικά επαναλαμβανόμενα ποικίλματα. Τοπίο, καιρικές συνθήκες, εποχή του χρόνου — όλα όσα ανήκουν στην «ατμόσφαιρα» απουσιάζουν* γιατί αυτά τα πράγματα βρίσκονται έξω από τις δυνατότητες της γλυπτικής. Όλα έχουν σαφές περίγραμμα, όλα είναι μονοσήμαντα, όλα είναι Gestalt* ενώ αντίθετα η χριστιανική ποίηση (και όλη η σύγχρονη ποίηση είναι χριστιανική) βλέπει τον άνθρωπο ως κάτι το άμορφο και άπειρο. Οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα είναι εικόνες, οι περιπλανήσεις του Φάουστ 70
σύμβολα· στην Ιλιάδα ακόμα και τα πιο απίθανα πράγματα είναι πραγματικά, στην «Αγριόπαπια» ακόμα και τα πιο καθημερινά πράγματα είναι θρύλος. Οι ομηρικοί ήρωες έχουν από φυσικού τους γιγάντιες διαστάσεις. Η απίστευτη σωματική τους δύναμη και γρηγοράδα δεν τους κάνει μυθικά πλάσματα, και η τερατώδης όρεξή τους για δόξα ^ι εκδίκηση, αίμα και ψητό κοψίδι δεν τους δίνει τίποτα το παθολογικό. Αυτή τη στρογγυλεμένη περιγραφή του κόσμου την ενισχύει το εξάμετρο με τη μεγαλοπρεπή ροή του και τη λαγαρή διάρθρωσή του, καθώς και η τυποποίηση των αποστροφών και των επιθέτων, που δεν είναι ούτε αποστεωμένες εκδηλώσεις μιας τυφλής παραδοσιοκρατίας ούτε τυφλοσούρτες για να βοηθούν τη μνήμη των ακροατών και των αοιδών, όπως έχει υποτεθεί, παρά είναι εκφράσεις μιας απόλυτα συγκεκριμένης θέλησης του καλλιτέχνη. Όταν ο προσευχόμενος σηκώνει μέρα μεσημέρι τα χέρια του στον «έναστρο ουρανό» και η Ναυσικά πηγαίνει για πλύσιμο τα «αστραφτερά φορέματά» της, οι αρχαίοι Έλληνες σίγουρα είχαν προσέξει αυτές τις «αντιφάσεις» χωρίς να τους ξενίζουν ιδιαίτερα. Σ** ένα κόσμο λουσμένο στην πραγματικότητα, τα φορέματα είναι πάντα αστραφτερά και τα αιώνια άστρα φαίνονται αδιάκοπα. Τον έβδομο αιώνα ο Όμηρος είχε φτάσει κιόλας στο αποκορύφωμα της φήμης του, που κράτησε μια ολόκληρη χιλιετία* από τον έκτο αιώνα κι έπειτα ολόκληρο το έργο του απαγγελλόταν επίσημα κάθε τέσσερα χρόνια στα Παναθήναια* από τον πέμπτο αιώνα κι ύστερα ήταν σχολικό εγχειρίδιο, από το οποίο τα παιδιά μάθαιναν θρησκευτικά και ιστορία, και ήταν στα στόματα όλων ως εγκόλπιο γνωμικών (ακόμα και για να παρωδήσει κανείς κάτι)· τον χρησιμοποιούσαν ακόμα και ως χρησμοδότη, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη Βίβλο, ενώ στην υστεροελληνική εποχή η αξία που έδιναν σε κάθε του λέξη γέννησε την επιστήμη της φιλολογίας. Με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια συνδέονταν οι «Κύκλιοι ποιητές», που ονομάζονταν έτσι γιατί πραγματεύονταν ολόκληρο τον κύκλο των μύθων που πλαισίωναν τα δύο ομηρικά έττη: την αφορμή του πολέμου, τις μάχες του Αχιλλέα με την Αμαζόνα Πενθεσίλεια, την κατάκτηση του Ίλιου, τις τύχες των Ατρειδών μετά την επιστροφή τους στήν πατρίδα και πολλά άλλα. Για τους Κύκλιους μαθαίνουμε μονάχα από την αποσπασματική «Χρηστομάθεια» του Πρόκλου, πεζογράφημα ενός μεταχρι71
στιανικού Έλληνα γραμματολόγου, στην εποχή του οποίου οι ποιητές αυτοί διαβάζονταν ακόμα πολύ, αλλά, όπως λέει ο ίδιος ο Πρόκλος, λιγότερο για την ποιητική τους αξία και περισσότερο για το πλούσιο μυθολογικό υλικό τους. Και πράγματι, γλύπτες και αγγειογράφοι, λυρικοί και τραγικοί ποιητές εμττνεύσθηκαν πολύ απ' αυτούς, ενώ τα καλλιτεχνικά τους προσόντα θεωρούνταν ομόφωνα απ' όλους τους αρχαίους κριτικούς ως αρκετά χαμηλά. Πενιχρά αποσπάσματα έχουν σωθεί και από το κωμικό έπος «Μαργίτης», που πρέπει να είναι πολύ παλιό, γιατί ο Αρχίλοχος, που έζησε γύρω στο 650, δανείσθηκε απ' αυτό ένα στίχο, και δεν μπορεί να ήταν ασήμαντο, γιατί επί αιώνες συγγραφέας του θεωρούνταν ο Όμηρος. Ο ήρωάς του είναι ένας μπουνταλάς από πλούσια οικογένεια που κάνει όλο γκάφες κι ακόμα και τη νύχτα του γάμου του δεν ξέρει πώς να φερθεί στη γυναίκα του: «πολλά πράγματα καταλάβαινε, αλλά όλα τα καταλάβαινε ανάποδα.» Από πολύ νεότερη εποχή, ίσως από το πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα, προέρχεται η «Βατραχομυομαχία», μια παρωδία της Ιλιάδας, από την οποία έχουν σωθεί τριακόσιοι στίχοι, αν και σε πολύ παρεφθαρμένη μορφή. Τα ποντίκια, με επικεφαλής τον βασιλιά τους Ψιχάρπαγα, αποφασίζουν να κάνουν πόλεμο με τα βατράχια και στέλνουν τον κήρυκά τους Εμβασίχυτρο να τους το αναγγείλει. Τα βατράχια, με περικεφαλαίες από κελύφη σαλιγκαριών και δόρατα από μυτερά βούρλα, νικιούνται από τα ποντίκια, που φορούν περικεφαλαίες από καρυδότσουφλα και θώρακες από φασόλια. Η Αθηνά, αγανακτισμένη με τα ποντίκια γιατί ροκάνισαν τον πέπλο της, αλλά και με τα βατράχια γιατί την ενοχλούν όταν κοιμάται, πείθει τους θεούς να μείνουν ουδέτεροι. Στο τέλος όμως οι θεοί στέλνουν τα καβούρια για να δώσουν λύση. Η αφήγηση είναι διασκεδαστική, κυρίως επειδή καταφέρνει να σατιρίσει πετυχημένα το ομηρικό πάθος και το επικό ύφος. Σ' ολόκληρη την αρχαιότητα η ύπαρξη του Όμηρου δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Στην πιο αξιόπιστη πηγή, το ψευδοηροδότειο «Ομήρου βίος», αναφέρεται ότι η γενέτειρα του ποιητή ήταν η Σμύρνη· αλλά και στο σύγγραμμα για τον Όμηρο που αποδίδεται στον Πλούταρχο, καθώς και στο ποίημα για τη μονομαχία ανάμεσα στον Όμηρο και τον Ησίοδο, η Σμύρνη βρίσκεται στην πρώτη θέση. Όπως είναι γνωστό, εφτά πόλεις λέγεται ότι έριζαν για την καταγωγή του Ομήρου· στην πραγματικότητα όμως ήταν ακόμα περισσότερες. Αλ72
λά φαίνεται ότι οι αξιώσεις της Σμύρνης είναι δικαιολογημένες. Γύρω στο 500 π.Χ. οι ραψωδοί αυτοαποκαλούνται Ομηρίδες και θεωρούν ότι όλα τα έπη του κύκλου που απαγγέλλουν είναι ομηρικά. Αλλά από το δεύτερο μισό του αιώνα αρχίζει να σαλεύει η κριτική και ν' αμφισβητεί όλα τα άλλα έπη εκτός από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Μια κάποια υφολογική διαφορά, που αναντίρρητα υπάρχει ανάμεσα σ"" αυτά τα δύο έργα, εξηγήθηκε με την υπόθεση ότι το ένα το έγραψε ο ποιητής στα νιάτα του, ενώ το άλλο στα γεράματά του. Η Ιλιάδα συγκρίθηκε με την εκτυφλωτική λάμψη του μεσημεριανού ήλιου, η Οδύσσεια με το απαλό φέγγος του δειλινού. Αλλά από τότε κιόλας υπήρχε μια μειοψηφία από λόγιους που απέδιδαν το όψιμο έργο σ^ έναν άλλο ποιητή και γι' αυτό ονομάσθηκαν «χωρίζοντες»· όμως το κύρος του Αρίσταρχου από τη Σαμοθράκη, ενός από τους σημαντικότερους αλεξανδρινούς γραμματολόγους, τους αποστόμωσε, κι έτσι στα τέλη της αρχαιότητας η θεωρία τους δεν συζητιόταν πια παρά μόνο σαν αστείο. Νά όμως που αυτή ακριβώς η εκδοχή επικράτησε στη νεότερη εποχή και υποστηρίζεται ακόμα και σήμερα από πολλούς φιλόλογους. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που πάνε ακόμα μακρύτερα και αρνούνται γενικά την ενότητα των ομηρικών επών. Ο πρώτος που το έκανε αυτό ήταν ο αβάς Φρανσουά Εντλίν ντ' Ωμπινιάκ στο έργο του «Πραγματεία γύρω από την Ιλιάδα», που δημοσιεύθηκε το 1715, τον ίδιο χρόνο με την περίφημη μετάφραση του Όμηρου από τον Πόουπ. Η θέση του ντ' Ωμπινιάκ ξαναδιατυπώθηκε ογδόντα χρόνια αργότερα από τον πολύ ευυπόληπτο γλωσσολόγο Φρίντριχ Άουγκουστ Βολφ, τον θεμελιωτή της ιστορικής έρευνας της ελληνικής λογοτεχνίας. Το κύριο επιχείρημά του ήταν ότι, όπως πιστοποιεί ολόκληρη η αρχαιότητα, ο Πεισίστρατος ήταν εκείνος που πρώτος διέταξε να συγκεντρωθούν και να καταγραφούν τα ομηρικά έπη. Αυτό όμως ούτε πιστοποιείται απ' όλες τις ττηγές ούτε μπορεί να έγινε για πρώτη φορά από τον Πεισίστρατο. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι η πληροφορία αυτή είναι σωστή, το πιθανότερο είναι ότι ο Πεισίστρατος διέταξε να μπει τάξη και να παγιωθούν γραπτά τα διάφορα άσματα που, εξαιτίας της μεμονωμένης απαγγελίας τους από διάφορους αοιδούς, είχαν σκορπιστεί. Το καλλιτεχνικό ένστικτο του Σίλερ χαρακτηρίζει ανενδοίαστα αυτή την υπόθεση «κυριολεκτικά βάρβαρη», ενώ ο Γκαίτε, αφού τη δέχτηκε αρχικά, την αποκήρυξε ως «υποκειμενική κοτσάνα». Άλλωστε, ο ίδιος ο Βολφ δεν ήταν και τόσο σί73
γουρος για τη θεωρία του, γιατί παραδεχόταν ότι η Ιλιάδα μπορεί να είχε γραφτεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της από ένα και μοναδικό ποιητή και ότι ο ίδιος μπορούσε μια χαρά να τη διαβάσει ως ενιαίο όλο, αν άφηνε κατά μέρος τις επιστημονικές αμφιβολίες του. Ωστόσο η θεωρία του Βολφ κίνησε αμέσως μεγάλη προσοχή και άντεξε πολύ στον χρόνο, με τη μορφή διαφόρων παραλλαγών. Οι σημαντικότερες απ' αυτές τις παραλλαγές είναι οι ακόλουθες: Η «υπόθεση της επέκτασης» δέχεται ότι υπήρχε ένας αρχικός πυρήνας με μέτρια έκταση και ότι, με συνεχείς προσθήκες, αυτός ο πυρήνας διογκώθηκε, ώσπου απόκτησε την τελική μορφή του. Είναι γνωστό ότι οι ζωικοί και φυτικοί οργανισμοί αυξάνουν με την αφομοίωση, την προσθήκη δηλαδή νέων συστατικών στα ήδη υπάρχοντα* αλλά προκειμένου για τον οργανισμό ενός λογοτεχνικού έργου η αντίληψη αυτή είναι παράλογη. Η «θεωρία των δημωδών ασμάτων», που θεμελιώθηκε από τον Καρλ Λάχμαν, βλέπει ουσιαστικά τις επικές δημιουργίες των αρχαίων Ελλήνων με τα μάτια του ράφτη, γιατί θεωρεί ότι τα έπη αυτά φτιάχτηκαν χάρη στη συρραφή διαφόρων κομματιών, που το έμπειρο μάτι μπορεί να τα χωρίσει πάλι. Η «θεωρία των Ομηριδών» υποστηρίζει ότι υπήρχε στη Χίο ένα γένος τραγουδιστών που είχε πάρει τ' όνομά του από κάποιον θρυλικό γενάρχη: σ' αυτόν τον γενάρχη αποδίδονταν τα έπη, που στην πραγματικότητα οφείλονταν στη συντεχνιακή μαστοριά των απογόνων του. Μια τέτοια συνεταιρική παραγωγή, που χαρακτηρίζεται από όλο και μεγαλύτερη τεχνική αρτιότητα, είναι κάτι απόλυτα συνηθισμένο στους τενεκετζήδες και τους υφαντές, καθώς και τους διάφορους κλάδους της βιομηχανοποιημένης τέχνης, αλλά αδιανόητη σε καλλιτεχνήματα ανωτάτου επιπέδου. Όλες αυτές οι θεωρητικές κατασκευές προέρχονται από άτομα που συνδυάζουν την ευρυμάθεια και την επιστημοσύνη με την τέλεια άγνοια στα θέματα της ποίησης. Όποιος διαβάζει την Ιλιάδα και την Οδύσσεια αυθόρμητα, επομένως μη φιλολογικά, παρατηρεί αμέσως ότι είναι συνθεμένη. Η σκέψη να συμπυκνωθούν με τέτοια δραματικότητα η δεκαετία της πολιορκίας και η δεκαετία των περιπλανήσεων του Οδυσσέα και να συγκεντρωθούν γύρω από ένα πυρήνα: στη μια περίπτωση την οργή του Αχιλλέα, στην άλλη την αφήγηση του Οδυσσέα, δεν μπορεί παρά να οφείλεται σ' ένα μεγάλο καλλιτέχνη. Πρέπει μάλιστα να παρατηρήσουμε ότι πολύ λίγα είναι τα αφηγηματικά λογοτεχνήματα που έ74
χουν τόσο αυστηρή και ενιαία δομή: στα μεγάλα μυθιστορήματα της εποχής μας αυτή η διάρθρωση δεν πετυχαίνεται ποτέ (και είναι πολύ πιθανό ότι ούτε καν επιδιώκεται, γιατί, όπως είπαμε, η χριστιανική μορφή τέχνης διαφέρει από την ελληνική)· οπωσδήποτε, η θεωρία των δημωδών ασμάτων (ή μάλλον, σ** αυτή την περίπτωση, η «θεωρία της νουβέλας») θα μπορούσε να εφαρμοσθεί ευκολότερα στον Γκαίτε και τον Γκότφριντ Κέλερ παρά στον Όμηρο. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι όλοι οι στίχοι των δύο επών είναι δημιουργήματα του Όμηρου. Απεναντίας: όχι μόνον οι πολλές τυποποιημένες εκφράσεις, που σίγουρα αποτελούσαν παράδοση ήδη πριν από τον Όμηρο, αλλά και πολυάριθμα μοτίβα, επεισόδια, καλολογικά στοιχεία, πορτρέτα, ακόμα και μεγαλύτερα κομμάτια της σύνθεσης θα πρέπει να τα πήρε ο Όμηρος από αλλού. Και σ' αυτό ακόμα έκανε ό,τι κάνει ένας μεγάλος γλύπτης, που δεν τα φτιάχνει όλα μόνος του, αλλά αναθέτει σ' άλλους να του σμιλέψουν διάφορες φιγούρες, συμπλέγματα, εμβλήματα για το κολοσσιαίο έργο του. Και γενικά, είναι στη φύση του γόνιμου ποιητή να χρησιμοποιεί ανενδοίαστα ξένες δημιουργίες: σ' αυτό το ζήτημα ο Σαίξπηρ και ο Καλντερόν, ο Μολιέρος και ο Νέστροϊ μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Η αιδημοσύνη στην εκμετάλλευση παρασοσιακών θεμάτων και μορφών είναι ένας όψιμος διανοουμενισμός, ένας ημιερασιτεχνισμός, έκφραση αναιμίας του ταλέντου: η σφριγηλή διάνοια είναι αδηφάγα, σίγουρη ότι τα πάντα είναι ιδιοκτησία της. Έτσι απλά εξηγείται γιατί πολλά πράγματα στον Όμηρο «δεν ταιριάζουν». Για τον Όμηρο, όλα ήταν ένας φαντασμαγορικός θεατρικός διάκοσμος, που τον σύνθεσε ο ίδιος δεξιοτεχνικά, αλλά όχι πάντα με δικά του σκηνικά αντικείμενα* δεν είναι λοιπόν παράξενο που μερικές φορές τα αντικείμενα αυτά ξεφεύγουν από το γενικό στιλ ή ταράζουν την προοπτική. Ωστόσο, πουθενά δεν νιώθει κανείς το χέρι του σκηνοθέτη. Ακόμα κι αυτό το γεγονός προσπάθησαν πολλοί να το χρησιμοποιήσουν ως αντεπιχείρημα για την ύπαρξη του Όμηρου, αντί να το αξιολογήσουν ως την ύψιστη έκφραση της ποιητικής τέχνης του. Ο Όμηρος εξαφανίζεται ολότελα πίσω από το έργο του, κι ωστόσο ζει ακόμα και στο μικρότερο μέρος του, όπως η ψυχή στο σώμα, όπως ο θεός στον κόσμο: πανταχού παρών, αλλά αόρατος. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Σαίξπηρ: και για τη δική του επίσης ουσία ισχύει ό,τι λέει ο ίδιος για το ττνεύμα στον «Άμλετ»: «πότε είν' εδώ, πότε εκεί, πότε 75
χάνεται». Οι δυο μεγαλύτεροι ποιητές του κόσμου είναι ανώνυμοι με τη διπλή έννοια. Οι άνθρωποι που θεωρούν υπαρκτό μόνον ό,τι τρώγεται, βγάζουν το συμπέρασμα ότι ο θεός και η ψυχή, το έργο του Σαίξτ^ηρ και το έργο του Όμηρου είναι συμπλέγματα μορίων και ατόμων. Η Οδύσσεια έχει πολύ πιο πολύπλοκη και λεπτή δομή απ^ ό,τι η Ιλιάδα: η τελευταία είναι ένα πολύχρωμο χρονικό, η πρώτη ένα μυθιστόρημα με πολυδαίδαλη πλοκή. Το γεγονός ότι ο ποιητής βάζει τον ίδιο τον Οδυσσέα να διηγηθεί ένα μέρος από τις περιπέτειές του, αλλά μόνον ένα μέρος, είναι ένα τέχνασμα τόσο έξυτυνο και γοητευτικό ώστε αντιγράφτηκε αργότερα από πολλούς συγγραφείς, γι' αυτό κι εμείς δεν νιώθουμε πια πόσο πρωτότυπη και μεγαλοφυής ήταν αυτή η ιδέα. Η Οδύσσεια δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ στα γεγονότα της Ιλιάδας· θα νόμιζε κανείς ότι δεν έγιναν μάχες μπροστά στα τείχη της Τροίας, κι ας είναι ο Οδυσσέας ένας από τους βασικούς ήρωες του πολέμου. Επίσης, από μερικές απόψεις οι άνθρωποι στην Οδύσσεια είναι διαφορετικοί: σεμνότεροι, αλλά και συναισθηματικότεροι. Τους περιβάλλει μια σχεδόν αβρή ατμόσφαιρα, ενώ από τους ήρωες της Ιλιάδας λείπει συχνά η λεπταισθησία. Βέβαια, και στην Ιλιάδα οι ήρωες κλαίνε συχνά και γοερά, αλλά πιο πολύ σαν ζωηρά παιδιά, ενώ στο νεότερο έπος οι άνθρωποι απολαμβάνουν για τα καλά τα δάκρυά τους, σχεδόν όπως στα βαρύθυμα, γεμάτα ντέρτι και σαράκι έργα της νεότερης εποχής. Αλλά θα πρόδινε άγνοια από τέχνη αν συμπεραίναμε ότι η Οδύσσεια δεν είναι δυνατό να γράφτηκε από τον Όμηρο. Το ότι ολόκληρη η δράση της Ιλιάδας αποσιωπάται, είναι προφανώς καλλιτεχνική πρόθεση του ποιητή, που δεν θέλει να αυτοεπαναληφθεί. Και το ότι συνθέτει αυτό το δεύτερο έργο με πιο πολύπλοκο τρόπο, ότι δημιουργεί ανθρωπινότερες, πιο ευαίσθητες μορφές, εξηγείται άνετα με την προχωρημένη ηλικία του ποιητή: έχει γίνει ωριμότερος και πραότερος, αλλά και κάπως μελαγχολικότερος. Κι εδώ πάλι μπορούμε να βρούμε αναλογίες με νεότερα λογοτεχνικά έργα: μάταια θ' αναζητήσουμε στον «Γκαιτς» την κοινωνική αισθαντικότητα του «Τάσου», ή τη μεγαλόπρεττη ωμότητα των «Ληστών» στον «Βάλενσταϊν». Μάλιστα, για πολύ καιρό υπήρχε η γνώμη ότι η Ιλιάδα δεν είναι παρά ένα απόσπασμα, κι αυτό γιατί «σταματάει απότομα». Πράγματι, τα δυο σημαντικότερα γεγονότα, δηλαδή ο θάνατος του Αχιλλέα και η καταστροφή της Τροίας, δεν εξιστορούν76
ται καθόλου. Αλλά αυτό και μόνο θα ήταν αρκετό για να καταλάβει κάποιος ότι το τραγούδι για τον θυμό του Πηλείδη γράφτηκε από το χέρι ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές όλων των αιώνων. Η σκηνή που ο γέρος Πρίαμος και ο νεαρός Αχιλλέας αλληλοκοιτάζονται με θαυμασμό, στεφανωμένοι κι οι δυο από το λαμπρό φωτοστέφανο του αιώνιου ηρωισμού, και ο δεύτερος χύνει δάκρυα —γιατί σκέφτεται τον γέρο πατέρα του, που κι αυτός έχει χάσει κιόλας τον γιό του, κι ας ζει ακόμα ο μελλοθάνατος— κι έπειτα παραδίνει το πτώμα του Έκτορα, είναι η ύψιστη έκφραση ανθρωπισμού και μεγαλοθυμίας που μπορούσε να βρει η αρχαιότητα, και θα περίμενε κανείς ν' ανοίξουν εκείνη τη στιγμή οι ουρανοί, αν αυτή η αντίληψη δεν παραήταν ξένη για τη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων. Κανένας άλλος ποιητής δεν θα είχε σταματήσει εδώ. Στην αρχέτυτυη μορφή του μύθου, ο Αχιλλέας έριχνε το πτώμα του εχθρού κομματιασμένο στα σκυλιά. Από ποιόν άλλο θα μπορούσε να είναι αυτή η καταπληκτική συγχορδία, αν όχι από τον Όμηρο; Ο Ναπολέων θεωρούσε την Ιλιάδα ημερολόγιο εκστρατείας ενός στρατιωτικού. Η άποψη αυτή είναι τερατώδης, αλλά στο στόμα ενός Ναπολέοντα δείχνει ότι ο Όμηρος πρέπει να ήταν στρατιωτική αυθεντία. Ακόμα και τα τραύματα τα περιγράφει με την ειδημοσύνη ενός στρατιωτικού γιατρού, ενώ ο Βιργίλιος δεν έχει ιδέα απ' αυτά τα πράγματα. Αλλά δεν υπάρχει σχεδόν κανένας τομέας, στον οποίο ο Όμηρος να μην είναι ειδήμονας. Πόσο βαθιά διαίσθηση των πιο κρυφών φυσιολογικών διεργασιών φανερώνει, π.χ., όταν εντοπίζει την έδρα των θυμικών κινήσεων στο διάφραγμα! Η καρδιά είναι μια αντλία, ένα μηχανοστάσιο, ο εγκέφαλος ένα τηλεγραφείο ή τηλεφωνείο, ένα διοικητικό κέντρο. Το όργανο της ψυχής μας είναι το ηλιακό πλέγμα. Ακόμα και το χαρακίρι βασίζεται στην πεποίθηση ότι το υπογάστριο (χάρα) είναι η έδρα των ευγενών συναισθημάτων δεν πρόκειται για απλή αυτοκτονία, παρά για πράξη που εκτελείται επίσημα μπροστά σε μάρτυρες και με την οποία ο ένοχος θέλει να πει «Η ψυχή μου ντρέπεται», ενώ ο αθώος «Σας δείχνω την ψυχή μου». Εδώ έχει τις ρίζες του το αινιγματικό «υστερικό γέλιο» και το γέλιο από απόγνωση: το διάφραγμα δεν ταράζεται μόνον από ιλαρότητα. Ακόμα κι αυτό το ξέρει ο Όμηρος, γιατί λέει για τους μνηστήρες: «Κι έτσι γελούσαν με παραμορφωμένα πρόσωπα, καταβρόχθιζαν το κρέας ματωμένο ακόμα και ωμό κι ένιωθαν δάκρυα ν' ανεβαίνουν 77
στα μάτια τους και θρήνου προμήνυμα να σηκώνεται στην καρδιά τους»: πόσες ψυχολογικές και παθολογικές παρατηρήσεις υπάρχουν σε μια και μόνη φράση! Για τη σχέση του Όμηρου με τον κόσμο που περιγράφει μιλήσαμε στον προηγούμενο τόμο. Αν σωπαίνει για ορισμένα πράγματα, αυτό μπορεί να οφείλεται σε τρεις αιτίες. Η πρώτη είναι ότι δεν τα γνωρίζει, όπως πρέπει να υποθέσουμε προκειμένου για την κότα, γιατί είναι πολύ απίθανο να παρέλειπε το «θρεπτικό αβγό» και τον «κήρυκα της μέρας» και να μη χρησιμοποιούσε έστω σε μερικές παρομοιώσεις του την εριστικότητα, την έπαρση και τη δεσποτικότητα του κόκορα, τη στιγμή που οι ομηρικοί ήρωες θυμίζουν κραυγαλέα τα κοκόρια. Η δεύτερη εκδοχή είναι ότι ο Όμηρος αρχαΐζει επίτηδες. Και η τρίτη ότι πρόκειται απλώς για σύμπτωση, όπως π.χ. όταν αναφέρει το κερί, το μέλι και τις μέλισσες, αλλά δε λέει λέξη για τη μελισσοκομία* ας μη ξεχνάμε ότι ο Όμηρος δεν είναι εγκυκλοπαίδεια αρχαιογνωσίας. Η λατρεία του γυμνού και η παιδεραστία είναι ακόμα ξένες στον κόσμο του Όμηρου: ο Οδυσσέας ντρέπεται μπροστά στη Ναυσικά επειδή είναι άντυτος, ενώ ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο υπάρχει μια απλή φιλική σχέση, που όμως ήδη στον Αισχύλο μετατρέπεται σε ερωτικό δεσμό κι αργότερα ο Λουκιανός (από τον οποίο βέβαια δεν θα έπρεπε να περιμένουμε τίποτα καλύτερο) την υποβαθμίζει με την παρατήρηση: «Κι αυτού του δεσμού η κινητήρια δύναμη ήταν η λαγνεία». Αντίθετα, η γυναίκα παίζει ακόμα πολύ ευγενέστερο και σημαντικότερο ρόλο. Όχι μόνον ο πόλεμος, αλλά και η οργή του Αχιλλέα ξεσπούν με αφορμή μια γυναίκα. Η γυναικεία ψυχή ζει τη δική της ζωή, που η μεταγενέστερη ποίηση της την αρνήθηκε* ο Όμηρος εξατομικεύει με αγάπη όλες τις γυναικείες μορφές. Η Ελένη και η Πηνελόπη είναι και οι δυο τους κυρίες με τα όλα τους κι ωστόσο ενσαρκώνουν η καθεμιά τις ζωηρότερες γυναικείες αντιθέσεις που μπορεί να φανταστεί κανείς. Η Καλυψώ και η Ανδρομάχη είναι δυο ολότελα διαφορετικοί τύποι της αφοσιωμένης συντρόφισσας. Η Ναυσικά, με την ανυπέρβλητη χάρη της, είναι το πρώτο «κοριτσόπουλο» της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η Ήρα, διακριτικότατα κωμική, είναι η πρώτη «παρεξηγημένη γυναίκα». Η απίστευτα τρυφερή σχέση ανάμεσα στην Αθηνά και τον Οδυσσέα είναι η σχέση της νεράιδας με τον προστατευόμενό της, με τον οποίο είναι λιγάκι ερω78
τευμένη: ένα σχεδόν ρομαντικό μοτίβο, που θυμίζει τους «Άσωτους» του Ράιμουντ. Το ότι οι βασιλιάδες οργώνουν, οι πρίγκιπες σφάζουν, γδέρνουν και ψήνουν, οι άρχοντες ζεύουν άλογα και φυλάνε πρόβατα, δεν είναι ίσως τόσο σκόπιμος αρχαϊσμός όσο το αιώνιο στιλ του παραμυθιού, όπως το χειρίζεται με τόση γοητεία ο Άντερσεν: «Μια μέρα ξέσπασε φοβερή καταιγίδα, άστραφτε και βροντούσε, η βροχή έπεφτε ποτάμια, φρίκη σας λέω! Τότε ένα χτύπημα ακούστηκε στην πύλη του παλατιού κι ο βασιλιάς πήγε ν^ ανοίξει». Κατά τα άλλα, το χρώμα εποχής είναι ένα μίγμα από γνήσιες ιστορικές μνήμες και τυποποιημένες αντιλήψεις για τα «παλιά τα χρόνια». Δεν υπάρχουν «Έλληνες», δεν υπάρχει γραφή, δεν υπάρχουν καβαλάρηδες, δεν υπάρχουν πολεμικά πλοία παρά μόνο μεταγωγικές μαούνες με κατάρτι και πανί, δεν υπάρχει ούτε καν η άγκυρα. Όταν οι ήρωες τρώνε, κάθονται σε καθίσματα χωρίς να είναι στεφανωμένοι και καταβροχθίζουν μόνο ψητά, ποτέ βραστά, ποτέ πουλιά ή ψάρια, πράγμα που μάλλον προορίζεται να εκφράσει το αρχοντικό περιβάλλον, γιατί ούτε καν ο επικός ποιητής δεν θα τολμούσε να ισχυρισθεί ότι αυτή ήταν η μοναδική τροφή των θνητών. Μερικές φορές ο ποιητής αποφασίζει να κάνει ένα συμβιβασμό, όπως π.χ. στο όνειρο του Αχιλλέα. Ξέρει ότι οι «Αχαιοί» πίστευαν στην επιστροφή των νεκρών επειδή όμως ο ίδιος δεν πιστεύει πια σ' αυτή, βάζει τον Αχιλλέα να ονειρευθεί την εμφάνιση του Πάτροκλου. Η βασιλική εξουσία, όπως περιγράφεται στο έπος, είναι κατασκεύασμα της ομηρικής αριστοκρατικής εποχής, που δεν μπορεί πια να φανταστεί μια πραγματική μοναρχία. Δεν είναι παρά μια αδύναμη αναλαμπή της πραγματικής μυκηναϊκής εξουσίας. Οι βασιλιάδες είναι διογενείς^ γεννημένοι δηλαδή από το Δία, επομένως βασιλεύουν ελέω θεού, και το σκήπτρο τούς κάνει εξουσιαστές των πάντων. Ο Αγαμέμνων είναι βαοιλεντερος^ δηλαδή πιο βασιλιάς από τους άλλους, και μάλιστα βασιλεντατος^ ο βασιλικότερος απ' όλους· όλ' αυτά όμως δεν είναι παρά διακοσμητικά επίθετα: όλοι οι ηγεμόνες έχουν ίσα δικαιώματα, ο Αγαμέμνων δεν είναι ούτε δικαστής ούτε αρχιστράτηγος, σ' όλες τις σημαντικές αποφάσεις εξαρτάται από το συμβούλιο των ευγενών και τη γενική συνέλευση, στην οποία παίρνουν μέρος όλοι οι ελεύθεροι. Πλάι σ' αυτούς τους τελευταίους υπάρχουν και οι θήτες: μεροκαματιάρηδες ξενικής καταγωγής και 79
δούλοι, που απολαμβάνουν πατρική μεταχείριση και, όπως υποδηλώνει το όνομα οίκέται^ θεωρούνται μέλη της οικογένειας. Οι οικονομικές ανάγκες καλύπτονται ακόμα σε μεγάλο βαθμό από την οικοτεχνία: στο σπίτι φτιάχνεται το αλεύρι και το κρασί, το μαλλί και τα ρούχα, τα παπούτσια και τα έπιπλα. Ο Οδυσσέας κατασκευάζει μόνος τη σχεδία του. Για ορισμένες τέχνες, όπως η αγγειοπλαστική, η αρματοπόιία, η βυρσοδεψία και η κατεργασία των μετάλλων, υπάρχουν πλανόδιοι ειδικοί που λέγονται δημιουργοί^ δηλαδή δημόσιοι εργάτες, γιατί εργάζονται για λογαριασμό ολόκληρης της κοινότητας: σ' αυτούς συγκαταλέγονται επίσης οι γιατροί, οι τραγουδιστές και οι «κήρυκες», που μπορούμε να τους θεωρήσουμε ένα είδος αρχικαμαρότων. Φυσικά δεν λείπουν οι ζευγάδες και οι θεριστές, οι βοσκοί και οι αμπελουργοί. Αλλά σε γενικές γραμμές ο Όμηρος φαντάστηκε τη μυκηναϊκή εποχή πολύ πιο πρωτόγονη απ^ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Η απονομή δικαιοσύνης είναι αρμοδιότητα των γερόντων, που ουσιαστικά περιορίζονται να παίζουν το ρόλο του διαιτητή σε ιδιωτικές υποθέσεις. Σ"" όλα τ' άλλα ζητήματα το άτομο στηρίζεται στην αυτοβοήθεια και την προστασία των συγγενών. Αλλά σ^ αυτόν τον αριστοκρατικό κόσμο, ο στοχασμός γύρω από το δίκιο και το άδικο δεν παίζει ακόμα σπουδαίο ρόλο. Αυτοί οι ήρωες είναι πολύ ιπποτικοί, πολύ ανδρείοι και μερικές φορές μάλιστα γενναιόψυχοι, αλλά βρίσκονται ακόμα πέρα από τα όρια του καλού και του κακού. Ακόμα κι ο ίδιος ο ποιητής αποφεύγει γενικά τις ηθικές κρίσεις* ήθελε να ξεδιπλώσει μια πανοραμική ζωγραφιά των ανθρώπινων παθών, τίποτα περισσότερο. Αλλά ο κόσμος δεν υπάρχει μόνο για να τον περιεργάζεται κανείς. Γι' αυτό και ο Ησίοδος αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα του Όμηρου και οι Έλληνες τον μνημόνευαν πάντα μαζί μ' εκείνον, παρόλο που ως καλλιτεχνικό τάλαντο ούτε καν μπορεί να συγκριθεί με τον Όμηρο. Κατσούφης και στυφός, θρεμένος στον νοτισμένο αέρα της Βοιωτίας, είναι το κλασικό ταίρι του αμοραλιστή ποιητή της ιωνικής κοσμοχάρειας. Ο Δίας είναι το δίκαιο και όλη η αρετή βρίσκεται στη δικαιοσύνη: αυτή είναι η καινούρια ιδέα που ο Ησίοδος διακηρύσσει με ζήλο. Και η ζωή του ανθρώπου είναι εργασία, γιατί οι θεοί όρισαν ότι για να γίνει κανείς ικανός δουλευτής πρέπει να ιδρώσει: αυτό διδάσκει στο ποίημά του Έργα χαί ήμέραι^ που του ενέπνευσε άθελά του ο αδελφός του Πέρσης, ένας τεμπέλης 80
που προσπάθησε να του φάει την πατρική κληρονομιά. Έτσι, ο απατεώνας κι ανεπρόκοπος Πέρσης έγινε αθάνατος, αλλά ο Ησίοδος αποδείχτηκε γνήσιος ποιητής, γιατί στο νου και την καρδιά του η ιδιωτική του υπόθεση έγινε υπόθεση ολόκληρης της ανθρωπότητας και τα παθήματά του έγιναν γι^ αυτόν πηγή σοφίας. Έζησε γύρω στο 700 ή 650, δηλαδή όχι πολύ αργότερα από τον Όμηρο, τον οποίο μιμείται μέχρι αντιγραφής στο μέτρο, τη σύνταξη και το ρυθμό: όπως φαίνεται, αυτή ήταν τότε η μόνη μορφή στην οποία μπορούσε κανείς να εκφρασθεί λογοτεχνικά* το κατάλληλο εκφραστικό μέσο για τον απλό ρεαλισμό του Ησίοδου θα ήταν ο ίαμβος ή ακόμα και ο πεζός λόγος. Στο Μέγα Αλέξανδρο αποδίδεται η ρήση ότι ο Όμηρος έγραψε για βασιλιάδες, ενώ ο Ησίοδος για χωριάτες, και πράγματι οι δυο ποιητές ενσαρκώνουν εντυπωσιακά τους δύο πόλους των ανθρώπινων φιλοδοξιών: τη δόξα και τον καρπό. Ο ομηρικός άνθρωπος περπατάει στη γη τυλιγμένος κιόλας σε μια ολύμπια λάμψη, ο ησιόδειος υπηρετεί σ' όλη του τη ζωή τις βουβές και σκοτεινές, αλλά όχι λιγότερο άφθαρτες δυνάμεις του εδάφους. Εδώ, στην αρχή κιόλας της ελληνικής ιστορίας, οι αιώνιες αντιθέσεις βρήκαν τη διαυγέστερη και εντονότερη έκφρασή τους: το πάθος και το ήθος, ο ηρωικός θάνατος και η αφοσιωμένη στο καθήκον ζωή, η ιπποτική περηφάνεια και η αστική τιμή, η τύχη των όπλων και η ευλογία της εργασίας* η έντεχνη ποίηση και η λαϊκή ποίηση, η πλαστική αντικειμενικότητα και η διδακτική υποκειμενικότητα, η τέρψη και η προκοπή. Οι αρχαίοι Έλληνες αντλούσαν τις θεολογικές αντιλήψεις τους από τον Όμηρο και τον Ησίοδο με τον ίδιο τρόπο που εμείς αντλούμε τις δικές μας από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Την «Αγία Γραφή» τους δηλαδή την αποτελούσαν κοσμικά ποιήματα, κι αυτό είναι πολύ ενδεικτικό για το χαρακτήρα της θρησκείας τους, τόσο με την καλή όσο και με την κακή έννοια. Η αρχαία ελληνική θρησκεία είναι δημιούργημα της πλαστικής τέχνης σε όχι μικρότερο βαθμό απ' όσο η ελληνική γλώσσα και το ελληνικό έπος· και, σαν να ήταν το δημιούργημα μιας μεγαλοφυίας, προβάλλει ξαφνικά. Οι ζοφεροί μύθοι για τον Κρόνο και τους Τιτάνες είναι ίσως ο τελευταίος απόηχος που απόμεινε στην εποχή του Ησίοδου από την κρητική θρησκεία, και ο αγώνας του Δία και των άλλων θεών εναντίον αυτού του ολότελα αλλότριου κόσμου των δαιμόνων συμβολίζει τη νίκη της ολύμπιας θρησκείας. Στο γνωστό δωδεκάθεο η Εστία, που δεν υπάρχει 6
81
ακόμα στο ιωνικό έπος, προστίθεται απλώς για στρογγύλεμα: ποτέ δεν κατάφερε ν^ αποκτήσει ξεχωριστή προσωπικότητα. Αντίθετα απουσιάζει ο τόσο σημαντικός Διόνυσος. Ο νεφεληγερέτης Δίας είναι πατήρ άν6ρών τε θεών τε, ως δρκιος tiy/OLi προστάτης του όρκου, ως ξένιος προστάτης των ξένων, αλλά και στις δυο αυτές λειτουργίες του δεν είναι πάντα να τον εμπιστεύεται κανείς. Ως επουράνιος θεός έχει την εξουσία πάνω σ'' ολόκληρη τη φύση, όμως μοιράζεται αυτή την εξουσία με τους δυο αδελφούς του, τον Ποσειδώνα, τον κυρίαρχο των θαλασσών, και τον Άδη, τον άρχοντα του κάτω κόσμου, τον «πιο μισητό θεό». Ο Απόλλων είναι προστάτης της μουσικής και της μαντικής, της θεραπευτικής τέχνης και της σκοποβολής, αλλά τα βέλη του στέλνουν κι επιδημίες. Είναι η θεότητα του ήλιου, αλλά ως άργυροβόλος και της σελήνης, επίσης, όπως άλλωστε και η αδελφή του η Άρτεμις, που ως κυνηγέτιδα, αλλά και προστάτιδα των θηραμάτων, παίζει κι αυτή διπλό ρόλο. Η σημασία των τριών άλλων θεαινών Ήρας, Αφροδίτης, Αθηνάς και του Ηφαίστου, του Άρη και του Ερμή είναι γνωστή. Ιδιαίτερα οι δυο τελευταίοι είναι πέρα για πέρα ανήθικοι! Ο Άρης είναι σωστός καπετάν φασαρίας, ο Ερμής κλέφτης. Πίσω απ' αυτούς τους κύριους θεούς έρχεται ένα παρδαλό πλήθος από κατώτερες θεότητες: Σειρήνες και Νηρηίδες, που το τραγούδι και οι φλυαρίες τους κάνουν τη θάλασσα ν' αντηχεί, Δρυάδες και Ορειάδες, που κατοικούν στα δάση και τα βουνά. Σάτυροι και Σειληνοί, που χοροπηδάνε πέρα δώθε με μορφή μισή ανθρώπινη και μισή τρα^ίσια ή αλογίσια. Μοίρες και Ερινύες, που ενσαρκώνουν τη σοβαρή πλευρά της ζωής, νύμφες των πηγών και των λειμώνων. Χάριτες και Μούσες. Το πρώτο πράγμα που μας κάνει εντύπωση στους ελληνικούς θεούς είναι η αρχοντική ομορφιά και καλόγουστη απλότητα, σχεδόν θα λέγαμε: κομψότητα της εμφάνισής τους. Ακόμα και η τροφή, η κατοικία, η ακολουθία τους χαρακτηρίζονται από μια ευγενική λιτότητα. Τα παλάτια τους είναι απέριττα, το υπηρετικό προσωπικό τους αποτελείται από τρία μόνο πρόσωπα, την Ήβη, την Ίριδα και τον Γανυμήδη. Το νέκταρ και η αμβροσία είναι πολύ απλές γαστριμαργικές απολαύσεις —κι εξάλλου, όπως και το ιχώρ, το αίμα των θεών, αποτελούν παράξενα υλιστικές έννοιες: οι αθάνατοι χρειάζονται το φαΓ, το ποτό και τον ζωικό χυμό όχι λιγότερο απ' όσο οι θνητοί, αλλά σε «αθάνατη» μορφή. Και γενικά έχουν ελάχιστες από τις ιδιότη82
τες που θα περίμενε κανείς από ένα θεό. Δεν είναι πανάγαθοι, παρά ύπουλοι, εκδικητικοί και μεροληπτικοί, δεν είναι πανταχού παρόντες, αν και μπορούν να εμφανισθούν αστραπιαία παντού, δεν είναι παντοδύναμοι, εξαιτίας του αμοιβαίου ανταγωνισμού τους και επειδή πάνω απ' αυτούς στέκει η Μοίρα, δεν είναι παντογνώστες (εκτός από τον Απόλλωνα, μερικές φορές, όταν έχει τη μορφή του ήλιου), παρά αντίθετα εξαπατιούνται και μερικές φορές μάλιστα είναι μωρόπιστοι. Η Αθηνά καυχιέται ότι ξεπερνάει τους θεούς στην εξυπνάδα όπως ο Οδυσσέας τους ανθρώπους: ξέρει ότι ανάμεσα στους αθάνατους υπάρχουν μερικοί που είναι αρκετά κουτοί. Ακόμα και ο Δίας την παθαίνει επανειλημμένα.Η παλιννόστηση του Οδυσσέα αποφασίζεται στο συμβούλιο των θεών πίσω απ' την πλάτη του ανυποψίαστου Ποσειδώνα (πράγμα που αποδείχνει και την περιορισμένη εξουσία του βασιλιά των θεών, γιατί αλλιώς δεν θα είχε ανάγκη απ' αυτή τη σύναξη). Ο Όμηρος βέβαια λέει επανειλημμένα: «Αυτό το ξέρει μόνον ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί», αλλά πρόκειται για απλό σχήμα λόγου. Απ' την άλλη μεριά, πάλι, οι θεοί ξέρουν τα μελλούμενα: είναι ένα χάρισμα που δεν το έχει μόνον ο Δίας και οι άλλοι θεοί του δωδεκάθεου, αλλά και ημίθεοι, ήρωες, ακόμα και άλογα. Αν όμως ξέρουν τα μελλούμενα, γιατί επεμβαίνουν με τόσο πάθος στη μάχη; Πρέπει πάντως να πούμε ότι δεν τους επιτρέπεται να επεμβαίνουν παρά μονάχα σε έκτακτες περιπτώσεις, γιατί δεν είναι ούτε κυρίαρχοι του κόσμου ούτε, πολύ περισσότερο, δημιουργοί του, αντίθετα έχουν δημιουργηθεί κι οι ίδιοι, γι' αυτό και οι θνητοί γιορτάζουν τα γενέθλιά τους. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι, αν και η ελληνική μυθολογία μιλάει για θεογονία, δεν έχει λυκόφως των θεών. Ξεχωριστό κόσμο αποτελούν οι «χθόνιοι» θεοί των εγκάτων της γης, που στον Όμηρο δεν παίζουν σχεδόν κανένα ρόλο, ενώ στον Ησίοδο είναι ήδη σημαντικότεροι και στη λαϊκή πίστη ο ρόλος τους είναι σπουδαιότατος. Η Δήμητρα, που στην πραγματικότητα λέγεται Γήμητρα, δηλαδή «μητέρα Γη», είναι η προστάτιδα της γεωργίας, και η κόρη της Περσεφόνη είναι η εξουσιάστρια του θανάτου, έχοντας συνήθως την επωνυμία Κόρη, γιατί οι άνθρωποι δεν τολμούσαν να προφέρουν το φοβερό όνομά της. Και ο Διόνυσος επίσης είναι χθόνιος θεός. Στο κρεβάτι της λεχώνας και στο νεκροκρέβατο παραστέκεται η Εκάτη, που κατά τ' άλλα κατοικεί ανάμεσα σε ταφόπετρες. Οι άνθρωποι τη συναπαντάνε σε σταυροδρόμια, στο φεγγαρόφωτο, στο με83
σημεριανό λιοπύρι, και πάντα τους φέρνει συμφορές. Οι τρομαχτικές μορφές της Γοργώς και της Μορμώς, η Λάμια και η Έμπουσα, που αναφέραμε ήδη, είναι σωσίες της. Συχνά η Εκάτη συνοδεύεται από ένα πραγματικό «σκυλολόι»: λυσσασμένα σκυλιά και τις αλύτρωτες ψυχές, που άφησαν τον κόσμο χωρίς να θαφτούν τιμητικά, με τη βία ή «πριν της ώρας τους»: ένα από τα πολλά ονόματά της, Βαυβώ, μιμείται τις οιμωγές της κουστωδίας της. Η Εκάτη είναι η προμάμμη όλων των κακών μαγισσών του κόσμου. Στην αρχή της ιστορικής περιόδου εμφανίζεται το έθιμο της καύσης των νεκρών: το έφεραν στην Ελλάδα οι νέοι λαοί της αιγαίας μετανάστευσης, που, καθώς ζούσαν ημινομαδική ζωή, ήταν αναγκασμένοι να εφαρμόζουν αυτή τη μορφή κηδείας. Πλάι σ' αυτό διατηρήθηκαν στην κυρίως Ελλάδα τα ταφικά έθιμα της μυκηναϊκής περιόδου, και σε μικρότερο βαθμό στη Μικρά Ασία, που της έλειπαν οι παραδόσεις. Στην Αττική υπήρχε το ωραίο έθιμο να σπέρνει κανείς πάνω στον τύμβο δημητριακά, έτσι ώστε ο νεκρός να χαίρεται την καινούρια ζωή. Η φτελιά και το κυπαρίσσι ήταν από τότε οι μόνιμοι φύλακες των τάφων. Οι αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για τη φύση της ψυχής και τη μεταθανάτια ζωή ήταν πολύ αντιφατικές και θα ήταν άσκοπο να προσπαθήσει κανείς να συναρμολογήσει τις ιδέες τους σε κάποιο σύστημα, για τον απλούστατο λόγο ότι σ' αυτά τα ζητήματα οι Έλληνες δεν ήθελαν καθόλου τη σαφήνεια. Στο επίκεντρο των δοξασιών τους βρίσκεται η ιδιόρρυθμη αντίληψη για την ψυχή. Η ψυχή είναι το δεύτερο εγώ, που στον ύττνο, τη λιποθυμία και την έκσταση εγκαταλείπει το σώμα και ζει αυτόνομα. Το ίδιο κάνει και στην περίπτωση του θανάτου, αυτή τη φορά για πάντα. Η ψυχή όμως είναι μια τρεμάμενη σκιά που αργοσβήνει κάπου μακριά απ^ την εγκόσμια τύρβη. Σε μερικούς εκλεκτούς, βέβαια, οι θεοί χάρισαν την αθανασία, μεταφέροντάς τους στο Ηλύσιο πεδίο, στα νησιά των Μακάρων, όπου εξακολουθούν να ζουν με σάρκα και οστά. Αυτοί οι εκλεκτοί είναι οι ^ρωες. Αυτά όμως γίνονταν στα παλιά χρόνια, τώρα πια όχι. Και σήμερα πάντως συμβαίνει, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων, να μετατρέπει κάποια θεότητα έναν ευνοούμενό της σε νερό ή πέτρα κι έτσι να του χαρίζει την αθανασία. Οι αρχαίοι Έλληνες έστηναν μνημεία στους ήρωες και διοργάνωναν αγώνες προς τιμή τους. Ο «Δίας ανάμεσα στους ήρωες» 84
είναι ο Ηρακλής. Είναι η δημοφιλέστερη μορφή της ελληνικής μυθολογίας. Ιερά του υτιήρχαν παντού, πολλές πόλεις τον τιμούσαν ως πολιούχο και η καταγωγή απ^ αυτόν ήταν ο υψηλότερος τίτλος ευγενείας, για τον οποίο καυχιόντουσαν ακόμα και βάρβαροι, όπως οι βασιλιάδες της Μακεδονίας. Ο Ηρακλής είναι η προσωποποίηση της ρώμης και του σφρίγους: είναι ο δυνατότερος και ανθεκτικότερος, ο ταχύτερος και ικανότερος στην τοξοβολία απ' όλους τους θνητούς,, αλλά και αδιόρθωτος καυχησιάρης, μέθυσος και φαγάς. Αντίθετα με τους άλλους νεκρούς, οι ήρωες επεμβαίνουν πολλές φορές στη ζωή των ζωντανών. Στον Μαραθώνα πολλοί είδαν τον Θησέα με πλήρη εξάρτυση να οδηγεί τους πολεμιστές στη μάχη. Οι Λοκροί άφηναν πάντα μια θέση κενή στις γραμμές τους, που π^οριζόταν για τον Αίαντα, επειδή πίστευαν ότι αυτός ο ήρωας πολεμούσε αόρατος μαζί τοΌζ. Στα Λεύκτρα εμφανίσθηκε ο Αριστομένης, ο ήρωας των Μεσσηνίων και άσπονδος εχθρός των Σπαρτιατών, και χάρισε στους Θηβαίους τη νίκη. Οι Έλληνες πίστευαν σε τέτοιες εμφανίσεις για πολλούς αιώνες, ακόμα και στα μεταχριστιανικά χρόνια. Λέγεται πως όταν ο Αλάριχος πολιορκούσε την Αθήνα αντίκρυσε τον Αχιλλέα, που στεκόταν μπροστά στα τείχη μέσα στην αστραφτερή πανοπλία του, και έντρομος έκλεισε αμέσως ειρήνη. Οι Έλληνες έβαζαν στο στόμα των νεκρών ένα νόμισμα ως ναύλο για τον Χάροντα και τοποθετούσαν στο φέρετρο κάθε λογής αντικείμενα: για τα παιδιά παιχνίδια, για τις γυναίκες βεντάλιες, καθρέφτες, κοσμήματα, για τους άνδρες όπλα. Πάνω από τον τάφο έχυναν κρασί, λάδι και μέλι. Ακολουθούσε το περίδειτινο, στο οποίο ο νεκρός υποτίθεται ότι ήταν παρών ως οικοδεσπότης. Τον τάφο τον στόλιζαν με κορδέλες και γιρλάντες, μερικές φορές μάλιστα προσπαθούσαν να ευφράνουν την ψυχή του μακαρίτη με μουσική. Γιατί η ψυχή φτερουγίζει σαν νεκροπούλι γύρω απ*^ το μέρος όπου είναι θαμμένο το πτώμα, και μερικές φορές μάλιστα οι άνθρωποι νομίζουν ότι ακούν το κελάδημά της. Αυτό μας θυμίζει το αιγυπτιακό μπα. Είναι φανερό ότι οι αρχαίοι Έλληνες φανταζόντουσαν την ψυχή φτερωτή, γιατί η λέξη ψυχή σημαίνει και πεταλούδα. Μα καλά, η ψυχή δεν βρίσκεται στον Άδη; Ε, αυτές ακριβώς είναι οι αντιφάσεις για τις οποίες μιλήσαμε πιο πάνω, κι όποιος προσπαθεί να τις συμβιβάσει καταλήγει σε μια εικόνα πιο θολή παρά αν τις άφηνε όπως είναι. «Με όσο περισσότερη ακρίβεια χαράζουμε το δρόμο μας)),λέει ο Μπούρκ85
χαρτ (σε άλλη συνάρτηση, αλλά η σοφή ρήση του ισχύει κι εδώ), «τόσο πιο σίγουρο είναι ότι θα χαθούμε». Είναι όμως αναντίρρητο ότι οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ακράδαντα, έστω και με διάφορες συχνά αντιφατικές μορφές, σε μια εντελώς προσωπική μεταθανάτια ζωή: τους ένοχους τους περίμενε η τιμωρία, τους ερωτευμένους το ξανασμίξιμο στο υπερπέραν. Όλος ο κόσμος πίστευε σε φαντάσματα και στον εξορκισμό των νεκρών οι Σπαρτιάτες, που τους άρεσε να κάνουν επίδειξη της αφοβίας τους, θεωρούσαν ότι η μεγαλύτερη παληκαριά είναι να τριγυρίζει κανείς νυχτιάτικα ανάμεσα σε τάφους, ενώ ακόμα και στον Λουκιανό βρίσκουμε τη θελκτική ιστορία μιας κοκέτας κυρίας που παρουσιάζεται σα φάντασμα στον άνδρα της, που έκαψε γι' αυτήν όλο της το θησαυρό, και του ζητάει ένα χρυσό σανδάλι, που έπεσε κάτω απ' το σεντούκι. Οι φιλόσοφοι βέβαια είχαν διαφορετικές ιδέες, αλλά μόνον ώς ένα βαθμό: ο Δημόκριτος, λόγου χάρη, που μπορούμε να τον θεωρήσουμε πατέρα του ελληνικού «Διαφωτισμού», δεν αμφισβητούσε την ύπαρξη φαντασμάτων. Και πλάι σ' αυτές τις δοξασίες υπήρχε μια μεγάλη και ισχυρή αίρεση, οι «Διονυσιακοί», που πίστευαν ακράδαντα στην επιστροφή της ψυχής, αλλά με τη μορφή της μετεμψύχωσης. Τυλιγμένοι στον μανδύα της νύχτας, στο τρεμουλιαστό φως αναμμένων δαυλών, χτυπώντας κύμβαλα και ταμπούρλα, παίζοντας φλογέρα, χόρευαν τον οργιαστικό κύκλιο χορό μέσα σε άγρια δάση και σ' ερημικές πλαγιές, φορώντας αλεποτόμαρα γύρω απ' τους ώμους τους, κέρατα στο κεφάλι, κραδαίνοντας φίδια και μαχαίρια. Μεθυστικά ποτά μεγάλωναν την έκστασή τους, ώσπου τελικά η ψυχή έβγαινε απ' το σώμα κι ενωνόταν με τον θεό, τον Θρακιώτη Διόνυσο. Το πιο παράξενο είναι ότι αυτές οι επιδημικές ψυχώσεις επαναλαμβάνονταν κανονικά κάθε δύο χρόνια: στα τριετήρια Διονύσια, μέσα στο καταχείμωνο. Συγγενική με τη διονυσιακή θρησκεία ήταν η ορφική. Καταγόταν από τον Ορφέα, που κι αυτός ήταν από τη Θράκη. Η κυριότερη διαφορά της από την ολυμπιακή θρησκεία ήταν ότι είχε αναπτύξει μια συγκεκριμένη διδασκαλία, ενώ η τελευταία έμεινε για πάντα μόνον ιεροτελεστία και μυθολογία. Στην ορφική θρησκεία μπορούμε σχεδόν να μιλήσουμε για δόγμα. Σύμφωνα μ' αυτήν, η ψυχή, για να εξιλεωθεί για μια αμαρτία που διέπραξε πρωτύτερα, εξορίζεται στη φυλακή του σώματος* η επίγεια ζωή είναι ο θάνατος της ψυχής: σώμα σήμα, δηλαδή «το σώμα είναι τάφος». Από τον πιστό δεν ζητείται 86
ν^ αποφεύγει το ένα ή το άλλο επίγειο παράπτωμα, αλλά ν' απαρνηθεί την ίδια την επίγεια ύπαρξη: μόνον έτσι μπορεί να ξεφύγει απ' τον θανάσιμο φαύλο κύκλο των αλλεπάλληλων γεννήσεων. Οι πράξεις της περασμένης ζωής ανταποδίδονται στην επόμενη μετενσάρκωση. Αν η ψυχή είναι ολότελα αγνή κι έχει απαλλαγεί απ' όλες τις κηλίδες, θα γίνει μια μέρα ελεύθερη και δεν θα δοκιμάσει πια το μαρτύριο του θανάτου, παρά θα ζει σε αιώνια μακαριότητα, όπως ο θεός, από τον οποίο προέρχεται. Ο δρόμος προς τον εξαγνισμό περνάει μέσα από την ασκητική ζωή, τη χρηστή συμπεριφορά, τη συμμετοχή στα μυστήρια. Η κρεοφαγία είναι αδελφοκτονία. Όλα αυτά μας φαίνονται σχεδόν ινδικά. Τα Ελευσίνια Μυστήρια, που τον έβδομο κιόλας αιώνα ανακηρύχ^καν στην Αθήνα επίσημη εκδήλωση, υπόσχονταν στους μυημένους μια ξεχωριστή τύχη μετά θάνατον: αυτοί θα γλίτωναν απ' το «αποπνιχτικό σκοτάδι του Άδη». Ο Αριστοφάνης περιγράφει με αρκετές λεπτομέρειες στους «Βατράχους» πώς ζουν αυτοί οι εκλεκτοί: ακόμα κι εκεί κάτω ο ήλιος τους επιδαψιλεύει το χαρούμενο φως του, χορεύουν σε μυρτώνες και τραγουδούν, υπό τον ήχο του αυλού, τραγούδια που δοξάζουν τους αθάνατους θεούς. Γι' ν' αποκτήσει κανείς αυτά τα προνόμια δεν χρειαζόταν τίποτ' άλλο παρά η συμμετοχή στα Ελευσίνια, που ήταν ανοιχτά στον καθένα, ακόμα και στους δούλους, τους ξένους, τις γυναίκες και τα παιδιά. Είναι αδύνατο να σχηματίσουμε μια συγκεκριμένη ιδέα γι' αυτές τις τελετές, που κανένας δεν είχε το δικαίωμα να τις «προδόσει, να τις προσβάλει, να τις ερευνήσει»: το σίγουρο είναι ότι δεν απαιτούσαν από τους πιστούς κανενός είδους εσωτερική μεταστροφή, καμιά ιδιαίτερη στάση ζωής ή κοσμοθεωρία, ούτε καν αστική εντιμότητα. Επομένως, για το σημερινό αίσθημα, ολόκληρος αυτός ο θεσμός, που ώς τα τέλη της αρχαιότητας θεωρούνταν ιερότατος, είναι κυριολεκτικά βλάσφημος. Το καταπληκτικότερο όμως είναι η επαγγελία ότι η λατρεία του θεού θα έφερνε και χρηματικά οφέλη, μπάζοντας στο σπίτι «τον Πλούτο, τον αγατιημένο σύνοικο». Ένας πολύ σοβαρότερος θεσμός ήταν οι χρησμοί. Ο Κικέρων λέει ότι πρέπει να τους θεωρούμε αληθινούς, εκτός αν θέλουμε ν' ανατρέψουμε ολόκληρη την παγκόσμια Ιστορία. Ακόμα και οι πατέρες της Εκκλησίας τους παραδέχονταν, μόνο που τους απέδιδαν στον διάβολο. Η δουλειά του μαντείου δεν είναι τόσο να προφητεύει όσο 87
να συμβουλεύει και να καθοδηγεί: δεν αναγγέλλει τόσο αυτό που θα συμβεί όσο αυτό που πρέπει να γίνει. Σπάνια επίσης κάνει κατήχηση. Οι Έλληνες το συμβουλεύονταν σε λατρευτικά ζητήματα, όταν ήθελαν να ιδρύσουν μια καινούργια πόλη, όταν ετοιμάζονταν για πόλεμο, σε περιπτώσεις λιμών, επιδημιών, σεισμών και άλλων κοινών συμφορών αλλά ο χρησμοδότης καταπιανόταν και με τις καθημερινές έγνοιες του ιδιώτη: τον γάμο, την υιοθεσία, τις επαγγελματικές σκοτούρες, τη γεωργία, την ερωτική απογοήτευση, τα ταξίδια. Εννοείται ότι όχι σπάνια οι ερωτήσεις που υποβάλλονταν στα μαντεία ήταν ανόητες: μήπως το παιδί που επρόκειτο να γεννηθεί ήταν από άλλο πατέρα, πού έπρεπε να σκάψει κάποιος για να βρει θησαυρό, ποιός έκλεψε τα παπλώματα, πού γεννήθηκε ο Όμηρος; Το μαντείο των Δελφών ήταν η «υπηρεσία αποικιών» εκείνης της εποχής, γιατί έδινε οδηγίες για την επιλογή του τόπου και τη διάταξη των καινούριων αποικιών, και συνήθως μάλιστα αυτές οι οδηγίες ήταν σοφές. Επίσης ήταν κι ένα είδος διεθνούς δικαστήριου, το ίδιο μεροληπτικό και ανίσχυρο όσο όλα τα μεταγενέστερα, και σε θρησκευτικά ζητήματα είχε τον χαρακτήρα ιερής συνόδου: αλλά ποτέ δεν έπαιρνε αποφάσεις σε δογματικά προβλήματα. Όλα αυτά ήταν υπόθεση ενός συμβούλιου ιερέων, αλλά προφητείες έκανε και η Πυθία: υπνωτισμένη από τους ατμούς που έβγαιναν από μια σχισμή της γης, ανάγγελλε ό,τι της υπαγόρευε ο θεός και η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι. Προφητείες γίνονταν επίσης με βάση τα όνειρα, (και μάλιστα των ανθρώπων που κοιμόντουσαν στους ναούς), απ^ το συκώτι των ζώων, το πέταγμα των πουλιών, την αστραπή, το ίδρωμα των θεϊκών ειδώλων, το χλιμίντρισμα των αλόγων, το φτάρνισμα (που τις περισσότερες φορές ήταν κακός οιωνός), το ρίξιμο ζαριών αλλά οι χρησμοδοσίες που βασίζονταν στην παρατήρηση των άστρων — μια τέχνη που τη δίδαξαν στους Έλληνες οι «Χαλδαίοι» — εμφανίσθηκαν μόνο στα όψιμα χρόνια. Σήμερα μας είναι πολύ δύσκολο να συλλάβουμε τον ρόλο που έπαιζαν αυτά τα προμηνύματα στην οικονομία της ελληνικής. ζωής. Ολόκληρη η ζωή των αρχαίων Ελλήνων ήταν κυριολεκτικά τυλιγμένη από σημάδια και νεύματα, και κάθε βήμα που έκαναν είχε κι ένα δεύτερο νόημα. Είναι περίεργο ότι ένας λαός με τόση εξυπνάδα και τόσο ρεαλισμό τσαλαβουτούσε όλη του τη ζωή στη «λάσπη της δεισιδαιμονίας», χωρίς ούτε καν τα φωτεινότερα πνεύματά του να μπορούν ν' αντιδράσουν σ' αυτό. Τον περασμένο αιώνα υπήρ88
χε η άποψη ότι τα όνειρα προέρχονται απ** την κοιλιά· σήμερα τείνουμε περισσότερο να τα αποδίδουμε στα γεννητικά όργανα. Αλλά κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος θα έχει παρατηρήσει ότι οι μορφές που εμφανίζονται στα όνειρά μας κατέχουν παράξενες γνώσεις για το μέλλον, που φέγγει μαγικά μέσα απ*^ αυτές: είναι, θα λέγαμε, «ιστορικά διαφανείς». Επίσης, ποτέ δεν λένε κάτι στραβό, δηλαδή κάτι που να μη ταιριάζει στην ψυχολογία τους, πράγμα που είναι κι αυτό πολύ αλλόκοτο, γιατί βέβαια δεν είναι ο κάθε άνθρωπος μεγάλος λογοτέχνης κι ακόμα και ο κορυφαίος ποιητής κάνει καμιά φορά λάθη στη σκιαγράφηση των ηρώων του. Όπως φαίνεται, λοιπόν, τα όνειρα δεν προέρχονται από εμάς τους ίδιους. Άλλωστε, όχι λίγοι άνθρωποι έχουν ένα χάρισμα που ονομάζεται «ψυχοσκοπία» και που συνίσταται στην ικανότητα να διαβάζουν απ' τους ανθρώπους και τα αντικείμενα τη βιογραφία τους. Πρέπει να δεχτούμε ότι όλα τα πράγματα κουβαλούν μόνιμα μέσα τους την ιστορία τους, τόσο την περασμένη όσο και τη μελλούμενη, αφού όλα είναι ένα αιώνιο παρόν, με το παρελθόν να έχει σταματήσει και το μέλλον να έχει ήδη συμβεί, όχι όμως για εμάς· πρέπει ακόμα να υποθέσουμε ότι η ικανότητά μας να βλέπουμε αυτό το αιώνιο παρόν προέρχεται από την ίδια μας την ξεχασιά — και στις δύο περιπτώσεις, ακόμα και όταν πρόκειται για το μέλλον! Αυτή η ξεχασιά έχει διαβαθμίσεις: στο σαλιγκάρι, που δεν θυμάται ούτε καν τι έγινε χτές και δεν γνωρίζει καθόλου την έννοια του «αύριο», είναι μεγαλύτερη, ενώ στον «μάντη» είναι μικρότερη. Οι Έλληνες δεν μιλούσαν ποτέ γι' αυτά τα πράγματα, ίσως από συστολή, αλλά πιθανότερα επειδή τα θεωρούσαν αυτονόητα. Το ότι υπήρχαν ανάμεσά τους ένα σωρό παιδιάστικες προλήψεις δεν μειώνει τη θεουργία τους, όπως και το γεγονός ότι είχαν ένα σωρό χοντροφτιαγμένες πήλινες κούκλες δεν μειώνει την αξία της πλαστικής τέχνης τους. Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αληθινό ιερατείο. Ο ιερέας διακονεί τον ναό, θυσιάζει για τους πιστούς, διαχειρίζεται τα έσοδα του ναού και διερμηνεύει τη βούληση της θεότητας. Είναι ένας συνηθισμένος κρατικός υπάλληλος ή και απλός ιδιώτης, που διαθέτει ή προφασίζεται ότι διαθέτει ορισμένες τεχνικές γνώσεις. Δεν περιβάλλεται από καμιά ξεχωριστή οσιότητα, το πολύ πολύ του κρατάνε μια προνομιούχα θέση στο θέατρο και στις λαϊκές συνελεύσεις. Δεν ανήκει σε καμιά «αόρατη» Εκκλησία ούτε σε καμιά άλλη ανώτερη κοινότη89
τα, ούτε κηρύγματα κάνει ούτε τους νέους κατηχεί. Στους μεγάλους ναούς διευθύνει ένα πολυάριθμο προσωπικό από υπηρέτες και δούλους, φύλακες και ταμίες, αλλά κατά τα άλλα δεν υπήρχε κανενός είδους ιεραρχία, εκτός από αυτή που καθόριζε η προσωπική υπόληψη. Ίσως το σωστότερο θα ήταν να συγκρίνουμε τη θέση του αρχαίου Έλληνα ιερέα μ^ εκείνη των δικών μας καθηγητών και διδακτόρων, που τους συμβουλεύεται κανείς σε κάθε λογής επιστημονικά ζητήματα και τους εκτιμά ανάλογα με τη φήμη τους και το κύρος του ιδρύματος στο οποίο εργάζονται, αλλά δεν τους θεωρεί ούτε αναντικατάστατους ούτε ιερούς. Για την επικοινωνία του πιστού με τη θεότητα δεν χρειαζόταν κανένας μεσολαβητής: ο βασιλιάς θυσίαζε εξ ονόματος της κοινότητας, ο οικογενειάρχης εξ ονόματος της οικογένειας. Η οικιακή λατρεία υπήρξε πάντα η σημαντικότερη θρησκευτική εκδήλωση στην αρχαία Ελλάδα. Οι κρατικές γιορτές είχαν πάντοτε θρησκευτικό χαρακτήρα· οι επίσημες αργίες δεν υστερούσαν αριθμητικά από τις δικές μας· αλλά δεν υπήρχε κάτι ανάλογο με τη δική μας Κυριακή. Ο Γιάκομπ Μπούρκχαρτ αποκαλεί, πολύ εύστοχα, την αρχαία ελληνική θρησκεία «μια πτυχή της ιδιοσυγκρασίας του ελληνικού λαού». Ήταν η συναρπαστικότερη μυθολογία που έπλασε ποτέ ένας λαός και αργότερα μερικοί φιλόσοφοι την έκαναν μεταφυσική και ηθική, αλλά δεν μπορούμε να την ονομάσουμε θρησκεία με την ανώτερη έννοια, αν όχι γι^ άλλο λόγο τουλάχιστον επειδή δεν απαλλάχτηκε ποτέ από την έννοια της μοίρας. Όπως όλες οι θρησκευτικές αντιλήψεις των Ελλήνων, έτσι κι αυτή είναι κάτι πολύ αντιφατικό: πότε σημαίνει αναπόδραστη αναγκαιότητα, πότε μια ιδιοτροπία της τύχης, πότε θεία δίκη, πότε μια μυστική κληρονομική κατάρα, αλλά πάντοτε καθρεφτίζει μια εξαιρετικά μοιρολατρική αντίληψη. Η αναγκη είναι το απρόσωπο, αναίσθητο πεπρωμένο, η ειμαρμένη ο αναπόδραστος προορισμός, η αίσα (=η ιση, επικά: έίση) είναι το κοινό για όλους ριζικό* η τύχη είναι η αστάθμητη καλοτυχία (ή κακοτυχία), ο πότμος ο λαχνός που πέφτει στον καθένα, η ατη η θεόσταλτη παραφροσύνη· ακόμα και το άγος, το ανοσιούργημα, και ο άλάστωρ, ο δαίμονας της εκδίκησης, είναι, όπως καθένας ξέρει από τις αρχαίες τραγωδίες, τυφλές δυνάμεις. Αλλά η πιο τρέχουσα έννοια ήταν η μοίρα, δηλαδή ο κλήρος, το μερίδιο που ορίζεται στον κάθε άνθρωπο μόλις γεννιέται. Τη μοίρα δεν μπορούν να την αλλάξουν ούτε οι ίδιοι ο: 90
θεοί, τουλάχιστο κατά κανόνα: γιατί μερικές φορές φαίνεται σάμπως η μοίρα να είναι όργανό τους. Μερικές φορές πάλι προσπαθούν τουλάχιστο να την επηρεάσουν ή, ας πούμε, να συνεργασθούν μαζί της. Και υπάρχουν, ακόμα, περιπτώσεις που μερικοί ιδιαίτερα προικισμένοι ή υβριστές άνθρωποι βαδίζουν ενάντια στους θεούς και τη μοίρα: αυτό είναι το ύπέρμορον, αυτό δηλαδή που ξεπερνάει τα όρια της μοίρας και που είναι κάτι φοβερό όσο και αξιοθαύμαστο, κάτι που συνεπισύρει ενοχή όσο και ανταμοιβή. Έπειτα απ' όλα αυτά καταλαβαίνουμε γιατί οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν καμιά λέξη για τη «θρησκεία». Η λέξη ευσεβής (από το ρήμα σέβειν = λατρεύω, τιμώ, σέβομαι) σημαίνει «πιστός στα ιερά έθιμα», και η ευσέβεια είναι, σύμφωνα με τον ορισμό των Στωικών, δικαιοσύνη πρός θεούς, δηλαδή το ν' αποδίδει κανείς στους θεούς τις τιμές που τους αξίζουν. Για τους αρχαίους Έλληνες, ευσέβεια σήμαινε να λατρεύουν τους θεούς και τίποτ' άλλο. Αφού οι θεοί δεν διευθύνουν τις τύχες του κόσμου, δεν υπάρχει λόγος να θεωρούνται ιδιαίτερα ηθικοί. Ο Βιλαμόβιτς λέει: «Την ηθική δεν τη δίδαξαν οι θεοί, μπορούμε να πούμε ότι την έμαθαν από τους. ανθρώπους». Η οργή τους δεν είναι καθόλου απαραίτητο να οφείλεται πάντοτε σε κάποια ανθρώπινη αμαρτία και ο άνθρωπος δεν τη θεωρεί τιμωρία, παρά απλώς συμφορά. Οι θεοί θυμώνουν περισσότερο όταν ο θνητός έχει την αποκοτιά να θέλει να παραβγεί μαζί τους, και το ισχυρότερο ελατήριό τους είναι ο φθόνος: απ' αυτό καταλαβαίνουμε πόσο φθονεροί πρέπει να ήταν οι ίδιοι οι Έλληνες. Η βασική σχέση του θνητού μαζί τους είναι η δυσπιστία, κι όταν κανείς υπακούει στις εντολές τους δεν το κάνει από αφοσίωση παρά από φρονιμάδα, για να μη τους εξερεθίσει. Ασέβεια είναι το να τους προσβάλλει κανείς· οι άλλες αδικίες δεν προκαλούν την αγανάκτησή τους. Οι δίκες λόγω «προσβολής των θεών» ήταν αρκετά συχνές· αλλά αναρωτιόμαστε τι μπορούσε να προσβάλει κανείς σ' αυτούς τους θεούς. Οίκτο — που συχνά μάλιστα ήταν τελείως άτοπος -- ένιωθαν μόνο για τους ευνοούμενούς τους· κατά τα άλλα ήταν άσπλαχνοι. Ούτε και μεταξύ τους αγαπιόντουσαν. Στην Ιλιάδα, η κατάσταση που επικρατεί στον ουρανό ανταποκρίνεται πέρα για πέρα στην κατάσταση της ανθρώπινης κοινωνίας: ο Δίας είναι ο Αγαμέμνων, οι θεοί είναι τυπικά υποτελείς, αλλά ισάξιοί του και πάντα έτοιμοι να σηκώσουν κεφάλι. Ο 'φλυμπος είναι μια ακρόπολη που την κατοικούν έξυπνοι και μπουνταλάδες, όλοι όμως 91
το ίδιο θεϊκοί, το ίδιο άφθαρτοι, θρεμμένοι με νέκταρ και αμβροσία. Η φύση και γενικά η «πραγματικότητα» δεν έχει καμιά ηθική. Επομένως, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για γνήσια θρησκεία παρά μόνον όταν στον φυσικό κόσμο αντιπαρατίθεται ένας άλλος, ανώτερος. Αυτό όμως δεν το κάνει ποτέ η ομηρική θρησκεία: ο θείος κόσμος που μας παρουσιάζει είναι μια επανάληψη του γήινου στον υπερθετικό βαθμό: οι θεοί είναι μακάρια ζωώδεις, όλα διέπονται από μια άψογη φυσική. Το μόνο που ξεχωρίζει τους Ολύμπιους από τους κατοίκους της γης είναι ότι είναι αθάνατοι, επομένως στα πρόσωπά τους διαιωνίζεται η ανθρώπινη ατέλεια, και δεν τους αγγίζουν ούτε γεράματα, ούτε λύπες, ούτε αρρώστιες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κι εξαιρέσεις: ούτε η δική τους ύπαρξη είναι πάντα ανέφελη (αν όχι τίποτ'' άλλο, τους την κάνει ξινή η αιώνια ζηλοφθονία τους)· έχουν ένα γιατρό, τον Παιώνα, που γιατρεύει τις πληγές του Άδη και του Άρη, ενώ η Αφροδίτη τραυματίζεται* ο Ερμής κουράζεται απ' τις μακρινές αποστάσεις που διανύει, τον Δία μάλιστα τον παίρνει μια φορά ο ύπνος. Το αποκορύφωμα αυτού του ρεαλισμού, του γοητευτικού στην αφέλεια και την παραστατικότητά του, είναι η στιγμή που ο Άρης ξαποσταίνει απ' τη μάχη μέσα στο σύννεφο που του χρησιμεύει ως ρούχο, κρεβάτι, μεταφορικό μέσο καΓμεταμφίεση, κι ακουμπάει το δόρατό του πάνω στο σύννεφο. Ο ορφισμός, που περιέκλειε σπέρματα μιας πραγματικής θεολογίας, δεν υπήρξε ποτέ εθνική θρησκεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε καν αίρεση (όπως την χαρακτηρίσαμε πιο πάνω), αφού δεν υπήρχε η αντίθετη έννοια της ορθόδοξης Εκκλησίας. Η θρησκεία περιοριζόταν σε λατρευτικές εκδηλώσεις. Μόνον αυτές αποτελούσαν καθήκον, μόνον η παράβασή τους ήταν αθεΓα, «ασέβεια». Συνέβαινε ό,τι περίπου και στην Αναγέννηση, όπου μπορούσε κανείς να σκέφτεται, να λέει και να γράφει ό,τι ήθελε, αρκεί να υποταζόταν στην Εκκλησία, στην εξουσία της και στο τελετουργικό της: στην αρχαία Ελλάδα αυτόν τον ρόλο τον έπαιζε η πόλις. Σε τελευταία ανάλυση, ολόκληρη αυτή η αντίληψη για τη σκοτεινή, αναίσθητη μοίρα, την τύχη που ρίχνει τα ζάρια, τους ματαιόδοξους και οργίλους θεούς υπήρχε ακριβώς εξαιτίας του ανορθολογικού χαρακτήρα της, για να υπάρχει κάποιος φταίχτης όταν ο άνθρωπος δεν ήθελε ν' αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του, των καρπών 92
του πάθους του και της μωρίας του. Η θεότητα δεν είναι το αρνί που κουβαλάει πάνω του την κληρονομική ενοχή της ανθρωπότητας, παρά ο τράγος, στον οποίο φορτώνεται η αμαρτία. Μόνο μια τέτοια θρησκεία έκανε υποφερτό το βάρος του κρίματος. Ένας ηθικός θεός θα προκαλούσε τη συντριβή ενός Έλληνα με μέση ηθική. Δεν μιλάμε εδώ για τους εξαιρετικούς χαρακτήρες, που θα συναντήσουμε σε πολλά σημεία της διαδρομής μας. Η θεότητα στην οποία πίστευε ο Σωκράτης, λόγου χάρη, ήταν τόσο ακατανόητη για τον πολύ λαό ώστε ο κόσμος θεωρούσε τον Σωκράτη βλάσφημο, και μάλιστα με απόλυτη ειλικρίνεια. Στον Όμηρο, όπως είναι γνωστό, όλα είναι θεία: όχι μόνον ο ήλιος και η αυγή, η μέρα και η νύχτα, παρά και η ελιά και το κλήμα, ο γιατρός και ο κήρυκας, ο ζητιάνος και ο γουρουνάρης, ακόμα και ο αξιοκαταφρόνητος Πάρις και ο βδελυρός εσμός των μνηστήρων, και λίγο έλειπε ν' ανακηρυχθεί θεϊκός ακόμα και ο θερσίτης. Οι Έλληνες υπήρξαν οι δάσκαλοι της ανθρωπιάς, αλλά με μια ολότελα διαφορετική έννοια απ^ αυτή που έδωσε στη λέξη ο νεο-ουμανισμός, δηλαδή με την έννοια ότι έβλεπαν τα πάντα ανθρωπομορφικά και με ανθρώπινες διαστάσεις. Η ρήση «παντός μέτρον άνθρωπος», με την οποία οι Σοφιστές συνόψιζαν το πρόγραμμά τους, ήταν απ' την αρχή το αστέρι που οδηγούσε τους Έλληνες στα μονοπάτια της Ιστορίας. Γι' αυτό και οι Έλληνες δεν έμαθαν ποτέ το νόημα της ύπαρξης· αλλά και γι' αυτό ακριβώς έγιναν ο καλλιτεχνικότερος λαός της ιστορίας. Οι Έλληνες λοιπόν δεν πίστευαν κατά βάθος σε τίποτα, εκτός από μερικές υπερβολικά ανθρώπινες προκαταλήψεις· όταν με τον καιρό διαλύθηκαν κι αυτές, δεν έμεινε στη θέση τους παρά ένας πλαδαρός ντεϊσμός ή ένας απροκάλυπτος αθεϊσμός. Κι ωστόσο, χωρίς να το υποψιασθούν, το δάχτυλο του θεού φανερώθηκε περίτρανα στην ιστορική τους μοίρα. Ή ίσως να μην ήταν το δάχτυλο του θεού, παρά η εξουσία των δικών τους θεών, που, σύμβολα της ελληνικής ψυχής, οδηγούσαν ύπουλα τους ανθρώπους στην ύβρη. Παράλληλα όμως, επειδή κάθε λαός γράφει ο ίδιος την ιστορία του, όπως και κάθε άτομο γράφει το ίδιο τη βιογραφία του (σ' αυτό συνίσταται η ελευθερία της βούλησης), η ελληνική ιστορία^ με την άνοδο και την ακμή, την κρίση και την παρακμή, είναι κι αυτή ένα ολοκληρωμένο πλαστικό καλλιτέχνημα, σμιλευμένο απ' το χέρι ενός έθνους που υπήρξε ο πιο προικισμένος γλύπτης απ' όλους τους λαούς του κόσμου. Οι επι93
μέρους «περίοδοι», που συνήθως γεννούν δικαιολογημένα την υποψία ότι είναι υποκειμενικές αυθαιρεσίες ή εγκεφαλικές κατασκευές, εδώ ξεχωρίζουν από μόνες τους, σαν ένα λαμπρό παράδειγμα της ανθοφορίας, της ωρίμανσης και του μαρασμού του ανθρώπινου φυτού, θ α μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με τη δομή ενός αετώματος ή μιας τραγωδίας ή και με τη σαφή, αυστηρή κι ωστόσο αβίαστη διάρθρωση του ελληνικού κίονα. Αυτή η τελευταία παρομοίωση, μάλιστα, θα δικαίωνε επιτέλους την όψιμη περίοδο του οικουμενικού ελληνισμού, που θα έπαιζε έτσι τον ρόλο του πλούσιου κιονόκρανου. Στο τέλος του προηγούμενου τόμου συγκρίναμε τη μυκηναϊκή εποχή με τον μεσαίωνα (εννοώντας την πρώιμη περίοδο, π.χ. την εποχή του Χλωδοβίκου ή του θεοδώριχου) και τη σύγχρονή της υστερομινωική με το ροκοκό. Αυτή είναι μια αντίφαση, που όμως όχι σπάνια γίνεται πραγματικότητα στην Ιστορία: με ανάλογο τρόπο, λόγου χάρη, ο ρωσικός λαός, παρά τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα τρακτέρ, βρίσκεται σήμερα περίπου στον όψιμο μεσαίωνά του: ο μπολσεβικισμός είναι ένας θρησκευτικός ριζοσπαστισμός που τον διακρίνει η μονολιθική ιδεολογία των Βεγάρδων και ο ισοπεδωτικός φανατισμός των Χουσιτών, μόνο που οι Ρώσοι δεν το ξέρουν αυτό· πλάι σ' αυτόν τον κόσμο βρίσκεται ο όψιμος πολιτισμός των δυτικών λαών. Πρέπει πάντως να παρατηρήσουμε ότι η διάκριση σε αρχαιότητα, μεσαίωνα και νεότερα χρόνια δεν είναι τόσο παλιά όσο θα πίστευε κανείς. Προέρχεται από τον καθηγητή του πανεπιστημίου της Χάλλης Κρίστοφ Τσελάριους, που το 1685 δημοσίευσε το έργο του Historia antiqua. Σ^ αυτό του το σύγγραμμα κλείνει την αρχαία εποχή με την ολοσχερή επικράτηση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και την αναγόρευση του χριστιανισμού σε επίσημη θρησκεία. Στο κατοπινότερο έργο του Historia medii aevi τοποθετεί το τέλος του μεσαίωνα στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Τα μεταγενέστερα γεγονότα τα πραγματεύθηκε στο σύγγραμμά του Historia ηονα. Αλλά η διαίρεση αυτή δεν βρήκε στην αρχή καμιά απήχηση και καθιερώθηκε μόνο χάρη στον καθηγητή του Γκαίτινγκεν Γιόχαν Κρίστοφ Γκάτερερ, που ανάμεσα στο 1761 και το 1791 δημοσίευσε κάμποσες παγκόσμιες ιστορίες. Ο Γκάτερερ όμως τοποθέτησε την τομή ανάμεσα στον μεσαίωνα και την αρχαιότητα ενάμισυ αιώνα αργότερα <χπ* ό,τι ο Τσελάριους, θεωρώντας ως τέλος της αρχαιότητας την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την παραίτηση του αυτοκράτορα 94
Ρωμύλου Αυγουστύλου το έτος 476. Η χρονολογία αυτή είναι ανακριβής, γιατί ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας ήταν ο Ιούλιος Νέπος, που βασίλεψε ώς το 480· αλλά φαίνεται ότι εδώ έπαιξε ρόλο η λεξιμαγία, αφού το όνομα Ρωμύλος Αυγουστύλος φέρνει στη σκέψη τον ιδρυτή της Ρώμης και τον πρώτο Ρωμαίο αυτοκράτορα. Ακόμα νεότερη είναι η εφαρμογή αυτού του σχήματος στην ιστορία μεμονωμένων λαών ή ομοεθνιών. Προκειμένου για τους Έλληνες, πρώτος ο Χάινριχ Λέο, στο σύγγραμμά του «Εγχειρίδιο της παγκόσμιας ιστορίας» (1835), κάνει διάκριση σε αρχαιότητα, μεσαίωνα (που αρχίζει με τους περσικούς πολέμους) και «ύστερη εποχή», που εγκαινιάζεται με τη μακεδονική επικυριαρχία. Η καινοτομία αυτή έγινε δεκτή από πολλούς ιστορικούς και, από μια άποψη, επέδρασε ευεργετικά, γιατί επισήμανε ότι η αρχαία εποχή είχε κι αυτή μια «νεότερη» περίοδο και γενικά εναλλαγές διαφόρων περιόδων, χωρίς να είναι αδιάκοπα κλασική όπως θεωρούσαν αυτονόητο ώς τότε. Ωστόσο, πολύ δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι η εποχή απ^ τον Ξέρξη ώς τον Φίλιππο ήταν «μεσαίωνας». Στην περιοδολόγηση που έκανε ο Λάμπρεχτ για τη γερμανική ιστορία, η συμβολική περίοδος συμπίπτει σχεδόν με την αρχαιότητα, η συμβατιστική με τον μεσαίωνα, η ατομικιστική με τη νεότερη εποχή και η υποκειμενιστική με τους νεότατους χρόνους. Αυτή η περιοδολόγηση μπορεί, ώς ένα βαθμό, να εφαρμοσθεί και στην ελληνική ιστορία: η ομηρική περίοδος, με την ιπποτική κοινωνία της και την επική αντίληψη για τον κόσμο, θα ενέπιπτε στην κατηγορία του μεσαιωνικού συμβατισμού, ο αποικισμός και η τυραννίδα, η ανάπτυξη της διανόησης και των πόλεων τον έκτο, πέμπτο και τέταρτο αιώνα θ"* αντιστοιχούσαν περίπου στην «ατομικιστική» περίοδο (αν μάλιστα θέλει κανείς, μπορεί να παραλληλίσει το ορφικό κίνημα με τη Μεταρρύθμιση και το κίνημα των Σοφιστών με τον Διαφωτισμό), ενώ η αλεξανδρινή εποχή, με τον ρομαντισμό και τη φυσιοκρατία της, την πολυιστορία και την εξειδίκευση, τον ιμπεριαλισμό και τον σοσιαλισμό, θα εμφάνιζε γνωρίσματα «υποκειμενισμού». Ταυτόχρονα όμως βλέπουμε ότι όλα αυτά δεν είναι παρά παρομοιώσεις: ακόμα και τόσο στοιχειώδεις έννοιες όπως η δική μας πόλη και η πόλις των αρχαίων Ελλήνων δεν ταυτίζονται. Πάντως, οι περίοδοι του συμβολισμού και του τυπισμού (που στην περίπτωση των Ελλήνων πρέπει να τοποθετηθούν στα προϊστορικά χρόνια) θα πρέπει να είναι μάλλον ταυτόσημες σ' όλους τους λαούς, κυρίως από την άποψη ότι δεν ξέρουμε τίποτα συγκεκριμένο, γι' αυτές. 95
ο Μπράιζιχ τοποθετεί την ελληνική αρχαιότητα ανάμεσα στο 1500 και το 1000, τον πρώιμο μεσαίωνα ανάμεσα στο 1000 και το 750, τον όψιμο μεσαίωνα ανάμεσα στο 750 και το 500, ενώ από εκεί και πέρα αρχίζουν οι νεότεροι χρόνοι. Όλ'* αυτά είναι αριθμοπληξίες, που κάνουν εντύπωση μόνο χάρη στη συμμετρία τους και, όπως φαίνεται, επιλέχθηκαν επειδή συμφωνούν με την ανάλογη περιοδολόγηση της ρωμαϊκής και της γερμανορρωμαϊκής ιστορίας. Η αλεξανδρινή εποχή αποκαλείται «ο αρχαιοελληνικός (hellenische) επίλογος της ελληνικής (griechischen) ιστορίας». Είναι ένας χαρακτηρισμός που προδίνει αμηχανία και είναι παρμένος από ένα ολότελα διαφορετικό πεδίο συνειρμών. Ο πρώτος που βρήκε τη σωστή αναλογία γι' αυτή την εποχή ήταν ο Σπένγκλερ: πρόκειται για μια περίοδο που υπερκαλύπτει τη δική μας, γιατί εμείς βρισκόμαστε μόλις στις απαρχές μιας παρόμοιας εξέλιξης. Για τον Σπένγκλερ, η νεότητα, η ωριμότητα, η παρακμή δεν είναι ποιητικές εικόνες, παρά βιολογικές καταστάσεις, μορφολογικά δεδομένα, με τα οποία πειραματίζεται κυριολεκτικά για ν' αποκρυπτογραφήσει το παρελθόν, για να ξεσκεπάσει το μέλλον. Για τον Σπένγκλερ, οι Προσωκρατικοί και οι Καρτεσιανιστές, οι Πυθαγόρειοι και οι Πουριτανοί, οι Στωικοί και οι Σοσιαλιστές, ο Σωκράτης και ο Ρουσώ, ο Πλάτων και ο Χέγκελ, ο Φειδίας και ο Μότσαρτ, ο Πολυκράτης και ο ΒάλενσταΙν, η Πέργαμος και το Μπάιροϊτ είναι «συγκαιρινά». Το αποφασιστικό και διαφοροποιητικό γνώρισμα αυτής της αντίληψης είναι ότι δεν πρόκειται για «γραφικές» αντιστοιχίες ή για παιχνίδι με τις έννοιες, παρά για μια δημιουργική σύλληψη μορφών και μορφωμάτων, στα οποία βρήκε έκφραση η βαθύτερη και εσώτερη γλώσσα της κάθε εποχής. Ωστόσο, όλες οι αντιστοιχίσεις αυτού του είδους, ακόμα και οι διαφωτιστικότερες, ακόμα και οι πιο ευλογοφανείς, δεν είναι παρά παρομοιώσεις ή ακόμα κι ένας τρόπος του λέγειν, που δεν πρέπει να τον παίρνουμε κατά γράμμα, γιατί κάθε μεταφορά είναι ουσιαστικά ένα απλό «σχήμα λόγου», που χρησιμεύει στη διασάφηση και παραστατικοποίηση, αλλά δεν μπορεί ούτε θέλει να υποκαταστήσει την πραγματικότητα. Η χρησιμότητα μιας εικόνας οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι όεν είναι το απεικονιζόμενο πράγμα. Διατηρώντας στο εξής το δικαίωμα να συγκρίνουμε τα πάντα με τα πάντα, όταν αυτό είναι σκόπιμο για να κάνουμε πιο ανάγλυφη την άποψή μας, θα περιορισθούμε προς το παρόν να επισημάνουμε 96
ότι η ελληνική ιστορία αποτελείται από τέσσερα μεγάλα κεφάλαια, που θα τα σημαδέψουμε με τις κρίσιμες χρονολογίες 480 (Σαλαμίνα και Ιμέρα), 404 (τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου) και 323 (θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Ενώ τα Μηδικά και η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναγνωρίζονται σχεδόν γενικά ως ορόσημα, υπάρχει η τάση ν' αντιμετωπίζεται ολόκληρη η ενδιάμεση περίοδος ως ενότητα. Όμως ο Έλληνας του τέταρτου αιώνα είναι ολότελα διαφορετικός από τον Έλληνα του πέμπτου αιώνα* ο Πελοποννησιακός πόλεμος έφερε μια ανατροπή ανάλογη μ"* αυτή που προκάλεσε ο Τριακονταετής πόλεμος. Την οριοθέτηση αυτής της εξελικτικής βαθμίδας, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «όψιμη κλασική», τη βασίζουμε στην αυθεντία του Βίνκελμαν, που αντιπαραθέτει στην «αρχαϊκή» και την «υψηλή» τεχνοτροπία την «ωραία» τεχνοτροπία, την τεχνοτροπία του Πραξιτέλη και του Λύσιππου: «μ' αυτή την περίοδο αρχίζει η τελευταία εποχή των μεγάλων ανδρών στην Ελλάδα.» Ήδη στην όψιμη αρχαιότητα η Ελλάδα δεν ήταν πια παρά ένα ενδιαφέρον ερείπιο. Στην εποχή του Πολύβιου η στειρότητα των ελληνικών γάμων, συνέπεια της φτώχειας και της φυσικής εξάντλησης, ήταν παροιμιώδης. Ο Οβίδιος αποκαλεί την Αθήνα άδεια πόλη, απ' την οποία το μόνο που έμεινε ήταν το όνομα, ενώ ο σύγχρονός του Στράβων λέει ότι η Θήβα ήταν χωριό· εκατό χρόνια αργότερα ο Πλούταρχος παραπονιέται ότι απ' όλους τους λαούς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εκείνος που παράκμασε αριθμητικά περισσότερο ήταν ο ελληνικός. Παντού έβλεπε κανείς ρημαγμένα σπίτια, οι αγορές είχαν γίνει βοσκές, μέσα απ' τα χωράφια ξεπρόβαλλαν τα κεφάλια των μαρμάρινων αγαλμάτων. Τα κύρια έσοδα των πόλεων ήταν το εμπόριο με την αναγόρευση διαφόρων ατόμων σε επίτιμους δημότες ή ιερείς και η ανέγερση δημόσιων αγαλμάτων. Ο Μόμζεν συγκρίνει εύστοχα αυτή την κατάσταση με την αγορά τίτλων ευγενείας από τους ηγεμόνες των διαφόρων γερμανικών κρατιδίων. Στη Ρώμη ήταν πασίγνωστες μορφές οι γραικύλοι^ Έλληνες λόγιοι και ρήτορες, που αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση ως αργυρώνητα παράσιτα, αλλά ωστόσο οι Ρωμαίοι τους χρειάζονταν. Τα περισσότερα οικοδομήματα και μνημεία έστεκαν ακόμα όρθια* επίσης, ο πλούτος των βιβλιοθηκών και οι διάσημοι δάσκαλοι προσέλκυαν στη χώρα πολλούς ξένους, ενώ οι ιαματικές πηγές τραβούσαν πολλούς προσκυνητές, 7
97
γιατί στις αρχαίες αντιλήψεις η θρησκεία και η ιατρική ήταν αναπόσπαστα συνδεμένες. Πολλοί θεώρησαν τη ρωμαϊκή κατάκτηση ως καλοτυχία* έκριναν ότι «αν δεν είχαμε χαθεί τόσο γρήγορα, δεν θα μπορούσαμε πια να σωθούμε», και πράγματι, από τότε κι έπειτα επικράτησε διαρκής ειρήνη, γιατί οι μάχες που έκριναν τον ρωμαϊκό εμφύλιο πόλεμο (και που έγιναν όλες σε ελληνικό έδαφος) δεν ταλαιπώρησαν τον πληθυσμό. Αργότερα, στη βυζαντινή περίοδο, η Ελλάδα ήταν μια ασήμαντη επαρχία που μαστιζόταν από επιδρομές ξένων λαών. Οι Γότθοι ήρθαν, έφυγαν και ξανάρθαν. Τους ακολούθησαν Βάνδαλοι, Ούννοι, Άβαροι και από τα μέσα του όγδοου αιώνα τόσο πολλοί Σλάβοι, ώστε ο Φαλμεράιερ διατύπωσε τον περασμένο αιώνα μια θεωρία που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, ότι δηλαδή οι σημερινοί Έλληνες δεν έχουν καμιά σχέση με τους αρχαίους. Η θεωρία αυτή είναι σίγουρα τραβηγμένη απ' τα μαλλιά: μπορεί βέβαια να υπάρχουν στη σημερινή Ελλάδα πλήθος σλαβικά τοπωνύμια, αλλά υπάρχουν ακόμα περισσότερα γνήσια ελληνικά, ενώ ακόμα και σήμερα πολλές αντιλήψεις της αρχαίας μυθολογίας επιζούν στον λαό· η Λάμια π.χ. είναι και σήμερα το ίδιο επίφοβη όσο τον καιρό του Ησίοδου. Τα ελαττώματα που καταλογίζονται στους Νεοέλληνες τα είχαν και οι πρόγονοί τους, και μάλιστα τουλάχιστο στον ίδιο βαθμό. Όμως αυτό που λέει ο Ερνέστος Κούρτιος για την Πελοπόννησο: «Η επισκόπηση της πολυκύμαντης τύχης αυτής της χώρας μας διδάσκει ότι η Πελοπόννησος μόνο στα χρόνια των αρχαίων ελληνικών φύλων είχε μια ιστορία που ν"' αξίζει τον κόπο να ψάξουμε ευλαβικά να βρούμε τα ίχνη της», ισχύει για ολόκληρη την Ελλάδα, ακόμα και για την Αθήνα, για την οποία ένα βυζαντινό επίγραμμα έλεγε: «Τίποτα πια δεν υπάρχει, έξω από τους τάφους των νεκρών και τις σκιές των σοφών.» Ός ένα βαθμό, μάλιστα, η ιστορία ακολουθεί υπόγεια διαδρομή, όπως τα ελληνικά ποτάμια, που τοπικά βυθίζονται σε «καταβόθρες». Ό,τι απόμεινε απ' τον ελληνικό πολιτισμό συνέχισε να ζει στο Βυζάντιο. Και από πολιτική επίσης άποψη το κέντρο βάρους μετατοπίσθηκε στον άλλοτε βάρβαρο Βορρά. Σήμερα, ένα μείζον ελληνικό κράτος δεν θα μπορούσε πια να έχει για κέντρο την Αθήνα, παρά μόνο την Κωνσταντινούπολη. Στα μέσα του δωδέκατου αιώνα εμφανίσθηκαν Φράγκοι κατακτητές. Δούκες και βαρώνοι έστησαν τους σταυρούς τους στις ακρο98
πόλεις, χριστιανοί ιππότες γέμισαν τους ειδωλολατρικούς ναούς, εικόνες της Παναγίας γέμισαν τα ιερά της Αθηνάς. Τον δέκατο τέταρτο αιώνα ήρθαν Αλβανοί, στα μέσα του δέκατου πέμπτου αιώνα οι Τούρκοι. Ο Παρθενώνας έγινε τζαμί. Πολλοί Έλληνες υτυηρετούσαν ως στρατιώτες σε ευρωπαϊκούς στρατούς, ως «ελληνιστές» σε ευρωπαϊκές αυλές, ως υπουργοί και γενίτσαροι στην τουρκεμένη Κωνσταντινούπολη. Γύρω στα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα ο Μωριάς, όπως λεγόταν τώρα η Πελοπόννησος, έγινε για ένα τέταρτο του αιώνα βενετσιάνικος και γνώρισε ακμή. Ο ελληνικός απελευθερωτικός αγώνας, που κάλυψε την τρίτη δεκαετία του δέκατου ένατου αιώνα, παρακολουθήθηκε απ** ολόκληρη την Ευρώπη με μεγάλη αγωνία και σχεδόν γενική συμπάθεια. Ο πόλεμος ήταν απ' την αρχή χαμένος για την Τουρκία, γιατί σ' αυτό το ζήτημα το πρόγραμμα της ρωσικής βαλκανικής πολιτικής συμφωνούσε με το πρόγραμμα του αγγλικού φιλελευθερισμού. Το νεαρό βασίλειο κέρδισε το 1864 τα Ιόνια νησιά, το 1878 τη Θεσσαλία, στους βαλκανικούς πολέμους την Κρήτη, την Ήπειρο, τη νότια Μακεδονία κι ένα μέρος των μικρασιατικών νησιών, στον παγκόσμιο πόλεμο τη νοτιοδυτική Θράκη, για ένα διάστημα μάλιστα ακόμα και την ανατολική Θράκη και το βιλαέτι της Σμύρνης, που όμως τα έχασε προς όφελος της Τουρκίας. Στη σημερινή Ελλάδα επικρατεί διγλωσσία, ένα πολύ παράξενο φαινόμενο, που δεν υπάρχει σε κανέναν άλλο λαό του κόσμου: στην καθημερινή ζωή χρησιμοποιείται η «δημοτική» γλώσσα, που αντιπροσωπεύει τα ζωντανά ελληνικά, ενώ στον γραπτό λόγο και την καλή κοινωνία, την εκκλησία και τις δημόσιες υπηρεσίες είναι σε χρήση η λεγόμενη «καθαρεύουσα», που προσπαθεί να μιμηθεί τα αρχαία ελληνικά των αττικών ρητόρων του τέταρτου προχριστιανικού αιώνα. Φυσικά, τα παιδιά στο σχολείο υποχρεώνονται να μάθουν την καθαρεύουσα σαν ξένη γλώσσα. Ωστόσο, οι σημαντικότεροι Νεοέλληνες λογοτέχνες έχουν τη σύνεση να γράφουν στη γλώσσα του λαού. Οπωσδήποτε, η ελληνική ιστορία είναι η πιο μακραίωνη ευρωπαϊκή ιστορία που γνωρίζουμε* καλύπτει σε αδιάσπαστη συνέχεια τέσσερις χιλιετηρίδες. Αλλά συνήθως η αρχή της «ιστορικής» περιόδου τοποθετείται γύρω στο 750 π.Χ. Όπως αναπτύξαμε στον προηγούμενο τόμο, με την αιγαία μετανάστευση, που συμπίπτει μάλλον με τους τελευταίους δύο αιώνες της δεύτερης προχριστιανικής χιλιετηρίδας, έγιναν μεγάλες πληθυσμιακές ανακατάξεις. Οι Δωριείς 99
απωθήθηκαν από την κεντρική Ελλάδα και, κατεβαίνοντας προς τα νότια, κατέλαβαν τη Μεγαρίδα και τις τέσσερις χερσονήσους της Πελοποννήσου, όπως επίσης την Κρήτη και το νότιο τμήμα των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας με το μεγάλο νησί της Ρόδου. Οι Ίωνες, που ήταν εγκατεστημένοι στην Αττική και την Εύβοια, εξαπλώθηκαν στις Κυκλάδες και στο κεντρικό τμήμα των μικρασιατικών ακτών, με τα νησιά που βρίσκονται μπροστά απ^ αυτές. Η έννοια «Αιολείς» είναι δύσκολη και ασαφής. Σ' αυτούς δεν ανήκαν μόνον οι Θεσσαλοί, οι Βοιωτοί και οι «Αχαωί» που αρχικά ήταν εγκατεστημένοι στην Πελοπόννησο και με τη δωρική εισβολή αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν εν μέρει στη Λέσβο και τη βόρεια άκρη της αντικρυνής ακτής, αλλά και οι κάτοικοι της Ακαρνανίας και της Αιτωλίας, της Λοκρίδας και της Φωκίδας, της Ήλιδας και της ΑχαΓας, για τους οποίους χρησιμοποιείται πρόσφατα το συλλογικό όνομα «βορειοδυτικοί Έλληνες». Επίσης και οι Αρκάδες ήταν απόγονοι των Αχαιών. Ίσως το απλούστερο θα ήταν να θεωρούμε αιολικά όλα τα φύλα που δεν ήταν ούτε δωρικά ούτε ιωνικά. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι οι βορειοδυτικοί Έλληνες χαρακτηρίζονται επίσης και «Βορειοδωριείς», κι έτσι καταλήγουμε αισίως σε πλήρη σύγχυση. Ο ελληνικός αποικισμός έφτασε στο αποκορύφωμα της έντασής του ανάμεσα στο 750 και το 550. Οι κυριότεροι «κόμβοι» του, κάτι σαν γάγγλια που έστελναν τα νεύρα τους προς όλες τις κατευθύνσεις, ήταν από τη δωρική πλευρά η Κόρινθος, τα Μέγαρα και η Αίγινα, από την ιωνική η Χαλκίδα και η Ερέτρια στην Εύβοια και η Μίλητος και η Φώκαια στη Μικρά Ασία. Οι δύο τελευταίες πόλεις, καθώς ήταν χτισμένες στη θάλασσα και ταυτόχρονα στην εκβολή μεγάλων ποταμών (η Μίλητος όχι μακριά από τον Μαίανδρο, η Φώκαια κοντά στον Έρμο), είχαν δεσπόζουσα θέση. Οι καινούριες αποικίες ήταν πριν απ^ όλα γεωργικές πόλεις και γι' αυτό τις έχτιζαν κοντά σε εύφορα εδάφη* αλλά φυσικά, εκτός απ** αυτό, φρόντιζαν να τις χτίζουν κοντά σε παράλια κατάλληλα για ελλιμενισμό. Έτσι, μέσα σε δυο αιώνες απλώθηκαν («σαν βεντάλια», λέει ο Μπούρκχαρτ) ελληνικές αποικίες σ' ολόκληρη τη Μεσόγειο και, σαν πυκνοπλεγμένο στεφάνι, γύρω από τη Μαύρη θάλασσα. Δεν πρέπει όμως να φανταζόμαστε κάτι σαν τις σημερινές αποικιακές αυτοκρατορίες, όπως λόγου χάρη η αγγλική, γιατί οι θυγατρικές πόλεις ήταν απόλυτα αυτόνομες και 100
το μόνο που τις έδενε με τη μητρόπολη ήταν συναισθηματικοί δεσμοί, που συχνά όμως ήταν πολύ δυνατοί. Στο Βορρά, η μακεδονική και η θρακική ακτή αποικίσθηκαν κυρίως από την Ερέτρια και τη Χαλκίδα, που έδωσε και τ' όνομά της στη χερσόνησο της Χαλκιδικής. Στη δυτικότερη από τις τρεις γλώσσες της Χαλκιδικής, η Κόρινθος ίδρυσε την Ποτείδαια, που κι αυτή, σαν μικρογραφία της μητρόπολής της, βρίσκεται ανάμεσα σε δυο θαλάσσιους μυχούς. Ο Πόντος, χάρη στη Μίλητο που δημιούργησε εκεί ενενήντα ολόκληρες αποικίες, από άζεινος (δηλαδή αφιλόξενος) που λεγόταν πρώτα, έγινε εΰξεινος^ δηλαδή φιλόξενος, ενώ οι Μεγαρείς κυριαρχούσαν στα στενά του Βόσπορου χάρη στις δυο αντικρυστές πόλεις που έχτισαν, την Καλχηδόνα (αργότερα Χαλκηδόνα) και το Βυζάντιο. Τα Δαρδανέλλια και οι εκβολές του Δούναβη, η ακτή του Καύκασου και η χερσόνησος της Κριμαίας ήταν υπό ελληνική επιρροή. Τα ιωνικά εμπορεύματα έφταναν ώς το Κίεβο, ενώ από τα αστείρευτα εδάφη της νότιας Ρωσίας ξεκινούσαν για την Ελλάδα μαλλί και ξυλεία, κτήνη και δημητριακά. Προς το Νότο οι Έλληνες έφτασαν ώς τα βορειαφρικανικά παράλια: εκεί οι Δωριείς ίδρυσαν στην Κυρηναϊκή μερικές πόλεις που γνώρισαν μεγάλη ακμή. Η περίφημη κύλικα του Αρκεσίλαου, έργο των μέσων του έκτου αιώνα, παριστάνει το βασιλιά της Κυρηναϊκής Αρκεσίλαο Β' να επιβλέπει το ζύγισμα και το φόρτωμα του σίλφιου. Ο Καλλίμαχος, ο πιο ξακουστός ποιητής, και ο Ερατοσθένης, ο πιο επιφανής λόγιος του τρίτου προχριστιανικού αιώνα, κατάγονταν από την Κυρήνη. Την εξάπλωση πέρα από τα όρια της Λιβύης την εμπόδιζε προς τα δυτικά η Καρχηδόνα και προς τα ανατολικά η Αίγυπτος, αλλά στην πόλη του Νείλου Ναύκρατι οι Έλληνες έμποροι απολάμβαναν παρόμοια θέση όπως οι Χανσεάτες στο Λονδίνο. Στα παράλια της νότιας Γαλλίας οι Φωκαείς ίδρυσαν τη Μασσαλία, απ' όπου ξεκινούσαν εμπορικές αποστολές που ανάπλεαν τον Ροδανό και τον Λίγηρα κι έφταναν ώς τον Ατλαντικό ωκεανό. Επίσης, τα γαλλικά ονόματα Αντίμπ και Νις μας θυμίζουν ακόμα και σήμερα τις αρχαίες πόλεις Αντίπολη και Νίκαια. Αλλά οι σημαντικότερες αποικίες ιδρύθηκαν, to αργότερο απ' τις αρχές του έβδομου αιώνα κι έπειτα, στη νότια Ιταλία και τη Σικελία, όπου σε μεγάλες εκτάσεις υπήρχε ακόμα παρθένο, αγονιμοποίητο έδαφος. Οι κυριότεροι αποικιστές ήταν Αχαιοί. Οι εξαίρετες συνθήκες που διαμορφώθη101
καν εκεί βρήκαν την έκφρασή τους στον χαρακτηρισμό «Μεγάλη Ελλάδα», που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες γι** αυτές τις περιοχές. Η Νεάπολη και ο Τάρας, ο Ακράγας και οι Συρακούσες είναι ονόματα με παγκόσμια αίγλη. Ο πλούτος των Μεταποντίων, που είναι ενδεικτικό ότι είχαν για έμβλημά τους το στάχι, ήταν το ίδιο παροιμιώδης όσο και η διαλεκτική δεινότητα των Ελεατών και η καλοζωία των Συβαριτών. Η Σικελία ήταν η πατρίδα της επιστημονικής μαγειρικής. Ο Κρότων έβγαζε τους καλύτερους γιατρούς. Για τους Ακραγαντίνους έλεγαν πως χτίζουν σαν να επρόκειτο να ζήσουν αιώνια και τρώνε σαν να επρόκειτο να πεθάνουν αύριο. Στην πόλη τους έβλεπε κανείς ναούς με τεράστιες διαστάσεις, αφύσικες για το ελληνικό γούστο, πολυτελέστατα ταφικά μνημεία (ακόμα και για άλογα ιπποδρομιών), πολυόροφες κάβες, ένα ιχθυοτροφείο με μήκος πάνω από ένα χιλιόμετρο, παράτες τριακοσίων αρμάτων με εκλεκτά άλογα και χρυσά σύνεργα του μπάνιου. Ολόκληρος ο πολιτισμός της Ιταλίας είναι ελληνικός. Το αλφάβητο, η καλλιτεχνική βιομηχανία, η λογοτεχνία, ακόμα και η μεταγενέστερη θρησκεία, όλα αυτά αναπτύχθηκαν στη Ρώμη σύμφωνα με ελληνικά πρότυπα. Το ίδιο συνέβη και μ^ όλους τους κλάδους της τεχνολογίας: σ' αυτό οφείλονται οι πολλές ξένες λέξεις που υπάρχουν στα λατινικά για τα πιο καθημερινά πράγματα. Οι Ρωμαίοι δεν απόκτησαν ποτέ αυτοδύναμη πνευματική ζωή και φορούσαν πάντα ξένο κοστούμι, αν και το κοστούμι αυτό ήταν το λαμπρότερο και ακριβότερο απ' όλα.Δεν υπάρχει ρωμαϊκή ψυχή. Κι έτσι έγινε κάτι συγκλονιστικό: η Ρώμη να διαφεντεύει ολόκληρο τον κόσμο, αλλά όχι τον ίδιο της τον εαυτό. Μόνον η βόρεια Ιταλία έμεινε σχεδόν ανέγγιχτη απ' την ευλογία και την κατάρα του ελληνικού κέρατος της Αμάλθειας: περιφρονημένη στην αρχαιότητα, έγινε στα νεότερα χρόνια η πηγή της δύναμης στο κράτος, στον πολιτισμό: οι απόγονοι των βάρβαρων Βενετίων και Λιγύων θεμελίωσαν την εξουσία της Βενετίας και της Γένοβας, των δύο θαλασσοκρατειρών, απ' τη Φλωρεντία ξεκίνησε η Αναγέννηση, στο Πεδεμόντιο γεννήθηκε το κίνημα που οδήγησε στην ένωση της Ιταλίας, ενώ και ο φασισμός ήρθε από τα βόρεια. Γύρω στα μέσα του έκτου αιώνα το αποικιστικό κίνημα παραλύει. Εμφανίζονται στο προσκήνιο καινούριες υπερδυνάμεις: στην Ανατολή οι Πέρσες, που λίγο αργότερα απλώνουν χέρι στην Αίγυ102
πτο, στη Δύση οι Ετρούσκοι και οι Φοίνικες. Απ' την άλλη μεριά, την (δια εποχή αρχίζει η άνοδος της Αθήνας. Τον έκτο αιώνα η Αττική αριθμούσε γύρω στις εκατό χιλιάδες κατοίκους, τον πέμπτο αιώνα ένα τέταρτο του εκατομμύριου* απ' αυτούς οι μισοί ή ίσως και τα δύο τρίτα ήταν δούλοι ή μέτοικοι. Ώς εκείνη τη στιγμή, η σημαντικότερη εμπορική δύναμη του Αιγαίου ήταν η Αίγινα, ένα μικρό κι άγονο νησί, που όμως χάρη στην έξοχη γεωγραφική του θέση και τον ισχυρό του στόλο είχε εκτεταμένες εμπορικές σχέσεις, ανθηρή βιομηχανία, που έτεινε ήδη προς τη μαζική χρησιμοποίηση δούλων, και αξιόλογα κεφάλαια: στην Αίγινα υπήρχαν αρκετοί περιώνυμοι «εκατομμυριούχοι». Στη διάρκεια του έκτqυ αιώνα τα αττικά κεραμικά προϊόντα κατέκτησαν την παγκόσμια αγορά. Για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, τη σοβαρότερη απειλή την αποτελούσε αρχικά το βασίλειο της Αυδίας, που με τον Γύγη απόκτησε αξιόλογη δύναμη στο πρώτο μισό του έβδομου αιώνα. Υπό τον εγγονό του Αλυάττη το κράτος αυτό περιλάμβανε ήδη ολόκληρη τη δυτική Μικρά Ασία, με εξαίρεση τις ελληνικές παράκτιες πόλεις, που όμως υποτάχθηκαν η μια μετά την άλλη στη λυδική επικυριαρχία από τον Κροίσο, το γιο του Αλυάττη* μόνον η Μίλητος κατόρθωσε ν' αντισταθεί μ' επιτυχία. Όμως η κυριαρχία των Αυδών δεν ήταν με κανένα τρόπο βαρβαροκρατία: ο Κροίσος ήταν ένας σπάταλος λάτρης των ελληνικών θεών, στους οποίους αφιέρωσε υπέροχους ναούς και αναθήματα, και του ελληνικού πολιτισμού, τον οποίο υποστήριζε με κάθε μέσο. Ωστόσο είχε σκοπό να υποτάξει τα νησιά και την ευρωπαϊκή Ελλάδα, και λέγεται ότι είχε αρχίσει να ναυπηγεί στόλο, όταν νικήθηκε το 546 από τον Κύρο. Αέγεται ότι τη νίκη των Περσών την έκριναν οι καμήλες (που, με την ευκαιρία, έπαιξαν σημαντικό ρόλο και το 1389 στη μάχη του Κοσσυφοπέδιου). Οι Σάρδεις εκπορθήθηκαν, ο Κροίσος πιάστηκε αιχμάλωτος, αλλά ο Κύρος του φέρθηκε τιμητικά και τον πήρε στην αυλή του ως συμβουλάτορα. Ο γνωστός θρύλος για τον Κροίσο και τον Σόλωνα δεν είναι και τόσο απίθανος, γιατί ο δεύτερος ζούσε ακόμα όταν ο πρώτος ανέβηκε στο θρόνο: η ιστορία αυτή θέλει να δείξει ότι η ύβρη οδηγεί στην πτώση, ή ίσως ακόμα ότι η οικογενειακή κατάρα διαιωνίζεται, γιατί ο Γύγης είχε φορέσει το στέμμα χάρη σ' έναν ύπουλο φόνο. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, αυτό που έσωσε τον Κροίσο από την πυρά δεν ήταν η κραυγή «Ω Σόλων!)), αλλά η βροχή του Απόλλωνα που έσβησε τη φωτιά. 103
Ίσως αυτό να ήταν κάτι σαν αποζημίωση για τον πασίγνωστο και αρκετά πονηρό χρησμό του μαντείου των Δελφών. Πάντως η αφήγηση αυτή είναι μια ωραία αλληγορία για την εφήμερη λάμψη των κάθε λογής κορυφών. Η ελληνική μοναρχία υποχωρεί, από την αρχή κιόλας της περιόδου του αποικισμού, μπροστά στην αριστοκρατία. Όπως φαίνεται, από πρώτύτερα ήδη η μοναρχία δεν ήταν πια παρά ένα είδος στρατιωτικής εξουσίας χωρίς πραγματική νομική κατοχύρωση. Ο φόρος είχε τη μορφή δώρου: ο Ησίοδος αποκαλεί τον βασιλιά «δωροφάγο»· αλλά η κύρια πηγή του βασιλικού πλούτου ήταν πάντοτε το μερίδιο από τα λάφυρα των ληστρικών επιδρομών: ο Οδυσσέας ρωτάει τη σκιά του Αγαμέμνονα αν έπεσε στη μάχη μπροστά στην πόλη ή «καθώς έκλεβε βόδια και μαλλιαρά θρεφτάρια»: και οι δυο δραστηριότητες λοιπόν ήταν το ίδιο αντάξιες του βασιλικού αξιώματος και μάλλον η μια ηταν παραλλαγή της άλλης. Ο Αλκίνοος είναι βέβαια κληρονομικός βασιλιάς των Φαιάκων, αλλά στο πλευρό του παρακάθονται άλλοι δώδεκα «βασιλιάδες» με ίσα δικαιώματα, που εκλέγονται εφ** όρου ζωής: θα μπαίναμε στον πειρασμό να τους αποκαλέσουμε «δόγηδες». Οι «μνηστήρες» πάλι είναι μια κλίκα αριστοκρατών που έχει βάλει σκοπό της την ανατροπή της μοναρχίας. Αυτή η ανατροπή φαίνεται ότι έγινε σχεδόν παντού με ειρηνικό τρόπο, χάρη στη δημιουργία καινούριων αξιωμάτων: του άρχοντα^ ως ανώτατης πολιτικής αρχής, του πολέμαρχου^ ως αρχιστράτηγου, των θεσμοθετών^ επιμελητών των νόμων. Όλοι αυτοί οι αξιωματούχοι περιόριζαν όλο και περισσότερο τη βασιλική εξουσία, ώσπου η τελευταία κατάντησε ένας άδειος τίτλος: στο τέλος η μόνη αρμοδιότητα του βασιλιά ήταν να θυσιάζει για λογαριασμό ολόκληρης της κοινότητας, γιατί σύμφωνα με τις παλιές θρησκευτικές αντιλήψεις μόνον ένας βασιλιάς είχε αυτό το δικαίωμα. Από το 750 περίπου κι έπειτα, μόνο στις παρυφές του ελληνικού κόσμου υπάρχουν πια βασιλικά πολιτεύματα: στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και την Κύπρο. Η υπεροχή των ευγενών «ιππέων» βασιζόταν στη στρατιωτική τους σπουδαιότητα. Ουσιαστικά δεν δικαιολογούσαν το όνομά τους, γιατί συνήθως πολεμούσαν πεζοί. Αλλά μόνον αυτοί είχαν τα μέσα να προσπορίζονται βαρύ οπλισμό. Με τον καιρό όμως η δαπανηρότητα αυτού του οπλισμού ελαττώθηκε, έτσι ώστε σύντομα ακόμα κι ένας πολίτης με μέσο εισόδημα μπορούσε ν' αγοράσει όπλα και θώ104
ρακα. Εξάλλου, η κλειστή φάλαγγα των οπλιτών, που, όπως ήταν φυσικό, στρατολογούνταν από τη μάζα, έγινε σιγά-σιγά ο σημαντικότερος τακτικός σχηματισμός. Στη μεσαία τάξη όμως, ιδιαίτερα την αγροτική, επικρατούσε μεγάλη και δικαιολογημένη δυσαρέσκεια. Οι δικαστικές αποφάσεις στο αριστοκρατικό καθεστώς ήταν μεροληπτικές: παντού ακούγονταν παράπονα για παρωδίες δικών. Καθώς η κληρονομιά μοιραζόταν κατ** ισομοιρία στους γιούς, δημιουργούνταν μικροσκοπικές παραγωγικές μονάδες,που σε περίπτωση κακής συγκομιδής κατέρρεαν. Δάνεια όμως παραχωρούνταν μόνο με δυσβάσταχτο τόκο. Παντού στα χωράφια ξεφύτρωναν πέτρινες στήλες που έδειχναν ότι ήταν υποθηκευμένα. Όσοι καθυστερούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη τους, γινόντουσαν δούλοι. Προς τα τέλη του έβδομου αιώνα τα πράγματα είχαν προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε η έγγεια ιδιοκτησία βρισκόταν στα χέρια λίγων μεγαλογαιοκτημόνων. Για ν' αποτραπεί η επανάσταση, που ήταν επί θύραις, έγιναν στην αρχή προσπάθειες να μεταρρυθμισθεί η νομοθεσία. Στην Αθήνα, ο Δράκων έβαλε να καταγραφεί το ποινικό δίκαιο. Οι νόμοι του, «γραμμένοι με αίμα», είχαν σκοπό ν' αναχαιτίσουν την κακοδαιμονία της βεντέτας, που ήταν ακόμα πολύ διαδομένη. Ο Δράκων έκανε διάκριση ανάμεσα σε ατιμώρητο φόνο (σε περίπτωση άμυνας, μοιχείας, επιθέσεων κατά της περιουσίας), απόπειρα φόνου, που τιμωρούνταν με εξορία, και δολοφονία, που τιμωρούνταν με θάνατο, καθώς και κάθε είδος κλοπής· ο ηθικός αυτουργός εξισωνόταν με τον δράστη. Σε γενικές γραμμές η καινούρια νομοθεσία ήταν «δρακόντεια» μόνον από τη σκοπιά της μεταγενέστερης ελληνικής νοοτροπίας, που της έδωσε αυτόν το χαρακτηρισμό· αν τη δούμε από τη μεριά της κατάστασης που επικρατούσε ώς τότε, ήταν ήπια και ευεργετική. Σ** ολόκληρη την Ελλάδα η κωδικοποίηση του δικαίου συνδέθηκε με πολυθρύλητες προσωπικότητες και η επιστήμη έσπευσε να τις θεωρήσει όλες μυθικές. Έτσι, ο Δράκων, που τ' όνομά του σημαίνει δράκος, υποτίθεται ότι δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά ο θεός-φίδι, ενώ ο Λυκούργος, δηλαδή «αυτός που φέρνει φως», και ο Ζάλευκος, «ο αστραφτερά λευκός», ήταν ο θεός του ήλιου. Όμως σχεδόν όλα τα ανθρώπινα ονόματα είναι συμβολικά, και γι' αυτό μπορεί κανείς να θεωρήσει τον κάθε φορέα τους ως ανθρωποποιημένο θεό, όταν δεν υπάρχουν αδιάσειστα επιχειρήματα για το αντίθετο. Μ' αυτή τη μέθοδο μπορεί κανείς ν** αποδείξει ό,τι θέλει. Έτσι, για παράδειγμα, ο Αμερικανός ερευνητής 105
Μπέντζαμιν Σμιθ διακήρυξε ότι Ναζωραίος σημαίνει στα εβραϊκά «φύλακας» και επομένως δε βγαίνει από κάποια Ναζαρέτ, που δεν υπήρξε ποτέ, αλλά ήταν απλώς το όνομα μιας αίρεσης και, κατά συνέπεια, ο Χριστός δεν ήταν παρά ένας εβραϊκός θεός. Καταλαβαίνουμε πόσο «σοβαρή» είναι αυτή η μέθοδος, αν πάρουμε ένα σύγχρονο παράδειγμα. 'Οπως είναι γνωστό, υπάρχει μια αίρεση που λέγεται «Χερνχουτικοί». Ίσως έπειτα από δυο χιλιάδες χρόνια μερικοί κουφιοκεφαλάκηδες σοφοί του είδους του Σμιθ να δηλώσουν μ' ένα αγέρωχο χαμόγελο ότι αυτό το όνομα σημαίνει «Hüter des Herrn», δηλαδή «φύλακες του Κυρίου», γιατί εκείνη την εποχή ίσως να μην υπάρχει πια στο χάρτη η πόλη Χέρνχουτ (Herrnhut), όπως δεν υπάρχει πια η Ναζαρέτ στο σημερινό χάρτη. Το 594 οι Αθηναίοι εξέλεξαν τον Σόλωνα «συμφιλιωτή» και νομοθέτη με απεριόριστη εξουσία. Ο Σόλων ανήκε στο παμπάλαιο βασιλικό γένος των Μεδοντιδών, αλλά τα μακρινά εμπορικά ταξίδια του τον είχαν εξοικειώσει με το τυνεύμα της νέας εποχής. Παλιότερα είχε παροτρύνει τους συμπατριώτες του με μια φλογερή ελεγεία να κατακτήσουν τη Σαλαμίνα, που, όπως κατάλαβε χάρη στην πολιτική διορατικότητά του, αποτελούσε το κύριο εμπόδιο στην εξάπλωση της αττικής ναυτικής δύναμης. Σ' άλλα ποιήματά του προειδοποίησε για την καταστροφή που αναπόδραστα θα έφερναν οι κοινωνικές κακοδαιμονίες. Μας προκαλεί έκπληξη ότι οι Αθηναίοι διάλεξαν ίσα-ίσα ένα ποιητή για ν^ ανανεώσει την κρατική τους οργάνωση· ίσως όμως τα ποιήματα του Σόλωνα να μην ήταν παρά η συνηθισμένη τότε μορφή πολιτικού υπομνήματος. Το πρώτο πράγμα που διέταξε ο Σόλων ήταν η γενική «σεισάχθεια», δηλαδή αποτίναξη των βαρών όλα τα χρέη κηρύχ^καν άκυρα, όλοι όσοι είχαν γίνει δούλοι λόγω των χρεών τους απελευθερώθηκαν, όσοι απ' αυτούς είχαν πουληθεί στο εξωτερικό εξαγοράσθηκαν με κρατικά έξοδα, γιατί ο νόμος είχε αναδρομική ισχύ. Ο Σόλων απαγόρεψε ολότελα να δανείζεται κανείς βάζοντας ενέχυρο τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς επίσης και το ν' αποκτά κανείς έγγεια ιδιοκτησία πέρα από ένα ορισμένο ανώτατο όριο. Αντίθετα, αντιτάχ^κε στο ριζοσπαστικό αίτημα ν' ανακατανεμηθεί ολόκληρο το έδαφος της Αττικής. Με το όνομά του συνδέθηκε επιπλέον η καθιέρωση της ελεύθερης διαθήκης, των ορκωτών δικαστηρίων και ενός ταξικού εκλογικού συστήματος που βασιζόταν στο εισόδημα από την έγγεια πρόσοδο. Το έργο του, όπως καυχιόταν ο ί106
διος, ακολουθούσε τη μέση οδό. Κανένας δεν το επιδοκίμαζε εντελώς ούτε το απέρριπτε εντελώς, γι' αυτό ακριβώς κι είχε διάρκεια. Αλλά μπορούμε να πούμε επίσης ότι γι' αυτό ακριβώς δεν ικανοποιούσε μακροπρόθεσμα κανέναν. Όταν ο Σόλων το ολοκλήρωσε, παραιτήθηκε οικειοθελώς από τις έκτακτες εξουσίες του κι εγκατέλειψε το πεδίο όπου είχε δράσει, αποδείχνοντας έτσι ότι δίκαια οι αρχαίοι τον συγκατάλεγαν στους εφτά σοφούς. Ακόμα και τα ποιητικά αποσπάσματά του φανερώνουν οξυδέρκεια και σαφή γνώση του κόσμου, που όμως δεν φτάνει ψηλότερα από μια ολότελα πρακτική ηθική, απορρίπτοντας το κακό μόνον εξαιτίας των αναπόφευκτων αρνητικών συνεπειών του. Η πεζή, πραγματιστική νοοτροπία του Σόλωνα φαίνεται, ανάμεσα στ' άλλα, από το γεγονός ότι χαρακτήριζε την εφεύρεση του θέσπι «ανώφελη ψευδολογία». Οι ανδροπρεπείς, ευγενικοί, ώριμοι στίχοι του αποστηθίζονταν επί αιώνες από τους μαθητές και παραθέτονταν από ρήτορες και πολιτικούς. Πλάι στις κοινωνικές ανακατατάξεις, και μαζί μ' αυτές, έγιναν ριζικές αλλαγές στην οικονομία και στις συναλλαγές. Στις ιωνικές πόλεις καθιερώθηκε, γύρω στις αρχές του έβδομου αιώνα, το χρήμα. Ώς τότε χρησιμοποιούνταν στις καθημερινές συναλλαγές λεπτές ράβδοι χαλκού, που απ' το σχήμα τους λέγονταν οβολοί^ δηλαδή σούβλες* έξι τέτοιοι οβολοί αποτελούσαν μια «χούφτα», δραχμή (από το δράττομαι = αδράχνω, πιάνω): αυτά τα ονόματα πέρασαν στα κατοπινά ελληνικά νομίσματα. Τώρα όμως οι Έλληνες άρχισαν να κόβουν κέρματα, που το βάρος και η περιεκτικότητά τους σε πολύτιμο μέταλλο ήταν εγγυημένα με κρατική σφραγίδα και που, σ' ένα λαό που δεν έκανε τίποτα χωρίς τέχνη, ττήραν γρήγορα τις πιο διαφορετικές και γοητευτικές μορφές.Ως μέταλλο χρησιμοποιούσαν το ήλεκτρο, ένα κράμα από χρυσάφι και ασήμι, των οποίων όμως η αναλογία κυμαινόταν έντονα από πόλη σε πόλη. Εκείνος που έβαλε τέρμα σ' αυτή τη σύγχυση, κόβοντας νομίσματα από ατόφιο χρυσάφι και ασήμι, ήταν ο Κροίσος. Ώς τον έκτο αιώνα η κυκλοφορία του χρήματος περιοριζόταν στη Μικρά Ασία και στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της Κεντρικής Ελλάδας. Κατόπιν όμως εξαπλώθηκε παντού, ώς τους Έλληνες της Ιταλίας και της Σικελίας. Η μεγαλύτερη ελληνική νομισματική μονάδα ήταν το τάλαντο. Ένα τάλαντο είχε εξήντα μνες, μια μνα εκατό δραχμές, μια δραχμή έξι οβολούς. Παράλληλα υπήρχαν κέρματα των δύο, τριών και τεσσάρων οβολών, των δύο και 107
τεσσάρων δραχμών: διόβολα, τριόβολα και τετρόβολα, στατήρες και τετράδραχμα. Για να πάρουμε μια γενική ιδέα για την αγοραστική δύναμη όλων αυτών των νομισμάτων (που φυσικά άλλαζε συνεχώς στην πορεία της ελληνικής ιστορίας), θ' αναφέρουμε ότι την εποχή του Σόλωνα ένα βόδι με μέτρια ποιότητα κόστιζε πέντε δραχμές, ένας μέδιμνος (52 1/2 λίτρα) δημητριακών μία δραχμή, ενώ στα χρόνια του Περικλή το κατώτερο όριο για την καθημερινή συντήρηση μιας οικογένειας ήταν ένα τρίτο της δραχμής, ποσό που στα τέλη του τέταρτου αιώνα ανέβηκε στη μια δραχμή. Την ίδια περίπου εποχή ένας μετρητής κρασί (περίπου 40 λίτρα, επρόκειτο προφανώς για συνηθισμένο κρασί) έκανε έξι ώς οχτώ δραχμές και τα έξοδα διατροφής ενός δούλου ήταν δύο οβολοί, ποσό με το οποίο ο δούλος μπορούσε να φάει απλά, αλλά χορταστικά. Όποιος είχε περιουσία τρία τάλαντα (οι τόκοι ήταν κατά μέσο όρο 12%) θεωρούνταν ήδη πλούσιος. Για μερικούς σοφιστές και καλλιτέχνες αναφέρεται ότι ποτέ δεν ζητούταν για το μάθημα που παρέδιδαν (και που πάντως διαρκούσε αρκετά χρόνια) λιγότερο από ένα τάλαντο, ένα ποσό προφανώς εξωφρενικό, που θεωρείται ένδειξη της τεράστιας φήμης τους. Ο Επίκουρος πλήρωσε 80 μνες για τον μεγάλο και ωραίο κήπο που αγόρασε το έτος 306 σε θαυμάσια τοποθεσία, για να εγκαταστήσει εκεί τη σχολή του· την ίδια περίπου εποχή ένα συνηθισμένο σπίτι στοίχιζε από 300 ώς 700 δραχμές, μια πολυτελής έπαυλη από 5.000 ώς 10.000 δραχμές. Ο μεγιστάνας του πλούτου Καλλίας, ιδιοκτήτης ορυχείων, πασίγνωστος σ' ολόκληρη την Ελλάδα, είχε περιουσία 200 ταλάντων. Στη συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε τον πρώτο καρχηδονιακό πόλεμο (264-241 π.Χ.), οι Καρχηδόνιοι χρέωσαν τους Ρωμαίους τα έξοδα του 23χρονου πολέμου με 3.200 τάλαντα. Εννοείται ότι και η ναυτιλία γνώρισε μεγάλη άνθηση. Παντού υψώθηκαν επιβλητικά αγκυροβόλια και προβλήτες, ναυπηγεία και νεώσοικοι. Οι Έλληνες ναυπηγούσαν για τις εμπορικές μεταφορές φαρδιά σκάφη με μεγάλο αμπάρι, ενώ για τον κατά θάλασσα πόλεμο ένα λεπτό κι ευκίνητο τύπο πλοίου, που η πλώρη του κατέληγε σ' ένα μπρούτζινο έμβολο (πιθανότατα φοινικική εφεύρεση). Η κλασική μορφή του ελληνικού πολεμικού σκάφους ήταν η τριήρης, που λεγόταν έτσι επειδή οι κωπηλάτες (ερέτες) καθόντουσαν σε τρεις σειρές, η μια πάνω απ' την άλλη. Αυτοί αποτελούσαν το κύριο μέρος του πληρώματος, γιατί η αρχαία ναυμαχία συνίστατο ουσιαστικά σε επιδέ108
ξιους ελιγμούς: εκείνο που επιδίωκε ένα πλοίο ήταν να σπάσει τα κουπιά του εχθρικού σκάφους περνώντας γρήγορα από δίπλα του ή να το τρυπήσει με το έμβολο: μια πετυχημένη διεμβολή ξεκοίλιαζε κυριολεκτικά το εχθρικό πλοίο. Αν όμως η διεμβολή αποτύχαινε, τότε γινόταν μάχη από κατάστρωμα σε κατάστρωμα ανάμεσα στους ναύτες, που τους συνεπικουρούσαν οι όχι και τόσο πολλοί οπλίτες. Καθώς οι αρχαίοι είχαν μάθει όχι μόνο ν' αποσπούν το σίδηρο από το σιδηρομετάλλευμα, αλλά και να τον κάνουν σκληρότερο, ο σίδηρος εκτόπισε σιγά-σιγά τον μπρούτζο στην οπλοποιία. Έτσι προέκυψε η ανάγκη να ενισχυθεί ο προστατευτικός οπλισμός: η δερμάτινη ασπίδα ενισχύθηκε με μπρούτζο, ο θώρακας, οι μπρούτζινες περικνημίδες και το μετάλλινο κράνος με παραγναθίδες· υττήρχαν όμως και τα λεγόμενα κορινθιακά κράνη, που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου. Αυτή είναι η «πανοπλία», που αναφέραμε στον πρώτο τόμο. Το άρμα αντικαταστάθηκε από το πολεμικό άλογο, που κι αυτό όμως χρησίμευε κυρίως στη μεταφορά. Μόνον οι Θεσσαλοί είχαν τακτικό ιππικό. Σ' όλα τ' άλλα μέρη της Ελλάδας το σημαντικότερο σώμα ήταν οι οπλίτες. Παράλληλα όμως υπήρχε και το ελαφρό σώμα των λεγόμενων ψιλών ή γυμνών, που ως βαστάζοι αποτελούσαν το μεταγωγικό της εποχής και ως τοξότες και λιθοβόλοι ήταν ένα είδος ακροβολιστών. Ο Όμηρος συγκρίνει τον σχηματισμό μάχης των Μυρμιδόνων —μια φάλαγγα που προφανώς ήταν «μοντέρνα» και όχι μυκηναϊκή— με τα σφιχτοκολλημένα αγκωνάρια ενός τείχους. Είναι πολύ πιθανό ότι, κάνοντας αυτή τη σύγκριση, είχε στο νου του τους Σπαρτιάτες, που από τότε κιόλας ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στην ξηρά. Αλλά κατά τα άλλα οι Σπαρτιάτες είχαν εντελώς ξεχωριστή θέση στην υπόλοιτυη Ελλάδα. Είχαν αναδειχτεί με τους δύο μεσσηνιακούς πολέμους, ο πρώτος απ^ τους οποίους τερματίσθηκε στο δεύτερο μισό του όγδοου αιώνα με την κατάληψη του οχυρού της Ιθώμης. Οι Μεσσήνιοι έγιναν είλωτες: υποτελείς δεμένοι με τη γη, που είχαν το δικαίωμα να καλλιεργούν μόνοι τους το έδαφός τους, αλλά έπρεπε να πληρώνουν στον ιδιοκτήτη της γης ένα σταθερό φόρο και να τον ακολουθούν στον πόλεμο ως υτεηρέτες. Ήταν ιδιοκτησία του κράτους και μόνο το κράτος είχε το δικαίωμα να τους πουλάει ή να τους απελευθερώνει. Όταν στα μέσα του έβδομου αιώνα προσπάθησαν ν' αποσείσουν τον ζυγό, συμμαχώντας με τους Αργείους και τους Αρκάδες, οι Σπαρτιάτες μόνον έπειτα από 109
μακρόχρονο και αιματηρό αγώνα κατάφεραν να ξαναγίνουν κύριοι της κατάστασης. Ολόκληρη η πολιτειακή δομή των Σπαρτιατών καθοριζόταν από τον μόνιμο μεσσηνιακό κίνδυνο. Μερικές χιλιάδες κατακτητές εξουσίαζαν μια πολλαπλάσια πλειονότητα υποδουλωμένων και εκμεταλλευμένων αυτόχθονων κατοίκων αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να διατηρηθεί παρά μονάχα με την αρραγή ενότητα, τη συνεχή πολεμική ετοιμότητα και την πλήρη απομόνωση από το εξωτερικό. Για την επιτήρηση των ειλώτων χρησίμευε,^ ανάμεσα στ' άλλα, η περιβόητη κρνπτεία^ ένα είδος χωροφυλακής που εκτελούσε τους υπόπτους χωρίς καμιά διαδικασία. Ανάμεσα στους Σπαρτιάτες υπήρχε (τουλάχιστο θεωρητικά) πλήρης ισότητα στην ιδιοκτησία: γΓ αυτό και αυτοαποκαλούνταν «όμοιοι». Επειδή τόσο οι Αγιάδες όσο και οι Ευρυποντίδες είχαν πανάρχαια δικαιώματα στο θρόνο, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να δώσουν τη βασιλική αρχή και στα δύο γένη: αυτή η ανταγωνιστική διπλοβασιλεία, ένας πολύ πρωτότυπος θεσμός που το πολύ-πολύ να έχει κάποια αναλογία με τη ρωμαϊκή υπατεία, είχε σκοπό να εμποδίσει την εγκαθίδρυση μονοκρατορίας. Εκτός όμως απ' τους δυο βασιλιάδες υπήρχαν πέντε έφοροι, που εκλέγονταν κάθε χρόνο και που είχαν την πραγματική εξουσία στο κράτος: δεν σηκώνονταν μπροστά στους βασιλιάδες και μ' ένα νεύμα τους ο καθένας όφειλε «να σπεύσει κοντά τους». Ο Ξενοφών, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης σύγκριναν την εξουσία των εφόρων με τυραννίδα. Οι έφοροι είχαν απόλυτη ελευθερία δράσης στους βασικούς τομείς αρμοδιότητάς τους —εξωτερικές υποθέσεις, ασφάλεια, αστυνομία αλλοδαπών, διαπαιδαγώγηση των νέων, οικονομικά— αλλά ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν λογαριασμό στους διαδόχους τους. Από τον αρχηγό της πεντανδρίας έπαιρνε τ' όνομά της η χρονιά. Στο πλάι τους οι βασιλιάδες δεν ήταν παρά καχύποπτα επιτηρούμενοι πρόεδροι του κράτους, με δικαίωμα τιμητικής θέσης, διπλής μερίδας και δημόσιου πένθους όταν πέθαιναν. Είναι ενδεικτικό ότι οι βασιλιάδες ήταν υποχρεωμένοι να ορκίζονται κάθε μήνα πίστη στο σύνταγμα. Ο Πλούταρχος αποκάλεσε τη λακεδαιμόνια κοινότητα «λογικόν καί πολιτικόν σμήνος», δηλαδή ένα μελίσσι με λογικό και πολιτικό αισθητήριο, και ο Αριστοτέλης έλεγε: «Το σύνταγμα της Σπάρτης θα ήταν τέλειο, αν το κράτος ήταν στρατόπεδο». Μόλις τα παιδιά γίνονταν εφτά χρόνων, τα έπαιρναν απ' τη μητέρα τους, τα κατένειμαν σε «αγέλες» και τα ανάθεταν στην κρατική επίβλεψη, που ήταν 110
μια σχεδόν αποκλειστική και πολύ αυστηρή προετοιμασία για τη στρατιωτική θητεία. Ακόμα και οι ενήλικοι άνδρες ζούσαν σε συσκηνίες με κοινά συσσίτια, στα οποία ο καθένας έπρεπε να συνεισφέρει ένα ορισμένο μέρος: αν δεν μπορούσε πια να εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση, αποκλειόταν από την κατηγορία των πολιτών που είχαν πλήρη δικαιώματα. Ακόμα και τα κορίτσια εκπαιδεύονταν σωματικά με τον ίδιο περίπου τρόπο όπως τα αγόρια, γι' αυτό και οι Λακεδαιμόνισσες θεωρούνταν οι ωραιότερες και υγιέστερες Ελληνίδες. Επίσης, επειδή η φροντίδα για το νοικοκυριό βρισκόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στα χέρια τους, η θέση τους στην κοινωνία ήταν πιο ελεύθερη και ευυπόληπτη από αλλού. Απ' την άλλη μεριά όμως είναι ευνόητο ότι, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, η συζυγική ζωή δεν είχε καθόλου προσωπικό και απόκρυφο χαρακτήρα: η ανταλλαγή γυναικών δεν ήταν σπάνια, συχνά οι φτωχοί αδελφοί μοιράζονταν μια γυναίκα, ο σύζυγος μπορούσε (και μάλιστα ήταν υποχρεωμένος, σε περίπτωση μόνιμης ατεκνίας) να βρει αντικαταστάτη για τη γυναίκα Ο Ξενοφών λέει ότι στην πολεμική τέχνη υπάρχει ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους υπόλοιπους Έλληνες η σχέση του επαγγελματία τεχνίτη με τον ερασιτέχνη. Η σωματική αγωγή των Σπαρτιατών ήταν περισσότερο γυμναστική και πολεμική άσκηση παρά αθλητισμός, γι' αυτό και σπάνια νικούσαν στην Ολυμπία, ενώ η μουσική και η ποίησή τους είχαν κατά κύριο λόγο τη μορφή εμβατηρίων, πολεμικών τραγουδιών και πατριωτικών χορών. Ακόμα και την παιδεραστία την έβαζαν στην υπηρεσία της στρατοκρατίας. Ο Πλάτων λέει: «Αν ήταν δυνατό ν' αποτελείται ένα ολόκληρο κράτος ή ένα ολόκληρο στρατόπεδο από εραστές και ερωμένους, θα ήταν αδιανόητη μια καλύτερη κοινότητα, γιατί από αμοιβαία αιδώ θ' απόφευγαν κάθε κακή πράξη και θα βρίσκονταν συνεχώς σε ευγενή άμιλλα, ενώ στη μάχη θα νικούσαν κάθε αντίπαλο, ακόμα κι αν υστερούσαν αριθμητικά. Γιατί ένας εραστής προτιμά να τον δει ολόκληρος ο κόσμος να στρέφει τα νώτα στον εχθρό παρά ο αγαπημένος του. Κανένας δεν είναι τόσο τιποτένιος ώστε ο έρωτας να μην τον εμψυχώνει.» Και πράγματι, πριν απ' τη μάχη οι Σπαρτιάτες θυσίαζαν στον Έρωτα. Το εμπόριο και οι συναλλαγές ήταν στα χέρια των περίοικων, δηλαδή εκείνων που ζούσαν στα όρια της πολιτείας και δεν συμμετείχαν στη διακυβέρνησή της. Υπήρχαν μόνο σιδερένια νομίσματα χω111
ρίς αξία και χωρίς πέραση σ' άλλες πόλεις. Τα ταξίδια στο εξωτερικό απαγορεύονταν. Η κλοπή θεωρούνταν όνειδος μόνον αν ο κλέφτης πιανόταν επ' αυτοφώρω. Πολλά άλλα πράγματα που αναφέρονται για τη Σπάρτη και που ακόμα και σήμερα τα μαθαίνει το κάθε σχολαριόπαιδο έχουν την πηγή τους στην τάση πολλών όψιμων Ελλήνων ηθογράφων να υπερβάλλουν και, ώς ένα βαθμό, στην αγάπη των Σπαρτιατών για την επίδειξη. Λόγου χάρη ο «τρίβων» τους, ένας χιτώνας που τον έτριβαν επίτηδες για να φαίνεται λι-^ότερος και που αργότερα χρησίμευε και στους φιλόσοφους για να κάνουν εντύπωση με τη λετσαρία τους, φοριόταν μόνο για φιγούρα. Τους άρεσε να βάφουν τα ρούχα τους με πορφύρα εξίσου όσο και στους άλλους Έλληνες, αλλά δήλωναν με καμάρι ότι το έκαναν μόνο και μόνο για να μη φαίνεται το αίμα πάνω τους· ωστόσο ο Λυκούργος απαγόρεψε αυτή την απρεπή πολυτέλεια, κι από τότε οι Σπαρτιάτες φορούσαν κατακόκκινα ρούχα. Για τον περιώνυμο «μέλανα ζωμό» ένας Συβαρίτης είπε τάχα πως από τότε που τον δοκίμασε ξέρει γιατί οι Σπαρτιάτες βαδίζουν με τόση ευχαρίστηση στον θάνατο* αλλά αυτό δεν είναι παρά καλαμπούρι: στην πραγματικότητα ο μέλας ζωμός ήταν ένα πολύ θρεπτικό και νόστιμο φαγητό, ένα είδος πατσά από αλλαντικά, χοιρινό κρέας, ξύδι και μπαχαρικά, που όσοι ξένοι κατάφεραν να μάθουν τη συνταγή του το εκτιμούσαν ως λιχουδιά και πραγματικά αργότερα εξαγόταν, όπως η μασσαλιώτικη μπουγιαμπέσα. Στα συμπόσια που ακολουθούσαν τις θυσίες υπήρχαν θαυμάσια γλυκίσματα, δυνατά κρασιά, εξαίσια φέτα και σιτευτά μοσχάρια* βέβαια, το συνηθισμένο μενού των συσσιτίων ήταν πολύ πιο απλό και η μέθη τιμωρούνταν, αλλά είναι σίγουρο ότι το κυνήγι δεν ήταν σπάνιο στο τραπέζι. Είναι γνωστό ότι στους Σπαρτιάτες άρεσε επίσης να μιλάνε με μια τυποποιημένη λιτότητα, που ώς ένα βαθμό προερχόταν απ' το γεγονός ότι τους έλειπε η φαντασία, αλλά μερικές φορές ήταν πολύ πετυχημένη. Σ' έναν εχθρό που τους απείλησε: «Αν κυριέψω την πόλη σας, θα την ισοπεδώσω», απάντησαν: «Αν». Στους Σάμιους απεσταλμένους, που έβγαλαν ατέλειωτους λόγους, είπαν: «Δεν καταλάβαμε το τέλος, γιατί ξεχάσαμε την αρχή.» Μερικές άλλες απ' αυτές τις λακωvικiς ρήσεις, που στην αρχαιότητα κυκλοφορούσαν σε μεγάλο αριθμό, έδιναν στη βραχυλογία μια χροιά ευφυολογήματος, που όμως όχι σπάνια είναι τόσο ξερό ώστε να φαίνεται άνοστο. Αλλά εκεί που οι Σπαρτιάτες ήταν ολότελα ανυπόφοροι ήταν η χαρακτηριστική 112
ηθικοληψία τους* και είναι οι μόνοι Έλληνες που τα κατάφεραν να είναι κακόγουστοι. Κάτι που δεν συμφωνεί με την παραδοσιακή σχολική εικόνα των Σπαρτιατών είναι η φιλοχρηματία τους, που ήταν παροιμιώδης σ' ολόκληρη την αρχαιότητα. Ένας Πελοποννήσιος είναι αυτός που βάζει τον Αλκαίο να λέει την περίφημη ρήση: «χρήματα χρήματ' άνήρ», δηλαδή «μόνο τα λεφτά κάνουν τον άνθρωπο.» Αλλά κι ο Ευριπίδης στηλιτεύει την ευτελή κερδομανία τους, που επικρίθηκε προειδοποιητικά ακόμα κι απ' το μαντείο των Δελφών. Η κατοχή χρυσού και αργύρου ήταν βέβαια απαγορευμένη, αυτή η απαγόρευση όμως μπορούσε εύκολα να παρακαμφθεί: με τη λαθραία εξαγωγή χρημάτων στο εξωτερικό, με εικονικές εκχωρήσεις σε περίοικους, με την απόκτηση οικοπέδων και κοπαδιών. Ακόμα, είχε κανείς το δικαίωμα να έχει όσους δούλους ήθελε, που ήταν το κύριο περιουσιακό στοιχείο του αρχαίου Έλληνα. Η συνεισφορά στα συσσίτια ήταν κατανεμημένη ομοιόμορφα, επομένως άδικα, γιατί δεν έπαιρνε υπόψη τη μεγαλύτερη επιβάρυνση των πολύτεκνων νοικοκυριών, που εκτός απ' αυτό διασπώνταν με το μοίρασμα της κληρονομιάς σε όλο και μικρότερες παραγωγικές μονάδες. Έτσι, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν ότι απ' τη μια μεριά, με την πτώχευση και την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων, δημιουργήθηκε ένα κουρελοπρολεταριάτο (ή μάλλον μια κουρελοαριστοκρατία) κι απ' την άλλη μεριά μια πλουτοκρατία. Τον έκτο αιώνα υπήρχαν ήδη Σπαρτιάτες περιβόητοι για την αμύθητη περιουσία τους. Αν σ' αυτά τα ζητήματα οι Σπαρτιάτες ήταν χειρότεροι απ' την τυποποιημένη εικόνα τους, σε μερικά άλλα ήταν καλύτεροι. Έτσι, το ότι επιδίωκαν πάντα να υποτάξουν ολόκληρη την Ελλάδα είναι μια κακόβουλη εκδοχή που διέδωσε ο προαιώνιος εχθρός τους, η Αθήνα. Στην πραγματικότητα ασκούσαν πάντα μια καθαρά πελοποννησιακή πολιτική και αποστρέφονταν κάθε επέκταση· πέρα απ' τον Ισθμό, αν όχι γι' άλλο λόγο τουλάχιστον επειδή φοβόντουσαν μήπως μολυνθούν με «επαναστατικές» ιδέες. Η μόνη αποικία που ίδρυσε ποτέ η Σπάρτη ήταν ο Τάρας, που όμως, ως πρωτεύουσα της μεγαλοελληνικής βιομηχανίας, επιστήμης και ευζωίας, δεν είχε τίποτα το σπαρτιατικό. Στην Ελλάδα οι Σπαρτιάτες ήθελαν να έχουν μόνο την ηθική ηγεμονία. Μετά την υποταγή της Μεσσηνίας ένιωθαν κορεσμένοι εδαφικά, όπως η Πρωσία του Φρειδερίκου μετά την απόκτηση της Β
113
Σιλεσίας και η Γερμανία του Μπίσμαρκ μετά την ειρήνη του Νίκολσμπουργκ και της Φραγκφούρτης. Είναι γενικά παράξενο ότι τα λεγόμενα «στρατοκρατικά» κράτη δεν είναι σχεδόν ποτέ επιθετικά. Επίσης, δεν είναι σωστό ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήταν οι πιο άμουσοι απ** όλους τους Έλληνες. Ας μη ξεχνάμε ότι ήταν κι αυτοί Έλληνες. Έτσι, είναι ενδεικτικό ότι χάρη στις ελεγείες του Τυρταίου κέρδισαν τον δεύτερο μεσσηνιακό πόλεμο: αυτός ο ποιητής, του οποίου τα φλογερά τραγούδια τραγουδιόντουσαν για αιώνες σ^ ολόκληρη την Ελλάδα, ήταν στην πραγματικότητα ο στρατηγός τους. Γενικά οι Σπαρτιάτες ήταν πολύ μουσόφιλοι, ενώ ακόμα και ο ελληνικός ναός είναι δικό τους δημιούργημα. 'Οπως η εξίσου πολυχλεύαστη Πρωσία γέννησε έναν ιδιόρρυθμο και, στα στενά του όρια, εύρωστο πολιτισμό, που σημαδεύεται απ^ τα ονόματα του Καντ και του Κλάιστ, έτσι και το δωρικό πνεύμα κατέκτησε ανάλογες κορυφές στην αρχιτεκτονική και τη μουσική. Η δεύτερη μεγάλη αποικία των Δωριέων ήταν η Κρήτη. Ο Όμηρος, εξυμνώντας αυτό το πυκνοκατοικημένο νησί για την ομορφιά και την ευφορία του, το αποκαλεί εκατόμπολιν. Οι κατακτητές δεν τεμάχισαν το έδαφος σε κλήρους, όπως είχαν κάνει στη Λακωνία, παρά έκαναν το μεγαλύτερο μέρος του κοινοτική γη. Τα συσσίτια οργανώνονταν από το κράτος, κι όχι μόνον αυτά παρά και τα γεύματα των γυναικών, των παιδιών και των δούλων στα διάφορα νοικοκυριά. Αλλά κι αυτός επίσης ο κολεκτιβισμός, που ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια του σπαρτιατικού, δεν είχε διάρκεια. Έγιναν κατατμήσεις και καταπατήσεις, πολλοί Κρήτες μετανάστευσαν ως μισθοφόροι ήταν περίφημοι και περιβόητοι σ^ ολόκληρο τον μεσογειακό κόσμο για τα πολεμικά τους κατορθώματα και, όπως αναφέρει ο Πολύβιος, για την ακατάσχετη κερδομανία τους. Αλλά σ' ολόκληρη την περίοδο του αποικισμού το πολιτιστικό επίκεντρο βρισκόταν στα ανατολικά, στην Ιωνία. Η ζωή μιας μικρασιατικής ελληνικής πόλης εκείνα τα χρόνια ήταν από μερικές απόψεις πιο ζωηρή και ποικιλόχρωμη απ' ό,τι αργότερα, στην «κλασική» περίοδο. Στους σκονισμένους δρόμους, που με τα υττ^στατικά, τα μποστάνια, τα ανοιχτά εργαστήρια και τα πλίθινα σπίτια έδιναν μια πολύ βουκολική εντύπωση, έβλεπε κανείς όλο τον κόσμο να συρρέει στην αγορά, τον χώρο συγκεντρώσεων, όπου συνέβαιναν όλα τα καλά και τα κακά, ή στο λιμάνι, όπου πάντα υπήρχε κάτι να χαζέψει κανείς: έ114
βλεπε κανείς άνδρες με πλεγμένο, στιλιζαρισμένο γένι, με το πάνω χείλι τους ξυρισμένο, με τις κοτσίδες τους στολισμένες με χρυσά τζιτζίκια, ντυμένους με πρασινοκέντητα και κοκκινοκέντητα φορέματα τσιτωμένα με υποστηρίγματα, στολισμένους με βραχιόλια, κολιέ και παράσημα (γιατί αυτή τη σημασία είχαν τα διάφορα στεφάνια)· δανδήδες με αρωματισμένους βοστρύχους, κελεμπίες με μακριές ουρές που σέρνονταν στο χώμα, τεράστια ανθοστόλιστα μπαστούνια και σκουλαρίκια· έντονα μακιγιαρισμένες γυναίκες με χρυσά μυτερά παπούτσια, εντυπωσιακό κότσο και διάδημα ή κεκρύφαλο, πουκαμίσες και χαριτωμένα ανασηκωμένες εσθήτες, πέπλο και παρασόλι (γιατί το ιδανικό της ομορφιάς ήταν το χιονόλευκο δέρμα), έχοντας περασμένη στη ζώνη τους μια οβάλ βεντάλια κι ένα μετάλλινο καθρέφτη με την Αφροδίτη σκαλισμένη στη φιλντισένια λαβή του· μελαψούς Αιγύπτιους και χαλκοπρόσωπους Φοίνικες, Φρύγες με παντελόνια και μυτερό σκούφο, τεχνίτες με γούνινη κουκούλα κι αμάνικο χοντροκομμένο μάλλινο ρούχο· στρατιώτες συντεταγμένους, με την περικεφαλαία περασμένη στον αορτήρα· μαθητές με πανέρια γεμάτα ((ειλητάρια» (βιβλιοκύλινδρους), να οδηγούνται στο σχολείο απ' τον παιδαγωγό· παιδιά να παίζουν με πήλινα αλογάκια, πέτσινα καραβάκια, κρίκους και σβούρες· πλούσιους φανφαρόνους ξαπλωμένους σε πολυτελή φορεία και περιτριγυρισμένους από κτλακες· κομψούς καβαλάρηδες με κυματιστή άσπρη χλαμύδα και μοντέρνα ψηλά στιβάλια πάνω σε ξανθά, περίτεχνα κουρεμένα άλογα από την Κυρήνη* θυσιαστήριες πομπές τυλιγμένες στο λιβάνι, με πελώριους τρίποδες, δάφνες, ξόανα θεών και χρυσοκέρατους στεφανωμένους ταύρους· ξόδια, με τους μαυροφορεμένους συγγενείς του νεκρού ανεβασμένους σ' άρματα, να προχωρούν κάτω απ' τους ήχους του αυλού, πηγαίνοντας για θάψιμο ή για αποτέφρωση τη σορό, την τυλιγμένη σ' ένα κόκκινο σάβανο, και κουβαλώντας μαζί τους κτερίσματα και αμφορείς για τον νεκρό. Αν προσθέσουμε σ' όλα αυτά και τα σμήνη των θαυματοποιών και προφητών, των ζητιάνων και των νεροκουβαλητών, των πλανόδιων εμπόρων και των μαστροπών που παραμόνευαν σε κάθε γωνιά, θα έχουμε μπροστά μας μια εικόνα με αρκετά ανατολίτικο χαρακτήρα. Ιωνικό γούστο προδίνει και η πολυτελής, πολυδάπανη κι επιδεικτική ζωή της εποχής των τυράννων, που, αρχίζοντας μαζί με τον έκτο αιώνα, φτάνει στη μεγαλύτερη ακμή της στο δεύτερο μισό του. 115
Σχεδόν όλοι οι τύραννοι ήταν άνδρες με αριστοκρατική καταγωγή, που όμως ήρθαν σε ρήξη με την τάξη τους, ανέλαβαν την ηγεσία των δυσαρεστημένων μαζών και κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα. Η λέξη τύραννος, που είναι ξένη (πιθανότατα λυδι^ή), σημαίνει τον άρχοντα και δεν ήταν ποτέ επίσημος τίτλος* στην αρχή δεν είχε καθόλου τη μισητή έννοια που της έδωσαν αργότερα οι Έλληνες και που διατηρήθηκε ώς σήμερα* ακόμα και οι τραγωδοί τη χρησιμοποιούν συνήθως με απόλυτα αντικειμενική σημασία, αλλά καμιά φορά της δίνουν ήδη αρνητική χροιά. Ο Πλάτων λέει ότι η βασιλεία και η τυραννίδα διακρίνονται μεταξύ τους με βάση τα γνωρίσματα της αυτοβουλίας και της βίαιης επιβολής ή της νομιμότητας και της παρανομίας. Αυτό είναι σωστό, από την άποψη ότι η εξουσία των τυράννων είχε πράγματι εγκαθιδρυθεί παράνομα και, απειλημένη από δεξιά κι αριστερά, έπαιρνε αναγκαστικά τη μορφή στρατιωτικής δικτατορίας. Ας σημειώσουμε, με την ευκαιρία, ότι και στους Ρωμαίους η έκφραση «μεταχειρίζομαι κάποιον βασιλικά» (regie) σήμαινε περίπου: του φέρνομαι δεσποτικά και ωμά* επομένως, η έννοια του rex (βασιλιά) πέρασε και σ^ αυτούς από παρόμοια αλλαγή όπως στους Έλληνες ο τύραννος. Οι τύραννοι, όπως ήταν φυσικό, ήταν ιδιότροποι και ισχυρογνώμονες, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν και έξοχοι ηγεμόνες. Αυτοί προ πάντων είναι που για πρώτη φορά πραγματοποίησαν την ισότητα πλούσιου και φτωχού, αριστοκράτη και πληβείου. Επίσης μόχ^σαν, με μεγάλη επιτυχία, για την ανύψωση του πολιτισμού: στα χρόνια τους άνθησαν το εμπόριο και η βιομηχανία, η τέχνη και η επιστήμη. Ανάμεσά τους είχαν ένα είδος αλληλεγγύης, που προσπαθούσαν να την εδραιώσουν με δεσμούς γάμου. Κατά τα άλλα, η εξωτερική τους πολιτική ήταν ιμπεριαλιστική και η εσωτερική τους κληρικαλιστική, αν μπορεί κανείς να εφαρμόσει αυτούς τους χαρακτηρισμούς στις ελληνικές συνθήκες. Σ' αυτό το σημείο έμοιαζαν με τους νεότερους σφετεριστές της εξουσίας, όπως ο Κρόμγουελ, που στηρίχ ^ κ ε αποκλειστικά στους θρτ^σκόληπτους Πουριτανούς, ο Ναπολέων Α', που φρόντισε να στεφθεί από τον Πάπα, και ο Ναπολέων Γ', που προστάτεψε το εκκλησιαστικό κράτος* και οι τρεις αυτοί ηγέτες έστρεψαν κυρίως την προσοχή τους σε επεκτατικούς «πολέμους αντιπερισπασμού». Άλλες ομοιότητες είναι ότι η υλική ευημερία γνώρισε μεγάλη άνοδο κάτω από την εξουσία των τυράννων και ότι το σύστη116
μά τους δεν κατάφερε να επιβιώσει μετά τον θάνατό τους. Κι αυτοί επίσης δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν διάρκεια στο καθεστώς τους, που βασιζόταν εξ ολοκλήρου στις προσωπικές ικανότητες ενός ανθρώπου. Έτσι, το καθεστώς αυτό κατέρρεε συνήθως στην επόμενη κιόλας γενιά. Αν έχει κανείς την τόλμη ν^ αντικαταστήσει τους Δελφούς με το Βατικανό, τον Ισθμό της Κορίνθου με το Σουέζ και τον Παρθενώνα με την παγκόσμια έκθεση, τότε θ' ανακαλύψει και μερικές άλλες αναλογίες. Αλλά ο πιο σωστός παραλληλισμός των αρχαίων τυράννων είναι με τους ηγεμόνες της Ανίοεγέννησης. Ο πρώτος μεγάλος τύραννος που ξέρουμε ήταν ο Θρασύβουλος της Μιλήτου, που κατέλαβε την εξουσία γύρω στο 600. Υπεράσπισε την ανεξαρτησία της πόλης εναντίον των Λυδών, που προέλαυναν νικηφόρα σ' ολόκληρη σχεδόν τη δυτική Μικρά Ασία, κι έκλεισε μαζί τους συμμαχία με ευνοϊκούς όρους. Κάτω από την εξουσία του οι εμπορικές σχέσεις της Μιλήτου έφταναν απ' τη νότια Ρωσία ώς το Δέλτα του Νείλου κι απ' τον Ευφράτη ώς την Ετρουρία. Λέγεται πως όταν ο Περίανδρος έστειλε έναν απεσταλμένο για να τον ρωτήσει ποιος ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για να κυβερνά κανείς, ο Θρασύβουλος οδήγησε τον απεσταλμένο σ' ένα σταροχώραφο κι έκοψε σιωπηλά τα στάχυα που εξείχαν πάνω απ' το πλήθος των άλλων. Το πιθανότερο είναι ότι η ιστορία αυτή είναι ανέκδοτο, αλλά είναι ένα ανέκδοτο πολύ χαρακτηριστικό. Ουσιαστικά η τυραννίδα έμεινε περιορισμένη στις ιωνικές ακτές, σ' ένα μέρος των νησιών και στις πνευματικά πιο ανήσυχες πόλεις της κυρίως Ελλάδας. Στη Μεγάλη Ελλάδα, μόλις γύρω στο 500 γνώρισε κάπως μεγαλύτερη εξάπλωση, αλλά, παρά τα συνεχή σκαμπανεβάσματα, διατηρήθηκε περισσότερο καιρό απ' οπουδήποτε αλλού. Στον Ισθμό, η Σικυών γνώρισε κάτω από την εξουσία του Κλεισθένη μεγάλη δύναμη, που ποτέ δεν την ξανάφτασε, και η Κόρινθος απόκτησε με τον Περίανδρο μια αίγλη που οι ακτίνες της χρύσωναν τη θύμηση των κατοπινών αιώνων. Ο Περίανδρος εμπέδωσε ένα είδος «αιγαίου συμφώνου», συμμαχώντας με τον Θρασύβουλο, τον Αλυάττη της Λυδίας και τον Άμασι της Αιγύπτου, και χάρη στη μεγαλόπνοη πολιτική του έγινε ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων σ' ολόκληρη την Ελλάδα, ενώ η Κόρινθος έγινε η εμπορική μητρόπολη της Μεσογείου. Τα κορινθιακά αγγεία και οι κορινθιακοί διθύραμβοι στέλνονταν σ' ολόκληρο τον κόσμο. 117
Αλλά η φυσιογνωμία που απασχόλησε περισσότερο από κάθε άλλη τη φαντασία των Ελλήνων ήταν ο Πολυκράτης, που κατέλαβε την εξουσία στη Σάμο το 537, μισόν αιώνα μετά τον θάνατο του Περίανδρου. Είχε στη διάθεσή του τα πιο καλοτάξιδα καράβια και τους πιο έμπειρους ναυτικούς, με τους οποίους εξασκούσε ένα είδος πειρατικής τρομοκρατίας σ' ολόκληρο το Αιγαίο και συσσώρευε τεράστιους θησαυρούς απ' τα λάφυρα και τα «τέλη συνοδείας». Οι Κυκλάδες και οι Σποράδες, καθώς και πολλές παράκτιες πόλεις, ήταν φόρου υποτελείς του, ενώ η Αθήνα και η Αίγυπτος ήταν σύμμαχοί του. Ο ναός που έχτισε προς τιμή της Ήρας, και από τον οποίο ήρθαν πρόσφατα στο φως ορισμένα τμήματα, φαίνεται ότι ήταν ο καλλιτεχνικότερος και μεγαλοπρεπέστερος που υπήρχε στην Ελλάδα εκείνης της εποχής. Ένα υδραγωγείο, που το τροφοδοτούσαν με νερό βουνίσιες πηγές, ύδρευε ολόκληρη την πρωτεύουσα και το καλοκαίρι έφερνε δροσιά χάρη σε μαρμάρινα σκαλοπάτια που καταβρέχονταν. Στην τεράστια βιβλιοθήκη υπήρχαν όγκοι ελληνικών, βαβυλωνιακών και αιγυπτιακών ειληταρίων, ενώ οι κήποι των ανακτόρων ήταν γεμάτοι με φανταχτερά εξωτικά φυτά. Γύρω απ' τον τύραννο ήταν μαζεμένα τα ωραιότερα αγόρια, οι ονομαστότεροι μεταλλοπλάστες και αρχιτέκτονες, αστρολόγοι και τραγουδιστές. Έπινε τα πιο διαλεχτά κρασιά, φορούσε τα πιο φίνα πορφυρά φορέματα και περπατούσε πάνω στα ακριβότερα χαλιά, ενώ το δαχτυλίδι του Πολυκράτη, ένα αριστούργημα της κοσμηματοποιίας, δεν περίμενε τον Σίλερ για να γίνει διάσημο. Αλλά γύρω στο 530, καθώς ο δυνάστης βρισκόταν στο αποκορύφωμα της δύναμής του, αυτοεξορίσθηκε ο μεγάλος Πυθαγόρας: ένας φιλόσοφος δεν μπορούσε ν' αντέξει τη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα της ανελευθερίας και αστυνόμευσης. Οχτώ χρόνια αργότερα ο σατράπης των Σάρδεων παρέσυρε τον ηγεμόνα της Σάμου στη μικρασιατική ακτή, τάζοντάς του ακόμα περισσότερα πλούτη, κι εκεί έβαλε να τον σταυρώσουν ανάμεσα στους θησαυρούς που του είχε υποσχεθεί και αντίκρυ στα ονειρεμένα ακρογιάλια της Σάμου, τα ερείπια της 07t0ίας προκάλεσαν τον θαυμασμό ακόμα και του Καλιγούλα. Το χρυσάφι, που είχε κάνει τρανό τον Πολυκράτη, τον κατάστρεψε τελικά. Φυσικά, και σ' αυτό επίσης το πεδίο η Σπάρτη ήταν έξω από το γενικό κλίμα. Ίδρυσε την Πελοποννησιακή Συμμαχία, ένα είδος στρατιωτικού συμφώνου, στο οποίο ανήκαν όλα τα κράτη της χερ118
σονήσου εκτός από το Άργος, και υποβτήριζε όπου μπορούσε το αριστοκρατικό κόμμα. Ακόμα και την Αθήνα προσπάθησε να θέσει υπό σπαρτιατικό έλεγχο ο βασιλιάς Κλεομένης, με την επανόρθωση της αριστοκρατίας. Γύρω στο 560 είχε επικρατήσει στην Αθήνα ο Πεισίστρατος, ένας άνθρωπος από πολύ αριστοκρατικό γένος, που πίστευε ότι οι ρίζες του γενεαλογικού του δέντρου ξεκινούσαν από τον Νέστορα. Ο Πεισίστρατος κατέλαβε τη στρατηγική πόλη Σίγειο στον Έ^ιί]σποντο, εξασφαλίζοντας έτσι την εισαγωγή σιτηρών από τα εδάφη του Πόντου, ναυπήγησε ένα πολεμικό στόλο, ανέπτυξε τη γεωργία και την οδοποιία, στόλισε την πόλη με μεγαλοπρεπείς ναούς και άλλα κτίρια, και, καθιερώνοντας τα Μεγάλα Διονύσια, στα οποία γίνονταν παραστάσεις με χορωδιακά και διαλογικά στοιχεία, έβαλε τα θεμέλια της αττικής τραγωδίας. Στα χρόνια του η λατρεία της Αθηνάς απόκτησε για πρώτη φορά την ξεχωριστή σημασία της, και το γεγονός ότι μαζί μ' αυτήν ο Πεισίστρατος ξαναζωντάνεψε τη λατρεία των παραμελημένων από καιρό χθόνιων θεών, ιδιαίτερα της Δήμητρας, αποδείχνει το βαθύ του ένστικτο για τις ανάγκες της λαϊκής ψυχής. Προστατευμένος χάρη σε μια οχυρή ακρόπολη και μια ισχυρή σωματοφυλακή, κυβερνούσε σύμφωνα με την αρχή της πεφωτισμένης δεσποτείας, έχοντας, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης, τη γνώμη ότι οι πολίτες πρέπει να κοιτάνε τη δουλειά τους και να τον αφήνουν να φροντίζει αυτός για το κράτος. Με την ευκαιρία, ο Αριστοτέλης προσπάθησε επίσης να μας δώσει την εικόνα του τυπικού τύραννου, έχοντας πιθανότατα στο μυαλό του τον Πεισίστρατο. Απαριθμεί τα μέσα, με τα οποία ένας τύραννος μπορεί να διατηρηθεί στην εξουσία: αποδυνάμωση των ισχυρών, εξουδετέρωση των ανυπότακτων, επιτήρηση όλων των εκδηλώσεων της ζωής, ακόμα και των επιστημονικών συζητήσεων, διατήρηση ενός μόνιμου κλίματος φόβου, παρακολούθηση των πάντων ^από χαφιέδες, υποκίνηση αμοιβαίων ερίδων, πόλεμοι. Από την άλλη μεριά, ο Αριστοτέλης συγκαταλέγει στα γνωρίσματα του πετυχημένου τύραννου τη μέριμνα για το κρατικό ταμείο, για τη θρησκεία, για την όψη της πόλης, για την αξιοσέβαστη εμφάνισή του, για την ανταμοιβή των ωφέλιμων υπηρεσιών (όλα αυτά όμως ο τύραννος, κατά τον Αριστοτέλη, τα κάνει μόνο για τα μάτια του κόσμου) και τελικά παραδέχεται ότι ο τύραννος δεν πρέπει να είναι και κανένας παλιάνθρωπος. Η περιγραφή αυτή είναι, αναμφίβολα, κακόβουλη. 119
Όταν πέθανε ο Πεισίστρατος, το 527, οι γιοί του Ίππαρχος και Ιππίας τον διαδέχθηκαν ομαλά, και όπως φαίνεται ασκούσαν την εξουσία από κοινού. Αλλά έπειτα από δεκατρία χρόνια ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, που σκοτώθηκαν και οι δυό τους: ο πρώτος επί τόπου, ο δεύτερος από το χέρι του δήμιου. Μια ταυτόχρονη απόπειρα κατά του Ιππία απότυχε, κι έπειτα απ' αυτά τα γεγονότα ο Ιππίας έγινε πραγματικός τύραννος. Τότε όμως ανακατεύτηκε στην υπόθεση ο Κλεομένης, περνώντας τον Ισθό μαζί ]χε τον πελοποννησιακό στρατό και πολιορκώντας τον Ιππία στην Ακρόπολη. Τελικά ο Ιππίας παραιτήθηκε από την εξουσία, με αντάλλαγμα ν' αποχωρήσει απείραχτος και να πάει στο Σίγειο. Αυτό έγινε το 510. Στην κορυφή του κράτους ανέβηκε τότε ο Κλεισθένης, από το πανάρχαιο αριστοκρατικό γένος των Αλκμεωνιδών. Όμως οι σπαρτιατικοί υπολογισμοί βγήκαν λάθος, γιατί ο Κλεισθένης στράφηκε εναντίον της τάξης του κι έγινε υπερασπιστής του δήμου. Έδωσε στην Αθήνα ένα σύνταγμα, που στην ουσία ήταν το σολωνικό, βασισμένο στη λαϊκή κυριαρχία και το ταξικό δικαίωμα ψήφου. Γι** άλλη μια φορά επενέβη ο Κλεομένης, αλλά η επιτυχία του ήταν πρόσκαιρη, κι όταν του αντιτάχθηκε ακόμα κι ο ίδιος ο συμβασιλιάς του ο στρατός διαλύθηκε. Η δημοκρατία είχε σωθεί. Ωστόσο, ακόμα και η μεταγενέστερη ακραία μορφή δημοκρατίας (γιατί η κλεισθενική ήταν ακόμα πολυ αστική) "δεν διέφερε απδ την ολιγαρχία, την τυραννίδα και όλα τα άλλα ελληνικά καθεστώτα παρά μόνο στον βαθμό, όχι στις βασικές αρχές της, γιατί πάντοτε επρόκειτο για μια πόλιν, τη μόνη μορφή πολιτειακής οργάνωσης με την οποία μπορούσε ο Έλληνας να φανταστεί ένα κράτος. Μια τέτοια πόλίς δημιουργούνταν πάντα με τον συνοικισμό, δηλαδή τη συγχώνευση διαφόρων χωριών. Το τείχος και η ακρόπολη δεν ανήκαν αναγκαία στην έννοια της πόλης. Η Σπάρτη ήταν ένα σύμπλεγμα χωριών που αποτελούσαν ένα ανοιχτό στρατόπεδο, κι ωστόσο ήταν γνήσια πόλις. Αντίθετα, κάθε πόλις έπρεπε να έχει πρυτανείο, βουλευτήριο, αγορά και, αργότερα, θέατρο και γυμνάσιο. Από την ίδια της τη φύση η πόλη-κράτος ήταν περιορισμένη σε στενά όρια. Έπρεπε να έχει μια ορισμένη εΐ^άχιστη έκταση, αλλά και να μην υπερβαίνει ένα ορισμένο μέγεθος. Όπως λέει ο Αριστοτέλης, μια πόλις με δέκα πολίτες είναι τό ίδιο αδιανόητη όσο και μια με εκατό χιλιάδες. Αν παραείναι μικρή, τότε δεν θα μπορέσει ν' αμυνθεί εναντίον των 120
εχθρών της* αν παραείναι μεγάλη, τότε παύει να είναι πόλις. Πρέπει να είναι ευσύνοπτη και όλοι οι πολίτες να γνωρίζονται μεταξύ τους. Οι βασικές ιδιότητες που έπρεπε να έχει μια πόλις ήταν η ελευθερία, η αυτονομία και η αυτάρκεια· αυτή η τελευταία όμως δεν ήταν παρά μια ιδανική συνθήκη, γιατί από νωρίς οι μεγάλες πόλεις ήταν αναγκασμένες να κάνουν εισαγωγές. Σ' αυτή την απομόνωση και αυταρχικότητά της, η πόλις ήταν το παν για τον πολίτη. Το ρήμα πολιτεύομαι σημαίνει «συμμετέχω στις κρατικές υποθέσεις, ασκώ τα πολιτικά δικαιώματα», αλλά και απλώς «ζω», γιατί μια ζωή έξω από την πόλη ήταν αδιανόητη. Μπορούμε να πούμε χωρίς υπερβολή ότι οι Έλληνες ήταν ο πρώτος λαός στην παγκόσμια Ιστορία που ανέπτυξε την πραγματική κρατική ζωή, και η λέξη «πολιτική», που έχει περάσει σ' όλες τις σύγχρονες πολιτισμένες γλώσσες, βγαίνει φυσικά από τη λέξη πόλις. Αλλά από την πόλη βγαίνει και η λέξη Polizei, δηλ. αστυνομία. Οι πολίτες είναι τα κύτταρα, η πόλις είναι ο οργανισμός, και γι' αυτό, μόλο που αποτελείται από πολίτες, είναι κάτι περισσότερο απ' αυτούς. Μόνο μέσα στην πόλη πραγματώνεται το νόημα της ζωής και ολοκληρώνεται κάθε ανθρώπινη αξία. Αυτή είναι ο φορέας του πολιτισμού, της ηθικής, ακόμα και της θρησκείας. Και, πέρα απ' όλα αυτά, η πόλις ήταν επιπλέον κι ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα* η λέξη νόμος σημαίνει επίσης και μελωδία* αυτό είναι κάτ^ π^λύ δύσκολα να το νιώσουμε. Ο ελληνικός πατριωτισμός ήταν τόσο δυνατός, ώστε ξεπερνούσε ακόμα και το αίσθημα της πατρώας γης: η πόλις ήταν μεταφέρσιμη* όπου εγκαθίστατο η κοινότητα των πολιτών, εκεί η πόλις γεννιόταν απ' ^ην αρχή, γιατί ήταν μια υπερχρονική και υπερτοπική ιδέα. Γι' αυτό ο Έλληνας μετανάστευε τόσο εύκολα. Η αντίληψή του για την «πατρίδα» ήταν ολότελα αντιρομαντική. Εξάλλου, η σύγχρονη έννοια της «υπαίθρου» ως αντίστιξης στην πόλη ήταν άγνωστη στον αρχαίο Έλληνα* η ύπαιθρος ήταν πολιτικά σχεδόν ανύπαρκτη, τα χωριά ή οι κώμες μόνο σε δευτερεύοντα τοπικά ζητήματα είχαν δικαίωμα αυτοδιάθεσης, ο πολίτης, όπως προδίνει η ίδια η λέξη, ήταν αυτός που ζούσε στην πόλη. Μόνο στην πόλη δηλαδή μπορούσε να υπάρξει πολιτική. Και η λέξη εχθρός σήμαινε αρχικά μόνο τον «αλλοδαπό» (η λέξη συνδέεται με την πρόθεση «εκ»), γιατί ένας που δεν ανήκε στην πόλη ήταν αυτόματα εχθρός. Από την άλλη μεριά, όμως, η λέξη ζεινος σήμαινε τόσο τον ξένο όσο 121
και τον επισκέτττη. Ο ξείνος προστατευόταν από τον Ξένιο Δία, η άσκηση βίας εναντίον του ήταν ανοσιούργημα, ακόμα και ο ζητιάνος θεωρούνταν ως «διόπεμπτος». Αυτό χάρισε στους Έλληνες τον ιστορικό τίτλο του φιλόξενου λαού. Αλλά ήταν αναγκασμένοι να έχουν αυτή την ιδιότητα, διαφορετικά η ζωή θα ήταν ανυπόφορη. Γιατί όχι μόνο δεν υττήρχε διεθνές δίκαιο και διεθνής προστασία των αλλοδαπών, αλλά ούτε καν εστιατόρια και ξενοδοχεία. Εννοείται ότι κάθε πολίτης ήταν υπόχρεως στρατιωτικής θητείας, αλλά η στρατοκρατία της πόλης ήταν ολότελα διαφορετική από τη σημερινή. Οι ελληνικοί στρατοί ήταν πάντοτε πολιτοφυλακές· μόνιμοι στρατοί δεν υπήρχαν, παρά μόνον ένα είδος προπαρασκευαστικής θητείας· στην Αθήνα οι έφηβοι υπηρετούσαν δυο χρόνια, ενώ στη Σπάρτη, μπορεί να πει κανείς, εφ' όρου ζωής. Αλλά ακόμα κι εκεί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για επαγγελματικό στρατό με τη σημερινή έννοια. Οργανωτικές μορφές όπως το γενικό επιτελείο, το σώμα αξιωματικών, η σχολή πολέμου, το μηχανικό κλπ., ήταν ολότελα άγνωστες· ακόμα και οι μεγαλύτεροι στρατηλάτες, ο Μιλτιάδης, ο Θεμιστοκλής, ο Αλκιβιάδης, ήταν πολίτες. Είναι εκπληκτικό ότι στους Σπαρτιάτες η ανώτατη διοίκηση του στρατού ήταν στα χέρια των δύο βασιλιάδων, που συνήθως είχαν αντίθετη γνώμη. Ακόμα πιο απίστευτο όμως είναι ότι οι Αθηναίοι εξέλεγαν στον πόλεμο δέκα στρατηγούς, που εναλλάσσονταν καθημερινά στη διοίκηση. Ο βασιλιάς Φίλιππος παρατήρησε σχετικά ότι ζήλευε τους Αθηναίους, γιατί αυτός σ' ολόκληρη τη ζωή του δεν βρήκε παρά μόνον ένα Παρμενίωνα. Αλλά, σύμφωνα με την αντίληψη των Ελλήνων, ένας καλός πολίτης έπρεπε να ξέρει να κάνει τα πάντα: αυτή ήταν η έννοια της καλοκαγαθίας. Αυτή η λέξη είναι αδύνατο να μεταφρασθεί, γιατί περικλείει μια ολόκληρη φιλοσοφία, έναν ολόκληρο τρόπο ζωής. Υποδηλώνει ένα σωματικό, οικονομικό, αθλητικό και ηθικό ιδεώδες, που δεν αρνείται την καταγωγή του από την ιπποτική ιδεολογία μιας κληρονομικής αριστοκρατίας: κάλλος, οικονομική ανεξαρτησία, σωματική ικανότητα και ηθικό φρόνημα που αρχικά είχε την κυριολεκτική σημασία της συμμόρφωσης με τα «καθωσπρέπει ήθη». Η πλησιέστερη αναλογία που υπάρχει είναι ο τζέντλεμαν, που όμως δεν εμπεριέχει την αισθητική διάσταση του καλοκάγαθου ανθρώπου. Η dρετή^ που ση|χαίνει περίπου το ίδιο με την καλοκαγαθία, παραλληλίζεται από τον Βέρνερ Γαίγκερ με τη μεσαιωνική Tagende, που πρά122
γματι μας παραπέμπει σε κάτι παρόμοιο, γιατί συνδέει το αριστοκρατικό με το ηρωικό στοιχείο. Αλλά ανάμεσα στην άρετή και την Tugende παρεμβάλλεται ο χριστιανισμός. Ο αρχαίος Έλληνας ζούσε ακόμα στην ενότητα του αισθητικού με το ηθικό: γι' αυτόν, το «ωραίο» και το «καλό» ταυτίζονταν, ήταν οι δύο αξεχώριστες πλευρές, η μπροστινή και η πίσω όψη του νομίσματος της ανθρώπινης ύπαρξης — μια αντίληψη που για τους μεταγενέστερους έγινε όχι απλώς αλλόκοτη, αλλά και αδιανόητη. Σ' αυτή τη μεγάλη εκτίμηση για το σώμα πρέπει ν' αποδώσουμε και το γεγονός ότι η εγκατάλειψη των βρεφών που παρουσίαζαν σωματικά ελαττώματα ήταν συνηθισμένη σ' ολόκληρη την Ελλάδα, στη Σπάρτη μάλιστα την επέβαλλε το κράτος. Αν είχαμε κι εμείς το ίδιο σύστημα, θα είχαν πέσει θύματά του ο Καντ και ο Βολταίρος, που ήταν καμπούρηδες, ο Βύρων και ο Βέμπερ, που κούτσαιναν, καθώς και πολλοί άλλοι, που χωρίς αυτούς δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Πρέπει να πούμε πάντως ότι οι Έλληνες είχαν, όπως φαίνεται, μια υποψία ότι συχ\;ά η δημιουργικότητα και η σωματική αναπηρία κλείνουν μεταξύ τους μια μυστηριώδη συμμαχία, γιατί απεικόνιζαν παράλυτο τον Ήφαιστο, τον καλλιτέχνη ανάμεσα στους Ολύμπιους. Αλλά είναι πολύ πιθανό ότι, από την άλλη μεριά, ήθελαν έτσι να τον στιγματίσουν ως άσχημο και άξεστο χειρώνακτα. Σε ειρηνικούς καιρούς, ολόκληρο το ενδιαφέρον των Ελλήνων το απορροφούσε ο αθλητισμός. Εκτός απ' αυτόν, τα μόνα πράγματα με τα οποία ασχολούνταν κάπως ήταν η μουσική, η μαντική και η αποστήθιση ύμνων και νόμων. Οι σπουδαιότεροι αγώνες ήταν αυτοί που γίνονταν στην Ολυμπία και που, όπως είναι γνωστό, χρησίμευαν ακόμα και για τη χρονολόγηση· η τετραετία που μεσολαβούσε ανάμεσα σε δύο ολυμπιάδες έπαιρνε το όνομα του νικητή στο αγώνισμα του δρόμου. Δεν υπήρχε ανώτερη διάκριση: όποιος κέρδιζε αυτό το έπαθλο, είχε «φτάσει στις Ηράκλειες Στήλες», όπως τραγουδάει ο Πίνδαρος. Άλλοι πανελλήνιοι αγώνες ήταν τα Πύθια, που γίνονταν επίσης κάθε τέσσερα χρόνια στους Δελφούς, τα Ίσθμια και τα Νέμεα, που διεξάγονταν κάθε δύο χρόνια. Σ' αυτές τις γιορτές μαζευόταν ολόκληρη η Ελλάδα, όπως μαζεύεται η παριζιάνικη ή η λονδρέζικη κοινωνία στις πρεμιέρες και στις εκθέσεις* ακόμα κι εκείνοι που ήθελαν ν' αποκτήσουν πανελλήνια δημοσιότητα ως ρήτορες ή αοιδοί έπρεπε να εμφανισθούν εκεί. Υπήρχε όμως μια σημαντική διαφορά: έλειπαν οι κυρίες. 123
To κανονικό πένταθλο το αποτελούσαν ο δρόμος, το άλμα, η πάλη, η δισκοβολία και ο ακοντισμός. Σ' αυτά τα αγωνίσματα προστίθετο συνήθως το παγκράτιο, ένας συνδυασμός πάλης και πυγμαχίας, και η αρματοδρομία, που γινόταν ακόμα και με μουλάρια. Ένας ελληνικός ιδιωματισμός ήταν η έκφραση «τιμημένος σαν αθλητής»: αν κάποιος νικούσε, η πόλη του, που ένιωθε δοξασμένη χάρη σ^ αυτόν, του έδινε τιμητική θέση στις γιορτές και του εξασφάλιζε διατροφή στο πρυτανείο. Οι καλύτεροι ποιητές έγραφαν γι'' αυτόν ύμνους και οι πιο φημισμένοι γλύπτες του έφτιαχναν αγάλματα από μέταλλο ή μάρμαρο. Αγάλματα στήνονταν επίσης και προς τιμή των νικηφόρων αλόγων και αρμάτων. Από την άλλη μεριά όμως, η βαθουλωμένη μύτη και το τσαλακωμένο αυτί ήταν τα τυπικά γνωρίσματα του παγκρατιαστή, κι όταν γερνούσε τον έβρισκε η ίδια θλιβερή τύχη που περιμένει τους δικούς μας φημισμένους καλλιτέχνες· αλλά η σημερινή μεταχείριση ενός ξεπεσμένου αθλητικού ειδώλου δεν μας δίνει παρά πολύ αμυδρή ιδέα για την τύχη που περίμενε ένα νικημένο παλαιστή. Πάντως, υτιήρχαν πάντοτε μερικές εξαιρέσεις, άνθρωποι"που προειδοποιούσαν τους συμπολίτες τους να μη δίνουν υπέρμετρη σημασία στον αθλητισμό. Ο φιλόσοφος Ξενοφάνης έλεγε: «Η πόλη φορτώνει με τιμές και δώρα τον νικηφόρο αθλητή, που ωστόσο δεν αξίζει τόσο όσο εγώ! Γιατί ψηλότερα απ' τη σωματική δύναμη των ανθρώπων και των αλόγων στέκει η σοφία. Είναι στραβό το έθιμο που μας παρασύρει σ' αυτή τη σφαλερή εκτίμηση. Σε τι ωφελεί την πόλη μια νίκη των παιδιών της στον αθλητισμό;». Αλλά τα λόγια αυτά έπεφταν στο κενό, όπως άλλωστε συνέβαινε πιθανότατα και με τα πασίγνωστα γνωμικά των εφτά σοφών: παν μέτρον άριστον γνώθι σαυτόν έλεγχε την οργή σου* η μέση οδός είναι η καλύτερη· μη ξεχνάς το τέλος!: Οι ρήσεις αυτές μας φαίνονται κοινότοπες, αλλά φαίνεται ότι ήταν αναγκαίο να υπενθυμίζει κανείς διαρκώς στους Έλληνες αυτές τις φαινομενικά αυτονόητες αλήθειες. Τόσο η καλοκαγαθία όσο και ο άγών συνδέονται με τον ελληνικό ομοερωτισμό. Το ρήμα γυμνάζω σημαίνει επί λέξει «είμαι γυμνός». Οι λέξεις παιδεραστής^ παιδομανής, παώοπίπης (=αυτός που χαζεύει τ' αγόρια) αναφέρονταν στον ομοφυλοφιλικό έρωτα και αντιστοιχούσαν στις δικές μας έννοιες φιλογύνης, γυναικομανής και γυναικοθήρας. 'Οπως σ' εμάς το κορίτσι, έτσι στην αρχαία Ελλάδα 124
το αγόρι θεωρούνταν θεμιτό αντικείμενο του ερωτικού πόθου μόνον όταν έμπαινε στην εφηβεία. Η σεξουαλική επαφή με άτομα μικρότερης ηλικίας ήταν κολάσιμη. Μια περίεργη αλλαγή της σημασίας της γνώρισε η λέξη εταιρεία. Αρχικά σήμαινε την απλή συντροφικότητα, κατόπιν μια αριστοκρατική λέσχη που συνήθως είχε πολιτικό χαρακτήρα, και τελικά κατέληξε να σημαίνει την πορνεία, και μάλιστα κυρίως την ανδρική. Το ρήμα εταιρώ σημαίνει γενικά «εκδίδομαι επί χρήμασι», και μόνον αργότερα εμφανίσθηκε η εταίρα με τη σημασία της παλλακίδας, σημασία με την οποία επιβιώνει αυτή η λέξη στη σημερινή γλώσσα. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στην παλιότερη φάση της ελληνικής ιστορίας οι Έλληνες θεωρούσαν ως «ωραίο φύλο» το ανδρικό. Αναφέραμε ήδη ποια επίσημη σημασία είχε η παιδεραστία στη Σπάρτη· οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν κυριολεκτικά επονείδιστο για έναν έφηβο που είχε μια ορισμένη ηλικία να μην έχει βρει ακόμα εραστή: η θέση του ήταν ανάλογη με της κοπέλας που «έμεινε στο ράφι». 'Οπως ισχυρίζεται ο Αριστοτέλης, στην Κρήτη την παιδεραστία την καθιέρωσε ο ίδιος ο Μίνως (λες και μπορεί κανείς να καθιερώσει τέτοιο πράγμα!), και μάλιστα για κοινωνικούς λόγους, δηλαδή για ν' αναχαιτίσει την υπερβολική αύξηση του πληθυσμού! Στην πραγματικότητα όμως, όπως εξηγήσαμε στο τελευταίο κεφάλαιο του προηγούμενου τόμου, ο μινωικός πολιτισμός ήταν ο αντίποδας της παιδεραστίας. Αλλά η φήμη που διέδοσε ο Αριστοτέλης έχει μια δόση αλήθειας, από την άποψη ότι η ερωτική έλξη προς τον άνδρα είναι δωρική επινόηση. Στην Ιωνία θα πρέπει να έπαιζε σημαντικότερο ρόλο η ανατολίτικη επίδραση. Όπου κι αν ψάξουμε στην ελληνική ιστορία θα βρούμε παιδεραστές. Όλες οι διασημότητες είχαν αυτή την ιδιότητα: ο Λυκούργος και ο Σόλων, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος, ακόμα και ο άψογος Αριστείδης. Μόνον ο Σωκράτης ξέφευγε κι εδώ από τον γενικό κανόνα: αγαπούσε μόνο «πλατωνικά». Ούτε οι θεοί αποτελούν εξαίρεση: ο Δίας αγαπάει τον Γανυμήδη, ο Απόλλων τον Υάκινθο, ο Ποσειδών τον Πέλοπα, ο Ήφαιστος τον Πηλέα. Και παντού: σε κίονες και αμφορείς, ασπίδες και δίσκους, σκαμνιά και σεντούκια, κούπες και ασκούς ήταν χαραγμένα τα ονόματα των ερωμένων. Ο Φειδίας μάλιστα έγραψε σ' ένα δάχτυλο του Δία της Ολυμπίας «ωραίος Παντάρκης», ενώ, όπως τουλάχιστον έλεγαν οι κακές γλώσσες, έκανε διάσημο έναν άλλο φίλο του, τον γλ j125
πτη Αγοράκριτο, αφήνοντάς τον να υπογράψει μερικά δικά του έργα. Γενικά, σ^ αυτά τα ζητήματα η τέχνη είναι πάντα εξαιρετικά διαφωτιστική. Βλέπουμε ότι πριν από τους περσικούς πολέμους οι γυναικείες μορφές παριστάνονται σαν έφηβοι στη διάπλαση και το περίγραμμα, ενώ τα γυναικεία σεξουαλικά χαρακτηριστικά υποδηλώνονται πολύ αδρά. Ακόμα και σ' ένα μεγάλο τμήμα του πέμπτου αιώνα, τα γυναικεία γλυπτά εξακολουθούν να είναι πολύ σπάνια. Η ελληνική λυρική ποίηση κινείται, αν όχι αποκλειστικά, πάντως με σαφή προτίμηση, στη σφαίρα της ομοφυλοφιλίας, και μόνο σ' αυτή διατη^έεται από γνήσιο πάθος· φανατικότερος παιδεραστής θεωρούνταν ο Ίβυκος, που στην αρχαιότητα ήταν ξακουστός, αλλά στους περισσότερους σημερινούς ανθρώπους είναι γνωστός μόνον από τους γερανούς του. Το ότι ο έρωτας ανάμεσα σ' έναν άνδρα κι έναν έφηβο αποτελούσε πολύ συχνά την ττηγή των ευγενέστερων αισθημάτων βγαίνει από τα λόγια του Πλάτωνα, τα οποία αναφέραμε πιο πάνω: κατά τη γνώμη του ακόμα και η φιλοσοφία είναι ζήτημα ομοφυλοφιλικού έρωτα. Αυτός ο πλατωνικός έρωτας δεν ήταν λιγότερο αισθησιακός από τον έρωτα του Τριστάνου ή του Ρωμαίου, αλλά, όπως ο έρωτας αυτών των δύο τελευταίων μορφών, εξιδανικευόταν στο έπακρο, όχι σπάνια μάλιστα έφτανε ώς τον συναισθηματισμό, που κατά τα άλλα μάταια θα τον αναζητήσουμε στον χαρακτήρα των Ελλήνων. Αλλά μόνον ο χριστιανικός πολιτισμός ανέπτυξε μια καθαρά τ^ευματική αντίληψη για τον έρωτα: ο πλατωνικός έρωτας δεν ήταν πλατωνικός. Με την αθλομανία των Ελλήνων συνδέεται κι ένα άλλο βασικό τους γνώρισμα: η αντιβαναυσία. Η ελληνική έννοια του βάναυσου ανθρώπου δεν μπορεί να περιγραφεί εύκολα. Το αντίθετο του βάναυσου δεν είναι ούτε ο διανοούμενος (γιατί οι επιστήμονές μας, με τα εργαστήρια και τα αρχεία τους, θα φαίνονταν στους Έλληνες βάναυσοι) ούτε ο λεγόμενος «ελεύθερος επαγγελματίας» (γιατί και οι περισσότεροι καλλιτέχνες θεωρούνταν ελεύθεροι επαγγελματίες), παρά χαρακτηριζόταν βάναυσο οτιδήποτε έχει σκοπό, οτιδήποτε γίνεται για το χρήμα, οτιδήποτε πρέπει να κάνει κανείς, οτιδήποτε παραμορφώνει ή απαιτεί υπέρμετρη σωματική προσπάθεια. Επομένως, κάθε μισθωτός, είτε γεωργός είναι είτε τεχνίτης, θεωρείται κατ' αρχή βάναυσος. Ο Τράιτσκε λέει στην «Πολιτική» του, αναφερόμενος στις νότιες πολιτείες της βορειοαμερικανικής Ένωσης: «Εκεί που το με126
γαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι ανελεύθερο, η εργασία γίνεται εξευτελιστική· ακόμα και ο ελεύθερος εργάτης θεωρείται άνθρωπος που δεν έχει κανένα δικαίωμα στον σεβασμό των άλλων.» Από την άλλη μεριά, όμως, ο Περικλής λέει στον Επιτάφιό του: «Σ' εμάς δεν θεωρείται επονείδιστο να είναι κανείς φτωχός, αλλά το να μη προκόβει με την εργασία του», και ακούσαμε ήδη πόσο εκτιμούσε ο Ησίοδος την τίμια εργασία των χεριών. Ακόμα και ο Ηρακλής, ο εθνικός ήρωας των Ελλήνων, έζησε μια ζωή γεμάτη κόπους και εντατικές προσπάθειες. Η άποψη ότι οι Έλληνες ήταν ένας λαός της γλυκειάς σχόλης, που ολοένα χουζούρευε, είναι μια οπερετική αντίληψη. Όπως σε κάθε εξελιγμένη κοινωνία που μας είναι γνωστή στην ιστορία, έτσι και στην αρχαία Ελλάδα την κύρια μάζα του πληθυσμού την αποτελούσε μια εμπορική μεσαία τάξη και μια τέταρτη τάξη που εργαζόταν σωματικά. Ούτε οι δούλοι, φυσικά, ήταν απαλλαγμένοι από τη σωματική εργασία. Οι «αργόσχολοι», δηλαδή οι φιλόσοφοι και οι αθλητές, οι ντελάληδες και οι σουρτούκηδες, ήταν μια μικρή μειοψηφία, για την οποία όμως γινόταν ο περισσότερος λόγος, κι έτσι δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι μ^ αυτό τον τρόπο ζούσε ο μέσος Έλληνας. Στην αριστοκρατική εποχή υπήρχε πράγματι μια κάστα αφεντάδων που περνούσε τον καιρό της με το κυνήγι και τον πόλεμο, με αθλητικές εκδηλώσεις και τσιμπούσια· στις μεταγενέστερες εποχές όμως η περιφρόνηση προς τη βαναυσία ήταν σκέτη φιλολογία και ιστορική ανάμνηση χωρίς αντίκρυσμα στην πραγματικότητα, όπως ακριβώς συνέβαινε με τον τζέντλεμαν στον δέκατο ένατο αιώνα, οπότε κάθε μικροαστός θεωρούσε τον εαυτό του τζέντλεμαν. Αλλά η θεωρία αυτή διατηρήθηκε, έστω και με μερικές ανακολουθίες. Το ότι οι χορηγοί και οι επιχειρηματίες δεν θεωρούνταν βάναυσοι εξηγείται μάλλον από το γεγονός ότι δεν εργάζονταν σωματικά. Για τους Σοφιστές ο Λάνγκε λέει στο έργο του «Ιστορία του υλισμού» ότι ακόμα και οι οπαδοί τους δεν τους έβλεπαν πολύ αλλιώτικα απ'* ό,τι βλέπουν σήμερα οι πλούσιοι θαυμαστές ενός διάσημου τενόρου το ίνδαλμά τους: «Οι περισσότεροι απ'* αυτούς, παρ' όλο τον θαυμασμό τους, θα ντρέπονταν να γίνουν το ίδιο.» Τους ποιητές δεν τους άγγιζε το στίγμα της βαναυσίας, παρόλο που έγραφαν τις επινίκειες ωδές τους επί χρήμασι, και μάλιστα κατά παραγγελία κάποιου πλούσιου ιδιοκτήτη ιπποφορβείου, τον οποίο εξυμνούσαν με ενθουσιασμό (πράγμα που εμείς με τη σειρά μας θα βρίσκαμε βάναυσο)· αλλά οι φτασμένοι 127
ποιητές κέρδιζαν τόσο πολλά ώστε, όπως περίπου συμβαίνει σήμερα με τους μεγαλοτραπεζίτες, το όνειδος γινόταν αυτόματα σεβασμός. Εκείνοι που ήταν μόνιμα «ριγμένοι» στην υπόληψη των αρχαίων Ελλήνων ήταν οι γλύπτες, γιατί η δουλειά τους θεωρούνταν ιδιαίτερα επίπονη. Αν η λέξη βάναυσος χαρακτηρίζει κυριολεκτικά αυτόν που κάθεται πλάι στον βαννο (=κλίβανο), τότε ο μεταλλοπλάστης και ο λιθοξόος ήταν οι τυπικοί βάναυσοι. Ο Πλούταρχος λέει ότι μπορεί κανείς να ευχαριστιέται από ένα έργο τέχνης, χωρίς ωστόσο να θεωρεί αξιομίμητο τον καλλιτέχνη: «Αγαπάμε τα αρώματα και την πορφύρα, αλλά θεωρούμε βάναυσους τους μυροποιούς και τοι^ς βαφιάδες»· επίσης δεν έβρισκε καμΙά ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον κατασκευαστή ενός υφάσματος ή τον παρασκευαστή ενός αρώματος και τον δημιουργό ενό': ναού ή ενός γλυπτού. Λέει μάλιστα ότι κανένας καθωσπρέπει νέος δεν θα ήθελε να είναι Φειδίας ή Πολύκλειτος, Ανακρέων ή Αρχίλοχος. Πρέπει όμως να θυμηθούμε ότι ακόμα και πριν από ενάμισυ ή δύο αιώνες κανένας άνθρωπος της «καλής κοινωνίας» δεν θα θεωρούσε ισάξιό του έναν «λόγιο» και θ' αντιμετώπιζε έναν Αέσινγκ κι έναν Ρουσώ μ' ένα παρόμοιο μίγμα από ευχαρίστηση και περιφρόνηση. Οι ζωγράφοι φαίνεται ότι ξέφευγαν συνήθως απ"^ αυτή την αρνητική κρίση, επειδή αμείβονταν πλουσιοπάροχα ή επειδή η δραστηριότητά τους δεν θεωρούνταν εργασία. Κι ωστόσο, κανένας σήμερα δεν θα θυμόταν πια αυτό το έθνος των τζόκεϊ, των μποξέρ και των δρομέων που κυνηγούσαν τα ρεκόρ, αν δεν είχε αποτυπωθεί στο έργο των βάναυσων κι αν αυτό το αποτύπωμα, σαν ένα βιβλίο με ανεξίτηλες εικόνες, δεν είχε αντέξει στον χρόνο περισσότερο από τ' άλλα παιχνίδια των Ελλήνων. Και όπως η ελληνική τέχνη εξακολούθησε να ζει και μετά τον ελληνικό λαό, έτσι υπήρχε κατά κάποιο τρόπο πριν αυτός ο λαός γεννηθεί. Πολύ προτού οι Έλληνες αποκτήσουν ιστορική βαρύτητα, είχαν ήδη μια ιδιόμορφη κεραμική τέχνη. Αυτή ήταν αναντίρρητα η πρώτη τους τέχνη, και οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν ότι αυτός που επινόησε τη γλυπτική και τη ζωγραφική ήταν ένας αγγειοπλάστης που λεγόταν Βουτάδης. Και πραγματικά, είναι σχεδόν αδιανόητο το χύσιμο του μέταλλου, αν δεν έχει προϋπάρξει μια κεραμική τεχνική, και το ότι η αγγειογραφία είναι η μητέρα της τοιχογραφίας το βλέπουμε και σήμερα καθαρά στην Πομπηία. Τα σχήματα των αγγείων παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία: βρίσκουμε ό,τι κι αν βάλει ο νους μας, από τον αμφορέα με τις 128
δύο λαβές, που χρησιμοποιούσαν για το φύλαγμα προμηθειών, ώς την υδρία με τα τρία χερούλια για τη μεταφορά και τη διατήρηση του νερού, και από τον κρατήρα για το ανακάτεμα και τον ψυκτήρα για την ψύξη διαφόρων υγρών ώς το ρντόν, ένα είδος κύπελλου, τη λήκυθο για τα λάδια, το αλάβαστρο για τις αλοιφές και τα πάμπολλα κύπελλα και κανάτια, πιατέλες και γαβάθες, φλιτζάνια και πιάτα, χωνιά και ποτιστήρια. Για την αγγειοπλαστική της πρώιμης εποχής δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν «ακόμα τυπόποιημένη» αλλά ούτε ότι ήταν «ήδη τυποποιημένη»· αυτή η αυστηρή και λαγαρή δομή, αυτή η μαθηματική σαφήνεια και σιγουριά στην έκφραση ήταν ευθύς εξαρχής ειδικότητα των Ελλήνων. Ο Χάινριχ Μπρουν χαρακτηρίζει πολύ εύστοχα την αγγειογραφία ως εικονογραφική γραφή, γιατί η σκέψη είναι το κύριο στοιχείο και η μορφή μόνον ένα μέσο για την έκφρασή της.Στην αγγειογραφία πάλλεται ήδη ολοζώντανη ολόκληρη η ελληνική ζωή, σε μια εποχή που η γλυπτική είναι ακόμα σχεδόν άψυχη, ένας βώλος χώμα που μόλις πριν από λίγο τον χάιδεψε η τινοή του δημιουργού. Οι αγγειογράφοι παίρνουν τα θέματά τους απ' όλους τους τομείς της ζωής: από τη γεωργία και τη ναυσιπλοΓα, τη βιοτεχνία και το εμπόριο, τον πόλεμο και τη θρησκευτική λατρεία, την παιδεία και τον αθλητισμό, τον δρόμο και το λουτρό, το μπουντουάρ και το παιδικό δωμάτιο, τον γάμο και το συμπόσιο, τον έρωτα και τον θάνατο και, επιπλέον, τον πολύχρωμο και αλλόκοτο κόσμο των θεών και των ηρώων. Τα παλιότερα αγγεία της λεγόμενης γεωμετρικής τεχν^οτροπίας (από τον δέκατο ώς τον όγδοο ή έβδομο αιώνα), που τα δκχκοσμητικά μοτίβα τους είναι εμττνευσμένα από τις πανάρχαιες τεχνικές του πλεξίματος, της ύφανσης και της στίξης, αναδίνουν ήδη μια εκπληκτική μουσικότητα. Τα περιφημότερα απ' αυτά είναι τα αγγεία του Δίπυλου, που ονομάζονται έτσι επειδή βρέθηκαν στο νεκροταφείο που ήταν έξω απ' τη διπλή αθηναϊκή πύλη, το Δίπυλο. Για την Αθήνα, που είχε πολύ πλούσια κεραμίτιδα γη, η κεραμική βιομηχανία είχε μιγάλη σημασία. Το κυριότερο στολίδι των αγγείων ήταν διάφοροι συνδυασμοί από κύκλους και σταυρούς, αστραπές και μαιάνδρους, που με μεγάλη δύναμη και κομψότητα οργανώνουν και γεμίζουν τον χώρο. Οι άνθρωποι, τα άλογα και τα πλοία είναι στο επίπεδο παιδικών ιχνογραφημάτων αλλά ακόμα κι εδώ η διακοσμητική διάταξη χαρακτηρίζεται από εξαιρετική δεξιοτεχνία και η πρωτόγονη απει9
129
κόνιση, που θυμίζει ταπετσαρία, ίσως να είναι σκόπιμη, γιατί ο καλλιτέχνης ήθελε ακριβώς να μιμηθεί το σχέδιο διαφόρων υφασμάτων. Οι άνδρες παριστάνονται με την υπερβολικά λεπτή, «κρητική» μέση. Τα πιο αγαπημένα θέματα είναι χοροί, νεκρικές πομπές, αρματοδρομίες, ναυμαχίες. Στην αρχή περίπου του έκτου αιώνα εμφανίζονται τα μελανόμορφα αγγεία. Ιδιαίτερα στην Αττική οι αγγειογράφοι κατόρθωναν να δίνουν στο μαύρο βερνίκι μια υπέροχη μεταλλική λάμψη. Ένα από τα λαμπρότερα δείγματα αυτής της τεχνοτροπίας είναι το κοσμοξακουσμένο αγγείο του Φρανσουά (που ανακαλύφθηκε το 1845 από τον Φρανσουά και βρίσκεται στο Μουσείο της Φλωρεντίας)· παριστάνει σε έξι ζώνες το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου, τους αγώνες που οργάνωσε ο Αχιλλέας προς τιμή του Πάτροκλου, την πομπή των θεών που πηγαίνουν στους γάμους της Θέτιδος, τον Αχιλλέα και τον Τρωίλο, διάφορες ζωομαχίες και (στη βάση του αγγείου) μια κωμική μάχη ανάμεσα σε Πυγμαίους και γερανούς· το σχέδιο φανερώνει αξιοθαύμαστη λεπταισθησία. Έχουμε ήδη αναφέρει την κύλικα του Αρκεσίλαου, που παριστάνει το εμπόριο του σίλφιου. Κι εδώ επίσης όλα απεικονίζονται με απόλυση φυσικότητα: ο σοβαροπρεττής βασιλιάς, με μυτερό καπέλο και παπούτσια με γυριστή μύτη, οι εργώδεις μετρητές και φορτωτές, τα ξάρτια και η ζυγαριά, τα διακοσμητικά ζώα: πάνθηρας και ερωδιός, πίθηκος και σαύρα. Οι Κυρηναίοι που τρέχουν, φωνάζουν και χειρονομούν, θεωρώντας φοβερά σπουδαίο αυτό που κάνουν, με τα σουβλερά πρόσωπά τους που θυμίζουν πουλιά, μας κάνουν σχεδόν να σκεφτούμε ότι πρόκειται για γελοιογραφία, αλλά ίσως πάλι ο καλλιτέχνης να ήθελε να εκφράσει την εξωτική εμφάνιση των Αφρικανών. Και στις δύο περιπτώσεις η εικόνα προδίνει ακριβή παρατήρηση των ανθρώπων. Σ' όλες όμως αυτές τις μικρογραφίες (μερικές από τις οποίες είναι αριστουργηματικές) η επίδραση της αιγυπτιακής τέχνης είναι πρόδηλη. Συναντάμε όλα τα γνωρίσματα της αιγυτιτιακής τέχνης που περιγράψαμε στον προηγούμενο τόμο: την «ακτινογραφία», την περιγραφική απαρίθμηση όλων των αντικειμένων, το «καταχρηστικό ανφάς», το επεξηγηματικό κείμενο που ταυτόχρονα είναι και διακόσμηση, την άγνοια-της προοπτικής, την αδιαφορία για τη φωτοσκίαση, την παραδοσιοκρατία, που αρέσκεται να χρησιμοποιεί τυποποιημένες μορφές. Ακόμα και η συνήθεια να παριστάνονται οι γυναίκες (και τα ά130
λογα) με άσπρο χρώμα είναι ένας αιγυπτιακός χρωματικός συμβολισμός, που οι Έλληνες τον μιμήθηκαν ολότελα άκριτα, γιατί στους Αιγυπτίους οι άνδρες έμοιαζαν συχνά τόσο πολύ με τις γυναίκες στο ντύσιμο, τη μορφή και το πρόσωπο, ώστε η διάκριση ήταν δύσκολη, πράγμα που δεν συνέβαινε στους Έλληνες. Στα ερυθρόμορφα αγγεία, που εμφανίζονται προς τα τέλη του έκτου αιώνα, οι όροι αντιστρέφονται: οι μορφές αναδύονται μέσα από ένα στιλτινό μαύρο φόντο και διατηρούν το φυσικό κόκκινο χρώμα του πηλού, δίνοντας έτσι στον καλλιτέχνη τη δυνατότητα να σχεδιάσει με μεγαλύτερη λεπτολογία το εσωτερικό τους. θ α περιορισθούμε και πάλι σε δύο παραδείγματα. Στην «κύλικα του Σωσία» ο Αχιλλέας επιδένει τα τραύματα του Πάτροκλου: με άφταστο τρόπο αποδίδονται τόσο η αφοσίωση του Αχιλλέα στη δύσκολη και δυσάρεστη δουλειά του όσο και το φυσικό μαρτύριο του Πάτροκλου, που αποστρέφει το κεφάλι, τεντώνει το ένα του πόδι και μάλιστα χαμογελάει απ' τον πόνο — μια εξαιρετικά λεπτή παρατήρηση. Στην «Καιρετανή υδρία» απεικονίζεται με χιούμορ ο Ηρακλής ν' αποκρούει τους Αιγύπτιους που ήθελαν να τον σκοτώσουν: τα καταφέρνει να ξεκάνει όχι λιγότερους από έξι, ποδοπατώντας δύο, συντρίβοντας έναν στο έδαφος με το αριστερό του χέρι, πνίγοντας άλλον έναν με το δεξί του και στραγγαλίζοντας δύο με τους αγκώνες του: πρόκειται δηλαδή για μια χαριτωμένη ζωγραφιστή μυγχαουζιάδα! Προφανώς, οι λεπτοκαμωμένες, σχεδόν εύθραυστες μορφές που απεικονίζονται στα αγγεία αυτής της τεχνοτροπίας δεν μπορούσαν ν' αντιδράσουν παρά ειρωνικά σε τέτοιους λεονταρισμούς. Η τέχνη της ταπητουργίας φαίνεται ότι έφτασε κι αυτή σε σημαντική ακμή. Δύο ταπητουργοί μάλιστα, ο Ακέσας και ο Ελικών, είχαν τόσο σπουδαία φήμη ώστε όταν ήθελε κανείς να παινέψει κάτι ιδιαίτερα χρησιμοποιούσε την έκφραση: «λες κι είναι φτιαγμένο από τον Ακέσα και τον Ελικώνα». Εξάλλου, ο έκτος αιώνας γνώριζε ήδη ζωγραφικούς πίνακες από ττηλό, στους οποίους τα χρώματα ήταν συνήθως μουντά (καφετί, μαύρο, σκούρο κόκκινο), ενώ το σχέδιο διαυγές και σίγουρο, αλλά σκληρό και συγκρατημένο. Στα προφίλ, το μάτι απεικονιζόταν ανφάς. Αέγεται ότι ο πρώτος που εισήγαγε στη ζωγραφική την προοπτική ήταν ο Πελοποννήσιος Κίμων από τις Κλεωνές. Για τα γλυπτά τους οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν, αρχικά, μα131
λακά υλικά: ξύλο και πορώδη ασβεστόλιθο. Στη διάρκεια του έβδομου αιώνα πέρασαν στη χρήση του μάρμαρου· το χυσιμο του μπρούντζου επινοήθηκε από τους Σάμιους όχι νωρίτερα από τα τέλη του έκτου αιώνα. 'Οπως είναι γνωστό, ως πρώτος Έλληνας γλύπτης θεωρείται ο Αθηναίος Δαίδαλος· για πολύ καιρό οι μεταγενέστεροι αρκούνταν στη φήμη ότι ανήκαν στη σχολή του και αυτοαποκαλούνταν Δαιδαλίδες, όπως οι επικοί τραγουδιστές ονομάζονταν Ομηρίδες. Ενώ ώς εκείνη την εποχή οι μορφές αποτελούσαν ένα συμπαγή όγκο, ο Δαίδαλος ξεκόλλησε τα χέρια από το σώμα κι έβαλε τα πόδια να περπατήσουν. Αυτή η καινοτομία, η τόσο εντυπωσιακή για την εποχή της, εξηγεί τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τη φυσικότητα των έργων του: λέγεται π.χ. ότι ο Ηρακλής άρχισε να πετροβολεί το ίδιο του το άγαλμα. Αναφέρεται ότι ο Δαίδαλος φιλοτέχνησε και μια κινητή Αφροδίτη, πράγμα που εξηγήθηκε αργότερα με την υπόθεση ότι έχυσε στο εσωτερικό του ξύλινου αγάλματος υδράργυρο: είναι ένα κόλπο που χρησιμοποιείται σε εργαστήρια κέρινων ομοιωμάτων. Από τον έκτο αιώνα προέρχονται οι Απολλίνες, όπως λέγονταν παλιότερα, γιατί είχαν θεωρηθεί αγάλματα του Απόλλωνα· σήμερα ονομάζονται κούροι, δηλαδή νεαροί άνδρες, γιατί επρόκειτο απλώς για μνημεία πεθαμένων νέων. Ο γνωστός Απόλλων από την Τενέα, κοντά στην Κόρινθο, υπακούει ακόμα σχεδόν ολότελα στον νόμο της μετωπικότητας: με εξαίρεση το αριστερό πόδι, που είναι ελαφρά μετατοπισμένο προς τα εμπρός, οι δύο πλευρές του σώματός του είναι εντελώς συμμετρικές. Αλλά και η στερεότυπη νεανικότητα των μορφών, η συγκρατημένη επίσημη στάση τους, η κόμμωση που σχεδόν θυμίζει περούκα, οι σφιγμένες γροθιές, η χαμογελαστή έκφραση του προσώπου, όλα αυτά είναι αιγυπτιακά στοιχεία, ακόμα και η προβολή του αριστερού ποδιού: σίγουρα οι Έλληνες δεν ήξεραν γιατί οι Αιγύπτιοι διάλεγαν το αριστερό πόδι. Αντίθετα, ολότελα καινούργιο στοιχείο είναι η απόλυτη γυμνότητα των αγαλμάτων. Με ιδιαίτερη ακρίβεια αποδίδονται τα πόδια, οι μηροί, τα γόνατα, και λιγότερο ο κορμός. Έπειτα από τη διπλή καταστροφή της Ακρόπολης της Αθήνας από τους Πέρσες (το 480 και το 479), τα συντρίμμια χρησιμοποιήθηκαν κατά την ανοικοδόμηση για την επιπέδωση της κορυφής του ιερού βράχου. Μέσα απ' αυτά τα «περσικά μπάζα» ανασύρθηκαν γύρω στα τέλη του περασμένου αιώνα μερικά πολύ παράξενα δείγματα της 132
πρώιμης αττικής τέχνης. Ο παλιός ναός της Αθηνάς, που επειδή είχε μήκος εκατό πόδια λεγόταν εκατόμπεδον, ήταν χτισμένος ολόκληρος από γκριζοκίτρινο ασβεστόλιθο (τον λεγόμενο πορο), σοβατισμένος και βαμμένος με πολύ ζωηρά χρώματα. Οι μορφές μοιάζουν σαν ξυλόγλυπτες, ο χρωματισμός τους είναι ολότελα αυθαίρετος: συνήθως γαλάζιο και κόκκινο, που και σήμερα είναι τα πιο αγαπημένα χρώματα των παιχνιδιών, η έκφραση του προσώπου τους είναι στερεότυτυη: π.χ. ο φρικαλέος Τυφών, ένα τέρας με φιδίσιο κορμί και τρία ανθρώπινα κεφάλια, χαμογελάει φιλικά στον Δία, που ετοιμάζεται να τον σκοτώσει μ' ένα αστροπελέκι. Μεγάλη πρόοδο δείχνουν οι τουλάχιστο κατά μισόν αιώνα νεότερες παρθένες ή κόρες, που ξεθάφτηκαν κοντά στο εκατόμπεδον: δεκατέσσερις μαρμάρινες μορφές, που πιθανότατα παριστάνουν θεραπαινίδες, ή καλύτερα κυρίες επί των τιμών, της πολιούχου θεάς. Είναι σμιλεμένες και χρωματισμένες με εξαιρετική λεπτότητα· σε μερικά σημεία ο καλλιτέχνης άφησε επίτηδες άσπρη την επιφάνεια του μάρμαρου για να δημιουργήσει αντίθεση, τα μαλλιά και οι πτυχώσεις των φορεμάτων είναι πλούσια κι έχουν αποδοθεί με μεγάλη τέχνη, αλλά δεν υπάρχει οργανική σχέση ανάμεσα σ^ αυτά και τα σώματα. Τα ρούχα και τα παπούτσια, η κόμμωση και τα κοσμήματα έχουν απεικονισθεί με μεγάλη ειδημοσύνη και, προφανώς, σύμφωνα με την τελευταία μόδα. Η ψυχρή αρχοντιά αυτών των πικάντικων και περιπαικτικών, καπριτσιόζικων και φιλάρεσκων μορφών αναδίνει την πολυτελή και ήδη κάπως παρακμιακή κομψότητα της Ιωνίας: είναι το ελληνικό ροκοκό. Οι νεαροί Γερμανοί καλλιτέχνες που ττηραν μέρος στις ανασκαφές της δεκαετίας του 1880 έλεγαν αυτές τις, αναντίρρητα, κάπως επιτηδευμένες δεσποσύνες «θείες», και μια απ' αυτές, που είχε κόκκινα μαλλιά, πράσινα μάτια κι ένα έντονο χαμόγελο τη βάφτισαν «η εύθυμη Έμα». Λίγο μετά το 510 ο Αντήνωρ έφτιαξε τα μπρούντζινα αγάλματα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, που τριάντα χρόνια αργότερα μεταφέρθηκαν από τον Ξέρξη στα Σούσα και δεν επέστρεψαν στην Ελλάδα παρά μόνο χάρη στον Μέγα Αλέξανδρο. Οι Αθηναίοι όμως ανάθεσαν αμέσως στον Κρίτιο και τον Νησιώτη να κατασκευάσουν δυο καινούριους ανδριάντες. Το αντίγραφό τους βρέθηκε στην έπαυλη του αυτοκράτορα Αδριανού στο Τίβολι· είναι φτιαγμένο από μάρμαρο, το κεφάλι του Αριστογείτονα είναι αρχαίο αλλά δεν ανήκει στο 133
υπόλοιπο σύμπλεγμα. Το πόσο δημοφιλές ήταν αυτό το γλυπτό μας το δείχνει ένα αθηναϊκό αγγείο, που παριστάνει την πολιούχο θεά της Αθήνας και στην ασπίδα της το αντίγραφο του διπλού αγάλματος. Τα όσα διηγιόντουσαν οι Έλληνες για το ιστορικό συμβάν, την ανάμνηση του οποίου προοριζόταν να διαιωνίσει το άγαλμα, πρέπει να τα δεχτούμε με μεγάλη επιφύλαξη, γιατί υτιήρχε για την «τυραννοκτονία» ένα παραδοσιακό κλισέ. Σύμφωνα μ' αυτό, ο Ίππαρχος επιδίωξε μάταια την ερωτική εύνοια του Αρμόδιου και κατόπιν, για να τον εκδικηθεί, απαγόρεψε στην αδελφή του να πάρει μέρος στην πομττή των Παναθηναίων αυτό εξόργισε τόσο τον Αρμόδιο, που μαζί με τον εραστή του Αριστογείτονα μαχαίρωσε τον τύραννο τα χαράματα. Αν αυτή η εκδοχή ήταν αληθινή, τότε θα επρόκειτο για μια ιδιωτική εκδίκηση και οι δυο τυραννοκτόνοι δεν θ' άξιζαν καθόλου τις τιμές των Αθηναίων* είναι όμως πολύ πιθανό ότι ανήκαν σε μια λέσχη δυσαρεστημένων ευγενών, όπου σχεδιάσθηκε η απόπειρα, κι όλα τ' άλλα είναι μάλλον κακόβουλο κουτσομπολιό. Ο Πλίνιος λέει ότι τα δύο συμπλέγματα (που πρέπει να υποθέσουμε ότι έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους) ήταν τα πρώτα δημόσια τιμητικά αγάλματα που ανέγειρε ποτέ ένας λαός· και πραγματικά, απ' αυτά κατάγονται όλα τα «μνημεία». Αυτό που απεικονίζεται είναι η ώέα του επεισόδιου: η ηρωική θέληση για την πράξη, όχι η ίδια η πράξη. Και οι δύο μορφές είναι γυμνές (πράγμα που επίσης αποτελεί ένα εξιδανικευτικό στοιχείο), ο Αρμόδιος υψώνει το σπαθί, ο Αριστογείτων τον σκεπάζει με τον μανδύα, που τον έχει τυλίξει γύρω από το μπράτσο του, και ανασπά το δικό του για την περίπτωση που το πρώτο χτύττημα θ' αποτύχαινε. Ο Αρμόδιος είναι ο τύπος του ερωμένου: με περιποιημένη κόμμωση, σώμα με απαλές γραμμές, κάπως γεμάτο, ενώ ο Αριστογείτων είναι ο νευρώδης, ρωμαλέος, ανδροπρεπής εραστής. Το όλο σύμπλεγμα χαρακτηρίζεται από ορμητική κι ωστόσο ευγενική κίνηση. Είναι ένα λαμπρό μνημείο της ελευθερίας και της παιδεραστίας, των δύο έμμονων ιδεών του ελληνισμού. Εξίσου ραγδαία όσο η εξέλιξη της γλυπτικής ήταν η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής. Πριν από το 600 δεν θα πρέπει να υπήρχαν μεγάλα πέτρινα οικοδομήματα. Ο ναός, που ήταν άγνωστος στον κρητομυκηναϊκό πολιτισμό, εξελίχθηκε από το βασιλικό «παρεκκλήσιο», που συνδεόταν με το ανάκτορο. Σιγά-σιγά οι Έλληνες προχώρησαν στην ιδέα να χτίσουν ξεχωριστή κατοικία για τη θεότητα, που στην αρχή 134
δεν θα πρέπει να διέφερε σχεδόν καθόλου από την ανθρώπινη κατοικία: ένα τετράγωνο ξύλινο μέγαρο μ' ένα προαύλιο περιζωσμένο από κολώνες. Ο αρχαιότερος ελληνικός ναός που μας είναι γνωστός, το Ηραίο της Ολυμπίας, ήταν ένα τέτοιο χτίσμα από ξυλοδεσιά και τούβλα. Όμως οι Έλληνες προσπάθησαν από νωρίς να κάνουν ωραιότερη την όψη του ναού, ασβεστώνοντάς τον και επιστρώνοντάς τον με χρωματιστές πήλινες πλάκες. Αλλά και ο πέτρινος ναός δεν μπορεί να κρύψει την καταγωγή του από την ξυλοδομία: οι κολώνες μιμούνται κορμούς δέντρων, τα κιονόκρανα μιμούνται ξυλόγλυπτα αντικείμενα. Ο βωμός βρισκόταν πάντα στο ύπαιθρο, μπροστά από τον ναό* ο ίδιος ο ναός δεν ήταν παρά ο χώρος που στέγαζε το είδωλο της θεότητας. Αυτή τη βασική αρχή ακολουθούσε ολόκληρη η διάταξή του, που διέφερε ριζικά από τη διάταξη των χριστιανικών εκκλησιών. Επειδή ο ναός δεν ήταν προορισμένος να στεγάζει το πλήθος των πιστών που προσεύχονταν, δεν ήταν ανάγκη να είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Στην κλασική μορφή του ο ναός συμπληρωνόταν από μια πλήρη κιονοστοιχία, οπότε λεγόταν περίπτερος, ή είχε ένα προστέγασμα στη μια ή και στις δυο μικρές πλευρές του, που το στήριζαν κολώνες, οπότε λεγόταν πρόστυλος ή αμφιπρόστυλος. Σχεδόν δεν υπάρχουν πιο περίπλοκες μορφές. Ο δωρικός ρυθμός ωριμάζει στη διάρκεια του έκτου αιώνα. Οι κίονες, που δεν έχουν βάση, κι είναι αυλακωμένοι από ραβδώσεις, καταλήγουν στο πάνω μέρος τους σε χρωματιστούς δακτύλιους, σ^ ένα λεπτοδουλεμένο εξόγκωμα, τον εχίνο, και μια τετράγωνη πλάκα, τον άβακα- σ' αυτούς στηρίζεται η κύρια μαρμαροδοκός, το επίστνλιο' πάνω απ' αυτήν υψώνεται το διάζωμα, στο οποίο τα τρίγλυφα εναλλάσσονται με μετόπες^ στολισμένες με ανάγλυφες παραστάσεις· το επιστέγασμα αποτελείται από το αέτωμα, με το πλατύ γείσο^ το τύμπανο^ δηλαδή την κυρίως επιφάνεια του αετώματος, που φιλοξενεί τις μεγάλες γλυπτικές συνθέσεις, και την πλούσια διακοσμημένη υδρορρόη, που κι αυτή ακόμα είναι ένα έργο τέχνης. Κάτω από τα τριγλυφα και στην κάτω πλευρά του γείσου υπήρχαν σταγονόμορφες διακοσμήσεις, που μαζί με τα ακρωτήρια, δηλαδή κεραμικά κοσμήματα των τριών γωνιών του αετώματος, συμπλήρωναν την εικόνα, μια εικόνα πολύ πλούσια σε χρώματα. Τα τρίγλυφα και οι βάσεις των σταγονόμορφων διακοσμήσεων ήταν μωβ, οι ραβδώσεις 135
ανάμεσα στο επιστύλιο και το διάζωμα, όπως επίσης ανάμεσα στο διάζωμα και το γείσο είχαν χρώμα κεραμιδί και οι διακοσμητικές σταγόνες ήταν επίχρυσες* αλλά και οι πολυάριθμοι μαίανδροι και τα ακροκέραμα ήταν πολύχρωμα και όλα τα γλυπτά ήταν χρωματισμένα με λαμπρά χρώματα. Το χρώμα, επειδή διαρθρώνει, είναι ένα δομικό στοιχείο, το ίδιο σημαντικό όσο το σχήμα και η διάταξη των αρχιτεκτονικών μερών, και γι' αυτό είναι αναπόσπαστο από την ελληνική αρχιτεκτονική· έστω και μόνο γι'' αυτόν τον λόγο ένας αρχαίος Έλληνας θ'' απόστρεφε με φρίκη το βλέμμα του από τις δικές μας ανιαρές, ασπρουλιάρικες αναπαραστάσεις των κλασικών οικοδομημάτων. Το ότι το χρώμα δεν είναι ένα απλό «γραφικό» στοιχείο το βλέπουμε σ' έναν οποιοδήποτε γεωγραφικό χάρτη και σε παρόμοια επιστημονικά βοηθήματα (π.χ. στην έξοχη «Βίβλο του ουράνιου τόξου», που αποδίδει τα διάφορα στρώματα των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης με τα χρώματα του ηλιακού φάσματος). Δυστυχώς, συχνά ακόμα και οι καλύτεροι σχεδιαστές χαρτών δεν έχουν τόσο ανεπτυγμένη αίσθηση των χρωμάτων, που να τους επιτρέπει να διαλέγουν το χρώμα έτσι ώστε το μάτι ούτε να ενοχλείται ούτε, πράγμα ακόμα χειρότερο, να μπερδεύεται, και δεν παίρνουν υπόψη τους ότι συγγενικά χρώματα, λόγου χάρη το πορτοκαλί και το βυσσινί, δεν δημιουργούν αρκετή αντίθεση για το μάτι. Γενικά, η ελληνική αρχιτεκτονική αντίληψη βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τον αστικό κλασικισμό, που, σε γενικές γραμμές και χωρίς να πάρουμε υπόψη μας μερικά επιφανειακά αντίθετα ρεύματα, κυριαρχεί στην Ευρώπη από τη Μεταρρύθμιση κι έπειτα. Εδώ δεν γίνεται καμιά προσπάθεια απόκρυψης, δεν υπάρχει καμιά διάθεση του καλλιτέχνη να είναι αλλιώς απ' ό,τι είναι: όλα διατινέονται από τη φιλοδοξία του δημιουργού να φανερωθεί σε ιδανική γυμνότητα, το σχέδιο προδίνει την επιθυμία του να δείξει τον σκελετό του, τους μυς και τους τένοντές του, τα επιμέρους μέλη καταφάσκουν στη λειτουργία τους. Πόσο αλλιώτικα αισθανόταν π.χ. ο αρχιτέκτονας των πρώτων χρόνων του γερμανικού ράιχ, που κυριολεκτικά ντρεπόταν ν' αφήσει ένα κομμάτι του οικοδομήματος να πει τι είναι, γιατί προφανώς θεωρούσε κάτι τέτοιο χυδαίο, θα έλεγε κανείς μάλιστα ανήθικο· και την ίδια έλλειψη καλλιτεχνικής υπευθυνότητας προδίνει και το μπαρόκ, που παρόλη τη μεγαλοπρέπειά του, με τις λυγισμένες κολώνες και τις διχοτομημένες αψίδες, τις λουσάτες προσόψεις και τους 136
μπογιατισμένους θόλους, τα ψεύτικα βάθρα και τα σχεδόν μετέωρα υποστηρίγματα, που δεν έχουν να υποστηρίξουν τίποτα, δεν κάνει άλλο τίποτα παρά να παίζει θέατρο. Αλλά και οι Αιγύπτιοι, παρόλο που επινόησαν τον κίονα, δεν τον χρησιμοποιούσαν για να στηρίξουν καμιά οροφή. Η υπερβατική νοοτροπία των κατοίκων του Νείλου δεν σήκωνε τέτοιες ρεαλιστικές ιδέες. Στον ελληνικό κίονα, αντίθετα, η ιδέα της στήριξης είναι επεξεργασμένη ώς τις τελευταίες της λεπτομέρειες. Το ύψος, η διάμετρος της κολώνας και η κατανομή των ραβδώσεων, που ενισχύουν την εντύπωση της στηρικτικής δύναμης, ανταποκρίνονται τέλεια στο καθήκον που της ανατίθεται· στον ίδιο σκοπό χρησιμεύει και η έντασις, η εξόγκωση της κολώνας στη μέση, καθώς και το στένεμα στον λαιμό της. Ενώ το αιγυπτιακό κιονόκρανο, με τις πολυάριθμες παραλλαγές του, είναι σκέτο στολίδι ή θρησκευτικό σύμβολο, το ελληνικό κιονόκρανο είναι ένα ανώτατο προϊόν της κατασκευαστικής λογικής: τόσο το δωρικό, με τη μαθηματικά απλή αλλά γι' αυτό ακριβώς πειστική κατάληξή του σ' ένα εξόγκωμα και μια πλάκα, όσο και το ιωνικό, με τη σπειροειδή κορυφή του, που σαν ένα ελατήριο στηρίζει ανάλαφρα κι ωστόσο σίγουρα, αλλά γι' αυτό απαιτεί ως αντίβαρο την πλούσια διάρθρωση της βάσης. Ο ιωνικός κίονας, με τη φινέτσα του και τα τόσα στολίδια του, φαίνεται πλάι στον δωρικό, που η αυστηρή λακωνικότητά του εκφράζει μόνο το απαραίτητο, αλλά το κάνει αυτό με απαράμιλλη ρώμη και ακρίβεια, σαν τις φιλάρεσκες κόρες πλάι στους γυμνούς κούρους: θηλυκός και κοσμικός, φλύαρος και σκερτσόζικος, λεπτεπίλεπτος και πνευματώδης, αλλά και λιγάκι επιπόλαιος. Η Ιωνία είναι επίσης η πατρίδα της ελληνικής λυρικής ποίησης. Οι Έλληνες, με τη λεπτή τους αίσθηση για διαφοροποιήσεις, διαμόρφωσαν από πολύ νωρίς την ορολογία των διαφόρων ειδών λυρικής ποίησης. Η πανηγυρική επίκληση των θεών λεγόταν νμνος- όταν αναφερόταν στον Διόνυσο λεγόταν διθύραμβος, αν ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα λεγόταν παιάν. Οι θρήνοι ήταν μοιρολογία για πεθαμένους, τα έπιννκια ήτ(χν δοξαστικά τραγούδια για τους νικητές των γυμνικών αγώνων: όπως ήδη αναφέραμε, αυτά τα τελευταία γράφονταν κατά παραγγελία και, πράγμα που τα κάνει ακόμα πιο ύποπτα, συνήθως δεν εξυμνούσαν τον αθλητή που πέτυχε την επίδοση, αλλά τον πλούσιο ιδιοκτήτη των αρμάτων και των αλόγων. Πιο εύ137
θυμο χαρακτήρα ε(χε το έπιθαλάμιον, η καντάδα που τραγουδούσαν νέοι και νέες το βράδι του γάμου προς τιμή των νιόπαντρων, και το σκόλιον, ένα τραγουδάκι που ακουγόταν στο συμπόσιο. Η ερωτική ποίηση, όπως είπαμε, ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της αφιερωμένη στον ομοφυλοφιλικό έρωτα· στην ελληνιστική περίοδο ασχολούνταν περισσότερο με τη γυναίκα, αλλά πολλές φορές εκτρεπόταν στην πορνογραφία. Οι λυρικοί ποιητές ήταν μουσουργοί με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, γιατί ο στιχουργός και ο συνθέτης (συνήθως μάλιστα και ο τραγουδιστής) ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο: ένας ποιητής ήταν οπωσδήποτε μουσικός, και ο Έλληνας χαρακτήριζε ακόμα και τις καθαρά οργανικές συνθέσεις ως ποιήματα. Σ' αυτά πρέπει να προσθέσουμε, ως τρίτο στοιχείο, τον χορό: η λέξτ\ χορός σήμαινε αρχικά το μέρος όπου χόρευε κανείς, το χοροστάσι. Κατόπιν σήμαινε την ομάδα των χορευτών και τέλος τους αοιδούς. Επομένως, ο χορός ήταν αρχικά χορευτική μουσική και, ώς ένα βαθμό, αυτόν τον χαρακτήρα διατήρησε για πάντα στην Ελλάδα. Από το 600 περίπου και ύστερα, η μουσική γίνεται η κορυφαία τέχνη. Την ίδια περίπου εποχή αυξάνεται ο αριθμός των χορδών της κιθάρας, εισάγεται ο αυλός, επινοούνται οι νότες. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι για ποιητές όπως ο Ανακρέων και ο Πίνδαρος το κείμενο δεν έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο απ' ό,τι για τον Ρίχαρντ Βάγκνερ: γι"* αυτό δεν μπορούμε ν' αποφανθούμε για την τέχνη τους παρά με τον ίδιο περίπου τρόπο που θ' αποφαινόμασταν για τον Βάγκνερ, αν είχαμε μόνο το κείμενο του «Τριστάνου» ή των «Τροβαδούρων». Τα εθνικά όργανα των Ελλήνων ήταν τα έγχορδα, με τις τρεις κύριες μορφές τους: τη λύρα, την κιθάρα και την άρπα. Σ' αυτά πρέπει να προσθέσουμε τα τρία τινευστά όργανα: τη σύριγγα, τον αυλό και τη σάλπιγγα. Το πρώτο αντιστοιχούσε στη δική μας φλογέρα, το δεύτερο περίπου στο κλαρινέτο, ενώ το τρίτο, η τρομπέτα, χρησιμοποιούνταν μόνο για τη μετάδοση σημάτων. Τπήρχε κιθαρωδία και αυλωδία, δηλαδή τραγούδι με κιθάρα και αυλό, αλλά και κιθαριστική και αυλιστική, δηλαδή παίξιμο της κιθάρας και του αυλού χωρίς τραγούδι. Το τραγούδι το εκτελούσε είτε ένας σολίστας ^ίτε μια χορωδία από άνδρες ή αγόρια και παρθένες, που τραγουδούσαν μονοφωνικά ή σε απλές οκτάβες· και τα όργανα επίσης έπαιζαν μονόηχα και ακολουθούσαν τη μελωδία του τραγουδιού, προσθέτοντας το πολύ-πολύ μερικές απλές φιοριτούρες, μια ουβερτούρα ή ένα ιντερμέ138
τζο. Η δεύτερη φωνή, το ακόρντο, η αντίστιξη, η πολυφωνική ορχήστρα ήταν άγνωστα πράγματα. Ή (σως να ήταν γνωστά, αλλά οι Έλληνες δεν τα ήθελαν, όπως θ' απόρριπταν τη φωτοσκίαση στη ζωγραφική, όπως αντιστάθηκαν για πολύ καιρό στην προοπτική. Είχαν διαφορετική αντίληψη για την αρμονία απ' ό,τι εμείς: για εκείνους, αρμονία σήμαινε μάλλον αυτό που εμείς θα ονομάζαμε «αναλογία»: συμφωνία των μερών με το όλο και μεταξύ τους, με το μέτρο τους· αλλά η αρμονία είχε τεράστια σημασία, γιατί κυριαρχούσε σ' ολόκληρη την κοσμοαντίληψη των αρχαίων Ελλήνων, απ' το πιο μεγάλο ώς το πιο μικρό. Ήταν μια έννοια κοσμική και μαθηματική, αρχιτεκτονική και φυσιολογική, πολιτική και ηθική. Κατά τα άλλα, ο ρόλος της μουσικής στην ελληνική ζωή ήταν αφάνταστα σπουδαίος. Η δεκτικότητα και ευαισθησία των αρχαίων Ελλήνων στη δύναμη των ήχων πρέπει να ήταν κυριολεκτικά παθολογική, με τις δικές μας αντιλήψεις. Η οικοδομική τους τέχνη ήταν μαρμαρωμένη μουσική, η ρητορική τους τέχνη ομιλούμενη μουσική. Οι μαρτυρίες που μιλούν για θεραπεία αρρώστων με τη μουσική είναι τόσο πολλές και τόσο σοβαρές, ώστε δεν είναι δυνατό να πρόκειται απλώς για ποιητικές υπερβολές. Διαβάσαμε ήδη ότι τα τραγούδια του Τυρταίου κέρδισαν το δεύτερο Μεσσηνιακό πόλεμο. Υπάρχουν επίσης αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες μερικές φορές οι αυλητές έκριναν μια μάχη ή ναυμαχία. Αντίθετα, οι «κακές» μελωδίες, που επιδρούσαν παραλυτικά, εκνευριστικά ή εξαχρειωτικά, θεωρούνταν ούτε λίγο ούτε πολύ εθνοπροδοσία. Ήδη τα τρία είδη μουσικού ύφους που διέκριναν οι Έλληνες —μουσική που προτρέπει σε ηρωικές πράξεις, μουσική που αποκαθιστά την ψυχική ισορροπία και μουσική που εκστασιάζει ώς το βαθμό που η ψυχή ν' αφήνει το σώμα και να ενώνεται με το θείο— δείχνουν πόσο μεγάλη θεωρούσαν οι Έλληνες τη δύναμη των ήχων. Οι αρχαίοι Έλληνες έπαιζαν μουσική ακόμα και στο ζευγάρωμα των αλόγων: αυτή τη μουσική την έλεγαν νόμος ύπόδορος. Πίστευαν ότι έτσι γεννιόντουσαν καλύτερα πουλάρια. Φαίνεται ότι η σημαντικότερη μορφή στην ιστορία της ελληνικής μουσικής ήταν ο Αρχίλοχος από την Πάρο: σύμφωνα με την παράδοση, αυτός επινόησε ζωηρότερους ρυθμούς, καθώς και τη μοναδική μορφή της αρχαίας ετεροφωνίας: την παραλλαγή της μελωδίας με διακοσμητικές φιγούρες. Αέγεται ότι ο ίδιος επινόησε και την παρακαταλογή, ένα είδος μελοδραματικής απαγγελίας. Ήταν ο άπορος 139
γιος ενός αριστοκράτη και μιας δούλας, και πρέπει να έζησε γύρω στα μέσα του έβδομου αιώνα, γιατί περιέγραψε μια ηλιακή έκλειψη που, όπως έχει εξακριβωθεί, έγινε τον Απρίλη του 648. Από το έργο του δεν σώθηκαν παρά μερικά αποσπάσματα ποιημάτων, που συνολικά δεν ξεπερνούν τους εκατόν πενήντα στίχους. Είναι επίσης ο πατέρας του ίαμβου, που ο Αριστοτέλης αποκαλεί μέτρον λεκτικώτατον, δηλ. το μέτρο στο οποίο μπορεί κανείς να μιλήσει καλύτερα. Και πράγματι, είναι ζήτημα αν υπάρχει άλλο μέτρο που να προσφέρεται για τη φυσική κι ωστόσο καλλιτεχνική έκφραση τόσο πολύ όσο ο ανάλαφρος ίαμβος και το φλεγματικότερο ταίρι του, ο τροχαίος, τον οποίο οι αρχαίοι συγκατάλεγαν στην «ιαμβογραφία». Επί λέξει, ίαμβος σημαίνει βέλος και αρχικά χρησίμευε πράγματι μόνο για ν^ ασκεί κανείς πολεμική. Όλοι όσοι γνώρισαν το έργο του Αρχίλοχου εκθείαζαν τη σαρωτική δύναμη του λόγου, τη λαμπρότητα της έμτινευσης, τη ζωντάνια των εικόνων, και τον τοποθετούσαν πλάι στον Όμηρο. Ο Αρχίλοχος δεν δίσταζε να βουτάει τα βέλη του στο δηλητήριο του κυνισμού και στη λάσττη του άσεμνου, και λέγεται ότι η χλεύη του ήταν τόσο φοβερή ώστε έσπρωχνε τα θύματά της ώς τον θάνατο. Η αττική κωμωδία φαίνεται ότι έμαθε πολλά από τον Αρχίλοχο· ο Οράτιος και ο Κάτουλλος ομολογούσαν ανοιχτά ότι ήταν μιμητές του. Μόνο σκόρπια αποσπάσματα έχουν απομείνει κι από το έργο του Αλκμάνα από τις Σάρδεις, που έζησε σίγουρα πριν από το 600, αλλά είναι άγνωστο πότε ακριβώς. Ένα απ^ αυτά τα αποσπάσματα θυμίζει το γνωστό ποίημα του Γκαίτε «Πάνω απ' όλες τις δεντροκορφές»: «Ααφροκοιμούνται τώρα των βουνών οι κεφαλές και τα φαράγγια, οι κορφές κι οι χαράδρες, τα φυτά και τα ζώα, τ' αγρίμια μέσ' στα δάση, των μελισσών τα σμάρια, τα τέρατα στης θάλασσας τα πορφυρένια βάθη, κοιμάται ακόμα και των πουλιών τ' αλαφροφτέρουγο κοπάδι». Για τις παρθένες της Σπάρτης που χόρευαν τραγουδούσε τα «παρθένεια» σε λακωνική διάλεκτο. Απ' τα βασικά γνωρίσματα αυτού του ποιητή πρέπει να ήταν η δροσερή φυσικότητα, που αγνοεί το πάθος και την πόζα, κι ένα χαριτωμένο χιούμορ, στο οποίο δεν είναι ξένη ακόμα και η αυτοειρωνεία. Καθώς ο Αλκμάν νιώθει τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, εύχεται να ήταν αρσενική αλκυόνα που να την κουβαλάνε στα φτερά τους τα νεαρά θηλυκά, ονειρεύεται ένα τρίποδο καζάνι γεμάτο μπιζελόσουπα, «που 140
τόσο αρέσει στον Αλκμάνα τον φαγά», και για τις εποχές του χρόνου λέει: «Τρεις έφτιαξε ο θεός, το καλοκαίρι, τον χειμώνα και το φθινόπωρο, και σαν τέταρτη την άνοιξη, που όλα^Έίν' ανθισμένα αλλά δεν έχει μπόλικο φαΓ», και παινεύει την «ξαδερφούλα Αγησιχόρα» με τα λόγια: «Τα μαλλιά της λάμπουν σαν ατόφιο χρυσάφι και τ' ασημένιο πρόσωπό της —αλλά τι κάθομαι και τα λέω όλ^ αυτά; Νάτη μπροστά μου, η Αγησιχόρα μας!». Αναγνωριζόταν ως ο πατέρας του χορικού άσματος, και σημαντικότερος διάδοχός του θεωρείται ο Στησίχορος, που γύρω στο 600 έπλασε στην Ιμέρα της Σικελίας τη μορφή του ερωτευμένου τσοπάνη Δάφνι. Η μορφή αυτή έζησε ώς την ποίηση του μπαρόκ· αλλά ο ίδιος ο Στησίχορος είχε ήδη ξεχαστεί στα τέλη της αρχαιότητας. Την ίδια περίπου εποχή έζησε ο Μίμνερμος από τον Κολοφώνα της Μικράς Ασίας. Στα μελαγχολικά ερωτικά ποιήματά του τραγούδησε την όμορφη Αύδισσα Ναννώ, που συνόδευε με τη φλογέρα της τον ποιητή στα γεράματά του* τα ποιήματα αυτά περιστρέφονται, σε αδιάκοπες παραλλαγές, γύρω από την ίδια ιδέα, ότι δηλαδή μαζί με τα νιάτα φεύγει κι η χαρά: «Τι είναι η ζωή κι η ευτυχία όταν είναι φευγάτη η χρυσή αγάπη;». Λίγο μόνο κρατάει ο ανθός της νιότης, έπειτα μας περιμένει ο πρώιμος θάνατος ή τα άραχλα γερατιά, γεμάτα αρρώστιες και μάταιη νοσταλγία: «περιφρονημένος απ' τα αγόρια, εγκαταλειμμένος απ' τα κορίτσια, νά πόση δυστυχία στέλνει ο θεός στον γέροντα». Μ' αυτόν τον τρόπο, ο Μίμνερμος έγινε ο δημιουργός της ελεγείας. Η μορφή της είναι το δίστιχο, που αποτελείται από ένα δακτυλικό εξάμετρο και ένα δακτυλικό πεντάμετρο: «Στο εξάμετρο ανεβαίνει η υγρή στήλη της πηγής, στο πεντάμετρο που ακολουθεί πέφτει μελωδικά». Στην αρχαιότητα όμως η ελεγεία δεν είχε πάντα «ελεγειακό» περιεχόμενο: ήταν επίσης πολεμικό και «ταβερνειακό» άσμα, σκωπτικός στίχος και επίκληση των θεών, πολιτική και φιλοσοφική παραίνεση και,γενικά, καλούπι για την έκφραση κάθε λογής σκέψεων και διαθέσεων, στοχασμών και συναισθημάτων. Ακόμα και οι «ερμές», οδοδείκτες που κατέληγαν σε ανθρώπινη προτομή, είχαν στην μπροστινή τους πλευρά γραμμένη σε εξάμετρα την ένδειξη των τόπων στους οποίους οδηγούσε ο δρόμος, ενώ στην πίσω πλευρά είχαν ένα γνωμικό γραμμένο σε ελεγειακή μορφή. Γύρω στο 600 γεννήθηκε στην Ιωνία το μέλος. Η λέξη αυτή ση141
μα(νει το έντεχνο τραγούδι που αποτελείται από στροφές —κάτι άγνωστο ακόμα στην ελεγεία και την ιαμβογραφία* σίγουρα συμβάδιζε με μια πλουσιότερη ενοργάνωση και πολυπλοκότερη μελωδία. Ο Αλκαίος δημιούργησε την ωδή, που αποτελείται από τετράστιχες αλκαϊκές στροφές. Όταν απεύθυνε ένα ποίημα στη Σαπφώ, χρησιμοποίησε το σαπφικό μέτρο και η Σαπφώ απάντησε σε αλκαϊκό μέτρο: ήταν μια φιλοφρόνηση που μας θυμίζει το έθιμο των παλιών αρχόντων ν' ανταλλάζουν στολές όταν επισκέπτονταν ο ένας τον άλλο. Ο Αλκαίος καταγόταν από τη Μυτιλήνη και ήταν από παλιό γένος. Στις εσωτερικές έριδες που δε λυπήθηκαν ούτε αυτό το νησί, τάχθηκε ολόθερμα με το μέρος των ευγενών. Τον Πιττακό, τον Σόλωνα της Λέσβου, τον έλεγε «πλατυπόδαρο κοιλαρά» και «μεγαλόστομο υποκριτή», αλλά ο Πιττακός, που ήταν ένας απ^ τους εφτά σοφούς, τον συγχώρεσε και αργότερα τους συναντάμε και τους δυο μαζί πάνω σε νομίσματα. Ως χαρακτήρας ο Αλκαίος ήταν, όπως φαίνεται, ο τύπος του φουριόζου ευπατρίδη: τα κύρια θέματά του ήταν ο αθλητισμός και το ποτό, οι κομματικοί αγώνες και οι φατριασμοί. Τα τραγούδια του εξυμνούσαν ιδιαίτερα τις χαρές της οινοποσίας. Σε μια απ"* τις ωδές του ο Αλκαίος επιδίωξε την αγάπη της Σαπφώς: «Σαπφώ, εσύ με τις μαύρες σου τις μπούκλες και το γλυκό χαμόγελο, θα 'θελα κάτι να σου πω, αλλά δεν μ' αφήνει η ντροττή». Η Σαπφώ απάντησε: «Αν αγαπούσες την αρετή και την ευγένεια κι αν τα λόγια σου δεν έκρυβαν τίποτα το πονηρό, τότε η ντροττή δεν θα σου χαμήλωνε τα μάτια»: σπάνια η χυλόπιττα που έφαγε ένας άνδρας ήταν πιο νόστιμη. Η καρδιά της Σαπφώς ανήκε στις ομόφυλές της. Αλλά η ερωτική της ποίηση χαρακτηρίζεται από ένα βάθος αισθημάτων που μάταια θα το αναζητήσουμε στους υμνητές της ανδρικής ομοφυλοφιλίας. Η πρώτη ποιήτρια της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι μαζί και η μεγαλύτερη. Στην τέχνη του μέτρου οι στίχοι της ξεπερνούσαν ακόμα και τους αλκαϊκούς, ενώ σε γλυκύτητα και ατμόσφαιρα δεν τους έφτασε παρά μόνον η λυρική ποίηση της νεότερης εποχής. Από την άλλη μεριά, η ασυγκράτητη περιπάθειά της και η ανεπιφύλακτη ειλικρίνειά της δίνουν στην τέχνη της κάτι το ανδροπρεπές. Τη δύναμη του έρωτα τη συγκρίνει με τον άνεμο που μαστιγώνει τα κλαδιά της βαλανιδιάς, μ' ένα γλυκόπικρο ακατανίκητο φίδι. Η ύστερη αρχαιότητα επινόησε τον θρύλο ότι η Σαπφώ ρίχτηκε στη θάλασσα από τα βράχια της Λευκάδας, επειδή αγάπησε χωρίς 142
ανταπόκριση τον ωραίο νέο Φάωνα· αυτόν το θρύλο τον μετέφερε ο Γκρίλπαρτσερ στα βιεννέζικα προάστια κι έφτιαξε μια τραγωδία με θέμα την αγάπη μιας ντίβας της όπερας για ένα νεαρό, που όμως προτιμάει τη γλυκιά και άδολη Μελίτα. Με την ευκαιρία, στη γυναίκα το αισθησιακό και το ψυχικό στοιχείο είναι ακόμα πιο αξεχώριστα απ' ό,τι στον άνδρα. Ο Οβίδιος έλεγε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο αισθησιακό από την ποίηση της Σαπφώς και τη συνιστούσε ολόθερμα στις νεαρές Ρωμαίες· είχε την τύχη να μπορεί να διαβάσει τα έργα της μεγάλης ποιήτριας σχεδόν πλήρη, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για να κρίνει τις λεπτές αποχρώσεις του σαπφικού ερωτισμού. Οι αρχαίοι σύγκριναν τη Σαπφώ με το Σωκράτη, και η σχέση της με τις μαθήτριές της πρέπει να ήταν παρόμοια με τους δεσμούς που είχε ο Σωκράτης με τους δικούς του μαθητές: ένας έρωτας που διεγείρεται από τη θέα του σωματικού κάλλους, αλλά εξιδανικεύεται ώς την ύψιστη πνευματικότητα, που μόνον ένας ποιητής μπορεί να πετύχει, και ώς το βαθύτερο συναίσθημα, που μόνο μια γυναίκα μπορεί να αισθανθεί. Μια λεπτομερέστερη συζήτηση αυτού του ζητήματος θα ήταν το ίδιο κακόγουστη και χυδαία όσο οι ανεξάντλητες έρευνες για τη Φρειδερίκη του Γκαίτε και για τις αγάπες των άλλων ποιητών. Σ' αυτά τα ζητήματα, το μόνο πράγμα που έχει ενδιαφέρον για τις μελλοντικές γενιές είναι ο συναισθηματικός κόσμος του ποιητή, που τόσο στην περίπτωση του Γκαίτε όσο και στην περίπτωση της Σαπφώς προσανατολιζόταν στη γυναίκα* όλα τ' άλλα είναι ιδιωτικά ζητήματα, και πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι λεγόμενες «αποκαταστάσεις της τιμής» (με τις οποίες οι προφεσόροι εννοούν συνήθως τις αποδείξεις ότι οι σχέσεις του ποιητή με την τάδε κυρία ήταν πλατωνικές) είναι μια αδιακρισία εξίσου άκομψη και σαχλή όσο και οι σκανδαλοθηρικές εκδοχές. Για τους φίλεργους ιστορικούς της λογοτεχνίας θα ήταν ένα θέμα που δεν έχει ακόμα εξαντληθεί να εξακριβώσουν πόσο διάσημος πρέπει να είναι κανείς για να εκτίθεται σε ενοχλήσεις που, όταν πρόκειται για κοινούς θνητούς, απαγορεύονται από τους νόμους του κράτους όχι λιγότερο από όσο απ' τους νόμους της καλαισθησίας. Ενώ δεν υπάρχει σχεδόν καμιά αμφιβολία ότι, αν είχαν σωθεί περισσότερα κομμάτια από το έργο της Σαπφώς, θα δικαιώναμε τη γνώμη των αρχαίων ότι ήταν η «δέκατη μούσα», είναι πολύ πιθανό ότι θ' απογοητευόμασταν αρκετά από τα άπαντα του ποιητή Ανα143
κρέοντα, από την Τέω της Ιωνίας, που δεν πρέπει να ήταν πολύ περισσότερο από ένας μερακλής γλεντζές με καλλιτεχνικό τάλαντο. Ζούσε στην αυλή του Πολυκράτη, που είχε τον διάσημο ποιητή σαν μπιμπλό, και εξυμνούσε τις χρυσομαλλούσες κοπέλες και τα μαυρομάτικα αγόρια, τις χαρές της παρέας και τα δώρα της στιγμής, με θελτικούς, αλλά κάπως ρηχούς στίχους και με πληθωρικές, υπερβολικά τρυφηλές μελωδίες, που γι' αυτό τον λόγο εξορίσθηκαν από τα σχολικά βιβλία. Ο Ανακρέων έδωσε στους Έλληνες ιδανικά τραγούδια για το «τσακίρ κέφι». Ο Ιππώναξ από την Έφεσο επινόησε τον πρωτότυπο χωλίαμβο, που αποτελείται από πέντε ιάμβους κι ένα τροχαίο. Επρόκειτο για ένα κυριολεκτικά διαβολικό μέτρο (που ο Βίλχελμ Σλέγκελ το περιγράφει ως εξής: «Ο χωλίαμβος φαίνεται ότι είναι ένας στίχος για τους τεχνοκρίτες —που ολοένα μιλάνε με έπαρση και μόνον ένα θα 'πρεπε να ξέρουν: ότι δεν ξέρουν τίποτα»). Τότε όμως η μητροπολιτική Ελλάδα αρχίζει να παίρνει τα πρωτεία στη μουσική. Γύρω στο 500 έδρασε ο Δωριέοςς αριστοκράτης θέογνις, που εξορίσθηκε από την πατρίδα του, τα Μέγαρα, εξαιτίας της επανάστασης κι από τότε εκτόξευε τους κεραυνούς της οργής του ενάντια στους «ελεεινούς», που έγιναν «αρχοντάδες». Τελικά οι αριστοκράτες πέτυχαν με τη βία τον επαναπατρισμό τους, αλλά η συμφορά είχε εξαγνίσει τον θέογνι και τον είχε κάνει ηπιότερο. Η τελευταία πικρόχολη ρήση του ήταν: «Κανένας άνθρωπος δεν καταφέρνει να πραγματοποιήσει την πρόθεσή του όπως θα ήθελε, γιατί οι θεοί ορίζουν κατά τη δική τους βούληση την κατάληξη». Από τον θέογνι έχει σωθεί μια μεγάλη γνωμολογία, ένα απάνθισμα από γνωμικά που είναι παρμένα από τις ελεγείες του, αλλά δεν μας δίνουν πολύ σαφή εικόνα της ποιητικής προσωπικότητάς του κι εξάλλου, είναι ανακατεμένα με στίχους άλλων ποιητών. Ο θέογνις είναι απ' την κορφή ώς τα νύχια ένας αριστοκράτης της παλιάς φρουράς, η ηθική του είναι μια κλειστή ταξική ηθική, η συλλογή με τα γνωμικά του είναι ο δωδεκάλογος του αριστοκράτη. Σαν γνήσιος Δωριέας, συγκινείται μόνον από την παιδεραστία: τα σοφά διδάγματά του απευθύνονται στον ερωμένο του, τον Κύρνο. Είναι ο πρώτος που διακήρυξε τη ζοφερή σοφία: το άριστο θα ήταν να μην είχε γεννηθεί κανείς ποτέ* μια και γεννήθηκε όμως, ας ευχηθεί να ξεμανταλώσει όσο το δυνατό γρηγορότερα τις πύλες του Άδη, για να ξαπλώσει εκεί μέσα με τη γη στοιβαγμένη πάνω του. 144
Ε(χε χαράξει μια καινούρια εποχή, κι αυτό μας το δείχνει ο σύγχρονος του θέογνι, ο Σιμωνίδης από την Κέα, το βορειότερο νησί των Κυκλάδων. Τα επινίκιά του, πλούσια σε ιδέες και ζωηρά σε εικόνες, καθώς και τα πνευματώδη επιγράμματά του λέγεται ότι μπορούσε να τ' αποκτήσει όποιος πλήρωνε αρκετά, ακόμα κι αν ήταν ανάξιος για κάθε έπαινο· λέγεται ότι ο Σιμωνίδης, όταν τον ρώτησαν γιατί στα τραγούδια του εξυμνεί ανθρώπους κι όχι θεούς, απάντησε ότι οι θεοί δεν πληρώνουν, και μια άλλη φορά που τον ρώτησαν τι είναι προτιμότερο, η σοφία ή τα πλούτη, λέγεται ότι είπε: «Δεν ξέρω. Βλέπω όμως ότι οι σοφοί χτυπάνε την πόρτα των πλουσίων». Αλλά, παρά τον κυνισμό του, πρέπει να ήταν συναρπαστική και σημαντική προσωπικότητα. Ο Λέσινγκ τον σύγκρινε με τον Βολταίρο. Ξεχάσαμε όμως ένα ακόμα δώρο της Ανατολής, που, αν και λιγότερο φανταχτερό, ίσως να ήταν σημαντικότερο για τους ανθρώπους απ^ όλα τα τραγούδια της ιωνικής και της αιολικής λύρας. Είναι οι μύθοι του Αισώπου. Ο Αίσωπος ήταν ένας Φρύγας δούλος, που έζησε στην εποχή των εφτά σοφών. Ήταν άσχημος και καμπούρης, στην αρχή μάλιστα και μουγγός (πράγμα που, όπως η αναπηρία του Ηφαίστου, κρύβει πιθανότατα κάποιον συμβολισμό). Η ζωή του είναι διανθισμένη με πολλά ανέκδοτα και θρύλους, στους οποίους ο Αίσωπος καταφέρνει να ξεπερνάει κάθε αντιξοότητα χάρη στην εξυπνάδα και την ανθρωπογνωσία του, ενώ με την απλή, υγιή φιλοσοφία του για τη ζωή ντροπιάζει τους μεγάλους και ισχυρούς. Απ' αυτόν κατάγεται η μορφή του βασιλιά των ζώων και του πονηρού υπουργού του, του τσακαλιού, που στην ευρωπαϊκή παραλλαγή έγινε αλεπού. Οι ιστορίες του διακρίνονται για εκείνη την απλότητα και μεστότητα που σαγηνεύει τον κόσμο, για παράδειγμα: «Ένας λύκος είπε στους τσοπάνους που καταβρόχθιζαν στη σκηνή τους ένα αρνί: Τι σκάνδαλο που θα ξεσηκώνατε, αν τχυτό το έκανα εγώ!». Οι Αθηναίοι του έστησαν άγαλμα και τα παιδιά τους μάθαιναν τους μύθους του στο σχολείο. Τους μύθους αυτούς τους μετέφερε ο Καλλίμαχος σε χωλίαμβους και ο Φαίδρος, ένας απελεύθερος του αυτοκράτορα Αύγουστου, σε κομψούς λατινικούς ιάμβους. Η μίμησή τους απλώνεται σ' ολόκληρες τις κατοπινές εποχές: περνάει από τον Λούθηρο, τον Ααφονταίν, τον Ααμότ και φτάνει ώς τον Γκέλερτ, τον Λέσινγκ και τον Γκαίτε. Στην άλλη άκρη του ελληνικού κόσμου, στις Συρακούσες, ο io
145
Επίχαρμος δημιούργησε γύρω στα τέλη του έκτου αιώνα τη δωρική κωμωδία. Αυτή η μορφή κωμωδίας επισκιάσθηκε από τη νεότερη αττική αδελφή της, έτσι που ελάχιστα ίχνη της έφτασαν ώς τις μεταγενέστερες εποχές. Ο Επίχαρμος δεν ήταν κανένας συνηθισμένος καλαμπουρτζής και παλιάτσος σαν τους προδρόμους" του, αλλά φιλοσοφημένο πνεύμα και μεγάλος τεχνίτης του λόγου, που μάλιστα ήξερε να δομεί ένα σκηνικό έργο. 'Οπως φαίνεται, αυτός ήταν ο πρώτος που ανέβασε στη σκηνή τη μορφή του χαραμοφάη, που αργότερα έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στην ελληνική κωμωδία. Ο Πλάτων τον εκτιμούσε εξαιρετικά, όπως και τον Σώφρονα, τον αριστοτέχνη του μίμου^ ενός νέου είδους που γεννήθηκε κι αυτό στις Συρακούσες και, παιγμένο με έναν ή περισσότερους ηθοποιούς αλλά χωρίς σκηνή, παρωδούσε διάφορες σκηνές της καθημερινής ζωής, και μάλιστα σε πεζό λόγο (κάτι πολύ τολμηρό για εκείνη την εποχή): εμείς θα το παρομοιάζαμε με τα νούμερα του καμπαρέ, και μερικοί διάλογοι του Πλάτωνα ανήκουν ουσιαστικά σ' αυτό το είδος. Όπως φαίνεται, το μεγαλύτερο προτέρημα του Επίχαρμου ήταν τα γνωμικά που έβαζε στο στόμα των ηρώων του. Μερικά απ^ αυτά θυμίζουν τον Νέστροϊ, που έκανε το ίδιο (μια άλλη ομοιότητά του με τον τελευταίο είναι ότι έγραφε κι αυτός σε διάλεκτο). Νά μερικά: «Φυσικό είναι ν' αρέσουμε ο ένας στον άλλο και να θεωρούμε τον εαυτό μας τόσο καλοφτιαγμένο: και το βόδι επίσης πιστεύει ότι το βόδι είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει, το ίδιο κι ο γάιδαρος για το γάιδαρο και το γουρούνι για το γουρούνι»· «τι είναι τάχα οι άνθρωποι από φυσικού τους; φουσκωμένα τομάρια»· «να τα ^χεις τετρακόσια και να δυσπιστείς: αυτά είναι τα χέρια του ττνεύματος»· «να δείχνεσαι στους ανθρώπους ντυμένος εντυπωσιακά, κι αυτοί τότε θα σε θεωρήσουν έξυτυνο»· «δεν θέλω να πεθάνω, αλλά δεν θα ήταν άσχημα να είμαι κιόλας πεθαμένος». Εναντίον του Ηράκλειτου στρέφεται η παρατήρησή του ότι δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να πληρώσει τα χρέη του, γιατί δεν είναι πια ο ίδιος μ^ εκείνον που τα έκανε, αλλά και δεν πρέπει να δέχεται καμιά πρόσκληση, γιατί αύριο δεν θα είναι πια αυτός που την έλαβε. Φαίνεται ότι είχε σχέσεις με τους σύγχρονούς του στοχαστές, πράγμα καθόλου παράξενο, γιατί τον έκτο αιώνα η ελληνική φιλοσοφία έφτασε σε μεγάλη ακμή, ίσως τη μεγαλύτερή της. Ο Χέγκελ βάσισε την ιδέα του για την ιστορία της φιλοσοφίας, και ειδικά της ελληνικής φιλοσοφίας, στο αξίωμα «ότι η αλληλοδια146
δοχή των φιλοσοφικών συστημάτων στην ιστορία είναι η ίδια με την αλληλοδιαδοχή στη λογική κατεύθυνση του εννοιολογικού προσδιορισμού της Ιδέας»: αυτό δηλαδή που στην εξέλιξη της σκέψης είναι αναγκαίες στιγμές με αιώνια ισχύ, στην ιστορία της φιλοσοφίας είναι αναγκαία συστήματα με προσωρινή ισχύ. «Κάθε φιλοσοφία», λέει ο Χέγκελ στις διαλέξεις του, «υττήρξε αναγκαία και καμιά δεν έχει σβήσει ακόμα»: πρόκειται για μια βαθιά και σωστή, γνήσια φιλοσοφική και γνήσια ιστορική σκέψη* αλλά στην εφαρμογή της έγινε άκαμπτο σχήμα, που βίασε τόσο τη φιλοσοφία όσο και την ιστορία. Σύμφωνα μ' αυτό το σχήμα, οι Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι έθεσαν πρώτα το ερώτημα ποια είναι η ύλη του σύμπαντος, οι Πυθαγόρειοι το ερώτημα ποια είναι η μορφή του σύμπαντος, κι απ' αυτά τα δύο ερωτήματα προέκυψε το τρίτο ερώτημα για τη σύζευξη ύλης και μορφής, το ερώτημα για την παγκόσμια διαδικασία. Σ' αυτό το ερώτημα, πάλι, μπορούσαν να δοθούν δύο απαντήσεις, που πράγματι δόθηκαν από τους Ηρακλείτειους και τους Ελεάτες. Οι πρώτοι έλεγαν: τα πάντα είναι διαδικασία, το γίγνεσθαι είναι η θεμελιώδης αρχή που διέπει το σύμπαν, ενώ οι δεύτεροι: τίποτα δεν είναι διαδικασία, το γίγνεσθαι είναι απλή επίφαση. Είναι δηλαδή σαν ν' ανατίθεται σε κάθε φιλοσο^ φική σχολή μια ορισμένη παράγραφος από το σχολικό εγχειρίδιο, την οποία οφείλει ν' αναπτύξει. Το μάθημα συνεχίζεται αργότερα με την όψιμη ελληνική, τη χριστιανική και τη νεότερη φιλοσοφία, για να κλείσει με τον Χέγκελ, πέρα απ' τον οποίο δεν υπάρχει τίποτ' άλλο: ο επιστάτης χτυπάει το κουδούνι, το μάθημα τέλειωσε. Στην πραγματικότητα, το ξύπνημα και τα πρώτα βήματα της ελληνικής σκέψης δεν έγιναν τόσο προγραμματισμένα, αλλά πολύ απλοϊκότερα και ποιητικότερα. Οι Έλληνες θεωρούσαν ότι πατέρας της φιλοσοφίας ήταν ο Θαλής από τη Μίλητο, ο κορυφαίος από τους εφτά σοφούς. Η «ακμή» της ηλικίας του, που όπως είναι γνωστό οι Έλληνες την τοποθετούσαν στο τεσσαρακοστό έτος της ζωής ενός άνδρα, συνέπεσε με το 585 π.Χ. Στα ανέκδοτα που μας παραδίνονται για το Θαλή, αυτή η πρώτη μορφή δυτικού στοχαστή εμφανίζεται ήδη με τα γνωρίσματα ενός υποδειγματικού φιλοσοφικού χαρακτήρα. Λέγεται ότι μια φορά, καθώς παρατηρούσε τ' άστρα, έπεσε σ' ένα πηγάδι και μια θρακιώτισσα υπηρέτρια τον ειρωνεύθηκε, λέγοντάς του ότι ήθελε να μάθει τι γίνεται στον ρυρανό και δεν πρόσεχε τι υπάρχει κάτω απ' τη μύτη 147
του. Ο Πλάτων παρατήρησε ότι αυτή η ειρωνεία ταιριάζει για όλους όσους καταγίνονται μόνο με τη φιλοσοφία, και ο Χέγκελ ότι οι άλλοι δεν μπορούν να πέσουν στο ττηγάδι γιατί βρίσκονται παντοτινά μέσα σ' αυτό· και, οπωσδήποτε, εξακολουθεί ώς σήμερα να είναι αληθινό ότι όλοι όσοι κοιτάζουν προς τ' αστέρια δεν μπορούν ν' αποφύγουν την επίγεια πτώση τους. Εξίσου χαρακτηριστική είναι η ιστορία ότι κάποτε ο Θαλής, βασισμένος στις μετεωρολογικές παρατηρήσεις του, πρόβλεψε μια πολύ πλούσια σοδιά ελιάς κι έσπευσε ν' αγοράσει όλα τα λιοτρίβια που υτυήρχαν, βγάζοντας κατόπιν μεγάλα κέρδη απ^ το νοίκιασμά τους: λέγεται όμως ότι το έκανε αυτό για ν' αποδείξει ότι ένας ερευνητής μπορεί εύκολα, αν θέλει, να βγάλει υλικά οφέλη από την επιστήμη του* και πράγματι: γιατί τάχα ένας φιλόσοφος πρέπει καλά και σώνει να είναι μπουνταλάς; θ α μπορούσε να τα καταφέρει στις εγκόσμιες υποθέσεις εξίσου καλά ή και καλύτερα από τους άλλους· μόνο που δε θέλει. Λέγεται επίσης ότι ο Θαλής υπολόγισε το ύφος των πυραμίδων με μια πολύ απλή μέθοδο: μέτρησε τη σκιά τους την ώρα που η σκιά του ανθρώπου είναι ίση με το ύψος του· το αβγό του Κολόμβου δηλαδή: το γνώρισμα όλων των φιλοσόφων που αξίζουν πραγματικά αυτό το όνομα. Ο Θαλής απέδιδε ψυχή στον μαγνητίτη και στο κεχριμπάρι, το οποίο οι Έλληνες ονόμαζαν ήλεκτρον. Ίσως αυτή η αντίληψη να δείχνει ότι είχε υποψιασθεί την ύπαρξη του μαγνητισμού και του ηλεκτρισμού. Ακόμα, ο Θαλής διακήρυσσε ότι τα πάντα είναι γεμάτα από θεούς, πάντα πλήρη θεών, πράγμα που προφανώς αποτελεί την παραστατική έκφραση ενός γενικού βιταλισμού. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Θαλής πίστευε ότι αυτό απ' το οποίο γεννιέται και αποτελείται το κάθε τι είναι το νερό. Σίγουρα αυτό δεν ήταν ποιητική υπερβολή, όπως πιστεύουν πολλοί, παρά καρπός μακρόχρονης έρευνας και στοχασμού. Ακόμα και ο Αριστοτέλης υποθέτει ότι ο Θαλής κατέληξε σ' αυτή την αντίληψη χάρη στην παρατήρηση ότι η ζωή των ζώων βρίσκεται στο αίμα, των φυτών στον χυμό, και πραγματικά η έκφραση του θανάτου στα τελευταία είναι η αφυδάτωση, στα πρώτα η αιμορραγία, ενώ και τα δύο μπορούν να ζήσουν μόνο σ' ένα συνεχές λουτρό από υδρατμούς. Οι περισσότερες ομάδες ζώων ζουν μόνιμα στο νερό, το ίδιο και μερικές αερόβιες στο νεανικό τους στάδιο (ως νύμφες, γυρίνοι κλπ.), και οι υπόλοιπες τουλάχιστο πριν από τη γέννησή τους (στο ενάμνιο υγρό του μητρικού σώματος, στον θρε118
πτικό κροκό του αβγού), ενώ μετά τη γέννηση πρέπει να ζουν πάντα κοντά στο νερό. Εξάλλου το νερό, από την άποψη της μάζας, είναι το κύριο συστατικό του σώματος των φυτών και των ζώων. Στη δεύτερη πεντηκονταετία του δέκατου όγδοου αιώνα ο ποσειδωνισμός, που εξηγούσε όλες τις αλλαγές του γήινου φλοιού με την επίδραση του νερού, αποτελούσε αδιαφιλονίκητο δόγμα. Αλλά και στην κοσμογονία του Χέρμπιγκερ ο πάγος είναι το σημαντικότερο^ομικό υλικό του κόσμου. Η φιλοσοφία του Θαλή, επομένως, δεν είναι και τόσο παιδαριώδης όσο πίστευε για πολύ καιρό η συντεχνιακή ιστοριογραφία. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Αναξίμανδρο, που καταγόταν κι αυτός από τη Μίλητο και άκμασε μισή γενιά μετά τον Θαλή. Ο Αναξίμανδρος έγραψε μια πραγματεία περί φύσεως^ που χάθηκε. Σ' αυτό το έργο διακήρυσσε ότι η αρχή του σύμπαντος είναι το άπειρο: αυτό αγκαλιάζει και διέπει τα πάντα και, ως άφθαρτο και ακατάλυτο στοιχείο, είναι ομοούσιο με το θείο. Μ' αυτό το μυστηριώδες άπειρο ο Αναξίμανδρος δεν εννοεί, προφανώς, κανένα από-τα εμπειρικά υλικά, γιατί όλα αυτά είναι πεπερασμένα, αλλά το υπόστρωμα του κόσμου, που δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε εμπειρικά παρά μόνο να το συλλάβουμε εννοιολογικά. Ο Αναξίμανδρος είναι ο πρώτος μεταφυσικός του δυτικού κόσμου. Αυτό όμως που είναι ακόμα πιο παράξενο είναι ότι ήταν ήδη ένα είδος νευτωνιστή και δαρβινιστή. Δίδασκε ότι η γη αιωρείται ελεύθερη στον χώρο, ισορροπώντας σε ίσες αποστάσεις από τις άκρες του κόσμου, και ότι στην αρχή, όταν η γη ήταν ακόμα ρευστή, τα ζώα της ξηράς ζούσαν στο νερό και ο άνθρωπος υτϋήρξε πρώτα ένα πλάσμα που έμοιαζε με ψάρι. Και ο δαρβινισμός επίσης διακηρύσσει ότι τα αερόβια ζώα κατάγονται από τα υδρόβια, δικαιολογώντας αυτή τη θέση με τις αρχικές συνθήκες ζωής που επικρατούσαν στη γη και που έκαναν αδύνατη τη ζωή έξω απ' το νερό, με την απλούστερη δομή των υδρόβιων οργανισμών και με τη μεταμόρφωση μερικών ψαριών ή της λιβελούλας από υδρόβιους σε αερόβιους οργανισμούς* ένας από τους σύγχρονους δαρβινιστές, ο Εντγκάρ Ντακέ, ξεκινάει από την παραδοχή ότι ο άνθρωπος ακολούθησε όλα τα μεγάλα ζωικά φύλα στην ιστορική τους εξέλιξη και γι' αυτό ο Αδαμίτης ίσως να ήταν ένα αμφίβιο ον ή ένας άνθρωπος-ψάρι. Από τον Αναξίμανδρο το μόνο που διατηρήθηκε ώς σήμερα αυτούσιο είναι μια και μόνη φράση, που όμως ισοδυναμεί με ολόκληρο φιλοσοφικό σύγγραμμα. Είναι η εξής: «Απ' αυτό που γεννήθηκαν τα 149
/:ρ'χγ;/ατα, σ' αυτό θα επανέλθουν, όπως αρμόζει, γιατί θα τιμωρηθούν και θα επανορθώσουν για την αδικία κατά την τάξη του χρόνου». Αυτή είναι μια από τις βαθύτερες σκέψεις που εκφράσθηκαν ποτέ: η ατομικότητα είναι φταίξιμο, σημαίνει την απομάκρυνση από την αιώνια πρώτη αιτία, και ο εξιλασμός γι' αυτό το έγκλημα είναι η επιστροφή στους κόλπους της παγκόσμιας ψυχής. Αυτή τη βασική ιδέα τη συναντάμε στον βουδισμό, που γεννήθηκε την ίδια περίπου εποχή: όποιος ενώνεται με το ατμάν^ τη θεμελιώδη αρχή όλων των πραγμάτων, και αναγνωρίζει ότι η ατομική ψυχή του είναι μια ψευδαίσθηση, αυτουνού τα έργα καίγονται σαν το καλάμι στη φωτιά και τα μελλοντικά έργα δεν τον πιάνουν, όπως το νερό δεν μένει πάνω στο φύλλο του λωτού. Πρόσφατα όμως διατυπώθηκε μια κάπως διαφορετική εκδοχή αυτής της ρήσης του Αναξίμανδρου: σύμφωνα μ' αυτή, μετά τη φράση «διδόναι γάρ αυτά δίκην καί τίσιν της άδικίας» υπήρχε η λέξη «άλλήλοις», δηλαδή το ένα στο άλλο. Με μεγάλη απροθυμία αποχωριζόμαστε την παλιά εκδοχή, παρόλο που η καινούρια είναι πιθανότατα η σωστή. Αυτή η καινούρια εκδοχή τροποποιεί σημαντικά την έννοια του ρητού: τώρα πια σημαίνει ότι όλα τα πράγματα είναι υπόλογα το ένα στο άλλο χάρη στην αιώνια τάξη του κόσμου και για κάθε αδικία υπάρχει τιμωρία και επανόρθωση, σύμφωνα με την αδυσώτιητη πορεία του κόσμου και την απόφαση του δικαστή χρόνου. Κι αυτή επίσης η σκέψη είναι υψηλή και ωραία. Αν η πρώτη σχεδόν παραήταν βαθιά για έναν Έλληνα, αυτή είναι γνήσια ελληνική. Ο κόσμος είναι ένας ναός: η δύναμη ισοζυγίζεται τέλεια από το βάρος, η κολόνα από την οριζόντια μαρμαροδοκό της οροφής· ακόμα κι αν δεν μπορεί κανείς να το διαπιστώσει αυτό στα επιμέρους, αποκαλύπτεται ωστόσο στον παρατηρητή που βλέπει τα πράγματα από κάποια απόσταση. Είναι η αγατ^ημένη ιδέα του Έμερσον για την compensation (=εξισορρ07τηση): «Η ευεργεσία είναι ο απώτερος σκοπός της φύσης. Αλλά τις ευεργεσίες που δεχτήκαμε πρέπει να τις μεταβιβάσουμε παραπέρα, σπιθαμή προς σπιθαμή, πράξη προς πράξη, δεκάρα προς δεκάρα... Ο κόσμος μοιάζει σαν ένα κατάστιχο ή μια μαθηματική εξίσωση, που, όπως κι αν τη γυρίσει κανείς, διατηρεί την ισορροπία της... Σ' όλες τις πράξεις και τα εγχειρήματά μας είναι πάντα παρούσα μια αόρατη σιωττηρή, αμερόληπτη αρχή». Ένας τρίτος Μιλήσιος, ο Αναξιμένης, που ήταν καμιά εικοσαριά χρόνια νεότερος από τον Αναξίμανδρο, πίστευε ότι η αρχική ύλη είναι 150
ο αέρας, πιθανότατα επειδή ο αέρας υπάρχει «παντού» και ταυτόχρονα ε(ναι η προϋπόθεση κάθε μορφής ζωής· το μόνο εδάφιο από τα έργα του που σώθηκε λέει: «'Οπως η ψυχή μας, που είναι αέρας, μας χαρίζει τη συνοχή μας, έτσι το τυνεύμα και ο αέρας διαποτίζουν ολόκληρο τον κόσμο». Για τη γένεση των ουράνιων σωμάτων είχε διατυπώσει μια θεωρία που έμοιαζε μ' εκείνη των Καντ και Λαπλάς: τα ουράνια σώματα δημιουργούνται και γίνονται κατοικήσιμα χάρη στη συμπύκνωση και τη βαθμιαία ψύξη. Ο Αναξιμένης, βέβαια, δεν ήξερε ότι το σύμπαν δεν είναι γεμάτο από αέρα, παρά από αιθέρα· αλλά κι εμείς με τη σειρά μας δεν ξέρουμε τι είναι ο αιθέρας<*>. Συνοψίζοντας, πρέπει να πούμε ότι οι Μιλήσιοι, με τα σημερινά κριτήρια, ήταν απλούστατα φυσιοδίφες, αν και σκεπτόμενοι φυσιοδίφες. Άλλωστε, και σήμερα επιστήμονες σαν τον Λαπλάς και τον Λαμάρκ, τον Δαρβίνο και τον Ντακέ δεν αναγνωρίζονται απ' όλους ως φιλόσοφοι. Γι' αυτό, ο συνηθισμένος χαρακτηρισμός «Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι» είναι παραπλανητικός· οι Έλληνες τους ονόμαζαν «φυσιολόγους», που σημαίνει πάνω-κάτω φυσιοδίφες. Πρέπει να επισημάνουμε, πάντως, ότι ζούσαν ακόμα στην ευτυχή εποχή της ενότητας, όταν η θεωρία και το πείραμα, η μεταφυσική και η παρατήρηση δεν είχαν χωριστεί ακόμα σε διαφορετικούς κλάδους. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να κατατάξουμε τον Πυθαγόρα. Ο Πλάτων λέει γι' αυτόν: «ο λόγος, για τον οποίο τιμήθηκε τόσο εξαιρετικά, είναι ότι υπόδειξε έναν ορισμένο τρόπο ζωής», κι αυτή η φράση φαίνεται ότι αγγίζει την ουσία του Πυθαγόρα: ήταν οδηγός και πρότυπο για όσους αναζητούσαν μια ανώτερη μορφή ύπαρξης. Διαβάσαμε ήδη ότι στο μεσουράνημα της ζωής του εγκατέλειψε την πατρίδα του τη Σάμο και μετανάστευσε στην Κάτω Ιταλία. Εκεί ίδρυσε, στον Κρότωνα, έναν όμιλο με ημιθρησκευτικό και ημιπολιτικό χαρακτήρα, στον οποίο ίσχυαν ορισμένοι κανόνες αρκετά αυστηροί για τους ανώτερους βαθμούς: αγαμία, καθημερινή αυτοέξέταση, πολύχρονη σιωττή, λινά φορέματα, αποχή όχι μόνον από αιματηρές θυσίες, κρέας, αβγά, αλλά και από τα κουκιά: γιατί ειδικά απ' αυτά τα τελευταία, αυτό ήταν μυστικό. Έλεγαν για τον Πυθαγόρα ότι ήταν γιος του Απόλλωνα, ότι είχε ταξιδέψει ώς τα βάθη της Βαβυλωνίας, της Εδώ ο Φριντέλ δεν είναι και τόσο ενημερωμένος. Στην εποχή του είχε ήδη αποδειχθεί από τον Αϊνστάιν ότι δεν υπάρχει αιθέρας. (Σ.τ.Μ.). 151
Περσίας και της Αιγύπτου, ότι μάλιστα είχε κάνει κι ένα ταξίδι στον Άδη και ότι μπορούσε ν' ακούσει την αρμονία της σφαίρας (αυτό το τελευταίο θεωρείται ανέκδοτο, αλλά δεν είναι καθόλου παράλογο, γιατί η συμμετρία της κίνησης είναι μουσική και δε χρειάζεται παρά να έχει κανείς ευαίσθητο αυτί για να την ακούσει). Διηγιόντουσαν επίσης μερικές ιστορίες που είχαν για ήρωα αυτόν και διάφορα ζώα και που μας θυμίζουν τον Άγιο Φραγκίσκο: αγόρασε την ψαριά ενός ψαρά για να ελευθερώσει τα ψάρια, ένας αητός χαμήλωσε για να φιληθεί απ^ αυτόν, ημέρεψε μια αρκούδα, την τάισε και την έπεισε να μην ξανακάνει κακό σε άλλο ζωντανό. Ο Πυθαγόρας πέθανε πολύ γέρος στις αρχές του πέμπτου αιώνα, στο Μεταπόντιο, όπου αναγκάσθηκε μάλλον να καταφύγει από αντίθεση στο δημοκρατικό κίνημα, γιατί η ομάδα του ήταν αυστηρά αριστοκρατική. Ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα, αλλά οι μαθητές του διατήρησαν μ' επιμέλεια στη μνήμη τους τα λόγια του και η μεγαλύτερη επικύρωση ενός ισχυρισμού ήταν όταν πρόσθετε κανείς: «αύτός ?φα», αυτός το είπε. Οι ρήσεις που του αποδίδονται εκφράζουν γνήσια ευσέβεια, περιφρόνηση προς τον κόσμο, υψηλή αίσθηση της αλήθειας, μεταφυσικότητα: όλα αυτά ιδιότητες ασυνήθιστες για το ελληνικό ττνεύμα. Αλλά και γενικά ο Πυθαγόρας έπαιζε μέσα στον ελληνικό κόσμο τον ρόλο του προφήτη και του ανταγωνιστή. Σ' ό,τι αφορά την επιστημονική δραστηριότητα του Πυθαγόρα, ο Ηράκλειτος είπε γι' αυτόν ότι ασχολήθηκε περισσότερο απ' όλους τους ανθρώπους με την έρευνα* πρόσθεσε όμως ότι αυτό τον παρέσυρε να κάνει τον πολύξερο και τον ταχυδακτυλουργό, γιατί ο Ηράκλειτος δεν παραδεχόταν καμιά άλλη αυθεντία εκτός από τη δική του. Τα κυριότερα μαθήματα των Πυθαγορείων ήταν η γυμναστική, η ιατρική και τα μαθηματικά, στα οποία κατέτασσαν την αριθμητική, τη γεωμετρία, την αστρονομία και τη μουσική. Αυτή η διαίρεση διατήρησε την ισχύ της σ' ολόκληρη την αρχαιότητα. Ο μεγαλύτερος τινευματικός τους άθλος ήταν, ακριβώς, ότι κατάλαβαν πως η αστρονομία και η μουσική είναι ένα είδος εφαρμοσμένων μαθηματικών. Ανακάλυψαν ότι τα τονικά διαστήματα τετάρτη, πέμπτη και ογδόη μπορούν να εκφρασθούν με τις απλές αριθμητικές σχέσεις 3 : 4, 2 : 3, 1 : 2, και από αυτή την ανακάλυψη έφτασαν στη βαθυστόχαστη διαπίστωση, που στην όψιμη αρχαιότητα είχε κιόλας πάψει να είναι κατανοητή, ότι όλα είναι μουσική, αρμονία και αριθμός. Σύμφωνα με 152
την αρχή του άρτιου και του περιττού αριθμού κατάρτισαν ένα είδος πίνακα των παγκόσμιων κατηγοριών, όπου το 1 ήταν ο άρτιοςπεριττός, πρωταρχικός αριθμός, που παράγει μόνος του τις δύο σειρές, Ο περιττός αριθμός είναι το πεπερασμένο, ο άρτιος το απεριόριστο (γιατί μπορεί να διαιρείται επ' άπειρο). Σαν γνήσιοι Έλληνες, οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ότι το πεπερασμένο είναι πιο τέλειο. Σ' αυτή τη διαρχία ανταποκρίνονται όλες οι αντιθέσεις του σύμπαντος: το ένα και τα πολλά, το αριστερό και το δεξιό, το αρσενικό και το θηλυκό, το φως και το σκοτάδι, το καλό και το κακό, και πάει λέγοντας. Το σημείο είναι η αρχή της ενότητας, η γραμμή (επειδή ορίζεται από δύο σημεία) είναι η αρχή της δυαδικότητας, η επιφάνεια της τριαδικότητας, το σώμα της τετραδικότητας: από τους αριθμούς 1, 2, 3, 4 αποτελείται ολόκληρος ο κόσμος των σωμάτων. Αλλά κι ολόκληρος ο κόσμος των αριθμών, γιατί 1+2+3+4 μας κάνουν 10 κι όλοι οι επόμενοι αριθμοί δεν είναι παρά επαναλήψεις των τεσσάρων πρώτων. Οι περιττοί αριθμοί αποδείχνονται οι πιο τέλειοι και από την πρόσθετη άποψη ότι προκύπτουν όλοι τους από διαφορές τετραγώνων: 3=2^5=3^-22, 7=42-32, 9=5^-42, j^Qj^ αθροίσματα των διαδοχικών περιττών αριθμών δίνουν πάντα τετράγωνα: 1+3=2^, 1+3+5=32, 1+3+5+7=42, 1^.3+5+7+9=52 ώς το 102. ^υτά τα λίγα παραδείγματα αρκούν ίσως για να φανταστεί κανείς πάνωκάτω πού θέλει να καταλήξει ο πυθαγορισμός. Ουσιαστικά, η θεμελιώδης αρχή του δεν είναι άλλη από τη γαλιλαϊκή: «Το βιβλίο του σύμπαντος είναι γραμμένο με μαθηματικά ψηφία», και, γενικά, δε διαφέρει από τη θεμελιώδη αρχή των σύγχρονων φυσικών επιστημών: πράγματι, η σημερινή επιστήμη ανάγει την ετερομορφία των διαφόρων σωμάτων που αποτελούνται από τα ίδια συστατικά στην ανομοιότητα των ατομικών αριθμών τους, και την ποικιλία των χρωμάτων σε απλές διαφορές της συχνότητας του φωτός. Μόνο που ο πυθαγορισμός πήγαινε πολύ μακρύτερα, γιατί έκανε τα μαθηματικά σύμμαχο του μυστικισμού. Ακόμα κι αυτό, μόνο με την πρώτη ματιά μπορεί να φανεί παράδοξο* γιατί μόνο τα κατώτερα μαθηματικά είναι ορθολογικά, ενώ τα ανώτερα είναι ένα είδος μαγείας κι ένα μονοπάτι που οδηγεί στο απόλυτο. Γι*^ αυτό κι ένας από τους μεγαλύτερους Γερμανούς μυστικιστές, ο Νοβάλις, είπε: «Τα γνήσια μαθηματικά είναι το κατεξαχή εργαλείο του μάγου· η υπέρτατη ζωή είναι μαθηματικά· η ζωή των θεών είναι μαθηματικά· τα καθαρά μαθημα153
τικά είναι θρησκεία». Και πράγματι, ο πυθαγορισμός ήταν μια θρησκεία που είχε στενή συνάφεια με την ορφική: κι αυτός επίσης πρέσβευε τη μετεμψύχωση· εδώ μάλλον βρίσκεται η εξήγηση του σημαντικού ρόλου που έπαιζαν οι γυναίκες —ένα γνώρισμα που κι αυτό επίσης ήταν ξένο στον ελληνικό πολιτισμό. Όμως ένα από τα πιο αλλόκοτα δόγματα του πυθαγορισμού ήταν η παλιγγενεσία, η αιώνια επιστροφή στη ζωή. Αλλά αυτό το δόγμα δεν απείχε πολύ από μια μαθηματική κοσμοθεωρία. Σύμφωνα με τα όσα λέει ο Σιμπλίκιος, ο αριστοτελικός φιλόσοφος Εύδημος είπε κάποτε στους μαθητές του: «Αν πιστέψουμε τους Πυθαγόρειους, που λένε ότι όλα ξανάρχονται και ξανασυμβαίνουν, τότε μια μέρα θα κάθεστε πάλι μπροστά μου κι εγώ θα σας διδάσκω κρατώντας πάλι στο χέρι αυτό το ραβδάκι, και το ίδιο θα συμβεί και μ' όλα τ' άλλα». Όπως είναι γνωστό, αυτή την ιδέα την αναζωογόνησε ο Νίτσε στην τελευταία φάση της φιλοσοφικής του εξέλιξης. «Η αρχή της διατήρησης της ενέργειας», λέει, «απαιτεί την αιώνια επανάληψη»· απ' αυτή την αρχή έπεται ότι «στα ζάρια της ζωής ο κόσμος περνάει αναγκαία από ένα πεπερασμένο αριθμό συνδυασμών. Αν ο χρόνος είναι άπειρος, κάθε δυνατός συνδυασμός θα βγει κάποτε· ακόμα περισσότερο μάλιστα, θα βγει άπειρες φορές!». Ο κόσμος, «ευλογώντας τον εαυτό του ως αυτό που αναγκαία επανέρχεται αιώνια», ένας «διονυσιακός κόσμος της αιώνιας αυτοδημιουργίας, της αιώνιας αυτοκατάλυσης», είναι «χωρίς σκοπό, αν η ίδια η ευδαιμονία της ανακύκλησης δεν αποτελεί σκοπό». Πώς όμως συμβιβάζονται αυτά με την ολότελα καινούρια κλίμακα αξιών του Νίτσε και με τον υπεράνθρωπο, που αναμφίβολα αποτελεί μια ανώτερη εξέλιξη ρπος κάτι που ποτέ πριν δεν είχε υπάρξει; Είναι πολύ πιθανό, όμως, ότι τέτοιες αντιρρήσεις δεν θα πολυέκαναν εντύπωση στον Νίτσε, γιατί αυτός δεν ήθελε να διατυπώσει μια φυσικοφιλοσοφική θεωρία, παρά ένα ηθικό αξίωμα: «Αν εγκολπωθείς την ιδέα των ιδεών, θα σε μεταμορφώσει. Σ' όλα όσα θέλεις να κάνεις, το ερώτημα ^είναι έτσι ώστε να θέλω να το κάνω άπειρες φορές% έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα.» Μόνον οι φιλοσοφίες που εμφορούνται από ύψιστο ήθος και υπευθυνότητα (και σ' αυτές ανήκε προφανώς η πυθαγόρεια) μπορούν έστω και ν' αντέξουν αυτή τη σκέψη. Την ίδια περίπου εποχή με τον Πυθαγόρα έζησε ο Ξενοφάνης, που κατατάσσεται στους «Ελεάτες», αλλά δεν ήταν, όχι μόνο λόγω της καταγωγής του (ήταν από τον Κολοφώνα της Μικράς Ασίας), 154
αλλά, πράγμα πιο σημαντικό, λόγω της φιλοσοφίας του, που, χωρίς ακόμα να eivai καθόλου γνωσιοκριτική, συγγενεύει με τον απλοϊκό ρεαλισμό των Μιλησίων και προετοιμάζει μόνον αρνητικά τον ελεατισμό: με την πολεμική του εναντίον του κυρίαρχου κοσμοείδωλου που είχε ο πολυθεϊσμός. Γενικά, η φιλοσοφία του Ξενοφάνη δεν αποτελεί σύστημα, παρά μόνο φιλοσοφική ποίηση. Ο Ξενοφάνης ήταν πλανόδιος τραγουδιστής το επάγγελμα, αλλά, παρά τη φτώχεια και τη μικρή του φήμη —ή ίσως ακριβώς γι' αυτούς τους λόγους— ήταν περήφανος σχεδόν σε βαθμό έπαρσης για τη μεγάλη αξία του ως στοχαστή. Τις αντιλήψεις του για το σύμπαν τις κατέγραψε σ' ένα εξαμετρικό διδακτικό ποίημα, που το μεγαλύτερο μέρος του έχει χαθεί. Εκεί μέσα λέει: «Ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους θεούς όλες τις μικρότητες και τα ελαττώματα των ανθρώπων: κλεψιά, πορνεία, απάτη.» Και καταλήγει στη θέση που θα διατύπωνε πολύ αργότερα ο Φόυερμπαχ: «homo homini deus»: ο Αιθίοπας φαντάζεται τους θεούς του μαύρους και πλακουτσομύτηδες, ο Θρακιώτης ξανθούς και γαλανομάτηδες, το βόδι τους φαντάζεται σίγουρα σα βόδια, το άλογο σαν άλογα· αυτό όμως που στον Φόυερμπαχ ήταν μόνο μια ξερή και πεζή «στερνή γνώση», στον Ξενοφάνη, τον πικρόχολο Ίωνα διανοητή, ήταν ένας ττνευματικός άθλος που τον διέκρινε αξεπέραστη πρωτοτυπία και τόλμη. Για τον Ξενοφάνη υπάρχει μόνον ένας θεός, «που δεν μοιάζει με τους θνητούς ούτε στη μορφή ούτε στη σκέψη», «όλος μάτια, όλος αυτιά, όλος νου», κι αυτή η θεότητα ταυτίζεται με την ολότητα του κόσμου, Sva καΐ πάν. Ο Ξενοφάνης είναι ο πρώτος Έλληνας πανθεϊστής. Ταυτόχρονα όμως, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, είναι αγνωστικιστής: κανένας δεν έχει αποκτήσει απόλυτη βεβαιότητα για τον θεό και τη φύση ούτε και θ' αποκτήσει ποτέ, γιατί όλα είναι τυλιγμένα στην επίφαση. Αυτή τη σκέψη, ότι δηλαδή ο κόσμος μας είναι ένας φαινομενικός κόσμος —μια σκέψη που στον Ξενοφάνη δεν ήταν παρά ποιητική υπερβολή— την έκανε ακρογωνιαίο λίθο μιας βαθυστόχαστης φιλοσοφίας ο Παρμενίδης, «ο μέγας», όπως τον έλεγε ο Πλάτων. Ο Παρμενίδης άκμασε γύρω στο 500 στην Ελέα, μια φωκική αποικία στη δυτική ακτή της Κάτω Ιταλίας, από την οποία σήμερα δεν σώζονται ούτε τα ερείπια. Από το διδακτικό του ποίημα υπάρχουν ακόμα γύρω στους 150 στίχοι. Το αποτελούσαν δύο μέρη: το πρώτο πραγματευόταν την αλήθεια, το δεύτερο τη δόξα^ δηλαδή τη γνώμη, τη δοξασία. 155
θ α μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι το πρώτο βιβλίο πραγματευόταν τον αληθινό και το δεύτερο τον αισθητό κόσμο, και να τιτλοφορήσουμε όλο το έργο, σύμφωνα με το στιλ του Σοπενχάουερ, «Ο κόσμος ως είναι και ως παράσταση». Στην αρχή του ποιήματος ο Παρμενίδης περιγράφει ένα όραμα: ένα άρμα, που το οδηγούν ηλιακές παρθένες, τον βγάζει από το βασίλειο της νύχτας και τον οδηγεί στο φως, κι αυτή η ευφάνταστη εισαγωγή δεν είναι αδικαιολόγητη, γιατί ο Παρμενίδης θα πρέπει πράγματι να είχε την αίσθηση ότι η αστραττή, που τον έκανε ν' αντιληφθεί μεμιάς τον φαινομενικό χαρακτήρα του κόσμου, ήταν μια θεία έκλαμψη και επιφοίτηση υπεράνθρωπης γνώσης. Κατά τα άλλα λέει: «Μου είναι αδιάφορο από πού ξεκινάω, αφού πάντα γυρίζω στο ίδιο σημείο». Αυτή η θεμελιώδης σκέψη, που επανέρχεται ολοένα, είναι ο ενιαίος, άφθαρτος και αμετάβλητος χαρακτήρας του Είναι. Το Είναι είναι ένα και μοναδικό, δεν έχει αρχή ούτε τέλος, είναι συνεχές, είναι ταυτόχρονα τα πάντα: «Δεν μπορούμε να πούμε: ήταν ή θα είναι, παρά ότι είναι ήδη.» Αλλά η φύση που (χας περιβάλλει δεν επιβεβαιώνει αυτή τη θέση: αντίθετα, μας παρουσιάζει πολυειδία, δημιουργία, φθορά, αλλαγή. Επομένως η φύση έχει άδικο, κι αυτό που εμείς ονομάζουμε γίγνεσθαι είναι μια ψευδαίσθηση. Αυτό το συμπέρασμα, για τον άνθρωπο που το έβγαλε πρώτος, μαρτυρεί απύθμενη τόλμη! Αλλά ο Παρμενίδης προσπαθεί επιπρόσθετα να το δικαιολογήσει διαλεκτικά: το Είναι δεν μπορεί να δημιουργήθηκε ούτε από το Είναι, γιατί αυτό είναι ο ίδιος ο εαυτός του, ούτε από το μη-Είναι, γιατί αυτό δεν υπάρχει καθόλου. Δεν μπορεί ούτε να φθαρεί, γιατί τότε θα γινόταν το αντίθετό του, θα γινόταν μηΕίναι. Δεν μπορεί ούτε καν να είναι άπειρο, γιατί τότε δεν θα τελείωνε ποτέ, επομένως θα ήταν ατελές. Αυτή η αντίληψη είναι εξίσου τυπικά ελληνική όσο και η κατώτερη αξία του άρτιου αριθμού στον πυθαγορισμό. Ακόμα ελληνικότερη είναι μια σκέψη που σ' εμάς φαίνεται αρκετά αλλόκοτη: το Είναι είναι μια σφαίρα! Εκτείνεται εξίσου προς όλες τις κατευθύνσεις, έχει απόλυτα συμμετρική δομή, είναι στρογγυλή και αυτοτελής: μόνον αυτά της εγγυώνται την αιωνιότητα. Αυτό το απόλυτο Είναι μπορεί να το συλλάβει κανείς με τον καθαρό διαλογισμό, γιατί, όπως λέει ο Παρμενίδης, «η σκέψη και το αντικείμενο της σκέψης ταυτίζονται». Εδώ βλέπουμε να προαναγγέλλεται ήδη η θεωρία του Πλάτωνα για τις ιδέες, ακόμα μάλιστα και ολόκληρη η νεότερη φιλοσοφία από τον Καρτέσιο ώς τον Χέγκελ. 156
Την (δια περίπου εποχή, δηλαδή γύρω στο τέλος του έκτου αιώνα, δίδασκε στη μακρινή Ινδία ο Γκαουτάμα, ο Βούδας, που το 477 πέρασε στη νιρβάνα. Ο Γκαουτάμα έλεγε ότι η πολλαπλότητα υπάρχει μόνο για τον αδαή· όποιος αντιλαμβάνεται ότι είναι μια φενάκη, αυτός λυτρώνεται. Αυτό το δεύτερο μέρος της παρμενιδικής φιλοσοφίας, τη θεωρία δηλαδή ότι ο κόσμος των αισθήσεων είναι ανύπαρκτος, το επεξεργάσθηκε με μεγάλη οξυδέρκεια ο Ζήνων, που καταγόταν κι αυτός απ' την Ελέα. Ήταν μαθητής και, κατά τον Πλάτωνα, ερωμένος του Παρμενίδη: στους αρχαίους Έλληνες δηλαδή ακόμα και η μεταφυσική ήταν ζήτημα ομοφυλοφιλίας. Ο Αριστοτέλης αποκαλεί τον Ζήνωνα πατέρα της διαλεκτικής. Περιλάλητες έμειναν οι «απορίες» του, δηλαδή σπαζοκεφαλιές στις οποίες δεν μπορεί κανείς ν' απαντήσει. Ισχυριζόταν π.χ. ότι κάθε σώμα είναι άπειρα μικρό και ταυτόχρονα άπειρα μεγάλο: άπειρα μικρό επειδή αφού μπορεί να διαιρείται απεριόριστα, αποτελείται από ένα σύνολο αναρίθμητων μικρών κομματιών, που όλα μαζί δίνουν αναγκαία ένα άπειρα μικρό σώμα- και άπειρα μεγάλο επειδή μ' αυτές τις απεριόριστες διαιρέσεις προκύπτουν άπειρα κομμάτια, από τα οποία μπορεί να συντεθεί το σώμα, και, επειδή όσα κι αν χρησιμοποιηθούν πάλι θα περισσεύουν άπειρα, το σώμα μπορεί ν' αυξηθεί απεριόριστα. Αυτή η επιχειρηματολογία βασίζεται σε μια κατάχρηση της έννοιας του άπειρου, έννοιας που, θελητά ή αθέλητα, δεν ορίζεται σαφώς: σε όσα κομμάτια κι αν χωρίσω το σώμα, το άθροισμά τους θα είναι πάντα 1/Χ · Χ (ή, αν τα κομμάτια είναι απειράριθμα 1/οο · οο) και θα μας δίνει 1, δηλαδή το ίδιο το σώμα. Τρεις άλλες απορίες ήταν το «βέλος», ο «μέδιμνος» και ο «φαλακρός». Το ιπτάμενο βέλος είναι ακίνητο, γιατί σε κάθε απειροελάχιστη υποδιαίρεση του χρόνου, που ονομάζεται «παρόν», βρίσκεται σ' ένα και μόνο τόπο, δηλαδή ακινητεί· επειδή όμως ολόκληρο το χρονικό διάστημα που το βέλος πετάει αποτελείται από τέτοιες μεμονωμένες στιγμές, το βέλος δεν προωθείται καθόλου. Εδώ το σόφισμα έγκειται στο ότι το «διαφορικό» υποτίθεται ότι είναι 0: στο «παρόν», δηλαδή στο ελάχιστο χρονικό διάστημα dt (διαφορικό του t) αντιστοιχεί ο απειροελάχιστος δρόμος ds, και σύμφωνα με τον τύπο v=s/t η ταχύτητα του βέλους στον ελάχιστο χρόνο είναι ds/dt, όχι όμως 0/0. Ο «μέδιμνος» επισημαίνει την αντίφαση ότι όταν πέφτει ένας μέδιμνος στάρι κάνει θόρυβο, ενώ ο μεμονωμένος κόκκος όχι. Επομένως, είτε ο θόρυβος που παράγουν 157
όλοι μαζί οι κόκκοι είτε η απουσία θορύβου όταν πέφτει ένας κόκκος είναι ψευδαίσθηση. Αυτό το παράδοξο εξηγείται με τον νόμο της κατωφλιακής τιμής ενός ερεθίσματος, που ανακάλυψε ο Φέχνερ. Κάθε ερέθισμα γίνεται αντιληπτό μόνον όταν έχει μια ορισμένη ένταση, χάρη στην οποία μπορεί να περάσει το κατώφλι των αισθήσεων ακουστικά ερεθίσματα παράγει κάθε κόκκος στάρι, αλλά μόνο το άθροισμά τους φτάνει στην κατωφλιακή τιμή: μόνο με το πείραμα μπορούμε να διαπιστώσουμε πόσοι κόκκοι χρειάζονται για να συμβεί αυτό. Ακόμα πιο μπερδεμένο όμως είναι το πρόβλημα του «φαλακρού»: πόσες τρίχες πρέπει να χάσει ένα κεφάλι για να γίνει φαλακρό; Προφανώς, μόνο μία τρίχα ευθύνεται για τη μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη. Εδώ, αν γενικεύσουμε το πρόβλημα, έχουμε πράγματι να κάνουμε μ' ένα κόμπο που πολύ δύσκολα λύνεται: την αυθαιρεσία των εννοιολογικών διακρίσεων που κάνουμε. Αυτό όμως δεν είναι τόσο ένσταση εναντίον των αισθητηριακών εντυπώσεών μας, όσο ακριβώς εναντίον του κόσμου των ιδεών μας, που ο Παρμενίδης τον θεωρούσε ως τον μόνο αληθινό (ο «φαλακρός» δεν διατυπώθηκε μ^ αυτή τη μορφή παρά αργότερα, από τον Ευβουλίδη τον Μιλήσιο, ένα σωκρατικό φιλόσοφο, αλλά η βασική αρχή του υπάρχει ήδη στον Ζήνωνα). Οι απορίες είναι οι πρόδρομοι των καντιανών «αντινομιών του καθαρού λόγου»: έτσι ονόμαζε ο Καντ τις προτάσεις, των οποίων η κατάφαση είναι εξίσου σωστή και αποδεικτή όσο και η άρνηση. Για παράδειγμα: ο κόσμος είναι ένα χρονικά απεριόριστο μέγεθος. Αν όμως ο κόσμος δεν είχε αρχή στον χρόνο, τότε ώς την τωρινή στιγμή θα έπρεπε να έχει περάσει ήδη μια αιωνιότητα. Αλλά μια αιωνιότητα που πέρασε ήδη είναι κάτι το παράλογο. Επομένως ο κόσμος είναι ένα χρονικά περιορισμένο μέγεθος. Αν όμως είχε αρχή στον χρόνο, τότε πριν απ"* αυτή την αρχή θα υττήρχε ένας χρόνος όπου δεν υπήρχε κόσμος, όπου δηλαδή δεν υττήρχε τίποτα, ένας κενός χρόνος, κάτι που επίσης είναι παράλογο. Η λύση αυτής της αντινομίας είναι ότι το σύμπαν δεν είναι ένα δεδομένο μέγεθος, δεν είναι αντικείμενο της γνώσης μας ούτε του λογικού μας. Για εμάς είναι ένα «πράγμα καθ' εαυτό», δηλαδή βρίσκεται έξω από τα όρια της παραστατικής ικανότητάς μας. Γι' αυτό, δεν μπορούμε να πούμε ούτε ότι είναι χρονικά περιορισμένο ούτε ότι είναι χρονικά απεριόριστο, γιατί ο χρόνος είναι μια υποκειμενική, ανθρώπινη εποπτική μορφή, που δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στο πράγμα καθ' εαυτό. 158
Την (δια ακριβώς εποχή με τον Ζήνωνα άκμασε ο Ηράκλειτος από την Έφεσο, που δίδασκε ακριβώς το αντίθετο απ^ ό,τι ο Παρμενίδης. Καταγόταν από το βασιλικό γένος των Κοδριδών και είχε μάλιστα το αξίωμα του βασιλιά-θυσιαστή, το οποίο όμως μεταβίβασε στον αδελφό του για ν' αφοσιωθεί ο ίδιος απερίσπαστος στη φιλοσοφία. Για τη γενέτειρά του δεν είχε και πολύ καλή γνώμη: έλεγε ότι «το καλύτερο που θα είχαν να κάνουν οι Εφέσιοι θα ήταν να πάνε να κρεμαστούν όλοι τους», και μια άλλη φορά τους έδωσε την ευχή: «Μακάρι να μη σας λείψουν ποτέ τα πλούτη, για να φαίνεται έτσι η διαφθορά σας.» Γενικά ο Ηράκλειτος περιφρονούσε τη μάζα: πίστευε ότι άγεται και φέρεται από τους δημαγωγούς, ότι δεν ξέρει ότι η πλειοψηφία είναι κακή και μόνον η μειοψηφία καλή, ότι «οι περισσότεροι χουζουρεύουν καλοταϊσμένοι σαν τα κτήνη τους». Αλλά ούτε κι εκείνους που ξεχώριζαν από τη μάζα τους εκτιμούσε: «Η πολυμάθεια δεν καλλιεργεί το πνεύμα, αλλιώς θα είχε δασκαλέψει τον Ησίοδο, τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο» (τον «πατέρα της γεωγραφίας», για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω)· σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, του Όμηρου και του Αρχίλοχου θα τους άξιζε να μαστιγωθούν για τα καλά. Αλλά για τη δική του φιλοσοφία, που τη χαρακτήρισε με τα βαθυστόχαστα λόγια: «Αναζήτησα τον εαυτό μου», δεν υπολόγιζε να βρει κατανόηση από τους άλλους: «Τα σκυλιά γαβγίζουν όποιον δεν γνωρίζουν κι ο όχλος επιτίθεται σ^ ό,τι του είναι καινούργιο», «Οι άνθρωποι δεν σκοτίζονται για τον Αόγο, ούτε πριν τον ακούσουν ούτε έπειτα», «Είναι σαν κουφοί, όταν είναι παρόντες απουσιάζουν». Ολόκληρη η αρχαιότητα θεωρούσε τον Ηράκλειτο «σκοτεινό», και ο Σωκράτης έλεγε γι^ αυτόν: «Όσα κατάλαβα δείχνουν υψηλό πνεύμα, και, όπως πιστεύω, το ίδιο δείχνουν κι όσα δεν κατάλαβα· αλλά για την εξιχνίασή τους χρειάζεται ένας Δήλιος δύτης» (η Δήλος έβγαζε τους ικανότερους βουτηχτές). Αναμφίβολα, οι μεστοί, υπερσυμπυκνωμένοι αφορισμοί του Ηράκλειτου ήταν ένας τρόπος έκφρασης που τον διάλεξε επίτηδες και η αινιγματικότητά τους ήταν θεληματική· για τα λόγια του ισχύει αυτό που έλεγε ο ίδιος για το μαντείο των Δελφών: «Δεν μιλάει ούτε κρύβει, παρά σημαίνει.» Ό,τι σώθηκε απ^ τον Ηράκλειτο είναι μόνο τέτοιες σύντομες γριφώδεις φράσεις, αλλά είναι περισσότερο από πιθανό ότι ολόκληρο το έργο του αποτελούνταν από τέτοιες ψηφίδες, που συναποτελούσαν ένα αόρατο σύστημα, όπως συμβαίνει με την «Αυγή» του Νίτσε και 159
τα υπόλοιπα έργα της μεσαίας περιόδου του. Είναι λεπτοδουλεμένες προτάσεις, στιβαρές, στιλτυνές, σκληρές σαν ατσάλι κι αστραφτερές σαν διαμάντια: «Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει μετακινώντας πιόνια εδώ κι εκεί», «Τη φύση της ψυχής δεν μπορείς να την ανακαλύψεις, όποιον δρόμο κι αν πάρεις, τόσο βαθειά είναι η ουσία της», «Ο δαίμονας του ανθρώπου είναι το ήθος του», «Το μίγμα αποσυντίθεται όταν δεν το κουνάει κανείς». Η περίφημη ρήση του Ηράκλειτου: «Στα ίδια ποτάμια μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε αυτοί που μπαίνουν, γιατί δεν μπορεί κανείς να μπει δυο φορές στο ίδιο ρεύμα» σημαίνει ότι όλα τα επίγεια πράγματα υπόκεινται σε συνεχή αλλαγή, ότι ολόκληρη η ύπαρξη είναι ένα τέτοιο ποτάμι. Ακόμα πιο μακριά προχώρησε ο ηρακλείτειος φιλόσοφος Κρατύλος, διακηρύσσοντας ότι δεν μπορεί κανείς να μπει στο ίδιο ποτάμι ούτε μια φορά, κι αργότερα έπαψε ολωσδιόλου να μιλάει και περιοριζόταν να υποδηλώνει με το δάχτυλο τον κύκλο της αιώνιας ροής, εννοώντας, όπως φαίνεται, ότι το γίγνεσθαι είναι τόσο ρευστό και ασύλληπτο ώστε ακόμα και η καθήλωσή του με τα λόγια αποτελεί παραποίηση. Ο Ηράκλειτος κατηγορεί τη φύση ότι μας εξαπατά με διαμετρικά αντίθετο τρόπο απ' ό,τι πίστευε ο Παρμενίδης: ότι μας παρουσιάζει την εικόνα ενός ασάλευτου Είναι. Η επίφαση του αμετάλλαχτου δημιουργείται όταν δύο αντίρροπες δυνάμεις ισορροπούν. Κάθε γεγονός είναι αποτέλεσμα μιάς αυτοδιάσπασης και επανασυμφιλίωσης, ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων, η ερις, δηλαδή η διαμάχη, είναι ο παλμός του κόσμου. Όπως είναι γνωστό, και η φιλοσοφία του Χέγκελ επίσης στηρίζεται στη βασική σκέψη ότι το κινούν αίτιο στην παγκόσμια εξέλιξη είναι η αντίφαση και η άρση της. 'Οπως ακριβώς στον Χέγκελ, έτσι και στον Ηράκλειτο κάθε κατάσταση εμπεριέχει τη μετάβαση στην αντίθετή της, επομένως το ίδιο το αντίθετό της: «Η μάζα», λέει ειρωνικά ο Ηράκλειτος, «γυρεύει ορμήνια στον Ησίοδο, νομίζοντας ότι αυτός ήξερε τα πιο πολλά απ' όλους, αυτός που δεν ήξερε ούτε τη μέρα και τη νύχτα, αφού αγνοούσε ότι και οι δύο είναι το ίδιο πράγμα.» Η νύχτα γεννάει τη μέρα, η μέρα τη νύχτα, επομένως η νύχτα είναι λανθάνουσα μέρα, η μέρα δυνητική νύχτα. Από το άψυχο γεννιέται το έμψυχο, από το έμψυχο γίνεται το άψυχο, από τον ξύπνιο ο ύπνος, από τον ύτ^νιο ο ξύτυνιος, και το ίδιοι συμβαίνει με το καλοκαίρι και τον χειμώνα, την πείνα και τη χόρταση, την κούραση 160
και την ξεκούραση, την υγεία και την αρρώστια, τα νιάτα και τα γερατιά. Από το δίπολο αρσενικού-θηλυκου γεννιέται η ζωή, από τα φωνήεντα και τα σύμφωνα η γλώσσα, από τους υψηλούς και βαθιούς ήχους η αρμονία. Αυτή η οφμονία κυριαρχεί παντού, και σ^ όσους αντιτείνουν ότι δεν γίνεται αντιληπτή ο Ηράκλειτος απαντάει με τον χρησμό: «άρμονίη άφανής της φανερής κρείττων», δηλαδή η αόρατη αρμονία είναι τελειότερη από την ορατή. Προς την ίδια κατεύθυνση σκοπεύει και μια βαθυστόχαστη παρομοίωσή του, που μας την έσωσε ο Πλάτων στο «Συμπόσιο»: «Η ενότητα διασπάται και συμφιλιώνεται ξανά με τον εαυτό της, όπως η αρμονία του τόξου και της λύρας». Πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί σ^ αυτή τη ρήση. Οι ερμηνευτές σκέφτηκαν τους δύο βραχίονες του τόξου και της λύρας, την πάλη του χεριού με τη χορδή κλπ.* το πιθανότερο όμως είναι ότι ο Ηράκλειτος εννοούσε, απλούστατα, το φαινόμενο της τάσης, μια οικουμενική αλήθεια που διαισθάνθηκε η μεγαλοφυία του και που με τις σημερινές ανακαλύψεις στο πεδίο του ηλεκτρισμού, του μαγνητισμού και της χημείας έχει πάψει πια να είναι απλή εικασία. Απ' όλα αυτά όμως βγαίνει το συμπέρασμα ότι μπροστά στη θεότητα όλα είναι εξίσου ωραία, καλά και δίκαια, «μόνον οι άνθρωποι θεωρούν το ένα άδικο, το άλλο δίκαιο». Αυτός ο κόσμος, που υπήρχε ανέκαθεν και θα υπάρχει παντοτινά, είναι μια «αιώνια φωτιά, που ανάβει και σβήνει με μέτρο». Αυτή η φωτιά δεν είναι καμιά αρχέγονη ύλη, όπως το νερό του Θαλή ή ο αέρας του Αναξιμένη, αλλά η παγκόσμια ψυχή που εξουσιάζει και ζεσταίνει τα πάντα, ο παγκόσμιος λόγος που καταυγάζει τα πάντα. Όταν ο Ηράκλειτος έλεγε ότι τα πάντα είναι φωτιά, εννοούσε ότι όλα είναι έμψυχα. Την ακριβή, και όχι απλώς συμβολική, αναλογία ανάμεσα στη ζωή και τη φλόγα την αποκάλυψε η σημερινή επιστήμη. Η ανθρακούχα τροφή καίγεται στον οργανισμό, καθώς οξειδώνεται από το οξυγόνο που εισπνέεται, και το τελικό προϊόν είναι ανθρακικό οξύ. Εκτός απ' αυτό, στη φλόγα γίνεται ένας συνεχής και ταχύτατος μεταβολισμός, πράγμα που επίσης την έκανε κατάλληλη για να γίνει η παγκόσμια αρχή του ηρακλειτισμού. Και με τη θεωρία του για την αιώνια ανακύκληση ο Ηράκλειτος προανάγγειλε μια από τις βασικές ιδέες της σύγχρονης επιστήμης. Αν κοιτάξουμε για μια ακόμα φορά προς τα πίσω, θα δούμε ότι οι Προσωκρατικοί διατύπωσαν σχεδόν όλες τις φιλοσοφικές ιδέες της //
161
Εσπερίας, παρόλο που ώς τότε η φιλοσοφία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη: πρόκειται για ένα εκπληκτικό γεγονός. Όλοι οι μονιστές κατάγονται από τον Θαλή, όλοι οι υπέρμαχοι του deus sive natura (=ή θεός ή φύση) από τον Ξενοφάνη, όλοι οι φαινομενοκράτες από τον Παρμενίδη, όλοι 01 οπαδοί της coincidentia oppositorum (= σύμττυωσης των αντιθέτων) από τον Ηράκλειτο* στον Αναξίμανδρο βρίσκουμε σε εμβρυακή μορφή τον νόμο για τη διατήρηση της ενέργειας και τη θεωρία της βαρύτητας, στον Ζήνωνα τη θεωρία της σχετικότητας. Γενικά, ακόμα και στο πεδίο των θετικών επιστημών η εποχή εκείνη έβαλε τα θεμέλια. Ο Θαλής διατύπωσε μια σειρά από σημαντικές γεωμετρικές προτάσεις, όπως ότι η διάμετρος διχοτομεί τον κύκλο, ότι στο ισοσκελές τρίγωνο οι γωνίες της βάσης είναι ίσες, ότι δύο τρίγωνα είναι όμοια όταν έχουν μία πλευρά και δύο αντίστοιχες γωνίες ίσες· με βάση τις αστρονομικές παρατηρήσεις του πρόβλεψε την ηλιακή έκλειψη της 28 ΜαΓου 585. Ο Αναξιμένης ήξερε ήδη ότι η σελήνη παίρνει το φως της απ' τον ήλιο και εντόπισε την αιτία των σεληνιακών εκλείψεων στην κάλυψη του σεληνιακού δίσκου από τη σκιά της γης. Η γη, που για τον Αναξίμανδρο ήταν ένας κύλινδρος μετέωρος στο διάστημα, στον Πυθαγόρα έχει γίνει ήδη μια σφαίρα, και μάλιστα όχι πια στο κέντρο του σύμπαντος, γιατί εκεί βρίσκεται το κεντρικό πυρ, γύρω από το οποίο περιστρέφεται ο ήλιος, η σελήνη, η γη, μια αντι-γη, της οποίας την ύπαρξη υπόθεσε ο Πυθαγόρας, και οι απλανείς αστέρες* αν εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε αυτή την κίνηση, η αιτία είναι ότι ζούμε στην εξωτερική πλευρά της σφαίρας (δηλαδή ο Πυθαγόρας δεν δεχόταν ακόμα την περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της), αλλά σίγουρα είναι ορατή από τον ήλιο, που αντανακλά το φως του κεντρικού πυρός. Το περίφημο «πυθαγόρειο θεώρημα», την πρόταση δηλαδή ότι το τετράγωνο της υποτείνουσας ενός ορθογώνιου τριγώνου είναι ίσο με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο καθέτων πλευρών, το απόδειξε με εποπτικό τρόπο, κατασκευαστικά, όπως άλλωστε και το τετράγωνο του αθροίσματος δύο μεγεθών: (α+β)^ = α^+2αβ-Ηβ^. Και πράγματι, δεν χρειάζεται παρά να ρίξει κανείς μια ματιά στα αντίστοιχα σχήματα για να καταλάβει αμέσως την ορθότητα των δύο προτάσεων. Αλλά και πολλά άλλα προβλήματα, ακόμα και δευτεροβάθμιες εξισώσεις, τα έλυναν οι Πυθαγόρειοι κάνοντας γεωμετρικές πράξεις με γραμμές και επιφάνειες* αυτή η «γεωμετρική άλγεβρα» είναι μια 162
γνήσια ελληνική επιστήμη και ο αντίποδας της «αναλυτικής γεωμετρίας», που με τη σειρά της είναι γνήσιο τέκνο του μπαρόκ. Όμως το μεγαλύτερο μαθηματικό επίτευμα των Πυθαγορείων είναι η ανακάλυψη του «ανορθολογικού» (irrationale) αριθμού, όπως τον ονομάζουμε εμείς μάλλον άστοχα, ακολουθώντας τους Ρωμαίους, ενώ οι Έλληνες τον χαρακτήριζαν πολύ πιο πετυχημένα ως «άρρητο», δηλαδή απερίγραπτο, ακατονόμαστο. Άρρητος (ή ασύμμετρος) είναι ένας αριθμός ή μια σχέση, την τιμή οποίας δεν μπορεί να εκφράσει κανείς παρά μόνο κατά προσέγγιση, όχι χωρίς ένα έστω ελάχιστο λάθος, δηλαδή που μπορεί κανείς να την εκφράσει μόνο μ' ένα άπειρο δεκαδικό κλάσμα. Ο τύπος του είναι y j l . Κι αυτό επίσης μπορεί κανείς να το παραστήσει εποπτικά. Η ρίζα του 2 είναι η σχέση της διαγωνίου του τετραγώνου με τις πλευρές του: υπάρχει, αλλά δεν μπορεί να εκφρασθεί με αριθμούς. Η διαγώνιος και η πλευρά του τετραγώνου είναι ασύμμετρες, δηλαδή είναι μεγέθη που δεν μπορούν να μετρηθούν με το ίδιο μέτρο, σ' αντίθεση π.χ. με την περίμετρο και την πλευρά του τετραγώνου που έχουν μεταξύ τους τη σχέση 4 : 1. Οι Πυθαγόρειοι όμως κράτησαν κρυφή αυτή την ανακάλυψη και λέγεται ότι έτυνιξαν για τιμωρία έναν που τη μαρτύρησε· δικαιολογημένα, γιατί αυτή η ανακάλυψη υπονομεύει τα θεμέλια της πυθαγόρειας κοσμοθεωρίας: ότι δηλαδή ο αριθμός είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων και η αρχή που φέρνει την τάξη στον κόσμο. Ένας σύγχρονος του Πυθαγόρα, αλλά νεότερος στην ηλικία, ήταν ο Αλκμέων, που κι αυτός καταγόταν από τον Κρότωνα. Με βάση ζωοτομές και παρατηρήσεις σε διαταραχές βλαμμένων τμημάτων του εγκέφαλου εντόπισε σ' αυτό το μέρος του σώματος το κεντρικό όργανο της σκέψης και, εκτός απ' αυτό, ανακάλυψε τα αισθητήρια νεύρα, που τα ονόμασε «πόρους». Οι «Κροτωνιάτες» είχαν μεγάλη φήμη και ως χειρουργοί, ενώ ως οδοντογιατροί ήταν εξοικειωμένοι με γέφυρες, βιδωτά δόντια και χρυσά σφραγίσματα. Ένας άλλος κλάδος της επιστήμης που γνώρισε τότε την πρώτη του άνθηση ήταν η ιστορία, με την οποία οι αρχαίοι δεν εννοούσαν μόνο την ιστοριογραφία, αλλά και τη γεωγραφία, την^ εθνογραφία και τη μυθολογία. Οι πρώτοι Έλληνες ιστορικοί ήταν οι λογογράφοι, που προσπαθούσαν να μεταπλάσουν τους πλούσιους λαϊκούς θρύλους σε συναρπαστικά αφηγήματα, ακολουθώντας το πρότυπο του Όμηρου, αλλά (πρά163
γμα που σήμαινε μεγάλη πρόοδο) σε πεζό λόγο. Ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό, που αντέγραψε στην εποχή του αυτοκράτορα Αύγουστου, τους κρίνει αρκετά περιφρονητικά από το ύψος της αρχειοθήκης του: λέει ότι είχαν καταγράψει όχι μόνον ελληνικές, αλλά και βαρβαρικές ιστορίες, αλλά δεν τις είχαν συζεύξει, παρά τις είχαν χωρίσει κατά πόλεις και λαούς, κι επιπλέον είχαν επίσης καταγράψει πανάρχαιους μύθους, που στους σημερινούς αναγνώστες φαίνονται παιδιάστικοι Αλλά την ίδια γνώμη είχε και ο Εκαταίος, που συγκαταλέγεται κι ο ίδιος στους λογογράφους: το έργο του «Γενεαλογίαι» άρχιζε με τα περήφανα λόγια: «Μιλάει ο Εκαταίος από τη Μίλητο: τα γράφω αυτά όπως μου φαίνονται αληθινά. Γιατί κατά τη γνώμη μου οι κουβέντες των Ελλήνων είναι αμετροεπείς και γελοίες.» Για τον Εκαταίο, πάλι, ο Στράβων παρατηρεί ότι τόσο αυτός όσο και οι άλλοι άρχαίοι συγγραφείς γράφουν πολλά πράγματα που δεν συνέβησαν, γιατί μεγάλωσαν μέσα σε ψέματα, εξαιτίας της προσκόλλησής τους στους μύθους. Ονομάζει τον Εκαταίο, τον Όμηρο και τον Αναξίμανδρο τους πρώτους Έλληνες γεωγράφους: για την οικουμενικότητα αυτού του τελευταίου σχηματίζουμε μια ιδέα αν μάθουμε ότι σ' αυτόν οφείλεται ο πρώτος γεωγραφικός χάρτης, καθώς κι ένας χάρτης του ουρανού για τον προσανατολισμό των ναυτικών τη νύχτα. Ο Εκαταίος συμπλήρωσε και διόρθωσε με μεγάλη παρατηρητικότητα, πλούσιες γνώσεις και άγρυπνη κριτική διάθεση την εικόνα που είχαν οι σύγχρονοί του για τη γη. Σ' αυτό τον βοήθησαν τα συχνά και μακρινά ταξίδια του. Το κύριο έργο του, το «Γης περίοδος», που γράφτηκε στα τελευταία χρόνια του έκτου αιώνα, αποτελούνταν από δύο βιβλία: Ευρώπη και Ασία. Σ'' αυτά ο Εκαταίος πραγματευόταν όχι μόνο τα βουνά και τα ποτάμια, τα φυτά και τα ζώα, το κλίμα και τις εδαφικές συνθήκες, αλλά και τις φορεσιές και τα όπλα, τα ήθη και τα έθιμα, τις θυσίες και τους θεούς, δηλαδή περίπου αυτό που ώς τον δέκατο ένατο αιώνα αποτελούσε αντικείμενο της «πολιτιστικής ιστορίας». Ο κόσμος τον οποίο αγκαλιάζει είναι κατά κύριο λόγο ο μεσογειακός χώρος: στην Ασία συγκατάλεγε ο Εκαταίος ακόμα και τη Λιβύη και το δέλτα του Νείλου· προς τα δυτικά, ο ορίζοντάς του έφτανε ώς την Ισπανία και τη νότια ακτή της Γαλατίας. Οι Έλληνες εκείνων των χρόνων ήξεραν καλά όχι μόνο το νότιο τμήμα της Ιταλίας, αλλά και το βόρειο. Η χερσόνησος των Απεννίνων, αντίθετα με την ελληνική, έχει ορμητικά ποτάμια, πλα164
τιούς κάμπους, πλαγιές με πλούσια βλάστηση, κι εκτός απ' αυτό ήταν άλλοτε σκεπασμένη ολόκληρη με πυκνά δάση: ακόμα και τα Αβρούζια και η Σικελία, που σήμερα είναι ολότελα αποψιλωμένα, ήταν στην αρχαιότητα δασώδεις περιοχές. Ιδιαίτερα πλούσια ήταν η Ιταλία σε οξιές, βαλανιδιές και κωνοφόρα· σήμερα το τοπίο κυριαρχείται σχεδόν ολοκληρωτικά από χωράφια και κηπευτικές καλλιέργειες. Εντελώς αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει στη βαλκανική χερσόνησο, η ανατολική πλευρά της Ιταλίας δεν έχει πλούσιο διαμελισμό, ενώ η δυτική ακτή είναι γεμάτη κόλπους και φυσικά λιμάνια και η θάλασσα που τη βρέχει είναι κατάσπαρτη με νησιά· αλλά κι εκεί ακόμα το προφίλ δεν είναι τόσο πλούσια σκαλισμένο όσο στην πλευρά της Ελλάδας που βλέπει προς το Αιγαίο. Μια άλλη διαφορά είναι ότι στο ιταλικό έδαφος ζούσαν πολυάριθμα έθνη που διέφεραν πολύ στην καταγωγή, την ηλικία και τη γλώσσα, προτού ενωθούν από τη Ρώμη σ' ένα λαό, ενώ στην Ελλάδα κατοικούσε ένας αρκετά ομοιογενής πληθυσμός, που όμως δεν ενώθηκε ποτέ. Η ονομασία «Ιταλοί» χαρακτήριζε ώς τα τέλη του πέμπτου προχριστιανικού αιώνα μόνο τους κατοίκους της μικρής περιοχής της Βρεττίας, που αποτελεί την άκρη της ιταλικής «μπότας» και τη γέφυρα ανάμεσα στη χερσόνησο των Απεννίνων και τη Σικελία. Οι αρχαιότεροι εξακριβωμένοι οικισμοί προέρχονται από την εποχή του μπρούντζου: είναι οι λεγόμενοι Terremare, χωριά χτισμένα πάνω σε πασσάλους που ήταν μττηγμένοι σε στέρεο έδαφος. Η εποχή του σιδήρου αντιπροσωπεύεται από τον πολιτισμό του Villanova, που πήρε τ' όνομά του από ένα νεκροταφείο κοντά στη Μπολόνια. Στον προηγούμενο τόμο είπαμε ότι τα προϊόντα του μινωικού πολιτισμού είχαν βρει από νωρίς τον δρόμο τους για την Ιταλία. Σ' ότι αφορά τη Σικελία, δεν είναι πολύ μακρινή η εποχή που σχημάτιζε μια ενιαία μάζα ξηράς με την Ιταλία. Οι τοπικές φυλές της, οι Σικελοί στα ανατολικά και οι Σικανοί στα δυτικά, υποτάχθηκαν στους Έλληνες και εξελληνίσθηκαν τελείως. Οι Ούμβροι, οι Σάβελλοι (γνωστοί επίσης ως Σαβίνοι και Σ(χμνίτες) και οι Ιάπυγες, που γέμιζαν ολόκληρο τον κορμό της χερσονήσου, συγγένευαν μάλλον μεταξύ τους. Στην Άνω Ιταλία, ζούσαν στην ανατολική ακτή οι Βενέτιοι και στη δυτική οι Λίγυες. Απ' τους πρώτους σώζονται μερικές επιγραφές που δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί, ενώ απ' τους δεύ165
τερους δεν έχει μείνει κανένα ίχνος· ο Κάτων ο πρεσβύτερος έλεγε γι' αυτούς: «Είναι αγράμματοι, ψεύτες και δεν έχουν μνήμη για την αλήθεια.» Αλλά ο ισχυρότερος λαός στην πρώιμη ιταλική ιστορία ήταν αναντίρρητα οι Ετρούσκοι, τους οποίους μνημονεύσαμε στο τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου τόμου. Η κυρίως περιοχή τους ήταν η χώρα που εκτείνεται ανάμεσα στον Τίβερη και τον Άρνο, αλλά ο ζωτικός χώρος τους απλωνόταν κατά καιρούς πολύ βορειότερα και νοτιότερα. Το όνομα «Ετρούσκοι» προέρχεται από τους Λατίνους. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν «Ρασέννα». Τόσο η γλώσσα τους όσο και το παρουσιαστικό τους ήταν πολύ αλλόκοτα, θεωρούνταν πολύ πλούσιοι, ικανοί έμποροι και ναυτικοί (λέγεται ότι αυτοί εφεύρανε τον «κόρακα))(*) και τα πειρατικά τους πλοία ήταν το φόβητρο των θαλασσών, τόσο που η λέξη «Ετρούσκοι» κατέληξε να είναι συνώνυμο του «πειρατής»), αλλά και μαλθακοί, έκλυτοι και λαίμαργοι. Σύμφωνα μάλιστα με τον θεόπομπο από τη Χίο, ένα μαθητή του-Ισοκράτη, επικρατούσε ανάμεσά τους σεξουαλικός κομμουνισμός, ελευθερομιξία, και δεν ντρέπονταν να συνουσιάζονται δημόσια. Αυτή η πληροφορία, που ο Ρόμπερτ φον Πέλμαν τη χαρακτήρισε με το δίκιο του φανταστική εικόνα ενός «σεξουαλικού παράδεισου», είναι αναμφίβολα υπερβολική και το μόνο αληθινό σ' αυτήν είναι μάλλον ότι οι Ετρούσκοι χαρακτηρίζονταν από πολύ ελεύθερη αντίληψη για τις ερωτικές σχέσεις, από ασυνήθιστη ηδυπάθεια και από γενική πολυγυνία. Η τελετουργική λατρεία του φαλλού, που έχει αποδειχθεί, είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, γιατί οι Ετρούσκοι έβλεπαν τον φαλλό σαν δαίμονα της αναπαραγωγής και γονιμοποιό του κόλπου της γης· φαίνεται όμως ότι συνοδευόταν από όργια. Οι ετρουσκικές θεότητες, με το γουρουνίσιο τρίχωμά τους, τ"* αυτιά τους που ήταν σαν της νυχτερίδας, τις μύτες τους που έμοιαζαν με ράμφη και τους χαυλιόδοντές τους, είχαν απαίσια εμφάνιση. Στα νότια οι Ετρούσκοι έκαιγαν τα πτώματα, αλλά στα βόρεια υττήρχαν ολόκληρες νεκροπόλεις με πέτρινες σαρκοφάγους και πλούσια κτερίσματα από χρυσαφικά, όπλα και όμορφα αγγεία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ταφικές παραστάσεις. Απεικονίζουν κατά προτίμηση νεκρικά συμπόσια, που φαίνεται ότι ή* Είδος γάντζου, στερεωμένου σ' ένα κοντάρι, που οι πειρατές έριχναν στο εχθρικό πλοίο για να μπηχτεί στο κατάστρωμα και να τους διευκολύνει να τραβήξουν το πλοίο προς το μέρος του. (σ.τ.Μ.) 166
ταν το κύριο μέρος της κηδείας, με χορευτές, μουσικούς, στεφανοπλέχτες, άνδρες και γυναίκες που παραβγαίνουν στο ποτό· παράλληλα βρίσκουμε σκηνές από ψάρεμα, κυνήγι πουλιών, θαλάσσια ταξίδια με δελφίνια που ττηδούν πάνω απ' τη θάλασσα, κύκνους που πλέουν, πουλερικά που φτεροκοπούν. Όλες αυτές οι ταφογραφίες μοιάζουν στα μοτίβα τους με τις αιγυπτιακές, ενώ στο αίσθημα για το τοπίο μοιάζουν με τις κρητικές και αντικαθρεφτίζουν με μεγάλη εκφραστικότητα τον τραχύ και πληθωρικό χαρακτήρα των δημιουργών τους. Η ετρουσκική τέχνη, παρόλο που διακρίνεται από μεγάλη τεχνογνωσία, είναι κατά βάθος βαρβαρική, και μερικές φορές η ζοφερή ωμότητά της έχει κάτι το κυριολεκτικά διαβολικό. Ιδιαίτερα τα γλυπτά τους από τόφο και πηλό (το μάρμαρο πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ετρουρία από τους Ρωμαίους), μερικά από τα οποία είναι πολύ πετυχημένα, είναι ανατριχιαστικές μαρτυρίες ενός καθαρά αισθησιακού, ολότελα αντιπνευματικού υλισμού, θ α έλεγε κανείς ότι η αρχή και το τέλος συναντιούνται εφιαλτικά: ο τύπος του αγροίκου Ετρούσκου φαίνεται σαν πιστό αντίγραφο του πωρωμένου Ρωμαίου της όψιμης περιόδου. Παραδίδεται ότι οι Ετρούσκοι πρέσβευαν το ωραίο και βαθύ δόγμα ότι ο κόσμος, μαζί με τους θεούς του, εξουσιάζεται από τις αποφάσεις των «κρυφών θεών». Αυτοί οι κρυφοί θεοί δέσποζαν και στην ιστορία της Ρώμης, αλλά οι Ρωμαίοι δεν τους πρόσεξαν ποτέ: σπρωγμένοι από την τυφλή κατακτητική μανία που τους εμφυσούσαν οι «κατώτεροι θεοί», δεν φαντάζονταν ότι ο ager Romanus (=ρωμαϊκός αγρός), αν και στο μεταξύ είχε αγκαλιάσει όλη τη γη κι είχε γίνει Orbis terrarum, (=γη, κόσμος), δεν είχε άλλο προορισμό παρά να γίνει ο αγρός όπου θα σπερνόταν ο λόγος του θεού. Ο Ράνκε αποκαλεί τη ρωμαϊκή παράδοση «μίγμα παλιών αναμνήσεων και πολιτικών αντιλήψεων». Οι Ρωμαίοι, που η πεζότητά τους τους έκανε ανίκανους να ενδιαφερθούν για την ποίηση και οι επιστημονικές γνώσεις τους βρίσκονταν ακόμα στο επίπεδο της προϊστορίας, εφάρμοσαν εδώ την ίδια μέθοδο όπως στο πλάσιμο των θεών τους: συμπύκνωσαν σε πρόσωπα πολιτικές πράξεις, θεσμούς και έννοιες. Οι παραδόσεις τους για την πρώτη φάση της ιστορίας τους προσωποποιούν την εξέλιξη των συνόρων τους, του νομικού συστήματός τους και του συντάγματός τους. Σύμφωνα με τον γνωστό θρύλο, ο Ρωμύλος και ο Ρώμος (ή καλύτερα Ρέμος) ήταν γιοί του Άρη και μιας βασιλοπούλας από την Άλβα Λόγγα, τη μυθική πρωτεύου167
σα της λατινικής ομοσπονδίας. Έτσι, η Ρώμη θα μπορούσε εξίσου καλά να έχει ονομασθεί Ρέμη. Αλλά ο Ρέμος εξαφανίζεται τελείως απ' το προσκήνιο και τελικά σκοτώνεται από τον Ρωμύλο. Είναι ενδεικτικό ότι η ρωμαϊκή ιστορία αρχίζει με μια αδελφοκτονία. Κατόπιν ο μύθος παραδέχεται απερίφραστα ότι η Ρώμη άρχισε σαν ένα είδος αποικίας εγκληματιών. Επειδή έλειπαν οι γυναίκες και κανένας απ' τις γειτονικές περιοχές δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει την κόρη του σ' αυτούς τους κακοποιούς, έγινε η περίφημη αρπαγή των Σαβίννων, που είναι εξίσου χαρακτηριστική για τα ήθη των Ρωμαίων όσο και για τη φήμη που είχαν. Στα γενικά επιτεύγματα της βασιλικής περιόδου ανήκουν: η ίδρυση της κοινότητας και η διάρθρωση του σώματος των πολιτών, η περιτείχιση της πόλης και η ανέγερση των πρώτων δημόσιων κτιρίων, η υποταγή των γειτονικών περιοχών και τελικά ολόκληρου του Λάτιου. Η βασιλεία δεν ήταν «νόμιμη» με τις σημερινές αντιλήψεις. Μπορούσε να περάσει από το ένα γένος στο άλλο και, θεωρητικά, να μεταβιβασθεί σε κάθε πολίτη που είχε πλήρη δικαιώματα* από τη στιγμή όμως που ένας βασιλιάς εκλεγόταν, είχε απεριόριστη εξουσία. Ήταν ανώτατος δικαστής, ιερέας, πολέμαρχος και είχε πάνω στο κράτος την ίδια απόλυτη εξουσία που είχε ο pater familias στο σπίτι του* ο senatus, η γερουσία ή σύγκλητος, δεν είχε τυπικά καμιά εξουσία, αλλά η παράκαμψή του σε σημαντικά ζητήματα θεωρούνταν κατάχρηση εξουσίας. Οι πατρίκιοι («τέκνα των πατέρων», γιατί μόνον αυτοί κατάγονταν από ένα πατέρα που είχε το δικαίωμα να κληροδοτήσει την περιουσία του) είχαν γενικό δικαίωμα εκλογής σ' όλα τα δημόσια αξιώματα και ιερατικά λειτουργήματα* απέναντί τους, χωρισμένοι απ' αυτούς με την απαγόρευση του γάμου, έστεκαν οι πληβείοι, οι απόγονοι των υποταγμένων πληθυσμών, που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, αλλά ήταν πάντως ελεύθεροι. Το πολιτικό αισθητήριο των Ρωμαίων, που έκλεινε ήδη μέσα του τα σπέρματα μιας οικουμενικής πολιτικής, φαίνεται από το γεγονός ότι, αντίθετα με τους Σπαρτιάτες (με τους οποίους, κατά τα άλλα, είχαν κάποια ομοιότητα) δεν μετέτρεψαν τους νικημένους σε είλωτες, παρά τους ενσωμάτωσαν στην κοινότητά τους. Έτσι όμως δημιουργήθηκε το πληβειακό ζήτημα, που όπως είναι γνωστό διατρέχει ολόκληρη τη ρωμαϊκή ιστορία. Η τρίτη τάξη ήταν οι πελάτες (clientes), οι υποτελείς των μεγάλων γαιοκτημόνων, ελεύθεροι, συνήθως μέτοικοι χωρικοί, πακτωτές και μικροβιοτέχνες, που υπο168
στήριζαν πολιτικά τον πάτρωνά τους, έχοντας σ^ αντάλλαγμα τη νομική προστασία του, και καλλιεργούσαν το έδαφος πληρώνοντας ως αντίτιμο έναν ορισμένο φόρο. Την εποχή της μεγάλης ακμής της Ρώμης έπαιζαν χαρακτηριστικό ρόλο στη ζωή του δρόμου και γενικά της κοινωνίας, αλλά η σχέση τους με τον πάτρωνά τους είχε ήδη αλλάξει. Τους μεταγενέστερους πελάτες δεν μπορούμε να τους μεταφράσουμε αλλιώς παρά με τη λέξη «παράσιτα». Είχαν το καθήκον να συνοδεύουν αδιάκοπα τον πάτρωνα, για να υπογραμμίζουν τον πλούτο του και την υπόληψή του, ή ακόμα και για να δημιουργούν την ψευδή εντύπωση ότι ο πάτρωνας ήταν φερέγγυος, όπως σήμερα ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης διατηρεί για παρόμοιους λόγους υπηρέτη και σωφέρ, στους οποίους χρωστάει μόνιμα τους μισθούς. Συχνά η αποζημίωση για την κοπιαστική υπηρεσία τους δεν ήταν τίποτα πε- · ρισσότερο από ένα άθλιο μεροκάματο, που οι αφέντες έδιναν στους δούλους σαν πουρμπουάρ, μερικά φθαρμένα ρούχα και για φαγητό ξινό κρασί, μπαγιάτικο ψωμί, νερουλά μύδια και λάδι κατώτερης ποιότητας. Από την άλλη μεριά, είναι σίγουρο ότι, καθώς περιτριγύριζαν τον εργοδότη τους «όπως οι μίγες τον μάγειρο», ήταν συνήθως αδιάκριτοι, άπληστοι, αγενείς και, με τη δουλικότητα και τις γαλιφιές τους, φορτικοί. Η παράδοση διηγείται ότι ο Ρωμύλος έχτισε στην αριστερή όχθη του Τίβερη, κάπου πέντε ώρες από τη θάλασσα^ και συγκεκριμένα στον λόφο Παλατίνο, την παλιότερη Ρώμη, τη Roma quadrata (=τετράγωνη Ρώμη), με την ακρόπολη, το Καπιτώλιο και το επιβλητικότερο ιερό της πόλης, τον ναό του Δία Καπιτωλίνου. Αυτός επίσης δημιούργησε τη σύγκλητο των εκατό patres, τον populus ή δήμο και τις τάξεις. Ο δεύτερος βασιλιάς, ο Νουμάς Πομπίλιος, που λέγεται ότι ρύθμισε τα θρησκευτικά ζητήματα και, για προστασία των μικροκτηματιών, καθόρισε τα όρια των αγρών, χαρακτηρίζεται από τον Πέλμαν ως «μυθικός πρόδρομος των Γράκχων». Ο διάδοχός του Τούλλος Οστίλιος κυρίεψε την Άλβα Λόγγα κι έκανε τους Αλβανούς Ρωμαίους πολίτες. Ο Άνκος Μάρκιος πρόσθεσε τους Αατίνους και ίδρυσε στην εκβολή του Τίβερη την Όστια, το επίνειο της Ρώμης.Ο Ταρκίνιος Πρίσκος (που σημαίνει Ταρκίνιος ο Πρώτο ή Ταρκίνιος ο Πρεσβύτερος) έχτισε το τσίρκο και τον αποχετευτικό αγωγό, την cloaca. Ο Σέρβιος Τούλλιος χώρισε τους πολίτες σε τάξεις σύμφωνα με μια απογραφή των περιουσιών και επέκτεινε τη 169
στρατιωτική θητεία από τους πατρικίους σ^ όλους τους εύπορους — μέτρο που αποδείχθηκε δίκοπο μαχαίρι, αφού αργά ή νωρίς θα είχε για συνέπεια να ζητήσουν αυτοί οι τελευταίοι και δικαιώματα πλάι στα καθήκοντα. Ως τελευταίος βασιλιάς αναφέρεται ο Ταρκίνιος Σουπέρμπους, ο «Υπερήφανος». Ανατράπηκε από τη συνδυασμένη επίθεση των δημοκρατικών και των εθνικιστών, αντιπάλων του γένους των Ταρκινίων, το οποίο, όπως δείχνει το όνομά του, ήταν ετρουσκικής καταγωγής.Ο θρύλος λέει ότι, αφού ο Ταρκίνιος παρεκτράπηκε σε διάφορες καταχρήσεις, ένας από τους γιούς του ατίμασε τη Λουκρητία, τη γυναίκα του Κολλατίνου, οπότε ο Βρούτος κίνησε μια εξέγερση, στην οποία ενώθηκε κι ο στρατός. Οι επανειλημμένες προσπάθειες παλινόρθωσης της βασιλείας, που έγιναν με τη βοήθεια των Ετρούσκων, απότυχαν. Τη θέση του βασιλιά την πήραν δύο ύπατοι που εκλέγονταν κάθε χρόνο. Η εξουσία τους ήταν βασιλική και περιοριζόταν μόνον από το γεγονός ότι ο ένας μπορούσε ν' ακυρώσει τις αποφάσεις του άλλου. Σε περιόδους άμεσου πολεμικού κινδύνου οι Ρωμαίοι ανάθεταν την αποκλειστική εξουσία σ' ένα δικτάτορα, που όμως δεν μπορούσε να μείνει στην εξουσία πάνω από έξι μήνες. Λέγεται ότι οι Ταρκίνιοι εκδιώχ^καν την ίδια χρονιά με τους Πεισιστρατίδες. Αυτή η εκδοχή δεν χρειάζεται να είναι όψιμο μύθευμα των ιστορικών, γιατί υπάρχει κάτι σαν ένα μυστηριώδες πνεύμα της εποχής που διατρέχει ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Όπως και να έχει το πράγμα, από εκείνη τη στιγμή το βασιλικό όνομα ήταν μισητό στη Ρώμη και αποτελούσε σχεδόν βρισιά, όπως στην Ελλάδα ο τίτλος του τύραννου. Οι Ρωμαίοι της βασιλικής περιόδου ήταν ήδη ο λαός των πολεμιστών που ξέρει η Ιστορία· αυτοαποκαλούνται κυριτες, λογχοφόροι, και χαρακτηρίζουν τους πολίτες που έχουν δικαίωμα ψήφου και το ένοπλο σώμα με την ίδια λέξη : centuria, εκατοντάδα. Εκείνη την εποχή όμως ήταν ακόμα το αντίθετο ενός ναυτικού λαού: αρχικά δεν είχαν ούτε ένα θαλάσσιο θεό και σχεδόν όλοι οι ναυτικοί όροι τους προέρχονται από τα ελληνικά. Εξάλλου, οι περισσότεροι όροι της ιπποδρομίας και αρματοδρομίας είναι κελτικοί. Οι Γαλάτες, με τους οποίους η Ρώμη ήρθε σ^ επαφή το αργότερο στις αρχές του έκτου αιώνα, έπαιξαν στην ιταλική φυλετική ανάμιξη παρόμοιο ρόλο όπως οι Ιρλανδοί στην αγγλοσαξονική: ενώ στον χαρακτήρα δεν ήταν καθόλου ισάξιοι με τους Ρωμαίους, ήταν αναντίρρητα ανώτεροί τους 170
στο πνεύμα: ο ΒφγΓλιος και ο Κάτουλλος, ο Λίβιος και ο Πλίνιος και πολλοί άλλοι φορείς του λατινικού πολιτισμού είχαν κελτικό αίμα στις φλέβες τους. Οι «αρχέγονοι Ρωμαίοι» δεν ήταν παρά αξιόμαχοι γεωργοί. Ακόμα και το εμπόριο έπαιζε ασήμαντο ρόλο: χρησίμευε σχεδόν αποκλειστικά για την εσωτερική επικοινωνία, που κι αυτή περιοριζόταν ουσιαστικά στις εμποροπανηγύρεις, οπότε ο αγροτικός πληθυσμός είχε την ευκαιρία να ικανοποιήσει τις λιγοστές ανάγκες του. Ακόμα και την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου ο Έλληνας κωμωδιογράφος Έρμιππος δεν ξέρει άλλα ιταλικά εξαγώγιμα είδη εκτός από το μπληγούρι και τις μοσχαρίσιες μπριζόλες. Ιδρυτής τοί>ν συντεχνιών θεωρείται ο Νουμάς: αναφέρεται ότι οι σπουδαιότερες ήταν των σιδεράδων και των μαραγκών, των γναφέων και των βαφέων, των αγγειοπλαστών και των τσαγκάρηδων, αλλά και των αυλητών. Από παλιά οι Ρωμαίοι καλλιεργούσαν γογγύλια και φασόλια, επίσης κεχρί, κριθάρι και ασπροσίτι. Σιτάρι άρχισαν να καλλιεργούν μόνο στα μέσα του πέμπτου αιώνα, ενώ η ευγενής καλλιέργεια του κλήματος, του σύκου και της ελιάς καθιερώθηκε μόνο πολύ αργά. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι αφοσιώθηκαν από νωρίς στην αλατοπαραγωγή. Ο κύριος πλούτος της χώρας ήταν τα κτήνη, joecwi, που ήταν και μέτρο αξίας, όπως δείχνει καθαρά το όνομα του χρήματος: pecunia. Ένα άλλο ντοκουμέντο της γλωσσικής ιστορίας, η συνάφεια ανάμεσα στο dives (=πλούσιος) και το divus (=θείος, θεϊκός), είναι θλιβερότατο: κανένας άλλος λαός δεν ήταν τόσο άξεστος, ή ίσως θα έπρεπε να πούμε τόσο αφιλοσόφητος, ώστε να συνδέσει την έννοια του υλικού πλούτου με την έννοια του θείου. Με την ειλικρίνεια και την τιμιότητα οι Ρωμαίοι φαίνεται ότι είχαν καλύτερες σχέσεις απ' ό,τι οι Έλληνες. Οι αφηρημένες θεότητες στις οποίες αφιέρωναν τους περισσότερους βωμούς ήταν η Fides, που δεν σημαίνει γενικά πίστη, αλλά πίστη με την έννοια της συμβατικής αξιοπιστίας, και η Pietas, που, στενά συγγενική με τη Fides, σημαίνει την ευσυνείδητη τήρηση των υποχρεώσεων απέναντι στον καθένα, ακόμα και απέναντι στους κατώτερους, και επομένως δεν συμπίπτει ούτε αυτή με το στενότερο και εσωτερικότερο περιεχόμενο της λέξης «ευσέβεια», με την οποία μεταφράζεται συνήθως. Οι Ρωμαίοι είχαν ανέκαθεν ένα έντονο, αν και ψυχρό αίσθημα του δικαίου. Την κατεργαριά, ακόμα μάλιστα και την πονηριά στο εμπόριο και 171
την πολιτική, τη μισούσαν: τη θεωρούσαν ιδιότητα των δούλων και των πορνών. Το κάθε τι που είχε σχέση με την επιστήμη και την τέχνη το περιφρονούσαν και το θεωρούσαν ένα είδος παρεκτροπής. Υπάρχει στα λατινικά μόνον η λέξη scriba, που σημαίνει γραφέας· η λέξη poeta είναι παρμένη από τα ελληνικά. Όλες οι τινευματικές ενασχολήσεις που δεν είχαν πρακτικό αντίκρυσμα θεωρούνταν artes leviores (= κούφιες, ελαφρές τέχνες) και studia minora (=ουτιδανές σπουδές). Το μόνο ποιητικό δημιούργημα που γεννήθηκε στο ιταλικό έδαφος ήταν το ατελλανό δράμα, που καταγόταν από τους Όσκους και ήρθε στη Ρώμη πριν από το 500. Ήταν μια χυδαία φάρσα γεμάτη βωμολοχίες, χοντροκοπιές, μεθύσια και ξυλοφορτώματα. Οι χαρακτήρες των ηρώων ήταν τυποποιημένοι: ο pappus ήταν ο ξεμωραμένος γέρος, ο mnccus ο φαγάς, ο buccus ο χαζούλιακας, και πάει λέγοντας. Όπως ταιριάζει σ^ ένα λαό νομικών, το πρώτο γραπτό μνημείο των Ρωμαίων είναι η δωδεκάδελτος, από το πρωτότυπο κείμενο του οποίου έχουν σωθεί μόνο μεμονωμένες φράσεις σε αδέξια και χοντροκομμένα, αλλά πυκνά και σαφή λατινικά, όπως για παράδειγμα: «Si ηοχ furtum faxsit, si im occisit, iure caesus esto.» (Av [κάποιος] διαπράξει τη νύχτα κλοπή [και] αν [ο νοικοκύρης] τον σκοτώσει, δίκαια σκοτώθηκε. Είναι ενδεικτικό ότι το αγαταιμένο παιχνίδι των παιδιών ήταν οι «δικαστές». Ο κύριος χώρος του ιταλικού σπιτιού, ένα είδος αυλής, ήταν το άτριο. Το άτριο αντιστοιχεί ακριβώς στο ελληνικό μέγαρο. Ήταν κι αυτό αρκετά σκοτεινό και φωτιζόταν μόνον από ένα φεγγίτη στην οροφή που,επειδή άφηνε να μπαίνει και η βροχή, λεγόταν impluvium' τα νερά της βροχής συλλέγονταν σε μια στέρνα, το compluvium- στον πίσω τοίχο βρισκόταν η εστία. Γύρω-γύρω υπήρχαν διάφοροι χρηστικοί χώροι: ο αχυρώνας και η σιταποθήκη, το κελάρι με τα οπωρικά, η αποθήκη για τις ζωοτροφές, το αλώνι, η αλευραποθήκη, ο φούρνος, το πλυσταριό, που ταυτόχρονα χρησίμευε και ως λουτρό, οι στάβλοι και ο μελισσώνας. Ο pater familias επέβλεπε προσωπικά τις δουλειές,δίνοντας κι αυτός ένα χέρι. Η patria potestas (= πατρική εξουσία) περιλάμβανε το δικαίωμα στη ζωή και τον θάνατο της γυναίκας, των παιδιών και του υττηρετικού προσωπικού: ακόμα κι ο ενήλικος γιός μόνο μέσω του πατέρα του μπορούσε να κάνει δικαιοπραξίες. Η ρωμαϊκή λέξη pater ηχεί πολύ σκληρότερα απ' ό,τι η αντίστοιχη σε άλλες γλώσσες: τονίζει λιγότερο την πατρι172
κότητα και περισσότερο το διαφέντεμα: οι patres της συγκλήτου είναι οι εξουσιαστές του δήμου, οι πάτρωνες είναι οι κύριοι των πελατών τους, οι patricii είναι η άρχουσα τάξη. Η νοικοκυρά απολάμβανε μεγάλο σεβασμό, αλλά κι απ' αυτόν έλειπε κάθε εσωτερικότητα: ο σύζυγος την εκτιμούσε μόνον ως παιδοποιό: στα λατινικά το ρήμα «παντρεύομαι» λέγεται in matrimonium ducere, δηλαδή «οδηγώ στη μητρότητα». Η μικρή σημασία που έδιναν οι Ρωμαίοι στις θυγατέρες φαίνεται από το γεγονός ότι δεν είχαν ξεχωριστή λέξη για να χαρακτηρίσουν τον αδελφό (frater) και την αδελφή (soror) μαζί, παρά έλεγαν/raire^ (=αδέλφια), κι όχι σπάνια αντί για ονόματα έδιναν στους θηλυκούς απογόνους νούμερα. Αλλά και γενικά, τα ρωμαϊκά κύρια ονόματα φανερώνουν την πεζότητα και την έλλειψη φαντασίας των Ρωμαίων. Ακόμα και στους άνδρες, ονόματα όπως Κουίντος (=πέμπτος), Σέξτος (=έκτος), Δέκιμος (=δέκατος) ήταν πολύ προσφιλή, ενώ οι μισοί μήνες ^είχαν για ονόματα αριθμούς: Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος, Quinctilis (=πέμπτος), που αργότερα μετονομάσθηκε σε Ιούλιο προς τιμή του Ιουλίου Καίσαρα, και Sextiiis (=έκτος), που αργότερα τυήρε το όνομα του αυτοκράτορα Αύγουστου. Οι Έλληνες, αντίθετα, χρησιμοποιούσαν στις διάφορες πόλεις τους συνολικά γύρω στα πεντακόσια ονόματα μηνών, και τα κύρια ονόματά τους ήταν αναρίθμητα: ακόμα και στην ύστερη αρχαιότητα επινοούσαν ολοένα καινούρια. Οι Ρωμαίοι της παλιότερης εποχής σηκώνονταν απ' το κρεβάτι το καλοκαίρι με το γλυκοχάραμα, τον χειμώνα πολύ νωρίτερα. Έκαναν μια σύντομη προσευχή στον Ματουχίνο, τον θεό της αυγής, και κατόπιν αφοσιώνονταν ώς το βράδι στη δουλειά — οι γυναίκες· στο σπίτι, οι άνδρες στο χωράφι. Ο pater familias δασκάλευε συνήθως μόνος του τους γιούς του στην οιωνοσκοπία, στα νομικά ζητήματα, στη γεωργία* όσο για τα κορίτσια, ελάχιστα πράγματα μάθαιναν πέρα απ' το πώς να χρησιμοποιούν το αδράχτι. Τα γεύματα ήταν το πρωινό κολατσιό ή prandium, το μεσημεριανό ή cena και το δείτινο ή vesperna. Μόνο στην cena έτρωγαν όλοι μαζί και μόνο στο convivium, το συμπόσιο, σερβίριζαν κρέας οικιακών ζώων και μερικές φορές επίσης ψάρι ή κυνήγι, γλυκίσματα ή καρπούς. Αυτό το συμπόσιο πρέπει να ήταν αφάνταστα ανιαρό και δεν πρέπει να νομίσουμε ότι το διέκρινε ο πνευματώδης ερωτισμός και οι ενδιαφέρουσες συζητήσεις, το κέφι και η φιλοπαιγμοσύνη των ελληνικών συμπο173
σίων. Η συνηθισμένη τροφή των Κυριτών ήταν τηγανίτες κι ένα είδος χορτόσουπας, λάχανο και τουρσί, μαρούλι και κρεμμύδια. Μεγάλη αδυναμία είχαν για τα όσπρια, πράγμα που το δείχνει μια σειρά από κύρια ονόματα: το όνομα Φάβιος βγαίνει από τη/α6α, δηλαδή τη φάβα, το όνομα Λέντουλος από τη λέξη lens (=φακή), το Κικέρων από το cicer (=μπιζέλι). Το αγαπημένο φαγητό τους ήταν το χοιρινό κρέας: δύο απ' τα αρχοντικότερα γένη, οι Πόρκιοι και οι Σουίλιοι, είχαν ονόματα βγαλμένα απ' το γουρούνι, και το όνομα που έδινε ο Λατίνος στο χοιρινό κρέας, caro suilla, προδίνει τρυφερότητα. Την κότα την έφεραν στην Ιταλία οι Έλληνες. Στην εποχή της Δημοκρατίας οι Ρωμαίοι είχαν περί πολλού τους χρησμούς που έδιναν τα κοτόπουλα: αν τα πουλερικά αυτά έτρωγαν με βουλιμία, αυτό ήταν αίσιος οιωνός, ενώ το αντίθετο θεωρούνταν προειδοποίηση. Ο Πόπλιος Κλαύδιος Πούλχερ, στρατηγός των Ρωμαίων στον πρώτο καρχηδονιακό πόλεμο, διέταξε να πετάξουν στο νερό τα ιερά κοτόπουλα που περιφρονούσαν το φαγητό, λέγοντας: αν δεν θέλουν να φάνε, τότε ας μεθύσουν. Αλλά τα κοτόπουλα είχαν δίκιο, γιατί ο Πούλχερ έχασε τον στόλο του. Το σταφιδόκρασο ή μούστος που σερβιριζόταν στο τραπέζι πρέπει να είχε απαίσια γεύση· στις γυναίκες απαγορευόταν να πίνουν οινοπνευματώδη ποτά. Μόνο στα Σατουρνάλια επιτρεπόταν να παίζει κανείς ζάρια για λεφτά. Ο χορός και το τραγούδι επιτρέπονταν μόνο σε θρησκευτικές εκδηλώσεις, που κατά τα άλλα ήταν λιτές και ξερές. Ακόμα και ο πολύ μεταγενέστερος Κικέρων λέει: «Κανένας ξεμέθυστος δεν θα σκεφτεί ποτέ να χορέψει, εκτός κι αν είναι τρελός.» Αυτή η λιτότητα σ' όλες τις εκδηλώσεις της ζωής δεν ήταν μόνον αποτέλεσμα της πρωτόγονης ασκητικότητας των Ρωμαίων, αλλά οφειλόταν και στο γεγονός ότι, απλούστατα, ήταν δύστοκοι σε ιδέες. Η tunica, ένα άβαφο μάλλινο πουκάμισο, στους άνδρες αμάνικο και κοντό, στις γυναίκες με μανίκια και μακρύ ώς τους αστράγαλους, αντιστοιχεί στον ελληνικό χιτώνα* η toga, (τήβεννος), ένα άσπρο φουσκωτό φόρεμα που μόνο στους συγκλητικούς και τους ιερείς ήταν στολισμένο, αντιστοιχούσε στο ιμάτιο των Ελλήνων όταν έκανε κρύο οι Ρωμαίοι φορούσαν το pallium, ένα είδος κουβέρτας, και στη βροχή φορούσαν μια κουκούλα πλεγμένη από σχοίνα. Οι γυναίκες έδεναν τα μακριά μαλλιά τους σε κότσο, που τον συγκρατούσε ένας φιλές, ή σε πλεξούδες· οι άνδρες ξύριζαν μόνο το μουστά174
κι, ενώ τα μαλλιά τους δεν ήταν ακόμα τόσο κοντά όσο αργότερα: τα κοντό μαλλί και το ξυρισμένο γένι ήταν της μόδας μόνον απ^ τον τρίτο αιώνα κι έπειτα. Απ^ την άλλη μεριά, όχι σπάνια οι Ετρούσκοι ξύριζαν τα γένια τους κι ίσως αυτή η συνήθεια να βρήκε μιμητές στο Λάτιο· συχνά όμως είχαν το γνωστό σουβλερό «μυκηναϊκό» γένι. Αλλά οι χρυσές μάσκες των μυκηναϊκών τάφων έχουν μόνο μουστάκια, μια μόδα που ήταν ολότελα άγνωστη στους μεταγενέστερους Έλληνες· εξαπλώθηκε όμως στους Κέλτες και ίσως μέσω αυτών να έφτασε στη Ρώμη. Επομένως, δεν μπορούμε να ξέρουμε καθόλου πώς ήταν στην εμφάνιση ο Μούκιος Σκαιβόλας και ο Κοριολανός. Τα λατινικά είναι η διάλεκτος της πόλης Ρώμης, που από νωρίς έγινε κοινή γλώσσα της περιοχής του Λάτιου. Η προφορά τους δεν είναι λιγότερο αβέβαιη απ' ό,τι η προφορά των αρχαίων ελληνικών. Οπωσδήποτε, το t προφερόταν τ μπροστά στο i, ενώ η δική μας συνήθεια να το προφέρουμε «τς» προέρχεται απ' τα ιταλικά. Επίσης και το c δεν ήταν «τς» μπροστά στο e και το ί, παρά k, πράγμα που βγαίνει απ' την ελληνική γραφή των λατινικών κύριων ονομάτων (Κικέρων και όχι Ζιζέρων), απ' το γεγονός ότι το ελληνικό κ αποδίδεται στα λατινικά πάντοτε με c και, τέλος, απ' τη μορφή που πήραν στα γερμανικά οι λατινογενείς λέξεις (Kiste απ' το cista, Keller απ' το cellarium): γιατί διαφορετικά το caesar θα γραφόταν στα ελληνικά ζαίσαρ και η γερμανική λέξη για το ανώτατο εγκόσμιο αξίωμα θα ήταν «Τσάιζερ» κι όχι «Κάιζερ». Αλλά η «τσιτσερώνεια προφορά» είναι τόσο βαθιά ριζωμένη σ' εμάς ώστε είναι σχεδόν αδύνατο να καταργηθεί. Με την ευκαιρία, πρέπει να πούμε ότι οι Ιταλοί, παρόλο που βρίσκονται πολύ πιο κοντά στους αρχαίους Ρωμαίους απ' ό,τι εμείς, έχουν εξίσου λανθασμένη προφορά όταν λένε «Τσίτσερο». Αρχικά, τα λατινικά ήταν πολύ πλουσιότερα σε διφθόγγους, καταλήξεις και εγκλίσεις: για παράδειγμα, υπήρχε ως έβδομη πτώση η τοπική, καθώς και ο δυικός αριθμός, λείψανα του οποίου αποτελούν οι λέξεις duo και ambo. Η ελληνική ευκτική κι ο αόριστος αντιπροσωπεύονται απ' την υποτακτική (coniunctivus) και τον παρακείμενο (perfectum), η μέση φωνή έχει συρρικνωθεί στα λίγα λεγόμενα «ουδετεροπαθητικά» ρήματα. Προφανώς ο ρεαλιστής, οικονόμος Ρωμαίος δεν πολυενδιαφερόταν για τέτοιες πολυτελείς μορφές. Γενικά είναι χαρακτηριστική η φτώχεια των λατινικών σε λεπίομερέστε175
ρους προσδιορισμούς; η απουσία του άρθρου μπροστά απ' το ουσιαστικό, της προσωπικής αντωνυμίας μπροστά απ*^ το ρήμα, η έλλειψη μορίων που να δίνουν αποχρώσεις στον λόγο. Οι Ρωμαίοι πέτυχαν κι εδώ ένα πολιτικό, νομικό και στρατιωτικό κατόρθωμα: στα λατινικά, αντίθετα με την αναρχία των ελληνικών διαλέκτων, επικρατεί ενότητα, στις περιόδους τους κυριαρχεί η στρατιωτική πειθαρχία, η σαφής διάκριση των αρμοδιοτήτων, η ορθολογικότητα ενός νομικού κώδικα. Στον αυστηρό, κοφτό ρυθμό τους αντηχεί το βήμα του λεγεωνάριου. Έχουν την πεζότητα και τη λιτότητα, αλλά και τη στιβαρότητα και τη λαγαρότητα μιας ξερολιθιάς. Ο Κουιντιλιανός έλεγε «Subtilitate vincimur, valeamus pondere»! Ακόμα κι αυτή η βραχύλογη υπόμνηση δεν μπορεί να μεταφρασθεί κατά λέξη στα γερμανικά.(*) Ώς σήμερα, όλοι οι λαοί της γης, όταν θέλουν να πουν κάτι με την ανώτατη δυνατή ακρίβεια, συντομία και μεστότητα, μόνο στα λατινικά μπορούν να το πουν. Για οτιδήποτε πέρα απ' τη σαφήνεια και την έμφαση τα λατινικά δεν είναι κατάλληλα: είναι μια γλώσσα πλασμένη για συνθήματα και φραστικά αστραπόβρχ)ντα, λοιδορίες και νομικούς κανόνες, διαταγές κι επιτύμβιες επιγραφές. Όσο για τη ρωμαϊκή θρησκεία, αρχικά δεν είχε τίποτα το κοινό με την ελληνική· μόνο με τον εξελληνισμό των Ρωμαίων έγινε και η θρησκευτική εξομοίωση. Οι Ρωμαίοι άλλωστε έκαναν πάντα διάκριση ανάμεσα στους di indigetes, τους ντόπιους θεούς, και τους di novensides, τους φερμένους απ' έξω. Ο Χέγκελ παρατηρεί πολύ λεπτά πως όταν ακούμε τα λόγια του Jupiter (=Δία), της Juno ( = Ή ρας) και της Minerva (=Αθηνάς), έχουμε την εντύπωση πως τέτοια ακούμε στο θέατρο. Δύσκολα μπορούμε ν' αποφανθούμε αν η ρωμαϊκή θρησκεία ήταν βαθύτερη απ' την ελληνική. Πάντως ήταν σοβαρότερη. Αν εξισώσουμε την ευσέβεια με την τελετουργικότητα, τότε οι Ρωμαίοι ήταν οι ευσεβέστερος λαός του κόσμου. Ο Κικέρων παράγει τη λέξη religio (=θρησκεία) απ' το ρήμα religare (=δένω, προσδένω)· αλλά εδώ δεν πρέπει να σκεφτούμε μια πρόσδεση στο θείο με την έννοια της πολύ εσωτερικότερης «απόλυτης εξάρτησης» που εννοεί ο Σλάιερμάχερ, παρά μονάχα την προσήλωση στα ιερά έθιμα και την ακριβή εφαρμογή τους. Μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε τη (*) Η φράση σημαίνει πάνω-κάτω: «Με τη λεπτολογία νικιέται κανείς, ενώ κατισχύει με το βάρος.» (Σ.τ.Μ.)
176
religio ως ένα είδος δέους, αλλά και πάλι με μια έννοια που, με τα δικά μας μέτρα, είναι πολύ εξωτερική. Το επίθετο religiosus θα μπορούσε να μεταφρασθεί περίπου ως «επισφαλής»: οι loca religiosa και οι dies religiosi είναι τόποι και μέρες που αποτελούν ταμπού: εκεί που έπεσε ένας κεραυνός, η μέρα μιας ήττας κλπ.· σε τέτοια μέρη δεν πρέπει να πατάει κανείς το πόδι του παρά μόνο με αφορμή ορισμένες τελετές, και τέτοιες μέρες πρέπει ν' αποφεύγει κάθε εγχείρημα ή καλύτερα να μη βγαίνει καθόλου απ' το σπίτι του. Ο Ρωμαίος δεν ξέρει καμιά κοσμογονία σαν κι αυτές που υπάρχουν στις Βέδες, στη Γένεση, στην Έδδα και αλλού, ακόμα και στους Έλληνες. Ο ουρανός και η γη υπάρχουν εξαρχής, για να λάμπουν και να βρέχουν, να πρασινίζουν και να καρπίζουν ο Ρωμαίος δεν ρωτάει πώς δημιουργήθηκαν. Αρχικά δεν υπήρχαν ούτε θρύλοι ούτε είδωλα των θεών, και επομένως ούτε οίκοι των θεών: η λέξη templum σημαίνει στην αρχαϊκή γλώσσα μόνον ένα ιερό μέρος. Ως βωμός χρησίμευε ένας χλοερός λόφος, ως έμβλημα του Mars ένα δόρατο, της Vesta η φλόγα του τζακιού, του Jupiter ένα βότσαλο. Οι Ταρκίνιοι ήταν οι πρώτοι που έστησαν το πήλινο είδωλό του Jupiter στο Καπιτώλιο. Οι θεοί είναι numina, φορείς διαφόρων εκδηλώσεων της θέλησης, αφηρημένες ενέργειες, δεν έχουν πρόσωπο. Ακριβώς όμως επειδή δεν έχουν ανθρώπινη μορφή τους τυλίγει το πέπλο και το δέος του μεγαλείου, που λείπει ακόμα κι απ' τα πιο υπέροχα δημιουργήματα της ελληνικής φαντασίας, και γι' αυτό ο πιστός μπορούσε να δει σ' αυτούς, ανάλογα με την ποιότητα του θρησκευτικού του αισθήματος, το άκρο άωτο του υπέροχου ή του κενού, του μυστηρίου ή της προστυχιάς. Αυτό δεν ήταν στο χέρι του Έλληνα, που για να βαθύνει το αίσθημά του για τον κόσμο έπρεπε ν' απαρνηθεί τους θεούς του. Η λέξη numen (το θείο, η θεότητα) παράγεται απ' το ρήμα nuere, που σημαίνει τη συγκατανευτική κίνηση του κεφαλιού. Οι Ρωμαίοι έβλεπαν τους θεούς τους να τους γνέφουν συγκατανευτικά από μακριά και μόνον από μακριά. Οι κυριότεροι θεοί ήταν ο Jupiter, ο Mars και ο Quirinus. Είναι πιθανό ότι οι δύο τελευταίοι ταυτίζονταν αρχικά. Ο Mars ήταν ο θεός του πολέμου, αλλά και της γεωργίας· απ' αυτόν είχε πάρει τ' όνομά του ο πρώτος μήνας του έτους, που άρχιζε την άνοιξη: mensis martius. Ο Jupiter επονομάζεται fulgurator, tonans, pluvius, serenator: αστραποβόλος, βροντόλαλος, υέτιος και αιθριαστής. Το 12
177
arbor jovis είναι η βαλανιδιά, που ήταν ιερό δέντρο και στους περισσότερους άλλους ινδοευρωπαϊκούς λαούς: τους Σλάβους και τους Κέλτες, τους Τεύτονες και τους Έλληνες· στη Δωδώνη, το αρχαιότερο ελληνικό ιερό, υττήρχε η βαλανιδιά του Δία· το θρόισμα των φύλλων της και το πέταγμα των ιερών περιστεριών που φώλιαζαν μέσα της ανάγγελλαν το μέλλον. Αλλά και για κάθε πράξη που μπορεί να βάλει ο νους υπήρχαν χωριστά numina: π.χ. ο Vervactor για το πρώτο όργωμα του χωραφιού, ο Redarator για το δεύτερο, ο Imporcitor για το τρίτο· ο Convector για τη συγκομιδή του σταριού, ο Conditor για την εναποθήκευσή του, ο Promitor για τη διάθεσή του· ο Ossipago είναι η θεότητα που κάνει γερά τα κόκαλα των παιδιών, ο Statilinus αυτός που τα μαθαίνει να περπατάνε, ο Fabulinus αυτός που τα μαθαίνει να μιλάνε. Ακόμα και τα χειρότερα πράγματα, η πανούκλα, ο λιμός, ο πυρετός, η ερυσίβη έχουν τους ειδικούς θεούς τους, και με τον ίδιο τρόπο είναι προσωποποιημένες οι σημαντικότερες ηθικές και πολιτικές έννοιες: η spes (=ελπίδα) και η fides (= πίστη), η pietas (= ευσέβεια) και η aequitas (= ισότητα), η concordia (=ομόνοια) και η d e m e n t i a (=πραότητα), η salus (=σωτηρία) και η victoria (=νίκη). Πολύ σημαντικός για τον γεωργό είναι ο Terminus, ο θεός των ορόσημων, προς τιμή του οποίου γίνεται κάθε χρόνο μια ειδική γιορτή, τα Τερμινάλια. Στον Saturnus, τον θεό της σποράς, ήταν αφιερωμένα τα Σατουρνάλια, που είχαν κάποια ομοιότητα με τα δικά μας Χριστούγεννα: έπεφταν στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκέμβρη, όλα τα μαγαζιά έκλειναν, οι άνθρωποι έκαναν δώρα ο ένας στον άλλο, εύχονταν αμοιβαία «Καλά Σατουρνάλια» (Bona saturnalia), άναβαν κεριά και παρέθεταν ένα γιορταστικό γεύμα· υπήρχε επίσης το ωραίο έθιμο να υπηρετούν οι κύριοι τους δούλους τους. Στο σπίτι δέσποζαν ο J a n u s (=Ιανός) και η Vesta (=Εστία), οι ενσαρκώσεις της πόρτας και του τζακιού, οι Πενάτες, οι Μάνες, οι Λάρητες και οι δαίμονες (genii), που η πιο συνηθισμένη μορφή τους ήταν το φίδι. Ουσιαστικά το κάθε τι έχει τον δικό του προστάτη δαίμονα: όχι μόνο κάθε άτομο, αλλά και κάθε τόπος, κάθε σωματείο και ο ρωμαϊκός λαός γενικά. Η έννοια genius loci σημαίνει μια πνευματικότερη εκδοχή της φύσης απ^ ό,τι η αντίστοιχη ελληνική, που λίγο πολύ κατέληγε να είναι πάντα μια αλληγορία. Οι οικιακές θυσίες ήταν συνήθως αναίμακτες; γάλα, φασόλια, γλυκίσματα, επίσης στε178
φάνια, λιβάνι, φώτα, ενώ στις κρατικές θυσίες σφάζονταν ζώα: γουρούνια, πρόβατα, μοσχάρια, γ^ αυτό και οι θυσίες αυτές ονομάζονταν συνοπτικά suovetaurilia (απ' τις λέξεις sus, ovis, taurus). Για το σφάξιμο οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν μαχαίρια από πέτρα ή μπρούντζο. Τα αγγεία είχαν κι αυτά μια αρχαϊκή απλότητα. Οι Ρωμαίοι άναβαν φωτιά τρίβοντας ξύλινα ραβδιά. Ο θεματοφύλακας του θείου νόμου ήταν το σώμα των ποντιφήκων, που μόνον αυτοί κατείχαν τη γνώση της σωστής επικοινωνίας με τους θεούς. 'Οπως οι θυσίες δεν ήταν παρά μια τεχνική για τον πρακτικό έλεγχο του παρόντος και του μέλλοντος, έτσι και το τάμα, votum, ήταν μια απλή συναλλαγή, ένα συμβόλαιο επί προθεσμία, που έληγε «άμα τη παραδόσει», ενώ και η evocatio, η έκκληση προς τον εχθρικό θεό να εγκαταλείψει την πολιορκημένη πόλη, ήταν μια καθαρά νομικιστική διαδικασία, που σ' εμάς φαίνεται σχεδόν κωμική. Την τέχνη της οιωνοσκοπίας την είχαν μάθει οι Ρωμαίοι απ' τους Ετρούσκους. Ένας οιωνός μπορούσε να εγκρίνει μια απόφαση ή ν' αποτρέπει απ' αυτή· μετά τη λήψη της απόφασης μπορούσε να προαναγγέλλει την έκβασή της, αλλά και να «νουθετεί» χωρίς συγκεκριμένη αφορμή. Για τη χρησμοδοσία χρησίμευε η (πολύ περίπλοκη) παρατήρηση των αστραπών ως προς το σχήμα, το μήκος, την κατεύθυνση, τη θέση τους στον ουρανό και τη χρονική τους αλληλουχία, καθώς επίσης η πτήση των αετών, των γυπών, των κορακιών, των κουκουβαγιών και σ' ορισμένες περιπτώσεις κι άλλων πουλιών, κι ακόμα κάθε ασυνήθιστο φυσικό φαινόμενο: οι εκλείψεις του ήλιου και της σελήνης, το ουράνιο τόξο, οι διάττοντες αστέρες, η αποβολή μιας έγκυας γυναίκας, οι ξαφνικές επιδρομές μελισσών κλπ. Μόνον οι Ετρούσκοι ήξεραν να τα ερμηνεύουν όλ' αυτά σωστά, και γι' αυτό, ώς την αυτοκρατορική εποχή, οι Ρωμαίοι τους προτιμούσαν για οιωνοσκόπους. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι Ρωμαίοι πίστευαν σ' αυτά τα πράγματα ακόμα και στον κολοφώνα της δόξας τους, όταν είχαν στα χέρια τους ολόκληρη την αρχαία παιδεία και μια αξεπέραστη ώς τα σήμερα νομολογία και κρατική οργάνωση. Ο Κάτων, με την περίφημη σαρκαστική έκφρασή του για τους haruspices, δεν μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη για το αντίθετο, όπως οι κοροϊδίες του Βολταίρου για τους παπάδες δεν είναι αντιπροσωπευτικές για τη λαϊκή πίστη. Η εντολή της castitas /=αγνότητας) δεν είχε καμιά ηθική ση179
μασι'α: αναφερόταν μόνο στην τελετουργική καθαρότητα του ιερέα, του θυσιαστή, του θύματος, σε πλύσεις, ραντίσματα, λιβανίσματα. Η παραμικρή απόκλιση απ^ το τυπικό μιας προσευχής, η παράλειψη μιας λέξης, μια λάθος κίνηση του χεριού, ένας λάθος ήχος της φλογέρας, το κλώτσημα των αλόγων, το χαλάρωμα του χαλιναριού έκαναν άκυρη τη θυσία, που όχι σπάνια έπρεπε να επαναληφθεί τριάντα φορές. Ένας ιδιαίτερος ταραξίας ήταν η μυγαλή, που το αδιάκριτο τσίρισμά της διέκοπτε αναρίθμητες τελετές. Ο εκκλησιαστικός πατέρας Τερτυλλιανός σύγκρινε τον «νόμο του Νουμά» με τον μωσαϊκό νόμο, εξαιτίας των πολλών και αυστηρών κανόνων του. Ο Βάρρων τόνιζε με καμάρι ότι αρχικά οι Ρωμαίοι λάτρευαν τους θεούς τους sine simulacro (=χωρίς είδωλα) και ότι η θεία λειτουργία τους ήταν πιο γνήσια· αυτοί που εισήγαγαν την εικονολατρία, λέει, αφαίρεσαν απ' τον λαό τη θεοσέβεια και την αντικατέστησαν μ' ένα κίβδηλο δόγμα. Αλλά η άποψη αυτή του Βάρρωνα (που πέθανε το 27 π.Χ.) αντανακλά ήδη το πνεύμα της μεγάλης ιστορικής αλλαγής· οι παλιότεροι Ρωμαίοι δεν είχαν ανακαλύψει ακόμα ούτε καν τα είδωλα. Ο Βάρρων παρέπεμπε στους Εβραίους· αλλά θα μπορούσε ν' αναφέρει και τους Πέρσες. Γιατί ούτε αυτοί είχαν είδωλα για τους θεούς τους. Δεν έφταναν όμως ώς τα άκρα, γιατί ανεχόντουσαν ένα έμβλημα για τον Ωρομάσδη: τον φτερωτό δακτύλιο, που συμβολίζει τον ήλιο, και μέσα σ' αυτόν τη μορφή του θεού με κορώνα και βασιλική εσθήτα, γένια και μακριούς βοστρύχους, με το δεξί χέρι υψωμένο διδακτικά. Απ' την άλλη μεριά, ήταν συνεπέστεροι απ' ό,τι ο μωσαϊσμός, γιατί δεν έχτιζαν ναούς: «Κατά τη γνώμη μου», λέει ο Ηρόδοτος, «αυτό το κάνουν επειδή δεν πιστεύουν, όπως οι Έλληνες, ότι οι θεοί τους μοιάζουν με τους ανθρώπους.» Περιορίζονταν να επικαλούνται πάνω στις βουνοκορφές τον ήλιο και το φεγγάρι, τη γη και τη φωτιά, το νερό και τον άνεμο. Όπως είπε ο Κλήμης από την Αλεξάνδρεια: «Έβλεπαν τα φανερώματα των θεών όχι στο ξύλο και τις πέτρες, όπως οι Έλληνες, ούτε στις ίβιδες και τους ιχνεύμονες, όπως οι Αιγύπτιοι, αλλά, όπως οι φιλόσοφοι, στη φωτιά και το νερό.» Η θρησκεία των Ιρανών ήταν καταγραμμένη στα ιερά τους κείμενα, που αντιστοιχούν στη Βέδα των Ινδών και λέγονται Αβέστα (λέξη που κι αυτή επίσης σημαίνει πάνω-κάτω «γνώση»). Η Αβέστα είναι γραμμένη στην παλιά εκκλησιαστική γλώσσα του Ιράν, τα αρχαία βακτριανά, που έχουν με τα αρχαία περσικά περίπου ό,τι σχέση 180
έχουν τα γοτθικά με τα πρώιμα μεσαιωνικά γερμανικά και στην εποχή του Κύρου ήταν ήδη μια νεκρή γλώσσα, συγκρίσιμη με τα λατινικά του Μεσαίωνα ή με τα εβραϊκά στα χρόνια του Ιησού. Ό,τι σώθηκε ώς την εποχή μας είναι αποσπάσματα με ιερουργικό κυρίως περιεχόμενο. Γύρω στο 1760 ο Ανκετίλ Ντυπερόν ανακάλυψε στους «πυρολάτρες», που ζούσαν στην περιοχή της Βομβάης, μια πλούσια συλλογή από αντίγραφα, που το 1771 κυκλοφόρησε στα γαλλικά· το γεγονός ότι οι Πέρσες είχαν δΐ)ίή τους θρησκεία είχε ξεχαστεί ολότελα και η έκδοση αυτή προκάλεσε τόση έκπληξη, ώστε η γνησιότητά της αμφισβητήθηκε. Η θρησκεία αυτή ονομάζεταΓμασδαϊσμός, από τον Αχουραμάζντα, ή ζωροαστρισμός, από το όνομα του ιδρυτή της. Ο Ζωροάστρης, όπως τον έλεγαν οι Έλληνες (η αβεστική μορφή του ονόματός του είναι Ζαρατούστρα) γεννήθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, γύρω στο 660 π.Χ. Οιωνοί και θαύματα περιβάλλουν τη γέννησή του, κακοί μάγοι προσπαθούν να σκοτώσουν το παιδί. Σε ηλικία είκοσι χρόνων αποσύρεται στην ερημιά, στα τριάντα του δέχεται την αποκάλυψη και αρχίζει το προσηλυτιστικό του έργο, αρχικά όμως χωρίς μεγάλη επιτυχία. Φυλακίζεται μάλιστα από τους εχθρικούς ιερείς, αλλά γιατρεύει το αγαπημένο άλογο του βασιλιά κι έτσι κερδίζει την εύνοιά του. Κατορθώνει να προσηλυτίσει τον δυνάστη και τη γυναίκα του στην καινούρια πίστη, που τώρα διαδίδεται γοργά. Αλλά δεν λείπουν οι αντίπαλοι και οι συγκρούσεις, και φαίνεται ότι ο Ζωροάστρης έπεσε σε μια απ' αυτές τις «σταυροφορίες». Λέγεται ότι όταν σκοτώθηκε ήταν εξηνταεφ,τά χρόνων. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της ζωροαστρικής διδασκαλίας είναι ο αυστηρός δυϊσμός της. Ο Ωρομάσδης (Ορμάσδ, Ορμούσδ, η ελληνική μορφή του Αχουραμάζντα) και ο Αριμάν, με τα αλληλοσυγκρουόμενα βασίλειά τους της αλήθειας και του ψέματος, του καλού και του κακού, του άπειρου φωτός και του ατέλειωτου ζόφου, αντιπαρατίθενται άμεσα ο ένας στον άλλο. Απ"^ την άλλη μεριά όμως η ζωροαστρική θρησκεία είναι μονοθεϊστική, γιατί η πάλη αυτή θα τελειώσει με την ήττα του κακού, με τον θρίαμβο του καλού. Ο Αχούρα Μάζντα (δηλαδή: «ο κύριος που είναι η σοφία») είναι δημιουργός, φύλακας και κριτής του κόσμου, δάσκαλος και προστάτης του καλού· ο θρόνος του είναι ο ουρανός, το σώμα του σκέτη φωτιά, πράγμα που στην περσική αντίληψη σημαίνει πνεύμα (ο μασδαϊσμός γνωρίζει ήδη την έννοια του αγίου τη/εύματος, σπέντα μαίνίου). Πιο κάτω απ' αυ181
τόν υπάρχει μια ιεραρχία από επουράνιους άρχοντες: επικεφαλής τους είναι οι έξι «ευεργέτες άγιοι», ένα είδος αρχαγγέλλων τα ονόματά τους είναι: «καλή σκέψη», «ευθυδικία», «πολυπόθητο βασίλειο», «ολόψυχη αφοσίωση», «σωτηρία» και «αθανασία». Μαζί με τον Ορμούσδ αποτελούν τους εφτά αγίους* έπειτα ακολουθούν, σε άπεφες διαβαθμίσεις, οι φραβάσι ή φύλακες άγγελοι. Ο Ορμούσδ είναι παντογνώστης και πανταχού παρών, αλλά όχι παντοδύναμος, γιατί τον αντιμάχεται ο Αριμάν, όπως είναι η νεοπερσική μορφή του ονόματός του* στην Αβέστα λέγεται άνγκρα μαϊνιον: κακό πνεύμα. Η ουσία του είναι: αντίσταση, ζημιά, χρεία, χλεύη, κάθε τι κακό. Όταν ο Ορμούσδ έπλασε τη ζωή, ο Αριμάν έπλασε τον θάνατο. Το στοιχείο του Αριμάν είναι ο ύπνος, η νύχτα, ο καττνός που θαμπώνει τη φωτιά, ο χειμώνας και η έρημος, η αρρώστια, η ακαθαρσία και το ψέμα, που συνίσταται στο ότι ο Αριμάν θεωρεί το κακό καλό. Έβαλε σε πειρασμό ακόμα και τον Ζαρατούστρα, όπως ο Σατανάς τον Χριστό, αλλά εξίσου μάταια. Υπηρέτες του είναι οι έξι αρχιδαίμονες και οι μυριάδες των νταέβας, που δεν είναι άλλοι παρά οι φυσικοί θεοί της παλιάς λαϊκής θρησκείας, δαιμονοποιημένοι από την καινούργια πίστη, όπως έκανε και ο χριστιανισμός με τις ειδωλολατρικές θεότητες. Κάθε ελάττωμα, κάθε συμφορά είναι έργο ενός δαίμονα. Ο ίδιος ο Νίτσε εξήγησε γιατί διάλεξε τη μορφή του Ζαρατούστρα για φερέφωνο της φιλοσοφίας του: «Ο Ζαρατούστρα θεώρησε ότι ο τροχός που κινεί τα πάντα είναι ο αγώνας του καλού με το κακό. Ο Ζαρατούστρα δημιούργησε αυτή τη μοιραία πλάνη, την ηθική. Επομένως, αυτός πρέπει να είναι ο πρώτος που θα την αντιληφθεί. Όχι μόνον είχε μεγαλύτερη και διαρκέστερη επιτυχία σ' αυτό τον τομέα από κάθε άλλο στοχαστή, παρά, πράγμα που είναι σημαντικότερο, ο Ζαρατούστρα είναι ειλικρινέστερος από κάθε άλλο στοχαστή. Η περσική αρετή είναι να λέει κανείς την αλήθεια και να εκτοξεύει εύστοχα τα βέλη τον. Στο στόμα μου, το όνομα Ζαρατούστρα σημαίνει την αυτοϋπέρβαση της ηθικής για χάρη της ειλικρίνειας,την αυτοϋπέρβαση του ηθικολόγου και τη μετατροττή του στο αντίθετό του — στο ε)/ώ.» Ωστόσο, όπως καθένας ξέρει, ο Νίτσε έβαλε στη θέση της παλιάς διαρχίας μια καινούργια, τη διαρχία του «ανώτερου» και του «παρακατιανού», καθόλου ασυμφιλίωτη με τη ζωροαστρική θρησκεία, που ήταν έκδηλα αριστοκρατική. Κάθε θρησκευτική διάνοια — 182
και σ** αυτή την κατηγορία ανήκε ο Νίτσε — είναι αναγκαία διαρχική και ηθικολογική. Οι κύριες αρετές του υπεράνθρωπου: γενναιοψυχία, αγνότητα και γενναιοδωρία, υττηρεσία του φωτός, στιβαρότητα της δράσης με παράλληλη ευθύνη απέναντι στην αιωνιότητα, δεν είναι παρά εκλεπτυσμένες αβεστικές αξίες. Εύκολα καταλαβαίνουμε από την όλη δομή του μασδαϊσμού ότι πιστεύει στην κρίση των νεκρών, στον παράδεισο και την κόλαση. Ο μασδαϊσμός έχει ήδη φτάσει στη συνεπή σκέψη ότι, αφού μπορεί κανείς να ζυγίσει τις καλές και τις κακές πράξεις, πρέπει να υπάρχει καθαρτήριο. Ο άνθρωπος, ως πλάσμα του Ορμούσδ, ανήκει από'τη φύση του στο βασίλειο του καλού. Αλλά σε κάθε στιγμή της ζωής του έχει το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής. Απ' αυτή την επιλογή εξαρτάται όχι μόνον η δική του τύχη, αλλά και η τύχη ολόκληρου του κόσμου. Γιατί κάθε καλή πράξη αυξάνει την εξουσία του Ωρομάσδη, ενώ κάθε κακή πράξη επεκτείνει το βασίλειο του Αριμάν κι έτσι επιβραδύνει την τελική νίκη του φωτός. Οι άγγελοι κρατούν λεπτομερή λογαριασμό των καλών και κακών πράξεων. Η βάση της ζωροαστρικής ηθικής αποτελείται από την αγία τριάδα: «καλές σκέψεις, καλά λόγια, καλά έργα». Συγκεκριμένα, ζητείται από τον πιστό αγνότητα της ψυχής και του σώματος, ειλικρίνεια κι ευσπλαχνία, φροντίδα για το χωράφι και το μοσχάρι (η αγελάδα θεωρείται το αγαπημένο πλάσμα του Ωρομάσδη). Η φωτιά λατρεύεται ως το αγνότερο στοιχείο, αυτό που εξαγνίζει τα πάντα και ταυτόχρονα δίνει ζωή: ο ιερέας δεν πρέπει να πλησιάζει την ιερή φλόγα στους βωμούς παρά μόνο με γάντια και κημό, για να μη τη μαγαρίσει. Για το ανασκάλεμα και το αναρρίπισμά της χρησιμεύουν ιερές μασιές και βεντάλιες. Επειδή το πτώμα είναι ακάθαρτο, δεν μπορεί ούτε να καεί ούτε να ταφεί στη γη, κι αυτό οδήγησε στο ανεπανάληπτο έθιμο να παραδίνονται οι νεκροί ως βορά στα σκυλιά και στα όρνεα. Υπήρχαν όμως κι άλλες μορφές ταφής, που δεν συγκρούονταν με την εντολή για αγνότητα: οι νεκροί αλείφονταν με κερί και κηδεύονταν καθιστοί ή τοποθετούνταν σε μονωτικά φέρετρα. Ιερά ζώα ήταν ο σκύλος και ο κόκορας — ο τελευταίος προ πάντων ως κήρυκας της αυγής και του φωτός· στην Ελλάδα επονομαζόταν για μεγάλο διάστημα «περσικό πουλί». Στον σκύλο, έλεγαν οι θρησκευτικές εντολές, έπρεπε να προσφέρει κανείς ό,τι καλύτερο είχε, όπως σ"^ έναν επίτιμο προσκεκλημένο. Ένας σκύλος με τέσσερα μ ί 183
τια (δηλαδή με δύο κηλίδες στο μέτωπο) μπορούσε με το βλέμμα του να διώξει τους διαβόλους. Η μεγάλη εκτίμηση που έτρεφαν οι Πέρσες για το άλογο και την καμήλα φαίνεται από τα ανδρικά κύρια ονόματα, που συντίθενται από τις λέξεις ούστρα (καμήλα) και άσπα (άλογο): για παράδειγμα, ο πατέρας του πρώτου Δαρείου λεγόταν Βιστάσπα (ελληνικά: Τστάσπης). Υπήρχαν κυρίως δύο ράτσες αλόγων: τα γοργοπόδαρα αραβοειδή άτια των νοτιοδυτικών περιοχών και τα βαριά, πολύ ανθεκτικά άλογα των βορειανατολικών επαρχιών. Ένας ειδικά περσικός τρόπος αξιοποίησης των πρώτων ήταν το ταχυδρομείο και των δεύτερων τα δρεπανηφόρα άρματα. Τα τελευταία αυτά είχαν κοφτερά δρεπάνια στον ρυμό και τις ρόδες, σέρνονταν από τέσσερα θωρακισμένα άλογα και στην αρχή προκαλούσαν μεγάλο φόβο. Απ' την άλλη μεριά, πλάσματα του Αριμάν ήταν τα ποντίκια και οι αρουραίοι, τα φίδια και τα βατράχια, τα σαρκοφάγα ζώα και τα έντομα· η εξόντωσή τους ήταν θρησκευτικό καθήκον. Αλλά το υπέρτατο καθήκον ήταν η αποφυγή του ψέματος, και γι' αυτόν τον λόγο απαγορευόταν να δημιουργεί κανείς χρέη, επειδή εύκολα μπορούσε τότε να βρεθεί στην ανάγκη να πει ψέματα. Σχετικά με τους Πάρσι της Βομβάης, τους μόνους γνήσιους απόγονους των πρώτων οπαδών του Ζαρατούστρα, η χειραψία τους θεωρείται σ' ολόκληρο τον επιχειρηματικό κόσμο μεγαλύτερη εγγύηση από κάθε συμβόλαιο* παροιμιώδης είναι και η γενναιοδωρία τους. Μια άλλη ιδιότητα των Περσών, που δεν προκαλούσε λιγότερη έκπληξη στους Έλληνες απ' όσο η φιλαλήθειά τους, ήταν ο ιπποτισμός τους απέναντι στους εχθρούς και η ήπια μεταχείριση των νικημένων: έλεγαν ότι την πυρπόληση των ναών την είχαν μάθει από τους Έλληνες· άλλωστε, σπάνια κατέφευγαν σ' αυτό το μέτρο, για να παραδειγματίσουν ή για να τρομοκρατήσουν τον εχθρό. Η παιδεραστία απαγορευόταν από την Αβέστα, χωρίς όμως αυτή η απαγόρευση να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, ενώ η οινοποσία δεν απαγορεύθηκε παρά μόνον από το Κοράνι: μαζί με το κυνήγι, τα ζάρια και τον αγώνα δρόμου αποτελούσε την κύρια διασκέδαση των Περσών. Όπως λέει ο Ηρόδοτος, οι Πέρσες έπαιρναν αποφάσεις πίνοντας κρασί, αλλά ό,τι αποφάσιζαν το επανεξέταζαν μόλις ξεμεθούσαν: μια μέθοδος κάθε άλλο παρά ασύνετη. Συνοψίζοντας, ο ζωροαστρισμός, αντίθετα μ' όλες τις αρχαίες μορφές θρησκείας (με εξαίρεση τον ινδουισμό), είναι μια οικονμενιστική και πατρική θρησκεία, και, σ' αντίθεση με τον ινδουι184
σμό, μια θρησκεία της πράξης. Οι Ινδοί και οι Ιρανοί αποτελούσαν αρχικά ένα λαό, τους Άριους με τη στενότερη έννοια, και θα έλεγε κανείς ότι η φύση θέλησε να δείξει πώς από την ίδια ρίζα μπορούν να προκύψουν δύο διαμετρικά αντίθετες κοσμοθεωρίες και τρόποι ζωής. Οι Πέρσες, οι Μήδοι και οι Πάρθοι ήταν απλώς κλάδοι της ιρανικής ομοφυλίας, και δεν διέφεραν μεταξύ τους περισσότερο απ' όσο οι Φράγκοι, οι Σουήβοι και οι Βαυαροί. Το Ιράν είναι μια καθαρά ορεινή χώρα. Οι χαμηλότερες κοιλάδες του βρίσκονται σε ύψος 1.500 μέτρα πάνω απ' τη θάλασσα, ενώ οι κορυφές των βουνών του όχι σπάνια φτάνουν και ξεπερνούν τα 5.000 μέτρα. Το κεντρικό τμήμα του το σχηματίζει μια μεγάλη, εντελώς αδιάβατη αλμυρή έρημος. Δάση δεν υπάρχουν σχεδόν πουθενά σ' ολόκληρη τη χώρα. Αραιές συστάδες από λεύκες και πλατάνια, κυπαρίσσια και νανώδεις φοινικιές είναι το μοναδικό δεντροστολίδι της χώρας. Στις οάσεις εύφορης γης υπάρχει πλούσια βλάστηση: παπαρούνες και γιασεμιά, μενεξέδες και νάρκισσος διάφοροι οπωροφόροι θάμνοι και προπάντων τριανταφυλλιές, που η πατρίδα τους είναι ίσως η Περσία: η ελληνική λέξη ρόδο προέρχεται απ' τα ιρανικά. Ακόμα και σήμερα οι κάτοικοι της Τεχεράνης έχουν αληθινό πάθος για τα τριαντάφυλλα, απ' τα οποία ξεχειλίζουν οι κήποι και οι αυλές τους, τα λουτρά και οι τραπεζαρίες τους. Η πανίδα μοιάζει πολύ με τη μεσοποτάμια· τα ιδιαίτερα ζώα της είναι η χελώνα της στέππας, ο βάρανος της ερήμου (μια γιγάντια πολύχρωμη σαύρα, που μετά τον κροκόδειλο είναι το μεγαλύτερο ερπετό) κι ένα πολύ δηλητηριώδες είδος κοριού. Ο συνολικός πληθυσμός του βασίλειου των Αχαιμενιδών, που απλωνόταν απ' τον Ινδό ώς το Αιγαίο, θα πρέπει να έφτανε τα πενήντα εκατομμύρια, απ' τα οποία οι Πέρσες ήταν το πολύ το ένα εκατοστό. Η Περσέπολη, η πρωτεύουσα της Περσίδας, της χώρας που αποτελούσε τον πυρήνα του κράτους, ήταν χτισμένη σε πολύ περιφερειακή θέση και γι' αυτό δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως καρδιά του διοικητικού μηχανισμού του βασίλειου* γι' αυτό αναπτύχθηκαν πλάι της και απόκτησαν μεγάλη σημασία τα Εκβάτανα, η πρωτεύουσα της Μηδίας, και τα Σούσα, η μητρόπολη του Ελάμ: η πρώτη ήταν έδρα των Περσών βασιλιάδων το καλοκαίρι, η δεύτερη τον χειμώνα. Η Μηδία θεωρούνταν ανέκαθεν η σημαντικότερη επαρχία του κράτους πλάι στην Περσίδα, γι' αυτό οι δυτικοί συγγραφείς αποκα185
λούσαν τους Πέρσες Μήδους και οι Έλληνες έλεγαν τους περσικούς πολέμους «Μηδικά». Αλλά και η Βαβέλ διατήρησε την παλιά αίγλη της, επειδή ήταν κέντρο του προσωασιατικού εμπορίου, είχε μεγάλο πληθυσμό, πάμπολλα οικοδομήματα και οι γνώσεις των μηχανικών, των ιεροφαντών, των αστρονόμων και των μάγων της ήταν ξακουστές. Πάνσεπτος και πολυτίμητος, αλλά όχι θεοποιημένος, ο βασιλιάς έστεκε ψηλά πάνω απ' τους υπηκόους του, που ήταν όλοι υπηρέτες του. Όποιος τον πλησίαζε έπρεπε να πέσει στο χώμα, όποιος μιλούσε μαζί του έπρεπε να κρύβει τα χέρια του στα μανίκια του, ο δούλος που έστεκε πίσω απ' τον θρόνο του και του έκανε αέρα φορούσε επίδεσμο στο στόμα* όταν περπατούσε στο παλάτι του άπλωναν χαλιά, που κανένας άλλος δεν επιτρεπόταν να πατήσει* όταν κυκλοφορούσε στην πόλη, έκλειναν οι δρόμοι· ακόμα και οι «ομοτράπεζοί» του, υψηλοί αξιωματούχοι, έτρωγαν σ' ένα τραπέζι που βρισκόταν στον προθάλαμο της βασιλικής τραπεζαρίας. Απ' την άλλη μεριά, ο λαός περίμενε απ' τον βασιλιά του να είναι υπόδειγμα σ' όλες τις ζωροαστρικές αρετές. Μόνον οι γιοί των επίσημων γυναικών του ήταν νόμιμοι. Οι περισσότεροι Αχαιμενίδες ήταν παντρεμένοι με τις αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς αδελφές τους, ο Αρταξέρξης Β' μάλιστα με την αδελφή του Άτοσσα: η μασδαϊκή θρησκεία επέτρεπε όχι μόνο τον γάμο με την αδελφή, αλλά και με τη μητέρα. Ολόκληρο το κράτος ήταν χωρισμένο σε είκοσι σατραπείες. Επικεφαλής κάθε σατραπείας ήταν ένας αρμοστής {ξατράπα)' κάθε χρόνο εμφανίζονταν «μάτια κι αυτιά του βασιλιά» για να κάνουν έλεγχο. Στη διακυβέρνηση των κατακτημένων χωρών οι Πέρσες έδειχναν εξυπνάδα και ανθρωπιά: τα μέλη των υποταγμένων λαών μπορούσαν να φτάσουν ώς τα ανώτατα αξιώματα, τόσο στη βασιλική αυλή όσο και στην πατρίδα τους· τα έθιμα, η θρησκεία και η κοινωνικοπολιτική οργάνωση κάθε κατακτημένης χώρας έμεναν συνήθως ολότελα απρόσβλητα: οι νομάδες και οι ημιβάρβαροι μπορούσαν να κρατήσουν τους σεΓχηδες και τους φυλάρχους τους, οι Φοίνικες τους «δικαστές» τους, οι Αιγύπτιοι τους τοπικούς πρίγκηπές τους, οι Κιλίκιοι τη «συέννεσή» τους, οι Εβραίοι τη θεοκρατία τους, οι Έλληνες την πόλι τους. Στη νομολογία τους, που κι αυτή πρέπει να ήταν πολύ ανθρωπιστική, μας ξαφνιάζει η αρχή ότι η ποινή μπρούσε να μειωθεί ή και ν' απαλειφθεί εντελώς αν ο κατηγορούμενος είχε προσφέρει στο παρελθόν κοινωφελείς υπηρε186
σίες, ενώ η Ευρώπη το μόνο που κατάφερε ώς σήμερα ήταν να φτάσει ώς τη χλωμή έννοια του «προτέρου εντίμου βίου» και δεν μπορεί ούτε καν να διανοηθεί ότι στην αξιολόγηση της ζωής ενός ανθρώπου οι θετικές πράξεις μπορούν να εξισορροπήσουν τις κακές· αντίθετα, ο οπαδός της μασδαϊκής θρησκείας, στο σύστημα της οποίας η καλή πράξη έχει αυτόνομη και αποφασιστική αξία, μπορούσε εύκολα να συλλάβει και να ενστερνισθεί αυτή την αρχή. Αν και οι Πέρσες αρίστευσαν στη νομισματοκοπία, δεν κατάφεραν να καθιερώσουν τη χρηματική οικονομία στο κράτος τους, που περιλάμβανε λαούς με διαφορετικό πολιτιστικό επίπεδο. Οι επαρχίες πλήρωναν ένα μεγάλο μέρος απ'' τους φόρους τους σε είδος: άλογα και μουλάρια, ρούχα και χαλιά, αλεύρι και παστά ψάρια, οικιακά σκεύη και άλλα χρειώδη. Αλλά ακόμα και τα χρηματικά δοσίματα μετατρέπονταν, στα θησαυροφυλάκια των πρωτευουσών, σε εμπόρευμα: οι αρμόδιοι έλειωναν τα νομίσματα και τα έκαναν ραβδιά, πόρπες, δοχεία για να χρησιμοποιηθούν, αν ήταν ανάγκη, πάλι στη νομισματοκοπία. Ένα σημαντικό πόστο στην κρατική διοίκηση ήταν η μέριμνα για τη συντήρηση των νεαρών ευγενών, που ανατρέφονταν στην αυλή ως υποψήφιοι δημόσιοι υπάλληλοι και εκπαιδεύονταν στην ιππασία και την τοξοβολία, τη νομολογία και τη θεολογία (αλλά και κάθε έφηβος που είχε ταλέντο μπορούσε να φτάσει «στις πύλες του βασιλιά»). Ένα άλλο λειτούργημα ήταν η συντήρηση ενός μόνιμου στρατιωτικού σώματος: των δέκα χιλιάδων «Αθανάτων», που ο αριθμός τους συμπληρωνόταν διαρκώς και των «Χιλίων», της σωματοφυλακής του βασιλιά, που ήταν στρατωνισμένη στο παλάτι κι είχε επικεφαλής ένα χιλίαρχο: το έμβλημά της ήταν ένας χρυσός αετός στο κοντάκι της λόγχης. Το εξοχότερο πολεμικό σώμα των Περσών ήταν οι τοξότες, των οποίων η βροχή από βέλη νικούσε σχεδόν τον κάθε αντίπαλο και, μαζί με το επίσης πολύ αξιόμαχο ιππικό, αποτελούσαν σχηματισμούς με μεγάλη ικανότητα ελιγμών, γιατί αντί για κράνη, θώρακες και περικνημίδες φορούσαν πανταλόνια, ελαφρές πουκαμίσες και την τιάρα, ένα χαμηλό σκούφο, ενώ η «ψηλή τιάρα» ή κίδαρις στόλιζε μόνο του βασιλιά το κεφάλι. Τα πληρώματα του στόλου αποτελούνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από ξένους: Έλληνες, Κιλίκιους, αλλά προπάντων Φοίνικες. Μια ειδικότητα των Περσών ήταν οι έφιπποι καμηλιέρηδες και οι ελέφαντες. Τα δρεπανηφόρα άρματα είχαν πάψει πια να εμπνέουν τρόμο στα χρόνια του Ξενοφώντα: 187
Ol αντίπαλοι είχαν μάθει να τ' αποφεύγουν ή να φοβίζουν τα άλογα. Αλλά και στην οδοποιία οι Πέρσες ήταν ικανότατοι: ένας δρόμος, η λεγόμενη βασιλική οδός, οδηγούσε από την Έφεσο στις Σάρδεις και από εκεί, περνώντας από τη Λυδία, τη Φρυγία, την Καππαδοκία και την Αρμενία, έφτανε ώς τα Σούσα. Προπάντων όμως οι Πέρσες είναι οι εφευρέτες του ταχυδρομείου. Στις κύριες οδικές αρτηρίες και σε διαστήματα τεσσάρων ώς πέντε παρασανγκών (μια παρασάνγκα ήταν περίπου έξι χιλιόμετρα) υττήρχαν βασιλικοί σταθμοί, όπου μέρα και νύχτα μπορούσαν ν' αντικατασταθούν τα άλογα ή οι αγγελιαφόροι, έτσι ώστε τα μηνύματα έφταναν στον προορισμό τους «σχεδόν γρηγορότερα απ' όσο πετούσαν οι γερανοί πάνω απ' τη χώρα». Τόσο οι Πτολεμαίοι όσο και οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν αυτόν τον θεσμό, που στην αρχή χρησίμευε μόνο για τις τηλεπικοινωνίες της κυβέρνησης και τη μεταφορά κρατικών υπαλλήλων, αλλά απ' αυτόν εξελίχθηκε στη νεότερη εποχή το ιδιωτικό ταχυδρομείο. Εκτός απ' αυτό, ο Δαρείος αποτέλειωσε τη διώρυγα του Σουέζ, που την είχε αρχίσει ο φαραώ Νεχώ· η διώρυγα λειτουργούσε ακόμα στην εποχή του Ηρόδοτου, που μας λέει ότι είχε «μάκρος τέσσερις μέρες ταξίδι και πλάτος δύο τριήρεις», αλλά αργότερα σκεπάσθηκε με άμμο και μόλις ο Πτολεμαίος Β' την επισκεύασε. Σ' αντίθεση με τη Βαβυλωνία, η Περσία διέθετε ένα ανθεκτικό οικοδομικό υλικό: τον θαυμάσιο μαρμαροειδή ασβεστόλιθο, που υπήρχε στα βουνά της. Το ελεύθερο πνεύμα της θρησκείας του φωτός φαίνεται και στη διάταξη των ανακτόρων, που αποτελούνταν από τεράστιες στοές, χωρίς καθόλου εξωτερικούς τοίχους παρά μόνο κουρτίνες. Χαλιά και γιρλάντες, πολύχρωμες ζωγραφιές και πλούσια πλακόστρωτα έδιναν στους χώρους ευχάριστη όψη. Φυσικά, στους Πέρσες δεν υπάρχει τίποτα απ' τις βαθιές αρχιτεκτονικές ιδέες των Ελλήνων: οι αναλογίες των υπερβολικά μακρόστενων κιόνων είναι ολότελα τυχαίες, τα κιονόκρανα (που παριστάνουν γονατιστά άλογα, λιοντάρια και ταύρους) δεν είναι παρά ένα φανταχτερό μπιχλιμπίδι. Η γλυπτική του Ιράν, τόσο στον ρυθμό και τη δομή της όσο και σ' ολόκληρη τη θεματολογία της, είναι απλή παραφυάδα της βαβυλωνιακής, αλλά διατινέεται κι αυτή απ' την πύρινη, ζωογόνα ανάσα του Αχουραμάσδα. Γύρω απ' τα ανάκτορα απλώνονταν μεγάλοι κήποι με κυνήγια και πισίνες, που στα αρχαία περσικά λέγονταν παραντέζα (ή κάπως έτσι), πράγμα που σημαίνει πάνω-κάτω «θεσπέσιο 188
μέρος»' απ^ αυτή τη λέξη οι Έλληνες έκαναν τον «παράδεισο», κι η έκφραση αυτή πέρασε στη μετάφραση της Βίβλου από τους Εβδομήντα. Ελάχιστοι άνθρωποι ξέρουν ότι όταν λένε πως ένα τοπίο είναι «παραδεισένιο», μιλάνε περσικά και ότι ο τόπος όπου ζούσε ο πρώτος άνθρωπος πήρε τ' όνομά του από ένα μαγευτικό τεχνητό πάρκο. Η ορμή του περσικού ιμπεριαλισμού στρεφόταν ασυγκράτητη προς τη Δύση. Όταν όλες οι κτήσεις της Λυδίας πέρασαν στα χέρια των Αχαιμενιδών και κατακτήθηκε ακόμα και η Αίγυπτος, η εισβολή στη Βαλκανική χερσόνησο ήταν πια ζήτημα χρόνου. Η θέση των Ελλήνων της Ιωνίας δεν ήταν καθόλου χειρότερη απ^ ό,τι ήταν όταν είχαν πάνω απ' το κεφάλι τους τον Κροίσο: οι Πέρσες περιορίσθηκαν να εγκαταστήσουν στην εξουσία τυράννους, πιστεύοντας ότι από ευγνωμοσύνη αυτοί θα τους ήταν αφοσιωμένοι, και κατά τα άλλα άφησαν στις πόλεις πλήρη ελευθερία, ακόμα μάλιστα και το σημαντικότερο για τους Έλληνες δικαίωμα, το δικαίωμα να πολεμούν μεταξύ τους. Όμως ίσα-ίσα αυτοί οι τύραννοι υποκίνησαν την εξέγερση, που ξέσπασε το 499, παρά τις έντονες προειδοποιήσεις του πολυκάτεχου Εκαταίου από τη Μίλητο, που μάταια προσπάθησε να εξηγήσει στους συμπατριώτες του, πάνω σ' ένα παγκόσμιο χάρτη, ότι το εγχείρημά τους δεν είχε καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Η Αθήνα έστειλε πλοία για υποστήριξη, ενώ η Σπάρτη είχε τη φρονιμάδα να κρατήσει απ' έξω την ουρά της. Η έφοδος στις Σάρδεις, την έδρα του σατράπη, πέτυχε: η πόλη παραδόθηκε στίς φλόγες. Αλλά κατά την αποχώρησή τους τα ελληνικά στρατεύματα συντρίφθηκαν από τους Πέρσες κοντά στην Έφεσο. Όταν και ο στόλος των στασιαστών νικήθηκε αποφασιστικά στον κόλπο της Μιλήτου, κοντά στο νησί Αάδη, οι Πέρσες απέκλεισαν την πόλη από ξηρά και θάλασσα και την κατέλαβαν εξ εφόδου το 494. Επειδή η Μίλητος ήταν η ψυχή της εξέγερσης, πυρπολήθηκε και ο πληθυσμός της εκτοπίσθηκε, όπως είχε πάθει και η Ιερουσαλήμ έναν αιώνα νωρίτερα απ' τους Χαλδαίους. Η Μίλητος γνώρισε στην αρχαιότητα μια δεύτερη ακμή, αλλά σήμερα είναι ένα άθλιο χωριό γεμάτο κουνούπια, ενώ το λιμάνι, στο οποίο κάποτε τρεις ήπειροι αντάλλαζαν τους θησαυρούς τους, έχει γίνει ένας θλιβερός βοσκότοπος και η Αάδη προβάλλει μέσα απ' τη θάλασσα σαν τύμβος. Οι υπόλοιπες πόλεις υπάχ^καν πια επίσημα στον σατράπη των Σάρδεων και απόκτησαν δημοκρατικές κυβερνήσεις, μια που η τυ189
ραννίδα τα είχε κάνει μούσκεμα. Εύκολα μπορούσε να προβλέψει κανείς ότι ο μεγάλος βασιλιάς δεν θ^ άφηνε ατιμώρητη την ανάμιξη της Αθήνας. Είναι πιθανό ότι στην αρχή δεν είχε άλλο σκοπό παρά την ενσωμάτωσή της στο κράτος των Αχαιμενιδών και την παλινόρθωση του Ιππία. Υπήρχαν μερικοί Αθηναίοι που συμβούλευαν τους συμπολίτες τους να δεχτούν το αναπόφευκτο. Αλλά η πλειοψηφία ήταν αποφασισμένη ν' αντισταθεί. Όμως κι ανάμεσά τους υπήρχαν δύο παρατάξεις: η μία, με επικεφαλής τον Μιλτιάδη, στήριζε όλες τις ελπίδες της στους οπλίτες, η άλλη υποστήριζε με φανατισμό το σχέδιο του Θεμιστοκλή για την ενίσχυση του στόλου. 'Οπως λέει ο Θουκυδίδης, ο Θεμιστοκλής «ήταν ο πρώτος που τόλμησε να πει στους Αθηναίους ότι έπρεπε να στηριχθούν στη θάλασσα». Η αντίθεση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις δεν αντανακλούσε απλώς διαφορετικές στρατηγικές θεωρίες, αλλά και διαφορετική εσωτερική πολιτική: οι οπλίτες στρατολογούνταν από την ευκατάστατη μεσαία τάξη, ενώ τα πληρώματα των πλοίων από τα κατώτερα στρώματα, που σ' ένα ναυτικό κράτος θ' αναλάμβαναν τον ηγετικό ρόλο. Αρχικά επικράτησε η διπλά συντηρητική αντίληψη του Μιλτιάδη. Όταν ο Δαρείος ζήτησε από τις ελληνικές πόλεις «γην καί ύδωρ» σαν σημάδι της υποταγής τους, η μια πόλη μετά την άλλη υποχώρησαν μόνον η Αθήνα και η Σπάρτη αρνήθηκαν, και μάλιστα έριξαν τους αγγελιαφόρους στο πηγάδι, για να κάνουν οριστική τη ρήξη. Στις αρχές του 492 ο περσικός στρατός άρχισε να βαδίζει προς τη Θράκη, με την κάλυψη του στόλου, που όμως εξόκειλε στον Άθω κι ένα μεγάλο μέρος του βυθίσθηκε. Έτσι, η πρώτη αυτή εκστρατεία ναυάγησε. Στη δεύτερη, που έγινε το 490, οι Πέρσες εφάρμοσαν άλλη μέθοδο :χρησιμοποίησαν τα πλοία μόνο για τη μεταφορά και διεκπεραίωσαν τον στρατό κατ' ευθείαν από τη Σάμο στην Αττική. Οι Αθηναίοι ήταν ουσιαστικά αναγκασμένοι να στηριχθούν μόνο στις δικές τους δυνάμεις, γιατί μόνον οι Πλαταιείς έσπευσαν να τους βοηθήσουν, ενώ οι Σπαρτιάτες ήρθαν πολύ αργά. Ο Μιλτιάδης, με τη μεγάλη επιρροή του, κατόρθωσε να πείσει τους συμπολίτες του να μην περιμένουν τον εχθρό στην πόλη, αλλά να βαδίσουν εναντίον του. Τα όπλα ήταν μάλλον άνισα. Η δύναμη των Αθηναίων ήταν η φάλαγγα, ένας γραμμικός σχηματισμός που κανονικά είχε βάθος οχτώ άνδρες, καμιά φορά όμως διπλό και τριπλό. Όταν η φάλαγγα ήταν πυκνή, τότε, χάρη στον βαρύ οπλισμό των ανδρών, και ιδιαίτερα χάρη στο 190
δόρατο, που ήταν ενάμισυ μπόι μακρύ, είχε σχεδόν ακατανίκητη δύναμη κρούσης. Οι μόνες αδυναμίες της ήταν η δυσκινησία της και η ευπάθεια των πλευρών της. Γι' αυτό, η μεγαλύτερη απειλή προερχόταν από τη δυνατότητα του εχθρού να την περικυκλώσει και να την εξουθενώσει με τα ελαφρά σώματα των τοξοτών και των ιππέων, που ήταν το μεγάλο ατού των Περσών. Η τακτική ιδιοφυία του Μιλτιάδη αντιμετώπισε αυτόν τον κίνδυνο με το τολμηρό σχέδιο ν' αραιώσει όσο γινόταν περισσότερο το κέντρο (κι έτσι ν' αυξήσει το πλάτος του μετώπου) και να διατάξει τους άνδρες του να προωθηθούν ξαφνικά τροχάδην. Μ** αυτόν τον τρόπο απέφυγαν τα εχθρικά βέλη και υπερφαλάγγισαν το ιππικό. Πολλοί απ' τους Πέρσες απωθήθηκαν στους βάλτους, άλλοι κατέφυγαν στα πλοία, όπου συνεχίσθηκε η μάχη. Αυτή ήταν η μάχη του Μαραθώνα. Η νίκη των Αθηναίων οφείλεται και στην πετυχημένη επιλογή του εδάφους: η μάχη δόθηκε στην έξοδο μιας κοιλάδας, όπου τα βουνά κάλυπταν τις δύο πτέρυγες των Αθηναίων και το περσικό ιππικό δεν είχε αρκετό χώρο για ν' αναπτυχθεί. Η συμπεριφορά των Αθηναίων προς τον Μιλτιάδη ήταν γνήσια αθηναϊκή. Όταν ο νικητής του Μαραθώνα, ένα χρόνο αργότερα, επιχείρησε να επιτεθεί στην Πάρο και απότυχε ολοκληρωτικά, τον καταδίκασαν λόγω «απάτης» να πληρώσει ένα εξωφρενικό χρηματικό πρόστιμο (η αρχική πρόταση μάλιστα ήταν να καταδικασθεί σε θάνατο)· ο Μιλτιάδης όμως πέθανε έπειτα από λίγες βδομάδες από μια πληγή που είχε δεχτεί στη μάχη. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τον Θεμιστοκλή και τα σχέδιά του να ενισχυθεί το ναυτικό. Ο Θεμιστοκλής όμως βρήκε ένα καινούργιο αντίπαλο στο πρόσωπο του Αριστείδη, που όσο δίκαιος άλλο τόσο κοντόθωρος ήταν. Ο Αριστείδης είχε μεν την καλή φήμη ότι έκανε περιττά τα δικαστήρια, γιατί όλοι δέχονταν τη διαιτησία του, αλλά, σαν συντηρητικός που ήταν, δεν είχε μάτι για τα μεγάλα προβλήματα της παγκόσμιας πολιτικής. Έγινε λοιπόν για μια ακόμα φορά ο περίφημος οστρακισμός και ο αθηναϊκός λαός διάλεξε το μέλλον, εξορίζοντας τον Αριστείδη. Ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να καταργήσουν τη διανομή των εσόδων από τα μεταλλεία του Ααυρίου και εισήγαγε ένα είδος φόρου εισοδήματος, την τριηραρχία, σύμφωνα με την οποία οι πλουσιότεροι πολίτες έπρεπε να εξοπλίζουν από ένα πλοίο. Έτσι δημιούργησε μέσα σε λίγα χρόνια ένα μεγάλο στόλο από νέου τύπου πλοία, τις τριήρεις, που ήταν ανώ191
τερα απ' τα προηγούμενα στην ικανότητα ελιγμών και στο πλήθος του πληρώματος. Λέγεται ότι και οι Πέρσες προπαρασκευάζονταν δέκα χρόνια για την καινούρια εκστρατεία. Αυτή η εκδοχή είναι σίγουρα μια ελληνική υπερβολή· στην πραγματικότητα οι Πέρσες είχαν στραμμένη την προσοχή τους σ' άλλα και σημαντικότερα πράγματα: εξεγέρσεις στην Αίγυπτο και τη Βαβυλωνία και διενέξεις γύρω από τον θρόνο, όταν πέθανε ο Δαρείος. Οπωσδήποτε, ο νέος μεγάλος βασιλιάς, ο Ξατζάρσα, γνωστότερος με το ελληνικό του όνομα Ξέρξης, αντιλήφθηκε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να κατακτηθεί μ' ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα. Αλλά οι αριθμοί που αναφέρει ο Ηρόδοτος είναι παραφουσκωμένοι. Αν ο περσικός στρατός αριθμούσε πάνω από τέσσερα εκατομμύρια άνδρες, όπως ισχυρίζεται, οι στρατιώτες αυτοί θα σχημάτιζαν μια φάλαγγα με μήκος περισσότερα από τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα, μεγαλύτερη από τη βασιλική οδό. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς πώς θα μπορούσαν αυτές οι ορδές να ριχτούν πάνω στην Ελλάδα. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Ο Κλάουζεβιτς, που σ' αυτά τα ζητήματα μπορεί να θεωρηθεί η μεγαλύτερη αυθεντία, τονίζει ότι «η αριθμητική υπεροχή είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για την έκβαση μιας μάχης», μόνο'που πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη ώστε να εξισορροπεί τους άλλους παράγοντες: «Αυτή είναι η πρώτη θεμελιώδης αρχή της στρατηγικής. Έτσι γενικά όπως διατυπώνεται εδώ, ισχύει εξίσου για τους Έλληνες και τους Πέρσες, τους Άγγλους και τους Μαχράτ ή τους Γάλλους και τους Γερμανούς.» Αν λοιπόν οι Πέρσες είχαν μια τόσο συντριπτική αριθμητική υπεροχή, θα είχαν νικήσει αναπόφευκτα, πολύ περισσότερο αφού δεν ήταν Μαχράτ παρά ισάξιοι αντίπαλοι. Ο Ξέρξης αποφάσισε να ξαναπιάσει το παλιό σχέδιο του 492. Έβαλε να φτιάξουν γέφυρες πάνω απ' τον Ελλήσποντο, να διατρυπήσουν την επικίνδυνη χερσόνησο του Άθω και να εγκαταστήσουν στη Θράκη αποθήκες ανεφοδιασμού. Ταυτόχρονα έκλεισε επιθετική συμμαχία με τους Καρχηδόνιους εναντίον του Γέλωνα των Συρακουσών, που αντιπροσώπευε τη σημαντικότερη στρατιωτική δύναμη της Δύσης, και όρισε να γίνει η κοινή επίθεση το 480. Επομένως, από τη σκοπιά των μεσογειακών λαών, ήταν ένα είδος παγκοσμίου πολέμου, μια μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ανατολή. 192
Η βορειότερη γραμμή άμυνας, η κοιλάδα των Τεμπών, εκκενώθηκε, γιατί μακροπρόθεσμα δεν μπορούσε να κρατηθεί. Έτσι οι Πέρσες είχαν στη διάθεσή τους ολόκληρη τη Θεσσαλία, ως ορμητήριο για τις επιχειρήσεις τους. Το ελληνικό εκστρατευτικό σχέδιο ήταν το εξής: ο Λεωνίδας, με εφτά χιλιάδες περίπου Πελοποννήσιους, ανάμεσα στους οποίους τριακόσιοι Σπαρτιάτες, θα συγκρατούσε τον εχθρό στην επόμενη γραμμή άμυνας, το στενό των Θερμοπυλών, ώσπου ο αθηναϊκός στόλος, που ήταν παραταγμένος απέναντι, στη βόρεια άκρη της Εύβοιας κοντά στο ακρωτήρι Αρτεμίσιο, να καταναυμαχούσε τον περσικό. Οι Πέρσες όμως, αν και λίγο πρωτύτερα είχαν χάσει ένα μεγάλο μέρος των πλοίων τους από αβαρίες που έπαθαν στην ακτή της Σηπιάδας, κράτησαν γερά σε μια ναυμαχία που διάρκεσε τρεις μέρες και, έπειτα από δύο αποτυχημένες μετωπικές επιθέσεις, παρέκαμψαν τις θέσεις του Λεωνίδα. Για να γίνει αυτ<^ το τελευταίο δεν χρειαζόταν κανένας Εφιάλτης. Όπως λέει ο κόμης Γιορκ φον Βάρτενμπουργκ, συγγραφέας μιας συνοπτικής αλλά θαυμάσιας παγκόσμιας ιστορίας, «Οι Έλληνες έμοιαζαν, όπως φαίνεται, με τους σημερινούς Γάλλους, για τους οποίους κάθε ήττα πρέπει να οφείλεται σ' ένα προδότη.» Πολλοί μεταγενέστεροι ιστορικοί υποστήριξαν ότι ο Λεωνίδας θυσίασε ανώφελα τους τριακοσίους του. Πάνω σ' αυτό ο Χάινριχ Λέο έκανε την εξής πνευματώδη, όσο και πετυχημένη παρατήρηση: «Οι κριτικοί λένε ότι ο Λεωνίδας θα έπρεπε ν' αποσυρθεί· εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι οι κριτικοί θα είχαν αποσυρθεί.» Υπάρχουν και ηθικές νίκες, κι εξάλλου η θυσία των Σπαρτιατών ήταν και μια πράξη με τεράστια στρατηγική αξία· όπως συμπεραίνει με οξυδέρκεια ο Χανς Ντέλμπρυκ, «δεν ήταν απλή θυσία ούτε απλή μάχη υποχώρησης, αλλά και τα δύο μαζί». Αλλά και η ναυμαχία στο Αρτεμίσιο δεν ήταν άσκοπη: απ' αυτήν έβγαλε ο Θεμιστοκλής το δίδαγμα ότι δεν έπρεπε να ναυμαχήσει με τους Πέρσες στο ανοιχτό πέλαγος, αλλά να διαλέξει στενούς χώρους: χωρίς το Αρτεμίσιο δεν θα υπήρχε η Σαλαμίνα. Αυτή η ναυμαχία, η σημαντικότερη ίσως στην παγκόσμια ιστορία, έγινε δύο μήνες αργότερα, στις 28 Σεπτεμβρίου του 480. Με την εκπόρθηση των Θερμοπυλών, ολόκληρη η Κεντρική Ελλάδα είχε πέσει στα χέρια των Περσών. Αλλά ούτε οι Αθηναίοι ούτε οι Σπαρτιάτες σκέφτονταν να υποταχθούν: οι πρώτοι εγκατέλειψαν την πόλη συν γυναιξί και τέκνοις, οι δεύτεροι υποχώρησαν κάτω απ' τον f'i
193
Ισθμό. Ο εχθρός ερήμωσε την Αττική και πυρπόλησε την Ακρόπολη. Για τον Θεμιστοκλή τώρα το πρόβλημα ήταν να παρασύρει τον Ξέρξη στον πορθμό της Σαλαμίνας, όπου ο περσικός στόλος δεν μπορούσε ν^ αναπτυχθεί, και να τον αναγκάσει να ναυμαχήσει εκεί. Pf αυτό λοιπόν του έστειλε ένα γράμμα, όπου τον πληροφορούσε ότι οι σύμμαχοι είχαν χάσει το ηθικό τους και είχαν ξεσπάσει διαφωνίες ανάμεσά τους, οπότε, αν έκανε τώρα την επίθεσή του, θα μπορούσε να κερδίσει αμέσως τον πόλεμο. Για ένα γνώστη των ελληνικών πραγμάτων, αυτή η είδηση δεν είχε τίποτα το απίθανο, κι έτσι ο μεγάλος βασιλιάς αποφάσισε να επιτεθεί. Παρόλο που τα περσικά πληρώματα έδειξαν φοβερή γενναιότητα, γιατί πολεμούσαν κάτω απ' τα μάτια του Ξέρξη, έγινε αυτό που είχε προβλέψει ο Θεμιστοκλής: τα πολλά καράβια εμπόδιζαν το ένα το άλλο σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν μπορούσαν ούτε καν να υποχωρήσουν με τάξη. Η μάχη άρχισε νωρίς το πρωί και κράτησε ώς το βράδι· όταν, δυο ώρες μετά το ηλιοβασίλεμα, βγήκε το φεγγάρι, δεν φώτισε παρά μόνο περσικά πτώματα, ναυάγια και φευγάτους Πέρσες. Την ίδια εποχή, σύμφωνα μάλιστα με την ελληνική παράδοση την ίδια μέρα, ο Γέλων νίκησε τους Καρχηδόνιους κοντά στον ποταμό Ιμέρα. Ένα χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβρη του 479, στις Πλαταιές, ο ελληνοπερσικός πόλεμος κρίθηκε και στην ξηρά. Οι εδαφικές συνθήκες έμοιαζαν μ** εκείνες του Μαραθώνα: οι βουνοπλαγιές προστάτευαν τις πτέρυγες των οπλιτών από τις επιθέσεις των ιππέων. Αλλά και των Περσών ο αρχιστράτηγος είχε μάθει να είναι προσεχτικός, κι έτσι οι δύο στρατοί έστεκαν για μέρες ακίνητοι ο ένας αντίκρυ στον άλλο. Τελικά οι Έλληνες, που είχαν αρχίσει να υποφέρουν από τις αψιμαχίες με τους Πέρσες τοξότες και ιππείς, είχαν τη σωτήρια έμπνευση να στείλουν τον στόλο τους στην Ασία — μια κίνηση εξαιρετικά επικίνδυνη για τους Πέρσες. Τότε ο Μαρδόνιος δεν είχε άλλη λύση παρά ν** αποτολμήσει την επίθεση. Σκοτώθηκε μαζί με το άνθος του στρατού του· το ιππικό κατάφερε τουλάχιστο να καλύψει την υποχώρηση. Το οχυρωμένο στρατόπεδο των Περσών, με το χαρέμι, τους στάβλους, την κουζίνα του αρχιστράτηγου και μεγάλες ποσότητες χρυσών νομισμάτων, κυριεύθηκε απ' τους Έλληνες. Το δόρατο είχε νικήσει το τόξο. Η ασιατική εκστρατεία ήταν κι αυτή νικηφόρα. Στη χερσόνησο της Μυκάλης, απέναντι απ' τη Σάμο, οι Πέρσες έπαθαν πανωλεθρία τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά· πάλι σύμφωνα με την παράδο194
ση, η μάχη αυτή έγινε την ίδια μέρα με τη μάχη των Πλαταιών. Ολόκληρη η Ιωνία ξεσηκώθηκε. Έτσι ο πόλεμος κρίθηκε, πριν ακόμα τελειώσει. Κι αυτό αποκλειστικά χάρη στη μεγαλοφυία του Θεμιστοκλή, που κατάλαβε απ' την αρχή ότι μόνο στη θάλασσα μπορούσαν οι Έλληνες ν"* αντισταθούν αποτελεσματικά. Γιατί στην ξηρά δεν θα μπορούσαν ποτέ να κρατήσουν για πολύ. Αλλά και το γεγονός ότι κατάφεραν να νικήσουν στο νερό φαίνεται σχεδόν σαν θαύμα. Όπως γράφει ο έξοχος στρατιωτικός συγγραφέας Α. Κέστερ, «Αν η τρικυμία που αιφνιδίασε τον περσικό στόλο στο ακρωτήρι της Σηπιάδας είχε ξεσπάσει δώδεκα ώρες αργότερα, είναι πολύ πιθανό ότι η παγκόσμια ιστορία θα είχε ακολουθήσει άλλη πορεία.» Αυτό είναι απόλυτα σωστό, γιατί ο ακέραιος περσικός στόλος θα είχε συντρίψει τον ελληνικό στο Αρτεμίσιο, θα είχε αποκλείσει την Πελοπόννησο και η Ελλάδα θα είχε γίνει σατραπεία. Αλλά εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται το βαθύτερο νόημα της παγκόσμιας ιστορίας: ο κινητήριος τροχός της είναι αόρατος, για ανεξιχνίαστους λόγους ο δείκτης της επιβραδύνεται ξαφνικά, επιταχύνεται, σταματάει ή και κινείται αντίστροφα. Γιατί νικήθηκαν οι Ούννοι στα Καταλαυνικά Πεδία, γιατί η προέλαση των Τούρκων σταμάτησε μπροστά στη Βιέννη, γιατί κατατροπώθηκε αμαχητί η Αρμάδα και γιατί οι Μογγόλοι εγκατέλειψαν τη Σιλεσία παρά τη νίκη τους; Χωρίς αυτές τις μυστηριώδεις μεταστροφές του ρου των γεγονότων η Ευρώπη θα είχε γίνει ουννική, τουρκική, ισπανική, μογγολική. Αυτό που εμείς θεωρούμε ιστορικές αιτίες είναι αποτελέσματα αιτιών που βρίσκονται πέρα από τα όρια της Ιστορίας. Η αληθινή πορεία του κόσμου δεν συνίσταται στα λεγόμενα «κοσμοϊστορικά γεγονότα».
195
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟ
ΜΕΣΟΥΡΑΝΗΜΑ
ΤΗΣ
ΑΘΗΝΑΣ
((Βλέπουμε τις περασμένες εποχές μέσα απ* το πέπλο της τέχνης, κι ευτυχώς η τέχνη ξέρει πάντα να κρύβει την αλήθεια,)) ΟΣΚΑΡ ΟΤΑΪΑΝΤ Πλησιάζουμε τώρα στη λεγόμενη «κλασική περίοδο», την εποχή του Περικλή και του Πλάτωνα, έναν ολότελα εξωπραγματικό κόσμο από γύψο και μέρη του λόγου. Σε τ£ οφείλεται αυτό το παράξενο γεγονός, ότι δηλαδή ένα από τα ζωντανότερα πρόσωπα του παγκόσμιου ττνεύματος δεν άφησε στην ανάμνηση της ανθρωπότητας παρά το αποτύπωμα μιας άκαμπτης νεκρικής μάσκας χωρίς μάτια; θ α μπορούσε κανείς ν^ απαντήσει ότι αυτή δυστυχώς είναι η μοίρα της ζωής γενικά. Αλλά η ιστορία ανασκευάζει αυτή τη θλιβερή σοφία. Υπάρχουν εποχές που μας κληροδότησαν μια πολύ δραματική, σπαρταριστή εικόνα, ίσως μάλιστα πιο φανταχτερή απ' όσο ήταν στην πραγματικότητα. Ή μήπως φταίνε οι λεγόμενες «ανώτατες σχολές» και η μυστηριώδης αλχημιστική ικανότητά τους να μετατρέπουν κάθε στοιχείο σε μολύβι; Πραγματικά, είναι γνωστό ότι η εποχή της μέγιστης ακμής του ελληνικού πολιτισμού απολαμβάνει εδώ και πολλούς αιώνες το αμφίβολο προνόμιο να είναι το αγαπημένο παιδί όλων των πανεπιστημιακών δασκάλων. Αλλά ούτε εδώ μπορεί να βρίσκεται η αιτία, γιατί τους ίδιους υποτονικούς Έλληνες τους συναντάμε στον πολύχρωμο, φαντασμαγορικό κόσμο του θεάτρου μας: ακόμα κι όταν περπατάνε πάνω στα σανίδια του πάλκου είναι ασώματα φαντάσματα, και κανένας δεν θα σκεφτόταν στα σοβαρά να θεωρήσει πραγματικά πλάσματα την Ιφιγένεια του Γκαίτε ή τη Σαπφώ του Γκρίλπαρτσερ. 197
Ίσως μάλιστα να μη συγχέουμε απλώς το δικό μας χλωμό όραμα για τους αρχαίους Έλληνες, παρά την εικόνα που ε(χαν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους, με τη ζωή τους: εκείνο που δημιούργησαν μ' εκείνο που ήταν οι ίδιοι, την πραγματικότητα με την αφαίρεση της σμίλης και του λόγου, το μοντέλο με το στιλιζαρισμένο πορτρέτο. Γιατί, αναμφίβολα, είναι ένα γενικό ψυχολογικό φαινόμενο ότι κάθε μορφή τέχνης στιλιζάρει, ακόμα και η νατουραλιστικότερη και πιστότερη στην πραγματικότητα, και κάθε πράξη, τη στιγμή που γίνεται, είναι νατουραλιστική, ακόμα και η ιδεαλιστικότερη και ουτοπικότερη. Ακόμα και το πιο απρόσωπο καλλιτεχνικό προϊόν αλλάζει την πραγματικότητα: ακόμα και μια φωτογραφία δεν είναι ποτέ εντελώς «όμοια» με το αντικείμενό της όπως είναι όμοια δύο τρίγωνα, γιατί έχει περάσει μέσα από έναν άνθρωπο. Ακόμα και η ευγενέστερη ηρωική πράξη της παγκόσμιας ιστορίας ήταν, τη στιγμή που έγινε, ένα «πεζό» γεγονός, που το αποτελούσαν καθημερινές στιγμές χωρίς κανένα «στιλ». Ο πραγματικός άνθρωπος είναι ο άνθρωπος της καθημερινής ρουτίνας, ο άνθρωπος με τις μικρές επιθυμίες και τα μεγάλα βάρη, ο αφανής δουλευτής του εργαστήριου και του χωραφιού, ο αθόρυβος πρωταγωνιστής του δρόμου και του δωματίου, ο άνθρωπος που κάνει στην άκρη για ν' αποφύγει ένα κάρο, χαιρετάει τον γνωστό του και κοιτάζει τι καιρό κάνει, ο άνθρωπος που μυρίζει ένα λουλούδι, τρώει ένα ψάρι ή χύνει νερό στο κεφάλι του, ο άνθρωπος που το λεξιλόγιό του εξαντλείται σε μερικές τυποποιημένες φράσεις, έτοιμες να χρησιμοποιηθούν μόλις εμφανισθούν τα εξίσου καθημερινά και επαναλαμβανόμενα ερεθίσματά τους, ο άνθρωπος που κάνει τη δουλειά του με την κανονικότητα του σφυγμού του, παρόλο που αυτή η δουλειά μόνο σε δέκα ή είκοσι ανθρώπους εξασκεί αισθητή επίδραση κι ωστόσο δεν είναι μόνο γι' αυτόν η ανάσα και το οξυγόνο του, παρά και για ολόκληρο τον πολιτισμό του καιρού του, που δεν αποτελείται από τίποτα άλλο παρά από το άθροισμα όλων αυτών των ταπεινών σκιρτημάτων της ζωής. Αλλά η τέχνη δεν μπορεί ποτέ να ζωγραφίσει αυτόν τον άνθρωπο, τον μοναδικό πραγματικό άνθρωπο, που η ύπαρξή του αποτελείται, θα λέγαμε, από ένα πλήθος τυνευματικές μοριακές κινήσεις: σ' αυτό ακριβώς βρίσκεται το μεγαλείο της τέχνης και η δικαίωσή της, στο ότι δηλαδή δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Καλύτερα από παντού 198
αλλού φαίνεται αυτό στο θέατρο. Ο Λάουμπε είπε κάποτε ότι ο ηθοποιός πρέπει να έχει μια πλατειά σφραγίδα, που, όταν λείπει, δεν μπορεί ν' αντισταθμισθεί από κανένα άλλο ταλέντο. Αυτή η «πλατιά σφραγίδα» είναι η συμπύκνωση σε μια εικόνα, μια ιδιότητα που η τέχνη την έχει πάντα, ενώ η ζωή ποτέ. Υπάρχουν βέβαια πολλοί άνθρωποι που νομίζουν ότι εκφράζουν τον ανώτατο δυνατό έπαινο για έναν ηθοποιό όταν λένε ότι ήταν «όπως ακριβώς στη ζωή»· αυτή όμως είναι μια ολότελα ερασιτεχνική κρίση. Αν ο ηθοποιός ήταν όπως ακριβώς στη ζωή, δεν θα ήταν ούτε καλός ούτε κακός, παρά αόρατος, Αν θέλει να φέρει στη σκηνή μια από τις καθημερινές πράξεις για τις οποίες μιλούσαμε τώρα δα, πρέπει να την παραστήσει. Πρέπει, θα λέγαμε, να δημιουργήσει το μονόγραμμα ενός ανθρώπου που κοιτάζει τι καιρό κάνει, μυρίζει ένα λουλούδι και τρώει ένα ψάρι. Είναι τόσο πιο φυσικός όσο υποβλητικότερα ενσαρκώνει την ιδέα της φυσικότητας. Ακόμα κι αν έπρεπε να παίξει τον ίδιο του τον εαυτό, πάλι θα έπρεπε ν' αυτομεταφερθεί στην εικόνα που έχει ο κόσμος γι' αυτόν επειδή όμως αυτή η εικόνα του είναι εντελώς άγνωστη (όπως κανένας δεν ξέρει τη φωνή του και το πρόσωπό του), γι' αυτό ο μόνος ρόλος που ποτέ δεν κατάφερε να παίξει πετυχημένα ένας ηθοποιός είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Παρόμοια και μια πολιτιστική περίοδος δεν μπορεί ν' απεικονίσει τον εαυτό της στην τέχνη της. Μοιάζει μάλιστα με τον ηθοποιό και από μια πρόσθετη άποψη: εκείνο που κατορθώνει ν' απεικονίσει καλύτερα από κάθε τι άλλο είναι το συμπλήρωμά της, το ψυχικό της ταίρι, η ιδανική της εικόνα, το πλατωνικό «έτερον ήμισυ», που το αναζητεί στη ζωή παθιασμένα όσο και μάταια. Απ' αυτή τη λαχτάρα της ψυχής πηγάζει η δύναμη της καλλιτεχνικής μετουσίωσης. Ίσως το εντυπωσιακότερο παράδειγμα είναι η λεγόμενη «ιδρυτική περίοδος», η εποχή που ακολούθησε τον Γαλλογερμανικό πόλεμο. Η τέχνη της είναι γεμάτη από τις αλλόκοτες φαντασιώσεις του Μπαίκλιν, τις κυκλώπειες παραισθήσεις του Ροντέν, τις επικλήσεις λησμονημένων γιγάντων και ηρώων από τον Βάγκνερ, τον ζοφερό χορό των βρυκολάκων του Ίψεν, τα μεγαλεπήβολα οράματα του Ζαρατούστρα. Το πρόσωπο και τα ρούχα των αγαλμάτων είναι γεμάτα άκαμπτες, επιβλητικές ζάρες. Ο στρατώνας είναι κάστρο, το χρηματιστήριο ναός, η τράπεζα παλάτι. Οι εσωτερικοί χώροι είναι πλημμυρισμένοι στο χρυσό και βελουδένιο λούσο, στους καθρέφτες και τους πολυέλαιους, το 199
σαλόνι είναι αίθουσα ακροάσεων, η τραπεζαρία είναι ο πύργος κάποιου ιππότη. Και η πραγματικότητα που κρυβόταν πίσω απ' όλα αυτά ήταν ένα μπουλούκι από άχαρους, αγχώδεις, μαυροντυμένους μικροαστούς που περνούσαν τη μέρα τους σε πνιγηρά γραφεία και μουντές μπυραρίες, σκαρφαλωμένοι σε γελοία ποδήλατα και διώροφα λεωφορεία, τυλιγμένοι στην καταθλιπτική αχλύ του αεριόφωτου, του ταμπάκου και του ατμού των τρένων. Κάθε ιστορική εποχή που έχει ξεφύγει από τη θύμησή μας την ατενίζουμε μέσα από την τέχνη της. Π.χ. τον άνθρωπο της εποχής της Μεταρρύθμισης τον βλέπουμε σαν ένα είδος ξυλογραφίας, γιατί αυτόν τον χαρακτήρα είχε η καλλιτεχ\;ική πρακτική του. Γι' αυτό η Ιστορία δεν διαθέτει παρά στιλιζαρισμένες ζωγραφιές. Αλλά και πάλι μένει ανεξήγητο γιατί η εικόνα που έχουμε ίσα-ίσα για τους αρχαίους Έλληνες είναι τόσο απίστευτα αφηρημένη. Γιατί, αν καλοεξετάσουμε τα πράγματα, η τέχνη τους δεν είναι και τόσο ιδανική όσο μαθαίνουμε στο σχολείο. Ας σκεφτούμε ότι σε μια από τις περιφημότερες αναπαραστάσεις της σεπτής Παλλάδας η θεά κρατάει παρασόλι, ότι ο Πίνδαρος, στους μεγαλοπρεπείς παιάνες του, κάνει υπαινιγμούς για την αμοιβή του, ότι οι ήρωες της κωμωδίας βωμολοχούν μ' ενθουσιασμό, ξεψειρίζονται και ρεύονται (για να μη μιλήσουμε για ακόμα χειρότερους θορύβους), ότι ο πλατωνικός Σωκράτης δανείζεται σχεδόν όλα τα παραδείγματα και παρομοιώσεις από το πεζοδρόμιο, ότι μερικές Αφροδίτες είναι φτιαγμένες τόσο αισθησιακά που θά 'λεγες πως αναδίνουν μια σωματική ζεστασιά, και ότι η ωμότητα με την οποία ο Θουκυδίδης κάνει τις πολιτικές και ο Ευριπίδης τις ψυχολογικές αναλύσεις του δεν έχει ξεπεραστεί ώς σήμερα. Κι όλα αυτά ήταν επιδόσεις που ακόμα και οι ίδιοι οι Έλληνες τις αναγνώριζαν ως «κλασικές». Η εικόνα χάνει ακόμα περισσότερο από το παραδοσιακό λούστρο της αν εξετάσουμε τις δευτερότερες καλλιτεχνικές δημιουργίες: τους μιμίαμβους του Ηρώνδα, που θα σοκάριζαν ακόμα και τους θαμώνες ενός σημερινού τεκέ, τους χαρακτήρες του Θεόφραστου, που σφύζουν από ζωή, τις τερακότες, που είναι ρεαλιστικές σε βαθμό γελοιογράφησης, το πλήθος των λόγων και κειμένων, όπου ξεδιπλώνεται σ' όλο του το μεγαλείο το ταλέντο των Ελλήνων στην πολεμική και η εκρηκτική ιδιοσυγκρασία τους, και τέλος —πράγμα που κι αυτό αποτελεί έκφραση του καλλιτεχνικού αισθήματος— την αμφίεση, που ήταν η απλούστερη και φυσικότερη του κόσμου. 200
Γιατί λοιπόν εμείς στιλιζάρουμε τόσο πολύ τους αρχαίους Έλληνες; Εδώ εκδηλώνεται, πιθανότατα, κάτι που κι αυτό συνήθως παραβλέπεται στην καθιερωμένη θεώρηση των Ελλήνων: το γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες μας είναι μακρινοί και ξένοι. Συγχέουμε την επαφή με την εξοικείωση, τη γνώση με την επίγνωση. Αιώνες τώρα ασχολούμαστε εντατικά με τους Έλληνες χωρίς ποτέ να εξοικειωθούμε μαζί τους. Μοιάζουν με ορισμένες ιστορικές προσωπικότητες που η μοίρα τους ήταν να ζήσουν μόνιμα πίσω από πέπλα, όπως για παράδειγμα ο Βάλενσταϊν, που πριν ακόμα πεθάνει ήταν θρύλος και με τον καιρό γινόταν όλο και θρυλικότερος, έτσι ώστε ο Σίλερ, παρά της εμπεριστατωμένες επιστημονικές μελέτες που υτυήρχαν, δεν είχε άλλη λύση παρά να τον επινοήσει. Αποτελεί όμως ψυχολογικό γεγονός ότι κάθε τι που δεν καταλαβαίνουμε, που μας είναι ξένο, κάθε τι που δεν είμαστε εμείς, μας φαίνεται στιλιζαρισμένο, και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο λιγότερο το κουβαλάμε μέσα μας. Γι' αυτό και κάθε φυσικό συμβάν, πλημμύρα ή σεισμός, θύελλα ή φουρτούνα, ακόμα και η χιονόπτωση και το θρόισμα των φύλλων του δάσους, έχει στη φαντασία μας ένα ορισμένο στιλ· το ίδιο και κάθε θηριοτροφείο, κάθε θερμοκήπιο, κάθε ινδιάνικο χωριό. Οι Έλληνες όμως, παρόλο που ένα πολύ μεγάλο μέρος του πολιτισμού μας κατάγεται απ' αυτούς, είναι για μας πολύ εξωτικοί, ακόμα περισσότερο μάλιστα: είναι μυθικά όντα, όχι πιο πραγματικά απ' όσο ο Κινέζος για το μικρό παιδί, που μπορεί ν' ακούει πολύ συχνά γι' αυτόν και ν' ασχολείται μαζί του στη φαντασία του, αλλά δεν πιστεύει ούτε μια στιγμή στα σοβαρά ότι υπάρχουν πράγματι Κινέζοι. Ο Άντερσεν, που τόσο γοητευτικά ήξερε να διεισδύει στην παιδική ψυχή, αρχίζει το παραμύθι του «Το αηδόνι» με τα λόγια: «Στην Κίνα, πρέπει να ξέρεις, ο αυτοκράτορας είναι Κινέζος, κι όλοι οι αυλικοί του είναι κι αυτοί Κινέζοι.» Και πράγματι, ακόμα κι αυτό το αυτονόητο γεγονός, ότι στην Κίνα ο αυτοκράτορας και οι αυλικοί του είναι Κινέζοι, θα πρέπει να φαίνεται πολύ παράξενο σ' ένα παιδί, αφού στην Κίνα δεν υπάρχει τίποτα απολύτως! Και το ίδιο συμβαίνει και σε μας όταν ασχολούμαστε με τους αρχαίους Έλληνες. Μας φαίνεται σαν φοιτητικό ανέκδοτο ότι είχαν κοντυλομάχαιρα και κλειδιά, εισιτήρια για το θέατρο και σημειωματάρια, δοχεία νυκτός και κοριούς. Το χάσμα είναι αγεφύρωτο. Αν παρ' όλα αυτά, εδώ και δυο αιώνες, δεν προσπαθούμε^ονάχα να τους κατανοήσουμε, αλλά και πασκίζουμε επίμονα να τους μι201
μηθούμε, αυτό είναι μια από εκείνες τις αδιόρθωτες παλαβομάρες που κάνουν υποφερτή την ανθρώπινη ύπαρξη. Όπως είναι γνωστό, η εποχή που άρχισε με τη μεγάλη ήττα των Περσών και τελείωσε με την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου θεωρείται η καθαυτό περίοδος ακμής της Ελλάδας. Οι φοιτητές και οι μαθητές τη φοβούνται ως εξεταστέα ύλη και θέμα έκθεσης, γιατί έχει το αποθαρρυντικό όνομα «πεντηκονταετία»: ο Θουκυδίδης χαρακτήρισε μ^ αυτή τη λέξη, που την έπλασε ο ίδιος, το παραπάνω χρονικό διάστημα, που καλύπτει σχεδόν ακριβώς πενήντα χρόνια* στη γερμανική γλώσσα δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη, το πολύ θα μπορούσαμε να πούμε «ημιαιώνας». Αναρωτιέται κανείς τι θα είχε συμβεί αν οι Πέρσες είχαν νικήσει ή αν, αντίθετα, ο ελληνισμός είχε νικήσει ολοκληρωτικά, δηλαδή είχε επιτευχθεί η ελληνική ενότητα, όπως επιτεύχ^κε η γερμανική ενότητα μετά το 1866 και το 1870. Αν είχε πραγματοποιηθεί το πρώτο ενδεχόμενο, είναι πολύ πιθανό ότι ο ελληνικός πολιτισμός θα είχε συνεχίσει την εξέλιξή του, υπό την επικυριαρχία του μεγάλου βασιλιά στη Βαλκανική χερσόνησο, το ίδιο ήσυχα όσο στη Μικρά Ασία, γιατί μια από τις ευγενέστερες ιδιότητες των Περσών ήταν η ανεκτικότητά τους απέναντι σε ξένους τρόπους ζωής και, εκτός απ^ αυτό, είχαν αρχίσει οι ίδιοι να γίνονται ελληνομανείς, μια και, όπως όλοι οι άλλοι λαοί, υτ^ωτίσθηκαν κι αυτοί από την ελληνική τέχνη και επιστήμη. Στη δεύτερη περίπτωση θα είχε γίνει μια οριστική αναμέτρηση αφ' ενός με τους Πέρσες, όπως σχεδιάσθηκε αργότερα από τον Φίλιππο και πραγματοποιήθηκε από τον Αλέξανδρο, και αφ' ετέρου με την Καρχηδόνα, όπως τη συνέλαβε ο Αλέξανδρος και την υλοποίησαν οι Ρωμαίοι* τότε η απώτερη συνέπεια ίσως να ήταν η παγκόσμια κυριαρχία του ελληνισμού. Με μια λέξη: στην πρώτη περίπτωση οι Έλληνες θα είχαν παίξει τον ίδιο ιστορικό ρόλο σαν κι αυτόν που έπαιξαν όταν υποτάχ^καν στους Ρωμαίους, ενώ στη δεύτερη τον ρόλο που έπαιξαν οι ίδιοι οι Ρωμαίοι. Αλλά και στις δυο περιπτώσεις δεν θα είχε εμφανισθεί αυτό το αθάνατο δημιούργημα που λέγεται ελληνικός πολιτισμός, δηλαδή εκείνη η απαράμιλλη ελευθερία που διαπότιζε κάθε τι το ελληνικό: γιατί τόσο η δουλεία όσο και η κυριαρχία δεν αφήνουν το πνεύμα να φτάσει στην ανώτατη άνθησή του. Ο δούλος και ο τύραννος ανασαίνουν τον ίδιο ττνιγηρό αέρα, και αν η Ελλάδα είχε γίνει το κέντρο μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας θα είχε πέσει στον ίδιο μαρασμό ό202
πως κι αν είχε γίνει περσική σατραπεία. Η πρώτη πολιτική συνέπεια των ελληνικών νικών ήταν η γρήγορη άνοδος της Αθήνας. Η πόλη του Θεμιστοκλή ίδρυσε το 478 την Αττική Συμμαχία, που λέγεται και Συμμαχία της Δήλου, γιατί οι συνελεύσεις των συμμαχικών πόλεων γίνονταν στη Δήλο και στο ίδιο νησί φυλαγόταν το συμμαχικό ταμείο. Η συμμαχία, που απλωνόταν στο μεγαλύτερο μέρος του Αιγαίου, περιλαμβάνοντας σχεδόν τριακόσιες πόλεις, ήταν θεωρητικά ένα στρατιωτικό σύμφωνο εναντίον των Περσών και όλα τα μέλη της έπρεπε να είναι αυτόνομα και ισότιμα* οι σύμμαχοι που δεν μπορούσαν να διαθέσουν πλοία και πληρώματα μπορούσαν ν' αντικαταστήσουν αυτή την υποχρέωση με μια χρηματική εισφορά. Πολύ γρήγορα όμως φάνηκε ότι η απελευθέρωση από τον περσικό ζυγό δεν ήταν για την Αθήνα παρά η πρόφαση για να επιβάλει η ίδια σ' όλους τους Ίωνες τον ζυγό μιας βίαιης και ιδιοτελούς ηγεμονίας. Η χρηματική εισφορά έγινε πολύ σύντομα φόρος υποτέλειας, που η Αθήνα τον χρησιμοποιούσε όπως της άρεσε, κι αυτό επισφραγίσθηκε όταν, εικοσιπέντε χρόνια μετά την ίδρυση της συμμαχίας, τό συμμαχικό ταμείο μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη* οι συμμαχικές πόλεις χαρακτηρίζονταν επίσημα «υπήκοοι», εκτός από λίγες εξαιρέσεις, και πολλές απ^ αυτές αναγκάσθηκαν να δεχτούν αττικές φρουρές και κυβερνητικούς επίτροπους, που έχωναν τη μύτη τους στην εσωτερική διοίκηση. Αλλά ο ενοχλητικότερος κανονισμός ήταν η υποχρέωση των συμμάχων να λύνουν τις διαφορές τους μπροστά στα αθηναϊκά ορκωτά δικαστήρια. Αυτό δεν ήταν μόνον, όπως παρατήρησε εύστοχα ο Ντρόιζεν, «βασιλικός παρεμβατισμός με δημοκρατικό μανδύα», αλλά σήμαινε και την ενθρόνιση του όχλου, στο τάισμα του οποίου πήγαιναν τα έξοδα των δικών και τα λεφτά από τα «λαδώματα», ενώ ένα μεγάλο μέρος των συμμαχικών φόρων ξοδεύονταν για τον εξωραϊσμό της Αθήνας. Η αδιαφορία των Αθηναίων για τον αρχικό σκοπό της συμμαχίας φαίνεται από το γεγονός ότι γκρέμιζαν τα τείχη τών πόλεων που στασίαζαν, γιατί τις φοβόντουσαν περισσότερο από όσο τους Πέρσες. Για να μη πολυλογούμε, ο Πλάτων είχε απόλυτα δίκιο όταν έλεγε ότι η συμμαχία ήταν «οιονεί τυραννίς». Αλλά, ευτυχώς για την Αθήνα, ήταν μόνο μικρογραφία τυραννίδας. Με τα σημερινά κριτήρια, η «αττική αυτοκρατορία» δεν αξίζει αυτό το όνομα ούτε στην έκταση ούτε, πολύ λιγότερο, στην οργάνωση, γιατί η Αθήνα δεν έπαψε να είναι μια πόλις^ και μια πόλις 203
δεν μπορεί παρά να έχει απλώς υποδεέστερά της προάστια, που τα καταπιέζει και τα εκμεταλλεύεται. Στον νικητή της Σαλαμίνας οι Αθηναίοι φέρθηκαν με την ίδια αγνωμοσύνη που έδειξαν και στον νικητή του Μαραθώνα. Ο Θεμιστοκλής ήταν υπέρμαχος της μεγαλοδυναμικής πολιτικής της Αθήνας και γι' αυτόν τον λόγο η αναμέτρηση με την Σπάρτη του φαινόταν σπουδαιότερη από τον αγώνα εναντίον των Περσών. Αφού έμεινε στα πράγματα καμιά δεκαριά χρόνια, υπόκυψε στη συνδυασμένη επίθεση των «λακωνιζόντων», που ερωτοτροπούσαν με τη Σπάρτη, των αριστοκρατών, που τον φθονούσαν για την ηγετική του θέση, και των ριζοσπαστικών δημοκρατών, που τον έβλεπαν σαν τύραννο, γιατί ήθελαν να τυραννούν οι ίδιοι το κράτος. Ο Θεμιστοκλής κατηγορήθηκε για «μηδισμό», δηλαδή περσοφιλία, εξορίσθηκε και κατέφυγε στον μεγάλο βασιλιά Αρταξέρξη, που απόδειξε και πάλι ότι οι Πέρσες ξεπερνούσαν πολύ τους Έλληνες σε μεγαλοψυχία και σεβασμό προς τη μεγαλοφυία, γιατί όχι μόνο τον δέχτηκε φιλικά, αλλά και τον γέμισε τιμές και τον έκανε ηγεμόνα της Μαγνησίας. Έχουν βρεθεί όστρακα με το όνομα «Θεμιστοκλής», κι αν στοχαστεί κανείς λιγάκι γύρω από ένα τέτοιο πήλινο θρύψαλο μπορεί να βγάλει από μέσα του ολόκληρη φιλοσοφία της Ιστορίας. Το μεγαλύτερο ειρηνικό έργο που έκανε ο Θεμιστοκλής ήταν ο Πειραιάς με τα τεράστια οπλοστάσιά του, τους νεώσοικους και τα ναυπηγεία του. Ο Πειραιάς ήταν το μεγαλύτερο πολεμικό λιμάνι των Ελλήνων και το σημαντικότερο εμπορικό λιμάνι ολόκληρου του μεσογειακού κόσμου. Οι γερές οχυρώσεις του, τα λεγόμενα «Μακρά τείχη», έκαναν την Αθήνα παραθαλάσσιο φρούριο, γιατί προχωρούσαν μέσα στη στεριά σ** απόσταση μιάμισης ώρας από την παραλία. Η πόλη είχε χτιστεί απόλυτα συμμετρικά από τον Ιππόδαμο τον Μιλήσιο, τον εξοχότερο αρχιτέκτονα του καιρού του: με ίσιους δρόμους που τέμνονταν ορθογώνια· σύμφωνα με το ίδιο σχέδιο ο Ιππόδαμος είχε ανοικοδομήσει πρωτύτερα τη γενέτειρά του και αργότερα το εφάρμοσε στους θουρίους της Κάτω Ιταλίας και στη Ρόδο, δύο πόλεις προορισμένες να γνωρίσουν μεγάλη ακμή. Αυτή η πολεοδομική μέθοδος έγινε της μόδας (καθιερώθηκε μάλιστα ο χαρακτηρισμός «ιπποδάμειες πόλεις») και εφαρμόσθηκε αργότερα στη μεγαλύτερη απ' όλες τις αρχιτεκτονημένες πόλεις, την Αλεξάνδρεια. Μετά τον Θεμιστοκλή απόκτησε μεγάλη επιρροή ο Κίμων, ο 204
γιός του Μιλτιάδη. Υποστήριζε την προσέγγιση με τη Σπάρτη, γιατί πίστευε ότι χωρίς τη Σπάρτη η Ελλάδα ήταν «κουτσή στο ένα πόδι», και τη δραστήρια συνέχιση του πολέμου εναντίον των Περσών. Και πράγματι, το 467 κατόρθωσε να νικήσει τους Πέρσες σε μια αποφασιστική ναυμαχία που έγινε στην εκβολή του Ευρυμέδοντα, ενός ποταμού της νότιας Μικράς Ασίας. Ο πολύ μεγάλος εχθρικός στόλος δεν υπερτερούσε μόνον αριθμητικά, αλλά διέθετε και εξαίρετους Φοίνικες ναύτες. Έγινε όμως ό,τι και στη Σαλαμίνα: τα πλοία δεν μπορούσαν να ελιχθούν στον στενό κόλπο, τα πληρώματά τους κατέφυγαν στην ξηρά και εξοντώθηκαν μαζί με τον περσικό στρατό από τους Έλληνες, που έκαναν απόβαση. Για μια φορά ακόμα το δόρατο είχε νικήσει το τόξο. Οι επιτυχίες αυτές προκάλεσαν τον φθόνο των Σπαρτιατών, που στις δικές τους υποθέσεις τους κυνηγούσε η γκίνια. Μια εξέγερση των ειλώτων, που ξέσπασε με αφορμή ένα μεγάλο σεισμό και υποστηριζόταν από τον βασιλιά Παυσανία, τον νικητή των Πλαταιών (που έλπιζε ότι με μια επανάσταση θα γινόταν ανεξάρτητος από τους εφόρους), τους έβαλε σε μεγάλους μπελάδες. Το εκστρατευτικό σώμα που τους έστειλε η Αθήνα για βοήθεια, σύμφωνα με τις συνθήκες, δεν κατάφερε πολλά πράγματα, γι^ αυτό κι οι Σπαρτιάτες το έστειλαν πίσω. Αυτό θεωρήθηκε από τους Αθηναίους προσβολή. Το αποτέλεσμα ήταν ρήξη με τη Σπάρτη και, ταυτόχρονα, πτώση του Κίμωνα, που οστρακίσθηκε. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν ν' ακολουθήσουν καινούρια πολιτική: τον διμέτωπο πόλεμο εναντίον της Περσίας και της Σπάρτης. Αλλά, στηριγμένοι αποκλειστικά στη μικρή βάση που πρόσφερε η αττική γη και στους αναξιόπιστους συμμάχους τους, δεν μπορούσαν μακροπρόθεσμα να τα βγάλουν πέρα. Η μόνη σημαντική επιτυχία του πολυκύμαντου πολέμου ήταν η κατάκτηση της Αίγινας, χάρη στην οποία οι Αθηναίοι έβγαλαν από τη μέση έναν επικίνδυνο αντίζηλο, αλλά παράλληλα κατέστρεψαν την υπέροχη αιγινίτικη τέχνη πάνω στη μεγαλύτερη άνθησή της. Έτσι, γύρω στα μέσα του αιώνα, οι Αθηναίοι έκλεισαν ειρήνη και με τους δυο αντιπάλους τους: το 448 με την Περσία, αναγνωρίζοντας σιωτϋηρά τις περσικές κτήσεις, και το 446 με τη Σπάρτη, οπότε οι δύο πόλεις ανέλαβαν την υποχρέωση να λύνουν τις διαφορές τους μπροστά σ' ένα διαιτητικό δικαστήριο και να μη προσπαθούν ν' αποσπούν συμμάχους η μια από την άλλη. Μ' αυτόν τον τρόπο αναγνωρίσθηκε επίσημα η διαρχία· αλλά την τυνευ205
ματική ηγεμονία δεν μπορούσε να την αμφισβητήσει κανένας από την Αθήνα: η πόλη της Παλλάδας θεωρούνταν «μορφωτικό κέντρο», «μεγάλο σχολείο της σοφίας» για ολόκληρη την Ελλάδα, ή, όπως έλεγε ακόμα επιγραμματικότερα ο κόσμος, «Ελλάδα της Ελλάδας». Από την άλλη μεριά, η ελληνική Δύση ήταν ένα είδος Αμερικής: ένας κόσμος αποίκων, μ' ένα ανεξάντλητα εύφορο έδαφος, με μια τέχνη κι ένα πολιτισμό από δεύτερο χέρι, ένα καθόλου ελληνικό πάθος για το «τέμπο» και τον εντυπωσιασμό, την επίδειξη και την ελεφαντίαση (ο ναός του Απόλλωνα στη Σελινούντα και ο ναός του Δία στον Ακράγαντα είχαν κίονες που στ' αυλάκια τους χωρούσε ολόκληρος άνθρωπος), καθώς επίσης μια κάποια προδιάθεση για το χιούμορ (σικελική κωμωδία) και τον αποκρυφισμό (Πυθαγόρειοι)· ως χώρα του μαμωνισμού και των απεριόριστων δυνατοτήτων, ήταν ο ελπιδοφόρος προορισμός όλων των «απαυδισμένων από την Ευρώπη». Αλλά φυσικά, όταν κάνουμε αυτόν τον παραλληλισμό, πρέπει να φανταζόμαστε αυτόν τον «Νέο Κόσμο» των αρχαίων σε μικρή κλίμακα και να μη ξεχνάμε ότι και οι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας ήταν Έλληνες, που πήραν μαζί τους στα ξένα το πνεύμα και το γούστο τους. Αντίκρυ, στον κόλπο της Τύνιδας, βρισκόταν η Καρχηδόνα, η «Νέα Πόλη», που ήταν ήδη σημαντική δύναμη, πρωτεύουσα ενός μεγάλου αφρικανικού κράτους και πλουσιότερο εμπορικό κέντρο των Φοινίκων. Η Καρχηδόνα είχε ήδη υποσκελίσει από καιρό τη μητρόπολή της, την Τύρο, και εξουσίαζε μεγάλα τμήματα της Ισπανίας, της Σαρδηνίας και της Σικελίας, όντας έτσι ο φυσικός εχθρός όλων των πληθυσμών της Ιταλίας, Ετρούσκων, Ελλήνων και Ρωμαίων. Κατά τα άλλα, ο πολιτισμός της Καρχηδόνας δεν ήταν ούτε βάρβαρος ούτε αυτόχθων, γιατί ήταν εξίσου εττηρεασμένος από τον ελληνικό όσο αργότερα ο ρωμαϊκός πολιτισμός. Στη διάρκεια του πέμπτου αιώνα το ελληνικό έθνος γνωρίζει μια ανάπτυξη, που σε πληθωρικότητα και ταχύτητα ίσως να μην έχει το ταίρι της στην παγκόσμια ιστορία. Όλες οι τόσο γόνιμες δημιουργίες του γεννήθηκαν με ξαφνικούς και βίαιους σπασμούς, όπως πετιέται ο σπόρος του φυτού μέσα από το κέλυφος. Χάρη στη μετανάστευση απ' όλες τις ελληνικές επαρχίες, αλλά και από βαρβαρικές χώρες όπως η Αυδία, η Φοινίκη και η Αίγυπτος, ο πληθυσμός των μεγάλων πόλεων αυξήθηκε γοργά: στο δεύτερο μισό του πέμπτου αιώνα η Αθήνα αριθμούσε ήδη πάνω από εκατό χιλιάδες ψυχές —πέντε φορές 206
περισσότερες απ^ όσες στην εποχή των Πεισιστρατιδών—, οι Συρακούσες δεν είχαν πολύ λιγότερες, της Κορίνθου ο πληθυσμός πλησίαζε τις ενενήντα χιλιάδες, της Μιλήτου ήταν καμιά εξηνταριά χιλιάδες, της Θήβας γύρω στις τριάντα χιλιάδες — αριθμός που με τα κριτήρια εκείνης της εποχής έφτανε για να θεωρηθεί και η Θήβα μεγαλούπολη. Αυτό φυσικά σήμαινε μια εξίσου ραγδαία αύξηση του προλεταριάτου και του μικρομεσαίου στρώματος: όλες οι πόλεις ήταν γεμάτες από τεχνίτες και μαθητευόμενους, λιανοπωλητές και γυρολόγους, ναυτικούς και αγωγιάτες. Η έντονη οικοδομική δρατηριότητα, ιδιαίτερα η δημόσια^ έδινε ψωμί σ' ένα πλήθος από επαγγελματίες: ζωγράφους και βαφιάδες, γλύπτες και λιθοξόους, μεταλλευτές και χρυσοχόους, βυρσοδέψες και φιλντισάδες, υφαντές και σκοινάδες, κεντητές και χαράκτες. Η κατανομή εργασίας ήταν ήδη πολύ προχωρημένη: υπήρχαν ειδικοί τεχνίτες για την κατασκευή δοράτων, δρεπανιών, λοφίων, κορινθιακών κρανών με σταθερές παραγναθίδες, αττικών κρανών με πτυσσόμενες παραγναθίδες, ανδρικών και γυναικείων παπουτσιών στην υποδηματοποιία, άλλος έκοβε το πετσί, άλλος το έραβε, και με τον ίδιο τρόπο υττήρχαν ειδικοί κόφτες για φορέματα. Από την άλλη μεριά, όμως, με τον υπερπληθυσμό και με τον υπερπόντιο ανταγωνισμό η γεωργία έπεσε σε κρίση. Βέβαια, η καλλιέργεια των λαχανικών και των κηπευτικών, της ελιάς και του αμπελιού τελειοποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό και συντηρούσε ένα σωρό μικροκτηματίες, αλλά οι μεγάλες μεταπτώσεις των τιμών της αγοράς και, προπαντός, οι καταστροφές από τους πολέμους οδηγούσαν πολύ συχνά στη χρεωκοπία τους. 'Οπως αναφέραμε ήδη, οι Έλληνες είχαν το βάρβαρο έθιμο να ερημώνουν εντελώς την εχθρική γη, από σκέτη κακία, να καίνε τα δάση, να χερσώνουν τα χωράφια, να ξεριζώνουν τα ωφέλιμα δέντρα. Επειδή τα πολυτιμότερα από αυτά τα δέντρα μεγαλώνουν πολύ αργά (η ελιά φτάνει στο αποκορύφωμα της παραγωγικότητάς της έπειτα από δεκάξι ώς δεκαοχτώ χρόνια), οι συνέπειες ήταν καταστροφικές. Εκείνοι που έβγαιναν ωφελημένοι ήταν οι μεγάλοι κερδοσκόποι, που αγόραζαν τα υποβαθμισμένα χωράφια για πενταροδεκάρες και σιγά-σιγά τα βελτίωναν πάλι. Γενικά, με τον καιρό αναπτύχθηκαν σχετικά μεγάλα εργοστάσια, εμπορικές εταιρίες, υποστατικά. Αυτή ήταν η αρχαία μορφή του καπιταλισμού. Το αλεύρι και το ψωμί, τα έπιπλα και τα αγγεία, τα μεταλλικά και τα υφαντουργικά προϊόντα είχαν ήδη αρχίσει να παράγονται εν μέρει 207
μ"* αυτόν τον τρόπο· επίσης βρίσκουμε ήδη τη διάκριση ανάμεσα στον επιχειρηματία και τον διευθυντή παραγωγής. Οι χαμηλές τιμές των δούλων συμπίεζαν τα μεροκάματα των ελεύθερων εργατών. Έτσι, από τότε κιόλας ξεσπούσαν κατά καιρούς απεργίες· μόνο που αυτό το όπλο του οικονομικού αγώνα δεν μπορούσε να έχει τότε ούτε κατά προσέγγιση τη σημερινή αποτελεσματικότητά του, αφού ένα μεγάλο μέρος της εργατιάς, δηλαδή οι δούλοι, δεν μπορούσαν να οργανωθούν. Οι διαφορές ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς δεν ήταν μικρότερες απ' όσο στην προσολωνική εποχή, αλλά είχαν πάψει να θεωρούνται αυτονόητες. Από τη μια μεριά ήταν οι «ευκατάστατοι», οι «άνθρωποι του χρήματος», οι «χορτάτοι», από την άλλη οι «ενδεείς», στους οποίους συγκαταλέγονταν όλοι όσοι δεν μπορούσαν να ζήσουν από τα έσοδα του χωραφιού ή της τέχνης τους: αυτοί λέγονταν οι «πολλοί», η «μάζα», ο «δήμος». Δημοκρατία επομένως σημαίνει, απλούστατα, κυριαρχία των φτωχών, κι έτσι την ορίζει ο Αριστοτέλης, θεωρώντας ως ολιγαρχία ένα πολίτευμα που ευνοεί τους εύπορους. Μερικές φορές αρκούσε να είναι κανείς πλούσιος για να στιγματισθεί ως «εχθρός του λαού» και να συρθεί στα δικαστήρια· και τα λαϊκά δικαστήρια απέδιδαν επανειλημμένα ταξική δικαιοσύνη, πολύ περισσότερο αφού οι δημεύσεις περιουσιών ωφελούσαν τον δήμο. Αυτές οι διαφορές δεν ήταν απλώς ζήτημα εσωτερικής πολιτικής. Στην Αθήνα και σ' άλλες πόλεις με δημοκρατικά καθεστώτα οι προνομιούχοι τηρούσαν φιλοσπαρτιατική στάση, χωρίς να το θεωρούν αυτό προδοσία της πατρίδας τους. Ο Ευριπίδης πίστευε ότι μόνο το μεσαίο στρώμα ήταν η αληθινή τάξη των πολιτών: οι πλούσιοι είναι άχρηστοι και ακόρεστοι, οι φτωχοί αχαλίνωτοι και φθονεροί και τα βέλη της ζήλιας τους είναι «βουτηγμένα στο φαρμάκι που στάζει η γλώσσα των λαοπλάνων». Επειδή ο αρχαίος κόσμος δεν γνώριζε την έννοια της πίστωσης, τουλάχιστο με τη μορφή που κυριαρχεί σ"* ολόκληρη τη σημερινή οικονομική ζωή, το κεφάλαιο επενδυόταν κυρίως στη γη. Ένα κάποιο υποκατάστατο για τις μετοχές και τις ομολογίες, που έλειπαν, ήταν οι δούλοι, που αποτελούσαν άλλωστε κι αυτοί με τον τρόπο τους μια κινητή, προσοδοφόρα περιουσία, με τις ίδιες περίπου πιθανότητες κέρδους και ζημιάς. Αντίθετα, υπήρχαν ήδη τράπεζες, που όμως δεν ήταν δανειοδοτικοί οργανισμοί, αλλά καταθετήρια: οι άνθρωποι κα208
τέθεταν εκεί τους θησαυρούς τους σε ρευστό, προτιμώντας μάλιστα τους ναούς, εξαιτίας της μεγαλύτερης, αλλά πάντως όχι απόλυτης ασφάλειας που τους πρόσφερε η ιερότητά τους. Εκτός από δούλους, τα κυριότερα εισαγόμενα είδη ήταν ξυλεία και σιτηρά, μοσχάρια και πρόβατα, χαλκός και κασσίτερος· εξάγονταν κυρίως βιομηχανικά είδη: εκτός από τα κοσμοξακουσμένα όπλα και τα πήλινα αγγεία, φίνα υφαντά, είδη ραπτικής και καλλυντικά* η εξαγωγή μελιού και σύκων, κρασιού και λαδιού φαίνεται ότι δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα σημαντική. Στον Πειραιά, με τις μεγάλες πλατείες και τις σκεπαστές στοές του, υπήρχαν δείγματα των προϊόντων κάθε χώρας του κόσμου: ακριβές αλοιφές και μίσχοι από σίλφιο, αιγυπτιακός πάπυρος και λιβάνι, νουβικός έβενος και ελεφαντόδοντο, συριακοί χουρμάδες και σταφίδες, παφλαγονικά αμύγδαλα και κάστανα, φοινικικά χαλιά και μαξιλάρια, σπάνια ψάρια, αραχνοΰφαντα υφάσματα, εξωτικά μπαχαρικά και πολλά άλλα προϊόντα που έρχονταν από πολύ μακριά. Πάντως, φαίνεται ότι η μεταφορά συνεπαγόταν μεγάλους κινδύνους, γιατί οι τόκοι για τα θαλασσοδάνεια ήταν κατά μέσον όρο το ένα τρίτο του κεφάλαιου, και πράγματι κάθε φορτίο διέτρεχε τον τριπλό κίνδυνο του ναυάγιου, της επίθεσης από πειρατές και της λεηλασίας από το πλήρωμα του ίδιου του πλοίου που το μετέφερε. Παρά τη συνεχή ανάπτυξη της οικονομικής ζωής, το βιοτικό επίπεδο τον πέμπτο αιώνα χαρακτηριζόταν από μια λιτότητα σχεδόν μεγαλύτερη απ'^ ό,τι παλιότερα. Σ** ένα σημερινό παρατηρητή, το μόνο πράγμα που θα έκανε εντύπωση θα ήταν το αρκετά πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό που διέθεταν ακόμα και οι πολίτες της μεσαίας τάξης· στην αρχαιότητα όμως αυτό δεν θεωρούνταν πολυτέλεια. Αντίθετα, τα ασβεστωμένα σπίτια, με την επίπλωσή τους που περιοριζόταν στα απολύτως αναγκαία, θα του φαίνονταν πολύ φτωχικά: στην παλιά πόλη ήταν φτιαγμένα σχεδόν εξ ολοκλήρου με ξυλοδεσιά. Μόνο στο ύπαιθρο υπήρχαν μερικοί πλούσιοι, που είχαν ωραίες επαύλεις με ανέσεις. Τα διώροφα κτίρια ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Όταν ο Αλκιβιάδης έβαλε να διακοσμήσουν τα δωμάτιά του με τοιχογραφίες, που ήταν φιλοτεχνημένες με τη μέθοδο της προοπτικής, κατάφερε αυτό που ήθελε: να προκαλέσει δηλαδή διπλή εντύπωση μ** αυτή την ασυνήθιστη και από πάνω υπερμοντέρνα διακόσμηση. Πολλοί κάτοικοι της πόλης είχαν στο σπίτι τους τα γουρούνια και τις κατσίκες τους. Τα βράδια οι ακαθαρσίες χύνονταν στον δρόμο με την Μ
209
προειδοποιητική κραυγή «στη μπάντα!»· όταν ο καιρός ήταν άσχημος, δεν μπορούσε να βγει κανείς έξω χωρίς ψηλές πέτσινες μπότες, γιατί δεν υπήρχε λιθόστρωτο* αργότερα όμως υπήρχαν στην Αθήνα «αστυνόμοι», δημοτικοί υπάλληλοι που μεριμνούσαν για τη στοιχειώδη καθαριότητα των δρόμων, ενώ οι «οδοποιοί» φρόντιζαν, με τη βοήθεια κρατικών δούλων, για τη συντήρηση του οδικού δίκτυου και οι «φρεωρύχοι» για τις υδραυλικές εγκαταστάσεις· η αποκομιδή των απορριμμάτων γινόταν από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι υγειονομικές συνθήκες δεν ήταν πολύ καλύτερες απ' ό,τι στον Μεσαίωνα και, όπως και τότε, έρχονταν σε χαρακτηριστική αντίθεση με τη μεγαλοπρέπεια των δημοτικών εγκαταστάσεων: των ναών και των δημαρχείων, των θεάτρων και των γυμνασίων, των αγορών και των στοών. Μόνο τα θερμά λουτρά —τόσο σημαντικά για τις μεταγενέστερες εποχές— ήταν ακόμα άγνωστα: στα δημόσια λουτρά υπήρχε μόνο κρύο νερό και το ιδιωτικό λουτρό, αυτονόητο στην κρητική και τη μυκηναϊκή εποχή, ήταν κάτι το σπάνιο. Οι Έλληνες έτρωγαν κανονικά μόνο μια φορά τη μέρα, λίγο πριν πάνε για ύπνο. Η κωμωδία μας πληροφορεί πώς φαντάζονταν τις μεγαλύτερες δυνατές γαστριμαργικές απολαύσεις: στους «Ιππείς» δίνεται στον «κύριο Δήμο» η υπόσχεση ότι από τώρα και στο εξής θα τρώει πάντα φρεσκοψημένα ψωμάκια, ζεστά γιουβαρλάκια και ψητό μοσχάρι· στο μελλοντικό κράτος των «Εκκλησιαζουσών» υπάρχουν πάντα πάνω στη σχάρα φρέσκα ψάρια και λαγοί, γλυκίσματα και κάστανα· και σε μια άλλη περιγραφή της χαρισάμενης ζωής, στους «Πέρσες» του Φερεκράτη, ξεχύνονται στους δρόμους ποτάμια από σούπα, τα λούκια των σπιτιών κατεβάζουν σταφύλια και μελόπιττες, φακές και κουλούρια, ενώ τα δέντρα βγάζουν λουκάνικα και μπακαλιαράκια. Όλοι αυτοί οι μεζέδες δεν έχουν τίποτα το αριστοκρατικό. Στο ντύσιμο έγινε μια μεγάλη απλούστευση: ήταν μια ανάλογη εξέλιξη όπως αυτή που σημειώθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, όταν επισημοποιήθηκε το απλό ντύσιμο του αστού* ενώ όμως στους Έλληνες αυτή η εξέλιξη σήμαινε έναν εξαιρετικό καλλωπισμό, σ' εμάς σημάδεψε τον θρίαμβο της ασχήμιας, τη νίκη του κλακ, της ρεντιγκότας και του μακριού πανταλονιού, κοντολογίς μιας αμφίεσης που θυμίζει χοντροφτιαγμένους, ακαλαίσθητους σωλήνες. Ο Γκαίτε είπε το εξής ωραίο: ότι η αρχαία αμφίεση ήταν η χιλιαπλή ηχώ της ανθρώπινης μορφής. Την αποτελούσαν ο χιτώνας —ένα κοντό αμάνικο πουκάμισο, που συνή210
θως ήταν στολισμένο με μια χρωματιστή μπορντούρα, αλλά κατά τα άλλα ήταν άσπρο και το συγκρατούσε μια ζώνη και παραμάνες— και το ιμάτιο, ένα τετράγωνο πανί που φοριόταν σαν πανωφόρι και στις επίσημες εμφανίσεις ήταν κι αυτό άσπρο· γενικά το άσπρο χρώμα θεωρούνταν το ευγενέστερο, αλλά πολύ αγατϋητά ήταν επίσης το κίτρινο, το πορφυρό και το βιολετί. Τττήρχε ακόμα η χλαμύδα, ένας μανδύας που τον φορούσε κανείς στην κακοκαιρία, στον πόλεμο, στην ιππασία ή στα ταξίδια, και που αποτελούνταν μόνον από ένα μακρουλό κομμάτι ύφασμα. Συχνά οι αρχαίοι κυκλοφορούσαν ντυμένοι μόνο με τον χιτώνα ή και μόνο με το ιμάτιο: αυτό έκανε π.χ. ο Σωκράτης. Περιέργως όμως δεν σκέφτηκαν ποτέ να χρησιμοποιήσουν τον χιτώνα και σαν πυτζάμα: κοιμόντουσαν γυμνοί. Τα κουμπιά και οι τσέπες ήταν κι αυτά τελείως άγνωστα: για τη φύλαξη διαφόρων μικροαντικειμένων χρησίμευε μια πτυχή του ρούχου. Το κεφάλι ήταν κανονικά ακάλυπτο: μόνον οι γεωργοί και οι βοσκοί, οι αγγελιαφόροι και οι αγωγιάτες, οι ταξιδιώτες και οι θεατές του θεάτρου φορούσαν σκούφους από κετσέ ή κουκούλες* το καπέλο ανήκε στη στολή των πελταστών, που, αντίθετα με τους βαριά οπλισμένους οπλίτες, ήταν αρματωμένοι μόνο μ^ έναν ελαφρό θώρακα από πετσί ή από γαζωμένα κομμάτια λινού υφάσματος, μια μικρή ασπίδα και κάμποσα κοντά δόρατα. Ο Αλκιβιάδης, ο ζωγράφος Απολλόδωρος και ο εκατομμυριούχος Καλλίας φορούσαν μια ψηλή τιάρα, πράγμα που οι συμπολίτες τους θεωρούσαν σημάδι ξυπασιάς και τρυφηλότητας. Το γυναικείο ντύσιμο έμοιαζε πολύ με το ανδρικό. Ο πέπλος αντιστοιχούσε περίπου στο ιμάτιο, ενώ οι εργάτριες, οι αθλήτριες και οι χορεύτριες περιορίζονταν κι αυτές στο πουκάμισο, που θεωρούνταν επίσης η τυπική αμφίεση των Αμαζόνων, της κυνηγέτιδας Άρτεμης και της αγγελιαφόρου των θεών, της Ίριδας. Και στις Σπαρτιάτισσες επίσης άρεσε να κυκλοφορούν με κοντό φόρεμα, ανασηκώνοντας τον πέπλο από τη μια μεριά, γι' αυτό και οι Αθηναίοι τις έλεγαν ειρωνικά «δειχνομπούτες». Είδη κόμμωσης υπήρχαν πολλά και θελκτικά* αλλά οι άνδρες είχαν τα μαλλιά τους αρκετά κοντά (εδώ, όπως και στο ντύσιμο, εκδηλωνόταν η κυριαρχία του μεσοστρώματος), αν και δεν τα κούρευαν τόσο πεζά όσο αργότερα οι Ρωμαίοι. Ο Αλκιβιάδης προσπαθούσε κι εδώ να κάνει αίσθηση με την εντυπωσιακή λιονταρίσια χαίτη του, κι όπως φαίνεται τον μιμήθηκαν κάμποσοι άλλοι δανδήδες. Στο γένι, που κι αυτό δεν ήταν πολύ μακρύ, προστέθηκε το 211
μουστάκι· μόνον οι Λακεδαιμόνιοι, με την προσήλωσή τους στις παλιές συνήθειες, το ξύριζαν. Από τον τέταρτο αιώνα, κι ύστερα το ξύρισμα της κορυφής του κρανίου (όπως κάνουν σήμερα οι καθολικοί παπάδες) θεωρούνταν ιδιαίτερα κομψό και, κατά πάσα πιθανότητα, σημάδι ολιγαρχικού φρονήματος. Το βασικότερο ψυχολογικό γνώρισμα εκείνης της εποχής, αν θέλουμε να το χαρακτηρίσουμε με μια μόνη λέξη, ήταν αυτό που ο Έλληνας λέει «πλεονεξία», η επιθυμία να θέλει κανείς όλο και περισσότερα, η απληστία και η έπαρση, η αρχομανία και η φιλαυτία, που ανάμεσα στ' άλλα εκδηλώνεται με μια σχεδόν υστερική μανία για νεωτερισμούς. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της τάσης, όπως και για κάθε τι άλλο, είναι φυσικά η Αθήνα. «Γιατί εδώ η πρόοδος, η καινοτομία και η περιφρόνηση για το παραδοσιακό θεωρούνται η αληθινή και η μόνη σοφία», διαβάζουμε στον Αριστοφάνη. Ακόμα πιο σαφής όμως είναι ο Θουκυδίδης. Βάζει τους Κορίνθιους να πουν στους Λακεδαιμόνιους ότι οι Αθηναίοι είναι γεννημένοι για να μην ησυχάζουν ποτέ ούτε ν' αφήνουν ήσυχους τους άλλους, και ο Κλέων φωνάζει στους Αθηναίους κατά πρόσωπο: «Είστε δούλοι του ασυνήθιστου και περιφρονητές του συνηθισμένου, και θα 'λεγε κανείς ότι ζητάτε πάντα κάτι άλλο απ' αυτό που έχετε.» Σ' ένα άλλο σημείο διαβάζουμε ότι οι Αθηναίοι είναι πάντα ακούραστα δραστήριοι, ότι πάντα λείπουν από τη χώρα τους για ν' αυξήσουν την περιουσία τους, ότι σπάνια απολαμβάνουν ήσυχα τους καρπούς των κόπων τους, γιατί ολοένα σκέφτονται πώς θ' αποκτήσουν καινούργια πράγματα, μια και γι' αυτούς το χρήμα δεν είναι μέσο, αλλά αυτοσκοπός. Όλα αυτά μας θυμίζουν έντονα τους Αμερικανούς και ρίχνουν ένα παράξενο φως στην «αντιβαναυσία». Αν τους κοιτάξουμε από κοντά, οι Αθηναίοι ήταν, όπως σχεδόν κάθε αστικός πληθυσμός, μια αεικίνητη μυρμηγκιά από δουλευτές, παράσιτα και κερδοσκόπους. Κι ωστόσο ο Ζαν Πάουλ, συμφωνώντας με τόσους και τόσους αρχαιολάτρες, υποστήριξε ότι η μελέτη της αρχαιότητας είναι το «διάβα μέσα από τον σιωπηλό ναό των μεγάλων εποχών και ανθρώπων της αρχαιότητας στην εμποροπανήγυρη των μεταγενέστερων αιώνων.» Αυτή ακριβώς ήταν η βασική πλάνη του κλασικισμού. Οι κλασικιστές ξέπλυναν τα χρώματα όχι μόνον από τα ελληνικά αγάλματα, αλλά κι από την ίδια την ελληνική ζωή κι άφησαν μονάχα ένα άχρωμο και ψεύτικο πρόπλασμα, στημένο πάνω στην έδρα της σκυθρωπής αίθουσας ενός 212
αυστηρού σχολείου. Ο άνθρωπος όμως αποτελείται από αντιφάσεις, και γι^ αυτό δεν πρέτ^ι να παραβλέψουμε, από την άλλη μεριά, ότι το ήθος και η χάρη εκείνης της εποχής πρέπει να είχαν μια λεπτότητα που ίσως κανένας λαός και καμιά άλλη περίοδος δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει. Ιδεώδης άνθρωπος θεωρούνταν εκείνος που μπορούσε βάσιμα να διεκδικήσει για τον εαυτό του τον χαρακτηρισμό άστεως: αυτή η ιδιότητα, που σημαίνει επί λέξει τον αναθρεμμένο σε πόλη, ήταν λέξη της μόδας και μαζί τιμητικός τίτλος, όπως περίπου τον δέκατο όγδοο αιώνα η λέξη «ανθρωπιστικός» (human). Αλλά η κομψότητα και η φινέτσα της κοινωνικής συμπεριφοράς δεν συγγένευε με την αυλική μορφή του μπαρόκ και του ροκοκό, γιατί αγνοούσε ολότελα την εθιμοτυπία, ούτε με την αστική μορφή του δέκατου ένατου αιώνα, γιατί της έλειπε κάθε συναισθηματισμός: ακόμα και τα ταφικά μνημεία δεν δείχνουν ίχνος μελαγχολίας, οι νεκροί συνεχίζουν τη ζωή τους πάνω στην πέτρα περιτριγυρισμένοι από τους ζωντανούς συγγενείς τους, με τους οποίους αντα)^άζουν συγκρατημένες διαχύσεις. Γύρω στο 450 ο Περικλής πήρε στα χέρια του το πηδάλιο του αθηναϊκού κράτους και το κράτησε για δυο δεκαετίες. Αν και ήταν βέρος αριστοκράτης, Αλκμεωνίδης από τη μεριά της μητέρας του και γιός ενός ανεψιού του Κλεισθένη, ωστόσο ήταν, όπως κι ο πρόγονός του, οπαδός της μετριοπαθούς δημοκρατίας και σε μερικά σημεία συνέχιζε τις παραδόσεις του Πεισίστρατου, με τον οποίο λέγεται ότι έμοιαζε πολύ στην εμφάνιση. Ο Θουκυδίδης προσδιόρισε ακριβέστατα αυτό το καθεστώς, λέγοντας ότι κατ' όνομα ήταν κυριαρχία του λαού, στην πραγματικότητα όμως κυριαρχία του ενός. Η μορφή, με την οποία ο Περικλής ασκούσε αυτή την εξουσία, ήταν το αξίωμα του στρατηγού, που ήταν κάτι σαν συνδυασμός των αρμοδιοτήτων του στρατάρχη, του ναύαρχου, του γενικού διευθυντή της αστυνομίας και του υπουργού εξωτερικών σ' αυτές τις λειτουργίες πρέπει να προσθέσουμε τη γενική διεύθυνση των οικονομικών και της οικοδομικής. Αν στην πασίγνωστη προτομή ο Περικλής απεικονίζεται με περικεφαλαία, δεν το έκανε αυτό για να κρύψει το κρεμμυδόσχημο κεφάλι του, όπως ισχυρίζονται οι κακές γλώσσες, αλλά για να εκφράσει καθαρά τον τίτλο της εξουσίας του. Οι μεταγενέστεροι Έλληνες τον θεωρούσαν δημιουργό της δημοκρατίας, και πραγματικά μερικά από τα δημοφιλέστερα μέτρα ανάγονται σ' αυτόν: η καθιέρωση μισθού 213
για τη συμμετοχή στη σύνθεση του δικαστηρίου, τη λαϊκή συνέλευση και την πολεμική υτιηρεσία, καθώς και «θεωρικών» για την παρακολούθηση των θεατρικών παραστάσεων και άλλων γιορταστικών εκδηλώσεων (ο Δημάδης ονόμασε τα θεωρικά «συνδετική ύλη της δημοκρατίας»), τα τακτικά συσσίτια και τα πολυάριθμα δημόσια έργα, που, όπως λέει ο Πλούταρχος, «εξωράιζαν και μαζί τάιζαν την πόλη». Ωστόσο, ο Περικλής προκάλεσε τη ζωηρή έχθρα ίσα-ίσα του λαϊκού κόμματος. Επειδή όμως οι αντίπαλοί του δεν τολμούσαν να τα βάλουν προσωπικά μαζί του, προσπαθούσαν να τον βλάψουν δυσφημώντας τα πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντός του. Τον ειρωνεύονταν ως ήρωα της παντόφλας, εξαιτίας του δεσμού του με μια ωραία και πνευματώδη γυναίκα, την εταίρα Ασπασία από τη Μίλητο, και σύγκριναν τη σχέση αυτή με τη σχέση του Δία με την Ήρα ή του Ηρακλή με την Ομφάλη, αλλά αϋτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε σοβαρότερες ρετσινιές που του κόλλησαν: κατάγγειλαν π.χ., αν και χωρίς επιτυχία, την Ασπασία ως άθεη και μαστροπό. Κατηγορία για προσβολή των θεών απαγγέλθηκε και εναντίον του φιλόσοφου Αναξαγόρα, φίλου και δάσκαλου του Περικλή, επειδή είχε διακηρύξει ότι ο ήλιος είναι μια πυρωμένη πέτρα· ο Αναξαγόρας γλίτωσε τη θανατική καταδίκη καταφεύγοντας στη Λάμψακο, μια ιωνική αποικία στις ακτές του Ελλήσποντου, όπου έγινε δεκτός με τις μεγαλύτερες τιμές, και παρηγοριόταν για την εξορία του με μερικές θυμοσοφικές ρήσεις: όταν του είπαν: «Έχασες τους Αθηναίους», απάντησε: «Δεν τους έχασα εγώ, αυτοί μ** έχασαν»· όταν του εξέφρασαν τη λύτιη τους γιατί ήταν καταδικασμένος να πεθάνει μακριά από την πατρίδα του, αποκρίθηκε: «Ο δρόμος για τον Άδη είναι παντού ο ίδιος»· κι όταν τον ρώτησαν: «Μα καλά, δεν νοιάζεσαι καθόλου για την πατρίδα σου;», αυτός είπε: «Απεναντίας, νοιάζομαι και πολύ για την πατρίδα μου», κι έδειξε τον ουρανό. Αλλά η μεγαλύτερη ατιμία των Αθηναίων ήταν η δίκη του Φειδία, του καλλιτέχνη που επέβλεπε ολόκληρη την οικοδομική δραστηριότητα του Περικλή: τον κατηγόρησαν εντελώς αναίτια ότι είχε καταχρασθεί πολύτιμα υλικά. Δεν ξέρουμε αν ο Φειδίας πέθανε προφυλακισμένος στην Αθήνα ή πολυδοξασμένος στην Ήλιδα, όπου λέγεται ότι κατέφυγε· υπάρχει μάλιστα και μια τρίτη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία τον δηλητηρίασαν οι Αθηναίοι. Φαίνεται ότι ο Περικλής ήταν δεινός ρήτορας. Λέγεται ότι πριν από κάθε λόγο του προσευχόταν στον Δία για να μη τον αφήσει να 214
πει τίποτα περιττό. Όταν μιλούσε δημόσια, στεκόταν ολότελα ακίνητος, τυλιγμένος στον μανδύα του, και χωρίς να δείχνει κανένα πάθος, χωρίς καν να έχει μεταπτώσεις στη φωνή του. Αν, παρ' όλα αυτά, τον παίνευαν ότι μπορούσε να βροντά σαν τον Δία, εννοούσαν προφανώς τα ψυχρά αστραπόβροντα ενός θεού που, ασυγκίνητος ο ίδιος, συνταράζει τα πάντα — με μια λέξη επρόκειτο για μια φειδιακή ολυμτζιακότητα. Ο Πλούταρχος λέει για τον Περικλή ότι στους λόγους του «έχυνε φυσιολογία όπως χύνει ο ζωγράφος το χρώμα», εννοώντας πιθανότατα ότι του άρεσε να χρησιμοποιεί παρομοιώσεις και εικόνες παρμένες από τις φυσικές επιστήμες. Αλλά και στους υπόλοιπους ρήτορες της εποχής οι αρχαίοι εγκωμίαζαν την άφέλεια^ δηλαδή την απλότητα, τον απέριττο, ρωμαλέο λόγο, και την ισχνότητα, που όμως δεν σημαίνει ένδεια, αλλά τη μυώδη λιποσαρκία του εξασκημένου παλαιστή. Οι Σοφιστές καυχιόντουσαν κι αυτοί για την τέχνη να εκφράζουν τη γνώμη τους με τον συνοπτικότερο δυνατό τρόπο, ενώ ο Αντιφών και ο Λυσίας, που ανήκαν στη νεότερη γενιά, ξεχώριζαν κι αυτοί για την απλότητα και τη διαύγεια του λόγου τους. Μιλήσαμε πιο πάνω για τη μαρμάρινη προτομή του Περικλή, που φυλάγεται στο Βρεταννικό Μουσείο* η προτομή αυτή, καλό αντίγραφο ενός έργου του πέμπτου αιώνα, δεν είναι προσωπογραφία με τη δική μας έννοια (δείχνει π.χ. τη χωρίς ρίζα «ελληνική μύτη», που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει), αλλά μια εξιδανικευμένη μορφή, που ωστόσο είναι τόσο εξατομικευμένη, ώστε οι Αθηναίοι αναγνώριζαν σ' αυτή τον ηγέτη τους. Το περιποιημένο γένι και η συγκατάβατική στάση του κεφαλιού υποδηλώνουν ένα κομψό τζέντλεμαν, το απαλό, χαριτωμένο στόμα προδίνει ευφράδεια, τα βαθιά μάτια, στεγασμένα από αρχοντικά φρύδια, φανερώνουν τινευματικό πλούτο και φρόνηση. Στο χαμένο πρωτότυπο, που ήταν από μπρούντζο και παρίστανε ολόκληρη τη.μορφή, αυτός ο απρόσιτος και μαζί αξιαγάπητος αριστοκράτης θα πρέπει ν** απεικονιζόταν ακόμα πιο εύγλωττα. Στην εξωτερική πολιτική ο Περικλής, όπως όλα δείχνουν, εκπροσωπούσε τη σοφή θέση ότι η Αθήνα μόνον αν είχε την ουσιαστική ηγεμονία ολόκληρης της Ελλάδας μπορούσε να χτυτιήσει καίρια την Περσία και γι' αυτό έπρεπε πρώτα να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με τη Σπάρτη ή, για να το μεταφράσουμε στα πρωσικά, ότι πριν από τον πόλεμο με τη Γαλλία έπρεπε να γίνει πόλεμος με την Αυστρία. Αλλά ο Περικλής δεν είχε, όπως ο Μπίσμαρκ, ένα γερό 215
έρεισμα στο πρόσωπο της μοναρχίας και γι' αυτό δεν είχε τη δύναμη να οδηγήσει τη δημοκρατία στη νίκη παρά τη θέλησή της. Επίσης, ήταν μεγάλη ατυχία για την Αθήνα ότι πέθανε στην αρχή του πολέμου. Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν πολύ ετερόκλητες, αλλά περίπου ισοδύναμες. Η Σπάρτη διέθετε ασύγκριτα καλύτερους συμμάχους: στο πλευρό της δεν ήταν μόνο τα μέλη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, αλλά τρεις περιοχές με σημαντική γεωγραφική θέση, η Μεγαρίδα, η Φωκίδα και η Λοκρίδα, και οι δυό ισχυροί εμπορικοί ανταγωνιστές της Αθήνας, η Κόρινθος και η Θήβα με τις κτήσεις τους· οι Αθηναίοι είχαν με το μέρος τους μόνο τους Πλαταιείς, τους Θεσσαλούς και φυσικά τους Μεσσήνιους· ο προαιώνιος εχθρός της Σπάρτης, το Άργος, έμεινε στην αρχή ουδέτερος, όπως και η Περσία. Από την άλλη μεριά, η Αθήνα διέθετε πολύ σημαντικά χρηματικά μέσα, ενώ οι Πελοποννήσιοι δεν είχαν καθόλου πολεμικό ταμείο. Στην ξηρά οι Λακεδαιμόνιοι είχαν την απόλυτη υπεροχή, γι' αυτό οι Αθηναίοι απόφευγαν να δίνουν μεγάλες μάχες μαζί τους: γίνονταν μόνον αψιμαχίες με τους οπλίτες, που καλύπτονταν στα πλάγια από τους ιππείς και τους πελταστές. Τα πανίσχυρα τείχη της Αθήνας δεν μπορούσαν να παρθούν, γιατί η πολιορκητική τέχνη με τη στενότερη έννοια, δηλαδή η πολιορκία μιας πόλης με μηχανές, ήταν ακόμα υπανάπτυκτη· επομένως, η πόλη μπορούσε να κυριευθεί μόνο με τη λιμοκτονία των κατοίκων της ή με αιφνιδιασμό, πράγμα όμως που δεν μπορούσαν να ελπίζουν οι Πελοποννήσιοι, γιατί τα αθηναϊκά τείχη φυλάγονταν άγρυτινα και οι προμήθειες σε τρόφιμα έμπαιναν στην πόλη από την πλευρά της θάλασσας, που την κάλυπτε ο αττικός στόλος· ο τελευταίος ήταν ασύγκριτα ανώτερος από τον στόλο των αντιπάλων. Όλα αυτά, με μια προσεχτική και συγκρατημένη διεξαγωγή του πολέμου, όπως τη σχεδίαζε ο Περικλής, θα οδηγούσαν αργά ή νωρίς στην εκμηδένιση του εχθρού, που, εξαντλημένος οικονομικά, απογοητευμένος από τα χτυπήματα του στρατού του στο κενό, εξουθενωμένος από τις επιθέσεις των αθηναϊκών πλοίων στις ακτές του και εγκαταλειμμένος από τους εκνευρισμένους συμμάχους του, θ' αναγκαζόταν τελικά να προτείνει ειρήνη με βάση τον ώς τότε συσχετισμό δυνάμεων. Αυτό όμως θα σήμαινε μια επιτυχία των Αθηναίων όχι μικρότερη απ' ό,τι ο Επταετής πόλεμος για τον Μέγα Φρειδερίκο, που κι αυτός τελείωσε φαινομενικά χωρίς νικητή, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια ηθική νίκη της Πρωσίας και εδραίωσε την 216
υπεροχή της. Είναι απίθανο ότι ο Περικλής προετοιμαζόταν τόσο εντατικά για τον πόλεμο επειδή η θέση του είχε κλονισθεί, θέλοντας έτσι να δεσμεύσει τις δυνάμεις των ντόπιων αντιπάλων του, όπως έκανε ο γιακωβινισμός με τους επαναστατικούς πολέμους, ο Ναπολέων Γ' με τον γαλλοπρωσικό πόλεμο και ο τσάρος της Ρωσίας με τον παγκόσμιο πόλεμο. Σ' όλες αυτές (και στις περισσότερες ανάλογες) περιπτώσεις οι πρωταίτιοι του πολέμου δεν πέτυχαν τον σκοπό τους, παρά αντίθετα επιτάχυναν την πτώση τους. Οι «πόλεμοι αντιπερισπασμού» δεν είναι μόνον απερισκεψία, αλλά και βλακεία, δυο ιδιότητες που δεν μπορούμε να καταλογίσουμε σ^ έναν άνδρα όπως ο Περικλής. Έχει αποδειχθεί ότι ο Περικλής είχε προτείνει τη σύγκληση διαιτητικού δικαστηρίου για την επίλυση των διαφορών, πράγμα που οι Σπαρτιάτες δεν δέχτηκαν. Ίσως όμως να θεωρούσε αναπόφευκτη την αναμέτρηση, και γι^ αυτό, όπως ο Μπίσμαρκ, να μη προσπαθούσε να την αποφύγει με κάθε θυσία, παρά να ήταν έτοιμος για να εκμεταλλευθεί την ευνοϊκότερη δυνατή στιγμή. Το κρατικό ταμείο ήταν γεμάτο, η πόλη απόρθητη, ο στόλος ασυναγώνιστος, ο πληθυσμός ζητούσε πώς και πώς πόλεμο και ήταν έτοιμος για θυσίες. Από την άλλη μεριά, όμως, η κατάσταση ήταν και για τη Σπάρτη πλεονεκτική, γιατί χάρη στην αυταρχικότητα των Αθηναίων απέναντι στους συμμάχους τους μπορούσε να πολεμήσει με σύν^^ημα την «απελευθέρωση των Ελλήνων» (πράγμα που στην πραγματικότητα σήμαινε, φυσικά, ηγεμονία της Σπάρτης). Ωστόσο και η Σπάρτη, επίσης, εξαιτίας του πατροπαράδοτου συντηρητισμού της, δίστασε πολύ πριν ξεκινήσει τον πόλεμο* το εμπρηστικό στοιχείο ήταν η Κόρινθος. Οι αρκετά ασαφείς περιπλοκές που οδήγησαν στην τελική ρήξη δεν έχουν σημασία για την εκτίμηση των αιτίων του πολέμου: όταν ο πόλεμος είναι διάχυτος στην ατμόσφαιρα, τα πάντα μπορούν να χρησιμέψουν ως «αφορμή». Η πρώτη φάση του πολέμου, που κράτησε από το 431 ώς το 421 και ονομάζεται «Αρχιδάμειος πόλεμος» (από το όνομα του τότε βασιλιά της Σπάρτης), είχε τη σφραγίδα της στρατηγικής του Περικλή να εξαντλήσει τον εχθρό. Ο αγροτικός πληθυσμός της Αττικής κατέφυγε στην πόλη, ενώ οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν κάθε χρόνο στα εχθρικά εδάφη (τον χειμώνα δε γίνονταν στρατιωτικές επιχειρήσεις). Αλλά ούτε οι καταστροφές που έκαναν οι Αακεδαιμόνιοι στην αττική γη ούτε η πανούκλα, που εκδηλώθηκε εξαιτίας του συνωστισμού και 217
του μολυσμένου νερού και είχε για θύματα το ένα τέταρτο των κατοίκων της Αθήνας (ανάμεσά τους και τον ίδιο τον Περικλή), δεν μπόρεσαν να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ των Πελοποννησίων. Η μόνη αξιόλογη επιτυχία των Σπαρτιατών ήταν η κατάληψη των Πλαταιών. Έτσι, έκαναν προτάσεις για ειρήνη· αλλά οι Αθηναίοι, φανατισμένοι από τον Κλέωνα, ηγέτη του ριζοσπαστικού δημοκρατικού κόμματος και τυπική περίπτωση ερασιτέχνη πολιτικού, ήταν τόσο τυφλωμένοι ώστε αρνήθηκαν. Τότε όμως η ήττα τους στη μάχη του Δήλιου, τη μόνη μεγάλη κατά ξηρά σύγκρουση του πολέμου, και η απώλεια της Αμφίπολης, που είχε μεγάλη στρατηγική σημασία, τους έκαναν ν' αλλάξουν μυαλά. Καθώς στο μεταξύ ο Κλέων είχε πέσει στη μάχη, ο μετριοπαθής Νικίας κατάφερε να συνομολογήσει μια πολύ συμφερτική ειρήνη, που πήρε τ' όνομά του· η ειρήνη αυτή όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε καν εκεχειρία, γι' αυτό και ο Θουκυδίδης τονίζει: όποιος δε θεωρεί πόλεμο το διάστημα της ειρήνης, δεν κρίνει σωστά την κατάσταση. Γιατί οι Αθηναίοι είχαν ήδη ριχτεί στη ριψοκίνδυνη περιπέτεια της Σικελίας. Το μεγαλεπήβολο όσο και παράτολμο σχέδιο αυτής της εκστρατείας είχε βγει από το κεφάλι του Αλκιβιάδη: οι Έλληνες της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, διαιρεμένοι, αποχαυνωμένοι από την καλοπέραση και στρατιωτικά καθυστερημένοι, θα υποτάσσονταν με τη βοήθειά τους θα νικιόταν η Καρχηδόνα κι έπειτα θα εγκαθιδρυόταν σ' ολόκληρη τη Μεσόγειο η αθηναϊκή κυριαρχία, στενά συνδεμένη με τη μονοκρατορία του ίδιου του Αλκιβιάδη, αδιάφορο σε ποια μορφή. Στην αρχή ο λαός εκστασιάσθηκε από την επιβλητική προοπτική να επεκταθεί η εξουσία της Αθήνας· όμως λίγο πριν ξεκινήσει το εκστρατευτικό σώμα, όλες οι ερμές της Αθήνας βρέθηκαν ένα πρωί ακέφαλες· επρόκειτο πιθανότατα για πράξη μισομεθυσμένων νεαρών δανδήδων ή ίσως μιας εταιρίας Ελλήνων «σατανιστών»· αλλά οι Αθηναίοι πήραν πολύ σοβαρά αυτό το γεγονός και υποψιάσθηκαν τον Αλκιβιάδη, που πρέπει να πούμε ότι ήταν πράγματι ικανός για κάτι τέτοιο και οπωσδήποτε «επιδίωκε την τυραννίδα»· οι Αθηναίοι τον κατηγόρησαν επιπρόσθετα ότι μαρτύρησε τα Ελευσίνια μυστήρια, παρόλο που όλα δείχνουν ότι τα μυστήρια αυτά δεν είχαν και πολλά πράγματα να προδώσει κανείς. Τελικά όλοι συμφώνησαν ν' αναβληθεί η δίκη ώσπου να επιστρέψει ο Αλκιβιάδης. Ο στόλος ξεκίνησε· τότε όμως απαγγέλθηκε ξαφνικά η κατηγορία που είχε αναβληθεί και ο Αλκιβιάδης καταδι218
κάσθηκε ερήμην σε θάνατο. Αλλά εκείνος ειπε: «Θ' αποδείξουμε ότι ακόμα ζούμε» και πήγε στη Σπάρτη. Πληροφόρησε τη σπαρτιατική κυβέρνηση ότι μια αθηναϊκή νίκη στη Δύση θα σήμαινε τον ναυτικό αποκλεισμό της Πελοποννήσου και το τέλος της σπαρτιατικής ηγεμονίας, κι έπεισε έτσι τους Σπαρτιάτες να ξαναρχίσουν τον πόλεμο* σαν να μην ήταν αρκετό αυτό, φρόντισε να συμμαχήσει η Σπάρτη με τον Τισσαφέρνη, τον σατράπη των Σάρδεων, που έδωσε στους Σπαρτιάτες χρηματική βοήθεια, με αντάλλαγμα τις ελληνικές πόλεις που ήταν υποτελείς στην Περσία πριν από τους περσικούς πολέμους (κάτι ανάλογο στη νεότερη ιστορία είναι η συμφωνία της Αυστρίας με το Ναπολέοντα Γ' στις 12 Ιουνίου 1866, με βάση την οποία, σε περίπτωση επανάκτησης της πρωσικής Σιλεσίας, θα παραχωρούνταν ως αντάλλαγμα στη Γαλλία η αριστερή όχθη του Ρήνου). Στο μεταξύ όμως, έπειτα από μερικές αρχικές και ελπιδοφόρες επιτυχίες των Αθηναίων, η σικελική εκστρατεία ναυάγησε ολότελα: ο αθηναϊκός στόλος νικήθηκε στο λιμάνι των Συρακουσών και ο αθηναϊκός στρατός, καθώς υποχωρούσε, εξοντώθηκε ή αιχμαλωτίσθηκε. Επειδή το όλο εγχείρημα είχε καθαρά ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα, μια πόλις δεν μπορούσε ποτέ να το πραγματοποιήσει με επιτυχία, αλλά θα μπορούσε να το πετύχει αυτό η μεγαλοφυία ενός Αλκιβιάδη, που, προπορευόμενος των ιστορικών εξελίξεων κατά έναν ολόκληρο αιώνα, ενσάρκωνε ήδη το πολιτικό δόγμα των επιγόνων του Αλέξανδρου, δηλαδή απόβλεπε στην παγκόσμια κυριαρχία. Ακολούθησε τότε ο Δεκελεικός πόλεμος, από το 413 ώς το 404, που λέγεται έτσι επειδή αυτή τη φορά οι Σπαρτιάτες δεν αρκέσθηκαν σε ληστρικές εκστρατείες εναντίον της Αττικής, αλλά εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο οχυρό της Δεκέλειας: ήταν ένα πολύ πιο αποτελεσματικό μέτρο, που κλόνισε ολόκληρη την οικονομική ζωή της Αττικής και ήταν ιδέα του Αλκιβιάδη, όπως άλλωστε και η έξοχη επιλογή του τόπου. Σιγά-σιγά όμως ο Αλκιβιάδης άρχισε να μην αισθάνεται ασφαλής ούτε στη Σπάρτη, γιατί ανταγωνιζόταν με επιτυχία τον βασιλιά Άγι όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στον γάμο του. Έτσι κατέφυγε πια στον Τισσαφέρνη, τον οποίο έπεισε ότι το καλύτερο για την Περσία ήταν ν' ακολουθήσει επαμφοτερίζουσα πολιτική, για να μην αφήσει καμιά από τις δυο ελληνικές υπερδυνάμεις να επικρατήσει: ήταν μια πολύ έξυπνη κίνηση, με την οποία ο Αλκιβιάδης προσπαθούσε να εξασφαλίσει την επάνοδό του στην Αθήνα. Πράγματι, το 411 ανακλήθηκε στη 219
γενέτειρα του και λιγο αργότερα νίκησε τους Πελοποννήσιους στην Κύζικο. Η Σπάρτη ήταν έτοιμη να κλείσει ειρήνη, με τον όρο ν' αναγνωρισθεί το status quo' ο Αλκιβιάδης όμως, που τώρα ήθελε να πετύχει με τον πόλεμο τα φιλόδοξα σχέδιά του, εμπόδισε τη συμφωνία, υποστηριγμένος από τον λυροποιό Κλεοφώντα, ένα δεύτερο Κλέωνα. Δεν ήθελε πολύ ακόμα για ν'^ ανέβει στον θρόνο. Αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι Σπαρτιάτες ανέδειξαν, στο πρόσωπο του Λύσανδρου, έναν άνδρα που ήταν ισάξιος του Αλκιβιάδη, αν όχι στο πνεύμα, πάντως στη βιαιότητα και στον αδίσταχτο χαρακτήρα του. Ο Λύσανδρος νίκησε το 407 στο Νότιο, χωρίς να φταίει ο Αλκιβιάδης. Η ήττα αυτή όμως επισφράγισε την πτώση του τελευταίου. Την επόμενη χρονιά έγινε η ναυμαχία στις Αργινούσες, η μεγαλύτερη ναυμαχία που έγινε ποτέ ανάμεσα σε Έλληνες. Οι Αθηναίοι νίκησαν ωστόσο οι ναύαρχοί τους κατηγορήθηκαν ότι δεν έσπευσαν να σώσουν τους ναυαγούς, κατς-δικάσθηκαν σε θάνατο και εκτελέσθηκαν. Για μια φορά ακόμα η Σπάρτη έτεινε κλάδο ελαίας, με τους ίδιους όρους όπως μετά την Κύζικο, και για μια φορά ακόμα ο Κλεοφών έπεισε τους Αθηναίους ν' αρνηθούν. Η ολοκληρωτική καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στους Αιγός Ποταμούς, ένα παράλιο ποταμάκι στη Θρακική χερσόνησο, οδήγησε στη συνθηκολόγηση της Αθήνας, που δεν είχε πια τις ναυτικές δυνάμεις για να εμποδίσει τον αποκλεισμό και τη λιμοκτονία της. Οι θανάσιμοι εχθροί της, η Κόρινθος και η Θήβα, ζήτησαν να ισοπεδωθεί η Αθήνα και να γίνει χερσότοπος* αλλά είναι προς τιμή των Σπαρτιατών ότι δε θέλησαν ούτε ν' ακούσουν κάτι τέτοιο. Η λακωνική ανταλλαγή μηνυμάτων ανάμεσα στον Λύσανδρο και τη σπαρτιατική κυβέρνηση ήταν: «Η Αθήνα κυριεύθηκε»· «Αυτό αρκεί». Όπως αναφέρει ο Ξενοφών, οι Σπαρτιάτες είχαν τη γενναιοφροσύνη να πιστεύουν «ότι δεν πρέπει να εξοντωθεί μια ελληνική πόλη που κάποτε έσωσε την Ελλάδα από τον μεγαλύτερο κίνδυνο»· ένα πρόσθετο στοιχείο ήταν σίγουρα ο σεβασμός γι' αυτό το μεγάλο πολιτιστικό κέντρο. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι συζητήθηκε αυτό το ενδεχόμενο αποκαλύπτει μια ανατριχιαστική πλευρά της ελληνικής ψυχής. Τα «Μακρά τείχη» πάντως γκρεμίσθηκαν και η Αθήνα υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από όλες τις εξωτερικές της κτήσεις. Όταν, τον Απρίλιο του 404, ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά, δεν τον επευφήμησαν μόνον οι απελευθερωμένοι σύμμαχοι της Αθήνας, αλλά και πολλοί Αθηναίοι· γιατί τα τελευταία χρόνια η δη220
μοκρατία είχε εκφυλισθεί σε αληθινή τρομοκρατία. Αλλά την έκβαση του μεγάλου πολέμου την είχε κρίνει το εξωτερικό. Η Αθήνα ήταν απρόσιτη από την ξηρά, και μόνο τα περσικά χρήματα επέτρεψαν στους Σπαρτιάτες να ναυπηγήσουν ένα στόλο ισάξιο του αττικού. Και η Περσία ήταν πάλι αυτή που κέρδισε τα περισσότερα οφέλη από τον πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν ανάλογο όπως στους δυο μεγάλους γερμανικούς εμφυλίους πολέμους, τον Τριακονταετή και τον Επταετή, από τους οποίους ο πρώτος ανέδειξε ουσιαστικά νικήτρια τη Γαλλία και ο δεύτερος την Αγγλία. Αλλά τον Δεκελεικό πόλεμο τον διεξήγαγε και από τις τρεις πλευρές ο Αλκιβιάδης, που τη χρονιά της συνθηκολόγησης δολοφονήθηκε από τον Φερνάβαζο, τον σατράπη της Φρυγίας, κατά προτροπή των Σπαρτιατών. Αυτός ο άνθρωπος, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και πιο μυστηριώδεις προσωπικότητες της παγκόσμιας Ιστορίας, έκανε φαίνεται ό,τι ήθελε μ' όλο τον κόσμο, γιατί κανένας δεν μπορούσε ν' αντισταθεί στην προσωπική του σαγήνη. Και τα δύο φύλα ήταν ανεπανόρθωτα ερωτευμένα μαζί του, γιατί δεν είχε μόνο σπάνια ομορφιά και χάρη, αλλά ήταν γενικά ένας πολυτάλαντος άνθρωπος: ήταν άφταστος στην ιππασία και τη γυμναστική, στο ποτό και τη ρητορική, στη μουσική και τη διαλεκτική, στην πολεμική τέχνη και τη διπλωματία, με δυο λόγια ήταν ακαταμάχητος. Και προπάντων ήταν ο τελειότερος ηθοποιός που μπορούσε να υπάρξει: στην ανάγκη γινόταν πιο Σπαρτιάτης απ' όλους μαζί τους Σπαρτιάτες και πιο Ανατολίτης απ' όλους τους Πέρσες σατράπες, αλλά στην ουσία ήταν η πεμπτουσία του αθηναϊκού πνεύματος. Γιατί είχε το χάρισμα να μετατρέπει τη ζωή του σε μια αλυσίδα από λαμπρά σκάνδαλα· μπορούμε όμως να πούμε επίσης: το χάρισμα να κάνει τη ζωή του ποίημα. Η βιογραφία του είναι ένα έπος, που όμως δεν είναι γραμμένο στο παλιό περιπαθές και ηρωικό στιλ, αλλά σπεύδει αστραπιαία από τη μια περιπέτεια στην άλλη, σαν ένα μυθιστόρημα που περιγράφει με χαμαιλεόντια χρώματα την πολυκύμαντη ζωή ενός «αρχικατεργάρη». Τον τέταρτο αιώνα οι ρήτορες ασχολήθηκαν πολύ με τη φυσιογνωμία του Αλκιβιάδη και γράφτηκαν ένα σωρό αλληλοσυγκρουόμενες πραγματείες γύρω από το ερώτημα αν ήταν μεγαλοφυία ή κοινός εγκληματίας κι αν^ ο διωγμός του έφερε στην πατρίδα του τη σωτηρία ή τη συμφορά. Από ηθική σκοπιά, το ερώτημα αυτό είναι ανόητο: ο Αλκιβιάδης δεν μπορεί καθόλου ν' αξιολογηθεί με βάση το ηθικό του ανάστημα, ήταν ένας τυχοδιώκτης, αλλά η 221
ελληνική μορφή της πολιτικής εξουσίας ήταν ακριβώς ο τυχοδιωκτισμός· από πολιτική άποψη, για ν' απαντήσουμε στο ερώτημα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι ο Αλκιβιάδης, αν του είχαν δώσει ελευθερία κινήσεων, θα είχε επισπεύσει σημαντικά την αλεξανδρινή εξέλιξη κι έτσι θα είχε ανακόψει την ανάπτυξη της Ρώμης: το πιθανότερο, επομένως, είναι ότι οι Έλληνες θα είχαν επικρατήσει σ' ολόκληρη τη Μεσόγειο και θα είχαν ττνίξει εν τη γενέσει της την άνοδο της Ρώμης. Αλλά το αν αυτό θα ήταν καλό για τον ελληνικό πολιτισμό, είναι άλλο ζήτημα. Ο κοσμοπολίτικος αλεξανδρινισμός θα είχε έρθει έναν αιώνα νωρίτερα, ενώ ακόμα και στην πραγματικότητα ήρθε πριν της ώρας του. Γιατί η ελληνική δημοκρατία, όσα κακά κι αν της προσάψει κανείς, ήταν το μόνο υπόστρωμα στο οποίο το ελληνικό πνεύμα μπορούσε να ευδοκιμήσει και να δώσει τόσο εξαίσια άνθη. 'Οπως οι Εβραίοι απέδιδαν τη νομοθεσία τους στον Μωυσή, έτσι και οι Αθηναίοι απέδιδαν το πολίτευμά τους στον Θησέα, τον εθνικό τους ήρωα. Το πολίτευμα αυτό βασιζόταν σε τρεις αρχές: ισονομία, δηλαδή ισότητα όλων μπροστά στον νόμο, ισοτιμία, δηλαδή το δικαίωμα όλων των πολιτών να κατέχουν τιμητικές θέσεις, και ισηγορία, δηλαδή την πλήρη ελευθερία του λόγου. Μ^ άλλα λόγια, κάθε πολίτης υπαγόταν στους ίδιους κανονισμούς, μπορούσε να επενδύει οποιοδήποτε αξίωμα και μπορούσε να πάρει δημόσια τον λόγο όποτε ήθελε. Ιδιαίτερα αυτό το τελευταίο, που σύμφωνα με τον Ξενοφώντα ήταν μια κατάσταση όπου όλοι οι μεθυσμένοι φώναζαν ταυτόχρονα, θεωρούνταν ως το σημαντικότερο εχέγγυο της αστικής ελευθερίας και κυριολεκτικά ταυτόσημο με την ίδια τη δημοκρατία. Οι κυριότερες περιπτώσεις στις οποίες γίνονταν οι αγορεύσεις ήταν η λαϊκή συνέλευση και το λαϊκό δικαστήριο, δυο σώματα στα οποία είχε πρόσβαση κάθε πολίτης. Η συνάθροιση ολόκληρης της κοινότητας, στην οποία οι αποφάσεις παίρνονταν με απλή αριθμητική πλειοψηφία (αφού όλες οι ψήφοι ήταν ισότιμες), λεγόταν εκκλησία, που σημαίνει το σύνολο των «εκκλήτων», δηλαδή αυτών που φωνάχθηκαν έξω από τα σπίτια τους. Αυτό το όνομα ήταν απομεινάρι από την εποχή που τα μέλη της συνέλευσης καλούνταν από ένα κήρυκα. Για τον έλεγχο χρησίμευαν μάρκες· η ψηφοφορία γινόταν με ανάταση του χεριού ή με βότσαλα, όστρακα, κουκιά. Σε περίπτωση καταιγίδας, σεισμού, έκλειψης ηλίου, αλλά και απλής βροχής η συνέλευση αναβαλ222
λόταν αμέσως, γιατί αυτά τα φαινόμενα θεωρούνταν «σημάδια του Δία». Καθώς όλες οι σημαντικές κρατικές αποφάσεις παίρνονταν στην εκκλησία, η δραστηριότητα της δημόσιας αρχής περιοριζόταν ουσιαστικά στην επεξεργασία και εκτέλεση των λαϊκών αποφάσεων. Για τις συνεδριάσεις του λαϊκού δικαστήριου διαλέγονταν έξι χιλιάδες ένορκοι, που όμως φαίνεται ότι μόνο σποραδικά συνεδρίαζαν σε απαρτία. Επειδή η απόφαση έβγαινε από τον ανώτατο κυρίαρχο, δηλαδή ολόκληρο τον λαό, ήταν αμετάκλητη κι έπρεπε να εκτελεσθεί αμέσως. Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο μεροληπτική ήταν. Γιατί η δικαιοσύνη δεν ήταν μόνον απροκάλυπτα ταξική, αλλά την ασκούσε από πάνω ένα ανεύθυνο, φανατισμένο πλήθος, που αγόταν και φερόταν άβουλο από δημαγωγικές ρητορείες, στρεψόδικα επιχειρήματα και διαθέσεις της στιγμής. Αν ο Πλάτων έχει δίκιο όταν λέει ότι κάθε πόλις όπου τα δικαστήρια δεν λειτουργούν σωστά καταντάει «άπολις», η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν ένα τέτοιο αντικράτος. Η λαϊκή συνέλευση καθόριζε επίσης την οικοδομική δραστηριότητα, γιατί αυτή διάλεγε τους αρχιτέκτονες και εξέταζε τις μακέτες τους. Αναρωτιόμαστε με απορία πόσο προικισμένος πρέπει να ήταν αυτός ο λαός που ήταν σε θέση να κρίνει και να διορθώνει τα σχέδια, από τα οποία βγήκε μια τέτοια Αθήνα! Οι εκκλησίες φαίνεται ότι δεν συνέρχονταν συχνότερα από τρεις φορές τον μήνα* έτσι, για τις τρέχουσες υποθέσεις χρειάζονταν ορισμένες υπηρεσίες, που, όπως είπαμε, μπορούσε να τις επενδύσει κάθε πολίτης. Αλλά για να μη διαμορφωθεί με τον καιρό μια τυραννική κάστα γραφειοκρατών, τα αξιώματα αυτά επενδύονταν μόνο για ένα χρόνο ή και λιγότερο, μπορούσαν ν^ ασκηθούν μόνο μια ή το πολύ δύο φορές από το ίδιο πρόσωπο και απονέμονταν με κλήρωση, εκτός από εκείνα, για τα οποία ήταν εντελώς απαραίτητη μια ορισμένη τεχνική κατάρτιση. Κάθε δημόσιος λειτουργός ήταν υποχρεωμένος να κάνει απολογισμό στο τέλος της θητείας του· αυτός ο κανόνας, που στην αρχή είχε σκοπό ν^ αποτρέπει τις καταχρήσεις, εξελίχ^κε σιγά-σιγά σε εργαλείο για μηχανορραφίες και πολιτικές διώξεις. Πάντως, όλοι αυτοί οι θεσμοί πρέπει να προϋπόθεταν, αλλά παράλληλα και να καλλιεργούσαν στους πολίτες ένα ζωηρό ενδιαφέρον, ακόμα μάλιστα κι ένα κάποιο ταλέντο για τη δημόσια διοίκηση. Η ουσιαστικότερη διαφορά από όλα τα σημερινά συντάγματα, ακόμα κι από τα δημοκρατικά, είναι η 223
απουσία του αντιπροσωπευτικού συστήματος, στο οποίο βασίζονται όλα τα σημερινά κοινοβούλια, ορκωτά δικαστήρια και δημόσια αξιώματα. Στην αρχαία Αθήνα ήταν πάντα παρών ολόκληρος ο λαός, το σμήνος των σφηκών όπως το περιγράφει ο Αριστοφάνης, με την αχαλίνωτη απληστία του, τις ιδιοτροπίες, την αστάθειά του, την τυφλή μανία του, το «μεγάλο ζώο» του Πλάτωνα, αστάθμητο κι επικίνδυνο σαν θεομηνία. Τα κυριότερα έσοδα του αθηναϊκού κρατικού ταμείου προέρχονταν από το νδίκιασμα των αργυρωρυχείων του Λαυρίου και άλλων περιουσιακών στοιχείων του κράτους, από τους δασμούς για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές, που ανέρχονταν στο ένα πεντηκοστό της αξίας του εμπορεύματος, από το νοίκι των καταστημάτων της αγοράς και των δούλων, καθώς και από άλλες παρόμοιες τιηγές. Οι Αθηναίοι εφάρμοζαν το πολύ αμφίβολο σύστημα να εκχωρούν τους έμμεσους φόρους στον πλειοδότη, κάτι που γινόταν και στη Γαλλία των Βουρβώνων και αποτέλεσε μια από τις κυριότερες αιτίες της Γαλλικής επανάστασης. Σ^ ολόκληρη την αρχαιότητα ο «τελώνης» ήταν ένα φοβερά μισητό και περιφρονημένο πρόσωπο. Όταν διαβάζουμε στη Βίβλο για τους αμαρτωλούς τελώνες, δεν πρέπει να σκεφτόμαστε τους σημερινούς τελωνειακούς υπαλλήλους των συνόρων, αλλά τον άρπαγα φοροπακτωτή, που είναι ένας απλός ιδιώτης και προσπαθεί με κάθε μέσο να υπερκαλύψει το επενδυμένο κεφάλαιό του. Άλλα έσοδα του κράτους ήταν οι φόροι υποτέλειας των συμμάχων και τα τέλη που πλήρωναν οι τελευταίοι για την εκδίκαση των υποθέσεών τους, τα χρηματικά πρόστιμα και οι δημεύσεις περιουσιών σε περιπτώσεις «εσχάτης προδοσίας» — ένα ακόμα μέτρο που αποτελούσε ττηγή διαφθοράς, αφού πρότρεπε κυριολεκτικά τον πολίτη να γίνει καταδότης. Τα κυριότερα έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού ήταν η μισθοδοσία των διαφόρων λειτουργών, των ξένων μισθοφόρων, των φρουρών που στάθμευαν στο εξωτερικό και της λιμενικής αστυνομίας, τα ποσά που πήγαιναν στην κατασκευή και συντήρηση των δρόμων και των υδραυλικών εγκαταστάσεων, των ναυπηγείων και των οπλοστάσιων, των ναών και των άλλων δημόσιων κτιρίων, και οι πολύ σημαντικές δαπάνες για τις αντιπροσωπίες που πήγαιναν στις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές, για τα αναθήματα, τις θυσίες και άλλους λατρευτικούς σκοπούς. Το κράτος φρόντιζε επίσης για τη συντήρηση των ανίκανων προς εργασία, των χηρών και των *>·> ι
ορφανών των σκοτωμένων στρατιωτών. Μερικές φορές όμως τα χρήματα του κράτους δεν έφταναν για όλα αυτά, οπότε η πολιτεία επέβαλλε στους πιο εύπορους πολίτες έναν έκτακτο φόρο εισοδήματος, την εισφορά. Όμως οι άμεσοι φόροι θεωρούνταν πάντοτε αντιδημοκρατικό μέσο, άξιο μόνον ενός τυράννου. Γι' αυτό οι Αθηναίοι προτιμούσαν να καταφεύγουν στις λειτουργίες, τις «υπηρεσίες προς τον λαό», που αποτελούσαν μια μόνιμη επιβάρυνση των πλούσιων. Μια από τις σημαντικότερες ήταν η τριηραρχία, η υποχρέωση δηλαδή να εξοπλίσει και να συντηρεί κανείς ένα πολεμικό πλοίο. Η δαπάνη αυτή δεν ήταν φυσικά τόσο σημαντική όσο θα ήταν σήμερα: οι τριήρεις ήταν ελαφρά ξύλινα σκάφη, που δεν άντεχαν στην τρικυμία και γενικά δεν ήταν κατάλληλα για ταξίδια στην ανοιχτή θάλασσα· ήταν επίσης αρκετά μικρές σε μέγεθος και έπρεπε να σύρονται συχνά στην ξηρά* οι φουρτούνες και οι ναυμαχίες εκμηδένιζαν όχι σπάνια ολόκληρους στόλους, που όμως η πόλη μπορούσε να τους αντικαταστήσει μέσα σε λίγους μήνες. Εξάλλου, στις περισσότερες περιπτώσεις το κράτος προμήθευε τα σύνεργα και το σκαρί του πλοίου, ενώ ο τριήραρχος αναλάμβανε να βάλει τα πανιά, να το επανδρώσει και να το συντηρήσει, απολαμβάνοντας σ' αντάλλαγμα την τιμή να το διοικεί, αν και συχνά μόνο τυπικά* ο πραγματικός διοικητής, ιδιαίτερα στα μεταγενέστερα χρόνια, ήταν ένας επαγγελματίας ναυτικός: ο κυβερνήτης, Επίσης και στο σύστημα της χορηγίας, δηλαδή της συγκρότησης, πληρωμής και εξάσκησης του χορού μιας τραγωδίας ή κωμωδίας, ο χορηγός έπαιρνε συνήθως μόνο τη δόξα, ενώ η δουλειά έπεφτε σ' ένα τεχνικό, κυρίως τον ίδιο τον ποιητή, που ωστόσο έβρισκε πολύ λιγότερη αναγνώριση. Ο γυμνασίαρχος είχε την υποχρέωση να χρηματοδοτεί κάθε λογής αθλητικές εκδηλώσεις, ιδιαίτερα τη φαντασμαγορική λαμπαδηδρομία, μια αθηναϊκή εφεύρεση. Αν η πολιτεία ανάθετε σε κάποιον μια λειτουργία κι αυτός έβρισκε πως θα ταίριαζε καλύτερα σ' έναν άλλο, μπορούσε να ζητήσει δημόσια επανεξέταση της περίπτωσης και, αν κατόρθωνε ν' αποδείξει τον ισχυρισμό του, απαλλασσόταν από την υποχρέωση. Ο άλλος μπορούσε ν' αντισταθεί κάνοντας την πρόταση ν' ανταλλάξει την περιουσία του μ' εκείνη του ενάγοντος: και για τα δύο μέρη επρόκειτο για μια πολύ δύσκολη κατάσταση, που έτσι κι αλλιώς κατέληγε στην ανάθεση της λειτουργίας σε κάποιον. Αυτό οι αρχαίοι το έλεγαν άντίδοσις. Κάτι άλλο πάλι ήταν η έπίδοσις, η εθελοντική εισφορά «για τη σωτη/5
225
ρία του κράτους», την οποία καλούνταν να κάνει ένας πολίτης έπειτα από λαϊκή απόφαση, με δέλεαρ μελλοντικές τιμές και με φόβητρο μελλοντικά καψόνια. Η υποχρέωση του πολίτη ν' αναλάβει μια λειτουργία άρχιζε ήδη από την περιουσία των τριών ταλάντων, κι αν σκεφτούμε ότι τα έξοδα μιας χορηγίας υπολογίζονταν σε 1200 ώς 3.000 δραχμές (ένα πέμπτο του ταλάντου ώς μισό τάλαντο), καταλαβαίνουμε γιατί στην ελληνική γλώσσα υπήρχαν δυο ξεχωριστά ρήματα γι' αυτή την εξοντωτική εργοληψία: καταλειτονργώ και καταχορηγώ, δηλαδή χαντακώνω κάποιον αναθέτοντάς του μια λειτουργία ή μια χορηγία. Ένα από τα κρισιμότερα προβλήματα του αθηναϊκού κράτους ήταν ο επισιτισμός του πληθυσμού: μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματική επισιτιστική πολιτική. Όλα τα εγχειρήματα των Αθηναίων στο εξωτερικό αντιμετωπίζονταν από αυτή τη σκοπιά: στην αρχή η Αθήνα δοκίμασε να κατακτήσει την Κύπρο και την Αίγυπτο, κατόπιν τη Σικελία, τελικά τη Θράκη και τα εδάφη γύρω από τον Πόντο* ο Ελλήσποντος είχε την ίδια περίπου σημασία που έχει σήμερα η διώρυγα του Σουέζ. Η εξαγωγή σιτηρών απαγορευόταν κατ' αρχή. Αγορανόμοι επέβλεπαν την ποιότητα των προϊόντων, μετρονόμοι το βάρος, σιτοφύλακες τις τιμές, που ωστόσο παρουσίαζαν σημαντικές διακυμάνσεις από χρονιά σε χρονιά, συχνά μάλιστα είχαν μέσα σε μια μέρα μεταπτώσεις της τάξης του ενός πέμπτου ή και ενός τρίτου. Αυτό το τελευταίο οφειλόταν εν μέρει στις φήμες που διέσπειραν έντεχνα οι εισαγωγείς ή οι χονδρέμποροι: ο Ελλήσποντος τάχα έκλεισε, ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες, ένα μεγάλο φορτίο έπεσε σε φουρτούνα ή βούλιαξε. Όχι σπάνια οι εύποροι υπάλληλοι της αγοράς βρίσκονταν στην ανάγκη να πληρώσουν από την τσέπη τους τις διαφορές στις τιμές. Όλα όμως τα δικαιώματα και πλεονεκτήματα για τα οποία μιλήσαμε ίσχυαν μόνο για τους πλήρεις πολίτες, τους απογόνους που προέρχονταν από ένα νόμιμο γάμο ανάμεσα σ' ένα πολίτη και μια πολίτισσα του ίδιου κράτους. Επομένως, όποιος καταγόταν από μια μέτοικη, μια δούλα ή ακόμα κι από μια ελεύθερη ξένη δεν είχε πολιτικά δικαιώματα· ακόμα και η υιοθεσία δεν επιτρεπόταν«' αυτή την περίπτωση. Ωστόσο, η λαϊκή συνέλευση μπορούσε ν' απονείμει τα δικαιώματα του πολίτη σ' ένα άτομο που είχε προσφέρει εξαιρετικές υπηρεσίες στο κράτος. Οι μη πολίτες δεν είχαν το δικαίωμα ν' απο226
κτούν έγγεια ιδιοκτησία, ούτε να συνάψουν εντελώς έγκυρο γάμο, μπορούσαν να κάνουν δίκες μόνο μέσω ενός προστάτη και να συμμετέχουν μόνο σ' ορισμένες από τις επίσημες θρησκευτικές τελετές. Τη σημαντικότερη ομάδα ανάμεσά τους την αποτελούσαν οι μέτοικοι, που όχι σπάνια αποκτούσαν μεγάλες περιουσίες ως εργοστασιάρχες και μεγαλέμποροι, εφοπλιστές και τραπεζίτες, και έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη σύνθεση των λαϊκών στρωμάτων ως λιανοπωλητές και χειρώνακτες, ναυτικοί και λιμενεργάτες. Πλήρωναν ένα «τέλος προστασίας», που στην Αθήνα ήταν δώδεκα δραχμές, και δεν ξεχώριζαν καθόλου από τον υπόλοιπο πληθυσμό, εκτός από τους νομικούς περιορισμούς. Αλλά το δικαίωμα του πολίτη μπορούσε ν' αφαιρεθεί από κάποιον, όταν αυτός εξοριζόταν ή κηρυσσόταν άτιμος, πράγμα που δεν απαγόρευε την παραμονή του στην πατρίδα του. Τα κυριότερα εγκλήματα για τα οποία μπορούσε κανείς να κηρυχθεί άτιμος ήταν: κατάχρηση δημόσιου χρήματος, δωροδοκία, δειλία, τριπλή ψευδομαρτυρία. Συχνά η ποινή αυτή επιβαλλόταν σε άτομα που ήταν απλώς ανεπιθύμητα ή ενοχλητικά, πράγμα που φαίνεται από το γεγονός ότι μπορούσε να εφαρμοσθεί ακόμα και για την «οκνηρία», και ο πολιτικός χαρακτήρας της γίνεται ολοφάνερος αν σκεφτούμε ότι απειλούσε ακόμα κι εκείνους που προσπαθούσαν ν"* ακυρώσουν ή να τροποποιήσουν τις αποφάσεις των λαϊκών συνελεύσεων. Επομένως, αυτή η ακραιφνέστερη από όλες τις δημοκρατίες ήταν κατά βάθος μια ολιγαρχία του κόμματος που κυβερνούσε κάθε φορά, και αγνοούσε τόσο τα «ανθρώπινα δικαιώματα» όσο και την ισότητα των δύο φύλων. Οι γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα ούτε να εκλέγουν ούτε να επενδύουν δημόσια αξιώματα, δεν μπορούσαν να παρευρίσκονται σε πολιτικές συναθροίσεις ούτε σε γιορταστικές εκδηλώσεις, και μόνο στη Σπάρτη είχαν το δικαίωμα ν' αθλούνται. Ολόκληρη τη ζωή τους την περνούσαν υπό την κηδεμονία του πατέρα, του αδελφού, του συζύγου, του ενήλικου γιού· αντίθετα, διατηρούσαν την κυριότητα της προίκας τους, της οποίας ο σύζυγος είχε μόνο την επικαρπία. Στις κοινωνικές συναναστροφές δεν εμφανιζόταν ποτέ η οικοδέσποινα, παρά μόνο χορεύτριες και αυλητρίδες, φιλόσοφες και εταίρες, δυο ομάδες που θεωρούνταν περίπου ταυτόσημες, γιατί τις περισσότερες φορές οι εταίρες ήταν πολύ καλλιεργημένες και οι φιλόσοφες συνήθιζαν να ζουν πολύ ελεύθερα, τουλάχιστον εξωτερικά. Ο Θουκυδίδης βάζει τον Περικλή να λέει: «Η πιο ενάρετη γυναίκα είναι 227
εκείνη που τη σχολιάζουν λιγότερο οι άνδρες, είτε για να την παινέψουν είτε για να την φέξουν.» Η σεμνή γυναίκα, ιδιαίτερα των ανώτερων στρωμάτων, ζούσε τη ζωή του χαρ^μιού. Έβγαινε στον δρόμο μόνο με τη συνοδεία ενός ηλικιωμένου δούλου, του γυναικονόμου, και δεν πήγαινε ούτε καν στην αγορά· βέβαια συχνά μπορούσε να δει κανείς εκεί φτωχότερες γυναίκες, ως πωλήτριες, αλλά κι αυτές δεν εργάζονταν ποτέ στα εργαστήρια. Η γυναίκα εμφανιζόταν δημόσια το πολύ-πολύ ως ιέρεια σε κάποια θυσία που απαιτούσε να είναι ο θύτης θηλυκού γένους ή ως κομπάρσος σε μια γιορταστική πομπή. Κατά τ' άλλα, το καθήκον της ήταν να φέρνει στον άνδρα που παντρευόταν, πρώτα λεφτά και κατόπιν παιδιά. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι το «φωτισμένο πνεύμα, που έκανε τους Αθηναίους να γεύονται τη γλυκύτητα της απόλυτης ελευθερίας», όπως λέει ο Βίνκελμαν, μετά τον θάνατο του Περικλή δεν ήταν σχεδόν τίποτα παραπάνω από μια παρδαλή αναρχία, που τον θεμέλιο λίθο της τον είχε βάλει ο ίδιος ο Περικλής με το σύνταγμά του — μια ταραχώδης οχλοκρατία και ταυτόχρονα (αφού ο μυριοκέφαλος αυτός κυρίαρχος μπορούσε να εξαγορασθεί) μια αναίσχυντη πλουτοκρατία. Η δικαιοσύνη ήταν στα χέρια ενός προλεταριάτου από ενόρκους που ενδιαφερόταν μονάχα να βγάλει το μεροκάματο χωρίς να κάνει τίποτα. Τα δημόσια αξιώματα ήταν προσιτά ακόμα και στον ηθικά και πνευματικά υπανάπτυκτο, που σ' αυτή την περίπτωση (επειδή η άσκησή τους ήταν πολύ επίπονη) δεν δελεαζόταν τόσο από τον χαμηλό μισθό όσο από τη δυνατότητα της δωροληψίας. Καθώς ο ένας θεωρούσε τον άλλο ικανό για το χειρότερο (και μάλλον δικαιολογημένα), επικρατούσε εκείνη η κατάσταση που ο Μπούρκχαρτ συνόψισε στη θαυμάσια φράση: η μόνιμη διάθεση των Αθηναίων ήταν σαν να τους έκλεβε κανείς κάτι. Αυτό ήταν το έδαφος, στο οποίο άνθησε η δηλητηριώδης χλωρίδα της συκοφαντίας. Η λέξη «συκοφάντης» σήμαινε αρχικά εκείνον που εντοπίζει και καταγγέλει ανθρώπους που εξάγουν παράνομα σύκα (αν και αυτή η ετυμολογία αμφισβητείται τελευταία), αργότερα όμως κατέληξε να σημαίνει γενικά τον συστηματικό σπιούνο και καταδότη. Εννοείται όμως ότι η απειλή να ξεσκεπαστεί μια υπόθεση και να τεθεί στην κρίση του λαού δεν ήταν ακίνδυνη ούτε καν για τον ολότελα αθώο , πρώταπρώτα γιατί ήταν από μόνο του δυσάρεστο να σύρεται κανείς στο φως της δημοσιότητας, δεύτερον επειδή επρόκειτο συχνά για πολύ 228
αόριστα εγκλήματα, όπως αθεΓα, παράνομη κατοχή κρατικών κτημάτων, καθυστέρηση πληρωμής φόρων, σπατάλη της πατρικής περιουσίας κι άλλα παρόμοια, και τρίτον επειδή οι συκοφάντες δεν δίσταζαν να εκτοξεύουν ακόμα και ολότελα αστήριχτες κατηγορίες. Έτσι, με τον καιρό η λέξη «συκοφαντία» τυήρε τη σημασία της «ψευδούς κατηγορίας». Αλλά, τέτοια που ήταν η ηθική και οικονομική στάθμη των μαζών, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να τεκμηριωθεί μια τέτοια κατηγορία με ψευδομάρτυρες. Έτσι, για καλό και για κοικό έπρεπε να βουλώνει κανείς το στόμα των συκοφαντών. Σε γενικές γραμμές οι συκοφάντες, καθώς συνδύαζαν τον εκβιασμό, τη μνησικακία, την εμπάθεια και πληρώνονταν για να σωπάσουν ή για να ψευδομαρτυρήσουν, αντιστοιχούν στους δικούς μας κιτρινιστές δημοσιογράφους, μόνο που έπαιζαν πολύ σημαντικότερο ρόλο στη δημόσια ζωή. Μπορούμε να τους συγκρίνουμε επίσης με δικηγορίσκους, όχι μόνον εξαιτίας της στρεψοδικίας και του θράσους τους, αλλά και επειδή μερικοί πλούσιοι είχαν μόνιμα στην υττηρεσία τους έναν αντισυκοφάντη. Η εξοντωτικότερη κριτική της αθηναϊκής δημοκρατίας είναι η ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα, που αποτελεί τον τέλειο αντίποδά της. Ο Πλάτων ζητάει τη διαπαιδαγώγηση ενός μόνιμου σώματος δημοσίων υπαλλήλων σύμφωνα με την αρχή της κατανομής εργασίας, που έχει τα φυσικά της θεμέλια στις ιδιαίτερες καταβολές των ανθρώπων, στις ειδικές γνώσεις τους και στην ανισότητα της ηθικής τους στάθμης. Οι άνδρες που κατέχουν δημόσια αξιώματα δεν επιτρέπεται να έχουν καθόλου ιδιωτική περιουσία· αλλά και γενικά η κυβέρνηση πρέπει να επαγρυπνεί «ώστε να μην εμφιλοχωρήσει στο κράτος ούτε η φτώχεια ούτε ο πλούτος». Οι γυναίκες εξισώνονται απόλυτα με τους άνδρες στην εκπαίδευση και τον τρόπο ζωής και έχουν πρόσβαση σ'' όλα τα επαγγέλματα· πρέπει να υπάρχει κοινοκτημοσύνη των γυναικών και των παιδιών (προφανώς επειδή με τον γάμο και την κληρονομιά γεννιέται η δίψα της ιδιοκτησίας και η ιδιοτέλεια). Το κράτος πρέπει να βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα, που ποτίζει τους πολίτες με εμπορικό ττνεύμα και κερδομανία και κάνει τον λαϊκό χαρακτήρα πονηρό και αναξιόπιστο. Από τις τέχνες πρέπει να εξοβελισθούν όλα όσα κολακεύουν τις αισθήσεις, όσα χρησιμεύουν απλώς στην επίδειξη ή δίνουν κακό παράδειγμα (γι' αυτό πρέπει ν' απεμποληθεί και ο Όμηρος, εξαιτίας των ευτελών αντιλήψεών του 229
για τους θεούς, καθώς και το δράμα, επειδή δείχνει κακούς ανθρώπους). Ο Αριστοτέλης παρατήρησε με το δίκιο του ότι η «συμφωνία» όλων των πολιτών που οραματιζόταν ο Πλάτων είναι μονοτονία. Μόνο που και η ίδια η πραγματικότητα δεν ήταν λιγότερο μονότονη. Ο πολιτικός λεγόταν «ρήτωρ», η δίκη «άγών». Όλα ήταν μια μόνιμη θεατρική παράσταση και, επιπλέον, αυτά τα έργα διαδραματίζονταν μπροστά στον αθηναϊκό λαό, που ήταν το καλύτερο κοινό του κόσμου, και μάλιστα για κάθε είδους θεάματα. Η δουλεία δεν απασχολούσε ακόμα τους φιλόσοφους εκείνης της εποχής. Ακόμα και σήμερα σπάνια συνειδητοποιούμε ότι διατηρήθηκε ώς τα σχετικά πρόσφατα χρόνια. Αυτό το δείχνει ακόμα και το ίδιο το όνομα «σκλάβος», που οφείλεται στο γεγονός ότι σ' ολόκληρο τον Μεσαίωνα οι δούλοι ήταν Σλάβοι αιχμάλωτοι. Στην Πρωσία, ένας Αμερικανός υπήκοος είχε ώς το 1857 το δικαίωμα ν' απαιτήσει ν' αναγνωρισθούν επίσημα ως ιδιοκτησία του οι δούλοι που κουβαλούσε μαζί του. Στις αγγλικές αποικίες η χειραφέτηση των δούλων έγινε το 1833, στις γαλλικές το 1848, στη Βόρεια Αμερική το 1865, στη Βραζιλία μάλιστα μόλις το 1888. Ακόμα και σήμερα οι κούληδες στην Ανατολική Ασία και οι Κανάκοι στις Νότιες θάλασσες αντιπροσωπεύουν μια (περιορισμένη) μορφή δουλείας. Στην περίπτωση των δούλων της αρχαίας Ελλάδας, η ίδια η καταγωγή τους ήταν συνήθως ένα υποτιμητικό στοιχείο, γιατί κατά κανόνα προέρχονταν από βαρβαρικές χώρες: τη Λυδία και τη Φρυγία, τη Συρία και τη Λιβύη, τη Θράκη και τον Πόντο· ιδιαίτερα τεμπέληδες θεωρούνταν οι Παφλαγόνες. θεωρητικά όμως κάθε Έλληνας μπορούσε να καταλήξει δούλος λόγω πολέμου, πειρατείας ή χρεών, όπως συνέβη προσωρινά σ^ ένα Πλάτωνα και σ' ένα Διογένη. Στην Αθήνα μάλιστα υτϋήρχε ένας νόμος, σύμφωνα με τον οποίο ο πατέρας είχε το δικαίωμα να πουλήσει δούλα την ατιμασμένη κόρη του, αλλά όπως φαίνεται ο νόμος αυτός υτυήρχε περισσότερο στα χαρτιά παρά στην πράξη, θεωρητικά οι δούλοι ήταν πράγματα, όπως φαίνεται από το όνομά τους: λέγονταν «σώμα άνδρεΐον, γυναικειον», δηλαδή ανδρικό ή γυναικείο σώμα, και «άνδράποδα», δηλαδή ανθρώπινα πόδια, μπαίνοντας έτσι στο ίδιο επίπεδο με τα μεγάλα κτήνη, που ονομάζονταν «κραταίποδα», δηλαδή γερά πόδια. Ο δουλοκτήτης όμως δεν είχε το δικαίωμα να σκοτώσει τον δούλο του: ακόμα κι αν σκότωνε κατά λάθος ένα δούλο, η πράξη του θεωρούνταν ανθρωποκτονία και 230
ο δράστης έπρεπε να εξιλεωθεί τελετουργικά· αν όμως ο φόνος ήταν εσκεμμένος, τότε ισοδυναμούσε με δολοφονία. Μια ορισμένη προστασία των δούλων από την κακομεταχείριση ήταν το άσυλο που πρόσφεραν οι ναοί· επίσης ο δούλος που είχε απάνθρωπο κύριο μπορούσε να ζητήσει από την πολιτεία να εξαναγκάσει τον αφέντη του να τον πουλήσει. Μόλο που ο δούλος δεν ήταν νομικό υποκείμενο και γι' αυτό δεν μπορούσε ούτε να ενάγει ούτε να συμβάλλεται, είχε τη δυνατότητα ν' αποκτά δική του περιουσία ως αντιπρόσωπος του κυρίου του. Επίσης μπορούσε να συμμετέχει στις περισσότερες δημόσιες εκδηλώσεις· μόνον οι αθλητικοί αγώνες, που θεωρούνταν ιεροί, αποτελούσαν εξαίρεση. Εξωτερικά ξεχώριζε από τους ελεύθερους μόνον από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του. Ο Πλάτων συμβουλεύει τους δουλοκτήτες να φέρνονται για το δικό τους συμφέρον καλά στους δούλους, αλλά να μην έχουν πολλή οικειότητα μαζί τους και ν' ανακατεύουν τις εθνικότητες, για να μην εξοικειώνονται ούτε οι ίδιοι οι δούλοι μεταξύ τους. Στην ύπαιθρο η σχέση αφέντη-δούλου ήταν σίγουρα πατριαρχική, όπως στα παλιά χρόνια· στην πόλη εξαρτιόταν από τη χρησιμοποίηση του δούλου, που παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία. Ττιήρχαν ανάμεσα στους δούλους διαχειριστές κτημάτων και εργοδηγοί με πολύ υπεύθυνα πόστα, σεβάσμιοι οικονόμοι και διακριτικοί θαλαμηπόλοι, αυστηροί παιδαγωγοί και υπερόπτες βιβλιοθηκάριοι, έμπειροι γλύπτες, γυμναστές αλόγων, οιωνοσκόποι, αρχιμάγειροι, κομμωτές και άλλοι δούλοι ειδικευμένοι σε κάθε λογής δουλειά. Μια ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούσαν οι δημόσιοι δούλοι, πολλοί από τους οποίους απασχολούνταν σε όχι ασήμαντες θέσεις: ως γραφείς στα δικαστήρια, λογιστές στη δημόσια διοίκηση, φύλακες του δημόσιου αρχείου και αστυνομικοί, που ανάλογα με την πατρίδα τους ονομάζονταν Σκύθες, ανάλογα με τον οπλισμό τους τοξότες. Οι δούλοι που έκαναν οικονομίες χάρη σε κάποιο επάγγελμα ή χάρη σε δουλειές που είχαν διεκπεραιώσει οι ίδιοι στο όνομα του ιδιοκτήτη τους μπορούσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους· όχι σπάνια όμως η απελευθέρωσή τους ήταν μια χαριστική πράξη του κυρίου τους. Οι απελεύθεροι δούλοι γίνονταν μέτοικοι. Η τιμή των δούλων ήταν κατά μέσον όρο διακόσιες δραχμές, επομένως δεν ήταν και πολύ ψηλή· κατά τα άλλα ήταν ανάλογη με την προσφορά (που έπειτα από πολέμους ανέβαινε αισθητά), το φύλο (οι γυναίκες ήταν κάπως ακριβότερες), την καταγωγή (οι Έλληνες 231
κόστιζαν πολύ περισσότερο) και φυσικά τις ικανότητες: μερικές ειδικότητες (π.χ. όταν ο δούλος ήξερε να παρασκευάζει εκλεκτά αρώματα ή μπορούσε ν' απαγγείλει απ' έξω ολόκληρο τον Όμηρο) ζυγίζονταν με χρυσάφι. Η Αθήνα, η Κόρινθος, οι Συρακούσες και η Αίγινα (ώς την υποταγή της) ήταν κέντρα δουλεμπόριου, γιατί ήταν βιομηχανικές πόλεις* όμως με τα δικά μας κριτήρια οι επιχειρηματικές μονάδες ήταν πολύ μικρές: στο εργοστάσιο όπλων που κληρονόμησε ο Δημοσθένης δούλευαν 33 ξιφουργοί, και γενικά φαίνεται ότι δεν απασχολούνταν περισσότερα από 100 άτομα. Αλλά κι αυτοί οι αριθμοί ήταν αρκετοί για να δημιουργήσουν εργατικό ζήτημα. Όλα τα έξοδα παραστάσεως που καθιέρωσε ο Περικλής ήταν, στην ουσία, επιδόματα ανεργίας. Αν και, όπως τονίσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η ρομαντική αντίληψη που θέλει τον αρχαίο Έλληνα να ζει μόνο για την ομορφιά και την απόλαυση της στιγμής είναι λαθεμένη, πρέπει να παραδεχτούμε ότι από την εποχή του Περικλή και ύστερα υπήρχε ένας αργόσχολος όχλος και ότι γενικά στην αρχαιότητα οι άνθρωποι εργάζονταν πολύ λιγότερο απ' ό,τι σήμερα. 'Οπως συμβαίνει και σήμερα πολλές φορές στις νότιες χώρες, οι δουλειές ήταν τις περισσότερες φορές ευκαιριακές και υτϋήρχαν πολλές μέρες που δεν έκανε κανείς τίποτα. Ένας τέτοιος Αθηναίος σηκωνόταν συνήθως νωρίς-νωρίς, ακόμα κι αν ήταν μουδιασμένος από το μεθύσι της προηγούμενης μέρας. Το ντύσιμό του δεν του έπαιρνε πολύ καιρό, ούτε το πρωινό του, που ήταν μερικές μπουκιές ψωμί βουτηγμένες σε κρασί. Έπειτα έχωνε στο στόμα του μερικά νομίσματα (γιατί η στοματική του κοιλότητα ήταν το πορτοφόλι του) κι έβγαινε έξω. Πήγαινε στη συνέλευση του δήμου, στο δικαστήριο, στο γυμνάσιο, στο πεδίο ασκήσεων, σε μια διάλεξη, και πουθενά δεν περιοριζόταν στον ρόλο του βουβού ακροατή ή θεατή, γιατί είχε τη συνήθεια να πετάει παντού τη δική του κουβέντα. Ύστερα επιθεωρούσε το μαγαζί του, αν είχε μαγαζί, πράγμα που όπως φαίνεται κατέληγε λίγο-πολύ σε φλυαρίες, και τελικά κατέβαινε στρ λιμάνι, όπου φυσικά υττήρχαν τα περισσότερα αξιοθέατα. Ο αρχαίος Έλληνας είχε μια ειδική έκφραση γι' αυτό το σεργιάνισμα: το έλεγε «άγοράζω» και δεν εννοούσε μ' αυτό, όπως θα ήταν η επί λέξει μετάφραση, απλώς «κυκλοφορώ στην αγορά», παρά ένα νόστιμο, απολαυστικό μίγμα από κουτσομπολιό και εκκλησιασμό, πολιτικολογία και αθλητικολογία, βωμολοχίες r.ai φιλοσοφία. Όταν ο καιρός 232
ήταν άσχημος, αυτή η απασχόληση, που ενδεικτικά λεγόταν και «συμπόσιο χωρίς κρασί», μεταφερόταν στα καταστήματα: στα μυροπωλεία, στα κουρεία, στα τσαγκαράδικα, στα μαρμαρογλυφεία, τον χειμώνα κατά προτίμηση στα σιδηρουργεία, όπου έκανε ζέστη. Εδώ το φαγητό έπαιζε ασήμαντο ρόλο: ένα-δυο λουκάνικα από τον πλανόδιο λουκανικά, μερικά προχειροψημένα ψάρια από τον ψαρά, μια χούφτα σύκα έφταναν για τις ανάγκες του στομαχιού. Όταν όμως ο Ισοκράτης ισχυρίζεται ότι παλιότερα, δηλαδή στον παλιό καλό καιρό του Περικλή, ούτε καν ένας σχετικά κόσμιος δούλος δεν πήγαινε σε καπηλειά, εξιδανικεύει την πραγματικότητα· στα καπηλειά οι θαμώνες έπαιζαν επίσης ζάρια και μεθοκοπούσαν με κορίτσια ελαφρών ηθών, τις λεγόμενες «αυλητρίδες». Αλλά σε γενικές γραμμές οι Έλληνες απολάμβαναν τις τέρψεις του λάρυγγα μόνο τις βραδινές ώρες. Έπειτα από ένα απλό γεύμα, το τελετουργικό πλύσιμο των χεριών και τη σπονδή, άρχιζε μια κρασοκατάνυξη που δεν ήταν ανόμοια με τα μεθύσια των διαφόρων φοιτητικών αδελφοτήτων. Αλλά, όπως καθένας ξέρει από το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, το πιοτί δεν ήταν το πιο σημαντικό πράγμα, αν και φυσικά το έργο αυτό του Πλάτωνα είναι μια ποιητική συμπύκνωση και δεν αποδίδει ακριβώς την καθημερινή πραγματικότητα. Η διασκέδαση των συνδαιτυμόνων με αινίγματα, αισχρολογίες, απαγγελίες κι άλλα τέτοια βαρετά πράγματα είναι ένα μεταγενέστερο εκφυλιστικό φαινόμενο. Συχνά το συμπόσιο συνοδευόταν από τον κώμο, μια νυχτερινή πομπή με κρασί και τραγούδια, ερωτικές διαχύσεις και κάθε λογής αταξίες· φαίνεται ότι τα κεφάλια των ερμών, που βρέθηκαν σπασμένα πριν από τη σικελική εκστρατεία, έπεσαν θύματα ενός τέτοιου κώμου. Το έθιμο του κώμου υιοθετήθηκε κι αυτό από τους φοιτητές, αλλά στα νεότερα χρόνια εκχυδαΓσθηκε τόσο, ώστε στο τελετουργικό του δεν ανήκαν μόνον οι άγριοι ξυλοδαρμοί, παρά και η θορυβώδης εκκένωση της ουροδόχου κύστης (και μάλιστα κατά προτίμηση μπροστά στην πόρτα της αγαπημένης). Επίσης έλειπαν στην αρχαιότητα οι συγκρούσεις με τους νυχτοφύλακες, γιατί η αστυνομία σταματούσε τη δουλειά της με τη δύση του ήλιου. Για να πάρουμε μια σωστή εικόνα της ζωής του "αρχαίου Αθηναίου, πρέπει να προσθέσουμε την καλλιτεχνική όψη της πόλης. Παντού υψώνονταν αγάλματα θεών και ηρώων, πολεμάρχων και πολιτικών, ποιητών και φιλοσόφων, ρητόρων και αθλητών, ακόμα 233
μάλιστα και διάσημων εταφών και αλόγων: στους ναούς και στα γύρω οικοδομήματα, στους κήπους και στις στοές, στις λέσχες και στην αγορά, στα θέατρα, τα γυμνάσια και τα στάδια, στις ιερές σπηλιές και στα άλση. Αλλά δεν πρέπει να φανταστούμε κανένα μουσείο γεμάτο κλασικά αριστουργήματα: ιδιαίτερα τα αναθήματα δεν μπορούσαν να είναι όλα χωρίς εξαίρεση σπουδαία έργα τέχνης — αυτό ήταν το ίδιο αδύνατο όσο και για τα τάματα των δικών μας εκκλησιών. Επίσης, με τον καιρό θα πρέπει να δημιουργήθηκε φοβερός συνωστισμός από αγάλματα, και η γενική εντύπωση που έδινε η Ακρόπολη, όπου το χρυσάφι, το αστραφτερό μάρμαρο και τα ζωηρά χρώματα συναγωνίζονταν κραυγαλέα μεταξύ τους, δεν πρέπει να ήταν ανόμοια με την εντύπωση που δίνει ένα τεράστιο κατάστημα παιχνιδιών. Στα γλυπτά, ήταν οπωσδήποτε βαμμένα τα μαλλιά και τα χείλη, τα φρύδια και οι κόρες των ματιών. Τα χρώματα της σάρκας και των ρούχων υποδηλώνονταν με τον εμποτισμό του μάρμαρου, αν δεν αποδίδονταν και μ^ άλλους τρόπους. Οι περικεφαλαίες και οι ασπίδες, τα στεφάνια και τα διαδήματα, τα όπλα και τα κοσμήματα φτιάχνονταν από αστραφτερό μέταλλο. Ίσως όμως ο χρωματισμός να προχωρούσε ακόμα περισσότερο: τα γλυπτά που αποτελούσαν τμήματα οικοδομημάτων ήταν πιθανότατα χρωματισμένα. Επίσης και οι μπρούντζινες μορφές, χάρη στους διάφορους τόνους του μεταλλεύματος και της πάτινας, θύμιζαν παλέτα. Η πρώιμη κλασική περίοδος της λεγόμενης «αυστηρής τεχνοτροπίας» τοποθετείται από το 480 ώς το 460 περίπου. Το βασικό γνώρισμά της είναι μια αδρή και κάπως στυφή νεανικότητα, που εκφράζεται με μια κάποια σκληρότητα των περιγραμμάτων και ακαμψία των κινήσεων: μια λιτότητα, που αγγίζει τα όρια της πεζότητας, μια διαύγεια των γραμμών που πλησιάζει τον πρωτογονισμό* η ψυχική έκφραση δεν τολμάει ακόμα να βγει στην επιφάνεια, οι μορφές βρίσκονται ακόμα, θα έλεγε κανείς, σε προνυμφική κατάσταση. Το αποκορύφωμα αυτής της εξελικτικής βαθμίδας είναι οι «Αιγινήτες», που η ανακάλυψή τους το 1811 προκάλεσε τεράστια αίσθηση. Ο ναός, το αέτωμα του οποίου στόλιζαν κάποτε, δεσπόζει πάνω από τον Σαρωνικό κόλπο και προσφέρει υπέροχη θέα ώς τη Σαλαμίνα. Και πράγματι, οι πολεμικές σκηνές είχαν σκοπό να τιμήσουν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, αν και, σε συμφωνία με το καλλιτεχνικό αισθητήριο της εποχής, τα θέματά τους ήταν παρμένα από τον Τρωι234
κό πόλεμο· το ότι οι πολεμιστές παριστάνονται γυμνοί σημαίνει ένα ποιητικό στιλιζάρισμα, που ξεκινάει πολύ πριν από την ομηρική περίοδο. Οι καλλιτέχνες είναι ήδη τόσο τέλειοι ανατόμοι που ίσως μάλιστα να επηρεάζονται υπερβολικά από τις γνώσεις τους. Είναι αξιοπαρατήρητο ότι οι μορφές είναι επεξεργασμένες εξονυχιστικά ακόμα και σ-eViv πίσω πλευρά τους. Αυτή η τέχνη δεν ξέρει από τερτίπια και προσποιήσεις, δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει εξωτερικά, αδιαφορεί για τη θεατρική εντύπωση. Το δυτικό αέτωμα φαίνεται ακόμα ολότελα αρχαϊκό, το ανατολικό μοιάζει σαν να ήταν νεότερο κατά μια ολόκληρη καλλιτεχνική εποχή, παρόλο που η χρονολογική διαφορά τους είναι πολύ μικρότερη. Οι Έλληνες παρομοίαζαν τις συνθέσεις των αετωμάτων τους μ"* έναν αετό που έχει απλωμένα τα φτερά· και πράγματι, εδώ κυριαρχεί ήδη ένας πολύ ευγενικός ρυθμός, αλλά και μια παγερή συμμετρία που φαίνεται τυποποιημένη, αν και οι παραστάσεις των αετωμάτων έχουν φιλοτεχνηθεί με εξαιρετική επιδεξιότητα. Ο Χάινριχ Μπρουν μίλησε πολύ εύστοχα για «στάση νεοσύλλεκτου». Σ^ αυτά τα πλαίσια ανήκει και το περίφημο «αιγινήτικο χαμόγελο». Πολλοί πίστεψαν ότι είχε σκοπό να δείξει ότι ο ήρωας, ακόμα και τη στιγμή του θανάτου του, στέκει πιο ψηλά από αυτή την κατάσταση, κάτι που θα ταίριαζε κάπως με την ινδιάνικη νοοτροπία. Αλλά σε μια εξελικτική βαθμίδα, στην οποία το ρεπερτόριο των σημείων είναι ακόμα περιορισμένο, το ανασήκωμα των γωνιών του στόματος μπορεί να σημαίνει και πόνο: το συναντάμε μερικές φορές ακόμα και σε σκηνές ταφής από την πρώιμη Αναγέννηση, όπου εκφράζει υπέρτατη οδύνη. Πιθανότερη είναι μάλλον η εξήγηση ότι οι Έλληνες αντέγραψαν, απλούστατα, αυτό το χαμόγελο από τους Αιγύπτιους, στους οποίους, όπως εξηγήσαμε στον προηγούμενο τόμο, δεν σήμαινε τίποτα λιγότερο από πρωτογονισμό. Στον ναό του Δία της Ολυμπίας, που ανασκάφθηκε γύρω στο 1875-80, οι μετόπες ξεχωρίζουν ιδιαίτερα χάρη στον ωραίο, ανδροπρεπή νατουραλισμό τους. Μπορούμε να συγκρίνουμε αυτά τα οικοδομικά μέρη με τα επιγράμματα: παρόλο που σ' όλους τους ναούς πραγματεύονται πολύ παραπλήσια θέματα, καταφέρνουν ωστόσο να μην επαναλαμβάνονται σχεδόν ποτέ· το μοτίβο των κενταύρων, λόγου χάρη, εκδιπλώνεται σ' ένα ανεξάντλητο πλήθος από τυνευματώδεις παραλλαγές. Το μεταλλικό άγαλμα ενός ηνίοχου από τους Δελφούς, με τον προσεχτικά διπλωμένο, σχεδόν πλισαρισμένο χιτώνα 235
του, είναι ενδιαφέρον κυρίως επειδή έχουν διατηρηθεί τα μάτια (ο βολβός είναι άσπρος, η ίριδα καφετιά, η κόρη μαύρη, τα ματοτσίνορα είναι φτιαγμένα από λεπτά μπρούντζινα φύλλα), πράγμα που δίνει στο κεφάλι εξαιρετική ζωντάνια. Μεγάλη αμεσότητα και δροσιά έχει και ο «Απακανθιζόμενος», ίσως το δημοφιλέστερο γλυπτό της αρχαιότητας, που αντιγράφτηκε αναρίθμητες φορές. Η σκέψη ν' απαθανατισθεί ένας νικητής δρομέας σ'^ αυτή την πεζή και καθημερινή ασχολία είναι πολύ πρωτότυπη. Η υστεροελληνική περίοδος προσηλώθηκε αποκλειστικά σ' αυτή την ασχολία και μετέτρεψε τον κομψό αθλητή σε αλητόπαιδο. Οι καλλιτέχνες ήξεραν τώρα ν^ απεικονίζουν με συναρπαστικό τρόπο τη γυμνή γυναικεία μορφή, όπως δείχνει το μαρμάρινο άγαλμα της Νιοβίδης, που, χτυπημένη από το αδυσώπητο βέλος του Απόλλωνα, σωριάζεται νεκρή καθώς τρέχει. Είναι ένα από τα ωραιότερα γυναικεία σώματα που έχουν βγει ποτέ από τη σμίλη. Η στάση είναι ίσως κάπως υπέρμετρα συγκρατημένη, αλλά απαράμιλλα ευγενική· η διαγραφή του πεσμένου φορέματος έχει γίνει με εξαιρετική λεπταισθησία, αλλά, όπως και στον ηνίοχο των Δελφών, ακόμα συμβατικά. Μια από τις μεγαλύτερες προόδους στην αναπαράσταση του ανθρώπινου κορμιού σημειώθηκε κι αυτή στο πρώτο μισά του πέμπτου αιώνα: η ανακάλυψη της αντίθεσης ανάμεσα στο πόδι που στηρίζει το σώμα και το πόδι που απλώς κρατάει την ισορροπία. Τα δύο πόδια δεν σηκώνουν πια το ίδιο βάρος, παρά το ένα φαίνεται χαλαρωμένο, όπως πράγματι συμβαίνει πάντα στην πραγματικότητα: ήταν μια απελευθερωτική πράξη, που μόνο το ελληνικό πνεύμα μπορούσε να πραγματοποιήσει στην αρχαιότητα. Ο Παρθενώνας, το τελειότερο δείγμα δωρικού ναού, άρχισε να χτίζεται ένα χρόνο μετά το τέλος των Περσικών πολέμων, το 447, και τελείωσε ένα χρόνο πριν ξεσπάσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος, το 432. Είναι πολύ πιθανό ότι η επινόηση, το σχέδιο και η διάταξη των πλαστικών μερών έγινε από τον Φειδία* η εκτέλεση δεν είναι παντού εξίσου καλή. Στο εσωτερικό του ναού υψωνόταν το άγαλμα της παρθένας Αθηνάς, που εξαφανίσθηκε χωρίς ν** αφήσει ίχνη· το δυτικό αέτωμα παρουσίαζε τη διαμάχη της θεάς με τον Ποσειδώνα για την κυριαρχία της Αττικής, το ανατολικό αέτωμα τη γέννησή της μέσα από το κεφάλι του Δία· ένα διάζωμα που περιέτρεχε ολόκληρο τον ναό έδειχνε την πομπή των Παναθηναίων, που γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια και κορυφωνόταν με την αφιέρωση ενός καινούριου πέπλου κι 236
άλλων δώρων στη θεά. Οι μετόπες περιείχαν σκηνές από μάχες ανάμεσα σε θεούς, Γίγαντες, Λαπίθες, Κενταύρους. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των γλυπτών (όσων είχαν διατηρηθεί κάπως) μεταφέρθηκε στην αρχή του περασμένου αιώνα από τον λόρδο Έλγιν στο Λονδίνο, όπου αποτελούν και σήμερα ένα από τα καυχήματα του Βρετανικού Μουσείου. 'Οχι μόνον οι εμπειροτέχνες, αλλά και οι κτηνοτρόφοι ήταν ενθουσιασμένοι από τα βόδια και τα πρόβατα της πομπής, ένας Άγγλος δάσκαλος της ιππασίας μάθαινε στους μαθητές του πώς να κάθονται πάνω στο άλογο παίρνοντας ως πρότυπο τους Αθηναίους καβαλάρηδες της πομπής των Παναθηναίων, και ο Γκαίτε θεωρούσε ότι το κεφάλι του αλόγου στο ανατολικό αέτωμα παρίστανε το «αρχετυπικό άλογο». Παρόλο που εκτός από τον Παρθενώνα χτίστηκαν ακόμα το Ερεχθείο, τα Προπύλαια κι άλλα υπέροχα οικοδομήματα, οι Αθηναίοι εκείνης της εποχής δεν είχαν ακόμα την ιδέα να φτιάξουν πέτρινο θέατρο, παρά αρκούνταν σε πρόχειρες ξυλοδεσιές. Οι κύριες παραστάσεις δίνονταν την άνοιξη στα «Μεγάλα Διονύσια»: επί τρεις μέρες παίζονταν τέσσερα έργα κάθε μέρα, και την εποχή που η δύναμη της Αθήνας είχε φτάσει στο ζενίθ της οι θεατές θα πρέπει να πλησίαζαν τις τριάντα χιλιάδες, θ α πρέπει να υποθέσουμε ότι δεν ήταν και τόσο σπάνιο φαινόμενο να καταρρέουν οι εξέδρες* αλλά και στα πέτρινα σκαλιά των μεταγενέστερων εξεδρών δεν καθόταν κανείς πολύ άνετα, άσε που ήταν καρφωμένος στη θέση του απ^ το πρωί ώς το βράδι, χωρίς τη δυνατότητα να σηκωθεί για να ξεμουδιάσει ή να πάρει ένα αναψυκτικό· επίσης, αυτή την εποχή του χρόνου θα πρέπει να έκανε ήδη πολύ ζέστη. Ο Έλληνας τ' ανεχόταν όλα αυτά με την εύθυμη μακροθυμία του νότιου, κι όσο για τις γυναίκες και τα παιδιά, που ίσως να ήταν πιο ευαίσθητα σ' αυτές τις άβολες συνθήκες, έτσι κι αλλιώς δεν είχαν το δικαίωμα να παρακολουθούν τις παραστάσεις. Η ακουστική όμως ήταν σ' όλες τις θέσεις εξαιρετική, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς και σήμερα. Ακόμα και σήμερα θα μπορούσε κανείς να παίξει θέατρο σ** αυτά τα αρχαία παλκοσένικα: στο Τιμγκάντ, την «Πομττηία της Αλγερίας», πολλοί σπουδαίοι παριζιάνικοι θίασοι δίνουν από καιρό σε καιρό θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες το κοινό μεταφέρεται με τρένα εφοδιασμένα με κλινάμαξες. Τα σκηνικά όμως δεν είναι δυνατό να επιδίωκαν να προκαλέσουν στον θεατή τη θεατρική ψευδαίσθηση, αν όχι γι' άλλο λόγο τουλάχιστον 237
εξαιτίας του ημερήσιου φωτισμού. Οι αρχαίοι σκηνογράφοι περιορίζονταν σε νύξεις: μερικές κολόνες με θριγκό παρίσταναν ένα παλάτι, μερικά δέντρα ένα δάσος, μερικά αντίσκηνα ένα ολόκληρο στρατόπεδο. Η σημερινή σκηνογραφία αναπτύχ^κε μόνον όταν ολοκληρώθηκε η εξέλιξη της τοπιογραφίας και της προοπτικής ζωγραφικής. Ο Αγάθαρχος, που γύρω στα μέσα του πέμπτου αιώνα δοκίμασε για πρώτη φορά να ζωγραφίσει κάπως προοπτικά, επονομαζόταν «σκηνογράφος». Σίγουρα όμως αυτές οι προσπάθειες δεν ήταν παρά πολύ δειλές και σπερματικές. Δεν υπήρχαν παρά ένα ζωγραφιστό φόντο και οι «περίακτοι», ένα είδος περιστρεφόμενων σκηνικών. Στην αρχή η δράση εκτυλισσόταν πάντα στο ύπαιθρο· αν έπρεπε να δειχτεί το εσωτερικό ενός σπιτιού, μεταφερόταν στη σκηνή πάνω σ' ένα ξύλινο μηχάνημα με τροχούς, το εχκνκλημα, που έμπαινε στη σκηνή από τα παρασκήνια. Πρόκειται ουσιαστικά για τη βασική αρχή της «ακτινογραφίας», που υπήρχε και στους Αιγύπτιους: η πρόσοψη γίνεται, πολύ απλά, διαφανής. Επίσης και το μηχάνημα που κουβαλούσε τον από μηχανής θεό, η καταβύθιση των ττνευμάτων των νεκρών (η σκάλα του Χάροντα) και οι συσκευές που χρησίμευαν για την απομίμηση των αστραπόβροντων πρέπει να ήταν πολύ πρωτόγονες: όλες αυτές οι εγκαταστάσεις δεν ήταν σε ψηλότερο επίπεδο απ"* ό,τι οι αντίστοιχες στους σημερινούς θιάσους των μπουλουξήδων. Η εξωτερική εμφάνιση των ηθοποιών θα μας φαινόταν κωμική: ο κόθορνος με τις χοντρές του σόλες, που έκαναν αδύνατο κάθε φυσικό βήμα, η άκαμπτη μάσκα με τον «όγκο», ένα είδος τεράστιου κότσου, το παραφούσκωμα ολόκληρου του σώματος, ακόμα και των δακτύλων, η γκροτέσκα μεγαλοπρέπεια των κυματιστών μανικιών και της μακριάς ουράς του φορέματος. Οι κινήσεις, ακόμα και σε στιγμές μεγάλου πάθους, ήταν αργόσυρτες και ιερατικές, σαν κινηματογραφημένες σε ρυθμό ραλαντί, περίπου σαν κι αυτές που συνιστά αρκετές φορές ο Ρίχαρντ Βάγκνερ. Είναι απίθανο ότι η μάσκα είχε σκοπό να ενισχύει τη φωνή του ηθοποιού, αφού, όπως είπαμε, οι θεατές μπορούσαν ν^ ακούσουν από παντού μια χαρά* το ίδιο απίθανο είναι ότι καθιερώθηκε επειδή ο μίμος έπρεπε να υποδύεται πολλά πρόσωπα, καθώς και γυναίκες: οι ηθοποιοί ξέρουν να λύνουν αυτό το πρόβλημα μ"· άλλο τρόπο. Οι μορφές αυτές δεν προορίζονταν να είναι άνθρωποι, αλλά «εικάσματα»: σύμβολα, παρομοιώσεις, προσωπεία, σκιές. Γι' αυτό κι έχουν αφύσικα μεγάλο ύψος, είναι ανέκφραστες σαν κούκλες, 238
τυλιγμένες σε παλαιικά, βαρβαρικά ρούχα. Το τραγικό γεγονός είναι ένα μυστήριο, γι' αυτό και δεν πρέπει να έχει τη μορφή της πραγματικότητας. Γι'αυτό επίσης όλη η πραγματική δράση, όλα τα συγκλονιστικά δρώμενα, φόνοι, εκρήξεις παράνοιας, μονομαχίες, μεταθέτονται πίσω από τη σκηνή. Αυτό δε γινόταν από σεβασμό προς τους θεατές: τα νεύρα του ελληνικού κοινού άντεχαν τα πάντα, και πραγματικά τα ματωμένα πτώματα εκτίθενται ανενδοίαστα στη σκηνή και οι διάφορες φρικαλεότητες περιγράφονται έντονα και διεξοδικά. Αλλά το να παρουσιασθεί η ίδια η πράξη θα ήταν ένας ανεπίτρεπτος εκπραγματισμός. Για τον ίδιο λόγο δεν υπάρχει καμιά εξέλιξη των χαρακτήρων: η ψυχική μεταμόρφωση αναφέρεται στα χοϊκά και ζωντανά πλάσματα· οι θεοί και οι νεκροί δεν έχουν βιογραφία. Όλη η παράσταση ήταν ένα κινητό ανάγλυφο. Το κοστούμι της κωμωδίας ήταν ολότελα διαφορετικό: επίπεδα παπούτσια, φανελάκια, αστική γκαρνταρόμπα* μόνον η κοιλιά και τα οπίσθια ήταν χοντρά και γελοία. Ο υπερμεγέθης φαλλός από κόκκινο πετσί είναι πολύ πιθανό ότι δεν είχε άσεμνο σκοπό, παρά ήταν σύμβολο του Διόνυσου και της βλάστησης* ανήκει στην εξάρτυση ακόμα και των γυναικείων μορφών. Τα μέλη του χορού, σύννεφα, σφήκες, πουλιά, βάτραχοι κι άλλα τέτοια αλλόκοτα, φανταστικά πλάσματα, επιτελούσαν την ίδια περίπου λειτουργία που έχουν σ' εμάς τα κορίτσια των επιθεωρήσεων. Η μάσκα υτιήρχε και στην κωμωδία, αλλά πολλές φορές απέδιδε πιστά τα χαρακτηριστικά διαφόρων διασημοτήτων: του Κλέωνα, του Σωκράτη, του Ευριπίδη. Τα σκηνικά ήταν κι αυτά πολύ ρεαλιστικότερα: πραγματικά σπίτια με ορόφους, διάφορα καθημερινά αντικείμενα, κωμικά ομοιώματα κλπ.· η δράση εκτυλισσόταν κατά προτίμηση ανάμεσα σε δύο γειτονικά σπίτια, δύο ορόφους, τη γη και τον Όλυμπο. Αρχικά ο ποιητής ήταν ταυτόχρονα χορογράφος και ηθοποιός, και οι τρεις τραγωδίες που έπρεπε να παραδώσει αποτελούσαν πραγματική τριλογία· αργότερα οι απαιτήσεις αυτές καταργήθηκαν. Ε; .λλου, ο ποιητής έπρεπε να γράψει ένα σατυρικό δράμα, μια εύθυμη κα τάληξη της τριλογίας, όπου ο ήρωας παρουσιαζόταν από τις ανθρώπινες πλευρές του και ο τραγικός απόηχος σκορπούσε στην αυτοειρωνία· ήταν ένα είδος εκτόνωσης. Αυτό που η προοπτική τέχνη ενός Σαίξπηρ ή ενός Ίψεν συμπυκνώνει σε μια και μοναδική, αλλά πολυεπίπεδη εικόνα, κατανεμόταν εδώ σε δύο διαφορετικά δραματι239
κά είδη. Το τραγικό χιούμορ δεν μπορούσε να γεννηθεί παρά μόνο στα πλαίσια της χριστιανικής κοσμοαντίληψης, για την οποία όλα τα εφήμερα είναι μια αλληγορία και τίποτα άλλο. Το τι θα παιζόταν το αποφάσιζε ο «δήμαρχος». Αυτός διάλεγε ορισμένα από τα έργα που υποβάλλονταν για τον τραγικό αγώνα. Εδώ προβάλλουν μερικά ερωτήματα, στα οποία είναι δύσκολο να βρεθεί απάντηση. Ήταν μήπως ο άρχων ένα είδος λογοκριτή, που έκρινε αποκλειστικά με θρησκευτικά και πολιτικά κριτήρια; Αλλά οι κωμωδίες που σώθηκαν δείχνουν ότι στην Αθήνα επιτρέπονταν σχεδόν τα πάντα. Αν όμως αξιολογούσε τα έργα καλλιτεχνικά, πώς ήταν ικανός να το κάνει αυτό, αφού, όπως οι περισσότεροι Αθηναίοι λειτουργοί, ήταν ένας απλός πολίτης που είχε βγει με κλήρο; Και γιατί οι Αθηναίοι δεν ανάθεταν τουλάχιστον αυτό το καθήκον σε μια επιτροπή, όπως έκαναν με τους ελλανοδίκες, που έπρεπε να στέψουν νικητή έναν από τους τρεις συναγωνιζόμενους ποιητές; Στο κάτωκάτω, το ζήτημα της έγκρισης ή απόρριψης ενός έργου ήταν τουλάχιστον εξίσου σημαντικό. Αλλά υπήρχε τάχα μεγάλη προσφορά έργων; Υπήρχαν ερασιτέχνες; Υπήρχαν παραγνωρισμένες μεγαλοφυίες; Ξέρουμε μόνο για θεατρικά σκάνδαλα, που ξεσπούσαν όταν το θέμα ή η διαπραγμάτευσή του προκαλούσε δυσαρέσκεια* ποτέ δε γίνεται λόγος για «σκαρταδούρα» που απορρίφθηκε εξαρχής. Ακόμα και οι ποιητές, των οποίων τα έργα θεωρήθηκαν αργότερα «δεύτερης διαλογής» και γι' αυτό χάθηκαν, όπως ο Ίων, ο Αγάθων, ο Κριτίας και άλλοι, πρέπει να ήταν γνήσιοι καλλιτέχνες. Πουθενά δε συναντάμε τη μορφή του πλούσιου σε χρήμα και επιρροή ατζαμή (ο χορηγός λόγου χάρη, που πλήρωνε για όλα, θα μπορούσε σίγουρα να περάσει τα δικά του έργα ή τα έργα των ευνοούμενών του) και του αιώνια άπαιχτου έργου (η έκδοση ενός δράματος σε βιβλίο ήταν μάλλον κάτι το γνωστό, αλλά όλα δείχνουν ότι η έννοια του «βιβλιοδράματος» ήταν άγνωστη)· αν υπήρχαν τέτοια φαινόμενα, σίγουρα δε θα είχαν γλιτώσει από τα βέλη της κωμωδίας και ο Θεόφραστος θα τα είχε αναφέρει, έστω και ακροθιγώς, στους Χαρακτήρες του. Ίσως οι τεχνικές προϋποθέσεις που έπρεπε να εκπληρώνει ένας δραματουργός ήταν τόσο μεγάλες, ώστε μόνο μια μικρή ομάδα ανθρώπων μπορούσε ν' ανταποκριθεί σ' αυτές. Γιατί ο δραματουργός δεν έπρεπε μόνο να κατέχει στην εντέλεια όλα τα μυστικά της στιχοπλοκίας, αλλά να επινοεί κάθε τόσο μόνος του τη μουσική και τους χορούς. Ακόμα και σήμερα 240
πολύ λίγοι έχουν αυτή την ικανότητα, και ίσως να συνέβαινε τότε ό,τι συμβαίνει με τα σημερινά επιστημονικά βραβεία, για τα οποία λίγοι είναι οι υποψήφιοι. Άλλωστε, ούτε στον χώρο της ζωγραφικής και της γλυπτικής ακούμε ποτέ να γίνεται λόγος για αμφίβολους ερασιτέχνες. Είναι αυτονόητο ότι υπήρχε πλήθος από φτηνοδουλειές και αντικείμενα που φτιάχνονταν με τη ρουτίνα του χειροτέχν;η· <χλλά σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι η κακόγουστη ιδέα να κάνει κάποιος κάτι που δεν μπορεί αναπτύχθηκε για τα καλά μόνο στο έδαφος της ρωμαϊκής νεοπλουτίστικης κουλτούρας. Η αρχαία τραγωδία δεν απέβαλε ποτέ ένα κάποιο επικό χαρακτήρα: ακόμα κι αυτός ανήκει στη μη ρεαλιστική φύση της. Η αρχική μορφή της ήταν ο διάλογος ανάμεσα στον ποιητή και τον χορό. 'Οπως είναι γνωστό, ο Αισχύλος εισήγαγε αργότερα τον δεύτερο ηθοποιό και ο Σοφοκλής τον τρίτο, κι έτσι ο αριθμός των ρόλων μπορούσε εύκολα να φτάσει στη μισή ντουζίνα· στον Ευριπίδη οι ρόλοι είναι συνήθως οχτώ, αλλά στις «Φοίνισσες» φτάνουν τους έντεκα. Ωστόσο, η μορφή του διαλόγου διατηρήθηκε ατόφια· σχεδόν ποτέ δεν υπάρχουν συνομιλίες ανάμεσα σε τρία πρόσωπα. Αυτό ήταν σίγουρα μια υφολογική αρχή. θ α ήταν ίσως σωστότερο να μιλήσουμε για διωδίες, γιατί και η απαγγελία ήταν ένα είδος τραγουδιού. Αλλά ο πραγματικός ήρωας του έργου είναι ο χορός, γι' αυτό και το έργο παίρνει πολύ συχνά τ' όνομά του απ' αυτόν ή τουλάχιστον ο χορός είναι το ττνευματικό «σημείο κρυστάλλωσης» του έργου και το πιο ουσιώδες στοιχείο του: όταν οι αρχαίοι αναφέρονταν σε μια νέα τραγωδία, μιλούσαν για τον «νέο χορό». Ο χορός περικλείει το νόημα του δράματος, το νόημα της ζωής. Αυτό είναι κάτι δημοκρατικό· πράγματι, ο χορός ενσαρκώνει τη φωνή του λαού, που ασκεί αμείλικτη κριτική στην ύβρη των πρωταγωνιστών του αρχαίου μύθου. Ως φερέφωνο της κοινής γνώμης είναι σοφότερος, αλλά και πεζότερος από τους φορείς της δράσης. Ως ηχώ που αντανακλά τα δρώμενα αντιπροσωπεύει, απέναντι στην επίπεδη επική δράση, την τρίτη διάσταση, την προεκτείνει στον πνευματικό χώρο, δίνει βάθος στον γραμμικό διάλογο. Ο Ευριπίδης, που δεν πιστεύει πια σ' αυτή την ψυχοσυμβολική λειτουργία του χορού, τον παίρνει ακριβώς yC αυτό τον λόγο στα σοβαρά, τον εντάσσει στην πλοκή, τον κάνει κοινωνό μυστικών και του ζητάει να δείξει εχεμύθεια. Στον Αγάθωνα ο χορός γίνεται μουσικό ιντερμέτζο. Τελικά, ο χορός περιορίζεται στα διαλείμματα, 241
κι από εκείνη τη στιγμή δεν ακούμε πια τίποτα για τραγικούς ποιητές. Σίγουρα εξακολούθησαν να υπάρχουν μερικοί, αλλά η καλλιτεχνική αυτή μορφή είχε πια φάει τα ψωμιά της. Με τον χορό παράκμασε αναγκαία και η τραγωδία, γιατί είναι ταυτόσημη μ' αυτόν. Ο περίφημος αριστοτελικός ορισμός της τραγωδίας διατυπώνει μια σειρά από εντελώς αυτονόητους όρους και μόνο στο τέλος γίνεται ενδιαφέρων, όταν λέει ότι η τραγωδία πετυχαίνει με το έλεος και τον φόβο την κάθαρση αυτών και παρόμοιων παθημάτων. Ο Γκαίτε πίστευε ότι τα παθήματα για τα οποία μιλάει ο Αριστοτέλης, είναι τα παθήματα, των ηρώων της τραγωδίας· αλλά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Αριστοτέλης σκεφτόταν το κοινό. Επίσης, είναι απίθανο ότι είχε στον νου του έναν ηθικό εξαγνισμό, όπως δεχόταν ο Λέσινγκ, γιατί αυτόν ο Αριστοτέλης τον αναφέρει ξεχωριστά ως παιδεία, δηλαδή παιδαγωγική επίδραση. Μια κάπως αλλόκοτη εκδοχή, που όμως βρήκε μεγάλη απήχηση,διατυπώθηκε από το Γιάκομπ Μπέρναϊς: Ο Αριστοτέλης εννοούσε ένα είδος ιατρικής κάθαρσης, χάρη στην οποία οι συσσωρευμένες συγκινήσεις εκτονώνονταν με τον ίδιο τρόπο όπως αποβάλλονται τα βλαβερά υγρά από το σώμα. Σύμφωνα μ^ αυτή την εξήγηση, η αριστοτελική κάθαρση είναι ένα είδος ψυχικού καθάρσιου για την ανθρωπότητα, που παθαίνει κάτι σα βαρυστομαχιά από το έλεος και τον φόβο. Όμως πολύ πιο εύλογη θα ήταν η ερμηνεία ότι χάρη στην τραγωδία αντικρύζουμε τα ανθρώπινα παθήματα σ' ένα λυτρωτικό είδωλο, κι έτσι τα δικά μας παθήματα μεταρσιώνονται κι αυτά σε σύμβολα, που απλώς σημαίνουν έλεος και φόβο. Η τραγική συμπάθεια, παρόλο που μπορεί να μας συγκλονίσει εξίσου όσο και η πραγματική, δεν είναι παρά μια συγκίνηση εξυψωμένη στον χώρο της φιλοσοφίας και αποκαθαίρει την ψυχική ζωή μας. Αν αντιτείνει κανείς ότι δεν ήταν δυνατό ν' αναπτύσσεται τόσο έντονα το έλεος και ο φόβος, αφού η πορεία και η έκβαση της τραγωδίας ήταν γνωστή στον καθένα από τη μυθολογία, η απάντηση είναι ότι ουσιαστικά το δραματικό στοιχείο δε βρίσκεται ποτέ στην ένταση του θέματος, αλλιώς ούτε εμείς θα συγκινιόμασταν τόσο πολύ από ένα κλασικό δράμα που μας είναι γνωστό από το σχολείο ή από ένα καινούριο βιβλίο για το οποίο έχουμε ακούσει πολλά* απεναντίας, συχνά ένα έργο γίνεται ενδιαφέρον μόνον όταν ξέρει κανείς καλά το περιεχόμενό του ή όταν το βλέπει επανειλημμένα. Στην Αθήνα, πάντως, μια καινούρια τραγωδία γνώριζε συνήθως μια και μόνη παρά242
στάση, αφού στην παράσταση αυτή ήταν παρούσα ολόκληρη η πόλη (οι επαναλήψεις δεν έγιναν συχνό φαινόμενο πριν από την εποχή της παρακμής)· αλλά οι νύξεις της κωμωδίας για πολύ παλιά έργα και οι συχνές παραθέσεις αποσπασμάτων από αυτά τα έργα προϋπόθεταν την εξοικε(ωστ) χάρη στη συνεχή ανάγνωση* επίσης και οι ίδιες οι κωμωδίες πρέπει να διαβάζονταν ξανά και ξανά, γιατί αναφέρονταν συνεχώς η μια στην άλλη. Στην ελληνική τραγωδία δεν υπάρχει περίοδος της μέρας, δεν υπάρχει εποχή του χρόνου, δεν υπάρχουν καιρικές συνθήκες, δεν υπάρχει τοπίο, δεν υπάρχει το «εδώ»: αυτή είναι η περίφημη ενότητα του χώρου. Και η ενότητα του χρόνου συνίσταται στο ότι η ψυχική ζωή δε γνωρίζει καμιά εξέλιξη, δεν έχει δρώμενα και παύσεις, θ α μπορούσε να πει κανείς ότι όλα αυτά οφείλονται στη θεατρική μορφή. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το ψυχολογικό πρόβλημα, ότι δηλαδή ο Έλληνας ανεχόταν ένα τέτοιο σκηνικό. Δε χρειαζόταν την αλλαγή φωτισμού, γιατί στο ελληνικό δράμα δεσπόζει ο αιώνια απαράλλαχτος ήλιος του Όμηρου. Δε χρειαζόταν την αυλαία, γιατί ο μύθος είναι το «ήταν μια φορά κι ένα καιρό», δηλαδή συνέβη στο εξωπραγματικό σύθαμπο μιας εποχής αφάνταστα μακρινής, δηλαδή ποτέ* και ταυτόχρονα συμβαίνει τώρα, αυτή τη στιγμή, σ** εφιαλτικά κοντινή απόσταση. Κι άλλωστε, ποιες τομές στην υπόθεση να σημαδέψει η κουρτίνα; Αυτά που δείχνονται στη σκηνή είναι μια καταστροφή κάτω από μάσκες^ που είναι δεδομένη εξαρχής· δεν υπάρχει πριν και κατόπιν τη μαθαίνει κανείς όπως γνωρίζει ένα ανάγλυφο, βαδίζοντας αργά κατά μήκος του. Και τώρα ας συγκρίνουμε την αρχαία τραγωδία με το χριστιανικό δράμα. Όλα τα έργα του Σαίξττηρ αρχίζουν από τη μέση: πριν από τον «Μάκβεθ», τον «Άμλετ», τον «Ληρ» έχει προηγηθεί μια πολύ πλούσια ψυχική ιστορία (όχι μια ανεστραμμένη προφητεία, όπως στον «Οιδίποδα»)! Στον Ίψεν, τα πρόσωπα που έδρασαν πριν αρχίσει η πλοκή και που δεν τα βλέπουμε καθόλου είναι οι πραγματικοί ήρωες και τα δράματα του Νορβηγού δραματουργού δεν τελειώνουν καθόλου! Με την τελευταία σκηνή των «Βρυκολάκων» αρχίζει η πραγματική τραγωδία της κυρίας Άλβινγκ, το τέλος της «Αγριόπαπιας» είναι η έναρξη μιας δεύτερης κωμωδίας του Γιάλμαρ και το ερώτημα του Χέλμερ «Το θαυμάσιο;», που το διακόπτει η αυλαία, ανοίγει ένα καινούριο έργο. Αλλά οι ήρωες των αρχαίων τραγωδιών δεν έχουν καθόλου προϊστορία (η φαινομενική
εξαίρεση του «Οιδίποδα» είναι, όπως είπαμε, ένας γρίφος που ξεδιαλύνεται, μια κατασκευαστική άσκηση της επιπεδομετρίας, που μας τη βάζουν δίνοντάς μας ταυτόχρονα τα επιμέρους κομμάτια της)* επίσης δεν υπάρχουν κρίσιμες καμπές στη ζωή τους, δεν μπορούν ν' αλλάξουν και να «εξαγνισθούν»: έστω και μόνο γι' αυτό τον λόγο η εξήγηση που δίνει ο Γκαίτε για την κάθαρση είναι 6:σφαλμένη. θ α μπορούσε να παραστήσει κανείς ολόκληρο το περιεχόμενο κάθε ελληνικής τραγωδίας μ"* ένα πλαστικό σύμπλεγμα. Η οικογενειακή κατάρα των Ατρειδών είναι ένα γεγονός που δε χωράει καμιά συζήτηση, ενώ η οικογενειακή κατάρα των Άλβινγκ είναι ένα ανεξιχνίαστο πρόβλημα. Αντίστοιχα, η «Ορέστεια» και οι «Βρυκόλακες» κορυφώνονται με τη διασάλευση του λογικού του ήρωα, αλλά στη μια περίπτωση πρόκειται για μια μυθολογική στιγμήν ενώ στην άλλη για τον τελευταίο κρίκο ενός τμήματος από την αλυσίδα της ευρωπαϊκής κοινωνικής ιστορίας. Ανάλογα ισχύουν για τη φονική πράξη του Ορέστη και του Άμλετ: η πρώτη γίνεται αμέσως^ η δεύτερη ουσιαστικά δε γίνεται καθόλου (εμφανίζεται στο τέλος σαν εμβόλιμη και ολόκληρο το δράμα είναι η ιστορία της αποτροπής της)· γιατί ο χώρος όπου συμβαίνει είναι το μυαλό του Άμλετ. Τα σχεδόν εξ ολοκλήρου χαμένα δράματα του Φρύνιχου, ενός σύγχρονου του Αισχύλου αλλά μεγαλύτερού του στην ηλικία, είχαν ακόμα, καθώς φαίνεται, απλώς αφηγηματικό και λυρικό χαρακτήρα, όπως περίπου τα δικά μας ορατόρια. Τα δράματα αυτά πραγματεύονταν ακόμα και επίκαιρα θέματα, πράγμα που αργότερα ήταν ολότελα απαγορευμένο. Το 492, δηλαδή λίγο μετά το ίδιο το γεγονός, ανέβασε στη σκηνή την «Πτώση της Μιλήτου»· φαίνεται ότι ο Θεμιστοκλής, που ήταν τότε άρχων, έβαλε να παρουσιασθεί το έργο για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Αλλά οι Αθηναίοι δεν άντεξαν αυτή την ανηλεή επικαιρότητα: έκλαψαν μεν πολύ, καταδίκασαν όμως τον ποιητή να πληρώσει πρόστιμο. Περίπου δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο Θεμιστοκλής ήταν χορηγός και χρηματοδότησε τον Φρύνιχο για να υμνήσει με τις «Φοίνισσες» τη νίκη του στη Σαλαμίνα. Μας είναι γνωστό μόνον ένα ακόμα ιστορικό έργο, οι «Πέρσες» του Αισχύλου, που πραγματεύεται το ίδιο ακριβώς θέμα. Εδώ ο ποιητής λύνει το καλλιτεχνικά τόσο δύσκολο αυτό πρόβλημα με μεγάλη λεπτότητα: χωρίς ίχνος σωβινισμού, χωρίς καν ν' αναφέρει ονομαστικά έστω κι έναν από τους Έλληνες νικητές, ο Αισχύλος, που πολέμησε ο ίδιος σ** 244
εκείνο τον πόλεμο, περιγράφει την καταστροφή της Περσίας, που παρουσιάζεται ως καθαρά προσωπικό φταίξιμο του Ξέρξη, της ύβρης του, η οποία δεν μπορεί παρά να επισύρει την άτη: «Απ' την έπαρση φυτρώνει το στάχυ που λέγεται φταίξιμο κι εσύ μαζεύεις τον καρπό του: τα δάκρυα». Αυττ^η αντίληψη υιοθετήθηκε αργότερα από τον Ηρόδοτο και χάρη σ' αυτόν πέρασε στην παγκόσμια ιστορία* εδώ έχουμε την περίπτωση ενός ποιητή που διδάσκει έναν ιστορικό. Ο Αισχύλος συμμετέχει για πρώτη φορά σε τραγικό αγώνα γύρω στο 500, σε ηλικία περίπου εικοσιπέντε χρόνων, χωρίς να βραβευθεί* μόλις στα σαράντα του κέρδισε την πρώτη του νίκη. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα δέχτηκε μια πρόσκληση του τύραννου Ιέρωνα και πήγε στις Συρακούσες. Μετά την τελευταία νίκη του ταξίδεψε για δεύτερη φορά στη Σικελία, όπου πέθανε το 456. Έγραψε γύρω στα ενενήντα δράματα, επομένως πρέπει να έγραφε κατά μέσο όρο τέσσερα δράματα κάθε δύο χρόνια. Από αυτά τα έργα σώθηκαν εφτά, ανάμεσά τους μια πλήρης τριλογία, η «Ορέστεια», ενώ οι «Ικέτιδες» είναι το πρώτο, οι «Επτά επί θήβαις» το τελευταίο και οι «Πέρσες» το μεσαίο έργο ενός κύκλου* η πατρότητα του «Προμηθέα Δεσμώτη» αμφισβητείται τελευταία από μερικούς. Τότε όμως το έργο αυτό θα πρέπει να προέρχεται από έναν ακόμα μεγαλύτερο ποιητή. Γιατί μέσα σ** αυτό σαλεύει για πρώτη φορά στην ψυχή της αρχαιότητας το σκοτεινό αίσθημα ότι ο Όλυμπος δεν είναι η τελευταία λέξη του παγκόσμιου πνεύματος. Ο Προμηθέας πρέπει να υποφέρει, «επειδή αγάτυησε την ανθρωπότητα περισσότερο απ' όσο έπρεπε». Είναι ένα είδος σωτήρα, αλλά ενάντια στον θεό* και σταυρώνεται κι αυτός, αλλά από τον θεό. Φυσικά, ο Αισχύλος δεν έβγαλε το λογικό συμπέρασμα ότι ο Δίας δεν μπορεί να είναι ο αληθινός πατέρας των ανθρώπων. Ο ίδιος ο Αισχύλος αποκαλούσε τα δράματά του ψίχουλα από το μεγάλο τραπέζι του Όμηρου. Και πράγματι, με την αρχαία έννοια ο Όμηρος είναι δραματουργός: πλάθει ταραγμένα συμπλέγματα και ηρωικά πάθη. Και ο αισχύλειος διάλογος, παρά την εσώτερη φλόγα του, είναι το ίδιο μετρημένος και συγκρατημένος όσο ο ομηρικός,, η δράση είναι το ίδιο απλή και γραμμική. Αντίθετα, η γλώσσα διαφέρει πολύ: δεν είναι ένα περιδέραιο από καλοδουλεμένες, ξεχωριστές χάντρες, αλλά ένας ορμητικός χείμαρρος από εικόνες, που θυμίζει τον Σαίξπηρ. Εντελώς μοντέρνα και ελάχιστα ελληνική είναι και η στοιχειωμένη ατμόσφαιρα που πλανιέται πότε-πότε πάνω από τη σκηνή: 245
η μυρουδιά του φόνου στην εναρκτήρια σκηνή της «Ορέστειας» μας θυμίζει τον «Μάκβεθ». Και είναι σχεδόν απίστευτο ότι ο Αισχύλος ήξερε ήδη τη δραματική απήχηση της σιωπής: η Κλυταιμνήστρα εκτελεί βουβά τη μιαρή θυσία της, η Κασσάνδρα κάθεται αμίλητη στο άρμα του Αγαμέμνονα και τη στιγμή του φόνου του Αγαμέμνονα η σκηνή είναι άδεια. Εδώ, αν θέλουμε να βρούμε αναλογίες, πρέπει να φτάσουμε ώς τον Ίψεν και τον Μαίτερλινκ. Στο επίκεντρο του αισχύλειου κόσμου βρίσκεται η Δίκη, η παρθενική κόρη του Δία, η θεά της δικαιοσύνης, από τη μυστηριώδη εξουσία της οποίας δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς. Λάμπει στην καττνισμένη καλύβα του φτωχού και φεύγει από το χρυσοστόλιστο παλάτι του πλούσιου, όταν τα χέρια του είναι βρώμικα. Άλλους τους χτυπάει στο μεσουράνημα της ζωής, άλλους στο θαμπό δειλινό των γερατιών και μερικούς μόνο μετά τον θάνατο. Αυτό το τελευταίο σημαίνει καμιά φορά το ορφικό δικαστήριο των νεκρών, συχνότερα όμως τη διαιώνιση της ενοχής στους απογόνους του φταίχτη. Από αυτή την άποψη, ο Αισχύλος σκέφτεται απόλυτα σύμφωνα με το τινεύμα της Παλαιάς Διαθήκης, όπως άλλωστε και ο Δίας είναι γι' αυτόν πάνω απ** όλα ένας οργίλος και τιμωρός, κοντολογίς φοβερός θεός, «ύψιστος φόβος», όπως τον λέει· αυτή η ζοφερότητα του Ολύμπου είναι επίσης εντελώς αντιομηρική. Τώρα πια η ταύτιση ανάμεσα στην κληρονομική κατάρα και την προσωπική ευθύνη είναι αδιαφανής. Ο Αγαμέμνων, που θυσιάζει την κόρη του, η Κλυταιμνήστρα, που σκοτώνει τον άνδρα της, ο Ορέστης, που σκοτώνει τη μητέρα του, ενεργούν και οι τρεις κάτω από την πίεση της κατάρας των Ατρειδών κι ωστόσο δρουν ταυτόχρονα ελεύθερα: ο Αγαμέμνων εκπληρώνει το βασιλικό του καθήκον, η Κλυταιμνήστρα εκδικείται σαν μάνα, ο Ορέστης είναι ο εκδικητής γιος. Και για να περιπλακούν τα πράγματα ακόμα περισσότερο, ο Ορέστης πάλι δεν ενεργεί ελεύθερα, γιατί είναι το άβουλο όργανο του Απόλλωνα. Πρακτικά έχουμε φόνο εναντίον φόνου, δράστη εναντίον δράστη. Ίσως να ήταν η βαθύτερη γνώμη του ποιητή ότι ο δράστης έχει πάντα άδικο. Αλλά αφήνει επίτηδες αυτά τα πράγματα στο μισοσκόταδο, γιατί μια ξεκάθαρη εξήγηση των κινήτρων δε θα κατέστρεφε μόνο τη δραματική ατμόσφαιρα, παρά θα ερχόταν σε αντίφαση και με το θρησκευτικό του αίσθημα. Αν όμως θέλαμε να βρούμε μια συνοπτική διατύπωση, θα μπορούσαμε να πούμε: στον κληρονόμο ενός παλιού οικογενεια246
κού ανοσιουργήματος γεννιέται πάντα η σκέψη της κακής πράξης και η απόφαση να την εκτελέσει: αυτή ακριβώς είναι η κατάρα του* και ταυτόχρονα τον κάνει υπεύθυνο. Ακόμα κι εμείς, με τις «επιστημονικές» έννοιες των «κληρονομικών καταβολών», των «ψυχικών προδιαθέσεων» κλπ., δεν έχουμε προχωρήσει ώς τώρα πιο πέρα από αυτή την παραδοξότητα. Συγγενικός με τον Αισχύλο είναι ο σύγχρονός του Πίνδαρος. Οι δυο τους έχουν κοινή τη στιβαρή μεστότητα και την υποβλητικότητα της γλώσσας, την υπερκόσμια υψηλοφροσύνη των ιδεών, την αρχαϊκή μεγαλοπρέπεια της έκφρασης. Στον Πίνδαρο όλα αυτά τα στοιχεία θυμίζουν τόσο πολύ ανάγλυφο, ώστε μερικές φορές φαίνονται υπερβολικά και σκόπιμα. Ο Πίνδαρος ήταν Θηβαίος, και στα επινίκιά του, πολλά από τα οποία σώθηκαν, εξύμνησε τις νίκες των αθλητών ολόκληρης της Ελλάδας, ενώ τα θρησκευτικά τραγούδια του, ίσως εξαιτίας του δύσκολου περιεχομένου τους, ξεχάστηκαν με τον καιρό. Οι δημιουργίες του ήταν στο είδος τους «ολόπλευρα έργα τέχνης» (Cesamtkunstwerke) εξίσου όσο και η τραγωδία, και δεν μπορούμε με κανένα τρόπο ν' αποφανθούμε για την αξία τους, γιατί η μεγαλύτερη ικανότητα του Πίνδαρου ήταν ο πλούτος του στην επινόηση πάντα νέων μελωδιών και χορευτικών κινήσεων. Λέγεται ότι όταν ήταν ακόμα παιδί μπήκαν μέλισσες στο στόμα του την ώρα που κοιμόταν κι έχτισαν εκεί κηρήθρες. Ο ίδιος σύγκρινε τον εαυτό του μ' αετό και τους υπόλοιπους αοιδούς με κοράκια που κρώζουν. Ο μύθος βάζει τη ζωή του να τελειώνει με μια απαισιόδοξη νότα: ο Πίνδαρος ρώτησε τον θεό στους Δελφούς ποιο είναι το μεγαλύτερο αγαθό για τους ανθρώπους, κι εκείνος απάντησε αφήνοντάς τον να πεθάνει γαλήνια στην αγκαλιά του ερωμένου του. Στην κοσμοθεωρία του, ο Πίνδαρος είναι τυπικός εκπρόσωπος της προμηδικής εποχής: Βοιωτός τοπικιστής, περιφρονητής της δημοκρατίας, υπέρμαχος του παιδεραστικού ιδανικού της αριστοκρατίας, αυστηρά θρήσκος· οι θεοί είναι γι' αυτόν ηθικά πρότυπα αγαθότητας και τιμιότητας, δικαιοσύνης και οσιότητας. Το ύφος του, με τον άκαμπτο στόμφο του και την υπερπληθώρα των εικόνων, που αγγίζει τα όρια της φυγής των ιδεών, την πεισματική προτίμηση για το ασυνήθιστο και την ακατάσχετη μεγαλοστομία του, είναι κουραστικό* ο Οράτιος το σύγκρινε με το άφρισμα ενός χείμαρρου που έχει φουσκώσει από τα νερά της βροχής και κατεβαίνει ορμητικά και βουερά από το βουνό. Έναν αιώνα 247
μόλις μετά τον θάνατό του, ο Πίνδαρος θεωρούνταν ήδη απαρχαιο)μένος· όταν όμως ο Αλέξανδρος κατάστρεψε τη Θήβα, το μόνο σπίτι που σεβάστηκε εκτός από τους ναούς ήταν το σπίτι του Πίνδαρου. Τους Αλεξανδρινούς τους εντυπωσίαζε η μανιέρα του (όπως και κάθε μανιέρα), τους Ρωμαίους η αυστηρότητα και αρρενωπότητα της τέχνης του: τον αποκαλούσαν princeps lyricorum (κορυφαίο από όλους τους λυρικούς). Ο Βολταίρος, αντίθετα, μιλάει για «galimatias pindarique» (πινδαρική ασυναρτησία). Ο Χέρντερ και ο Χούμπολντ προσπάθησαν να τον αναστήσουν αναλύοντάς τον, ο Χαίλντερλιν και ο Πλάτεν μεταφράζοντάς τον. Ο ζωγράφος που αντιστοιχεί στον Αισχύλο είναι ο Πολύγνωτος. Το κυριότερο έργο του ήταν η «Ποικίλη Στοά» στην Αθήνα, που δημιουργήθηκε γύρω στο 450 και παρίστανε τις κορυφαίες στιγμές της ελληνικής ιστορίας: τον αγώνα του Θησέα εναντίον των Αμαζόνων, την κατάκτηση της Τροίας και τη μάχη του Μαραθώνα· ο Πολύγνωτος όμως έφτιαξε και πολλές άλλες νωπογραφίες. Η χρήση προπλασμάτων, η φωτοσκίαση και η προοπτική ήταν ακόμα άγνωστες γι' αυτόν και η παλέτα του περιλάμβανε μόνο τέσσερα χρώματα: το άσπρο, το κόκκινο, το κίτρινο της ώχρας και το κυανόμαυρο* οι μορφές που ζωγράφιζε ήταν, όπως οι αισχύλειες, γιγάντια έγχρωμα ιχνογραφήματα. Εξάλλου τηρούσε, ώς ένα βαθμό, την αρχή της «ψεύτικης διαφάνειας»: μέσα από το νερό του ποταμού φαινόταν ο βυθός, μέσα από τα ρούχα το σώμα. Τις ομάδες που βρίσκονταν η μια πίσω από την άλλη τις τοποθετούσε τη μια πάνω από την άλλη σε επάλληλες ζώνες που ο Γκαίτε ονομάζει «ορόφους»· αλλά κατάφερνε ήδη να δίνει μια αίσθηση του βάθους, χάρη στην επικάλυψη. Όπως στην τραγική σκηνή της τραγωδίας, το περιβάλλον απλώς υποδηλώνεται: μ*^ ένα δέντρο ή ένα βράχο, μια τούφα χορτάρι ή μερικές καλαμιές, ένα μέρος από τα τείχη της πόλης του Ίλιου, ένα καράβι που συμβόλιζε ολόκληρο τον ελληνικό στόλο. Αυτά τα σκηνικά αντικείμενα ήταν απλά εμβλήματα, απλή πληροφορία ότι εδώ υπάρχει ένα περιβάλλον, ένας χώρος* έχουν σχεδόν τον χαρακτήρα επιγραφής, είναι σα χρωματιστά ιερογλυφικά. Αντίθετα, η ζωγραφική του μπαρόκ αισθανόταν τόσο βαθιά το βίωμα του βάθους, ώστε έφτανε ώς το σημείο να μεγεθύνει αφύσικα τα αντικείμενα που βρίσκονταν στο προσκήνιο για να εξαναγκάζει κυριολεκτικά το βλέμμα να δει προοπτικά και να αισθανθεί το τοπίο. 248
Ό,τι μπορούμε να υποθέσουμε για τον Πολύγνωτο είναι πενιχρά και αβέβαια συμπεράσματα από τις περιγραφές των τεχνογράφων και από την επίδρασή του σ' άλλες τέχνες. Τα γλυπτά του Παρθενώνα αναδίνουν τη δική του τεχνική και το δικό του πνεύμα. Αλλά εκεί που η επίδρασή του ήταν ισχυρότερη ήταν στην αγγειογραφία, που χρωστάει σ' αυτόν σχεδόν ολόκληρο το ρεπερτόριό της σε σχήματα μορφών και σχέδια ρούχων, εκφράσεις του προσώπου και χειρονομίες, στάσεις και σχέσεις και όλα τα καινούρια μυστικά της σύνθεσης και των ψυχικών φωτοσκιάσεων. Έχει ειπωθεί ότι τα αγγεία δεν είναι παρά χλωμές φεγγαραχτίδες πλάι στον αλλοτινό ήλιο της ελληνικής ζωγραφικής. Αλλά, αν και ο ήλιος εκείνος έχει πια βασιλέψει, αυτό το φεγγάρι είναι η θυγατέρα του δικού του φωτός. Είναι το ίδιο φως, και ακόμα κι η ανταύγειά του μας αφήνει να υποψιασθούμε το μεγαλείο και τη λαμπρότητα του άστρου της μέρας. Στο εύρος και τον πλούτο της σύλληψης, οι πίνακες του Πολύγνωτου πρέπει να ήταν αληθινά θαύματα. Στη δομή τους έμοιαζαν με μια αισχύλεια τριλογία: φορτίζονταν σιγά-σιγά, αποκορυφώνονταν, εκφορτίζονταν η μάχη του Μαραθώνα, λόγου χάρη, έδειχνε την αρχή της σύγκρουσης, την αποφασιστική της φάση και τη φυγή των Περσών προς τα πλοία. Ο Πολύγνωτος ήταν επίσης αριστοτέχνης στην αναπαράσταση της ψυχικής διάθεσης, που επιδίωκε να την εκφράσει με μέσα το ίδιο απλά όσο ο Αισχύλος: μ' ένα χαμήλωμα του κεφαλιού, ένα σήκωμα του χεριού. Λέγεται ότι η Πολυξένη του, κουβαλούσε στα μάτια της ολόκληρο τον Τρωικό πόλεμο. Το αγγειογράφημα «Ο Ορφέας και οι θράκες», που φιλοτεχνήθηκε γύρω στα μέσα του πέμπτου αιώνα, μας δίνει μια ιδέα για όλα αυτά. Ο Ορφέας, πέρα για πέρα αλλοπαρμένος, νικάει με τη δύναμη της λύρας του τέσσερις βαρβάρους. Ο πρώτος κοιτάζει τον τραγουδιστή βυθισμένος σε βαθιά περισυλλογή, σα να στοχάζεται γύρω από το μυστικό της μουσικής, ο δεύτερος έχει γείρει μπροστά με έκφραση παθιασμένης μέθεξης, ο τρίτος ακουμπάει ολότελα συνεπαρμένος στον τέταρτο, που κλείνει εκστασιασμένος τα μάτια του: τέσσερις βαθμίδες της αντίδρασης στη μουσική και τέσσερις τυπικές μορφές της έκφρασης συναισθημάτων. Καταλαβαίνει κανείς γιατί ο Αριτοτέλης είπε στην «Ποιητική» του: «ο Πολύγνωτος είναι καλός ηθογράφος, ενώ η ζωγραφική του Ζεύξι δεν έχει ήθος». Η ελληνική λέξη ήθος μεταφράζεται περίπου ως «χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία, περιεχόμενο της ψυχής», αλλά διαφαίνεται ήδη σ' αυτή και .249
η δική μας ηθική εκδοχή. Φαίνεται ότι ο Πολύγνωτος έμεινε για πάντα αξεπέραστος στην τέχνη να τα παριστάνει όλα αυτά. Εδώ είναι η κατάλληλη στιγμή να τονίσουμε και πάλι πόσο ξεθωριασμένη κι αποσπασματική είναι η εικόνα μας για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ούτε μια πινελιά δε σώθηκε από τη μεγαλειώδη ελληνική ζωγραφική, παρόλο που φαίνεται ότι αυτή ήταν η κορυφαία εικαστική τέχνη: οι συγγραφείς μιλούν πολύ περισσότερο γι' αυτή παρά για τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική, και γενικά αυτή είναι η φυσιολογική σχέση: ακόμα και στις μεγάλες καμπές της σύγχρονης ιστορίας της τέχνης κυριαρχεί η ζωγραφική. Βέβαια, μας αρέσει ν' αναφέρουμε συχνά ονόματα όπως του Ζεύξι ή του Απελλή, αλλά είναι για μας επιφανή όσο και άδεια ονόματα, που δεν έχουν περισσότερη πραγματικότητα απ** όση ο Γκάρικ και ο Ταλμά^*^: απλές διαδόσεις, τσιτάτα, ανέκδοτα. Και πρέπει ακόμα να βάλουμε καλά στο μυαλό μας ότι η βασική τέχνη που διαπότιζε και εμψύχωνε όλες τις άλλες —τη ζωγραφική και τη γλυπτική, την ποίηση και τη ζωή— ήταν η μουσική. Μόνο μ' αυτό που δεν υπάρχει πια μπορεί να μετρήσει κανείς το ύψος και την πληθωρικότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Φανταστείτε να μην είχε μείνει ούτε ένας ήχος από τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν, τον Βέμπερ: ολόκληρη η διάσταση του βάθους θα έλειπε από το ροκοκό, το εμπάιρ, το μπίντερμαγιερ, και οι τεχνοτροπίες αυτές θα μας φαίνονταν σα χαλκομανίες, σα να προβάλλονταν σε μια επίπεδη επιφάνεια. Οι τρεις πίνακες του Πολύγνωτου στην Ποικίλη Στοά είχαν για θέμα την αναμέτρηση ανάμεσα στους Έλληνες και τους βαρβάρους, και οι «Πέρσες» του Αισχύλου αποτελούσαν τον μεσαίο σπόνδυλο μιας παρόμοιας τριλογίας: το πρώτο δράμα πραγματευόταν την αργοναυτική εκστρατεία, το τρίτο μάλλον τη μάχη της Ιμέρας. Την ίδια μεγάλη σύγκρουση διάλεξε για να κάνει έργο της ζωής του ο «πατέρας της Ιστορίας», ο Ηρόδοτος. Το 445 διάβασε ένα μέρος του έργου του στους Αθηναίους, που ενθουσιάσθηκαν τόσο ώστε τον αντάμειψαν με το τεράστιο ποσό των δέκα ταλάντων. Το ύφος του είναι πράγματι έκδηλα επικό: απευθύνεται σε ακροατές. Τα μεγάλα ταξίδια του στην Αίγυπτο, την Κυρήνη, τη Βαβυλωνία και τη Σκυθία f a έκανε Νταίηβιντ Γκάρικ (1717-1779): Άγγλος ηθοποιός και δραματουργός. Φρανσουά-Ζοζέφ Ταλμά (1763-1826): Γάλλος ηθοποιός. Και οι δύο είναι από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές στην ιστορία του θεάτρου. (Σ.τ.Μ.).
.250
σαν ένας παρατηρητής που είναι μεν αφελής και του αρέσει να μαζεύει εντυπώσεις, αλλά παράλληλα ξέρει να επεξεργάζεται κριτικά αυτό που βλέπει κι ακούει. Σα γνήσιος Έλληνας, αναζητάει παντού αναλογίες, αυτό όμως δεν τον παρασύρει ποτέ να παραβλέπει τις ιδιαιτερότητες των ξένων λαών. Έτσι, ο Ηρόδοτος είναι ο θεμελιωτής της συγκριτικής ιστορίας. Σ' αυτόν η ιστορία, η γεωγραφία και η εθνογραφία δεν είναι ακόμα, ευτυχώς, ξεχωριστοί τομείς του επιστητού. Ο Ηρόδοτος δεν αξιολογεί το εξωτικό, παρά μονάχα το αφηγείται: στέκεται μπροστά σ^ αυτά τα πράγματα όπως ένα σαγηνεμένο παιδί μπροστά σ' ένα θηριοτροφείο ή όπως ο ατάραχος επιστήμονας μπροστά στο ζωολογικό δείγμα του: και οι δύο αυτές στάσεις συνδέονται αναπόσπαστα στο έργο του. Ολόκληρη η ηροδότεια ιστορία είναι ένα κομπολόι από ανέκδοτα, νέα και περίεργα, στιγμιότυπα και μάσκες χαρακτήρων: είναι και πάλι η αναγλυφική τεχνική του Όμηρου, της τραγωδίας, του Πολύγνωτου. Οι αντιφάσεις δεν αποφεύγονται, αλλά προφανώς όχι από αμέλεια, παρά από επική αντικειμενικότητα. Επική είναι και η αμεριμνησία, με την οποία ο Ηρόδοτος συμπληρώνει ψυχολογικά την αφήγησή του, δημιουργεί με τη φαντασία του υποθετικά κίνητρα και ψυχικές αντιδράσεις, σίγουρος ότι έχει αυτό το δικαίωμα. Επική είναι επίσης η λιτότητα της περιγραφής, που δεν είναι με κανένα τρόπο πρωτογονισμός, αλλά ύφος, ένα είδος αρχαϊκού «αιγινήτικου χαμόγελου». Λέει κάπου: «Νιώθω υποχρεωμένος να επαναλάβω τα λεγόμενα» {έγώ δέ όφείλω λέγειν τά λεγόμενα)^ και σ' αυτό εξαντλούσε ουσιαστικά ολόκληρη τη δραστηριότητά του. Αλλά πώς τα επαναλάμβανε! Με πόση φυσικότητα και ανθρωπιά, χάρη κι αλαφράδα, ζωντάνια και μουσικότητα! Κι ωστόσο με μια διακριτικότατη πνευματική ανωτερότητα· γιατί παρά τη φαινομενική ευπιστία του, όλες οι αφηγήσεις του συνοδεύονται από μια ανεπαίσθητη υπόκρουση του τύπου «λένε ότι...», ενώ τελείως ανεπαίσθητα, ίσως μάλιστα ώς ένα βαθμό ασύνειδα, το μεγάλο έπος του για τον αγώνα ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώττη γίνεται μια τραγική ειρωνεία για όλα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα. Πάντως, ο Ηρόδοτος πιστεύει ακόμα στην εξουσία των θεών μ' ολόκληρη τη δύναμη της παιδικής, ποιητικής ψυχής του. Το θρησκευτικό κοσμοείδωλό του δε διαφέρει καθόλου από εκείνο της ποίησης: όπως στον Όμηρο και τους τραγικούς, οι θεοί επεμβαίνουν στα πεπρωμένα των ανθρώπων και η δράση εκτυλίσσεται παράλληλα στον Όλυμπο και .251
στη γη. Ομηρική είναι η πίστη του στον φθόνο των θεών, αισχυλεια η αντίληψή του για τη Δίκη που τα ισοζυγιάζει όλα. Ο Ηρόδοτος συνδυάζει αυτές τις δύο αντιλήψεις, θεωρώντας ότι η δίκαιη εξισορρόπηση της υπέρμετρης ευτυχίας είναι το γεγονός ότι ο κεραυνός του Δία πέφτει κατά προτίμηση στις ψηλότερες κορφές, πετυχαίνοντας ακόμα και αθώους. Πόσο αδιόρθωτοι πεσιμιστές πρέπει να ήταν οι Έλληνες, αν ακόμα και για ένα τόσο φωτεινό και χαρωπό πνεύμα αυτή ήταν η έσχατη σοφία! Βέβαια, μερικές φορές μπορεί κανείς να ξεφύγει από τη Νέμεση, αν εξετάζει προσεχτικά τους σκοτεινούς οιωνούς, τους χρησμούς και τα όνειρα που στέλνει ο ουρανός, αλλά νά που κανείς δεν το κάνει αυτό. Αυτά τα σημάδια έπαιζαν στον Ηρόδοτο τον ρόλο αυστηρά ιστορικών δυνάμεων και κινήτρων: πρόκειται για ένα αρχαίο γνώρισμα που ξενίζει μόνον εμάς. Περισσότερο πολύπλοκο ήταν το θεολογικό πρόβλημα στον Σοφοκλή, που συνδεόταν φιλικά με τον Ηρόδοτο: στην «Αντιγόνη», που γράφτηκε το 441, υπάρχει μια νύξη για τον Ηρόδοτο, η οποία μας δείχνει ταυτόχρονα πόσο γνωστός πρέπει να ήταν ο τελευταίος από τότε κιόλας. Αυτός ο ποιητής φαίνεται ότι δεν ένιωσε ποτέ τον φθόνο των Ολύμπιων, παρά αντίθετα ήταν πάντα ο ευνοούμενός τους. Άνδρας με περίβλεπτη χάρη και ομορφιά (είχε ποζάρει στον Πολύγνωτο ως μοντέλο) και πασίγνωστη δεξιοτεχνία στην κιθάρα και στον χορό, πέτυχε σε ηλικία μόλις εικοσιοχτώ χρόνων την πρώτη του νίκη, που την ακολούθησαν άλλες εικοσιτρείς, περισσότερες από όσες κατήγαγε οποιοσδήποτε άλλος τραγωδός. Ανέβηκε σε υψηλά κρατικά αξιώματα κι έφτασε σε ηλικία πάνω από ενενήντα χρόνων, απολαμβάνοντας τη γενική εκτίμηση για τον αξιαγάπητο και εύθυμο, μετριόφρονα και ευγενικό χαρακτήρα του. Αέγεται ότι ακόμα και γέρος γευόταν τον έρωτα διάσημων εταιρών κι ακόμα και μετά τον θάνατό του παρέμεινε στη χορεία των εκλεκτών, γιατί οι Αθηναίοι τον ανακήρυξαν ήρωα και του πρόσφεραν κάθε χρόνο θυσίες. Ήταν καμιά τριανταριά χρόνια νεότερος από τον Αισχύλο και βρισκόταν στο απόγειο της ακμής του όταν εκείνος πέθανε. Από τα έργα του σώθηκαν επίσης εφτά: «Αίας», «Αντιγόνη», «Τραχίνιες», «Ηλέκτρα», «Φιλοκτήτης», «Οιδίπους τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ»· το 19^12 βρέθηκε το μισό περίπου από ένα σατυρικό δράμα με τίτλο «Ιχνευταί», που περιγράφει κωμικά πώς ο Απόλλων ψάχνει μαζί με τους σάτυρους να βρει τα βόδια που του έκλεψε ο Ερμής. .252
Στο Σοφοκλή η τραγική ειρωνεία του Ηρόδοτου φτάνει στο αποκορύφωμα της οξύτητας και της εκλέπτυνσής της. Συνίσταται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος νομίζει ότι ενεργεί ελεύθερα, ενώ στην πραγματικότητα είναι έρμαιο σκοτεινών δυνάμεων νομίζει ότι είναι αθώος, ενώ βαρύνεται από μια σκοτεινή κληρονομική ενοχή. Η κλασική ενσάρκωση αυτού του παράδοξου, μια μορφή που λάμπει με υποδειγματική τελειότητα μέσα από τους αιώνες, είναι ο Οιδίπους: ο ανακριτής που διερευνά το ίδιο του το έγκλημα· μια τραγωδία που (κι αυτό ακριβώς είναι το συνταρακτικότερο απ' όλα) δε θα χρειαζόταν παρά διαφορετικό φωτισμό για να γυρίσει σε κωμωδία. Ακόμα και η δράση στον Σοφοκλή έχει συχνά κάτι το αστυνομικό. Του αρέσουν οι παρελκύσεις και οι αιφνιδιασμοί, η τεχνητή απόκρυψη και η ξαφνική αποκάλυψη, ακόμα και η παραπλάνηση του θεατή με τον περισπασμό, την ψεύτικη εκτόνωση και τις «αχτίδες φωτός πριν από την καταστροφή». Όλα αυτά τα τεχνάσματα ο Αισχύλος δεν τα ήξερε ακόμα. Ωστόσο, ακόμα κι αυτή η τεχνική διαφέρει ριζικά από τη σύγχρονη. Ο Αισχύλος και ο Σαίξπηρ, ο Σοφοκλής και ο Σίλερ, ο Ευριπίδης και ο Ίψεν έχουν ανάμεσά τους τη σχέση που έχει ο Πυθαγόρας με τον Καρτέσιο, η συνθετική με την αναλυτική γεωμετρία, η θέαση του κόσμου με την προμελετημένη επέμβαση σ' αυτόν, η στατική με τη δυναμική. Η αρχαία ποίηση είναι ένα μαρμάρινο δάσος με σμιλεμένα αγάλματα, ενώ η χριστιανική ποίηση είναι ένα μαγεμένο δάσος με φαντάσματα-που λαμπυρίζουν στο σκοτάδι, ένα όνειρο καλοκαιρινής νύχτας. Ο Σοφοκλής θυμίζει τον Σίλερ κυρίως στον συνδυασμό φιλοσοφικής βαθύτητας και λαϊκότητας, τη φαινομενικά αβίαστη δραματουργική δεξιοτεχνία, στην κρυστάλλινη διαύγεια της γλώσσας, στη σιγουριά που δείχνει στη διάπλαση οικουμενικών μορφών και, τέλος, στη διατύπωση επιγραμματικών φράσεων. Η περιφημότερη πάντως από αυτές τις φράσεις: «Δε γεννήθηκα για να μισώ, παρά για ν' αγαπώ» δεν είχε ακόμα χαρακτήρα ηθικού αποφθέγματος στην αρχαιότητα, γιατί δεν εκφράζει καμιά κοσμοθεωρία, παρά την απλή εξήγηση της Αντιγόνης ότι ως αδελφή έχει καθήκον ν' αγαπάει τον Πολυνείκη, έστω κι αν όλοι οι άλλοι τον μισούν. Ο Σοφοκλής δεν αισθανόταν τόσο χριστιανικά όσο πιστεύθηκε αργότερα, ούτε άλλωστε μπορούσε να αισθάνεται έτσι. Αλλά ακόμα και χωρίς τέτοιες αναχρονιστικές προβολές, η σχέση του με το θείο παραμένει αρκετά .253
αγνή. Οι θεοί προτιμούν να μιλούν στον άνθρωπο μέσα από αγγελιαφόρους, χρησμούς και μυστικές φωνές: οι ίδιοι είναι απρόσιτοι και ανεξιχνίαστοι. Είναι απροσμέτρητα μεγέθη, ακατάληπτα με τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά* ο ποιητής, όμοια με τον συγγραφέα του βιβλίου Ιώβ, παραπέμπει τον θνητό που παραπονιέται για τη μοίρα του στον υπέροχο χαρακτήρα των έργων τους. Σ' εμάς δεν μένει άλλο παρά να δοξάζουμε τη δύναμή τους, που φανερώνεται περίτρανα ακόμα και στη φαινομενικά άδικη μοίρα, και να υποταζόμαστε ταπεινά σ' αυτήν. Παντού υπάρχει ένα σχέδιο, εμείς όμως δεν το καταλαβαίνουμε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μερικές φορές υποφέρει κι ο αθώος· αλλά το ίδιο αναντίρρητο είναι ότι ο θεός κάνει πάντα το σωστό. Τότε όμως πώς ξέρουμε τι είναι σωστό και τι όχι; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα διατύπωσαν οι Σοφιστές και, μέσα απ' αυτό, έφτασαν στον ηθικό σχετικισμό: καλό είναι ό,τι θεωρεί καλό ο καθένας. Ο θρήσκος Σοφοκλής βγάζει το αντίθετο συμπέρασμα: ο άνθρωπος δεν είναι το μέτρο του παντός· αν στην παγκόσμια τάξη υπάρχει κάτι το παράλογο ή ανήθικο, αυτό δεν αποδείχνει ότι είναι ατελής η παγκόσμια τάξη, αλλά η ανθρώπινη λογική και ηθική. Όπως στον Σοφοκλή η δράση πηγάζει από τον χαρακτήρα, έτσι και στον γλύπτη Μύρωνα η κίνηση των μορφών πηγάζει από το βασικό σχήμα τους. Επίσης, ο Σοφοκλής τηρεί τον κανόνα των αναλογιών εξίσου σχολαστικά όσο ο Πολύκλειτος. Αλλά ο στενότερος συγγενής του Σοφοκλή στον χώρο των εικαστικών τεχνών ήταν ο Φειδίας, τα περιφημότερα έργα του οποίου ήταν ο Δίας της Ολυμπίας και οι τρεις Αθηνές. Η μπρούντζινη Αθηνά Πρόμαχος βρισκόταν στην Ακρόπολη· είχε ύψος γύρω στα εφτά μέτρα και το χρυσό λοφίο της περικεφαλαίας της ήταν ορατό από τη θάλασσα. Όχι μακριά της υψωνόταν η Αημνία Αθηνά, επίσης από μπρούντζο, που λεγόταν έτσι επειδή ήταν ανάθημα Αθηναίων κληρούχων της Λήμνου· οι υπολογισμοί του ύψους της κυμαίνονται από εννιά ώς εικοσιένα μέτρα. Την περικεφαλαία της δεν τη φορούσε στο κεφάλι, αλλά την κρατούσε στο δεξί της χέρι, που ήταν τεντωμένο προς τα εμπρός. Το κεφάλι της (αν αυτό που ανακάλυψε ο Φούρτβαινγκλερ είναι πράγματι αντίγραφό του) πρέπει να συνδύαζε με συναρπαστικό τρόπο την τρυφερότητα με την ενεργητικότητα και τη χάρη με τη σοφία· τα μαλλιά της ήταν κοντοκομμένα (πράγμα που υποδήλωνε μάλλον το ανδρικό στοιχείο αυτής της σοφής και πολεμικής θεάς), φαινόμενο πολύ σπάνιο σε αρ2Γ)1
χα{α αγάλματα. Η Παρθένος Αθηνά, ένα χρυσελεφάντινο έργο με ύφος γύρω στα δώδεκα μέτρα, βρισκόταν μέσα στον Παρθενώνα. Πρέπει να ήταν πολύχρωμο και πολύ φαντασμαγορικό, γιατί το ελεφαντόδοντο ήταν σίγουρα χρωματισμένο, το χρυσάφι είχε διάφορες αποχρώσεις, τα μάτια ήταν φτιαγμένα από αστραφτερά πολύτιμα πετράδια και γενικά ο δημιουργός του έργου δεν τσιγκουνεύτηκε τα χρυσαφικά και τα στολίδια. Το φόρεμα της θεάς, που μπορούσε ν' αφαιρεθεί, ήταν φτιαγμένο από χίλια και περισσότερα κιλά ατόφιο χρυσάφι και χρησίμευε ως πολεμικός θησαυρός. Οι Αθηναίοι δηλαδή ήταν καλλιτέχνες ακόμα και στα τραπεζικά, κι εξάλλου τους άρεσε να δίνουν στα κρατικά τους συμβόλαια τη μορφή μαρμάρινων ανάγλυφων. Ο Δίας της Ολυμπίας, που στο υλικό και τις διαστάσεις ήταν το αντίστοιχο της Παρθένου Αθηνάς, θεωρούνταν ένα από τα εφτά θαύματα του κόσμου. Καθόταν όρθιος πάνω στον θρόνο του, «στολισμένος με χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια, έβενο και φίλντισι», όπως τον περιγράφει ο Παυσανίας, μ' ένα στεφάνι από κλαδί ελιάς στο κεφάλι, με τη Νίκη στο δεξί του χέρι, το σκήπτρο στο αριστερό· όμως παρά την επιβλητικότητά του, που σ' έκανε να φοβάσαι ότι έτσι και σηκωνόταν θα γκρέμιζε την οροφή του ναού, δεν ήταν ο κεραύνιος και νεφεληγερέτης, αλλά με τη θυμοσοφική ηπιότητά του έμοιαζε περισσότερο με τον επουράνιο πατέρα παρά με τον Ιεχωβά. Ο θρόνος ήταν στολισμένος με πλήθος από ανάγλυφες μορφές, στον μανδύα ήταν σκαλισμένες άπειρες φιγούρες και λουλούδια, ενώ ακόμα και το υποπόδιο παρίστανε μια μάχη με Αμαζόνες. Γιατί ο Φειδίας ήταν μάστορας της μινιατούρας: ο Μαρτιάλης αναφέρει ως έργα βγαλμένα από το χέρι του σκαλιστά ψάρια, ένα τζιτζίκι, μια μέλισσα και μια μίγα, που ήταν εξίσου διάσημα όσο και τα κολοσσιαία αγάλματά του. Οι αρχαίοι έλεγαν ότι ο Δίας, που σ' ολόκληρη την αρχαιότητα ήταν γνωστός από το πρωτότυπο, εμείς όμως τον ξέρουμε μόνον από νομίσματα, ήταν ένα θαυματουργό μέσο που έδιωχνε κάθε λύπη και βάσανο κι όποιος δεν τον είχε δει είχε γεννηθεί μάταια· έλεγαν ότι αυτό το αριστούργημα ενσάρκωνε τον ομηρικό Δία, ή μάλλον ότι ο ίδιος ο θεός βρισκόταν μέσα του. Ο Δίων ο Χρυσόστομος έλεγε: «Αυτό ακριβώς είναι το μεγαλειώδες στον Δία του Φειδία, ότι δηλαδή όποιος τον έχει δει δεν μπορεί πια ν^ αναπολήσει καμιά άλλη εικόνα.» Και πραγματικά, αυτό το έργο φαινόταν να δίνει οριστική μορφή στον θεό: μια τόσο προσωπική και μαζί τόσο τυπική μορφή, ώστε .255
από τότε πια υπήρχε μόνον ένα είδωλο του Δία με γενική αναγνώριση, όπως ακριβώς υπάρχει μόνο μια προτομή του Ναπολέοντα και μόνο μια προτομή του Γκαίτε. Ένα επίγραμμα έλεγε: όποιος βλέπει την Κνιδία Αφροδίτη του Πραξιτέλη, προσυπογράφει την κρίση του Πάρι, αν όμως αντικρύσει κατόπιν την Αθηνά του Φειδία, θα θεωρήσει τον Πάρι έναν άξεστο χωριάτη. Η φειδιακή ομορφιά ήταν πνευματική. Ακριβώς η τελειότητα των θεϊκών μορφών που έφτιαχνε αποδείχνει ότι έστεκε ήδη ψηλότερα από αυτές. Ο Βίνκελμαν τις αποκαλεί «άυλα πνεύματα και ουράνιες ψυχές» και υποστηρίζει ότι «μόνον οιονεί έχουν αίμα». Αυτό όμως πάει πολύ μακριά και, για να το ξαναπούμε άλλη μια φορά, είναι η τυπική πλάνη του κλασικισμού, που οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι κλασικιστές γνώρισαν τα ελληνικά έργα τέχνης σε μια κατάσταση όπου ο χρόνος είχε πια ξεπλύνει το χρώμα τους* τα αγάλματα ατένιζαν, χλωμά και αναιμικά, μέσα από τις άδειες κόγχες τους, τον κόσμο των μεταγενέστερων, που ήταν έτσι επόμενο να σχηματίσει μια ολότελα λανθασμένη ιδέα γι' αυτά. Αλλά, οπωσδήποτε, στις μορφές που έπλασαν ο Φειδίας και ο Σοφοκλής είναι απλωμένη μια κάποια ολύμπια ηρεμία (μόνο σ*" αυτό το σύντομο μεσουράνημα της ελληνικής τέχνης): ένα μυστηριώδες χρυσό φως που σε ζεσταίνει και ταυτόχρονα σε κρατάει σ' απόσταση, μια γλυκύτητα στη μελωδία, που ωστόσο μένει αυστηρή, μια στιλπνότητα καθρέφτη, αλλά σαν εκείνη της λιόλουστης θάλασσας πάνω από τα βάθη. Και οι δύο καλλιτέχνες πλησιάζουν ήδη με αισθαντικότητα τη γυναικεία ψυχή, που τους φαίνεται όμως ακόμα τυλιγμένη μέσα σ' ένα πέπλο, μακρινή και δυσπρόσιτη, όπως στον Αεονάρντο, ενώ οι λεπτεπίλεπτες, διάφανες γυναικείες μορφές του Ραφαήλου (που οι τεχνοκρίτες συνηθίζουν να συγκρίνουν με τους δύο Έλληνες καλλιτέχνες), δεν έχουν καμιά ουσιαστική ομοιότητα μ' αυτές, γιατί εδώ το κοινό στοιχείο είναι μόνον η κρυστάλλινη καθαρότητα της μορφής και η μαεστρία της εκτέλεσης, δηλαδή κάτι εντελώς επιφανειακό. Αυτή η τέχνη έχει όλα τα γνωρίσματα της ευγένειας: το αβίαστα συγκρατημένο, το αυτονόητα επιτακτικό, την ιλαρή αξιοπρέπεια, την απόσταση που όμως δεν προδίνει ξυπασιά, την εσωτερική αυτάρκεια και αταραξία, την ανωτερότητα σε κάθε ίνα, σε κάθε κίνηση, το αλάθητο γούστο, που βγαίνει μέσα από το αίμα* κι ωστόσο δεν είναι αριστοκρατική. Αυτό είναι κάτι ανεπανάληπτο. Σε καμιά άλλη δη.256
μοκρατια δεν υπήρξαν τέτοια φαινόμενα όπως στην Αθήνα του Περικλή. Ποτέ άλλοτε μια τέχνη δεν ήταν τόσο διαλεχτή και ταυτόχρονα τόσο λαϊκή. Ποτέ άλλοτε μια φορεσιά δεν ήταν τόσο αστική και ταυτόχρονα ευγενική. Πού αλλού υπήρξε η μορφή του «αρχοντοχωριάτη», όχι ως καρικατούρα, όπως την έβλεπε με το δίκιο της η εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ', αλλά ως πετυχημένη σύνθεση, όπως ενσαρκώνεται με τον λαμπρότερο τρόπο από τον ίδιο τον Περικλή, αλλά και όλους τους άλλους κορυφαίους συγχρόνους του; Τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν είναι η ιδανική εικόνα κάποιου ολιγάριθμου ανώτερου στρώματος, αλλά μιας ολόκληρης πόλης. Αυτοί οι καβαλάρηδες, αυτές οι παρθένες δεν προέρχονται από το παλάτι, αλλά από τον δρόμο. Οι Έλληνες πρέπει να ήταν ένας πολύ παράξενος λαός! Ο Μύρων ήταν λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Φειδία. Δούλευε μόνο σε μέταλλο. Το σύμπλεγμά του «Αθηνά και Μαρσύας» έχει διατηρηθεί σε ρωμαϊκά αντίγραφα. Η θεά, έφηβη ακόμα, μόλις έχει εφεύρει τη φλογέρα, αλλά παρατηρεί στα νερά του ρυακιού ότι, όταν παίζει, παραμορφώνεται το πρόσωπό της, οπότε —γνήσιο θηλυκό, παρόλη την παιδικότητα της την πετάει αγανακτισμένη. Ο Σειληνός Μαρσύας έχει την αδιακρισία να τρέξει για να την αρπάξει, αλλά μια προσταχτική χειρονομία της θεϊκής κόρης τον σταματάει. Αυτή η στιγμή έχει καθηλωθεί από τον καλλιτέχνη σε μια συναρπαστική όσο και βαθυστόχαστη σπουδή της κίνησης. Η Αθηνά διακρίνεται από γοητευτική χάρη, αλλά, όπως στον Φειδία, έχει μια συγκαλυμμένη ζωντάνια, κι αυτό ταιριάζει έξοχα σ' ολόκληρη την εμφάνισή της, που θυμίζει μπουμπούκι. Το «ανέκφραστο» πρόσωπο του δισκοβόλου του Μύρωνα, που ήδη στην ελληνιστική εποχή προκαλούσε επικρίσεις, εξυπηρετεί κι αυτό τη χαρακτηρολογική διαγραφή: η τρομερή ένταση και αυτοσυγκέντρωση λίγο πριν από τη βολή κάνει αναγκαία το πρόσωπο να φαίνεται κάπως άδειο. Για πρώτη φορά εδώ παριστάνεται πλαστικά η κίνηση, και μάλιστα με απαράμιλλη δεξιοτεχνία. Ολόκληρο το σώμα, με κάθε του μυώνα, παίρνει φόρα* ο καλλιτέχνης, όπως λέει πολύ ωραία ο Άρνολντ φον Ζάλις, παρουσιάζει «τη στιγμιαία κίνηση να σπιθίζει, όπως η φλόγα στον άνεμο». Είναι η κίνηση καθεαυτή, θα έλεγε κανείς η φιλοσοφία της κίνησης, και ο καλλιτέχνης λύνει το πρόβλημα με τέτοια ανωτερότητα, ώστε σχεδόν το κάνει να φαίνεται σαν κατασκευαστική άσκηση. Αλλά, αν κρίνουμε από τις περιγραφές, το μεγαλύτερο δημιούργημα του Μύ/Γ
257
ρωνα ηταν ο «Λάδας)),ένας δρομέας που σωριαζόταν νεκρός τη στιγμή της νίκης του: η προσωποποίηση του αγκομαχητού, κάτι που μόνον ένας Μύρων μπορούσε να καταφέρει ή μάλλον κάτι που μόνον αυτός μπορούσε να διανοηθεί. Και για την «αγελάδα» του επίσης ξέρουμε μόνον από περιγραφές. Οι Έλληνες ήταν ξετρελαμένοι μαζί της: όχι λιγότερα από τριανταέξι επιγράμματα ασχολούνται με την περιγραφή της· λέγεται ότι ένας ταύρος ήθελε να τη βατέψει, ένα μοσχάρι να τη βυζάξει, ένας βοσκός να τη σαλαγίσει, ένας γεωργός να τη ζέψει μπροστά στο αλέτρι του, ένας κλέφτης να την κλέψει, μια αλογόμιγα να την τσιμπήσει, ένα λιοντάρι να την κομματιάσει κι ο ίδιος ο Μύρως θέλησε μια φορά να την αρμέξει.Αν όλα αυτά τα ανέκδοτα σκόπευαν μονάχα να παινέψουν τον Μύρωνα ως ακραίο νατουραλιστή, ο έπαινος αυτός θα ήταν πολύ αμφίβολος· όταν όμως μαθαίνουμε ότι ήξερε να πλάθει με τη μεγαλύτερη τελειότητα ακόμα και μυθικά πλάσματα, όπως θαλάσσιους δράκοντες, τότε ίσως να καταλαβαίνουμε καλύτερα ποιο ήταν το νόημά τους: ο Μύρων είχε το χάρισμα ν' αναπαριστάνει την ιδέα κάθε πλάσματος, έτσι ώστε ο καθένας να μπορεί να ξαναβρεί σ'' αυτή την εικόνα ό,τι διεγείρει τη φαντασία του εκείνη τη στιγμή. Ο Πολύκλειτος ήταν τουλάχιστο δεκαπέντε χρόνια νεότερος από τον Μύρωνα. Ο Δορυφόρος του, ο Διαδούμενός του και η πληγωμένη Αμαζόνα του, που έφτασαν ώς εμάς σε χλωμά αντίγραφα, δείχνουν τη γόνιμη αρχή της ανακούφισης του ενός ποδιού από το βάρος του σώματος, αρχή που ο Πολύκλειτος τηρούσε σχεδόν πεισματικά και την είχε επεξεργασθεί με μεγάλη μεθοδικότητα. Τα έργα αυτά έχουν κάτι το κυριολεκτικά διδακτικό. Γιατί όλοι οι Έλληνες καλλιτέχνες των επόμενων εκατό χρόνων ήταν μαθητές του Πολύκλειτου στη γενική τους αντίληψη για το ανθρώπινο σώμα. Ο Πολύκλειτος, που καταγόταν από τη Σικυώνα κι έζησε στο Άργος, δεν αρνιέται τη δωρική ψυχή του: τα σώματά του, με την αυστηρότητα των αναλογιών τους, τη σαφήνεια του περιγράμματός τους και τη λιτή, στιβαρή αρρενωπότητα του πάθους τους, θυμίζουν δωρικό ναό. Από την άποψη του θέματος, τα έργα του Πολύκλειτου είναι «ηθογραφικά»· αλλά κανένας άνθρωπος δε θα σκεφτεί να τα ονομάσει έτσι. Πάνω τους μπορεί κανείς να σπουδάσει άμεσα ανατομία: στον Δορυφόρο κάθε μυς έχει την κλασική μορφή του, ο θώρακας είναι μια τέλεια καμάρα, το πόδι που στηρίζει το σώμα είναι σταθερό, το λυγισμένο πόδι είναι .258
η ενσάρκωση της χαλάρωσης. Πρόκειται για μοντέλα, με την αιώνια ισχύ αλλά και την εξωπραγματικότητα των οικουμενικών υποδειγμάτων. Γι' αυτό και οι ίδιοι οι αρχαίοι κατηγορούσαν τον Πολύκλειτο ότι τα αγάλματά του είναι φτιαγμένα «σχεδόν όλα σύμφωνα με το ίδιο πβότυπο». Ένα από αυτά, πιθανώς ο Δορυφόρος, ήταν ο περίφημος «κανών». Ο Πολύκλειτος έγραψε επίσης κι ένα σύγγραμμα με τον ίδιο τίτλο, όπου διατύπωνε αριθμητικά τη σχέση του ενός δάχτυλου με το άλλο, των δαχτύλων με την παλάμη, της παλάμης με τον καρπό, του καρπού με τον αγκώνα, του αγκώνα με το μπράτσο και γενικά όλων των μελών του σώματος ανάμεσά τους: ένα είδος μετρικής του ανθρώπινου σώματος. Αυτό εκφράζει μια πυθαγόρεια αντίληψη: κάθε μορφή είναι αριθμός· αλλά μπορεί επίσης να θεωρήσει κανείς ότι εκφράζει μια ελεατική ιδέα, γιατί θεωρεί ότι η αλήθεια δεν είναι το ασταθές πλήθος των στιγμιαίων φαινομένων, παρά αυτό που μένει αιώνια απαράλλαχτο, αυτό που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα και μπορεί να συλληφθεί μόνο με τον καθαρό διαλογισμό, με την αφαίρεση. Όπως ο Παρμενίδης, έτσι κι ο Πολύκλειτος θεωρεί κάθε κίνηση ως επίφαση: αυτές οι μορφές που βγάζουν μπροστά το πόδι τους δε θα προχωρήσουν ποτέ ούτε ένα βήμα. Όμως η φιλοσοφία εκείνων των χρόνων πορευόταν ήδη σ' άλλους δρόμους. Ο Εμπεδοκλής, βέβαια, που πέθανε γύρω στο 430 (δηλαδή περίπου την εποχή που άκμαζε ο Πολύκλειτος) μας φαίνεται ακόμα σχεδόν αρχαϊκός, αλλά αποτελεί ένα φιλοσοφικό αξιοπερίεργο στο κλίμα της εποχής. Έζησε στον Ακράγαντα, το σημερινό Αγκρι-^ τζέντο, το λιμάνι του οποίου λέγεται ακόμα και σήμερα «Πόρτο Εμπεντόκλε». Στην πολυθρύλητη ζωή του έκανε τον πολιτικό, τον γιατρό και τον θαυματοποιό (σ^ ένα απόσπασμα λέει ο ίδιος στους συμπολίτες του: «δεν περιφέρομαι πια ανάμεσά σας σαν τέκνο της γης, παρά σαν αθάνατος θεός») και σύμφωνα με ορισμένες δοξασίες αναλήφθηκε στους ουρανούς, ενώ σύμφωνα με άλλες πήδησε μέσα στην Αίτνα. Η αλλόκοτη βιογραφία του απασχόλησε για πολύ τους μεταγενέστερους. Ο Χαίλντερλιν έγραψε μια ημιτελή τραγωδία με τίτλο «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή»: ο Εμπεδοκλής, που γνώρισε βαθύτατα τη φύση, εξυψώνεται έτσι πάνω από αυτή και αυτοανακηρύσσεται θεός, πράγμα που όμως είναι αλαζονεία: δεν αντέχει «να είναι μόνος» και εξιλεώνεται για το σφάλμα του αυτοκτονώντας. Ο Νίτσε σχεδίασε τον χειμώνα 1870/71 ένα δράμα με τίτλο «Εμπεδοκλής»: .259
«ο Εμπεδοκλής περνάει απ' όλα τα στάδια: θρησκεία, τέχνη, επιστήμη, και στρέφει την τελευταία καταλυτικά ενάντια στον εαυτό του». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Νίτσε είχε σκεφτεί και για τον Ζαρατούστρα ένα εμπεδόκλειο τέλος: τον «δωρητή θάνατο». Και κατά βάθος η πνευματική συσκότιση του ίδιου του Νίτσε ήταν ένα είδος «καταβύθισης στην Αίτνα», με την έννοια της ρήσης του Ζαρατούστρα: «Λ {^πώ εκείνον που δικαιολογεί το μέλλον και λυτρώνει το παρελθόν: γιατί θέλει να εκμηδενισθεί από το παρόν». Στη φιλοσοφία του ο Εμπεδοκλής ακολουθούσε ακόμα πιστά την ημιμυθολογική - ημιαλληγορική ερμηνευτική μέθοδο των Ιώνων «φυσιολόγων». Συμφωνεί με τον Παρμενίδη ότι δεν μπορεί να δημιουργηθεί ούτε να χαθεί τίποτα το πραγματικό και αποδίδει τις μεταβολές των πραγμάτων στη μίξη και στον αποχωρισμό ορισμένων απαράλλαχτων συστατικών, «αλλά οι άνθρωποι το ονομάζουν αυτό γίγνεσθαι». Υπάρχουν μόνο τέσσερα τέτοια συστατικά: γη, νερό, αέρας και φωτιά. Μ"* αυτό τον τρόπο ο Εμπεδοκλής έγινε ο θεμελιωτής της θεωρίας των τεσσάρων στοιχείων. Ο Αριστοτέλης εξήγησε συμπληρωματικά ότι μόνο τέσσερις καταστάσεις μπορούν να υπάρξουν: η ψυχρή και υγρή (νερό), η ψυχρή και ξηρή (γη), η θερμή και υγρή (αέρας), η θερμή και ξηρή (φωτιά)· αυτά είναι τα λεγόμενα περιπατητικά στοιχεία, που στον Μεσαίωνα έπαιζαν μεγάλο ρόλο. Οι Άρα• βες φυσικοί φιλόσοφοι διαπίστωναν τέσσερις θεμελιώδεις ιδιότητες: μεταλλικότητα, καυσιμότητα, ορυκτότητα, διαλυτότητα, και ως εκπροσώπους τους θεωρούσαν τον υδράργυρο, το θειάφι, τη γη και το αλάτι. Αυτές οι ουσίες όμως δεν ταυτίζονται με τα αντίστοιχα εμπειρικά υλικά, παρά είναι πνευματικές οντότητες: υπάρχει ένα «φιλοσοφικό» αλάτι κι ένας «φιλοσοφικός» υδράργυρος, μια φιλοσοφική γη και, πράγμα που μάλλον είναι πιο πιστευτό, ένα φιλοσοφικό θειάφι. Ακόμα και οι τέσσερις ιδιοσυγκρασίες ανάγονται στον Εμπεδοκλή: η χολερική αποδιδόταν στη φωτιά, η αιματική στον αέρα, η μελαγχολική στη γη, η φλεγματική στο νερό (σωστότερο όμως θα ήταν να συνδεθεί το φλέγμα με τη γη και η μελαγχολία με το νερό). Σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή, αυτό που προκαλεί τη μίξη και τον αποχωρισμό των στοιχείων είναι η φιλία και το νεικος (η φιλονικία): η φιλία ενώνει, το νείκος χωρίζει τα ανόμοια στοιχεία. Αυτή η αντίληψη για την «αγάπη και το μίσος των στοιχείων» δεν έχει εξαφανισθεί ώς τις μέρες μας: βρίσκει την επιστημονική της έκφραση στην έννοια της .60
«χημικής συγγένειας» κι αποτελεί μια από τις βασικές αρχές του Χαι'κελ, που ανάγει κάθε πύκνωση και αραίωση, ένωση και διάσπαση, έλξη και απώθηση στην ευαρέσκεια και την απαρέσκεια, τη συμπάθεια και την αντιπάθεια των ατόμων. Γι"* αυτό και ο Βουντ τόνισε με το δίκιο του ότι ο μονισμός ανήκει πέρα για πέρα στο «ποιητικό στάδιο της μεταφυσικής». Εξάλλου, ο Εμπεδοκλής προείδε ακόμα καθαρότερα απ' ό,τι ο Αναξίμανδρος τον δαρβινισμό: σύμφωνα με τη διδασκαλία του, η φύση παρήγαγε αρχικά μόνο μερικά μεμονωμένα μέλη, που περιπλανιόντουσαν μόνα τους και δεν ήταν βιώσιμα, κατόπιν όμως ενώθηκαν σε τερατώδη μορφώματα (διπλά πρόσωπα, γύνανδρες μορφές, ανθρώπους-βόδια) που ούτε αυτά δεν είχαν διάρκεια, ώσπου τελικά εμφανίσθηκαν οι σημερινές μορφές* μ' άλλα λόγία, η φύση πειραματίζεται και το λυσιτελές επιβιώνει, ενώ το αλυσιτελές εξαφανίζεται. Αντίθετα, εκείνος που διατύπωσε πιο συγκεκριμένα το προαίσθημα του Αναξίμανδρου για τον νόμο της διατήρησης της ύλης ήταν ο Αναξαγόρας: «Πρέπει να ξέρουμε», λέει, «ότι αυτό που υπάρχει δεν μπορεί ούτε ν'' αυξηθεί ούτε να λιγοστέψει. Γιατί είναι αδιανόητο να υπάρχει περισσότερο από το υπαρκτό και ό,τι υπάρχει πρέπει να είναι ίσο με τον εαυτό του». Γεννημένος στις Κλαζομενές, κοντά στη Σμύρνη, μετανάστευσε γύρω στο 460 στην Αθήνα και θεμελίωσε τη φιλοσοφική πρωτοκαθεδρία αυτής της πόλης, που διατηρήθηκε πάνω από χίλια χρόνια. Έχουμε αναφερθεί ήδη στις περιπέτειες που τον περίμεναν στα τέλη της ζωής του* το έργο που έγινε αφορμή να κατηγορηθεί για ασέβεια ήταν το πρώτο ελληνικό βιβλίο που είχε «διαγράμματα», δηλ. επεξηγηματικά σχέδια, και λέγεται ότι συνδύαζε τη χάρη του λόγου με την ακριβολογία. Εξηγούσε την αισθητηριακή αντίληψη του ανθρώπου με το φαινόμενο της αντίθεσης: το όμοιο είναι «αναίσθητο απέναντι στο όμοιο», γι' αυτό το μάτι πρέπει να είναι σκοτεινό για να μπορεί ν' αντιληφθεί το φως, το σώμα πρέπει να είναι κρύο για να νιώσει ζέστη. Στα φυτά απέδιδε όχι μόνον αισθήσεις αλλά και ικανότητα προσανατολισμού, καθώς και την ικανότητα να νιώθουν ηδονή και πόνο, ενώ σύγκρινε τον σχηματισμό του καρπού με τη σύλληψη και τα φύλλα με τα φτερά. Τη διανοητική υπεροχή του ανθρώπου την εντόπιζε στην κατοχή του χεριού. Για να εκτιμήσουμε πόσο μεγαλοφυείς ήταν αυτές και άλλες παρόμοιες παρατηρήσεις του, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι ο Αναξαγόρας ήταν ο πρώτος που τις έκανε. Κι αυτός επίσης αρνιόταν .261
το γίγνεσθαι: «Οι Έλληνες δεν έχουν δίκιο όταν πιστεύουν στη δημιουργία και τη φθορά», και εξηγούσε επίσης κάθε αλλαγή με τη μίξη και τον αποχωρισμό, όχι όμως των τεσσάρων στοιχείων, που κι αυτά αποτελούν μίγματα, αλλά ενός μεγαλύτερου πλήθους από στοιχειώδεις ύλες, τα «σπέρματα» ή, όπως τα έλεγε ο Αριστοτέλης, τα «ομοιομερή», αυτά δηλαδή που αποτελούνται από όμοια μέρη. Αυτά είναι, απλούστατα, τα στοιχεία της σύγχρονης χημείας, που ο αριθμός τους φτάνει τα ενενήντα δύo^*^ Ο Αναξαγόρας τόνιζε ότι μόνον ένα μέρος από τα ομοιομερή συνθέτουν το ανθρώπινο σώμα: αυτά τα ονομάζει «αιμοσωμάτια», «μυελοσωμάτια», «οστεοσωμάτια» κλπ. Κι αυτό επίσης έχει επιβεβαιωθεί από τη σύγχρονη έρευνα: μόνο δώδεκα από τα στοιχεία αποτελούν τους απαραίτητους δομικούς λίθους κάθε ζωντανού οργανισμού, ενώ τα υπόλοιπα είτε δεν υπάρχουν καθόλου στα κύτταρα είτε εμφανίζονται μόνο σποραδικά. Επομένως, οι αντιλήψεις του Αναξαγόρα ήταν αυστηρά επιστημονικές. Όταν λοιπόν ο Ντόισεν, σπουδαίος παιδαγωγός και στενόμυαλος μικροαστός, εκφράζει στο εγχειρίδιό του «Ιστορία της φιλοσοφίας» την αντίρρηση: «Σύμφωνα με τον Αναξαγόρα, η τροφή μας, π.χ. το γάλα του μωρού, εμπεριέχει όλα όσα δομούν το σώμα, δηλαδή όχι μόνον αίμα, αλλά και κόκαλα, κρέας, μεδούλι, τρίχες, νύχια κλπ.», πρέπει ν' απαντήσουμε ότι το γάλα του μωρού εμπεριέχει πράγματι όλα τα συστατικά, από τα οποία αποτελούνται οι ουσίες του σώματος, ενώ και του ενήλικου ανθρώπου η τροφή, όσο πολυποίκιλη κι αν φαίνεται, αποτελείται μόνον από λίπος, λεύκωμα, άμυλο, άλατα και νερό, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο είναι γάλα μοιρασμένο στο κρέας και τα λαχανικά. Αλλά και στη θεωρία του για τον «νου» ο Αναξαγόρας είναι πέρα για πέρα φυσιοκράτης. Ο νους είναι η παγκόσμια αρχή που κυβερνάει τα πάντα. Από το χάος, όπου τα σπέρματα ήταν ακόμα άνωκάτω, έπλασε τον κόσμο και τα ρύθμισε όλα σοφά και σκόπιμα. Πολλοί ταύτισαν τον «νου» με το «πνεύμα» και εξύμνησαν τον Αναξαγόρα ως τον πρώτο δυιστή, πράγμα όμως που μάλλον οφείλεται σε παρεξήγηση. Γιατί όχι μόνον ο Αναξαγόρας τα εξηγούσε όλα με καθαρά μηχανικές αιτίες, αλλά και ο νους είναι σ' αυτόν μια υλική αρχή. Ο Αναξαγόρας λέει απερίφραστα ότι ο νους είναι το ελαφρότερο και^. Σήμερα είναι γνωστά 106 στοιχεία. (Σ.τ.Μ.).
.262
αμιγέστερο απ'' όλα τα στοιχεία, και ο Αρχέλαος, ο μόνος γνωστός μαθητής του, έφτασε ώς το σημείο να διακηρύξει ότι ο νους είναι ο αέρας. Το πιο πιθανό είναι ότι ο Αναξαγόρας δεν εννοούσε με τον παγκόσμιο νου του τίποτ' άλλο από την αρχή της σκοπιμότητας που είναι έμφυτη στο κάθετι, και σα γνήσιος Έλληνας φανταζόταν αυτή την αρχή ως ένα άπειρα λεπτοφυές σώμα. Επομένως ήταν, πιθανότατα, ένας συνεπέστατος μονιστής, κι αυτό δε θα ταίριαζε μόνο στη δική του νοοτροπία, παρά και σ^ ολόκληρο το πνευματικό κλίμα της εποχής του, που επιδίωκε αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα «επιστημονική κοσμοθεωρία». Μιλάμε, βέβαια, για τη σοφιστική φιλοσοφία. Αυτό το ρεύμα σημαδεύει την κρίση της ελληνικής ψυχής. Ολόκληρη η .εξέλιξη της ελληνικής φιλοσοφίας ώς εκείνη τη στιγμή ήταν μια ασύνειδη πορεία προς αυτή την επικίνδυνη κορυφή. Ολόκληρη η προσωκρατική φιλοσοφία ήταν ήδη διαλεκτική, αφού το ένα σύστημα αποτελούσε την άρση του άλλου. Επίσης κατέληγε πάντοτε σε μια αντίληψη που είτε ήταν πραγματικά μηδενιστική είτε μπορούσε να ερμηνευθεί ως τέτοια. Στον Ηράκλειτο τα πάντα είναι φευγαλέα, τα πάντα είναι ροή, επομένως κάθε αντικειμενική γνώση αποκλείεται εκ των προτέρων: «Οι άνθρωποι», λέει σε μια από τις εντυπωσιακές όσο και σκοτεινές του ρήσεις, «έχουν βάρβαρες ψυχές», μ"* άλλα λόγια: δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα της φύσης. Ο Παρμενίδης βέβαια υποστήριζε το αντίθετο, ότι δηλαδή αληθινό είναι το αιώνιο και αμετάβλητο Είναι, αλλά κι αυτός διακήρυσσε ότι ο κόσμος, όπως εμφανίζεται στις αισθήσεις μας, δηλ. ο μόνος κόσμος που ξέρουμε, είναι οθφαλμαπάτη. Ούτε οι Σοφιστές ισχυρίσθηκαν τίποτα περισσότερο: ένα σύγγραμμα του Γοργία είχε τον τίτλο «Περί φύσεως ή τοϋ μή δντος». Ο Αναξαγόρας και ο Εμπεδοκλής ήταν κι αυτοί δηλωμένοι αγνωστικιστές: ο δεύτερος υποστήριζε ότι η απόλυτη αλήθεια δεν μπορεί να συλληφθεί ούτε με τα μάτια και τ' αυτιά ούτε με το λογικό, ενώ στον πρώτο ο Αριστοτέλης αποδίδει την ολότελα σοφιστική ρήση ότι η πραγματικότητα είναι όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Η λέξη «σοφιστής» πέρασε από μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Αρχικά σήμαινε, πολύ απλά, τον σοφό. Στον Ηρόδοτο «σοφιστές» είναι ο Σόλων,ο Πυθαγόρας, οι Ορφικοί, ενώ στον Αρριανό οι Ινδοί Βραχμάνες, που τους αποκαλεί «γυμνοσοφιστές», δηλαδή γυμνούς σοφούς. Οι εφτά σοφοί αποκαλούνται «οι επτά σοφισταί». Στον Αισχύλο ο Προμηθέας χαρακτηρίζεται σοφιστής, δηλαδή «τρανός στο πνεύ.263
μα». To ρήμα σοψίζω σημαίνει κάνω κάποιον σοφό, και καθώς αυτό ακριβώς υπόσχονταν οι Σοφιστές στους μαθητές τους, θεωρούσαν τους εαυτούς τους «σοφοποιούς»: αυτή επομένως είναι μια δευτερογενής σημασία της λέξης. Ο Πλάτων, αντίθετα, έλεγε ότι ο σοφιστής είναι ένας κυνηγός που προσπαθεί να πιάσει πλούσιους νεανίες, ένας μπακάλης που εμπορεύεται με γνώσεις, και η σοφιστική είναι η τέχνη της απάτης και της κολακείας, μια ψευτοτέχνη που έχει με τη δραστηριότητα του γνήσιου στοχαστή την ίδια σχέση που έχει η κοσμητική με τη γυμναστική* αλλά και ο Αριστοτέλης την αποκαλούσε επιστήμη του ανούσιου, φαινομενική σοφία. Αυτή είναι η τρίτη σημασία της λέξης, που διατηρήθηκε ώς σήμερα. Ο Σωκράτης και οι μαθητές του, για ν' αντιδιασταλούν από τους Σοφιστές, αυτοαποκαλούνταν φιλόσοφοι: εραστές, αναζητητές της σοφίας. Αλλά και οι υπόλοιποι στοχαστές άρχισαν να ονομάζονται έτσι, για ν^ αποφύγουν το δυσφημημένο όνομα του σοφιστή, κι έτσι έχουμε τη διπλή ειρωνεία να βρίζεται ο Πλάτων από τον Ισοκράτη και άλλους αντιπάλους του, που ήταν οι ίδιοι μαθητές του Γοργία, με το χαρακτηρισμό «σοφιστής». Για τους ρήτορες όμως η λέξη αυτή έμεινε για πάντα τιμητικός τίτλος, και μάλιστα μια σχολή της αυτοκρατορικής περιόδου αυτονομαζόταν περήφανα «Λεύτερη Σοφιστική». Οι κορυφαίοι Σοφιστές έδρασαν κυρίως στην Αθήνα, αλλά ήταν σχεδόν όλοι ξένοι. Ο Πρωταγόρας καταγόταν από τα Άβδηρα. Εξαιτίας του συγγράμματός του «Περί θεών» κατηγορήθηκε για ασέβεια κι εξορίσθηκε από την Αθήνα· το έργο αυτό άρχιζε με τα λόγια: «Για τους θεούς δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτα, ούτε ότι υπάρχουν ούτε ότι δεν υπάρχουν, γιατί πολλά πράγματα μας εμποδίζουν να το μάθουμε: τόσο η στρυφνότητα του ίδιου του θέματος όσο και η συντομία της ανθρώπινης ζωής.» Ένα άλλο σύγγραμμα, «Οι καταρρίπτοντες λόγοι» (ο τίτλος μας θυμίζει το «Πώς να φιλοσοφεί κανείς με το σφυρί») άρχιζε με την περίφημη φράση: «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος: των μέν δντων ώς έστι, τών δέ ουκ δντων ώς ουκ εστίν». Ένα σχόλιο σ** αυτή τη θέση αποτελεί η ρήση του Γκαίτε: «Μπορούμε να παρατηρούμε τη φύση, να μετράμε, να λογαριάζουμε, να ζυγίζουμε όπως θέλουμε* όμως είναι μόνο τα δικά μας μέτρα^αι σταθμά, αφού ο άνθρωπος είναι το μέτρο των πραγμάτων», ή, όπως λέει κάπου αλλού: «Ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει ποτέ πόσο ανθρωπομορφικός είναι». Σ^ αυτή τη γενική της διατύπωση η πρόταση είναι μάλ26-1
λον αδιαμφισβήτητη· αλλά φαίνεται ότι ο Πρωταγόρας ήθελε να προχωρήσει πολύ μακρύτερα: εννοούσε ότι μόνον η μεμονωμένη εντύπωση είναι αυθεντική. Όταν ο Πλάτων του αντιτείνει ότι τότε και ο πίθηκος και το γουρούνι είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, δεν εκφράζει ουσιαστικά καμιά αντίρρηση, γιατί αυτό ακριβώς εννοούσε ο Πρωταγόρας, Ο πίθηκος π.χ. κρυώνει ευκολότερα από τον άνθρωπο, επομένως έχει άλλο μέτρο για το κρύο, αλλά και οι άνθρωποι έχουν διαφορετικά μέτρα για το κρύο, που διαφέρουν από άτομο σε άτομο και από μέρα σε μέρα. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, η αίσθηση προκύπτει από τη συμβολή δύο ανεξάρτητων κινήσεων, που συμβαίνουν στο αισθανόμενο υποκείμενο και στο αισθητό αντικείμενο, επομένως είναι σκέτη σύμπτωση. Άρα δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενική γνώση. Σε συνάρτηση μ"" αυτό το συμπέρασμα, ο Πρωταγόρας αμφισβήτησε και τις προτάσεις της γεωμετρίας, γιατί βασίζονται σε τέλειες ευθείες, τέλειους κύκλους κλπ., που δεν υπάρχουν στη φύση. Επομένως κατάλαβε πολύ καλά ότι οι αντιλήψεις αυτές είναι διανοητικές κατασκευές. Κι αυτή επίσης η θέση πολύ δύσκολα μπορεί ν' ανασκευασθεί. Η μόνη δυνατότητα να περισωθεί η αλήθεια των μαθηματικών είναι η πλατωνική προοπτική: ο ιδανικός κύκλος είναι ο αληθινά υπαρκτός, ενώ ο εμπειρικός είναι μόνο το ατελές, μισοπραγματικό ομοίωμά του. Εξάλλου, όταν ο Πρωταγόρας διακήρυσσε ότι από δύο αντίθετες προτάσεις δεν είναι αληθινή μόνον η μία, αλλά και οι δύο, προανάγγελλε την εγελιανή διαλεκτική. Ακόμα και η περιλάλητη ρήση του «να κάνω το ασθενέστερο ισχυρότερο» δεν είχε σκοπό να χρησιμέψει στη στρεψοδικία, αλλά στη διευκόλυνση του ψυχολογικού καθήκοντος να βλέπει κανείς τα πράγματα κι από την άλλη πλευρά. Χάρη σ' αυτή την, αρχικά, καταλυτική προβληματική ο Πρωταγόρας κατέληγε συχνά σε πολύ θετικά αποτελέσματα. Λόχου χάρη, με τις έρευνές του για την αλήθεια της γλώσσας, έγινε ο θεμελιωτής της επιστημονικής γραμματικής: αυτός ήταν ο πρώτος που διέκρινε γένη, χρόνους και εγκλίσεις. Ο Γοργίας, από τους Λεοντίνους της Σικελίας, έγινε χάρη στη διδασκαλία του όχι μόνον ένας από τους διασημότερους, αλλά και από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Ελλάδα. Εμφανιζόταν δημόσια φορώντας πορφύρα και χρυσό διάδημα, κι έστειλε μάλιστα στους Δελφούς ένα χρυσό άγαλμά του. Τα τρία βασικά αξιώματα της φιλοσοφίας του ήταν: δεν υπάρχει τίποτα· αν υπήρχε κάτι, θα ήταν .265
αδιανόητο- αν υπήρχε κάτι και ήταν διανοητό, δεν θα μπορούσαμε να το μεταδώσουμε σ' άλλους. Από αυτές τις τρεις προτάσεις η τρίτη είναι η πιο ενδιαφέρουσα. Ο Γοργίας δηλαδή ισχυριζόταν ότι τα μέσα, με τα οποία κοινοποιούμε τις σκέψεις μας, οι λέξεις, είναι απλά σημαίνοντα («σημεία»), αλλά τα σημαίνοντα διαφέρουν πάντα από τα σημαινόμενα. Στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα κατέληξε και η σχολαστική φιλοσοφία στην τελευταία της φάση, την ονοματοκρατία* οι ονοματοκράτες διακήρυσσαν ότι οι λέξεις είναι απλά signa (σημεία), που δηλώνουν τα πράγματα όπως ο καπνός τη φωτιά, ο στεναγμός τον πόνρ, χωρίς ωστόσο να μοιάζουν καθόλου μαζί τους· επιπλέον αρνιόντουσαν, όπως ακριβώς και οι Σοφιστές, ότι είναι δυνατό να γνωρίσουμε τον θεό, ότι υπάρχει αναγκαιότητα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, ότι οι ηθικοί κανόνες έχουν γενική ισχύ. Φαίνεται ότι η σοφιστική φιλοσοφία είναι ένα φιλοσοφικό στάδιο που εμφανίζεται αναγκαία σε μια ορισμένη εξελικτική βαθμίδα: το βρίσκουμε και στην ινδική και στην αραβική φιλοσοφία. Ο Γοργίας, που οι σύγχρονοί του τον παίνευαν για τη μεγαλοπρέπεια, την αρχοντιά και τη χάρη των λόγων του, είναι ο θεμελιωτής της έντεχνης αττικής πεζογραφίας, για την οποία έλεγε ότι πρέπει να είναι κοντά στην ποίηση: μ' αυτό εννοούσε ότι έπρεπε να είναι στολισμένη με καλολογικά στοιχεία, αλλά να μην περιέχει υπερβολικά τολμηρές μεταφορές ούτε εκφράσεις της καθαυτό ποιητικής γλώσσας ούτε ασυνήθιστες παραστάσεις, και να είναι ρυθμική, αλλά όχι έμμετρη. Με τη λέξη «ρυθμός» ο Έλληνας εννοούσε την ευχάριστη διάταξη του αισθητού, τις ωραίες αναλογίες των μερών, την αρμονία με την κυριολεκτική και με τη μεταφορική σημασία* η «ευρυθμία» στη γλώσσα ήταν η ευχάριστη αλληλοδιαδοχή των μακρών και βραχειών συλλαβών, ενώ στις εικαστικές τέχνες το χαριτωμένο συνταίριασμα των μερών. Το μέτρο, αντίθετα, είναι μια αυστηρή νομοτέλεια στην αλληλοδιαδοχή και τη διάρθρωση, που στη γλώσσα εκδηλώνεται ως στίχος και στις εικαστικές τέχνες ως συμμετρία, αλλά και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να εκφρασθεί με σταθερές αριθμητικές σχέσεις. Ιδιαίτερα τις καταλήξεις των φράσεων τις ήθελε ο Γοργίας ρυθμικές, μερικές φορές μάλιστα χρησιμοποιούσε την ομοιοκαταληξία. Αυτό είναι πολύ παράξενο. Οι αρχαίοι Έλληνες ήξεραν την ομοιοκαταληξία, αλλά δεν την ήθελαν. Συνέβαινε εδώ ό,τι περίπου με το πανταλόνι και το γυαλί, το βούτυρο και την μπίρα. Από μια .266
ορισμένη σκοπιά, όλα αυτά τα πράγματα έχουν στ' αλήθεια κάτι το χυδαίο. Δυο άλλοι επιφανείς σοφιστές ήταν ο Ιππίας από την Ήλιδα, ένα πολυμαθές πνεύμα που όχι μόνο κάτεχε όλες τις επιστήμες αλλά και ίδρυσε μερικές καινούριες, όπως η αρχαιολογία και η μνημονική, και ο Πρόδικος από την Κω. Για τη φήμη που απολάμβανε αυτός ο τελευταίος, αρκεί να πούμε ότι ένας ελληνικός ιδιωματισμός έλεγε: «Προδίκου σοφώτερος». Έγραψε συγγράμματα γύρω από σπουδαία ηθικά ζητήματα και γύρω από τη διαφορά λέξεων που συγγενεύουν εννοιολογικά, θεμελιώνοντας έτσι την επιστήμη της συνωνυμικής. Η ρήση του για τον θάνατο: ότι δεν αφορά ούτε τους ζωντανούς ούτε τους νεκρούς, τους πρώτους γιατί ζουν ακόμα και τους δεύτερους γιατί δεν υπάρχουν πια, επαναλαμβανόταν συχνά στην αρχαιότητα. Επίσης ανέπτυξε μια ορθολογική θεωρία για τη θρησκεία: οι άνθρωποι θεοποιούσαν αρχικά αυτό που τους ήταν χρήσιμο στη ζωή· έτσι, από το ψωμί έγινε η Δήμητρα, από το κρασί ο Διόνυσος, από το νερό ο Ποσειδώνας, από τη φωτιά ο Ήφαιστος. Μια παρόμοια φιλοσοφία εκφράζει ο Σίσυφος στο ομώνυμο σατυρικό δράμα του Κριτία: ένας έξυπνος άνθρωπος, για ν' αποτρέψει τα κρυφά αδικήματα, επινόησε τους πανόπτες και παντήκοους θεούς, που τους τοποθέτησε στον ουρανό, γιατί από εκεί έρχονται τα φοβερά αστραπόβροντα. Από τον Κριτία προέρχεται και η συγκλονιστική ρήση: «Δεν υπάρχει στην ανθρώπινη ζωή τίποτα πιο σίγουρο από τον θάνατο και τη βλακεία». Ήταν ένας πολύπλευρος και πολυτάλαντος άνθρωπος: ως δραματουργός συγγένευε πνευματικά με τον Ευριπίδη, ως στοχαστής με τον Πρωταγόρα και ως πολιτικός με τον Λύσανδρο· όταν ο ανεψιός του ο Πλάτων τον περιγράφει ως ευγενικό μαθητή του Σωκράτη, είναι φανερό ότι εξωραΐζει τα πράγματα. Ήταν γεγονός ότι ο Κριτίας είχε αποκτήσει πολύ άσχημο όνομα ως ένας από τους χειρότερους αντιδραστικούς, αλλά στους Πλατωνικούς δεν άρεσε να το θυμούνται αυτό. Γιατί, περιέργως, η σοφιστική φιλοσοφία και η αντίδραση συμβιβάζονταν μια χαρά μεταξύ τους: ακόμα και ο υπερσυντηρητικός Ξενοφών, παρά την άκαμπτη προσήλωσή του στην παράδοση και τον αρτηριοσκληρωτικό φιλοσπαρτιατισμό του, ήταν σοφιστής, με την έννοια ότι η ηθική του ήταν καθαρά ωφελιμιστική. Όταν κρίνουμε τους Σοφιστές, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα από τα έργα τους, ενώ τα έργα του φανατι.267
κότερου εχθρού τους, του Πλάτωνα, διατηρήθηκαν σχεδόν όλα. Το ότι ήταν σκέτοι τσαρλατάνοι και κομπογιαννίτες, που δίδασκαν αμφίβολες τέχνες για να βγάλουν λεφτά, είναι μια συκοφαντική γελοιογραφία. Τις περισσότερες φορές πιέζονταν από τους μαθητές τους να δεχτούν υψηλές αμοιβές και η ρητορική, η τέχνη που δίδασκαν, ήταν μια δεξιότητα που μπορούσε να την καταχρασθεί κανείς ευκολότερα από κάθε άλλη. Σε μια σοφιστική πραγματεία του πέμπτου αιώνα, τους «Διπλούς λόγους», εξηγείται πώς μπορεί κανείς να πραγματευθεί ένα ζήτημα «και προς τις δύο πλευρές», δηλαδή τόσο να το υπερασπίσει όσο και να το αντικρούσει: πρόκειται για ένα τυπικό βιβλίο ασκήσεων, για έναν οδηγό στην τέχνη της πολεμικής. Οι αμφιλογίες στα πανεπιστήμιά μας, οι επίσημες υποστηρίξεις των διδακτορικών διατριβών, οι αγορεύσεις του συνήγορου και του εισαγγελέα, η αντιπολίτευση στη βουλή και στον τύπο, όλα αυτά ανάγονται στη σοφιστική φιλοσοφία, το ίδιο και οι περίφημες «αντιλογίες», δηλ. οι λογομαχίες γύρω από ζητήματα διπλωματίας και εσωτερικής πολιτικής στον Θουκυδίδη. Ακόμα και η ακριβολογία, στην οποία τόσο διακρίθηκε ο Θουκυδίδης, είναι μια αρετή που την έμαθε από τους Σοφιστές. Οι έρευνές τους γύρω από την πολυσημία και την αλλαγή σημασίας των λέξεων, τη στενότερη και την ευρύτερη, την κυριολεκτική και τη μεταφορική σημασία των λέξεων, μπορούσαν να εξυττηρετήσουν τόσο τη γλωσσική κριτική όσο και την εριστική. Εννοείται ότι η ευχέρεια στη χρήση όλων αυτών των μέσων και γνώσεων οδηγούσε όχι σπάνια στην αγυρτεία και στον εμπαιγμό, στη στρεψοδικία και στον δικολαβισμό: αυτή είναι πάντα η συνέπεια των μεγάλων προόδων στη φιλοσοφική διαλεκτική· η σχολαστική και η εγελιανή φιλοσοφία εκφυλίσθηκαν κι αυτές με ανάλογο τρόπο. Ο Ευθύδημος, λόγου χάρη, δίδασκε: Αφού μπορεί κανείς να ισχυρισθεί τα πάντα για τα πάντα, όλα είναι το ίδιο αληθινά και επομένως δεν μπορεί κανείς να κάνει λάθος. Αυτός ο ισχυρισμός βασίζεται στην κατάχρηση της έννοιας του ρήματος «είμαι»: όταν λέω «μαύρη είναι η νύχτα», με το «είναι» θέλω να διαπιστώσω ένα γεγονός· όταν όμως λέω «το μαύρο είναι άσπρο», τότε το «είναι» επιτελεί απλώς τη λειτουργία ενός γραμματικού σύνδεσμου. Σε τέτοιες φάρσες επιδίδονταν όχι λίγοι σοφιστές, αλλά, όπως μπορούμε να δούμε από τους πολύ παλιότερούς τους Ελεάτες, ανταποκρίνονταν έτσι στο ελληνικό γούστο. Φαίνεται επίσης ότι δεν άφησαν αναξιοποίητες μερικές πρωτόγονες τεχνικές .268
της ψυχανάλυσης* τουλάχιστο το «παρηγορητήριο» του Αντιφώντα στην Κόρινθο, που αναλάμβανε να διώχνει από τους θλιμμένους τη λύπη τους, δεν μπορεί να το ερμηνεύσει κανείς αλλιώτικα. Από την άλλη μεριά, όμως, οι Σοφιστές εμφορούνταν από μια αδάμαστη θέληση να διαπαιδαγωγήσουν τον κόσμο κι από την πίστη στη δυνατότητα διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου: διακήρυσσαν ότι η αρετή, λέξη με την οποία εννοούσαν κυρίως την ιδιότητα του χρηστού πολίτη, είναι διδάξιμη —αντίληψη πέρα για πέρα σωκρατική. Τα κύρια σημεία του παιδαγωγικού τους προγράμματος ήταν: η σωστή γνώση της φύσης^ δηλαδή των φυσικών καταβολών, η μάθηση και η άσχηση^ χάρη στην οποία τα όσα έμαθε κανείς εμπεδώνονται. Τον αντικειμενικότερο χαρακτηρισμό της θέσης των Σοφιστών στον αρχαίο κόσμο τον έδωσε μάλλον ο Γκρότε, όταν είπε: «Οι Σοφιστές ήταν οι κατεξοχή δάσκαλοι της ελληνικής ηθικής, κι από αυτή την άποψη δεν ήταν ούτε ανώτεροι ούτε κατώτεροι από τα τρέχοντα κριτήρια της εποχής τους». Η βαθύτερη ουσία του ρόλου τους φαίνεται ίσως από κάτι που είπε ο Χέγκελ: «Η φιλοσοφία πρέπει ν' αρχίσει γενικά προκαλώντας σύγχυση^ για να διεγείρει έτσι τον στοχασμό· πρέπει ν' αμφιβάλει κανείς για όλα, να εγκαταλείψει όλες τις προϋποθέσεις». Αυτή τη σημαντική αποστολή εκτέλεσε η σοφιστική φιλοσοφία. Σημάδεψε μια κορύφωση στην ιστορία της αμφισβήτησης, που φυσικά όμως δεν μπορούσε να είναι παρά ένα μεταβατικό στάδιο. θεωρητικά, η επίδραση της σοφιστικής φιλοσοφίας εκδηλώθηκε στα συστήματα του σκεπτικισμού, του επικουρισμού και του στωικισμού, που και τα τρία έχουν ένα στοιχείο σχετικισμού. Πρακτικά, εκδηλώθηκε σε φαινόμενα όπως οι τύραννοι της Σικελίας και οι ηγεμόνες της ελληνιστικής περιόδου. Και οι αρχαίοι ρήτορες επίσης είναι κληρονόμοι της σοφιστικής φιλοσοφίας, όχι μόνο στην τεχνική τους, αλλά και σ' ολόκληρο τον τρόπο ζωής τους: ήταν ένα είδος τινευματικών κοντοτιέρων. Αλλά το ίδιο είναι και οι πραγματικοί κοντοτιέροι της Αναγέννησης: ο ηγεμόνας του Μακιαβέλλι, ένας ιδανικός τύπος που όμως είναι βγαλμένος αφαιρετικά μέσα από τη ζωή, είναι ο διαφεντευτής της δύναμής του και της τύχης του, ο ευέλικτος και αδίσταχτος εραστής της εξουσίας, ο ακραίος ατομικιστής, που δεν ξέρει τίποτ' άλλο πέρα από τον εαυτό του και την αρχομανία του, δεν έχει αρχές ή μάλλον υποτάσσει τα πάντα σ' αυτή τη μία και μοναδική αρχή. Ένα παράδοξο είδος χριστιανικής σοφιστικής αντιπροσώπευαν, .269
στο έβγα του Μεσαίωνα, οι «Αδελφοί του Ελεύθερου Πνεύματος»: δίδασκαν, ανάμεσα στ' άλλα, ότι ηθικό είναι ό,τι ονομάζουν ηθικό οι αδελφοί και οι αδελφές, ότι το «τινεύμα» δεν γνωρίζει κανόνες, επομένως ούτε αμαρτίες, και ότι ο αληθινός Χριστός είναι το ελεύθερο ανθρώπινο εγώ. Ιδιαίτερα όμως οι Ουμανιστές ήταν σ' ολόκληρη την κοσμοθεωρία τους, ακόμα και στην εξωτερική συμπεριφορά τους, σωσίες των Σοφιστών: με την αγοραία επιτηδειότητά τους, την εκκεντρική αυταρέσκεια και εγωπάθειά τους, την εμπορευματοποίηση της επιστήμης και τις δηλητηριώδεις αντιζηλίες τους. Στη νεότερη εποχή ο Στίρνερ υπεράσπισε μερικές θέσεις της σοφιστικής φιλοσοφίας με μια συνέπεια που αγγίζει τα όρια του αλλόκοτου. Λέει κάπου ο ίδιος, πολύ εύστοχα: «Η σοφιστική παιδεία είχε ως συνέπεια να μη σταματάει πια ο νους του ανθρώπου μπροστά σε τίποτα». Ο Στίρνερ γράφει φράσεις που θα μπορούσαν να βρίσκονται αυτούσιες σε μια σοφιστική πραγματεία: «Χρηστότητα σημαίνει να πράττει κανείς σύμφωνα με τα έθιμα και τις συνήθειες της χώρας του»· «ένας Νέρων είναι ^κακός' μόνο στα μάτια των ^καλών'· στα δικά μου μάτια δεν είναι παρά ένας δαιμονισμένος^ όπως και οι καλοί». Και φτάνει όχι μόνο στο συμπέρασμα: «Το ηθικό πιστεύω είναι το ίδιο φανατικό όσο και το θρησκευτικό», αλλά και σ' ένα ακόμα ανατρεπτικότερο: «Τα καθαρά λογικά ερωτήματα είναι θεολογικά ερωτήματα». Μ' αυτό εννοεί ότι ολόκληρη η ανθρώπινη λογική είναι μεταμφιεσμένη θεολογία, και η φιλοδοξία να σκέφτεται κανείς χωρίς αντιφάσεις καταλήγει από μόνη της στον θεϊσμό. Δεν είναι δυνατό να υποστηρίξει κανείς ένα πιο ακραίο μηδενισμό* αλλά δεν μπορούμε ν' αποκλείσουμε καθόλου το ενδεχόμενο ότι στα συγγράμματα του Γοργία, που θεωρούσε την ανθρώπινη γλώσσα ως αυθαίρετη σύμβαση και τη γραμματική ως προκατάληψη, υττήρχαν παρόμοιοι συλλογισμοί. Αλλά το τελευτίο και ύψιστο γέννημα της σοφιστικής φιλοσοφίας είναι ο υπεράνθρωπος του Νίτσε, που φτιάχνει ο ίδιος τον νόμο του. Η έκφραση «πέρα από το καλό και το κακό» ατιηχεί πιστά τη σοφιστική νοοτροπία· αλλά κι ολόκληρη η κριτική της ηθικής που έκανε ο Νίτσε στη μεσαία φάση της ζωής του έχει σοφιστικό χαρακτήρα. Αναμφίβολα, και οι Σοφιστές επίσης ήταν εικονοκλάστες, αναμφίβολα το λυκόφως των ειδώλων που ανάγγειλαν ήταν ή χαραυγή καινούριων αξιών και αναμφίβολα υττήρχαν ανάμεσά τους άλλοι τόσοι σνομπ και κουφιοκεφαλάκηδες όσοι κι ανάμεσα στους Νιτσεϊστές. .270
Είχε περάσει πάνω από μισός αιώνας από τον θάνατο του Σωκράτη, όταν ο Αισχίνης είπε σ' ένα λόγο του: «Εσείς οι Αθηναίοι εκτελέσατε τον σοφιστή Σωκράτη». Ο Σωκράτης ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος του σοφιστικού τρόπου ζωής από μια κυρίως άποψη: έβαζε στη θέση του γραψίματος τον προφορικό λόγο, τόσο με τη μορφή του διάλογου όσο και με τη μορφή του μονόλογου. Ο πλατωνικός Σωκράτης είναι μια ποιητική εξιδανίκευση, όπως περίπου ο Τίμων του Σαίξπηρ, κι ωστόσο ο πολύ πιο κοντινός στην πραγματικότητα Σωκράτης του Ξενοφώντα αποδείχνει, σε σύγκριση με τον πλατωνικό, ότι ο νατουραλιστής είναι πάντα κακός χαρακτηρογράφος, γιατί δείχνει μόνο την επιδερμίδα. Στον Αριστοφάνη, ο Σωκράτης περιγράφεται ως φαντασιόπληκτος (πράγμα που σίγουρα δεν ήταν) και ως στρεψόδικος (πράγμα που ώς ένα βαθμό ήταν), κι εκτός απ' αυτό ως άθεος: αυτό το τελευταίο είναι σκόπιμη συκοφαντία, γιατί αποκλείεται να ήταν ο Αριστοφάνης τόσο αμόρφωτος ή τόσο στενόμυαλος ώστε να το πιστεύει πραγματικά. Όμως αυτή η κατηγορία ήταν μια από τις κύριες αιτίες που προκάλεσαν, εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, τη γνωστή δίκη. Οι δυο άλλες αιτίες ήταν ότι ο Σωκράτης είχε μερικούς πολύ εκτεθειμένους μαθητές, όπως ο Κριτίας και ο Αλκιβιάδης, και ότι, ακριβώς,, οι Αθηναίοι τον θεωρούσαν σοφιστή. Οι Σοφιστές ήταν ξένοι, νεωτεριστές, εύποροι, αριστοκράτες της μόρφωσης και δάσκαλοι της «χρυσής νεολαίας»: όλες αυτές οι ιδιότητες τους έκαναν ύποπτους στον δήμο. Αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν ο Σωκράτης θα καταδικαζόταν σε θάνατο, αν δεν είχε προκαλέσει κυριολεκτικά μόνος του αυτή την ποινή. Παρουσιάσθηκε στους πεντακόσιους ένορκους που θ' αποφάσιζαν για την τύχη του με μια σαρκαστική υπεροψία, που ήταν επόμενο να τους εξερεθίσει: ακόμα κι οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του παραδέχτηκαν ότι μίλησε «με υπερβολική περηφάνεια». Αλλά και μετά την καταδίκη του αρνήθηκε να δραπετεύσει, παρόλο που οι φίλοι του είχαν οργανώσει τη φυγή του και είναι πολύ πιθανό ότι η ίδια η κυβέρνηση θα έβλεπε με καλό μάτι αυτή τη λύση. Επομένως, από μια άποψη σκηνοθέτησε ο ίδιος τη δικαστική πλάνη της οποίας έπεσε θύμα, για να καταρρίψει έτσι μια για πάντα τον μύθο της αθηναϊκής δημοκρατίας. Αυτός ο θάνατος ανήκε στο στιλ της ζωής του: ήταν το αποκορύφωμα της σωκρατικής ειρωνείας. Ο Σωκράτης ήταν ο πιο Αθηναίος απ' όλους τους Αθηναίους και, όπως ο Νέστροϊ (ο πιο Βιεννέζος απ' όλους τους Βιεννέζους), .271
ακριβώς γΓ αυτό τον λόγο ασκούσε την πιο ανελέητη κριτική στη γενέτειρα του. Δεν πρέπει να διστάσουμε να συγκρίνουμε αυτές τις δύο ασύγκριτες διάνοιες: κι οι δυο τους ήταν αθάνατοι λαϊκοί φιλόσοφοι, κι οι δυο τους ήταν μάστορες της δημιουργικής ειρωνείας και διαλεκτικής, κι οι δυο τους ήταν μεγαλοφυείς στηλιτευτές των ανθρώπινων αδυναμιών και, κάτω από τη μάσκα του παλιάτσου, δάσκαλοι της αλήθειας. Όταν ο Αλκιβιάδης λέει στο «Συμπόσιο» για τον Σωκράτη: «Συχνά εύχομαι να μη βρισκόταν ανάμεσα στους ζωντανούς, κι ωστόσο ξέρω πως, αν πραγματικά συνέβαινε αυτό, θα υπόφερα ακόμα περισσότερο, κι έτσι δεν ξέρω τι στάση να κρατήσω απέναντι σ^ αυτόν τον άνθρωπο», αυτός ο επαμφοτερισμός των αισθημάτων δεν περιοριζόταν στον Αλκιβιάδη, παρά ήταν η στάση ολόκληρης της πόλης απέναντι σ' αυτόν τον μπουφόνικο Σαβοναρόλα. Ο Σωκράτης σαγήνευε τους συμπατριώτες του, άλλο τόσο όμως τους έδινε στα νεύρα. Ο ίδιος θεωρούσε ότι το καθήκον της ζωής του ήταν η «ανθρωπογνωσία», δηλαδή γύριζε εδώ κι εκεί κι απόδειχνε στους ανθρώπους ότι δεν σκαμπάζανε γρυ, ούτε καν οι ειδικοί στους τομείς της ειδικότητάς τους. Εννοείται ότι μ^ αυτό τον τρόπο δεν γινόταν και πολύ δημοφιλής, πολύ περισσότερο αφού χρησιμοποιούσε το μέσο της «ειρωνείας»: καμωνόταν δηλαδή πως τάχα αντός ήταν ο ανήξερος που έψαχνε να βρει τη γνώση, τυλίγοντας έτσι τα θύματά του με δολερές ερωτήσεις (η λέξη ειρωνεία βγαίνει από το ρήμα ρώμαι^ που σημαίνει ρωτάω), ώσπου τους εξέθετε. Συγγενική μ' αυτή τη μέθοδο ήταν μια άλλη, κάπως σοβαρότερη, που ο Σωκράτης ονόμαζε «μαιευτική»: η προσπάθεια να οδηγήσει τους μαθητές του, χάρη σε εύστοχες ερωτήσεις, στη γνώση του εαυτού τους και του κόσμου, Όμως ένα γνήσια φιλοσοφικό και μάλιστα καλλιτεχνικό γνώρισμά του ήταν ότι πάντα άφηνε το ρόπαλο της ειρωνείας του να πέφτει πάνω στον ίδιο τον εαυτό του: διαφορετικά οι αιώνιες λεπτολογίες και προσβολές του θα ήταν αφόρητες. Σ' αυτή του τη μεγαλοφυή ικανότητα να μην παίρνει σοβαρά τον εαυτό του θυμίζει τον Σω, που κι αυτός εφαρμόζει μια πολύ παρόμοια, έμμεση μέθοδο ηθικής διαπαιδαγώγησης και μπορεί εξίσου εύκολα να θεωρηθεί από έναν άξεστο κυνικός και διαλυτικός, στρεψόδικος και αρνητής κάθε αξίας. Η κοινή αδυναμία αυτών των δύο στοχαστών είναι ο ηθικός ορθολογισμός τους, μόνο που εδώ ο Σωκράτης προχωρούσε πολύ μακρύτερα από τον Σω: ακολούθησε αυτή την τάση ώς τα άκρα, και σ' αυτό ή.272
ταν γνήσιος σοφιστής. Για τον Σωκράτη, το να «κατανοεί» κανείς κάτι δε σημαίνει να το κατέχει με το ένστικτο, αλλά να έχει σαφή λογική αντίληψη γι' αυτό. Ενάρετος είναι κατά τη γνώμη του αυτός που ενεργεί σύμφωνα με σαφείς και εμπεδωμένες έννοιες* κάθε αρετή είναι διδάξιμη και εκμαθήσιμη, γιατί είναι μια γνώση: όχι μόνον η σύνεση και η δικαιοσύνη, αλλά και η καλοσύνη και η γενναιότητα. Δε χρειάζεται βέβαια να τονίσουμε ότι στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: μόνον όποιος κάνει το καλό χωρίς να οδηγείται σ' αυτό από λογικούς συλλογισμούς είναι αληθινά ενάρετος και μόνον όποιος αντιμετωπίζει τον κίνδυνο χωρίς να τον πολυσκέφτεται είναι αληθινά γενναίος. Αλλά ούτε η γνώση του σωστού μέτρου, που πρέπει να τηρούμε οι ίδιοι και να εφαρμόζουμε στους άλλους, δεν αρκεί για να κάνει κάποιον συνετό και δίκαιο. Γι' αυτόν το λόγο η σωκρατική ηθική, παρά τη μεγάλη επίδραση που εξάσκησε στις μεταγενέστερες εποχές, είναι καταδικασμένη σε μόνιμη στειρότητα. Ο πλατωνικός Σωκράτης το λέει αυτό κάπου ο ίδιος, αναγνωρίζοντας τα όριά του: «Ο θεός μου ανάθεσε να βοηθάω στη γέννα, αλλά δεν μου έδωσε το χάρισμα να γεννάω ο ίδιος». Ενώ ώς εκείνη τη στιγμή οι φιλόσοφοι σπαζοκεφάλιαζαν για τη δομή και το νόημα της εξωτερικής φύσης, ο Σωκράτης ανακάλυψε κάποια μέρα ότι η αναζήτηση της παγκόσμιας αρχής είναι μάταιη και δεν είναι καν τόσο σημαντική· το αληθινό καθήκον της φιλοσοφίας είναι η διαφώτιση του εαυτού μας και η αποκρυστάλλωση της θέλησής μας, δηλαδή η γνώση του εαυτού μας και του καλού. Αυτό σήμαινε μια στροφή προς τη θρησκεία, κι εδώ μπορούμε να συγκρίνουμε τον Σωκράτη με τον Ντοστογιέφσκι, του οποίου άλλωστε η νεκρική μάσκα έχει εντυπωσιακή ομοιότητα με τον ιδιόρρυθμο Αθηναίο φιλόσοφο. Είναι το κεφάλι του εξαγνισμένου εγκληματία που γίνεται άγιος. Λέγεται ότι μια φορά ένας κάποιος Ζώπυρος είπε στον Σωκράτη ότι η φυσιογνωμία του φανερώνει ευτελές φρόνημα και χυδαία πάθη. Ενώ όλοι γέλασαν γι' αυτή την ολοφάνερα λαθεμένη διάγνωση, ο Σωκράτης, υπερασπίσθηκε τον Ζώπυρο, δηλώνοντας ότι στ' αλήθεια έχει αυτές τις καταβολές, αλλά τις ξεπέρασε με την αυτοπειθαρχία. Όποια σχέση έχει ο Σωκράτης με τη σοφιστική φιλοσοφία, την ίδια σχέση έχει και ο Ντοστογιέφσκι με τον «μπολσεβικισμό»: τον καταπολεμάει με πάθος θεωρώντας τον τον υπ' αριθμόν ένα εχθρό και σατανά, κι ωστόσο μάχεται ενάντια στον ίδιο τον 1S
273
εαυτό του, ενάντια στο κομμάτι «μπολσεβικισμού» που φωλιάζει μέσα του. Άλλωστε, ο Ντοστογιέφσκι λίγο έλειψε να εκτελεσθεί ως «μπολσεβίκος». Ακόμα και η σχεδόν παθολογική μανία του να μιλάει για όλα θυμίζει τον Σωκράτη. Αλλά εκείνο που τους κάνει να συγγενεύουν περισσότερο απ^ όλα τ' άλλα είναι ένα μυστικιστικό στοιχείο που εκδηλωνόταν με υπνοβασίες, εκστάσεις και διχασμούς προσωπικότητας. Το περιώνυμο «δαιμόνιο» ήταν ένα πολύ μυστηριώδες φαινόμενο, που αναμφίβολα είχε τον χαρακτήρα παραισθήσεων. Οπωσδήποτε, είναι βέβαιο ότι ο Σωκράτης δεν ήταν καθόλου τόσο ευχάριστος τύπος όσο τον παρουσίασε ο Διαφωτισμός του δέκατου όγδοου και ο φιλελευθερισμός του δέκατου ένατου αιώνα. Με τον Σωκράτη η ελληνική τάση προς το παιχνίδι φτάνει στην πιο ιλιγγιώδη κορυφή της. Ο Σωκράτης παίζει σ' ολόκληρη τη ζωή του την κωμωδία που λέγεται φιλοσοφία και στο τέρμα της σκηνοθετεί συνειδητά και ψύχραιμα την τραγωδία που λέγεται Σωκράτης. Η βιογραφία του, ώς τις τελευταίες στιγμές του, είναι μια αλυσίδα από επιδέξια στημένες εμφανίσεις και καλοδουλεμένες φράσεις. Αυτή η υποδειγματική αναγωγή ολόκληρης της ύπαρξης —του νοήματός της, της μορφής της, των εξάρσεων και των κινήτρων της— σε παιχνίδι δεν μπορούσε παρά να γίνει κοσμοϊστορική. Το ελληνικό θέατρο ήταν μια μορφή τέχνης, στην οποία ο ποιητής δεν μπορούσε να δώσει την τελευταία ικμάδα του εαυτού του. Ο Ευριπίδης πάλεψε σκληρά μ' αυτή τη μορφή, αλλά ήταν δυνατότερή του. Η εκπλήρωση του ελληνικού δράματος είναι ο Σωκράτης. Γι' αυτό και είναι αιώνια φυσιογνωμία: ο ελληνικός Φάουστ. Όπως ο Φάουστ, έτσι κι ο Σωκράτης είναι μια διάνοια φιλοσοφική και θρησκευτική μαζί. Αλλά όπως εκείνος, έτσι κι αυτός δεν είναι τίποτα περισσότερο. Ο Σωκράτης ήταν ένας ποιητής της ζωής και αναζητητής του θεού, αλλά δεν ήταν θεμελιωτής συστημάτων ούτε θρησκευτικός μύστης. Όποιος θέλει να του απονείμει τέτοιους τίτλους, δεν τον εξυψώνει, παρά αντίθετα τον υποβιβάζει, παραγνωρίζοντάς τον. Είναι παράξενο όταν σκεφτόμαστε ότι την ίδια εποχή με τον Σωκράτη έζησε ο Δημόκριτος, που ενσάρκωνε έναν ολότελα διαφορετικό τύπο φιλόσοφου. Ήταν Αβδηρίτης, όπως ο Πρωταγόρας, αλλά ήρθε μόνο μια φορά στην Αθήνα, όπου δεν τον ήξερε κανένας. Προφανώς όμως δεν έκανε τίποτα για να γίνει γνωστός στους Αθηναίους, γιατί φαίνεται ότι η επιδειξίομανία των Σοφιστών, ακόμα και η ανή.274
συχη διαλεκτική ενός Σωκράτη, τον απωθούσαν. Στα αποσπάσματα που σώθηκαν από το έργο του φαίνεται το στιλπνό ύφος του, η φυσική και η ηθική του* αλλά έγραψε και για τα μαθηματικά και την αστρονομία, τη γεωγραφία και την ορυκτολογία, τη ζωολογία και τη βοτανική, τη μουσική και τη ζωγραφική, την ποίηση και τη γλωσσολογία, ακόμα μάλιστα και για τόσο εξειδικευμένους τομείς όπως η γεωργία και η πολεμική τέχνη, η μετεωρολογία και η ιατρική. Είναι ο δημιουργός του κοσμοείδωλου της ακριβούς επιστήμης. Από τον κενό χώρο, την ύλη και τη βαρύτητα οικοδομεί ολόκληρο τον κόσμο^ Αρνείται τη σκοπιμότητα (πράγμα που ο Μπαίηκον επαινεί, ενώ ο Αριστοτέλης κατηγορεί): στον κόσμο δεν κυριαρχεί τίποτ' άλλο έξω από την ανάγκη, δηλαδή τη μηχανική αιτιότητα. Η ύλη όμως αποτελείται από τα άτομα, αδιαίρετες μονάδες που δεν έχουν ποιοτικές ιδιότητες και διακρίνονται μεταξύ τους μόνο στο μέγεθος και το σχήμα, τη διάταξη και τη θέση. Όλες οι διαφορές οφείλονται στην άνιση κατανομή, όλες οι αλλαγές στην πίεση και την ώθηση αυτών των ατόμων, που ο αριθμός τους είναι άπειρος και η κίνησή τους αιώνια. Αν θέλουμε να μάθουμε την αιτία αυτής της κίνησης, αυτό είναι το ίδιο ανόητο σα να ρωτάμε γιατί το λιοντάρι τρώει κρέας. Είναι κάτι δεδομένο, που υπήρχε ανέκαθεν και θα υπάρχει παντοτινά. Έτσι, όλα τα φαινόμενα ανάγονται στη μηχανική των ατόμων, όλες οι ποιοτικές διαφορές σε ποσοτικές. Η δημοκρίτεια διδασκαλία, αφού επαναλήφθηκε ουσιαστικά από τον Επίκουρο, ανανεώθηκε γύρω στα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα από τον Πιέρ Γκασαντί, που ασχολήθηκε διεξοδικά με τον Επίκουρο. Ο Γκασαντί, που ήταν ιερωμ£νος, έκανε μόνο μια παραχώρηση στο επάγγελμά του: θεώρησε ότι τα άτομα έχουν φτιαχτεί από τον Θεό· αλλά από εκεί και πέρα τα αποδίδει κι αυτός όλα σε μηχανικές αιτίες. Ήταν ένας από τους πιο οξυδερκείς και βαθυστόχαστους αντιπάλους της καρτεσιανής φιλοσοφίας, αλλά συμφωνούσε με τον Ντεκάρτ ότι ένα σώμα μπορεί να επιδράσει μόνον εκεί όπου είναι παρόν και ότι κάθε επίδραση που φαινομενικά γίνεται από μακριά —η κίνηση των ουράνιων σωμάτων, η πτώση στη γη, ο μαγνητισμός— οφείλεται στην μετάδοση της ώθησης απειροελάχιστων σωματιδίων συνεπής προς αυτή του την αρχή, υποστήριζε ότι δεν μπορεί να υπάρχει κενό. Γύρω στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα ο Ιησουίτης Μπόσκοβιτς θεώρησε ότι τα άτομα είναι σημεία που κατα.275
λαμβάνουν ορισμένο χώρο, αλλά δεν έχουν διαστάσεις: αυτή η ρηξικέλευθη άποψη δεν προκάλεσε αρχικά καμιά προσοχή, ώσπου ο Φαρανταίυ, που έδρασε κυρίως στο δεύτερο τρίτο του δέκατου ένατου αιώνα, καθιέρωσε μια παρόμοια θεωρία, θεωρώντας τα άτομα ως δυναμικά κέντρα. Στο .μεταξύ όμως ο Ντάλτον είχε κάνει ήδη σημαντική πρόοδο, όταν κατάφερε το 1807 να προσδιορίσει τα ατομικά βάρη των στοιχείων, δηλαδή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ατομική μάζα κάθε στοιχείου και την ατομική μάζα του ελαφρότερου στοιχείου, του υδρογόνου. Αν υποθέσει κανείς ότι αυτή η τελευταία είναι 1, τότε το βάρος του ατόμου του οξυγόνου είναι 16, του λευκόχρυσου 207. Επομένως, δεν μπορούν να προσδιορισθούν παρά μόνον αναλογίες^ πράγμα όμως που ήταν ένα σημαντικό βήμα. Ακολούθησε η ανακάλυψη του σθένους των ατόμων, δηλαδή της ιδιότητάς τους να ενώνονται με τα άτομα άλλων στοιχείων πάντα σε ορισμένες αναλογίες. Αν πάρουμε πάλι ως μονάδα το υδρογόνο, τότε έχουμε ϋΐονοσθενή στοιχεία, των οποίων τα άτομα ενώνονται πάντοτε με ένα (χτομο υδρογόνου (τύπος: το χλώριο στο υδροχλωρικό οξύ HCl), δι(ίθενή (τύπος: το νερό Η2Ο), τρισθενή (αμμωνία ΝΗ3), τετρασθενή (μεθάνιο CH,). Ο Μπερζέλιους διαπίστωσε ότι ακόμα και όταν η χημική σύνθεση είναι ολόιδια, αρκεί μια διαφορά στον αριθμό των ατόμων, ακόμα μάλιστα και η διαφορετική διάταξη του ίδιου αριθμού ατόμων, για να προκύψουν εντελώς διαφορετικά σώματα: όλα αυτά ει'ναι πειραματικές επαληθεύσεις της δημοκρίτειας φιλοσοφίας. Αντίθετα, σήμερα δεν πιστεύουμε πια ότι τα άτομα είναι αδιαίρετα, παρά υποθέτουμε ότι οι τελευταίοι δομικοί λίθοι είναι τα ηλεκτρόνια, ηλεκτρικές μονάδες που είναι χιλιάδες φορές μικρότερες από τα μικρότερα άτομα. Σύμφωνα με τη θεωρία του Μπορ, το άτομο είναι ένα ηλιακό σύστημα, στο οποίο τα ηλεκτρόνια περιστρέφονται σε (σχετικά) τεράστιες αποστάσεις γύρω από ένα μικροσκοπικό (σε σχέση με τον ατομικό όγκο) πυρήνα, που όμως κι αυτός αποτελείται από περισσότερα συστατικά και του οποίου η έρευνα αποτελεί αντικείμενο μιας ξεχωριστής επιστήμης: της πυρηνικής φυσικής, που ιδρύθηκε από τον Ράδερφορντ. Αλλά η μάζα του ατόμου είναι αποτέλεσμα μόνο του ηλεκτρικού φορτίου του πυρήνα, και το ηλεκτρικό φορτίο είναι κάτι το άυλο* δηλαδή η μάζα δεν είναι παρά φαινομενική μάζα, το «κομβικό σημείο» ενός δυναμικού πεδίου. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Δημόκριτος θα δεχόταν την αντίληψη ότι το άτομο είναι ένας μικρό.276
κοσμος, αλλά θα του φαινόταν παράλογη η ιδέα ότι το άτομο δεν είναι υλικό σώμα, παρά απλώς κέντρο ενέργειας. Η θεωρία του Δημόκριτου για την αίσθηση ταιριάζει μια χαρά στην ατομική θεωρία του: κατά την άποψή του, από τα αντικείμενα ξεκολλούν συμπλέγματα ατόμων που μπαίνουν μέσα στα αισθητήρια όργανά μας. Αυτό μας θυμίζει έντονα τη νευτώνεια θεωρία της εκπομπής, σύμφωνα με την οποία το φως αποτελείται από υλικά σωματίδια που εκπέμπονται από τα φωτεινά σώματα με ταχύτητα 300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο* τα μικρότερα σωματίδια παράγουν το ιώδες φως, ακολουθεί το γαλάζιο, το πράσινο, το κίτρινο, το κόκκινο. Ο Νεύτων είχε διατυπώσει αυτή την εξήγηση μόνον ως υπόθεση, αλλά οι μαθητές του την ανήγαγαν σε δόγμα και σ' ολόκληρο τον δέκατο όγδοο αιώνα αυτή η εικασία ήταν η κυρίαρχη αντίληψη, ώσπου αντικαταστάθηκε στις αρχές του επόμενου αιώνα από την κυματική θεωρία. Ακόμα πιο παράξενη όμως είναι η πρόταση του Δημόκριτου: «Μόνον εμείς νομίζουμε ότι υπάρχει το γλυκό και το πικρό, το ζεστό και το κρύο και το χρώμα, γιατί στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνο τα άτομα και ο κενός χώρος». Μ' αυτό εννοεί ότι ναι μεν η ειδική σύνθεση των ατομικών συμπλεγμάτων είναι η αιτία για τις διαφορές των αισθημάτων μας, αλλά το ίδιο αίσθημα υπάρχει μόνο στο υποκείμενο, ενώ τα αντικείμενα, αυτά καθεαυτά, δεν είναι ούτε πικρά ούτε γλυκά, ούτε ζεστά ούτε κρύα, παρά, αφού αποτελούνται μόνον από άτομα, δεν έχουν ποιοτικά γνωρίσματα. Ο Δημόκριτος είναι ο ιδρυτής της σκεπτικής αισθησιαρχίας. Η συλλογιστική του δεν αναπτύχθηκε παραπέρα παρά μόνον έπειτα από δυο χιλιάδες χρόνια, και συγκεκριμένα από τον Γαλιλαίο, που το 1623 απόδειξε στο σύγγραμμά του «II saggiatore» («Η λυδία λίθος») ότι όλες οι ποιοτικές ιδιότητες είναι υποκειμενικές και ανάγονται σε ποσοτικές διαφορές: οι γεύσεις, οι μυρωδιές, τα χρώματα δεν είναι παρά ονόματα, ηοη sieno altro che puri nomi. To 1644 ο Ντεκάρτ δημοσίεψε το έργο του «Principia philosophiae», όπου είπε: η πίστη ότι οι αισθήσεις μας παρουσιάζουν τα πράγματα όπως είναι, είναι μια ψευδαίσθηση· το χρώμα, ο ήχος, η μυρωδιά δεν ανήκουν στην ύλη, της οποίας η ουσία βρίσκεται μόνο στην έκταση· η πέτρα που γίνεται σκόνη δεν παύει να είναι πέτρα, παύει όμως να είναι σκληρή· ούτε και το χρώμα ανήκει στην ουσία της, γιατί υπάρχουν διαφανείς πέτρες, και μάλιστα ούτε καν το βάρος δεν αποτελεί ου.277
σιώδες γνώρισμά της, γιατί υπάρχουν σώματα που δεν είναι βαριά, όπως η φωτιά· επομένως μένει μονάχα η έκταση. Ο μεγάλος μεταρρυθμιστής της χημείας Ρόμπερτ Μπόιλ, τα άπαντα του οποίου κυκλοφόρησαν το 1660 στα λατινικά, ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε την έκφραση «πρωτογενείς και δευτερογενείς ποιότητες», έκφραση που ο Λοκ πολιτογράφησε αργότερα στη φιλοσοφία. Ο Λοκ, στο περίφημο έργο του «Δοκίμιο γύρω από την ανθρώπινη διάνοια», που δημοσιεύθηκε το 1690, διέκρινε στις παραστάσεις που έχουμε για τα γύρω μας αντικείμενα τις πρωτογενείς ποιότητες, που είναι πιστά αντίγραφα των υλικών ιδιοτήτων του αντικειμένου και είναι αναπόσπαστες από αυτό (μέγεθος και πυκνότητα, κίνηση και ηρεμία, αριθμός και σχήμα) και τις δευτερογενείς ποιότητες, που δεν είναι ομοιώματα των αντικειμένων παρά μόνο τρόποι επίδρασης (το σκληρό και το μαλακό, το ζεστό και το κρύο, το έγχρωμο και το εύηχο, το εύοσμο και το νόστιμο)· οι ιδιότητες «κίτρινο», «ζεστό», «γλυκό», «αρωματικό» είναι κινητικές καταστάσεις των απειροελάχιστων συστατικών των σωμάτων, που είναι απρόσιτα στις αισθήσεις μας· αυτές οι καταστάσεις μετατρέπονται μέσα μας σε αισθητηριακές καταστάσεις. Είκοσι χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το κύριο έργο του Μπέρκλεϊ, που η κατευθυντήρια σκέψη του συνοψίζεται στη φράση: ακόμα και οι πρωτογενείς ποιότητες είναι δευτερογενείς: το «αδιαπέραστο» δεν είναι τίποτ' άλλο από το αίσθημα τη αντίστασης· το μέγεθος, η απόσταση, η κίνηση δεν είναι ούτε καν αισθήματα, παρά απλές σχέσεις που προσθέτει ο νους μας στις αισθητηριακές εντυπώσεις· ένα σώμα δεν είναι τίποτ' άλλο παρά ένα άθροισμα εντυπώσεων, α collection of ideas. To επιστέγασμα αυτού του φιλοσοφικού οικοδομήματος είναι το έργο του Καντ «Κριτική του καθαρού λόγου», που δείχνει ότι ακόμα και οι θεμελιώδεις μορφές της παραστατικής μας ικανότητας, δηλ. ο χρόνος και ο χώρος, είναι υποκειμενικές. Σύμφωνα με τον Δημόκριτο, ακόμα και η ψυχή αποτελείται από άτομα: από τα λεπτοφυέστερα και πιο ευκίνητα άτομα, που ο Δημόκριτος ονομάζει «άτομα της φωτιάς»· αυτό που εμείς χαρακτηρίζουμε συναισθήματα και επιθυμίες είναι οι κινήσεις των ατόμων της φωτιάς. Αλλά με βάση αυτή την αυστηρά υλιστική ψυχολογία ο Δημόκριτος ανέπτυξε μια έντονα ιδεαλιστική ηθική. Οι αισθησιακές απολαύσεις, λέει, σημαίνουν για την αληθινά ηθική συμπεριφορά ό,τι .278
και οι αισθητηριακές εντυπώσεις για την αληθινή γνώση· η ευτυχία και η δυστυχία δεν εξαρτώνται από εξωτερικά πράγματα, αλλά από τον δαίμονα που φωλιάζει στα στήθια μας· οι θεοί δεν δίνουν στους ανθρώπους παρά μόνον αγαθά, αλλά η ανθρώπινη μωρία τα μετατρέπει σε δεινά. Ο Δημόκριτος εντοπίζει την αληθινή μακαριότητα στην ολιγάρκεια, στην αγνότητα της πράξης και του φρονήματος, στην .καλλιέργεια του ττνευματος, που «στην ευτυχία είναι στολίδι, στη δυστυχία καταφύγιο», και πάνω απ' όλα σ'' εκείνη την κατάσταση της χαρμόσυνης ψυχικής ηρεμίας, που τη χαρακτηρίζει με το ωραίο όνομα γαλήνη^ την κατάσταση δηλαδή όπου η ψυχή είναι ατάραχη σαν την ακύμαντη θάλασσα. Ο Δημόκριτος διδάσκει, ακόμα, ότι όποιος αδικεί είναι πιο δυστυχισμένος από αυτόν που αδικείται και ότι δεν πρέπει απλώς να μην κάνει κανείς το κακό, αλλά και να μη θέλει να το κάνει* πρέπει να ντρέπεται κανείς τον εαυτό του περισσότερο απ' ό,τι τους άλλους και ν' αποφεύγει το άδικο, αδιάφορο αν αυτό το ξέρει κάποιος ή όχι —μια σκέψη που είναι σχεδόν καντιανή. Αν τα συνοψίσουμε όλα αυτά, βλέπουμε ότι ο Δημόκριτος ήταν θεωρητικός υλιστής, αλλά όχι πρακτικός υλιστής, και ότι το σύστημά του ήταν υλιστικό, αλλά όχι ρεαλιστικό. Αυτές οι δύο έννοιες συγχέονται συχνά μεταξύ τους, γιατί στη νεότερη φιλοσοφία συνήθως συμπίπτουν. Έτσι, όπως είναι γνωστό, η λέξη «επικούρειος» δεν σημαίνει σήμερα μόνο τον οπαδό του δημοκρίτειου ατομισμού, αλλά και τον λάτρη των αισθησιακών ηδονών. Αλλά, τουλάχιστο για τον ίδιο τον Επίκουρο, αυτός ο ορισμός δεν αληθεύει. Ακόμα μεγαλύτερες παρανοήσεις υπάρχουν γύρω από το δεύτερο σκέλος. Μπορεί να είναι κανείς υλιστής, δηλαδή να πιστεύει ότι δεν υπάρχει τίποτ' άλλο παρά μόνον η ύλη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι πιστεύει αναγκαία στην πραγματικότητα του κόσμου των φαινομένων. Αυτή η αστόχαστη, ρηχή αντίληψη χαρακτηρίζει μόνο μια ορισμένη τάση του υλισμού, τη σύγχρονη, επειδή όμως είναι η γνωστότερη τη θεωρούμε γενικά ως τη μοναδική. Το πειστικότερο παράδειγμα για το αντίθετο είναι ο Δημόκριτος. Οι δύο μοναδικές οντότητες που αναγνωρίζει ως πραγματικές, τα άτομα και ο κενός χώρος, δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά με τις αισθήσεις. Άλλωστε, ο Δημόκριτος λέει κατηγορηματικά: «τό δέν ού μάλλον έστί ή τό μηδέν», δηλαδή το σώμα, ο κόσμος των ατόμων (το «δέν») δεν είναι περισσότερο υπαρκτό απ' ό,τι το μηδέν (ο κενός χώρος), και κάπου αλλού λέει: «Στην πραγματικό.279
τητα δεν ξέρουμε τίποτα, γιατί η αλήθεια κρύβεται στο βάθος». Επομένως, ο Δημόκριτος δεν ήταν μόνο φαινομενοκράτης, αλλά γενικά αγνωστικιστής, και επίσης (πράγμα που μας εκπλήσσει περισσότερο απ*" όλα, προκειμένου για έναν υλιστή) αντι-εμπειριοκράτης. Τονίζει ότι η γνήσια γνώμη {γνησιη γνώμη) δεν μπορεί ποτέ να προκύψει από τις παραπλανητικές εντυπώσεις των αισθήσεων, που μας απομακρύνουν από την αλήθεια, παρά μόνον από του στοχασμό. Έχει μεγάλη σημασία να συνειδητοποιήσουμε ότι η κοσμοαντίληψη, στην οποία βασίζεται ακόμα και σήμερα η ακριβής επιστήμη, δε διαμορφώθηκε με πειραματικό, αλλά με καθαρά θεωρητικό τρόπο. Τα άτομα είναι ιδέες και η δημοκρίτεια φυσική δεν είναι λιγότερο μεταφυσική απ' ό,τι η πλατωνική και η αριστοτέλεια. Ο Δημόκριτος δεν αναφέρεται ποτέ από τον Πλάτωνα, ενώ από τον Αριστοτέλη μνημονεύεται μόνον επικριτικά. Λέγεται μάλιστα ότι ο Πλάτων ήθελε ν** αγοράσει όλα τα γραφτά του Δημόκριτου και να τα κάψει. Αυτός ο θρύλος επαληθεύθηκε, από την άποψη ότι ο πλατωνισμός καταβρόχθισε πράγματι τον δημοκριτισμό σαν μια σατανική αίρεση, γιατί η φιλοσοφία δεν είναι καθόλου πιο ανεξίγνωμη από την Εκκλησία. Ίσως απ** όλες τις απώλειες αρχαίων έργων αυτή να είναι η πιο λυπηρή, γιατί δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Δημόκριτος ήταν ένα πνεύμα ισάξιο του Πλάτωνα* ο Κικέρων μάλιστα υποστηρίζει ότι ακόμα και από υφολογική άποψη έστεκε στο ίδιο επίπεδο. Οι μεταγενέστεροι περιορίζονται αναγκαστικά να διακρίνουν το αμυδρό περίγραμμα ενός εκπληκτικού φαινόμενου: ότι σ' εκείνη την ευλογημένη εποχή τα δύο μοναδικά συνεπή και ολοκληρωμένα φιλοσοφικά συστήματα, ο ιδεαλισμός και ο υλισμός, διαμορφώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα από δύο μεγαλοφυίες, χάρη στις οποίες απόκτησαν τόση στιβαρότητα και στιλπνότητα, ώστε λάμπουν ακόμα στο στερέωμα της ανθρώπινης σκέψης, το ένα σαν κοντινός και γνώριμος ήλιος, το άλλο σαν ένα μακρινό αστέρι, που μόνο το αιώνιο φως του μαρτυρεί την ύπαρξή του. Τον Αναξαγόρα και τον Δημόκριτο πρέπει να τους φανταστούμε ως γνήσιους επιστήμονες, όπως άλλωστε κι ολόκληρη η εποχή του Περικλή ήταν επιστημονική. Οι φιλόσοφοι καταπιάνονταν ήδη με αρκετά δύσκολα προβλήματα. Ο Αντιφών, για παράδειγμα, ένας σοφιστής σύγχρονος του Σωκράτη, θεωρούσε ότι ο κύκλος είναι ένα πολύγωνο με άπειρες γωνίες: αυτό το απόδειξε εποπτικά, κατά την ελ.280
ληνική συνήθεια, εγγράφοντας σ** ένα κύκλο ένα τετράγωνο, χαράζοντας στις πλευρές αυτού του τετραγώνου ισοσκελή τρίγωνα, στις πλευρές αυτών των τριγώνων νέα ισοσκελή τρίγωνα και πάει λέγοντας. Ο Αριστοφάνης μας μιλάει ακόμα και για τον τετραγωνισμό του κύκλου, κοροβεύοντάς τον φυσικά. Το υψηλό ηθικό επίπεδο της ιατρικής το μαρτυρεί ο «όρκος των γιατρών», όπου οι επίδοξοι γιατροί αναλάμβαναν την υποχρέωση να μη χορηγούν δηλητήρια, ούτε καν σ'' εκείνους που τα ζητούσαν, να μην κάνουν εκτρώσεις, να κάνουν μάθημα μόνο σ' ορκισμένους μαθητές και να θεραπεύουν δωρεάν τους φτωχούς. Από την άλλη μεριά, όχι σπάνια εισέπρατταν τεράστιες αμοιβές και το επάγγελμά τους ήταν το μόνο στο οποίο κάτι τέτοιο δεν θεωρούνταν όνειδος. Υπήρχαν και δημόσιοι γιατροί, αλλά δεν επιβλέπονταν από την πολιτεία, γιατί αυτό ήταν προφανώς δουλειά της συντεχνίας. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ήδη θεραπευτήρια, όπως το περίφημο σανατόριο της Επιδαύρου, στην ανατολική ακτή της Αργολίδας: με υπέροχους πευκώνες και θεσπέσιες πηγές ολόγυρα, κοντά στη θαλασσινή αύρα, αλλά προστατευμένο από τους ανέμους, ήταν εφοδιασμένο με θέατρο, ιπποδρόμιο κι ένα ναό, το Ασκληπιείο, όπου πολυάριθμες αναθηματικές επιγραφές εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη των θεραπευμένων προς τους θεούς. Ο μεγάλος Ιπποκράτης από την Κω, ήταν περίπου συνομήλικος του Δημόκριτου, Σύμφωνα με τη διδασκαλία του, ο σημαντικότερος παράγοντας ήταν η θεραπευτική δύναμη της φύσης, που ο γιατρός δεν έχει παρά να την ενισχύει· η αρρώστια είναι μια διατάραξη της αρμονίας, που επιδιώκει ν^ αυτοαποκατασταθεί, η υγεία είναι η ισορροπία των αντιθέσεων: πρόκειται για μια γνήσια ελληνική σκέψη, σύμφωνα με την οποία το σώμα είναι ένα είδος ναού και η ιατρική μια πραγματικά θεραπευτική τέχγη^ δηλαδή πρόβλημα αισθητικής. Αν κρίνουμε από τις αναφορές που σώθηκαν, η λεπτότητα των διαγνώσεών του ήταν εκπληκτική* η πραγματεία του για τα τραύματα του κρανίου θεωρείται ακόμα και σήμερα αριστουργηματική. Ο Ιπποκράτης έκανε ήδη σαφή αντιδιαστολή ανάμεσα στην αρρώστια και τα συμπτώματά της, καθώς επίσης ανάμεσα στη θεραπεία και την απλή καταπράυνση του πόνου. Έδινε μεγάλη σημασία στη δίαιτα, τη γυμναστική, τη θεραπεία με τον καθαρό αέρα, τον ήλιο και το νερό* τα ναρκωτικά τα είχε υπόψη του, αλλά τα χρησιμοποιούσε φειδωλά. Χορηγούσε κατά προτίμηση καθαρτικά, εμετικά και διουρητικά μέσα και εφάρμοζε επίσης την .281
αφαίμαξη: όλα αυτά τα πράγματα αρχίζουν σιγά-σιγά να τα ξανανακαλύπτουν οι άνθρωποι της εποχής μας. Το όνομα του Ιπποκράτη ήταν τόσο μεγάλο, ώστε σχεδόν όλα τα ιατρικά έργα αποδίδονταν σ^ αυτόν. Όπως αναφέραμε ήδη, αυτά τα λεγόμενα «ιπποκράτεια έργα» διαβάζονταν πολύ, και γενικά το βιβλίο άρχιζε να παίζει ρόλο στη δημόσια ζωή. Μόνο χάρη σ' αιγυπτιακά ευρήματα, δηλαδή μόλις τον περασμένο αιώνα, αποκτήσαμε μια συγκεκριμένη εικόνα για το αρχαίο βιβλίο. Η κύρια πηγή απ' όπου αντλήσαμε αυτή την εικόνα είναι τα μεταχειρισμένα φύλλα πάπυρου, με τα οποία τυλίγονταν οι μούμιες. Μ' αυτό τον τρόπο γνωρίσαμε επίσης ολόκληρο πλήθος από καινούρια κείμενα: αποσπάσματα από τον Τυρταίο, τον Αρχίλοχο και τον Πίνδαρο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Επίχαρμο, ένα σύγγραμμα του Αριστοτέλη με τίτλο «Αθηναίων πολιτεία», εργασίες του Φαβωρίνου, του εφευρέτη της «έγχρωμης γραφής», και προπάντων σκηνές από τον Μένανδρο και τον Ηρώνδα. Ο αρχαιότερος ελληνικός πάπυρος που είναι γνωστός ώς τώρα είναι ένα ταφικό ανάθημα από τον τέταρτο προχριστιανικό αιώνα: η κατάληξη του διθυραμβικού ποιήματος «Πέρσες», που έγραψε ο Τιμόθεος γύρω στο 400 για μια γιορταστική εκδήλωση της γενέτειράς του Μιλήτου. Σ' ολόκληρη την αρχαιότητα το σχήμα του βιβλίου ήταν ο κύλινδρος ή ρόλος, που σήμερα επιβιώνει πια μόνο στον «ρόλο» του ηθοποιού και στο σχήμα που έχουν μερικά επίσημα έγγραφα, π.χ. το διδακτορικό δίπλωμα. Στην Ελλάδα και την Περσία το αρχαιότερο υλικό από το οποίο φτιάχνονταν βιβλία ήταν το δέρμα, και η περγαμηνή, που τον τρίτο προχριστιανικό αιώνα προσπάθησε ν' ανταγωνισθεί τον πάπυρο, ήταν κι αυτή δέρμα ζώου που είχε περάσει από πολύ λεπτή κατεργασία. Αλλά μόνο το λινό χαρτί, μια κινέζικη εφεύρεση που έφτασε γύρω στο 800 μ.Χ. στην Αραβία κι από εκεί στην Εσπερία, κατάφερε να εκτοπίσει ολοκληρωτικά τον πάπυρο, που έπαψε να καλλιεργείται ακόμα και στην ίδια την Αίγυπτο. Μόνον ορισμένες λέξεις των ευρωπαϊκών γλωσσών διατήρησαν μια ευλαβική ανάμνηση του πάπυρου, καθώς ο Γερμανός, ο Γάλλος και ο Άγγλος έδωσαν στο χαρτί το όνομά του (papier, papier, paper), ενώ ο Ρώσος λέει το τσιγάρο «παπιρόσα». Για τις σχολικές ασκήσεις, τις φευγαλέες σημειώσεις και τις σύντομες ανακοινώσεις οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν πινάκια από ξύλο ή ελεφαντόδοντο, που ήταν αλειμμένα με σκούρο κερί* σ' .282
αυτή την περίπτωση έγραφαν μ' ένα μεταλλικό κοντύλι, που η άλλη άκρη του είχε σχήμα μικρού φτυαριού, για να μπορεί κανείς να λειαίνει πάλι το κερί· γι' αυτό η έκφραση «γυρίζω το κοντύλι» σήμαινε «ξεγράφω» ή «αρχίζω απ'' την αρχή». Όταν συνέδεε κανείς δύο ή τρία πινάκια (ένα υπερυψωμένο πλαίσιο προστάτευε σ"* αυτή την περίπτωση τη γραφή από το σβήσιμο), προέκυπτε το «δίπτυχο», από το οποίο κατάγονται όχι μόνο τα σημειωματάρια και τα ντοσιέ μας, αλλά και γενικά όλες οι σημερινές μορφές του βιβλίου. Για το γράψιμο πάνω σε πάπυρο χρησίμευε ο κάλαμος^ που ήταν κομμένος έτσι ώστε να έχει το σχήμα του χηνίσιου φτερού (γΓ αυτό το κοντυλομάχαιρο ήταν απαραίτητο εξάρτημα) και το μελάνι, που λεγόταν μέλαν^ μαύρο· ωστόσο οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν και κόκκινο μελάνι, ιδιαίτερα για τις επικεφαλίδες: απ' αυτό βγαίνει η λέξη «ρουμπρίκα» (λατινικά rubor = το κόκκινο χρώμα). Τις επικεφαλίδες τις έβαζαν οι αρχαίοι στο τέλος των κεφαλαίων και τον τίτλο του βιβλίου στο τέλος του έργου. Αλλά κι αν τον έβαζαν στην αρχή, με το σχήμα που είχαν τα αρχαία βιβλία αυτό δε θα τους βοηθούσε καθόλου στον προσανατολισμό. Γι' αυτό οι ρόλοι τοποθετούνταν πλαγιαστά ο ένας δίπλα στον άλλο πάνω σε ράφια ή μέσα σ' ένα πέτρινο, πήλινο ή ξύλινο δοχείο, που ονομαζόταν κίστη ή τεύχος (η Πεντάτευχος είναι επομένως το έργο που φυλάγεται «σε πέντε δοχεία», δηλαδή το πεντάτομο έργο, όπως θα λέγαμε εμείς), και ως αναγνωριστικό σημάδι κρεμόταν έξω μια ταινία όπου ήταν γραμμένος ο τίτλος: αυτή είναι η γνωστή «ουρά», που και σήμερα ακόμα χρησιμοποιείται στα κρατικά αρχεία. Το μέγεθος των αρχαίων βιβλίων παρουσίαζε μεγάλες διακυμάνσεις: έφτανε από 5 ώς 40 εκατοστά, αλλά, όπως σ' εμάς, το κανονικό σχήμα του ήταν 20-30 εκατοστά. Επίσης και η σχέση του ύψους της στήλης με το ύψος της σελίδας έμοιαζε μ' εκείνη των τυπωμένων βιβλίων: 2 προς 3 ή 3 προς 4· φυσικά, το χειρόγραφο δεν μπορούσε να έχει ποτέ τη συμμετρικότητα του τυπωμένου κειμένου. Ο όγκος των αρχαίων βιβλίων περιοριζόταν σε στενότερα όρια απ' ό,τι σήμερα: ένας ρόλος ήταν περίπου αυτό που θα ονομάζαμε κεφάλαιο· άλλωστε, κι εμείς υποδιαιρούμε τα πολύ ογκώδη έργα σε «βιβλία». Καθώς ο αναγνώστης διάβαζε το βιβλίο, τύλιγε το διαβασμένο κείμενο γύρω από ένα πηχάκι, ενώ το αδιάβαστο κείμενο έμενε τυλιγμένο, έτσι ώστε κάθε φορά ήταν ανοιχτή μόνο μια «σελίδα», όπως ακριβώς και σήμερα. Όταν τέλειωνε το διάβασμα, ολό.283
κλήρο το βιβλίο είχε τυλιχθεί προς τα αριστερά, αλλά ανάποδα, οπότε ένας άνθρωπος που αγαπούσε την τάξη έπρεπε να το ξανατυλίξει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Επίσης και το ξεφύλλισμα του βιβλίου ή η ανεύρεση ενός ορισμένου σημείου στο κείμενο ήταν κάτι πιο πολύπλοκο απ' ό,τι σήμερα, ενώ το συχνό και αναπόφευκτο τύλιγμα και ξετύλιγμα των ρόλων έφθειρε γρηγορότερα το βιβλίο. Αντίθετα, δε χρειάζονταν σελιδοδείκτες, γιατί μπορούσε κανείς να ξαναβάλει το βιβλίο στο ράφι, τυλιγμένο προς τα δεξιά και τ' αριστερά της σελίδας όπου είχε μείνει ο αναγνώστης. Ο διορθωτής ήταν για το αρχαίο βιβλίο μια προσωπικότητα εξίσου σπουδαία όσο και για το σημερινό* μόνο που δεν επιτελούσε το έργο βυθισμένος στην άδοξη αφάνεια, αλλά στο άπλετο φως της μέρας, κι ένα αντίγραφο θεωρούνταν τόσο πιο πολύτιμο όσο περισσότερες διορθώσεις είχε, που αντιστοιχούσαν σε ισάριθμα λάθη. Ώς τώρα όμως δεν έχει βρεθεί κανένα σχετικά εκτενές έργο που να μην έχει λάθη —ένα μειονέκτημα που πάντως δεν κατάφερε να άρει ούτε ο Γκούτενμπεργκ. Η διάδοση ενός βιβλίου γινόταν εν μέρει ιδιωτικά: το να δανείζεται κανείς ένα βιβλίο σήμαινε συνήθως να παίρνει ένα αντίγραφό του* γινόταν όμως και με το εμπορικό κύκλωμα: το βιβλιοπωλείο αναφέρεται ήδη στην κωμωδία του πέμπτου αιώνα. Αλλά δεν υπήρχαν συγγραφικά δικαιώματα και, επομένως, ο συγγραφέας δεν αμειβόταν: όπου γίνεται λόγος για τέτοια αμοιβή, πρόκειται για τιμητικά επιδόματα που χορηγούσε η πόλη ή ένας μαικήνας. Η τιμή καθοριζόταν από την καλλιγραφικότητα του αντίγραφου, την επιμέλεια της διόρθωσης και την κομψότητα της διακόσμησης. Στις φτηνές εκδόσεις χρησιμοποιούνταν φύλλα που ήταν ήδη γραμμένα από τη μια μεριά: έτσι, σ' ένα ρόλο συνυπάρχουν παιάνες του Πίνδαρου και παλιά δικόγραφα. Τα έργα του Αναξαγόρα πουλιόντουσαν στην αθηναϊκή αγορά προς μια δραχμή, ήταν δηλαδή πολύ φτηνά. Πάντως, φαίνεται ότι ο Αναξαγόρας ήταν ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς της εποχής του Περικλή κι ένας από εκείνους που ασκούσαν τη μεγαλύτερη επιρροή. Είναι πιθανό ότι το ύφος και το κοσμοείδωλο του Αναξαγόρα επηρέασαν πολύ τον Θουκυδίδη, που έδρασε στην Αθήνα ως στρατηγός και πολιτικός, αλλά το 424, εξαιτίας της συνθηκολόγησης της Αμφίπολης, αυτοεξορίσθηκε και δε γύρισε στην πατρίδα του παρά έπειτα από είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια καλύπτει και το έργο του για την Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, που φτάνει ώς το 411. .284
Αμέσως μόλις άρχισε ο πόλεμος, ο Θουκυδίδης αντιλήφθηκε τη σημασία του και συνέλαβε το σχέδιο να τον εξιστορήσει, ζώντας τον ο ίδιος από κοντά. Η αφήγησή του βασίζεται συστηματικά σε μαρτυρίες από πρώτο χέρι: προσωπική συμμετοχή, περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, επιθεώρηση των πολεμικών θεάτρων. Επίσης ο Θουκυδίδης χρησιμοποίησε σε μεγάλη έκταση υλικό από το αθηναϊκό κρατικό αρχείο, μεταπλάθοντάς το όμως στο δικό του ύφος. Η αντικειμενικότητά του είναι υποδειγματική και δεν την έχει φτάσει κανένας ιστορικός ώς σήμερα. Το έργο του δεν σ' αφήνει καθόλου να καταλάβεις ότι πολέμησε στο πλευρό των Αθηναίων, και μολονότι ο περίφημος επιτάφιος λόγος που βάζει στο στόμα του Περικλή θεωρείται ύμνος για τη δημοκρατία, από την άλλη πλευρά ο Θουκυδίδης ξεσκέπασε τα 'μειονεκτήματα του πολιτεύματος της πατρίδας του τόσο ανελέητα, ώστε ο υπερσυντηρητικός Χομπς τον μετέφρασε στα αγγλικά, με την έκδηλη πρόθεση να κάνει τους συμπατριώτες του να φοβηθούν τη δημοκρατία. Αλλά σε γενικές γραμμές η εσωτερική πολιτική ενδιαφέρει τον Θουκυδίδη μόνο στον βαθμό που είναι ένας μοχλός της πολεμικής και διπλωματικής ιστορίας. Αυτό που περιγράφει εξονυχιστικά είναι μόνο τα στρατιωτικά συμβάντα, ενώ ακόμα και στη διαφώτιση των αιτιακών συναφειών της εξωτερικής πολιτικής δε λείπουν τα κενά. Η χρονικογραφία, στην οποία τα γεγονότα αραδιάζονται γραμμικά το ένα μετά το άλλο, είναι το στιλ του ιστορικού ανάγλυφου. Συναντάμε δηλαδή κι εδώ το ίδιο δισδιάστατο πανόραμα όπως στην τραγωδία, και τα ρόλο της τρίτης διάστασης, που προσδίνει στην όλη εικόνα ψυχολογικό βάθος και που στην τραγωδία τον παίζει ο χορός, στον Θουκυδίδη τον παίζουν οι εμβόλιμες δημηγορίες. Κατά βάθος λοιπόν ο Θουκυδίδης δεν ήταν παρά ο μεγαλύτερος απ' όλους τους χρονικογράφους που έπιασαν ποτέ την πένα στα χέρια τους, και ίσως δεν είναι εντελώς σωστό να εκθειάζεται διαρκώς ως πατέρας της πραγματιστικής ιστοριογραφίας. Ο Θουκυδίδης ήταν πραγματιστής μόνο με την αρχαία έννοια αυτής της λέξης, που την έπλασε ο Πολύβιος: ότι δηλαδή περιγράφει γεγονότα' αλλά δεν ήταν πραγματιστής με τη σημερινή έννοια, δηλαδή δεν προσπάθησε ν' αποκαλύψει τις μυστικές διασυνδέσεις και τις έμμεσες αλληλεπιδράσεις, τα κρυφά νήματα και τις βαθύτερες αιτίες της παγκόσμιας Ιστορίας. Ακόμα και στον Πολύβιο —και ολόκληρη η αρχαιότητα δεν προχώρησε πιο πέρα από την αντίληψη του Πολύβιου για την ιστορία— το πηδάλιο .285
του ιστορικού γίγνεσθαι βρίσκεται στα χέρια της Τύχης, την κυριαρχία της οποίας οι αρχαίοι θεωρούσαν ως «μοίρα», ενώ εμείς (με το δίκιο μας, από τη δική μας σκοπιά) ως «σύμπτωση». Η πραγματιστική ιστορία είναι κάτι ξένο προς την αρχαιότητα, το ίδιο ξένο όσο και το θέατρό μας, η ζωγραφική μας, η φυσική μας, η πολιτική μας, που είναι όλες μια «συναυλία»: βασίζονται στα στοιχεία της ατμόσφαιρας και της αντίστιξης. Γι' αυτό και δεν υπάρχει ελληνική χημεία. Γι' αυτό επίσης δεν υπάρχει ελληνικό μυθιστόρημα: αυτό που ονομάζεται έτσι, δεν είναι παρά ένα καλειδοσκόπιο από άσχετες μεταξύ τους περιπέτειες, ένα μωσαϊκό από χρωματιστές, αλλά νεκρές ψηφίδες, μια θορυβώδικη, αυθαίρετη φάρσα. Ο Θουκυδίδης είναι ο λαμπρός γλύπτης των έτοιμων χαρακτήρων και των στάσιμων καταστάσεων: η ελληνική ματιά ήταν αδύνατο να γνωρίσει κάτι αλλιώτικο. Για τον Θουκυδίδη, η ιστορία ως συμφωνία, η ιστορία ως προτσές δεν αποτελεί ούτε καν πρόβλημα, και πολύ λιγότερο αντικείμενο περιγραφής. Αλλά η ιστορία του δεν είναι πραγματιστική ούτε και μ' εκείνη τη δεύτερη έννοια που στη νεότερη εποχή δίνεται συχνά σ' αυτή τη λέξη: δηλαδή ως καθρέφτης των αρετών και των ελαττωμάτων. Γιατί ο Θουκυδίδης δεν ηθικολογεί ποτέ. Ατενίζει το θέαμα που ξεδιπλώνεται μπροστά του ως άνδρας: χωρίς μελαγχολία, αλλά και χωρίς εξάρσεις, σχεδόν σα θεός: με ολύμπεια αταραξία και γνήσια «θεωρία». Το έργο του είναι αγέρωχα απρόσωπο όπως τα γλυπτά του Παρθενώνα, οι προτάσεις του είναι σαν από μάρμαρο. Τα λέει όλα με την πιο συμπυκνωμένη δυνατή μορφή, αλλά από την άλλη μεριά πάλι δεν τα λέει ποτέ όλα, και πολύ περισσότερο δε λέει ποτέ κάτι περιττό. Σ' ολόκληρη την αρχαιότητα θεωρούνταν υπόδειγμα της σεμνότητας^ της μεστότητας στο περιεχόμενο και της βαρύτητας των σκέψεων, της maiestas xcli της gravitas^ πράγμα όμως που όχι σπάνια τον παρέσυρε σ' ένα λόγο σκοτεινό και τεχνητό, για τον οποίο παραπονιόντουσαν ακόμα και οι συμπατριώτες του. Με την επιστημονική του ψυχρότητα, που, παραμερίζοντας το εγώ, περιγράφει τα πράγματα όπως ο εντομολόγος μια μυρμηγκοφωλιά ή ένα μελίσσι, μοιάζει με τον Φλωμπέρ· με τη χωρίς ψευδαισθήσεις ρεαλιστική πολιτική του, που βλέπει σε κάθε πλάσμα μόνο μια περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένη έκφραση της θέλησης για δύναμη, θυμίζει τον Μακιαβέλλι, ενώ με τον Σαίξπηρ συγγενεύει χάρη σ' εκείνο το μυστηριώδες χάρισμα να ζωγραφίζει ακόμα και τη βδελυρότερη πράξη .286
με τα ζωηρότερα χρώματα της ζωής: θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας σπεσιαλίστας του Κακού. Και γενικά η τεχνική του είναι δραματική. Περιγράφει το παρόν, αφήνοντας τα γεγονότα να συμβαίνουν ή βάζοντας να μιλούν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές τους. Αυτές είναι οι περίφημες δημηγορίες. Στην πραγματικότητα είναι μονόλογοι, που απευθύνονται στο κοινό, όχι στους φανταστικούς ιστορικούς ακροατές τους, και, όπως είπαμε, παίζουν τον ρόλο του χορού. Είναι ένα τέχνασμα του συγγραφέα για ν^ αφήνει τη φιλοσοφία των γεγονότων να μιλάει χωρίς να επεμβαίνει ο ίδιος, πράγμα που θα κατέστρεφε το δραματικό αποτέλεσμα. Όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί χρησιμοποίησαν αυτή την παράξενη αποστασιοποιητική μέθοδο, που αντιστοιχεί στις «χαρακτηρογραφίες» των νεότερων ιστοριογράφων. Αλλά,' όπως είπαμε, ο αρχαίος Έλληνας δεν ήταν ζωγράφος, παρά γλύπτης: οι δημηγορίες είναι ιδανικά αγάλματα, χυμένα όλα στην ίδια στιλιζαρισμένη μορφή, που εκφράζει το ήθος και το πάθος του καλλιτέχνη. Σ' αυτό οφείλεται η μεγάλη τους ομοιότητα. Κατά τα άλλα ο Θουκυδίδης, όπως και ο Σοφοκλής, εξηγεί απλούστατα τα γεγονότα με βάση τους χαρακτήρες. Αλλά η ένθερμη πίστη που διέπνεε τον Σοφοκλή έχει πια χαθεί στον Θουκυδίδη. Η ύπαρξη του κόσμου των θεών δεν αμφισβητείται, και μάλιστα είναι αντικείμενο του δέους και της νοσταλγίας, αλλά παντού διαφαίνεται η πεποίθηση ότι δεν αφορά καθόλου τον ιστορικό. Είναι περίπου η ευλαβική, αλλά και αδιάφορη σχέση του Ράνκε με τον χριστιανισμό. Η μοίρα είναι ο άνθρωπος. Αυτή η αντίληψη θυμίζει τον Ευριπίδη. Ο Ευριπίδης συμπυκνώνει με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο όλες τις τάσεις της εποχής του. Ήταν δεκαπέντε χρόνια νεότερος από τον Σοφοκλή και πέθανε περίπου ένα χρόνο πριν απ^ αυτόν, που έβλεπε την αντιζηλία τους με τόση μεγαλοθυμία ώστε όταν έμαθε τον θάνατο του ανταγωνιστή του φόρεσε πένθιμα ρούχα. Το ντεμπούτο του στη σκηνή το έκανε ο Ευριπίδης τη χρονιά που πέθανε ο Αισχύλος, πράγμα που κρύβει ένα κάποιο συμβολισμό. Κέρδισε το πρώτο βραβείο μόνο τέσσερις ή πέντε φορές, αλλά πρέπει να ήταν ο πιο δημοφιλής από τους τρεις τραγικούς όσο ζούσε ακόμα. Λέγεται ότι μερικοί από τους πάμπολλους Αθηναίους που αιχμαλωτίσθηκαν μετά την αποτυχία της σικελικής εκστρατείας απελευθερώθηκαν, επειδή ήξεραν ν' απαγγείλουν απ' έξω δράματα του Ευριπίδη. Σώθηκαν δεκαοχτώ ολόκληρα έργα του και πολυάριθμα αποσπάσματα, δηλαδή πο.287
λύ περισσότερα παρά από οποιονδήποτε άλλο ποιητή, σχεδόν το ένα τέταρτο της συνολικής παραγωγής του. Περισσότερο από κάθε άλλον τομέα, το ταλέντο του Ευριπίδη πρέπει να έλαμπε στη μουσική σύνθεση. Επιχειρούσε να συνδέσει στενότερα τη μελωδία με τη σκέψη, ν' αλλάζει τολμηρότερα τις τονικές και να πετυχαίνει πρωτότυπα αποτελέσματα χάρη στην εντονότερη μετατροπία και την υπόκρουση. Οι επικρίσεις της κωμωδίας στρέφονται κυρίως κατά της μοντέρνα« μουσικής του, με τις φιοριτούρες και τις τρίλιες της, τις καδέντσες κα; τους λαρυγγισμούς της. Οι άριες, οι διωδίες και τα χορικά του απαγγέλλονταν και ξεχωριστά, πράγμα που δε συνέβαινε με τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή. Οι μουσουργοί εκείνης της εποχής θα πρέπει να γνώριζαν ακόμα και την προγραμματική μουσική: χρωμάτιζαν μουσικά τη βροντή, τις φωνές των ζώων, το κελάρυσμα του ρυακιού και το «μυρμήγκιασμα», που προκαλούσε πονοκέφαλο. Οι σύγχρονοί τους τους κατηγορούσαν ότι η τέχνη τους ήταν κούφια κι εφετζίδικη, φτιαχτή και υπερφορτωμένη, κακόφωνη και ψευτοπεριπαθής: κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον κάθε καινούριας μουσικής. Συγκρίναμε προηγουμένως τους τρεις τραγικούς με τον Σαίξπηρ, τον Σίλερ και τον Ίψεν σωστότερο όμως θα ήταν ίσως να χρησιμοποιήσουμε ως μέτρο σύγκρισης το ορατόριο και την όπερα, και να παραλληλίσουμε τον Αισχύλο με τον Μπαχ, τον Σοφοκλή με τον Γκλουκ και τον Ευριπίδη με τον Βάγκνερ. Βρίσκουμε στον Ευριπίδη και τον Βάγκνερ το ίδιο ασυγκράτητο πάθος, την ίδια ψυχολογοποίηση του κόσμου των θεών, τον ίδιο διαποτισμό των πάντων με φιλοσοφία και την ίδια πολυχρωμία μιας ρηξικέλευθα καινούριας παλέτας. Και η ευριπίδεια μουσική επίσης θεωρήθηκε από τους συγχρόνους της παρακμιακή, ευτελής και χωρίς ήθος, ενώ αντίθετα αργότερα επαινέθηκε ακριβώς για το υψηλό ηθικό περιεχόμενό της. Εξάλλου, εύκολα βλέπει κανείς ότι ο Ευριπίδης έδινε ήδη μεγαλύτερη σημασία στη σκηνογραφία: το τέλος της τραγωδίας «Τρωάδες», με την πυρπόληση του Ίλιου, είναι πέρα για πέρα σκηνικό* δεν πρέπει όμως να φανταστούμε εδώ τίποτα περισσότερο από τα πρωτόγονα τεχνάσματα που εφαρμόζονταν σ' ένα συνοικιακό γερμανικό θέατρο των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα. Γενικά, ο Ευριπίδης επικαλείται τα μάγια, τα θαύματα και τα φαντάσματα πολύ περισσότερο απ' όσο ο θρήσκος Σοφοκλής, αλλά το κάνει αυτό από ρομαντική διάθεση και για να ενισχύσει τη θεατρικότητα του έργου του· είναι κάτι ανάλογο .288
με τον αποκρυφισμό του ορθολογιστή Ίψεν. Με τον Ευριπίδη το ελληνικό θέατρο γίνεται «ενδιαφέρον». Προπάντων αυτός είναι που ανακάλυψε τη γυναικεία ψυχή και το ερωτικό δράμα (η πρώτη αρχαία ερωτική τραγωδία ήταν η χαμένη «Φαίδρα» του Σοφοκλτ^ εκείνην όμως πρέπει να τη φανταστούμε ολότελα διαφορετική). Στους «Βάτραχους» ο Αισχύλος λέει περήφανα στον Ευριπίδη: «Κανένας δεν μπορεί να πει ότι έπλασα ποτέ τη μορφή μιας ερωτευμένης γυναίκας». Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, γιατί ο Αισχύλος ζούσε ακόμα στον παλιό καλό καιρό όπου κυριαρχούσαν τα παιδεραστικά αισθήματα. Αν όμως δούμε τα πράγματα από την ελληνική σκοπιά, η μομφή του Αριστοφάνη δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητη: το τόλμημα του Ευριπίδη, παρά την εμβάθυνση του προβληματισμού και την εκλέπτυνση των μέσων, ήταν ένας κάποιος ξεπεσμός από τα «υψηλά αντικείμενα της ανθρώπινης σκέψης». Με τον Περσέα της «Ανδρομέδας» ο Ευριπίδης εισήγαγε στην παγκόσμια λογοτεχνία τη μορφή του γαλαντόμου σωτήρα και ιππότη. Αλλά το ανδρικό ερωτικό πάθος δεν τόλμησε να το περιγράψει ούτε ο ίδιος: οι άνδρες στα έργα του tv^OLi όλοι παράξενα ψυχροί, φλερτάρονται και δε φλερτάρουν, με αποκορύφωμα τον Ιππόλυτο, στον οποίο προστίθεται, ως λεπτότατη παρατήρηση του ποιητή, η γενετήσια ψυχρότητα του αθλητικού τύπου. Αλλά και κατά τα άλλα οι ευριπίδειοι ήρωες συμπεριφέρονται πολλές φορές παθητικά, συχνά μάλιστα δεν είναι καν ήρωες, παρά καθημέρ^^ί άνθρωποι εξυψωμένοι σε ιδανικούς τύπους, όπως στον Ίψεν. Ö ϊασων, λόγου χάρη, με την υποκριτική, συμφεροντολογική ηθική του και τον άκαρδο εγωισμό του, έχει κάποια ομοιότητα με τον Χέλμερ του «Κουκλόσπιτου»· ο Μενέλαος του «Ορέστη», φαινομενικά φιλότιμος αλλά γεμάτος ύπουλες σκέψεις, φροντίζοντας όμως να τηρεί τα προσχήματα, είγαι ένα είδος πρόξενου Μπέρνικ· η Φαίδρα είναι μια σπουδή πάνω στην υστερία, που μας θυμίζει την Ελίντα Βάνγκελ, και η μορφή της Μήδειας (που ο ποιητής τη σμίλεψε με τόση σιγουριά ώστε κανένας μεταγενέστερος ποιητής δεν μπόρεσε ν' αλλάξει πάνω της κάτι το ουσιαστικό), με τη σκοτεινή, αβυσσαλέα κι ωστόσο πάντα ανθρώπινη προσωπικότητά της, έχει κάτι από τη Χέντα Γκάμπλερ. Αλλά, όπως ακριβώς στον Ίψεν, έτσι και στον Ευριπίδη ακόμα και οι πιο κοινότοπες μορφές έχουν κάτι το αιώνιο: είναι άνθρωποι της σειράς, κι ωστόσο δεν είναι συνηθισμένοι, όπως ακριβώς τα πλάσματα της φύσης: τα λουλούδια, 19
289
τα δέντρα, τα κοχύλια, τα σκαθάρια, που, αν κι είναι φτιαγμένα σύμφωνα με το ίδιο αυστηρό σχέδιο, ωστόσο είναι όλα τους τυλιγμένα σε μια ατμόσφαιρα ποίησης. Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό; Εδώ ακριβώς βρίσκεται το μυστικό των μεγάλων ποιητών. Μια ειδικότητα του Ευριπίδη ήταν η αποκατάσταση της τιμής των δυσφημημένων γυναικών: η Κλυταιμνήστρα παρουσιάζεται ως καλή νοικοκυρά, η Ελένη ως πιστή σύζυγος. Αυτό είναι ένα σοφιστικό στοιχείο: να παριστάνεται το ασθενέστερο σκέλος ως το ισχυρότερο. Περιέργως όμως η Ελένη εμφανίζεται αργότερα στον «Ορέστη» ως πονηρό, ματαιόδοξο και άκαρδο θηλυκό. Ο Ευριπίδης έπλασε επίσης δύο Φαίδρες με ολότελα διαφορετικό χαρακτήρα, που θα έλεγε κανείς ότι τις παρουσίασε στο κοινό για να διαλέξει. Αλλά κι ο Σοφοκλής δε διέφερε σ' αυτό το σημείο: ο Οδυσσέας είναι αρχοντάνθρωπος στον «Αίαντα», ενώ στον «Φιλοκτήτη» είναι ένα ρεμάλι, ο Κρέων στον «Οιδίποδα τύραννο» είναι ένα καλοκάγαθο ανθρωπάκι, ενώ στην «Αντιγόνη» είναι τύραννος· η ίδια η Αντιγόνη είναι ολότελα διαφορετική στην ομώνυμη τραγωδία απ' ό,τι στο «Οιδίπους επί Κολωνώ». Ο χαρακτήρας δε χρειάζεται να είναι σταθερός, γιατί η ύπαρξή του είναι εφήμερη. Οι Φαίδρες πρέπει να μοιάζουν τόσο λίγο όσο και οι διάφορες Αφροδίτες που σμιλεύει ο γλύπτης. Ας πάρουμε για σύγκριση τη Χίλντε Βάνγκελ στην «Κυρά της θάλασσας» και στον «Αρχιμάστορα Σόλνες»: όχι μόνον είναι η ίδια ακριβώς μορφή, αλλά κι έχει ωριμάσει ψυχικά κατά τόσα χρόνια, όσα ακριβώς μεσολάβησαν ανάμεσα στο γράψιμο των δύο δραμάτων. Αφού όμως οι μορφές της ελληνικής τραγωδίας δεν εξελίσσονται μέσα στο δράμα, δεν μπορούν να εξελίσσονται ούτε έξω από αυτό. Σ' ό,τι αφορά τον «από μηχανής θεό», για τον οποίο επικρίνεται κάθε τόσο ο Ευριπίδης (μολονότι το τέχνασμα αυτό χρησιμοποιείται και στον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή, ενώ στον Όμηρο εφαρμόζεται μόνιμα), δεν είναι αποτέλεσμα προχειρότητας ή αδεξιότητας, παρά αντίθετα η έκφραση της ανώτατης καλλιτεχνικής σιγουριάς: ο ποιητής κατέχει τόσο τέλεια τον θεατρικό μηχανισμό, ώστε τον περιφρονεί. Σ' αυτό ο Ευριπίδης θυμίζει τον Σω, που τα έργα του παρακάμπτουν χαμογελώντας τις δραματουργικές απαιτήσεις και γι' αυτό θεωρήθηκαν στην αρχή χονδροειδή μελοδράματα. Εδώ όμως εκδηλώνεται και μια κάποια επιπολαιότητα, και το ίδιο συμβαίνει με τη διαπραγμάτευση του μύθου. Ο μύθος ήταν αναπόσπαστος από την .290
τραγωδία, αλλά, επειδή ο Ευριπίδης τον βλέπει ήδη με τα μάτια του Διαφωτισμού, τον «αστικοποιεί». Ας φανταστούμε ότι ο Ίψεν είχε στη διάθεσή του μόνο βιβλικές ιστορίες και βίους αγίων. Η θρησκευτικότητα αποσυντίθεται σε φιλοσοφία. Η ευριπίδεια μυθολογία έχει με τη σοφιστική φιλοσοφία την ίδια σχέση που έχει η βαγκνερική μυθολογία με τον δαρβινισμό: αυτοί οι θεοί έχουν διαβάσει όλοι τους Πρωταγόρα. Στον Ευριπίδη δεν υπάρχουν πια παρά μόνον άνθρωποι. Σ' αυτό οφείλεται η βαθιά απαισιοδοξία του. Αλλά επίσης και η ζεστασιά και η εγγύτητά του. Στις μορφές του παίρνουν σάρκα και οστά τα βασανιστικότερα πβοβλήματα της καρδιάς του και της εποχής του, και φαίνεται ότι αυτός ήταν ο λόγος που ο Αριστοτέλης αποκαλούσε αυτό τον σκυθρωπό ποιητή, στον οποίο οι θεοί δε χάρισαν ούτε τη στιβαρότητα ενός Αισχύλου ούτε τη λαμπρότητα ενός Σοφοκλή, τραγικώτατον^ τον πιο τραγικό απ' όλους. Ταυτόχρονα όμως η ευριπίδεια τραγωδία έχει και γνωρίσματα κωμωδίας. Μόνο που προβάλλουν πολύ δειλά, γιατί το ολότελα αντι-ιμπρεσιονιστικό μάτι του Έλληνα θεωρούσε τις αναμίξεις των χρωμάτων κάτι κακόγουστο. Μάταια θ' αναζητήσουμε στο αρχαίο δράμα κάτι σαν το τραγικό χιούμορ ενός Καλντερόν κι ενός Σαίξπηρ ή το κωμικοτραγικό στοιχείο ενός Ίψεν κι ενός Σω. Ο αποκλειστικός χώρος της σάτιρας ηθών ήταν η κωμωδία. Αυτή η μορφή τέχνης παρανοείται όταν τη συγκρίνει κανείς με τη σημερινή κωμωδία, με την οποία μόνο τ' όνομα τη συνδέει, και όταν φέρνει στον νου του ηθογραφικά έργα, χιουμοριστικά σκετς ή φάρσες. Η λεγόμενη «αρχαία κωμωδία» του πέμπτου αιώνα αντιστοιχούσε, απλούστατα, στις δικές μας σατιρικές εφημερίδες. Είναι λοιδορία που παίζεται, τραγουδιέται και χορεύεται, λοιδορία ως αυτοσκοπός, χωρίς την παραμικρή φιλοδοξία να υφάνει ένα δραματικό μύθο, να διαπλάσει έναν ανθρώπινο χαρακτήρα, να παρουσιάσει μια ποιητική ιδέα. Και μάλιστα είναι μια λοιδορία τόσο ανενδοίαστα ποταπή, ωμή και ψευδολόγα, που δεν έχει το ταίρι της σε καμιά άλλη λογοτεχνία. Πώς να το κάνουμε, οι Έλληνες έκαναν ρεκόρ σ' όλους τους τομείς! Αν τα θύματα ανέχονταν αυτή την πρόγκα, η εξήγηση βρίσκεται στην παθολογική επιδειξιμανία των Ελλήνων. Γιατί το να χλευάζεται κανείς τόσο αχαλίνωτα μπροστά σ*^ όλο τον κόσμο ήταν κι αυτό μια διάκριση. Το ότι οι κωμωδιογράφοι δεν επιδίωκαν κανενός είδους θεατρικότητα βγαίνει έστω και μόνον από το γεγονός ότι έκαναν τα πάντα .291
για να καταστρέψουν τη θεατρική ψευδαίσθηση: έμπαζαν στο έργο το κοινό, τον ιδιο τον εαυτό τους, παλιότερα έργα, απευθύνονταν σε γνωστά πρόσωπα που βρίσκονταν ανάμεσα στους θεατές και γενικά θρυμμάτιζαν τα σκηνικά πλαίσια: στις «Νεφέλες», λόγου χάρη, ο Άδικος Λόγος λέει στον Δίκαιο: «Στην εποχή μας δεν είναι πια ντροπή να είσαι ξεσκισμένος! Για κοίτα γύρω σου! Τι βλέπεις; Μαραθωνομάχους ή ξεσκισμένους;». Και ο Δίκαιος Λόγος αναγκάζεται να παραδεχτεί: «Σχεδόν μόνο ξεσκισμένους. Νικήθηκα!». Στην «Ειρήνη» ο Τρυγαίος, όταν ξεκινάει για τον ουρανό καβάλα σ' ένα κοπροφάγο σκαθάρι, φωνάζει: «Πρόσεχε, καλέ μου μηχανικέ, μην πάθω τίποτα!», κι όταν ο Διόνυσος στο ταξίδι του για τον Άδη τα βρίσκει σκούρα, παρακαλεί τον ίδιο του τον ιερέα, που καθόταν σε μια τιμητική θέση στην πρώτη σειρά, να του συμπαρασταθεί (πράγμα που αποδείχνει ταυτόχρονα ότι στην κωμωδία οι Έλληνες δε δίσταζαν να διακωμωδούν ακόμα και τους θεούς τους). Ο μόνιμος θεσμός της παράβασης, ενΛς^τραγουδιού όπου ο χορός, έχοντας βγάλει τις μάσκες, εξηγούσε στό κοινό τις προθέσεις του ποιητή και τα έβαζε με τους πάντες, και τα πάντα, είχε αποκλειστικό σκοπό ν'' απαμβλύνει το έργο ανάγοντας το στο ιδιωτικό επίπεδο. Όπως κάνει ο Νέστροϊ με τον Ράιμουντ, έτσι κι ο Λριστοφάνης παρωδεί τη θεατρική τεχνική του Ευριπίδη: ο Τρυγαίος που καβαλάει το κοπροφάγο σκαθάρι παρωδεί τον καλπασμό του Βελλερεφόντη πάνω στον Πήγασο, κι αν οι «Νεφέλες» τελειώνουν μέσα σε μια κόλαση πυρός ο σκοπός είναι να γελοιοποιηθεί το τέλος των «Τρωάδων». Πλάι σ"* όλα αυτά υπήρχε και ο «κόρδαξ», ένας χορός σαν το καν-καν, που οπωσδήποτε ήταν πολύ άσεμνος· ρι χορευτές δεν κουνούσαν μόνο τα πόδια, αλλά και τα χέρια και τον κορμό, το κεφάλι και τα οπίσθια μ** έναν ιδιαίτερο ρυθμό, η επινόηση του οποίου ανήκε στα καθήκοντα των κωμικών ποιητών. Δημιουργός της πολιτικής κωμωδίας θεωρείται ο Κρατίνος, που άρχισε να γράφει γύρω στα μέσα του πέμπτου αιώνα. Οι αρχαίοι τον αποκαλούσαν Λισχύλο της κωμωδίας κι έλεγαν κολακευτικά γι^ αυτόν ότι έγραφε τα έργα του σα να ήταν διονυσιασμένος, πράγμα που ώς ένα βαθμό πρέπει να το πάρουμε επί λέξει, γιατί η οινοφλυγία του αποτελούσε τον μόνιμο στόχο των αντιπάλων του. Στο τελευταίο έργο του, την «Πυτίνη» («Νταμιτζάνα»), που νίκησε το 423 τις «Νεφέλες», υπεράσπισε με απολαυστική αυτοειρωνεία το πάθος του, αποδείχνοντας ότι η γυναίκα του, η Κωμωδία, και η ερωμένη του, η Μέ.292
θη, έπρεπε να συμβιβασθούν μεταξύ τους, γιατί «ένας άνθρωπος που πίνει μόνο νερό δε φτιάχνει ποτέ του τίποτα της προκοτυής». Κατά τα άλλα δεν ξέρουμε πολλά πράγματα για τη σάτιρά του, εκτός ότι τον απασχολούσε κάθε τόσο το κρεμμυδοειδές κεφάλι -του Περικλή, που φαίνεται ότι έπαιζε στα έργα του Κρατίνου ένα ρόλο παρόμοιο με το αχλαδοειδές κεφάλι του Λουδοβίκου Φίλιππου στον Ντωμιέ. Ο νεότερος συνάδελφός του Εύπολις άρχισε να γράφει γύρω στο 425 και σκοτώθηκε το 411 σε μια ναυμαχία. Η πολεμική του ήταν τόσο φαρμακερή, ώστε δημιουργήθηκε ο θρύλος ότι ο Αλκιβιάδης τον πέταξε στη θάλασσα για να εκδικηθεί. Το έργο του «Κόλακες» στρεφόταν εναντίον του πλούσιου Καλλία και των παράσιτων που τον περιστοίχιζαν, στους «Ερμαφρόδιτους» τα έβαζε με την εκθηλυσμένη «χρυσή νεολαία» της Αθήνας, ενώ στις «Πόλεις» διαμαρτυρόταν για την αφαίμαξη των συμμαχικών πόλεων. Στην αρχή συνεργαζόταν στο γράψιμο με τον Αριστοφάνη, αργότερα όμως οι δυο τους έγιναν εχθροί (πράγμα που συμβαίνει συχνά με δύο πρώην συνεργάτες) και αλληλοκατηγορούνταν για λογοκλοπία. Ο Κρατίνος υποστήριξε ότι ο Αριστοφάνης ερχόταν πάντα δεύτερος και καταϊδρωμένος μετά τον Εύπολι. Αυτή η δήλωση φαίνεται ότι δεν ήταν σκέτη κακία* το γεγονός ότι ο Αριστοφάνης λύσσαξε από το κακό του γι^ αυτή την παρατήρηση (εκδικήθηκε στους «Ιππείς», παρουσιάζοντας τον Κρατίνο σαν ένα μέθυσο γεροξεκούτη), αλλά και η ομόφωνη γνώμη των αρχαίων, μας κάνουν να συμπεράνουμε ότι ο Εύπολις ήταν τουλάχιστον εξίσου σημαντικός όσο και ο Αριστοφάνης. Όσο γι' αυτόν τον τελευταίο, η εκτίμηση (ή μάλλον υπερτίμησή) του από τους μεταγενέστερους οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι είναι ο μόνος κωμικός ποιητής, από του οποίου το έργο διατηρήθηκε ένα σημαντικό μέρος (από τις σαράντα και περισσότερες κωμωδίες του σώθηκαν έντεκα, δηλαδή, όπως και στον Ευριπίδη, περίπου το ένα τέταρτο). Ο Κρατίνος ήταν φαίνεται πιο πρωτότυπος καλλιτέχνης, ενώ ο Εύπολις λεπτότερος. Η στάση της αριστοφάνειας κριτικής απέναντι στην εποχή της ήταν ολότελα διαφορετική από αυτή που θα περιμέναμε σήμερα από ένα κωμωδιογράφο. Ενώ σ' εμάς η σάτιρα είναι πάντα «προοδευτική» και επαναστατική, στην αρχαία Αθήνα ήταν αντιδραστική και συντηρητική. Κάθε τι παρωχημένο είναι καλό και κάθε τι καινούριο κακό. Αλλά ο τρόπος που ο Αριστοφάνης εξαίρει τον παλιό καλό καιρό και στηλιτεύει το παρόν είναι τόσο πρόδηλα ανέντιμος και σπα.293
σμωδικός, που δεν μπορεί να μας πείσει. Και σίγουρα δεν έπειθε ούτε το κοινό του· οι θεατές της εποχής έβλεπαν τις πολεμικές υπερβολές του σα διασκεδαστικές φάρσες και σαν ένα είδος «κωμικής κάθαρσης», χάρη στην οποία μπορούσαν να εκτονώσουν τη δική τους χυδαιότητα και μοχθηρία. Αν δούμε τον Αριστοφάνη χωρίς τις κλασικές προκαταλήψεις, είναι απλούστατα ο μεγαλύτερος κιτρινιστής της παγκόσμιας λογοτεχνίας. 'Οπως τόσοι και τόσοι σατιριστές, δεν ήταν καθόλου «ελεύθερο πνεύμα», παρά ένας φιλισταίος με αλλαγμένα πρόσημα, ένας μικρόψυχος καταδότης και, κάτω από τη μάσκα του κήρυκα της ηθικής, ένα άτομο χωρίς καμιά ηθική. Βέβαια, κάθε τόσο ακούγεται η (σωστή) αντίρρηση ότι τα καθαρά ποιητικά μέρη των κωμωδιών του είναι συχνά πολύ ωραία. Δεν είναι και τόσο σπάνιο το φαινόμενο να έχει ένας μεγάλος σατιριστής και λυρικό ταλέντο, παρόλο που θα νόμιζε κανείς ότι αυτές οι δυο ικανότητες αλληλοαποκλείονται. Παραδείγματα από τη νεότερη εποχή είναι ο Χάινριχ Χάινε κι ο Καρλ Κράους. Οι μεγάλοι ζωγράφοι και γλύπτες γλίτωσαν απ' τα βέλη της κωμωδίας, αυτό όμως σίγουρα δεν οφείλεται στον σεβασμό των κωμωδών για το άτομό τους, παρά αντίθετα στο ότι οι αρχαίοι δεν τους εκτιμούσαν καθόλου ως προσωπικότητες. Μιλήσαμε ήδη για τον Αγάθαρχο, τον «σκηνογράφο». Εκτός από σκηνικά έκανε επίσης διακόσμηση εσωτερικών χώρων, και πολλοί θεωρούσαν τον ιλουζιονισμό του ως ανάξια τέχνη, κατάλληλη μόνο για τους αμόρφωτους. Αναφέραμε επίσης τον Απολλόδωρο, τον «σκιαγράφο»: κι αυτός επίσης ο χαρακτηρισμός ήταν υποτιμητικός και οι συντηρητικοί κύκλοι θεωρούσαν τον νεωτερισμό του Απολλόδωρου να παριστάνει τη «φθοράν καί άπόχρωσιν σκιάς» ως ευτελή ταχυδακτυλουργία* ο Πλάτων τη σύγκρινε με τη σοφιστική φιλοσοφία. Άλλες δύο μεγάλες καινοτομίες ανάγονται στον Απολλόδωρο: αντικατέστησε την υδατογραφία με την τεχνική της τέμπερας, ανακατεύοντας τα χρώματα με ασπράδι αβγού, γόμμα ή κόλλα και πετυχαίνοντας έτσι πολύ λαμπρότερα χρωματικά αποτελέσματα, και χειραφετήθηκε από την αρχιτεκτονική, ζωγραφίζοντας αντί για τοιχογραφίες πίνακες πάνω σε ξύλινες πλάκες σκεπασμένες με στόκο* πλάι σ' αυτές τις τάβλες βρίσκουμε στην αρχαιότητα και τη λειασμένη μαρμάρινη πλάκα (ιδιαίτερα σε ταφικά μνημεία), αλλά σχεδόν ποτέ δε συναντάμε τον καμβά. Ο Απολλόδωρος είχε επίγνωση της μεγάλης σημασίας του, όπως .294
δείχνει η ρήση του: «Το κατώφλι μου το δρασκελίζουν οι άλλοι ζωγράφοι». Κάπως νεότερος ήταν ο Ζεύξις. Ζωγράφιζε μεμονωμένες σκηνές με μέτρια έκταση. Λέγεται ότι έκανε ανθρώπινες και σχεδόν καθημερινές τις μυθολογικές καταστάσεις: πιθανότατα γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η ζωγραφική του Ζεύξι δεν είχε ήθος. Ο Λουκιανός έλεγε γι' αυτόν ότι προσπαθούσε πάντα να επινοήσει κάτι καινούριο. Αυτά τα γνωρίσματα είναι ευριπίδεια. Ο Ζεύξις ήταν επίσης ο πρώτος μεγάλος ζωγράφος της γυναίκας: για ένα από τα γυναικεία πορτρέτα του, μια γυμνή Ελένη (για το οποίο εισέπραττε εισιτήριο από όσους ήθελαν να το αποθαυμάσουν), λέγεται ότι ένωνε όλα τα θέλγητρα που στην πραγματικότητα οι γυναίκες τα έχουν ξεχωριστά· κι αν ο Νίτσε λέει ότι ο Ευριπίδης ανέβασε τον θεατή στη σκηνή, μπορούμε να συμπεράνουμε από αρχαίες αναφορές ότι ο Ζεύξις ανέβασε τον θεατή στο καβαλέτο. Οι δυο μεγάλοι ανταγωνιστές του ήταν ο Παρράσιος και ο Τιμάνθης. Για τον πρώτο ξέρουμε ότι ζωγράφισε την προσποιητή μανία του Οδυσσέα και τον αττικό Δήμο: δύο θέματα αφάνταστα δύσκολα, γιατί στη μια περίπτωση έπρεπε να παραστήσει στο ίδιο πρόσωπο την αντίθεση ανάμεσα στην πανουργία και τη φαινομενική ηλιθιότητα και στην άλλη ένα πρόσωπο που δεν υπήρχε καθόλου. Γιατί δεν πρέπει να φανταστούμε ότι ο Παρράσιος αρκέσθηκε σε μια σαχλή κλασικιστική αλληγορία, αλλά θα πρέπει ν' απεικόνισε στ' αλήθεια την ψυχή του αθηναϊκού λαού, αυτό το ανεπανάληπτο μίγμα πνεύματος και αχρειότητας, δηλητήριου και μελιού. Για τον Τιμάνθη λέει ο Πλίνιος: «Τα έργα του διακρίνονται χάρη στο γεγονός ότι ο θεατής βλέπει πάντα σ' αυτά περισσότερα απ' όσα είναι ζωγραφισμένα»: δεν υπάρχει ανώτερος έπαινος. Και στον πίνακά του «Η θυσία της Ιφιγένειας» το αποκορύφωμα ήταν το σκεπασμένο κεφάλι του Αγαμέμνονα: είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς μια καλλιτεχνικότερη σύλληψη. Πολλά αρχαία ανέκδοτα μιλούσαν πότε για την εγωπάθεια αυτών των καλλιτεχνών, πότε για την απίστευτη απήχηση που είχαν τα έργα τους. Λέγεται ότι ο Ζεύξις χάριζε τα έργα του, γιατί πίστευε ότι δεν μπορούσαν να πληρωθούν με χρυσάφι, και εμφανίσθηκε στην Ολυμπία μ' ένα φόρεμα όπου ήταν κεντημένο τ' όνομά του με χρυσά γράμματα· λέγεται ότι πέθανε σκασμένος από τα γέλια για ένα πίνακά του που παρίστανε μια γριά. Για τον Παρράσιο παραδίδεται ότι κυκλοφορούσε κι αυτός στολισμένος ολόκληρος με χρυσάφι, από το .295
στεφάνι του ώς τις αγκράφες των παπουτσιών του, και ότι είχε βαφτίσει την αυτοπροσωπογραφία του «Ο θεός Ερμής». Η γνωστή ιστορία, ότι ο Ζεύξις ξεγελούσε τα πουλιά με τον πίνακά του «Έφηβος με σταφύλια», αλλά ο Παρράσιος ξεγέλασε τον ίδιο τον Ζεύξι μ' ένα ζωγραφιστό παραπέτασμα, έχει και μια νόστιμη συνέχεια: ο Ζεύξις, αφού συλλογίσθηκε κάμποση ώρα, έφτασε στο σημείο να παραδεχτεί ότι μόνο τα σταφύλια ήταν ζωγραφισμένα καλά, γιατί αλλιώς ο έφηβος θα έπρεπε να τρομάζει τα πουλιά. Αν θυμηθούμε τι καταπληκτικά πράγματα διηγιόντουσαν οι αρχαίοι για τη φυσικότητα των παλιότερων έργων, θα πρέπει μάλλον να δεχτούμε ότι κι αυτές οι ιστορίες δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να τονίσουν τη σχετική πρόοδο στην προσέγγιση της πραγματικότητας. Δεν πρέπει καθόλου να σκεφτούμε μια πραγματικά πιστή αναπαράσταση του φωτεινού κόσμου, παρά απλώς μια λαμπρότερη και πλουσιότερη παλέτα και μια έξαρση, ένα στρογγύλεμα των μορφών με την έννοια ενός πλαστικού, όχι καθαρά ζωγραφικού αποτελέσματος, δηλαδή ένα είδος ζωγραφισμένου ανάγλυφου. Σίγουρα μπορούσε κανείς ακόμα να κόψει γύρω-γύρω αυτές τις μορφές και να τις βγάλει απ' το πλαίσιό τους, όπως ακριβώς στον Πολύγνωτο. Αυτοί οι ζωγράφοι δεν πρέπει να ήταν περισσότερο βεριστές απ** όσο ο Ευριπίδης. Έτσι τελειώνουμε την περιήγησή μας στον πέμπτο αιώνα και ερχόμαστε στον τέταρτο. Ήταν μια έκδηλα μεταπολεμική περίοδος, παρόλο που δεν έλειψαν καθόλου οι πόλεμοι, και μια εποχή ύστερης ακμής, αν και σε μερικούς τομείς το ελληνικό πνεύμα μόλις σ' αυτόν τον αιώνα έφτασε στην πλήρη άνθησή του. Ο Ξενοφών αποκαλεί τις δεκαετίες που ακολούθησαν τη μεγάλη σύγκρουση περίοδο άκρισίας^ δηλαδή αβεβαιότητας και χάους. Η Σπάρτη είχε κατακτήσει την ηγεμονία, αλλά καθώς κι αυτή δεν ήταν παρά μια ττόλις^ δεν μπόρεσε να τη διαχειρισθεί αποτελεσματικότερα απ' ό,τι η Αθήνα, παρά μόνο να την καταχρασθεί. Σε πολλές πόλεις τοποθετήθηκαν σπαρτιατικές φρουρές, με επικεφαλής έναν «αρμοστή», που απόκτησε φήμη ανάλογη μ' εκείνη του Γκέσλερ στην Ελβετία των αρχών του δέκατου τέταρτου αιώνα^*^ Επίσης εγκαθιδρύθηκαν παντού ολιγαρχίες των εχόντων, που υποστήριζαν τη σπαρτιατική επικυριαρχία για το δικό τους συμφέρον. Η εκτελεστική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των διαΙΙρόκειται για τον τυραννικό Αυστριακό αρμοστή, που, σύμφωνα με τον θρύλο, σκοτώθηκε από το Γουλιέλμο Τέλο. (Σ.τ.Μ.).
.296
βόητων δεκαρχιών, δεκαμελών κυβερνητικών επιτροπών που αποφάσιζαν ανεξέλεγκτα για τη ζωή και την περιουσία των πολιτών. Ήταν ένα είδος λευκής τρομοκρατίας, που συνάντησε την αποδοκιμασία ακόμα και των μετριοπαθών αριστοκρατών. Ο άνθρωπος της ημέρας ήταν ο Λύσανδρος. Τα αξιώματα «Όταν κανείς δεν τα καταφέρνει με τη λεοντή, πρέπει να φορέσει την αλωπεκή» και «Τα παιδιά τα ξεγελάει κανείς με τα ζάρια, τους άνδρες με τους όρκους», είτε τα διατύπωσε πραγματικά είτε απλώς τα σκεφτόταν, τον χαρακτηρίζουν πάντως πολύ πετυχημένα. Στο πρόσωπό του, ο λανθάνων αθεϊσμός της ελληνικής φυλής και η αδιαφορία της για ηθικές αρχές εκδηλώνεται με μια ωμότητα που έχει κάτι το εντυπωσιακό. Ο Λύσανδρος ήταν άλλωστε ο πρώτος Έλληνας που άφησε να τον τιμήσουν ως θεό: στην Έφεσο, στη Σάμο και σίγουρα και σ^ άλλα μέρη γίνονταν θυσίες προς τιμή του. Κάτι τέτοιο δεν το είχε αποτολμήσει ούτε ο Αλκιβιάδης, αλλά ήταν λογικό: αν οι θεοί είναι άνθρωποι, τότε οι άνθρωποι είναι θεοί, ή, όπως λέει ένα ιπποκράτειο σύγγραμμα: «Όλα είναι θεϊκά κι όλα είναι ανθρώπινα». Χειρότερη απ' οπουδήποτε αλλού ήταν η κατάσταση στην Αθήνα. Εκεί ο Κριτίας, επικεφαλής των «τριάκοντα», επέβαλε μια τρομοκρατία που, όπως λέγεται, είχε περισσότερα θύματα απ'' όσα ολόκληρος ο Πελοποννησιακός πόλεμος. Όταν ο Θηραμένης, εκπρόσωπος της μετριοπαθούς αριστοκρατίας (που κι αυτός πάντως ήταν ένα πωρωμένο υποκείμενο) του εναντιώθηκε, εκτελέσθηκε χωρίς δίκη· φαίνεται ότι ο Κριτίας υποκίνησε και τη δολοφονία του Αλκιβιάδη. Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός ο Θρασύβουλος, επικεφαλής των εξόριστων Αθηναίων, βάδισε εναντίον της πόλης· ο Κριτίας έπεσε στις οδομαχίες που επακολούθησαν, η κυριαρχία των τριάκοντα κατέρρευσε, η Αθήνα ξανάγινε δημοκρατία, ένα μόλις χρόνο μετά το τέλος του πολέμου. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Παυσανίας, δείχνοντας γενναιόφρονη, αλλά, από τη σκοπιά του πολιτικού πραγματισμού, ακατανόητη ανεκτικότητα, άφησε απόλυτα ελεύθερη την αττική δημοκρατία ν'' αναδιοργανωθεί εσωτερικά, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την ανάκτηση της παλιάς δύναμής της. Φαίνεται ότι ένας λόγος που έκανε τον Παυσανία να τηρήσει αυτή τη στάση ήταν ο ανταγωνισμός με τον παντοδύναμο Λύσανδρο, του οποίου η θέση ήταν πραγματικά κλονισμένη από τότε. Βέβαια δεν ανατράπηκε, αλλά οι αυθαίρετες και βίαιες μηχανορραφίες του δεν έπιαναν πια. Σκοτώθηκε .297
το 395 πολεμώντας τους Βοιωτούς. Τύραννοι σαν τον Λύσανδρο και τον Αλκιβιάδη, και μάλιστα με ακόμα πιο έκτυπο χαρακτήρα, υπήρχαν ήδη εκείνη την εποχή στη Σικελία. Εκεί, στα τέλη του πέμπτου αιώνα, άρχισε να μεσουρανεί το άστρο του Διονύσιου. Ο Διονύσιος εκμεταλλεύθηκε τον πόλεμο εναντίον των Καρχηδονίων, που κατείχαν ήδη περισσότερα από τα δύο τρίτα του νησιού, για να γίνει βασιλιάς των Συρακουσών. Αλλά ποτέ δεν έδωσε στον εαυτό του αυτόν τον τίτλο, παρά επονομαζόταν απλώς «στρατηγός αυτοκράτωρ», δηλαδή πολέμαρχος με απεριόριστες δικαιοδοσίες, και διατήρησε εξωτερικά τους δημοκρατικούς τύπους. Στήριξε την εξουσία του στα φτωχότερα στρώματα, στα οποία έδωσε έγγεια ιδιοκτησία, στους εξόριστους, που τους κάλεσε πίσω, στους ξένους, στους οποίους απένειμε το δικαίωμα του πολίτη, και στους δούλους, τους οποίους απελευθέρωσε, πάνω απ"* όλα όμως σε μια πολυάριθμη φρουρά, που την αποτελούσαν κυρίως ξένοι μισθοφόροι: Καμπανοί, Κέλτες, Ίβηρες, των οποίων όμως οι αξιωματικοί ήταν συνήθως Έλληνες. Όπως κάνουν οι περισσότερες στρατιωτικές μοναρχίες, η κυβέρνησή του χρησιμοποιούσε ένα πολύ αυστηρό και καχύποπτο αστυνομικό σύστημα, καθώς και σατανικές όσο και επαχθείς οικονομικές μεθόδους. Με αυτά τα σκοτεινά μέσα, όμως, ο Διονύσιος κατάφερε σπουδαία πράγματα. Στα χρόνια του οι Συρακούσες έγιναν η μεγαλύτερη πόλη όχι μόνο του ελληνικού κόσμου, αλλά ολόκληρης της αρχαιότητας: ήταν μιάμιση φορά μεγαλύτερη από την αυτοκρατορική Ρώμη. Για να τελειοποιήσει το αμυντικό σύστημα δεν έκανε μόνο τεράστια οχυρωματικά έργα, αλλά και δημιούργησε το αρχαίο πυροβολικό και δυο καινούριους τύπους πολεμικού πλοίου, την τετρήρη και την πεντήρη. Αυτές οι δύο καινοτομίες συνδέονταν στενά μεταξύ τους: για τους πύργους και τους καταπέλτες χρειάζονταν γερότερα και μεγαλύτερα πλοία, που να είναι λιγότερο ταχύπλοα και λιγότερο ευέλικτα, αλλά να σηκώνουν περισσότερο βάρος και να έχουν μεγαλύτερη αντοχή. Επίσης και στην ξηρά χρησιμοποιούνταν πολυόροφοι πύργοι, που κινούνταν πάνω σε τροχούς: από τους πάνω ορόφους εκτοξεύονταν βέλη, πέτρες και μολυβένια βλήματα, ενώ το κάτω πάτωμα σήκωνε τον κριό^ ένα δυνατό δοκάρι με σιδερένια άκρη. Την κινητήρια δύναμη την αποτελούσαν ελαστικοί τένοντες ζώων, που, περασμένοι ανάμεσα σε δύο δοκάρια και τυλιγμένοι στις δύο άκρες προς αντίθετες κατευθύνσεις, μπορού.298
σαν να παράγουν πολύ σημαντική τάση. Αυτές οι βλητικές μηχανές εφευρέθηκαν γύρω στο 400 π.Χ. στις Συρακούσες, θεωρητικά δε διέφεραν από τα δικά μας τηλεβόλα* οι αρχαίοι μάλιστα είχαν καταφέρει από εκείνη κιόλας την εποχή να δίνουν στα βλήματά τους μια έντονα καμπύλη τροχιά, για να πετυχαίνουν στόχους που βρίσκονταν πίσω από τείχη. Οι βαλλίστρες και οι λιθοβόλοι, οι σκάλες και οι κινητές γέφυρες, οι πολιορκητικοί κριοί και οι πολιορκητικοί πύργοι που χρησιμοποιούσε ο Μέγας Αλέξανδρος, εν μέρει μάλιστα και ο πατέρας του, στις πολιορκίες δεν ήταν παρά απομιμήσεις των σικελικών μηχανημάτων πρωτύτερα οι Έλληνες του Αιγαίου δεν είχαν, ουσιαστικά, βλητικές μηχανές στο οπλοστάσιό τους. Έπειτα από εφτάχρονους εξοπλισμούς και έναν εξάχρονο πόλεμο, ο Διονύσιος κατόρθωσε ν' απωθήσει τους Καρχηδόνιους, όχι βέβαια εντελώς, αλλά πάντως τόσο ώστε ν^^ αποκτήσει τον έλεγχο στα πέντε έκτα της Σικελίας. Σ^ ένα δεύτερο πόλεμο εναντίον της Καρχηδόνας γνώρισε μια αποφασιστική ήττα στο Κρόνιο, αλλά σε γενικές γραμμές κατάφερε να κρατήσει τις κτήσεις του, κι όχι μόνον αυτό, αλλά και ν' αποκτήσει ερείσματα στην Κάτω Ιταλία. Τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησής του ήταν μια ευλογημένη περίοδος ειρήνης. Τη σκίαζε μόνον η ανθρωποφοβία και η μοναξιά του απόλυτου δυνάστη, που βρήκε ένα αθάνατο σύμβολο με τη «δαμόκλεια σπάθη» και απόκτησε συγκινητική μορφή με την «Εγγύηση» του Σίλερ, ακόμα περισσότερο όμως με το έργο του ίδιου συγγραφέα «Φίλιππος». Ο Διονύσιος κάλεσε και δέχτηκε με τιμές στην αυλή του τον Πλάτωνα,αλλά πριν περάσει πολύς καιρός οι δύοι άνδρες τα τσούγκρισαν και ο Πλάτων κλείσθηκε στη φυλακή. Όταν ο Διονύσιος πέθανε, σε ηλικία εξηντατριών ετών, η Σικελία αναγνωριζόταν ως η ισχυρότερη δύναμη του ελληνικού κόσμου και οι Συρακούσες ήταν η πρωτεύουσα της Μεσογείου. Αιτία του θανάτου του θεωρήθηκαν οι καταχρήσεις του στα συμπόσια που διοργάνωσε για να γιορτάσει τη νίκη του στον δραματικό αγώνα της Αθήνας: τον έπιασε δυνατός πυρετός, που λέγεται ότι οι γιατροί τον ενίσχυσαν λιγάκι. Ο Διονύσιος ήταν πράγματι ποιητής, κάτι που δε θα περίμενε κανείς από τον κατά τα άλλα πρακτικό χαρακτήρα του, και λέγεται ότι στις τραγωδίες του ακολουθούσε το στιλ του Ευριπίδη. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι ήταν μια πνευματώδης και ολότελα ασυνήθιστη φυσιογνωμία, κατά βάθος μάλιστα πρέπει να ήταν αξιαγάπητος άνθρωπος. Από την .299
άλλη μεριά, όπως όλοι οι σφετεριστές, ήταν ένας αδίσταχτος και βίαιος δυνάστης, αλλά μόνο μια τόσο σιδερένια θέληση μπορούσε να επιτελέσει το κοσμοϊστορικό έργο της απαλλαγής της Σικελίας από τον θανάσιμο εναγκαλισμό των Καρχηδονίων. Ίσως χωρίς τον Διονύσιο οι Ρωμαίοι να είχαν φτάσει πολύ αργά. Οι Έλληνες, με το πατροπαράδοτο μίσος τους εναντίον των τυράννων, τον ζωγράφισαν με χρώματα υπερβολικά μελανά* αλλά ο Σκιπίων ο πρεσβύτερος ομολογούσε ότι από όλους τους ιστορικούς άνδρες που ήξερε θεωρούσε τον Διονύσιο ως τον τολμηρότερο και συνετότερο. Μπορούμε να πούμε, συνοπτικά, ότι ήταν στον πολιτικό στίβο ο πρώτος ελληνιστής: οι δυνάστες της αλεξανδρινής περιόδου, στα βασικότερα γνωρίσματα της εξουσίας' τους, είναι απόγονοι και μιμητές του. Τον Διονύσιο τον διαδέχθηκε στην εξουσία ο ομώνυμος γιος του, σαν να ήταν ο διάδοχος του θρόνου, χωρίς ν' αμφισβητηθεί από κανέναν η νομιμότητα της διαδοχής. Αλλά ο Διονύσιος ο νεότερος υστερούσε πολύ από τον πατέρα του σε σπουδαιότητα και ενεργητικότητα· ήταν ένας άσωτος παρακμίας, που αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στα όργια και τις μεγαλεπήβολες ιδέες για την ευτυχία των ανθρώπων, ανάμεσα στον καισαρισμό και τη φιλοσοφία. Το μόνο αξιόλογο γεγονός της διακυβέρνησής του είναι το δεύτερο ταξίδι του Πλάτωνα, που, μαζί με τον Διονύσιο και τον θείο του νεαρού ηγεμόνα, τον Δίωνα (ένα κωμικοτραγικό ιδεολόγο), προσπάθησε να πραγματοποιήσει την «ιδανική πολιτεία», εννοείται μάταια. Έτσι, όπως παρατήρησε εύστοχα ο Έντουαρντ Σβαρτς, απόδειξε «ότι η πολιτική παραείναι δύσκολη για το σοφολογιώτατο και ο σοφολογιώτατος παραείναι καλός για την πολιτική». Τελικά ο Διονύσιος Β' ανατράπηκε από τον Τιμολέοντα και έζησε πολλά χρόνια ακόμα στην Κόρινθο, ασκώντας, ως παιδαγωγός, μια τυραννία λιγότερο επικίνδυνη και λιγότερο κοσμοϊστορική. Αλλά και στην Ανατολή είχαν γίνει σημαντικά γεγονότα μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Τη χρονιά που τέλειωσε ο πόλεμος πέθανε ο Δαρείος Β', του οποίου το παρανόμι «νόθος» δείχνει ότι η νομιμότητα της κληρονομικής διαδοχής στον περσικό θρόνο είχε ήδη κλονισθεί. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Αρταξέρξης Β', ένα άβουλο πλάσμα που αγόταν και φερόταν από δύο γυναίκες, τη σύζυγό του Στάτείρα και τη μητέρα του Παρυσάτιδα. Η τελευταία σχεδίαζε μυστικά ν' ανεβάσει στον θρόνο τον αγαπημένο της γιο Κύρο. Αυτός ο .300
Κύρος, μια λαμπρή προσωπικότητα που σε πολλά σημεία έμοιαζε με τον μεγάλο συνονόματό του, ήταν σατράπης της Μικράς Ασίας, που τη διοικούσε με μεγάλη ικανότητα. Προσεταιρισθηκε μισθοφόρους απ"* όλη την Ελλάδα για να αιφνιδιάσει τον αδελφό του με μια μεγάλη επίθεση, πράγμα που κατάφερε πέρα για πέρα. Χωρίς να συναντήσει αντίσταση .προχώρησε ώς τις πύλες της Βαβυλώνας και μόνο σαν έφτασε στο χωριό Κούναξα δόθηκε μάχη, το 401 π.Χ. Η αριστερή πτέρυγα του αριθμητικά υπέρτερου, αλλά αιφνιδιασμένου περσικού στρατού είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί, όταν ο Κύρος, που από ιπποτική απερισκεψία προωθήθηκε περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε, σκοτώθηκε από ένα εχθρικό ακόντιο. Λέγεται ότι όταν ο στρατηγός του Κλέαρχος, ένάς ρεαλιστής στρατιωτικός, τον προειδοποίησε να φυλάγεται, ο Κύρος του απάντησε: «Θέλεις να γίνω ανάξιος του στέμματος τη μέρα ακριβώς που πολεμάω για να τ' αποκτήσω;». Η περίφημη υποχώρηση των δέκα χιλιάδων Ελλήνων, που παρά την πτώση του αρχηγού τους κατάφεραν να νικήσουν, αλλά δεν ήξεραν πια για ποιο πράγμα να πολεμήσουν, διάρκεσε από τον Οκτώβρη του 401 ώς τον Μάρτη του 400: με επικεφαλής τον Ξενοφώντα έφτασαν στη Μαύρη θάλο^σσα, κοντά στην Τραπεζούντα. Η αφήγηση του Ξενοφώντα μπρρεί^ να θεωρηθεί αξιόπιστη, γιατί ο συγγραφέας της, παρά τον στενό του ορίζοντα και την πεζότητά του, έχει μια θουκιδίδεια ιδιότητα; δεν προσπαθεί να εξαπατήσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους. Το σημαντικότερο σ'^ αυτή την ιστορία ήταν ότι οι Έλληνες σχημάτισαν για πρώτη φορά σαφή εικόνα για την αποσύνθεση της περσικής αυλής και την οπισθοδρομικότητα της περσικής στρατιωτικής οργάνωσης. Αυτές τις γνώσεις τις κουβάλησαν μαζί τους στην πατρίδα τους. Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν μια δεύτερη και πιο πετυχημένη Ανάβαση. Αν όμως ο Κύρος δεν είχε σκοτωθεί, τότε ελάχιστες αμφιβολίες υπάρχουν ότι, με τη βοήθεια του αποτελεσματικού διοικητικού μηχανισμού του κράτους του, της ελληνικής πολεμικής ικανότητας και εξυπνάδας και της δικής του ενεργητικότητας και οργανωτικότητας, θα είχε γίνει κύριος ολόκληρης της Μεσογείου. Για άλλη μια φορά, όπως έγινε με την εκστρατεία του Ξέρξη, ένα αόρατο χέρι επενέβη στην Ιστορία για να σώσει τον δυτικό πολιτισμό. Επειδή ο Αρταξέρξης απειλούσε να εκστρατεύσει για να τιμωρήσει τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας που είχαν υποστηρίξει .301
τον Κύρο, αυτές ζήτηοαν βοήθεια από τη Σπάρτη, που τους την έδωσε, όχι όμως για πανελλήνιους παρά για καθαρά εγωιστικούς λόγους. Στη μητροπολιτική Ελλάδα είχαν γίνει στο μεταξύ πολιτικές ανακατατάξεις. Η Θήβα —ώς τότε ο φανατικότερος αντίπαλος της Αθήνας— άρχισε τώρα να βλέπει τον μεγαλύτερο κίνδυνο στη σπαρτιατική ηγεμονία και συμμάχησε με τον προαιώνιο εχθρό της. Στη συμμαχία αυτή προσχώρησαν επίσης η Κόρινθος και το Άργος. Έτσι ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στην Πελοποννησιακή Συμμαχία, από τη μια μεριά, και την Περσία και την Κεντρική Ελλάδα από την άλλη. .Λεν ξέρουμε στ** αλήθεια ποιος φέρθηκε πιο άτιμα: οι Σπαρτιάτες στους Πέρσες, στους οποίους χρωστούσαν τη νίκη τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Αθηναίοι στους Σπαρτιάτες, που τους είχαν σώσει από την καταστροφική μανία των τωρινών συμμάχων τους, των Θηβαίων και των Κορινθίων, ή όλοι οι Έλληνες στους εαυτούς τους, κάνοντας με τον αδελφοκτόνο πόλεμό τους την Περσία να τρίβει τα χέρια της; Πράγματι, ο εννιάχρονος πόλεμος τέλειωσε το 386 με τη λεγόμενη «βασιλική ειρήνη», σύμφωνα με την οποία ο μεγάλος βασιλιάς ορίσθηκε διαιτητής και εγγυητής, ενώ οι μικρασιατικές αποικίες παραχωρήθηκαν οριστικά στην Περσία και όλες οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις ανακηρύχθηκαν αυτόνομες, δηλαδή καταδικάσθηκαν σε μόνιμη παραλυσία. Δικαιολογημένα η κατάσταση αυτή συγκρίθηκε με την κατάσταση της Γερμανίας στην εποχή του Ναπολέοντα Α'. Φυσικά, ακόμα και η βασιλική ειρήνη δεν ήταν πραγματική ειρήνη, γιατί οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις συνεχίσθηκαν. Σ' αυτό το κομφούζιο των εναλλασσόμενων συνασπισμών και συμφώνων, νικών και ηττών, η μάχη στα Λεύκτρα, που έγινε το 371, αποτελεί ένα ορόσημο, γιατί με τη νίκη τους οι Θηβαίοι κατέρριψαν τον μύθο του αήττητου των Σπαρτιατών. Η θηβαϊκή επιτυχία οφειλόταν στη μεγαλοφυία του Επαμεινώνδα, που επινόησε τη «λοξή φάλαγγα». Ώς τότε, το δεξί κέρας της φάλαγγας των οπλιτών ήταν πάντα το επιθετικότερο και ισχυρότερο, γιατί τα δόρατα έκλιναν ακούσια προς τα δεξιά. Επομένως, η νίκη εξαρτιόταν πάντα από αυτό το κέρας: αν κατόρθωνε να τpέψtι σε φυγή το αντικρυστό αριστερό κέρας του εχθρικού στρατού, το μέτωπο του εχθρού πλε^ροκοπούνταν αυτόματα και τότε η μάχη είχε κριθεί. Ο Επαμεινώνδας είχε τη μεγαλειώδη όσο και οίπλή σκέψη να ενισχύσει το αριστερό κέρας, εμβαθύνοντάς .302
το σαν μια σφήνα. Έτσι όμως αναγκάσθηκε να κοντύνει το δεξί κέρας και να το εκθέσει στον κίνδυνο της υπερφαλάγγισης. VC αυτό κάλυψε τα πλευρά του δεξιού κέρατος με ιππικό: τώρα το αριστερό κέρας μπορούσε να προωθηθεί με ολόκληρη τη δύναμη κρούσης του, «σαν μια τριήρης που διεμβολίζει την αντίπαλή της» (σύμφωνα με μια πετυχημένη σύγκριση που έκανε ο Ξενοφών). Ο χαρακτηρισμός «λοξή φάλαγγα» είναι κάπως παραπλανητικός, γιατί και ο παραδοσιακός σχηματισμός ήταν λοξός, αφού πάντοτε προωθούνταν το δεξί κέρας· αλλά η φάλαγγα του Επαμεινώνδα, εξαιτίας του άνισου βάθους της διάταξής της, ήταν ακόμα λοξότερη. Το βασικό όμως ήταν ότι στη φάλαγγα του Επαμεινώνδα είχε γίνει αντιμετάθεση των κέντρων βάρους: γι' αυτό πολλοί προτιμούν να τη λένε «αντεστραμμένη φάλαγγα». Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι η επιτυχία αυτής της έξυπνης ιδέας βασιζόταν στο στοιχείο του αιφνιδιασμού και γΓ αυτό μπορούσε να τελεσφορήσει μόνο μια φορά' αλλά έπειτα από εννιά χρόνια η επιτυχία επαναλήφθηκε στη Μαντίνεια. Μήπως αυτό οφειλόταν στον νωθρό συντηρητισμό των Σπαρτιατών; Ή στην ανικανότητά τους ν** αναπτύξουν αξιόμαχο ιππικό, πράγμα που απαιτούσε αυτή η καινούρια τακτική, ενώ οι Βοιωτοί ήταν ανέκαθεν καβαλάρηδες; Ή μήπως (πράγμα που είναι πιθανότερο) ο Επαμεινώνδας δεν ήταν δούλος του συστήματός του, αλλά ήξερε να το τροποποιεί αποτελεσματικά, έτσι ώστε το στοιχείο του αιφνιδιασμού να είναι πάντα δικός του σύμμαχος; Γιατί το ουσιαστικό γνώρισμα της διάταξής του δεν ήταν βέβαια η «αντιστροφή», αλλά ακριβώς η «λοξότητα» με μια καινούρια και ανώτερη έννοια, δηλαδή η συγκέντρωση του εξοντωτικού πλήγματος σ' ένα σημείο, ενώ ώς τότε ήταν αυτονόητος κανόνας να γίνεται η επίθεση σ'' ολόκληρο το μέτωπο. Με μια λέξη, ήταν η κοσμοϊστορική στροφή από την παραλληλομαχία στην πλαγιομαχία: η επιθετική πτέρυγα προελαύνει με εξουθενωτική υπεροχή, η αμυντική πτέρυγα μένει στην αρχή σκόπιμα πίσω, για να προωθηθεί κι αυτή αργότερα και να ολοκληρώσει τη νίκη περικυκλώνοντας τον εχθρό. Είναι ολοφάνερο ότι ώς τότε ο τρόπος διεξαγωγής της μάχης δεν επέτρεπε ουσιαστικά την πλαγιομαχία: γιατί, παρόλο που το αριστερό κέρας έμενε κατά κανόνα στην άμυνα, δεν το έκανε αυτό προμελετημένα, αλλά αναγκαστικά και μηχανικά, υπακούοντας, θα έλεγε κανείς, σ' ένα νόμο της βαρύτητας· και είναι εξίσου φανερό ότι στη «λοξή φάλαγγα» δεν είναι καθόλου αναγκαίο να είναι πάντα το αρι.303
στερό κέρας το επιθετικό, γιατί η επίθεση μπορεί να γίνει σ** οποιοδήποτε σημείο: αρκεί να είναι αιφνιδιαστική και εξουθενωτική· ο εντοπισμός αυτού του «αρχιμήδειου σημείου» ήταν ζήτημα στρατηγικής ιδιοφυίας, που συνίσταται σ' ένα μίγμα από τη γοργόστροφη και ξεκάθαρη σκέψη του ρεαλιστή και τη διαίσθηση του υπνοβάτη. Το «αδρανές» κέρας, αυτό που στην αρχή δεν έρχεται σ' επαφή με τον εχθρό, παίζει τον ρόλο της εφεδρείας^ που πραγματικά μπορούμε να πούμε ότι την επινόησε ο Επαμεινώνδας. Εφεδρεία, πλευροκόπηση, αντιστροφή, περικύκλωση: όλα αυτά είναι ώέες^ κι έτσι δεν απορούμε πια μαθαίνοντας ότι ο Επαμεινώνδας, αυτός ο σύγχρονος του Πλάτωνα, δεν ενδιαφερόταν αρχικά καθόλου για την πολιτική και τα στρατιωτικά, αλλά για την τέχνη και τη φιλοσοφία. Ακόμα και η στρατιωτική τέχνη είναι ένας κόσμος της σκέψης. Όλες οι πράξεις του πνεύματος είναι φιλοσοφία. Μετά την καταστροφή των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα ο Επαμεινώνδας εισέβαλε στη Λακωνία, που, όπως η Αγγλία, δεν είχε δει εχθρό στα εδάφη της από αμνημονεύτων χρόνων. Αλλά, ως υπερασπιστές της πατρώας γης, οι Σπαρτιάτες εξακολούθησαν να είναι αήττητοι, και παρόλο που η πόλη τους δεν ήταν περιτειχισμένη ο Επαμεινώνδας δεν κατόρθωσε να την κυριεύσει. Κινήθηκε τότε προς τη Μεσσηνία και απελευθέρωσε τους είλωτες, που από εκείνη τη στιγμή αποτελούσαν αυτόνομο κράτος, με μια οχυρή πρωτεύουσα στους πρόποδες του βουνού Ιθώμη. Αυτό ήταν το φοβερότερο χτύπημα που μπορούσε να δοθεί στη Σπάρτη: η ηγεμονία της κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Τότε ο Επαμεινώνδας άρχισε να κάνει μακρόπνοα σχέδια, για να εγκαθιδρύσει τη θηβαϊκή κυριαρχία σ"* ολόκληρη την Ελλάδα. Η μοναδική αξιόλογη αντίπαλος ήταν η Αθήνα, που στο μεταξύ είχε συνέλθει και μάλιστα είχε ιδρύσει μια καινούρια ναυτική συμμαχία. Καθώς οι Βοιωτοί δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα σ' ένα κατά θάλασσα πόλεμο, ο Επαμεινώνδας ήρθε σε συνεννόηση με την Περσία. Αλλά το 362 σκοτώθηκε στη μάχη της Μαντινείας και η Θήβα ξανάπεσε στον προηγούμενο υποδεέστερο ρόλο της. Η άνθησή της ήταν ένα επεισόδιο που κράτησε-δεν κράτησε δέκα χρόνια και βασιζόταν εξ ολοκλήρου σ' ένα μεγαλοφυή πρωταγωνιστή. Ως πολιτικός, ο Επαμεινώνδας δεν ήταν ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες προδρόμους του: τα αισθήματά του δεν ήταν περισσότερο πανελλήνια από τα δικά τους, αν και αργότερα .304
ο ρομαντισμός τον εξιδανίκευσε και τον παρουσίασε ως «ελευθερωτή». Ο Επαμεινώνδας δε γνώριζε τίποτα ανώτερο από τη δικτατορία της πόλης του. Ο τρόπος σκέψης και ζωής των Ελλήνων ήταν ο αycov, ο θρίαμβος και η δόξα του παλαιστή· η ισότητα και η ενότητα είναι έννοιες ξένες προς το ελληνικό ττνεύμα: η στιγμή που απόκτησαν παγκόσμια ισχύ σημαδεύει το τέλος της ελληνικής ιστορίας. Αυτή η κατάληξη δεν ήταν πια μακριά. Οι δυο μοναδικές δυνάμεις που είχαν σημαντικό ανάστημα, η Σικελία και η Σπάρτη, είχαν σωριασθεί εκμηδενισμένες στο έδαφος. Έτσι προετοιμάζεται στα ανατολικά και τα δυτικά η διάλυση. Αντίθετα, το ρωμαϊκό κράτος κραταιωνόταν αργά αλλά σταθερά στη διάρκεια του πέμπτου και του τέταρτου αιώνα. Μετά την ανατροπή της μοναρχίας και την καθιέρωση του θεσμού των δύο υπάτων, οι κοινωνικοί αγώνες ανάμεσα στους πατρικίους και τους πληβείους οδήγησαν στην εγκαθίδρυση της δημαρχίας. Ο δήμαρχος, του οποίου το πρόσωπο ήταν ιερό και απαραβίαστο, ήταν κατά κάποιο τρόπο ο προστάτης της πλέμπας. Με το δικαίωμα της αρνησικυρίας, χάρη στο οποίο μπορούσε ν' ακυρώσει κάθε ενέργεια ενός Ρωμαίου αξιωματούχου, και την αρμοδιότητά του να συγκαλεί κάθε στιγμή συνελεύσεις, ο δήμαρχος ήταν η μόνιμη επανάσταση, ταυτόχρονα όμως η νομιμοποιημένη επανάσταση, η ελεγχόμενη επανάσταση. Γύρω στα μέσα του πέμπτου αιώνα ένα σώμα δέκα ανδρών, η λεγόμενη δεκαρχία, επιφορτίσθηκε να κωδικοποιήσει τα ρωμαϊκά έθιμα και να τα καταγράψει σε δώδεκα μπρούντζινες «δέλτους». Λίγο αργότερα, οι πληβείοι κατόρθωσαν να κατακτήσουν το δικαίωμα του γάμου με πατρίκιους, πράγμα που στη δωδεκάδελτο απαγορευόταν ακόμα. Αλλά χρειάστηκε να περάσουν άλλα εκατό χρόνια ώσπου ο ένας από τους δύο ύπατους να προέρχεται τακτικά από τις δικές τους τάξεις. Κατά τα άλλα, όλα τα γεγονότα αυτής της φάσης της ρωμαϊκής ιστορίας είναι τυλιγμένα στην καταχνιά του θρύλου. Αλλά οι μορφές, για τις οποίες μιλούν οι σκοτεινές φήμες, έχουν όλες κάτι το εντυπωσιακό και υποβλητικό: ο Μούκιος Σκαιβόλας με το χέρι στη φωτιά, η Κλοιλία να διαβαίνει έφιππη τον Τίβερη, ο Οράτιος Κόκλης να υπερασπίζει ολομόναχος μια γέφυρα, ο Κιγκινάτος που τον παίρνουν από το αλέτρι του για να τον κάνουν δικτάτορα, η Λουκρητία που αυτοχειριάζεται ατιμασμένη: όλες αυτές οι μορφές μας θυμίζουν παλιές εικόνες αγίων, χοντροκομμένες, αλλά βυθισμένες σε κάποια μα.305
γική ατμόσφαιρα. Μερικές φορές διαφαίνεται η αλήθεια: ο Κοριολανός, που ο κατοπινός θρύλος τον έκανε εθνικό ήρωα, ήταν προφανώς ένα παλιοτόμαρο ελληνικού τύπου, αφού πρώτα πρόδωσε την πατρίδα του στους Ουόλσκους και κατόπιν πρόδωσε τους τελευταίους. Απλοϊκά ειλικρινής είναι και η περίφημη παραβολή του πατρικίου Μενένιου Αγρίππα, με την οποία λέγεται ότι έπεισε τους πληβείους να υποχωρήσουν: σύγκρινε την τάξη του με το στομάχι, που είναι μεν απαραίτητο αλλά δεν κάνει άλλο από το να τρώει και να χωνεύει* δεν του πέρασε από τον νου η ιδέα να τη συγκρίνει με την καρδιά, τον εγκέφαλο ή τουλάχιστο με τον τινεύμονα. Πρέπει να πούμε, όμως, ότι σε γενικές γραμμές η εσωτερική πολιτική των Ρωμαίων ήταν πολύ πιο δίκαιη και φρόνιμη απ' ό,τι η ελληνική: στους Ρωμαίους δεν υπήρχαν άκληροι περίοικοι, υποδουλωμένοι είλωτες, απομυζημένες συμμαχικές πόλεις, όπως δεν υπήρχε καμιά τρομοκρατική ολιγαρχία ή μεγαλομανής δημοκρατία* έτσι, οι Ρωμαίοι ήταν σε θέση ν' αξιοποιήσουν πολιτικά και στρατιωτικά το λαϊκό δυναμικό πολύ καλύτερα απ*^ ό,τι οι ελληνικές πόλεις, που δεν μπορούσαν να συλλάβουν άλλη μορφή πολιτεύματος έξω από την τυραννίδα: ενός ανθρώπου, ενός κόμματος ή μιας πόλης. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, το σημαντικότερο γεγονός του ρωμαϊκού μεσαίωνα ήταν η επιδρομή των Γαλατών το 390 (ή το 384). Αυτή η μεγάλη ομοφυλία, που οι Έλληνες ονόμαζαν Κελτούς ή Γαλάτες, άρχισε γύρω στο 400 π.Χ. να μετακινείται από τη Γερμανία και τη Γαλλία (η λεγόμενη κελτική μετανάστευση) και να κατακλύζει την Ισπανία, την Αγγλία και την Άνω Ιταλία* οι σημερινοί απόγονοι των Κελτών είναι οι Ιρλανδοί, των οποίων η γλώσσα λέγεται ακόμα και σήμερα στα αγγλικά Gaelic, Οι Κέλτες ήταν ένας σαφώς νομαδικός λαός και το θεωρούσαν ανάξιο για έναν ελεύθερο άνδρα να καλλιεργεί ο ίδιος το έδαφος* στα πλούσια δάση βαλανιδιάς που υπήρχαν στην κοιλάδα του Πάδου απασχολούνταν κυρίως με τη χοιροτροφία. Η παράξενη εμφάνισή τους τρομοκρατούσε και παρέλυε τους μεσογειακούς λαούς. Στο πάνω χείλι τους, που οι Ρωμαίοι το ξύριζαν πάντοτε, είχαν ένα επιβλητικό μουστάκι* τα άτακτα κοκκινωπά μαλλιά τους τα άφηναν ν'' ανεμίζουν ακούρευτα γύρω από τους ώμους, τον λαιμό τους τον στόλιζαν μ' ένα χοντρό σιδερένιο χαλκά, τα άλογά τους με τα καύκαλα των σκοτωμένων εχθρών τους, το πάνω μέρος του σώματός τους ήταν γυμνό, το κεφάλι ακά.306
λυπτο. Κοντά σ' όλα αυτά ήταν και ο ασυνήθιστος, όσο και άγριος τρόπος που πολεμούσαν: περιφρονούσαν κάθε τακτική, περιφρονούσαν ακόμα και τα βέλη και τα εκηβόλα όπλα και βασίζονταν στην πρωτόγονη ορμή της επίθεσής τους. Ακριβώς αυτός ο πρωτογονισμός ήταν η δύναμή τους: όταν συγκρούονταν με τακτικά στρατεύματα, τους έκανε το ιδιο ακαταμάχητους όσο και τις γαλλικές επαναστατικές στρατιές, που κι αυτές επίσης δεν είχαν αρχικά καμιά άλλη μέθοδο έξω από την τακτική του πλήθους, των αλαλαγμών και της ακάθεκτης εφόδου, με αποτέλεσμα να ποδοπατούν στην κυριολεξία τους πειθαρχημένους σχηματισμούς του εχθρού. Στους Κέλτες το στρατιωτικό πνεύμα ήταν ακόμα πιο ανεπτυγμένο απ'', όσο στους Ρωμαίους, ο πόλεμος ήταν γι' αυτούς σχεδόν ο αποκλειστικός σκοπός της ζωής* πλάι σ' αυτόν είχαν (σύμφωνα με τον Κάτωνα) μόνον ένα ακόμα πάθος: το argute loqui^ που ο Μόμζεν μεταφράζει έξοχα με τη λέξη esprit Το esprit ziy^OLi μια ιδιότητα ολότελα ξένη προς την αγγλική ιδιοσυγκρασία: όπου το συναντάμε στην αγγλοσαξονική λογοτεχνία, σχεδόν πάντα κρύβεται από πίσω του ένας Ιρλανδός* ίσως μάλιστα το γαλλικό esprit ν' ανάγεται σε κελτική επίδραση. Επίσης, εντελώς ρωμανική (αλλά καθόλου ρωμαϊκή) ήταν η τάση των Γαλατών για κομπασμό (λέγεται μάλιστα ότι μεγάλωναν τεχνητά τις πληγές που είχαν δεχτεί στον πόλεμο, για να μπορούν να καυχιούνται περισσότερο) και το άγνωστο στην αρχαιότητα έθιμο της μονομαχίας. Εκτός απ' αυτά είχαν μεγάλη φαντασία, όπως δείχνουν οι πλούσιοι θρύλοι τους, στους οποίους μυθολογικοί και ιστορικοί ήρωες, μαγικοί ταύροι και γουρούνια, ελάφια και φίδια ύφαιναν έναν ιστό από ποικιλόχρωμα γεγονότα. Η θρησκεία τους είχε σχεδόν αποκλειστικά φυσικές θεότητες: των δέντρων και των δασών, των νερών και των άστρων. Τη βαλανιδιά τη θεωρούσαν ιδιαίτερα ιερή* ο κορμός της βαφόταν με το αίμα των ζώων, που της θυσίαζαν για εξαγνισμό, εξευμενισμό ή από ευγνωμοσύνη, ενώ τις ανθρωποθυσίες τις θεωρούσαν ακόμα πιο αποτελεσματικές, ιδιαίτερα πριν από τη μάχη· φαίνεται μάλιστα ότι υπήρχαν και περιπτώσεις θρησκευτικού καννιβαλισμού. Στο θερινό ηλιοστάσιο οι Κέλτες άναβαν φωτιές χαράς και πηδούσαν μέσα από τις φλόγες. Ένα πολύ ισχυρό ιερατείο, που μάλιστα διαχειριζόταν και τις κρατικές υποθέσεις, αποτελούσαν οι Λρυίδες. Dru σημαίνει «πολύ» και uid «βλέπω»: επομένως οι Λρυίδες ήταν άνθρωποι που έβλεπαν καλύτερα από τους άλλους, δη.307
λαδή ήταν προφήτες. Επιτελούσαν επίσης τις λειτουργίες του βρόχοποιου και του γιατρού, και οι Κέλτες πίστευαν ότι τα μάγια τους μπορούσαν να μεταμορφώσουν κάποιον, να τον κάνουν αόρατο και ν"* αναστήσουν νεκρούς. Τα απόκρυφα δόγματά τους, που ήταν πολλά και περίπλοκα, δεν ήταν διατυπωμένα στον γραπτό λόγο, αλλά αναπαράγονταν με τη μνήμη. Πλάι τους υπήρχε και μια ξεχωριστή τάξη από μάντες. Ο Uatis (που στα λατινικά έχει το ίδιο ακριβώς όνομα) προφήτευε το μέλλον από τα σύννεφα, τα εντόσθια, τις φωνές και το πέταγμα των πουλιών, το τρέξιμο των ζώων, τον καπνό της φλόγας. Ο νεκρός πολεμιστής τοποθετούνταν πάνω σ'' ένα σωρό από ξύλα, με το βλέμμα προς τη μεριά τδυ εχθρού και με πλήρη εξάρτυση, και καιγόταν μαζί του καιγόντουσαν όλα όσα αγαπούσε, ακόμα και ζωντανά πλάσματα. Οι Κέλτες πίστευαν ότι η ζωή συνεχιζόταν σωματικά μετά τον θάνατο, είτε σ' ένα καινούριο σώμα είτε στο ίδιο, που είχε αναληφθεί στους θεούς- μάλιστα δάνειζαν λεφτά ο ένας στον άλλο, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να τα επιστρέψουν στο υπερπέραν. Οι Ρωμαίοι έκαναν το λάθος να βαδίσουν εναντίον των Γαλατών, αντί να οχυρωθούν στην πόλη τους, η πολιορκία της οποίας από τον εχθρό θα κατέληγε σ' αποτυχία. Η μάχη έγινε στο ποταμάκι Αλλία και οι Ρωμαίοι υπέστησαν φοβερή ήττα: ακόμα και πολλούς αιώνες αργότερα ο ρωμαϊκός λαός θεωρούσε την 18 Ιουλίου ως dies ater (αποφράδα μέρα). Αλλά οι Ρωμαίοι παραμέλησαν επίσης να θέσουν σε κατάσταση άμυνας τις οχυρώσεις τους, κι έτσι ο εχθρός, ανεμπόδιστος από τον διασκορπισμένο ρωμαϊκό στρατό, μπόρεσε να πυρπολήσει και να λεηλατήσει τα πάντα· μόλις που πρόλαβαν οι Ρωμαίοι να μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα στις γειτονικές πόλεις, όπου ήταν ασφαλή. Αλλά η φρουρά του Καπιτώλιου εξακολούθησε την αντίσταση και στο μεταξύ τα νικημένα ρωμαϊκά στρατεύματα άρχισαν ν' ανασυντάσσονται στους Βηίους. Έτσι οι νικητές, που έτσι κι αλλιώς δε σκέφτηκαν ποτέ στα σοβαρά να εγκατασταθούν μόνιμα στη Ρώμη, δέχτηκαν ν' αποχωρήσουν εισπράττοντας ως λύτρα χίλιες λίβρες χρυσάφι. Ήταν ένα φοβερό επεισόδιο, αλλά μόνον επεισόδιο. Μια από τις σπουδαιότερες συνέπειες που είχε η συνεχής απειλή γαλατικής εισβολής ήταν η ένωση ανάμεσα στους Ρωμαίους, τους Σαμνίτες και τους Καμπανούς, έτσι ώστε η λατινική ομοσπονδία αγκάλιαζε τώρα το μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής Ιταλίας. Πολύ σημαντικότερο ιστορικό ρόλο προοριζόταν ν^ αποκτήσει .308
ένας άλλος βαρβαρικός λαός του Βορρά, για τον οποίο όμως δεν είναι βέβαιο αν πρέπει να συγκαταλεγεί στους βαρβάρους. Πρόκειται για τους Μακεδόνες. Το όνομά τους προέρχεται από τή λέξη μακεδνός^ που στην επική γλώσσα είναι συνώνυμο του μακρός. Αν οι Έλληνε|, τους χαρακτήριζαν επίμονα βαρβάρους, εννοούσαν την |:αλιτιστικ^ τους στάθμη!, όπως συνέβαινε και με τους Αιτωλούς, που ήταν γνήσιοι Έλληνες (ενώ οι Μακεδόνες είχαν υποστεί κάποια επιμιξία με τους Θράκες). Από τη γλώσσα τους έχουν σωθεί μόνο πενιχρά λείψανα, γιατί στον γραπτό λόγο χρησιμοποΐ0υσαν τα ελληνικά, ακόμα και στα ταφικά μνημεία και στα επίσημα έγγραφα, και μάλιστα οι διπλωματικές ανακοινώσεις που έβγαιναν από τη γραμματεία του Φίλιππου φημίζονταν ιδιαίτερα για το λεπτό ύφος τους. Είναι πολύ πιθανό ότι η μακεδονική γλώσσα δεν ήταν παρά μια ελληνική διάλεκτος, που όμως με τον καιρό έγινε πολυ στρυφνή για τους άλλους Έλληνες, όπως π.χ. τα βόρεια γερμανικά για ένα Νοτιογερμανό* οι δασείς φθόγγοι προφέρονταν όπως οι αντίστοιχοι μέσοι: το θήτα όπως το δέλτα, το φι όπως το βήτα. Όχι μόνον ο Αλέξανδρος και ο Φίλιππος, αλλά και όλοι οι διάσημοι Μακεδόνες είχαν ελληνικά ονόματα, καθώς και σχεδόν όλοι οι άσημοι που αναφέρονται σποραδικά: αξιωματικοί, στρατιώτες, αγγελιαφόροι, κατάσκοποι, γυναίκες. Η απάντηση που πρέπει να δώσουμε στο ερώτημα της καταγωγής των Μακεδόνων είναι μάλλον ότι επρόκειτο για Έλληνες, που την εποχή της μετανάστευσης των ελληνικών φύλων έμειναν πίσω στα βορεινά ορμητήριά τους. Έμειναν πίσω από κάθε άποψη, γιατί δεν παρακολούθησαν την πρωτοφανή σε ένταση και ταχύτητα εξέλιξη των υπόλοιπων Ελλήνων, παρά διατήρησαν πολλές από τις παλιές δομές τους: μόνο σ*" αυτούς διατηρήθηκε μια ισχυρή και πολεμική βασιλεία σαν τη μυκηναϊκή, μια σωματοφυλακή από ισότιμους εταίρους, σαν κι αυτή που περιστοίχιζε τον Αχιλλέα, και μια συνέλευση του στρατού ως πολιτικό όργανο, σαν κι αυτή που επίσης συναντάμε στον Όμηρο. Ο αραιός πληθυσμός —στην πλειονότητά του ελεύθεροι αγρότες— δε γνώριζε σχεδόν καθόλου πόλεις· ο βασιλιάς Αρχέλαος, που ανέβηκε στην εξουσία το 413, ήταν ο πρώτος που έφτιαξε δρόμους και οχυρώσεις, εκσυγχρόνισε την οργάνωση του στρατού, θέσπισε γυμνικούς αγώνες και κάλεσε στην αυλή του Έλληνες καλλιτέχνες, ανάμεσά τους τον πολύ Ζεύξι, που διακόσμησε τα βασιλικά ανάκτορα με τοιχογραφίες, και τον Ευριπίδη, που πέθανε στο βασιλι.309
κό ενδιαίτημα· ο Αρχέλαος έστειλε πρόσκληση ακόμα και στον Σωκράτη, που θα πρέπει ν"* αντέδρασε με κάμποσα χαριτωμένα αστεία. Ο Αρχέλαος δολοφονήθηκε την ίδια χρονιά με τον Σωκράτη, και σαράντα χρόνια αργότερα, έπειτα από πολλές διαμάχες γύρω από τον θρόνο, ανέβηκε στην εξουσία ο Φίλιππος. Για τον Φίλιππο ο Ντρόιζεν λέει εύστοχα: «Ο χαρακτήρας του ήταν να μην έχει χαρακτήρα^ αλλά σκοπούς». Ενσάρκωνε τον κάθε άλλο παρά ελληνικό τύπο του τετραπέρατου και ανοιχτομάτη ρεαλιστή, που αγκαλιάζει και διαπερνά με το βλέμμα του, οικειοποιείται και αξιοποιεί τα πάντα: η ελληνική φαντασία κινούνταν στον χώρο των ιδεών, ενώ η δική του πάντα στον χώρο της πραγματικότητας. Ωστόσο, παρά την αδάμαστη θέληση και τις εκπληκτικές ικανότητές του, είχε κάτι το πολύ πεζό, ακόμα και στο παρουσιαστικό του: ήταν μονόφθαλμος, πράγμα που προσπαθούσε να κρύψει μ' ένα δαφνοστέφανο, ρωμαλέος αλλά κοντός, και το φέρσιμό του είχε κάτι το δαιμονικά χυδαίο, όπως και του Ναπολέοντα. Από την άλλη μεριά, όμως, ήταν πνευματώδης και δεν του έλειπε καθόλου το ενδιαφέρον για την τέχνη και τον 7η;ευματικό πολιτισμό: όχι μόνο διάλεξε τον Αριστοτέλη για παιδαγωγό του γιου του, αλλά κάλεσε και τον Απελλή στην έδρα του, την Πέλλα. Η θέση του στην πολεμική ιστορία μοιάζει με του Γουστάβου Αδόλφου: χρωστούσε κι αυτός τις επιτυχίες του σε τρεις παράγοντες: είχε ένα πραγματικά εθνικό στρατό, διοικούσε αυτό τον στρατό μοναρχικά (και μάλιστα με σπάνια στρατηγική ιδιοφυία) και έκανε το ιππικό ένα από τα κύρια όπλα. Το μακεδονικό και θεσσαλικό ιππικό υπερτερούσε αριθμητικά και ποιοτικά από κάθε άλλο, κι εκτός από αυτό δεν ήταν, όπως συνέβαινε πρωτύτερα, ένα απλό βοηθητικό σώμα, αλλά έγινε για πρώτη φορά ένα αποφασιστικό τακτικό σώμα. Χάρη σ^ αυτή την εντελώς καινούρια μέθοδο του συνδυασμού των όπλων, ο Φίλιππος εξασφάλιζε την πρωτοβουλία και στα δύο κέρατα, αναθέτοντας τον επιθετικό ρόλο στο ευκίνητο ιππικό και τον αμυντικό ρόλο στο βαρύ πεζικό: αυτή είναι η πρόοδος που σημείωσε απέναντι στη μέθοδο του Επαμεινώνδα. Εξάλλου, το ιππικό του του επέτρεπε ν^ αξιοποιήσει απόλυτα τη νίκη του με την παρατεταμένη καταδίωξη του εχθρού, κι έτσι ο Φίλιππος ήταν αυτός που καθιέρωσε τη στρατηγική της εξόντωσης του εχθρού. Μια άλλη πρωτόφαντη μέθοδός του ήταν ότι δεν άφηνε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του να εμποδίζονται ούτε από την εποχή του .310
χρόνου ούτε από τη νύχτα. Επίσης καθιέρωσε τη μηχανή ως πολεμικό μέσο και έδειχνε σ^ όλα τα είδη ελιγμών —εικονικές υποχωρήσεις, συγκαλυμμένες κινήσεις, αναπάντεχες προελάσεις, ξαφνικές μετατοπίσεις— μια επιδεξιότητα, στην οποία οι Έλληνες ήταν ανίκανοι ν^ αντιδράσουν. Ο Φίλιππος μετέτρεψε την αγροτική αριστοκρατία της υπαίθρου σε αυλική αριστοκρατία, συγκεντρώνοντάς την κοντά του: ως σωματοφυλακή των εταίρων ή ^ί^ων, δηλαδή συντρόφων του βασιλιά, και ως ακολούθους, που τον υτυηρετούσαν στο τραπέζι, τον οδηγούσαν στο κρεβάτι και φυλούσαν νυχτερινή σκοπιά, πράγμα που θυμίζει κάπως το Λουδοβίκο ΙΔ'. Και η Ελλάδα επίσης ήταν πια ώριμη για τη μοναρχία. Η έλευσή της προμηνυόταν ήδη στη λογοτεχνία, π.χ. στο φιλομοναρχικό «μυθιστόρημα» του Ξενοφώντα για τη νεότητα του Κύρου, έργο που διαβάσθηκε από πολύ κοινό, παρόλο που, όπως παρατηρεί ο Μπέλοχ, είναι «φοβερά πληκτικό»: μια κριτική που η αμεροληψία της είναι διπλά απολαυστική, όταν βγαίνει από την πένα μιας τέτοιας αυθεντίας· ακόμα πιο απροκάλυπτα ο Βιλαμόβιτς αποκαλεί τον Ξενοφώντα «ταγματάρχη εν αποστρατεία», και πραγματικά ο Ξενοφών είναι αξιανάγνωστος μόνον ως έμπειρος αγρότης, ιππογνώστης και στρατιωτικός, ενώ η πολιτική και η φιλοσοφία του κινούνται σε επίπεδο καφενείου. Έζησε μόνο την πρώτη φάση του Φίλιππου, αλλά ο Ισοκράτης έβλεπε τον Φίλιππο ως ένα νέο Αγαμέμνονα, αρχηγό των ενωμένων Ελλήνων εναντίον του προαιώνιου εχθρού· ως απώτερο στόχο ο Ισοκράτης (και προφανώς ο ίδιος ο Φίλιππος) θεωρούσε την κατάκτηση της Μικράς Ασίας ώς τον Άλυ. Το σχέδιο αυτό ήταν ακόμα «αιγαιοκεντρικό». Ελάχιστες αμφιβολίες υπάρχουν ότι ο Φίλιππος, ο δημιουργός του στρατού του Αλέξανδρου και ένας από τους μεγαλύτερους στρατηλάτες όλων των εποχών, θα είχε νικήσει τους Πέρσες. Το ζήτημα όμως είναι αν κατόπιν θα είχε παρασυρθεί, παρά τη θέλησή του, στον αλεξανδρινό ιμπεριαλισμό, που όπως όλα δείχνουν ήταν αρχικά ξένος προς τη σκέψη του. Σ' ολόκληρη την εκστρατεία του Αλέξανδρου ο Παρμενίων και ο Αντίπατρος πρέσβευαν ότι οι Έλληνες έπρεπε να σταματήσουν στον Ευφράτη και ν** ασκήσουν μια πολιτική προσανατολισμένη προς τη Δύση. Ήταν οι δύο εξοχότεροι στρατηγοί του Φίλιππου, ο Αντίπατρος μάλιστα είχε και σπουδαίες πολιτικές ικανότητες, αλλά και οι δυο τους δεν ήταν ισάξιοι του βασιλιά τους σε οξυδέρκεια και πνευματική .311
ευελιξία. Επομένως δεν μπορούμε να δώσουμε ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα. Και τον Αισχίνη επίσης ο Φίλιππος δεν τον κέρδισε μόνο με το χρυσάφι, παρά προηγουμένως με τη γοητεία της προσωπικότητάς του και τη δύναμη του πνεύματός του να κάνει τον αντίπαλο οπαδό. Επίσης και το ιερατείο των Δελφών, που δε σκεφτόταν πάντα πολύ πατριωτικά αλλά σχεδόν πάντα σοφά και διορατικά, ήταν στο πλευρό του Φίλιππου, πράγμα όμως που ο Δημοσθένης αντιπαρήλθε με τη φράση: «Η Πυθία φιλιππίζει». Ο Δημοσθένης θα προτιμούσε έναν πανελλήνιο συνασπισμό με την Περσία εναντίον του Φίλιππου, όπως οι αυτονομιστές της νότιας Γερμανίας θα προτιμούσαν την πλήρη εξάρτηση από τη Γαλλία παρά την πρωσική ηγεμονία, εννοώντας όμως, όπως ακριβώς και οι Αθηναίοι αυτονομιστές, τη δική τους ηγεμονία. Η κυριότερη διαφορά ανάμεσα στον Δημοσθένη και τους περισσότερους παλιότερους Αθηναίους πολιτικούς ηγέτες ήταν ότι εκείνοι ήταν πρώτα απ' όλα στρατηγοί, ενώ ο Δημοσθένης ήταν αδαής στα στρατιωτικά· αλλά και από πολιτική άποψη ήταν ερασιτέχνης. Πίστευε ότι με συνθήματα όπως «βάρβαρος» και «τυχοδιώκτης» μπορούσε να ξεμπερδέψει μ' ένα φαινόμενο σαν το Φίλιππο, χωρίς να έχει το παραμικρό ένστικτο για τις ιστορικές δυνάμεις, το πνεύμα της εποχής και την αλλαγή των καιρ<ίΛ;. Η ικανότητα που ξεχωρίζει τον πολιτικό: να βλέπει έγκαιρα τα πράγματα όπως είναι και να προσαρμόζεται σ' αυτά για να τα ελέγξει, έλειπε σε τρομακτικό βαθμό από αυτόν τον δογματιστή, για τον οποίο ολόκληρος ο κόσμος ήταν πρόβλημα ρητορικής. Ο Φίλιππος, ενεργώντας δραστήρια όσο και φρόνιμα, κέρδισε αρχικά ως ορμητήριο τη Θεσσαλία, με το πολύτιμο δυναμικό της σε άλογα, και τις παράκτιες πόλεις της Θράκης, που είχαν επίκαιρη γεωγραφική θέση και ήταν πλούσιες σε δάση και ορυχεία. Κατόπιν, το φθινόπωρο του 338, ο ενωμένος στρατός των Αθηναίων και των Θηβαίων υπέκυψε στην ανώτερη πειθαρχία και τακτική τω^; Μακεδόνων: τη μάχη την έκρινε η επίθεση του ιππικού του Αλέξανδρου εναντίον του «Ιερού Αόχου» των Θηβαίων, που ώς τότε θεωρούνταν αήττητος. Μπορούμε να πούμε ότι στη Χαιρώνεια ο Επαμεινώνδας νίκησε τον Επαμεινώνδα. Είναι ένα συχνό φαινόμενο στην ιστορία της πολεμικής τέχνης: μια μεγάλη διάνοια επινοεί κάτι καινούριο και απλό, που χάρη σ' αυτόν το συνδυασμό νικάει· κατόπιν η καινοτομία .312
αυτή αποστεώνεται, γίνεται ρουτίνα και υποτάσσεται σε κάποιον που καταφέρνει να τη χειρισθεί εύστροφα και ελεύθερα. Έτσι η τακτική του Φρειδερίκου έπαθε φιάσκο στους Ναπολεόντιους πολέμους, η τακτική του Ναπολέοντα στο Καίνιχγκραιτς. Γιατί δεν υπάρχουν «βασιλικοί κανόνες», υπάρχουν μόνο βασιλιάδες που κάνουν τους κανόνες. Παραβαίνοντας τη συνήθειά του ο Φίλιππος, όπως και οι Πρώσοι μετά το Καίνιχγκραιτς, δεν καταδίωξε μετά τη μάχη τον νικημένο εχθρό, τον οποίο ήθελε να κάνει φίλο, και, όπως τότε ο Μπίσμαρκ, έθεσε όρους που ήταν δυσανάλογα ήπιοι σε σύγκριση με το μέγεθος της ήττας των αντιπάλων του: απελευθέρωσε τους Αθηναίους αιχμαλώτους χωρίς λύτρα, ή Αθήνα διατήρησε την πλήρη ελευθερία της και απλώς δεσμεύθηκε να προσχωρήσει στον πανελλήνιο συνασπισμό που σχεδίαζε ο Φίλιππος* οι Αθηναίοι ξαφνιάσθηκαν και γοητεύθηκαν τόσο πολύ από αυτή την επίδειξη μετριοπάθειας ώστε, κόντρα στις νουθεσίες του Δημοσθένη, ανακήρυξαν τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο επίτιμους δημότες. Ο «Κορινθιακός Συνασπισμός», που ίδρυσε ο Φίλιππος το 337, περιλάμβανε όλα τα ελληνικά κράτη, με εξαίρεση τη Σπάρτη. Τα κράτη έμειναν αυτόνομα στο εσωτερικό, αλλά υποχρεώθηκαν να ζουν ειρηνικά μεταξύ τους και να λύνουν τις διαφορές τους στο Συνέδριο, ένα είδος κοινοβούλιου που έδρευε στην Κόρινθο* δεσμεύθηκαν επίσης να συμμετέχουν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της συμμαχίας* κεφαλή της συμμαχίας, συγκλητής του Συνέδριου και αρχιστράτηγος των Ελλήνων ήταν ο Φίλιππος, με τον τίτλο του ηγεμόνα* ταυτόχρονα του παραχωρήθηκε η απεριόριστη αρμοδιότητα στη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον της Περσίας. Επομένως, πολιτικά και στρατιωτικά οι ελληνικές πολιτείες είχαν χάσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσής τους. Αλλά στη διάρκεια των σύντονων προπαρασκευών για την εκστρατεία κατά των Περσών ο Φίλιππος δολοφονήθηκε το καλοκαίρι του 336, στο μεσουράνημα της ζωής του και στα μισά της σταδιοδρομίας του, από έναν ευγενή της ανακτορικής φρουράς, για λόγους προσωπικής εκδίκησης: μια πράξη που μπορεί να συγκριθεί μόνο μ' εκείνη που είκοσι χρόνια νωρίτερα, τη χρονιά που γεννήθηκε ο Αλέξανδρος, είχε για θύμα της τον ναό της Εφέσου* μόνο που δεν έκανε τον δράστη εξίσου διάσημο όσο τον Ηρόστρατο: τον Ραβαγιάκ, το δολοφόνο του Ερρίκου Δ', και τον Μπουθ, τον δολοφόνο του Αίνκολν, τους ξέρει όλος ο .313
κόσμος, για να μη μιλήσουμε για τον Βρούτο και τον Κάσσιο* αλλά σχεδόν κανένας δεν ξέρει το όνομα του Παυσανία από την Ορεστιάδα, του γιου του Κέραστου. Είναι πολύ πιθανό ότι η Ολυμπιάς, η σύζυγος του Φίλιππου και μητέρα του Αλέξανδρου, δεν ήταν αμέτοχη στη δολοφονική απόπειρα. Είχε κι αυτή ορκισθεί εκδίκηση στον βασιλιά, που είχε πάρει μια δεύτερη νόμιμη γυναίκα, και ολόκληρη η κατοπινή βιογραφία της, που είναι γεμάτη από σκοτεινές πράξεις αβυσσαλέου πάθους, δικαιολογεί την υποψία ότι έβαλε κι αυτή το χεράκι της στη δολοφονία του άνδρα της. Ήταν κόρη του βασιλιά των Μολοσσών, επομένως πέρα για πέρα βάρβαρη, αφοσιωμένη σε μυστηριώδεις και άγριες ιεροτελεστίες, κι ακόμα και ο μετριοπαθής Πλούταρχος την αποκαλεί «παράφορη και ευέξαπτη». Η Ολυμπιάς ευθύνεται για κάτι τι το άμετρο στον χαρακτήρα του γιου της, κάτι που, μαζί με την κληρονομιά του πατέρα, έφτιαξε μια προσωπικότητα από αυτές που μόνο στους θρύλους υπάρχουν. Με τον Αλέξανδρο εμφανίζεται στην ιστορία του δυτικού κόσμου ένα πνεύμα που δε μοιάζει ελληνικό, ή, όπως μπορεί κανείς να πει επίσης, μια νέα φάση του ελληνικού πνεύματος: ο ελληνικός ρομαντισμός. Ρομαντικά στοιχεία του Αλέξανδρου ήταν η έλξη του προς την Ανατολή, που την τροφοδοτούσε ένα πάθος ολότελα διαφορετικό από την αθώα περιέργεια ενός Ηρόδοτου, η τάση του προς το απεριόριστο και το απόλυτο, η επιθυμία του να φτάσει ώς την άκρη του κόσμου, ο κοσμοπολιτισμός του, η πίστη του στην παντοδυναμία της μεγαλοφυίας, η προσήλωσή του σε ιστορικές μνήμες (τον Αχιλλέα, τον Ηρακλή, τον Διόνυσο), η φιλία του προς τον εχθρό, η αβρότητά του απέναντι στις γυναίκες. Ο Αλέξανδρος ήταν ιππότης και το θεμελιώδες πάθος του ήταν η νοσταλγία. Ο ριζικά καινούριος τύπος που ενσαρκώνει ο Αλέξανδρος εκδηλωνόταν ακόμα και σε δευτερεύοντα γνωρίσματα, όπως π.χ. στο ξύρισμα του γενιού, που είναι αντιαστική και ιμπεριαλιστική συνήθεια: δεν μπορούμε να φανταστούμε τον Καίσαρα και τον Αύγουστο, τον Ναπολέοντα και τον Μουσσολίνι παρά μόνο ξυρισμένους. • Ο Αλέξανδρος πέτυχε άθλους που δεν επαναλήφθηκαν ούτε καν με τα μέσα της σύγχρονης τεχνικής και που αξίζουν τον θαυμασμό μας ακόμα περισσότερο κι από τις νίκες του στις μάχες: ας σκεφτούμε την προέλαση μέσα από το Τουρκεστάν, το Αφγανιστάν και το Βελουχιστάν και, κατόπιν, στην Πενταποταμία, μέσα από κατάξερες .314
ερήμους, ορμητικά ποτάμια και χιονισμένα οροπέδια· κι ωστόσο, ή ίσως ακριβώς γι^ αυτό τον λόγο, ο Αλέξανδρος είχε πάντα κάτι τι από έναν υπνοβάτη. Ενεργούσε σα να βρισκόταν κάτω από την εττηρεια μιας ξένης δύναμης, άβουλα, αλλά σπρωγμένος με σιγουριά προς τα εμπρός. Γι'' αυτό και δινόταν ολόψυχα στο κάθε τι —μάχες, ανήκουστες κακουχίες, οργιαστικά συμπόσια— μ' ένα παράτολμο τρόπο που εμείς, αν θέλαμε να κρίνουμε τη δράση του σε καθαρά εμπειρικό επίπεδο, θα τον λέγαμε ασύνετο. Στη λεγόμενη «Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου», που αποδίδεται λανθασμένα στον Καλλισθένη (τον αυλικό ιστοριογράφο του Αλέξανδρου) και ήταν πολύ διαδομένη στον Μεσαίωνα, υπάρχει ένα πολύ παράξενο σημείο: οι Βραχμάνοι ρωτούν τον Αλέξανδρο: «Γιατί κάνεις τόσους πολέμους; Μήπως τάχα δεν θα τ' αφήσεις κάποτε όλα σ^ αλλωνών τα χέρια;»* και ο Αλέξανδρος απαντά: «Και βέβαια θα ήθελα να σταματήσω τους πολέμους, αλλά δεν μ' αφήνει ο διαφεντευτής του πνεύματός μου. Αν είχαμε όλοι τα ίδια μυαλά,^ ο κόσμος θα ήταν άψυχος.» Η σκέψη αυτή θυμίζει Ηράκλειτο, αλλά και Σωκράτη: ο Αλέξανδρος ήταν κι αυτός όργανο ενός δαιμόνιου^ που όμως του υπαγόρευε εντελώς διαφορετικά πράγματα απ"" ό,τι στον Αθηναίο σοφό. Ο Αριστοτέλης λέει ότι η μοναρχία πλεονεκτεί σε δύο περιπτώσεις απέναντι στην αριστοκρατία: όταν ένας λαός βρίσκεται τόσο χαμηλά ώστε είναι ανίκανος ν' αυτοκυβερνηθεί και όταν ένας άνθρωπος ξεχωρίζει τόσο πολύ ώστε οι άλλοι τον λατρεύουν σα γεννημένο βασιλιά: τέτοιοι άνδρες δεν μπορούν να είναι μέρος, αλλά μόνο κύριοι του κράτους, κυκλοφορούν σα θεοί ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι πολύ πιθανό ότι, όταν ο Αριστοτέλης τα έγραφε αυτά, είχε υπόψη του τον μαθητή του. Η ακραιφνέστερη και συνεπέστερη δημοκρατία του κόσμου κατέληξε στην ακραιφνέστερη και συνεπέστερη μορφή μοναρχίας: τη θεοποιημένη μοναρχία. Το πολίτευμα αυτό προϋποθέτει συνήθως είτε αφελείς είτε αθεϊστικές θρησκευτικές αντιλήψεις· αλλά οι Έλληνες δεν ήταν ποτέ τόσο αφελείς σ^ αυτά τα ζητήματα και, από την άλλη μεριά, ποτέ δεν υπήρξαν πραγματικά διαφωτισμένοι. Η φαντασία τουςι, που δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά, ήταν γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ικανή να δεχτεί τα πάντα, κι όπως και να το κάνουμε ο Αλέξανδρος άξιζε τουλάχιστον όσο και οι Ολύμπιοι. Στην Αίγυπτο ανακηρύχθηκε θεός με εντελώς νόμιμο τρόπο, γιατί, όπως θυμόμαστε από τον προηγούμενο τόμο, σύμφωνα με τις αιγυπτιακές δο.315
ξασιες ο φαραώ ήταν γεννημένος από τον Άμμωνα* αυτόν τον τελευταίο όμως ,01 Έλληνες τον ταύτιζαν πάντα με τον Δία. Αν θέλουμε να μαντέψουμε τις σκέψεις που έκανε ο Αλέξανδρος γι' αυτή την ταυτισή του με θεό, μας προσφέρουν μια ένδειξη κάτι λόγια του Ναπολέοντα, που μετά τη στέψη του είπε στον Ντεκρέ: «Παραδέχομαι πως η καριέρα μου δεν είναι άσχημη και πως ακολούθησα τον δρόμο που ήθελα. Αλλά πόση διαφορά με την αρχαιότητα! Όταν ο Αλέξανδρος κατάκτησε την Ασία, παρουσιάσθηκε ως γιος του Δία κι όλοι οι αρχαίοι, με εξαίρεση την Ολυμπιάδα, τον Αριστοτέλη και μερικούς Αθηναίους σχολαστικούς, τον πίστεψαν. Αν εγώ σήμερα δήλωνα ότι είμαι γιος του Παντοδύναμου, θα με προγκάριζε κι η τελευταία πλύστρα. Οι λαοί σήμερα παραείναι διαφωτισμένοι και δεν μπορεί πια κανείς να κάνει τίποτα.» Στην αυτοθεοποίηση του Αλέξανδρου ανακατεύονται αληθινή πίστη (ή δεισιδαιμονία), η επίδραση του ανατολικού εδάφους, η δαιμονοπληξία που πηγάζει από σκοτεινές βαρβαρικές ρίζες, η μοναξιά της μεγαλοφυίας, το αίσθημα της πραγματικής παντοδυναμίας και η πεζή, ρεαλιστική πολιτική (δεν υπήρχε άλλος νομικός τίτλος για την κυριαρχία πάνω στην Ελλάδα και την Ασία)· και το αποτέλεσμα είναι κάτι ακατανόητο. Ή, όπως συνοψίζει ο Χέλμουτ Μπρέβε: «Το πρόσωπό του ήταν το πρόσωπο της ανεξιχνίαστης διάνοιας». Γι'' αυτό τον λόγο δεν ξέρουμε ουσιαστικά παρά λίγα και αντιφατικά πράγματα για την προσωπικότητά του, παρόλο που βρισκόταν στο ολόφωτο ζενίθ της αρχαίας ιστορίας. Σ' ό,τι αφορά την ερωτική ζωή του, όλες οι ττηγές αναφέρουν ότι ένιωθε σφοδρό πάθος για τη γυναίκα του Ρωξάνη, μια Περσίδα ευγενή, που λέγεται ότι ήταν η ωραιότερη γυναίκα της Ασίας. Κατόπιν παντρεύτηκε κάμποσες ακόμα Περσίδες πριγκίπισσες, ανάμεσά τους τη βασιλοπούλα Στάτειρα, προφανώς για πολιτικούς λόγους, ώστε να μπορεί και τυπικά να προβάλει ως κληρονόμος των Αχαιμενιδών από αυτό τον γάμο δε γεννήθηκαν παιδιά. Κατά τα άλλα, αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος έμενε εντυπο>σιακά ασυγκίνητος από τα γυναικεία θέλγητρα, πράγμα που ο Πλούταρχος αποδίδει σε ηθική αυστηρότητα, ενώ ο Μπρέβε στην κλίση του προς το ίδιο του το φύλο. Τπέρ της τελευταίας ερμηνείας θα συνηγορούσε μόνον η έκθυμη αγάττη του Αλέξανδρου για τον Ηφαιστίωνα, που όμως μπορεί να ήταν καθαρά πλατωνική: στα όσα παραδίδονται γι' αυτή τη σχέση δεν υπάρχει τίποτα που να μην .316
εξηγείται με την αγνή φιλία. Το γεγονός ότι όλοι οι έφηβοι που υττήρχαν στο περιβάλλον του Αλέξανδρου θεωρούνταν από τους κουτσομπόληδες της αυλής ερωμένοι του είναι κάτι αυτονόητο και δεν έχει καμιά αποδεικτική δύναμη. Αντίθετα, ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος αποποιήθηκε επανειλημμένα με αγανάκτηση παιδεραστικές προσφορές, αν και ο Μπρέβε παρατηρεί σχετικά ότι αυτό είναι λιγότερο ενδεικτικό για τις ερωτικές προτιμήσεις του βασιλιά από όσο το γεγονός ότι εκείνοι που του τις έκαναν έλπιζαν να κερδίσουν έτσι την εύνοιά του. Αλλά σε ποιον αρχαίο άνδρα δεν γίνονταν τέτοιες προτάσεις; Αν, επιπρόσθετα, πάρουμε υπόψη μας ότι σ' ολόκληρη τη ζωή του ο Αλέξανδρος είχε ένα ακόρεστο πάθος για το κυνήγι και τη γυμναστική, στα οποία εντρυφούσε ακόμα και στη διάρκεια των εκστρατειών του, και ότι ολόκληρη η σταδιοδρομία του ήταν γεμάτη από υπεράνθρωπες κακουχίες, που τις διέκοπταν μόνον εξίσου τιτάνιες ακρατοποσίες, θα κλίνει προς την άποψη ότι ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει ανάμεσα στην Αφροδίτη και την Άρτεμη με παρόμοιο τρόπο όπως ο αθλομανής Ιππόλυτος. Η μόρφωσή του πρέπει να ήταν ασυνήθιστα μεγάλη. Ο Αριστοτέλης τον είχε εξοικειώσει με όλο το φάσμα των τότε γνώσεων, ενώ μαζί με άλλους δασκάλους τον είχε μυήσει επίσης στη μουσική και τη ρητορική. Το αιώνιο ιδανικό του, το οποίο επιδίωκε με ζήλο, ήταν ο Αχιλλέας· καθώς όμως αυτός ο τελευταίος, σε σύγκριση με τον Αλέξανδρο, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας άξεστος νταής, ο Αλέξανδρος δεν μπορεί να λάτρευε στο πρόσωπό του παρά μόνο τον ήρωα της Ιλιάδας. Αυτό το έπος του Όμηρου το κουβαλούσε πάντα μαζί του σε μια έκδοση που του είχε χαρίσει ο Αριστοτέλης και που τη φύλαγε σε μια ακριβή κασετίνα. Και με τους τραγικούς επίσης ήταν πολύ εξοικειωμένος και δεν έχανε ευκαιρία για να παραθέσει αποσπάσματα από τα έργα τους. Το ζωηρό ενδιαφέρον του για τις εικαστικές τέχνες άγγιζε τα όρια του σνομπισμού, γιατί τον έκανε να χώνει τη μύτη του στη δουλειά των ζωγράφων και των γλυπτών, προκαλώντας κάποτε μια τη^ευματώδη αντίδραση του Λύσιππου. Στις εκστρατείες του έβαζε πάντα να κάνουν επιστημονικές έρευνες. Παρόμοιους σκοπούς εξυπηρετούσε και η αυλική γραμματεία, που την ίδρυσε ο ίδιος. Οι γραμματείς κατέγραφαν καταλεπτώς στις «βασιλικές εφημερίδες» (που δεν ήταν άλλο από επίσημα ημερολόγια) όλα τα πολιτικά και στρατιωτικά συμβάντα, και σημείωναν στο δελ.317
τ{ο των «βηματιστών» όλες τις καινούριες γνώσεις για τους δρόμους και τις εποχές, την πανίδα και τη χλωρίδα, το έδαφος και τον πληθυσμό. Αναφέραμε πιο πάνω ότι ο Αλέξανδρος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και για τις τεχνικές προόδους των Σικελών: οι ε'Λεπο^,εις, δηλαδή «εκπορθήτριες πόλεων», που χρησιμοποίησε στην πολιορκία της Τύρου, ήταν οι μεγαλύτεροι πολιορκητικοί πύργοι που κατασκευάσθηκαν ποτέ· είχαν είκοσι ορόφους και ύψος πάνω από 53 μέτρα. Γενικά ο Αλέξανδρος είχε μέσα του μια ροπή προς το κολοσσιαίο, που όμως δεν προερχόταν, όπως ισχυρίσθηκαν μερικοί στενόμυαλοι ιστοριογράφοι, από μεγαλομανία (γιατί τι θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς μεγαλομανές σ' έναν Αλέξανδρο;), παρά απλούστατα ήταν η προαναγγελία του ελληνιστικού τινεύματος. Όπως αναφέρει ο Διόδωρος, είχε την πρόθεση ν' αφιερώσει στον πατέρα του ένα μνημείο «σαν τις πυραμίδες». Ο Δεινοκράτης, ο αρχιτέκτονας της Αλεξάνδρειας, κατασκεύασε, για να καεί το πτώμα του Ηφαιστίωνα, ένα πολυτελές ικρίωμα, που λέγεται ότι στοίχισε δέκα χιλιάδες τάλαντα (ποσό μάλλον παραφουσκωμένο) και, ανάμεσα στ' άλλα, ήταν στολισμένο με χίλια πελώρια επιχρυσωμένα αγάλματα. Ο ίδιος Δεινοκράτης σχεδίαζε να μετατρέψει ολόκληρο το βουνό Άθω σ' ένα άγαλμα του Αλέξανδρου, με μια πόλη για δέκα χιλιάδες κατοίκους στο δεξί χέρι και όλα τα νερά του βουνού στο αριστερό. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η ίδια η Αλεξάνδρεια είναι ένα εκπληκτικό, γιγάντιο αρχιτεκτονικό δημιούργημα. Για να καλύψει τα νώτα του, ο Αλέξανδρος αναγκάσθηκε πρώτα ν' αναλάβει μια δύσκολη και εξουθενωτική εκστρατεία εναντίον των ανυπότακτων θρακών. Σ' αυτή την εκστρατεία απόδειξε ότι ήταν ισάξιος του πατέρα του στην τέχνη των φρόνιμων και γρήγορων ελιγμών και της επιδέξιας αξιοποίησης του εδάφους. Στην ασιατική εκστρατεία έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τη σημαντική αριθμητική υπεροχή των Περσών, πράγμα για το οποίο δεν έφταιγε κανένας άλλος από τους ίδιους τους Έλληνες, για την ειρήνευση των οποίων ο Αλέξανδρος αναγκάσθηκε ν' αφήσει πίσω του τον μισό μακεδονικό στρατό. Το ιππικό του αριθμούσε κάπου πέντε χιλιάδες άνδρες, το πεζικό του τριάντα χιλιάδες (σύμφωνα με τα μεγαλύτερα νούμερα σαράντα χιλιάδες). Μετά τη νίκη του Αλέξανδρου στον Γρανικό, ο Μέμνων ο Ρόδιος, που φαίνεται ότι ήταν ο ικανότερος στρατιωτικός στο περσικό επιτελείο, είχε σκοπό να ερημώσει τα μικρασιατικά εδάφη, για ν' .318
αναγκάσει τον Αλέξανδρο να στραφεί από έλλειψη τροφίμων στον κατά θάλασσα πόλεμο, όπου δεν θα είχε πολλές πιθανότητες επιτυχίας, γιατί το φοινικικό και κυπριακό ναυτικό του μεγάλου βασιλιά ήταν υπέρτερο από το ναυτικό του Αλέξανδρου, και μάλιστα όχι μόνον αριθμητικά. Ταυτόχρονα, ο Μέμνων, υποστηριγμένος από το περσικό χρυσάφι, ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες για να υποκινήσει γενική εξέγερση κατά των Μακεδόνων. Αλλά οι σατράπες εναντιώθηκαν στο σχέδιό του, εν μέρει για να μην πάθουν ζημιές τα κτήματά τους και εν μέρει από εχθρότητα εναντίον του Έλληνα συναδέλφου τους, και λίγο αργότερα μια αρρώστια έστειλε τον Μέμνωνα στον τάφο. Ο Αλέξανδρος συνέχισε ανενόχλητος την προέλασή του, αλλά πριν από τη μάχη στην Ισσό βρέθηκε σε φοβερά δύσκολη θέση: αν η μάχη τέλειωνε με ήττα του, ή έστω και με ισοπαλία, θα βρισκόταν ολότελα αποκομμένος από τις βάσεις του (γιατί είχε διαλύσει τον στόλο, για να μη τον εκθέσει στις επιθέσεις ενός ανώτερου εχθρού). Μετά την Ισσό βέβαια εξασφάλισε τα νώτα του, κατακτώντας τη Φοινίκη και την Αίγυπτο, έτσι όμως άφησε ανενόχλητο τον εχθρό για δυο ολόκληρα χρόνια, πράγμα που επίσης ήταν πολύ παρακινδυνευμένο. Και τις δυο φορές ο Αλέξανδρος τα έπαιξε όλα για όλα, και τις δυο φορές κέρδισε. Αλλά και στα Γαυγάμηλα η τύχη της μάχης βρέθηκε στην κόψη του ξυραφιού: αρχικά οι Μακεδόνες περικυκλώθηκαν και από τις δύο πλευρές, αλλά ο Αλέξανδρος κατάφερε να νικήσει με το δεξί του κέρας, ενώ το αριστερό με τον Παρμενίωνα έμεινε πίσω· στο κενό που δημιουργήθηκε έτσι διείσδυσαν οι Πέρσες, που όμως δε στάθηκαν ικανοί να εκμεταλλευθούν αυτό το πλεονέκτημα, xdt στο μεταξύ ο Αλέξανδρος διέλυσε το κέντρο τους, όπου βρισκόταν ο βασιλιάς με τα επίλεκτα τμήματά του: τη βασιλική σωματοφυλακή και το σώμα των Ελλήνων μισθοφόρων. Για ν' αντιμετωπίσει τα φοβερά δρεπανηφόρα άρματα, ο Αλέξανδρος έστειλε έφιππους τοξότες, που εξουδετέρωσαν τους ηνίοχους* από τότε δεν ακούγεται πια τίποτα γι' αυτό το όπλο. Χαρακτήρα ρομαντικής εποποιίας πρέπει να είχε, στη μάχη που έγινε στον Τδάσπη, και ο αγώνας εναντίον ενός άλλου, ολότελα ασυνήθιστου πολεμικού μέσου: των ελεφάντων του βασιλιά των Ινδών Πόρου, που ποδοπατούσαν τους εχθρούς, τους πέταγαν στον αέρα με την προβοσκίδα, τους ξέσκιζαν με τους χαυλιόδοντές τους. Μπορούμε τώρα να παρακολουθήσουμε σε πολύ αδρές γραμμές .319
πώς σιγά-σιγά ο Αλέξανδρος άρχισε να ξεπερνάει τον πατέρα του. Ούτε ο Αριστοτέλης, που παρά την ευρυμάθειά του παρέμεινε Έλληνας, ούτε ο Παρμενίων, που σκεφτόταν με βάση το περιορισμένο ιδανικό μιας «μείζονος Μακεδονίας», μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις οικουμενικές συλλήψεις του Αλέξανδρου. Μετά τη μάχη στην Ισσό εμφανίσθηκαν μπροστά στην Τύρο αποσταλμένοι του μεγάλου βασιλιά, που πρόσφεραν την παραχώρηση όλων των χωρών δυτικά από τον Ευφράτη. Λέγεται ότι ο Παρμενίων πρότεινε στον Αλέξανδρο να δεχτεί, και η απάντηση του Αλέξανδρου, ότι κι αυτός θα το έκανε αν ήταν Παρμενίων, συνοψίζει ολόκληρη τη διαφορά ανάμεσα στους δύο άνδρες. Μετά τα Γαυγάμηλα ο Αλέξανδρος βάζει στη μπάντα ολόκληρη την ιδεολογία του «πανελλήνιου αντεκδικητικού πολέμου» και στέφεται βασιλιάς της Ασίας. Ταυτόχρονα όμως θυσιάζει στον Μαρδούκ, τον θεό που απονέμει την κοσμική βασιλεία, κι έτσι διαδηλώνει ότι δεν του αρκεί το περσικό βασίλειο. Πράγματι, αφού διασχίσει νικηφόρα ολόκληρο το περσικό κράτος, εισβάλλει στο Παντζάμπ, και όταν πληροφορείται για τη χώρα του Γάγγη, θέλει να τη διαβεί κι αυτή για να φτάσει στον ωκεανό. Δηλαδή, με τα αρχαία μέτρα, θέλει να κατακτήσει ολόκληρη τη γη. Τότε όμως αντέδρασαν τα εξαντλημένα στρατεύματά του και ο Αλέξανδρος αναγκάσθηκε να γυρίσει πίσω. Είναι όμως σίγουρο ότι, αν ζούσε περισσότερο, θα ξαναγύριζε σ' αυτή την ιδέα. Την εποχή που πέθανε ετοιμαζόταν να περιπλεύσει την Αραβία. Επίσης σκόπευε να υποτάξει ολόκληρη τη Δύση και, καταλαβαίνοντας ότι το κλειδί ενός τέτοιου εγχειρήματος ήταν η Καρχηδόνα, σχεδίαζε ως πρώτο βήμα μια εκστρατεία κατά μήκος της βόρειας ακτής της Αφρικής, που θα υποστηριζόταν από ένα τεράστιο στόλο χίλιων πλοίων. Αίγο πριν από τον θάνατό του δοκίμασε μια πρόγευση αυτού του μακρινού οράματος: όλοι οι λαοί της Δύσης, Λίβυες, Καρχηδόνιοι, Κέλτες, Ίβηρες, του έστειλαν υποτακτικά πρεσβείες, ακόμα και οι Ρωμαίοι. Το κράτος του όμως θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από το κράτος των Ρωμαίων, γιατί αυτοί δεν πάτησαν ποτέ για καλά το πόδι τους πέρα από τον Ευφράτη, και ναυτικά εγχειρήματα σαν αυτό της Ινδίας ούτε που τα χωρούσε ο νους τους. Και τι στ^ αλήθεια θα εμπόδιζε τον Αλέξανδρο ν^ ανακαλύψει την Αμερική; Την εποχή ακριβώς που πέθανε, ο Πυθέας ξεκίνησε από τη Μασσαλία, πέρασε τα Γάδειρα, παράπλευσε τ^ ακρογιάλια της Ισπανίας και της Γαλλίας και έφτασε ώς τη Βρετανία, τα νησιά της .320
Σχετλάνδης και τη Θούλη, που πιθανότατα είναι η Ισλανδία. Το βασίλειο του Αλέξανδρου θα ήταν ισως μια Νέα Ατλαντίδα: θα έφτανε από τις Δυτικές ώς τις Ανατολικές Ινδίες! Γιατί ένα από τα πιο πρωτότυπα γνωρίσματα του, που ξεπερνούσε τα όρια του αρχαίου ττνεύματος, ήταν ότι μετρούσε ήδη τον κόσμο στην κλίμακα των ωκεανών. Αν όμως το δούμε αυτό από άλλη πλευρά, ίσως ο πρόωρος θάνατός του να ήταν μια από εκείνες τις μυστηριώδεις ανακοπές της παγκόσμιας Ιστορίας, που το νόημά τους δεν μπορούμε παρά απλώς να το υποθέσουμε. Η σύλληψη του Αλέξανδρου ήταν: η Βαβυλώνα να γίνει ομφαλός της γης, ο Περσικός κόλπος, με μια δεύτερη και ακόμα μεγαλύτερη Αλεξάνδρεια,^ να είναι το εμπορικό κέντρο του κόσμου. Το κράτος του Αλέξανδρου θα σήμαινε το τέλος της Ευρώπης. Ακούμε βέβαια κάθε τόσο ότι μια από τις κυριότερες υπηρεσίες που πρόσφερε ο Αλέξανδρος στον πολιτισμό ήταν ότι εξελλήνισε τον αρχαίο κόσμο· αλλά οι ελληνικές μορφές που διέδοσε δεν υπήρξαν ποτέ τίποτα παραπάνω από ένα επίχρισμα, ένα επιπόλαιο λούστρο, όπως περίπου οι γαλλικές τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα. Πιο βάσιμο θα ήταν αν λέγαμε ότι εξαλεξανδρίνισε τον ελληνισμό και έτσι τον διατήρησε ζωντανό ως οικουμενικό ελληνισμό. Γιατί τον τέταρτο αιώνα ο εθνικός ελληνισμός βρισκόταν ήδη σε πλήρη αποσύνθεση. Στα στρατιωτικά, το φαινόμενο της αχαλίνωτης μισθοφορίας έπαιρνε ανησυχητικές διαστάσεις. Οι προνομιούχοι προτιμούσαν ν** ασχολούνται με τις δικές τους υποθέσεις, αλλά το προλεταριάτο μπορούσε να το προσεταιρισθεί οποιαδήποτε δύναμη. 'Οταν αυτό το ασκέρι των μισθοφόρων δεν είχε απασχόληση, τότε έψαχναν μόνοι τους για λεία και σχημάτιζαν ολόκληρα σώματα από ληστές και πειρατές ή έμπαιναν στην υπηρεσία του οποιουδήποτε τυχοδιώκτη, είτε αυτός λεγόταν ολιγαρχικός είτε δημοκρατικός. Καινούριο ήταν και το φαινόμενο του επαγγελματία αξιωματικού. Αλλά η ελληνική τακτική δεν κατάφερε να παρακολουθήσει τα σικελικά και μακεδονικά επιτεύγματα. Λειτουργούσε, βέβαια, ώς ένα βαθμό με συνδυασμένα όπλα, χρησιμοποιώντας πλάι στους οπλίτες τους γυμνήτες και τους πελταστές: οι πρώτοι στρατολογούνταν από τοξότες, ακοντιστές και λιθοβόλους, που κάλυπταν, προωθούνταν, παραπλανούσαν, ενώ οι δεύτεροι ήταν ένα ελαφρό σώμα που χρησίμευε για ανιχνεύσεις, ενέδρες και καταδιώξεις. Όλα αυτά όμως υπήρχαν ακόμα σε υποτυπώδη, εμβρυακή μορφή: ο αποφασιστικός σχηματι21
321
σμός εξακολουθούσε να είναι η φάλαγγα· εκτός από αυτό, οι Έλληνες είχαν από παλιά μια προκατάληψη εναντίον των εκηβόλων όπλων: τα θεωρούσαν ανέντιμο τρόπο να μάχεται κανείς. Στον «Ηρακλή» του Ευριπίδη ο Λύκος λέει: «Την ανδρεία του κανείς δεν την απόδειξε σαν τοξότης, τα όπλα του είναι τα άνανδρα βέλη, η τέχνη του είναι το φευγιό»* αλλά ο Αμφιτρύων του αποκρίνεται: «Ο λογχοφόρος είναι δούλος του όπλου του, αν σπάσει η αιχμή του είναι ανυπεράσπιστος. Η μεγαλύτερη τέχνη στον πόλεμο είναι να προκαλείς ζημιές χωρίς να εξαρτιέσαι από την τύχη». Η ελληνική στρατιωτική οργάνωση όμως ήταν οπισθοδρομική και σ' ένα άλλο σημείο: δεν κατάφερε ποτέ να χειραφετηθεί από το άτακτο μπουλούκι των αμάχων που ακολουθούσε τους στρατιώτες: σε κάθε μεγάλη εκστρατεία έπαιρναν μέρος όχι μόνον οι τόσο πολυάριθμοι στην αρχαιότητα υπηρέτες και οι ατέλειωτες εφοδιοπομπές, αλλά και ιερείς και μάντες, γυναίκες και παιδιά, εταίρες και τεκνά, έμποροι που αγόραζαν από τους στρατιώτες τη λεία και μικροπωλητές που τους ξανάπαιρναν πίσω τα λεφτά. Όπως σχεδόν πάντα σ' εποχές εξαθλίωσης των λαϊκών στρωμάτων, αναπτύχθηκε, ως συμπλήρωμα, μια αβροδίαιτη πλουτοκρατία, που όμως δεν χαιρόταν τη ζωή της. Ο Ισοκράτης γράφει: Η κατάσταση στη σημερινή Αθήνα είναι τόσο άσχημη, ώστε οι πλούσιοι ζουν πιο στενάχωρα από τους ενδεείς». Η δημοκρατία του Περικλή γίνεται γελοιογραφία του εαυτού της, όσο συνεπέστερα προσπαθεί να πραγματοποιήσει την παράλογη βασική αρχή της: την εξουσία όλων. Από την άλλη μεριά όμως και οι πλούσιοι είχαν χάσει κάθε αίσθημα ευθύνης απέναντι στην κοινότητα: όπως λέει ο Λυσίας, θεωρούσαν πατρίδα τους όχι την πόλη, αλλά την περιουσία τους. Η επίδειξη και η ανούσια πολυτέλεια απλώνονταν όλο και περισσότερο. Κάθε πόλη ήθελε να έχει επιβλητικά θέατρα και ιπποδρόμια, αφήνοντας τα απαραίτητα κοινωφελή έργα να ρημάζουν. Στις παραστάσεις η μεγαλύτερη σημασία δινόταν στα πομπώδη σκηνικά: μαθαίνουμε ότι το ανέβασμα μιας τραγωδίας του Ευριπίδη κόστισε περισσότερα από όσα η ανέγερση των Προπυλαίων. Μια από τις βασικότερες φιγούρες στην κωμωδία, όπως και στη ζωή, είναι ο μάγειρας· παίζει ιδιαίτερα ευυπόληπτο ρόλο ως ταβερνιάρης που έχει την κουζίνα του γεμάτη λιχουδιές και πηγαίνει να μαγειρέψει σε πλουσιόσπιτα: αισθάνεται σαν καλλιτέχνης, μιλάει με ομηρικές παρομοιώσεις,κάνει πως τάχα ξέρει .2
από αστρολογία, ισχυρίζεται ότι μαγειρεύει σύμφωνα με την πυθαγόρεια διδασκαλία περί αρμονίας· πότε-πότε μάλιστα συγγράφει και περισπούδαστους οδηγούς μαγειρικής, και μάλιστα σε εξάμετρα. Ο αντίποδάς του είναι ο σελέμης, που κάνει τον παρασιτισμό τέχνη. Οι Σπαρτιάτες περιφρονούσαν έντονα τα ζαχαρωτά, που τα θεωρούσαν καλά μόνο για τους είλωτες, αλλά ήξεραν ότι το χηνήσΐ9 συκώτι είναι νοστιμότερο όταν η χήνα έχει ταϊστεί με σύκα. Ιδιαίτε|)η εκτίμηση απολάμβανε και ο ελειός μετά τη χειμερία νάρκη, στη διάρκεια της οποίας γίνεται πολύ παχύς. Το νοστιμότερο πουλί ήταν, κατά γενική παραδοχή, η τσίχλα: μια μερίδα κόστιζε μια δραχμή, και οι έμποροι τη φούσκωναν για να φαίνεται παχύτερη. Η αγάπη για τα ψάρια ήταν γενική και για μερικούς καλοφαγάδες πραγματική μανία· γι' αυτό τι κωμικοί ποιητές τους έδιναν το όνομα ίχθνολύμαι^ δηλαδή ο φόβος και τρόμος των ψαριών το ιχθυοτροφείο του Ακράγαντα ήταν κάτι το αξιοθέατο και οι ιχθυοπώλισσες είχαν την ίδια φήμη όπως σήμερα. Τα σαλιγκάρια, για τα οποία οι αρχαίοι πίστευαν ότι έπεφταν με τη βροχή, τα έτρωγαν με ξύδι και μέλι ως αφροδισιακό και για την ηρεμία του στομαχιού. Γαρίδες έτρωγε μόνον ο κατώτερος λαός, τα ποταμίσια καβούρια δεν τα έτρωγε κανείς (μάλλον επειδή τρέφονται με ψοφίμια), ενώ αντίθετα ο αστακός ι και η καραβίδα ήταν περιζήτητα* ένας ρήτορας της φιλιππικής περίοδου, που λεγόταν Καλλιμέδων, είχε το παρατσούκλι κάραβος (καραβίδα), εξαιτίας του πάθους του γι' αυτή τη λιχουδιά. Ένα πολύ διαδομένο φαγητό ήταν το καλαμάρι, ελαφρά ψημένο· λεγόταν σκωπτικά «κατραμοχέστης», αλλά μόνο στην ύστερη αρχαιότητα το υγρό του άρχισε να χρησιμοποιείται ως μελάνι και χρώμα στη ζωγραφική· όπως είναι γνωστό, το σκληρό και δύσπεπτο κρέας του, που συνήθως δεν λέει πολλά πράγματα στους Βορειοευρωπαίους, τρώγεται και σήμερα με πάθος από τους Ιταλούς, αλευρωμένο και τηγανισμένο με λάδι. Σ' ό,τι αφορά το ηθικό επίπεδο των Ελλήνων εκείνης της εποχής, μάλλον είχε δίκιο ο Ισοκράτης όταν έλεγε: «Οι άνθρωποι κάνουν τα πάντα από φιληδονία ή κερδομανία ή δοξομανία». Οπωσδήποτε δεν ακούμε για τίποτ' άλλο. Ας πάρουμε τη θρασύτητα, με την οποία οι κηδεμόνες του Δημοσθένη, οι καλύτεροι φίλοι του πατέρα του, του έκλεψαν την κληρονοηιά. Εκείνο που κάνει εντύπωση δεν είναι η ίδια αυτή η υπόθεση γιατί απατεώνες υπήρχαν παντού και πάντα), αλλά .323
το πόσο αυτονόητα έγινε η πράξη, πράγμα που αποκαλύπτει ότι ήταν στην ημερησία διάταξη, όπως η δωροδοκία των δημοσίων υπαλλήλων στον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ. Με την ευκαιρία, ακόμα κι αυτό το τελευταίο φαινόμενο είχε μεγάλη διάδοση· σχεδόν όλα τα δημόσια πρόσωπα ήταν μπλεγμένα σε υποθέσεις κρατικής διαφθοράς, ακόμα και ο ίδιος ο Δημοσθένης. Ιδιαίτερα ανθούσε επίσης ο σφετερισμός ή μάλλον η αρπαγή ολόκληρων κληρονομιών με πλαστογραφημένες διαθήκες, ψεύτικα χρέη, κρυφή αλλαγή παιδιών, εικονικές υιοθεσίες, ώς την απροκάλυπτη ληστεία, την προσωπική κράτηση, τον εκβιασμό και τον φόνο. Στον ερωτικό τομέα μπορούμε άφοβα να μιλήσουμε για εποχή εταιροκρατίας. Γύρω από τις εταίρες δεν περιστρέφεται μόνον ολόκληρη η κοινωνική ζωή, αλλά και η \έχνη, η πολιτική, ακόμα και η θρησκεία. Τα στήθη της ΛαΙδας ήταν περιλάλητα σ' ολόκληρη την Ελλάδα* ότι η κάτοχός τους δεν ήταν μόνον ωραία, αλλά και πνευματώδης, αποδείχνεται από τη διπλή σχέση της με τον Αρίστιππο και τον Διογένη, τους δύο πιο πρωτότυπους φιλόσοφους της εποχής της: από τον πλούσιο Αρίστιππο έπαιρνε λεφτά, ενώ στον φτωχό Διογένη δινόταν δωρεάν. Η Ασπασία η νεότερη, η ερωμένη του Κύρου, έπαιζε πλάι του τον ίδιο ρόλο που έπαιζε η παλιότερη συνονόματή της πλάι στον Περικλή" πιάστηκε αιχμάλωτη μετά τη μάχη στα Κούναξα, αλλά κατάφερε αμέσως να «τυλίξει» και τον μεγάλο βασιλιά. Η Φρύνη ήταν το μοντέλο του Απελλή και του Πραξιτέλη· ζητούσε για μια νύχτα εκατό δραχμές (για τη ΛαΙδα λέγεται ότι ζητούσε δέκα χιλιάδες), αφιέρωσε ένα χρυσό άγαλμά της στους Δελφούς και λέγεται ότι προσφέρθηκε ν^ ανοικοδομήσει τα τείχη της Θήβας αν χαραζόταν πάνω τους το όνομά της. Δε δειχνόταν ποτέ άντυτη και δεν πήγαινε στα δημόσια λουτρά, αλλά κάθε χρόνο, στη γιορτή του Ποσειδώνα, έμπαινε γυμνή στα κύματα. Η γνωστή ιστορία, ότι γι' αυτήν ακριβώς την πράξη της δικάσθηκε για ασέβεια και ο συνήγορός της Υπερείδης πέτυχε την αθώωσή της ξεσκεπάζοντας το στήθος της, δεν είναι απίθανη, αν σκεφτούμε τα δικαστικά ήθη εκείνης της εποχής· ταιριάζει επίσης στον χαρακτήρα του γλεντζέ Υπερείδη και, οπωσδήποτε, την πίστευαν σ' ολόκληρη την αρχαιότητα. Για τη ΘαΙδα λέγεται ότι ήταν υπαίτια για την πυρπόληση των βασιλικών ανακτόρων της Περσέπολης, γιατί σ' ένα συμπόσιο υποκίνησε τον Αλέξανδρο να ρίξει την πρώτη δάδα. Η ιστορία αυτή δείχνει πόση επιρροή είχε πάνω του, κατά τα άλλα όμως οφείλεται μόνο .324
στην επίδραση του αλκοόλ: ο Αλέξανδρος παρουσιαζόταν και αισθανόταν σα διάδοχος του μεγάλου βασιλιά, διατήρησε το τελετουργικό της περσικής αυλής και διέταξε να εκτελεσθούν οι δολοφόνοι του Δαρείου, γι** αυτό και δεν μπορεί να πήρε ξεμέθυστος την απόφαση να κάψει τα βασιλικά ανάκτορα· λέγεται ότι, όταν ξεμέθυσε, διέταξε αμέσως να σβηστεί η φωτιά. Αργότερα μάλιστα η θαΓς έγινε βασίλισσα, αφού παντρεύτηκε τον Πτολεμαίο Α', και ο Μένανδρος την έκανε ηρωίδα μιας κωμωδίας του. Πρέπει να πούμε, με την ευκαιρία, ότι η όψιμη κωμωδία κινούνταν σχεδόν αποκλειστικά στους κύκλους του ημίκοσμου. Μια εικόνα της ελληνικής ζωής στη δεύτερη πεντηκονταετία του τέταρτου αιώνα μας προσφέρει η Πριήνη, στις εκβολές του ποταμού Μαίανδρου. Η πόλη αυτή ξεθάφτηκε ανάμεσα στο 1885 και το 1898 από Γερμανούς αρχαιολόγους. Είχε πληθυσμό γύρω στις τέσσερις χιλιάδες κατοίκους, που ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία, αλλά έκανε και εξαγωγικό εμπόριο, όπως μαρτυρεί ένα καθαρτικό που έχει την επίσημη σφραγίδα της Πριήνης. Η ακρόπολη ήταν χτισμένη στην κορυφή ενός απόκρημνου βράχου. Ένα δάσος προστάτευε την κάτω πόλη από τις κατολισθήσεις. Η κάτω πόλη, που συνδεόταν με το κάστρο χάρη σ' ένα κλιμακωτό δρόμο και απείχε ένα μίλι από το λιμάνι, είχε φαντασμαγορική θέα προς τη θάλασσα. Παρά τις δυσμενείς εδαφικές συνθήκες, οι αρχιτέκτονες της πόλης είχαν κατορθώσει να φτιάξουν με μεγάλη δεξιοτεχνία πλατείες, πύλες, δρόμους και στοές, που συγχωνεύονταν με το φυσικό ανάγλυφο για ν"* αποτελέσουν έναν ενιαίο οργανισμό. Οι οδικές αρτηρίες, που ήταν ολόισιες και τέμνονταν κάθετα, ήταν διαταγμένες με «ιπποδάμειο» τρόπο· το εξαίρετο και άφθονο νερό της ττηγής διοχετευόταν χάρη σ' ένα σύστημα πήλινων σωλήνων στα σπίτια, που εφάπτονταν το ένα με το άλλο. Ο κεντρικός δρόμος ξεκινούσε από τη δυτική πύλη (υτιήρχαν τρεις πύλες) και, ανεβαίνοντας ομαλά, οδηγούσε στην αγορά τροφίμων, όπου οι χασάπηδες και οι ψαράδες άπλωναν το εμπόρευμά τους πάνω σε μαρμάρινα τραπέζια, και στη Μεγάλη Αγορά, που είχε στη μέση τον βωμό και περιβαλλόταν από στοές φτιαγμένες με δωρική τεχνοτροπία· πίσω από αυτές τις στοές βρίσκονταν τα μαγαζιά. Δεκάδες μνημεία από ζωηρά βαμμένο μάρμαρο και ποικιλόχρωμο, ακόμα μάλιστα και επιχρυσωμένο μπρούντζο σχημάτιζαν με τα βάθρα τους τα ερεισίνωτα των καθισμάτων, όπου κάθονταν οι διαβά.325
τες για να ξεκουραστούν. Οι τοίχοι των εσωτερικών χώρων ήταν γεμάτοι με έγχρωμες προσωπογραφίες και διατάγματα, που αναφέρονταν στην απονομή τιμητικών στεφανιών. Έχει κανείς την εντύπωση ότι σχεδόν κάθε πολίτης της Πριήνης είχε τιμηθεί από την πόλη: η ματαιοδοξία των αρχαίων Ελλήνων πήρε, στο λυκόφως της ιστορικής πορείας τους, γελοιογραφικές διαστάσεις. Στα βόρεια υπήρχε και μια αριστοκρατική συνοικία, με σπίτια από τετράγωνες πέτρες (τα άλλα ήταν συνήθως από τούβλα), ένα μικρό θέατρο (σώζονται το υδραυλικό ρολόι και το προσκήνιο, βαμμένο πορφυρό και ανοιχτογάλαζο) και χωρίς καταστήματα. Στο γυμνάσιο οι τοίχοι βρέθηκαν μουντζουρωμένοι μ' ένα πλήθος από ονόματα μαθητών, κι ένας μάλιστα είχε γράψει πάνω στον τοίχο τον κατάλογο των Σπαρτιατών αρχόντων, που προφανώς έπρεπε να μάθει από μνήμης· στο λουτρό, βρύσες με σχήμα λιονταρίσιων κεφαλιών έβγαζαν κρύο νερό που έτρεχε σε μαρμάρινους λουτήρες* οι θέρμες όμως είναι μεταγενέστερες, προέρχονται από τον δεύτερο αιώνα π.Χ. Ο ιππόδρομος είχε μήκος 191 μέτρα· το εκκλησιαστήριο είχε 640 θέσεις, δηλαδή περίπου για όλους τους πολίτες που είχαν δικαίωμα ψήφου, αν δεχτούμε ότι οι μισοί κάτοικοι ήταν δούλοι και μέτοικοι και από τους υπόλοιπους τα δύο τρίτα ήταν γυναικόπαιδα· ο ναός της Αθηνάς, που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο και χτίστηκε από τον Πύθιο, τον αρχιτέκτονα του Μαυσωλείου, σχεδόν παραήταν μεγαλοπρεττής για μια τόσο μικρή πόλη, και σ' ολόκληρη την ύστερη αρχαιότητα θεωρούνταν πρότυπο ασιατικού-ιωνικού ναού. Στις κατοικίες το φως δεν έμπαινε από τα παράθυρα, αλλά από την εσωτερική αυλή, που ήταν μαρμαρόστρωτη. Στα δωμάτια, το πάτωμα ήταν σκεπασμένο μ' ένα στρώμα κιτρινοπράσινου πηλού· οι τοίχοι ήταν σοβατισμένοι και στολισμένοι με ζωγραφικές παραστάσεις και μικρά μεταφέρσιμα γλυπτά. Ανάμεσα στ' άλλα βρέθηκαν ταύροι, κένταυροι, Αφροδίτες, μια πολύ ευγενική μάσκα του Διόνυσου, που στο γένι θυμίζει τον Δία του Οτρίκολι, ο μπούστος μιας κομψής νεαρής κυρίας με καστανοκόκκινα μαλλιά και ανεξιχνίαστο βλέμμα (ένα από τα ωραιότερα έργα της αρχαίας κεραμευτικής), ένας πολύ σκερτσόζικος Έρωτας (το πρόσωπο και ο λαιμός του είχαν ροζ χρώμα, ο χιτώνας ήταν εσωτερικά ανοιχτογάλαζος και εξωτερικά σκουροκάστανος με χρυσό στρίφωμα, τα μανίκια πορτοκαλοκίτρινα, οι φτερούγες αλλού πολύχρωμες αλλού επίχρυσες) και μια θαυμάσια καρικατούρα του Απακανθιζόμενου, .326
που, επειδή δεν έχει ίχνος υπερβολής, είναι ουσιαστικά ένα αριστούργημα ακραίου ρεαλισμού. Επίσης και η λεγόμενη μέση κωμωδία, από την οποία σώθηκαν μόνον αποσπάσματα, πλησιάζει πολύ περισσότερο στη ζωή απ' ό,τι ώς τότε: δεν παραδίνεται πια στην αχαλίνωτη φαντασία της παλιότερης κωμωδιογραφίας, έτσι όμως χάνει πολλή από τη σπιρτάδα και τη χυμώδη πρωτοτυπία της. Ταυτόχρονα, καθώς αποπολιτικοποιείται και εγκαταλείπει ακόμα και την προσωπική λοιδορία, γίνεται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό η ανώδυνη αστική διασκέδαση, που έμεινε από τότε. Τα αγαπημένα θέματά της είναι παρωδίες γνωστών τραγωδιών, αλληγορικά παραμύθια, κυρίως όμως στερεότυπες εικόνες από την καθημερινή ζωή, όπω^ δείχνουν οι τίτλοι: ο γιατρός, ο παράσιτος, ο στρατιώτης, ο κουρέας, η ποιήτρια, η αυλητρίδα, η Πυθαγορίστρια. Μεγάλη πέραση είχε και το μοτίβο του σωσία: «Οι δίδυμοι», «Οι όμοιοι», «Αμφιτρύων». Σ'* ό,τι αφορά την εξέλιξη της τραγωδίας, ο Αριστοτέλης λέει στην «Ποιητική» του: οι παλιοί τραγικοί υπόταζαν τους δικούς τους στοχασμούς στο ήθος (δηλαδή την ατομικότητα) των δρώντων προσώπων, ενώ οι σημερινοί βάζουν στη θέση του ήθους το ρητορικό και διαλεκτικό συλλογισμό. Από την άλλη μεριά, όμως, η ρητορική ήταν που διέδοσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον χώρο και στον χρόνο τη δόξα και την επίδραση του ελληνικού πνεύματος: η ελληνική διαλεκτική και η ελληνική τέχνη του λόγου προκαλούσαν τον θαυμασμό λαών που κατά τα άλλα δεν ήξεραν τίποτα για τον ελληνικό πολιτισμό, ακόμα και των χριστιανών, που κατά τα άλλα περιφρονούσαν κάθε τι το εθνικό. Ο τέταρτος αιώνας ήταν η εποχή όπου άνθησε η ρητορική τέχνη, και ολόκληρος ο ελληνισμός ήταν διαποτισμένος από αυτήν. Ακόμα και το ύφος των δημοσίων εγγράφων φιλοδοξούσε να έχει ρητορική απήχηση. Ο «πανηγυρικός», το εγκώμιο των σκοτωμένων ηρώων, έγινε βασικό στοιχείο της ιστοριογραφίας χάρη στον Έφορο από την Κύμη της Μικράς Ασίας, ένα σύγχρονο του Φίλιππου και του Αλέξανδρου και μαθητή του Ισοκράτη. Ο Έφορος ήταν ο πρώτος που έγραψε μια γενική ιστορία του ελληνικού έθνους, που κάλυπτε όλο το χρονικό διάστημα από τις μεταναστεύσεις ώς το παρόν, και ένας από τους συχνότερα αντιγραμμένους ιστορικούς της αρχαιότητας. Οι μεγάλοι ρήτορες ήταν ένας συνδυασμός δικηγόρου, βουλευτή και λιβελλογράφου, κι όλα αυτά στην ύψιστη τελείωση. Ο ρήτορας μιλούσε πάντα .327
ελεύθερα (ένας αγορητής που διαβάζει από χειρόγραφο θα ήταν εξίσου αδιανόητος για τους Έλληνες όπως και μια αρχιτεκτονική που αφήνει άβαφη και ασοβάτιστη την πέτρα ή μια ποίηση που παραιτείται από τη μουσική)· εξάλλου, οι ακροατές του δεν περίμεναν από αυτόν μόνον απαγγελία, αλλά και υπόκριση: δηλ. να παραστήσει τα λόγια του δίνοντας κατάλληλη στάση στο σώμα του και κρατώντας κατάλληλα το ρούχο του, παραλλάζοντας επιδέξια τη φωνή του και κάνοντας εκφραστικές χειρονομίες. Υπήρχαν κυρίως τρία κύρια είδη αγόρευσης: η δημηγορία, που εκφωνούνταν σε πολιτικές υποθέσεις, ο δικανικός λόγος, που ακουγόταν στα δικαστήρια από τους διαδίκους, και ο πανηγυρικός. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι το πρώτο είδος ασχολείται με το μέλλον, το δεύτερο με το παρελθόν και το τρίτο με το παρόν. Οι Άγγλοι, που έχουν τους καλύτερους πολιτικούς ρήτορες, και οι Γάλλοι, που έχουν τους καλύτερους δικανικούς ρήτορες, δασκαλεύθηκαν από αρχαία πρότυπα· το τρίτο είδος βρίσκει τη σημερινή συνέχειά του στα «εγκώμια» των Γάλλων ακαδημαϊκών, στους επικήδειους, τις προπόσεις και προπάντων στο θρησκευτικό κήρυγμα. Σύμφωνα με τη δικονομία της αρχαίας Αθήνας, ο ενάγων ή ο εναγόμενος έπρεπε να υπερασπίσει μόνος τις απόψεις του, πράγμα που δείχνει πόση εμπιστοσύνη είχε το κράτος στη ρητορική δεινότητα του μέσου πολίτη* υπήρχαν όμως και λογογράφοι, που έγραφαν μια περιποιημένη και αποτελεσματική αγόρευση για τον πελάτη τους και τον βοηθούσαν να τη μάθει απέξω, πράγμα που προϋπόθετε ότι ο λογογράφος είχε το χάρισμα να προσαρμόζεται στον χαρακτήρα, τον πνευματικό ορίζοντα και τον τρόπο έκφρασης του πελάτη του —μια τέχνη συγγενική με την κωμωδιογραφία. Οι λογογράφοι πληρώνονταν πλουσιοπάροχα* αν όμως το επάγγελμα του σημερινού δικηγόρου συνοδεύεται από το στίγμα ότι αυτός που το ασκεί είναι πρόθυμος να εγκολπωθεί κάθε εκδοχή, αντικρούοντας στη μια δίκη αυτό που υπερασπίσθηκε στην προηγούμενη, οι αρχαίοι συνάδελφοί του προχωρούσαν πολύ πιο πέρα, γιατί καμιά φορά έγραφαν τις αγορεύσεις και των δύο διαδίκων. Πολλοί από αυτούς τους δικανικούς λόγους εκφωνήθηκαν πραγματικά, μερικοί όμως δημοσιεύθηκαν απλώς ως φανταστικά υποδείγματα, όπως περίπου συμβαίνει με τις επιστολές στους σημερινούς οδηγούς ερωτικής αλληλογραφίας. Το σχήμα του δικανικού λόγου διατηρήθηκε ώς τις μέρες μας: άρνηση της κατηγορίας, ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, εξύμνησή της ως δί.328
καιης πράξης ή, αν ούτε αυτό γίνεται, παρουσίασή της ως λάθους ή ασημαντότητας. Τα κύρια μέρη του πανηγυρικού: προοίμιο, αφήγηση, τεκμηρίωση, ανασκευή, παρομοίωση, παράδειγμα, ζουν ακόμα και σήμερα στη λεγόμενη «χρεία», που αποτελεί από παλιά το φόβητρο όλων των μαθητών του γυμνασίου. Στις τέχνες^ τα εγχειρίδια της ρητορικής τέχνης, δίνονταν οδηγίες πώς να χειρίζεται κανείς ένα θησαυρό από έτοιμες εντυπωσιακές φράσεις. Ένα τελευταίο κατάλοιπο ήταν η λατινική έκθεση, που καταργήθηκε στη Γερμανία μόλις στα τέλη του περασμένου αιώνα: μια συνταγή πώς να μιλάει κανείς, και μάλιστα καλά, χωρίς να σκέφτεται. Μια άλλη αποφυάδα της αρχαίας ρητορικής είναι το κύριο άρθρο, όπου η φράση γεννιέται γρηγορότερα από το αντικείμενο, που πρέπει να προσαρμοσθεί σ' αυτή. Κλασικός εκπρόσωπος του πανηγυρικού λόγου ήταν ο Ισοκράτης, ο πολυπαινεμένος μάστορας του περίτεχνου, αλλά όχι γοργιανά υπερφορτωμένου πεζού λόγου. Έζησε σχεδόν εκατό χρόνια και, έχοντας βαρεθεί τη ζωή του, αυτοκτόνησε το 338 με το να πάψει να τρώει. Ως πολιτικός είχε πάντα πανελλήνιες και αντιπερσικές αντιλήψεις, αλλά περίμενε τη σωτήρια ένωση των Ελλήνων αρχικά από την Αθήνα, αργότερα από τον Διονύσιο και τέλος από τον Φίλιππο. Το γεγονός ότι αυτοχειριάσθηκε λίγο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, που έφερε την εκπλήρωση των πόθων του, δείχνει ότι στο τέλος όλα του ήταν αδιάφορα. Ο Φίλιππος σύγκρινε πολύ εύστοχα τους λόγους του Ισοκράτη με αθλητές, που δεν ήταν παρά μόνο θέαμα, ενώ τους λόγους του Δημοσθένη με στρατιώτες. Αλλά ουσιαστικά δεν ήταν λόγοι, παρά (επειδή ο Ισοκράτης δεν εμφανιζόταν δημόσια, εξαιτίας της αδύνατης φωνής του και της έμφυτης αγοραφοβίας του) λογοτεχνικά προϊόντα, πολιτικές μπροσούρες: ο Ισοκράτης είναι ο πρώτος μεγάλος δημοσιογράφος. Όμως τη μεγαλύτερη εκτίμηση την απολάμβανε ως δάσκαλος της ρητορικής τέχνης, στον οποίο συνέρρεαν μέλη από τις ανώτερες τάξεις: η σχολή του ήταν το πρώτο μεγάλο ωδείο. Ανάμεσα στους συγχρόνους του ήταν πολύ πιο διάσημος απ' ό,τι ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης, ακόμα μάλιστα και ο Πλάτων, ο οποίος τον αποκαλούσε τον κατεξοχή φιλόσοφο ανάμεσα στους ρήτορες. Σ' ό,τι αφορά τους δυο μεγάλους μάστορες της δημηγορίας που αναφέραμε τώρα δα (στον δικανικό λόγο ο κορυφαίος ήταν ο Λυσίας, χάρη στη μεγάλη ικανότητα ενσυναίσθησης που διέθετε), η χονδροειδής νοοτροπία του κλασικισμού υποτίμησε τον ένα ως χαρακτήρα και υπερ.329
τίμησε τον άλλο, κρίνοντας τον Αισχίνη από τις συκοφαντίες του Δημοσθένη και τον Δημοσθένη από τη ρομαντική παράδοση των Αθηναίων τοπικιστών. Στην πραγματικότητα έστεκαν και οι δυο τους στην ίδια περίπου ηθική βαθμίδα, καθώς και οι δύο είχαν άριστες προθέσεις, αλλά κανένας τους δεν ήταν και τόσο ακέραιος ηθικά, κάτι που άλλωστε δεν ήταν κανένας στην Αθήνα. Ή μάλλον υπήρχε ένας: ο Φωκίων, που, με αριστίδεια αξιοπρέπεια και τιμώνεια μισανθρωπία, τυποποίησε συνειδητά και όχι χωρίς οίηση τον εαυτό του σε μια εκκεντρική φιγούρα. Λέγεται ότι ποτέ του δεν είχε υπηρέτη, ποτέ δε δέχτηκε δώρα, ποτέ δεν πήγε στα δημόσια λουτρά και ποτέ δε γέλασε ούτε έκλαψε, ποτέ δε μίλησε με χειρονομίες (όλα αυτά αδιανόητα πράγματα για έναν Έλληνα) και ήταν ενάντια στο κάθε τι: όταν κάποτε τον χειροκρότησαν για τα λόγια του, αυτός ρώτησε: «Είπα τίποτα λάθος;», κι όταν ένας χρησμός προφήτεψε ότι όλοι οι Αθηναίοι θα συμφωνούσαν εκτός από έναν, είπε: «Μη σπαζοκεφαλιάζετε, εμένα εννοεί». Ακριβώς σε τέτοιες «σοβαρές» μορφές φαίνεται στην καθαρότερη έκφρασή της η έμφυτη τάση του Έλληνα να παίζει με τα πάντα: σ' αυτό τον γεμάτο καλλιτέχνες κόσμο ακόμα και ο ψυχρός ασκητής γίνεται ο παρδαλός και σκαμπρόζικος ήρωας μιας κωμωδίας και η αρετή γίνεται καλαμπούρι. Εννοείται ότι και οι φιλόσοφοι ήταν τέτοιες ιδιόρρυθμες φιγούρες. Ο Αρίστιππος, που η σχολή του ονομάσθηκε κυρηναϊκή, επειδή ο ιδρυτής της καταγόταν από την πλούσια και αλαφροζώητη Κυρήνη, ήταν μαθητής του Σωκράτη, αλλά δεν ζούσε καθόλου σωκρατικά, γιατί πληρωνόταν μια χαρά για το μάθημά του και επωφελήθηκε για τα καλά από την εύνοια των δύο Διονυσ(ων:όταν ο πρεσβύτερος τον ρώτησε γιατί οι φιλόσοφοι πηγαίνουν στους βασιλιάδες, ενώ οι βασιλιάδες δεν πηγαίνουν στους φιλόσοφους, απάντησε: «Γιατί οι φιλόστφοι ξέρουν τι χρειάζονται, ενώ οι βασιλιάδες όχι». Η φιλοσοφία του ήταν βασικά η εξής: η παρατήρηση μας διδάσκει ποιες είναι οι θυμικές καταστάσεις μας (πάθη)^ όχι όμως ποιες είναι οι αιτίες αυτών των καταστάσεων (τα πεποιηκότα τά πάθη), FC αυτό υπάρχει γνώση μόνο για τα πρώτα και μόνο μ' αυτά πρέπει ν^ ασχολείται η πρακτική φιλοσοφία· υπάρχουν όμως μόνο τριών ειδών πάθη: ηδονικά (ήδέα\ οδυνηρά (άλγεινά) και οι αδιάφορες καταστάσεις της απουσίας ηδονής ή πόνου (τά μεταξύ)' απ' όλα αυτά τα πάθη μόνον η ηδονή αξίζει να επιδιώκεται. Ο Αρίστιππος υποστήριζε ότι η γνώμη .330
μας για τα πράγματα δεν ισχύει ούτε καν για το μεμονωμένο υποκείμενο. Έτσι όμως αυτή η ακραία αισθησιαρχία μετατρέπεται στο αντίθετο της, δηλαδή στην πλήρη άρνηση της πραγματικότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ηδονισμό του Αρίστιππου. Σύμφωνα μ' αυτόν, το μόνο αληθινό αγαθό είναι η ηδονή, όλα τ"* άλλα βασίζονται σε προθαταλήψεις. Αλλά πραγματική ηδονή είναι μόνον η παρούσα, η σωματική και η επιμέρους ηδονή, γιατί η παρελθούσα δεν υπάρχει πια, η μελλοντική είναι αβέβαιη, η πνευματική είναι φανταστική και αυτό που ονομάζουμε «ευτυχία» είναι απλώς το άθροισμα των επιμέρους ηδονικών στιγμών. Όμως αυτή η γνήσια ηδονή, η μόνη που δίνει αξία στη ζωή, είναι μια σπάνια κατάσταση που δύσκολα επιτυγχάνεται: με τον πονο, δηλαδή την επίπονη προσπάθεια, που προφανώς ανήκει στη δεύτερη κατηγορία των οδυνηρών καταστάσεων γι' αυτό συνιστάται φρόνησις και ευθυμία^ δηλαδή θυμοσοφία, αποδοχή των καταστάσεων όπως είναι, πράγμα που πλησιάζει στην τρίτη κατάσταση, της αδιαφορίας. Μ' αυτό τον τρόπο ο ηδονισμός, στην πρακτική εφαρμογή του, καταλήγει στην ίδια του την άρνηση. Και οι Κυνικοί επίσης θεωρούνταν σωκρατικοί: ο Αντισθένης ήταν μαθητής του Σωκράτη, ο Διογένης μαθητής του Αντισθένη, που, όπως ο Αρίστιππος εξαρτούσε τα πάντα από την ηδονή, έτσι κι αυτός βάσιζε εξίσου μονόπλευρα τα πάντα στην έλλειψη αναγκών, στο μηδενός δεισθαι. Παράλληλα έκανε τη φιλοσοφία του θέατρο: κυκλοφορούσε πάντα φορώντας τον τρίβωνα, τον τριμμένο μανδύα, με τον οποίο, όπως αναφέραμε, πόζαραν οι Σπαρτιάτες. Φαίνεται μάλιστα ότι ο τρίβωνας που φορούσε ο Αντισθένης ήταν και κουρελιασμένος, γιατί ο Σωκράτης του είπε: «Μέσα απ' αυτές τις τρύπες κοιτάζει η ματαιοδοξία σου». Επιπλέον κουβαλούσε μαζί του ένα δισάκι, όπου είχε τα λιγοστά υπάρχοντά του, και, για να συμβολίσει ότι δεν είχε πατρίδα, ένα μπαστούνι: όποιος σήμερα βλέπει ένα ζητιανοκαλόγερο μέσα στο ράσο του ή έναν οδοιπόρο με τη χαρακτηριστική εμφάνισή του, δε βάζει με τον νου του ότι αυτές τις καινοτομίες τις εισήγαγε ο Αντισθένης. Εξάλλου, οι Κυνικοί είναι οι επινοητές της «διατριβής», που μπορούμε να την παρομοιάσουμε με «λαϊκό κήρυγμα» ή, όταν είναι λογοτεχνικό προϊόν, με το ευθυμογράφημα: αναπτύσσει το θέμα της αραδιάζοντας απλά και άτεχνα κύριες προτάσεις τη μια μετά την άλλη, διατυπώνοντας ρητορικές ερωτήσεις και υποθετικές αντιρρήσεις, παραθέτοντας δημοφιλή παραδείγματα και παρομοιώσεις, χρη.331
σιμοποιώντας ξεκαρδιστικά αστεία και λογοπαίγνια, εντυπωσιακά αποφθέγματα και παρατηρήσεις, ταυτόχρονα όμως ασκεί κοινωνική κριτική, έχει πολεμικό χαρακτήρα και χαρακτηρίζεται στο ύφος από το λεγόμενο σπονδαιογέλοιον, ένα μίγμα από χιούμορ και σοβαρότητα. Π.χ. οι λόγοι του Κράτη από τη Θήβα, ενός μαθητή του Διογένη,που έμπαινε απρόσκλητος στα σπίτια και έκανε ηθικό κήρυγμα στους ενοίκους, ήταν ηθικολογίες της δεκάρας. Όσο για τον ίδιον το Διογένη, είχε κι αυτός κάτι το ευτράπελο, που όμως υπερτονίσθηκε από τους μεταγενέστερους, γιατί παρόλη την εκκεντρικότητά του ο Διογένης ήταν γνήσιος σοφός. Τον αποκαλούσαν Σωκράτη μαινόμενον, δηλαδή παλαβό Σωκράτη, πράγμα όμως που ήταν άδικο, γιατί ο τρόπος που γελοιοποιούσε την ανθρώπινη άγνοια και μικρότητα και η περιφρόνησή του για όλες τις συμβάσεις δείχνουν ότι είχε πολλά γνήσια σωκρατικά στοιχεία* κι έπειτα, από τη σκοπιά ενός στενόμυαλου ανθρώπου, και ο Σωκράτης ήταν παλαβός. Όταν ρώτησαν τον Διογένη ποιο ήταν το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο, αυτός απάντησε: «η παρρησία». Όταν αιχμαλωτίσθηκε από πειρατές και ο δουλέμπορος τον ρώτησε τι δουλειά ήξερε να κάνει, δήλωσε ότι ήξερε να διαφεντεύει ανθρώπους. Και τις δύο αυτές απαντήσεις θα μπορούσε να τις δώσει και ο ίδιος ο Σωκράτης· κι αν έβγαινε στο δρόμο μέρα μεσημέρι μ' ένα φανάρι στο χέρι και έψαχνε να βρει ανθρώπους, το ίδιο έκανε κατά βάθος και ο Σωκράτης, μόνο που το έκανε λιγότερο κραυγαλέα. Αν ζούσε στην Κόρινθο μέσα σ' ένα πιθάρι και έπινε νερό από μια ξύλινη κούπα (που την πέταξε όμως όταν είδε ένα αγόρι' να πίνει με τη χούφτα του), με αυτά και άλλα παρόμοια καμώματα έπαιζε θέατρο, όπως ο Τολστόι με τα χωριάτικα φερσίματά του στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αργότερα, στην Αθήνα, παράτησε αυτά τα τερτίπια. Ήταν υπεράνω της εθιμοτυπίας των Κυνικών: για το ντύσιμο των Αθηναίων δανδήδων έλεγε: «Αυτό είναι αγυρτεία», και για τον τρίβωνα: «Κι αυτό είναι αγυρτεία». Μιλήσαμε ήδη για τη σχέση του με την κομψότερη κοκότα του αιώνα, αλλά και γενικά δεν ήταν καθόλου πουριτανός. Μια φορά, καθώς ήταν σ' ένα μαγειρείο και κολάτσιζε πλουσιοπάροχα, είδε να περνάει απ' έξω ο Δημοσθένης και τον φώναξε μέσα. Όταν αυτός αρνήθηκε για λόγους ευπρέπειας, ο Διογένης του είπε: «Δε χρειάζεται να ντρέπεσαι, ο κύριός σου μπαίνει εδώ μέσα κάθε μέρα», εννοώντας τον δήμο. Κατά τ' άλλα ζούσε από τη ζητιανιά, που την ασκούσε με πολύ .332
ττνευματώδη τρόπο. Μερικές φορές ζητούσε ελεημοσύνη από τ"* αγάλματα και έλεγε ότι το έκανε αυτό για να συνηθίσει στο να μη του δίνει τίποτα ο κόσμος* αλλά, πολύ πιο περήφανα και ειλικρινά από τον σημερινό μποέμη, που δεν είναι παρά ένας εκφυλισμένος αστός, δε δεχόταν εικονικά δάνεια, παρά ζητούσε πίσω «αυτά που του ανήκουν». Με λίγα λόγια, ο τρόπος ζωής του δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά η προαιώνια ελληνική αντιβαναυσία, που απλώς την εξέφραζε με τη μορφή της κωμικής υπερβολής και την προλεταριοποιούσε σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής. Το παρατσούκλι του κνων, που πέρασε σ"* ολόκληρη τη σχολή του, παραπέμπει προφανώς στην αδιαντροπιά και τη δηκτικότητα, την παρασιτική και αλήτικη ζωή του σκύλου* ο ίδιος αυτοαποκαλούνταν με μια λέξη που έπλασε ο ίδιος: κοσμοπολίτης. Η πασίγνωστη ιστορία τής συνάντησής του με τον Αλέξανδρο έχει προκαλέσει την αντίρρηση ότι εκείνη την εποχή ο Διογένης δεν ζούσε πια στην Κόρινθο, αλλά αυτό θα μπορούσε να είναι μια από τις συνηθισμένες συγχύσεις ή μια σκόπιμη συναίρεση, για να συνδεθεί ο Αλέξανδρος με το πιθάρι* σ^ αυτή την περίπτωση, ο Αλέξανδρος θα πρέπει να επισκέφθηκε τον φιλόσοφο στην Αθήνα* όμως εκείνο τον καιρό ο Αλέξανδρος δεν ήταν ακόμα «μέγας» και η αιχμή του ανέκδοτου βασίζεται προφανώς σ' έναν αναχρονισμό. Πάντως ο Διογένης είχε ένα προαίσθημα γι' αυτά που ερχόντουσαν, πράγμα που φαίνεται από την παραγγελία του να τον θάψουν ξαπλωμένο μπρούμυτα, γιατί έτσι κι αλλιώς σύντομα θ' ανατρέπονταν τα πάντα. Οπωσδήποτε, η αντιπαράθεση του ήρωα που υποτάσσει ολόκληρο τον κόσμο με τον σοφό που κοιτάζει αυτό τον κόσμο αφ' υψηλού κρύβει ένα βαθύ συμβολισμό, που υποβόσκει και στον θρύλο ότι οι δύο αυτοί άνθρωποι, δύο διαφορετικοί τύποι κοσμοκατακτητή, πέθαναν την ίδια μέρα. Τους Κυνικούς τους αντιμαχόταν, από αριστοκρατική σκοπιά, ο σωκρατικός Αριστοκλής από την Αθήνα, του οποίου το γενεαλογικό δέντρο έφτανε από την πλευρά του πατέρα του ώς τον βασιλιά Κόδρο και από την πλευρά της μητέρας του ώς τον Σόλωνα. Εξαιτίας του πλατιού μετώπου του τον φώναζαν Πλάτωνα^ και πραγματικά ποτέ δεν ππήρξε πλατύτερο μέτωπο. Έζησε ογδόντα χρόνια, από τα οποία τα μισά ακριβώς (427 ώς 387) ήταν περίοδος μαθητείας και ταξιδιών: τον οδήγησαν στην Κυρήνη, όπου σπούδασε μαθηματικά, στην .333
.334
Αίγυπτο, όπου μυήθηκε στα απόκρυφα δόγματα του ιερατείου, κατόπιν στην Κάτω Ιταλία, όπου μυήθηκε στον πυθαγορισμό, και τελικά στη Σικελία του Διονυσίου, όπως είπαμε πιο πριν. Αργότερα άνοιξε τη σχολή του στο γυμνάσιο του Ακάδημου, όπου έκανε μάθημα άλλοτε με διαλέξεις και άλλοτε διαλογικά, ενώ παράλληλα έδενε τους μαθητές του μεταξύ τους χάρη στα συσσίτια που οργάνωνε. Στα έργα του ο Πλάτων είναι μυστικιστής και ορθολογιστής, συνθετικός ποιητής και διαλυτικός σατιριστής στο ίδιο πρόσωπο. Ο πλατωνικός Σωκράτης, ως προσωπογραφία, είναι πάνω-κάτω εξίσου αυθεντικός όσο ο Τάσσος και ο Τέλος, ο Καίσαρ του Σω και ο Ιουλιανός του Ίψεν, δηλαδή με μια ανώτερη έννοια είναι αληθινός, ενώ ο Σωκράτης του Ξενοφώντα είναι στην καλύτερη περίπτωση μια φωτογραφία, δηλαδή μια τυχαία εικόνα, και επιπλέον μάλιστα φτιαγμένη από έναν ερασιτέχνη. Με τον Πλάτωνα, η πλαστική δεινότητα του ελληνικού λαού υψώνεται για μια ακόμα φορά, και σ^ έναν ολότελα καινούριο τομέα, ώς τη μέγιστη φωτεινότητα και πρωτοτυπία. Χάρη στη δραματική μορφή που διάλεξε ο Πλάτων, η φιλοσοφία, που κατά τ' άλλα εκφράζεται ρητά ή άρρητα σε πρώτο πρόσωπο, αποκτά την αντικειμενικότητα μιας ανάγλυφης σύνθεσης. Εντελώς διαφορετικοί πρέπει να ήταν οι χαμένοι διάλογοι του Αριστοτέλη, για τους οποίους αναφέρεται ότι από τα πρόσωπά τους έλειπε η ατομικότητα και ότι ο Αριστοτέλης επιφύλασσε στον εαυτό του τη διεύθυνση της συζήτησης. Αυτό δείχνει ότι ο Αριστοτέλης δεν κατάλαβε καθόλου την πλατωνική μορφή διαλόγου, που είναι μεγαλοφυής χάρη ακριβώς στο γεγονός ότι οι σκέψεις ενσαρκώνονται σε ζωντανές μορφές και εκείνος που κάνει αυτές τις σκέψεις δεν εμφανίζεται καθόλου: ο Πλάτων εξαφανίζεται πίσω από το έργο του όπως ο Όμηρος και ο Φειδίας πίσω από το δικό τους. Αλλά και οι πλατωνικές «ιδέες» είναι συλλήψεις ενός εικαστικού καλλιτέχνη: όπως ακριβώς στη γλυπτική, έτσι κι εδώ η γνήσια πραγματικότητα του κόσμου των φαινομένων εκφράζεται με άφθαρτα αρχέτυπα, που περιέχουν συμπυκνωμένες όλες τις επιμέρους μορφές. Η λέξη ιδέα βγαίνει από το ρήμα ή5ώ, βλέπω, κοιτάζω, και επομένως θέλει εκ των προτέρων να υποδηλώσει κάτι όχι αφηρημένο, αλλά παραστατικό. Οι ιδέες είναι παραδείγματα^ δηλαδή πρότυπα, μοντέλα, και τα φαινόμενα είναι ομοιώματα ή μιμήματα^ αντίγραφα, που φυσικά είναι τόσο τελειότερα όσο περισσότερο πλησιάζουν στο
αρχέτυπο. Ο Πλάτων εξήγησε με συναρπαστικό και ξεκάθαρο τρόπο τι εννοεί με τις ιδέες, χρησιμοποιώντας την περίφημη παρομοίωση με τη σπηλιά: οι άνθρωποι είναι σαν αιχμάλωτοι που κάθονται αλυσοδεμένοι σε μια υπόγεια σπηλιά, χωρίς να μπορούν να στρέψουν το κεφάλι τους· πίσω από την πλάτη τους είναι ένα φως, κι ανάμεσα σ' αυτό το φως και την πλάτη τους περνούν κάθε λογής αντικείμενα: οι αιχμάλωτοι δεν μπορούν να δουν ούτε το φως ούτε τα αντικείμενα ούτε τον εαυτό τους, παρά μόνο τις σκιές στον τοίχο της σπηλιάς που είναι μπροστά τους. Επειδή λοιπόν ολόκληρη η φύση είναι αντανάκλαση των ιδεών, ο Πλάτων αποκαλεί υποτιμητικά την τέχνη/ζ^τ/σιν μιμήσεως. Πολλοί θεώρησαν ότι αυτή η αντίληψή του φανερώνει έλλειψη καλλιτεχνικού αισθητήριου, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο: είναι έκφραση μιας πέρα για πέρα καλλιτεχνικής κοσμοθεωρίας, που κάνει ακόμα και την καθημερινή εμπειρία καλλιτεχνική πράξη. Αλλά μόνο την καθημερινή εμπειρία που καθοδηγείται από τη φιλοσοφία. Γιατί στον Πλάτωνα υπάρχουν δύο κόσμοι που χωρίζονται από σαφή όρια: ο κόσμος αυτού που γίνεται και ποτέ δεν είναι και ο κόσμος αυτού που είναι και ποτέ δε γίνεται* τα σώματα και οι ασώματες μορφές {άσώματα είδη)' η αΐσθησις^ που είναι μια άλογη μορφή αντίληψης, και η νόησις^ η έλλογη γνώση, που δεν είναι λογική αφαίρεση, αλλά καλλιτεχνική σύνοψη, διαισθητική εποπτεία. Γιατί οι ιδέες δε βρίσκονται στα επιμέρους πράγματα, όππς 6ι έννοιες, αλλά αντίθετα τα πράγματα βρίσκονται σ^ αυτές. Η αληθινή γνώση, η σύλληψη της ιδέοίς είψ,ι ζήτημα φαντασίας, για την οποία ο Καντ είπε ότι δεν πρέπει βέβόιια καλπάζει ατίθαση, αλλά να ραψωδεί κάτω από την αυστηρή επίβλεψη της λογικής, και η δίψα γι' αυτή τη γνώση, ο φιλοσοφικός ενθοοσιασμός, είναι ένα είδος μανίας, σαν κι αυτή της Πυθίας. Όταν κάποτε ο Αντισθένης είπε στον Πλάτωνα: «Το άλογο το βλέπω, αλλά ττ^ αλογότητα όχι», ο Πλάτων του απάντησε: «Αυτό συμβαίνει γιατί έχεις μήνο το μάτι με το οποίο βλέπει κανείς το άλογο, αλλά το μάτι με το οποίο βλέπει κανείς την αλογότητα δεν το έχεις ακόμα». Το ωραίο είναι κι αυτό για τον Πλάτωνα μια ανάμνηση του αρχέτυπου που ατένισε κανείς πριν γεννηθεί, ενός χαμένου παράδεισου· είναι υποψία της ψυχής, νοσταλγία, έρωτας. Αλλά η κορωνίδα του κόσμου των ιδεών είναι η ιδέα του αγαθού: αυτή είναι το φως στη σπηλιά και, όπως ο ήλιος, είναι η αιτία που κάνεΐ ορατά τα επίγεια πράγματα και τους δίνει .335
ζωή. Η ύλη όμως είναι αυτό που δεν μπορεί ν"' αναγνωρισθεί,^ το μη ον, και το σώμα είναι τάφος και φυλακή της ψυχής, που χρωστάει τα μη νοητικά στοιχεία της στη σύνδεσή της μαζί του. Γι' αυτό, σε ζητήματα φυσικής υπάρχουν μόνο δοξασίες, στην καλύτερη περίπτωση el· κότες μνθοι^ πιθανές εξηγήσεις.. Καθώς όμως κάθε αληθινή γνώση σημαίνει την ανάμνηση των ιδεών, που μας έχουν εμφυσηθεί σε μια προγενέστερη και ανώτερη ζωή, πρέπει να πιστέψουμε ότι η ψυχή προϋπάρχει και είναι άφθαρτη. Πολύ περίεργη είναι μια άλλη απόδειξη της αθανασίας της ψυχής: ο Πλάτων λέει κάπου ότι κάθε ον έχει το ειδικό δεινό του, από το οποίο καταστρέφεται: το σιτάρι έχει την ερυσίβη, το ξύλο το σαράκι, το σίδερο τη σκουριά* στην ανθρώπινη ψυχή αυτό το κακό είναι η αδικία· επειδή όμως η ανθρώπινη ψυχή δε βλάπτεται καθόλου από αυτή, παρά αντίθετα κερδίζει σε ζωτικότητα, προφανώς η ανθρώπινη ψυχή είναι άφθαρτη. Αυτή η άποψη μοιάζει μ' ένα απύθμενα σαρκαστικό σχόλιο για την πορεία του κόσμου και τη σαπίλα των εγκόσμιων. Και πράγματι, ο Πλάτων θεωρεί τη φύση βασίλειο του κακού· η απόδραση από αυτή και η επίτευξη της οσιότητας είναι το καθήκον των φιλοσόφων. Άλλωστε, η έσχατη αντίληψή του για όλα τα ζητήματα της πράξης και της πραγματικότητας εκφράζεται μάλλον από τη ρήση του: «τά των άνθρώπων πράγματα μεγάλης ουκ άξια σπουδής», οι ανθρώπινες υποθέσεις δεν αξίζουν και μεγάλη προσοχή. Ο Αριστοτέλης, που η ζωή του συμπίπτει χρονικά ακριβώς με τη ζωή του Δημοσθένη (384 η ώς 322), μπορεί να θεωρηθεί μόνο με μια ιδιαίτερη και περιορισμένη έννοια συνεχιστής του Πλάτωνα, ενώ εξίσου καλά μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο φιλοσοφικός του αντίποδας. Όταν ήρθε στην Αθήνα για ν' ακούσει τον Πλάτωνα, ο τελευταίος ήταν ήδη εξηντάρης. Έχουν σωθεί αρκετές γνώμες του δάσκαλου για τον μαθητή, που, είτε είναι ανεκδοτολογικές είτε όχι, πάντως φωτίζουν τη σχέση τους. Λέγεται π.χ. ότι ο Πλάτων αποκαλούσε τον Αριστοτέλη «διάνοια της σχολής» και το σπίτι του «σπίτι του αναγνώστη» (και οι δύο αυτές ρήσεις θα πρέπει να είχαν το νόημα γνήσιου έπαινου) και μια φορά μάλιστα είπε ότι ο Αριστοτέλης είναι ένα πουλάρι που, αφού πιεί το γάλα της μάνας του, την κλωτσάει. Από την άλλη μεριά, στα νεανικά του χρόνια ο Αριστοτέλης αισθανόταν πάντα μαθητής του Πλάτωνα, πράγμα που φαίνεται από το γεγονός ότι όσο ζούσε ο δάσκαλός του δεν ίδρυσε δική του σχολή· μάλιστα, ό.336
ταν εκείνος πέθανε, έφυγε αμέσως από την Αθήνα, που προφανώς είχε πάψει ν^ ασκεί έλξη πάνω του. Μόνον έπειτα από δώδεκα χρόνια, την εποχή ακριβώς που ο Αλέξανδρος άρχιζε την εκστρατεία του, επέστρεψε εκεί, για να επιχειρήσει κι αυτός στα επόμενα δώδεκα χρόνια ένα είδος κατάκτησης του κόσμου, αφομοιώνοντας στο απίστευτα ευρύχωρο μυαλό του όλες τις γνώσεις της εποχής του, χρησιμοποιώντας τις και επεκτείνοντάς τις μ' ένα τρόπο που για πολλούς αιώνες έμεινε υποδειγματικός. Όταν, με τον θάνατο του Αλέξανδρου, η εξουσία στην Αθήνα περιήλθε στο αντιμακεδονικό κόμμα, ο Αριστοτέλης γλίτωσε την κατηγορία για ασέβεια φεύγοντας έγκαιρα από την πόλη, αλλά πέθανε την επόμενη χρονιά. Ό,τι σώθηκε από το έργο του είναι στην ουσία σημειώσεις από τις παραδόσεις του, που δεν μας επιτρέπουν να βγάλουμε συμπεράσματα για τις συγγραφικές του ικανότητες. Αν ο Έντουαρντ Σβαρτς, αποκαλεί τον Πλάτωνα προφεσόρο (κάπως σκωπτικά), ο Αριστοτέλης ήταν πραγματικός προφεσόρος, ακόμα και στην εξωτερική του εμφάνιση: παραδίδεται ότι είχε αδύνατα μπούτια και τουρλωτή κοιλιά, ήταν φαλακρός και μύωπας, αναφέρεται μάλιστα ότι είχε και ένα γλωσσικό ψεγάδι που μιμούνταν οι μαθητές του (όπως μερικοί Πλατωνικοί μιμούνταν την καμπουριαστή στάση του Πλάτωνα και οι κόλακες του Διονύσιου του νεότερου τη μυωπία του). Γενικά, φαίνεται ότι ακόμα κι αυτός ο σοφολογιότατος είχε πολλές πεζές, ταπεινές αδυναμίες: υποστήριζαν ότι ξόδευε πολλά για να ντύνεται επιδεικτικά και να τρώει καλά, ότι λουζόταν σε ζεστό λάδι που έπειτα το ξαναπουλούσε, κι άλλα πολλά, από τα οποία ένα μέρος πρέπει ν' αποδοθεί σίγουρα στη συνήθεια της κακολογίας, που ήταν πολύ ανεπτυγμένη στην Ελλάδα* είναι γνωστό όμως ότι, συνήθως, αυτά τα κουτσομπολιά δε γεννιούνται χωρίς κάποια βάση. Η μεταφυσική του Αριστοτέλη είναι μια τυπική συμβιβαστική φιλοσοφία, μια πλατωνική εμπειριοκρατία. Γιατί από τη μια μεριά ο Αριστοτέλης θεωρεί τις ιδέες ως ουσίες δεύτερου βαθμού (δεντεραι ονσίαι), από την άλλη μεριά όμως τους αρνείται την αυτοδύναμη ύπαρξη: η ιδέα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας περιττός αναδιπλασιρίσμός χάρη στην προσθήκη της λέξης ((αυτό» (καθ** εαυτό), η «αλογότητα» δεν είναι παρά το «άλογο καθ'' εαυτό» (αντόυτπος), που βγαίνει αφαιρετικά από όλα τα άλογα. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μόνο τα επιμέρους πράγματα είναι εντελώς πραγματικά· το .337
γενικό δεν μπορεί να υπάρξει από μόνο του, γιατί δεν έχει υπόσταση, η ουσία δεν μπορεί να βρίσκεται έξω από τα πράγματα των οποίων είναι η ουσία, οι ιδέες δεν μπορούν να είναι οι αιτίες των φαινομένων, γιατί τους λείπει η κινητήρια δύναμη. Όλα αυτά είναι ρηχά επιχειρήματα, και ο Αριστοτέλης είτε δεν μπόρεσε είτε δε θέλησε να καταλάβει την αληθινή έννοια των πλατωνικών ιδεών. Σημαδεύει την πτώση του πλατωνισμού από τα ύψη του στα γόνιμα χαμηλώματα της εμπειρικής επιστήμης. Ακόμα και στην αντίληψή του για την ύλη ο Αριστοτέλης παίρνει ενδιάμεση θέση. Η ύλη δεν είναι γι"* αυτόν, όπως για τον Πλάτωνα, το μη ον, αλλά το δυνάμει ον, αυτό που υπάρχει δυνητικά· γίνεται ένεργεια ον, δηλαδή αυτό που υπάρχει πραγματικά, μόνο χάρη στη μορφή, το «είδος», που από μια άποψη παίζει τον ρόλο της ιδέας. Όλες οι πραγματικότητες είναι αφενός εΐδη^ επειδή εμφανίζονται με μια μορφή, αφετέρου νλη^ σε σχέση με αυτό που τις διαμορφώνει: π.χ. η GOLvihoL είναι η μορφή του δέντρου και η ύλη του σπιτιού. Το γίγνεσθαι είναι μια τέτοια μετάβαση από το δυνητικό στο πραγματικό. Αυτό που υπάρχει μόνο δυνητικά είναι η αρχέγονη ύλη, ενώ το κατ' εξοχή πραγματικό είναι η καθαρή μορφή ή θεός· ανάμεσα σ' αυτές τις δύο οριακές έννοιες εκτείνεται ολόκληρος ο κόσμος των φαινομένων. Όλη η ύλη τείνει προς τη μορφή και ολόκληρη η φύση είναι η υπέρβαση της ύλης, χάρη στη μορφή, σε όλο και ανώτερες βαθμίδες: τα ζώα είναι αποτυχημένες προσπάθειες της φύσης να παραγάγει τον άνθρωπο και ταυτόχρονα είναι πιο πετυχημένα φυτά, τα ζώα που έχουν αίμα (εναιμα) είναι τελειότερα (σήμερα θα λέγαμε «πιο μορφοποιημένα») από τα ζώα χωρίς αίμα (άναιμα)^ τα ήμερα είναι τελειότερα από τα άγρια, τα φυτά τελειότερα από τα πετρώματα· αλλά ακόμα και στο βασίλειο της ανόργανης ύλης υπολανθάνει ένα ίχνος ζωής. Τα φυτά έχουν μια ψυχή που τα τρέφει, τα ζώα μια ψυχή που τα τρέφει και μαζί αισθάνεται, οι άνθρωποι μια ψυχή που τρέφει, αισθάνεται και σκέφτεται. Η μορφή είναι ταυτόχρονα και ο σκοπός για τον οποίο οργανώνεται η ύλη: μόνον από φυσική άποψη έπεται της ύλης, ενώ από μεταφυσική άποψη προηγείται: π.χ. το σπίτι είναι η ιδέα της σανίδας, που πρέπει να προϋπάρχει του σπιτιού, και το ίδιο συμβαίνει με τη σανίδα, που είναι η ιδέα του ξύλου, καθώς και με το ξύλο, που είναι η ιδέα του σπόρου. Όπως βλέπουμε, ο Αριστοτέλης δημιούργησε ένα πολύ έξυπνο και εύχρηστο φυσικοφιλοσοφικό σχήμα, που όμως δεν έχει τη στιλπνότητα και το μεγα.338
λείο του πλατωνικού συστήματος. Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Αριστοτέλη είναι η λογική του. Ανάμεσα σ** άλλα κατάρτισε τον πίνακα των δέκα κατηγοριών, δηλαδή εκείνων των γενικότατων εννοιών, στις οποίες κατατάσσονται όλα'τα αντικείμενα της σκέψης μας· αυτές λέγονται: ουσία, ποσόττ^τα, ποιότητα, σχέση, τόπος, χρόνος, θέση, κατάσταση, ενέργεια, πάθος. Επίσης διατύπωσε τους τρεις ύψιστους νόμους της ταυτότητας, της αντίφασης και της έλλειψης τρίτου· ο πρώτος νόμος λέει ότι κάθε αληθινή πρόταση πρέπει να συμφωνεί με τον εαυτό της· ο δεύτερος ότι ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι και ταυτόχρονα να μην είναι κάτι* και ο τρίτος ότι ανάμεσα σε δύο αντίθετες προτάσεις δεν μπορεί να υπάρχει ενδιάμεση, παρά αυτό που λέει η μια πρέπει ν' απορρίπτεται από την άλλη. Ο Αριστοτέλης έδωσε επίσης μια ολοκληρωμένη θεωρία για τις κρίσεις και τα συμπεράσματα, τις αποδείξεις και τους ορισμούς, καθώς και για τις επιστημονικές ταξινομήσεις και μεθόδους. Γενικά, στον χώρο του ορθολογισμού ο Αριστοτέλης έδειξε τόσο τη δύναμη όσο και τη μονοπρισματικότητά του. Την ανθρώπινη ευτυχία την όριζε ως ψυχής ένέργεια κατά λόγον, δηλαδή έλλογη δραστηριότητα της ψυχής· σε σχέση μ*" αυτήν, όλα τα άλλα αγαθά της ζωής είναι, όπως λέει με μια ωραία εικόνα, ό,τι είναι η χορηγία (δηλαδή, σ' αυτή την περίπτωση, τα σκηνικά) για την τραγωδία. Και το ύφος του επίσης χαρακτηρίζεται από μεγάλη ικανότητα στη διατύπωση και στον χειρισμό σαφώς ορισμένων εννοιών, αλλά και από μεγάλη λιτότητα, ξηρότητα και λογοκρατικότητα, και όχι σπάνια είναι στρυφνό και δύσκαμπτο. Πρέπει πάντως να πάρουμε υπόψη μας ότι τα όσα σώθηκαν από τον Αριστοτέλη είναι σημειώσεις παραδόσεων για μαθητές, που κατά πάσα πιθανότητα δεν προορίζονταν για το πλατύ κοινό, ενώ πολλοί αρχαίοι συγγραφείς που ήταν σε θέση να τον κρίνουν, όπως ο Κικέρων και ο Κουιντιλιανός, παίνευαν στα παλαιότερα έργα του (που χάθηκαν όλα) την πληθωρικότητα και τη χάρη της γλώσσας. Ίσως να συνέβαινε με τον Αριστοτέλη κάτι παρόμοιο όπως με τον Καντ, που είχε σε μεγάλο βαθμό το χάρισμα να εκφράζεται ζωντανά και ρευστά, αλλά ποδηγέτησε σκόπιμα αυτό το χάρισμα στα κυριότερα συστηματικά συγγράμματά του. Οπωσδήποτε όμως ο Αριστοτέλης δεν μπορεί να είχε σε κανένα από τα έργα του τη μεγαλειώδη φαντασία του Πλάτωνα, που έκανε ν' ανθεί ό,τι άγγιζε και που διέτρεχε όλες τις κορυφές και τις αβύσσους του αν.339
θρώπινου πνευματικού τοπίου. Και γενικά ο Αριστοτέλης δεν ήταν καλλιτεχνική φύση, παρόλο που οι αισθητικές κρίσεις του μαρτυρούν εξαιρετικά ώριμη και λεπτή αισθαντικότητα. Ήταν ένας εξαίρετος συλλέκτης, κριτικός και οργανωτής, και πάνω απ' όλα ένας φυσιοδίφης, με την πιο πλατιά δυνατή σημασία της λέξης. Για ν' αποτιμήσουμε σωστά τα όσα πέτυχε και όσα δεν πέτυχε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι του έλειπαν σχεδόν όλα τα μέσα που διαθέτει η σύγχρονη επιστήμη. Η αρχαιότητα όχι μόνο δεν είχε θερμόμετρα και βαρόμετρα, φακούς και τηλεσκόπια, δοκιμαστικούς σωλήνες και ζυγαριές ακριβείας, αλλά δεν είχε ούτε καν ένα σωστό ρολόι. Οι αρχαίοι μετρούσαν έξι πρωινές ώρες (από την ανατολή του ήλιου ώς το μεσημέρι), έξι απογευματινές ώρες (από το μεσημέρι ώς τη δύση του ήλιου) και δώδεκα νυχτερινές ώρες* επομένως, η ώρα είχε κάθε μέρα διαφορετική διάρκεια και η διαφορά ανάμεσα στη μικρότερη και τη μεγαλύτερη ώρα ήταν παραπάνω από το διπλάσιο. Το άλλο άκρο αυτού του συστήματος είναι οι δικές μας, πάντα ίσες αστρικές ώρες, που κι αυτές όμως είναι πολύ αφύσικες. Στον προσδιορισμό της ώρας οι αρχαίοι αρκούνταν σε πολύ γενικές έννοιες: πρωί, απόγευμα, βράδι, ώρα της αγοράς, κλείσιμο της αγοράς. Ηλιακά ρολόγια υπήρχαν από παλιά, ενώ αντίθετα τα αμμορόλογα ήταν άγνωστα. Στις δίκες χρησιμοποιούσαν την κλεψύδρα^ ένα υδραυλικό ρολόι, με το οποίο προσδιόριζαν τον χρόνο που είχε στη διάθ&σή του ο αγορητής· δίπλα του έστεκε ο υδροφύλακας, «ό έφ' ύδωρ»· όταν διαβάζονταν επίσημα έγγραφα και εξετάζονταν οι μάρτυρες, το ρολόι σταματούσε: ο ομιλητής φώναζε τότε στον δούλο: «έπίλαβε τό ΰδωρ», σταμάτησε το νερό. Επομένως, αν λόγου χάρη του έδιναν μια ώρα για να μιλήσει, τον Ιούνιο είχε στη διάθεσή του σχεδόν μιάμιση ώρα, ενώ τον Δεκέμβρη δεν είχε ούτε τρία τέταρτα. Για να υπάρξει ένα κάποιο αντιστάθμισμα, οι αρχαίοι θα έπρεπε να έχουν ακριβείς πίνακες για ολόκληρο τον χρόνο, αλλά προφανώς δεν υπήρχαν τέτοιοι πίνακες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσε κανείς να δώσ^ι ραντεβού μ' έναν άλλο σε μια ορισμένη ώρα, και η «στρατιωτική ακρίβεια» στην ώρα προσέλευσης στα σχολεία, στις δημόσιες υπηρεσίες ή στα μαγαζιά και τα εργαστήρια ήταν εντελώς αδύνατη. Η έννοια του λεπτού —ας αφήσουμε πια το δευτερόλεπτο και τα κλάσματά του— ήταν άγνωστη, και επομένως δεν ήταν δυνατό να κάνει κανείς ακριβή πειράματα με τον χρόνο αντίδρασης κλπ. Πρέπει να συνηθίσουμε στη σκέψη .340
ότι ο αρχαίος είχε εντελώς διαφορετική αίσθηση του χρόνου απ** ό,τι εμείς, ή μάλλον, σε σύγκριση μ^ εμάς, δεν είχε καμιά αίσθηση του χρόνου. Ένας κόσμος χωρίς καντράν, στον οποίο ποτέ δεν ηχεί το ρολόι του καμπαναριού και ποτέ δεν ακούγεται το τικ-τακ ενός εκκρεμούς, ένας κόσμος όπου κανένας δεν έχει ρολόι στην τσέπη του και κανένας δεν ξέρει τι ώρα είναι, έχει για εμάς κάτι το ανατριχιαστικά άδειο. Κλασικές δημιουργίες του Αριστοτέλη ήταν, όπως όλα δείχνουν, η συγκριτική ανατομία και φυσιολογία των ζώων και η συγκριτική εξέταση των πολιτευμάτων, των ποιητών και των λογοτεχνικών ειδών. Απ^ όλα αυτά έμεινε μόνον ένας σκελετός που κροταλίζει θλιβερά, και πολύ συχνά δεν έμεινε ούτε καν αυτός. Πολλοί έχουν κατηγορήσει τον Αριστοτέλη για αντεπιστημονικότητα, θεωρώντας τον άδικα υπεύθυνο για τις γκάφες και τις παρανοήσεις των μαθητών του ή περιμένοντας από αυτόν, εξίσου άδικα, μια εξοικείωση με πράγματα που ήταν άγνωστα σ' ολόκληρη την αρχαιότητα. Αν π.χ. είχε ακόμα ολότελα μυθολογική αντίληψη για το κρύο και τη ζέστη, θεωρώντας τα ως αντίθετα στοιχεία, ας μην ξεχνάμε ότι η αντίληψη αυτή επικρατούσε ακόμα και μετά τον Μεσαίωνα. Εξάλλου, πίστευε στην αυθόρμητη δημιουργία ζωής, τη λεγόμενη αβιογένεση, υποστηρίζοντας ότι οι ανθόμιγες γεννιούνται από τη δροσιά των λουλουδιών, ότι το σαράκι γεννιέται από το ξύλο, τα σκουλήκια των εντέρων από το περιεχόμενο των εντέρων. Αλλά ακόμα και τον δέκατο έβδομο αιώνα οι διαπρεπέστεροι φυσιοδίφες διακήρυσσαν ότι από τη λάσπη μπορούν να γεννηθούν βατράχια, από το νερό του ποταμού χέλια και από το αλεύρι ποντίκια, και γενικά ολόκληρη η επιστήμη, ώς την εμφάνιση του Παστέρ γύρω στο 1860, πρέσβευε (αν και όχι πια με τόσο ακραία μορφή) τη θεωρία της αβιογένεσης. Πολλές άλλες λανθασμένες ιδέες που δίδαξε ο Αριστοτέλης, είτε είναι μόνο στη διατύπωση λανθασμένες είτε εμπεριέχουν κρυμμένες και μεγαλοφυείς αλήθειες. Λέει π.χ. ότι μόνο τα ζώα έχουν την αίσθηση της αφής, πράγμα που καταρρίπτεται από την κάμψη της έλικας των φυτών, το «παραμέρισμα» της ρίζας όταν συναντά εμπόδια, τα σαρκοβόρα φυτά και πολλά άλλα· ωστόσο, η άποψή του αυτή κρύβει τη βαθιά αλήθεια ότι η αφή είναι πραγματικά η πρωτογενής αίσθηση των ζώων, από την οποία προήλθαν οι ανώτερες αισθήσεις. Όταν δηλώνει ότι η ρίζα είναι τα «πάνω» μέρος του φυτού, αυτό φαίνεται με μια πρώτη ματιά .341
σαν μια ανούσια σχολαστική αλληγορία* αλλά ακόμα και η σύγχρονη βοτανική θεωρεί την άκρη της ρίζας ώς τον εγκέφαλο του φυτού και είναι φανερό ότι μ' αυτή τη διατύπωση ο Αριστοτέλης είχε στον νου του το κεφάλι και το στόμα, τουλάχιστον. Ο ορισμός του για τα ζωόφυτα δε συμπίπτει γλωσσικά εντελώς με τον σημερινό* αλλά το γεγονός ότι αντιλήφθηκε την ύπαρξη αυτής της ομάδας δείχνει εξαιρετική παρατηρητικότητα. Και όταν υποστηρίζει ότι όλοι οι καρχαρίες γεννούν ζωντανά μικρά, ο ισχυρισμός του αυτός είναι απλώς ένα υφολογικό ολίσθημα, ενώ η ίδια η ανακάλυψη είναι καταπληκτική* γιατί ο ανθρωποφάγος καρχαρίας είναι πράγματι ζωοτόκος. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι μεταγενέστερες εποχές διατύπωσαν τις αντιφατικότερες κρίσεις για τον Αριστοτέλη. Στον ώριμο Μεσαίωνα θεωρούνταν ως «praecursor Christi in rebus n a t u r a Hl^s». (πρόδρομος του Χριστού σε φυσικά ζητήματα) και η αμφισβήτ φ η τίον διδασκαλιών του εξίσου αιρετική όσο και η παρέκκλιση από τα εκκλησιαστικά δόγματα. Όμως η αφυπνιζόμενη φιλοσοφία των νεότερων χρόνων απομακρύνθηκε, αρχικά, από αυτόν. Ο Μπαίηκον αντέταξε στο αριστοτελικό όργανο το δικό του, στην αριστοτελική λογική την εμπειρία, στην αριστοτελική εμπειρία τη μεθοδική εμπειρία και συνόψισε την άποψή του με τα λόγια: «Το μεγαλύτερο παράδειγμα της σοφιστικής φιλοσοφίας είναι ο Αριστοτέλης* κατέστρεψε τις φυσικές επιστήμες με τη διαλεκτική.» Παρόμοια και ο Τζορντάνο Μπρούνο δήλωνε ότι ο Αριστοτέλης ήταν γόνιμος σε κενολογίες και ματαιόδοξα αποκυήματα της φαντασίας, όχι όμως σε φυσικές σκέψεις. Και οι Ουμανιστές επίσης έκλιναν πολύ περισσότερο προς τον Πλάτωνα παρά προς τον Αριστοτέλη, ενώ ο Αούθηρος δε δίστασε ν'* αποκαλέσει τον Αριστοτέλη βλάκα. Αντίθετα, ο Καντ διακήρυσσε ότι μετά τον Αριστοτέλη η λογική δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα μπρος ή πίσω, και ο Χέγκελ είπε: «Ήταν μια από τις πλουσιότερες και βαθύτερες επιστημονικές διάνοιες που υπήρξαν ποτέ, ένας άνθρωπος που καμιά εποχή δεν μπορεί να τοποθετήσει πλάι του έναν ισάξιό του», ενώ ο Σοπενχάουερ παρατήρησε για την αριστοτελική μεταφυσική ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν αδολεσχίες γύρω από τις φιλοσοφίες των προκατόχων του: «Γι' αυτό ο αναγνώστης του σκέφτεται τόσο συχνά: τώρα θα έρθει στην ουσία. Αλλά αυτός δεν έρχεται ποτέ.» Το σύστημα του Αγίου Θωμά Ακινάτη, που .312
ώς σήμερα είναι η επίσημη φιλοσοφία του καθολικισμού, είναι στην ουσία του αριστοτελισμός. Ο σημαντικότερος μαθητής του Αριστοτέλη και διάδοχός του στη διεύθυνση της περιπατητικής σχολής ήταν ο Τύρταμος από τη Λέσβο, στον οποίο ο δάσκαλός του έδωσε το όνομα Θεόφραστος, αυτός που μιλάει θεϊκά. Όσο ζούσε ακόμα ήταν διάσημος σ** όλο τον κόσμο, γύρω του συνωστίζονταν οι μαθητές, ενώ οι βασιλιάδες τον βομβάρδιζαν με προσκλήσεις. Ήταν μαζί μεταφυσικός και ηθικός φιλόσοφος, φυσιολόγος και φυσικός, ζωολόγος και βοτανολόγος, ιστορικός και γεωγράφος, θεμελιωτής της ορυκτολογίας, της φυτογεωγραφίας και της ζωοψυχολογίας. Αλλά από τα πολυάριθμα έργα του ελάχιστα σώθηκαν, κι ανάμεσά τους μια πινακοθήκη με τριάντα πορτρέτα: οι «Χαρακτήρες», που, .αν και έφτασαν ώς εμάς σ' ένα πρόχειρο, αποσπασματικό και βιαστικό χειρόγραφο, γεμάτο κενά, έγιναν ένα από τα πιο σημαντικά σε αντίκτυπο έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: η επίδρασή του μπορεί ν"* ανιχνευθεί σ' ολόκληρη την ελληνική και λατινική κωμωδία και φτάνει από τον Οράτιο και τον Έρασμο ώς τον Λαμπρυγέρ, που όχι μόνο το μετέφρασε αλλά και το μιμήθηκε στο σατιρικό του έργο «Caracteres», ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία του δέκατου έβδομου αιώνα, που αρχίζει με τα λόγια: «Επιστρέφω στο κοινό αυτό που μου δάνεισε». Ο Θεόφραστος προσπάθησε να δώσει κάτι σαν τυπολογία της αθηναϊκής κοινωνίας. Τις εικόνες των διαφόρων τύπων τις συναρμολογεί από πολλές μικρές ψηφίδες. Ο κόλακας π.χ. λέει στο πρόσωπο που λιβανίζει: «Δες πώς σε κοιτάζουν όλοι. Κανέναν άλλο δεν κοιτάζουν έτσι σ' ολάκερη την πόλη» και λέγοντας αυτά τινάζει ένα χνούδι από το φόρεμα του άλλου· αν αυτός ο τελευταίος πει κανένα ανόητο αστείο, ξεσπάει σε τόσο ασυγκράτητα γέλια που αναγκάζεται να βουλώσει το στόμα του με το ρούχο του, κι αν ο φίλος του δοκιμάσει καινούρια παπούτσια του λέει ότι το πόδι του είναι πολύ πιο καλοφτιαγμένο από το παπούτσι* πηγαίνει στα παιδιά του φίλου του μήλα και αχλάδια και λέει: «Πώς μοιάζουν του πατέρα τους, τα χρυσούλια μου!». Ο γκρινιάρης, αν βρει στον δρόμο ένα πουγγί με λεφτά, λέει: «Ναι, αλλά ποτέ μου δε βρήκα θησαυρό»· αν αγοράσει ένα δούλο σε καλή τιμή, λέει: «θα ήταν θαύμα αν τον αγόραζα τόσο φτηνά χωρίς να έχει κουσούρια»* αν του ανακοινώσουν ότι απόκτησε γιο, θα πει: «Πρόσθεσε πως πάει η μισή περιουσία μου!»· και αν χερδίσει μια δίκη, θα τα ψάλει στον .343
δικηγόρο του επειδή παρέλειψε ν' αναφέρει πολλά από τα δίκια του. Ο καυχησιάρης λέει για το σπίτι όπου μένει με νοίκι: «Είναι πολύτιμη κληρονομιά απ*^ τον πατέρα μου, αλλά δυστυχώς πρέπει να το πουλήσω, γιατί πέφτει πολύ μικρό για τους καλεσμένους μου»· ο φιλάργυρος λέει, όταν είναι στο λουτρό, στον υπηρέτη του: «Αγόρασες ταγκό λάδι» και αλείφεται με ξένο, κόβει τα δίδακτρα αν τα παιδιά του απουσιάσουν από το σχολείο επειδή ήταν άρρωστα και λογαριάζει τα μισά ραπανάκια που ξέμειναν από το γεύμα, ενώ όταν ένας φίλος του παντρεύεται φεύγει για ταξίδι, για να μην αναγκαστεί να του κάνει γαμήλιο δώρο. Ο Θεόφραστος δε χρησιμοποιεί κανένα απλουστευτικό σχήμα, αλλά αντίθετα η περιγραφή του χαρακτηρίζεται από λεπτές αποχρώσεις. Π.χ. κάνει διάκριση ανάμεσα στον άδολεσχία (αρλουμπατζή), που περιττολογεί και ανοητολογεί συνεχώς, τον λαλία (πολυλογά), που διακόπτει τον xaBiyjOL και τον ζαλίζει με τα αδιάκοπα κατεβατά του, τα ξέρει όλα καλύτερα κι ακόμα και τα παιδιά του του λένε: «Μπαμπά, πες μας μια ιστορία για να μας πάρει ο ύπνος!», και τον λογοποαα (διαδοσία, ψιθυριστή), που διογκώνει την κάθε φήμη και τη διαδίδει σαν να ήταν το σπουδαιότερο πράγμα του κόσμου, λέγοντας πάντοτε «αλλά να μείνει μεταξύ μας, ε;»* επίσης ο Θεόφραστος διαφοροποιεί ως τύπους ενοχλητικών ανθρώπων: τον άναίσχνντία (ξετσίπωτο), που προσπαθεί πάντα να επωφεληθεί από κάθε ευκαιρία, στη θυσία, στον χασάπη, στο θέατρο, στο λουτρό* τον άηδία (αηδιαστικό, σιχαμένο), που διηγείται στο τραπέζι ότι τα έκανε πάνω του και η χολή που βγήκε ήταν πιο μαύρη από τη σούπα που είναι πάνω στο τραπέζι· τον άγροικία (άξεστο, χωριάταρό), που πλάι στις άλλες χοντράδες έχει και τη συνήθεια να τραγουδάει στα δημόσια λουτρά· και τον άκαιρία (φορτικό), που κάνει και λέει πάντα αταίριαστα πράγματα: βρίζει τις γυναίκες σ' ένα γάμο, κάνει επίσκεψη σ' ένα φίλο του που είναι πνιγμένος στη δουλειά, καλεί σε περίπατο κάποιον που είναι ξεθεωμένος στον ποδαρόδρομο και είναι πάντα έτοιμος να προσφέρει υπηρεσίες που κανένας δεν τις θέλει. Ο άρεσκείας (φιλάρεσκος), πάλι, συγγενεύει περισσότερο με τον κόλακα* άλλοι τύποι είναι ο άναισθησίας (αφηρημένος, μωρός), ο μιχροφιλοτίμιας (ματαιόδοξος), ο άπιστίας (καχύποπτος), ο δεισιδαιμονίας (δεισιδαίμονας), ο δειλίας (δειλός), ο βδελνρίας (άπρεπος). Μια πολύ παράξενη και σχεδόν αινιγματική μορφή είναι ο ειρωνείας^ που ο Βίλχελμ Μπίντερ μεταφράζει «ύπουλος», παρατηρώντας όμως ότι η .344
μόνη λέξη που μπορεί ν' αποδόσει κάπως εύστοχα αυτόν τον όρο' είναι η γαλλική chicaneur. Ειρωνείας είναι ο άνθρωπος που κάνει τον ανήξερο, που άλλα σκέφτεται και άλλα λέει, που διασκεδάζει με το να εξαπατά τους γύρω του. Μιλάει φιλικά στους εχθρούς του, συγχωρεί εκείνους που τον κακολογούν, κι αν κάποιος εξοργισθεί μαζί του αυτός παραμένει μειλίχιος. «Δεν μιλάει ποτέ γι' αυτά που κάνει, αν άκουσε κάτι κάνει ότι δεν άκουσε τίποτα»· πολύ συχνά ακούει κανείς από το στόμα του λόγια όπως: «δεν πιστεύω, απορώ, εμένα άλλα μου είπε, δεν το χωράει ο νους μου, ποιον να πρωτοπιστέψω;». Όλα αυτά δείχνουν ότι πρόκειται για έναν αρκετά πολύπλοκο χαρακτήρα: έναν άνθρωπο που έχει την υποκρισία για χόμπι του και παρουσιάζεται χειρότερος απ' ό,τι είναι: μας θυμίζει τα λόγια του Χάμαν «Το καλό να κρυφτεί βαθιά, το κακό να βγει στη φόρα» και του Κίρκεγκωρ: «Ρωτήστε με ό χι θέλετε, εκτός από αιτίες», ή ακόμα μερικές φιγούρες του Ίψεν. Φαίνεται ότι ο Θεόφραστος έδειχνε και γενικά μια κλίση προς τη ζωηρή περιγραφή χαρακτήρων* σ' ένα σωσμένο απόσπασμα από ένα έργο του εναντίον του γάμου αποδίδει σχεδόν δραματουργικά το" κατεβατό της γκρινιάρας γυναίκας: «Η κυρία τάδε έχει πολύ πιο όμορφο φόρεμα* χτες μ' έβαλαν να καθήσω κάτω-κάτω στη συντροφιά των γυναικών σήμερα γλυκοκοίταζες τη γειτόνισσα· τι κουβέντιαζες με την υπηρέτρια· μου έφερες τίποτα απ' την αγορά;». Πρέπει να φανταστούμε ότι τέτοιες σκηνές (που σίγουρα υπήρχαν και σ' άλλα έργα), καθώς και τους ίδιους τους «Χαρακτήρες» (που σίγουρα περιγράφονταν πολύ πλουσιότερα απ' ό,τι στο ξερό σενάριο που σώθηκε) ο Θεόφραστος τις έπαιζε ο ίδιος θεατρικά· μπροστά στους μαθητές του. Με τέτοια πράγματα καταγινόταν τότε ένας πρύτανης και καθηγητής της φιλοσοφίας στο πρώτο πανεπιστήμιο της Ελλάδας. Αυτό που δίνει ο Θεόφραστος είναι μια πλατωνική ψυχολογία. Πραγματεύεται την ιδέα της αυθάδειας, της μωρίας, της μοχθηρίας όπως ο Πλάτων την ιδέα της «αλογότητας» και όλα τ' άλλα αρχέτυπα των πραγμάτων. Απομονώνει τα γνωρίσματα της ματαιοδοξίας, της φορτικότητας, της φιλαυτίας, της ζήλιας, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν ποτέ αμιγή, με παρόμοιο τρόπο όπως η φυσική ξεφλουδίζει την πραγματικότητα για ν' αποκαλύψει τις ιδιότητες του μαγνητισμού, της βαρύτητας, της ελαστικότητας, για να τις παρατηρήσει ξεχωριστά και να τις μελετήσει ως φαινόμενο. Επομένως, η .315
μέθοδος του Θεόφραστου δεν είναι τόσο καλλιτεχνική όσο επιστημονική. Κι ωστόσο την ακολούθησαν αναρίθμητοι καλλιτέχνες: όχι μόνον όλοι οι αρχαίοι κωμωδιογράφοι (ο Μένανδρος συνδεόταν φιλικά με τον Θεόφραστο), αλλά και οι περισσότεροι σύγχρονοι: ξεκινώντας από την commedia delParte, περνώντας από τον Χόλμπεργκ και τον Σέρινταν, τον Γκέλερτ και τον Ίφλαντ, και φτάνοντας ώς τις εφήμερες δόξες του βωντεβίλ και της φαρσοκωμωδίας, θ α έλεγε κανείς ότι στον γνήσιο καλλιτέχνη το όλο πρέπει να υπάρχει πριν από τα μέρη, το όραμα της μορφής πριν από τα επιμέρους γνωρίσματά της· αλλά στην τέχνη δεν υπάρχουν κανόνες. Γιατί ο Μολιέρος και ο Νέστροϊ. ο Χόγκαρθ και ο Ντωμιέ έφτιαξαν αθάνατες μορφές μ' αυτή την τεχνική του γεμισμένου καλουπιού, των ψηφίδων από τις οποίες συναρμολογούνται αφηρημένοι τύποι. Ο κατά φαντασίαν ασθενής δεν αποτελείται από τίποτα άλλο παρά από αρρωστημένη φαντασία, ο «Κατόχης» του Νέστροϊ είναι μόνον οινότυνευμα και αστρολογία, ο Χόγκαρθ ζωγραφίζει περιφερόμενες αρετές και ελαττώματα και ο Ντωμιέ σχηματικά ιερογλυφικά με θέμα την ιουλιανή μοναρχία. Ακόμα κι ένα μπαστούνι μπορεί ν' ανθίσει, αν το αγγίξει ένας μάγος, και κάτω από το χέρι μιας μεγαλοφυίας ακόμα και το σχέδιο μιας ταπετσαρίας μπορεί να γίνει δραματουργικό αριστούργημα. Σε ποιες μαγικές κορυφές μπορεί να υψωθεί η θεοφράστεια οπτική το δείχνει ο Άντερσεν, σε πόση κακογουστιά και πλαδαρότητα μπορεί να ξεπέσει το δείχνει η ποίηση των εξπρεσιονιστών. Ο σημαντικότερος μαθηματικός της πλατωνικής Ακαδημίας ήταν ο Εύδοξος από την Κνίδο της Μικράς Ασίας, που γεννήθηκε γύρω στο 410 και μεταβαφτίσθηκε «Ένδοξος»· ο Ερατοσθένης τον αποκαλούσε «ισόθεο». Ήδη ο Πλάτων είχε εξυμνήσει τα μαθηματικά και είχε ζητήσει την καθιέρωσή τους ως μαθήματος στα σχολεία, αλλά δεν το έκανε αυτό για πρακτικούς λόγους, παρά αντίθετα, επειδή θεωρούσε ότι τα μαθηματικά εξυψώνουν την ψυχή πάνω από το συγκεκριμένο, που είναι τυχαίο, την οδηγούν από το αισθητά στο υπεραισθητό και την αναλκάζουν να σκέφτεται με καθαρές μορφές. Ο Εύδοξος θεμελίωσε τη θεωρία της ομοιότητας, ολοκλήρωσε τις έρευνες του Πλάτωνα για τη χρυσή τομή, απόδειξε ότι η πυραμίδα είναι το ένα τρίτο ενός πρίσματος με ίση βάση και ίσο ύψος και ότι το ίδιο ισχύει για τον κώνο και τον κύλινδρο, και έγραψε το πρώτο εγχειρίδιο στερεομετρίας· από τα έργα του όμως δε σώθηκαν παρά λι.346
γοστά αποσπάσματα. Διέπρεψε επίσης και ως αστρονόμος, εφεύρε ένα καινούριο ηλιακό ρολόι, που το ονόμασε άράχνη^ και σ' ένα από τα μακρινά ταξίδια του ίδρυσε την Ηλιούπολη ένα αστεροσκοπείο. Τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων τις εξήγησε μ' ένα τρόπο πολύ ικανοποιητικό για την ελληνική εποπτεία, χάρη σ"* ένα σύστημα από κοίλες ομόκεντρες σφαίρες πάνω στις οποίες στερέωσε τους απλανείς αστέρες. Τη γη την άφησε στο κέντρο-του σύμπαντος, αλλά δίδαξε ότι περιστρεφόταν γύρω από τον άξονά της. Είναι ενδεικτική η ρήση του: «Θα ήθελα να βρεθώ στον ήλιο για να μάθω το μέγεθος και τη μορφή αυτού του άστρου, έστω και με τίμημα να καώ, όπως ο Φαέθων!». Στο έβγα του Μεσαίωνα η αφύπνιση του επιστημονικού πνεύματος συμβάδιζε με την ανάπτυξη της ελαιογραφίας · ένα ανάλογο φαινόμενο παρατηρούμε στην εποχή του αριστοτελισμού. Πρόκειται για την εγκαυστιχτ : του r'v7.xa προστίθεντο μ'' ένα πυρακτωμένο κοντύλι χρώματα από κερί. Η μέθοδος αυτή, που έχει χαθεί πια, αποσκοπούσε να δώσει στον ζωγραφικό πίνακα ζεατασιχ. λαμπρότητα και αντοχή, χωρίς να σκουραίνουν τα χρώματα με τον καιρό. Μια ιδέα γι' αυτό το είδος πινάκων μας δίνει ο λεγόμενος «Αλδοβρανδίνειος γάμος». Η νωπογραφία αυτή, που βρέθηκε το 1606^ και^ώς το 1818 βρισκόταν στην έπαυλη Αλδοβρανδίνι, είναι αντίγραφο ενός πρωτότυπου του τέταρτου αιώνα και δημιουργήθηκε στα χρόνια του Αύγουστου. Παριστάνει τις προετοιμασίες για ένα γάμο* στη μέση κάθεται ντροπαλή η νύφη, ενώ η Αφροδίτη της μιλάει τρυφερά* παραδίπλα κάθεται ένας νέος με φλογερό βλέμμα: είναι ο Τμέναιος, ο θεός του γάμου* δεξιά βλέπουμε διάφορα κορίτσια να παίζουν μουσική και να κάνουν σπονδές, αριστερά τη μητέρα της νύφης να ετοιμάζει μαζί με τις θεραπαινίδες το λουτρό. Οι καστανόχρυσοι, σκουροπράσινοι, ανοιχτογάλαζοι και μενεξεδένιοι τόνοι είναι συνταιριασμένοι ανάμεσά τους με μεγάλη χάρη. Αδιαφιλονίκητος βασιλιάς στο βασίλειο του χρωστήρα ήταν ο Απελλής, γεννημένος γύρω στο 370, ο ζωγράφος του Φίλιππου και του Αλέξανδρου: ιδιαίτερα ο πίνακάς του που παρίστανε τον Αλέξανδρο ως Δία με τον κεραυνό στο δεξί χέρι παινευόταν για την τρομερή επιβλητικότητα της μορφής και την εκπληκτική φυσικότητα του χεριού. Λέγεται ότι έναν πίνακα του Απελλή, που παρίστανε τον βασιλιά έφιππο, τον χλιμίντριζαν τα άλογα. Η Αναδυομένη Αφροδίτη, που φιλοτέχνησε για τον .347
ναό του Ασκληπιού στην Θω, ήταν ένας πίνακας που εξυμνήθηκε σε πάμπολλους στίχους· παρίστανε τη θεά να βγαίνει μέσα από τα αστραφτερά κύματα, σκουπίζοντας με τα χέρια της τα βρεμένα μαλλιά της. Ένα ενδιαφέρον και γραφικό πείραμα ήταν ότι το κάτω μέρος του σώματος της θεάς φαινόταν μέσα στο νερό, ενώ ο πίνακας που παρίστανε τον Αλέξανδρο με τον κεραυνό καταπιανόταν με το πρόβλημα της ανταύγειας. Φαίνεται ότι τέτοια εγχειρήματα ήταν σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής: ο Παυσίας, ένας συμμαθητής του Απελλή, ζωγράφισε ένα αγόρι να φυσάει τη φωτιά.και σ' ένα πίνακα του Αντίφιλου, αντίζηλου του Απελλή, μπορούσε να δει κανείς μέσα από το γυαλί του κύπελλου το πρόσωπο της Μέθης. Και η γλυπτική επίσης άρχισε να δείχνει μια τάση προς το γραφικό —τάση που ώς τότε της ήταν ξένη. Ο Πραξιτέλης χρησιμοποιούσε για τον χρωματισμό των γλυπτών του τον Νικία, που δεν υστερούσε απέναντί του σε φήμη. Φαίνεται ότι τα φορέματα των γλυπτών δε βάφονταν πια με χρώματα που σκέπαζαν το μάρμαρο ή το μέταλλο, παρά χρ^οματίζονταν ελαφρά με λεπτότατες αποχρώσεις. Για την απόδοση του χρώματος της σάρκας οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν ένα απαλό βερνίκι από λάδι και ρευστό κερί. Τα μάτια και τα μαλλιά τα ζωγράφιζαν με μεγάλη φινέτσα, χρησιμοποιώντας ορυκτά και μεταλλικά παρασκευάσματα. Όλα αυτά θα πρέπει ν' απέβλεπαν αφενός σ' έναν εντονότερο νατουραλισμό, αφετέρου όμως σε μια ανώτερη ιδανικότητα, σε μια αιθέρια, ανάλαφρη, μαγευτική αίσθηση με σχεδόν υπεργήινη αίγλη, για την υποβλητικότητα της οποίας μας λείπει κάθε αναλογία. Γιατί σήμερα κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να βάψει ένα άγαλμα χωρίς να ξεπέσει στο επίπεδο ενός μουσείου κέρινων ομοιωμάτων. Αυτό που μας έχει μείνει από τα ελληνικά γλυπτά είναι μόνον ο τραχύς, αβερνίκωτος πυρήνας, που ωστόσο έχει για εμάς μια εκπληκτική τελειότητα. Μπορούμε άραγε να πιστέψουμε στα σοβαρά ότι ο Πραξιτέλης θα επέτρεπε να μπογιατισθεί ο Ερμής του, αν αυτό δεν εξύψωνε την απήχηση του μάρμαρου σ' ένα βαθμό ανώτερο και από τον υπερθετικό; Δεν μας μένει άλλη λύση παρά να εξοικειωθούμε με τη δυσάρεστη σκέψη ότι οι Έλληνες καλλιτέχνες μπορούσαν να πετύχουν πράγματα που για εμάς δεν είναι μόνον ανέφικτα, αλλά και αδιανόητα. Ο Ερμής της Ολυμπίας είναι το μόνο πρωτότυπο έργο ενός μεγάλου Έλληνα, καλλιτέχνη που βρέθηκε ώς τώρα. Στην αρχαιότητα .348
το άγαλμα αυτό δεν ήταν και τόσο φημισμένο- μπορούμε να φανταστούμε λοιπόν πόσο μεγαλειώδη ήταν τα άλλα έργα του Πραξιτέλη. Το σώμα φαίνεται ν'' ανασαίνει, το φόρεμα, που είναι ακουμπισμένο πλάι στον θεό και έχει φιλοτεχνηθεί ξεχωριστά, σου δίνει την εντύπωση ότι μπορείς να το αδράξεις, το πρόσωπο αναδίνει μια ανώτερη, αλλά και ολοζώντανη ανθρωπιά.Εδώ η δύναμη του συνδέεται απαράμιλλα με την αρμονία, η τάξη με την πληθωρικότητα, και η γνωστή έκφραση ότι περιμένει κανείς από στιγμή σε στιγμή να δει το άγαλμα να σηκώνεται από το βάθρο του δεν είναι κούφια ρητορεία. Ο «Απόλλων σαυροκτόνος» έχει ακόμα περισσότερα ανθρώπινα στοιχεία απ' ό,τι ο Ερμής (δικαιολογημένα έχει παρατηρηθεί ότι είναι αδύνατο να προσευχηθεί κανείς σ' αυτό τον θεό): είναι ένας κομψός, χαριτωμένος έφηβος με κοκέτικη κόμμωση, γοητευτικά κοριτσίστικος, αλλά όχι με τα μάτια του ομοφυλόφιλου. Σίγουρα ο Πραξιτέλης ήταν ανυπέρβλητος κυρίως στην αναπαράσταση γυναικείων μορφών: ο Πλίνιος αναφέρει για την Κνιδία Αφροδίτη ότι ήταν όχι μόνο το πιο φημισμένο απ'' όλα τ' αγάλματα του καλλιτέχνη, αλλά και απ' όλα τ' αγάλματα της γης. Όταν ο βασιλιάς της Βιθυνίας Νικομήδης πρότεινε στους Κνίδιους την παραγραφή όλων των χρεών της πόλης τους, αρκεί να του έδιναν την Αφροδίτη, οι κάτοικοι της πόλης αρνήθηκαν και ένας νέος ερωτεύθηκε παράφορα το άγαλμα. Ακόμα και το χλιαρό αντίγραφο μας κάνει να υποψιασθούμε τον μοναδικό συνδυασμό αγνότητας και σαγήνης, ευγένειας και οικειότητας που πέτυχε ο γλύπτης. Εκείνο που εκθείαζαν περισσότερο οι αρχαίοι στα μάτια της θεάς ήταν το ύγρόν^ που τους έδινε κάτι απερίγραπτα φλογερό και ταυτόχρονα αινιγματικό και μυστικοπαθές. Αλλά και για τον Έρωτα του Πραξιτέλη, που λέγεται ότι ο ίδιος ο καλλιτέχνης τον θεωρούσε το καλύτερο έργο του, μαθαίνουμε ότι η γλυκιά και ονειροπόλα έκφραση του προσώπου ασκούσε μια μυστηριακή σαγήνη στον κάθε θεατή. Λέγεται ότι και ο Αλέξανδρος επίσης είχε το ίδιο υγρό βλέμμα, που φανερώνει νοσταλλία και κρυμμένη ηδυπάθεια. Φαίνεται ότι αυτό ήταν το βλέμμα της εποχής. Το πνεύμα του Πραξιτέλη παλλόταν, ανάμεσα στ' άλλα, και στις «Ταναγραίες», ειδώλια από τερακότα που πήραν το όνομά τους από την Τανάγρα της Βοιωτίας, όπου παράγονταν οι ωραιότερες κοίλες φιγούρες. Η λέξη έχει σχεδόν καταντήσει να είναι βρισιά, εξαιτίας των κακόγουστων αντίγραφων και των χοντροκομμένων παρα.349
ποιήσεων που έγιναν τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του γερμανικού Ράιχ· αλλά τα πρωτότυπα, με την εύθυμη χάρη τους και την ευγενική ζωντάνια τους, ήταν ισάξια με τα πορσελάνινα δημιουργήματα του δέκατου όγδοου αιώνα. Ακόμα και τα έργα της σειράς, που προορίζονταν για ταφικά κτερίσματα, στολίδια του μπουντουάρ και παιδικά παιχνίδια, μας ξαφνιάζουν με τις ανάλαφρες και ζωηρές μορφές, τη λεπτή επιλογή των χρωμάτων και τη φαντασία, με την οποία παριστάνουν σε μικρογραφία ολόκληρη την καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Επίσης και τα αγγεία του τέταρτου αιώνα, με τα λεπτά τους σώματα που στρογγυλεύουν αρμονικά, τις απαλές κινήσεις των χεριών και τους χαμηλούς τόνους της διάθεσης που εκφράζουν, μας θυμίζουν τον Πραξιτέλη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πραξιτέλης εξάσκησε σημαντική επίδραση στις χαμοτέχνες, γιατί, όπως ο Διογένης και ο Αρίστιππος ή ακόμα και ο Αριστοτέλης και ο Φίλιππος είχαν κάποια χροιά καθημερινότητας, έτσι και του Πραξιτέλη η τέχνη, παρά το μεγαλείο της, έχει κάτι το καθημερινό, κάποιο στοιχείο ροκοκό. Ο Πραξιτέλης απέδιδε μόνο την επιδερμίδα των πραγμάτων, αλλά σ' έκανε να υποψιάζεσαι σ^ αυτή την επιδερμίδα όλα όσα κρύβονταν από κάτω της. Κι εδώ μας έρχονται ξανά στον νου τα λόγια του Νίτσε ότι οι Έλληνες ήταν «επιπόλαιοι γιατί ήταν βαθείς», καθώς και η δήλωση του Φάουστ: «Στη ζωηρή στερνή αναλαμπή έχουμε τη ζωή». Ο Πραξιτέλης είναι ένας επίλογος, όπως ο Μότσαρτ* και, όπως μερικές φορές στην τελευταία λέξη του ρήτορα συγκεντρώνεται η μεγαλύτερή του δύναμη, έτσι και αυτός τραγούδησε ένα ασύγκριτα πλούσιο φινάλε, γεμάτο από τη γλυκύτητα της ύστατης ωριμότητας και τη χαμογελαστή μελαγχολία του φθινοπωρινού αποχαιρετισμού. Όπως πλάι στον Φειδία έστεκε ο Μύρων, έτσι και πλάι στον Πραξιτέλη στέκει ο Σκόπας. Όσο συγγενεύει με τον Πραξιτέλη, άλλο τόσο διαφέρει. Και η δική του επίσης τέχνη είναι στερνή, με τη διπλή έννοια. Ενώ όμως στον Πραξιτέλη όλα υποτάσσονταν σε μια ασημιά αρμονία, το χαρακτηριστικό του Σκόπα ήταν το ασυγκράτητο πάθος, η φλογερή έκσταση και η άναρχη ασυμφωνία. Είναι οι δύο μορφές της δημιουργικής παρακμής. Η τέχνη του ήταν διονυσιακή, το αφριστό- απόσταγμα του χάους* δεν ήταν η απαλή πραξιτέλεια ευφορία, αλλά μια συνταραχτική επιθανάτια αγωνία. Κάπως περισσότερα απ' ό,τι για τον Σκόπα, που δεν είναι για εμάς παρά μια αμυδρή, τρεμάμενη σκιά, ξέρουμε για τον Αύσιππο. Καταγόταν από τη Σικυώνα, .350
που απείχε τέσσερις ώρες από την Κόρινθο και ήταν για καιρό η έδρα μιας καλλιτεχνικής σχολής, όπως στη Γερμανία του δέκατου ένατου αιώνα το Μόναχο, το Ντύσελντορφ και το Ντάρμστατ· και πράγματι, τα έργα του Λύσιππου είχαν πάντα κάτι το ανώτερα διδακτικό, και, όπως ο συμπατριώτης του Πολύκλειτος, δημιούργησε κι αυτός ένα κανόνα που για περισσότερο από έναν αιώνα θεωρούνταν κλασικός. Ο Λύσιππος δημιούργησε σ' ολόκληρο το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα και έφτασε σε βαθιά γεράματα. Όταν ο Αλέξανδρος ήταν παιδί, ο Λύσιππος τον απεικόνισε σε μπρούντζο, που ήταν το αγαπημένο υλικό του καλλιτέχνη. Είναι ενδεικτικό οτι ο Αλέξανδρος δεν άφησε κανέναν άλλο καλλιτέχνη να τον απαθανατίσει σ' αυτό το υλικό. Το πιο φημισμένο άγαλμα του βασιλιά που έφτιαξε ο Λύσιππος ήταν ο «Αλέξανδρος λογχοφόρος». Το άγαλμα έδειχνε τον Αλέξανδρο με νευρώδη σβέρκο, λιονταρίσια χαίτη και στόμα ανοιχτό, γεμάτο ζωή, βλέμμα στραμμένο μακριά. Λένε ότι και όλα τ' άλλα αγάλματα του Αλέξανδρου που φιλοτεχνήθηκαν από τον Λύσιππο εξέφραζαν κάτι το εκστατικό και ονειροπόλο. Αυτό δεν πρέπει να οφείλεται μόνο στον Λύσιππο, αλλά και στον ίδιο τον Αλέξανδρο. Όλοι οι Έλληνες καλλιτέχνες ήταν πολύ δραστήριοι, αλλά ο Λύσιππος ήταν ο παραγωγικότερος: λέγεται ότι έφτιαξε χίλια πεντακόσια έργα. Από αυτά όμως δε σώθηκαν παρά μερικά αντίγραφα, πολλά από τα οποία έχουν κατώτερη αξία· μερικές φορές αμφισβητείται ακόμα και η λυσίππεια καταγωγή τους. Το πιο χαρακτηριστικό δημιούργημά του είναι ο Αποξυόμενος, με τον οποίο φαίνεται ότι ο Λύσιππος ήθελε να συναγωνισθεί το ομώνυμο έργο του Πολύκλειτου. Αυτό το τελευταίο δεν το γνωρίζουμε, αλλά μια σύγκριση με τον Δορυφόρο, αρκεί για να δείξει ανάγλυφα την αντίθεση και την πρόοδο που εκφράζει ο Λύσιππος απέναντι στον Πολύκλειτο. Στον Πολύκλειτο όλα είναι ρωμαλέα, γωνιώδη, με σαφή περιγράμματα, ενώ στον Λύσιππο όλα είναι ελαστικά, στρογγυλά, απαλά* στον πρώτο όλα είναι βαριά και συμπιεσμένα, στο δεύτερο ανάλαφρα και απλωμένα. Στον κανόνα του Λύσιππου ο λόγος του μήκους του κεφαλιού προς το μήκος του σώματος είναι μικρότερος, γιατί το κεφάλι είναι αισθητά μικρότερο και τα πόδια σημαντικά μακρύτερα. Αυτά τα πόδια δεν ακολουθούν τον κανόνα του τεντωμένου και του χαλαρωμένου ποδιού (που ήταν ήδη μια μεγαλοφυής ανακάλυψη), παρά δείχνουν να λικνίζονται ανάρια και γεμάτα ζωή. Ο Δορυφόρος είναι στατικός και .351
εκφράζει ένα βλέμμα που βλέτυει τα πράγματα ανάγλυφα, ενώ ο Αποξυόμενος είναι δυναμικός και μαρτυρεί προοπτική ματιά, γιατί τεντώνει το δεξί του μπράτσο προς τον θεατή σ' ολόκληρο το μήκος του. Είπαμε ότι η αντίληψη του Πολύκλειτου ήταν παρμενίδεια: καθε κίνηση είναι απλώς επίφαση· όμως ακριβώς αυτή την επίφαση, τη φευγαλέα και ανεπανάληπτη, ήθελε να βγάλει μέσα από τον μπρούντζο ο Λύσιππος* η αντίληψη του ήταν αριστίππεια: μόνον η στιγμή έχει σημασία. Τα αντίγραφα που μπορούν ν' αναχθούν στον Λύσιππο ή τουλάχιστο στη σχολή του, δείχνουν αισθητή προτίμηση για το θέμα της φυσικής κούρασης: ο Ποσειδώνας στηρίζεται αποκαμωμένος στην τρίαινά του, ο Ερμής ξεκουράζεται, ο Ηρακλής είναι εξαντλημένος. Θα λέγαμε ότι εδώ έχουμε την πραξιτέλεια χαλάρωση μια οκτάβα πιο χαμηλά. Ένα ακόμα εντονότερο γνώρισμα του πνεύματος της εποχής ήταν ο αντίθετος πόλος αυτής της χαλάρωσης: ο υπερθεματισμός της περιπάθειας του Σκόπα. Όπως στους οπαδούς του Ισοκράτη η ιστοριογραφία, στους' οπαδούς του Γοργία η φιλοσοφία και στους οπαδούς του Ευριπίδη η τραγωδία, έτσι και στις σχολές της Σικυώνας και της Αθήνας η γλυπτική γίνεται ρητορική, διακόσμηση, συγκίνηση και εντύπωση ως αυτοσκοπός. Ενδεικτική είναι επίσης η επικράτηση του κορινθιακού κίονα, που, σχεδόν νατουραλιστικά, χρησιμοποιεί για το κιονόκρανο το μοτίβο της άκανθας. Το φυτό άκανθα ή αρκουδόβατος {acanthus mollis)^ που στην αρχαιότητα ήταν ιαματικό και χρησιμοποιείται ώς σήμερα για καλλωπιστικούς σκοπούς, είναι ένας επιβλητικός θάμνος, του οποίου τα λαμπροπράσινα, βαθιά σχισμένα φύλλα είναι τοποθετημένα αντικρυστά σε λεπτούς μίσχους* η αφείδωλη χρήση αυτών των εντυπωσιακών φύλλων με τις αλλόκοτες γωνίες δίνει στο επιστέγασμα της κολόνας κάτι το σφριγηλό, πολυτελές και ηδυπαθές, αλλά, σε σύγκριση με τις παλιότερες φόρμες, και κάτι το εξεζητημένο, επιδεικτικό και πομπώδες: μέσα από το μάρμαρο μιλάει εδώ ο αριστίππειος ηδονισμός. Είπαμε ότι σε σύγκριση με τον δωρικό κίονα ο ιωνικός είχε κάτι το θηλυκό. Ο κορινθιακός έχει κάτι το κυριολεκτικά εταιρικό. Αλλά και παντού βλέπουμε φιοριτούρες και καπριτσιόζικη διακόσμηση· το πανάρχαιο μοτίβο του μαίανδρου επανέρχεται, αλλά αφάνταστα εκλεπτυσμένο, και, όπως παρατήρησε πολύ όμορφα ο Άρνολντ φον Ζάλις, αναλύεται σε «τρίλιες που δε λένε να τελειώσουν ποτέ». Γύρω στο 350 κα.352
τασκευάσθηκε το αντιπροσωπευτικότερο οικοδόμημα του αιώνα, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, που ήταν ένα από τα εφτά θαύματα του κόσμου. Πάνω σε μια τεράστια, τετράγωνη βάση υψωνόταν μια ιωνική κιονοστΛχία, που αντί για στέγη στήριζε μια πυραμίδα με πολλές βαθμίδες και στην κορυφή τέθριππα με τον βασιλιά Μαύσωλο και τη χήρα του Αρτεμισία. Αυτή η τελευταία ήταν που παράγγειλε το μαυσωλείο, το πολυτελέστερο απ' όλα τα ταφικά μνημεία, που θα πρέπει να είχε ένα είδος αμερικάνικου γιγαντισμού. Υπέροχα διαζώματα στόλιζαν όλα τα μέρη του οικοδομήματος· η δραματική, παθιασμένη κίνηση, που ακόμα και σήμερα μας αφήνουν να τη διακρίνουμε τα υπολείμματα του μνημείου, ήταν ο ρυθμός της εποχής, που εκδηλώνεται παντού, ακόμα και στην αναπαράσταση του φορέματος, που ανεμίζει, στροβιλίζεται και φουσκώνει, θυμίζοντας σχεδόν μερικές φορές τη γλυπτική του μπαρόκ. Αν άλλοτε η παρθένα έμοιαζε σχεδόν με έφηβο, τώρα ο έφηβος έχει κάτι το κοριτσίστικο. Δεν υπάρχουν πια ρωμαλέοι ήρωες: ακόμα και ο Άρης παριστάνεται ήρεμος και ελεγειακός, ένας «ερωτευμένος ανθυπολοχαγός», όπως είπε ο Χάινριχ Μπρουν δεν υπάρχουν πια αντρογυναίκες: ακόμα και οι Αμαζόνες είναι τρυφερά κοριτσόπουλα* δεν υπάρχουν πια αυστηρές, απρόσιτες παρθένες: ακόμα και η Αθηνά γίνεται κοκέτα* δεν υπάρχει πια πρωτόγονη φιληδονία: ακόμα και οι Σάτυροι είναι καλοαναθρεμμένοι παραθεριστές. Ο Δίας, από το κεφάλι του οποίου βρέθηκε ένα καλό ρωμαϊκό αντίγραφο στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα στο Οτρίκολι (μια πολίχνη στα βορειανατολικά της Ρώμης), ήταν ένα κολοσσιαίο μαρμάρινο άγαλμα φιλοτεχνημένο από έναν άγνωστο καλλιτέχνη στο δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα: είναι ο θεϊκός πατέρας που περιγράφει ο Όμηρος, βασιλικός καί πράος, ένας παντοδύναμος παρηγορητής. Ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια-δείχνουν τα μαλλιά και το βοστρυχωτό γένι του. Σε σύγκριση με τον Δία του Φειδία, αυτός ο Αίας πρέπει να ήταν θεατρικότερος, αλλά και μαλακότερος και πιο ζεστός, ανθρωπινότερος και πιο πονόψυχος. Ο Απόλλων του Μπελβεντέρε, «πολυπαινεμένος και πολυψεγαδιασμένος», είναι ένας λυγερός νέος με ανάλαφρη ζωηρή κίνηση, με πρόσωπο που αντανακλά τη φλόγα και την αγνότητα του θεού του ήλιου, και με πλούσια, αρχοντικά μαλλιά, που σχεδόν αποτελούν ξεχωριστό στολίδι· με τα ντελικάτα μπράτσα και πόδια του, τη μοντέρνα κόμμωσή του και την εξαιρετικά εντυπωσιακή, αλλά υπερβολικά σίγουρη για την απήχησή .353
της πόζα του, θυμίζει λιγάκι ένα περιζήτητο κύριο των σαλονιών. Εδώ η πραξιτέλεια γλυκύτητα ολισθαίνει ήδη στο γλυκανάλατο. Τέσσερις γενιές, με πρώτους και καλύτερους τον Βίνκελμαν, το Χέρντερ και τον Γκαίτε, εκστασιάζονταν μπροστά σ' αυτό το έργο, αλλά γύρω στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα επικράτησε στους κύκλους των τεχνοκριτών η τάση να το περιφρονούν, θεωρώντας το περίπου σαν κούκλα του κομμωτή. Σίγουρα αυτή η κρίση είναι εξίσου άδικη, γιατί υπάρχει και μια ποιοτικά ανώτερη καλλιγραφία, μια κατάσταση τεχνικής αρτίωσης όπου η τέχνη δεν είναι τίποτ^ άλλο παρά μόνον ωραία. Σ' όλους τους τομείς ο κοινός παρονομαστής είναι αυτός ο κορεσμός και το παραμέστωμα. Παντού η ίδια κουρασμένη μελαγχολία του χρυσωπού σούρουπου που σβήνει: δεν είναι τυχαίο ότι από αυτόν τον αιώνα προέρχονται τα συγκινητικότερα ταφικά μνημεία. Ο ελληνισμός ξεκίνησε για να γίνει παγκόσμιος, για να ξεπεράσει τον εαυτό του. Για να γίνει αυτό, η ελληνική ψυχή, μεταρσιωμένη σε ψυχή της ανθρωπότητας, έπρεπε να πεθάνει για να γίνει αθάνατη: αυτό συμβολίζει η πράξη του Εμπεδοκλή, που όρμησε μέσα στον κρατήρα του ηφαίστειου για να τον πάρουν κοντά τους οι θεοί. Ο Αλέξανδρος, κατακτώντας τον κόσμο, θυσίασε την Ελλάδα στον βωμό της Ιστορίας. Στην εποχή που πήρε απ^ αυτόν το όνομα «αλεξανδρινή», το ελληνικό έθνος δεν είναι πια αξιόλογο ιστορικό μέγεθος. Αλλά, εξιδανικευμένο σε είδωλο, λάμπει ώς σήμερα σαν αστερισμός στον ουρανό των θνητών.
.354
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
ΟΝΟΜΑΤΩΝ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
Λγάθαρχος 238, 294 Λγάθων 240, 241 'Λγις, βασιλιάς της Σπάρτης 219 Λγοράκριτος 125 Αδριανός 133 Αισχίνης 271, 312, 329-330 Αισχύλος 10, 42, 78, 241, 244-247, 288 Αίσωπος 46, 145 Αχέσας 131 Αλάριχος, βασιλιάς των Βησιγότθων 85 Αλέξανδρος ο Μέγας 81, 97, 125, 133, 202, 248, 299, 301, 309, 311, 312, 313, 314-321, 324-325, 326, 333, 347, 349, 351, 354 Αλκαίος 70, 113, 142 Αλκιβιάδης 44, 122, 209, 211, 218-222, 271, 272, 293, 297 Αλκμάν 140-141 Αλκμέων 163 Αλυάττης, βασιλιάς της Λυδίας 103, 117 Άμασις, βασιλιάς της Αιγύπτου 117 Αμβρόσιος 65 Ανακρέων 128, 138, 143-144 Αναξαγόρας 214, 261-263, 280, 284 Αναξίμανδρος 149-150, 162, 164, 261 Αναξιμένης 150-151, 161, 162 Ανκετίλ Ντυπερόν, Αμπραάμ (AnquetiJ Duperron) 181 Άνκος Μάρκιος, 4ος βασιλιάς της Ρώμης 169 Άντερσεν, Χανς Κρίστιαν (Andersen) 79, 201, 346 Αντήνωρ 133 Αντίπατρος, στρατηγός του Φίλιππου 311 Αντισθένης 331, 335 Αντιφάνης 46 Αντίφιλος 348 Αντιφών 215, 269, 280-281 Απελλής 250, 310, 324, 347-348 AπoUόδωpoς 211, 294-295
Αρισταρχος από τη Σαμοθράκη, φιλόλογος 73 Αριστείδης 61, 125, 191 Αρίστιππος 324, 330-331, 350 Αριστογείτων 120, 133-134 Αριστοκλής: βλ. Πλάτων Αριστοτέλης 13, 14, 32, 110, 119, 120, 125, 140, 148, 157, 208, 230, 242, 249, 260, 262, 263, 264, 275, 280, 282, 291, 310, 315, 317, 320, 327, 328, 334, 336-343, 350 Αριστοφάνης 70, 87, 212, 224, 271, 281, 289, 292, 293-294 ΑρκεσΛαος Β' 101, 130 Αρμόδιος 120, 133-134 Αρριανός 45, 263 Αρταξέρξης Α' 204 Αρταξέρξης Β' 186, 300, 301 Αρτεμισία 353 Αρχέλαος, φιλόσοφος 263 Αρχέλαος, βασιλιάς της Μακεδονίας 309310 Αρχίλοχος 72, 128, 139-140, 159, 282 Αρχιμήδης 34 Ασπασία 214 Ασπασία η νεότερη 324 Άτοσσα 186 Αυγουστίνος 63 Αύγουστος 145, 173, 314 Βάγκνερ, Ρίχαρντ (Wagner) 138, 199, 238, 288 ΒάλενσταΙν, Άλμπρεχτ φον (Wallenstein) 96, 201 Βάρρων 180 Βέμπερ, Καρλ Μαρία φον (Weber) 123, 250 Βερν, Ιούλιος (Verne) 24 Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ, Ούλριχ φον (Wilamowitz-Moellendorff) 91, 311
.357
Βίνκελμαν, Γιόχαν Ι\όαχιμ (Wiiirkelmenn) 10, 57, 97. 228, 2S6, 354 Βιργίλιος 77, 171 Βιατάσπα (Τοτάσπης), πατέρας Δαρείου Λ' 184 Βολταίρος (Voltaire) 123, 145, 179, 248 Βολφ, Φρήντριχ Άουγκουστ (WolO 73-74 Βούδας 157 Βουντ 261 Βουτάδης 128 Βρούτος, Χούκιος Ιούνιος 170 Βρούτος, Μάρκος Ιούνιος 314 Βύρων, λόρδος (Byron) 123 Γαίγκερ, ΒΛχελμ (Jäger) 122 Γαλιλαίος 153, 277 Γέλων των Συράκουσών 192, 194 Γιορκ φον Βάρτενμπουργκ, Μαξιμίλιαν κόμης φον (York von Wartenburg) 193 Γκαίτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον (Goethe) 10, 15, 16, 49, 54, 73, 75, 140, 143, 145, 197, 210, 237, 242, 244, 248, 256, 264, 354 Γκαντ, Ούρμπαν (Gad) 53 Γκάρικ, Νταίηβιντ (Garrick) 250 Γκάρντινερ, Στέφεν (Gardiner) 68 Γκασαντί, Πιερ (Gassendi) 275 Γκάτερερ, Γιόχαν Κρίστοφ (Gatterer) 94 Γκέλερτ, Κρίστιαν Φύρχτεγκοτ (Geliert) 145, 346 Γκέσλερ (Gessler) 296 Γκλουκ, Κρίστοφ Βίλιμπαλντ (Gluck) 288 Γκόγκολ, Νικολάι 324 Γκρίλπαρτσερ, Φραντς (Grillparzer) 143, 197 Γκρότε, Τζωρτζ (Grote) 54, 269 Γοργίας 263, 265-266, 270, 352 Γουστάβος Β' Αδόλφος 310 Γουτεμβέργιος, Γιόχαν (Gutenberg) 284 Γύγης 103 Δαίδαλος 132 Δάντης (Dante) 49, 54 Δαρβίνος, Κάρολος (Darwin) 149, 151 Δαρείος Α' 188, 190 Δαρείος Β' 300 Δεινοκράτης 318 Δημάδης 214
.358
Δημήτριος ο Πολιορκητής, βασιλιάς της Μακεδονίας 21 Δημόκριτος 54, 86, 274-280 Δημοσθένης 232, 312, 313, 323, 324, 329, 330, 332 Διογένης 31, 230, 324, 331-333, 350 Διόδωρος 318 Διονύσιος Α' των Συρακουσών 29ν»-300, 330, 334 Διονύσιος Β' των Συρακουσών 300, 330, 337 Διονύσιος από την Αλικαρνασσό 164 Δίων 300 Δίων ρ Χρυσόστομος 255 Δράκων 105 Εκαταίος από τη Μίλητο 42, 70, 159, 164, 189 Ελγίνος, λόρδος (Elgin) 233 Ελικών 131 Έμερσον, Ραλφ Γουάλντο (Emerson) 150 Εμπεδοκλής 259-261, 263, 354 Επαμεινώνδας 302-305 Επίκουρος 108, 278, 279 Επίχαρμος 70, 146, 282 Έρασμος α^ιό το Ρότερνταμ 68, 343 Ερατοσθένης 101, 346 Έρμιππος 171 Ευβουλίδης από τη Μίλητο 158 Εύδημος 154 Εύδοξος 346 Ευθύδημος, σοφιστής 268 Εύπολις 293 Ευριπίδης 113, 200, 208, 241, 253, 267, 274, 282, 287-291^ 292, 293, 299, 309, 322, 352 Έφορος 327 Ζάλευκος 105 Ζάλις, Άρνολντ φον (Salis) 257, 352 Ζαν Πάουλ (Jean Paul) 212 Ζαρατούστρα (Ζωροάστρης) 181, 182, 184, 199 Ζεύξις 249, 250, 295-296, 309 Ζήνων ο πρεσβύτερος 157-158, 162 Ηράκλειτος 54, 146, 152, 159-161, 162, 263, 315
Ηρόδοτος 42, 59,70, 180, 184, 192, 248, 250-252, 263, 314 Ηρόβτρατος 313 Ηρώνδας 200, 282 Ηβίοδος 39, 45, 55, 57, 59, 70, 80-81, 83, 104, 155, 159, 160 Ηφαιστ(ων 316, 318 ΘβΓς 324-325 Θαλής 147-149, 161, 162 θιμιστοχλής 48, 122, 190, 191-192, 194, 195, 203, 204, 244 Θέογνις 144 Θιοδώριχος ο Μέγας, βασιλιάς των Οστρογότθων 94 Θιόπομπος από τη Χίο 166 Θιόφραστος (Τύρταμος) 200, 240, 343346 Βέσπις 107 Θηραμένης 297 Θουκυδίδης 49, 190, 200, 202, 212, 213, 218, 227, 268, 284-287 Θρασύβουλος, τύραννος της Μιλήτου 117 Θρασύβουλος, Αθηναίος στρατηγός 297 Θωμάς Λκινάτης 342 Ίβυκος 126 Ιέρων των Συρακουσών 245 Ιούλιος Νέπως, τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας 95 Ίππαρχος 120. 134 Ιππίας Ί 20 Ιππίας από την Ήλιδα, σοφιστής 267 Ιππόδαμος από τη Μίλητο 201 Ιπποκράτης από την Κω 13. 26. 70. 281282
Ιππώναξ από την 'Κφεσο 42. 144 Ισοκράτης 166. 233. 264. 31 1. 322, 323, 329. 352 Ίφλαντ. Άουγκουστ Βίλχελμ (IfTland) 346 Ίψεν. Χένρικ (Ibson) 199. 239. 243. 245. 246. 253. 288, 291. 345 Ίων 240 Καίσαρ 173. 314 Καλιγούλας 21 Καλλίας 108. 211. 293 Καλλίμαχος 101. 145
Καλλιμέδων 323 Καλλισθένης 315 Καλντερόν ντε λα Μπάρκα, Πέδρο (CaldeΓοη de la Barca) 75, 291 Καντ, Ιμάνουελ (Kant) 23, 114, 123, 151, 158, 278, 335, 339, 342 Κάουερ, Πάουλ (Cauer) 66 Καρτέσιος (Ντεκάρτ) 156, 253, 275, 277 Κάσσιος 314 Κάτουλλος 140, 171 Κάτων ο πρεσβύτερος 166, 179, 307 Κέλερ, Γκότφρηντ (Keller) 75 Κέστερ, Άντολφ (Köster) 195 Κιγκιννάτος 305 Κΐ3ςέρων 87, 174, 176, 280, 339 ΚίμοΛ/ από τις Κλεωνές 131 Κίμων 204-205 Κίρκεγκωρ, Σέρεν (Kierkegaard) 345 Κλάιστ, Χάινριχ φον (Kleist) 114 Κλάουζεβιτς, Καρλ φον (Clausewitz) 192 Κλαύδιος Πούλχερ, Ρωμαίος ύπατος 174 Κλέαρχος 301 Κλεισθένης από τη Σικυώνα 117 Κλεισθένης, Αθηναίος πολιτικός 120, 213 Κλεομένης Α', βασιλιάς της Σπάρτης 119, 120 Κλεοφών 220 Κλέων 212, 218 Κλήμης από την Αλεξάνδρεια 180 Κλοιλία 305 Κολλατίνος 170 Κοριολανός 175, 306 Κοτσεμπούε, Άουγκουστ φον (Kotzebue) 54 Κουιντιλιανός 176, 339 Κούρτιους, Ρ.ρνστ (Curtius) 65, 98 Κράους, Καρλ (Kraus) 294 Κράτης 332 Κρατίνος 69, 292-293 Κρατύλος 160 Κριτίας 240, 267, 297 Κρίτιος 133, 271 Κροίσος, βασιλιάς της Αυδίας 103, 107 Κρόμγουελ, Όλιβερ (Cromwell) 116 Κύρος ο Μέγας 103 Κύρος ο νεότερος 300-301, 324 Κωνσταντίνος ο Μέγας 94 Λαις 324
Λαμάρχ, Ζαν (Lamarck) 151 Λαμότ, Αντουάν Ουντάρ ντε (Lamotte) 145 Λάμπρεχτ, Καρλ (Lamprecht) 95 Λαμπρυγέρ, Ζαν ντε (Labruyere) 343 Λάνγκε, Φρήντριχ Άλμπερτ (Lange) 127 Λάουμπε, Χάινριχ (Laube) 199 Λαπλάς, Πιέρ Σιμ6ν ντε (Laplace) 151 Λαφονταίν, Ζαν ντε (Lafontaine) 145 Λάχμαν, Καρλ (Lachmann) 74 Λέο, Χάινριχ (Leo) 95, 193 Λεονάρντο ντα Βίντσι (Leonardo da Vinci)'256 Λέσινγκ, Γκότχολντ Εφραίμ (Lessing) 128, 145, 242 Λεωνίδας 193 ΛήπραΙχ, Όσκαρ (Liebreich) 38 Λίβιος 171 Λοκ, Τζων (Locke) 278 Λουδοβίκος ΙΔ' 257, 311 Λού&ηρος, Μάρτιν (Luther) 145, 342 Λουκιανός 78, 86, 295 Λουκρητία 170, 305 Λυκούργος 105, 112, 125 Λύσανδρος 220, 267, 297 Λυσίας 215, 322, 329 Λύσιππος 38, 97, 317, 350-352 Μαίτερλινκ, Μωρίς (Maeterlinck) 246 Μακιαβέλλι, Νικολό (Machiavelli) 269, 286 Μαρδόνιος 194 Μαρτιάλης 255 Μαύσωλος 353 Μέμνων από τη Ρόδο 318-319 Μένανδρος 282, 325, 346 Μενένιος Λγρίππας, Ρωμαίος πατρίκιος 306 Μικελάντζελο Μπουοναρρότι (Μιχαήλ Άγγελος) 54 Μιλτιάδης 22, 190-191 Μίμνερμος 141 Μίνως 125 Μολιέρος (Moliere) 75, 346 Μόμζεν. Τέοντορ (Mommsen) 97, 307 Μότσαρτ, Βόφγκανγκ Λμαντέους (Mozart) 96, 250 Μούκιος Σχαφόλας 175, 305 Μουσαολίνι. Μπενίτο (Mussolini) 314
360
Μπαίηκον (Bacon) 275, 342 Μπαίκλιν, Άρνολντ (Böcklin) 199 Μπακλ, Χένρυ Τόμας (Buckle) 14, 15 Μπαχ, Γιόχαν Σεμπάστιαν (Bach) 288 Μπέλοχ, Καρλ Γιούλιους (Beloch) 311 Μπερζέλιους, Γιάκομπ (Berzelius) 276 Μπέρκλεϋ, Τζωρτζ (Berkeley) 278 Μπέρναϊς, Γιάκομπ (Bernays) 242 Μπέρφε, Χέλμουτ (Berve) 316, 317 Μπετόβεν, Λούντβιχ φαν (Beethoven) 54, 250 Μπίσμαρκ, 'Οτο φον (Bismarck) 114, 215, 217, 313 Μπλας, Φρήντριχ (Blass) 69 Μπορν, Νιλς 276 Μπόσκοβιτς, Ρογήρος Ιωσήφ (Boscovich) 275 Μπουθ, Τζων ΓουΛκς (Booth) 313 Μπόυλ, Ρόβερτ (Boyle) 278 Μπούρκχαρτ, Γιάκομπ (Burckhardt) 10, 58, 85-86, 90, 100 Μπράιζιχ, Κουρτ (Breysig) 96 Μπρουν, Χάινριχ (Brunn) 129, 235, 353 Μπρούνο, Τζορντάνο (Bruno) 342 Μύλερ, Γιοχάνες φον (Müller) 25 Μύρων 254, 257-258 Ναπολέων Λ' 77, 116, 256, 302, 310, 313, 314, 316 Ναπολέων Γ 116, 217, 219 Νέρων 21 Νέστροϊ, Γιόχαν (Nestroy) 75, 146, 271, 292, 346 Νεύτων, Ισαάκ (Newton) 277 Νησιώτης 133 Νικίας, Αθηναίος πολιτικός 2ί8 Νικίας, ζωγράφος 348 Νικομήδης, βασιλιάς της Βιθυνίας 349 Νίτσε, Φρήντριχ (Nietzsche) 10, 53, 57, 58, 60, 62, 154, 159, 182-183, 259, 270, 295, 350 Νοβάλις (Novalis) 13, 153 Νουμάς Πομπίλιος, 2ος βασιλιάς της Ρώμης 169, 171 Ντακέ, Έντγκαρ (Daque) 149, 151 Ντάλτον, Τζων (Dalton) 276 Ντέλμπρυκ, Χανς (Delbrück) 193 Ντόισεν, Πάουλ (Deussen) 262 Ντοστογέφσκι, Φιόντορ 54, 273, 274
Ντρόιζεν, Γιόχαν Γχούσταφ (Droysen) 203, 310 Ντωμιέ, Ονορέ (Daumier) 293, 346 Σίνοφάνης 124, 154-155, 159, 162 Είνοφών 44, 110-111, 222, 267, 271, 296, 301, 303, 311, 334 Εέρξης Α' 36, 95, 133, 192, 194, 248 Οβίδιος 97, 143 Ολυμπιάς, μητέρα του Αλέξανδρου 314 Όμηρος 26, 28, 32, 33, 39, 43-45, 48, 50-51, 59, 63, 70-80, 83, 88, 93, 109, 114, 140, 155, 159, 164, 232, 243, 245, 251, 290, 309, 317, 334, 353 Οράτιος 140, 247 Οράτιος Κόκλης 305, 342 Παρμενίδης 155-156, 158, 160, 162, 259, 260, 263 Παρμενιων, στρατηγός του Φιλίππου και του Αλέξανδρου 122, 311, 319, 320 Παρράσιος 295 Παρυσάτις 300 Παστέρ, Λουί (Pasteur) 341 Παυσανίας, βασιλιάς της Σπάρτης 205, 297 Παυσανίας από την Ορεστιάδα 314 Παυσανίας 255 Παυσίας 348 Πεισίστρατος 73, 119-120, 213 Πέλμαν, Ρόβερτ φον (Pöhlmann) 166, 169 Περίανδρος 117 Περικλής 127, 213-218, 227, 228, 232, 257, 285, 324 Πίνδαρος 32, 70, 123, 138, 200, 247248, 282 Πιττακός 142 Πλάτεν, Άουγκουστ κόμης φον (Platen) 248 Πλάτων 28, 33, 67, 70, 96, 110-111, 116, 125-126, 146, 148, 151, 155, 156, 157, 161, 203, 223, 229-230, 231, 233, 264, 265, 267, 268, 280, 294, 295, 299, 300, 329, 333-336, 337, 339, 345, 346 Πλίνιος 134, 17Κ 295, 349
Πλούταρχος 72, 97, 110, 128, 214, 215, 314, 316, 317 Πολύβιος 13, 97, 114, 285 Πολύγνωτος 10, 248-250, 251, 252, 296 Πολύκλειτος 128, 254, 258-259, 351 Πολυκράτης 96, 118, 144 Πόουπ, Αλεξάντερ (Pope) 73 Πόρος, βασιλιάς των Ινδών 319 Πραξιτέλης 97, 256, 324, 348-350 Πρόδικος 267 Πρόκλος 71-72 Πρωταγόρας 264-265, 267 Πτολεμαίος Α' 325 Πτολεμαίος Β' 188 Πυθαγόρας 118, 151-154, 159, 162, 253 Πυθέας από τη Μασσαλία 320 Πύθιος 326 Ραβαγιάκ, Φρανσουά (Ravaillar) 313 Ράδερφορντ, Έρνεστ (Rutherford) 276 Ράιμουντ, Φέρντιναντ (Haimund) 79 Ράνκε, Αέοπολντ φον (Ranke) 167, 287 Ράτσελ, Φρήντριχ (Ratzel) 25 Ραφαήλος 256 Ρέμος ή Ρώμος 167-168 Ρέμπραντ (Rembrandt) 13 Ρόντε, Κρβιν (Rhode) 59 Ροντέν, Ωγκύστ (Rodin) 199 Ρουσώ, Ζαν-Ζακ (Rousseau) 96, 128 Ρωμύλος, ιδρυτής και 1ος βασιλιάς της Ρώμης 167-168. 169 Ρωμύλος Αυγουστύλος, Ρωμαίος αυτοκράτορας 95 Ρωξάνη 316 Σαίξπηρ, Ουίλιαμ (Shakespeare) 51. 7576, 239, 243. 215. 253. 271. 286. 288, 291 Σαπφώ 32, 70, 1 12-1 13 Σβαρτς, Ήντουαρντ (Schwartz) 300. 337 Σέρβιος Τούλλιος, 6ος βασιλιάς της Ρώμης 169-170 Σέρινταν, Ρίτσαρντ Μπρίνσλεϋ (Sheridan) 346 Σίλερ, Φρήντριχ φον (Srhiller) 61. 73. 118, 201, 253, 288. 299 Σιμπλίκιος 151 Σιμωνίδης από την Κέα 1 15 Σκιπίων ο πρεσβύτερος 300 361
Σκόπας 350, 352 Σλάιερμαχερ, Φρήντριχ Ερνστ Ντάνιελ (Schleiermacher) 176 Σλέγκελ, Βίλχελμ φον (Schlegel) 144 Σλήμαν, Χάινριχ (Schliemann) 34 Σμιθ, Μπέντζαμιν (Smith) 10'6 Σόλων 103, 106-107, 125 Σόπενχαουερ, Άρτουρ (Schopenhauer) 56, 156, 342 Σοφοκλής 241, 252-254, 256, 282, 287, 288, 290 Σπένγκλερ, Όσβαλντ (Spengler) 96 Στάτειρα, γυναίκα του Αρταξέρξη Β' 300 Στάτειρα, γυναίκα του Αλέξανδρου 316 Στησίχορος 141 Στίρνερ, Μαξ (Stirner) 270 Στράβων 97, 164 Σω, Τζωρτζ Μπέρναρντ (Shaw) 272, 290, 291 Σωκράτης 26, 31, 48, 56, 93, 96, 125, 143, 154, 200, 211, 264, 267, 271274, 310, 315 Σωσίας 131 Σώφρων 146
Φαλμεράγερ, !\άκομπ Φίλιπ (Fallmerayer) 98 Φαραντέι, Μάικλ (Faraday) 276 Φαβωρίνος 282 Φειδίας 96, 125, 128, 214, 236, 254-256, 257, 334, 353 Φερεκράτης 210 Φερνάβαζος, σατράπης της Φρυγίας 221 Φέχνερ, Γκούσταφ Τέοντορ (Fechner) 158 Φίλιππος Β', βασιλιάς της Μακεδονίας 95, 122, 125, 202, 309, 310-314, 329, 347, 350 Φίσερ, Τέομπαλντ (Fischer) 16 Φλωμπέρ, Γκυστάβ (Flaubert) 286 Φόυερμπαχ, Λούντβιχ (Feuerbach) 14, 155 Φούρτβαινγκλερ, Άντολφ (Furtwängler) 254 Φρειδερίκος ο Μέγας 113, 216, 313 Φρύνη 324 Φρύνιχος 244 Φωκίων 330
Τάκιτος 49 Ταλμά, Φρανσουά Ζοζέφ (Talma) 250 Ταρκίνιος ο πρεσβύτερος, 5ος βασιλιάς της Ρώμης 169 Ταρκίνιος ο Υπερήφανος, 7 ος και τελευταίος βασιλιάς της Ρώμης 170 Τερτυλλιανός 180 Τιμάνθης 295 Τιμολέων 300 Τιμόθεος 282 Τισσαφέρνης, σατράπης των Σάρδεων 219 Τολστόι, Λέων 332 Τούλλος Οστίλιος, 3ος βασιλιάς της Ρώμης 169 Τράιτσκε, Χάινριχ φον (Treitschke) 126 Τσελάριους, Κρίστοφ (Cellarius) 94 Τυχαίος 114, 138, 282
Χαίκελ, Ερνστ (Häckel) 261 Χάινε, Χάινριχ (Heine) 294 Χάμαν, Γιόχαν Γκέοργκ (Hamann) 345 Χέγκελ, Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ (Hegel) 54, 96, 146-147, 148, 156, 160, 176, 342 Χέλντερλιν, Φρήντριχ (Hölderlin) 248, 259, 269 Χεν, Βίκτορ (Hehn) 49 Χέρμπιγκερ, Χανς (Hörbiger) 149 Χέρντερ, Γιόχαν Γκότφρηντ (Herder) 248, 354 Χλωδοβίκος, βασιλιάς των Φράγκων 94 Χόγκαρθ, Ουίλιαμ (Hogarth) 346 Χόλμπεργκ, Λούντβιχ (Holberg) 346 Χομπς, Τόμας (Hobbes) 285 Χούμπολντ, Βίλχελμ φον (Humboldt) 248
Υπερείδης 324 Φαίδρος 145
362
Ωμπινιάκ, Φρανσουά Εντλέν ντ' (Aubignac) 73
TO ΒΙΒΛΙΟ TOT EGON FRIEDELL ΠΟΛΙΤΙ ΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΦΩΤΟΣΥΝΘΕ ΣΗ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΠΟΡΕΙΑ» ΖΩΟΔΟ ΧΟΪ ΠΗΓΗΣ 6 ΤΗΛ. 38.31.622 ΑΘΗΝΑ TT ΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕ ΛΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗ ΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΘΟΔΩΡΟ ΡΟΔΟΠΟΥΑΟ-ΠΑ ΝΤΕΛΗ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟ ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ 1994