«
i
δ
I
1g Μ
α ,ο
i >
i
I g
I
ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ/ΤΑΞΙΑΙΑ-ΑΝΑΚΑΑ ΥΨΕΙΣ Γ. ΝΤΕΚΑΡΒΑΧΑΑ - 7Ζ ΝΤΕΑΑΜΕΣΤΟ: ΕΛΛΟΡΑΔΟ
Ta σ...
53 downloads
510 Views
16MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
«
i
δ
I
1g Μ
α ,ο
i >
i
I g
I
ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ/ΤΑΞΙΑΙΑ-ΑΝΑΚΑΑ ΥΨΕΙΣ Γ. ΝΤΕΚΑΡΒΑΧΑΑ - 7Ζ ΝΤΕΑΑΜΕΣΤΟ: ΕΛΛΟΡΑΔΟ
Ta στενά τον Αμαζονίου. (Γκραβούρα στην Ιστορία της Ακαδημίας των Επιστημών, Βιβλιοθήκη τον Ινστιτούτου, Παρίσι 1745).
ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ ΠΕΑΡΑΡΙΑΣ ΝΤΕ ΑΛΜΕΣΤΟ
ΕΛΔΟΡΑΔΟ ΑΓΚΙΡΕ Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ
Εισαγωγή Μαρίνος Βλέσσας Μετάφραση - Σχόλια ΝτίναΣώτηρα
ΘΕΟΥ
Η μετάφραση του παρόντος έργου έγινε με την αροογή του Υπουργείου Πολιτισμού της Ισπανίας La traducción se ha realizado mediante una ayuda del Ministerio de Cultura de España Τίτλος του έργου στα ισπανικά: Gaspar de Carvajal-Pedrarias de Almesto: La Aventura del Amazonas Η μετάφραση έγινε από το ισπανικό πρωτότυπο Το κείμενο είναι ολόκληρο και χωρίς συντομεύσεις Copyright για την ελληνική μετάφραση, την εισαγωγή και τα σχόλια: ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ» ISBN 960-303-047-3 Χρόνος Α' έκδοσης: ΚαλοκοΛρι 1997 Φωτοστοιχειοθεσία-Σελιδοποίηση-Φωτογραφική αναπαραγωγή: Μ. Αεοντακιανάκος Ελικώνος 11, Χαλάνδρι, τηλ. 6812457, 6841959 Εκτύπωση-Βιβλιοδεσία: ΕΥΡΩΤΥΠΑΕ Κολωνού 12-14, τηλ. 5234373 Τυπογραφικές διορθί&σεις: Δάφνη Ανδρέου Ετπ,μέλεια έκδοσης: ΑουκάςΑξελός Εξώφυλλο: Στέλλα Γκρανιά ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ» Μαυρομιχάλη 39, Αθήνα 106 80 Τηλ. 3601956, 3610445, Fax 3610445
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Λίγα λόγια για τους συγγραφείς των δύο χρονικών που αποτελούν αυτή την έκδοση Αντί Εισαγωγής: Ταξίδι στο παρελθόν του μέλλοντος. Ο διπλός κατάπλους του Αμαζονίου τον 16ο αιώνα
11
ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ: ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚ ΝΕΟΥ ΑΝΑΚΛΑ ΥΨΕΩΣ ΤΟΥ ΞΑΚΟΥΣΤΟΥ Α ΥΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ
29
ΠΕΔΡΑΡΙΑΣ ΝΤΕ ΑΛΜΕΣΤΟ: ΦΙΑΑΑΗΘΗΣ ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΜΑ ΓΟΥΑ ΚΑΙΤΟΕΑΔΟΡΑΔΟ
Θάνατος του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα Θάνατος του Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν Κατάπλους του ποταμού Μαρανιόν Αφιξη του τυράννου στη νήσο Μαργαρίτα Θάνατος του κυβερνήτη Δον Χουάν ντε Βιλιαντράντο Αφιξη του τυράννου στην Μπουρμπουράτα Γράμμα του τυράννου Αφανισμός και θάνατος του Αγκίρε
9
99
129 155 170 173 185 202 218 228
Συνάντηση των Αμαζόνων. (Γκραβούρα στις Παραδοξότητες της Ανταρκτικής Γαλλίας τον Αντρέ Τεβέ, Παρίσι 1558).
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ
Ο
Φράυ Γασπάρ ντε Καρβαχάλ γεννήθηκε το 1504 στο Τρουχίγιο. Σε νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο τάγμα του Αγίου Δομίνικου ντε Γκουθμάν Στα τέλη του 1536μετά από πρόσκληση του επισκόπου της Λίμας, Βιθέντε ντεΒαλβέρδε ττήγε στις Ινδίες με μια ομάδα οχτώ δομινικανών μοναχών. Στην Αίμα πρέπει ναγνώρισε ο Φράυ Γασπάρ τονΓκονθάλο Πιθάρο, ενώ αυτός κατευθυνόταν προς τοΚίτο και πήγε μαζί του ως εφημέριος. Τον συνόδευσε στην εκστρατεία του για την ανακάλυψη της χώρας της κανέλας, όταν όμως ο Ορελιάναχώρισε από τονΠιθάρο, ο δομινικανός τον ακολούθησε. Έτσι ο Καρβαχάλ είναι αυτόπτης μάρτυρας του ότι ο διοικητής Ορελιάνα ήταν αδύνατον εκ των πραγμάτων να επιστρέψει εκεί όπου ο Πιθάρο είχε στήσει το στρατόπεδό του, πράγμα που κάνει την μαρτυρία του υπέρ του Ορελιάνα πολύ σημαντική για να καταρριφθούν οι κατηγορίες για προδοσία εναντίον του. Μετά το τέλος της εξερεύνησης, αφού η αποστολή έφτασε στο νησίΚουμπαγουά, ο Καρβαχάλ πληροφορείται τον θάνατο του Βιθέντε ντεΒαλβέρδε και αποφασίζει να επιστρέψει στο Περού. Εκεί μαθαίνει ότι ο διοικητής Ορελιάνα κατηγορείται ότι πρόδωσε τονΓκονθάλο Πιθάρο και, αναμφίβολα, αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που αποφάσισε να γράψει την εξιστόρηση των γεγονότων. Το 1557 εκλέχτηκε επιθεωρητής του τάγματος του Αγίου Δομίνικου στο Περού. Πέθανε στο μοναστήρι της Αίμας το 1584.
Για την ζωή τουΠεδράριας ντεΑλμέστο γνωρίζουμε πολύ λίγα. Γεννήθηκε στην πόλη ΘάφρατηςΕξτρεμαδούρας. Μετά από την εκστρατεία στο Ελδοράδο κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου τηςΣάντα Φε, το οποίο τον απήλλαξε από κάθε κατηγορία συμμετοχής στην ανταρσία του Λόπε ντε Αγκίρε. Είναι γνωστό ότι ήταν ένας από τους ελάχιστους «μαραηόνες» που επέστρεψαν στην Ισπανία μετά την εκστρατεία του Αγκίρε. Ο Πεδράριας ντε Αλμέστο είχε ως μοντέλο για την εξιστόρησή του ένα άλλο χρονικό της αποστολής του Ουρσούα, το Ελδοράδο: Χρονικό της αποστολής του Πέδρο ντε Ουρσούα και του Λόπε ντε Αγκίρε με συγγραφέα τον Φρανθίσκο Βάθκεθ, ο οποίος συμμετείχε επίσης στην αποστολή.
10
ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ Ο ΔΙΠΛΟΣ ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΜΑΖΟΝΙΟΥ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ Ι. ΑΜΑΖΟΝΙΟΣ
Ο
ταξιδιώτης που επιλέγει τη χερσαία οδό από τη λίμνη Τιτικάκα προς την κοιλάδα του Κούσκο, ακολουθώντας τον πανάρχαιο δρόμο των υψιπέδων, εστιάζει την προσοχή του στο γυμνό, ανεμοδαρμένο τοπίο με τις μακρινές, χιονοσκέπαστες κορυφές και τα κοπάδια από προβατογκαμήλες, αιώνια στερεότυπα του ανδινού περίγυρου. Το ανέβασμα καταλήγει στην τοποθεσία Λα Ράγια, έναν αυχένα, απ'όπου σιγάσιγά ο δρόμος κατηφορίζει προς την ιερή κοιλάδα των Ίνκας, αθέατη ακόμη, ένα διάσημο σκηνικό ήρεμης αγροτικής ζωής, σχεδόν απαράλλακτης εδώ και χιλιετίες. Το μάτι αναζητά διαρκώς τα ίχνη των αρχαίων ανδι νώνπολιτισμών, αρδευτικά αναχώματα, ισοπεδωμένες σκαλωτές, πλαγιές, πέτρινα κτίσματα. Έτσι, εκείνο το ταπεινό ρυάκι μόλις εμφανέστερο από χαραγιά αρχαϊκού σκαπτικού εργαλείου σε άγονη γη, περνάει μάλλον απαρατήρητο. Και όμως στη Λα Ράγια έχει κανείς μπροστά του τη γέννηση του Αμαζονίου. Αυτός ο υδροκριτής ήταν από παλιά γνωστός ως ένα σημαντικό σύνορο. Στους μύθους ίδρυσης του κράτους των Ίνκας ο βασιλιάς συναγωνίζεται τη βασίλισσα σ' ένα στοίχημα ρίψης. Η πέτρα δεν ξεπερνά ποτέ αυτό το όριο. Από κει και πέρα ο χώρος είναι ξένος, από μέσα ωστόσο είναι ενιαίος χωρίς ρήγματα, συνεχής, όπως ταιριάζει στον αδιαίρετο χώρο ενός βα11
σίλειου. Είναι βέβαιο πως οι Ίνκας δεν είχαν συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του γιγαντιαίου ποταμού, αλλά έβλεπαν τηνΑα Ράγια σαν μια βολιΐ€ή μεταφορά, ένα σύμβολο, ενοποιημένου πολιτικού χώρου, που σε παλαιότερες εποχές υπήρξε κατακερματισμένος. ΗΑα Ράγια χωρίζει τη λεκάνη του Αμαζονίου από την «τυφλή» λεκάνη της λίμνης Τιτικάκα. Σίγουρα υπάρχουν και άλλες πηγές ποταμών που διεκδικούν τον τίτλο των πηγών του Αμαζονίου. Το ζήτημα παραμένει αρκετά ασαφές μέχρι σήμερα. Πάντως η Αα Ράγια, του Βιλκανότα είναι το πιο απόμακρο σημείο σ' ολόκληρη τη λεκάνη. Εδώ ή αλλού, στις αφετηρίες άλλων μεγάλων κλάδων, όπως του Μαρανιόν και του Ουαγιάγκα βρισκόμαστε πάντοτε μέσα στα γεωγραφικά όρια των μεγάλων ανδινών πολιτισμών. Αντίθετα όμως με άλλες περιπτώσεις, τόσο γνωστές στην ανθρώπινη ιστορία, αυτή η φυσική συνύπαρξη έχει παίξει πολύ περιορισμένο ρόλο στην εξέλιξη των τοπικών πολιτισμών. Η ανδινή οικονομία, αποκλειστικά σχεδόν στεριανή, βασίστηκε στην εκμετάλλευση μικρών ρευμάτων-κυρίως όσωνχύνονται στον Ειρηνικό Ωκεανό, και ελάχιστα στο κολοσσιαίο υδάτι νο δυναμικό που γεννιέται στις περιοχές της και κατευθύνεται προς τα ανατολικά βαθύπεδα. Ο Βιλκανότα αρχίζει στη Αα Ράγια και προχωρώντας αγγίζει τον πυρήνα της ινκαϊκής αυτοκρατορίας σχηματίζοντας την ιερή κοιλάδα κοντά στις πόλειςΠισάκ και Ολανταϋτάμπο, και αφού αφήσει πίσω του την άγνωστη μέχρι πρόσφατα πόλη Μάτσου-Πίτσου μπαίνει στα βαθύπεδα. Τώρα ακολουθεί το δρόμο του ως Ουρουμπάμπα και αργότερα Ουκαγιάλι. Αφού στραφεί ανατολικά συμβάλλει με τ' άλλα δυο μεγάλα ρεύματα, τον Μαρανιόν και τον Ουοίλιάγκα, και στο Ίκιτος γίνεται κιόλας ο Αμαζόνιος. Για τρισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα, αυτή η γιγαντιαία υδάτινη μάζα δέχεται από το βορρά και το νότο αναρίθμητους παραπόταμους, που εξασφαλίζουν ποσότητες νερού ανεξάρτητα από τις τοπικές εναλλαγές βροχής-ξηρασίας. Ότανμειώνεται η στάθμη των μεν πλημμυρίζουν οι δε. Από ένα σημείο και πέρα συχνά η μια όχθη δεν διακρίνεται από την άλλη ώσπου μια συσσωρευμένη ροή διακοσίων χιλιάδων κυβικών μέτρων το δευτερόλεπτο καταλήγει στον Ατλαντικό απωθώντας τα αλμυρά νερά πάνω από διακόσια χιλιόμετρα στ' ανοικτά. Εξήντα φορές μεγαλύτερος από τον ελαφρώς μακρύ12
τερό του Νείλο, δεν έχει να παρουσιάσει το ίδιο λαμπρό παρελθόν, Ωστόσο, στην αφρικάνικη εντυπωσιακή ιστορία του τελευταίου, έχει ν'αντιπαραθέσει έναν εξίσου πλούσιο μύθο ζωντανό μέχρι τις μέρες μας. Με την ι νκαϊκή αυτοκρατορία τον συνδέουν μερικές περίεργες σχέσεις. Όχι μόνον επειδή η εξερεύνησή του αρχίζει μέσα στα όριά της και έχει κατεύθυνση από τις πηγές στις εκβολές, αντίθετα με ότι συμβαίνει συνήθως, αλλά και γιατί εδώ γεννήθηκαν οι θρύλοι για τις μυστηριώδεις χώρες στ' ανατολικά, που ερέθισαν τη φαντασία των πρώτων Ισπανών. Η εξερεύνηση του Αμαζονίου συνδέεται με πολιτισμούς που του είχαν γυρίσει την πλάτη και με ανθρώπους που δεν είχαν ακριβώς αυτό το σκοπό. Μύθοι και ειδικές ιστορικές συγκυρίες υπήρξαν οι κινητήριες δυνάμεις, που οδήγησαν στις προσπάθειες του 16ου αιώνα για τον κατάπλου του ποταμού. Με όλη τη δυνατή συντομία θα γίνει λοιπόν μια σχετική αναφορά. Π. ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ Εκτός από τον γεωγραφικό χώρο των μεγάλων ανδινών πολιτισμών, υπήρξαν και άλλα σημεία διείσδυσης στα βαθύπεδα του Αμαζονίου. Κατά την πρώτη, όμως, εποχή μετά την κατάκτηση (1532) το Περού έγινε η κύρια αφετηρία εξορμήσεων προς τα ανατολικά τροπικά δάση, όχι μόνον ως πλέον γειτονικό, αλλά και ως η πρώτη σημαντική εστία εποικισμού, στην καρδιά της άλλοτε κραταιάς και οργανωμένης ινκαϊκής αυτοκρατορίας. Το είδος και οι στόχοι των αποστολών αυτών καθορίστηκαν, ακριβώς, από τη δυναμική της αποικιοκρατικής κοινωνίας, κατά τη φάση της διαμόρφωσής της, από τις περιπετειώδεις σχέσεις της με την Μητρόπολη, και λιγότερο από έναν καθαρό εξερευνητικό ζήλο, ο οποίος μάλιστα μειώνεται όσο περνά ο καιρός. Το ιστορικό περίγραμμα που ακολουθεί αρχίζει με την είσοδο των Ισπανών στο Περού και τελειώνει με την εγκατάσταση του αντιβασιλέα Τολέδο το 1569, εποχή που σηματοδοθεί και το τέλος της «ηρωικής εποχής» της Κατάκτησης. Ο Φρανθίσκο Πιθάρο αποβιβάζεται με ελάχιστους άντρες και άλογα, το 1532, στη βόρεια ακτή του Περού. Από κει προχωρεί προς την Καχαμάρκα, όπου κατορθώνει να εξουδετερώ13
σει την αντίσταση του νικητή στον πρόσφατο εμφύλιο πόλεμο για τη διεκδίισιση του ινκαϊκού θρόνου, Αταχουάλπα, τον οποίο και εκτελεί τον επόμενο χρόνο, όχι πριν συγκεντρώσει άφθονο χρυσάφι ως λύτρα για την απελευθέρωσή του. Από την Καχαμάρκα οι Ισπανοί κατεβαίνουν στο Κούσκο, όπου ενθρονίζουν έναν Ίνκα-ανδρείκελο. Στα επόμενα χρόνια εδραιώνεται η ισπανική κυριαρχία στον πυρήνα της παλιάς αυτοκρατορίας, ενώ το ηγετικό στρώμα της ινκαϊκής αριστοκρατίας εγκαθιστά στην δύσβατη περιοχή της Βιλκαμπάμπα μιαν εστία αντίστασης, που θα διαρκέσει τέσσερις δεκαετίες. Το 1535 ο ίδιος ο Πιθάρο ιδρύει την πόλη της Λίμας αλλά οι διαμάχες ανάμεσα στους ηγέτες της Κατάκτησης διαρκώς οξύνονται. Οι δολοφονίες είναι συχνές, ενώ κάποιοι ετύφοβοι διεκδικητές της απόλυτης εξουσίας στέλνονται σε μακρινές αποστολές για να εκτονωθεί η κατάσταση. Έτσι οργανώνεται η εκστρατεία στη Χιλή, ενώ ο μικρός αδελ^ς του Πιθάρο, ο Γκονσάλο αποπειράται την πρώτη εξερεύνηση του Αμαζονίου. Το 1541 δολοφονείται ο μεγάλος Πιθάρο, και λίγο αργότερα εγκαθίσταται στη Αίμα ο πρώτος αντιβασιλέας σε μια προσπάθεια της Ισπανίας να ελέγξει τα πράγματα. Μέχρι το 1555 το Περού συγκλονίζεται από εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα σε Ισπανούς πολέμαρχους, ή από εξεγέρσεις των ιδίων ενάντια στην αδύναμη ακόμη κεντρική αποικιοκρατική εξουσία. Ο Γκονσάλο Πιθάρο, οργανώνει τώρα και καθοδηγεί τη μεγαλύτερη και πιο απειλητική απ'αυτές τις εξεγέρσεις, μέχρι την ήττα και τον αποκεφαλισμό του. Όταν το 1556ο τρίτος αντιβασιλέας μαρκήσιος του Κανέτε κατορθώνει να βάλει κάποια τάξη, έχει ήδη ξεσπάσει σημαντική αναταραχή στα ιθαγενή έθνη, καθώς βαθμιαία συνειδητοποιούν ότι οι Ευρωπαίοι διαφέρουν από παλαιότερους γνώριμούς τους, επικυριάρχους, που σέβονταν τους κανόνες ενός πανάρχαιου ανδινού εθιμικού δικαίου. Το μέτωπο παρ' όλ' αυτά δεν είναι ενιαίο. Η ι νκαϊκή εστία της Βιλκαμπάμπα έχει διαφορετικούς στόχους από εκείνους άλλων περιφερειακών εξεγέρσεων. Μοιάζει περισσότερο με διαπραγμάτευση προνομίων μέσα στα αποδεκτά πλαίσια της αποικιοκρατικής πολιτικής δομής, ενώ, αντίθετα, οι εναντιώσεις των άλλων εθνοτήτων, ενισχυμένες κι από τη γενικότερη κρίση λόγω επιδημιών και εξαναγκαστικής εργασίας ολόκληρων πληθυσμών σε μακρινά ορυχεία, υπερασπίζονται έναν απειλούμενο πολιτισμό. Η κατάσταση στο Περού απαιτεί συνολικές λύσεις. 14
o πέμπτος αντιβασιλέας Φρανσίσκο Τολέδο, ένας ικανός οργανωτής εγκαθίσταται στη Αίμα το 1569. Με σκληρά μέτρα οργανώνει μια πραγματική επιχείρηση διάλυσης του ανδι νού πολιτισμικού ιστού: Επεμβαίνει ακόμη και στην ιστορία των τοπικών κοινωνιών διατάζοντας έρευνες δικών του διανοουμένων, οι οποίες καταλήγουν στο αναπόφευκτο και ευκταίο της ισπανικής κυριαρχίας, Αναδιαρθώνει δραματικά την παραδοσιακή χωροταξική δομή, που έχει προκύψει από την πρακτική ανάγκη ταυτόχρονης εκμετάλλευσης των διαφορετικών οικολογικών ζωνών, σ' ένα «κατακόρυφο» ορεινό τοπογραφικό, συγκεντρώνοντας τους ινδιάνους σε νέες «πόλεις». Τέλος το 1572 κατορθώνει να φέρει πίσω στο Κούσκο τον τελευταίο αρχηγό της Βιλκαμπάμπα, τον Τουπάκ Αμάρου τον Α \ και τον εκτελεί Έτσι ολοκληρώνεται η περίοδος της κατάκτησης του Περού. Μια παράλληλη σειρά εξελίξεων, έξω από τα τρέχοντα συμβάντα, σχετίζεται άμεσα με τις εξερευνήσεις στην Αμαζονία και την συνολική ιστορική δυναμική στο Νέο Κόσμο, Πρόκειται για τις περιπέτειες του διαβόητου θεσμού της «Ενκομιέντα» της παραχώρησης ινδιάνων σε Ισπανούς εποίκους ως εργατικής δύναμη με την υποχρέωση της κατήχησης στο Χριστιανισμό -από τη στιγμή που έμνε αποδεκτό ότι κι αυτοί «έχουν ψυχή». Το 1512, με τους νόμους του Μπούργκος γίνεται μια προσπάθεια να οργανωθεί κάπως το καινοφανές αυτό σύστημα, τυπικά διαφορετικό από τη δουλεία, αλλά με πολλές ομοιότητες στην πράξη. Πλήθος ρυθμίσεων και τροπολογιών σ' ολόκληρο τον 16ο και 17ο αιώνα αποτελούν προϊόντα συμβιβασμών και συγκυριών, ΟΑαςΚάσας, σφοδρός πολέμιος της Ενκομιέντα φαίνεται ότι αφυπνίζει πολλές συνειδήσεις, αλλά και συμβάλλει σε μια πιο διαυγή θεώρηση τωνμακροπρόθεσμων συμφερόντων του ισπανικού Στέμματος, Έτσι από το 1532οι ινδιάνοι δεν ανήκουν πλέον στον «ενκομεντέρο», που τώρα περιορίζεται στη συλλογή φόρων με το αζημίωτο, αλλά στον Ισπανό βασιλιά. Από το 1536όταν ο θεσμός εισάγεται στο Περού κάτω από αυ^ τήν την πιο οριστική μορφή, δεν παύει ούτε στιγμή ν' αποτελεί έναμόνιμο σημείο τριβής. Λεν λείπουν ακόμη και οι εξεγέρσεις, εφόσον οι εκχωρήσεις Ενκομιέντα σε ευνοημένους μειώνονται διαρκώς και ασκούνται ισχυρές πιέσεις για κατάργηση του δικαιώματος κληρονόμησής της. Το 1542 οι «Νέοι Νόμοι» απα15
γορεύουν νέες εκχωρήσεις. Αυτό αυξάνει τη δυσαρέσκεια της πρώτης γενιάς κατακτητών και οδηγεί πολλούς σε εξεγέρσεις. Δεν είναι μόνον ο διαρ^ς περιορισμός των δικαιωμάτων αλλά και η συνεχής αλλαγή των κανόνων. Η Ενκομιέντα γίνεται αντικείμενο συναλλαγών, ιδιαίτερα όταν ο ισπανικός θρόνος έχει δυσκολίες, οπότε δίνει τη δυνατότητα σε οικονομικά εύρωστους να αγοράζουν τα προνόμιά της. Έτσι γύρω στα μέσα του 16ου αιώνα υπάρχουν περίπου 400.000ινδιάνοι φόρου υποτελείς, διαμοιρασμένοι σε430ενκθ' μεντέρος, μόλις δηλαδή στο 10% του συνόλου των εγκατεστημένων στο Περού Ισπανών. Οι υπόλοιποι αρκούνται σε μικρό κλήρο γης, προσφέρουν υπηρεσίες σε συμπατριώτες τους, πιθανώς παλιούς συμπολεμιστές τους, ή αναζητούν νέους θησαυρούς σε αφιλόξενα εδάφη, με την ελπίδα ότι έτσι θα πείσουν το Στέμμα να αναγνωρίσει κάποια δικαιώματά τους, πάνω σε γη που οι ίδιοι, για δεύτερη φορά κατέκτησαν. Από μια άποψη η αναζήτηση μακρινών εδαφών είναι άμεσα συναρτημένη με τις περιπέτειες του θεσμού της Ενκομιέντα, γιατί η τελευταία προσλαμβάνει ειδικά χαρακτηριστικά ανάλογα με την περιοχή. Τα ισχυρά ορει νά ανδι νά κράτη, στο πέρασμα τω νχιλιετιώ ν, είχαν επενδύσει τη διαθέσιμη εργατική δύναμη σε αξιόλογα εγγειοβελτιωτικά έργα. Οι πληθυσμοί τους ήταν συνηθισμένοι σε εντατική εργασία, ενώ αντίθετα σταβαθύπεδα οι διάφορες νομαδικές φυλές δεν διέθεταν καμιάν αξιόλογη υποδομή πέρα από τη δική τους ατομική εργασία. Η διαφορά αυτή έγινε αμέσως αντιληπτή από τους Ισπανούς εισβολείς, και γεννήθηκε ο θεσμός της «Ενκομιέντα για προσωπικές υπηρεσίες», με στόχο την καλύτερη εκμετάλλευση των πληθυσμών του τροπικού δάσους. Οι διαφορές από την κλασική δουλεία είναι ελάχιστες. Ωστόσο το ic πανικό Στέμμα και το Συμβούλιο των Ινδιών, για μια σειρά λόγους, που δεν μπορεί να αναλυθούν εδώ, δεν επιθυμούσε την δουλεία των ινδιάν^ον και την χωρίς όρια εκμετάλλευσή τους, και σ' αυτό διέφερε από τις πρακτικές της Πορτογαλίας. Το 1549 απαγορεύεται διά νόμου να παραχωρείται προσωπική εργασία ινδιάνων αντί για φόρους σε προϊόντα, καταφέροντας ένα ισχυρό θεσμικό κτύπημα σε καταστάσεις ευρύτατα διαδεδομένες. Είναι φανερό ότι μια τέτοια εξέλιξη μεγάλωσε ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στους προνομιούχους ενκομεντέρος τωνανδινώνυψιπέδων, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα συγκέντρωσης σημαντικών ποσοτήτων διαφό16
ρων προϊόντων και στους υπόλοιπους, στις παρυφές των αποδοτικών εδαφών. Όσο βέβαια μεγαλώνει η απόσταση από τα τοπικά κέντρα εξουσίας τόσο αυξάνουν και τα περιθώρια αυθαιρεσιών, ακόμη δε περισσότερο όταν το ίδιο το Στέμμα δεν λεπτολογεί και πολύ τα πράγματα, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη «ειδικών συνθηκών». Μέχρι βαθιά στον 18ο αιώνα, όταν καταργείται εντελώς η Ενκομιέντα - και αργότερα εφόσον πάντοτε βρίσκονται μέθοδοι υπερφαλάγγισης των όποιων θεσμών - οι δυνατότητες για εξαντλητική εκμετάλλευση των ιθαγενών πληθυσμών στα δάση τηςΑμαζονίας παραμένουν πολύ μεγάλες. Στα όρια της δικαιοδοσίας Ισπανίας-Πορτογαλίας επικρατούν συνήθως καταστάσεις θολές και μόνον η κατά τόπους αντίσταση των ιθαγενών δεν κάνει πάντοτε αυτές τις περιοχές έναν πραγματικό παράδεισο για κάθε είδους τυχοδιώκτες. Πάντως, για τέτοιες κατηγορίες ανθρώπων, όσο περνούν οι δεκαετίες, το εσωτερικό της Ηπείρου γίνεται όλο και περισσότερο δελεαστικό και ίσως η μόνη διέξοδός τους όσο σταθεροποιείται η αυταρχική αποικιοκρατική εξουσία στον πυρήνα των παλαιών ορεινών ανδινών πολιτισμών. ΙΠ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΪΤΙΤΙ ΣΤΟ ΕΛΑΟΡΑΑΟ Η εποχή των εξερευνήσεων αρχίζει σχεδόν ταυτόχρονα με την Κατάκτηση. Αμέσως μόλις ο στρατός του Πιθάρο πατάει στο έδαφος της Νότιας Αμερικής, κάποιοι οπλαρχηγοί του αποτολμούν διεισδύσεις στα ανατολικά τροπικά δάση, από τις ίδιες τις διόδους που οι Ίνκας είχαν κάποτε επιχειρήσει να υποτάξουν τους λαούς τωνβαθυπέδων. Ένας από τους πρώτους που δοκιμάζει την τύχη του είναι οΠέδρο ντε Κάντια, το 1538. Διεισδύει στην επικίνδυνη περιοχή των ινδιάνων Ματσικέγκα, ανατολικά του Κούσκο και κατορθώνει να επιστρέψει μετά από μήνες ζωντανός με τους μισούς του άνδρες. Η αποστολή αυτού του πυροβολητή από την Κρήτη, για τον οποίον πολύ λίγα είναι γνωστά, φαίνεται ότι στηρίχτηκε σε μύθους και διαδόσεις που στο εξής θα συγκροτήσουν μέρος του νοητικού υποστρώματος σε κάθε απόπειρα διείσδυσης: Στα ανατολικά βαθύπεδα, στη χώρα Καραμπάγια, στις παρυφές του δάσους της Αμα2. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο
17
ζονίας βασιλεύει το δίδυμο αντίστοιχο του Ίνκα, σε μια «συμμετρική» ως προς το Κούσκο πολιτεία, βουτηγμένη στα πλούτη. Μας διαφεύγει η μορφή του μύθου σε προγενέστερες εκδοχές του, είναι όμως βέβαιο ότι οι ισπανικές μεταγραφές ακολουθούν κάποια πανάρχαιη προφορική παράδοση, βασισμένη σε μια τυπικά ανδι νή διχοτομική και δυϊστική λογική: Σε κάθε πράγμα αντιστοιχεί ένα άλλο συμπληρωματικό, αντίπαλο και πιθανώς κρυμμένο. Είναι μια καλή αφετηρία για επίδοξους εξερευνητές και κατακτητές, σε μια περίοδο που όλα επιτρέπονται και όλα φαίνονται, ακόμη, δυνατά. Ο καθένας τους δικαιούται να ονειρεύεται την πρώτη θέση, εφόσον ο χώρος είναι ανεξάντλητος. Ανατολικά του Κούσκο η Καραμπάγια και οι μύθοι του Παϊτιτί. Πιο βόρεια το Γκραν Παχονύίλ, μια μεγάλη σαβάνα πλούσια σε αλάτι μέσα στην καρδιά του τροπικού δάσους και ακόμη πιο βόρεια, στο Τσατσαπόγιας, μια άλλη «είσοδος» ενισχύει κι αυτή, αναπάντεχα, το μύθο των θαυμαστών πραγμάτων στο εσωτερικό της Ηπείρου. Αμέσως μετά την ίδρυση του ομώνυμου οικισμού, φτάνουν στην περιοχή από τ' ανατολικά τριακόσιοι περίπου ινδιάνοι Τούπι, οι οποίοι περιπλανήθηκαν για πολλά χρόνια στην Αμαζονία, κινούμενοι δυτικά σε αναζήτηση της «Χώραςχωρίς κακό», πιθανώς σε βαθιά κρίση μετά την πρώτη επαφή με τους Ευρωπαίους εποίκους στις βραζιλιανές ακτές. Αλλωστε τα απομεινάρια ενός ιδιαίτερου παρελθόντος φαίνονται παντού παρόντα. Οι Ισπανοί ανακαλύπτουν ή ακούν να γίνεται λόγος για λείψανα γιγαντιαίων θηλαστικών, για προϊστορικούς γίγαντες και για κοι νωνίες πολεμοχαρών γυναικών. Σ' όλα αυτά βοηθά και το συνολικό σκηνικό, τα αργοκίνητα λασπερά ποτάμια, το δάσος σε μεγέθη πρωτόγνωρα και οι ιθαγενείς φυλές που δεν μοιάζουν με απολύτως τίποτα γνωστό στην Ευρώπη του 16ου αιώνα. Τι είδους όμως ιδεολογικές αποσκευές κουβαλούν μαζί τους οι κατακτητές, η περιμένουν να βρουν στο Νέο Κόσμο, και υποβάλλονται σε τέτοιο βαθμό ώστε να παίρνουν τις ιθαγενείς διή^σεις, συχνά, κατά γράμμα; Ο κύριος όγκος των στρατιωτ(ψ στις εκστρατείες της Αμερικής αποτελείται βέβαια από τάάνητες πολεμιστές της Επανακατάκτησης της Ιβηρικής από τους Μαυριτανούς, αλλά ανάμεσά τους αφθονούν και κάποιοι άλλοι, ιδαλγοί, αιρετικοί, μυστικιστές, ιερωμένοι ενθουσιαστικών θρησκευτικών ταγμάτων και αρκετοί ανεπιθύμητοι στην Ευρώπη της Αντιμεταρρύθμισης. 18
Είναι εξάλλου βέβαιο ότι πέρασαν στο Περού και αρκετοί Ισπανοεβραίοι, μ έναν ενδιάμεσο σταθμό στηνΠορτογοίλία. Αν και προτιμούν να κρύβουν την καταγωγή τους, δε λείπουν τα μυστικά «Σάββατα» στη Αίμα της αποικιοκρατικής περιόδου, οι κατηγορίες για μαγεία, οι συνακόλουθοι διωγμοί και οι μετανοίστεύσεις στο εσωτερικό της χώρας. Νεότερες έρευνες συγκλίνουν προς το συμπέρασμα ότι εκτεταμένα περιθωριακά, από ιδεολογική και θρησκευτική κυρίως άποψη, στρώματα της Ευρώπης, όχι μόνον μετανάστευσαν στο Περού αλλά και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον εποικισμό του εσωτερικού, είχαν συμμετοχή σε ιδρύσεις οικισμών, σε εξερευνήσεις αλλά και εξεγέρσεις. Πολλοί απ' αυτούς ασφυκτιούν σε ένα περιβάλλόν απολυταρχισμού και ιδεολογικών διωγμών που χαρακτηρίζει τον παλαιό κόσμο. 016ος αιώνας κάνει τις ουτοπίες να ανθίζουν. Ο ΤόμαςΜουρ γράφει τη «δική του» το 1516 και ενίοτε το κλίμα αυτό οδηγεί σε áλL·ς, όπως του Βάκωνα και του Καμπανέλλα, αλλά και σε διάχυτες προσδοκίες που τώρα βρίσκουν αποκούμπι σε μια γεωγραφία υπαρκτή, εκεί όπου θαυμαστά πράγματα προσφέρουν, εν δυνάμει, την πρώτη ύλη για την υλοποίηση ουτοπιών. Τι πλέον πρόσφορο από την Νότια Αμερική, όταν συνεχείς ανακαλύψεις, άφθονες διηγήσεις και μύθοι υπόσχονται νέους ορίζοντες, σ' έναν αιώνα, που ήδη τόσο απροσδόκητος, συνεχίζει να τηρείμε το παραπάνω τις υποσχέσεις του; Το Παϊτιτί, το Ελδοράδο, οι διηγήσεις των περιπλανώμενων Τούτη, που φτάνουν χορεύοντας στο Τσατσαπόγιας, τροφοδοτούν ένα γενικό κλίμα μέσα στο οποίο ο ενθουσιαστικός ζήλος κάποιων θρησκευτικών ταγμάτων, οι ουτοπικές αναζητήσεις και ο μυστικισμός διωγμένων αιρετικών της Ευρώτΐης, συντάσσονται αρμονικά με τη δίψα για πλούτη και εξουσία. Ως σύνολο συγκροτούν το υπόστρωμα των κινήτρων πίσω από κάθε εξερεύνηση του 16ου αιώνα και αργότερα. Πολύ εύστοχα ένας Περουβιανός ανθρωπολόγος, μιλώντας για τις διεισδύσεις στην περιοχή των ινδιάνωνΚάμπα του ΓκρανΠαχονάλ στο ανατολικό Περού, ξεχωρίζει την πρώτη εποχή των «μυθικών» από μια επόμενη, την εποχή των «μυστικών». Μύθοι για πλούτη και φανταστικές καταστάσεις εμψυχώνουν τους πρώτους. Αργότερα όταν το βάρος μετατοπίζεται περισσότερο προς τους ιθαγενείς πληθυσμούς αυξάνονται οι διεισδύσεις ιεραποστόλων, μυστικιστών, περιθωριακών και εξεγερμένων. Δεν είναι-πλέον 19
όλοι ευρωπαϊκής καταγωγής. Πολλοί ανήκουν στο μικτό φυλετικό τύπο των «μεστίζος», αυτού του προϊόντος της βίαιης πολιτισμικής συνάντησης. Βέβαια όλοι τους, μυστικοί και μυθικοί, στρατιώτες, τυχοδιώκτες, ονειροπόλοι, ιεραπόστολοι, πλάνητες ή εξεγερμένοι, υπάρχουν από πολύ νωρίς, σε αναλογίες διαφορετικές, που το μάτι του ιστορικού καλείται να εξακριβώσει. Ωστόσο, ο καθένας απ' αυτούς ζει με διαφορετικό τρόπο τους προσωπικούς του μύθους, ανάλογα με τις νοητικές αποσκευές του και την εκάστοτε διαθέσιμη ύλη των άφθονων ντόπιων ερεθισμάτων. Η φανταστική γεωγραφία τηςΑμαζονίας είναι πολυπρόσωπη, αντιφατική, ανεξάντλητη και όπως δείχνουν τα πράγματα ακόμη και στις μέρες μας, διαχρονική. IV. ΓΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΡΑΝΘΙΣΚΟ ΟΡΕΓΙΑΝΑ ΣΤΟΝ ΑΟΠΕ ΝΤΕ ΑΓΚΙΡΕ Ανάμεσα στο 1539 που αρχίζει η αποστολή του Γκονσάλο Πιθάρο στον Αμαζόνιο και το 1561 που τελειώνει τις μέρες του ο Αγκίρε, πολλά έχουν αλλάξει στο Περού. Μια δεκαετία μετά από την Κατάκτηση το κλίμα της εξακολουθεί να είναι ζωντανό. Ακόμη κι όταν η διαθέσιμη γη παρουσιάζει στενότητα, σε σχέση με την απληστία των Ισπανών πολέμαρχων, οι πιο φιλόδοξοι αναζητούν τις δικές τους διεξόδους. Μεταξύ τους λειτουργεί ένα είδος άτυπου Δικαίου που σέβεται την πρωτιά της ανακάλυχιτης. Βέβαια συχνά το σύστημα της συναίνεσης καταρρέει και αρχίζουν οι συνωμοσίες, τα πισώπλαταχτυπήματα, οι δολοφονίες. Κατά την πρώτη εποχή της Κατάκτησης υπάρχουν, οπωσδήποτε κανόνες. Και υπάρχει ακόμη η πολυτέλεια να τους ορίζουν οι ίδιοι οι κατακτητές, χωρίς εξωτερικές διαιτησίες. Τον Νοέμβριο του 1539 ο Φρανθίσκο Πιθάρο, μαρκήσιος πλέον, ονοματίζει το μικρό αδελφό του Γκονσάλο κυβερνήτη του Κίτο. Το Ελδοράδο, στα ανατολικά της σημερινής Κολομβίας ανήκει ήδη στον στρατηγό Μπελανκάζαρ, που πρώτος έφτασε εκεί Έτσι για τον Γκονσάλο απομένει η δυνατότητα να ψάξει για θησαυρούς- πιο νότια, στη χώρα της Κανέλας. Η εκστρατεία του οργανώνεται όπως όλες οι αντίστοιχες. Ξεκινάει από το Κούσκο, όπου στρατολογήθηκαν διακόσιοι παλαίμαχοι Ισπανοί και πολλοί ινδιάνοι -ίσως τρειςχιλιάδες- για τις βοη20
θητικές εργασίες. Στο Κίτο ο Γκονζάλο δεν βρίσκει την ανταπόκριση που περίμενε από τους καλοβολεμένους άποικους. Αυτό αποτελεί ήδη μιαν ένδειξη για τα κίνητρα συμμετοχής σε εξερευνήσεις. Το στοιχείο της περιπέτειας και της αναζήτησης μειώνεται με τα χρόνια και δίνει τη θέση του σε προσδοκίες απολαβών, που βέβαια ενδιαφέρουν περισσότερο όσους παίρνουν μέρος και λιγότερο κάποιους που συμμετέχουν με χρηματικές συνεισφορές. Όσοι διαθέτουν Ενκομιέντα δεν έχουν φιλοδοξίες για κάτι παραπάνω, ενώ όσοι δεν διαθέτουν τείνουν προς την άμεση συμμετοχή. Κίνητρα περισσότερο υπερ-ατομικού χαρακτήρα, όπως η διεύρυνση των συνόρων και η ευρωπαϊκή προώθηση προς το εσωτερικό, συνοδευόμενα από πιο αφηρημένες ιδέες περί κράτους και διάδοσης του χριστιανικού πολιτισμού είναι περισσότερο μέσα στις προθέσεις του ισπανικού Στέμματος και σχεδόν καθόλου σ' εκείνες των Ισπανών κατακτητών της πρώτης αυτής εποχής. Η Κατάκτηση του Περού υπήρξε, από πολλές απόψεις μια, μεγάλης κλίμακας, ιδιωτική επιχείρηση. Αυτή η γενΐΊ€ή διαπίστωση συμβάλλει, νομίζω, στην καλύτερη κατανόηση της στάσης του Ορεγιάνα, ο οποίος προσεγγίζει τον Γκονσάλο στο Κίτο, σχεδόν τελευταίος Είναι ιδαλγός, συντοπίτης των Πιθάρο, και με τις λαμπρές περγαμηνές του έχει ιδρύσει το σημαντικό λιμάνι του Γκουαγιανκί στο νότιο Εκουαδόρ- παζαρεύει τη συμμετοχή του στην αποστολή. Η πρώτη κάθοδος του Αμαζονίου, της οποίας τις λεπτομέρειες διαβάζει κανείς στο Χρονικό του Καρβαχάλ, δεν σημαδεύεται από αιματοχυσία αλλά από ένα είδος «προδοσίας». Ωστόσο η απροειδοποίητη αυτονόμηση του Ορεγιάνα είναι, από κάθε πλευρά, νόμιμη. Συμπαραδηλώνει την άρνηση υποταγής σ'έναν άλλο κατακτητή και την απευθείας σχέση του ικανού και του ισχυρού -στο μέτρο που κάτι τέτοιο δοκιμάζεται στην πράξημε τονβασιλιά της Ισπανίας Ο Ορεγιάνα δεν κάνει τίποτ'άλλο από το να θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού στη συμφωνημένη τους βάση: Καθένας που κατακτά, διεκδικεί τα νόμιμα συνακόλουθα οφέλη απ' αυτό, ανάλογα με την αξία και την τύχη του. Η επικύρωση των προνομίων του γίνεται από το Στέμμα και όχι από κάποια ντόπια αρχή. Το Στέμμα εγκρίνει εκστρατείες και εξερευνήσεις αλλά δενμπορεί, ούτε καν αυτό, να εναντιωθεί στην παραχώρηση θεμελειωδών προνομίων, τουλάχιστον όχι ακόμη, στα 1540. Αν και η παρέμβαση στα πράγματα 21
της Νότιας Αμερικής απασχολεί ήδη πολύ έντονα την ισπανική Αυλή, η δυναμική τους, εξακολουθεί να της διαφεύγει Βρισκόμαστε ακόμη στα όρια της «ηρωικής εποχής» τηςΚατάκτησης. Όσο λοιπόν καμία ανθρώπινη αρχή δεν επαρκεί για να ονοματίσει οποιονδήποτε, ακόμη κι έναν Πιθάρο, ισόβιο αρχηγό αποστολής, τόσο χαρακτήρες ριψοκίνδυνοι σαν τον Ορεγιάνα μπορούν να διακινδυνεύουν όχι μόνον ένα τόλμημα όπως η κάθοδος του Αμαζονίου αλλά και να αισθάνονται, κατόπιν, απολύτως νομιμοποιημένοι στις απαιτήσεις τους. Αμέσως μετά τηνέξοδό του στον Ατλαντικό ο Ορεγιάνα ταξιδεύει στην Ισπανία, όπου αποσπά από την Αυλή του Καρόλου του Πέμπτου, ενώ αυτός είναι μάλιστα απών, έγγραφο που του αναγνωρίζεται η νομή μεγάλης περιοχής στις εκβολές του ποταμού. Επιστρέφει στην Αμερική και πεθαίνει το 1545. Αεν ωφελήθηκε από το τόλμημά του. Πιθανώς όμως, γι' αυτόν τονιδαλγόπολεμιστή η ίδια η πράξη της εξερεύνησης να τουχάρισε μεγαλύτερη ικανοποίηση από ότι τα συνακόλουθα προνόμια. Ο Ορεγιάνα ανήκει, καθαρά, στην πρώτη γενιά κατακτητών, πάνω στους οποίους το Αγνωστο ασκούσε ακόμη κάποια γοητεία. Ποια είναι η εικόνα δυο δεκαετίες αργότερα, όταν ο Πέδρο ντε Ουρσούα κερδίζει μια νέα άδεια αναζήτησης του Ελδοράδο; Το Περού του 1560 δεν μοιάζει μ' εκείνο του 1540. Η εγκατάσταση του αντιβασιλέα μαρκήσιου του Κανέτε και η καταστολή των μεγάλων εξεγέρσεων, που απείλησαν τους δεσμούς τουΝέουΚόσμου μετηνίσπανία, είχε εμφανείς συνέπειες στην οικονομική ζωή. Τώρα περισσότερο παρά ποτέ το εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο ελέγχεται από τη Αίμα, τον Παναμά και την Ιβηρική. Η κατανομή των ανώτατων αξιωμάτων γίνεται στη Μητρόπολη, και οι Ενκομιέντας μετά τις αλλεπάλληλες νομικές περιπέτειες, τείνουν να περιορίζονται. Το ήδη τεταμένο κλίμα ανάμεσα στους Ισπανούς εποίκους γίνεται ακόμη πιο ασφυκτικό όταν ο αντιβασιλέας απαγορεύει, γύρω στα 1550, κάθε νέα αποστολή αναζήτησης του Ελδοράδο. Το Περού στα μέσα του 16ου αιώνα παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας έντονα διαστρωματωμένης κοινωνίας, με στεγανά ίσως ακόμη πιο αδιαπέραστα απ' ότι και στην ίδια την Ισπανία, ακυρώνοντας διαρκώς τις προσδοκίες μιας ολόκληρης γενιάς. Μαζί με τους μιγάδες, τουςμεστίζος και κάποιους ξεριζωμένους ινδιάνους, 22
όλο και περισσότεροι καθαρόαιμοι Ισπανοί γίνονται πλάνητες, ευκαιριακοί υποτακτικοί σε μεγαλόσχημους αφέντες, ένας ετερόκλητος εσμός, πρόθυμος ν' ακολουθήσει όποιον υπόσχεται περισσότερα. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο ίδιος ο Πέδρο ντε Ουρσούα, αντίθετα με τον Γκονσάλο Πιθάρο, μια εικοσαετία νωρίτερα, θα χρειαστεί να περιμένει πολλά χρόνια για να του επιτραπεί η αποστολή στο Ελδοράδο, το μεγάλο προσωπικό του όνειρο. Στο μεταξύ είναι υποχρεωμένος να κάνει λογής-λογής ανδραγαθήματα για να ξεχωρίσει. Ιδρύει πόλεις στην Κολομβία, τα βγάζει πέρα με τους πολεμοχαρείς Ταϊρόνα στη βόρεια άκρη της Ηπείρου και καταπνίγει την εξέγερση νέγρων του Παναμά, πράξη σημαντική γιατί βοηθά στην απρόσκοπτη διεκπεραίωση του εξωτερικού εμπορίου προς την Ευρώπη. Έχοντας μόλις γλιτώσει το θάνατο, ο Ουρσούα κερδίζει την εύνοια του αντιβασιλέα Καηέτε και την πολυπόθητη άδεια για το Ελδοράδο. Από δω και πέρα τα πράγματα εξελίσσονται κατά τα γνωστά: Συγκέντρωση παλαίμαχων στρατιωτών και ι νδιάνωνβοηθητικών πολλές υποσχέσεις γιαχρήματα αλλά ελάχιστες εκταμιεύσεις. Έτσι ο Ουρσούα καταφεύγει με τη σειρά του στις συνεισφορές των συμμετεχόντων, τάζοντας μέρος της λείας, εδάφη και προνόμια. Έχοντας επενδύσει τις οικονομίες μιας ζωής οι περισσότεροι σύντροφοί του είναι αποφασισμένοι για όλα. Συγκεντρώνει τριακόσιους στρατιώτες και πολλές εκατοντάδες ινδιάνους και μεστίζος υττηρέτες. Το ανθρώπινο δυναμικό αυτής της αποστολής είναι εξαιρετικά ανομοιογενές. Ελπίζεται ότι θα το κρατά σε πειθαρχία το κύρος του αρχηγού με τη διαμεσολάβηση ενός στενού τυυρήνα φίλων, συγγενών και ευνοουμένων. Για τον ίδιο τον Λόπε ντε Αγκίρε, το μοιραίο πρόσωπο αυτής της εκστρατείας, δεν είναι και πολλά γνωστά όπως και για όλους σχεδόν τους υπόλοιπους, παρά τις μεγάλες προσπάθειες από πλευράς των ερευνητών. Στα αρχεία έγινε δυνατόν να εντοπιστούν τα ίχνη δυο Λόπε ντε Αγκίρε την ίδια εποχή. Μάλλον δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Τελικά με το σημερινό επίπεδο των διαθεσίμων πληροφοριών, ο Αγκίρε της αποστολής Ουρσούα θα πρέπει να ήταν ένας άντρας πάνω από 45χρονών, όταν εισβάλει τόσο δραματικά από την αφάνεια στο προσκήνιο, χωρίς να έχει στο ενεργητικό του καμιά σημαντική πράξη -ίσως μόνον κάποια δολοφονία στο Κούσκο. Το σκοτεινό του παρελθόν φαίνεται ότι οδηγεί κάποιους σε ειση23
γήσειςπρος τονΟυρσούα να τον αποκλείσει από την ομάδα του. ΐ^ι πολύ διαφορετικός από τους άλλους συμμετέχοντες, ο ώριμος αυτός άντρας φαίνεται να παίζει το τελευταίο χαρτί της ζωής του. Τα εντυπωσιακά γεγονότα της δεύτερης καθόδου του Αμαζονίου δίνονται με άφθονες λεπτομέρειες από τους συμμετέχοντες χρονικογράφους και με το ανάλογο μίσος για τον Αγκίρε, τον κορυφαίο της ύβρεως. Αξίζει εδώ να επισημανθεί πάντως η κάποια ανεπάρκεια του Ουρσούα ως αρχηγού. Ο νέος άντρας έχει αναλωθεί για δέκα ολόκληρα χρόνια σε επικίνδυνες αποστολές και τώρα διαθέτει λιγότερα αποθέματα θέλησης απ' όσα απαιτούνται για ναχειραγωγηθεί ο ετερόκλητος συρφετός του. Μερωμένη του, Αόναΐνές, ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω του και έχει προβληθεί από πολλούς μελετητές ως καθοριστικός παράγοντας τηςχαλαρότητάς του. Ωστόσο η δυναμική της ομάδας και το γενικότερα τεταμένο κλίμα της εποχής ίσως να οδηγούσε, έτσι ή αλλιώς, σε μοιραίες εξελίξεις. Το 1540 ο ατομικισμός του Ορεγιάνα έχει ακόμη κάποιες διεξόδους μέσα στα όρια της νομιμότητας. Αυο δεκαετίες αργότερα μπορεί ν' αναπτυχθεί μόνον ως εναντίωση στο ασφυκτικό πλαίσιο κανόνων, που πλέον είναι στο σύνολό τους εξωγενείς. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα δεν λείπουν οι συνεργοί για μια πορεία προς την τελειωτική ρήξη. Γιατί, ενάντια στην άποψη της θρυλούμενης παράνοιας, ο Αγκίρε διαθέτει επεξεργασμένο σχέδιο, ίσως σχέδιο απελπισίας, όχι όμως εντελώς παράλογο. Ιδιαίτερα μετά την νίκη επί των εξεγερμένων πολεμάρχων και την εκκαθάριση των εσηών αντίστασης μέσα στο Περού, το Στέμμα, διά του αντιβασιλέα, έχει πλέον οριστικά κερδίσει τον ανδινόχώρο. Για τους εναπομείναντες αμφισβητίες ήδη στένεψαν σημαντικά τα περιθώρια για μια επιτυχή διεκδίκηση της εξουσίας από το εσωτερικό. Τώρα ο στρατός πρέπει να 'ναι πολυσυλλεκτικός, ισχυρός και να απειλήσει την αντιβασιλεία του Περού απ' έξω. Εάν αρχίσει να συμβαίνει κάτι τέτοιο τότε οι αρχηγοί αυτής της νέας εξέγερσης θα μπορούν, ίσως, να ελπίζουν στη συνακόλουθη κατάρρευση της εσωτερικής άμυνας ενός καθεστώτος έντονα νεποτιστικού και διεφθαρμένου, και στον πιθανό ξεσηκωμό του ιθαγενούς πληθυσμού, ο οποίος είναι έτοιμος ν' ακολουθήσει εκείνον που στην κρίσιμη στιγμή δείχνει να διαφεντεύει το παιγνίδι, όπως συνέβη και κατά την εποχή της Κατάκτησης. 24
Απ' όλη την εξιστόρηση της αποστολής Ουρσούα το κομμάτι που (χξίζει να διαβαστεί με τη μεγαλύτερη προσοχή είναι το γράμμα του Αγκίρε «του επαναστάτη μέχρι θανάτου», προς τον Ισπανό βασιλιά. Αν την ιστορία την γράφουν οι νικητές, ίσως οι μεγαλύτερες αλήθειες να κρύβονται στον αποσπασματικό λόγο των νικημένων. Γιατί εδώ αφήνονται κατά μέρος μακροσκελείς διηγήσεις και συρραφές ασήμαντων, καμιά φορά, γεγονότων και προβάλλονται με την αξιοσημείωτη διαύγεια της απελπισίας σημαντικές πλευρές για τις ιστορικές νομοτέλειες της μεγάλης Διάρκειας. Όσα γράφει ο Αγκίρε με πικρία, κομπασμό, ειλικρίνεια κι ετηθετικότητα μοιάζουν ακόμη πιο αληθινά από τις λεπτομέρειες της μοιραίας αποστολής. Συνοψίζουν τον κόσμο της αποικιοκρατικής Αμερικής μόλις μια γενιά μετά από την Κατάκτηση χωρίς να συσκοτίζουν τίποτα το σημαντικό τουλάχιστον ως προς τις γενικές τάσεις και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Στα νερά του Αμαζονίου αρχίζει και τελειώνει η τελευταία μεγάλη εξέγερση των Ευρωπαίων εποίκων του Περού. Αεν είναι βέβαια σαφές ποιες θα ήταν οι μελλοντικές εξελίξεις αν οι εξεγερμένοι, όποιοι κι αν ήταν, κατόρθωναν να πάρουν την εξουσία. Ένα καθεστώς φεουδαρχίας και συνεχών εμφύλιων συρράξεων με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της Αμερικής σε εύθραυστα μικρά κρατίδια; Ένα καθεστώς «απαρτχάιντ;» Ή αντίθετα μια ιδιότυπη συμμαχία με τους ιθαγενείς άρχοντες στηριγμένη στην ισχυρή επιρροή της ενδιάμεσης κοινωνικής τάξης των μεστίζος; Το βέβαιο είναι ότι από το 1569, με την είσοδο του Φρανσίσκο Τολέδο στο πολιτικό προσκήνιο του Περού, παίρνει τέλος η μακρόχρονη αντιπαράθεση. Οικοδομείται μια κοινωνία έντονα ιεραρχημένη, πατερναλιστική με κάποιες επιφανειακές αλλά στην πραγματικότητα ελάχιστες ανοχές προς το Διαφορετικό. Το προϊόν των πλουτοπαραγωγικών πόρων από τις Ανδεις συντροφοδοτεί την αναιμική ανάπτυξη της Ιβηρικής και παίζει καθοριστικό ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις των επόμενων αιώνων. Με τα δυο ταξίδια στην ενδοχώρα της Νότιας Αμερικής κλείνει ουσιαστικά η περίοδος της Ανακάλυψης και σύνδεσής της με την τότε παγκόσμια κοινωνία. Ο Ορεγιάνα κατεβαίνει τονΑμαζόνιο σε μια προοπτική διεύρυνσης της διαδικασίας εδαφικής ενσωμάτωσης που αρχίζει το 1492με τον Κολόμβο. Ο Αγκίρε σε ένα σχεδόν «αποκαλυπτικό» ταξίδι πραγματοποιεί μια τελετουργία ελευθερίας και αχα25
λίνωτου ατομικισμού, πάνω στο σώμα της Ηπείρου, που διασχίζοντάς το, μοιάζει να το διεκδικεί για τον εαυτό του και για τόσες άλλες ανώνυμες ατομικότητες. Και των δύο τα πνεύματα πλανώνται ακόμη πάνω από τον μεγάλο ποταμό. V Ο ΑΜΑΖΟΝΙΟΣ, ΠΑΛΙ Και οι ιθαγενείς; Οι άνθρωποι του Αμαζονίου; Δύσκολα ξεφεύγει από τον αναγνώστη και των δύο χρονικών η έκδηλη αδιαφορία των συντακτών τους για το έμψυχο υλικό της γης που επιθυμούν να κατακτήσουν, να οικειοποιηθούν. Στην καλύτερη περίπτωση οι γηγενείς άνθρωποι υπάρχουν μόνον ως διάκοσμος του περιβάλλοντος, ως μια απειλή πίσω από την πράσινη κουρτίνα του δάσους ή ως ενσάρκωση κάποιας δικής τους φαντασίωσης, όπως συμβαίνει με τις Αμαζόνες, Είναι μια αδιαφορία διάχυτη σε πολλά πρώιμα χρονικά, ιδιαίτερα όταν δενγράφονται από λόγιους. Η ίδια, ωστόσο, αδιαφορία παρουσιάζεται μειωμένη όταν γίνεται λόγος για τους ιθαγενείς των υψιπέδων. Εδώ η ευρωπαϊκή δίψα για εκμετάλλευση αντιπαρατίθεται -και συντίθεται- μ' έναν θαυμασμό για τα επιτεύγματα του πολιτισμού τους, σε βαθμό τόσο έντονο ώστε να διατυπωθούν ακόμη και θεωρίες για έναν παλιό εκχριστιαησμό των γηγενών κατοίκων από κάποιον Απόστολο του Χριστού, που θα 'τανβολικό να ευθύνεται γι' αυτό το καταφανές πολιτισμικό πλεόνασμα, στις ορεινές περιοχές της Ηπείρου. Αντίθετα, όταν πρόκειται για ιθαγενείς του τροπικού δάσους κάθε πρόσχημα ενδιαφέροντος εξανεμίζεται. Οι ινδιάνοι είναι μόνον κατά παραχώρηση «όντα με ψυχή» και αυτό μετά από πολλή σκέψη και εντατικούς αγώνες φωτισμένων ανθρώπων στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από ης δυο μεγάλες καθόδους του Αμαζονίου, στο ισπανικό τμήμα τουλάχιστον (δυτικά της γραμμής Τορντεσίγιας) έγιναν ελάχιστες προσπάθειες νέων εξερευνήσεων και αυτές κυρίως από φραγκισκανούςμοναχούς, στην περουβιανή Αμαζονία αν και οι εκεί φυλές αποδείχτηκαν εχθρικές. Από τα μέσα του Που αιώνα μέχρι σχεδόν τον 19ο αιώνα οι περιοχές αυτές μένουν στην πραγματικότητα κλειστές για τον λευκό άνθρωπο. Ο δίαυλος του κύριου ρεύματος του Αμαζονίου είναι πιο ελκυστικός. Μόνον στα 1630 αναπλέεται από 26
τον Πορτογάλο Τεζέιρα στα πλαίσια της αντιπαλότητας Ισπανίας - Πορτογαλίας, Από ταμέσα του 17ου αιώνα το ενδιαφέρον των διεισδύσεων στο εσωτερικό της Ηπείρου μετατοπίζεται πιο νότια, έξω από την κυρίως Αμαζονία, στα υψίπεδα του Μάτο Γκρόσο. Το μέτωπο αυτό δεν είναι λιγότερο δραματικό. Οι πορτογαλικές συμμορίες προχωρούν βαθιά, αναζητώντας χρυσάφι και σκλάβους, Συχνά συγκρούονται με τους Ισπανούς ιησουίτες, που οργανώνουν την ένοπλη άμυνα των ιθαγενών στους ιεραποστολικούς καταυλισμούς. Έτσι ο κυρίως Αμαζόνιος εισέρχεται, για μιαν ακόμη φορά στη σκιά των εξελίξεων. Θαχρειαστεί μια ανανέωση του ενδιαφέροντος από την Ευρώπη για να αρχίσει νέο κύμα εξερευνήσεων, στα τέλη του 18ου αιώνα, με το ταξίδι του μεγάλου Γερμανού λόγιου και φυσικού επιστήμονα Αλεξάντερ φονΧούμπολντ. Θα ακολουθήσουν πολλοί άλλοι εξερευνητές, φυσιοδίφες, ή ανθρωπολόγοι, που αφήνουν πολυάριθμα συγγράμματα, πολλά από τα οποία είναι ανεκτίμητα για τη διεισδυτικότητά τους αλλά και για έναν λόγο πιο θλιβερό: Τότε υπήρχαν ακόμη πολυάριθμες φυλές ένας κόσμος μεγάλης ποικιλομορφίας και διαφορετικών παραδόσεων, που δε θα πάψει να συρρικνώνεται μέχρι την πλήρη εξαφάνιση κάποιων εθνοτήτων. Αυτοί οι τολμηροί επιστήμονες έγιναν οι τελευταίοι μάρτυρες μιας πολυφυλετικής Αμαζονίας, ψηλαφίζοντας τους τελευταίους σχηματισμούς ενός πολύπλοκου μωσαϊκού. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η Αμαζονία έρχεται και πάλι βίαια στο προσκήνιο με την έκρηξη της οικονομίας των ελαστικού, του οποίου η παγκόσμια σημασία δημιούργησε ισχυρές οικονομικές πιέσεις στην περιοχή. Ήταν πλέον σχεδόν αδύνατο να αναχαιτιστεί η λαίλαπα των παρανομιών και της καταδίωξης των ντόπιων φυλών, κάποτε μέχρι βαθμού γενοκτονίας. Παρά την αντίσταση η διαφορά της ισχύος καθόρισε τελικά τα πράγματα, ιδίως στις μεθοριακές ζώνες της Βολιβίας και του Περού με τη Βραζιλία. Ηέκρηξη της οικονομίας του καουτσούκ υποχώρησε, ως γνωστό, πολύ απότομα κατά τη δεκαετία του 1910, και μετά από μια περίοδο νέας σχετικής αφάνειας η λεκάνη του Αμαζονίου επιστρέφει σιγά-σιγά και πάλι στο προσκήνιο από το 1960 και μετά. Για τις επόμενες δεκαετίες ο εποικισμός των αχανών της εκτάσεων είναι ραγδαίος ίσως και καταστροφικός, αλλά δεν αποτελεί ακόμη γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας. Μόνο τώρα, στα τέλη του αιώνα φαίνεται να γενι27
κεύεται η συνείδηση ότι το ποτάμι και το δάσος, σχεδόν χωρίς ιστορία, θα γίνουν ένας από τους πιο σταθερούς άξονες στην παγκοσμιοποιημένη πολιτική σκηνή του νέου αιώνα. Πέντε εκατονταετίες μετά από τις στιγμιαίες εξάρσεις της ανακάλυψής του, ο Αμαζόνιος θα βγει οριστικά από την αφάνεια διεκδικώντας από όλα τα άλλα ποτάμια, κι εκείνα με το τόσο πλούσιο παρελθόν, τον ρόλο του κορυφαίου του μέλλοντος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Burga, Μ.: Nacimiento de una Utopia, Lima 1988. Busto Duthurburu, J.A.: El Descubrimiento del Amazonas, Lima 1979.
Choy, E.: Antropología e historia 2, Lima 1985. Flores Galindo, Α.: Buscando un Inca Identidad y utopia en los Andes, Lima 1988. Hemming, J.: Red Gold. The conquest ofBrazilian Indians, London 1978.
Konetschke, R.: Süd-und Mittelamerika I, Fischer Weltgeschichte, Frankfurt 1981.
Levi-Strauss, C.: Θλιβεροί Τροπικοί, Αθήνα 1979.
Mühlman, W.: Chiliasmus undNativismus, Berlin 1964. Ortiz de la Tabla, J.: Εισαγωγή στο χρονικό τoυFransisco Vasquez: El Dorado, Madrid 1989. Regan, J.: Hacia la tierra sin mal, Iquitos-Peru, 1993.
Urbano, H.: Del sexo, el incesto y los ancestros de Inkarri, Allpanchis 17-18, Cusco-Peru, 1981.
Várese, S.: La Sal de los cerros. Una aproximación al mundo Campa, Lima 1973. Μάρτιος 1997
Μαρίνος Βλέσσας
28
ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ ΕΞΙΣΤΌΡΗΣΗ ΠΟΥ ςΥΝΕΓΡΑΨΕ Ο ΑΔΕΛΦΌς ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΝΤΟ ΔΟΜΙΝΓΚΟ ΝΤΕ ΓΚΟΥΘΜΑΝ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚ ΝΕΟΥ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΩΣ ΤΟΥ ΞΑΚΟΥΣΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΧΑΡΗ ΣΕ ΤΥΧΗ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ Ο ΑΙΟΙΚΗΤΗΣ ΦΡΑΝΘΙΣΚΟ ΝΤΕ ΟΡΕΛΙΑΝΑ, ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΕΚΒΟΛΕΣ, ΜΕ ΠΕΝΗΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΑΝΤΡΕΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΡΑΒΗΞΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΠΟΤΑΜΟ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΠΟΥ ΤΟΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΠΟΤΑΜΟΣ ΟΡΕΛΙΑΝΑ
Προσωπογραφία αρχηγού της πολεμικής φυλής Μαγιορούνα (Άνθρωποι τον ποταμού) στον παραπόταμο τον Αμαζονίον, Γιαβαρί. Αν και ολιγάριθμοι, εξακολονθούν να εναντιώνονται μέχρι σήμερα στις απόπειρες εγκατάστασης εποίκων στην περιοχή τονς. ( Ά τ λ α ς των Σπιξ και Μάρτιονς).
Ι
^ ι α να γίνουν καλύτερα κατανοητά όλα όσα συνέτρεξαν στην αποστολή αυτή, πρέπει να πούμε ότι ο διοικητής τούτος, ο Φρανθίσκο ντε Ορελιάνα ήταν στρατιωτικός διοικητής και αναπληρωτής κυβερνήτης της πόλης του Σαντιάγο^, την οποία ο ίδιος, στο όνομα της Μεγαλειότητάς Σας^ οίκησε και κατέκτησε ιδίοις εξόδοις, και της κώμης Βίλια Νουέβα ντε Πουέρτο Βιέχο^, που ευρίσκεται στις επαρχίες του Περού. Κι επειδή πολλά και διάφορα ακούγονταν για μια χώρα όπου φύεται η κανέλα^, έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Μεγαλειότητάς Σας για να ανακαλύψει την κανέλα, γνωρίζοντας δε ότι ο Γκονθάλο Πιθάρο, εν ονόματι του μαρκήσιου^ ερχόταν να αναλάβει κυβερνήτης του Κίτο και της χώρας αυτής που ο διοικητής τούτος είχέ την φροντίδα της, για να πάει να ανακαλύ1. Η πόλη του Σαντιάγο ντε Γουαγιακίλ, την ίδρυση της οποίας αποδίδει ο χρονικογράφος Θιέθα ντε Λεόν στον Μπεναλκάθαρ το 1534. Σύμφωνα όμως με τον Α. ντε Αλθέδο, η πόλη αυτή ιδρύθηκε από τον Φρανθίσκο Πιθάρο το 1533 κατά την κατάκτηση του Περού και, αφού καταστράφηκε από τους ιθαγενείς, ξανακτίστηκε από τον Ορελιάνα το 1537. Για περ. στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με την κατάκτηση του Περού, την συντριβή της αυτοκρατορίας των Ίνκας και τη δράση του Φρανθίσκο Πιθάρο, βλέπε: Φρανθίσκο Λοπέθ ντε Χέρεθ, Φιλαλήθης εξιστόρηση της κατάκτησης του Περού, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1993. 2.0 αυτοκράτορας Κάρολος I. 3. Ιδρύθηκε το 1535 από τον Γκονθάλο ντε Όλμος, μετά από εντολή του Φ. Πιθάρο. 4. Είναι σημαντική η αναφορά αυτή στην αναζήτηση της κανέλας ως αιτία της αποστολής εξερεύνησης. Μόνο παρακάτω θα αναφερθεί ο συγγραφέας σε άλλους λόγους. 5.0 Φρανθίσκο ντε Πιθάρο. 31
ψει την χώρα αυτή, ττήγε στην πόλη του Κίτο, όπου βρισκόταν ο Γκονθάλο Πιθάρο, για να τον δει και να του προτείνει να αναλάβει υπό την κατοχήν του τη χώρα αυτή. Αφού γίνηκε αυτό, ο εν λόγω διοικητής είπε στον Γκονθάλο Πιθάρο πως ήθελε να πάει μαζί του, για να προσφέρει υπηρεσίες στην Μεγαλειότητά Σας και να πάρει μαζί του και τους φίλους του και να ξοδέψει το βιος του για να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες. Κι αφού τα συμφωνήσανε, ο εν λόγω διοικητής ξαναγύρισε στη χώρα που είχε τη φροντίδα της για να επιβάλει τάξη και ηρεμία στην πόλη και την κώμη που αναφέραμε. Για να κατορθώσει δε να πραγματοποιήσει την εκστρατεία αυτή ξόδεψε γύρω στις σαράντα χιλιάδες χρυσά πέσος^ για τα χρειαζούμενα και, αφού προετοιμάστηκε, κίνησε για τη Βίλια ντε Κίτο, όπου είχε αφήσει τον Γκονθάλο Πιθάρο. Μα όταν έφτασε εκεί, ανακάλυψε πως εκείνος είχε ήδη φύγει, και εξαιτίας αυτού του γεγονότος ο διοικητής ήταν λίγο^ δίβουλος περί του πρακτέου, και πήρε την απόφαση να προχωρήσει και να τον ακολουθήσει [κατεστραμμένο], παρ' ότι οι πάροικοι της περιοχής προσπάθησαν να τον εμποδίσουν, γιατί θα έπρεπε να διαβεί από περιοχές κακοτράχαλες με λαούς πολεμικούς από φόβο μην και τον σκοτώσουν, όπως είχαν σκοτώσει κι άλλους που είχαν πάει με συνοδεία πολλών ανδρών. Μα εκείνος, παρ' όλα αυτά, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Μεγαλειότητά Σας, την πήρε την απόφαση, παρ' ότι επικίνδυνο πολύ ήταν, να ακολουθήσει τον κυβερνήτη που αναφέραμε. Κι έτσι, περνώντας κακουχίες πολλές, γιατί από πείνα μεγάλη υπέφερε και από επιθέσεις πολλές των ινδιάνων οι οποίοι, επειδή δεν είχε συνοδειά του παρά μόνο είκοσι τρεις άντρες, πολλές φορές τον έφερναν σε τόσο δυσχερή θέση που πίστευαν όλοι ότι ήσαν χαμένοι και πως θα έβρισκαν τον θάνατο στα χέρια των ινδιάνων. Με αυτές και με τούτες τις κακουχίες προχώρησε[κατεστραμμένο], λεύγες από 6. Πέσο: Αναφέρεται και ως καστελιάνο. Ισπανικό μεσαιωνικό νόμισμα, που αντιστοιχούσε σε 4,6 γρ. χρυσού. 7. Εδω αρχίζουν να λείπουν ολόκληρα κομμάτια κειμένου από το χειρόγραφο που φυλάσσεται στην Βασιλική Ακαδημία της Ιστορίας της Μαδρίτης. Το κείμενο που ακολουθεί συμπληρώνεται από το αντίγραφο που δημοσίευσε ο Χοσέ Τορίβιο Μεδίνα (1894), και το οποίο σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης. 32
το Κίτο. Όταν η πορεία του έφτασε στο τέλος της, είχε πλέον απολέσει όλα όσα κουβαλούσε μαζί του, κι έτσι όταν πρόφτασε τον Γκονθάλο Πιθάρο δεν είχε μαζί του παρά μονάχα ένα σπαθί και μια αστυίδα και τους συντρόφους του φυσικά κι έτσι έφτασε στην επαρχία του Μοτίν, όπου ο Πιθάρο είχε στρατοπεδεύσει, και όπου αφού συναντήθηκε μαζί του κινήσανε προς αναζήτηση της κανέλας. Όσα δε έχω ειπωμένα ίσαμε δω, μήτε τα είδα μήτε ήμουν παρών, αλλά τα πληροφορήθηκα απ' όλους εκείνους που πήγανε συνοδεία του διοικητή αυτού, γιατί εγώ ήμουνα με τον Γκονθάλο Πιθάρο και τον είδα να καταφτάνει τον ίδιο και τους συντρόφους του με τον τρόπο που παραπάνω ανάφερα. Όσα όμως θα πω από δω και στο εξής, θα τα εξιστορήσω ως αυτόπτης μάρτυρας που τα είδε με τα ίδια του τα μάτια και ως άνθρωπος που ήταν θέλημα Θεού να γίνει αφηγητής μιας ανακάλυψης τόσο πρωτόγνωρης που τέτοια κανείς δεν έχει ματαδεί, σαν κι αυτή που θα εξιστορήσω παρακάτω. Αφού ο διοικητής αυτός βρέθηκε στο πλευρό αυτού του Γκονθάλο Πιθάρο, που ήταν κυβερνήτης, εκείνος πήγε αυτοπροσώπως προς ανακάλυψη της κανέλας, μην βρίσκοντας δε ούτε εδάφη ούτε τίποτε που θα μπορούσε να υπηρετήσει τη Μεγαλειότητά Σας, πήρε την απόφαση να προχωρήσει. Και ο διοικητής Ορελιάνα πήγε στο κατόπι του με τους υπόλοιπους άντρες και πρόφτασε τον κυβερνήτη τούτο σ' ένα χωριό που είχε το όνομα Γέμα^ που βρισκόταν σε κάτι χερσότοπους, εκατόν τριάντα λεύγες^ από το Κίτο, κι εκεί συναντήθηκαν ξανά. Ο κυβερνήτης θέλησε να στείλει άντρες κατάντη του ποταμού για να εξερευνήσουν τον τόπο^®, μα οι άλλοι είχανε την αντίθετη άποψη, γιατί δεν τους φαινόταν σωστό ν' αφήσουν τους χερσότοπους που βρίσκονταν πίσω από τα χωριά του Πάστο και του Ποπαγιάν, από όπου ξεκινούσαν πολλοί δρόμοι" για να ακολουθή8. Κοντά στο ηφαίστειο Θουμάκο ή Σουμάκο. 9. Η λεύγα που χρησιμοποιεί ο Καρβαχάλ αντιστοιχεί σε 6,2 χιλιόμετρα περίπου. 10. Εφόσον βρίσκονται στη Γέμα, ο ποταμός που θέλει να ακολουθήσουν ο Πιθάρο πρέπει να είναι ο Κόκα. Η αποστολή του Πιθάρο ονόμασε τον ποταμό αυτό Σάντα Αννα, διότι έφτασαν στις όχθες του στις 26 Ιουλίου 1541, εορτή της Αγίας Αννας για τους καθολικούς. 11. Η άποψη αυτή είναι του Ορελιάνα, όπως φαίνεται παρακάτω. 3. ΓΑΣΠΑΡΝΤΈ ΚΑΡΒΑΧΑΛ,
33
σουν έναν ποταμό. Παρ' όλα αυτά, ο κυβερνήτης επέμεινε να ακολουθήσει τον ποταμό τούτο, κι έτσι προχωρήσαμε είκοσι λεύγες, στο τέλος δε της πορείας μας απαντήσαμε κάτι οικισμούς όχι και πολύ μεγάλους, κι αυτού πήρε την απόφαση ο Γκονθάλο Πιθάρο να (ρτιάξουμε ένα πλοίο^ για να διαπλεύσουμε τον ποταμό από το ένα άκρο στο άλλο σε αναζήτηση τροφίμων, γιατί ο ποταμός εκείνος είχε μόνο μισή λεύγα πλάτος. Παρ' όλο δε που ο εν λόγω διοικητής είχε τη γνώμη να μη φτιαχτεί το πλοίο, προβάλλοντας σωστά επιχειρήματα γι' αυτό, παρά να ακολουθήσουμε τους δρόμους που οδηγούσαν στον οικισμό που αναφέραμε παραπάνω, ο Γκονθάλο Πιθάρο δε δέχτηκε παρά έδωσε διαταγή ν' αρχίσουν να χτίζουν το πλοίο. Έτσι, βλέποντάς τα αυτά ο διοικητής Ορελιάνα, γύρισε όλο το στρατόπεδο και μάζευε σιδερικά για τα καρφιά και φόρτωνε στον καθένα τα ξύλα που έπρεπε να μεταφέρει. Με τον τρόπο αυτό και με τη δουλειά όλων των αντρών φτιάχτηκε το πλοίο, το οποίο φόρτωσε ο κυβερνήτης Πιθάρο με λίγο ρουχισμό και μερικούς ινδιάνους και πλεύσαμε κατάντη του ποταμού άλλες πενήντα λεύγες. Τότε τέλειωσαν τα κατοικημένα μέρη και πορευόμασταν πια με μεγάλη δυσκολία κι υποφέραμε από έλλειψη τροφών. Όλα αυτά μεγάλη δυσαρέσκεια προκάλεσαν στους συντρόφους κι όλοι είχαν το μυαλό τους στον γυρισμό και δεν θέλανε να προχωρήσουν πιότερο, διότι υπήρχαν πληροφορίες ότι παραπέρα η χώρα ήταν πια έρημη κι ακατοίκητη. Ο διοικητής Ορελιάνα, βλέποντας τα όσα συνέβαιναν και τα μεγάλα βάσανα που περνούσαν όλοι τους, καθώς και ότι είχε χάσει ό,τι είχε και δεν είχε, συλλογίστηκε ότι δεν άρμοζε στην τιμή του να πάρει το δρόμο της επιστροφής μετά από τόσες απώλειες. Έτσι τίήγε στον κυβερ^τη και του είπε πως εκείνος είχε πάρει την απόφαση να αφήσει εκεί πέρα τα λιγοστά πράγματα που είχε και να τραβήξει κατάντη του ποταμού, και πως αν η τύχη του συνέτρεχε να βρει εκεί κοντά κατοικημένη περιοχή και τρόφιμα αρκετά για όλους, θα φρόντιζε να του στείλει μήνυμα, αν όμως έβλεπε ότι αργούσε, να μην τον υπολόγιζε. Στο 12. πλοίο αναφέρει ο Καρβαχάλ, αλλά μάλλον αποκαλεί έτσι ένα είδος σχεδίας με κουπιά και ένα κατάρτι με πανί, κατάλληλη για πλοήγηση σε ποτάμια. 34
αναμεταξύ δε, εκείνος θα έπρεπε να γυρίσει πίσω, εκεί όπου υπήρχε τροφή, και εκεί να τον περιμένει τρεις τέσσερις μέρες, ή όσο καιρό του φαινόταν σκόπιμο, κι αν δεν γύριζε να τον ξεγράψει. Στα λόγια τούτα ο κυβερνήτης του αποκρίθηκε πως μπορούσε να πράξει κατά το δοκούν. Έτσι, ο διοικητής Ορελιάνα τιήρε μαζί του πενήντα εφτά άντρες, με τους οποίους μπάρκαρε στο πλοίο για το οποίο κάναμε λόγο παραπάνω, καθώς και σε μερικά κανό που είχανε πάρει από τους ινδιάνους και ξεκίνησε κατάντη του ποταμού έχοντας σκοπό να πάρει το δρόμο του γυρισμού αν έβρισκε τροφή. Όλα όμως ήρθαν αντίθετα από όσα ελπίζαμε όλοι μας, γιατί προχωρήσαμε διακόσιες λεύγες δίχως να βρούμε τρόφιμα μήτε για μας τους ίδιους, κι από την έλλειψη αυτή μεγάλα βάσανα περάσαμε, όπως θα ιστορίσουμε στη συνέχεια. Κι έτσι πορευόμασταν δεόμενοι στον Κύριό μας να ευδοκήσει και να μας οδηγήσει στο σωστό δρόμο στην αποστολή μας εκείνη για να μπορέσουμε να γυρίσουμε κοντά στους συντρόφους μας. Τη δεύτερη μέρα αφότου κινήσαμε και χωρίσαμε από τους συντρόφους μας παραλίγο να χαθούμε καταμεσής στον ποταμό, γιατί το πλοίο έπεσε πάνω σ' έναν κορμό και μια σανίδα του τσακίστηκε, κι αν δεν ήμασταν δίπλα στη στεριά θα τέλειωνε εκεί η αποστολή μας. Διορθώθηκε όμως το κακό, γιατί το βγάλαμε από τα νερά και του βάλαμε ένα κομμάτι σανίδας κι ύστερα συνεχίσαμε το δρόμο μας με μεγάλη βιάση. Κι επειδή ο ποταμός κυλούσε γοργά, προχωρούσαμε με είκοσι - είκοσι πέντε λεύγες, γιατί το ποτάμι φούσκωνε και αυξάνονταν τα νερά του εξαιτίας πολλών άλλων ποταμών που χύνονταν σ' αυτόν από τη δεξιά όχθη και προς τα νότια. Τρεις μέρες πόρευτήκαμε δίχως να συναπαντήσουμε κανέναν οικισμό. Βλέποντας ότι είχαμε μακρύνει από το μέρος όπου είχαν μείνει οι σύντροφοί μας και ότι είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαμε πάρει μαζί μας για την γεμάτη αβεβαιότητα πορεία που κάναμε, έπιασε να συζητάει ο διοικητής με τους συντρόφους για τις δυσκολίες και το γυρισμό και την έλλειψη τροφής, διότι, επειδή υπολογίζαμε ότι θα γυρνούσαμε πίσω παρευθύς, δεν είχαμε πάρει μαζί μας αρκετά τρόφιμα. Επειδή πιστεύαμε όμως ότι δεν γινόταν να είμαστε μακριά, συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε. Κι έτσι κι έγινε, με μεγάλη προσπάθεια από τη μεριά όλων. Επειδή δε ούτε τις επόμενες δύο μέρες δεν 35
βρήκαμε τρόφιμα μήτε σημάδι κατοικημένης περιοχής, με την άδεια του διοικητή, έκανα εγώ μια λειτουργία, σαν αυτές που κάνουνε καταμεσής στο πέλαγος, εναποθέτοντας στο έλεος του Κυρίου μας τους εαυτούς μας και τις ζωές μας, ικετεύοντάς τον ταπεινά να μας βγάλει από την τόσο δύσκολη θέση που βρισκόμαστε και να μας σώσει από τον βέβαιο χαμό, γιατί το βλέπαμε πια ότι, ακόμα κι αν θέλαμε να γυρίσουμε και να αναπλεύσουμε τον ποταμό, δεν ήταν μπορετό εξαιτίας του δυνατού ρεύματος κι ήταν αδύνατον να δοκιμάσουμε να επιστρέψουμε διά ξηράς. Κινδυνεύαμε λοιπόν τα μέγιστα να πεθάνουμε εξαιτίας της μεγάλης πείνας που υποφέραμε. Κι έτσι, αναζητώντας τη λύση για το τι έπρεπε να κάνουμε, συζητώντας για τα βάσανα και τις κακουχίες μας, συμφωνήσαμε να διαλέξουμε ανάμεσα στα δυο κακά εκείνο που στον διοικητή και σε όλους φαινόταν το μικρότερο, δηλαδή να προχωρήσουμε και να ακολουθήσουμε τον ποταμό και ή να πεθάνουμε ή να ανακαλύψουμε τι υπάρχει σ' αυτόν, εναποθέτοντας τις ελπίδες μας στον Κύριό μας, πιστεύοντας ότι θα προστάτευε τις ζωές μας μέχρι να αξιωθούμε να δούμε την σωτηρία μας. Στο αναμεταξύ, λόγω έλλειψης άλλων τροφίμων, περάσαμε μεγάλες στερήσεις, και δεν τρώγαμε παρά δέρματα, ζώνες και σόλες παπουτσιών βρασμένα μαζί με κάτι χορταρικά, κι ήταν τόση η αδυναμία μας που δεν μπορούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας. Αλλοι μπουσουλώντας κι άλλοι στηριγμένοι σε μπαστούνια χωθήκανε στα βουνά για να ψάξουν να βρούνε τίποτε ρίζες να φάνε, κι ήταν και μερικοί που φάγανε κάτι άγνωστα χόρτα, και βρέθηκαν στα πρόθυρα του θανάτου, γιατί κάνανε σαν τρελοί και είχανε χάσει τα λογικά τους. Ήτανε όμως θέλημα Κυρίου να συνεχίσουμε το ταξίδι μας κι έτσι δεν πέθανε κανείς. Από τις κακουχίες τούτες μερικοί σύντροφοι ήταν πολύ εξαντλημένοι και ο διοικητής τους έδινε κουράγιο και τους έλεγε να βάλουν τα δυνατά τους και να έχουν εμπιστοσύνη στον Κύριό μας, διότι εφόσον εκείνος ήταν που μας είχε ρίξει στο ποτάμι τούτο, θα μεριμνούσε και να μας βγάλει σε καλό λιμάνι. Μ' αυτόν τον τρόπο εμψύχωσε τους συντρόφους να υπομείνουν τις ταλαιπωρίες. TY|v Πρωτοχρονιά της χρονιάς του σαράντα δύο κάποιοι από τους συντρόφους μας νομίσανε ότι άκουσαν τύμπανα ινδιάνων κι άλλοι ήτανε σίγουροι γι' αυτό ενώ άλλοι λέγανε πως δεν 36
άκουγαν τίποτα. Αλάφρωσε όμως κάπως η καρδιά τους και προχωρούσαν με πολύ (περισσότερη) προθυμία απ' ότι πριν. Κι επειδή ούτε κείνη τη μέρα ούτε και την επομένη δεν φάνηκε κατοικημένο μέρος, καταλάβαμε πως επρόκειτο για φαντασίωση, όπως και ήταν πράγματι. Και για τον λόγο αυτό, τόσο οι άρρωστοι όσο και οι υγιείς, έχασαν εντελώς το κουράγιο τους και πίστεψαν πως δεν είχανε πλέον γλιτωμό. Ο διοικητής όμως τους εμψύχωνε με τα λόγια του. Επειδή δε ο Κύριός μας είναι πατέρας φιλεύσπλαχνος και δίνει παρηγοριά και στέργει και βοηθάει εκείνον που τον καλεί σε καιρούς μεγάλης χρείας, τη Δευτέρα το βράδυ, στις οχτώ του Γενάρη, κι ενώ τρώγαμε κάτι ρίζες του βουνού, ακούστηκαν ξεκάθαρα τύμπανα, από πολύ μακριά από τον τόπο που βρισκόμασταν εμείς. Ο πρώτος που τα άκουσε ήταν ο διοικητής και το είπε στους συντρόφους, κι όλοι αφουγκράστηκαν με προσοχή, όταν δε σιγουρεύτηκαν, ήταν τόση η χαρά που νιώσανε όλοι, που ξέχασαν όλα τα βάσανα και τις κακουχίες που είχαν περάσει γιατί βρισκόμασταν πλέον σε γη κατοικημένη και δεν θα πεθαίναμε πια από πείνα. Ο διοικη'^ς πρόσταξε τότε να φυλάμε σκοπιά με τη σειρά και με μεγάλη επαγρύπνηση, γιατί [κατεστραμμένο] ήταν πολύ πιθανό να μας είχαν αντιληφθεί οι ινδιάνοι και να έρχονταν τη νύχτα επίθεση να κάνουν στον καταυλισμό, καταπώς το έχουν συνήθειο. Κι έτσι τη νύχτα εκείνη υπήρξε μεγάλη επιφυλακή, κι έμεινε ξάγρυπνος ο διοικητής, κι εκείνο το βράδυ ήταν σημαντικότερο απ' τα άλλα, γιατί όλοι καρτερούσαν με λαχτάρα την αυγή, έχοντας απηυδήσει πια να τρώνε ρίζες. Μόλις ήρθε το πρωί, πρόσταξε ο διοικητής να έχουν έτοιμη τη μπαρούτη και τα αρκεβούζια και τις βαλλίστρες, και να αρματωθούν όλοι, κι η αλήθεια είναι πως όλοι οι συντρόφοι φρόντιζαν με μεγάλη προσοχή να πράξουνε όπως ήταν πρέπον. Ο διοικητής όμως φρόντιζε και για τα δικά του καθήκοντα και για των υπολοίπων. Κι έτσι, αφού κάναμε όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες, το πρωί συνεχίσαμε την πορεία μας προς αναζήτηση του χωριού. Είχαμε πλεύσει δυο λεύγες κατάντη του ποταμού, όταν είδαμε να αναπλέουν τέσσερις πιρόγες γεμάτες ινδιάνους που έρχονταν να κατοπτεύσουν τον τόπο, μόλις μας είδαν δε έκαναν στροφή με μεγάλη βιάση, δείχνοντας φιλοπόλεμες διαθέσεις, έτσι που πριν περάσει ένα τέταρτο ακούσαμε από τα χω37
ριά τύμπανα πολλά που κάνανε τη γη να σείεται, γιατί ακούγονται σε μεγάλη απόσταση και έχουν πολύ εναρμονισμένο ήχο, με τα μπάσα, τα μεσαία και τα πρίμα τους. Τότε ο διοικητής πρόσταξε τους συντρόφους που ήτανε στα κουπιά να λάμνουν πιο γρήγορα για να φτάσουμε στο πρώτο χωριό προτού συναχτεί ο κόσμος. Κι έτσι κι έγινε, και με βιάση μεγάλη αρχινήσαμε να προχωρούμε, και φτάσαμε στο χωριό όπου μας περίμεναν όλοι οι ινδιάνοι για να φυλάξουν και να διαφεντέψουν τα σπιτικά τους. Ο διοικητής πρόσταξε να βγούνε όλοι στην ξηρά με μεγάλη τάξη και να φροντίζουν ο καθείς για όλους και όλοι για τον καθένα, να μην παραβεί δε κανείς τις εντολές, να μεριμνούν για το καθήκον τους και να πράξει ο καθείς αυτό που είχε υποχρέωση να πράξει. Τόση ήταν η αναθάρρηση πού νιώσανε όλοι τους μόλις αντίκρισαν το χωριό, που λησμόνησαν όλες τις περασμένες κακουχίες. Οι δε ινδιάνοι εγκατέλειψαν το χωριό κι όλα τα τρόφιμα που υπήρχαν σ' αυτό, προς μεγάλη ανακούφιση και χαρά μας. Προτού φάνε οι σύντροφοι, παρ' ότι πολλή ανάγκη το είχανε, πρόσταξε ο διοικητής να ψάξουν όλο το χωριό, μπας και ξαναγυρίσουν οι ινδιάνοι και μας κάνουνε κακό ενώ θα συγκεντρώναμε τροφή και θα ξαποσταίναμε, κι έτσι κι έγινε. Εδώ άρχισαν οι σύντροφοι να παίρνουνε εκδίκηση για όλα τα δεινά που είχανε περάσει, και δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να τρώνε απ' όσα είχανε μαγειρέψει οι ινδιάνοι και να πίνουνε από τα ποτά τους, με τόση λαχτάρα που δεν φαινόταν να χορταίνουν. Δεν τα έκαναν όμως όλα αυτά με ανεμελιά, γιατί παρ' όλο που έτρωγαν σαν άνθρωποι εκείνα που ανάγκη είχανε, δεν ξεχνούσαν να έχουν την προσοχή τους στραμμένη σε όσα ήταν απαραίτητα για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, όλοι τους δε επαγρυπνούσαν, με τις ασπίδες τους στον ώμο και τα σπαθιά παραμάσχαλα, έχοντας το νου τους μήπως και ξαναγυρίσουν οι ινδιάνοι και μας επιτεθούν. Κι έτσι αναπαυτήκαμε, γιατί αναπαμός ήτανε για μας μετά από τόσες κακουχίες που είχαμε περάσει, μέχρι τις δύο μετά το μεσημέρι, που αρχίσανε να έρχονται οι ινδιάνοι από τη μεριά του ποταμού για να δούνε περί τίνος επρόκειτο, γυροφέρνοντας στο ποτάμι σαν αποβλακωμένοι. Όταν το 'δε αυτό ο διοικητής, ανέβηκε στην απόκρημνη όχθη του ποταμού κι άρχισε να συνομιλεί μαζί τους στην γλώσσα τους, γιατί την κα38
ταλάβαινε κατά κάποιο τρόπο^ και να τους λέει φόβο να μην έχουνε και να έρθουν πιο σιμά γιατί να τους μιλήσει ήθελε. Ήρθανε λοιπόν οι ινδιάνοι εκεί που βρισκόταν ο διοικητής, κι εκείνος τους μίλησε με κολακευτικά λόγια κι έδιωξε το φόβο τους και τους έδωσε απ' όσα είχε, τους είπε δε να πάνε να φωνάζουνε τον αφέντη τους, γιατί ήθελε να του μιλήσει και να του πούνε να μην φοβάται γιατί δεν ήθελε να του κάνει κακό. Κι έτσι οι ινδιάνοι τιήρανε όσα τους έδωσε και πήγανε να εξιστορήσουν τα καθέκαστα στον αφέντη τους. Εκείνος κατέφθασε αργότερα φανταχτερά ντυμένος εκεί όπου ήτανε ο διοικητής κι οι σύντροφοι, κι όλοι τον καλοδέχτηκαν κι ο διοικητής κι οι άλλοι και τον αγκάλιασαν, κι ο ίδιος ο φύλαρχος έδειξε μεγάλη ικανοποίηση όταν είδε την υποδοχή που του κάνανε. Τότε ο διοικητής πρόσταξε να του δώσουνε ρούχα κι άλλα πράγματα κι εκείνος χάρηκε πολύ. Και τόση ήταν η χαρά του, που είπε στον διοικητή να κοιτάξει να δει τι χρειαζόταν, κι εκείνος θα του τα πρόσφερε. Ο διοικητής του είπε ότι άλλο δεν ήθελε να του προμηθεύσει εκτός από τρόφιμα. Τότε ο φύλαρχος πρόσταξε τους ινδιάνους του να φέρουν τρόφιμα και πριν περάσει πολλή ώρα, φέρανε σε μεγάλη αφθονία όλα όσα ήταν χρειαζούμενα, κρεατικά, πέρδικες, γαλοπούλες^"^ και λογής - λογής ψάρια. Μετά απ' αυτό, ο διοικητής ευχαρίστησε πολύ τον φύλαρχο και του είπε να πάει στην ευχή του Θεού, και να καλέσει όλους τους προύχοντες κείνης εκεί της περιοχής, που ήταν δεκατρείς, γιατί να τους μιλήσει ήθελε σε όλους μαζί και να τους εξηγήσει το σκοπό του ερχομού του. Παρ' ότι δε εκείνος τους είπε πως την επομένη θα έρχονταν όλοι να δούνε τον διοικητή, και ότι εκείνος θα τους καλούσε και ότι έφευγε πολύ ικανοποιημένος, ο διοικητής έδωσε προσταγή να μην αμελήσουν τα καθήκοντά τους, τόσο ο ίδιος όσο και οι σύντροφο? του, διατάζοντας να φυλάμε σκοπιές και να παίρνουμε, μέρα νύχτα, μεγάλες προ13. Είναι πράγματι περίεργο που ο Ορελιάνα γνώριζε τη γλώσσα των Ιμαράις. Είναι πιθανόν όμως οι ινδιάνοι αυτοί να χρησιμοποιούσαν την κέτσουα για τις συνεννοήσεις τους. 14. Στην βραζιλιάνικη έκδοση του Χρονικού του Καρβαχάλ, ο ντε Μέλο Λε'ίτάου υπογραμμίζει την απουσία των πτηνών αυτών στην περιοχή του Αμαζονίου. Μάλλον ο χρονικογράφος χρησιμοποιεί ονόματα γνωστών πτηνών για να αναφερθεί σε άγνωστα σ' αυτόν είδη. 39
φυλάξεις για να μην μας ριχτούνε οι ινδιάνοι. Διέταξε δε να φροντίσουμε να μην φερθούμε αστόχαστα και να μην επαναπαυθούμε, για να μην αναθαρρήσουν οι ινδιάνοι και μας επιτεθούν τη νύχτα ή τη μέρα. Την επομένη, κατά την ώρα του δειλινού, φάνηκε ο φύλαρχος αυτός και έφερε μαζί του άλλους τρεις - τέσσερις προύχοντες, γιατί οι υπόλοιποι δεν γινόταν να έρθουνε επειδή ήτανε μακριά και θα έρχονταν την άλλη μέρα. Ο διοικητής τους υποδέχθηκε όπως και τον πρώτο φύλαρχο και για πολλή ώρα τους μίλησε εκ μέρους της Μεγαλειότητάς Σας και εν ονόματί Σας ανακηρύχτηκε κύριος εκείνης εκεί της περιοχής. Το ίδιο δε έπραξε και μ' όλους τους υπόλοιπους που ήρθαν μετά σ' εκείνη την επαρχία, γιατί, όπως είπα, ήταν δεκατρείς, και ανακηρύχτηκε κύριος των εδαφών που διαφέντευαν όλοι τους εν ονόματι της Μεγαλειότητάς Σας. Μετά από αυτό το γεγονός, πρόσταξε τους συντρόφους να συγκεντρωθούν για να τους μιλήσει για όσα έπρεπε να κάνουν για την καλή έκβαση της αποστολής και τη σωτηρία της ζωής τους, μιλώντας τους για ώρα πολλή και μ£ πολλά επιχειρήματα, εμψυχώνοντάς τους με λόγια υψιπετή. Αφού έβγαλε τον λόγο αυτόν ο διοικητής, οι σύντροφοι έμειναν πολύ ικανοποιημένοι βλέποντας το υψηλό φρόνημα του ίδιου του διοικητή και τη μεγάλη υπομονή με την οποία υπόμενε τα δεινά, και του απηύθυναν κι αυτοί πολύ ωραία λόγια, ήταν δε τόσο ικανοποιημένοι με τα λόγια που ο διοικητής τους είπε που δεν ένιωθαν πλέον καμιά κούραση παρ' όσα είχαν υπομείνει. Αφού συνήλθαν λίγο ρι σύντροφοι από την πείνα και τις κακουχίες που είχαν περάσει, ο διοικητής ξανάπιασε δουλειά, και βλέποντας ότι ήταν αναγκαίο να μεριμνήσει για την παραπέρα πορεία, πρόσταξε να φωνάξουν όλους τους συντρόφους του, και τους μίλησε και πάλι και τους είπε ότι όπως καταλάβαιναν κι οι ίδιοι, αν ήταν θέλημα Θεού να μας βγάλει στην θάλασσα, δεν γινότανε να φτάσουμε σώοι μ' αυτό το πλοίο και αυτά τα μονόξυλα που είχαμε, και γι' αυτό ήταν απαραίτητο να βάλουμε τα δυνατά μας να φτιάξουμε άλλο μπpιγαvτívι^^ με μεγαλύτερο εκτόπισμα για να μπορέσουμε να πλεύσουμε τον ποταμό, 15. Μπριγαντίνι ή μπρίκι: Είδος πλοίου με δύο κατάρτια και τετράγωνο ή στρογγυλό πανί. 40
παρ' όλο που δεν υπήρχε ανάμεσά μας τεχνίτης που να ξέρει αυτή τη δουλειά, γιατί η μεγαλύτερη δυσκολία που θα αντιμετωπίζαμε ήταν να φτιάξουμε τα καρφιά. Στο αναμεταξύ, οι ινδιάνοι δεν έπαυαν να έρχονται και να ξανάρχονται στον διοικητή και να του φέρνουνε τρόφιμα πολλά και με τόση ευταξία λες κι ήταν υττηρέτες όλη τους τη ζωή. Κι έρχονταν με τα κοσμήματά τους και τους χρυσούς τους δίσκους και ποτέ ο διοικητής δεν καταδέχτηκε να πάρει το παραμικρό, ούτε καν να το κοιτάξει, για να μην αντιληφθούν οι ινδιάνοι ότι τα θεωρούσαμε πολύτιμα, και παρ' ότι επιδεικνύαμε αδιαφορία, δόστου να κουβαλούν χρυσάφι κι άλλο χρυσάφι. Εδώ μας πληροφόρησαν για τις αμαζόνες^^ και για τον πλούτο που υπάρχει εκεί κάτω, κι αυτός που μας έδωσε την πληροφορία ήταν ένας ινδιάνος φύλαρχος ονόματι Απάρια^^, ένας γέροντας που έλεγε ότι είχε βρεθεί στη χώρα εκείνη και ο οποίος μας μίλησε και για έναν άλλο φύλαρχο που μακριά από τον ποταμό ζούσε, βαθιά στην ενδοχώρα ο οποίος, κατά τα λεγόμενά του, είχε στην κατοχή του μεγάλο πλούτο σε χρυσάφι. Αυτός ο αφέντης ονομάζεται Ίκα. Ποτέ μας δεν τον είδαμε, γιατί όπως λέγω, ζούσε μακριά από τον ποταμό^®. Και για να μην χάσουμε χρόνο και ξοδέψουμε τρόφιμα ματαίως, συμφώνησε ο διοικητής να καταπιαστούμε αμέσως με όσα έπρεπε να κάνουμε, κι έτσι πρόσταξε να γίνουν όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες, κι οι σύντροφοι είπαν πως ήθελαν να καταπιαστούν αμέσως με το χτίσιμο του πλοίου. Ανάμεσά μας ήτανε δυο άντρες στους οποίους πολλά οφείλουμε, γιατί καταπιάστηκαν με πράγματα που ποτέ τους δεν είχαν μάθει. Παρουσιάστηκαν ενώπιον του διοικητή και του είπαν πως εκείνοι, με 16. ο μύθος της ύπαρξης της (ρυλής των Αμαζόνων ήταν πολύ διαδεδομένος στους Ισπανούς κατακτητές σε πολλές περιοχές της Αμερικής. 17. Απάρια είναι το όνομα ενός από τους φυλάρχους των ινδιάνων που επισκέφτηκε τον Ορελιάνα όταν αυτός βρισκόταν στην περιοχή των Ιμαράις, η χώρα του όμως βρισκόταν πιο κάτω στον ποταμό. 18. Είναι η πρώτη αναφορά του Καρβαχάλ σε διαδόσεις των ιθαγενών σχετικά με έναν ηγεμόνα που είχε στην κατοχή του μεγάλη ποσότητα χρυσού. Η κανέλα και το Ελ Δοράδο είναι οι μύθοι που παρότρυναν τον Γκονθάλο Πιθάρο στο ταξίδι του. Το κύριο κίνητρο της αποστολής του Ορελιάνα είναι η ανεύρεση εξόδου στη θάλασσα. 41
τη βοήθεια του Κυρίου μας, θα έφτιαχναν τα καρφιά που χρειάζονταν, και πως θα έβαζαν τους άλλους να φτιάξουν κάρβουνο. Οι δύο αυτοί σύντροφοι ονομάζονταν ο ένας Χουάν ντε Αλκάνταρα, κι ήταν γόνος της πόλης του Αλκάνταρα κι ιδαλγός^^ κι ο άλλος Σεμπαστιάν Ροδρίγεθ κι ήταν γέννημα της Γαλικίας. Ο διοικητής τους το ανταπόδωσε υποσχόμενος σε αντάλλαγμα για ένα τόσο σπουδαίο έργο, εύσημα και αμοιβές. Και πρόσταξε να φτιάξουν φυσερά από μποτίνια, καθώς και άλλα εργαλεία και διέταξε τους υπόλοιπους συντρόφους να πάνε τρεις - τρεις και να δουλέψουνε για να φτιάξουν κάρβουνο, πράγμα που έγινε. Πήρε ο καθένας τα εργαλεία του και πήγανε στο βουνό να κόψουν ξύλα, τα κουβαλούσαν δε στον ώμο από το βουνό ίσαμε το χωριό, μισή λεύγα απόσταση, και ανοίγανε λάκκους καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια. Όπως ήτανε αδύναμοι και αδέξιοι σ' εκείνη τη δουλειά, μετά βίας άντεχαν το βάρος του φορτίου, ενώ οι υπόλοιποι σύντροφοι που δεν είχανε δύναμη να κόψουνε ξύλα, άλλοι δουλεύανε τα φυσερά κι άλλοι κουβαλούσαν νερό. Ο δε διοικητής επέβλεπε τα πάντα έτσι ώστε να έχουμε όλοι κάτι να κάνουμε. Ήτανε τόσος πολύς ο ζήλος των αντρών στη δουλειά τούτη σ' αυτό το χωριό που μέσα σε είκοσι μέρες, και με τη βοήθεια του Θεού, κατασκευάστηκαν δύο χιλιάδες πολύ καλά καρφιά καθώς και άλλα πράγματα. Ο δε διοικητής ανέβαλε την κατασκευή του μπριγαντινιού γι' αργότερα, που θα βρίσκαμε καλύτερη ευκαιρία και θα ήμασταν καλύτερα προετοιμασμένοι. Καθυστερήσαμε σε τούτο το χωριό περισσότερο απ' όσο έπρεπε, καταναλώνοντας όλες τις τροφές, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να περάσουμε μεγάλες δυσκολίες, κι η καθυστέρησή μας οφειλόταν στο ότι προσπαθούσαμε να βρούμε κάποιο τρόπο για να μάθουμε ειδήσεις από τον καταυλισμό^®. Όταν είδε ο διοικητής ότι αυτό ήταν αδύνατον, πήρε την απόφαση να δώσει χίλια καστελιάνος^^ σε έξι συντρόφους που θα ήταν πρόθυμοι να πάνε και να δώσουν μήνυμα στον κυβερνήτη Γκον19. Ιδαλγός, Hidalgo, από το hijodalgo, δηλαδή γιος κάποιου. Έτσι αποκαλούσαν τους γόνους αριστοκρατικών οικογενειών. 20. Αναφέρεται στον καταυλισμό του Γκονθάλο Πιθάρο. 21. Βλέπε σημ. 6. 42
θάλο Πιθάρο για να του πάνε γραφή και να του πούνε από μέρους τους τα νέα για τα καθέκαστα. Για συνοδεία τους θα τους έδινε και δύο νέγρους για να τους βοηθήσουν με τα κουπιά και μερικούς ινδιάνους. Κι ανάμεσα σε όλους τους άντρες δεν βρέθηκαν παρά μόνο τρεις, γιατί όλοι φοβούνταν τον θάνατο που ήταν βέβαιος, γιατί θα αργούσαν πολύ να φτάσουνε εκεί όπου είχαν αφήσει τον κυβερντ^τη, κι ότι εκείνος θα είχε πάρει ήδη το δρόμο του γυρισμού, γιατί είχαν προχωρήσει εκατόν πενήντα λεύγες^^ από το σημείο που είχαν αφήσει τον κυβερνήτη, στη διάρκεια των εννέα ημερών που είχαν ταξιδέψει. Οι δουλειές μας είχανε τελειώσει και βλέποντας ότι τα τρόφιμα τέλειωναν πια και ότι εφτά σύντροφοί μας είχαν πεθάνει από την πείνα, κινήσαμε, ανήμερα της Παναγίας της Καντελάρια^^. Πήραμε όσα τρόφιμα μπορούσαμε, γιατί δεν είχαμε ταα χρόνο για να μείνουμε κι άλλο σ' εκείνο το χωριό, πρώτα απ' όλα επειδή οι ιθαγενείς έδειχναν να δυσανασχετούν και δεν θέλαμε να τους αφήσουμε δυσαρεστημένους, και δεύτερον για να μην χάσουμε χρόνο και ξοδέψουμε τα τρόφιμα χωρίς όφελος, γιατί δεν ξέραμε αν παρακάτω θα είχαμε έλλειψη. Κι έτσι αρχίσαμε να προχωρούμε στην επαρχία αυτή και δεν είχαμε κάνει είκοσι λεύγες όταν ενώθηκε με τον δικό μας ποταμό ένας άλλος από τα δεξιά^, που δεν ήταν και πολύ μεγάλος. Σε τούτο τον ποταμό είχε το κατάλυμά του ένας σπουδαίος ινδιάνος φύλαρχος ονόματι Ιριμοράνι, ένας πολύ συνετός ηγεμόνας, που είχε έρθει να δει τον διοικητή και να του προσφέρει τρόφιμα^. 22. Το χειρόγραφο της Βασιλικής Ακαδημίας της Ιστορίας αναφέρει διακόσιες λεύγες. Ο ίδιος ο Καρβαχάλ λέει ότι έκαναν είκοσι με είκοσι πέντε λεύγες τη μέρα, δηλαδή γύρω στις διακόσιες λεύγες συνολικά. Εφόσον το σημείο απ' όπου ξεκίνησε ο Ορελιάνα ήταν κοντά στη συμβολή των ποταμών Νάπο και Κόκα, τότε το χωριό στο οποίο βρίσκονταν πρέτυει να ήταν στις όχθες του Νάπο, μεταξύ της συμβολής του με τον ποταμό Αγουαρίκο και τον Κουραράι. 23. Πέμπτη, 2 Φεβρουαρίου 1542. 24.0 Κουραράι. 25. Ο φύλαρχος αυτός εμφανίζεται με διάφορα ονόματα σε άλλες ττηγές τις εποχής. Στο αντίγραφο της Βασιλικής Ακαδημίας της Ιστορίας αποκαλείται Ιριμάρα, ενώ ο Οβιέδο τον αναφέρει ως Ιμάρα. Ήταν ένας από τους φυλάρχους που επισκέφτηκαν τον Ορελιάνα στο χωριό όπου είχε σταματήσει για είκοσι μέρες. 43
o διοικητής θέλησε να πάει στη χώρα του αλλά δεν ήταν βολετό, γιατί ο ποταμός ήταν πολύ ορμητικός και τα νερά του φουσκωμένα. Κι εδώ κοντέψαμε να χάσουμε τη ζωή μας, γιατί στη συμβολή, εκεί που έμπαινε ο ποταμός αυτός σ' εκείνον που διαπλέαμε εμείς, τα νερά πάλευαν μεταξύ τους και πηγαινόφερναν πολλά ξύλα από την μιαν όχθη στην άλλη, ήταν δε πολύ δύσκολο να τον διαπλεύσουμε, γιατί σχημάτιζε πολλούς στροβίλους και μας πέταγε από την μια όχθη στην άλλη. Με χίλιες δυσκολίες κατορθώσαμε παρ' όλα αυτά να ξεφύγουμε από αυτόν τον κίνδυνο δίχως να μπορέσουμε να φτάσουμε στο χωριό. Προχωρήσαμε παρακάτω, όπου είχαμε ακούσει για ένα άλλο χωριό που μας είχανε πει ότι βρισκόταν σε απόσταση διακόσιες λεύγες^^, γιατί όλος ο υπόλοιπος τόπος ήταν έρημος. Έτσι πορευτήκαμε με φοβερές δυσκολίες, περνώντας μεγάλες κακουχίες και φοβερούς κινδύνους, μεταξύ των οποίων μας συνέβη και μια φοβερή κακοτυχία που μας τάραξε πολύ στην κατάσταση που ήμασταν. Δυο πιρόγες με έντεκα Ισπανούς απ' τους δικούς μας χαθήκανε ανάμεσα σε κάτι νησιά δίχως να ξέρουμε πού βρισκόμασταν μήτε να μπορούμε να τους βρούμε: δυο μέρες πορεύονταν χαμένοι δίχως να μπορέσουν να μας συναντήσουν κι εμείς, νομίζοντας ότι δεν θα τους ξαναβλέπαμε, ήμασταν γεμάτοι αγωνία και θλίψη. Μόλις πέρασαν όμως οι δυο μέρες ήτανε θέλημα Θεού να ξανανταμώσουμε, κι ήταν μεγάλη η χαρά όλων μας, τόσο χαρήκαμε που μας φαινόταν πως όλες οι ταλαιπωρίες μας είχανε λησμονηθεί. Αφού ξαποστάσαμε μια μέρα εκεί όπου ανταμώσαμε, πρόσταξε ο διοικητής να προχωρήσουμε. Την επομένη, κατά τις δέκα η ώρα, φτάσαμε σε κάτι οικισμούς όπου οι ινδιάνοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, και για να μην υπάρξει ανακατωσούρα δεν θέλησε ο διοικητής να πάμε εκεί, παρά έστειλε έναν σύντροφο να πάει μαζί με άλλους είκοσι εκεί όπου ήτανε οι ινδιάνοι. Τους πρόσταξε να μην επιτεθούν στα σπίτια μήτε να ξεμπαρκάρουν, αλλά με φιλικό τρόπο να τους πληροφορήσουν ότι βρισκόμασταν σε φοβερή ανάγκη, και
26. Αυτό το χωριό πρέπει να βρισκόταν κοντά στο Λετίθια, σημερινό σύνορο μεταξύ Κολομβίας και Βραζιλίας. 44
να τους ζητήσουν να μας δώσουν να φάμε και να έρθουν να μιλήσουν με τον διοικητή, που βρισκόταν στη μέση του ποταμού, γιατί ήθελε να τους προσφέρει απ' όσα είχε και να τους πει το λόγο του ερχομού του. Οι ινδιάνοι ήταν ειρηνικοί και χαρήκανε πολύ μόλις αντίκρισαν τους συντρόφους μας, τους πρόσφεραν δε πολλά τρόφιμα, άφθονες χελώνες και παπαγάλους, και τους είπανε να πούνε στον διοικητή να πάει να καταλύσει σ' ένα χωριό που ήταν στην άλλη όχθη του ποταμού, και ότι την επομένη το πρωί θα πήγαιναν να τον δούνε. Ο διοικητής χάρηκε πολύ με τα τρόφιμα κι ακόμα περισσότερο με τη σύνεση των ινδιάνων, κι έτσι πήγαμε να καταλύσουμε σ' εκείνο το χωριό και εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε εκεί πέρα, όπου μας επιτέθηκε πληθώρα κουνουπιών, γι' αυτόν τον λόγο δε ο διοικητής την άλλη μέρα το πρωί κίνησε για ένα άλλο χωριό, που φαινόταν παρακάτω. Όταν φτάσαμε οι ινδιάνοι δεν αντιστάθηκαν, αντίθετα μας φέρθηκαν φιλικά, κι εκεί μείναμε τρεις μέρες, κι οι ινδιάνοι έρχονταν με ειρηνικές διαθέσεις και μας έφερναν να φάμε πλουσιοπάροχα. Την επομένη, αφού πέρασαν οι τρεις μέρες, φύγαμε από τούτο το χωριό και συνεχίσαμε την πορεία μας στον ποταμό σε αναζήτηση άλλων οικισμών. Έτσι προχωρούσαμε, όταν μια Κυριακή πpωí^^ σε μια διχάλα που έκανε ο ποταμός και χωριζόταν σε δυο μέρη, ανέβηκαν να μας δούνε κάποιοι ινδιάνοι με τέσσερα ή πέντε κανό που ήταν φορτωμένα με πολλά τρόφιμα, και έφτασαν κοντά εκεί που ήταν ο διοικητής και ζήτησαν άδεια να σιμώσουν γιατί θέλανε να μιλήσουν στον διοικητή, ο οποίος πρόσταξε να σιμώσουν. Σίμωσαν λοιπόν και του είπαν ότι εκείνοι ήταν ηγεμόνες υποτελείς στον Απάρια και ότι με δική του διαταγή έρχονταν για να μας φέρουν τρόφιμα. Κι άρχισαν να βγάζουν από τα κανό τους πολλές πέρδικες σαν εκείνες που έχουμε στην Ισπανία, μόνο που τούτες εδώ ήταν μεγαλύτερες και πολλές χελώνες, που είναι μεγάλες σαν ασπίδες και άλλα ψάρια. Ο διοικητής τους ευχαρίστησε και τους πρόσφερε απ' όσα είχε, κι αφού τους τα πούλησε^®, οι ινδιάνοι έμειναν πολύ ικανοποιημένοι βλέποντας πόσο καλά τους φέρονταν και ότι ο διοικητής καταλάβαινε τη 27.19 Φεβρουαρίου 1542. 28. Έδωσε, σύμφωνα με το αντίγραφο της Συλλογής Μουνιόθ. 45
γλώσσα τονς^^, πράγμα που βοήθησε πολύ για να βγάλουμε κάποια άκρη γιατί, αν δεν την καταλάβαινε, θα ήταν πολύ δύσκολη η έξοδός μας. Όταν οι ινδιάνοι θέλανε πια να μας αποχαιρετήσουν, είπανε στον διοικητή να πάει στο χωριό όπου έμενε ο αφέντης τους που, καταπώς έχω πει, λεγόταν Απάρια, κι ο διοικητής τους ρώτησε ποια από τις δυο διχάλες έπρεπε ν' ακολουθήσει. Εκείνοι αποκρίθηκαν ότι θα μας οδηγούσαν οι ίδιοι και πως έπρεπε να τους ακολουθήσουμε. Κι έτσι, σε λίγη ώρα, αντικρίσαμε τους οικισμούς όπου βρισκόταν ο αφέντης εκείνος, κι ενώ προχωρούσαμε προς τα κει, ο διοικητής ξαναρώτησε τους ινδιάνους ποιος ήταν ο κύριος εκείνων των οικισμών. Οι ινδιάνοι αποκρίθηκαν ότι εκεί βρισκόταν ο αφέντης τους που αναφέραμε παραπάνω, κι έτσι άρχισαν να κατευθύνονται προς το χωριό για να πάνε τα μαντάτα ότι φτάναμε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και είδαμε να βγαίνουν από το χωριό αυτό πολλοί ινδιάνοι και να επιβιβάζονται στις πιρόγες τους, ντυμένοι σαν πολεμιστές και φαινόταν ότι ήθελαν να μας επιτεθούν. Ο διοικητής πρόσταξε τους συντρόφους του, που βλέπανε τις διαθέσεις των ινδιάνων, να είναι σε επιφυλακή με τα όπλα τους σε ετοιμότητα, για να μην καταφέρουν να μας βλάψουν αν μας ρίχνονταν. Με μεγάλη τάξη, λάμνοντας με όλη μας τη δύναμη, παραπλεύσαμε τη στεριά και οι ινδιάνοι φάνηκε να διαλύονται. Ο διοικητής κατέβηκε στη στεριά με τα όπλα του και πίσω του κι οι υπόλοιποι και αυτό φόβισε πολύ τους ινδιάνους που αποτραβήχτηκαν ακόμα πιο πολύ. Ο διοικητής καταλάβαινε τη γλώσσα τους, καταπώς έχω αναφέρει, κι ήταν θέλημα Θεού για να μην χαθούμε στο ποτάμι, γιατί αν δεν την καταλάβαινε ούτε οι ινδιάνοι θα μας πλησίαζαν ειρηνικά ούτε και θα καταφέρναμε να βρούμε αυτούς τους οικισμούς. Κι αυτό επειδή ήταν θέλημα Θεού να γίνουν γνωστά στην καισαρική Μεγαλειότητά Σας ένα τέτοιο μεγάλο μυστικό και μια τόσο σημαντική ανακάλυψη, που με τόσες δυσκολίες ανακαλύφτηκε, χωρίς από την άλλη να είναι δυνατόν να ανακαλυφθεί με άλλο τρόπο ή μόνο με τις ανθρώπινες δυνάμεις δίχως τη θέληση και τη βοήθεια του Κυρίου ή δίχως να περάσουν πολλοί αιώνες και χρόνια. 29. Βλέπε σημ. 13. 46
Αφού κάλεσε ο διοικητής τους ινδιάνους, τους είπε να μην φοβούνται και να βγούνε στη στεριά. Και πράγματι, πλευρίσανε στη στεριά, κι η έκφραση του προσώπου τους έδειχνε ότι χαίρονταν για τον ερχομό μας. Και πήδηξε ο αφέντης τους στη στεριά, και μαζί του και πολλοί προύχοντες και ηγεμόνες που τον συνόδευαν, ζήτησε δε άδεια από τον διοικητή για να καθίσει, κι έτσι κάθισε ενώ όλοι του οι άντρες μείνανε ορθοί, πρόσταξε δε να βγάλουν από τις πιρόγες τους μεγάλη ποσότητα φαγητού, χελώνες^® και μανάτους^^ και άλλα ψάρια, καθώς και ψητές πέρδικες, γάτες και πιθήκους. Βλέποντας ο διοικητής την καλή συμπεριφορά του ηγεμόνα εκείνου, του μίλησε με πολλά επιχειρήματα, δίνοντάς του να καταλάβει ότι ήμασταν χριστιανοί και λατρεύαμε έναν και μοναδικό Θεό ο οποίος ήταν δημιουργός όλων των πραγμάτων, και πως δεν ήμασταν σαν εκείνους που ήταν σε λάθος δρόμο και λάτρευαν πέτρες και αγάλματα που τα έφτιαχναν οι ίδιοι. Και με την ευκαιρία αυτή τους είπε και πολλά άλλα, καθώς επίσης κι ότι ήμασταν υπηρέτες και υποτελείς του αυτοκράτορα των χριστιανών, του μεγάλου Βασιλέα της Ισπανίας, που ονομαζόταν Δον Κάρλος κι ήταν κύριός μας, στον οποίο ανήκει η αυτοκρατορία πασών των Ινδιών και πολλές άλλες ηγεμονίες και βασίλεια που υπάρχουν στον κόσμο, και ότι με δική του διαταγή είχαμε έρθει σε τούτα τα εδάφη και θα του δίναμε αναφορά για όλα όσα είχαμε δει εδώ. Δείχνανε δε μεγάλη προσοχή και με πολλή προσήλωση ακούγανε όσα τους έλεγε ο διοικητής, και του είπανε πως αν πήγαινε να δει τα χωριά των αμουριάνος^^, που στη γλώσσα τους τα λέγανε κονιουπουγιάρα, που θέλει να πει μεγάλες αφέντρες, να προσέχαμε πολύ τις κινήσεις μας, γιατί ήμασταν λιγοστοί κι εκείνες πολ30. Από τα διάφορα είδη χελώνας που υπάρχουν στην Αμαζονία, η Podocnemis expansa έχει μέγεθος αρκετά μεγάλο και ακόμα και σήμερα την κυνηγούν για το κρέας της. Η Podocnemis tacaxa, αρκετά μικρότερη σε μέγεθος, έχει πολύ καλό κρέας. 31.0 Καρβαχάλ φαίνεται ότι συγχέει τον μανάτο με ένα είδος ψαριού, ενώ πρόκειται για μεγαλόσωμο υδρόβιο θηλαστικό, το Manatus americanus, κοινώς μανάτος ή τρίχεχος, το οποίο στην Βραζιλία το λένε Peixe boi (ψάρι ταύρος). 32. Αμουριάνος ή Κονιουπουγιάρα είναι ονομασίες των εδαφών στα οποία κατοικούσαν οι γυναίκες πολεμιστές που οι Ισπανοί αργότερα θα αποκαλέσουν Αμαζόνες. 47
λές, και θα μας σκότωναν. Δεν υπήρχε ανάγκη να πάμε στη χώρα τους γιατί εδώ θα μας προμήθευαν με όλα τα χρειαζούμενα. Ο διοικητής τους είπε ότι δεν γινόταν να κάνει αλλιώς από το να περάσει κάπως έξω από την ετακράτειά τους, για να δώσει αναφορά σε κείνον που τον έστελνε που ήταν ο Βασιλέας του και κύριός του. Κι αφού μίλησε ο διοικητής, και φάνηκε πως οι ακροατές του έμειναν πολύ ικανοποιημένοι, κείνος ο μεγάλος αφέντης ρώτησε ποιος ήτανε εκείνος, θέλοντας να πάρει περισσότερες πληροφορίες απ' όσα είχε ακούσει, για να δει αν ο διοικητής θα έπεφτε σε αντίφαση με όσα είχε πει, αλλά αυτός του απάντησε τα ίδια που είχε προσπαθήσει να του εξηγήσει και πριν, και επιπλέον του είπε ότι ήμασταν γιοι του ήλιου και πως πηγαίναμε σε κείνον κει τον ποταμό όπως ήδη του είχε πει. Με τα λόγια αυτά μεγάλο δέος ένιωσαν οι ινδιάνοι και δείξανε μεγάλη χαρά, θεωρώντας μας αγίους ή όντα εξ ουρανού, γιατί εκείνοι λατρεύουν και έχουν για θεό τους τον ήλιο, που τον ονομάζουν Τσίσε. Έπειτα είπανε στον διοικητή πως ήτανε στη διάθεσή του και πως θέλανε να τον υπηρετήσουν κι ότι έπρεπε να σκεφτεί τι χρειαζόταν ο ίδιος και οι σύντροφοί του κι εκείνος με μεγάλη προθυμία θα τους τα έδινε. Ο διοικητής τον ευχαρίστησε πολύ και πρόσταξε να του δώσουν πολλά πράγματα, σ' αυτόν και στους υπόλοιπους προύχοντες, και τόσο ευχαριστημένοι έμειναν που στη συνέχεια ό,τι και να ζητούσε ο διοικητής του το πρόσφεραν. Και σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και είπανε στον διοικητή^ να καταλύσει στο χωριό, εκείνοι θα το εγκατέλειπαν γιατί θέλανε να πάνε στα σπίτια τους και πως κάθε μέρα θα έρχονταν για να μας φέρνουν τρόφιμα. Ο διοικητής τους ζήτησε να έρθουν όλοι οι προύχοντες να τον δούνε, γιατί ήθελε να τους προσφέρει απ' όσα είχε. Ο αφέντης είπε ότι θα γύριζαν την επομένη και πράγματι ήρθαν όλοι με άφθονα τρόφιμα και ο διοικητής τους καλοδέχτηκε και τους φέρθηκε πολύ καλά και σε όλους μαζί τους μίλησε και πάλι για όσα είχε πει στην αρχή σ' εκείνον τον σπουδαίο αφέντη, και ανακηρύχτηκε κύριος όλων, εν ονόματι της Μεγαλειότητάς Σας. Οι φύλαρχοι ήταν είκοσι έξι, και σαν σύμβολο της κυριαρχίας του πρόσταξε να στήσουνε ένα σταυρό σ' ένα πολύ ψηλό σημείο, πράγμα που μεγάλη χαρά προκάλεσε στους ινδιάνους και από δω και στο εξής κάθε μέρα έρχονταν οι ινδιάνοι να μας 48
φέρουν τρόφιμα και να συνομιλήσουν με τον διοικητή, πράγμα που τους χαροποιούσε πολύ. Βλέποντας ο διοικητής ότι εκείνο κει το μέρος ήταν καλά εφοδιασμένο και διαθέσιμο κι ότι οι ινδιάνοι ήταν καλοπροαίρετοι, πρόσταξε να συναχτούν όλοι οι συντρόφοι του και τους είπε ότι εκεί ήταν το σωστό μέρος για να φτιάξουν ένα μπριγαvτívι^^ κι έτσι ρίχτηκαν όλοι στη δουλειά. Και βρέθηκε ανάμεσά μας κάποιος που ήξερε να δουλεύει το ξύλο, ονόματι Διέγο Μεχία, ο οποίος, παρ' όλο που αυτό δεν ήταν το επάγγελμά του, έδωσε οδηγίες για το πώς έπρεπε να δουλέψουμε. Τότε ο διοικητής έδωσε διαταγές να μοιραστεί η δουλειά ανάμεσα σε όλους τους συντρόφους, κάθε ένας έπρεπε να φέρει και δύο νομείς^"^, ενώ άλλοι έπρεπε να κουβαλήσουν την καρίνα, άλλοι το ποδόσταμο^^, κι άλλοι να πριονίσουν μαδέρια, έτσι ώστε όλοι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν κάτι, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, γιατί όπως ήτανε χειμώνας και η ξυλεία ήτανε μακριά, έπαιρναν το τσεκούρι τους και πήγαιναν στα βουνά και κόβανε όσα μπορούσαν να κουβαλήσουν και τα μεταφέρανε στην πλάτη τους, κι ενώ εκείνοι τα κουβαλούσαν άλλοι τους προστάτευαν τα νώτα για να μην τους επιτεθούν οι ινδιάνοι. Δουλεύοντας μ' αυτόν τον τρόπο, μέσα σε επτά μέρες κόπηκε όλη η ξυλεία για εκείνο το μπριγαντίνι. Μόλις τέλειωσε αυτή η δουλειά, τους ανατέθηκε άλλη, που ήταν να κάνουνε κάρβουνο για να (ρτιαχτούν κι άλλα καρφιά καθώς και άλλα πράγματα. Κι ήταν να τους θαυμάζεις όταν έβλεπες με πόση χαρά δούλευαν οι σύντροφοί μας και κουβαλούσαν το κάρβουνο κι έτσι ετοιμάστηκαν κι όλα τα υπόλοιπα χρειαζούμενα. Δεν υττήρχε άνθρωπος ανάμεσα σε όλους εμάς που να ήταν συνηθισμένος σε παρόμοιες δουλειές. Όμως, παρ' όλες τις δυσκο33. Γιατί, όπως έχει αναφερθεί, το πλοίο που είχαν ήταν αρκετά κατεστραμμένο και δεν θα τους χρησίμευε για να συνεχίσουν το ταξίδι τους, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι θέλανε να φτάσουν στη θάλασσα. 34. Οι νομείς είναι ισχυρές ξύλινοι δοκοί από σκληρό ξύλο με καμπύλο σχήμα, οι οποίες στερεώνονται κατά ίσα διαστήματα σε καθεμιά από τις δυο πλευρές της καρένας του πλοίου και συναποτελούν με αυτήν τον σκελετό του. 35. Ποδόσταμο ή ποδόστημα ή κοράκι της πρύμνης, είναι η κατακόρυφη συνέχιση της καρένας του πλοίου, η οποία διαμορφώνει την πρύμνη. 4. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΑ, Ελδοράδο
49
λίες αυτές, ο Κύριός μας έδωσε φώτιση σε όλους για όσα έπρεπε να κάνουμε, γιατί έτσι θα σώζαμε τη ζωή μας, ενώ αν φεύγαμε από κει μόνο με το πλοίο και τις πιρόγες και συναντούσαμε, πράγμα που έγινε αργότερα, πολεμοχαρείς φυλές, δεν θα μπορούσαμε ούτε να διαφεντέψουμε τον εαυτό μας μήτε και να εγκαταλείψουμε τον ποταμό και να σωθούμε. Έτσι ήταν ξεκάθαρο ότι ο Θεός φώτισε τον διοικητή να αποφασίσει να κατασκευάσει το μπριγαντίνι σε τούτο το χωριό που ανάφερα παραπάνω, γιατί παρακάτω ήταν αδύνατον και φτιάχτηκε την κατάλληλη στιγμή γιατί οι ινδιάνοι δεν παρέλειψαν να μας φέρνουνε πάντα άφθονο φαγητό όποτε τους το ζητούσε ο διοικητής. Με τόση βιάση ριχτήκαμε στη δουλειά για να φτιάξουμε το μπριγαντίνι, που σε τριάντα πέντε μέρες ήταν έτοιμο και το ρίξαμε στο νερό καλαφατισμένο με στουπί και περασμένο με πίσσα, που μας φέρνανε οι ινδιάνοι, όταν τους το γύρευε ο διοικητής. Δεν ήταν λίγη η χαρά των συντρόφων μας όταν τέλειωσαν εκείνο που τόσο επιθυμούσαν. Σε κείνο το χωριό υπήρχαν τόσα κουνούπια που δεν μπορούσαμε να προφυλαχτούμε ούτε τη μέρα ούτε και τη νύχτα, κι αν δεν τα διώχναμε ο ένας από τον άλλον δεν θα ξέραμε τι να κάνουμε. Επειδή δε η παραμονή μας στο μέρος εκείνο ήταν άνετη και η επιθυμία μας να φέρουμε εις πέρας την εκστρατεία μας ήταν πολύ μεγάλη, η δουλειά δεν μας φαινόταν εξαντλητική. Τότε, κι ενώ ήμασταν απασχολημένοι με το έργο τούτο, ήρθανε να δούνε τον διοικητή τέσσερις ινδιάνοι κι είχε ο καθένας απ' αυτούς ύψος μια παλάμη παραπάνω από τον πιο ψηλό χριστιανό, είχαν δε πολύ λευκό δέρμα και πολύ ωραία μαλλιά που τους έφταναν μέχρι τη μέση, φορούσαν πλούσια ρούχα και πολλά χρυσά στολίδια. Ήταν δε τόσο σεμνοί που όλοι μας μείναμε κατάπληκτοι με τις καλές διαθέσεις τους και την ευγένειά τους. Έβγαλαν πολλά φαγητά που τα απόθεσαν μπροστά στον διοικητή και του είπανε πως ήτανε υττήκοοι ενός πολύ τρανού αφέντη, και ότι με δική του διαταγή έρχονταν να δούνε ποιοι ήμασταν και τι θέλαμε και πού πηγαίναμε. Ο διοικητής τους υποδέχτηκε πολύ καλά και προτού τους μιλήσει, πρόσταξε να τους δώσουν πολλά κοσμήματα κι εκείνοι πολύ το εκτίμησαν και χάρηκαν. Ο διοικητής τους είπε όσα είχε πει και στον αφέντη Απάρια και οι ινδιάνοι ένιωσαν μεγάλη κατάπληξη με τα λόγια του. Οι ινδιά50
νοι ζήτησαν άδεια από τον διοικητή για να πάνε να δώσουν αναφορά στον αφέντη τους. Ο διοικητής τους την έδωσε και τους έστειλε στην ευχή του Θεού, τους έδωσε δε πολλά πράγματα για να πάνε στον αφέντη τους και τους είπε να του μεταφέρουν ότι ο διοικητής τον παρακαλούσε πολύ να έρθει να τον συναντήσει γιατί θα χαιρόταν πολύ να τον δει. Εκείνοι υποσχέθηκαν πως θα το έκαναν και φύγανε και ποτέ πια δεν λάβαμε είδηση μήτε από πού ήταν ούτε και από ποια χώρα είχαν έρθει. Μείναμε στο ίδιο εκείνο μέρος όλη τη Σαρακοστή και εξομολογήθηκαν όλοι οι σύντροφοι στους δύο ιερείς που βρισκόμασταν εκεί^^. Εγώ τους κήρυξα όλες τις Κυριακές και τις γιορτάδες τα σχετικά με τον Μυστικό Δείπνο, τα Πάθη και την Ανάσταση κι ό,τι καλύτερο θέλησε να με φωτίσει ο Λυτρωτής μας με τη χάρη του και προσπάθησα να βοηθήσω όσο μπορούσα να διατηρήσουν το ηθικό τους όλοι εκείνοι οι αδερφοί και σύντροφοι, υπενθυμίζοντάς τους ότι ήταν χριστιανοί και ότι θα υττηρετούσαν τα μέγιστα τον Θεό και τον αυτοκράτορα συνεχίζοντας την αποστολή και υπομένοντας τις τωρινές και τις μέλλουσες κακουχίες μέχρι να επιτύχουμε στις ανακαλύψεις μας αυτές, διότι αυτό τους είχε τύχει στη ζωή και την υπόληψή τους. Μ' αυτόν τον σκοπό λοιπόν κι επειδή είχα αφιερώσει τη ζωή μου στην αίσια έκβαση της περιπλάνησής μας είπα όσα μου φαινόταν πως άρμοζαν στο λειτούργημά μου. Κήρυξα επίσης την Κυριακή του Θωμά^, και μπορώ να μαρτυρήσω μετά πάσης αληθείας ότι, τόσον ο διοικητής όσο και οι λοιποί σύντροφοι διέθεταν τόση επιείκεια ψυχής και πνεύματος και αίσθημα αγιοσύνης και ευλάβειας στον Ιησού και την Πίστη την Αγία, που καλώς έπραξε ο Κύριος μας και ευδόκησε να μας συνδράμει. Ο διοικητής με παρακαλούσε να κηρύξω σε όλους να δείξουν όσο γίνεται την ευλάβειά τους, σαν άτομα που θεωρούν ορθόν να ζητήσουν την φιλευσπλαχνία του Θεού. Επιδιορθώσαμε και το μικρό πλοίο γιατί είχε :πια σαπίσει και αφού τακτοποιήθη36. Εκτός από τον Καρβαχάλ, ο άλλος ιερέας που συνόδευε την αποστολή ήταν ο μοναχός Γκονθάλο ντε λα Βέρα, του τάγματος της Χάριτος. 37. Στις 16 Απριλίου, διότι η Κυριακή του Θωμά είναι η επομένη της Κυριακής του Πάσχα. 51
καν όλα και ήταν πανέτοιμα, διέταξε ο διοικητής να ετοιμαστούν όλοι και να κάνουν προμήθειες γιατί, Θεού θέλοντος, ήθελε να ξεκινήσει την επόμενη Δευτέρα. Σ' αυτό το χωριό μας συνέβη ένα γεγονός που μας ξάφνιασε πολύ. Την Μεγάλη Τετάρτη, τη Μεγάλη Πέμπτη και τη Μεγάλη Παρασκευή μας ανάγκασαν οι ινδιάνοι να νηστέψουμε αναγκαστικά γιατί δεν μας έφεραν φαγητό μέχρι το Σάββατο, παραμονή του Πάσχα, κι όταν ο διοικητής τους ρώτησε γιατί δεν μας είχαν φέρει φαγητό, εκείνοι αποκρίθηκαν ότι ο λόγος ήταν óu δεν είχαν μπορέσει να συλλέξουν τροφή. Κι έτσι το Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα και την Κυριακή του Θωμά, ήταν τόσα τα τρόφιμα που μας έφεραν, που τα πετάγαμε στον κάμπο. Για να πάνε δε όλα καλά, όπως ήταν πρέπον και με κάθε τάξη, έκανε υπολοχαγό έναν ιδαλγό πολύ ικανό για το αξίωμα αυτό, τον Αλόνσο ντε Ρόμπλες, τον οποίο, όταν φτάναμε σε τόπους που οι κάτοικοί τους είχαν εχθρικές διαθέσεις, τον έστελνε ο διοικητής μαζί με μερικούς συντρόφους στη στεριά να περισυλλέξει τρόφιμα για όλους μας ενώ ο διοικητής έμενε να φυλάει τα μπριγαντίνια, τα οποία σε τούτο το ταξίδι ήταν όλο μας το βιος και η μόνη μας παρηγοριά μετά από τον Θεό, διότι οι ινδιάνοι άλλη επιθυμία δεν είχανε από το να μας τα πάρουν. Φύγαμε από το χωριό του Απάρια στις είκοσι τέσσερις του Απρίλη του εν λόγω έτους, παραμονή του Μάρκου του Ευαγγελιστή, με το καινούριο μπριγαντίνι, το οποίο είχε μήκος δεκαεννιά χόας^® κι ήταν αρκετά μεγάλο για να ταξιδεύσει στη θάλασσα. Πορευτήκαμε ανάμεσα στους οικισμούς της ηγεμονίας εκείνης του Απάρια, που ήτανε πάνω από ογδόντα λεύγες, δίχως να συναπαντήσουμε ινδιάνους πολεμιστές, αντίθετα, ο ίδιος ο φύλαρχος ήρθε να δει τον διοικητή και μας και να μας φέρει τρόφιμα. Ανήμερα του Μάρκου του Ευαγγελιστή χαρήκαμε πολύ γιατί φτάνοντας σε κάποιο χωριό ήρθε ο ίδιος ο φύλαρχος και μας πρόσφερε πολλά τρόφιμα, ο δε διοικητής τον υποδέχτηκε πολύ φιλικά. Δεν του φέρθηκε άσχημα γιατί θέληση κι επιθυμία του διοικητή ήταν, αν γινόταν, να παραμείνει σε εκείνο τον τόπο και τους βαρβαρικούς πληθυσμούς χωρίς πρόβλημα, λόγω 38. Η χόα ή γκόα αντιστοιχούσε σε τρεις παλάμες, δηλαδή 0,73 μέτρα. Επομένως το μπριγαντίνι είχε μήκος 13,87 μέτρα. 52
του ότι τον γνώριζε τον τόπο και κάτι τέτοιο δεν θα τον δυσαρεστούσε καθόλου, και γιατί έτσι θα υτιηρετούσε τον Κύριο και Θεό μας και τον Βασιλέα και Αυθέντη μας, όταν ευαρεστείτο η Μεγαλειότητά Σας να λαμπρυνθεί εύκολα η αγία μας κοινότητα και η χριστιανική πίστη και η σημαία της Καστίλλης και όταν η χώρα υποτασσόταν, για να την ειρηνεύσει και να την κατασ'^σει υποτελή στην υττηρεσία του Βασιλέως, όπως θα έπρεπε, γιατί πέρα από την διεκπεραίωση των παραπάνω με επιδεξιότητα και ευσπλαχνία, για τα αναγκαία, θα έπρεπε να τύχουν καλής μεταχείρισης οι ινδιάνοι για να προοδεύσουν και να μην υπάρξει προσφυγή στα όπλα παρά μόνον όταν το επέβαλλε η αυτοάμυνα. Και γι' αυτό τον λόγο, παρ' όλο που όλα τα χωριά που συναπαντήσαμε ήταν ερημωμένα, βλέποντας το πόσο καλά τους φερόμασταν, σ' ολόκληρη την επικράτεια αυτή μας προμήθευαν με τρόφιμα. Μετά από λίγες μέρες έπαψαν πλέον να εμφανίζονται ινδιάνοι, κι απ' αυτό καταλάβαμε πως είχαμε φύγει πια από την χώρα και την ηγεμονία εκείνου του σπουδαίου ηγεμόνα του Απάρια. Κι επειδή ο διοικητής φοβόταν το τι θα μπορούσε να μας συμβεί ένεκα του ότι το τρόφιμά μας ήταν λιγοστά, διέταξε να προχωρήσουν τα μπριγαντίνια με μεγαλύτερη βιάση από το συνηθισμένο. Μια μέρα, το πρωί που είχαμε φύγει από ένα χωριό, βγήκανε να μας συναντήσουν δύο ινδιάνοι με μια πιρόγα, πλησίασαν το μπριγαντίνι στο οποίο ήτανε ο διοικητής, ανέβηκαν επάνω και, πιστεύοντας ο διοικητής ότι εκείνος που ήταν πιο γέρος γνώριζε τον τόπο και θα μπορούσε να μας καθοδηγήσει στον κατάπλου του ποταμού, πρόσταξε να μείνει μέσα και τον άλλον τον έστειλε σπίτι του. Αρχίσαμε να πλέουμε κατάντη του ποταμού, αλλά αποδείχτηκε πως ο ινδιάνος δεν γνώριζε το ποτάμι ούτε και είχε ταξιδέψει ποτέ του εκεί πέρα, κι έτσι ο διοικητής διέταξε να τον ελευθερώσουν και να του δώσουν μια πιρόγα για να γυρίσει στον τόπο του. Από κει και πέρα συναντούσαμε μόνο ερημωμένους τόπους και περάσαμε περισσότερες κακουχίες και πείνα από τα πριν, γιατί ο ποταμός απλωνόταν από βουνό σε βουνό^^, και δεν βρίσκαμε τόπο να κοιμηθού39. Θέλει να πει ότι ήταν πολύ φουσκωμένα τα νερά του. 53
με ούτε και μπορούσαμε να πιάσουμε κανένα ψάρι κι έτσι αναγκαστήκαμε να τρώμε το συνηθισμένο μας έδεσμα, που ήταν χόρτα και αριά και πού λίγο ψημένο καλαμπόκι. Προχωρώντας κατά πώς το 'χαμε συνήθειο με πολύ κόπο κι υποφέροντας πολύ από την πείνα, μια μέρα κατά το μεσημέρι φτάσαμε σε έναν ψηλό τόπο που έμοιαζε ότι ήταν κάποτε κατοικημένος και φαινόταν ότι εκεί μπορούσαμε να βγούμε και να ψάξουμε να βρούμε κάποια τρόφιμα ή ψάρια. Ήταν ανήμερα του Αγίου Ιωάννου του Ante-portamlatínam, έξι Μαΐου δηλαδή, κι εκεί συνέβη ένα γεγονός που δεν θα τολμούσα να το γράψω αν δεν είχα τόσους μάρτυρες που ήταν παρόντες σ' αυτό. Ένας σύντροφος που έχω αναφέρει ήδη το όνομά του, εκείνος που έδινε διαταγές για το φτιάξιμο του μπριγαντινιού, έριξε με τη βαλλίστρα σ' ένα πουλί που καθόταν σ' ένα δέντρο δίπλα στο ποτάμι, και πετάχτηκε ο αγκώνας της βαλλίστρας^ κι έπεσε στο ποτάμι. Μην έχοντας καμιά ελπίδα να ξαναβρεί τον αγκώνα, ένας άλλος σύντροφος ονόματι Κοντρέρας, έριξε ένα αγκίστρι στον ποταμό με ένα ραβδί και έβγαλε ένα ψάρι πέντε παλάμες μακρύ, κι επειδή ήταν μεγάλο και το αγκίστρι μικρό, χρειάστηκε να βάλει πολλή τέχνη για να το βγάλει κι όταν το άνοιξε, μέσα στο στομάχι του βρέθηκε ο αγκώνας της βαλλίστρας, κι έτσι επιδιορθώθηκε, πράγμα που κατόπιν αποδείχθηκε σωτήριο γιατί, εκτός απ' τον Θεό, οι βαλλίστρες ήταν εκείνες που μας έσωσαν τη ζωή. Όταν έκλεισαν δώδεκα μέρες από την Πρωτομαγιά, φτάσαμε στις επαρχίες του Ματσιπάρο"^^, που είναι πολύ σπουδαίος ηγεμόνας και διαφεντεύει πλήθος λαού, η δε χώρα του συνορεύει μ' εκείνη ενός άλλου ηγεμόνα το ίδιο σπουδαίου, ονόματι Ομάγα"^^, κι είναι αναμεταξύ τους φίλοι κι ενώνουν τις δυνάμεις τους για να πολεμήσουν άλλους ηγεμόνες που βρίσκονται στην ενδοχώρα, που τους επιτίθενται καθημερινά για να τους διώ40. ο αγκώνας της β(χλλίστρας ήταν ένα κομμάτι από κόκαλο, συνήθως από το κάτω μέρος του κέρατου ελαφιού, το οποίο χρησίμευε για να στερεώνει την χορδή. 41. Η αρχή της ετακράτειας του ηγεμόνα Ματσιπάρο μπορεί να τοποθετηθεί κοντά στην συμβολή του ποταμού Τεφέ με τον Αμαζόνιο. 42. Ομάγα ή Ομάγουα. 54
ξουν απ' τα σπίτια τους. Το Ματσιπάρο αυτό είναι χτισμένο πάνω στον ποταμό, σ' ένα ύψωμα κι έχει πολλά και μεγάλα χωριά, που σε καιρό πολέμου συγκεντρώνουν ίσαμε πενήντα χιλιάδες άνδρες, ηλικίας από τριάντα ως εξήντα χρόνων, γιατί τα νεαρά παλικάρια δεν πάνε στον πόλεμο, κι όσες μάχες κάναμε εμείς μαζί τους δεν είδαμε παρά μόνο γέρους, που ήτανε πολύ καλοστεκούμενοι κι έχουνε χνούδι αντί για γένια. Προτού φτάσουμε σ' αυτό το χωριό, από δυο λεύγες μακριά είδαμε ν' ασπρίζουν τα χωριά, και δεν είχαμε προχωρήσει και πολύ όταν είδαμε να ανεβαίνουν τον ποταμό πολλές πιρόγες, όλες έτοιμες για πόλεμο, με πολλά στολίδια κι ασπίδες, που είναι φτιαγμένες από όστρακο σαύρας^^ και τομάρια από μανάτους"^ και τάπιpoυς'*^ με ύψος όσο κι ένας άντρας που τους καλύπτουν ολόκληρους. Κάνανε πολύ μεγάλο σαματά, χτυπούσαν πολλά τύμπανα και φυσούσαν τρομπέτες φτιαγμένες από ξύλο, απειλώντας μας ότι θα μας φάνε. Τότε ο διοικητής πρόσταξε να πάνε τα δύο μπριγαντίνια δίπλα-δίπλα για να προστατεύουν το ένα το άλλο και να πιάσουν όλοι τα όπλα τους και να έχουν τα μάτια τους τέσσερα. Ανάγκη ήτανε δε να καταλάβουν ότι έπρεπε να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους και να παλέψουν για να βγουν σώοι από την κατάσταση αυτή, όλοι δε έπρετυε να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στα χέρια του Θεού, γιατί Εκείνος θα μας έστεργε στη δύσκολη στιγμή που περνούσαμε. Στο αναμεταξύ, οι ινδιάνοι όλο και πλησίαζαν, χωρισμένοι σε ομάδες για να μας κυκλώσουν, κι ήταν τόση η τάξη και η ορμή τους που φαινόταν ότι πια μας είχαν στο χέρι. Οι σύντροφοί μας όμως ήταν τόσο ψυχωμένοι που φαινόταν ότι μπο43. Εννοεί από δέρμα καιμάν. Η λέξη καιμάν προέρχεται από την ισπανική caiman, παραφθορά της καραϊβικής λέξης acayouman. Είδος κροκόδειλου ποτάμιου και λιμναίου της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής, με μήκος που (ρτάνει μέχρι και 6 μέτρα. Οι καιμάν διακρίνονται από τους αλιγάτορες για τις οστεοποιημένες κοιλιακές φολίδες. 44. Βλέπε σημ. 31. 45. Πρόκειται για τον Tapirus Amerícanus, γένος περισσοδάκτυλων θηλαστικών, μεγέθους όσο και ένα μικρόσωμο άλογο, που χαρακτηρίζεται από κωνική κεφαλή που καταλήγει σε μακριά προβοσκίδα. Το δέρμα του είναι πολύ σκληρό και γι' αυτό χρησιμοποιείται στην κατασκευή πανοπλιών και αστϋίδων. 55
ρούσε o καθένας τους να τα βάλει με τέσσερις ινδιάνους και βάλε. Έτσι πλησίαζαν οι ινδιάνοι μέχρι που άρχισαν να μας επιτίθενται. Τότε ο διοικητής πρόσταξε να ετοιμαστούν τα αρκεβούζια και οι βαλλίστρες. Εδώ μας συνέβη μια ατυχία που δεν ήταν και μικρή για τη δύσκολη θέση στην οποία ήμασταν. Οι άντρες με τα αρκεβούζια ανακάλυψαν ότι το μπαρούτι ήταν υγρό κι έτσι ήταν άχρηστο κι αναγκαστήκαμε να καλύψουμε την έλλειψη των αρκεβουζίων με τις βαλλίστρες. Κι έτσι άρχισαν οι άντρες με τις βαλλίστρες να καταφέρουν πλήγματα στον εχθρό, γιατί βρίσκονταν κοντά κι εμείς ήμασταν επίφοβοι. Κι όίταν είδαν οι ινδιάνοι την καταστροφή που τους κάναμε, άρχισαν να υποχωρούν, δίχως όμως να δείχνουν σημάδια δειλίας, αντίθετα έμοιαζε να μεγαλώνει η ορμητικότητά τους κι ολοένα κι έρχονταν κι άλλα πλήθη προς βοήθειά τους, κάθε φορά δε που έφτανε βοήθεια μας ρίχνονταν με τόση ορμή κι ανδρεία που έμοιαζε να θέλουνε να αρπάξουν τα μπριγαντίνια. Με τούτο τον τρόπο πολεμούσαμε ίσαμε που φτάσαμε στο χωριό, όπου μεγάλο πλήθος μας περίμενε στις απόκρημνες όχθες για να διαφεντέψουν τα σπίτια τους. Σε τούτο εδώ το μέρος δώσαμε σκληρή και επικίνδυνη μάχη, γιατί οι ινδιάνοι ήταν πολλοί και μας ρίχνονταν με μανία κι απ' το νερό κι απ' τη στεριά κι απ' όλες τις μεριές. Κι έτσι αναγκαστήκαμε, με κίνδυνο να χαθούμε όλοι, να επιτεθούμε και να καταλάβουμε το πρώτο πόστο, εκεί όπου οι ινδιάνοι δεν αφήνανε να πηδήξουν στη στεριά τους συντρόφους μας, γιατί το υπερασπίζονταν με νύχια και με δόντια. Κι αν δεν ήταν οι βαλλίστρες, που στο σημείο αυτό οι βολές τους μας βοήθησαν πολύ, δεν θα κερδίζαμε το λιμάνι, πράγμα που αποδεικνύει ότι ήταν Θεία Πρόνοια το ότι βρήκαμε ξανά τον αγκώνα της βαλλίστρας. ΤΕτσι, με τούτη τη βοήθεια, αγκυροβόλησαν τα μπριγαντίνια στη στεριά και ττήδηξαν στο νερό οι μισοί από τους συντρόφους μας και χίμηξαν στους ινδιάνους με τόση ορμή που τους ανάγκασαν να τραπούν σε φυγή, ενώ οι υπόλοιποι μισοί μείνανε στα μπριγαντίνια για να τα υπερασπιστούν από τους άλλους που βρίσκονταν στο νερό, και δεν έλεγαν να πάψουν να πολεμούν, παρ' όλο που η στεριά ήτανε πια δική μας και οι βαλλίστρες τους προξενούσανε μεγάλο κακό, εκείνοι δεν έλεγαν να παρα'ή^σουν τους κακόβουλους σκοπούς τους. Αφού καταλήφθηκε η είσοδος του χωριού, πρόσταξε ο 56
διοικητής τον υπολοχαγό να πάρει μαζί του είκοσι πέντε άντρες και να γυρίσει όλο το χωριό, να διώξει τους ινδιάνους και να ψάξει να βρει τρόφιμα, γιατί σκοπό είχε να μείνει για να ξαποστάσει σε κείνο κει το χωριό πέντε-έξι μέρες για να συνέλθουμε από τις κακουχίες που είχαμε περάσει. Κι έτσι πήγε ο Αλφέρεθ και προχώρησε ίσαμε μισή λεύγα μέσα στο χωριό, με πολλές δυσκολίες, γιατί, παρ' όλο που οι ινδιάνοι υποχωρούσαν, πολεμούσαν με γενναιότητα καθώς έφευγαν σαν άντρες που τους ήτανε δύσκολο πολύ να παρατήσουν τα σπίτια τους. Κι επειδή οι ινδιάνοι όταν δεν επιτύχουν με την πρώτη το σκοπό τους, τρέπονται εις φυγή για να ανασυνταχτούν και να ξαναγυρίσουν αργότερα, και επί του προκειμένου είχαν ήδη τραπεί εις φυγή. Μόλις είδε ο υπολοχαγός το πλήθος του κόσμου, αποφάσισε να μην προχωρήσει αλλά να γυρίσει και να εξιστορήσει στον διοικητή τα καθέκαστα, κι έτσι γύρισε πίσω δίχως να του κάνουν κακό οι ινδιάνοι, και φτάνοντας στην είσοδο του χωριού, βρήκε τον διοικητή να έχει εγκατασταθεί στα οικήματα ενώ ακόμα του έκαναν επιθέσεις από τη μεριά του ποταμού. Του εξιστόρησε όλα όσα συνέβησαν καθώς και ότι υπήρχε μεγάλη ποσότητα τροφίμων, χελώνες σε δεξαμενές και κτίσματα με νερό καθώς και πολλά κρέατα και ψάρια και κάτι σαν γαλέτες, κι ήταν τόσο άφθονα που φτάνανε για να ταΐσουν ένα στρατόπεδο με χίλιους άνδρες για ένα χρόνο. Βλέποντας ο διοικητής ότι το λιμάνι ήταν καλό, αποφάσισε να μαζέψουμε τρόφιμα και να ξαποστάσουμε εδώ, όπως ήδη έχω πει, και για το σκοπό αυτό διέταξε να φωνάξουν τον Κριστόμπαλ Μαλδονάδο και του είπε να πάρει μια ντουζίνα άντρες και να πάει να περισυλλέξει όσα τρόφιμα μπορούσε. Και πράγματι ττήγε και βρήκε τους ινδιάνους να τριγυρίζουν στο χωριό και να μαζεύουν τα τρόφιμα που είχανε εκεί. Αυτός, ο Κριστόμπαλ Μαλδονάδο, άρχισε να μαζεύει τρόφιμα και αφού είχε περισυλλέξει γύρω στις χίλιες χελώνες, ξεσηκώθηκαν οι ινδιάνοι και αυτή τη δεύτερη φορά ήρθε πια μεγάλο πλήθος και φαίνονταν πολύ αποφασισμένοι να μας σκοτώσουν και να προχωρήσουν και να επιτεθούν εκεί που βρισκόμασταν με τον διοικη'π^. Βλέποντας δε ο Κριστόμπαλ Μαλδονάδο τον ξεσηκωμό των ινδιάνων, φώναξε τους συντρόφους του και τους επιτέθηκε και καθυστέρησαν πολύ εκεί πέρα γιατί οι ινδιάνοι ξεπερνούσαν τις 57
δύο χιλιάδες ενώ οι σύντροφοι που ήτανε μαζί με τον Κριστόμπαλ Μαλδονάδο δεν ήταν πάνω από δέκα, και πολέμησαν πολύ σκληρά για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Στο τέλος φάνηκαν τόσο επιδέξιοι που κατατρόπωσαν τους ινδιάνους και συνέλεξαν ξανά τα τρόφιμα. Απ' αυτή τη μάχη πληγώθηκαν δυο σύντροφοι. Και επειδή η χώρα ήταν πυκνοκατοικημένη και κάθε μέρα οι ινδιάνοι ανανεώνονταν και ανασυντάσσονταν, επιτέθηκαν και πάλι στον Κριστόμπαλ Μαλδονάδο με τόση ορμητικό^τα που έμοιαζε να θέλουν, και παρ' ολίγο να τα καταφέρουν, να τους πιάσουν όλους τους. Σ' αυτή την επίθεση λαβώσανε πολύ σοβαρά έξι συντρόφους, άλλους στα μπράτσα κι άλλους στα πόδια, και τον ίδιο τον Κριστόμπαλ Μαλδονάδο τον πλήγωσαν στο μπράτσο και του κατάφεραν μια μπαστουνιά στο πρόσωπο. Εδώ βρεθήκανε σε πολύ δύσκολη θέση και μεγάλη ανάγκη, γιατί οι σύντροφοι, όντας πληγωμένοι και κατάκοποι [κατεστραμμένο] δεν μπορούσανε να πάνε ούτε μπρος ούτε πίσω, και πιστέψανε πια όλοι ότι ο θάνατός τους ήταν σίγουρος. Λέγανε δε ότι θέλανε να γυρίσουν εκεί όπου ήταν ο διοικητής κι ο Κριστόμπαλ Μαλδονάδο τους είπε να μην το σκέφτονται καν, γιατί εκείνος δεν σκόπευε να επιστρέψει εκεί όπου βρισκόταν ο διοικητής του και να αφήσει να κατισχύσουν οι ινδιάνοι. Κι έτσι σύναξε όσους συντρόφους μπορούσαν ακόμα να πολεμήσουν και άρχισε να αντιστέκεται, πολέμησε δε τόσο ψυχωμένα, που ήταν του λόγου του που κατάφερε να μην σκοτώσουν οι ινδιάνοι όλους τους συντρόφους μας. Στο μεταξύ, είχανε έρθει οι ινδιάνοι από την πάνω μεριά να επιτεθούν κι από τις δυο μεριές εκεί όπου βρισκόταν ο διοικητής μας, επειδή δε ήμασταν όλοι μας κατάκοποι από τη μάχη και αμέριμνοι και πιστεύαμε ότι είχαμε τα νώτα μας καλυμμένα γιατί μας προστάτευε ο Κριστόμπαλ Μαλδονάδο, φαίνεται πως θέλημα Κυρίου φώτισε τον διοικητή να στείλει τον προαναφερθέντα, γιατί άμα δεν τον είχε στείλει ή αν δεν βρισκόταν εκεί όπου ήταν, είμαι σίγουρος ότι οι ζωές μας θα έμπαιναν σε μεγάλο κίνδυνο. Κι όπως είπα, ο διοικητής μας και όλοι εμείς ήμασταν χωρίς αρματωσιές κι αμέριμνοι, κι έτσι οι ινδιάνοι κατόρθωσαν να μπούνε στο χωριό και να μας επιτεθούν δίχως να γίνουν αντιληπτοί. Τότε τους είδε ένας σύ58
ντροφός μας, ονόματι Κριστόμπαλ ντε Αγιλάρ^^, ο οποίος ρίχτηκε μπροστά, πολεμώντας πολύ ψυχωμένα και κάλεσε συναγερμό. Ακούγοντάς τον ο διοικητής μας βγήκε να δει τι συνέβαινε, χωρίς αρματωσιά^^, με το σπαθί στο χέρι, και είδε ότι οι ινδιάνοι είχανε κυκλώσει όλα τα σπίτια στα οποία βρίσκονταν οι σύντροφοί μας. Εκτός δε απ' αυτό, στην πλατεία βρισκόταν μια ομάδα από πεντακόσιους και παραπάνω ινδιάνους. Ο διοικητής άρχισε να φωνάζει, κι έτσι βγήκανε οι σύντροφοί μας στο κατόπι του διοικητή και ρίχτηκαν πάνω στην ομάδα με τόση λύσσα που τους διέλυσαν και ήταν μεγάλο το κακό που προξένησαν στους ινδιάνους, αλλά εκείνοι δεν έπαψαν να πολεμούν και να αμύνονται, κι έτσι πλήγωσαν εννιά συντρόφους άσχημα πολύ, μετά δε από δύο ώρες που πολεμούσαμε, οι ινδιάνοι νικήθηκαν και διαλύθηκαν ενώ οι δικοί μας ήταν κατάκοποι. Στην αναμέτρηση αυτή διακρίθηκαν πολλοί από τους συντρόφους μας, που μέχρι τότε δεν είχαμε δει την αξία τους και δεν τους υπολογίζαμε και πολύ. Όλοι τους κατάλαβαν πολύ καλά την δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμασταν, υπήρξε δε κι ένας άνθρωπος που μ' ένα κοντό σπαθί όρμησε καταμεσής στον εχθρό και πολέμησε τόσο γερά που τον θαυμάσαμε όλοι μας και στο τέλος πληγώθηκε στο ένα πόδι. Μπλας ντε Μεδίνα είναι τ' όνομά του. Όταν τέλειωσε κι αυτό, έστειλε ο διοικητής να μάθει τι είχε συμβεί στον Κριστόμπαλ Μαλδονάδο και πώς τα πήγαινε, τον συνάντησαν όμως μεσοδρομίς, γιατί επέστρεφε πια εκεί όπου βρισκόταν ο διοικητής, μαζί με όλους τους λαβωμένους. Κι ένας σύντροφος που λεγόταν Πέδρο ντε Αμπούδια, ο οποίος είχε πάει μαζί του, πέθανε σε οκτώ μέρες από τις λαβωματιές του. Ήταν γέννημα του Θιουδάδ Ροδρίγο. Όταν έφτασε ο Κριστόμπαλ Μαλδονάδο εκεί όπου βρισκόταν ο διοικητής, πρόσταξε ο διοικητής να μείνουμε αυτού για να γιατρευτούν οι λαβωμένοι που ήταν δεκαοχτώ, κι άλλη θε46.0 Κριστόμπαλ ντε Αγιλάρ ήταν γιος του Μάρκος ντε Αγιλάρ και μιας ινδιάνας. Την εποχή εκείνη ήταν είκοσι επτά με είκοσι οκτώ χρόνων και είχε συμμετάσχει στους πολέμους του Περού και με τον Μπεναλκάθαρ στην κατάκτηση του Ποπαγιάν και της Λίλε. 47. Θέλει να πει χωρίς πανοπλία. 59
ραπεία δεν υττήρχε παρά μόνο γιατροσόφια, με τη βοήθεια δε του Κυρίου, σε δεκαπέντε μέρες γιάνανε όλοι τους, εκτός από εκείνον τον έναν που πέθανε. Στο αναμεταξύ ήρθανε να πούνε στον διοικητή ότι οι ινδιάνοι ξαναγύρισαν και πως βρίσκονταν σιμά σε μας σε ένα πέρασμα, περιμένοντας να ανασυνταχτούν. Για να τους διώξουν από κει πρόσταξε ο διοικητής ένα παλικάρι, ονόματι Κριστόμπαλ Ενρίκεθ να πάρει δεκαπέντε άντρες και να πάει εκεί πέρα. Πράγματι, εκείνος ττήγε και φτάνοντας πλήγωσαν στο πόδι έναν αρκεβουζιέρη που είχε μαζί του. Έτσι χάσαμε έναν από τους αρκεβουζιέρηδες γιατί από δω και στο εξής δεν μπορούσε πια να πολεμήσει. Στη συνέχεια ο Κριστόμπαλ Ενρίκεθ έστειλε μήνυμα στον διοικητή για τα καθέκαστα και του μήνυσε επίσης να του στείλει κι άλλους άντρες γιατί οι ινδιάνοι ήταν πολλοί και όσο περνούσε η ώρα όλο και ανασυντάσσονταν. Ο διοικητής τότε έστειλε μήνυμα και προσταγή στον Κριστόμπαλ Ενρίκεθ ν' αρχίσει να έρχεται σιγά-σιγά εκεί όπου βρίσκονταν, δίχως να δείξει ότι οπισθοχωρούσε, γιατί δεν ήτανε καιρός να βάλουν σε κίνδυνο τη ζωή κανενός Ισπανού, κι ούτε κι ο ίδιος μήτε και οι σύντροφοί του επρόκειτο να κατακτήσουν τη χώρα ούτε κι αυτή ήταν η πρόθεσή του, γιατί ο Θεός τους είχε φέρει ίσαμε δω καταπλέοντας τον ποταμό, για να εξερευνήσουν τον τόπο και όταν ερχόταν η ώρα και ήταν θέλημα του Θεού και Κυρίου μας και της Μεγαλειότητάς Σας, θα έστελνε για να την κατακτήσουν. Κι έτσι, εκείνη την ημέρα, αφού συγκεντρώθηκαν οι άντρες, τους μίλησε ο διοικητής υπενθυμίζοντάς τους τις κακουχίες που είχανε περάσει και εμψυχώνοντάς τους για όσες τους περίμεναν στο μέλλον, δίνοντάς τους προσταγή να αποφεύγουν τις συγκρούσεις με τους ινδιάνους γιατί μπορεί να απέβαιναν επικίνδυνες. Κι αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία κατάντη του ποταμού κι άρχισε να φορτώνει στα πλοία τρόφιμα, κι αφού τα φόρτωσαν, έδωσε διαταγή ο διοικηττ'ίς να ανέβουν στα πλοία οι λαβωμένοι, κι όσους δεν μπορούσανε να βαδίσουν πρόσταξε να τους τυλίξουν σε κουβέρτες και να τους πάρουν στην πλάτη τους οι άλλοι, σαν να κουβαλούσαν φορτία καλαμπόκι, για να μην επιβιβαστούν κουτσαίνοντας και τους δουν οι ινδιάνοι κι αναθαρρήσουν και δεν μας αφήσουν να επιβιβαστούμε. Αφού έγινε αυτό, κι ενώ τα μπριγαντίνια ήταν έτοιμα κι οι άντρες ξαρμάτωτοι και με 60
τα χέρια στα κουπιά, κατέβηκε ο διοικητής μαζί με τους άντρες με μεγάλη τάξη και επιβιβάστηκαν στα πλοία και τράβηξαν να διασχίσουν τον ποταμό. Δεν βρισκόμασταν καλά - καλά σε απόσταση ριξιάς μιας πέτρας όταν καταφτάνουν πάνω από τετρακόσιοι ινδιάνοι κι από τη μεριά του ποταμού κι από τη στεριά, κι εκείνοι που βρίσκονταν στη στεριά επειδή δεν μπορούσανε να μας βάλουν στο χέρι, άλλο δεν έκαναν από το να ξεφωνίζουν και να ουρλιάζουν. Εκείνοι που ήταν στο ποτάμι μας χιμούσαν ασταμάτητα και με μεγάλη μανία σαν άνθρωποι που είχαν πάθει ζημιά, οι συντρόφοι μας όμως, με τις βαλλίστρες και τα αρκεβούζια υπερασπίζονταν τόσο καλά τα μπριγαντίνια που κρατούσαν μακριά όλους εκείνους τους αχρείους. Αυτά συνέβαιναν κατά το λιόγερμα, μ' αυτό τον τρόπο μας ακολούθησαν ολονυχτίς, κάνοντας πού και πού επιθέσεις και δεν μας άφηναν στιγμή να ανασάνουμε, γιατί μας είχαν βάλει στα δυο στενά. Έτσι πορευόμασταν μέχρι που ξημέρωσε και βρεθήκαμε ανάμεσα σε πολλά και μεγάλα χωριά, απ' όπου ξεπρόβαιναν συνεχώς καινούριοι ινδιάνοι κι αντικαθιστούσαν εκείνους που ήταν κουρασμένοι. Κατά το μεσημέρι, οι σύντροφοί μας δεν μπορούσανε πια να κωπηλατήσουν γιατί ήμασταν όλοι μας κατάκοποι από την άσχημη νύχτα που περάσαμε και τις επιθέσεις των ινδιάνων. Ο διοικητής, για να ξαποστάσουν λίγο οι άντρες και να βάλουν κάτι στο στόμα τους, πρόσταξε να πάμε σ' ένα κατοικημένο νησί, που βρισκόταν καταμεσής στον ποταμό. Μόλις αρχίσαμε να μαγειρεύουμε για να φάμε, κατέφτασαν στο νησί πολυάριθμες πιρόγες και μας ρίχτηκαν τρεις φορές, έτσι που βρεθήκαμε σε πολύ δύσκολη θέση. Βλέποντας οι ινδιάνοι πως δεν γινόταν να μας κατατροπώσουν από τη μεριά του ποταμού, συμφώνησαν να μας ριχτούν κι από τη στεριά κι από τον ποταμό, γιατί ήσανε τόσοι πολλοί οι ινδιάνοι που έφταναν και περίσσευαν. Βλέποντας ο διοικητής τις κινήσεις των ινδιάνων, αποφάσισε να μην τους περιμένει στη στεριά κι έτσι επιβιβάστηκε στα πλοία και ακολούθησε τη ροή του ποταμού, γιατί εκεί πίστευε ότι θα μπορούσε να υπερασπιστεί καλύτερα τον εαυτό του. Κι έτσι αρχίσαμε να προχωράμε κι οι ινδιάνοι δεν έπαυαν να μας ακολουθούν και να μας ρίχνονται χωρίς αναπαμό, γιατί από αυτά τα χωριά είχανε πια μαζευτεί πολλοί ινδιάνοι, και από τη μεριά της στεριάς δεν 61
μπορούσες πια να μετρήσεις το πλήθος που εμφανιζόταν. Ανάμεσα σ' όλο αυτό τον λαό και τα πολεμικά μονόξυλα υπήρχαν και τέσσερις πέντε μάγοι, που είχαν όλοι τους βαμμένα άσπρα τα κορμιά τους και τα στόματά τους γεμάτα στάχτη που πέταγαν στον αέρα, με κάτι θυμιατά από κλαδιά στα χέρια τους με τα οποία ραντίζανε με νερό το ποτάμι κάνοντας μαγγανείες, και αφού κάνανε μια βόλτα γύρω από τα μπριγαντίνια μας μ' αυτόν τον τρόπο, καλούσαν τους πολεμιστές, κι έπειτα άρχιζαν να παίζουν τις κορνέτες, τις ξύλινες τρομπέτες τους και τα ταμπούρλα τους και παρευθύς χιμούσαν κατά πάνω μας. Όπως όμως έχω ήδη πει, τα αρκεβούζια και οι βαλλίστρες ήταν, μετά το Θεό, η σωτηρία μας. Και μας ακολουθούσαν μ' αυτό τον τρόπο μέχρι που μας ανάγκασαν να μπούμε σε ένα στένωμα, σε μια διακλάδωση του ποταμού. Εδώ βρεθήκαμε σε πολύ δύσκολη θέση και δεν ξέρω αν θα απόμενε κανένας από μας ζωντανός, γιατί μας είχαν στήσει παγίδα από τη μεριά της στεριάς και μας είχαν πια στο χέρι. Όσοι ήτανε μέσα στο ποτάμι αποφάσισαν να μας ξεπαστρέψουν, αποφασισμένοι πια να το κάνουν, γιατί ήταν πολύ σιμά, και προπορευόταν ο αρχηγός τους, επιδεικνύοντας την αντρεία του, τον οποίο έβαλε στόχο ένας σύντροφός μας, ονόματι Θελίς και του έριξε με το αρκεβούζιο και τον πέτυχε κατάστηθα και τον σκότωσε. Τότε οι άντρες του έχασαν όλη τους την ορμή και πήγανε να δούνε τον αφέντη τους, και στο αναμεταξύ εμείς καταφέραμε να ξεφύγουμε, τραβώντας κατά πλάτος του ποταμού. Μας ακολούθησαν όμως ακόμα δυο μέρες και δυο νύχτες, δίχως να μας αφήσουν σε αναπαμό, τόσο αργοπορήσαμε δε να φύγουμε από τη χώρα αυτού του ηγεμόνα, του Ματσιπάρο, που μας φάνηκε σε όλους μας πως το ταξίδι μας κράτησε πάνω από ογδόντα λεύγες. Και παντού μιλούσαν την ίδια γλώσσα, παντού υπήρχαν οικισμοί, κι από οικισμό σε οικισμό ήταν απόσταση μιας ριξιάς βαλλίστρας, κι ο πιο μακρινός ήταν μισή λεύγα μακριά, κι ήταν και ένα χωριό που εκτεινόταν σε μήκος πέντε λεύγες, με τα σπίτια κολλητά, πολύ εντυπωσιακό να τα βλέπεις. Έτσι όπως περνούσαμε βιαστικά και προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε δεν είχαμε καιρό να μάθουμε τι υπήρχε στην ενδοχώρα. Καταπώς όμως φαινόταν, πρέπει να είναι η πιο πυκνοκατοικημένη που έχουμε δει, και το ίδιο μας είπανε κι οι ινδιάνοι της επαρχίας 62
του Απάρια, ότι δηλαδή στα παραμέσα εδάφη προς το νότο υττήρχε ένας μέγας ηγεμόνας, που λεγόταν Ίκα'^, και πως αυτός είχε αμύθητα πλούτη και πολύ χρυσάφι και ασήμι, πληροφορία καλή κι αξιόπιστη. Έτσι λοιπόν, μετά από τόσες δυσκολίες, φύγαμε από την επικράτεια όπου ηγεμόνευε ο Ματσιπάρο και φτάσαμε σε μια άλλη το ίδιο μεγάλη, όπου άρχιζε η ηγεμονία του Ονιγουαγιάλ. Καθώς μπαίνεις στην χώρα αυτή υπάρχει ένα χωριό, όχι και πολύ μεγάλο, που ήταν φυλάκιο σ' ένα ύψωμα πάνω από τον ποταμό, όπου ήτανε συναγμένοι πολλοί πολεμιστές. Βλέποντας ο διοικητής ότι ούτε ο ίδιος ούτε και οι σύντροφοί του μπορούσαν να αντέξουν κι άλλες κακουχίες, γιατί δεν ήταν μόνο ο πόλεμος, αλλά κι η πείνα που μας τυραννούσε, αφού οι ινδιάνοι, παρ' όλο που είχαμε ανάγκη να φάμε, δεν μας άφηναν σε ανάπαυλα με τις ασταμάτητες επιθέσεις που μας έκαναν, ττήρε την απόφαση να καταλάβει το χωριό αυτό. Πρόσταξε λοιπόν να βάλουν ρότα τα μπριγαντίνια για το λιμάνι, βλέποντας δε οι ινδιάνοι ότι θέλαμε να καταλάβουμε το χωριό τους, άρχισαν να ετοιμάζονται για να αντισταθούν. Κι έτσι, ενώ σιμώναμε στο λιμάνι, οι ινδιάνοι άρχισαν να ξοδεύουν από τα πολεμοφόδιά τους και μας ανάγκασαν να σταματήσουμε. Βλέποντας ο διοικητής την αντίσταση των ινδιάνων, πρόσταξε τους άντρες να χρησιμοποιήσουν αμέσως τις βαλλίστρες και τα αρκεβούζια και να τραβήξουν γρήγορα κουπί για να ρίξουν κάβους στη στεριά. Έτσι λοιπόν, με τη βοήθεια όλων των αντρών κατάφεραν να πλησιάσουν τα μπριγαντίνια στη στεριά και ττήδηξαν οι συντρόφοι και πολέμησαν τόσο γενναία που έτρεψαν σε φυγή τους ινδιάνους κι έτσι καταλάβαμε το χωριό μαζί με όλα τα τρόφιμα που υττήρχαν. Το χωριό αυτό ήταν καλά οχυρωμένο, και γι' αυτό το λόγο, είπε ο διοικητής πως ήθελε να ξαποστάσουμε εδώ πέρα τρεις-τέσσερις μέρες και να κάνουμε μερικές προμήθειες για αργότερα. Κι έτσι ξαποστάσαμε, παρ' ότι δεν λείψανε οι επιθέσεις και μάλιστα πολύ επικίνδυνες, γιατί μια μέρα κατά τις δέκα η ώρα κατέφτασε μεγάλο πλήθος 48. Ίκα είναι το όνομα του ποταμού Πουτουμάγιο στη Βραζιλία. Ταυτόχρονα είναι και το όνομα του φυλάρχου για τα πλούτη του οποίου έχουν πληροφορήσει οι ιθαγενείς τον Ορελιάνα. 63
από πιρόγες και προσπάθησαν να λύσουν τους κάβους στα μπριγαντίνια που βρίσκονταν στο λιμάνι και να τα αρπάξουν, κι αν δεν είχε προβλέψει ο διοικητής να διατάξει τους άντρες με τις βαλλίστρες να πηδήξουν γρήγορα μέσα δεν θα είχαμε μπορέσει να τα υπερασπιστούμε. Κι έτσι, με τη βοήθεια του Κυρίου και με τη δεξιοτεχνία και την καλοτυχία των συντρόφων μας με τις βαλλίστρες, καταφέραμε κάποια πλήγματα στους ινδιάνους, που θεώρησαν καλό να πάρουν των ομματίων τους και να γυρίσουν στα σπιτικά τους. Έτσι μείναμε και ξαποστάσαμε ασφαλείς σε τούτο δω το αποκούμπι, τρώγοντας κατά την όρεξή μας, και μείναμε τρεις μέρες σ' αυτό το χωριό. Υπήρχαν πολλοί δρόμοι, πολύ καλοφτιαγμένοι που οδηγούσαν στην ενδοχώρα, κι αυτό ανησύχησε τον διοικητή, που έδωσε προσταγή να ετοιμαστούμε, γιατί άλλο δεν ήθελε να μείνουμε εκεί, μια που η παραμονή μας μπορεί να έκρυβε κινδύνους. Το είπε ο διοικητής κι αμέσως άρχισαν όλοι τις προετοιμασίες για να αναχωρήσουν μόλις τους πρόσταζε. Είχαμε προχωρήσει, από τότε που αφήσαμε τη χώρα του Απάρια και μέχρι τούτο το χωριό, τριακόσιες σαράντα λεύγες, τις διακόσιες τις κάναμε δίχως να απαντήσουμε κατοικημένο τόπο. Σε τούτο το χωριό βρήκαμε μεγάλη ποσότητα από νοστιμότατες γαλέτες, που τις φτιάχνουν οι ινδιάνοι από καλαμπόκι και γιούκα"^^, καθώς και πολλά φρούτα κάθε λογής. Μα για να ξαναπιάσω την εξιστόρησή μου, πρέπει να πω ότι την Κυριακή μετά την Ανάληψη του Κυρίου, κινήσαμε από τούτο το χωριό και αρχίσαμε να προχωρούμε και δεν θα είχαμε κάνει ούτε δυο λεύγες όταν είδαμε στα δεξιά μας να ενώνεται με τον ποταμό αυτό ένα άλλο ποτάμι πολύ πιο ορμητικό και πιο μεγάλο. Τόσο μεγάλο ήταν, που στην είσοδό του υπήρχαν τρία νησιά, και για τον λόγο αυτό του δώσαμε το όνομα Τρινιδάδ^®. Στη συμβολή δε των δύο ποταμών υπήρχαν πολλοί και μεγάλοι οικισμοί και τοποθεσίες πολύ όμορφες της Ομάγουα, επει49. Γιούκα ή μανιόκα ή κασσάβα, κοινές ονομασίες του ποώδους φυτού Manihot esculcnta, του γένους μανιχότη, του οποίου οι κονδυλώδεις ρίζες αποτελούν βαοηκό είδος διατροφής σε πολλά μέρη της Αφρικής, της Ινδίας και της Νότιας Αμερικής. 50. Δηλαδή (Αγία) Τριάδα. Πρόκειται μάλλον για τον ποταμό Κατούα, που σχηματίζει τρία νησιά στην συμβολή του με τον Αμαζόνιο. 64
δή δε τα χωριά ήταν πολυάριθμα και τόσο μεγάλα και είχανε πολλούς κατοίκους, δεν θέλησε ο διοικητής να πιάσουμε στεριά. Κι έτσι προχωρήσαμε όλη εκείνη την ημέρα ανάμεσα σε κατοικημένα μέρη, δεν έλειψαν δε οι μάχες γιατί μας έκαναν λυσσαλέες επιθέσεις από το ποτάμι που μας ανάγκαζαν να αρμενίζουμε καταμεσής του ποταμού. Πολλές φορές οι ινδιάνοι άρχιζαν να μας μιλάνε, και όπως δεν τους καταλαβαίναμε δεν ξέραμε τι μας έλεγαν. Με το σούρουπο φτάσαμε σ' ένα χωριό που ήταν χτισμένο σε μια απόκρημνη όχθη του ποταμού κι έδωσε διαταγή ο διοικητής να το καταλάβουμε, γιατί μας φάνηκε μικρό κι είχε τόσο ωραία θέα που έμοιαζε να είναι τόπος αναψυχής κάποιου ηγεμόνα της ενδοχώρας. Έτσι ετοιμαστήκαμε να το καταλάβουμε και οι ινδιάνοι αντιστάθηκαν πάνω από μια ώρα, αλλά στο τέλος νικήθηκαν κι εμείς γίναμε κύριοι του χωριού, όπου βρήκαμε μεγάλη ποσότητα τροφίμων από τα οποία κάναμε προμήθειες. Σε τούτο το χωριό υπήρχε_ένα σπίτι της χαράς, μέσα στο οποίο υπήρχαν πήλινα δοχεία σε διάφορα σχήματα, λαγήνια και πιθάρια πολύ μεγάλα, πάνω από είκοσι πέντε αρόμπες^^, κι άλλα μικρότερα σκεύη όπως πιάτα και γαβάθες και κηροττήγια από φαγιάντσα από τη καλύτερη που έχει υπάρξει ποτέ στον κόσμο^^, που δεν μπορούν να συγκριθούν ούτε με της Μάλαγας, γιατί είναι όλα εφυαλωμένα και επισμαλτωμένα με κάθε λ ο ^ ς χρώματα, τόσο ζωντανά που προκαλούν κατάπληξη, κι εκτός απ' αυτό, τα σχέδια και οι ζωγραφιές που έχουν είναι τόσο ταιριαστά που δείχνει ότι ξέρουν να τα δουλεύουν και να τα ζωγραφίζουν σαν τους χριστιανούς. Μας είπαν οι ινδιάνοι ότι όλα τα ττήλινα σκεύη που βλέπαμε σε τούτο εδώ το οίκημα υτη^ρχαν και στην ενδοχώρα αλλά εκεί ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι και ασήμι, κι ότι μπορούσαν να μας πάνε εκεί πέρα γιατί ήτανε σιμά. Σε τούτο δω το οίκημα βρέθηκαν επίσης δύο είδωλα κατασκευασμένα από 51. Αρόμπα: Μονάδα βάρους ή χωρητικότητας. Εδώ είναι μονάδα χωρητικότητας και αντιστοιχεί σε 16 λίτρα. 52. Δεν είναι περίεργο που εντυπωσιάστηκε ο Καρβαχάλ από την ποιότητα των κεραμικών σκευών, γιατί μεταξύ των αρχαιολογικών ευρημάτων της τυεριοχής του Αμαζονίου υπάρχουν αντικείμενα πραγματικά εξαίρετα, από τα πιο ωραία του Νέου Κόσμου. 5. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ,
65
φτερά με τόσο αλλόκοτο τρόπο που προκαλούσαν φόβο, κι είχανε το ύψος γίγαντα και στα μπράτσα είχανε περασμένες κάτι ροδέλες σαν βραχιόλια, και τα ίδια είχανε και στις γάμπες κοντά στα γόνατα. Τα αυτιά τους ήταν πολύ μεγάλα κι είχαν τρύπες όπως των ινδιάνων στο Κούσκο κι ήταν ακόμα μεγαλύτερα^^ . Αναπαριστούν ινδιάνους της φυλής που κατοικεί στην ενδοχώρα και διαθέτει αμέτρητα πλούτη, όπως έχω αναφέρει, και τα είδωλα τα έχουν εκεί πέρα από πάρα πολύ παλαιά. Σ' αυτό το χωριό βρήκαμε επίσης χρυσάφι και ασήμι, επειδή όμως σκοπός μας δεν ήταν άλλος από το να βρούμε τρόφιμα και να προσπαθήσουμε να σώσουμε τις ζωές μας και να φέρουμε πίσω πληροφορίες για ένα τόσο αξιόλογο τόπο, δεν μας απασχόλησαν ούτε και ενδιαφερθήκαμε για κανενός είδους πλούτη. Από το χωριό τούτο ξεκινούσαν πολλοί δρόμοι, που ήταν πολύ φροντισμένοι, για την ενδοχώρα. Ο διοικητής θέλησε να μάθει πού οδηγούσαν και γι' αυτό πήρε μαζί του τον Κριστόμπαλ Μαλδονάδο και τον υπολοχαγό καθώς κι άλλους συντρόφους κι άρχισε να ακολουθεί έναν απ' αυτούς, δεν είχε όμως προχωρήσει πάνω από μισή λεύγα όταν οι δρόμοι έγιναν μεγαλύτεροι και πιο μεγαλοπρεπείς. Βλέποντας αυτό ο διοικητής αποφάσισε να γυρίσει πίσω γιατί κατάλαβε ότι δεν ήταν συνετό να προχωρήσει κι άλλο. Έτσι επέστρεψε εκεί όπου ήτανε τα μπριγαντίνια κι όταν έφτασε με το λιόγερμα, και είπε ο διοικητής στους συντρόφους του ότι καλό θα ήταν να φύγουνε αμέσως από κει γιατί δεν ήταν σώφρον να κοιμηθούν τη νύχτα σε μέρος τόσο πυκνοκατοικημένο, και έδωσε διαταγή ν' ανεβούν αμέσως όλοι στα πλοία. Έτσι κι έγινε, κι αφού ανεβάσαμε τα τρόφιμα, μττήκαμε όλοι στα μπριγαντίνια κι αρχίσαμε να προχωρούμε, κι είχε πια βραδιάσει. Ολονυχτίς προσπερνούσαμε πολλά και πολύ μεγάλα χωριά μέχρι που ήρθε η μέρα, κι είχαμε προχωρήσει πάνω από είκοσι λεύγες, γιατί για να φύγουμε από κείνον τον πυκνοκατοικημένο τόπο άλλο δεν κάνανε οι 53. Η σύγκριση αυτή με τους Ορεχόνες των Ίνκας(ευγενείς της ινκαικής κοινωνίας που φορούσαν ως διακριτικό μεγάλα σκουλαρίκια), δείχνει ότι οι περιοχές αυτές είχαν δεχτεί ετπ,ρροές από τους πολιτισμούς των Ανδεων. Προφανώς ο ποταμός χρησίμευσε ως μέσο για να έρθουν σε επαφή οι διάφορες φυλές. 66
σύντροφοι μας από το να κωπηλατούν, κι όσο πιο πολύ προχωρούσαμε τόσο πιο πυκνοκατοικημένη και καλύτερη γη συναντούσαμε. Πορευόμασταν δε πάντοτε αλάργα από την ακτή για να μην δώσουμε ευκαιρία στους ινδιάνους να 'ρθουνε στο κατόπι μας. Προχωρήσαμε πάνω από εκατό λεύγες διασχίζοντας αυτή τη χώρα και την ηγεμονία του Ομάγουα και τέλος φτάσαμε σε μιαν άλλη χώρα ενός άλλου ηγεμόνα, ονόματι Παγουάνα^"^, ο οποίος διαφεντεύει πλήθος λαού που είναι πολύ ειρηνικός, γιατί φτάσαμε στην είσοδο ενός οικισμού που θα είχε πάνω από δυο λεύγες μήκος, όπου οι ινδιάνοι μας περίμεναν στα σπίτια τους δίχως να θέλουν να μας βλάψουν ή να μας κάνουν κακό, παρά μας πρόσφεραν από τα υπάρχοντά τους. Απ' αυτό το χωριό ξεκινούσαν πολλοί δρόμοι προς την ενδοχώρα, γιατί ο ηγεμόνας δεν κατοικεί δίπλα στον ποταμό, και οι ινδιάνοι μας προσκάλεσαν να πάμε εκεί, γιατί θα χαιρόταν πολύ να μας δει. Ο ηγεμόνας της χώρας αυτής έχει πολλά πρόβατα όπως εκείνα του Περού^^, κι έχει πολλά πλούτη σε ασήμι, σύμφωνα με όσα μας είπαν όλοι οι ινδιάνοι, η δε χώρα του είναι πολύ όμορφη κι ευχάριστη και κει αφθονούν κάθε λογής τρόφιμα και φρούτα, όπως ανανάδες και αχλάδια, που στη γλώσσα της Νέας Ισπανίας λέγονται αβοκάντο και δαμάσκηνα και γουάβες^^, καθώς και άλλα πολλά νοστιμότατα φρούτα. Φύγαμε από αυτό το χωριό και συνεχίσαμε την πορεία μας, πάντοτε ανάμεσα από πολύ πυκνοκατοικημένα μέρη. Υττήρξε μέρα που προσπεράσαμε πάνω από είκοσι χωριά, χτισμένα στην όχθη που παραπλέαμε εμείς, γιατί την άλλη όχθη δεν μπορούσαμε να τη δούμε επειδή ο ποταμός ήταν μεγάλος. Κι έτσι πορευόμασταν δυο μέρες στην δεξιά όχθη κι έτιειτα διασχίζαμε τον ποταμό και προχωρούσαμε άλλες δυο μέρες στα αριστερά, γιατί όταν βλέπαμε τη μία όχθη δεν μπορούσαμε να δούμε την άλλη. 54. Η ηγεμονία του Παγουάνα πρέτεει να βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Αμαζονίου, ανάμεσα στις συμβολές του Κατούα και του Νέγρο. 55. Ο συγγραίρέας αναφέρεται στα λάμα, σύμφωνα όμως με τον Μέλο Λειτάου το είδος αυτό δεν υπάρχει στη Βραζιλία. 56. Μάλλον πρόκειται για κάποιο είδος του δέντρου Ίνγκα, που ονομάζεταιεπίσης, γουάβα, γουάμα ή γουάμο, και σήμερα χρησιμοποιείται για να κάνει σκιά στις φυτείες του καφέ. 67
Τη Δευτέρα το πρωί, επέτειο του Αγίου Πνεύματος^^ αντικρίσαμε και περάσαμε δίπλα από ένα πολύ μεγάλο και πλούσιο χωριό, που είχε πολλές συνοικίες που η κάθε μια τους είχε και αποβάθρα στον ποταμό. Σε κάθε αποβάθρα ήτανε συναγμένοι πολλοί ινδιάνοι. Αυτό το χωριό είχε μήκος πάνω από δυόμισι λεύγες και σ' όλο του το μήκος ήταν έτσι όπως το περιέγραψα. Επειδή δε ήτανε τόσοι πολλοί οι ινδιάνοι σ' εκείνο το χωριό, πρόσταξε ο διοικητής να το προσπεράσουμε χωρίς να τους κάνουμε κακό και χωρίς να τους επιτεθούμε. Βλέποντας όμως εκείνοι ότι προσπερνούσαμε χωρίς να τους επιτεθούμε, επιβιβάστηκαν στις πιρόγες τους και μας ρίχτηκαν, αλλά οι βαλλίστρες και τα αρκεβούζια τους προξένησαν μεγάλες απώλειες και αναγκάστηκαν να γυρίσουν σπίτια τους και μας άφησαν να συνεχίσουμε τον κατάπλου μας. Την ίδια εκείνη μέρα καταλάβαμε ένα μικρό χωριό, όπου βρήκαμε τρόφιμα, κι εδώ τέλειωνε η επικράτεια του ηγεμόνα Παγουάνα, που έχω ήδη αναφέρει και μπήκαμε σε μια άλλη επικράτεια με πολύ περισσότερους κατοίκους και πολύ πολεμοχαρείς οι οποίοι μας έκαναν πολλές επιθέσεις. Δεν μάθαμε πώς λεγόταν ο ηγεμόνας αυτής της επαρχίας, πρόκειται όμως για έναν λαό με μέτριο ανάστημα και γεροδεμένα σώματα κι έχουν ξύλινες ασπίδες και ξέρουν να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους σαν πραγματικοί άντρες. Το Σάββατο, παραμονή της Αγίας Τριάδας^®, έδωσε προσταγή ο διοικητής να αγκυροβολήσουμε σ' ένα χωριό, και παρ' ότι οι ινδιάνοι πρόβαλαν αντίσταση, τους διώξαμε από τα σπίτια τους και προμηθευτήκαμε τρόφιμα και βρήκαμε ακόμα και μερικές κότες. Την ίδια μέρα, καθώς φεύγαμε από κει για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, είδαμε την εκβολή ενός άλλου μεγάλου ποταμού στα δεξιά μας, που ενωνόταν μ' αυτόν τον οποίο διαπλέαμε εμείς, και τα νερά του ήταν μαύρα σαν μελάνι και γι' αυτό του δώσαμε το όνομα Ρίο Νέγρο. Κυλούσε με τόση ταχύτητα και ορμή που σχημάτιζε μια γραμμή στα νερά του άλλου ποταμού δίχως να αναμειχτούν τα νερά του ενός με τον 57. 29 Μαίου. 58. 3 Ιουνίου. 68
άλλον σε απόσταση πάνω από είκοσι λεύγες^^. Την ίδια μέρα είδαμε κι άλλα χωριά, όχι πολύ μεγάλα. Την επομένη της Αγίας Τριάδας μεγάλη χαρά πήρε ο διοικητής κι όλοι οι υπόλοιποι γιατί συναντήσαμε κάτι ψαρότοπους σ' ένα χωριό που βρισκόταν σε μια πλαγιά, στο οποίο βρήκαμε πολλά ψάρια, πράγμα που έκανε τους Ισπανούς μας να χαρούν πολύ, γιατί είχε περάσει πολύς καιρός που δεν είχανε βρει τόσο καλό κατάλυμα. Το χωριό αυτό βρισκόταν σε μια πλαγιά κι ήταν λίγο απομακρυσμένο από τον ποταμό, συνόρευε δε με άλλες φυλές που προφανώς βρισκόνταν σε πόλεμο μαζί του, γιατί ήτανε οχυρωμένο μ' ένα τείχος από χοντρούς πασσάλους. Όταν οι σύντροφοί μας ανέβηκαν σ' αυτό το χωριό για να πάρουν τρόφιμα, οι ινδιάνοι θέλησαν να το υπερασπίσουν και αντιστάθηκαν μέσα σ' εκείνο το περιτοίχισμα, που δεν έχει παρά μια πύλη μόνο, κι άρχισαν να το υπερασπίζονται με μεγάλο σθένος. Επειδή όμως βρισκόμασταν σε ανάγκη, αποφασίσαμε να τους επιτεθούμε, και πράγματι επιτεθήκαμε αποφασισμένοι σ' εκείνη την πύλη. Οι σύντροφοι μπήκανε μέσα δίχως να βάλουν σε κίνδυνο τη ζωή τους και όρμησαν στους ινδιάνους και πολέμησαν μαζί τους μέχρι που τους κατατρόπωσαν, κι έπειτα συγκέντρωσαν τρόφιμα που ήταν άφθονα. Την επομένη Δευτέρα φύγαμε από κει, και περνούσαμε διαρκώς από πολύ μεγάλους οικισμούς, και προμηθευόμασταν όσο καλύτερα μπορούσαμε ό,τι μας έλειπε. Εκείνη τη μέρα αγκυροβολήσαμε σ' ένα χωριό, όχι και πολύ μεγάλο, όπου οι κάτοικοι μας περίμεναν. Σε τούτο το χωριό υπήρχε μια πλατεία πολύ μεγάλη και στη μέση της πλατείας ήτανε μια πλάκα τετράγωνη, που η κάθε της πλευρά ήτανε ίσαμε δέκα πόδια, στην οποία απεικονιζόταν, λαξεμένη ανάγλυφα μια οχυρωμένη πόλη, με το τείχος της και μια πύλη. Στην πύλη αυτή υττήρχαν δυο στενόμακροι πυργίσκοι με αιχμηρό άκρο, πολύ ψηλοί, με τα παράθυρά τους, που είχανε από μια πόρτα αντικριστά, με δυο κολώνες στην κάθε μία. Όλο το έργο στηριζόταν πάνω σε δυο 59. Η περιγραφή αυτή της συμβολής του ποταμού Νέγρο με τον Αμαζόνιο είναι απόλυτα ρεαλιστική και ακόμα και σήμερα μπορεί να παρατηρήσει κανείς μια γραμμή αρκετών χιλιομέτρων, αποτέλεσμα των διαφορετικών βαθμών πυκνότητας και θερμοκρασίας των υδάτων των δύο ποταμών. 69
λιοντάρια^, πολύ άγρια, που κοιτούσαν προς τα πίσω, σαν να 'θελαν να κρυφτούν το ένα από το άλλο, και που στήριζαν με τα πόδια και τα νύχια τους όλο το έργο. Στη μέση του υπήρχε μια στρογγυλή πλατεία και στο κέντρο της πλατείας μια τρύπα στην οποία έχυναν τσίτσα, που είναι το κρασί που πίνουν, εν είδει προσφοράς για τον ήλιο, τον θεό που λατρεύουν. Πολύ αξιοπρόσεχτο ήταν το οικοδόμημα αυτό, κι όλοι μας με δέος κοιτούσαμε το θέαμα αυτό, κι ο διοικητής ρώτησε έναν ινδιάνο που βρέθηκε εκεί, τι ήτανε και σε ανάμνηση ποιανού πράγματος το είχανε στην πλατεία. Κι ο ινδιάνος αποκρίθηκε πως ήτανε υπήκοοι και υποτελείς των Αμαζόνων, και πως άλλα πράγματα δεν τους πρόσφεραν παρά μόνο φτερά παπαγάλου και γουακαμάγιο για να επενδύουν τις οροφές των οικοδομημάτων των ιερών τους, τα χωριά τους δε ήτανε χτισμένα μ' αυτό τον τρόπο, και προς τιμήν τους το είχανε εκεί πέρα και το λάτρευαν γιατί ήταν σύμβολο της αφέντρας τους, που είναι εκείνη που διαφεντεύει όλη τη χώρα αυτών των γυναικών. Στην ίδια πλατεία βρήκαμε κι ένα οικοδόμημα, όχι και πολύ μικρό, όπου υπήρχανε πολλές φορεσιές από φτερά λογής-λογής χρωμάτων, τα οποία φορούσαν οι ινδιάνοι για να γιορτάσουν τις γιορτές τους και να χορέψουν όταν ήθελαν να γλεντοκοπήσουν μπροστά σ' αυτή την πλάκα που ανάφερα παραπάνω, κι εκεί πρόσφεραν τις θυσίες τους με κακόβουλες προθέσεις. Έπειτα φύγαμε από τούτο το χωριό και συναντήσαμε ένα άλλο, στο οποίο υττήρχε η ίδια πλάκα και το ίδιο έμβλημα που ανάφερα παραπάνω. Αυτό το χωριό πρόβαλε σθεναρή αντίσταση και δεν μας άφηναν να βγούμε στη στεριά για μια ώρα περίπου. Στο τέλος όμως, μπορέσαμε και ξεμπαρκάραμε κι οι ινδιάνοι, όντας πολυάριθμοι που όλο και πλήθαιναν, δεν θέλανε να παραδοθούν. Βλέποντας όμως τη ζημιά που τους κάναμε, αποφάσισαν να το βάλουν στα πόδια, και τότε βρήκαμε καιρό να ψάξουμε για τίποτα τρόφιμα, αν και όχι για πολύ, γιατί οι ινδιάνοι ορμούσαν και πάλι κατά πάνω μας. Ο διοικητής μας όμως δεν θέλησε να μείνουμε εκεί, γιατί τίποτα δεν θα κερδίζαμε με τη δοσοληψία αυτή, κι έτσι πρόσταξε να επιβιβαστούμε στα πλοία και να φύγουμε, πράγμα που έγινε. 60. Μάλλον πρόκειται για ιαγουάρους ή πούμα. 70
Αφού φύγαμε από κει, περάσαμε από πολλά άλλα χωριά, όπου οι ινδιάνοι μας υποδέχονταν με επιθέσεις, γιατί ήταν πολεμοχαρείς φυλές, με όπλα και ασπίδες ανά χείρας, κραυγάζοντας και ρωτώντας μας γιατί φεύγαμε άρον - άρον και λέγοντάς μας ότι μας περίμεναν εκεί πέρα. Ο διοικητής όμως δεν ήθελε να επιτεθεί εκεί όπου έβλεπε ό^ δεν μπορούσαμε να βγούμε ένδοξα νικητές ή να πάρουμε κάποια τρόφιμα, όταν όμως υπήρχαν τρόφιμα, όποιο κι αν ήταν το μέρος, ριχνόταν στον κίνδυνο κι ο ίδιος κι οι σύντροφοι. Κι έτσι, σε μερικά μέρη, πολεμούσαμε, εκείνοι από τη στεριά κι εμείς μέσα στο νερό. Επειδή όμως οι ινδιάνοι ήταν πολλοί, σχημάτιζαν πραγματικό τείχος κι έτσι τους προκαλούσαν αρκετές απώλειες τα αρκεβούζια κι οι βαλλίστρες μας. Κι έτσι προχωρούσαμε, δίνοντάς τους το κατάλληλο μάθημα, όπως έχω ήδη αναφέρει. Τετάρτη, παραμονή της Αγίας Δωρεάς, στις εφτά Ιουνίου, έδωσε διαταγή ο διοικητής να αγκυροβολήσουμε σ' έναν μικρό οικισμό που ήταν χτισμένος δίπλα στο ποτάμι, τον οποίο καταλάβαμε δίχως να συναντήσουμε αντίσταση, όπου βρήκαμε πολλά τρόφιμα, ιδίως ψάρια, τόσα πολλά και άφθονα που θα μπορούσαμε να φορτώσουμε μέχρις απάνω τα μπριγαντίνια μας. Τα ψάρια τα είχανε οι ινδιάνοι απλωμένα για να τα ξεράνουνε και να τα πάνε στην ενδοχώρα για να τα πουλήσουνε. Βλέποντας οι σύντροφοι ότι εκείνο το χωριό ήτανε μικρό, παρακάλεσαν τον διοικητή να μείνουμε εκεί για να ξεκουραστούμε, μια που ήταν παραμονή τέτοιας σπουδαίας γιορτής. Ο διοικητής, που ήταν άνθρωπος που γνώριζε τις συνήθειες των ινδιάνων, είπε πως δεν έπρεπε να λένε τέτοια πράγματα επειδή δεν είχε κατά νου να το κάνει, γιατί παρ' όλο που το χωριό τους φαινόταν μικρό, η επικράτεια ήτανε μεγάλη, και μπορούσαν να έρθουν ενισχύσεις και να μας κάνουν μεγάλο κακό. Έπρεπε να φύγουμε, καταπώς το συνηθίζαμε και να πάμε να κοιμηθούμε στα βουνά. Τότε οι σύντροφοι του ζήτησαν και πάλι να τους κάνει τη χάρη να ξαποστάσουν εκεί. Ο διοικητής, βλέποντας ότι ήταν κοινή απαίτηση όλων, συμφώνησε, αν και ενάντια στη θέλησή του, κι έτσι ξαποστάσαμε σ' εκείνο το χωριό μέχρι την ώρα που έπεσε ο ήλιος, που γύρισαν οι ινδιάνοι στα σπίτια τους, γιατί όταν βγήκαμε στη στεριά δεν υττήρχαν γυναίκες, γιατί οι ινδιάνοι είχανε πάει να φροντίσουν τα χωράφια τους. Τώρα 71
ήταν η ώρα που επέστρεφαν και βλέποντας ότι τα σπίτια τους ήταν κατειλημμένα από αγνώστους, τρόμαξαν πολύ, και άρχισαν να μας φωνάζουν να βγούμε από κει. Και μόλις το είπαν αυτό άρχισαν να μας επιτίθενται. Ενώ όμως εκείνοι έμπαιναν στον καταυλισμό μας, βρέθηκαν μπροστά στους ινδιάνους τέσσερις-πέντε σύντροφοι, οι οποίοι πολέμησαν τόσο γενναία που ανάγκασαν τους ινδιάνους να μην τολμήσουν να μπούνε εκεί όπου βρίσκονταν οι δικοί μας, κι έτσι τους έκαναν να το βάλουν στα πόδια, κι όταν ο διοικητής βγήκε δεν υττήρχε τίποτα πια να κάνει. Στο αναμεταξύ, είχε πια νυχτώσει, και υποψιαζόμενος ο διοικητής τι θα επακολουθούσε, πρόσταξε να διπλασιαστούν οι σκοπιές και να κοιμηθούν όλοι αρματωμένοι, κι έτσι κι έγινε. Τα μεσάνυχτα όμως, την ώρα που έβγαινε το φεγγάρι, ξανάρχονται οι ινδιάνοι, πολλοί σε αριθμό αυτή τη φορά, και μας ρίχνονται από τρεις μεριές στον καταυλισμό μας. Όταν τους ττήραμε είδηση είχανε λαβώσει τους σκοπούς κι ήτανε πια ανάμεσά μας. Μόλις σήμανε συναγερμός, βγήκε ο διοικητής, φωνάζοντας και λέγοντας: "Ντροπή σας παλικάρια, μία δεν αξίζουν, επάνω τους". Κι έτσι ξεσηκώθηκαν οι σύντροφοί μας και χίμηξαν με μεγάλη ορμή στους ινδιάνους, οι οποίοι, παρ' όλο που ήταν νύχτα, κατατροπώθηκαν γιατί δεν μπορούσαν να αντισταθούν στους συντρόφους μας και το 'βαλαν στα πόδια. Πιστεύοντας ο διοικητής ότι θα ξαναγύριζαν, πρόσταξε να μείνουν άγρυπνοι όλοι οι άντρες και να τους στήσουν καρτέρι εκεί απ' όπου θα έρχονταν. Πρόσταξε δε να περιποιηθούμε τους λαβωμένους, και τους περιποιήθηκα εγώ, γιατί ο διοικητής ττηγαινοερχόταν από το ένα μέρος στο άλλο, δίνοντας προσταγές για το τι έπρεπε να κάνουμε για να προστατεύσουμε τις ζωές μας, γιατί πάντα μεριμνούσε γι' αυτό. Κι αν δεν εγνώριζε τόσο καλά όλα τα σχετικά με τον πόλεμο, τόσο που έμοιαζε λες κι ο Κύριος τον έστεργε σε όσα έπρεπε να κάνει, πολλές φορές θα μας είχανε σκοτώσει. Έτσι λοιπόν περάσαμε τη νύχτα και μόλις ξημέρωσε έδωσε διαταγή ο διοικητής να μπούμε στα πλοία και να φύγουμε. Πρόσταξε επίσης να κρεμάσουμε μερικούς ινδιάνους που είχαμε πιάσει αιχμάλωτους, πράγμα που έγινε. Κι αυτό για να τρομοκρατηθούν οι ινδιάνοι που ήτανε πιο μπροστά και να μη μας ριχτούν. Επιβιβαστήκαμε στα πλοία, κι ενώ πλέαμε κατά μήκος του ποταμού, φτάσανε στο χωριό πολλοί 72
ινδιάνοι για να μας επιτεθούν ενώ από τη μεριά του νερού έρχονταν πλήθος πιρόγες. Εμείς όμως ήδη πλϊαμε κατά μήκος του ποταμού, κι έτσι δεν πρόλαβαν να κάνουν πράξη τις κακόβουλες προθέσεις τους. Την ίδια μέρα τα πλοία προσάραξαν σε κάτι βράχια και αναγκαστήκαμε να περιμένουμε μέχρι την επομένη, και την άλλη μέρα συνεχίσαμε το ταξίδι μας, δεν είχαμε προχωρήσει δε ούτε τέσσερις λεύγες, όταν είδαμε στο δεξί μας χέρι ένα πολύ μεγάλο και ορμητικό ποτάμι να χύνεται στο δικό μας, κι επειδή ήταν πολύ μεγαλύτερο το ονομάσαμε Ρίο Γκράντε^^. Συνεχίσαμε την πορεία μας και στα αριστερά μας αντικρίσαμε πολύ μεγάλους οικισμούς κτισμένους σε μια πλαγιά που έφτανε μέχρι το ποτάμι. Για να μπορέσει να τους παρατηρήσει καλύτερα ο διοικητής πρόσταξε να κατευθυνθούμε προς τα κει κι έτσι κι έγινε. Βλέποντας οι ινδιάνοι ότι πηγαίναμε προς τα κει, αποφάσισαν κατά πως φάνηκε να μην εμφανιστούν, αλλά να στήσουν καρτέρι, νομίζοντας ότι θα βγούμε στη στεριά, και για το σκοπό αυτό είχαν αφήσει αφύλακτους τους δρόμους που κατέβαιναν στο ποτάμι. Ο διοικητής και μερικοί σύντροφοι υποψιάστηκαν το κακόβουλο σχέδιο τους και πρόσταξε να συνεχίσουμε την πορεία μας. Τότε, βλέποντας οι ινδιάνοι ότι συνεχίζαμε το δρόμο μας, πέντε-έξι απ' αυτούς ξεσηκώθηκαν με τα όπλα τους κι άρχισαν να μας φωνάζουν και να μας προκαλούν και να χτυπάνε μεταξύ τους τα όπλα, και τόσος ήτανε ο σαματάς που έκαναν που έμοιαζε να σείεται ο κόσμος ολόκληρος. Συνεχίσαμε την πορεία μας και, μισή λεύγα παρακάτω, συναντήσαμε ένα άλλο μεγαλύτερο χωριό αλλά αυτή τη φορά εξακολουθήσαμε την πορεία μας στο ποτάμι. Τούτη η χώρα είναι εύκρατη και σε καλή θέση, δεν καταφέραμε όμως να μάθουμε τα έθιμα των κατοίκων της γιατί δεν μας το επέτρεψαν. Και δω ήταν η τελευταία φορά που απαντήσαμε αυτή τη φυλή και παρακάτω συναντήσαμε άλλους που μας ταλαιπώρησαν λιγότερο. Προχωρήσαμε, πάντοτε ανάμεσα από κατοικημένα μέρη κι ένα πρωινό, γύρω στις οχτώ, αντικρίσαμε πάνω σ' ένα ύψωμα ένα όμορφο χωριό που κατά τα φαινόμε61. ο ποταμός Μαδέιρα, ο οποίος σχηματίζεται με την ένωση του Μπένι και του Μαμορέ και έχει μήκος 3.879 χιλιόμετρα. 73
να πρέπει να ήταν η πρωτεύουσα κάποιου σπουδαίου ηγεμόνα. Θελήσαμε να πλησιάσουμε για να το δούμε, παρ' όλο τον κίνδυνο, αλλά δεν τα καταφέραμε γιατί μπροστά του ήτανε ένα νησί, κι όταν θελήσαμε να μπούμε είχαμε αφήσει πίσω μας το πέρασμα. Κι έτσι το προσπεράσαμε κι αρκεστήκαμε να το παρατηρήσουμε. Στο χωριό αυτό, απ' όσο καταφέραμε να δούμε, υπήρχαν επτά παλούκια που ήτανε διάσπαρτα στο χωριό και πάνω στα παλούκια ήτανε καρφωμένα πολλά κεφάλια νεκρών. Για το λόγο αυτό δώσαμε σ' αυτή την επαρχία το όνομα Προβίνθια ντε λας Πικότας^^. Η έκτασή της πρέπει να ήτανε ίσαμε εβδομήντα λεύγες προς τα κάτω στον ποταμό. Απ' αυτό το χωριό κατηφόριζαν προς τον ποταμό δρόμοι λαξεμένοι με το χέρι, που είχαν κι από τις δυο μεριές φυτεμένα οπωροφόρα δέντρα, πράγμα που έδειχνε ότι ήτανε σπουδαίος ο ηγεμόνας τούτης της χώρας. Συνεχίσαμε την πορεία μας και την επομένη απαντήσαμε κι άλλο χωριό χτισμένο με τον ίδιο τρόπο κι επειδή χρειαζόμασταν τροφή, αναγκαστήκαμε να του επιτεθούμε. Οι ινδιάνοι κρύφτηκαν για να μας αφήσουν να βγούμε στη στεριά, κι όταν πήδηξαν έξω οι σύντροφοι, μόλις τους είδανε οι ινδιάνοι, ξεπρόβαλαν από την κρυψώνα τους με πολύ άγριες διαθέσεις. Μπροστά - μπροστά πήγαινε ο αρχηγός τους ή ο ηγεμόνας τους εμψυχώνοντάς τους με δυνατές κραυγές. Ένας από τους άντρες που είχανε τις βαλλίστρες τον πρόσεξε και του έριξε και τον σκότωσε. Μόλις το είδανε αυτό οι ινδιάνοι, αποφάσισαν να μην περιμένουνε άλλο παρά να το βάλουνε στα πόδια, ενώ άλλοι οχυρώθηκαν στα σπίτια τους και από κει αμύνονταν και πολεμούσαν σαν λαβωμένοι σκύλοι. Βλέποντας ο διοικητής πως σκοπό δεν είχανε να παραδοθούν, κι ότι δεν μας είχανε κάνει και πολύ κακό, μονάχα είχανε λαβώσει κάποιους απ' τους συντρόφους μας, πρόσταξε να βάλουνε φωτιά στα σπίτια όπου βρίσκο62. Δηλαδή Επαρχία των Παλουκιών. Πρέπει να αναφέρουμε ότι οι ινδιάνοι της Βραζιλίας δεν συνήθιζαν να παλουκώνουν τα κεφάλια των αντιπάλων τους. Έχουν αναφερθεί τέτοιες περιπτώσεις όμως στην φυλή Μουντουρουκού, απόγονοι της οποίας σήμερα ζουν κοντά στον ποταμό Μαδέιρα. 74
νταν οι ινδιάνοι, κι έτσι βγήκανε από αυτά και το βάλανε στα πόδια. Τότε καταφέραμε να συλλέξουμε τρόφιμα, που σ' αυτό το χωριό, δόξα σοι ο Θεός, δεν έλειπαν, γιατί υπήρχαν πολλές χελώνες απ' αυτές που έχω ήδη αναφέρει κι άφθονες γαλοπούλες και παπαγάλοι και φυσικά ψωμί και καλαμπόκι. Αφού φύγαμε από κει πήγαμε σ' ένα νησί να ξαποστάσουμε και να χαρούμε τα όσα είχαμε πάρει. Σε τούτο το χωριό πιάσαμε και μια ινδιάνα πολύ λογική, που μας είπε ότι εδώ κοντά προς την ενδοχώρα υπήρχαν πολλοί χριστιανοί σαν κι εμάς και τους κρατούσε αιχμάλωτους ένας ηγεμόνας που τους είχε φέρει από το κάτω μέρος του ποταμού. Μας είπε ακόμα ότι ανάμεσά τους υπήρχαν και δυο λευκές γυναίκες, και ότι άλλοι είχανε πάρει ινδιάνες και είχανε και παιδιά μαζί τους. Πρέπει να είναι εκείνοι που χαθήκανε με τον Διέγο ντε Ορδάς^^, που όπως πιστεύεται, με βάση τα στοιχεία που έδινε, ήταν κατά τη μεριά του βορρά. Συνεχίσαμε την πορεία μας κατάντη του ποταμού δίχως να πιάσουμε στεριά, γιατί είχαμε αρκετά τρόφιμα και μετά από λίγες μέρες βγήκαμε απ' αυτή την επικράτεια. Εκεί όπου τέλειωνε υπήρχε ένας μεγάλος οικισμός, κι εδώ η ινδιάνα μας είπε ποιον δρόμο έπρεπε να ακολουθήσουμε για να πάμε εκεί όπου βρίσκονταν οι χριστιανοί. Επειδή όμως εμείς δεν ήμασταν προετοιμασμένοι, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε, γιατί θα 'ρχόταν η κατάλληλη ώρα για να τους βγάλουμε από κει που βρίσκονταν. Από το χωριό αυτό βγήκανε δυο ινδιάνοι μ' ένα μονόξυλο κι ήρθανε στο μπριγαντίνι όπου ήτανε ο διοικητής μας, ξαρμάτωτοι, και φαίνεται πως είχανε έρθει για αναγνώριση γιατί για ώρα μας παρατηρούσαν. Κι όσο κι αν τους καλούσε ο διοικητής μας να μπούνε μέσα και τους πρόσφερε πολλά πράγματα. 63. Ένας από τους συντρόφους του Ερνάν Κορτές στην κατάκτηση του Μεξικού. Το 1531 ξεκίνησε από τη Σεβίλλη για μια αποστολή στη Στέρεα Γη. Ένα από τα πλοία του χάθηκε με τριακόσιους Ισπανούς. Σύμφωνα με τον Χουάν ντε Καστελιάνος, οι χριστιανοί για τους οποίους μαθαίνει ειδήσεις ο Ορελιάνα πρέπει να α ^ κ α ν στην αποστολή του Αλόνσο ντε Ερέρα, το 1535, αν και αυτό φαίνεται μάλλον απίθανο. Για περ. στοιχεία σχετικά με τη δράση του Κορτές και των Ισπανών στο Μεξικό και την καταστροφή της αυτοκρατορίας των Αζτέκων, βλέπε: Φερνάντο Κορτές, Η κατάκτηση του Μεξικού, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1986. 75
δεν δέχτηκαν, παρά δείχνοντας προς τη στεριά, επέστρεψαν πίσω. Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε δίπλα σ' αυτό το χωριό, μέσα στα μπριγαντίνια μας, και μόλις έφεξε κι αρχίσαμε να προχωράμε, βγαίνει απ' το χωριό πλήθος κόσμου και ανεβαίνουν στα μονόξυλα κι έρχονται να μας επιτεθούν καταμεσής του ποταμού, εκεί όπου πηγαίναμε εμείς. Οι ινδιάνοι αυτοί έχουνε βέλη και μ' αυτά πολεμάνε. Συνεχίσαμε το δρόμο μας δίχως να τους περιμένουμε. Προχωρήσαμε, παίρνοντας τρόφιμα από κει που βλέπαμε ότι δεν μπορούσαν να τα υπερασπιστούν και μετά από τέσσερις με πέντε μέρες καταλάβαμε ένα χωριό στο οποίο οι ινδιάνοι δεν αντιστάθηκαν. Εδώ βρήκαμε πολύ καλαμπόκι (καθώς και πολλή βρώμη)^, με το οποίο οι ινδιάνοι φτιάχνουν ψωμί, και πολύ καλό κρασί που έμοιαζε με μπύρα, σε μεγάλη αφθονία. Ανακαλύψαμε σ' αυτό το χωριό μια αποθήκη γεμάτη μ' αυτό το κρασί, προς μεγάλη χαρά των συντρόφων μας, καθώς επίσης και πολύ ωραία βαμβακερά ρούχα. Βρήκαμ£ επίσης σε τούτο το χωριό έναν λατρευτικό χώρο, μέσα στον οποίο υπήρχαν κρεμασμένα πολλά εμβλήματα πολεμικών όπλων, και πάνω απ' όλα, ψηλά, υπήρχαν δύο μίτρες πολύ καλοφτιαγμένες, σε φυσικό μέγεθος, όπως εκείνες των επισκόπων. Ήταν υφασμένες από κάποιο άγνωστο υλικό, γιατί δεν έμοιαζε ούτε με βαμβάκι ούτε με μαλλί και είχαν πολλά χρώματα. Συνεχίσαμε την πορεία μας εγκαταλείποντας το χωριό αυτό και πήγαμε να κοιμηθούμε στην άλλη όχθη του ποταμού, κατά πως το 'χαμε συνήθειο, στο βουνό κι εκεί ήρθανε πολλοί ινδιάνοι να μας ριχτούν από τη μεριά του ποταμού, αλλά δυστυχώς γι' αυτούς αναγκάστηκαν να κάνουν πίσω. Την Τρίτη, είκοσι δύο Ιουνίου, διακρίναμε πολλά χωριά στην αριστερή όχθη του ποταμού, παρ' ότι πηγαίναμε καταμεσής του ποταμού, γιατί άσπριζαν τα σπίτια. Θελήσαμε να πλησιάσουμε, αλλά δεν μπορέσαμε εξαιτίας του δυνατού ρεύματος και των άγριων κυμάτων που ήτανε πιο μεγάλα κι από της θάλασσας. Την επόμενη Τετάρτη, καταλάβαμε ένα χωριό που βρισκόταν στη μέση ενός μικρού παραπόταμου σε μια μεγάλη επίπε64. Η βρώμη είναι φυτό της Ευρώπης. Ο Καρβαχάλ μάλλον θεώρησε βρώμη κάποιο παρόμοιο αυτοφυές φυτό της περιοχής του Αμαζονίου. 76
δη έκταση, πάνω από τέσσερις λεύγες. Όλα τα σπίτια του χωριού ήτανε χτισμένα κι απ' τις δυο πλευρές ενός δρόμου, με μια πλατεία στη μέση, και δω βρήκαμε πολλά τρόφιμα. Αυτό το χωριό, επειδή ήτανε χτισμένο όπως ανάφερα, το ονομάσαμε ντε λα Κάγιε. Την επόμενη Πέμπτη περάσαμε από άλλα χωριά, όχι και πολύ μεγάλα, αλλά δεν σταθήκαμε. Όλα αυτά τα χωριά είναι κατοικίες ψαράδων της ενδοχώρας. Μ' αυτόν τον τρόπο προχωρούσαμε, αναζητώντας έναν ήρεμο τόπο για να γιορτάσουμε και να πανηγυρίσουμε την εορτή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, του πρόδρομου του Χριστού και, με το θέλημα του Κυρίου, καβατζάροντας μια πούντα που σχημάτιζε ο ποταμός, αντικρίσαμε μπροστά μας στην ακροποταμιά ν' ασπρίζουν πολλά και μεγάλα χωριά. Έτσι φτάσαμε ξαφνικά σε μια όμορφη χώρα που είναι η ηγεμονία των Αμαζόνων. Στα χωριά αυτά που ανέφερα παραπάνω, οι κάτοικοι είχαν ήδη πληροφορηθεί και γνώριζαν τον ερχομό μας, και για το λόγο αυτό βγήκανε καθ' οδόν να μας υποδεχτούν στον ποταμό, με κακές διαθέσεις, κι όταν φτάσανε κοντά στον διοικητή, εκείνος τους φέρθηκε φιλικά κι άρχισε να τους μιλάει και να τους προσκαλεί να πλησιάσουν. Εκείνοι όμως μας περιγελούσαν και μας κορόιδευαν και μας πλησίαζαν και μας λέγανε να προχωρήσουμε, κι ότι θα μας περίμεναν παρακάτω και θα μας πιάνανε όλους και θα μας πήγαιναν στις Αμαζόνες. Θυμωμένος ο διοικητής από την αλαζονεία των ινδιάνων, πρόσταξε να τους ρίξουνε με τις βαλλίστρες και τα αρκεβούζια για να δούνε και να μάθουν πως είχαμε τα μέσα κακό να τους κάνουμε. Και πράγματι τους προξε^σαμε ζημιές και γυρίσανε πίσω στο χωριό να φέρουνε μήνυμα για τα όσα είχανε δει. Εμείς δεν σταματήσαμε την πορεία μας και εξακολουθούσαμε να πλέουμε κοντά στα χωριά, και προτού φτάσουμε στην μισή λεύγα, υπήρχαν κοντά στη γλώσσα που σχηματίζει ο ποταμός διάσπαρτα πολλά αποσπάσματα ινδιάνων, και καθώς εμείς προχωρούσαμε εκείνοι συνενώνονταν και πλησίαζαν στα χωριά τους. Στο κέντρο αυτού του χωριού ήταν πλήθος κόσμου σε σχηματισμό, και ο διοικητής πρόσταξε να πάνε τα μπριγαντίνια να αγκυροβολήσουν εκεί όπου ήτανε μαζεμένοι για να ψάξουνε να βρούνε τρόφιμα, κι έτσι κι έγινε, κι όταν αρχίσαμε να βγαίνουμε στη στεριά, οι 77
ινδιάνοι άρχισαν να υπερασπίζονται το χωριό και να μας πετούν βέλη και επειδή ήταν πάρα πολλοί τα βέλη έπεφταν βροχή. Όμως οι δικοί μας άντρες με τα αρκεβούζια και τις βαλλίστρες δεν κάθισαν με τα χέρια σταυρωμένα, κι άλλο δεν κάνανε παρά να τους ρίχνουνε, παρ' όλο όμως που σκότωναν πολλούς και τους έκαναν μεγάλη ζημιά, εκείνοι χαμπάρι δεν έπαιρναν, κι ενώ άλλοι πολεμούσαν οι υπόλοιποι χόρευαν. Εδώ παρά λίγο να χαθούμε όλοι μας, γιατί, όπως τα βέλη ήταν τόσα πολλά, οι σύντροφοι ήταν απασχολημένοι με το να προστατευτούν από αυτά και δεν μπορούσανε να τραβήξουν κουπί, και γι' αυτό μας προξένησαν πολλές απώλειες, έτσι που πριν βγούμε στη στεριά πληγώσανε πέντε από μας, ένας από τους οποίους ήμουνα κι εγώ γιατί με πέτυχαν με ένα βέλος στα παίδια που μου έφτασε μέχρι το κόκαλο, κι αν δεν ήτανε τα ράσα θα είχα απομείνει εκεί πέρα. Βλέποντας τον κίνδυνο που διατρέχαμε αρχίζει ο διοικητής να εμψυχώνει τους κωπηλάτες για να κάνουν πιο γρήγορα για να καταφέρουμε να αγκυροβολήσουμε, κι έτσι με πολλές δυσκολίες, καταφέραμε να αράξουμε, και οι σύντροφοι ρίχτηκαν στο νερό, που τους έφτανε ίσαμε το στήθος. Εδώ δόθηκε σκληρή και επικίνδυνη μάχη, γιατί οι ινδιάνοι είχανε μπερδευτεί με τους Ισπανούς, και πάλευαν με τόση ανδρεία που ήταν να τους θαυμάζεις. Η συμπλοκή αυτή κράτησε πάνω από μια ώρα, γιατί οι ινδιάνοι δεν το βάζανε κάτω, διαρκώς τους αντικαθιστούσαν, παρ' όλο που πολλοί από τους δικούς τους πέφτανε νεκροί, και περνούσαν από πάνω τους και άλλο δεν κάνανε από το να τασωγυρίζουν και να επιτίθενται και πάλι. Θέλω να ξέρετε ποια ήτανε η αιτία που αυτοί οι ινδιάνοι πολεμούσαν κατά τέτοιο τρόπο. Μάθετε λοιπόν ότι είναι υττήκοοι και υποτελείς των Αμαζόνων, κι όταν έμαθαν τον ερχομό μας, πήγανε να τους ζητήσουν βοήθεια κι ήρθανε δέκα ή δώδεκα από δαύτες, γιατί τόσες είδαμε εμείς, που πολεμούσαν μπροστάμπροστά απ' όλους τους ινδιάνους ως αρχηγοί, μάχονταν δε εκείνες οι γυναίκες με τόση ανδρεία που δεν τόλμησαν να στρέψουν τις πλάτες τους οι ινδιάνοι, κι όποιος οτασθοχωρούσε μπροστά μας, τον σκότωναν με ραβδισμούς, κι αυτή είναι η αιτία που πολεμούσαν τόσο σκληρά αυτοί οι ινδιάνοι. Οι γυναίκες αυτές είναι πολύ ψηλές με κατάλευκο δέρμα, κι έχουν πολύ μακριά μαλλιά, πλεγμένα σε πλεξούδες που τυλίγουν γύρω απ' το κε78
φάλι τους. Είναι ρωμαλέες και περιφέρονταν γυμνές, με καλυμμένα μόνο τα απόκρυφά τους, με τα τόξα και τα βέλη στο χέρι, και καθεμιά τους πολεμάει όσο δέκα ινδιάνοι. Και, μάρτυς μου ο Θεός, μία απ' αυτές τις γυναίκες έριξε ένα βέλος που χώθηκε μια παλάμη μέσα στο μπριγαντίνι, κι άλλες ρίξανε βέλη με λιγότερη δύναμη, τόσο που έκαναν τα μπριγαντίνια μας να μοιάζουν με σκαντζόχοιρους. Πρέπει όμως να ξαναπιάσω την εξιστόρησή μου για τη συμπλοκή. Εδέησε λοιπόν ο Κύριος να δώσει δυνάμεις και να εμψυχώσει τους συντρόφους μας, οι οποίοι σκότωσαν επτά-οκτώ Αμαζόνες απ' όσες είδαμε, πράγμα που αποθάρρυνε τους ινδιάνους κι έτσι τους νικήσαμε και τους κατατροπώσαμε προξενώντας τους μεγάλες απώλειες. Επειδή δε μαζευόταν για να τους βοηθήσει πλήθος λαού από άλλα χωριά και θα ξαναγύριζαν, γιατί ήδη καλούσαν τον κόσμο να επιτεθεί ξανά, πρόσταξε ο διοικητής με μεγάλη βιάση να μπαρκάρουν οι άντρες, γιατί δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο την ζωή όλων μας, κι έτσι ετηβιβάστηκαν με την ψυχή στο στόμα, γιατί οι ινδιάνοι είχαν αρχίσει ήδη να τους επιτίθενται, και επιπλέον από το ποτάμι έρχονταν πολλά μονόξυλα, κι έτσι ξανοιχτήκαμε στον ποταμό και αφήσαμε τη στεριά... Έχουμε προχωρήσει από κει που κινήσαμε και αφήσαμε τον Γκονθάλο Πιθάρο χίλιες τετρακόσιες λεύγες, μπορεί και παραπάνω, λιγότερες πάντως όχι, και δεν ξέρουμε πόσες ακόμα απομένουν από δω ίσαμε τη θάλασσα. Σε τούτο το χωριό πιάσαμε αιχμάλωτο έναν σαλπιγκτή που βρισκόταν ανάμεσα στους υπόλοιπους, που θα 'τανε μέχρι τριάντα χρόνων, ο οποίος, όταν τον πιάσαμε, άρχισε να εξιστορεί στον διοικητή πολλά για την ενδοχώρα κι έτσι τον ττήρε μαζί του. Αφού ξανοιχτήκαμε στον ποταμό, καταπώς είπα, αφεθήκαμε στο ρεύμα δίχως να κωπηλατούμε, γιατί οι σύντροφρί μας ήταν τόσο αποκαμωμένοι που δεν είχανε δύναμη ούτε τα κουπιά να κρατήσουν. Συνεχίσαμε να προχωρούμε στον ποταμό, και θα 'χαμε διανύσει απόσταση μιας ριξιάς βαλλίστρας, όταν ανακαλύψαμε ένα χωριό όχι και πολύ μικρό στο οποίο δεν φαινόταν να υπάρχει κανείς γι' αυτό και οι σύντροφοι ζήτησαν από τον διοικητή να πάνε εκεί για να ψάξουνε να βρούνε τίποτε τρόφιμα, γιατί στο προηγούμενο χωριό δεν μας είχανε αςχήσει να 79
πάρουμε τίποτα. Ο διοικητής τους είπε ότι δεν ήθελε, γιατί παρ' όλο που σ' εκείνους φαινόταν ότι δεν υττήρχε κανείς, εδώ ήτανε που έπρεπε να είμαστε ακόμα πιο προσεκτικοί απ' όσο όταν τους βλέπαμε ξεκάθαρα. Ξαναμαζευτήκαμε όμως, κι εγώ μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους, και ζητήσαμε να μας κάνει τη χάρη. Παρ' όλο που είχαμε προσπεράσει το χωριό, υποκύπτοντας στη θέλησή μας πρόσταξε ο διοικητής να γυρίσουν τα μπριγαντίνια στο χωριό, κι έτσι όπως παραπλέαμε την ακροποταμιά, οι ινδιάνοι που παραμόνευαν κρυμμένοι ανάμεσα στις συστάδες των δέντρων, χωρισμένοι σε τμήματα κι έτοιμοι να μας στήσουν καρτέρι, έτσι όπως ττηγαίναμε δίπλα στη στεριά, βρήκαν ευκαιρία να μας ριχτούνε, κι άρχισαν να μας πετάνε τα βέλη βροχή, τόσο που δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλον. Επειδή όμως οι Ισπανοί μας ήταν εφοδιασμένοι από το Ματσιπάρο με γερές και μεγάλες ασπίδες όπως έχω ήδη αναφέρει, δεν μας προξένησαν και τόσες ζημιές όσες θα μας προξενούσαν αν δεν ερχόμασταν προετοιμασμένοι για την άμυνά μας. Και σε τούτο δω το χωριό απ' όλους δεν επλήγωσαν παρά μόνο εμένα, που ένα βέλος με πέτυχε στο μάτι και βγήκε από την άλλη μεριά, κι απ' αυτή τη λαβωματιά έχασα το μάτι μου, και δεν είναι μικρή η εξάντληση και ο πόνος μου, θέλημα δε του Κυρίου ήταν να χαρίσει τη ζωή του ανάξιου δούλου του για να γίνω καλύτερος και να Τον υπηρετήσω καλύτερα απ' ότι ίσαμε τώρα. Στο αναμεταξύ είχανε βγει στη στεριά οι Ισπανοί που ήταν στο μικρότερο πλοίο, κι όπως οι ινδιάνοι ήταν πολυάριθμοι, τους είχανε περικυκλώσει κι αν δεν έσπευδε προς βοήθεια τους ο διοικητής με το μεγάλο μπριγαvτívι^^ θα ήταν χαμένοι και θα τους έπιαναν αιχμάλωτους οι ινδιάνοι. Και αυτό θα είχαν πάθει προτού ακόμα φτάσει ο διοικητής, αν δεν ήταν τόσο επιδέξιοι και δεν πολεμούσαν με τόσο ενθουσιασμό, αλλά ήταν ταα πολύ κουρασμένοι και βρίσκονταν σε πολύ άσχημη θέση. Ο διοικητής τους περιμάζεψε, και μόλις με είδε λαβωμένο πρόσταξε να επιβιβαστούν οι άντρες στα πλοία. Μπάρκαραν λοιπόν, γιατί οι ινδιάνοι ήταν πολλοί και εξαγριωμένοι και δεν μπορούσαν να τους κάνουν καλά οι σύντροφοί μας, ο δε διοικητής φοβόταν μήπως χάσει κάποιον απ' αυτούς και δεν ήθελε να τους ρίξει σε τέτοια περιπέτεια, γιατί 65. Το μεγάλο μπριγαντίνι λεγόταν "Βικτόρια", ενώ το μικρό "Σαν Πέδρο". 80
γνώριζε καλά και διέβλεπε ότι ήταν απαραίτητο να έχει όλη τη δυνατή βοήθεια, γιατί η περιοχή ήταν πυκνοκατοικημένη και καλό θα ήταν να έμεναν όλοι ζωντανοί, γιατί δεν απείχαν μεταξύ τους τα χωριά ούτε μισή λεύγα και ακόμα λιγότερο σε όλη εκείνη την δεξιά όχθη του ποταμού, που είναι η νότια όχθη του. Κι επιπλέον, σε απόσταση δυο λεύγες πάνω-κάτω προς την ενδοχώρα διακρίνονταν να ασπρίζουν πολύ μεγάλες πόλεις. Τούτη εδώ η χώρα είναι τόσο καλή, τόσο εύφορη και τόσο οικεία όσο και η δική μας Ισπανία, γιατί εμείς φτάσαμε εδώ του ΑιΓιαννιού και οι ινδιάνοι είχανε αρχίσει να καίνε τα χωράφια. Είναι χώρα εύκρατη και παράγει πολύ σιτάρι και ευδοκιμούν όλα τα οπωροφόρα. Επιπλέον είναι κατάλληλη για την εκτροφή ζώων κάθε λογής, γιατί εδώ φύονται πολλά χόρτα όπως και στην Ισπανία, όπως η ρίγανη και γαϊδουράγκαθα τατσιλωτά και με γραμμές και πολλά άλλα χόρτα πολύ καλά. Τα βουνά της χώρας τούτης έχουνε βαλανιδιές και φελλόδεντρα, που έχουν βελανίδια όπως είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια καθώς και βελανιδιές. Το έδαφος είναι ψηλό και σχηματίζει λόφους, με χαμηλή βλάστηση. Το χορτάρι δεν φτάνει πάνω απ' το γόνατο, και υπάρχει πολύ κυνήγι κάθε είδους. Συνεχίσαμε το δρόμο μας κι ο διοικητής πρόσταξε να προχωράμε καταμεσής του ποταμού για να αποφεύγουμε τις κατοικημένες περιοχές, που ήταν τόσες πολλές που προκαλούσαν φόβο. Αυτή την επικράτεια την ονομάσαμε επαρχία του Αγίου Ιωάννη, γιατί φτάσαμε εκεί την ημέρα της επετείου του, και εγώ είχα λειτουργήσει το πρωί καθώς καταπλέαμε τον ποταμό, προς τιμή του τόσο δοξασμένου προδρόμου του Χριστού, και πιστεύω ότι με δική του μεσολάβηση μου έσωσε αργότερα ο Θεός τη ζωή. Βγήκαμε στη μέση του ποταμού κι οι ινδιάνοι ήρθαν στο κατόπι μας στο ποτάμι, γιατί ο διοικητής έδωσε διαταγή να διασχίσουμε το ποτάμι και να πάμε σ' ένα νησί που ήτανε ακατοίκητο, και μας ακολουθούσαν μέχρι που νύχτωσε. Φτάσαμε στο νησί μετά τις δέκα τη νύχτα, και ο διοικη'^ς πρόσταξε να μην βγούμε στη στεριά γιατί ήταν πιθανόν να μας ριχτούν οι ινδιάνοι. Κι έτσι διανυκτερεύσαμε στα μπριγαντίνια μας, κι όταν ήρθε το πρωί, πρόσταξε ο διοικητής να προχωρήσουμε με μεγάλη τάξη μέχρι να φύγουμε απ' αυτή την επαρχία του Αγίου Ιωάννη, που έχει πάνω από εκατόν πενήντα λεύγες ακτή, κατοικη6. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο
8 1
μένη όπως έχω πει. Και την επομένη, στις είκοσι πέντε Ιουνίου, περάσαμε ανάμεσα από κάτι νησιά που νομίσαμε ότι ήταν ακατοίκητα. Όταν όμως βρεθήκαμε ανάμεσά τους, αντικρίσαμε τόσους πολλούς οικισμούς σε τούτα τα νησιά που τρομοκρατηθήκαμε. Μόλις μας είδανε οι ινδιάνοι, βγήκαν στο κατόπι μας στο ποτάμι πάνω σε διακόσιες πιρόγες, που κάθε μια χωράει είκοσι με τριάντα ινδιάνους, μερικές δε και σαράντα, κι ήταν πολλές κι απ' αυτές. Οι πιρόγες ήτανε καταστόλιστες με διάφορα εμβλήματα κι είχανε πολλά τύμπανα και σάλπιγγες και αυλούς που παίζουν με το στόμα και λαούτα που έχουν τρεις χορδές. Και έρχονταν με τόσο σαματά και φωνές και με τόση τάξη, που είχαμε τρομοκρατηθεί. Περικύκλωσαν και τα δύο μπριγαντίνια και μας επιτέθηκαν με λύσσα θέλοντας να μας σκοτώσουν όλους. Αλλά τα πράγματα τους ήρθαν ανάποδα, γιατί οι δικοί μας με τα αρκεβούζια και τις βαλλίστρες τους δώσανε τέτοιο μάθημα που βιάστηκαν να αποτραβηχτούν. Στη στεριά ήταν θαυμάσιο να βλέπεις τις ομάδες των ινδιάνων στα χωριά να χορεύουν και να παίζουν τα όργανά τους με φοινικόκλαδα στα χέρια, κι έδειχναν πολύ μεγάλη χαρά όταν μας έβλεπαν να περνάμε από τα χωριά τους. Τα νησιά αυτά είναι λίγο υπερυψωμένα από την επιφάνεια του ποταμού, με έδαφος επίπεδο, και μοιάζουν πολύ εύφορα, είναι δε τόσο όμορφα που, παρ' όλο που ήμασταν εξαντλημένοι, δεν παύαμε να τα θαυμάζουμε. Περιπλεύσαμε αυτό το νησί, που είναι και το μεγαλύτερο, έχει μήκος έξι λεύγες και βρίσκεται στη μέση του ποταμού. Όσο για το πλάτος του δεν ξέρω πόσο ήταν. Οι ινδιάνοι μας ακολουθούσαν διαρκώς μέχρι που μας έδιωξαν από την επαρχία του Σαν Χουάν^, που, όπως λέγω, έχει εκατόν πενήντα λεύγες, τις οποίες τις κάναμε υποφέροντας πολύ από την πείνα, αποφεύγοντας να πολεμήσουμε γιατί, όπως ήταν πολύ πυκνοκατοικημένη περιοχή, δεν μπορούσαμε να βγούμε στη στεριά. Σε όλο αυτό το νησί μας ακολουθούσαν διαρκώς αυτές οι πιρόγες και τα μονόξυλα και μας ρίχνονταν όποτε θέλα66. Όπως και παραπάνω ο Καρβαχάλ χρησιμοποιεί τον όρο επαρχία για να αναφερθεί σε σύνολο οικισμών με κοινά χαρακτηριστικά και οι οποίοι ανήκουν στον ίδιο ηγεμόνα. Στο μέρος που αποκαλεί Σαν Χουάν ζούσαν οι ινδιάνοι Ταπάχος που σήμερα έχουν εξαφανιστεί. 82
νε. Επειδή όμως αρέσκονταν στους καρπούς των πυρών μας, μας συνόδευαν κατά διαστήματα. Όταν φύγαμε οίπό τούτο το νησί βρήκαμε ακόμα πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή, απ' όπου ξεπρόβαλαν καινούριες πιρόγες για να αντικαταστήσουν τις παλιές, που ήταν πολύ πιο πολλές και μας επιτέθηκαν. Εδώ ο διοικητής, βλέποντας την δύσκολη θέση μας και επιθυμώντας την ειρήνη μ' αυτούς τους ανθρώπους, για να δει αν θα μπορούσαμε να βρούμε κάποια στιγμή ανάπαυσης, αποφάσισε να μιλήσει στους ινδιάνους και να τους καλέσει στον δρόμο της ειρήνης, και για το σκοπό αυτό πρόσταξε να βάλουν σε μια κολοκύθα κάποια δώρα και να τη ρίξουν στα νερά. Οι ινδιάνοι τα ττήρανε, αλλά τόσο λίγο τα εκτίμησαν, που άρχισαν να τα περιγελούν. Αυτό δεν τους έκανε να πάψουν να μας ακολουθούν μέχρι που μας έδιωξαν από τα χωριά τους που, όπως έχουμε πει, ήταν πολλά. Το βράδυ εκείνο φτάσαμε πια μακριά από τα κατοικημένα μέρη και σταματήσαμε για να κοιμηθούμε σε έναν δρυμώνα που βρισκόταν σε ένα πλάτωμα στην ακροποταμιά. Δεν έπαψε όμως να μας κατατρώει τρομερή ανησυχία, γιατί είχαν καταφτάσει ινδιάνοι για να μας κατασκοπεύσουν και στην ενδοχώρα υπήρχαν πολλοί οικισμοί και πολλοί ήταν οι δρόμοι που οδηγούσαν σ' αυτήν. Για τον λόγο αυτό και ο διοικηιπ^ς και όλοι εμείς βρισκόμασταν σε επιφυλακή, έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο. Σε τούτον εδώ τον τόπο κάλεσε ο διοικητής τον ινδιάνο που είχαμε πιάσει αιχμάλωτο προηγουμένως, με τον οποίο μπορούσε πλέον να συνεννοηθεί γιατί είχε φτιάξει ένα λεξιλόγιο και τον ρώτησε από πού ήταν η καταγωγή του. Ο ινδιάνος αποκρίθηκε πως ήταν από κείνο κει το χωριό όπου τον είχανε πιάσει. Ο διοικητής τον ρώτησε ποιο ήταν το όνομα του ηγεμόνα εκείνης της χώρας και ο ινδιάνος του αποκρίθηκε πως λεγόταν Κοουγίνκο, και πως ήταν μέγας ηγεμόνας κι η επικράτειά του έφτανε ίσαμε εδώ που ήμασταν, που όπως έχω πει, ήτανε γύρω στις εκατόν πενήντα λεύγες. Ο διοικητής τον ρώτησε ποιες ήτανε εκείνες οι γυναίκες που είχανε έρθει να τους βοηθήσουν για να μας πολεμήσουν. Ο ινδιάνος είπε πώς ήτανε κάποιες γυναίκες που κατοικούσαν στην ενδοχώρα, σε απόσταση εφτά μερόνυχτα απ' την ακτή, κι επειδή αυτός ο ηγεμόνας, ο Κοουγίνκο, ήταν υποτελής τους, είχαν έρθει να φυλάξουν την ακτή. 83
o διοικητής τον ρΓοτησε αν αυτές οι γυναίκες ήταν παντρεμένες: ο ινδιάνος του είπε πως όχι. Τον ρώτησε ο διοικητής για το πώς ζούνε κι ο ινδιάνος αποκρίθηκε πως, όπως είχε αναφέρει, ζούνε στην ενδοχώρα και ότι εκείνος είχε πάει πολλές φορές εκεί πέρα και είχε δει τις συνήθειές τους και τις κατοικίες τους, και ως υπήκοός τους πήγαινε να τους δώσει τον φόρο όταν τον έστελνε ο αφέντης του. Ο διοικητής ρώτησε αν αυτές οι γυναίκες ήταν πολλές κι ο ινδιάνος είπε πως πράγματι ήτανε πολλές κι ότι ο ίδιος γνώριζε με τα ονόματά τους εβδομήντα χωριά, και τα απαρίθμησε μπροστά σε όσους βρισκόμασταν εκεί πέρα, κι είπε ότι είχε πάει σε κάποια απ' αυτά. Ο διοικητής τον ρώτησε αν τα σπίτια σ' αυτά τα χωριά ήταν φτιαγμένα από καλάμια κι ο ινδιάνος απάντησε αρνητικά κι είπε πως ήταν πέτρινα κι είχαν και πόρτες, και ότι από το ένα χωριό στο άλλο υπήρχαν δρόμοι με περιτειχίσματα κι από τις δυο πλευρές τους και κατά διαστήματα είχανε σκοπιές για να μην μπορεί να μπει κανένας χωρίς να πληρώσει διόδια. Ο διοικητής τον ρώτησε αν αυτές οι γυναίκες έκαναν παιδιά κι ο ινδιάνος είπε πως ναι. Ο διοικητής τον ρώτησε πώς γινόταν κι έπιαναν παιδί αφού δεν παντρεύονταν, μήτε και ζούσε άντρας ανάμεσά τους. Εκείνος αποκρίθηκε πως αυτές οι ινδιάνες συνευρίσκονται κατά καιρούς με ινδιάνους κι όταν τους έρθει η επιθυμία αυτή μαζεύουν πολλούς πολεμιστές και πηγαίνουν να επιτεθούν στη χώρα ενός πολύ σπουδαίου ηγεμόνα που βρίσκεται δίπλα στη χώρα αυτών των γυναικών, και τους φέρνουν με τη βία στη χώρα τους και τους κρατάνε μαζί τους όσο καιρό τους κάνει όρεξη, κι έπειτα, αφού μείνουν έγκυοι, τους ξαναστέλνουν στη χώρα τους δίχως να τους κάνουν κανένα κακό. Κι ύστερα, άμα έρθει ο καιρός να γεννήσουν, έτσι και γεννήσουν αγόρι το σκοτώνουν και το στέλνουν στον πατέρα του, κι αν κάνουν κόρη, την ανατρέφουν με μεγάλη προσοχή και την μυούν στα πράγματα του πολέμου. Είπε επίσης ότι ανάμεσα σε όλες αυτές τις γυναίκες υπάρχει και μία αφέντρα η οποία κυβερνάει και έχει όλες τις υπόλοιπες υπό την δικαιοδοσία και την εξουσία της, η οποία αφέντρα ονομάζεται Κονιόρι. Είπε ακόμα ότι υπάρχουν πολλά πλούτη και χρυσάφι και ασήμι και ότι εκείνες που διαφεντεύουν δεν χρησιμοποιούν παρά μόνο χρυσά και ασημένια σκεύη ενώ οι 84
υπόλοιπες γυναίκες σερβίρονται σε ξύλινα σκεύη, εκτός από εκείνα που μπαίνουν στη φωτιά, που είναι πήλινα. Είπε ακόμα ότι στην πρωτεύουσα και την πιο σπουδαία πόλη όπου κατοικεί η αφέντρα, υπάρχουν πέντε οικήματα πολύ μεγάλα που είναι χώροι λατρείας και σπίτια αφιερωμένα στον ήλιο, τα οποία ονομάζουν καραναΐν. Τα σπίτια αυτά από μέσα είναι επενδυμένα από το πάτωμα μέχρι μισό εστάδο^^ ύψος, με χοντρές πλάκες σκεπασμένες με πολύχρωμες ζωγραφιές και ότι στα σπίτια αυτά έχουνε πολλά χρυσά και ασημένια είδωλα με μορφές γυναικών καθώς και πολλά χρυσά και ασημένια σκεύη για να κάνουν προσφορές στον ήλιο. Φοράνε ρούχα από πολύ λεπτό μαλλί, γιατί σε τούτη δω τη γη υπάρχουν πολλά πρόβατα σαν εκείνα που έχει στο Περού. Η ενδυμασία τους είναι κάτι μανδύες που πέφτουν κολλητά στο σώμα από το στήθος μέχρι κάτω, που τους ρίχνουν προς τα πίσω και άλλοι σαν κάπες που στερεώνονται εμπρός με πολλά κορδόνια. Τα μαλλιά τους είναι μακριά ίσαμε το έδαφος και φορούνε στο κεφάλι κάτι χρυσές κορώνες με πάχος όσο δυο δάχτυλα κι αυτά είναι τα στολίδια τους. Είπε επιπλέον ότι σε κείνη εκεί τη χώρα, έτσι τουλάχιστον καταλάβαμε, υπάρχουνε καμήλες^® που τις φορτώνουν, καθώς και άλλα ζώα, που δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια ήταν, που έχουν το μέγεθος αλόγου και τρίχωμα μια πιθαμή, με μια σχισμή στα πόδια τους^^ και τα 'χουνε δεμένα, είναι δε λιγοστά. Λέει πως υπάρχουν σε τούτη τη χώρα δύο μικρές λίμνες με αλμυρό νερό, κι απ' αυτό κάνουν αλάτι. Λέει πως έχουν δώσει διαταγή, όταν δύει ο ήλιος, να μην απομένει κανένας αρσενικός ινδιάνος σε όλες τούτες τις πόλεις, παρά να βγαίνουν όλοι και να φεύγουνε από τα εδάφη τους. Κι επιπλέον, λέει, πολλές επαρχίες ινδιάνων που συνορεύουν με τη χώρα τους τις έχουνε υποτελείς και τις αναγκάζουν να πληρώνουν φόρους και να τις υπηρετούν, κι υπάρχουν κι άλλες με τις οποίες έχουνε αμάχη, και ιδιαίτερα μ' εκείνην που ήδη αναφέραμε, και πιάνουν αιχμά67. Εστάδο: Μονάδα μήκους, ισοδύναμο με 7 πόδια, το ύψος δηλαδή ενός ανθρώπου περίπου. 68. Μπορεί να αναφέρεται και πάλι στα λάμα. 69. Μάλλον τάπιροι. 85
λωτούς τους άντρες για να έρχονται σε συνουσία μαζί τους. Αυτοί λένε πως είναι πολύ μεγαλόσωμοι και με λευκό δέρμα κι είναι πολυάριθμοι κι όλα όσα μας είπε τα έχει δει πολλές φορές, γιατί ήταν άνθρωπος που ταξίδευε πολύ. Κι όλα όσα μας είπε τούτος εδώ ο ινδιάνος κι ακόμα παραπάνω μας είχανε πει σ' ένα μέρος έξι λεύγες από το Κίτο, γιατί πολλά μαντάτα είχανε φτάσει ίσαμε εκεί γι' αυτές τις γυναίκες, και για να τις δούνε έρχονται πολλοί ινδιάνοι καταπλέοντας τον ποταμό χίλιες τετρακόσιες λεύγες. Και, ψηλά στην αρχή του ποταμού, μας λέγανε οι ινδιάνοι ότι όποιος πήγαινε στη χώρα αυτών των γυναικών, πήγαινε νεαρός και γύριζε γέρος. Λέει πως στη χώρα τους κάνει πολύ κρύο και πως υπάρχει ελάχιστη ξυλεία αλλά τα τρόφιμα είναι άφθονα. Είπε κι άλλα πολλά, και πως κάθε μέρα ανακαλύπτει κι άλλα γιατί είναι ινδιάνος πολύ μυαλωμένος και πολύ κατατοπισμένος, καταπώς είναι κι όλοι οι υπόλοιποι σ' εκείνη εκεί τη χώρα, όπως έχουμε πει. Την επομένη το πρωί κινήσαμε να φύγουμε από τούτο δω το μέρος με τις βελανιδιές, πολύ χαρούμενοι γιατί πιστεύαμε πως θ' αφήναμε πια πίσω μας τα κατοικημένα μέρη και θα βρίσκαμε καιρό να ξαποστάσουμε από τις περασμένες και τις τωρινές μας κακουχίες. Κι έτσι αρχινήσαμε και πάλι την συνηθισμένη μας πορεία, δεν είχαμε προχωρήσει όμως πολύ, όταν στα δεξιά μας αντικρίσαμε επαρχίες και οικισμούς πολύ μεγάλους κτισμένους στα πιο όμορφα και ευχάριστα εδάφη που έχουμε δει κι ανακαλύψει σ' ολόκληρο τον ποταμό, γιατί ήταν εδάφη ψηλά, με πλαγιές και κοιλάδες πυκνοκατοικημένες. Κι απ' αυτές τις επαρχίες ξεπρόβαλαν κι ήρθαν προς το μέρος μας πλήθος πιρόγες για να μας ριχτούνε και να μας πολεμήσουνε. Τούτοι δω οι ινδιάνοι είναι τόσο μεγαλόσωμοι, τόσο που να ξεπερνούν και τον πιο μεγαλόσωμο άνθρωπο και κακοκουρεμένοι, και ξεπρόβαλαν όλοι τους μπογιατισμένοι με μαύρο χρώμα, και για το λόγο αυτό την ονομάσαμε Επαρχία των Νέγρων^® . Βγήκανε στολισμένοι και μας ρίχτηκαν πολλές φορές 70. Στην περιοχή Μοντεαλέγρε. Η επονομασία "νέγροι" οφείλεται στη χρήση του "γενιπάπο", μιας φυτικής χρωστικής με χρώμα σκούρο μπλε, η οποία είναι διαδεδομένη στην περιοχή του Αμαζονίου, και με την οποία 86
μα δεν μας κάνανε κακό, ενώ και του λόγου τους δεν έφυγαν αλώβητοι. Δεν επιχειρήσαμε να καταλάβουμε κανένα από αυτά τα χωριά γιατί δεν μας άφησε ο διοικητής, ένεκα που οι ινδιάνοι ήταν πολυάριθμοι. Ο διοικητής ρώτησε τον ινδιάνο που έχω αναφέρει ποια ήτανε η χώρα κείνη και ποιος την διαφέντευε, κι αυτός είπε πως εκείνη έκεί η επικράτεια και οι οικισμοί που έμοιαζαν με πολλούς άλλους που δεν μπορούσαμε να δούμε, α ^ κ α ν σ' έναν πολύ τρανό ηγεμόνα, ονόματι Αρριπούνα, ο οποίος διαφέντευε πολλά εδάφη. Ο ποταμός προς τα πάνω ήταν ογδόντα μερόνυχτα πορεία μέχρι μια λίμνη που υπήρχε στα βόρεια, κι ο τόπος εκείνος είναι πολύ πυκνοκατοικημένος και τον διαφεντεύει ένας άλλος ηγεμόνας που λέγεται Τιναμοστόν. Λέει όμως ότι αυτός είναι πολύ σπουδαίος πολεμιστής και ότι αυτού τρώνε ανθρώπινο κρέας, πράγμα που δεν γίνεται σε όλη την υπόλοιττη χώρα που ίσαμε εκεί είχαμε διασχίσει^^. Αυτός ο προαναφερθείς ηγεμόνας δεν είναι από την λίμνη, αλλά από άλλη. Είναι εκείνος που κρατάει στη χώρα του τους χριστιανούς για τους οποίους μας δώσανε πληροφορίες παραπάνω, γιατί αυτός ο ινδιάνος τους είχε δει. Και λέει πως έχει στην κατοχή του πλούτη πολλά σε ασήμι αλλά χρυσάφι δεν έχουνε. Στ' αλήθεια δε, αξίζει να δώσει κανείς πίστη σε όσα λέγονται για τη χώρα εκείνη, αν κρίνει κανείς από την όψη της και τη φτιαξιά της. Συνεχίσαμε την πορεία μας στον ποταμό και μετά από δυο μέρες φτάσαμε σ' ένα μικρό χωριό, όπου οι ινδιάνοι πρόβαλαν αντίσταση, μα τους κατατροπώσαμε και τους ττήραμε τα τρόφιμα. Προχωρήσαμε και βρήκαμε κι ένα άλλο χωριό δίπλα σ' αυτό, μεγαλύτερο. Εδώ πρόβαλαν αντίσταση και πολέμησαν οι ινδιάνοι για μισή ώρα, με τόση έξαψη που, προτού προλάβουμε να βγούμε στη στεριά, σκότωσαν μέσα στο μεγάλο μπριγαντίνι έναν σύντροφο που λεγόταν Αντόνιο ντε Καράνθα, από το Μπούργος. Σε τούτο το χωριό χρησιμοποιούσαν οι ινδιάνοι κάποιο δηλητηριώδες βότανο, που βρέθηκε στην πληγή αυτού βάφουν το σώμα τους πολλές φυλές ινδιάνων. 71. Η αναφορά στον κανιβαλισμό είναι μάλλον προσπάθεια του ινδιάνου να σπιλώσει μια άλλη φυλή. Ο Καρβαχάλ, από τη μεριά του, μαρτυρεί ότι δεν συνάντησε το έθιμο αυτό σε καμιά από τις φυλές που γνώρισε. 87
του συντρόφου, ο οποίος μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Για να επιστρέψουμε όμως στο σκοπό μας, θα αναφέρω ότι καταλάβαμε το χωριό και ττήραμε όσο καλαμπόκι χωρούσε στα μπριγαντίνια, γιατί, όταν είδαμε το βοτάνι, αποφασίσαμε να μην βγούμε στη στεριά ούτε σε κανένα κατοικημένο μέρος αν δεν ήτανε μεγάλη ανάγκη, κι έτσι προχωρήσαμε παίρνοντας περισσότερες προφυλάξεις απ' όσες ίσαμε τότε. Συνεχίσαμε την πορεία μας με βιάση μεγάλη, παρακάμπτοντας τα κατοικημένα μέρη, και μια μέρα, κατά το σούρουπο φτάσαμε για να κοιμηθούμε σε έναν δρυμώνα που βρισκόταν στο στόμιο ενός ποταμού που ενωνόταν στα δεξιά σ' αυτόν που πλέαμε, με πλάτος καμιά λεύγα. Ο διοικητής πρόσταξε να τον διασχίσουμε για να πάμε να κοιμηθούμε εκεί που είπα, γιατί φαινόταν να μην υπάρχει κατοικημένο μέρος δίπλα στην ακροποταμιά αυτού του ποταμού, και μπορούσαμε να κοιμηθούμε δίχως φόβο, παρ' όλο που η ενδοχώρα έμοιαζε πυκνοκατοικημένη. Δεν τρομάξαμε όμως και σταματήσαμε σ' αυτόν τον δρυμώνα. Εδώ πρόσταξε ο διοικητής να βάλουμε στα μπριγαντίνια ένα φράκτη σαν παραπέτασμα για να προστατευτούμε από τα βέλη, που πράγματι αποδείχθηκε σωτήριος. Δεν είχε περάσει πολύ ώρα που είχαμε στήσει τον καταυλισμό μας εκεί πέρα, όταν είδαμε να ξεπροβάλλουν πλήθος μονόξυλα και πιρόγες και να στέκονται σε μέρος που να τα βλέπουμε, δίχως να προσπαθήσουν να μας κάνουν κακό, παρά μόνο πηγαινοέρχονταν. Μείναμε σ' αυτόν τον καταυλισμό μιάμιση μέρα και είχαμε κατά νου να κάτσουμε παραπάνω. Εδώ συνέβη ένα γεγονός που τρόμαξε όσους το είδαμε και το θεωρήσαμε προμήνυμα. Ήταν γύρω στο δειλινό, όταν στάθηκε πάνω σ' ένα δέντρο κάτω από το οποίο είχαμε εγκατασταθεί εμείς, ένα πουλί που το κελάηδισμά του δεν το ξανακούσαμε ποτέ, που πολύ γρήγορα και ξεκάθαρα έλεγε "φύγετε", κι αυτό το είπε τρεις φορές και με μεγάλη βιάση. Πρέπει επίσης να πω ότι αυτό το ίδιο το πουλί ή κάποιο άλλο το είχαμε ακούσει και στο πρώτο χωριό όπου φτιάξαμε τα καρφιά, κι ήταν αλήθεια όσα έλεγε, γιατί νιώθοντας πως ήμασταν κοντά σε κατοικημένη γη, κοντά στο ξημέρωμα, μας έλεγε μ' αυτόν τον τρόπο: "φύγετε", κι αυτό πολλές φορές. Πάει να πει πως το πουλί αυτό 88
έλεγε αλήθεια με το κελάηδισμά του που το πιστεύαμε σαν να το βλέπαμε με τα μάτια μας. Έτσι όταν το άκουγαν οι σύντροφοι χαίρονταν, κι ιδιαίτερα σε περίπτωση που μας έλειπε η τροφή ή όταν ετοιμαζόμασταν όλοι να πολεμήσουμε. Εδώ μας άφησε αυτό το πουλί και ποτέ πια δεν το ξανακούσαμε. Αργότερα πρόσταξε ο διοικητής να φύγουμε απ' αυτό το μέρος, γιατί είχε μαζευτεί πλήθος ινδιάνων και, καταπώς φαινόταν, σχεδίαζαν να μας ριχτούνε μόλις βράδιαζε. Κείνο το βράδυ πρόσταξε ο διοικητής να το περάσουμε δεμένοι στα κλαδιά των δένδρων, γιατί δεν βρήκαμε μέρος να κοιμηθούμε στο έδαφος, κι αυτό φαίνεται πως ήταν θεία θέληση, γιατί αν μας έβρισκαν όταν βγήκανε στη στεριά, ελάχιστοι από μας ή και κανένας δεν θα απόμενε για να μπορέσει να εξιστορήσει το ταξίδι μας. Κι ενώ ήμασταν εμείς δεμένοι πάνω στα δέντρα καταπώς έχω πει, κατέφτασαν οι ινδιάνοι και από τη στεριά κι απ' το ποτάμι, και μας ψάχνανε κάνοντας μεγάλο σαματά, και φτάσανε μέχρις εκεί που ήμασταν εμείς, γιατί τους ακούγαμε και τους βλέπαμε, μα ο Κύριος δεν επέτρεψε να μας επιτεθούν, γιατί αν μας ρίχνονταν δεν θα 'μενε ούτε ένας από μας. Είναι βέβαιο ότι ο Κύριος τους τύφλωσε για να μη μας δούνε. Μείναμε εκεί πάνω ίσαμε που ξημέρωσε, και πρόσταξε ο διοικητής να αρχίσουμε να προχωρούμε. Εδώ καταλάβαμε ότι δεν ήμασταν μακριά από τη θάλασσα, γιατί έφτανε ίσαμε εδώ το θαλασσόμπασμα της παλίρροιας^^, προς μεγάλη χαρά όλων μας γιατί πλέον δεν θα αργούσαμε να φτάσουμε στη θάλασσα^^. Αφού ξεκινήσαμε την πορεία μας, όπως είπα, μετά από λίγο ανακαλύψαμε έναν παραπόταμο όχι και πολύ μεγάλο, από τον οποίο είδαμε να ξεπροβάλλουν δυο ομάδες ινδιάνων με πιρόγες οι οποίοι με φωνές και ουρλιαχτά, πλησίασαν τα μπριγαντίνια και άρχισαν να μας ορμούν και να πολεμούν σαν λυσσασμένα σκυλιά. Κι αν δεν ήταν τα παραπετάσματα που είχαμε κάνει 72. Η παλίρροια γίνεται αισθητή στον Αμαζόνιο 1.000 χιλιόμετρα περίπου από τη θάλασσα. 73. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αναζήτηση εξόδου προς την θάλασσα, και επομένως η επικοινωνία αυτής με το Περού, είναι ένας από τους βασικούς σκοπούς της αποστολής του Ορελιάνα, τουλάχιστον από τότε που χώρισε από τον Πιθάρο. 89
πριν, θα βγαίναμε απ' αυτή τη συμπλοκή αποδεκατισμένοι. Έχοντας όμως τέτοια προστασία και με τη ζημιά που τους προκάλεσαν οι άντρες μας με τα αρκεβούζια και τις βαλλίστρες τα καταφέραμε, με τη βοήθεια του Θεού, να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας. Στο τέλος όμως δεν βγήκαμε χωρίς απώλειες, γιατί μας σκότωσαν έναν άλλον σύντροφο, ονόματι Γκαρθία ντε Σόρια, από το Λογρόνιο. Το βέλος του μπήχτηκε μόνο μισό δάχτυλο, επειδή όμως ήταν δηλητηριασμένο δεν έζησε ούτε είκοσι τέσσερις ώρες προτού παραδώσει το πνεύμα στον Κύριο. Μ' αυτό τον τρόπο πολεμούσαμε από τα ξημερώματα μέχρι μετά τις δέκα, δίχως να μας αφήνουν ούτε στιγμή να ξαποστάσουμε, αντίθετα ώρα με την ώρα πλήθαιναν οι ινδιάνοι, τόσο πολύ που το ποτάμι ήταν πια γεμάτο πιρόγες, κι αυτό επειδή βρισκόμασταν σε πυκνοκατοικημένη χώρα που ο ηγεμόνας της λεγόταν Νουρανταλουγουαμπουραμπάρα. Στην απόκρημνη ακροποταμιά ήτανε πλήθος ινδιάνοι, που παρακολουθούσαν την συμπλοκή, κι έτσι όπως μας ακολουθούσαν μας στρίμωχναν ακόμα πιο πολύ, γιατί βρίσκονταν πια πολύ κοντά στα μπριγαντίνια. Τότε ρίξαμε με τα αρκεβούζια δυο αξιοθαύμαστες βολές, που συνέβαλαν στο να μας αφήσουν ήσυχους εκείνοι οι διαβόλοι. Τη μία την έριξε ο Αλφέρεθ που σκότωσε με μια ριξιά δυο ινδιάνους, και τόσο φοβήθηκαν απ' αυτόν τον κεραυνό που πολλοί ρίχτηκαν στο νερό, και κανένας από δαύτους δεν σώθηκε, γιατί τους σκότωσαν όλους από τα μπριγαντίνια. Την άλλη την έριξε ένας Βάσκος, ονόματι Περούτσο. Ήταν πράγματι αξιοθαύμαστο αυτό το γεγονός και εξαιτίας του οι ινδιάνοι μας παράτησαν και το έβαλαν στα πόδια, δίχως να σώσουν εκείνους που ήτανε μέσα στο νερό, κανένας δε απ' αυτούς, όπως είπα, δεν διέφυγε. Μόλις τέλειωσαν όλα, διέταξε ο διοικητής να πλεύσουμε κατά πλάτος του ποταμού προς την αριστερή όχθη για να αποφύγουμε τα κατοικημένα μέρη κι έτσι κι έγινε. Προχωρήσαμε απ' αυτή τη μεριά μερικές λεύγες, κι ο τόπος φαινόταν εύφορος μα στην ακροποταμιά δεν υττήρχε κανένας οικισμός, φαίνεται πως όλοι είναι στην ενδοχώρα. Δεν μάθαμε ποια ήταν η αιτία^"^. 74. Η αιτία μπορεί να ήταν οι συχνές πλημμύρες των παραποτάμιων εδαφών. 90
Έτσι πλέαμε τις όχθες του ποταμού, κι είδαμε οικισμούς σε μέρη όμως που δεν μπορούσαμε να έχουμε κανένα όφελος, κι επιπλέον έμοιαζαν με οχυρά πάνω σε κάτι απογυμνωμένα υψώματα και πλαγιές, που θα 'τανε δυο-τρεις λεύγες από τον ποταμό. Δεν μάθαμε ποιος ήταν ο ηγεμόνας εκείνης εκεί της χώρας, παρά μόνο ο ινδιάνος μας είπε ότι σ' εκείνα τα οχυρά οχυρώνονταν όταν τους επιτίθενταν. Ούτε και μάθαμε ποιοι ήταν εκείνοι που τους επιτίθενται. Ενώ συνεχίζαμε την πορεία μας, πρόσταξε ο διοικητής να βγούμε στη στεριά για να ξεκουραστούμε λιγάκι και να εξερευνήσουμε εκείνη τη χώρα που τόσο είχε ευφράνει την όρασή μας. Κι έτσι σταματήσαμε μερικές μέρες σε τούτο δω το μέρος, κι ο διοικητής διέταξε μερικούς άντρες να προχωρήσουν μια λεύγα στο εσωτερικό της χώρας για να δούνε και να μάθουνε τι είδους χώρα ήτανε. Ξεκίνησαν οι άντρες και δεν είχαν προχωρήσει ούτε μια λεύγα όταν γύρισαν πίσω και είπανε στον διοικητή ότι η χώρα γινόταν όλο και καλύτερη γιατί ήταν όλο σαβάνες και λαγκαδιές όπως έχουμε πει, και υπήρχαν πολλά ίχνη ανθρώπων που έρχονταν εκεί για κυνήγι γι' αυτό και δεν θα έπρεπε να προχωρήσουν άλλο, ο δε διοικητής χάρηκε με όσα άκουσε. Εδώ αρχίσαμε να εγκαταλείπουμε την εύφορη γη και τις σαβάνες και τα ψηλά εδάφη και αρχίσαμε να μπαίνουμε σε εδάφη χαμηλά με πολλά νησιά, όχι όμως τόσο πυκνοκατοικημένα όσο εκείνα που είχαμε συναντήσει πιο πάνω. Εδώ εγκατέλειψε ο διοικητής τη στεριά κι αρχίσαμε να προχωρούμε ανάμεσα στα νησιά, προμηθευόμενοι τρόφιμα εκεί όπου βλέπαμε ότι μπορούσαμε να το κάνουμε δίχως κίνδυνο. Κι επειδή τούτα τα νησιά είναι πολλά και πολύ μεγάλα, ποτέ πια δεν μπορέσαμε να ξαναγυρίσουμε κοντά στη στεριά, ούτε από τη μια ούτε από την άλλη όχθη μέχρι που φτάσαμε στη θάλασσα. Θα πρέπει να ταξιδεύαμε ανάμεσα στα νησιά αυτά πάνω από διακόσιες λεύγες και σ' όλη αυτή τη διαδρομή, καθώς και καμιά εκατοστή λεύγες παρακάτω, η παλίρροια ανεβαίνει με μεγάλη ορμή. Όλα αυτά τα νησιά είναι γύρω στα τρακόσια όταν έχει παλίρροια και χίλια οχτακόσια όταν αποτραβιούνται τα νερά, μπορεί και παραπάνω. Προχωρώντας στη συνηθισμένη μας πορεία, επειδή χρεια91
ζόμασταν απεγνωσμένα φαγητό, πήγαμε να καταλάβουμε ένα χωριό που ήταν χωμένο σε έναν μικρό παραπόταμο. Την ώρα της φουσκονεριάς, πρόσταξε ο διοικητής να πάει εκεί το μεγάλο μπριγαντίνι, το οποίο κατάφερε να αράξει στο λιμάνι και βγήκαν οι σύντροφοι στη στεριά. Το μικρό, έπεσε πάνω σ' ένα κούτσουρο που ήταν καλυμμένο από τα νερά και δεν το είδανε, με τόση ορμή που μια σανίδα έγινε κομμάτια και το πλοίο πλημμύρισε νερά. Εδώ βρεθήκαμε σε πολύ δύσκολη θέση, όσο δεν είχαμε βρεθεί σε όλη τη διαδρομή μας στο ποτάμι, και πιστέψαμε πως θα χαθούμε όλοι μας, γιατί η ατυχία μας χτυπούσε από παντού. Όταν οι σύντροφοί μας βγήκανε στη στεριά, ρίχτηκαν πάνω στους ινδιάνους και τους ανάγκασαν να το βάλουν στα πόδια και, νομίζοντας ότι ήταν ασφαλείς, άρχισαν να μαζεύουν τρόφιμα. Οι ινδιάνοι, που ήταν πολυάριθμοι, ξαναγύρισαν και χίμηξαν στους συντρόφους μας και τους έκαναν τέτοιο κακό που τους ανάγκασαν να γυρίσουν εκεί όπου βρίσκονταν τα μπριγαντίνια, με τους ινδιάνους στο κατόπι τους. Όμως, και στα μπριγαντίνια ελάχιστα ασφαλείς ήτανε, γιατί το μεγάλο είχε προσαράξει στα ρηχά, γιατί είχε κατεβεί η παλίρροια, και το μικρό ήταν πλημμυρισμένο, όπως έχω πει. Βρισκόμασταν σε μεγάλο κίνδυνο και σωτηρία δεν φαινόταν από πουθενά, παρά μόνο από μας τους ίδιους και απ' τον Θεό, που ήταν ο μόνος που θα μας έδινε κουράγιο και θα μπορούσε να μας βγάλει από την κρίσιμη κατάσταση που βρισκόμασταν. Τότε ο διοικητής πρόσταξε να πάρουμε μέτρα για να μην μας κάνουν κακό οι ινδιάνοι, κι έτσι διέταξε να χωριστούν οι άντρες και οι μισοί από τους συντρόφους να πολεμήσουν τους ινδιάνους κι οι υπόλοιποι να βγάλουν στη στεριά το μικρό το μπριγαντίνι και να το καλαφατίσουν. Κι ύστερα πρόσταξε να τραβηχτεί πιο πάνω το μεγάλο, ώστε να μπορεί να πλέει, και μέσα έμεινε μόνο ο ίδιος ο διοικητής με τους δυο ιερωμένους που ερχόμασταν συνοδειά του κι άλλος ένας σύντροφος για να φυλάει αυτό το μπριγαντίνι και για να το προστατεύει από τους ινδιάνους από τη μεριά του ποταμού. Σ' αυτή τη θέση βρισκόμασταν όλοι μας, κι είχαμε πολλά να φροντίσουμε, γιατί είχαμε πόλεμο από τη στεριά και ατυχία από το νερό. Μα εδέησε ο Κύριος μας ο Ιησούς Χριστός να μας βοηθήσει και να μας στέρξει, όπως έχει κάνει πάντοτε σε όλο αυτό το ταξίδι, στο οποίο καθοδήγησε το απο92
λεσθέν ποίμνιό του που βάδιζε δίχως να γνωρίζει ούτε πού ευρίσκεται, ούτε πού πηγαίνει, ούτε και ποια θα ήταν η μοίρα του. Εδώ έγινε ολοφάνερο, με ξεχωριστό τρόπο, ότι έδειξε ο Θεός την ευσπλαχνία του για μας, γιατί χωρίς να καταλάβει κανείς πώς έγινε, η Θεία Χάρις με την απέραντη καλοσύνη της και η Θεία Πρόνοια μας έστερξαν και μας διέσωσαν, γιατί το μπριγαντίνι καλαφατίστηκε και ρίχτηκε στο νερό. Και την ίδια στιγμή έφυγαν οι πολεμιστές, που τις τρεις ώρες που κράτησε η επισκευή αυτή δεν έπαψαν να πολεμάνε. Ω Ύψιστε και Μεγαλοδύναμε, πόσες φορές δεν βρεθήκαμε σε στιγμές αγωνίας τόσο κοντά στον θάνατο, και δίχως την φιλευσπλαχνία σου θα ήταν αδύνατον να βρούμε δυνάμεις μήτε και συμβουλή από τους ζωντανούς για να σώσουμε τη ζωή μας. Απ' αυτό το χωριό πήραμε κάποια τρόφιμα και κρασί τη μέρα ακριβώς που τα είχαμε ανάγκη, έτσι που μεσ' την καρδιά της νύχτας είχαμε ήδη μπαρκάρει. Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε στα μπριγαντίνια, μέσα στο ποτάμι. Την επομένη αράξαμε δίπλα σ' ένα βουνό. Εδώ βαλθήκαμε να καλαφατίσουμε το μικρό μπριγαντίνι ώστε να μπορέσει να ταξιδέψει, αυτό το έργο δε μας πήρε δεκαοχτώ μέρες, και αναγκαστήκαμε να ξαναφτιάξουμε καρφιά, κι οι σύντροφοί μας δουλέψανε πολύ σκληρά. Είχαμε όμως μεγάλη έλλειψη τροφής, τόσο που τρώγαμε το καλαμπόκι μετρώντας τους σπόρους. Ενώ βρισκόμασταν σε τόσο μεγάλη ανάγκη, έδειξε και πάλι ο Κύριος την ξεχωριστή του εύνοια για μας τους αμαρτωλούς, γιατί μας έστερξε σε τούτη τη δύσκολη στιγμή όπως και σε όλ^ς τις υπόλοιπες όπως έχω πει. Κι έτσι, μια μέρα κατά το σούρουπο είδαμε να πλέει μέσα στο ποτάμι ένας νεκρός τάπιρος, ίσαμε ένα μουλάρι σε μέγεθος. Μόλις τον είδε ο διοικητής, πρόστοχξε κάποιους συντρόφους να τον πιάσουν και να πάρουν μια πιρόγα για να τον μεταφέρουν. Όταν τον έφεραν μοιράστηκε σε όλους τους συντρόφους έτσι ώστε έφτασε στον καθένα για να φάει πέντε με έξι μέρες, πράγμα που στάθηκε μεγάλη ανακούφιση για όλους μας. Αυτός ο τάπιρος πρέπει να είχε πεθάνει πριν λίγο, γιατί ήταν ακόμα ζεστός και δεν είχε καμιά πληγή. Μόλις καλαφατίσαμε το μπριγαντίνι και φτιάξαμε τα καρφιά για να καλαφατίσουμε το μεγάλο, μισέψαμε από κείνο το μέρος και προχωρήσαμε ψάχνοντας έναν κατάλληλο τόπο ή 93
κάποια παραλία για να μπορέσουμε να βγάλουμε και το μεγάλο στην ακτή και να το καλαφατίσουμε. Την ημέρα του Σωτήρος, που είναι η μεταμόρφωση του Λυτρωτή μας Ιησού Χριστού, βρήκαμε την παραλία που ψάχναμε κι εκεί τελειώσαμε το καλαφάτισμα και των δυο πλοίων, τους φτιάξαμε ξάρτια από χόρτο και κάβους για το ταξίδι στη θάλασσα, πανιά από τις κουβέρτες που κοιμόμασταν, και τους βάλαμε και κατάρτια. Για να τελειώσουμε αυτό το έργο κάναμε δεκατέσσερις μέρες, με φοβερές και διαρκείς στερήσεις από την μεγάλη πείνα και τη λιγοστή τροφή που υπήρχε, γιατί δεν τρώγαμε παρά μόνο ό,τι πιάναμε στο ποτάμι, που ήταν κάτι άθλια σαλιγκάρια και κάτι κοκκινωπά καβούρια σε μέγεθος βατράχου. Κι αυτά πήγαιναν να τα πιάσουν οι μισοί σύντροφοι ενώ οι άλλοι μισοί συνέχιζαν τη δουλειά. Μ' αυτό τον τρόπο και με τόσα βάσανα τελειώσαμε το έργο μας, πράγμα που χαροποίησε πολύ τους συντρόφους, που έφεραν εις πέρας τόσο επίπονο έργο. Φύγαμε από τούτο το μέρος στις οκτώ του μηνός Αυγούστου, με λιγοστές προμήθειες γιατί λίγες ήταν και οι δυνατότητές μας και πολλά ήταν τα χρειαζούμενα που μας έλειπαν. Ξέραμε όμως πως δεν μπορούσαμε να τα έχουμε κι έτσι αντέχαμε τις στερήσεις όσο καλύτερα μπορούσαμε. Από εδώ προχωρήσαμε με τα πανιά προσέχοντας την παλίρροια, παραπλέοντας τα παράκτια. Και πράγματι υττήρχε παλίρροια, ανάλογα σε ποιο μέρος του ποταμού πλέαμε, και παρ' όλο που ήμασταν ανάμεσα σε νησιά δεν ήταν μικρός ο κίνδυνος όταν περιμέναμε την παλίρροια. Κι επειδή δεν είχαμε κεpκέτες^^ δέναμε στους κάβους πέτρες. Ποντίζαμε πέτρες και ξύλα κι ήταν τόσο δύσκολη η κατάσταση που πολλές φορές μας ξέσερνε κι αναπλέαμε στον ποταμό, μέσα σε μια ώρα, περισσότερο απ' όσο είχαμε κατέβει όλη την ημέρα. Εδέησε όμως ο Κύριος, παρ' όλες τις αμαρτίες μας, να μας βγάλει από αυτόν τον κίνδυνο και να μας βοηθήσει η Θεία Χάρη του και να μην επιτρέψει να πεθάνουμε από την πείνα ούτε και να ναυαγήσουμε, παρ' όλο που γλιτώσαμε παρά τρίχα γιατί πολλές φορές προσάραξαν τα πλοία, και όλοι μας μέσα στο νερό ζητούσαμε την ευσπλαχνία του Θεού. Κι αν μετρήσει κανείς τις φορές που χτύπησαν τα πλοία και προσάραξαν, θα 75. Μικρές άγκυρες με τέσσερις προεξοχές. 94
πιστέψει ότι ο Μεγαλοδύναμος Θεός θέλησε να μας γλιτώσει για να έρθουμε στο σωστό δρόμο ή για όποιο άλλο μυστηριώδη λόγο είχε η Θεία του Μεγαλοσύνη που εμείς οι άνθρωποι αδυνατούμε να εννοήσουμε. Συνεχίζαμε την πορεία μας, περνώντας διαρκώς από κατοικημένα μέρη, όπου προμηθευόμασταν κάποια τρόφιμα, παρ' ότι λιγοστά, γιατί οι ινδιάνοι τα έκρυβαν. Βρίσκαμε όμως κάτι ρίζες που τις έλεγαν ινάνες^^, που αν δεν ήταν κι αυτές θα πεθαίναμε της πείνας. Έτσι γλιτώσαμε παρά την ολοσχερή έλλειψη εφοδίων. Σε όλα τούτα τα χωριά μας περίμεναν ινδιάνοι αλλά ήταν άοπλοι, γιατί είναι λαοί πολύ ειρηνικοί, και μας έδιναν να καταλάβουμε με νοήματα ότι είχαν ξαναδεί χριστιανούς. Οι ινδιάνοι αυτοί κατοικούν στις εκβολές του ποταμού στον οποίο πλέαμε, κι εδώ προμηθευτήκαμε νερό, κάθε ένας κι από ένα σταμνί, καθώς και καλαμπόκι, άλλοι ενάμισι αλμούθ^^ κι άλλοι λιγότερο και κατ' αυτόν τον τρόπο ετοιμαστήκαμε να αρμενίσουμε στη θάλασσα όπου μας οδηγούσε και μας έριχνε η περιπέτεια, γιατί εμείς δεν είχαμε ούτε πιλότο, ούτε πυξίδα ούτε και χάρτη πλοήγησης, μήτε και ξέραμε κατά ποια μεριά ή κατά ποια πλευρά έπρεπε να τραβήξουμε. Για όλα αυτά προνοούσε ο Κύριος μας και Λυτρωτής Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήτανε πλοηγός και οδηγός μας, κι είχαμε εμπιστοσύνη στην Αγία του Μεγαλοσύνη ότι Εκείνος θα μας έφερνε και θα μας οδηγούσε σε χώρα χριστιανών. Όλοι οι ινδιάνοι που ζούνε σε τούτο το ποτάμι που περάσαμε είναι, όπως έχουμε ττει άνθρωποι με μεγάλη σύνεση και πολύ καλοί τεχνίτες, καταπώς φαινόταν από τα έργα που φτιάχνουν, τα είδωλα και τις ζωγραφιές και τα πολύχρωμα σχέδια, με χρώματα ολοζώντανα, που ήταν χάρμα οφθαλμών. Από τις εκβολές αυτού του ποταμού βγήκαμε ανάμεσα από δυο νησιά, που απείχαν το ένα από το άλλο γύρω στις τέσσερις λεύγες, ενώ όλος ο ποταμός θα πρέπει να έχει απ' άκρου εις άκρον περίπου πενήντα λεύγες. Το γλυφό νερό εισχωρεί στη 76. Εννοεί το ινιάμε, ποώδες φυτό της οικογένειας των διοσκουριδιδών με μεγάλη κονδυλώδη ρίζα, με γεύση σαν την γλυκοπατάτα, η οποία τρώγεται βραστή ή ψητή. 77. Αλμούθ ή αλμούδ: Μονάδα όγκου που ισοδυναμεί με 4.625 λίτρα, και χρησιμοποιείται κυρίοος για σιτηρά, όσπρια ή άλλους σπόρους. 95
θάλασσα πάνω από είκοσι πέντε λεύγες, φουσκώνει δε και χαμηλώνει η στάθμη του έξι με επτά οργιές. Βγήκαμε, όπως είπα, από τον ποταμό στις είκοσι επτά του μηνός Αυγούστου, την ημέρα του Σαν Λουίς^® και μας έκανε τόσο καλόν καιρό που ποτέ, ούτε στον ποταμό ούτε στην θάλασσα δεν μας έπιασε νεροποντή, και δεν ήταν μικρό το θαύμα τούτο που έκανε ο Κύριος για μας. Αρχίσαμε να προχωράμε και με τα δύο μπριγαντίνια, μερικές φορές βλέποντας στεριά κι άλλοτε βλέποντάς την χωρίς να ξέρουμε πού είμαστε. Την επέτειο του Αποκεφαλισμού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου τη νύχτα, απομακρύνθηκε το ένα μπριγαντίνι, και ποτέ πια δεν το ματαείδαμε, πιστέψαμε δε πως είχε χαθεί, και μετά από εννιά μέρες που ναυσιπλοούσαμε, μπήκαμε οι αμαρτωλοί στον κόλπο του Πάρια, πιστεύοντας πως ήμασταν στο σωστό το δρόμο, κι αφού βρεθήκαμε μέσα, θελήσαμε να ξαναβγούμε στην θάλασσα κι ήταν η έξοδος τόσο δύσκολη που παλεύαμε επτά μέρες. Όλες αυτές τις μέρες δεν άφησαν απ' τα χέρια τους τα κουπιά οι σύντροφοι και όλες αυτές τις επτά μέρες δεν τρώγαμε παρά κάτι φρούτα σαν δαμάσκηνα, που τα λένε όγος. Έτσι, με πολλές δυσκολίες, βγήκαμε από το στόμα του δράκου, έτσι θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε το μέρος εκείνο, γιατί παραλίγο να μείνουμε εκεί μέσα. Βγήκαμε απ' αυτή τη φυλακή και προχωρήσαμε δυο μέρες παραπλέοντας την ακτή, και τέλος, δίχως να γνωρίζουμε ούτε πού βρισκόμασταν, ούτε πού πηγαίναμε, ούτε και ποια θα ήταν η μοίρα μας, αράξαμε στο νησί Κουμπάγουα και την πόλη Νουέβα Κάδιθ, όπου συναπαντήσαμε τον σύντροφό μας, το μικρό μπριγαντίνι, που είχε φτάσει πριν δυο μέρες, γιατί εκείνοι έφτασαν στις εννιά Σεπτεμβρίου και εμείς στις έντεκα του ίδιου μήνα με το μεγάλο μπριγαντίνι, στο οποίο επέβαινε και ο διοικητής μας. Τόση ήταν η χαρά όλων μας, που δεν γίνεται να την περιγράψω, γιατί κι εκείνοι μας είχαν για χαμένους όπως κι εμείς εκείνους. Για ένα πράγμα έχω γνώση και βεβαιότητα, ότι τόσο εκείνους όσο κι εμάς μας εδέησε ο Κύριος με τη χάρη του τα μέγιστα, που μας έφερε με τέτοιο καιρό, γιατί αν ήταν αλλιώτικος 78. 244 μέρες αφότου χώρισαν από τον Γκονθάλο Πιθάρο, στις 26 Δεκεμβρίου του 1541. 96
τα μαδέρια που έπλεαν στην ακτή δεν θα μας άφηναν να ναυσιπλοήσουμε, γιατί είναι η πιο επικίνδυνη ακτή που έχω δει. Οι πάροικοι αυτής της πόλης μας καλοδέχτηκαν σαν να ήμασταν παιδιά τους και μας περιποιήθηκαν και μας έδωσαν ό,τι χρειαζόμασταν. Απ' αυτό το νησί αποφάσισε ο διοικητής να κινήσει και να πάει να δώσει αναφορά στη Μεγαλειότητά Σας για αυτή την καινούρια και σπουδαία ανακάλυψη και για τον ποταμό τούτο, ο οποίος ταστεύουμε ότι είναι ο Μαρανιόν, γιατί από τις πηγές του ίσαμε το νησί Κουμπάγουα είναι ίσαμε τετρακόσιες πενήντα λεύγες καταπώς υπολογίσαμε αφού είχαμε πια φτάσει. Σε όλη την ακτή υπάρχουν πολλά ποτάμια, που είναι όμως μικρά. Εγώ, ο Φράι Γασπάρ ντε Καρβαχάλ, ο ταπεινότερος των ιερωμένων του τάγματος του ιερωμένου μας πατρός Αγίου Δομίνικου, θέλησα να μπω στον μικρό κόπο και να περιγράψω τα συμβάντα της πορείας μας στο νερό και σε στέρεα γη, για να ειπώ την αλήθεια και να πληροφορήσω περί όλων αυτών, και να μη δοθεί λαβή σε πολλούς που θα ζητήσουν να περιγράψουν την οδύσσειά μας σε αναντιστοιχία με όσα περάσαμε κι είδαν τα μάτια μας. Όλα όσα έχω καταγράψει και εξιστορήσει είναι αληθινά κι επειδή η μακρηγορία γεννάει τον κάματο, αφηγήθηκα επιφανειακά και εν συνόψει όλα τα συμβάντα, για λογαριασμό του διοικητή Φρανθίσκο ντε Ορελιάνα και των ιδαλγών που τον συνόδευαν, καθώς και των συντρόφων που τον ακολουθήσαμε από το στρατόπεδο του Γκονθάλο Πιθάρο, αδερφού του δον Φρανθίσκο Πιθάρο, μαρκήσιου και κυβερνήτη του Περού. Ευλογητός ει Κύριε. Αμήν.
7. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο
97
Ινδιάνοι Νάπο. (Έγχρωμη
λιθογραφία ανωνύμου, 19ος αιώνας).
ΠΕΔΡΑΡΙΑΣ ΝΤΕ ΑΛΜΕΣΤΟ
ΦίΛΑΛΗΘΗΣ ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΜΑΓΟΥΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΑΟΡΑΔΟ ΣΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΠΟΥ Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΠΕΔΡΟ ΝΤΕ ΟΡΣΟΥΑ ΕΚΙΝΗΣΕ ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙ, ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΝΤΟΛΉΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΠΟΥ ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ Ο ΑΝΊΊΒΑΣΙΛΕΑΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ ΝΤΕ ΚΑΝΕΤΕ', ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΙΉΡΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΠΟΤΑΜΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΟΝΟΜΑΖΟΥΝ ΑΜΑΖΟΝΙΟ ΚΑΙ ΠΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΝ ΑΠΟΚΑΛΟΥΝ ΠΟΤΑΜΟ ΜΑΡΑΝΙΟΝ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΗΓΑΖΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΙΡΟΥ, ΚΑΙ ΕΚΒΑΛΛΕΙ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ. ΘΑ ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΟΥΜΕ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΟΥ ΔΟΝ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΝΤΕ ΓΟΥΘΜΑΝ^ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΠΕ ΝΤΕ ΑΓΚΙΡΕ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΓΡΙΌΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΡΑΞΑΝ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΧΡΕΙΟΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ
1.0 Αντρές Ουρτάδο ντε Μεντόθα, μαρκήσιος ντε Κανιέτε, διετέλεσε avuβασιλέας του Περού από το 1556 μ^ρι το 1561. 2. Γιος του Αλβαρ Πέρεθ ντε Εσκιβέλ, πσο είχε διακριθεί στο πλευρό του Ουρτάδο ντε Μεντόθα στην υπεράσπιση του οχυρού Πέουκο, στην Χιλή. Φαίνεται πως ήταν άντρας προληπτικός, με δειλό χαρακτήρα, λιγομίλητος και παρ' όλα αυτά σεβαστός από τους άντρες του.
Ινδιάνοι σε μάχη. (Γκραβούρα στην Ιστορία ενός ταξιδιού στην γη της Βραζιλίας τον Ζαν ντε Αερί, Αα Ροσέλ, 1575).
π
ρόκειται για τον κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, γεννημένο στη Ναβάρα. Ήταν ιππότης, και ευπατρίδης από τον Οίκο των Ορσούα, άντρας με ικανότητες πολλϊς και μεγάλη πείρα στις ανακαλύψεις και τις εισελάσεις στα μέρη των ινδιάνων. Ανακάλυψε και εποίκησε στο Νέο Βασίλειο της Γρανάδας την πόλη της Παμπλóvα^ συμμετείχε στην κατάκτηση των Μούσος^ και τον εποικισμό τους και διετέλεσε διοικητής στην εκστρατεία κατά των Τάίρόνα^ καθώς και σε άλλα μέρη αυτού του Νέου Βασιλείου. Και στη Νόμπρε ντε Διός^ και τον Παναμά, του ανέθεσε ο μαρκήσιος ντε Κανιέτε να καθυποτάξει τους νέγρους σκλάβους που είχαν δραπετεύσει και μεγάλες ζημιές έκαναν σ' εκείνη τη χώρα. Την αποστολή τούτη την εξετέλεσε με τόση δεξιότητα και προσήλωση, που κατάφερε να συλλάβει και να σκοτώσει πολλούς από τους νέγρους ινδιάνους, και όσοι απόμειναν ήταν τόσο παραδειγματικά τιμωρημένοι και περιδεείς, που για μέρες πολλές δεν τολμούσαν να κάνουν κι άλλες καταστροφές. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος τούτος, πήγε στο Πιρού, στα τέλη του έτους του χίλια πεντακόσια πενήντα οχτώ. Έχοντας δε αντιληφθεί ο μαρκήσιος ντε Κανιέτε την ανδρειοσύνη και την ικανότητά του, του ανέθεσε την εκστρατεία στο Ελδοράδο, καθώς και σε πολλές άλλες επαρχίες και γειτονικές 3. Το Νέο Βασίλειο της Γρανάδας είναι η σημερινή Κολομβία. 4. Ινδιάνοι με φήμη πολύ πολεμοχαρούς φυλής, που ζούσαν μεταξύ του ποταμού Μαγδαλένα και της λίμνης Μαρακαΐμπο. 5. Παλιά ονομασία των αυτοχθόνων ινδιάνων που ζούσαν κοντά στην Σάντα Μαρία. 6. Πόλη του Παναμά που ιδρύθηκε το 1510. 101
χώρες, για τις οποίες φήμες πολλές και θαυμαστές ακούγονταν στο βασίλειο του Πιρού, τόσο εξαιτίας των σπουδαίων πραγμάτων που είπε ότι είχε δει ο διοικητής Ορελιάνα κι όσοι μαζί του πήγανε από το Πιρού και κατέπλευσαν τον ποταμό αυτόν τον Μαρανιόν, όπου έλεγαν ότι βρίσκονταν αυτές οι επαρχίες, όσο και εξαιτίας όσων διηγούνταν κάποιοι Βραζιλιάνοι ινδιάνοι^ που από τη χώρα τους ανέπλευσαν τούτον τον ποταμό, κάνοντας ανακαλύψεις και κατακτήσεις, ίσαμε που φτάσανε στο Πιρού, όταν βρισκόταν εκεί ο πρόεδρος Γάσκα®. Εξιστόρησαν οι Βραζιλιάνοι τούτοι ινδιάνοι, ότι ξεκίνησαν από την πατρίδα τους, που βρίσκεται στις ακτές της Βραζιλίας, πάνω από δέκα με δώδεκα χιλιάδες απ' αυτούς, με πολλά μονόξυλα, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, και μαζί τους πήγαν και δυο Ισπανοπορτογάλοι, που ο ένας τους λέγανε ότι ονομαζόταν Ματέο, για να αναζητήσουν καλύτερη γη απ' τη δική τους. Εγώ όμως λέω πως το έκαναν πιότερο για να γεμίσουν τις καταραμένες τους κοιλιές με ανθρώπινο κρέας, γιατί όλοι τούτοι έχουνε συνήθειο να το τρώνε και τρελαίνονται γι' αυτό^. Έκαναν πάνω από δέκα χρόνια να ανέβουν από τον ποταμό τούτο ίσαμε το Πιρού. Κι από τους δώδεκα χιλιάδες ινδιάνους, κατόρθωσαν να φτάσουν μονάχα γύρω στους τριακόσιους καθώς και μερικές γυναίκες κι όταν έφτασαν σε ένα χωριό που λέγεται Τσατσαπόγιας έμειναν εκεί πέρα μαζί με τους Ισπανούς. Πεθάνανε πολλοί σ' αυτόν τον ποταμό σε πολέμους και μάχες που κάνανε με τους ιθαγενείς τούτοι οι ινδιάνοι. Τόσο θαυμαστά πράγματα λέγανε για τον ποταμό και τις γειτονικές του επαρχίες, κι ιδιαίτερα για την επαρχία της Ομάγουα, κα-
τ. Έτσι αποκαλούσαν γύρω στους τριακόσιους ιθαγενείς που είχαν ανέβει από τον Αμαζόνιο μέχρι το περουβιανό υψίπεδο, τον Νοέμβριο του 1549, κατά την προεδρία του Λα Γάσκα. Πολλά έλεγαν οι ινδιάνοι αυτοί για τα πλούτη της Ομάγουα, πράγμα που αναζωπύρωσε την επιθυμία πολλών Ισπανών να φτάσουν μέχρι το βασίλειο εκείνο, που η φήμη του βασιζόταν και σε όσα έλεγαν εκείνοι που συμμετείχαν στην αποστολή του Ορελιάνα. 8. Πέδρο ντε Λα Γάσκα, πρόεδρος του Περού μεταξύ 1547 και 1550. 9. Οι ινδιάνοι αυτοί μπορεί να ήταν Τουπιναμπάς, για τους οποίους και άλλες πηγές λένε óji ήταν ανθρωποφάγοι, αναφορά πολύ συχνή στα χρονικά της εποχής, που δεν είναι όμως πάντοτε αληθής. 102
θώς και για το μεγάλο πλήθος των ιθαγενών, και για τους αμέτρητους θησαυρούς και πλούτη, που γέννησαν την επιθυμία σε πολλούς να τα δούνε και να τα ανακαλύψουν. Έτσι, ο μαρκήσιος ντε Κανιέτε, αντιβασιλέας του Πιρού, όρισε, εν ονόματι της Μεγαλειότητάς Σας^°, κυβερνήτη αυτών των επαρχιών και του ποταμού τον Πέδρο ντε Ορσούα, δίνοντάς του μεγάλες εξουσίες και δικαιοδοσίες σε ευρύτατη επικράτεια καθώς επίσης και σημαντική οικονομική ενίσχυση εις βάρος του θησαυροφυλακίου της Μεγαλειότητάς Σας. Αρχές του έτους χίλια πεντακόσια πενήντα εννιά, γνωστοποίησε ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα τα σχετικά με τις δικαιοδοσίες του σε όλο το Πιρού και σ' άλλα μέρη, κι ύστερα κίνησε ο ίδιος ο Πέδρο ντε Ορσούα από την πόλη της Λίμα με συνοδειά ίσαμε είκοσι πέντε άντρες, που οι περισσότεροί τους ήταν καραβομαραγκοί μαζί με δώδεκα νέγρους ξυλουργούς και πριονιστές. Είχε πάρει μαζί του πολλά απαραίτητα εργαλεία καθώς και καρφιά και κατράμι και άλλα χρειαζούμενα για την κατασκευή πλοίων. Καλά προετοιμασμένος λοιπόν ττήγε στην επαρχία των Μοτιλόνες, που βρίσκεται στις οροσειρές του Πιρού, σ' έναν μεγάλο ποταμό που περνάει από κει πέρα, όπου είχανε φτάσει οι ινδιάνοι από τη Βραζιλία που αναφέραμε παραπάνω^^ Αφού έψαξε να βρει το καταλληλότερο μέρος, έφτιαξε έναν ταρσανά στην όχθη του ποταμού αυτού, είκοσι λεύγες παρακάτω, σ' ένα χωριό που είχαν στήσει οι Ισπανοί σε τούτη την επαρχία, που λεγόταν Σάντα Κρουθ ντε Καποκόβαρ, που το είχε εποικήσει ένας διοικητής, ο Πέδρο Ραμίρο. Κι αφήνοντας έναν διοικητή ως υπασπιστή του στο στόλο, που ήταν ο ίδιος ο Πέδρο Ραμίρο, και έναν ανθυποπλοίαρχο, τον Χουάν Κόρσο ως υποπλοίαρχο, τους πρόσταξε να κατασκευάσουν πλοία και βάρκες, ενώ ο ίδιος γύρισε στην πόλη της Λίμα για να βρει άντρες και να ψάξει για όσα του έλειπαν για την προετοιμασία της εκστρατείας του. Τούτη η επαρχία των Μοτιλόνες^ ονομάζεται έτσι γιατί μο10. ο βασιλιάς Φίλιππος Π. 11. Πρόκειται για την περιοχή του ποταμού Ουαγιάγα. 12. Motilones σημαίνε κεκαρμένοι, επωνυμία που δόθηκε στους ινδιάνους αυτούς γιατί είχαν τη συνήθεια να κουρεύουν πλήρως ή μερικώς το κε103
νάχα αυτοί εδώ οι ινδιάνοι είναι κουρεμένοι σ' ολόκληρο το Πιρού. Η γη εδώ είναι πολύ εύφορη, και παράγει κυρίως καλαμπόκι και βαμβάκι, κι οι ινδιάνοι φορούν ρούχα ριχτά. Ο ποταμός που τη διασχίζει είναι πολύ ορμητικός και με πολλά νερά και δεν μπορεί να συγκριθεί με τα ποτάμια της Ισπανίας. Έχει τις ττηγές του στο Πιρού, στην επαρχία του Γουανούκο. Τα νερά του είναι άφθονα σχεδόν από τις πηγές του, αλλά είναι πλωτός μόνο για τριακόσιες λεύγες, γιατί περνάει από εδάφη πολύ κακοτράχαλα και από μεγάλες οροσειρές και βραχώδη όρη, πράγμα που προκαλεί μεγάλους καταρράκτες και πολύ δυνατά ρεύματα σ' αυτή την επαρχία των Μοτιλόνες. Απ' αυτόν τον ποταμό ανέβηκαν οι ινδιάνοι από τη Βραζιλία, και από δω πήγαν διά ξηράς στο χωριό Τσατσαπόγιας, όπου και πληροφορήθηκαν οι Ισπανοί μας περί των προαναφερθέντων, οι δε ινδιάνοι από τη Βραζιλία, όντας ολιγάριθμοι, έτυχαν της βοήθειας των ^ανθρώπων μας. Φεύγοντας ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα από τον ταρσανά του για την πόλη της Λίμας, για να αποτελειώσει τις ετοιμασίες για την εκστρατεία του, ένεκα του ότι πολύ λίγα μέσα είχε, και κυρίως ελάχιστα λεφτά, ενώ πολλά ήσαν όσα του λείπανε, έμεινε εκεί περίπου ενάμιση χρόνο. Και παρά λίγο να παραιτηθεί από την εκστρατεία, γιατί τότε ακριβώς ήρθε μήνυμα από την Ισπανία ότι η Μεγαλειότητά Σας είχε και πάλι ορίσει αντιβασιλέα του Πιρού τον Δον Διέγο ντε Αθεβέδο, ακούγοντας δε τα μαντάτα αυτά, ο μαρκήσιος ντε Κανιέτε δεν μπορούσε, μήτε και τολμούσε, να προβαίνει σε τόσες χάρες και ευεργετήματα όπως στην αρχή. Οι δε δικαστικοί επίτροποι του Στέμματος και οι έποικοι του Πιρού λέγανε ότι δεν ήταν κατάλληλη εποχή για να συναχτούν άντρες. Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ήρθε καινούρια είδηση ότι ο Δον Διέγο ντε Αθεβέδο είχε πεθάνει στην Σεβίλλη, κατά την επιστροφή του από το Πιρού, κι έτσι ο μαρκήσιος του έδειξε και πάλι την εύνοιά του, πιότερο κι από πριν, παρ' όλο που αυτό δεν έγινε δίχως να εγείρει τις υποψίες των κατοίκων του Πιρού, γιατί κυκλοφορούσαν δημόσια οι φήμες ότι ο μαρκήσιος ντε Κανιέτε, επειδή φοβόταν τον έλεγχο που φάλι τους, συνήθεια που ακόμα έχουν ορισμένοι ιθαγενείς της Νοτίου Αμερικής. 104
θα έρχονταν να του κάνουν, κι επειδή είχε οργισθεί και προσβληθεί που η Μεγαλειότητά Σας του αφαιρούσε το αξίωμα, ήθελε, με πρόσχημα την εκστρατεία, να συγκεντρώσει άντρες για να εξεγερθεί το Πιρού εναντίον της Μεγαλειότητάς Σας, και να έχει τον Πέδρο ντε Ορσούα, που ήταν υποχείριό του για διοικητή και προστάτη του, για να γίνει ξεσηκωμός στο Πιρού, αφού μαζευτούν οι άντρες. Πράγμα που ήταν ψέμα και κατασκεύασμα ανθρώπων φαύλων που επιζητούσαν φασαρίες. Όλο αυτόν τον καιρό τριγύριζε ο Πέδρο ντε Ορσούα στο Πιρού, δίχως να επιστρέψει στον ταρσανά του, ψάχνοντας να βρει άντρες και χρήματα για να αποτελειώσει τις προετοιμασίες. Και βρέθηκαν κάποιοι που του δάνεισαν, μα χίλια μα δύο χιλιάδες πέσος, κάποιοι λιγότερα κι άλλοι περισσότερα. Αρκετά τα χρέη και οι στοιχειώδεις ελλείψεις τον κατέθλιβαν. Βρίσκοντας κάθε μέρα καινούριους άντρες και διεκπεραιώνοντας υποθέσεις, μετά από ενάμιση χρόνο, ή λίγο πιο πριν, πήγε σ' ένα χωριό που το λένε Μόγιο Μπάμπα, όπου βρισκόταν ένας κληρικός, ονόματι Πορτίλιο, που ήταν ιερέας και εφημέριος. Το χωριό τούτο, το Μόγιο Μπάμπα, είναι κοντά στον ταρσανά του. Αυτός ο κληρικός ήταν πλούσιος, και αφού ήρθε σε επαφή και συζήτησε με τον Πέδρο ντε Ορσούα, με βάση τα όσα άφησε να εννοηθούν, του είπε ότι ήταν καλότυχος γιατί αν τον έπαιρνε μαζί του σ' εκείνη την εκστρατεία ως ιερέα και εφημέριο, θα του δάνειζε δυο χιλιάδες πέσος. Έχοντας δε για σίγουρα τα δυο χιλιάδες πέσος, έδωσε εντολή να αγοράσουν ορισμένα χρειαζούμενα, όταν έφτασε όμως η στιγμή να πληρωθούν, μετάνιωσε ο κληρικός για όσα είχε πει στην αρχή στον Πέδρο ντε Ορσούα και δεν θέλησε να δώσει τα λεφτά. Βλέποντας ο κυβερνήτης όλα τούτα, και εξαιτίας της μεγάλης ανάγκης στην οποία βρισκόταν, προσπάθησε να βρει τα χρήματα, κι έκανε με μερικούς από τους στρατιώτες του την συμφωνία, που θα σας εξιστορήσω παρακάτω. Ήτανε κάποιος Δον Χουάν ντε Βάργκας, στρατιώτης αυτού του κυβερνήτη, τον οποίο αργότερα τον διόρισε αρχιδιοικητή, ο οποίος ήταν πληγωμένος από μια-δυο μαχαιριές, και τον είχαν στην εκκλησία του χωριού αυτού, και ο οποίος μαζί με τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν και τον Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα και κάποιον Πέρο Αλόνσο Κάσκο, κι έναν μιγάδα, κάποιον Πέδρο ντε Μιράντα, τα συμφώνησαν 105
με τον κυβερνήτη, κι ο Πέδρο ντε Μιράντα, μια νύχτα πολύ σκοτεινή, γύρω στα μεσάνυχτα, γυμνός, μόνο με το πουκάμισό του, ττήγε στο σπίτι του κληρικού αυτού, και χτυπώντας την πόρτα, με μεγάλη βιάση και βροντερά χτυπήματα, προσποιούμενος ότι ήταν πολύ ταραγμένος, του είπε ότι ο Δον Χουάν ντε Βάργκας ήταν ετοιμοθάνατος και ότι τον ικέτευε στο όνομα του Θεού να πάει να τον εξομολογήσει. Κι ο κληρικός τον πίστεψε και βγήκε από το σπίτι του μισόγυμνος και πολύ βιαστικός κι όταν έφτασε στην εκκλησία, που ήταν μακριά από τα σπίτια του χωριού, οι στρατιώτες που ανάφερα παραπάνω, κρατώντας αρκεβούζια και έχοντας αναμμένα τα φυτίλια, τον περικύκλωσαν μέσα στην εκκλησία και με την απειλή ότι θα τον σκοτώσουν, τον εξανάγκασαν να υπογράψει μια εντολή πληρωμής για δυο χιλιάδες πέσος, που την είχαν έτοιμη μαζί τους, προς κάποιον εμπορευόμενο τον οποίο είχε πληρεξούσιο ο κληρικός για τα λεφτά του κι έτσι γυμνό όπως ήτανε, δίχως να τον αφήσουν να επιστρέψει στο σπίτι του, ούτε και να μιλήσει σε κανέναν, τον ανάγκασαν να ανέβει σ' ένα άλογο, κι εκείνο το βράδυ τον ττήγαν παρά τη θέλησή του στους Μοτιλόνες κι εκεί τον ανάγκασαν να τους δώσει όλα τα υπόλοιπα που του απόμεναν, που θα 'ταν άλλες τρεις χιλιάδες πέσος. Αυτά τα χρήματα, όπως λέγανε οι φήμες, τα είχε εξοικονομήσει ο κληρικός αυτός από τον ίδιο του τον εαυτό κι απ' το φαγητό του και το ντύσιμό του, κάνοντας αιματηρές οικονομίες για να τα εξοικονομήσει. Έτσι το επέτρεψε ο Κύριος να απωλέσει τα χρήματά του ο κληρικός, ο οποίος βρήκε φρικτό θάνατο στην εκστρατεία και όλοι όσοι του είχαν ασκήσει βία πέθαναν μαχαιρωμένοι και κανένας τους δεν βγήκε ζωντανός από την εκστρατεία. Έφυγε λοιπόν ο κυβερνήτης από το Μόγιο Μπάμπα για να πάει στο χωριό της Σάντα Κρουθ, που είναι το χωριό των Μοτιλόνες, και φτάνοντας εκεί, ενώ ετοίμαζε την αναχώρηση, γιατί είχαν συναχτεί πια πολλοί άντρες και στο χωριό δεν υπήρχαν τα μέσα για τη συντήρηση όλων, αποφάσισε στο αναμεταξύ να στείλει σαράντα με πενήντα άντρες να μείνουν σε κάποια χωριά των ινδιάνων αυτών, των Μοτιλόνες, που τα λένε Ταμπαλόκος. Μαζί μ' αυτούς έστειλε και δύο επικεφαλής, που ο ένας τους λεγόταν Διέγο ντε Φρίας, υπηρέτης του αντιβασιλέα του Πιρού και πολύ έμπιστός του, τον οποίο είχε 106
στείλει ως ταμία στην εκστρατεία, και ο άλλος λεγόταν Φρανθίσκο Δίαθ ντε Αρλες, και ήταν γεννημένος στον τόπο εκείνο και πολύ φίλος του κυβερνήτη. Και πρόσταξε τον διοικητή Πέδρο Ραμίρο, τον υπασπιστή του και δήμαρχο του χωριού αυτού της Σάντα Κρουθ, που ήταν άνθρωπος που ήξερε τον τόπο και τον οποίο φοβούνταν οι ινδιάνοι και τον σέβονταν, να πάει μαζί τους, και αφού τους δώσει εντολές για όσα έπρεπε να κάνουν, να τους αφήσει σ' εκείνα τα χωριά. Και τούτο το έφεραν βαρέως οι επικεφαλής αυτοί, να τους προστάζει δηλαδή ο Πέδρο Ραμίρο, κι επειδή φθονούσαν τον Πέδρο ντε Ορσούα, αυτοί οι δύο επικεφαλής επέστρεψαν μόνοι τους αφήνοντας τον Πέδρο Ραμίρο με τους υπόλοιπους άντρες καθ' οδόν. Στο δρόμο τους συναπάντησαν δύο στρατιώτες, φίλους του, που ο ένας τους λεγόταν Γκρισότα και ο άλλος ήταν κάποιος Μαρτίν, στους οποίους είπαν ότι επέστρεφαν, γιατί είχαν αντιληφθεί ότι ο υπασπιστής είχε στασιάσει με τους άντρες του και ήθελε να εισελάσει στην ενδοχώρα για να εποικήσει μια επαρχία για την οποία είχε ακουστά και πως θα πρόσφεραν μεγάλη υπηρεσία στον Βασιλιά και τον κυβερνήτη εάν αποπειρώντο να τον συλλάβουν. Και πως αν εκείνοι τους βοηθούσαν, θα μπορούσαν να αποπειραθούν και πάλι να συλλάβουν αυτόν τον Πέδρο Ραμίρο. Οι δυο στρατιώτες, ένεκα του ότι παρασύρθηκαν από τους δυο επικεφαλής και δώσαν βάση στα λεγόμενά τους, πείσμωσαν και υποσχέθηκαν να τους βοηθήσουν. Κι έτσι γύρισαν και οι τέσσερις εκεί όπου ήταν ο διοικητής αυτός με τους άντρες, και τα βρήκαν όλα ευμενή για τα επίβουλα σχέδια τους, γιατί ο Πέδρο Ραμίρο ήταν μόνος του στην όχθη ενός μεγάλου ποταμού ενώ όλοι οι άντρες βρίσκονταν στην απέναντι όχθη. Είχαν περάσει τον ποταμό δυο-δυο και τρεις-τρεις, με μια μικρή πιρόγα και ο Πέδρο Ραμίρο είχε μείνει τελευταίος με συνοδειά μόνο ένα παλικάρι και περίμενε να γυρίσει η πιρόγα για να πάει στην απέναντι όχθη μαζί με τους άντρες. Εκείνη τη στιγμή έφτασαν αυτοί οι τέσσερις και κάθισαν όλοι μαζί και πιάσανε ήρεμα τη συζήτηση στην ακροποταμιά και τον καθησύχασαν με τις κουβέντες τους. Σε λίγο, τον άδραξαν σφιχτά και οι τέσσερις και, δίχως να τον αφήσουν να κουνήσει ρούπι, τον ξαρμάτωσαν. Τότε ο Διέγο ντε Φρίας πρόσταξε έναν από τους νέγρους, 107
που τους συνόδευε, να τον πνίξει με γκαρότα^, κι έτσι τον έπνιξαν, και του έκοψαν το κεφάλι. Όταν έφτασε η πιρόγα, πέρασαν στην αντίπερα όχθη ένοπλοι δίνοντάς τους να καταλάβουν ότι ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα τους είχε προστάξει να σκοτώσουν τον Πέδρο Ραμίρο γιατί ήθελε να στασιάσει με τους άντρες. Ο δε κυβερνήτης πληροφορήθηκε αργότερα το γεγονός αυτό από τον νεαρό που είπαμε ότι ήταν συνοδειά με τον Πέδρο Ραμίρο, οι δε στρατιώτες αυτοί έστειλαν έναν φίλο τους μαντατοφόρο στον κυβερνήτη για να μάθει τι συνέβαινε, και τον έστειλαν να πει ότι είχαν αιχμάλωτο τον Πέδρο Ραμίρο γιατί είχε στασιάσει με τους άντρες του. Ο κυβερ^της όμως, που ήξερε ήδη την αλήθεια από τον νεαρό αυτόν, ανάγκασε τον μαντατοφόρο να του εξιστορήσει τα καθέκαστα, και μαθαίνοντας απ' αυτόν ότι εκείνοι οι τέσσερις είχανε πιάσει τα όπλα, κίνησε παρευθύς μόνος του και πήγε εκεί όπου βρίσκονταν, και, αφού τους παραφύλαξε, κατάφερε να τους συλλάβει και τους τέσσερις, κι από κει τους πήγε στο χωριό της Σάντα Κρουθ, όπου, ακολουθώντας όλους τους τύπους, τους επέβαλε την ποινή του θανάτου, κάνοντας ό,τι ήταν δυνατόν για να αποδοθεί δικαιοσύνη και χωρίς να τους επιτρέψει να προβούν σε έφεση έβαλε να τους κόψουν το κεφάλι και στους τέσσερις. Με το συμβάν αυτό ο κυβερνήτης εδραίωσε το κύρος του ενώπιον του Αντιβασιλέα και των δικαστικών επιτρόπων του Στέμματος κι όταν μαθεύτηκε το συμβάν αυτό σ' όλο το Πιρού, όσοι είχαν υποψίες ότι ο κυβερντ^της ήθελε να στασιάσει, όπως έχουμε αναφέρει, άλλαξαν γνώμη και βεβαιώθηκαν μ' αυτό το γεγονός. Ορισμένοι δε πρόβλεψαν ότι η εκστρατεία τούτη δεν θα είχε καλό τέλος, γιατί ξεκινούσε με αίμα. Μετά από αυτά τα γεγονότα, ήρθαν στους Μοτιλόνες για να ενωθούν με τον κυβερ^ίτη Πέδρο ντε Ορσούα σαράντα άντρες, τους οποίους κάποιος κυβερνήτης, ο Χουάν ντε Σαλίνας, που σκόπευε να κάνει την ίδια εκστρατεία, είχε αφήσει σε κάποια επαρχία για να τον περιμένουν, γιατί ο ίδιος είχε πάει να βρει κι
Β. Μέθοδος εκτέλεσης των καταδικασμένων σε θάνατο τους οποίους έπνιγαν με ένα σκοινί που το έσφιγγαν με ένα ξύλο. 108
άλλους άντρες καθώς και βοήθεια. Όταν όμως αυτοί έμαθαν ότι ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα θα έκανε την εκστρατεία αυτή και όχι ο Χουάν ντε Σαλίνας, κίνησαν από πολύ μακριά για να τον συναπαντήσουν και ανέβηκαν τον ποταμό αυτό των Μοτιλόνες μέχρι που έφτασαν στον ταρσανά του, και συμμετείχαν όλοι τους στην εκστρατεία αυτή, και μαζί με αυτούς και οι έποικοι του χωριού της Σάντα Κρουθ, που ερήμωσε. Συγκέντρωσε ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα τριακόσιους άντρες εφοδιασμένους με όλα τα απαραίτητα, με άλλα τόσα άλογα και κάμποσους νέγρους, και πολλούς άλλους βοηθητικούς καθώς και εκατό αρκεβούζια, σαράντα βαλλίστρες και πολλά πολεμοφόδια, μπαρούτι και μολύβι, νίτρο και θειάφι. Τότε περίπου έφτασε στους Μοτιλόνες κάποια Δόνια Ινές^"^, μια πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα, η οποία ήταν φίλη του κυβερνήτη, για να τον συνοδεύσει στην εκστρατεία, παρ' όλη την αντίθετη γνώμη των φίλων του κυβερνήτη, που προσπάθησαν να τον εμποδίσουν. Εκείνος όμως την πήρε μαζί του ενάντια στη θέληση όλων, πράγμα που είχε κακή ατιήχηση στο μεγαλύτερο μέρος των αντρών. Πρώτα απ' όλα γιατί ήταν κακό παράδειγμα και δεύτερον, γιατί στους πολέμους όπου υπάρχουν άνθρωποι τόσο διαφορετικοί, παρόμοια πράγματα προκαλούν πάντοτε σκάνδαλα και φασαρίες, και πάνω απ' όλα αμέλεια σε ό,τι αφορά την καλή διοίκηση των στρατιωτών. Και όντως στάθηκε η βασική αιτία του θανάτου του κυβερνήτη και του δικού μας ολοκληρωτικού χαμού. Τον καιρό που ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα ήτανε στο Πιρού και προσπαθούσε να συνάξει άντρες και να ετοιμάσει όλα τα χρειαζούμενα για την εκστρατεία του, οι καραβίσιοι και οι βαθμοφόροι που όπως είπαμε είχε αφήσει στον ταρσανά, έφτιαξαν έντεκα πλοία, άλλα μεγάλα κι άλλα μικρά, κι ανάμεσά τους ήτανε και κάτι σχεδίες πολύ φαρδιές και επίπεδες χωρίς βύθισμα, που τις λένε τσάτας, που στην καθεμιά τους χωρούσαν τριάντα με σαράντα άλογα και στην πλώρη και την πρύμνη πολλά κοπάδια ζώα καθώς και άντρες. Όλα τούτα τα 14. Η Δόνια Ινές ντε Ατιένθα, χήρα μιγάδα καλλονή, στο σπίτι της οποίας είχε μείνει ο Πέδρο ντε Ουρσούα όταν επέστρεφε από τη Λίμα στο ναυπηγείο του στον Ουαγιάγα. 109
πλοία, εξαιτίας του ότι, όπως είπα, ο κυβερνήτης καθυστέρησε πολύ και επειδή τυερισσή ήταν η ατζαμοσύνη των βαθμοφόρων και όσων είχαν μείνει εκεί είτε λόγω του ότι στη χώρα τούτη οι βροχές είναι πολλές, σάπισαν, οπότε μόλις τα έριξαν στο ποτάμι τα πιο πολλά από αυτά διαλύθηκαν, κι απόμειναν μόνο δυο μπριγαντίνια και τρεις τσάτας μα κι αυτά σε τόσο κακή κατάσταση που όταν άρχισαν να τα φορτώνουν, άνοιγαν και διαλύονταν μέσα στο νερό. Έτσι, δεν τόλμησαν να τα φορτώσουν, και σε μια μόνο τσάτα, την πιο ανθεκτική, μπόρεσαν να χωρέσουν ίσαμε είκοσι επτά άλογα, κι όλα τα υπόλοιπα, που ήταν πολλά, μείνανε έξω και χάθηκαν σ' ένα βουνό. Όταν έφτασε ο κυβερνήτης στον ταρσανά του, επειδή εκεί δεν υττήρχαν τρόφιμα και όσα είχε μπορέσει να φέρει από το χωριό της Σάντα Κρουθ και την επαρχία των Μοτιλόνες ήταν λιγοστά, γιατί με τόσους άντρες είχανε ξοδευτεί, αποφάσισε, τρεις μήνες πριν την αναχώρησή του, να στείλει έναν δικό του διοικητή, ονόματι Δον Χουάν ντε Βάργκας, με εκατό άντρες κι ένα μπριγαντίνι, κάμποσες πιρόγες και σχεδίες σ' έναν ποταμό που λεγόταν Koκάμα^^ που ενώνεται με το ποτάμι της χώρας των Μοτιλόνες, τον οποίο είχε ανακαλύψει ο κυβερνήτης Χουάν ντε Σαλίνας, και γνώριζε ότι εκεί υττήρχαν πολλοί κάτοικοι καθώς και τρόφιμα. Και τον πρόσταξε να ανέβει από τον ποταμό ίσαμε να βρει κατοικημένη γη και να φέρει όσο πιο πολλά τρόφιμα και πιρόγες μπορούσε, να τον περιμένει δε στην εκβολή του ποταμού αυτού, γιατί τα μαντάτα έλεγαν ότι η χώρα μπροστά τους ήταν έρημη. Και επειδή δεν είχαν τρόφιμα για να μπορέσουν οι εκατό αυτοί άντρες που θα προχωρούσαν μπροστά να τα πάρουν μαζί τους, έστειλε μπροστά από τον Δον Χουάν τριάντα από αυτούς με μερικές σχεδίες, και μια μεγάλη πιρόγα με συνοδειά έναν επιστήθιο φίλο του, ονόματι Γκαρθία ντε Αρθε, σε μια επαρχία που λεγόταν Καπερούθος, γιατί οι ινδιάνοι της χώρας εκείνης φορούσαν στα κεφάλια τους ένα είδος σκούφου, που θα ήταν γύρω στις είκοσι λεύγες από τον ταρσανά, να ψάξουν να βρουν τρόφιμα σε κείνη εκεί την επαρχία, και τους πρόσταξε όσα έβρισκαν να τα ττηγαίνανε στον Δον 15. ο ποταμός Γιουκαγιάλι. 110
Χουάν. O Γκαρθία ντε Αρθε, μην βρίσκοντας τρόφιμα σε κείνην την επαρχία, ή όπως άλλοι θέλουν να λένε, επειδή δεν ήθελε να πάει με τον διοικητή εκείνο και να παίξει το παιχνίδι του, δίχως να περιμένει σε κείνη την επαρχία μήτε και στις εκβολές του ποταμού, άρχισε να καταπλέει τον ποταμό με τους τριάντα άντρες, και διέσχισαν πάνω από τριακόσιες λεύγες έρημης γης μέχρι που έφτασαν σε ένα κατοικημένο νησί^^, που από το όνομά του το ονομάσαμε νήσο Γκαρθία, για το οποίο καθώς και για τα όσα συνέβησαν εκεί θα μιλήσουμε παρακάτω. Ο Δον Χουάν ντε Βάργκας ξεκίνησε με τους υπόλοιπους άντρες, γύρω στους εβδομήντα, στις αρχές του Ιουλίου του χίλια πεντακόσια εξήντα, και μην βρίσκοντας τον Γκαρθία ντε Αρθε στο Καπερούθος, συνέχισε μέχρι που έφτασε στον ποταμό Κοκάμα. Και αφήνοντας μερικούς από τους άντρες που είχε μαζί του στις εκβολές του ποταμού να ττεριμένουν το μπριγαντίνι, και μαζί μ' αυτούς επικεφαλής κάποιον Γκονθάλο Ντουάρτε, πήρε μαζί του τους πιο γερούς άντρες και μερικές πιρόγες που είχε μαζί του και άρχισαν να αναπλέουν τον ποταμό. Μετά από είκοσι δύο μέρες βρήκανε κατοικημένη γη και πολλά τρόφιμα, κυρίως καλαμπόκι. Πήρε δε πολλές πιρόγες που βρήκε, καθώς και μερικούς ινδιάνους σαν βοηθητικούς, φόρτωσε όλες τις πιρόγες με καλαμπόκι και γύρισε στις εκβολές του ποταμού όπου είχε αςχήσει καταπονημένους από την πείνα εκείνους που είχαν μείνει με το μπριγαντίνι. Όταν συναπάντησε όσους είχαν απομείνει έμαθε ότι είχαν πεθάνει τρεις Ισπανοί και πολλά ζώα, με τον ερχομό του δε ανακουφίσθηκαν όλοι. Κι εκεί περίμενε τον κυβερνήτη, ο οποίος είχε μείνει με τους υπόλοιπους άντρες στους Μοτιλόνες. Ο κυβερνήτης, αφού συγκέντρωσε τους άντρες του στους Μοτιλόνες κίνησε για τον ταρσανά, αλλά καθυστέρησε περισσότερο από όσο πίστευε γιατί τα πλοία έσπασαν και αναγκάστηκε να (ρτιάξει πολλές σχεδίες και ένα μεγάλο κανό. Και με τρεις τσάτας που είχαν απομείνει και ένα μπριγαντίνι, κινήσαμε να αναπλεύσουμε τον ποταμό, περίλυποι που έπρεπε να αφήσουμε τα άλογα και πολλά ρούχα και 16. Το νησί Καραρίες, πέρα από την συμβολή του Νάπο με τον Μαρανιόν, όπου ο Ουρσούα συνάντησε τον Γκαρθία ντε Αρθε. 111
ζώα και άλλα πράγματα, που λόγω έλλειψης πλοίων δεν μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας, διακινδυνεύοντας τα μέγιστα τη ζωή μας, γιατί ο ποταμός είναι πολύ ορμητικός και τα πλοία που είχαμε ήταν τσακισμένα και σάπια. Τ^ν ώρα που ξεκινούσαμε μερικοί άντρες ξεσηκώθηκαν γιατί θέλανε να γυρίσουν στο Πιρού. Μόλις το κατάλαβε ο κυβερνήτης συνέλαβε μερικούς και μετερχόμενος την προσποίηση, και χωρίς κανείς να το σκάσει, ξεκίνησε στις είκοσι έξι του Σεπτέμβρη του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα. Αφού μπάρκαρε στα πλοία ο κυβερνήτης με τους άντρες του, ξεκίνησε την ίδια μέρα να πλέει κατάντη του ποταμού. Αφού πέρασε ένα κομμάτι με μεγάλα ρεύματα έφτασε σε μέρη όπου τα νερά ησύχαζαν, σε απόσταση ένα τέταρτο της λεύγας από τον ταρσανά. Καθυστέρησε όλη εκείνη την ημέρα εκεί για να επιβιβάσει τα άλογα και την επομένη το πρωί ξεκίνησε. Και περνώντας από πολλά ρεύματα και δίνες εκείνη τη μέρα, άφησε πίσω όλα τα βουνά και τις οροσειρές του Πιρού και άρχισε να μπαίνει πια σε πεδινά, που εκτείνονται σχεδόν μέχρι την θάλασσα του Βορρά. Την επομένη το πρωί βρήκε το μπριγαντίνι που είχαμε μαζί μας σε μια ξέρα και από το χτύπημα πετάχτηκε ένα κομμάτι από την καρίνα. Μόλις το είδε ο κυβερνήτης να προσαράζει δεν σταμάτησε να το συνδράμει παρά προχώρησε με την υπόλοιπη αρμάδα μέχρι που έφτασε στο Καπερούθος, όπου είχε στείλει προπομπή έναν κάποιον Λορένθο ντε Θαλντουέντο μαζί με μερικούς άντρες και πιρόγες, για να ψάξει να βρει εκεί κάποια τρόφιμα, διότι μεγάλη ανάγκη τα είχανε στην αρμάδα. Και αφού μοίρασε όσα είχε μαζέψει εκεί ο Λορένθο ντε Θαλντουέντο, που ήτανε λιγοστά, έμεινε να περιμένει το μπριγαντίνι. Οι άντρες με το μπριγαντίνι φάνηκαν πολύ επιδέξιοι, γιατί έκλεισαν την τρύπα με κουβέρτες και σε δυο μέρες, με πολλά βάσανα, συναπαντήθηκαν με τον κυβερνήτη τους. Εκεί έμεινε η αρμάδα άλλες δυο μέρες για να επιδιορθωθεί το μπριγαντίνι και αφού φτιάχτηκε το στείλανε μπροστά εσπευσμένα, με μερικούς άντρες και επικεφαλής τον Πέδρο Αλόνσο Γαλέας, στις εκβο5ίές του Κοκάμα, για να προειδοποιήσει τον Δον Χουάν ντε Βάργκας για τον ερχομό μας, για να μην επιχειρούσαν τίποτα ο Δον Χουάν και όσοι ήτανε μαζί τους, ένεκα του ότι είχαμε καθυστερήσει πολύ, επειδή θα σκέφτονταν ότι 112
πλέον δεν θα ττηγαίναμε, όπως πράγματι και σκέφτηκαν, και πάλι όμως υττήρξαν και πολλοί απ' αυτούς που θέλανε να φύγουνε και να μην περιμένουνε. Και σχετικά με αυτό υπήρξαν και κάποιοι που σχεδόν στασίασαν. Αφού φύγαμε από αυτή την επαρχία των Καπερούθος, πορευτήκαμε χωρίς κανένα εμπόδιο. Κατεβαίναμε από τα πλοία και κοιμόμασταν στην στεριά μέχρι που φτάσαμε σε μια πούντα ενός ποταμού που ενώνεται με εκείνον τον άλλον, των Μοτιλόνες, που μπαίνει από τη μεριά του αριστερού χεριού, που τον ονομάσαμε ποταμό Μπρακαμόρος^^ επειδή φτάνει στο Πιρού από μια επαρχία με αυτό το όνομα. Είναι, κατά πως φαίνεται, δυο φορές μεγαλύτερος από κείνον από τον οποίο ερχόμαστε. Ενώνονται σε απόσταση εκατόν είκοσι λεύγες από τον ταρσανά. Πηγάζει ο ποταμός τούτος από το Πιρού, στην ίδια την επαρχία του Γουανούκο, και κυλάει δίπλα στις πηγές του ποταμού των Μοτιλόνες. Διασχίζει ο ποταμός τούτος το παλιό Γουανούκο, και από κει γίνεται όλο και πιο μεγάλος και περνάει ανάμεσα από την Καχαμάρκα και την Τσαπαπόγιας και από κει φτάνει στο Μπρακαμόρος. Εδώ ενώνεται πρέπει δε να είναι πάνω από τριακόσιες λεύγες από τις πηγές του, και στην ένωση αυτού του ποταμού στάθηκε ο κυβερνήτης δυο μέρες και έστειλε άντρες με πιρόγες να ψάξουν για κατοικημένα μέρη, αλλά δεν βρήκανε τίποτα. Και αφού φύγανε από κει από την ένωση των ποταμών αυτών, χωρίς να τους συμβεί τίποτα άξιο να το διηγηθούμε, φτάσαμε εκεί που ενώνεται με τον άλλο ποταμό που έρχεται από τα δεξιά, που λέγεται Κοκάμα, κι έχει το όνομα αυτής της επαρχίας και βρίσκεται πάνω από τον ποταμό από τον οποίο ανέβηκε ο Δον Χουάν ντε Βάργκας και έφτασε στην Κοκάμα. Το μέρος που ενώνονται οι ποταμοί αυτοί θα πρέπει να είναι ίσαμε ογδόντα λεύγες από το Μπρακαμόρος. Στην εκβολή του ποταμού αυτού του Κοκάμα συναπαντήσαμε τον Δον Χουάν ντε Βάργκας, που όπως είχαμε πει είχε προχωρήσει με εβδομήντα άντρες για να ψάξει για τρόφιμα. Βρίσκονταν εκεί δυο μήνες περιμένοντας τον κυβερνήτη και στο διάστημα αυτό έφαγαν οι άντρες το μεγαλύτερο μέρος των τροφί-
17. Μπρακαμόρος ή Πακαμούρους, δηλαδή ο Μαρανιόν ή ο Αμαζόνιος. 8. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΛΑ, Ελδοράδο
113
μων που είχανε φέρει από πάνω από την επαρχία της Κοκάμα. Μερικοί άντρες εξύφαναν συνωμοσία ενάντια στον δον Χουάν: κάποιοι έλεγαν πως θέλαν να τον σκοτώσουνε, άλλοι να μην τον σκοτώσουνε παρά να τον παρατήσουνε εκεί πέρα και να φύγουνε, να γυρίσουν στο Πιρού. Όπως και να ήταν, με τον ερχομό του κυβερνήτη σταμάτησαν όλα κι οι άντρες αγαλλίασαν παρ' όλο που στενοχωριόνταν κάπως που δεν είχανε ειδήσεις του Γκαρθία ντε Αρθε, που όπως είπαμε είχε ανέβει τον ποταμό με τριάντα άντρες. Εδώ μοιράστηκαν όσα τρόφιμα υττήρχανε, και σε άλλους έπεσαν πολλά ενώ σε άλλους λίγα, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες μοιρασιές. Τούτος ο ποταμός, ο Κοκάμα, είναι πολύ ορμητικός και έχει άφθονα νερά. Είναι λίγο μικρότερος από εκείνον που ονομάσαμε Μπρακαμόρος και μεγαλύτερος από εκείνον των Μοτιλόνες. Έχει πολλών ειδών ψάρια, καθώς και χελώνες, και στα παράλια υπάρχουν πολλά αυγά από χελώνες και πάρα πολλά πουλιά μεγάλα όσο και τα περιστέρια, που είναι πολύ παχουλά και νόστιμα. Το ποτάμι τούτο πηγάζει από τα βασίλεια του Πιρού. Όσο για το ποιες είναι οι πηγές του οι γνώμες είναι πολλές και διχάζονται, γιατί άλλοι λένε ότι είναι ο Απουρίμα και ο Αουάνκα, καθώς και τα ποτάμια του Βίλκος και του Χάουχας και άλλα πολλά, που ενώνονται μαζί τους. Καταπώς πιστεύω εγώ, όπως και άλλοι, πρόκειται για ένα μεγάλο ποτάμι που πηγάζει από τις πίσω υπώρειες του Τσιντσακότσα, στην ίδια την επαρχία του Γουανούκο, το οποίο διασχίζει τα χωριά και τους οικισμούς που ονομάζουν Παουκαρτάμπο και Γουακαμπάμπα και ενώνεται με τα ποτάμια που ξεκινούν από το Ταμάρα και με πολλά άλλα που ξεκινούν από τα βουνά των επαρχιών εκείνων, καθώς και με βάση εκείνα που είδε και διέσχισε ο κυβερνήτης Γκόμεθ ντε Αριας στον τόπο που αποκαλούν Ρουπαρούπα, γιατί τα ποτάμια αυτά που αναφέρω, φτάνουν και με το παραπάνω για να σχηματίσουν τον ποταμό αυτό του Κοκάμα, ακόμη και πιο μεγάλο, κι εφόσον φτάνει στο Πορίμα και το Βανκάι, μαζί με τους υπόλοιπους προαναφερθέντες, που κατ' ανάγκην ενώνονται όλοι με τον ποταμόν αυτό του Κοκάμα, δεν μπορεί να υπάρχει άλλος που να εισρέει από τη γη των Μοτιλόνες και που να μπορεί να μας βάλει σε υποψίες ότι μπορεί να προκύπτει από τη συνένωση όλων των ποταμών του Ρουπαρούπα, 114
γιατί κανείς τους δεν είναι ούτε κατά διάνοια πιο ορμητικός από τον προαναφερθέντα, ο οποίος είναι σαφώς μεγαλύτερος από όλους τους άλλους μαζί, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Ενώνονται αυτά τα τρία μεγάλα ποτάμια μεταξύ τους καθώς και με πολλά άλλα μικρότερα ποτάμια και ρυάκια και παραπόταμους που δεν θα απαριθμήσω και φτιάχνουν από δω και κάτω έναν ποταμό τόσο μεγάλο, που παρόμοιός του δεν πιστεύω να υπάρχει στον κόσμο. Απλώνεται ο ποταμός τούτος και έχει πολλά παρακλάδια, και το καλοκαίρι σχηματίζει μεγάλες παραλίες στις οποίες υπάρχουν πολλά αυγά από χελώνες και ικοτέες^^ και σαύρες και πουλιά απ' αυτά που αναφέραμε παραπάνω, που όταν είναι ακόμα μικρά μπορείς να τα πιάσεις με τα χέρια. Στην συμβολή του ποταμού αυτού, του Κοκάμα, σταμάτησε ο κυβερνήτης για οχτώ μέρες με όλη την αρμάδα του. Εδώ μοιράστηκαν λίγα τρόφιμα στους άντρες κι έτσι ανέκτησαν κάπως τις δυνάμεις τους γιατί είχαν ξεθεωθεί από την πείνα. Αφήσαμε δε στο μέρος τούτο πολλές από τις σχεδίες που είχαμε μαζί μας, γιατί δεν προχωρούσαν το ίδιο γρήγορα με τα πλοία, κι εκείνοι που τις οδηγούσαν ττήρανε πολλές πιρόγες από εκείνες που είχε ο Δον Χουάν ντε Βάργκας, που τις είχε φέρει από το Κοκάμα. Κίνησε η αρμάδα από την εκβολή του ποταμού αυτού και δεν είχε καλά καλά ξανοιχτεί όταν άνοιξε και γέμισε νερά το μπριγαντίνι με το οποίο είχε προπορευτεί ο Δον Χουάν ντε Βάργκας. Έγινε τόσο ξαφνικά, που μόλις και μετά βίας κατάφεραν οι άντρες που ήτανε μέσα να βγούνε στην στεριά. Κωπηλατώντας με όλη τους την δύναμη κατάφεραν να ξεμπαρκάρουν, πολλές δε από τις πιρόγες που προπορεύονταν γύρισαν πίσω και μπήκανε α αυτές οι άντρες καθώς και το κοπάδι που ήτανε πάνω στο μπριγαντίνι. Κι απόμεινε το μπριγαντίνι εκεί πέρα γεμάτο νερά και γινωμένο χίλια κομμάτια. Από κει προχώρησε η αρμάδα επί πέντε ή έξι μέρες κατάντη του ποταμού, ακολουθώντας πάντα τα παρακλάδια στο δεξί μέρος. Σταματούσαμε κάθε μέρα μόλις νύχτωνε ή και λίγο αργότερα, κι όσοι από 18. Δηλαδή ο Μαρανιόν, ο Ουαγιάγα και ο Ουκαγιάλι. 19. Είδος χελώνας της Νοτίου Αμερικής (Emys rugosa), που έχει μήκος 30 εκατοστά και βρώσιμο κρέας. 115
τους άντρες θέλανε πηδούσαν στην στεριά για να ψαρέψουν και να μαζέψουν θαλασσινά, να μαγειρέψουν για να φάνε και να κοιμηθούν. Ύστερα, μια μέρα γύρω στο μεσημέρι, πέσαμε ξαφνικά πάνω σε κάτι ινδιάνους που ψάρευαν σε μια χέρσα ακτή, με τα κανό τους. Είχανε πιάσει γύρω στις εκατό χελώνες κι είχανε μαζέψει και πολλά αυγά χελώνας, αλλά μόλις μας αντίκρισαν το έσκασαν με τις πιρόγες τους και μας άφησαν ό,τι είχανε πιάσει. Εκεί σταμάτησε η αρμάδα και οι χελώνες και τα αυγά μοιράστηκαν σε όλους. Αφού φύγαμε από αυτή την ακτή, βρήκαμε έναν άλλον μεγάλο ποταμό, το ίδιο μεγάλο με εκείνον των Μοτιλόνες, που έρχεται από τα αριστερά. Πιστέψαμε ότι ο ποταμός εκείνος ήταν ο ποταμός της χώρας της κανέλας^®, τον οποίο είχε ακολουθήσει ο διοικητής Ορελιάνα, που πηγάζει από το Πιρού στις πίσω υπώρειες του Κίτο της χώρας των Γκίχος. Δυο τρεις μέρες αφού είχαμε αφήσει πίσω μας την συμβολή του ποταμού αυτού, πέσαμε πάνω σε ένα νησί κατοικημένο από ινδιάνους που ήταν και ο πρώτος οικισμός που συναπαντήσαμε α ολόκληρο τον ποταμό σε απόσταση πάνω από τρακόσιες λεύγες από το Καπερούθος, περιοχή εντελώς ακατοίκητη. Εκεί βρήκαμε τον Γκαρθία ντε Αρθε που, όπως έχουμε πει είχε προχωρήσει κατάντη του ποταμού με τους τριάντα άντρες πριν από τον Δον Χουάν ντε Βάργκας. Μεγάλες κακουχίες και στερήσεις τους ταλάνισαν ενώ προχωρούσανε στην ακατοίκητη χώρα, τόσο που νόμιζαν ότι θα πεθάνουνε από την πείνα και το μόνο φαγητό που τους στήριζε ήταν σαύρες του νερού που ο Γκαρθία ντε Αρθε σκότωνε με το αρκεβούζιο, γιατί ήταν θαυμαστός σκοπευτής. Χάσανε δυο άντρες στην πορεία, οι οποίοι φύγανε μαζί για να βρούνε τρόφιμα και ποτέ πια δεν ξαναγύρισαν. Πιστεύανε πως χάθηκαν στα κακοτράχαλα εδάφη του βουνού και πως δεν μπόρεσαν να βρούνε τον δρόμο τους πίσω από κει που είχανε ξεκινήσει. Κανένας δεν έμαθε ποτέ τι απέγιναν. Όταν τους συναπαντήσαμε, ο Γκαρθία ντε Αρθε και οι συντρόφοι του ήτανε οχυρωμένοι μέσα σε έναν φράκτη από πασσάλους που είχανε φτιάξει μπροστά στην είσοδο των καλυβιών, από φόβο για τους ινδιάνους που έρχονταν καθημερινά και τους κάνανε επι20. Ο ποταμός Νάπο. 116
θέσεις, κι αν δεν ήτανε ο Γκαρθία ντε Αρθε που με το αρκεβούζιό του μεγάλη ζημιά τους έκανε, θα είχανε πεθάνει. Έχουν να λένε, και εξακριβώθηκε πως είναι αλήθεια, ότι σε μια επίθεση που τους έκαναν οι ινδιάνοι και τους είχανε στριμώξει για τα καλά, ο Γκαρθία ντε Αρθε έβαλε στο αρκεβούζιό του δυο μπάλες που τις είχε δέσει με ένα σύρμα, και με μια μόνο ριξιά σκότωσε τους πέντε από τους έξι ινδιάνους που ήτανε πάνω σε μια πιρόγα. Κι άλλα πολλά και θαυμαστά ανδραγαθήματα έκανε κι έτσι έσωσε την δικιά του τη ζωή και των συντρόφων του. Τόσος ήταν ο φόβος που είχανε για τους ινδιάνους που μια μέρα που τους πλησίασαν ειρηνικά εκείνοι, πιστέψανε πως ήτανε παγίδα και πως έρχονταν να τους σκοτώσουνε. Έτσι για να τρομοκρατήσουνε τους υπόλοιπους, σκότωσαν μέσα σε μια καλύβα πάνω από σαράντα με σπαθιές και μαχαιριές, καταπώς τους συμβούλεψε και τους είπε ο περί ου ο λόγος Γκαρθία ντε Αρθε, όπως λέγεται. Το νησί τούτο το ονομάσαμε Νήσο του Γκαρθία, γιατί σ' αυτό συναπαντήσαμε τον Γκαρθία ντε Αρθε. Πρέπει να βρίσκεται πάνω από εκατό λεύγες από την εκβολή του Κοκάμα, κοντά στον ποταμό που πιστέψαμε πως ήτανε εκείνος της κανέλας. Στο νησί αυτό υπήρχανε δυο χωριά, με τριάντα ή και περισσότερα σπίτια το καθένα τους. Οι ινδιάνοι του νησιού αυτού είναι καλότροποι και λεβεντόκορμοι. Φοράνε πουκαμίσες φτιαγμένες από τριχιές. Τα σπίτια είναι τετράγωνα και μεγάλα και τα όπλα τους είναι ένα είδος ράβδου με μυτερή άκρη, με μέγεθος όσο και τα βέλη που χρησιμοποιούν στη χώρα των Βάσκων, που τις πετάνε με ένα είδος ιμάντα και τις απαντάς στο μεγαλύτερο μέρος των Ινδιών. Τον φύλαρχο του νησιού αυτού τον λένε οι ινδιάνοι στην γλώσσα τους Πάππα. Εδώ είδαμε για πρώτη φορά κουνούπια με μακριά πόδια, λιγοστά όμως. Το φαγητό που τρώνε οι ινδιάνοι αυτοί είναι λιγοστό καλαμπόκι και άφθονη γλυκιά γιούκα και γλυκοπατάτες. Έχουν μασάτο^^ που είναι τριμμένη γιούκα που την βάζουν σε λακκούβες κάτω από το χώμα για να σαπίσει και από αυτό φτιάχνουν ψωμί και ένα είδος ποτού. Επικοινωνούν μεταξύ
21. Το μασάτο είναι ποτό που γίνεται με ζύμωση αλεσμένης γιούκας. 117
τους μόνο με πιρόγες. Στο νησί αυτό έμεινε η αρμάδα οχτώ μέρες. Εδώ βγάλαμε στη στεριά τα άλογα που δεν είχανε ξεμπαρκάρει από τα πλοία από τότε που φύγαμε από το καρνάγιο και είχανε ήδη πεθάνει και δυο - τρία. Από εδώ έστειλε ο κυβερνήτης κάποιους άντρες να εξερευνήσουν τον τόπο και να βρούνε ανιχνευτές και δραγουμάνους, αλλά δεν βρήκανε τίποτα. Στο νησί αυτό μας βούλιαξε και μία από τις τρεις σχεδίες^^ που είχαμε, που ήτανε ήδη μισοανοιγμένη και μισοσπασμένη. Εδώ διόρισε ο κυβερνήτης τον Δον Χουάν ντε Βάργκας αρχιδιοικητή και τον Δον Ερνάντο ντε Γουθμάν λοχαγό. Έφυγε ο κυβερνήτης από τη Νήσο Γκαρθία ακολουθώντας τον παραπόταμο στα δεξιά του, πλέοντας πάντα σιμά στην στεριά. Βρήκε πολλά άλλα νησιά και χωριά, χωρίς κατοίκους, γιατί από φόβο προς τον Γκαρθία ντε Αρθε και την αρμάδα το είχαν βάλει στα πόδια. Το μόνο που βρήκαμε ήταν χωράφια σπαρμένα με γιούκα και γλυκοπατάτα, γιατί όλα τα υπόλοιπα τα είχανε πάρει. Σε κείνα κει τα μέρη βρήκαμε και κάτι άσπρες κότες και κοκόρια όπως εκείνα της Καστίλλης, καθώς και γουακαμάγια^^ και άσπρους παπαγάλους. Συναπαντήσαμε ένα χωριό, το πρώτο που βρήκαμε στην στεριά στα δεξιά μας, όπου διακρίναμε στο ποτάμι κάποιους ινδιάνους που πλησίαζαν με πιρόγες διστακτικά και από μακριά για να μας περιεργαστούνε. Στο χωριό τούτο ήρθε με ειρηνικές προθέσεις να μας συναπαντήσει ένας φύλαρχος μαζί με κάποιους ινδιάνους και μας έφερε ψάρια και χελώνες. Ο κυβερνήτης του πρόσφερε σε αντάλλαγμα γυάλινες χάντρες και μαχαίρια, για να τον ευχαριστήσει και να του δείξει τις ειρηνικές του διαθέσεις. Όταν έφυγε, ήρθαν κι άλλοι ινδιάνοι και έφεραν κι αυτοί ψάρια και χελώνες. Σε όλους όσους ήρθαν πρόσφερε ο κυβερνήτης μαχαίρια, για να τους ευχαριστήσει. Πρόσταξε ο κυβερνήτης να μην πάρει κανείς ή να ανταλλάξει τίποτε με κανέναν ινδιάνο από όσους έρχονταν, αλλά να τους οδηγήσουν όλους μπροστά του. 22. Με το όνομα σχεδία αναφέρεται σε πλεούμενα με μεγάλη χωρητικότητα και δυνατότητα να μεταφέρουν φορτίο. Πλέουν είτε με πανιά είτε με κουπιά και το όνομα σχεδία οφείλεται στο ότι είναι επίπεδα, χωρίς πλώρη. 23. Πουλί της Αμερικής που μοιάζει με παπαγάλο, με πολύχρωμα φτερά και μέγεθος όσο η κότα. 118
κι εκείνος θα μοίραζε όσα του έδιναν σε όσους είχαν περισσότερη ανάγκη, κι έτσι κι έγινε. Το χωριό εκείνο το ονομάσαμε Καράρι, κι από το όνομα αυτό πήρε την επωνυμία της όλη η επαρχία. Προχωρώντας πιο κάτω απ' αυτό το χωριό, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους πολλές πιρόγες με τρόφιμα και ψάρια και χελώνες και άλλα πράγματα και κυκλοφορούσαν αναμεταξύ μας. Μερικοί από μας δεν τολμούσαμε να κάνουμε ανταλλαγές μαζί τους, γιατί τέτοια ήταν η διαταγή του κυβερνήτη, δεν ξέρω για ποιον λόγο, άλλοι όμως, στα κρυφά, έκαναν ανταλλαγές και καμιά φορά τους παίρνανε τα πράγματα δίχως αντάλλαγμα. Όλα τα χωριά που συναπαντήσαμε ήταν ακατοίκητα και οι ινδιάνοι το έβαζαν στα πόδια από φόβο για την αρμάδα και τα όσα είχε κάνει ο Γκαρθία ντε Αρθε στο νησί τους. Στο νησί αυτό συνέλαβε ο κυβερ\^της κάποιον Αλόνσο ντε Μοντόγια και διέταξε να τον αλυσοδέσουν γιατί είπανε, και ήταν αλήθεια, ότι εκείνος μαζί με κάποιους άλλους θέλανε να το σκάσουνε με πιρόγες και να γυρίσουνε ανάντη στον ποταμό προς το Πιρού, που ήτανε απόσταση πεντακοσίων λευγών. Έτσι τον κράτησε αιχμάλωτο για μερικές μέρες και θα ήταν καλύτερα να τον είχε σκοτώσει, καταπώς του άξιζε, για την ανταρσία του αυτή καθώς και για άλλες, γιατί τούτος ο άντρας τον μισούσε και για αυτό έγινε αργότερα ο αρχισυνωμότης που προκάλεσε τον θάνατο του κυβερνήτη. Αλλά ο Πέδρο ντε Ορσούα φάνηκε καλός με το παραπάνω, και όχι μόνο δεν τιμώρησε όσους το άξιζαν, αλλά δεν είπε κακό ή προσβλητικό λόγο σε κανέναν από τους στρατιώτες του. Σε τούτη την επαρχία του Καράρι ττήρε την απόφαση ο κυβερνήτης να εξερευνήσει αν στην ενδοχώρα υτιήρχαν δρόμοι ή οικισμοί. Σταμάτησε λοιπόν σε κάποιο χωριό και έστειλε κάποιον Πέρο Αλφόνσο Γαλέας με μερικούς άντρες για να εξερευνήσει τον τόπο. Αυτός προχώρησε μέσα από έναν βάλτο και από κει πήρε ένα μονοπάτι που οδηγούσε σ' ένα βουνό, και στο διάβα του συναπάντησε μερικούς ινδιάνους φορτωμένους με κασάμτα^ καθώς και άλλα πράγματα, οι οποίοι, μόλις αντίκρισαν τους Ισπανούς το έβαλαν όλοι τους στα πόδια, και δεν μπόρεσαν να πιάσουν παρά μόνο μια ινδιάνα, που τους είπε με νοή24. Ψωμί από γιούκα. 119
ματα ότι το χωριό της ήταν πέντε μέρες από κει πέρα με τα πόδια. Επειδή όμως αυτοί δεν θέλησαν να προχωρήσουν άλλο, γύρισαν δίχως να ανακαλύψουν τίποτε άλλο, φέρνοντας μαζί τους και την ινδιάνα, που ήταν ντυμένη αλλιώτικα και μιλούσε διαφορετικά από τους ινδιάνους της επαρχίας τούτης. Μερικοί άντρες είχανε την γνώμη ότι έπρεπε να γυρίσουν πίσω μαζί με εκείνη την ινδιάνα και να εξερευνήσουν εκείνον τον τόπο για τον οποίο τους μίλησε. Όμως ο κυβερ\η^της δεν θέλησε να καθυστερήσει, γιατί τα πλοία μας ήταν σε κακή κατάσταση, μισοανοιγμένα ακόμη και ο βασικός μας προορισμός ήταν η Ομάγουα, όπου σκεφτόταν να σταματήσουμε, και δεν ήθελε να τον αφήσουν στην μέση τα πλοία προτού φτάσει εκεί πέρα. Κάθε μέρα έρχονταν πολλοί ινδιάνοι με πιρόγες, γιατί είχανε μάθει ότι στους πρώτους που είχανε έρθει δεν τους είχαμε κάνει κανένα κακό, αντίθετα ο κυβερνήτης τους είχε δώσει ανταλλάγματα. Έρχονταν λοιπόν να μας δούνε και να ανταλλάξουνε πράγματα μαζί μας, παρ' όλο που δεν τολμάγαμε να το κάνουμε παρά μόνο στα κρυφά, γιατί έτσι είχε προστάξει ο κυβερνήτης, για ποιο λόγο δεν ξέρω, και θύμωνε και μάλωνε όσους έκαναν ανταλλαγές με τους ινδιάνους, παρ' όλο που καμιά φορά έκανε τα στραβά μάτια. Προχωρήσαμε και φτάσαμε σε μια άλλη επαρχία που την ονομάσαμε Μανικούρι, από το όνομα ενός άλλου χωριού. Οι κάτοικοι ανήκουν στην ίδια φυλή, και φοράνε τα ίδια ρούχα κι έχουν την ίδια γλώσσα, τα ίδια όπλα και σπίτια. Όλοι τούτοι οι ινδιάνοι είναι φίλοι και σύμμαχοι, και φαίνεται να συνιστούν μια μόνο επαρχία και όχι δύο, γιατί όλοι οι οικισμοί έχουν ομοιογένεια και δεν χωρίζονται μεταξύ τους. Φαίνεται επίσης ότι Καράρι και Μανικούρι είναι ονόματα χωριών και όχι επαρχιών. Εκτείνεται η χώρα τούτη από την Νήσο Γκαρθία ίσαμε το ακρωτήρι που ονομάσαμ£ Μανικούρι, πάνω από εκατόν πενήντα λεύγες. Όλα τα χωριά είναι χτισμένα στις όχθες του ποταμού και δεν απέχουν πολύ το ένα από το άλλο. Οι ινδιάνοι της επαρχίας αυτής φοράνε κάποια κοσμήματα από χρυσάφι, μικρά όμως, όπως σκουλαρίκια και κρίκους στα αυτιά και τη μύτη. Δεν είναι μεγάλος ο πληθυσμός των επαρχιών αυτών, .καταπώς το λογαριάσαμε, γιατί στους οικισμούς που είδαμε πρέπει να κατοικούν ίσαμε εφτά με οχτώ χιλιάδες ινδιάνοι, το πολύ δέκα, τόσοι φαίνεται να είναι κατα120
πώς είδαμε από την όχθη, γιατί δεν μπορούσαμε να καλοδιακρίνουμε έτσι που φτάναμε νύχτα και φεύγαμε το πρωί, δίχως να δούμε ούτε να καταλάβουμε τι υπήρχε στην ενδοχώρα. Στην επαρχία τούτη υπάρχουν πολλά ντόπια φρούτα, πολύ νόστιμα, και πολλά κουνούπια διαφόρων ειδών. Εδώ πέρα μας βούλιαξε το μπριγαντίνι που μας είχε απομείνει και ξωμείναμε με δύο σχεδίες μονάχα. Αφού προσπεράσαμε την επαρχία αυτή, πέσαμε σε κάτι ερημοτόπια δίχως να το πάρουμε είδηση και πορευτήκαμε εννιά μέρες με στερήσεις μεγάλες γιατί δεν είχαμε εφοδιαστεί με τρόφιμα. Και τα βάσανά μας θα ήταν μεγαλύτερα αν δεν έστεργε ο Θεός να μας εφοδιάσει με πολλά ψάρια που πιάναμε στο ποτάμι με αγκίστρια, που φτάνανε για να φάνε οι περισσότεροι άντρες. Αυτό οφείλεται σε μεγάλη παράλειψη από τη μεριά του κυβερνήτη και εκείνων που κυβερνούσαν την στρατιά, γιατί δεν ανέκριναν καθημερινά τους ανιχνευτές και τους δραγουμάνους. Έτσι λοιπόν, αν κρατούσε περισσότερο καιρό η πορεία μας στον ερημότοπο, δεν ξέρω τι θα γινόμασταν, γιατί το ψάρεμα κράτησε λίγο και μπήκαμε στον χερσότοπο με λιγοστά τρόφιμα και με μεγάλη απρονοησία επειδή, καθώς συναντούσαμε παντού στο διάβα μας χωριά και κοιμόμασταν όλα τα βράδια σ' αυτά, δεν είχαμε υποψιαστεί ότι θα μπορούσαμε να συναπαντήσουμε τόσο μεγάλο ερημότοπο. Κι έτσι, ήταν πολλοί που δεν είχανε τι να φάνε, παρά μερικά φυτά που βρίσκανε στις όχθες του ποταμού, που ήταν λιγοστά για όλους αυτούς τους άντρες που ζητούσαν τροφή. Και μ' όλα αυτά χαθήκανε μερικοί άντρες. Στον ερημότοπο τούτο συναπαντήσαμε την συμβολή άλλων δύο μεγάλων ποταμών, όχι πολύ απομακρυσμένων τον έναν από τον άλλον. Είδαμε καθαρά ότι ήταν πολύ ορμητικοί και τα νερά τους ήταν θολά, που σημαίνει ότι οι πηγές τους δεν θα ήτανε και πολύ μακριά. Έρχονταν οι ποταμοί τούτοι από τα δεξιά και είχαν τις όχθες τους ανυψωμένες και στο χρώμα του κεραμιδιού. Ο κυβερνήτης, λόγω της μεγάλης ανάγκης που είχαμε για τρόφιμα, δεν θέλησε να καθυστερήσει εκεί πέρα μήτε να τους εξερευνήσει. Εννιά μέρες πορευόμασταν σε κείνον τον ερημότοπο, κι έδωσε ο Θεός και συναπαντήσαμε ένα χωριό ινδιάνων, ό,τι ακριβώς χρειαζόμασταν για να πάρουν τέλος τα βάσανα και οι στε121
ρήσεις που περνάγαμε. Το χωριό τούτο το ονομάζουν οι ινδιάνοι Ματσιφάρο. Είναι μεγάλο χωριό, το μεγαλύτερο απ' όσα είχαμε συναπαντήσει ίσαμε εκεί πέρα. Είναι χτισμένο πάνω σε μια απόκρημνη όχθη του ποταμού. Οι ινδιάνοι του χωριού αυτού δεν είναι πολύ ψηλοί, κυκλοφορούν εντελώς γδυτοί και τα όπλα τους είναι οι εκτοξευτήρες ράβδων με ιμάντα. Με τους άλλους που συναπαντήσαμε παραπάνω είναι εχθροί και βρίσκονται σε αμάχη. Τα σπίτια είναι στρογγυλά και μεγάλα και στηρίζονται σε πασσάλους μττηγμένους στο χώμα, είναι σκεπασμένα με φύλλα φοινικιάς μέχρι το έδαφος κι έχουν δυο πόρτες. Φτάσαμε στο χωριό τούτο ξαφνικά και δίχως να μας πάρουν είδηση οι ινδιάνοι. Μόλις όμως μας αντίκρισαν ταάσανε τα όπλα και βάλανε τις γυναίκες και τα παιδιά τους κι όσους ήταν ανήμποροι να πολεμήσουν μέσα σε πιρόγες στο ποτάμι για να είναι ασφαλείς, και μας περίμεναν στο χωριό για να πολεμήσουν τρακόσιοι με τετρακόσιοι ινδιάνοι. Μπροστάρης πήγε ο κυβερνήτης με ένα αρκεβούζιο στο χέρι και συνοδειά του κι άλλοι άντρες με αρκεβούζια και ασπίδες, λιγοστοί όμως, και οι ινδιάνοι έδειξαν ότι είχανε σκοπό να τους ριχτούνε μόλις σκαρφάλωναν στον γκρεμό. Ο κυβερνήτης όμως, το 'λεγε η καρδιά του και πρόσταξε τους άντρες με τα αρκεβούζια να μην ρίξει κανείς πριν τους δώσει εκείνος σινιάλο, κι εκείνος ττήγαινε μπροστά απ' όλους, φωνάζοντας στους ινδιάνους και κρατώντας ένα άσπρο πανί, δείχνοντάς τους με νοήματα να 'ρθούνε να το πάρουνε. Τότε ο φύλαρχος του χωριού ήρθε και ττήρε το πανί και με φιλικές διαθέσεις πλησίασε τους Ισπανούς μαζί με άλλους ινδιάνους. Όλοι οι υπόλοιποι ινδιάνοι μαζωχτήκανε σε μια μεριά και διατάχτηκαν σαν σώμα στρατού με τα όπλα στο χέρι κι έτσι περίμεναν αρκετή ώρα στην μικρή πλατεία ίσαμε που έφτασε όλη η αρμάδα. Τους ζήτησε ο κυβερλ^της τότε να μας παραχωρήσουν ένα μέρος του χωριού καθώς και φαγητό κι εκείνοι να μείνουνε στο υπόλοιπο μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και τους είπε ότι δεν θα τους πείραζε κανένας. Έτσι εγκαταστάθηκαν όλοι οι άντρες της αρμάδας καταμεσής στο χωριό, εκεί όπου τους έδειξε ο κυβερλ^της, ο οποίος τους έδωσε προσταγή να μην απομακρυνθούν από κει μήτε και να πλησιάσουν στα σπίτια των ινδιάνων για κανένα λόγο. Σε τοι^το το χωριό υττήρχανε, καταπώς υπολογίσαμε όλοι 122
μας, πάνω από έξι χιλιάδες μεγάλες χελώνες, που τις είχανε οι ινδιάνοι για να τις φάνε, κλεισμένες σε κάτι λάκκους που είχανε ανοίξει, περιφραγμένους γύρω - γύρω με φράχτη από χοντρούς πασσάλους, για να μην ξεφύγουνε και στην πόρτα κάθε καλύβας υπήρχαν κάνα δυο λάκκοι από δαύτους γεμάτοι με χελώνες. Υπήρχαν μεγάλες ποσότητες καλαμποκιού μαζεμένες στις καλύβες και στον κάμπο πολυάριθμα χωράφια με γιούκα και άλλα φαγώσιμα. Κι επειδή δεν δώσανε πίστη στα λόγια του κυβερνήτη αρχίνησαν οι ινδιάνοι να μεταφέρουν τα φαγώσιμα, τις χελώνες και το καλαμπόκι, από κείνο το μέρος του χωριού που είχαμε αφήσει για κείνους, και να τα πηγαίνουνε με τις πιρόγες να τα κρύψουνε. Μόλις το είδανε αυτό οι άντρες του στρατοπέδου, άρχισαν να πηγαίνουνε οι στρατιώτες στα σπίτια των ινδιάνων και να μαζεύουνε όσα τρόφιμα βρίσκανε. Αυτό όμως ήταν ενάντια στη θέληση του κυβερνήτη και για το λόγο αυτό έπιασε αιχμάλωτους μερικούς Ισπανούς και κάποιους μιγάδες, κι έτσι σταμάτησαν να μαζεύουνε τρόφιμα, οι δε ινδιάνοι αποτέλειωσαν τη μεταφορά όλων όσων απόμεναν. Αν υπήρχε τάξη και κουμάντο υττήρχε φαΐ για πολλές μέρες, αλλά τέτοιοι αχρείοι που ήτανε, χωρίς να σκέφτονται ότι αργότερα μπορεί να τους λείψει, σκορπίσανε πολύ γρήγορα τα τρόφιμα και τα ξοδέψανε, γιατί με το λίπος και τα αυγά που παίρνανε από τις χελώνες, και με το κρέας τους και το καλαμπόκι που υττήρχε, τρώγανε καθημερινά λουκουμάδες και γλυκά και πολλά μαγειρευτά και ήταν πιότερο αυτό που πετάγανε παρά εκείνο που τρώγανε. Φτιάχνανε κρασί από το καλαμπόκι και πίνανε και έτσι τα αποτέλειωσαν πολύ σύντομα όλα. Πολύ λυτιήθηκε ο κυβερνήτης μετά για το κακό κουμάντο που έγινε, γιατί ο πρώτος που του τέλειωσαν τα τρόφιμα ήταν αυτός, και μετά ήταν αναγκασμένος να ζητάει από όσους ακόμα είχανε. Στο χωριό αυτό μείναμε τριάντα τρεις μέρες και γιορτάσαμε εδώ πέρα τα Χριστούγεννα. Από δω πέρα έστειλε ο κυβερνήτης τον Πέρο Αλόνσο να εξερευνήσει την περιοχή, ο οποίος κίνησε με μερικούς άντρες με πιρόγες από έναν βάλτο με μαύρα νερά, όχι πολύ πλατύ, που μπαίνει στο ποτάμι κοντά σ' αυτό το χωριό στο δεξί χέρι, και μέσα ανακάλυψε έναν νερόλακκο τόσο μεγάλο και φοβερό που ττήρανε μεγάλη τρομάρα. Προχώ123
ρησαν τόσο βαθιά στον νερόλακκο αυτό που παραλίγο να χαθούνε και να μην καταφέρουνε να ξαναβγούνε. Δεν βρήκανε μήτε πού τέλειωνε μήτε και ανακάλυψαν τίποτα. Συνέβη τότε σε τούτο το χωριό να έρθουνε ίσαμε διακόσιοι ινδιάνοι από την παραπάνω επαρχία, που είναι εχθροί και έχουνε πόλεμο μεταξύ τους, έτοιμοι για πόλεμο, με δεκαέξι πιρόγες για να τους ριχτούνε και να τους ληστέψουνε και να τους αιχμαλωτίσουνε, καταπώς είναι συνήθειο αναμεταξύ τους. Κι ένα βράδυ, δίχως να τους καταλάβουμε, χίμηξαν πάνω σε τούτο το χωριό όπου βρισκόμασταν εμείς, που είναι και το πρώτο αυτής της επαρχίας του Ματσιφάρο, και μόλις μας αναγνώρισαν, δεν τόλμησαν να βγούνε στην στεριά από τον φόβο τους. Κι από το ποτάμι, ενώ σχεδόν είχε ξημερώσει, αρχίνησαν να παίζουν εγερτήρια με τις τρομπέτες τους και τα φλάουτά τους και τα άλλα πολεμικά τους όργανα, και σε διάταξη μάχης άρχισαν να φεύγουν ανεβαίνοντας τον ποταμό προς την χώρα τους, χωρίς να έχουν κάνει κανένα κακό. Προτού όμως φύγουνε, ο φύλαρχος τούτου του χωριού του Ματσιφάρο ήρθε με μεγάλη βιασύνη να ζητήσει βοήθεια από τον κυβερχ^τη εναντίον εκείνων των ινδιάνων, λέγοντας ότι ήταν εχθροί τους και πολύ γενναίοι, και πως είχανε έρθει να τους σκοτώσουνε και να τους καταστρέψουνε και του ζήτησε να του δώσει μερικούς Ισπανούς να τον βοηθήσουνε να τους αποκρούσει. Κι ο κυβερνήτης, για να τον ευχαριστήσει, έστειλε τον Δον Χουάν ντε Βάργκας, τον υπασπιστή με πενήντα άντρες, που οι πιο πολλοί τους κρατούσαν αρκεβούζια, για να τον βοηθήσουν, κι εκείνοι τους προκάμανε ενώ γύριζαν στον τόπο τους μέσα από τους βαλτότοπους και τους περικύκλωσαν. Βλέποντας οι ινδιάνοι ότι δεν μπορούσαν να ξεφύγουν, ετοιμάστηκαν να πολεμήσουν και αντικρίζοντας τους Ισπανούς λένε ότι γύρεψαν με νοήματα ειρήνη, μα εκείνοι δεν τους κατάλαβαν ή δεν θελήσανε να καταλάβουν και άρχισαν να ρίχνουν με τα αρκεβούζια ενώ οι Ινδιάνοι του Ματσιφάρο τους έριχναν ακόντια. Τόσο πολύ τρόμαξαν οι ινδιάνοι από τα αρκεβούζια που παρατήσανε τις πιρόγες και το σκάσανε στα βουνά, κι έτσι δεν κατάφεραν να συλλάβουν παρά μόνο τέσσερις με πέντε από δαύτους αλλά τους άρπαξαν όλες τους τις πιρόγες. Πιστέψαμε ότι θα πεθαίνανε όλοι στα χέρια των ινδιάνων του Ματσιφάρο, γιατί ήτανε δίχως πιρόγες 124
και πολύ μακριά από τα σπίτια τους και σε έρημο και χέρσο τόπο. Εδώ πέρα, οι περισσότεροι από τους άντρες πιστέψανε πως οι οδηγοί που είχαμε μαζί μας, που ήτανε κάποιοι ινδιάνοι Βραζιλιάνοι από κείνους που από τούτο δω το ποτάμι βγήκανε στο Πιρού, όπως έχουμε αναφέρει, μας είχανε γελάσει και όλες οι πληροφορίες που μας είχανε δώσει ήταν ψεύτικες γιατί είχαμε προχωρήσει στο ποτάμι ίσαμε εφτακόσιες λεύγες, δίχως να δούμε τίποτα απ' όσα μας είχανε εξιστορήσει. Επιπλέον, μαζί μας είχε έρθει κι ένας Ισπανός από κείνους που είχαν κατέβει τον ποταμό με τον διοικητή Ορελιάνα^^ ο οποίος δεν γνώριζε τον τόπο κι όλο λάθευε^^, κι έτσι οι άντρες άρχισαν να δείχνουν δυσπιστία για τις πληροφορίες, και να πιστεύουν ότι τους κορόιδευε, και θέλανε να γυρίσουνε στο Πιρού, και λέγανε ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο να βρούνε. Μόλις το πήρε είδηση αυτό ο κυβερνήτης, λένε πως είπε ότι κανένας δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι κι ότι όσοι ήταν παλικάρια ακόμα θα γερνούσανε εξερευνώντας την χώρα εκείνη. Και σ' αυτό, είναι αλήθεια πως έδειξε πάντα μεγάλη ανδρεία και καρτερικότητα, μόνο που έπρεπε να γνωρίζει να φυλάγεται από τους εχθρούς του και να δείχνει εμπιστοσύνη στους φίλους του, που τον προειδοποίησαν ότι έπρεπε να βάλει να φρουρούν το άτομό του, όχι επειδή κάποιος απ' όσους του έδωσαν την συμβουλή αυτή ήξερε κάτι συγκεκριμένο για την ανταρσία, αλλά γιατί μάντευαν τι μπορούσε να συμβεί, γιατί μερικοί από τους άντρες ήτανε εντελώς ξεδιάντροποι. Οι πιο πολλοί από τους άντρες, που ήτανε άνθρωποι φαύλοι και κακοπροαίρετοι, εκείνο δε τον καιρό όντας χολωμένοι, δεν καλοβλέπανε τον κυβερνήτη, γιατί δεν τους άφηνε να κλέβουνε και να πιάνουνε και να αλυσοδένουνε τους ινδιάνους και να σκοτώνουνε όποιον βρίσκανε εμπρός τους. Και λέγανε ότι από τότε ήδη είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει με φόβο τη θέση του 25. Αναφέρεται στον Αλόνσο Εστέμπαν. 26. Δεν είναι παράξενο που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον τόπο με ευκολία, γιατί θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Ορελιάνα ταξίδευε από δυο μέρες σε κάθε όχθη του ποταμού και επιπλέον η περιοχή είναι πολύ μεγάλη και ομοιόμορφη. 125
το ίδιο δε και η Δόνια Ινές, η φιλενάδα του. Μ' αυτό θέλανε να πούνε πως η γυναίκα αυτή, κατά κάποιο τρόπο, τον είχε κάνει να αλλάξει τρόπους, κι ότι του είχε κάνει μάγια, γιατί ενώ πριν ήτανε πολύ προσηνής και συζητούσε με όλους, είχε γίνει πια κάπως βαρύς και δύσθυμος και απέφευγε κάθε συζήτηση κι έτρωγε μοναχός του, πράγμα που δεν το είχε κάνει ποτέ μέχρι τότε, δεν καλούσε δε κανέναν. Είχε γίνει φίλος της μοναξιάς και κοιμόταν πάντα μόνος του, και κρατιόταν όσο μπορούσε περισσότερο μακριά από τις συζητήσεις του στρατοπέδου, έχοντας δίπλα του μόνο την Δόνια Ινές, καταπώς φαίνεται για να μην τον ενοχλεί κανείς στους έρωτές του. Και απορροφημένος από αυτούς, έμοιαζε να έχει ξεχάσει τον πόλεμο και τις εξερευνήσεις, πράγμα εντελώς αντίθετο, είναι αλήθεια, από τις μέχρι τότε συνήθειες και τα πεπραγμένα του. Υπήρχαν στο στρατόπεδό του κάποιοι στρατιώτες που θελήσανε να κάνουν ανταρσία και να γυρίσουνε στο Πιρού και παρ' όλο που το επιχείρησαν και τους ανακάλυψαν, αντί για άλλη τιμωρία τους έβαλε λαμνοκόπους στην σχεδία της Δόνια Ινές, όπως εκείνους που τους ρίχνουνε στις γαλέρες. Και παρ' όλο που αυτή η τιμωρία ήταν πολύ μικρή ανάλογα με τα όσα τους άξιζε να πάθουνε, το πήρανε για μεγάλη προσβολή. Και κάποιοι καλοθελητές, για να τους κάνουν να νιώσουν ταπεινωμένοι, μουρμούριζαν λέγοντας ότι καλύτερα θα ήταν να τους κρέμαγε παρά να τους βάλει να λάμνουνε στις σχεδίες και τις πιρόγες. Από τότε αρχίσανε να συμβαίνουνε διάφορες αθλιότητες και παρατυπίες στο στρατόπεδό του, που το χειρότερο απ' όλα ήταν ο θάνατός του, που σε κείνο κει το χωριό που είπαμε αρχίσανε να τον μηχανεύονται διότι οι προδότες βρήκανε πρόσφορο έδαφος βλέποντάς τον χολωμένο και αμελή. Και σε όλα τούτα ήρθε να συνεπικουρήσει και η κακοβουλία μερικών από τους στρατιώτες του στρατοπέδου του, που ήταν ανέκαθεν προδότες και είχανε συμμετάσχει στο Πιρού σε πολλές ανταρσίες επιζήμιες για τις υπηρεσίες προς την Μεγαλειότητά Σας, μερικοί από τους οποίους είχανε έρθει στην εκστρατεία αυτή από ανάγκη, γιατί προσπαθούσανε να ξεφύγουνε και να κρυφτούνε για εγκλήματα και προδοσίες που είχανε κάνει, κι ήτανε η τελευταία τους επιλογή να συμμετέχουν σ' αυτήν, για να παραπλανήσουν τις αρχές που τους 126
αναζητούσαν, καθώς και άλλοι που είχανε έρθει στην εκστρατεία αυτή γιατί επιθυμούσανε την ανταρσία, επειδή δημόσια είχε ειπωθεί στο Πιρού ότι ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα δεν μάζευε κόσμο για να κάνει εκστρατεία αλλά για να ξεσηκωθεί ενάντια στο Πιρού σε συμφωνία που είχε κάμει με τον Αντιβασιλέα, πράγμα που ήταν συκοφαντικό ψεύδος, όπως είδαμε κι έχουμε πει. Κι αυτά τα υποκείμενα, για να απαλλαχτούν από τα βάρη και τις ταλαιπωρίες της εκστρατείας, και επειδή επιθυμούσαν να γυρίσουνε στο Πιρού, προσπαθούσανε να ανακαλύψουνε και να μηχανευτούν πώς θα μπορούσαν να το κάνουν. Κι επειδή όλοι τούτοι που αναφέρω ήταν άνθρωποι χαμηλής υποστάθμης και δεν είχανε στον ήλιο μοίρα, οι πιότεροι δε απ' αυτούς ήτανε και χαμηλόβαθμοι, δεν υπήρχε ανάμεσά τους κανένας που να έχει ικανότητες να γίνει διοικητής και επικεφαλής στον οποίο να έδειχναν πρόθυμα υπακοή οι άντρες, τα συμφωνήσανε με τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, που ήτανε λοχαγός του στρατοπέδου και εκτός από ευγενής εθεωρείτο ικανός και αγαπητός από τους άντρες, επειδή ήτανε κι αυτός φαύλος και είχε τις ίδιες απόψεις. Και του πρόβαλαν σαν αφορμή την αιχμαλωσία κάποιου μιγάδα υπηρέτη του, που ο κυβερνήτης είχε διατάξει να συλλάβουν, όπως ανάφερα παραπάνω, πράγμα που ήταν αλήθεια αλλά που δεν είχε και τόση σημασία, παρ' όλο που εκείνοι του έδωσαν μεγάλη σημασία, λέγοντας πως ήτανε μεγάλη η προσβολή που του είχε κάνει ο κυβερνήτης, μια που ήτανε από ευγενική γενιά και λοχαγός της στρατιάς, και πως όποιος δεν προσβαλλόταν από τέτοια πράγματα δεν ήταν άντρας. Εκείνο όμως που τον παρακίνησε πιότερο ήταν η φιλοδοξία και η δίψα να κυβερνήσει, γιατί του υποσχέθηκαν πως θα γινόταν γενικός διοικητής και επικεφαλής όλων. Πρώτα όμως προσπαθήσανε να μαζέψουνε καμιά πενηνταριά ή εξηνταριά ομοϊδεάτες τους και ένα βράδυ, με όσα περισσότερα όπλα μπορέσανε να βρούνε, να πάρουνε τα πλοία και να βγούνε στη θάλασσα κι από κει στο Πιρού. Όμως ο Αγκίρε και κάποιος Λορένθο Θαλντουέντο είχανε την γνώμη ότι ήταν καλύτερα να σκοτώσουνε τον κυβερνήτη και να ξεσηκωθούν μια και καλή, κι έτσι τα συμφωνήσανε και βγάλανε απόφαση. Έχοντας δε τον Δον Φερνάντο γενικό διοικητή και επικεφαλής θα μπορούσαν να 127
εξερευνήσουν την χώρα και να την εποικίσουν κι έτσι θα υπηρετούσαν καλύτερα τον βασιλιά και δεν θα πήγαιναν ενάντια στην βασιλική θέληση, γιατί ο κυβερνήτης είχε παραμελήσει πολύ την υπόθεση της εξερεύνησης ίσαμε τα τότε. Κι όλα αυτά τα έπραξαν για να μην τους παγιδεύσει ο Δον Φερνάντο, άντρας που ήταν υποχρεωμένος απέναντι στον κυβερνήτη και δώσει αναφορά στον κυβερνήτη για τα τεκταινόμενα, και περί αυτών τον διαβεβαίωσαν για να τον βολιδοσκοπήσουν. Στόχος τους όμως δεν ήταν να εποικίσουν τον τόπο εκείνο παρά να δραπετεύσουν και να σκοτώσουν τον κυβερνήτη, γιατί η αλήθεια είναι ότι ήταν η μεγαλύτερη προδοσία που έχει γίνει στον κόσμο, εκείνη που του έκανε του κυβερνήτη ο Δον Φερνάντο, γιατί ήτανε μεγάλη και παλιά η φιλία που τον έδενε μαζί του, τόσο μεγάλη που δεν έτρωγε ο ένας δίχως τον άλλον, και πολλές ήτανε οι φορές που κοιμόνταν παρέα, παρ' όλο που είχε ο καθένας το κρεβάτι του, κι ήτανε απίστευτη η μεγάλη αδελφοσύνη και φιλία που έδειχνε ο Πέδρο ντε Ορσούα προς τον Δον Φερνάντο, και με πράξεις μα και με λόγια, που δεν γίνεται να πιστέψεις πως τέτοια προδοσία την έκανε κάποιος άνθρωπος σε άλλον, όντας φίλοι όπως αυτοί οι δύο.
128
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΠΕΔΡΟ ΝΤΕ ΟΡΣΟΥΑ 1 ώρα θα εξιστορήσουμε πώς άρχισε να πλέκεται η πλεκτάνη για τον θάνατο του κυβερνήτη, η οποία έχει ως εξής. Έφυγε ο κυβερνήτης από τούτο το χωριό του Ματσιφάρο, δίχως να γνωρίζει τίποτα απ' όσα αναφέραμε, την επομένη της μέρας των Χριστουγέννων, και ττήγε την ημέρα εκείνη σε ένα άλλο χωριό της επαρχίας τούτης, όπου πήρε την απόφαση να στείλει κάποιον Σάντσο Πιθάρο με μερικούς άντρες να εξερευνήσει έναν δρόμο που βρήκαμε εκεί, που έμοιαζε να πηγαίνει στην ενδοχώρα και κείνος έμεινε εκεί πέρα να περιμένει τον εν λόγω Σάντσο Πιθάρο. Τούτο το χωριό είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του και τα υπάρχοντά τους γιατί μας φοβηθήκανε, κι όσο καιρό μείναμε εκεί, τελειοποίησαν οι συνωμότες το κακόβουλό τους σχέδιο και το πραγματοποίησαν τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, ημέρα της Περιτομής του Κυρίου, και πρώτη του χρόνου του χίλια πεντακόσια εξήντα ένα, στις δύο με τρεις η ώρα τα ξημερώματα. Ενώθηκαν με τον Δον Φερνάντο ίσαμε δώδεκα από δαύτους τους προδότες, αφού είχανε πρώτα ειδοποιήσει κι άλλους φίλους τους και οπαδούς τους μόλις ακούσουνε να τους καλούν να τρέξουνε οπλισμένοι, και πήγανε στο κατάλυμα του κυβερνήτη, όπου τον βρήκανε να συνομιλεί με τον φίλο του, που λεγότανε Πεδράριας ντε Αλμέστο^^ ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους ο ένας δίπλα στον άλλον, γιατί μεγάλη εμπιστοσύνη του είχε και από πάντα ήταν έμπιστος και επιστήθιος φίλος του. Μόλις μπήκα-
Τ
27. Εδώ το κείμενο διαφέρει από εκείνο του Φρανθίσκο Βάθκεθ, διότι ο τελευταίος παραλείπει κάθε αναφορά στον Πεδράριας ντε Αλμέστο. 9. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο
129
νε οι προδότες και είδε ο κυβερνήτης ότι ερχόταν κόσμος, γύρισε προς το μέρος τους, γιατί ήτανε ξαπλωμένος σε μια αιώρα, και τους είπε: «Τι είναι τούτα κύριοι; Τι γυρεύετε τέτοια ώρα εδώ πέρα;» Και αποκρινόμενος ένας που λεγότανε Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα, είπε: «Τώρα θα δείτε», και τον χτύπησε μ' ένα σπαθί που κρατούσε και με τα δυο χέρια κατάστηθα, έτσι που τον πέρασε πέρα για πέρα. Ακολούθησε ο Δον Φερνάντο και οι υπόλοιποι που ήτανε μαζί του. Και μόλις είδε ο Πεδράριας που ήτανε μαζί του πως τον σκοτώνανε, αρχίνησε να ξεφωνίζει: «Τι προδοσία είναι τούτη κύριοι!» κι έπιασε το σπαθί του για να υπερασπιστεί τον κυβερνήτη, και πάλεψε για λίγο, μέχρι που τον απείλησαν να παραδώσει τα όπλα για να μην τον σκοτώσουνε. Βλέποντας ο Πεδράριας ότι ήτανε ανώφελο να αντισταθεί, τους παρέδωσε τα όπλα. Του κυβερνήτη του κατάφεραν πλήθος μαχαιριές και σπαθιές μέχρι που τον σκοτώσανε. Τον εν λόγω Πεδράριας ντε Αλμέστο τον πήρανε όμηρο μαζί τους, μα τους ξέφυγε φοβούμενος μην τον σκοτώσουνε κι εκείνον επειδή ήτανε φίλος του Πέδρο ντε Ορσούα. Κι έτσι άρχισαν να φωνάζουν δυνατά και να λένε: «Ζήτω ο Βασιλιάς, δικός μας είναι ο τύραννος», κι όλα τούτα κράτησαν αρκετή ώρα, έτσι ώστε να μαζωχτούν όλοι οι άντρες από το στρατόπεδο με τα ξεφωνητά «ζήτω ο Βασιλιάς», για να μάθουνε όλοι μαζί και να αντιληφθούν την μεγάλη τους προδοσία, που ίσαμε τότε την κάλυπταν με τα ξεφωνητά για τον Βασιλιά. Κι οι άντρες σιμώσανε όλοι μαζί, ή σχεδόν όλοι. Ύστερα κάποιοι απ' τους αντάρτες πήγανε να σκοτώσουνε τον Δον Φερνάντο ντε Βάργκας, τον υπασπιστή του κυβερνήτη, τον οποίο συναντήσανε καθ' οδόν, καθώς έβγαινε από την καλύβα του για να δει τι ήτανε εκείνος ο σαματάς, φορώντας την πανοπλία του και με το ακόντιό του στα χέρια. Και μόλις τους σίμωσε, αρχίνησαν να του φωνάζουν βωμολοχίες, του άρπαξαν το ακόντιο και τον πρόσταξαν να βγάλει την αρματωσιά του, και την ώρα που του την έβγαζε κάποιος Χουάν ντε Βάργκας, από τα Κανάρια Νησιά, που ήτανε σύντροφος των τυράννων, ενώ του είχε βγάλει το ένα μανίκι της πανοπλίας και του έβγαζε και το άλλο, πήγε από πίσω κάποιος Μαρτίν Πέρεθ, σύντροφος τούτων στην προδοσία, και έριξε μια τόσο δυνατή σπαθιά στον Δον Χουάν ντε 130
Βάργκας που το σπαθί βγήκε από την άλλη μεριά και πλήγωσε βαριά τον άλλον Χουάν ντε Βάργκας, εκείνον απ' τα Κανάρια, που ήταν δίπλα του και τον ξαρμάτωνε, έτσι που με ένα χτύπημα παρά λίγο να σκοτώσει και τους δυο. Ύστερα συνέχισαν να ξεφωνίζουν λευτεριά, λευτεριά. Κι όπως ερχόταν κόσμος για να δει τι συνέβαινε, οι προδότες τους έβαζαν στη σειρά με απειλές μεγάλες, κι έπειτα τους πληροφόρησαν για τον θάνατο του κυβερνήτη και του υπασπισι^ του δίχως να μάθει κανείς μήτε ποιος μήτε πόσοι ήτανε εκείνοι που σκοτώσανε τον κυβερνήτη, αλλά κάθε ένας συλλογιζόταν χωριστά και πίστευε ότι το μεγαλύτερο μέρος των αντρών είχε πάρει μέρος στον σκοτωμό εκείνο. Κι όταν κατάλαβαν τι είχε γίνει, οι προδότες είχαν πλέον πολλούς φίλους και προσκείμενους στο πλευρό τους, που ήταν κι αυτοί πρόθυμοι για ανταρσίες και εξεγέρσεις και θέλανε κι εκείνοι να γυρίσουν στο Πιρού. Μερικοί από τους προδότες αυτούς πήγανε ύστερα στις πλατείες, τα σπίτια και τα καταλύματα στην ύπαιθρο και ανάγκαζαν να έρθουνε με τη βία όλους τους άντρες του αποσπάσματος. Έτσι μάζεψαν όλους τους άντρες και τους ξαρμάτωσαν και θέλησαν να σκοτώσουν μερικούς φίλους και συγγενείς και έμπιστους του κυβερνήτη. Τότε, με λόγια που τον διαβεβαίωναν για την ασφάλειά του, ανάγκασαν και τον Πεδράριας ντε Αλμέστο να βγει και τον φέρανε μπροστά στον Δον Φερνάντο ο οποίος δεν έδωσε την συγκατάθεσή του για να τον σκοτώσουν, παρά πρόσταξε να του δείξουν σεβασμό, γιατί καλά έπραξε που θέλησε να βοηθήσει τον κυβερνήτη μια που ήταν φίλος του, και ότι το ίδιο θα θέλανε κι εκείνοι να κάνουνε οι δικοί τους φίλοι γι αυτούς σε μια τέτοια περίπτωση. Πρόσταξε όμως να κυκλοφορεί ξαρμάτωτος ίσαμε να 'ρθει καιρός να του ξαναδώσουνε τα όπλα. Αργότερα, την ίδια εκείνη νύχτα ανακήρυξαν γενικό διοικητή τον Δον Φερνάντο και στρατοπεδάρχη τον Λόπε ντε Αγκίρε. Έδωσαν δε προσταγή να μην μιλάει κανένας από τους στρατιώτες ψιθυριστά αλλά όλοι να μιλάνε δυνατά, και θελήσανε και να σκοτώσουνε κάποιους που μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ύστερα βγάλανε κρασί που είχε μαζί του ο κυβερνήτης για τις λειτουργίες και για μια ώρα ανάγκης, κι αναμεταξύ τους και με τους άντρες του στρατοπέδου που ήτανε στην ομάδα το ήπιανε κείνη τη νύχτα. Κά131
ποιοι νέγροι, που ανήκαν στον κυβερνήτη, ανοίξανε μετά από διαταγή της Δόνια Ινές ένα μεγάλο λάκκο και θάψανε δίπλαδίπλα τον κυβερνήτη και τον υπασπιστή του τον Δον Χουάν ντε Βάργκας, ενώ οι προδότες μείνανε μέχρι το χάραμα συντεταγμένοι. Πριν από τον θάνατο του κυβερνήτη, συνέβησαν ορισμένα πράγματα άξια να τα αναφέρουμε. Πέντε μέρες προτού τον σκοτώσουνε, κάποιος Κομενταδόρ^® του Αγίου Ιωάννη, ονόματι Χουάν Νούνιεθ ντε Γκεβάρα, πολύ φίλος του κυβερνήτη, άνθρωπος ηλικιωμένος, τίμιος και έμπιστος, που ήταν απλός στρατιώτης στο στρατόπεδο, ενώ περπατούσε ένα βράδυ στην πόρτα της καλύβας όπου έμενε, εξαιτίας της μεγάλης ζέστης που έκανε (η καλύβα αυτή ήταν η κοντινότερη απ' όλες τις άλλες στο κατάλυμα του κυβερνήτη σε κείνο το χωριό με τις χελώνες), είδε να περνάει πίσω από την καλύβα του κυβερνήτη ένας όγκος που έμοιαζε με άνθρωπο, που είπε με χαμηλόφωνη φωνή: «Πέδρο ντε Ορσούα, κυβερνήτη του Ελδοράδο και της Ομάγουα, ας σε συγχωρέσει ο Θεός!» Τότε ο Κομενταδόρ εκείνος πλησίασε με βιάση να δει ποιος είχε ξεστομίσει κείνα τα λόγια και είπε ότι ο όγκος εκείνος μπροστά στα μάτια του εξαφανίστηκε σα να διαλύθηκε και δεν αντίκρισε κανέναν. Κι ύστερα, την άλλη μέρα, το εξιστόρησε σε κάποιους φίλους του κι αφού συλλογιστήκανε πολύ βγάλανε το συμπέρασμα πως, επειδή ο κυβερλ^της εκείνο τον καιρό ήτανε άρρωστος, μπορεί και να πέθαινε από κείνη την αρρώστια, κι έτσι δεν τολμήσανε να του το πούνε, για να μην φανταστεί τίποτα κακό από το περιστατικό εκείνο. Παίρνω το θάρρος να το γράψω αυτό, γιατί ο Κομενταδόρ εκείνος ήταν τίμιος και καλός άνθρωπος και πιστεύω πως έλεγε την αλήθεια. Το άλλο συμβάν ήτανε ότι ένας νέγρος ονόματι Χουάν, που ήταν ο αρχισκλάβος του Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα, ενός από κείνους που πήγανε να σκοτώσουνε τον κυβερνήτη, και μάλιστα ο πρωτεργάτης, όπως έχω εξιστορήσει παραπάνω, αυτός λοιπόν ο νέγρος αντιλήφθηκε την ημέρα που τον σκοτώσανε τα σχέδια που κάνανε ο αφέντης του και οι υπόλοιποι για να τον σκοτώσουνε, και κείνο το απόγευμα, σχεδόν όταν είχε νυ28. Ανώτερος αξιωματούχος στρατιωτικού μοναχικού τάγματος. 132
χτώσει, λίγο πριν φτάσουνε για να κάνουν πράξη την προδοσία τους, πήγε να προειδοποιήσει τον κυβερνήτη για αυτό, ο Πέδρο ντε Ορσούα όμως ήτανε με την Δόνια Ινές και δεν μπόρεσε να του μιλήσει. Και για να μην καταλάβει ο αφέντης του τι σκοπούς είχε, επέστρεψε ύστερα από λίγο αφού είχε προειδοποιήσει έναν άλλον νέγρο που ανήκε στον κυβερνήτη, ονόματι Ερνάντο, για να του το πει, ο οποίος δεν το φρόντισε ή το ξέχασε και δεν του το είπε ή δεν θέλησε να του το πει. Μετά από λίγες μέρες, αφότου είχε πεθάνει ο κυβερνήτης, το μάθανε οι τύραννοι, κι ήταν οι ίδιοι οι νέγροι που τους το μαρτυρήσανε, και θελήσανε να σκοτώσουνε τον νέγρο εκείνο, τον Χουάν τον αρχισκλάβο. Επειδή όμως δούλευε στην κατασκευή των μπριγαντινιών που φτιάχνανε δεν τον σκοτώσανε, και του έδωσαν πάνω από πεντακόσιες βουρδουλιές, δεμένο σε έναν στύλο σε μια πλατεία, μπροστά σε όλους τους στρατιώτες, αποκαλύπτοντας σε όλους την αιτία που τον μαστίγωναν. Πολύ πριν από αυτό συνέβη κι ένα άλλο πράγμα, το οποίο το βεβαιώνω εγώ ο ίδιος που ήμουνα παρών και το είδα με τα μάτια μου. Πριν λοιπόν αρχίσει να καταπλέει τον ποταμό ο κυβερνήτης, ενώ βρισκόταν στους Μοτιλόνες, ένας σπουδαίος άρχοντας του Πιρού, ονόματι Πέδρο ντε Ανιάσκο, που είχε διατελέσει πολλές φορές διοικητής του Βασιλιά κι είχε μεγάλη πείρα, ξέροντας τις προθέσεις που 'χανε μερικοί από τους στρατιώτες της στρατιάς του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, ο οποίος ήτανε πολύ καλός του φίλος, του έγραψε μια επιστολή, την οποίο την είδα με τα μάτια μου, λέγοντάς του ότι για δέκα άντρες λιγότερους δεν επρόκειτο να πάει στράφι η εκστρατεία του και τον εκλιπαρούσε να μην πάρει μαζί του κάποιους στρατιώτες που είχε μαζέψει εκεί παρά να τους διώξει, γιατί του φαίνονταν άνθρωποι φασαριόζοι και ταραχοποιοί και δεν θα ήταν φρόνιμο να τους πάρει μαζί του. Και τον ίδιο καιρό φτάσανε και άλλες επιστολές από τον Αντιβασιλέα, τον μαρκήσιο ντε Κανιέτε, με έξι διατάγματα υπογραμμένα από τον ίδιο και επικυρωμένα από τον γραμματέα του, και η θέση των ονομάτων ήταν κενή για να συμπληρώσει τα ονόματα εκείνων που ήθελε να πετάξει έξω ο ίδιος ο κυβερνήτης. Λέγανε τα διατάγματα ότι μόλις τα διαβάζανε έπρεπε να φύγουν και να πάνε να παρουσιαστούν στον Αντιβασιλέα, δεδομένου ότι επρόκειτο για ζη133
τήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν από κοινού, σε σχέση με τις υπηρεσίες προς τη Μεγαλειότητά Σας, κι αυτό για να μην υποψιαστούν όσοι θα υποδείκνυε ο κυβερνήτης ότι τους αντιμετώπιζαν ως κακόβουλους ανθρώπους και να μην εξεγερθούν. Ο κυβερνήτης όμως, επειδή ήταν άνθρωπος που δεν είχε πείρα στις δολοπλοκίες και τις ατιμίες των ανθρώπων του Πιρού, μήτε και γνώριζε τους κακούς σκοπούς που εκείνοι που τον σκοτώσανε πάντοτε είχανε, παρ' όλο που τον είχανε πια πληροφορήσει για τις δόλιες προθέσεις τους, ο καλός κυβερνήτης δεν θέλησε να τους κάνει κακό, παρά τους έδειξε τα διατάγματα που του είχανε στείλει και το κενό στη θέση των ονομάτων σ' αυτά, και τα 'κανε όλα αυτά για να τους αποδείξει ότι ήθελε το καλό τους και για να τον θεωρούν όλοι φίλο τους. Κι επειδή ήμουν παρών και τα είδα με τα μάτια μου κι ήμουνα εγώ ο ίδιος εκείνος που τα έδειξε σε όλους και τους πληροφόρησε για τη χάρη που τους έκανε ο κυβερνήτης, μπορώ να τα αναφέρω αυτά, παρ' όλο που πάντα είχα αντίθετη άποψη στο να παραμείνουνε και πίστευα ότι έπρεπε να τους αναγκάσει να γυρίσουνε στο Πιρού, γιατί έλεγα εγώ ότι όποιος έκανε μια προδοσία μπορούσε να κάνει τρακόσιες. Ο κυβερνπ^της όμως αποκρινόταν ότι θα συνέβαινε το αντίθετο, και ότι, για να διορθώσουν το παρελθόν τους, θα πολεμούσανε σωστά και θα προσπαθούσανε να κερδίσουνε φήμη. Στο τέλος, και μετά από παρακλήσεις των φίλων του, έδιωξε τον Δον Μαρτίν ντε Γκουθμάν, όχι επειδή ο ευγενής αυτός είχε κάνει τίποτα ενάντια στις θελήσεις της Μεγαλειότητάς Σας, αλλά επειδή πίστευε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν άξιος να έχει πιστούς φίλους και ότι εκείνοι θα μπορούσαν να τον κάνουνε συνένοχο στις δολοπλοκίες τους και να τον βγάλουνε από τον σωστό δρόμο, όπως έχω αποδείξει ότι έγινε με τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, που εκεί κατέληξε. Και ο καλός μας ο κυβερνήτης πέθανε επειδή με τη μεγάλη του καλοσύνη τους έδειξε εμπιστοσύνη κι επειδή δεν πίστευε τους φίλους του, κι αποκρινόταν ότι εκείνος δεν είχε βλάψει ούτε είχε προσβάλει κανέναν στρατιώτη όπως έκαναν άλλοι διοικητές. Κι ότι αν ήταν δυσαρεστημένοι και μίλαγαν άσχημα για αυτόν, δεν ήταν επειδή τους έδινε αφορμές παρά επειδή ήταν κουρασμένοι και καταπονημένοι από την εκστρατεία. Κι έτσι απαντούσε σε όσους του μιλούσαν για αυτό το θέμα και του 134
λέγανε να φυλάγεται, γιατί εκείνοι οι άντρες ήταν αναίσχυντοι. Γιατί πράγματι ένας πολύ πιστός του φίλος, που απέδειξε πάντοτε με πράξεις ότι του ήταν πιστός, που λεγόταν Πεδράριας, του είχε πει πολλές φορές να προσέχει, γιατί αν δεν έκοβε κάνα δυο κεφάλια δεν θα υπήρχε ασφάλεια στο στρατόπεδό του και θα κινδύνευαν η ζωή η δική του και των φίλων του. Τον προειδοποποίησε ακόμα ότι κάθε μέρα πληθαίνανε οι αναίσχυντοι στην στρατιά του. Κι ο κυβερνήτης, αφού συμβουλεύτηκε έναν κληρικό που τον εμπιστευότανε και άλλους δυο γέρους, του απάντησε ότι θα το εξέταζε και θα έδινε όποια διαταγή του φαινότανε καλύτερη. Και με την απάντηση αυτή πήγανε όλοι στα καταλύματά τους, κι εκείνος ποτέ δεν ττήρε μέτρα για όλα τούτα κι έτσι οι προδότες αυτοί πραγματοποίησαν την καταραμένη τους επιθυμία, γιατί αν ο καλός ο κυβερνήτης έκανε κάποιο απ' όλα τα πράγματα που αναφέραμε, τολμώ να βεβαιώσω ότι σήμερα δεν θα ήτανε νεκρός ή τουλάχιστον δεν θα πέθαινε καταπώς πέθανε. Και η χώρα, αν υπάρχει τέτοιος τόπος^^ θα είχε ανακαλυφθεί και οι φίλοι και υττηρέτες της Μεγαλειότητάς Σας που πηγαίναμε εκεί δεν θα είχαμε περάσει τόσα βάσανα και κινδύνους για τη ζωή μας, και δεν θα μας είχανε βρει όλα εκείνα τα κακά. Αλλά ο καλός μας ο κυβερνήτης, με αγαθή πρόθεση και μεγάλο ενθουσιασμό, ποτέ του δεν σκέ(ρτηκε ότι μπορούσε να συμβεί κάποιο κακό απ' αυτά που αναφέραμε, γιατί αν του είχε περάσει απ' το μυαλό θα είχε προσπαθήσει να το σταματήσει, σαν καλός χριστιανός και υττηρέτης της Μεγαλειότητάς Σας, όπως ήτανε πάντοτε. Στην αρχή της εξιστόρησης τούτης είπαμε ότι ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα ήταν ευγενής από το βασίλειο της Ναβάρας. Τώρα θα αναφέρουμε λίγα πράγματα για το άτομό του, τον χαρακτήρα του και τις συνήθειές του. Ήταν λοιπόν ο Πέδρο ντε Ορσούα ένα παλικάρι ίσαμε τριάντα πέντε χρόνων, μεσαίου παραστήματος και κάπως ντελικάτος στην κατασκευή, με καλές αναλογίες για το ύψος του. Είχε ωραίο και ευχάριστο πρόσωπο και τα σκούρα καστανά του γένια ήταν περιποιημένα και πυκνά. Ήταν άντρας ευγενικός με καλούς τρόπους και γλυκο29. Το Ελδοράδο θέλει να ττει προφανώς. 135
μίλητος, κι έδειχνε πολύ καταδεκτικός και συντροφικός με τους στρατιώτες του. Περηφανευόταν για το κομψό του περπάτημα κι έτσι ήτανε σε όλα του. Φαινόταν να έχει ιδιαίτερη ικανότητα στο λόγο, γιατί με όσους συναναστρεφότανε έμοιαζε να τους πείθει καταπώς το 'θελε. Φερόταν καλά στους στρατιώτες και με υπερβολικά καλούς τρόπους. Ήταν περισσότερο φιλεύσπλαχνος απ' ότι αυστηρός. Ισχυριζόταν ότι ήταν καθ' υπερβολήν επαΐων στα περί την ιππική, εφόσον το απέδειξε πάντοτε ότι ίππευε με χάρη, γιατί πολλοί που καταλάβαιναν από ιππασία του αναγνώριζαν αυτό το προσόν. Πάνω απ' όλα υπηρέτησε καλά τη Μεγαλειότητά Σας, καλά και πιστά, δίχως ποτέ να πράξει ενάντια, μήτε καν να το σκεφτεί, σύμφωνα με όσα ξέρουμε γι' αυτόν. Όσο συμπεριφερόταν μ' αυτόν τον τρόπο, όλοι τον βλέπανε πάντοτε με καλό μάτι και τον αγαπούσανε. Επειδή όμως, όπως λένε, όλοι οι θνητοί κάνουνε σφάλματα, ανάμεσα σε τούτες τις αρετές είχε και κάποια ελαττώματα και κακές συνήθειες, παρ' όλο που πιστεύεται ότι η αιτία γι' αυτά ήταν η Δόνια Ινές, η φιλενάδα του. Πολλοί όμως από μας που γνωρίζαμε καλά τον χαρακτήρα του, δεν μπορούσαμε παρά να πιστέψουμε ότι η αρρώστια του ήταν η αιτία που είχε αλλάξει, επειδή όμως ήταν πολλοί οι άντρες που είχαν πάει μαζί του και καθένας είχε διαφορετική κρίση και χαρακτήρα, μερικοί λέγανε πως το φταίξιμο ήταν της Δόνια Ινές. Όπως και να 'χει το πράγμα, φαινόταν κάπως άπληστος, παρ' όλο που όταν χρειαζόταν ήταν γενναιόδωρος, ιδίως στις υποσχέσεις. Αν είχε ανάγκη κάποιον, προέβαινε σε γενναιόδωρες προσφορές και υποσχέσεις, κι αφού πια τον έφερνε με τα νερά του έτσι που δεν μπορούσε να κάνει πίσω και κατάφερνε αυτό που ήθελε, δεν τηρούσε όλα όσα είχε υποσχεθεί, αλλά αυτό το ελάττωμα είναι κοινό στους περισσότερους διοικητές σε όλα σχεδόν τα μέρη των Ινδιών. Κι αν έβλεπε κάποιο πράγμα ή κάποιο καλό λάφυρο που είχε κάποιος απ' τους στρατιώτες του, το λιμπιζότανε και προσπαθούσε να κάνει ανταλλαγές και να το αποκτήσει. Ήταν κατά κάποιο τρόπο αχάριστος με τους φίλους του και με όσους τον είχανε υπηρετήσει και του είχανε κάνει χάρες. Δεν ήτανε σπλαχνικός με τους αρρώστους και όσους βρίσκονταν σε ανάγκη και πολύ σπάνια τους επισκεπτόταν. Ο θυμός του και η μνησικακία του κρατούσε για πολύ καιρό κι είχε γίνει απρό136
σεκτος και αμελής στην καλή διακυβέρνηση και την εφαρμογή πειθαρχίας στη στρατιά του και την αρμάδα του, και τόσο απότομος και αγενής στο φέρσιμό του που όσοι τον γνωρίζαμε από πριν λέγαμε μεταξύ μας ότι δεν ήταν δυνατόν αυτός να είναι ο Πέδρο ντε Ορσούα ή ότι δεν είχε σώας τας φρένας. Με λίγα λόγια, ήταν πολύ ερωτευμένος και επιρρεπής στο ωραίο φύλο, αν και είχε την τιμιότητα να μην επωφελείται από τις περιστάσεις μήτε και να κομπάζει όπως πολλοί για πράγματα που συμβαίνουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Έζησε μόνο τρεις μήνες και τρεις μέρες από τότε που επιβιβάστηκε στα πλοία στον ταρσανά ίσαμε που τον σκοτώσανε. Ξεκίνησε στις είκοσι έξι του Σεπτέμβρη του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα ένα. Όσοι μαζεύτηκαν κείνο κει το βράδυ για να σκοτώσουνε τον Πέδρο ντε Ορσούα, τον κυβερνήτη και τον υπασπιστή του τον Δον Χουάν ντε Βάργκας, απ' όσο είδα με τα ίδια μου τα μάτια, γιατί ήμουνα στο πλάι του κυβερνήτη, και που είναι σίγουρα αλήθεια, γιατί εκτός από αυτό, οι ίδιοι περηφανεύονταν μετά για την πράξη τους αυτή, είναι οι παρακάτω: Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα, Λορένθο ντε Θαλντουέντο, Αλόνσο ντε Μοντόγια, Μιγέλ Σεράνο ντε Κάθερες, Πέδρο ντε Μιράντα, μιγάδας, Πέδρο Ερνάντεθ, Μαρτίν Πέρεθ, Διέγο ντε Τόρες, Κριστόμπαλ Φερνάνδεθ, Αλόνσο ντε Βιλιένα, Χουάν ντε Βάργκας, από τα Κανάρια Νησιά και ο απάνθρωπος τύραννος Αόπε ντε Αγκίρε που ήταν ο επικεφαλής τους και ο κατ' εξοχήν δολοπλόκος. Αφού πέρασε εκείνη η νύχτα, την άλλη μέρα το πρωί, συνάχτηκαν σε σύσκεψη όλοι οι φονιάδες του κυβερνήτη μαζί με πολλούς άλλους που τους είχανε πάρει με το μέρος τους και τους είχανε κάμει φίλους και προσκείμενούς τους, και όρισαν διοικητές και βαθμοφόρους παραπάνω απ' όσους ήσανε οι στρατιώτες. Ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν είχε ήδη ανακηρυχθεί γενικός διοικητής και ο Αόπε ντε Αγκίρε γίνηκε στρατοπεδάρχης. Ο Χουάν ντε λα Μπαντέρα γίνηκε διοικητής της φρουράς, ο Λορένθο ντε Θαλντουέντο, ο Κριστόμπαλ Φερνάντεθ και ο Μιγέλ Σεράνο, διοικητές του πεζικού, ο Αλόνσο ντε Μοντόγια, διοικητής του ιππικού και ο Αλόνσο ντε Βιλιένα, λοχαγός, ο Πέδρο ντε Μιράντα, ο μιγάδας, δικαστικός αρχικλητήρας και ο Πέδρο Ερνάντεθ, αρχιταμίας. Όλοι τούτοι ήταν όσοι εκείνη τη 137
νύχτα σκοτώσανε τον καλό τους τον κυβερνήτη. Κι από δαύτους αφήσανε δίχως αξιώματα, προς το παρόν, τον Μαρτίν Πέρεθ και τον Χουάν ντε Βάργκας, από τα Κανάρια. Εκτός από αυτούς, ήσανε κι άλλοι που μολονότι δεν παρευρέθησαν στον θάνατο του κυβερνήτη, πήγανε με το μέρος των φονιάδων και ττήρανε αξιώματα και βαθμούς στο στρατόπεδο, κι αυτοί ήσανε ο Σεμπαστιάν Γκόμεθ, ένας Πορτογάλος πλοηγός, που τον κάνανε ναυτικό διοικητή, ενώ ο Κομενταδόρ Χουάν ντε Γκεβάρα και ο Πέδρο Αλόνσο Γαλέας, γίνανε διοικητές πεζικού. Ο Αλόνσο Ενρίκεθ Ορεγιάνα, διοικητής πολεμοφοδίων, ο Μιγέλ Μπονέδο ναυτικός υποδιοικητής. Κάποιον Διέγο Βαλκάθαρ τον κάνανε αρχιστρατοδίκη, και όταν του έδιναν το αξίωμα, είπε ότι το αποδεχότανε στο όνομα του Βασιλέα Δον Φελίπε, του αφέντη μας. Αυτό που είπε κακοφάνηκε στους τυράννους, κι ο ίδιος έδειξε να έχει μετανιώσει που το είπε, από φόβο ότι θα τον κάνανε κομμάτια, όμως οι τύραννοι προς το παρόν κρύψανε τις προθέσεις τους, γιατί ακόμα δεν είχε εκδηλωθεί ανάμεσά τους πρόθεση καμία ενάντια στις προς τον Βασιλέα υπηρεσίες, αντίθετα πιστεύανε ότι θα εξερευνούσανε τη χώρα και θα υπηρετούσανε την Μεγαλειότητά Σας και τα κρίματά τους θα τους συχωρούνταν, όπως θα αναφέρω εκτενέστερα παρακάτω. Μετά από δυο μέρες κατέφτασε ο Σάντσο Πιθάρο, τον οποίο ο κυβερνήτης Πέδρο ντε Ορσούα είχε στείλει να εξερευνήσει ένα μονοπάτι, όπως έχουμε αναφέρει, ο οποίος δεν ήξερε τίποτα απ' όσα είχανε συμβεί, μήτε και κανένας απ' όσους είχανε πάει μαζί του, μέχρι που γυρίσανε στο στρατόπεδο, όπου οι εν λόγω τύραννοι είχανε βάλει σκοπιές φανερές και κρυφές για να μην μπορέσει κανείς να τους ειδοποιήσει για όσα είχανε γίνει. Μόλις έφτασε ο Σάντσο Πιθάρο, τον κάνανε οι τύραννοι αρχιλοχία, και του λόγου του ανέφερε ότι το μόνο που είχε ανακαλύψει σε κάτι βουνά στην ενδοχώρα ήτανε κάτι μικροί οικισμοί. Στη μάζωξη τούτη, οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς και τους διοικητές του στρατοπέδου, καθώς και από τους φονιάδες του κυβερνήτη κι απ' τους υπόλοιπους σύμμαχούς τους, συμφώνησαν και αποφάσισαν ότι έπρεπε να πάνε να εξερευνήσουν τον τόπο για τον οποίο είχε πληροφορίες ο Πέδρο ντε Ορσούα κι ότι έπρεπε να τον αναζητήσουν και να τον εποικήσουν, κι ότι για την υπηρεσία τους αυτή η Μεγαλειότητά Σας 138
θα συχωρνούσε τους φονιάδες του καλού μας του Πέδρο ντε Ορσούα. Για τον λόγο αυτόν έπρεπε να συντάξουνε μια αναφορά μαζί με τους επιφανέστερους άντρες του στρατοπέδου, για το πως ο Πέδρο ντε Ορσούα παραμελούσε και αδιαφορούσε για την υπόθεση της εξερεύνησης, κι ότι δεν είχε πρόθεση να ψάξει να βρει τον τόπο εκείνο ούτε και να τον εποικήσει, και πληθώρα άλλων ψεμάτων και φαυλοτήτων. Και σχετικά με την γραφή εκείνη όλοι οι άντρες του στρατοπέδου έπρεπε να δώσουνε τη συγκατάθεσή τους και να την υπογράψουν κι ότι θα την φυλάγανε για να την χρησιμοποιήσουνε εν ευθέτω χρόνω. Ο δε τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε και άλλοι ομοϊδεάτες του σιωπήσανε και δεν συγκατατέθηκαν. Εκείνοι που μεγαλύτερο ζήλο δείχνανε για την αναφορά εκείνη ήταν ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, ο Αλόνσο ντε Μοντόγια και ο Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα. Αφού έγινε η αναφορά εκείνη, καταπώς εκείνοι θέλανε, για να την ετακυρώσουνε με την συγκατάθεση και τις υπογραφές όλης της στρατιάς, υπόγραψε πρώτος ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, ο γενικός διοικητής και δεύτερος ο Λόπε ντε Αγκίρε, ο στρατοπεδάρχης, ο οποίος έβαλε στην υπογραφή του: Λόπε ντε Αγκίρε, προδό^ς. Και δείχνοντάς το στους υπόλοιπους είπε: «Τι είδους τρέλα και ανοησία ήταν εκείνη που τους είχε πιάσει όλους που, μετά τον θάνατο του κυβερνήτη που είχε ορίσει ο Βασιλιάς και που εκπροσωπούσε την εξουσία του και το άτομό του, πίστευαν ότι με τον τρόπο τούτο θα έβγαζαν από πάνω τους την ενοχή; Είπε ακόμη ότι όλοι τους ήτανε προδότες και ότι, ακόμα κι αν ανακαλύπτανε τον τόπο εκείνο κι ήτανε καλύτερος κι από το Πιρού, ο πρώτος καλαμαράς που θα 'φτάνε εκεί πέρα θα τους έκοβε τα κεφάλια σε όλους. Κι ότι δεν έπρεπε να σκέφτονται έτσι, αλλά έπρεπε να πουλήσουν ακριβά το κεφάλι τους προτού τους σκοτώσουν κι ότι το Πιρού ήτανε καλή χώρα και καλή και η εκστρατεία, κι ότι εκεί πέρα είχανε καλούς φίλους που θα τους συντρέχανε κι ότι αυτό ήταν το καλύτερο για όλους». Στα λόγια τούτα αποκρίθηκε κάποιος Βιλιένα, λοχαγός, ένας από κείνους που πήγανε να σκοτώσουνε τον κυβερχΊ^τη, λέγοντας ότι ο Λόπε ντε Αγκίρε μιλούσε σωστά κι έλεγε την αλήθεια κι ότι δεν μπορούσανε να κάνουνε τίποτα άλλο κι ότι όποιος έδινε διαφορετική συμβουλή στον γενικό διοικητή, τον αφέντη του, δεν ήταν ούτε φίλος ούτε 139
σωστός υπηρέτης. Απόκριση έδωσε σ' αυτά ο Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα κι είπε ότι η θανάτωση του γενικού διοικητή Πέδρο ντε Ορσούα δεν ήτανε προδοσία, παρά υπηρεσία προς τον Βασιλιά, γιατί δεν είχε πρόθεση να πάει να εξερευνήσει τον τόπο, παρ' όλο που είχε μαζί του τόσους πολλούς και άξιους άντρες και παρ' ότι είχε η Μεγαλειότητά Σας ξοδέψει τόσα χρήματα από το θησαυροφυλάκιό της, και ότι αν κάποιος αποκαλούσε τον ίδιο προδότη θα έλεγε ψέματα κι ότι αυτός θα τον έκανε να το καταλάβει για τα καλά και θα σφάζονταν μαζί του. Κι όσοι είχανε την ίδια άποψη με τον Λόπε ντε Αγκίρε θελήσανε να απαντήσουνε σ' αυτά, αλλά ο γενικός διοικητής τους κι οι άλλοι διοικητές μπήκανε στη μέση και τους ημέρεψαν. Ο Χουάν Αλόνσο δευτερολόγησε και είπε ότι μπορούσανε να πράξουνε καταπώς θέλανε κι ότι δεν έπρεπε να σκεφτούνε ότι όσα έλεγε τα έλεγε από φόβο, γιατί ήξερε να κρατάει ψηλά το κεφάλι όσο και όλοι οι άλλοι. Κι εκεί σταμάτησε προς το παρόν η υπόθεση κι οι περισσότεροι άντρες θέλανε να γυρίσουν στο Πιρού. Πέντε με έξι μέρες αφότου σκοτώθηκε ο κυβερνήτης, φύγανε οι τύραννοι από εκείνο το χωριό όπου τον σκοτώσανε. Εκεί πέρα χάλασε κι η άλλη σχεδία, και μας απόμεινε μόνο εκείνη όπου κουβαλούσαμε τα άλογα. Εκείνη την ημέρα φτάσανε σε άλλο χωριό που ήταν κι εκείνο ερημωμένο από ανθρώπους^®, και βρήκανε μόνο τις καλύβες δίχως τίποτα μέσα. Εκείνη τη νύχτα, όσοι είχανε τη γνώμη να γυρίσουνε στο Πιρού, τρυπήσανε και σπάσανε την σχεδία με τα άλογα και την βουλιάξανε. Γι' αυτό τον λόγο κι επειδή υπήρχε άφθονη ξυλεία για να φτιάξουνε μερικά πλοία, με τα οποία είχαν αποφασίσει να πάνε στο Πιρού, σταμάτησαν σε κείνο κει το μέρος, όπου έμειναν σχεδόν τρεις μήνες για να φτιάξουνε δυο μπριγαντίνια. Την δουλειά την ανέλαβαν τέσσερις Ισπανοί αξιωματικοί που ήτανε μαραγκοί και ξυλοκόποι κι όλοι οι υπόλοιποι Ισπανοί της στρατιάς βοηθούσανε στο έργο εκ περιτροπής κάθε μέρα. Υπήρχαν πολλά σκεπάρνια και πριόνια καθώς και πολλά άλλα εργαλεία που είχε μαζί του ο κυβερνήτης για την περίπτωση που 30. Εκείνο το χωριό το αποκάλεσαν χωριό των Μπριγαντινιών, γιατί εκεί στάθηκαν για να κατασκευάσουν τα πλοία αυτά. 140
θα χρειάζονταν για να φτιαχτούν πλοία κι υπήρχε και λίγο κατράμι και κάποια καρφιά, αλλά ήταν λιγοστά. Τον καιρό εκείνο μας βασάνιζε μεγάλη πείνα γιατί σε κείνο το μέρος δεν βρήκαμε παρά μόνο άγρια γιούκα από τα χωράφια που, για να μπορέσεις να την φας, έπρεπε να την κάνεις κασάμπι, κι είχαμε πολύ λίγους υττηρέτες για να το κάνουνε, γιατί οι πιο πολλοί είχανε πεθάνει, και τα χωράφια ήτανε μακριά. Πηγαίναμε να μαζέψουμε γιούκα με πιρόγες κι ήταν πολύ κοπιαστικό να διασχίσουμε τον ποταμό γιατί είχε πλάτος μια λεύγα. Απ' τα ψαρέματα δεν μπορούσαμε να βγάλουμε κανένα ψάρι και η κυριότερη τροφή μας ήταν άγριοι καρποί που βρίσκαμε εκεί, που τα λέγανε χόμπο, καρμίτο, τσάτο και γουανάμπανα, καθώς και πολλά και διάφορα άλλα φρούτα. Εδώ φαγώθηκαν τα άλογα κι όλα τα σκυλιά κι ορισμένοι φάγανε ακόμα και όρνεα. Λίγες μέρες αφότου είχαμε φτάσει σε τούτο το χωριό, όλοι οι τύραννοι αποφάσισαν να πάνε στο Πιρού για να το καταλάβουνε αν ήταν μπορετό. Εδώ σκότωσε ο φρικτός τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε τον Γκαρθία ντε Αρθε, επειδή ήτανε φίλος του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα και θέλησε να σκοτώσει και τον Διέγο ντε Βαλκάθαρ, που όπως είπαμε τον είχανε κάνει αρχιδικαστή οι τύραννοι μετά τον θάνατο του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα και ο οποίος είχε δεχτεί το αξίωμα στο όνομα του Βασιλέα Δον Φελίπε, του κυρίου μας, αλλά του το είχανε αφαιρέσει πλέον. Κι ενώ τον πήγαιναν για να τον σκοτώσουνε ο Λόπε ντε Αγκίρε και άλλοι, μεσάνυχτα, γυμνό μόνο με το πουκάμισο, γιατί τον είχανε βγάλει από το κρεβάτι που ήτανε ξαπλωμένος, εκείνος το έσκασε. Τους ξέφυγε και το 'βαλε στα πόδια γιατί το είχε σίγουρο ότι θα τον σκοτώνανε, και έτρεχε ξεφωνίζοντας «ζήτω ο Βασιλιάς, κύριοι!», για να μπερδέψει αυτούς που τον ακολουθούσαν. Κι έτσι όπως προσπαθούσε να ξεφύγει από τον θάνατο, γκρεμίστηκε από έναν πολύ ψηλό γκρεμό και τσακισμένος και γεμάτος πληγές κρύφτηκε σ' ένα λόγγο. Την άλλη μέρα ο Δον Φερνάντο έστειλε να τον ψάξουνε και του έδωσε τον λόγο του ότι η ζωή του ήταν ασφαλής, κι έτσι γύρισε στο στρατόπεδο και γλίτωσε εκείνη τη φορά. Σκοτώσανε εδώ σε τούτο το χωριό τον Πέδρο ντε Μιράντα, τον μιγάδα, που ήτανε δικαστικός αρχικλητήρας και τον Πέδρο Ερνάντεθ, τον 141
αρχιταμία τους, που ήτανε συνένοχοι τους στον θάνατο του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, γιατί όπως διέδωσαν στο στρατόπεδο είχε σκοπό να σκοτώσει τον γενικό διοικητή τους τον Δον Φερνάντο και άλλους διοικητές, για ποιον λόγο δεν ξέρω. Κι εκείνο που πιστεύεται για όλα αυτά είναι πως άρχιζε πια να πέφτει η τιμωρία του Ουρανού στα κεφάλια των φονιάδων του Πέδρο ντε Ορσούα, που σιγά - σιγά τους αποδεκάτισε ίσαμε που δεν έμεινε κανείς τους. Γιατί τα όσα είπανε γι' αυτούς τους δυο ήτανε ψέματα. Κι ύστερα βάλανε δυο άλλους στα αξιώματα τούτα, τον Χουάν Λόπεθ Θεράτο τον κάνανε δικαστικό αρχικλητήρα και αρχιταμία τον Χουάν Λόπεθ ντε Αγιάλα, Σε τούτο το χωριό έκανε ο Δον Φερνάντο αρχιδιοικητή του τον Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα που, μαζί με τον Λόπε ντε Αγκίρε, τον στρατοπεδάρχη, ήτανε εκείνοι που διατάζανε. Κι ό,τι διέταζε ο ένας ο άλλος ήθελε να το εμποδίσει κι υττήρχαν ανταγωνισμοί ανάμεσά στους δυο αυτούς, καθώς και στους περισσότερους στρατιώτες της στρατιάς, για το ποιο από τα αξιώματα ήτανε το πιο τρανό, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εχθρότητα ανάμεσά τους και φατρίες, και υπερίσχυσε, για τότε τουλάχιστον, ο Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα. Κι έτσι, ο γενικός διοικητής τους ο Δον Φερνάντο πήρε τον τίτλο του στρατοπεδάρχη από τον Λόπε ντε Αγκίρε και τον έδωσε στον Χουάν Αλόνσο μαζί μ' εκείνον του υποδιοικητή που είχε από πριν, και ανέθεσαν την διοίκηση της φρουράς στον Λορένθο ντε Θαλντουέντο ενώ τον Λόπε ντε Αγκίρε τον κάνανε διοικητή του ιππικού. Πολλοί από τους φίλους του Δον Φερνάντο και τους αξιωματούχους της στρατιάς του είχανε την άποψη να σκοτώσουνε τον Λόπε ντε Αγκίρε γιατί φοβόντουσαν τις αντιδράσεις του τώρα που του είχαν αφαιρέσει το αξίωμα κι εκείνος ήτανε άνθρωπος μοχθηρός κι αντάρτης κι είχε φίλους πολλούς. Ο Δον Φερνάντο όμως δεν συγκατατέθηκε, αλλά άρχισε να προσπαθεί να καταπραΰνει τον Λόπε ντε Αγκίρε, που είχε θυμώσει και γκρίνιαζε που του είχανε πάρει το αξίωμα, και για να τον ευχαριστήσει του υποσχέθηκε πως δεν θα έμπαινε στο Πιρόύ δίχως να του ξαναδώσει το αξίωμα του στρατοπεδάρχη, και του υποσχέθηκε ότι μόλις έφταναν θα πάντρευε μια κόρη μιγάδα που είχε μαζί του ο Λόπε ντε Αγκίρε με έναν αδερφό του που λεγότανε Δον Μαρτίν ντε Γκουθμάν που βρισκότανε στο Πιρού. Στο κορίτσι έδω142
σε τον τίτλο της Δόναα και της χάρισε πλούσια μεταξωτά ρούχα που 'τανε του κυβερνήτη και κοσμήματα κι άρχισε να της φέρεται σαν κουνιάδα του. Αφού γίνηκαν όλα αυτά που εξιστορήσαμε, όλο και φούντωνε η έχθρα ανάμεσα στον Λόπε ντε Αγκίρε και τον Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα. Κι ο Λόπε ντε Αγκίρε ζούσε συνεχώς με το φόβο μην και τον σκοτώσουνε κι ήταν προσεκτικός και πάντοτε οπλισμένος στα κρυφά, κι αυτός κι όλοι του οι φίλοι. Ο Χουάν Αλόνσο θέλησε να τον σκοτώσει κάμποσες φορές, καταπώς λέγανε, μα δεν τόλμησε, γιατί πάντα ήταν προσεκτικός και είχε συνοδεία. Εκείνο τον καιρό μεγάλωσε πολύ η αλαζονεία του Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα και κυκλοφορούσε η φήμη που λέγανε ότι ήταν αληθινή ότι δεν ήτανε ευχαριστημένος που ήταν υποδιοικητής και στρατοπεδάρχης και δεύτερος στην ιεραρχία, παρά ήθελε να είναι πρώτος και να σκοτώσει τον γενικό διοικητή του, τον Δον Φερνάντο και να γίνει ο ίδιος γενικός διοικητής και να κάνει τον Κριστόμπαλ Ερνάντεθ, άνθρωπο έμπιστό του, στρατοπεδάρχη. Αν είναι αλήθεια ή όχι δεν ξέρω, πάντως αυτά λέγανε και το είπανε και στον Λόπε ντε Αγκίρε και κάνανε να το πιστέψει κι ο Δον Φερνάντο . Κι εκείνος που επέμενε υπερβολικά στη φήμη αυτή ήταν ο Λορένθο ντε Θαλντουέντο, ο διοικητής της φρουράς που εχθρευότανε τον Χουάν Αλόνσο γιατί συναγωνίζονταν οι δυο τους για τον έρωτα της Δόνια Ινές, που ήτανε η παλιά φιλενάδα του κυβερνήτη. Αποφάσισαν λοιπόν αναμεταξύ τους να σκοτώσουν τον Χουάν Αλόνσο και τον Κριστόμπαλ Ερνάντεθ. Και μια μέρα που ο Χουάν Αλόνσο βρισκόταν στο σπίτι του Δον Φερνάντο, του γενικού διοικητή του, και παίζανε χαρτιά, κι ήτανε μαζί του κι ο Κριστόμπαλ Ερνάντεθ, κι εκείνος που είχε προτείνει το παιχνίδι ήτανε ο Δον Φερνάντο για να είναι απασχολημένοι και να τους σκοτώσουν, όπως κι έγινε. Στο αναμεταξύ τα είχανε συμφωνήσει με τον Λόπε ντε Αγκίρε κι ήρθε με κάποιους οπλισμένους φίλους του, είχε κι ο Δον Φερνάντο ειδοποιήσει κάποιους άλλους που βρίσκονταν εκεί μέσα, και κείνοι μαζί με τον Λόπε ντε Αγκίρε και τους φίλους του τους σκότωσαν με σπαθιές, με δόρατα και αρκεβούζια. Ύστερα ξανάγινε ο Λόπε ντε Αγκίρε στρατοπεδάρχης όπως ήταν παλιότερα, και ο Δον Φερνάντο έκανε 143
διοικητή πεζικού στη θέση του Κριστόμπαλ Ερνάντεθ κάποιον Γκονθάλο Γκιράλ, φίλο του στενό και συντοπίτη του. Παρ' όλες αυτές τις αναταραχές, η κατασκευή των μπριγαντινιών προχωρούσε με γρηγοράδα. Στο μέρος αυτό σκοτώσανε οι ινδιάνοι τον Σεμπαστιάν Γκόμεθ, τον ναυτικό διοικητή, καθώς και κάποιον Μολίνα, κι έναν άλλον Βιγιαρεάλ, καθώς κι έναν Πέδρο Δίαθ, κάποιον Μεντόθα και έναν Αντόν Ροδρίγεθ, ενώ ήτανε έξω απ' το στρατόπεδο και ψάχνανε για τροφή και ψάρευαν. Την αφορμή την έδωσαν οι ίδιοι οι τύραννοι γιατί, ενώ οι ινδιάνοι της επαρχίας εκείνης του Ματσιφάρο ήτανε ειρηνικοί κι έρχονταν να ανταλλάξουνε πράγματα μαζί μας, επειδή θέλανε να τους πάρουνε για δούλους οι τύραννοι, τους κορόιδεψαν, και με πονηριά και κολακείες πείσανε πάνω από πενήντα από δαύτους να μπούνε σε κάτι καλύβες λέγοντάς τους τάχα πως ήθελε να τους δει ο Δον Φερνάντο . Κι όταν βρεθήκανε μέσα τους σκότωσαν όλους^^ και τους κύκλωσαν και τους αλυσοδέσανε. Δεν πέρασαν τέσσερις με πέντε μέρες και το έσκασαν όλοι τους και δεν έμεινε σχεδόν κανένας τους και μετά από αυτό ξεσηκώθηκαν και σκότωσαν τους έξι αυτούς στρατιώτες. Και δεν συνέβη μόνο αυτή η συμφορά αλλά κι άλλες πολλές, γιατί δεν ξανάρθανε να κάνουνε ανταλλαγές μαζί μας, και υποφέραμε πολύ όλοι μας μεγάλες στερήσεις από την έλλειψη τροφίμων, γιατί οι ινδιάνοι προηγουμένως μας φέρνανε τρόφιμα και μεις τους δίναμε κάτι ψιλολόγια για αντάλλαγμα. Εκτός από αυτό μας κλέβανε τις πιρόγες τη νύχτα και δεν τολμάγαμε να ξεμυτίσουμε στην ύπαιθρο για να ψάξουμε για φαί παρά μόνο πολλοί μαζί ενώ πριν βγαίνανε μόνο τέσσερις-πέντε. Ακούστηκε επίσης, κι ήτανε μάλλον αλήθεια, πως επειδή ο Λόπε ντε Αγκίρε πίστευε ότι μερικοί από τους άντρες θα μπορούσαν να φύγουνε με τις πιρόγες, που ήτανε πολλές και πολύ γερές, κι αν γινότανε αυτό δεν θα μπορούσε να κάνει πράξη τα δόλια σχέδια του, ο ίδιος στα κρυφά την νύχτα έλυνε τις πιρόγες και τις άφηνε να τις παρασύρει το ποτάμι και διέδιδε ότι τις κλέβανε οι ινδιάνοι. Κι είτε το έκανε εκείνος είτε οι ινδιάνοι μέσα σε λίγες μέρες από τις εκατόν πενήντα και βάλε πιρόγες που 31. Τους πιάσανε όλους, λέει ο Βάθκεθ, όπως είναι και πιο λογικό. 144
είχαμε δεν μας έμειναν παρά καμιά εικοσαριά, οι πιο σαραβαλιασμένες. Εκείνο τον καιρό, κατόπιν συμβουλής του Λόπε ντε Αγκίρε, θέλησε ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν να τον αναγνωρίσει όλη η στρατιά ως γενικό διοικητή, και για αυτό, αφού είχε προειδοποιήσει τους φίλους και συμμάχους του, έδωσε προσταγή να μαζευτούνε όλοι οι άντρες του στρατοπέδου σε μια πλατεία κοντά στο κατάλυμά του κι αφού μαζεύτηκαν όλοι, κι ο Λόπε ντε Αγκίρε με τους έμπιστούς του κι οι φίλοι του Δον Φερνάντο αρματωμένοι, ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν τους έβγαλε τον εξής λόγο: «Κύριοι, πάνε πολλές μέρες που θέλω να σας ανακοινώσω αυτό που επιθυμώ να κάνω τώρα. Εγώ έχω το αξίωμα αυτό του γενικού διοικητή, όπως γνωρίζετε, ίσως ενάντια στη θέληση κάποιων από σας και γι' αυτό και για να υπάρξει μεγαλύτερη σύμπνοια μεταξύ μας, εγώ, από τη στιγμή αυτή παραιτούμαι από το αξίωμα αυτό, και το ίδιο θα κάνουν κι οι αξιωματούχοι αυτοί για να το δώσετε ελεύθερα σε όποιον νομίζετε εσείς, σε όποιον προτιμάτε και συμφωνείτε όλοι σας». Και λέγοντας αυτά, κάρφωσε στο έδαφος μια αλαβάρδα που κρατούσε, σε ένδειξη ότι παραιτείτο από το αξίωμα και το ίδιο έκαναν και οι αξιωματικοί του. Ύστερα, πρώτοι απ' όλους οι φίλοι του εν λόγω Δον Φερνάντο και μετά από αυτούς το μεγαλύτερο μέρος του στρατοπέδου, είπανε πως θέλανε ως γενικό διοικητή τους τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, κι ο Δον Φερνάντο το δέχτηκε και τους ευχαρίστησε και τους είπε ότι μπορούσε να πει ο καθένας τους τη γνώμη του ελεύθερα, δίχως κανένα φόβο. Όποιος ήθελε να τους ακολουθήσει στον πόλεμο ενάντια στο Πιρού, καταπώς ήτανε αποφασισμένοι να κάνουνε ο ίδιος και οι συντρόφοι του, έπρεπε να υπογράψει και να πάρει όρκο ότι θα το κάνει και να δείχνει υπακοή στον γενικό διοικητή του και τους άλλους διοικητές σε ό,τι κι αν τον προστάζανε. Κι αν υπήρχανε κάμποσοι που θέλανε να πάνε να εξερευνήσουνε και να εποικήσουνε τη χώρα, εκείνος θα τους άφηνε να πάνε με έναν αρχηγό που θα διαλέγανε οι ίδιοι, κι αν ήταν λιγοστοί θα τους άφηνε στον πρώτο ειρηνικό τόπο που θα βρίσκανε, όπου θα μπορούσανε να μείνουνε, και ο ίδιος υποσχόταν σε όλους, τους έδινε τον λόγο του, ότι δεν θα τους έκαναν κανένα κακό για 10. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο
145
όσα λέγανε. Όλοι οι άντρες της στρατιάς συνυπέγραψαν και ορκίστηκαν να συμμετάσχουν στον πόλεμο ενάντια στο Πιρού, και μερικοί το έκαναν επειδή δεν μπορούσανε να κάμουνε αλλιώς, από φόβο μήπως τους σκοτώσουνε, εκτός από μερικούς που, συγκαλυμμένα, δεν υπογράψανε, κι αυτοί ήταν λιγοστοί υττηρέτες και πολλοί άχρηστοι και... Την άλλη μέρα μαζευτήκανε στο σπίτι του Δον Φερνάντο, του γενικού διοικητή τους, ο στρατοπεδάρχης καθώς και οι διοικητές και οι αξιωματικοί, κι αφού έκανε λειτουργία ένας κληρικός που λεγότανε Αλόνσο ντε Ενάο, μόλις τέλειωσε η λειτουργία, παρουσία όλων, ο κληρικός αυτός έβαλε όλους αυτούς τους αξιωματούχους να ορκιστούνε επίσημα σε μια Αγία Τράπεζα και ένα Ευαγγέλιο, στο οποίο βάλανε τα χέρια τους, κι ορκίστηκαν ότι θα βοηθούσαν και θα συντρέχαν ο ένας τον άλλον και πως με μια ψυχή και μια θέληση θα άρχιζαν τον πόλεμο ενάντια στο Πιρού, πως ανάμεσα τους δεν θα υπήρχανε μήτε μνησικακίες μήτε ξεσηκωμοί και πως δεν θα στρεφόταν ο ένας ενάντια στον άλλον, κι όποιος δεν έπραττε έτσι και δεν τηρούσε τον όρκο δεν θα μπορούσε να συγχωρεθεί παρά μόνο στην Ρώμη. Κι αυτό το έκαναν εξαιτίας των προηγούμενων ταραχών που είχαν γίνει ανάμεσα στον Χουάν Αλόνσο ντε λα Μπαντέρα κι άλλους της φατρίας του και τον Αόπε ντε Αγκίρε και τους έμπιστούς του, γιατί νομίσανε ότι έτσι θα αποφεύγανε παρόμοιες ανταρσίες. Κι ορκίστηκε πρώτα ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, ο γενικός διοικητής τους, και μετά ο Αόπε ντε Αγκίρε, ο στρατοπεδάρχης του και κατόπιν όλοι οι υπόλοιποι διοικητές, υπολοχαγοί, λοχίες καθώς και οι βαθμοφόροι του στρατοπέδου κι ο όρκος εκείνος, όχι μόνο δεν τηρήθηκε, αλλά έμοιαζε σα να είχανε ορκιστεί να κάνουνε το αντίθετο, γιατί πάντα υπήρχαν ανάμεσά τους διενέξεις, ξεσηκωμοί, μνησικακίες, εχθρότητες και διαφωνίες, και παραπάνω απ' όσες είχανε υπάρξει ίσαμε τότε. Σε τούτο το ίδιο μέρος, μετά από λίγες μέρες, ο τύραννος Αόπε ντε Αγκίρε, ο στρατοπεδάρχης, μάζεψε μια μέρα όλους τους άντρες μπροστά στην πόρτα του Δον Φερνάντο, του γενικού διοικητή τους, όπως είπανε κάποιοι δίχως να τον έχει προειδοποιήσει, μήτε κι ήξερε εκείνος τίποτα γι αυτό. Αλλοι όμως είπανε ότι έδωσε την συγκατάθεσή του μετά από προτροπή του Γκονθάλο Ντουάρτε, που ήταν ο αυλάρχης του. 146
και του Λορένθο ντε Θαλντουέντο, διοικητή της φρουράς του και σύναξε όλους τους άντρες του στρατοπέδου, κι ο Λόπε ντε ^γκίρε τους έβγαλε τον παρακάτω λόγο: «Κύριοι: ήδη γνωρίζετε και είδατε πως τις προάλλες, με την συγκατάθεση όλων, κάναμε γενικό διοικητή τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν και το υπογράψαμε με τα ονόματά μας, καθώς και ότι σε μερικούς που δεν θελήσανε να υπογράψουν και δεν είχαν την ίδια άποψη, τους φερθήκανε και τους φερόμαστε σαν αδέλφια μας και μοιραστήκαμε μαζί τους τα υπάρχοντά μας, κι αν κάποιος από σας που υπογράψατε τις προάλλες το μετάνιωσε, να το πεί δίχως κανέναν φόβο γιατί θα του φερθούμε με τον ίδιο τρόπο όπως και στους υπόλοιπους». Κι όλοι όσοι ήτανε εκεί είπανε ότι θέλανε να συνεχίσουνε εκείνο που είχανε αρχίσει, γιατί ήταν το μόνο που μπορούσανε να κάνουνε κι ότι δεν είχανε άλλο να πούνε. Τότε εκείνος αποκρίθηκε και είπε ότι για να έχει ο πόλεμος εκείνος καλύτερη βάση και μεγαλύτερο κύρος, θα έπρεπε πλέον να ανακηρύξουν τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν ηγεμόνα, για να τον στέψουνε Βασιλιά άμα φτάσουν στο Πιρού. Κι ότι για να το κάνουνε αυτό έπρεπε να απαρνηθούν τα βασίλεια της Ισπανίας και την υποταγή στον Βασιλιά Δον Φελίπε, κι ότι ο ίδιος διακήρυττε ότι δεν τον αναγνώριζε μήτε τον είχε ματαδεί, ούτε τον ήθελε ούτε τον είχε Βασιλέα του, κι ότι διάλεγε κι είχε ως πρίγκιπά του και Βασιλέα του τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, και γι' αυτό θα ττήγαινε να του φιλήσει το χέρι, κι όλοι έπρεπε να τον ακολουθήσουν και να κάμουνε το ίδιο. Κι ύστερα προχώρησε προς το σπίτι όπου ήτανε ο Δον Φερνάντο, κι όλοι ξοπίσω του, και πρώτος και καλύτερος ο Λόπε ντε Αγκίρε κι ύστερα όλοι οι υπόλοιποι του ζητούσαν να του φιλήσουν το χέρι και τον φώναζαν η εξοχότητα σας, κι εκείνος τους αγκάλιαζε όλους και δεν έδινε σε κανέναν το χέρι. Έδειχνε ικανοποιημένος και χαρούμενος με την καινούρια του επωνυμία και το νέο του αξίωμα. Ύστερα ίδρυσε πριγκιπικό οίκο με πολλούς αξιωματούχους και ευγενείς. Κι από τότε έτρωγε μόνος και τον σερβίριζαν με επισημότητα. Απόκτησε σοβαρότητα με το καινούριο του αξίωμα κι έδωσε καινούριες διαταγές στους διοικητές του, καθορίζοντας μισθούς δέκα και είκοσι χιλιάδων πέσος από το ταμείο και την περιουσία του, και οι επιστολές του αρχίνηζαν ως εξής: «Δον Φερνάντο ντε Γκουθ147
μάν, ελέω Θεού, ηγεμόνας της Στέρεας Γης και του Πιρού και κυβερνήτης της Χιλής». Κι όταν λέγανε αυτά, πρώτα ο γραμματικός του κι ύστερα όλοι οι υπόλοιποι του στρατοπέδου, όταν ανάφεραν το όνομα του Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, με μεγάλο σεβασμό βγάζανε τα καπέλα τους, λες και ανάφεραν το όνομα του Βασιλιά του Δον Φελίπε, του κύρη μας, και παίζανε τρομπέτες και ταμπούρλα κάθε φορά που αρχίζανε να διαβάζουνε κάποια διαταγή που τους έδινε. Πριν από την αναχώρηση από κείνο το χωριό έκανε αρχιλοχία κάποιον Μαρτίν Πέρεθ, που όπως είπαμε ήτανε μαζί του και μαζί με τους υπόλοιπους στην δολοφονία του Πέδρο ντε Ορσούα, εκείνον που έδωσε τη σπαθιά στον Δον Χουάν ντε Βάργκας, που ήτανε φίλος στενός και σύντροφος του Λόπε ντε Αγκίρε, του στρατοπεδάρχη. Και τον Σάντσο Πιθάρο, που είχε πριν αυτόν τον τίτλο, τον έκανε διοικητή του ιππικού. Ίσαμε εκείνο το χωριό των Μπριγαντινιών είχανε έρθει μια χαρά κάποιες σχεδίες που είχαμε βγάλει από τον ταρσανά, αν και ήρθαν σε κακά χάλια, και σαν κατασκευή δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τετράγωνες βάρκες από χλωρά κλαριά, που μπόρεσαν να φτάσουν μέχρι τη θάλασσα με πιότερη ασφάλεια από τα μπριγαντίνια και τα πλοία. Κι είναι βέβαιο ότι, αν είναι καλοφτιαγμένες κι από καλή ξυλεία, χοντρή και ξεραμένη, είναι κατ' εμέ τα καλύτερα πλεούμενα για τον ποταμό, και πιο σίγουρα, αν και ο ελλιμενισμός τους είναι κάπως κουραστικός. Αν όμως αποκτήσουν το κατάλληλο σχήμα, λέω πως θα διευκολύνονταν τα πράγματα. Αφού περάσανε τρεις μήνες σ' αυτό το χωριό των Μπριγαντινιών, στο οποίο συνέβησαν όλα όσα αφηγηθήκαμε, τέλειωσαν δυο πλεούμενα επίπεδα, δίχως κουβέρτες και έξαλα, μεγάλα κι όμορφα γιατί, καταπώς λέγανε με κάθε ένα απ' αυτά τα σκαριά μπορούσανε να φτιάξουνε πλεούμενο τριακοσίων τόνων και κινήσανε από κει πέρα με σκοπό να πάνε να σκλαβώσουνε το Πιρού. Σκοπός τους ήτανε να προσπαθήσουν να βγούνε στη θάλασσα όσο πιο σύντομα μπορούσανε και επειδή είχανε μεγάλη ανάγκη από προμήθειες σκόπευαν να προσορμιστούν στην νήσο Μαργαρίτα^^, και σε τρεις - τέσσερις μέρες να πάρουνε τα απαραίτητα τρόφιμα και νερό και να.κινήσου32. Στην Καραϊβική. 148
νε για το Νόμπρε ντε Διός^^ και να αγκυροβολήσουνε σε ένα ποταμό ονόματι Σακέες, πολύ κοντά στο Νόμπρε ντε Διός, κι από κει, τη νύχτα, να πάνε από τη στεριά στο χωριό και πριν τους πάρουν είδηση να καταλάβουνε το λιμάνι και το βουνό του Καπίξα, που είναι το πέρασμα για τον Παναμά, για να μην μπορέσει κανένας να προειδοποιήσει τους κατοίκους. Κι αφού πιάσουν το πέρασμα αυτό μερικοί άντρες, οι υπόλοιποι να επιτεθούν στο Νόμπρε ντε Διός και να το καταλάβουν, να το πλιατσικολογήσουν και να το πυρπολήσουν και να σκοτώσουνε όλους τους υπόπτους. Κι ύστερα, δίχως καθυστέρηση, να ριχτούνε στον Παναμά και να κάνουνε το ίδιο και να αρπάξουνε όλα τα πλοία που υπάρχουνε στο λιμάνι, για να μην μπορέσουν να ειδοποιήσουνε το Πιρού για τον ερχομό τους. Και να πάρουνε όλο τα βαρύ οπλισμό που υττήρχε στο Νόμπρε ντε Διός κι εκεί να φτιάξουνε μια γαλέρα καθώς κι άλλα πλεούμενα της αρμάδας. Και λέγανε ότι εκεί πέρα πολλοί θα έρχονταν να ενωθούν μαζί τους από τη Βεράγουα και πολλοί άλλοι Ισπανοί από τη Νικαράγουα καθώς κι από άλλα μέρη και πάνω από χίλιοι νέγροι, στους οποίους θα έδιναν όπλα και λευτεριά. Και μ' όλα τούτα κι όλους αυτούς τους πολεμιστές, λέγανε πως, μέσα σε πολύ λίγες μέρες θα έκαναν δικό τους όλο το Πιρού. Είχανε αρχινήσει κιόλας να το μοιράζουνε ανάμεσά τους, όχι μόνο τις γαίες και τις διανομές ινδιάνων των εποίκων αλλά ακόμα και τις γυναίκες τους, όλες όσες ήταν όμορφες κι ο καθένας τους διάλεγε για τον εαυτό του εκείνη που του άρεσε πιο πολύ. Κι υπήρχανε και μερικοί που έρχονταν μπροστά στον Δον Φερνάντο, τον δικό τους Αρχοντα του Σκότους, και του λέγανε: «Κύριε, μια χάρη έρχομαι να ζητήσω από τη εξοχότητά σας, και πρέπει να μου υποσχεθείτε ότι θα μου την κάνετε πριν ομολογήσω ποια είναι». Και η εξοχότητά του τους αποκρινόταν: «Ζήτησε μου ό,τι θέλεις, γιατί σε τέτοιο καλό στρατιώτη σαν και σένα τίποτα δεν μπορώ να αρνηθώ. Και να είσαι σίγουρος ότι θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις». Κι έτσι άρχιζε εκείνος που ζητούσε τη χάρη κι έλεγε: «Γνωρίζει η εξοχότητά σας πόσα πολλά θα κάνω εγώ για να σας υπηρετήσω, και σ' αυτό με υποχρεώνει η λογικής. Η χάρη που θέλω να μου κάνετε είναι ότι εγώ ζω 33. Στον Παναμά. 149
στο τάδε χωριό του Πιρού κι εκεί κατοικεί κάποιος πλούσιος πάροικος που, όταν θα φτάσουμε εκεί, εγώ θα προσπαθήσω να τον ξεκάνω, κι ύστερα θέλω να γίνουν δικές μου οι γαίες του κι η γυναίκα που 'χει». Στα λόγια τούτα αποκρινότανε η εξοχότητά του εν πλήρει αναισχυντία: «Έτσι θα γίνει, πες πως είναι ήδη δικά σου από τα τώρα». Κι αφού όπως φαίνεται, είναι αδύνατον να υπάρχουν άντρες τόσο ξεδιάντροποι και επιδέξιοι στην κολακεία ώστε να έχουν τον εκάστοτε ηγεμόνα και άρχοντά τους στο τσεπάκι τους, αυτό που συνέβαινε δεν ήταν παρά αποτέλεσμα φόβου και πανουργίας, που κυριαρχούσαν κατά το μάλλον ή ήττον στα διαμειβόμενα. Κι όλο τούτο τον καιρό, δεν υπολόγιζαν ότι μπορούσε να τους τύχει κάτι κακό ή κάποια αναποδιά, μήτε υπολογίζανε την μεγάλη δύναμη του Κυρίου, που μπορεί για λίγο να επιτρέπει να υπάρχουνε τέτοιοι απάνθρωποι τύραννοι προς κολασμό των αμαρτιών των ανθρώπων, στο τέλος όμως τους τιμωρεί και τους ανταμείβει με την πληρωμή που οι ωμότητές τους και οι κακές τους πράξεις αξίζουν. Κι ακόμα λιγότερο είχαν κατά νου ότι, παρ' όλο που η Μεγαλειότητά Σας, ο Βασιλέας Δον Φελίπε, ο κύρης μας, βρίσκεται μακριά από αυτά τα μέρη των ινδιάνων, έχει σ' αυτά πολλούς και πιστούς υπηρέτες και αντιπροσώπους, κι ότι τ' όνομά του το τιμούν οι καλοί και το τρέμουνε οι φαύλοι σε όλα τα μέρη του κόσμου, ακόμα και τα πιο μακρινά. Αφού φύγανε από αυτό το χωριό των Μπριγαντινιών, ττήγανε την ημέρα κείνη σ' ένα άλλο χωριό στην ίδια επαρχία, κι από κει ακολούθησε η αρμάδα ένα παρακλάδι του ποταμού που βρισκόταν στη μεριά του αριστερού χεριού^, κι απομακρύνθηκαν από τη στεριά που ήταν στα δεξιά, την οποία είχαμε παραπλεύσει ίσαμε τότε. Κι αυτό το έκανε ο διεφθαρμένος τύραννος για να μας απομακρύνει από τη χώρα της Ομάγουα που, καταπώς μας είχανε πει, βρισκόταν στη στεριά στο δεξί μας χέρι. Το έκανε δε αυτό ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε κι άλλοι ομοϊδεάτες του, επειδή πιστεύανε πως αν συναπαντούσαμε καλό τόπο θα μας ερχόταν η επιθυμία να τον εποικήσουμε και έτσι θα εμποδίζονταν οι δολερές τους προθέσεις και σκοποί. Μετά 34. Αυτή η παράγραφος οδήγησε μερικούς ιστορικούς να πιστέψουν ότι ακολούθησαν τον ποταμό Νέγρο για να φτάσουν τον Ορινόκο. 150
από τρεις μέρες και μια νύχτα που προχωρούσαμε από τα παρακλάδια του ποταμού στο αριστερό μας χέρι, όλα τους έρημα, συναπαντήσαμε ένα χωριό με λιγοστά σπίτια κι άφθονα κουνούπια. Το χωριό είναι μικρό και η γη χέρσα, τα πιο πολλά σπίτια τετράγωνα και μεγάλα και σκεπασμένα με άχυρα, τέτοια που ίσαμε τότε δεν είχαμε δει. Οι κάτοικοι του χωριού αυτού μας πήρανε είδηση και τρέξανε να κρυφτούνε όλοι τους. Βρήκαμε στο χωριό τούτο λίγο καλαμπόκι και κασάμπι καθώς και ψάρια ψημένα στα κάρβουνα, και ταάσαμε πολλά ψάρια με πετονιές. Οι ινδιάνοι ήρθανέ να κάνουν ανταλλαγές μαζί μας. Είναι γυμνοί, κι έχουν τα ίδια όπλα μ' όσους είχαμε συναπαντήσει παραπάνω. Κι επειδή οι άντρες ήταν εξαντλημένοι από την πείνα και κάποιος Αλόνσο ντε Μοντόγια είχε πάει μαζί με μερικούς άντρες με πιρόγες από έναν άλλο παραπόταμο για να ψάξει για τρόφιμα, κι επειδή ακόμα ήτανε Μεγάλη Εβδομάδα, αποφάσισαν οι τύραννοι κι οι δικοί τους να μείνουνε εκεί πέρα οχτώ μέρες, για να περιμένουνε αυτόν τον διοικητή Μοντόγια και να συνέλθουν οι άντρες από τις κακουχίες που είχανε περάσει από την πείνα. Στο χωριό τούτο κάναμε Ανάσταση. Εδώ σκότωσε ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε τον Πέρο Αλόνσο Κάσκο, που ήτανε δικαστικός αρχικλητήρας του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, γιατί είπανε ότι, οργισμένος αυτός ο Πέρο Αλόνσο που οι τύραννοι δεν του είχανε δώσει σημασία, μήτε τον είχανε κάνει διοικητή τους, όπως άλλους, πράγμα που εκείνος το επιθυμούσε, σκάρωσε κι απήγγειλε, συζητώντας με κάποιον Βιγιατόρο, ένα λατινικό στίχο που λέει: Audaces fortuna juvat, timidosquerepclliU που πάει να πει: «Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς μα τους δειλούς τους τσακίζει». Κάποιος τον άκουσε και το 'πε στον Λόπε ντε Αγκίρε , ο οποίος διέταξε να σκοτώσουν με γκαρότα αυτόν τον Πέρο Αλόνσο, καθώς και τον Βιγιατόρο. Μόλις έμαθε τα μαντάτα ο ηγεμόνας Δον Φερνάντο, έδωσε προστα^ να μην τους σκοτώσουνε. Κι έτσι γλίτωσε ο Βιγιατόρο, γιατί όταν έφτασε πλέον η διαταγή του Δον Φερνάντο, είχανε ήδη πνίξει τον Πέρο Αλόνσο. Στο χωριό τούτο ττήρανε το αξίωμα του υπολοχαγού από τον Αλόνσο ντε Βιλιένα, που όπως είπαμε είχε το αξίωμα αυτό από τότε που σκοτώσανε τον αγαθό γενικό διοικητή Πέδρο ντε Ορσούα, επειδή βρήκανε τάχα κάποια μείον στον Βιλιένα αυτόν, λέγοντας ότι δού151
λευε σαν υττηρέτης σε κάποιους πάροικους στο Πιρού, και πως εκείνο το αξίωμα ήταν πολύ σπουδαίο κι έπρεπε να δοθεί σε κάποιον σπουδαίο άντρα. Ο Δον Φερνάντο έκανε τον Βιλιένα αρχιθαλαμηπόλο του και προσωρινά δεν έδωσαν το αξίωμα του υπολοχαγού σε κανέναν. Μετά την Ανάσταση, φύγαμε από κείνο το χωριό και προχωρήσαμε μια μέρα και κατά το απόγεμα συναπαντήσαμε ένα άλλο ινδιάνικο χωριό, που ήταν το μεγαλύτερο απ' όσα είχαμε συναπαντήσει ίσαμε τα τώρα, γιατί ήταν σε μήκος πάνω από δυο λεύγες. Τα σπίτια, το ένα δίπλα στ' άλλο απλώνονταν σε μια σειρά κατά μήκος της απότομης όχθης του ποταμού κι οι ινδιάνοι είχανε φύγει απ' το χωριό και είχανε παρατήσει τα σπίτια τους γεμάτα ως απάνω με καλαμπόκι. Τούτοι οι ινδιάνοι κυκλοφοράνε θεόγυμνοι κι έχουν τα ίδια όπλα με τους παραπάνω. Τα σπίτια είναι τετράγωνα και μικρά, σκεπασμένα με φύλλα από ζαχαροκάλαμα. Πίσω από το χωριό τούτο, σε απόσταση όσο μια ριξιά από βαλλίστρα από την όχθη του ποταμού, υπάρχει μια μεγάλη λίμνη σαν βαλτότοπος, και το χωριό συνεχίζεται, κι έτσι μοιάζει να είναι χτισμένο σε ένα μακρόστενο νησί^^ Όλος ο τόπος αυτός είναι χέρσος και δεν έχει τίποτα άλλο, εκτός από τα σπίτια και κάτι μικρά χωράφια που είναι δίπλα τους. Υπάρχουν πολλά κουνούπια κι άφθονη τροφή κι ένα είδος κρασιού που πίνουνε οι ινδιάνοι που το φτιάχνουνε με πολλά πράγματα. Βάζουνε οι ινδιάνοι να ωριμάσει μέσα σε μεγάλα πιθάρια, που μερικά χωράνε πάνω από είκοσι αpóμπες^^ κάτι σαν πηχτό πολτό από καλαμπόκι και μέσα σ' αυτά τα κιούπια βράζει όπως το κρασί στην Ισπανία μέχρι που είναι έτοιμο. Τότε το βγάζουνε και το σουρώνουνε, του ρίχνουνε λίγο νερό και το πίνουνε. Είναι τόσο δυνατό που σε μεθάει αν δεν το ανακατέψεις με πολύ νερό. Είχανε οι ινδιάνοι του χωριού αυτού μεγάλες ποσότητες από δαύτο κι οι Ισπανοί, οι δε νέγροι και οι ινδιάνοι της στρατιάς το 'πιάνε σε λίγες μέρες. Είναι πολύ νόστιμο κι έχει χρώμα σαν το ροζέ 35. Στο χωριό αυτό πρόσθεσαν την κουβέρτα στα μπριγαντίνια. Ονομάστηκε Ματάνθα, δηλαδή χωριό της Σφαγής, γιατί εδώ δολοφόνησαν τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν. 36. Αρόμπα, μονάδα χωρητικότητας που αντιστοιχεί σε 16 λίτρα. 152
κρασί. Αφού εγκατασταθήκαμε σε τούτο το χωριό ήρθανε οι ινδιάνοι ειρηνικά και μας φέρθηκαν πολύ φιλικά, κι έκαναν μαζί μας ανταλλαγές και μας έδιναν άφθονα ψάρια, χελώνες και αγριόχοιρους και μερικούς μανάτους^^ κι άλλα πολλά. Κι ακόμα μας υττηρετούσαν, με το αζημίωτο βέβαια, για να αλέσουνε καλαμπόκι και σε άλλες δουλειές, και κυκλοφορούσαν δίχως φόβο ανάμεσά μας και μπαίνανε και στα καταλύματά μας, ή μάλλον καλύτερα, στα σπίτια τους, στα οποία είχαμε εγκατασταθεί. Ήταν δεξιοτέχνες στην κλεψιά, και τις νύχτες μας βουτάγανε κάτω από το κεφάλι μας τα ρούχα και τα όπλα μας, και άλλα πολλά. Είχαν στο αίμα τους το πνεύμα της συναλλαγής, τόσο που, παρ' όλο που οι στρατιώτες τους ρίχνανε με τα αρκεβούζια και τους σκοτώνανε και τους πιάνανε αιχμαλώτους, εκείνοι δεν έπαυαν να έρχονται να ανταλλάξουν όσους από δαύτους είχαν συλλάβει οι Ισπανοί με μανάτους και τρόφιμα. Σε τούτο δω το χωριό υττήρχε πολλή ξυλεία, μεγάλα μαδέρια που είχανε μαζεμένα οι ινδιάνοι, όλα από κέδρο, για να φτιάχνουνε τις πιρόγες τους. Εδώ αποφασίσανε οι τύραννοι κι ο πρίγκιπάς τους να φτιάξουνε ένα κάλυμμα για τα μπριγαντίνια, επειδή βρήκανε μεγάλο απόθεμα από τροφές και ξύλα, κι επειδή έτσι πιστεύανε πως θα έπρεπε να γίνει οι καραβίσιοι γιατί από τη μια θα μεγάλωναν τα καράβια και θα χωρούσανε πιο άνετα όλοι οι άντρες και από την άλλη γιατί θα ερματίζονταν και θα ήταν πιο ασφαλή για να πλεύσουν στην θάλασσα. Στο χωριό αυτό, επειδή τα σπίτια ήταν παρατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο στην όχθη του ποταμού, όπως είπαμε παραπάνω, οι άντρες μείνανε πολύ μακριά μεταξύ τους. Από τη μια άκρη ίσαμε την άλλη το στρατόπεδο εκτεινόταν πάνω από ένα τέταρτο της λεύγας προς τα κάτω στον ποταμό. Στις τελευταίες καλύβες εγκαταστάθηκε ο ηγεμόνας, ο Αρχων του Σκότους, μαζί με τους υπηρέτες του και τους αξιωματούχους και τους ευπατρίδες του και σιμά του οι υπόλοιποι διοικητές, και στη μέση ο τύραννος Αόπε ντε Αγκίρε, ο στρατοπεδάρχης, δίπλα στα μπριγαντίνια, για να φροντίζει να γίνει γρήγορα η δουλειά, και παραπέρα όλοι οι υπόλοιποι άντρες. Ξεκίνησαν 37. Βλέτϋε σημ. 31 του πρώτου κειμένου. 153
τις ετασκευές στα μπριγαντίνια με μεγάλη προσοχή. Δουλεύανε αξιωματούχοι και νέγροι κι Ισπανοί, χωρισμένοι όπως είπαμε παραπάνω. Έκαναν έναν μήνα για να φτιάξουνε όσα λείπανε από τα μπριγαντίνια. Σε τούτο δω το μέρος, επειδή ο Δον Φερνάντο κι οι υπόλοιποι διοικητές του είχανε μετανιώσει πια που είχανε σκοτώσει τον καλό τους τον κυβερνήτη τον Πέδρο ντε Ορσούα κι είχαν καταλάβει τον άσχημο δρόμο που 'χανε πάρει και θέλανε να δούνε αν μπορούσανε να διορθώσουνε το λάθος τους, μαζευτήκανε μια μέρα και κάνανε συμβούλιο, δίχως να καλέσουνε ούτε τον Λόπε ντε Αγκίρε ούτε και κανέναν από τους έμπιστούς του, και συμφωνήσανε για δεύτερη φορά να πάνε να εξερευνήσουνε τη χώρα και να την αποικήσουνε. Κι επειδή για να το κάνουνε αυτό το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν ο Λόπε ντε Αγκίρε και μερικοί από τους συντρόφους τους που ετηθυμούσανε τον πόλεμο με το Πιρού, συμφωλπ^σανε ότι έπρετιε να τους σκοτώσουνε, κι η πλειοψηφία είχε την γνώμη ότι έπρεπε να το κάνουνε επί τόπου, να στείλουνε να τους φωνάξουνε στο συμβούλιο εκείνο, προτού το μυριστούν. Κάποιος όμως Αλόνσο Μοντόγια είχε την άποψη ότι έπρεπε να το αφήσουν για κάποια άλλη στιγμή που θα ήταν πιο βολικό, γιατί ο Λόπε ντε Αγκίρε είχε μαζί του πάντοτε πολλούς έμπιστους και θα 'τανε καλύτερα να το κάνουνε όταν θα είχανε ταα αποπλεύσει, εφόσον λίγο απόμενε πια για να τελειώσουνε τα μπριγαντίνια, κι ο Λόπε ντε Αγκίρε θα πήγαινε, καταπώς το είχε συνήθειο, να επισκεφτεί τον Δον Φερνάντο στο μπριγαντίνι του, κι εκεί πέρα θα μπορούσανε να τον σκοτώσουνε στα σίγουρα, δίχως να κινδυνέψουνε να πάθουνε τίποτα μήτε οι ίδιοι μήτε και κανείς άλλος. Κι αυτή η ιδέα άρεσε στον πρίγκιπά τους που μισούσε τον κίνδυνο. Αφού αποφασίσανε αυτά, φύγανε από το συμβούλιο, αφού ορκίστηκαν να το κρατήσουνε μυστικό. Ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε όμως τους πρόλαβε και τους αποτέλειωσε, όπως θα πούμε παρακάτω.
154
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΝ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΝΤΕ ΓΚΟΥΘΜΑΝ
Σ
το αναμεταξύ, ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε ο στρατοπεδάρχης, φρόντιζε να κάνει φίλους κι έφτιαξε μια ομάδα με σαράντα άνδρες από τους πιο έμταστους φίλους του, και τους καλύτερα οπλισμένους και εφοδιασμένους άντρες του στρατοπέδου, κι όλους τους υπόλοιπους τους μοίρασε κι αυτούς με τον ίδιο τρόπο ανάμεσα στους υπόλοιπους διοικητές του πρίγκιπά του, φροντίζοντας να μην έχει κανένας περισσότερους στρατιώτες από τον άλλον. Είχε λοιπόν στην ομάδα του αυτούς τους σαράντα στρατιώτες και έμπιστούς του κι άλλους πολλούς που κάθε μέρα έρχονταν να ενωθούν μαζί με τον τύραννο Λόπε ντε Αγκίρε από τις άλλες ομάδες, στους οποίους έδινε τα καλύτερα όπλα, σπαθιά και αρκεβούζια του στρατοπέδου. Κι όσους δεν θεωρούσε δικούς του, τους έπαιρνε τα όπλα, γιατί τάχα ήταν απρόσεκτοι ή επειδή είχανε κάνει κάποιο παράπτωμα, και τα έδινε στους έμπιστούς του. Κι αυτοί ήτανε κι οι μόνοι που κληρονομούσαν υποχρεωτικά τα υπάρχοντα όσων πέθαιναν ή όσων σκότωνε ο ίδιος στο στρατόπεδο. Και με όλα τούτα άρχισε ο τύραννος αυτός να γίνεται αλαζονικός, τόσο που δεν ήθελε να αφήσει τον πρίγκιπά του να κάνει τίποτα από μόνος του, γιατί ήθελε να γίνονται όλα κατά πως ήθελε και διέταζε ο ίδιος. Θέλησε να σκοτώσει κάποιον Γκονθάλο Ντουάρτε, αρχιαυλάρχη του πρίγκιπά του, επειδή είχε χολωθεί μαζί του, κι επειδή εκείνος είχε ζητήσει από τον ηγεμόνα να βγάλει διάταγμα έτσι ώστε ούτε ο Λόπε ντε Αγκίρε, ο στρατοπεδάρχης, ούτε και οι άλλοι αξιωματούχοι, να μην χρειάζεται να του ζητούν αναφορά, ούτε κι ο ίδιος ο στρατοπεδάρχης να υπάγεται στην δικαιοδοσία τους αλλά μονάχα σε αυτήν του ηγεμόνα, ο οποίος και 155
συγκατατέθηκε. Κι ο Λόπε ντε Αγκίρε, οργισμένος μαζί του για πολλά, και ιδίως για αυτή την εξαίρεση, τον συνέλαβε με σκοπό να τον σκοτώσει αλλά ο ηγεμόνας του τον ττήρε από τα χέρια του, κι ο τύραννος, θύμωσε πολύ κι αγρίεψε και ξάπλωσε καταγής κι είπε στον ηγεμόνα ότι δεν θα σηκωνόταν από κει πέρα αν δεν του παρέδιδε τον αιχμάλωτο γιατί ήθελε να τον τιμωρήσει και να αποδώσει δικαιοσύνη. Κι έβγαλε το σπαθί από το θηκάρι του κι είπε ότι καλύτερα το 'χε να του κόψει το κεφάλι με κείνο το σπαθί παρά να τον εμποδίσει να κάνει εκείνο που πίστευε ότι ήταν καλύτερο για να τον υττηρετήσει. Και τότε εκείνος του ζήτησε να φύγει κι είπε ότι θα ζητούσε πληροφορίες ο ίδιος για τα καθέκαστα και θα απέδιδε δικαιοσύνη. Τότε μττήκανε στη μέση οι διοικητές του στρατοπέδου και συμφιλιώσανε τον Λόπε ντε Αγκίρε και τον εν λόγω Γκονθάλο Ντουάρτε, και πάνω που φιλιώνανε αποκαλύφθηκε ένα γεγονός που ίσαμε τότε δεν ήταν γνωστό, γιατί ο Γκονθάλο Ντουάρτε, θέλοντας να κερδίσει τη φιλία του Λόπε ντε Αγκίρε ανακοίνωσε δημόσια ότι ο Λόπε ντε Αγκίρε γνώριζε πολύ καλά ότι στην ανταρσία είχε συμφωνήσει μαζί του να σκοτώσουνε τον Πέδρο ντε Ορσούα και να κάνουνε γενικό διοικητή τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν κι ότι ο Λόπε ντε Αγκίρε θα γινότανε στρατοπεδάρχης, στον δε Γκονθάλο Ντουάρτε είχε υποσχεθεί ότι θα τον κάνει διοικητή, κι ότι παρ' όλο που δεν είχε πραγματοποιήσει την υπόσχεση εκείνη, εκείνος το είχε κρατήσει τόσο καλά το μυστικό που κανένας εκεί πέρα δεν το είχε μάθει. Στα λόγια τούτα ο Λόπε ντε Αγκίρε αποκρίθηκε ότι έλεγε την αλήθεια, κι έτσι, αγκαλιάστηκαν και γίνηκαν φίλοι. Κι αν όλα αυτά που αποκαλύφθηκαν ήταν αλήθεια, όπως τα συζητήσανε εκείνοι οι δυο, ήταν πράγματι μεγάλη προδοσία εκ μέρους του Γκονθάλο Ντουάρτε να μην προειδοποιήσει τον Πέδρο Ντε Ορσούα, που τον θεωρούσε στενό του φίλο και τον υπολόγιζε πολύ μέσα στο στρατόπεδο. Στο αναμεταξύ, λίγο προτού τελειώσουν οι επισκευές στα μπριγαντίνια, έγινε ένας καβγάς ανάμεσα στον Λόπε ντε Αγκίρε και τον διοικητή της φρουράς του ηγεμόνα τους, που ήταν ο Λορένθο ντε Θαλντουέντο, ο οποίος είχε σπιτώσει την Δόνια Ινές, που όπως έχουμε πει ήτανε η λεγάμενη του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, κι είχε και σαν φιλενάδα και κάτι παραπάνω και μια μιγάδα, κάποια Δόνια Μαρία ντε Σο156
τομαγιόρ. Αφορμή ήταν οι δυο γυναίκες αυτές που θέλανε να κουβαλήσουνε πάνω στα μπριγαντίνια κάποια στρώματα που κι ο στρατοπεδάρχης δεν ήθελε γιατί έλεγε ότι πιάνανε πολύ χώρο. Θύμωσε λοιπόν γι' αυτό ο Λορένθο ντε Θαλντουέντο και λένε πως είπε μπροστά στις γυναίκες, πετώντας ένα δόρυ που κρατούσε στα χέρια: «Χάρη καμιά δε δέχομαι από τον Λόπε ντε Αγκίρε! Να ζήσουμε λοιπόν χωρίς αυτόν, κι ας γίνει ό,τι είναι να γίνει!» Μαζί μ' αυτό, λένε ότι η Δόνια Ινές μια μέρα πριν είχε πει ενώ έθαβε μια μιγάδα που της είχε πεθάνει: «Ας σε σχωρέσει ο Θεός κόρη μου, πολλούς συντρόφους θα 'χεις προτού περάσουν λίγες μέρες». Όλα τούτα τα προφτάσανε στον τύραννο τον Λόπε ντε Αγκίρε που εξαιτίας αυτών κι επειδή ανάμεσό τους είχανε γίνει κι άλλες παρεξηγήσεις, ο στρατοπεδάρχης πήρε την απόφαση να σκοτώσει τον Λορένθο ντε Θαλντουέντο. Μάζεψε για το σκοπό αυτό τους δικούς του, ειδοποίησε για τα καθέκαστα τον πρίγκιπά τους κι έστειλε να φωνάξουνε τον Λορένθο ντε Θαλντουέντο. Μαθαίνοντας εκείνος τι συνέβαινε έστειλε τον Γκονθάλο Γκιράλ ντε Φουέντες, τον διοικητή του, να μιλήσει στον Λόπε ντε Αγκίρε και να τον ηρεμήσει. Ο Γκονθάλο Γκιράλ συναπάντησε στο δρόμο του τον Λόπε ντε Αγκίρε με όλους τους δικούς του αρματωμένους, που έρχονταν να σκοτώσουν τον Θαλντουέντο και δεν μπόρεσε να τον ηρεμήσει γιατί ήταν πολύ αγριεμένος και εξοργισμένος. Βρήκε τον Θαλντουέντο παρέα με τον πρίγκιπά τους να τον παρακαλάει να τον προστατεύσει από τον Λόπε ντε Αγκίρε και να φωνάξει να συναχτούν οι άντρες του. Ο στρατοπεδάρχης δεν τους έδωσε καιρό, μπροστά στον πρίγκιπά τους τον σκότωσε με σπαθιές και χτυπήματα από δόρατα, δίχως να τον σεβαστεί μήτε να του δώσει σημασία, παρ' όλο που τον ικέτευε και τον πρόσταζε να μην το κάνει. Κι ύστερα πρόσταξε έναν δικό του λοχία, ονόματι Αντόν Λιαμόσο κι έναν μιγάδα, κάποιον Φρανθίσκο ντε Γκουθμάν να πάνε να σκοτώσουνε την Δόνια Ινές. Κι εκείνοι πήγανε και την σκοτώσανε με σπαθιές και μαχαιριές, έτσι που ήταν κρίμα να την βλέπεις, και της κλέψανε ό,τι είχε. Αφού πέθανε ο Λορένθο ντε Θαλντουέντο, ο τύραννος εκστόμισε ενάντια στον πρίγκιπά τους πολλές βρισιές, κι ανάμεσα στα άλλα του είπε ότι δεν έπρεπε κανείς να έχει εμπιστοσύνη στους Σεβιλλιάνους. Κι ότι έπρεπε να προσέχει, γιατί θα του 'κανε τα 157
ίδια, κι ότι από δω και μπρος, αν τον φώναζε σε πολεμικό συμβούλιο, να φρόντιζε να έχει μαζί του πενήντα δικούς του άντρες καλά αρματωμένους, κι ότι καλύτερα θα το 'χε να φάει πέτρες από την Παριακάρα^® παρά τους λουκουμάδες που του πρόσφερε ο Γκονθάλο Ντουάρτε, ο αυλάρχης του, κι άλλα πολλά. Αφού του πέρασε ο θυμός, ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε πάσχισε να ηρεμήσει τον πρίγκιπά τους, και του 'πε κάποιες δικαιολογίες και εξηγήσεις γιατί είχε σκοτώσει τον Λορένθο ντε Θαλντουέντο μπροστά του, λέγοντάς του ότι εκείνος είχε προσπαθήσει να σκοτώσει έναν πολύ καλό και πιστό υπηρέτη της εξοχότητάς του και δεν έπρεπε να στενοχωριέται, γιατί ήτανε ζωντανός για να τον φυλάει και να τον υπηρετεί πιστότερα από οποιονδήποτε. Ο πρίγκιπάς τους όμως, επειδή δεν άντεχε άλλο, έκανε ότι έμεινε ικανοποιημένος δίχως να είναι, αλλά από κείνη την ημέρα ήταν διαρκώς φοβισμένος και με ολοφάνερη την ταραχή στο πρόσωπό του. Ο δε στρατοπεδάρχης φρόντιζε κι έκανε όλο και περισσότερους φίλους, και κυκλοφορούσε πάντα συνοδευόμενος από εβδομήντα αρματωμένους άντρες και βάλε, κι έλεγε ότι το έκανε για να φυλάει τον ηγεμόνα. Κι οι δυο τους όμως ζούσανε με φόβο ο ένας για τον άλλον κι ήταν πολύ προσεκτικοί. Λένε ότι είναι αλήθεια ότι κάποιος Γκονθάλο Γκιράλ ντε Φουέντες, διοικητής του Δον Φερνάντο κι ένας Αλόνσο ντε Βιλιένα, ο θαλαμηπόλος του, που ήτανε στο συμβούλιο που είπαμε παραπάνω, στο οποίο ο ηγεμόνας και οι διοικητές σχεδίαζαν πώς να σκοτώσουνε τον Λόπε ντε Αγκίρε, βλέποντας ότι αυτός είχε κάνει πολλούς φίλους τον προειδοποίησαν στα κρυφά γι' αυτό, κι έτσι εκείνος βιάστηκε να σκοτώσει τον ηγεμόνα, αν και το είχε αποφασίσει από τα πριν. Στο αναμεταξύ έστειλε ο ηγεμόνας να φωνάξουνε τον Λόπε ντε Αγκίρε κι εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν ήταν πια καιρός και δεν θέλησε να πάει στο κάλεσμά του. Αφού τέλειωσαν τα μπριγαντίνια και θέλανε πια να φύγουνε από κείνο κει το χωριό, αποφάσισε ο στρατοπεδάρχης να σκοτώσει τον ηγεμόνα κι όλους τους διοικητές που είχαν πάρει μέρος στο συμβούλιο που είπαμε παραπάνω, και για τον σκοπό αυτό ένα βράδυ μάζεψε όσο πιο πολλούς άντρες μπορού38. Χωριό της επαρχίας Ουαροτσίρι του Περού. 158
σε, δικούς του κι άλλους, λέγοντάς τους σ' όλους τους ότι ήθελε να τιμωρήσει κάποιους διοικητές που είχαν κάνει ανταρσία ενάντια στον ηγεμόνα. Και για να μην ειδοποιήσει κανένας για αυτή την σύναξη των αντρών τον ηγεμόνα, που, όπως έχουμε πει, δεν ήξερε τίποτα από τα σχέδια του στρατοπεδάρχη, πρόσταξε να βγάλουν μια διαταγή ότι, επί ποίλ^ θανάτου, όποιος είχε πιρόγες έπρεπε να τις φέρει εκείνο το βράδυ στο κατάλυμά του. Κι έβαλε στα δυο βήματα σκοταές για να μην μπορέσει ο Αρχων του Σκότους, ο ηγεμόνας του να μάθει τίποτα μήτε από τη μεριά της ξηράς μήτε από το ποτάμι. Κι ύστερα, προς τα ξημερώματα, πήγε να σκοτώσει τον διοικητή Αλόνσο ντε Μοντόγια και τον ναύαρχο Μιγέλ Μποβέδο, οι οποίοι βρίσκονταν ανύποπτοι στα καταλύματά τους. Κι εκεί πέρα τους σκοτώσανε, δίχως να το πάρει είδηση κανείς, με σπαθιές και χτυπήματα από ακόντια. Σκότωσε πρώτα αυτούς, γιατί ήταν εγκατεστημένοι στην πάνω μεριά του στρατοπέδου, κι ανάμεσα σ' εκείνους και τον ηγεμόνα ήταν εγκατεστημένος ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε, για να μην τον ενοχλήσουνε ενώ θα πήγαινε να σκοτώσει τον ηγεμόνα και τους υπόλοιπους διοικητές που είχανε καταλύματα στην κάτω μεριά. Μόλις τους αποτέλειωσε, θέλησε να πάει να σκοτώσει τον ηγεμόνα, καταπώς το είχε αποφασίσει και μοίρασε τους δικούς του με τέτοιο τρόπο ώστε σε κάθε δέκα με δώδεκα από αυτούς έδωσε εντολή, ονομαστικά, να σκοτώσουνε έναν απ' αυτούς που ήθελε. Οι δικοί του όμως του έφεραν αντιρρήσεις λέγοντας ότι δεν ήτανε πρόσφορο να το κάνουνε εκείνη την ώρα, γιατί ήτανε πολύ σκοτεινή η νύχτα και θα σκοτώνονταν αναμεταξύ τους δίχως να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Όλη εκείνη τη νύχτα ήτανε πανέτοιμοι ο τύραννος κι οι δικοί του, φυλάγοντας τα μπριγαντίνια κι είχανε βάλει μέσα πολεμοφόδια, κουπιά και ζώα, για την περίπτωση που το μάθαινε ο ηγεμόνας τους και μάζευε άντρες, κι έβλετυε ο Λόπε ντε Αγκίρε ότι δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει τις προθέσεις του, να φύγει με τα μπριγαντίνια και τους δικούς του που 'χε μέσα και ν' αφήσει εκεί πέρα τους υπόλοιπους απομονωμένους, δίχως πλεούμενα μήτε πιρόγες που να μπορέσουν να τους πάρουν το κατόπι. Όλη εκείνη τη νύχτα έβαλε σκοπιές στους δρόμους για να μην αφήσουν να περάσει κανένας και να ειδοποιήσει τους άλλους. Και μπόρεσε εύκολα 159
να το κάνει γιατί το στρατόπεδο βρισκόταν, καταπώς έχουμε πει, σ' ένα νησί μακρόστενο που με τη φουσκονεριά είχε γίνει σχεδόν βάλτος κι υπήρχανε περάσματα πολύ στενά που με ευκολία μπορούσαν να φυλαχτούν. Κι όλα αυτά γίνονταν δίχως να ξέρει κανείς απ' όσους είχε μαζί του πως ήθελε να σκοτώσει τον ηγεμόνα παρά μόνο τους διοικητές. Την άλλη μέρα, μόλις ξημέρωσε, άφησε σκοπιές στα μπριγαντίνια και πήγε μ' όλους τους δικούς του στο σπίτι του ηγεμόνα τους, που δεν είχε πάρει είδηση για όλα αυτά. Και έπαιρνε μαζί του κι όλους τους άντρες που συναπαντούσε στο διάβα του κι έλεγε σ' όλους ότι πήγαινε να τιμωρήσει κάποιους στασιαστές, κι ότι τον ηγεμόνα και κύριό τους όλοι θα έπρεπε να τον προφυλάξουν και να του φερθούν με τον πρέποντα σεβασμό. Τα είχε συζητήσει μόνο με κάποιον Μαρτίν Πέρεθ, αρχιλοχία, και τον Χουάν ντε Αγκίρε, τους καλύτερούς του φίλους, ότι, κρυφά απ' όλους, θα σκότωναν και τον Δον Φερνάντο. Και καθ' οδόν, προτού φτάσουνε στο κατάλυμα του ηγεμόνα, σκότωσε ο φρικτός αυτός τύραννος, με τα ίδια του τα χέρια, έναν παπά, ονόματι Αλόνσο ντε Ενάο, που τον βρήκε ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, και του έδωσε μια σπαθιά που πέρασε το κορμί του πέρα ως πέρα καθώς και το κρεβάτι, μέχρι που καρφώθηκε στο μαγκάλι. Και δίχως να καθυστερήσει πιότερο, πήγε βιαστικά στο σπίτι του ηγεμόνα, που ήτανε στο κρεβάτι, και μόλις άκουσε το σαματά που κάνανε όταν φτάνανε πια στην πόρτα, σηκώθηκε με το πουκάμισο και βλέποντας τον στρατοπεδάρχη μπροστά του, λένε ότι είπε: «Θεέ μου, τι είναι τούτο;», κι ο τύραννος του είπε να μείνει ακίνητος. Ο ίδιος κι οι φίλοι του σκοτώσανε τον διοικητή Μιγέλ Σεράνο και τον Γκονθάλο Ντουάρτε, καθώς και κάποιον Μπαλτάσαρ Τοσκάνο, και στο γυρισμό, οι εν λόγω Μαρτίν Πέρεθ και Χουάν ντε Αγκίρε σκοτώσανε τον ηγεμόνα Δον Φερνάντο με σπαθιές και αρκεβούζια. Κι αυτό το τέλος είχε η τρέλα και η έπαρση της πριγκιπικής του θητείας, και έχασε εκεί πέρα τα αξιώματα που είχε ήδη λάβει, κι όλα όσα σχεδίαζε πήγανε στράφι. Ήτανε τούτος ο Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν γέννημα της Σεβίλλης. Καταπώς λένε, ήταν γιος του δημοτικού σύμβουλου Εσκιβέλ και κάποιας Δόνια Τάδε ντε Γκουθμάν. Ήταν άντρας με ωραίο παράστημα, καλοφτιαγμένος και γύρω στα είκοσι πέ160
ντε με είκοσι έξι. Ήταν κατά κάποιο τρόπο ευγενικός άντρας, με ήρεμους τρόπους και κάπως αδιάφορος. Ήταν ενάρετος άνθρωπος κι εχθρευότανε τις αγριότητες. Δεν ανεχότανε να σκοτώνουν κανέναν οι διοικητές του, εμπόδισε πολλούς θανάτους και κακά στο στρατόπεδό του. Πέρα απ' αυτά, ήταν άνθρωπος με βίτσια κι ήταν λαίμαργος και φίλος του πιοτού και του φαγητού, αγαπούσε ιδιαίτερα τα φρούτα, τους λουκουμάδες και τα γλυκά κι έδινε και την ψυχή του ακόμα για να τα αποκτήσει. Κι όποιος ήθελε να πιάσει φιλίες μαζί του άμα του πρόσφερε κάποιο απ' αυτά εύκολα τον πλησίαζε και τον έφερνε με τα νερά του. Έδειξε μεγάλη αγνωμοσύνη στον κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, που πάντοτε τον τιμούσε και τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση, και τον έκανε λοχαγό του, αξίωμα που ήταν το καλύτερο μέσα στο στρατόπεδό του, κι εκείνος τον σκότωσε από φιλοδοξία και μόνο. Η πρωτοκαθεδρία του στην τυραννία με το όνομα του γενικού διοικητή, κι ύστερα του ηγεμόνα κράτησε σχεδόν πέντε μήνες, που στη διάρκειά τους δεν πρόφτασε να χορτάσει λουκουμάδες κι άλλα φαγητά που τον κάνανε χαρούμενο, και διήρκεσε από την πρώτη του Ιανουαρίου του χίλια πεντακόσια εξήντα ένα, που σκοτώσανε τον κυβερνήτη, ίσαμε τις είκο<7ΐ δύο Μαΐου του ίδιου χρόνου, που ο τύραννος κι οι δικοί του τον σκοτώσανε. Αφού λοιπόν σκότωσε ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε αυτούς που αναφέραμε, το σύνολο επτά, μαζί με τους δύο της προηγούμενης νύχτας, κι ανάμεσά τους κι έναν παπά και τον ηγεμόνα, σύναξε όλους τους άντρες σε μια πλατεία και πήγε κι ο ίδιος, με ογδόντα δικούς του καλά αρματωμένους να τον περιφρουρούνε, και τους είπε σε όλους ότι κανένας τους δεν έπρεπε να ξεσηκωθεί για όσα είχανε δει, γιατί αυτά είναι πράγματα που προκαλεί ο πόλεμος, κι ότι ο ηγεμόνας κι οι υπόλοιποι είχανε πεθάνει επειδή δεν ξέρανε να κυβερνούνε. Δεν ήθελε, είπε, να ασχοληθεί άλλο μ' αυτά, παρά τους παρακαλούσε να τον θεωρούν φίλο και σύντροφό τους και ότι από δω και πέρα δεν θα καθυστερούσε ο πόλεμος και τέλειωσε ανακηρύσσοντας τον εαυτό του γενικό διοικητή. Κι έδωσε ύστερα καινούρια αξιώματα και θέσεις. Τον Μαρτίν Πέρεθ, που πριν ήτανε αρχιλοχίας, τον έκανε στρατοπεδάρχη, τον Χουάν Γκόμεθ τον καλαφάτη τον έκανε ναυτικό υποδιοικητή και κάποιον Χουάν ντε Γκεβάρα, 11. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο
161
Κομενταδόρ της Ρόδου που ήτανε διοικητής του ηγεμόνα, του ττήρε το αξίωμα και το έδωσε σε έναν Διέγο ντε Τρουχίλιο, δικό του άνθρωπο, που πριν ήτανε υπολοχαγός του. Στον Χουάν ντε Γκεβάρα υποσχέθηκε ότι, όταν έφταναν στο Νόμπρε ντε Διός, θα του έδινε είκοσι χιλιάδες πέσος για να μπορέσει να γυρίσει στην Ισπανία. Κάποιον Διέγο Τιράδο τον έκανε διοικητή του ιππικού, πράγμα που εκείνος δεν το ήθελε, και κατά κάποιο τρόπο το έδειξε ότι δεν ήθελε να δεχτεί, αν και αργότερα, στο νησί Μαργαρίτα έδειξε στον Αγκίρε ότι ήταν ευχαριστημένος. Έναν άλλον, τον Νικολάς ντε Κοθάγια, τον έκανε διοικητή της φρουράς του και ττήρε το σκήπτρο του δικαστικού αρχικλητήρα από τον Χουάν Αλβάρεθ Θεράτο και το έδωσε σε έναν μιγάδα, τον Καριόν, που 'χε παντρευτεί με μια ινδιάνα στο Πιρού. Αφησε τα αξιώματα των διοικητών στον Πέρο Αλόνσο Γαλέας και τον Αλόνσο Πιθάρο, που προηγουμένως ήταν δΐ9ΐκητές του ηγεμόνα, αλλά καθαίρεσε από διοικητή τον Γκονθάλο Γκιράλ. Ύστερα πρόσταξε να βγάλουν διαταγή σε όλο το στρατόπεδο πως, επί ποινή θανάτου, κανένας δεν έπρεπε από δω και πέρα να έχει μυστικές συνομιλίες μήτε να βγάζει σπαθί ούτε κι άλλα όπλα μπροστά του, ούτε και στο στράτευμα, κι ο ίδιος έμεινε στο μπριγαντίνι δυο μέρες μαζί με τους δικούς του και τη φρουρά του δίχως να βγει καθόλου από κει. Δυο μέρες πέρασαν που οι τύραννοι σκοτώσανε τον πρίγκιπά τους, και φύγαμε από κείνο κει το χωριό και προχωρήσαμε κατάντη του ποταμού οχτώ μέρες και επτά νύχτες δίχως σταματημό. Στο δεξί μας χέρι αντικρίσαμε μια οροσειρά όχι και πολύ ψηλή, με χερσότοπους και γυμνά βουνά. Σε τούτη την οροσειρά φαινόταν πολύς καπνός και διακρίναμε κάποιους οικισμούς στις όχθες του ποταμού. Εδώ λέγανε οι δραγουμάνοι πως βρισκότανε η Ομάγουα και η πλούσια γη που μας λέγανε πάντα. Έδωσε προσταγή να μην μιλήσει κανείς με τους οδηγούς. Απομακρυνθήκαμε και πήραμε το άλλο παρακλάδι του ποταμού, γιατί η θέληση του τύραννου ήτανε να μακρύνουμε από κει. Εδώ πέρα είδαμε μεγάλους οικισμούς, κι ύστερα συναπαντήσαμε κάτι νησιά όπου ζούσανε κάτι ινδιάνοι που ήτανε τοξότες. Οι πρώτες πιρόγες πιάσανε στεριά σ' ένα χωριό όπου βρήκαμε πολλές ιγκουάνες δεμένες έξω από τα σπίτια των ινδιάνων και παρακάτω ενώθηκε μαζί μας και το πλεούμενο που 162
ερχόταν από τα δεξιά που το 'χαμε αφήσει πιο πάνω. Στο μέρος τούτο αντικρίσαμε και πάλι στο δεξί μας χέρι κι άλλη οροσειρά με χερσότοπους και γυμνά βουνά, αν και εδώ πέρα δεν φαινόταν να υπάρχουν οικισμοί όπως στα δεξιά μας. Οι δυο αυτές οροσειρές, η μια από τη μια μεριά κι η άλλη από την άλλη, κάνουνε τον ποταμό να στενεύει λιγάκι εδώ πέρα, όχι όμως και τόσο ώστε να μην είναι ακόμα κι εδώ ασύγκριτος στο πλάτος του και τη μεγαλοσύνη του. Στη συνέχεια, συναπαντήσαμε ένα μεγάλο χωριό ινδιάνων, στο δεξί μας χέρι πάνω σε μια απόκρημνη όχθη του ποταμού. Οι ινδιάνοι τούτοι είναι καλοστεκούμενοι, κυκλοφορούν γυμνοί και έχουν τόξα, είναι άγριοι άνθρωποι και λέγονται Αρνακίνας. Διαθέτουν ένα βοτάνι που μπορεί να κάνει μεγάλο κακό^^ και οικοδομήματα για να λατρεύουν τους θεούς τους και να κάνουνε τις τε>^τουργίες τους και τις θυσίες. Στην πόρτα του κάθε οικοδομήματος υπάρχουν δυο βωμοί όπου, καταπώς φαίνεται, αποκεφαλίζουν τους ινδιάνους που θυσιάζουν. Στον ένα είναι ζωγραφισμένος πάνω σε μια τάβλα ένας ήλιος και η μορφή ενός άντρα, και εδώ φαίνεται πως θυσιάζουν τους άντρες, ενώ στον άλλον, που έχει ζωγραφισμένο το φεγγάρι και τη μορφή μιας γυναίκας, τις γυναίκες. Είναι γιομάτοι με ανθρώπινο αίμα, καταπώς μας φάνηκε, και αυτό το συμπεράναμε από εικασίες γιατί δεν είχαμε κανέναν να ρωτήσουμε, μιας και δεν είχαμε δραγουμάνους. Σε τούτο χωριό βρήκαμε κομμάτια απ' τα στολίδια ενός σπαθιού και καρφιά και άλλα μικροπράγματα από σίδερο. Φτάνοντας σε τούτο το χωριό, έστειλε ο τύραννος προπομπούς πάνω από τριάντα άντρες, με μικρές και μεγάλες πιρόγες. Οι ινδιάνοι περίμεναν στην όχθη του ποταμού αρματωμένοι. Είπανε πως είχανε ειρηνικές διαθέσεις, γιατί δεν δείξανε καμιά πολεμική διάθεση. Οι άντρες όμως από τις πιρόγες τους ρίξανε με τα αρκεβούζια, λαβώσανε και σκότωσαν μερικούς, και εκείνοι το βάλανε στα πόδια δίχως να πολεμήσουν ή να ρίξουνε βέλη και απαρατήσανε το χωριό με όλο του το έχει, γιατί δεν πρόφτασαν να πάρουνε τίποτα από τα σττίτια τους. Δεν μπορέσανε να πιάσουνε παρά μόνο έναν ινδιάνο και μια ινδιάνα, και τον ινδιάνο τον 39. Αναφορά στο κουράρε, δηλητήριο στο οποίο εμβάπτιζαν τα βέλη τους οι ινδιάνοι του Αμαζόνιου. 163
πληγώσανε με ένα από τα ίδια του τα βέλη, για να δούνε αν ήτανε φαρμακερό το βοτάνι. Και την άλλη μέρα, την ίδια ώρα πάνω κάτω πέθανε, δίχως να τον έχουνε λαβώσει σ' άλλη μεριά παρά μόνο εκεί που είχε ματώσει. Αφού οι ινδιάνοι κρύψανε τις γυναίκες και τα παιδιά έρχονταν κάθε μέρα γύρω από το χωριό μα δεν τολμήσανε να μας ριχτούνε. Τότε πιάστηκε αιχμάλωτος κι άλλος ένας ινδιάνος και του 'δωσε ο τύραννος ένα - δυο πελέκια για δρεπάνια και άλλα μικροπράγματα. Και με νοήματα τον ξαπόστειλε για να πάει να μιλήσει στους συντρόφους του να έρθουνε να τον δούνε ειρηνικά κι αυτός δεν θα τους έκανε κακό. Μας στείλανε οι ινδιάνοι δυο μαντατοφόρους, ο ένας κουτσός απ' το ένα πόδι κι ο άλλος παραμορφωμένος από τη μια μεριά και φέρανε κι οι δυο τους παπαγάλους και λίγα ψάρια, και με νοήματα μας είπανε ότι θα έρχονταν αργότερα όλοι οι ινδιάνοι ειρηνικά. Ύστερα όμως εμείς φύγαμε δίχως να περιμένουμε πιότερο. Η χώρα που ζουν οι ινδιάνοι τούτοι είναι τόπος ψηλός κι επίπεδος, που δεν είναι βαλτότοπος, και έχουνε κτισμένες καλύβες σ' ένα βουνό με αραιά φελλόδεντρα. Το χωριό αυτό βρίσκεται στη στεριά που ήταν στο δεξί χέρι. Σε τούτο το χωριό βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες από καλαμπόκι, κρεμασμένο σε δεμάτια και άφθονη άγρια γιούκα στα σπαρτά, ενώ στα σπίτια πολλές διχτυωτές αιώρες, πολλά δίχτυα για ψάρεμα καθώς και πολλές τριχιές και σχοινιά με τα οποία φτιάξαμε τα ξάρτια. Βρήκαμε άφθονα κομμένα παλούκια για να φτιάξουμε άλμπουρα κι αντένες καθώς και πολλά κιούπια και πιθάρια για να 'χουμε νερό όταν θα ξανοιγόμασταν στη θάλασσα, κι όλα σε μεγάλη αφθονία. Και φτιάξαμε σε τούτο το χωριό τα άρμενα των καραβιών, από κουβέρτες και σεντόνια από βαμβακερό ύφασμα κι άλλα υφάσματα από καραβόπανο, που συνάχτηκαν από Ισπανούς και ινδιάνους του στρατοπέδου. Στο χωριό τούτο είδαμε την φουσκονεριά που ανεβαίνει ίσαμε αυτό, και φτάνει ακόμα παραπάνω, πριν απ' το χωριό, που πρέπει να ήτανε ίσαμε και διακόσιες λεύγες πριν να φτάσουμε στη θάλασσα. Όταν φτάσαμε σε τούτο το χωριό το έσκασαν οι οδηγοί που είχαμε μαζί μας από το Πιρού, που ήτανε εκείνοι οι Βραζιλιάνοι ινδιάνοι που όπως είπαμε είχαν ανεβεί τον ποταμό τούτο. Απ' αυτό βγάλαμε το συμπέρασμα ότι οι ινδιάνοι του χωριού τούτου πρέπει να ανήκαν στην ίδια 164
φυλή με κείνους τους Βραζιλιάνους ινδιάνους κι ότι το χωριό τους πρέπει να ήταν κοντά, γιατί διαφορετικά δεν θα τολμούσανε να το σκάσουνε οι οδηγοί αυτοί ανάμεσα σε ινδιάνους που τρώνε ανθρώπινο κρέας. Μείναμε σε τούτο το χωριό δεκαπέντε μέρες φτιάχνοντας τα ξάρτια και βάζοντας τα άλμπουρα στα πλοία. Στο αναμεταξύ, σκότωσε ο τύραννος κάποιον Μοντεβέρδε, που 'ταν Φλαμανδός, γιατί πίστευε πως δεν έδειχνε και μεγάλο ενθουσιασμό για τον πόλεμο, κι έτσι εμφανίστηκε μια μέρα πεθαμένος και μια επιγραφή στο στήθος του έλεγε, επειδή ήταν στασιαστάκος. Κι ύστερα κάποιοι είπανε πως ο Μοντεβέρδε ήτανε τάχατες λουθηριανός. Ενώ ετοιμαζόμασταν να φύγουμε από τούτο το χωριό σκότωσε κι έναν διοικητή, τον Διέγο Τρουχίλιο και κάποιον Χουάν Γκονθάλεθ, αρχιλοχία, στους οποίους είχε δώσει τα αξιώματα όταν σκότωσε τον ηγεμόνα τους. Η αιτία, καταπώς είπανε, που πεθάνανε ήτανε επειδή είχανε κάνει πολλούς φίλους κι ο τύραννος τους φοβήθηκε, αν και είπε σαν δικαιολογία ότι σχεδίαζαν να τον σκοτώσουνε. Αφού πεθάνανε αυτοί οι δυο, έκανε διοικητή, στη θέση του Διέγο Τρουχίλιο κάποιον Κριστόμπαλ Γκαρθία, καλαφάτη, και αρχιλοχία κάποιον Χουάν Τέλιο. Όλον αυτό τον καιρό που μείνανε οι τύραννοι σε τούτο το χωριό δεν ξεμυτίσανε από τα μπριγαντίνια, όπου ήτανε μαζί μέ τη φρουρά και τους φίλους τους. Στο ένα ήτανε ο στρατοπεδάρχης και στο άλλο ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε και δεν αφήνανε να ανέβει μήτε και να κοιμηθεί εκεί μέσα κανένας από τους ύποπτους. Όταν φύγαμε από εκεί, ξαρμάτωσε όλους τους άντρες που του φαίνονταν ύποπτοι, παίρνοντάς τους τα σπαθιά και τα αρκεβούζια, κι όλοι οι δικοί του κι εκείνοι της φρουράς τους ήτανε αρματωμένοι, και τ' άρματα που μάζεψε τα είχε δεμένα με πολλά σκοινιά σ' ένα υπόστεγο στην πρύμνη του καραβιού, όπου δεν αφήνανε κανέναν να πλησιάσει εκτός από τους φρουρούς ή τους στενούς φίλους των τυράννων αυτών. Εδώ, με τη συγκατάθεση του τυράννου και την θέλησή του και την άδειά του, κάποιος Μαδριγάλ λάβωσε με προδοτικό τρόπο τον Αόπεθ Θεράτο, που είχε κάνει δικαστικός αρχικλητήρας του Δον Φερνάντο, επειδή πολύ πριν από αυτό το γεγονός, λένε ότι ο Χουάν Αόπεθ είχε εναντιωθεί στον Μαδριγάλ, και του έδωσε με μια λόγχη τέσσερα - πέντε χτυ165
πήματα πισώπλατα, ενώ κατέβαινε από το μπριγαντίνι όπου βρισκότανε ο τύραννος, μπροστά σ' αυτόν. Κι ο τύραννος έκανε μια κίνηση να συλλάβει τον εν λόγω Μαδριγάλ, για να φανεί ότι δεν το είχε προστάξει ο ίδιος, μα ύστερα τον άφησε ελεύθερο κι ενώ ο Χουάν Λόπεθ Θεράτο είχε σχεδόν γιάνει από τα τραύματά του, εκείνοι που τον γιατροπόρευαν, με εντολή του τυράννου, του ρίξανε κάτι που τον πιάσανε σπασμοί και πέθανε. Αφού φύγαμε από τούτο το χωριό που του δώσαμε το όνομα των Ξαρτιών, προχωρήσαμε κατάντη του ποταμού πέντε με έξι μέρες, κι εκεί που πλέαμε, πρόσταξε ο τύραννος αυτός κάποιον λοχία του, ονόματι Αντόν Λιαμόσο, να σκοτώσει τον κομενταδόρ Χουάν ντε Γκεβάρα. Είπε δε πως το 'κανε αυτό γιατί ήταν κι αυτός στασιαστής μαζί με τον Αιέγο Τρουχίλιο και τον Χουάν Γκονθάλεθ. Ενώ λοιπόν ο κομενταδόρ αυτός βρισκότανε ανύποπτος πάνω στο πλοίο, του έδωσε ο Λιαμόσο μ' ένα στιλέτο τρεις - τέσσερις μαχαιριές και τον έπιασε από τον καβάλο και τον πέταξε στο ποτάμι, κι εκεί πνίγηκε και πέθανε, ενώ φώναζε και ζητούσε να εξομολογηθεί. Κι ο τύραννος τον κοίταγε μ' απόλαυση μεγάλη κι όταν συναντηθήκαμε με το άλλο μπριγαντίνι, το διηγιόταν στους άντρες που βρίσκονταν εκεί. Φτάσαμε σε κάτι οχυρά που έχουνε σ' εκείνα τα μέρη οι ινδιάνοι, που είναι φτιαγμένα πάνω σε ψηλούς πασσάλους και περιτειχισμένα με τάβλες από φοίνικες και στο πιο ψηλό τους μέρος έχουνε πολεμίστρες για να πετάνε τα βέλη τους. Από κει πέρα λαβώσανε οι ινδιάνοι τέσσερις με πέντε Ισπανούς από καμιά εικοσαριά που είχανε πάει ως εμπροσθοφυλακή με έναν αρχηγό και τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν, κι όταν έφτασε όλη η αρμάδα στο οχυρό αυτό οι ινδιάνοι το είχαν πλέον σκάσει. Δεν βρήκαμε καθόλου τρόφιμα στα σπίτια ούτε και χωράφια, γιατί καταπώς φαίνεται οι ινδιάνοι αυτοί τρέφονται μόνο με ψάρια ή τα ανταλλάσσουν με άλλα τρόφιμα. Μεταξύ άλλων, βρήκαμε εδώ πέρα και ξεραμένο αλάτι, για πρώτη φορά σ' ολόκληρο το βασίλειο από την περιοχή των Καπερούθος μέχρι εδώ πέρα, πάνω κάτω χίλιες τρακόσιες λεύγες, κι οι ινδιάνοι μήτε το γνωρίζουν μήτε και το τρώνε. Στο οχυρό αυτό μείναμε τρεις μέρες για να φτιάξουμε κάποια πράγματα που χρειαζόμασταν για τα μπριγαντίνια. Το οχυρό αυτό είναι χτι166
σμένο σε ένα μικρό στόμιο που σχηματίζει ο ποταμός, που βρίσκεται σε απόσταση τρεις βολές με το αρκεβούζιο από τον κυρίως ποταμό και μοιάζει με νησί. Όταν κινήσαμε να φύγουμε από κει πέρα, εμφανίστηκαν στο ποτάμι πολλίς πιρόγες με ινδιάνους πολεμιστές, και μερικοί είπανε πως ήτανε πάνω από εκατό. Πιστέψαμε ότι έρχονταν να μας ριχτούνε κι ετοιμαστήκαμε για μάχη αλλά εκείνοι απομακρύνθηκαν και μεις τους ττήραμε στο κατόπι. Επειδή όμως ήμασταν στο στόμιο εκείνο του ποταμού, όταν φτάσαμε στο ποτάμι είχανε χαθεί και ποτέ πια δεν τους ξανάδαμε μήτε και που μάθαμε πού είχανε χτισμένα τα χωριά τους. Κι αφού φύγαμε από κείνον εκεί τον τόπο, περιπλανηθήκαμε ανάμεσα σε πολλά νησιά και παρακλάδια του ποταμού έτσι που δεν ξέραμε προς τα πού έτρεχε, γιατί τα ρεύματα ήταν ορμητικά κι οι φουσκονεριές πολλές και ασταμάτητες τόσο ανάντη όσο και κατάντη του ποταμού κι οι πλοηγοί και οι θαλασσινοί που 'χαμε εκεί πέρα ήτανε μπερδεμένοι και δεν καταλαβαίνανε τον ποταμό μήτε γνωρίζανε τις φουσκονεριές. Δύο απ' αυτούς πήρανε δυο πιρόγες που είχαμε και κινήσανε να εξερευνήσουν κάτι κάβους και μετά από πολλούς δισταγμούς και πολλές διχογνωμίες, γιατί οι μεν λέγανε ότι έπρεπε να πάμε στον έναν κάβο κι οι δε σε άλλον, εδέησε ο Κύριος και αποφασίσαμε κατά πού θα κινήσουμε. Συναπαντήσαμε ένα μικρό ινδιάνικο χωριό που ήταν κτισμένο σε ένα κατάξερο νησί, στην απόκρημνη όχθη του ποταμού. Τούτοι οι ινδιάνοι κυκλοφορούν γδυτοί και φοράνε στα πόδια τους κάτι σόλες από ελαφοτόμαρο που τις δένουνε με κορδόνια όπως κάνουνε και στο Πιρού. Έχουνε οι ινδιάνοι αυτοί τα μαλλιά τους κομμένα στρογγυλά έτσι που να σχηματίζονται γραμμές, όπως οι καλόγεροι, μόνο που αυτοί έχουνε μαλλιά σ' ολόκληρο το κεφάλι τους. Σε τούτο το χωριό εγκατέλειψε ο απάνθρωπος τύραννος εκατό περίπου ινδιάνους που είχανε γίνει χριστιανοί, απ' όσους είχανε απομείνει από τους υττηρέτες που είχαμε φέρει από το Πιρού, λέγοντας ότι δεν χωράγανε στα μπριγαντίνια κι ότι ήταν επικίνδυνο να βγούμε στη θάλασσα με τόσο πολύ κόσμο, γιατί δεν θα έφτανε το φαΐ και το νερό. Πολύ άσπλαχνη ήταν αυτή του η πράξη, κυρίως γιατί πιστεύαμε πως εκείνοι οι ινδιάνοι είναι αγριάνθρωποι και θα τους σκοτώνανε για να τους φάνε. Κι αν 167
δεν το κάνανε, γρήγορα θα τους αποτέλειωνε ο τόπος εκείνος που είναι κακός και νοσηρός. Εδώ πέρα σκότωσε ο τύραννος και δυο στρατιώτες, τον έναν τον λέγανε Πέδρο Γκουτιέρεθ και τον άλλον Διέγο Παλόμο, γιατί ενώ μιλούσανε αναμεταξύ τους είπανε: «Μας εγκαταλείπουν πια οι ινδιάνοι. Ας γίνει ό,τι πρέπει να γίνει». Και για να έχει πρόσχημα μπροστά στους άντρες παρουσίασε σαν μάρτυρα ότι είχανε πει τα λόγια τούτα ένα νέγρο, αχθοφόρο, ο οποίος είπε μπροστά σε όλους ότι τους είχε ακούσει, κι όσο για κείνους πρόσταξε να τους σκοτώσουμε με τη γκαρότα. Ο Διέγο Παλόμο εκλιπαρούσε τον τύραννο, στο όνομα του Κυρίου, να μην τον σκοτώσει και να τον αφήσει ζωντανό μαζί με τους ινδιάνους από το Πιρού που θα έμεναν εκεί πέρα, λέγοντας ότι θα γινόταν ερημίτης και θα τους μάζευε όλους και θα τους δίδασκε τον λόγο του Κυρίου, μα ο αδίστακτος τύραννος που δεν νοιαζόταν καθόλου για τη θρησκεία, δεν θέλησε να το κάνει και τον σκότωσε. Αφού φύγαμε από τούτο το χωριό, συνεχίσαμε την πορεία μας, άλλες φορές χάνοντας τον δρόμο μας κι άλλοτε ακολουθώντας σωστή πορεία, και φτάσαμε στη θάλασσα, δίχως να συναπαντήσουμε άλλους οικισμούς μήτε και ινδιάνους, παρ' όλο που από δω πέρα, στην οροσειρά που ανέφερα στο αριστερό μας χέρι, είδαμε καπνό πολύ και κάτι καλύβια. Και προτού βγούμε στη θάλασσα πολλές κακουχίες περάσαμε και κίνδυνους και θύελλες και φουσκονεριές. Και περάσαμε από πολλές ρηχάδες που κάνει ο ποταμός στην εκβολή στην θάλασσα, τόσο που ήτανε φορές που τα μπριγαντίνια περνούσανε από μέρη όπου το νερό έφτανε μόνο μισή οργιά, αλλά έστερξε ο Θεός κι ο πυθμένας ήταν σκέτη λάσπη μαλακή κι άφθονη κι έτσι κατάφεραν και περάσανε σύρριζα από κείνη κει την λάσττη κι ήτανε θαύμα το ότι δεν γινήκανε κομμάτια τα πλοία. Χαθήκανε σε κείνα κει τα μέρη τρία παλικάρια, ένας Ισπανός και δυο μιγάδες, που ήτανε σε μια πιρόγα που είχαμε, κι η ορμή του ποταμού τους παγίδευσε και τους γύρισε ανάντη του ποταμού, δίχως να μπορέσουν να πιάσουνε στεριά, μέχρι που τους χάσαμε από τα μάτια μας και ποτέ πια δεν τους ματαείδαμε. Μαζί τους ήτανε κι άλλοι ινδιάνοι χριστιανοί και σε κάτι νησάκια ξωμείνανε κάποιες ινδιάνες που βγήκανε για να μαζέψουνε θαλασσινά, γιατί η παλίρροια της θάλασσας ανέβαινε με τόση ορμή που δεν εί168
χανε καιρό να ξανανέβουνε στα μπριγαντίνια και μάλλον πνιγήκανε. Από τις εκβολές του ποταμού αυτού ίσαμε το νησί Μαργαρίτα κάναμε δεκαεπτά μέρες. Έτσι λοιπόν, από τότε που ρίξαμε τα πλοία στον ποταμό στο καρνάγιο με τον κυβερνήτη μας τον Πέδρο ντε Ορσούα ίσαμε που φτάσαμε στην Μαργαρίτα πέρασαν δέκα μήνες, από τις είκοσι έξι Σεπτεμβρίου του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα ένα. Τους μήνες αυτούς πορευτήκαμε στον ποταμό και τη θάλασσα για τρεις μήνες και είκοσι μέρες, που μας κάνουνε εκατόν δέκα ημέρες, πάνω κάτω, ενενήντα τρεις ή ενενήντα τέσσερις στον ποταμό και δεκαεφτά στην θάλασσα. Όλον τον υπόλοιπο καιρό, που είναι έξι μήνες, τον ξοδέψαμε στο να φτιάχνουμε τα μπριγαντίνια, να ψάχνουμε να βρούμε τρόφιμα και να ξαποσταίνουμε. Πολλά τα βάσανα που περάσαμε στην θάλασσα από την πείνα και τη δίψα, τόσο πολύ που θαρρώ πως αν κρατούσε το ταξίδι τέσσερις πέντε μέρες ακόμα θα πεθαίνανε οι μισοί από τους άντρες, αν και δεν θα *τανε από τους φίλους του τύραννου, γιατί αυτοί ήτανε πάντα καλύτερα εφοδιασμένοι και παίρνανε από τους άλλους για να τους δώσουνε σ' αυτούς και με όλα αυτά μας πέθαναν τρεις - τέσσερις στρατιώτες από την πείνα.
169
ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΜΑΡΑΝΙΟΝ f I 1 χει τούτος ο ποταμός μήκος, κατά πως λένε εκείνοι που Γ Η ξέρανε να το εκτιμήσουνε, πάνω από χίλιες εξακόσιες I y λεύγες από τις πηγές του ίσαμε τη θάλασσα, υπολογίζοντας από κει που ξεκινήσαμε εμείς. Κι είναι τόσο μεγάλος και ορμητικός, που δεν έχει σύγκριση με κανέναν απ' όσους ίσαμε τώρα έχουν ανακαλυφθεί. Ξεχειλίζει σε μερικά μέρη, την ώρα της φουσκονεριάς, και φτάνει πάνω από εκατό λεύγες έξω από την κοίτη του κι έχει τόσα πολλά κουνούπια μέρα και νύχτα που δεν καταλαβαίνω πώς μπορούνε και ζούνε οι ντόπιοι σ' αυτόν. Μέχρι που φτάσαμε στο χωριό των Χελωνών^, οι νεροποντές ήτανε λιγοστές, και νομίζω πως εκείνη η εποχή πρέπει να είναι το καλοκαίρι, αν υπάρχει καλοκαίρι στον τόπο αυτό, που κρατάει από τον Σεπτέμβρη ίσαμε τα Χριστούγεννα. Από κει και κάτω έβρεξε πολύ, κι είχαμε πολλές καταιγίδες και κεραυνούς και συνήθως πολύ αέρα, που σήκωναν στο ποτάμι τέτοια κύματα, πιο μεγάλα κι απ' της θάλασσας, που βουλιάζουνε τα κανό και τις πιρόγες αν δεν βρούνε έγκαιρα αραξοβόλι σε απάνεμη στεριά. Κι ακόμα και στα μπριγαντίνια βρεθήκαμε φορές - φορές σε τέτοιο κίνδυνο, ιδιαίτερα μια νύχτα, που πιστεύαμε ότι θα πνιγούμε. Όταν βρέχει στις ττηγές των ποταμών που χύνονται σε τούτον δω, τα νερά φουσκώνουνε τόσο πολύ που πλημμυρίζουνε και καλύπτουνε όλη τη στεριά γύρω - γύρω. Τον μήνα του Σεπτέμβρη που εμείς αρχίσαμε να τον κατεβαίνουμε, ήδη αρχίνηζαν να έρχονται οι φουσκονεριές από τα πάνω και τον Ιούλη, που βγήκαμε στη θάλασσα, ακόμα δεν 40. Το Ματσιπάρο. 170
είχανε κατέβει τα νερά. Έτσι λοιπόν κρατάνε όλο το χρόνο, κι επειδή η απόσταση από τη θάλασσα ίσαμε τις πηγές του ποταμού είναι τόσο μεγάλη, προτού χυθούν στην θάλασσα τα νερά από τη μια φουσκονεριά, έρχονται και πάλι από πάνω κι άλλα νερά. Παρ' όλο που τα νερά του ποταμού είναι υπερβολικά ζεστά η θερμοκρασία αυτή είναι αρρωστημένη. Στα περισσότερα μέρη του ποταμού είχανε πολύ όμορφα κανάτια δουλεμένα με μεγάλη τέχνη, και ζωγραφισμένα, σε χίλια δυο σχήματα, και εφυαλωμίνα όπως αυτά που έχουμε στην Ισπανία. Σ' όλη τη διαδρομή του ποταμού δεν είδαμε μήτε χρυσάφι μήτε ασήμι, παρά μόνο στα μέρη που ονομάσαμε Καράρι και Μακάρι, όπου κάποιοι ινδιάνοι φοράνε χρυσά σκουλαρίκια και κρίκους στην μύτη. Γνωρίζουνε όμως οι ινδιάνοι το χρυσάφι και το ασήμι, και το έχουνε περί πολλού, πολύ περισσότερο απ' τ' άλλα μέταλλα. Φοράνε κάτι πουκαμίσες πολύ καλοφτιαγμένες. Σ' ολόκληρο τον ποταμό, από τη χώρα των Καπερούθος ίσαμε εκεί που χύνεται στη θάλασσα δεν βρήκαμε αλάτι, κι οι ινδιάνοι, καθώς κι εκείνοι από την επαρχία του Καράρι, μήτε το έχουνε ούτε το τρώνε, ούτε και το γνωρίζουν κι ούτε το θεωρούν σπουδαίο πράγμα. Αφού τελειώνουν οι φουσκονεριές που έρχονταν από τ' ανάντη, σχηματίζει ο ποταμός ακρογιαλιές πολύ μεγάλες στις οποίες υπάρχουν πλήθος αυγά από χελώνες και ικοτέες, τόσα που δεν γίνεται να τα απαριθμήσεις, που μ' αυτά μπορούν να συντηρηθούν χίλιοι άντρες. Υπάρχουν επίσης άφθονες χελώνες και πουλιά, που μπορείς να τα πιάσεις στις ακροποταμιές όταν είναι ο καιρός τους. Έχει και αρίφνητα ψάρια, σε μεγάλη ποικιλία, που είναι πολύ νόστιμα. Έχει πάνω από χίλια νησιά"^^ κοντά στις εκβολές του στην θάλασσα, που τα πιο πολλά από αυτά είναι βαλτότοποι, γιατί με τα νερά από τις φουσκονεριές που κατεβαίνουν και τις παλίρροιες πλημμυρίζουν και σκεπάζονται τα νησιά καθώς και ένα μεγάλο μέρος από τις οχθοποταμιές γύρω - γύρω. Και μόλις τελειώσουν τα νησιά αυτά, προτού μπει στη θάλασσα, ενώνονται όλα τα νερά σε ένα ποτάμι μόνο και μπαίνουνε στη θάλασσα. Την παλίρροια την καταλαβαίνεις σε απόσταση πάνω από διακόσιες λεύγες μακριά από τη θάλασσα, κι όταν αρχίζει η φυρο41. Δύο χιλιάδες λέει ο Βάθκεθ. 171
νεριά σιμά στη θάλασσα, ξεπροβάλλουν τόσα νησιά και τόσο μεγάλη έκταση στεριάς, που φαίνεται αδύνατο να μπορέσει να τα σκεπάσει και πάλι όλα εκείνα που ξεσκέπασε. Όταν αρχινάει η φουσκονεριά, έρχεται η παλίρροια με τόση ταχύτητα και βρόντο, που ακούγεται σε απόσταση πάνω από τέσσερις λεύγες, και μ' ένα κύμα νερού υψωμένο ίσαμε τ' απάνω, ψηλότερο και από αψηλό σπίτι, που σου κόβει τα ήπατα. Αυτό το λένε οι θαλασσινοί θαλασσόμπασμα και είναι πολύ επικίνδυνο. Πολλά και σπουδαία είναι και άλλα πράγματα που θα μπορούσα να αφηγηθώ, τα παραλείπω όμως για να μην μακρυγορώ.
172
ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΤΥΡΑΝΝΟΥ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Α
πόγευμα ήταν σαν έφτασε ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε με τους καταραμένους του οπαδούς στη νήσο Μαργαρίτα, στις είκοσι του Ιούνη του χίλια πεντακόσια εξήντα ένα, κι επειδή οι πλοηγοί που είχανε δεν ξέρανε κατά πού έπεφτε το κύριο λιμάνι, αράξανε τα μπριγαντίνια σε διαφορετικά λιμάνια. Εκείνο στο οποίο επέβαινε ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε, αγκυροβόλησε σ' ένα λιμάνι που το λένε Παράγουα, που ήτανε τέσσερις λεύγες από το χωριό, ενώ το άλλο μπριγαντίνι στο οποίο επέβαινε ο στρατοπεδάρχης του, ο Μαρτίν Πέρεθ, έπιασε σε άλλο λιμάνι, στην βορινή πλευρά, δυο λεύγες απόσταση από το πρώτο κι άλλες τέσσερις λεύγες από το χωριό. Κι αφού πιάσανε λιμάνι, ο τύραννος αυτός, προτού κατέβει στην στεριά, πρόσταξε να συλλάβουν κάποιον Γκονθάλο Γκιράλ ντε Φουέντες, που ήτανε παλιά διοικητής του ηγεμόνα τους, του Δον Φερνάντο, κι έναν άλλον, κάποιον Διέγο ντε Βαλκάθαρ, που όπως έχουμε πει ήτανε αρχιδικαστής του στρατοπέδου των τυράννων αυτών, τον οποίον είχανε θελήσει παλιότερα να τον σκοτώσουν αλλά το είχε σκάσει. Και τους δυο τους σκότωσε με γκαρότα δίχως να εξομολογηθούν. Τον δε Γκονθάλο Γκιράλ, επειδή δεν πνίγηκε αμέσως, τον αποτέλειωσαν με πολλές μαχαιριές, γιατί φώναζε και ζητούσε να εξομολογηθεί κι υττήρχε κίνδυνος να τον ακούσει κανένας από τους παροίκους του νησιού που 'χανε έρθει εκεί πέρα για να δούνε τι σόι άνθρωποι ήτανε, κι ύστερα τον πετάξανε στη θάλασσα. Αργότερα, το ίδιο βράδυ, έστειλε ο τύραννος έναν στρατιώτη, ονόματι Ροδρίγεθ και επιστήθιο φίλο του, γιατί τέτοιος θα πρέπει να 'τανε για να του αναθέσει την αποστολή εκείνη, στον στρατοπεδάρχη, από 173
τη μεριά της στεριάς, μαζί με μερικούς ινδιάνους που τον οδηγούσαν, και τον έστειλε να μεταφέρει την προσταγή να σκοτώσουν τον Σάντσο Πιθάρο, που ήταν διοικητής του, και που ο τύραννος υποπτευόταν ότι δεν θα τον ακολουθούσε, και πράγματι ο στρατοπεδάρχης τον σκότωσε. Τον πρόσταξε επίσης ν' αφήσει κάποιους άντρες στο μπριγαντίνι για να το φυλάνε και ο ίδιος να πάρει τους υπόλοιπους άντρες και να πάει εκείνη τη νυχτιά να βρει τον Λόπε ντε Αγκίρε όσο πιο γοργά μπορούσε από τη στεριά. Πράγμα που έκανε, και πληροφόρησε τον γενικό διοικητή του για το πού και πώς είχανε πιάσει λιμάνι, και ζήτησε εντολές για το τι έπρεπε να κάνει. Κι ο στρατιώτης αυτός, ο Ροντρίγεθ, που έστειλε μαντατοφόρο ο τύραννος, εκτέλεσε πιστά την αποστολή του, ενώ μπορούσε αν ήθελε να ειδοποιήσει τους παροίκους της Μαργαρίτα, γιατί πορευότανε με συνοδειά ινδιάνους του τόπου εκείνου πάνω από δυο λεύγες. Μα δεν το έκανε, γιατί ήτανε προδότης και πιστός στον τύραννο. Κι ύστερα πάλι, όταν ο στρατοπεδάρχης έστειλε κάποιον Διέγο Λουθέρο να ρωτήσει τον τύραννο για το τι ήθελε να κάνει, μπορούσε κι αυτός να ειδοποιήσει τους παροίκους του νησιού, μα δεν το έκανε παρά εκτέλεσε τόσο καλά την αποστολή του, σαν μεγάλος προδότης που 'τανε και πιστός στον αφέντη του, τον τύραννο, πασχίζοντας να φανεί έμπιστος φίλος των τυράννων αυτών. Κι έπειτα πάλι, όταν φτάσανε στη στεριά, ο στρατοπεδάρχης κατέβασε από το μπριγαντίνι κάποιον Ρομπέρτο ντε Κοκάγια, μπαρμπέρη, και κάποιον Φρανθίσκο Ερνάντεθ, πλοηγό, δίχως να επιτρέψει να πάει κανείς άλλος μαζί τους. Κι οι εν λόγω πήγανε μαζί με κάτι νέγρους να ψάξουν για τρόφιμα σε κάτι σπίτια, μισή λεύγα και βάλε από κει πέρα. Κΐλ^σανε κατά το δειλινό και γυρίσανε τα μεσάνυχτα μαζί με τον Ροδρίγεθ, που τον συναπαντήσανε στον δρόμο. Κάποιος απ' αυτούς τους τέσσερις που κατονόμασα θα μπορούσε να ειδοποιήσει το χωριό και τους παροίκους του νησιού, αν το ήθελε, κι έτσι ο τύραννος θα κατατροπωνόταν και δεν θα έκανε το κακό που έκανε. Όταν έφτασε ο μαντατοφόρος που έστειλε ο Λόπε ντε Αγκίρε στο μπριγαντίνι του στρατοπεδάρχη, εκείνος έβαλε σε εφαρμογή όσα του πρόσταζε ο γενικός διοικητής του, και τα μεσάνυχτα είπε σ' όλους τους άντρες να κατέβουνε στη στεριά κι αρχίσανε να προχωράνε μαζί με τους οδηγούς που 174
είχε φέρει μαζί του ο Ροντρίγεθ, κι ύστερα, όταν απομακρύνθηκαν από το μπριγαντίνι, σκότωσε τον Σάντσο Πιθάρο και τον άφησε πεθαμένο καταμεσής στον κάμπο. Στο αναμεταξύ, ο κυβερνήτης κι οι πάροικοι του νησιού μόλις αντίκρισαν τα μπριγαντίνια αναστατώθηκαν γιατί δεν ξέρανε τι είδους άνθρωποι ήτανε, και στείλανε μια πιρόγα από τη θάλασσα και άντρες από τη στεριά για να κάνουν αναγνώριση. Κι όταν εκείνοι φτάσανε, είδανε τον Λόπε ντε Αγκίρε να ξεμπαρκάρει τους αρρώστους και κάποιους από τους έμπιστούς του και καταπώς λένε δίπλα του έστεκε κάποιος Διέγο Τιράδο, ο διοικητής του ιππικού, κι όλους τους υπόλοιπους άντρες τους άφησε στο μπριγαντίνι κρυμμένους κάτω από την κουβέρτα. Συνομίλησε ο τύραννος κι οι δικοί του με δυο - τρεις παροίκους του νησιού που φτάσανε εκεί και τους κάνανε να πιστέψουν πως είχανε χαθεί τάχα στον Μαρανιόν κι ότι είχανε κατέβει από το Πιρού αναζητώντας μια χώρα για την οποία τους είχανε δώσει πληροφορίες και τους ζητήσανε κρέας για να φάνε, κι όλα αυτά με πολλές ικεσίες και μεγάλη πειστικότητα. Τότε οι πάροικοι αυτοί σκοτώσανε κάνα δυο γελάδια και τους τα δώσανε. Σ' έναν απ' αυτούς, ονόματι Γασπάρ Ροδρίγεθ, που φάνηκε στον τύραννο πλέον επιφανής και καλύτερος συζητητής και ρήτορας, του έδωσε, για να καθησυχάσει τις υποψίες του και να τον παραπλανήσει, έναν μάλλινο μανδύα με χρυσά σιρίτια και μπορντούρες κι ένα επιχρυσωμένο ασημένιο ποτήρι, κι είπε στον ίδιο και στους άλλους ότι άλλο δεν θέλανε παρά να ανταλλάξουνε τρόφιμα με λεφτά. Εκείνο το βράδυ κυκλοφόρησε το νέο αυτό στο χωριό με γραφές που γράψανε και στείλανε στους άλλους οι πάροικοι αυτοί, και λέγανε κι άλλα, ότι τάχα ήτανε άνθρωποι πολύ πλούσιοι από το Πιρού, κι ότι ήτανε άρρωστοι και πέθαιναν της πείνας και δίνανε άφθονο ασήμι και χρυσάφι και κοσμήματα που είχανε σε αντάλλαγμα για τρόφιμα, κι ότι είχανε δώσει τον μανδύα και το κύπελλο στον Γασπάρ Ροδρίγεθ. Κι όταν μαθεύτηκαν τα καθέκαστα στο χωριό της Μαργαρίτα, ο Δον Χουάν ντε Βιλιαντράντο, ο κυβερνήτης του νησιού, παρακινημένος από την απληστία του, καταπώς λένε, κι επειδή ήθελε να δει κάποια απ' τα κοσμήματα που λέγανε ότι μοιράζανε οι τύραννοι αυτοί κίνησε την ίδια εκείνη νύχτα 175
γύρω στα μεσάνυχτα για το Γουάτσι όπου βρισκόταν ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε, παρέα με κάποιον Μανουέλ Ροδρίγεθ, δήμαρχο, κι έναν άλλον, κάποιον Αντρές ντε Σαλαμάνκα. Ξημερώματα την άλλη μέρα, που ήτανε Τρίτη της Μαρίας της Μαγδαληνής, φτάσανε εκεί πέρα μαζί με άλλους που 'χανε ενωθεί μαζί τους στην πορεία, οι οποίοι σίγουρα πήγαιναν κι αυτοί κινούμενοι από την ίδια απληστία, κι ο τύραννος βγήκε να τους προϋπαντήσει στο δρόμο, μαζί με τον διοικητή του Αιέγο Τιράδο κι άλλους έμπιστούς του φίλους. Τότε ο τύραννος έδειξε τόση ταπεινοσύνη που γονάτισε και φίλησε τα πόδια του κυβερνήτη, του Δον Χουάν, κι εκείνοι που ήτανε μαζί του έπραξαν ομοίως. Και κάνοντας πως θέλανε να τους εξυπηρετήσουνε, πήρανε τα άλογά τους εκείνοι που συνόδευαν τον τύραννο, και τα δέσανε μακριά από κει που βρίσκονταν εκείνοι. Ο κυβερνήτης Δον Χουάν ήταν όλο φιλοφρονήσεις και αβρότητες με τον τύραννο, και του πρόσφερε άνδρες να τον υπηρετήσουν και σπίτι για διαμονή. Ο τύραννος του αποκρίθηκε ευχαριστώντας τον πολύ, με μεγάλη πειστικότητα και πολύ μετρημένα. Κι αφού είχανε μιλήσει αρκετή ώρα, ο Λόπε ντε Αγκίρε απεχώρησε με τους δικούς του και πήγε να μιλήσει στους στρατιώτες του που ήτανε ακόμα στο μπριγαντίνι, κι ύστερα γύρισε ξανά στον κυβερνήτη και μιλώντας του με σεβασμό όπως και πριν, του είπε: «Κύριε, οι στρατιώτες του Πιρού, πάντα είχανε και έχουνε σε μεγαλύτερη εκτίμηση τα καλά όπλα από τα ρούχα και τις φορεσιές, αν κι απ' αυτά έχουνε άφθονα. Παρακαλούν την χάρη σας να προστάξει να τους δοθεί η άδεια να κυκλοφορούν με τα όπλα τους και τα αρκεβούζια τους». Ο Δον Χουάν, που ήταν νεαρός και άπληστος πολύ για τα κοσμήματα, του αποκρίθηκε πως θα γινόταν καταπώς το θέλανε εκείνοι, αν και ήταν πια αργά και ακόμα κι αν πρόσταζε το αντίθετο δεν θα έβγαζε τίποτα, γιατί, καταπώς έλεγαν, είχε πια πέσει στην παγίδα. Τότε ο τύραννος στράφηκε στους στρατιώτες του και τους είπε: «Εμπρός, μαρανιόνες, τα αρκεβούζια καθαρίστε, γιατί 'ναι πολύ υγρά και κακοπαθημένα από τη θάλασσα. Έχετε πια την άδεια να είστε αρματωμένοι». Και τότε, την ίδια ώρα, μεγάλη αντάρα ακούστηκε από τους εορταστικούς πυροβολισμούς των αρκεβουζίων, κι εμφανίστηκαν πλήθος πανοπλίες και δόρατα και 176
πυροβόλα, κι ο τύραννος πήγε να μιλήσει με τους στρατιώτες του. Ο Δον Χουάν κι όσοι ήτανε μαζί του πήγανε λίγο παράμερα και λέγανε αναμεταξύ τους ότι δεν τους φαινότανε πως θα ήταν για καλό τόσα όπλα και τόσα αρκεβούζια, και ασχολούνταν με το να βρούνε κάποιον τρόπο για να τους τα πάρουνε. Τότε τους σίμωσε και πάλι ο τύραννος, μαζί με κάποιους δικούς του, και τους μίλησε με λιγότερο σεβασμό από τα πριν: «Κύριοι, εμείς οδεύουμε κατά το Πιρού, όπου καταπώς έχουμε ακούσει γίνονται πόλεμοι πολλοί, κι έχουμε πληροφορηθεί ότι οι αφεντιές σας δεν πρόκειται να μας φερθούν καλά και να μας αφήσουν να πάμε εκεί πέρα. Γι' αυτό και πρέπει να ρίξετε τα άρματα και να παραδοθείτε και να μας δώσετε γρήγορα τις προμήθειες που χρειαζόμαστε». Ο κυβερνήτης αρνήθηκε και πισωπάτησε λίγο λέγοντας: «Μα τι είναι αυτά, μα τι είναι αυτά;» Σκοπεύοντάς τους όμως κατάστηθα με πολλά αρκεβούζια και δόρατα, τους πήρανε τα όπλα και τα ακόντια. Ξαρμάτωσαν και κάτι παροίκους που βρίσκονταν εκεί πέρα και τους πήρανε και τ' άλογα. Και είδα με τα μάτια μου κάποιους στρατιώτες, τον Διέγο Τιράδο, τον Μαρτίν Ροδρίγεθ, τον Διέγο Σάντσεθ Μπιλμπάο και κάποιον Ρομπέρτο ντε Κοκάγια και κάποιον μιγάδα, τον Καριόν, που τα καβάλησαν και κάλπαζαν και λέγανε με δυνατά ξεφωνητά: «Εμπρός να πάρουμε το νησί, γιατί ο κυβερνήτης αιχμάλωτός μας είναι κι όλη η χώρα είναι δική μας». Κι έτσι κίνησαν για να καταλάβουν το χωριό της Μαργαρίτα, κι όλους τους ντόπιους του νησιού που συναπαντούσαν τους ξαρμάτωναν και τους παίρνανε τ' άλογα. Τότε ο τύραννος πρόσταξε να κινήσουν όλοι οι άντρες με μεγάλη γρηγοράδα και να πάνε στο χωριό. Καβάλησε ο τύραννος το άλογο του κυβερνήτη και κείνου του είπε ν' ανέβει στα καπούλια, μα ο κυβερνήτης έτσι θυμωμένος που ήτανε αρνήθηκε κι ο τύραννος ξεπέζεψε και είπε: «Εμπρός λοιπόν, θα πάμε όλοι πεζολάτες». Αφού είχανε προχωρήσει λίγο, συναπάντησαν τον στρατοπεδάρχη και τη συνοδειά του καθώς και τους άντρες απ' το άλλο μπριγαντίVI. Τότε ο Δον Χουάν, που 'χε κουραστεί να πηγαίνει πεζός, βλέποντας ότι δεν έβγαζε τίποτα με τους θυμούς, καβάλησε στα καπούλια του αλόγου του, πάνω στο οποίο είχε ανέβει ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε και τον προσκαλούσε ν' ανέβει 12. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο
177
κι εκείνος. Μετά από λίγο ο στρατοπεδάρχης και μαζί του κι άλλοι στρατιώτες, όλοι καβάλα σε άλογα προπορεύτηκαν, και γύρω στο μεσημέρι φτάσανε στο χωριό του νησιού. Οι κάτοικοι ήταν ήσυχοι και ανέμελοι γιατί δεν ξέρανε τίποτα από όσα είχανε γίνει κι έτσι εκείνοι μπήκανε στο χωριό τρέχοντας πάνω στ' άλογά τους και φωνάζοντας: «Λευτεριά! Λευτεριά! Ζήτω ο Λόπε ντε Αγκίρε!» και χωθήκανε μέσα στο οχυρό που 'τανε ανοιχτό και το κατέλαβαν. Άλλοι τριγύριζαν στο χωριό με τις ίδιες ιαχές και ξαρμάτωναν όσους συναντούσαν. Σε λίγο έφτασε κι ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε με τους υπόλοιπους άντρες και τους αιχμάλωτους και πήγε ο ίδιος μαζί με πολλούς άλλους στην πλατεία του χωριού για να κόψουνε με τσεκούρια τον πάσσαλο που βρισκότανε εκεί. Του δώσανε πολλές τσεκουριές, μα επειδή ήτανε φτιαγμένος από πολύ σκληρό αγιόξυλο δεν κατάφεραν να τον κόψουνε και τα παράτησαν. Έπειτα πήγανε σ' ένα οίκημα όπου βρισκόταν το βασιλικό χρηματοκιβώτιο και δίχως να περιμένουν μήτε να ζητήσουν τα κλειδιά, κάνανε κομμάτια τις πόρτες της αίθουσας στην οποία το είχανε και το σπάσανε και κλέψανε και άρπαξαν ό,τι είχε εκεί μέσα και σχίσανε και τα βασιλικά κατάστιχα με τους λογαριασμούς. Κι αφού το κάνανε αυτό, πρόσταξε ο τύραννος να ντελαλήσουνε δημόσια ότι όλοι οι πάροικοι που βρίσκονταν και κατοικούσανε πάνω στο νησί έπρεπε να φέρουνε ενώπιόν του όλα τα όπλα που είχανε, επί ποινή θανάτου. Κι ότι όσοι βρίσκονταν στα χωράφια έπρεπε να συναχτούν στο χωριό, αλλιώς θα τους θανάτωναν, και δεν επιτρεπόταν να φύγουν από κει πέρα δίχως την άδειά του. Ύστερα κουβάλησαν στο οχυρό ένα βαρέλι κρασί από το σπίτι ενός έμπορα και μέσα σε δυο ώρες το ήπιανε όλο. Την ίδια μέρα έστειλε ο τύραννος ανθρώπους του σ' όλα τα σπίτια του χωριού να εξακριβώσουνε τι αποθέματα από εμπορεύματα και κρασί και τρόφιμα υπήρχανε. Απ' όσα βρήκανε ττήρανε αρκετά και τα πήγανε στο οχυρό για να τα μοιράσουνε αναμεταξύ τους, ενώ για τα υπόλοιπα κάνανε απογραφή και τ' αφήσανε στα σπίτια στα οποία τα βρήκαν και τα κλειδώσανε, παίρνοντας τα κλειδιά, και έδωσαν προσταγή να μην αγγίξει κανείς όσα αφήσανε εκεί επί ποινή θανάτου. Μαζέψανε επίσης όλα τα όπλα που βρήκανε στα σπίτια κι ανακαλύψανε και βού178
τηξαν άφθονα ρούχα κι άλλα εμπορεύματα που προορίζονταν για την Μεγαλειότητά Σας, σ' ένα πλεούμενο ανηολόγητο που είχαν αρπάξει στο νησί τούτο, κι όλα τα μοίρασαν αναμεταξύ τους. Τον καιρό εκείνο το νησί ήτανε πλούσια εφοδιασμένο σε εμπορεύματα και τρόφιμα, πολύ καλύτερα από την εποχή που εποικίστηκε, και τα σπίτια των παροίκων ήταν καλά εφοδιασμένα με πάμπολλα αγαθά. Τα περισσότερα απ' αυτά τα κλέψανε οι τύραννοι, ίσαμε που τους άφησαν γδυτούς που ήταν καημός ψυχής να τους βλέπεις. Πρόσταξε έπειτα ο τύραννος να ψάξουν και να βρούνε και να μαζέψουνε όλα τα κανό και τις πιρόγες του νησιού και να τα καταστρέψουν για να μην δραπετεύσει κανείς και ειδοποιήσει για την άφιξή του. Ύστερα έριξε στη φυλακή τον κυβερνήτη, τον Δον Χουάν ντε Βιλιαντράντο, και τον Μανουέλ Ροδρίγεθ, τον δήμαρχο, καθώς και κάποιον έμπορο, τον Γασπάρ Πλαθουέλα, γιατί του είπανε του τύραννου ότι είχε προστάξει να φυγαδεύσουν και να κρύψουν ένα του πλεούμενο που ερχότανε από το Σάντο Δομίνγκο φορτωμένο με εμπορεύματα. Είχανε σκοπό να τον σκοτώσουνε, επειδή όμως τελικά το πλοίο έφτασε στο νησί δεν το κάνανε. Κάποιοι από τους στρατιώτες που ζούσαν στο νησί, κι είχανε όρεξη για μπλεξίματα, ενώθηκαν με τους τυράννους αυτούς και τους βοηθούσαν να κατακλέβουνε και να καταστρέφουνε το νησί με αντάλλαγμα χρήματα. Του δώσανε την υπόσχεση ότι θα τον ακολουθήσουνε και θα τον βοηθήσουνε, και κάποιοι από δαύτους γίναν καλύτεροι κι από φίλοι του. Αυτοί του μαρτύρησαν πού είχανε κρυμμένα αγαθά οι πάροικοι γιατί ήταν ντότιιοι κι ήτανε δύσκολο να κρυφτούν απ' αυτούς. Οι ίδιοι του δώσανε πληροφορίες για ένα μεγάλο πλοίο εφοδιασμένο με κανόνια που ήτανε αραγμένο στην απέναντι στεριά και το 'χε κάποιος Φρανθίσκο Μοντεσίνος, προβιντσιάλης του τάγματος των δομινικανών, που βρισκότανε εκεί με κάμποσους άντρες και είχε εποικίσει ένα χωριό στο Μαρακαπάνα"^^, φροντίζοντας για τον προσηλυτισμό των ινδιάνων με προσταγή της Μεγαλειότητάς Σας. Και του είπανε του τύραννου ότι θα μπορούσε εύκολα και με λιγοστούς άντρες να το κάνει δικό του. Δίχως να χάσει καιρό ο τύραννος έστειλε έναν διοικητή του. 42. Χωριό του Νέου Βασιλείου της Γρανάδας, στην ακτή της Καραϊβικής. 179
ονόματι Πέδρο ντε Μονγκία, μαζί με δεκαοχτώ άντρες να πάει να αρπάξει το πλοίο αυτό, και πήρανε για οδηγό έναν ντόπιο νέγρο που ήξερε καλά τα παράκτια εκείνα. Στο δρόμο τους συναπάντησαν το πλοίο του Πλαθουέλα που ήτανε φυλακισμένος και το κατέλαβαν, και κάποιος Πορτογάλος, ο Κάστο Διέγο Ερνάντεθ μαζί με τέσσερις στρατιώτες ανέβηκε στο πλοίο και το πήγε στον τύραννο ενώ ο Μονγκία με δεκατέσσερις μόνο άντρες συνέχισε το ταξίδι του. Έδωσε προσταγή ο τύραννος στους παροίκους του νησιού να του μαζέψουνε γρήγορα εξακόσια κριάρια και κάμποσα μοσχάρια καθώς και κασάμπι και καλαμπόκι, για να τα πάρει μαζί του, κι ανέθεσε στον καθένα να του φέρει μια συγκεκριμένη ποσότητα. Μοίρασε κι όλους τους άντρες του στα σπίτια των παροίκων και τους υποχρέωσε να τους ταΐζουν. Τη μέρα τρώγανε στα σπίτια και μένανε εκεί πέρα, ενώ ο ίδιος έτρωγε μαζί με όλη τη φρουρά του στο οχυρό. Αλλά σαν έπεφτε η νύχτα κοιμόντουσαν όλοι μαζί σε μια πλατεία του οχυρού που ήταν σιμά στη θάλασσα, ενώ ο τύραννος με τη φρουρά του κοιμόταν μέσα στο οχυρό. Την επομένη, πρόσταξε να κρεμάσουνε δίχως εξομολόγηση κάποιον Ενρίκεθ ντε Ορεγιάνα, που ήταν διοικητής πολεμοφοδίων, γιατί είχε τσακωθεί μαζί του και επειδή λέγανε ότι είχε μεθύσει τη μέρα που μπήκανε στο νησί και το πόστο του το έδωσε στον Αντόν Λιαμόσο, τον λοχία του. Είχε πάντα γύρω του πολλούς φρουρούς και τα βράδια φύλαγαν στο χωριό και στους δρόμους πολλές σκοπιές και περίπολοι, πεζοί και καβαλαραίοι, για να μην μπορεί ούτε να μπει ούτε και να βγει κανένας δίχως να το γνωρίζει ο ίδιος. Έβγαλε ένα λόγο στους παροίκους του νησιού, προειδοποιώντας τους να μην προσπαθήσουν να το σκάσουν, γιατί δεν είχε σκοπό να τους κάνει κακό. Τους υποσχέθηκε ότι θα τους πλήρωνε για τα αγαθά που τους είχαν αρπάξει καθώς και για όσα θα τους έπαιρναν στο μέλλον. Και ρώτησε πόσο πουλούσαν τις κότες και τα άλλα ζώα κι όταν του είπανε ότι οι κότες έκαναν δυο ρεάλια τους αποκρίθηκε πως ήτανε πολύ φθηνές κι ότι έπρεπε να τις πουλάνε τρία. Και τους είπε ότι τα υπόλοιπα ζώα και τα αγαθά θα τους τα πλήρωναν σε μεγαλύτερη τιμή απ' όσο έκαναν συνήθως. Κι έτσι όταν αγόραζε κάτι δεν ξόδευε χρόνο για να κάνει παζάρια, παρά υποσχόταν να 180
πληρώσει όσα του ζητούσαν, γιατί στην πραγματικότητα δεν είχε σκοπό να πληρώσει, ήθελε μόνο να τους καθησυχάσει. Αφού ξεμπάρκαρε ο τύραννος σε τούτο το νησί, το έσκασαν εκείνη την ίδια νύχτα πέντε στρατιώτες, πιστοί στην υπηρεσία της Μεγαλειότητάς Σας, που τα ονόματά τους ήτανε Γκονθάλο ντε Θουνίγα, Φρανθίσκο Βάθκεθ, Χουάν ντε Βιγιατόρο, Πεδράριας ντε Αλμέστο και Kαστíγιo'^^ Ο τύραννος εξοργίστηκε πολύ μ' αυτό, κι άρχισε να κακομεταχειρίζεται και να απειλεί τον Δον Χουάν, τον κυβερνήτη που τον είχε αιχμάλωτο, και τους παροίκους του νησιού, κατηγορώντας τους πως εκείνοι είχανε κρύψει τους στρατιώτες εκείνους, και πως αν αυτοί δεν τον ήθελαν, οι στρατιώτες δε θα μπορούσαν να κρυφτούν, γιατί οι πάροικοι το 'ξεραν το νησί απ' άκρο σ' άκρο. Κι υποσχέθηκε να δώσει διακόσια πέσος για καθέναν από τους στρατιώτες αυτούς που θα του φέρνανε, κι έδωσε κι άλλες ψεύτικες υποσχέσεις. Στο αναμεταξύ, τρεις μέρες αφότου έφτασαν στο νησί, πληγώθηκε ένας απ' αυτούς, ονόματι Πεδράριας ντε Αλμέστο ο οποίος, όταν μαθεύτηκε ότι πήγαιναν να καταλάβουν το νησί, για να μην συμμετέχει στην κατάληψη του νησιού μαζί με τους υπόλοιπους, το έσκασε και κρύφτηκε σ' ένα βουνό. Βλέποντας όμως ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει από πουθενά, δεν είχε άλλη διέξοδο από το να γυρίσει στο χωριό και να πει ότι δεν βρισκόταν ανάμεσά τους επειδή είχε πληγωθεί. Μόλις το 'μαθε ο τύραννος, έστειλε κάποιον λοχαγό του, ονόματι..., να τον βρει και τον πρόσταξε όπου κι αν τον έβρισκε να τον σκοτώσει. Εκείνος όταν τον βρήκε κι είδε ότι ήταν λαβωμένος, πίστεψε τα όσα του είπε ο Πεδράριας, και προς το παρόν δεν τον σκότωσε παρά τον ανέβασε στ' άλογό του και τον πήγε στον τύραννο που ήταν έτοιμος να διατάξει να τον σκοτώσουν. Στο τέλος όμως, έστερξε ο Κύριος και τον άφησε ελεύθερο αφού τον απείλησε λέγοντάς του πως αυτή τη φορά τη γλίτωσε αλλά από δω και στο εξής έπρεπε να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα. Ύστερα ο τύραννος προσπάθησε να πείσει τους παροίκους να του φέρουνε τους άλλους τέσσερις στρατιώτες που ανέφερα παραπάνω. Κάποιοι πάροικοι του νησιού αυτού, κινημένοι είτε από απλη43. Στο κείμενο του Βάθκεθ δεν αναφέρεται το όνομα του Πεδράριας ντε Αλμέστο, ούτε συμπεριλαμβάνεται και η παρακάτω παράγραφος που αναφέρεται σ' αυτόν. 181
στία για την αμοιβή είτε από τις ικεσίες του Δον Χουάν του κυβερνήτη τους, που ήτανε φυλακισμένος και φοβόταν ότι θα τον σκότωναν, και για το καλό της πατρίδας τους, που ο τύραννος απειλούσε ότι θα την κατέστρεφε, πήγανε να ψάξουν να τους βρούνε, άλλοι από δω κι άλλοι από κει, κι είχανε μαζί τους φιρμάνια υπογεγραμμένα από τον κυβερνήτη για να τους συλλάβουνε και να τους πάνε κουβαλητούς στον τύραννο. Κι επειδή βάλανε τα δυνατά τους, βρήκανε δυο απ' αυτούς, τον Καστίγιο και τον Βιγιατόρο, και τους κουβάλησαν αιχμάλωτους μπροστά στον τύραννο κι εκείνος πρόσταξε να τους κρεμάσουνε από τον πάσσαλο της πλατείας δίχως εξομολόγηση. Αυτό αποτέλεσε κακό προηγούμενο, γιατί πολλοί στρατιώτες που ακολουθούσαν τους τυράννους παρά τη θέλησή τους κι είχαν μεγάλη λαχτάρα να το σκάσουνε, δεν αποτόλμησαν να το επιχειρήσουν γιατί δεν ξέρανε τα κατατόπια, είδανε δε ότι οι πάροικοι των οποίων την βοήθεια σκέφτονταν να ζητήσουν, έψαχναν να βρουν και να συλλάβουν τους φυγάδες. Τον Φρανθίσκο Βάσκεθ και τον Γκονθάλο ντε Θουνίγια, παρ' όλο που τους αναζήτησαν επισταμένως, ποτέ δεν μπόρεσαν να τους βρούνε γιατί τους συνέδραμε ο Κύριος και ξέφυγαν. Την ημέρα εκείνη πρόσταξε ο τύραννος κάποιους έμπιστούς του να σκοτώσουν έναν δομινικανό καλόγερο που είδε να περνάει από την πλατεία, αλλά στο τέλος αναγκάστηκε και τον άφησε να ζήσει μετά από παρακλήσεις των κατοίκων του νησιού. Έλεγε ο τύραννος αυτός ότι είχε δώσει υπόσχεση να μην αφήσει ζωντανό κανέναν καλόγερο από όσους θα συναπαντούσε, εκτός από εκείνους που ανήκαν στο τάγμα της Χάριτος, γιατί έλεγε ότι μονάχα εκείνοι δεν ανακατεύονταν στις δουλειές στις Ινδίες. Κι έλεγε ότι έπρεπε να σκοτώσουνε κι όλους τους προέδρους και τους δικαστικούς επιτρόπους του Στέμματος, τους επισκόπους κι αρχιεπισκόπους και κυβερνήτες, τους νομομαθείς και εισαγγελείς, που θα κατάφερναν να πιάσουνε, γιατί έλεγε ότι αυτοί και οι καλόγεροι ήτανε υπεύθυνοι για την καταστροφή των Ινδιών. Κι ότι έπρεπε να σκοτώσουνε κι όλες τις φαύλες γυναίκες, γιατί αυτές ήτανε η αιτία για μεγάλες συμφορές και σκάνδαλα σ' ολόκληρο τον κόσμο και εξαιτίας μια\Ί^ς από δαύτες, που είχε πάρει μαζί του ο κυβερνήτης Ορσούα βρήκαν τον θάνατο κι ο ίδιος και άλλοι πολλοί. Ύστερα πρό182
στάξε να κάψουνε και να καταστρέψουνε τα μπριγαντίνια με τα οποία είχανε φτάσει στο νησί, για να μην μπορέσει κανένας να ξεφύγει και πάει να ειδοποιήσει για τον ερχομό του, κι από την άλλη επειδή το είχε για δικό του το πλοίο του καλόγερου, αφού είχε στείλει τον διοικητή του, τον Μονγκία να το αρπάξει. Και επειδή ένας πάροικος του νησιού, ονόματι Αλόνσο Πέρεθ ντε Αγιλέρα, ξέφυγε απ' το χωριό, πήγε ο ίδιος ο τύραννος αυτοπροσώπως μαζί με πλήθος στρατιώτες, από τους μαρανιόνες αλλά κι από κείνους του νησιού που είχαν ενωθεί μαζί τους, και γκρεμίσανε την στέγη κι ολόκληρο το σπίτι του και κλέψανε όλο του το βιος και σκοτώσαν τα ζωντανά του. Πάνω στην έβδομη ή την όγδοη μέρα από τον ερχομό τους στο νησί, πρόσταξε να σκοτώσουν έναν δικό του διοικητή, έναν από τους καλύτερούς του φίλους, ονόματι Χουάνες ντε Ιτουριάγα, συμπατριώτη του Βάσκο, γιατί ήτανε τίμιος άνθρωπος και τον είχε φοβηθεί, επειδή, λέει, του είπανε ότι σύναζε φίλους και ότι συχνά έκανε το τραπέζι σε κάποιους στρατιώτες. Κι ενώ δειπνούσε ένα βράδυ με τους φίλους του στο κατάλυμά του, έφτασε ο στρατοπεδάρχης, ο Μαρτίν Πέρεθ, με μερικούς αρκεβουζιέρηδες κι όταν σηκώθηκε ο Ιτουριάγα από το τραπέζι για να τους υποδεχτεί, τον πυροβόλησαν με τα αρκεβούζια και έτσι πέθανε. Κι εκεί τον παρατήσανε εκείνη τη νύχτα και την άλλη μέρα το πρωί τον θάψανε με μεγάλες τιμές, με σημαίες και με ταμπούρλα που ηχούσαν πένθιμα. Κι επειδή ο τύραννος αυτός ήτανε κακός και διεστραμμένος, ήταν εχθρός των καλών και των ενάρετων. Και κατέληξε να σκοτώσει όλους τους αποδέλοιπους τίμιους ανθρώπους, λίγους λίγους, γιατί, επειδή αυτός περνούσε και φαινόταν για τίμιος άνθρωπος τους φοβόταν τους ανάλογους μ' αυτόν, και δεν θα συγκατατίθετο να παρεισφρύσει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσά τους. Ήτανε φίλος ανθρώπων φαύλων και κατωτέρας υποστάθμης, τους οποίους εμπιστευόταν και τους θεωρούσε έμπιστους φίλους του, επειδή πίστευε ότι άνθρωποι σαν κι αυτούς δεν είχανε ψυχή για να τον σκοτώσουνε κι ότι ανάμεσά τους θα ζούσε πιο ασφαλής. Τον περισσότερο καιρό η κυριότερη ασχολία του ήτανε να κάνει επιθεωρήσεις και να συντάσσει τους άντρες και να τους δείχνει πώς έπρεπε να πολεμάνε. Τους έλεγε ότι δεν έπρεπε να πολεμήσουν με κανέναν απ' όσους θα του επιτίθενταν, αν δεν ήταν ο 183
ίδιος o Βασιλιάς αυτοπροσώπως, κι ότι τους υπόλοιπους έπρεπε να τους κατατροπώνουνε με τεχνάσματα και τερτίπια, γιατί αυτός που καταλάβαινε απ' αυτά τα είχε σε μεγαλύτερη εκτίμηση. Περίμενε να φτάσει από στιγμή σε στιγμή ο διοικητής του ο Μονγκία, που τον είχε στείλει να αρπάξει το πλοίο του μοναχού, κι επειδή είδε πως αργούσε, το θεώρησε κακό σημάδι κι ήταν περίλυπος και απειλούσε με θάνατο όλους τους κατοίκους του νησιού κι έλεγε πως αν ο εν λόγω διοικητής κι οι στρατιώτες του ήτανε νεκροί ή είχανε πιαστεί αιχμάλωτοι, θα σκότωνε ακόμα και τα μωρά που θήλαζαν και θα ρήμαζε τον τόπο και για να πάρει εκδίκηση έπρεπε να σκοτώσουν χίλιους καλογήρους. Τότε του ήρθε μαντάτο ότι φάνηκε το καράβι του καλόγερου, μα δεν μπορούσε να ξέρει ποιος το κουμαντάριζε, κι ήτανε μεσ' στην αμφιβολία ίσαμε που, από έναν νέγρο που 'χε έρθει με μια πιρόγα από το Μαρακαπάνα, μαθεύτηκε με σιγουριά ότι ο διοικητής Μονγκία κι όσοι στρατιώτες ήτανε μαζί του είχανε όλοι μπει και πάλι στην υπηρεσία της Μεγαλειότητάς Σας. Μόλις πληροφορήθηκε ο καλόγερος τον ερχομό του τύραννου και όσα είχε κατά νου να κάνει, κίνησε με το πλοίο του μαζί με τους άντρες αυτούς, και με όσους άλλους είχε, να έρθει να τον καταστρέψει και να τον πολεμήσει. Ο τύραννος, μόλις τ' άκουσε αυτά μάνισε κι άφρισε και ξεστόμιζε μεγάλες απειλές ενάντια στον καλόγερο και τους στρατιώτες αυτούς και τους κατοίκους του νησιού, και πρόσταξε να τους συλλάβουν όλους, μαζί με τις γυναίκες τους και να τους πάνε στο οχυρό. Έδωσε διαταγή για αυστηρότερο περιορισμό του Δον Χουάν, του κυβερνήτη, και του Μανουέλ Ροδρίγεθ, του δήμαρχου και των υπόλοιπων παροίκων, που ήταν έγκλειστοι. Και τους μιλούσε σε όλους μ' άσχημα λόγια κι έλεγε ότι έπρεπε να τρέξει ποτάμι το αίμα των παροίκων στην πλατεία της Μαργαρίτα. Κι ύστερα πρόσταξε τους στρατιώτες του να πάρουνε τ' άλογα που είχαν αρπάξει από τους παροίκους και να πιάσουνε ορισμένα σημεία στη διαδρομή από το χωριό ίσαμε ένα λιμάνι του νησιού που το λέγανε Πούντα δε λας Πιέδρας,· όπου του είχανε μηνύσει ότι θα ξεμπάρκαρε ο καλόγερος. Ξανάδωσε το πόστο του λοχαγού στον Αλόνσο ντε Βιλιένα, που είχε το αξίωμα αυτό τον καιρό που ήταν ηγεμόνας ο Γκουθμάν, και του το είχε αφαιρέσει, όπως έχουμε αναφέρει παραπάνω. 184
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΔΟΝ ΧΟΥΑΝ ΝΤΕ ΒΙΛΙΑΝΤΡΑΝΤΟ / • 1 να Σάββατο, κατά το μεσημέρι, τον ειδοποίησαν ότι το w ^ καράβι του Προβιντσιάλη είχε πιάσει στο λιμάνι αυτό, Μ Jxo Πούντα ντε λας Πιέδρας, που βρίσκεται σε απόσταση πέντε λεύγες από το χωριό. Και του μηνύσανε πως κουβαλούσε πολλούς ποί^μιστές μαζί με ινδιάνους οπλισμένους με βέλη. Τότε, ο απάνθρωπος ο τύραννος, μ' οργή μεγάλη και θυμό, άρχισε να βλαστημάει τα Θεία και τους Αγίους. Κι έδειχνε στους στρατιώτες του ότι ήταν περήφανος γι' αυτούς, προετοιμάζοντας τους να πολεμήσουν με τον καλόγερο, γιατί πίστευε ότι έφερνε μαζί του πολλούς άντρες. Και με τον φόβο αυτό και για να γίνει περισσότερο αρεστός στους στρατιώτες του και να μην αποτολμήσουν να αυτομολήσουν και να πάνε με το μέρος του καλόγερου, λέγοντας «μεταξύ εχθρών, οι ολιγότερο εχθροί», πρόσταξε να κατεβάσουνε σε ένα μπουντρούμι που υπήρχε στο οχυρό εκείνο, τον κυβερνήτη και τον Μανουέλ Ροδρίγεθ, τον δήμαρχο, και κάποιον Κόσμε ντε Λεόν, δικαστικό αρχικλητήρα, καθώς και κάποιον Κάθερες, δημοτικό σύμβουλο, κι έναν άλλον, τον Χουάν Ροδρίγεθ, υπηρέτη του κυβερνήτη, που ήταν όλοι τους έγκλειστοι. Βλέποντάς τους ο τύραννος περίλυπους, για να τους παρηγορήσει τους είπε ότι δεν έπρεπε να θλίβονται μήτε και να φοβούνται, γιατί τους έδινε υπόσχεση καθώς και τον λόγο του πως ακόμα κι αν ο καλόγερος έφερνε πιότερους στρατιώτες κι απ' τα μεγάλα γαϊδουράγκαθα και τα δέντρα που υπήρχαν στην Μαργαρίτα, γιατί δεν φυτρώνει και τίποτα άλλο σ' αυτό το νησί, ακόμα κι αν πεθαίνανε όλοι του οι στρατιώτες κανένας από αυτούς δεν θα έβρισκε το θάνατο. Κι ότι έπρεπε να μείνουν ήσυχοι γιατί τους το υποσχόταν ο ίδιος. Και μ' αυτά 185
τα λόγια που τους είπε παρηγορήθηκαν λίγο κι ευχαριστήθηκαν. Όμως ο τύραννος αυτός είχε το συνήθειο, σύμφωνα με τον φαύλο του βίο και την πολιτεία του, να μην κρατάει ποτέ τον λόγο του, παρά μόνο από θαύμα, κι όταν μιλούσε καθησυχαστικά σε κάποιον, τότε αυτό σήμαινε πως ήθελε να τον σκοτώσει ή να τον βλάψει, όπως κι έγινε κι εκείνη την ημέρα. Μόλις νύχτωσε, πρόσταξε να πάνε σπίτια τους οι πάροικοι του νησιού μαζί με τις γυναίκες τους που είχε φυλακίσει για να μην αντιληφθούν αυτό που είχανε κατά νου να πράξουνε. Κι αφού φύγανε όλοι κι είχε προχωρήσει η νύχτα κάποιος Φρανθίσκο ντε Καριόν μαζί με άλλους στρατιώτες και νέγρους με σχοινιά και γκαρότες πήγανε εκεί που ήτανε φυλακισμένοι ο κυβερνήτης κι όλοι όσοι αναφέραμε παραπάνω πως ήτανε μαζί του. Και πήγανε πρώτα στον κυβερνήτη και του είπανε να εναποθέσει τις ελπίδες του στον Θεό γιατί επρόκειτο να πεθάνει. Τότε εκείνος εξανέστη κι απόρησε πώς μπορούσε να γίνει αυτό αφού ο κυβερνήτης ο Λόπε ντε Αγκίρε μόλις τους είχε δώσει τον λόγο του ότι δεν θα τους σκότωνε. Τότε ο δικαστικός αρχικλητήρας κι οι στρατιώτες του αποκρίθηκαν ότι, παρ' όλα αυτά, έπρεπε να πεθάνουν. Και σκότωσαν με γκαρότα τον κυβερνήτη, κι ύστερα απ' αυτόν τον Μανουέλ Φερνάντεθ, τον δήμαρχο, και τον Κόσμε ντε Λεόν, τον δικαστικό αρχικλητήρα, καθώς και τον Χουάν Ροδρίγεθ και στη συνέχεια τον Κάθερες, τον δημοτικό σύμβουλο που ήταν ένας γέρος μονόχειρας και παράλυτος. Κι αφού πεθάνανε κι οι πέντε τους, τους σκέπασαν με ένα ψαθί για να μην τους δει κανένας. Γύρω στα μεσάνυχτα σύνοίξε ο τύραννος τους στρατιώτες του και τους έφερε μέσα στο οχυρό με τα κεριά αναμμένα. Πρόσταξε να ξεσκεπάσουν τα μακελεμένα πτώματα και δείχνοντάς τους τούς σκοτωμένους τους είπε: «Κοιτάξτε, μαρανιόνες, τα κατορθώματά σας. Πέρα από το προηγούμενο κακό και τη ζημιά που κάνατε στον ποταμό Μαρανιόν σκοτώνοντας τον κυβερνήτη σας τον Πέδρο ντε Ορσούα και τον υπασπιστή του τον Δον Χουάν ντε Βάργκας, καθώς κι άλλους πολλούς, κι ορκίσατε κι ανακηρύξατε ηγεμόνα σας τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν και το υπογράψατε με τ' όνομά σας, σκοτώσατε σε τούτο δω το νησί τον κυβερνήτη του και τους δημάρχους και τους δικαστές που, νάτοί εδώ πέρα είναι. Γι' αυτό, από δω και πέρα, ας κοιτάξει ο καθένας 186
τον εαυτό του κι ας αγωνιστεί για την ζωή του, γιατί δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο που να μπορέσετε να ζήσετε ασφαλείς παρά μόνο στο πλευρό μου, μετά από τέτοια εγκλήματα που κάνατε». Ύστερα πρόσταξε ν' ανοίξουν δυο λάκκους μέσα στην ίδια την αίθουσα κι εκεί τους θάψανε. Κι ύστερα, την ίδια ώρα, κίνησε ο αχρείος ο τύραννος να πάει μαζί με ογδόντα αρκεβουζιέρηδες στο Πούντα ντε λας Πιέδρας να συναντήσει τον καλόγερο, κι έμεινε ο στρατοπεδάρχης, ο Μαρτίν Πέρεθ στο χωριό να φυλάει τους φυλακισμένους. Κι ο στρατοπεδάρχης αυτός έστησε μεγάλο φαγοπότι την ημέρα εκείνη στο οχυρό με τρομπέτες και χαρές και πανηγύρια. Όταν πια έφτασε ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε με τους ογδόντα του στρατιώτες στο Πούντα ντε λας Πιέδρας, είδε ότι το πλοίο του καλόγερου τραβούσε ήδη μ' ανοιχτά πανιά κατά το χωριό. Τότε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πισωγύρισε κι έφτασε στο χωριό την ίδια Κυριακή το απόγευμα όπου μεγάλη υποδοχή του κάνανε με χαιρετιστήριες ομοβροντίες ο στρατοπεδάρχης του κι οι στρατιώτες που είχανε μείνει μαζί του. Τότε, ένας διοικητής του, ονόματι Κριστόμπαλ Γκαρθία, που ήταν καλαφάτης όπως το έχουμε αναφέρει, είτε από φθόνο είτε από κακοβουλία είτε ακόμα επειδή ίσως και να 'ταν αλήθεια, είπε πως ο στρατοπεδάρχης σύναζε άντρες για να τον σκοτώσει και να ξεσηκώσει τους άντρες, να πάρει τα πλοία και να φύγει για τη Γαλλία. Κι ότι είχε φάει εκείνη τη μέρα μαζί με τους συνωμότες στο οχυρό με γιορτές και πανηγύρια. Κι έφερε ως μάρτυρα κι ένα παλικάρι, υπηρέτη του, που είπε ότι είχε δει τη σύναξη κι είχε πάρει είδηση τη συμφωνία κι ότι όλα είχανε γίνει όπως του είχε πει ο αυθέντης του. Τότε, ο απάνθρωπος ο τύραννος αποφάσισε να σκοτώσει τον στρατοπεδάρχη. Έστειλε λοιπόν να τον φωνάξουνε να 'ρθει στο κατάλυμά του και πρόσταξε έναν έμπιστο φίλο του από την φρουρά του ονόματι Τσάβες μόλις μπει από την πόρτα να τον σκοτώσει με το αρκεβούζιο. Όταν έφτασε ο στρατοπεδάρχης, ανυποψίαστος για το τι επρόκειτο να συμβεί δίχως να φυλάγεται, τον σίμωσε ο Τσάβες από πίσω και τον πυροβόλησε με το αρκεβούζιο και τον πλήγωσε βαριά. Ύστερα ρίχτηκαν πάνω του κι άλλοι φίλοι του τύραννου, που ήτανε ειδοποιημένοι, με μαχαίρια και δόρατα και του κατάφεραν πλήθος λαβωματιές. Ο στρατοπεδάρχης, που ένιω187
σε ότι ήτανε βαριά λαβωμένος, πάσχιζε να ξεφύγει τρέχοντας εδώ κι εκεί στο οχυρό, ζητώντας να εξομολογηθεί και φωνάζοντας τον γενικό διοικητή. Τότε ο Τσάβες τον αποκεφάλισε με μια σπάθα κι έτσι τον αποτέλειωσαν. Τόσος ήταν ο θόρυβος και η φασαρία που έγινε όταν σκότωσαν τον στρατοπεδάρχη αυτόν μέσα στο οχυρό που οι γυναίκες κι οι πάροικοι του νησιού που ήταν έγκλειστοι μέσ' το οχυρό, νομίσανε πως θέλανε να τους σκοτώσουνε όλους τους, κι ιδιαίτερα τις γυναίκες. Αλλες χωθήκανε κάτω από τα κρεβάτια κι άλλες κρύφτηκαν πίσω από τις πόρτες και στις γωνιές. Κάποια Μαρίνα ντε Τρουχίλιο, γυναίκα του Ερνάντο ντε Ριβέρος, ρίχτηκε στον δρόμο από ένα παράθυρο του οχυρού και χτύπησε πολύ, μα απ' το φόβο της δεν το ένιωσε κι έτρεξε να κρυφτεί. Από τις επάλξεις του οχυρού ττήδηξαν κάποιος Αομίνγκο Λόπεθ κι ένας άλλος, ο Πέδρο ντε Ανγκούλο, πάροικοι του νησιού, που μείναν αλώβητοι και τρέξανε να καταφύγουν στο βουνό. Ο τύραννος εμφανίστηκε σ' ένα παράθυρο του οχυρού κι από κει είπε στον κόσμο που είχε συναχτεί ανάστατος στην πλατεία, πως δεν είχανε ιδέα τι ήταν εκείνη η φασαρία μέσα στο οχυρό και είπε σε όλους ότι είχε σκοτώσει τον Μαρτίν Πέρεθ, τον στρατοπεδάρχη του, γιατί αυτός σχεδίαζε να τον σκοτώσει τον ίδιο, κι έτσι τους ηρέμησε. Στο αναμεταξύ, ο στρατοπεδάρχης κειτόταν πεθαμένος στο πάτωμα και από τις πολλές πληγές που είχε στο κεφάλι του μνήσκανε τα μυαλά του και κυλούσε το αίμα. Παρών ήταν κι ο διοικητής των πολεμοφοδίων, προσκείμενος στον τύραννο, ονόματι Αντόν Αιαμόσο, που ήτανε ένας απ' αυτούς που είχανε πει στον τύραννο ότι συνωμοτούσαν μαζί με τον στρατοπεδάρχη για να τον σκοτώσουνε. Τότε απευθύνθηκε σ' αυτόν ο τύραννος και του είπε: «Κι εσύ, υιέ μου, Αντόν Αιαμόσο, λένε πως κι εσύ είχες κατά νου να σκοτώσεις τον πατέρα σου». Εκείνος το αρνήθηκε με μεγάλα λόγια και με όρκους, κι επειδή πίστεψε ότι θα τον ικανοποιούσε περισσότερο, ρίχτηκε πάνω στο κορμί του στρατοπεδάρχη, μπροστά σε όλους και ξάπλωσε πάνω του και του έγλειφε τα αίματα που έτρεχαν από τις πληγές στο κεφάλι του, και πάνω στη φόρα του έγλειψε και λίγα μυαλά, λέγοντας: «Σε τούτον τον προδότη αξίζει να του πιούμε το αίμα», πράγμα που προκάλεσε τον θαυμασμό όλων. Ύστερα απ' αυτά αφαί188
ρεσε o τύραννος την διοίκηση της φρουράς του από κάποιον Νικολάς ντε Σοσάγια, γιατί είχε υποψίες πως ήτανε κι εκείνος συνωμότης μαζί με τον στρατοπεδάρχη, και την ανέθεσε σε άλλον, κάποιον Ρομπέρτο ντε Σοσάγια, μπαρμπέρη και πολύ στενό του φίλο. Πρόσταξε ο τύραννος να πάνε σπίτια τους όλοι οι πάροικοι του νησιού που ήταν έγκλειστοι μαζί με τις γυναίκες τους, κι από δω και στο εξής να ζήσουν ήσυχοι, δίχως φόβο, γιατί είχαν τελειώσει πλέον οι σκοτωμοί και οι αγριότητες, αφού υπεύθυνος και αιτία για όλα αυτά ήταν ο στρατοπεδάρχης του που ήταν πλέον νεκρός. Πράγμα που ήταν ψέματα, γιατί ο στρατοπεδάρχης δεν έκανε τίποτα άλλο από το να εκτελεί τις δικές του διαταγές, και θα είχε σκοτώσει πολύ περισσότερους αλλά ο στρατοπεδάρχης τον εμπόδιζε και τον εκλιπαρούσε να μην κάνει τόσους σκοτωμούς. Αφού γίνανε τα όσα είπαμε, μια Τρίτη γύρω στο πρωί έφτασε το πλοίο του Προβιντσιάλη στο χωριό κι αγκυροβόλησε στο λιμάνι σε απόσταση μισή λεύγα περίπου από το οχυρό. Μόλις το είδε ο τύραννος αγκυροβολημένο, έδωκε προσταγή στους άντρες του να συνταχτούν και με πέντε μπρούτζινα κανόνια κι ένα σιδερένιο που είχανε βρει στο νησί, κίνησαν και πήγανε στην ακτή, γιατί πίστευε πως είχαν πρόθεση να ξεμπαρκάρουν στη στεριά. Κι ήτανε απ' τη μια ο τύραννος κι οι στρατιώτες του στη στεριά κι απ' την άλλη οι άντρες του καλόγερου μέσα σε πιρόγες στις οποίες είχανε ανέβει για να δείξουν ότι θέλανε να κατέβουν στην στεριά, και φώναζαν οι μεν τους δε προδότες και λέγανε κι άλλα πολλά προσβλητικά λόγια, αλλά ποτέ δεν ξεμπαρκάρανε. Κι έτσι περάσανε ολόκληρη τη μέρα στο λιμάνι, με τα βασιλικά εμβλήματα υψωμένα στο καράβι, κι όταν είδε ο τύραννος ότι δεν είχαν σκοπό να ξεμπαρκάρουνε στη στεριά, γύρισε με τους άντρες του στο οχυρό, κι εκεί έπιασε κι έγραψε μια γραφή στον Προβιντσιάλη αυτόν, όπου του έλεγε τα εξής: ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΤΥΡΑΝΝΟΥ «Εξοχότατε και σεβασμιότατε κύριε: πολύ θα θέλαμε να κάνουμε στην αυθεντία σας υποδοχή μετά βαΐων 189
και κλάδων αντί για αρκεβούζια και πυροβολισμούς, γιατί μας έχουνε πει σ' αυτόν εδώ τον τόπο ότι είστε καθ' όλα γενναιόδωρος και με το παραπάνω. Κι είναι αλήθεια, απ' όσα είδαμε σήμερα, που ξεπερνούν τα λεγόμενα, γιατί κανείς δεν είναι τόσο φίλος των όπλων και των στρατιωτικών, όσον η αυθεντία σας, πράγμα που το διαπιστώσαμε βλέποντας σε τι ύψη ανδρείας και μεγαλοσύνης ανήλθαν οι αρχηγοί μας με τη σπάθη ανά χείρας. Δεν πρόκειται να αρνηθώ, όπως δεν πρόκειται να κάμουν κι όλοι αυτοί οι κύριοι που βρίσκονται εδώ πέρα, ότι ξεκινήσαμε από το Πιρού για να πάμε στον ποταμό Μαρανιόν να κάνουμε εξερευνήσεις και να αποικίσουμε τον τόπο, άλλοι από μας γεροί κι άλλοι ανάπηροι, εξαιτίας των πολλών κακουχιών που τραβήξαμε στο Πιρού. Κι είναι αλήθεια ότι αν βρίσκαμε κάποιο τόπο, όσο άθλιος κι αν ήταν, θα σταματούσαμε εκεί πέρα για να ξεκουράσουμε αυτά τα θλιβερά κορμιά που έχουνε περισσότερα ράμματα κι από τα ρούχα των προσκυνητών. Επειδή όμως δεν βρήκαμε όλα αυτά που είπα και εξαιτίας των πλείστων κακουχιών που περάσαμε, καταλάβαμε ότι είμαστε ζωντανοί μόνο από κάποιο θαύμα, γιατί ήταν πολλές οι φορές που ο ποταμός κι η θάλασσα και η πείνα μας απείλησαν με θάνατο. Έτσι, όσοι έχουν στραφεί εναντίον μας ας έχουνε κατά νου ότι βάλθηκαν να πολεμήσουνε με πνεύματα ανθρώπων πεθαμένων. Οι στρατιώτες της εκλαμπρότητάς σας μας αποκαλούν προδότες. Πρέπει να τους τιμωρήσετε, για να μην ξεστομίζουν τέτοια λόγια, γιατί το να στρέφεται κανείς ενάντια στον Δον Φελίπε, τον Βασιλιά της Καστίλλης, δεν είναι παρά ίδιον ανδρών γενναίων και με μεγάλη ψυχή. Γιατί αν εμείς είχαμε κάποιο επάγγελμα, έστω και ταπεινό θα επιλέγαμε τη ζωή. Η μοίρα όμως μας όρισε να μην γνωρίζουμε τίποτα παρεκτός να φτιάχνουμε σφαίρες και να ρίχνουμε δόρατα, κι αυτό είναι το νόμισμα που περνάει εδώ πέρα. Αν έχετε ακόμα ανάγκη από τέτοιου είδους μονέδα, έχουμε μπόλικη. Θα 'θελα να δώσω στην αυθεντία σας να καταλάβει πόσα πολλά μας οφείλει το Πιρού και πόσο μεγάλο δίκιο έχουμε για να κάνουμε τα όσα κάνουμε, μα νομίζω πως αυτό είναι 190
αδύνατο. Γι' αυτό και δεν θα αναφέρω τίποτα. Αύριο, αν είναι θέλημα Θεού θα στείλω στην εκλαμπρότητά σας όλα τα επίσημα έγγραφα για τις διοιιαιτικές πράξεις που συνήφθησαν μεταξύ μας, με την ελεύθερη θέληση του καθενός. Και τα λέω αυτά, σκεφτόμενος ποια δικαιολογία σκοπεύουν να προβάλουν αυτοί οι κύριοι που βρίσκονται μαζί σας για το ότι όρκισαν τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν Βασιλέα τους κι αποσχίσθηκαν από τα βασίλεια της Ισπανίας, και στασίασαν και επαναστάτησαν σε ένα χωριό και ττήρανε τη δικαιοσύνη στα χέρια τους και τους ξαρμάτωσαν κι εκείνους κι άλλους πολλούς ιδιώτες και τους κλέψανε τα υπάρχοντά τους. Και πάνω απ' όλους ο Αλόνσο Αριας, λοχίας του Δον Φερνάντο κι ο Ροδρίγο Γκουτιέρεθ, ευγενής στην υπηρεσία του. Όσο για τους υπόλοιπους, δεν χρειάζεται καν να τους αναφέρω γιατί είναι σκύβαλα. Ούτε και τον Αλόνσο Αριας θα κατονόμαζα, αν δεν ήτανε πολύ καλός στο να φτιάχνει ξάρτια. Ο Ροδρίγο Γκουτιέρεθ είναι αλήθεια πως είναι τίμιος άνθρωπος, αν δεν θωρούσε πάντα καταγής, που είναι σημάδι μεγάλου προδότη. Κι αν κατά τύχη εμφανίστηκε εκεί πέρα κάποιος Γκονθάλο ντε Θουνίγα, ένας σμιχτοφρύδης παπάς απ' τη Σεβίλλη, να ξέρει η αυθεντία σας πως είναι άνθρωπος ποταπός κι ιδού τα κατορθώματά του: ήτανε μαζί με τον Αλβάρο ντε Ογιόν στο Ποπαγιάν στον ξεσηκωμό και την εξέγερση ενάντια στην μεγαλειότητά σας κι όταν έφτασε η ώρα της μάχης παράτησε τον διοικητή του και το 'σκάσε. Κι αφού τη γλίτωσε από κει, συμμετείχε σε μια εξέγερση στο Πιρού στην πόλη του Σαντ Μιγέλ ντε Πιούρα, μαζί με κάποιον ντε Σίλβα, και κλέψανε το χρηματοκιβώτιο του Βασιλιά, σκοτώσανε τον δικαστή και το 'σκάσε και πάλι. Είναι άνθρωπος που όσο υπάρχει φαΐ είναι φιλότιμος μα μόλις έρθει η ώρα της μάχης το βάζει πάντα στα πόδια, αν και οι υπογραφές του δεν μπορούν να το σκάσουν. Για έναν μόνο λυπάμαι που δεν βρίσκεται μαζί μου, για τον Σαλγέρο, που μεγάλη ανάγκη τον είχαμε για να μας φυλάει το κοπάδι, κι αυτό γιατί ξέρει πολύ καλά από τέτοια. Του καλού μου του φίλου του Μιμπρένιο καθώς και του Αντόν Πέρεθ και 191
του Αντρές Δίαθ τους ασπάζομαι την χείρα. Τον δε Μονγκία και τον Αρτεάγα, ας τους συγχωρέσει ο Θεός, γιατί αν είναι ακόμα ζωντανοί, το θεωρώ αδιανόητο το ότι με έχουν απαρνηθεί. Παρακαλώ την αυθεντία σας να με πληροφορήσει για το αν είναι πεθαμένοι ή ζωντανοί, αν και θα επιθυμούσαμε να ήμασταν όλοι μαζί, έχοντας για πατέρα και αφέντη μας την αυθεντία σας. Γιατί, αφού πιστέψει κανείς στον Θεό, εκείνος που δεν είναι καλύτερος από τον άλλον δεν αξίζει τίποτα. Και συμβουλεύω την αυθεντία σας να μην πάει στο Σάντο Αομίνγκο, γιατί είναι σίγουρο ότι θα σας αφαιρέσουν το αξίωμα που κατέχετε και ως προς αυτό: ή καίσαρ ή τίποτα. Παρακαλώ την αυθεντία σας να μου στείλει γραπτή απάντηση κι αν προτιμάτε, ας αρχίσει η μάχη. Γιατί τους προδότες θα τους τιμωρήσει ο Θεός και τους πιστούς θα τους αναστήσει ο Βασιλέας, αν και ίσαμε τώρα δεν έχουμε δει τον Βασιλέα να ανασταίνει κανέναν, ούτε να χαρίζει ζωή ούτε να γιατρεύει πληγές. Ας φυλάει ο Κύριος την εκλαμπρότατη και σεβασμιότατη μεγαλειότητά σας και ας της χαρίζει αξιοσύνη. Από το οχυρό μας της νήσου Μαργαρίτας. Ασπάζεται τη χείρα της αυθεντίας σας, ο ταπεινός σας υπηρέτης. Λόπε ντε Αγκίρε » Στο γράμμα τούτο αποκρίθηκε ο Προβιντσιάλης, μα δεν μου ήταν βολετό να μεταφέρω την απάντησή του εδώ, εκτός του ότι, εν ολίγοις, του έλεγε ότι ο Μονγκία και ο Αρτεάγα ήταν καλά κι ότι ήταν πιστοί υπηρέτες του Βασιλέα, κι ότι κι εκείνοι κι οι άλλοι όλοι είχανε τεθεί στην υπηρεσία του κι ήταν πιστοί υπήκοοί του. Κι ότι τον παρακαλούσε στο όνομα του Θεού να πάψει πλέον να κάνει κακό στο νησί και κυρίως να μην ατιμάσει τους ναούς και τις γυναίκες. Κατά το απόγευμα, ο Προβιντσιάλης επέστρεψε στο Μαρακαπάνα, και δίχως να κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να εμφανιστεί από τη θάλασσα, έκαμε πιότερο κακό παρά καλό γιατί ειπώθηκε ότι, αν δεν είχε έρθει, δεν θα σκότωνε ο τύραννος ο Δον Χουάν τον κυβερνήτη ούτε και τους 192
υπόλοιπους που σκότωσε. Κι εφόσον είχε έρθει, αν ξεμπάρκαρε στη στεριά παρ' όλο που ήταν μακριά απ' το χωριό κι ενωνόταν με τους πάροικους του νησιού, που πολλοί απ' αυτούς είχανε κρυφτεί στο βουνό, πιθανόν πολλοί από τους στρατιώτες του τύραννου, βλέποντας ότι είχανε κάποιον να τους βοηθήσει και να τους συνενώσει υπό το όνομα του Βασιλιά στο νησί, θα δραπέτευαν πολλοί απ' αυτούς που ήταν ενάντιοι στην θέλησή του μα δεν τολμούσαν να το σκάσουνε, γιατί δεν ξέρανε τα κατατόπια ούτε και πού να κρυφτούνε από τον τύραννο. Γιατί αλλιώς δεν τολμούσανε να το κάνουνε γιατί είχανε δει ότι οι πάροικοι κι οι κάτοικοι του νησιού είχανε ψάξει να βρούνε κάποιους που το είχανε σκάσει και τους είχαν παραδώσει στον τύραννο. Και με τον τρόπο αυτό, θα ευδοκούσε και ο αδίστακτος τύραννος θα κατατροπωνόταν ή θα έφευγε απ' το νησί πιο γρήγορα και πιο αποδυναμωμένος. Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας τον ζήλο του Προβιντσιάλη, γιατί είχε καλές προθέσεις κι ό,τι έκανε το έκανε για το καλό όλων και τα υπόλοιπα να τα αποδώσουμε στον Κύριο. Την ίδια μέρα που αγκυροβόλησε το πλοίο του Προβιντσιάλη, βρέθηκαν κρυμμένοι ανάμεσα σε κάτι μεγάλα γαϊδουράγκαθα στην ακτή δυο στρατιώτες του τυράννου, που κατά τα λεγόμενα θέλανε να καταφύγουν στο πλοίο του καλόγερου, κι ο τύραννος τους σκότωσε δίχως να τους αφήσει να εξομολογηθούν. Τον έναν τον λέγανε Χουάν ντε Σαντ Χουάν και τον άλλον Παρέδες. Φεύγοντας από τούτο το νησί ο Προβιντσιάλης πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο Σάντο Δομίνγκο για να ειδοποιήσει για την άφιξη αυτού του τύραννου και καθ' οδόν διέδωσε τα νέα και στην Μπουρμπουράτα και σ' όλα τα παράλια της Στέρεας Γης. Ο τύραννος είχε κάψει κι είχε βουλιάξει τα μπριγαντίνια με τα οποία είχε έρθει στο νησί, έχοντας σίγουρο ότι θα άρπαζε ο διοικητής Μονγκία το πλοίο του Προβιντσιάλη και θα του το 'φερνε, μα τα πράγματα του ήρθαν ανάποδα. Βλέποντας τότε πως στα τρία πλοία που είχε αρπάξει απ' το νησί δεν χωράγανε όλοι οι άντρες του, γιατί ήτανε μικρά, αποφάσισε να αποτελειώσει ένα καράβι που είχε αρματώσει ο Δον Χουάν, ο κυβερνήτης του νησιού. Έστειλε λοιπόν να του βρούνε κάποιους ξυλουργούς που το είχανε σκάσει και κρύβονταν κάπου στο νησί, κι οι ίδιοι οι πάροικοι του τους έφεραν, και τους έβαλε 13. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ, Ελδοράδο
193
να δουλεύουνε πρωί - βράδυ, Κυριακή και σχόλη ίσαμε που το τέλειωσαν μέσα σε είκοσι πέντε μέρες. Και στο διάστημα αυτό έκαψε και γκρέμισε πολλά σπίτια και καταλύματα των παροίκων του νησιού που το είχανε σκάσει στο βουνό και τους κλέψανε πράγματα πολλά από το ρουχισμό και τα υπάρχοντά τους και τους σκοτοδσανε τα ζωντανά τους. Στο αναμεταξύ, σκότωσε ο τύραννος κάποιον Μαρτίν Δίαθ ντε Αλμεντάριθ, πρώτο εξάδερφο του κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα, που από τότε που είχανε σκοτώσει τον κυβερνήτη αυτόν ο τύραννος τον είχε αιχμάλωτο και του είχε πάρει τα όπλα. Του είχε δώσει την άδεια να μείνει στο νησί κι ο Μαρτίν Δίαθ είχε εγκατασταθεί μακριά από το χωριό. Έστειλε λοιπόν ο τύραννος μερικούς στρατιώτες να τον σκοτώσουν, κι εκείνοι τον σκότωσαν με γκαρότα. Είπε τότε ο τύραννος στους στρατιώτες του ότι είχε σκοτώσει τον Μαρτίν Δίαθ εττειδή δεν ήθελε να αφήσει κανέναν εχθρό τυίσω του, κι ότι μέλημα αποκλειστικό του ήταν να σκοτώνει τους εχθρούς του και να δίνει και τη ζωή του ακόμα για τους φίλους του, κι ότι δεν επρόκειτο να ξεχάσει ούτε τους μεν ούτε και τους δε. Στο αναμεταξύ, ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, προσήλθε ο τύραννος μαζί με όλους τους στρατιώτες του παρατεταγμένους στην κεντρική εκκλησία του χωριού για να ευλογήσει τα λάβαρα των διοικητών του, κι ο ίδιος ως γενικός διοικητής πήγαινε επικεφαλής της παράταξης. Κι έτυχε και είδε πεταμένο στο χώμα έναν ρήγα από μια τράπουλα κι άρχισε να τον ποδοπατάει και τον έκανε κομμάτια, ξεστομίζοντας πολλές βλαστήμιες και προσβλητικά λόγια ενάντια στον Βασιλέα τον Δον Φελίπε, τον αφέντη μας, καταπώς συνήθιζε να κάμει κι άλλες φορές. Κι όχι μόνο αυτό, μα βλαστημούσε κι απαρνιόταν και τον Θεό, ως βασιλέα κι αφέντη όλων μας. Και το ίδιο κάνανε και πολλοί άλλοι στρατιώτες παραστεκάμενοί του, που για να τον μιμηθούν και να τον ευχαριστήσουν, βλαστημούσαν κι απαρνιόντουσαν επανειλημμένα τον Θεό και τον Βασιλέα. Αφού ευλογήθηκαν τα λάβαρα, τα παρέδωσε στους διοικητές του και στον υπολοχαγό του, και τους είπε ότι εκείνα τα λάβαρα που τους έδινε όφειλαν να τα υπερασπιστούν ενάντια σε όλο τον κόσμο κι ότι δεν τους πρόσταζε τίποτα άλλο παρεκτός να φροντίσουν να σεβαστούν τις εκκλησίες και τις γυναίκες, κι όσο για τα υπόλοιπα ας έπρατταν καταπώς ήθελαν κι 194
ας ακολουθούσαν όποιους νόμους ήθελαν, γιατί κανένας δεν θα τους εμπόδιζε. Κι ακόμα κι αυτά τα δύο πράγματα που τους ανέθεσε σχετικά με τις εκκλησίες, τα είπε μάλλον για να μην φανεί τελείως αιρετικός και κακός χριστιανός, όπως και ήταν στην πραγματικότητα, και για να τον εμπιστευθούν κάπως οι παρευρισκόμενοι, κι όχι γιατί σκόπευε να τιμωρήσει κάποιον που θα έκανε το αντίθετο, καταπώς το συνήθιζαν. Είπε επίσης στους στρατιώτες του ότι αυτός είχε ανακηρύξει καινούριο Βασιλέα, κι ότι έπρεπε να φτιαχτούν καινούριοι νόμοι για το πώς θα πρέπει να ζουν οι ακόλουθοι κι οι φίλοι του, πράγμα που προκάλεσε μεγάλο τρόμο σε όσους ήτανε χριστιανοί, οπότε ετίθετο ζήτημα ζωής και θανάτου, γιατί τον καιρό εκείνο η ευκαιρία ήταν μεγάλη να ενωθούν όλοι τους και με μια φωνή να κάνουνε κομμάτια τον αδίστακτο αυτόν τύραννο. Επειδή όμως η δύναμη των κακόβουλων ανθρώπων που ήταν με το μέρος του ήταν μεγάλη, και όσοι είχανε καλές προθέσεις ήταν λιγοστοί και ξαρμάτωτοι, οι κακόβουλοι δικοί του άνθρωποι αντιστάθηκαν σε όσους είχαν εξοργισθεί μετά λόγου του, και κρίμα μου φαίνεται τώρα να είμαστε όλοι ίσοι κι όμοιοι, μετρημένοι με τα ίδια σταθμά και τιερασμένοι από κρισάρα όσοι έδειξαν ότι ήταν πιστοί υττηρέτες του Θεού και του Βασιλιά κι όσοι ήταν τότε υποστηρικτές του τυράννου αυτού και των αιρεσιών και των ωμοτήτων του. Γιατί, όντας αυτόπτης μάρτυς, δύναμαι να ισχυριστώ ότι γι' αυτούς, ένεκα της φαυλότητάς τους, τα δικαστήρια της Μεγαλειότητάς Σας δεν θα έπρετιε να επιδείξουν ίχνος εταείκειας, αν και, όπως θα γίνει σιγά - σιγά κατανοητό, υπάρχουν πλέον ελάχιστοι από δαύτους που κατέληξαν σώοι, άλλοι πνιγμένοι, άλλοι καταγκρεμισμένοι, άλλοι νεκροί στα χέρια των ινδιάνων, λίγοι τελικά γλίτωσαν. Διότι ο Θεός, ο ακριβοδίκαιος Κριτής, τιμωρεί έκαστον καταπώς το αξίζει και ανάλογα με τη διαγω^ του. Σε τούτο δεν θα ήθελα να σταθώ, αν και θα έπρετυε να ασχοληθεί κανείς μ' αυτό έστω και για να δείξει τους δισταγμούς της δικαιοσύνης ως προς το ζήτημα, και θα πω το πώς αφανίστηκε ο τύραννος στην επικράτεια της Βενεζουέλας. Κι ενώ τέλειωνε το φτιάξιμο του πλοίου, ακούστηκε ότι ο λοχαγός του τύραννου, ονόματι Αλόνσο ντε Βιλιένα, είχε πρόθεση να τον σκοτώσει τον τύραννο αυτόν και να σηκώσει μπαϊράκι υπέρ του Βασιλέα. Κοινοποίησε τους σκοπούς του σε κά195
ποιους στρατιώτες του τύραννου για να τον βοηθήσουνε, μα εκείνοι πήγανε και του τα προφτάσανε. Τότε εκείνος έδωσε προσταγή να σκοτώσουνε τον λοχαγό του, μα εκείνος το κατάλαβε και το 'σκάσε στα βουνά. Κι αυτό που τηστεύουνε κι έχουνε σίγουρο στη νήσο Μαργαρίτα και το συζητούσαν αφού έφυγε ο τύραννος είναι ότι, επειδή ο Αλόνσο Βιλιένα φοβόταν ότι θα πεθάνει κι ότι ο τύραννος αυτός ήθελε να τον σκοτώσει, επειδή είχε θυμώσει μαζί του, γι' αυτό λοιπόν, επειδή έβλεπε τον κίνδυνο, ήθελε να απομακρυνθεί από κοντά του, μα δεν τολμούσε να το κάνει, γιατί ήτανε ένας από τους δεκατρείς που είχανε πάει να σκοτώσουνε τον καλό τον κυβερ\τ^τη τον Πέδρο ντε Ορσούα και ότι ήταν πάντα ενθουσιώδης οπαδός του τυράννου. Από την άλλη, φοβόταν κιόλας ότι οι δικαστές της Μεγαλειότητάς Σας θα τον σκότωναν. Έτσι λοιπόν, αφού είχε αποφασίσει πλέον κι είχε ετοιμάσει την φυγή του, για να κατορθώσει να ξεφύγει ζωντανός, είπε σε κάποιους στρατιώτες ότι σχεδίαζε να σκοτώσει τον τύραννο και ζήτησε τη βοήθειά τους. Και το είπε δημόσια έτσι που σίγουρα θα το μάθαινε ο τύραννος. Ύστερα το έσκασε, καταπώς το είχε σχεδιάσει, κι αυτό το έκανε δημόσια γνωστό, οπότε κατ' ανάγκην θα έπρεπε να το πληροφορήθηκε και ο τύραννος, και μετά έφυγε, όπως το είχε συμφωνήσει, πράγμα που έκαμε από σκοπού και υστερόβουλα, έτσι ώστε όταν τα δικαστήρια της Μεγαλειότητάς Σας θα επληροφορούντο τα περί του βίου και της πολιτείας του, να έχει να επιδείξει υπηρεσίες στον Βασιλέα, για να αντισταθμίσει τη φαυλότητά του, και όχι με στόχο να το κάμει πράξη όπως έλεγε, αλλά για να δημιουργηθεί θόρυβος, γιατί αν ήθελε στ' αλήθεια να υπηρετήσει τη Μεγαλειότητά Σας δεν θα το έλεγε τόσο δημόσια για να φύγει μετά, ούτε θα περίμενε πότε θα ευδοκούσε να μπαρκάρει ο τύραννος για να μισέψει από την Μαργαρίτα, οπότε είναι σαφές ότι χρονοτρίβησε τότε για να μην έχει χρόνο ο τύραννος να τον αναζητήσει. Κι έτσι ο τύραννος, εξοργισμένος με την φυγή αυτού εδώ, άρχισε να υποψιάζεται κι άλλους και τους κατηγορούσε ότι ήταν με το μέρος του Βιλιένα, και χωρίς να έχει άλλες αποδείξεις εκτός από τις υποψίες του, σκότωσε έναν υπολοχαγό της φρουράς του, ονόματι Δομίνγκεθ, που ήτανε φίλος του εν λόγω Βιλιένα. Τον σκότωσε με μαχαιριές κάποιος Χουάν ντε Αγκίρε, που ήταν αυλάρχης του τύραννου 196
αυτού, και τον πετάξανε κάτω από το οχυρό. Για τον ίδιο λόγο κρέμασε κι έναν άλλον στρατιώτη από τους μαρανιόνες του, ονόματι Λοαΐσα. Και τη γυναίκα κάποιου πάροικου του νησιού, ονόματι Αννα ντε Ρόχας, την κρέμασε από τον στύλο της πλατείας και της ρίξανε πολλές φορές με τα αρκεβούζια, γιατί του είπανε του τύραννου ότι ο Βιλιένα μπαινόβγαινε πολλές φορές στο σπίτι αυτής της γυναίκας και ότι εκεί συνάζονταν οι στασιαστές. Πρόσταξε επίσης να σκοτώσουν και τον άντρα αυτηνής της Αννα ντε Ρόχας, που λεγότανε Διέγο Γκόμεθ, άνθρωπο ηλικιωμένο κι άρρωστο, που βρισκόταν σε ανάρρωση σε ένα κτήμα μια λεύγα από το χωριό. Εκτός απ' αυτόν, σκότωσαν κι έναν δομινικανό καλόγερο που βρισκόταν μαζί του, και τους στραγγάλισαν και κλέψανε όλα όσα υττήρχαν στο κτήμα. Όταν γύρισαν στο χωριό, ο αδίστακτος τύραννος πρόσταξε αυτούς τους κολασμένους υπηρέτες του, αφού είχανε σκοτώσει ήδη έναν καλόγερο, να σκοτώσουν κι έναν άλλον σύντροφό του, που βρισκόταν εκεί στο χωριό, κι ήτανε κι εκείνος δομινικανός. Σ' αυτόν τον καλόγερο είχε εξομολογηθεί αυτός ο άθλιος τύραννος, κι ύστερα, μετά από καμιά ώρα, τον σκοτώσανε αυτοί οι αχρείοι δήμιοι. Τον κλείσανε σ' ένα σπίτι και την ώρα που πήγαιναν να τον σκοτώσουνε, ο καλόγερος τους ικέτευσε να τον αφήσουνε πρώτα να προσευχηθεί για λίγο στον Θεό, και ξαπλώνοντας στο πάτωμα μπρούμυτα, έψαλε τον ψαλμό Ελέησόνμε ο Θεόςκχ άλΤίες προσευχές, παρ' όλο που οι αχρείοι τύραννοι δεν του δώσανε και πολύ καιρό. Όταν σηκώθηκε από το πάτωμα, εναπόθεσε τον εαυτό του στον Κύριο και τους είπε πως δεχόταν τον θάνατο από τον Θεό, κι ότι μπορούσαν να τον σκοτώσουν με τον σκληρότερο θάνατο. Κι έτσι τον στραγγάλισαν με γκαρότα, με το σκοινί στο στόμα, μέχρι που του το κομμάτιασαν, κι επειδή δεν πέθαινε γρήγορα του πέρασαν το σκοινί στον λαιμό. Υπάρχει η φήμη πως ο καλόγερος αυτός πέθανε σαν μάρτυρας επειδή είχε επιβάλει κάποια επιτίμια στον τύραννο όταν τον εξομολόγησε. Αφού έγινε κι αυτό, πρόσταξε ο τύραννος να κρεμάσουν κάποιον Σομορόστρο, πάροικο του νησιού, γέρο άνθρωπο, επειδή όταν έφτασε ο τύραννος στο νησί είχε προσφερθεί να πάει μαζί του, όταν όμως έφτασε η ώρα να μισέψουμε ζήτησε να μείνει κι εκείνος του την έδωσε την άδεια, μα έμεινε κρεμασμένος από τον στύλο. 197
Ενώ ήταν ήδη έτοιμος να ξεκινήσει ο τύραννος, κι είχε πια τελειώσει το πλοίο και το είχανε ρίξει στο νερό, πρόσταξε να κρεμάσουν μια γυναίκα του νησιού, μια κάποια ντε Τσάβες, γιατί απ' το σπίτι της το έσκασε ένας στρατιώτης από κείνους που είχανε πάει με το μέρος του σ' αυτό το νησί κι ισχυρίστηκε πως η γυναίκα το ήξερε και δεν τον ειδοποίησε. Πολλοί από τους στρατιώτες του νησιού που είχαν προσφερθεί να τον ακολουθήσουνε, βλέποντας τις αχρειόΐητές του και τις ατιμίες του, το είχανε σκάσει. Ήτανε τόσο αδίστακτος και αχρείος αυτός ο τύραννος, που όσους δεν του είχανε κάνει κανένα κακό μήτε τον είχανε βλάψει τους σκότωνε δίχως καμιά αιτία. Κι άλλους, που δεν ήθελε ούτε είχε αφορμή καμία για να τους σκοτώσει, για να μην του ξεφύγει κανένας χωρίς να έχει κάτι να πει για αυτόν, τους πρόσβαλε. Πρόσταξε να του φέρουνε μπροστά του ένα παλικαράκι που ζούσε στο νησί, και δεν είχε έρθει να τον δει. Και, για τιμωρία για την παράλειψή του, πρόσταξε να του κουρέψουνε τα γένια, αφού του τα είχανε πλύνει από τα πριν με ούρα που βρωμοκοπούσαν και τον διέταξε να πληρώσει τον μπαρμπέρη με τέσσερις κότες. Κι έναν άλλον στρατιώτη από τους δικούς του, κάποιον Καγιάδο, που δεν ήτανε άνθρωπος που τον υπολόγιζε μήτε και ήθελε να τον σκοτώσει, επειδή παρέλειψε μια μέρα να πάει στην μονάδα του, τον πρόσταξε κι εκείνον να ξυρίσει σύρριζα την γενειάδα του στον στύλο της πλατείας και διέταξε να του την πλύνουνε όπως και του αλλουνού. Ενώ είχε πια τελειώσει το πλοίο κι ο τύραννος είχε σκοπό να φύγει απ' το νησί, κατέφθασε κάποιος Φρανθίσκο Φαχάρδο, πάροικος ενός χωριού που λέγεται Καράκας, στην επικράτεια της Βαλενθουέλα, μαζί με μερικούς ινδιάνους πολεμιστές οπλισμένους με βέλη κι άλλους που ξέρανε από βότανα για να βοηθήσει τους παροίκους του νησιού. Εγκαταστάθηκε σ' ένα βουνό, μισή λεύγα από το χωριό, ανάμεσα στα αγροκτήματα. Ειπώθηκε πως αυτή ήταν και η αιτία που δεν τα έκαψε και δεν τα κατέστρεψε ο τύραννος, παρ' όλο που ήταν αποφασισμένος να το κάνει, μα δεν τόλμησε να στείλει ανθρώπους να το επιχειρήσουν μην και το σκάσουν, γιατί μερικοί είχαν αρχίσει ήδη να το κάνουν. Αν τότε του είχε επιτεθεί ο Φαχάρδο, οι περισσότεροι άντρες του τύραννου θα ττήγαιναν με το μέρος του. Από φόβο μην του φύγουνε, διέταξε ο τύραννος να κλειστούν όλοι 198
01 στρατιώτες του μέσα στο οχυρό, για να μην μπορέσει να το σκάσει κανένας μέσα στην φασαρία όταν θα του επιτίθενταν οι ινδιάνοι με τα βέλη τους. Κι έτσι έφτιαξε μια πόρτα στο πίσω μέρος του οχυρού προς την θάλασσα κι από κει έβαζε όλους τους άντρες να μπαρκάρουν ένας - ένας. Στο αναμεταξύ, κι ενώ ο αχρείος ο τύραννος ήτανε στην ακροθαλασσιά κι οι άντρες είχανε όλοι μπαρκάρει κι είχε απομείνει μόνο ο ίδιος και κάποιοι στενοί του φίλοι στην στεριά, τον πλησίασε ένας απ' τους στρατιώτες, απ' τους μαρανιόνες του και από τους καλύτερούς του φίλους, που λεγόταν Αλόνσο Ροδρίγεθ, κι ήταν ναυτικός υποδιοικητής, και του είπε του τύραννου να τραβηχτεί λίγο κατά τη στεριά γιατί τον βρέχανε τα κύματα της θάλασσας. Και δίχως καμιά εξήγηση μήτε αιτία, έβγαλε το σπαθί του και του έδωσε μια που σχεδόν του έκοψε το μπράτσο. Κι ύστερα πρόσταξε να τον πάρουνε για να τον περιποιηθούν τον στρατιώτη αυτόν, κι ενώ ήταν έτοιμοι να το κάνουν, άλλαξε γνώμη και έδωσε άλλη διαταγή, να τον στραγγαλίσουνε με γκαρότα, κι έτσι έγινε και τον σκοτώσανε δίχως να μπορέσει να εξομολογηθεί. Κι ύστερα ο τύραννος αυτός ττήγε με κάποιους φίλους του στο σπίτι ενός ιερωμένου, ονόματι Κοντρέρας, που ήτανε ιερέας του χωριού, τον κουβάλησε στα πλοία και τον ανάγκασε να επιβιβαστεί και τον ττήρε μαζί του, ενάντια φυσικά στην θέληση του κληρικού αυτού. Ξεκίνησε ο τύραννος από τη νήσο Μαργαρίτα μια Κυριακή, περασμένο μεσημέρι, την τελευταία μέρα του Αυγούστου του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα ένα. Είχε μείνει σ' εκείνο το νησί σαράντα μέρες, και το εγκατέλειψε αφού το ερήμωσε και κατέκλεψε κοπάδια, τρόφιμα κι άλλα αγαθά, τόσο που όσοι είχαν απομείνει εκεί πέρα δεν θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα παρά με πολύ κόπο, κι αφού είχε κάνει όλα εκείνα τα απάνθρωπα και αχρεία πράγματα που έχω αφηγηθεί κι άλλα πολλά. Σκότωσε ο τύραννος στην πορεία του στο ποτάμι, προτού φτάσει στο νησί αυτό, είκοσι πέντε άντρες, κι ανάμεσά τους τον κυβερνήτη Πέδρο ντε Ορσούα και τον Δον Χουάν ντε Βάργκας, τον υπασπιστή του, την Δόνια Ινές, κάποιον Αλόνσο ντε Ενάο, ιερωμένο, καθώς και κάποιον Κομενταδόρ της Ρόδου. Κι όλοι οι υπόλοιποι ήτανε ο ηγεμόνας του, ναυτικοί υποδιοικητές, διοικητές, λοχαγοί και λοχίες κι άλλοι βαθμοφόροι που ο αδίστα199
κτος τύραννος ανέβαζε και κατέβαζε στα αξιώματα, κι όταν σκότωνε έναν από δαύτους έβαζε άλλον στη θέση του, ενώ τα υπάρχοντα, τα όπλα και οι υττηρέτες όλων όσων σκότωνε ττήγαιναν στους υποχρεωτικούς κληρονόμους, που ήταν οι φίλοι κι οι έμπιστοι του τυράννου, στους οποίους τα μοίραζε όλα κι έτσι τους είχε του χεριού του και κέρδιζε όλο και περισσότερους φίλους. Στη ντ^σο Μαργαρίτα σκότωσε άλλους δεκατέσσερις από τους μαρανιόνες του, κι έντεκα παροίκους του νησιού, μαζί με δύο μοναχούς και δύο γυναίκες, που μας κάνουν σύνολο πενήντα νοματαίους, που τους σκότωσε ίσαμε να φύγει απ' το νησί, δίχως να υπολογίσουμε άλλους δυο ινδιάνους που ξέρανε ισπανικά που σκότωσε εκεί πέρα, και τους περισσότερους τους σκότωσε δίχως να τους αφήσει να εξομολογηθούν. Έφτασε στο νησί με διακόσιους άντρες ίσως και λίγο περισσότερους, κι είχε μαζί του ενενήντα αρκεβούζια και είκοσι θώρακες. Πενήντα πέντε απ' αυτούς τους άντρες μείνανε στο νησί, αν υπολογίσουμε τους πεθαμένους κι όσους το σκάσανε, κι άλλους που τους άφησε ο τύραννος, κι εκείνους που ενώθηκαν με τον μοναχό μαζί με τον Μονγκία. Πήγαν με το μέρος του εκεί πέρα έντεκα με δώδεκα στρατιώτες. Στο νησί βρήκε πενήντα αρκεβούζια και πολλά δόρατα και σπαθιά, και έξι κανόνια, πέντε μπρούτζινα κι ένα σιδερένιο. Καταπώς τα λογαριάζω, έφυγε από τη νήσο Μαργαρίτα με τουλάχιστον εκατόν εξήντα άντρες. Όταν το σκάσανε μερικοί άντρες πήρανε μαζί τους και καμιά δεκαριά αρκεβούζια, και του μείνανε γύρω στα εκατόν τριάντα αρκεβούζια και τα έξι κανόνια που ανέφερα. Πήρε μαζί του από το νησί ίσαμε εκατό ινδιάνους και ινδιάνες, τους καλύτερους που μπορούσε να πάρει. Πήρε τρία άλογα κι ένα μουλάρι, κι όλες τις σέλες που μπόρεσε να βρει. Επειδή είχε καταλάβει πως τα μαντάτα είχανε ήδη φτάσει στο Νόμπρε ντε Διός και τον Παναμά, κι ότι δεν μπορούσε να τραβήξει κατά κει, όπως είχε κατά νου, αποφάσισε να πάει στην Μπουρμπουράτα, να διασχίσει όλη την επικράτεια της Βενεζουέλας και το Νέο Βασίλειο της Γρανάδας κι από κει να τραβήξει για το Πιρού. Αλλά απέτυχε στο σχέδιο του αυτό, καθώς και σε ένα άλλο, όπως θα εξιστορήσουμε παρακάτω. Οι σέλες που ττήρε από δω πέρα ήτανε για πολλά άλογα που πίστευε ότι θα έβρισκε στην επικράτεια της Βενεζουέλας. 200
Ξεκίνησε λοιπόν ο τύραννος, όπως είπαμε, από τη νήσο Μαργαρίτα, μια Κυριακή, τελευταία μέρα του Αυγούστου, μαζί με τους άντρες και τα όπλα και τα πολεμοφόδια που απαριθμήσαμε, και μοίρασε όλους τους άντρες του στα τέσσερα πλοία που είχε, τρία μικρά πλεούμενα κι ένα μεγάλο, εκείνο που είχε φτιάξει τελευταία στη νήσο Μαργαρίτα. Και σε κάθε ένα απ' αυτά τα πλεούμενα είχε μοιράσει τους άντρες που εμπιστευόταν πιο πολύ, στους οποίους ανέθεσε και την φροντίδα τους. Τα μικρότερα ακολουθούσαν εκείνο στο οποίο βρισκόταν αυτός, που ήταν το μεγαλύτερο και το πιο γρήγορο. Προτού φτάσουν στην Μπουρμπουράτα, τους τύχανε πολλές νηνεμίες και άνεμοι αντίξοοι, κι έτσι έκανε για να πάει στην Μπουρμπουράτα από τη νήσο Μαργαρίτα οχτώ μέρες, ενώ συνήθως είναι μια διαδρομή δυο - τριών ημερών. Άλλοι θάνατοι δεν συνέβησαν στη διάρκεια του ταξιδιού, αλλά ο αχρείος ο τύραννος κι οι προδότες οι σύντροφοί του, επειδή δεν είχανε τον καιρό καταπώς θέλανε, βλαστημούσαν τον Θεό και τους Αγίους του, και τους καιρούς και τους ανέμους. Έλεγε μερικές φορές ο τύραννος, εκνευρισμένος απ' όλα αυτά ότι δεν πίστευε στο Θεό, εκτός κι αν ήταν λήσταρχος και του λόγου του, κι ότι μέχρι τότε ήτανε με το μέρος τους μα τώρα πια είχε πάει με το μέρος των αντιπάλων. Απειλούσε ότι θα σκότωνε τους πλοηγούς και τους θαλασσινούς που είχε στα πλοία. Νόμιζε ότι τον κορόιδευαν, ότι εκείνοι φταίγανε για το χάσιμο χρόνου, και θυμωμένος μαζί τους έλεγε ότι αν ο Θεός είχε φτιάξει τον Παράδεισο για τέτοιους άχρηστους ανθρώπους εκείνος δεν ήθελε να πάει εκεί πέρα. Κι άλλες φορές, υψώνοντας τα μάτια στον ουρανό, έλεγε: «Κύριε, αν είναι να μου κάνεις κάποιο καλό, κάντο τώρα, τη δόξα κράτα την για τους Αγίους σου». Και ξεστομίζοντας αυτές κι άλλες πολλές βλαστήμιες, έφτασε στην Μπουρμπουράτα, μια Κυριακή, στις εφτά του Σεπτέμβρη του ίδιου έτους. Στο λιμάνι ήτανε ένα καράβι με εμπορεύματα, που οι ιδιοκτήτες του, βλέποντας ότι ερχόταν ο τύραννος, το φούνταραν μαζί με ένα μέρος του φορτίου του που δεν μπόρεσαν να το βγάλουνε, κι ο τύραννος πρόσταξε να του βάλουνε φωτιά και κάηκε ίσαμε τη γάμπια"^. 44. ο δόλων, το τετράγωνο ιστίο των ιστιοφόρων. 201
ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΤΥΡΑΝΝΟΥ ΣΤΗΝ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΡΑΤΑ
Τ
ην ίδια μέρα που έφτασε, είπε σε όλους τους άντρες να ξεμπαρκάρουν, και κατέλυσαν εκείνη τη νύχτα στην ακτή. Την επομένη το πρωί έστειλε μερικούς από τους φίλους του στο χωριό, που ήτανε μισή λεύγα απ' το λιμάνι, οι οποίοι βρήκαν το χωριό ερημωμένο, δίχως ψυχή ζώσα. Όλος ο κόσμος είχε φύγει από φόβο για τους τύραννους αυτούς. Βρήκανε στο λιμάνι έναν στρατιώτη από τους μαρανιόνες που είχανε πάει με το μέρος του μοναχού μαζί με τον Μονγκία, ονόματι Φρανθίσκο Μαρτίν, πλοηγό, ο οποίος τους είπε ότι ήθελε να ενωθεί και πάλι με την συντροφιά του τυράννου, του Λόπε ντε Αγκίρε. Τον πήγανε λοιπόν στο πλοίο κι ο τύραννος τον καλόπιασε και τον ρώτησε για το τι συνέβη κι εκείνος είπε ότι ο Μονγκία κι ο Αρτεάγα κι ο Αλόνσο Γκουτιέρεθ τους είχανε εξαπατήσει όλους και τους είχαν ξαρματώσει έναν προς έναν. Κι αφού το κάνανε αυτό αρχίσανε να ζητωκραυγάζουν υπέρ του Βασιλιά και πήγανε με το μέρος του μοναχού. Δεν μπορούσανε να κάμουνε αλλιώς ούτε κείνος ούτε οι άλλοι γιατί ήτανε ξαρμάτωτοι. Ο ίδιος, μόλις έμαθε τον ερχομό του, ήρθε να τον βρει και να μπει στην υττηρεσία του, και μερικοί από τους συντρόφους του, που περιφέρονταν εκεί πέρα θεονήστικοι και γυμνοί είχανε την ίδια επιθυμία μ' αυτόν, και μόλις μάθαιναν τον ερχομό του ήταν σίγουρος ότι θα έρχονταν να τον υπηρετήσουν. Τότε ο τύραννος έδωσε ρούχα σ' αυτόν τον στρατιώτη και έγραψε μαζί του μια επιστολή γεμάτη αγάττη προς αυτούς που του είχε αναφέρει και τον έστειλε να τους βρει και να τους δώσει τη γραφή και να τους φέρει μαζί του. Εκείνος τότε έφυγε και περιπλανήθηκε δυο - τρεις μέρες μα γύρισε λέγοντας ότι δεν τους είχε 202
συναπαντήσει. Την ίδια μέρα, προτού πάει ο τύραννος στην Μπουρμπουράτα, πρόσταξε να σκοτώσουν έναν Πορτογάλο, ονόματι Φαρίας, που ήταν από κείνους που είχαν πάει με το μέρος του στη \η^σο Μαργαρίτα. Η αιτία που τον σκότωσε ειπώθηκε πως δεν ήταν άλλη από το ότι είχε ρωτήσει εκείνος ο στρατιώτης αν ο τόπος εκείνος στον οποίο βρίσκονταν ήταν νησί ή στεριά. Εκείνη την ημέρα πρόσταξε ο τύραννος να πάνε όλοι οι άντρες στο χωριό κι εκείνος έμεινε τελευταίος απ' όλους, κι έβαλε φωτιά στα πλοία που τους είχανε φέρει ίσαμε εκεί. Όταν έφτασε στο χωριό, εγκατέστησε εκεί πέρα τους άντρες του κι ο ίδιος έλαβε πολύ περισσότερες προφυλάξεις απ' ότι ίσαμε τότε κι αύξησε την προσωπική του φρουρά. Κι έδωσε προσταγή να συγκεντρώσουν και να μαζέψουν όσα άλογα βρούνε στο χωριό και στα περίχωρα, και μάζεψαν ίσαμε είκοσι πέντε με τριάντα, τα περισσότερα αδάμαστες φοράδες. Κι επειδή μερικοί από τους στρατιώτες που πήγανε να ψάξουνε για άλογα γύρισαν πίσω πληγωμένοι από βούκεντρα, τόσο πολύ εξοργίστηκε ο τύραννος που πρόσταξε να ντελαλήσουνε ότι κήρυξε τον πόλεμο μέχρις εσχάτων ενάντια στον Βασιλέα της Καστίλλης και τους υττηκόους του, εκτός από όσους έρχονταν με το μέρος του. Σ' αυτούς υποσχόταν ότι θα τους χάριζε τη ζωή, ενώ όλους τους υπόλοιπους έδωσε προσταγή να τους σκοτώνουν, κι αν κάποιος από τους δικούς του στρατιώτες δεν σκότωνε όσους συναπαντούσε, πρόσταζε να τον σκοτώσουν κι εκείνον. Πιάσανε αιχμάλωτο έναν δήμαρχο του χωριού αυτού, ονόματι Τσάβες, που τον βρήκανε σε ένα μαντρί τέσσερις λεύγες από το χωριό και λένε πως έγινε με τη θέλησή του γιατί ήθε>^ να δει μήπως και βγάλει κανένα κέρδος. Έμεινε εκεί δεκαοχτώ μέρες, δαμάζοντας τα υποζύγια, για να μεταφέρει μ' αυτά τα πολεμοφόδια και τα ζώα, και βλέποντας ότι χρειαζόταν κι άλλα για να μπορέσει να τα μεταφέρει όλα, έγραψε ένα γράμμα στους παροίκους της Νουέβα Βαλένθια, που ήτανε δέκα με δώδεκα λεύγες από κει πέρα, στην ενδοχώρα, λέγοντάς τους ότι δεν είχε σκοπό να πάει στο χωριό τους αλλά να ακολουθήσει άλλον δρόμο πιο σύντομο, από το Μπαρτσιθιμέτο και το Τοκούγιο, και για να πάει εκεί πέρα χρειαζόταν να του στείλει κάθε πάροικος του χωριού από ένα άλογο, κι ότι θα τους τα πλήρωνε πολύ καλά με χρυσά και ασημένια κοσμήματα. Κι ότι έπρεπε να του 203
στείλουν τα άλογα με άτομα εμπιστοσύνης κι αν δεν το κάνανε δεν του έμενε άλλη επιλογή παρά να πάει να τους απαντήσει και τους απείλησε ότι θα τους έκανε όσο μεγαλύτερο κακό μπορούσε. Αλλά οι πάροικοι της Βαλένθια δεν έστειλαν ποτέ απάντηση. Στο χωριό αυτό της Μπουρμπουράτα, σκότωσε έναν έμπορα που είχε πιάσει αιχμάλωτο στο βουνό, ονόματι Πέρο Νούνιεθ, γιατί παραπονέθηκε ότι ένας στρατιώτης από τους μαρανιόνες του είχε αρπάξει μια ράβδο χρυσού αξίας εξήντα πέσος, που είχε μέσα σε ένα θαμμένο πιθάρι με ελιές, κι ότι ο στρατιώτης είχε ξεθάψει το πιθάρι και το είχε πάρει μαζί με το χρυσάφι. Φώναξε ο τύραννος τον στρατιώτη και τον ρώτησε για το χρυσάφι μα εκείνος αρνήθηκε λέγοντας ότι το πιθάρι δεν είχε τέτοιο πράγμα μέσα. Θέλοντας ο τύραννος να το εξακριβώσει, ρώτησε τον Πέρο Νούνιεθ, τον έμπορο: «Είχε κανένα σημάδι το πιθάρι;», κι εκείνος αποκρίθηκε πως είχε ένα σκέπασμα με γύψο. Τότε ο τύραννος είπε στον έμπορο ότι εφόσον έλεγε ψέματα γι' αυτό το θέμα σίγουρα θα έλεγε ψέματα και για άλλα και πρόσταξε να τον σκοτώσουνε με γκαρότα γιατί ήτανε ψεύτης. Ο κύριος λόγος όμως που έβαλε να τον σκοτώσουνε ήτανε επειδή όταν φέρανε αιχμάλωτο τον έμπορο αυτόν από το βουνό όπου κρυβόταν, ο τύραννος του μίλησε καλότροπα και τον ρώτησε γιατί το είχε σκάσει κι εκείνος του αποκρίθηκε πως το είχε κάνει από φόβο. Τότε ο τύραννος του ζήτησε να του πει τι φήμες κυκλοφορούσαν για το άτομό του κι ο Πέδρο Νούνιες προσπάθησε να ξεφύγει κι αποκρίθηκε ότι δεν κυκλοφορούσε καμιά φήμη. Ο τύραννος και πάλι του ζήτησε να του πει όλα όσα λέγανε κι ο εμπορευόμενος αποκρίθηκε: «Λένε , αφέντη μου, πολλά και διάφορα...». «Μίλα και μη φοβάσαι, σου δίνω το λόγο μου ότι δεν θα σου κάνω κακό». Και τότε ο εμπορευόμενος άρχισε να λέει: «Λένε, κύριέ μου, πως η αφεντιά σας κι όλη η παρέα σας είστε λουθηριανοί, κακόβουλοι κι απάνθρωποι». Μόλις το άκουσε αυτό ο τύραννος εξοργίσθηκε και του είπε: «Βάρβαρε, ηλίθιε!», κι έβγαλε την σιδερένια περικεφαλαία που φορούσε στο κεφάλι του και τον απείλησε μ' αυτή, κι οργισμένος μαζί του τον εσκότωσε. Πρόσταξε επίσης να κρεμάσουνε εδώ πέρα κι έναν στρατιώτη από τους μαρανιόνες ονόματι Πέρεθ, τον οποίο βρήκε ο τύραννος έξω απ' το χωριό, ξαπλωμένο δίπλα σε ένα ρυάκι, άρ204
ρωστο. Κι όταν τον ρώτησε ο τύραννος τι έκανε εκεί πέρα, εκείνος αποκρίθηκε ότι ήταν πολύ άρρωστος, κι ο τύραννος του είπε: «Στην κατάσταση που είσαστε, κύριε Πέρεθ, δεν μπορείτε να συνεχίσετε την εκστρατεία. Μάλλον είναι προτιμότερο να μείνετε εδώ πέρα». Κι ο Πέρεθ του είπε: «Ας γίνει όπως προστάζει η αφεντιά σας». Κι όταν γύρισε ο τύραννος στο κατάλυμά του, έδωσε προσταγή στους δικούς του να φέρουνε ενώπιόν του αυτόν τον στρατιώτη, λέγοντας: «Φέρτε μου τον Πέρεθ, που είναι άρρωστος. Πρέπει να τον γιατρέψουμε και να του κάνουμε και κάποιο δώρο!». Και μόλις τον φέρανε, πρόσταξε να τον κρεμάσουνε, γιατί ήθελε ο αχρείος αυτός άντρας να μην εκφράζει κανένας την επιθυμία να μείνει εκεί πέρα παρά να τον ακολουθήσουν όλοι τους ακόμα κι αν σέρνονταν. Κι αφού τον σκότωσαν του βάλανε και μια επιγραφή στο στήθος που έγραφε: «Πέθανε γιατί ήταν άχρηστος και χαραμοφάης». Πολλοί από τους διοικητές του τον εκλιπαρούσαν να του χαρίσει τη ζωή του στρατιώτη αυτού μα εκείνος αποκρίθηκε, οργισμένος, ότι δεν έπρεπε να τον παρακαλάει κανένας για έναν άντρα που δείλιαζε στον πόλεμο. Στο χωριό αυτό της Μπουρμπουράτα βρήκανε κάποια εμπορεύματα που τα 'χανε κρυμμένα και θαμμένα, υφάσματα μάλλινα και βαμβακερά και τρόφιμα και πολλά βαρέλια κρασί, κι όλα αυτά οι τύραννοι αυτοί τα φάγανε και τα κλέψανε. Και δεν τους έ(ρτασε που έπιναν το κρασί με τη σέσουλα, παρά έβραζαν σ' αυτό το κρέας και μαγείρευαν τα φαγητά τους. Κι ήτανε και μερικοί που βγάζανε το σκέπασμα των βαρελιών και μπαίνανε γυμνοί εκεί μέσα και πλένονταν κι άλλοι πλένανε τα πόδια τους σε λεκάνες τα βράδια, πράγμα που ήταν μεγάλη σπατάλη και καταστροφή. Ενώ ο αχρείος ο τύραννος ευρίσκετο πλέον καθ' οδόν προς την Βαλένθια, το έσκασαν δυο στρατιώτες που ήθελαν ανέκαθεν να υπηρετήσουν την Μεγαλειότητά Σας. Ο ένας λεγόταν Πεδράριας ντε Αλμέστο κι ο άλλος Αιέγο ντε Αλαρκόν, τους οποίους ο τύραννος τους είχε πάντα ξαρμάτωτους, γιατί δεν τους είχε εμπιστοσύνη γνωρίζοντας ότι δεν ήταν με το μέρος του. Μόλις κατάλαβε την απουσία τους, έκανε μεγάλη φασαρία και βλαστημούσε κι έλεγε ότι αν είχε δώσει πίστη στους φίλους του θα τους είχε κάνει κόμμάτια. Και πρόσταξε να σταματήσει όλη η στρατιά άλλες δυο μέρες στο χωριό κι έστειλε να πιάσουνε 205
αιχμάλωτο τον Τσάβες, τον δήμαρχο, που τον είχε αιχμαλωτίσει και άλλοτε, κι όταν τον φέρανε μπροστά του του είπε: «Να ξέρετε ότι αν δεν μου βρείτε αυτούς τους δυο στρατιώτες που το σκάσανε, τον Πεδράριας και τον Αλαρκόν, θα πάρω μαζί μου τη γυναίκα σας και τα παιδιά σας και τη γυναίκα του Δον Χουλιάν ντε Μεντόθα, την κόρη σας. Γι' αυτό ανοίξτε τα μάτια σας και κάντε ό,τι σας λέω, αν θέλετε να μην γενεί μακελειό αναμεταξύ σας». Ο δήμαρχος κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να βρει τους στρατιώτες εκείνους κι επειδή δεν κατάφερε να τους βρει μέσα σε δυο μέρες, ο αχρείος ο τύραννος πήρε τις γυναίκες τους απ' αυτόν τον δήμαρχο κι από τον δικαστικό αρχικλητήρα, τον Δον Χουλιάν, και κατέστρεψε κι έκαψε και λήστεψε το χωριό κι άρπαξε και δέκα - δώδεκα γυναίκες, που τους ακολουθούσαν πεζή. Και συνέχισε τον δρόμο του για την Βαλένθια με τα πολεμοφόδια και τις σφαίρες των πυροβόλων όπλων φορτωμένα στα άλογα και τους στρατιώτες φορτωμένους με τα όπλα τους και ζωντανά και τρόφιμα. Στο χωριό αυτό άφησε με τη θέλησή του τρεις αρρώστους στρατιώτες, που λέγονταν Παρέδες, Χιμένεθ και Μαρκίνα. Μόλις οι πάροικοι της επικράτειας της Βενεζουέλας έμαθαν ότι ο τύραννος είχε ξεμπαρκάρει στην Μπουρμπουράτα και σκόπευε να προχωρήσει στην ενδοχώρα, φοβούμενοι τις βιαιότητες και τις αχρειότητες για τις οποίες ήταν ικανός, και για τις οποίες τους είχαν ήδη προειδοποιήσει, οι πάροικοι της Βενεζουέλας και του Μπαρτσιθιμέτο, που είναι τα δυο χωριά που βρίσκονται κοντύτερα στη θάλασσα και πάνω στο δρόμο απ' όπου θα περνούσε ο τύραννος, το σκάσανε στο βουνό παίρνοντας μαζί τους τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και τα υπάρχοντά τους, γιατί πίστευαν ότι δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν. Αλλά οι πάροικοι της πόλης του Τοκούγιο, που είναι πιο απομακρυσμένο από τη θάλασσα και στην οποία βρισκόταν τον καιρό εκείνο ο κυβερνήτης, που ήταν ο νομομαθής Πέδρο Πάμπλο Κολιάδο, ήταν πιο ψυχωμένοι και δείξανε μεγαλύτερη ανδρεία. Κι όλοι τους μαζί με τον κυβερνήτη τους πήραν την απόφαση, αφού κρύψουν σε ασφαλές μέρος τα γυναικόπαιδα, να ριψοκινδυνέψουν και να αγωνιστούν για να υττηρετήσουν τον Θεό και τον Βασιλέα τους. Τότε ο κυβερνήτης αυτός διόρισε στρατιωτικούς διοικητές εν ονόματι της 206
Μεγαλειότητάς Σας. Και έκανε γενικό διοικητή κάποιον Γκουτιέρεθ ντε λα Πένια, πάροικο του Τοκούγιο που ήτανε κυβερνήτης στο Τοκούγιο πριν από τον νομομαθή Κολιάδο κι όρισε επίσης κι άλλους παροίκους, διοικητές και λοχαγούς. Ύστερα, ο Γκουτιέρεθ ντε λα Πένια, ο γενικός διοικητής, σύναξε όλους τους άντρες του Τοκούγιο που ήτανε σαράντα μονάχα και δυο καβαλαραίοι με δόρατα και επιστήθια με επένδυση και ασπίδες από αγελαδοτόμαρα και με το βασιλικό λάβαρο υψωμένο, ξεκίνησε για την πόλη του Μπαρτσιθιμέτο, που είναι δώδεκα λεύγες από το Τοκούγιο, κατά τη μεριά της θάλασσας, έτσι ώστε να βγούνε μπροστά από τον τύραννο, φωνάζοντας και καλώντας όλον τον λαό της επικράτειας αυτής, από τα χωριά του Νίτα και του Κόικας και από άλλα μέρη. Ειδοποίησαν επίσης και τον διοικητή Πέρο Μπράβο, που βρισκόταν σαράντα λεύγες από το χωριό του Τοκούγιο σ' ένα άλλο χωριό που λεγόταν Μέριδα, στα σύνορα του Νέου Βασιλείου της Γρανάδας, και φτάνοντας στο Μπαρτσιθιμέτο, εγκαταστάθηκαν στο χωριό. Μόλις έμαθαν οι πάροικοι του χωριού αυτού, που ήταν κρυμμένοι στα βουνά, τα νέα για τον ερχομό του αρχιδιοικητή και των παροίκων του Τοκούγιο, ήρθανε να ενωθούν μαζί τους και έτσι έφτασαν όλοι μαζί τους ογδόντα καβαλαραίους, με τον οπλισμό και τα εφόδια που αναφέραμε. Κι έτσι περίμεναν εκεί τον τύραννο αφού έβαλαν φρουρές και κατασκόπους σ' όλους τους δρόμους για να μην μπορέσουν να φτάσουν οι τύραννοι δίχως να τους πάρουν είδηση και μάζεψαν από τον δρόμο τους όλα τα ζωντανά και τα τρόφιμα που μπόρεσαν να βρουν. Σε λίγο έφτασε στο χωριό του Κόικας κάποιος Γκαρθία ντε Παρέδες, πάροικος του χωριού αυτού του Κόικας, μαζί με κάποιους άλλους συντρόφους του και φέρανε μαζί τους τρία με τέσσερα αρκεβούζια, που ήταν τα μοναδικά όπλα που διέθεταν οι κάτοικοι της Βενεζουέλας και χαρήκανε πολύ με τον ερχομό του και του δώσανε το αξίωμα του στρατοπεδάρχη της Μεγαλειότητάς Σας. Καθημερινά πλήθος ανδρών κατέφθαναν από όλη την επικράτεια για να μπουν στην υπηρεσία της Μεγαλειότητάς Σας. Κίνησε λοιπόν όπως είπαμε ο τύραννος από τη Μπουρμπουράτα και τράβηξε κατά την Νουέβα Βαλένθια, και την μέρα εκείνη, ενώ προχωρούσανε στα παράκτια, είδανε να έρχεται μια 207
πιρόγα από τη μεριά του χωριού της Μπουρμπουράτα και τους φάνηκε πως μέσα ήτανε Ισπανοί. Κι έχοντας κατά νου ο τύραννος να πιάσει κάποιον αιχμάλωτο, προχώρησε λίγο προς ένα βουνό και μόλις είδε ότι δεν τον βλέπανε πια από την θάλασσα σταμάτησε κι εγκατέστησε εκεί πέρα το στρατόπεδό του. Μόλις έπεσε η νύχτα ο τύραννος πήρε μαζί του είκοσι πέντε με τριάντα αρκεβουζιέρηδες και ξαναγύρισε στο χωριό αυτό. Χώρισε τους άντρες που είχε μαζί του σε δυο ομάδες και πρόσταξε να ψάξουν τα σπίτια του χωριού και να συλλάβουν όσους έβρισκαν. Κι άρχισε κι ο ίδιος να ψάχνει, μα δεν βρήκανε κανέναν. Κι η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να καταλάβω τι δικαιολογία μπορούν να έχουν όσοι είχανε πάει μαζί του εκείνο το βράδυ, γιατί ποτέ ίσαμε τα τότε δεν υπήρξε καλύτερη ευκαιρία για να τον σκοτώσουν, αν όσοι ήτανε εκεί επιθυμούσαν να υπηρετήσουν την Μεγαλειότητά Σας και πάνω απ' όλα τον Κύριο. Κι αυτό το λέω γιατί ο τύραννος έμεινε μόνος του ερευνώντας τα σπίτια, και μέθυσε με το άφθονο κρασί που υπήρχε εκεί πέρα κι ο καθείς μπορούσε να τον σκοτώσει με ευκολία, γιατί δεν τον φυλάγανε οι φίλοι του. Εκείνοι όμως είτε δεν το θελήσανε είτε δεν το τολμήσανε. Μπορεί να φταίει και το ότι δεν τους πέρασε από το μυαλό η σκέψη αυτή ή πάλι ότι δεν ήταν θέλημα Θεού να πεθάνει τη στιγμή εκείνη. Σ' αυτή την επίσκεψη που έκανε στην Μπουρμπουράτα το σκάσανε άλλοι τρεις στρατιώτες από τους μαρανιόνες του, ονόματι Ροσάλες, Ακόστα και Χόρχε ντε Ρόχας. Κι απ' το πολύ κρασί που 'χαν μέσα τους ο τύραννος κι οι σύντροφοί του, δεν ανακάλυψαν το φευγιό τους παρά μόνο το πρωί. Στο αναμεταξύ, κι όσο ο τύραννος ήτανε στη Μπουρμπουράτα, ξεσηκώθηκε το στρατόπεδο και γένηκαν ταραχές, αιτία δε είναι η εξής. Εκεί που είχανε στρατοπεδεύσει υττήρχε έλλειψη νερού και πήγανε να ψάξουν να βρούνε σε κάτι χείμαρρους στα βουνά μακριά από κει πέρα, όπου κάποιοι ινδιάνοι υπηρέτες των τυράννων αυτών ανακάλυψαν στο βουνό κάτι καλύβες που ήταν το κρησφύγετο κάποιων που κρύβονταν εκεί, οι οποίοι το 'σκασαν μόλις ένιωσαν εκείνους που έψαχναν για νερό. Στις καλύβες αυτές βρήκανε κάποια ζώα καθώς και πράγματα που όσοι κρύβονταν εκεί πέρα μέσα στη βιάση τους να φύγουν τα είχανε απαρατήσει, κι ανάμεσα στα πράγματα εκεί208
να μια κάπα που αναγνώρισαν ότι ανήκε σε κάποιον Ροδρίγο Γκουτιέρεθ, έναν απ' τους μαρανιόνες, που όπως έχουμε πει πήγε με το μέρος του μοναχού μαζί με τον Μονγκία, καθώς και μια ένορκη δήλωση που είχε κάνει προς τις δικαστικές αρχές της Μπουρμπουράτα. Και στη δήλωση αυτή μάρτυρας ήτανε ο Φρανθίσκο Μαρτίν, ο πλοηγός, που όπως έχουμε επίσης πει είχε πάει μαζί με τους άντρες του Μονγκία αλλά επέστρεψε για να μπει στην υπηρεσία του τυράννου στην Μπουρμπουράτα. Κι όπως διαβάζαμε τη δήλωση ανακαλύψαμε από τα λεγόμενά της ότι ο εν λόγω Φρανθίσκο Μαρτίν υποστήριζε πολύ τον Ροδρίγο Γκουτιέρεθ, κι ο αυλάρχης του τυράννου του Λόπε ντε Αγκίρε, που ο τύραννος είχε αφήσει υπεύθυνο του στρατοπέδου όταν γύρισε στην Μπουρμπουράτα, εξοργισμένος μ' αυτόν τον Φρανθίσκο Μαρτίν, τον πλοηγό, για όσα ανέφερε για να υποστηρίξει τον Ροδρίγο Γκουτιέρεθ, του έχωσε μερικές μαχαιριές κι ήρθανε κι άλλοι φίλοι του τυράννου και τον αποτέλειωσαν. Κι ένας στρατιώτης, ονόματι Αράνα, από τους στενούς φίλους του τυράννου του έριξε μια με το αρκεβούζιο, μα αστόχησε και δεν πέτυχε τον εν λόγω Φρανθίσκο Μαρτίν αλλά έναν άλλον στρατιώτη που βρισκόταν σιμά του, αιχμάλωτος, γιατί καταπώς έλεγαν είχε προσπαθήσει να το σκάσει εκείνη τη νύχτα, που λεγόταν Αντόν Γκαρθία και τον σκότωσε, κι έτσι πέθαναν κι οι δυο τους. Οι περισσότεροι στο στρατόπεδο ήταν σίγουροι πως ο Αράνα ηθελημένα σκότωσε αυτόν τον Αντόν Γκαρθία, με το πρόσχημα ότι έριχνε στον άλλον. Κι έτσι, ο Αράνα δεν τιμωρήθηκε και λένε πως τον άκουσαν να λέει ότι έπαιρνε αυτός την ευθύνη κι ότι ο γενικός διοικητής, ο αφέντης του, θα τον επαινούσε. Κι αυτή ήταν η αιτία που γίνηκαν φασαρίες, γιατί άλλοι επαινούσαν το γεγονός κι άλλοι το κατέκριναν. Μα αυτός ο Αράνα, σαν καλός φίλος κι έμπιστος του τυράννου που ήταν, κίνησε με μεγάλη βιασύνη για τη Μπουρμπουράτα και προειδοποίησε τον τύραννο για τα όσα συνέβαιναν στο στρατόπεδό του, κι εκείνος γύρισε εκεί πέρα όσο πιο γρήγορα γινόταν και χάρηκε με τα καθέκαστα. Την επομένη το πρωί έφυγε συνεχίζοντας το ταξίδι του για τη Νουέβα Βαλένθια, κι επειδή οι δρόμοι ήταν κακοτράχαλοι και το έδαφος δύσβατο, οι στρατιώτες παράτησαν εκεί πέρα τις περισσότερες κουμπάνιες που είχαν ζαλωθεί. Κι εγκατέλειψαν εκεί και κάποια σιδερένια πυροβό14.ΓΑΣΠΑΡ1ΝΓΓΕΚΑΡΒΑΧΑΛ,^Λ<%κ:^<ίο
209
λα όπλα γιατί τα άλογα δεν μπορούσανε να τα ανεβάσουν. Κόπιασαν πολύ ο τύραννος κι οι ακόλουθοι κι οι φίλοι του να ανεβάσουν τα πολεμοφόδια, φορτώνοντάς τα και ξεφορτώνοντάς τα πολλές φορές για να ξεκουράσουνε τα άλογα και μοίραζαν ανάμεσά τους τα φορτία και τα ανέβαζαν οι ίδιοι στις ανηφόρες. Ακόμα κι ο Λόπε ντε Αγκίρε φορτώθηκε κι αυτός ένα μεγάλο μέρος από τα πολεμοφόδια αυτά. Δούλεψε σκληρά εδώ πέρα κι έπεσε άρρωστος, τόσο βαριά που τη μέρα που έφτασε στην Βαλένθια, ξεκαβαλίκεψε από το άλογο του, μην μπορώντας να κρατηθεί στη σέλα, και ξάπλωσε καταγής ως να 'τανε νεκρός, και κάποιοι στρατιώτες που ήτανε σιμά του τον κουβαλήσανε, κι άλλοι του κάνανε σκιά με μια τέντα που είχανε φτιάξει με μια σημαία. Εδώ πρέπει να πούμε ότι ήταν ντροπή τους, και δεν μπορούν να αρνηθούν την ενοχή τους, γιατί είχε δίπλα του πολύ λίγους φρουρούς και ήταν πολύ εύκολο να τον σκοτώσουνε, επειδή έτσι που ήταν άρρωστος είχε στείλει μπροστάρηδες όλους τους δικούς του στην Βαλένθια για να καταλάβουν το χωριό. Και λένε ακόμα ότι ο τύραννος αυτός, ταλαιπωρημένος από την αρρώστια του, τους είπε μια δυο φορές: «Σκοτώστε με, σκοτώστε με!», γιατί ούτε στο φορείο μπορούσε να αντέξει. Και μόλις έβλεπε κάποια σκιά, ορμούσε κατά κει και ξάπλωνε καταγής. Κι έτσι τον κουβάλησαν πάνω από μισή λεύγα, και κάποιοι απ' αυτούς έρχονται τώρα και περηφανεύονται και διακηρύσσουν ότι είναι πιστοί υπηρέτες της Μεγαλειότητάς Σας. Κι όλα τούτα δεν τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια, γιατί εγώ το είχα σκάσει στα βουνά μαζί με τον σύντροφό μου τον Διέγο ντε Aλαpκóv^^ γιατί μέχρι που με πιάσανε και με ξαναγύρισαν στον τύραννο, δεν γνώριζα τίποτα απ' όλα τούτα, όπως θα εξιστορήσω παρακάτω. Μέσα σε λίγες μέρες ο τύραννος ανάρρωσε και ανέλαβε από την αρρώστια του. Το χωριό αυτό της Βαλένθια το βρήκανε εγκαταλελειμμένο όπως και την Μπουρμπουράτα και στα περίχωρα βρήκανε κάποιες φοράδες και πουλάρια. Μείνανε είκοσι και παραπάνω μέρες εδώ 45. Η παράγραφος αυτή μας ετατρέπει να μάθουμε την ταυτότητα του συγγραφέα της εξιστόρησης, γιατί όπως γράφει στην σελίδα 205 «το έσκασαν δυο στρατιώτες... ο ένας λεγόταν Πεδράριας ντε Αλμέστο κι ο άλλος Διέγο ντε Αλαρκόν...». 210
πέρα, δαμάζοντας τα άλογα, γιατί όλα τους ήτανε άγρια, για να μπορέσουν να κουβαλήσουν τα πυροβόλα όπλα και τα πολεμοφόδια, καθώς και για να μεταφέρουν κάποιους από τους διοικητές τους και φίλους. Κι επειδή έβλεπε ο τύραννος ότι όλοι οι κάτοικοι των χωριών από όπου περνάγανε ίσαμε εδώ φεύγανε, και κανένας δεν ερχόταν με το μέρος του καταπώς πίστευε ότι θα κάνανε, βλαστημούσε κι έβριζε κι έλεγε πολλές φορές ότι οι άνθρωποι της χώρας εκείνης ήτανε χειρότεροι κι από βαρβάρους και λιγόψυχοι και δειλοί. Κι αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν να μην έχει έρθει κανένας με το μέρος τους, γιατί μονάχα τούτοι εδώ αρνιόνταν τον πόλεμο, ενώ απ' αρχής του κόσμου οι άνθρωποι επεδίωκαν τον πόλεμο και συμμετείχαν πρόθυμα σ' αυτόν, κι ακόμα και στον ουρανό είχε γίνει πόλεμος ανάμεσα στους αγγέλους όταν διώξανε από κει τον Σατανά. Κι αυτά ήτανε τα παράπονα του τυράννου, λες κι εκείνος ήταν καλός και είχε αναλάβει κάποια δίκαιη και ιερή εκστρατεία. Σ' αυτό το χωριό της Βαλένθια πρόσταξε να κρεμάσουν έναν στρατιώτη από τους μαρανιόνες του, ονόματι Γκονθάλο Παγαδόρ επειδή απομακρύνθηκε σε απόσταση μιας ριξιάς με το αρκεβούζιο απ' το χωριό για να μαζέψει κάτι καρπούς που τους λένε παπάγιες, ενώ εκείνος είχε δώσει διαταγή να μην βγει κανένας δίχως την άδειά του και πρόσταξε να τον κρεμάσουν στο ίδιο δέντρο απ' το οποίο είχε μαζέψει τα φρούτα. Αφού τέλειωσε αυτό, οι στρατιώτες που είπαμε παραπάνω ότι το έσκασαν από την Μπουρμπουράτα, από τους πρώτους, ο Πεδράριας ντε Αλμέστο κι ο Διέγο ντε Αλαρκόν, ταλαιπωρημένοι πολύ από την πείνα και τη δίψα στην περιπλάνησή τους στα βουνά όπου κρύβονταν από τον αισχρό αυτόν τύραννο και κουρασμένοι από τις κακουχίες πήραν την απόφαση, για να υπηρετήσουν καλύτερα την Μεγαλειότητά Σας, να φανερωθούν στο χωριό της Μπουρμπουράτα, φωνάζοντας το όνομα του Βασιλέα, και να κάνουν τους κατοίκους του χωριού αυτού να σηκώσουν παντιέρα στο όνομα του Βασιλέα του Δον Φελίπε, του αφέντη μας. Κι έτσι κι έκαναν. Και μέρα μεσημέρι, πήγανε και στήθηκαν καταμεσής στην πλατεία του χωριού αυτού της Μπουρμπουράτα οι δυο αυτοί στρατιώτες κι αρχίσανε να ξεφωνίζουν λέγοντας: «Όσοι κι όποιοι βρίσκονται στο χωριό, ας βγούνε να υπηρετήσουν τον Βασιλέα, μιας και γι' αυτό έχου211
με έρθει εδώ πέρα. Ας υψώσουμε τη σημαία στο όνομα του Βασιλέα, του κυρίου κι αυθέντη μας, κι ας μαζευτούμε εδώ πέρα για να πάμε να κατατροπώσουμε τον αχρείο τον τύραννο!». Μόλις ξεστόμισαν τα λόγια αυτά, ξεπρόβαλαν από τα σπίτια τους επτά με οχτώ πάροικοι και στρατιώτες, που έδειχναν πρόθυμοι να κάνουν όσα είπανε ο Πεδράριας κι ο Αλαρκόν. Για να αποκοιμίσουν τις υποψίες τους, έρχονται κι ο δήμαρχος ο Τσάβες κι ο Δον Χουλιάν ντε Μεντόθα, ο δικαστικός αρχικλητήρας του χωριού, με τα σκήπτρα τους, λέγοντας: «Κύριοι, ζήτω ο Βασιλέας, που εν ονόματί του φέρουμε τα σκήπτρα αυτά. Πρέπει να πράξουμε όπως λέτε!». Μόλις όμως αντίκρισαν τον Πεδράριας και τον Αλαρκόν, πέσανε πάνω τους οι πάροικοι κι ο δήμαρχος κι ο δικαστικός αρχικλητήρας, φωνάζοντας και λέγοντας: «Συλλάβετε τους προδότες! Ζήτω ο γενικός διοικητής Αόπε ντε Αγκίρε!» Ο Πεδράριας, μόλις είδε την προδοσία, άρχισε να υπερασπίζεται τον εαυτό του με το σπαθί. Τότε συλλάβανε τον Αιέγο ντε Αλαρκόν, τον δε Πεδράριας, βλέποντας ότι υπερασπιζόταν τον εαυτό του όπως μπορούσε, τον αφήσανε και δεν τον πιάσανε προς στιγμήν αλλά πέσανε όλοι πάνω στον Αλαρκόν, τον οποίον τον δέσανε με πολλές αλυσίδες. Ο Πεδράριας το 'σκάσε και πάλι στα βουνά, όπου περιπλαντ^θηκε άλλες τέσσερις ημέρες, μα επειδή τον τυραννούσε η πείνα, αναγκάστηκε να πάει να ψάξει για τροφή τη νύχτα σε ένα σπίτι στο οποίο είχανε βάλει κατασκόπους. Κι έτσι, τα μεσάνυχτα, τον ανακάλυψαν μέσα σε μια καλύβα και εκεί τον πιάσανε ο Δον Χουλιάν μ' άλλους τέσσερις χωριανούς και τον ττήγανε εκεί όπου κρατούσαν αιχμάλωτο τον Διέγο ντε Αλαρκόν, και τους πέρασαν δυο σιδερένια κολάρα στον καθένα και μια αλυσίδα που, έτσι κι ήτανε από χρυσάφι, θα είχαν γενεί πλούσιοι. Τότε τους είπανε για ποιο λόγο το κάνανε, επειδή ο τύραννος τους είχε πάρει ομήρους τις γυναίκες τους και θέλανε να τις ανταλλάξουνε με τα κεφάλια τους. Κι όταν ο Πεδράριας ρώτησε τον δήμαρχο Τσάβες γιατί κρατούσε το σκήπτρο του Βασιλέα στα χέρια του αφού ήταν τόσο μεγάλος προδότης, πήγε ο δήμαρχος κι άρπαξε ένα ακόντιο που βρισκόταν σιμά του και του έριξε μία, παρ' όλο που ήτανε δεμένος με την αλυσίδα κι είχε χειροπέδες στα χέρια του. Αφού τους έπιασε αιχμάλωτους ο δήμαρχος, ειδοποίησε με αγγελιαφόρους τον αχρείο 212
τον τύραννο για να στείλει κάποιους να τους πάρουνε. Όταν είδε ότι αργούσανε να φανούν πρόσταξε κάποιους άντρες του χωριού, να πάνε, εκ μέρους της Μεγαλειότητάς Σας, να παραδώσουν τους στρατιώτες αυτούς στον τύραννο Λόπε ντε Αγκίρε. Τότε ο Πεδράριας κι ο Αλαρκόν ζήτησαν να εξομολογηθούν από έναν κληρικό που βρισκόταν εκεί εκείνο τον καιρό, ο οποίος στην αρχή αρνήθηκε να το κάνει από φόβο για τον τύραννο, μα στο τέλος εξομολόγησε τους δυο αυτούς στρατιώτες. Ύστερα εκείνοι που είχαν ειδοποιηθεί να πάνε συνοδεία αυτών των δυο στρατιωτών, μαζί με τον δικαστικό αρχικλητήρα, τον Δον Χουλιάν ντε Μεντόθα, ανάγκασαν γύρω στα μεσάνυχτα τον Αλαρκόν και τον Πεδράριας να προχωρήσουν και τους είχανε δεμένους με μια αλυσίδα ενώ ο καθένας τους είχε δυο σιδεριές περασμένες στο λαιμό του. Κι αφού είχανε περπατήσει γύρω στις έξι λεύγες εκείνο το βράδυ και την επόμενη μέρα, κι ήτανε πια τρεις με τέσσερις λεύγες από την Βαλένθια, όπου βρισκόταν εγκατεστημένος ο τύραννος, ένας απ' αυτούς, εκείνος με το όνομα Πεδράριας, φώναξε τον Δον Χουλιάν για να του βάλει καλύτερα την αλυσίδα, με σκοπό να του αρπάξει το σπαθί και να του επιτεθεί ή να ελευθερωθεί από τα δεσμά του. Και θα του πήγαιναν όλα καλά, αλλά ο σύντροφός του είχε σταματήσει κι επαναλάμβανε: «Σε τι θα μας χρησιμεύσει, παρά μόνο για να πεθάνουμε σαν χριστιανοί;». Τότε ο Πεδράριας, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να κάνει αυτό που σκόπευε, ρίχτηκε καταγής και τους εκλιπαρούσε με επιμονή να του κόψουνε εκεί πέρα το κεφάλι, γιατί έτσι θα είχαν κάνει το καθήκον τους και θα τους επέστρεφαν τις γυναίκες τους, γιατί δεν σκόπευε να πάει να δώσει αυτή την ικανοποίηση στον Λόπε ντε Αγκίρε και τους άλλους προδότες. Γιατί πιότερο στενοχωριόταν γι' αυτό, ακόμα κι αν δεν ήταν να τον σκότωναν, το να πέσει δηλαδή ζωντανός στα χέρια τους. Βλέποντας εκείνοι που τον συνόδευαν πως δεν ήθελε να προχωρήσει, αλλά προτιμούσε να πεθάνει εκεί πέρα, συμφώνησαν μεταξύ τους να του κόψουν το κεφάλι. Έτσι, του είπαν να διαλέξει με ποιον τρόπο ήθελε να τον σκοτώσουν, κι εκείνος αποκρίθηκε ότι έπρεπε να ακονίσουν ένα μαχαίρι ή ένα σπαθί για να γίνουν όλα πιο γρήγορα και να του κόψουν τον λαιμό. Πράγματι, ο Δον Χουλιάν ντε Μεντόθα πήρε ένα πλατύ σπαθί που είχε και το ακόνισε σε μια πέτρα δίπλα 213
σε ένα ρυάκι που ήτανε εκεί πέρα, πλησίασε τον Πεδράριας και τον παρακάλεσε ξανά να περπατήσει λέγοντάς του ότι στο αναμεταξύ μπορεί να γινόταν κάτι και να σωζόταν. Τότε ο Πεδράριας του αποκρίθηκε ότι έπρεπε να τον αφήσει ελεύθερο γιατί είχε έρθει εδώ πέρα για να υπηρετήσει τον Βασιλέα, κι ότι αυτό που έκαναν ήταν προδοσία. Ο Δον Χουλιάν του αποκρίθηκε ότι πιότερο αγαπούσε τη γυναίκα του, κι ότι αφού την έπαιρνε πίσω είχαν σειρά όλα τα άλλα. Κι έτσι είπε ο Πεδράριας: «Κάμετε λοιπόν ό,τι είναι να γίνει. Εγώ φεύγω ευχαριστημένος, γιατί πεθαίνω γι' αυτό που είναι υποχρέωσή μας, να υπηρετούμε τον Θεό και τον Βασιλέα». Τότε ο Δον Χουλιάν τον έπιασε από τα γένια λέγοντας του να πει το Πιστεύω, κι εκείνος αποκρίθηκε: «Πιστεύω εις έναν Θεό, και ότι εσείς είστε μεγάλος προδότης». Και λέγοντας αυτά, του πέρασε την κόψη του σπαθιού δυο τρεις φορές απ' τον λαιμό, κι όταν ξεπήδησε το αίμα, ο Δον Χουλιάν δίστασε και σάστισε και δεν προχώρησε. Κι αυτός ο Πεδράριας έμεινε να χάνει αίμα από μια μεγάλη πληγή στον λαιμό κι επειδή νόμισαν ότι τον είχαν σκοτώσει, τον αφήσανε έτσι όλη εκείνη τη νύχτα ίσαμε που ξημέρωσε. Κι επειδή ήταν θέλημα Θεού, η κόψη του σπαθιού δεν του έκοψε το λαρύγγι κι έτσι έμεινε ζωντανός. Μόλις είδανε ότι ήτανε ζωντανός τον παρακάλεσαν και πάλι να προχωρήσει για να πάει εκεί όπου βρισκόταν ο τύραννος, και παρ' όλο που δεν το ήθελε, αλλά ήθελε να τον αποτελειώσουν, μετά από τις παρακλήσεις τους, δέχτηκε να προχωρήσει κι έτσι φτάσανε στο μέρος όπου βρισκόταν ο τύραννος. Κάποιοι από τους έμπιστούς του, μόλις μάθανε τον ερχομό αυτών των στρατιωτών, πήγανε στον τύραννο και του ζητήσανε τα συχαρίκια για τα νέα που του φέρνανε. Κι όλα όσα εδώ πέρα αναφέρω είναι γνωστά τοις πάσι, και από τις δηλώσεις θα φανεί και με το παραπάνω. Έτσι, μόλις φτάσανε στην Βαλένθια, πρόσταξε ο τύραννος μερικούς έμπιστούς του κι άλλους που δεν ήταν και τόσο κοντινοί του, να τους πιάσουν και, προτού φτάσουν εκεί που βρισκόταν αυτός, να τους μαχαιρώσουν και να τους κάνουν κομμάτια. Πήγανε λοιπόν μερικοί, που τα ονόματά τους δεν θα τα αναφέρω, κι άρχισαν να λένε στους δυο στρατιώτες: «Γιατί λοιπόν μας αφήσατε στο έλεος των εχθρών μας και πήγατε με τον Βασιλέα; Τι σας πέρασε απ' το μυαλό;». Ο Πεδράριας, έξω 214
φρενών πια, τους αποκρίθηκε: «Αφού λοιπόν είναι να πεθάνουμε, πες πως είμαστε ήδη πεθαμένοι. Ελπίδα δεν υπάρχει». Ενώ γίνονταν αυτά έφτασε μήνυμα από τον Λόπε ντε Αγκίρε να τους φέρουνε μπροστά του γιατί ήθελε να τους μιλήσει. Κι έτσι, εκείνοι οι εκπρόσωποί του δεν μπόρεσαν να κάνουν πράξη τους άθλιους σκοπούς τους και τους οδήγησαν ενώπιον του τυράννου, ο οποίος τους είπε: «Τι είναι αυτό που πήγατε να κάνετε; Ε λοιπόν, μάρτυς μου ο Θεός, έρχεστε πάνω στην ώρα, γιατί είχα δώσει λόγο να φτιάξω απ' το τομάρι από δύο μαρανιόνες ένα ταμπούρλο και τώρα θα μπορέσω να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου. Και θα δούμε αν ο Βασιλιάς ο Δον Φελίπε, τον οποίο πήγατε να υπηρετήσετε, θα σας αναστήσει. Γιατί, μάρτυς μου ο Θεός, ούτε ζωή δίνει μήτε και γιατρεύει λαβωματιές». Ύστερα μτϋήκε στο κατάλυμά του όπου βρισκόταν η κόρη του για να βάλει τον δερμάτινο θώρακά του και το κράνος του. Και λένε ότι η κόρη του ήταν που τον ικέτευσε να μην σκοτώσει τον Πεδράριας, κι εκείνος υποχώρησε στα παρακάλια της. Έτσι, όταν βγήκε από το κατάλυμά του, άρχισε να μιλάει στους άντρες, μα τα λόγια του δεν τα θυμάται κανείς, γιατί μερικοί ήταν περίλυποι που βλέπανε τους δυο στρατιώτες ένα βήμα από τον θάνατο ενώ άλλοι λέγεται ότι από την ευχαρίστησή τους δεν πρόσεχαν τι έλεγε. Στο τέλος, αφού τέλειωσε τον λόγο του, πλησίασε τον Πεδράριας και τον αγκάλιασε λέγοντας: «Αυτόν τον θέλω ζωντανό. Τον άλλον κάντε τον κομματάκια». Τότε τον Διέγο ντε Αλαρκόν τον πήρανε συνοδειά ανάμεσά τους εκείνοι οι αχρείοι δήμιοι, μαζί με κάποιον Καριόν, έναν μιγάδα, δικαστικό αρχικλητήρα του στρατοπέδου, και τον ττήρανε από το κατάλυμα του τυράννου και τον περιέφεραν στους δρόμους ανάμεσα στις σκηνές του στρατοπέδου με έναν τελάλη που διαλαλούσε με δυνατή φωνή: «Ιδού η δικαιοσύνη που προστάζει να αποδοθεί ο Λόπε ντε Αγκίρε, ο πανίσχυρος αρχηγός των μαρανιόνες, σε τούτον εδώ τον άντρα, επειδή είναι υττηρέτης του Βασιλέα της Καστίλλης. Πρόσταξε να τον κάνουν κομμάτια. Καθείς πληρώνει ανάλογα με τα έργα του». Κι έτσι του κόψανε το κεφάλι, κι αφού τον κάνανε τέσσερα κομμάτια, τα βάλανε σε πασσάλους σε μια πλατεία και το κεφάλι στη μέση στον στύλο. Κι ο τύραννος ξεφώνιζε δυνατά στους στρατιώτες που είχαν μαζευτεί τριγύρω απ' το κεφάλι του Διέγο ντε Αλαρκόν: 215
«Ε, στρατιώτες μου κι ιππότες, τι βλάκας που θα 'ταν ο Πεδράριας αν βρισκόταν στην ίδια θέση με τον σύντροφό του, γιατί δεν πρόκειται να έρθει ο Βασιλιάς της Καστίλλης να τον αναστήσει!». Τον δε Πεδράριας τον προέτρεπε να ανοίξει τα μάτια του, γιατί ο Βασιλιάς ούτε ζωή θα του 'δινε ούτε και θα του γιάτρευε την πληγή. Ύστερα πρόσταξε να γιατροπορέψουνε αυτόν τον Πεδράριας ντε Αλμέστο, και τον συγχώρεσε εφιστώντας του την προσοχή σε όσα είχε κάνει γι' αυτόν, και πράγματι ήταν μεγάλο θαύμα που ο Θεός φώτισε τον τύραννο και δεν έκανε πράξη την μεγάλη του αχρειότητα. Πράγμα που ήταν πρωτόγνωρο, γιατί ίσαμε τότε ο τύραννος αυτός δεν είχε χαρίσει την ζωή κανενός. Ύστερα του βάλανε έξι ράμματα στην πληγή αυτού του Πεδράριας ντε Αλμέστο, που πίστευε ότι θα πεθάνει απ' αυτήν. Από τούτο το χωριό έστειλε ο τύραννος αυτός τον διοικητή του, τον Κριστόμπαλ Γκαρθία, μαζί με μερικούς άντρες σε μια πολύ μεγάλη λίμνη που βρισκόταν κοντά στην Βαλΐένθια που λεγόταν Καρίγουα"^, όπου υπάρχουν πολλά νησιά κατοικημένα από ινδιάνους, γιατί είχανε πει στον τύραννο αυτό ότι κάποιοι πάροικοι της Βαλένθια ήταν κρυμμένοι εκεί πέρα κι ότι είχανε μαζί τους το μεγαλύτερο μέρος του ρουχισμού κι όλων των υπαρχόντων του χωριού και τους έδωσε προσταγή να προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να μπούνε μέσα, να ταάσουν αιχμάλωτους όσους μπορέσουνε και να αρπάξουν τον ρουχισμό. Μα έδωσε ο Κύριος και δεν έγινε έτσι γιατί κάτι σχεδίες από καλάμια που φτιάξανε δεν μπόρεσαν να αντέξουνε βάρος πάνω στο νερό και βυθίστηκαν και ττήγανε στον πάτο μόλις μττήκανε μέσα κι έτσι επέστρεψαν άπραγοι. Τότε ήρθε είδηση ότι ο δήμαρχος Τσάβες από την Μπουρμπουράτα έστειλε να πούνε του τυράννου ότι κρατούσε αιχμάλωτο τον Ροδρίγο Γκουτιέρεθ. Ο στρατιώτης αυτός ήταν ένας από κείνους που είχανε πάει με το μέρος του καλόγερου μαζί με τον Μονγκία. Κι έλεγε ακόμα ο δήμαρχος Τσάβες να στείλουν να τον πάρουνε, τον είχε δε συλλάβει ο προδότης ο δήμαρχος μέσα στην εκκλησία της Μπουρμπουράτα, γιατί ο εν λόγω Αιέγο Γκουτιέρεθ είχε μπει εκεί μέσα κι είχε βρει καταφύγιο 46. Η σημερινή λίμνη της Βαλένθια. 216
αυτού. Κι εκεί ττήγε ο δήμαρχος αυτός και τον έπιασε αιχμάλωτο, και τον φύλαγε περιμένοντας να στείλει ο τύραννος να τον πάρουν. Ο τύραννος, μόλις το έμαθε, έστειλε με μεγάλη ευχαρίστηση και γρηγοράδα τον Φρανθίσκο ντε Καριόν, τον δικαστικό του αρχικλητήρα, με δώδεκα στρατιώτες, για να του τον φέρουν. Ο Γκουτιέρεθ όμως αυτός κατάφερε να εξαγοράσει κάποιον νέγρο που τον φύλαγε και ξέφυγε προτού φτάσουν εκείνοι που πήγαιναν να τον πάρουν κι έτσι έσωσε την ζωή του. Κι όταν οι στρατιώτες αυτοί γύρισαν χωρίς αυτόν, ο τύραννος στενοχωρήθηκε πολύ και επέπληξε τον δικαστικό αρχικλητήρα και τους στρατιώτες που δεν σκότωσαν τον δήμαρχο τον Τσάβες, γιατί πίστευε ότι εκείνος ήταν που τον είχε ελευθερώσει. Μετά από λίγες μέρες, όπως λένε, ο δήμαρχος Τσάβες έστειλε γραφή για να ειδοποιήσει τον τύραννο ότι οι πάροικοι της επικράτειας της Βενεζουέλας συνάζονταν εναντίον του κι είχανε σηκώσει την βασιλική παντιέρα κι ότι καλούσαν όλον τον κόσμο της επαρχίας να ενωθεί μαζί τους, ζητώντας βοήθεια μέχρι κι απ' το Νέο Βασίλειο της Γρανάδας, και για τον λόγο αυτό επέσπευσε την αναχώρησή του ο τύραννος.
217
ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΤΥΡΑΝΝΟΥ ^ ^ ^ σ ο ν καιρό έμεινε στο χωριό αυτό της Βαλένθια, έπιασε Ι Ι κ ι έγραψε αυτός ο αχρείος ο τύραννος γραφή προς την ^ ^ Μ ε γ α λ ε ι ό τ η τ ά Του τον Βασιλέα Δον Φελίπε, τον κύριο και αυθέντη μας, με λόγια ξεδιάντροπα κι αχρεία σαν του λόγου του, την οποία την έστειλε με τον πατέρα Κοντρέρας, αφού τον έβαλε να ορκιστεί ότι θα έστελνε το γράμμα αυτό στο ανώτατο δικαστήριο του Σάντο Δομίνγκο, για να (ρτάσει από κει στα χέρια της Μεγαλειότητάς Σας, και έδωσε άδεια στον πατέρα Κοντρέρας να επιστρέψει από κει στη νήσο Μαργαρίτα. Εκείνος πήρε το γράμμα αυτό και το έστειλε στο Σάντο Δομίνγκο, καταπώς είχε υποσχεθεί, και το γράμμα λέει τα παρακάτω: «Φίλιππε, Βασιλέα της Ισπανίας, υιέ του Καρόλου του αήττητου: εγώ, ο Λόπε ντε Αγκίρε, ταπεινός σου υπήκοος, χριστιανός, από παρακατιανή γενιά, ιδαλγός, Βάσκος στην καταγοΰγή και κάτοικος της πόλης του Ονιάτε στο βασίλειο της Ισπανίας, στα νιάτα μου διέσχισα τον Ωκεανό και πήγα στα μέρη του Περού για να δείξω τι αξίζω με το δόρυ στο χέρι και για να εκπληρώσω το χρέος που έχει κάθε σωστός άντρας. Κι έτσι, εττί είκοσι τέσσερα χρόνια, σε υττηρέτησα πιστά στο Πιρού, κατατρόπωσα πολλούς ινδιάνους και εποίκησα πολλά χωριά εν ονόματί σου, πάντοτε σύμφωνα με τις δυνατότητές μου και τις δυνάμεις μου, δίχως να ενοχλήσω ποτέ τους αξιωματούχους σου και να απαιτήσω την πληρωμή μου, όπως φαίνεται στα βασιλικά σου αρχεία». «Εξοχότατε Βασιλέα και Αυθέντη, πιστεύω ότι αντά218
ξιος δεν στάθηκες για μας, παρά φάνηκες άσπλαχνος και αχάριστος παρ' όλες τις υπηρεσίες που σου προσφέραμε. Πιστεύω όμως πως μάλλον σε εξαπάτησαν εκείνοι που σου στέλνουν γραφές από τη χώρα τούτη, που είναι πολύ μακριά για σένα για να μπορέσεις να εξακριβώσεις μόνος σου την αλήθεια. Σε προειδοποιώ Ισπανέ Βασιλέα, ας υπάρξει παντού δικαιοσύνη και ορθότης, για τους πιστούς υπηκόους που έχεις σε τούτα δω τα μέρη, αν και εγώ επειδή δεν μπορούσα να ανεχτώ πλέον τις αχρειότητες που κάνουν οι δικαστικοί επίτροποί σου, ο Αντιβασιλέας σου και οι κυβερνήτες σου, έπαψα πλέον να σε υπακούω μαζί με τους συντρόφους μου, που θα κατονομάσω αργότερα, και εξοριστήκαμε από την πατρίδα μας, την Ισπανία, και πήραμε την απόφαση να σε πολεμήσουμε όσο πιο σκληρά μας επιτρέπουν οι δυνάμεις μας. Και πίστεψέ με. Βασιλέα κι Αυθέντη, ότι ήμασταν υποχρεωμένοι να ενεργήσουμε έτσι, επειδή δεν μπορούμε πλέον να αντέξουμε τους μεγάλους φόρους και τις άδικες τιμωρίες και ανταμοιβές που μας επέβαλαν οι εκπρόσωποί σου, οι οποίοι για να ανταμείψουν τους γιους και τους υπηρέτες τους μας άρπαξαν και μας έκλεψαν την φήμη μας, την ζωή μας και την τιμή μας. Κρίμα, κρίμα, ω Βασιλέα, που μας φερθήκατε τόσο άσχημα. Κουτσός είμαι από το δεξί μου πόδι, από δυο βολές που μου 'ριξαν στην κοιλάδα της Τσουκίνγκα, όταν μαζί με τον μοίραρχο Αλόνσο ντε Αλβαράδο πολεμούσαμε εν ονόματί σου τον Φρανθίσκο Ερνάνδεθ Χιρόν, που είχε επαναστατήσει εναντίον σου, όπως κι εγώ και τώρα οι σύντροφοί μου που είμαστε αντάρτες και θα είμαστε μέχρι τον θάνατο, γιατί έχουμε καταλάβει πια σε τούτο το βασίλειο πόσο άσπλαχνος είσαι, και πως δεν κρατάς τον λόγο σου. Και σε τούτα δω τα μέρη έχουμε λιγότερη εμπιστοσύνη στα συγχωροχάρτια σου απ' όσο τα βιβλία του Μαρτίνου Λούθηρου. Γιατί ο Αντιβασιλέας σου, ο μαρκήσιος ντε Κανιέτε, τύραννος κακός και φαύλος και φιλόδοξος, κρέμασε τον Μαρτίν ντε Ρόμπλες, άνθρωπο που είχε διακριθεί για τις υπηρεσίες που σου πρόσφερε, καθώς και τον γενναίο Τόμας Βάθκεθ, κατακτητή του Πι219
ρού, το ίδιο και τον κακόμοιρο τον Αλόνσο Δίαθ, που δούλεψε για την ανακάλυψη αυτού του βασιλείου σκληρότερα κι από τους ανιχνευτές του Μωυσή στην έρημο. Και τον Πιεδραίτα, που κέρδισε πολλές μάχες εν ονόματί σου, γιατί ακόμα και στην Λουκάρα εκείνοι σου έδωσαν τη νίκη, γιατί αν δεν έρχονταν με το μέρος σου σήμερα θα ήταν ο Φρανθίσκο Ερνάντεθ Βασιλιάς του Πιρού. Και δεν πρέπει να θεωρείς σπουδαίες τις υπηρεσίες που σου γράφουν ότι σου προσέφεραν οι δικαστές σου, γιατί μεγάλο παραμύθι είναι να αποκαλούν υπηρεσίες την σπατάλη οχτακοσίων χιλιάδων πέσος από το βασιλικό σου θησαυροφυλάκιο για τα βίτσια και τις αχρειότητές τους. Τιμώρησε τους όπως τους αξίζει γιατί είναι αλήθεια ότι είναι αχρείοι. "Πρόσεξε, πρόσεξε. Βασιλέα της Ισπανίας, μην είσαι τόσο σκληρός προς τους υττηκόους σου, ούτε τόσο αχάριστος, γιατί ενώ εσύ κι ο πατέρας σου ζούσατε ξένοιαστοι στο βασίλειο της Καστίλλης, κέρδισαν και σου πρόσφεραν οι υττήκοοί σου με το αίμα τους και ξοδεύοντας το βιος τους τόσα βασίλεια και ηγεμονίες που έχεις σε τούτα δω τα μέρη. Πρόσεξε, Βασιλέα κι Αυθέντη, γιατί δεν μπορείς να λέγεσαι δίκαια βασιλέας και να έχεις δικαιώματα σε τούτη τη γη όπου δεν διακινδύνεψες ποτέ, δίχως να ανταμείψεις πρώτα αυτούς που δούλεψαν γι' αυτήν. "Βέβαιος είμαι ότι πάνε στην κόλαση λίγοι βασιλιάδες μόνο κάι μόνο επειδή είστε λίγοι. Γιατί αν ήσασταν πολλοί, κανείς σας δεν θα μπορούσε να πάει στον Παράδεισο γιατί εκεί θα ήσασταν χειρότεροι κι από τον ίδιο τον Εωσφόρο, έτσι διψασμένοι που 'σαστε για ανθρώπινο αίμα. Δεν παραξενεύομαι όμως ούτε και σας δίνω σημασία, γιατί θεωρείστε ανήλικοι, και κάθε άνθρωπος αφελής έχει το ακαταλόγιστο και η κυβέρνησή σας είναι σκέτα φούμαρα. Ορκίζομαι δε ταπεινά στον Θεό ότι είναι αλήθεια πως εγώ ο ίδιος κι οι διακόσιοι αρκεβουζιέρηδες μαρανιόνες, κατακτητές ιδαλγοί που έχω μαζί μου, δεν θα σου αφήσουμε ζωντανό ούτε έναν εκπρόσωπό σου, γιατί εγώ ξέρω ίσαμε πού φτάνει η ευσπλαχνία 220
σου. Και σήμερα είμαστε οι πιο καλότυχοι από τους ζωντανούς, γιατί βρισκόμαστε σε τούτα δω τα μέρη των Ινδιών, διατηρώντας την πίστη μας προς τον Θεό και τηρώντας τις εντολές του, χωρίς να έχουμε διαφθαρεί, σαν σωστοί χριστιανοί, τηρώντας όλες τις προσταγές της Αγίας Μητέρας Εκκλησίας της Ρώμης, και έχουμε την πρόθεση, παρ' όλο που είμαστε αμαρτωλοί σε τούτη την ζωή, να μαρτυρήσουμε για να τηρήσουμε της εντολές του Θεού. "Όταν αποβιβαστήκαμε από τον ποταμό των Αμαζόνων, που τον λένε Μαρανιόν, είδα σε ένα κατοικημένο από χριστιανούς νησί, που το λένε Μαργαρίτα, κάποια έγγραφα που έρχονταν από την Ισπανία για την σημαντική αίρεση των λουθηριανών που έχει εμφανιστεί εκεί, τα οποία μας τρομοκράτησαν και μας φόβισαν, γιατί εδώ στους κύκλους μας υπήρχε ένας Γερμανός, κάποιος Μοντεβέρδε, που τον έκανα κομμάτια. Τα σαρκία είναι άξια της τύχης τους, όπου όμως κι αν βρισκόμαστε εμείς, πίστεψέ με εξοχότατε ηγεμόνα ότι όλοι ζουν σύμφωνα με την χριστιανιι^ πίστη. "Είναι τόσο μεγάλη η διάλυση και η διαφθορά των κληρικών σε τούτα τα μέρη, που θα πρέπει να πέσει πάνω τους η οργή σου και η τιμωρία σου, γιατί όλοι συμπεριφέρονται λες κι είναι κυβερνήτες. Πρόσεξε, πρόσεξε Βασιλέα, μην πιστεύεις ό,τι σου λένε γιατί όταν κλαυθμηρίζουν εκεί πέρα ενώπιον της βασιλικής εξοχότητάς σου το πράττουν για να έρθουν εδώ πέρα και να αρχίσουν να προστάζουν. Αν θέλεις να μάθεις τι είδους ζωή κάνουν εδώ, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το εμπόριο, να κάνουν περιουσία και να αποκτήσουν αγαθά. Ξεπουλάνε τα Αχραντα Μυστήρια της Εκκλησίας, είναι εχθροί των φτωχών, άσπλαχνοι, φιλόδοξοι, λαίμαργοι και αλαζόνες. Ακόμα κι ο πιο ταπεινός καλόγερος θέλει να προστάζει και να κυβερνάει αυτά τα μέρη. Σταμάτησε τους. Βασιλέα κι Αυθέντη, γιατί μ' αυτά που κάνουν και με το κακό παράδειγμά τους, δεν πρόκειται να ριζώσει ποτέ η πίστη στους ιθαγενείς. Κι αν αυτοί οι διεφθαρμένοι καλόγεροι δεν ξεριζωθούν από τούτα τα μέρη θα 221
γενούν μεγάλα σκάνδαλα. Αν εγώ κι οι σύντροφοί μου, δικαιολογημένα, έχουμε αποφασίσει να πεθάνουμε, τόσο γι' αυτό όσο και για άλλα περασμένα, μοναδικέ Βασιλέα, εσύ έχεις το φταίξιμο, γιατί δεν εκτίμησες τον μόχθο των υπηκόων σου και δεν υπολόγισες ποτέ πόσα πολλά τους χρωστάς. Κι αν εσύ δεν φροντίζεις γι' αυτούς παρά πιστεύεις τους δικαστές σου, ποτέ δεν πρόκειται να κυβερνήσεις σωστά. Δεν χρειάζεται να σου παρουσιάσω μάρτυρες, σε προειδοποιώ μόνο ότι αυτοί οι δικαστικοί επίτροποί σου, παίρνουν μισθό κάθε χρόνο τέσσερις χιλιάδες πέσος και ξοδεύουν οχτώ χιλιάδες, και μετά από τρία χρόνια έχουν βάλει στην άκρη ο καθένας τους εξήντα χιλιάδες πέσος, κι έχουν ακόμα και κληρονομιές και περιουσία. Κι αν παρ' όλα αυτά έμεναν ευχαριστημένοι με το να τους υπηρετούμε όπως όλους τους ανθρώπους, καλά θα ήταν, παρ' όλο που θα μας κόστιζε. Όμως, εξαιτίας των αμαρτιών μας θέλουν όποτε τους συναντάμε να γονατίζουμε και να τους προσκυνάμε και να τους λατρεύουμε σαν τον Ναβουχοδονόσορα, πράγμα που δεν μπορούμε να το αντέξουμε. Κι εγώ, που πληγώθηκα κι έμεινα κουτσός όσο ήμουν στην υττηρεσία σου καθώς και οι παλιοί συντρόφοι μου που μόχθησαν και κουράστηκαν για να σε υπηρετήσουν, ποτέ δεν θα πάψουμε να σε προειδοποιούμε να μην έχεις εμπιστοσύνη σ' αυτούς τους γραμματιζούμενους, και να τους προσέχεις πολύ γιατί ξοδεύουν τον καιρό τους στο να παντρεύουν τους γιους και τις θυγατέρες τους, και δεν ασχολούνται με τίποτα άλλο και το έμβλημά τους είναι: "Ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε". "Γιατί οι καλόγεροι κανέναν δεν έχουν σκοπό να σώσουν ούτε και να κατηχήσουν κι είναι εγκατεστημένοι στις καλύτερες γαίες του Πιρού. Κι η ζωή που κάνουν είναι σκληρή κι επικίνδυνη, γιατί ο καθένας τους έχει στην κουζίνα του καμιά δωδεκαριά κοπέλες εν είδει εμπράκτου μετανοίας, που δεν είναι και πολύ γριές, κι άλλα τόσα παλικάρια που τα στέλνουν να ψαρεύουν, να κυνηγάνε πέρδικες και να συλλέγουν καρπούς. Όλοι οι ινδιάνοι πρέπει να τους υπηρετούν. Μα την πίστη μου. 222
σου ορκίζομαι, Βασιλέα και Αυθέντη, ότι αν δεν βάλεις φραγμό στις αχρειότητες που γίνονται σε τούτη τη χώρα, θα πέσει κεραυνός να σε κάψει από τον ουρανό. Κι αυτά στα λέω για να σε προειδοποιήσω και να μάθεις την αλήθεια, αν και ούτε γω ούτε κι οι σύντροφοί μου επιθυμούμε ούτε και περιμένουμε την ευσπλαχνία σου. " Ω!, τι μεγάλο κρίμα που ο καίσαρας κι αυτοκράτορας πατέρας σου κατέκτησε με τις δυνάμεις της Ισπανίας την ένδοξη Γερμανία και ξόδεψε τόσα χρήματα, φερμένα από τις Ινδίες, που εμείς ανακαλύψαμε, κι εσύ τώρα δεν νοιάζεσαι για τα γηρατειά μας και για την κούρασή μας, ούτε καν για το ότι θα μας σκοτώσεις από την πείνα κάποια μέρα! Ξέρεις καλά πως ακόμα και σε τούτα τα μέρη, εξοχότατε Βασιλέα και Αυθέντη, φτάνουν τα νέα ότι κατέκτησες την Γερμανία με τα όπλα κι η Γερμανία κατέκτησε την Ισπανία με τα βίτσια, έτσι που νιώθουμε ικανοποιημένοι εμείς εδώ που ζούμε μόνο με καλαμπόκι και νερό μόνο και μόνο γιατί δεν συμμετέχουμε σ' αυτή την μεγάλη φενάκη, κι όσοι έχουν περιπέσει σ' αυτήν χάρισμά σου. Όπου κι αν γίνονται οι πόλεμοι, για τους ανθρώπους γίνονται. Σε καμία περίπτωση όμως ούτε και με καμιά αντιξοότητα δεν θα πάψουμε να υπακούμε στις εντολές της Αγίας Μητέρας Ρωμαϊκής Εκκλησίας. "Δεν μπορούμε να πιστέψουμε εξοχότατε Βασιλέα και Αυθέντη, ότι εσύ ο ίδιος είσαι σκληρός με τους πιστούς σου υπηκόους που έχεις σε τούτα τα μέρη. Μάλλον οι δικαστικοί σου επίτροποι κι οι εκπρόσωποί σου το κάνουν χωρίς την συγκατάθεσή σου. Το λέω αυτό εξοχότατε Βασιλέα και Αυθέντη, γιατί στην πόλη ντε λος Ρέγιες, σε απόσταση δυο λεύγες απ' αυτήν κοντά στην θάλασσα, ανακαλύφθηκε μια λίμνη στην οποία ζούνε κάποια ψάρια, γιατί ο Θεός το επέτρεψε. Κι αυτοί οι αχρείοι οι δικαστές κι οι προύχοντές σου, που φροντίζουν για τη βασιλική περιουσία, για να εκμεταλλευτούν οι ίδιοι τα ψάρια, όπως κι έκαναν, για τα δώρα και τα βίτσια τους, την νοίκιασαν εν ονόματί σου, λέγοντάς μας ότι αυτή ήταν η θέλησή σου, λες κι είμαστε ηλίθιοι. Αν είναι πράγ223
ματι έτσι, άφησε μας κύριε να ψαρέψουμε κανένα ψάρι, γιατί είναι πολύ δύσκολο να βρούμε ψάρια. Ο Βασιλέας της Καστίλλης δεν έχει ανάγκη τα τετρακόσια πέσος που είναι το ποσό για το οποίο την νοικιάζουν. Γιατί, επιφανέστατε Βασιλέα, δεν ζητάμε χάρες ούτε στην Κόρδοβα, ούτε στο Βαγιαδολίδ, ούτε στην Ισπανία, που είναι τσιφλίκι σου και πρόσεξε, Βασιλέα και Αυθέντη, γιατί υπάρχει Θεός για όλους, καθώς και δικαιοσύνη, ανταμοιβή, παράδεισος και κόλαση. "Το έτος χίλια πεντακόσια πενήντα εννιά ανέθεσε ο μαρκήσιος ντε Κανιέτε την εκστρατεία στον ποταμό Αμαζόνιο στον Πέδρο ντε Ορσούα, από τη Ναβάρα, ή μάλλον απ' τη Γαλλία. Εκείνος άργησε να φτιάξει τα πλοία μέχρι το έτος χίλια πεντακόσια εξήντα, στην επαρχία των Μοτιλόνες στην επικράτεια του Πιρού, που ονομάζεται έτσι επειδή οι ινδιάνοι που ζούνε εκεί έχουν τα κεφάλια τους ξυρισμένα. Τα πλοία αυτά όμως, επειδή στο μέρος στο οποίο τα έφτιαξαν βρέχει πολύ, μόλις τα ρίξαμε στο νερό σπάσανε κι αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε σχεδίες και να αφήσουμε ξοπίσω τα άλογα και τα εφόδια. Αρχίσαμε να καταπλέουμε τον ποταμό, βάζοντας σε μεγάλο κίνδυνο τις ζωές μας, κι ύστερα συναπαντήσαμε τα πιο ορμητικά ποτάμια του Πιρού και καταφέραμε να φτάσουμε σε έναν κόλπο με γλυκό νερό. Προχωρήσαμε, την πρώτη φορά, τριακόσιες λεύγες, από το καρνάγιο απ' όπου μπαρκάραμε την πρώτη φορά. "Εκείνος ο κυβερνήτης ήταν τόσο διεστραμμένος, φιλόδοξος και άθλιος που δεν μπορέσαμε να αντέξουμε. Έτσι, επειδή είναι αδύνατον να εξιστορήσω τις αχρειότητες, κι επειδή, όσον αφορά του λόγου μου, θα με θεωρήσεις μεροληπτικό, εξοχότατε Βασι^α και Αυθέντη, δεν θα πω τίποτα άλλο παρά ότι τον σκοτώσαμε. Κι ο θάνατός του ήταν αλήθεια πως ήταν γρήγορος. Ύστερα, ένα παλικάρι, κάποιον ιππότη από την Σεβίλλη, που λεγόταν Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, τον ανακηρύξαμε Βασιλιά μας και ορκιστήκαμε στο όνομά του, όπως θα δει η εξοχότητά σου από τις υπογραφές όλων όσων το έκαναν κι εμένα με διόρισαν στρατοπεδάρχη του. Επειδή όμως δεν 224
ανέχτηκα τις προσβολές του και τις αχρειότητές του, θέλησαν να με σκοτώσουν, κι εγώ σκότωσα τον νέο βασιλιά και τον διοικητή της φρουράς του και τον αρχιδιοικητή του καθώς και τέσσερις διοικητές, τον αυλάρχη του και τον προσωπικό του ιερέα και μια γυναίκα που είχαν συνωμοτήσει εναντίον μου, έναν Κομενταδόρ της Ρόδου, έναν ναυτικό υποδιοικητή και δύο λοχίες κι άλλους πέντε με έξι συμμάχους του, με σκοπό να συνεχίσω τον πόλεμο και να πεθάνω στην μάχη, ένεκα οι πολλές αχρειότητες που μας έκαναν οι εκπρόσωποί σου. Και διόρισα καινούριους διοικητές και αρχιλοχία, επειδή όμως θέλησαν να με σκοτώσουν τους κρέμασα όλους. Και τραβούσαμε τη ρότα μας με όλους αυτούς τους σκοτωμούς και με μεγάλες περιπέτειες σ' αυτόν τον ποταμό τον Μαρανιόν. Κάναμε για να φτάσουμε στις εκβολές του και την θάλασσα πάνω από δεκάμισι μήνες. Περπατήσαμε εκατό μέρες ακριβώς και προχωρήσαμε χίλιες πεντακόσιες λεύγες. Είναι μεγάλος κι ορμητικός ο ποταμός, κι οι εκβολές του είναι ογδόντα μίλια γλυφό νερό αντίθετα με ό,τι λένε. Σε πολλά παρακλάδια του έχει μεγάλες ρηχάδες και ογδόντα λεύγες έρημο, δίχως κανέναν οικισμό, όπως θα δει η Μεγαλειότητά σου από μια εξιστόρηση που έχουμε κάνει, που λέει όλη την αλήθεια. Στην πορεία που ακολουθήσαμε έχει πάνω από έξι χιλιάδες νησιά. Ένας Θεός ξέρει πώς ξεφύγαμε από αυτή την φοβερή λίμνη! Σε προειδοποιώ. Βασιλέα και Αυθέντη, μην δώσεις την συγκατάθεσή σου να έρθει καμιά αρμάδα σ' αυτόν τον γεμάτο κακοτυχίες ποταμό γιατί, στο ορκίζομαι σαν χριστιανός, Βασιλέα και Αυθέντη, ότι αν έρθουν εκατό χιλιάδες άντρες δεν πρόκειται να γλιτώσει κανείς, ό,τι κι αν σου πουν ψέματα θα 'ναι, και δεν υπάρχει στον ποταμό αυτό τίποτα άλλο παρεκτός απελπισία, κυρίως για τους νεοφερμένους από την Ισπανία. "Οι διοικητές κι οι αξιωματούχοι που έχω τώρα μαζί μου, και που έχουν δώσει όρκο να πεθάνουν σ' αυτή την αναζήτηση σαν άνθρωποι που έχουν υποφέρει πολύ είναι οι εξής: «Χουάν Χερόνιμο ντε Εσπίντολα, Γενοβέζος, διοικητής πεζικού. Δύο Ανδαλουσιάνοι, ο διοικητής ιπ15. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΛΑ, Ελδοράδο
225
πικού Διέγο Τιράδο, Ανδαλουσιάνος, που οι δικαστές σου, Βασιλιά κι Αυθέντη, του άρπαξαν με αδικία τους ινδιάνους που 'χε κερδίσει με το σπαθί του. Ο διοικητής της φρουράς μου Ρομπέρτο ντε Κόκα και ο υπολοχαγός του Νούφλο Ερνάνδεθ, από την Βαλένθια. Ο Χουάν Λόπεθ ντε Αγιάλα, από την Κουένκα, ο ταμίας μας. Ο λοχαγός Μπλας Γκουτιέρεθ, κατακτητής είκοσι πέντε χρόνων από τη Σεβίλλη. Ο Κουστόδιο Ερνάνδεθ, υπολοχαγός. Πορτογάλος. Ο Διέγο ντε Τόρες, υπολοχαγός, από τη Ναβάρα. Ο λοχίας Πέδρο Ροντρίγεθ Βίσο, ο Διέγο ντε Φιγκερόα κι ο Κριστόμπαλ ντε Ρίβας, που συμμετείχε στις κατακτήσεις. Ο Πέδρο ντε Ρόχας, Ανδαλουσιάνος. Ο Χουάν ντε Σαλθέδο, υπολοχαγός του ιππικού. Ο Μπαρτολομέ Σάντσεθ Πανιάγουα, ο αρχικλητήρας. Ο Διέγο Σάντσεθ Μπιλμπάο, ο ταμίας μας. "Κι άλλοι πολλοί ιδαλγοί από την ομάδα αυτή παρακαλούν τον Θεό, τον Κύριό μας, να σε έχει πάντα καλά και να αυξάνει τη μεγαλοσύνη σου και την τύχη σου ενάντια στους Τούρκους και τους Γάλλους και σε όλους όσους σε τούτα δω τα μέρη θέλουν να σε πολεμήσουν. Ας μας βοηθήσει ο Θεός με την χάρη του να μπορέσουμε να πάρουμε με τα όπλα μας τα όσα μας χρωστάς, γιατί μας αρνήθηκαν όσα δίκαια μας χρωστούσαν. Ο υιός πιστών σου υπηκόων από τη χώρα των Βάσκων, και επαναστάτης μέχρι θανάτου εξαιτίας της αχαριστίας σου.
Αόπε ντε Αγκίρε, ο Προσκυνητής. » Μετά απ' αυτό, ο αχρείος ο τύραννος ξεκίνησε με μεγάλη βιάση για την Βαλένθια, και μια νύχτα πριν φύγει, πρόσταξε να πάνε όλοι οι άντρες να κοιμηθούν σε μια περιφραγμένη με καλάμια αυλή ενός σπιτιού στο οποίο έμενε ο ίδιος. Εκείνη την ίδια νύχτα πρόσταξε να σκοτώσουν στα κρυφά τρεις στρατιώτες από τους μαρανιόνες του, που τον έναν τον λέγανε Μπενίτο Δίαθ, επειδή είχε πει ότι είχε κάποιον συγγενή στο Νέο Βασίλειο, καθώς και κάποιον ντε Λόρα κι έναν Θιγάρα, επειδή τους θεωρούσε ύποπτους και φοβόταν ότι θα το σκάγανε. Το 226
πρωί, όταν φύγανε από κει, πρόσταξε να βάλουνε φωτιά στο σπίτι που είχανε βάλει τους πεθαμένους. Κι έφυγε από κει και κίνησε για το Μπαρτσιθιμέτο κατά τη μεριά των βουνών, αφήνοντας πίσω του την Βαλένθια κατακαμένη και κατεστραμμένη. Πήρε μαζί του πολλά άλογα και σκότωσε πολλά ζωντανά, αγελάδες και μοσχάρια και κριάρια.
227
ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΚΙΡΕ
Σ
το διάστημα που ο τύραννος αυτός βρισκόταν στην Βαλένθια δαμάζοντας πουλάρια, που ήτανε και το πρώτο του επάγγελμα στο Πιρού, οι περισσότεροι πάροικοι της επικράτειας της Βενεζουέλας μαζεύτηκαν στην πόλη του Μπαρτσιθιμέτο, όπου βρισκόταν ο γενικός διοικητής τους. Κι εκεί συνάχτηκαν μέσα σε λίγες μέρες πάνω από εκατόν πενήντα καβαλαραίοι, πρόθυμοι να υττηρετήσουν τον Βασιλέα και να υπερασπιστούν τα σπίτια τους και τα υπάρχοντά τους από τον αχρείο τον τύραννο. Κι ενώ ήταν όλοι φοβισμένοι και γεμάτοι αμφιβολίες, γιατί δεν ξέρανε μήτε πού βρισκόταν ο τύραννος αυτός, μήτε τι έκανε ούτε από πού ούτε και πότε θα έκανε την εμφάνισή του, κι ενώ καθημερινά μεγάλωνε η φήμη των ατιμιών του, πράγμα που τους προκαλούσε τρόμο, εισάκουσε ο Κύριος τις παρακλήσεις τους κι έφερε στο στρατόπεδό τους έναν από τους μαρανιόνες, που είχε έρθει με τους τυράννους αυτούς μέχρι τη \Ί^σο Μαργαρίτα, κι από κει το είχε σκάσει. Το όνομά του ήταν Περαλόνσο Γαλέας, ηλικιωμένος και αξιόπιστος άνθρωπος, ο οποίος πήγε με μια πιρόγα στην Στέρεα Γη κι από την Μαρακαπάνα στην Μπουρμπουράτα και την Βαλενθιάνα, όπου και κρύφτηκε όταν έφτασε εκεί πέρα ο τύραννος. Κι αφήνοντάς τον στην Βαλένθια, ήρθε στο Μπαρτσιθιμέτο στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας. Ορισμένοι από το στρατόπεδο επειδή ήταν φοβισμένοι και καχύποπτοι, είπανε πως δεν έπρεπε να έχουν εμπιστοσύνη σ' αυτόν τον Περαλόνσο, γιατί μπορεί να τον είχανε στείλει για να τους κατασκοπεύει. Κι έτσι ενέσπειραν υποψίες κι οι γνώμες ήταν πολλές, αλλά αφού τον συναναστράφηκαν και συζήτησαν μαζί του, είδανε πως δεν 228
ήταν κακός και αναγνώρισαν πως ήταν πιστός. Χάρηκαν πολύ με τον ερχομό του, γιατί τους έδωσε λεπτομερείς πληροφορίες που όλοι θέλανε να μάθουν για τον τύραννο αυτό και τους άντρες του καθώς και για τα όπλα και τα πολεμοφόδια και τα πυροβόλα όπλα που είχε και τον αριθμό των στρατιωτών του. Τους έδωσε και κάποιες ελπίδες ότι μπορεί και να τον νικούσαν, λέγοντάς τους πως θα τους νικούσαν δίχως να χρειαστεί καν να δώσουν μάχη, γιατί οι υπόλοιποι τίμιοι άντρες που είχε μαζί του ο τύραννος μόλις έβλεπαν το στρατό και το βασιλικό λάβαρο της Μεγαλειότητάς Σας, θα πήγαιναν με το μέρος τους, γιατί επιθυμία μεγάλη είχανε να υττηρετήσουν την Μεγαλειότητάς Σας, εκτός από μερικούς που ήτανε φίλοι κι έμπιστοι του τυράννου αλλά αυτοί δεν ήταν πάνω από εξήντα ή λίγοι παραπάνω. Τα νέα αυτά διέλυσαν τον φόβο που επικρατούσε στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας κι οι άντρες πήρανε μεγάλη χαρά γιατί τους είχανε πει, κι εκείνοι το είχαν πιστέψει, πως ο τύραννος είχε πολύ μεγαλύτερη δύναμη απ' αυτή που τους είπε και τους είχε διαβεβαιώσει ο Περαλόνσο. Έτσι, τον πίστεψαν και του έκαναν μεγάλες τιμές, κι από κει τον στείλανε στο Τοκούγιο για να δώσει αναφορά στον κυβερνήτη του τον Πάμπλο Κολιάδο που ήταν άρρωστος απ' την καρδιά του, κατά την άποψη του υποφαινόμενου. Είχε φύγει πια ο τύραννος από την Βαλένθια, όπως έχουμε αναφέρει, και προχωρούσε προς το Μπαρτσιθιμέτο, όταν καθ' οδόν το έσκασαν οχτώ με δέκα στρατιώτες και πήρανε τα βουνά. Μόλις το έμαθε αυτό ο τύραννος άρχισε να βλαστημάει και να βρίζει και να ξεστομίζει απειλές, κι είπε στενάζοντας: «Αχ ο έρημος. Τι έκανα και μ' αφήνετε τώρα που σας χρειάζομαι περισσότερο! Αχ, προφήτη Αντονίκο, την αλήθεια προφήτεψες. Αν σε είχα πιστέψει δεν θα το είχαν σκάσει αυτοί οι μαρανιόνες!» Κι αυτό το 'λεγε για ένα παλικάρι, ονόματι Αντονίκο, που ήταν υπηρέτης του τυράννου αυτού, τον οποίο αγαπούσε πολύ. Το παλικάρι του είχε επαναλάβει πολλές φορές να μην εμπιστεύεται τους μαρανιόνες, γιατί θα το έσκαγαν όλοι και θα τον εγκατέλειπαν. Και κάθε φορά που το έσκαζε κάποιος θυμόταν τον προφήτη Αντονίκο κι έλεγε: «Ιδού αυτός που μου προφήτευσε το γεγονός αυτό πριν από καιρό». Κάποιος ναυτικός υποδιοικητής όμως, το ίδιο διεστραμμένος όπως κι εκείνος, κι ίσως και 229
χειρότερος, o Χουάν Γκόμεθ του είπε: «Α, παρ' όλα αυτά κύριε σκεφτείτε αντί για τρεις να σας είχαν φύγει τριάντα τις προάλλες». Και το είπε αυτό για τους τρεις στρατιώτες που είχε σκοτώσει όταν έφευγαν από την Βαλένθια. Κι είπε κι άλλα αυτός ο Χουάν Γκόμεθ: «Α, παρ' όλα αυτά, κύριε, υπάρχουν πολλά και ωραία δένδρα!» Αφού είχε προχωρήσει δυο - τρεις μέρες, συνάντησε κάτι αγροικίες νέγρων σκλάβων των παροίκων της επικράτειας και σταμάτησε μια μέρα για να πάρει τρόφιμα και κυρίως για να πάρει και τους νέγρους αυτούς, τους οποίους τους ήθελε για να τον βοηθήσουν. Έφερε δεκαπέντε με είκοσι από δαύτους στο στρατόπεδό του μαζί με τον γενικό διοικητή του, στους οποίους είπε ότι ήταν ελεύθεροι, κι ότι θα τους χάριζε την ελευθερία σε όλους όσους ενώνονταν μαζί του. Και τους φερόταν τόσο καλά, και καλύτερα ακόμα από τους Ισπανούς. Κι εκείνοι, έχοντας την εύνοιά του, βίαζαν κι έκλεβαν και σκότωναν κι έκαναν κι άλλες ζημιές και απρέπειες. Κι ο τύραννος χαιρόταν μ' αυτά, και μάλιστα τους έδινε την άδειά του. Αλλά μάταιες αποδείχθηκαν οι προσπάθειες του, γιατί οι αφέντες των νέγρων, όταν έμαθαν τον ερχομό του, τους επικήρυξαν. Την άλλη μέρα, ενώ συνέχιζε τον δρόμο του, τον έπιασε νεροποντή ενώ ανέβαινε μια μικρή ανηφοριά, που επειδή ήταν απότομη και λασπωμένη και τ' άλογα που είχανε φορτωμένα τα φορτία και τα πολεμοφόδια ήταν τα περισσότερα φοράδες κι είχαν κουραστεί, γλιστρούσαν και πέφτανε, χωρίς να μπορούν να κάνουν ούτε βήμα μπροστά. Όταν το είδε αυτό ο τύραννος, άρχισε να βλαστημάει τόσο άσχημα ενάντια στον Θεό και τους Αγίους του, που τρομοκράτησε όλους όσους τον ακούγανε. Κι είπε, εξοργισμένος πολύ: «Μήπως νομίζει ο Θεός ότι επειδή βρέχει δεν θα πάω στο Πιρού και δεν θα καταστρέψω τον κόσμο; Γελασμένος θα βγει». Τέτοιες κι άλλες παρόμοιες βλαστήμιες έλεγε, μέχρι που κάνανε σε όλη την ανηφοριά σκαλοπάτια με τσάπες και κατάφεραν να ανεβούν τα άλογα. Στο αναμεταξύ, κι ενώ εκείνος είχε σταματήσει εκεί, οι άντρες της εμπροσθοφυλακής του, που δεν γνώριζαν τίποτα, προχώρησαν πολύ, πιστεύοντας πως όλοι οι υπόλοιποι τους ακολουθούσαν. Κι όταν ο τύραννος κατάφερε να ανέβει στην κορφή και δεν είδε κανέναν στρατιώτη, άρχισε να βλαστημάει και πάλι κι είπε στον Χουάν ντε Αγκίρε και στον διοικητή της φρουράς του και 230
σ' άλλους φίλους που ήτανε μαζί του: «Εγώ, κύριοι, σας προφητεύω πως αν δεν έρθουν με το μέρος μας σαράντα ή πεΑ^ντα στρατιώτες σε τούτη εδώ την επικράτεια, δεν πρόκειται να φτάσουμε στο βασίλειο του Πιρού, καταπώς βλέπω την συμπεριφορά των δικών μας αντρών». Και προχώρησε εξοργισμένος πολύ και με μεγάλη βιάση για να φτάσει την εμπροσθοφυλακή, και βρίζοντας και προσβάλλοντας τους στρατιώτες και τους διοικητές, τους ανάγκασε να γυρίσουν πίσω στην κορφή της ανηφοριάς. Όταν έφτασε στην κοιλάδα που την ονομάζουν ντε λας Ντάμας, που βρισκόταν δίπλα σε ένα ποτάμι κι ήταν γεμάτη καλαμπόκι, ο τύραννος χάρηκε πολύ γιατί είχε αρχίσει να τους λείπει το φαΐ, κι έτσι σταθήκανε εκεί μια μέρα για να προμηθευτούν τρόφιμα. Λένε πως εδώ, θυμωμένος και καχύποπτος με τους μαρανιόνες του, έκανε συμβούλιο με τους διοικητές και τους έμπιστούς του, κι αποφάσισε να σκοτώσει όλους τους ύποπτους και τους άρρωστους, που θα 'τανε πάνω από σαράντα, και να μείνει μ' εκατό μόνο στρατιώτες από τους πιο έμπιστούς του. Ορισμένους όμως από το συμβούλιο αυτό τους φώτισε ο Κύριος και τον συγκράτησαν, γιατί δεν συναίνεσε ο Κύριος να γίνουν πράξη τα απάνθρωπα σχέδιά του. Κι έτσι υποχώρησε προς το παρόν. Την άλλη μέρα το πρωί έφυγε από κει και προχώρησε με μεγάλη βιασύνη μέχρι που νύχτωσε και τότε σταμάτησε κοντά σε ένα χαντάκι με νερό. Εκείνη την ημέρα είδανε κάποιους ανιχνευτές από το στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς του που βρίσκονταν στο Μπαρτσιθιμέτο σε απόσταση οχτώ λεύγες από κει. Γιατί, μόλις μάθανε στο στρατόπεδο αυτό τον ερχομό του τυράννου, κίνησε ο στρατοπεδάρχης, ο Διέγο Γκαρθία ντε Παρέδες με δεκατέσσερις - δεκαπέντε καβαλαραίους να τους κατασκοπεύσει και να τους καταφέρει κάποιο πλήγμα αν έβρισκε ευκαιρία. Εδώ, σε τούτη την κοιλάδα, σε ένα πέρασμα στο βουνό, συναπαντήθηκαν ξαφνικά οι αντίπαλοι, κι οι τύραννοι σήμαναν συναγερμό στο στρατόπεδό τους ενώ οι άντρες του Βασιλιά, μόλις τους είδανε, θελήσανε να κάνουνε αμέσως πίσω, αλλά επειδή πήγαιναν ο ένας πίσω από τον άλλον και το πέρασμα ήταν πολύ στενό κι απόκρημνο πάνω στη βιασύνη τους να γυρίσουν πέσανε ο ένας πάνω στον άλλον και έγινε τέτοια ανακατωσούρα που όταν τα κατάφεραν να βγούνε από κει πέρα, αφήσανε εκεί δυο ακόντια και κάποιους σκού231
φους που πάνω στη βιασύνη τους τούς πέσανε, κατέφυγαν δε σε κάτι καλύβες όπου και κοιμήθηκαν εκείνη την νύχτα. Μόλις είδε ο τύραννος αυτός τους ανιχνευτές του στρατοπέδου της Μεγαλειότητάς Σας, σήμανε συναγερμό κι έδωσε προσταγή ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε να ετοιμαστούν οι άντρες και να ανάψουν τα φυτίλια οι αρκεβουζιέρηδες, γιατί τους πιάσανε απροετοίμαστους οι ανιχνευτές αυτοί και δεν βρέθηκαν σε όλο το στρατόπεδο πάνω από ένα με δυο φυτίλια αναμμένα. Κι έμεινε για να ξαποστάσει σιμά σε κείνη τη γούρνα τρεις με τέσσερις ώρες, και κορόιδευε και λοιδορούσε τους άντρες του στρατοπέδου της Μεγαλειότητάς Σας για τα ακόντια που τους πέσανε καθώς και για τους σκούφους, που οι περισσότεροι ήταν βαμβακεροί, τριμμένοι και λιγδιασμένοι, κι έλεγε στους στρατιώτες του: «Κοιτάξτε, μαρανιόνες, σε τι χώρα σας έφερε η τύχη και που θέλετε να το σκάσετε και να μείνετε: Κοιτάξτε τι λερούς σκούφους φοράνε οι κακομοίρηδες τούτοι! Κοιτάξτε πόσο πλούσιοι είναι οι υποτακτικοί του Βασιλέα της Καστίλλης!» Ύστερα απ' αυτό, με το φως του φεγγαριού που φώτιζε αρκετά, προχώρησε όλη τη νύχτα, έχοντας βάλει μυστικές φρουρές στους στρατιώτες που θεωρούσε ύποπτους, για να μην τους το σκάσουν. Κι όταν πλησίαζαν πια εκεί όπου είχανε σταθεί για να κοιμηθούν οι ανιχνευτές του στρατού της Μεγαλειότητάς Σας, τους πήρανε είδηση εκείνοι και βλέποντας ότι δεν μπορούσαν πια να βλάψουν τον τύραννο, γιατί τους είχανε πλέον δει, επέστρεψαν στο στρατόπεδό τους και τους ειδοποίησαν ότι εντός ολίγου έφτανε ο τύραννος. Μόλις μαθεύτηκε αυτό, συμφώνησαν αναμεταξύ τους, επειδή το στρατόπεδό τους βρισκόταν μέσα στο χωριό, κι αν τους ριχνόταν εκεί ο τύραννος είτε μέρα είτε νύχτα, θα βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση, γιατί εκείνοι ήταν όλοι αρκεβουζιέρηδες και θα μπορούσαν να οχυρωθούν πίσω από τα πράγματα και τους τοίχους ενώ οι άντρες του στρατού της Μεγαλειότητάς σας ήταν όλοι καβαλάρηδες, κι αποφάσισαν να μεταφερθεί το στρατόπεδο από κει πέρα και να πάνε αμέσως σ' ένα ξέφωτο με κάτι ευρύχωρες καλύβες κοντά στο χωριό, για να μπορούν να εκμεταλλευτούν καλύτερα το γεγονός ότι διέθεταν άλογα. Εγκαταστάθηκαν σε ένα ξέφωτο ανάμεσα στις καλύβες αυτές, όπου υπήρχε νερό, και πήρανε μαζί τους όλα τα απαραίτητα εφόδια για τους 232
ίδιους και για τα άλογα. Προχώρησε ο τύραννος Λόπε ντε Αγκίρε με τους άντρες του όλη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα μέχρι το σούρουπο, δίχως να σταματήσει καθόλου, και τότε, αφού ήτανε πια μιάμιση λεύγα από το Μπαρτσιθιμέτο, σταμάτησε και βρήκε κατάλυμα εκεί για να περάσει τη νύχτα και πρόσταξε να εγκατασταθεί το πυροβολικό του στο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό αυτό. Κι αφού έβαλε σκοπιές και φρουρούς, έστειλε ένα γράμμα στους παροίκους του Μπαρτσιθιμέτο με έναν ινδιάνο μιγάδα από το Πιρού, στο οποίο τους έλεγε να μην το βάλουν στα πόδια ούτε και να εγκαταλείψουν το χωριό τους, κι αυτός τους υποσχόταν ότι δεν θα έκανε κακό ούτε και θα πείραζε κανέναν κι ότι δεν ζητούσε τίποτα άλλο απ' αυτούς κι από όλη την επικράτεια παρεκτός από τρόφιμα και μερικά άλογα, επί πληρωμή. Κι ότι όποιος με την θέλησή του ήθελ£ να τον ακολουθήσει και να πάει μαζί του, θα τον δεχόταν με χαρά και θα τον αντάμειβε όταν φτάνανε στο Πιρού. Κι ότι αν το βάζανε στα πόδια τους υποσχόταν ότι θα έκαιγε και θα ισοπέδωνε το χωριό τους και θα κατέστρεφε τα ζωντανά και τα χωράφια τους και θα έκανε κομμάτια όλους όσους θα έπεφταν στα χέρια του. Κοιμήθηκε ο τύραννος εκεί το βράδυ εκείνο με τη φρουρά του γύρω του και γερές σκοπιές και την επομένη το πρωί, μέρα Τετάρτη, είκοσι δύο του Οκτώβρη του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα ένα, προχώρησε προς το χωριό του Μπαρτσιθιμέτο, και πρόσταξε δημόσια όλους τους δικούς του να ρίξουν με τα αρκεβούζια και να σκοτώσουν όποιον στρατιώτη απομακρυνόταν από το στρατόπεδο έστω και τρία βήματα. Όταν έφτασε πια κοντά στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας και το χωριό, είδε ότι οι άντρες του Βασιλιά ήταν πολύ κοντά του και τους περίμεναν ψηλά σε μια απόκρημνη πλαγιά στον άλλον δρόμο, στο τέλος του χωριού, έτσι που ανάμεσά τους βρισκόταν το χωριό. Ο τύραννος στάθηκε στην όχθη ενός ποταμού που ήταν εκεί κοντά, συγκέντρωσε τους άντρες του και τους έβαλε στην σειρά, κι έβαλε όσους εμπιστευόταν περισσότερο στην εμπροσθοφυλακή και με υψωμένες όλες τις σημαίες, έξι τον αριθμό, τέσσερις του στρατού του και δύο λάβαρα, άρχισε να προχωρεί προς τη μεριά τους, έχοντας τα φορτωμένα ζώα και τους βαστάζους στην οπισθοφυλακή. Όταν έφτασε κοντά, πρό233
στάξε να πυροβολήσουν με τα αρκεβούζια, ρίχνοντάς τους απανωτά για να δούνε την αντίδρασή τους, γιατί ταστεύανε ότι έτσι θα τρομοκρατούσανε τους αντιπάλους τους. Κι ύστερα πρόσταξε να πυροβολήσουν ξανά και κάθε αρκεβουζιέρης να ρίξει μπάλες με σύρμα για να τους κάνουν μεγαλύτερη ζημιά, κι οι μπάλες αυτές είναι ως εξής: είναι δυο μολυβένιες μπάλες ενωμένες η μια με την άλλη με ένα σύρμα, κάπως χοντρό και μακρύ μιάμιση παλάμη, έτσι ώστε να μην μπορούν να αποχωριστούν. Κι έτσι καθώς τις ρίχνουνε κόβουν και κάνουν κομμάτια ό,τι πετύχουν. Οι άντρες της στρατιάς της Μεγαλειότητάς Σας, βλέποντας τους τυράννους πλέον κοντά τους, άρχισαν να κατεβαίνουν από τον γκρεμό στην πεδιάδα, με το βασιλικό λάβαρο υψωμένο, και προχώρησαν προς το μέρος τους, ενώ το ίδιο έκαναν κι οι τύραννοι, κι έτσι συναντήθηκαν στο χωριό αυτό κι ανάμεσα στα σπίτια και τους δρόμους του έγιναν αψιμαχίες και λίγο έλειψε να γίνει μάχη. Αλλά οι διοικητές της στρατιάς της Μεγαλειότητάς Σας το απέφυγαν κι ανάγκασαν τους άντρες τους να αποσυρθούν, περιμένοντας πιο κατάλληλη στιγμή. Και πράγματι, η απόφασή τους αυτή ήταν σωστή, γιατί αν έκαναν επίθεση εκείνη τη στιγμή θα πάθαιναν μεγάλη καταστροφή γιατί οι άντρες του τυράννου είχαν όλοι αρκεβούζια και μπορούσαν να οχυρωθούν στα σπίτια και τις μάντρες του χωριού. Βλέποντας τους άντρες του Βασιλέα να ορμάνε με τόση αποφασιστικότητα, και μην ξέροντας τις προθέσεις τους, ούτε αν θα έβρισκαν σ' αυτούς ευσπλαχνία αν πήγαιναν με το μέρος τους, πάλευαν όλοι τους με φοβερή ανδρεία, κι ένας Θεός ξέρει τι θα γινόταν. Κι έτσι οι άντρες της στρατιάς της Μεγαλειότητάς Σας αποσύρθηκαν και πάλι στην απόκρημνη πλαγιά, ενώ ο τύραννος έμεινε στο χωριό κι εγκατέστησε το στρατόπεδό του σε έναν περιτειχισμένο χώρο που είχε ύψος όσο δυο ντάπιες, κι είχε γύρω - γύρω επάλξεις, που ήταν το σπίτι του διοικητή Νταμιάν ντε Μπάριο, πάροικου του χωριού αυτού, κι αυτό το έκανε , από τη μια για να είναι πιο προστατευμένος από τους καβαλάρηδες κι από την άλλη για να έχει μαζεμένους εκεί πέρα τους ύποπτους, για να μην μπορέσουν να το σκάσουν και να πάνε στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας, που ήταν αυτό που επιθυμούσαν όλοι οι τίμιοι άντρες που είχε μαζί του, που δεν ήταν και πάρα πολλοί. 234
Αφού αποσύρθηκαν οι άντρες της Μεγαλειότητάς Σας στην απόκρημνη πλαγιά, μείνανε εκεί αρκετή ώρα για να δούνε τι έκανε ο τύραννος αυτός κι οι άντρες του, περιμένοντας κιόλας μήπως και ερχόταν κανένας με το μέρος τους όπως τους είχε πει ο Περαλόνσο. Κι όπως δεν ερχότανε κανένας, ξαναγύρισαν να ξαποστάσουν στο κατάλυμά τους, αφήνοντας κοντά στο στρατόπεδο του τυράννου δώδεκα καβαλάρηδες για ανιχνευτές. Στο αναμεταξύ, ο στρατοπεδάρχης, ο Διέγο ντε Γκαρθία, μαζί με οχτώ καβαλάρηδες, πήγανε, δίχως να τους δούνε οι τύραννοι αυτοί και επιτέθηκαν στην οπισθοφυλακή τους και τους άρπαξαν κάποιες αποσκευές που ήτανε πίσω - πίσω, καθώς και τέσσερα άλογα με κάποιο ρουχισμό και λίγα πολεμοφόδια για τα πυροβόλα όπλα, που ήταν μεγάλη ωφέλεια για το στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας γιατί για τους λιγοστούς αρκεβουζιέρηδες που είχανε δεν διέθεταν πολεμοφόδια. Αφού εγκαταστάθηκαν οι τύραννοι στο κτίριο που αναφέραμε, βγήκανε κάποιοι από τους στρατιώτες τους και πήγανε να ψάξουνε τα σπίτια του χωριού και να μαζέψουνε ό,τι έβρισκαν σ' αυτά. Τότε στα σπίτια αυτά βρήκανε πολλά συγχωροχάρτια που λέγανε ότι ο νομομαθής Πάμπλο Κολιάδο, κυβερνήτης εκείνης εκεί της επαρχίας, θα συγχωρούσε όλους όσοι έμπαιναν στην υπηρεσία του Βασιλέα, για όλα τα παραπτώματα που πιθανόν να είχαν κάνει κατά την εν λόγω τυραννία, με την προϋπόθεση ότι θα το έκαναν προτού δοθεί η μάχη με τους άντρες και τη στρατιά της Μεγαλειότητάς Σας. Μερικά από αυτά τα πιστοποιητικά φτάσανε στα χέρια του τυράννου, φρόντισαν γι' αυτό οι έμπιστοί του. Τότε σύναξε όλους τους άντρες και τους έβγαλε λόγο για ώρα πολύ, λέγοντάς τους ότι θα έπρεπε ν' αναλογιστούν τις καταστροφές που είχαν κάνει καθώς κι όσους είχαν σκοτώσει, κι ότι έπρεπε να είναι βέβαιοι πως αφού ούτε ο ίδιος ο Βασιλιάς δεν μπορούσε να τους συγχωρέσει, πόσο μάλλον ένας άσημος καλαμαράς κυβερνήτης. Τους είπε ακόμα πως όλα εκείνα ήτανε τεχνάσματα για να τους παραπλανήσουν, όπως είχανε κάνει και με τον Μαρτίν ντε Ρόμπλες και τον Τόμας Βάθκεθ και τον Πιεδραΐτά, και τόσους άλλους που, αφού τους συγχώρεσε ο Βασιλιάς, τους κρέμασαν κι ότι έπρεπε να παραδειγματιστούν από αυτό γιατί όσα τους έλεγε ήταν ολοφάνερα, καθώς και πολλά άλλα πράγματα που τους έφερε ως παράδειγμα. Αφού λοιπόν 235
01 στρατιώτες του τυράννου γύρισαν όλο το χωριό και μάζεψαν όλα όσα βρήκανε στα σπίτια, με διαταγή του τυράννου οι έμπιστοι του φίλοι τους βάλανε φωτιά. Κι ενώ καιγόταν ένα σπίτι δίπλα στην εκκλησία, μεταδόθηκε σ' αυτήν η φωτιά και κάηκε ολόκληρη και λένε ότι ο τύραννος βλέποντας τις φλόγες πρόσταξε να βγάλουν όλα τα άμφια και τις εικόνες και να τα φυλάξουν. Κι έτσι κάηκε η εκκλησία αυτή κι όλο σχεδόν το χωριό και δεν απόμειναν παρά λίγα σπίτια στη μια πλευρά, τα οποία οι στρατιώτες της Μεγαλειότητάς Σας ήρθανε κρυφά και τα κάψανε γιατί τα είχαν ετοιμάσει για να μπορέσουν να τους κάνουν κακό από κει πέρα. Τη νύχτα εκείνη κοιμήθηκαν και στα δύο στρατόπεδα αφού βάλανε γερές σκοπιές που άλλαζαν συνεχώς και αγρυπνούσαν παρακολουθώντας τους αντιπάλους τους. Την επομένη, ημέρα Πέμπτη λίγο πριν την αυγή, ρίξανε οι στρατιώτες της Μεγαλειότητάς Σας ενάντια στους τυράννους με πέντε αρκεβούζια, που ήταν και τα μοναδικά που είχανε. Μόλις ένιωσε τον κίνδυνο ο τύραννος, πρόσταξε να σωπάσουν όλοι και να είναι σε επιφυλακή. Προτού ξημερώσει για τα καλά, έστειλε ο τύραννος σαράντα αρκεβουζιέρηδες και τους πρόσταξε να πάνε στα κρυφά από μια χαράδρα για να επιτεθούν σ' εκείνους που τους είχανε πυροβολήσει. Πράγματι τα κατάφεραν τόσο καλά που, δίχως να τους δουν και να τους πάρουν είδηση πέσανε πάνω τους και έγινε συμπλοκή, δεν τραυματίστηκε όμως κανείς, και οι δύο αντίπαλοι αποσύρθηκαν ο καθένας στο στρατόπεδό του. Την ίδια ημέρα, την Πέμπτη, το απόγευμα πλέον, έφτασε στο στρατόπεδο του κυβερνήτη ο Πάμπλο Κολιάδο, που μέχρι τότε ήταν άρρωστος στο Τοκούγιο και γι' αυτό δεν είχε εμφανιστεί, αν και υττήρξαν πολλοί που αυτό το είχαν πάρει στραβά. Μαζί του ήρθε κι ο διοικητής Πέδρο Μπράβο με είκοσι καβαλάρηδες από τη Μέριδα, οι οποίοι μόλις έμαθαν ότι ο τύραννος ο Αγκίρε βρισκόταν στην επικράτεια της Βενεζουέλας, επιθυμώντας να υπηρετήσουν την Μεγαλειότητά Σας και να κερδίσουν τιμή και δόξα, ήρθαν να βοηθήσουν τους παροίκους απ' την πόλη της Μέριδα, που είναι στα σύνορα του Νέου Βασίλειου της Γρανάδας, εβδομήντα λεύγες από το χωριό του Μπαρτσιθιμέτο. Ο ερχομός τους εμψύχωσε και χαροποίησε τόσο πολύ τους άντρες της Μεγαλειότητάς Σας που θεωρούσαν πλέον σίγουρη τη νίκη 236
τους και δεν φοβόντουσαν πια τον τύραννο και με το δίκιο τους γιατί είχαν συγκεντρωθεί πλέον εκατόν ογδόντα καβαλάρηδες, όλοι τους άνθρωποι τίμιοι και σεμνοί που επιθυμούσαν να υττηρετήσουν τον Θεό και τον Βασιλέα και κύριο μας και να υπερασπιστούν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τα σπίτια και τα υπάρχοντά τους απ' αυτούς τους αχρείους, απάνθρωπους και διεστραμμένους τυράννους κι ακόμα και να πεθάνουν κάνοντας το καθήκον τους. Στο αναμεταξύ δεν έπαυαν να στέλνουν ανιχνευτές στο στρατόπεδο του τυράννου. Πρώτα απ' όλα για να μην βρουν ευκαιρία να βγούνε και να προμηθευτούν τρόφιμα ή άλογα και δεύτερον αν κάποιοι από τους άντρες του τυράννου θέλανε να περάσουν με το μέρος του Βασιλιά, όπως τους είχε πει ο Περαλόνσο, να τους συνδράμανε οι ανιχνευτές αυτοί και να τους προστατεύανε και να τους πηγαίνανε στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς του. Μερικοί από τους στρατιώτες του στρατοπέδου του τυράννου που επιθυμούσαν να υπηρετήσουν την Μεγαλειότητά Σας και να περάσουν στο στρατόπεδό σας, δεν βρήκαν την ευκαιρία να το κάνουν γιατί ήτανε κλεισμένοι σ' εκείνο το περιφραγμένο με ντάπιες οίκημα και μέρα - νύχτα ο τύραννος έβαζε ισχυρές φρουρές από έμπιστούς του φίλους, μέχρι την τρίτη νύχτα, την Παρασκευή, που πέρασαν δυο στρατιώτες του τυράννου αυτού στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας, με δυο αρκεβούζια. Ο ένας λεγόταν Γκαρθία Ρένχελ κι ο άλλος Γκερέρο, οι οποίοι τους δώσανε ελπίδες πως θα λιποτακτούσαν κι άλλοι πολλοί και βοήθησαν πολύ με τον ερχομό τους γιατί επιβεβαιώθηκε αυτό που τους είχε πει ο Περαλόνσο. Χαρακτηριστικά είπανε οι δυο αυτοί στρατιώτες ότι θα λιποτακτούσαν κάποιος Χουάν Χερόνιμο ντε Εσπίντολα, διοικητής του τυράννου αυτού, κι ένας Ερνάν Θεντέρο, που σίγουρα θα το κάνανε μόλις βρίσκανε ευκαιρία, μαζί με όσους περισσότερους άντρες μπορούσαν. Οι άντρες στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας καλοδέχτηκαν τους στρατιώτες αυτούς και τους δώσανε άλογα και συνόδευαν τους ανιχνευτές για να μιλήσουν στους άντρες του τυράννου και να τους πείσουν να λιποτακτήσουν. Την επόμενη νύχτα έστειλε ο τύραννος τον διοικητή της φρουράς του, τον Ρομπέρτο ντε Κόκα και τον διοικητή Κριστόμπαλ Γκαρθία, μαζί με άλλους φίλους κι έμπιστούς του, ίσαμε εξήντα αρκε237
βουζιέρηδες, για να ψάξουν με προσοχή και μυστικότητα να βρουν το μέρος όπου βρισκόταν το στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας, γιατί δεν το ξέρανε, και να τους επιτεθούν και να τους κάνουν όση μεγαλύτερη ζημιά μπορούσαν και να αρπάξουν τ' άλογα, γιατί μεγάλη ανάγκη τα είχε ο τύραννος. Ύστερα τους είπε να καταφύγουν στο οχυρό και την άλλη μέρα το πρωί θα έβγαινε ο ίδιος με τους υπόλοιπους άντρες να τους βοηθήσει και να τους κάνει πλάτες. Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες δεν γνώριζαν πού πήγαιναν αλλά πίστευαν ότι ττήγαιναν να ψάξουν να βρουν άλογα και ζωντανά γιατί αυτό τους είχαν ανακοινώσει ο τύραννος κι οι φίλοι του. Ενώ προχωρούσαν μέσ' τη νύχτα κι έψαχναν το στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας, τους αντιλήφθηκε κάποιος διοικητής, ένας Ρομέρο, που ερχόταν την ώρα εκείνη από το χωριό της Νίρα, που βρίσκεται στην επικράτεια αυτή, για να μπει στην υπηρεσία της Μεγαλειότητάς Σας, με οχτώ ή δέκα συντρόφους του. Κι ενώ προχωρούσε σε κείνους τους χερσότοπους κι έψαχνε για το στρατόπεδο του Βασιλιά, είδε τους αρκεβουζιέρηδες. Μόλις τους είδε όλους να προχωρούν πεζοί, κατάλαβε ότι ήταν άντρες του τυράννου κι επειδή υποψιάστηκε τους σκοπούς τους, όρμησε προς τα κει που νόμιζε ότι ήτανε το στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας με μεγάλη βιασύνη, φωνάζοντας για να τους προειδοποιήσει. Τότε έπεσε πάνω στους ανιχνευτές και τους εξιστόρησε τα όσα είχε δει, και μαζί μ' αυτούς ειδοποίησαν αμέσως το στρατόπεδο της Μεγα>^ιότητάς Σας στο οποίο παρ' όλο που είχαν βάλει φρουρούς και σκοπιές, δεν είχανε πάρει είδηση τι συνέβαινε. Όλοι οι άντρες ανέβηκαν στα άλογα και βγήκανε να αναζητήσουνε τους τυράννους αυτούς μα επειδή μετά από αρκετή ώρα δεν τους είχανε βρει κι είχε πια πέσει η νύχτα, αποφάσισαν να μείνει ο στρατοπεδάρχης με εβδομήντα καβαλάρηδες και να συνεχίσει την αναζήτηση των τυράννων, κι αν δεν τους έβρισκε να μην εγκατέλειπε τις προσπάθειες μέχρι το πρωί, για να μην βρουν ευκαιρία να κάνουν αυτό που είχαν κατά νου. Όλοι οι υπόλοιποι άντρες γύρισαν για να ξεκουραστούν στο κατάλυμά τους. Ο στρατοπεδάρχης κι οι άντρες του περιπλανήθηκαν όλη σχεδόν την νύχτα και τους αναζητούσαν. Εκείνοι όμως, όταν είδαν ότι τους είχαν καταλάβει κι ότι δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τον σκοπό 238
τους, κρύφτηκαν σε μια μικρή κοιλάδα σε ένα ψηλό ξέφωτο, όπου δεν μπορούσαν να τους δούνε παρά μόνο αν πέφτανε πάνω τους. Στο τέλος, ο στρατοπεδάρχης κι οι άντρες που ήτανε μαζί του, κουράστηκαν πια να τους αναζητούν, κι επειδή δεν τους έβρισκαν, επέστρεψαν στο στρατόπεδό τους, όπου έμειναν όλοι τη νύχτα οπλισμένοι σε επιφυλακή, δίχως να ξαποστάσουν μήτε να κοιμηθούν, γιατί μόλις οι φρουροί κι οι σκοπιές άκουγαν οποιοδήποτε θόρυβο, κι επειδή γνώριζαν ότι οι άντρες του τυράννου ήταν εκεί έξω, νόμιζαν πως ήταν αυτοί και σήμαιναν διαρκώς συναγερμό. Μόλις ξημέρωσε, αποκαλύφθηκε η θέση των τυράννων στο ξέφωτο κι όλοι η στρατιά της Μεγαλειότητάς Σας πήγε κατά πάνω τους, μην τολμώντας δε οι άντρες του τυράννου να περιμένουν στο ξέφωτο, στείλανε να ζητήσουν βοήθεια από τον τύραννο και οπισθοχώρησαν σε έναν γκρεμό δίπλα σ' ένα ποτάμι που ήτανε κοντά τους, που ήταν ψηλός κι απόκρημνος, και κει οχυρώθηκαν, από φόβο για τα άλογα. Δεν άργησε πολύ να τρέξει να τους συνδράμει ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε, μόλις έμαθε την θέση τους. Κίνησε από το οχυρό με είκοσι πέντε ή τριάντα αρκεβουζιέρηδες και την σημαία της φρουράς του υψωμένη, η οποία ήταν μαύρη με δυο ματωμένα σπαθιά στη μέση, και ήχους από τρομπέτες και τύμπανα. Κι όταν ενώθηκαν με τους υπόλοιπους, βγήκανε όλοι στην πεδιάδα, κι ανάμεσα στις δύο στρατιές έγινε μια αποφασιστική και έντονη συμπλοκή. Οι άντρες της Μεγαλειότητάς Σας άρχισαν να υποχωρούν, με σκοπό να παρασύρουν τους άντρες του τυράννου σε επίπεδο έδαφος και να τους απομακρύνουν από έναν γκρεμό που υπήρχε εκεί πέρα για να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν τα άλογα, και πράγματι ο τύραννος τους ακολουθούσε με μεγάλη βιασύνη. Αφού είχανε υποχωρήσει με την θέλησή τους και ήτανε πια καταμεσής στην πεδιάδα οι άντρες της Μεγαλειότητάς Σας γύρισαν και τους ρίχτηκαν με μεγάλη ζέση. Εδώ δόθηκε μια αποφασιστική και λυσσαλέα μάχη κι ήταν ευχής έργο που οι άντρες του τυράννου δεν είχανε λογχοφόρους κι έτσι άρχισαν να τα χάνουν βλέποντας ότι τους επιτίθενταν απ' όλες τις πλευρές, γιατί τους είχανε περικυκλωμένους σχεδόν από παντού. Στη συμπλοκή αυ'^ συμμετείχε κι ένας διοικητής του ιππικού του τυράννου αυτού, ονόματι Διέγο Τιράδο, καβάλα 239
σε μια φοράδα. Κι έβγαινε κι έκανε επίθεση ενάντια στους άντρες της Μεγαλειότητάς Σας όποτε έβρισκε ευκαιρία κι έβλεπε ότι μπορούσε να το κάνει εκ του ασφαλούς και δίχως να διατρέχει κίνδυνο. Και πάνω σε μια έφοδο, από κείνες που συνήθιζε να κάνει, πέρασε στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας. Τότε ο τύραννος άρχισε να οπισθοχωρεί, τρομοκρατημένος με την λιποταξία του Διέγο Τιράδο. Και για να μην πάρουν θάρρος κι οι υπόλοιποι άντρες του και κάνουνε το ίδιο, άρχισε να λέει ο τύραννος: «Ηρεμήστε κύριοι! Τον Διέγο Τιράδο τον έστειλα εγώ για να κάνει μια δουλειά που είναι για το καλό όλων μας. Και πιστέψτε με ότι δεν έφυγε χωρίς την άδειά μου». Κι αυτά τα έλεγε με μεγάλη προσοχή για να μην τον εγκαταλείψουν κι άλλοι. Αφού ενώθηκε ο Διέγο Τιράδο με τους άντρες της Μεγαλειότητάς Σας, τον οδήγησαν στον κυβερνήτη Πάμπλο Κολιάδο που, μαζί με τους υπόλοιπους αξιωματικούς του στρατοπέδου, χάρηκε πολύ με τον ερχομό του και του κάνανε μεγάλες τιμές. Ο κυβερνήτης ο Πάμπλο Κολιάδο του έδωσε ένα καλό άλογο το οποίο ίππευε ο ίδιος. Μόλις είδε το άλογο ο Διέγο Τιράδο, στράφηκε προς τη μεριά του στρατοπέδου του τυράννου φωνάζοντας: «Εμπρός κύριοι, ζήτω η σημαία του Βασιλιά! Ζήτω ο Βασιλιάς, που κάνει τόσες χάρες!» Κι είναι αλήθεια ότι φέρθηκε σωστά στην περίπτωση αυτή για να σώσει τη ζωή του και να επανορθώσει τις πράξεις του και να ζήσει τον υπόλοιπο καιρό που του απόμενε. Γιατί εμείς οι άνθρωποι δεν πρέπει να κρίνουμε τις προθέσεις αλλά τα έργα που κάνει ο καθείς. Κι αυτό δεν το λέω με άλλο σκοπό παρά μόνο προς χάριν της αλήθειας, επειδή κάθε δίκαιος άνθρωπος πρέπει να την έχει σαν το κύριο όπλο του κι επειδή οι κύριοι δικαστές μου έδωκαν προσταγή να συντάξω την εξιστόρηση τούτη με όποιο τρόπο και σειρά μου ήταν βολετό, και σ' αυτή να καταγράψω όλα όσα συνέβησαν στην εκστρατεία εκείνη, διότι θα απεστέλλετο από τούτο το Βασιλικό Δικαστήριο του Νέου Βασιλείου της Γρανάδας στους κυρίους του Βασιλικού Συμβουλίου της Μεγαλειότητάς Σας στην Αυλή της Ισπανίας. Έτσι θέλω να πω ότι ο εν λόγω Διέγο Τιράδο ήρθε σ' αυτό το Νέο Βασίλιο της Γρανάδας και παρουσιάστηκε ενώπιον των κυρίων του Βασιλικού Συμβουλίου της Μεγαλειότητάς Σας, όχι χωρίς φιλοδοξία και με την πρόθεση να του κάνει η Μεγαλειότητά Σας χάρες και να 240
τον ανταμείψει για τις υπηρεσίες του, αν και σε κάθε μια από αυτές τις υπηρεσίες αντιστοιχούσαν καμιά τρακοσαριά ζημιές και πλημμελήματα. Γιατί αν ήταν καλός και πιστός υπηρέτης της Μεγαλειό^τάς Σας, πολλές φορές είχε την ευκαιρία να το αποδείξει με έργα, δίχως να περιμένει το τέλος του τυράννου. Γιατί ήτανε ένας από κείνους τους τρεις που μπήκανε πρώτοι στο χωριό της Νήσου Μαργαρίτας, ζητωκραυγάζοντας τον τύραννο και πιάσανε αιχμάλωτους και λαβώσανε τις αρχές και τους κατοίκους του χωριού. Κι ήταν ένας από δαύτους που βούτηξαν και πλιατσικολόγησαν το Βασιλικό Ταμείο και το κάνανε κομμάτια. Και πάντοτε, ως επικεφαλής και διοικητής του τυράννου, είχε στη διάθεσή του τα καλά τα άλογα που υττήρχαν στο στρατόπεδο, καθώς και όσα αρπάξανε από τον κυβερνήτη Δον Χουάν ντε Βιλιαντράντο και τους δημάρχους του Βασιλέα. Και μ' αυτά τα άλογα ττήγαινε στα αγροκτήματα του νησιού αυτού λεηλατώντας και τραυματίζοντας τους παροίκους. Γιατί είναι γνωστό τοις πάσι ότι στη Νήσο Μαργαρίτα κάποιοι ινδιάνοι με βέλη του στήσανε παγίδα, γιατί τους είχε αρπάξει τις γυναίκες και τις πήγαιναν στον τύραννο. Κι οι ινδιάνοι, για να ξαναπάρουν πίσω τις γυναίκες τους, τους κυνήγησαν με τα βέλη τους και τους λαβώσανε όλους. Αρχηγός τους και διοικητής ήταν ο Διέγο Τιράδο, και μαζί του ο Ρομπέρτο ντε Κόκα, καθώς και κάποιος Διέγο Σάντσεθ Μπιλμπάο. Οι ινδιάνοι κατάφεραν και τους πήρανε τις γυναίκες τους, κι εκείνοι γύρισαν βαριά λαβωμένοι. Είχε όλο τον καιρό και κάθε ευκαιρία να πάει ρϋΤτο μέρος των αντρών του Βασιλέα, γιατί μπορούσε να παραμείνει στο νησί, όπως έκαναν άλλοι. Κι εφόσον δεν το έκανε, θα μπορούσε να πάψει πια να ζητάει χάρες από την Μεγαλειότητά Σας. Γιατί λέει πως αυτός μόνος του κατατρόπωσε τον τύραννο, στερώντας από πολλούς άλλους τα σχετικά οφέλη, παρ' όλο που γνώριζε πολύ καλά τι είχαν πράξει οι άλλοι. Επειδή όμως ισχύει το ότι η αλήθεια μπορεί να λυγίζει μα ποτέ δεν σπάει, είναι θέλημα Κυρίου να εμφανιστεί κάποιος και να τολμήσει να πει την αλήθεια. Οι εν λόγω κύριοι του Βασιλικού Δικαστηρίου θεώρησαν και με το παραπάνω ότι έτσι όντως είχαν τα πράγματα. Παρ' όλα αυτά υπήρξαν κι άνθρωποι που διακινδύνευσαν και υπέφεραν πιο πολύ απ' αυτόν για να υπηρετήσουν τον Βασιλέα. Θα έπρεπε δε να είναι 16. ΓΑΣΠΑΡ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΧΑΛ,Ελδοράδο
241
κι αυτός ικανοποιημένος όπως κι οι άλλοι. Τα λέω όλα τούτα, γιατί υπήρξε και μια άλλη εξιστόρηση'^'^ η οποία εξαπάτησε πολλούς που είπαν πως ο Διέγο Τιράδο άξιζε να του κάνει χάρες η Μεγαλειότητά Σας, χάρες τις οποίες και εκέρδισε, και το πρώτο που κατάφερε είναι να τον στείλουν σιδηροδέσμιο στην επικράτεια της Βενεζουέλας και τη θέση του να πάρει ο κυβερνήτης της. Και άποψή μου δεν είναι ότι πρέπει να υπάρξει μια εξιστόρηση που θα κερδίσει τον τίτλο της φιλαλήθους γιατί πολλά πράγματα την αντικρούουν, ιδίως δε, πράγματα που θα έπρεπε να αφορούν την Μεγαλειότητά σας και το ανώτατο Σας Συμβούλιο και που θα πρέπει να διερευνηθούν με προσοχή και να επαληθευθούν από άτομα που ήταν παρόντα, και τα οποία θα πρέπει να δηλώσουν ότι την ταστεύουν, γιατί μόνον έτσι, νομίζω, θα αποφευχθούν τα λάθη και θα αποδοθούν εκάστω έκαστα. Στην συμπλοκή που ανέφερα ότι έγινε εδώ πέρα, συνέβη ένα πολύ αξιοσημείωτο γεγονός. Ενώ όλοι οι άντρες του τυράννου ήταν αρκεβουζιέρηδες κι επιτίθενταν και έριχναν διαρκώς ενάντια στους άντρες του Βασιλιά, δεν λάβωσαν μήτε άνθρωπο μήτε άλογα από τον στρατό της Μεγαλειότητάς Σας ενώ εκείνοι, παρ' όλο που είχαν μόνο πέντε-έξι αρκεβούζια, λαβώσανε δυο από τους άντρες του τυράννου και του σκότωσαν και μια φοράδα, την οποία ίππευε ο ίδιος. Βλέποντας ο τύραννος ο Λόπε ντε Αγκίρε την λιποταξία του διοικητή του τού Διέγο Τιράδο, τον οποίο τον εμπιστευόταν περισσότερο απ' όλους τους δικούς του και τον πυροβολισμό που είχανε ρίξει στην φοράδα του που τον κατατρόμαξε και τον ανησύχησε πολύ καθώς και την ορμητικότητα με την οποία τους ρίχνονταν οι άντρες του Βασιλέα και την ολιγωρία των δικών του, καθώς κι ότι οι μαρανιόνες του, οι περιβόητοι αρκεβουζιέρηδες, δεν είχανε λαβώσει ούτε καν ένα άλογο από τους αντιπάλους, άρχισε να καταλαβαίνει ότι ήταν χαμένος. Και θέλοντας να ξεφύγει από τον χαμό του, κατέβηκε από την σκοτωμένη φοράδα και με ένα δόρυ στο χέρι, άρχισε να μαζεύει τους άντρες του όσο πιο γρήγορα μπορούσε με τη βοήθεια με47. Αναφέρεται μάλλον συ\\ Εξιστόρηση του Φρανθίσκο Βάθκεθ, ο οποίος τονίζει το πόσο θαρραλέα φέρθηκε ο Διέγο Τιράδο. 242
ρικών από τους φίλους του που τους σπρώχνανε με δόρατα και τους οδήγησε στον γκρεμό που αναφέραμε, με τους άντρες της Μεγαλειότητάς Σας στο κατόπιν του για να τον κατατροπώσουν. Δίχως να σταματήσει εκεί, ττήγε με μεγάλη βιασύνη στο οχυρό του, γιατί φοβήθηκε ότι θα τον έπιαναν οι άντρες της Μεγαλειότητάς Σας. Κι αν εκείνοι το έπαιρναν είδηση, εκεί πέρα μπορούσαν να τον κατατροπώσουν αμέσως, γιατί του είχαν μείνει πολύ λίγοι άντρες, κι οι περισσότεροι ήταν άρρωστοι και δεν ήταν έμπιστοί του. Αφού γύρισε ο τύραννος στο οχυρό του, ολοφάνερα δυσαρεστημένος, άρχισε να βρίζει τους στρατιώτες και τους διοικητές του, αποκαλώντας τους δειλούς κι άχρηστους, κι έλεγε: «Μα πού πυροβολείτε μαρανιόνες, στα αστέρια;». Ύστερα άρχισε να αφοπλίζει κάποιους που τους θεωρούσε ύποπτους, κι έβαλε γερές φρουρές στο στρατόπεδό του, τους πιο στενούς του φίλους, για να μην το σκάσει κανείς. Την άλλη μέρα, αποφάσισε με κάποιους από τους φίλους του να διαπράξει μια μεγάλη αχρειότητα, κι έκανε μια λίστα με όσους στρατιώτες θεωρούσε ύποπτους κι όσους ήταν άρρωστοι στο στρατόπεδό του, για να τους σκοτώσει όλους, και θα πρέπει να 'ταν πάνω από πενήντα άντρες. Με όσους του απόμεναν σκόπευε να αποτραβηχτεί κατά την θάλασσα και να προσπαθήσει ν' αρπάξει κάποιο πλοίο και να τραβήξει προς άλλη κατεύθυνση. Ήταν ήδη έτοιμος να κάνει πράξη τα ανόσια σχέδιά του κι αφού αφόπλισε αυτούς που σκόπευε να σκοτώσει ανακοίνωσε τις άθλιες προθέσεις του σε άλλους φίλους του, σε όσους πρώτοι το είχαν μυριστεί. Εκείνοι, προβλέποντας πλέον τον χαμό του, και επιθυμώντας να επιδείξουν κάποια εύσημα για να περάσουνε στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Σας, όπως κάνανε αργότερα, βλέποντας ότι δεν υττήρχε άλλη λύση, τον εμπόδισαν με σωστά επιχειρήματα, λέγοντας πως δεν ήταν δυνατόν να μπορέσουν να αναγνωρίσουν τους υπόπτους, αν και όταν υπήρχαν. Κι ότι μπορεί, νομίζοντας ότι σκότωνε τους ύποπτους, τυχαία να σκότωνε εκείνους που ήταν με το μέρος του κι ήτανε φίλοι του, κι αντίθετα, μπορεί να άφηνε ζωντανούς εκείνους που ήτανε αντίπαλοί του. Ας έκρινε από τον διοικητή του τον Διέγο Τιράδο που ήταν ένας από κείνους που περισσότερο τους είχε εμπιστοσύνη και είχε λιποτακτήσει. Κι ότι δεν ήταν καιρός να σκοτώσουν κανέναν γιατί, αν σκότωνε εκείνους που 243
υποπτευόταν, εκείνοι που θα μέναν ζωντανοί θα μπαίνανε σε υποψίες και θα έπρεπε να τους σκοτώσει κι αυτούς κι από τον φόβο τους θα του έφευγαν όλοι κι ότι μπορεί να λάθευε σε όσα πίστευε σωστά. Με τα λόγια αυτά καθώς και με άλλα που του είπανε και πάνω απ' όλα, με το θέλημα του Θεού που δεν επέτρεψε να γίνει μια τέτοια αχρειότητα, εγκατέλειψε την ιδέα να τους σκοτώσει. Δεν έπαψε όμως να έχει κατά νου να γυρίσει στην ακτή, αυτή ήταν η πρόθεσή του. Έτσι, προσέχοντας πολύ τα αρκεβούζια που πήρε από όσους δικούς του υποψιαζόταν για να μην πάρουν μαζί τους και τα όπλα και τα στρέψουν εναντίον του σε περίπτωση που λιποτακτούσαν και πήγαιναν με το μέρος του Βασιλιά, έμεινε κλεισμένος στο οχυρό δίχως να βγει και χωρίς να επιτρέψει σε κανέναν να βγει τρεις μέρες, δηλαδή από την Παρασκευή το πρωί μέχρι την Δευτέρα, οργανώνοντας τη φυγή του από τη μεριά της θάλασσας. Όλες αυτές τις μέρες είχε βάλει να φρουρούν σκοπιά οι πιο στενοί του φίλοι , τους οποίους είχε για φρουρούς και οι οποίοι ήταν σχεδόν εξίσου ένοχοι μ' αυτόν για την τυραννία. Τις ημέρες αυτές υποφέρανε πολύ από την πείνα στο στρατόπεδο του τυράννου, γιατί δεν άφηνε κανέναν να βγει επειδή φοβόταν ότι θα το έσκαγαν, και για να πάνε να ψάξουνε για τρόφιμα έπρεπε να πάνε πολλοί μαζί, γιατί γύρω από το οχυρό κυκλοφορούσαν πάντα πολλοί καβαλάρηδες του στρατού της Μεγαλειότητάς Σας, για να τους εμποδίζουν να βρούγε τρόφιμα και για να μαζευτούν όσοι διέφευγαν. Έτσι, από την πείνα, φάγανε εκείνες τις μέρες στο στρατόπεδο του τυράννου κάποια νεαρά μουλάρια και σκυλιά που σκότωσαν, και θα τρώγανε ακόμα και τα άλογα αλλά τους εμπόδισε ο τύραννος γιατί τα χρειαζόταν για να αποσυρθεί κατά τη θάλασσα. Στο αναμεταξύ, από τους στρατιώτες του τυράννου που είχαν λιποτακτήσει εκείνες τις μέρες στο στρατόπεδο του Βασιλιά, μαθεύτηκε ότι ο τύραννος αυτός είχε αποφασίσει να γυρίσει στην Μπουρμπουράτα. Για να εξακριβώσουν αν αυτό ήταν αλήθεια, πήρε ο στρατοπεδάρχης τριάντα με σαράντα καβαλάρηδες και πήγανε κοντά στο στρατόπεδο του τυράννου για να δουν τι γινόταν. Την Δευτέρα το πρωί, στις είκοσι επτά του Οκτώβρη του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα ένα, ενώ είχε αφοπλίσει ο τύραννος πολλούς από τους άντρες του κι ανάμε244
σά τους και κάποιους από τους διοικητές του κι είχε φορτώσει πια τα πολεμοφόδια και τα όπλα στα άλογα που είχανε εκεί, θέλησε να κινήσει κατά την θάλασσα, αλλά κανένας από τους δικούς του δεν θέλησε να τον ακολουθήσει, λέγοντας όλοι με μια φωνή ότι ήταν καλύτερα να περιμένουν και να προχωρήσουν μόλις έπεφτε η νύχτα. Μετά απ' αυτό οι αφοπλισμένοι άρχισαν να λένε ότι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν δίχως όπλα, κι ότι δεν ήταν σωστό να γυρίσουν πίσω, και λέγανε ότι το καλύτερο ήταν να τους επιστρέψουν τα όπλα τους και να προχωρήσουν μπροστά. Βλέποντας ο τύραννος τη θέλησή τους και θέλοντας να τους ικανοποιήσει και να δοκιμάσει μήπως έτσι πήγαιναν καλύτερα τα πράγματα, παρ' όλο που ήταν πια αργά για πειραματισμούς, κι αφού προηγήθηκαν ανάμεσα σε κείνον και τους μαρανιόνες κάποιες συζητήσεις, στις οποίες οι μαρανιόνες του αποκρίνονταν με προπέτεια και ενώ παραπονιόταν για τους μαρανιόνες που τον εγκατέλειπαν και τϋήγαιναν με το μέρος του Βασιλιά, του αποκρίθηκε κάποιος Χουάν Χερόνιμο ντε Εσπίντολα, ένας διοικητής του, λέγοντας ότι δεν είχε δίκιο που παραπονιόταν γι' αυτούς γιατί αν όταν άρχισαν να το σκάνε στην Μαργαρίτα και την Στερεά Γη τους είχε αφήσει και δεν είχε δώσει διαταγή να τους βρούνε και να τους κρεμάσουν, τότε θα έβλεπε πραγματικά πόσοι άντρες θα του έμεναν και τι μπορούσαν να του προσφέρουν, αλλά εκείνος κι οι φίλοι του κουβαλούσαν τους περισσότερους άντρες με το ζόρι κι έτσι δεν έπρεπε τώρα να ξαφνιάζεται. Αφού άκουσε τα λόγια τούτα ο τύραννος παραδέχτηκε με μεγάλη του θλίψη, ότι ήταν αλήθεια. Και θέλησε να σκοτώσει τον Εσπίντολα μα δεν βρήκε κανέναν να τον βοηθήσει σ' αυτό, γιατί εκείνοι που μπορούσαν να τον βοηθήσουν έβλεπαν πως ήταν πια χαμένος. Τότε ο τύραννος επέστρεψε τα όπλα σε όλους τους και τους είπε να πράξουνε καταπώς ήθελαν. Υττήρξαν μερικοί που δεν θέλησαν να τα πάρουν, κι ο ίδιος ο τύραννος τύήγε και τους παρακάλεσε να τα πάρουν και τους ζήτησε συγγνώμη λέγοντας ότι μπορούσαν να του συγχωρήσουν ένα λάθος λες κι ήτανε μόνο εκείνη η προσβολή που είχε κάνει στους στρατιώτες του, τους οποίους είχε κάνει δούλους και τους είχε συντρίψει στερώντας τους την ε5ΐευθερία τους, πράγμα που δήλωνε και η προσωνυμία του, σκοτώνοντάς τους και προσβάλλοντάς τους με έργα 245
και με λόγια. Στο τέλος όμως πήρανε όλοι τα όπλα τους και κανένας δεν βρέθηκε να αποτολμήσει να τον σκοτώσει τη στιγμή εκείνη. Τότε εμφανίστηκε πάνω στον γκρεμό του οχυρού ο στρατοπεδάρχης του στρατοπέδου της Μεγαλειότητάς Σας μαζί με τους άντρες του, αρκετά κοντά στον τύραννο, κι οι άντρες του τυράννου άρχισαν να τους ρίχνουν με τα αρκεβούζια και πλήγωσαν στον λαιμό το άλογο στο οποίο επέβαινε ο διοικητής Πέδρο Μπράβο κι ήταν η μόνη λαβωματιά που δέχτηκε ο στρατός της Μεγαλειότητάς Σας. Εκείνη την ώρα, θα ήταν λίγο πριν το μεσημέρι, είπανε οι στρατιώτες στον τύραννο πως θέλανε να πάνε να τους επιτεθούν γιατί είχανε πλησιάσει πολύ και θέλανε να τους διώξουνε από εκεί πέρα κι ο τύραννος βγήκε για να τους κοιτάζει από την πύλη του οχυρού. Κι ενώ γινόνταν αυτά, ο διοικητής Εσπίντολα, παίρνοντας μαζί του κάποιους δικούς του, επειδή φοβόταν για τα όσα είχε πει στον τύραννο, άρχισε να ττηγαίνει με το μέρος των αντρών του Βασιλιά μπροστά στα μάτια του τυράννου, κι ενώθηκε με τον στρατοπεδάρχη της Μεγαλειότητάς Σας και πίσω του και μερικοί από τους άντρες που βρίσκονταν εκεί. Κι ο τύραννος, με μεγάλο πόνο και θλίψη, τους παρακολουθούσε ενώ τον εγκατέλειπαν. Όταν ξαναμπήκε στο οχυρό είδε πως όλοι όσοι είχαν μείνει εκεί πέρα είχαν αρχίσει να το σκάνε από τον κήπο, πηδώντας τον φράκτη και τα τοιχία του οχυρού. Έτσι απόμεινε με έξι-εφτά από δαύτους που έλεγαν ότι ήταν φίλοι του, ανάμεσά τους κι ένας διοικητής του, κάποιος Λιαμόσο, στον οποίο είπε ο τύραννος: «Γιε μου, Λιαμόσο, πώς σου φαίνονται όλα τούτα;» Κι ο Λιαμόσο αποκρίθηκε: «Εγώ θα πεθάνω μαζί με την αφεντιά σου, και θα μείνω μέχρι να μας κάνουν κομμάτια». Τότε ο τύραννος έστρεψε το πρόσωπό του κι αντίκρισε έναν στρατιώτη που όπως έχουμε πει διακρίθηκε για τις υπηρεσίες του προς τον Βασιλιά, που λεγόταν Πεδράριας ντε Αλμέστο, και του είτυε: «Πεδράριας μείνε ακίνητος και μην βγεις από δω μέσα, εγώ είμαι εκείνος που θα πω πριν ξεψυχήσω ποιος και πόσοι ήτανε πιστοί στον Βασιλέα της Καστίλλης. Κι ας μην νομίζουν αυτοί, που τόσους κυβερνήτες και μοναχούς και κληρικούς και γυναίκες σκότωσαν, που λήστεψαν και κάψανε και κατέστρεψαν χωριά, που κάνανε κομμάτια βασιλικά θησαυροφυλάκια, πως τώρα θα τα ξεγράψουν όλα με το να πάνε τρέχοντας στο 246
στρατόπεδο του Βασιλιά». Τότε ο Πεδράριας, ξέροντας ότι δεν ήταν ασφαλής από τις προδοσίες του τυράννου, περίμενε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία, κι επειδή δεν είχε όπλα και στην πύλη του οχυρού στέκονταν φρουροί δυο αρκεβουζιέρηδες, αποφάσισε να αρπάξει ένα δόρυ που ήτανε εκεί και να βγει από την πύλη φωνάζοντας: «Ζήτω ο Βάσιλιάς! Ζήτω ο Βασιλιάς!» κι όσοι φύλαγαν την πύλη έκαναν το ίδιο. Τότε οι νέγροι που ήτανε μαζί με τον στρατηγό τους βγήκανε και κείνοι λέγοντας στον Πεδράριας: «Κύριε, πάρε μας μαζί σου στο στρατόπεδο του Βασιλιά, γιατί θα μας σκοτώσουν». Έτσι, βλέποντας ο αχρείος ο τύραννος πως είχε μείνει σχεδόν ολομόναχος, απελπισμένος όπως ήταν αυτός ο διάβολος, αντί να μετανοήσει για τις αμαρτίες του, διέπραξε κι άλλη βαρβαρότητα χειρότερη από πριν, με την οποία επισφράγισε όλες τις υπόλοιπες αγριότητές του. Σκότωσε με μαχαιριές την μοναχοκόρη του, την οποία έδειχνε ότι την αγαπούσε περισσότερο κι από τον εαυτό του. Όταν ο Πεδράριας συνάντησε τον στρατοπεδάρχη και του εξιστόρησε τα όσα έκανε ο τύραννος, κι εκείνος είδε ότι μαζί του είχαν έρθει όλοι οι νέγροι κι οι φρουροί που είχε βάλει στις πύλες του οχυρού, ζήτησε την γνώμη του Πεδράριας για το τι έπρεπε να κάνουν, κι εκείνος του αποκρίθηκε ότι έπρεπε να πάνε στο οχυρό και να του επιτεθούν και να τον κάνουν να παραδοθεί. Έτσι, ο Διέγο Γκαρθία ντε Παρέδες, στρατοπεδάρχης της Μεγαλειότητάς Σας, πρόσταξε κάποιον από τη συνοδεία του να ξεπεζέψει κι έδωσε το άλογο στον Πεδράριας και του είπε να πάνε οι δυο τους μπροστά κι οι υπόλοιποι, που θα 'τανε ίσαμε δεκαπέντε καβαλάρηδες, να τους ακολουθήσουν. Και κάνανε επίθεση στο οχυρό κι ο στρατοπεδάρχης του στρατοπέδου κι ο Πεδράριας μττήκανε μέσα, με μεγάλη προσοχή γιατί φοβόνταν τα πυροβόλα όπλα, γιατί μπορεί να ήταν έτοιμος ο τύραννος και να τους έριχνε. Αλλά με το θέλημα του Θεού, όταν μπήκανε δεν τους είχε πάρει είδηση ο τύραννος πάνω στην αναστάτωσή του. Ξεπέζεψαν και πιάσανε αιχμάλωτο τον τύραννο, ο οποίος μόλις είδε ότι ο στρατοπεδάρχης του στρατοπέδου κι ο Πεδράριας είχανε βγάλει τα σπαθιά τους κι είχανε σκοπό να τον χτυττήσουνε, είπε: « Αχ, Πεδράριας, τι το κακό σου έκανα εγώ:» Κι ο Πεδράριας άρχισε να τον αφοπλίζει και του έβγαλε έναν καφέ μανδύα με ανοίγματα για τα χέρια που είχε για να 247
κρατάει τα όπλα του κι ύστερα ο Διέγο Γκαρθία ντε Παρέδες του ττήρε τον πέτσινο θώρακα. Έφτασαν κι όλοι οι άλλοι άντρες, κι εκεί μπροστά στα πόδια του τυράννου βρήκανε την κόρη του νεκρή, μαχαιρωμένη. Τότε παρακάλεσε ο τύραννος τον Διέγο Γκαρθία ντε Παρέδες να μην αφήσει να σκοτώσουν κανέναν από τους μαρανιόνες του, αλλά να τον ακούσουν πρώτα και να τον οδηγήσουν στον κυβερνήτη και τον γενικό διοικητή γιατί ήθελε να μιλήσει μαζί τους και να τους πει πράγματα που μεγάλη υπηρεσία θα πρόσφεραν στην Μεγαλειότητά Σας. Δύο όμως από τους μαρανιόνες του, που αρκετά ένοχοι ήταν, των οποίων το όνομα δεν θα αναφέρουμε μέχρι να δοθεί ευκαιρία, μόλις τον άκουσαν να ξεστομίζει αυτά τα λόγια, από φόβο μήπως πει πράγματα που θα έβλαπταν τους ίδιους και θα τους καταδίκαζαν, του έριξαν ο ένας μετά τον άλλον με τα αρκεβούζια που κουβαλούσαν. Με την πρώτη ριξιά, που τον πέτυχε λίγο πιο πάνω από το στήθος, κάτι είπε μέσα απ' τα δόντια του μα δεν κατάλαβαν τι ήθελε να πει. Μόλις του ρίξανε για δεύτερη φορά, έπεσε νεκρός δίχως να ζητήσει συγχώρεση απ' τον Θεό, αλλά σαν κακός χριστιανός, και αν δώσουμε βάση στα λόγια του, σαν ειδωλολάτρης και αιρετικός και ματαιόδοξος, γιατί του φαινόταν πως καλύτερη τύχη θα είχε να τον θεωρούσαν παράτολμο αντί για χριστιανό, γιατί είχε πει πολλές φορές ότι, αν δεν κατάφερνε να πάει στο Πιρού και να το καταστρέψει και να σκοτώσει όσους βρίσκονταν εκεί, τουλάχιστον η φήμη των κατορθωμάτων του και των αγριοτήτων που είχε διαπράξει, θα έμενε στην μνήμη των ανθρώπων για πάντα και το κεφάλι του θα έμπαινε στον πάσσαλο για να μην χαθεί η ανάμνησή του κι ότι μ' αυτό ήταν ικανοποιημένος. Κι έτσι ττήγε η ψυχή του στην κόλαση για πάντα και το μόνο που θα απομείνει από δαύτον ανάμεσα στους ανθρώπους είναι η φήμη του αχρείου Ιούδα, για να βλαστημούν και να φτύνουν στο όνομά του, σαν τον χειρότερο και αχρειότερο άνθρωπο που γεν\ή^θηκε ποτέ στον κόσμο. Αφού πέθανε πια ο αχρείος ο τύραννος, του έκοψε το κεφάλι ένας από τους μαρανιόνες του, ονόματι Κουστόδιο Ερνάντεθ, που δεν ήταν άμοιρος ευθυνών, ο οποίος κίνησε μαζί με τον Πεδράριας ντε Αλμέστο να πάνε τα μαντάτα στον κυβερνήτη και τον γενικό διοικητή, που έρχονταν μαζί με όλους τους άντρες 248
προς το οχυρό με μεγάλη βιάση, για να τους πει ο Πεδράριας τα νέα για τον θάνατο του τυράννου και για να μην βιάζεται πια ο στρατός του Βασιλιά να έρθει. 'Οταν τους έφτασε ο Πεδράριας, τον καλοδέχτηκαν κι ο κυβερνήτης κι ολόκληρο το στρατόπεδό του και τότε τους εξιστόρησε τα όσα συνέβησαν, πράγμα που τους χαροποίησε πολύ. Ύστερα ήρθε όλος ο στρατός και έκανε επίθεση στο οχυρό όπου βρισκόταν νεκρός πια ο καταραμένος ο τύραννος, που κειτόταν καταγής και τον έσερναν από δω κι από κει οι νέγροι και οι ινδιάνοι. Τότε ο κυβερνήτης Πάμπλο Κολιάδο πρόσταξε να μαζέψουν τα όπλα και τα πολεμοφόδια και να βάλουνε φρουρούς να φυλάνε τον τύραννο καθώς και τους δρόμους γύρω από το Μπαρτσιθιμέτο και πράγματι έτσι έγινε. Το κεφάλι του το πήγανε στο Τοκούγιο και το κρεμάσανε από τον στύλο μέσα σε ένα σιδερένιο κλουβί και το δεξί του χέρι στην πόλη Μέριδα και το αριστερό στην Βαλένθια, λες κι ήταν τα λείψανα κάποιου αγίου. Έτσι, όχι μόνο βγήκε αληθινό αυτό που από μόνος του είχε προφητεύσει για τον εαυτό του, αλλά κι ακόμα περισσότερο απ' όσα ήθελε και επιθυμούσε, για να τον θυμούνται όλοι και να μην απωλεσθεί η αχρεία του ανάμνηση. Εγώ πιστεύω πως θα ήτανε καλύτερο να τον ρίξουνε στα σκυλιά για να τον φάνε ολόκληρο, για να ξεχαστεί η κακή του φήμη, γιατί πολύ γρήγορα θα χανόταν από την μνήμη των ανθρώπων ένας τέτοιος αχρείος άνθρωπος που ήθελε να κερδίσει φήμη με την ατιμία. Ήταν φορές που ο τύραννος αυτός έλεγε πως ήξερε με βεβαιότητα ότι η ψυχή του δεν μπορούσε να σωθεί. Κι ότι ακόμα και ζωντανός ήξερε ότι θα καιγόταν στην κόλαση. Κι επειδή δεν γίνεται να είναι πιο μαύρο το κοράκι από τα φτερά του, έπρεπε να κάνει αχρειότητες και ατιμίες για να ακουστεί το όνομα του Αγκίρε σε ολόκληρη τη γη και ίσαμε τον έβδομο ουρανό. Κι άλλες φορές έλεγε πως ο Θεός είχε τον Παράδεισο για όσους τον υπηρετούσαν και τη γη για όσους είχαν κότσια. Κι ας έδειχνε ο Βασιλέας της Καστίλλης την διαθήκη του Αδάμ, για να δούμε αν του είχε αφήσει κληρονομιά αυτή την χώρα των Ινδιών. Έλεγε πως οι άνθρωποι δεν πρέπει, από φόβο μήπως πάνε στην κόλαση, να μην κάνουν όλα όσα ορέγονταν, αφού μόνο και μόνο το να πιστεύουν στον Θεό αρκεί για να πάνε στον Παράδεισο. Κι ότι αυτός δεν ήθελε να είναι οι στρατιώτες του φανατικοί χριστια249
νοί και θρήσκοι, αλλά να παίζουν την ψυχή τους στα ζάρια με τον διάολο αν χρειαστεί. Κι έτσι ήταν εχθρός όσων είχαν μαζί τους ροζάρια ή ευαγγέλια, και τους τα έπαιρνε ή τους τα έσχιζε και δεν τους άφηνε να τα έχουν μαζί τους, ούτε και τολμούσαν να προσεύχονται μπροστά του. Πέθανε ο τύραννος αυτός μια Δευτέρα, στις είκοσι εφτά του Οκτώβρη του έτους χίλια πεντακόσια εξήντα ένα, παραμονή των Αποστόλων Πέτρου και Ιούδα, μεγάλη η χάρη τους, έξι μέρες αφότου είχε φτάσει στη Νουέβα Βαλένθια και την πόλη του Μπαρτσιθιμέτο, κι αφού είχε κυβερνήσει μόνος του ως τύραννος από τις είκοσι δύο Μαΐου του ιδίου έτους, μέρα που σκότωσε τον Δον Φερνάντο ντε Γκουθμάν, τον πρίγκιπά του, ίσαμε τη μέρα που πέθανε, που μας κάνει πέντε μήνες και πέντε μέρες. Στο διάστημα αυτό σκότωσε πάνω από εβδομήντα ανθρώπους κι ανάμεσά τους και μοναχούς και κληρικούς και γυναίκες. Βλέποντας ο τύραννος αυτός, τρεις μέρες πριν από τον θάνατό του, ότι οι άντρες του άρχιζαν να λιποτακτούν και να μπαίνουν στην υττηρεσία του Βασιλιά κι ότι μπορούσε να ηττηθεί παρά τη θέλησή του, γιατί νόμιζε ότι στην επικράτεια της Βενεζουέλας θα συναντούσε μικρή αντίσταση, παρ' όλο που δεν το 7ΐ;ερίμενε γιατί λιγοστοί ήταν οι άντρες και τα όπλα που υττήρχαν εκεί, όντας άνθρωπος που δεν θυμόταν τον Θεό, ούτε υπολόγιζε την μεγάλη του δύναμη, κι επειδή όταν Εκείνος θέλει κατατροπώνει τους ξιπασμένους με το χέρι των αδύναμων και των ταπεινών, λένε ότι είπε: «Αν πρέπει να πεθάνω νικημένος στην επικράτεια αυτή της Βενεζουέλας, δεν έχω πίστη μήτε στον Θεό, μήτε στην αίρεση του Μωάμεθ μήτε στον Λούθηρο, κι ούτε κι ειδωλολάτρης είμαι. Το μόνο που πιστεύω είναι ότι δεν υπάρχει άλλο από τη γέννηση και τον θάνατο». Κι έτσι πέθανε δίχως να εξομολογηθεί, από αρκεβούζιο, αφορεσμένος από τον πάπα πολλάκις, πληρώνοντας για τον θάνατο των μοναχών και των κληρικών και ενός Κομενταδόρ της Ρόδου, καθώς και για τους εμπρησμούς πολλών χωριών και εκκλησιών καθώς και για άλλα πολλά που αναφέραμε στην Εξιστόρηση αυτή, κι αφού είχε ξεστομίσει πολλά ανίερα λό^α, δίχως κανένα σημάδι μεταμέλειας μήτε και χριστιανικού πνεύματος. Απ' όλα τούτα 250
μπορούμε να φανταστούμε πού βρίσκεται η ψυχή του, εφόσον πέθανε αιρετικός κι αφορεσμένος δίχως συγχώρεση για τις αμαρτίες του. Ήταν ο τύραννος αυτός ο Λόπε ντε Αγκίρε πενηντάρης σχεδόν, μικρόσωμος κι ασήμαντος, άσχημος με πρόσωπο μικρό και λιπόσαρκο. Όταν τα μάτια του σε κάρφωναν, έβραζε η ματιά του, κυρίως όταν ήταν οργισμένος. Το πνεύμα του ήταν οξύ και γρήγορο για άνθρωπο αγράμματο. Ήταν Βάσκος και, καταπώς έλεγε ο ίδιος, γέννημα του Ονιάτε, της επαρχίας της χώρας των Βάσκων. Δεν έχω καταφέρει να μάθω ποιοι ήταν οι γονείς του, αλλά απ' όσα έλεγε ο ίδιος σε ένα γράμμα που έγραψε στον Βασιλιά Δον Φελίπε, τον κύριο μας, ήταν ιδαλγός. Κρίνοντάς τον όμως από τα έργα του, ήταν τόσο απάνθρωπος και αχρείος, που δεν υπάρχει ούτε και μπορεί να βρει κανείς πάνω του κάποιο καλό στοιχείο ή κάποια αρετή. Ήταν καβγατζής και παράτολμος όταν βρισκόταν με παρέα. Κι άντεχε πολύ στις κακουχίες, ιδιαίτερα στην έλλειψη ύπνου, κι όσο κράτησε η τυραννία του, λίγες φορές τον είδαν να κοιμάται, μόνο κάποιες στιγμές τη μέρα, ενώ την νύχτα πάντα ξαγρυπνούσε. Αντεχε στην πεζοπορία ακόμα και φορτωμένος με μεγάλο βάρος. Μπορούσε να κουβαλήσει πολλά όπλα στις ανηφοριές και πολλές φορές πεζοπορούσε φορώντας δυο βαριούς θώρακες, σπαθί και σπάθα και σιδερένιο κράνος, και μ' ένα αρκεβούζιο ή ένα ακόντιο στο χέρι. Αλλες φορές πάλι ένα επιστήθιο. Ήταν βέβαια εχθρός των καλών και των ενάρετων κι έτσι του φαινόνταν κακές όλες οι ενάρετες και άγιες πράξεις. Ήταν φίλος και σύντροφος των άτιμων και ανήθικων ανθρώπων, κι όσο πιο κλέφτης, κακός και βάναυσος ήταν κάποιος τόσο καλύτερος φίλος του γινόταν. Ήταν πάντοτε προσεκτικός, άστατος, διπρόσωπος και δολοπλόκος. Ελάχιστες φορές έλεγε την αλήθεια και ποτέ, παρά μόνο από θαύμα, δεν τηρούσε τον λόγο του. Ήταν κακοήθης, φιλήδονος και λαίμαργος και πολλές φορές έπινε κρασί. Ήταν κακός χριστιανός, κι αιρετικός λουθηριανός ή κάτι ακόμα χειρότερο. Έκανε και έλεγε όλα όσα είπαμε παραπάνω, σκότωσε κληρικούς, μοναχούς, γυναίκες και αθώους ανθρώπους που δεν έφταιγαν σε τίποτα, δίχως να τους αφήσει να εξομολογηθούν, παρ' όλο που το ζητούσαν και μπορούσε να γίνει. Συνηθισμένη αμαρτία του ήταν να εναποθέτει την ψυχή 251
του, το κορμί του και το άτομό του στο δαιμόνιο, ονοματίζοντας την κεφαλή του, τα πόδια του και τα μπράτσα του, καθώς και τα πράγματά του. Δεν ξεστόμιζε λέξη δίχως να βλαστημήσει και να απαρνηθεί τον Θεό και τους αγίους του. Ποτέ δεν είπε καλό για κανέναν, ούτε καν για τους φίλους τους, παρά τους κακολογούσε όλους. Και τέλος, δεν υπάρχει κανένα ελάττωμα που να μην το είχε πάνω του. Έζησε στο Πιρού ο τύραννος αυτός πάνω από είκοσι χρόνια. Το επάγγελμά του ήταν να δαμάζει πουλάρια για λογαριασμό άλλων και να τα ημερεύει. Ήταν πάντα άνθρωπος ανήσυχος και καβγατζής, φίλος της ανταρσίας και της εξέγερσης. Έτσι συμμετείχε σε όλες τις εξεγέρσεις που γίνανε στο Πιρού την εποχή του. Δεν ξέρω να πρόσφερε στην Μεγαλειότητά Σας καμιά αξιόλογη υπηρεσία. Το μόνο ήταν που τύήγε μαζί με τον Διέγο ντε Ρόχας στην επιχείρηση εναντίον των Τσούντσος^® και από κει έφυγε με τον διοικητή Πέδρο Αλβαρεθ Ολγίν, υποστηρικτή του Βάκα ντε Κάστρο. Και την παραμονή της μάχης των Τσούπας, κρύφτηκε στην Γουαμάνγκα, για να μην συμμετέχει σ' αυτήν. Στην δε εξέγερση που έκανε ο Γκονθάλο Πιθάρο, παρ' ότι συμμετείχε ως δήμιος, έμεινε στη Νικαράγουα και δεν γύρισε παρά μόνο αφού τέλειωσε η μάχη της Χακιχαγουάνα κι αφού πέθανε και ηττήθηκε ο Πιθάρο. Κι έπειτα από αυτά συμμετείχε σε πολλές εξεγέρσεις που δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ήταν ένας από κείνους που σκότωσαν τον στρατηγό Ινοχόσα, δήμαρχο και ανώτατο δικαστή του Τσάρκας, μαζί με τον Δον Σεμπαστιάν ντε Καστίγια και εξεγέρθηκαν ενάντια στην Μεγαλειότητά Σας. Κι αφού κατατροπώθηκε και πέθανε ο Δον Σεμπαστιάν, ο τύραννος αυτός, ως πρωτεργάτης της ανταρσίας, το έσκασε και κρυβόταν για μέρες πολλές. Τον καταδίκασαν σε θάνατο και οι ντελάληδες ντελαλούσαν τ' όνομά του κι είναι βέβαιο πως δεν θα ξέφευγε από τα χέρια του μοίραρχου Αλόνσο ντε Αλβαράδο, που με μεγάλη επιμονή τον έψαχνε κι αυτόν κι άλλους πολλούς που είχαν πάρει μέρος στην ανταρσία, αν δεν στασίαζε ο Φρανθίσκο Ερνάντεθ Χιρόν. Οπότε είχε την τύχη να ευεργετηθεί εκ της γενικής χάρης που έδωσαν οι δικαστικοί επίτροποι του 48. Ομάδες ιθαγενών που εθεωρούντο ιδιαίτερα πολεμοχαρείς και κατοικούσαν στην επαρχία Χάρμα. 252
Περού, εν ονόματι της Μεγαλειότητάς Σας, σ' αυτούς και σε όλους τους υπόλοιπους που ττήραν μέρος σ' αυτή και σε άλλες ανταρσίες, καθώς και για άλλα παραπτώματα που μπορεί να είχαν κάνει, με την προϋπόθεση ότι θα υττηρετούσαν την βασιλική σημαία και την Μεγαλειότητά Σας στον πόλεμο ενάντια στον τύραννο Φρανθίσκο Ερνάντεθ Χιρόν. Έτσι λοιπόν ο Αγκίρε, με τη χάρη που πήρε, αναγκάστηκε να πάει με το ζόρι μαζί με τον εν λόγω μοίραρχο, και κει πληγώθηκε στο ένα πόδι. Ήταν τόσο καβγατζής και κακότροπος που δεν μπορούσε να σταθεί σε κανένα χωριό του Πιρού, ενώ κι απ' όλα τα άλλα μέρη τον είχαν εξορίσει, κι ήταν γνωστός μόνο με ένα όνομα: Αγκίρε ο τρελός. Τον έκλεισαν στη φυλακή στο Κούσκο, γιατί καταπώς είπανε, κι ήταν αλήθεια, πως αυτός και κάποιος Λορένθο ντε Ζαλντουέντο σχεδίαζαν ανταρσία για να εξεγερθούν ενάντια στη Μεγαλειότητά Σας. Τον είχανε έτοιμο για την κρεμάλα, μα όταν είδε ότι τον κυνηγούσαν όλοι για τα παραπτώματά του και τις υπερβολές του, συγκατατέθηκε να 'ρθει σ' αυτή την αποστολή μαζί με τον κυβερνήτη τον Πέδρο ντε Ορσούα. Κι αυτό το 'κανε πιότερο από τις φήμες που κυκλοφορούσαν στο Πιρού πως ο Πέδρο ντε Ορσούα σύναζε άντρες για να κάμει ανταρσία κι όχι επειδή είχε ο ίδιος επιθυμία για εξερευνήσεις. Όταν έφτασε στους Μοτιλόνες, επειδή είχε καταλάβει πια ότι ο Πέδρο ντε Ορσούα δεν ήταν από κείνους που νόμιζε, παρά ήταν πιστός υπηρέτης του Βασιλέα, θέλησε να σκοτώσει εκεί πέρα τον Πέδρο ντε Ορσούα και να ανακηρύξει γενικό διοικητή τον Μαρτίν ντε Γκουθμάν, για να πάνε να επιτεθούν στο Πιρού, όπως έχουμε πει, ζήτημα που κανόνισε με κάποιον Γκονθάλο Ντουάρτε. Έτσι λοιπόν αυτός ήταν ο κύριος υπαίτιος του θανάτου του κυβερνήτη του Πέδρο ντε Ορσούα, σκοτώνοντας κι όλους όσους έχουμε αναφέρει. Κι έκανε τις αχρειότητες και τις απανθρωπιές που έκανε, κι άλλες πολλές. Θέλησα να τα εξιστορήσω όλα τούτα με λεπτομέρειες, γιατί αυτός ο τύραννος έλεγε δημόσια ότι είχε εξεγερθεί επειδή είχε υπηρετήσει την Μεγαλειότητά Σας επί είκοσι τέσσερα χρόνια στο Πιρού και δεν είχε πάρει καμιά ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του, για να το καταλάβουν όσοι το δούνε και το πληροφορηθούν αυτό, ποιες ακριβώς δηλαδή ήταν οι υπηρεσίες του και ποιο είναι το βραβείο που του αξίζει για αυτές, καθώς και ότι η Μεγαλειότητά 253
Σας και οι εκπρόσωποι Σας, για τους οποίους τόσο παραπονιόταν, είχαν φανεί τόσο καλοί μαζί του, αφού δεν του αφαίρεσαν τη ζωή, μια και τόσες φορές άξιζε τον θάνατο.
254
Γιορτινή πομπή των Τονκοννα στον Άνω Αμαζόνιο. Οι μάσκες αναπαριστάνονν δαίμονες τον δάσονς. Πρόκειται για τελετή ξερριζώματος των μαλλιών ενός βρέφονς, πράξη με την οποία σνμβολίζεται η ένταξή τον στην κοινότητα. (Σχέδιο μέλονς της αποστολής Σπιξ και Μάρτιονς στην Αμαζονία, 1817-1820).
ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ / ΤΑΞΙΔΙΑ - ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ Γ Α Σ Π Α Ρ ΝΤΕ Κ Α Ρ Β Α Χ Α Λ - Π Ε Δ Ρ Α Ρ Ι Α Σ ΝΤΕ Α Λ Μ Ε Σ Τ Ο Ε Λ Δ Ο Ρ Α Δ Ο : ΑΓΚΙΡΕ, Η ΜΑΣΤΙΓΑ Τ Ο Υ Θ Ε Ο Υ Αμαζόνιος: Η χώρα της κανέλας, το βασίλειο τιον μυθιπών Αμαζόνοϊν, η χώρα της Ομάγουα, το χρυσό Ελδοράδο, η Αμαζονία, η καρδιά της Βραζιλίας. Ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου που ήταν γνοχπός πολύ πριν εξερευνηθεί. Από την κατάκτηση του Περού και πέρα φήμες για χώρες γεμάτες μυθικά πλούτη και παραδεισένιους τόπους διαδίδανταν παντού. Ένας παλιός μύθος των Ινδιάνατν λέει πως ο Δημιουργός έκανε απλώς ένα πρόχειρο σχέδιο της περιοχής του Αμαζονίου και ανέθεσε στους ανθρώπους να το συμπληρώσουν και να το τελειοποιήσουν. Η εξερεύνηση του Αμαζονίου κατά κάποιο τρόπο ταυτίζεται με το μύθο. Ακόμα και σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί. Ο πρώτος που κατέπλευσε τον Αμαζόνιο ήταν ο Φρανθίσκο ντε Ορεγιάνα. Σττιν αποστολή αυτή συμμετείχε ο απαραίτητος μοναχός Γασπάρ ντε Καρβαχάλ, ο οποίος έκπληκτος απ' όσα έβλεπε και ζούσε γράφει: «Μάθετε λοιπόν ότι είναι υπήκοοι και υποτελείς των Αμαζόνων, κι όταν έμαθαν τον ερχομό μας, πήγανε να τους ζητήσουν βοήθεια, κι ήρθανε δέκα ή δώδεκα απ' αυτές, τόσες τουλάχιστον είδαμε εμείς, και μπήκανε μπροστάρηδες στους Ινδιάνους σαν να ήταν αρχηγοί Με τόση ανδρεία πολεμούσανε εκείνες οι γυναίκες που δεν τολμούσανε να στρέψουν τις πλάτες τους οι Ινδιάνοι κι όποιος πισωγύριζε μπροστά μας, τον σκότωναν με ξυλιές, κι αυτή ήταν η αιτία που πολεμούσαν τόσο σκληρά ...Οι γυναίκες αυτές είναι πανύψηλες, με δέρμα κάτασπρο κι έχουνε πολύ μακριά μαλλιά, πλεγμένα σε πλεξούδες που τυλίγουν γύρω απ' το κεφάλι τους. Είναι γεροδεμένες και τριγυρνάνε γυμνές, μόνο τα απόκρυφά τους καλύπτουν ». Είκοσι χρόνια αργότερα η σαγήνη του μυθικού Ελδοράδο οδηγεί στην οργάνωση μιας δεύτερης αποστολής προς αναζήτησή του. Ο Πέδρο ντε Ουρσούα παρασυρμένος απ' όσα διαδίδονταν για τα αμύθητα πλούτη της «χώρας της Ομάγουα», ξεκινάει συντροφευόμενος από τον Αόπε ντε Αγκίρε, έναν .άντρα βίαιο και γεμάτο πάθος, που δεν διστάζει να δολοφονήσει τον αρχηγό της αποστολής, επαναστατώντας contra omnes και να οδηγήσει αυτός μόνος την αποστολή στα βάθη του Αμαζονίου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μετατραπεί η εξερεύνηση σε μια σειρά αιματηρών επεισοδίων που κορυφώνονται με το θάνατο και του ίδιου του Αγκίρε, της «Μάστιγας του Θεού» όπως τον αποκαλεί και με συγκλονιστικό τρόπο τον αποτυπώνει ο μεγάλος σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτζογκ στην ομώνυμη ταινία του.
^ ο 2 S ζ £2