ο Ναός τον Χρυσού
Περιπτέρου
ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Δύφα για έρωτα (μυθιστόρημα) Ο ήχος των κυμάτων (μυθιστόρημα) Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ (τετραλογία)
Λ'Ανοιξιάτικο χιόνι Β'Αφηνιασμένα άλογα Γ' Ο ναός της αυγής Δ' Ο εκπεσών άγγελος
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΛΗΔΑ ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ΑΘΗΝΑ 1999
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Yukio Mishima, Kinkakuji ΤΙΤΛΟΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: Yukio Mishima, The Temple of the Golden Pavilion β Copyright lichiro Hiraoka-Mishima, 1956. Originally pubhshed in Japan. ® Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 1997 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολο του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11,106 78 Αθήνα ® 330.12.08 - 330.13.27 FAX: 384.24.31 e-mail:
[email protected] www.kastaniotis.coin ISBN 960-03-2252-Χ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Α
ΠΡΩΤΟ
ΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΙΌΛΑΣ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ, Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
μου είχε πολλές φορές μιλήσει για τον Χρυσό Ναό.
Η ιδιαίτερη πατρίδα μου είναι ένα μοναχικό ακρωτήρι που προβάλλεται στη Θάλασσα της Ιαπωνίας, βορειοανατολικά του Μαϊζούρου. Ο Πατέρας δεν ήταν βέβαια γεννημένος εκεί, αλλά στο Σιρακού, στα ανατολικά προάστια του Μαϊζούρου. Είχε υποστεί έντονες πιέσεις να ασπαστεί το σχήμα του κληρικού και είχε γίνει ιερέας ενός ναού σε ένα απομακρυσμένο ακρωτήρι. Εκεί παντρεύτηκε και απόκτησε έναν γιο: εμένα. Κοντά στον ναό του ακρωτηρίου Ναριού, δεν υπήρχε κατάλληλο Γυμνάσιο. Έτσι, σύντομα εγκατέλειψα το πατρικό μου σπίτι και πήγα να μείνω κοντά σε έναν θείο μου, στη γενέτειρα του Πατέρα. Γράφτηκα στο Γυμνάσιο του Ανατολικού Μαϊζούρου και πηγαινοερχόμουν στο σπίτι με τα πόδια. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του Πατέρα, ο ουρανός ήταν καταγάλανος. Ωστόσο, κάθε χρόνο, ανάμεσα Οκτώβρη και Νοέμβρη, ξεσπούσαν κάπου κάπου νεροποντές, ακόμη και τις μέρες που ο ουρανός έδειχνε ολωσδιόλου ανέφελος. Αναρωτήθηκα συχνά μήπως εκεί οφείλεται το ευμετάβλητο του χαρακτήρα μου. Τα ανοιξιάτικα απογεύματα, γυρνώντας από το σχολείο.
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
καθόμουν μπροστά στο γραφείο μου, στον δεύτερο όροφο του σπιτιού, και αγνάντευα τους λόφους. Οι ηλιαχτίδες της δύσης έκαναν τα νιόβγαλτα φύλλα να λαμπυρίζουν στις πλαγιές και είχα την αίσθηση πως μια χρυσή οθόνη είχε ξεδιπλωθεί καταμεσής των αγρών. Τούτη η θέα μου έφερνε πάντα στον νου τον Χρυσό Ναό. Μόλο που έτυχε πολλές φορές να δω σε φωτογραφίες τον πραγματικό Χρυσό Ναό, δέσποζε πάντα μέσα μου η εικόνα του Χρυσού Ναού των αφηγήσεων του Πατέρα. Ο Πατέρας δεν μου είχε πει ποτέ ότι ο πραγματικός Χρυσός Ναός ανάδινε μαλαματένιες λάμψεις, ή κάτι παρόμοιο. Κι όμως, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, τίποτε πάνω σε αυτή τη Γη δεν του παράβγαινε σε ομορφιά. Τα γράμματα με τα οποία γραφόταν το όνομα του Ναού, ακόμη και ο ήχος αυτής της λέξης, του έδιναν κάτι το μυθικό που χαράχτηκε ανεξίτηλα μες στην καρδιά μου. Όταν έβλεπα τους αγρούς μακριά να λαμποκοπούν στον ήλιο, ήμουν σίγουρος ότι ήταν ο χρυσαφένιος ίσκιος του αόρατου ναού. Το πέρασμα Γιοσιζάκα, όριο ανάμεσα στην Επαρχία Φουκούι και στη δική μας, εκείνη του Κιότο, βρίσκεται ακριβώς στα ανατολικά. Ο ήλιος ανατέλλει κατευθείαν πάνω από το βουνό. Παρότι η σημερινή πόλη του Κιότο βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη πλευρά, συνήθιζα να βλέπω τον Χρυσό Ναό να ξεπροβάλλει ραδινός ανάμεσα στις πρώτες ηλιαχτίδες και να υψώνεται μέσ' από τις πτυχώσεις των ανατολικών εκείνων λόφων. Κοντολογίς, ο ναός μού επισήμαινε παντού την παρουσία του. Εκεί που δεν τον έφτανε η ματιά, γινόταν ένα με τη θάλασσα. Γιατί, παρότι ο κόλπος του Μαϊζούρου βρίσκεται μόνο τριάμισι μίλια δυτικά του χωριού Σιρακού, οι λόφοι έστεκαν εμπόδιο στη θέα του νερού. Κάτι σαν προαίσθημα πλανιόταν 8
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πάντα στον αέρα γι' αυτή τη θάλασσα: πολλές φορές ο άνεμος έφερνε μαζί τη μυρωδιά της. Άλλοτε πάλι, τις μέρες της θαλασσοταραχής, σμήνη από γλάρους αναζητούσαν καταφύγιο στους κοντινούς αγρούς. Η κράση μου ήταν ασθενική: τα άλλα αγόρια με νικούσαν πάντα στο τρέξιμο και στο μονόζυγο. Εξάλλου, ήμουν εκ γενετής τραυλός, κάτι που με έκανε να κλείνομαι ακόμη περισσότερο στον εαυτό μου. Όλοι γνώριζαν ότι προερχόμουν από έναν ναό. Οι πιο κακοί από τους συμμαθητές μου με κορόιδευαν: μιμούντο έναν τραυλό ιερέα που προσπαθούσε να διαβάσει τις σούτρα. Υπήρχε μάλιστα σε κάποιο από τα βιβλία μας μια ιστορία όπου εμφανιζόταν ένας τραυλός ντετέκτιβ και συχνά μου διάβαζαν κομμάτια δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη φωνή τους. Δεν χρειάζεται να πω ότι το τραύλισμά μου όρθωνε ένα εμπόδιο ανάμεσα σε μένα και στον έξω κόσμο. Όλη κι όλη η δυσκολία συνοψιζόταν στον πρώτο ήχο: αυτός μοιάζει με το κλειδί, θαρρείς, της πόρτας που χωρίζει τον εσωτερικό μου κόσμο από την εξωτερική πραγματικότητα, κι αυτό το κλειδί δεν γύρισε ποτέ μαλακά στην κλειδαριά του. Χάρη στον εύκολο χειρισμό των λέξεων, οι περισσότεροι άνθρωποι κρατούν την πόρτα διάπλατα ανοιγμένη ανάμεσα στους δυο αυτούς κόσμους, έτσι που ο αέρας να περνά ελεύθερα. Για μένα, αυτό στάθηκε αδύνατο: το κλειδί εμποδιζόταν από ένα παχύ στρώμα σκουριάς. Ο τραυλός που παλεύει απελπισμένα να προφέρει τον πρώτο ήχο μοιάζει με το πουλάκι που προσπαθεί να αποδεσμευτεί από τον ιξό της ξόβεργας. Όταν τελικά τα καταφέρνει, είναι πολύ αργά. Και είναι βέβαιο ότι, πολλές φορές, η πραγματικότητα του έξω κόσμου δείχνει να με περιμένει δημιουργώντας γύρω μου έναν κλοιό, ενώ πασχίζω να ελευθερωθώ. Πε-
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
ριμένοντας όμως, χάνει τη δροσιά της. Και όταν, αφού μοχθήσω αρκετά, τα καταφέρω τελικά να βγω έξω, αντικρίζω μια πραγματικότητα με αλλαγμένο χρώμα και σημείο εστίασης που σκορπίζει αναθυμιάσεις σήψης χωρίς την ποθητή δροσιά. Εύκολα θα φανταζόταν κανείς πως η νιότη μου στράφηκε γύρω από δυο ηγετικούς πόθους εκ διαμέτρου αντίθετους. Απολάμβανα πάντοτε στην ιστορία τις περιγραφές για τους τυράννους. Έβλεπα τον εαυτό μου, ίδιο τύραννο, τραυλό αλλά και σιωπηλό. Οι ακόλουθοί μου θα εξαρτιόντουσαν από κάθε έκφραση που θα διαφαινόταν στο πρόσωπό μου, ζώντας μέρα νύχτα κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη ενός συνεχούς τρόμου. Και είναι περιττό να δικαιολογήσω τη σκληρότητά μου με λέξεις σαφείς και ήπιες. Η σιωπή μου στάθηκε τότε αρκετή για να δικαιολογήσει κάθε λογής σκληρότητα. Από τη μια, χαιρόμουν με τη σκέψη να τιμωρήσω τους δασκάλους και τους συμμαθητές μου που με βασάνιζαν καθημερινά. Από την άλλη, ζούσα με τη φαντασίωση ότι ήμουν μεγάλος καλλιτέχνης, προικισμένος με την πιο σαφή ενόραση, σωστός άρχοντας του εσωτερικού κόσμου. Μπορεί η εξωτερική μου εμφάνιση να ήταν μίζερη, διέθετα όμως έναν απαράμιλλο εσωτερικό πλούτο. Μήπως άλλωστε δεν ήταν φυσικό ένα νεαρό αγόρι που πάσχει όπως εγώ από ένα ανίατο φυσικό ελάττωμα να σκεφτεί πως είναι πλάσμα μυστικά επίλεκτο; Ένιωθα σαν να με περίμενε κάπου σε αυτόν τον κόσμο μια αποστολή - που όμως, ακόμη δεν γνώριζα. Από τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή έχει μείνει στη θύμησή μου το ακόλουθο επεισόδιο. Το Γυμνάσιο του Ανατολικού Μαϊζούρου διέθετε αχανείς χώρους, ευχάριστα πλαισιωμένους από λόφους, και ήταν εξοπλισμένο με κτήρια φωτεινά και εκσυγχρονισμένα. Κάποια μέρα του Μάη, ένας απόφοιτος του σχολείου μας -και τώρα φοιτητής στη Ναυτική Σχολή Μηχανικών του Μαϊιο
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ζούρου- ήρθε να επισκεφθεί σε μιαν αργία το παλιό του Γυμνάσιο. Ήταν εκπληκτικά μαυρισμένος από τον ήλιο και η μεγάλη του μύτη προεξείχε από το κασκέτο του, χωμένο μέχρι τα μάτια. Από την κορφή ως τα νύχια ήταν η προσωποποίηση του τέλειου νεαρού ήρωα. Καθόταν τώρα και διηγιόταν στους νεότερους τις ταλαιπωρίες της τωρινής ζωής του με όλους τους στρατιωτικούς κανόνες της. Και, παρότι θα περίμενε κανείς να τον ακούσει να περιγράφει μια ζωή γεμάτη δυσκολίες, μιλούσε με τέτοιον τόνο σαν να μας περιέγραφε μέρες πλούσιες στη μοναδικότητά τους. Κάθε κίνηση που έκανε ήταν γεμάτη υπεροψία, άλλο αν, παρά τη νεαρή του ηλικία, είχε πλήρη συνείδηση της αξίας μιας συγκαταβατικής ταπεινοφροσύνης. Μες στη χρυσοποίκιλτη από τα γαλόνια στολή του, το στήθος του φούσκωνε σαν ακρόπρωρο που προχωρεί σκίζοντας τη θαλάσσια αύρα. Καθόταν στα πέτρινα σκαλοπάτια του σχολικού γηπέδου. Ολόγυρά του στεκόταν μια ομάδα μαθητών, κρεμασμένη από τα χείλη του. Στο πρανές των παρτεριών του κήπου άνθιζαν λουλούδια του Μάη - τουλίπες, μοσχομπίζελα, ανεμώνες, μαργαρίτες. Και πάνω από τα κεφάλια τους κρέμονταν τα κάτασπρα άνθια της μανόλιας. Ομιλητής και ακροατήριο έστεκαν ακίνητοι σαν αγάλματα. Καθόμουν μόνος στο γήπεδο, λίγο πιο πέρα. Έτσι έκανα συνήθως. Κοίταζα τα μαγιάτικα λουλούδια και τις περήφανες στολές, ενώ συγχρόνως άκουγα τα καθάρια γέλια που καμπάνιζαν... Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός ήρωας έδειξε να ενδιαφέρεται περισσότερο για μένα παρά για τους θαυμαστές του. Γιατί μονάχα εγώ δεν έκαμπτα τη μέση μπροστά στο γόητρό του, κάτι που πλήγωνε την υπεροαρία του. Ρώτησε τους άλλους το όνομά μου. «Ε, Μιζογκούτσι», φώναξε. Ήταν η πρώτη φορά που έ-
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
στρε'ψε τα μάτια πάνω μου. Τον κοίταξα επίμονα δίχως να βγάλω λέξη. Στο χαμόγελο που μου απηύθυνε μπόρεσα να διακρίνω κάτι σαν κολακεία από έναν ισχυρό άντρα. «Γιατί δεν μου απαντάς; Δεν έχεις στόμα;» «Είμαι τρ-τρ-τραυλός», απάντησε ένας από τους θαυμαστές του στη θέση μου και όλοι ξέσπασαν σε γέλια. Πόση λάμψη ανάδινε το περιφρονητικό αυτό χαχανητό! Στο σκληρό εκείνο γέλιο των συμμαθητών μου, τόσο χαρακτηριστικό των αγοριών της ηλικίας τους, υπήρχε για μένα κάτι λαμπρό, όπως το φως που αντανακλούν οι δέσμες των φύλλων. «Μπα! Τραυλός είσαι; Και γιατί δεν μπαίνεις στη Σχολή Μηχανικών του Ναυτικού; Θα σου βγάλουν το τραύλισμά σου με τον κόπανο μέσα σε μια μέρα!» Δεν ξέρω πώς, αλλά η απάντησή μου βγήκε πεντακάθαρη. Οι λέξεις κύλησαν μαλακά, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια. «Δεν θα πάω εκεί. Θα γίνω ιερέας». Όλοι σώπασαν. Ο νεαρός ήρωας χαμήλωσε τα μάτια, έκοψε ένα χόρτο και το έβαλε στο στόμα του. «Καλά τότε», είπε, «κάποια στιγμή στα χρόνια που έρχονται, την ώρα της ταφής μου, θα σου δώσω δουλειά». Είχε κιόλας ξεσπάσει ο Πόλεμος του Ειρηνικού. Εκείνη τη στιγμή, σαν κάτι να ξύπνησε μέσα μου. Ήταν η αίσθηση ότι στεκόμουν περιμένοντας σε έναν σκοτεινό κόσμο, με τα δυο χέρια απλωμένα. Ότι, κάποια μέρα, τα μαγιάτικα λουλούδια, οι στολές και οι διεστραμμένοι συμμαθητές μου, όλα αυτά θα έρχονταν να πέσουν ανάμεσα στα απλωμένα μου χέρια. Σαν να με είχε κυριεύσει μια σκέψη: είχα αδράξει τον κόσμο και τον συνέθλιβα στη βάση του, έτσι όπως ήταν... Παρ' όλα αυτά, τόσο ήταν το βάρος μιας τέτοιας γνώσης που δεν μπορούσε να αποτελέσει πηγή περηφάνιας για ένα αγοράκι της ηλικίας μου. 12
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Η περηφάνια πρέπει να είναι κάτι πιο ανάλαφρο, πιο χαρούμενο, πιο έκδηλο και λαμπρό. Ήθελα κάτι που να φαίνεται. Η περηφάνια μου να αποτελεί κάτι ορατό στο γυμνό μάτι. Σαν το σπαθί, για παράδειγμα, που κρεμόταν από τη ζώνη εκείνον. Το ξίφος, που το θαυμάζαμε όλοι στο Γυμνάσιο, ήταν πράγματι ένα όμορφο στολίδι. Λέγανε ότι οι σπουδαστές της Ναυτικής Ακαδημίας συνήθιζαν να χρησιμοποιούν κρυφά τα ξίφη τους για να ξύνουν τα μολύβια. Πόσο κομψό, σκεφτόμουν, είναι να χρησιμοποιείς ένα σύμβολο τόσο επίσημο για τέτοιου είδους ευτελή πράγματα! Ο νεαρός άντρας είχε βγάλει τη στολή του της Σχολής των Μηχανικών και την είχε κρεμάσει στον άσπρο φράχτη. Κρεμασμένα δίπλα στα λουλούδια, το παντελόνι και το άσπρο φανελάκι ανάδιναν τη μυρωδιά του ιδρωμένου νεανικού δέρματος. Μια μέλισσα έπεσε κατά λάθος στην κάτασπρη φανέλα-λουλούδι. Στολισμένο με το χρυσό σιρίτι του, το κασκέτο βρισκόταν σε κάποιο σημείο του φράχτη. Στεκόταν όπως έπρεπε, σαν να το φορούσε ένας άνθρωπος, χωμένο ως τα μάτια του. Κάποιος από τους μικρότερους είχε πετάξει το γάντι στον κάτοχό του και πήγαν να αναμετρηθούν πίσω, στην παλαίστρα. Κοιτάζοντας εκείνα τα αντικείμενα που είχε παραμερίσει, είχα την αίσθηση ότι έβλεπα κάτι σαν τιμημένο τάφο. Τα πληθωρικά μαγιάτικα λουλούδια ενίσχυαν αυτό το συναίσθημα. Τόσο το κασκέτο, με τις ανταύγειες στο κατάμαυρο γείσο του, όσο και το κρεμασμένο πλάι του ξίφος με το δερμάτινο λουρί, σκόρπιζαν -απομακρυσμένα από το σώμα του- μια ιδιαίτερη λυρική ομορφιά. Ήταν το ίδιο τέλεια με την εικόνα του που είχα μέσα μου. Κοντολογίς, με κοίταζαν λες κι ήμουν το λείψανο ενός νεαρού ήρωα που ξεκινούσε για τη μάχη. 13
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Σιγουρεύτηκα ότι δεν υπήρχε ·ψυχή. Από την πλευρά της παλαίστρας έφταναν οι επευφημίες. Έβγαλα από την τσέπη μου τον σκουριασμένο σουγιά, που τον χρησιμοποιούσα κι εγώ για να ξύνω τα μολύβια μου. Σύρθηκα μέχρι τον φράχτη και έκανα μερικές άσχημες χαρακιές στο πίσω μέρος του όμορφου μαύρου θηκαριού του ξίφους... Από μια τέτοια περιγραφή, ίσως ο κόσμος κρίνει εκ πρώτης όψεως ότι διακρίνομαι για άγουρη ποιητική έφεση. Αλλο αν, ως εκείνη την ημέρα, δεν είχα γράψει, όχι μόνον ούτε ένα ποίημα, αλλά ούτε καν μια σημείωση στο ημερολόγιό μου. Δεν είχα καμιά ιδιαίτερη παρόρμηση να επισκιάζω τους άλλους, καλλιεργώντας πρωτόγνωρες ικανότητες και ξεπερνώντας τους σε τομείς που ήμουν στο παρελθόν κατώτερός τους. Με άλλα λόγια, η υπέρμετρη υπεροψία μού αφαιρούσε κάθε δυνατότητα να φερθώ σαν καλλιτέχνης. Εξάλλου, ακόμη κι αν με απασχόλησε για μια στιγμή κάποιος τυχόν οραματισμός μου να γίνω τύραννος ή μεγάλος καλλιτέχνης, αυτό δεν ξεπέρασε ποτέ το κατώφλι του ονείρου και ποτέ δεν είχα την παραμικρή επιθυμία να καταπιαστώ με κάτι σοβαρά και να το πραγματοποιήσω. Επειδή το γεγονός ότι δεν με καταλάβαιναν οι άλλοι στάθηκε πάντοτε για μένα η μόνη πραγματική πηγή περηφάνιας, δεν αντιμετώπισα ποτέ το ενδεχόμενο να εκφράσω κάτι μεταλαμπαδεύοντας στους άλλους τη γνώση μου. Πίστευα πως όλα όσα έβλεπαν εκείνοι δεν μου ήταν ταγμένα. Η μοναξιά μου φούσκωνε όλο και περισσότερο λες κι ήταν γουρούνα. Ξαφνικά, η μνήμη μου στέκεται σε ένα τραγικό γεγονός που συνέβη στο χωριό μας. Παρότι υποτίθεται πως ήμουν εντελώς αμέτοχος, δεν μπορώ να απαλλαγώ από τη σαφή αίσθηση ότι έπαιξα κι εγώ εκεί κάποιον ρόλο. Μέσ' από αυτό το γεγονός, βρέθηκα μεμιάς αντιμέτωπος με 14
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
καθετί υπαρκτό: με τη ζωή, με την ηδονή της σάρκας, με την προδοσία, το μίσος και τον έρωτα - ναι, με καθετί που μπορεί να έχει σχέση με τούτον τον κόσμο. Και η μνήμη μου προτίμησε να αρνηθεί και να παραβλέψει ό,τι υψηλό κρύβεται σε όλα αυτά.
Δυο σπίτια πέρα από το σπίτι του πατέρα μου, έμενε μια όμορφη κοπέλα. Το όνομά της ήταν Ουίκο. Είχε μάτια μεγάλα και φωτεινά. Οι τρόποι της ήταν υπεροπτικοί, ίσως επειδή η οικογένειά της ήταν πλούσια. Μολονότι ο κόσμος ασχολιόταν ιδιαίτερα μαζί της, κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει τις μύχιες σκέψεις της. Προφανώς, η Ουίκο διατηρούσε ακόμη την παρθενία της και οι ζηλότυπες γυναίκες συνήθιζαν να την κουτσομπολεύουν και να διαδίδουν πως όλα πάνω της έδειχναν ότι ήταν στείρα. Αμέσως μόλις αποφοίτησε από το Παρθεναγωγείο, η κοπέλα αυτή πήγε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο Ναυτικό Νοσοκομείο του Μαϊζούρου ως εθελόντρια νοσοκόμα. Επειδή το νοσοκομείο ήταν αρκετά κοντά στο σπίτι της, μπορούσε να πηγαίνει στη δουλειά της με το ποδήλατο. Έπρεπε να παρουσιάζεται πολύ νωρίς το πρωί και γι' αυτό έφευγε από το σπίτι της με το γκρίζο φως της αυγής, σχεδόν δυο ώρες πριν ξεκινήσω εγώ για το σχολείο. Έτυχε κάποιο απόγευμα να βυθιστώ σε μελαγχολικές φαντασιώσεις γύρω από το κορμί της Ουίκο. Το ίδιο βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ και, ενώ όλα ήταν ακόμη σκοτεινά, πετάχτηκα από το κρεβάτι μου, φόρεσα τα αθλητικά μου παπούτσια και βγήκα έξω στο καλοκαιριάτικο αυγινό σκοτάδι. Το κορμί της Ουίκο δεν σχεδιαζόταν στον νου μου για πρώτη φορά. Ήταν κάτι που είχε περάσει τυχαία από τη σκέ15
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
μου και μου είχε γίνει σιγά σιγά έμμονη ιδέα. Έτσι, ίδιο με θρόμβο, βυθίστηκε σε μια μουντή σκιά, λευκή και εύπλαστη, φτάνοντας στο σημείο να πήξει σε μυρωδάτη σάρκα. Σκεφτόμουν τη ζεστασιά στα δάχτυλά μου αν τυχόν ποτέ άγγιζα αυτή τη σάρκα. Και ακόμη, σκεφτόμουν την εύπλαστη μάζα και τη μυρωδιά της, σίγουρα παρόμοια μ' εκείνη της γύρης. Έτρεξα ίσια στον δρόμο μες στη σκοτεινιά της αυγής. Οι πέτρες δεν εμπόδιζαν το διάβα μου και το μισόφωτο ελευθέρωνε ολοένα τον δρόμο μπροστά μου. Έφτασα σε ένα μέρος που ο δρόμος πλάταινε και οδηγούσε στο χωριουδάκι Γιαζουόκα. Εκεί όρθωνε το ανάστημά του ένα 'ψηλό δέντρο ίαογαΜ. Ο κορμός του ήταν υγρός από την πρωινή δροσιά. Κρυμμένος στη βάση του δέντρου, περίμενα να περάσει το ποδήλατο της Ουίκο που κατευθυνόταν προς το χωριό. Αν και περίμενα κάμποση ώρα, δεν είχα ιδέα τι λογάριαζα να κάνω. Είχα τρέξει όσο να μου κοπεί η ανάσα, τώρα όμως που είχα ξαποστάσει στον ίσκιο του ίίβγαΜ, αγνοούσα την επόμενη κίνηση μου. Το γεγονός ότι είχα ζήσει για πολύ χωρίς σχεδόν καμιά επαφή με τον εξωτερικό κόσμο με οδηγούσε στη φαντασίωση πως, μόλις θα έκανα το άλμα προς την πραγματικότητα, όλα θα γίνονταν εύκολα, εφικτά. Τα κουνούπια μου τσιμπούσαν τα πόδια. Άκουγα πετεινάρια να λαλούν εδώ κι εκεί. Έριξα μια ματιά στον δρόμο. Σε κάποια απόσταση, είδα κάτι άσπρο και θολό. Νόμισα πως ήταν το χρώμα της αυγής, ήταν όμως η Ουίκο. Βρισκόταν πάνω στο ποδήλατό της. Το φανάρι του ήταν αναμμένο. Το ποδήλατο γλιστρούσε σιωπηλά κατά μήκος του δρόμου. Ξεμακραίνοντας από το ΙζογαΜ, πήγα και στάθηκα μπροστά στο ποδήλατο που τα κατάφερε να σταματήσει ξαφνικά. ι6
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Ένιωσα τότε σαν να είχα μεταλλαχθεί σε πέτρα. Η θέληση μου, ο πόθος μου, κοντολογίς όλα είχαν γίνει πέτρα. Ο έξω κόσμος είχε χάσει κάθε επαφή με τον ·ψυχισμό μου και είχε ξαναρχίσει να με περιβάλλει σαν αυθύπαρκτη οντότητα. Το «εγώ» μου είχε ξεγλιστρήσει από το σπίΐι του θείου μου, είχε φορέσει άσπρα αθλητικά παπούτσια και, μέσ' από το σκοτάδι της αυγής, είχε τρέξει σε όλο το μονοπάτι ως το δέντρο ί^βγαΜ αυτό το «εγώ» που είχε απλώς ακολουθήσει τον εσωτερικό του δρόμο με αστραπιαία ταχύτητα. Οι στέγες του χωριού, που το συγκεχυμένο τους περίγραμμα αναδυόταν μέσ' από τη σκοτεινή αυγή, τα μαύρα δέντρα κι οι κορυφογραμμές του Αομπαγιάμα, ακόμη κι η Ουίκο που είχε σταθεί τώρα μπροστά μου, όλα κατακλύζονταν από έλλειψη νοήματος. Μια έλλειψη τόσο πλήρη όσο και τρομακτική. Κάτι είχε στηρίξει την πραγματικότητα σε όλα αυτά, χωρίς να περιμένει τη συμμετοχή μου: και η θεοσκότεινη αυτή πραγματικότητα, μεγάλη και άδεια από κάθε νόημα, μου είχε δοθεί, μου είχε επιβληθεί, με^να βάρος που δεν είχα υπάρξει ποτέ μέχρι τότε μάρτυς του. Όπως πάντοτε, οι λέξεις ήταν πιθανότατα τα μόνα πράγματα που θα μπορούσαν να με γλιτώσουν από αυτή την κατάσταση. Κάτι που αποτελούσε χαρακτηριστική παρεξήγηση από την πλευρά μου. Όταν έπρεπε να δράσω, πάντοτε με απορροφούσαν οι λέξεις. Και ακριβώς επειδή έβγαιναν με τέτοια δυσκολία από τα χείλη μου, τους αφοσιωνόμουν ξεχνώντας τα πάντα γύρω από τη δράση. Μου φαινόταν μάλιστα ότι οι πράξεις, κάτι αστραφτερό και πολυποίκιλο, πρέπει να συνοδεύονται πάντοτε από εξίσου αστραφτερές και πολυποίκιλες λέξεις. Δεν κοίταζα τίποτε επισταμένως. Απ' όσο θυμάμαι, η Ουίκο στην αρχή τρόμαξε. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι ήμουν εγώ, αρκέστηκε να κοιτάξει το στόμα μου. Κοίταζε -έτσι του17
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
λάχιστον υποθέτω- την ανόητη και σκοτεινή αυτή τρυπίτσα, κακοφτιαγμένη και ακάθαρτη σαν τις φωλιές των μικρών ζώων στους αγρούς, που κουνιόταν τώρα στο πρωινό φως της αυγής χωρίς κανένα νόημα. Ναι, η Ουίκο κοίταζε μόνο το στόμα μου. Και αφού ικανοποιήθηκε ότι από αυτό το στόμα δεν θα προερχόταν ούτε η ελάχιστη δύναμη σύνδεσης με τον έξω κόσμο, ένιωσε ανακουφισμένη. «Θεέ μου!» είπε. «Τι παράξενο να είναι κανείς τραυλός!» Η φωνή της κουβαλούσε τη δροσιά και την καθαρότητα της πρωινής αύρας. Χτύπησε το κουδούνι του ποδηλάτου της και έβαλε για μια φορά ακόμη τα πόδια της στα πεντάλ. Με παρέκαμψε με το ποδήλατό της, σαν να απέφευγε μια πέτρα. Παρότι δεν υπήρχε ψυχή γύρω μας, η Ουίκο χτύπησε το κουδούνι της πάλι και πάλι, δείχνοντας την περιφρόνησή της. Ύστερα απομακρύνθηκε. Άκουγα τον απόηχο του ποδηλάτου ώσπου χάθηκε μακριά στους αγρούς... Το ίδιο βράδυ - η κοπέλα είχε μιλήσει για τη συνάντησή μας-, η μητέρα της ήρθε στο σπίτι του θείου μου. Παρότι εκείνος ήταν συνήθως ιδιαίτερα αβρός μαζί μου, εκείνη τη φορά με επέπληξε αυστηρά. Καταράστηκα τότε την Ουίκο και άρχισα να εύχομαι τον θάνατό της. Λίγους μήνες αργότερα, οι κατάρες μου έπιασαν. Από εκείνη τη στιγμή, πιστεύω ακράδαντα στη δύναμη της κατάρας. Μέρα και νύχτα ευχόμουν τον θάνατό της. Ευχόμουν να εξαφανιστεί η μάρτυς της καταισχύνης μου. Αν δεν απέμεναν μαρτυρίες, ο εξευτελισμός μου θα ξεριζωνόταν από το πρόσωπο της Γης. Οι άλλοι αποτελούν πάντοτε μαρτυρίες. Αν δεν υπήρχαν οι άλλοι, η ντροπή δεν θα είχε γεννηθεί ποτέ στον κόσμο. Αυτό που είχα δει στο πρόσωπο της Ουίκο, πίσω από εκείνα τα μάτια που έλαμπαν σαν νερό στο σκοτεινόχρωμο φως της αυγής, ήταν ο κόσμος των άλλων ανθρώπων - ο κόσμος ει8
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
κείνων που δεν μας αφήνουν ποτέ μόνους, που είναι πάντα έτοιμοι να γίνουν συνεργοί και μάρτυρες του εγκλήματος μας. Όλοι οι άλλοι πρέπει να καταστραφούν. Για να μπορώ να αντικρίσω τον ήλιο πραγματικά, ο κόσμος πρέπει να καταστραφεί... Ύστερα από δυο μήνες, η Ουίκο έπαψε να εργάζεται στο Ναυτικό Νοσοκομείο και κλείστηκε στο σπίτι της. Τα κουτσομπολιά έδωσαν και πήραν στο χωριό. Ώσπου, στο τέλος του φθινοπώρου, ξέσπασε το δράμα. Δεν θα υποψιαζόμασταν ποτέ ότι ένας λιποτάκτης του Ναυτικού θα μπορούσε να κρύβεται στο χωριό μας. Μια μέρα, γύρω στο μεσημέρι, ένα μέλος της στρατιωτικής αστυνομίας 1<6ηιρ6ί-ί3ΐ ήρθε στα γραφεία του χωριού μας. Το γεγονός δεν σπάνιζε και κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην επίσκεψή του. Ήταν μια μέρα όλο φως, τέλος του Οκτώβρη. Είχα πάει όπως κάθε μέρα στο σχολείο, είχα τελειώσει την απογευματινή μου μελέτη και ετοιμαζόμουν για ύπνο. Λίγο πριν σβήσω το φως, κοίταξα έξω από το παράθυρο και άκουσα έναν θόρυβο ανθρώπων που έτρεχαν στον δρόμο. Ακούγονταν λαχανιασμένοι σαν αγέλη σκύλων. Κατέβηκα στον δρόμο. Ο θείος μου και η θεία μου είχαν ξυπνήσει και πήγαμε όλοι μαζί να δούμε τι συμβαίνει. Ένας συμμαθητής μου στεκόταν στην είσοδο του χωριού. Παραξενεμένος, είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια του. «Οι Ιζβιηρβί συνέλαβαν πριν λίγη ώρα την Ουίκο», μας φώναξε. «Πήγαν προς τα κει. Πάμε να δούμε!» Φόρεσα τα σανδάλια μου και έφυγα τρέχοντας. Το φεγγαρόφωτο ήταν υπέροχο. Εδώ κι εκεί στους θερισμένους ορυζώνες, οι καλαμωτές του ρυζιού έριχναν ξεκάθαρα τις σκιές τους. Πίσω από μια συστάδα δέντρων, είδα να κινιέται μια ομάδα από σκοτεινόχρωμες σιλουέτες. Η Ουίκο, με ένα μαύρο φό19
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
ρεμα, καθόταν καταγής. Το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο. Γύρω της στέκονταν μερικοί Ιί^βπιρβΐ και οι γονείς της. Ένας από τους Ιίβιηρ&ϊ ξεφώνιζε κρατώντας ένα κουτί που περιείχε προφανώς φαγητό. Ο πατέρας της Ουίκο γυρνούσε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, πότε απευθύνοντας απολογίες στους χωροφύλακες και πότε επιπλήττοντας την κόρη του. Καθισμένη σταυροπόδι καταγής, η μητέρα της έκλαιγε. Παρατηρούσαμε τη σκηνή από τις παρυφές ενός ορυζώνα. Ο αριθμός των θεατών αυξανόταν ολοένα. Σιωπηλοί μέσα στη νύχτα, στέκονταν πλάι πλάι, με τους ώμους τους να αγγίζονται. Πάνω από τα κεφάλια μας, το φεγγάρι κρεμόταν μικρό σαν να το είχαν συνθλίψει. Ο συμμαθητής μου μού ψιθύρισε στο αυτί μιαν εξήγηση: φαίνεται πως η Ουίκο το είχε σκάσει από το σπίτι της παίρνοντας μαζί της το κουτί με το φαγητό και πήγαινε στο διπλανό χωριό. Τότε τη συνέλαβαν οι Ιίβηιρβί, που είχαν στήσει ενέδρα. Σκόπευε να δώσει το φαγητό στον λιποτάκτη. Η Ουίκο τον είχε γνωρίσει στο Ναυτικό Νοσοκομείο. Είχε μείνει έγκυος και την είχαν απολύσει. Ο χωροφύλακας την είχε καθίσει στο σκαμνί προσπαθώντας να πληροφορηθεί πού κρυβόταν ο λιποτάκτης. Εκείνη, ωστόσο, παρέμενε ασάλευτη και κανείς δεν μπορούσε να της βγάλει λέξη. Όσο για μένα, έτρωγα με τα μάτια το πρόσωπό της. Έμοιαζε με αλυσοδεμένη τρελή. Κάτω από το φεγγαρόφωτο, τα χαρακτηριστικά της ήταν ασάλευτα. Ποτέ δεν είχα διαβάσει σε ένα πρόσωπο τόση απόρριψη. Σκέφτηκα πως, αν στο πρόσωπό μου ζωγραφιζόταν η έκφραση εκείνου που τον έχει απορρίψει ο κόσμος, το πρόσωπο της Ουίκο απέρριπτε, πρώτο αυτό, τον κόσμο. Το φεγγαρόφωτο σκορπιζόταν ανελέητο πάνω στο μέτωπο, στα μάτια της, στη ράχη της μύτης και στα ζυγωματικά της, λες και ξέπλενε το α20
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
κίνητο πρόσωπο της. Αν κουνούσε, έστω και λίγο, τα μάτια ή το στόμα της, ο κόσμος -τον οποίο εκείνη πάσχιζε να απορρίψει- θα το είχε εκλάβει ως σύνθημα για να χιμήξει πάνω της. Την κοίταζα κρατώντας την ανάσα μου. Ατένιζα εκείνο το πρόσωπο, που η ιστορία του τελείωνε εδώ, που θα σώπαινε πεισματικά τόσο για το μέλλον όσο και για το παρελθόν. Πολλές φορές, βλέπουμε ένα τέτοιο πρόσωπο σε ό,τι απομένει από ένα δέντρο που το έχουν μόλις σωριάσει. Μολονότι η εγκάρσια τομή του δέντρου είναι πρόσφατη και δείχνει από το χρώμα της νωπή, κάθε ανάπτυξη διακόπτεται σε αυτό το σημείο. Είναι ανοιχτό στον αέρα και στον ήλιο, άλλο αν, με ομαλές συνθήκες, δεν θα τους ανοιγόταν ποτέ. Εκτίθεται ξαφνικά σε έναν κόσμο που δεν ήταν στην αρχή ο δικός του και, στην εγκάρσια αυτή τομή, βλέπουμε ένα παράξενο πρόσωπο σχεδιασμένο στις όμορφες ίνες του ξύλου. Ένα πρόσωπο που προσφέρεται σε αυτό τον κόσμο, μόνο και μόνο για να τον απορρί'ψει... Δεν μπορούσα να μη σκεφτώ πως ποτέ ξανά δεν θα ερχόταν μια τέτοια στιγμή στη ζωή της Ουίκο, ή στη δική μου ως θεατή: μια στιγμή που το πρόσωπό της θα ήταν τόσο όμορφο. Κι όμως, αυτό δεν κράτησε όσο προσδοκούσα: στο πρόσωπό της έγινε μια ξαφνική μεταβολή. Η κοπέλα σηκώθηκε. Έχω την εντύπωση πως τότε αντίκρισα το γέλιο της. Έχω την αίσθηση πως είδα τα άσπρα δόντια της να λάμπουν στο φεγγαρόφωτο. Δεν είμαι σε θέση να πω περισσότερα για τη μεταμόρφωσή της. Γιατί όταν σηκώθηκε, το πρόσωπό της ξεμάκρυνε από τις αχτίδες του φεγγαριού και χάθηκε κάπου στον ίσκιο των δέντρων. Τι κρίμα που δεν μπόρεσα να δω την αλλαγή πάνω της, ακριβώς τη στιγμή που αποφάσισε την προδοσία. Αν την είχα διαβάσει σε όλες της τις λεπτομέρειες, θα είχε σίγουρα βλα21
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
στήσει μέσα μου ένα πνεύμα συγγνώμης για τους ανθρώπους, ένα πνεύμα που θα συγχωρούσε κάθε λογής ασχήμια. Η Ουίκο έδειξε προς τη σπηλιά του βουνού Καχάρα, στο διπλανό χωριό. «Ώστε είναι στον Ναό Κόνγκο!» φώναξε ο Ι^αηροϊ. Με πλημμύρισε η παιδιάστικη χαρά της γιορτής. Ο Ιζβιηρβΐ αποφάσισε να χωριστούν σε ομάδες και να περικυκλώσουν τον Ναό Κόνγκο από παντού. Κάλεσαν τους χωρικούς σε βοήθεια. Ξεκινώντας από ένα ενδιαφέρον γεμάτο μοχθηρία, προσχώρησα μαζί με κάποια άλλα αγόρια στην πρώτη ομάδα. Η Ουίκο προχωρούσε επικεφαλής της ομάδας μας, σαν πρωτοπόρος. Παραξενεύτηκα με τη σιγουριά των βημάτων της καθώς προπορευόταν στο φωτισμένο από τις φεγγαραχτίδες μονοπάτι, περιστοιχισμένη από τους ]<:6ηιρ6ί. Ο Ναός Κόνγκο ήταν ξακουστός. Χτισμένος στη σπηλιά ενός βουνού, σε απόσταση περίπου ενός τετάρτου με τα πόδια από το χωριουδάκι Γιαζουόκα, ήταν γνωστός για το δέντρο Ι^αγα, φυτεμένο από τον Πρίγκιπα Τακαόκα, όπως και για τη χαριτωμένη τριώροφη παγόδα του, που αποδίδεται στον Χιντάρι Τζινγκόρο.^ Το καλοκαίρι ερχόμασταν συχνά εδώ για να λουστούμε στον καταρράχτη πίσω από τους λόφους. Ο τοίχος του κυρίως ναού βρισκόταν προς την πλευρά του ποταμού. Το χορτάρι φύτρωνε πυκνό πάνω στους σπασμένους βώλους γης και οι άσπρες άκριές του έλαμπαν μέσα στη νύχτα. Κοντά στην πύλη του κυρίως ναού φύτρωναν τα τεϊόδεντρα. Η ομάδα μας προχωρούσε σιωπηλά πλάι στο ποτάμι. Η αίθουσα του Ναού Κόνγκο ανοιγόταν από πάνω μας. Όταν διέσχιζες τη γέφυρα από κορμούς δέντρων, η τριώροφη παγόδα βρισκόταν στα δεξιά σου. Αριστερά, απλωνόταν το δάσος με τα φθινοπωριάτικα φύλλα του, ενώ στο βάθος των δέντρων δέσποζαν τα εκατόν πέντε πέτρινα σκαλοπάτια, πρα22
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σινισμένα από τα βρύα. Τα σκαλοπάτια, αρκετά γλιστερά, ήταν από ασβεστόλιθο. Πριν δρασκελίσουμε την ξύλινη γέφυρα, ο Ιίβπιρβί κοίταξε πίσω του και έγνεψε στην ομάδα μας να σταματήσει. Λέγεται ότι, παλιά, ορθωνόταν εκεί μια πύλη Όονα, χτισμένη από τους περίφημους γλύπτες Ουνκέι και Τανκέι.^ Πίσω από αυτό το σημείο, οι λόφοι της κοιλάδας Κουτζούκου ανήκαν στον Ναό Κόνγκο. Κρατούσαμε την ανάσα μας. Ο ]<:6ΐηρ6ί παρότρυνε την Ουίκο να προχωρήσει. Διάβηκε μόνη της την ξύλινη γέφυρα και ύστερα από λίγο την ακολουθήσαμε. Σκιές τύλιγαν τη βάση των πέτρινων σκαλοπατιών, ενώ τα ψηλότερα λούζονταν από το φεγγαρόφωτο. Κρυφτήκαμε εδώ κι εκεί στο κάτω μέρος της σκάλας. Τα φύλλα, που είχαν αρχίσει να βάφονται με το πυρρόξανθο χρώμα του φθινοπώρου, φάνταζαν μαύρα κάτω από το φως του φεγγαριού. Η κυρίως αίθουσα του Ναού Κόνγκο βρισκόταν στο πάνω μέρος των σκαλοπατιών. Μια στοά οδηγούσε από κει σε μιαν άδεια αίθουσα,/που έδειχνε να προορίζεται για την αναπαράσταση των ιερών χορών Καγκούρα. Η άδεια αίθουσα είχε διαμορφωθεί με πρότυπο τον «κρεμαστό» Ναό Κιγιομίζου:^ προβαλλόταν πάνω από τον λόφο και, ξεκινώντας από τον γκρεμό, υποβασταζόταν από κάμποσες κολόνες και τραβέρσες, συνδεδεμένες μεταξύ τους. Η αίθουσα, η στοά και το ξύλινο πλαίσιο που τον υποβάσταζαν ήταν ξεθωριασμένα από τον άνεμο και τη βροχή. Άστραφταν κάτασπρα σαν σκελετός. Όταν τα φύλλα φλογίζονται από το φθινοπωριάτικο χρώμα τους, οι αποχρώσεις του κόκκινου εναρμονίζονται θαυμάσια με την άσπρη σκελετική δομή. Τη νύχτα όμως, πιτσιλισμένα από τις λάμψεις του φεγγαριού, φαντάζουν μαγευτικά και γεμάτα μυστήριο. 23
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Ο λιποτάκτης κρυβόταν προφανώς στην αίθουσα πάνω από τη σκαλωσιά. Ο ίί&ιηρ&ΐ προσπαθούσε να τον συλλάβει χρησιμοποιώντας την Ουίκο ως δόλωμα. Εμείς, οι μάρτυρες της επικείμενης σύλληψης, κρυφτήκαμε κρατώντας την αναπνοή μας. Αν και με είχε τυλίξει ο κρύος αέρας της όψιμης εκείνης νύχτας του Οκτώβρη, τα μάγουλά μου έκαιγαν. Η Ουίκο ανέβηκε μόνη της τα εκατόν πέντε πέτρινα σκαλοπάτια. Τα ανέβηκε με το περήφανο ύφος της τρελής. Η λευκή ομορφιά της κατατομής της ξεχώριζε ανάμεσα στο μαύρο φόρεμα και στα εβένινα μαλλιά της. Μες στο φεγγάρι και στα άστρα, στα σύννεφα της νύχτας και στους λόφους που κεντούσαν τον ουρανό με τη θεσπέσια σιλουέτα των αιχμηρών τους κέδρων, στις διάστικτες κηλίδες του φεγγαριού και στα χτίσματα του ναού που αναδύονταν κάτασπρα μέσ' από τη γύρω σκοτεινιά, ανάμεσα σε όλα αυτά, είχα μεθύσει από τη διάφανη ομορφιά της προδοτικής Ουίκο. Η κοπέλα είχε ταχθεί να ανέβει μόνη της τα άσπρα σκαλιά, προτάσσοντας περήφανα το στήθος της. Η προδοσία της ήταν σαν τα άστρα, το φεγγάρι και τους αιχμηρούς κέδρους. Με άλλα λόγια, ζούσε στον ίδιο κόσμο με μας, τους μάρτυρες. Και αποδεχόταν τη φύση που μας περιέβαλλε όλους, ανεβαίνοντας εκείνα τα σκαλοπάτια σαν εκπρόσωπός μας. Στάθηκε αδύνατον να αναχαιτίσω μια σκέψη που μου έκοβε την ανάσα: «Με την προδοσία της, τελικά αποδέχτηκε και μένα. Τώρα μου ανήκει!» Σε ένα κάποιο σημείο, ό,τι αποκαλούμε γεγονότα εξαφανίζεται από τη μνήμη μας. Η θέα της Ουίκο να ανεβαίνει τα εκατόν πέντε εκείνα σκαλιά, πρασινισμένα από τα βρύα, εξακολουθεί να υπάρχει μπροστά στα μάτια μου. Και έχω την αίσθηση ότι θα τα ανεβαίνει αιώνια. Από εκείνο το σημείο όμως, έγινε ολότελα διαφορετική. 24
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Ίσως, ανεβαίνοντας τα, η Ουίκο να με πρόδωσε, να μας πρόδωσε όλους για μια ακόμη φορά. Από εκείνο το σημείο, έπαψε πια να απορρίπτει τον κόσμο στο σύνολό του, χωρίς όμως και να τον αποδέχεται εντελώς. Παραδόθηκε στην υπηρεσία του απλού πάθους. Με άλλα λόγια, ξέπεσε στην κατηγορία των γυναικών που δόθηκαν σε έναν και μόνον άντρα. Γι' αυτό και μόνο μπορώ να θυμηθώ τι επακολούθησε, σαν να επρόκειτο για σκηνή που απεικονίσθηκε σε μια παλιά λιθογραφία. Η Ουίκο περπάτησε κατά μήκος της στοάς, φωνάζοντας μες στο σκοτάδι του ναού. Εμφανίστηκε τότε η σιλουέτα ενός άντρα. Κάτι του είπε. Ο άντρας έστρεψε το περίστροφο στα πέτρινα σκαλοπάτια και πυροβόλησε. Οι ίίοηρ&ί του ανταπέδωσαν τον πυροβολισμό πίσω από έναν κοντινό θάμνο. Και ενώ ο άντρας ετοιμαζόταν να πυροβολήσει ξανά, η κοπέλα έκανε μεταβολή προς τη στοά και το έβαλε στα πόδια. Εκείνος έριξε μια σειρά από πυροβολισμούς στην πλάτη της. Η Ουίκο σωριάστηκε. Ο άντρας έστρεψε τότε την κάνη του όπλου του στον κρόταφό του και πυροβόλησε για τελευταία φορά. Αρχικά οι Ιίβηιροϊ και ύστερα όλοι οι άλλοι ανέβηκαν τα σκαλοπάτια και έσπευσαν πλάι στα δυο νεκρά κορμιά. Έμεινα κρυμμένος σιωπηλά στον ίσκιο των φθινοπωριάτικων φύλλων. Τα άσπρα ξύλινα πλαίσια του ναού, σωριασμένα -θαρρείς- το ένα πάνω στο άλλο, δέσποζαν πάνω από το κεφάλι μου. Ο θόρυβος των βημάτων που προχωρούσαν δίπλα στα ξύλινα κράσπεδα της στοάς ερχόταν από πάνω μου σαν ελαφριά τρεμούλα. Το φως των διασταυρωμένων πυρσών πέρασε πάνω από το κιγκλίδωμα της στοάς, αγγίζοντας τα κλαδιά με τα κόκκινα φύλλα. Μοναδική μου αίσθηση ήταν πως όλα αυτά συνέβαιναν σε 25
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
ένα μακρινό παρελθόν. Όσοι δεν διαθέτουν ευαισθησία απλώς ταράζονται τη στιγμή που βλέπουν το αίμα να κυλά. Από τη στιγμή που αυτό στερεύει, η τραγωδία έχει τρτάσει στο τέλος της. Φαίνεται πως αποκοιμήθηκα. Ξυπνώντας, διαπίστωσα πως είχαν φύγει όλοι, πως είχαν προφανώς ξεχάσει ό,τι είχε σχέση με μένα. Ο αέρας έσφυζε από τερετίσμαπχ πουλιών, ο πρωινός ήλιος έλαμπε μέσ' από τα φύλλα των γύρα) δέντρων. Φωτισμένα από τις αχτίδες του, τα σκελετο)δη χτίσματα πάνω από το κεφάλι μου έμοιαζαν να ξαναζωντανεύουν. Ήσυχα και περήφανα, ο ναός πρόβαλλε την άδεια του αίθουσα στην κοιλάδα με τα κόκκινα φύλλα. Σηκώθηκα αναριγώντας και τρίφτηκα για να τονακτω την κυκλοφορία μου. Μονάχα το ρίγος έμενε στο σώμα μου. Όλα όσα απέμεναν ήταν το ρίγος.
Στη διάρκεια των ανοιξιάτικων διακοπών της επόμενης χρονιάς, ο Πατέρας επισκέφτηκε το σπίτι του θείου μου. Πάνω από την πολιτική στολή του της εποχής του πολέμου, φορούσε το ράσο του. Είπε πως ήθελε να με πάρει μαζί του στο Κιότο για μερικές ημέρες. Η παλιά αρρώστια του πατέρα μου είχε αισθητά χειροτερέψει και ταράχτηκα βλέποντας την κατάπτωσή του. Όχι μόνον εγώ, αλλά και ο θείος μου και η θεία μου προσπάθησαν να τον μεταπείσουν γι' αυτό το ταξίδι. Εκείνος όμως δεν μας άκουσε. Όταν το σκέφτομαι εκ των υστέρων, συνειδητοποιώ ότι ο Πατέρας ήθελε, όσο είχε ακόμη τα μάτια ανοιχτά, να με παρουσιάσει στον Ηγούμενο του Χρυσού Ναού. Να επισκεφτώ τον Χρυσό Ναό ήταν βέβαια, για πάμπολλα χρόνια, το όνειρό μου. Παρ' όλα αυτά, δεν με ενθουσίαζε και τόσο η ιδέα να ταξιδέψω μέχρι εκεί με τον Πατέρα που κατέβαλλε ηρωικές προσπάθειες, θεωρώντας χρέος του να εντυ26
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πωσιάσει όσους τον λόγιαζαν βαριά άρρωστο. Καθώς πλησίαζε ο καιρός που θα αντίκριζα τον Χρυσό Ναό -δεν τον είχα δει ποτέ μέχρι τότε από κοντά-, κάτι σαν δισταγμός αναπτυσσόταν μέσα μου. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, προείχε να είναι όμορφος. Και θα στοιχημάτιζα οτιδήποτε, όχι τόσο για την ίδια την αντικειμενική του ομορφιά, όσο για τη δική μου δύναμη να φανταστώ την ομορφιά του. Είχα εντρυφήσει ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τον ναό, όσο βέβαια ήταν δυνατόν για ένα αγόρι της ηλικίας μου. Διάβασα σε ένα βιβλίο τέχνης τις ακόλουθες επιφανειακές πληροφορίες για την ιστορία του: «Ο Ασικάγκα Γιοσιμίτσου (1358-14Θ8) παρέλαβε το Αρχοντικό Κιταγιάμα από την οικογένεια Σαϊόντζι και το μετέβαλε σε σημαντικότατη έπαυλη. Τα κυρίως κτίσματα, όπως η Λειψανοθήκη, η Αίθουσα του Ιερού Πυρός, η Αίθουσα του Εξομολογητηρίου και το Χοζούι-ιν αποτελούν βουδιστικές κατασκευές. Και ακόμη, κάποια κατοικήσιμα διαμερίσματα, όπως το Σίντεν, η Αίθουσα των Λόρδων, η Αίθουσα των Συνελεύσεων, ο Πύργος Τενκύο, ο Πυργίσκος Κοχόκου, η Αίθουσα Ιζούμι και το Περίπτερο Κανσετσού. Η Λειψανοθήκη ήταν χτισμένη με τη μεγαλύτερη φροντίδα από όλα τα χτίσματα και αργότερα ονομάστηκε Χρυσός Ναός. Παρότι είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε επακριβώς πότε απέκτησε για πρώτη φορά αυτό το όνομα, υπάρχουν εύλογες αιτίες να υποθέσει κανείς ότι ήταν επακόλουθο του Πολέμου Ονίν (1467-77). Ήδη από την περίοδο Μπουμέι (1469-87), η χρήση αυτού του ονόματος ήταν ευρύτατη. » 0 Χρυσός Ναός είναι ένα τριώροφο πυργοειδές κτίσμα, που δεσπόζει σε έναν κήπο, αντικριστά σε μια μικρή λίμνη (τη λίμνη Κυόκο). Η κατασκευή συμπληρώθηκε προφανώς γύρω στο πέμπτο έτος του Οέι (1398). Οι δυο πρώτοι όροφοι χτί27
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
στηκαν σύμφωνα με τον ρυθμό Ξήϊηάβη-ζυΐίυή της αρχιτεκτονικής των κατοικιών και εξοπλίστηκαν με γαλλικά παράθυρα, ενώ ο τρίτος όροφος συνίστατο σε ένα τετράγωνο διαμέρισμα οκτώ ποδών, χτισμένο σε αμιγή ρυθμό Ζεν. Η οροφή, σκεπασμένη με φλούδα κυπαρισσιού, σε στυλ ήοί&ί-ζυίζυή, επιστεγαζόταν με έναν φοίνικα από επιχρυσωμένο χαλκό. Η Αίθουσα Τσούρι, με στέγη σαμαρωτή, προεξείχε αντικρίζοντας τη λιμνούλα και σπάζοντας τη μονοτονία τής γύρω αρχιτεκτονικής. Η οροφή του Χρυσού Ναού, από ξύλο με λεπτές ίνες, ήταν ελαφρά κεκλιμένη. Η δομή της ήταν ανάλαφρη και συγχρόνως κομψή, σωστό αριστούργημα της αρχιτεκτονικής των κήπων, όπου το στυλ των κατοικιών εναρμονίζεται θαυμάσια με το βουδιστικό. Έτσι, ο ναός εξέφραζε το γούστο του Ασικάγκα Γιοσιμίτσου και τη σαφή πρόθεσή του να υιοθετήσει την κουλτούρα της Αυτοκρατορικής Αυλής, αποδίδοντας στην εντέλεια την ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης περιόδου. »Ύστερα από τον θάνατο του Γιοσιμίτσου, η Αίθουσα Κιταγιάμα μεταβλήθηκε, σύμφωνα με τις τελευταίες του επιθυμίες, σε ναό Ζεν. Αυτός είναι γνωστός ως Ροκονόντζι. Αργότερα, όλα αυτά τα κτίσματα μεταφέρθηκαν αλλού ή αφέθτικαν να ρημάξουν. Ευτυχώς, ο ίδιος ο Χρυσός Ναός διατηρείται ακόμη...» Ίδιο φεγγάρι κρεμασμένο στον νυχτερινό ουρανό, ο Χρυσός Ναός χτίστηκε σαν ένα σύμβολο των σκοτεινών οικόνων. Παρ' όλα αυτά, ήταν απαραίτητο ο Χρυσός Ναός πον ονείρων μου να περιβάλλεται από το σκοτάδι. Σε αυτό το σκοτί'χδι, οι πανέμορφες ραδινές κολόνες του θα ξαπόσταιναν ήσυχα και σταθερά εκπέμποντας ένα αμυδρό φως. Και ακόμη, όποιες λέξεις κι αν χρησιμοποιούσε ο κόσμος για να δώσει σχετικά τη μαρτυρία του, ο ναός θα συνέχιζε να στέκει σιωπηλός, επιδεικνύοντας τη λεπτοδουλεμένη του δομή στα μάτια των ανθρώπων και υπομένοντας το σκοτάδι γύρω του. 28
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Σκεφτόμουν ακόμη τον επιχρυσωμένο χάλκινο φοίνικα που στεφάνωνε τη στέγη του Χρυσού Ναού μένοντας χρόνο με τον χρόνο εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης. Το μυστηριώδες χρυσό πουλί δεν έκραξε ποτέ το αχνοξημέρωμα, μήτε άνοιξε ποτέ τα φτερά του - πράγματι, λες κι είχε ολότελα ξεχάσει πως ήταν πουλί. Κι όμως, δεν ήταν αλήθεια πως δεν πετούσε. Αν άλλα πουλιά πετούν στον αέρα, ο χρυσός φοίνικας πετούσε αιώνια μέσα στον χρόνο με τα λαμπερά φτερά του. Ο χρόνος έπληξε τούτα τα φτερά. Τα έπληξε και άλλαξε πορεία. Και ο φοίνικας, έτοιμος να πετάξει, στάθηκε ασάλευτος, με ορθωμένες τις φτερούγες του και μια σπίθα οργής στα μάτια, σείοντας την ουρά του και απλώνοντας με γενναιότητα τα μεγαλόπρεπα χρυσά του πόδια. Ενώ έκανα παρόμοιες σκέαρεις, ο Χρυσός Ναός φάνταζε στα μάτια μου σαν όμορφο καράβι που διασχίζει τη θάλασσα του χρόνου. Το βιβλίο τέχνης μιλούσε για «κτήρια με ανεπαρκείς τοίχους, γεμάτα ρεύματα», κάτι που με έκανε να αναπολήσω τη μορφή ενός καραβιού. Η λιμνούλα, όπου έβλεπε εκείνο το περίπλοκο τριώροφο σκάφος αναψυχής, μπορούσε να θεωρηθεί ως σύμβολο της θάλασσας. Ο Χρυσός Ναός είχε φθάσει ως εμάς διασχίζοντας μια απέραντη νύχτα. Ένας διάπλους με απρόβλεπτη κατάληξη. Στη διάρκεια της μέρας, το παράξενο καράβι έριχνε άγκυρα με την όψη της αθωότητας, εκτεθειμένο στη θέα ενός συρφετού ανθρώπων. Όταν όμως νύχτωνε, το γύρω σκοτάδι λες και του έδινε καινούργια δύναμη κι εκείνο συνέχιζε την πλεύση με τη στέγη του να ανεμίζει σαν πελώριο πανί. Δεν θα αποτελούσε υπερβολή ο ισχυρισμός ότι το πρώτο πραγματικό πρόβλημα που αντιμετώπισα στη ζωή μου ήταν εκείνο της ομορφιάς. Ο πατέρας μου ήταν ένας απλός ιερέας της υπαίθρου με φτωχό λεξιλόγιο. Μου δίδαξε πως «τίποτε σε αυτή 29
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
τη Γη δεν είναι τόσο όμορφο όσο ο Χρυσός Ναός». Με τη σκέψη πως η ομορφιά θα είχε σίγουρα έρθει πριν από μένα στον άγνωστο τούτον κόσμο, δεν μπορούσα να αναχαιτίσω ένα κάποιο συναίσθημα ενόχλησης και οργής. Αν η ομορφιά υπήρχε πράγματι εδώ, αυτό σήμαινε πως η ζωή μου της ήταν ξένη. Ο Χρυσός Ναός δεν στάθηκε ποτέ για μένα μια απλή ιδέα. Παρότι τα βουνά τον έκρυβαν από τα μάτια μου, δεν έπαυε να είναι εκεί και είχα κάθε δυνατότητα να τον επισκεφθώ αν ήθελα. Η ομορφιά ήταν κάτι που μπορούσαμε να αγγίξουμε με τα δάχτυλά μας, που η αντανάκλασή της ήταν σαφής στα μάτια μας. Το ήξερα και είχα την πεποίθηση ότι, μέσα σε όλες τις αλλαγές του κόσμου, ο Χρυσός Ναός έμενε στη θέση του, ασφαλής και αναλλοίωτος. Μερικές φορές, τον σκεφτόμουν σαν ένα μικρό, ντελικάτο αριστοτέχνημα που θα μπορούσε να χωρέσει στις φούχτες μου. Άλλες πάλι, τον φανταζόμουν σαν έναν καθεδρικό ναό, γιγάντιο, τερατώδη, που υψωνόταν ατελείωτος προς τον ουρανό. Ως νεαρό αγόρι, δεν μπορούσα να σκεφτώ την ομορφιά ούτε μικρή ούτε μεγάλη, αλλά συνυφασμένη με την έννοια του μέτρου. Έτσι, τα καλοκαιριάτικα λουλουδάκια, που (χνίχδιναν ένα διάχυτο φως μουσκεμένα από την πρωινή δροσιά, φάνταζαν στα μάτια μου τόσο όμορφα όσο ο Χρυσός Ναός. Και ακόμη, όταν τα μουντά, φορτωμένα με κεραυνούς σύννεφα στέκονταν περήφανα πέρα από τους λόφους, με τις άκριες τους να λάμπουν χρυσαφιές, η μεγαλοπρέπειά τους μου έφερνε στον νου τον Χρυσό Ναό. Τέλος, κάθε φορά που αντίκριζα ένα όμορφο πρόσωπο, μου ερχόταν στη σκέψη η παρομοί(ΐ)ση: «όμορφο σαν τον Χρυσό Ναό». Το ταξίδι ήταν μελαγχολικό. Τα τραίνα της γραμμής του Μαϊζούρου πήγαιναν από το δυτικό Μαϊζούρου στο Κιότο μέσω του Αγιάμπε, σταματώντας σε όλους τους μικρούς (ττίχθ3θ
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
μούς, όπως η Μακούρα και το Ουεζούγκι. Το όχημα ήταν βρόμικο και όταν φτάσαμε στο φαράγγι του Χόζου και άρχισε να διασχίζει τη μια σήραγγα μετά την άλλη, ο καπνός σκορπιζόταν ανελέητα προκαλώντας στον Πατέρα έναν ασταμάτητο βήχα. Οι περισσότεροι από τους επιβάτες ήταν συνδεδεμένοι κατά κάποιον τρόπο με το Ναυτικό. Τα βαγόνια της τρίτης θέσης ήταν γεμάτα συγγενείς που γυρνούσαν αφού είχαν επισκεφθεί υπαξιωματικούς, ναύτες, πεζοναύτες και εργαζομένους στον Πολεμικό Ναύσταθμο του Μαϊζούρου. Κοίταζα έξω από το παράθυρο τον συννεφιασμένο και μολυβένιο ανοιξιάτικο ουρανό. Κοίταζα ακόμη το ράσο που φορούσε ο Πατέρας πάνω από τα πολιτικά του και το στήθος ενός νεαρού ροδοκόκκινου υπαξιωματικού, που έμοιαζε να αναπηδά κατά μήκος των επίχρυσων κουμπιών του. Ένιωσα πως ήμουν σαφώς τοποθετημένος ανάμεσα στους δυο άντρες. Σύντομα, όταν θα έφτανα στην κατάλληλη ηλικία, θα με καλούσαν να καταταγώ. Δεν ήμουν ακόμη σίγουρος πως -όταν θα με καλούσαν- θα υπηρετούσα πιστά την πατρίδα όπως εκείνος ο υπαξιωματικός απέναντί μου. Έτσι κι αλλιώς, ήμουν προς το παρόν τοποθετημένος ανάμεσα σε δυο κόσμους. Παρά την τόσο νεαρή ηλικία μου, είχα πλήρη συνείδηση, πίσω από το άσχημο και ξεροκέφαλο μέτωπό μου, ότι ο κόσμος του θανάτου τον οποίο εξουσίαζε ο πατέρας μου και ο κόσμος της ζωής, κατειλημμένος από τους νέους, είχαν συναντηθεί μέσ' από τον πόλεμο. Εγώ θα γινόμουν προφανώς ένας μεσάζοντας. Όταν θα σκοτωνόμουν στον πόλεμο, θα ήταν αδιάφορο ποιο μονοπάτι είχα διαλέξει από αυτά τα δυο που τώρα ανοίγονταν μπροστά στα μάτια μου. Προσπάθησα να φροντίζω τον πατέρα μου όταν έβηχε. Κάπου κάπου, κοίταζα τον Ποταμό Χόζου έξω από το παράθυρο. Ήταν βαθυγάλαζος, ένα χρώμα που σου πλάκωνε την 31
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
'ψυχή, όπως η γαλαζόπετρα των πειραμάτων της χημείας. Κάθε φορά που το τραίνο έβγαινε μέσ' από μια σήραγγα, εμφανιζόταν το Φαράγγι του Χόζου, είτε σε σημαντική απόσταση από τη σιδηροδρομική γραμμή είτε απροσδόκητα κοντά μας. Περιστοιχισμένο από ήπια βράχια, γυρνούσε αδιάκοπα τον βαθυγάλαζο τόρνο του. Ο Πατέρας είχε μερικούς άσπρους κεφτέδες από ρύζι μέσα στο κουτί για το φαγητό του, που ντρεπόταν να ανοίξει μπροστά στους άλλους επιβάτες. «Δεν είναι ρύζι αγορασμένο στη μαύρη αγορά», δήλωσε. «Προέρχεται από την καλή καρδιά των ενοριτών μου. Έτσι, θα μπορέσω να το φάω με χαρά και ευγνωμοσύνη». Αυτά τα είπε για να τον ακούσουν όλοι οι ταξιδιώτες του βαγονιού. Όταν όμως άρχισε να τρώει, μόλις που στάθηκε ικανός να τελειώσει έναν μικρό κεφτέ. Το παλιό και καπνισμένο αυτό τραίνο δεν μου έδινε την αίσθηση ότι πήγαινε πράγματι στην πόλη, αλλά μάλλον ότι κατευθυνόταν προς τον σταθμό του θανάτου. Από τη στιγμή που μου ήρθε στο νου αυτή η σκέψη, ο καπνός που γέμιζε το βαγόνι μας όταν το τραίνο περνούσε μέσ' από μια σήραγγα αποκτούσε μυρωδιά κρεματορίου.
Όταν στάθηκα τελικά μπροστά στην Πύλη Σόμον του Ροκουόντζι, η καρδιά μου σκίρτησε. Θα έβλεπα τώρα ένα από τα ωραιότερα πράγματα του κόσμου. Ο ήλιος βρισκόταν στη δύστ] του και ένα πέπλο ομίχλης σκέπαζε τους λόφους. Κάποιοι επισκέπτες διάβηκαν την πύλη σχεδόν ταυτόχρονα με τον Πατέρα κι εμένα. Στα αριστερά μας ορθωνόταν το καμπαναριό, περιστοιχισμένο με μια συστάδα από -ανθισμένες ακόμη- δαμασκηνιές. 32
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Μια μεγάλη βελανιδιά έστεκε απέναντι στην Κυρίως Αίθουσα. Ο Πατέρας κοντοστάθηκε στην είσοδο και ζήτησε άδεια για να μας δεχτούν. Ο Ηγούμενος μας μήνυσε ότι είχε εκείνη τη στιγμή έναν επισκέπτη και μας ζητούσε να περιμένουμε για λίγο. «Ας εκμεταλλευθούμε αυτό τον χρόνο», είπε ο Πατέρας, «και ας κάνουμε τον γύρο του Χρυσού Ναού». Προφανώς, ήθελε να μου δείξει ότι ασκούσε κάποια επιρροή σε εκείνο τον χώρο. Προσπάθησε μάλιστα να περάσει από την είσοδο των επισκεπτών χωρίς να πληρώσει. Παρ' όλα αυτά, τόσο οι δυο υπάλληλοι που πουλούσαν εισιτήρια και φυλαχτά όσο και ο ελεγκτής είχαν αλλάξει στη διάρκεια των δέκα τελευταίων χρόνων, μετά την εποχή που ο Πατέρας επισκεπτόταν συχνά τον ναό. «Την επόμενη φορά που θα έρθω», είπε παγερά, «υποθέτω πως θα τους έχουν αλλάξει και πάλι». Ένιωσα, ωστόσο, πως τούτες τις λέξεις: «την επόμενη φορά», δεν τις έλεγε με την καρδιά του. Βάλθηκα να περπατώ μπροστά στον Πατέρα, σχεδόν τρέχοντας. Συμπεριφερόμουν τάχα σαν ένα ανέμελο νεαρό αγόρι. (Μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις -όταν έδινα σκόπιμα μια θεατρική παράσταση- η συμπεριφορά μου ήταν σαν του μικρού αγοριού.) Τότε, ο Χρυσός Ναός, που τον είχα τόσο ονειρευτεί, ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μου με τον πιο απογοητευτικό τρόπο. Στάθηκα στην άκρη της Λιμνούλας Κυόκο και, στην αντικρινή πλευρά του νερού, ο Χρυσός Ναός μου αποκάλυψε την πρόσοψή του μες στο ηλιοβασίλεμα. Το Σοζέι ήταν μισοκρυμμένο πέρα στ' αριστερά. Ο Χρυσός Ναός έριχνε τον ίσκιο του στην επιφάνεια της λίμνης, όπου επέπλεαν η λέμνα και τα φύλλα των υδρόβιων φυτών. Ο ίσκιος ήταν ωραιότερος από 33
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
το ίδιο το κτίσμα. Ο ήλιος που βασίλευε έκανε την αντανάκλαση του νερού να πηγαινοέρχεται στο πίσω μέρος των πρόστεγων των τριών ορόφων. Σε σύγκριση με το γύρω φως, η αντανάκλαση του πίσω μέρους των πρόστεγων ήταν εκθαμβωτική και πεντακάθαρη. Ο Χρυσός Ναός μου έδινε την εντύπωση ότι έγερνε περήφανα προς τα πίσω. «Λοιπόν, τι λες;» με ρώτησε ο Πατέρας. «Δεν είναι όμορφος; Ο πρώτος όροφος λέγεται Χοζούι-ιν,"^ ο δεύτερος Τσοόντο^ και ο τρίτος Κουκυότσο».^ Ο Πατέρας ακούμπησε το κάτισχνο από την αρρώστια χέρι του πάνω στον ώμο μου. Τον κοίταξα μερικές φορές από διαφορετική οπτική γωνία και έστρεψα το κεφάλι μου προς διάφορες κατευθύνσεις. Ωστόσο, ο ναός δεν μου προκαλούσε καμιά συγκίνηση. Ήταν απλώς ένα τριώροφο κτίσμα, μικρό, σκοτεινό και παμπάλαιο. Ο φοίνικας στην κορυφή της στέγης του δεν μου φάνηκε τίποτε περισσότερο από μια κουρούνα που είχε σταθεί για λίγο να ξαποστάσει. Και αυτό το κτίσμα, όχι μόνο δεν με εντυπωσίασε με την ομορφιά του, αλλά και μου δημιούργησε μιαν αίσθηση δυσαρμονίας και αναστάτωσης. Μπορεί η ομορφιά, αναρωτήθηκα, να είναι κάτι τόσο άσχημο; Αν ήμουν ένα σεμνό, μελετηρό αγόρι, θα ελεεινολογούσα την ίδια μου την έλλειψη αισθητικής πριν αφεθώ να κυριευθώ από πλήρη απογοήτευση. Η θλίψη όμως που ένιωσα μπροστά σε κάτι, στο οποίο είχα στηρίξει τόσες προσδοκίες, μου έδιωξε κάθε άλλη σκέψη. Μου πέρασε από τον νου πως ο Χρυσός Ναός θα πρέπει να είχε υποστεί κάποια μεταμφίεση για να κρύψει την αληθινή του ομορφιά. Μήπως η ομορφιά απογοητεύει όσους την παρατηρούν για να προστατευθεί από τον κόσμο; Έπρεπε να πλησιάσω τον Χρυσό Ναό από πιο κοντά. Έπρεπε να καταργήσω καθετί που φαινόταν άσχημο στα μάτια μου. Να εξετά34
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σω όλες του τις λεπτομέρειες, μία προς μία, και να συλλάβω την ουσία της ομορφιάς του με τα δικά μου μάτια. Στον βαθμό που πίστευα μονάχα στην ομορφιά που μπορεί κανείς να δει με τα ίδια του τα μάτια, η στάση μου ήταν εκείνη τη στιγμή απόλυτα φυσική. Με ύφος γεμάτο σεβασμό, ο Πατέρας με οδηγούσε τώρα (ττον ανοιχτό διάδρομο του Χοζούι-ιν. Πρώτα απ' όλα, κοίταξα την επιδέξια φτιαγμένη μακέτα του Χρυσού Ναού, τοποθετημένη μέσα σε ένα γυάλινο περίβλημα. Αυτό το πρόπλασμα (ίου άρεσε: βρισκόταν πιο κοντά στον Χρυσό Ναό των ονείρων μου. Παρατηρώντας τη μικρογραφία του Χρυσού Ναού μέσα (ΐτον ίδιο τον μεγάλο, θυμήθηκα την ατέλειωτη σειρά των αντι(ττοιχιών που προκύπτουν όταν ένα μικρό σύμπαν τοποθετείται [ΐέσα σε ένα μεγάλο και ένα ακόμη μικρότερο, μέσα στο μικρό. Ι'ια πρώτη φορά, μπορούσα να πλάθω όνειρα: για τον μικρό (ιλλά τέλειο Χρυσό Ναό, που ήταν ακόμη μικρότερος από τη μοικέτα. Και για τον μεγάλο, που ήταν άπειρα μεγαλύτερος από το πραγματικό κτίσμα - τόσο μεγάλος, στ' αλήθεια, που τύλιγε σχεδόν τον κόσμο. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, δεν (ΐτί'χθηκα για πολύ μπροστά στη μακέτα. Στη συνέχεια, ο Πατέροις με οδήγησε σε ένα ξύλινο άγαλμα του Γιοσιμίτσου, περί(|)Τΐμο ως «Εθνικός μας Θησαυρός». Το άγαλμα ήταν γνωστό (ος «Ροκουόνιν-ντόνο Ντόγκι», από το όνομα που πήρε ο Γιοι τιμίτσου όταν ασπάστηκε το μοναστικό σχήμα. Και αυτό με εντυπωσίασε απλώς σαν μια παράξενη, μαυρι(ΐμένη από την κάπνα εικόνα, χωρίς να της βρίσκω καμιά ο[ΐορφιά. Ύστερα, ανεβήκαμε στο Τσοόντο, στον δεύτερο όρο(|)θ. Κοίταξα τη ζωγραφική της οροφής, που αποδίδεται στον Κίχνο Μαζανόμπου,^ με απεικόνιση αγγέλων που παίζουν μουσική. Στον τρίτο όροφο, στο Κουκυότσο, είδα τα αξιοθρήνητα κατάλοιπα από το φύλλο χρυσού που κάλυπτε αρχικά ό35
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
λο το εσωτερικό του ναού. Δεν μπορούσα να βρω σε όλα αυτά ούτε ίχνος ομορφιάς. Στηρίχτηκα στο λεπτό κιγκλίδωμα και κοίταξα αφηρημένα κάτω στη λίμνη, όπου έλαμπε ο απογευματινός ήλιος. Η επιφάνεια του νερού φάνταζε σαν χάλκινος καθρέφτης με την πατίνα του χρόνου. Και ο ίσκιος του Χρυσού Ναού έπεφτε κατευθείαν πάνω σε αυτή την επιφάνεια. Κάτω από τα υδρόβια φυτά και τη λέμνα, ο απογευματινός ουρανός καθρεφτιζόταν στο νερό. Και αυτός ο ουρανός ήταν διαφορετικός από εκείνον που απλωνόταν πάνω από τα κεφάλια μας. Ήταν πεντακάθαρος και γεμάτος γαλήνιο φως. Από κάτω και μέσα, λες και κατάπινε τον επίγειο κόσμο μας, ενώ ο Χρυσός Ναός βυθιζόταν εκεί σαν μεγάλη άγκυρα από ατόφιο χρυσάφι, μαυρισμένο από τη σκουριά. Ο Πατέρας Ταγιάμα Ντόζεν, ο Ηγούμενος του ναού, ήταν φίλος του Πατέρα όταν φοιτούσαν μαζί σε κάποιον ναό Ζεν. Είχαν συνυπάρξει στον ναό για τρία χρόνια. Οι δυο νεαροί άντρες παρακολουθούσαν την ειδική ιερατική σχολή στον Ναό Σοκόκου (που είχε επίσης κτιστεί την εποχή του Σογκούν Γιοσιμίτσου) και, αφού πέρασαν από ορισμένες διαδικασίες του δόγματος Ζεν, εντάχθηκαν στην ιεροσύνη. Εκτός από όλα αυτά, έμαθα πολύ αργότερα από τον Πατέρα Ντόζεν -κάποια μέρα που ήταν καλοδιάθετος- ότι ο πατέρας μου κι εκείνος όχι μόνο μοιράστηκαν τις σκληρές μέρες της άσκησης (χλλά, κάποια βράδια, όταν όλοι πήγαιναν για ύπνο, σκαρφίχλωναν στον τοίχο του ναού και πήγαιναν να νοικιάσουν γυν(χίκες και να διασκεδάσουν. Αφού κάναμε τον γύρο του ναού, ο Πατέρας κι εγ(ί) γυρίσαμε πίσω στην είσοδο της Κεντρικής Αίθουσας. Μοις (ΐυνόδευσαν σε μια αίθουσα μακριά και ευρύχωρη, και μας πέρασαν στο γραφείο του Ηγούμενου, μέσα στη Μεγάλη Βιβλιο36
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
θήκη που έβλεπε προς τον κήπο με το περίφημο γέρικο πεύκο. Κάθισα στητός, άκαμπτος μέσα στη σχολική μου στολή, ενώ ο Πατέρας έδειξε σύντομα να νιώθει άνετα. Παρότι εκείνος και ο Ηγούμενος είχαν ασκηθεί στην ίδια σχολή Ζεν, η εμφάνισή τους ήταν ολωσδιόλου διαφορετική. Αποστεωμένος από την αρρώστια του, ο Πατέρας είχε όψη ταλαίπωρη και επιδερμίδα ξερή, σαν σκονισμένη. Αντίθετα, ο Πατέρας Ντόζεν έμοιαζε σαν ροδαλό γλυκό. Πάνω στο γραφείο του ήταν στοιβαγμένοι σωροί από δέματα που δεν είχε ανοίξει, περιοδικά, βιβλία και γράμματα σταλμένα από διάφορα μέρη της χώρας, που αποκάλυπταν την ευμάρεια του ναού. Πήρε ένα ψαλίδι με τα στρουμπουλά του δάχτυλα και άνοιξε επιδέξια ένα από αυτά τα πακέτα. «Είναι ένα γλύκισμα που κάποιος έστειλε από το Τόκιο», εξήγησε. «Δεν βλέπει κανείς συχνά τέτοια γλυκίσματα τούτη την εποχή. Ακουσα μάλιστα πως ούτε καν τα καταστήματα διαθέτουν. Τα στέλνουν όλα στις Ένοπλες Δυνάμεις και στις κυβερνητικές υπηρεσίες». Ήπιαμε θαυμάσιο γιαπωνέζικο τσάι, και φάγαμε ένα είδος (ττεγνού δυτικού γλυκού που δοκίμαζα για πρώτη φορά. Επειδή βρισκόμουν σε υπερένταση, τα ψίχουλα έπεφταν από το γλύκισμα πάνω στο γυαλιστερό παντελόνι μου από μαύρο μεταξωτό. Ο Πατέρας και ο Ηγούμενος εξέφραζαν την πικρία τους για το γεγονός ότι, τόσο ο Στρατός όσο και οι ανώτεροι αξιωματούχοι έδιναν σημασία μόνο στα σιντοϊστικά παρεκκλήσια, ενώ περιφρονούσαν τους Βουδιστικούς ναούς - για την ακρίβεια μάλιστα, όχι μόνον τους περιφρονούσαν αλλά και τους καταπίεζαν. Συζήτησαν τότε ποιος θα ήταν ο καλύτερος χειρισμός των ναών από την πλευρά της διοίκησης στο μέλλον. Ο Ηγούμενος ήταν εύσωμος. Είχε βέβαια μερικές ρυτίδες 37
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
στο πρόσωπο του, οι περισσότερες όμως έδειχναν να έχουν ξεθωριάσει. Το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό και η μακριά του μύτη έδινε την εντύπωση του ρετσινιού που, τρέχοντας από τον κορμό του δέντρου, σε κάποιο σημείο στερεοποιήθηκε. Αν και η έκφρασή του ήταν καλόβολη, το ξυρισμένο του κεφάλι ανάδιδε ένα είδος αυστηρότητας. Λες κι όλη του η ενέργεια είχε συγκεντρωθεί εκεί: υπήρχε ολόγυρά του κάτι το τρομακτικά ζωικό. Η συζήτηση των δύο ιερέων στρεφόταν τώρα γύρω από τα χρόνια τους στην ιερατική σχολή. Κοίταζα το Πεύκο-Καράβι στον κήπο. Για να το σχηματίσουν, είχαν κατεβάσει τα κλαδιά του μεγάλου δέντρου και τα είχαν τυλίξει μαζί γύρω γύρω σε σχήμα πλοίου. Τα κλαδιά της πλώρης σέρνονταν λίγο ψηλότερα από τα υπόλοιπα. Μερικοί επισκέπτες είχαν έρθει προφανώς λίγο πριν κλείσουν οι πύλες του ναού. Άκουγα τις φωνές τους που βούιζαν από την κατεύθυνση του Χρυσού Ναού, στην αντικρινή πλευρά του τοίχου. Ο αέρας του ανοιξιάτικου εκείνου απόβραδου απορροφούσε τα βήματα και τις φωνές τους: ο ήχος τους ήταν απαλός και στρογγυλεμένος, δίχως τίποτε το διαπεραστικό. Ύστερα, καθώς τα βήματά τους υποχωρούσαν σαν παλίρροια, μου φάνηκαν πράγματι σαν βήματα ανθρώπινων όντων που περπατούσαν πάνω στη Γη. Κοίταξα τον φοίνικα στην κορυφή του Χρυσού Ναού. Απορροφούσε ό,τι απόμενε από το απογευματινό φως. «Αυτό το παιδί τώρα, καταλαβαίνετε...» Ακούγοντας τα λόγια του Πατέρα, στράφηκα προς την πλευρά του. Μέσα στο σκοτεινό σχεδόν δωμάτιο, ετοιμαζόταν να εμπιστευθεί το μέλλον μου στον Πατέρα Ντόζεν. «Δεν νομίζω πως θα ζω για πολύ ακόμη», είπε ο Πατέρας. «Θέλω να σας ζητήσω να φροντίσετε αυτό το παιδί, όταν θα έρθει η ώρα». 38
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Μόλο που ήταν ιερέας, συνηθισμένος να παρηγορεί τον κόσμο σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Πατέρας Ντόζεν δεν είχε γι' αυτή την περίπτωση λόγια που καθησυχάζουν, αλλά απάντησε (χπλά: «Πολύ καλά, θα το φροντίσω». Αυτό που με κατέπληξε πραγματικά ήταν ότι άρχισαν γε[ΐάτοι κέφι να ανταλλάσσουν ανέκδοτα γύρω από τον θάνατο διαφόρων ονομαστών ιερέων. Ένας από αυτούς είχε πει πεθαίνοντας: «Ω, δεν θέλω να πεθάνω!» Κάποιος άλλος τελείω(τε τη ζωή του με τα ίδια τα λόγια του Γκαίτε: «Περισσότερο (ρως!» Και ένας τρίτος ιερέας, προφανώς περίφημος κι αυτός, [ΐετρούσε τα χρήματα του ναού ως τη στιγμή που έκλεισε τα (ΐάτια. Μας πρόσφεραν ένα βραδινό γεύμα, γνωστό στους Βουδι(ττές με το όνομα «γιατρικό», και συμφωνήσαμε να περάσου[ΐε τη νύχτα στον ναό. Ύστερα από το δείπνο, έπεισα τον Πατέρα να πάμε άλλη μια φορά να δούμε τον Χρυσό Ναό: είχε ανατείλει το φεγγάρι. Συναντώντας ξανά τον Ηγούμενο ύστερα από τόσα χρόνια, ο Πατέρας βρισκόταν σε υπερδιέγερση και αισθανόταν εξουθενωμένος. Όταν όμως με άκουσε να αναφέρομαι στον Χρυσό Ναό, βγήκε έξω μαζί μου, στηριγμένος στον ώμο μου, με την ανάοα του βαριά. Το φεγγάρι ξεπρόβαλλε από την άκρη του όρους Φούντο, ρίχνοντας το φως του στο πίσω μέρος του Χρυσού Ναού. Το κτήριο έδειχνε να ξαποσταίνει, αναδιπλωμένο στη σκοτεινή και περίπλοκη σκιά του. Μονάχα τα πλαίσια των αψιδωτών παράθυρων στο Κουκυότσο άφηναν τους αχνούς ίσκιους του (ρεγγαριού να γλιστρούν μέσα στο κτίσμα. Το Κουκυότσο δεν είχε δικούς του τοίχους: φαινόταν να έχει καταλύσει εκεί το αμυδρό φεγγαρόφωτο. Από τη νήσο Ασιβάρα, μακριά, τα νυχτοπούλια έστελναν 39
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
τις κραυγές τους. Ένιωθα τα κάτισχνα χέρια του Πατέρα πάνω στον ώμο μου. Κοιτάζοντας στον ώμο μου, είδα το χέρι του Πατέρα να έχει μεταβληθεί σε χέρι σκελετού.
Ύστερα από την επιστροφή μου στη Γιαζουόκα, ο Χρυσός Ναός, που με είχε τόσο απογοητεύσει εκ πρώτης όψεως, άρχισε να ξαναζωντανεύει μέσα μου μέρα με την ημέρα, ώσπου έγινε τελικά ακόμη πιο όμορφος από ό,τι ήταν πριν τον δω. Κι όμως, δεν θα μπορούσα να πω πού βρισκόταν η ομορφιά του. Λες και το όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα και θα μπορούσε τώρα να μου χρησιμεύσει σαν παρόρμηση για καινούργια όνειρα. Δεν κυνήγησα περισσότερο την ψευδαίσθηση του Χρυσού Ναού στη φύση και στα αντικείμενα που με περιέβαλλαν. Σιγά σιγά, έφτασε στο σημείο να στεριώσει βαθιά μέσα μου. Καθεμιά από τις κολόνες του, τα στολισμένα με ανθέμια παράθυρά του, η στέγη και ο φοίνικας στην κορυφή του αιωρήθηκαν ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια μου, σαν να μπορούσα να τα αγγίξω με τα ίδια μου τα χέρια. Και η παραμικρή ακόμη λεπτομέρεια του ναού βρισκόταν σε τέλεια συμφωνία με την περίπλοκη δομή, όπως όταν, ακούγοντας κάποιες μουσικές νότες, φέρνεις όλη τη σύνθεση στον νου σου: όποιο μέρος του Χρυσού Ναού κι αν διάλεγα, το σύνολο του κτίσματος άφηνε μέσα μου τον απόηχό του. «Ήταν αλήθεια αυτό που μου έλεγες: ότι ο Χρυσός Ναός είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο», έγραψα στο πρώτο γράμμα μου προς τον Πατέρα. Αφού με πήγε στο σπίτι του θείου μου, είχε γυρίσει αμέσως στον ναό του, στο απόμακρο ακρωτήρι. Αντί για απάντηση όμως στο γράμμα μου, έφτασε ένα τηλεγράφημα της μητέρας μου που με πληροφορούσε ότι εκείνος είχε πεθάνει ύστερα από μια τρομερή αιμορραγία. 4ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μ
ΔΕΥΤΕΡΟ
Ε ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ, ΣΦΡΑΓΙΣΤΗΚΕ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
η περίοδος της εφηβείας μου. Το γεγονός ότι έλειπε εντελώς από εκείνα τα χρόνια ό,τι θα αποκαλούσαμε «ανθρώπινη φροντίδα» με έκανε πάντα να απορώ. Όταν όμως συνειδητοποίησα ότι δεν ένιωθα ούτε την ελάχιστη θλίψη γι' αυτόν τον θάνατο, η απορία μεταστράφηκε σε αδύναμη συγκίνηση παύοντας πλέον να ανήκει στη σφαίρα της έκπληξης. Έσπευσα στο χωριό του Πατέρα και, φτάνοντας, τον βρήκα να κείτεται κιόλας στο φέρετρό του. Περπάτησα μέχρι την Ουτσιούρα και, από κει, ταξίδεψα παράκτια με το πλοίο μέχρι το ακρωτήρι Ναριού. Η όλη μετάβαση μου πήρε μιαν ολόκληρη ημέρα. Κάνει ζέστη ακριβώς πριν την εποχή των βροχών και ο ήλιος εκτοξεύει κάθε μέρα τις αχτίδες του. Αμέσως μόλις είδα τη σορό του Πατέρα, πήγαν το φέρετρο στο κρεματόριο, στο έρημο ακρωτήρι, για να το κάψουν στην ακτή. Στην ύπαιθρο, ο θάνατος του ιερέα αποκτά χαρακτήρα εντελώς ιδιότυπο. Και είναι ιδιότυπος γιατί είναι ολωσδιόλου σχετικός: ο ιερέας αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο το πνευματικό επίκεντρο της περιοχής, τον θεματοφύλακα της ζωής των ενοριτών του, τον άνθρωπο που κρατούσε στα χέρια του το μεταθανάτιο πεπρωμένο τους. Και να που αυτός πεθαίνει στον ίδιο του τον ναό. Σαν να εκπληρώνει υπέρ το δέον πιστά 41
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
το χρέος του. Λες και, διδάσκοντας τους άλλους π(ί)ς να πεθάνουν, δίνει μια δημόσια απόδειξη της πράξης του κοιι πεθαίνει κατά κάποιον τρόπο «εκ παραδρομής». Το φέρετρο του Πατέρα φαινόταν να έχει πρ(>ιγμ(χτι τοποθετηθεί στην κατάλληλη θέση, όπου είχε ήδη γίνει κίίιΟε απαραίτητη προετοιμασία. Μπροστά του στέκοντοιν κλοιίγοντας η μητέρα μου, ο νεαρός ιερέας και οι ενορίτες. Ο νε(χρός ιερέας διάβασε τις σούτρα με φωνή διστακτική, σχεδόν οαν να συνέχιζε να εξαρτάται από τις υποδείξεις του Πατέρ(χ, που κειτόταν εκεί μπροστά, στο φέρετρό του. Το πρόσωπό του ήταν θαμμένο κάτο) από τα πριότα λουλούδια του καλοκαιριού. Στην απόλυτη δροσκχ (ΐυτίόν των λουλουδιών υπήρχε κάτι το μακάβριο. Έμοκίζοιν να εξερευνούν το βάθος ενός πηγαδιού. Με άλλα λόγκχ, το πρόίκοπο ενός νεκρού πέφτει σε ένα απύθμενο βάθος, -κάτω από την επιφάνεια όπου βρισκόταν όταν ήταν ζωντανό, εκΟέτοντοις στη θέα των επιζώντων μονάχα το πλαίσιο μιας μαοχας. Πέ(|)τει όμως τόσο βαθιά που δεν μπορεί να ανέβει ^ανά (ττην επιφάνεια. Το πρόσωπο ενός νεκρού μπορεί να μας πει κοιλύτερα από οτιδήποτε σε αυτό τον κόσμο πόσο μακριά βριχτκόμοιστε από την αληθινή ύπαρξη της φυσικής ουσίας κ(ΐι πό(το έξίο από τις δυνατότητές μας βρίσκεται η πρόσβαση προς (χυτή την ουσία. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν αντιμέτίοπος με μια κατάσταση όπου, μέσ' από τον θάνατο, το πνεύμ(χ μετουσιώνεται σε απλή φυσική ουσία. Μόλις τότε αισθάνθηκίχ ότι ('χρχιζα σιγά σιγά να καταλαβαίνω γιατί εκείνα τα ανοιξΐ(χτικ(χ λουλούδια, ο ήλιος, το θρανίο μου, το οίκημα του σχολείου, το μολύβι, κοντολογίς καθετί υλικό μου φαινόταν πάντ(χ τίκτο ι|)υχρό, λες και ήταν κάτι πολύ μακρινό. Η Μητέρα και οι διάφοροι ενορίτες με κοίταζαν κ(χ()(ί)ς είχα την τελευταία μου συνάντηση με τον Πατέρα. Π(χρ' όλ(χ (χυ42
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τά, η καρδιά μου θα αρνιόταν πεισματικά να δεχτεί την αναλογία με τον κόσμο των ζωντανών που συνεπάγεται η λέξη «συνάντηση». Γιατί με κανέναν τρόπο δεν επρόκειτο για συνάντηση. Απλώς κοίταζα το νεκρό πρόσωπο του Πατέρα. Η σορός απλώς «κοιταζόταν», κι εγώ απλώς την κοίταζα. Ότι το κοίταγμα (δηλαδή η πράξη του να κοιτάζεις, όπως γίνεται συνήθως, χωρίς τίποτε το συνειδητό) αποτελούσε μια απόδειξη των δικαιωμάτων των ζωντανών και, επιπλέον, μια έκφραση σκληρότητας - ήταν κάτι που μόλις τώρα βίωνα ως ζωντανή εμπειρία. Έτσι, το νεαρό αγόρι που ποτέ δεν τραγούδησε δυνατά ούτε έτρεξε ποτέ ξεφωνίζοντας με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του επιβεβαίωνε τα γεγονότα της ίδιας της ζωής του. Παρότι, σε πολλούς τομείς, μου έλειπε το σθένος, δεν ένιωθα τώρα ούτε την ελάχιστη ντροπή στρέφοντας προς τους πενθούντες ένα πρόσωπο φωτεινό, χωρίς ίχνος δακρύων. Ο ναός βρισκόταν πάνω σε έναν γκρεμό αντίκρυ στη θάλασσα. Πίσω από την ομήγυρη, τα σύννεφα του καλοκαιριού, μαζεμένα πάνω από τα ανοιχτά της Θάλασσας της Ιαπωνίας, μου εμπόδιζαν τη θέα. Ο ιερέας είχε ήδη αρχίσει να ψάλλει τη σούτρα Ζεν για την εκφορά των σωμάτων. Ένωσα τη φωνή μου με τη δική του. Η κυρίως αίθουσα του ναού ήταν σκοτεινή. Το λάβαρο, κρεμασμένο ανάμεσα στις κολόνες, οι άνθινοι διάκοσμοι που στόλιζαν το ιερό, το θυμιατό και τα ιερά σκεύη - όλα αυτά άστραφταν κάτω από το φως της ιερής λαμπάδας. Πού και πού, έπνεε στον ναό η θαλάσσια αύρα φουσκώνοντας τα φαρδιά μανίκια του ράσου μου. Καθώς απάγγελλα τις σούτρα, τα καλοκαιριάτικα σύννεφα μου επέβαλλαν τη διαρκή αίσθηση της παρουσίας τους, ρίχνοντας μια σκληρή φωταχτίδα στον κανθό των ματιών μου. 43
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Ένα έντονο φως απ' έξω έπεφτε πάνω στη μκχ πλευρά του προσώπου μου. Πόση υβριστική περιφρόνηση έκλεινε μέσα του το εκθαμβωτικό εκείνο φως! Όταν η νεκρική πομπή απείχε μόλις διακόσιες γιάρδες από το κρεματόριο, ξέσπασε μια νεροποντή. Ευτυχώς, βρισκόμασταν ακριβώς μπροστά στο σπίτι ενός καλοπροαίρετου ενορίτη κι έτσι μπορέσαμε να στεγαστούμε όλοι μας, μαζί με το φέρετρο. Η βροχή δεν έδειχνε να κοπάζει κ(χι η πομπή έπρεπε να συνεχίσει την πορεία της. Έτσι, αφού μ(χς έδίοσαν κάτι για να προστατευθούμε και σκεπάσαμε το φέρετρο με έναν μουσαμά, συνεχίσαμε τον δρόμο προς το κρεματόριο. Αυτό βρισκόταν σε μια μικρή π(χρ(χλί(χ με βότσαλα, σ' ένα ακρωτήρι στα νοτιοανατολικά του χοοριού. Πρ()((χχνώς, τούτος ο χώρος εχρησιμοποιείτο ανέκαθεν γκχ ττ]ν κ(χύιτη των νεκρών, μια και ο καπνός δεν έφτανε μέχρι τα ιτπίτκχ. Η θάλασσα ήταν σε εκείνο το σημείο ιδκχίτερα άγρια. Καθώς τα κύματα, σε αέναη αιώρηση, διογκίόνονπχν κ(χι ύστερα έσπαγαν, οι στάλες της βροχής κεντούσαν (χδΐ('χκοπ(χ την ταραγμένη τους επιφάνεια. Η βροχή τρυπούσε την επΐ(()('χνεια του νερού, αδιαφορώντας για την ταραχή του. Κί'χπου κάπου όμως, ένα μπουρίνι έριχνε ξαφνικά τις υδάτινες ριπές πάνω στα έρημα βράχια. Τα άσπρα βράχια γίνονταν τότε κίχτάμαυρα, λες και τ' ανεμόβροχο τα πιτσίλιζε με μελάνι. Φτάσαμε σε αυτό το σημείο περνώντας μέίτ' (χπ(') [ΐκχ σήραγγα. Ενώ οι εργάτες έκαναν τις απαραίτητες προετοΐ[ΐ(Χ(τίες, σταθήκαμε από κάτω για να προστατευθούμε από τΐ) νι ροποντή. Από τη θαλάσσια έκταση δεν διακρινόταν τίποτι·. Υπήρχαν μονάχα τα κύματα, οι υγροί μαύροι βράχοι κ(χι οι κ(χτ(χρράχτες του ουρανού. Ποτισμένο με πετρέλαιο που έδινε (ττ(χ νερά του ξύλου όμορφες ανταύγειες, το φέρετρο μαστιγίονότίχν (χπό τη βροχή. 44
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Του έβαλαν φωτιά. Το πετρέλαιο προσφερόταν με το δελτίο. Επειδή όμως επρόκειτο για την κηδεία ενός ιερέα, είχαν κανονίσει να το προμηθευτούν σε μεγάλη ποσότητα. Η φλόγα πάλευε τώρα ενάντια στις στάλες της βροχής και υψωνόταν στον αέρα με έναν ήχο που θα τον λόγιαζες για πλατάγισμα μαστιγίου. Παρότι ήταν μέρα, οι διάφανες φλόγες ξεχώριζαν με σαφήνεια καταμεσής του πυκνού καπνού. Παχύς, ο καπνός κινήθηκε αργά προς τους γκρεμούς ξεδιπλώνοντας τις έλικές του. Και, κάποια στιγμή, οι φλόγες έστησαν τον αυθύπαρκτο χορό τους. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος, σαν κάτι να σκιζόταν: το σκέπασμα του φέρετρου είχε ανατιναχτεί. Κοίταξα τη μητέρα που στεκόταν πλάι μου, κρατώντας το ροζάριο ανάμεσα στα δυο της χέρια. Το πρόσωπό της είχε γίνει αφάνταστα σκληρό κι έμοιαζε τόσο μικρό και παγωμένο, που θα χωρούσε -θαρρείς- σε μιαν ανθρώπινη παλάμη.
Υπακούοντας στις επιθυμίες του Πατέρα, πήγα στο Κιότο και μπήκα στον Χρυσό Ναό ο^ς νεοφώτιστος. Εκείνη ακριβώς την εποχή, χειροτονήθηκα ιερέας από τον Ηγούμενο, που πλήρωνε μάλιστα τα έξοδα των σπουδών μου. Σαν ανταπόδοση, τον φρόντιζα και έκανα τις δουλειές στον ναό. Η θέση μου ήταν ισότιμη με εκείνη ενός σπουδαστή-υπηρέτη, όπως λένε οι λαϊκοί. Μόλις ανέλαβα υπηρεσία, συνειδητοποίησα ότι, ύστερα από την επιστράτευση του αυστηρού επιμελητή του θαλάμου μας, δεν απόμεναν εκεί παρά μόνο γέροντες και αγόρια στην πρώτη τους νεότητα. Το γεγονός ότι βρισκόμουν εκεί ήταν για μένα από πολλές απόψεις μεγάλη ανακούφιση. Κανείς δεν με βασάνιζε πλέον όπως οι συμμαθητές μου στο Γυμνάσιο επειδή ήμουν γιος ιερέα: εδώ, όλοι βρισκόμασταν σε ίση μοίρα. Το μό45
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
νο που με έκανε να διαφέρω από τους άλλους ήταν το τραύλισμα μου και το γεγονός ότι ήμουν κατά τι πιο άσχημος. Οι σπουδές μου στο Γυμνάσιο του Ανατολικού Μαϊζούρου είχαν διακοπεί. Ωστόσο, χάρη στη βοήθεια του Π(χτέρα Ταγιάμα Ντόζεν, όλα ρυθμίστηκαν έτσι ώστε να τις συνεχίσω στο Γυμνάσιο της Ακαδημίας Ρινζάι. Θα άρχιζαν κίχτά τη φθινοπωρινή περίοδο, δηλαδή μέσα σε λιγότερο από έν(χν μήνα. Ήξερα, παρ' όλα αυτά, πως αμέσως μόλις θα άρχιζ(ί τη φοίτηση στο καινούργιο μου σχολείο, θα με επιστρίχτευοιν για αναγκαστική εργασία σε κάποιο εργοστάσιο. Αντιμετίόπιζα τώρα στη ζωή μου μια καινούργια συγκυρία. Μου είχ(χν (χπομείνει μόλις λίγες εβδομάδες καλοκαιρινών διακοπο)ν, που συνέπιπταν με τις διακοπές της περιόδου του πένθους μου, π(χρ(χξενα υποτονικές, στην τελευταία φάση του πολέμου του 1944. Η ζ(ι)ΐ] μου ως νεοφώτιστου κύλησε ομαλά και, όταν την ξ(χν(χ(τκέ(ρτ0μ(χι, έχο3 την αίσθηση πως ήταν οι τελευταίες αληθινές δκχκοπές της ζωής μου. Ακούω σαν να 'ναι τώρα τα τερετίσματ(χ τίον τζιτζικιών... Ο Χρυσός Ναός, που τον ξανάβλεπα ύστερ(χ οιπό πολλούς μήνες, ξαπόσταινε γαλήνια μέσα στο φως το)ν νατατων καλοκαιριάτικων ημερών. Είχα μόλις ασπαστεί το ιερίχτικό (τχήμα και το κεφάλι μου ήταν φρεσκοξυρισμένο. ΈνκοΟίχ πίος ο αέρας κολλούσε πάνω του. Είχα την παράξενίχ επικίνδυνη αίσθηση ότι οι σκέψεις που φώλιαζαν στον νου μου έρχονταν σε επαφή με τα φαινόμενα του εξωτερικού κόίτμοιι, δκχχίορισμένες από αυτά μονάχα μέσ' από μια λεπτή με[ΐ()ρ('χν)), μκχ επιδερμίδα ευαίσθητη και εύθραυστη. Μόλις ύψ(ΐ)ν(χ το (βλέμμα προς τον Χρυσό Ναό, ένιωθα πως αυτό το κτί(τμ(χ }ΐί· δκχπερνούσε, όχι μόνο μέσ' από τα μάτια μου αλλά κ(χι μέ(τ' οίπό το καινούργιο μου κεφάλι. Και το κρανίο μου, κ(χυτό (χπ(') την επαφή του με τον ήλιο, θα γινόταν ξαφνικά εξίσου δρο(ΐι·ρ(') μόλις θα δεχόταν, το απόβραδο, την πνοή της αύρας. 46
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Ω, Χρυσέ Ναέ! Ήρθα επιτέλους να ζήσω πλάι σου!» ψιθύριζε η καρδιά μου όταν σταματούσα για μια στιγμή να σαρώνω τα φύλλα. «Έστω κι αν δεν είναι τώρα αμέσως, φίλιωσε κάποτε μαζί μου και αποκάλυψε μου το μυστικό σου! Νιώθω πως η ομορφιά σου είναι πολύ κοντά μου, μα δεν μπορώ να τη δω. Σε παρακαλώ, άφησέ με να δω τον πραγματικό Χρυσό Ναό πιο καθαρά απ' ό,τι βλέπω την εικόνα σου στον νου μου. Και κάτι ακόμη: αν είσαι πράγματι τόσο όμορφος που τίποτε στον κόσμο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί σου, πες μου, σε παρακαλώ, πού οφείλεται η τόση ομορφιά σου, για ποιο λόγο (του είναι απαραίτητο να είσαι τόσο όμορφος». Εκείνο το καλοκαίρι, ο Χρυσός Ναός λες και χρησιμοποιούσε τα άσχημα νέα του πολέμου που μας έρχονταν από μέρα (τε μέρα σαν ένα είδος χρυσόχαρτου που εκτόξευε λάμψεις πιο ζο)ηρές παρά ποτέ. Τον Ιούνιο, οι Αμερικανοί είχαν αποβιβα(ττεί στη Σαϊπάν και οι Σύμμαχοι είχαν κάνει έφοδο στη νορμανδική ύπαιθρο. Ο αριθμός των επισκεπτών ελαττώθηκε ση[ΐαντικά και ο Χρυσός Ναός έδειξε να χαίρεται αυτή τη μοναξιά και τη σιωπή. Το γεγονός ότι οι πόλεμοι και οι αναταραχές, οι σωροί των πτωμάτων και οι ποταμοί αίματος αποτελούσαν για την ομορ(ριά του μια πηγή πλούτου ήταν απόλυτα φυσικό. Κοντολογίς, ο ναός είχε κατασκευαστεί μέσ' από τις ταραχές, χτισμένος από ένα πλήθος πολέμαρχων με σκοτεινιασμένη ψυχή, συγκεντρωμένων γύρω από έναν στρατηλάτη. Το ετερόκλητο σχέδιο των τριών ορόφων του, όπου ο ιστορικός της τέχνης θα μπορούσε να δει την ανάμειξη των ρυθμών, είχε προέλθει αναμφισβήτητα -και σύμφωνα με τη φυσική τάξη των πραγμάτων- από την αναζήτηση μιας μορφής αποκρυστάλλωσης του χάους. Αν, αντιθέτως, ο Χρυσός Ναός είχε κτιστεί σύμφωνα με κάποιο προκαθορισμένο στυλ, δεν θα μπορούσε να συγκεράσει 47
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
τα σύμμεικτα στοιχεία αυτού του κυκεώνα και θα είχε σίγουρα καταρρεύσει εδώ και πολύ καιρό. Εξάλλου, κάθε φορά που, σταματώντας να σκουπίζω, ύψωνα τα μάτια πάνω του, με παραξένευε ιδιαίτερα πώς ήταν δυνατόν αυτό το χτίσμα να υπήρχε πράγματι πριν από μένα. Ο Χρυσός Ναός που είχα δει όταν πέρασα κάποτε εδώ μια νύχτα μαζί με τον Πατέρα, δεν με είχε κάνει να νιώσω έτσι. Δυσκολευόμουν τώρα να πιστέψω πως ήταν πάντα εδώ, μπροστά στα μάτια μου, πολλά χρόνια τώρα. Όταν τον σκεφτόμουν στο Μαϊζούρου, φανταζόμουν ότι υπήρχε μόνιμα σε μια γωνιά του Κιότο. Τώρα όμως που είχα έρθει να ζήσω εδώ, φάνταζε μπροστά στα μάτια μου μονάχα όταν τον κοίταζα και, όταν κοιμόμουν στην κεντρική του αίθουσα, έπαυε να υπάρχει. Γιατί, μες στην ημέρα, πολλές φορές πήγαινα να του ρίξω μια ματιά, πράγμα που διασκέδαζε τους συμμαθητές μου. Το γεγονός της ύπαρξής του με γέμιζε έκσταση. Και όταν ξαναγυρνούσα στην κεντρική αίθουσα, είχα την αίσθηση πως, αν πήγαινα ξαφνικά να τον κοιτάξω και πάλι, η μορφή του θα έσβηνε όπως εκείνη της Ευρυδίκης.
Όταν τελείωσα το σκούπισμα γύρω από τον Χρικτό Ν(χό, πήγα πίσω, στον λόφο, για να αποφύγω τον πριοινό ήλιο που γινόταν όλο και πιο έντονος. Σκαρφάλωσα το [ΐονοπχίιτι προς το Γιουκατέι. Ήταν λίγο πριν την ώρα που οι π()ρτες (χνοίγουν για το κοινό και δεν έβλεπες εκεί ψυχή. Έν(χς (τχημοίτκτμός από αεροπλάνα διώξεως, προφανώς από τη β(Χ(τΐ) του Μίίϊζούρου, πέταξαν ξυστά στη στέγη του Χρυσού Νοιού και εξοιφανίστηκαν αφήνοντας πίσω τους το καταπιεστικό (χυλίίκι του βόμβου τους. Πίσω στους λόφους, υπήρχε μια μοναχική λιμνούλοι, (τκε48
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πασμένη με λέμνα, γνωστή ως λίμνη του Γιασουταμιζάουα. Στο κέντρο της μικροσκοπικής νησίδας ορθωνόταν ένας πέτρινος πύργος με πέντε ορόφους που λεγόταν Σιραχεμπιζούκα. Ολόγυρα του, ο πρωινός αέρας αντηχούσε από τερετίσματα πουλιών. Χωρίς να μπορείς να διακρίνεις ούτε ένα ανάμεσα τους, ολόκληρο το δάσος κελαηδούσε. Πυκνές τούφες από καλοκαιριάτικη χλόη φύτρωναν μπροστά στη λίμνη. Ένας χαμηλός φράχτης χώριζε το μονοπάτι από το γρασίδι. Πλάι του βρισκόταν ξαπλωμένο ένα νεαρό αγόρι με άσπρο πουκάμισο. Μια τσουγκράνα από μπαμπού ήταν στηριγμένη πάνω σε ένα μικροσκοπικό σφεντάμι. Το αγόρι όρθωσε το κορμί του ζωηρά, λες και χώθηκε σαν τρυπάνι στον ήπιο καλοκαιριάτικο αγέρα. Όταν όμως με είδε, ι-ίπε απλά: «Μπα, εσύ είσαι;» Είχα γνωριστεί με εκείνο το αγόρι, τον Τσουρουκάουα, το προηγούμενο απόγευμα. Προερχόταν από έναν πάμπλουτο ναό, στα περίχωρα του Τόκιο. Έτσι, η οικογένειά του ήταν σε θέση να καλύπτει πλουσιοπάροχα όλα τα έξοδα των σπουδών του, χαρτζιλίκι και προμήθειες. Το είχαν εμπιστευθεί στον Χρυσό Ναό -οι γονείς του γνώριζαν τον Ηγούμενο-, για να πάρει μια ιδέα από την άσκηση στην οποία υποβάλλονταν συνήθως οι νεοφώτιστοι. Είχε πάει στο σπίτι του για τις καλοκαιρινές διακοπές και είχε επιστρέι^ει από το Κιότο αργά το προηγούμενο απόγευμα. Ο Τσουρουκάουα μιλούσε ήρεμα με τη θαυμάσια προφορά του Τόκιο - θα έμπαινε το φθινόπωρο στο Γυμνάσιο της Ακαδημίας Ρινζάι στην ίδια τάξη με μένα και, ήδη από το προηγούμενο βράδυ, ο τρόπος της ομιλίας του, γοργός και χαρούμενος, με είχε κάνει να ντραπώ. Τώρα, όταν τον άκουσα να μου λέει: «Μπα, εσύ είσαι;» οι λέξεις χάθηκαν στα χείλη μου. Έδειξε να ερμηνεύει τη σιωπή μου σαν αποδοκιμασία. 49
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Εντάξει είναι. Δεν χρειάζεται να σκουπίζεις με τόση φροντίδα. Έτσι κι αλλιώς, οι επισκέπτες θα τα λερώσουν και πάλι. Άσε που δεν έρχονται και τόσοι αυτές τις μέρες». Έβγαλα ένα κοφτό γέλιο. Το αθέλητο εκείνο γέλιο έμοιαζε να προκαλεί σε κάποια πρόσωπα ένα είδος συμπάθειας για μένα. Και δεν ήμουν πάντοτε υπεύθυνος, τουλάχιστον καθ' ολοκληρίαν, για την εντύπωση που προκαλούσα στους άλλους. Δρασκέλισα τον φράχτη και κάθισα δίπλα στον Τσουρουκάουα. Είχε βάλει το μπράτσο γύρω από το κεφάλι του και παρατήρησα ότι, αν και απ' έξω μελαψό, το εσωτερικό του ήταν τόσο άσπρο που έβλεπες τις φλέβες να διαγράφονται διάφανες. Οι πρωινές ηλιαχτίδες τρύπωναν ανάμεσα στα δέντρα, σκορπίζοντας στη χλόη ανοιχτοπράσινες κηλίδες. Καταλάβαινα από ένστικτο ότι αυτό το αγόρι δεν αγαπούσε τον Χρυσό Ναό όσο εγώ. Κοντολογίς, η αφοσίωσή μου στον ναό οφειλόταν απόλυτα στην ίδια την ασχήμια μου. «Άκουσα πως πέθανε ο πατέρας σου», είπε ο Τσουρουκάουα. «Ναι». Έστρεψε γρήγορα αλλού τα μάτια κ(χι, χωρίς κοιμιά προσπάθεια να κρύψει πόσο απορροφημένος ήτ(χν (ΐπό τους εφηβικούς του συλλογισμούς, είπε: «Άν αγιπάς πκτο τον Χρυσό Ναό είναι γιατί σου θυμίζει τον πατέρα σου, έτ(τι δεν είναι; Εννοώ πως όταν, λόγου χάρη, τον κοιτάζεις, ()υ}ΐ()ΐ(Τ()ΐι πό(το τον αγαπούσε ο πατέρας σου». Έμεινα μάλλον ικανοποιημένος συνειδτιτοποκόντοις ότι ο συλλογισμός του, εν μέρει ακριβής, δεν είχε προκ(ιΐλέ(τει ούτε την ελάχιστη αλλαγή στην απάθεια του προ(Τ(ί)που [ίου. Προφανώς, ο Τσουρουκάουα ταξινομούσε τα (χνΟρίόπινίί (ΐυναισθήματα στα μικρά πεντακάθαρα συρτάρκχ που είχι* (ττο δωμάτιό του, όπως εκείνα τα αγόρια που ταξινομούν δΐ(')ΐ(|)ορ()ΐ εί5θ
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
δη εντόμων. Και του άρεσε κάπου κάπου να τα βγάζει από κει για να κάνει κάποιο πείραμα. «Νιώθεις μεγάλη θλίψη για τον θάνατο του πατέρα σου, έτσι δεν είναι; Γι' αυτό είσαι τόσο μελαγχολικός. Το σκέφτηκα αμέσως μόλις σε πρωτοσυνάντησα χτες το βράδυ». Οι παρατηρήσεις του δεν με ενόχλησαν καθόλου. Πράγματι, η αίσθηση του ότι έδειχνα μελαγχολικός μου έδινε μια κάποια ελευθερία και πνευματική γαλήνη, ενώ οι λέξεις βγήκαν αβίαστα από τα χείλη μου: «Αυτό το γεγονός δεν μου προκαλεί καμιά απολύτως θλίψη, να το ξέρεις». Ο Τσουρουκάουα με κοίταξε σηκώνοντας τις μακριές του βλεφαρίδες -τόσο μακριές που έδειχναν να τον ενοχλούν- και είπε: «Θεέ μου! Ώστε απεχθανόσουν τον πατέρα σου; Ή, τουλάχιστον, δεν τον αγαπούσες;» «Δεν είχα τίποτε μαζί του, ούτε είναι αλήθεια πως δεν τον (χγαπούσα». «Τότε, γιατί είσαι θλιμμένος;» «Δεν ξέρω. Δεν καταλαβαίνω ούτε κι εγώ». Αντιμετωπίζοντας το δύσκολο αυτό πρόβλημα, ο Τσουρουκάουα ανακάθισε στο χορτάρι. «Αν είναι έτσι, πρέπει να είχες κάποια άλλη θλιβερή εμπειρία». «Ειλικρινά, δεν ξέρω», αποκρίθηκα ξανά. Και, λέγοντας αυτά τα λόγια, αναρωτήθηκα γιατί αισθανόμουν τόση ικανοποίηση προκαλώντας αμφιβολίες στους άλλους. Για μένα πάντως, δεν υπήρχε ούτε ο ίσκιος μιας αμφιβολίας. Το θέμα ήταν από τα πλέον αυταπόδεικτα: είχαν και τα συναισθήματά μου το τραύλισμά τους! Δεν γεννιόντουσαν ποτέ έγκαιρα. Συνεπώς, ένιωθα τον θάνατο του Πατέρα να μη συνδέεται με την κατάσταση της θλίψης μου, σαν να μην υ51
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
πήρχε η παραμικρή συνάφεια και αλληλεξάρτηση μεταξύ τους. Μια ελαφριά χρονική απόκλιση, μια καθυστέρηση αποσυνδέει αναπόφευκτα τα συναισθήματα από τα γεγονότα, και αυτό αποτελεί για μένα θεμελιώδη κατάσταση. Όταν είμαι θλιμμένος, η στενοχώρια με κυριεύει ξαφνικά και χωρίς λόγο: δεν έχει να κάνει με κανένα ιδιαίτερο γεγονός και δεν οφείλεται πουθενά. Για μια ακόμη φορά, στάθηκα ανίκανος να εξηγήσω κάτι από αυτά στον καινούργιο μου φίλο που καθόταν απέναντί μου. Στο τέλος, ο Τσουρουκάουα έβαλε τα γέλια. «Είσαι παράξενος τύπος, έτσι;», είπε. Τα γέλια έκαναν το άσπρο του πουκάμισο να αναδιπλώνεται στο στομάχι του. Οι ηλιαχτίδες που τρύπωναν μέσ' από τα κλαδιά των αιωρούμενων δέντρων με έκαναν να νιώθω ευτυχισμένος. Όπως το πουκάμισο του νεαρού εκείνου άντρα, έτσι και η ζωή μου ήταν γεμάτη πτυχές. Κι όμως, πώς έλαμπε στο ηλιόφωτο το κάτασπρο εκείνο πουκάμισο! Άραγε έλαμπα κι εγώ;
Παράμερα από τον κόσμο, ο ναός βίωνε τη συνηθισμένη του ζωή σύμφωνα με όλες τις παραδόσεις των να(ί)ν Ζεν. Αφότου είχε μπει το καλοκαίρι, δεν ξυπνούσαμε ποτέ μντά τις πέντε. Το ξύπνημα ονομαζόταν «άνοιγμα των κανόνίον». Ύστερα από την έγερση, αρχίζαμε «το πρωινό καθήκον» με τΐ)ν απαγγελία των σούτρα. Επειδή τις επαναλαμβάναμε τρεις (ρορές, η διαδικασία αυτή λεγόταν «τριπλή επωδός». Ύ(ττερ(χ, (τκουπίζαμε μέσα τον ναό και σφουγγαρίζαμε το δάπεδο. Σττ] (τυνέχεια προγευματίζαμε, κάτι που αποκαλούσαμε «(η)νεδρί(χ του χυλού». Τρώγαμε τον χυλό μας ακούγοντας την (χποιγγελίίχ του αντίστοιχου σούτρα. Μετά, καταπιανόμασταν [ΐε άλλα «κ(χ()ή52
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
κοντά»: ξεχορταριάζαμε τον κήπο, τον καθαρίζαμε και κόβαμε ξύλα. Κατόπιν, τις μέρες του σχολείου, ερχόταν η ώρα να πάμε στην τάξη μας. Αμέσως μόλις σχολάγαμε, έφτανε η στιγμή του «γιατρικού» ή βραδινού γεύματος. Ακολουθούσε πολλές φορές μια διάλεξη του Ηγούμενου γύρω από τα ιερά κείμενα. Στις εννέα, ερχόταν το «άνοιγμα του μαξιλαριού», δηλαδή η ώρα του ύπνου. Αυτή ήταν η καθημερινή μου ρουτίνα. Κάθε μέρα, το σύνθημα για την αφύπνισή μου ήταν το κουδούνι: το χτυπούσε ο ιερέας που ήταν επιφορτισμένος με την κουζίνα και την τελετουργία των γευμάτων. Υποτίθεται ότι, αρχικά, δώδεκα περίπου άτομα ήταν συνδεδεμένα με τον Χρυσό Ναό, δηλαδή με το Ροκουόντζι. Ω(ττόσο, ως αποτέλεσμα της επιστράτευσης για τις ανάγκες του (ττρατού ή για αναγκαστική εργασία, οι μόνοι ένοικοι, εκτός από τον ξεναγό (που θα ήταν γύρω στα εβδομήντα) και τη μαγείρισσα (περίπου στα εξήντα), τον διάκονο και τον βοηθό του, ήμασταν εμείς, οι τρεις νεοφώτιστοι. Οι γέροντες είχαν το ένα πόδι στον τάφο, σκεπασμένοι κιόλας με βρύα, ενώ εμείς οι νέοι δεν ήμασταν παρά παιδιά. Ο διάκονος ήταν επιφορτισμένος με κάμποσες λογιστικές εργασίες που έφεραν το όνομα «βοηθητικά καθήκοντα». Μερικές μέρες μετά την άφιξή μου, μου ανατέθηκε το καθήκον να πηγαίνω την εφημερίδα στο διαμέρισμα του Ηγού[ΐενου (τον αποκαλούσαμε «Σεβάσμιο Δάσκαλο»). Η εφημερίδα ερχόταν μετά τις πρωινές μας εργασίες, συμπεριλαμβανομένου και του καθαρίσματος. Δεδομένου του μικρού μας αριθμού και του λίγου χρόνου που μας παραχωρούσαν για να σφουγγαρίζουμε καθέναν από τους διαδρόμους του ναού -είχε περίπου τριάντα αίθουσες-, η δουλειά μας ήταν σκληρή. Μόλις τελείωνα, πήγαινα στην είσοδο για να πάρω την εφη53
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
μερίδα, διέσχιζα τον μπροστινό διάδρομο -εκεί που βρισκόταν το «Σαλόνι των Αντιπροσώπων»- παρακάμπτοντας από το πίσω μέρος της την Αίθουσα των Επισκεπτών. Ακολουθούσα ένα πέρασμα που ανοιγόταν μπροστά μου προς τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη, όπου με περίμενε ο Σεβάσμιος Δάσκαλος. Όλοι οι διάδρομοι ήταν ακόμη υγροί από το σφουγγάρισμα και, στα σημεία όπου υπήρχαν τρύπες στα πατώματα, το νερό στις λακκούβες έλαμπε στον πρωινό ήλιο. Βουτούσα εκεί τα πόδια μου ως τους αστραγάλους. Η αίσθηση ήταν ευχάριστη: ήταν καλοκαίρι. Γονάτιζα έξω από τη Βιβλιοθήκη, λέγοντας: «Πάτερ, θα μπορούσα να περάσω, σας παρακαλώ;» Μου αποκρινόταν μουγκρίζοντας. Πριν μπω μέσα, σκούπιζα τα βρεγμένα μου πόδια σε μιαν άκρια του ράσου μου, κάτι που μού είχαν μάθει οι συμμαθητές μου. Συγχρόνως, έριχνα κλεφτές ματιές στους μεγάλους τίτλους της εφημερίδας και η δυνατή ευωδιά του φρέσκου μελανιού της λες και μου μετέφερε τις μυρωδιές του εξοοτερικού κόσμου. Έτσι διάβασα: «Άραγε η Αυτοκρατορική Πραπεύουσα •(ναι καταδικασμένη να υποστεί αεροπορικές επιδρομές;» Θα σας φανεί ίσως παράξενο, αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν είχα συνδυάσει στη σκέψη μου τον Χρυσό Ν(«) με τις αεροπορικές επιδρομές. Από την πτώση της Σαϊπ(χν, οι {-νοιέριες έφοδοι στην ενδοχώρα είχαν καταστεί αναπόφευκτες κοιι οι Αρχές ασκούσαν πιέσεις έχοντας καταστρώσει σχέδια γιπ ττιν εκκένωση ενός τμήματος του Κιότο. Παρ' όλα αυτά, δεν υπήρχε για μένα καμιά απολύτως σχέση ανάμεσα στην -(ΐχ}·δ(')ν οιιώνια- ύπαρξη του Χρυσού Ναού και στις φθορές ((π(') τις εναέριες επιδρομές. Ένιωθα πως ο εκ φύσεως ά(|;()()ΐρτος ν((ός και η δύναμη της φωτιάς αναγνώριζαν την απόλυτη δΐ(ί(()ορ(ί τίον φύσεών τους και, αν ποτέ τύχαινε να συναντηθούν, Οίί (ίπομ(χκρύνονταν αυτομάτως το ένα από το άλλο. 54
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Είναι βέβαια γεγονός ότι ο Χρυσός Ναός κινδύνευε σύντομα να καταστραφεί από τις αεροπορικές επιδρομές. Πράγματι, με τον ρυθμό που εκτυλίσσονταν τα γεγονότα, ο Χρυσός Ναός θα μεταβαλλόταν σίγουρα σε στάχτη. Από τη στιγμή που αυτή η ιδέα ρίζωσε μέσα μου, η τραγική του ομορφιά μεγάλωνε ακόμη περισσότερο στα μάτια μου. Ήταν ένα από τα στερνά καλοκαιριάτικα απομεσήμερα, η παραμονή της επιστροφής μας στα σχολεία. Ο Ηγούμενος είχε κληθεί για μία επιμνημόσυνο δέηση, μαζί με τον βοηθό του διακόνου. Ο Τσουρουκάουα με προσκάλεσε να πάμε στον κινηματογράφο. Επειδή όμως η ιδέα δεν με ενθουσίαζε ιδιαίτερα, έχασε κι εκείνος στη στιγμή τον ενθουσιασμό του. Αυτού του είδους οι μεταστροφές ήταν κάτι συνηθισμένο με τον Τσουρουκάουα. Έχοντας πάρει λίγες ώρες άδεια, βγήκαμε από το κυρίως κτίσμα, με γκέτες γύρω από τα χακί παντελόνια μας και με το κασκέτο των γυμνασιόπαιδων της Ακαδημίας Ρινζάι. Ήταν η ώρα της μεγάλης ζέστης και δεν υπήρχε ούτε ένας επισκέπτης. «Πού πάμε;» ρώτησε. Αποκρίθηκα ότι, πριν πάω οπουδήποτε, έπρεπε να γεμίσω τα μάτια μου με τον Χρυσό Ναό, μια και, από την επομένη, δεν θα μπορούσαμε πια να τον βλέπουμε εκείνη την ώρα και, επιπλέον, δεν ήταν διόλου απίθανο να γίνει στάχτη από μια αεροπορική επιδρομή ενώ θα ήμασταν στο εργοστάσιο. Του το εξήγησα όπως μπόρεσα με το έντονο τραύλισμά μου, ενώ εκείνος με άκουγε με έκφραση έκπληξης και ανυπομονησίας. Όταν τελείωσα το σύντομο αυτό λογύδριο, ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό μου λες και είχα προφέρει κάτι αδιάντροπο. Ο Τσουρουκάουα ήταν το μοναδικό πρόσωπο στο οποίο είχα αποκαλύψει τον παράξενο δεσμό μου με τον Χρυσό Ναό. Κι όμως στο βλέμμα του ήταν ζωγραφισμένη η οργή που έ55
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
βλεπα συνήθως σε όσους προσπαθούσαν να καταλάβουν τη βραδυγλωσσία μου. Με αυτή την ίδια έκφραση με αντιμετωπίζουν όλοι. Όταν τους εμπιστεύομαι ένα σημαντικό μυστικό, όταν τους καθιστώ μάρτυρες του συγκλονιστικού ρίγους που μου προκαλεί η ομορφιά, όταν τους βγάζω τα εσώψυχά μου, προσκρούω σ' αυτή την ίδια έκφραση. Μια έκφραση που δεν παίρνουν συνήθως οι άνθρωποι απέναντι στους άλλους. Με απόλυτη πιστότητα, αντιγράφουν τη δική μου κωμική ενόχληση μεταμορφωμένοι σε τρομακτικούς καθρέπτες μου. Εκείνες τις στιγμές, ακόμη και το ωραιότερο πρόσωπο καταντά τόσο άσχημο όσο εγώ. Μόλις το αναγνωρίσω, ό,τι σημαντικό ήθελα να εκφράσω χάνει κάθε αξία σαν παλιό κεραμίδι... Ανάμεσα στον Τσουρουκάουα και σ' εμέν(χ έπεφταν κατευθείαν οι δυνατές αχτίδες του καλοκαιρκ'χτικου ήλιου. Καθώς εκείνος περίμενε να τελειώσο^ τη φράση μου, το νεανικό του πρόσωπο γυάλιζε από το λίπος. Ακόμη κοιι τοι (φρύδια του έλαμπαν χρυσαφιά στο ηλιόφωτο, ενώ τα ροηΟοι'ινκχ του διαστέλλονταν από την ασφυκτική ζέστη. Έχοντας μόλις τελειώσει τα λόγια μου, κυριι ήτιικοί (χπό βίαιη οργή. Γιατί από την ημέρα που γνίορκιτήκίίμΓ, δεν είχε επιχειρήσει ούτε μια φορά να κοροϊδέι|'ει το τρίίήλιομχ'ί μου. Τον βομβάρδισα με ένα σωρό «Γκχτί;», πιέζοντί'ιΐς τον να μου δώσει τις σχετικές εξηγήσεις. Όποις (τηχνί'ί του ν\χα επισημάνει, προτιμούσα κατά πολύ την κοροϊδία κ(ίΐ τι [ν ήβρη από τη συμπάθεια. Ένα χαμόγελο ανείπωτης τρυφερότητ(ίς ττι'ρίΐΟΓ τ(')τι· από το πρόσωπο του Τσουρουκάουα. «Εγο') ιί'(ι((ι ((πι') κι ίνοης που δεν δίνουν καμιά σημασία σε τέτοια πρ('(γ(ΐ((Γ((··, πιγγ. Έμεινα άναυδος. Αναθρεμμένος (ττο τρ((χρ χιπρκαικο περιβάλλον, αυτό το είδος της ευγένειας δι ν μου ιραν οικείο. Η ευγένεια του Τσουρουκάουα μου δίδοισκι ( ( Κ ΐ ) | | | | XI ((ν ε56
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
λείπε από τη ζωή μου το τραύλισμα, θα εξακολουθούσα να είμαι ο εαυτός μου. Απόλαυσα τότε με όλη τη σημασία της λέξης την απογύμνωση μου. Τα μάτια του, με το σιρίτι τους από μακριές βλεφαρίδες, τρύπωσαν μέσ' από το τραύλισμα μου για να υποδεχθούν ατόφιο το υπόλοιπο εγώ μου. Μέχρι τότε είχα την παράξενη ψευδαίσθηση πως το να περιφρονήσει κανείς αυτό το τραύλισμα ισοδυναμούσε με εκμηδένιση εκείνης της ύπαρξης που αποκαλείται «εγώ». Ένιωθα μια συναισθηματική αρμονία και μια κάποια ευτυχία.' Και δεν είναι αξιοπερίεργο ότι δεν κατόρθωσα ποτέ να ξεχάσω τον Χρυσό Ναό, έτσι όπως φάνταξε μπροστά μου εκείνη τη στιγμή. Περάσαμε μπροστά από τον γερο-θυρωρό που λαγοκοιμόταν, ακολουθήσαμε το έρημο μονοπάτι που προχωρεί κατά μήκος του τοίχου και φτάσαμε μπροστά στον Χρυσό Ναό. Θυμάμαι τη σκηνή σαν να 'ναι τώρα. Μείναμε εκεί κι οι δυο μας, πλάι πλάι, κοντά στη λίμνη Κυόκο, με τα άσπρα πουκάμισα και τις γκέτες μας. Και μπροστά στις σιλουέτες μας που τίποτε δεν τις χώριζε, ορθώθηκε το Περίπτερο του Χρυσού Ναού. Στερνό καλοκαίρι, στερνές καλοκαιρινές διακοπές, στερνή μέρα διακοπών - η νιότη μας περιφερόταν σαν σε παραζάλη στο χείλος τους... Το Χρυσό Περίπτερο, ορθό στο ίδιο εκείνο χείλος, μας κοίταζε και μας μιλούσε: οι αεροπορικές επιδρομές που περιμέναμε μας είχαν φέρει πιο κοντά. Ο ήλιος του αποκαλόκαιρου διακοσμούσε με φύλλα χρυσού τη στέγη του Κουκυότσο, ενώ το φως που σκορπιζόταν κάθετα άφηνε τον Χρυσό Ναό σε ένα νυχτερινό -θαρρείςσκοτάδι. Μέχρι τότε, η αφθαρσία του με συνέθλίβε κρατώντας με μακριά του. Όμως, η μοίρα του να πυρποληθεί από τις βόμβες τον έφερνε παράξενα κοντά στη δική μας μοίρα. Ίσως αυτός να εκμηδενιζόταν πρώτος... Κάνοντας αυτή τη σκέψη, μου 57
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
φάνηκε πως ο Χρυσός Ναός ζούσε μια ζωή ίδια με τη δική μας. Σκεπασμένοι με κόκκινα πεύκα, οι γύρω λόφοι κατακλύζονταν από τις φωνές των τζιτζικιών - λες και ένα πλήθος από αθέατους ιερείς έψαλλε την επίκληση για την Κατάσβεση της Φωτιάς: «γκιά», τραγουδούσαν, «γκιάκι, γκιάκι, ονν νουν, σιφουρά σιφονρά, χαρασιφουρά χαραοίφονρά!» Πριν περάσει πολύς καιρός, δεν θα απομείνουν παρά μόνο στάχτες από το όμορφο τούτο κτίσμα, σκέφτηκα. Και σαν αποτέλεσμα της σκέψης μου, η εικόνα του Χρυσού Ναού που είχα μέσα μου ήρθε να εντυπωθεί με όλες τις λεπτομέρειες πάνω στον πραγματικό ναό, όπως η μεταξοτυπία εντυπώνεται πάνω στον πρωτότυπο πίνακα: η στέγη του ειδώλου που είχα στον νου μου είχε επιτεθεί πάνω στην πραγματική, το Σοζέι πάνω στο Σοζέι που απλωνόταν πάνο) (χπό τη λίμνη, το κιγκλίδωμα και τα παράθυρα του Κουκυότσο π(χν(ο στα πραγματικά. Ο Χρυσός Ναός έπαψε να είναι μκί οικίνητη κατασκευή. Μεταμορφώθηκε κατά κάποιον τρόπο (τε (τύμβολο της εφήμερης υπόστασης του πραγματικού κόίτμου. Με αυτό το σκεπτικό, ο πραγματικός ναός είχε γίνει τιόροι έν(ί (αντικείμενο που η ομορφιά του δεν υπολειπόταν διόλου { κείντις της νοερής μου εικόνας. Την επαύριον, ίσως νοι έ()ρ}·χι· πίΐινίΐ) του φωτιά από τα ουράνια ύψη μεταβάλλοντοις (Τ}· (ττίίχτί-ς τις ραδινές εκείνες κολόνες, τις κομψές αψίδες εκε ίνης τΐ)ς (ττέγης που τα μάτια μας δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ πια. Για τί|ν (όροι όμως, στεκόταν μπροστά μας με όλες του τις λί-πτομΓρπΓς, ολότελα γαλήνιος, λουσμένος με εκείνο το φοος ποη ι'μοκιΐζΓ [ΐι· κοιλοκαιριάτικη φωτιά. Πάνο3 από τους λόφους, ορθώνοντ(ίν μ}·γ((λ(')πρ)·π(ΐ κοιλοκαιριάτικα σύννεφα, ολόιδια με εκείνοι ποη ι ίχα δκικρίνει με την άκρια των ματιών μου, ενώ ι|)έλνοντ((ν οι οοήτροι (ττη 58
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
διάρκεια της ταφής του Πατέρα. Ήταν γεμάτα από κάτι σαν στεκούμενο φως και κοίταζαν κάτω, τη λεπτοδουλεμένη δομή του ναού. Στο δυνατό καλοκαιριάτικο φως, ο Χρυσός Ναός έμοιαζε να χάνει τις ποικίλες λεπτομέρειες της μορφής του. Διατηρούσε τη μουντή του όψη και ένα κρύο σκοτάδι τύλιγε το εσωτερικό του, αγνοώντας απλώς τον εκθαμβωτικό κόσμο που τον περιέβαλλε με το μυστηριώδες περίγραμμά του. Μονάχα ο φοίνικας της στέγης γαντζωνόταν στέρεα στο βάθρο του με τα μυτερά του νύχια, πασχίζοντας να μη χάσει την ισορροπία του κάτω από την έντονη λάμψη του ήλιου. Κουρασμένος από το ατέρμονο αγνάντεμα του ναού, ο Τσουρουκάουα μάζεψε ένα χαλίκι και, με τη χαριτωμένη κίνηση του ακοντιστή, το έστειλε στη λίμνη Κυόκο, ακριβώς καταμεσής της σκιάς που έριχνε ο Χρυσός Ναός. Κύματα απλώθηκαν ανάμεσα στα υδρόβια φυτά ενώ, μέσα σε μια στιγμή, η όμορφη και λεπτή δομή κατακομματιάστηκε.
Στη διάρκεια του ενός χρόνου που ακολούθησε μέχρι το τέλος του πολέμου, η οικειότητά μου με τον Χρυσό Ναό ήταν ιδιαίτερα στενή. Φρόντιζα για την ασφάλειά του και η ομορφιά του με απορροφούσε ολότελα. Σε αυτό το διάστημα, είχα προφανώς κατεβάσει τον ναό στο επίπεδό μου και, πιστεύοντας σε αυτό καθαυτό το γεγονός, μπόρεσα να τον αγαπήσω χωρίς την παραμικρή υπόνοια φόβου. Δεν είχα υποστεί ακόμη την κακόβουλη επιρροή του ούτε τα αποτελέσματα του δηλητηρίου του. Το γεγονός ότι ήμασταν τόσο εκείνος όσο κι εγώ εκτεθειμένοι με τον ίδιο τρόπο στους ίδιους κινδύνους αυτού του κόσμου, ήταν για μένα μια ενθάρρυνση. Είχα βρει εκεί τον ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα σε μένα και την ομορφιά. Και ακόμη. 59
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
είχα την αίσθηση ότι, ανάμεσα σ' εμένα και το αντικείμενο που έδειχνε μέχρι τότε να με απορρίπτει και να με κρατά παράμερα, είχε υψωθεί μια γέφυρα. Η ιδέα ότι η ίδια φωτιά που θα με κατέστρεφε θα κατέστρεφε και τον Χρυσό Ναό μου προκαλούσε σχεδόν μέθη. Με την ίδια κατάρα και το ίδιο έντονα δυσοίωνο πεπρωμένο, κατοικούσαμε σε κόσμους με κοινές διαστάσεις. Όπως το άσχημο και εύθραυστο σώμα μου, έτσι κι εκείνο του Χρυσού Ναού αποτελούσε έναν άνθρακα εύφλεκτο, παρ' όλη τη σκληρότητά του. Πολλές φορές, ένιωθα πως θα μπορούσα να φύγω μακριά από δω παίρνοντάς το μαζί μου, κρυμμένο στη σάρκα μου, όπως ένας κλέφτης το βάζει στα πόδια καταπίνοντας ένα πολύτιμο κόσμημα. Στη διάρκεια όλης εκείνης της χρονιάς δεν έμαθα ούτε μια σούτρα, δεν διάβασα ούτε ένα βιβλίο. Αντίθετα, ήμουν απασχολημένος καθημερινά από το πρωί μέχρι το βράδυ με την ηθική μου παιδεία, τα γυμνάσια, τις στρατιωτικές τέχνες, την εργασία στο εργοστάσιο, την εξάσκηση για αναγκαστική εκκένωση. Αυτό δεν μπορούσε παρά να ευνοεί την ονειροπόλο φύση μου. Χάρη στον πόλεμο, η απόκλιση που με χώριζε από την καθημερινή ζωή μεγάλωνε. Για μας τα αγόρια, ο πόλεμος ήταν ένα είδος ονειρικής εμπειρίας δίχως πραγματική ουσία, κάτι σαν θάλαμος απομόνωσης όπου ήμασταν αποκομμένοι από το νόημα της ζωής. Τον Νοέμβριο του 1944, μετά τους πρώτους βομβαρδισμούς του Τόκιο από τα Β-295, μια επιδρομή στο Κιότο ήταν αναμενόμενη ανά πάσα στιγμή. Το να τυλιχτεί στις φλόγες ολόκληρη η πολιτεία έγινε ο κρυφός μου πόθος. Η αλλοτινή πρωτεύουσα πάσχιζε να διατηρήσει άθικτο ό,τι παλιό έκλεινε μέσα της: τα ποικιλόμορφα οστεοφυλάκια και οι ναοί είχαν ολωσδιόλου ξεχάσει την πυρακτωμένη σποδό στην οποία όφειλαν 6ο
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
την ύπαρξη τους. Όταν αναλογιζόμουν την έκταση της φθοράς που είχς προκληθεί από τον πόλεμο του Ονίν, αισθανόμουν ότι το Κιότο είχε χάσει ένα μέρος της ομορφιάς του επειδή είχε λησμονήσει για ένα μεγάλο διάστημα τα πυρά του πολέμου. Ναι, ήταν σίγουρο πως, την επαύριον, ο Χρυσός Ναός θα τυλιγόταν στις φλόγες. Η μορφή του, που γέμιζε τώρα τον χώρο, θα χανόταν. Τότε, ο φοίνικας της στέγης θα ξαναζούσε όπως το μυθικό πουλί, υψωμένος στα ουράνια. Και ο ναός, δέσμιος μέχρι εκείνη τη στιγμή της μορφής του, θα έσπαζε τα δεσμά του και, ταλαντευόμενος εδώ κι εκεί, θα σκόρπιζε το απαλό του φως στη λίμνη και στα νερά της σκοτεινιασμένης θάλασσας. Περίμενα, περίμενα ολοένα. Τα αεροπλάνα δεν έλεγαν να φανούν στο Κιότο. Ακόμη και όταν διάβασα, στις 9 Μαρτίου του επόμενου χρόνου, ότι φλόγες είχαν τυλίξει ολόκληρο το ε. μπορικό κέντρο του Τόκιο και ότι η καταστροφή είχε εξαπλωθεί παντού, υπήρχε πάνω από το Κιότο ο διάφανος ουρανός μιας πρώιμης άνοιξης. Όντας στο χείλος της απελπισίας, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι ο πρώιμος τούτος ανοιξιάτικος ουρανός, ίδιο τζάμι πυρπολημένο από τον ήλιο που δεν αφήνει να φανεί ό,τι βρίσκεται πίσω του, έκρυβε στα έγκατά του φωτιά και καταστροφή. Είπα ήδη πόσο μου έλειπε η ανθρώπινη φροντίδα. Ούτε ο θάνατος του Πατέρα ούτε η φτώχεια της Μητέρας έθιγαν σοβαρά την εσωτερική μου ζωή. Ονειρευόμουν μια θεόρατη ουράνια πρέσα που θα έστελνε στη Γη καταστροφές, κατακλυσμούς και τραγωδίες άσχετες με τα ανθρώπινα μέτρα, συνθλίβοντας όλα τα ανθρώπινα πλάσματα και τα αντικείμενα, άσχετα από την ασχήμια ή την ομορφιά τους. Πολλές φορές, η ασυνήθιστη λάμψη του πρώιμου ανοιξιάτικου ουρανού φάνταζε στα μάτια μου σαν αντα6ι
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
νάκλαση της κρύας λεπίδας ενός πελώριου πελεκιού, που θα μπορούσε να σκεπάσει με το πλάτος του ολόκληρη τη Γη. Και, ακριβώς, περίμενα να πέσει το πελέκι, με μια ταχύτητα που δεν θα μας άφηνε καν τον χρόνο να σκεφτούμε. Ακόμη και τώρα, υπάρχει κάτι που μου φαίνεται παράξενο. Ποτέ στο παρελθόν δεν με είχαν κατακλύσει μαύρες σκέψεις. Η μόνη μου έγνοια, το μόνο μου πραγματικό πρόβλημα ήταν η ομορφιά. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι ο πόλεμος επέδρασε πάνω μου γεμίζοντάς με σκοτεινές σκέψεις. Όταν συγκεντρώνει κανείς το πνεύμα του στην ιδέα της ομορφιάς, έρχεται αντιμέτωπος χωρίς να το αντιληφθεί με τις πιο ζοφερές σκέψεις που υπάρχουν σ' αυτόν τον κόσμο. Υποθέτω πως έτσι είναι φτιαγμένα τα ανθρώπινα πλάσματα.
Θυμάμαι ένα γεγονός που συνέβη στο Κιότο, γύρω στο τέλος του πολέμου. Είναι σχεδόν απίστευτο, αλλά δεν ήμουν ο μόνος αυτόπτης μάρτυς. Μαζί μου ήταν και ο Τσουρουκάουα. Μια μέρα που μας είχαν κόψει το ηλεκτρικό, πήγαμε μαζί κι οι δυο μας στον Ναό Νανζέν. Πηγαίναμε εκεί για πρώτη φορά. Διασχίσαμε το πλατύ μονοπάτι και την ξύλινη γέφυρα που περνά πάνω από την κατωφέρεια απ' όπου ρίχνουν τις βάρκες στη θάλασσα. Ήταν μια φωτεινή μέρα του Μάη. Αχρησιμοποίητες εδώ και πολύ καιρό, οι γραμμές που κατηφόριζαν την πλαγιά ήταν σκουριασμένες και εξαφανίζονταν σχεδόν ολότελα κάτω από τα χορτάρια. Ανάμεσα στα αγριόχορτα, κάποια μικρά λουλουδάκια στο σχήμα του σταυρού αναρριγούσαν στο φύσημα του ανέμου. Ένα βρόμικο στεκούμενο νερό έφτανε ως τη βάση του κεκλιμένου επιπέδου, ενώ οι κερασιές έριχναν τη σκιά τους στην υδάτινη επιφάνεια. 62
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Στεκόμασταν στη μικρή γέφυρα και κοιτάζαμε αφηρημένα το νερό. Ανάμεσα σε όλες τις αναμνήσεις της εποχής ενός πολέμου, τέτοιες σύντομες στιγμές απουσίας μάς αφήνουν την πιο ζωηρή εντύπωση. Τέτοιες σύντομες στιγμές αδρανούς απόσπασης λες και ήταν κρυμμένες παντού, σαν μπαλώματα γαλάζιου ουρανού ανάμεσα στα σύννεφα. Είναι παράξενο, εντούτοις, πώς μια τέτοια στιγμή μου έμεινε ξεκάθαρα στον νου ως μία ευκαιρία για ένα επώδυνο είδος ευχαρίστησης. «Δεν είναι ευχάριστα;» έλεγα χαμογελώντας ανέμελα. «Μμμ», αποκρινόταν ο Τσουρουκάουα χαμογελώντας κι αυτός. Είχαμε κι οι δυο την έντονη αίσθηση πως οι λίγες αυτές ώρες μας ανήκαν. Στην άκρη του χαλικοστρωμένου μονοπατιού κυλούσε ένα ρυάκι με λαγαρό νερό, όπου κάποια όμορφα υδρόβια φυτά πηγαινοέρχονταν με το ρεύμα. Σύντομα ορθώθηκε μπροστά μας η περίφημη «Πύλη Σάμμον». Στον περίβολο του ναού δεν υπήρχε ψυχή. Ανάμεσα στη νιόβγαλτη πρασινάδα αντανακλάτο το φως των κεραμιδιών της στέγης του ναού, ίδιων με μεγάλο ανοιχτό βιβλίο πατιναρισμένο από τον χρόνο. Τι νόημα θα μπορούσε άραγε να έχει ο πόλεμος σε μια τέτοια στιγμή; Σε κάποιους τόπους, κάποιες ώρες, ο πόλεμος μου φαινόταν σαν ένα υπερκόσμιο πνευματικό γεγονός που δεν υπήρχε παρά μόνο στην ανθρώπινη συνείδηση. Ήταν ίσως στην πύλη Σάμμον, όπου ο περίφημος αρχαιοκάπηλος Ισικάουα Γκοεμόν είχε απολαύσει κάποτε, με το ένα πόδι στο παραπέτο, τη θέα των λουλουδιών που βρίσκονταν εκεί σε πλήρη άνθιση. Αισθανόμασταν κι οι δυο μας σαν παιδιά και, παρότι εκείνη την εποχή οι κερασιές δεν είχαν παρά μόνο τη φυλλωσιά τους, κάναμε τη σκέψη να αγναντέψουμε το τοπίο όπως το είχε αγναντέψει ο Γκοεμόν από την ίδια θέση. Πληρώσαμε το ευτελές δικαίωμα εισόδου και ανεβήκαμε τα 63
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
ξύλινα σκαλοπάτια, ολότελα μαυρισμένα από το διάβα του χρόνου. Στην πάνω αίθουσα, όπου συνήθως τελούνταν κάποιοι θρησκευτικοί χοροί, ο Τσουρουκάουα χτύπησε το κεφάλι του στο χαμηλό ταβάνι. Έσκασα στα γέλια, την αμέσως επόμενη όμως στιγμή χτύπησα κι εγώ το δικό μου. Κάναμε τον γύρο ακόμη μια φορά, αρχίσαμε και πάλι την ανάβαση, ώσπου, τελικά, φτάσαμε στην κορυφή του πύργου. Αφού ανεβήκαμε τη σκάλα, στενή σαν λαγούμι, νιώσαμε ευχάριστα εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο, μπροστά στο απέραντο εκείνο πανόραμα. Σταθήκαμε για μια στιγμή, αγναντεύοντας μακριά τις κερασιές και τα πεύκα, στο δάσος του παρεκκλησίου Χεϊάν, απλωμένου ελικωτά πέρα από τις σειρές των κτηρίων, στο ίδιο το σχήμα των οροσειρών -Αρισυγιάμα, Κιτανοκάτα, Κιμπούνε, Μινούρα, Κομπίρα- που υιρώνονταν συγκεχυμένα στις άκριες των δρόμων του Κιότο. Αφού χόρτασαν τα μάτια μας από το τοπίο, βγάλαμε τα παπούτσια μας και μπήκαμε στην αίθουσα με σεβασμό σαν δυο τυπικοί νεοφώτιστοι. Ήταν μια αίθουσα σκοτεινή, με εικοσιτέσσερις αράθες σκορπισμένες στο δάπεδο. Στο κέντρο της, ορθιονόταν ένα άγαλμα του Σακαμούνι. Τα χρυσαφένια μάτια το)ν δεκί'χξι μαθητών του Δασκάλου έλαμπαν στο πυκνό σκοτάδι. Βριχτκόμασταν στο περίφημο Γκοχόρο ή Πύργο των Πέντε Φοινίκ(ον. Ο Ναός Νανζέν ανήκε στο ίδιο δόγμα Ρινζ('χι με τον Ναό του Χρυσού Περιπτέρου. Ενώ όμως αυτός ο τελευπχίος είχε ενταχθεί στη σχολή Σοκοκούτζι, ο άλλος (χποτί λούσε το γενικό επιτελείο της σχολής Νανζεντζί. Με άλλα λόγκχ, βρισκόμασταν σε έναν ναό του ίδιου δόγματος με το δικό μοις, που ανήκε όμως σε διαφορετική σχολή. Σταθήκοιμε (τοιν δυο συνηθισμένα κολεγιόπαιδα, με τον οδηγό στο χέρι,, περΐ(ί)έροντας το βλέμμα μας στις ζωηρόχρωμες τοιχογραφίες ττ]ς οροφής, που αποδίδονταν στον ζωγράφο Τάνυου Μορινόίίπου'"^ της σχολής 64
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
του Κάνο και στον Χόγκαν Τοκουέτσου της σχολής του Τόζα.^ Από τη μια πλευρά της οροφής, έβλεπες απεικονίσεις αγγέλων που πετούσαν στον ουρανό παίζοντας φλογέρα και την πανάρχαια Μ\νΒ. Αλλού, ένα καλαβίνκα φτερούγιζε παρουσιάζοντας στο ράμφος του μια λευκή παιωνία: πρόκειται για το μελωδικό πουλί που, όπως περιγράφεται στις σούτρα, ζει στο όρος Σεσάν. Το επάνω μέρος του σώματός του ανήκει σε ένα στρουμπουλό κορίτσι, ενώ το κάτω έχει μορφή πουλιού. Στο κέντρο της οροφής ήταν ζωγραφισμένο το μυθικό πουλί που υποτίθεται πως είναι σύντροφος του φοίνικα που δεσπόζει στον Χρυσό Ναό. Έμοιαζε με λαμπρό ουράνιο τόξο, εντελώς διαφορετικό από το μεγαλόπρεπο χρυσό πουλί, που μου ήταν τόσο οικείο. Γονατίσαμε μπροστά στο άγαλμα του Σακαμούνι ενώνοντας ευλαβικά τα χέρια μας. Ύστερα, εγκαταλείψαμε εκείνη την αίθουσα. Ήταν, ωστόσο, δύσκολο να κατέβουμε από την κορυφή του πύργου. Στηριχτήκαμε από τη νότια πλευρά στην κουπαστή της σκάλας την οποία είχαμε ανέβει. Είχα την αίσθηση ότι διέκρινα κάπου μια μικρή ελικοειδή γραμμή, χρωματιστή, θεσπέσια, παραμένον είδωλο, δίχως άλλο, των μεγαλόπρεπων αποχρώσεων που είχα δει πριν λίγο στις τοιχογραφίες της οροφής. Αυτή η συμπύκνωση των πλούσιων χρωμάτων μου έδινε την αίσθηση ότι το πουλί Καλαβίνκα ήταν κρυμμένο κάπου ανάμεσα στα νιόβγαλτα φύλλα ή στα κλαδιά των πράσινων εκείνων πεύκων που βρίσκονταν απλωμένα κάτω μας, αφήνοντας φευγαλέα να διαφανεί μια άκρια των θεσπέσιων φτερών του. Κι όμως, δεν ήταν έτσι. Κάτω από μας, από την άλλη πλευρά του δρόμου, βρισκόταν το Ερημητήριο του Τεντζού. Ένα μονοπάτι με τετράγωνες πέτρες, που αγγίζονταν μονάχα οι γωνιές τους, ελισσόταν μέσα από έναν κήπο όπου ήταν φυτε65
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
μένα μερικά χαμηλά δέντρα. Ο κήπος οδηγούσε σε ένα αχανές δωμάτιο, με συρτές πόρτες διάπλατα ανοιγμένες. Στο εσωτερικό του έβλεπες κάθε λεπτομέρεια - και τα κλιμακωτά ράφια του δωματίου. Ένα ζωηρόχρωμο άλικο χαλί ήταν απλωμένο στο δάπεδο: προφανώς το δωμάτιο εχρησιμοποιείτο ή νοικιαζόταν για τις τελετές του τσαγιού. Μια νεαρή γυναίκα ήταν καθισμένη εκεί. Ακριβώς αυτή η φιγούρα ήταν που με είχε θαμπώσει: στη διάρκεια του πολέμου, κανείς δεν συναντούσε μια γυναίκα ντυμένη με ένα τόσο φανταχτερό κιμονό με μακριά μανίκια. Αν κάποιος έβγαινε με τέτοια εμφάνιση, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα τον επέκριν(χν για έλλειψη πατριωτικής λιτότητας αναγκάζοντάς τον να γυρίσει στο σπίτι του και να αλλάξει. Πόσο θεσπέσιο ήτ(χν οιιιτό το (()όρεμα!Αν και δεν μπορούσα να διακρίνω τις λεπτομέρειες του (τχεδίου, έπεσε στην αντίληψή μου ότι, σε ένα ανοιχτογί'ίλίίζο (|)όντο, ήταν ζωγραφισμένα και κεντημένα δίάφ)ορ()(, λοί'λοΰδκι, κ(ΐι ότι χρυσές κλωστές λαμπύριζαν στην καπικόκκινη ζ(ί)νη. Λες και η ατμόσφαιρα γύρω της φωτιζόταν από τη λίίμπρότητοι της αμφίεσής της. Η όμορφη νεαρή ^νναχχα κ(ίΟότ(ΐν (ττο δί'λπεδο σε μια στάση υπέρκομψη. Αντικρίζοντ(ίς τΐ| χλομι'ι της κίχτατομή, ίδιο σμιλεμένο ανάγλυφο, δεν μπόρείίοι νοι μΐ|ν οινίχρίοτηθώ αν ήταν πράγματι ζωντανή. «Θεέ μου!», είπα τραυλίζονπχς { λΓπνί'ί. «Μπορι ί να είναι όντως ζωντανή;» «Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ. Θ(χ 'λί γ} ς (')τι ;ιρ(')κητ(ίΐ για κούκλα!» αποκρίθηκε ο Τσουρουκάοικχ. Στηριγμί νος γι ρί'χ στο κιγκλίδωμα, δεν μπορούσε να ξεκολλήση τ(( μ('ίτΐ(( του (χπό πάνω της. Εκείνη τη στιγμή, ξεπρόβαλε (χπό το ('χ'χΟος τορ δίπμίχτίου ένας νεαρός αξιωματικός του στρατού μι τΐ| οτολι'ι τοη. Ίίιιειναν για μια στιγμή ήρεμα καθισμένοι ο ένίχς ((πί νίίντι οτον ('χλλον. 66
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Η γυναίκα σηκώθηκε και εξαφανίστηκε αθόρυβα στο σκοτάδι του διαδρόμου. Ύστερα από λίγο ξαναγύρισε φέρνοντας ένα φλιτζάνι τσάι. Μια ανάλαφρη αύρα λίκνιζε τα μακριά μανίκια της. Γονατισμένη μπροστά στον άντρα, του πρόσφερε το τσάι. Αφού έγιναν όλα σύμφωνα με τους καθιερωμένους τύπους, ξαναγύρισε στην αρχική της θέση. Ο άντρας είπε κάτι δίχως τα χείλη του να αγγίξουν ακόμη το τσάι. Αυτές οι στιγμές μου φάνηκαν παράξενα μακρόσυρτες και γεμάτες ένταση. Η γυναίκα έσκυψε με σεβασμό το μέτωπο της. Τότε ακριβώς συνέβη το απίστευτο. Καθισμένη με απόλυτη ακαμψία, εκείνη ξέσφιξε ξαφνικά το γιακά του κιμονό της. Μπορούσα σχεδόν να ακούσω το θρόισμα του μεταξιού καθώς τραβούσε το ρούχο της κάτω από τη δύσκαμπτη ζώνη. Είδα τότε τα άσπρα της στήθια. Κράτησα την ανάσα μου. Η γυναίκα έπιασε τον έναν από τους κατάλευκους μαστούς στα χέρια της. Κρατώντας το σκοτεινόχρωμο φλιτζάνι με το τσάι, ο αξΐ03ματικός γονάτισε μπροστά της. Εκείνη έτριψε το στήθος της με τα δυο της χέρια. Χωρίς να μπορώ να πω ότι τα είδα όλα αυτά, ένιωσα με κάθε σαφήνεια -σαν να είχαν όλα συμβεί μπροστά στα μάτια μου- πώς το άσπρο και ζεστό γάλα ανέβλυσε από το στήθος στο βαθυπράσινο τσάι που άφρισε στο φλιτζάνι, πώς καταστάλαξε μέσα στο υγρό αφήνοντας πάνω πάνω λευκές σταγόνες, πώς η ήρεμη επιφάνεια του τσαγιού έγινε θολή και άφρισε από το χιονάτο εκείνο στήθος. Ο άντρας έφερε το φλιτζάνι στα χείλη του και ήπιε κάθε σταγόνα από το μυστηριώδες εκείνο τσάι. Η γυναίκα έκρυψε ξανά το στήθος της μέσα στο κιμονό. Ο Τσουρουκάουα και εγώ κοιτάζαμε τη σκηνή με τεταμένη την προσοχή μας. Αργότερα, όταν τα εξετάσαμε όλα αυτά μεθοδικά, πιστέψαμε πως θα επρόκειτο σίγουρα για την απο67
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
χαιρετιστήρια τελετή ανάμεσα σε έναν αξιωματικό, έτοιμο να ξεκινήσει για το μέτωπο, και τη γυναίκα που του είχε χαρίσει ένα παιδί. Ωστόσο, η συγκίνηση εκείνης της στιγμής μας εμπόδιζε να δώσουμε οποιαδήποτε λογική εξήγηση. Είχαμε το βλέμμα τόσο έντονα καρφωμένο εκεί, που μας έλειπε κάθε άνεση για να παρατηρήσουμε ότι το ζευγάρι είχε βγει από το δωμάτιο όπου δεν απέμενε παρά το μεγάλο κόκκινο χαλί. Είχα δει το λευκό ανάγλυφο αυτής της κατατομής και το απαράμιλλα λευκό στήθος. Όταν έφυγε η γυναίκα, μια και μόνη ιδέα με κατέκλυσε όλη την υπόλοιπη μέρα, και την επομένη, και ακόμη την μεθεπομένη: η ιδέα ότι αυτή η γυναίκα δεν ήταν άλλη από την Ουίκο, που είχε ξαναγυρίσει στη ζωή.
68
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η
ΤΡΙΤΟ
ΤΑΝ Η ΕΠΕΤΕΙΟςΤΟΥ ΘΑΝΆΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΤΈΡΑ, Η ΜΗΤΈΡΑ
είχε μια παράξενη ιδέα. Επειδή δυσκολευόμουν να πηγαίνω στο σπίτι λόγω της αναγκαστικής μου εργασίας, σκέφτηκε να έρθει εκείνη στο Κιότο φέρνοντας την επιτύμβια πλάκα του Πατέρα. Έτσι, ο Πατέρας Ντόζεν θα έψαλλε, έστω και για λίγες στιγμές, μερικές σούτρα για την επέτειο του θανάτου του παλιού του φίλου. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι εκείνη δεν είχε αρκετά χρήματα για την επιμνημόσυνο δέηση και είχε γράψει στον Ηγούμενο υπολογίζοντας στη φιλευσπλαχνία του. Ο Πατέρας Ντόζεν δέχτηκε την αίτησή της και με πληροφόρησε σχετικά. Δεν χάρηκα με αυτά τα νέα. Υπάρχει ένας ειδικός λόγος που απέφυγα μέχρι τώρα να γράψω για τη μητέρα μου. Δεν με ενθουσιάζει η ιδέα να αναφέρομαι σε αυτήν. Είχε συμβεί κάτι για το οποίο δεν της είχα απευθύνει ποτέ καμιά επίπληξη, ούτε της είχα κάνει λόγο γι' αυτό. Ίσως εκείνη να μην κατάλαβε καν ότι το ήξερα. Ωστόσο, δεν μπόρεσα ποτέ να της το συγχωρέσω. Αυτό συνέβη στη διάρκεια των καλοκαιρινών μου διακοπών. Γυρνούσα στο σπίτι για πρώτη φορά αφότου είχα μπει στο Γυμνάσιο του Ανατολικού Μαϊζούρου και με είχαν εμπιστευθεί στις φροντίδες του θείου μου. Εκείνη την εποχή, ένας 69
ΠΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
συγγενής της Μητέρας, ονόματι Κουράι, είχε γυρίσει στο Ναριού από την Οζάκα, ύστερα από μια αποτυχία στις δουλειές του. Η γυναίκα του, κληρονόμος μιας εύπορης οικογένειας, του έκλεισε την πόρτα, κι έτσι ο Κουράι ήταν αναγκασμένος να μείνει στον ναό του Πατέρα ώσπου να ξεχαστεί το θέμα. Ο ναός μας δεν διέθετε πολλές κουνουπιέρες. Και ήταν άξιον απορίας πώς η Μητέρα κι εγώ δεν είχαμε κολλήσει φυματίωση από τον Πατέρα, εφόσον κοιμόμασταν όλοι μαζί κάτω από την ίδια κουνουπιέρα. Τώρα μάλιστα, μας είχε προστεθεί και ο Κουράι. Θυμάμαι ότι αργά κάποια καλοκαιριάτικη νύχτα, ένα τζιτζίκι πετούσε στον κήπο από δέντρο σε δέντρο, βγάζοντας σύντομα τερετίσματα. Ίσως αυτά να με είχαν ξυπνήσει. Ο ήχος των κυμάτων χάλαγε τον κόσμο και το κάτω μέρος της ανοιχτοπράσινης κουνουπιέρας ανέμιζε με τη θαλάσσια αύρα. Ωστόσο, υπήρχε κάτι το παράξενο στον τρόπο που κουνιόταν. Με κανονικές συνθήκες, αυτή θα είχε προφανώς αρχίσει να φουσκώνει με τον άνεμο, κι ύστερα θα κουνιόταν ελάχιστα καθώς θα τρύπωνε μέσα της η αύρα. Κι όμως, ο τρόπος με τον οποίο είχε διπλωθεί δεν ακολουθούσε τη φορά του ανέμου. Αντίθετα, φαινόταν να τον αψηφά αποστερώντας τον από τη δύναμή του. Υπήρχε ένας ήχος στο τρίξιμο του μπαμπού, λες και κάτι τριβόταν πάνω στις αχυρένιες ψάθες. Και αυτό που τριβόταν ήταν το κάτω μέρος της κουνουπιέρας. Η κουνουπιέρα κινιόταν με μια κίνηση που σαφώς δεν προερχόταν από τον άνεμο. Μια κίνηση πιο λεπτή που μετέδιδε ελαφρούς κυματισμούς σε όλο το μήκος της, κάνοντας το τραχύ υλικό να συστέλλεται σπασμωδικά προκαλώντας στο εσα)τερικό της κάτι σαν επιφάνεια λίμνης με ταραγμένα νερ(χ. Ήταν άραγε η κορφή ενός κύματος, που ανασήκωσε ένα πλεούμενο ανοίγοντας με δυσκολία δρόμο μέσα στη λίμνη; Ή [ΐήπιος τ] μακρινή αντανάκλαση που άφηναν τα απόνερα ενός κοιροιβιού; 7θ
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Έντρομος, έστρεψα το βλέμμα μου προς την πηγή αυτής της κίνησης. Και, καθώς κοίταζα μέσα στη σκοτεινιά με μάτια διάπλατα ανοιγμένα, ένιωσα πως ένα τρυπάνι χωνόταν ακριβώς στο κέντρο τους. Ήμουν ξαπλωμένος δίπλα στον Πατέρα. Η κουνουπιέρα ήταν πολύ μικρή για τέσσερα άτομα. Πρέπει στον ύπνο μου να είχα γυρίσει και να τον είχα σπρώξει σε μια γωνιά. Έτσι, μια αρκετά μεγάλη έκταση του ζαρωμένου σεντονιού με χώριζε από ό,τι έβλεπα τη συγκεκριμένη στιγμή. Ο Πατέρας βρισκόταν πίσω μου κουλουριασμένος, ανασαίνοντας κάτω από το σβέρκο μου. Αυτό που με έκανε να συνειδητοποιήσω πως ήταν ξύπνιος, ήταν ο ρυθμός εκείνης της ανάσας που θαρρείς και χοροπηδούσε πάνω στην πλάτη μου. Θα μπορούσα άλλωστε να είχα θεωρήσει ότι προσπαθούσε να ανακόψει τον βήχα του. Ξάφνου, τα ανοιχτά μάτια μου σκεπάστηκαν από κάτι πλατύ και ζεστό που μου έκρυβε τη θέα. Μεμιάς κατάλαβα. Ο Πατέρας είχε απλώσει τα χέρια του εμποδίζοντάς με να βλέπω. Μόλο που αυτό το γεγονός συνέβη πριν πολλά χρόνια, όταν ήμουν περίπου στα δεκατρία μου, διατηρώ ακόμη ζωντανή μέσα μου την ανάμνηση εκείνων των χεριών. Χέρια ασύγκριτα πλατιά. Χέρια που είχαν τυλιχτεί γύρω μου εξαφανίζοντας μέσα σε ένα δευτερόλεπτο τη θέα της κόλασης που ξετυλιγόταν μπροστά μου. Χέρια από έναν άλλον κόσμο. Δεν ξέρω αν αυτή η κίνηση έγινε από αγάπη, συμπόνια ή ντροπή. Ωστόσο, εκείνα τα χέρια με απέκοψαν μέσα σε μια στιγμή από τον τρομακτικό κόσμο με τον οποίο είχα έρθει αντιμέτωπος, θάβοντάς τον μέσα στο σκοτάδι. Έκανα μια κίνηση με το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια του Πατέρα. Από αυτό και μόνο, ο Πατέρας ένιωσε ότι είχα καταλάβει και ότι ήμουν έτοιμος να υπακούσω. Τράβηξε τα χέρια 71
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
του. Και αμέσως μετά, λες κι αυτά τα χέρια με είχαν διατάξει, κράτησα κλειστά τα μάτια μου πεισματικά, μένοντας άυπνος ώσπου ξημέρωσε και το εκθαμβωτικό φως που έμπαινε απ' έξω άνοιξε δρόμο ανάμεσα στα βλέφαρά μου.
Θυμηθείτε, σας παρακαλώ, πως ύστερα από χρόνια, όταν το φέρετρο του Πατέρα είχε μεταφερθεί έξω από το σπίτι, ήμουν τόσο απορροφημένος κοιτάζοντας το νεκρό πρόσωπο που δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ. Θυμηθείτε ακόμη ότι, με τον θάνατό του, λυτρώθηκα από τα δεσμά των χεριών του και, κοιτάζοντας έντονα το πρόσωπό του, μπόρεσα να επιβεβαιώσω την ίδια μου την ύπαρξη. Θυμάμαι ότι πήρα εκδίκηση γι' αυτά τα χέρια, που αντιπροσώπευαν για μένα ό,τι αποκαλεί ο κόσμος αγάπη. Όσο για τη Μητέρα, εκτός από το ότι δεν θα τη συγχωρούσα ποτέ για τη σκηνή που η θύμησή της με καταδίωκε, δεν μου πέρασε από τον νου ποτέ να την εκδικηθώ. Είχε κανονιστεί να έρθει στον Χρυσό Ναό μια μέρα πριν από την επιμνημόσυνο ακολουθία και να περάσει εδώ τη νύχτα της. Ο Ηγούμενος είχε γράψει στο σχολείο μου για να δικαιολογήσει την απουσία μου την ημέρα του μνημόσυνου. Όσοι από μας υποχρεώνονταν σε αναγκαστική εργασία, δεν έμεναν στον χώρο της δουλειάς, αλλά έδιναν την αναφορά τους την καθορισμένη ώρα και γυρνούσαν πίσω. Την παραμονή της επιμνημόσυνης δέησης, η σκέψη να γυρίσω στον ναό μού ήταν ιδιαίτερα δυσβάσταχτη. Με την καθαρή και απλοϊκή του καρδιά, ο Τσουρουκάουα χαιρόταν για μένα, επειδή θα έβλεπα και πάλι τη μητέρα μου ύστερα από τόσον καιρό. Αλλά και οι άλλοι (τυμμίχΟητές μου ήταν περίεργοι να τη δουν. Με στενοχωρούσε ιδκχίτερα το γεγονός ότι είχα μια μάνα τόσο ταλαίπωρη κ(χι τρκκ'χΟλια. Βρέ72
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
θηκα σε δύσκολη θέση να εξηγήσω στον καλοκάγαθο Τσουρουκάουα γιατί δεν ήθελα να τη δω. Για να χειροτερέψει λες τα πράγματα, εκείνος με άρπαξε από το μπράτσο μόλις τελειώσαμε τη δουλειά μας στο εργοστάσιο, και είπε: «Έλα, ας τρέξουμε κατά κει!» Θα αποτελούσε υπερβολή να πω ότι δεν ήθελα να δω τη Μητέρα με κανέναν τρόπο. Όχι πως δεν αισθανόμουν τίποτε γι' αυτή. Δεν μου άρεσε όμως να έρθω αντιμέτωπος με την άμεση έκφραση αγάπης, με την οποία έρχεται κανείς σε επαφή όταν πρόκειται για τους εξ αίματος συγγενείς του, και απλώς προσπαθούσα να εκλογικεύσω την απαρέσκειά μου με διάφορους τρόπους. Σε αυτό εξάλλου συνίσταται ο κακός μου χαρακτήρας. Ήταν γεγονός ότι προσπαθούσα να δικαιολογήσω τα αυθεντικά συναισθήματά μου με διάφορες εκλογικεύσεις. Πολλές φορές, τα πολυσύνθετα αίτια που κατασκεύαζε ο νους μου μού επέβαλαν δια της βίας συναισθήματα που ενοχλούσαν κι εμένα τον ίδιο. Επειδή τούτα τα συναισθήματα δεν ήταν εξαρχής τα δικά μου. Μονάχα το μίσος μου ήταν κατά κάποιο τρόπο αυθεντικό. Κοντολογίς, από την ίδια τη φύση μου, άφηνα τον εαυτό μου να υποκινείται πάντοτε από αυτό. «Δεν υπάρχει λόγος να τρέξουμε», αποκρίθηκα. «Απλώς και μόνον θα κουραστούμε. Ας γυρίσουμε πίσω με την άνεσή μας». «Κατάλαβα», είπε ο Τσουρουκάουα. «Θέλεις να παραστήσεις το χαϊδεμένο παιδί και να εκμαιεύσεις τη συμπόνια της δείχνοντάς της ότι είσαι τόσο εξαντλημένος που δεν μπορείς να περπατήσεις πιο γρήγορα». Έτσι ερμήνευε πάντοτε ο Τσουρουκάουα τη συμπεριφορά μου - και έκανε πάντα λάθος. Παρ' όλα αυτά, δεν με ενοχλούσε καθόλου και μου είχε γίνει απαραίτητος. Με άλλα λό73
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
για, ο Τσουρουκάουα ήταν ο καλοπροαίρετος και ειλικρινής ερμηνευτής των συναισθημάτων μου - ένας φίλος αναντικατάστατος, που μπορούσε να μεταφράζει για λογαριασμό μου τα ίδια μου τα λόγια στη διάλεκτο του πραγματικού κόσμου. Ναι, ο Τσουρουκάουα μου φαινόταν πολλές φορές σαν τον αλχημιστή που μεταλλάσσει τον τενεκέ σε χρυσάφι. Ήμουν το αρνητικό της εικόνας, κι εκείνος ήταν το θετικό. Πόσες φορές δεν έμεινα έκπληκτος, βλέποντας πόσο καθαρά και ακτινοβόλα μπορούσαν να γίνουν τα σκοτεινά και θολά συναισθήματά μου, φιλτραρισμένα μέσ' από την καρδιά του Τσουρουκάουα! Ενώ εγώ δίσταζα και τραύλιζα, εκείνος έπαιρνε τα συναισθήματά μου στα χέρια του, τα στριφογυρνούσε και τα μεταβίβαζε στον εξωτερικό κόσμο. Αυτό που κατάλαβα από την εκπληκτική τούτη διαδικασία ήταν ότι δεν υπήρχε καμιά ασυμφωνία ανάμεσα στα ευγενέστερα και στα χειρότερα από αυτά. Το αποτέλεσμά τους ήταν το ίδιο. Δεν υπήρχε καμιά εμφανής διαφορά ανάμεσα στην απόπειρα δολοφονίας και στα συναισθήματα βαθιάς συμπόνιας. Ο Τσουρουκάουα δεν θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει κάτι τέτοιο, ακόμη κι αν ήμουν ικανός να του το εξηγήσω. Για μένα όμως, αυτό αποτελούσε μια τρομακτική ανακάλυψη. Και αν δεν με ένοιαζε το γεγονός ότι εκείνος θα με θεωρούσε τώρα υποκριτή, ήταν επειδή η υποκρισία είχε καταντήσει στη σκέψη μου απλώς μια κάποια επίθεση. Στο Κιότο, δεν είχα ποτέ την εμπειρία μκχς (χεροπορικής επιδρομής. Όταν όμως κάποτε με έστειλίχν (ττο κυριότερο εργοστάσιο της Οζάκα με μερικές παραγγελίες γκχ (χνταλλακτικά αεροσκαφών, έγινε επίθεση και είδ(χ έν(χν (χπό τους εργάτες να μεταφέρεται πάνω σε ένα φορείο [ΐε (χνοιχτ(χ τ(χ σπλάχνα του. Αλήθεια, τι φριχτό υπάρχει στα εκτεθειμένοι (τπλί'χχνα; Για74
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τί άραγε, βλέποντας τα εσωτερικά όργανα ενός ανθρώπινου πλάσματος πρέπει να σκεπάζουμε τα μάτια μας από τρόμο; Γιατί οι άνθρωποι αναστατώνονται μπροστά στη θέα του αίματος που κυλά; Γιατί τα ανθρώπινα σπλάχνα είναι άσχημα; Μήπως το ποιόν τους δεν είναι απαράλλαχτο με την ομορφιά του νεανικού και σφριγηλού μας δέρματος; Τι έκφραση θα έπαιρνε άραγε ο Τσουρουκάουα αν του έλεγα ότι από αυτόν είχα μάθει να σκέφτομαι με τέτοιον τρόπο - έναν τρόπο σκέψης που μεταμόρφωνε την ίδια μου την ασχήμια σε ανυπαρξία; Για ποιον λόγο φαίνεται απάνθρωπο να κοιτάζεις τα ανθρώπινα όντα σαν τριαντάφυλλα και να αρνείσαι να κάνεις οποιαδήποτε διαφοροποίηση ανάμεσα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό του σώματός τους; Αν μπορούσαν τα ανθρώπινα όντα να αντιστρέψουν το πνεύμα και το σώμα τους, θα έβγαζαν έξω με χάρη τα εσωτερικά τους όργανα εκθέτοντάς τα σαν ροδοπέταλα στο ανοιξιάτικο αεράκι και στον ήλιο... Η Μητέρα είχε μόλις φθάσει και μιλούσε με τον Ηγούμενο στο δωμάτιό του. Ο Τσουρουκάουα κι εγώ γονατίσαμε στο διάδρομο, αναγγέλλοντας την επιστροφή μας μέσα στο πρώιμο καλοκαιριάτικο μούχρωμα. Ο Ηγούμενος κάλεσε μόνο εμένα στο δωμάτιό του. Μίλησε μπροστά στη Μητέρα με επαινετικά λόγια για τον τρόπο που ασκούσα τα καθήκοντά μου στον ναό. Έμεινα με σκυμμένο το κεφάλι, τολμώντας μετά βίας να την κοιτάξω. Μπορούσα να δω με την άκρη του ματιού μου τα ξεθωριασμένα φαρδιά της παντελόνια, από γαλάζιο βαμβακερό, όπου είχε ακουμπήσει τα βρόμικα δάχτυλά της. Ο Πατέρας Ντόζεν μας είπε ότι έπρεπε να αποσυρθούμε στα δωμάτιά μας. Αφού κάναμε κάμποσες υποκλίσεις, βγήκαμε από την αίθουσα. Έμενα σε ένα μικρό δωμάτιο με πέντε ψάθες, κάτω από τη μικρή βιβλιοθήκη, αντίκρυ σε ένα προαύ75
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
λιο. Μόλις μείναμε μόνοι, η Μητέρα αναλύθηκε σε δάκρυα. Έχοντας το προβλέψει, μπόρεσα να μείνω εντελώς ατάραχος. «Τώρα με έχει αναλάβει το Ροκουόντζι», της είπα, «και θα ήθελα να μη με επισκεφθείτε, ώσπου να γίνω ένας ιερέας με ανεπτυγμένες όλες τις ικανότητές του». «Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω», είπε η Μητέρα. Ήμουν ευχαριστημένος που είχα κατορθώσει να την υποδεχτώ με λέξεις τόσο σκληρές. Με ενόχλησε, παρ' όλα αυτά, το γεγονός ότι δεν αντέδρασε καθόλου, όπως συνήθως, ούτε προσπάθησε να μου εναντιωθεί. Όταν μου πέρασε από τον νου, ως απλή δυνατότητα, το γεγονός πως η Μητέρα θα μπορούσε να διαβεί το κατώφλι της εσωτερικής μου ζωής και να μπει στη σκέψη μου, κυριεύτηκα από τρόμο. Κοιτάζοντας το πρόσωπό της, μαυρισμένο από τον ήλιο, το βλέμμα μου έπεσε στα μικρά και πονηρά της μάτια, χωμένα βαθιά στις κόχες τους. Μονάχα τα χείλια της ήταν κόκκινα και λαμπερά, λες και είχαν δική τους ζωή. Η μητέρα μου είχε τα γερά και μεγάλα δόντια της χωριάτισσας. Βρισκόταν σε μια ηλικία που, αν κατοικούσε σε πόλη, δεν θα ήταν παράξενο να χρησιμοποιεί έντονα φτιασίδια. Είχε κάνει το πρόσωπό της να φαίνεται όσο γινόταν πιο άσχημο. Είχα την έντονη αίσθηση ότι κάτι το σαρκώδες έμενε κάπου στο πρόσωπό της σαν κατακάθι. Και αυτό το μισούσα. Αφού απομακρύνθηκε από τον Πατέρα Ντόζεν και έκλαψε με την ψυχή της, έβγαλε μια πετσέτα που είχε φέρει από το σπίτι μας στο χωριό και βάλθηκε να σκουπίζει το γυμνό και ηλιοκαμένο της στήθος. Φτιαγμένη από ίνες λιναριού, η πετσέτα ήταν από κείνες που παίρνει κανείς με το δελτίο. Το υλικό είχε μια ζωική λάμψη και γυάλιζε περισσότερο κ(χ()ε φορά που μούσκευε από τον ιδρώτα. Κατόπιν, εκείνη έβγαλε λίγο ρύζι από το σ(χκίδιό της, λέ76
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
γοντας πως θα το πρόσφερε στον Ηγούμενο. Δεν είπα λέξη. Στη συνέχεια, έβγαλε την επιτύμβια πλάκα του Πατέρα, προσεκτικά τυλιγμένη σε ένα κομμάτι γκρίζο ύφασμα, και την τοποθέτησε στο ράφι με τα βιβλία μου. «Είμαι τόσο ευχαριστημένη για όλα αυτά», είπε. «Ο Πατέρας θα είναι πραγματικά ευτυχισμένος που ο Ηγούμενος θα ψάλει τη λειτουργία γι' αυτόν». «Θα γυρίσετε στο Ναριού μετά την τελετή, Μητέρα;», ρώτησα. Η απάντηση της με κατέπληξε. Φαίνεται πως είχε ήδη μεταβιβάσει σε κάποιον άλλο τα δικαιώματα του ναού του Ναριού και πως είχε πουλήσει το μικρό εκείνο τμήμα γης. Αφού εξόφλησε όλα τις ιατρικές δαπάνες του Πατέρα, κανόνισε να πάει να ζήσει μόνη της στο σπίτι ενός θείου στο Καζαγκούν, κοντά στο Κιότο. Έτσι, ο ναός όπου ήμουν ταγμένος να επιστρέψω δεν ήταν πια δικός μας! Σε εκείνο το χωριό, στο μοναχικό ακρωτήρι, δεν είχε μείνει τίποτε που θα μπορούσε να με χαιρετά. Δεν ξέρω πώς ερμήνευσε η Μητέρα την αίσθηση απελευθέρωσης που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου. Ωστόσο, έσκυψε πάνω μου και είπε: «Όπως βλέπεις, αγαπητό μου παιδί, δεν έχεις πια δικό σου ναό. Το μόνο που σου απομένει είναι να γίνεις Ηγούμενος του Χρυσού Ναού εδώ. Πρέπει να κερδίσεις τη συμπάθεια του Πατέρα, έτσι ώστε να πάρεις τη θέση του όταν θα έρθει η ώρα του να φύγει. Καταλαβαίνεις, παιδί μου; Γι' αυτή και μόνο τη χαρά θα ζει τώρα πια η μητέρα σου». Ξαφνιάστηκα με μια τέτοια εξέλιξη. Παρότι προσπάθησα να την κοιτάξω βαθιά στα μάτια, η ταραχή μου με εμπόδισε να την αντικρίσω με καθαρό βλέμμα. Το μικρό πίσω δωμάτιο ήταν κιόλας σκοτεινό. Η «καλή μου 77
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
μητέρα» είχε βάλει το στόμα της πλάι στ' αυτί μου καθώς μου μιλούσε και η μυρωδιά του ιδρώτα της τρύπωνε στα ρουθούνια μου. Θυμάμαι πως την είδα τότε να γελά. Μακρινές μνήμες μητρικής φροντίδας, θύμησες ενός μελαψού στήθους: οι εικόνες κάλπαζαν δυσάρεστα στον νου μου. Στις φλόγες της ταπεινής φωτιάς των αγρών υπήρχε κάτι σαν φυσική δύναμη που θαρρείς με τρόμαζε. Καθώς οι σγουρές μπούκλες της άγγιζαν το μάγουλό μου, παρατήρησα μια λιβελλούλα που ακουμπούσε τα φτερά της στην πέτρινη χορταριασμένη στέρνα της σκοτεινής αυλής. Ο απογευματινός ουρανός καθρεφτιζόταν στην επιφάνεια της υδάτινης κηλίδας μέσα στη στέρνα, μιας κηλίδας μικρής και στρογγυλής. Δεν ακουγόταν ούτε ένας ήχος: τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, ο ναός του Ροκουόντζι έμοιαζε έρημος. Τελικά, μπόρεσα να κοιτάξω κατευθείαν το πρόσωπό της. Ένα χαμόγελο παιχνίδιζε στην άκρια των γυαλιστερών χειλιών της και τα χρυσά της δόντια έλαμπαν. «Ναι», αποκρίθηκα με ένα έντονο τραύλισμα, «αλλά, απ' ό,τι ξέρω, θα με επιστρατεύσουν και θα σκοτωθώ στη μάχη». «Τι ανόητος που είσαι!», αποκρίθηκε εκείνη. «Αν αρχίσουν να παίρνουν στον στρατό τραυλούς σαν εσένα, θα έρθει σύντομα το τέλος της Ιαπωνίας!» Βρισκόμουν σε υπερένταση και συγχρόνως τη μισούσα. Ωστόσο, οι λέξεις που τραύλιζα ήταν καθαρή υπεκφυγή. «Ο Χρυσός Ναός θα καταστραφεί από τη φ(οτιά σε μια αεροπορική επιδρομή», είπα. «Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, είπε τ] Μτιτέρα, «δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα μιας αεροπορικής επιδρομής στο Κιότο. Οι Αμερικανοί ούτε που θα ζυγ(ό(τουν». Δεν έδωσα απάντηση. Σκοτεινιασμένη, η οιυλή είχε πάρει το χρώμα του βυθού τής θάλασσας. Οι πέτρες βούλιαζαν στην 78
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
καταχνιά και θα 'λεγε κανείς βλέποντας το σχήμα τους ότι είχε αρχίσει μεταξύ τους μια άγρια πάλη. Αδιαφορώντας για τη σιωπή μου, η Μητέρα σηκώθηκε και βάλθηκε να κοιτάζει ανέμελα την ξύλινη πόρτα του μικρού μου δωματίου. «Μήπως είναι ώρα για το βραδινό φαγητό;» ρώτησε.
Αναπολώντας τούτη τη σκηνή, συνειδητοποίησα ότι αυτή η επίσκεψή της είχε μια σημαντική επίδραση στον τρόπο σκέψης μου. Κοντολογίς, κατάλαβα με αυτή την ευκαιρία ότι η Μητέρα ζούσε σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από τον δικό μου και ότι, για πρώτη φορά τότε, ο τρόπος της σκέι^ης της άρχιζε να επιδρά πάνω μου. Εκείνη ανήκε από τη φύση της στο είδος των ανθρώπων που δεν θα ένιωθαν ούτε το παραμικρό ενδιαφέρον για την ομορφιά του Χρυσού Ναού. Αντίθετα, διέθετε ένα ρεαλιστικό αισθητήριο που μου ήταν ξένο. Είχε πει πως δεν υπήρχε κανένας φόβος αεροπορικής επιδρομής στο Κιότο και, παρ' όλα μου τα όνειρα, αυτό ήταν προφανώς αλήθεια. Αν όμως δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα βομβαρδισμού του Χρυσού Ναού, τότε θα έχανα μεμιάς τον σκοπό της ζωής μου και όλος αυτός ο κόσμος όπου είχα εγκατασταθεί θα γινόταν συντρίμμια. Από την άλλη πλευρά, με είχε συναρπάσει -όσο κι αν απεχθανόμουν αυτή την προοπτική- η φιλοδοξία που εκείνη είχε τόσο απροσδόκητα εκφράσει για εμένα. Ο Πατέρας δεν είχε πει ποτέ λέξη σχετικά με αυτό. Ίσως όμως να έτρεφε κι αυτός κατάβαθα την ίδια φιλοδοξία στέλνοντάς με στον ναό. Ο Πατέρας Ντόζεν ήταν άγαμος. Αν υπέθετα ότι όφειλε κι εκείνος την τωρινή του θέση στις συστάσεις κάποιου προκατόχου του -που είχε στηρίξει τις ελπίδες του σε αυτόν-, θα μπορούσα κάλλιστα κι εγώ, στον βαθμό που θα αναπτύσσονταν οι ικα79
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
νότητές μου, να διαδεχθώ τον Πατέρα Ντόζεν ως Ηγούμενος του Ροκουόντζι. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Χρυσός Ναός θα γινόταν δικός μου! Οι σκέψεις μου θόλωσαν. Όταν η δεύτερη αυτή φιλοδοξία μου γινόταν ενοχλητική, γυρνούσα στο πρώτο μου όνειρο (ότι ο Χρυσός Ναός θα βομβαρδιζόταν) και, όταν αυτό το όνειρο γινόταν στάχτη από τον καθαρό ρεαλισμό της κρίσης της Μητέρας, ξαναγυρνούσα στη δεύτερη φιλοδοξία μου. Ώσπου βγήκα τελικά εξαντλημένος από τη διαρκή αυτή αμφιταλάντευση, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί στη βάση του λαιμού μου ένα πλατύ κόκκινο οίδημα. Το άφησα να θεριεύει. Το οίδημα απέκτησε γερές ρίζες και άρχισε να πιέζει το πίσω μέρος του λαιμού μου, με μια δύναμη βαριά και ζεστή. Ονειρευόμουν στον άστατο ύπνο μου ότι ένα λαγαρό χρυσαφένιο φως πλήθαινε στον σβέρκο μου, περιβάλλοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού μου με μιαν εκπληκτική άλω που απλωνόταν σταδιακά. Όταν όμως άνοιγα τα μάτια, αποδεικνυόταν ότι επρόκειτο απλώς για τον πόνο που μου δημιουργούσε το μολυσματικό εκείνο πρήξιμο. Τελικά, μου ανέβηκε πυρετός και αναγκάστηκα να πέσω στο κρεβάτι. Ο Ηγούμενος με έστειλε σε έναν χειρούργο. Αυτός, φορώντας την εθνική μας στολή με τις γκέτες, διέγνωσε το οίδημα αποκαλώντας το απλά «δοθιήνα». Επειδή δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει οινόπνευμα, απολύμανε το νυστέρι του κρατώντας το πάνω από μια φλόγα και το ακούμπησε στη συνέχεια στον σβέρκο μου. Έβγαλα ένα βογκητό. Ο ζεστός και ενοχλητικός εκείνος κόσμος έσπασε στη βάση του κεφαλιού μου, ώσπου τον ένιωσα να συρρικνώνεται και τελικά να καταρρέει.
8ο
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Ο πόλεμος τελείωσε. Ακούγοντας στο εργοστάσιο το Αυτοκρατορικό Διάγγελμα που ανήγγελλε την παύση των εχθροπραξιών, όλες μου οι σκέ'ψεις στράφηκαν στον Χρυσό Ναό. Αμέσως μόλις γύρισα, έσπευσα -όπως άλλωστε ήταν φυσικό- να βρεθώ μπροστά του. Στο μονοπάτι που διέσχιζαν οι επισκέπτες για να πάνε εκεί, τα χαλίκια ιρήνονταν κάτω από τον ήλιο του κατακαλόκαιρου και κολλούσαν αδιάκοπα στις τραχιές σόλες των αθλητικών μου παπουτσιών. Όταν ακούστηκε το Διάγγελμα στο Τόκιο, όλος ο κόσμος πήγε σίγουρα να σταθεί μπροστά στο Ανάκτορο του Αυτοκράτορα. Πανστρατιές ανθρώπων κατευθύνονταν δακρυσμένοι μπροστά στις πύλες του ακατοίκητου Ανακτόρου του Κιότο. Το Κιότο είναι γεμάτο παρεκκλήσια και ναούς, όπου το πλήθος μπορεί να πάει να κλάψει σε παρόμοιες περιπτώσεις. Οι ιερείς έκαναν σίγουρα εκείνες τις ημέρες χρυσές δουλειές. Παρά τον πρωτεύοντα όμως ρόλο του Χρυσού Ναού, κανείς δεν ήρθε να τον επισκεφτεί τη συγκεκριμένη εκείνη μέρα. Κοντολογίς, μονάχα η σκιά μου περιφερόταν στα καυτά χαλίκια. Για να περιγρά^ψω αντικειμενικά την όλη εικόνα, πρέπει να πω ότι εγώ στεκόμουν από τη μια πλευρά και ο Χρυσός Ναός από την άλλη. Και από τη στιγμή που στύλωσα το βλέμμα μου στον ναό, εκείνη την ημέρα, μπόρεσα να αισθανθώ ότι κάτι είχε αλλάξει στη σχέση «μας». Όταν συνέβαιναν τέτοια πλήγματα ήττας ή εθνικής δυστυχίας, ο Χρυσός Ναός βρισκόταν στο στοιχείο του. Εκείνες τις φορές, γινόταν υπερβατικός ή, τουλάχιστον, διατεινόταν ότι γίνεται. Γιατί, μέχρι σήμερα, ο Χρυσός Ναός δεν είχε γίνει ποτέ κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα. Δίχως άλλο, το γεγονός ότι τελικά γλίτωσε από τον εμπρησμό μιας αεροπορικής επιδρομής και βρισκόταν τώρα εκτός κινδύνου είχε χρησιμεύσει για την αποκατάσταση της προηγούμενης έκφρασής του, μιας έκφρασης που έλεγε: «Εί8ι 6"
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
μαι εδώ από χρόνους πανάρχαιους και θα μείνω εδώ για πάντα». Στεκόταν εκεί σε απόλυτη σιγή, σαν κομψό αλλά άχρηστο μέρος μιας επίπλωσης. Το πανάρχαιο φύλλο χρυσού στο εσωτερικό του ήταν τέλεια προστατευμένο από το βερνίκι του καλοκαιριάτικου ήλιου, επένδυση, θαρρείς, των εξωτερικών τοίχων. Μια μεγάλη και αδειανή επίδειξη ραφιών, τοποθετημένη μπροστά στο καταπράσινο δάσος. Τι λογής διακοσμητικά αντικείμενα θα μπορούσε άραγε κανείς να βάλει σε τέτοια ράφια; Τίποτε δεν θα ταίριαζε στα μέτρα τους, εκτός από κάτι σαν μεγάλο θυμιατήρι ή ένα κενό κολοσσιαίων διαστάσεων... Ωστόσο, ο Χρυσός Ναός είχε χάσει εντελώς τέτοιου είδους πράγματα. Η ουσία του είχε ξαφνικά ξεπλυθεί, επιδεικνύοντας τώρα μια μορφή παράξενα άδεια. Και το πιο παράξενο από όλα ήταν πως το Περίπτερο, που τόσες φορές με είχε θαμπώσει με την ομορφιά του, μου φαινόταν εκείνη τη στιγμή ωραιότερο παρά ποτέ. Ποτέ δεν είχε αναδείξει τέτοιαν ομορφιά - ένα κάλλος που ξεπερνούσε κάθε εικόνα μέσα μου, ναι, που ξεπερνούσε ολόκληρο τον κόσμο της πραγματικότητας, απαράμιλλο, αέναο! Ποτέ μέχρι τότε η ομορφιά του δεν είχε λάμψει τόσο αποδιώχνοντας κάθε λογής νοήματα. Δεν αποτελεί υπερβολή ο ισχυρισμός μου πως, κοιτάζοντας τον ναό, τα πόδια μου έτρεμαν και το μέτωπό μου σκεπαζόταν με στάλες ιδρώτα. Όταν, σε μια προηγούμενη ευκαιρία, επέστρεψα στο χωριό αφού είχα δει τον ναό, τα διάφορα τμήματα και η όλη δομή του αντήχησαν στ' αυτιά μου σαν μουσική αρμονία. Αυτό που άκουγα εκείνη τη στιγμή ήταν μια βαθιά, απόλυτη σιγή. Τίποτε δεν συνέβαινε, τίποτε δεν είχε αλλάξει. Ο Χρυσός Ναός ορθωνόταν μπροστά μου, ίδιος πύργος, τρομακτική παύση σε μια μουσική σύνθεση, σωστός αντίλαλος σιωπής. 82
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Ο δεσμός ανάμεσα στον Χρυσό Ναό και σε μένα έσπασε», σκέφτηκα. «Το όραμα μου ότι εκείνος κι εγώ ζούμε στον ίδιο κόσμο έχει πια καταρρεύσει. Τώρα, πρέπει να γυρίσω στην προηγούμενη κατάσταση μου, πιο άδειος από ελπίδες παρά ποτέ. Εγώ στέκομαι στη μια πλευρά και η ομορφιά στην άλλη. Τίποτε δεν θα καλυτερέ\|)ει όσο υπάρχει ο κόσμος». Η εθνική ήττα στάθηκε για μένα κάτι σαν εμπειρία απελπισίας. Ακόμη και τώρα, μπορώ να δω μπροστά μου το καλοκαιριάτικο φως της ημέρας της ήττας, ίδιο με φλόγα: 15 Αυγούστου. Ο κόσμος έλεγε ότι οι αξίες είχαν ξεφτίσει. Αντίθετα, μέσα μου, η αιωνιότητα είχε ξυπνήσει, είχε αναστηθεί διεκδικώντας τα δικαιώματά της. Η αιωνιότητα που μου έλεγε ότι ο Χρυσός Ναός θα υπήρχε εκεί για πάντα. Αυτή είχε κατέβει από τον ουρανό, κολλούσε τώρα πάνω στα μάγουλα, στα χέρια και στα στομάχια μας, και τελικά μας έθαβε. Τι κατάρα! Ναι, μπορούσα να την ακούσω στα τερετίσματα των τζιτζικιών που αντηχούσαν στους γύρω λόφους.. Ίδια κατάρα πάνω από το κεφάλι μου, φιμώνοντάς με μ' ένα χρυσό έμπλαστρο. Στη διάρκεια της απαγγελίας των σούτρα, εκείνο το βράδυ, -ψάλλαμε πριν πάμε για ύπνο μακρόσυρτες προσευχές για τη γαλήνη της Αυτού Μεγαλειότητας του Αυτοκράτορα, όπως και για την παρηγοριά των -ψυχών εκείνων που είχαν χάσει τη ζωή τους στον πόλεμο. Από την αρχή του πολέμου, αποτελούσε συνήθεια στα διάφορα δόγματα να φοράμε απλά ενδύματα. Παρ' όλα αυτά, το συγκεκριμένο εκείνο βράδυ, ο Ηγούμενος φορούσε το άλικο ράσο του, φυλαγμένο για χρόνια στο σεντούκι. Το παχουλό και άψογο πρόσωπό του -από όπου λες κι είχαν σβήσει όλες οι ρυτίδες- είχε το ροδοκόκκινο χρώμα της καλής υγείας και ξεχείλιζε από ικανοποίηση. Το δροσερό θρόισμα των αμφίων του αντηχούσε στον ναό μέσα στη ζεστή νύχτα. 83
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Αφού απαγγέλθηκαν οι σούτρα, μας κάλεσαν όλους να παρακολουθήσουμε μια διάλεξη στο δωμάτιο του Ηγούμενου. Το κατηχητικό πρόβλημα Ζεν που είχε επιλεγεί ήταν το «Ο Νάνσεν Σκοτώνει μια Γάτα» από τον Δέκατο Τέταρτο Κανόνα του Μονμονκάν. Το «Ο Νάνσεν Σκοτώνει μια Γάτα (που εμφανίζεται επίσης στον Εξηκοστό Τρίτο Κανόνα του Χεκιγκανρόκον με τίτλο «Ο Νάνσεν Σκοτώνει ένα Γατάκι» και στον Εξηκοστό Τέταρτο Κανόνα με τίτλο «Ο Τζόσου Φορά ένα Ζευγάρι Σανδάλια στο Κεφάλι του») εθεωρείτο από πανάρχαιους χρόνους ως το δυσκολότερο από τα προβλήματα Ζεν. Στην περίοδο Τανγκ, έζησε ο περίφημος ιερέας Σ' αν, ονόματι Που Γιουάν, που κατοικούσε στο όρος Ναν Σ' ουάν και ονομάστηκε Ναν Σ' ουάν (Νάνσεν, όπως το διαβάζουν οι Ιάπωνες) από το όνομα του βουνού. Κάποια μέρα, όταν όλοι οι μοναχοί είχαν πάει να κόψουν τη χλόη, ένα μικρό γατάκι εμφανίστηκε στον ειρηνικό ναό του βουνού. Όλοι ένιωσαν περιέργεια για το ζωάκι. Το κυνήγησαν και το έπιασαν. Αυτό όμως αποτέλεσε αντικείμενο διαφωνίας ανάμεσα στην Ανατολική και στη Δυτική Αίθουσα του Ναού. Οι δυο ομάδες τσακώθηκαν ποια θα το έπαιρνε για κατοικίδιο ζώο. Ο Πατέρας Νάνσεν, που τα έβλεπε όλα αυτά, το έπιασε αμέσως από το σβέρκο, έβαλε δίπλα το δρεπάνι του και είπε: «Αν κάποιος από σας μπορεί να πει μια λέξη, αυτό το γατάκι θα σωθεί. Αν όμως κανείς δεν μπορέσει, τότε το ζώο θα θανατωθεί». Κανείς δεν στάθηκε ικανός να απαντήσει. Κι έτσι, ο Πατέρας Νάνσεν σκότωσε το γατάκι και το πέταξε. Το απόβραδο, ο Τζόσου, ο επικεφαλής των μαθητών, γύρισε στον ναό. Ο Πατέρας Νάνσεν του εξιστόρησε τα συμβάντα και ζήτησε τη γνώμη του. Ο Τζόσου έβγαλε τότε τα παπούτσια του, τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του και βγήκε από την αίθουσα. Μεμιάς, ο Πατέρας Νάνσεν θρήνησε πικρά λέγοντας: 84
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Αν ήσασταν σήμερα εδώ, η ζωή της μικρής γάτας θα είχε σωθεί». Έτσι σκιαγραφείται η ιστορία. Το εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο ο Τζόσου έβαλε τα παπούτσια του πάνω στο κεφάλι του, παρουσίαζε κατά κοινή ομολογία ένα δύσκολο πρόβλημα. Κι όμως, σύμφωνα με τη διάλεξη του Ηγούμενου, δεν ήταν διόλου δύσκολο. Ο λόγος για τον οποίο ο Πατέρας Νάνσεν είχε σκοτώσει το γατάκι ήταν η αφαίρεση της ψευδαίσθησης του «εγώ» και το ξερίζωμα όλων των άτοπων σκέψεων και φαντασιώσεων. Βάζοντας σε εφαρμογή την απάθειά του, έκοψε το κεφάλι της γάτας καταργώντας με αυτόν τον τρόπο κάθε αντίφαση, αντιπαράθεση και διαφωνία ανάμεσα στο «εγώ» και στους άλλους. Αυτό ήταν γνωστό ως Φονικό Ξίφος, ενώ η πράξη του Τζόσου ως Ζωογόνο Ξίφος. Εκπληρώνοντας μια πράξη τόσο μεγαλόψυχη, όσο η τοποθέτηση ακάθαρτων και περιφρονημένων αντικειμένων, όπως τα παπούτσια, πάνω στο κεφάλι του, είχε δώσει μια πρακτική απόδειξη της οδού του Μποντισάτβα. Αφού εξήγησε το πρόβλημα κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Ηγούμενος τελείωσε τη διάλεξή του δίχως να θίξει το θέμα της ήττας της Ιαπωνίας. Νιώσαμε σαν να μας είχε μαγέψει μια αλεπού. Δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα γιατί το ιδιαίτερο τούτο πρόβλημα Ζεν είχε επιλεγεί την ημέρα της ήττας της χώρας μας. Καθώς περπατούσαμε κατά μήκος του διαδρόμου γυρνώντας στα δωμάτιά μας, εξέφρασα στον Τσουρουκάουα τις αμφιβολίες μου. Ήταν κι αυτός παραξενεμένος και κούνησε το κεφάλι του. «Δεν καταλαβαίνω», είπε. «Δεν νομίζω πως θα μπορούσε να καταλάβει κάποιος που δεν έζησε τη ζωή του ιερέα. Πιστεύω όμως ότι το κεντρικό θέμα της αποψινής διάλεξης ήταν ότι, την ημέρα της ήττας μας, δεν έπρεπε να πει ούτε μια λέξη 85
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
σχετικά με αυτή και ένιωσε αναγκασμένος να μιλήσει για τον φόνο της μικρής γάτας». Μολονότι δεν αισθανόμουν μέσα μου την παραμικρή δυστυχία επειδή είχαμε νικηθεί στον πόλεμο, η όψη του Ηγούμενου που ξεχείλιζε από αγαλλίαση με είχε κάνει να νιώσω άβολα. Αυτό που συνήθως διαφυλάσσει την τάξη σε έναν ναό είναι ο σεβασμός για τον Ηγούμενό του. Την προηγούμενη χρονιά, όταν με είχε πλέον αναλάβει τούτος ο ναός, δεν είχα κατορθώσει να νιώσω αγάπη ή εκτίμηση για τον Ηγούμενό μας. Αυτό καθαυτό το γεγονός δεν είχε σημασία. Αφότου όμως η Μητέρα είχε ανάψει μέσα μου τη φλόγα της φιλοδοξίας, είχα αρχίσει να τον βλέπω με το κριτικό πνεύμα ενός δεκαεπτάχρονου αγοριού. Ο Ηγούμενος ήταν ακριβοδίκαιος και ανιδιοτελής. Άλλωστε, επρόκειτο για μια δικαιοσύνη και μια ανιδιοτέλεια που εύκολα φανταζόμουν πως θα επιδείκνυα κι εγώ ο ίδιος αν έπαιρνα κάποτε τη θέση του. Έλειπε όμως από αυτόν τον άνθρωπο η αίσθηση του χιούμορ, συνηθισμένο χαρακτηριστικό 1 νός ιερέα Ζεν. Ήταν αξιοπερίεργο, μια και το χιούμορ είναι συνυφασμένο με τα εύσωμα άτομα όπως αυτός. Είχα ακούσει ότι ο Ηγούμενός μας είχε γλεντήσει όσο γινόταν περισσότερο με γυναίκες. Όταν τον φανταζόμουν να επιδίδεται σε τέτοιας λογής ηδονές, αυτή η σκέψη με διασκέδαζε, παρότι με έκανε παράλληλα να νιώθω και κάποια αμηχανία. Πώς θα αισθανόταν άραγε μια γυναίκα όταν την αγκάλιαζε ένα κορμί σαν ροδαλή μαρμελάδα από κουκιά; Προφανώς, σαν η μαλακή και ροδαλή αυτή σάρκα, που απλωνόταν ως τα πέρατα του κόσμου, να ήταν ένα σάρκινο μνήμα που έθαβε τη γυναίκα μέσα του. Με παραξένευε το γεγονός ότι ένας ιερέας Ζεν έπρεπε να έχει σάρκα. Ότι ο Ηγούμενος είχε τόσο γλεντήσει με γυναίκες, 86
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σήμαινε ίσως πως επιθυμούσε να περιγελάσει τη σάρκα διώχνοντάς την από πάνω του. Κι όμως, αν ήταν έτσι, φαινόταν παράξενο πώς η τόσο περιφρονημένη αυτή σάρκα είχε προφανώς σιτιστεί με τόσο φαγητό, τυλίγοντας το πνεύμα του με ένα εξαιρετικά λείο περίβλημα. Σάρκα πειθήνια και ταπεινή σαν τέλεια δαμασμένο κατοικίδιο ζώο. Σάρκα που έκανε για το πνεύμα του Ηγούμενου χρέη παλλακίδας.
Οφείλω να αναφέρω τι σήμαινε για μένα με πραγματικούς όρους η ήττα. Όχι, δεν ήταν απελευθέρωση. Με κανέναν τρόπο. Δεν ήταν παρά μια επιστροφή στην αναλλοίωτη, αιώνια βουδιστική ρουτίνα που εισχωρούσε στην καθημερινή μας ζωή. Από την ημέρα της Παράδοσης, η ρουτίνα είχε εγκατασταθεί και πάλι σταθερά στη ζωή μας και συνεχιζόταν αμετάβλητη: «άνοιγμα των κανόνων», πρωινό καθήκον, συνεδρία του χυλού, διαλογισμός, «γιατρικό» ή βραδινό γεύμα, λουτρό, «άνοιγμα του μαξιλαριού». Ο Ηγούμενος είχε απαγορεύσει στον ναό τη χρήση του ρυζιού που αγοραζόταν στη μαύρη αγορά. Σαν αποτέλεσμα, το μοναδικό ρύζι που βρίσκαμε εμείς οι νεοφώτιστοι να επιπλέει στις άθλιες κούπες με τον χυλό ήταν εκείνο που μας πρόσφεραν οι ενορίτες, ή οι τόσο ισχνές ποσότητες που ο διάκονος αγόραζε στη μαύρη αγορά. Αυτός εξαιρείτο από την απαγόρευση, με τη δικαιολογία ότι εμείς οι νεοφώτιστοι βρισκόμασταν στο άνθος της ανάπτυξής μας και χρειαζόμασταν φαγητό. Άλλο βέβαια αν διατεινόταν πάντοτε ότι αυτό το ρύζι αποτελούσε μέρος των δωρεών προς τον ναό. Πολλές φορές, βγαίναμε έξω και αγοράζαμε γλυκοπατάτες. Γιατί δεν αποτελείτο από χυλό μόνο το πρόγευμα. Τόσο το μεσημεριανό όσο και το βραδινό μας φαγητό είχε ως μόνα συστατικά το κουρκούτι και τις γλυκοπατάτες, κάτι που μας έκανε να νιώθουμε συνεχή πείνα. 87
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Ο Τσουρουκάουα ζητούσε από τους γονείς του γλυκά και αυτοί του έστελναν συχνά δέματα από το Τόκιο. Αργά τη νύχτα, έφερνε τις γλυκές αυτές προμήθειες στο δωμάτιό μου για να τις μοιραστεί μαζί μου. Πότε πότε, αστραπές φώτιζαν τον σκοτεινό ουρανό. Ρώτησα τον Τσουρουκάουα για ποιον λόγο έμενε εδώ, εφόσον είχε τόσο εύπορους και στοργικούς γονείς. «Είναι για μένα ένα είδος ασκητισμού», μου εξήγησε. «Έτσι κι αλλιώς, όταν θα έρθει εκείνη η ώρα, θα κληρονομήσω τον ναό του Πατέρα». Ο Τσουρουκάουα έδειχνε εντελώς ανενόχλητος από όλα. Ήταν απόλυτα προσαρμοσμένος στον ρυθμό της ζωής του, όπως τα ξυλαράκια για το ρύζι στο κουτί τους. Ξανοίχτηκα στη συζήτηση, λέγοντάς του ότι ίσως και να ανάτελλε για τη χώρα μας μια καινούργια εποχή, για την οποία ήμασταν όλοι εντελώς ανύποπτοι. Θυμήθηκα την ιστορία που είχα ακούσει κάποιον να διηγείται στο σχολείο, μερικές μέρες μετά την Παράδοση. Επρόκειτο για έναν αξιωματικό, επικεφαλής ενός εργοστασίου που, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, γέμισε ένα καμιόνι με τρόφιμα και το πήγε στο σπίτι του, εξηγώντας την πράξη του εντελώς απροκάλυπτα: «Από τώρα και στο εξής, θα καταπιάνομαι με δουλειές της μαύρης αγοράς». Φαντάστηκα τον τολμηρό και σκληρό εκείνον αξιωματικό, με το διαπεραστικό μάτι, να στέκεται εκεί έτοιμος να ακολουθήσει τον δρόμο του κακού. Το μονοπάτι όπου ετοιμαζόταν να διαβεί ολοταχώς, με τις γαλότσες του στα πόδια, αποκάλυπτε τη συγκεκριμένη ποιότητα του θανάτου στο μέτωπο της μάχης. Υπήρχε ένα είδος σύγχυσης που μου θύμιζε τις πορφυρές λάμψεις της αυγής. Καθώς θα ξεκινούσε, το άσπρο μεταξωτό φουλάρι θα ανέμιζε στο στήθος του, ενώ τα μάγουλά του θα εξετίθεντο στον κρύο άνεμο της νύχτας που, αργοπορημένος, θα
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
δρόσιζε τις πρώτες ώρες της αυγής. Η πλάτη του θα έγερνε από το βάρος των κλεμμένων αγαθών: θα έφθειρε τον εαυτό του με εκπληκτική ταχύτητα. Ωστόσο, έφτανε από μακριά στα αυτιά μας ο αμυδρός ήχος της καμπάνας των ατασθαλιών, που χτυπούσε στο πυργωτό κωδωνοστάσιο. Βρισκόμουν μακριά από όλα αυτά. Δεν είχα χρήματα, δεν ήμουν ελεύθερος ούτε χειραφετημένος. Ήταν όμως βέβαιο πως, στη σκέψη του δεκαεπτάχρονου αγοριού που ήμουν, η φράση «μια καινούργια εποχή» έκλεινε μέσα της τη σταθερή μου απόφαση να κάνω κάτι, έστω κι αν αυτό δεν είχε πάρει ακόμη συγκεκριμένη μορφή. «Αν οι άνθρωποι αυτού του κόσμου», σκέφτηκα, «αποζητούν το κακό στη ζωή και στις πράξεις τους, τότε θα βυθιστώ κι εγώ όσο γίνεται βαθύτερα στον εσώτερο κόσμο της κακίας». Παρ' όλα αυτά, ο τύπος του κακού που έβλεπα αρχικά για τον εαυτό μου δεν προχωρούσε μακρύτερα από το στάδιο του σχεδίου: να κερδίσω την εύνοια του Ηγούμενου με τις πονηριές μου, ή να κατακτήσω τον Χρυσό Ναό. Ή ακόμη, δεν ξεπερνούσε κάποιο παράλογο όνειρο, πώς να δηλητηριάσω, λόγου χάρη, τον Ηγούμενο για να πάρω τη θέση του. Αυτά τα σχέδια με έκαναν να αισθανθώ πιο άνετα, από τη στιγμή που σιγουρεύτηκα ότι ο Τσουρουκάουα δεν είχε την ίδια φιλοδοξία. «Δεν έχεις έγνοιες και ελπίδες όσον αφορά το μέλλον;» τον ρώτησα. «Όχι, καμία», μου αποκρίθηκε. «Σε τι θα με ωφελούσε αν είχα;» Δεν υπήρχε ίχνος μελαγχολίας στην απάντησή του, ούτε είχε μιλήσει στην τύχη. Μόλις τότε, μια λάμ-ψη φώτισε τα στενά και λίγο λοξά του φρύδια, τα μόνα λεπτά από τα χαρακτηριστικά του. Ο Τσουρουκάουα άφηνε προφανώς τον κουρέα να ξυρίζει το πάνω και το κάτω μέρος των φρυδιών του. Σαν α89
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
ποτέλεσμα, αυτά, ήδη στενά από τη φύση τους, στένευαν ακόμη περισσότερο, και μπορούσε να δει κανείς μια γαλαζωπή σκιά στις άκριες από όπου είχε περάσει το ξυράφι. Βλέποντας την ανάλαφρη αυτή σκιά, κυριεύτηκα ξαφνικά από ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Καθισμένο απέναντι μου, το νεαρό αγόρι καιγόταν στην έσχατη και πιο άδολη άκρια της ζωής. Ο Τσουρουκάουα ήταν διαφορετικός από μένα. Από τη στιγμή που καιγόταν, το μέλλον του είχε σφραγιστεί. Το φιτίλι αυτού του μέλλοντος επέπλεε σε ένα λάδι δροσερό και διάφανο. Ποιος είναι υποχρεωμένος σε αυτόν τον κόσμο να προβλέψει την αθωότητα και την αγνότητά του; Κι αυτό, βεβαίως, εφόσον παραμένει αθωότητα και αγνότητα στο μέλλον του. Το ίδιο βράδυ, όταν εκείνος είχε πια γυρίσει στο δωμάτιό του, στάθηκε αδύνατον να κοιμηθώ λόγω της πνιγηρής ζέστης των στερνών ημερών του καλοκαιριού. Εκτός από τη θερμοκρασία, η απόφασή μου να αντισταθώ στη συνήθεια του αυνανισμού μου αφαιρούσε κάθε διάθεση για ύπνο... Πολλές φορές, τύχαινε να λερώνω τα σεντόνια στη διάρκεια του ύπνου μου. Αυτό δεν είχε να κάνει με κάποια σεξουαλική εικόνα. Για παράδειγμα, ένας μαύρος σκύλος μπορούσε να κατηφορίζει τρέχοντας έναν σκοτεινό δρόμο: έβλεπα τη λαχανιασμένη του ανάσα σαν δέσμη από φλόγες που έβγαιναν από το στόμα του και η διέγερσή μου αυξανόταν με τον ήχο του μικρού κουδουνιού που κρεμόταν από τον λαιμό του. Ύστερα, όταν το κουδούνι χτυπούσε στη μεγαλύτερη ένταση του ήχου, εκσπερμάτιζα. Ενώ αυνανιζόμουν, ο νους μου ήταν γεμάτος δαιμονικές εικόνες. Μπορούσα να βλέπω τα στήθια της Ουίκο, κι ύστερα τους μηρούς της. Στο μεταξύ, εγώ μεταμορφωνόμουν σε έντομο, ασύγκριτα μικρό και αποτρόπαιο. ...Πεταγόμουν από το κρεβάτι μου και εγκατέλειπα κρυφά 9ο
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
το κτήριο, από την πίσω πόρτα της μικρής βιβλιοθήκης. Πίσω από το Ροκουόντζι και ανατολικά του Γιουκατέι, ορθωνόταν το βουνό Φουντοζάν. Ήταν πυκνοφυτεμένο με κόκκινα πεύκα και, ανάμεσα στους κορμούς τους, φύτρωνε ένα αξεδιάλυτο πλέγμα από μικροσκοπικά μπαμπού, ανάκατα με άνθια ά&υίζΪΆ, αζαλέες και άλλα φυτά. Αυτό το βουνό μου ήταν τόσο γνώριμο, που μπορούσα να το ανέβω ακόμη και τη νύχτα χωρίς να σκοντάιρω. Από τη μια κορυφή του, έβλεπε κανείς το πάνω και το κεντρικό μέρος του Κιότο και, μακριά, τα βουνά Εϊζάν και Νταϊμοντζιγιάμα. Σκαρφάλωσα στην πλαγιά του. Σκαρφάλωσα ακούγοντας το τραγούδι των πουλιών που φτεροκοπούσαν τρομαγμένα. Δεν κοίταζα πλάι, φροντίζοντας παράλληλα να αποφεύγω τους κορμούς των δέντρων. Σκαρφαλώνοντας χωρίς ούτε μια σκέψη να σκιάζει τον νου μου, ένιωθα πως είχα ξαφνικά γιατρευτεί. Όταν έφτασα στην κορφή, ένας κρύος νυχτερινός αέρας φύσηξε πάνω στο κάθιδρο σώμα μου. Έμεινα κατάπληκτος από τη θέα που ανοιγόταν μπροστά μου. Ύστερα από πολύ καιρό, η συσκότιση είχε καταργηθεί και μια θάλασσα από φώτα απλωνόταν τώρα μακριά. Εντυπωσιάστηκα σαν να επρόκειτο για θαύμα: πρώτη φορά ανέβαινα εδώ τη νύχτα μετά το τέλος του πολέμου. Τα φώτα λες και σχημάτιζαν ένα στερεό σώμα. Ήταν σκορπισμένα σε ολόκληρη την επίπεδη επιφάνεια και ήταν αδύνατον να καταλάβω αν βρίσκονταν κοντά ή μακριά μου. Αυτό που ορθωνόταν μπροστά μου μες στο σκοτάδι ήταν μια πελώρια διάφανη δομή που αποτελείτο εξ ολοκλήρου από φώτα. Φαίνονταν να απλώνονται στον φτερωτό της πύργο, όπου φύτρωναν κέρατα με περίπλοκα σχήματα. Αυτή, μάλιστα - ήταν πολιτεία! Μονάχα το δάσος γύρω από το Ανάκτορο του Αυτοκράτορα δεν φωτιζόταν, δίνοντας την όψη ενός πελώριου 91
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
μαύρου σπηλαίου. Εδώ κι εκεί, προς την κατεύθυνση του όρους Χιέι, μια αστραπή αυλάκωνε τον σκοτεινό ουρανό. «Αυτός», σκεφτόμουν, «είναι ο κόσμος των ανθρώπων. Τώρα που ο πόλεμος έχει τελειώσει, παραδίδονται κάτω από αυτό το φως σε κακές σκέψεις. Κάτω από αυτό το φως, αναρίθμητα ζευγάρια κοιτάζουν ο ένας τον άλλο και στα ρουθούνια τους μπαίνει η μυρωδιά της πράξης που μοιάζει με θάνατο, ασκώντας πίεση κατευθείαν πάνω τους. Η σκέψη ότι τα αμέτρητα τούτα φώτα σφραγίζονται από τη χροιά της απαγόρευσης, κάνει την καρδιά μου να αναγαλλιάζει. Αφήστε, σας παρακαλώ, το κακό που βρίσκεται στην καρδιά μου να μεγαλώνει και να πληθαίνει ολοένα, έτσι που το απέραντο εκείνο φως που απλώνεται μπροστά στα μάτια μου να αντιστοιχεί σε κάθε άλλο φως! Αφήστε το σκοτάδι της καρδιάς μου, που κλείνει μέσα του αυτό το κακό, να γίνει ένα με τη σκοτεινή νύχτα και τα αμέτρητα τούτα φώτα!»
Στον Χρυσό Ναό έρχονταν όλο και περισσότεροι επισκέπτες. Για να αντισταθμίσει τον πληθωρισμό, ο Ηγούμενος έκανε αίτηση στον δήμο, που του επέτρεψε να αυξήσει το δικαίωμα εισόδου. Οι σκόρπιοι επισκέπτες που είχα δει μέχρι τώρα ήταν ταπεινοί άνθρωποι του λαού με στολές, ρούχα της δουλειάς ή φαρδιά παντελόνια της εποχής του πολέμου. Τώρα όμως που έφταναν εδώ τα στρατεύματα Κατοχής, σύντομα άρχισαν να ανθούν γύρω από τον Χρυσό Ναό τα αδιάντροπα ήθη των ανθρώπων. Δεν ήταν όμως όλες οι αλλαγές προς το χειρότερο. Γιατί είχε αναβιώσει και η συνήθεια των τελετών του τσαγιού και πολλές επισκέπτριες έρχονταν τώρα στον Ναό με χαρούμενα χρωματιστά ρούχα, που τα είχαν κρύψει στα χρόνια του 92
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πολέμου. Εμείς οι ιερείς, με τα σκουρόχρωμα άμφιά μας, ερχόμασταν σε πλήρη αντίθεση μαζί τους. Λες και είχαμε ύφος κληρικών οπερέτας, ή ήμασταν οι κάτοικοι μιας περιοχής που φρόντιζαν να διαφυλάξουν κάποια παράξενα παλιά έθιμα για το χατίρι μερικών τουριστών που έρχονταν ειδικά γι' αυτό... Οι Αμερικανοί στρατιώτες εντυπωσιάζονταν ιδιαίτερα: συνήθιζαν να τραβούν άκομψα τα μανίκια μας και να μας περιγελούν κάτω από τα ίδια μας τα μάτια. Πολλές φορές, μας πρόσφεραν χρήματα προκειμένου να τους αφήνουμε να φορούν το ράσο μας για να βγάζουν αναμνηστικές φωτογραφίες. Αυτό συνέβαινε όταν μας έστελναν, τον Τσουρουκάουα κι εμένα, να μιλήσουμε τα σπασμένα μας αγγλικά με τους ξένους επισκέπτες, αντί για τους συνηθισμένους ξεναγούς που είχαν πλήρη άγνοια της αγγλικής γλώσσας. Ήταν ο πρώτος χειμώνας μετά τον πόλεμο. Το απόγευμα της Παρασκευής είχε αρχίσει να χιονίζει, πράγμα που συνεχίστηκε και το Σάββατο. Το πρωί, ενώ βρισκόμουν στο σχολείο, φρόντιζα να βρω τρόπο να γυρίσω το μεσημέρι στον Χρυσό Ναό και να τον δω χιονισμένο. Χιόνιζε μέχρι το απόγευμα. Άφησα το μονοπάτι των επισκεπτών και, αφού φόρεσα τις λαστιχένιες μου μπότες και πέρασα στους ώμους τη σχολική μου τσάντα, περπάτησα πλάι στην όχθη της λίμνης Κυόκο. Το χιόνι έπεφτε γοργά και στρωτά. Όταν ήμουν παιδί, έστρεφα πολλές φορές προς τον ουρανό το στόμα μου, διάπλατα ανοιγμένο. Έτσι έκανα και τώρα: οι νιφάδες μπλέκονταν στα δόντια μου κάνοντας έναν ελαφρό θόρυβο, σαν να τριβόταν πάνω τους ένα λεπτό αλουμινόχαρτο. Ένιωθα πως το χιόνι έμπαινε στη ζεστή κοιλότητα του στόματός μου, λιώνοντας εκεί μέσα καθώς άγγιζε την κοκκινωπή επιφάνεια της σάρκας. Εκείνη τη στιγμή, φαντάστηκα το στόμα του φοίνικα στην κορφή του Κουκυότσο. Το ζεστό και μα93
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
λακό στόμα του μυστηριώδους εκείνου χρυσαφένιου πουλιού. Το χιόνι δίνει σε όλους μας μια διάθεση νεανική. Θα ήταν άραγε πέρα για πέρα άσχετο προς την αλήθεια, αν έλεγα πως εγώ, που δεν ήμουν καν ακόμη δεκαοκτώ ετών, ένιωθα τώρα μέσα μου έναν ασυνήθιστα νεανικό ενθουσιασμό; Ο Χρυσός Ναός δέσποζε πανέμορφος, τυλιγμένος με χιόνι. Το γυμνό περίβλημα του εκτεθειμένου στα ρεύματα κτηρίου, με τις ραδινές κολόνες του να ορθώνονται η μια δίπλα στην άλλη και με το χιόνι να τρυπώνει ελεύθερα ανάμεσά τους, είχε κάτι το δροσιστικό. «Γιατί δεν τραυλίζει το χιόνι;» αναρωτήθηκα. Πολλές φορές, όταν αυτό κρεμόταν ανάμεσα στα φύλλα του γΒί8υάό, έπεφτε καταγής, σαν να τραύλιζε πράγματι. Όταν όμως ένιωθα τον εαυτό μου λουσμένο από τις νιφάδες του -καθώς αυτές κατέβαιναν μαλακά και αδιάκοπα από τον ουρανό-, ξεχνούσα τους μαιάνδρους της καρδιάς μου και ήταν σαν να γυρνούσα σε πιο απαλούς πνευματικούς ρυθμούς, λουσμένος -θαρρείςαπό τη μουσική. Χάρη στο χιόνι, ο τρισδιάστατος Χρυσός Ναός είχε γίνει στην πραγματικότητα ένα επίπεδο σχήμα χωρίς εικόνα, και δεν αποτελούσε πλέον πρόκληση σε οτιδήποτε υπήρχε εκτός από αυτόν. Τα γυμνά κλαδιά των σφενταμιών, που απλώνονταν στα αντίπερα της λίμνης, μπορούσαν μετά βίας να σηκώσουν το χιόνι και το δάσος έμοιαζε πιο γυμνό παρά ποτέ. Αυτό κρεμόταν εδώ κι εκεί, θεσπέσια στοιβαγμένο στα πεύκα. Και ακόμη, ένα παχύ στρώμα του είχε απλωθεί πάνω στην παγωμένη επιφάνεια της λίμνης. Κατά παράξενο τρόπο, υπήρχαν τόποι στη λίμνη χωρίς καθόλου χιόνι, αλλά μεγάλα άσπρα μπαλώματα σαν σύννεφα σε έναν διακοσμητικό πίνακα. Λόγω του χιονιού, ο βράχος Κυουζανχακάι και η νησίδα Αουάτζι είχαν γίνει ένα με την παγωμένη επιφάνεια της λίμνης, και τα μι94
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
κρά πεύκα που βρίσκονταν στην ανάπτυξη τους φάνταζαν σαν να είχαν ξεπηδήσει κατά τύχη μέσ' από την καταχνιά, καταμεσής μιας πεδιάδας από πάγο και χιόνι. Τρία τμήματα του Χρυσού Ναού ήταν εντυπωσιακά άσπρα: οι στέγες του Κουκυότσο και του Τσοόντο, και η μικρή στέγη του Σοζέι. Το υπόλοιπο ακατοίκητο κτήριο ήταν σκοτεινό και αναδινόταν κάποια δροσιά γύρω από το μαύρο χρώμα της περίπλοκης ξύλινης δομής που ορθωνόταν ανάγλυφη. Όπως κάποιος που κοιτάζει ένα κάστρο, μισοκρυμμένο ανάμεσα στα βουνά, σε έναν πίνακα της σχολής του Νότου, φέρνει το πρόσωπό του πιο κοντά στο καναβάτσο για να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχει κάτι ζωντανό πίσω από αυτούς τους τοίχους, έτσι και η σαγήνη του παλιού εκείνου μαύρου ξύλου μπροστά μου με έκανε να αισθανθώ την επιθυμία να ανακαλύψω αν ο ναός ήταν πράγματι ακατοίκητος. Παρ' όλα αυτά, έστω κι αν έφερνα το πρόσωπό μου πιο κοντά στον Χρυσό Ναό, έπεφτα πάνω στο κρύο μετάξι του χιονιού. Περισσότερο κοντά, δεν θα μπορούσα να πλησιάσω. Ακόμη και εκείνη την ημέρα, οι πόρτες του Κουκυότσο είχαν ανοίξει προς τον χιονισμένο ουρανό. Καθώς είχα στρέψει τα μάτια πάνω του, παρατηρούσα με κάθε λεπτομέρεια πώς στροβιλίζονταν οι νιφάδες γύρω από τον μικρό άδειο χώρο και πώς έρχονταν τότε να εναποτεθούν στο παλιό θαμπωμένο φύλλο χρυσού των τοίχων του, σχηματίζοντας μικρές κηλίδες από χρυσή δροσιά. Η επομένη ήταν Κυριακή. Το πρωί, ο γέροντας ξεναγός ήρθε να με φωνάξει. Προφανώς, ένας ξένος στρατιώτης είχε έρθει να δει τον ναό πριν από την κανονική ώρα που άνοιγαν οι πύλες του. Ο ξεναγός είχε ζητήσει με νοήματα από τον στρατιώτη να περιμένει και είχε έρθει να με φωνάξει επειδή, όπως είπε, ήξερα αγγλικά. Κατά περίεργο τρόπο, τα αγγλικά μου ή95
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
ταν καλύτερα από του Τσουρουκάουα και δεν τραύλιζα όταν τα μιλούσα. Ένα τζιπ είχε σταματήσει μπροστά στην είσοδο. Ένας Αμερικανός στρατιώτης, στουπί στο μεθύσι, στηριζόταν σε κάποια από τις κολόνες της πύλης. Όταν παρουσιάστηκα, με κοίταξε καλά καλά και γέλασε χλευαστικά. Ο μπροστινός κήπος ήταν θαμπός από την πρόσφατη χιονόπτωση. Πάνω στο θολωμένο αυτό φόντο, ο νεαρός στρατιώτης, με πρόσοοπο γεμάτο σαρκώδεις ζάρες, ξεφυσούσε προς την πλευρά μου άσπρα σύννεφα αχνού, ανάκατα με αναθυμιάσεις από ουίσκι. Ένιωσα αμήχανα, όπως κάθε φορά, προσπαθώντας να φανταστώ τι είδους αισθήματα θα κυριαρχούσαν μέσα σε κάποιον που διέφερε τόσο από μένα σε μπόι. Είχα αποκτήσει τη συνήθεια να μην πηγαίνω κόντρα στους ανθρώπους. Έτσι, συγκατατέθηκα να τον ξεναγήσω στον ναό, έστω κι αν αυτός δεν είχε ανοίξει ακόμη. Ρώτησε πόσο στοίχιζε η είσοδος και πόσο η ξενάγηση. Παραξενεύτηκα αρκετά διαπιστώνοντας ότι ο μεθυσμένος δεν έφερε καμιά αντίρρηση προκειμένου να πληρώσει. Ύστερα, κοίταξε μέσα στο τζιπ και είπε κάτι σαν: «Βγες έξω!» Επειδή τα τζάμια ήταν θολά από το χιόνι, δεν είχα μπορέσει να κοιτάξω στο σκοτεινό εσωτερικό του τζιπ. Πρόσεξα όμως τώρα ότι κάτι άσπρο κινιόταν πίσω από το παράθυρο. Μου φάνηκε σαν να 'ταν κουνέλι. Ένα πόδι μέσα σε ένα λεπτό παπούτσι με ψηλό τακούνι είχε ακουμπήσει πάνω στο σκαλοπάτι του τζιπ. Με εξέπληξε το γεγονός ότι, παρά το κρύο, ήταν ξεκάλτσωτο. Θα μπορούσα να πω, με την πρώτη ματιά, ότι το κορίτσι ήταν μια πόρνη που φρόντιζε για τη διασκέδαση των ξένων στρατιωτών: φορούσε ένα πανωφόρι στο χρώμα της φωτιάς, ενώ τα νύχια των χεριών και των ποδιών της ήταν βαμμένα με το ίδιο φλογερό 96
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
χρώμα. Καθώς το κάτω μέρος του πανωιροριού της άνοιξε, πρόσεξα πως φορούσε από μέσα ένα βρόμικο νυχτικό από πετσέτα, Το κορίτσι ήταν επίσης τύφλα στο μεθύσι και είχε βλέμμα απλανές. Ο άντρας φορούσε την καλοφροντισμένη στολή του. Αντίθετα, εκείνη είχε ρίξει ένα παλτό και ένα φουλάρι πάνω από το νυχτικό της. Προφανώς είχε βγει κατευθείαν από το κρεβάτι. Στην αντανάκλαση του χιονιού, το πρόσωπο του κοριτσιού ήταν κατάχλομο. Η άσπρη επιδερμίδα -όπου μόλις διακρινόταν ένα ίχνος χρώματος- ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το βυσσινί κοκκινάδι των χειλιών. Μόλις κατέβηκε, φταρνίστηκε. Λεπτές ρυτίδες σχηματίστηκαν στην καμάρα της μύτης της, και τα μάτια της, κουρασμένα και θολά από το μεθύσι, καρφώθηκαν για μια στιγμή μακριά. Ύστερα, λες και βυθίστηκαν σε ένα βλέμμα βαθύ και δίχως λάμψη. Τότε, φώναξε το όνομα του άντρα. «Τζακ, Τζακ! είπε. ΤΞΠ ]ίόηιάο ί5ύ Ι^οΓπάοΙ» Η φωνή του κοριτσιού λες και γλίστρησε με θλί-ψη στο χιόνι, ανακοινώνοντας πόσο κρύο έκανε. Ο άντρας δεν αποκρίθηκε. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα μία επαγγελματία του είδους της να διαθέτει κάποια ομορφιά. Όχι πως έμοιαζε με την Ουίκο. Αντίθετα, το πρόσωπό της έμοιαζε με πορτρέτο σχεδιασμένο με τη μεγαλύτερη φροντίδα, έτσι ώστε ούτε ένα από τα χαρακτηριστικά της να μη θυμίζει την Ουίκο. Η κοπέλα είχε μια δροσερή, προκλητική ομορφιά, που έμοιαζε με αντίδραση προς την ανάμνηση που είχα από την Ουίκο. Και υπήρχε κάτι σαν κολακεία στην αντίστασή της προς τον χαρακτηριστικό μου αισθησιασμό, επακόλουθο της πρώτης εμπειρίας μου όσον αφορά την ομορφιά. Είχε ένα μονάχα κοινό σημείο με την Ουίκο: ότι δεν μου έριξε ούτε μια ματιά όσο στεκόμουν εκεί. Έχοντας αφήσει τα 97
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
άμφιά μου, φορούσα ένα βρόμικο πουλόβερ και λαστιχένιες μπότες. Όλοι στον ναό είχαν βγει έξω από νωρίς και φτυάριζαν το χιόνι, χωρίς όμως να καταβάλλουν ιδιαίτερες φροντίδες για το καθάρισμα του μονοπατιού των επισκεπτών. Ακόμη και τώρα, η διέλευση μιας ολόκληρης ομάδας θα ήταν δύσκολη. Υπήρχε βέβαια αρκετός χώρος για να περάσουν λίγοι επισκέπτες, ο ένας πίσω από τον άλλο. Προχωρούσα μπροστά από τον Αμερικανό στρατιώτη και το κορίτσι. Όταν ο Αμερικανός έφτασε στη λιμνούλα και η θέα ξετυλίχτηκε μπροστά του, σήκωσε τα χέρια του βγάζοντας ένα ουρλιαχτό επευφημίας με λέξεις που δεν μπόρεσα να καταλάβω. Ύστερα, τράνταξε βίαια την κοπέλα, που έσμιξε τα φρύδια της και αρκέστηκε να επαναλάβει: «Ω, Τζακ, ί5ζΐ 1<:όΓυάοΙ» Ο Αμερικανός κάτι με ρώτησε για τα ζωηρόχρωμα κόκκινα μούρα αοΜ που φαίνονταν πίσω από τα βαρυφορτωμένα με χιόνι φύλλα. Ωστόσο, δεν μου ήρθε τίποτε άλλο στον νου εκτός από το να επαναλάβω τη λέξη «ΆΟΜ». Ίσως πίσω από το γιγάντιο αυτό κορμί να κρυβόταν ένας λυρικός ποιητής, αισθάνθηκα όμως πως στα καθάρια γαλάζια μάτια του δεν υπήρχε παρά μόνο σκληρότητα. Το δυτικό παιδικό τραγουδάκι «ΜοΐΙιοΓ Οοοδο> αναφέρεται στα μαύρα μάτια σαν σε κάτι σκληρό και πονηρό. Η ουσία είναι πως όταν οι άνθρωποι σκέφτονται τη σκληρότητα, της αποδίδουν συνήθως τον χαρακτήρα του «ξένου». Άρχισα να τους εξηγώ ό,τι αφορούσε τον Χρυσό Ναό σύμφωνα με τα καθιερωμένα στερεότυπα των ξεναγών. Ο στρατιώτης ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν είχε καμιά ευστάθεια. Με τα μουδιασμένα μου δάχτυλα, έβγαλα από την τσέπη μου το αγγλικό κείμενο για τον Χρυσό Ναό που διαβάζουν συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο Αμερικανός μου άρπαξε το βι98
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
βλίο από τα χέρια και βάλθηκε να διαβάζει με τόνο κωμικό. Διαπίστωσα πως οι εξηγήσεις μου δεν ήταν πλέον επιθυμητές. Στηρίχτηκα στο κιγκλίδωμα του Χοζούι-ιν και αγνάντεψα την ονειρικά αστραφτερή επιφάνεια της λίμνης. Δεν είχα δει άλλη φορά το εσωτερικό του Χρυσού Ναού έτσι εκτεθειμένο στο φως - αλήθεια, ήταν τόσο αστραφτερό που σε έκανε να αισθάνεσαι αμήχανα. Υψώνοντας το βλέμμα μου, αντιλήφθηκα ότι, προχωρώντας προς το Σοζέι, ο άντρας και η γυναίκα είχαν αρχίσει να λογοφέρνουν. Ο καβγάς γινόταν όλο και πιο άγριος, χωρίς βέβαια να μπορώ να πιάσω ούτε λέξη. Το κορίτσι απάντησε με τόνο σκληρό. Ήταν αδύνατον να καταλάβω κατά πόσον μιλούσε αγγλικά ή γιαπωνέζικα. Περπατούσαν τώρα και οι δυο τους πίσω προς το Χοζούι-ιν, συνεχίζοντας τον καβγά. Έδειχναν να έχουν εντελώς ξεχάσει την ύπαρξή μου. Ο Αμερικανός σήκωσε απότομα το πρόσωπό του προς τη γυναίκα, εκτοξεύοντάς της βρισιές. Εκείνη τον χαστούκισε με όλη της τη δύναμη. Ύστερα, έκανε μεταβολή και έτρεξε με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της προς την είσοδο των επισκεπτών. Μολονότι δεν καταλάβαινα τι είχε συμβεί, εγκατέλειψα κι εγώ το Περίπτερο του Χρυσού Ναού, αρχίζοντας να τρέχω πλάι στην όχθη της λίμνης. Όταν ζύγωσα την κοπέλα, ο Αμερικανός είχε κατορθώσει με δυο δρασκελιές των ψηλών ποδιών του να την πλησιάσει και να την αρπάξει από τα πέτα του κόκκινου πανωφοριού. Καθώς στεκόταν χωρίς να αφήνει την κοπέλα, ο νεαρός άντρας στύλωσε τα μάτια πάνω μου. Τα δάχτυλά του, που είχαν αδράξει το κατακόκκινο πέτο της γυναίκας, σαν να χαλάρωσαν. Αυτό το χέρι πρέπει να ήταν υπερβολικά δυνατό, γιατί όταν την άφησε, εκείνη έπεσε μαλακά πίσω στο χιόνι. Το κάτω μέρος του κόκκινου πανωφοριού της άνοιξε και οι κάτασπροι 99
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
γυμνοί της μηροί απλώθηκαν φαρδιά πλατιά στη χιονισμένη έκταση. Η κοπέλα δεν προσπάθησε καν να σταθεί στα πόδια της. Από κει που ήταν ξαπλωμένη, κοίταζε στα μάτια τον γίγαντα που δέσποζε πάνω της. Ήμουν έτοιμος να γονατίσω για να τη βοηθήσω να σηκωθεί, όταν ο Αμερικανός φώναξε, «Ε!». Γύρισα κι εκείνος στάθηκε από πάνω μου, με τα πόδια του ανοιχτά και μου έκανε νόημα με τα δάχτυλά του. Ύστερα, μου είπε στα αγγλικά, με τη φωνή του εντελώς αλλαγμένη - μια φωνή ζεστή και γλυκιά: «Πάτησέ την, αν έχεις την καλοσύνη! Προσπάθησε να την πατήσεις!» Δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε. Καθώς όμως με κοίταζε από κει πάνω, υπήρχε στα γαλάζια του μάτια κάτι το επιτακτικό. Πίσω από τους πλατείς ώμους του, μπορούσα να δω τον σκεπασμένο με χιόνι Χρυσό Ναό να λαμποκοπά κάτω από έναν ουρανό χειμωνιάτικο, σαν από μονότονο και ξεθωριασμένο γαλάζιο. Δεν υπήρχε η παραμικρή σκληρότητα στα γαλανά του μάτια. Δεν ξέρω πώς, αλλά αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή ότι αυτά ήταν ιδιαίτερα λυρικά. Το μεγάλο του χέρι κατέβηκε, με άρπαξε από τον σβέρκο και έσπρωξε τα πόδια μου. Ωστόσο, ο επιτακτικός του τόνος εξακολουθούσε να είναι ζεστός και αβρός. «Πάτησέ την!» είπε. «Πρέπει να την πατήσεις!» Ανίκανος να του αντισταθώ, σήκωσα το πόδι μου με τη μπότα. Ο Αμερικανός με χτύπησε φιλικά στον ώμο. Το πόδι μου κατέβηκε και πάτησε κάτι τόσο μαλακό όσο η ανοιξιάτικη λάσπη. Ήταν το στομάχι της γυναίκας. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και έβγαλε ένα βογκητό. «Συνέχισε να την πατάς! Συνέχισε!» έλεγε. Κατέβασα κι άλλο το πόδι μου πάνω στην κοπέλα. Η αίσθηση του ανάρμοστου που ένιωσα όταν την πάτησα για πρώ100
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τη φορά, με έκανε τώρα να σκιρτήσω από χαρά. «Αυτό είναι ένα γυναικείο στομάχι», σκέφτηκα. «Αυτό είναι το στήθος της». Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι η σάρκα κάποιου άλλου θα ανταποκρινόταν στην κίνησή μου με απόλυτη ελαστικότητα. «Φτάνει», είπε ξεκάθαρα ο Αμερικανός. Στη συνέχεια, άφησε με αβρότητα την κοπέλα να σταθεί στα πόδια της, τίναξε τη λάσπη και το χιόνι από τα ρούχα της και τη βοήθησε να ανέβει ξανά στο τζιπ. Περπατούσε μπροστά μου χωρίς να γυρίζει να με κοιτάξει. Ούτε και η κοπέλα έστρεψε, έστω και μια φορά, τα μάτια της πάνω μου. Όταν έφτασαν στο τζιπ, εκείνος την άφησε να μπει πρώτη. Τα επακόλουθα του ουίσκι έμοιαζαν να έχουν εξαλειφθεί. Ο Αμερικανός γύρισε προς την πλευρά μου και είπε με κάθε επισημότητα: «Ευχαριστώ». Θέλησε να μου δώσει χρήματα. Αρνήθηκα. Τότε, πήρε από το κάθισμα του τζιπ δυο κούτες με αμερικάνικα τσιγάρα και μου τις έβαλε βίαια στα χέρια. Με μάγουλα που έκαιγαν, στάθηκα στην είσοδο μέσα στην έντονη αντανάκλαση του χιονιού. Ξεμακραίνοντας, το τζιπ τρανταζόταν σταθερά: σήκωσε ένα σύννεφο από χιόνι και εξαφανίστηκε από τα μάτια μου. Το κορμί μου σπαρταρούσε από την έξαψη. Όταν η υπερδιέγερση που αισθανόμουν κατέπεσε, σκέφτηκα έναν τρόπο που θα μου επέτρεπε μια θαυμάσια άσκηση υποκρισίας. Στον Ηγούμενο άρεσαν τα τσιγάρα. Πόσο θα χαιρόταν με αυτό το δώρο! Παραμένοντας σε απόλυτη άγνοια. Δεν χρειαζόταν να προβώ σε εκμυστηρεύσεις γύρω από ό,τι είχε συμβεί. Είχα ενεργήσει υπό την πίεση της προσταγής και του εξαναγκασμού. Αν είχα πάει κόντρα στον Αμερικανό, ούτε κι εγώ ξέρω τι θα πάθαινα. Πήγα στο γραφείο του Ηγούμενου στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη. Ο Διάκονος, ιδιαίτερα επιδέξιος σε αυτά, του ξύριζε το κεφάλι. Περίμενα στην άκρη της βεράντας. Ο ήλιος έκαιγε έντο101
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
να. Στον κήπο, το χιόνι είχε μαζευτεί πάνω στο πεύκο με σχήμα καραβιού, λαμποκοπώντας θεσπέσια. Έμοιαζε σαν ολοκαίνουργιο διπλωμένο πανί. Ο Ηγούμενος έμεινε με κλειστά τα μάτια ώσπου να τελειώσει το ξύρισμα. Κρατούσε ένα κομμάτι χαρτί όπου έπεφταν οι τρίχες από το κεφάλι του. Το χοντροκομμένο, ζωικό περίγραμμα του κεφαλιού του αναδεικνυόταν όλο και πιο ξεκάθαρα καθώς ο Διάκονος συνέχιζε το ξύρισμα. Όταν τελείωσε, τύλιξε το κεφάλι σε μια ζεστή πετσέτα. Στη συνέχεια, έβγαλε την πετσέτα, αφήνοντας να φανεί ένα γυαλιστερό καινούργιο κρανίο, που έμοιαζε σαν βρασμένο. Φρόντισα να δώσω το μήνυμά μου, προσφέροντας με μια υπόκλιση τις δυο κούτες με τα τσιγάρα μάρκας Τσέστερφηλντ. «Α!» είπε ο Ηγούμενος. «Σε ευχαριστώ για τον κόπο σου». Χαμογέλασε αμυδρά, με μια κίνηση που λες και σχεδιάστηκε μονάχα στην άκρη του προσώπου του. Αυτό ήταν όλο. Ύστερα, με ύφος επαγγελματικό, πήρε τις δυο κούτες και τις ακούμπησε όπως όπως στο γραφείο του, όπου υπήρχε μια στοίβα με κάθε λογής χαρτιά και γράμματα. Ο Διάκονος είχε αρχίσει να του τρίβει τους ώμους κι ο Ηγούμενος κράτησε για μια ακόμη φορά κλειστά τα μάτια του. Δεν μου απέμενε παρά να αποσυρθώ. Ανικανοποίητο, το σώμα μου έκαιγε. Η μυστηριώδης κακή πράξη μου, τα τσιγάρα που μου είχαν δοθεί σαν ανταμοιβή, ο Ηγούμενος που τα είχε πάρει αγνοώντας την προέλευσή τους - όλα αυτά είχαν προστεθεί σε κάτι ακόμη πιο δραματικό και βίαιο. Το γεγονός ότι κάποιος του αναστήματος του Ηγούμενου είχε πλήρη άγνοια αυτού που είχε συμβεί, έγινε μια ακόμη πιο σημαντική αιτία για να τον περιφρονήσω. Καθώς ετοιμαζόμουν να βγω από την αίθουσα, με σταμάτησε. 102
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Άκουσε εδώ», είπε. «Μόλις τελειώσεις το σχολείο, σκοπεύω να σε στείλω στο Πανεπιστήμιο Οτάνι. Πρέπει να μελετήσεις σκληρά, αγόρι μου, ώστε να παρουσιάσεις μια καλή εικόνα τη στιγμή της εγγραφής σου. Αυτή ήταν η επιθυμία του μακαρίτη του πατέρα σου. Αγωνιούσε να σε δει να έχεις καλούς βαθμούς στο σχολείο». Αυτά τα νέα διαδόθηκαν αμέσως στον ναό από τον Διάκονο. Το γεγονός ότι ο Ηγούμενος έδινε καλές συστάσεις για να εγγραφεί στο πανεπιστήμιο ένας νεοφώτιστος αποτελούσε απόδειξη πως αυτός υποσχόταν πολλά. Είχε τύχει συχνά στο παρελθόν, κάποιος από τους νεοφώτιστους να πηγαίνει κάθε βράδυ στο δωμάτιο του Ηγούμενου για να του τρίψει τους ώμους, με την ελπίδα να αποσπάσει καλές συστάσεις για την είσοδό του στο πανεπιστήμιο. Σε πολλές περιπτώσεις, οι φιλοδοξίες του ευοδώνονταν. Ακούγοντας αυτά τα νέα, ο Τσουρουκάουα -που αναμενόταν να μπει στο Πανεπιστήμιο Οτάνι με έξοδα των γονιών του- με χτύπησε χαρούμενος στον ώμο. Παρ' όλα αυτά, ένας άλλος από τους νεοφώτιστους, που δεν του είχε αναφερθεί τίποτε σχετικά με τη συνέχιση των σπουδών του, έπαψε να μου μιλά μετά από αυτές τις εξελίξεις.
103
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τ
ΤΕΤΑΡΤΟ
ΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1947, ΗΡΘΕ Η ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΑΡΧΙΣΩ ΤΗΝ ΠΡΟ-
καταρκτική σειρά μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο Οτάνι. Ωστόσο, η είσοδος μου στο πανεπιστήμιο δεν ήταν για μένα θριαμβευτικό γεγονός, παρά την ακλόνητη πεποίθηση αλλά και στοργή από την πλευρά του Ηγούμενου, και, ακόμη, τη ζήλια των συμμαθητών μου. Παρότι θα μπορούσε να αποτελέσει για τους άλλους ένα συμβάν για το οποίο θα έπρεπε να αισθάνομαι περήφανος, επισκιάστηκε στην πραγματικότητα από μια συγκυρία που η σκέψη της και μόνο μου προκαλεί αποστροφή. Γυρνώντας κάποια μέρα από το σχολείο, περίπου μια εβδομάδα ύστερα από το χιονισμένο πρωί που ο Ηγούμενος μου είχε δώσει την άδεια να πάω στο Πανεπιστήμιο, είδα έναν άλλο νεοφώτιστο, που δεν είχε ακούσει λέξη για τη φοίτησή του στο πανεπιστήμιο, να με κοιτάζει με έκφραση ιδιαίτερα χαρούμενη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός αυτός άντρας δεν μου είχε απευθύνει ούτε μια λέξη. Εξάλλου, η στάση του Νεωκόρου και του Διακόνου μου φαίνονταν κάπως αλλαγμένες. Συμπέρανα, όμως, πως κατέβαλλαν έκδηλες προσπάθειες για να μου παρουσιάσουν το ίδιο πρόσωπο όπως και προηγουμένως. Το ίδιο εκείνο βράδυ, πήγα στο δωμάτιο του Τσουρουκάουα και του εξέθεσα τα παράπονά μου για την αλλαγή που εί104
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
χα παρατηρήσει στη στάση όλων στον ναό. Στην αρχή, έγειρε το κεφάλι του από τη μία πλευρά, προσπαθώντας να με κάνει να πιστέψω πως όλα ήταν εντάξει. Ωστόσο, δεν έκρυβε πειστικά τα συναισθήματά του και ύστερα από λίγο βρέθηκε να με κοιτάζει με μια έκφραση ενοχής. «Άκουσα κάτι από εκείνον», είπε κατονομάζοντας έναν συμμαθητή μας, «που το ξέρει από όσα φημολογούνται, μια και βρισκόταν κι αυτός στο σχολείο εκείνη τη στιγμή. Έτσι κι αλλιώς, φαίνεται πως κάτι παράξενο έγινε όταν έλειπες». Συνέχισα την ανάκρισή μου νιώθοντας έναν διάχυτο φόβο. Αφού με έβαλε να του υποσχεθώ ότι θα κρατούσα αυτή την ιστορία μυστική, ο Τσουρουκάουα άρχισε να μιλά κοιτάζοντάς με επίμονα στα μάτια. Το απόγευμα της συγκεκριμένης εκείνης ημέρας, μια κοπέλα είχε έρθει στον ναό ζητώντας να μιλήσει στον Ηγούμενο. Φορούσε ένα κόκκινο πανωφόρι και ήταν προφανώς πόρνη για την καλοπέραση των ξένων. Ο Διάκονος πήγε στην είσοδο για να τη δει αντί για τον Ηγούμενο. Η κοπέλα τον έβρισε λέγοντάς του πως, αν ήθελε το καλό του, έπρεπε να ειδοποιήσει αμέσως τον Ηγούμενο. Δυστυχώς, την ίδια εκείνη στιγμή, ο τελευταίος ερχόταν από τον διάδρομο. Όταν αντελήφθη την παρουσία της γυναίκας, προχώρησε προς την είσοδο. Εκείνη του είπε τότε πως, πριν μια περίπου εβδομάδα, το πρωινό που είχε χιονίσει, είχε επισκεφθεί τον ναό μαζί με έναν ξένο στρατιώτη. Ο στρατιώτης την είχε πετάξει κάτω και ένας από τους νεοφώτιστους την είχε πατήσει στο στομάχι προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοια του άντρα. Το ίδιο απόγευμα, εκείνη απέβαλε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αισθανόταν πως είχε κάθε λόγο να ζητήσει χρήματα από τον ναό. Σε περίπτωση που δεν θα της έδιναν, θα εξέθετε την άτοπη συμπεριφορά που είχε λάβει χώρα στο Ροκουόντζι. 105
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Ο Ηγούμενος της έδωσε μερικά χρήματα χωρίς να πει λέξη και την έστειλε στο σπίτι της. Όλοι ήξεραν πως εγώ είχα κάνει χρέη ξεναγού εκείνη την ημέρα, άλλο αν ο Ηγούμενος είχε ισχυριστεί πως, από τη στιγμή που δεν υπήρχαν μάρτυρες της κακής μου διαγωγής, δεν θα έπρεπε να μου ζητηθούν ποτέ εξηγήσεις. Εξάλλου, σκόπευε και ο ίδιος να αγνοήσει το γεγονός. Όταν όμως οι άλλοι πληροφορήθηκαν το συμβάν από τον Διάκονο, με θεώρησαν όλοι τους υπεύθυνο. Ο Τσουρουκάουα μου κράτησε το χέρι και είδα πως είχε σχεδόν βουρκώσει. Με κοίταξε με τα άδολα μάτια του και με ρώτησε με την έντιμη αγορίστικη φωνή του: «Έκανες στ' αλήθεια τέτοιο πράγμα;» Ήρθα αντιμέτωπος με τα ένοχα συναισθήματά μου. Με έφερε αντιμέτωπο με αυτά ο Τσουρουκάουα κάνοντάς μου την πιεστική αυτή ερώτηση. Γιατί άραγε με είχε ρωτήσει; Αυτό, λοιπόν, σήμαινε φιλία; Πώς και δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι, κάνοντάς μου μια τέτοια ερώτηση, ξεστράτιζε από το πραγματικό του καθήκον; Πώς και δεν ήξερε ότι αυτή η ερώτηση με έθιγε με τον πιο προδοτικό τρόπο ως τα μύχια της συνείδησής μου; Το έχω ήδη πει επανειλημμένα: ο Τσουρουκάουα ήταν η θετική εικόνα του εαυτού μου. Αν είχε εκπληρώσει πιστά το καθήκον του, δεν θα μου έκανε τέτοιες βασανιστικές ερωτήσεις. Αντίθετα, θα απέφευγε να με ρωτήσει οτιδήποτε. Θα είχε πάρει τα αμφίβολα συναισθήματά μου ακριβώς όπως ήταν και θα τα είχε μεταμορφώσει σε πηγή χαράς. Τότε, το ψέμα θα είχε γίνει αλήθεια και η αλήθεια ιρέμα. Αν ο Τσουρουκάουα είχε ακολουθήσει τη χαρακτηριστική του μέθοδο -τη μέθοδό του να μεταστρέφει όλες τις σκιές σε φως, όλες τις νύχτες σε ημέρες, το φεγγαρόφωτο σε ηλιόφωτο, τη νυχτερινή υγρασία των βρύων σε ηλιόλουστο θρόισμα νιόβγαλτων φύλλων-, τότε ιο6
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
θα του είχα κάνει κι εγώ τραυλίζοντας την εκμυστήρευσή μου. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν το έκανε. Συνεπώς, τα θολά μου συναισθήματα έγιναν ακόμη πιο θολά. Γέλασα με ένα γέλιο διφορούμενο. Βαθιά νύχτα στον δίχως φώτα ναό. Κρύα γόνατα. Οι μεγάλοι παλιοί κίονες του Χρυσού Ναού δέσποζαν γύρω μας σαν να παραμόνευαν τη μυστική μας συνομιλία. Φορώντας μονάχα τα ρούχα του ύπνου, έτρεμα. Ίσως να ήταν από το κρύο. Η χαρά μου όμως -πρώτη φορά έλεγα στον φίλο μου ένα απροκάλυπτο ψέμα- έφτανε για να κάνει τα γόνατά μου να τρέμουν. «Δεν έκανα τίποτε», είπα. «Αλήθεια;», είπε με τη σειρά του ο Τσουρουκάουα. «Τότε, η κοπέλα είπε -ψέματα. Ανάθεμά τη! Σκέψου πως ακόμη και ο Διάκονος την πίστεψε!» Η δίκαιη αγανάκτηση του Τσουρουκάουα μεγάλωνε ολοένα, εξωθώντας τον τελικά στη δήλωση πως, την επόμενη κιόλας ημέρα, θα πήγαινε να μιλήσει για λογαριασμό μου στον Ηγούμενο, εξηγώντας του πώς είχαν τα πράγματα. Εκείνη τη στιγμή, είδα να ξεπροβάλει μεμιάς μπροστά στα μάτια μου το φρεσκοξυρισμένο κεφάλι του Ηγούμενου, ίδιο με βρασμένο λάχανο. Είδα τα ροδαλά και πλαδαρά του μάγουλα. Για έναν ανεξήγητο λόγο, με πλημμύρισε ξαφνικά μια ακραία απέχθεια για τούτη την εικόνα. Έπρεπε οπωσδήποτε να θάψω τη δίκαιη αγανάκτησή του πριν ακόμη βγει στο φως. «Φαντάζεσαι πράγματι ότι ο Ηγούμενος πιστεύει πως έκανα κάτι τέτοιο;» ρώτησα. «Ας είναι», απάντησε εκείνος, νιώθοντας μεμιάς αμήχανος ύστερα από την καινούργια αυτή σκέψη. «Οι άλλοι έχουν κάθε δικαίωμα να μιλούν άσχημα για μέ107
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
να. Εφ' όσον ο Ηγούμενος θα είναι σε θέση να βλέπει πίσω από τα λεγόμενα τους την αλήθεια, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Έτσι τουλάχιστον νομίζω». Κατόρθωσα με αυτό τον τρόπο να κάνω τον Τσουρουκάουα να πιστέψει ότι, προσπαθώντας να πάρει εκδίκηση για λόγου μου, το μόνο που θα μπορούσε να πετύχει ουσιαστικά θα ήταν να προκαλέσει στους άλλους ακόμη περισσότερες υποψίες. Και ακριβώς, είπα, επειδή ο Ηγούμενος πιστεύει στην αθωότητά μου, διάλεξε να αφήσει τα πράγματα όπως είναι αγνοώντας την όλη υπόθεση. Μιλώντας έτσι, η καρδιά μου πλημμύρισε χαρά και, σιγά σιγά, τούτη η χαρά ρίζωσε γερά μέσα μου και μου έλεγε: «ζ\εν υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες. Κανείς δεν μπορεί να κληθεί να μαρτυρήσει εναντίον σου». Στην πραγματικότητα, δεν είχα πιστέψει ούτε στιγμή ότι ο Ηγούμενος -αυτός και μόνον- με θεωρούσε αθώο. Μάλλον το αντίθετο: ήταν ο μόνος απόλυτα βέβαιος για την ενοχή μου. Το γεγονός ότι είχε διαλέξει να αγνοήσει το θέμα επιβεβαίωνε τις υποψίες μου. Ίσως να είχε ήδη διαβλέψει μέσ' από όλα αυτά από πού προέρχονταν οι δύο κούτες με τα Τσέστερφηλντ. Και ίσως ο λόγος που είχε θελήσει να αποσιωπήσει τα πράγματα βρισκόταν στην ήρεμη αναμονή του ώσπου να πάρω την πρωτοβουλία και να ομολογήσω με τη θέλησή μου. Και όχι μόνον αυτό. Ίσως οι συστάσεις του για τη φοίτησή μου στο πανεπιστήμιο να αποτελούσαν απλώς ένα δόλωμα προκειμένου να μου αποσπάσει εκμυστηρεύσεις. Αν δεν ομολογούσα, απλώς θα τις απέσυρε, ως τιμωρία για την ανεντιμότητά μου. Αντίθετα, αν ομολογούσα, κατορθώνοντας να τον πείσω για την ειλικρινή μου μεταμέλεια, θα συνέχιζε να υποστηρίζει την είσοδό μου, ως ένδειξη ιδιαίτερης εύνοιας. Η μεγαλύτερη παγίδα όλων βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Ηιο8
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
γούμενος είχε πει στον Διάκονο να μην αναφέρει τίποτε σε μένα. Αν ήμουν πραγματικά αθώος, θα μπορούσα να ζω διατηρώντας όλη μου τη γαλήνη σε καθημερινή βάση, χωρίς να γνωρίζω ή να αισθάνομαι ότι είχε συμβεί κάτι ιδιαίτερο. Αν, από την άλλη πλευρά, είχα διαπράξει το κρίμα, θα ήμουν ικανός (αν βέβαια ήξερα τι μου γίνεται) να προσποιηθώ πειστικά ότι ζούσα στην κατάσταση της γαλήνιας εκείνης αγνότητας που επιβεβαιώνει την αθωότητα - μ' άλλα λόγια, στην κατάσταση κάποιου που δεν έχει να προβεί σε ομολογίες ακριβώς γιατί τίποτε δεν βαραίνει τη συνείδηση του. Ναι, έπρεπε να προσποιηθώ. Αυτή ήταν για μένα η καλύτερη μέθοδος και ο μόνος τρόπος που θα υποστήριζε την αθωότητά μου. Ο Ηγούμενος μιλούσε με τον δικό του συγκαλυμμένο τρόπο. Ήταν η παγίδα που μου είχε στήσει. Κάνοντας αυτή τη σκέψη, κυριεύτηκα από οργή. Και αυτό, επειδή ήταν σαν να μην είχα δικαιολογία για την πράξη μου. Κι όμως, αν δεν είχα πατήσει την κοπέλα, ο Αμερικανός θα μπορούσε κάλλιστα να βγάλει το περίστροφό του και να με απειλήσει. Σε τελευταία ανάλυση, κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στις δυνάμεις Κατοχής. Ό,τι έκανα, είχα εξαναγκασθεί να το κάνω. Ωστόσο, από τη στιγμή που απολάμβανα τα πάντα -το άγγιγμα του στομαχιού της κοπέλας με τη σόλα του λαστιχένιου μου παπουτσιού, την επαφή με το κορμί της που η ελαστικότητά του έμοιαζε να με κολακεύει, τα βογκητά της, τον τρόπο της να νιώθει σαν πατημένο σάρκινο λουλούδι την ώρα που πάει να ανοίξει, ένα κάποιο τρίκλισμα ή τραύλισμα των αισθήσεών μου, την αίσθηση που μεταβιβάστηκε εκείνη τη στιγμή, σαν μυστηριώδες φως, από το κορμί του κοριτσιού στο δικό μου-, δεν μπορώ να ισχυριστώ πως αυτά αποτελούσαν καταναγκασμό. Εξάλλου, ήταν αδύνατον να ξεχάσω τη γλύκα εκείνης της στιγμής. Και ο Ηγούμενος γνώριζε τι είχα νιώσει ως 109
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
τα μύχια της "ψυχής μου. Γνώριζε εκείνη τη γλύκα που σε διαπερνά μέσα, βαθιά! Σε όλη τη διάρκεια του επόμενου χρόνου ήμουν σαν πουλί μες στο κλουβί του. Το κλουβί βρισκόταν διαρκώς μπροστά στα μάτια μου. Έχοντας αποφασίσει να μην ομολογήσω ποτέ την πράξη μου, δεν ένιωθα καμιά ανακούφιση στην καθημερινή μου ζωή. Ήταν παράξενο. Εκείνη η πράξη, που δεν είχε προκαλέσει μέσα μου στην ώρα της κανένα συναίσθημα ενοχής, η αίσθησή μου ότι ποδοπατούσα το στομάχι της κοπέλας, άρχισε να λάμπει μέσα στη μνήμη μου. Και όχι μόνον επειδή γνώριζα ότι το αποτέλεσμα ήταν να αποβάλει η κοπέλα, αλλά γιατί η πράξη είχε κατασταλάξει σαν χρυσόσκονη στη μνήμη μου, αναδίνοντας μιαν αστραφτερή λάμψη που μου τρυπούσε συνεχώς τα μάτια. Η λάμψη του κακού. Ναι, αυτό ήταν. Και, μπορεί να επρόκειτο για ένα έλασσον κακό, είχα όμως αποκτήσει πλέον τη ζωντανή συνείδηση ότι είχα πράγματι διαπράξει το κακό. Συνείδηση που κρεμόταν σαν παράσημο από τη μέσα πλευρά του στέρνου μου. Όσον αφορά τα πρακτικά θέματα, δεν είχα να αντιμετωπίσω τίποτε προς το παρόν, ώσπου να δώσω τις εισαγωγικές μου εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο Οτάνι. Με άλλα λόγια, ζούσα σε ένα καθεστώς αμηχανίας προσπαθώντας να μαντέψω όσο καλύτερα μπορούσα τις πραγματικές προθέσεις του Ηγούμενου απέναντι μου. Δεν υπαινίχθηκε ποτέ τίποτε περί αθέτησης της υπόσχεσής του όσον αφορά τις συστάσεις του για το πανεπιστήμιο. Από την άλλη πλευρά όμως, ούτε και αναφέρθηκε ποτέ στην προώθηση των διευθετήσεων για τις εισαγωγικές μου εξετάσεις. Πόσο θα ήθελα να μου έλεγε κάτι - οτιδήποτε! Ωστόσο, κρατούσε εκδικητικά τη σιωπή του, υποβάλλοντάς με σε ένα ατέλειωτο βασανιστήριο. Εγώ από την πλευρά μου, ίσως από φόβο, ίσως από μια αίσθηση αντίστασης, δίσταζα να τον ρωτήσω 110
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
για τις προθέσεις του. Άλλοτε έβλεπα τον Πατέρα Ντόζεν με τον δέοντα σεβασμό που του όφειλα. Άλλες πάλι φορές τον αντιμετώπιζα με κριτικό πνεύμα. Τώρα όμως, άρχιζε να αποκτά σιγά σιγά στα μάτια μου τερατώδεις διαστάσεις. Τελικά, έφτασα στο σημείο να πιστεύω ότι η εξωτερική του εμφάνιση δεν έκρυβε μια συνηθισμένη ανθρώπινη καρδιά. Πολλές φορές, όταν προσπαθούσα να αποστρέψω τα μάτια μου από πάνω του, η μορφή του παραμόνευε μπροστά μου σαν υπερκόσμιο κάστρο. Το γεγονός συνέβη τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου. Είχαν καλέσει τον Ηγούμενο για την κηδεία ενός γέροντα ενορίτη και, επειδή εκείνο το μέρος απείχε από τον ναό δύο ώρες με το τραίνο, μας είχε ανακοινώσει από το προηγούμενο βράδυ ότι θα έφευγε στις πεντέμισι το πρωί. Θα τον συνόδευε ο Διάκονος. Για να είμαστε έτοιμοι πριν ξεκινήσουν, έπρεπε να σηκωθούμε από τις τέσσερις, να καθαρίσουμε τον ναό και να ετοιμάσουμε το πρόγευμα. Μόλις σηκωθήκαμε, αρχίσαμε το «πρωινό καθήκον» απαγγέλλοντας τις σούτρα, ενώ ο Διάκονος βοηθούσε τον Ηγούμενο στις δικές του προετοιμασίες. Από τη σκοτεινή και κρύα αυλή έφτανε στ' αυτιά μας το αδιάκοπο τρίξιμο του κουβά του πηγαδιού. Πλύναμε βιαστικά το πρόσωπό μας. Στην αυλή, το λάλημα του πετεινού τρυπούσε το σκοτεινό φθινοπωριάτικο ξημέρωμα. Σε αυτόν τον ήχο υπήρχε μια δροσιά και μια καθαρότητα. Μαζέψαμε τα μανίκια των ράσων μας και σπεύσαμε να συγκεντρωθούμε μπροστά στο ιερό της Αίθουσας των Επισκεπτών. Στην αυγινή παγωνιά, οι αχυρένιες ψάθες της Μεγάλης Αίθουσας, όπου δεν κοιμόταν ποτέ κανείς, αντιδρούσαν στο άγγιγμα σαν να απόδιωχναν τα δάχτυλά μας. Τα κεριά του ιερού τρεμόσβηναν. Υποκλιθήκαμε. Στην αρχή, σταθήκαμε όρθιοι. Ύστερα, γονατίσαμε στις ψάθες και σκύψαμε με τον ήχο του γκονγκ. Επαναλάβαμε την κίνηση τρεις φορές. 111
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Ένιωθα τη δροσιά των αντρικών φωνών, καθώς απήγγελλαν εν χορώ τις σούτρα, στη διάρκεια του πρωινού καθήκοντος. Ο ήχος των πρωινών αυτών ψαλμών ήταν ο πιο δυνατός ολόκληρης της ημέρας. Οι δυνατές φωνές έμοιαζαν να διασκορπίζουν όλες τις κακές σκέψεις που είχαν μαζευτεί στη διάρκεια της νύχτας. Λες και ένα μαύρο ρευστό ανάβρυζε από τις φωνητικές χορδές όλων των ψαλμωδών και ξεχυνόταν ολόγυρα. Όσον αφορά τον εαυτό μου, δεν μπορώ να πω τίποτε. Δεν έχω ιδέα. Εντούτοις, κατά παράξενο τρόπο, μου αναπτέρωνε το ηθικό η σκέψη ότι η φωνή μου διασκόρπιζε τις ίδιες κακές αρσενικές σκέψεις όπως και των άλλων. Πριν τελειώσουμε τη «συνεδρία του χυλού», ο Ηγούμενος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Σύμφωνα με το έθιμο, παραταχθήκαμε στην είσοδο για να τον ξεπροβοδίσουμε. Ήταν ακόμη σκοτάδι. Ο ουρανός, ολόαστρος. Κάτω από το φως των άστρων, το λιθόστρωτο απλωνόταν ακαθόριστα ως την Πύλη Σάμμον. Ωστόσο, οι μεγάλες βελανιδιές, οι δαμασκηνιές και τα πεύκα έριχναν τους ίσκιους τους καταγής. Οι σκιές μπλέκονταν μεταξύ τους καλύπτοντας ολόκληρο τον χώρο. Το πουλόβερ μου ήταν γεμάτο τρύπες και ο κρύος αέρας της αυγής μου τσιμπούσε τους αγκώνες. Όλα σώπασαν. Υποκλιθήκαμε μπροστά στον Ηγούμενο χωρίς να πούμε λέξη και εκείνος μας απηύθυνε μια σχεδόν άηχη απάντηση. Ύστερα, ο ήχος που άφηναν πάνω στο λιθόστρωτο τόσο τα τσόκαρά του όσο και εκείνα του Διακόνου έσβησε ήσυχα καθώς'^ξεμάκραιναν. Αποτελεί συνήθεια στο δόγμα Ζεν να περιμένει κανείς ώσπου το πρόσωπο που φεύγει να χαθεί εντελώς από τα μάτια του. Κοιτάζοντας τώρα τις δυο μορφές που αποχωρούσαν, ήταν αδύνατον να τις δούμε στο σύνολό τους. Το μόνο που μπορούσαμε να διακρίνουμε ήταν οι άσπρες άκριες των ράσων τους και οι επίσης άσπρες κάλ112
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τσες τους. Σε ένα κάποιο σημείο, έδειξαν να έχουν χαθεί εντελώς;. Στην πραγματικότητα όμως, είχαν κρυφτεί πίσω από τα δένττρα. Ύστερα από λίγο, τα άσπρα ράσα και οι κάλτσες φάνηκιαν για μια ακόμη φορά και, για έναν ανεξήγητο λόγο, ο απόηιχος των βημάτων τους ακούστηκε πιο δυνατά από πριν. Σταλθήκαμε εκεί, με τα μάτια καρφωμένα πάνω τους καθώς έφευιγαν. Μας φάνηκε πως πέρασαν αιώνες ώσπου να διαβούν την κυρίως πύλη και να εξαφανιστούν εντελώς. Τότε, μια παράξενη παρόρμηση γεννήθηκε μέσα μου. Θαρρείς και κάποιες λέξεις γεμάτες σημασία προσπάθησαν να βρο)υν διέξοδο από τα χείλη μου, εμποδισμένες από το τραύλισμόά μου. Η παρόρμηση εξακολουθούσε να μου καίει το λαρύγγι, αποτελώντας πλέον μια ξαφνική επιθυμία απελευθέρωσης;. Τότε, οι προηγούμενες φιλοδοξίες μου - η επιθυμία μου να (μπω στο πανεπιστήμιο και, ακόμη, η ελπίδα της Μητέρας να (διαδεχθώ τον Ηγούμενο στο λειτούργημά του- ναυάγησαν άδοξα. Έπρεπε να ξεφύγω από μια δύναμη που δεν εκφραζόταν με λόγια, που ασκούσε έλεγχο πάνω μου και μου επιβαλλότ:αν. Λεν θα έλεγα πως μου έλειπε το θάρρος τη συγκεκριμένη εκεί^νη στιγμή. Το θάρρος που απαιτούσε από μένα να προβώ σε [μια ομολογία ήταν παιχνιδάκι. Για κάποιον όπως εγώ, που είχίε ζήσει σιωπηλά τα προηγούμενα είκοσι χρόνια, η αξία της ομολογίας ήταν πράγματι λιπόβαρη. Οι άνθρωποι θα νομίσοιυν ίσως πως υπερβάλλω. Ωστόσο, ήταν γεγονός ότι, με το να αντιστέκομαι στη σιωπή του Ηγούμενου και να αρνούμαι να ομολογήσω, βίωνα νοερά ένα και μόνο πρόβλημα: «Είναι άρίαγε δυνατό το κακό;» Αν επέμενα μέχρι τέλους στη σιωπή μο^υ, θα αποδείκνυα ότι ακόμη και ένα απειροελάχιστο κακό ήτων όντως δυνατό. Ρίχνοντας όμως ματιές μέσ' από τα δέντρα στα λευκά άμφια και στις λευκές κάλτσες που εξαφανί113
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
ζονταν στο αυγινό σκοτάδι, η δύναμη που μου έκαιγε το λαρύγγι γινόταν ήδη ακατανίκητη, γεννώντας μέσα μου την επιθυμία να προβώ σε μια πλήρη εκμυστήρευση. Κοντολογίς, ήθελα να τρέξω πίσω από τον Ηγούμενο, να τον τραβήξω από το μανίκι και να του πω με δυνατή φωνή όλα όσα είχαν συμβεί το πρωί που είχε χιονίσει. Δεν επρόκειτο, βεβαίως, για σεβασμό απέναντι στον άνθρωπο που μου είχε εμπνεύσει αυτή την επιθυμία. Η δύναμη του Ηγούμενου ήταν σαν μια ισχυρή φυσική επιρροή. Ήδη η σκέψη πως, αν ομολογούσα, το πρώτο απειροελάχιστο κακό της ζωής μου θα εξουδετερωνόταν, με συγκράτησε και ένιωσα πως κάτι με τραβούσε επιτακτικά προς τα πίσω. Ύστερα, η μορφή του Ηγούμενου πέρασε από την κυρία πύλη και εξαφανίστηκε κάτω από τον σκοτεινό ακόμη ουρανό. Όλοι ένιωσαν μια ξαφνική ανακούφιση και έτρεξαν χαλώντας τον κόσμο στην μπροστινή πύλη του ναού. Καθώς στεκόμουν εκεί αφηρημένος, ο Τσουρουκάουα με χτύπησε στον ώμο. Ο ώμος μου ξύπνησε. Ο λιπόσαρκος και άθλιος αυτός ώμος, ο δικός μου ώμος, ξαναβρήκε την περηφάνια του.
Όπως έχω ήδη αναφέρει, μπήκα τελικά στο Πανεπιστήμιο Οτάνι, παρ' όλες τις περιπλοκές. Δεν χρειάστηκε να προβώ σε καμιά ομολογία. Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Ηγούμενος μας κάλεσε, τον Τσουρουκάουα και εμένα, και μας είπε με λίγα λόγια ότι θα έπρεπε να αρχίσουμε να προετοιμαζόμαστε για τις εξετάσεις. Στο μεταξύ, θα μας απάλλασσε από τα καθήκοντα του ναού. Έτσι, τα κατάφερα να μπω στο πανεπιστήμιο, άλλο αν αυτό δεν χρησίμευσε για να διευθετηθούν όλες οι δυσκολίες. Η στάση του Ηγούμενου δεν μου έλεγε στην πραγματικότητα τί114
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ποτε από όλα όσα είχε σκεφτεί για το επεισόδιο της ημέρας του χιονιού. Ούτε και μπόρεσα να βγάλω κάποιο συμπέρασμα για τις προθέσεις του σχετικά με τη διαδοχή του. Το Πανεπιστήμιο Οτάνι αντιπροσωπεύει μια κρίσιμη καμπή της ζωής μου. Εκεί εξοικειώθηκα για πρώτη φορά με τις ιδέες, εκείνες τις ιδέες που είχα διαλέξει εγώ ο ίδιος με την ελεύθερη βούλησή μου. Οι απαρχές του Οτάνι ανάγονται σε μιαν εποχή πριν τριακόσια χρόνια περίπου, όταν, το 1663, οι πανεπιστημιακοί κοιτώνες του Ναού Τσουκούσι Κάνζον μεταφέρθηκαν στην κατοικία Κικοκού στο Κιότο. Από τότε, επιτελούσε χρέη μοναστηριού για τους οπαδούς του δόγματος Οτάνι του Χονγκανζί. Την εποχή του δέκατου πέμπτου πατριάρχη του Χονγκανζί, κάποιος προσκείμενος στον ναό, ονόματι Σόκεν Τακάγκι, που ζούσε στην Οζάκα, είχε κάνει μια μεγάλη δωρεά. Έτσι, το πανεπιστήμιο κτίστηκε στην τωρινή του θέση, στο Καρασουμαρού-γκασίρα, στο βόρειο τμήμα της πρωτεύουσας. Το οικόπεδο αντιστοιχούσε σε σαράντα μόνο στρέμματα, έκταση που δεν ήταν αρκετή για πανεπιστήμιο. Εκεί, πάμπολλοι νεαροί άντρες, όχι μόνο του δόγματος Οτάνι αλλά και κάθε βουδιστικού κλάδου, είχαν σπουδάσει και είχαν ασκηθεί στα πλέον ουσιώδη θέματα της βουδιστικής φιλοσοφίας. Μια παλιά πύλη από τούβλα χώριζε το οικόπεδο του πανεπιστημίου από τον δρόμο και τις γραμμές του τραμ. Η πύλη έβλεπε προς τα δυτικά, προς το όρος Χιέι. Από κει, ένα χαλικοστρωμένο μονοπάτι οδηγούσε στον πυλώνα του κυρίως κτίσματος, ενός διώροφου κτηρίου σκοτεινού και μελαγχολικού. Στο πάνω μέρος της στέγης της εισόδου, ένας μεγάλος χάλκινος πύργος υψωνόταν προς τον ουρανό. Δεν υπήρχε ούτε καμπαναριό ούτε κτήριο με μεγάλο ρολόι. Κάτω από ένα λεπτό αλεξικέραυνο, ένα άχρηστο τετράγωνο παράθυρο άφηνε να ξεχωρίζει μια άκρια γαλάζιου ουρανού. 115
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Δίπλα στην είσοδο ορθωνόταν μια γέρικη φλαμουριά, που τα θαυμάσια φύλλα της έλαμπαν στον ήλιο σαν κόκκινος χαλκός. Το πανεπιστήμιο, που απετελείτο αρχικά από το κυρίως κτήριο, είχε επεκταθεί σιγά σιγά και τα διάφορα τμήματά του είχαν συνενωθεί χωρίς ιδιαίτερη τάξη. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του, επρόκειτο για μια μονώροφη δομή, παλιά και ξύλινη. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να φορά παπούτσια μέσα στο κτήριο και οι διάφορες πτέρυγες συνδέονταν μεταξύ τους με ατέλειωτους διαδρόμους φτιαγμένους από σανίδες μπαμπού. Με τον καιρό, το πάτωμα είχε αρχίσει να τρίζει. Περιστασιακά, τα κατεστραμμένα τμήματά του είχαν επισκευαστεί και, όταν περπατούσε κανείς από τη μια πτέρυγα στην άλλη, τα πόδια του διέσχιζαν ένα ολόκληρο μωσαϊκό από σκούρο και ανοιχτό ξύλο, όπου οι παμπάλαιες σανίδες εναλλάσσονταν με τις καινούργιες. Όταν είναι κανείς καινούργιος σε ένα σχολείο ή σε ένα πανεπιστήμιο, έτσι γίνεται πάντοτε: παρότι φτάνει κάθε πρωί ανανεωμένος, συνειδητοποιεί σε όλα κάτι το διάχυτο και δίχως συνοχή. Έτσι αισθάνθηκα κι εγώ τις πρώτες μέρες στο Πανεπιστήμιο Οτάνι. Από τη στιγμή που ο Τσουρουκάουα ήταν ο μόνος που γνώριζα, κατέληγα πάντοτε, θέλοντας και μη, να μιλώ με εκείνον και με κανέναν άλλον. Παρ' όλα αυτά, ύστερα από μερικές ημέρες, άρχισα να σκέφτομαι πως, αν συνεχίζαμε να βλέπουμε αποκλειστικά και μόνον ο ένας τον άλλον, θα στερούσαμε από κάθε σημασία όλους τους κόπους που είχαμε καταβάλει για να βρεθούμε στον καινούργιο αυτό κόσμο. Προφανώς, το ίδιο αισθάνθηκε και εκείνος, και έτσι δώσαμε ιδιαίτερη έμφαση στο να μη μένουμε μαζί τις ώρες του διαλείμματος και προσπαθήσαμε, καθένας από την πλευρά του, να καλλιεργήσουμε καινούργιες φιλίες. Ωστόσο, εξαιτίας του τραυλίσματός μου, μου έλειπε το θάρρος του Τσουρουκάουα ιι6
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
και, ενώ ο αριθμός των δικών του φίλων ολοένα πλήθαινε, εγώ έβλεπα τον εαυτό μου να απομονώνεται όλο και περισσότερο. Η προκαταρκτική χρονιά για τη φοίτηση στο πανεπιστήμιο περιλάμβανε δέκα θέματα - Ηθική, Ιαπωνικά, Σινο-ιαπωνικά, Κινέζικα, Αγγλικά, Ιστορία, Βουδιστικές Γραφές, Λογική, Μαθηματικά και Γυμναστική. Από την αρχή, είχα τις μεγαλύτερες δυσκολίες στις διαλέξεις γύρω από το μάθημα της Λογικής. Κάποια μέρα, στη διάρκεια της μεσημεριανής ανάπαυσης μετά από μια τέτοια διάλεξη, αποφάσισα να πλησιάσω έναν από τους φοιτητές για να του κάνω μερικές ερωτήσεις. Για ένα κάποιο διάστημα, είχα ελπίσει να αποκτήσω μια στενότερη φιλία με αυτόν τον νεαρό. Έμενε πάντοτε μόνος του και έτρωγε το φαγητό του μέσ' από το κουτί πλάι στο παρτέρι με τα λουλούδια, στον πίσω κήπο. Αυτή η συνήθειά του ήταν κάτι σαν τελετουργικό τυπικό και κανείς από τους άλλους φοιτητές δεν τον πλησίαζε: υπήρχε κάτι σαν υπέρμετρη μισανθρωπία και, παράλληλα, μια απέχθεια με την οποία κοίταζε το φαγητό του. Εκείνος, από την πλευρά του, δεν είχε μιλήσει σε κανέναν από τους συμφοιτητές του. Φαινόταν μάλιστα να έχει ολότελα απορρίψει την ιδέα της απόκτησης φίλων ανάμεσά τους. Ήξερα ότι το όνομά του ήταν Κασιουάγκι. Το πιο χτυπητό χαρακτηριστικό του ήταν ότι είχε δυο κατ' εξοχήν ραιβά πόδια και έναν περισπούδαστο τρόπο βαδίσματος. Έμοιαζε πάντοτε σαν να περπατούσε στη λάσπη: όταν τελικά τα κατάφερνε να βγάλει το πόδι του από τον βόρβορο, έδειχνε να κολλάει εκεί μέσα το άλλο του πόδι. Συγχρόνως, όλο του το σώμα κινιόταν ζωηρά. Το περπάτημά του ήταν ένα είδος εξεζητημένου χορού, από όπου έλειπε εντελώς κάθε κοινοτοπία. Υπήρχε βέβαια κάποιος λόγος που είχα προσέξει τον Κασιουάγκι από την πρώτη κιόλας μέρα της φοίτησής μου στο 117
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
πανεπιστήμιο. Αισθανόμουν ανακούφιση βλέποντας τη δυσμορφία του. Από την πρώτη στιγμή, τα ραιβά του πόδια σήμαιναν μια συμφωνία με την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν κι εγώ. Ο Κασιουάγκι είχε ανοίξει το κουτί με το φαγητό του στον πίσω κήπο, σε μια πρασιά από τριφύλλι. Αυτός ο κήπος βρισκόταν δίπλα σε ένα ρημαγμένο κτίσμα, όπου στεγάζονταν οι χώροι εξάσκησής μας στο καράτε ως μορφής αυτοάμυνας, όπως και στο πινγκ-πονγκ. Μονάχα ένα κομματάκι από το τζάμι είχε απομείνει στα παράθυρα. Λίγα κάτισχνα πεύκα είχαν φυτρώσει στον κήπο, ενώ μερικά μικρά πλαίσια από ξύλο σκέπαζαν τα άδεια φυτώρια. Η γαλάζια μπογιά αυτών των πλαισίων είχε αρχίσει να ξεφτίζει. Ήταν τραχιά και ξεραμένη όπως τα φθαρμένα τεχνητά λουλούδια. Δίπλα στα φυτώρια, υπήρχαν κάποια ράφια, βαλμένα το ένα πάνω στο άλλο, όπου βρίσκονταν μερικά κατσιασμένα δέντρα μέσα σε γλάστρες, ένας σωρός από τούβλα και χαλίκια, και ακόμη ένα παρτέρι με ηρανθή και άλλο ένα με υακίνθους. Ήταν ευχάριστο να κάθεσαι πάνω στο τριφύλλι. Τα απαλά φύλλα ρουφούσαν το φως και όλη η επιφάνεια ήταν γεμάτη αμυδρές σκιές, έτσι ώστε η βραγιά στο σύνολό της να δίνει την εντύπωση πως επιπλέει ελαφρά πάνω από τη γη. Καθισμένος εκεί, ο Κασιουάγκι δεν διέφερε από τους άλλους φοιτητές. Μονάχα όταν περπατούσε φαινόταν η δυσμορφία του. Το χλομό του πρόσωπο ανάδινε μια κάποια αυστηρή ομορφιά. Παρότι είχε τη σχετική του αναπηρία, μια ατρόμητη ομορφιά, που θα άρμοζε μάλλον σε γυναίκα, ήταν διάχυτη στα χαρακτηριστικά του. Οι σακάτες και οι ωραίες γυναίκες κουράζονται βλέποντας να πέφτουν πάνω τους όλες οι ματιές: ενοχλούνται από τη ζωή τους που συνεπάγεται τη διαρκή παρατήρηση, νιώθοντας να πολιορκούνται από τους άλλους. Και αιι8
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
νταποδίδουν το βλέμμα, με όσα μέσα διαθέτει αυτή καθαυτή η ζωή τους στην πραγματικότητα της. Εκείνος που κοιτάζει πραγματικά είναι και ο νικητής. Ο Κασιουάγκι κοίταζε με την άκρια των κατεβασμένων του ματιών, τρώγοντας το φαγητό του. Κι όμως, ένιωθα πως αυτά τα μάτια εξερευνούσαν τον κόσμο γύρω του ως την τελευταία λεπτομέρεια. Καθισμένος στο φως, ήταν αυτάρκης. Τουλάχιστον έτσι φάνταζε στα μάτια μου. Κοιτάζοντάς τον στο ανοιξιάτικο φως ανάμεσα στα λουλούδια, θα μπορούσα να πω ότι η δειλία και μια κάποια κρυφή ενοχή που αισθανόμουν του ήταν ξένες. Εκείνος ήταν μια σκιά που επιβεβαίωνε τον εαυτό της ή, μάλλον, ένας ίσκιος αυθύπαρκτος. Ήταν βέβαιο πως ποτέ ο ήλιος δεν θα εισχωρούσε στο σκληρό του δέρμα. Μόλο που το φαγητό του -το οποίο έτρωγε τόσο απορροφημένος και με μια τόσο έκδηλη απέχθεια- ήταν φειδωλό, ελάχιστα υπολειπόταν από το δικό μου, που συνήθως ετοίμαζα μόνος μου το πρωί από τα απομεινάρια του προγεύματός μας στον ναό. Ήμασταν στο 1947 και, αν δεν είχες τη δυνατότητα να προμηθευτείς την τροφή σου από τη μαύρη αγορά, ήταν αδύνατον να φας της προκοπής. Στεκόμουν δίπλα του κρατώντας το σημειωματάριο και το κουτί με το φαγητό μου. Η σκιά μου έπεφτε πάνω στο φαγητό του. Σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε. Ευθύς αμέσως όμως, γύρισε αλλού το βλέμμα και συνέχισε να μασά μονότονα, όπως ο μεταξοσκώληκας τα φύλλα της μουριάς. «Συγγνώμη», είπα τραυλίζοντας με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. «Θα ήθελα να σε ρωτήσω μερικά πράγματα που δεν κατάλαβα από την τελευταία διάλεξη». Μίλησα με τη στερεότυπη προφορά του Τόκιο, μια και, μετά την είσοδό μου στο πανεπιστήμιο, είχα αποφασίσει να μη χρησιμοποιώ πλέον τη διάλεκτο του Κιότο. 119
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
«Δεν καταλαβαίνω λέξη από όσα λες», είπε ο Κασιουάγκι. «Το μόνο που ακούω είναι ένα έντονο τραύλισμα». Ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει. Ο Κασιουάγκι έγλει-ψε την άκρη των τσοπ-στικς που κρατούσε, και συνέχισε: «Ξέρω πολύ καλά γιατί ήρθες να μου μιλήσεις, Μιζογκούτσι έτσι δεν σε λένε; Ε, λοιπόν, αν νομίζεις πως πρέπει οπωσδήποτε να γίνουμε φίλοι επειδή είμαστε κι οι δύο ανάπηροι, δεν έχω πρόβλημα. Σε σύγκριση όμως με τη δική μου αναπηρία, πιστεύεις στ' αλήθεια ότι το τραύλισμά σου είναι τίποτε σπουδαίο; Δίνεις μεγάλη σημασία στον εαυτό σου, δεν σου φαίνεται; Και, σαν αποτέλεσμα, δίνεις την ίδια σημασία και στο γεγονός ότι τραυλίζεις». Αργότερα, όταν πληροφορήθηκα ότι ο Κασιουάγκι προερχόταν από μια οικογένεια Ζεν που ανήκε στο ίδιο δόγμα Ρινζάι, συνειδητοποίησα ότι στις αρχικές αυτές ερωτήσεις και απαντήσεις του ακολουθούσε λίγο ως πολύ τη χαρακτηριστική προσέγγιση ενός ιερέα Ζεν. Ωστόσο, η έντονη εντύπωση που μου έκαναν οι παρατηρήσεις του, εκείνη την ώρα, ήταν αδιαμφισβήτητη. «Τραύλιζε», μου είπε. «Συνέχισε να τραυλίζεις». Άκουσα κατάπληκτος τον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο εκφραζόταν. «Σε τελευταία ανάλυση, βρήκες κάποιον, μπροστά στον οποίο μπορείς να τραυλίζεις με την άνεσή σου. Δεν συμφωνείς; Έτσι είναι οι άνθρωποι, να το ξέρεις. Ψάχνουν συντρόφους στη δυστυχία τους. Πες μου, είσαι ακόμη παρθένος;» Συγκατένευσα χωρίς να χαμογελάσω. Ο τρόπος με τον οποίο ο Κασιουάγκι μου έκανε αυτή την ερώτηση έμοιαζε με τον τρόπο του γιατρού, έτσι που με έκανε να αισθανθώ πως θα ήταν καλύτερα να μην του πω ψέματα. «Αυτή την εντύπωση είχα κι εγώ», είπε. «Είσαι παρθένος. 120
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Δεν είσαι όμως ωραίος παρθένος. Δεν υπάρχει σε σένα καμιά ομορφιά. Δεν έχεις επιτυχία στα κορίτσια και, συγχρόνως, σου λείπει το θάρρος να πας με μια γυναίκα του επαγγέλματος. Αυτό είναι όλο. Αν όμως, απευθύνοντάς μου τον λόγο, είχες την εντύπωση ότι αρχίζεις μια φιλία με έναν άλλον παρθένο, εδώ έκανες μεγάλο λάθος. Θέλεις να ακούσεις πώς έχασα την παρθενία μου;» Και χωρίς να περιμένει να του απαντήσω, ο Κασιουάγκι συνέχισε: «Είμαι γιος ενός ιερέα Ζεν στη Σαννομίγια και γεννήθηκα στραβοκάνης. Ακούγοντάς με να αρχίζω έτσι την κουβέντα μου, θα φαντάζεσαι ίσως ότι είμαι κανένας αρρωστημένος τύπος, που μιλάει με τη μεγαλύτερη ευκολία και όσο μπορεί περισσότερο, προκειμένου να βγάλει τα εσώψυχά του. Ε, λοιπόν, δεν είναι έτσι. Αυτά δεν θα τα έλεγα στον καθένα που θα με πλησίαζε. Μάλλον με ενοχλεί να τα λέω, η αλήθεια όμως είναι πως διάλεξα ειδικά εσένα από την αρχή για να ακούσεις την ιστορία μου. Σκέφτηκα, βλέπεις, ότι θα μπορούσες να ωφεληθείς περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον μαθαίνοντας τα καμώματά μου. Το καλύτερο για σένα θα ήταν να μιμηθείς το παράδειγμά μου κατά γράμμα. Όπως σίγουρα θα ξέρεις, έτσι μυρίζονται οι θεοσεβούμενοι τους άλλους πιστούς και με τον ίδιο τρόπο όσοι δεν πίνουν τους οπαδούς του αντιαλκοολισμού. »Ντρεπόμουν, λοιπόν, για ό,τι μου είχε φέρει η ζωή. Σκεφτόμουν πως το να συμφιλιωθώ με τις συνθήκες της ύπαρξής μου και να ζήσω αρμονικά μαζί τους, αντιπροσώπευε για μένα μια ήττα. Αν ήθελα να γίνω μνησίκακος, δεν μου έλειψαν βέβαια οι ευκαιρίες. Οι γονείς μου θα έπρεπε να είχαν φροντίσει να χειρουργηθώ όταν ήμουν μικρός. Τώρα είναι πολύ αργά. Παρ' όλα αυτά, αδιαφορώ εντελώς για τους γονείς μου και η ιδέα να τους εκδικηθώ ήδη δεν μου λέει τίποτε. 121
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
»Καλλιεργούσα μέσα μου την πεποίθηση ότι πιθανότατα οι γυναίκες δεν θα μπορούσαν ποτέ να με αγαπήσουν. Όπως ίσως γνωρίζεις κι εσύ, αυτή είναι μια πεποίθηση μάλλον βολική και χωρίς προβλήματα, που τη συμμερίζονται οι περισσότεροι άνθρωποι. Και δεν υπήρχε αναγκαστικά καμιά αντίφαση ανάμεσα σε αυτήν και στην άρνησή μου να συμφιλιωθώ με τις προϋποθέσεις της ύπαρξής μου. Όπως βλέπεις, αν είχα πιστέψει ότι οι γυναίκες θα μπορούσαν να με αγαπήσουν με το παρουσιαστικό που έχω, δηλαδή όπως με έχει κάνει η φύση, θα είχα συμφιλιωθεί στον βαθμό που θα το πίστευα. Συνειδητοποίησα ότι οι δυο μορφές του θάρρους -το θάρρος να κρίνεις την πραγματικότητα ακριβώς όπως είναι και το θάρρος να παλέψεις ενάντια σε αυτή την κρίση- θα μπορούσαν κάλλιστα να συμφιλιωθούν μεταξύ τους. Χωρίς να ταραχτώ, εύκολα θα μπορούσα να αισθανθώ ότι παλεύω. »Από τη στιγμή που αυτές ήταν οι πεποιθήσεις μου, θα ήταν ό,τι πιο φυσικό να μην είχα προσπαθήσει να χάσω την παρθενία μου καταφεύγοντας σε γυναίκες του επαγγέλματος, όπως έκαναν τόσοι φίλοι μου. Αυτό βέβαια που με σταματούσε ήταν το γεγονός ότι οι πόρνες δεν πηγαίνουν στο κρεβάτι με τους πελάτες τους επειδή αυτοί τους αρέσουν. Μπορούν να έχουν για πελάτη τον καθένα, ξεμωραμένους γέρους, ζητιάνους, μονόφθαλμους, καλοφτιαγμένους άντρες - ακόμη και λεπρούς, από τη στιγμή που δεν έχουν ιδέα για τη λέπρα τους. Αυτή η εξισωτική προσέγγιση θα έκανε τους περισσότερους συνηθισμένους νεαρούς να αισθάνονται άνετα, να προχωρούν στη ζωή τους ευτυχισμένοι και να αγοράζουν τις υπηρεσίες της πρώτης γυναίκας που θα έβρισκαν μπροστά τους. Όμως, δεν είχα σε καμιά υπόληψη την εξισωτική αυτή τακτική. Δεν μπορούσα να ανεχθώ την ιδέα ότι μια γυναίκα θα αντιμετώπιζε έναν εντελώς φυσιολογικό άντρα και κάποιον σαν εμένα 122
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σαν να ήμασταν ίσοι. Αυτό θα μου φαινόταν τρομερός αυτο-εξευτελισμός. Όπως βλέπεις, με είχε κυριεύσει ο φόβος ότι, αν κάποιος παρέβλεπε ή αγνοούσε την αναπηρία μου, θα έπαυα κατά κάποιον τρόπο να υπάρχω. Ήταν ο ίδιος φόβος με αυτόν που σε κάνει τώρα να υποφέρεις - έτσι δεν είναι; Προκειμένου η κατάστασή μου να αναγνωριστεί και να γίνει εντελώς αποδεκτή, ήταν βασικό να διευθετηθούν τα πράγματα για μένα με πολύ μεγαλύτερη πολυτέλεια από ό,τι για τους κοινούς ανθρώπους. Οτιδήποτε συνέβαινε, θαρρώ, θα μου το έφερνε η ίδια η ζωή. »'Επρεπε αναμφίβολα να ξεπεράσω το τρομερό συναίσθημα έλλειψης ικανοποίησης - την έλλειψη ικανοποίησης για το ότι ο κόσμος κι εγώ είχαμε μια σχέση ανταγωνιστική. Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν άλλαζε είτε ο εαυτός μου είτε ο κόσμος. Απεχθανόμουν, ωστόσο, να ονειρεύομαι τέτοιες αλλαγές. Μισούσα τέτοιας λογής τερατώδη όνειρα. Το λογικό συμπέρασμα, στο οποίο έφτασα ύστερα από επίμονη σκέψη, ήταν πως, αν άλλαζε ο κόσμος, δεν θα μπορούσα να υπάρχω και, αν άλλαζα εγώ, δεν θα μπορούσε να υπάρχει ο κόσμος. Και, κατά περίεργο τρόπο, αυτό το συμπέρασμα αντιπροσώπευε ένα είδος συμφιλίωσης, συμβιβασμού. Ο κόσμος, βλέπεις, θα μπορούσε να συνυπάρχει με την ιδέα πως ήταν αδύνατον να αγαπηθώ ποτέ διαθέτοντας ένα τέτοιο παρουσιαστικό. Η παγίδα στην οποία πέφτει τελικά το δύσμορφο άτομο δεν βρίσκεται στη λύση της ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στον εαυτό του και στον κόσμο, αλλά, αντίθετα, αποκτά τη μορφή μιας πλήρους επιδοκιμασίας αυτού του ανταγωνισμού. Και ακριβώς γι' αυτό, ένα δύσμορφο άτομο δεν μπορεί ποτέ να γιατρευτεί. »Έτσι, σε αυτό το σημείο της ζωής μου, όταν βρισκόμουν στο άνθος της νιότης μου -χρησιμοποιώ αυτή τη φράση ύστε123
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
ρα από ώριμη σκέψη-, μου συνέβη κάτι απίστευτο. Έχει σχέση με ένα κορίτσι από μια πλούσια οικογένεια ενοριτών του ναού μας. Η κοπέλα είχε αποφοιτήσει από το Παρθεναγωγείο του Κόμπε και ο κόσμος είχε να λέει για την ομορφιά της. Κάποια μέρα, δήλωσε απροκάλυπτα ότι με αγαπάει. Για μια στιγμή, ήταν αδύνατον να πιστέψω στ' αυτιά μου. Λόγω της άχαρης κατάστασής μου, είχα αποκτήσει κάποια πείρα να διεισδύω στην ψυχολογία των άλλων. Έτσι, δεν άφησα το όλο θέμα να πέσει στο κενό, όπως θα έκαναν πολλοί, αποδίδοντας τον έρωτά της σε μια απλή συμπόνια. Είχα πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι καμιά κοπέλα δεν θα με ερωτευόταν από απλή συμπόνια. Αντίθετα, μάντεψα ότι ο έρωτάς της είχε τις ρίζες του σε μιαν ιδιαίτερη αίσθηση περηφάνιας. Ήταν σίγουρη για την ομορφιά της και για τα γυναικεία της θέλγητρα, και της ήταν αδύνατον να αποδεχτεί οποιονδήποτε θαυμαστή που θα έδειχνε δείγματα ιδιαίτερης εμπιστοσύνης στον εαυτό του. Δεν θα άντεχε στην ιδέα μιας αντιστάθμισης της περηφάνιας της με την αυτάρκεια κάποιου νεαρού άντρα. Είχε την ευκαιρία να της τυχαίνουν ένα σωρό "καλές περιπτώσεις". Παρ' όλα αυτά, όσο καλύτεροι ήταν οι επίδοξοι αυτοί μνηστήρες, τόσο περισσότερο τους αποστρεφόταν. Τελικά, απέρριπτε με κάμποσα νάζια κάθε έρωτα που είχε να κάνει με ένα είδος "ισοζυγίου" -σε αυτό το σημείο ήταν απόλυτα έντιμη- και έστρεψε τα μάτια της πάνω μου. »Ήξερα ήδη τι απάντηση θα της έδινα. Ίσως να με κοροϊδέψεις γι' αυτό, η αλήθεια είναι όμως πως της είπα έτσι απλά: "Δεν σε αγαπώ". Τι άλλο θα μπορούσα να της πω; Ήταν μια απάντηση ξεκάθαρη και δεν έκλεινε μέσα της καμιά προσποίηση. Αν, αντίθετα, είχα αποφασίσει να μη χάσω μια καλή ευκαιρία και είχα απαντήσει στην εξομολόγησή της λέγοντας: "Κι εγώ σε αγαπώ", θα είχα φανεί κάτι χειρότερο από γελοίος 124
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
- έτσι κι αλλιώς, είχα ήδη εμφανίσει μια κάποια τραγικότητα. Όσοι έχουν μια γελοία εμφάνιση σαν τη δική μου είναι εξαιρετικά ικανοί στο να αποφεύγουν τον κίνδυνο να φανούν τραγικοί εκ παραδρομής. Ήξερα πολύ καλά πως αν άρχιζα να εκδηλώνω με το πρώτο την τραγικότητά μου, οι άνθρωποι θα έπαυαν να αισθάνονται άνετα όταν θα έρχονταν σε επαφή μαζί μου. Ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τον ψυχισμό των άλλων να μην τους εμφανιστώ ποτέ με όψη αξιοθρήνητη. Έτσι, ξεκαθάρισα τη θέση μου λέγοντας: "Δεν σε αγαπώ". »Η κοπέλα δεν έκανε πίσω ακούγοντας την απάντησή μου. Ισχυρίστηκε αδίσταχτα ότι της έλεγα ψέματα. Αποτελούσε περίεργο θέαμα ο τρόπος με τον οποίο έβαζε τα δυνατά της για να με κατακτήσει, ενώ συγχρόνως φρόντιζε ιδιαιτέρως να μη θίξει την περηφάνια μου. Της ήταν προφανώς αδιανόητο πώς θα μπορούσε να υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο άντρας που να μην την αγαπά, από τη στιγμή που θα του δινόταν η ευκαιρία. Αν υπήρχε ένας τέτοιος άντρας, θα έλεγε απλούστατα ψέματα στον εαυτό του. Έτσι, καταπιάστηκε με μια σχολαστική ανάλυση του χαρακτήρα μου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ήμουν πράγματι ερωτευμένος μαζί της εδώ και αρκετό καιρό. Ήταν έξυπνη. Ξεκινώντας από το γεγονός ότι πραγματικά με αγαπούσε, πρέπει να είχε συνειδητοποιήσει ότι ήμουν ιδιαίτερα δυσπρόσιτος. Σχεδόν όλα όσα θα μπορούσε να πει κολακεύοντάς με θα ήταν εσφαλμένα. Αν ισχυριζόταν, για παράδειγμα, ότι είχα πρόσωπο ελκυστικό -κάτι που δεν ήταν αλήθεια-, θα με είχε ενοχλήσει. Αν έλεγε ότι τα στραβά μου πόδια ήταν όμορφα, η ενόχλησή μου θα γινόταν ακόμη μεγαλύτερη. Και αν έκανε την παρατήρηση ότι δεν με αγαπούσε για την εξωτερική μου εμφάνιση, αλλά γι' αυτό που είχε διαισθανθεί ότι έκρυβα μέσα μου, τότε θα γινόμουν στ' αλήθεια έξω φρενών. Έτσι κι αλλιώς, όντας έξυπνη. 125
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
τα έλαβε όλα αυτά υπ' όψιν της και συνέχισε απλώς να λέει: "Σ' αγαπώ". Και, σύμφωνα με την ανάλυση της, είχε βέβαια ανακαλύψει μέσα μου ένα συναίσθημα που ανταποκρινόταν στον έρωτά της. »Δεν μπορούσα να δεχτώ ένα τέτοιο σόφισμα. Συγχρόνως, με είχε κυριεύσει σιγά σιγά ένας σφοδρός πόθος, άλλο αν δεν έβαζα στον νου μου ότι ο πόθος θα μας έκανε να σμίξουμε. Μου φάνηκε ότι, αν πραγματικά αγαπούσε εμένα και όχι κάποιον άλλο στο πρόσωπό μου, αυτό θα σήμαινε προφανώς ότι είχα κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που με έκανε να ξεχωρίζω στα μάτια της. Και τι θα μπορούσε να είναι αυτό, αν όχι τα δύσμορφα πόδια μου; Κοντολογίς, κατέληξα στο ότι, παρότι δεν το έλεγε, αγαπούσε ακριβώς αυτά τα πόδια. Κάτι εντελώς απαράδεκτο όσον αφορά το δικό μου τρόπο σκέψης. Αν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μου δεν εστιαζόταν στην αναπηρία μου, ίσως και να αποδεχόμουν αυτόν τον έρωτα. Αν όμως ήμουν αναγκασμένος να παραδεχτώ ότι η ειδοποιός διαφορά μου από τους άλλους ανθρώπους - ο λόγος της ύπαρξής μου- βρισκόταν αλλού και όχι στα πόδια μου, αυτό θα προϋπέθετε μια επιπλέον αναγνώριση. Τότε, θα έφτανα αναπόφευκτα στο σημείο να αναγνωρίσω και τους λόγους ύπαρξης των άλλων ανθρώπων με τον ίδιον συμπληρωματικό τρόπο, πράγμα που θα με οδηγούσε με τη σειρά του να αναγνωρίσω τον εαυτό μου ως αμετάκλητα έγκλειστο μέσα στον κόσμο. Κατά συνέπειαν, ο έρωτας γινόταν για μένα κάτι αδύνατον. Η πίστη της ότι ήταν ερωτευμένη μαζί μου ήταν μια απλή ψευδαίσθηση και, προφανώς, εγώ δεν μπορούσα να την αγαπήσω. Γι' αυτό, συνέχισα να επαναλαμβάνω: "Δεν σε αγαπώ". »Κατά περίεργο τρόπο, όσο περισσότερο της έλεγα ότι δεν την αγαπούσα, τόσο πιο βαθιά εκείνη υπέκυπτε στην ψευδαί126
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σθηση ότι ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Τελικά, κάποιο βράδυ, όρμησε πάνω μου. Μου πρόσφερε το κορμί της και μπορώ να πω ότι ήταν ένα κορμί εκθαμβωτικά ωραίο. Όταν όμως ήρθε η στιγμή, στάθηκα εντελώς ανίκανος. »Η τρομερή αυτή αποτυχία μου τα έλυσε όλα με τη μεγαλύτερη ευκολία. Τελικά, η κοπέλα είχε μια πειστική απόδειξη ότι πράγματι δεν την αγαπούσα. Και με άφησε. »Μπορεί να ντράπηκα για την ανικανότητά μου, σε σύγκριση όμως με την ντροπή που ένιωθα για το ανάπηρο πόδι μου δεν αξίζει να προσθέσω τίποτε. Αυτό που πραγματικά με ενοχλούσε ήταν κάτι ολωσδιόλου διαφορετικό. Γνώριζα τον λόγο της ανικανότητάς μου. Ήταν η σκέψη, όταν ήρθε εκείνη η ώρα, ότι τα δύσμορφα πόδια μου θα άγγιζαν τα όμορφα δικά της πόδια. Και αυτή η συνειδητοποίηση συντάραξε τη γαλήνη μέσα μου, που αποτελούσε τη συνέπεια της πεποίθησής μου ότι δεν θα με αγαπούσε ποτέ καμιά γυναίκα. »Εκείνη τη στιγμή, βλέπεις, ένιωσα ένα είδος ανέντιμης χαράς, κάνοντας τη σκέψη ότι θα αποδείκνυα την αδυναμία του έρωτα μέσω του πόθου μου - δηλαδή μέσα από την ικανοποίηση του πόθου μου. Η σάρκα μου όμως με πρόδωσε. Αυτό που ήθελε να κάνει το μυαλό μου, το έκανε η σάρκα μου. Κι έτσι, ήρθα αντιμέτωπος με μιαν άλλη αντίφαση. Για να το πω με έναν τρόπο μάλλον κοινότοπο, είχα ονειρευτεί τον έρωτα διατηρώντας τη σταθερή πεποίθηση ότι δεν θα μπορούσα να αγαπηθώ. Σε τελικό στάδιο όμως, τον είχα υποκαταστήσει με τον πόθο και είχα νιώσει κάτι σαν ανακούφιση. Τελικά, κατάλαβα πως αυτός καθαυτός ο πόθος ζητούσε για την εκπλήρωσή του να ξεχάσω τις συνθήκες της ύπαρξής μου, εγκαταλείποντας ό,τι αποτελούσε για μένα τον μοναδικό φραγμό, με άλλα λόγια την πεποίθηση ότι δεν μπορούσα να αγαπηθώ. Είχα φανταστεί τον πόθο σαν κάτι πιο καθαρό από αυτό που είναι 127
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
στην πραγματικότητα, χωρίς να συνειδητοποιήσω πως ζητούσα από τους ανθρώπους να δουν τον εαυτό τους μέσα σε μια κατάσταση κάπως ονειρική και εξωπραγματική. »Από εκείνη τη στιγμή, η σάρκα μου άρχισε να με απασχολεί περισσότερο από το πνεύμα μου. Ωστόσο, δεν ήθελα να μεταβληθώ σε ενσάρκωση του καθαρού πόθου. Αυτό μπορούσα μόνο να το ονειρεύομαι. Έγινα σαν τον άνεμο. Κάτι που δεν μπορούσαν να δουν οι άλλοι, ενώ αυτό έβλεπε τα πάντα, πλησίαζε ανάλαφρα τον στόχο του, κανάκευε τα πάντα και τελικά εισχωρούσε στο πιο μύχιο μέρος τους. Αν μιλήσω για την αυτοσυνείδηση της σάρκας, περιμένω από σένα να φανταστείς μια αυτοσυνείδηση που αναφέρεται σε ένα αντικείμενο σταθερό, ογκώδες και αδιαφανές. Παρ' όλα αυτά, δεν ήμουν έτσι. Για μένα, η συνειδητοποίηση ότι ο εαυτός μου δεν ήταν παρά μόνον ένα σώμα, ένας πόθος, σήμαινε ότι είχα γίνει διάφανος και αόρατος, με άλλα λόγια κάτι σαν τον άνεμο. »Παρ' όλα αυτά, τα ανάπηρα πόδια μου απέδειξαν προς στιγμήν ότι αποτελούσαν μεγάλο εμπόδιο. Αυτά και μόνον ήταν κάτι που δεν θα γινόταν ποτέ διαφανές. Δεν έμοιαζαν τόσο με πόδια, όσο με επίμονα πνεύματα. Υπήρχαν εκεί σαν αντικείμενα πιο σταθερά από την ίδια μου τη σάρκα. »Οι άνθρωποι έχουν πιθανότατα την εντύπωση ότι δεν μπορούν να δουν τον εαυτό τους παρά μόνον αν διαθέτουν καθρέφτη. Το να είσαι όμως σακάτης σημαίνει να έχεις διαρκώς έναν καθρέφτη κάτω από τη μύτη σου. Κάθε ώρα της ημέρας, όλο μου το σώμα καθρεφτιζόταν σε αυτόν τον καθρέφτη. Δεν υπήρχε περίπτωση να το ξεχάσω. Ως αποτέλεσμα, αυτό που είναι γνωστό σε τούτο τον κόσμο ως έλλειψη άνεσης θα μπορούσε να φανεί κάτι σαν παιδικό παιχνίδι. Για μένα, δεν θα μπορούσε να υπάρχει έλλειψη άνεσης. Το γεγονός ότι υπήρχα με αυτή τη μορφή ήταν τόσο τελεσίδικο όσο και το ότι υπάρ128
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
χουν ο Ήλιος και η Γη, ή τα όμορφα πουλιά και οι άσχημοι κροκόδειλοι. Ο κόσμος ήταν ακίνητος σαν ταφόπετρα. »Ούτε η παραμικρή έλλειψη άνεσης, ούτε η ελάχιστη ευστάθεια: εκεί βρισκόταν η βάση του αυθεντικού τρόπου ζωής μου. Άραγε γι' αυτό ζούσα; Με κάτι τέτοιες σκέψεις, οι άνθρωποι όχι μόνον αισθάνονται άβολα, αλλά φτάνουν στο σημείο ακόμη και να σκοτώσουν τον εαυτό τους. Εμένα, όμως, δεν με ενοχλούσε. Τα δύσμορφα πόδια μου ήταν η κατάσταση της ζωής μου, ο λόγος, ο σκοπός και το ιδανικό της, κοντολογίς, η ίδια μου η ζωή. Το ότι υπήρχα ήταν ένας λόγος κάτι περισσότερο από αρκετός για να νιώθω ικανοποιημένος. Μήπως το να μην αισθάνεσαι άνετα όσον αφορά την ύπαρξή σου δεν πηγάζει πρώτα από όλα από ένα είδος "πολυτελούς" έλλειψης ικανοποίησης, με τη σκέψη ότι η ζωή σου δεν εξαντλεί όλη τη σημασία της; »Η προσοχή μου στράφηκε τότε σε μια γριά χήρα που ζούσε μόνη της στο χωριό μας. Ο κόσμος έλεγε ότι ήταν γύρω στα εξήντα, μερικοί μάλιστα υποστήριζαν ότι ήταν ακόμη πιο μεγάλη. Στην επιμνημόσυνο τελετή του θανάτου του πατέρα της, με έστειλαν στο σπίτι της για να ψάλω τις σούτρα στη θέση του πατέρα μου. Επειδή κανένας από τους συγγενείς της δεν είχε έρθει στην τελετή, η γερόντισσα κι εγώ βρεθήκαμε μόνοι μπροστά στον οικογενειακό βωμό. Όταν τελείωσα τους ψαλμούς, μου πρόσφερε τσάι σε ένα άλλο δωμάτιο. Ήταν μια ζεστή καλοκαιριάτικη μέρα και τη ρώτησα αν θα μπορούσα να πλυθώ. Έβγαλα τα ρούχα μου και η γριά μου έριξε κρύο νερό στην πλάτη. Πρόσεξα ότι κοίταζε τα πόδια μου με συμπόνια κι ευθύς αμέσως κατέστρωσα στον νου μου ένα σχέδιο. »Όταν αποτέλειωσα το λουτρό μου, γύρισα στο δωμάτιο όπου καθόμασταν προηγουμένως. Καθώς σκούπιζα το σώμα μου, της είπα με τόνο σοβαρό πως, όταν γεννήθηκα, η μητέρα 129
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
μου είχε δει στον ύπνο της τον Βούδα. Αυτός της ανάγγειλε πως, όταν το παιδί της θα γινόταν άντρας, η γυναίκα που θα λάτρευε ειλικρινά τα πόδια του, θα ξαναγεννιόταν στον παράδεισο. Καθώς μιλούσα, η θεοσεβούμενη γριά χήρα με κοίταζε επίμονα στα μάτια, ενώ ταυτοχρόνως έπαιζε το κομπολόι της. Ήμουν γυμνός, ξαπλωμένος ανάσκελα σαν πτώμα. Είχα σταυρώσει τα χέρια στο στήθος και, κρατώντας ένα κομπολόι, μουρμούριζα κάποιες σούτρα της επινόησής μου. Έκλεισα τα μάτια, ενώ τα χείλη μου συνέχιζαν να απαγγέλλουν τις σούτρα. »Όπως σίγουρα θα φαντάζεσαι, μετά βίας συγκρατούσα τα γέλια μου. Γιατί βέβαια μέσα μου γελούσα με την καρδιά μου! Και δεν σκεφτόμουν, ούτε κατ' ελάχιστον, τον εαυτό μου. Είχα πλήρη συνείδηση ότι, απαγγέλλοντας τις σούτρα της, η γριά αφοσιωνόταν στην πιο ένθερμη λατρεία των ποδιών μου. Όλη μου η σκέψη ήταν συγκεντρωμένη στα πόδια μου. Με άλλα λόγια, καταδιασκέδαζα με τη γελοία αυτή κατάσταση. Πόδια δύσμορφα, ανάπηρα - αυτό μονάχα μπορούσα να σκεφτώ, αυτό μονάχα έβλεπε ο νους μου. Τα τερατόμορφα πόδια μου. Την κατάσταση της πιο ακραίας ασχήμιας την οποία βίωνα. Τι άγρια φάρσα! Και για να γίνουν -θαρρείς- τα πράγματα ακόμη πιο κωμικά, οι ατίθασες μπούκλες της γερόντισσας, που έκανε κάθε τρεις και λίγο μετάνοιες, μου γαργαλούσαν τις πατούσες! »Αποδείχτηκε πως, από την ημέρα της ανικανότητάς μου, όταν άγγιξα τα όμορφα πόδια της κοπέλας, είχα κάνει λάθος σχετικά με τη λαγνεία μου. Γιατί στη μέση της άσχημης αυτής ιερουργίας, συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε έξαψη. Ναι, δεν είχα ούτε την παραμικρή ψευδαίσθηση! Και μάλιστα, υπό τις πιο ανελέητες συνθήκες! »Όρθωσα το κορμί μου και έσπρωξα απότομα τη γερό130
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ντισσα. Δεν πρόλαβα καν να παραξενευτώ για το γεγονός ότι εκείνη δεν φανέρωσε ούτε την ελάχιστη έκπληξη. Η γριά χήρα βρισκόταν εκεί όπου την είχα σπρώξει, συνεχίζοντας να απαγγέλλει τις σούτρα με τα μάτια σφαλισμένα. Κατά περίεργο τρόπο, διατηρώ ζωηρά την ανάμνηση ότι η σούτρα που απήγγελλε ήταν ένα κεφάλαιο από το Νταρανί της Μεγάλης Συμπόνιας: "11<:ϊ Μ. 8Μηο 8ΐιϊηό. Οταβαη. ΡπΓαΞήΐή. Ηξζ3 Μζά £υΓ38ΐΊΞγ3. "Θα γνωρίζεις βέβαια πώς εξηγείται αυτό το εδάφιο στα σχόλια: "Δεόμεθά Σου. Δεόμεθά Σου. Για την καθαρή ουσία της άσπιλης αγνότητας, εκεί όπου εκμηδενίζονται οι Τρεις Δαίμονες της Ψυχής: η πλεονεξία, η οργή και η βλακεία". »Μπροστά στα μάτια μου, το πρόσωπο μιας γερόντισσας εξήντα χρόνων -ένα ηλιοκαμένο πρόσωπο δίχως φτιασίδια- έδειχνε να με καλωσορίζει. Η έξαψή μου δεν κράτησε σχεδόν καθόλου. Εκεί βρίσκεται ο ύστατος παραλογισμός της όλης φάρσας, άλλο αν ένιωθα ότι αυτό με προσήλκυε χωρίς να το συνειδητοποιώ. Ίσως όμως, αντιθέτως, να είχα πλήρη συνείδηση και να έβλεπα τα πάντα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κόλασης είναι ότι βλέπεις με απόλυτη καθαρότητα τα πάντα, έως την τελευταία λεπτομέρεια. Και όλα αυτά, μέσα σε ένα σκοτάδι από κατράμι! »Στο ρυτιδωμένο πρόσωπο της γερόντισσας δεν υπήρχε ούτε ίχνος ομορφιάς ή αγιότητας. Η ασχήμια και τα χρόνια της έμοιαζαν να προσφέρουν μια διαρκή επιβεβαίωση για την εσώτερη εκείνη κατάστασή μου, όπου δεν υπάρχουν όνειρα. Ποιος θα μπορούσε άραγε να ισχυριστεί πως, αν κοιτάξει κανείς μια γυναίκα, όσο όμορφη κι αν είναι, χωρίς να ονειρεύεται, το πρόσωπό της δεν θα μεταμορφωθεί στο πρόσωπο αυτής της γριάς; Το ανάπηρο πόδι μου και αυτό το πρόσωπο. Ναι, έτσι ήταν. Το γεγονός ότι κοίταζα την ίδια την πραγματικότητα συντηρούσε την κατάσταση της φυσικής έξαψης στην 131
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
οποία βρισκόμουνα. Για πρώτη φορά, μπορούσα να δω τον πόθο μου με πίστη και φιλική διάθεση. Και συνειδητοποιούσα ότι το πρόβλημα δεν βρισκόταν στη σμίκρυνση της απόστασης ανάμεσα στο εαυτό μου και στο ποθητό αντικείμενο, αλλά ακριβώς στη διατήρηση αυτής της απόστασης, έτσι ώστε το αντικείμενο να παραμένει αντικείμενο. »Είναι καλό να κοιτάζεις ένα δικό σου αντικείμενο. Εκείνη τη στιγμή, ανακάλυψα τη λογική του ερωτισμού μου, μέσα από τη λογική του σακάτη: ενώ βρίσκεται σε ένα σημείο σταθερής ισορροπίας, έχει κιόλας φτάσει στον στόχο. Με άλλα λόγια, έχει φτάσει μέσα από τη λογική ότι δεν μπορεί ποτέ να κατακλυστεί από μια αίσθηση αμηχανίας. Ανακάλυψα την προσποίηση σε ό,τι ο κόσμος αποκαλεί συνήθως ερωτική μέθη. Ο φυσικός πόθος ήταν κάτι σαν τον άνεμο ή σαν μαγικό πανωφόρι που κρύβει αυτόν που τον φοράει. Και η ένωση που θα γεννιόταν από αυτόν τον πόθο δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από ένα όνειρο. Ενώ θα κοίταζα, θα τοποθετούσα συγχρόνως τον εαυτό μου σε μια τέτοια θέση ώστε και ο άλλος να με κοιτάζει καταλεπτώς. Έτσι, έβγαλα έξω από τον κόσμο, τόσο τα ανάπηρα πόδια μου όσο και τις γυναίκες μου. Αυτά και όλες εκείνες έμεναν σε ίση απόσταση από μένα. Εκεί βρίσκεται η πραγματικότητα. Ο πόθος ήταν απλώς ένα όραμα. Και ενώ κοίταζα, ένιωθα πως κατρακυλούσα συνεχώς προς τα πίσω, βουτηγμένος σε εκείνο το όραμα, εκσπερματίζοντας ταυτόχρονα πάνω στην επιφάνεια της πραγματικότητας την οποία κοίταζα. Τα δύσμορφα πόδια μου και οι γυναίκες δεν θα έπρεπε ποτέ να έρθουν σε επαφή ούτε να συνυπάρξουν. Κοντολογίς, έπρεπε να διώχνονται και τα δυο από τον κόσμο. Αισθανόμουν τον πόθο να γεννιέται μέσα μου ακατάπαυστα. Και αυτό, επειδή τα δύσμορφα πόδια μου και τα ωραία πόδια των γυναικών δεν θα έπρεπε εφ' όρου ζωής να ακουμπήσουν. 132
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
»Έχεις καμιά δυσκολία να με καταλάβεις; Μήπως θα έπρεπε να σου εξηγήσω αυτά που σου λέω; Είμαι, ωστόσο, σίγουρος πως αντιλαμβάνεσαι ότι, ύστερα από όλα αυτά, μπόρεσα να πιστέψω με απόλυτη εσωτερική γαλήνη ότι "ο έρωτας είναι κάτι αδύνατον". Είχα απαλλαγεί από κάθε συναίσθημα που θα με έκανε να νιώσω άβολα. Κοντολογίς, είχα απαλλαγεί από αυτόν τον ίδιο τον έρωτα. Ο κόσμος είχε φτάσει σε ένα σταθερό σημείο ισορροπίας και ταυτόχρονα στον ποθητό στόχο. Μήπως θα έπρεπε να το διευκρινίσω λέγοντας "ο κόσμος μας"; Έτσι, με μια και μόνη φράση, μπορώ να ορίσω τη μεγάλη ψευδαίσθηση που αφορά τον "έρωτα" σε τούτον τον κόσμο. Είναι μια προσπάθεια συνένωσης της πραγματικότητας με το όραμα. Έχω φτάσει πια στο σημείο να συνειδητοποιώ ότι η πεποίθηση μου -η πεποίθηση πως δεν θα μπορέσω ποτέ να αγαπηθώ- είναι αυτή καθαυτή η βασική κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι, ξέρεις τώρα πώς έχασα την παρθενία μου!» Ο Κασιουάγκι σταμάτησε να μιλά. Τον είχα ακούσει με τεταμένη την προσοχή μου. Επιτέλους, έβγαλα έναν αναστεναγμό. Είχα εντυπωσιαστεί βαθύτατα από όσα είπε και δεν μπορούσα να απαλλαγώ από μιαν οδυνηρή αίσθηση: είχα συγκινηθεί από έναν τρόπο σκέψης που δεν μου είχε περάσει από τον νου ποτέ μέχρι τότε. Από τη στιγμή που ο Κασιουάγκι σταμάτησε να μιλά, ο ανοιξιάτικος ήλιος ανάτειλε γύρω μου και το τριφύλλι έλαμψε όλο φως. Οι κραυγές από το προαύλιο του μπάσκετ, πίσω από το κτήριο, αντήχησαν ξανά. Κι όμως, παρόλο που ήταν ακόμη το ίδιο μεσημέρι της ίδιας ανοιξιάτικης μέρας, όλα έμοιαζαν να έχουν αλλάξει νόημα. Δεν μπορούσα να μείνω σιωπηλός. Ήθελα να μπω κι εγώ στην κουβέντα, να προσθέσω κάτι στα λόγια του. Πρόφερα τραυλίζοντας μιαν αδέξια παρατήρηση: «Πρέπει να αισθάνθηκες πολύ μόνος από τότε». 133
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Για μια φορά ακόμη, ο Κασιουάγκι προσποιήθηκε με σκληρότητα ότι δεν είχε καταλάβει και μου ζήτησε να επαναλάβω ό,τι είχα πει. Η απάντησή του όμως αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο ένα μικρό δείγμα φιλίας. «Μόνος είπες; Γιατί να νιώσω μόνος; Θα καταλάβεις πώς εξελίχθηκαν από τότε τα πράγματα για μένα, όταν θα με γνωρίσεις καλύτερα». Χτύπησε το κουδούνι για τις απογευματινές διαλέξεις. Ενώ ετοιμαζόμουν να σηκωθώ, ο Κασιουάγκι, που εξακολουθούσε να κάθεται στο γρασίδι, με τράβηξε απότομα από το μανίκι. Η πανεπιστημιακή μου στολή ήταν η ίδια εκείνη που φορούσα στη σχολή Ζεν. Μονάχα τα κουμπιά ήταν καινούργια. Το ύφασμα ήταν μπαλωμένο και ξεφτισμένο. Εξάλλου, μου ήταν τόσο εφαρμοστή που έκανε το λιπόσαρκο σώμα μου να φαίνεται ακόμη μικρότερο από ό,τι ήταν. «Το επόμενο μάθημα είναι τα Σινο-ιαπωνικά, έτσι δεν είναι; Ό,τι πιο βαρετό. Δεν πάμε καλύτερα να περπατήσουμε;» Και, με αυτά τα λόγια, σηκώθηκε. Στην αρχή, πρέπει να κατέβαλλε τρομερή προσπάθεια: όλο του το σώμα έδειξε να εξαρθρώνεται και, στη συνέχεια, λες και το συναρμολόγησε ξανά. Θυμήθηκα μια ταινία που είχα δει, όπου η καμήλα είχε μεμιάς σταθεί στα πόδια της. Μέχρι τότε, δεν είχα λεί-ψει από καμιά διάλεξη. Δεν ήθελα όμως να χάσω την ευκαιρία να ακούσω περισσότερα από τα χείλη του. Κατευθυνθήκαμε προς την κεντρική πύλη. Αφού τη διαβήκαμε, συνειδητοποίησα ξαφνικά τον ιδιόμορφο τρόπο βαδίσματος του συμφοιτητή μου και ένιωσα κάτι σαν ενόχληση. Θα πρέπει σίγουρα να είχα συμμεριστεί τα κοινότοπα αισθήματα του κόσμου και να είχα ντραπεί επειδή περπατούσα μαζί του. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, έμαθα χάρη στον Κασιου134
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
άγκι όλα αυτά για τα οποία ντρεπόμουν. Συγχρόνως, εκείνος με έσπρωξε προς τη ζωή. Ολόκληρη η αδιάντροπη πλευρά της φύσης μου και όλες οι αισχρότητες της καρδιάς μου είχαν γιατρευτεί μέσ' από τα λόγια του και ανέδιδαν τώρα δροσιά. Ίσως γι' αυτό, ενώ περπατούσαμε στα χαλίκια έχοντας διαβεί την κεντρική πύλη, το όρος Χιέι που ορθωνόταν μπροστά μου σε κάποια απόσταση, καταχνιασμένο κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο, φάνταξε στα μάτια μου σαν να το έβλεπα για πρώτη φορά. Κι ακόμη, λες και όλα ξεπρόβαλλαν εκεί μπροστά μου με ανανεωμένο το νόημά τους, όπως τόσα πράγματα γύρω από μένα που, ναρκωμένα για πολύ καιρό, αποκτούσαν τώρα καινούργια σημασία. Η κορυφή του βουνού υψωνόταν προς τον ουρανό, ενώ οι λόφοι γύρω από τη βάση του απλώνονταν ατελείωτα, σαν μουσικό θέμα που πλανιέται στον αέρα. Καθώς κοίταζα το βουνό πίσω από τις αραδιασμένες χαμηλές στέγες, μονάχα οι πλαγιές του φαίνονταν ξεκάθαρα και έμοιαζαν πολύ κοντινές. Οι ανοιξιάτικοι ίσκιοι του υπόλοιπου βουνού ήταν καταχωνιασμένοι σε μιαν έκταση πυκνή και βαθυγάλαζη. Λίγος κόσμος περπατούσε έξω από την κυρίως πύλη του Πανεπιστημίου Οτάνι, και ακόμη λιγότερα ήταν τα αυτοκίνητα. Μονάχα περιστασιακά μπορούσε κανείς να ακούσει τον θόρυβο ενός τραμ της γραμμής που συνδέει την πρόσο-ψη του Σταθμού του Κιότο με το αμαξοστάσιο. Από την άλλη πλευρά του δρόμου, οι παλιοί παραστάτες του πανεπιστημίου ορθώνονταν αντίκρυ στην κυρίως πύλη από τη δική μας πλευρά, ενώ μια συστοιχία από δέντρα §ΐη§1<:ο με νιόβγαλτα φύλλα απλώνονταν στα αριστερά μας. «Πάμε έναν μικρό περίπατο στους εξωτερικούς χώρους του πανεπιστημίου!», είπε ο Κασιουάγκι. Προπορεύτηκα πέρα από τις γραμμές του τραμ, από την 135
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
άλλη πλευρά του δρόμου. Ο Κασιουάγκι τρέκλιζε με βαριά βήματα στον σχεδόν έρημο δρόμο και όλο του το κορμί συστρεφόταν βίαια. Το πανεπιστημιακό γήπεδο ήταν αρκετά εκτεταμένο. Μακριά, κάποιες ομάδες σπουδαστών, που η διάλεξη εκείνης της ώρας δεν τους αφορούσε ή είχαν αποφασίσει να μην την παρακολουθήσουν, ασκούνταν στην ελεύθερη πάλη. Πιο κοντά μας, μερικά αγόρια έκαναν αγώνα μαραθώνιου. Ο πόλεμος είχε τελειώσει πριν δύο μόλις χρόνια και οι νέοι αναζητούσαν τρόπους για να ξοδέψουν την ενεργητικότητά τους. Ο νους μου πήγε στη φειδωλή τροφή που μας έδιναν στον ναό. Καθίσαμε σε μια μισοσαπισμένη κούνια, κοιτάζοντας αφηρημένα τους συμφοιτητές μας που ζύγωναν προς την πλευρά μας και ύστερα απομακρύνονταν, καθώς διέσχιζαν με τον μαραθώνιό τους τον ελλειψοειδή χώρο. Το γεγονός ότι είχα χάσει ένα μάθημα μου δημιουργούσε μια αίσθηση ανάλογη με εκείνη ενός καινούργιου πουκάμισου πάνω στο δέρμα. Αίσθηση που εδραιωνόταν από το ηλιόφωτο και την ανάλαφρη αύρα. Μια ομάδα λαχανιασμένων δρομέων κινήθηκε αργά προς το μέρος μας. Ύστερα, ξεμάκρυνε ανασηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. «Τι ηλίθιοι!», είπε ο Κασιουάγκι. «Γιατί αυτό είναι!» Δεν υπήρχε στα λόγια του ούτε ίχνος απωθημένης μνησικακίας. «Τι στο διάβολο τους χρησιμεύει να παίζουν αυτό το θέατρο; Θα διατείνονται σίγουρα ότι το κάνουν για την υγεία τους, έτσι τουλάχιστον υποθέτω. Τι ωφελεί όμως να κάνει κάποιος μια τέτοια δημόσια επίδειξη της υγείας του; Οι αθλητικές εκδηλώσεις ολοένα πληθαίνουν, έτσι δεν είναι; Στην πραγματικότητα, αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι βρισκόμαστε στις ύστατες ημέρες της παρακμής. Ένα και μόνο θέαμα θα έπρεπε να επιδεικνύεται δημόσια και αυτό δεν μας το δείχνουν ποτέ. Με άλλα λόγια, αυτό που θα έπρεπε να βλέπει το κοινό είναι οι εκτελέσεις. Γιατί άραγε αυτές δεν γίνονται δημόσια;» 136
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Ο Κασιουάγκι σώπασε για λίγο, κι ύστερα συνέχισε με τόνο ονειροπόλο: «Πώς φαντάζεσαι ότι τα είχαν βολέψει για να συντονιστούν και να διατηρήσουν την τάξη κατά την εποχή του πολέμου, αν όχι σκηνοθετώντας δημόσιες επιδείξεις βίαιου θανάτου; Από ό,τι καταλαβαίνω, ο λόγος που σταμάτησαν να εκτελούν δημόσια ήταν πως φοβήθηκαν μήπως ο κόσμος αρχίσει να δι\ρά για αίμα. Τι ανοησία! Εκείνοι που μάζευαν τα πτώματα, ύστερα από τις αεροπορικές επιδρομές, είχαν όλοι τους πρόσωπα ήρεμα και γελαστά. Το να βλέπεις τα ανθρώπινα όντα σε κατάσταση επιθανάτιας αγωνίας, το να τα βλέπεις αιμόφυρτα και να φτάνει στ' αυτιά σου ο ρόγχος του θανάτου, σε κάνει ταπεινόφρονα. Και ακόμη, κάνει το πνεύμα σου εκλεπτυσμένο, φωτεινό και ειρηνικό. Δεν γίνεται ποτέ κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις σκληρός ή αιμοχαρής. Όχι, οι άνθρωποι γίνονται σκληροί ξαφνικά, ένα όμορφο ανοιξιάτικο απόγευμα σαν σήμερα. Μια κάποια στιγμή -έτσι δεν είναι;- που κοιτάζουν αφηρημένα τον ήλιο να ξεπροβάλει ανάμεσα από τα φύλλα των δέντρων πάνω στο φρεσκοκουρεμένο γρασίδι. Έτσι πρέπει να γεννήθηκαν όλοι οι εφιάλτες του κόσμου και της ιστορίας. Ωστόσο, όταν κάποιος κάθεται εκεί, στο καθάριο φως της μέρας, η ιδέα των αιμόφυρτων που ψυχορραγούν δίνει ένα σαφές περίβλημα στον εφιάλτη του, βοηθώντας το όνειρο να υλοποιηθεί σε πραγματικότητα. Ο εφιάλτης δεν είναι πια η αγωνία μας, αλλά ο βίαιος φυσικός πόνος των άλλων. Κάτι που δεν είμαστε υποχρεωμένοι να νιώσουμε. Αχ, τι ανακούφιση! Ο αιμοχαρής δογματισμός του Κασιουάγκι είχε βέβαια για μένα τη γοητεία του. Αυτό όμως που ήθελα τώρα να ακούσω ήταν ο μακρύς δρόμος που είχε διανύσει αφότου έχασε την παρθενία του. Και αυτό γιατί, όπως ήδη ανέφερα, περίμενα ειλικρινά από τον Κασιουάγκι να μου δείξει τη ζωή. Έτσι, φρό137
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
ντισα να διακόψω την κουβέντα και να υπαινιχθώ τα όσα με ενδιέφερε να μάθω. «Εννοείς τις γυναίκες;» ρώτησε. «Χμ, έφτασα στο σημείο, τούτες τις μέρες, να μπορώ να πω ακριβώς από διαίσθηση σε ποιον τύπο γυναίκας αρέσει ένας άντρας με δύσμορφα πόδια. Γιατί, να το ξέρεις, υπάρχουν τέτοιοι τύποι. Είναι πιθανόν η γυναίκα αυτού του είδους να έχει σε όλη της τη ζωή μια κρυφή προτίμηση γι' αυτούς τους άντρες. Πολλές φορές μάλιστα, παίρνει αυτό το μυστικό μαζί στον τάφο της. Και αυτό μπορεί να είναι το μόνο ανορθόδοξο γούστο της, ακόμη και να αποτελεί το μοναδικό της όνειρο... Λοιπόν... Πώς λες να είναι αυτός ο τύπος γυναίκας; Κατά κανόνα, πρόκειται για εκπληκτική καλλονή. Έχει μύτη λεπτή, ενώ, αντίθετα, το στόμα της είναι λίγο χαλαρό...» Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ξεπρόβαλε ένα κορίτσι περπατώντας προς την πλευρά μας.
138
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η
ΠΕΜΠΤΟ
ΚΟΠΕΛΑ ΔΕΝ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΓΓΟΥΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ! ΧΩΡΟΥΣ
του πανεπιστημίου, αλλά στον δρόμο που περνούσε πλάι σε ένα κατοικημένο τετράγωνο, λίγο πιο κάτω από το επίπεδο του πανεπιστημιακού γηπέδου. Είχε βγει από ένα εντυπωσιακό σπίτι σε ισπανικό στυλ, που έδινε κατά κάποιον τρόπο την εντύπωση του εύθραυστου. Είχε δύο τζάκια, παράθυρα με επικλινή καφασωτά και σε όλη τη γυάλινη στέγη του απλωνόταν ένα πλατύ θερμοκήπιο. Ωστόσο, το ψηλό συρματόπλεγμα που δέσποζε στο γήπεδο των αθλημάτων από την άλλη πλευρά του δρόμου μάλλον κατέστρεφε την όλη εντύπωση, τοποθετημένο σίγουρα εκεί ύστερα από επιμονή του ιδιοκτήτη του σπιτιού. Ο Κασιουάγκι κι εγώ καθόμασταν στο άνοιγμα του φράχτη. Κοίταξα το κορίτσι και το πρόσωπό του με άφησε έκθαμβο. Τα ευγενικά της χαρακτηριστικά ήταν ακριβώς όπως μου τα είχε περιγράψει εκείνος, μιλώντας για τον τύπο της γυναίκας που «της αρέσουν οι άντρες με τα δύσμορφα πόδια». Αργότερα, όταν ξανασκέφτηκα την έκπληξη που είχα νιώσει τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, αισθάνθηκα μάλλον ανόητος και αναρωτήθηκα κατά πόσον ο Κασιουάγκι ένιωθε ότι, εδώ και πολύ καιρό, είχε εξοικειωθεί με αυτό το πρόσωπο ή απλώς το είχε δει στον ύπνο του. 139
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Καθίσαμε περιμένοντας το κορίτσι. Μακριά, κάτω από τις αχτίδες του ανοιξιάτικου ήλιου, ξεπρόβαλλε η βαθυγάλαζη κορυφή του όρους Χιέι ενώ, σε πιο κοντινό πλάνο, η κοπέλα ζύγωνε σιγά σιγά προς την πλευρά μας. Δεν είχα ακόμη συνέλθει από την υπερδιέγερση που μου είχαν προκαλέσει οι τελευταίες παρατηρήσεις του Κασιουάγκι - τόσο η παρατήρηση ότι τα δύσμορφα πόδια του και οι γυναίκες του ήταν κάτι σαν κουκίδες στον πραγματικό κόσμο, σαν δυο αστέρια στον ουρανό που δεν έρχονταν ποτέ σε επαφή, όσο και τα παράξενα λόγια του ότι ήταν δήθεν ικανός να εκπληρώνει τον πόθο του μένοντας συνεχώς καταχωνιασμένος σε έναν κόσμο φαντασμάτων. Εκείνη τη στιγμή, ένα σύννεφο σκέπασε τον ήλιο: ο Κασιουάγκι κι εγώ ήμασταν τυλιγμένοι με μιαν αχνή σκιά και ο κόσμος μας λες και είχε γίνει ξαφνικά σαν μια οπτασία. Όλα, ακόμη και η ύπαρξή μου, ήταν συγκεχυμένα και μελαγχολικά. Θαρρείς και μόνον η πορφυρή κορυφή του όρους Χιέι και το χαριτωμένο κορίτσι που προχωρούσε προς την πλευρά μας έλαμπαν στον κόσμο της πραγματικότητας, έχοντας υπόσταση ρεαλιστική. Το κορίτσι ερχόταν σίγουρα προς την πλευρά μας. Καθώς όμως περνούσαν οι στιγμές, ο χρόνος σαν να είχε μεταμορφωθεί σε μιαν αγωνία που ολοένα μεγάλωνε και, όσο περισσότερο μας πλησίαζε, τόσο πιο ξεκάθαρα αποκτούσε ένα άλλο πρόσωπο, ένα πρόσωπο που δεν είχε καμιά σχέση με το πραγματικό της. Ο Κασιουάγκι όρθωσε το κορμί του και μου ψιθύρισε απότομα στ' αυτί: «Άρχισε να περπατάς! Κάνε όπως σου λέω». Ήμουν υποχρεωμένος να περπατήσω όπως με είχε κατευθύνει. Βαδίσαμε κι οι δυο μας πλάι στον πέτρινο τοίχο, λίγο ψηλότερα από το επίπεδο του δρόμου, παράλληλα προς την κατεύθυνση που ακολουθούσε η κοπέλα. «Τώρα πήδηξε κάτω!» είπε σπρώχνοντάς με μέ τα αιχμηρά 140
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
του δάχτυλα. Δρασκελώντας το πέτρινο τοιχάκι, πήδηξα στον δρόμο με τη μεγαλύτερη ευκολία. Δεν δυσκολεύτηκα να πηδήξω αυτή την απόσταση. Μόλις όμως με μιμήθηκε, βρέθηκε σωριασμένος δίπλα μου με έναν τρομακτικό θόρυβο. Προσπαθώντας να πηδήξει με το ανάπηρο πόδι του, είχε σκοντάψει και είχε πέσει. Κοιτάζοντας κάτω, είδα το μαύρο πίσω μέρος της στολής του να κυματίζει στο έδαφος. Έτσι πεσμένος μπρούμυτα, δεν έμοιαζε με ανθρώπινο πλάσμα. Για μια στιγμή, μου φάνηκε σαν μια κηλίδα δίχως νόημα, μαύρη, πελώρια, μια από εκείνες τις θολές λακκούβες που βλέπει κανείς στον δρόμο μετά τη βροχή. Ο Κασιουάγκι είχε σωριαστεί ακριβώς μπροστά από κει που περπατούσε η κοπέλα. Εκείνη στάθηκε σαν αποσβολωμένη. Όταν γονάτισα για να τον βοηθήσω να στηθεί στα πόδια του, ύψωσα τα μάτια μου προς εκείνη. Βλέποντας την αυθάδικη γαμψή της μύτη, το στόμα της με τις ελαφρά χαλαρές άκριες, τα μάτια της, χαμένα -θαρρείς- μέσα σε ένα σύννεφο, κοντολογίς όλα τα χαρακτηριστικά της, φάνταξε μπροστά μου γΙα μια στιγμή η μορφή που είχα δει τότε στο φεγγαρόφωτο: η μορφή της Ουίκο. Η ψευδαίσθηση έσβησε όμως μεμιάς και αντίκρισα ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι που με κοίταζε περιφρονητικά. Θα έλεγα πως ετοιμαζόταν να μας προσπεράσει. Ο Κασιουάγκι διέθετε ακόμη μεγαλύτερη ευαισθησία από ό,τι εγώ στο να νιώθει αυτά τα πράγματα. Άρχισε να φωνάζει. Η τρομερή του κραυγή αντήχησε στον έρημο δρόμο με τα σπίτια. «Σκληρόκαρδο πλάσμα! Ώστε θα με αφήσεις εδώ σε αυτή την κατάσταση; Εξαιτίας σου κατάντησα έτσι!» Το κορίτσι έκανε μεταβολή. Έτριβε τρέμοντας τα άχρωμα μάγουλά της με τα λεπτά και στεγνά της δάχτυλα. Ύστερα από λίγο, μου απευθύνθηκε λέγοντας: «Τι μπορώ να κάνω;» 141
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Εκείνος ύψωσε τα μάτια του και την κοίταξε επίμονα. Κατόπιν, είπε δίνοντας σε κάθε λέξη ιδιαίτερη έμφαση: «Θέλεις να μας πεις ότι στο σπίτι σου δεν έχεις φάρμακα;» Για μια στιγμή, η κοπέλα στάθηκε αμίλητη. Ύστερα, γύρισε και άρχισε να περπατά προς την ίδια κατεύθυνση απ' όπου είχε έρθει. Βοήθησα τον Κασιουάγκι να σταθεί στα πόδια του. Όταν τα κατάφερε να σηκωθεί, μου φάνηκε εξαιρετικά βαρύς και η ανάσα του έβγαινε δύσκολα. Καθώς όμως του έτεινα τον ώμο μου για να στηριχτεί, διαπίστωσα πως προχωρούσε με τη μεγαλύτερη ευκολία.
Έτρεξα στη στάση μπροστά στο υπόστεγο Καρασούμα και πήδηξα σε ένα τραμ. Μόνον όταν αυτό ξεκίνησε προς την κατεύθυνση του Χρυσού Ναού, μπόρεσα να ανασάνω ελεύθερα. Τα χέρια μου ήταν κάθιδρα. Βοηθώντας τον Κασιουάγκι να διαβεί την πύλη του σπανιόλικου σπιτιού, κυριεύτηκα από τρόμο. Τον είχα αφήσει να στέκεται εκεί, με το κορίτσι απέναντί του και, χωρίς καν να κοιτάξω πίσω μου, το είχα βάλει στα πόδια. Δεν είχα χρόνο να σταθώ στο πανεπιστήμιο, αλλά έσπευσα κατά μήκος των έρημων δρόμων προσπερνώντας φαρμακεία, ζαχαροπλαστεία και καταστήματα ηλεκτρικών ειδών. Θυμάμαι πως είχα δει με την άκρη του ματιού μου κάτι πορφυρό και κρεμεζί να πλανιέται στον αέρα. Προφανώς, περνώντας μπροστά από την Εκκλησία Κοτοκού του Τενρικύο, πρόσεξα τα φανάρια που έστεκαν απέναντι στον μαύρο τοίχο, με τις κορυφές τους στο χρώμα του μπουμπουκιού της δαμασκηνιάς και τις πορφυρές κουρτίνες -με το πάνω μέρος τους στο ίδιο εκείνο χρώμα- να κρέμονται πάνω από την πόρτα. Δεν είχα ιδέα προς τα πού έτρεχα. Καθώς το τραμ πλησίαζε σιγά σιγά στο Μουρασακίνο, συνειδητο142
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ποίησα πόσο η καρδιά μου με τραβούσε πίσω στον Χρυσό Ναό. Βρισκόμασταν τώρα στη μέση της τουριστικής εποχής και, παρότι επρόκειτο για καθημερινή, πολυάριθμα πλήθη επισκέπτονταν τον Χρυσό Ναό. Ο γέρος ξεναγός με κοίταζε καχύποπτα καθώς άνοιγα δρόμο μέσ' από τον κόσμο σπεύδοντας προς τον ναό. Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα ήμουν κι εγώ εκεί μπροστά του και τον έβλεπα να περιβάλλεται από τα αποτρόπαια πλήθη και τη σκόνη που στροβιλιζόταν. Καθώς αντηχούσε δυνατά η φωνή του ξεναγού, ο ναός έμοιαζε να συγκαλύπτει ολοένα την ομορφιά του και να καμώνεται μια κάποια άγνοια. Μονάχα οι σκιές της λίμνης έλαμπαν. Για όποιον όμως κοίταζε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, οι στρόβιλοι της σκόνης έμοιαζαν με τα χρυσαφένια σύννεφα που τυλίγουν τους Μποντισάτβα, σε εκείνον τον πίνακα της καθόδου των αγίων όπου ο Αμίντα Βούδας φαίνεται να φθάνει στη Γη περικυκλωμένος από όλους τους. Μουντός και ορθωμένος ανάμεσα στη σκόνη, ο Χρυσός Ναός έμοιαζε σαν παλιό ξεθωριασμένο χρώμα και φθαρμένο σχέδιο. Και δεν ήταν διόλου παράξενο το ότι ο γύρω θόρυβος και η σύγχυση εισχωρούσαν στο σχήμα των λεπτών κιόνων του, απορροφημένοι από τον ασπριδερό ουρανό προς τον οποίον έτειναν, όλο και πιο λεπτά, το εύθραυστο Κουκυότσο και ο φοίνικας στην κορυφή της στέγης. Στημένος εκεί, ο ναός ήταν μια δύναμη ελέγχου, ένας ρυθμιστής. Όσο περισσότερο πλήθαινε ο γύρω θόρυβος, τόσο πιο πολύ ο Χρυσός Ναός - η ασύμμετρη και λεπτή εκείνη δομή, με το Σοζέι από τη μια πλευρά και πάνω του το Κουκυότσο να υψώνεται ραδινό και απότομο στην κορυφή-, ενεργούσε σαν ένα φίλτρο που μεταμόρφωνε το λασπερό νερό σε λαγαρό. Ο ναός δεν απόδιωχνε το χαρούμενο κελάηδημα των επισκεπτών. Αντίθετα, φίλτραρε αυτούς τους ήχους, έτσι ώστε να εισδύουν ανάμεσα στα μεσοδιαστήματα των 143
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
κιόνων και να γίνονται τελικά ένα μέρος της ηρεμίας και της καθαρότητας του. Έτσι εκπληρωνόταν στη γη ακριβώς αυτό που οι ίσκιοι της ασάλευτης λιμνούλας επιτελούσαν στο νερό. Η καρδιά μου γαλήνεψε και ο φόβος μου τελικά διαλύθηκε. Τέτοια, θαρρώ, πρέπει να είναι η φύση της ομορφιάς. Μιας ομορφιάς που με αποκόβει και, συγχρόνως, με προστατεύει από τη ζωή. «Αν η ζωή μου πρόκειται να γίνει σαν του Κασιουάγκι, προστάτεψε με. Γιατί δεν νομίζω πως θα την αντέξω». Αυτή ήταν η προσευχή που πρόφερα καθώς στεκόμουν εκεί, αντίκρυ στον ναό. Ό,τι μου είχε υποβάλει ο Κασιουάγκι με την κουβέντα του και ό,τι είχε άμεσα αναγγείλει μπροστά μου θα μπορούσαν να σημαίνουν πως το να ζεις και να καταστρέφεις είναι ένα και το ίδιο πράγμα. Από μια τέτοια ζωή έλειπε κάθε φυσικότητα και, συγχρόνως, η ομορφιά ενός χτίσματος σαν τον Χρυσό Ναό. Πράγματι, ήταν κάτι περισσότερο από ένα είδος οδυνηρού σπασμού. Είναι γεγονός πως με τραβούσε ιδιαίτερα και πως αναγνώριζα εκεί τον ίδιο μου τον προορισμό. Η πίστη όμως ότι πρέπει κανείς πρώτα από όλα να ματώνει τα χέρια του με τα γεμάτα αγκάθια θραύσματα της ζωής ήταν τρομερή. Ο Κασιουάγκι περιφρονούσε εξίσου το ένστικτο και την ευφυία. Σαν μπάλα με αποτρόπαιο σχήμα, η ίδια του η ύπαρξη κυλούσε γύρω γύρω, προσπαθώντας να συνθλίψει το τείχος της πραγματικότητας. Και δεν επρόκειτο ούτε καν για μια και μοναδική πράξη. Κοντολογίς, η ζωή που μου προτεινόταν ήταν ένα επικίνδυνο μπουρλέσκο με το οποίο προσπαθούσες να συνθλίψεις την πραγματικότητα -μια πραγματικότητα που σε είχε απογοητεύσει μέσ' από μιαν άγνωστη μεταμφίεση- λαγαρίζοντας έτσι τον κόσμο ώστε να μην κλείσει ποτέ ξανά μέσα του οτιδήποτε άγνωστο. 144
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Αν τα γνωρίζω όλα αυτά, είναι επειδή είχα αργότερα την απόδειξή τους, βλέποντας μια αφίσα στο δωμάτιο του επιπλωμένου σπιτιού του Κασιουάγκι. Μια όμορφη λιθογραφία από ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο, που έδειχνε τις Ιαπωνικές Άλπεις. Στις άσπρες βουνοκορφές που υψώνονταν στον γαλάζιο ουρανό, ήταν τυπωμένες οι λέξεις: «Σας προσκαλούμε σ' έναν άγνωστο κόσμο!» Ο Κασιουάγκι είχε διαγράψει άκομψα αυτό το μήνυμα με ένα δηλητηριώδες κόκκινο μελάνι, σημειώνοντας δίπλα με τη χαρακτηριστική χορευτική μορφή μιας γραφής, που θύμιζε το περπάτημα του ραιβού ποδιού του: «Δεν μπορώ να αντέξω μιαν άγνωστη ζωή».
Πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο την επομένη, ήμουν όλο έγνοια για τον Κασιουάγκι. Όταν το ξανασκέφτηκα, δεν βρήκα και τόσο φιλικό από την πλευρά μου το γεγονός ότι το έβαλα στα πόδια παρατώντας τον. Και, μολονότι δεν αισθανόμουν καμιά ιδιαίτερη ευθύνη, ήμουν ανήσυχος μήπως και τον έβλεπα, εκείνο το πρωί, να εμφανίζεται στην αίθουσα διαλέξεων. Τελικά τον είδα, λίγο πριν αρχίσει η διάλεξη, να περιφέρεται καμαρωτός στην αίθουσα, με τη συνηθισμένη του περπατησιά απ' όπου έλειπε κάθε φυσικότητα. Στο διάλειμμα, τον πλησίασα και τον έπιασα από το μπράτσο. Μια κίνηση τόσο ανοιχτόκαρδη ήταν μάλλον ασυνήθιστη από την πλευρά μου. Χαμογέλασε αμυδρά και με συνόδευσε στον διάδρομο. «Ελπίζω να μη χτύπησες άσχημα, ε;» είπα. «Να χτύπησα;» αποκρίθηκε κοιτάζοντάς με μέ ένα χαμόγελο γεμάτο οίκτο. «Γιατί να χτυπήσω; Ε; Τι στο διάβολο σε έκανε να βάλεις τέτοιο πράγμα στον νου σου;» Τα λόγια του με άφησαν άναυδο. Αφού με δούλεψε κάμπο145
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
σο, μου αποκάλυψε τελικά το μυστικό του: «Όλα αυτά ήταν θέατρο. Έχω εξασκηθεί χιλιάδες φορές να πέφτω κάτω στον δρόμο, γι' αυτό τα κατάφερα να δώσω μια τόσο πειστική παράσταση ότι χτύπησα άσχημα. Εύκολα θα πίστευε κανείς ακόμη και ότι έσπασα κάποιο κόκαλο. Οφείλω βέβαια να ομολογήσω πως δεν λογάριασα ότι το κορίτσι είχε ήδη αρχίσει να περπατά πίσω μας με όψη εντελώς αδιάφορη. Εσύ όμως πρέπει να είδες τι συνέβη. Η κοπέλα άρχισε κιόλας να με ερωτεύεται. Ή μάλλον, θα μπορούσα να πω ότι ερωτεύεται τα ανάπηρα πόδια μου. Όπως βλέπεις, έχω βάψει τα πόδια μου με ιώδιο». Σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του και μου έδειξε το κιτρινωπό χρώμα στο καλάμι του. Μόλις τώρα καταλάβαινα την πονηριά του. Το γεγονός ότι είχε πέσει επίτηδες στον δρόμο για να τραβήξει την προσοχή του κοριτσιού, μου φάνηκε φυσικό. Μήπως όμως είχε προσπαθήσει να κρύψει τα ραιβά του πόδια κάνοντας δήθεν πως χτύπησε; Αντί να με κάνει να τον περιφρονήσω, αυτή η αμφιβολία ενίσχυσε τα φιλικά μου αισθήματα. Εξάλλου, είχα την εντύπωση -μια εντύπωση πολύ εφηβική, είναι η αλήθεια- πως όσο περισσότερες πονηριές έκρυβε μέσα της η φιλοσοφία του, τόσο πιο πολύ έδειχνε την ειλικρίνειά του απέναντι στη ζωή. Ο Τσουρουκάουα δεν ενέκρινε τη σχέση μου με τον Κασιουάγκι. Μου έδωσε σχετικά μια φιλική συμβουλή, που κατέληξε να με ενοχλήσει. Έφτασα στο σημείο να του απαντήσω στις αντιρρήσεις του πως κάποιος σαν κι αυτόν είχε κάθε δυνατότητα να βρει καλούς φίλους, αλλά, στην περίπτωσή μου, ο Κασιουάγκι αντιπροσώπευε έναν ταιριαστό σύντροφο. Με πόσο βαθιά θλίψη θα ξανάφερνα στη μνήμη μου την απερίγραπτα λυπημένη έκφραση που ζωγραφίστηκε εκείνη τη στιγμή στα μάτια του!
146
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Τον Μάιο, ο Κασιουάγκι σχεδίασε μια εκδρομή στο Αρασιγιάμα, στα περίχωρα του Κιότο. Για να αποφύγει τον συνωστισμό του Σαββατοκύριακου, αποφάσισε να πάρει μια μέρα άδεια από το πανεπιστήμιο, στη διάρκεια της εβδομάδας. Δήλωσε χαρακτηριστικά ότι δεν θα πήγαινε αν ο καιρός ήταν καλός, αλλά μόνο αν η μέρα ήταν σκοτεινιασμένη από βαριά σύννεφα. Πήγε να πάρει τη νεαρή κοπέλα από το σπανιόλικο σπίτι και κανόνισε να έρθει μαζί του -για μένα- και ένα κορίτσι που νοίκιαζε δωμάτιο στο ίδιο σπίτι μ' αυτόν. - Επρόκειτο να συναντηθούμε στον Σταθμό Κιτάνο, στο Κεϊφούκου. Ευτυχώς, η μέρα ήταν ασυνήθιστη για εκείνη την εποχή - τόσο συννεφιασμένη και καταθλιπτική όσο θα επιθυμούσε ο Κασιουάγκι. Ο Τσουρουκάουα έτυχε να έχει κάποια οικογενειακά προβλήματα και πήρε μια εβδομάδα άδεια για να πάει στο Τόκιο, κάτι που λειτούργησε μάλλον ευνοϊκά για μένα. Παρότι δεν ήταν βέβαια ο τύπος που θα με κατέδιδε στον ναό, ήμουν ευχαριστημένος επειδή του είχα ξεγλιστρήσει - είχαμε πάει μαζί στο πανεπιστήμιο το ίδιο πρωί. Οι αναμνήσεις μου από την εκδρομή στο Αρασιγιάμα είναι πικρές. Ήμασταν και οι τέσσερις νέοι, και ολόκληρη η μέρα είχε χρωματιστεί από τη μελαγχολία, την οξυθυμία, την έλλειιρη άνεσης και τον μηδενισμό που προσιδιάζουν στη νιότη. Ο Κασιουάγκι τα είχε σίγουρα προβλέψει όλα αυτά και είχε σκοπίμως διαλέξει μια ημέρα που ο καιρός ήταν τόσο μελαγχολικός. Έπνεε ένας νοτιοδυτικός άνεμος. Ενώ θα περίμενες πως θα φυσούσε με όλη του τη δύναμη, ξαφνικά καταλάγιασε και δεν απέμεινε παρά ένα ανησυχητικό θρόισμα. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και μόνο κάπου κάπου ξεπρόβαλλε ο ήλιος. Μερικά από τα σύννεφα φάνταζαν άσπρα, σαν άσπρα στήθια γυναίκας που εικάζει κανείς αχνά μέσ' από τα πολλαπλά 147
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
στρώματα των ρούχων της. Μακριά στο βάθος, η λευκότητα γινόταν αδιόρατη και ο ήλιος μπλεκόταν στο μονότονο και πληκτικό χρώμα του ουρανού, αν και εύκολα μπορούσες να μαντέψεις τη θέση του. Ο Κασιουάγκι δεν έλεγε ψέματα μιλώντας μου για την εκδρομή. Εμφανίστηκε στην ώρα του μπροστά στη θυρίδα του σιδηροδρομικού σταθμού, περιστοιχισμένος από δυο νεαρές κοπέλες. Η μια τους ήταν πράγματι η κοπέλα που είχα δει. Ένα όμορφο κορίτσι με αναιδέστατη γαμψή μύτη και στόμα χαλαρό. Κουβαλούσε ένα φλασκί με νερό πάνω στον ώμο της και, από ό,τι είδα, το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από εισαγόμενο υλικό. Δίπλα της, το στρουμπουλό κορίτσι από το επιπλωμένο σπίτι φορούσε ρούχα δεύτερης διαλογής και υστερούσε ως προς την εμφάνιση. Μονάχα το μικρό πιγούνι και τα σφαλισμένα της χείλια είχαν κάτι το ελκυστικά κοριτσίστικο. Η διάθεσή μας, που θα έπρεπε κανονικά να είναι ευχάριστη σε μια μέρα σχόλης, είχε κιόλας αρχίσει να πέφτει από την ώρα που μπήκαμε στο τραίνο. Μπορούσα να ακούσω ξεκάθαρα ό,τι έλεγαν μεταξύ τους ο Κασιουάγκι και η νεαρή κυρία. Στην πραγματικότητα, τσακώνονταν όλη την ώρα. Πότε πότε, εκείνη δάγκωνε τα χείλια της, σαν να ήθελε να πνίξει τα δάκρυά της. Η συγκάτοικος του Κασιουάγκι, που έμοιαζε εντελώς διαφορετική σε όλα, καθόταν εκεί σιγομουρμουρίζοντας έναν λαϊκό σκοπό. Ξαφνικά, γύρισε προς την πλευρά μου και μου διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία: «Κοντά μας μένει μια ωραία γυναίκα, που διδάσκει την τέχνη της ικεμπάνα. Τις προάλλες, μου είπε μια πραγματικά λυπητερή ιστορία. Στη διάρκεια του πολέμου, είχε έναν εραστή. Ήταν αξιωματικός του Στρατού και τον ανάγκασαν να κάνει ένα υπερπόντιο ταξίδι. Μόλις που προλάβαιναν να συναντηθούν στα γρήγορα στον Ναό Νανζέν, προκειμένου να αποχαιρετιστούν. Αν και 148
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
οι γονείς τους δεν ενέκριναν τη σχέση τους, αυτό δεν τους σταμάτησε και, σύντομα, η κοπέλα έμεινε έγκυος. Αλλά τι κρίμα! Το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Ο αξιωματικός αναστατώθηκε τρομερά. Όταν την είδε, την τελευταία τους ημέρα, της είπε πως, εφόσον δεν θα μπορούσαν να έχουν το παιδί τους, ας έπινε τουλάχιστον γάλα από το στήθος της. Δεν προλάβαιναν να πάνε πουθενά αλλού. Έτσι, εκείνη έστυα^ε το γάλα από το στήθος της μέσα σε ένα φλιτζάνι του τσαγιού και του έδωσε να πιει. Ύστερα από έναν μήνα, ο άντρας σκοτώθηκε στον πόλεμο. Από τότε, ζει μόνη της και δεν έκανε άλλη σχέση με άντρα. Είναι στ' αλήθεια ελκυστική και αρκετά νέα ακόμη». Δεν μπορούσα να πιστέψω στ' αυτιά μου. Η απίθανη σκηνή, της οποίας ο Τσουρουκάουα κι εγώ είχαμε υπάρξει αυτόπτες μάρτυρες από το υψηλότερο μέρος της πύλης του Ναού Νανζέν, γύρω στο τέλος του πολέμου, μου ήρθε αμέσως στον νου. Φρόντισα να μην αναφέρω τις αναμνήσεις μου στην κοπέλα. Ένιωσα, ωστόσο, πως αν της έκανα λόγο σχετικά, η συγκίνηση που είχα νιώσει τώρα ακούγοντας την ιστορία της θα πρόδιδε την αίσθηση ενός κάποιου μυστηρίου που με είχε πλημμυρίσει εκείνη την ημέρα στον ναό. Αποσιωπώντας το, ένιωθα πως, αντί να καταλύει το μυστήριο αυτού του αινίγματος, η ιστορία της ουσιαστικά το ενίσχυε, κάνοντάς το ακόμη πιο ανεξιχνίαστο. Το τραίνο περνούσε κοντά από το μεγάλο σύδεντρο των μπαμπού, στη Λίμνη Ναρουτάκι. Από τον Μάιο, τα φύλλα τους είχαν αρχίσει σιγά σιγά να παίρνουν κιτρινωπές αποχρώσεις. Ο άνεμος θρόιζε μέσ' από τα κλαδιά, παρασύροντας τα ξερά πλέον φύλλα στην πυκνοστρωμένη επιφάνεια της συστάδας. Ωστόσο, τα χαμηλότερα τμήματα των μπαμπού έμοιαζαν εντελώς άσχετα με όλα αυτά και στέκονταν εκεί ήρεμα αναδιπλωμένα, με μπλεγμένους τους μεγάλους τους αρμούς. Μό149
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
νο όταν το τραίνο έφυγε ολοταχώς, τα διπλανά μπαμπού άρχισαν να κάμπτονται και να σιγοτρέμουν. Ένα αστραφτερό μικρό δεντράκι στεκόταν ανάμεσά τους. Η δυσκολία του να λυγίζει μου δημιούργησε την αίσθηση πως τα μάτια μου είχαν πιάσει από αρκετή απόσταση μια κίνηση παράξενα μαγική, που αμέσως χάθηκε. Φτάνοντας στο Αρασιγιάμα, περπατήσαμε προς τη Γέφυρα Τογκετσού και φτάσαμε στον τάφο της Λαίδης Κόγκο, που κανένας από μας δεν τον είχε προσέξει μέχρι τότε. Πριν πολλές εκατοντάδες χρόνια, η Λαίδη είχε κρυφτεί στο Σαγκάνο, από φόβο μήπως προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του Τάιρα νο Κιγιομόρι. Ο Μιναμότο νο Νακακούνι πήγε να την αναζητήσει ύστερα από διαταγή του Αυτοκράτορα και ανακάλυψε την κρυψώνα της από τον ανεπαίσθητο ήχο της άρπας που είχε ακούσει μια φεγγαρόλουστη φθινοπωριάτικη νύχτα. Ο σκοπός που έπαιζε ήταν το «Ερωτικές Σκέψεις για έναν Σύζυγο». Στο έργο «Κόγκο» του Νο, ήταν γραμμένο: «Όταν αυτός ξεπρόβαλε μέσα στη νύχτα, γεμάτος λαχτάρα για το φεγγαρόφωτο, πήγε στο Χορίν και εκεί ήταν που άκουσε την άρπα. Δεν ήξερε καν κατά πόσον ήταν η θύελλα που είχε ξεσπάσει στις βουνοκορφές ή ο άνεμος που φυσούσε ανάμεσα στα πεύκα. Όταν ρώτησε ποιος ήταν ο σκοπός που έπαιζε η Λαίδη, του είπαν ότι ήταν το «Ερωτικές Σκέψεις για έναν Σύζυγο». Χάρηκε πολύ, τόσο γι' αυτό που άκουσε όσο και για το ότι η αρπίστρια σκεφτόταν ερωτικά τον σύζυγό της. Η Λαίδη Κόγκο είχε περάσει το τελευταίο μέρος της ζωής της στο Σαγκάνο, κάνοντας προσευχές για τη μελλοντική σωτηρία του Αυτοκράτορα Τακακούρα. Ο τάφος, που βρισκόταν στο τέλος ενός στενού μονοπατιού, ήταν μια απλή πέτρινη κολόνα, στημένη ανάμεσα σε ένα πελώριο σφεντάμι και μια γέρικη ετοιμόρροπη δαμασκηνιά. Ο 150
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Κασιουάγκι κι εγώ απαγγείλαμε ευλαβικά μια επιμνημόσυνο σούτρα για τη Λαίδη. Υπήρχε κάτι το εξαιρετικά βλάσφημο στον επίσημο τρόπο με τον οποίο ο Κασιουάγκι πρόφερε τις ιερές λέξεις. Ο τρόπος του με επηρέασε και, αμέσως, άρχισα να απαγγέλλω τη σούτρα με τον ίδιο τρόπο που οι φοιτητές σιγοψιθυρίζουν τους διάφορους σκοπούς. Αυτή η ελαφρά βεβήλωση ελευθέρωσε το πνεύμα μου σε εκπληκτικό βαθμό, κάνοντάς με να νιώσω μέσα μου αρκετή ζωντάνια. «Υπάρχει κάτι το τρισάθλιο σε έναν αριστοκρατικό τάφο σαν αυτόν, έτσι δεν είναι;» είπε ο Κασιουάγκι. «Η πολιτική δύναμη και η δύναμη του πλούτου καταλήγουν σε τάφους θεσπέσιους. Μνήματα πραγματικά εντυπωσιακά - να το ξέρεις. Κάτι τέτοια πλάσματα δεν έχουν καθόλου φαντασία στη διάρκεια της ζωής τους και, φυσικά, ούτε και οι τάφοι τους αφήνουν τέτοια περιθώρια. Παρ' όλα αυτά, οι ευγενείς ζουν μονάχα με την ίδια τους τη φαντασία και με εκείνη των άλλων, και αφήνουν τάφους σαν κι αυτόν, που αναμφισβήτητα την κεντρίζουν. Κάτι που βρίσκω ακόμη πιο άθλιο. Τέτοιου είδους άνθρωποι, όπως βλέπεις, είναι υποχρεωμένοι, ακόμη και μετά το θάνατό τους, να ζητιανεύουν από τους ανθρώπους τη χρήση της ισχυρής τους φαντασίας». «Ώστε θέλεις να πεις ότι η ευγένεια υπάρχει μονάχα στη δύναμη της φαντασίας;» είπ;α μπαίνοντας χαρούμενα στη συζήτηση. «Μιλάς συχνά για την πραγματικότητα. Τι θεωρείς ως πραγματικότητα των ευγενών;» «Αυτό είναι!» είπε ο Κασιουάγκι, χτυπώντας την παλάμη του στην κορυφή της σκεπασμένης με βρύα κολόνας. «Πέτρα ή κόκαλο - το ανόργανο κατάλοιπο που οι άνθρωποι αφήνουν μετά τον θάνατό τους». «Είσαι καταραμένος Βουδιστής στις απόψεις σου, έτσι δεν είναι;» είπα. 151
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
«Τι δουλειά έχει ο Βουδισμός και όλες αυτές οι ανοησίες;» είπε ο Κασιουάγκι. «Η ευγένεια, η παιδεία, ό,τι οι άνθρωποι αποκαλούν αισθητική - η πραγματικότητα όλων αυτών είναι στείρα και ανόργανη. Αυτό που βλέπεις δεν είναι ο Ναός Ρυοάν, αλλά ένας απλός σωρός από πέτρες. Η φιλοσοφία, η τέχνη - όλα τούτα είναι μια πληθώρα από πέτρες. Το μόνο πραγματικά οργανικό μέλημα των ανθρώπων είναι η πολιτική. Δεν είναι ντροπή; Ίσως το μόνο που θα μπορούσε να πει κανείς, είναι ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι πλέον παρά πλάσματα που αυτο-εξευτελίζονται». «Και η σεξουαλική επιθυμία; Πού την εντάσσεις;» «Η σεξουαλική επιθυμία; Λοιπόν, αυτή βρίσκεται κάπου στη μέση. Πρόκειται για ένα στριφογύρισμα σε έναν φαύλο κύκλο, από τα ανθρώπινα όντα στην πέτρα, και πάλι πίσω στα ανθρώπινα όντα, σαν το παιχνίδι της τυφλόμυγας». Για μια στιγμή, θέλησα να προσθέσω κάτι για να ανασκευάσω την ομορφιά στη σκέα^η του. Ωστόσο, οι δυο κοπέλες είχαν κουραστεί από τη συζήτησή μας και είχαν πάρει τον δρόμο του γυρισμού ακολουθώντας το στενό μονοπάτι. Κάναμε μεταβολή και τις ακολουθήσαμε. Θα μπορούσε να δει κανείς από το μονοπάτι τον ποταμό Χόζου. Βρισκόμασταν ακριβώς στο βόρειο φράγμα της γέφυρας Τογκετσού. Από την απέναντι όχθη, το Αρασιγιάμα είχε βαρύνει από το μουντό πράσινο. Ακριβώς όμως σε εκείνο το σημείο, μια ζωντανή άσπρη γραμμή αφρού απλωνόταν διασχίζοντας τον ποταμό, ενώ ο αέρας ήταν γεμάτος από τη βοή του νερού. Περπατήσαμε πλάι στο ποτάμι, ώσπου φτάσαμε στο πάρκο Καμεγιάμα, στην άκρη του δρόμου. Είχε κάμποσες βάρκες. Όταν όμως μπήκαμε μέσ' από την πύλη του πάρκου, είδαμε πως υπήρχαν σκόρπια μερικά παλιόχαρτα: οι επισκέπτες εκείνης της ημέρας ήταν λιγοστοί. 152
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Στην πύλη, γυρίσαμε πίσω και κοιτάξαμε για μια ακόμη φορά τον ποταμό Χόζου και την πράσινη φυλλωσιά του Αρασιγιάμα. Από την άλλη πλευρά του ποταμού, έβλεπες μια μικρή υδατόπτωση. «Ωραίο σκηνικό είναι η κόλαση, συμφωνείς;» είπε ο Κασιουάγκι. Ένιωσα πως όταν ο Κασιουάγκι έπαιρνε αυτόν τον τόνο, ξεστόμιζε ό,τι του περνούσε από τον νου. Προσπάθησα να δω αυτό το σκηνικό με τα δικά του μάτια, να αναγνωρίσω αυτό που αποκαλούσε κόλαση. Μια προσπάθεια που δεν στάθηκε μάταιη. Με άλλα λόγια, μπορούσα τώρα να δω την κόλαση να σιγοτρέμει μέσα σε εκείνη τη γαλήνια, κοινότοπη σκηνή που απλωνόταν μπροστά μου, τυλιγμένη με τη δροσερή της φυλλωσιά. Λες και η κόλαση θα έκανε την εμφάνισή της τη μέρα ή τη νύχτα, οποιαδήποτε ώρα, οπουδήποτε, πως θα ανταποκρινόταν στις σκέψεις ή στις επιθυμίες κάποιου. Λες και μπορούσαμε να την κάνουμε να ξεπροβάλει κατά βούληση, να εμφανιστεί στη στιγμή. Οι κερασιές που, όπως είπαμε, είχαν μεταφυτευτεί στο Αρασιγιάμα τον δέκατο τρίτο αιώνα, από τα περίφημα δέντρα του όρους Γιοσίνο, είχαν χάσει όλα τους τα μπουμπούκια και είχαν πετάξει φύλλα. Όταν τελείωνε η εποχή της άνθισής τους, αυτά τα δέντρα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μονάχα με το όνομα που δίνει κανείς στις νεκρές ομορφιές. Στο πάρκο Καμεγιάμα, τα περισσότερα δέντρα ήταν πεύκα και εδώ τα χρώματα δεν άλλαζαν με τις εποχές. Επρόκειτο για ένα πάρκο εκτεταμένο σε ανώμαλο έδαφος. Όλα τα πεύκα ήταν ψηλά και, ως ένα κάποιο ύψος, δεν είχαν βελόνες. Υπήρχε κάτι το ανησυχητικό στη θέα αυτού του πάρκου, με τους αμέτρητους γυμνούς κορμούς του που συμπλέκονταν ακανόνιστα. Ένα πλατύ μονοπάτι ακολουθούσε το περίγραμμα του 153
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
πάρκου. Ήταν γεμάτο ανώμαλες κατωφέρειες και όταν θαρρούσες πως πήγαινε να ανυψωθεί, αντίθετα, κατηφόριζε. Παρατηρούσα εδώ κι εκεί κούτσουρα, χαμόδεντρα και μικρά πεύκα. Κοντά στο σημείο όπου ξεπρόβαλλαν μεγάλοι άσπροι βράχοι μισοθαμμένοι στο έδαφος, άνθιζαν οι αζαλέες μέσα σε ένα όργιο πορφυρού χρώματος. Κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό, λες και το χρώμα τους έκρυβε μέσα του κάποιο μοχθηρό σχέδιο. Σκαρφαλώσαμε σε έναν λοφίσκο και καθίσαμε στον ίσκιο ενός δέντρου με σχήμα ομπρέλας για να ξαποστάσουμε. Λίγο πιο κάτω, σε ένα πρανές, βρισκόταν μια κούνια όπου καθόταν ένα νεαρό ζευγάρι. Από τη θέση όπου βρισκόμασταν, είχαμε κάθε δυνατότητα να δούμε το πάρκο να απλώνεται προς τα ανατολικά, ενώ στα δυτικά μπορούσαμε να κοιτάξουμε κάτω, ανάμεσα από τα δέντρα, τα νερά του ποταμού Χόζου. Ο ακατάπαυστος τριγμός της κούνιας έφτανε στ' αυτιά μας σαν αδιάκοπο τρίξιμο δοντιών. Η νεαρή κοπέλα που συνόδευε ο Κασιουάγκι άνοιξε το πακέτο που είχε μαζί της. Εκείνος δεν είχε πει ψέματα υποστηρίζοντας πως δεν θα χρειαζόταν να φροντίσουμε για το φαγητό μας. Με άλλα λόγια, το πακέτο περιείχε αρκετά σάντουιτς για τέσσερα άτομα, όπως και εισαγόμενα μπισκότα που δύσκολα θα μπορούσες να τα προμηθευτείς. Και ακόμη, ένα μπουκάλι ουίσκι Σαντόρι, που εκείνη την εποχή πουλιόταν στη μαύρη αγορά, μια και η επίσημη διάθεσή του γινόταν μονάχα στις δυνάμεις Κατοχής. Υποτίθεται ότι το Κιότο ήταν το κέντρο των δραστηριοτήτων της μαύρης αγοράς στην περιοχή των πόλεων Οζάκα-Κιότο-Κόμπε. Δεν άντεχα ιδιαίτερα στα οινοπνευματώδη. Όταν όμως το κορίτσι μας πρόσφερε τα ποτηράκια μας, ένωσα ευλαβικά τα χέρια μου και αποδέχτηκα την προσφορά. Οι δυο κοπέλες ήπιαν τσάι από ένα παγούρι. Διατηρούσα αρκετές αμφιβολίες 154
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
κατά πόσον ήταν δυνατόν ο Κασιουάγκι και η φίλη του να έχουν τόσο στενές σχέσεις. Ήταν αδύνατον να καταλάβω πώς η κοπέλα, που φαινόταν αρκετά δύσκολη, μπορούσε να συμπαθήσει έναν φοιτητή απένταρο και στραβοκάνη όπως εκείνος. Αφού ήπιε μερικά ποτήρια ουίσκι, άρχισε να μιλά, απαντώντας στην ερώτηση που είχα μες στο μυαλό μου. «Θυμάσαι πώς τσακωνόμασταν πριν λίγο στο τραίνο, έτσι δεν είναι;» είπε. «Είναι επειδή η οικογένεια της κοπέλας επιμένει να την παντρέψει με έναν άντρα που δεν αγαπά. Και εκείνη είναι έτοιμη να καμφθεί και να ενδώσει ανά πάσα στιγμή. Έτσι, την παρηγορούσα και τη φοβέριζα, λέγοντάς της πως 0α κάνω τα πάντα για να σταματήσω αυτό τον γάμο». Δεν ήταν βέβαια κάτι που μπορούσε να λεχθεί μπροστά στην ίδια την κοπέλα. Ωστόσο, ο Κασιουάγκι μιλούσε με αρκετή αδιαφορία, λες και εκείνη δεν ήταν εκεί. Η έκφραση της κοπέλας δεν άλλαξε ούτε κατά το ελάχιστο. Φορούσε ένα κολιέ με χάντρες από γαλάζια πορσελάνη γύρω από τον λεπτό της λαιμό. Τα χαρακτηριστικά της ξεχώριζαν με σαφήνεια αντίκρυ στον συννεφιασμένο ουρανό, άλλο αν τα εβένινα μαλλιά της τα έκαναν να φαντάζουν πιο απαλά. Τα μάτια της είχαν ένα ιδιαίτερο βάθος και ανέδιδαν μιαν αίσθηση δροσερής καθαρότητας. Το χαλαρό της στόμα ήταν, όπως πάντοτε, μισάνοιχτο. Στον στενό χώρο ανάμεσα στα χείλια της, τα λεπτά και μυτερά της δόντια φαίνονταν στεγνά, κάτασπρα, γεμάτα δροσιά, ίδια με δόντια μικρού ζώου. «Ωχ, πονάω!» φώναξε ο Κασιουάγκι, σκύβοντας ξαφνικά το σώμα του και αδράχνοντας σφιχτά τα πόδια του. Ήμουν σε υπερένταση και έσπευσα να σκύψω πάνω του για να τον βοηθήσω. Ωστόσο, εκείνος με απόδιωξε ρίχνοντάς μου συγχρόνως μια παράξενα πονηρή ματιά. Τράβηξα το χέρι μου. «Ωχ, πονάω!» μούγκρισε ξανά με τόνο απόλυτα πειστικό. Ε155
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
κείνη τη στιγμή, το βλέμμα μου έπεσε στη νεαρή γυναίκα πλάι μου. Μια αξιοσημείωτη αλλαγή είχε εκδηλωθεί στο πρόσωπο της. Τα μάτια της έδειχναν πως είχε χάσει την ψυχραιμία της και το στόμα της έτρεμε έντονα. Μονάχα η αυθάδικη γαμψή της μύτη έδειχνε αμέτοχη σε όσα συνέβαιναν, φανερώνοντας μια παράξενη αντίθεση με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της. Η αρμονία και η ισορροπία του προσώπου της είχαν χαθεί εντελώς. «Ω, συγγνώμη!» είπε εκείνη, «Χίλια συγγνώμη! Θα σε κάνω καλά, θα σε κάνω καλά μεμιάς». Πρώτη φορά την άκουγα να μιλάει κατ' αυτόν τον τρόπο, με την αδιάντροπη και διαπεραστική φωνή της, λες και ήταν μόνη της με εκείνον τον άντρα. Σήκωσε τον μακρύ και χαριτωμένο λαιμό της, κοιτάζοντας για μια στιγμή στο κενό. Κατόπιν, γονάτισε μεμιάς στην πέτρα αγκαλιάζοντας τα πόδια του Κασιουάγκι. Ακούμπησε το μάγουλό της πάνω τους και άρχισε να τα φιλά. Για δεύτερη φορά πάγωσα από φρίκη. Έστρεψα τα μάτια μου προς το άλλο κορίτσι. Κοίταζε αλλού, σιγομουρμουρίζοντας έναν σκοπό. Εκείνη τη στιγμή, λες κι ο ήλιος ξεπρόβαλε μέσα από τα σύννεφα, ίσως όμως και να ήταν καθαρή ψευδαίσθηση από την πλευρά μου. Η όλη σύνθεση του πάρκου είχε χάσει την αρμονία της. Ένιωσα ότι μικρές ρωγμές είχαν αρχίσει να ανοίγουν πάνω στην επιφάνεια της εικόνας που μας έκλεινε μέσα της - αυτής της διάφανης εικόνας που συμπεριλάμβανε το πευκοδάσος, την αστραφτερή αντανάκλαση του ποταμού, τους λόφους μακριά, την άσπρη επιφάνεια των βράχων, τις αζαλέες που ήταν σκόρπιες εδώ κι εκεί. Προφανώς, είχε επιτελεστεί το αναμενόμενο θαύμα και ο Κασιουάγκι είχε σιγά σιγά σταματήσει να μουγκρίζει. Σήκωσε το κεφάλι του και, για μια ακόμη φορά, μου έριξε μια πονηρή ματιά. 156
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Είμαι καλά τώρα», της είπε. «Με έκανες καλά. Παράξενο, ε; Όταν αρχίζει ο πόνος, φτάνει να μου το κάνεις αυτό και παύω αμέσως να πονώ». Έπιασε τα μαλλιά του κοριτσιού με τα δυο του χέρια και σήκωσε το πρόσωπό της. Εκείνη τον κοίταξε με έκφραση πιστού σκύλου και χαμογέλασε. Το θολό άσπρο φως έκανε το όμορφο πρόσωπο της κοπέλας να φαντάζει ακριβώς όπως το πρόσωπο εκείνης της εξηντάρας γερόντισσας, για την οποία μου είχε κάποτε μιλήσει ο Κασιουάγκι. Αφού έκανε το θαύμα του, ο Κασιουάγκι ένιωσε πως η διάθεσή του είχε φτιάξει και έκανε σαν τρελός από χαρά. Ξέσπασε σε δυνατά γέλια, σήκωσε το κορίτσι στα γόνατά του και άρχισε να το γεμίζει με φιλιά. Το γέλιο του αντήχησε ανάμεσα στα κλαδιά των πεύκων, στη βάση του λόφου. «Γιατί δεν κάνεις έρωτα με την κοπέλα;» μου είπε ενώ καθόταν ήσυχα εκεί. «Την έφερα ειδικά για σένα - να το ξέρεις. Ή μήπως δειλιάζεις επειδή νομίζεις πως θα κοροϊδέψει το τραύλισμά σου; Προχώρα και τραύλιζε, τραύλιζε! Όπως σου είπα, ίσως και να ερωτευτεί έναν τραυλό». «Τραυλίζεις;» είπε η κοπέλα, σαν να το συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά. «Καλά πάμε από ανάπηρους στην εποχή μας!» Τα λόγια της λες και τσάκισαν την ψυχή μου, κάνοντάς με να αισθανθώ πως δεν μπορούσα να μείνω άλλο εκεί. Ωστόσο, κατά περίεργο τρόπο, το μίσος που ένιωσα για την κοπέλα μεταμορφώθηκε σε έντονο πόθο γι' αυτήν και με πλημμύρισε κάτι σαν παραζάλη. «Γιατί δεν χωριζόμαστε;» είπε ο Κασιουάγκι κοιτάζοντας κάτω τους νεαρούς ερωτευμένους που εξακολουθούσαν να κάθονται στην κούνια. «Λοιπόν, ας γίνουμε ζευγάρια, ας πάει ο καθένας μας σε κάποιο μοναχικό μέρος και ας συναντηθούμε εδώ ξανά σε δυο ώρες». 157
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Τον άφησα με τη φίλη του και, μαζί με το κορίτσι από το σπίτι με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, κατέβηκα τον λόφο και περπάτησα σε μια ήπια κατωφέρεια προς τα ανατολικά. «Τα κατάφερε να κάνει την κοπέλα να πιστέψει πως είναι αγία! Το συνηθισμένο του κόλπο!» «Εσύ πώς το ξέρεις;» τη ρώτησα τραυλίζοντας ελεεινά. «Ε, καλά, είχα κι εγώ μια ιστορία με τον Κασιουάγκι». «Τέλειωσε βέβαια, έτσι δεν είναι;» είπα, «γι' αυτό μπορείς τώρα να παίρνεις τα πράγματα τόσο ανάλαφρα». «Ναι, τα παίρνω ανάλαφρα, σύμφωνοι. Με έναν φίλο τόσο δύσμορφο, δεν θα μπορούσε κανείς να το αποφύγει». Αντί να με εξοργίσουν, τα λόγια της με πλημμύρισαν θάρρος και έκανα μαλακά την ερώτηση μου: «Ερωτεύτηκες τα δύσμορφα πόδια του, έτσι;» «Κόφτο!» είπε. «Αρνούμαι να μιλήσω για τα βατραχίσια πόδια του. Έχει όμως όμορφα μάτια». Ύστερα από αυτό, έχασα άλλη μια φορά την εμπιστοσύνη μου στον εαυτό μου. Ό,τι κι αν πίστευε ο Κασιουάγκι, το κορίτσι είχε αγαπήσει κάποιο καλό του σημείο, που ο ίδιος προφανώς δεν ήξερε. Και, όπως αντιλαμβανόμουν τώρα, η δική μου αλαζονική πίστη ότι δεν υπήρχε τίποτε πάνω μου που να μην ξέρω κατέληγε να με απομονώνει στη θέση κάποιου που τίποτε δικό του δεν αξίζει. Φτάνοντας στην κορυφή της πλαγιάς, βρεθήκαμε σε ένα μικρό ήσυχο χωράφι. Ανάμεσα στα πεύκα και στους κέδρους, θα ξεχώριζες -αν και κάπως θολά- το Νταϊμονζιγιάμα, το Νυοϊγκατάκε και άλλα βουνά. Μια συστάδα από μπαμπού απλωνόταν από τον λόφο όπου βρισκόμασταν ως την κατωφέρεια που οδηγούσε στην πόλη. Στην άκρη της, ορθωνόταν μια μόνη κερασιά, όψιμα ανθισμένη, που δεν είχε ακόμη ρίξει όλα τα μπουμπούκια της. Αναρωτήθηκα κατά πόσο τούτη η καθυ158
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
στέρηση οφειλόταν στο ότι αυτά συνέχιζαν να τραυλίζουν από την πρώτη τους άνθιση. Κάτι μου πλάκωνε το στήθος και είχα ένα βάρος στο στομάχι. Όχι πως ήμουν πιωμένος. Τώρα που πλησίαζε η κρίσιμη στιγμή, ο πόθος μου, πιο βαρύς, είχε μεταβληθεί σε μια αφηρημένη δομή, ξέχωρη από το σώμα μου, που μου κατέβαινε μέχρι τους ώμους. Αισθάνθηκα σαν βαρύ και μαύρο εξάρτημα ενός σιδερένιου μηχανισμού. Όπως έχω ήδη αναφέρει επανειλημμένα, εκτίμησα το γεγονός ότι ο Κασιουάγκι, είτε από καλοσύνη είτε από πονηριά, με είχε σπρώξει προς τη ζωή. Εδώ και πολύ καιρό, είχα παραδεχτεί πως εγώ, που είχα κάνει επίτηδες, την εποχή του Γυμνασίου, άσχημες χαρακιές στο θηκάρι του ξίφους ενός συμμαθητή μου, δεν φημιζόμουν ότι είχα πάρει τη ζωή από τη λαμπρή της πλευρά. Και αυτός που μου πρωτοδίδαξε τον σκοτεινό πλάγιο δρόμο, μέσ' από τον οποίο θα άγγιζα τη ζωή από πίσω, ήταν ο Κασιουάγκι. Εκ πρώτης όψεως, επρόκειτο για μια μέθοδο που θα μπορούσε να οδηγήσει μονάχα στην καταστροφή. Στην πραγματικότητα όμως, έσφυζε από απροσδόκητα τεχνάσματα, μετάλλαζε την ποταπότητα σε θάρρος και θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει κάτι σαν αλχημεία που αποκαθιστούσε ό,τι είναι γνωστό ως ανηθικότητα στην πρωταρχική του κατάσταση καθαρής ενέργειας. Πράγμα που σήμαινε, κατά κάποιον τρόπο, ζωή. Ένα είδος ζωής που προχωρούσε, αιχμαλώτιζε, άλλαζε, και που θα μπορούσε να χαθεί. Μετά βίας θα την αποκαλούσες τυπική ζωή, παρότι ήταν προικισμένη με όλα τα χαρακτηριστικά της τελευταίας. Υποθέτοντας ότι, σε κάποιο αθέατο μέρος, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη θέση ότι κάθε μορφή ζωής στερείται νοήματος, αυτή που μου δίδαξε ο Κασιουάγκι περιείχε προφανώς όλο και περισσότερο μια αξία ισοδύναμη με εκείνη των πιο συνηθισμένων τύπων ζωής. 159
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Δεν θα μπορούσε να λεχθεί -έτσι, τουλάχιστον, νομίζωπως ο Κασιουάγκι εστερείτο μέθης. Είχα συνειδητοποιήσει από πολύ καιρό πως, σε οποιαδήποτε μορφή γνώσης, ακόμη και στην πιο καταθλιπτική, κρύβεται πάντοτε η μέθη για τη γνώση. Και αυτό που χρησιμεύει, σε τελευταία ανάλυση, για να κάνει τους ανθρώπους να μεθούν είναι το οινόπνευμα. Η κοπέλα κι εγώ καθίσαμε δίπλα σε λίγα ξεθωριασμένα και σκουληκοφαγωμένα άγρια κρινάκια. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ήθελε να σχετιστεί μαζί μου με αυτόν τον τρόπο. Ούτε και καταλάβαινα -θα χρησιμοποιήσω ενσυνείδητα τη σκληρή αυτή έκφραση- ποια παρόρμηση την οδηγούσε σε αυτή την επιθυμία μίανσης. Στον κόσμο μας, υπήρχε προφανώς μια έλλειψη αντίστασης, όπου ήταν έκδηλες η δειλία και η ευγένεια. Ωστόσο, η κοπέλα με άφηνε μονάχα να ακουμπώ τα χέρια μου στα δικά της στρουμπουλά χέρια, σαν μύγες που μαζεύονται πάνω σε κάποιον που παίρνει έναν υπνάκο. Το μακρόσυρτο φιλί και η αίσθηση του μαλακού της σαγονιού ξύπνησαν μέσα μου τον πόθο. Παρότι το είχα τόσο ονειρευτεί, αυτό που αισθάνθηκα μου φάνηκε μίζερο και ρηχό. Ο πόθος μου δεν έδειχνε να προχωρεί ίσια, αλλά να κινείται σε ένα κυκλικό μονοπάτι. Ο άσπρος από σύννεφα ουρανός, το θρόισμα των μπαμπού, οι επίμονες προσπάθειες της παπαδίτσας που σκαρφάλωνε σε ένα φύλλο άγριου κρίνου - όλα αυτά έμεναν όπως ήταν, σκόρπια και χωρίς καμιά τάξη. Προσπάθησα να ξεφύγω κατευθύνοντας τη σκέψη μου προς το κορίτσι που βρισκόταν απέναντι μου, στο αντικείμενο του πόθου μου. Αυτό -έτσι τουλάχιστον έπρεπε να σκεφτώ-, αυτό είναι η ζωή, κάτι σαν φράγμα στον δρόμο όπου πρέπει να προχωρήσω και να τον κατακτήσω. Δεν έπρεπε να χάσω την ευκαιρία, μια και η ζωή δεν θα μου πρόσφερε εσαεί τα δώρα της. Οι αναμνήσεις διαδέχτηκαν η μια την άλλη ολοταχώς ι6ο
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
στον νου μου. Αμέτρητες φορές, οι λέξεις παγιδεύτηκαν στο τραύλισμα μου, ανίκανες να βγουν από τα χείλη μου. Εκείνη τη στιγμή, έπρεπε να ανοίξω αποφασιστικά το στόμα μου και να πω κάτι, έστω και τραυλίζοντας. Έτσι μόνο θα μπορούσα να κατακτήσω τη ζωή. Η απότομη εντολή του Κασιουάγκι, εκείνη η αγροίκα του κραυγή: «Τραύλιζε, τραύλιζε!» αντήχησε στ' αυτιά μου φέρνοντάς με στο φιλότιμο. Τελικά, το χέρι μου γλίστρησε στη φούστα της κοπέλας. Τότε ξεπρόβαλε μπροστά μου ο Χρυσός Ναός. Μια δομή λεπτή, σκοτεινή και γεμάτη αξιοπρέπεια. Μια δομή όπου το φύλλο χρυσού είχε ξεφτίσει κατά τόπους και φαινόταν μονάχα ο σκελετός της αλλοτινής του πολυτέλειας. Ναι, ο Χρυσός Ναός ξεπρόβαλε μπροστά μου - το παράξενο εκείνο χτίσμα που, όταν το ένιωθες κοντά σου ξεμάκραινε, που επέπλεε καθαρά σε κάποιο ανεξερεύνητο σημείο τού χώρου, οικείο στον παρατηρητή και, ταυτόχρονα, κατ' εξοχήν απόμακρο. Αυτή η δομή ήρθε τώρα και στάθηκε ανάμεσα σε μένα και στη ζωή προς την οποία στόχευα. Στην αρχή, ήταν τόσο μικρή όσο μια ζωγραφισμένη μινιατούρα, ύστερα όμως έγινε μεγαλύτερη, ώσπου έθαψε εντελώς τον κόσμο γύρω μου γεμίζοντας κάθε γωνιά και κάθε ρωγμή του, ακριβώς όπως σε εκείνη τη λεπτή μακέτα που είχα δει τότε: πελώριος, ο Χρυσός Ναός φυλάκιζε μέσα του οτιδήποτε άλλο, πλημμυρίζοντας τον κόσμο σαν τρομακτική μουσική, μια μουσική ικανή να κατακτήσει όλο το νόημά του. Ο Χρυσός Ναός, που μου φαινόταν κάπου κάπου ολότελα αδιάφορος, που δέσποζε σαν κάτι έξω από μένα, με είχε τώρα ολοκληρωτικά καταποντίσει εντάσσοντάς με στη δομή του. Το κορίτσι από το σπίτι με τα επιπλωμένα δωμάτια έφυγε μακριά σαν μικροσκοπική κηλίδα σκόνης. Αποδιώχνοντάς την, ο Χρυσός Ναός είχε ταυτόχρονα αποδιώξει και τις προι6ι
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
σπάθειές μου να συναντηθώ με τη ζωή. Πώς θα μπορούσα να απλώσω τα χέρια μου προς εκείνη, όταν η ομορφιά με τύλιγε κατ' αυτόν τον τρόπο; Ίσως η ομορφιά να είχε το δικαίωμα να μου ζητήσει την παραίτησή μου από τον προηγούμενο σκοπό μου. Γιατί είναι βέβαια αδύνατον να αγγίξεις με το ένα σου χέρι την αιωνιότητα και με το άλλο τη ζωή. Υποθέτοντας ότι αυτές οι πράξεις που κατευθύνουμε προς τη ζωή σημαίνουν ότι, σε μια κάποια στιγμή, της υποσχόμαστε αφοσίωση κάνοντάς την αθάνατη, ίσως ο Χρυσός Ναός να είχε πλήρη συνείδηση αυτού του γεγονότος έχοντας αναστείλει προσωρινά τη συνηθισμένη του αδιάφορη στάση απέναντί μου. Σαν να είχε υιοθετήσει τη μορφή μιας απλής χρονικής στιγμής και με είχε επισκεφτεί εδώ, σε τούτο το πάρκο, για να νιώσω πόσο άδεια ήταν η λαχτάρα μου για ζωή. Όσο είμαστε ζωντανοί, μια στιγμή που αποκτά τη μορφή της αιωνιότητας δεν μπορεί παρά να μας μεθύσει. Ωστόσο, ο Χρυσός Ναός γνώριζε πολύ καλά πως μια τέτοια στιγμή είναι ασήμαντη σε σύγκριση με ό,τι συμβαίνει όταν η αιωνιότητα αποκτά τη μορφή μιας στιγμής, πράγμα που είχε τώρα κάνει ο ίδιος. Τότε, το γεγονός της αέναης ομορφιάς μπορεί πράγματι να αναχαιτίσει τη ζωή μας και να δηλητηριάσει την ύπαρξή μας. Το στιγμιαίο κάλλος που η ζωή μας αφήνει να διαβλέ-ψουμε είναι ατελέσφορο απέναντι σε ένα τέτοιο φαρμάκι. Αυτό την κατακομματιάζει και την καταστρέφει μεμιάς, εκθέτοντάς την τελικά κάτω από τη λερή λάμψη της ερείπωσης. Το όραμα του Χρυσού Ναού αγκάλιασε όλη μου την ύπαρξη μονάχα για λίγο. Όταν συνήλθα, είχε κιόλας κρυφτεί. Ο Ναός είχε γίνει ένα απλό χτίσμα που έστεκε ασάλευτο μακριά, στα βορειοανατολικά, στην Κινουγκάσα, και ήταν προφανώς αδύνατον να τον δω από το σημείο που βρισκόμουν. Η στιγμή της ψευδαίσθησης, όπου ο Χρυσός Ναός με δέχτηκε και με αγκάλιασε, είχε περάσει. Βρισκόμουν στην κορφή ενός λόφου 62
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
του Πάρκου Καμεγιάμα. Δεν υπήρχε τίποτε κοντά μου, εκτός από ένα κορίτσι ξαπλωμένο με λαγνεία ανάμεσα στη χλόη και στα λουλούδια, και από το πέταγμα των εντόμων. Όταν ξαφνικά φανερώθηκε η δειλία μου, η κοπέλα ανακάθισε και με κοίταξε με βλέμμα ανέκφραστο. Είδα τους γοφούς της να κουνιούνται καθώς μου γύριζε την πλάτη και έβγαζε ένα καθρεπτάκι από την τσάντα της. Παρότι δεν είπε λέξη, η περιφρόνηση της διαπέρασε το δέρμα μου, σαν τα τσιμπούρια που κολλάνε στα ρούχα μας το φθινόπωρο. Ο ουρανός είχε χαμηλώσει. Λεπτές ψιχάλες άρχιζαν να πέφτουν με θόρυβο στο χορτάρι ολόγυρά μου και στα φύλλα των άγριων κρίνων. Σηκωθήκαμε βιαστικά και πήραμε το μονοπάτι του γυρισμού.
Δεν ήταν μόνο το οικτρό τέλος της εκδρομής ο λόγος για τον οποίο εκείνη η μέρα μού άφησε μια εντύπωση τόσο ζοφερή. Το ίδιο βράδυ, πριν από το «άνοιγμα του μαξιλαριού», ο Ηγούμενος έλαβε ένα τηλεγράφημα από το Τόκιο. Το περιεχόμενό του ανακοινώθηκε αμέσως σε όλους μας. Ο Τσουρουκάουα δεν ζούσε πια. Το τηλεγράφημα έλεγε απλώς ότι είχε σκοτωθεί σε ένα δυστύχημα, αλλά μονάχα αργότερα μάθαμε τις λεπτομέρειες. Το προηγούμενο απόγευμα, είχε πάει να επισκεφτεί έναν θείο του στην Αζακούζα και είχε πιει κάμποσο σακέ. Δεν ήταν συνηθισμένος στο ποτό και προφανώς ζαλίστηκε. Γυρνώντας, είχε πέσει πάνω του ένα φορτηγό που είχε πεταχτεί ξαφνικά από μια πάροδο, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Έπαθε θλάση του κρανίου και ο θάνατός του ήταν ακαριαίος. Η οικογένειά του τα είχε χαμένα και μόνο το επόμενο απόγευμα συνειδητοποίησαν ότι όφειλαν να τηλεγραφήσουν στον ναό. 163
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Όσο δεν είχα κλάψει στον θάνατο του Πατέρα, έκλαψα τώρα: η ύπαρξη του Τσουρουκάουα έδειχνε να έχει στενότερη σχέση από ό,τι εκείνη του πατέρα μου με τα προβλήματα που με κατέκλυζαν. Αφότου είχα γνωριστεί με τον Κασιουάγκι, τον είχα αρκετά παραμελήσει. Τώρα όμως που τον είχα χάσει, κατάλαβα πως αυτός ο θάνατος έσπαζε τη μοναδική κλωστή που με συνέδεε με τον λαμπρό κόσμο του φωτός. Κοντολογίς, έκλαιγα για το χαμένο φως, για τη χαμένη λαμπρότητα, για το χαμένο καλοκαίρι. Μόλο που ήθελα να σπεύσω στο Τόκιο και να επισκεφτώ την οικογένεια του Τσουρουκάουα για να τους συλλυπηθώ, ^εν έφταναν τα χρήματά μου. Έπαιρνα σαν χαρτζιλίκι από τον Ηγούμενο πεντακόσια γιεν τον μήνα. Η μητέρα μου ήταν βέβαια άπορη. Το πολύ πολύ που μπορούσε να μου στέλνει ήταν διακόσια ή τριακόσια γιεν δυο φορές τον χρόνο. Ο λόγος που την ανάγκασε να πάει να ζήσει με έναν θείο στο Κασαγκούν, αφού ρύθμισε τα θέματα του ναού του Πατέρα, ήταν πως δεν τα κατάφερνε να ζήσει με τα πεντακόσια γιεν τον μήνα που αντιπροσώπευαν τη συμβολή των ενοριτών, με μοναδικό συμπλήρωμα το ισχνό επίδομα που της χορηγούσε η νομαρχία. Πώς θα μπορούσα να σιγουρευτώ μέσα μου για τον θάνατο του Τσουρουκάουα, χωρίς να δω τη σορό του και να πάω στην κηδεία του; Αυτό το πρόβλημα με βασάνιζε. Το στομάχι του, που πάνω του είχα δει κάποτε το κάτασπρο πουκάμισο να λαμποκοπά στις ηλιαχτίδες που σκόρπιζαν άπλετα το φως τους μέσ' από τα δέντρα, είχε μεταβληθεί σε στάχτη. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί τη σάρκα και το πνεύμα αυτού του αγοριού, που ήταν φως και τους έπρεπε μόνο το φως, να κείτονται θαμμένα στο μνήμα; Δεν έφερε πάνω του ούτε την ελάχιστη ένδειξη ότι προοριζόταν για έναν πρόωρο θάνατο. Είχε α164
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
παλλαγεί από κάθε ταραχή και πόνο, και τίποτε σε αυτόν δεν έμοιαζε έστω και ακαθόριστα με θάνατο. Ίσως μάλιστα ακριβώς γι' αυτό να είχε πεθάνει τόσο ξαφνικά. Και ίσως να ήταν αδύνατον για τον Τσουρουκάουα να γλιτώσει από τον θάνατο, γιατί αποτελείτο μονάχα από αμιγή συστατικά της ζωής, όντας εύθραυστος σαν καθαρόαιμο ζώο. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, φαινόταν ότι, αντίθετα, εγώ θα ζούσα αναπόφευκτα ως τα καταραμένα βαθιά γεράματα. Η διάφανη δομή του κόσμου όπου ζούσε εκείνος, είχε αποτελέσει πάντοτε για μένα ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Τώρα, με τον θάνατό του, το μυστήριο είχε γίνει ακόμη πιο τρομακτικό. Το καμιόνι κατακομμάτιασε τον διάφανο κόσμο του, σαν να είχε περάσει πάνω από ένα τζάμι αόρατο, ακριβώς επειδή ήταν διάφανο. Το γεγονός ότι ο Τσουρουκάουα δεν είχε πεθάνει ύστερα από αρρώστια συνταιριαζόταν απόλυτα με την εικόνα του. Άρμοζε σε εκείνον -που η ζωή του ήταν μια δομή τόσο καθαρή- να πεθάνει με τον καθαρό θάνατο που φέρνει ένα ατύχημα. Σε εκείνη τη σύγκρουση, που δεν είχε διαρκέσει περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο, είχε γίνει μια ξαφνική επαφή, μια επαφή που έκανε τη ζωή και τον θάνατό του να γίνουν ένα. Μια γρήγορη χημική ένωση. Ήταν αναμφισβήτητο πως, μονάχα με αυτή τη δραστική μέθοδο, ο παράξενος και δίχως ίσκιο νεαρός εκείνος άντρας θα μπορούσε να ενώσει τον ίσκιο και τον θάνατό του. Ο κόσμος όπου κατοικούσε ο Τσουρουκάουα ήταν πλημμυρισμένος με λαμπρά αισθήματα και καλές προθέσεις. Μπορώ να ισχυριστώ εκ του ασφαλούς πως δεν ζούσε εκεί χάρη σε παρανοήσεις ή κρίσεις γλυκερές και επιεικείς. Η φωτεινή του καρδιά, που δεν ανήκε σε αυτόν τον κόσμο, στηριζόταν σε μια δύναμη και μια έντονη ευκαμψία, πράγμα που αποτελούσε τον ρυθμιστή των πράξεών του. Υπήρχε μια εξαιρετική ακρί65
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
βεια στον τρόπο με τον οποίο ήταν ικανός να μεταφράζει καθένα από τα σκοτεινά μου συναισθήματα σε ένα άλλο γεμάτο φως. Πολλές φορές μου είχε περάσει από τον νου πως ίσως ο Τσουρουκάουα βίωνε τα ίδια τα δικά μου συναισθήματα, μια και το φως του αντιστοιχούσε απόλυτα στο σκοτάδι μου, πράγμα που έκανε τη συναισθηματική μας αντίθεση τόσο απόλυτη. Κι όμως, δεν ήταν έτσι! Η φωτεινότητα του κόσμου του ήταν καθαρή και συγχρόνως μονόπλευρη. Είχε κατορθώσει να μεταβληθεί στο δικό του σχολαστικό σύστημα, ένα σύστημα με τόση ακρίβεια στις λεπτομέρειες που θα μπορούσε να πλησιάζει την ακρίβεια του κακού. Αν ο φωτεινός και διαυγής κόσμος του νεαρού αυτού άντρα στηριζόταν ακατάπαυστα στην ακούραστη σωματική του ρώμη, θα είχε καταρρεύσει στη στιγμή. Είχε τρέξει μπροστά ολοταχώς. Και το φορτηγό τον είχε σωριάσει στην τρεχάλα του. Το γελαστό βλέμμα και το απόλυτα χαλαρό κορμί του Τσουρουκάουα, πηγές της καλής εντύπωσης που προκαλούσε στους άλλους, με έσπρωξαν -τώρα που δεν ανήκαν πια σε αυτόν τον κόσμο- να κάνω μυστηριώδεις σκέψεις όσον αφορά την ορατή πλευρά των ανθρώπινων όντων. Σκέφτηκα πόσο παράξενο είναι το γεγονός ότι κάτι, με την ύπαρξή του και μόνον, και με την παρουσία του μπροστά στα μάτια μας, μπορεί να ασκεί πάνω μας μια δύναμη τόσο λαμπρή. Σκέφτηκα πόσα μπορεί να μάθει κανείς από το σώμα του, προκειμένου το πνεύμα, απλώς, να αποκτήσει μία αίσθηση της ύπαρξής του. Λέγεται ότι η ουσία του Ζεν αντιστοιχεί στην απουσία κάθε ιδιαιτερότητας και ότι η πραγματική δύναμη της όρασης συνίσταται στη γνώση ότι η καρδιά μας δεν διαθέτει ούτε μορφή ούτε χαρακτηριστικά. Η δύναμη της όρασης, ικανή γι' αυτή καθαυτή την αντιμετώπιση της απουσίας χαρακτηριστικών, πρέπει να είναι υπερβολικά ζωηρή για να αντιστέκεται στη 66
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
γοητεία των τυπικών φαινομένων. Πώς θα μπορούσε κάποιος που δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τις μορφές ή τα χαρακτηριστικά με αλτρουιστικό ζήλο, να βλέπει ζωηρά και να αντιλαμβάνεται την απουσία μορφής και χαρακτηριστικών; Έτσι, η καθαρή μορφή κάποιου όπως ο Τσουρουκάουα, που ανέδιδε λάμψη από το γεγονός και μόνο της ύπαρξής του, κάποιου που μπορούσες να τον αγγίξεις τόσο με τα χέρια όσο και με τα μάτια σου και θα μπορούσε όντως να αποκληθεί ζωή, ήταν δυνατόν, από τη θέση του νεκρού τώρα, να χρησιμεύσει ως το πλέον καθαρό μεταφορικό σχήμα, προκειμένου να περιγραφεί η ασαφής απουσία μορφής. Και η αίσθησή του για την ίδια του την ύπαρξη θα μπορούσε να γίνει το κατ' εξοχήν πραγματικό και υπαρκτό πρότυπο άμορφου μηδενισμού. Στην πραγματικότητα, φαινόταν σαν να μην είχε εκπληρωθεί τώρα τίποτε περισσότερο από ένα τέτοιο μεταφορικό σχήμα. Για παράδειγμα, η ακρίβεια και η καταλληλότητα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Τσουρουκάουα και στα μαγιάτικα λουλούδια ήταν -ακριβώς- η ακρίβεια και η καταλληλότητα εκείνων των λουλουδιών που είχαν εναποτεθεί στο φέρετρό του, σαν παρεπόμενο του ξαφνικού του μαγιάτικου θανάτου. Η δική μου ζωή δεν διέθετε κανέναν συμβολισμό τόσο σταθερό όσο εκείνη του Τσουρουκάουα. Ακριβώς γι' αυτό τον χρειαζόμουν. Και ό,τι ζήλευα περισσότερο σ' αυτόν ήταν πως τα είχε καταφέρει να φτάσει στο τέλος της ζωής του χωρίς ούτε την παραμικρή συνείδηση ότι ήταν επιφορτισμένος με μια ιδιαίτερη ατομικότητα ή την αίσθηση μιας ατομικής αποστολής όπως η δική μου. Αυτή ακριβώς η αίσθηση της ατομικότητας απογύμνωνε τη ζωή μου από τον συμβολισμό της, με άλλα λόγια, από τη δύναμή της να χρησιμεύει, όπως εκείνη του Τσουρουκάουα, σαν μεταφορικό σχήμα για κάτι έξω από αυτήν. Κατά συνέπεια, με στερούσε από τα συναισθήματα της 167
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
επέκτασης και της αλληλεγγύης της ζωής, και γινόταν η πηγή μιας αίσθησης μοναξιάς που με καταδίωκε παντού και πάντοτε. Ήταν παράξενο. Δεν ένιωθα κανένα συναίσθημα αλληλεγγύης - ούτε καν με την ανυπαρξία.
Έτσι, άρχισε ξανά η μοναξιά μου. Δεν είδα άλλη φορά το κορίτσι από το σπίτι με τα επιπλωμένα δωμάτια και οι σχέσεις μου με τον Κασιουάγκι έγιναν λιγότερο φιλικές απ' ό,τι πριν. Ο τρόπος ζωής του εξακολουθούσε βέβαια να ασκεί επάνω μου μια έντονη σαγήνη. Παρ' όλα αυτά, αισθανόμουν πως θα εκπλήρωνα το ύστατο χρέος μου προς τον Τσουρουκάουα αν κατέβαλα την ελάχιστη προσπάθεια να αντισταθώ σε αυτή τη σαγήνη πασχίζοντας, έστω και παρά τη θέλησή μου, να κρατήσω τις αποστάσεις μου. Έγραψα ξεκάθαρα στη μητέρα μου ότι δεν έπρεπε να με επισκεφθεί ξανά ώσπου να αποκτήσω την ανεξαρτησία μου. Παρότι της το είχα ήδη δηλώσει προφορικά, δεν θα αισθανόμουν ήσυχος αν δεν της το έγραφα με λέξεις ακόμη πιο κατηγορηματικές. Η απάντησή της είχε συνταχθεί με αδέξιες προτάσεις. Μου μιλούσε για το πόσο σκληρά δούλευε στο αγρόκτημα του Θείου και πρόσθετε μερικές φράσεις που μου χτύπησαν σαν στοιχειώδεις επιπλήξεις. Στη συνέχεια, μου εξέθετε την εξής φράση: «Δεν θέλω να πεθάνω πριν σε δω με τα ίδια μου τα μάτια ιερέα του Χρυσού Ναού». Μίσησα αυτό το σημείο του γράμματος, το οποίο, για μερικές ημέρες, με έκανε να νιώθω άβολα. Ακόμη και στη διάρκεια του καλοκαιριού, δεν πήγα ούτε μια φορά να επισκεφτώ το μέρος όπου η Μητέρα είχε φτιάξει το σπιτικό της. Λόγω της φειδωλής τροφής που μας έδιναν στον ναό, η ζέστη του καλοκαιριού με κούρασε ιδιαίτερα. Στα μέσα του Σεπτέμβρη, μας προανήγγειλαν έναν ενδεχόμενο τυ68
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
φώνα. Κάποιος έπρεπε να φυλάει σκοπιά τη νύχτα και δέχτηκα οικειοθελώς να προσφέρω τις υπηρεσίες μου. Νομίζω πως, εκείνη περίπου την εποχή, άρχισε να επιτελείται μια λεπτή αλλαγή στα συναισθήματά μου όσον αφορά τον Χρυσό Ναό. Δεν επρόκειτο για μίσος, αλλά για ένα προαίσθημα ότι, κάποια στιγμή, θα εδραιωνόταν αναπόφευκτα μια κατάσταση όπου αυτό το οποίο κυοφορούσα αργά μέσα μου θα γινόταν εντελώς ασυμβίβαστο με τον Χρυσό Ναό. Τούτο το συναίσθημα γεννήθηκε μετά από το επεισόδιο στο πάρκο Καμεγιάμα, άσχετα αν είχα φοβηθεί να το κατονομάσω. Ήμουν ευτυχισμένος γιατί, στη βάρδια εκείνης της νύχτας, θα μου εμπιστεύονταν τον ναό. Και δεν έκρυβα τη χαρά μου. Μου είχαν δώσει το κλειδί του Κουκυότσο. Αυτός ο τρίτος όροφος του ναού εθεωρείτο ιδιαίτερα πολύτιμος. Λίγο πάνω από το δάπεδο, μια εντυπωσιακή δέλτος, γραμμένη από τον Αυτοκράτορα Γκο-Κομάτσου, κρεμόταν σε ένα από τα δοκάρια. Ο ασύρματος μας ανακοίνωνε ότι ο τυφώνας θα ξεσπούσε πάνω μας από στιγμή σε στιγμή, παρά το γεγονός ότι δεν είχαμε καμιά σχετική ένδειξη. Είχε βρέξει κατά διαστήματα το απόγευμα, τώρα όμως η ατμόσφαιρα είχε καθαρίσει και μια λαμπρή πανσέληνος ξεπρόβαλε στον ουρανό. Οι ένοικοι του ναού περιφέρονταν στον κήπο εξετάζοντας τον ουράνιο θόλο. Άκουσα κάποιον να λέει πως ήταν η νηνεμία πριν από τη θύελλα. Ο ναός είχε βυθιστεί στον ύπνο. Ήμουν μόνος τώρα στον Χρυσό Ναό. Καθώς περιπλανιόμουν σε ένα μέρος του κτηρίου όπου δεν μπορούσε να μπει το φεγγαρόφωτο, εκστασιάστηκα με τη σκέψη ότι το πυκνό και βαρύτιμο σκοτάδι του ναού με είχε τυλίξει. Αργά, βαθιά, ποντιζόμουν στο εντελώς πραγματικό εκείνο συναίσθημα, ώσπου εντάθηκε και μετα169
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
βλήθηκε σε κάτι σαν παραίσθηση. Συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι βρισκόμουν μέσα στο όραμα που με είχε χωρίσει από τη ζωή, εκείνο το απόγευμα στο πάρκο Καμεγιάμα. Ήμουν μόνος και ο Χρυσός Ναός - ο απόλυτος και επιτακτικός Χρυσός Ναός- με είχε τυλίξει. Άραγε τον είχα κατακτήσει ή είχα κατακτηθεί από αυτόν; Ή μήπως θα ήταν πιο σωστό να πω ότι είχε καθιερωθεί ένα παράξενο ισοζύγιο, ένα ισοζύγιο που θα μας επέτρεπε εκείνη τη στιγμή να γίνω εγώ ο Χρυσός Ναός και ο Χρυσός Ναός εγώ; Λίγο μετά τις εντεκάμισι, ο άνεμος δυνάμωσε. Άνα-ψα το κλεφτοφάναρό μου και ανέβηκα τα σκαλοπάτια. Όταν έφτασα στο υψηλότερο σημείο, έβαλα το κλειδί μου στην κλειδαριά της πόρτας του Κουκυότσο. Είχα στηρίξει το κορμί μου στο κιγκλίδωμά του. Ο άνεμος έπνεε από τα νοτιοανατολικά. Ο ουρανός, ωστόσο, έμενε ίδιος. Το φεγγάρι καθρεφτιζόταν πάνω στο νερό, στα μεσοδιαστήματα ανάμεσα στη λέμνα. Ο αέρας έσφυζε από το βουητό των εντόμων και το κόασμα των βατράχων. Όταν οι δυνατές ριπές με χτύπησαν κατευθείαν στο μάγουλο, ένα ρίγος σχεδόν αισθησιακό μου διαπέρασε το κορμί. Ο άνεμος ολοένα δυνάμωνε, ώσπου μεταβλήθηκε σε θύελλα. Έμοιαζε τώρα σαν οιωνός, ότι θα καταστρεφόμουν μαζί με τον Χρυσό Ναό. Η καρδιά μου βρισκόταν στον ναό και, ταυτόχρονα, ξαπόσταινε στον άνεμο. Ο Χρυσός Ναός, που επέβαλλε την ακριβή δομή του κόσμου μου, δεν είχε κουρτίνες για να σειούνται με τον άνεμο, αλλά στεκόταν εκεί, ήρεμα λουσμένος στο φεγγαρόφωτο. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο δυνατός εκείνος άνεμος, η κακή μου εκείνη πρόθεση, θα τράνταζε ενδεχομένως τον ναό, θα τον ξυπνούσε και, τη στιγμή της καταστροφής, θα έκλεβε την υπεροψία του. Έτσι και έγινε. Ήμουν τυλιγμένος στην ομορφιά, βρισκό170
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
μουν σίγουρα μέσα της. Εξακολουθώ, ωστόσο, να αμφιβάλλω τώρα αν με είχε τυλίξει τόσο ολοκληρωτικά, ώστε να μη με παρασύρει ο άγριος εκείνος άνεμος που η δύναμή του ολοένα μεγάλωνε. Όπως με είχε προστάξει ο Κασιουάγκι: «Τραύλιζε! Τραύλιζε!» έτσι κι εγώ προσπαθούσα τώρα να σπιρουνίσω τον άνεμο κράζοντας τις λέξεις με τις οποίες παροτρύνουμε τον καλπασμό ενός αλόγου: «Πιο δυνατά, πιο δυνατά!» φώναζα. «Πήγαινε πιο γρήγορα! Κι άλλη δύναμη ακόμη!» Το δάσος άρχισε να θροίζει. Τα κλαδιά των δέντρων γύρω από τη λιμνούλα χτυπούσαν το ένα το άλλο. Ο νυχτερινός ουρανός είχε χάσει το συνηθισμένο του λουλακί και είχε πάρει μια θολή απόχρωση πορφυρού ανάκατου με γκρίζο. Το βουητό των εντόμων δεν είχε κοπάσει και έδινε ολόγυρα μια νότα ζωντάνιας. Σαν μουσική φλογέρας πλησίαζε ολοένα από μακριά η μυστηριώδης βοή του ανέμου, δείχνοντας σιγά σιγά να καταλαγιάζει. Κοίταζα τα αμέτρητα σύννεφα να τρέχουν γρήγορα προσπερνώντας το φεγγάρι. Το ένα μετά το άλλο, ξεπρόβαλλαν πίσω από τους λόφους, στον Νότο, ίδια με μεγάλα τάγματα. Υπήρχαν σύννεφα βαριά, σύννεφα λεπτά, και άλλα πελώρια και εκτεταμένα. Υπήρχαν και αναρίθμητοι θύσανοι σύννεφων. Ξεπρόβαλλαν όλα τους από τον Νότο, περνούσαν μπροστά από την επιφάνεια του φεγγαριού, πετούσαν πάνω από τον Χρυσό Ναό και έσπευδαν προς τον Βορρά, σαν να είχαν να εκπληρώσουν μια κατεπείγουσα εργασία. Μου φαινόταν πως άκουγα το σκούξιμο του χρυσού φοίνικα πάνω από το κεφάλι μου. Ξαφνικά, ο άνεμος κόπασε για τα καλά. Ύστερα, ξαναβρήκε τη δύναμή του. Το δάσος ανταποκρινόταν και στην παραμικρή ακόμη αλλαγή των στοιχείων της φύσης: γαλήνευε και, στη συνέχεια, άφηνε να αντηχούν μανιασμένα θροίσματα. Αλ171
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
λά και η αντανάκλαση του φεγγαριού στη λιμνούλα άλλαζε: γινόταν εναλλάξ σκοτεινή και φωτεινή. Κάπου κάπου, το φεγγάρι συγκέντρωνε τις σκόρπιες φωτεινές του φούντες σαρώνοντας γοργά την επιφάνεια του νερού. Ο μεγάλος σωρός των σύννεφων απλώθηκε ελικωτά πέρα από τους λόφους, τείνοντας ένα πελώριο -θαρρείς- χέρι προς τον ουρανό. Ήταν τρομακτικό να βλέπεις πώς συστρέφονταν και συνωθούνταν ζυγώνοντας το ένα το άλλο. Κατά διαστήματα, εμφανιζόταν ένα μικρό και καθαρό κομμάτι ουρανού ανάμεσα στα σύννεφα, που σκεπαζόταν όμως στη στιγμή. Κάπου κάπου, όταν περνούσε κάποιο συννεφάκι, μπορούσα να μαντέψω πίσω του το φεγγάρι, περικυκλωμένο από μιαν αχνή άλω. Ο ουρανός συνέχισε να σειέται όλη νύχτα. Παρ' όλα αυτά, δεν υπήρχε καμιά ένδειξη πως ο άνεμος θα δυνάμωνε. Κοιμήθηκα πλάι στο κιγκλίδωμα. Νωρίς το επόμενο πρωί -ένα πρωί όλο φως-, ο νεωκόρος ήρθε να με πληροφορήσει ότι ο τυφώνας είχε ξεμακρύνει από την περιοχή, έχοντας για καλή μας τύχη παρακάμψει το Κιότο.
172
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Π
ΕΚΤΟ
ΕΡΙΠΟΥ ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ ΤΩΡΑ, ΠΕΝΘΟΥΣΑ ΤΟΝ ΤΣΟΥΡΟΥΚΑ-
ουα. Μόλις άρχισε η μοναξιά μου, συνειδητοποίησα και πάλι ότι μου ήταν εύκολο να συνηθίσω σε αυτή την κατάσταση. Η πιο ανώδυνη παρουσία για μένα ήταν στην πραγματικότητα εκείνη στην οποία δεν ήμουν υποχρεωμένος να μιλώ με κανέναν. Η στενόχωρη στάση μου προς τη ζωή με εγκατέλειψε. Κάθε νεκρή μέρα είχε τη γοητεία της. Η βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου ήταν το μοναδικό μου καταφύγιο ευχαρίστησης. Δεν διάβαζα βιβλία σχετικά με το Ζεν, αλλά όσες μεταφράσεις μυθιστορημάτων και φιλοσοφικών εργασιών τύχαινε να μου πέσουν στα χέρια. Δίσταζα να αναφέρω τα ονόματα εκείνων των συγγραφέων και φιλοσόφων. Γνωρίζω την επίδρασή τους πάνω μου, όπως και το γεγονός ότι αυτοί με ενέπνεαν σε ό,τι έκανα: κι όμως, θέλω να πιστεύω ότι αυτή καθαυτή η πράξη ήταν δική μου πρωτότυπη δημιουργία. Συγκεκριμένα, δεν θέλω να θεωρηθεί ως επίδραση κάποιας κατεστημένης φιλοσοφίας. Όπως ήδη εξήγησα, το γεγονός ότι δεν με καταλάβαιναν οι άλλοι υπήρξε η μοναδική μου πηγή περηφάνιας από την πρώτη μου νεότητα, και δεν αισθανόμουν ούτε την παραμικρή ώθηση να εκφράζομαι με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνομαι κατανοητός. Όταν όντως προσπαθούσα να διευκρινίσω τους στο173
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
χασμούς και τις πράξεις μου, δεν το έκανα με καμιά απολύτως ιδιαίτερη σκέψη. Δεν ξέρω κατά πόσον αυτό οφειλόταν στο ότι ήθελα να καταλάβω τον εαυτό μου. Ένα τέτοιο κίνητρο είναι σύμφωνο με τον πραγματικό χαρακτήρα του καθενός και καταλήγει αυτομάτως να αποτελεί μια γέφυρα ανάμεσα στον εαυτό του και στους άλλους. Η μέθη που αντλούσα από τον Χρυσό Ναό χρησίμευσε στο να συμβάλλει στην αδιαφάνεια της προσωπικότητάς μου. Και επειδή αυτή μου στερούσε κάθε άλλη μορφή μέθης, ήμουν υποχρεωμένος να της αντισταθώ κάνοντας μια σκόπιμη προσπάθεια για να διαφυλάξω τα διάφανα τμήματα αυτής της προσωπικότητας. Δεν ξέρω τι συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις, στη δική μου όμως, η ίδια η διαφάνεια ήμουν εγώ, και, συνεπώς, δεν υπήρχε περίπτωση να γίνω ο κάτοχός της. Ήταν η εποχή των ανοιξιάτικων διακοπών του 1948, τη δεύτερη χρονιά μου στο πανεπιστήμιο. Κάποιο βράδυ, ο Ηγούμενος είχε βγει έξω. Επειδή δεν είχα φίλους, ο μόνος τρόπος να επωφεληθώ από την απουσία του ήταν να κάνω μια βόλτα μόνος μου. Έτσι, εγκατέλει-ψα τον ναό και βγήκα έξω από την Πύλη Σόμον. Εξωτερικά, η πύλη περιβαλλόταν από μια τάφρο, κοντά στην οποία υπήρχε ένας πίνακας ανακοινώσεων. Αν και έβλεπα για πολύ καιρό τον παλιό αυτό πίνακα, τώρα στάθηκα μπροστά του και άρχισα να διαβάζω με την ησυχία μου τα γράμματα που λούζονταν από το φεγγαρόφωτο. ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 1. Καμιά αλλαγή δεν επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί σε αυτό το οίκημα χωρίς ειδική άδεια. 2. Τίποτε δεν επιτρέπεται να γίνει, το οποίο θα επηρέαζε με οποιονδήποτε τρόπο τη συντήρηση αυτού του οικήματος.
174
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Εφιστάται η προσοχή του κοινού προς αυτούς τους κανονισμούς. Οποιαδήποτε παράβασή τους θα τιμωρείται σύμφωνα με τον νόμο. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ 31 Μαρτίου 1928
Η ανακοίνωση αναφερόταν σαφώς στον Χρυσό Ναό. Κι όμως, ήταν αδύνατον να εικάσω οποιονδήποτε οριστικό υπαινιγμό μέσ' από αυτές καθαυτές τις αφηρημένες λέξεις. Δεν μπορούσα να μην αντιληφθώ ότι ένας τέτοιος πίνακας ανακοινώσεων υπήρχε σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από εκείνον όπου βρισκόταν ο άφθαρτος ναός. Η ίδια η ανακοίνωση προεξοφλούσε κάποια πράξη ανεξιχνίαστη ή απίθανη. Ο άνθρωπος που είχε συντάξει αυτούς τους κανονισμούς, δίνοντας, κατά κάποιον τρόπο, μια συνοπτική περιγραφή αυτού του είδους, θα έπρεπε να είχε χάσει ανεπανόρθωτα τα λογικά του. Κοντολογίς, επρόκειτο για μια πράξη που μόνον ένας τρελός θα μπορούσε να σχεδιάσει: πώς ήταν δυνατόν να τρομοκρατήσει κανείς έναν τρελό απειλώντας τον προκαταβολικά ότι θα τιμωρηθεί για την πράξη του; Αυτό που προφανώς χρειαζόταν ήταν μια ειδική μορφή γραφής, που θα γινόταν κατανοητή μονάχα από τρελούς. Ενώ είχα παραδοθεί σε τέτοιες κούφιες σκέψεις, πρόσεξα μια μορφή που πλησίαζε κατά μήκος του πλατιού δρόμου, μπροστά από την πύλη. Εκείνη την ώρα, δεν υπήρχε ίχνος από τα πλήθη των περίεργων που έρχονταν εδώ κατά τη διάρκεια της ημέρας: μόνο τα φεγγαρόλουστα πεύκα και η λάμψη των προβολέων φώτιζαν τη νύχτα - ενώ τα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν εδώ κι εκεί στη δημοσιά, πέρα από τη μεριά που στεκόμουν, συνοδεύοντας τη νύχτα.
175
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Αναγνώρισα ξαφνικά τη σιλουέτα του Κασιουάγκι. Σκέφτηκα ότι ήταν αυτός από τον τρόπο που περπατούσε. Την ίδια εκείνη στιγμή, αποφάσισα να βάλω ένα τέλος στην αποξένωση μεταξύ μας, την οποία είχα επιλέξει στη διάρκεια ολόκληρου του περασμένου χρόνου. Σκέφτηκα μονάχα πόσα του όφειλα, μια και με είχε κάποτε γιατρέψει. Γιατί με είχε πράγματι γιατρέψει τότε. Από την πρώτη μέρα που τον συνάντησα, είχε εξυγιάνει τις νοσηρές μου σκέψεις, χρησιμοποιώντας τα αδέξια και άρρωστα πόδια του, τα τραυματικά λόγια του που τα χρησιμοποιούσε χωρίς καμία επιφύλαξη, την ολοκληρωτική εξομολόγησή του. Θα έπρεπε να είχα συνειδητοποιήσει τη χαρά που με περίμενε εκεί, όντας για πρώτη φορά ικανός να συμμετάσχω σε μια συζήτηση με κάποιον ως ίσος προς ίσον. Θα έπρεπε να είχα απολαύσει αυτή τη χαρά (με την οποία ένιωθα σαν να διέπραττα, ηθελημένα, μια πράξη ανήθικη) που με κατέκλυζε όταν βυθιζόμουν στα βάθη της σταθερής εκείνης γνώσης: της γνώσης ότι ήμουν ιερέας και, συγχρόνως, βραδύγλωσσος. Κι όμως, όλα αυτά είχαν σβηστεί μέσ' από τη σχέση μου με τον Τσουρουκάουα. Χαιρέτισα τον Κασιουάγκι με ένα χαμόγελο. Φορούσε τη φοιτητική του στολή και κρατούσε ένα μακρόστενο δέμα. «Πηγαίνεις κάπου συγκεκριμένα;» είπε. «Όχι». «Χαίρομαι που σε συναντάω», πρόσθεσε. Κάθισε στα πέτρινα σκαλοπάτια και άνοιξε το πακέτο του. «Βλέπεις;» συνέχισε, δείχνοντάς μου δυο σκοτεινόχρωμους στιλπνούς σωλήνες που σχημάτιζαν μια φλογέρα 8ΐΐ3ΐ<:υ1ΐΒθΐΊί, «ένας θείος μου πέθανε πρόσφατα στη γενέτειρά μου και μου την άφησε για να τον θυμάμαι. Έχω όμως και εκείνη που μου είχε χαρίσει πριν πολύ καιρό, όταν με μάθαινε να παίζω. Μολονότι φαίνεται μάλλον πιο ωραία, προτιμώ 176
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
την άλλη που την έχω συνηθίσει. Εξάλλου, δεν βρίσκω τον λόγο για να έχω δύο. Έτσι, έφερα τούτη εδώ με σκοπό να σου τη δώσω». Για κάποιον όπως εγώ, που δεν είχε λάβει ποτέ κανένα δώρο, το γεγονός ότι μου έδιναν κάτι, οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό, μου προκαλούσε ιδιαίτερη χαρά. Πήρα στα χέρια μου τη φλογέρα και την περιεργάστηκα. Είχε τέσσερις τρύπες στο μπροστινό της μέρος και μία στο πίσω. «Ανήκω στη σχολή φλογέρας Κίνκο», συνέχισε ο Κάσιουάγκι. «Μια και το φεγγάρι είναι όμορφο απόψε, σκέφτηκα, έτσι για αλλαγή, να έρθω και να παίξω εδώ, στον Χρυσό Ναό. Παράλληλα, έκανα τη σκέψη πως θα μπορούσα να σε μάθω κι εσένα να παίζεις». «Καλή στιγμή διάλεξες», αποκρίθηκα. «Ο Ηγούμενος έχει βγει έξω. Και ο τεμπέλης γερο-θυρωρός δεν τέλειωσε ακόμη το σκούπισμά του. Οι πύλες του ναού δεν κλείνουν ώσπου να τελειώσει το σκούπισμα». Η εμφάνισή του στην πύλη, εκείνη τη νύχτα με το τόσο όμορφο φεγγάρι, ήταν τόσο ξαφνική όσο και η πρότασή του να παίξει φλογέρα στον ναό. Όλα πρόδιναν τον γνωστό μου Κασιουάγκι. Επιπλέον, μέσα στη μονότονη ζωή μου, το απλό γεγονός μιας έκπληξης αποτελούσε ευχαρίστηση. Με την καινούργια φλογέρα μου στο χέρι, τον οδήγησα στον Χρυσό Ναό. Η ανάμνησή μου γύρω από όσα συζητήσαμε εκείνη τη νύχτα δεν είναι ξεκάθαρη. Δεν πιστεύω ότι μιλήσαμε για κάτι ουσιαστικό. Δεν μου έδινε κανένα δείγμα της επιθυμίας του να παρασυρθεί από τη συνηθισμένη εκκεντρική του φιλοσοφία και τις δηκτικές αντινομίες της. Ίσως και να είχε έρθει σκόπιμα για να μου αποκαλύψει μια πλευρά του εαυτού του που δεν είχα μέχρι τότε φανταστεί. Και πράγματι, εκείνη τη νύχτα, αυτός ο νέος με την τσουχτερή γλώσσα, που συνήθως έμοιαζε να 177
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
ενδιαφέρεται για την ομορφιά μόνον από τη στιγμή που μπορούσε να τη βεβηλώσει, μου αποκάλυψε μια αληθινά εκλεπτυσμένη πλευρά του χαρακτήρα του. Είχε μιαν ακρότατη θεωρία σχετικά με την ομορφιά, που τη διέπνεε, όμως, πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια από τη δική μου. Δεν μου το έλεγε με λέξεις αλλά με κινήσεις, με τα μάτια του, με τη μουσική που έπαιζε στη φλογέρα του και με το μέτωπό του που ξεπρόβαλλε μες στο φεγγαρόφωτο. Στηριχτήκαμε πάνω στο κιγκλίδωμα του δεύτερου ορόφου του Χρυσού Ναού, του Τσοόντο. Ο διάδρομος κάτω από την ελαφριά καμπύλη της μαρκίζας υποβασταζόταν από οχτώ φουρούσια σε ινδικό στυλ και έδειχνε να ανασηκώνεται από την επιφάνεια της μικρής λίμνης, εκεί που είχε καταλύσει η σελήνη. Στην αρχή, ο Κασιουάγκι έπαιξε ένα μικρό κομμάτι με το όνομα «Αυτοκρατορική Άμαξα». Η δεξιοτεχνία του με κατέπληξε. Παρότι προσπάθησα να τον μιμηθώ και έβαλα τα χείλη μου στο επιστόμιο, δεν μπόρεσα να βγάλω κανέναν ήχο. Τότε μου έδειξε με προσοχή πώς να κρατώ τη φλογέρα από το πάνω μέρος της με το αριστερό μου χέρι, και πώς να βάζω τα δάχτυλά μου στα σωστά ανοίγματα. Μου έδειξε ακόμη όλα τα τερτίπια: πώς να ανοίγει κανείς το στόμα του για να κρατήσει το επιστόμιο, πώς να φυσάει μέσα τον αέρα ακουμπώντας πάνω στο πλατύ μεταλλικό έλασμα. Αν και προσπάθησα πάλι και πάλι, δεν έβγαινε κανένας ήχος. Τα μάγουλα και τα μάτια μου τεντώνονταν και, παρότι δεν είχε αέρα, είχα την αίσθηση πως το φεγγάρι πάνω στη λιμνούλα είχε γίνει χίλια κομμάτια. Ύστερα από λίγο, ένιωσα εξουθενωμένος. Για μια στιγμή μάλιστα, μου πέρασε από τον νου η σκέψη ότι ο Κασιουάγκι μου επέβαλε σκόπιμα αυτή την τιμωρία, για να κοροϊδέψει το τραύλισμά μου. Φαίνεται όμως πως η προσπάθεια να βγάλω μετά βίας έναν ήχο που δεν έβγαινε λαγάρισε τη συνηθισμένη 178
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
μου πνευματική ενέργεια -με την οποία έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να αποφύγω το τραύλισμα-, ωθώντας ομαλά τις πρώτες λέξεις έξω από το στόμα μου. Ένιωσα λες και εκείνοι οι ήχοι που δεν μπορούσαν να βγουν υπήρχαν κιόλας κάπου στον γαλήνιο και φεγγαρόλουστο τούτο κόσμο. Θα ήμουν πολύ ικανοποιημένος αν κατόρθωνα να φτάσω εκεί και να τους ξυπνήσω, ύστερα από κάθε λογής ατέλειωτες προσπάθειες. Πώς θα μπορούσα άραγε να βγάλω τον μυστηριώδη εκείνον ήχο που ο Κασιουάγκι έβγαζε από τη φλογέρα του και που τον καθιστούσε δυνατό μονάχα η δεξιοτεχνία; Η ομορφιά ήταν δεξιοτεχνία. Μια σκέψη μου πέρασε από τον νου γεμίζοντάς με θάρρος: όπως, παρά τα ραιβά του πόδια, ο Κασιουάγκι κατόρθωνε να παράγει ήχους τόσο όμορφους και τόσο καθαρούς, έτσι κι εγώ θα έφτανα στην ομορφιά χρησιμοποιώντας τη δεξιοτεχνία. Μπόρεσα όμως να καταλάβω και κάτι άλλο: παιγμένη από τον Κασιουάγκι, η «Αυτοκρατορική Άμαξα» δεν ηχούσε τόσο όμορφα μόνον εξαιτίας του γοητευτικού φεγγαρόλουστου βάθους, αλλά και εξαιτίας της φριχτής ραιβοποδίας του. Αργότερα, όταν γνωριστήκαμε καλύτερα, κατάλαβα ότι ο Κασιουάγκι αντιπαθούσε τη σταθερή ομορφιά. Τα γούστα του περιορίζονταν σε πράγματα όπως η μουσική, που χάνονταν στη στιγμή, ή τα λουλούδια, έντεχνα τοποθετημένα, που μαραίνονταν μέσα σε λίγες μέρες. Αντιπαθούσε την αρχιτεκτονική και τη λογοτεχνία. Ήταν βέβαιο πως δεν θα σκεφτόταν ποτέ να επισκεφτεί τον Χρυσό Ναό παρά μόνο μια φεγγαρόλουστη νύχτα σαν αυτή. Κι όμως! Τι παράξενη που είναι η ομορφιά της μουσικής! Η παροδική ομορφιά, που ο εκτελεστής φέρνει στο φως μεταμορφώνοντας μια δεδομένη χρονική περίοδο σε καθαρή διάρκεια: είναι σίγουρο ότι ποτέ δεν θα επαναληφθεί. Όπως όλα 179
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
τα εφήμερα, όπως οι μικρές βραχύβιες υπάρξεις, η ομορφιά είναι μια τέλεια αφαίρεση και μια δημιουργία αυτής καθαυτής της ζωής. Τίποτε δεν μοιάζει τόσο με τη ζωή όσο η μουσική. Κι όμως, παρότι ο Χρυσός Ναός μοιραζόταν τον ίδιο τύπο ομορφιάς, τίποτε δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά από τον κόσμο, τίποτε δεν θα ήταν πιο αξιοπεριφρόνητο γι' αυτόν από την ομορφιά τούτου του κτηρίου. Μόλις ο Κασιουάγκι σταμάτησε να παίζει την «Αυτοκρατορική Άμαξα», η μουσική - η φανταστική εκείνη μορφή ζωής- χάθηκε και δεν απέμεινε τίποτε εκτός από το δύσμορφο σώμα του και όλες τις ζοφερές του σκέψεις, άθικτες και αναλλοίωτες. Δεν ήταν βέβαια παρήγορο το γεγονός ότι ο Κασιουάγκι κατέφευγε στη μουσική. Το κατάλαβα πολύ καλά, χωρίς να προηγηθεί καμία συζήτηση. Αυτό που τον έκανε να χαίρεται ήταν ότι, για λίγη ώρα αφότου η ανάσα του γεννούσε την ομορφιά, η ραιβοποδία του και ο ζοφερός τρόπος σκέψης του έμεναν εκεί, πιο καθαρά και ζωντανά απ' ό,τι πριν. Τη ματαιότητα της ομορφιάς, το γεγονός ότι, περνώντας μέσ' από το σώμα του, δεν άφηνε κανένα απολύτως σημάδι και δεν άλλαζε απολύτως τίποτε: αυτήν ακριβώς χαιρόταν ο Κασιουάγκι. Αν η ομορφιά ήταν κάτι ανάλογο και για μένα, πόσο πιο ανάλαφρη θα είχε γίνει η ζωή μου! Από καιρό σε καιρό, συνέχιζα να προσπαθώ ακολουθώντας τις υποδείξεις του Κασιουάγκι. Το πρόσωπό μου κοκκίνιζε και η ανάσα μου μεταβαλλόταν σε ρόγχο. Έπειτα, λες και γινόταν ξαφνικά πουλί και, καθώς το κελάηδημά του έφευγε από το λαρύγγι μου, η φλογέρα έβγαζε μία και μόνη απόκοτη νότα. «Αυτός είσαι!» φώναξε ο Κασιουάγκι γελώντας. Σίγουρα δεν ήταν μια νότα όμορφη, αλλά ο ίδιος ήχος έβγαινε κατά διαστήματα. Φαντάστηκα τότε, ότι ο μυστηριώδης αυτός ήχος ι8ο
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
-που δεν φαινόταν, άλλωστε, να προέρχεται από μένα- ήταν η φωνή του επιχρυσωμένου χάλκινου φοίνικα πάνω από τα κεφάλια μας.
Έπειτα, χρησιμοποίησα το εγχειρίδιο διδασκαλίας που μου είχε δώσει ο Κασιουάγκι, δουλεύοντας σκληρά κάθε βράδυ για να βελτιώσω την τεχνική μου. Με τον καιρό, μπόρεσα να παίξω μελωδίες όπως «Η Ανατολή του Ήλιου Βάφτηκε Κόκκινη πάνω σε ένα Λευκό Φόντο» και τα παλιά μου φιλικά αισθήματα προς τον Κασιουάγκι αναζωπυρώθηκαν. Τον Μάιο, σκέφτηκα πως έπρεπε να του χαρίσω κάτι για να του δείξω την ευγνωμοσύνη μου για τη φλογέρα. Δεν είχα, όμως χρήματα για να του αγοράσω δώρο. Του μίλησα ανοιχτά για τη δυσκολία μου και μου αποκρίθηκε πως δεν ήθελε κάτι που να κοστίζει χρήματα. Ύστερα, σφίγγοντας περίεργα το στόμα του, είπε: «Ε, λοιπόν, εφόσον μπήκες στον κόπο να αναφέρεις το θέμα, υπάρχει κάτι που θα το ήθελα στ' αλήθεια. Θα επιθυμούσα να κάνω αυτές τις μέρες μια έντεχνη τοποθέτηση λουλουδιών, αλλά τα λουλούδια κοστίζουν πανάκριβα. Θαρρώ ότι τώρα είναι η εποχή που ανθίζουν στον Χρυσό Ναό οι ίριδες και τα κρινάκια. Θα μπορούσες να μου φέρεις λίγες ίριδες - κάνα δυο σε μπουμπούκια, δυο που μόλις άρχισαν να ανθίζουν και δυο ολάνοιχτες. Ίσως ακόμη και λίγες τύφες. Αν τα έχω απόψε, είναι εντάξει. Θα ήθελες να μου τα φέρεις στο διαμέρισμά μου αργά το απόγευμα; Αφού δέχτηκα την πρότασή του, συνειδητοποίησα ότι ουσιαστικά με προέτρεπε να κλέψω. Για να μην εξευτελιστώ, έπρεπε οπωσδήποτε να γίνω κλέφτης λουλουδιών. Εκείνο το βράδυ, δεν είχαμε ρύζι για το δείπνο, μόνο βραστά λαχανικά και άζυμο μαύρο ψωμί. Ευτυχώς ήταν Σάββατο ι8ι
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
και πολλοί από τον ναό είχαν ήδη βγει έξω το απόγευμα. Το Σάββατο μας ήταν γνωστό ως: «η εσωτερική κουρτίνα που ανοίγει». Μπορούσες να φεύγεις νωρίς από τον ναό και δεν χρειαζόταν να είσαι πίσω πριν από τις έντεκα. Επιπλέον, το επόμενο πρωί λεγόταν «κοιμώμενη λήθη» και μας επέτρεπαν να μένουμε στο κρεβάτι ως αργά. Ο Ηγούμενος είχε κιόλας βγει έξω. Τελικά, ο ήλιος έδυσε στις εξήμισι και άρχισε να φυσάει. Περίμενα τον ήχο της πρώτης νυχτερινής καμπάνας. Στις οχτώ, το δυνατό και καθαρό καμπάνισμα του Οτζικίτσο, στα αριστερά της κεντρικής πύλης, ανάγγειλε την πρώτη νυχτερινή βάρδια. Χτύπησε δεκαοκτώ φορές και ο απόηχος πλανιόταν κάμποση ώρα στον αέρα. Κοντά στο Σοζέι, ένας μικρός καταρράχτης, πλαισιωμένος εν μέρει από ένα φράγμα, μετέφερε το νερό από μια λιμνούλα με λωτούς στη μεγάλη λίμνη Κυόκο. Σε τούτο το σημείο, φύτρωναν άφθονες ίριδες. Ήταν εξαιρετικά όμορφες εκείνη την εποχή. Καθώς πλησίαζα, άκουσα τις δέσμες τους να θροίζουν ίττον νυχτερινό άνεμο. Τα ψηλά και πορφυρά τους πέταλα έτρεμαν μέσα στον ήρεμο αχό του νερού. Ήταν πολύ σκοτεινά σε εκείνη τη μεριά του κήπου: η πορφύρα των λουλουδιών και το βαθύ πράσινο των φύλλων φαίνονταν εξίσου μαύρα. Προσπάθησα να μαζέψω λίγες ίριδες. Ωστόσο, μέσα στον άνεμο, τα λουλούδια και τα φύλλα κατάφερναν να γλιτώνουν από τα χέρια μου. Κάποιο φύλλο μάλιστα μου έκοψε το δάχτυλο. Φτάνοντας τελικά στο διαμέρισμα του Κασιουάγκι με μιαν αγκαλιά ίριδες και τύφες, τον βρήκα να διαβάζει ξαπλωμένος. Φοβήθηκα μήπως συναντήσω την κοπέλα που έμενε εδώ και είχε έρθει τότε στο πικνίκ. Ευτυχώς, φαίνεται ότι είχε βγει. Η μικρή μου κλεψιά μού είχε φτιάξει το κέφι. Τα πρώτα πράγματα που προκαλούσε πάντοτε η επαφή με τον Κασιουά82
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
γκι ήταν μικρές πράξεις ανηθικότητας, μικρές βεβηλώσεις, μικρά δεινά. Αυτά με έκαναν πάντοτε να νιώθω χαρούμενος. Δεν ήξερα όμως κατά πόσο μια σταθερή αύξησή τους θα έκανε την ευθυμία μου να αυξηθεί αντίστοιχα. Ο Κασιουάγκι ενθουσιάστηκε με το δώρο μου. Πήγε στο δωμάτιο της σπιτονοικοκυράς για να δανειστεί έναν κάδο και διάφορα άλλα σκεύη, απαραίτητα για την τέχνη της τοποθέτησης των λουλουδιών. Το σπίτι με τα επιπλωμένα δωμάτια ήταν ένα μονώροφο κτήριο. Ο Κασιουάγκι έμενε στο μικρό δωμάτιο ενός εξωτερικού χτίσματος. . Πήρα τη φλογέρα του, ακουμπισμένη στην εσοχή του τοίχου, έβαλα τα χείλη μου στο επιστόμιο και προσπάθησα να παίξω μια μικρή σπουδή. Προς μεγάλη έκπληξη του Κασιουάγκι -ακριβώς εκείνη τη στιγμή γυρνούσε στο δωμάτιό του-, τα κατάφερα ιδιαίτερα καλά. Παρ' όλα αυτά, ο Κασιουάγκι που συνάντησα εκείνο το βράδυ δεν ήταν εκείνος που είχε επισκεφτεί τον Χρυσό Ναό. «Δεν τραυλίζεις καθόλου όταν παίζεις φλογέρα, έτσι; Μαθαίνοντάς σε να παίζεις, ήλπιζα να ακούσω πώς ηχεί η βραδύγλωσση μουσική!» Αυτή και μόνη η παρατήρηση μας επανέφερε στην κατάσταση που υπήρχε όταν πρωτοσυναντηθήκαμε. Η θέση του είχε αποκατασταθεί. Ύστερα από αυτό, κατόρθωσα να ρωτήσω βαριεστημένα τι είχε απογίνει η νεαρή κυρία του σπανιόλικου σπιτιού. «Α, εκείνο το κορίτσι;» είπε απλά. «Παντρεύτηκε εδώ και πολύ καιρό. Κίνησα γη και ουρανό για να της δείξω πώς να κρύι^ει το γεγονός ότι δεν ήταν πια παρθένα. Αλλά ο άντρας της είναι υγιής και καλοκάγαθος τύπος, και φαίνεται ότι τα πράγματα μεταξύ τους πήγαν μια χαρά». Καθώς μιλούσε, έβγαζε μία μία τις ίριδες από την κούπα με 183
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
το νερό όπου μούσκευαν και τις εξέταζε προσεκτικά. Στη συνέχεια, έβαζε το ψαλίδι στην κούπα και έκοβε τα κοτσάνια μέσα στο νερό. Κάθε φορά που κρατούσε στο χέρι του μιαν ίριδα, η πλατιά σκιά του λουλουδιού κινιόταν εγκάρσια πάνω στο στρωμένο με ψάθα πάτωμα του δωματίου. Ξαφνικά είπε: «Ξέρεις τα περίφημα λόγια από το κεφάλαιο της Λαϊκής Διαφώτισης στο Ρινζαϊρόκον; "Όταν συναντήσετε τον Βούδα, σκοτώστε τον Βούδα! Όταν συναντήσετε τον πρόγονό σας, σκοτώστε τον πρόγονό σας!..."» «"Όταν συναντήσετε έναν μαθητή του Βούδα"», συνέχισα, «"σκοτώστε τον μαθητή! Όταν συναντήσετε τον πατέρα και τη μητέρα σας, σκοτώστε τον πατέρα και τη μητέρα σας! Όταν συναντήσετε το σόι σας, σκοτώστε το σόι σας! Μόνο κατ' αυτόν τον τρόπο θα απελευθερωθείτε"». «Αυτό είναι ακριβώς. Και έτσι έγινε, όπως βλέπεις. Εκείνο το κορίτσι ήταν οπαδός του Βούδα». «Και απελευθερώθηκες;» «Χμ», είπε ο Κασιουάγκι, τακτοποιώντας μερικές ίριδες που είχε κόψει και κοιτάζοντάς τις επίμονα. «Υπάρχουν κι άλλοι για σκότωμα, ξέρεις». Η κούπα των λουλουδιών, βαμμένη ασημιά στο εσωτερικό της, ήταν γεμάτη καθαρό νερό. Ο Κασιουάγκι εξέτασε τη βάση των λουλουδιών και τακτοποίησε προσεκτικά ένα από τα στάχυα που είχε λίγο γείρει. Αισθανόμουν άβολα και προσπαθούσα να καλύψω τη σιωπή φλυαρώντας συνεχώς. «Ξέρεις το πρόβλημα σχετικά με τον Πατέρα Νάνσεν και το γατάκι, έτσι δεν είναι; Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, ο Ηγούμενος μας μάζεψε όλους και μας μίλησε σχετικά με αυτό». «Ω, "Ο Νάνσεν Σκοτώνει ένα Γατάκι"», είπε ο Κασιουάγκι, ενώ κανόνιζε το μήκος μιας τύφης, στηρίζοντάς την στον κά184
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
δο με τα λουλούδια. «Είναι ένα πρόβλημα που αναφύεται πολλές φορές στη ζωή ενός ατόμου, πάντοτε με κάπως διαφορετική μορφή. Πρόκειται για κάτι μάλλον απόκοσμο. Κάθε φορά που το συναντάς τυχαία σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής σου, αλλάζει μορφή και νόημα, παρότι αυτό καθαυτό είναι πάντα το ίδιο. Πρώτα από όλα, να σου πω ότι το γατάκι που σκότωσε ο Πατέρας Νάνσεν ήταν όλο κατεργαριά! Ήταν όμορφο, ξέρεις, ασύγκριτα όμορφο! Τα μάτια του ήταν χρυσά, το τρίχωμά του γυαλιστερό. Κάθε χαρά και ομορφιά σε αυτόν τον κόσμο λύγιζε σαν ελατήριο μες στο μικρό, απαλό του σώμα. Οι περισσότεροι από τους σχολιαστές ξεχνούσαν να αναφέρουν το γεγονός ότι το γατάκι ήταν όλο ομορφιά. Εκτός, βέβαια, από μένα. Το γατάκι πήδηξε ξαφνικά μέσ' από μια τούφα χλόης. Τα ήρεμα, πονηρά ματάκια του λαμποκοπούσαν και το έπιασε ένας ιερέας - θαρρείς και έκανε σκόπιμα τα πάντα. Αυτό ήταν που κατέληξε σε διαμάχη ανάμεσα στις δυο αίθουσες του ναού. Γιατί η ομορφιά μπορεί να προσφέρεται σε όλους, στην πραγματικότητα όμως δεν ανήκει σε κανέναν. Για να δούμε, λοιπόν. »Πώς να το πω; Η ομορφιά - ναι, η ομορφιά είναι σαν το χαλασμένο δόντι. Τρίβεται πάνω στη γλώσσα σου, κρέμεται εκεί, σε πονά, τονίζει την παρουσία του. Τελικά, σε ενοχλεί τόσο που δεν αντέχεις τον πόνο και πας στον οδοντογιατρό για να το βγάλεις. Τότε, καθώς κοιτάζεις το μικρό, βρόμικο, καφετί και καταματωμένο δόντι μέσα στη χούφτα σου, κάνεις τις ακόλουθες σκέψεις: "Αυτό είναι; Αυτό ήταν όλο κι όλο; Αυτό που μου προκάλεσε τόσον πόνο, που με έκανε συνεχώς να ανησυχώ για την ύπαρξή του, που είχε ριζώσει μέσα μου πεισματικά, δεν είναι τώρα παρά ένα νεκρό αντικείμενο. Αραγε, όμως, τούτο το αντικείμενο είναι ίδιο με εκείνο το άλλο; Αν ανήκε αρχικά στην εξωτερική μου υπόσταση, πώς -μέσα από 185
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
ποιας λογής θεία πρόνοια- προσκολλήθηκε στην εσώτερή μου υπόσταση και κατάφερε να μου προκαλέσει τόσον πόνο; Ποια ήταν η βάση της ύπαρξης αυτού του 'πλάσματος'; Άραγε αυτή η βάση βρισκόταν μέσα μου ή μέσα σε εκείνο το ίδιο; Κι όμως, αυτό το 'πλάσμα' που βγήκε από το στόμα μου και τώρα βρίσκεται στο χέρι μου, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι άραγε σίγουρο πως δεν ήταν εκείνσ" »Βλέπεις», συνέχισε ο Κασιουάγκι, «να με τι μοιάζει η ομορφιά. Συνεπώς, σκοτώνοντας το γατάκι είναι σαν να έχεις βγάλει ένα σάπιο δόντι που πονάει, ή σαν να έχεις αφαιρέσει την ομορφιά με το σκαρπέλο. Κι όμως, ήταν αβέβαιο αν επρόκειτο για μια τελική λύση. Η ρίζα της ομορφιάς δεν είχε κοπεί και, έστω κι αν το γατάκι ήταν πεθαμένο, η ομορφιά του θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ζωντανή. Κι έτσι, βλέπεις, για να σατιρίσει την πονηριά αυτής της λύσης, ο Τζόσου έβαλε τα παπούτσια πάνω στο κεφάλι του. Ήξερε δηλαδή πως δεν υπήρχε άλλη λύση παρά να ανεχθεί τον πόνο του σάπιου δοντιού». Μόλο που αυτή η ερμηνεία του Κασιουάγκι ήταν ολωσδιόλου πρωτότυπη, δεν μπορούσα να μη διερωτηθώ αν αυτός ο ίδιος, αφού είχε δει τα μύχια της "ψυχής μου, μπορούσε να γίνεται σαρκαστής εις βάρος μου. Για πρώτη φορά, τον φοβήθηκα πραγματικά. Φοβόμουν όμως και να σωπάσω, και έσπευσα να τον ρωτήσω: «Λοιπόν, ποιος από τους δυο είσαι: ο Πατέρας Νάνσεν ή ο Τζόσου;» «Καλά, ας το εξετάσουμε. Όπως έχουν τώρα τα πράγματα, εγώ είμαι ο Νάνσεν και εσύ ο Τζόσου. Κάποια μέρα όμως, ίσως να γίνεις εσύ ο Νάνσεν και εγώ ο Τζόσου. Αυτό το πρόβλημα έχει έναν τρόπο να αλλάζει - όπως τα μάτια της γάτας». Όσο μιλούσε, κινούσε τα χέρια του με λεπτότητα, τοποθετώντας πρώτα μέσα στην κούπα τη μικρή καφετιά βάση των 86
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
λουλουδιών κι ύστερα παρεμβάλλοντας την τύφη - που κατείχε στην τοποθέτηση τον ρόλο του ουρανού. Στη συνέχεια, πρόσθεσε τις ίριδες, που τις είχε προσαρμόσει σε ένα σύνολο με τρία φύλλα. Σιγά σιγά, αποκτούσε μορφή μια τακτοποίηση λουλουδιών σύμφωνα με τη σχολή Κανσούι. Δίπλα στην κούπα βρισκόταν ένας σωρός από μικρούτσικα, πεντακάθαρα χαλίκια, άσπρα και καφετιά, περιμένοντας να χρησιμοποιηθούν για το τελευταίο ρετουσάρισμα. Η κίνηση των χεριών του Κασιουάγκι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεγαλειώδης. Η μία επί μέρους απόφαση ακολουθούσε την άλλη, ενώ οι χτυπητές αντιθέσεις και η συμμετρία διαμορφώνονταν με αλάνθαστο γούστο. Τα φυσικά φυτά είχαν υποταχθεί, διατηρώντας όλη τους τη ζωντάνια, στην κυριαρχία μιας τεχνητής τάξης, αναγκασμένα να προσαρμόζονται σε μιαν επιβεβλημένη μελωδία. Τα άνθη και τα φύλλα, που άλλοτε υπήρχαν όπως ήταν, είχαν μεταλλαχθεί τώρα σε άνθη και φύλλα όπως όφειλαν να είναι. Οι τύφες και οι ίριδες δεν ήταν πλέον ανώνυμα ατομικά φυτά, που ανήκαν στα αντίστοιχα είδη τους. Αντίθετα, είχαν γίνει σαφείς, άμεσες εκδηλώσεις αυτού που θα μπορούσε να ονομάζεται ουσία τους. Εντούτοις, στην κίνηση των χεριών του Κασιουάγκι υπήρχε κάτι το αμείλικτο. Με άλλα λόγια, συμπεριφέρονταν σαν να είχαν κάποιο δυσάρεστο και βαρύ προνόμιο σε σχέση με τα φυτά. Ίσως γι' αυτό, κάθε φορά που άκουγα τον ήχο του ψαλιδιού και έβλεπα να κόβεται ο μίσχος ενός λουλουδιού, είχα την αίσθηση ότι θα διέκρινα τις στάλες του αίματος. Η τοποθέτηση των λουλουδιών με το στυλ Κανσούι είχε τώρα ολοκληρωθεί. Στη δεξιά πλευρά της κούπας, όπου η ευθεία γραμμή της τύφης εναρμονιζόταν με την καθαρή καμπύλη των φύλλων της ίριδας, ένα από τα λουλούδια ήταν σε πλήρη άνθιση, ενώ τα άλλα δύο ήταν μπουμπούκια που είχαν μό187
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
λις ανοίξει. Ο Κασιουάγκι τοποθέτησε την κούπα στην εσοχή του τοίχου. Αυτή γέμισε σχεδόν ολόκληρο τον χώρο και το νερό καταστάλαξε γρήγορα μέσα της. Τα χαλίκια έκρυψαν τη βάση του λουλουδιού δίνοντας ταυτόχρονα με ακρίβεια τη διάφανη αίσθηση της άκριας του νερού. «Καταπληκτικό!» είπα. «Πού το έμαθες;» «Έχω μια γειτόνισσα που δίνει μαθήματα. Την περιμένω να έρθει εδώ από στιγμή σε στιγμή. Έχω πιάσει φιλία μαζί της και συγχρόνως με μαθαίνει την τέχνη. Τώρα όμως που μπορώ να κάνω μόνος μου αυτού του είδους την τακτοποίηση, άρχισα να πλήττω με όλη αυτή την ιστορία. Η δασκάλα είναι ακόμη αρκετά νέα και όμορφη. Απ' ό,τι κατάλαβα, είχε μια σχέση στον πόλεμο με έναν αξιωματικό και είχε μείνει έγκυος. Το παιδί πέθανε στη γέννα και ο εραστής της σκοτώθηκε στη μάχη. Από τότε κυνηγά συνεχώς τους άντρες. Έχει ένα γερό κομπόδεμα στην τράπεζα και, προφανώς, δίνει τούτα τα μαθήματα από μεράκι. Αν σου κάνει κέφι, μπορείς σίγουρα να βγεις μαζί της έξω απόψε. Δεν έχει αντίρρηση να πάει οπουδήποτε». Ακούγοντας αυτά τα λόγια, κυριάρχησαν μέσα μου τα πιο συγκεχυμένα συναισθήματα. Όταν την είχα δει από το ψηλότερο σημείο της πύλης Νανζέν, ο Τσουρουκάουα βρισκόταν πλάι μου. Τώρα, τρία χρόνια αργότερα, έμελλε να εμφανιστεί μπροστά μου και να τη δω μέσ' από τα μάτια του Κασιουάγκι. Μέχρι τώρα, είχα αντιμετωπίσει την τραγωδία αυτής της γυναίκας με το ζωηρό βλέμμα που μας προκαλεί το μυστήριο. Από δω και πέρα όμως, θα την έβλεπα με το καταχθόνιο βλέμμα κάποιου που δεν πιστεύει σε τίποτε. Γιατί η σκληρή πραγματικότητα ήταν ότι το στήθος της -που το είχα δει από μακριά σαν μιαν άσπρη σελήνη στο φως της μέρας-, το είχαν από τότε αγγίξει τα χέρια του Κασιουάγκι και τα πόδια της, τυλιγμένα τότε μέσα στο καταπληκτικό εκείνο κιμονό που α88
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
στραποβολούσε, είχαν σμίξει με τα ραιβά του πόδια. Η αλήθεια ήταν ότι είχε ήδη ατιμαστεί από αυτόν, μέσ' από τη σαρκική σχέση μαζί του. Αυτή η σκέψη με τυράννησε για πολύ, κάνοντας με να νιώσω ότι δεν μπορούσα να μείνω περισσότερο εκεί. Ωστόσο, η περιέργεια δεν μου επέτρεπε να φύγω. Στην πραγματικότητα, μετά βίας μπορούσα να περιμένω τον ερχομό αυτής της γυναίκας, που αρχικά την είχα δει σαν μετενσάρκωση της Ουίκο και έμελλε τώρα να εμφανιστεί ως η εγκαταλειμμένη ερωμένη ενός ανάπηρου φοιτητή. Έχοντας γίνει συνεργός του Κασιουάγκι, προετοιμαζόμουν να παρασυρθώ στην απατηλή ηδονή της βεβήλωσης των πολύτιμων αναμνήσεών μου με τα ίδια μου τα χέρια. Όταν έφτασε η γυναίκα, δεν ένιωσα το παραμικρό ρίγος έξαψης. Η θύμηση εκείνης της στιγμής είναι ακόμη και τώρα ζωηρά αποτυπωμένη στον νου μου. Εκείνη η μόλις βραχνή φωνή της, οι προσεκτικοί της τρόποι, τα τυπικά της λόγια -σε τόσο χτυπητή αντίθεση με την άγρια έκφραση που άστραφτε στα μάτια της-, η θλίψη που αναδινόταν από τη φωνή της όταν μιλούσε στον Κασιουάγκι, παρά τη φανερή της αμηχανία για την παρουσία μου - όλα αυτά τα είδα τότε και, για πρώτη φορά, κατάλαβα γιατί ο Κασιουάγκι με είχε καλέσει στο δωμάτιό του εκείνο το βράδυ: ήθελε να με χρησιμοποιήσει σαν φραγμό. Δεν υπήρχε καμιά συνάφεια ανάμεσα σε αυτή τη γυναίκα και στην ηρωίδα του οράματός μου. Μου έδωσε την εντύπωση ενός ατόμου εντελώς διαφορετικού, που το έβλεπα για πρώτη φορά. Αν και δεν άλλαξε τον ευγενικό τρόπο της ομιλίας της, θα έλεγα ότι, σιγά σιγά, αναστατωνόταν όλο και περισσότερο. Εξάλλου, δεν μου έδωσε ούτε την ελάχιστη προσοχή. 89
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Τελικά, το μαρτύριο της έδειξε να γίνεται αβάσταχτο δημιουργώντας μου την εντύπωση πως, για μια στιγμή, είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τις προσπάθειες της για να μεταπείσει τον Κασιουάγκι. Προσποιήθηκε πως είχε ξαφνικά ηρεμήσει και περιέφερε το βλέμμα της στο δωμάτιο. Αν και βρισκόταν μισή ώρα εκεί, προφανώς πρόσεξε τώρα για πρώτη φορά το μπουκέτο με τα λουλούδια που δέσποζε σε περίοπτη θέση στην εσοχή του τοίχου. «Η τοποθέτηση είναι θαυμάσια, Κασιουάγκι», είπε. «Ξέρεις, έκανες πράγματι καλή δουλειά». Ο Κασιουάγκι, που περίμενε να την ακούσει να το πει, πρόσθεσε σαν κατακλείδα: «Δεν είναι κι άσχημα έτσι; Εδώ που έφτασα, δεν έχεις να μου διδάξεις τίποτε περισσότερο. Δεν σε χρειάζομαι πια. Ναι, το εννοώ!» Ο Κασιουάγκι μιλούσε με τόνο κατηγορηματικό. Παρατήρησα ότι η γυναίκα είχε χλομιάσει και γύρισα αλλού το βλέμμα. Έδειχνε να χαμογελάει. Ωστόσο, δεν είχε ακόμη εγκαταλείψει τους προσεκτικούς της τρόπους, καθώς προχωρούσε γονατιστή προς την εσοχή του τοίχου. Ύστερα, την άκουσα να λέει: «Τι λογής λουλούδια είναι αυτά; Αλήθεια, τι είναι;» Σε μια στιγμή, όλο το νερό χύθηκε στο πάτωμα, οι τύφες αναποδογύρισαν, οι ανοιχτές ίριδες κατακομματιάστηκαν: όλα εκείνα τα άνθη που είχα κλέψει κείτονταν καταγής, σε πλήρη αταξία. Ήμουν γονατισμένος στο πάτωμα και, με ένα σάλτο, στάθηκα στα πόδια μου. Μην ξέροντας τι να κάνω, στηρίχτηκα στο παράθυρο. Είδα τότε τον Κασιουάγκι να αρπάζει τη γυναίκα από τους λεπτούς καρπούς των χεριών της κι ύστερα να την πιάνει από τα μαλλιά και να της δίνει δυο γερά χαστούκια. Οι βάναυσες πράξεις του Κασιουάγκι αποκάλυψαν, η μια μετά την άλλη, την ίδια ήρεμη αγριότητα που είχα παρατηρήσει 190
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πριν λίγη ώρα, όταν έκοβε τα φύλλα και τους μίσχους των λουλουδιών. Λες και αυτή ήταν μια φυσική επέκταση των προηγούμενων κινήσεών του. Αφού σκέπασε το πρόσωπο της με τα δυο της χέρια, η γυναίκα βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Όσο για τον Κάσιουάγκι, ύψωσε τα μάτια πάνω μου, ενώ στεκόμουν εκεί σαν αποσβολωμένος. Φανέρωσε ένα παράξενα παιδιάστικο χαμόγελο και είπε: «Αυτή είναι η ευκαιρία σου. Κυνήγησέ την και προσπάθησε να την παρηγορήσεις. Κάνε γρήγορα!» Δεν ξέρω αν με ώθησε η αυταρχικότητα της διαταγής του Κασιουάγκι ή αν ένιωσα μέσα μου κάποια συμπόνια για τη γυναίκα. Έτσι κι αλλιώς, τα πόδια μου κινήθηκαν από μόνα τους και, λες κι είχα βγάλει φτερά, έτρεξα πίσω της. Την πρόφτασα λίγα σπίτια πιο πέρα, σε μια γωνιά του Ιτακουραμάτσι, πίσω από ένα υπόστεγο του τραμ Καρασούμα. Κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό, άκουσα τον θόρυβο του τραμ καθώς έμπαινε στο υπόστεγο και οι ελαφρά πορφυροί σπινθήρες εξαφανίστηκαν σιγά σιγά μες στο σκοτάδι. Η γυναίκα απομακρύνθηκε βιαστικά από το Ιτακουραμάτσι και ανηφόρισε σε ένα στενό δρομάκι προς τα ανατολικά. Δίχως να πω λέξη, προχώρησα πλάι της. Έκλαιγε. Σύντομα πρόσεξε ότι ήμουν εκεί και με πλησίασε. Ύστερα, με φωνή ακόμη πιο βραχνή από το κλάμα, άρχισε να μου παραπονιέται εκθέτοντάς μου με λεπτομέρειες τις αδικίες του Κασιουάγκι. Πόσες ώρες περιπλανηθήκαμε οι δυο μας στους δρόμους, εκείνη τη νύχτα! Καθώς μου ψιθύριζε στο αυτί όλα όσα της είχε κάνει εκείνος και πόσο πρόστυχη ήταν η συμπεριφορά του απέναντί της, η μόνη λέξη που άκουσα να αντηχεί στον αέρα της νύχτας ήταν: «ζωή». Η απανθρωπιά του, οι σκευωρίες του, οι προδοσίες, η σκληρότητά του, τα κόλπα του για να αποσπά χρήματα από τις γυ191
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
ναίκες - όλα αυτά χρησίμευαν απλώς και μόνο για να εξηγήσουν στα μάτια μου τη μυστηριώδη γοητεία του. Το μόνο που έπρεπε να πιστέψω ήταν η ειλικρίνειά του όσον αφορά τη ραιβοποδία του. Για ένα μεγάλο διάστημα μετά τον ξαφνικό θάνατο του Τσουρουκάουα, απλώς υπήρχα δίχως να συμμετέχω στη ζωή. Τελικά, με κέντρισε ένας καινούργιος τύπος ζωής, πιο σκοτεινής αλλά λιγότερο δυστυχισμένης - μια ζωή που είχε ως συστατικό στοιχείο της τη συνεχή αδικία προς τους άλλους. Τα απλά λόγια του Κασιουάγκι: «Υπάρχουν κι άλλοι για σκότωμα!» ζωντάνεψαν για άλλη μια φορά μέσα μου, συναρπάζοντάς με. Και αυτό που θυμήθηκα εκείνη τη στιγμή ήταν η προσευχή που είχα κάνει καθώς σκαρφάλωνα το βουνό πίσω από τον ναό, στο τέλος του πολέμου, κοιτάζοντας κάτω τα αναρίθμητα φώτα της πόλης: «Άμποτε το σκοτάδι που βρίσκεται στην καρδιά μου να γίνει αντάξιο του σκοταδιού της νύχτας που περιβάλλει τα αμέτρητα τούτα φώτα!» Η γυναίκα δεν έλεγε να γυρίσει στο σπίτι της. Αντιθέτως, περιπλανιόταν άσκοπα μέσ' από τα στενά δρομάκια με τους λιγοστούς διαβάτες, όπου μπορούσε να μιλήσει ελεύθερα. Όταν φτάσαμε τελικά μπροστά στο σπίτι της, δεν είχα ιδέα σε ποιο μέρος της πόλης βρισκόμασταν. Η ώρα ήταν ήδη δέκα και μισή. Αν και ήθελα να γυρίσω στον ναό, με έπεισε να της κάνω συντροφιά, κι έτσι μπήκα στο σπίτι μαζί της. Πέρασε πρώτη και άναψε το φως. «Έχεις καταραστεί ποτέ σου κανέναν, έχεις ευχηθεί τον θάνατό του;» ρώτησε απότομα. «Ναι», απάντησα μεμιάς. Κατά εντελώς παράδοξο τρόπο, αυτό ήταν κάτι που δεν είχα σκεφτεί μέχρι τότε. Τώρα όμως γινόταν σαφές ότι είχα ευχηθεί τον θάνατο της κοπέλας που είχε υπάρξει μάρτυς της ντροπής μου. 192
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Είναι τρομερό», είπε, σωριασμένη καταγής στις ψάθες και γυρνώντας στο πλάι. «Κι εγώ». Το δωμάτιο της ήταν έντονα φωτισμένο, κάτι ασυνήθιστο για εκείνη την εποχή που υπήρχε περιορισμός στο ηλεκτρικό ρεύμα. Ο λαμπτήρας πρέπει να ήταν περίπου των εκατό βατ, τρεις φορές πιο δυνατός από εκείνον που είχε ο Κασιουάγκι στο δωμάτιό του. Για πρώτη φορά είδα το σώμα της γυναίκας ανάγλυφο κάτω από το φως. Η υφασμάτινη ζώνη της σε στυλ Ναγκόγια ήταν ολόλευκη και η θαμπή πορφύρα της γλυσίνας που σχημάτιζε το σχέδιο του κιμονό της ξεχώριζε με σαφήνεια. Το 'ψηλότερο σημείο του ναού Νανζέν χωριζόταν από τον ξενώνα Τενζουάν με μιαν απόσταση που μόνον ένα πουλί μπορούσε να διανύσει. Ωστόσο, ένιωθα τώρα ότι κινιόμουν σιγά σιγά όλα αυτά τα χρόνια σε τούτη την απόσταση και ότι τελικά πλησίαζα στον στόχο. Από εκείνο το απόγευμα στην πύλη, λιάνιζα τον χρόνο σε μικροσκοπικά μόρια και πλησίαζα άντως τώρα στο νόημα της μυστηριώδους εκείνης σκηνής στο Τενζουάν. Έτσι έπρεπε να είναι, σκέφτηκα. Ήταν αναπόφευκτο γι' αυτή τη γυναίκα να έχει αλλάξει, ακριβώς όπως τα χαρακτηριστικά τούτης της Γης αλλάζουν μόλις την αγγίξει το φως από έναν μακρινό αστέρα. Αν, την εποχή που την είδα από την πύλη του ναού Νανζέν είχαμε συνδεθεί προβλέποντας τη σημερινή συνάντηση, θα είχαν έκτοτε αποφευχθεί κάποιες αλλαγές όπως αυτές που είχαν γίνει μέσα της. Με λίγες μικρές αλλαγές μόνον, τα πράγματα θα μπορούσαν να αποκατασταθούν στην προηγούμενη κατάστασή τους, και το παλιό Εγώ θα ερχόταν αντιμέτωπο με το παλιό Αυτή. Ευθύς αμέσως, της είπα την ιστορία. Την είπα λαχανιάζοντας και τραυλίζοντας συνεχώς. Καθώς μιλούσα, τα πράσινα φύλλα άρχισαν για άλλη μια φορά να λαμποκοπούν, ενώ οι 193
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
άγγελοι και το θρυλικό πουλί Χόο, ζωγραφισμένα όλα στην οροφή του ναού, γύρισαν πίσω στη ζωή αναπηδώντας. Τα μάγουλα της κοπέλας απόκτησαν ένα χρώμα δροσερό και το προηγούμενο τρελό φως στα μάτια της μετάλλαξε σε μιαν έκφραση αβέβαιη και ταραγμένη. «Ώστε έτσι συνέβη;» είπε. «Θεέ μου! Έτσι έγινε; Τι παράξενο κάρμα! Μάλιστα, αυτό θα πει παράξενο κάρμα». Μιλώντας, τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα περήφανης χαράς. Ξέχασε την πρόσφατη ταπείνωσή της και βυθίστηκε στις αναμνήσεις της. Από τη μια ζωηρή συγκίνηση μεταπηδούσε αμέσως σε μιαν άλλη, λες και είχε τρελαθεί. Το κάτω μέρος του κιμονό της με τις γλυσίνες ήταν ολότελα τσαλακωμένο. «Τώρα δεν έχω καθόλου γάλα», είπε. «Ω, δύστυχο μωράκι μου! Όχι, δεν έχω καθόλου γάλα. Παρ' όλα αυτά, θα κάνω για σένα ό,τι έκανα άλλοτε. Εφόσον με αγάπησες από τότε, νομίζω ότι είσαι ίδιος με εκείνον. Όσο το σκέφτομαι, δεν έχω τίποτε για να ντραπώ. Ναι, αλήθεια, θα κάνω ακριβώς ό,τι έκανα τότε». Μιλούσε σαν να ανακοίνωνε μια σπουδαία απόφαση. Η πράξη της που ακολούθησε έδειχνε να προέρχεται από ένα ξεχείλισμα έκστασης ή μια πλημμύρα απόγνωσης. Υποθέτω ότι επρόκειτο για μια έκσταση συνειδητή που την ωθούσε σε αυτή την παθιασμένη πράξη. Η πραγματική όμως ωστική δύναμη ήταν η απελπισία που της είχε προκαλέσει ο Κασιουάγκι ή τουλάχιστον μια επίμονη αίσθηση ύστερης γεύσης μετά από κείνη την απελπισία. Έτσι, ξεκούμπωσε μπροστά μου τη ζώνη με το μαξιλαράκι της μέσης και έλυσε τα διάφορα κορδόνια. Ύστερα, η ζώνη άρχισε να λύνεται μόνη της βγάζοντας τον στριγκό ήχο του μεταξιού και, απελευθερωμένος από αυτό το σφίξιμο, ο λαιμός 194
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
του κιμονό της άνοιξε διάπλατα. Διέκρινα ασαφώς τα λευκά στήθη της γυναίκας. Βάζοντας το χέρι της μέσα στο κιμονό, χούφτωσε τον αριστερό μαστό της και μου τον πρόσφερε. Θα ήταν ψέματα αν έλεγα πως δεν ζαλίστηκα. Κοίταζα το στήθος της. Το κοίταζα με σχολαστική προσοχή. Παρ' όλα αυτά, παρέμενα στον ρόλο του αυτόπτη μάρτυρα. Εκείνο το μυστηριώδες άσπρο σημείο, που είχα δει από κάποια απόσταση από το υψηλότερο σημείο της πύλης του ναού, δεν ήταν μια υλική σάρκινη σφαίρα σαν αυτό. Η εντύπωση είχε ζυμωθεί από πολύ καιρό μέσα μου: το στήθος που έβλεπα τώρα δεν ήταν παρά μόνο σάρκα, τίποτε άλλο από ένα υλικό αντικείμενο. Αυτή η σάρκα δεν είχε μέσα της τη δύναμη να ελκύσει ή να δελεάσει. Εκτεθειμένη εκεί μπροστά μου και εντελώς αποκομμένη από τη ζωή, χρησίμευε απλώς σαν απόδειξη της μονοτονίας της ύπαρξης. Ωστόσο, δεν θέλω να πω ψέματα και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, στη θέα του άσπρου στήθους της, με έπιασε ζάλη. Το κακό ήταν πως κοίταζα τόσο προσεκτικά και ολοκληρωμένα, ώστε αυτό που έβλεπα ξεπερνούσε το στάδιο της ύπαρξης ενός γυναικείου στήθους, μεταμορφωμένο βαθμιαία σε κάτι άνευ σημασίας. Τότε έγινε το θαύμα. Αφού πέρασα από την οδυνηρή αυτή διαδικασία, το στήθος της γυναίκας μου φάνταξε τελικά όμορφο. Είχε εμπλουτιστεί με τα άγονα και ψυχρά χαρακτηριστικά της ομορφιάς και, όσο παρέμενε μπροστά μου, φυλακιζόταν σιγά σιγά στην ιδέα της ίδιας του της ύπαρξης. Ακριβώς όπως ένα ρόδο κλείνεται μέσα στην ουσιαστική ιδέα του ρόδου. Η ομορφιά αργεί να φτάσει σε μένα. Ενώ άλλοι την κατανοούν γρήγορα και ανακαλύπτουν στο ίδιο λεπτό, τόσο αυτήν όσο και την αισθησιακή επιθυμία, σε μένα φτάνει πάντα πολύ αργότερα. Τώρα, μέσα σε μια στιγμή, το στήθος της γυ195
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
ναίκας ανάκτησε τη σχέση του με το σύνολο, ξεπέρασε την κατάσταση της υπόστασης του ως απλής σάρκας και έγινε μια ουσία δίχως αισθήσεις, αθάνατη, σχετική με την αιωνιότητα. Ελπίζω να γίνομαι κατανοητός. Για άλλη μια φορά, ο Χρυσός Ναός φανερώθηκε μπροστά μου. Ή μάλλον, θα έλεγα πως το στήθος της γυναίκας μεταμορφώθηκε σε Χρυσό Ναό. Θυμήθηκα τη νύχτα του τυφώνα, στις αρχές του φθινοπώρου, όταν στεκόμουν φρουρός στον ναό. Όσο κι αν ήταν εκτεθειμένο το κτήριο στο φεγγαρόφωτο, ένα βαρύ, πηχτό σκοτάδι είχε απλωθεί πάνω του. Και αυτό το σκοτάδι είχε εισχωρήσει στον ναό τη νύχτα, μέσ' από τα παραθυρόφυλλα και τις ξύλινες πόρτες, κάτω από τη στέγη με το ξεφτισμένο φύλλο χρυσού. Ήταν φυσικό. Γιατί ο ίδιος ο Χρυσός Ναός ήταν απλούστατα κάτι μηδαμινό, που είχε σχεδιαστεί και κατασκευαστεί με τη μεγαλύτερη φροντίδα. Έτσι ακριβώς ήταν, και, παρότι το εξωτερικό αυτού του στήθους εξέπεμπε τη λαμπρή ακτινοβολία της σάρκας, το εσωτερικό του ήταν γεμάτο σκοτάδι. Η πραγματική του ουσία απετελείτο από το ίδιο βαρύ και πηχτό σκοτάδι. Δεν είχα, βέβαια, μεθύσει με την κατανόησή μου. Αυτή είχε καταπατηθεί, ήταν αξιοπεριφρόνητη. Με αρκετά φυσικό τρόπο, η ζωή και η αισθησιακή επιθυμία πέρασαν από την ίδια διαδικασία. Ωστόσο, έμεινε μέσα μου ένα βαθύ αίσθημα έκστασης και, για πολλή ώρα, κάθισα σαν να είχα παραλύσει απέναντι από το γυμνό στήθος της γυναίκας. Καθόμουν ακόμη εκεί όταν συνάντησα το ψυχρό και ειρωνικό της βλέμμα. Έβαλε ξανά το στήθος της μέσα στο κιμονό. Της είπα ότι έπρεπε να φύγω. Ήρθε στην είσοδο και, όταν έφυγα, έκλεισε την πόρτα δυνατά. Μέχρι να γυρίσω στον ναό, βρισκόμουν μέσα σε μια κατάσταση έντονης έκστασης. Με τα μάτια του νου μου, έβλεπα τον 196
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Χρυσό Ναό και το στήθος της γυναίκας να πηγαινοέρχονται το ένα μετά το άλλο. Ήμουν συντετριμμένος από μια αδύναμη αίσθηση χαράς. Παρ' όλα αυτά, όταν το περίγραμμα του ναού άρχισε να ξεπροβάλλει ανάμεσα από το σκοτεινό πευκοδάσος που ψιθύριζε μέσα στον άνεμο, η ψυχή μου ημέρεψε σιγά σιγά, η αίσθηση της αδυναμίας μου υπερίσχυσε και η παραζάλη μου μεταβλήθηκε σε μίσος - ένα μίσος ακαθόριστο. «Έτσι, για μία ακόμη φορά, είχα αποξενωθεί από τη ζωή!» σκέφτηκα. «Γιατί να προσπαθεί να με προστατεύσει ο Χρυσός Ναός; Γιατί να προσπαθεί να με αποσπάσει από τη ζωή, χωρίς να το έχω ζητήσει; Ο ναός μπορεί φυσικά να με σώζει από ένα κατρακύλισμα στην κόλαση. Έτσι όμως, με κάνει ακόμη πιο κακό από εκείνους που θέλουν όντως να κατρακυλήσουν στην κόλαση, με κάνει «τον άνθρωπο που ξέρει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ό,τι έχει σχέση με την κόλαση». Η κυρία πύλη του ναού ήταν σκοτεινή και ήρεμη. Στην πλαϊνή πύλη, το φως που δεν έσβηνε ποτέ μέχρι την πρωινή καμπάνα, έφεγγε θαμπά. Έσπρωξα την πλαϊνή πύλη. Από μέσα, άκουγα τον ήχο της γέρικης και σκουριασμένης σιδερένιας αλυσίδας καθώς τραβούσε το βάρος. Η πόρτα άνοιξε. Ο θυρωρός είχε ήδη πάει για ύπνο. Στην εσωτερική πλευρά της πύλης, υπήρχε μια ταμπέλα που έλεγε ότι ο τελευταίος που θα γυρνούσε μετά τις δέκα ήταν υπεύθυνος για το κλείδωμά της. Δύο από τις ξύλινες πινακίδες με τα ονόματα έδειχναν ότι οι κάτοχοι τους δεν είχαν ακόμη γυρίσει. Η μία από αυτές ήταν του Ηγούμενου. Η άλλη, του γερο-κηπουρού. Καθώς περπατούσα προς τον ναό, πρόσεξα κάμποσες πινακίδες γύρω στις πέντε γιάρδες, που τις χρησιμοποιούσαν για κάποια ανακαινιστική εργασία. Ακόμη και τη νύχτα μπορούσες να δεις τις ελαφριές ίνες του ξύλου. Πλησιάζοντας, είδα ό197
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
τι γύρω ήταν σκορπισμένα πριονίδια σαν μικρά κίτρινα λουλούδια. Η δελεαστική μυρωδιά του ξύλου πλανιόταν μες στο σκοτάδι. Πριν μπω στην κουζίνα, γύρισα πίσω και πήγα να ρίξω μια τελευταία ματιά στον Χρυσό Ναό. Κατέβηκα το μονοπάτι που οδηγεί εκεί και, σιγά σιγά, το κτήριο άρχισε να φαίνεται. Περιβαλλόταν από το θρόισμα των δέντρων και στεκόταν εκεί εντελώς ακίνητο. Κι όμως, ήταν σε πλήρη εγρήγορση μες στην καρδιά της νύχτας, σαν να ήταν ο ίδιος ο φρουρός της. Παρότι η κατοικημένη πλευρά του Ροκουόντζι κοιμόταν τη νύχτα, δεν είδα ποτέ τον Χρυσό Ναό να κοιμάται. Το ακατοίκητο αυτό οικοδόμημα ήταν ικανό να ξεχάσει τον ύπνο. Η σκοτεινιά που κατοικούσε μέσα του ήταν εντελώς απαλλαγμένη από ανθρώπινους νόμους. Τότε, με φωνή που έμοιαζε σχεδόν με κατάρα, απευθύνθηκα σκληρά στον Χρυσό Ναό για πρώτη φορά στη ζωή μου: «Κάποια μέρα, σίγουρα θα σε κυβερνήσω. Ναι, κάποια μέρα θα σε υποτάξω, έτσι που ποτέ ξανά να μην γίνεις ικανός να χωθείς στον δρόμο μου». Η φωνή μου αντήχησε υπόκωφα μες στις νυχτερινές σκιές της Λίμνης Κυόκο.
198
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΒΔΟΜΟ
ί-'ίί^^ί-^,Λίβ^ίίη
Κ
ΑΤΙ ΣΑΝ ΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΗΜΑ ΕΔΕΙΧΝΕ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΥΠΟ-
γείως στη γενική εμπειρία της ζωής μου. Όπως μια και μόνη εικόνα που αντανακλάται ξανά και ξανά σε ένα ατέρμονο βάθος, μέσα σε έναν διάδρομο με καθρέφτες. Πράγματα που είχα δει στο παρελθόν καθρεφτίζονταν ξεκάθαρα πάνω σε άλλα που συναντούσα για πρώτη φορά και, από τέτοιες ομοιότητες, ένιωθα να οδηγούμαι προς τις εσώτερες κόχες του διαδρόμου, σε κάποιον αβυσσαλέο εσώτερο θάλαμο. Δεν συγκρουόμαστε με τη μοίρα ξαφνικά. Ο άνθρωπος που κάποτε στη ζωή του πρόκειται να εκτελεστεί σέρνει συνεχώς μέσα του -κάθε φορά που βλέπει έναν τηλεγραφικό στύλο πηγαίνοντας στη δουλειά του ή περνά μια σιδηροδρομική διάβαση- την εικόνα του τόπου της εκτέλεσης και εξοικειώνεται μαζί της. Έτσι, σύμφωνα με την εμπειρία μου, δεν υπήρχε καμιά ουσιαστική συσσώρευση. Δεν υπήρχε τέτοια πυκνότητα, ώστε να σχηματίζει ένα βουνό στοιβάζοντας το ένα στρώμα πάνω στο άλλο. Δεν ένιωσα στενή σχέση με τίποτε άλλο στον κόσμο εκτός από τον Χρυσό Ναό. Πράγματι, δεν είχα στενές σχέσεις ούτε και με τις δικές μου περασμένες εμπειρίες. Και ακόμη, το μόνο που ήξερα ήταν ότι, ανάμεσα σε όλες αυτές τις εμπειρίες, μερικά ασήμαντα στοιχεία -στοιχεία που δεν τα κατάπιε η 199
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
σκοτεινή θάλασσα του χρόνου ή δεν μεταλλάχθηκαν σε μια δίχως νόημα ατελεύτητη επανάλη'ψη- θα συνδέονταν μεταξύ τους φτάνοντας στο σημείο να σχηματίσουν έναν αποτρόπαιο πίνακα. Ποια ήταν, λοιπόν, τα ιδιαίτερα εκείνα στοιχεία; Το σκεφτόμουν κάπου κάπου. Ωστόσο, από τα σκόρπια, λαμπερά εκείνα αποσπάσματα της πείρας έλειπε ακόμη περισσότερο η τάξη ή η σημασία απ' ό,τι στα λαμπερά κομμάτια ενός μπουκαλιού μπύρας που βλέπεις δίπλα στο κράσπεδο του δρόμου. Δεν μπορούσα να πιστέχρω ότι εκείνα τα θραύσματα ήταν τα σπασμένα κομμάτια αυτού που είχε διαμορφωθεί στο παρελθόν σαν ένα είδος τέλειας ομορφιάς. Επειδή, μες στην ασημαντότητά τους, την τέλεια έλλειψη τάξης, την ιδιαίτερη δυσμορφία τους, καθένα από τα απορριμμένα αυτά θραύσματα έδειχνε ακόμη να ονειρεύεται το μέλλον. Ναι, αν και ήταν απλά θραύσματα, όλα τους κείτονταν εκεί, ατρόμητα, μυστηριωδώς ήρεμα, να ονειρεύονται το μέλλον! Ένα μέλλον που δεν θα γιατρευόταν ποτέ ούτε θα αποκαθίστατο, που δεν θα το άγγιζε ποτέ κάτι: ένα μέλλον αληθινά ανήκουστο! Τέτοιου είδους διάχυτες σκέψεις μού χάρισαν κάποτε ένα είδος λυρικού ενθουσιασμού, που τον έβρισκα παράταιρο για μένα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν για καλή μου τύχη είχε φεγγάρι, θα έπαιρνα τη φλογέρα μου και θα έπαιζα δίπλα στον Χρυσό Ναό. Έχω φτάσει τώρα στο σημείο να μπορώ να παίζω τον σκοπό του Κασιουάγκι, την «Αυτοκρατορική Άμαξα», δίχως να κοιτάζω τις νότες. Η μουσική είναι σαν ένα όνειρο. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί μια σαφέστερη μορφή συνείδησης απ' ό,τι εκείνη των κανονικών ωρών εγρήγορσης. Αναρωτιόμουν συχνά, τι από τα δύο είναι η μουσική στην πραγματικότητα: η μουσική είχε πολλές φορές τη δύναμη να ανατρέπει τα δύο αυτά αντίθετα πράγματα. Και μπορούσα κάπο200
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τε να ενσωματώνομαι εύκολα σε αυτήν, όπως θα έλεγε κανείς, μέσα από τον σκοπό της «Αυτοκρατορικής Άμαξας». Το πνεύμα μου ήταν εξοικειωμένο με τη χαρά της ενσωμάτωσής του στη μουσική. Γιατί στην περίπτωσή μου, διαφορετική από εκείνη του Κασιουάγκι, η μουσική ήταν στ' αλήθεια μια παρηγοριά! Όταν σταματούσα να παίζω τη φλογέρα μου, αναρωτιόμουν: «Για ποιον λόγο ο Χρυσός Ναός περιφρονεί αυτή την πράξη μου; Γιατί δεν με κατακρίνει ούτε μου επιτίθεται, όταν γίνομαι ένα με τη μουσική; Ούτε μια φορά δεν με αγνόησε ο ναός όταν προσπάθησα να ενσωματωθώ στην ευτυχία και στις απολαύσεις της ζωής. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, συνήθιζε να εμποδίζει επίμονα την προσπάθειά μου εξαναγκάζοντάς με να ξαναγυρνώ στον εαυτό μου. Γιατί άραγε να μου επιτρέπει την παραζάλη και τη μέθη μόνο στην περίπτωση της μουσικής; Με βάση αυτές τις σκέι^εις, η γοητεία της μουσικής θα ξεθώριαζε απλώς και μόνον επειδή ο Χρυσός Ναός θα μού επέτρεπε τη συγκεκριμένη αυτή απόλαυση. Εφόσον μου έδινε σιωπηρά την έγκρισή του, η μουσική -όσο κι αν έμοιαζε με τη ζωή- γινόταν μια μορφή ζωής φανταστική και ψεύτικη. Όσο για την προσπάθεια να ενσωματωθώ σε αυτήν, η ενσωμάτωση μπορεί να ήταν μόνον πρόσκαιρη. Δεν θέλω να δώσω την εντύπωση ότι παραιτήθηκα και αποσύρθηκα ύστερα από τις απογοητεύσεις μου με τις γυναίκες και τη ζωή. Μέχρι το τέλος του 1948, είχα πολλές ακόμη ευκαιρίες, όπως, επίσης, και την καθοδήγηση του Κασιουάγκι. Και, χωρίς να φοβηθώ τίποτε, αφοσιώθηκα στη δουλειά. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν πάντα ίδιο. Ανάμεσα στην κοπέλα και σε μένα, ανάμεσα στη ζωή και σε μένα, εμφανιζόταν στερεότυπα ο Χρυσός Ναός. Έπειτα α201
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
πό αυτό, ό,τι άγγιζε το χέρι μου, καθώς προσπαθούσα να το αδράξω, θα γινόταν στη στιγμή στάχτη και το μέλλον που είχα μπροστά μου θα μεταβαλόταν σε ερημιά. Μια φορά, ενώ ξεκουραζόμουν από κάποια δουλειά στο οικόπεδο πίσω από την κουζίνα, έτυχε να παρατηρήσω τον τρόπο που μια μέλισσα επιθεωρούσε ένα μικρό κίτρινο καλοκαιριάτικο χρυσάνθεμο. Ήρθε πετώντας στο αέναο φως με τα χρυσά φτερά της, διάλεξε ένα ανάμεσα από όλα τα χρυσάνθεμα και άρχισε να το γυροφέρνει. Προσπάθησα να κοιτάξω το λουλούδι με τα μάτια της μέλισσας. Αυτό στεκόταν εκεί με ανοιγμένα τα πέταλά του, πέταλα κίτρινα, άψογα. Ήταν το ίδιο όμορφο όπως ένας μικρός Χρυσός Ναός, το ίδιο τέλειο. Παρ' όλα αυτά, δεν μεταμορφώθηκε σε ναό, παραμένοντας στην κατάσταση ενός απλού καλοκαιριάτικου χρυσάνθεμου. Ναι, εξακολουθούσε να είναι ένα χρυσάνθεμο σταθερό, ένα λουλούδι, μια μοναδική μορφή δίχως μεταφυσικό νόημα. Έτσι, τηρώντας τους κανόνες της ίδιας του της ύπαρξης, ανέδιδε κάμποση χάρη και συνταιριαζόταν με την επιθυμία της μέλισσας. Ποια μυστηριώδης μήτρα να κρυβόταν άραγε εκεί για τον άμορφο και φευγαλέο αυτόν πόθο, έναν πόθο που ανάσαινε και βρισκόταν σε αέναη ροή; Σιγά σιγά, η μορφή όλο και αραιώνει, δείχνει πως πάει να θρυμματιστεί, αναταράσσεται και τρέμει. Κάτι εντελώς φυσικό, μια και αυτή η ίδια η υπόσταση του χρυσάνθεμου διαμορφώθηκε σύμφωνα με την επιθυμία της μέλισσας, και ακριβώς η ομορφιά του ανθίζει προσβλέποντας σε τούτη την επιθυμία. Τώρα είναι η στιγμή που το νόημα της μορφής του λουλουδιού θα λάμψει μέσα στη ζωή. Η μορφή αυτή καθαυτή είναι άμορφη μήτρα ζωής που ρέει συνεχώς. Ταυτόχρονα, η φυγή της άμορφης ζωής είναι η μήτρα όλων των μορφών σε αυτόν τον κόσμο... Έτσι, η μέλισσα άνοιξε τον δρόμο της βαθιά μες στο λουλούδι και, σκεπασμένη με γύρη. 202
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
βούλιαξε στην παραζάλη. Καλωσορίζοντας το έντομο στο σώμα του, το χρυσάνθεμο έγινε σαν μεγαλόπρεπη, θωρακισμένη, κίτρινη μέλισσα. Το παρατηρούσα να σειέται βίαια, λες και, μια οποιαδήποτε στιγμή, θα ετοιμαζόταν να πετάξει μακριά από τον μίσχο του. Το φως, όπως και αυτή η πράξη που επιτελέστηκε κάτω από το φως, σχεδόν με ζάλισαν. Ακριβώς τότε, μόλις άφησα τα μάτια της μέλισσας και γύρισα στα δικά μου, σκέφτηκα ότι τα μάτια μου που είχαν ατενίσει τη σκηνή βρίσκονταν ακριβώς στη θέση των ματιών του Χρυσού Ναού. Ναι, έτσι ήταν. Κατά τον ίδιο τρόπο που είχα επιστρέψει από τα μάτια της μέλισσας στα δικά μου, εκείνες τις στιγμές που η ζωή με ζύγωνε, εγκατέλειψα τα δικά μου μάτια και ενστερνίστηκα εκείνα του Χρυσού Ναού. Και, ακριβώς τότε, ο ναός θα εισέδυε ανάμεσα σε μένα και στη ζωή. Γύρισα στα δικά μου μάτια. Στον απέραντο και ασαφή κόσμο των αντικειμένων, απέμειναν μονάχα για να μπουν σε τάξη, όπως θα έλεγε κανείς, η μέλισσα και το καλοκαιριάτικο χρυσάνθεμο. Το πέταγμα της μέλισσας και η τρεμούλα του λουλουδιού δεν διέφεραν καθόλου από το θρόισμα του ανέμου. Στον ακίνητο και παγωμένο τούτον κόσμο, όλα ήταν ίσα, κι εκείνη η μορφή που ανάδινε μια γοητεία τόσο ισχυρή δεν υπήρχε πια. Η ομορφιά του χρυσάνθεμου δεν βρισκόταν πια στη μορφή του, αλλά στο ασαφές όνομα «χρυσάνθεμο» που του δίνουμε και στην υπόσχεση που περικλείεται σε αυτό το όνομα. Επειδή δεν ήμουν μέλισσα, το χρυσάνθεμο δεν με δελέαζε και, επειδή δεν ήμουν χρυσάνθεμο, καμιά μέλισσα δεν με λαχταρούσε. Η αίσθηση που με διακατείχε, ότι βρισκόμουν σε επαφή με τη ροή της ζωής και με όλες τις μορφές της, είχε τώρα χαθεί. Ο κόσμος είχε ναυαγήσει μες στη σχετικότητα, και ό,τι κινιόταν ήταν μονάχα ο χρόνος. Δεν θέλω να επεκταθώ σε 203
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
αυτό. Το μόνο που θέλω να πω είναι πως, όταν εμφανίστηκε ο Χρυσός Ναός, αιώνιος, απόλυτος, και όταν τα μάτια μου μεταλλάχθηκαν σε δικά του μάτια, ο κόσμος γύρω μου μετασχηματίστηκε με τον τρόπο που ήδη περιέγραψα. Και, στον μετασχηματισμένο αυτόν κόσμο, μονάχα ο Χρυσός Ναός κράτησε τη μορφή και την ομορφιά του, μετατρέποντας τα πάντα ξανά σε σκόνη. Από τότε που ποδοπάτησα το σώμα εκείνης της πόρνης στον κήπο του ναού -και, ειδικότερα, από τον θάνατο του Τσουρουκάουα-, επαναλαμβάνω συνεχώς μέσα μου την ερώτηση: «Κι όμως, είναι δυνατό το κακό;»
Ένα Σάββατο του Γενάρη του 1948, επωφελήθηκα από ένα ελεύθερο απόγευμα για να επισκεφτώ ένα κινηματοθέατρο τρίτης κατηγορίας. Μετά την ταινία, περπάτησα μόνος μου, για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, μέσ' από το Σινκυογκόκου. Ανάμεσα στα πλήθη, βρέθηκα ξαφνικά κοντά σε μια φυσιογνωμία που μου ήταν πολύ γνώριμη. Πριν όμως μπορέσω να θυμηθώ ποιος ήταν αυτός, η φυσιογνωμία χάθηκε πίσω μου μες στην ανθρωποθάλασσα. Ο άνθρωπος φορούσε ρεπούμπλικα, κομ-ψό παλτό και φουλάρι, και περπατούσε μαζί με ένα κορίτσι με κόκκινο ξεθωριασμένο πανωφόρι, προφανώς μια γκέισα. Το ροδαλό, γεμάτο πρόσωπο του άντρα, το ύφος της παιδικής του καθαρότητας, τόσο διαφορετικό από εκείνο των περισσότερων μεσήλικων κυρίων, η μακριά του μύτη - ναι, όλα αυτά ήταν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Ηγούμενου, του Πατέρα Ντόζεν, και μόνον η ρεπούμπλικα τα συγκάλυψε για μια στιγμή. Αν και δεν είχα λόγο για να ντρέπομαι, η άμεση αντίδρασή μου ήταν φόβος μήπως με είχε δει. Κοντολογίς, ένιωσα για ένα λεπτό πως έπρεπε να αποφύγω να γίνω μάρτυς της λαθραίας πε204
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ριήγησης του Ηγούμενου και να εμπλακώ σιωπηρά σε μια σχέση εμπιστοσύνης ή καχυποψίας μαζί του. Ένας μαύρος σκύλος βημάτιζε εκείνη τη στιγμή μέσ' από τα πλήθη. Ήταν μεγάλος, μαλλιαρός, συνηθισμένος προφανώς να περπατάει σε πολυσύχναστα μέρη. Διάλεγε μάλιστα τον δρόμο του με επιδεξιότητα ανάμεσα στα πόδια των γυναικών με τα πολύχρωμα παλτά και των αντρών με τις στρατιωτικές στολές. Κατά διαστήματα, σταματούσε μπροστά σε κάποιο κατάστημα. Πρόσεξα τον σκύλο καθώς κοντοστεκόταν για να μυρίσει τον αέρα έξω από ένα κατάστημα με ενθύμια, όπου εξακολουθούσαν να πουλιούνται τα παραδοσιακά γλυκά Γιατσουχάσι. Για πρώτη φορά τώρα μπορούσα να δω το πρόσωπό του ζώου στο φως του μαγαζιού. Το ένα από τα μάτια του είχε συνθλιβεί και, στην άκρη του, το αίμα μαζί με την πηγμένη βλέννα έμοιαζε με ρουμπίνι. Το γερό μάτι του κοίταζε ίσια καταγής. Το πυκνό τρίχωμα της ράχης του ήταν ανασηκωμένο και έμοιαζε σκληρό. Δεν ξέρω καλά καλά γιατί αυτός ο σκύλος είχε τραβήξει την προσοχή μου. Ίσως επειδή, καθώς περιφερόταν άσκοπα, κουβαλούσε πεισματικά μέσα του έναν κόσμο τελείως διαφορετικό από τον γεμάτο ζωντάνια και θορύβους δρόμο. Ο σκύλος περπατούσε μέσ' από έναν σκοτεινό κόσμο όπου κυριαρχούσε η αίσθηση της όσφρησης. Αυτός ο κόσμος δέσποζε σε εκείνον των ανθρώπινων δρόμων και, στην πραγματικότητα, τα φώτα της πόλης, τα τραγούδια που έβγαιναν από τους δίσκους του γραμμοφώνου και ο ήχος του ανθροοπινου γέλιου, όλα αυτά απειλούνταν συνεχώς από επίμονες και μυστηριώδεις οσμές. Με λίγα λόγια, η αλληλοδιαδοχή αυτών των οσμών ήταν πιο ακριβής και η μυρωδιά των ούρων, προσκολλημένη στα νοτισμένα πόδια του σκύλου, συνδυαζόταν με την αποπνιχτική, δυσάρεστη μυρωδιά που απέρρεε από τα εσωτερικά όργανα των ανθρώπινων όντων. 205
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Το κρύο ήταν τσουχτερό. Μια μικρή ομάδα νεαρών, που έμοιαζαν με μαυραγορίτες, κατηφόριζε στον δρόμο μαδώντας τον διάκοσμο των πρωτοχρονιάτικων πεύκων που στέκονταν ακόμη έξω από μερικά σπίτια, παρά το γεγονός ότι είχε τελειώσει η εορταστική περίοδος. Άνοιγαν τις παλάμες των δερμάτινων γαντιών τους για να δουν ποιος είχε καταφέρει να μαζέψει περισσότερα. Ένας από αυτούς είχε μόνο λίγα φύλλα. Κάποιος άλλος ένα ολόκληρο μικρό κλωνάρι πεύκου. Οι νεαροί γέλασαν και τους έχασα από τα μάτια μου. Διαπίστωσα ότι ακολουθούσα τον σκύλο. Για ένα λεπτό, είχα πιστέψει ότι τον έχασα, στη στιγμή όμως ξαναφάνηκε. Έστριψε στον δρόμο που οδηγούσε στο Καουαραμάτσι. Προχώρησα πίσω του και έφτασα στη δημοσιά όπου κινούνται τα λεωφορεία. Εδώ, ήταν μάλλον πιο σκοτεινά από το Σινκυογκόκου. Ο σκύλος εξαφανίστηκε. Σταμάτησα και τον έψαξα προς όλες τις κατευθύνσεις. Πήγα στη γωνιά του δρόμου και συνέχισα να ψάχνω. Ακριβώς τότε, ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο με γυαλιστερό αμάξωμα και οδηγό στο τιμόνι σταμάτησε μπροστά μου. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και μια κοπέλα μπήκε μέσα πρώτη. Έπιασα τον εαυτό μου να την κοιτάζει. Ένας άντρας ετοιμαζόταν να μπει μετά από αυτήν, όταν όμως με πρόσεξε, στάθηκε καρφωμένος επί τόπου. Ήταν ο Ηγούμενος. Δεν ξέρω πώς συνέβη και εκείνος, που πρωτύτερα με είχε προσπεράσει κάνοντας μια παρέκκλιση μαζί με την κοπέλα, βρέθηκε ξανά μαζί μου πρόσωπο με πρόσωπο. Έτσι κι αλλιώς, αυτός ήταν, και το παλτό της κοπέλας που μπήκε στο αυτοκίνητο ήταν εκείνο το ξεθωριασμένο που θυμόμουν. Τούτη τη φορά, δεν υπήρχε περίπτωση να τον αποφύγω. Κι όμως, ήμουν τόσο αναστατωμένος από τη συνάντηση που δεν μπόρεσα να προφέρω λέξη. Πριν κατορθώσω να ξεστομί2Ο6
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σω κάτι, τα τραυλίσματα άρχισαν να χοχλακίζουν μες στο στόμα μου. Τελικά, το πρόσωπο μου πήρε μιαν έκφραση απροσχεδίαστη. Πράγματι, έκανα κάτι που κάθε άλλο παρά προσιδίαζε στην κατάσταση: ξέσπασα σε γέλια κοροϊδεύοντας τον Ηγοΰμενό μου. Είναι αδύνατον να εξηγήσω εκείνο το γέλιο μου. Λες και ήρθε απ' έξω για να κολλήσει ξαφνικά στο στόμα μου. Όταν όμως εκείνος με είδε να γελάω, άλλαξε όψη. «Ε, εσύ, ηλίθιε!», είπε. «Πας να με πάρεις από πίσω;» Ύστερα, μπήκε στο αυτοκίνητο και μου βρόντηξε κατάμουτρα την πόρτα. Καθώς το όχημα ξεμάκραινε, συνειδητοποίησα ότι ο Ηγούμενος με είχε σίγουρα προσέξει όταν, πριν λίγη ώρα, είχαμε διασταυρωθεί στο Σινκυογκόκου.
Την επόμενη μέρα, περίμενα να με καλέσει για επίπληξη. Θα ήταν για μένα μια ευκαιρία προκειμένου να εξηγηθώ. Ακριβώς όπως ύστερα από την προηγούμενη περίπτωση -τότε που ποδοπάτησα την πόρνη-, ο Ηγούμενος άρχισε και πάλι να με τυραννά με τη σιωπή του. Τότε, έλαβα ξανά γράμμα από τη Μητέρα. Τελείωνε με τη συνηθισμένη της παρατήρηση, δηλαδή ότι ζούσε με την ελπίδα να με δει άρχοντα του Χρυσού Ναού. «Ε, εσύ, ηλίθιε! Πας να με πάρεις από πίσω;» Όσο περισσότερο σκεφτόμουν τα λόγια που μου είχε φωνάξει ο Ηγούμενος, τόσο πιο ανάρμοστα τα έβρισκα. Αν ήταν ένας ιερέας Ζεν πιο τυπικός, πιο ανοιχτόμυαλος και με περισσότερη αίσθηση του χιούμορ, δεν θα απηύθυνε ποτέ στο μαθητή του μια τόσο χυδαία μομφή. Αντιθέτως, θα του έκανε μια παρατήρηση πιο ουσιαστική και εποικοδομητική. Φυσικά, δεν μπορούσε πια να πάρει πίσω τα όσα είχε πει. Είμαι όμως βέβαιος ότι, τη συγκε2οη
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
κριμένη εκείνη στιγμή, είχε πιστέ'ψει εσφαλμένα πως τον ακολουθούσα σκοπίμως και ότι τον είχα ειρωνευτεί σαν να τον είχα πιάσει απ' αυτοφώρω για κάποιο σοβαρό παράπτωμα. Σαν αποτέλεσμα, εκνευρίστηκε και έκανε μια χυδαία επίδειξη οργής· Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, η σιωπή του Ηγούμενου έγινε και πάλι μια πηγή ανησυχίας που ένιωθα να με βαραίνει μέρα με την ημέρα. Η οντότητά του και μόνο είχε αποκτήσει τρομερή δύναμη, σαν τη σκιά μιας πεταλουδίτσας της νύχτας που τριγυρίζει ενοχλητικά μπροστά στα μάτια μας. Όταν του ζητούσαν να παρίσταται σε λειτουργίες εκτός ναού, ο Ηγούμενος συνήθιζε να παίρνει μαζί του έναν ή δυο βοηθούς. Στο παρελθόν, ο Διάκονος ήταν μονίμως σε υπηρεσία σε αυτές τις περιπτώσεις. Πρόσφατα όμως, ως μέρος της καλούμενης διαδικασίας εκδημοκρατισμού, αποτελούσε καθεστώς για πέντε από μας -τον Διάκονο, τον Νεωκόρο, εμένα και δύο άλλους μαθητευόμενους- να συνοδεύουμε τον Ηγούμενο, καθένας με τη σειρά του. Ο επόπτης του κοιτώνα -του οποίου η αυστηρότητα είχε γίνει μεταξύ μας παροιμιώδης- επιστρατεύτηκε και σκοτώθηκε στον πόλεμο. Τα καθήκοντά του τα ασκούσε τώρα ο μεσόκοπος Νεωκόρος. Μετά τον θάνατο του Τσουρουκάουα, ένας άλλος μαθητευόμενος πήρε τη θέση του στον ναό. Ακριβώς τότε, πέθανε ο Ηγούμενος ενός ναού (που ανήκε στην αίρεση Σοκοκούτζι, η οποία είχε κοινή ιστορική καταγωγή με το Ροκουόντζι) και προσκάλεσαν τον Ηγούμενό μας να παραστεί στην τελετή ενθρόνισης του διαδόχου του. Ήταν η σειρά μου να τον συνοδεύσω. Εφόσον ο Ηγούμενος δεν έκανε τίποτε για να αποφύγει τη μετάβασή μου μαζί του, προσδοκούσα ότι θα μου δινόταν η ευκαιρία για μιαν εξήγηση, είτε πηγαίνοντας προς τον ναό είτε γυρίζοντας. Τη νύχτα όμως 2Ο8
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πριν από την τελετή της χειροτονίας, κανονίστηκε να προστεθεί στην ομάδα μας και ο καινούργιος μαθητευόμενος, κι έτσι οι ελπίδες μου κλονίστηκαν για τα καλά. Οι αναγνώστες που γνωρίζουν τη φιλολογία Γκοζάν θα θυμούνται σίγουρα τον όρκο που δόθηκε, όταν ο Σεκισίτσου Ζενκύου μπήκε στον Ναό Μαντζού στο Κιότο, τον πρώτο χρόνο της εποχής του Κοάν (1361). Τα όμορφα λόγια που είπε ο νέος ιερέας φτάνοντας στον ναό και προχωρώντας από την κυρία πύλη προς την Αίθουσα της Γης, κατόπιν στην Αίθουσα των Προγόνων και, τελικά, στον θάλαμο του Ηγούμενου, μεταβιβάστηκαν μέχρι εμάς. Δείχνοντας προς την κυρία πύλη, μίλησε περήφανα με λέξεις γεμάτες αγαλλίαση και με τη σκέψη ότι αναλαμβάνει τα νέα του θρησκευτικά καθήκοντα: «Μέσα στο Τεν'ίκι Κυούτσου, πριν από την πύλη του Τέιτζο Μαντζού. Με άδεια τα χέρια ανοίγω την κλειδαριά και με γυμνά πόδια ανηφορίζω το ιερό Όρος Κονρόν». Η τελετή των εγκωμίων άρχισε. Στην αρχή, ο ιερέας ερμήνευσε το Σιχόκο, προς τιμήν του μεγάλου θρησκευτικού ηγέτη Σίχο. Σε προγενέστερους χρόνους, όταν η θρησκεία Ζεν δεν είχε ακόμη κατακλυστεί από συμβατικότητες και η πνευματική εγρήγορση του ατόμου άξιζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, συνηθιζόταν μάλλον να διαλέγει ο μαθητής τον δάσκαλό του παρά ο δάσκαλος τον μαθητή του. Εκείνες τις ημέρες, ο μαθητής δεχόταν θρησκευτική «έγκριση», όχι μόνον από τον ιερέα που τον είχε διδάξει πρώτος, αλλά από μια πληθώρα διαφορετικών δασκάλων. Κατά τη διάρκεια της τελετής των εγκωμίων Σιχόκο, θα αναφερόταν δημοσίως στο όνομα του δασκάλου, του οποίου την αποστολή φιλοδοξούσε να διαδεχθεί με κάθε ευσέβεια. Ενώ παρακολουθούσα τη συγκινητική αυτή τελετή, αναρωτιόμουν αν, όταν θα ερχόταν και για μένα το πλήρωμα του 209
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
χρόνου, προκειμένου να παραστώ στην τελετή διαδοχής στον Χρυσό Ναό, θα ανακοίνωνα, σύμφωνα με το έθιμο, το όνομα του Ηγούμενου. Ίσως να παραβίαζα το έθιμο των επτακοσίων χρόνων και να ανήγγελλα κάποιο άλλο όνομα. Το κρύο που επικρατούσε στον θάλαμο του Ηγούμενου, το πρώιμο εκείνο ανοιξιάτικο απόγευμα, η έντονη μυρωδιά των πέντε ειδών λιβανωτού, το διάδημα που λαμποκοπούσε πίσω από τα Τρία Σκεύη και το αστραφτερό φωτοστέφανο που περιέβαλλε τον κεντρικό Βούδα, η λαμπρότητα των οραρίων που φορούσαν οι χοροστατούντες ιερείς... Και τι θα γίνει αν, κάποια μέρα, βρεθώ εδώ να επιτελώ την τελετή των εγκωμίων Σιόκο; Φαντάστηκα τον εαυτό μου με το σχήμα του ιερέα να περνά τη δοκιμασία της τελετής ενθρόνισης. Εμπνευσμένος από την αυστηρή ατμόσφαιρα της πρώιμης άνοιξης, θα πρόδιδα ευχαρίστως το παλιό έθιμο. Ο Ηγούμενος θα ήταν στο ακροατήριο. Ακούγοντας τα λόγια μου, θα έμενε άφωνος από έκπληξη και κάτωχρος από οργή. Γιατί θα πρόφερα ένα άλλο όνομα και όχι το δικό του. Άλλο όνομα; Ποιος είναι όμως ο άλλος δάσκαλος που με δίδαξε τον αληθινό δρόμο της φώτισης; Κομπιάζω να πω το όνομά του. Αναχαιτίζεται από το τραύλισμά μου και δεν λέει να βγει από το στόμα μου. Τραυλίζω. Και τραυλίζοντας, εκείνο το άλλο όνομα αρχίζει σιγά σιγά να βγαίνει - «Ομορφιά», αρχίζω να λέω, και «Μηδενισμός». Τότε, όλοι οι παρόντες σκάζουν στα γέλια κι εγώ στέκομαι εκεί, αδέξια ριζωμένος ανάμεσα στα γέλια τους. Ξύπνησα απότομα από την ονειροφαντασία μου. Ο Ηγούμενος έπρεπε να χοροστατήσει σε μια λειτουργία και εγώ, ως ακόλουθός του, όφειλα να τον βοηθήσω. Ήταν κολακευτικό για έναν ακόλουθο να παρίσταται σε μια τελετή σαν κι αυτή: έτσι καμάρωνα τώρα κι εγώ, μια και ο Ηγούμενος του Χρυσού Ναού ήταν ο κύριος φιλοξενούμενος μεταξύ όλων όσων ιε210
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ρουργούσαν. Όταν ο Ηγούμενος μου σταμάτησε να καίει το λιβανωτό, έδωσε ένα χτύπημα με το ξύλινο σφυρί -γνωστό ως «λευκή σφύρα»-, επιβεβαιώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο το γεγονός ότι ο ιερέας που είχε καθιερωθεί σήμερα ως Ηγούμενος αυτού του ναού, δεν ήταν ένας §ΒηΜο, δηλαδή ένας κληρικός λαοπλάνος. Έψαλε το παραδοσιακό τυπικό και έδωσε ένα ηχηρό χτύπημα με τη λευκή σφύρα. Τότε, συνειδητοποίησα ξανά τη θαυματουργή δύναμη που κατείχε ο Ηγούμενός μου.
Δεν άντεχα τον τρόπο με τον οποίο εκείνος αποσιώπησε το πρόσφατο γεγονός, ειδικότερα μάλιστα, επειδή δεν είχα ιδέα πόσο θα κρατούσε η σιωπή του. Αν εγώ ο ίδιος ήμουν προικισμένος με κάποια μορφή ανθρώπινου αισθήματος, γιατί να μην περιμένω αντίστοιχα ανθρώπινα αισθήματα και από τους άλλους, όπως ο Ηγούμενος, με τους οποίους ερχόμουν σε επαφή; Ασχέτως αν επρόκειτο για αγάπη ή μίσος. Είχα αποκτήσει μια ελεεινή συνήθεια να εξετάζω την έκφραση του Ηγούμενου σε κάθε ενδεχόμενη ευκαιρία, αλλά ούτε μια φορά δεν μπόρεσα να διακρίνω κάποιο ιδιαίτερο συναίσθημα στο πρόσωπό του. Η απουσία έκφρασής του δεν ισοδυναμούσε καν με ψυχρότητα. Μπορεί να σήμαινε περιφρόνηση αλλά, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, δεν ήταν περιφρόνηση για το άτομό μου, αλλά μάλλον κάτι γενικό, κάτι λόγου χάρη που απευθυνόταν, είτε στην ανθρωπότητα εν γένει είτε στις διάφορες αφηρημένες έννοιες ειδικότερα. Από εκείνη περίπου την εποχή, ανάγκασα τον εαυτό μου να επικαλείται την εικόνα της ζωικής κεφαλής του Ηγούμενου και των απρεπών φυσικών λειτουργιών του. Τον φαντάστηκα στη διαδικασία της αφόδευσης και, ακόμη, τον έφερα στον 211
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
νου μου ενώ κοιμόταν με εκείνη την κοπέλα που φορούσε το ξεθωριασμένο κόκκινο πανωφόρι. Είδα τα ανέκφραστα χαρακτηριστικά του να χαλαρώνουν και ένα βλέμμα -γέλιου ή πόνου- ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του καθώς αποχαυνωνόταν από φυσική ηδονή. Την ό-ψη του απαλού και λείου σώματός του ενώ χανόταν μες στο εξίσου απαλό και λείο σώμα της κοπέλας και γίνονταν κι οι δυο τους ένα. Τον τρόπο με τον οποίο το φουσκωμένο του στομάχι πίεζε το φουσκωμένο στομάχι της κοπέλας. Και ακόμη -πράγμα αρκετά περίεργο όσο κι αν οργίαζε η φαντασία μου-, τα ανέκφραστα χαρακτηριστικά του Ηγούμενου, που συνδέονταν πάντοτε επίμονα στον νου μου με τη ζωική έκφραση που ταιριάζει στην αφόδευση και στη σεξουαλική πράξη, ενώ τίποτε ποτέ δεν ερχόταν να συμπληρώσει το χάσμα ανάμεσα τους. Το ένα άκρο μεταμορφωνόταν αμέσως στο αντίθετο του, δίχως να τα συνδέει καμιά παρεμβολή από τις ιριδίζουσες φωτοσκιάσεις της καθημερινής ζωής. Το μόνο που τους επέτρεπε μια ελάχιστη συνάφεια ήταν η μάλλον κακόγουστη επίπληξη που μου απηύθυνε εκείνο το απόγευμα: «Ε, εσύ, ηλίθιε, πας να με πάρεις από πίσω;» Αφού εξαντλήθηκα από τη σκέψη και την αναμονή, με κυρίευσε τελικά μια έντονη επιθυμία: να συλλάβω μόνο μια συγκεκριμένη ματιά μίσους στο πρόσωπο του Ηγούμενου. Το σχέδιο που κατέστρωσα ήταν τρελό, παιδαριώδες και σαφέστατα εις βάρος μου. Ωστόσο, δεν ήμουν πια ικανός να ελέγξω τον εαυτό μου. Ούτε καν έλαβα υπ' όψιν μου το γεγονός ότι αυτή η τρέλα μου απλώς επιβεβαίωνε την προηγούμενη παρεξήγηση του Ηγούμενου σχετικά μ' εμένα, με άλλα λόγια όταν του πέρασε από τον νου η σκέψη ότι τον είχα σκοπίμως ακολουθήσει. Συνάντησα τον Κασιουάγκι στο πανεπιστήμιο και τον ρώ212
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τησα το όνομα και τη διεύθυνση εκείνου του καταστήματος. Με πληροφόρησε χωρίς καν να ζητήσει να μάθει το σκοπό μου. Έσπευσα να πάω εκεί και εξέτασα πολλές φωτογραφίες σε μέγεθος καρτ ποστάλ, που παρίσταναν τις περίφημες γκέισες από την περιοχή Γκιόν. Στην αρχή, όλα τα πρόσωπα των κοριτσιών με το άφθονο βάψιμο έμοιαζαν ίδια, μετά από λίγο όμως, μια ποικιλία τόνων άρχισε να ξεπροβάλλει έντονα μέσ' από τις εικόνες. Μέσ' από τις απαράλλαχτες μάσκες από πούδρα και κοκκινάδι, μπορούσα τώρα να ξεχωρίσω τις ντελικάτες αποχρώσεις των αντίστοιχων χαρακτηριστικών τους -μελαγχολία ή λάμψη, εύστροφο πνεύμα ή όμορφη νωθρότητα, κακοκεφιά ή ασυγκράτητη ευθυμία, ατυχία ή τύχη. Τελικά, έφτασα στην εικόνα που αναζητούσα. Εξαιτίας του έντονου ηλεκτρικού φωτός στο κατάστημα, η αντανάκλαση της εικόνας λαμποκοπούσε στο γυαλιστερό χαρτί και ήταν δύσκολο να εξετάσεις τη φωτογραφία. Μόλις όμως σταθεροποιήθηκε, μπόρεσα να δω ότι επρόκειτο όντως για το πρόσωπο της κοπέλας με το ξεθωριασμένο κόκκινο πανωφόρι. «Θα ήθελα αυτήν εδώ», είπα στον μαγαζάτορα. Η ιδιαίτερη τόλμη μου εκείνης της στιγμής ανταποκρινόταν ακριβώς στο γεγονός ότι είχα αλλάξει εντελώς αφότου είχα καταστρώσει αυτό το σχέδιο: είχα γίνει πρόσχαρος, πλημμυρίζοντας από ανεξήγητη χαρά. Σύμφωνα με την πρωταρχική μου ιδέα, έπρεπε να διαλέξω τη στιγμή που έλειπε ο Ηγούμενος, αποκρύπτοντάς του έτσι ποιος ήταν ο αυτουργός της συγκεκριμένης πράξης. Η διάθεσή μου, που είχε αναζωογονηθεί, με ωθούσε να αποτολμήσω την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου, με τέτοιον τρόπο ώστε να μη χωράει καμία αμφιβολία για την ευθύνη μου. Ανάμεσα στα καθήκοντά μου ήταν και να πηγαίνω την πρωινή εφημερίδα στο δωμάτιο του Ηγούμενου. Κάποιο πρωί 213
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
του Μάρτη, ενώ ο αέρας ήταν ήδη παγωμένος, κατευθύνθηκα ως συνήθως προς την είσοδο του ναού για να πάρω την εφημερίδα, Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά καθώς έβγαζα από την τσέπη μου τη φωτογραφία της γκέισας της Γκιόν και την έβαζα μες στην εφημερίδα. Ο πρωινός ήλιος έπεφτε πάνω στο σαγόδεντρο^^ που φύτρωνε στο κέντρο της αυλής, περιτριγυρισμένο από έναν κυκλικό φράχτη. Το ηλιόφωτο απάλυνε τον τραχύ φλοιό του κορμού του φοίνικα. Αριστερά βρισκόταν μια μικρή φλαμουριά. Μερικοί αργοπορημένοι σπίνοι στα κλαδιά έβγαζαν ένα απαλό κελάηδημα που ηχούσε σαν τρίξιμο από χάντρες κομπολογιού. Ήταν παράξενο πώς και υπήρχαν ακόμη σπίνοι, αυτή την εποχή του χρόνου. Ωστόσο, η μικροσκοπική εκείνη μάζα από κίτρινα πούπουλα, ορατή μέσ' από τις αχτίδες του ήλιου που διαπερνούσαν τα κλαδιά, δεν θα μπορούσε να ανήκει σε άλλη συνομοταξία πετούμενων. Τα λευκά χαλίκια κείτονταν ήσυχα στο προαύλιο. Περπάτησα προσεκτικά σε όλον τον διάδρομο για να μη βρέξω τα πόδια μου στα νερά που βρίσκονταν εδώ κι εκεί μετά το πρόσφατο σφουγγάρισμα. Στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη, η πόρτα του γραφείου του Ηγούμενου ήταν σφαλισμένη. Ήταν πρωί, τόσο νωρίς ακόμη που η λευκότητα της συρτής χάρτινης πόρτας έλαμπε έντονα. Γονάτισα έξω από τον διάδρομο και είπα όπως πάντοτε: «Μπορώ να περάσω, Πάτερ;» Μόλις άκουσα το μήνυμα αναγνώρισης από τον Ηγούμενο, έσπρωξα τη συρτή πόρτα, μπήκα στο δωμάτιο και τοποθέτησα την ελαφρά διπλωμένη εφημερίδα σε μια γωνιά του γραφείου. Ήταν απασχολημένος με ένα βιβλίο και δεν με κοίταξε στα μάτια. Αποσύρθηκα, έκλεισα την πόρτα και προχώρησα αργά στον διάδρομο μέχρι το δωμάτιό μου, καταβάλλοντας ιδιαίτερη προσπάθεια για να μείνω ήρεμος. 214
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Όταν έφτασα εκεί, κάθισα και παραδόθηκα ολοκληρωτικά στον γεμάτο σφρίγος ενθουσιασμό μου, μέχρι που ήρθε η ώρα να ξεκινήσω για το πανεπιστήμιο. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα προκαταβολικά χαρεί τόσο για κάτι. Αν και είχα καταστρώσει το σχέδιό μου με την προσδοκία να προκαλέσω την οργή του Ηγούμενου, η σκηνή με την οποία βρισκόμουν τώρα αντιμέτωπος έσφυζε από το δραματικό πάθος της στιγμής που δυο ανθρώπινες υπάρξεις αρχίζουν τελικά να κατανοούν η μία την άλλη. Ίσως ο Ηγούμενος να εισέβαλε ξαφνικά στο δωμάτιό μου, έχοντάς με συγχωρέσει. Και αν συνέβαινε αυτό, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου να έφτανα στην καθαρή και φωτεινή εκείνη συναισθηματική κατάσταση, μέσα στην οποία είχε πάντοτε ζήσει ο Τσουρουκάουα. Ο Ηγούμενος κι εγώ θα αγκαλιαζόμασταν και ό,τι θα απέμενε θα ήταν μόνον η θλίψη μας επειδή δεν είχαμε φτάσει γρηγορότερα σ' αυτή την αμοιβαία κατανόηση. Μολονότι το όνειρο δεν κράτησε πολύ, το γεγονός ότι, έστω και για ένα μικρό διάστημα, παραδόθηκα σε τόσο ηλίθιες φαντασιώσεις, φαίνεται εντελώς ανεξήγητο. Όταν το σκεφτόμουν ήρεμα, συνειδητοποιούσα ότι -ενώ είχα προκαλέσει την οργή του Ηγούμενου με αυτή την πράξη απόλυτου παραλογισμού, εξαλείφοντας έτσι το όνομά μου από τον κατάλογο των υποψηφίων διαδόχων και, ταυτοχρόνως, ανοίγοντας τον δρόμο για μια κατάσταση μέσα από την οποία δεν υπήρχε ελπίδα να φτάσω ποτέ στον αρχικό σκοπό μου, κοντολογίς, να γίνω ο άρχοντας του Χρυσού Ναού- όλη εκείνη την εποχή ήμουν τόσο απορροφημένος από τον αντικειμενικό μου σκοπό, που είχα ξεχάσει ότι είχα αφιερωθεί στον Χρυσό Ναό για όλη μου τη ζωή. Η προσοχή μου επικεντρώθηκε στο άκουσμα οποιουδήπο215
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
τε ήχου που θα προερχόταν από το δωμάτιο του Ηγούμενου στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη. Δεν μπόρεσα, ωστόσο, να ακούσω τίποτε. Άρχισα, στη συνέχεια, να περιμένω την παράφορη οργή του Ηγούμενου, την εκκωφαντική κραυγή του ανθρώπου που ουρλιάζει. Ένιωθα πως δεν θα έπρεπε να έχω τύψεις, ακόμη και αν επρόκειτο να υποστώ μια βίαιη επίθεση, να με ρίξει στο πάτωμα και να με κλοτσήσει, να κάνει το αίμα μου να χυθεί. Παρ' όλα αυτά, απόλυτη σιωπή βασίλευε από την πλευρά της Μεγάλης Βιβλιοθήκης. Καθώς περίμενα στο δωμάτιό μου, δεν έφτανε στ' αυτιά μου κανένας ήχος. Όταν ήρθε τελικά η ώρα να εγκαταλείψω τον ναό και να ξεκινήσω για το πανεπιστήμιο, η καρδιά μου ήταν τελείως τσακισμένη και απελπισμένη. Μου ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ στη διάλεξη και, όταν ο δάσκαλος μου έκανε μια ερώτηση, έδωσα μιαν απάντηση εντελώς ανάρμοστη. Όλοι με κορόιδεψαν. Κοίταξα τον Κασιουάγκι και είδα πως μόνο αυτός ήταν αδιάφορος, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Είχε αναμφίβολα καταλάβει το δράμα που εκτυλισσόταν μέσα μου. Γυρνώντας στον ναό, διαπίστωσα πως τίποτε δεν είχε αλλάξει. Η σκοτεινή, μουχλιασμένη αιωνιότητα της ζωής εκεί ήταν τόσο καλά εδραιωμένη, που δεν μπορούσε να υπάρξει καμιά διαφορά ανάμεσα σε μια ημέρα και στην επόμενη. Δυο φορές τον μήνα, γίνονταν διαλέξεις γύρω από τον κανόνα του Ζεν και η μέρα εκείνη έτυχε να είναι μια από αυτές. Όλοι στον ναό βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στα διαμερίσματα του Ηγούμενου προκειμένου να ακούσουν τη διάλεξή του. Μου ήρθε τότε στο μυαλό ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ομιλία του σχετικά με τις γραφές Μονμονκάν ως πρόσχημα για να με επικρίνει μπροστά σε όλους τους άλλους. Είχα ειδικό λόγο για να το πιστεύω. Καθισμένος ακριβώς απέναντι 2Ι6
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
από τον Ηγούμενο στη διάλεξή του εκείνης της βραδιάς, ένιωσα ότι εμπνεόμουν από έναν τύπο ανδρικού θάρρους υπερβολικά παράλογο. Είχα την εντύπωση ότι ο Ηγούμενος θα ανταποκρινόταν επιδεικνύοντας μια ανδρική αρετή: θα εγκατέλειπε κάθε υποκρισία και θα ομολογούσε την πράξη του μπροστά σε όλους στον ναό. Και, αφού θα το έκανε αυτό, θα με κατέκρινε για τη δική μου ελεεινή πράξη. Όλοι συγκεντρωθήκαμε κάτω από το αμυδρό ηλεκτρικό φως κρατώντας αντίγραφα του κειμένου Μονμονκάν. Η νύχτα ήταν κρύα και η μόνη ζεστασιά προερχόταν από ένα μικρό μαγκάλι τοποθετημένο δίπλα στον Ηγούμενο. Άκουγες τους πάντες να ξεφυσούν. Κάθονταν εκεί, νέοι και γέροι, με τις σκιές τους να σχεδιάζουν φωτεινές σειρές πάνω στα σκυμμένα τους πρόσωπα, αφήνοντας να φανεί στην έκφρασή τους κάτι το ανείπωτα αδύναμο. Ο καινούργιος μαθητευόμενος, που εργαζόταν την ημέρα ως δάσκαλος δημοτικού σχολείου, ήταν ένας μυωπικός νέος, που τα γυαλιά του γλιστρούσαν συνεχώς από τη ράχη της λεπτής του μύτης. Μόνον εγώ είχα επίγνωση της δύναμης που κρυβόταν μέσα στο σώμα μου. Έτσι τουλάχιστον φανταζόμουν. Ο Ηγούμενος άνοιξε το κείμενό του και περιέφερε το βλέμμα σε όλους μας. Παρακολούθησα τα μάτια του. Ήθελα να δει ότι δεν χαμήλωνα τα δικά μου. Όταν όμως εκείνα τα μάτια, που περιβάλλονταν από χαλαρές ρυτίδες, έφτασαν σε μένα, δεν έδειξαν ούτε το ελάχιστο ενδιαφέρον και κινήθηκαν προς το επόμενο πρόσωπο. Η διάλεξη άρχισε. Περίμενα τη στιγμή που θα αναφερόταν ξαφνικά στο θέμα μου. Άκουγα προσεκτικά. Η διαπεραστική φωνή του Ηγούμενου άρχισε τη μονότονη φλυαρία της. Ούτε ένας ήχος δεν έβγαινε από τον εσώτερο κόσμο του.
217
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Εκείνη τη νύχτα, δεν κατάφερα να κλείσω μάτι. Ξάγρυπνος, ήμουν γεμάτος περιφρόνηση για τον Ηγούμενο και αισθανόμουν την επιθυμία να τον γελοιοποιήσω για την υποκρισία του. Σιγά σιγά, ωστόσο, ξυπνούσε μέσα μου μια αίσθηση μεταμέλειας και τα αλαζονικά μου αισθήματα άρχισαν να υποχωρούν. Η περιφρόνησή μου για την υποκρισία του συνδεόταν κατά παράξενο τρόπο με τη βαθμιαία εξασθένιση του πνεύματός μου και, τελικά, έφτασα στο σημείο να σκεφτώ ότι, εφόσον τώρα συνειδητοποιούσα πόσο ασήμαντος ήταν, η αίτησή μου για συγγνώμη δεν θα σήμαινε με κανέναν τρόπο ήττα. Έχοντας σκαρφαλώσει στην κορυφή μιας απόκρημνης πλαγιάς, η καρδιά μου έπαιρνε τώρα γρήγορα τον κατήφορο. Αποφάσισα να πάω να απολογηθώ το επόμενο πρωί. Όταν ξημέρωσε, όρισα κάποια στιγμή μες στην ημέρα για να κάνω την απολογία μου. Παρατήρησα ότι η έκφραση του Ηγούμενου δεν είχε μεταβληθεί ούτε κατά το ελάχιστο. Φυσούσε έντονα εκείνη την ημέρα. Στον γυρισμό μου από το πανεπιστήμιο, έτυχε να ανοίξω το συρτάρι μου. Υπήρχε μέσα κάτι διπλωμένο σε ένα άσπρο χαρτί. Ήταν η φωτογραφία. Ούτε μια λέξη δεν ήταν γραμμένη στο χαρτί. Προφανώς, ο Ηγούμενος σκόπευε με αυτόν τον τρόπο να δώσει τέλος στην υπόθεση. Δεν εννοούσε να παραβλέ-ψει εντελώς την πράξη μου, αλλά να με κάνει να αντιληφθώ την ασημαντότητά της. Εντούτοις, ο παράξενος τρόπος με τον οποίο μου επέστρεψε τη φωτογραφία έκανε να στριμωχτούν μες στο μυαλό μου ένα πλήθος εικόνες. «Ώστε κι ο Ηγούμενος υπέφερε!» σκέφτηκα. «Θα πρέπει να πέρασε την πιο παράξενη αγωνία πριν επινοήσει αυτόν τον τρόπο. Τώρα σίγουρα θα με μισεί. Πιθανόν όχι εξαιτίας αυτής καθαυτής της φωτογραφίας, αλλά γιατί τον έκανα να συμπεριφερθεί με τέτοια ποταπότητα. Αυτή η φωτογραφία και μόνον κατέληξε να τον κάνει να συναισθανθεί ότι 218
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
θα όφειλε να κρύβει κάποιες πράξεις του μέσα στον ίδιο τον ναό του. Πρέπει να είχε διασχίσει κρυφά τον διάδρομο, όταν δεν υπήρχε ψυχή. Στη συνέχεια, πρέπει να μπήκε στο δωμάτιο ενός από τους μαθητευομένους του, όπου δεν είχε πατήσει ποτέ πριν, και να άνοιξε το συρτάρι σαν να διέπραττε κάποιο έγκλημα. Ναι, τώρα έχει όλα τα δίκια του κόσμου να με μισεί». Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, ένιωσα να με πλημμυρίζει μια απερίγραπτη χαρά. Ανέλαβα τότε ένα ευχάριστο καθήκον. Πήρα ένα ψαλίδι και έκοψα τη φωτογραφία σε μικρά κομματάκια. Ύστερα την τύλιξα γερά σε ένα ανθεκτικό φύλλο χαρτιού από το σημειωματάριό μου και, αδράχνοντάς το σταθερά, κατευθύνθηκα σε έναν χώρο κοντά στον Χρυσό Ναό. Ο ναός, γεμάτος από τη συνήθη ζοφερή ισορροπία του, δέσποζε μέσα στον ανεμοδαρμένο, φεγγαρόλουστο ουρανό. Οι ραδινοί κίονες στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλο. Καθώς τους φώτιζε το φεγγάρι, έμοιαζαν με χορδές άρπας και ο ίδιος ο ναός με κάποιο πελώριο και ιδιότυπο μουσικό όργανο. Αυτή η ιδιαίτερη εντύπωση προερχόταν από το ύψος του φεγγαριού. Εκείνο το βράδυ, δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό. Ο άνεμος φυσούσε μάταια μέσ' από τα διαστήματα, ανάμεσα στις άηχες χορδές της άρπας. Σήκωσα μια πέτρα, τη δίπλωσα στο χαρτί και πίεσα με δύναμη το πακέτο. Τα μικροσκοπικά θραύσματα του προσώπου της κοπέλας βάρυναν και βούλιαξαν στο κέντρο της λιμνούλας Κυόκο. Ένα σωρό κυματισμοί απλώθηκαν τριγύρω, φτάνοντας γρήγορα στην άκρια του νερού όπου στεκόμουν.
Η ξαφνική φυγή μου από τον ναό, τον Νοέμβριο εκείνου του χρόνου, ήταν το αποτέλεσμα της συσσώρευσης όλων αυτών. Όταν την αναλογίστηκα αργότερα, κατάλαβα ότι κάμποση 219
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
σκέψη και δισταγμός είχαν προηγηθεί από αυτή τη φυγή, που μόνο φαινομενικά ήταν τόσο ξαφνική. Προτιμούσα να πιστεύω ότι με είχε ωθήσει ένα βίαιο ορμέμφυτο. Εφόσον είχα ουσιαστικά στερηθεί από κάθε αυθόρμητο στοιχείο, παραδόθηκα σε έναν τύπο πλαστού αυθορμητισμού. Πώς θα μπορούσες, για παράδειγμα, να πεις ότι εκφράζεται οποιοσδήποτε γνήσιος αυθορμητισμός, στην περίπτωση που κάποιος έχει σχεδιάσει να επισκεφτεί την επομένη τον τάφο του πατέρα του, αλλά όταν φτάνει η μέρα και βρίσκεται μπροστά στον σταθμό, ξαφνικά αλλάζει γνώμη και αποφασίζει να επισκεφτεί κάποιον φίλο και συμπότη του; Μήπως η ξαφνική αυτή αλλαγή γνώμης δεν είναι ένα είδος εκδίκησης προς την ίδια του τη βούληση; Μήπως δεν είναι στην πραγματικότητα κάτι πιο συνειδητό από τις μακρόχρονες προετοιμασίες του για να επισκεφτεί τον τάφο; Το άμεσο κίνητρο για τη φυγή μου βρισκόταν σε αυτό που ο Ηγούμενος μου είχε καθαρά αποκαλύψει την προηγούμενη ημέρα: «Υπήρξε μια εποχή που σχεδίαζα να σε κάνω διάδοχό μου εδώ. Τώρα όμως είμαι σε θέση να σου πω με όλη μου την ειλικρίνεια ότι δεν έχω καμιά τέτοια πρόθεση». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα κάτι τέτοιο από τα χείλη του. Αν και θα έπρεπε να το περιμένω και να έχω προετοιμαστεί για την αναγγελία, δεν κρύβω ότι μου ήρθε ξαφνικά σαν κεραυνός, ότι με άφησε εμβρόντητο και πανικόβλητο. Εν πάση περιπτώσει, προτιμώ να πιστεύω ότι η φυγή μου πυροδοτήθηκε από τα λόγια του Ηγούμενου και υποκινήθηκε από μιαν αιφνίδια παρόρμηση. Όταν βεβαιώθηκα για την οργή του Ηγούμενου με τη βοήθεια του τεχνάσματος της φωτογραφίας, άρχισα να παραμελώ τις πανεπιστημιακές μου σπουδές. Αυτό φάνηκε αμέσως. Κατά τη διάρκεια του προκαταρκτικού έτους, είχα τα καλύτερα 220
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
αποτελέσματα στα Κινεζικά και στην Ιστορία, συγκεντρώνοντας ογδόντα τέσσερις βαθμούς σε αυτά τα μαθήματα και συνολικά εφτακόσιους σαράντα οχτώ, πράγμα που με κατέτασσε στη θέση του εικοστού τέταρτου σε μια τάξη ογδόντα τεσσάρων φοιτητών. Στις τετρακόσιες εξήντα τέσσερις ώρες, απουσίασα μόνο δεκατέσσερις. Στο δεύτερο έτος, συγκέντρωσα συνολικά μόνον εξακόσιους ενενήντα τρεις βαθμούς και ήρθα τριακοστός πέμπτος σε εβδομήντα επτά φοιτητές. Τον τρίτο χρόνο όμως, άρχισα να παραμελώ ουσιαστικά τις σπουδές μου - όχι γιατί είχα χρήματα για να περνώ τον καιρό μου, αλλά απλούστατα για τη χαρά της τεμπελιάς. Και συνέπεσε το πρώτο τρίμηνο του τρίτου έτους να ξεκινήσει ακριβώς ύστερα από το περιστατικό της φωτογραφίας. Όταν τελείωσε το πρώτο τρίμηνο, το πανεπιστήμιο έστειλε αναφορά στον ναό και ο Ηγούμενος με επέπληξε αυστηρά. Ο λόγος αυτής της επίπληξης ήταν η χαμηλή βαθμολογία μου και οι πολύωρες απουσίες μου. Αυτό όμως που τον στενοχωρούσε ιδιαίτερα ήταν το γεγονός ότι είχα χάσει τα ειδικά μαθήματα της πρακτικής Ζεν, που κρατούσαν τρεις μέρες στη διάρκεια του τριμήνου. Αυτά τα μαθήματα γίνονταν επί τρεις μέρες πριν από την αρχή των καλοκαιρινών, των χειμερινών και των ανοιξιάτικων διακοπών -συνολικά εννέα μέρες στη διάρκεια του έτους-, με τον ίδιο τρόπο όπως εκείνα που διδάσκονταν στις διάφορες ειδικευμένες ιερατικές σχολές. Με την ευκαιρία αυτής της επίπληξης, ο Ηγούμενος με κάλεσε στο ιδιαίτερο διαμέρισμά του, κάτι που σπάνια συνέβαινε. Στάθηκα εκεί σιωπηλά, με κατεβασμένο το κεφάλι. Περίμενα ενδόμυχα να κινηθούν τα λόγια του πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα. Δεν έκανε όμως ούτε την ελάχιστη αναφορά σχετικά με το περιστατικό της φωτογραφίας, ούτε επανήλθε στο θέμα της πόρνης και του εκβιασμού της. 221
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Από τότε, η στάση του απέναντι μου πάγωσε αισθητά. Αυτή ήταν κατά κάποιον τρόπο η μόνη κατάληξη που επιθυμούσα, η μόνη μαρτυρία που ανυπομονούσα να δω. Και αντιπροσώπευε για μένα κάτι σαν νίκη. Παρ' όλα αυτά, το μόνο που είχε χρειαστεί από την πλευρά μου ήταν να περιμένω με σταυρωμένα τα χέρια! Το πρώτο τρίμηνο του τρίτου έτους είχα απουσιάσει εξήντα ώρες - περίπου πέντε φορές περισσότερο από τις συνολικές μου απουσίες ολόκληρης της πρώτης χρονιάς. Στο διάστημα όλων εκείνων των ωρών δεν διάβασα κανένα βιβλίο ούτε είχα χρήματα για να ξοδέψω σε διασκεδάσεις. Κάπου κάπου, μιλούσα με τον Κασιουάγκι, τον περισσότερο καιρό όμως έμενα μόνος μου χωρίς να κάνω τίποτε. Ναι, έμενα αμίλητος, μόνος, αδρανής. Κοντολογίς, οι αναμνήσεις μου από το Πανεπιστήμιο Οτάνι είναι στενά συνυφασμένες με την ανάμνηση της αδράνειας. Αυτού του είδους η αδράνεια ήταν ίσως ο δικός μου ιδιαίτερος τρόπος της άσκησης Ζεν και, όσο ήμουν απασχολημένος μ' αυτήν, δεν ένιωσα πλήξη ούτε για μια στιγμή. Μια φορά, κάθισα για ώρες πάνω στο γρασίδι παρατηρώντας μία αποικία μυρμηγκιών που μετέφεραν μικροσκοπικούς κόκκους από κοκκινόχωμα. Δεν ήταν, βέβαια, τα μυρμήγκια που μου είχαν κινήσει το ενδιαφέρον. Σε κάποια άλλη περίπτωση, στάθηκα για πολύ έξω από το πανεπιστήμιο, με τα μάτια ηλιθίως καρφωμένα σε μια λεπτή γραμμή καπνού που έβγαινε πίσω από μια καμινάδα εργοστασίου. Και πάλι, δεν ήταν ο καπνός που παρέσυρε τη φαντασία μου. Κάτι τέτοιες στιγμές, ένιωθα σαν να ήμουν διαποτισμένος μέχρι τα κατάβαθά μου από την ύπαρξη που ήταν ο εαυτός μου. Ο κόσμος έξω από μένα είχε τμηματικά παγώσει και, κατόπιν, ξαναζεσταθεί. Πώς να εκφραστώ καλύτερα; Ένιωθα ότι ο έξω κόσμος ήταν από τη μια διάστικτος και από την άλλη ραβδωτός. 222
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Ίο εσώτερο είναι μου και ο εξωτερικός κόσμος άλλαζαν θέσεις (ΐργά και ακανόνιστα. Το δίχως νόημα σκηνικό που με περιέβαλλε έλαμπε μπρος στα μάτια μου. Και, καθώς έλαμπε, άνοιγε δια της βίας δρόμο μέσα μου, ενώ μόνο εκείνα τα μέρη του (τκηνικού που δεν είχαν εισχωρήσει εξακολουθούσαν να λα(ΐποκοπούν ζωηρά κάπου πιο πέρα, σε έναν τόπο μακρινό. Τα λαμπερά μέρη μπορούσαν να είναι η σημαία σε ένα εργοστά(τιο ή μια ασήμαντη κηλίδα πάνω στον τοίχο. Ακόμη και ένα παλιό τσόκαρο εγκαταλειμμένο στο γρασίδι. Κάθε στιγμή, ζωντάνευαν μέσα μου -εκείνα και κάθε λογής άλλα πράγματακι ύστερα χάνονταν. Ή μήπως θα έπρεπε να πω, κάθε είδος άμορφης σκέψης; Ένα σωρό σημαντικά πράγματα έδιναν τα χέρια με άλλα, πιο κοινότοπα: οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, λόγου χάρη, για τις οποίες είχα διαβάσει στην πρωινή ε(ρημερίδα, συνδέονταν αναπόσπαστα με το παλιό τσόκαρο που κειτόταν χάμω στα πόδια μου. Ξόδεψα πολύ χρόνο με τη σκέψη της οξείας γωνίας που (τχηματιζόταν από την άκρη ενός φύλλου χλόης. Ίσως η φράση «με τη σκέψη» να μην είναι η πιο κατάλληλη. Αυτή η παράξενη, επιπόλαιη αντίληψή μου δεν συνέχιζε την πορεία της, αλλά παρουσιαζόταν και πάλι επίμονα, σαν επωδός. Γιατί άραγε εκείνη η οξεία γωνία έπρεπε να είναι τόσο οξεία; Αν, αντίθετα, ήταν αμβλεία, μήπως η κατηγορία «χλόη» θα χανόταν και η φύση θα καταστρεφόταν αναπόφευκτα από αυτή τη μία γωνία της ολότητάς της; Μήπως και η ίδια η φύση δεν ανατρέπεται εξ ολοκλήρου, όταν μετακινεί ένα και μόνο μικρούτσικο γρανάζι; Έτσι λοιπόν, το μυαλό μου ερευνούσε το πρόβλημα χωρίς να καταλήγει πουθενά, εξετάζοντάς το κάτω από τη μία οπτική γωνία μετά την άλλη.
223
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Τα νέα της επίπληξης μου από τον Ηγούμενο διαδόθηκαν γρήγορα στον ναό και η στάση όλων απέναντι μου έγινε έκδηλα πιο εχθρική. Ο μαθητευόμενος συνάδελφός μου, που ζήλευε τις καλές συστάσεις που μου είχαν κάνει για την πανεπιστημιακή μου φοίτηση, κρυφογελοΰσε τώρα θριαμβευτικά κάθε φορά που με έβλεπε. Συνέχισα τη ζωή μου στον ναό το καλοκαίρι και τα φθινόπωρο, μιλώντας ελάχιστα με τους άλλους. Το πρωινό της ημέρας πριν από τη φυγή μου, ο Ηγούμενος είπε στον Διάκονο να με καλέσει στο δωμάτιό του. Ήταν 9 του Νοέμβρη. Επρόκειτο να ξεκινήσω για το πανεπιστήμιο και φορούσα τη φοιτητική μου στολή. Μόλο που το στρουμπουλό πρόσωπο του Ηγούμενου ήταν συνήθως γελαστό και χαρούμενο, πάγωσε περίεργα προετοιμάζοντάς με να ακούσω κάτι δυσάρεστο. Για μένα, ωστόσο, ήταν πολύ ευχάριστο να βλέπω τον Ηγούμενο να με κοιτάζει σαν να έβλεπε έναν λεπρό. Αυτή ήταν ακριβώς η έκφραση που ήθελα να δω στο πρόσωπό του: κάτι που να φανερώνει ένα ανθρώπινο συναίσθημα. Ο Ηγούμενος γύρισε αλλού το βλέμμα του. Μιλώντας, έτριβε τα χέρια του πάνω από το μαγκάλι. Η μαλακή σάρκα στις παλάμες του έβγαζε έναν ανεπαίσθητο ήχο που βούιζε στα αυτιά μου, καταστρέφοντας κατά κάποιον τρόπο τη διαύγεια του χειμωνιάτικου πρωινού αέρα. Η επαφή της σάρκας του ιερέα με την ίδια του τη σάρκα μου προκαλούσε μία αίσθηση παράλογης οικειότητας. «Πόσο θα θλιβόταν ο μακαρίτης ο πατέρας σου αν το ήξερε!» είπε. «Κοίταξε αυτό το γράμμα! Έγραψαν και πάλι από το πανεπιστήμιο με τα χειρότερα λόγια. Καλό θα ήταν να αρχίσεις να σκέφτεσαι τι θα συμβεί αν τα πράγματα συνεχιστούν έτσι». Και ευθύς αμέσως, πρόσθεσε εκείνα τα άλλα λόγια: «Υ224
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πήρξε μια εποχή που σχεδίαζα να σε κάνα διάδοχο μου εδώ. Τώρα όμως, μπορώ να σου πω με απόλυτη ϊ-ιλικρίνεια ότι δεν έχω καμιά τέτοια πρόθεση.» Έμεινα για αρκετή ώρα σιωπηλός. Ύστερα είπα: «Ώστε δεν θα έχω πια την υποστήριξή σας;» «Αλήθεια, περίμενες να σε υποστηρίξο^ μετά από αυτό;» είπε ο Ηγούμενος ύστερα από μια παύση. Δεν απάντησα στην ερώτησή του. Αμέσως όμως, άκουσα τον εαυτό μου να λέει τραυλίζοντας κάτι γύρω από ένα εντελώς διαφορετικό θέμα: «Με γνωρίζετε καταλεπτώς. Πάτερ. Πιστεύω πως το ίδιο σας γνωρίζω κι εγώ». «Τι σημασία έχει κι αν πράγματι γνωρίζεις;» είπε, με έκδηλη μελαγχολία στο βλέμμα του. «Αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Όλα είναι ολωσδιόλου μάταια». Ποτέ μέχρι τότε δεν έτυχε να δω το πρόσωπο μιας ανθρώπινης ύπαρξης που είχε πλήρως εγκαταλείψει τον παρόντα κόσμο. Δεν είχα δει ποτέ έναν άνθρωπο που, ενώ λέρωνε τα χέρια του με λεφτά, γυναίκες και κάθε άλλη λεπτομέρεια της υλικής ζωής, περιφρονούσε βαθύτατα αυτόν τον κόσμο. Ήμουν γεμάτος μίσος, σαν να βρισκόμουν μπροστά σε ένα πτώμα ακόμη ζεστό, που είχε το χρώμα της υγείας. Εκείνη τη στιγμή, με κυρίευσε μια βίαιη επιθυμία να ξεφύγω, έστω και μόνο για λίγο, από όλα όσα με περιστοίχιζαν. Όταν αποσύρθηκα από το δωμάτιο του Ηγούμενου, η επιθυμία έγινε ακόμη πιο έντονη και στάθηκε αδύνατον να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο. Πήρα το { Π Ϊ Ο Ξ Η Μ μου, το χαρτί περιτυλίγματος, και έφτιαξα ένα δέμα με το βουδιστικό μου λεξικό και τη φλογέρα που μου είχε δώσει ο Κασιουάγκι. Όταν ξεκίνησα για το πανεπιστήμιο κρατώντας αυτό το δέμα και το σακίδιό μου, η ιδέα της αναχώρησης απορροφούσε όλη μου τη σκέψη. 225
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Μπαίνοντας στη πύλη του πανεπιστημίου, χάρηκα που είδα τον Κασιουάγκι να περπατά μπροστά μου. Τον τράβηξα από το χέρι και τον οδήγησα στην άκρη του δρόμου. Του ζήτησα να μου δανείσει τρεις χιλιάδες γιεν και να πάρει το λεξικό και τη φλογέρα προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο θα έκρινε κατάλληλο. Δεν υπήρχε τώρα στο πρόσωπό του κανένα σημάδι της συνηθισμένης έκφρασης που έπαιρνε όταν έκανε τις παράδοξες παρατηρήσεις του - εκείνης της έκφρασης που θα μπορούσες να περιγράψεις ως βλέμμα φιλοσοφικής ευδαιμονίας. Με κοίταζε μισοκλείνοντας τα σκοτεινιασμένα του μάτια. «Θυμάσαι τη συμβουλή που δίνει ο Λαέρτης στον γιο του, στον "Άμλετ"; "Να μην είσαι ούτε οφειλέτης ούτε δανειστής. Γιατί συχνά ένα δάνειο σε κάνει να χάσεις, τόσο το ίδιο το δάνειο όσο και τον φίλο"». «Δεν έχω πια πατέρα», απάντησα. «Αν όμως δεν μπορείς, δεν πειράζει». «Δεν είπα ότι δεν μπορώ», είπε. «Να το κουβεντιάσουμε. Δεν είμαι βέβαιος κατά πόσο θα μπορούσα να μαζέψω σιγά σιγά τρεις χιλιάδες γιεν». Θέλησα προς στιγμήν να κατηγορήσω τον Κασιουάγκι για ό,τι είχα ακούσει από εκείνη τη γυναίκα που δίδασκε την τέχνη της τοποθέτησης των λουλουδιών, με άλλα λόγια για τον τρόπο του να αποσπά χρήματα από γυναίκες. Κατόρθωσα όμως να συγκρατηθώ. «Πρώτα απ' όλα, θα ήταν καλύτερα να σκεφτούμε πώς να διαθέσουμε το λεξικό και τη φλογέρα». Και λέγοντας αυτά τα λόγια, ο Κασιουάγκι έκανε απότομα μεταβολή και γύρισε στην πύλη. Γύρισα κι εγώ συνοδεύοντάς τον, αφού συντόνισα το βάδισμά μου με το δικό του αργό βήμα. Άρχισε να μιλά για έναν συμφοιτητή μας, πρόεδρο μιας πι226
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ατωτικής εταιρείας γνωστής ως Χικάρι Κλαμπ, που είχε συλληφθεί ως ύποπτος για ανάμειξη σε κάποιες δραστηριότητες της μαύρης αγοράς. Αφέθηκε ελεύθερος τον Σεπτέμβριο και, στη συνέχεια, είχε προφανώς δυσκολίες: η υπόληψη του είχε υποστεί ένα καίριο πλήγμα. Από τον Απρίλιο περίπου, ο Κασιουάγκι ενδιαφερόταν υπέρ το δέον γι' αυτόν τον πρόεδρο του Χικάρι Κλαμπ και συχνά αναφερόμασταν σε αυτόν. Πιστεύαμε ακράδαντα και οι δύο ότι εξακολουθούσε να έχει κάποια κοινωνική επιρροή και δεν περιμέναμε βέβαια ότι δυο εβδομάδες αργότερα θα αυτοκτονούσε. «Τι τα θέλεις αυτά τα λεφτά;» ρώτησε απότομα ο Κασιουάγκι. Περίεργη ερώτηση από την πλευρά του. «Θέλω να πάω κάπου, αν και δεν έχω συγκεκριμένο σκοπό». «Θα γυρίσεις;» «Πιθανόν». «Από πού θέλεις να ξεφύγεις;» «Θέλω να φύγω μακριά από όλο μου το περιβάλλον. Από την οσμή της αδυναμίας, που όλοι γύρω μου αναδίδουν τόσο έντονα. Ο Ηγούμενος είναι αδύναμος. Τρομερά αδύναμος. Το έχω καταλάβει κι αυτό». «Θέλεις να φύγεις μακριά και από τον Χρυσό Ναό;» «Ναι, αυτό είναι αλήθεια! Ακόμη και από τον Χρυσό Ναό». «Ακόμη κι αυτός είναι αδύναμος;» «Όχι. Και βέβαια δεν είναι. Αλλά είναι η πηγή όλων των άλλων αδυναμιών». «Μπα, έτσι νομίζεις», είπε ο Κασιουάγκι. Και, καθώς προχωρούσε με το ιδιαίτερα χορευτικό του βήμα, έκανε τη γλώσσα του να πλαταγίσει από χαρά. Τον ακολούθησα σε ένα μικρό παγερό παλαιοπωλείο, όπου πούλησε τη φλογέρα. Δεν τα κατάφερε να πάρει παρά μόνο τετρακόσια γιεν. Στη συνέχεια. 227
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
σταματήσαμε σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο και κατορθώσαμε να πουλήσουμε το λεξικό έναντι εκατό γιεν. Για τα δύο χιλιάδες πεντακόσια γιεν που απέμεναν, ο Κασιουάγκι με πήρε μαζί του στο επιπλωμένο δωμάτιό του. Δανείζοντας μου τα χρήματα, μου έκανε μια παράξενη υπόδειξη. Η φλογέρα, μου εξήγησε, ήταν ένα δανεικό αντικείμενο που του είχα επιστρέψει και το λεξικό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δώρο. Συνεπώς, δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να του παραδώσω ό,τι ήταν πράγματι δικό του, όπως και τα πεντακόσια γιεν που είχαν αποκτηθεί από την πώληση. Αν σε αυτά πρόσθετες τα δυόμισι χιλιάδες γιεν, το ποσό του δανείου θα έφτανε τις τρεις χιλιάδες. Γι' αυτά τα τρεις χιλιάδες γιεν, ο Κασιουάγκι επιθυμούσε να εισπράττει μηνιαίο τόκο ύψους 1θ%, μέχρις ότου εξοφληθεί το χρέος. Σε σύγκριση με το 34% που χρέωνε το Χικάρι Κλαμπ, αυτό το ποσοστό ήταν τόσο χαμηλό, κατά τη γνώμη του, ώστε η όλη συναλλαγή να αποτελεί ουσιαστικά μια εύνοια από την πλευρά του. Έβγαλε ένα κομμάτι χοντρού γιαπωνέζικου χαρτιού καιπο μελανοδοχείο του, και κατέγραψε επισήμως τους όρους του δανείου. Κατόπιν, μου είπε να αφήσω το αποτύπωμα του αντίχειρά μου πάνω στο έγγραφο. Λόγω του ότι δεν μου άρεσε να σκέφτομαι το μέλλον, έβαλα αμέσως τον αντίχειρά μου στο ταμπόν της σφραγίδας και τον πίεσα πάνω στο γραμμάτιο οφειλής. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά από ανυπομονησία. Φεύγοντας από το διαμέρισμα του Κασιουάγκι με τρεις χιλιάδες γιεν στην τσέπη, πήρα ένα λεωφορείο μέχρι το πάρκο Φουναόκα. Ανέβηκα γρήγορα τα πέτρινα σκαλοπάτια που καταλήγουν κοντά στο παρεκκλήσι Τατέισο. Λογάριαζα να τραβήξω έναν ιερό κλήρο ηιΐΐίΐιβ, προκειμένου να λάβω κάποια υπόδειξη για το ταξίδι μου. Στη βάση της σκάλας, μπορούσες να δεις το κυρίως κτήριο του παρεκκλησίου Γιοσιτέρου Ινάρι, βαμμένο φανταχτερά με κιννάβαρι, όπως και δυο πέτρινες αλεπού228
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
^(•ς περιφραγμένες με συρματόπλεγμα. Κάθε αλεπού είχε έναν κύλινδρο στο στόμα της, ενώ ακόμη και τα εσωτερικά των μυτι ροον, ορθωμένων αυτιών τους ήταν βαμμένα κόκκινα. Η μέρα ήταν ιδιαίτερα κρύα. Κάπου κάπου, ο άνεμος έποιλλε ανάμεσα στις λεπτές ηλιαχτίδες. Ο αδύναμος ήλιος άνοιγε δρόμο μέσ' από τα δέντρα κάνοντας τα σκαλοπάτια να <|)(ΐντάζουν σαν να είχε σκορπιστεί πάνω τους ένα λεπτό στρώμ(ί τέφρας. Μια τέφρα που φαινόταν ρυπαρή κάτω από το αμυδρό φως. Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλοπάτια δίχως να πάρω ανάσα κοιι έφτασα στη μεγάλη ανοιχτή αυλή, απέναντι από το παρεκκλήσι Τατέισο, μούσκεμα στον ιδρώτα. Μπροστά μου, μια ('ϊλλη σκάλα οδηγούσε στο ίδιο το παρεκκλήσι. Η επίπεδη στέγη, σκεπασμένη με κεραμίδια, έβγαινε μέχρι τα σκαλοπάτια. Και στις δυο πλευρές της πρόσβασης προς το παρεκκλήσι, μικρά πεύκα ήταν ελικωτά διατεταγμένα κάτω από τον χειμωνιάτικο ουρανό. Το παλιό ξύλινο κτήριο του γραφείου του παρεκκλησιού βρισκόταν δεξιά και, πάνω στην πόρτα, κρεμόταν μια ταμπέλα με τις λέξεις: «Ινστιτούτο Ερευνών για τη Μελέτη του Ανθρώπινου Πεπρωμένου». Ανάμεσα στο γραφείο και (ττην κυρίως αίθουσα λατρείας, υπήρχε ένα λευκό κελάρι και, λίγο πιο κει, κάποιοι σποραδικοί κέδροι αναπτύσσονταν κάτω (χπό τα κρύα και θολά σύννεφα που σκόρπιζαν πάνω μου το πένθιμο φως τους. Από δω, μπορούσες να έχεις μιαν άποψη των βουνών δυτικά του Κιότο. Η κύρια θεότητα που λατρευόταν στο παρεκκλήσι Τατέισο ήταν ο μεγάλος φεουδάρχης πολεμιστής Νομπουνάγκα. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Νομπουτάντα, είχε επίσης καθαγιαστεί ως αρωγός θεότητα. Επρόκειτο για ένα απλό παρεκκλήσι και το μόνο υποτυπώδες χρώμα ήταν το κόκκινο του κιγκλιδώματος που περιέβαλλε την κυρίως αίθουσα λατρείας. 229
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Ανέβηκα τα σκαλοπάτια και προσκύνησα τους θεούς. Κατόπιν, πήρα το παλιό εξαγωνικό κουτί που βρισκόταν σε ένα ράφι, δίπλα στο κιβώτιο προσφορών, και το κούνησα. Μια κομψά σκαλισμένη ράβδος από ινδοκάλαμο ξεπετάχτηκε από την τρύπα του επάνω μέρους του κουτιού. Είχε γραμμένον πάνω της με σινική μελάνη τον αριθμό «14». Γύρισα για να φύγω. «Δεκατέσσερα, δεκατέσσερα», σιγομουρμούριζα μέσα μου καθώς κατέβαινα τα σκαλοπάτια. Ο ήχος των συλλαβών έμοιαζε να πήζει ολοένα στη γλώσσα μου, αποκτώντας σιγά σιγά κάποιο νόημα. Κατευθύνθηκα προς την είσοδο του γραφείου του ναού και ανήγγειλα την παρουσία μου. Εμφανίστηκε μια μεσόκοπη γυναίκα. Φαίνεται πως έκανε μπουγάδα και έσπευσε να σκουπίσει τα χέρια της πάνω στην ποδιά της. Με πρόσωπο εντελώς ανέκφραστο, δέχτηκε το καθιερωμένο φιλοδώρημα των δέκα γιεν που της έβαλα στο χέρι. «Ποιος είναι ο αριθμός σας;» ρώτησε. «Το δεκατέσσερα». «Περιμένετε εκεί, παρακαλώ». Κάθισα στην ανοιχτή βεράντα και περίμενα. Σκεφτόμουν πόσο ανόητο ήταν να καθορίζεται η μοίρα μου από τα βρεγμένα και σκασμένα χέρια αυτής της γυναίκας. Ωστόσο, δεν είχε καμιά σημασία, αφού είχα έρθει στον ναό με τη συγκεκριμένη πρόθεση να διακινδυνεύσω αυτή την ανοησία. Από την άλλη πλευρά της χάρτινης συρτής πόρτας έφτανε στ' αυτιά μου ο καμπανιστός ήχος του μεταλλικού κρίκου πάνω σε ένα παλιό συρτάρι, καθώς η γυναίκα προσπαθούσε προφανώς να το τραβήξει με μεγάλη δυσκολία. Στη συνέχεια, άκουσα να σκίζεται ένα κομμάτι χαρτί και, ένα λεπτό αργότερα, είδα τη συρτή πόρτα να μισανοίγει. «Ορίστε», είπε εκείνη δίνοντάς μου το λεπτό χαρτί. Ύστε230
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
έκλεισε άλλη μια φορά την πόρτα. Το βρεγμένο χέρι της ά(()ΐΐσε σε μια γωνιά ένα υγρό σημάδι. Διάβασα το χαρτί. «Αριθμός δεκατέσσερα - κακότυχος», έλεγε. «Λν είσαι εδώ, οι Μύριοι Θεοί θα σε καταστρέψουν εντελώς. » 0 Πρίγκιπας Οκούνι, έχοντας υποστεί τη δοκιμασία της κίχυτής πέτρας, των μπηγμένων μέσα του βελών και άλλα βα(ΐανιστήρια, έφυγε από αυτή την Επαρχία, ακολουθώντας τις εντολές των Πατρογονικών Θεών του. Εδώ βρίσκεται για σέν(χ ένας κακός οιωνός της μυστικής φυγής». Η τυπωμένη από κάτω ερμηνεία αναφερόταν σε όλων των ί· ιδών τις δοκιμασίες και στην επικείμενη αβεβαιότητα. Δεν με (()όβισε. Κοίταξα ανάμεσα στα διάφορα θέματα που ήταν γραμμένα στο κάτω μισό του χαρτιού και βρήκα το σχετικό με τα ταξίδια. «Ταξίδι - άτυχο. Ειδικότερα, απόφυγε να ταξιδέψεις προς τ()ΐ βορειοδυτικά». Διαβάζοντάς το, αποφάσισα να φύγω για ταξίδι ακριβώς προς τα βορειοδυτικά.
Το τραίνο για την Τσουρούγκα έφυγε από τον σταθμό του Κιότο στις εφτά παρά πέντε το πρωί. Η ώρα έγερσης στον ναό ήταν πέντε και μισή. Όταν ξύπνησα, το πρωί της δεκάτης του μηνός, φόρεσα αμέσως τη φοιτητική μου στολή. Σε κανέναν δεν δημιουργήθηκαν υποψίες. Όλοι είχαν συνηθίσει να καμώνονται ότι δεν με βλέπουν. Με το χάραμα, επικρατούσε πάντα κάποια σύγχυση στον ναό. Μερικοί ήταν απασχολημένοι με το σκούπισμα, άλλοι με το σφουγγάρισμα. Μέχρι τις έξι και μισή, ο χρόνος όλων μας αφιερωνόταν σε δραστηριότητες γύρω από το καθάρισμα. 231
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Βγήκα έξω και άρχισα να σκουπίζω την μπροστινή αυλή. Σχεδίαζα να ξεκινήσω αμέσως από τον ναό δίχως να φοβηθώ τίποτε, να εξαφανιστώ ως δια μαγείας. Η σκούπα μου κι εγώ προχωρήσαμε στο κακοτράχαλο μονοπάτι με τα χαλίκια, μόλις" ορατό μέσα στο αυγινό φως. Ξαφνικά, η σκούπα θα έπεφτε καταγής, εγώ θα εξαφανιζόμουν και δεν θα απέμενε τίποτε στο θαμπό φως εκτός από τα άσπρα χαλίκια στο μονοπάτι. Έτσι είχα φανταστεί την αναχώρησή μου. Γι' αυτό τον λόγο, δεν αποχαιρέτισα τον Χρυσό Ναό. Είχε ιδιαίτερη σημασία να αποσπαστώ απότομα, μακριά από ολάκερο το περιβάλλον μου - περιβάλλον που, άλλωστε, συμπεριλάμβανε και τον Χρυσό Ναό. Σιγά σιγά, κατηύθυνα τη σκούπα προς την κυρία πύλη. Μέσ' από τα κλαδιά των πεύκων έβλεπα τα πρωινά αστέρια. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Τώρα, πρέπει να φύγω. Η λέξη έμοιαζε σχεδόν να τριγυρίζει στον αέρα. Ό,τι κι αν συνέβαινε, έπρεπε να φύγω, να εγκαταλείψω το περιβάλλον μου και την ιδέα της ομορφιάς που με είχε αλυσοδέσει, να αφήσω το απόμερο σκοτάδι μέσα στο οποίο είχα ζήσει και, συγχρόνως, να απαρνηθώ το τραύλισμά μου και όλες τις άλλες συνθήκες της ύπαρξής μου. Η σκούπα έπεσε από τα χέρια μου μέσα στη σκοτεινιά της χλόης, έτσι όπως πέφτει το ώριμο φρούτο από το δέντρο. Περπάτησα προς την κυρία πύλη στα κλεφτά, κρυμμένος πίσω από τα δέντρα. Μόλις τη διάβηκα, το έβαλα στα πόδια όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Το πρώτο πρωινό λεωφορείο έτρεχε ολοταχώς. Ανέβηκα. Λίγοι επιβάτες βρίσκονταν μέσα. Προφανώς εργάτες. Αφέθηκα στο ηλεκτρικό φως που ξεχυνόταν πάνω μου με όλη του τη δύναμη. Ένιωθα σαν να μην είχα βρεθεί ποτέ σε έναν χώρο τόσο φωτεινό. Θυμάμαι ζωηρά τις λεπτομέρειες του ταξιδιού μου. Δεν εί232
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
χα (ρύγει χωρίς προορισμό. Κατέληξα να πάω σε μια περιοχή (>π()υ είχα πάει κάποτε, σε μια σχολική εκδρομή, την εποχή του Ι'ι»(ΐνασίου. Κι όμως, όσο πλησίαζα σιγά σιγά, τα αισθήματα της αναχώρησης και της απελευθέρωσης ϊ\ταν τόσο έντονα μέ(Τ(* μου, λες και πήγαινα σε έναν άγνωστο προορισμό. Παρότι ταξίδευα στη γνωστή σιδηροδρομική γραμμή που Χίΐΐτέληγε στην πόλη μου, το γεμάτο καπνιά παλιό βαγόνι δεν }ΐου είχε φανεί ποτέ τόσο παράξενο. Πράγματι, ποτέ δεν το είχα δει με χρώματα τόσο δροσερά. Ο σταθμός, η σφυρίχτρα, ακ()μη και οι στριγκλιές του μεγαφώνου που αντηχούσαν στον (ΐέρα της αυγής, κοντολογίς όλα επαναλάμβαναν ένα και μόνο συναίσθημα, και το ενίσχυαν εκθέτοντας μπροστά στα μάτια μου μια εκτυφλωτική, λυρική θέα. Ο πρωινός ήλιος έκοβε τη μεγάλη πλατφόρμα σε τμήματα. Ο ήχος των παπουτσιών που έτρεχαν κατά μήκος της πλατφόρμας, το επίμονο, μονότονο χτύπημα της καμπάνας του σταθμού, ο κρότος ενός ξύλινου τίτόκαρου που σπάζει, το χρώμα ενός μανταρινιού που κάποιος πωλητής της πλατφόρμας ξεχώρισε από το καλάθι του και το σήκωσε ψηλά επιδεικνύοντάς το, όλα αυτά μου φαίνονταν ααν υποδείξεις ή οιωνοί του μεγάλου αυτού γεγονότος με το οποίο είχα καταπιαστεί. Κάθε τμήμα του σταθμού, όσο μικροσκοπικό κι αν ήταν, ε(ττιαζόταν στο συναίσθημα του αποχωρισμού και της αναχα)ρησης που δέσποζε μέσα μου. Με ευγένεια και μια υπέρτατη γαλήνη, η πλατφόρμα άρχισε να απομακρύνεται. Το ένιωθα. Ναι, ένιωθα πως η συγκεκριμένη αυτή επιφάνεια, μια επιφάνεια ανέκφραστη, φωτιζόταν από το αντικείμενο που έφευγε, την αποχωριζόταν, ξεμάκραινε. Στηριζόμουν στο τραίνο. Περίεργη έκφραση, αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να διασφαλίσω την απίστευτη σκέψη ότι η «κατάστασή» μου μετακινιόταν σιγά σιγά, παρασυρόμε233
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
νη μακριά από τον σταθμό του Κιότο. Πλαγιάζοντας στον ναό, κάθε νύχτα, άκουγα τη σφυρίχτρα των φορτηγών τραίνων που περνούσαν από κοντά του και ήταν φυσικό να με παραξενεύει το γεγονός ότι τώρα καθόμουν εγώ ο ίδιος σε ένα από κείνα τα τραίνα που δίχως άλλο ξεμάκραιναν μέρα νύχτα. Τρέχαμε τώρα κι εμείς δίπλα στον ποταμό Χόζου, που τον είχα δει εδώ και πολύ καιρό, όταν ταξίδευα σε ένα ίδιο τραίνο μαζί με τον άρρωστο πατέρα μου. Η περιοχή από δω μέχρι τη Σονόμπε, δυτικά των οροσειρών Ατάγκο και Αρασιγιάμα, είχε κλίμα εντελώς διαφορετικό από ό,τι η πόλη του Κιότο, προφανώς αποτέλεσμα των ρευμάτων του αέρα. Στη διάρκεια των τριών τελευταίων μηνών του έτους, μια καταχνιά ανέβαινε μονίμως από τον ποταμό Χόζου, γύρω στις έντεκα τη νύχτα, σκεπάζοντας ολόκληρη την περιοχή μέχρι τις δέκα περίπου το επόμενο πρωί. Η ομίχλη επέπλεε ανεβαίνοντας σχεδόν χωρίς ανάπαυλα από το ποτάμι. Οι αγροί απλώνονταν συγκεχυμένα και από τις δυο πλευρές του τραίνου και τα τμήματά τους που είχαν θεριστεί είχαν το πρασινωπό χρώμα της μούχλας. Λίγα σκόρπια δέντρα, όλα διαφορετικά σε μέγεθος και ύψος, φύτρωναν στις κορυφογραμμές ανάμεσα στους ορυζώνες. Τα χαμηλότερα κλαδιά και τα φύλλα τους ήταν όλα κομμένα και χράθες (γνωστές σε αυτή την περιοχή ως «ατμοθάλαμοι») τυλίγονταν γύρω από τους λεπτούς κορμούς, έτσι ώστε τα δέντρα που ξεπετάγονταν το ένα πίσω από το άλλο μέσ' από την ομίχλη να μοιάζουν με δέντραφαντάσματα. Κάποια στιγμή, μια πελώρια ιτιά φάνηκε με εκπληκτική καθαρότητα πολύ κοντά στο παράθυρο του τραίνου. Στο βάθος, βρισκόταν η γκρίζα, σχεδόν αδιόρατη έκταση των ορυζώνων. Βαριά κρέμονταν τα υγρά φύλλα της ιτιάς και ολόκληρο το δέντρο σειόταν ελαφρά μέσα στην καταχνιά. Η διάθεσή μου, τόσο χαρούμενη όταν έφυγα από το Κιότο, 234
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πίχρασυρόταν τώρα από τις αναμνήσεις των νεκρών. Αναπολώντας την Ουίκο, τον πατέρα μου και τον Τσουρουκάουα, μια ανείπωτη τρυφερότητα γεννιόταν μέσα μου και αναρωτιό[ίουν μήπως οι μόνες ανθρώπινες υπάρξεις που μπόρεσα να αγαπήσω ήταν στην πραγματικότητα οι νεκροί. Έτσι κι αλλιώς, ήταν πολύ πιο εύκολο να αγαπηθούν, σε σύγκριση με τους ζωντανούς! Το βαγόνι της τρίτης θέσης δεν είχε πολύ κόσμο. Κάθονταν εκεί εκείνοι -όσοι ήταν δύσκολο να αγαπηθούν-, ξεφυσώντας με ζέση τον καπνό των τσιγάρων τους ή ξεφλουδίζοντας μανταρίνια. Δίπλα μου καθόταν ένας γέροντας υπάλληλος, που (χνήκε πιθανότατα σε κάποιον δημόσιο οργανισμό. Μιλούσε δυνατά με έναν άλλο. Φορούσαν κι οι δυο τους παλιά, άκομι|)α κοστούμια και πρόσεξα πως ένα κομμάτι σκισμένης ριγωτής φόδρας περίσσευε από το ένα τους μανίκι. Για άλλη μια (ρορά, μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι η μετριότητα δεν μειώνεται ούτε κατά το ελάχιστο όταν οι άνθρωποι γερνούν. Εκείνες οι ρυτιδωμένες, ηλιοκαμένες, χωριάτικες φάτσες, οι Αραχνιασμένες από το ποτό φωνές, θα έλεγες ότι εκφράζουν την ουσία ενός συγκεκριμένου τύπου μετριότητας. Συζητούσαν για το ποιον θα μπορούσαν να βρουν προκειμένου να συνεισφέρει στον δημόσιο οργανισμό τους. Ένας φαλακρός ηλικιωμένος καθόταν λίγο πιο κει. Το βλέμμα του ήταν ατάραχο. Δεν ανακατεύτηκε στη συζήτηση, μονάχα σκούπιζε τα χέρια του με ένα βαμβακερό μαντίλι, που το αρχικό του χρώμα ήταν άσπρο αλλά είχε τώρα κιτρινίσει από τα αμέτρητα πλυσίματα. «Κοιτάξτε τα χέρια μου!» μουρμούρισε. «Βρομίζουν από την καπνιά εδώ που κάθομαι. Είναι ενοχλητικό!» «Έγραψες κάποτε στην εφημερίδα για την καπνιά, έτσι δεν είναι;» είπε κάποιος άλλος μπαίνοντας στη συζήτηση. 235
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Όχι», είπε ο φαλακρός, «στ' αλήθεια όμως, όλη αυτή η καπνιά με ενοχλεί!» Αν και δεν τους έδινα καθόλου προσοχή, τα λόγια τους έφταναν στ' αυτιά μου. Άκουγα ότι, τόσο ο Χρυσός Ναός όσο και ο Αργυρός, έκαναν συνεχώς την εμφάνισή τους στη συζήτηση των ανθρώπων. Όλοι συμφωνούσαν ότι θα έπρεπε να επιτύχουν ουσιαστικές συνεισφορές από τους δύο αυτούς ναούς. Μολονότι τα έσοδα του Αργυρού Ναού ήταν μονάχα τα μισά από εκείνα του Χρυσού, επρόκειτο για ένα ποσόν πολύ σημαντικό. Το ετήσιο εισόδημα του Χρυσού Ναού, για παράδειγμα, είπε κάποιος, πιθανόν να είναι πάνω από πέντε εκατομμύρια γιεν. Το πραγματικό κόστος της φροντίδας του ναού, σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές της λειτουργίας Ζεν -συμπεριλαμβανομένου και του κόστους του ηλεκτρικού και του νερού-, δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις διακόσιες χιλιάδες. Τι συνέβη λοιπόν με το ισοζύγιο; Είναι πολύ απλό! Ο Ηγούμενος άφηνε τους ακολούθους και τους μαθητευόμενους να σιτίζονται με κρύο ρύζι, ενώ ο ίδιος έβγαινε κάθε βράδυ έξω και ξόδευε χρήματα στις γκέισες της περιοχής Γκιόν. Και να σκεφτεί κανείς πως οι ναοί ήταν απαλλαγμένοι από τους φόρους. Ήταν ακριβώς σαν να είχαν δικαιώματα ετεροδικίας. Μάλιστα, αυτοί οι ναοί θα έπρεπε να εξαναγκάζονται ανελέητα να δίνουν τις εισφορές τους! Έτσι συνεχιζόταν η συζήτησή τους. Όταν τέλειωσαν, ο γερο-φαλακρός, που ακόμη σκούπιζε τα χέρια στο μαντίλι του, είπε: «Είναι πράγματι ενοχλητικό!» Και αυτή η φράση έκλεισε τη συζήτηση. Δεν υπήρχε ίχνος καπνιάς στα χέρια του, που είχαν σκουπιστεί σχολαστικά και ανέδιδαν τη γυαλάδα ενός διακοσμητικού γλυπτού ηβί^αΐίο. Έτσι έτοιμα, τα χέρια του έμοιαζαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με ένα ζευγάρι γάντια. 236
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Ίσως φανεί παράξενο, αλλά ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν σε επαφή με τη δημόσια επίκριση. Στον Χρυσό Ναό, όλοι ανήκαμε στον κόσμο του κλήρου. Ακόμη και το πανεπιστήμιο ήταν μέρος αυτού του κόσμου. Δεν είχε συμβεί ποτέ να (χνταλλάξουμε κρίσεις όσον αφορά τον ναό. Κι όμως, αυτή η συνδιάλεξη των γέρων δημόσιων υπαλλήλων δεν με εξέπληξε καθόλου. Καθετί που είχαν πει μου είχε φανεί αυτονόητο. Έτρωγαν κρύο ρύζι. Ο Ηγούμενος επισκεπτόταν την περιοχή Γκιόν. Όλα βρίσκονταν στα πλαίσια του φυσιολογικού. Εκείνο όμως που με γέμιζε με απερίγραπτη οργή ήταν ότι κι εγώ ο ίδιος θα γινόμουν κατανοητός με τον κώδικα συνεννόησης που επιδείκνυαν οι γέροι εκείνοι υπάλληλοι. Το γεγονός ότι θα γινόμουν κατανοητός μέσ' από τα δικά τους λόγια μου ήταν ανυπόφορο. Και αυτό, γιατί τα δικά μου ήταν άλλου είδους. Μην ξεχνάτε, σας παρακαλώ, πως ακόμη και όταν είδα τον Ηγούμενο να περπατά με εκείνη την γκέισα της Γκιόν, δεν παρασύρθηκα ούτε κατά το ελάχιστο από το μίσος. Η συνομιλία των γερόντων υπαλλήλων έφυγε από το μυαλό μου, αφήνοντάς μου μονάχα ένα αμυδρό μίσος και μια παρατεταμένη μυρωδιά μετριότητας. Δεν είχα καμιά πρόθεση να ζητήσω δημόσια υποστήριξη για τις σκέψεις μου. Ούτε σκόπευα να εξασφαλίσω ένα περίγραμμα για τις ιδέες μου, που ίσως να τις έκανε πιο κατανοητές στον κόσμο. Όπως έχω πει επανειλημμένα, το γεγονός ότι δεν με καταλάβαιναν οι άλλοι αποτελούσε τον κύριο λόγο της ύπαρξής μου. Η πόρτα του βαγονιού άνοιξε και εμφανίστηκε ένας πωλητής με ένα μεγάλο καλάθι κρεμασμένο στο λαιμό του. Ανήγγειλε τα εμπορεύματά του με βραχνή φωνή. Ξαφνικά αισθάνθηκα να πεινάω και αγόρασα ένα κουτί με φαγητό. Αντί για ρύζι, είχε πράσινο φιδέ με φύκια. Παρότι η καταχνιά είχε διαλυθεί, δεν υπήρχε στον ουρανό καμιά διαύγεια. Στους πρόπο237
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
δες των βουνών Τάμπα, έβλεπα τις μουριές να αναπτύσσονται στην άγονη γη. Και ακόμη, ξεχώριζα τα σπίτια όπου έμεναν όσοι δούλευαν στη χαρτοποιία. Ο κόλπος του Μαϊζούρου. Το όνομα με συγκίνησε όπως με συγκινούσε και τότε. Δεν είμαι σίγουρος γιατί. Από την παιδική μου ηλικία, τις μέρες κοντά στο χωριό Σιρακού, το «Μαϊζούρου» είχε γίνει ένα είδος γενικού όρου για τη θάλασσα που δεν τη βλέπεις, φτάνοντας τελικά στο σημείο να αντιπροσωπεύει αυτή καθαυτή την απειλή της. Η αθέατη θάλασσα μπορούσε να φανεί καθαρά από την κορφή του όρους Αόμπα, που υψωνόταν πίσω από το χωριό Σιρακού. Είχα σκαρφαλώσει δύο φορές σε εκείνο το βουνό. Τη δεύτερη, είδα το συνδυασμό της ναυτικής μοίρας που έτυχε να είναι αγκυροβολημένη στον Ναυτικό Λιμένα του Μαϊζούρου. Τα πλοία που ήταν αραγμένα στον αστραφτερό κόλπο ίσως και να αποτελούσαν μέρος κάποιας μυστικής διάταξης δυνάμεων. Καθετί που περιέβαλλε αυτή τη μοίρα είχε να κάνει με τη μυστικότητα και δεν μπορούσες παρά να αναρωτηθείς αν όντως υπήρχε στόλος. Κατά συνέπεια, η συνδυασμένη ναυτική μοίρα που είδα από μακριά έμοιαζε σαν σμήνος από μεγαλόπρεπα μαύρα θαλασσοπούλια που τα γνώριζε κανείς μόνον κατ' όνομα και ίσως, το πολύ πολύ, να τα είχε δει σε φωτογραφίες. Έδειχναν να απολαμβάνουν μια μυστική κολύμβηση στον κόλπο, κάτω από το άγρυπνο μάτι ενός άγριου γέρικου πουλιού, αγνοώντας, δήθεν μακαρίως, ότι τα παρακολουθούσαν. Η φωνή του εισπράκτορα με επανέφερε στην πραγματικότητα. Είχε μπει μέσα και ανήγγελλε τον επόμενο σταθμό: δυτικό Μαϊζούρου. Ανάμεσα στους επιβάτες δεν υπήρχε τώρα ούτε ένας από εκείνους τους ναυτικούς που έσπευδαν στο παρελθόν να πάρουν τον σάκο τους στους ώμους. Οι μόνοι που 238
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
(•τοιμάζονταν να βγουν από το τραίνο -εκτός, βέβαια, από μένα- ήταν ελάχιστοι άνθρωποι που έμοιαζαν με μαυραγορίτες. Όλα είχαν αλλάξει - επρόκειτο για κάποιο ξένο λιμάνι. Οι (χγγλόφωνες ταμπέλες ανθούσαν απειλητικά στο σταυροδρόμι κ(χι πολυάριθμα αμερικανικά στρατεύματα κινούνταν τριγύρ(ο. Κάτω από τον συννεφιασμένο χειμωνιάτικο ουρανό, μια κρύα, φορτωμένη με αλάτι αύρα φυσούσε στον δρόμο, κατα(τκεύασμένον με ένα ιδιαίτερο πλάτος για στρατιωτικούς σκοπούς. Ανέδιδε μάλλον την ανόργανη μυρωδιά του σκουρια(τμένου σίδερου, παρά την πνοή της θαλάσσιας αύρας. Η στενή λωρίδα του νερού που οδηγούσε σαν κανάλι στο κέντρο της πόλης, η ακίνητη επιφάνειά του, το μικρό αμερικανικό πολε[ΐικό σκάφος, δεμένο στην ακτή, κοντολογίς όλα δημιουργού(ταν αναμφισβήτητα μιαν αίσθηση ειρήνης. Ωστόσο, ένα υπερβολικό σύστημα υγιεινής είχε αφαιρέσει από το λιμάνι το προηγούμενο ανήσυχο φυσικό του σφρίγος, κάνοντας ολόκληρη την πόλη να μοιάζει με κάτι σαν νοσοκομείο. Δεν το περίμενα, στην καινούργια μου συνάντηση μαζί της, η θάλασσα να μου φανεί τόσο οικεία, αν και θα μπορούσε κάλλιστα να φτάσει από πίσω ένα τζιπ και να με σπρώξει στο νερό, απλώς για αστείο. Όταν τη σκέφτομαι τώρα, συνειδητοποιώ πως η παρόρμηση για το ταξίδι μου έκλεινε μέσα της κάποιο δικό της κάλεσμα. Δεν επρόκειτο βέβαια για ένα τεχνητό λιμάνι, όπως εκείνο του Μαϊζούρου, αλλά για μια θάλασσα αφηνιασμένη που διατηρούσε ακόμη το πρωταρχικό της σφρίγος, όπως εκείνη που είχα έρθει σε επαφή μαζί της στην παιδική μου ηλικία, στο σπίτι μου, στο ακρωτήρι Ναριού. Ναι, ήταν η ευέξαπτη, πηχτή θάλασσα, πάντοτε οργισμένη, που τη συναντάς κατά μήκος της ακτής της Θάλασσας της Ιαπωνίας. Έτσι, αποφάσισα να πάω στη Γιούρα. Μολονότι η ακτή γεμίζει λουόμενους την εποχή του καλοκαιριού, τώρα θα είναι 239
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
σίγουρα έρημη και δεν θα υπάρχει τίποτε παρά μόνον η θάλασσα και η στεριά, σκοτεινές δυνάμεις που αντιμάχονται η μια την άλλη. Από το δυτικό Μαϊζούρου μέχρι τη Γιούρα, η απόσταση ήταν λίγο περισσότερο από εφτά μίλια. Τα πόδια μου μόλις που θυμούνται τον δρόμο. Ο δρόμος ακολουθούσε το χαμηλότερο τμήμα του κόλπου δυτικά του Μαϊζούρου, έτεμνε σε ορθή γωνία τη Γραμμή Μιγιάζου, διέσχιζε το πέρασμα του Τακατζίρι και έβγαινε στον ποταμό Γιούρα. Κατόπιν, αφού διέσχιζε τη γέφυρα Οκάουα, ακολουθούσε το ποτάμι προς βορράν, κατά μήκος της δυτικής όχθης. Από κει και πέρα, απλώς πήγαινε με τη ροή του ποταμού, φτάνοντας μέχρι τις εκβολές του στη θάλασσα. Εγκατέλειψα την πόλη και άρχισα να προχωρώ στον δρόμο. Ένιωσα τα πόδια μου βαριά και αναρωτήθηκα: «Τι θα βρω άραγε στη Γιούρα; Τι είδους απόδειξη περιμένω να βρω, αντάξια όλης αυτής της προσπάθειας που καταβάλλω; Σίγουρα δεν θα υπάρχει εκεί παρά μόνο μια προέκταση της Θάλασσας της Ιαπωνίας και μια ερημική ακτή». Παρ' όλα αυτά, τα πόδια μου δεν έλεγαν να ανακόψουν την ταχύτητά τους. Προσπαθούσα να φτάσω κάπου, οπουδήποτε. Το όνομα του τόπου για τον οποίο είχα ξεκινήσει δεν είχε ούτε την ελάχιστη σημασία. Εμπνεόμουν από το θάρρος -από ένα θάρρος σχεδόν ανήθικο- για να αντιμετωπίσω τον προορισμό μου, όποιος κι αν ήταν. Πού και πού, οι απαλές δέσμες του ήλιου γλιστρούσαν άστατα και οι ήρεμες αχτίδες τους έλαμπαν θελκτικά μέσ' από τα κλαδιά των μεγάλων ΙίογαΜ, δίπλα στον δρόμο. Εντελώς ανεξήγητα, ένιωσα ότι δεν θα μπορούσα να χασομερήσω. Δεν είχα χρόνο για ανάπαυση. Αντί να βρω μια ήρεμη πλαγιά που να κατεβαίνει σε ένα πλατύ φαράγγι, είδα ξαφνικά τον ποταμό Γιούρα στο βουνό, 240
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
μέσα από ένα στενό μονοπάτι. Το νερό ήταν γαλάζιο και, παρ' όλο το πλάτος του ποταμού, αργοκυλούσε κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό, σαν να σερνόταν απρόθυμα προς τη θάλασσα. Όταν έφτασα στη δυτική όχθη, δεν υπήρχε στον δρόμο ούτε ένα αυτοκίνητο, ούτε ένας πεζός. Κατά διαστήματα, διέκρινα κάποιον πορτοκαλεώνα στις παρυφές, αλλά δεν φαινόταν ψυχή. Καθώς περνούσα το μικρό χωριουδάκι Καζούε, άκουσα τον θόρυβο της χλόης που παραμέριζε. Ήταν ένας σκύλος, που μόνο το πρόσωπό του ξεπρόβαλλε μέσ' από το χορτάρι. Οι τρίχες στο πάνω μέρος της μύτης του ήταν μαύρες. Ήξερα πως, σύμφωνα με μια αρκετά αμφισβητούμενη παράδοση, αυτή η περιοχή ήταν ονομαστή ως τόπος διαμονής του παλιού εκείνου πυργοδεσπότη, του Σάνσο Νταγιού. Δεν είχα όμως την πρόθεση να σταματήσω εκεί και προσπέρασα δίχως καν να δώσω σημασία. Γιατί το μόνο που κοίταζα ήταν το ποτάμι. Καταμεσής του, βρισκόταν ένα μεγάλο νησί, περιτριγυρισμένο από μπαμπού. Παρότι υπήρχε τέλεια άπνοια στο δρόμο, τα μπαμπού στο νησί είχαν λυγίσει από τον άνεμο. Το νησί είχε τέσσερις ή πέντε ορυζώνες, που ποτίζονταν από το βροχόνερο. Ωστόσο, δεν υπήρχε ούτε ένας αγρότης. Ο μόνος άνθρωπος που έβλεπα ήταν κάποιος που στεκόταν με γυρισμένη την πλάτη, κρατώντας μια πετονιά. Εδώ και αρκετή (ί)ρα, δεν είχα δει κανέναν άλλο. Ένιωσα μια κάποια φιλική διάθεση γι' αυτόν. Φαίνεται πως ψάρευε κέφαλους. Στην προκειμένη περίπτωση, σκέφτηκα, δεν θα πρέπει να βρίσκομαι πολύ μακριά από τον ποταμόκολπο. Το δυνατό θρόισμα των μπαμπού, καθώς λύγιζαν με τον άνεμο, κατέπνιγε τον θόρυβο του νερού. Κάτι σαν καταχνιά σηκώθηκε πάνω από το νησί: προφανώς, είχε αρχίσει να βρέχει. Οι σταγόνες της βροχής ζωντάνεψαν την ξεραμένη όχθη 241
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
του ποταμού και, πριν το αντιληφθώ, άρχισαν να πέφτουν πάνω μου. Καθώς στεκόμουν αγναντεύοντας το νησί και μουσκεύοντας σιγά σιγά, πρόσεξα ότι τώρα δεν υπήρχε ούτε ίχνος βροχής λίγο πιο πέρα. Ο άνθρωπος που ψάρευε δεν είχε μετακινηθεί καθόλου από την πρώτη φορά που τον είδα. Γρήγορα, η νεροποντή ξεμάκρυνε κι από κοντά μου. Σε κάθε στροφή του δρόμου, τα σπάρτα και τα φθινοπωριάτικα λουλούδια σκέπαζαν το οπτικό μου πεδίο. Γρήγορα όμως, θα έφτανα στο μέρος όπου θα ανοίγονταν μπροστά στα μάτια μου οι εκβολές του ποταμού. Ένας υπερβολικά κρύος θαλασσινός αέρας με χτύπησε στο πρόσωπο. Ο Γιούρα αποκάλυπτε μια πληθώρα από ερημονήσια κοντά στις εκβολές του. Το νερό του ποταμού ζύγωνε, βέβαια, στη θάλασσα και είχε ήδη γίνει ένα με το αρμυρό νερό, αλλά η επιφάνειά του γινόταν όλο και πιο ήρεμη, χωρίς να προμηνά αυτό που ερχόταν - ακριβώς σαν ένα πρόσωπο που λιποθύμησε και πεθαίνει δίχως να ανακτήσει τις αισθήσεις του. Ο ποταμόκολπος ήταν απροσδόκητα στενός. Η θάλασσα κειτόταν εκεί, αδιόρατα ανακατεμένη με τους μαύρους σωρείτες, και έλιωνε σαν να εισέβαλε μέσα στο ποτάμι. Για να αποκτήσω μια αίσθηση αφής με αυτή τη θάλασσα, θα έπρεπε να διανύσω ακόμη μια μεγάλη έκταση, με τον άνεμο να πνέει άγρια κατά πάνω μου μέσ' από τους κάμπους και τους ορυζώνες. Ο άνεμος χάραζε τα σχέδιά του πάνω σε ολόκληρη την υδάτινη επιφάνεια. Εξαιτίας της έχανε τη βίαιη ενέργειά του στους έρημους αγρούς. Και η θάλασσα που σκέπαζε τη χειμωνιάτικη αυτή περιοχή ήταν -θαρρείς- από αχνό. Μια θάλασσα αδιάλλακτη, δεσποτική, αθέατη. Πέρα από το στόμιο του ποταμού, τα κύματα αποτραβήχτηκαν αποκαλύπτοντας βαθμιαία την έκταση της γκρίζας επιφάνειας. Ένα νησί σχηματίστηκε σαν ημίψηλο, σκληρό κα242
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πέλο, επιπλέοντας στο ποτάμι. Ήταν η νήσος Καμμούρι, που (χποτελούσε προφανώς την κατοικία των σπάνιων πτηνών ο(ΐίζοννάγκί. Αποφάσισα να πάω σε έναν από τους αγρούς. Κοίταξα γύρω μου. Ο τόπος είχε ερημώσει. Εκείνη τη στιγμή, μια σκέψη πέρασε σαν αστραπή από τον νου μου. Μόλις όμως τη συνειδητοποίησα, χάθηκε και την έχασα κι εγώ. Στάθηκα εκεί για λίγο. Ο παγωμένος αέρας που φυσούσε πάνω στο σώμα μου μού είχε κλέψει όλη μου τη σκέψη. Άρχισα να περπατώ μέσα (ττον άνεμο. Οι φτωχικοί αγροί χάνονταν μέσα στην πετρώδη, (χγονη γη. Το χορτάρι είχε ξεραθεί. Το μόνο αμάραντο πράσινο ήταν εκείνο κάποιων αγριόχορτων, όπως τα βρύα που προ(τκολλώνται στο έδαφος, ή ακόμη, κάποια άλλα με όψη συρρικνωμένη. Το χώμα ήταν κιόλας ανάκατο με άμμο. Άκουσα έναν υπόκωφο, τρεμουλιαστό θόρυβο. Ύστερα, αντήχησαν στ' αυτιά μου ανθρώπινες φωνές. Τις άκουσα στρέφοντας τα νώτα μου στον άγριο άνεμο και ατενίζοντας πίσω μου την κορφή του Γιουραγκατάκε. Κοίταξα ολόγυρά μου για να δω ανθρώπινα πλάσματα. Ένα μικρό μονοπάτι έβγαζε κάτω στην παραλία, κατά μήκος των χαμηλών βράχων. Ήξερα ότι άρχιζαν σιγά σιγά να γίνονται έργα για να προστατευθούν οι βράχοι από την εκτεταμένη διάβρωση. Κολόνες από τσιμέντο ήταν σπαρμένες εδώ κι εκεί σαν άσπροι σκελετοί και υπήρχε μια παράξενη δροσιά στο χρώμα του καινούργιου τσιμέντου που ερχόταν σε αντίθεση με την άμμο. Ο υπόκωφος, τρεμουλιαστός θόρυβος ερχόταν από την μπετονιέρα, καθώς αυτή άδειαζε το τσιμέντο στον σκελετό. Ενώ περνούσα με τη φοιτητική μου στολή, μια ομάδα από εργάτες με κοκκινισμένες μύτες με κοίταξαν περίεργα. Έριξα μια ματιά προς την κατεύθυνσή τους. Σε αυτό περιορίστηκαν οι ανθρώπινοι χαιρετισμοί ανάμεσά μας. 243
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Η θάλασσα αποτραβιόταν απότομα από την ακτή σε σχήμα κώνου. Διασχίζοντας τη γρανιτένια άμμο, προχωρούσα προς την όχθη του νερού. Η σκέψη ότι πορευόμουν βήμα προς βήμα προς το μοναδικό νόημα που είχε περάσει αστραπιαία από τον νου μου πριν λίγη ώρα με έκανε να πλημμυρίσω από χαρά. Ο άνεμος ήταν παγωμένος και, καθώς δεν φορούσα γάντια, τα χέρια μου είχαν κοκαλώσει. Ωστόσο, μου ήταν εντελώς αδιάφορο. Ναι, ήταν όντως η ακτή της Θάλασσας της Ιαπωνίας! Εδώ βρισκόταν η πηγή της δυστυχίας μου και όλων των ζοφερών μου σκέψεων, η αρχή όλης μου της ασχήμιας και της δύναμης. Η θάλασσα ήταν μανιασμένη. Κύματα ξεχύνονταν μπροστά σε μια μάζα σχεδόν συμπαγή, αφήνοντάς σε να διακρίνεις μόλις τους ήπιους γκρίζους κόλπους που ανοίγονταν ανάμεσά τους. Μαζεμένοι πάνω από την ανοιχτή θάλασσα, οι μεγάλοι σωρείτες αποκάλυπταν το βάρος και συγχρόνως τη λεπτότητά τους. Με άλλα λόγια, αυτή η βαριά, ακαθόριστη συσσώρευση νεφών κατέληγε σε μια γραμμή τόσο ελαφριά και ψυχρή, όσο εκείνη του πιο ντελικάτου φτερού. Στο κέντρο της τύλιγε έναν ξεθωριασμένο γαλάζιο ουρανό, για την πραγματική υπόσταση του οποίου δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος. Πίσω από τα νερά, στο χρώμα του ψευδάργυρου, υψώνονταν τα πορφυρόμαυρα βουνά του ακρωτηρίου. Όλα πρόδιναν μια ταραχή και μια ακινησία, μια δύναμη σκοτεινή και συγχρόνως αεικίνητη, μια στερεοποιημένη μεταλλική αίσθηση. Ξαφνικά, θυμήθηκα τι μου είχε πει ο Κασιουάγκι, την ημέρα που πρωτοσυναντηθήκαμε. Όταν κάθεσαι στο καλοκουρεμένο γρασίδι, κάποιο όμορφο ανοιξιάτικο απόγευμα, με τη ματιά σου να πλανιέται αόριστα στον ήλιο που λάμπει πάνω από τα φύλλα ζωγραφίζοντας σχήματα στη χλόη, τότε ξεπετιέται ξάφνου μέσα σου η σκληρότητα. 244
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Βρισκόμουν τώρα μπροστά στα κύματα και στον άγριο βοριά. Δεν υπήρχε ούτε όμορφο ανοιξιάτικο απόγευμα ούτε καλοκουρεμένο γρασίδι. Κι όμως, η έρημη φύση που απλωνόταν [ΐπροστά μου μού δημιουργούσε μια διάθεση ευχάριστη, μια και ήταν πιο στενά δεμένη με την ύπαρξή μου από οποιοδήποτε γρασίδι σε ένα πρώιμο ανοιξιάτικο απόγευμα. Εδώ μπορού(τα να είμαι αυτάρκης. Εδώ δεν ένιωθα να με απειλεί τίποτε. Ήταν άραγε η ιδέα που μου περνούσε τώρα από τον νου, μια ιδέα βάναυση, σύμφωνα με την έννοια που έδινε στη λέξη ο Κασιουάγκι; Δεν ξέρω. Οπωσδήποτε όμως, τούτη η σκέψη που γεννήθηκε ξαφνικά μέσα μου, αποκαλύπτοντας το νόημα που είχε ήδη περάσει σαν αστραπή από το μυαλό μου, γέμιζε το εσώτερο είναι μου με φως. Δεν είχα προσπαθήσει ως τώρα να το σκεφτώ βαθύτερα: απλώς είχα αρπαχτεί από την ιδέα, (ταν να με είχε χτυπήσει το φως. Αμέσως μόλις γεννήθηκε, εκείνη η πρωτόφαντη σκέψη άρχισε να μεγαλώνει σε δύναμη και μέγεθος. Όχι μόνο την είχα κλείσει μέσα μου, αλλά και με είχε τυλίξει. Και η ιδέα που με τύλιγε τώρα από παντού ήταν: «Πρέπει να κάψω τον Χρυσό Ναό».
245
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σ
ΟΓΔΟΟ
ΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, ΣΥΝΕΧΙΣΑ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΩ ΚΑΙ ΕΦΤΑΣΑ ΜΠΡΟΣΤΑ
στον σταθμό Τάνγκο-Γιούρα στη Γραμμή Μιγιάζου. Όταν είχα έρθει εδώ σε μια σχολική εκδρομή με το Γυμνάσιο του ανατολικού Μαϊζούρου, είχαμε ακολουθήσει την ίδια πορεία και είχαμε πάρει το τραίνο από αυτόν τον σταθμό. Δεν υπήρχε σχεδόν κανένας στον δρόμο μπροστά από τον σταθμό κι εύκολα θα έλεγες ότι επρόκειτο για ένα μέρος όπου η ζωή των ανθρώπων εξαρτιόταν από τη σύντομη καλοκαιρινή εποχή, όταν έφτανε ένας σημαντικός αριθμός επισκεπτών. Αποφάσισα να μείνω σε ένα μικρό πανδοχείο, με μια επιγραφή που έλεγε: «Γιούρα Χολ - Πανδοχείο για Αουόμενους». Άνοιξα το συρτό γυάλινο παράθυρο στην είσοδο και ανήγγειλα την παρουσία μου. Ωστόσο, δεν πήρα απάντηση. Είχε σκόνη στα σκαλοπάτια. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και το εσωτερικό του σπιτιού σκοτεινό. Δεν φαινόταν ψυχή. Πήγα στην πίσω πόρτα. Υπήρχε ένας απλός κηπάκος με λίγα μαραμένα χρυσάνθεμα. Ένας κάδος βρισκόταν σε ένα ψηλό ράφι για τους καλοκαιρινούς επισκέπτες. Τον χρησιμοποιούσαν προκειμένου να ξεπλένουν την άμμο που κολλούσε πάνω τους, όταν γυρνούσαν από το κολύμπι. Σε μικρή απόσταση από το κυρίως κτήριο, βρισκόταν ένα σπίτι, όπου ζούσε προφανώς 2ο4 6ιδιοκτήτης του πανδοχείου με
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
την οικογένεια του. Άκουγα τον ήχο του ραδιοφώνου μέσ' από τις κλειστές γυάλινες πόρτες. Αυτός ο άσκοπα έντονος ήχος είχε κάτι το σπηλαιώδες, που με έκανε να αντιληφθώ ότι πράγματι δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι. Μερικά ζευγάρια τσόκαρα ήταν σκόρπια στην είσοδο. Στάθηκα έξω αναγγέλλοντας την παρουσία μου κάθε φορά που σταματούσε ο θόρυβος του ραδιοφώνου. Όπως είχα προβλέψει όμως, δεν υπήρχε απάντηση ούτε κι από αυτό το κτήριο. Μια σκιά φάνηκε στο βάθος. Ο ήλιος διαπέρασε δειλά τον συννεφιασμένο ουρανό. Δεν το είχα προσέξει, μέχρι που είδα τυχαία στην είσοδο τις ίνες του ξύλινου κιβώτιου για τα τσόκαρα να γίνονται πιο λαμπερές. Μια γυναίκα με κοίταζε. Είχε τέτοιο πάχος που οι καμπύλες του άσπρου κορμιού της ήταν ελαφρά διογκωμένες. Εξάλλου, τα μάτια της ήταν τόσο μικρά που σχεδόν δεν φαίνονταν. Της ζήτησα ένα δωμάτιο. Η γυναίκα, όχι μόνο δεν μου είπε να την ακολουθήσω, αλλά μου γύρισε την πλάτη χωρίς καν να μου μιλήσει και βάδισε προς την είσοδο. Μού έδωσαν ένα μικρό γωνιακό δωμάτιο στον δεύτερο όροφο, με θέα προς τη θάλασσα. Ήταν κλεισμένο για πολύ καιρό και η αδύναμη φωτιά του μαγκαλιού που μου έφερε η γυναίκα γρήγορα γέμισε την ατμόσφαιρα με καπνιά, αφήνοντας μιαν αφόρητη μυρωδιά μούχλας. Άνοιξα το παράθυρο και αφέθηκα στον βοριά. Προς την κατεύθυνση της θάλασσας, τα σύννεφα συνέχιζαν εκείνο το αργό και άχαρο παιχνίδι τους, που δεν ήθελαν να το αντιληφθεί κανείς. Έμοιαζαν με καθρέφτισμα μιας άσκοπης παρόρμησης της φύσης. Σε ορισμένες μεριές τους, μπορούσες να δεις κομμάτια του ουρανού - μικρά γαλάζια κρύσταλλα μιας διαρκούς στιλπνότητας. Η ίδια η θάλασσα ήταν αθέατη. Ορθός δίπλα στο παράθυρο, άρχισα να αποζητώ επίμονα 247
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
την προηγούμενη ιδέα μου. Απορώ πώς δεν κατέληξα στην ιδέα του φόνου του Ηγούμενου, πριν σκεφτώ να πυρπολήσω τον ναό. Τώρα συνειδητοποιώ ότι η πιθανότητα να τον σκοτώσω είχε περάσει φευγαλέα από το μυαλό μου. Ωστόσο, κατάλαβα αμέσως πόσο ανώφελο θα ήταν. Ακόμη κι αν είχα κατορθώσει να τον σκοτώσω, το ξυρισμένο παπαδίστικο κεφάλι του κι εκείνο το κακό που έκλεινε μέσα του -υποκατάστατο της αδυναμίας- θα εξακολουθούσαν να εμφανίζονται αδιάκοπα μέσα από τον σκοτεινό ορίζοντα. Γενικά, όσα πράγματα διέθεταν, όπως ο Χρυσός Ναός, το χάρισμα της ζωής, δεν είχαν το σκληρό χαρακτηριστικό της οριστικής ύπαρξης. Τα ανθρώπινα όντα κατείχαν ένα μέρος από τα ποικίλα γνωρίσματα της φύσης και το διασπούσαν κάνοντάς το να πολλαπλασιάζεται, με την αποτελεσματική μέθοδο της υποκατάστασης. Αν ο σκοπός ενός φόνου είναι να αφανίσει την οριστική ιδιότητα του θύματος, τότε ο συγκεκριμένος φόνος βασιζόταν σε έναν μονίμως λανθασμένο υπολογισμό. Έτσι, οι σκέψεις μου με οδηγούσαν να αναγνωρίζω όλο και πιο καθαρά ότι υπήρχε μια πλήρης αντίθεση ανάμεσα στην ύπαρξη του Χρυσού Ναού και σε εκείνη των ανθρώπινων όντων. Αφενός, μια ψευδαίσθηση αθανασίας ξεπρόβαλλε από την καταφανώς φθαρτή όψη των ανθρώπινων όντων. Αφετέρου, η καταφανώς άφθαρτη ομορφιά του Χρυσού Ναού έγινε αφορμή για την εμφάνιση της πιθανότητας καταστροφής του. Θνητές οντότητες, όπως τα ανθρώπινα όντα, δεν μπορούν να ξεριζωθούν. Αφθαρτες οντότητες, όπως ο Χρυσός Ναός μπορούν να καταστραφούν. Γιατί δεν το έχει συνειδητοποιήσει αυτό κανείς; Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία όσον αφορά την πρωτοτυπία του συμπεράσματός μου. Αν επρόκειτο να βάλω φωτιά στον Χρυσό Ναό -που είχε, άλλωστε, χαρακτηριστεί το 1897 ως Εθνικός Θησαυρός-, θα διέπραττα μια πράξη πλήρους κατα248
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
(ττροφής, ανεπανόρθωτου ολέθρου, μια πράξη που θα μείωνε πραγματικά τον όγκο της ομορφιάς, την οποία δημιούργησαν σε αυτόν τον κόσμο ανθρώπινα όντα. Συνεχίζοντας να σκέφτομαι κατ' αυτόν τον τρόπο, είχα παρασυρθεί από μια χιουμοριστική διάθεση. Αν πυρπολήσω τον Χρυσό Ναό, έλεγα μέσα μου, θα κάνω κάτι που θα έχει μεγάλη εκπαιδευτική αξία. Γιατί θα διδάξει στον κόσμο ότι δεν έχει νόημα να ερμηνεύεις την αφθαρσία αναλογικά. Θα μάθουν πως, το γεγονός και μόνον ότι ο Χρυσός Ναός εξακολουθεί να υπάρχει, πως εξακολουθεί να στέκει για πεντακόσια πενήντα χρόνια δίπλα στη Λίμνη Κυόκο, δεν του παρέχει καμιά απολύτως εγγύηση. Θα διαποτιστούν με μιαν αίσθηση ανησυχίας, όταν θα συνειδητοποιήσουν ότι το αυταπόδεικτο αξίωμα που η δική μας επιβίωση έχει προσάψει στον ναό μπορεί να καταρρεύσει από τη μία μέρα στην άλλη. Η συνέχεια της ζωής μας προασπίζεται από το ότι μας περιβάλλει η στερεοποιημένη ουσία του χρόνου που κράτησε για μια δεδομένη χρονική περίοδο. Πάρτε, για παράδειγμα, ένα μικρό συρτάρι, που το έφτιαξε ο ξυλουργός για τις ανέσεις κάποιας οικογένειας. Με το πέρασμα του χρόνου, το πραγματικό του σχήμα νικιέται από τον ίδιο τον χρόνο και, καθώς περνούν οι δεκαετίες και οι αιώνες, λες κι ο χρόνος έχει στερεοποιηθεί και έχει περιβληθεί εκείνο το σχήμα. Ένας δεδομένος μικρός χώρος, που αρχικά γέμιζε από αυτό το αντικείμενο, γεμίζει τώρα από στερεοποιημένο χρόνο. Στην πραγματικότητα, έχει εκπληρωθεί η ενσάρκωση κάποιας μορφής πνεύματος. Στην αρχή του Τσουκουμογκάμι-κί, ενός μεσαιωνικού βιβλίου με παραμύθια, βρίσκουμε το ακόλουθο εδάφιο: «Είναι γραμμένο στην ανθολογία σχετικά με τις κοσμικές δυνάμεις Γιν και Γιανγκ πως, αφού περάσουν εκατό χρόνια και τα αντικείμενα μεταμορφωθούν σε πνεύματα, οι καρδιές των ανθρώπων θα παρα249
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
πλανηθούν. Και έτσι δόθηκε το όνομα Τσουκουμογκάμι, η χρονιά του πενθούντος πνεύματος. Ο κόσμος συνηθίζει να σηκώνει όλα τα σκεύη του παλιού νοικοκυριού του, κάθε χρόνο πριν τον ερχομό της άνοιξης, και να τα πετάει στον δρόμο. Αυτό είναι γνωστό ως το σκούπισμα του σπιτιού. Κατά τον ίδιο τρόπο, κάθε εκατό χρόνια, οι άνθρωποι πρέπει να περάσουν τα βάσανα του Τσουκουμογκάμι». Έτσι και η πράξη μου θα άνοιγε τα μάτια των ανθρώπων προς τα βάσανα του Τσουκουμογκάμι, σώζοντάς τους από εκείνες τις συμφορές. Με την πράξη μου, θα έριχνα τον κόσμο στον οποίο υπήρχε ο Χρυσός Ναός μέσα σε έναν κόσμο όπου αυτός δεν υπήρχε. Το νόημα του κόσμου ασφαλώς θα άλλαζε. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν αυτό, τόσο πιο χαρούμενος ένιωθα. Το τέλος και η πτώση του κόσμου -εκείνου που τώρα με περιέβαλλε και βρισκόταν μπροστά στα μάτια μουδεν ήταν μακριά. Οι αχτίδες του ήλιου που έδυε απλώνονταν πάνω στη γη. Ο Χρυσός Ναός άστραφτε μέσα στο φως τους και ο κόσμος που τον έκλεινε μέσα του έφευγε ανά πάσα στιγμή, σαν την άμμο που διαρρέει ανάμεσα στα δάχτυλά μας. Η παραμονή μου στο Γιούρα Χολ τερματίστηκε μετά από τρεις μέρες, όταν η ιδιοκτήτρια του πανδοχείου που με υποψιαζόταν επειδή δεν είχα ξεμυτίσει από το πανδοχείο αυτό το διάστημα, πήγε να φέρει έναν αστυνομικό. Μόλις τον είδα να μπαίνει στο δωμάτιό μου με τη στολή του, φοβήθηκα ότι θα ανακάλυπτε το σχέδιό μου. Συνειδητοποίησα όμως μεμιάς ότι οι φόβοι μου ήταν αβάσιμοι. Απαντώντας στις ερωτήσεις του, του είπα ακριβώς τι είχε συμβεί. Με άλλα λόγια ότι είχα θελήσει να το σκάσω για λίγο από τη ζωή μου στον ναό και ότι το είχα κάνει. Κατόπιν, του έδειξα την πανεπιστημιακή μου ταυτότητα και, αργότερα, ενώ με παρατηρούσε, έκανα μια ιδιαίτερη νύξη τακτοποίησης του λογαριασμού μου στο ακέραιο. 250
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Κοιτά συνέπεια, ο αστυνομικός υιοθέτησε μια στάση προστατευτική. Τηλεφώνησε αμέσως στον ναό για να βεβαιωθεί ότι η κιτορία μου ήταν ακριβής και με πληροφόρησε ότι θα με πήγοιινε πίσω ο ίδιος. Για να αποφύγω οποιαδήποτε πιθανή επίπτωση για «το μέλλον μου», όπως το ονόμασε, μπήκε στον κόπο να βγάλει τη στολή στη διάρκεια του ταξιδιού. Ενώ περιμέναμε το τραίνο στον σταθμό Τάνγκο-Γιούρα, ξέσπασε μια νεροποντή και, επειδή δεν υπήρχε στέγη, έγιναν (ΐμέσως όλα μούσκεμα. Φορώντας τα πολιτικά του ρούχα, ο α(ττυνομικός με συνόδευσε στο γραφείο του σταθμού, όπου και κ(χμάρωνε ιδιαίτερα επιδεικνύοντάς μου το γεγονός ότι ο (τταθμάρχης και οι άλλοι υπάλληλοι ήταν προσωπικοί του φίλοι. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, με σύστηνε στον καθένα σαν ανιψιό του που ήρθε από το Κιότο για να τον επι(τκεφτεί. Κατάλαβα την ψυχολογία των επαναστατών. Αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι, ο επικεφαλής του σταθμού και ο αστυνομικός, που κάθονταν τώρα φλυαρώντας γύρω από την κόκκινη θράκα του σιδερένιου μαγκαλιού, δεν είχαν το παραμικρό προαίσθημα για τη μεγάλη μεταβολή του κόσμου που προχωρούσε μπροστά στα ίδια τους τα μάτια, όπως και για την επικείμενη καταστροφή της δικής τους τάξης πραγμάτων. Όταν ο Χρυσός Ναός γίνει ολοκαύτωμα -ναι, όταν πυρποληθεί-, ο κόσμος αυτών των συντρόφων θα μεταμορφωθεί, ο χρυσός κανόνας της ζωής τους θα ανατραπεί, τα δρομολόγια των τραίνων θα γίνουν άνω κάτω, οι νόμοι θα χάσουν την εγκυρότητά τους. Με έκανε ευτυχή η σκέψη ότι αυτοί οι άνθρωποι αγνοούσαν εντελώς πως ο νέος που καθόταν δίπλα τους, ζεσταίνοντας τα χέρια του στο μαγκάλι με ένα κάπως αδιάφορο βλέμμα, ήταν ένας επίδοξος εγκληματίας. Ένας νεαρός υπάλληλος του σταθμού, όλο ζωντάνια, μι251
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
λούσε σε όλους με δυνατή φωνή για την ταινία που επρόκειτο να δει την επόμενη ελεύθερη ημέρα του. Ήταν μια ταινία υπέροχη που θα έφερνε σίγουρα δάκρυα στα μάτια και συγχρόνως είχε πλούσια δράση. Ναι, στην επομένη αργία του, θα πήγαινε στον κινηματογράφο! Αυτό το νεαρό παιδί, που ήταν πολύ πιο λεβέντης από μένα, πολύ πιο ζωντανός, θα πήγαινε στον κινηματογράφο στην επομένη αργία του. Θα καθόταν εκεί, κρατώντας στην αγκαλιά του κάποιο κορίτσι, κι ύστερα θα αποσυρόταν για ύπνο. Εξακολουθούσε να πειράζει το αφεντικό του, λέγοντας αστεία, και να δέχεται ελαφρές επιπλήξεις από τους ανωτέρους του, ενώ ταυτόχρονα πηγαινοερχόταν βάζοντας κάρβουνα στο μαγκάλι και γράφοντας αριθμούς στον μαυροπίνακα. Για μια στιγμή, ένιωσα ότι ήμουν έτοιμος να παρασυρθώ άλλη μια φορά από τη μαγεία της ζωής ή από τη ζήλια για ζωή. Μπορούσα ακόμη να αποφύγω την πυρπόληση. Μπορούσα να φύγω οριστικά από τον ναό, να παραιτηθώ από την ιεροσύνη και να πέσω με τα μούτρα στη ζωή όπως αυτό το νεαρό παιδί. Αμέσως όμως, οι σκοτεινές δυνάμεις με επανέφεραν στον εαυτό μου απομακρύνοντάς με από τέτοιου είδους ιδέες. Ναι, σε τελευταία ανάλυση πρέπει να κάψω τον Χρυσό Ναό. Μόνο τότε θα αρχίσει μια καινούργια ζωή φτιαγμένη στα μέτρα μου. Ο σταθμάρχης απάντησε στο τηλέφωνο. Στη συνέχεια, πλησίασε στον καθρέφτη και έσιαξε το πηλίκιό του με τα χρυσά γαλόνια. Ξερόβηξε, πρόταξε το στήθος του και περπάτησε κορδωμένος προς την πλατφόρμα, σαν να έμπαινε σε μια επίσημη αίθουσα. Η βροχή είχε σταματήσει. Σύντομα, ακούστηκε ο καθαρός, νωπός θόρυβος του τραίνου καθώς έτρεχε στις γραμμές που περνούσαν μέσ' από τα βράχια και, ένα λεπτό αργότερα, γλίστρησε στον σταθμό.
252
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ο^τ^ο Κιότο στις οκτώ παρά δέκα και ο αστυνομικός με τα πολιτικά του με οδήγησε στην κυρία πύλη του ναού. Το (^ράδυ ήταν παγερό. Καθώς ξεπετάχτηκα από τη σκοτεινή γραμμή των πεύκων και πλησίασα στην επίμονη φιγούρα της πύλης, είδα να στέκεται εκεί η Μητέρα μου. Έτυχε να βρίσκετοιι πλάι στην ταμπέλα όπου ήταν γραμμένο: «Οποιαδήποτε π(χράβαση αυτών των κανονισμών θα τιμωρείται σύμφωνα με τον νόμο». Στο φως του φαναριού της πύλης, έδειχνε τόσο αναμαλλιασμένη σαν να είχαν ορθωθεί οι τρίχες της μία μία. Η (αντανάκλαση του φαναριού έκανε τα μαλλιά της να φαντάζουν πιο άσπρα. Τριγυρισμένο από την ανασηκωμένη αυτή άσπρη μάζα, το μικρό της πρόσωπο ήταν ακίνητο. Το μικροσκοπικό σώμα της Μητέρας έμοιαζε θλιβερά διογκωμένο. Πίσω της απλωνόταν το σκοτάδι της αυλής, που μπορούσα να δω μέσ' από την ανοιχτή πύλη. Η πελώρια φιγούρα της ξεπρόβαλε μπροστά στο σκοτάδι. Ήταν παλαβά ντυμένη με ένα κουρελιασμένο κιμονό -ό,τι χειρότερο μπορούσε να φορέσει- και είχε δέσει πάνω του την καλύτερη της χρυσοκέντητη ζώνη, τελείως τριμμένη τώρα. Έτσι όπως στεκόταν έμοιαζε με νεκρή. Δίστασα να την πλησιάσω. Τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, ήταν αδύνατον να καταλάβο^ πώς είχε βρεθεί εκεί. Όπως διαπίστωσα όμως αργότερα, ο Ηγούμενος είχε ζητήσει πληροφορίες από την ιδιαίτερη πατρίδα της Μητέρας, αμέσως μόλις ανακάλυ'ψε την απόδρασή μου. Ανάστατη, εκείνη επισκέφθηκε τον ναό, όπου και έμεινε μέχρι τον γυρισμό μου. Ο αστυνομικός με έσπρωξε μπροστά. Κατά περίεργο τρόπο, το σώμα της Μητέρας μίκραινε καθώς πλησίαζα. Το πρόσωπό της βρισκόταν πιο χαμηλά από το δικό μου και, καθώς ύαρωσε το βλέμμα της για να με κοιτάξει, παραμορφώθηκε κατά γελοίο τρόπο. 253
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Σχεδόν ποτέ δεν με γέλασε το ένστικτο μου και η θέα των μικρών, πονηρών και βαθουλωμένων ματιών της μου αποδείκνυε τώρα πόσο δικαιολογημένο ήταν το μίσος μου προς αυτήν. Ένα ατέλειωτο μίσος για το γεγονός ότι με είχε γεννήσει. Και ακόμη, εκείνες οι μνήμες της βαθιάς καταφρόνιας στην οποία με είχε εκθέσει - μια καταφρόνια που, όπως έχω ήδη εξηγήσει, δεν μου άφησε κανένα περιθώριο για να καταστρώσω την εκδίκησή μου, αλλά απλώς με απομόνωσε από αυτήν. Εκείνα τα δεσμά ήταν δύσκολο να σπάσουν. Ακόμη και τώρα, μόλις διαισθάνθηκα ότι ήταν μισοβυθισμένη στη μητρική θλίψη, ένιωσα ξαφνικά ότι είχα ελευθερωθεί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωσα ότι ποτέ πια η Μητέρα δεν θα με απειλούσε. Ακουγόταν ένα άγριο αναφιλητό, σαν κάποιου που τον στραγγαλίζουν μέχρι να πεθάνει. Ύστερα, εκείνη σήκωσε το χέρι της και άρχισε να χτυπά αδύναμα τα μάγουλά μου. «Ανάξιε, γιε! Δεν έχεις, λοιπόν, καμιά συναίσθηση των υποχρεώσεών σου;» Ο αστυνομικός με κοίταζε σιωπηλά ενώ έτρωγα τα χαστούκια. Τα δάχτυλα της Μητέρας είχαν αποσυντονιστεί και η δύναμη έδειχνε να εγκαταλείπει το χέρι της: κοντολογίς, οι άκριες των νυχιών της ηχούσαν πάνω στο μάγουλό μου σαν χαλάζι. Παρατήρησα ότι, ακόμη και όταν με χτυπούσε, η Μητέρα δεν έχανε το ικετευτικό της βλέμμα και γύρισα αλλού τα μάτια. Μετά από λίγο, άλλαξε τόνο. «Πήγες και ήρθες όλον αυτόν τον δρόμο», είπε. «Πώς τα βόλεψες με τα χρήματα;» «Τα χρήματα; Δανείστηκα από έναν φίλο». «Αλήθεια;», είπε η Μητέρα. «Μήπως τα έκλεψες;» «Όχι, δεν τα έκλεψα». Η Μητέρα έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, σαν να επρόκειτο για το μοναδικό πράγμα που τη στενοχωρούσε. 254
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Αλήθεια; Ώστε δεν έκανες καμιά κακή πράξη;» «Όχι, καμιά». «Εντάξει, κάτι είναι κι αυτό. Οφείλεις όμως να ζητήσεις ταπεινά συγγνώμη από τον Ηγούμενο. Του ζήτησα κι εγώ συγγνώμη. Πρέπει να πας να τον παρακαλέσεις κι εσύ από τα βάθη τη^ καρδιάς σου να σε συγχωρέσει. Είναι άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό και νομίζω ότι θα κλείσει το θέμα. Τώρα, πρέπει να αλλάξεις σελίδα στη ζωή σου, διαφορετικά αυτό θα σημάνει τον θάνατο της δύστυχης γριάς μάνας σου! Μιλάω σοβαρά, γιε μου! Θα πεθάνω, αν δεν αλλάξεις. Πρέπει οπωσδήποτε να γίνεις μεγάλος ιερέας... Πρώτα απ' όλα, όμως, πρέπει να πας και να ζητήσεις συγγνώμη». Ο αστυνομικός κι εγώ παρακολουθούσαμε τη Μητέρα αμίλητοι. Ήταν τόσο έξαλλη, που είχε ξεχάσει να του απευθύνει τον καθιερωμένο χαιρετισμό. Προχωρούσε με γρήγορα, μικρά βηματάκια. Καθώς κοίταζα τη μαλακιά της ζώνη που κρεμόταν πίσω, αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που την έκανε τόσο άσχημη. Τότε κατάλαβα. Όφειλε την ασχήμια της στην ελπίδα. Μια ελπίδα αγιάτρευτη, σαν μια επίμονη περίπτωση ψώρας που σφηνώνεται, υγρή και κοκκινωπή, μέσα στο μολυσμένο δέρμα προκαλώντας μια συνεχή φαγούρα, ενώ συγχρόνως αρνείται να υποκύψει σε οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη.
Ήρθε ο χειμώνας. Η απόφασή μου γινόταν όλο και πιο σταθερή. Παρότι έπρεπε να αναβάλω το σχέδιό μου, δεν βαριόμουν την επίμονη αυτή παράταση. Αυτό που με ανησυχούσε στο διάστημα εκείνου του εξαμήνου ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Στο τέλος κάθε μήνα, ο Κασιουάγκι απαιτούσε από μένα να του επιστρέψω τα δανεικά. Μου ανακοίνωνε το συνολικό ποσό, απαιτώντας τους τόκους στο ακέραιο, ενώ συγχρόνως με τυραν255
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
νούσε με κάθε λογής βρόμικες απάτες. Παρ' όλα αυτά, δεν σκόπευα πλέον να του επιστρέ'ψω τα χρήματα. Όσο έλειπα από το πανεπιστήμιο, δεν είχα κανέναν λόγο να τον συναντήσω. Ίσως να φανεί παράξενο το γεγονός ότι δεν περιγράφω πώς, ενώ είχα κάποτε καταλήξει σε αυτή την απόφαση, γρήγορα κλονίστηκα και άρχισα να αμφιταλαντεύομαι. Είναι γιατί αυτοί οι δισταγμοί μου ανήκαν πια στο παρελθόν. Σε αυτό το εξάμηνο, τα μάτια μου ήταν σταθερά προσηλωμένα σε ένα και μόνο σημείο στο μέλλον. Ίσως εκείνη την εποχή να κατάλαβα τι σημαίνει ευτυχία. Και, πρώτα από όλα, η ζωή μου στον ναό είχε γίνει ευχάριστη. Όταν σκεφτόμουν πως, ό,τι κι αν συνέβαινε, ο Χρυσός Ναός θα καταστρεφόταν από τη φωτιά, βρήκα τη δύναμη να υπομείνω το αβάσταχτο. Σαν κάποιον που προεξοφλεί τον θάνατό του, άρχισα να γίνομαι ευχάριστος στους άλλους μέσα στον ναό. Οι τρόποι μου έγιναν προσηνείς και προσπαθούσα να αποδέχομαι τα πάντα. Επιπλέον, συμφιλιώθηκα με τη φύση. Κάθε πρωί, όταν τα πουλιά έρχονταν να ραμφίσουν ό,τι είχε απομείνει από το λιόπρινο, κοίταζα το πουπουλένιο τους στήθος με ένα αίσθημα πραγματικά φιλικό. ' Ξέχασα ακόμη και το μίσος μου για τον Ηγούμενο. Είχα ελευθερωθεί από τη μητέρα μου, από τους συντρόφους μου, από τα πάντα. Ωστόσο, δεν ήμουν τόσο ανόητος για να πιστέ"ψω ότι η άνεση που είχα μόλις ανακαλύψει στην καθημερινή μου ζωή ήταν το αποτέλεσμα της ιδέας μου να μεταμορφώσω τον κόσμο χωρίς καν να τον αγγίξω. Όλα μπορούν να συγχωρεθούν όταν τα βλέπεις από τη σκοπιά του αποτελέσματος. Και η απόφαση για την πραγματοποίηση αυτού του αποτελέσματος ήταν στο χέρι μου. Με άλλα λόγια, εδώ βρισκόταν η βάση της αίσθησης ελευθερίας μου. Παρότι η απόφασή μου να πυρπολήσω τον Χρυσό Ναό ή256
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τ(χν τόσο ξαφνική, μου ταίριαξε απόλυτα, σαν ένα κοστούμι ((φτιαγμένο ακριβώς στα μέτρα μου. Λες και το σχεδίαζα από τότε που γεννήθηκα. Λες κι η ιδέα εκαλλιεργείτο μέσα μου -περιμένοντας την ημέρα της πλήρους ευόδωσής της- αφότου επι(τκέφθηκα τον Χρυσό Ναό για πρώτη φορά μαζί με τον Πατέρα. Το ίδιο το γεγονός ότι ο ναός θα εντυπωσίαζε ένα νέο παιδί με την ασύγκριτη ομορφιά του, συμπεριλάμβανε τα ποικίλα κίνητρα που αναπόφευκτα θα το ωθούσαν στον εμπρησμό. Στις 17 Μαρτίου του 195Θ, ολοκλήρωσα την προκαταρκτική σειρά μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο Οτάνι. Δύο ημέρες αργότερα, θα συμπλήρωνα τα είκοσι ένα μου χρόνια. Το βιβλιάριο των σπουδών μου για την τριετή φοίτηση στα προκαταρκτικά μαθήματα δεν ήταν και τόσο λαμπρό. Είχα καταφέρει να έρθω εβδομηκοστός ένατος επί εβδομήντα εννέα μαθητών! Οι χαμηλότεροι βαθμοί μου ήταν στα Ιαπωνικά - συγκέντρωσα στο σύνολο σαράντα δύο πόντους. Εξάλλου, απουσίασα 218 ώρες επί ενός συνόλου 616 ωρών, δηλαδή περισσότερο από το ένα τρίτο του χρόνου. Παρ' όλα αυτά, επειδή τα πάντα σε αυτό το πανεπιστήμιο βασίζονταν στη βουδιστική θεωρία της φιλευσπλαχνίας, δεν υπήρχε θέμα αποτυχίας και μου επέτρεψαν να προβιβαστώ στην τάξη των κανονικών μαθημάτων. Ο Ηγούμενος έδωσε τη σιωπηρή του συγκατάθεση. Οι μέρες ήταν όμορφες. Έτσι, συνέχισα να παραμελώ τις σπουδές μου. Από την πρόσφατη άνοιξη μέχρι το πρώιμο καλοκαίρι, περνούσα τον καιρό μου κάνοντας επισκέψεις σε διάφορα παρεκκλήσια και ναούς, όπου η είσοδος ήταν δωρεάν. Συνήθως περπατούσα όσο άντεχαν τα πόδια μου. Διατηρώ ζωηρή την ανάμνηση από μια τέτοια μέρα. Ενώ περπατούσα μπροστά από τον Ναό Μυοσίν, πρόσεξα έναν φοιτητή που βάδιζε μπροστά μου με το ίδιο βήμα όπως εγώ. Σταμάτησε σε ένα μικρό καπνοπωλείο που στεγαζόταν 257
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
σε ένα κτήριο με παλιές μαρκίζες και παρατήρησα το προφίλ του καθώς στεκόταν φορώντας το φοιτητικό του καπέλο. Ήθελε να αγοράσει ένα πακέτο τσιγάρα. Αυτό το προφίλ ήταν γεμάτο γωνίες. Η επιδερμίδα του ήταν άσπρη, τα φρύδια του στενά. Βλέποντας το καπέλο του, θα έλεγα ότι φοιτούσε στο πανεπιστήμιο του Κιότο. Μου έριξε ένα βλέμμα με την άκρη του ματιού του. Λες κι είχαν μαζευτεί εκεί κάθε λογής σκοτεινές σκιές. Κατάλαβα από διαίσθηση πως θα ήταν πυρομανής. Η ώρα ήταν τρεις το απόγευμα, μια ώρα δύσκολη για να βάλεις φωτιά. Μια πεταλούδα πέταξε από την άσφαλτο όπου περνούσαν τα λεωφορεία και πιάστηκε σε μια γερμένη καμέλια που στεκόταν σε ένα βάζο στη βιτρίνα του καπνοπωλείου. Τα μαραμένα πέταλα του άσπρου λουλουδιού έμοιαζαν σαν να είχαν σημαδευτεί από καφετιά φωτιά. Το λεωφορείο άργησε πολύ να περάσει. Το ρολόι που κρεμόταν πάνω από τον δρόμο είχε σταματήσει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πίστευα ότι ο φοιτητής πήγαινε κατευθείαν προς τον εμπρησμό. Δεν είχα πλέον καμιά αμφιβολία ότι επρόκειτο για πυρομανή. Είχε διαλέξει αποφασιστικά εκείνη την ώρα του καταμεσήμερου, την πιο δύσκολη ώρα για να βάλεις φωτιά, και κατηύθυνε τώρα αργά τα βήματά του προς τον προορισμό του. Μπροστά του, βρισκόταν η φωτιά και η καταστροφή. Πίσω του, ο κόσμος της τάξης που είχε εγκαταλείψει. Και ό,τι με έκανε να τα νιώσω όλα αυτά ήταν κάτι το άκαμπτο στο πίσω μέρος της στολής του. Ίσως, εδώ και κάμποσο καιρό, να φανταζόμουν ότι αυτή την όψη θα έπρεπε να έχει η πλάτη ενός νεαρού πυρομανή. Το μαύρο μετάξι, όπου έπεφταν οι ηλιαχτίδες, ήταν όλο δυστυχία και οργή. Κόβοντας ταχύτητα, αποφάσισα να ακολουθήσω τον φοιτητή. Καθώς περπατούσα πίσω του, παρατήρησα ότι ο ένας ώμος του ήταν λίγο χαμηλότερος από τον άλλο και ένιωσα ό258
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τι, η πλάτη του ήταν η δική μου. Παρότι ήταν πολύ πιο όμορ<()ος από μένα, δεν αμφέβαλλα ότι αυτό που τον ωθούσε στην πράξη του ήταν η ίδια μοναξιά που ένιωθα κι εγώ, η ίδια δυ(ττυχία, οι ίδιες συγκεχυμένες σκέψεις γύρω από την ομορφιά. Κίχθώς τον ακολουθούσα, άρχιζα να νιώθω ότι γινόμουν προκ(χταβολικά μάρτυς της ίδιας μου της πράξης. Τέτοιου είδους πράγματα μπορούν να συμβούν κάποιο όψιμο ανοιξιάτικο απόγευμα, όταν η ατμόσφαιρα είναι διάφανη και φυσά ανάλαφρο το αεράκι. Λες και είχα αποκτήσει ένα\' δεύτερο εαυτό, που πήγαινε να μιμηθεί τις πράξεις μου εκ τ(ΐ)ν προτέρων, δείχνοντάς μου έτσι το πρόσωπο που δεν θα μπορούσα να δω όταν θα έφτανε η ώρα για να εκτελέσω το (τχέδιό μου. Το λεωφορείο αργούσε να έρθει. Δεν υπήρχε ψυχή στον δρόμο. Σιγά σιγά, η μεγάλη Νότια Πύλη του Ναού Μυοσίν ερχόταν κατά πάνω μου. Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες και η πύλη έδειχνε να προβάλλει στον εξωτερικό κόσμο κάθε λογής (ραινόμενα. Μέσα στο μεγαλόπρεπο πλαίσιό της -καθο)ς το παρατηρούσα από τη συγκεκριμένη μου οπτική γωνία-, συγχώνευε την πληθώρα των κιόνων της Αυτοκρατορικής Πύλης των Πρεσβευτών, όπως και τη διώροφη Πύλη Σάμμον, τα κεραμίδια της Βουδιστικής Αίθουσας, πολυάριθμα πεύκα, ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού, έντονα ξεκομμένο από τον ουράνιο θόλο, όπως και ένα σωρό αχνά συννεφάκια. Καθώς πλη(τίαζα στην πύλη, όλο και κάτι προστίθετο: το καλντερίμι που κινιόταν κατά μήκος και διαγώνια μέσα στον πελώριο περίβολο του ναού, οι τοίχοι του κτηρίου της παγόδας και πάμπολλα άλλα πράγματα. Όταν έχεις περάσει πια την πύλη, συνειδητοποιείς ότι η μυστήρια αυτή κατασκευή κλείνει μέσα της ολόκληρο τον γαλάζιο ουρανό και κάθε του σύννεφο. Τέτοια ήταν η φύση ενός καθεδρικού ναού. 259
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Ο φοιτητής πέρασε από την πύλη. Έκανε απ' έξω τον γύρο της Αυτοκρατορικής Πύλης των Πρεσβευτών και σταμάτησε πλάι στη λιμνούλα με τους λωτούς μπροστά στην Πύλη Σάμμον. Στάθηκε τότε πάνω στην πέτρινη κινέζικη γέφυρα που διέσχιζε τη λιμνούλα, κοιτάζοντας προς την Πύλη Σάμμον που δέσποζε πάνω του. Αυτή η πύλη, σκέφτηκα, πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο του εμπρησμού του. Η υπέροχη Πύλη Σάμμον λες κι ήταν φτιαγμένη για να τυλιχτεί στις φλόγες. Σε ένα τέτοιο καθάριο απόγευμα, ίσως η φωτιά να ήταν αθέατη. Ο καπνός θα κουλουριαζόταν γύρω από την πύλη και θα ανέβαινε στον αιθέρα. Ωστόσο, ο μόνος τρόπος για να πεις ότι οι αόρατες εκείνες φλόγες έγλειφαν τον ουρανό, θα ήταν να παρατηρήσεις πώς καμπτόταν κι έτρεμε το γαλάζιο στερέωμα. Μόλις ο φοιτητής πλησίασε προς την πύλη, πήγα από μια μεριά που δεν φαινόμουν και τον κοίταξα προσεκτικά από κοντά. Ήταν η ώρα που οι επαίτες ιερείς γυρνούσαν στον ναό και πρόσεξα μια ομάδα από τρεις να πλησιάζει κατά μήκος του μονοπατιού. Περπατούσαν πλάι πλάι στο λιθόστρωτο με τα ψάθινα σανδάλια τους, κρατώντας τα καπέλα τους από λυγαριά. Μόλις με προσπέρασαν, έστριψαν δεξιά. Βάδιζαν αμίλητοι τηρώντας τον κανόνα των επαιτών ιερέων, σύμφωνα με τον οποίο δεν πρέπει να κοιτάζουν περισσότερο από λίγα βήματα μπροστά, μέχρις ότου γυρίσουν στα κελιά τους. Ο φοιτητής συνέχιζε να γυροφέρνει δισταχτικά στην πύλη Σάμμον. Τελικά, ακούμπησε στην άκρη μιας κολόνας και έβγαλε από την τσέπη του το πακέτο με τα τσιγάρα που είχε μόλις αγοράσει. Κοίταξε γύρω του με νευρικότητα. Μου πέρασε από το μυαλό ότι ήταν σίγουρα έτοιμος να βάλει φωτιά στην πύλη, με το πρόσχημα του καπνίσματος. Όπως είχα φανταστεί, έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του, έκανε μια κίνηση μπροστά και άναψε ένα σπίρτο. 259
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Για ένα λεπτό, το σπίρτο έβγαλε έναν μικρό καθαρό σπινθήρα. Το χρώμα της φλόγας ήταν σχεδόν αθέατο ακόμη και για τον ίδιο τον φοιτητή. Κοντολογίς, εκείνη τη στιγμή, ο απογευματινός ήλιος είχε περιβάλει τις τρεις πλευρές της πύλης, αφήνοντας στη σκιά μονάχα τη δική μου. Για μια και μόνη στιγμή, το σπίρτο προκάλεσε κάτι σαν φυσαλίδα από φωτιά, που άναψε πλάι στο πρόσωπο του φοιτητή καθώς στεκόταν στηριγμένος στην κολόνα της πύλης, δίπλα στη λίμνη με τους λωτούς. Ύστερα, κούνησε απότομα το χέρι του και το έσβησε. Ακόμη και όταν το σπίρτο έσβησε, ο φοιτητής δεν έδειξε ικανοποιημένος. Το πέταξε σε έναν από τους θεμέλιους λίθους και το πάτησε προσεκτικά με το πόδι του. Στη συνέχεια, κάπνισε χαρούμενα το τσιγάρο του, πέρασε τη γέφυρα και σεργιάνισε πέρα από την Αυτοκρατορική Πύλη των Πρεσβευτών, αδιαφορώντας για την απογοήτευση που είχα νιώσει καθώς στεκόμουν εκεί μόνος και έρημος. Τελικά, χάθηκε πέρα από τη Νότια Πύλη, μέσα από την οποία μπορεί να δει κανείς τον κύριο δρόμο διακρίνοντας κάπως συγκεχυμένα μια σειρά από σπίτια που εκτείνονται στο βάθος. Δεν ήταν πυρομανής, αλλά απλούστατα ένας φοιτητής που είχε βγει να περπατήσει. Προφανώς, ένας νεαρός, μάλλον βαριεστημένος και φτωχός. Είχα σταθεί παρατηρώντας λεπτομερώς τις πράξεις του και μπορώ να πω ότι όλα σε αυτόν με στενοχωρούσαν: η δειλία του, που τον έκανε να περιφέρει το βλέμμα του με νευρικότητα, όχι επειδή σκόπευε να βάλει φωτιά, αλλά απλούστατα, επειδή ετοιμαζόταν να παραβεί τους κανονισμούς και να καπνίσει ένα τσιγάρο. Η ασήμαντη απόλαυση, τόσο τυπική στους φοιτητές, που ίσως προέρχεται από την παράβαση των κανονισμών. Ο τρόπος του να πατήσει προσεκτικά το τσιγάρο με το πόδι του, παρότι το είχε ήδη σβήσει. Και, πάνω από όλα, η 260
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«πολιτισμένη παιδεία του». Χάρη σε αυτό το άνευ αξίας είδος παιδείας, η μικρή φλόγα του τέθηκε υπό έλεγχο. Πιθανόν να ένιωσε μεγάλο καμάρι στη σκέψη ότι ήταν ο ρυθμιστής του σπίρτου, ο τέλειος, γρήγορος ρυθμιστής που προστάτευε την κοινωνία από τους κινδύνους της φωτιάς. Ένα ευεργέτημα αυτής της παιδείας ήταν το γεγονός ότι, από την Αποκατάσταση Μεϊτζί, οι παλιοί ναοί μέσα στο Κιότο και γύρω του δεν πυρπολήθηκαν σχεδόν ποτέ. Ακόμη και στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις, που οι πυρκαγιές ξεσπούσαν από απροσεξία, οι φλόγες περιορίζονταν αμέσως, αφού τις διασπούσαν και τις έλεγχαν. Αντίθετα, αυτό δεν γινόταν ποτέ στο παρελθόν. Ο Ναός Τσιόν είχε καεί το 1431 και, στη συνέχεια, είχε υποστεί επανειλημμένα φθορές από πυρκαγιά. Το κυρίως κτήριο του Ναού Νανζέν είχε πάρει φωτιά το 1393, με αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή της Αίθουσας του Βούδα, της Αίθουσας των Τελετών, της Αδαμάντινης Αίθουσας, του Ερημητηρίου του Μεγάλου Νέφους και άλλων κτισμάτων. Ο Ναός Ενρυακού έγινε στάχτη το 1571. Ο Ναός Κέννιν έγινε παρανάλωμα πυρός στη διάρκεια του πολέμου, το 1552. Η Αίθουσα Σαντζουσάνγκεν πυρπολήθηκε το 1249. Ο Ναός Χόννο καταστράφηκε από πυρκαγιά στη διάρκεια του πολέμου του 1582. Εκείνον τον καιρό, οι πυρκαγιές συνήθως συνδέονταν στενά η μια με την άλλη. Δεν χωρίζονταν σε μικρά τμήματα ούτε αδιαφορούσε κανείς γι' αυτές όπως σήμερα, αλλά τις άφηναν να γίνονται ένα, έτσι ώστε αναρίθμητες χωριστές φωτιές να αποτελούν μία και μόνη μεγάλη εστία. Πιθανόν έτσι να ήταν και οι άνθρωποι εκείνης της εποχής. Όπου υπήρχε φωτιά, αυτή καλούσε μιαν άλλη και η φωνή της ακουγόταν αμέσως. Ο λόγος που οι αναφερόμενες στα παλαιά αρχεία φωτιές των ναών δεν αποδίδονταν σε εμπρησμό αλλά περιγράφονταν 262
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ
ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
(ος πυρκαγιές απο απροσεξία, εκτεταμενες φωτιές ή πυρκαγιές εξαιτίας του πολέμου, είναι ότι, ακόμη κι αν βρισκόταν κάποιος σαν κι εμένα εκείνους τους καιρούς, το μόνο που θα είχε να κάνει ήταν να κρατά την αναπνοή του και να περιμένει κρυμμένος κάπου. Κάθε ναός ήταν μοιραίο, αργά ή γρήγορα, να καεί. Οι πυρκαγιές ήταν πολλές και ανεξέλεγκτες. Φτάνει αυτός να περίμενε και η φωτιά που καραδοκούσε την κατάλληλη στιγμή θα ξέσπαγε δίχως άλλο, η μια φωτιά θα ενωνόταν με την άλλη και θα πραγματοποιούσαν μαζί ό,τι έπρεπε να πραγματοποιηθεί. Το γεγονός ότι ο Χρυσός Ναός είχε γλιτώσει την πυρκαγιά ήταν όντως άξιον απορίας. Επειδή οι Βουδιστικές αρχές και νόμοι κυβερνούσαν άτεγκτα τον κόσμο, οι φωτιές ξεσπούσαν απόλυτα φυσικά, η καταστροφή και η άρνηση βρίσκονταν σε ημερησία διάταξη και ήταν αναπότρεπτο οι μεγάλοι ναοί να καούν. Ακόμη κι αν υπήρχαν πυρομανείς, έπρεπε να καλούν τις πυροσβεστικές δυνάμεις, έτσι ώστε κανένας ιστορικός να μη φτάσει στο σημείο να πιστέψει ότι η επακολουθούσα καταστροφή ήταν αποτέλεσμα εμπρησμού. Εκείνη την εποχή, ο κόσμος δεν πρόσφερε καμιά ασφάλεια. Αλλά και τώρα, το 195Θ, δεν δημιουργούσε λιγότερες ανησυχίες. Αν υποθέσουμε ότι οι διάφοροι ναοί πυρπολήθηκαν ως αποτέλεσμα αυτής της ανησυχίας, ποιος λόγος θα υπήρχε να μην πυρποληθεί και ο Χρυσός Ναός τώρα;
Παρότι απείχα θεληματικά από τις διαλέξεις, πήγαινα αρκετά συχνά στη βιβλιοθήκη. Έτσι, μια μέρα του Μάη, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κασιουάγκι, τον οποίο είχα αποφύγει επιμελώς. Όταν είδε πως προσπαθούσα να τον αποφύγω και πάλι, έτρεξε από πίσω μου με μια έκφραση ιλαρότητας στο 263
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
πρόσωπο του. Συνειδητοποιώντας ότι, αν το έβαζα στα πόδια, προφανώς η ραιβοποδία του δεν θα του επέτρεπε να με φτάσει, λες και καρφώθηκα επί τόπου. Τελικά, με άρπαξε από τον ώμο. Ήταν λαχανιασμένος. Τα μαθήματα της ημέρας είχαν τελειώσει και υπολόγισα ότι η ώρα θα ήταν περίπου πεντέμισι. Για να μην τον συναντήσω, είχα παρακάμψει το πανεπιστήμιο από το πίσω μέρος, αφού προσπέρασα τη βιβλιοθήκη, και είχα ακολουθήσει το μονοπάτι ανάμεσα στον ψηλό λιθόκτιστο τοίχο και στους στρατώνες όπου στεγάζονταν οι τάξεις. Κάμποσα αγριοχρυσάνθεμα είχαν φυτρώσει στην έρημη γη, ανάκατα με αποκόμματα χαρτιών και πεταμένα άδεια μπουκάλια. Μερικά παιδιά το είχαν σκάσει κρυφά προς τα γήπεδα για να ασκηθούν στην ελεύθερη πάλη. Οι βραχνές φωνές τους σε έκαναν να προσέξεις ότι οι τάξεις ήταν άδειες, πράγμα που εύκολα διαπίστωνες μέσ' από τα σπασμένα παράθυρα. Όλοι οι φοιτητές είχαν φύγει και οι σειρές των σκονισμένων εδράνων στέκονταν η μια πίσω από την άλλη σιωπηλά. Πέρασα τους στρατώνες και έφτασα στην άλλη πλευρά του κυρίως πανεπιστημιακού κτηρίου. Σταμάτησα έξω από ένα μικρό παράπηγμα. Στο τμήμα της τακτοποίησης των λουλουδιών, ήταν κρεμασμένη μια πινακίδα που έγραφε «Στούντιο». Ο ήλιος έλαμπε πάνω στη συστοιχία των καμφορόδεντρων, κατά μήκος ολόκληρου του τοίχου, και η λεπτή σκιά των φύλλων καθρεφτιζόταν μέσ' από τη στέγη του παραπήγματος στον τοίχο από κόκκινα τούβλα του κυρίως κτηρίου. Εκείνη την ώρα του ηλιοβασιλέματος, τα κόκκινα τούβλα φάνταζαν ζωηρά. Ο Κασιουάγκι είχε στηρίξει το σώμα του πάνω στον τοίχο. Η ανάσα του ήταν βαριά. Η σκιά της φυλλωσιάς των καμφορόδεντρων φώτιζε τα μάγουλά του, όπως πάντα κάτωχρα, δίνοντάς τους μια παράξενη ζωντάνια. Ίσως να έδινε αυτή την 264
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
εντύπωση -τόσο αταίριαστη με τον Κασιουάγκι- η αντανάκλαση του τοίχου με τα κόκκινα τούβλα. «Για να ξέρεις: είναι πέντε χιλιάδες εκατό γιεν!» είπε. «Πρέπει να μου δώσεις πέντε χιλιάδες εκατό γιεν στο τέλος αυτού του μήνα. Όσο πας, δείχνεις να δυσκολεύεσαι όλο και περισσότερο να μου επιστρέψεις το ποσό». Έβγαλε το χρεωστικό μου γραμμάτιο από το τσεπάκι του σακακιού του, όπου το κουβαλούσε πάντοτε, και το άνοιξε μπροστά μου. Ύστερα, από φόβο μήπως απλώσω το χέρι μου, πάρω το έγγραφο και το κάνω κομμάτια, έσπευσε να το διπλώσει ξανά και να το βάλει πίσω στην τσέπη του. Δεν απόμεινε στα μάτια μου τίποτε άλλο εκτός από την οπτική εντύπωση ενός φαρμακερού, κόκκινου αποτυπώματος του αντίχειρα. Εκείνο το αποτύπωμά μου είχε κάτι το υπερβολικά σκληρό. «Ξόφλησε με αμέσως!» είπε ο Κασιουάγκι. «Το λέω για το καλό σου. Γιατί δεν χρησιμοποιείς τα δίδακτρά σου ή ένα μέρος τους για να μου ξεπληρώσεις το χρέος;» Δεν έδωσα απάντηση. Γιατί ήταν υποχρεωμένος κανείς να ξεπληρώνει τα χρέη του εν ό'ψει μιας καταστροφής του κόσμου; Παρότι είχα μπει στον πειρασμό να κάνω στον Κασιουάγκι μια μικρή νύξη για το τι είχα μέσα στο μυαλό μου, συγκρατήθηκα. «Εξήγησέ μου, γιατί δεν σε καταλαβαίνω», συνέχισε ο Κασιουάγκι. «Τι συμβαίνει; Ντρέπεσαι επειδή τραυλίζεις; Αυτό το έχεις σίγουρα ξεπεράσει. Όλοι ξέρουν πως είσαι τραυλός. Ναι, ακόμη κι αυτό!» πρόσθεσε χτυπώντας τον τοίχο με τα κόκκινα τούβλα όπου έπεφτε ο ήλιος του δειλινού. Η γροθιά του βάφτηκε από μια σκόνη ανάμεσα στο κίτρινο και στο καφετί. «Ακόμη κι αυτή η αίθουσα το ξέρει. Δεν υπάρχει κανείς στο πανεπιστήμιο που να μην το ξέρει!» 265
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Παρ' όλα αυτά, στεκόμουν σιωπηλός, κοιτάζοντας τον κατάματα. Εκείνη τη στιγμή, ένα από τα παιδιά άφησε την μπάλα να του ξεφύγει και αυτή έφτασε κυλώντας ανάμεσά μας. Ο Κασιουάγκι πήγε να σκύψει για να την πιάσει και να τους την επιστρέψει. Βλέποντάς το, με κυρίευσε μια διεστραμμένη επιθυμία να παρακολουθήσω πώς θα τα κατάφερνε να μετακινήσει την μπάλα με τα ραιβά του πόδια, προκειμένου να τη φτάσει με το χέρι του, ενώ βρισκόταν περίπου μισό μέτρο μακριά. Τα μάτια μου έδειξαν να στρέφονται, χωρίς να το θέλω, στα πόδια του. Ο Κασιουάγκι το αντελήφθη με μυστηριώδη τρόπο πολύ γρήγορα. Πριν προλάβω να αντιληφθώ αν πράγματι προσπαθούσε να σκύψει, σηκώθηκε και στάθηκε ίσια, κοιτάζοντάς με επίμονα με ένα βλέμμα παθιασμένου μίσους, που έβλεπα πρώτη φορά να ζωγραφίζεται στα μάτια του. Ένα παιδί μας πλησίασε δειλά, σήκωσε την μπάλα που βρισκόταν ανάμεσά μας και έφυγε τρέχοντας. Τελικά, ο Κασιουάγκι μου είπε: «Εντάξει. Εφόσον φέρεσαι έτσι, ξέρω τι θα κάνω. Πριν πάω στον τόπο μου, τον επόμενο μήνα, θα έχω πάρει πίσω όσο το δυνατόν περισσότερα από τα χρήματά μου. Περίμενε και θα δεις!»
Τον Ιούνιο, οι σημαντικές διαλέξεις αραίωσαν κατά πολύ και οι φοιτητές άρχισαν τις ετοιμασίες προκειμένου να γυρίσουν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Η ημέρα της δεκάτης Ιουνίου θα μου μείνει αλησμόνητη. Ψιλόβρεχε ασταμάτητα από το πρωί και, το βραδάκι, λες και είχαν ανοίξει οι καταρράχτες του ουρανού. Μετά το δείπνο, αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου με ένα βιβλίο. Γύρω στις οκτώ, βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο, ανάμεσα στην Αίθουσα Υποδοχής και στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη. Ήταν ένα από τα λίγα βράδια που ο Ηγούμενος δεν είχε 266
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
βγει έξω. Προφανώς, είχε κάποιον καλεσμένο. Ωστόσο, υπήρχε σε εκείνα τα βήματα κάτι το παράξενο. Ηχούσαν όπως οι σκόρπιες σταγόνες της βροχής πάνω σε μια ξύλινη πόρτα. Τα βήματα του δόκιμου μοναχού που οδηγούσε τον καλεσμένο στα διαμερίσματα του Ηγούμενου ήταν σιγανά, κανονικά, και καλύπτονταν σχεδόν από τον συρτό τρόπο βαδίσματος του καλεσμένου που έκανε τις παλιές σανίδες του διαδρόμου να τρίζουν με τον πιο παράξενο τρόπο. Ο ναός ήταν γεμάτος από τον θόρυβο της βροχής. Η βραδινή νεροποντή έπεφτε άγρια πάνω στον μεγάλο, αρχαίο ναό και τα απέραντα άδεια δωμάτια που μύριζαν μούχλα γέμιζαν από τον ήχο της. Στην κουζίνα, στο διαμέρισμα του Διακόνου, σε εκείνο του Νεωκόρου και στην αίθουσα υποδοχής, δεν ακουγόταν παρά μόνον ο ήχος του νερού που έπεφτε. Σκεφτόμουν τώρα τη βροχή που είχε κατακλύσει τον Χρυσό Ναό. Άνοιξα λίγο τη συρτή πόρτα του δωματίου μου. Η μικρή κεντρική αυλή, όλη από πέτρα, είχε πλημμυρίσει από το νερό και έβλεπα το μαύρο και γυαλιστερό βάθος του καθώς έτρεχε από πέτρα σε πέτρα. Γυρίζοντας από τα διαμερίσματα του Ηγούμενου, ο δόκιμος έχωσε το κεφάλι του στη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου μου. «Ένας φοιτητής ονόματι Κασιουάγκι ήρθε να δει τον Ηγούμενο. Είναι φίλος σου;» Ένιωθα να έχω παραλύσει από την ταραχή. Ο δόκιμος, που φορούσε γυαλιά και εργαζόταν την ημέρα ως δάσκαλος σε ένα δημοτικό σχολείο, ήταν έτοιμος να φύγει. Τον σταμάτησα και του ζήτησα να μπει στο δωμάτιό μου. Έκανα κάθε λογής υποθέσεις σχετικά με τη συζήτηση που συνεχιζόταν στη βιβλιοθήκη και δεν άντεχα να μείνω μόνος. Πέρασαν μερικά λεπτά. Ξαφνικά ακούστηκε το κουδούνι 267
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
του Ηγούμενου. Ο αυταρχικός του ήχος είχε διαπεράσει τον θόρυβο της βροχής. Ύστερα, σταμάτησε απότομα. Ο μαθητευόμενος κι εγώ ανταλλάξαμε ένα βλέμμα. «Για σένα είναι», είπε. Αναγκάστηκα να σηκωθώ. Όταν έφτασα έξω από το δωμάτιο του Ηγούμενου, γονάτισα. Έβλεπα κιόλας το έγγραφο με το δακτυλικό μου αποτύπωμα, ανοιγμένο πάνω στο γραφείο του. Ο Ηγούμενος ανασήκωσε μιαν άκρια του χαρτιού και μου το έδειξε. Με κράτησε γονατιστό έξω από το δωμάτιο. «Αυτό είναι πράγματι το αποτύπωμα του αντίχειρά σου;» ρώτησε. «Μάλιστα». «Θαυμάσια, ε; Αν μου δημιουργήσεις ξανά τέτοιου είδους μπελάδες, δεν θα μπορέσω πια να σε κρατήσω εδώ. Θα ήταν καλύτερα να είχες σκεφτεί την πράξη σου, αν και δεν είναι η πρώτη φορά...» Ο Ηγούμενος σταμάτησε απότομα να μιλά, ίσως επειδή βρισκόταν στο δωμάτιο και ο Κασιουάγκι. «Θα επιστρέψω τα χρήματα εγώ», συνέχισε, «Μπορείς να φύγεις τώρα». Ύστερα από αυτά τα λόγια, μπόρεσα να κοιτάξω για πρώτη φορά τον Κασιουάγκι. Καθόταν στο πάτωμα, με το βλέμμα κάποιου που έχει συμπεριφερθεί με τον πιο αξιέπαινο τρόπο. Ωστόσο, είχε τα μάτια του γυρισμένα αλλού. Όταν έκανε κάτι κακό, έπαιρνε πάντοτε ένα βλέμμα πάναγνο -που του ήταν, εξάλλου, ολωσδιόλου ξένο-, λες και είχε αποστραγγιχτεί η αληθινή ουσία της υπόστασής του. Μόνο εγώ το ήξερα. Γυρίζοντας στο δωμάτιό μου, ένιωσα ότι, εκείνη τη νύχτα, μέσα στον μανιασμένο ήχο της βροχής και στη μοναξιά μου, είχα λυτρωθεί. «Δεν θα μπορέσω πια να σε κρατήσω εδώ» - πρώτη φορά άκουγα τον Ηγούμενο να μου λέει κάτι τέτοιο. Κοντολογίς, αυ268
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τό μου έταζε. Ξαφνικά, όλα ξεκαθάρισαν. Ο Ηγούμενος σκε((ΐτόταν ήδη την αποπομπή μου από τον ναό. Έπρεπε να βιαητώ να πραγματοποιήσω την απόφαση μου. Αν ο Κασιουάγκι δεν είχε ενεργήσει έτσι, εκείνη τη νύχτα, ί'ίναι πιθανό να μην είχα την ευκαιρία να ακούσω αυτά τα λόγκχ από τα χείλη του Ηγούμενου και το σχέδιό μου θα είχε ανοιβληθεί κι άλλο. Με τη σκέψη ότι ο Κασιουάγκι μου είχε δώ(ΐει τη δύναμη να εγκαταλείψω την αδράνειά μου, πλημμύρισα από ένα παράξενο συναίσθημα ευγνωμοσύνης γι' αυτόν. Η βροχή δεν έδειχνε να κοπάζει. Ήταν παγωνιά για Ιούνιο μήνα και το δωματιάκι μου πίσω, με τις ξύλινες σανίδες γύρω γύρο3, έδειχνε έρημο κάτω από το αδύναμο φως του ηλεκτρικού λαμπτήρα. Αυτό ήταν το κατάλυμά μου, από το οποίο ί(Τ(ος να με έδιωχναν σύντομα. Δεν υπήρχε ούτε ένα στολίδι εκεί μέσα. Η μαύρη άκρια του ξεθωριασμένου ψάθινου ταπέτου στο πάτωμα ήταν σκισμένη και στριμμένη και μπορούσες να δεις καθαρά τα σκληρά νήματα. Συχνά, όταν έμπαινα στο (τκοτεινό δωμάτιό μου και άναβα το φως, τα δάχτυλα των ποδιών μου πιάνονταν στη σκισμένη άκρια της ψάθας. Δεν προσπάθησα, ωστόσο, ποτέ να την επιδιορθώσω. Ο ζήλος μου για τη ζωή δεν είχε καμιά σχέση με τις ψάθες. Τώρα που πλησίαζε το καλοκαίρι, ο χώρος όπου έμενα ανέδιδε την αποπνικτική μυρωδιά του κορμιού μου. Έμοιαζε αστείο; παρότι ήμουν ιερέας, το σώμα μου είχε την οσμή ενός οποιουδήποτε νεαρού άντρα. Εξάλλου, αυτή η οσμή δεν είχε διαπεράσει μόνο τις παλιές, γυαλιστερές και μαύρες κολόνες στις γωνιές, αλλά ακόμη και τους ξύλινους τοίχους. Τώρα, η δυσάρεστη αυτή μυρωδιά έρεε ανάμεσα στις ίνες του πατιναρισμένου από τον χρόνο ξύλου. Οι κολόνες και οι τοίχοι είχαν μεταμορφωθεί σε ζωντανά, ακίνητα αντικείμενα που ανέδιδαν μιαν έντονη ψαρίλα. 269
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Τα περίεργα βήματα που είχα ακούσει πριν λίγη ώρα ακούστηκαν και πάλι να πλησιάζουν κατά μήκος του διαδρόμου. Ο Κασιουάγκι είχε σταθεί εκεί, σαν μηχανική συσκευή που είχε σταματήσει απότομα. Πίσω του, το φως από τα διαμερίσματα του Ηγούμενου φώτιζε το Πεύκο-Καράβι στον κήπο: έβλεπα τη νωπή πρασινόμαυρη πλώρη του δέντρου να ορθώνεται μες στο σκοτάδι. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου κι ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση συνειδητοποιώντας ότι, τη στιγμή που ο Κασιουάγκι είδε αυτό το χαμόγελο, φανέρωσε για πρώτη φορά μια έκφραση παραπλήσια με φόβο. «Θα 'ρθεις για λίγο μέσα;» είπα. «Έλα, μην προσπαθείς να με τρομάξεις. Είσαι περίεργος τύπος, έτσι;» Ο Κασιουάγκι μπήκε στο δωμάτιό μου. Ύστερα από προσπάθεια, τα κατάφερε να πλησιάσει προς τη μία πλευρά, με τη γνωστή του εκείνη αργή κίνηση που σε έκανε να σκεφτείς ότι προσπαθούσε να καθίσει οκλαδόν. Σήκωσε το κεφάλι και περιέφερε το βλέμμα του στο δωμάτιο. Ο θόρυβος της βροχής έξω λες και μας τύλιγε με μια κρουστή κουρτίνα. Στην ανοιχτή βεράντα, οι σταγόνες του νερού ακούγονταν να αναπηδούν πίσω από τις χάρτινες συρτές πόρτες, ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του κτηρίου. «Λοιπόν», είπε ο Κασιουάγκι, «δεν έχεις κανέναν λόγο να τα βάζεις μαζί μου, να το ξέρεις. Στο κάτω κάτω, εσύ φταις που με ανάγκασες να χειριστώ το θέμα με αυτόν τον τρόπο. Έτσι είναι». Έβγαλε από την τσέπη του έναν φάκελο με τη σφραγίδα του ναού και μέτρησε μπροστά μου τα χαρτονομίσματα. Υπήρχαν μόνο γραμμάτια των τριών χιλιάδων γιεν, ολοκαίνουργια, από εκείνα που είχαν προφανώς τεθεί σε κυκλοφορία τον Ιανουάριο. 2ηο
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Τα χαρτονομίσματα σε τούτο τον ναό είναι ωραία και καθαρά, συμφωνείς;» είπα. «Ο Ηγούμενος μας είναι τόσο απαιτητικός που στέλνει τον Διάκονο κάθε τρεις μέρες στην τράπεζα προκειμένου να προμηθεύεται καινούργια». «Για κοίταξε, φίλε μου!» είπε ο Κασιουάγκι. «Κάθε τρεις μέρες, ε; Ο ιερέας που διευθύνει τον ναό σας είναι πραγματικά σπαγκοραμμένος. Λέει ότι δεν αναγνωρίζει τον τόκο στα δάνεια μεταξύ συμφοιτητών. Και να σκεφτείς ότι ο ίδιος τα έχει μπόλικα!» Βλέποντας τον Κασιουάγκι συντετριμμένο από αυτή την αναποδιά, η καρδιά μου αναγάλλιασε. Έσκασα στα γέλια και εκείνος με μιμήθηκε. Για μια στιγμή, λες κι είχαμε μονιάσει. Σύντομα όμως σταμάτησε να γελά και, καρφώνοντας το βλέμμα του στο μέτωπό μου, μίλησε σαν να με απέρριπτε: «Ξέρο^», είπε. «Τούτες τις μέρες έχεις στο μυαλό σου ένα καταστροφικό σχέδιο, έτσι;» Υπέμενα με τη μεγαλύτερη δυσκολία το βάρος της εξεταστικής του ματιάς. Ύστερα, συνειδητοποιώντας ότι η αντίληψή του για το «καταστροφικό» δεν είχε καμία σχέση με το σχέδιό μου, ξαναβρήκα την ψυχραιμία μου. Στην απάντησή μου δεν υπήρχε ούτε ίχνος τραυλίσματος. «Όχι», αποκρίθηκα. «Κανένα σχέδιο». «Αλήθεια; Ε, λοιπόν, είσαι παράξενος τύπος. Ίσως ο πιο παράξενος που συνάντησα ποτέ». Ήξερα ότι η παρατήρησή του εμπνεόταν από το φιλικό χαμόγελο που ήταν ακόμη ζωγραφισμένο στα χείλη μου. Ήταν απόλυτα βέβαιο ότι ο Κασιουάγκι δεν θα αντιλαμβανόταν ποτέ τη σημασία της ευγνωμοσύνης που είχε γεννηθεί μέσα μου και πως εκεί ακριβώς οφειλόταν η παρατεταμένη μου ιλαρότητα. «Θα πας στην ιδιαίτερη πατρίδα σου τώρα;» ρώτησα με τον τρόπο που συνήθως μιλούν μεταξύ τους οι καλοί φίλοι. 271
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Ναι, φεύγω αύριο. Διακοπές στη Σαννομίγια. Κι όμως, είναι κι εκεί αρκετά πληκτικά». «Ώστε δεν θα ιδωθούμε τώρα κοντά στο πανεπιστήμιο;» «Να ιδωθούμε; Μα εσύ δεν είσαι ποτέ εκεί». Καθώς μιλούσε, ο Κασιουάγκι είχε ξεκουμπώσει τη στολή του κι έψαχνε στην τσέπη του. «Αποφάσισα να σου φέρω αυτά πριν φύγω για την πατρίδα μου», είπε. «Σκέφτηκα πως θα σε ευχαριστήσουν. Αισθανόσουν γι' αυτόν μια εκτίμηση παράλογα μεγάλη, έτσι δεν είναι;» Πέταξε πάνω στο τραπέζι μου μια δέσμη με γράμματα. Έμεινα κατάπληκτος διαβάζοντας στον φάκελο το όνομα του αποστολέα. «Διάβασέ τα, σε παρακαλώ», είπε ο Κασιουάγκι με ύφος εντελώς πεζό. «Είναι ένα ενθύμιο από τον Τσουρουκάουα». «Ήσασταν φίλοι με τον Τσουρουκάουα;» ρώτησα. «Για να δούμε, λοιπόν. Ναι, θαρρώ πως ήμουν φίλος του. Με τον τρόπο μου. Ο ίδιος ο Τσουρουκάουα απεχθανόταν να τον θεωρούν φίλο μου. Ταυτοχρόνως όμως, ήμουν το μόνο πρόσωπο στο οποίο εμπιστευόταν τα πάντα. Τώρα, τρία χρόνια μέτά τον θάνατό του, νομίζω ότι είναι καλά να δείξω αυτά τα γράμματα στον κόσμο. Ένιωθες τόσο φίλος του ώστε σκέφτηκα ότι όφειλα να σου τα δείξω. Σε εσένα και σε κανέναν άλλο. Είχα κατά νου να σε αφήσω να τα διαβάσεις, κάποια μέρα. Όλες οι ημερομηνίες των γραμμάτων ήταν από τον Μάιο του 1947, μέχρι λίγο πριν τον θάνατό του. Γράφονταν από το Τόκιο σχεδόν κάθε μέρα και απευθύνονταν στον Κασιουάγκι. Εμένα μου είχε στείλει ένα και μοναδικό γράμμα αλλά, από την ημέρα της επιστροφής του στο Τόκιο, έγραφε στον Κασιουάγκι τακτικά. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτός ο στρωτός -παιδικός σχεδόν- γραφικός χαρακτήρας ήταν του Τσουρουιηι
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
κάουα. Ένιωσα μια ελαφριά ζήλια. Εκείνος, που δεν έκανε ποτέ την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει από μένα τα ολοφάνερα αισθήματά του, που είχε κάποτε εκφραστεί άσχημα για τον Κασιουάγκι και είχε αποδοκιμάσει τη φιλία μου μαζί του, είχε συνεχίσει ο ίδιος τη μυστική αυτή σχέση. Άρχισα να διαβάζω τα γράμματα με τη χρονολογική τους σειρά. Ήταν γραμμένα με μικρά στοιχεία πάνω σε λεπτό χαρτί. Το ύφος του γραψίματος ήταν ιδιαίτερα αδέξιο. Η σκέψη του έδειχνε να βουλιάζει σταθερά και ήταν αδύνατον να την παρακολουθήσεις. Κι όμως, πίσω από τις συγκεχυμένες του προτάσεις, άρχισε γρήγορα να ξεπροβάλλει ένας διάχυτος πόνος. Όταν έφτασα μάλιστα στα τελευταία γράμματα, η αγωνία που είχε βιώσει ο Τσουρουκάουα φάνηκε στα μάτια μου ξεκάθαρα. Καθώς συνέχιζα να διαβάζω, μου ήρθαν δάκρυα, ενώ ταυτόχρονα ξαφνιάστηκα με την τόσο κοινότοπη φύση της δυστυχίας του. Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια ερωτική ιστορία, σύντομη και πεζή: ο άτυχος έρωτας ενός άπραγου νεαρού για μια κοπέλα που οι γονείς της δεν τον ενέκριναν. Κατόπιν, κάποιο σημείο του γράμματος με έκανε να το αφήσω απότομα από τα χέρια μου. Ίσως η περιγραφή των αισθημάτων του να έκλεινε μέσα της μια ακούσια υπερβολή, αλλά το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. «Όταν τον σκέφτομαι τώρα», έγραφε, «αυτός ο άτυχος έρωτας ίσως να ήταν η άμεση συνέπεια της ίδιας μου της άτυχης φύσης. Ήμουν από τη φύση μου μελαγχολικός. Δεν θυμάμαι ποτέ να γνώρισα τι σημαίνει να είσαι χαρούμενος και ήρεμος». Το τελευταίο γράμμα είχε ως κατακλείδα ένα ταραγμένο σημείωμα και, όταν το διάβασα, πέρασε από τον νου μου για πρώτη φορά μια υποψία. 273
ι8"
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Μπορεί να...» άρχισα. Ο Κασιουάγκι με διέκοψε κουνώντας το κεφάλι του: «Ναι, πράγματι. Ήταν αυτοκτονία. Είμαι απόλυτα βέβαιος. Ίσως η οικογένειά του να βόλεψε τα πράγματα για να σώσει τα προσχήματα, ίσως να σκαρφίστηκε εκείνη την ιστορία με το φορτηγό και τα λοιπά. «Του απάντησες, έτσι δεν είναι;» τραύλισα αγανακτισμένος, με τρόπο πιεστικό. «Ναι, αντιλαμβάνομαι όμως ότι η απάντησή μου δεν έφτασε πριν τον θάνατό του». «Τι του έγραψες;» «Του έγραψα ότι δεν πρέπει να πεθάνει. Τίποτε άλλο». Η πεποίθηση, βαθιά ριζωμένη μέσα μου, ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να προδοθώ από τα συναισθήματά μου αποδείχτηκε λανθασμένη. Ο Κασιουάγκι έδωσε σε αυτή την αυταπάτη μου τη χαριστική βολή. «Λοιπόν;» είπε. «Μήπως αυτά τα γράμματα άλλαξαν τις αντιλήψεις σου για τη ζωή; Όλα σου τα σχέδια καταστράφηκαν τώρα, έτσι δεν είναι;» Ήταν φανερό γιατί μου έδειχνε τώρα αυτά τα γράμματα, μετά από τρία χρόνια. Κι όμως, παρά το ξάφνιασμά μου, μια κάποια θύμηση έμενε ακόμη μέσα μου: η θύμηση του πρωινού ήλιου που ξεχυνόταν μέσ' από τα δέντρα πιτσιλίζοντας το άσπρο πουκάμισο του νεαρού άντρα, ξαπλωμένου μες στην πυκνή καλοκαιριάτικη χλόη. Ο Τσουρουκάουα είχε πεθάνει και είχε έτσι μεταμορφωθεί, ύστερα από τρία χρόνια. Ίσως να φαινόταν πως, ό,τι του είχα εμπιστευθεί, είχε χαθεί με τον θάνατό του. Κι όμως, αντί γι' αυτό, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξαναγεννιόταν με ένα καινούργιο στοιχείο πραγματικότητας. Τύχαινε να πιστεύω μάλλον στο περιεχόμενο της μνήμης παρά στο πραγματικό της νόημα. Και ήταν τέτοιες οι συνθήκες της 274
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πίστης μου ώστε, αν επρόκειτο τώρα να σταματήσω να δίνο3 βάση σε εκείνη τη θύμηση, αυτή καθαυτή η ζωή θα κατέρρεε (ΐυτόματα. Ο Κασιουάγκι, που στεκόταν εκεί κοιτάζοντας με περιφρονητικά, ήταν γεμάτος ικανοποίηση επειδή είχε τόσο θαρραλέα κατακομματιάσει αυτά τα συναισθήματα. «Τι τρέχει;» ρώτησε. «Κάτι έσπασε μέσα σου τώρα δα, έτσι δεν είναι; Δεν αντέχω να βλέπω έναν φίλο μου να ζει με κάτι τόσο εύθραυστο μέσα του. Όλη μου η καλοσύνη έγκειται στον αφανισμό όλων αυτών». «Και τι γίνεται αν δεν έχει σπάσει ακόμη;» ρώτησα. «Φτάνει πια τόση ξιπασιά!» αποκρίθηκε με ένα περιφρονητικό μειδίαμα. «Ήθελα ακριβώς να σε κάνω να καταλάβεις. Ό,τι μεταμορφώνει αυτόν τον κόσμο είναι η γνώση. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Τίποτε άλλο δεν μπορεί να αλλάξει κάτι σε αυτόν τον κόσμο. Μόνο η γνώση είναι ικανή να τον μεταμορφώσει, αφήνοντάς τον συγχρόνως όπως είναι. Όταν κοιτάζεις τον κόσμο με γνώση, συνειδητοποιείς ότι τα πράγματα είναι αμετάβλητα και, συγχρόνως, ότι μεταβάλλονται συνεχώς. Θα μπορούσες να αναρωτηθείς σε τι μας ωφελεί κάτι τέτοιο. Ας το θέσουμε ως εξής: τα ανθρώπινα όντα κατέχουν το όπλο της γνώσης για να κάνουν τη ζωή τους ανεκτή. Για τα ζώα, τέτοιου είδους πράγματα δεν είναι απαραίτητα. Τα ζώα δεν χρειάζονται τη γνώση ή οτιδήποτε παρόμοιο για να αντέξουν τη ζωή τους. Οι άνθρωποι όμως χρειάζονται πράγματι κάτι. Και με τη γνώση μπορούν να μεταβάλουν τούτο το αφόρητο στοιχείο της ζωής σε όπλο, παρότι δεν μειώνεται ούτε κατά το ελάχιστο. Έτσι είναι». «Δεν σκέφτεσαι πως υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος για να αντέξεις τη ζωή;» «Όχι, δεν το σκέφτομαι. Εκτός από αυτόν, υπάρχει μόνον η τρέλα ή ο θάνατος». 275
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Η γνώση δεν μπορεί ποτέ να μεταβάλει τον κόσμο», είπα σχεδόν σαν εξομολόγηση. «Ό,τι μεταβάλλει τον κόσμο είναι η δράση. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει». Όπως ακριβώς περίμενα, ο Κασιουάγκι αντέκρουσε τον ισχυρισμό μου με ένα παγερό μειδίαμα, που αποτέθηκε σαν μάσκα πάνω στο πρόσωπό του. «Να τα μας!» είπε. «Δράση, λες. Μα δεν καταλαβαίνεις ότι η ομορφιά αυτού του κόσμου, που τόσα σημαίνει για σένα, λαχταράει τον ύπνο και, προκειμένου να κοιμηθεί, πρέπει να προστατεύεται από τη γνώση; Θυμάσαι εκείνη την ιστορία: "Ο Νάνσεν Σκοτώνει ένα Γατάκι", για την οποία σου μίλησα κάποτε. Η γάτα εκεί ήταν ασύγκριτα όμορφη. Ο λόγος που οι ιερείς από τις δύο αίθουσες του ναού τσακώνονταν ήταν ότι ήθελαν κι οι δύο να προστατεύσουν το γατάκι, να το φροντίσουν, να το αφήσουν να κοιμηθεί αναπαυτικά μέσα στους δικούς τους ιδιαίτερους μανδύες της γνώσης. Ο Πατέρας Νάνσεν ήταν άνθρωπος της δράσης, γι' αυτό σκότωσε το γατάκι με το δρεπάνι του. Όταν όμως αργότερα έφτασε ο Τζόσου, έβγαλε τα παπούτσια του και τα ακούμπησε πάνω στο κεφάλι του. Έχοντας πλήρη επίγνωση της πράξης του, ήθελε να πει: η ομορφιά πρέπει να κοιμάται και ο ύπνος της να προστατεύεται από τη γνώση. Δεν υπάρχει όμως ατομική γνώση, μια ειδική γνώση που να ανήκει σε ένα ιδιαίτερο πρόσωπο ή σε μια ομάδα. Η γνώση είναι η θάλασσα της ανθρωπότητας, το ανοιχτό πεδίο της ανθρωπότητας, η γενικευμένη θέση της ανθρώπινης ύπαρξης. Νομίζω ότι αυτό ήθελε να πει. Τώρα, θέλεις να παίξεις εσύ το ρόλο του Τζόσου, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, η ομορφιά - η ομορφιά που τόσο αγαπάς- είναι μια ψευδαίσθηση αυτού που απομένει, του υπέρμετρου που εναποτίθεται στη γνώση. Είναι μια χίμαιρα του "άλλου τρόπου για να ανεχθείς τη ζωή", που ανέφερες. Θα 'λεγε κανείς ότι, πράγματι, δεν υ276
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πάρχει τίποτε σαν την ομορφιά. Αυτό που ισχυροποιεί τόσο την αυταπάτη, που της μεταβιβάζει τέτοια δύναμη πραγματικότητας, είναι ακριβώς η γνώση. Από την άποψη της γνώσης, η ομορφιά δεν αποτελεί ποτέ παρηγοριά. Μπορεί να είναι μια γυναίκα ή η σύζυγος κάποιου, δεν είναι όμως ποτέ παρηγοριά. Παρ' όλα αυτά, από το πάντρεμα του όμορφου πράγματος -που δεν είναι ποτέ παρηγοριά- και της γνώσης, κάτι γεννιέται. Κάτι σαν εφήμερη υπόσταση, πομφόλυγα, κάτι χωρίς ελπίδα. Γεννιέται όμως. Και αυτό το κάτι είναι ό,τι οι άνθρωποι αποκαλούν τέχνη». «Η ομορφιά...» είπα διακόπτοντας τη συζήτηση μέσα σε μια κρίση τραυλίσματος. Ήταν μια σκέψη δίχως όρια. Μου είχε μόλις περάσει από τον νου ότι ίσως να μου είχε δημιουργήσει το τραύλισμα η ιδέα της ομορφιάς. «Η ομορφιά, τα όμορφα πράγματα», συνέχισα, «αυτοί είναι τώρα οι πιο θανάσιμοι εχθροί μου». «Ο πιο θανάσιμος εχθρός σου είναι η ομορφιά;» είπε ο Κασιουάγκι ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του. Και τότε ζωγραφίστηκε και πάλι στο ξαναμμένο του πρόσωπο το γνωστό ψύχραιμο και ιλαρό βλέμμα. «Τι αλλαγή να το ακούω αυτό από σένα! Πρέπει να ρυθμίσω και πάλι τους φακούς της αντίληψής μου». Συνεχίσαμε για πολλή ώρα την κουβέντα. Ήταν η πρώτη φορά, εδώ και χρόνια, που ανταλλάξαμε τις απόψεις μας με έναν τόσο οικείο τρόπο. Η βροχή δεν είχε σταματήσει ακόμη. Φεύγοντας, ο Κασιουάγκι μου μίλησε για τη Σαννομίγια και το λιμάνι του Κόμπε. Δεν είχα πάει ποτέ σε κανένα από αυτά τα μέρη. Μου μίλησε ακόμη και για τα μεγάλα καράβια που ξεκινούσαν από το λιμάνι, την εποχή του καλοκαιριού. Οι σκηνές ζωντάνευαν μπροστά μου καθώς αναπολούσα το Μαϊζούρου. Για μια φορά, οι γνώμες μας συνέπεσαν. Εμείς, δυο ενδε277
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
είς φοιτητές, μοιραστήκαμε τα ίδια όνειρα, συμφωνώντας τελικά ότι τίποτε, ούτε η γνώση ούτε η δράση, δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη χαρά που νιώθεις όταν ξανοίγεσαι στο πέλαγος·
278
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Π
ΕΝΑΤΟ
ΙΘΑΝΟΝ ΝΑ ΜΗΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΗ ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ
Ο Ηγούμενος, αντί να με επιπλήξει ως συνήθως, τώρα, ακριβώς την ώρα που έπρεπε, μου έκανε χάρη. Πέντε ημέρες από τότε που ο Κασιουάγκι είχε έρθει να εισπράξει το χρέος του, με φώναξε στο γραφείο του και μου έδωσε τρεις χιλιάδες τετρακόσια γιεν για τα δίδακτρά μου του πρώτου τριμήνου, τριακόσια πενήντα γιεν για τα έξοδα κινήσεώς μου και πεντακόσια γιεν για τα έξοδα γραφικής ύλης. Σύμφωνα με τον κανονισμό του πανεπιστημίου, έπρεπε να πληρώνουμε τα δίδακτρά μας πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές. Ωστόσο, ύστερα από ό,τι είχε συμβεί, δεν μου πέρασε ούτε στιγμή από τον νου ότι ο Ηγούμενος θα μου έδινε στο χέρι τα χρήματα. Σκέφτηκα ότι, ακόμη κι αν αποφάσιζε να τα πληρώσει, θα τα έστελνε κατευθείαν στο πανεπιστήμιο, μια και γνώριζε τώρα πια πόσο αναξιόπιστος ήμουν. Ήξερα καλύτερα από αυτόν ότι, παρότι μου τα είχε δώσει, η εμπιστοσύνη του σε μένα είχε κλονιστεί για τα καλά. Η χάρη που μου έκανε, χωρίς να πει ούτε μια λέξη, μου θύμιζε κατά κάποιον τρόπο την απαλή, ροδαλή του σάρκα. Σάρκα γεμάτη ψευτιά, που εμπιστεύεται ό,τι αξίζει να προδοθεί και προδίδει ό,τι είναι άξιο εμπιστοσύνης, σάρκα που δεν προσβάλλεται από τη διαφθορά, ζεστή, ανάλαφρη, ροδαλή σάρκα που απλώνεται σιωπηλά. 279
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Ακριβώς όπως όταν είδα τον αστυνομικό στο πανδοχείο της Γιούρα και τρομοκρατήθηκα ότι με είχαν ανακαλύψει, έτσι και τώρα είχα παραλύσει από τον φόβο -που λίγο έλεΐ'ψε να γίνει παραίσθηση- πως ο Ηγούμενος είχε αντιληφθεί τα σχέδια μου και, δίνοντας μου χρήματα, προσπαθούσε να με κάνει να αφήσω ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία μου για αποφασιστική δράση. Ένιωσα ότι ίσως να μην κατόρθωνα ποτέ να βρω το θάρρος για να προβώ στην πράξη μου όσο θα κρατούσα πάνω μου το ποσό που μου είχε δώσει. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο για να το ξοδέ'ψω το γρηγορότερο. Να το ξοδέ-ψω έτσι ώστε, αν εκείνος ανακάλυπτε τι είχα κάνει, να γίνει δίχως άλλο έξω φρενών και να με διώξει από τον ναό αμέσως. Τη συγκεκριμένη εκείνη ημέρα, ήταν η σειρά μου να δουλέψω στην κουζίνα. Ενώ έπλενα τα πιάτα μετά το δείπνο, έτυχε να κοιτάξω προς τη μεριά της τραπεζαρίας. Όλοι είχαν φύγει. Απόλυτη ησυχία βασίλευε στο δωμάτιο. Στην είσοδο, υπήρχε μια καπνισμένη κολόνα, που ανέδιδε μια μαύρη λάμψη. Μια πινακίδα, αρκετά ξέθωρη από την καπνιά, ήταν καρφωμένη πάνω της. Διάβασα τις λέξεις: Α - Τ Α - Κ Ο
ΙΕΡΟ ΣΗΜΑΔΙ
Φυλαχτείτε από τη Φωτιά Έβλεπα νοερά το ωχρό σχήμα της φωτιάς, δέσμιας σε αυτή την επιγραφή-φυλαχτό. Κάτι που ήταν κάποτε χαρούμενο πλανιόταν τώρα πίσω από το χλομό και αδύναμο αυτό σημάδι. Αναρωτιόμουν αν θα γινόμουν πιστευτός λέγοντας ότι, αυτές τις μέρες, το όραμα της φο^τιάς δεν με ενέπνεε λιγότερο από τον σαρκικό πόθο. Μήπως άλλωστε δεν ήταν φυσικό -εφόσον η απόφασή μου να ζήσω εξαρτιόταν τώρα απόλυτα από αυτή- να έχει στραφεί κι ο πόθος μου προς την κατεύθυν279
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σή της; Η επιθυμία μου διαμόρφωνε την εύπλαστη φιγούρα της. Και οι φλόγες, γνωρίζοντας ότι τις είχα δει μέσ' από τη γυαλιστερή μαύρη κολόνα, στολίζονταν με χάρη για την περίσταση. Ήταν εύθραυστες οντότητες: χέρια, μέλη, στήθος εκείνης της φωτιάς. Το βράδυ της 18ης Ιουνίου, έφυγα κρυφά από τον ναό με τα χρήματα στην τσέπη μου. Κατόρθωσα να φτάσω στην περιοχή του βορείου Σίντσι, περισσότερο γνωστή ως Γκομπαντσό. Είχα ακούσει ότι οι κοπέλες ήταν φτηνές και είχαν φιλικές διαθέσεις προς τους δόκιμους του ναού και άλλους τέτοιου είδους πελάτες. Το Γκομπαντσό απείχε περίπου μισή ώρα με τα πόδια από τον ναό. Το βράδυ ήταν υγρό. Το φεγγάρι φώτιζε αμυδρά έναν ουρανό σκεπασμένο με αραιά σύννεφα. Φορούσα πουλόβερ, χακί παντελόνι και ξύλινα τσόκαρα. Κατά πάσα πιθανότητα, θα γύριζα ύστερα από λίγες ώρες με τα ίδια ακριβώς ρούχα. Πώς θα έπειθα άραγε τον εαυτό μου ότι το «εγώ» που κλεινόταν σε εκείνα τα ρούχα θα γινόταν ένα άτομο ολωσδιόλου διαφορετικό; Μόλο που ήταν αυτονόητο ότι θα ζούσα αφού θα έβαζα φωτιά στον Χρυσό Ναό, αυτό που έκανα τώρα έμοιαζε περισσότερο με προετοιμασία για θάνατο. Κατά τον ίδιο τρόπο που ένας άντρας, αποφασισμένος να αυτοκτονήσει, θα επισκεπτόταν προηγουμένως ένα μπορντέλο για να χάσει την παρθενία του, έτσι κι εγώ ξεκινούσα τώρα για τις γειτονιές της ηδονής. Να είστε βέβαιοι όμως ότι, κάνοντας έρωτα με μια πόρνη, αυτός ο άντρας είναι σαν να βάζει την υπογραφή του σε μια τυπική φόρμουλα και, ακόμη κι αφού θα έχει χάσει την παρθενία του, δεν θα γίνει ποτέ ένα «άτομο διαφορετικό». Δεν θα έπρεπε να φοβάμαι τώρα εκείνη την απογοήτευση - απογοήτευση που είχα τόσο συχνά νιώσει στην κρίσιμη στιγμή που ο Χρυσός Ναός έμπαινε ανάμεσα σε μένα και στη γυ280
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
ναίκα. Γιατί δεν έκανα πια όνειρα, ούτε είχα σκοπό να συμμετέχω στη ζωή μέσα από μια γυναίκα. Η ζωή μου ήταν τώρα σταθερά προσηλωμένη σε κάτι άλλο. Όλες μου οι πράξεις ως εδώ ήταν απλώς σκληρές και ζοφερές ενέργειες που με οδήγησαν στην τωρινή μου κατάσταση. Αυτά έλεγα στον εαυτό μου περπατώντας προς το Γκομπαντσό. Τότε όμως, ξεπήδησαν από μέσα μου τα λόγια του Κασιουάγκι: «Οι πόρνες δεν πηγαίνουν στο κρεβάτι με τους πελάτες τους επειδή αυτοί τους αρέσουν. Μπορούν να έχουν για πελάτη τον καθένα, ξεμωραμένους γέρους, ζητιάνους, μονόφθαλμους, καλοφτιαγμένους άντρες - ακόμη και λεπρούς, από τη στιγμή που δεν έχουν ιδέα για τη λέπρα τους. Αυτή η εξισωτική προσέγγιση θα έκανε τους περισσότερους συνηθισμένους νεαρούς να αισθάνονται άνετα, να προχωρούν στη ζωή τους ευτυχισμένοι και να αγοράζουν τις υπηρεσίες της πρώτης γυναίκας που θα έβρισκαν μπροστά τους. Εγώ, όμως, δεν είχα σε καμιά υπόληψη την εξισωτική αυτή τακτική. Δεν μπορούσα να ανεχθώ την ιδέα ότι μια γυναίκα θα αντιμετώπιζε έναν εντελώς φυσιολογικό άντρα και κάποιον σαν εμένα, σαν να ήμασταν ίσοι. Αυτό θα μου φαινόταν σαν τρομερός αυτο-εξευτελισμός». Μου ήταν δυσάρεστο τώρα να φέρνω στον νου μου αυτά τα λόγια. Οπωσδήποτε, η περίπτωσή μου δεν ήταν ίδια με του Κασιουάγκι. Εκτός από το τραύλισμά μου, δεν έπασχα από καμιά συγκεκριμένη δυσμορφία. Έτσι, δεν είχα λόγο να μη θεωρώ την έλλειψη φυσικής γοητείας μου απλώς σαν ένα συμβατικό είδος ασχήμιας. Κι όμως, αναρωτιόμουν, δεν θα μπορούσε άραγε η διαίσθηση οποιασδήποτε γυναίκας να την κάνει να αναγνωρίσει πάνω στο άσχημο μέτωπό μου τα στίγματα ενός γεννημένου εγκληματία; Η παράλογη αυτή σκέψη μού δημιούργησε ταρα282
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
χή, κάνοντας με να επιβραδύνω το βήμα μου. Τελικά, απόκανα να σκέφτομαι και δεν ήμουν πια βέβαιος αν σκόπευα να χάσω την παρθενία μου για να βάλω φωτιά στον Χρυσό Ναό ή αν σχεδίαζα να κάψω τον Χρυσό Ναό για να χάσω την παρθενία μου. Τότε, εντελώς ανεξήγητα, η ευγενική φράση ίβιηρο Ιίαηηαη («τα βάσανα που περιμένουν τον κόσμο») μου ήρθε στο μυαλό και, προχωρώντας, συνέχιζα να "ψιθυρίζω ίβτηρο Ιίαηηαη, ίβιηρο Ιίαηηαη. Σύντομα, πλησίασα σε μια πλατεία όπου τα φωτεινά, φασαριόζικα τζουκ μποξ και τα ποτοπωλεία υποχωρούσαν μπρος σε μια έκταση ήρεμου σκοταδιού, φωτισμένου σε κανονικά διαστήματα με φωτισμό φθορίου και χάρτινα φανάρια άσπρα, άτονα. Από τη στιγμή που είχα εγκαταλείψει τον ναό, είχα παρασυρθεί από τη φαντασίωση ότι η Ουίκο ήταν ακόμη ζωντανή και ζούσε απομονωμένη στο συγκεκριμένο εκείνο μέρος. Μια φαντασίωση που με γέμιζε δύναμη. Αφότου είχα αποφασίσει να κάψω τον Χρυσό Ναό, είχα ξαναγυρίσει στη δροσερή και ακηλίδωτη κατάσταση της νιότης μου και ένιωθα τώρα ότι θα μπορούσα να συναντήσω τους ανθρώπους και τα πράγματα που είχα συναντήσει στην αρχή της ζωής μου. Από δω και πέρα, θα ζούσα. Κατά περίεργο τρόπο όμως, κάθε λογής δυσοίωνες σκέψεις αποκτούσαν διαστάσεις μέσα μου και αισθανόμουν ότι, ανά πάσα στιγμή, θα μπορούσε να με επισκεφθεί ο θάνατος. Παρακαλούσα μόνο να μου χαριζόταν μέχρις ότου βάλω φωτιά στον Χρυσό Ναό. Σχεδόν ποτέ δεν είχα αρρωστήσει, ούτε και τώρα παρουσίαζα συμπτώματα αρρώστιας. Ένιωθα όλο και πιο έντονα κάθε μέρα, ότι ο έλεγχος των ποικίλων καταστάσεων που με κρατούσαν στη ζωή στηριζόταν μονάχα στους ώμους μου. Έπρεπε να βαστώ μόνος μου το βάρος της ευθύνης που με κρατούσε στη ζωή. Την προηγούμενη μέρα, είχα τραυματίσει το δάχτυλό μου 283
Π 0 Υ Κ 1 0 ΜΙΣΙΜΑ
με μια σκλήθρα από το μπαμπού της σκούπας μου. Και αυτή ακόμη η μικροσκοπική πληγή ήταν αρκετή για να μου δημιουργήσει ανησυχία. Θυμήθηκα εκείνον τον ποιητή που είχε χάσει τη ζωή του όταν τον τρύπησε ένα αγκάθι από τριαντάφυλλο. Οι κοινοί άνθρωποι γύρω μου δεν θα πέθαιναν ποτέ από τέτοιες αιτίες. Εγώ όμως είχα γίνει ένα άτομο έξω από τα συνηθισμένα μέτρα. Ύστερα από αυτό, ποιος ξέρει τι είδους μοιραίος θάνατος με περίμενε! Ευτυχώς, το δάχτυλό μου δεν κακοφόρμισε και πιέζοντάς το σήμερα μόλις που ένιωσα πόνο! Πρέπει βέβαια να πω ότι, πριν από την επίσκεψή μου στο Γκομπαντσό, είχα πάρει κάθε λογής προφυλάξεις υγιεινής. Την προηγούμενη μέρα, είχα πάει σε ένα φαρμακείο αρκετά μακριά από την πόλη, όπου δεν με ήξερε κανείς, και είχα αγοράσει ένα πακέτο προφυλακτικά. Οι σκονισμένες μεμβράνες τους είχαν ένα χρώμα αρρωστιάρικο. Το βραδάκι, έβγαλα ένα και το δοκίμασα. Ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα του δωματίου μου -τον βουδιστικό πίνακα πάνω στον οποίο είχα γράψει κάτι βιαστικά με κόκκινο μολύβι, το ημερολόγιο του Οργανισμού Τουρισμού του Κιότο, το βουδιστικό κείμενο για χρήση των ναών Ζεν που έτυχε να είναι ανοιγμένο ακριβώς στη μαγική ρήση ΒυΙοΙιο-δοηοΙιο, τις βρόμικες κάλτσες μου, το σκισμένο ψάθινο ταπέτο-, το γεννητικό μου όργανο έμοιαζε με δυσοίωνη εικόνα του Βούδα, λεία, γκρίζα, χωρίς μάτια και μύτη. Το δυσάρεστο σχήμα του μου θύμισε τη φρικαλέα θρησκευτική πράξη, γνωστή ως «αποκοπή του φαλλού», η οποία εξακολουθεί να υπάρχει στις μέρες μας μονάχα σε κάποια αρχεία που μας μεταβιβάστηκαν από το παρελθόν. Ακολούθησα ένα δρομάκι πλαισιωμένο με χάρτινα φανάρια. Τα εκατό - ή και περισσότερα- σπίτια κατά μήκος του δρόμου ήταν όλα τους χτισμένα στο ίδιο στυλ. Αέγεται ότι αν 284
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ένας φυγόδικος εμπιστευόταν το αφεντικό που κυβερνούσε τούτη την περιοχή, εύκολα μπορούσε να κρυφτεί. Προφανώς, αυτός πατούσε ένα κουμπί και κάποιο κουδούνι χτυπούσε σε κάθε μπορντέλο, ειδοποιώντας τον εγκληματία ότι έφθανε η αστυνομία. Κάθε σπίτι διέθετε ένα σκοτεινόχρωμο καφασωτό παράθυρο στην πρόσοψη και είχε δύο ορόφους. Οι βαριές και παλιές στέγες από κεραμίδια -που εκτείνονταν σε βάθος κάτω από το υγρό φεγγάρι- είχαν όλες το ίδιο ύα|)ος. Σκούρες μπλε κουρτίνες με τα γράμματα ΝΪ8ΐιφη βαμμένα άσπρα κρέμονταν σε κάθε είσοδο και πίσω τους μπορούσες να δεις τις ματρόνες των αντίστοιχων μπορντέλων, ντυμένες με τις άσπρες τους ποδιές, να γέρνουν μπροστά για να κοιτάξουν ποιος περνάει στον δρόμο. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει ηδονή. Ένιωθα σαν να με είχε εγκαταλείι|^ει η συνηθισμένη τάξη πραγμάτων. Και, ολομόναχος τώρα, μου φαινόταν πως έσερνα τα αποκαμωμένα πόδια μου καταμεσής μιας ερημιάς. Μαζεμένος, αγκαλιάζοντας τα γόνατά του, ο πόθος που κατοικούσε μέσα μου μού έδειχνε την άθυμη ράχη του. Παρ' όλα αυτά -σκέφτηκα-, οφείλω να ξοδέψω τα χρήματα εδώ. Θα ξόδευα ως και την τελευταία δεκάρα από τα χρήματα που μου είχαν δοθεί για τα δίδακτρα του πανεπιστημίου, προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο στον Ηγούμενο μια εύλογη δικαιολογία για να με διώξει από τον ναό. Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό ότι υπήρχε κάποια ιδιαίτερη αντινομία σε αυτή τη σκέψη. Κι όμως, αν αυτό ήταν το πραγματικό μου κίνητρο, σήμαινε ότι δεν μπορεί παρά να ένιωθα αγάπη για τον Ηγούμενο. Ήταν ίσως νωρίς ακόμη για μια επίσκεψη στο Γκομπαντσό. Έτσι κι αλλιώς, λίγος κόσμος κυκλοφορούσε στους δρόμους. Τα ξύλινα τσόκαρά μου ηχούσαν καθαρά μέσα στη βραδινή ατμόσφαιρα. Οι ματρόνες καλούσαν τους περαστικούς με 285
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
τις μονότονες φωνές τους, που έμοιαζαν να σέρνονται στον υγρό αέρα και στον χαμηλό ουρανό της εποχής των βροχών. Τα δάχτυλα των ποδιών μου γαντζώνονταν γερά στα χαλαρωμένα λουριά των ξύλινων τσόκαρων. Κοντολογίς, τέτοιες σκέψεις έκανα. Ανάμεσα στα ποικιλόμορφα εκείνα φώτα, που είχα δει από την κορυφή του όρους Φούντο τη νύχτα που τελείωσε ο πόλεμος, σίγουρα το βλέμμα μου θα είχε πέσει και στα φώτα αυτού του δρόμου. Εκεί που με είχαν οδηγήσει τώρα τα πόδια μου, θα περίμενε σίγουρα η Ουίκο. Σε ένα από τα σταυροδρόμια, πρόσεξα ένα κτήριο με το όνομα Οτάκι. Διάλεξα στην τύχη αυτό το μέρος και μπήκα μέσα από τις μπλε κουρτίνες. Ξαφνικά, βρέθηκα σε ένα δωμάτιο με πλακάκια. Τρεις κοπέλες κάθονταν στην απέναντι άκρη του δωματίου. Λες και περίμεναν, κατάκοπες, να περάσει το τραίνο. Η μια από αυτές φορούσε κιμονό και είχε έναν επίδεσμο γύρω από το λαιμό της. Οι άλλες δύο φορούσαν ρούχα δυτικής μόδας. Μια από τις κοπέλες είχε κατεβάσει την κάλτσα της και έξυνε μετά μανίας το πίσω μέρος της γάμπας της. Η Ουίκο δεν ήταν εκεί, πράγμα που με καθησύχασε. Εκείνη που έξυνε το πόδι της ύψωσε τα μάτια, σαν σκυλί που ακούει το όνομά του. Το βαρύ και άσπρο στρώμα πούδρας και το κοκκινάδι είχαν αποτεθεί πάνω στο στρογγυλό και φουσκωμένο πρόσωπό της, με τη σκληρή ευκρίνεια που βλέπει κανείς σε ένα παιδικό σχέδιο. Ωστόσο -αν και αυτό μπορεί να θεωρηθεί παράξενο-, με κοίταζε με έκφραση πραγματικά καλοπροαίρετη. Ακριβώς σαν τη ματιά που ρίχνεις σε έναν συνάνθρωπό σου, που τον συναντάς σε μια γωνιά του δρόμου. Τα μάτια της κάθε άλλο παρά έδειχναν να έχουν αναγνωρίσει τον πόθο που φώλιαζε μέσα μου. Μια και η Ουίκο δεν βρισκόταν εκεί, δεν είχε σημασία ποια 286
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
κοπέλα θα έπαιρνα. Ήμουν ακόμη ευάλωτος στην προκατάληψη ότι οποιαδήποτε προτίμηση ή εικασία από την πλευρά μου θα σήμαινε αποτυχία. Ακριβώς όπως οι κοπέλες δεν μπορούν να διαλέγουν τους πελάτες τους, ήταν προτιμότερο να μην διαλέξω κι εγώ την κοπέλα μου. Έπρεπε να βεβαιωθώ ότι η τρομακτική έννοια της ομορφιάς, που καθιστά τους ανθρώπους ανίσχυρους για δράση, δεν θα παρεμβαλόταν τώρα ανάμεσα σε μένα και στην πρόθεσή μου. «Ποιο κορίτσι θα θέλατε;» ρώτησε η ματρόνα. Έδειξα εκείνη που έξυνε το πόδι της. Η ελαφριά φαγούρα εκείνου του κοριτσιού -ίσως μετά από το δάγκωμα ενός κουνουπιού που περιφερόταν στα πλακάκια του δαπέδου- ήταν ό,τι με συνέδεε μαζί της. Χάρη σε αυτήν, θα είχε αργότερα το δικαίωμα να δώσει τη μαρτυρία της, όταν η πράξη μου θα έφτανε στην ώρα της επίσημης ανάκρισης. Η κοπέλα σηκώθηκε και με ζύγωσε. Άγγιξε ελαφρά το μανίκι του πουλόβερ μου. Πρόσεξα πως στα χείλη της είχε ζωγραφιστεί ένα χαμόγελο. Ανεβαίνοντας την παλιά, σκοτεινή σκάλα προς τον δεύτερο όροφο, αναλογίστηκα ξανά την Ουίκο. Μου πέρασε από τον νου πως, εκείνη την ώρα, θα είχε βγει έξω. Και, εφόσον είχε φύγει από αυτό το μέρος, δεν θα την έβρισκα βέβαια όπου κι αν κοίταζα. Έμοιαζε μάλιστα να έχει φύγει από τον κόσμο μας για να λουστεί ή κάτι παρόμοιο. Όσο η Ουίκο εξακολουθούσε να βρίσκεται στη ζωή, ένιωθα ότι ήταν ικανή να κινείται ελεύθερα μέσα και έξω, σε έναν τέτοιου είδους διττό κόσμο. Ακόμη και την ώρα του τραγικού εκείνου συμβάντος, ακριβώς όταν φάνηκε να απορρίπτει τον κόσμο, τον είχε ουσιαστικά δεχτεί για άλλη μια φορά. Ίσως για την Ουίκο ο θάνατος να ήταν απλώς κάτι παροδικό. Το αίμα της που είχε χυθεί στον εξώστη του Ναού Κόνγκο ίσως να ήταν κάτι σαν τη σκόνη που απομένει από τα φτερά μιας πετα287
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
λούδας, όταν ανοίγεις το παράθυρο το πρωί και αυτή πετάει μακριά. Στο κέντρο του δεύτερου ορόφου, ένα δικτυωτό κιγκλίδωμα περιέβαλλε έναν χώρο όπου έφταναν τα ρεύματα από την αυλή. Ένα σκοινί μπουγάδας ήταν τεντωμένο από τη μια μεριά της μαρκίζας ως την άλλη και ακόμη πάρα κάτω. Εκεί κρεμόταν ένα κόκκινο μισοφόρι, μερικά γυναικεία εσώρουχα και ένα νυχτικό. Το σκοτάδι ήταν βαθύ και το ακαθόριστο περίγραμμα του νυχτικού έμοιαζε με ανθρώπινη φιγούρα. Ένα κορίτσι τραγουδούσε σε κάποιο δωμάτιο. Το τραγούδι της ακουγόταν στρωτό. Κάπου κάπου, έδενε με τη φάλτσα φωνή ενός άντρα. Όταν τέλειωσε το τραγούδι, ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. Τότε, λες και είχε σπάσει μια χορδή, το κορίτσι άρχισε να γελά. «Είναι η Χαρούκο», είπε η κοπέλα μου γυρνώντας προς τη ματρόνα. «Έτσι κάνει πάντα», αποκρίθηκε εκείνη. «Πάντα». Και γύρισε αποφασιστικά την τετράγωνη πλάτη της προς το δωμάτιο απ' όπου ερχόταν το γέλιο. Με έμπασαν σε ένα κακόγουστο μικρό δωμάτιο. Ένα είδος πάγκου αντικαθιστούσε τη συνηθισμένη παστάδα και κάποιος είχε τοποθετήσει πάνω του στην τύχη μια εικόνα του τυχερού θεού Χοτέι και τη φιγούρα μιας γάτας, που λες και κάτι μου έγνεφε. Μια λεπτομερής ανακοίνωση των κανονισμών ήταν τοιχοκολλημένη και, ακόμη, κρεμόταν εκεί ένα ημερολόγιο. Το δωμάτιο φωτιζόταν αμυδρά από έναν και μόνο λαμπτήρα. Μέσ' από το ανοιχτό παράθυρο, άκουγες πού και πού τα βήματα των περαστικών που τριγύριζαν άσκοπα στους δρόμους αναζητώντας την ηδονή. Η ματρόνα με ρώτησε αν ήθελα να μείνω για λίγο ή αν σκόπευα να περάσω εκεί τη νύχτα. Μια βίζιτα μικρής διάρκειας κόστιζε τετρακόσια γιεν. Ζήτησα λίγο σακέ και μερικά μπι288
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σκότα από ρύζι. Η ματρόνα πήγε κάτω γκ' να μου φέρει την παραγγελία. Ωστόσο, το κορίτσι δεν με πλησίαζε ακόμη. Μόνο όταν εκείνη γύρισε με το σακέ και της είπε να καθίσει πλάι μου, τότε ήρθε μαζί μου πάνω στο ψάθινο στρώμα. Τώρα που μπορούσα να την παρατηρήσω από κοντά, είδα πως είχε τρί•ψει τόσο πολύ το επάνω χείλι της που ήταν ελαφρά κοκκινισμένο. Προφανώς, συνήθιζε να σκοτώνει την ώρα της τρίβοντας και ξύνοντας, όχι μόνο τις γάμπες της αλλά και όλο της το σώμα. Ύστερα, μου πέρασε από το μυαλό ότι η ελαφριά αυτή κοκκινίλα μπορεί να ήταν απλώς μια περίσσεια από το άφθονο κοκκινάδι της. Μην παραξενεύεστε, σας παρακαλώ, επειδή παρατηρούσα τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Στο κάτω κάτω, ήταν η πρώτη μου επίσκεψη σε ένα μπορντέλο και ανυπομονούσα να ερευνήσω εξονυχιστικά κάθε λογής αποδείξεις ηδονής σε καθετί που συναντούσαν τα μάτια μου. Έβλεπα τα πάντα τόσο καθαρά όσο σε μια χαλκογραφία. Κάθε λεπτομέρεια εντυπωνόταν με όλη της την καθαρότητα σε μια σταθερή απόσταση μπροστά στα μάτια μου. «Σας έχω δει και άλλη φορά, κύριε, έτσι δεν είναι;» είπε το κορίτσι αφού μου συστήθηκε ως Μαρίκο. «Είναι η πρώτη μου φορά». «Αλήθεια; Πρώτη φορά έρχεστε σε ένα τέτοιο μέρος;» «Ναι, πρώτη». «Σας πιστεύω. Γι' αυτό τρέμει το χέρι σας». Ακούγοντας τα λόγια της, συνειδητοποίησα ότι το χέρι με το οποίο κρατούσα την κούπα του σακέ σειόταν για τα καλά. «Αν είναι αλήθεια, Μαρίκο», είπε η ματρόνα, «είσαι τυχερή απόψε, έτσι;» «Γρήγορα θα μάθω αν είναι αλήθεια ή όχι», αποκρίθηκε η Μαρίκο χωρίς να το πολυσκεφτεί. Ο τρόπος ομιλίας της δεν είχε τίποτε αισθησιακό. Συνειδη289
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
τοποίησα ότι το πνεύμα της Μαρίκο διασκέδαζε σε έναν χώρο που δεν είχε καμιά συνάφεια με το σώμα μου ούτε με το δικό της, σαν ένα παιδί που αποχωρίστηκε τους συντρόφους του παιχνιδιού του. Η Μαρίκο φορούσε μια ανοιχτόχρωμη πράσινη μπλούζα και μια κίτρινη φούστα. Κοίταξα τα χέρια της και πρόσεξα πως μόνο τα νύχια στους αντίχειρες ήταν βαμμένα κόκκινα. Ίσως να είχε δανειστεί από κάποια φίλη της ένα βερνίκι και να είχε βάψει τα νύχια των μεγάλων της δάχτυλων για αστείο. Σύντομα πήγαμε στο υπνοδωμάτιο. Η Μαρίκο πάτησε στο πάπλωμα που ήταν ανοιγμένο πάνω στο 'ψάθινο στρώμα και τράβηξε το μακρύ κορδόνι που κρεμόταν από την πλευρά του αμπαζούρ. Τα λαμπερά χρώματα του εμπριμέ βαμβακερού φάνταξαν κάτω από το ηλεκτρικό φως. Μια γαλλική κούκλα ήταν τοποθετημένη στην κομψή εσοχή του τοίχου. Έβγαλα τα ρούχα μου αδέξια. Η Μαρίκο έριξε στους ώμους της μια ρόμπα από τριανταφυλλί πετσετόπανο και έβγαλε τα δικά της με τέχνη. Μια καράφα με νερό ήταν ακουμπισμένη στο κομοδίνο. Ήπια δυο ποτήρια μονορούφι. Γυρισμένη από την άλλη πλευρά, η κοπέλα άκουσε τον ήχο. «Ώστε πίνεις μόνο νεράκι!» είπε γελώντας. Όταν ξαπλώσαμε στο κρεβάτι ο ένας δίπλα στον άλλο, ακούμπησε ελαφρά το δάχτυλό της στην άκρη της μύτης μου και με ρώτησε: «Είναι στ' αλήθεια η πρώτη σου φορά;» Γέλασε. Εξακολουθούσα να κοιτάζω ακόμη και με το αμυδρό φως του πορτατίφ. Κοντολογίς, το να κοιτάζω αποτελούσε απόδειξη της ύπαρξής μου. Άλλωστε, πρώτη φορά έβλεπα τα μάτια κάποιου άλλου από τόσο κοντά. Ο νόμος της απόστασης που ρύθμιζε τον κόσμο μου είχε εκμηδενιστεί. Μια ξένη είχε καταπατήσει αδίσταχτα την ύπαρξή μου. Η ζεστασιά του σώματος 290
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
και το φτηνό άρωμα στο δέρμα της είχαν συγκεραστεί για να με κατακλύσουν σιγά σιγά, μέχρι που βυθίστηκα ολοκληρωτικά μέσα της. Για πρώτη φορά είδα τον κόσμο κάποιου άλλου να διαλύεται έτσι. Με είχαν χειριστεί σαν κάποιον που ανήκει στην παγκόσμια ενότητα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι κάποιος θα με χειριζόταν έτσι. Μαζί με τα ρούχα μου, είχαν αποσπαστεί από πάνω μου και άλλες στιβάδες: το τραύλισμά μου, η ασχήμια μου, η φτώχεια μου... Παρότι έφτασα, εκείνο το βράδυ, στη φυσική ικανοποίηση, δεν πίστευα ότι ήμουν εγώ που χαιρόμουν. Ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα λες και ξεπετάχτηκε από μακριά, και αμέσως κατέρρευσε. Τράβηξα αμέσως το σώμα μου από το σώμα της κοπέλας ακουμπώντας το σαγόνι μου στο μαξιλάρι. Ένα μέρος του κεφαλιού μου είχε μουδιάσει από το κρύο. Το χτύπησα ελαφρά με τη γροθιά μου. Ύστερα, παρασύρθηκα από την αίσθηση ότι τα πάντα με είχαν εγκαταλείψει. Κι όμως, αυτή η αίσθηση δεν ήταν αρκετή για να μου φέρει δάκρυα. Όταν τελειώσαμε, μείναμε ξαπλωμένοι ο ένας πλάι στον άλλον κουβεντιάζοντας. Άκουγα αόριστα την κοπέλα να μου περιγράφει πώς, από τη Ναγκόγια, είχε εξοκείλει εκεί. Ωστόσο, εγώ συλλογιζόμουν τον Χρυσό Ναό. Οι λογισμοί μου γύρω από αυτόν ήταν συγκεχυμένοι, εντελώς διαφορετικοί από τις συνηθισμένες σκέψεις μου, νωθρές και έντονα αισθησιακές. «Θα ξανάρθεις, έτσι δεν είναι;» είπε η Μαρίκο. Ένιωσα από τα λόγια της πως θα ήταν σίγουρα μερικά χρόνια μεγαλύτερή μου. Τα στήθια της, νοτισμένα από τον ιδρώτα, στέκονταν ίσια μπροστά μου. Η σάρκα τους ήταν απλή και δεν θα ακολουθούσε ποτέ την παράξενη πορεία μιας μεταμόρφωσής της σε Χρυσό Ναό. Άγγιξα δειλά αυτά τα στήθια με την άκρια του δαχτύλου μου. 291
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Θαρρώ πως όλα αυτά σου φαίνονται παράξενα», είπε. Ύστερα, ανακάθισε στο κρεβάτι, κοίταξε προσεκτικά το ένα της βυζί και το κούνησε ελαφρά σαν να έπαιζε με ένα ζωάκι. Το απαλό λίκνισμα της σάρκας της μου θύμισε τον ήλιο του δειλινού πάνω από τον κόλπο του Μαϊζούρου. Ο τρόπος με τον οποίο ο ήλιος είχε αλλάξει τόσο γρήγορα έμοιαζε να συγχέεται μες στο μυαλό μου με την ευμετάβλητη ποιότητα της σάρκας της κοπέλας. Με παρηγορούσε η σκέψη ότι, όπως ο απογευματινός ήλιος ανάμεσα στις αλλεπάλληλες στιβάδες των σύννεφων, έτσι κι αυτή η σάρκα που έπαλλε μπροστά μου γρήγορα θα κειτόταν στον σκοτεινό τάφο της νύχτας.
Την επόμενη μέρα, επισκέφτηκα ξανά το ίδιο σπίτι και ζήτησα την ίδια κοπέλα. Όχι μόνον επειδή μου είχαν περισσέψει κάμποσα χρήματα. Η πράξη, όταν την έκανα για πρώτη φορά, μου είχε φανεί τρομερά μίζερη σε σύγκριση με την έκσταση που είχα πλάσει με τον νου μου. Έτσι, ήταν σημαντικό για μένα να προσπαθήσω άλλη μια φορά να τη φέρω κάπως πιο κοντά στη φαντασιωσική αυτή έκσταση. Μία από τις πολλές διαφορές που έχω με τους άλλους ανθρώπους είναι ότι οι πράξεις που επιτελώ στην πραγματική μου ζωή έχουν την τάση να ολοκληρώνονται ως πιστά αντίγραφα αυτού που υπάρχει στη φαντασία μου. Ή μάλλον, όχι στη φαντασία μου, αλλά στη μνήμη των ίδιων μου των πηγών. Ποτέ δεν μπόρεσα να ξεπεράσω την αίσθηση ότι κάθε εμπειρία που γεύτηκα στη ζωή μου είχε ήδη βιωθεί από μένα προηγουμένως, με μια λαμπρότερη μορφή. Ακόμη και στην περίπτωση μιας φυσικής πράξης σαν κι αυτή, αισθάνθηκα ότι, σε έναν τόπο και σε έναν χρόνο που δεν μπορούσα πια να θυμηθώ -ίσως να είχαν σχέση με την Ουίκρ-, είχα γνωρίσει μια πιο έντονη μορφή ηδονής, έναν αι292
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σθησιασμό που έκανε όλο μου το κορμί να παραλύσει. Αυτό καθόριζε την πηγή για όλες τις κατοπινές χαρές μου, και εκείνες οι χαρές ήταν κάτι σαν άντληση μιας χούφτας νερού μέσα από το παρελθόν. Αλήθεια, ένιωθα ότι, κάποτε, σε ένα μακρινό παρελθόν, υπήρξα θεατής ενός ηλιοβασιλέματος λαμπρού και ασύγκριτα μεγαλόπρεπου. Γιατί άραγε τα ηλιοβασιλέματα που είδα κατόπιν μου φαίνονταν πάντα λίγο ως πολύ ξεθωριασμένα; Χθες, η κοπέλα με περιποιήθηκε ιδιαιτέρως, σαν να ήμουν ένας συνηθισμένος πελάτης. Έτσι, στη σημερινή μου βίζιτα, έ-' φερα μαζί μου και ένα βιβλίο. Ανήκε σε μια συλλογή και το είχα αγοράσει πριν λίγες ημέρες από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο; Επρόκειτο για το «Εγκλήματα και Τιμωρίες» του Μπεκαρία. Έργο ενός Ιταλού ποινικολόγου του 18ου αιώνα, αποδείχτηκε ένα είδος γεύματος ταμπλ ντοτ, αποτελούμενου από τυποποιημένα μέρη διαφώτισης και ορθολογισμού. Το είχα αφήσει κατά μέρος, αφού είχα διαβάσει μερικές σελίδες. Σκέφτηκα, παρ' όλα αυτά, πως πιθανόν ο τίτλος να ενδιέφερε την κοπέλα. Η Μαρίκο με χαιρέτισε με το ίδιο χαμόγελο όπως και χθες. Το χαμόγελο ήταν το ίδιο, αλλά το «χθες» δεν είχε αφήσει το παραμικρό ίχνος. Η φιλική της διάθεση προς εμένα ήταν σαν κι αυτή που οι άνθρωποι δείχνουν σε έναν ξένο τον οποίο έτυχε να δουν περιμένοντας σε μια γωνιά του δρόμου. Ίσως γιατί το κορμί αυτής της κοπέλας έμοιαζε με γωνιά δρόμου. Κάθισα σε ένα μικρό δωμάτιο με τη Μαρίκο και τη ματρόνα. Είχαμε κάμποσο σακέ στη διάθεσή μας και ήμουν αρκετά επιδέξιος στον τρόπο μου να ανταλλάσσω τα κύπελλα σύμφωνα με το πατροπαράδοτο έθιμο. «Γυρίζεις όπως πρέπει την κούπα όταν την προσφέρεις στην ντάμα σου, το ξέρεις;» ρώτησε η ματρόνα. «Είσαι νέος, αλλά βλέπω ότι έχεις τον τρόπο σου!» 293
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Αν έρχεσαι όμως έτσι κάθε μέρα εδώ», πετάχτηκε η Μαρίκο, «δεν θα σε μαλώσει ο Ηγούμενος σου;» Ώστε με αναγνώρισαν, σκέφτηκα, ξέρουν ότι ανήκω σε έναν ναό. «Μη φαντάζεσαι πως δεν το έχω αντιληφθεί!» είπε η Μαρίκο παρατηρώντας το έκπληκτο βλέμμα μου. «Όλοι οι νέοι σήμερα έχουν μακριά μαλλιά. Αν δει κανείς ένα παλικάρι κουρεμένο όπως εσύ, καταλαβαίνει αμέσως ότι ανήκει σε κάποιον ναό. Σε σπίτια όπως αυτό εδώ, ξέρουμε τα πάντα γι' αυτούς. Εδώ έρχονταν στα νιάτα τους όλοι οι διάσημοι ιερείς. Λοιπόν, τι λες για ένα τραγούδι;» Και ξαφνικά, η Μαρίκο άρχισε να τραγουδά ένα λαϊκό τραγούδι γύρω από τα καμώματα κάποιας γυναίκας του λιμανιού. Σε λίγο, πήγαμε στο υπνοδωμάτιο. Τα κατάφερα μια χαρά και με τη μεγαλύτερη άνεση σε εκείνο το περιβάλλον που μου είχε γίνει τώρα πια οικείο. Τούτη τη φορά, ένιωσα πραγματικά μια φευγαλέα αχτίδα ηδονής. Κι όμως, δεν ήταν το είδος της ηδονής που είχα φανταστεί, αλλά η πρόχειρη ικανοποίηση του συναισθήματος ότι προσαρμοζόμουν στις συνθήκες της σαρκικής απόλαυσης. Όταν τέλειωσε κι αυτό, η Μαρίκο μου έκανε μια συναισθηματική διάλεξη, όπου αποκαλύφθηκε ότι ήταν πράγματι μεγαλύτερή μου. Για κάμποση ώρα, αυτή η κουβέντα με πάγωσε. «Νομίζω», είπε η Μαρίκο, «ότι θα ήταν καλύτερα για σένα να μην έρχεσαι τόσο συχνά σε τέτοια μέρη. Είσαι σοβαρό παιδί. Είμαι σίγουρη γι' αυτό. Δεν θα έπρεπε να απασχολείσαι συνεχώς με τέτοια πράγματα. Καλό θα ήταν να βάλεις όλη σου την ενεργητικότητα στη δουλειά σου. Αυτό είναι το καλύτερο για σένα. Φυσικά και θέλω να έρχεσαι να με βλέπεις. Καταλαβαίνεις όμως γιατί σου μιλάω - έτσι δεν είναι; Σε αισθάνομαι σαν τον μικρότερο αδελφό μου». 294
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Προφανώς, η Μαρίκο είχε ψαρέψει αυτό το είδος κουβέντας από κάποιο φτηνό ρομάντζο. Τα λόγια της δεν είχαν κανένα ιδιαίτερο συναισθηματικό βάθος. Είχε απλώς κατασκευάσει μια κοινότοπη ιστορία με αντικείμενο εμένα τον ίδιο και με σκοπό να με κάνει να συμμετάσχω στα συναισθήματα που είχε επινοήσει. Το ιδανικό, από την άποψή της, θα ήταν να ανταποκρινόμουν ξεσπώντας σε δάκρυα. Δεν έγινε όμως έτσι. Αντίθετα, άρπαξα το αντίτυπο του «Εγκλήματα και Τιμωρίες» και της το έχωσα κάτω από τη μύτη. Φυλλομέτρησε το βιβλίο με ευπείθεια. Ύστερα, το έβαλε ξανά στη θέση του χωρίς να πει λέξη. Το είχε ήδη ξεχάσει. Το μόνο που ήθελα ήταν να νιώσει κάτι σαν προαίσθημα από το μοιραίο γεγονός της συνάντησής της μαζί μου. Ευχόμουν να έρθει λίγο πιο κοντά στη γνώση που θα βοηθούσε στην καταστροφή του κόσμου. Στο τέλος τέλος, αυτό δεν θα ήταν αδιάφορο, ακόμη και για κείνη. Με είχε κυριεύσει ανυπομονησία και τελικά αποκάλυψα κάτι που δεν θα έπρεπε να είχα πει: «Σε έναν μήνα -ναι, σε έναν μήνα-, θα γραφτούν πολλά για μένα στις εφημερίδες. Σε παρακαλώ, να με θυμηθείς όταν θα συμβεί αυτό». Σταμάτησα να μιλώ και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Η Μαρίκο έβαλε τα γέλια. Γελούσε τόσο δυνατά που σειόταν το στήθος της. Ύστερα, μου έριξε ένα βλέμμα και προσπάθησε να συγκρατηθεί δαγκώνοντας το μανίκι της. Άδικος κόπος. Ξεράθηκε για άλλη μια φορά στα γέλια, με το σώμα της να τραντάζεται. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ήταν σε θέση να πει πού οφειλόταν η ευθυμία της. Προσέχοντας, ωστόσο, την έκφρασή μου, σταμάτησε να γελάει. «Πού είναι το αστείο;» ρώτησα. Ανόητη ερώτηση. «Είσαι ένας ψεύτης, δεν είσαι; Ω, στ' αλήθεια, είναι πολύ αστείο! Τι τρομερός ψεύτης που είσαι!» 295
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Δεν σου λέω ψέματα». «Ω, σταμάτα!» πρόσθεσε η Μαρίκο σκάζοντας στα γέλια άλλη μια φορά. «Θα πεθάνω από τα γέλια. Με σκοτώνεις! Ψέματα και πάλι \|)έματα. Πώς μπορείς να κρατάς όλη σου τη σοβαρότητα, τόση ώρα;» Την κοίταζα να γελά. Ίσως αυτό που τη διασκέδαζε να ήταν απλώς το γεγονός ότι τραύλιζα παράξενα κάνοντας τις κατηγορηματικές αυτές προφητείες. Ήταν γεγονός ότι δεν είχε πιστέψει ούτε λέξη από ό,τι της είχα πει. Η Μαρίκο ήταν δύσπιστη. Ακόμη κι αν γινόταν σεισμός μπροστά στα μάτια της, δεν θα το πίστευε. Αν ολόκληρος ο κόσμος επρόκειτο να καταρρεύσει, ίσως μονάχα αυτό το κορίτσι να γλίτωνε. Κοντολογίς, πίστευε μόνο σε όσα συνέβαιναν σύμφωνα με τη δική της λογική. Και εφόσον αυτή η λογική δεν προέβλεπε καμιά κατάρρευση του κόσμου, τίποτε δεν της έδινε την ευκαιρία να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Σε αυτό έμοιαζε με τον Κασιουάγκι. Η Μαρίκο ήταν ένας θηλυκός Κασιουάγκι, που όμως δεν σκεφτόταν. Όταν τέλειωσε η κουβέντα μας, ανακάθισε στο κρεβάτι με τα στήθια της ακόμη γυμνά και άρχισε να σιγομουρμουρίζει. Το μουρμουρητό της έγινε ένα με το βουητό μιας μύγας που πετούσε πάνω από το κεφάλι της. Σε λίγο, η μύγα κάθισε πάνω στο ένα από τα στήθια της. «Ω, με γαργαλάει», είπε χωρίς να προσπαθήσει να τη διώξει. Η μύγα δεν έλεγε να ξεκολλήσει από κει. Αντί να ενοχληθεί, η Μαρίκο έδειξε, προς μεγάλη μου έκπληξη, ότι δεν τη δυσαρεστούσε καθόλου να τη χαϊδεύουν έτσι. Ακουγα τη βροχή που έπεφτε πάνω στις μαρκίζες. Ηχούσε σαν να έπεφτε ειδικά σε εκείνο το σημείο. Φτάνοντας στ' αυτιά μου, η βροχή έμοιαζε να παραλύει από φόβο, λες και είχε περιπλανηθεί στο συγκεκριμένο εκείνο τμήμα της πόλης και 296
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
είχε χάσει εντελώς τον δρόμο της. Ο ήχος είχε αποκοπεί από την απέραντη νύχτα, όπως άλλωστε κι εγώ. Ένας ήχος που ανήκε σε έναν κόσμο καθορισμένο, σαν τον μικρόκοσμο που φωτιζόταν από το αμυδρό φως του πορτατίφ. Μήπως, στο βαθμό που οι μύγες αγαπούν τη σήψη, η Μαρίκο είχε αρχίσει να σαπίζει; Μήπως η ολοκληρωτική απουσία πίστης αυτής της κοπέλας σήμαινε σήψη; Μήπως η μύγα την είχε επισκεφθεί ακριβώς επειδή κατοικούσε σε έναν κόσμο απόλυτα δικό της; Δυσκολευόμουν να καταλάβω. Πρόσεξα ότι είχε ξαφνικά αποκοιμηθεί. Κειτόταν εκεί σαν πτώμα και, στη στρογγυλάδα του φωτισμένου από τη λάμπα κόρφου της, είχε ακινητοποιηθεί και προφανώς αποκοιμηθεί και η μύγα.
Δεν ξαναπήγα ποτέ στο Οτάκι. Είχα ολοκληρώσει ό,τι έπρεπε να κάνω. Απόμενε τώρα να αντιληφθεί ο Ηγούμενος πώς είχα χρησιμοποιήσει τα δίδακτρα των σπουδών μου και να με διώξει από τον ναό. Παρ' όλα αυτά, δεν του έκανα καμιά νύξη για το τι είχα κάνει τα χρήματα. Δεν ήταν ανάγκη να προβώ σε ομολογίες. Ήταν δικό του θέμα να ανακαλύψει την πράξη μου χωρίς να την ομολογήσω. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα, δύσκολα θα εξηγούσα στον εαυτό μου γιατί ήθελα να φτάσω στο σημείο να βασίζομαι στην ισχύ του Ηγούμενου. Για ποιον λόγο να δανειστώ τη δύναμή του; Γιατί να δεχτώ ότι η τελική μου απόφαση στηριζόταν στην αποπομπή μου από εκείνον; Επειδή, όπως έχω ήδη αναφέρει, είχα συνειδητοποιήσει από πολύ καιρό την ουσιαστική αδυναμία του. Λίγες μέρες μετά τη δεύτερη επίσκεψη στο μπορντέλο, είχα 297
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
την ευκαιρία να παρακολουθήσω την ιδιαίτερη αυτή όψη του χαρακτήρα του Ηγούμενου. Νωρίς εκείνο το πρωί, πριν ανοίξουν οι εξωτερικοί χώροι, πήγε, παρά τις συνήθειες του, να περπατήσει γύρω από τον ναό. Μας πλησίασε, εμάς τους νεαρούς ιερείς που σκουπίζαμε, και μας απηύθυνε κάποιες συμβατικές ευχαριστίες για τις προσπάθειες μας. Ύστερα, με τα ψυχρά στη θέα, άσπρα ράσα του, ανέβηκε τα πέτρινα σκαλοπάτια που κατέληγαν στο Γιουκατέι. Προφανώς, πήγαινε να καθίσει εκεί μόνος του, για να ετοιμάσει τσάι και να καθαρίσει τη σκέψη του. Ο ουρανός διατηρούσε τα ίχνη μιας βίαιης ανατολής. Σκόρπια σύννεφα, που εξακολουθούσαν να αντανακλούν μια κόκκινη λάμψη, κινήθηκαν στο γαλάζιο βάθος, λες και δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν τη δειλία τους. Όταν τελειώσαμε το σκούπισμα, τα άλλα μέλη της ομάδας μου γύρισαν στο κυρίως κτήριο. Μονάχα εγώ πήρα το μονοπάτι που οδηγούσε πέρα από το Γιουκατέι, στο πίσω μέρος της Μεγάλης Βιβλιοθήκης. Το σκούπισμα του χώρου πίσω από τη Βιβλιοθήκη ήταν μέσα στα καθήκοντά μου. Πήρα τη σκούπα μου και ανέβηκα τα πέτρινα σκαλοπάτια, πλαισιωμένα με έναν φράχτη από μπαμπού. Τα σκαλοπάτια κατέληγαν σε ένα σημείο δίπλα στο τεϊοποτείο του Γιουκατέι. Τα δέντρα ήταν ακόμη υγρά από τη βροχή που είχε πέσει ασταμάτητα μέχρι το προηγούμενο βράδυ. Η πρωινή ρόδινη λάμψη καθρεφτιζόταν πάνω στις δροσοσταλίδες που άφηναν άφθονα τα στίγματά τους στους γύρω θάμνους. Τα κόκκινα μούρα είχαν αρχίσει να ξεπετιούνται πριν την ώρα τους. Οι ιστοί αράχνης που τεντώνονταν από τη μια δροσοσταλίδα στην άλλη ήταν κι αυτοί ελαφρά κόκκινοι. Μού φάνηκε μάλιστα πως σιγότρεμαν. Καθώς τα κοίταζα επίμονα όλα αυτά, απορούσα με τη σκέψη πώς οι αντικειμενικές υπάρξεις πάνω σε αυτή τη Γη μπορούσαν να αντανακλούν με τόση ευαισθησία τα χρώματα του 298
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
αιθέρα. Ακόμη και η υγρασία της βροχής, που τύλιγε τον περίβολο του ναού, αντλούσε την υφή της από τα ουράνια ύψη. Όλα έσταζαν, σαν να είχαν δεχτεί κάποια πλουσιοπάροχη ευλογία από τα ουράνια, σκορπίζοντας μια μυρωδιά όπου η σή-ψη γινόταν ένα με τη δροσιά. Με άλλα λόγια, οι αντικειμενικές υπάρξεις πάνω σε αυτή τη Γη δεν γνώριζαν τον τρόπο να απορρίψουν οτιδήποτε. Κοντά στο περίπτερο Γιουκατέι βρισκόταν ο περίφημος Πύργος του Βορινού Αστέρα, που το όνομά του προήλθε από το εδάφιο: «Ο Βορινός Αστέρας παρέμενε σε αυτή τη θέση και όλες οι μυριάδες των αστέρων τού πρόσφεραν υπηρεσία». Ωστόσο, ο τωρινός Πύργος του Βορινού Αστέρα δεν ήταν ο ίδιος με εκείνον που βρισκόταν εδώ όταν κυβερνούσε ο Γιοσιμίτσου. Είχε ξαναχτιστεί πριν από περίπου εκατό χρόνια, με το στρογγυλό εκείνο σχήμα που προσφέρεται για τα τεϊοποτεία. Αφού δεν είχα δει τον Ηγούμενο στο Γιουκατέι, θα ήταν σίγουρα στον Πύργο του Βορινού Αστέρα. Δεν ήθελα να τον αντιμετωπίσω μόνος μου. Προχωρούσα σιωπηλά κατά μήκος του φράχτη, σκύβοντας ώστε να μη φαίνομαι από την άλλη πλευρά. Ο Πύργος του Βορινού Αστέρα ήταν ανοιχτός. Στην εσοχή του τοίχου, έβλεπα τον παραδοσιακό κύλινδρο του Μαρουγιάμα Όκυο. Η εσοχή περιείχε το μικρό και λεπτοδουλεμένο βουδιστικό οστεοφυλάκιο, φτιαγμένο από σανταλόξυλο, που είχε αρχίσει να μαυρίζει στη διάρκεια των εκατοντάδων χρόνων αφότου είχε μεταφερθεί από την Ινδία. Αριστερά, έβλεπα ένα ράφι φτιαγμένο από ξύλο μουριάς, σε στυλ Ρικύου. Πρόσεξα επίσης τη ζωγραφική πάνω στη συρτή πόρτα. Όλα βρίσκονταν εκεί όπως περίμενα, εκτός από τη μορφή του Ηγούμενου. Ενστικτωδώς, σήκωσα το κεφάλι μου πάνω από τον φράχτη και κοίταξα τριγύρω. 299
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Σε μια σκοτεινή μεριά του δωματίου, δίπλα στην κολόνα, είδα κάτι που έμοιαζε με μεγάλο άσπρο πακέτο. Κοιτάζοντάς το προσεκτικά, διαπίστωσα ότι επρόκειτο για τον Ηγούμενο. Η σιλουέτα του με τα λευκά άμφια είχε σκύ^ρει όσο γινόταν περισσότερο και είχε ζαρώσει με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα. Το πρόσωπό του καλυπτόταν από τα μακριά του μανίκια. Ο Ηγούμενος έμενε στην ίδια θέση, εντελώς ακίνητος. Στεκόμουν εκεί παρατηρώντας τον, με έναν σάλο μεταβαλλόμενων συναισθημάτων να με πλημμυρίζει. Η αρχική μου σκέψη ήταν ότι ο Ηγούμενος είχε αρρωστήσει ξαφνικά, έρμαιο κάποιου παροξυσμού. Θα έπρεπε να ανέβω αμέσως και να του προσφέρω τη βοήθειά μου. Ωστόσο, κάνοντας αυτή τη σκέψη, ένιωσα κάτι να με συγκρατεί. Δεν αισθανόμουν γι' αυτόν την παραμικρή αγάπη. Εξάλλου, κάποια μέρα, θα έβαζα σε εφαρμογή την πρόθεσή μου να κάψω τον Χρυσό Ναό. Να του προσφέρω τη βοήθειά μου κάτω από τέτοιες συνθήκες θα ήταν σκέτη υποκρισία. Επιπλέον, υπήρχε ο κίνδυνος, αν πραγματικά τον βοηθούσα, να γίνω αντικείμενο της ευγνωμοσύνης και της αγάπης του, με αποτέλεσμα να καμφθεί η αποφασιστικότητά μου. Τώρα που τον παρατηρούσα προσεκτικά, δεν έδειχνε για άρρωστος. Οτιδήποτε κι αν του είχε συμβεί, η φιγούρα του, μαζεμένη εκεί στο μικρό τεϊοποτείο, ήταν παντελώς στερημένη περηφάνιας και αξιοπρέπειας. Είχε κάτι το ευτελές, σαν τη φιγούρα ενός ζώου που κοιμάται. Πρόσεξα ότι τα μανίκια του κουνιόντουσαν ελαφρά, λες και κάποιο αόρατο βάρος τού πίεζε την πλάτη. Τι να ήταν άραγε το αόρατο εκείνο βάρος; Μήπως πόνος; Ή απλούστατα η αφόρητη επίγνωση της αδυναμίας του; Καθώς είχα συνηθίσει στην ησυχία, συνειδητοποίησα ότι ο 300
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Ηγούμενος ψιθύριζε κάτι με φωνή πολύ σιγανή. Παρότι ηχούσε σαν σούτρα, δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τίποτε συγκεκριμένο. Ξαφνικά, μου ήρθε μια σκέψη που μου τσάκισε την περηφάνια: ότι ο Ηγούμενός μας ήταν κάτοχος μιας σκοτεινής πνευματικής ζωής, για την οποία εμείς δεν είχαμε ιδέα. Και ότι, συγκρίνοντάς τις με αυτή τη ζωή, οι μικροατιμίες, οι αμαρτίες και οι απερισκεψίες, με τις οποίες είχα τόσο επίμονα καταπιαστεί, ήταν στην κυριολεξία ανάξιες λόγου. Τότε το συνειδητοποίησα: η τωρινή μαζεμένη στάση του Ηγούμενου ήταν ακριβώς όπως εκείνη του «εν αναμονή στον κήπο», δηλαδή του περιοδεύοντος ιερέα, του οποίου η παράκληση να εισαχθεί στον ναό έχει απορριφθεί και κάθεται πάνω στον σάκο του ολημερίς δίπλα στην είσοδο, με σκυμμένο το κεφάλι. Αν ένας ιεράρχης τόσο υψηλόβαθμος όσο ο Ηγούμενός μας ακολουθούσε όντως το παράδειγμα της θρησκευτικής πειθαρχίας που ασκείτο από έναν νεοφερμένο περιοδεύοντα ιερέα, θα πρέπει να ήταν προικισμένος με έναν ασυνήθιστο βαθμό ταπεινοφροσύνης. Πού κατευθυνόταν όμως αυτή; Όπως η ταπεινότητα της χλόης, της άκριας των φύλλων των δέντρων ή της δροσιάς που έμενε πάνω στον ιστό της αράχνης κατευθυνόταν προς την πρωινή λάμψη των αιθέρων, έτσι και ο Ηγούμενος κατηύθυνε προφανώς τη δική του ταπεινή στάση προς τα αρχέγονα δεινά και τα σκάνδαλα του κόσμου, που δεν ήταν βέβαια δικά του. Έτσι όπως καθόταν εκεί μαζεμένος σαν ζώο, ίσως και να είχε δεχτεί να τα επωμιστεί όλα αυτά σαν κάτι εντελώς φυσικό. Κι όμως, όχι. Η ταπεινοφροσύνη του δεν στρεφόταν προς καμιά παγκόσμια δύναμη. Αντιλήφθηκα ξαφνικά ότι αυτή τη στάση την πρόβαλλε μόνο σε μένα. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό. Είχε πληροφορηθεί ότι επρόκειτο να περάσω από κει και είχε διαλέξει αυτή τη στάση ειδικά για μένα. Έχοντας 301
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
πλήρη συνείδηση της αδυναμίας του, ανακάλυψε τελικά την παράξενα ειρωνική αυτή μέθοδο επίπληξης, έτσι που να μου ξεσκίσει την καρδιά, να μου ξυπνήσει τη συμπόνια και να με κάνει να γονατίσω σε στάση προσευχής. Ενώ τον παρατηρούσα μαζεμένο τόσο ταπεινά, λίγο έλειι^ε να συγκινηθώ. Παρότι προσπαθούσα με όλη μου τη δύναμη να αποδιώξω τούτο το συναίσθημα, ήταν γεγονός πως κόντεψα να ενδώσω στη στοργή γι' αυτόν. Ωστόσο, η σκέψη ότι είχε υιοθετήσει για μένα και μόνον αυτή τη στάση, τα ανέτρεψε όλα και έκανε την καρδιά μου να σκληρύνει ακόμη περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή, πήρα την απόφαση να προχωρήσω στα σχέδιά μου δίχως να εξαρτηθώ από οποιαδήποτε προηγούμενη κατάσταση, όπως η ενδεχόμενη αποπομπή μου. Εκείνος κι εγώ κατοικούσαμε σε διαφορετικούς κόσμους, χωρίς να έχουμε πλέον καμιά επιρροή ο ένας στον άλλο. Είχα ελευθερωθεί από τα δεσμά μου. Τώρα μπορούσα να πραγματοποιήσω την απόφασή μου, όπως και όποτε μου άρεσε, χωρίς να περιμένω τίποτε απ' έξω. Η ρόδινη λάμψη έσβησε από τον ουρανό. Ευθύς αμέσως, σύννεφα μαζεύτηκαν και το καθάριο φως του ήλιου αποτραβήχτηκε από τον Πύργο του Βορινού Αστέρα. Ζαρωμένος, ο Ηγούμενος έμεινε εκεί. Έσπευσα να φύγω.
Στις 25 Ιουνίου, ξέσπασε ο Πόλεμος της Κορέας. Το προαίσθημά μου ότι ο κόσμος έμελλε να υποφέρει και να καταστραφεί θα έβγαινε αληθινό. Έπρεπε να βιαστώ.
302
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΕΚΑΤΟ
Γ Τ 1 ΗΝ ΗΜΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΟΥ ΓΓΟ ΓΚΟΜΠΑΝΤΣΟ,
I είχα κιόλας κάνει ένα πείραμα. Είχα βγάλει δυο καρφιά, Χ μήκους περίπου δύο ιντσών, από την ξύλινη πόρτα στο πίσω μέρος του Χρυσού Ναού. Υπάρχουν δύο είσοδοι στο Χοζούι-ιν, στο ισόγειο του Χρυσού Ναού. Είναι και οι δυο τους πτυσσόμενες πόρτες, η μια στην ανατολή και η άλλη στη δύση. Ο γέροντας ξεναγός συνήθιζε να ανεβαίνει επάνω, κάθε νύχτα. Πρώτα, έκλεινε τη δυτική πόρτα από το μέσα μέρος, ύστερα την ανατολική απ' έξω και κλείδωνε. Ήξερα, παρ' όλα αυτά, πως μπορούσα να μπω στον Χρυσό Ναό χωρίς κλειδί: υπήρχε στο πίσω μέρος μια παλιά ξύλινη πόρτα που δεν τη χρησιμοποιούσαν πια. Μπορούσε εύκολα να βγει αν αφαιρούσες μισή ντουζίνα περίπου καρφιά από το πάνω και το κάτω μέρος της. Ήταν όλα τους χαλαρά και έβγαιναν εύκολα. Έβγαλα δύο κάνοντας ένα πείραμα. Τα δίπλωσα σε ένα κομμάτι χαρτί και τα τοποθέτησα προσεκτικά στο πίσω μέρος του συρταριού μου. Πέρασαν λίγες ημέρες. Κανείς δεν φαινόταν να τα έχει προσέξει. Πέρασε άλλη μια εβδομάδα. Δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι, έστω και ένας, είχε προσέξει ότι έλειπαν τα καρφιά. Το βράδυ της εικοστής ογδόης του μηνός, μπήκα κρυφά στον ναό και τα έβαλα ξανά στην προηγούμενη θέση τους. 303
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Την ημέρα που είχα δει τον Ηγούμενο μαζεμένο στο τεϊοποτείο και είχα τελικά αποφασίσει να μην εξαρτηθώ ποτέ πια από τη δύναμη κανενός, πήγα σε ένα φαρμακείο κοντά στο αστυνομικό τμήμα Νισιτζίν στο Σεμπόν Ιμαντεγκάουα και αγόρασα μια μικρή ποσότητα αρσενικού. Στην αρχή, μου έδωσαν ένα μπουκαλάκι που δεν μπορούσε να περιέχει περισσότερα από τριάντα χάπια. Ζήτησα ένα μεγαλύτερο και, τελικά, πλήρωσα εκατό γιεν για ένα μπουκαλάκι των εκατό. Κατόπιν, πήγα σε ένα σιδεράδικο νότια του αστυνομικού τμήματος και αγόρασα έναν σουγιά και μια λεπίδα μήκους περίπου τεσσάρων ιντσών. Μαζί με τη θήκη, μου κόστισε ενενήντα γιεν. Βημάτισα πέρα δώθε μπροστά στο αστυνομικό τμήμα Νισιτζίν. Ήταν βράδυ και μερικά παράθυρα ήταν έντονα φωτισμένα. Πρόσεξα έναν μυστικό αστυνομικό που έσπευδε προς το κτήριο. Φορούσε πουκάμισο με ανοιχτό γιακά και κρατούσε έναν χαρτοφύλακα. Κανείς δεν φαινόταν να μου δίνει σημασία. Κανείς δεν με είχε προσέξει στη διάρκεια των προηγούμενων είκοσι χρόνων και, με τις παρούσες συνθήκες, αυτό προφανώς θα συνεχιζόταν. Με τις παρούσες συνθήκες ήμουν ένας άσημος. Στην Ιαπωνία, υπήρχαν ένα εκατομμύριο, ίσως και δέκα εκατομμύρια πρόσωπα, χωμένα σε γωνιές, που κανείς δεν τους έδινε σημασία. Ανήκα ακόμη σε αυτούς. Ο κόσμος δεν είχε ούτε την παραμικρή έγνοια κατά πόσον αυτά τα πρόσωπα ήταν ζωντανά ή πεθαμένα. Και γι' αυτό ακριβώς δεν κινούσαν υποψίες σε κανέναν. Ο μυστικός αστυνομικός δεν με υποψιαζόταν και δεν έκανε τον κόπο να μου ρίξει δεύτερη ματιά. Το κόκκινο, καπνισμένο φως της λάμπας φώτιζε το πέτρινο σήμα του αστυνομικού τμήματος Νισιτζίν. Τα γράμματα τζιν είχαν πέσει και κανένας δεν είχε κάνει τον κόπο να τα βάλει ξανά στη θέση τους. Επιστρέφοντας στον ναό, σκέφτηκα τις αγορές που είχα 304
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
κάνει εκείνο το απόγευμα. Ήταν συναρπαστικές. Παρότι είχα αγοράσει τα φάρμακα και τον σουγιά για την απίθανη περίπτωση που θα αναγκαζόμουν να πεθάνω, ήμουν τόσο ευχαριστημένος γι' αυτά, που αναρωτήθηκα κατά πόσον έμοιαζα με κάποιον που αγοράζει ένα καινούργιο σπίτι και κάνει σχέδια για τη μελλοντική του ζωή. Ακόμη και όταν επέστρεψα στον ναό, δεν βαρέθηκα να κοιτάζω τα δυο μου αποκτήματα. Έβγαλα τον σουγιά από τη θήκη του και έγλειψα τη λεπίδα. Ένας λεπτός αχνός σχηματίστηκε στο ατσάλι και μια αίσθηση διάχυτης γλύκας ακολούθησε την καθαρή αίσθηση τον κρύου πάνω στη γλώσσα μου. Η γλύκα του λεπτού ατσαλιού, της απρόσιτης ουσίας του, είχε έρθει μόλις σε επαφή μαζί της. Καθαρότητα μορφής, λάμψη του σίδερου σαν το λουλακί της βαθιάς θάλασσας, αυτά μετέφερε εκείνη η διάφανη γλύκα που τυλίχτηκε με το σάλιο μου γύρω από την άκρια της γλώσσας. Τελικά, η γλύκα υποχώρησε. Φαντάστηκα με χαρά την ημέρα που η σάρκα μου θα μεθούσε με ένα μεγάλο ξέσπασμα αυτής της γλύκας. Ο ουρανός του θανάτου ήταν λαμπρός και μου φαινόταν σαν τον ουρανό της ζωής. Όλες οι ζοφερές μου σκέψεις με εγκατέλειψαν. Ο κόσμος είχε τώρα αδειάσει από την αγωνία.
Ύστερα από τον πόλεμο, ένας αυτόματος υπερσύγχρονος συναγερμός πυρκαγιάς είχε εγκατασταθεί στον Χρυσό Ναό. Είχε ρυθμιστεί έτσι ώστε, όταν η θερμοκρασία μέσα στον ναό θα έφτανε σε ένα ορισμένο σημείο, το κουδούνι θα χτυπούσε στον διάδρομο του κτηρίου όπου μέναμε. Το βράδυ της 29ης Ιουνίου, κάτι δεν πήγε καλά με τον συναγερμό. Και αυτός που ανακάλυψε τη βλάβη ήταν ο γέροντας ξεναγός. Έτυχε να βρίσκομαι, εκείνη την ώρα, στην κουζίνα και άκουσα τον γέροντα 305
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
να αναφέρει το θέμα στο γραφείο του Διακόνου. Αισθάνθηκα πως άκουσα κάτι σαν ενθάρρυνση από τον ουρανό. Το επόμενο πρωί, ο Διάκονος τηλεφώνησε στο εργοστάσιο που είχε εγκαταστήσει τον εξοπλισμό και ζήτησε να στείλουν κάποιον για να τον επισκευάσει. Ο καλοκάγαθος ξεναγός ήρθε, παρά τις συνήθειές του, να με πληροφορήσει γι' αυτές τις εξελίξεις. Δάγκωσα τα χείλια μου. Την προηγούμενη νύχτα, είχα μια χρυσή ευκαιρία να πραγματοποιήσω την απόφασή μου και την είχα αφήσει να πάει χαμένη. Το ίδιο απόγευμα, ήρθε ο άνθρωπος για την επισκευή. Σταθήκαμε όλοι μας γύρω γύρω, γεμάτοι περιέργεια, κοιτάζοντάς τον να δουλεύει. Οι εργασίες της επισκευής τον πήραν κάμποση ώρα. Ο άνθρωπος έγειρε το κεφάλι του με ένα διάχυτο ύφος αποθάρρυνσης και, ένας ένας, όλοι αποχωρήσαμε. Όταν ήρθε η ώρα, έφυγα κι εγώ. Έπρεπε να περιμένω τώρα την ολοκλήρωση της επισκευής και το σύνθημα της απελπισίας, όταν το κουδούνι του συναγερμού που θα δοκίμαζε ο άνθρωπος θα χτυπούσε δυνατά μέσα στα κτήρια του ναού. Περίμενα. Η νύχτα έπεσε στον Χρυσό Ναό σαν πλημμυρίδα και μπορούσα να δω το φωτάκι του εργάτη να τρεμοσβήνει μέσα στο σκοτεινό κτήριο. Δεν ακούστηκε κανένας συναγερμός. Ο εργάτης σταμάτησε τη δουλειά του και είπε ότι θα ερχόταν ξανά την επόμενη ημέρα για να την τελειώσει. Δεν τήρησε όμως την υπόσχεσή του: την 1η Ιουλίου, δεν φάνηκε. Οι Αρχές του ναού δεν είχαν ιδιαίτερο λόγο να επισπεύσουν την επισκευή. Στις 3Θ Ιουνίου, πήγα ξανά στο Σεμπόν Ιμαντεγκάουα και αγόρασα ένα τσουρέκι και μερικά μπισκότα με μαρμελάδα κουκιών. Από τότε που δεν μας έδιναν στον ναό τίποτε για να φάμε ανάμεσα στα γεύματα, πήγαινα από καιρού εις καιρόν και αγόραζα μερικά γλυκά με το ισχνό μου χαρτζιλίκι. 3Ο6
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Ωστόσο, τις αγορές μου της 30ής του μηνός δεν τις είχε υποκινήσει η πείνα. Ούτε είχα αγοράσει το τσουρέκι για να με βοηθήσει να καταπιώ το αρσενικό. Αν πρέπει οπωσδήποτε να δικαιολογηθώ, θα έλεγα πως αγόρασα τα τρόφιμα από αμηχανία. Η σχέση ανάμεσα σ' εμένα και σ' εκείνον τον γεμάτο χάρτινο σάκο, που κουβάλησα με τα ίδια μου τα χέρια· η σχέση ανάμεσα στην τέλεια και απομονωμένη πράξη, με την οποία είχα μόλις καταπιαστεί, και το τρισάθλιο τσουρέκι στη σακούλα· ο ήλιος που ξεπρόβαλε μέσ' από τον συννεφιασμένο ουρανό και τύλιξε τα παλιά σπίτια κατά μήκος του δρόμου σαν πνιγηρή καταχνιά· ο ιδρώτας που άρχισε να τρέχει στα κλεφτά από την πλάτη μου, θαρρείς και κάποιος είχε αρχίσει να τραβά ξαφνικά ένα κρύο νήμα: όλα αυτά με είχαν τρομερά κουράσει. Η σχέση ανάμεσα σε μένα και στο τσουρέκι. Τι θα μπορούσε να είναι; Φαντάστηκα πως, όταν θα ερχόταν η ώρα να βρεθώ αντιμέτωπος με την πράξη, το πνεύμα μου θα είχε συγκρατηθεί από την ένταση και τη συγκέντρωση της στιγμής, αλλά το στομάχι μου, που θα έμενε στη συνηθισμένη του κατάσταση απομόνωσης, θα μου ζητούσε μια επιπλέον εγγύηση γι' αυτή την απομόνωση. Ένιωσα πως τα εσωτερικά μου όργανα έμοιαζαν με έναν τρισάθλιο δικό μου σκύλο, που δεν θα εκπαιδευόταν ποτέ σωστά. Ήξερα. Ήξερα πως, όσο κι αν ζωντάνευε το πνεύμα μου, το στομάχι και τα έντερά μου -εκείνα τα άτονα, απαθή όργανα που ενδιαιτούσαν στο σώμα μου- θα επέμεναν να έχουν τον δικό τους τρόπο και θα άρχιζαν να ονειρεύονται μια κοινότοπη πλευρά της καθημερινής ζωής. Ήξερα πως το στομάχι μου θα ονειρευόταν. Πως θα ονειρευόταν το τσουρέκι και τις βάφλες με τη μαρμελάδα από κουκιά. Και ενώ το πνεύμα μου ονειρευόταν κοσμήματα, το στομάχι μου επέμενε να ονειρεύεται το τσουρέκι και τις βάφλες. 307
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, η δική μου τροφή θα παρείχε την κατάλληλη ένδειξη όταν οι άλλοι θα άρχιζαν να βασανίζουν το πνεύμα τους για τον λόγο του εγκλήματός μου. «Ο ταλαίπωρος ανθρωπάκος πεινούσε», θα έλεγε ο κόσμος. «Τι πιο ανθρώπινο!»
Ήρθε η μέρα. 1 Ιουλίου 1950. Όπως ήδη ήξερα, δεν υπήρχε προοπτική να επισκευαστεί μέσα σε εκείνη την ημέρα ο συναγερμός. Αυτό επιβεβαιώθηκε στις έξι το απόγευμα. Ο γέροντας ξεναγός τηλεφώνησε ακόμη μια φορά στο εργοστάσιο πιέζοντάς τους να ολοκληρώσουν την επισκευή. Ο μηχανικός απάντησε ότι, δυστυχώς, ήταν τρομερά απασχολημένος το συγκεκριμένο απόγευμα, αλλά θα τελείωνε δίχως άλλο την εργασία του την επομένη. Είχαν έρθει περίπου εκατό επισκέπτες στον ναό στη διάρκεια της ημέρας, αφότου όμως έκλεισαν οι πόρτες, στις εξήμισι, τα κύματα των ανθρώπινων όντων είχαν ήδη αρχίσει να υποχωρούν. Ο γέροντας ξεναγός, αφού έκλεισε το τηλέφωνο, στάθηκε στην είσοδο της κουζίνας κοιτάζοντας αφηρημένα τον μικρό εξωτερικό χώρο. Είχε ολοκληρώσει την εργασία του για την ημέρα. ' Έξω ψιχάλιζε. Είχαν ξεσπάσει αρκετές νεροποντές από το πρωί. Φυσούσε μια ανάλαφρη αύρα και η ατμόσφαιρα δεν ήταν ιδιαίτερα ασφυκτική για την εποχή. Πρόσεξα πως τα λουλούδια της κολοκυθιάς είχαν σκορπίσει εδώ κι εκεί στον περίβολο, κάτω από τη βροχή. Η σόγια που είχε φυτευτεί τον προηγούμενο μήνα είχε αρχίσει να βλασταίνει κατά μήκος των μαύρων και στιλπνών υψωμάτων, από την άλλη πλευρά του περιβόλου. Όταν ο ξεναγός βυθιζόταν σε σκέψεις, συνήθιζε να κάνει 3Ο8
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τα κακοβαλμένα -ψεύτικα δόντια του να εφάπτονται, αφήνοντας να ακουστεί ένα ηχηρό πλατάγισμα. Κάθε μέρα, έδινε την ίδια πληροφορία στους επισκέπτες του ναού, άλλο αν λόγω των -ψεύτικων δοντιών του γινόταν όλο και πιο δυσνόητος. Δεν έδωσε καμιά απολύτως προσοχή στις διάφορες υποδείξεις που του είχαν επισημανθεί. Ο γέροντας μουρμούριζε κοιτάζοντας τον εξωτερικό χώρο του ναού. Έκανε μια μικρή παύση και μπόρεσα να ακούσω το τρίξιμο της οδοντοστοιχίας του. Ύστερα άρχισε να μουρμουρίζει ξανά. Προφανώς, γκρίνιαζε για την καθυστέρηση της επισκευής του συναγερμού. Ακούγοντας το ακατανόητο μουρμουρητό του, αισθάνθηκα πως έλεγε ότι ήταν τώρα υπερβολικά αργά για οποιαδήποτε επισκευή - των δοντιών του ή του συναγερμού για τη φωτιά.
Εκείνο το απόγευμα, ο Ηγούμενος είχε έναν παράξενο επισκέπτη. Επρόκειτο για τον Πατέρα Κουγουάι Ζενκάι, επικεφαλής του ναού Ρυούχο της νομαρχίας Φουκούι, που ήταν φίλος του όταν φοιτούσε στην ιερατική σχολή. Αφότου είχαν γίνει φίλοι με τον Ηγούμενο, ο Πατέρας Ζενκάι έτρεφε φιλικά αισθήματα και προς τον πατέρα μου. Όταν εκείνος έφτασε, ο Ηγούμενος έλειπε. Κάποιος του τηλεφώνησε λέγοντάς του ότι είχε έναν επισκέπτη. Αποκρίθηκε πως θα ήταν πίσω στον ναό μέσα σε μία περίπου ώρα. Ο Πατέρας Ζενκάι είχε έρθει στο Κιότο για να περάσει μια-δυο ημέρες στον ναό μας. Θυμήθηκα πως ο πατέρας μιλούσε πάντοτε για τον ιερέα με λόγια κολακευτικά και ήξερα πως έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση γι' αυτόν. Ήταν υπερβολικά αρρενωπός, τόσο στην εμφάνιση όσο και στον χαρακτήρα, αποτελώντας πρότυπο του χοντροπελεκημένου τύπου του ιερέα Ζεν. Είχε ύψος περίπου έξι 309
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
ποδών, σκούρα επιδερμίδα και δασιά φρύδια. Η φωνή του ηχούσε στεντόρεια. Όταν κάποιος μαθητευόμενος του ναού ήρθε να μου πει πως ο Πατέρας Ζενκάι ήθελε να μου μιλήσει ώσπου να επιστρέψει ο Ηγούμενος, ένιωσα μάλλον να διστάζω. Φοβόμουν μήπως τα καθαρά και αγνά μάτια του ιερέα διέβλεπαν το σχέδιό μου, που βρισκόταν τόσο κοντά στην εκτέλεσή του. Τον βρήκα καθισμένο σταυροπόδι στη μεγάλη αίθουσα των επισκεπτών του κεντρικού κτηρίου. Έπινε το σακέ που του είχε φέρει ο Διάκονος μασουλώντας μερικά μεζεδάκια από εκείνα που τρώνε οι χορτοφάγοι. Του τα είχε προσφέρει ώσπου να έρθω ο συμμαθητής μου, αλλά τώρα είχα πάρει εγώ τη θέση του και, καθισμένος σύμφωνα με όλους τους τύπους απέναντι στον ιερέα, άρχισα να του σερβίρω το σακέ του. Καθόμουν με την πλάτη γυρισμένη στη σκοτεινιά της αθόρυβης βροχής. Έτσι, ο Πατέρας Ζενκάι έβλεπε να απλώνονται μπροστά του δυο μελαγχολικές απόψεις του τοπίου: ο σκοτεινός κήπος, σκεπασμένος με γρασίδι λόγω της εποχής των βροχών, και το πρόσωπό μου. Ωστόσο, δεν ήταν από εκείνους που αφήνονται εύκολα να παρασυρθούν από καταστάσεις. Παρότι ήταν η πρώτη μας συνάντηση, τα λόγια του ήταν ζωηρά και δεν έδειχνε να διστάζει. Η μια παρατήρηση διαδεχόταν την άλλη. «Μοιάζεις του πατέρα σου». «Αλήθεια, μεγάλωσες πολύ, το ξέρεις;» «Πόσο λυπάμαι που ο πατέρας σου δεν ζει πια!» Ο ιερέας αυτός είχε μιαν απλότητα ξένη προς τον Ηγούμενο και μια δύναμη που δεν διέθετε ο πατέρας μου. Το πρόσωπό του ήταν ηλιοψημένο, τα ρουθούνια του εξαιρετικά πλατιά και τα δασιά του φρύδια εξογκωμένα και σμιχτά, κάνοντας το πρόσωπό του να μοιάζει με τις μάσκες Ομπεσίμι που φορούσαν οι καλικάντζαροι στα θεατρικά έργα Νο. 310
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Τα χαρακτηριστικά του δεν ήταν κανονικά. Αντίθετα, υπήρχε σε αυτά ένα εκχύλισμα εσωτερικής δύναμης. Μιας δύναμης που αποκαλυπτόταν κατά βούληση, καταστρέφοντας ολοσχερώς κάθε δυνατή κανονικότητα. Τα προεξέχοντα οστά των ζυγωματικών του ήταν απότομα σαν τα βραχώδη βουνά που απεικονίζονται από τους Κινέζους καλλιτέχνες της Σχολής του Νότου. Υπήρχε μια ευγένεια στη στεντόρεια φωνή του ιερέα που είχε κιόλας απήχηση στην καρδιά μου. Δεν ήταν η συνηθισμένη ευγένεια, αλλά εκείνη των σκληρών ριζών κάποιου μεγάλου δέντρου που αναπτύσσεται έξω από ένα χωριό, προσφέροντας καταφύγιο στον περαστικό ταξιδιώτη. Μια ευγένεια τραχιά στην αίσθηση. Καθώς μιλούσαμε, έπρεπε να προσέχω: αυτή τη νύχτα, υπήρχε φόβος, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η απόφασή μου να αμβλυνθεί από την επαφή μου με τόση ευγένεια. Μου γεννήθηκε η υποψία μήπως ο Ηγούμενος είχε ρωτήσει τον Πατέρα Ζενκάι για την περίπτωσή μου, μού φάνηκε όμως εντελώς απίθανο να τον είχε αναγκάσει να διανύσει τόσο δρόμο μόνο και μόνο για μένα. Όχι, αυτός ο ιερέας ήταν απλώς ένας ιδιόμορφος φιλοξενούμενος, που εντελώς τυχαία θα γινόταν μάρτυς ενός υπέρτατου κατακλυσμού. Το άσπρο πήλινο μπουκάλι του σακέ περιείχε γύρω στο μισό κιλό και ο Πατέρας Ζενκάι το είχε αδειάσει. Απολογήθηκα με μια τυπική υπόκλιση και πήγα στην κουζίνα να φέρω άλλο. Καθώς γυρνούσα με το ζεσταμένο σακέ, ένιωθα να με πλημμυρίζει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Αν και ποτέ δεν μου είχε γεννηθεί η επιθυμία να με καταλάβουν οι άλλοι, τώρα ευχόμουν να με καταλάβει ο Πατέρας Ζενκάι. Αυτός και μόνον. Θα πρέπει να παρατήρησε πως, όταν γονάτισα ξανά μπροστά του για να σερβίρω το σακέ, τα μάτια μου έλαμπαν με μια ειλικρίνεια που δεν υπήρχε πριν λίγη ώρα. 311
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Τι γνώμη έχετε για μένα, Πάτερ;» ρώτησα. «Χμ, θα έλεγα πως δείχνεις αρκετά σοβαρός φοιτητής. Δεν ξέρω βέβαια σε τι είδους διαφθορές επιδίδεσαι στα κρυφά. Έστω όμως, το ξεχνώ. Τα πράγματα δεν είναι όπως άλλοτε, συμφωνείς; Δεν φαντάζομαι πως, στις μέρες μας, οι νεαροί σου συμμαθητές έχουν αρκετά χρήματα για να επιδίδονται στη διαφθορά. Όταν ο πατέρας σου, εγώ και ο Ηγούμενος ήμασταν νέοι, συνηθίζαμε να κάνουμε κάθε λογής αχρειότητες. «Φαίνομαι σαν ένας κοινός σπουδαστής;» ρώτησα. «Ναι», αποκρίθηκε ο Πατέρας Ζενκάι. «Και αυτή είναι η καλύτερη εντύπωση που μπορεί κανείς να δώσει. Το καλύτερο είναι να φαίνεσαι κοινός. Όπως καταλαβαίνεις, τότε οι άλλοι δεν σε υποψιάζονται». Ό Πατέρας Ζενκάΐ δεν είχε καμιά ματαιοδοξία. Οι υψηλόβαθμοι κληρικοί -που τους ζητούν διαρκώς να κρίνουν το καθετί, από τον ανθρώπινο χαρακτήρα μέχρι τους πίνακες και τις αντίκες- είναι ικανοί να μην εκφέρουν ποτέ μια σαφή κρίση για τίποτε, από φόβο μήπως τους κοροϊδέψουν σε περίπτωση που έχουν κάνει λάθος. Υπάρχει ο τύπος του ιερέα Ζεν που μεταβιβάζει στη στιγμή την αυθαίρετη απόφασή του για καθετί που συζητιέται, αλλά φροντίζει να διατυπώνει την απάντηση του με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε αυτή να μπορεί να εκληφθεί με δυο σημασίες, εντελώς αντίθετες μεταξύ τους. Ο Πατέρας Ζενκάι δεν ήταν έτσι. Είχα πλέον αντιληφθεί ότι μιλούσε σύμφωνα με όσα έβλεπε και αισθανόταν. Δεν συνήθιζε να αναζητεί μια ειδική σημασία σε πράγματα που αντανακλώντο στα γερά, καθαρά του μάτια. Δεν τον απασχολούσε καθόλου κατά πόσον υπήρχε ή όχι σε αυτά ένα νόημα. Και ό,τι έκανε περισσότερο από καθετί τον Πατέρα Ζενκάι να μου φαίνεται μεγάλος ήταν πως, όταν κοίταζε κάτι -εμένα, για παράδειγμα- δεν προσπαθούσε να επιβεβαιώσει την ατομικότη312
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τά του με το να αντιλαμβάνεται κάτι διαφορετικό από τους άλλους. Αντίθετα, έβλεπε το αντικείμενο όπως θα το έβλεπε ο καθένας. Ο καθαρά αντικειμενικός κόσμος δεν είχε νόημα γι' αυτόν. Κατάλαβα τι προσπαθούσε να μου πει και άρχισα σιγά σιγά να νιώθω άνετα. Στο βαθμό που φαινόμουν στους άλλους «κοινός», ήμουν πράγματι, και οποιεσδήποτε παράξενες πράξεις κι αν έφτανα στο σημείο να διαπράξω, αυτή η «κοινοτοπία» θα εξακολουθούσε να υπάρχει, όπως το ρύζι που κοσκινίζεται από μια λιχνιστική μηχανή. Χωρίς καμιά συνειδητή προσπάθεια, έφτασα στο σημείο να φανταστώ τον εαυτό μου σαν ένα ήσυχο δέντρο, μικρό και θαμνώδες, φυτεμένο απέναντι από τον Πατέρα Ζενκάι. «Είναι καλό. Πάτερ», ρώτησα, «να συμπεριφέρεται κανείς σύμφωνα με το πρότυπο που θα περίμεναν από αυτόν οι άλλοι;» «Δεν είναι πάντα τόσο εύκολο. Αν όμως αρχίσει να συμπεριφέρεται διαφορετικά, γρήγορα οι άνθρωποι θα δεχτούν ότι αυτή είναι η φυσιολογική του κατάσταση. Ξεχνούν πολύ εύκολα, να το ξέρεις». «Ποια προσωπικότητα είναι η πιο διαρκής;» ρώτησα. «Εκείνη που αποδίδω εγώ στον εαυτό μου ή εκείνη που πιστεύουν οι άλλοι ότι έχω;» «Και οι δυο αυτές προσωπικότητες σύντομα καταλήγουν κάπου. Όσο κι αν πείθεις τον εαυτό σου ότι η προσωπικότητά σου είναι διαρκής, αυτή θα πάψει να υπάρχει, αργά ή γρήγορα. Όταν το τραίνο τρέχει, οι επιβάτες στέκονται ακίνητοι. Όταν όμως σταματήσει, οι επιβάτες πρέπει να αρχίσουν να περπατούν από εκείνο το σημείο. Τόσο το τρέξιμο όσο και η ανάπαυση καταλήγουν κάπου. Παρότι ο θάνατος μοιάζει να είναι η ύστατη ανάπαυση, κανείς δεν μπορεί να πει για πόσο συνεχίζεται». 313
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Σας παρακαλώ, Πάτερ, κοιτάξτε μέσα μου», είπα ως κατακλείδα. «Δεν είμαι το είδος του ανθρώπου που φαντάζεστε. Σας παρακαλώ, κοιτάξτε μέσα στην καρδιά μου». Ο ιερέας έφερε το φλιτζάνι με το σακέ στα χείλη του και με κοίταξε επίμονα. Η σιωπή βάραινε πάνω μου σαν τη μεγάλη μαύρη στέγη του ναού που έσταζε από τη βροχή. Με διαπέρασε ένα ρίγος. Ύστερα, ξαφνικά, ο Πατέρας Ζενκάι είπε με φωνή καμπανιστή, σαν να γελούσε: «Δεν χρειάζεται να κοιτάξει κανείς μέσα σου. Βλέπει τα πάντα ζωγραφισμένα στο πρόσωπο σου». Ένιωσα ότι με είχε καταλάβει απόλυτα, ως τα μύχια του είναι μου. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, άσπρισα σαν το πανί. Το θάρρος να προβώ σε αυτή την πράξη με είχε ξεπλύνει σαν το νερό.
Ο Ηγούμενος γύρισε στον ναό. Η ώρα ήταν εννιά. Όπως πάντοτε, μια τετραμελής ομάδα ξεκίνησε για να κάνει την τελική της νυχτερινή επιθεώρηση. Δεν υπήρχε τίποτε το ασυνήθιστο. Ο Ηγούμενος κάθισε να πιει σακέ μαζί με τον Πατέρα Ζενκάι. Στις δώδεκα και μισή περίπου, ένας από τους μαθητευόμενους οδήγησε τον επισκέπτη στο δωμάτιό του. Στη συνέχεια, ο Ηγούμενος έκανε το μπάνιο του - «μπήκε στο νερό», όπως απεκαλείτο αυτή η πράξη στον ναό. Γύρω στη μία τα ξημερώματα της δευτέρας Ιουλίου, όταν είχε πια τελειώσει η νυχτερινή βάρδια, απόλυτη ησυχία βασίλευε. Έξω, η βροχή συνέχιζε να πέφτει σιωπηλά. Η -ψάθα του ύπνου ήταν ανοιγμένη καταγής. Κάθισα εκεί μόνος μου, κοιτάζοντας το σκοτάδι που είχε απλωθεί τριγύρω. Η νύχτα πύκνωνε και βάραινε ολοένα. Οι πλατιές κολόνες και η ξύλινη πόρτα της μικρής αίθουσας όπου ήμουν καθισμένος 314
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
φαίνονταν αυστηρές, λες και υποβάσταζαν την πανάρχαια εκείνη νύχτα. Τραύλιζα σιωπηλά μέσ' από τα δόντια μου. Όπως πάντοτε, μια μονάχα λέξη ξεπρόβαλε στα χείλη μου εξοργίζοντάς με: όπως όταν κάποιος -ψάχνει μάταια για κάτι μέσα σε έναν σάκο και, αντί για το αντικείμενο που γυρεύει, βρίσκει ένα άλλο που δεν θέλει. Το βάρος και η πυκνότητα του εσωτερικού μου κόσμου έμοιαζαν με εκείνα της νυχτερινής ώρας, ενώ οι λέξεις σέρνονταν στην επιφάνεια σαν βαρύς κουβάς που ανασύρεται μέσ' από το βαθύ πηγάδι της νύχτας. Τώρα δεν θα αργούσα ιδιαίτερα, θαρρώ: έπρεπε να κάνω λίγη υπομονή. Το σκουριασμένο κλειδί που άνοιξε την πόρτα ανάμεσα στον εξωτερικό και στον εσωτερικό μου κόσμο μπορούσε να γυρίσει μαλακά στην κλειδαριά του. Ο κόσμος μου θα εξαεριζόταν καθώς η αύρα θα φυσούσε ελεύθερα ανάμεσα σε αυτόν και στον έξω κόσμο. Ο κουβάς θα ανέβαινε από το πηγάδι, ενώ θα σειόταν ελαφρά από τον άνεμο, όλα θα ανοίγονταν μπροστά μου σαν ένα απέραντο πεδίο και ο μυστικός χώρος θα καταστρεφόταν... Βρίσκεται τώρα μπροστά στα μάτια μου και τα χέρια μου είναι έτοιμα να απλωθούν και να τον φτάσουν... Καθισμένος στο σκοτάδι για περίπου μια ώρα, ένιωθα να πλημμυρίζω από ευτυχία. Αισθάνθηκα ότι δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο ευτυχισμένος σε όλη μου τη ζωή. Σηκώθηκα απότομα και βγήκα από το σκοτάδι. Άνοιξα δρόμο στα κλεφτά στο πίσω μέρος της βιβλιοθήκης και φόρεσα τα ψάθινα σανδάλια που είχα τοποθετήσει εκεί προσεκτικά πριν λίγη ώρα. Ύστερα, περπάτησα κάτω από τις ψιχάλες, κατά μήκος της τάφρου που βρισκόταν στο πίσω μέρος του ναού, προς την κατεύθυνση του εργαστηρίου. Εκεί δεν υπήρχαν παλιά έπιπλα, μονάχα πριονίδια σκόρπια στο 315
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
πάτωμα. Ολόγυρα πλανιόταν η μυρωδιά του υγρού χώματος. Το εργαστήρι χρησίμευε και ως αποθήκη για τις ι^άθες. Άλλοτε αγόραζαν σαράντα δέματα από εκείνη την ψάθα, εκείνη όμως τη νύχτα μονάχα τρία απέμεναν από την τελευταία παρτίδα. Μάζεψα τις τρεις δέσμες και γύρισα στην άκρη του περιβόλου. Στην κουζίνα, όλα ήταν σιωπηλά. Παρακάμπτοντας το κτήριο, έφτασα στο πίσω μέρος των διαμερισμάτων του Διακόνου. Ξαφνικά, ένα φωτάκι έλαμψε στο παράθυρο του μπάνιου. Ξάπλωσα καταγής. Άκουσα κάποιον να ξεροβήχει στο λουτρό. Ύστερα, τον άκουσα να ανακουφίζεται. Δες κι αυτή η διαδικασία κρατούσε αιώνες. Φοβήθηκα μήπως η ψάθα μουσκέψει με τη βροχή. Όντας ξαπλωμένος δίπλα στο κτήριο, την προστάτεψα με το στήθος μου. Η μυρωδιά από το λουτρό είχε ενταθεί με τη βροχή και είχε κατακαθίσει βαριά πάνω στις φτέρες. Το καζανάκι του αποχωρητηρίου σταμάτησε και άκουσα κάποιον να σκοντάφτει πάνω στον ξύλινο τοίχο. Προφανώς, ο Διάκονος ήταν μισοκοιμισμένος και δεν έστεκε καλά στα πόδια του. Το φως στο παράθυρο χάθηκε. Σήκωσα τις τρεις δέσμες με τις ψάθες και ξεκίνησα για το πίσω μέρος της βιβλιοθήκης. Όλο κι όλο το βιος μου συνίστατο σε ένα καλάθι από λυγαριά, όπου φύλαγα τα προσωπικά μου αντικείμενα, και ένα μικρό, παλιό σεντούκι. Σκόπευα να τα κάψω όλα αυτά. Νωρίς το απόγευμα, είχα πακετάρει τα βιβλία, τα ρούχα και τα άμφιά μου, όπως και διάφορα μικροπράγματα στις δυο αυτές αποσκευές. Ελπίζω ότι οι άνθρωποι θα μου αναγνωρίσουν πόσο προσεκτικά τα φρόντισα όλα. Πράγματα όπως η βέργα της κουνουπιέρας μου, που θα μπορούσαν να κάνουν θόρυβο καθώς τα μετέφερα, και άλλα άφλεκτα αντικείμενα, λόγου χάρη 3Ι6
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
το σταχτοδοχείο, το φλιτζάνι και το μελανοδοχείο μου, τα οποία θα αποτελούσαν τεκμήρια της πράξης μου, τα είχα τοποθετήσει ανάμεσα σε μαλακά μαξιλαράκια και τα είχα τυλίξει με ένα κομμάτι ύφασμα. Αυτά ήταν βαλμένα ξέχωρα από την υπόλοιπη περιουσία μου. Επιπλέον, έπρεπε να κάι|)ω ένα στρώμα και δυο παπλώματα. Μετακίνησα μία προς μία όλες αυτές τις ογκώδεις αποσκευές στο πίσω μέρος της βιβλιοθήκης, σωριάζοντάς τις καταγής. Στη συνέχεια, πήγα στον Χρυσό Ναό για να βγάλω την πίσω πόρτα, όπως έχω ήδη αναφέρει. Τα καρφιά βγήκαν το ένα μετά το άλλο τόσο εύκολα, λες και ήταν μπηγμένα σε ένα παρτέρι από μαλακό χώμα. Κράτησα με όλο μου το σώμα την πόρτα που είχε ήδη γείρει και το σαπισμένο ξύλο, έχοντας φουσκώσει από την υγρασία, τρίφτηκε μαλακά πάνω στο μάγουλό μου. Δεν ήταν τόσο βαριά όσο περίμενα. Αφού την έβγαλα, την ξάπλωσα καταγής δίπλα στο κτίσμα. Μπορούσα τώρα να κοιτάξω το εσωτερικό του Χρυσού Ναού. Ήταν θεοσκότεινο. Η πόρτα είχε αρκετό πλάτος ώστε να μπορεί κανείς να μπει στον ναό από τα πλάγια. Βυθίστηκα στο σκοτάδι του Χρυσού Ναού. Τότε, ένα παράξενο πρόσωπο εμφανίστηκε μπροστά μου, κάνοντάς με να τρέμω από φόβο. Καθώς κρατούσα ένα αναμμένο σπίρτο, το πρόσωπό μου αντανακλάτο στη γυάλινη θήκη που περιείχε τη μακέτα του Χρυσού Ναού. Μόλο που η στιγμή δεν ήταν και τόσο κατάλληλη για όλα αυτά, στάθηκα και κάρφωσα τα μάτια μου στη μινιατούρα. Ο μικρός ναός φωτιζόταν από τη λάμψη του σπίρτου, η σκιά του τρεμόσβηνε και το λεπτό του ξύλινο πλαίσιο ήταν -θαρρείςμαζεμένο από αμηχανία. Σχεδόν αμέσως, το κατάπιε το σκοτάδι: το σπίρτο είχε καεί. Κατά παράξενο τρόπο, η κόκκινη λάμψη που υπήρχε στην 317
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
άκρη του σπίρτου μου δημιούργησε ανησυχία και το ποδοπάτησα για να σβήσει, όπως εκείνος ο φοιτητής που είχα δει κάποτε στον Ναό Μυοσίν. Τότε, άναψα άλλο σπίρτο. Πέρασα μπροστά από την Αίθουσα Σούτρα και τα αγάλματα με τους τρεις Βούδες, και έφτασα στο σημείο όπου βρισκόταν το κουτί των προσφορών. Το κουτί είχε διάφορα ξύλινα ανοίγματα για να ρίχνουν τα νομίσματα και, τώρα που το φως του σπίρτου μου τρεμόσβηνε στο σκοτάδι, οι σκιές αυτών των ανοιγμάτων ρυτιδώνονταν σαν κύματα. Μέσα στο κουτί των προσφορών υπήρχε ένα ξύλινο άγαλμα του Ασικάγκα Γιοσιμίτσου, που εθεωρείτο Εθνικός Θησαυρός. Επρόκειτο για μια φιγούρα καθιστή, ντυμένη με άμφια, με τα μανίκια να φαρδαίνουν στις δυο άκριες κι ένα σκήπτρο στα χέρια της. Στο μικρό ξυρισμένο κεφάλι, τα μάτια ήταν ορθάνοιχτα και ο λαιμός χωμένος μέσα στο πλατύ άμφιο. Παρότι τα μάτια του αγάλματος έλαμπαν στο φως του σπίρτου μου, δεν φοβήθηκα. Αυτό το αγαλματάκι του Γιοσιμίτσου ήταν όντως αποτρόπαιο. Ήταν έγκλειστο σε μια γωνιά του κτηρίου που είχε χτίσει ο ίδιος και έμοιαζε να έχει εγκαταλείψει από πολύ καιρό κάθε ιδιοκτησία και κάθε έλεγχο. Ανοιξα τη δυτική πόρτα που οδηγούσε στο Σοζέι. Όπως έχω ήδη αναφέρει, επρόκειτο για μια πόρτα με μεντεσέδες που μπορούσες να την ανοίξεις από μέσα. Ο βροχερός νυχτερινός ουρανός ήταν πιο φωτεινός από το εσωτερικό του Χρυσού Ναού, Με έναν χαμηλό στριγκό ήχο, η υγρή πόρτα άφησε να μπει μέσα το αεράκι της βαθυγάλαζης νύχτας. Τα μάτια του Γιοσιμίτσου - σκέφτηκα βγαίνοντας ολοταχώς από την πόρτα και τρέχοντας ξανά προς το πίσω μέρος της βιβλιοθήκης. Τα μάτια του Γιοσιμίτσου. Οτιδήποτε θα μπορούσε να εκτυλιχθεί μπροστά σε αυτά τα μάτια. Σε αυτά τα τυφλά μάτια ενός νεκρού μάρτυρα. 318
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Καθώς έτρεχα, άκουσα κάτι να κουδουνίζει στην τσέπη του παντελονιού μου. Ήταν ο θόρυβος του κουτιού με τα σπίρτα. Σταμάτησα και έχωσα ένα χαρτομάντιλο κάτω από το σκέπασμα του κορτιού. Ο θόρυβος σταμάτησε. Κανένας ήχος δεν έβγαινε από την άλλη τσέπη, όπου το μπουκαλάκι με το αρσενικό και ο σουγιάς μου ήταν στέρεα τυλιγμένα με ένα μαντίλι. Ούτε βέβαια και από την τσέπη του πουλόβερ μου, όπου είχα βάλει το τσουρέκι, τις βάφλες με τη μαρμελάδα από κουκιά και τα τσιγάρα μου. Τότε, καταπιάστηκα με μια μηχανική εργασία. Πήγα κι ήρθα τέσσερις φορές προκειμένου να μετακινήσω στον προορισμό τους -δηλαδή μπροστά στο άγαλμα του Γιοσιμίτσου στο εσωτερικό του Χρυσού Ναού- όλα όσα είχα στοιβάξει έξω από τη βιβλιοθήκη. Πρώτα απ' όλα, μετέφερα το στρώμα και την κουνουπιέρα, από όπου είχα αφαιρέσει τη βέργα. Ύστερα, πήρα τα δυο παπλώματα. Στη συνέχεια, το σεντούκι και το καλάθι από λυγαριά, και τελικά τις τρεις δέσμες με τις ψάθες. Όλα αυτά τα στοίβαξα σε έναν ακατάστατο σωρό, τοποθετώντας τις ψάθες ανάμεσα στην κουνουπιέρα και στα κλινοσκεπάσματα. Η κουνουπιέρα φαινόταν πιο εύφλεκτη από όλα. Έτσι, ξεδίπλωσα ένα τμήμα της πάνω από τις υπόλοιπες αποσκευές μου. Τελικά, γύρισα στο πίσω μέρος της βιβλιοθήκης και πήρα τη δέσμη όπου είχα τυλίξει ό,τι θα καιγόταν δυσκολότερα. Τούτη τη φορά, μετέφερα το φορτίο μου στην άκρη της λιμνούλας, στα ανατολικά του Χρυσού Ναού. Από εκεί, μπορούσα να δω το Βράχο Γιοχάκου, ίσια μπροστά μου. Στάθηκα κάτω από μια συστάδα πεύκων, κατορθώνοντας μετά βίας να προστατευθώ από τη βροχή. Η αντανάκλαση του νυχτερινού ουρανού έδινε μια άτονη λευκότητα στην επιφάνεια της λίμνης. Η πυκνή λέμνα την έκανε να μοιάζει με στεριά και, μονάχα μέσ' από τις τυχαίες 319
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
ρωγμές του πυκνού αυτού επιστρώματος, θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπήρχε από κάτω νερό. Στο σημείο όπου στεκόμουν, δεν έβρεχε τόσο ώστε να ρυτιδώνεται το νερό. Η λιμνούλα άχνιζε με τη βροχή και έμοιαζε να ανοίγεται απέραντη μακριά. Ο αέρας ήταν γεμάτος υγρασία. Πήρα από κάτω ένα χαλίκι και το έριξα στο νερό. Το πιτσίλισμά του έκανε έναν θόρυβο τόσο δυνατό, που ο αέρας γύρω μου φάνηκε να ραγίζει. Για μια στιγμή, μαζεύτηκα στο σκοτάδι χωρίς να βγάλω άχνα, ελπίζοντας να εξαλείψω με τη σιωπή μου τον θόρυβο που είχα προκαλέσει κατά λάθος. Έβαλα το χέρι μου στο νερό και η χλιαρή λέμνα κόλλησε στα δάχτυλά μου. Στην αρχή, τα υγρά μου δάχτυλα άφησαν τη βέργα της κουνουπιέρας να γλιστρήσει στο νερό. Ύστερα, ανέθεσα στη λιμνούλα να ξεπλύνει το σταχτοδοχείο μου. Κατά τον ίδιο τρόπο, έριξα μέσα το φλιτζάνι και το μελανοδοχείο μου. Κοντολογίς, η λιμνούλα φρόντισε όλα τα αντικείμενα που έπρεπε να πέσουν στο νερό. Μονάχα το μαξιλάρι και τα ρούχα όπου είχα τυλίξει όλα αυτά τα πράγματα έμειναν δίπλα μου. Τίποτε άλλο δεν απέμενε τώρα, παρά μόνο να μεταφέρω τα δύο αυτά πράγματα μπροστά στο άγαλμα του Γιοσιμίτσου και τελικά να βάλω φωτιά στον Χρυσό Ναό. Εκείνη τη στιγμή με κυρίευσε απότομα η πείνα - κάτι που το περίμενα. Παρ' όλα αυτά, επρόκειτο για κάτι που, αντί να μ' ευχαριστήσει, με έκανε να νιώσω ότι είχα προδοθεί. Είχα ακόμη στην τσέπη μου το τσουρέκι και τις βάφλες, που είχα αρχίσει να τρώω την προηγούμενη μέρα. Σκούπισα τα υγρά μου χέρια στην άκρη του πουλόβερ μου, και καταβρόχθισα την τροφή με απληστία. Δεν καταλάβαινα τη γεύση. Το στομάχι μου ζητούσε επίμονα φαγητό και δεν ενδιαφερόταν για τη γεύση ούτε κατ' ελάχιστον. Ήμουν σε θέση να συγκεντρωθώ στο τσουρέκι που μπούκωνα βιαστικά στο στόμα μου και αυτό μου 320
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
άρεσε. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Όταν τελείωσα το φαγητό μου, πήρα στις χούφτες μου λίγο νερό από τη λίμνη και ήπια. Βρισκόμουν ακριβώς στα πρόθυρα της πράξης μου. Είχα ολοκληρώσει τις προετοιμασίες που θα με οδηγούσαν σε αυτήν και δεν μου απέμενε παρά μόνο να επιδοθώ στην ίδια την πράξη. Και θα την εκπλήρωνα καταβάλλοντας μιαν ελάχιστη πλέον προσπάθεια. Δεν φαντάστηκα ούτε μια στιγμή, πως ένα βάραθρο αρκετά μεγάλο για να καταπιεί τη ζωή μου ολόκληρη θα ανοιγόταν ανάμεσα σε εμένα και σε αυτό που είχα κατά νου να πράξω. Γιατί, εκείνη τη στιγμή, αποθαύμαζα τον Χρυσό Ναό θέλοντας να του δώσω τον ύστατο αποχαιρετισμό. Στο σκοτάδι της βροχερής νύχτας, ο ναός ήταν αχνός, με περίγραμμα ακαθόριστο. Στεκόταν εκεί, στη βαθιά σκοτεινιά, σαν να ήταν η αποκρυστάλλωση της ίδιας της νύχτας. Εντείνοντας την προσοχή μου, τα κατάφερα να ξεχωρίσω το Κουκυότσο, τον τελευταίο όροφο του ναού, όπου η όλη δομή ξαφνικά στένευε, όπως και το πλήθος από στενές κολόνες που περιστοίχιζαν το Τσοόντο και το Χοζούι-ιν, Ωστόσο, οι ποικίλες λεπτομέρειες του ναού, που με είχαν τόσο συγκινήσει στο παρελθόν, είχαν χαθεί μες στο μονόχρωμο σκοτάδι. Παρ' όλα αυτά, καθώς η ανάμνηση της ομορφιάς ζωντάνευε όλο και περισσότερο μέσα μου, αυτό το σκοτάδι άρχισε να δημιουργεί ένα φόντο πάνω στο οποίο μπορούσα να προβάλλω το όραμά μου όπως ήθελα. Η όλη αντίληψη της ομορφιάς κρυβόταν μέσα σε αυτή τη σκοτεινή, συρρικνωμένη μορφή. Χάρη στη δύναμη της ανάμνησης, οι διάφορες αισθητικές λεπτομέρειες άρχισαν να λαμποκοπούν μία μία, ανάγλυφες στη γύρω σκοτεινιά. Ύστερα, η μαρμαρυγή απλώθηκε όλο και πλατύτερα ώσπου, σιγά σιγά, ολόκληρος ο ναός αναδύθηκε 321
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
μπροστά μου κάτω από εκείνο το παράξενο φως του ίδιου του χρόνου, που δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα. Ποτέ μέχρι τότε ο Χρυσός Ναός δεν μου είχε φαντάξει τόσο τέλειος, ποτέ δεν είχα δει κάθε του λεπτομέρεια να λαμποκοπά με αυτόν τον τρόπο. Λες και είχα οικειοποιηθεί την εσωτερική όραση ενός τυφλού. Το φως που πήγαζε από τον ίδιο τον ναό είχε κάνει το κτίσμα διάφανο και, από τη θέση μου δίπλα στη λίμνη, μπορούσα να βλέπω ζωηρά τους πίνακες με τους αγγέλους στην οροφή μέσα στο Τσοόντο και τα κατάλοιπα από το παλιό φύλλο χρυσού στους τοίχους του Κουκυότσο. Η ντελικάτη εξωτερική εμφάνιση του Χρυσού Ναού είχε γίνει ένα με το εσωτερικό του. Καθώς τα μάτια μου συλλάμβαναν την όλη προοπτική, μπορούσα να καταλάβω τη δομή του ναού και το σαφές περίγραμμα του μοτίβου του, μπορούσα να δω τη φροντισμένη επανάληψη και τον διάκοσμο των λεπτομερειών -εκεί που έπαιρνε σάρκα και οστά η κεντρική ιδέα-, όπως και τις εντυπώσεις αντίθεσης και συμμετρίας. Οι δυο κάτω όροφοι, το Χοζούι-ιν και το Τσοόντο, είχαν το ίδιο πλάτος και, παρότι διέφεραν αμυδρά, προστατεύονταν με την ίδια υπέρμετρη φροντίδα. Ο ένας όροφος στεκόταν πάνω από τον όμοιό του, έτσι που έμοιαζαν σαν δυο στενά συνυφασμένα όνειρα ή σαν αναμνήσεις από δυο απαράλλαχτες ηδονές που γεύτηκαν στο παρελθόν. Οι δυο αυτοί δίδυμοι όροφοι επιστεγάζονταν από έναν τρίτο, το Κουκυότσο, που λέπταινε απότομα. Και στο υψηλότερο σημείο της επιστρωμένης με σανίδες στέγης, ο φοίνικας από επιχρυσωμένο μπρούντζο έστεκε αντίκρυ στη μακριά και σκοτεινή νύχτα. Ωστόσο, ο αρχιτέκτονας δεν είχε αρκεστεί σε αυτό. Δυτικά του Χοζούι-ιν, είχε προσθέσει το μικροσκοπικό Σοζέι, που προεξείχε από τον ναό σαν κρεμαστό περίπτερο. Λες και είχε χρησιμοποιήσει όλες τις αισθητικές του δυνατότητες για να 322
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σπάσει τη συμμετρία του κτηρίου. Ο ρόλος του Σοζέι στην όλη αρχιτεκτονική ήταν εκείνος μιας μεταφυσικής αντίστασης. Παρότι δεν απλωνόταν πολύ πέρα από τη λίμνη, έμοιαζε σαν να δραπέτευε εσαεί από το κέντρο του Χρυσού Ναού. Το Σοζέι ήταν σαν πουλί που πετούσε μακριά από την κύρια δομή του κτηρίου και, πριν λίγο, είχε ανοίξει τις φτερούγες του ξεφεύγοντας προς την επιφάνεια της λίμνης, προς οτιδήποτε είχε κοσμικό χαρακτήρα. Η σημασία του Σοζέι συνίστατο στη δημιουργία μιας γέφυρας που οδηγούσε κάπου ανάμεσα στην τάξη που ελέγχει τον κόσμο και σε εκείνα τα πράγματα, όπως η σαρκική επιθυμία, που αρνούνται κάθε τάξη. Ναι, έτσι ήταν. Το πνεύμα του Χρυσού Ναού άρχιζε από το Σοζέι, που έμοιαζε με γέφυρα κομμένη στη μέση. Ύστερα, σχημάτιζε έναν τριώροφο πύργο. Και στη συνέχεια, ξέφευγε για μία ακόμη φορά από τη γέφυρα. Γιατί η τεράστια δύναμη του αισθησιακού πόθου, που λαμπύριζε στην επιφάνεια της λίμνης, ήταν η πηγή της κρυμμένης δύναμης που είχε οικοδομήσει τον Χρυσό Ναό. Από τη στιγμή όμως που αυτή η δύναμη είχε μπει σε τάξη και είχε σχηματιστεί ο όμορφος τριώροφος πύργος, δεν θα άντεχε να μείνει άλλο εκεί και δεν του απέμενε παρά να πάει πίσω ακολουθώντας ξανά τον δρόμο πλάι στο Σοζέι μέχρι την επιφάνεια της λίμνης, πίσω στο ατέλειωτο λαμπύρισμα του σαρκικού πόθου, πίσω στη γενέθλια γη του. Κάθε φορά στο παρελθόν που κοίταζα την πρωινή ή τη βραδινή καταχνιά να πλανιέται πάνω από τη λίμνη, με εντυπωσίαζε αυτή η ίδια σκέψη - η σκέψη ότι αυτή ήταν η κατοικία της πλούσιας αισθησιακής δύναμης που είχε πρωταρχικά οικοδομήσει τον Χρυσό Ναό. Και η ομορφιά όχι μόνο συνέθεσε τους αγώνες, τις αντιφάσεις και τις δυσαρμονίες κάθε μέρους αυτού του κτηρίου, αλλά και κάτι περισσότερο: τις εξουσίασε! Ο Χρυσός Ναός χτίστηκε με χρυσόσκονη μέσα στη μακριά, σκοτεινή νύχτα, όπως εγ323
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
γράφεται με χρυσόσκονη και με τη μεγαλύτερη φροντίδα ένα σούτρα στις βαθυγάλαζες σελίδες ενός βιβλίου. Δεν γνωρίζω ακόμη αν η ομορφιά ήταν πανομοιότυπη με τον ίδιο τον Χρυσό Ναό ή ομοούσια με τη νύχτα της ανυπαρξίας που περιστοίχιζε τον ναό. Ίσως να ήταν και τα δυο: τα κατ' ιδίαν μέρη και συγχρόνως η όλη δομή, ο Χρυσός Ναός και ταυτόχρονα η νύχτα που τον τύλιγε. Κάνοντας αυτή τη σκέψη, ένιωσα πως το μυστήριο της ομορφιάς του Χρυσού Ναού, που με είχε τόσο βασανίσει στο παρελθόν, κόντευε να λυθεί. Αν εξέταζε κανείς την ομορφιά κάθε μεμονωμένης λεπτομέρειας -τις κολόνες, τα κιγκλιδώματα, τα παραθυρόφυλλα, τις πλαισιωμένες πόρτες, τα διακοσμημένα παράθυρα, την πυραμιδοειδή στέγη, το Χοζούι-ιν, το Τσοόντο, το Κουκυότσο, το Σοζέι, τον ίσκιο του ναού στη λίμνη, τα νησάκια, τα πεύκα, ναι, ακόμη και το σημείο όπου δένονται οι βάρκες του ναού-, η ομορφιά δεν ολοκληρωνόταν ποτέ σε μία και μόνον απλή λεπτομέρεια: κάθε λεπτομέρεια προανάγγελλε την ομορφιά της επόμενης. Η ομορφιά της ίδιας της ατομικής λεπτομέρειας ήταν πάντοτε γεμάτη ανησυχία. Ονειρευόταν την τελειότητα, αλλά δεν ολοκληρωνόταν, παρασυρόμενη αδιαφοροποίητα στην επόμενη, στην άγνωστη ομορφιά. Η προαναγγελία της ομορφιάς που κλεινόταν μέσα σε μια λεπτομέρεια ήταν συνδεδεμένη με την επόμενη προαναγγελία ομορφιάς, και έτσι, οι διάφορες προαναγγελίες μιας ομορφιάς που δεν υπήρχε είχαν μεταβληθεί σε θεμελιακό μοτίβο του Χρυσού Ναού. Τέτοιες προαναγγελίες αποτελούσαν ενδείξεις ανυπαρξίας. Η ανυπαρξία ήταν η αληθινή δομή αυτής της ομορφιάς. Άρα, από την ατέλεια των διαφόρων λεπτομερειών της ομορφιάς, αναφυόταν αυτόματα μια προαναγγελία ανυπαρξίας και αυτό το λεπτό κτίσμα, δουλεμένο με το πιο λεπτό ξύλο, έτρεμε προκαταβολικά για την ανυπαρξία, όπως τρέμει στον άνεμο ένα περιδέραιο με πετράδια. 324
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Έτσι, η ομορφιά του Χρυσού Ναού δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει και να έχει απήχηση παντού και πάντοτε! Σαν κάποιον που υποφέρει από βουητό στ' αυτιά, άκουγα αδιαφοροποίητα τον ήχο της ομορφιάς του όπου κι αν ήμουν. Τον είχα συνηθίσει. Αν μπορούσε κανείς να συγκρίνει αυτή την ομορφιά με ήχο, το κτήριο έμοιαζε με χρυσό καμπανάκι που, εδώ και πεντέμισι αιώνες, δεν έπαψε να ηχεί - ή ακόμη, με μικρή άρπα. Τι θα γινόταν όμως αν αυτός ο ήχος σταματούσε; Με είχε κυριεύσει μια ανείπωτη πλήξη. Πάνω από τον Χρυσό Ναό που δέσποζε μέσα στο σκοτάδι, μπορούσα να δω ακόμη με τα πιο ζωηρά χρώματα τον Χρυσό Ναό του οράματός μου. Διατηρούσε τη λάμψη του ατόφια. Το κιγκλίδωμα του Χοζούι-ιν στην άκρη του νερού υποχωρούσε με τη μεγαλύτερη σεμνότητα, ενώ, στις μαρκίζες του, το κιγκλίδωμα του Τσοόντο, που το υποβάσταζαν ινδικές κονσόλες, πρόβαλλε ονειρικά τις καμπύλες του στη λίμνη. Οι μαρκίζες φωτίζονταν από την αντανάκλαση της λίμνης και από την τρεμούλα του νερού που καθρεφτιζόταν διάχυτα πάνω τους. Όταν ο Χρυσός Ναός αντανακλούσε τη δύση του ήλιου ή έλαμπε στο φεγγαρόφωτο, το φως του νερού έκανε την όλη δομή να φαντάζει σαν να επέπλεε μυστηριωδώς και να χτυπούσε τις φτερούγες της. Οι δυνατοί αρμοί της μορφής του ναού είχαν χαλαρώσει από την αντανάκλαση του νερού που σιγότρεμε και, αυτές τις στιγμές, ο Χρυσός Ναός έμοιαζε χτισμένος με υλικά όπως ο άνεμος, το νερό και η φλόγα, που βρίσκονται σε αέναη κίνηση. Η ομορφιά του Χρυσού Ναού ήταν ανυπέρβλητη. Και ήξερα τώρα από πού προερχόταν η άφατη πλήξη μου. Αυτή η ομορφιά χρησιμοποιούσε την τελευταία της ευκαιρία για να ασκήσει πάνω μου τη δύναμή της και να με παγιδέψει σε εκείνη την ανημποριά, που με είχε τόσο συχνά κυριεύσει στο παρελ325
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
θόν. Αυτό που απλωνόταν μπροστά μου έκανε τα χέρια και τα πόδια μου να λυγίζουν. Πριν λίγη ώρα, ένα μονάχα βήμα με χώριζε από την πράξη μου, τώρα όμως ήμουν και πάλι πολύ μακριά. «Έκανα όλες μου τις προετοιμασίες», ψιθύριζα μέσα μου, «και απέχω από την πράξη ελάχιστα. Αφού την έχω τόσο ονειρευτεί και έχω ζήσει το όνειρο ως την τελευταία του λεπτομέρεια, θα ήταν άραγε απαραίτητο να την πραγματοποιήσω; Μήπως, στο στάδιο που βρίσκομαι, μια τέτοια πράξη θα ήταν ανώφελη; » 0 Κασιουάγκι είχε προφανώς δίκιο λέγοντας ότι αυτό που άλλαξε τον κόσμο δεν ήταν η πράξη αλλά η γνώση. Και ήταν ο τύπος της γνώσης που προσπάθησε να μεταγράψει την πράξη στο έσχατο δυνατό όριό της. Τέτοια ήταν η φύση της γνώσης μου. Και αυτός ο τύπος γνώσης κάνει την πράξη όντως ανίσχυρη. Μήπως ο λόγος όλων των προσεκτικών μου προετοιμασιών βρίσκεται στην τελική γνώση ότι, στα σοβαρά, δεν πρέπει να προβώ σε αυτήν την πράξη; »Ναι, έτσι είναι. Η πράξη είναι τώρα περιττή για μένα. Έχει ξεπεράσει τη ζωή μου, έχει ξεπεράσει την ίδια μου τη θέληση και στέκεται τώρα μπροστά μου σαν ξέχωρος μηχανισμός από κρύο ατσάλι, περιμένοντας να μπει σε κίνηση. Λες και δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη συνάφεια ανάμεσα σ' εμένα και στην πράξη μου. Μέχρι αυτό το σημείο, ήταν Εγώ. Από δω και πέρα, δεν είναι πλέον. Πώς να τολμήσω να μην είμαι πια ο εαυτός μου;» Στηρίχτηκα στη βάση του πεύκου. Η υγρή, κρύα φλούδα του δέντρου με μάγεψε. Ένιωσα πως αυτή η αίσθηση, αυτή η κρύα επαφή ήταν ο εαυτός μου. Ο κόσμος είχε σταματήσει έτσι όπως ήταν. Δεν υπήρχε πλέον καμιά επιθυμία. Κι εγώ ήμουν απόλυτα ικανοποιημένος. 326
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Τι πρέπει να κάνω ενάντια σε αυτή την τρομερή πλήξη; σκέφτηκα. Ένιωθα πως είχα πυρετό, πως ήμουν αδύναμος, πως τα χέρια μου δεν υπάκουαν σε μένα. Σίγουρα θα ήμουν άρρωστος. Ο Χρυσός Ναός εξακολουθούσε να λαμποκοπά μπροστά μου σαν τη θέα του ήλιου που βασιλεύει, όπως την είχε δει κάποτε ο Σουντοκουμαρού. Μέσ' από το μαύρο σκοτάδι της τυφλότητάς του, ο Σουντοκουμαρού είχε δει τον ήλιο που έδυε να παίζει σπινθηροβολώντας στη Θάλασσα της Νάμπα. Είχε δει το Αουάτζι Εσίμα, το Σούμα Ακάσι, ακόμη και τη Θάλασσα του Κίι που αντανακλά τον απογευματινό ήλιο κάτω από έναν ασυννέφιαστο ουρανό. Το κορμί μου έμοιαζε να έχει παραλύσει και τα δάκρυα ανάβρυζαν ακατάπαυστα. Δεν με ένοιαζε να μείνω εκεί ώσπου να ξημερώσει και να με ανακαλύ'ψουν. Δεν επρόκειτο να πω λέξη για να απολογηθώ. Μέχρι τώρα επέμεινα ιδιαίτερα στην ανημποριά της μνήμης μου σχετικά με την παιδική μου ηλικία, πρέπει όμως να επισημάνω ότι η μνήμη που αναβιώνει ξαφνικά φέρει μέσα της μια μεγάλη δύναμη ανάστασης. Το παρελθόν δεν μας μεταφέρει απλώς πίσω. Υπάρχουν κάποιες μνήμες, που έχουν -θαρρείς- ισχυρά ατσάλινα ελατήρια και, όταν τις αγγίζουμε εμείς που ζούμε στο παρόν, μάς εκτινάσσουν απότομα στο μέλλον. Ενώ το κορμί μου έμοιαζε απονεκρωμένο, ο νους μου εισχωρούσε ψηλαφητά στον χώρο της μνήμης. Μερικές λέξεις επέπλεαν στην επιφάνεια κι ύστερα χάνονταν. Λες και τις έφτανα με τα χέρια του νου μου - και τότε αυτές κρύβονταν ξανά. Λέξεις που με καλούσαν. Που προσπαθούσαν να με πλησιάσουν για να με βάλουν στο φιλότιμο. «Κοίταξε πίσω, κοίταξε έξω, και ό,τι συναντήσεις, σκότωσέ το στη στιγμή!» 327
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Ναι, αυτό έλεγε η πρώτη πρόταση. Το περίφημο απόσπασμα του κεφαλαίου του Ρίνζαϊρόκον. Τότε, οι λέξεις που απέμεναν άρχισαν να ρέουν: «Όταν συναντήσεις τον Βούδα, σκότωσε το Βούδα! Όταν συναντήσεις τον πρόγονό σου, σκότωσε τον πρόγονό σου! Όταν συναντήσεις έναν μαθητή του Βούδα, σκότωσε τον μαθητή! Όταν συναντήσεις τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, σκότωσε τον πατέρα σου και τη μητέρα σου! Όταν συναντήσεις το σόι σου, σκότωσε το σόι σου! Μόνον έτσι θα φτάσεις στη λύτρωση. Μόνον έτσι θα ξεφύγεις από τα δεσμά των υλικών πραγμάτων και θα ελευθερωθείς». Οι λέξεις με εκτίναξαν από την ανημποριά όπου είχα βρεθεί. Ξαφνικά, όλο μου το κορμί λες και διαποτίστηκε με δύναμη. Ένα μέρος του νου μου συνέχιζε να μου λέει ότι ήταν τώρα μάταιο να προβώ σε αυτή την πράξη, άλλο αν η δύναμη που είχα μόλις αποκτήσει δεν φοβόταν τη ματαιότητα. Πρέπει να κάνω αυτή την πράξη ακριβώς επειδή είναι τόσο μάταιη. Τύλιξα το ρούχο που βρισκόταν δίπλα μου και το έχωσα κάτω από τη μασχάλη μου μαζί με το μαξιλάρι. Ύστερα σηκώθηκα. Κοίταξα προς τον Χρυσό Ναό. Ο αστραφτερός ναός του οράματός μου είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Το σκοτάδι κατάπινε σιγά σιγά τα κιγκλιδώματα και οι πάμπολλες λεπτές κολόνες έχαναν τη φωτεινότητά τους. Το φως εξαφανίστηκε από το νερό, το ίδιο και η αντανάκλασή του από το πίσω μέρος των πρόστεγων. Σε λίγο, όλες οι λεπτομέρειες βυθίστηκαν ξανά στο σκοτάδι και ο Χρυσός Ναός άφησε μονάχα ένα ακαθόριστο μαύρο περίγραμμα. Έτρεξα. Έτρεξα γύρω από το βόρειο τμήμα του ναού. Τα πόδια μου συνήθισαν στο έργο τους χωρίς να παραπατούν. Το σκοτάδι διαλυόταν σταδιακά μπροστά μου, καθοδηγώντας με στον δρόμο μου. Από την άκρη του Σοζέι, πήδηξα στον Χρυσό Ναό δρα328
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σκελώντας την πόρτα με τους μεντεσέδες στη δυτική είσοδο, που την είχα αφήσει ανοιχτή. Έριξα το μαξιλάρι και το ύφασμα πάνω στον σωρό που είχα ήδη ετοιμάσει. Η καρδιά μου σκιρτούσε χαρούμενα και τα υγρά μου χέρια έτρεμαν. Εξάλλου και τα σπίρτα ήταν υγρά. Το πρώτο δεν άναψε. Το δεύτερο έσπασε λίγο πριν ανάψει. Το τρίτο έκανε τη φλόγα να ξεπεταχτεί και, καθώς κρατούσα το χέρι μου ενάντια στον άνεμο, φωτίστηκαν τα διαστήματα ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Στη συνέχεια, έπρεπε να αναζητήσω τις δέσμες με τις ψάθες. Γιατί, παρότι είχα σύρει τις τρεις ψάθες εκεί που βρισκόμουν και τις είχα τοποθετήσει σε διαφορετικά σημεία του κτηρίου, είχα εντελώς ξεχάσει πού τις έβαλα. Ώσπου να τις βρω, το σπίρτο είχε καεί. Κάθισα οκλαδόν στην ψάθα και, τούτη τη φορά, άναψα δυο σπίρτα μαζί. Η φωτιά διέγραψε περίπλοκες σκιές μέσ' από τις ψάθινες στοίβες και, αναδίνοντας το λαμπρό χρώμα των έρημων τόπων, απλώθηκε ως την τελευταία λεπτομέρεια προς όλες τις κατευθύνσεις. Καθώς ο καπνός υψωνόταν στον αέρα, η ίδια η φωτιά κρύφτηκε κάτω από την άσπρη του μάζα. Τότε, απροσδόκητα μακριά από κει που στεκόμουν, οι φλόγες αναπήδησαν, φουσκώνοντας την πράσινη κουνουπιέρα. Λες και καθετί γύρω μου είχε γεμίσει ξαφνικά ζωντάνια. Εκείνη τη στιγμή, η σκέψη μου έγινε απόλυτα διαυγής. Υπήρχε ένα όριο στην προμήθειά μου από σπίρτα. Έτρεξα σε μιαν άλλη γωνία της αίθουσας και, ανάβοντας προσεκτικά ένα σπίρτο, έβαλα φωτιά στο επόμενο δεμάτι με τις ψάθες. Οι καινούργιες φλόγες που αναπήδησαν με έκαναν να αναθαρρήσω. Άλλοτε, όταν έβγαινα έξω με τους συμμαθητές μου και ανάβαμε φωτιές, βρισκόμουν στο στοιχείο μου. Μέσα στο Χοζούι-ιν είχε υψωθεί μια μεγάλη τρεμουλιαστή σκιά. Οι τρεις ιεροί Βούδες, οι Αμίντα, Κάννον και Σεϊσί, ανέ329
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
διδαν κόκκινες λάμψεις. Τα μάτια στο ξύλινο άγαλμα του Γιοσιμίτσου έλαμπαν και, πίσω, σειόταν η σκιά του. Μόλις που ένιωθα τη ζέστη. Όταν είδα ότι οι φλόγες είχαν μετατοπιστεί κατευθείαν προς το κουτί των προσφορών, αισθάνθηκα πως όλα ήταν εντάξει. Είχα ξεχάσει το αρσενικό και τον σουγιά. Ξαφνικά, έκανα τη σκέψη να πεθάνω μέσα στο Κουκυότσο, περιστοιχισμένος από τις φλόγες. Ωστόσο, δραπετεύοντας από τη φωτιά, ανέβηκα ολοταχώς τα στενά σκαλοπάτια. Δεν παραξενεύτηκα καν πώς και η πόρτα που οδηγούσε στο Τσοόντο ήταν ανοιχτή. Ο γέροντας ξεναγός είχε ξεχάσει να κλείσει την πόρτα του δευτέρου ορόφου. Ο καπνός στροβιλιζόταν πίσω μου. Κοίταζα πίσω μου το άγαλμα της θεάς Κάννον που αποδιδόταν στον Κεϊσίν και τους αγγέλους που έπαιζαν μουσική, ζωγραφισμένοι στην οροφή. Σιγά σιγά, ο καπνός πλημμύρισε το Τσοόντο. Ανέβηκα στα γρήγορα τα επόμενα σκαλοπάτια και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα του Κουκυότσο. Η πόρτα δεν άνοιγε. Η είσοδος του τρίτου ορόφου ήταν γερά σφαλισμένη. Χτύπησα την πόρτα. Παρότι τη χτύπησα δυνατά, κανένας ήχος δεν έφτασε στ' αυτιά μου. Χτύπησα με όλη μου τη δύναμη. Είχα την εντύπωση πως κάποιος θα μου άνοιγε από μέσα. Αυτό που είχα ονειρευτεί να βρω στο Κουκυότσο ήταν μια θέση για να πεθάνω. Αφότου όμως ο καπνός με ακολουθούσε, χτυπούσα βίαια την πόρτα σαν να έψαχνα καταφύγιο. Αυτό που υπήρχε από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να ήταν παρά ένας μικρός χώρος. Εκείνη τη στιγμή ονειρεύτηκα με σπαραγμό ψυχής ότι οι τοίχοι πρέπει να ήταν σκεπασμένοι με φύλλο χρυσού, παρότι ήξερα ότι θα είχε εντελώς ξεφτίσει. Είναι αδύνατον να εξηγήσω την απελπισία και τη λαχτάρα μου για τον ακτινοβόλο εκείνον χώρο, καθώς στεκόμουν κοπανώντας 330
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
την πόρτα. Αν τα κατάφερνα, σκεφτόμουν, όλα θα ήταν εντάξει. Μακάρι να είχα πρόσβαση στον μικρό εκείνο χρυσό χώρο. Χτύπησα όσο πιο δυνατά μπορούσα. Μια και τα χέρια μου υπολείπονταν σε δύναμη, έριξα όλο μου το κορμί πάνω στην πόρτα. Και πάλι, ήταν αδύνατον να ανοίξει. Το Τσοόντο είχε κιόλας γεμίσει με καπνό. Κάτω από τα πόδια μου, άκουγα το τρίξιμο της φωτιάς. Ένιωσα να ασφυκτιώ από τον καπνό και είχα σχεδόν χάσει τις αισθήσεις μου. Συνέχισα να χτυπώ την πόρτα βήχοντας. Ωστόσο, αυτή επέμενε να μην ανοίγει. Όταν, κάποια στιγμή, συνειδητοποίησα ότι είχα προσκρούσει σε μιαν άρνηση, δεν δίστασα. Κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλοπάτια προς το Χοζούι-ιν, μέσ' από τον καπνό που στροβιλιζόταν. Ίσως και να πέρασα μέσ' από τις ίδιες τις φλόγες. Όταν τελικά έφτασα στην πόρτα της δυτικής πλευράς, όρμησα έξω. Και άρχισα να τρέχω σαν βολίδα χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω. Έτρεχα ολοένα. Έτρεχα απίστευτα γρήγορα χωρίς να παίρνω ανάσα. Δεν μπορώ καν να θυμηθώ από πού πέρασα. Πρέπει να βγήκα από την πίσω πόρτα, δίπλα στον Πύργο Κυοχόκου, βόρεια από τον περίβολο του ναού. Ύστερα, ίσως πέρασα από την Αίθουσα Μύοο, ίσως ανέβηκα τρέχοντας στο μονοπάτι του βουνού, περιστοιχισμένο από νιόβγαλτα μπαμπού και αζαλέες, και έφτασα στην κορυφή του όρους Χιντάρι Νταϊμόντζι. Ναι, σίγουρα στην κορυφή του όρους Χιντάρι Νταϊμόντζι βρισκόμουν τώρα, ξαπλωμένος ανάσκελα, ανάμεσα στα μπαμπού, κάτω από τον ίσκιο των κόκκινων πεύκων, προσπαθώντας να καταλαγιάσω το άγριο χτυποκάρδι μου. Ήταν το βουνό που προστάτευε τον Χρυσό Ναό από τη βορινή πλευρά. Η κραυγή κάποιων τρομαγμένων πουλιών με έκανε να συνέλθω. Μπορεί όμως και να ήταν ένα μονάχα πουλί που πέταξε δίπλα στο πρόσωπό μου ανοίγοντας τις φτερούγες του. 331
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Ξαπλωμένος ανάσκελα, αγνάντευα τον ουρανό της νύχτας. Σμάρια πουλιών πετούσαν πάνω από τα κλαδιά των κόκκινων πεύκων και οι λεπτές σπίθες, που είχαν ήδη αρχίσει να λιγοστεύουν, πλανιόντουσαν στον ουρανό πάνω από το κεφάλι μου. Κάθισα και κοίταξα μακριά προς το φαράγγι, προς την πλευρά του Χρυσού Ναού. Ένας παράξενος ήχος ερχόταν από κει. Λες κι ήταν βαρελότα. Ή ένας ήχος από αρθρώσεις αμέτρητων ανθρώπων που έτριζαν μεμιάς. Από κει που καθόμουν, ο ίδιος ο Χρυσός Ναός ήταν αθέατος. Αυτό που μπορούσα να δω ήταν ο καπνός που στροβιλιζόταν και η μεγάλη φωτιά που υψωνόταν στον ουρανό. Οι σπίθες κατευθύνονταν μέσα στα δέντρα και ο ουρανός του Χρυσού Ναού έμοιαζε στρωμένος με χρυσή άμμο. Σταύρωσα τα πόδια μου και κάθισα κοιτάζοντας κάμποση ώρα τη σκηνή. Όταν συνήλθα, είδα πως το σώμα μου ήταν σκεπασμένο με φουσκάλες και πληγές. Το αίμα έτρεχε ασταμάτητα. Τα δάχτυλά μου ήταν κι αυτά λεκιασμένα με αίμα: τα είχα προφανώς πληγώσει, χτυπώντας τα πάνω στην πόρτα του ναού. Έγλειψα τις πληγές μου, σαν ζώο που ξέφυγε από τους διώκτες του. Έψαξα στην τσέπη μου και έβγαλα το μπουκαλάκι με το αρσενικό, τυλιγμένο μέσα στο μαντήλι μου. Έβγαλα και τον σουγιά, και τα πέταξα στο φαράγγι. Ύστερα, βρήκα το πακέτο με τα τσιγάρα στην άλλη μου τσέπη. Έβγαλα ένα και άρχισα να καπνίζω. Ένιωθα όπως εκείνος που κάθεται για να καπνίσει, αφού έχει τελειώσει τη δουλειά του. Ήθελα να ζήσω.
332
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ο Χιντάρι Τζινγκόρο, ή Τζινγκόρο ο Αριστερόχειρας, ήταν ο διασημότερος γλύπτης του τέλους του Χ ν ί ο υ και των αρχών του χ ν ΐ ΐ ο υ αιώνα, όπως και ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της ιαπωνικής διακοσμητικής γλυπτικής. Είναι γνωστό
το έργο του Ο Κοιμισμένος Γάτος στον Ναό Τοσόγκου, στο Νικκο. 2. Ο Ουνκέι και ο γιος του Τανκέι συγκαταλέγονται ανάμεσα στους μεγαλύτερους γλύπτες της εποχής Καμακούρα (ΧΙΙΙος-Χίνος αιώνας). Η εποχή αυτή θεωρήθηκε συχνά ως ο Χρυσός Αιώνας της ιαπωνικής γλυπτικής. 3. Κιγιομιζου-ντέρα: αυτός ο ναός της ανατολικής περιφέρειας του Κιότο είναι από τους πιο κομψούς. Χτισμένος σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, είναι θεμελιωμένος πάνω σε μια πληθώρα από αντερείσματα. 4. Χοζούι-ιν: «Τετράγωνο του Νερού της Αλήθειας» (Προσπάθεια ερμηνείας κατά λέξη). 5. «Σπηλιά του Θαλάσσιου Αχού». 6. «Κορυφή του Συμπεράσματος». 7. Κάνο Μαζανόμπου (1434-153Θ): μεγάλος ζωγράφος της εποχής Μουρομάτσι (ΧΥος-Χνίος αιώνας), προστατευόμενος του Σογκούν Ασικάγκα, και επικεφαλής μιας ολόκληρης ομάδας σημαντικών ζωγράφων, που αποκαλείται συνήθως «σχολή του Κάνο». 8. Τάνυου Μορινόμπου (16Θ2-1674): ένας από τους ζίογράφους της σχολής του Κάνο. Σε αυτόν οφείλονται οι τοιχογραφίες του ανακτόρου Νίτζο, στο Κιότο, και του πύργου Ναγκόγια. 9. Η σχολή Τόζα έδωσε τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες (Γιοκιμί-
333
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
τσου, Μιτσουνόμπου), στη διάρκεια της περιόδου Μουρομάτσι ( χ ν ο ς - χ ν ί ο ς αιώνας). Τόζα Χόγκεν Τοκουέτσου: διάσημος ζωγράφος των αρχών της εποχής Έντο. 10. Είδος φοινικόδεντρου. 11. Η τετραλογία «Η Θάλασσα της Γονιμότητας» περιλαμβάνει τους τόμους: Α. «Ανοιξιάτικο χιόνι» [εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Αλέκος Μανωλίδης, 1992] Β. «Αφηνιασμένα Αλογα» [εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Γιούρι Κοβαλένκο -Σταύρος Παπασταύρου, 1995] Γ. «Ο Ναός της Αυγής» [εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Γιούρι Κοβαλένκο, 1996] Δ. «Ο Εκπεσών Αγγελος» [εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Γιούρι Κοβαλένκο, 1996].
334
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
1925 Γέννηση του Χιραόκα Κιμιτακέ (Μισιμα), στις 14 Ιανουαρίου, στην περιοχή Γιοτσούγια του Τόκιο. Ο πατέρας του, Χιραόκα Αζούσα, ήταν κυβερνητικός αξιωματούχος και γιος ενός τέως Γενικού Διοικητή του Καραφούτο (Νότιο Σαχαλίν). Η μητέρα του Σιζουέ ήταν απόγονος μιας μακριάς γενεαλογίας Κομφουκιανών οπαδών. 1928 Γέννηση της Μιτσούκο, αδελφής του Μισίμα. 1930 Γέννηση του Τσιγιούκι, μικρότερου αδελφού του. 1931 Εισαγωγή στο Γιακουσουίν, σχολείο για τα παιδιά των πλουσίων και της αριστοκρατίας. 1935 Οι γονείς του Μισίμα αλλάζουν τόπο κατοικίας και αναθέτουν τη φροντίδα του στον παππού και στη γιαγιά του. 1937 Τελειώνει τη στοιχειώδη εκπαίδευση και εισάγεται στη μέση. Αρχίζει να γράφει για το Hojinkai Zasshi, το περιοδικό του σχολείου.
335
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
1938 Συνοδεύει τη γιαγιά του στο Καμπούκι και παρακολουθεί το έργο «Chushingura», την ιστορία των «Σαράντα Επτά Ronin», που έκαναν χαρακίρι το 17Θ4. 1939 Θάνατος της γιαγιάς του Μισίμα. Ο πατέρας του επιστρέφει στο Τόκιο. 1941 Ύστερα από σύσταση του δασκάλου του στην Ιαπωνική Λογοτεχνία, η ιστορία του Μισίμα «Hanazakari no Mori» (To δάσος σε πλήρη άνθιση) δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό Bungei Bunka. Χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Μισίμα. 1942 Γίνεται μέλος της φιλολογικής λέσχης και θεωρείται από τους δασκάλους του ως μαθητής με εξαιρετική επίδοση. Δημοσιεύει μια μελέτη τού Kokinshu (ανθολογίας του δέκατου αιώνα). Εγκαινιάζει το περιοδικό Akae. 1944 Μάιος: Εξετάζεται για τη στρατιωτική υπηρεσία. Περνά τις εξετάσεις αλλά δεν τον καλούν αμέσως. Σεπτέμβριος: αποφοιτά από το σχολείο του με εξαιρετικές διακρίσεις και ο Αυτοκράτορας του χαρίζει ένα ασημένιο ρολόι. Εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Τόκιο. Οκτώβριος: Η πρώτη του συλλογή με ιστορίες, «Το δάσος σε πλήρη άνθιση», κυκλοφορεί στο εμπόριο. 1945 Φεβρουάριος: Περνά και πάλι από εξέταση για τη στρατιωτική υπηρεσία και απαλλάσσεται ύστερα από λάθος του υπεύθυνου. Ιούνιος: Για πρώτη φορά εισπράττει χρήματα από τη συγγραφική του εργασία.
336
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
1946 Ο Γιασουνάρι Καβαμπάτα (Λογοτεχνικό Βραβείο Νόμπελ 1968) δίνει καλές συστάσεις για το έργο «Tabaco», που δημοσιεύεται στο φιλολογικό περιοδικό Ningen. Έχει μικρή απήχηση στο κοινό. 1947 Δημοσιεύει ιστορίες σε διάφορα περιοδικά, όπως και το μυθιστόρημα «Misakinite no Monogatari» (Μια ιστορία στο Ακρωτήρι). Ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Τόκιο και εξετάζεται για μια θέση στο Υπουργείο Οικονομικών. 1948 Παρότι γίνεται δεκτός στο Υπουργείο, υποβάλει την παραίτησή του για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Αρχίζει να γράφει το «Kamen no kokuhaku» (Εξομολογήσεις μιας μάσκας) [εκδ. Οδυσσέας, μετάφραση Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, 1979]. Δημοσιεύει το «Tozoku» (Κλέφτες), που έχει ελάχιστη απήχηση στο κοινό. 1949 Το «Kamen no kokuhaku» εκδίδεται με καταπληκτική επιτυχία, εδραιώνοντας τη φήμη του Μισίμα. 1950 «Αΐ no kawaki» (Δίψα για έρωτα) [εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Γιούρι Κοβαλένκο, 1994] και «Αο no Jidai» (Η γαλάζια εποχή), όπου περιγράφεται, αν και με συγκαλυμμένη μορφή, ένα πρόσφατο επεισόδιο στο Πανεπιστήμιο Τόκιο. 1951 Δημοσιεύεται το πρώτο μέρος του μεγάλου του μυθιστορήματος «Kinjiki» (Απαγορευμένα χρώματα). Τον ίδιο μήνα, ξεκινά για έναν γύρο του κόσμου, ως ειδικός ανταποκριτής της εφημερίδας Asahi Shimboun. Επιστρέφει στην Ιαπωνία τον Μάιο του 1952.
337
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
1952 Η ιστορία του «Manatsu no Shi» (Θάνατος το Μεσοκαλόκαιρο) δημοσιεύεται στο περιοδικό Shincho. 1953 Κυκλοφορεί η πρώτη «Συλλογή Έργων» του σε έξι τόμους, που περιλαμβάνουν νουβέλες, μικρές ιστορίες και θεατρικά έργα. Δημοσιεύει επίσης το θεατρικό έργο «Yoru no himawari» (Αιοτρόπια τη Νύχτα). 1954 Έκδοση του «Shiosai» (Ο Ήχος των Κυμάτων) [εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Γιούρι Κοβαλένκο, 1995]. Παρότι το βιβλίο γίνεται μπεστ σέλερ, η κριτική το δέχεται χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. 1955 Αρχίζει να ασχολείται με το μπόντι μπίλντινγκ. 1956 Α π ό τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο, το «Kinkaku» (Ο Ναός του Χρυσού Περιπτέρου) δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό Shincho. Κυκλοφορεί ως βιβλίο τον Οκτώβριο. Νοέμβριος: Το θεατρικό έργο του με τη μεγαλύτερη επιτυχία, το «Rokumeikan», ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Τόκιο. 1957 Λαμβάνει δύο προσκλήσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και αποφασίζει να μάθει αγγλικά. Μένει για έξι μήνες στις Ηνωμένες Πολιτείες και δημοσιεύει εκεί το έργο του «Kindai Nogakusha» (Πέντε σύγχρονα θεατρικά έργα No). Το κοινό το δέχεται με ελάχιστο ενδιαφέρον. 1958 Μάρτιος: Αρχίζει να ασκείται στην πυγμαχία. Ιούνιος: Παντρεύεται
338
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τη Γιόκο, κόρη του διακεκριμένου ζωγράφου Σουγκιμότο Γιασούσι. Αύγουστος: προβάλλεται η κινηματογραφική ταινία «Enjo», βασισμένη στον «Ναό του Χρυσού Περιπτέρου». 1959 Ολοκληρώνει το «Kyoke no ie» (To σπίτι του Κυόκο). Γέννηση της κόρης του Νορίκο. Δημοσιεύει το ταξιδιωτικό και το προσωπικό του Ημερολόγιο, με τον ενιαίο τίτλο «Ratai to isho» (Με και χωρίς κοστούμι). 1960 Εμφανίζεται σε μια ιαπωνική γκανγκστερική ταινία. Το έργο του «Utage no ato» (Μετά το Συμπόσιο) δημοσιεύεται σε συνέχειες σε ένα μηνιαίο περιοδικό. 1962 Γέννηση του γιου του Ιιτσίρο. «Utsukushii hoshi» (Ωραίο Αστρο). 1963 «Ken» (Σπαθί) και «Gogo no Eiko» (Ο Ναυτικός που αρνήθηκε τη Θάλασσα) [εκδ. Ζαχαρόπουλος, μετάφραση Βαγγέλης Κατσάνης,
1993] 1965 Ύστερα από πρόσκληση, επισκέπτεται την Αγγλία. Αρχίζει τη συγγραφή της τετραλογίας «Η Θάλασσα της Γονιμότητας», που θα ολοκληρωθεί το 1970.^^ Επισκέπτεται την Καμπότζη και τη Δυτική Ευρώπη. Γράφει το θεατρικό έργο «Sado Koshaku Fujin» (Μαντάμ ντε Σαντ). 1966 Βραβεύεται από το Υπουργείο Παιδείας για το «Sado Koshaku Fujin». Η μικρού μήκους ταινία του «Yukoku» βγαίνει στο εμπόριο . Ο Μισίμα υποβάλλει αίτηση για να του επιτραπεί να ασκείται σε πολε-
339
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
μικά στρατόπεδα. Γράφει το «Eirei no Koe» (Η φωνή των πνευμάτων του ήρωα) και το «Ham no Yuki» (Ανοιξιάτικο Χιόνι), τον πρώτο τόμο της τελευταίας του τετραλογίας. 1967 «Hagakure Nyumon» (Η ηθική των Σαμουράι στη σύγχρονη Ιαπωνία) [εκδ. Ερατώ, μετάφραση Γιώργος Βλάχος, 1995]. 1968 Ιδρύει τον Tate no Kai, έναν μικρό ιδιωτικό στρατό, με σκοπό την προστασία τού Αυτοκράτορα. «Homba» (Αφηνιασμένα Αλογα) και «Waga tomo Hittora» (Ο φίλος μου ο Χίτλερ). 1969 Ιανουάριος: Δημοσιεύεται το «Ανοιξιάτικο Χιόνι». Φεβρουάριος: Δημοσιεύεται το «Homba». Απρίλιος: Δημοσιεύεται το «Bunka Boei Ron» (Για την προάσπιση της παιδείας). 1970 Μάρτιος: Αναφέρεται στο Esquire Magazine μεταξύ των εκατό σημαντικότερων ανθρώπων στον κόσμο, διάκριση που μονοπωλεί σε ολόκληρη την Ιαπωνία. Ιούλιος: Κυκλοφορεί το «Akatsuki no Tera» (Ο Ναός της Αυγής), τρίτος τόμος της τετραλογίας. 11-17 Νοεμβρίου: «Έκθεση Μισίμα Γιούκιο». 25 Νοεμβρίου: Ο Μισίμα και τρία μέλη του Tate no Kai μπαίνουν στο γραφείο του Διοικητή της Ανατολικής Περιοχής των Δυνάμεων Αυτοάμυνας, ζητώντας από τον Διοικητή να επιτρέψει στον Μισίμα να απευθυνθεί στα συγκεντρωμένα στρατεύματα. Διαπράττει seppuku (χαρακίρι) μαζί με τον επικεφαλής των φοιτητών του Tate no Kai.
340
τ ο ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ
ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΗΑΑΣ ΠΑΛΑΑΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΑΕΙΑ ΜΑΡΙΟΥ Π Ρ Ω Τ Ο Π Α Π Α ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΙΜΕδ, ΟΙΟΟΤ & ΑΚΤΕΜΙ δΙΑ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΕΚ ΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ. ΤΗ ΜΑΚΕΤΑ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΕ Ο ΑΝΤΩ ΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ. ΤΑ ΦΙΛΜ ΕΓΙΝΑΝ Α Π Ο ΤΗΝ «Α. ΜΠΑΣΤΑΣ - Δ. ΠΛΕΣΣΑΣ Α.Β.Ε.Ε.» ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΤΑΖ Α Π Ο ΤΗΝ ΟΥΡΑΝΙΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. ΤΗΝ ΕΚΤΥ ΠΩΣΗ Ε Κ Α Ν Ε Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΛΑΔΗΣ ΣΕ 1.000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ Η «Θ. ΗΛΙΟΠΟΥ ΛΟΣ - Π. ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΣ Ο.Ε.» ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 1999 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Δίψα για έρωτα Μυθιστόρημα Πριν α π ό το θάνατο του άντρα της, η Ετσούκο είχε ήδη μάθει ότι η ζήλια είναι ανώφελη αν δεν μπορεί να ελεγχθεί. Έτσι, όταν φτάνει ως νεαρή χήρα στο κτήμα της οικογένειας του μακαρίτη κοντά στην Οσάκα, η Ετσοΰκο είναι αποφασισμένη να συγκρατήσει τα συναισθήματά της. Δέχεται σιωπηλά τους νυχτερινούς εναγκαλισμούς του πεθερού της, ενώ μέσα της φουντώνει ένα καινούριο κρυφό πάθος. Ο Σάμπουρο είναι ένα α π λ ό χωριατόπαιδο, αλλά η Ετσούκο ξέρει ότι αυτό που νιώθει για το ωραίο, απλοϊκό παλικάρι είναι το μόνο γνήσιο αίσθημα που έχει μέσα της. Το μόνο που έχει σημασία είναι να του δείξει τη γνησιότητά του και να πάρει μια απάντηση. Ζήλια, έρωτας, πάθος, μίσος - όλα μπορεί να τα ελέγξει όσο υπάρχει ελπίδα. Καθώς όμως η ελπίδα αυτή ξεφτίζει ολοένα και πιο πολύ, το πάθος της ανήμπορης Ετσούκο παίρνει μια δύναμη που μπορεί να ελεγχθεί μόνο α π ό μια αποτρόπαιη πράξη βίας.
«Ο Μισιμα π έ τ υ χ ε έ ν α κ ρ ά μ α στοχασμού, οραματισμού και έκφρασης, π ο υ ό μ ο ι ό του έ χ ο υ ν ν α ε π ι δ ε ί ξ ο υ ν ελάχιστοι σ υ γ γ ρ α φείς αυτό τον αιώνα σε ό λ ο τον κόσμο». Sunday Telegraph
ISBN 960-03-1190-0
ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ Τετραλογία «Η ολοκλήρωση αυτού του μεγάλου μυθιστορήματος -Η θάλασσα της γονιμότητας- με κάνει να αισθάνομαι ότι έφτασε το τέλος του κόσμου...» έγραψε ο Γιούκιο Μισιμα τον Οκτώβριο του 1970. Το Νοέμβριο ήταν νεκρός - ύστερα από τελετουργική αυτοκτονία. Αποτελούμενη από τέσσερα μέρη, Η θάλασα της γονιμότητας αντιπροσωπεύει την άνθηση της ιδιόμορφης μεγαλοφυίας του Μισιμα. Το Ανοιξιάτικο χιόνι είναι μια ευγενική και συγκινητική ιστορία αγάπης. Στα Αφηνιασμένα άλογα, την αιματηρή συνέχειά του, πρωταγωνιστεί ένας ακροδεξιός τρομοκράτης. Στο Ναό της αυγής, μια Ταϊλανδή πριγκίπισσα συνδέεται μυστικιστικά με τους ήρωες των προηγούμενων έργων. Ο Εκπεσών άγγελος είναι ένα έργο εξίσου συναρπαστικό και ερωτικό με τα προηγούμενα, αλλά διαπνέεται από μια αποχαιρετιστήρια θλίψη. Στις 25 Νοεμβρίου του 197Θ ο Γιούκιο Μισίμα, στην ακμή της λαμπρής λογοτεχνικής σταδιοδρομίας του, ξάφνιασε τον κόσμο με την τελετουργική αυτοκτονία του με απεντερισμό (χάρα-κίρι, ή, ορθότερα, σεπούκου). Ο Μισίμα στα έργα του αναφέρεται συχνά στα θέματα της αυτοκτονίας και του πρόωρου θανάτου, ενώ εξέφρασε πολλές φορές την επιθυμία να πεθάνει νέος. Ολοκλήρωσε αυτή την τετραλογία, το τελευταίο έργο του, το πρωί της μέρας του θανάτου του. Λίγο πριν αυτοκτονήσει, έγραψε στους φίλους του ότι αισθανόταν κενός, έχοντας δώσει όλα του τα πιστεύω και τα αισθήματα για τη ζωή σ' αυτό το γιγάντιο εγχείρημα, το οποίο επαινέθηκε αργότερα ως αριστούργημα.
ISBN SET 960-03-0852-7
ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Ο ήχος των κυμάτων Μυθιστόρημα Το θέμα του βιβλίου είναι η ερωτική αφύπνιση δυο νέων: του Σίντζι και της Χατσούε. Σκηνικό όπου εκτυλίσσεται η ιστορία τους είναι ένα γιαπωνέζικο ψαροχώρι, ωστόσο το έργο αυτό, ως συλλαβισμός της ιερότητας του έρωτα, αξιώνει να έχει οικουμενική διάσταση και αξία, όπως το Αάφνις και Χλόη ή το Οκασέν και Νικολέτ. Οι δυο νέοι, παρασυρμένοι απ' την ερωτική τους φλόγα και με μόνα όπλα την αθωότητα και τη δύναμη των συναισθημάτων τους, μοιραία γίνονται στόχος του αυστηρού υπερεγώ του κοινωνικού τους περίγυρου. Ο Μισίμα, γράφοντας μ' ένα λιτό όσο και βαθύ, λεπτοφυή όσο και απρόβλεπτο λυρισμό, δίνει το λόγο απευθείας στα πρόσωπα του έργου του και έτσι επιτρέπει να διαλάμψει ο πρωτογενής ερωτικός τους κραδασμός.
ISBN 960-03-1324-5
ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΕΝΖΑΜΠΟΥΡΟ ΟΕ
Η σιωπηλή κραυγή Μυθιστόρημα
Δυο αδέλφια επιστρέφουν μετά από πολλά χρόνια στο χωριό που γεννήθηκαν - ο ένας για ν' αρχίσει μια καινούρια ζωή, ο άλλος για να βρει το θάρρος να πει την αλήθεια, που «όταν είναι απόλυτη, είναι πάντα τρομερή»... Μόνο που το χωριό έχει αλλάξει, καταδυναστεύεται από τον αυτοκράτορα των σουπερμάρκετ και το Δάσος· και πώς αρχίζει κανείς μια καινούρια ζωή σε έναν κόσμο ετοιμοθάνατο, όπου η αναζήτηση του θάρρους είναι τρομερότερη από την ίδια την αλήθεια;...
«Ένα σημαντικό επίτευγμα της φαντασίας». The Times
«Αν και καθαρά ιαπωνικό το γράψιμό του, στο φάσμα της ελπίδας και της απόγνωσης που καλύπτει ο Όε, έχει οπωσδήποτε μέσα του κάτι από τον Ντοστογιέφσκι». ΧΕΝΡΥ ΜΙΛΕΡ
«Ο Όε έχει φτάσει σε μιαν απάτητη κορυφή της μεταπολεμικής ιαπωνικής λογοτεχνίας». ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Ένα φοβερά ενδιαφέρον μυθιστόρημα, που σαφώς άξιζε τον κόπο να μεταφραστεί». ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΡΙΧΤΕΡ
ISBN 960-03-1301-6
ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΕΝΖΑΜΠΟΥΡΟ ΟΕ
Μια προσωπική υπόθεση Μυθιστόρημα Έ ν α δύσκολο, πολύπλοκο - κ α ι παγκόσμιο- πρόβλημα: πώς αντιμετωπίζει κανείς και πώς αντιδρά στη γέννηση ενός αφύσικου μωρού; Ο Μπερντ, ο ήρωας του Ό ε στο Μια προσωπική υπόθεση, είναι ένας εικοσιεφτάχρονος νέος με αντικοινωνικές τάσεις, που συχνά, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος μ' ένα κρίσιμο πρόβλημα, «αφέθηκε να παρασυρθεί σε μια θάλασσα από ουίσκι σαν αποχαυνωμένος Ροβινσώνας Κρούσος». Ποτέ άλλοτε όμως δε βρέθηκε αντιμέτωπος μ' ένα δίλημμα τόσο προσωπικό και σοβαρό, όσο η προοπτική μιας ισόβιας φυλάκισης στο κελί του νεογέννητου τερατώδους μωρού του. Θ α το κρατήσει; Θ α τολμήσει να το σκοτώσει; Πριν πάρει την τελική του απόφαση, ο Μπερντ θα δει να ορθώνεται μπροστά του όλο το παρελθόν του, σαν αποκάλυψη μιας εφιαλτικής αυταπάτης. Η ειλικρίνεια με την οποία ο Ό ε απεικονίζει τον ήρωα-αντιήρωά του καθιστά τον Μπερντ έναν α π ό τους συγκλονιστικότερους χαρακτήρες της σύγχρονης μυθιστοριογραφίας.
ISBN 960-03-1300-6
ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΕΝΖΑΜΠΟΥΡΟ ΟΕ
Τσάκισε τα από μικρά, σκότωσε τα από παιδιά Μυθιστόρημα Το συναρπαστικό αυτό πρωτόλειο του νομπελίστα συγγραφέα Κενζαμπούρο Ό ε αποτελεί μια πρώιμη σύνοψη των θεμάτων που χαρακτήρισαν το μετέπειτα έργο του και ένα εκτυφλωτικό (αν και σκοτεινό) δείγμα της δημιουργικής ιδιοφυΐας του. Σε ένα απομονωμένο χωριό, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μια ομάδα ανηλίκων εγκληματιών, τροφίμων αναμορφωτηρίων, καταπιεσμένων και τελικά εγκαταλειμμένων από τους «μεγάλους», τους ενήλικες, γράφουν τη δική τους ιστορία, μια μικρή, αλλά σημαντική, εποποιία της φιλίας, του έρωτα και, κυρίως, της αλληλεγγύης. Ο Ό ε προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό, αλλά και την οργή των αντιδραστικών της χώρας του, αφηγούμενος με συγκλονιστική ενάργεια και αδρότητα την περιπέτεια αυτών των ανηλίκων περιθωριακών, που συντροφεύουν με ένα λιποτάκτη, έναν Κορεάτη παρία και μια παρατημένη κοπέλα. Οι «αρνητικοί» ήρωες του Ό ε συμβάλλουν στην αυτοσυνείδηση μιας εποχής και ενός πολιτισμού που έχει χάσει το έρμα και τον ανθρωποκεντρισμό του, μιας κοινωνίας που πρέπει να συνταραχτεί, έστω και μέσω της λογοτεχνίας, για να ξαναβρεί την ανθρωπιά της και ν' αποτινάξει την υποκρισία και τη βαναυσότητά της. Γραμμένο στα 1958, όταν ο Ό ε ήταν μόλις 23 χρόνων, το μυθιστόρημα αυτό σημαδεύει την επιρροή που δέχτηκε ο συγγραφέας του α π ό την υπαρξιστική φιλοσοφία του Ζαν Πωλ Σαρτρ και την απαρχή της περιπλάνησής του στον περίπλοκο, και βαθιά ανθρώπινο, κόσμο του μυθιστορήματος των ιδεών.
ISBN 960-03-1540-Χ
ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ / ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΑΠ' ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΜΠΑΝΑΝΑ ΓΙΟΣΙΜΟΤΟ
Αμρίτα Μυθιστόρημα Αλλόκοτα πράγματα συμβαίνουν στην οικογένεια της Σακοΰμι. Η αδερφή της πεθαίνει κάτω α π ό μυστηριώδεις συνθήκες, η ίδια χτυπάει το κεφάλι της και παθαίνει αμνησία, ο μικρός της αδερφός αναπτύσσει ξαφνικά περίεργες ικανότητες, όπως το να προβλέπει το μέλλον. Η Σακούμι με τον αδερφό της και τον εραστή της ξεκινάνε για ένα ταξίδι στο Σαϊπάν. Εκεί θα γνωρίσουν δυο πολύ παράξενους ανθρώπους, οι οποίοι θα τους διδάξουν έναν άλλο τρόπο ν' αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες και ν' απολαμβάνουν τις χαρές που έχει να τους προσφέρει η ζωή. Η Γιοσιμότο αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον οδηγεί σ' ένα ταξίδι με πολλά απρόοπτα, καθώς η πρωταγωνίστρια προσπαθεί ν α βρει τη μνήμη της και ν α δώσει ένα νόημα στη ζωή της.
ISBN 960-03-2265-1
«ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ» ΕΡΜΑΝΕΣΣΕ
Κλάιν και Βάγκνερ • Ερωτικές ιστορίες ΧΟΣΕ ΔΟΝΟΣΟ
Το άσεμνο πουλί της νύχτας ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΪ
Ο ξένος ΚΟΛΕΤ
Η γέννηση της μέρας * Το σπίτι της Κλωντίν * Το τέλος του αγαπημένου ΕΛΣΑΜΟΡΑΝΤΕ
Η ιστορία ΜΠΛΑΙΖΣΑΝΤΡΑΡ
Ο χρυσός ΑΝΤΡΕ ΜΑΑΡΩ
Οι κατακτητές ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ
Λίγο πριν πεις «Εμπρός» * Μαρκοβάλντο