Νικολάι Γκόγκολ. Ο πατέρας του ρω σικού ρεαλισμού, όπως χαρακmρίζεται, γεννήθπκε το 1809 στο Σορότσιντσι της Πολτάβας_...
55 downloads
225 Views
11MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Νικολάι Γκόγκολ. Ο πατέρας του ρω σικού ρεαλισμού, όπως χαρακmρίζεται, γεννήθπκε το 1809 στο Σορότσιντσι της Πολτάβας_ Οι γονείς του, φτωχοί ευγενείς, παρά το ότι δεν είχαν ιδιαίτερη μόρφωση ήταν αυτοί που τον μύησαν στον κόσμο της λογοτεχνίας_ Δημοσίευσε τα πρώτα του έργα (<<Εγκαίνια νέας κατοικίας», «Οι αδερφοί Τβιορντισλάβιτς», «Κάτι τι για το Νεζίν») σε ηλικία 16 ετών_ Το 1828 πηγαίνει σmν Πετρούπολη γεμάτος όνει ρα. Το λογοτεχνικό του έργο δεν βρήκε την ανταπόκριση που περίμενε ο νεαρός Ρώσος συγγραφέας, ενώ η απόπειρα του να γίνει ηθοποιός δεν στέφθηκε από επιτυχία. Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι στη Γερμανία επιστρέφει στην Πετρούπο λη και δημοσιεύει μία σειρά διηγημάτων.
Η αναγνώριση για τον Γκόγκολ ήρθε στα 1830. «Ο επιθεωρητής» ένα από τα μεγα λύτερα έργα του συγγραφέα μεταφέρεται στο θέατρο, προκαλώντας όμως την αντί δραση των Συντηρητικών της Πετρούπο λης. Σm συνέχεια πηγαίνει στη Ρώμη και εκεί γράφει το σημαντικότερο του έργο «Νεκρές ψυχές». Το λογοτεχνικό του έργο διακρίνεται από λυρισμό, χιούμορ, θλίψη και απογοήτευση. Κυριότερα έργα του είναι: «Το ημερολόγιο ενός τρελού», το πε ρίφημο του διήγnμα «Το παλτό», «Ταράς Μηούλμπα», «Λεωφόρος Νιέφσκι», «Το πορτραίτο». Ο Νικολάι Γκόγκολ πέθανε σε ηλικία 4 3 ετών καταπονημένος από τις νευρικές κρίσεις και τον πυρετό που τον ταλαιπωρούσαν τα τελευταία χρόνια της ζωι'1ς του. Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, τι έκαΨε τα τελευταία του χειρόγραφα ει Ιl1ρεασμένος από τον ιερέα Κονσταντι νόφοκι ο οποίος ασκούσε έντονη επιρροή ι
ιάνω στον Ρώσο συγγραφέα.
made by Absens
ΡΩΣΟ/ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ
Η παρούσα έκδοση αποτελεί αναπαραγωγή σε μονοτονικό της έκδοσης: Νικολάι Γκόγκολ. Ταράς Μπούλμπα,
made by Absens
Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1973. Έχει τηρηθεί απολύτως η ορθογραφία και η στίξη του πρωτοτύπου.
made by Absens
Ταράς Μπούλμπα
ΤΟΒΗΜΑ βιβλιοθήκη του κόσμου
ΡΩΣΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ 1 -
-
Ειδική έκδοση για την εφημερίδα
ΤΟ ΒΗΜΑ
Διόρθωση: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΖΗΛΦΙΔΟΥ
Σχεδιασμός σειράς και εξωφύλλου: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΛΟΠΟΥΛΟΣ / ΤΟ ΒΗΜΑ
Σελιδοποίηση: APXETmO
-
ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
Εκτύπωση και βιβλιοδεσία:
Ό
CPI
-
EBNER & SPIEGEL, υΙΜ
CPI
ISBN: 978-960-469-570-6
© 2009
© Εκδόσεις Γκοβόστη, 1973 για αυτή την έκδOσΎj, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Κ
made by Absens
Το βιβλίο αuτό είναι ειδική προσφορά από ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΤΙ'ΙΑΚΗΣ Απαγορεύεται η καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπο διάθεση ή και πώληση το" βιβλί Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας. απαγoρεuτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται, πάντως, ότι κατά τον Ν. 2387(10 (όπως έχει τροποποιηθεί με τον Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με τον N.I00/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κά ποιο σύστημα διάσωσης. και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή. τμηματικά ή περιληπτικά στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή. χωρίς γραπτή άδεια το" εκδότη.
ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ
Ταράς Μπούλμπα ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Άρης Αλεξάνδρου
made by Absens
ΤΟΒΗΜΑ
β,βλ,οθήκπ του κόσμου
made by Absens
Ι
made by Absens
ΓΙΑ ΓΥΡΝΑ
να σε καμαρώσω, γιε μου ! Τι χάλια είν' αυτά! Τι παπαδίστικα ρούχα είν' αυτά ; Έτσι γυρίζετε όλοι σας στην Ακαδημία ; Μ ' αυτά τα λόγια υποδέχτηκε ο γερο-Μπούλμπα τους δυο του γιους, που σπουδάζανε στο σεμινάριο του Κιέβου και γυρίσανε τώρα πίσω, να μείνουνε στο σπίτι του πατέρα τους. Οι γιοι του, μόλις είχανε κατέβει απ' τ' άλογα. Ήταν δυο γε ροδεμένα παλληκάρια, που κρατάγανε ακόμα χαμηλωμένα τα μάτια τους, γιατί μόλις πριν από λίγο είχαν αποφοιτήσει απ ' τη θρησκευτική σχολή . Στα δυνατά, ροδομάγουλα πρόσωπά τους εί χε φανεί το πρώτο χνούδι που δεν το 'χε αγγίξει ακόμα το ξου ράφι. Η υποδοχή του πατέρα τους, τους έκανε και τα 'χασαν ολό τελα. Στέκονταν ακίνητοι με τα μάτια χαμηλωμένα. - Σταθείτε, σταθείτε! Αφήστε με να σας καλοκοιτάξω, συνέ χισε γυρίζοντάς τους. Μα τι ρούχα είναι αυτά που φοράτε! Για κοίτα κάτι σκουφιά! Τέτοια σκουφιά δεν έχει ματαδεί ο κόσμος, μα το ναι! Για ας κάνει πως τρέχει κανένας απ' τους δυο σας! Θέ λω να κάνω κάτι μπας και κουτρουβαλήσει κατάχαμα, μπερδε μένος μέσα σε τούτα τα πανιά. - Παράτα τα γέλια, πατέρα! δεν κρατήθηκε ο μεγαλύτερος. - Για κοίτα κει τι Ψηλομυτης μου 'Υινε! Και γιατί δηλαδή να μη γελάω ; - Γιατί, ας είσαι και πατέρας μου, αν δεν πάψεις να γελάς, μα το Θεό, θα σε σπάσω στο ξύλο! - Βρε πού να σε πάρει για γιο . . . Τον πατέρα σου ; είπε ο Τα ράς απορώντας και πισωπάτησε κάμποσα βήματα. - Ας είσαι και πατέρας μου . Όποιος με πειράξει στο φιλότι μο, θα μου το πληρώσει. 7
made by Absens
Ν Ι Κ Ο ΛΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
- ΚαL πώς θέλεLς ν α χτυπηθούμε ; Μ ε ΤLς γροθLές ; - Μ ' ό,ΤL να 'ναL. - Ε, άντε να χτυπηθοι)με με ΤLς γροθLές! είπε ο Μπούλμπα XL ανασκουμπώθ'Yjκε. nα να (50ι)με, ΤL αξίζεLς στLς γροθLές ; KL ο πατέρας με το YLO, αντί ν' αγκαλLαστούνε μετά απ' το μα κροχρόνLO χωΡLσμό. αρχίσανε τη γροθοπατηνάδα καL χτυΠLό ντουσαν στα πλευρά. στη μέO'Yj κ ω στο στήθος. μLα ΠLσωπατώ ντας καL ΚΟLτάζοντας γύρω τους, μLα ορμώντας καL πάλL ο ένας πάνω στον άλλον. - Αχ, καλοί μου άνθρωΠΟL, ξαναμωράθ'Yjκε ο γέρος! Του ' στΡL ψε ολότελα! είπε 'Yj χλωμ� καL καλόκαρδ'Yj μάνα τους που στεκό τανε στο κατώφλL καL δεν είχε προφτάσεL ακόμα ν ' αγκαλLάσεL τ' αγαπημένα παLδLά της. Τα παLδLά γύΡLσαν σπίΤL, έχουμε πάνω από χρόνο να τα δούμε XL αυτουνού του κάπνLσε να χτυπηθεί με ΤLς γροθLές! - Μα γLα κοίτα ΤL καλά τα καταφέρνεL! είπε ο Μπούλμπα σταματώντας. Μωρέ μπράβο, περίφ'Yjμα! συνέΧLσε δ LOρθώνο ντας λLγάΚL τα ρούχα του . Μα το νω, κάλλLΟ να μ'Yj δοκίμαζα. Θα γίνεL ένας Κοζάκος με τ α όλα του ! Ε , γεLα σου λΟLπόν, YLE μου ! Έλα να φLλ'Yjθούμε! XL O πατέρας με το γLO αρχίσαν να φL λLOύνταL. Μπράβο, YLE μου ! ΈτσL να τους κοπανάς ολουνούς, όπως με καταχέΡLσες κω μένα. Σε κανένα μ'Yj χαρίζεLς κάστα να! KL όμως τα ρούχα σου είναL γLα τα παV'YjγύΡLα! TL σΚOLνί είν' αυτό που κρέμεταL δω χάμω ; Κ ω σ υ , β ρ ε χαλβά, τL στέκεσω σαν κούτσουρο ; είπε γυρίζοντας στον μLΚΡότερο. nατί, βρε ακα μάτη, δε με χτυπάς ; - Άλλο πάλL ΚαL τούτο, είπε 'Yj μάνα αγκαλLάζοντας τον μL κρότερο . Καλέ, τ' είναL τούτο που σκαρφίστηκες πάλL ; Γίνε ταL ποτέ το ίδ ω το παLδ ί να χτυπ�σεL τον πατέρα ; KL ύστερα ε ίναL ώρα τώρα γLα τέΤOLα καμώματα ; Το ΠαLδί είναL μLκρό, έκανε τόσο δρόμο να 'peEL, έχεL κουραστεί. . . (Το ΠαLδί είχε πε ράσεL τα είκοσL XL είχε μπό L πάνω από μLαν οργLά. ) Τώρα θα πρέπεL να ξαποστάσεL ΚαL να φάεL κάΤL, XL αυτός το βάζεL να χτυΠ'Yjθεί. - Α, μα εσύ είσαL κανακάρ'Yjς της μαμάκας σου, όπως βλέπω! είπε ο Μπούλμπα. M'YjV την ακούς τη μάνα σου, YLE μου. AUΤΗ εί8
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΥΛΜΠΑ
made by Absens
ναι γυναίκα, σεν ξέρει τίποτα. Τ ι τα θες τα κανακέματα ; Η χαρά μας είναι ο κάμπος και το καλό άτι. Το βλέπετε τούτο το σπαθί; να 'Yj μάνα σας! Όλα κείνα που σας βάζουν και μαθαίνετε είναι Υια πέταμα. Και την Ακασ'YjμLα και όλα κείνα τα βιβλία, τα αλφαβ'Yj τάρια και τη φι.λoσoφLα, όλ' αυτά εΥώ τα Υράφω στα παλιά μου τα παπούτσια! είπε ο Μπούλμπα και πρόστεσε μια λέξ'Yj που σε Υρά φεται πουθενά. Κάλλr.o, λέω, να σας στείλω την Mλ'Yj κr.όλας στο Ζα πορόζιε1. Εκεί μάλr.στα! Εκεί είναι 'Yj M'YjeLYή επιστημ'Yj! Εκεί είναι το σχολειό που σας πρέπει. Εκεί μονάχα θα πήξει το μυαλό σας. - Και θα μείνουνε στο σπίτι μια βσομάσα όλ'Yj κι όλ'Yj ; είπε με παράπονο και σάκρυσε 'Yj ξερακιανή Υριά μάνα τους. Δε θα προ φτάσουν τα καϋμένα να ξεσκάσουνε λΙΥάκι, σε θα προλάβουν να Υνωρίσουν το σπίτι των Υονιών τους και Υω σε θα προλάβω να τα χορτάσω βλέποντάς τα! - Ε, φτάνουν, φτάνουν πια οι κλάψες σου, Υριά! Ο Κοζάκος σε Υεννήθ'Yjκε Υια να χάνει τον καιρό του με Υυναίκες. Εσύ σεν το 'χέις τίποτα να τους κρύψεις μες στη φούστα σου και να στΡΟΥ-' yυλoκαθήσεr.ς πάνω τους, σαν την κότα στ' αυγά της. Τράβα, τρά βα και στρώσε ΥρήΥορα τραπέζι μ' ό,ΤΙ έχουμε. Και να σε σω, όχι Υλυφιτζούρια ή τίποτα μελόπιτες ή παστέλια. Κουβάλα μας ολά κερο το κριάρι, φέρε τη Υωα και μέλι σαραντάχρονο ! Και βότκα μπόλικ'Yj, βότκα χωρίς μπιχλιμπίσια, χωρίς σταφωες κι άλλα τέ τοια που μ'Yjχανεύεται το Υυναικομάνι, μα βότκα άκρατη που ν' αφρίζει, να παίζει και να βράζει σα λυσσασμέV'Yj. Ο Μπούλμπα οσήy1jσε τους Υr.oυς του στο φωτεινό σωμάτr.o του σπιτιού, απ' όπου βγήκαν τρέχοντας συο όμορφες κοπέλες παρασουλεύτρες. Φορούσαν κόκκινες χάντρες στο λαιμό τους. Ασφαλώς είχαν τρομάξει απ' τον ερχομό των παLOιών που σεν άφ1jναν κοπέλα Υια κοπέλα, ή απλώς θέλανε να κρατήσουν τη γυ ναικεία συνήθεια: να βάλουν μια φωνή καθώς έβλεπαν έναν άντρα και να το σκάσουν ύστερα σα λαφίνες σκεπάζοντας το πρόσωπό τους απ' την πολλή τους ντροπή . . . Το φωτεινό σωμάτιο ήταν συ Υυρισμένο με το Υούστο της τοτινής εποχής που σήμερα την ξέ 1. Περιοχή κοντά στους καταρράχτες του Δνείπερου, όπου βρι.σκόταν το λημέρι των ελευθέρων Κοζάκων, που λεγόταν Σετς. (Σ.τ.Μ.) 9
Ν Ι Κ Ο Λ Α1 Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
ρουμε μονάχα απ' τα τραγούδια και τις λιiίκές μπαλάντες. Τα τρα γούδια αυτά δεν τραγουδιούνται πια στην Ουκρανία απ' τους γε ροτυφλούς με τα μεγάλα γένια, που τα συνοδεύανε χτυπώντας τις χορδές του μπαντουράl, μπροστά στους συναγμένους γύρω τους ακροατές. Ήταν συγυρισμένο με το γούστο της πολεμικής εκείνης, της δύσκολης εποχής, όταν άρχιζαν οι συγκρούσεις και οι μάχες στην Ουκρανία εναντίον της ένωσηξ Όλο το δωμάτιο ήταν πε ντακάθαρο, πασαλειμμένο με χρωματιστό ασβέστη. Στους τοίχους κρέμονταν σπαθιά, μαστίγια, δίχτυα για πουλιά και Ψάρια, ντου φέκια, ένα μαστορικά δουλεμένο κέρας για το μπαρούτι, χρυσο στόλιστα χάμουρα κι αλογίσιες πεδούκλες με ασημένιες πούλιες. Τα παράθυρα στο φωτεινό δωμάτιο ήταν μικρά, με στρoyyuλά θα μπά τζάμια, σαν αυτά που βλέπεις σήμερα μόνο στις παλιές εκ κλησίες μέσ' απ' αυτά τα παράθυρα δεν μπορούσες να δεις έξω, εκτός αν ανασήκωνες το τζάμι στο μεντεσέ του. Στα ράφια, στις γωνιές, βρίσκονταν σταμνιά, μπουκάλια και φλασκιά, από πράσι νο και γαλάζιο γυαλί, διάφορα ασημένια κύπελλα κι επιχρυσωμέ να ποτήρια του κρασιού κάθε λοΥής: βενετσιάνικα, τούρκικα, τσερ κέζικα, που βρέθηκαν στο δωμάτιο του Μπούλμπα περνώντας από διάφορους δρόμους, από τρίτο και τέταρτο χέρι, πράμα που ήταν πολύ συνηθισμένο σε κείνη τη μακρινή εποχή . Οι πάγκοι από ξύλα σημύδας γύρω γύρω στους τοίχους του δωματίου· ένα τεράστιο τραπέζι κάτω απ' τα εικονίσματα στη γωνιά· μια φαρδιά σόμπα με εσοχές και προεξοχές, ντυμένη με χρωματιστά πλακάκια, με διακοσμητικά σμαλτωμένα σχέδια - όλ' αυτά ήταν πολύ γνωστά για τα δυο παλληκάρια μας που έρχονταν με τα πόδια κάθε χρόνο στο πατρικό τους για τις διακοπές. Έρχονταν με τα πόδια γιατί δεν είχανε ακόμα δικά τους άλογα κι επειδή ήταν συνήθειο να μην επιτρέπεται στους μαθητές να πηγαίνουν καβάλα. Είχανε μονάχα μια μακριά τούφα μαλλιά στο ξυρισμένο τους κεφάλι κι από την τούφα αυτή μπορούσε να τους αρπάξει ο κάθε Κοζάκος που είχε δικαίωμα να οπλοφορεΙ Ο Μπούλμπα, μόνο σαν ήταν να βγουν απ' το σεμινάριο, τους έστειλε ένα ζευγάρι νεαρούς κέλητες. 1. Ουκρανικό πολύχορδο όργανο. (Σ.τ. Μ.)
made by Absens
2. Την ένωση με την καθολική εκκλησία της Ρώμης που επεδίωκαν να πε
τύχουν οι Πολωνοί . (Σ.τ.Μ.) 10
ΤΑΡΑΣ Μ ΠΟΎΛΜΠΑ
Ο Μπούλμπα τώρα που �ρθαν οι γιοι του, διάταξε ν α μαζευ τούν όλοι οι εκατόνταρχοι κι όλοι οι αξιωματικοί του συντάγμα τος, όσοι βρίσκονταν επί τόπου· κι όταν �ρθαν δυο απ' αυτούς κι ο εσαούλl Nτμ�τρo Τοβκάτς, ο παλιός του φίλος, ο Μπούλμπα του παρουσίασε τους γιους του λέγοντας: «Παλληκάρια με τα όλα τους, ε ; Σε λίγες μέρες θα τους στείλω στο Σετς». Οι μουσα φίρηδες είπαν τα συγχαρίκια τους και στον Μπούλμπα και στους δυο νεαρούς και πρόστεσαν πως κάνουνε θεάρεστο έργο και πως δεν υπάρχει καλύτερη επιστημη για έναν νέο απ' το Ζαπορόζιε . - Ε , λοιπόν, πάνι2 αδέρφια μου, καθ�στε στα τραπέζι όπου βολεύεται καλύτερα ο καθένας σας. Άιντε, παώιά μου, πρώτ' απ' όλα ας πιούμε βότκα! είπε ο Μπούλμπα. Με την ευχή του Θεού ! Να 'στε καλά, παώιά μου, και συ, Οστάπ, και συ, Αντρέ ι! Ο Θεός να δώσει να 'στε πάντα νικητές στον πόλεμο! Ο Θεός να δώσει να χτυ�σετε τους μουσουλμάνους, και τους Τούρκους και τους βρωμοτάταρους. Κι άμα τύχει και αρχίσουνε να κάνουν τίποτα οι Πολωνέζοι ενάντια στην πίστη μας, τότες ο Θεός να δώσει να χτυ�σετε και τους Πολωνέζους! Άιντε, άπλωσε το ποτήρι σου να σου βάλω· πώς το βλέπεις ; είναι καλ� η βότκα ; Και πώς τη λένε λατινικά τη βότκα ; Γι' αυτό σου λέω, γιε μου, πως οι Λατίνοι δεν �αν σόι: δεν ξέρανε καλά καλά αν υπάρχει στον κόσμο η βότκα. Πώς τόνε λέγανε αλ�θεια εκείνον που έγραφε τους λατινικούς στί χους ; Εγώ καθώς δεν είμαι και πολύ γραμματιζούμενος και γι' αυτό δεν ξέρω. M�πως λεγόταν Οράτιος ; «Για κοίτα, λοιπόν, ο πατέρας! » σκέφτηκε μέσα του ο μεγα λύτερος γιος, ο Οστάπ. « Όλα τα ξέρει ο γέρος, ο σκύλος, και μας κάνει τον α�ξερo». - Λέω με το νου μου πως ο αρχιμανδρίτης δε σας έδινε βότ κα ούτε για μυρωδιά, συνέχισε ο Ταράς. Για μολογάτε το, γιοι μου, σας τις βρέχανε γερά με τις βέργες της σημύδας και της κε ρασιάς στην πλάτη και σ' όλα τ' άλλα που 'χει ένας Κοζάκος ; Για μ�πως, επειδ� τη φάγατε πια τη σοφία με το κουτάλι, σας περιποιόνταν με το καμουτσί ; Σαν κάτι να μου λέει πως δεν τις 1. Ο ανώτερος μετά τον αταμάνο. (Σ.τ.Μ.) κόριος, άρχοντας στα πολωνικά. (Σ.τ.Μ.) 3 . Εδώ, ο διευθυντής της θεολΟΥιχ1ις Ακαδημίας. (Σ.τ.Μ.)
made by Absens
2. Παν/πάνι
=
11
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
τρώγατε μονάχα τα Σάββατα, μ α σας δ ίναν τη ς χρονLάς σας κω την Τετάρτη κω την Πέμπτη, ψέματα ; - Δεν υπάρχεL λόγος, πατέρα, να ξαναθυμόμαστε τα παλLά, απάντησε Ψύχραψα ο Οστάπ. Περασμένα, ξεχασμένα! - Ας δοκψάσεL τώρα, να τον δω! είπε Ο ΑντρέL. Ας μ' αγΥίξεL τώρα κανένας τους αν τολμάεL. Ας μου τύχεL μονάχα κανένας βρωμοτάταρος καL θα μάθεL ΤL αξίζεL το κοζάΚLΚΟ σπαθί! - Μπράβο, γLε μου ! Μα το Θεό, καλά τα είπες! Μ ' αν είν' έτσL, μα το ναL, θα 'ρθω ΚL εγώ μαζί σας! TL δLάολο να περψένω εδώ χάμω ; Μ πας κω μου ταφLάζεL εμένα να κάθουμαL να σπέρνω τα χωράφLα, να φροντίζω το σπίΤL σαν καλός νΟLκοκυράκος, να προ σέχω τα πρόβατα καL τα γουρούνLα καL να σαλLαρίζω με τη γυ ναίκα μου ; Μωρέ, δεν πάεL στα κομμάΤLα καL δαύτη ! Είμω Κο ζάκος εγώ, δε μ' αρέσουν κάΤL τέΤΟLα! ΚαL ΤL σημαίνεL που δε γίνεταL πόλεμος ; Ν αL, θα πάω μαζί σας στο ΖαπορόζLε, να πάρω τον αέρα μου. Μα το Θεό, θα 'ρθω σας λέω! KL ο γερο-Μπούλμπα άρΧLσε λίγο λίγο να φουντώνεL, ώσπου θύμωσε γLα τα καλά, σηκώθηκε απ' το τραπέζL καL, καμαρωτά, χτύπησε το πόδL του στο πάτωμα. - ΑύΡLΟ ΚLόλας ξεΚLνάμε! ΓLατί να χασομεράς δηλαδή ; ΚαL ΤL δLάολο θα κάνουμε δω περψένοντας ; TL το θέλουμε τούτο το πα λLόσΠLΤΟ ; TL μας χρεLάζονταL όλα αυτά ; TL τα θέλουμε τούτα τα τσουκάλLα ; - κω μLλώντας έτσL, άΡΧLσε να χτυπάεL καL να πετάεL εδώ καL κεL τα τσουκάλLα καL ΤLς φλάσκες. Η καϋμένη η γΡLούλα, που είχε συνηθίσεL ΠLα κάΤL τέΤΟLα καμώματα του άντρα της, κοί ταζε θλψμένα, καθLσμένη στον πάγκο. Δεν τολμούσε να πεL τί ποτα' όμως ακούγοντας την τόσο τρομερή YL' αυτήν απόφαση, δεν μπόρεσε να συγκρατήσεL τα δάκρυά της έΡLξε μLα μαΤLά στους γLOυς της που θα τους ξανάχανε καL πάλL τόσο σύντομα καL κανένας δε θα μπορούσε να περLγράΨεL όλη τη βουβή δύνα μη της πίκρας της που τρεμούλLαζε, θα 'λεγε κανείς, στα μάΤLα της καL στα σφLγμένα της χείλη. Ο Μπούλμπα ήταν φοβερά πεLσματάρης. Ήταν ένας από κεί νους τους χαρακτήρες που θα μπορούσαν να σφυρηλατηθούν στο δύσκολο 150 αLώνα, στη μLσονομαδLκή εκείνη γωνLά της Ευρώ πης, όταν όλη η νόΤLα αρχέγονη Ρωσία, παρατημένη απ' τους πρί12
ΤΑΡΑΣ Μ ΠΟΎΛΜΠΑ
made by Absens
γκηπές της, είχε ερημωθεί κι είχε κατακαεί, μέχρι το τελευταίο χόρτο, απ' τ' ασυγκράτητα μογγολικά στίφη όταν, στερημένος απ ' το σπίτι του κι από κάθε λογής στέγη, ο άνθρωπος αναγκα στικά έγινε ριΨοκίνδυνος όταν, πάνω στ' αποκα'ωια, μπροστά σε φοβερούς γείτονες και μέσα σ' αιώνιο κίνδυνο έστηνε το βιος του ο άνθρωπος ατενίζοντάς τους πάντα κατάματα και ξεχνώντας πως υπάρχει φόβος στον κόσμο ' όταν την πανάρχαια εφηνική σλάβικη Ψυχή την ατσάλωσε η φλόγα του πολέμου και ξεπήδησε το κοζάκικο αυτό το πλατύ, το ξέφρενο δημωύργημα της ρωσι κής ψυχής κι όταν όλα τα περάσματα, οι όχθες, οι πλαγιές κι όλα τα κατάλληλα για κατοικία μέρη γωμίσανε Κοζάκους, που κανέ νας δεν ήξερε πόσοι ήταν , κι οι θαρραλέοι σύντροφοί τους είχαν δίκω όταν απαντούσαν στον Σουλτάνο που θέλησε να μάθει τον αριθμό τους: «Ποιος τους ξέρει! εκεί στα μέρη μας είναι από δαύ τους σκορπισμένοι σ' ολάκερη τη στέππα! Όπου λοφάκος και Κο ζάκος! » Αυτό ήταν πραγματικά μια πρωτόφαντη εκδήλωση της ρώσικης Ψυχής που την ξεπέταξε απ' τους κόλπους του λαού το τσακμάκι των συφορών. Στη θέση των παλαιών φέουδων και των μικρών πολιτειών, που ήταν γεμάτες υπηρέτες και κυνηγούς που φρόντιζαν τα σκυλιά του αφέντη, στη θέση των μικροηγεμόνων που αλληλοπολεμούνταν συνεχώς και εμπορεύονταν τις πολιτείες τους, δημιουργήθηκαν τα κοζακοχώρια, αυτές οι αετοφωλιές που τους συνέδεε ο κοινός κίνδυνος και το κοινό μίσος εναντίον των αρπαχτικών απίστων. Ε ίναι κιόλας γνωστό απ' την ιστορία πως ο ασταμάτητος αγώ νας τους κι η ανήσυχη ζωή τους έσωσαν την Ευρώπη απ' τις ατί θασες εκείνες ορδές που την απειλούσαν να την αφανίσουν. Όταν οι πολωνοί βασιλιάδες πήραν τη θέση των φεουδαρχικών πρι γκηπάτων κι έγιναν μακρινοί έστω κι ανήμποροι αυθέντες αυτών των περιοχών, κατάλαβαν τη σημασία των Κοζάκων και τα οφέ λη της μαχητικής τους ζωής. Γι' αυτό και τους παρακινούσαν σ' αυτό και κολάκευαν αυτη τη διάθεσή τους. Κάτω από την από μακρη εξουσία τους, οι γκέτμανl, εκλεγμένοι μέσ' απ' τους Lδιoυς τους Κοζάκους, συγκροτήσανε τους οικισμούς και τα κοζάκικα 1. Οι Aρχrryo( των στρατευμάτων των Κοζάκων της Ουκρανίας. (Σ. τ. Μ.) 13
Ν Ι ΚΟΛΑΊ ΓΚΟΓΚΟΛ
made by Absens
χωριά, σ ε συντάγματα και στρατιωτικές περιοχές. Δεν �ταν ένας συντεταγμέν ο ς, ταχτικός στρατός. όμως σε περίπτωση πολέμου και γενικ�ς κινητοποίησης μέσα σε οχτώ μέρες, όχι περισσότερο, ο κάθε Κοζάκος παρουσιαζότανε καβάλα στ' άλογό του, μ' όλον του τον οπλισμό παφνοντας μιστό ένα μονάχα χρυσό νόμισμα απ' το βασιλιά και μέσα σε δύο βδομάδες μαζευόταν ε ένα ασκέρι που δε θα μπορούσε να συγκεντρώσει καμιά επιστράτευση κληρω τών. Όταν τέλειωνε το σεφέρι, ο πολεμιστης γύριζε στα λιβάδια και τα χωράφια, στα περάσματα του Δνείπερου. Ψάρευε, εμπο ρευότανε, έβραζε μπύρα κι �ταν ελεύθερος Κοζάκος. Οι σύγ χρονοι ξένοι απορούσανε τότες, με το δίκω τους, βλέποντας τις ασυ�θιστες ικανότητές τους. Δεν υπ�ρχε επάγγελμα που να μη το ξέρει ο Κοζάκος: να φτιάξει βότκα, να αρματώσει το κάρο το\), να τρίΨει μπαρούτι, να κάνει το σιδερά και τον κλειδαρά, και πάνω απ ' όλα να γλεντάει τρικούβερτα -να πίνει και να με θάει, όπως μπορεί μονάχα ένας Ρώσος-, όλ' αυτά τα κατάφερ νε μια χαρά. Εκτός απ ' τους καταγραμμένους Κοζάκους! που το θεωρούσαν υπoχρέω� τους να παρουσιάζονται όταν γινόταν πόλεμος, �ταν δυνατό, σε oπoιαδ�πoτε εποχή, σε περίπτωση με γάλης ανάγκης, να συγκεντρώσει κανείς πλ�θη ολάκερα από εθε λοντές καβαλάρηδες: έφτανε μόνο οι εσαούλ να περάσουν από τις αγορές και τις πλατείες όλων των χωριών και των συνoικr.σμών, ν ' ανεβούν σ' ένα κάρο και να φωνάξουν σαν ντελάληδες: « Ε , σεις, οι μπυράρηδες κι οι κρασάδες! Φτάνει πια το βράσιμο της μπύρας, αρκετά κοπροσκυλιάσατε πίσω απ' τις σόμπες. αρκετά έως τώρα τις τα'ισατε τις μύγες με τα ξύγκικα κορμιά σας! Α ντή στε να κερδίσετε τη δόξα και την τιμ� της ιπποσύνης. Εσείς οι ζευγολάτες, οι σποριάδες, οι βοσκοί, οι γυναικάκηδες. Αρκετά πορπατησατε πίσω από το γυνί και λερώσατε στη λάσπη τα κί τρινα πoδ�ματα, αρκετά νταραβεριστηκατε με τις γυναικούλες και χαραμίσατε την ιππoτικ� σας δύναμη . Καιρός να κατα�σε τε την κοζάκικη δόξα! » Και τα λόγια αυτά �ταν σαν σπίθες που πέφτουν σε ξερά ξύ λα. Ο ζευγολάτης έσπαγε το ΓUνί του, οι κρασάδες και οι μπυ 1. Στους καταλόγους του τακτικού πολωνικού στρατού. (Σ.τ.Μ.) 14
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΎΛΜΠΑ
ράρηδες πετάγανε τους κάδους τους και σπάγανε τ α βαρέλια τους, ο επαγγελματίας και ο έμπορας στέλνανε στο δ ιάολο κι επάγγελμα και μαγαζί κι έσπαζαν τα τσουκάλια στο σπίτι. Κι όλοι μέχρι τον τελευταίο καβαλάγανε τ' άλογα. Με δυο λόγια, ο ρωσικός χαραχτήρας έδειχνε δω τη δυνατή, την ορμητική, την παλ ληκαρίσια πλευρά του. Ο Ταράς ήταν ένας από τους ντόπιους, τους παλLOύς συνταγματάρχες: ήταν ολάκερος φτιαγμένος για τη ζωή της αμάχης και του συναγερμού, και το κυριότερο χαρακτη ριστικό του ήταν η απότομη ντομπροσύνη της Ψυχής του . Τότε, η επωραση της Πολωνίας είχε αρχίσει κιόλας να εκδηλώνεται στη ζωή των ρώσων ευγενών . Πολλοί είχαν πάρει κιόλας τις πολωνι κές συνήθειες, άρχισαν να ζουν με πολυτέλεια, να 'χουν πλου σLOντυμένους υπηρέτες, γεράκια, κυνηγόσκυλα, να δίνουν γεύ ματα, να 'χουν την Αυλή τους. Ο Ταράς δεν τα χώνευε όλ' αυτά. Αγαπούσε την απλή ζωή των Κοζάκων και ήρθε στα λόγια και τα χάλασε με τους συντρόφους του, εκείνους που κλίνανε προς τη μεριά της Βαρσοβίας, ονομάζοντάς τους τσογλάνια των πολωνέ ζων πάνι. Πάντα ακούραστος κι ανήσυχος, θεωρούσε τον εαυτό του νόμψο υπερασπιστή της ορθοδοξίας. Με το έτσι θέλω και με δ ική του πρωτοβουλία έμπαινε στα χωριά όπου τύχαινε ν' ακου στούν παράπονα για την καταπίεση των ενοικιαστών και για την επιβολή νέων φόρων που έπρεπε να πληρώνει το κάθε σπίτι. Αυ τός ο ίδιος με τους Κοζάκους του κανόνιζε την υπόθεση με τους ενοικιαστές και το 'χε βάλει κανόνα στον εαυτό του πως υπήρ χαν τρεις περιπτώσεις όπου πρέπει να τραβάει πάντα το σπαθί του, δηλαδή : όταν οι πολωνοί φοροεισπράχτορες τύχαινε να μη δείξουν σεβασμό στους δημογέροντες και στέκονταν μπροστά τους χωρίς να βγάλουν τα καπέλα τους όταν τύχαινε να χλευά σουν την ορθοδοξία και δε σεβάστηκαν τον νόμο των προπάππων και τέλος, όταν οι εχθροί ήταν μουσουλμάνοι και Τούρκοι' ενά ντια σ' αυτούς ο Μπούλμπα πίστευε πως επιτρέπεται να σηκώ σει το όπλο σε οποιαδήποτε περίπτωση προς δόξαν της χριστια νοσύνης. Τώρα ευχαριστιόταν προκαταβολικά με τη σκέΨη πως θα εμφανιστεί στο Σετς και θα πει: « Για κοιτάτε, ωρέ, τι λεβέ ντες σας έφερα! » Σκεφτόταν πώς θα γίνει και θα τους παρου σιάσει σ' όλους τους παλLOύς, τους μπαρουτοκαπνισμένους συ15
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ ΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
ντρόφους του' πώς θ α κάθεται και θ α καμαρώνει τα πρώτα τους κατορθώματα στην πολεμική επιστήμη και στην κρασοκατάνυξη, που κι αυτή τη θεωρούσε επίσης σαν μια από τις κυριότερες αρε τές ενός ιππότη . Στην αρχή, είχε σκεφθεί να τους στείλει μόνους. Όταν όμως είδε τη φρεσκάδα τους, το μπόι τους, τη ρωμαλέα σω ματική ομορφιά τους, φούντωσε το πολεμικό του μένος κι απο φάσισε να φύγει, την άλλη μέρα κιόλας, μαζί τους, αν και δεν υπήρχε κανένας λόγος να πάει, εξόν από τη θέληση και το πεί σμα του . Ε ίχε μπει κιόλας σε κίνηση κι έδινε διαταγές, διάλεγε άλογα και χάμουρα για τους νεαρούς του γιους, πήγε να ρίξει μια ματιά και στους σταύλους και τ' αμπάρια, και διάλεγε τους υπη ρέτες που θα έπρεπε να φύγουν αύριο μαζί τους. Την εξουσία του τη μεταβίβασε στον εσαούλ Τοβκάτς, και του έδωσε αυστη ρή διαταγή να παρουσιαστεί αuτoστιγμής, μ' όλο το σύνταγμα, μόλις του στείλει μήνυμα από το Σετς. Παρόλο που τα 'χε κοπα νίσει και το κεφάλι του ήταν ακόμα ζαλισμένο, τα κατάφερε να μην ξεχάσει τίποτα. Έδωσε μάλιστα διαταγή να ποτίσουν τ' άλο γα και να τους ρίξουν στα παχνιά από το χοντρό, το πιο καλό στά ρι και γύρισε κουρασμένος από τις φροντίδες του. - Λοιπόν, παιδιά μου, τώρα πρέπει να πέσουμε για ύπνο κι αύριο θα κάνοομε ό,τι δώσει ο Θεός. Μα μη μας στρώνεις κρε βάτι! Δ ε μας χρειάζεται κρεβάτι. Θ α κοιμηθούμε στη ν αυλή . Η νύχτα μόλις είχε αγκαλιάσει τον ουρανό, ο Μπούλμπα, όμως, πάντα πλάγιαζε νωρίς. Ξάπλωσε στο χαλί, σκεπάστηκε με την προβ ιά, γιατί το νοχτερινό αεράκι ήταν αρκετά δροσερό και για τί του Μπούλμπα του άρεσε να σκεπάζεται πιο ζεστά, όταν ήτα νε σπίτι. Σε λίγο άρχισε να ροχαλίζει και μαζί του όλη η αυλή : όλοι όσοι είχαν πλαγιάσει εκεί στις διάφορες γωνιές της άρχισαν να ροχαλίζοον και να σφυρίζουν. Πρώτος απ ' όλους αποκοιμήθηκε ο φύλακας γιατί είχε πιει περισσότερο απ' όλους στην υγειά των παιδιών που ήρθαν εκείνη την ημέρα. Μόνο η καϋμένη η μάνα δεν κοιμόταν. Έσκυβε στα προσκέφαλα των αγαπημένων της παι διών που είχαν ξαπλώσει δίπλα δίπλα' χτένιζε μ' ένα χτένι τα νεα νικά, ανακατεμένα τους μαλλιά και τα 'βρεχε με τα δάκρυά της τοος κοίταζε μ ' όλες της τις αισθήσεις, είχε μεταβληθεί ολάκερη σε όραση μονάχα και δε χόρταινε να τους βλέπει. Τους είχε ταLσει 16
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΎΛΜΠΑ
μ ε το γάλα της, τους μεγάλωσε, τους κανάκεψε - και τώρα, μό νο για μια στιγμή τούς έβλεπε μπροστά της. « Γιε μου συ, γιόκα μου συ, φως της καρσιάς μου ! Τι θ' απογί νετε ; Τι σας καρτεράει ; » έλεγε και τα σάκρυα σταμάτησαν μέσα στις ρuτωες που χάραζαν πια το όμορφο κάποτε πρόσωπό της. Πραγματικά, ήταν αξr.oλύπητη, όπως και κάθε γυναίκα της μα κρινής εκείνης εποχής. Μόνο για μια στιγμή έζησε με τον έρωτα, μόνο στην πρώτη παραφορά του πάθους, στην πρώτη παραφορά της νιότης, κω αμέσως ο σκληρός εκείνος άντρας που την πλάνε ψε, την παράτησε, προτψώντας το σπαθί, τους συντρόφους του και το γλέντι. Έβλεπε τον άντρα της συο-τρεις μέρες το χρόνο κι ύστερα κάμποσα χρόνια συνέχεια σεν είχε μήτε εωηση για σαύ τον. Μα κι όταν τον έβλεπε, όταν ζούσανε μαζί, τι σόι ζωή ήτανε εκείνη η σική της; Υπέφερε ταπεινώσεις ακόμα και ξυλοσαρμούς έβλεπε χάσια που της τα σίνανε μονάχα από συγκατάβαση ' ήταν ένα παράταιρο πλάσμα ανάμεσα σ' αuτoύς τους άγαμους ιππό τες, που το παράφορο Ζαπορόζιε έριχνε πάνω τους τη σκοτεινή σκιά του. Τα νιάτα της περάσανε σαν αστραπή, χωρίς καμιά από λαυση, κω τα πανέμορφα, σροσερά της μάγουλα κ!χι τ' αψεγά σιαστα στήθη της μαράθηκαν κω γέμισαν ζάρες. Όλη η αγάπη, όλο το αίσθημα, όλη η τρυφεράσα και το πάθος που έχει μια γυ ναίκα, όλα μεταβλήθηκαν μέσα της σε μητρική στοργή . Με θέρμη, με πάθος, με σάκρυα, σα γλάρος της στέππας, φτερούγιζε πάνω από τα παισιά της. Τους γιους της, τους πολυαγαπημένους της γr.oυς, τους παίρνουνε από κοντά της, τους παφνουνε για να μην τους ξανασεί ποτέ πια! Ποr.oς ξέρει, μπορεί στην πρώτη κιόλας μά χη, ένας Τάταρος να τους κόψει τα κεφάλια κι αυτή σε θα ξέρει πού βρίσκονται πεθαμένα τα κορμιά τους, που θα τα σκίσει με τη μύτη και τα γαμψόνυχά του κάνα όρνιο - αuτά τα κορμιά που για κάθε κομματάκι τους, για κάθε σταγόνα από το αίμα τους, η μά να θα 'Οινε τα πάντα. Θρηνώντας, τους κοίταζε στα μάτια που ο παντοΟύναμος ύπνος είχε αρχίσει κώλας να κλείνει και σκεφτό ταν: «ο Θεός να σώσει, άμα ξυπνήσει ο Μπούλμπα, να τ' αναβά λει γι.α κάνα-δυο μέρες και να μη φύγει αμέσως ίσως να του μπή κε η ώέα να φύγει τόσο γρήγορα επεώή παράπιε ». Το φεγγάρι είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό κω φώτιζε από ώρα 17
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ ΑI Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
πια ολάκερη τη ν αυλή, που ήταν γεμάτη κοιμισμένους, την πυκνή συστάδα των ιτιών και τα ψηλά χορτάρια της στέππας που εΙχαν πνΙξει τον πασσαλωτό φράχτη . Η μάνα δεν έλεγε να το κουνήσει από τα προσκέφαλα των γιων της. Ούτε μια στιγμή δεν έπαψε να τους κοιτάζει και δε σκεφτόταν ε καθόλου τον ύπνο . Τ' άλογα, νιώθοντας πως πλησιάζει η αυγή, εΙχαν κιόλας ξαπλώσει στο χορ τάρι και πάψανε να τρώνε' τα πάνω φύλλα στις ιτιές άρχισαν να θρο'ί'ζουν ρα κλαδιά. Η μάνα έμενε ξάγρυπνη μέχρι που χάραξε, δεν εΙχε καθόλου κουραστεΙ και η λαχτάρα της ήταν να κρατήσει η νύχτα όσο γΙνεται περισσότερο . Από τη στέππα ακούστηκε το ηχερό χρεμέτισμα ενός πουλαρωύ. Κόκκινες λουρΙδες αυλάκωσαν τον ουρανό. Ο Μπούλμπα ξύπνησε ξάφνου και πετάχτηκε όρθιος. Θυ μότανε πολύ καλά όλες τις διαταγές που εΙχε δώσει χτες. - �ιντε, ακαμάτηδες, σας φτάνει τόσος ύπνος! ΣηκωθεΙτε, ση κωθεΙτε ! ΠοτΙστε τ' άλογα! Η γριά πού εΙναι ; (Έτσι ονόμαζε συ νήθως τη γυναΙκα του. ) Έλα, πάρε τα πόδια σου, γριά, 'τοΙμασέ μας να φάμε: έχουμε μεγάλο δρόμο μπροστά μας! Η καϋμένη η γριούλα, έχοντας χάσει την τελευταΙα της ελπΙ δα , τράβηξε θλιμμένη κατά το σπΙτι, σούρνοντας τα πόδια της. Την ώρα που ετοΙμαζε με δάκρυα στα μάτια το πρωινό τους, ο Μπούλμπα έδινε τις διαταγές του, χασομέραγε στο σταύλο και διάλεγε ο Ιδιος για τους γιους του τα καλύτερα χάμουρα. Και να, οι σπουδαστές εμφανΙστηκαν ξάφνου άλλοι άνθρωποι: Τώρα δε φορούσαν πια τα λασπωμένα τους ποδήματα, μα κάτι άλλα κόκ κινα, από λεπτό κατσικΙσιο δέρμα, με ασημένια πεταλάκια. Τα κοζάκικα παντελόνια τους, φαρδιά σαν τη μαύρη θάλασσα, με χι λιάδες σούρες, τα 'χαν δέσει στη μέση τους με χρυσό κορδόνι και στο κορδόνι ήταν στεριωμένα μακριά λουράκια, πέτσινα, με φού ντες κι άλλα τέτοια μαραφέτια, για το τσιμπούκι. Το κοζάκικο κοντογούνι που τους έφτανε ώς τα γόνατα κι εΙχε δΙπλες από πΙ σω, από κόκκινη φανταχτερή τσόχα σαν φωτιά, δενότανε στη μέ ση με μια πλουμιστή ζώνη . Το σπαθΙ ντιντΙνιζε χτυπώντας στα πό δ ια τους και τα τούρκικα σκαλιστά πιστόλια ήταν χωμένα στη μέση τους. Τα πρόσωπά τους, που δεν τα 'χε μαυρΙσει ακόμα και πολύ ο ήλιος, ομόρφυναν, λες, και φωτΙστηκαν μ' αυτά τα ρούχα. 18
made by Absens
ΤΑΡΑ Σ Μ Π Ο Ύ Λ Μ Π Α
Τ α νεαν�κά μαύρα μoυστάκ�α υπoγράμμ �ζαν τώρα κάπως πιο έντονα την ασπράδα του προσώπου τους κα� τη δυνατή, γιομάτη υγεία, όψη τους. Ήταν όμoρφo� κάτω από τα μαύρα τους καπέ λα από πρoβ�ά, με το χρυσαφέν�o τεπέ. Η φτωχ�ά η μάνα! Mόλ�ς τους είδε, μ�τε λέξη δεν μπόρεσε να πε� κα� τα μάτ�α της βούρ κωσαν. - Το λo�πόν, παώ�ά, όλα έτοιμα! Μη χασομεράμε! πρόφερε τελ�κά ο Μπούλμπα. Τώρα, σύμφωνα με το χρ�στ�αν�κό σu�θειo, πρ�ν ξεκ��σoυμε, πρέπε� να κάτσουμε μια στάλα. Όλo� καθ�σανε, ακόμα και o� υπηρέτες που στέκονταν με σε βασμό, δίπλα στην πόρτα. - Τώρα βλόγα, μάνα, τα παιδιά σου! είπε ο Μπούλμπα. Πα ρακάλα το Θεό να πολεμάνε παλληκαρίσ�α, να δ�αφεντεύoυν πά ντοτε την τ�μ� της ιπποσύνης, να μάχονται πάντα για την πίστη του Χριστού, αλλιώς ας τους φάει καλύτερα το σκοτάδι, μ�τε η μυρωδιά τους να μη μείνει σε τούτον δω τον κόσμο ! Ζυγώστε, παώιά, τη μάνα σας: η προσευχή της μάνας είνα� το καλύτερο φυ λαχτό σε στερ�ά και σε θάλασσα. Η μάνα, αΟόνατη σα μάνα, αγκάλιασε τους γιους της, έβγαλε δυο μικρά κoνισματάκ�α και τους φόρεσε στο λαιμό, κλαίγοντας με λυγμούς. - Η Παναγιά . . . να σας φυλάε� . . . Μην ξεχνάτε , παιδιά μου, τη μάνα σας . . . Να της στέλνετε έστω και μ�ν είδηση για λόγου σας . . . Άλλο δεν μπόρεσε να συνεχίσε�. - Άιντε, πάμε, παώιά! είπε ο Μπούλμπα. Δίπλα στο χαγιάτι στέκονταν τα σελλωμένα άλογα. Ο Μπούλμπα �δησε στο Διά βολό του, που ταρακoυ�θηκε ολάκερος σαν ένιωσε πάνω του τα είκoσ� πoύτ�α του φορτίου, γ�ατί ο Μπούλμπα �ταν υπερβολικά βαρύς και χοντρός. Όταν η μάνα είδε πως κι οι γιοι της καβάλη σαν τ' άλογα, όρμησε στον μικρότερο, που τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έδειχναν κάπως μεγαλύτερη τρυφερότητα. Τον άρπαξε από τον αναβολέα, κόλλησε πάνω στη σέλλα του και με την απελπισία ζωγραφισμένη στα χαρακτηρ�στ�κά της δεν τον άφηνε από τα χέρια της. Δυο μεγαλόσωμοι Κοζάκοι την �ρανε με προσοχή και την �γανε στο σπίτι. Όταν όμως o� καβαλάρη δες β�καν από την αυλόπορτα, αυτή, με τη σβελτάδα ενός αγριο 19
Ν Ι Κ Ο Λ ΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
made by Absens
κάτσικου, απρόσμενη για τα χρόνια της, έτρεξε και τους κυνήγη σε έξω από την αυλόπορτα, σταμάτησε με μιαν ακατανόητη δύ ναμη τ' άλογο κι αγκάλιασε τον έναν απ ' αυτούς με μια θέρμη, με μια παραφορά, που θα 'λεγες πως της σάλεψαν πια τα λογι κά και δεν ήξερε τι έκανε. Και πάλι την πήραν μέσα. Οι νεαροί Κοζάκοι προχωρούσαν πάνω στ ' άλογά τους σκυθρωποί, συ γκρατώντας τα δάκρυά τους, γιατί φοβόνταν τον πατέρα τους, που κι αυτός ωστόσο ήταν λιγάκι συγκινημένος, κι ας προσπα θούσε να μην το δείχνει. Η μέρα ήταν γκρίζα. Τα χόρτα πρασίνι ζαν ζωηρά, και τα πουλιά τιτιβίζανε κάπως παράταιρα. Αυτοί, αφού προχώρησαν κάμποσο, γυρίσανε και κοιτάξανε πίσω τους: το μετόχι τους λες και είχε βουλιάξει μες στη γη και ξεμύτιζαν μό νο πάνω από τη γης οι δυο καπνοΟόχες του μικρού τους σπιτιού κι οι κορφές των δένδρων, που στα κλαδιά τους αυτοί σκαρφά λωναν κάποτε σα σκίουροι. Μπροστά τους απλωνότανε ακόμη κείνο το λιβάδι που τους θύμιζε όλη την ιστορία της ζωής τους, αρχίζοντας από τα χρόνια που κυλιόνταν στο παχύ του χορτάρι, μέχρι τα χρόνια που περιμένανε κει μέσα μια μαυροφρύδα μικρή κοζακοπούλα και την έβλεπαν να 'ρχεται φοβισμένη, να 'ρχεται τρέχοντας, αχνοπατώντας το χορτάρι με τα δροσερά γρήγορα πό δια της. Να που τώρα πια μόνο το κοντάρι πάνω από το πηγάδι, με τη ρόδα του κάρου δεμένη στη κορφή του, προβάλλει μοναχι κό κατάντικρα στον ουρανό. Τώρα πια το ίσωμα που περάσανε φαίνεται από μακριά σα μιά πλαγιά που τα 'κρυψε όλα με τον όγκο του. Έχετε γεια, παιδικά μας χρόνια και σεις παιχνίδια στο χορτάρι. Κι όλα, όλα, έχετε γεια . . .
20
11
ΟΙ
made by Absens
καβαλάρηδες προχωρούσαν σιωπηλοΙ Ο γερο-Τα ράς στοχαζόταν τα παλιά: τη νιότη του, τα χρόνια εκείνα, τα περασμένα χρόνια, που ο Κοζάκος θα θυμάται σχεδόν πά ντα με δάκρυα γιατί θέλει όλη του η ζωή να ήταν νιότη . Σκεφτό τανε ποιον θα συναντήσει στο Σετς από τους παλιούς του συ μπoλεμr.στές. Μετρούσε στα δάχ:αιλα πόσα και ποr.oι είχανε κr.όλας πεθάνει, πόσοι ζούνε ακόμα. Ένα δάκρυ στρογγύλευε αργά στο μάτι του και το άσπρο από τα χρόνια κεφάλι του έπεσε μελαγ χολικό στο στήθος του. Τους γιους του τους απασχολούσαν άλλες σκέψεις. Θα πρέ πει όμως να πούμε περισσότερα γι' αυτούς. Όταν έγιναν δώδε κα χρονώ τούς στείλανε στην Ακαδημία του Κιέβου, γιατί όλοι οι προύχοντες της εποχής εκείνης, το θεωρούσαν απαραίτητο να μορφώσουν τα παr.Oιά τους, παρόλο που αυτό γινότανε με την προοπτική ότι αργότερα θα έπρεπε να ξεχάσουνε ολότελα τη μόρ φωσή τους. Οι γιοι του Μπούλμπα ήταν τότε, όπως και όλοι όσοι μπαίνανε στο σεμινάρr.o, άγρια, αναθρεμμένοι στον ελεύθερο αγέ ρα, και κει στη σχολή , παίρναν συνήθως κάποιο λούστρο ευγε νείας και αποχτούσαν ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά που τους έκαναν να μοιάζουν ο ένας με τον άλλο. Ο μεγαλύτερος, ο Οστάπ, άρχισε τα κατορθώματά του σκάζοντάς το από την Ακαδημία τον πρώτο κιόλας χρόνο . Τον γυρίσανε πίσω, τον σπάσανε στο ξύλο με τις βέργες και τον στρώσανε πάλι στη μελέτη . Τέσσερις φορές έθαψε το αλφαβητάρι του μέσα στο χώμα και τέσσερις φορές τού αγοράσανε καινούργιο, αφού πρώτα τού τις βρέξαν απάνθρωπα. Όμως, δε χωράει αμφιβολία πως θα το 'κανε και πέμπτη φορά. ΤΡΕΙΣ
21
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ Α1 Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
αν ο πατέρας του δεν του έδινε τη ν κατηγΟΡYjματική υπόσχεση πως θα τον έστελνε να ζήσει σαν καλογεροπαίδι είκοσι ολάκερα χρόνια, κι αν δεν του ορκιζόταν ε πως δε θα δει το Ζαπορόζιε στον αιώνα τον άπαντα, αν δε μάθει στην ΑκαδYjμία όλες τις επιστή μες. Τ ο περίεργο είναι πως όλ' αυτά τ α 'λεγε ο ίδιος εκείνος ο Ταράς Μπούλμπα που μίλαγε με περιφρόVYjση για την κάθε λο γής μόρφωση και συμβούλευε τα παιδιά του, όπως είδαμε πα ραπάνω, να μYj χάνουν τον καφό τους με κάτι τέτοιες σαχλαμά ρες. Από τότε κι ύστερα, ο Οστάπ άρχισε να κάθεται με ασυνήθιστη επψέλεια μπροστά στο βαρετό β ιβλίο και σε λίγο έγινε ένας από τους καλύτερους μαθYjτές. Το τοτινό είδος της μόρφωσης δεν εί χε καμιά σχέση με τη ζωή : όλα εκείνα τα σχολαστικά, τα γραμ ματολογικά, τα ρYjτoρικά και τα λογικά διυλίσματα του κώνωπος ήτανε πράματα μιας άλλYjς εποχής, δεν εφαρμόζονταν ποτέ στην πράξYj και δεν επαναλαμβάνονταν στη ζωή . Οι μαθψές πουθενά δε θα μπορούσαν να ΧΡYjσψοποιήσουν τις γνώσεις τους, έστω κι αν ήταν λιγότερο σχολαστικές. Ο ι ίδιοι οι σοφοί της εποχής εκεί VYjς ήταν οι πιο αμόρφωτοι απ ' όλους, γιατί είχαν ξεκόψει εντε λώς από την πεφα της καθYjμερινής ζωής. Επιπλέον, Yj δYjμοκρα τική οργάνωση της σχολής, ο τρομερά μεγάλος αριθμός των νέων, μεγαλόσωμων, γεροδεμένων ανθρώπων - όλ' αυτά τους σπρώ χνανε κατ' ανάγκYj σε μια δραστηριότητα που δεν είχε καμιά σχέ ση με τα μαθήματά τους. Κάποτε, Yj κακή διατροφή, κάποτε οι τψωρίες με τη VYjστεία, κάποτε οι πολλές επιθυμίες που ξυπνού σαν μέσα στον γεροδεμένο, σφΡΙyYjλό, δυνατό έφYjβο, όλ' αυτά ενωμένα, γεννούσαν μέσα τους την επιχεφYjματικότητα που ανα πτυσσόταν αργότερα στο Ζαπορόζιε. Οι πεινασμένοι μαθψές της ιερατικής σχολής τριγύριζαν στους δρόμους του Κιέβου κι ανα γκάζανε όλο τον κόσμο να 'χει τα μάτια του τέσσερα. Οι εμπό ρισσες που κάθονταν στην αγορά, πάντα σκεπάζανε με τα χέρια τις πίτες, τα κουλούρια, τον κολοκυθόσπορο, όπως οι γερακίνες τα παιδιά τους, μόλις βλέπανε να περνάει ιεροσπουδαστής. Ο παιδονόμος, που ήταν ο μεγαλύτερος στα χρόνια μαθψής και εί χε καθήκον να προσέχει τους μικρότερους συμμαθψές του, είχε τόσο τρομερές τσέπες στα σαλβάρια του παντελόνια, που μπο ρούσε να χώσει κει μέσα ολάκερο τον πάγκο μιας αφYjΡYjμένYjς 22
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΎΆΜΠΑ
εμπόρισσας. Οι μαθητές τη ς σχολής αποτελούσαν έναν εντελώς ξεχωριστό κόσμο: στον ανώτερο κύκλο , που τον αποτελούσαν πο λωνέζοι και ρώσοι ευγενεΙς , δεν τους άφηναν να εισχωρήσουν. Ο ιδιος ο βοεβόδας , ο Αδάμ Κισ έλ, παρόλο που εΙχε υπό την προ στασΙαν του την ΑκαδημΙα , δεν τους έμπαζε τους μαθητές στους κοσμικούς κύκλους κι έδινε διαταγές να τους κρατάνε σε αυστη ρότερη πειθαρχΙα. Εδώ που τα λέμε , η εντολή αυτή ήταν ολότε λα περιττή γιατΙ ο πρύτανης της ΑκαδημΙας και οι καλόγεροι κα θηγητές δεν λυπόνταν τις β έργες και τα μαστΙγια και συχνά οι ραβδούχοι έδερναν , κατά διαταγή τους , τους παιδονόμους , τόσο άγρια , που εκεΙνοι πια , βδομάδες ολάκερες ξύνανε ύστερα τα φαρδιά σαλβάρια τους. Για πολλούς από δαύτους όλ' αυτά ήταν ασήμαντα μικροπράγματα και τους φαινόταν πως η βέργα τσού ζει λΙγο παραπάνω από την καλή βότκα που της ρΙχνεις πιπέρι. Υπήρχαν φυσικά και άλλοι που τα εΙχαν βαρεθ εΙ και τα 'χανε μπουχτΙσει αυτά τα ασταμάτητα ζεματΙΟματα και το σκάγανε και πήγαιναν στον Ζαπορόζιε , αν ξέρανε να βρούνε το δρόμο κι αν δεν τους ξαναπιάναν ε ώσπου να φτάσουν . Ο Οστάπ Μπούλμπα , παρόλο που εΙχε αρχΙσει να διαβάζει με μεγάλο ζήλο τη λογική, ακόμα και τη θεολογΙα , δεν τα κατάφερνε να ξεφύγει από τις ανε λέητες βέργες. Ε Ιναι φυσικό πως όλ' αυτά δεν μπορεΙ παρά να έκαναν πιο σκληρό το χαρακτήρα του και να του έδωσαν μια στα θερότητα που πάντα διακρΙνει τους Κοζάκους. Τον Οστάπ , τον εΙχαν πάντα για έναν από τους καλύτερους φ ιλους. Σπάνια έμπαι νε επικεφαλής των άλλων στις παράτολμες επιχειρήσεις των μα θητών -όταν πήγαιναν λόγου χάρη να λεηλατήσουν έναν ξένο κή πο ή κάνα περιβόλι-, ήταν όμως πάντα ένας από τους πρώτους που έμπαινε κάτω από τη σημαΙα κάποιου ριψοκΙνδυνου ιερο σπουδαστή και ποτέ . σε καμιά περΙπτωση , ό ,τι κι αν γινότανε , δε μαρτυρούσε τους συντρόφους του . Καμιά βέργα και κανένα μα στΙγιο δεν μπορούσαν να τον αναγκάσουν να προδώσει. Δεν έδει χνε κέφι για καμιά άλλη περιπέτεια , εκτός από τον πόλεμο και το γλέντι' τουλάχιστο , σχεδόν ποτέ του , δε σκεφτόταν τΙποτ' άλ λο . Ήταν ντόμπρος με τους Ισους του κι ήταν καλός όσο μπορεΙ να 'ναι κανεΙς μ' έναν τέτοιο χαρακτήρα και σε μια τέτοια επο χή. Ε Ιχε συγκινηθεΙ μέχρι τα τρΙσβαθα της Ψυχής του με τα δά23
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ ΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
κρυα τη ς καϋμένης τη ς μάνας του, κ ι αυτό και μόνο τού έφερνε ταραχή και τον ανάγκαζε να σκύβει σκεφτικός το κεφάλι. Ο μικρότερος αδελφός του, ο Αντρέι, εΙχε αισθήματα κάπως πιο έντονα και πιο ανεπτυγμένα. Μελετούσε με περισσότερη όρε ξη και χωρ(ς να ζορΙζει πολύ τον εαυτό του, όπως κάνει συνήθως ένας βαρύς και δυνατός χαρακτήρας όταν καταπιάνεται με τη μά θηση . Ήταν περισσότερο εφευρετικός από τον αδελφό του' συ χνά έπαιρνε την πρωτοβουλΙα μιας αρκετά επικΙνδυνης επιχείρη σης και ορισμένες φορές, με τη βοήθεια του εφευρετικού του μυαλού, τα κατάφερνε και ξεγλυστρούσε από την τιμωρΙα, ενώ ο αδελφός του ο Οστάπ, αφήνοντας κατά μέρος κάθε πονηριά, έβγαζε το σακάκι του και ξαπλωνόταν ε στο πάτωμα, χωρΙς να του περάσει καθόλου από το μυαλό να ζητήσει έλεος. Κι αυτός επΙσης φλεγόταν από την επιθυμΙα να κάνει κατορθώματα , πα ράλληλα όμως η ψυχή του ήταν ικανή να νιώσει κι άλλα αισθήμα τα. Η ανάγκη του έρωτα φούντωσε μέσα του και λαμπάδιασε, όταν πάτησε τα δεκαεννιά του χρόνια. Η γυναΙκα άρχισε να πα ρουσιάζεται όλο και συχνότερα στα φλογερά του ονειροπολήμα τα. Την ώρα που άκουγε τις φιλοσοφικές συζητήσεις, την έβλεπε μπροστά του κάθε λΙγο και λιγάκι, δροσερή, λεπτοκαμωμένη . Λες κι άστραφταν μπροστά του ασταμάτητα τα φεγγοβόλα, σκληρά της στήθη, το αβρό, το πανέμορφο, το ολόγυμνο ώς απάνω χέρι της κι αυτό ακόμα το φουστάνι της, που κολλούσε γύρω στα παρ θενικά κι όμως γεροδεμένα μέλη της, ανάδινε στα ονεφοπολή ματά του κάποιαν ανέκφραστη ηδυπάθεια. Έκρυβε με προσοχή από τους φLλoυς του τα σκιρτήματα αυτά της παθιασμένης εφη β ικής του ψυχής, γιατΙ την εποχή εκεΙνη ήταν ντροπή κι ατιμΙα για έναν Κοζάκο να σκέφτεται τη γυναΙκα και τον έρωτα, προτού πά ρει μέρος σε μάχη . Γενικά, τα τελευταΙα χρόνια όλο και πιο σπά νια έμπαινε επικεφαλής μιας μαθητικής συμμορΙας όλο και συ χνότερα όμως περιδιάβαινε μονάχος του στα μακρινά σοκάκια του Κιέβου, που ήταν πνιγμένα στους βυσσινόκηπους. Ανάμεσα στα χαμηλά σπιτάκια που κοΙταζαν το δρόμο κι εΙχες την εντύ πωση πως σε καλούσαν να μπεις μέσα. Ήταν φορές που ξέκοβε και τραβούσε κατά το δρόμο των αριστοκρατών στο σημερινό πα λιό ΚΙεβο, όπου ζούσαν οι μικρορώσοι κι οι πολωνέζοι ευγενεΙς 24
made by Absens
ΤΑ Ρ Α Σ Μ Π Ο Τ Λ Μ Π Α
και τ α σπίτια 'ήταν χτισμένα μ ε κάποια αξίωση καλού γούστου. Μια φορά, εκεί που χάζευε, παραλΙγο να τον πατήσει μια καρό τσα ενός πολωνέζου παν κι ο αμαξάς -με κάτι μουστάκες φοβε ρές και τρομερές- του ' δωσε μια με το καμουτσΙ που ήταν όλη δι κή του . Του νεαρού ιεροσπουδαστή του ' ρθε το αΙμα στο κεφάλι: με αλόγιστο θάρρος άρπαξε με το δυνατό του χέρι τον πισινό τρο χό και σταμάτησε την καρότσα. Ο αμαξάς, όμως, φοβήθηκε πως θα γΙνει καυγάς, χτύπησε τ' άλογα, εκείνα όρμησαν μπροστά κι ο Αντρέι, που πρόλαβε ευτυχώς και τράβηξε το χέρι του, έπεσε φαρδ ι)ς πλατύς κατάχαμα, με τα μούτρα στις λάσπες. ΚεΙνη τη στιγμή, αντήχησε από πάνω του το πω καμπανιστό, το πω αρ μονικό γέλιο που έτυχε ν' ακούσει ποτέ του: σήκωσε τα μάτια και εLδε μια πεντάμορφη να τον βλέπει απ' το παράθυρο. Από γεννησψωύ του δεν εΙχε ματαειδεΙ τόσο όμορφη γυναίκα: μαυ ρομάτα κι άσπρη, κάτασπρη σαν χιόνι που το λούζουν οι πρωι νές, ρόδινες αχτLδες του ήλιου. Γελούσε με την καρδιά της και το γέλιο πρόσθετε μια φεγγοβόλα δύναμη στην εκτυφλωτική ομορ φιά της. Ο Αντρέι τα 'χασε. Την κοΙταζε και σκούπιζε αφηρημέ νος τη λάσπη από το πρόσωπό του, μ ' αποτέλεσμα να το πασα λείβει ακόμα χειρότερα. Ποια ήταν αυτή η πεντάμορφη ; Έκανε να ρωτήσει τους υπηρέτες του σπιτιού που στέκονταν μπουλού κι έξω από την αυλόπορτα ντυμένοι με πλούσια ρούχα κι εΙχαν τριγυρΙσει έναν νεαρό που τραγουδούσε κι έπαιζε μπαντουρά. Οι υπηρέτες όμως έβαλαν τα γέλια βλέποντας το λασπωμένο πρό σωπό του και δεν καταδέχτηκαν να του απαντήσουν. Τελικά, έμα θε πως ήταν η κόρη του βοεβόδα του Κόβνο, που εΙχε έρθει για λΙγες μέρες στο ΚΙεβο. Την άλλη κιόλας νύχτα, με το συνηθισμέ νο θράσος του ιεροσπουδαστή, πέρασε πάνω από το φράχτη στον κήπο, σκαρφάλωσε σ' ένα δέντρο που τα μεγάλα του κλαριά απλώνονταν κι ακουμπούσαν στη στέγη του σπιτιού' από το δέ ντρο πέρασε στη στέγη κι από την καπνοδόχο του τζακιού κατέ βηκε Ισα στην κρεβατοκάμαρα της πεντάμορφης, που την ώρα εκεΙνη καθότανε μπροστά σ' ένα κερΙ κι έβγαζε από τ' αυτιά τ' ακριβά της σκόυλαρΙκια. Η πεντάμορφη Πολωνέζα τρόμαξε τό σο πολύ βλέποντας ξάφνου μπροστά της έναν άγνωστο, που δεν μπόρεσε να βγάλει λέξη ' ωστόσο, όταν εLδε πως ο ιεροσπουδα25
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ ΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
aτής στεκόταν εκεί μ ε χαμηλωμένα τα μάΤLα καL οεν τολμούσε από την ταραχή του μήτε το χέΡL του να κουν'ήσεL, όταν τον γνώ PLaE καL κατάλαβε πως ήταν εκείνος ο LδLOς που είχε πέσεL μπρού μυτα μπροστά στα μάΤLα της στο ορόμο, την ξανάΠLασαν καL πά λL τα γέλLα. Άλλωστε , τα χαρακτηΡLστLκά του ΑντρέL οεν είχαν τίποτε το τρομερό: ήταν πολύ όμορφος. Αυτή γελούσε με την καρ ΟLά της κω γLα πολλήν ώρα έκανε χάζL μαζί του. Η πεντάμορφη ήταν αλαφρόμυαλη, σαν Πολωνέζα που ήταν, τα μάΤLα της όμως, μάΤLα ΟLαπεραστLκά καL φωτεLνά, σε κοίταζαν μ' ένα βλέμμα στα θερό καL γεμάτο εLλLκρίνεLα. Ο Lεροσπουοαaτής οεν μπορούσε να κουν'ήσεL το χέΡL του καL ήταν οεμένος, σα να βΡLσκότανε σ' ένα σακί, όταν η κόρη του βοεβόοα τον πλησίασε θαρρετά, του φό ρεσε στο κεφάλL το αστραφτερό της ΟLάοημα, του κρέμασε στα χείλη τα σκουλαρίΚLα XL έΡLξε στους ώμους του μLα τούλLνη ΟLά φανη πελερίνα με νταντελωτή χρυσοκεντημένη μπορντούρα. Τον στόλLζε XL αστεLευόταν πολλή ώρα μαζί του με την παLΟLάστLκη αφροντLσLά που ΟLακρίνεL ΤLς αλαφρόμυαλες Πολωνέζες, κάνο ντας τον φουκαρά, τον Lεροσπουοαaτή, να τα χάσεL καL να OEL λLάσεL ακόμα περLσσότερο. Ήταν πραγμαΤLκά γLα γέλLα έτσL που είχε ανοίξεL το στόμα του XL έχασκε, έτσL που είχε καρφώσεL το βλέμμα του στα εκτυφλωΤLκά της μάΤLα. ΚάΠΟLος χτύπησε στην πόρτα XL η Πολωνέζα τρόμαξε. Του είπε να κρυφτεί κάτω από το κρεβάΤL κω μόλLς πέρασε ο κίνουνος, φώναξε την καμαΡLέρα της, μLα αLχμάλωτη ΤατάΡLσσα, καL της είπε να τον βγάλεL προσεΧΤL κά στον κήπο XL από XEL να τον αφήσεL να πηοήσεL το φράχτη . Αυ τή τη φορά όμως ο Lεροσπουοαaτής οεν πέρασε κω τόσο πετυ χημένα πάνω από το φράχτη: ο φύλακας που είχε ξυπν'ήσεL τον χτύπησε ουνατά στα πόΟLα XL OL υπηρέτες του σΠLΤLού, που μα ζευτήκανε απ' όλες ΤLς μερLές, τον χτυπάγανε γLα πολλήν ώρα όξω, στο ορόμο ΠLα, μέχρL που τα γρήγορα πόΟLα του τον σώσα νε. Μετά απ' αυτό ήταν πολύ εΠLκίνουνο να περάσεL οίπλα από το σπίΤL, γLατί ο βοεβόοας είχε του κόσμου τους υπηρέτες. Την εLδε άλλη μLα φορά στην πολωνέζLΚYj καθολLκή εκκλησία' αυτή τον πρόσεξε καL του χαμογέλασε πολύ γλυκά, σαν να 'ταν παλLός της γνώρψος. Του δόθηκε μLα ακόμα ευκαψία να της ρίξεL μLα μα ΤLά, μετά απ' αυτό όμως ο βοεβόοας του Κόβνο έφυγε καL τώρα 26
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΥΛΜΠΑ
στο παράθυρο δεν πρόβαλλε πια Yj πεντάμορφYj μαυρομάτα Πο λωνέζα, αλλά ένα άγνωστο χοντρό πρόσωπο. Να τι σκεφτόταν ο Αντρέι με το κεφάλι χαμYjλωμένο και το βλέμμα στηλωμένο στη χαΙτη του αλόγου του. Στο μεταξύ, Yj στέππα τούς εΙχε πια απ' ώρα δεχτεΙ στην πρά aLVYj αγκαλιά της, και το ψYjλό χόρτο, παραμερΙζοντας, τους έκρυ ψε και μόνο τα μαύρα κοζάκικα καπέλα τους μια φαΙνονταν, μια κρύβονταν ανάμεσα στα στάχυα. - Ε, ε, ε, ε! Τι πάθατε λοιπόν, παλλYjκάρια μου, και βουβαθή κατε έτσι δα ; εΙπε στο τέλος ο Μπούλμπα ξυπνώντας από τη συλ λσγή του. Σαν καλόγεροι εΙσαστε! Άιντε, όλοι μαζΙ! Στο διάβολο οι σκέψεις. Ανάψτε τα τσψπούκια σας κι ας σπr.ρoυνΙσoυμε τ' άΤLα μας κι ας τρέξουμε, έτσι που να μYj μας φτάσουν ούτε τα πουλιά! Και οι Κοζάκοι, σκύβοντας λΙγο πάνω στ' άλογα, χαθήκανε μέσα στο χόρτο. Τώρα ΠLα, μήτε τα μαύρα τους σκουφιά δεν μπο ρούσες να δεις. Μονάχα Yj αστραπή του πατημένου χόρτου έδει χνε τον ξέφρενο καλπασμό τους. Ο ήλως εΙχε προβάλει από ώρα στον καθαρό ουρανό και με το ζωσγόνο, ζεστό του φως, περΙχυσε τη στέππα. Τα θολά και νυ σταγμένα αισθήματα που πΙεζαν τις ψυχές των Κοζάκων, χάθYj καν μονομιάς κι οι καρδιές τους φτερoκόΠYjσαν, σαν πουλιά. Η στέππα, όσο προχωρούσαν, τόσο πω όμορφYj γινόταν. TYjV εποχή εκεΙVYj, όλος ο νότος, όλYj κεΙVYj Yj έκταOYj, που σήμερα απο τελεΙ τη Νέα ΡωσΙα, μέχρι πέρα, ώς τη ΜαύρYj Θάλασσα, ήταν μια πράσιVYj, παρθένα έΡYjμος. Ποτέ δεν εΙχε περάσει τ' αλέτρι μέσ' από τ' απέραντα κύματα των άγριων χόρτων. Μόνο τ' άλογα, κρυμμένα, ανάμεσά τους, σαν σε δάσος, τα ποδοπατούσαν. TL ποτα στη φύOYj δεν μπορούσε να εΙναι ωραιότερο . ΌλYj Yj επιφά νεια της γης φάνταζε ένας χρυσοκόκκινος ωκεανός , που τον εΙχαν ραντΙσει με εκατομμύρια δ ιαφορετικά λουλούδια. Μέσα από τα λεπτά, ψYjλά λεπωια του χόρτου ξεμύτιζαν τ' ανοιχτογάλανα, τα μπλε και τα λLλά βασLλικά. Το κΙτρινο σπάρτο ξεπετιόταν προς τα πάνω με την πυραμιδοεώή κορφή του . Το άσπρο τριφύλλι, με τις ομπρελΙτσες του, λαμπύριζε πάνω στην πράσιVYj επιφάνεια του χόρτου κάνοντάς την να φαΙνεται παρδαλή . Τα στάχυα φερμένα ένας Θεός το ξέρει από πού, κάρπιζαν μέσα στο πυκνό χόρτο . 27
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ ΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
Κάτω απ' τ ις λεπτές τους ρίζες χαμηλοπέταγαν χαρχαλεύοντας οι πέρδικες, τεντώνοντας τους λαιμούς τους. Ο αγέρας � ταν γε μάτος με χLλιω λογιώ τιτιβίσματα των πουλιών. Ψηλά στον ου ρανό ζυγίζονταν ακίνη τα τα γεράκια έχοντας ανοίξει δ ιάπλατα τα φτ ερά τους και κοίταζαν με τ' ακίνη τα μάτ ια τους μέσα στο χόρτο. Ένα σμ�νoς αγριόχηνες πετούσε πλάι στο σύννεφο κι οι φω νές τους αντιλαλούσαν ποιος ξέρει σε ποια μακρι� λίμνη. Μέσ' από το χόρτο υψωνόταν ε με απαλά φτ ερουγίσματα ο γλάρος και λουζόταν μεγαλόπρεπα μέσα στα γαλάζια κύματα του αέρα. Νά τος που χάθηκε στα ύψη και αχνοφαίνεται τώρα σα μια μαύρη κουκκωα. Νάτος που έκανε στρoφ� κι άστραψαν τα φτερά του στο φως του �λιoυ. Αχ, στέππα, τ ι όμορφη που είσαι, που να σε πάρει ο διάολος! Οι ταξιδιώτ ες μας σταματούσαν για λίγα λεφτά μονάχα, για να κολατσίσουν . Τότε, το απόσπασμα των δέκα Κοζάκων που πορευόταν μαζί τους ξεπέζευε. Έλυσαν τ ις ξύλινες τσότρες τους. με τη βότκα και τ ις κολοκύθες που χρησιμοποιούσαν για μπου κάλες. Τρώγανε μόνο ψωμί με λαρδί � τηγανίτες, πίναν μονάχα ένα κύπελλο βότκα ο καθένας τους, μόνο και μόνο για να καρ δαμώσουν λιγουλάκι, γιατί ο Ταράς Μπούλμπα δεν επέτρεπε πο τ έ στους άντρες του να μεθύσουνε στο δρόμο. Ύστερα συνέχιζαν την πορεία τους μέχρι που σκοτείνιαζε. Το βράδυ, όλη η στέππα άλλαζε ολότ ελα όψη . Όλη η παρδαλ� της έκταση λουζότανε στην τελευταία φωτει� αναλαμ� του �λιoυ και λίγο λίγο σκοτείνια ζε, έτσι που μπορούσες να δεις τον ίσκιο να προχωράει γοργο πόδαρος απάνω της η στέππα γινότανε τότ ε σκουροπράσινη ' οι ατ μοί υψώνονταν πυκνότ ερο ι, το κάθε λουλούδι, το κάθε χορτα ράκι ανάδινε το άρωμά του κι όλη η στέππα γιόμιζε με χLλιω λο γιών ευωδιές. Πάνω στον ουρανό, που είχε γίνει τώρα σκουρο γάλαζος, έβλεπες φαρδιές λουρωες χρυσορόΟινες, που τ ις τράβηξε λες εκεί πάνω ένα τ εράστιο πινέλο, πού και πού άσπριζαν σαν κουβάρια τ' ανάλαφρα, τα διάφανα σύγνεφα κι ένα δροσερότα το , απολαυστικό αεράκι, σαν κύματα της θάλασσας, μόλις π' αχνο σάλευε πάνω στις κορφές του χόρτου και σου χάιδευε τα μάγου λα. Όλη η μoυσικ� , που γιόμιζε τη μέρα, καταλάγιαζε και 28
made by Absens
Τ Α Ρ Α Σ Μ Π Ο ΤΛ Μ Π Α
συναλλάσσονταν μ ε άλλη . Οι παρδαλοί αρουραίοι βγαίναν έρπο ντας μέσ' από τα λαγούμια τους, κάθονταν πάνω στα πισινά τους ποδαράκια και ξεκούφαιναν τη στέππα με τα σφυρίγματά τους. Τα τριζόνια αρχίζαν ν' ακούγονται καθαρότερα. Φορές φορές, άκουγες από κάποια ξεμοναχιασμένη λίμνη την κραυγή του κύ κνου, που αντηχούσε σαν ασημένια στον αγέρα. Οι ταξώιώτες, έχοντας σταματήσει μέσα στον κάμπο, διάλεγαν το μέρος όπου θα περνούσαν τη νύχτα τους ανάβανε φωτιά και βάζανε πάνω της τη χύτρα όπου έβραζε το πλιγούρι' ο ατμός υψωνόταν λοξά στον αγέρα. Όταν έτρωγαν, οι Κοζάκοι πέφτανε να κοψηθούνε αφ1jνOντας τα πεδουκλωμένα άλογά τους να βοσκήσουν κει γύρω . Πλάγια ζαν πάνω στα πανωφόρια τους με τ' αστέρια να τους κοιτάζουν από Ψηλά. Τ' αυτί τους άκουγε όλον τον αμέτρητο κόσμο των εντόμων, που γιόμιζε το χόρτο, άκουγε όλο το τριζοβόλημα, το σφύριγμα και σούρσψό τους όλ' αυτά αντηχούσαν καθαρά μέ σα στη νύχτα, ξελαμπικάρονταν μέσα στο δροσερό νυχτερινό αγέ ρι και νανούριζαν τη νυσταγμένη ακοή τους. Κι αν κανένας από δαύτους ξυπνούσε και σηκωνόταν για λίγο, τότε του φαινότανε πως η στέππα ήταν σπαρμένη με τις σπίθες των πυγολαμπίδων που λαμποκοπούσαν ένα γύρω . Ήταν φορές που ο νυχτερινός ουρανός φωτιζόταν σε διάφορα μέρη από μια μακρινή φεγγοβο λή . Ήταν οι ξεροί καλαμιώνες στα λιβάδια και στις όχθες των πο ταμών που τους βάζανε φωτιά. Και τότε, το σκοτεινό σμήνος των κύκνων που τραβούσαν πετώντας κατά το βοριά, φωτιζόταν ξαφ νικά σε μια ασημορόδ ινη λάμψη και νόμιζες τότε πως εκεί, στον σκοτεινό ουρανό, φτερούγιζαν κόκκινα μαντήλια. Οι ταξιδιώτες προχωρούσαν χωρίς καμιά περιπέτεια. Πουθε νά δε συναντήσανε δέντρα. Βρίσκονταν συνεχώς μέσα στην ίδια, την ατέλειωτη, τη λεύτερη, την πεντάμορφη στέππα. Σπάνια μο νάχα γαλαζώνανε πέρα μακριά οι κορφές ενός μακρινού δάσους, που ακολουθούσε τις όχθες του Δνείπερου. Μια μόνη φορά, ο Τα ράς έδειξε στους γωυς του μια μικρή μαύρη κουκκίδα που μετα τοπιζότανε πέρα μακριά μέσα στο χόρτο και τους είπε: - Κοιτάχτε, παώιά, να ένας Τάταρος που τρέχει στ' άλογό του! Το μικρό κεφαλάκι με τα μουστάκια, κάρφωσε ίσα πάνω τους 29
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ Α1 Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
τα στενά του μάτια. οσμίστηκε τον αγέρα, σαν κυνηγόσκυλο και, σαν αγριοκάτσικο, εξαφανίστηκε. σαν εωε πως οι Κοζάκοι ήταν δεκατρείς. - Άντε να σας δω, παιδιά, για δοκιμάστε να φτάσετε τον Τά ταρο! Μπα, μην κάνετε τον κόπο - στον αιώνα τον άπαντα δε θα τον τσακώσετε: τ' άλογό του είναι πιο γρήγορο από το δικό μου, το Διάβολο. Ωστόσο ο Μπούλμπα πήρε τα μέτρα του γιατί φοβήθηκε μην πέσουν πάνω σε κανένα καρτέρι. Φτάσανε βιαστικοί σ' ένα μι κρό ποταμάκι που το λέγανε Τατάρκα και χυνόταν ε στον Δνεί περο' μπήκανε στο νερό με τ' άλογο και για. πολλήν ώρα κολυ μπάγανε μέσα στα νερά του για να σβήσουν ε τα χνάρια τους και μόνο ύστερ' απ' αυτό βγήκανε στον όχτο και σονέχισαν την πο ρεία τους. Σε τρεις μέρες μετά απ' αυτό, βρίσκονταν ΠLα κοντά στον προ ορισμό τους. Ο αγέρας, ξάφνου, έγινε δροσερός. Καταλάβανε πως πλησίαζαν στον Δνείπερο . Νάτος που λαμπυρίζει πέρα μα κριά και ξεχωρίζει σαν σκοτεινή λουρωα από τον ορίζοντα. Απ' τα Ψυχρά του κύματα ερχόταν δροσιά κι απλωνόταν πιο κοντά, όλο και πιο κοντά, μέχρι που τελικά έπιασε τον μισό ορίζοντα. Ήτανε το μέρος εκείνο του Δνείπερου όπου αυτός, ξεφεύγοντας πια από τους καταρράχτες του, λευτερωνόταν τελικά, βούιζε σα θάλασσα. Ήταν το μέρος όπου τα νησιά -τα νησιά που θα 'λεγες πως κάποιος τα 'χε ρίξει καταμεσής στην κοίτη τοu- τον κάνανε να ξεχεLλίζει από τους όχτους και τα κύματά του στρώνονταν και γλείφανε τη γης, χωρίς να συναντάνε μήτε εμπόδια, μήτε υΨώ ματα. Οι Κοζάκοι ξεπέζεψαν κι ανέβηκαν στην περαταριά και σε τρεις ώρες βρισκόντουσαν κιόλας στις όχθες του νησιού Χόρτιτσα όπου βρισκότανε τότε το λημέρι των Κοζάκων, που τόσο συχνά άλλαζε τόπο . Ένα μπουλούκι άντρες είχε στήσει καυγά με τους περατάρηδες. Οι Κοζάκοι ταχτοποίησαν τ' άλογα. Ο Ταράς κα μαρωτός έσφιξε περισσότερο τη ζώνη του και χάώεΨε περήφα να τα μουστάκια του. Οι νεαροί του γιοι κοιτάχτηκαν κι αυτοί από την κορφή ώς τα νύχια, να δούνε αν όλα πάνω τους είναι εν τά ξει. Νιώθανε κάποLO φόβο και μιαν αόριστη ευχαρίστηση . Όλοι μαζί, μπήκανε έφιπποι, στο χωΡLOυδάκι που βρισκόταν ενάμισι 30
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠ ΟΥΛΜΠΑ
βέρτσι μακριά από το Σετς. Μόλις μπήκανε, τους ξακούφαναν πενήντα γύφτικα σφυριά, που χτυπούσαν σε είκοσι πέντε σιδε ράδικα σκεπασμένα με χορτάρι και βαθειά σκαμμένα μες στο χώμα. Χεροδύναμοι ταμπάκηδες κάθονταν κάτω από τους γεί σους των χαγιατιών � στο δρόμο και μάλαζαν με τα μεγάλα τους χέρια τα βοδινά δέρματα. Έμποροι κάτω από αντίσκηνα κάθο νταν ανάμεσα σε σωρούς τσακμακόπετρες, τσακμάκια, και μπα ρούτι. Ένας Αρμένης είχε κρεμάσει για πούλημα ακριβά μαντη λια. Ένας Τάταρος στριφογύριζε πάνω από τη φωτιά αρνίσια σουβλάκια. Ένας Εβραίος, τεντώνοντας μπροστά το κεφάλι του, στράγγιζε απ' το βαρέλι τη βότκα. Όμως, τον πρώτο που συνα ντησανε �ταν ένας Ζαποροζιάνος που κοιμότανε καταμε�ς του δρόμου, έχοντας ανοίξει δ ιάπλατα χέρια και πόδ ια. Ο Ταράς Μπούλμπα δεν μπόρεσε να μη σταματησει και να μην τον καμα ρώσει . - Βρε, για κοίτα κει, τι χουζουρλω ικα που μου ξαπλώθηκε! . Για δες ξένοιαστη φάτσα! έλεγε σταματώντας τ' άλογο. Π ραγματικά, �ταν ένα θέαμα αρκετά πρωτότυπο! Ο Ζαπο ροζιάνος, σαν λιοντάρι, είχε απλώσει τις αρωες του καταμε�ς στο δρόμο. Ριγμένο περ�φανα προς τα πίσω το μαλλί του, έπια νε ένα μέτρο τόπο. Το φαρδύ κοζάκικο πανταλόνι, από κατα κόκκινη ακριβ� τσόχα, �ταν πασαλειμμένο με πίσσα για να φα νεί καθαρά πως ο Κοζάκος δεν έδινε πεντάρα για τα ρούχα του. Αφού τον έκανε χάζι για κάμποση ώρα, ο Μπούλμπα προχώρη σε παρακάτω μέσ' από ένα στενοσόκακο όπου σκόνταφτες συ νεχώς πάνω σε μαστοράντζες που δουλεύανε επί τόπου καθένας με την τέχνη του και πάνω σε ανθρώπους απ ' όλες τις φυλές που γιομίζανε τούτο το χωριουδάκι του Σετς. Το χωριουδάκι τούτο έμοιαζε με εμπoρoπαν�γυρη κι αυτό �ταν που έντυνε και τάιζε το Σεντς, που �ξερε μονάχα να γλεντάει και να ρίχνει ντουφεκιές. Τελικά, άφησαν πίσω τους το χωριουδάκι και εωανε μερικές σκόρπιες καλύβες, σκεπασμένες με χόρτο � με τον τατάρικο τρό πο, με χοντρό κετσέ. Μερικές καλύβες είχαν ένα γύρω τοποθε τημένα κανόνια. Πουθενά δε φαινόταν φράχτης, ούτε υπήρχαν κείνα τα χαμηλά σπιτάκια με τους γείσους που στηρίζονταν σε χαμηλές ξύλινες κολονίτσες, όπως στο χωριουδάκι. Ένα μικρό 31
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ Α Τ Γ Κ Ο Γ ΚΟΛ
πρόχωμα κι ένα φράγμα από ακατάστατα ριγμένους κορμούς δέ ντρων, που δεν το φρουρούσε κανένας απολύτως, δείχνανε φο βερή ανεμελιά. Μερικοί μεγαλόσωμοι Ζαποροζιάνοι που ήταν ξα πλωμένοι με τα τσιμπούκια στα δόντια καταμεσής του δρόμου, τους κοιτάξανε μάλλον αδιάφορα και δεν κουνήθηκαν από τη θέ ση τους. Ο Ταράς πέρασε προσεχτικά με τους γιους του ανάμε σά τους, λέγοντας: - Γεια σας, λεβεντάδες μου! - Γεια σας και του λόγου σας! απάντησαν οι Ζαποροζιάνοι. Παντού, σ' όλο το ίσωμα, ήταν σκόρπιος ο κόσμος σε γραφι κά μπουλούκια. Απ' τα λιοκαμένα τους πρόσωπα έβλεπε κανείς πως όλοι τους είχαν ατσαλωθεί στις μάχες, είχαν δοκιμάσει κάθε λογής ταλαιπωρία. Νάτο, λοιπόν, το Σετς! Να η φωλιά απ' όπου ξεπετ ιούνται όλοι οι περήφανοι και δυνατοί, σαν τα λιοντάρια! Ν α από πού ξεχύνεται η λευτεριά και το κοζακομάνι και πλημ μυρίζει ολάκερη την Ουκρανία! Οι καβαλάρηδες φτάσανε σε μια ευρύχωρη πλατεία, όπου συνήθως μαζευόταν η συνέλευση . Πά νω σ' ένα μεγάλο αναποδογυρισμένο βαρέλι καθόταν ένας Ζα ποροζιάνος χωρίς πουκάμισο . Το κρατούσε στα χέρια του και μπάλωνε αργά τις τρύπες του. Και πάλι τους έφραξε το δρόμο ένα ολάκερο πλήθος μουζικάντηδες που 'χαν κάνει κύκλο, και ανά μεσά τους, δώσ' του και χόρευε ένας νεαρός Ζαποροζιάνος, έχο ντας ρίξει το καπέλο του στο σβέρκο κι έχοντας σηκώσει προς τα πλάγια τα χέρια του. Κάθε τόσο φώναζε: - Ε , πιο γρήγορα τα όργανα! Μην τη λυπάσαι, Φομά, τη βότ κα, πότ ισέ τους όλους, τους ορθόδοξους χριστιανούς! Κι ο Φομάς, με χτυπημένο το 'να μάτ ι, κερνούσε χωρίς λογα ριασμό, όλους όσοι του ζητούσαν, γιομίζοντάς τους ένα τεράστιο μαστραπά. Δίπλα στον νεαρό Ζαποροζιάνο χόρευαν τέσσερις γε ροντότ εροι που γάζωναν με τα πόδια τους τό χώμα, πετ ιόνταν στο πλάι, σα ριπή ανέμου, πέφτοντας σχεδόν πάνω στα κεφάλια των μουζικάντηδων και ξαφνικά, λυγίζοντας τα γόνατά τους, έτρε χαν σα δαιμονισμένοι χορεύοντ ας σχεδόν καθιστά, χτ υπώντας απότομα και γερά με τ ' ασημένια πέδιλά τους το σκληροπατη μένο χώμα. Η γη βούιζε υπόκωφα ένα γύρω και στον αγέρα αντη χούσαν από μακριά οι διάφοροι χοροί και το ποδοβολη τό απ' τ ις 32
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠ ΟΎΛΜΠΑ
ασημοπεταλωμένες μπότες. Ένας όμως από δαύτους ξεφώνιζε πιο δυνατά απ' όλους κι ορμούσε ξοπίσω από τους άλλους στο χορό. Η μακριά του τούφα ξεπετιόταν από το ξουρισμένο του κε φάλι και ανέμιζε στον αγέρα. Το δυνατό του στήθος ήταν ολόγυ μνο ώς κάτω· ένα ζεστό κοντογούνι το 'χε φορεμένο με τα μανί κια και ο ώρώτας έπεφτε από πάνω του ποτάμι. - Μα βγάλε το κοντογούνι, τουλάχιστο! είπε τελικά ο Ταράς. Δε βλέπεις που κάψωσες και βράζεις! - Δε γίνεται! φώναξε ο Ζαποροζιάνος. - Γιατί ; - Δε γίνεται! Είναι το χούι μου: ό,τι βγάλω θα το πιω . Καπέλο δεν είχε από ώρα πια ο λεβέντης, μήτε ζουνάρι στην πουκαμίσα του, μήτε κεντητό μαντήλι: όλα είχαν γίνει βότκα. Το πλήθος, όσο πήγαινε, μεγάλωνε συνεχώς, μπαίναν κι άλλοι στο χορό και δεν μπορούσες να μη συγκινηθείς, βλέποντας όλο κείνο το μεγάλο μπουλούκι να χορεύει ζωηρά και γρήγορα τον πω λεύ τερο, τον πιο δαιμονισμένο χορό απ' όσους έτυχε να δει ποτέ ο κόσμος - αυτόν το χορό που απ' τους ρωμαλέους εφευρέτες του ονομάστηκε κοζάκικος. - Εχ, αν δεν ήταν τ' άλογο! ξεφώνησε ο Ταράς. Θα ριχνόμου να, μα το ναι, θα ριχνόμουνα κι εγώ στο χορό! Στο μεταξύ, ανάμεσα στον κόσμο αρχίσανε να διακρίνονται και σοβαρές γέρικες ασπρομάλλικες τούφες που τους σέβονταν όλοι στο Σετς για τις υπηρεσίες που 'χαν προσφέρει, και χρη μάτισαν πολλές φορές επικεφαλής. Ο Ταράς συνάντησε σε λί γο ένα σωρό γνωστά του πρόσωπα. Ο Οστάπ κι ο Α ντρέι τον άκουγαν να χαιρετάει κάθε λίγο και λιγάκι: « Α, εσύ είσαι, Π ε τσερίτσα! Γεια σου, Κοζολούπ! » « Από π ο ύ με τ ο καλό, Τα ράς ; » « Πώς βρέθηκες εδώ, Ντολότο ; » « Γεια και χαρά σου, Κερ ντιάγκα! Γεια και χαρά σου, Γκούστι! Ποιος θα το 'λεγε πως θα σ' έβλεπα, Ρεμέν ; » Και τα παλληκάρια που 'χαν μαζευτεί δ ω πέρα απ' όλη τη λε βεντιά της ανατολικής Ρωσίας, φιλιόνταν συναμεταξύ τους κι αμέ σως αρχίσαν οι ερωτήσεις: «Κι ο Κασιάν τι γίνεται ; Κι ο Μπορο ντιάβκα ; Κι ο Κολοπέρ ; Κι ο Πιντσίτοκ ; » Κι άκουγε σ' απάντηση ο Μπούλμπα πως τον Μποροντιάβκα τον κρεμάσανε στο Τολο33
Ν Ι Κ Ο Λ ΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
made by Absens
πάν, πως τον Κολοπέρ τον γδάραν ζωντανό κοντά στο Κιζικιρ μέν, πως το κεφάλι του ΠιντσΙτοκ το βάλανε σ' ένα βαρέλι, το αλατΙσανε και το στεLλανε στην ω ια την Κωνσταντινούπολη . Ο γερο-Μπούλμπα χαμήλωσε το κεφάλι του κι έλεγε : «Ήταν καλοΙ Κοζάκοι, παλληκάρια με τα όλα τους! »
34
πΙ
Ε
made by Absens
μια βδομάδα σχεδόν από τότε που ο Ταράς Μπούλμπα ζούσε με τους γιους του στο Σετς. Ο Οστάπ κι ο Αντρέι απασχολούνταν λίγο με τα στρατιωτικά. Το Σετς δεν είχε κανένα κέφι να παιδεύεται με στρατιωτικές ασκήσεις και να χάνει τον καιρό του' οι νέοι μορφώνονταν και γίνονταν πολεμι στές εκεί μέσα μόνο με την πείρα, μέσα στη φωτιά των μαχών, που γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δε σταματούσαν σχεδόν ποτέ ! T1jV ώρα της ανάπαυλας, οι Κοζάκοι θεωρούσαν βαρετό να κάθονται να μαθαίνουν τη στρατιωτική πειθαρχία και τα τέτοια, εκτός από τη σκοποβολή, την ιππασία και το κυνήγι αγρίων ζώων στις στέπ πες και στα λιβάδια' όλ1j την άλλ1j ώρα το ρίχνανε στο γλέντι που το 'χανε για δείγμα μεγάλ1jς Ψυχικής λεβεντιάς. Όλο το στρα τόπεδο παρουσίαζε ένα ασυνήθιστο θέαμα. Ήταν κάτι σαν αδιά κοπο χαροκόπι, ένας χορός που είχε αρχίσει με πολλή οχλοβοή και είχε χάσει το τέλος του. Μερικοί ασχολούνταν μ ' επαγγέλ ματα, μερικοί είχαν μαγαζάκια και κάνανε τον έμπορα' οι πιο πολλοί ωστόσο το 'ριχναν όξω από το πρωί ώς το βράδυ, φτάνει να κουδουνίζανε τίποτε παράδες στην τσέΠ1j τους, φτάνει το βιος που έτυχε ν ' αποχτήσουν, να μ1jν είχε περάσει ακόμα στα χέρια του έμπορα και του κάπελα. Αυτό το γλυκό χαροκόπι είχε κάτι που σε μάγευε. Δεν ήτανε να πεις μια σύναξ1j από μεθύστακες, που πίνανε κρασί για να πάνε κάτω τα φαρμάκια, μα ήτανε απλά και σκέτα ένα άγριο γλέντι από ξεχείλισμα χαράς. Ο καθένας που ερχότανε εδώ, ξέχναγε και παράταγε το κάθε τι που τον απα σχολούσε ώς τότε. Μπορεί να πει κανείς πως ο καθένας έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια το παρελθόν και χωρίς φροντίδες ΙΧΕ Π ΕΡΑΣΕΙ
35
made by Absens
Ν Ι Κ Ο ΛΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
πtα χαr.ρότανε τη λευτερtά καt τη συντρoφtά των ά:λλ.ων , που, όπως xt ο ωως, δεν είχαν μήτε συγγενείς, μήτε γωνtά ν' απαγκtάσουν, μήτε οtκογένεtα, εκτός από τον ελεύθερο ουρανό καt το αδtάκο πο χαροκόπt της Ψυχής τους. Αυτό τους έδtνε το δαψονtσμένο εκείνο κέφt, που δε θα μπορούσε να ξεπηδήσεt από καμtά άλλη πηγή . Ot δtηγήσεtς κω το κουβεντολόt που μπορούσε ν' ακούσεt κανείς στtς συντροφtές των Κοζάκων, όταν ξαπλώνανε με το χου ζούρt τους να ξεκουραστούν ε καταγής, λεγόταν συχνά με τόσο αστείο τρόπο xt αποπνέανε τόση δύναμη καt ζωντάνtα, που θα 'πρεπε να 'χεt κανείς το ψύχραtμο παρουσtαστtκό του Ζαπορο ζtάνου, γtα να κρατήσεt όλη την ώρα την ασυγκίνητη έκφραση του προσώπου του, χωρίς να κουνήσεt ούτε το μουστάκt του καν ένα έντονο χαρακτηρtστtκό που δ tακρίνεt μέχρt τα σήμερα τον νό τω Ρώσο από τ' άλλα αδέρφtα του. Το γλέντt ήταν μεθυσμένο, όλο φωνές κω θόρυβο, παρ' όλ' αυτά δεν έμοtαζε με σκοτεtνό καπηλεtό, όπου ξεχνάεt τα βάσανά του ο άνθρωπος βλέποντας τα σκυθρωπά, τα παραμορφωμένα χαρακτηρtστtκά του γλεντtού. ΈμOtαζε μάλλον με μtα παρέα συμμαθητών. Η μόνη δtαφορά ήτα νε πως αντί να κάθονταt καt ν' ακούν τtς ανtαρές νουθεσίες του δασκάλου, αυτοί έκαναν επωρομές με πέντε χtλtάδες άλογα' αντί να παίζουνε με το τόπt στο γήπεδο, αυτοί είχανε αφύλαχτα, αφρό ντtστα σύνορα, απ' όπου ξεμύτtζε ο Τάταρος με το γρήγορο κε φάλt του κω ο Τούρκος τούς κοίταζε ακίνητος καt βλοσυρός, φο ρώντας το πράσtνο σαρίκt του . Η δtαφορά ήτανε πως ενώ στο σχολεtό τούς είχε ενώσεt ο εξαναγκασμός, εδώ είχαν έρθεt πα ρατώντας μόνοt τους πατεράδες καt μανάδες καt το 'χαν σκάσεt από τα σπίτtα των γονtών τους πως εδώ υπήρχαν άνθρωποt που βρεθήκανε με τη θηλεtά στο λαψό xt αντί να δούνε τον χλωμό θά νατο, είδανε τη ζωή κω μάλtστα τη ζωή σ' όλο το γλεντοκόπημά της πως εδώ υπήρχαν άνθρωπOt που από αρχοντtκό συνήθεω δεν μπορούσανε να κρατήσουνε δεκάρα στην τσέπη τους πως εδώ υπήρχαν άνθρωΠΟt που κάποτε τα δέκα ρούβλtα τα 'χανε γtα μέ γα βtος καt -να 'ναt καλά Ot εβραίοt πtστωτές- μπορούσες κά ποτε να τους γυρίσεtς τα μέσα όξω τtς τσέπες τους, χωρίς να φο βηθείς καθόλου πως κάτt θα βρεθεί να πέσεt από μέσα. Εδώ ήταν όλοt Ot tεροσπουδαστές που δεν άντεξαν στtς ακαδημαLκές βίτσες 36
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠ ΟΥΛΜΠΑ
και δεν τ α κατάφεραν ν α φέρουνε μαζί τους από τ ο σχολειό μή τε ένα γράμμα απ' την αλφάβητο . Όμως, μαζί μ ' αυτούς, υπήρ χαν κι άνθρωποι που ξέρανε τι πάει να πει Οράτιος, Κικέρων και ρωμαΙ:κή δημοκρατία. Εδώ υπήρχαν πολλοί αξιωματικοί που δια κρLθηκαν αργότερα στο στράτευμα του βασιλιά' εδώ υπήρχαν πολλοί έμπειρα παρτιζάνοι που είχαν αποχτήσει την ευγενική πε πoLθηση πως δεν έχει σημασία γιατί πολεμάς, φτάνει να πολεμάς, γιατί δεν ταφιάζει σ' έναν καθώς πρέπει κι έναν ευγενικόν άν θρωπο να μένει έξω απ' τη μάχη . Υπήρχαν και πολλοί που είχαν έρθει στο Σετς για να μπορούν να λένε ύστερα πως κάνανε στο Σετς και ήταν πια μπαρουτοκαπνισμένοι ιππότες. Μα και ποιος έλειπε από δω ; Αυτή η παράξενη δημοκρατία ήταν μια ανάγκη της εποχής εκείνης. Όσοι ορέγονταν να ζήσουν μια στρατιωτική ζωή, όσοι λαχταρούσαν το κούρσο -τα χρυσά κύπελλα, τα χρυ σουφαντα μεταξωτά, τα δουκάτα και τα ρεάλια- μπορούσαν να ' ρθουν εδώ, όποτε τους κάπνιζε, και να πιάσουν δουλειά. Μόνο αυτοί που είχαν για θεό τους τη γυναίκα δεν μπορούσαν να βρουν τίποτα δω πέρα, γιατί ακόμα και στο χωριουδάκι του Σετς δεν τολμούσε να παρουσιαστεί ένα θηλυκό! Του Οστάπ και του Αντρέ ι τούς φάνηκε πολύ παράξενο όταν είδαν έναν σωρό κόσμο να 'ρχεται στο Σετς και να μη βρίσκεται κανένας να τους ρωτήσει από πού κοπιάσανε, από πού κρατάει η σκούφια τους και ποιο είναι τ' όνομά τους. Έρχονταν δω πέρα λες και γύριζαν στο σπίτι τους απ ' όπου είχαν βγει μόλις μια ώρα πριν. Ο νιοφερμένος παρουσιαζότανε μονάχα στον αρχηγό του στρατοπέδου, που συνήθως του 'λεγε: - Γεια σου ! Πιστεύεις στον Χριστό ; - Πιστεύω! απαντούσε ο νιοφερμένος. - Και στην άγια Τριάδα, πιστεύεις ; - Πιστεύω! - Πας στην εκκλησία ; - Πηγαίνω. - Για να σε δω, κάνε το σταυρό σου! Ο νιοφερμένος σταυροκοπιότανε. - Πάει καλά, έλεγε ο αρχηγός. Τράβα τώρα σ' όποια καλύβα θέλεις. 37
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ Α 1" Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
Αυτή ή ταν όλη κ ι όλη η δ ιαδικασΙα της πρόσληψης. Όλο το Σετς προσευχότανε σε μιαν εκκλησΙα κι ή τ αν έτοιμο να την προ στατέψει με την τελευταΙα σταγόνα του αΙματός του, αν και δεν ήθελε μή τ ε κουβέντα να γΙνεται για νηστ εΙα και εγκράτ εια. Μό νο οι ΕβραΙοι, οι Αρμένηδες κι οι Τάταροι, σπρωγμένοι απ' τη δΙΨα του κέρδους, εΙχαν την τόλμη να ζούνε και να κάνουν εμπό ριο στο χωριουδάκι, γιατ Ι οι Ζαποροζιάνοι ποτ έ δεν κάνανε πα ζάρια. Πληρώνανε όσα χρήματα τύχαινε να βγάλει το χέρι τους απ ' την τσέπη . Εδώ που τα λέμε, η μοΙρα αυτών των σπαγγο ραμμένων εμπόρων ή ταν για κλάματα. Μοιάζανε με κεΙνους που πήγανε και χτΙσαν τ α σπΙτ ια τους στους πρόποδες του Β εζού βιου, γιατ Ι μόλις σωνόντουσαν τα λεφτά των Ζαποροζιάνων, τού τοι οι λεβέν τ ες μπαΙνανε στα μαγαζάκια τους, τα κάνανε όλα γυαλιά καρφιά και παψναν ό,τ ι ορεγόταν η ψυχή τους χωρΙς να πληρώσουν . Το Σετς το απο τ ελούσαν πάνω από εξήντα καλύ βες που μοιάζανε πολύ με ξεχωριστές, ανεξάρτη τες δημοκρα τ Ιες ή, μάλλον, μοιάζανε ακόμα περισσότερο με σχολειό και σε μινάριο παιδιών που ζούσανε βρΙΟκοντάς τα όλα έτοιμα. Κανένας δε φρόντιζε ν' αποχτήσει νοικοκυριό, μή τε και εΙχε τ Ιποτα δικό του. Όλα τα 'χε και τα διαχειριζότανε ο αταμάνος του μπουλο υ κιού που γι' αυτόν το λόγο Ισα Ισα οι Κοζάκοι τον έλεγαν μπάρ μπα. Αυτός κρατούσε τα χρήματα, τα ρούχα, όλα τα φαγώσιμα, το πλιγούρι, ακό μ α και τα καυσόξυλα ' οι Κοζάκοι τού δΙνανε τα χρήματά τους για φύλαξη. Συχνά -πυκνά σηκώνονταν αμάχες ανά μεσα στα μπουλούκια. Στις περιπτώσεις αυτές το πράγμα έφτα νε αμέσως σε καυγά. Οι Κοζάκοι ξεχύνονταν στην πλατεΙα και έσπαζαν μεταξύ τους τα παωια τους με τ ις γροθιές ώσπου το ένα μπουλούκι έβαζε κάτω το άλλο, οπότε άρχιζε το γλεντοκόπι. Τέ τοιας λογής ή ταν κεΙνο το Σετς, τέτοιες οι χάρες του που τραβά γανε σα μαγνή της τους νέους. Ο Οστάπ κι ο Αντρέι ρΙχτηκαν μ' όλη τη φλόγα της νεότη τάς τους μέσα σ' αυτήν τη γλεντζέδικη θάλασσα και ξέχασαν μονομιάς και το πατρικό τους σπΙτ ι και το σεμινάριο κι όλα τα πάντα που συγκινούσαν άλλοτε την ψυχή τους και δόθηκαν στην καινούργια ζωή . Όλα τραβούσαν την προσοχή τους: οι γλεντζέδικες συνήθειες του Σετς και οι απλοΙ κανονισμοΙ κι οι νόμοι, που φορές φορές τους 38
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠ ΟΥΛΜΠΑ
φαινόντουσαν μάλr.στα υπερβολικά αυστηροί γι' αυτήν την ανέμε λη δημοκρατία. Αν ένας Κοζάκος άπλωνε το χέρι του κει που δεν έπρεπε, αν έκλεβε κανένα παλιόπραμα κει πέρα, αυτό πια λογι ζότανε προσβολή για όλο το κοζακομάνι: αυτόν τον Κοζάκο, σαν άτιμο, τον δένανε στον ατιμωτικό πάσσαλο και βάζανε δίπλα του μια μαγκούρα' ο κάθε περαστικός, είχε υποχρέωση να του δώσει μια γερή ματσουκιά μέχρι που ο δεμένος τίναζε τα πέταλα απ' τα πολλά χτυπήματα. Όταν τύχαινε κανένας να χρωστάει και να μην πληρώνει, τον αλυσοδένανε σ' ένα κανόνι κι έμενε κει πέρα καθι σμένος μέχρι που να βρεθεί κανένας φίλος του να το πάρει από φαση να τον εξαγοράσει, πληρώνοντας τα χρέη του. Όμως, στον Αντρέι, τη μεγαλύτερη εντύπωση την έκανε η φοβερή τιμωρία που είχε οριστεί για κείνους που σκοτώναν άνθρωπο. Έτυχε να σκά ψουνε μπροστά στα μάτια του ένα λάκκο, να κατεβάσουν μέσα τον φονιά ζωντανό, να βάλουν από πάνω του την νεκρόκασα με τον σκοτωμένο κι ύστερα να γιομίσουν το λάκκο χώμα. Για πολύν και ρό αργότερα δεν του 'φεuyε απ' τη μνήμη η φοβερή τελετή της τι μωρίας κι όλο έβλεπε μπροστά του τον άνθρωπο εκείνον που τον θάψανε ζωντανό μαζί με το φριχτό κιβούρι. Δεν πέρασε πολύς καr.ρός κι οι δυο νεαροί Κοζάκοι κέρδισαν την εκτίμηση των άλλων. Πολλές φορές βγαίνανε στη στέππα μα ζί με τους φίλους τους του μπουλουκιού ή και μ' όλους τους Κο ζάκους των γειτονικών μπουλουκιών και κάνανε σκοποβολή, κυ νηγώντας πουλιά -κι ήταν λογής λογής τα πουλιά εκεί στη στέππα, σμήνη ολάκερα- κυνηγώντας ζαρκάδια κι αγριοκάτσικα ή τρα βούσαν κατά τις λίμνες, τα ποτάμια και τα ρέματα που τα 'χαν μor.ρασμένα με κλήρο σε κάθε μπουλούκι και ρίχνανε εκεί τα δί χτυα και τα 'βγαζαν γεμάτα ψάρια να φάει και να χορτάσει όλο το μπουλούκι. Μ ' όλο που αυτά δεν ήταν η τέχνη του Κοζάκου ωστόσο, τα δυο παιδιά του Μπούλμπα, άρχισαν κιόλας και ξε χώριζαν από τους άλλους νέους με την καπατσοσύνη τους και τη δεξιοσύνη τους σε όλα όσα το 'φερε η τύχη να καταπιαστούν. Ρί χνανε στο σημάδι και πετυχαίναν πάντα διάνα, πέρναγαν το Δνεί περο κολυμπώντας κόντρα στο ρεύμα, αποδείχνοντας έτσι στους παλιούς Κοζάκους πως ήταν άξιοι να γίνουν μέλη της κοινωνίας τους. Ο γερο-Ταράς ωστόσο τους ετοίμαζε άλλο στάδLO δόξας. 39
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΙ ΓΚΟΓΚΟΛ
Δεν ήταν του γούστου του αυτή 'Υ! ανέμελ'Υ! ζωή - άλλα λαχταρούσε 'Υ! ψυχή του. Όλο σκεφτόταν και το γύριζε στο μυαλό του πώς να ξεσηκώσει το Σετς σε καμιά 'Υ!ρωική εκστρατεία, όπου ένας ιπ πότης θα μπορούσε επιτέλους να γλεντήσει με τα όλα του . Τελι κά, πήγε μια μέρα στον αρχηγό και του το 'πε καθαρά: - Δε νομίζεις, αρχηγέ, πως είναι πια καιρός να το ρίξουμε μια στάλα έξω οι Κοζάκοι ; - Και πού να πάνε να το ρίξουν έξω ; απάντησε ο αρχηγός βγά ζοντας απ' το στόμα του το μικρό τσιμπούκι του και φτύνοντας στο πλάι. - Πού να πάνε ; Μα μπορούμε να τα βάλουμε με κείνους τους παλιότουρκους ή με τους Τάταρους. - Δε γίνεται να τα βάλουμε μήτε με τους Τούρκους μήτε με τους Τάταρους, απάντησε ο αρχηγός και ξανάβαλε Ψύχραιμα το τσιμπούκι του στο στόμα. - Τι κάθεσαι τώρα και μου λες ; Πώς δε γίνεται ; - Αυτό που σου λέω. Δώσαμε υπόσχεση στο Σουλτάνο να 'χουμε ειρήνrι . - Μα αυτός είναι μουσουλμάνος: κι ο Θεός κι 'Υ! Αγία Γραφή προστάζουν ε να πελεκάμε τους μουσουλμάνους. - Δεν έχουμε το δικαίωμα. Αν δεν είχαμε ορκιστεί στην πίστη μας, τότες, δε λέω, μπορεί και να γινότανε. Τώρα όμως, όχι, δε γίνεται. - Μα τι μου κοπανάς, τι κάθεσαι και λες ; Πώς δ'Υ!λαδή δε γί νεται; Τι θα πει, δεν έχουμε το δικαίωμα ; Έχω δυο γιους, μ'Υ!ν το ξεχνάς, είναι κι οι δυο τους μικρά παλλ'Υ!κάρια, μήτε ο ένας μήτε ο άλλος δεν έτυχε ακόμα να βρεθούν σε πόλεμο και συ κάθεσαι τώρα και μου λες: δεν έχουμε το δικαίωμα. Δεν πρέπει οι Κοζά κοι να βγουν σε σεφέρΙ - Ναι, δε θα 'τανε σωστό. - Κι είναι δ'Υ!λαδή σωστό να ΠYjγαίνει έτσι χαράμι 'Υ! δύναμ'Υ! των Κοζάκων, είναι σωστό να μένουνε δω πέρα οι άνθρωποι και να σαπίζουνε σαν τα σκυλιά, χωρίς να κάνουν κάτι της προκοπής, να κάθουνται με σταυρωμένα χέρια, έτσι που μήτε 'Υ! πατρίδα, μή τε 'Υ! χριστιανoσύνrι να μ'Υ! δούνε μια στάλα όφελος απ' το σπαθί τους ; Μα τότε γιατί ζούμε, δε μου λες ; Τι τη θέλουμε δ'Υ!λαδή τη 40
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΎΛΜΠΑ
ζωή μας, που ν α πάρει ο δ ιάολος, για κάν' το μου λιανά. Εσύ εί σαι άνθρωπος μυαλωμένος, δε σε βγάλανε βέβαια, έτσι στο βρό ντο αρχηγό, κάν' το μου λιανά, τι τη θέλουμε τη ζωή μας, έτσι που κατάντησε ; Ο αρχηγός δεν απάντησε τίποτα σ' αυτή την ερώτηση. Ήταν ένας Κοζάκος πολύ πεισματάρης. Έμεινε για λίγο σιωπηλός κι ύστερα, είπε: - Ό,τι και να λες, πόλεμος δε θα γίνει. - Δε θα γίνει πόλεμος ; ξαναρώτησε ο Ταράς. - Όχι. - Δηλαδή, μήτε να το σκέφτουμω ; - Μήτε να το σκέφτεσαι. «Περίμενε και θα δεις, φάτσα του διαβόλου ! » είπε μέσα του ο Μπούλμπα. «Θα σου δείξω εγώ ! » κι αποφάσισε, εκεί, επί τό που, να εκδικηθεί τον αρχηγό. Πήγε και κουβέντιασε με τον έναν και τον άλλον, τα συμφώ νησε μαζί τους -τους κέρασε όλους και τα κοπανήσανε γερά- κι οι μεθυσμένοι Κοζάκοι, ένα ολάκερο μπουλούκι, ξεχύθηκαν και τράβηξαν ίσα στην πλατεία, όπου δεμένο σ' ένα ψηλό παλούκι, κρεμότανε J'O μεγάλο σήμαντρο. Αυτό χτυπούσαν συνήθως, όταν καλούσαν συγκέντρωση . Δε βρήκανε τα ξύλα γιατί αυτά τα είχε πάντοτε μαζί του ο τελάλης. Αρπάξανε λοιπόν από 'να κούτσουρο κι άρχισαν να το βαράνε. Πρώτος απ ' όλους κατέφθασε ο τελάλης, ένας Ψηλός που του 'χε απομείνει το 'να του μάτι μονάχα, που κι αυτό ωστόσο φαινόταν νυσταγμένο . - Με ποιο δικαίωμα βαράτε το σήμαντρο ; - Σκασμός! Πάρε τα ξύλα σου και βάρα μια! απαντήσανε τα πρωτοπαλλήκαρα. Ήτανε βλέπεις στο κέφι ακόμα απ' τη βότκα που είχανε κοπανήσει. Ο τελάλης έβγαλε αμέσως απ' την τσέπη του τα ξύλα που τα 'χε πάρει μαζί του, ξέροντας πολύ καλά πού καταλήγουν παρό μοιες φασαρίες. Το σήμαντρο αντήχησε βουερό και σε λίγο άρχι σαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία, σαν σμήνη μέλισσες τα μαύρα μπουλούκια των Κοζάκων . Στάθηκαν όλοι τους ένα γύρω κι ύστερα από το τρίτο χτύπημα καταφτάσανε κι οι επικεφαλής: 41
Ν Ι Κ Ο Λ ΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
αρχηγός μ ε το ραβδί στο χέρι -το σύμβολο του αξιώματός τοu- δικαστης με τη βούλλα, ο γραφιάς με το καλαμάρι και ο εσαούλ με τη ράβδο του. Ο αρχηγός κι οι επικεφαλής, βγάλαν τα σκου φιά τους και υποκλίθηκαν δεξιά κι αριστερά στους Κοζάκους που στέκονταν στητοί και περήφανοι με τις γροθιές στη μέση τους. - Τι σημαίνει αυτή η μάζωξη ; Τι ζητάτε σεις, οι πολλά αντρειω μένοι . . . Οι βρισιές κι οι φωνές τους δεν τον αφήνανε να συνεχίσει. - Άσ' το χάμω το ραβδΙ Άσ' το χάμω το ραβδί, διαβόλου γιε, τώρ ' αμέσως άσ' το χάμω! Δε σε θέλουμε πια! φωνάζανε απ' το πλήθος οι Κοζάκοι. Μερικοί, από τα ξεμέθυστα μπουλούκια, φάνηκε για μια στιγ μή πως θελήσανε ν' αντισταθούνε. Τα μπουλούκια όμως μεθυ σμένα και ξεμέθυστα, ήρθανε στα χέρια. Οι φωνές κι ο σαματάς γενικεύτηκαν. Ο αρχηγός κάτι πήγε να πει, ξέροντας όμως πως τούτο το μα νιασμένο, ανυπόταχτο πλήθος, έτσι που το 'χε ρίξει τώρα στο νταηλίκι μπορούσε να τον αρπάξει εκεί επί τόπου και να τον αφα νίσει στο ξύλο, πράμα που πάντοτε σχεδόν συμβαίνει σε παρό μοιες περιπτώσεις, υποκλίθηκε πολύ βαθειά, απίθωσε χάμω το έμβλημα της εξουσίας και κρύφτηκε στο πλήθος. - Μήπως διατάζετε να παραδώσουμε και μεις τα σύμβολα του βαθμού μας ; είπαν ο δικαστης, ο γραφιάς κι ο εσαούλ και ήτάν έτοιμοι ν' απιθώσουν το καλαμάρι, τη βούλλα και τη ράβδο. - Όχι, εσείς να μείνετε ! φωνάξανε απ' το πλήθος. Μας φτά νει που διώξαμε τον αρχηγό, γιατί αυτός φοράει φουστάνια και μεις θέλουμε άντρα γι' αρχηγό μας. - Και ποιον θα βάλετε τώρα αρχηγό ; ρωτήσανε οι επικεφαλής. Να βγάλουμε τον Κουκουμπένκο! φώναξαν μερικοΙ - Δεν τον θέλουμε τον Κουκουμπένκο ! φώναξαν άλλοι. Ε ίναι μικρός ακόμα, το γάλα δε στέγνωσε στο στόμα του . - Ας γίνει ο Σίλο αταμάνος! φωνάζανε μερικοΙ Τον Σίλο (το σουβλΟ να βγάλουμε αρχηγό μας! - Σουβλί στην πλάτη σου! φώναξε βρίζοντας το πλήθος. Τι Κο ζάκος είναι αυτός, μωρέ ; που είναι ένας κλέφτης σαν Τάταρος! Στο διάολο ο μεθύστακας ο Σίλο! - Τον Μποροντάτι! Τον Μποροντάτι να βγάλουμε αρχηγό ! Ο
made by Absens
Ο
42
made by Absens
Τ Α Ρ Α Σ Μ Π Ο ΥΛ Μ Π Α
- Δεν τον θέλουμε! Στου δ ιαόλου τη μάνα ν α πάει ο Μπορο ντάτι! - Φωνάξτε τον Κιρντιάγκα! ψιθύρισε ο Ταράς Μπούλμπα σε μερικούς. - Τον Κφντιάγκα, τον Κφντιάγκα! φώναζε το πλήθος. Τον Μποροντάτι! Τον Κιρντιάγκα! Τον ΣLλo! Στο διάολο ο ΣLλo! Τον Κιρντιάγκα! Όλοι οι υποψήφωι μόλις ακούγανε τα ονόματά τους, βγαίναν αμέσως απ' το πλήθος για να μην περάσει απ' το μυαλό κανενός η υποψία πως τάχατες βοηθούσανε με την προσωπική συμμετο xfι τους στην εκλογή . - Τον Κφντιάγκα! Τον Κφντιάγκα! ακούγονταν τώρα δυνα τότερες οι φωνές. - Τον Μποροντάτι! Κι απ ' τις φωνές περάσανε στις γροθιές και ο Κφνηάγκα θριάμβευσε . - Πηγαίνετε να φωνάξετε τον Κφντιάγκα! φωνάξανε μερικοΙ Καμιά δεκαριά Κοζάκοι ξεχώρισαν αμέσως απ' το πλήθος με ρικοί από δαύτους μόλις που κρατιόνταν στα πόδια τους -τόσο πολύ είχαν βαρύνει απ ' το κρασί- και τράβηξαν ίσα στον Κφ ντιάγκα για να του κάνουνε γνωστή την εκλογή του. Ο Κφντιάγκα, ήταν ένας πολύ γέρος, έξυπνος όμως Κοζάκος. Απ' ώρα τώρα καθότανε στην καλύβα του κι έκανε πως δεν πή ρε είδηση τι γινότανε στην πλατεία. - Τι τρέχει, παλληκάρια μου ; Τι θέλετε ; ρώτησε. - Σήκω, σε βγάλανε αρχrryό ! - Λυπηθείτε με , παλληκάρια μου! είπε ο Κφντιάγκα. Δεν είμαι άξως εγώ για τόσο μεγάλη τψή . Πώς να τα βγάλω πέρα εγώ ; Δεν έχω γω τα μυαλά που χρειάζονται για ένα τέτοω αξίωμα. Μα τι λοιπόν ; Δε βρέθηκε κανένας καλύτερος σ' ολάκερο το ασκέρι; - Άσε τα λόγια και τράβα, σου λέμε! φώναζαν οι Κοζάκοι. Δυο από δαύτους τον άρπαξαν από τις αμασχάλες κι όσο κι αν πά σχιζε αυτός να καρφώσει τα πόδια του στο χώμα, τον τραβήξανε τελικά και τον φέρανε στην πλατεΙα. Τον βρίζανε, τον σπρώχνα νε από πίσω με γροθιές με κλωτσιές, τον ορμηνεύανε και προ σπαθούσαν να τον πείσουν: «Προχώρα το λοιπόν, διαόλου γιε! 43
made by Absens
Ν Ι Κ Ο ΛΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
Την τιμή και το αξΙωμα, σκύλε, πρέπει ν α τα δέχεσαι, άμα σου τα δΙνουν ». Έτσι τον μπάσανε τον Κφντιάγκα στον κύκλο των Κοζάκων. - Λοιπόν, πολλά αντρειωμένοι, εΙπαν αuτoΙ που τον φέρανε, συμφωνεΙτε να γΙνει τούτος δω ο Κοζάκος αρχηγός μας ; - Όλοι συμφωνούμε! φώναξε το πλήθος κι από τις κραυγές αντηχούσε για πολλήν ώρα η πλατεΙα. Ο δικαστής πήρε το ραβδΙ και το πρόσφερε στον νεοεκλεγμέ νο αρχηγό. Ο Κφντιάγκα όπως ήταν το συνήθειο, δε δέχτηκε με το πρώτο. Ο δικαστής τού το πρόσφερε για δεύτερη φορά. Ο Κφ ντιάγκα αρνήθηκε και δεύτερη φορά, ύστερα όμως, την τρΙτη πια, δέχτηκε το ραβδΙ Όλο το πλήθος άρχισε τότε να ζητωκραυγάζει και οι ιαχές του ξαναντήχησαν σ' ολάκερη την πλατεΙα. Τότε, μέσ' από το πλήθος βγήκαν τέσσερις γεροκοζάκοι με γκρΙζα μουστά κια και γκρΙζες τούφες (πολύ γέροι δεν υπήρχαν στο στρατόπεδο γιατΙ κανένας Κοζάκος δεν πέθαινε από φυσικό θάνατο) και παφ νοντας όλοι τους από μια χούφτα χώμα -κεΙνη την ημέρα εΙχε βρέ ξει κι εΙχε γΙνει λάσπη- του το ρΙξανε στο κεφάλι του. Το υγρό χώ μα άρχισε και κύλαγε από το κεφάλι του, κύλαγε στα μουστάκια και τα μάγουλά του και του πασάλειψε όλο το πρόσωπό του με λάσπη . Ο Κφντιάγκα όμως στεκότανε εκεΙ, ακΙνητος και ευχαρι στούσε τους Κοζάκους για την τιμή που του κάνανε. Έτσι τέλειωσε η φασαρΙα της εκλογής κι εΙναι άγνωστο αν οι άλλοι χαρήκανε τόσο με τ' αποτέλεσμα όσο χάρηκε ο Μπούλμπα, πρώτο γιατΙ εκδικήθηκε τον παλιό αρχηγό και δεύτερο γιατΙ ο Κφντιάγκα ήτανε παλιός του φΙλος και πήρε μέρος μαζΙ του σ' όλες τις εκστρατεΙες, σε στεριά και σε θάλασσα, και μοιράστηκε μαζΙ του τις κακουχΙες και τις δυσκολΙες του πολέμου . Το πλήθος σκόρπισε αμέσως να πάει να γLOρτάσει την εκλογή και σε λΙγο άναψε ένα γλέντι που παρόμοιο δεν εΙχαν δει μέχρι τότε ο Οστάπ κι ο Αντρέι. Τα κρασοπουλιά λεηλατήθηκαν' οι Κοζάκοι πέρνα νε το γλυκό κρασΙ, τη βότκα και τη μπύρα, με το έτσι θέλω, δΙχως να πληρώσουν. Οι μαγαζάτορες δε βγάζαν άΥ,Υα, χαΙρονταν μά λιστα που γλύτωναν το κεφάλι τους. Όλη η νύχτα πέρασε με φω νές και τραγούδια που υμνούσαν κοζάκικα κατορθώματα. Βγή κε το φεγγάρι και γr.α πολλήν ώρα έβλεπε τα μπουλούκια και τους 44
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΎΛΜΠΑ
made by Absens
μουσικούς που τριγυρίζανε στα στενά σοκάκια, παίζοντας μπα ντουρά, σαντούρι και στρογγυλές μπαλαλάικες. Έβλεπε τους ψαλτάδες που τους είχανε στο Σετς οι Κοζάκοι για να ψέλνουν στην εκκλησία και να υμνούν τα κατορθώματά τους. Τελικά, το μεθύσι κι η κούραση άρχισαν να βάζουν κάτω τα σκληρά κεφά λια. Κι έβλεπες τότε, δω και κει, να πέφτει ένας Κοζάκος κατά χαμα· έβλεπες άλλον ν' αγκαλιάζει το φίλο του, να του μιλάει συ γκινημένος, να δακρύζει κιόλας και να σωριάζεται μαζί του. Εδώ, έπεσε κουβάρι ολάκερο μπουλούκι. Εκεί, έβλεπες κάποων να διαλέγει ένα μέρος για να βολευτεί πω χουζουρλωικα και τελικά να ξαπλώνει πάνω σ' ένα ξύλινο κούτσουρο . Ο τελευταίος που άντεχε περισσότερο από τους άλλους, εξακολουθούσε ακόμα να βγάζει λόγο - λέγοντας άρες-μάρες. Τελικά, τον θέρισε κι αυτόν το κρασί, σωριάστηκε χάμω και όλο το Σετς το ' ριξε στον ύπνο .
45
made by Absens
ιν
Τ
made by Absens
κιόλας μέρα, ο Ταράς Μπούλμπα π�γε να συ νεννοηθεΙ με τον καινούργω αρχηγό, πώς θα τα κατάφερ� ναν να ξεσηκώσουν τους Κοζάκους να ξεκι�σoυν για κα μιά επι.Oρoμ� . Ο αρχηγός �ταν έξυπνος και πονηρός Κοζάκος, �ξερε τους Ζαποροζιάνους απόξω κι ανακατωτά. Στην αρχή, λοι πόν, εΙπε: - Δε γΙνεται να πατησουμε τον όρκο . Όχι. Αυτό οε γΙνεται ποτέ. 'Ύστερα, αφού σώπασε για λΙγο πρόστεσε: - Μπα, οε βαριέσαι. Πνεται. Δε θα πατησουμε τον όρκο. Θα βρούμε άλλο τρόπο. Κάτι θα κατεβάσει το κεφάλι μας. Μόνο να μαζωχτεΙ ο λαός - κι όχι με οικιά μου oιατα� μα να, έτσι, από οι κιά του θέληση. Ε , οεν υπάρχει βέβαια λόγος να σας οασκαλέψω, ξέρετε σεις πώς θα την κουμαντάρετε την υπόθεση. Τότε και μεις, θα καταφτάσουμε τρέχοντας μαζΙ με τις μεγάλες κεφαλές, θα , ρθουμε και μεις στην πλατεΙα, τάχα πως οεν ξέρουμε τΙποτα. Δεν πέρασε ούτε μια ώρα που τελειώσαν την κουβέντα τους κι αντηχησε κιόλας το �μαντρo . Βρέθηκαν αμέσως και μεθυ σμένοι και παλαβοΙ Σωρός τα κοζάκικα καπέλα ξεχύθηκαν ξάφ νου στην πλατεΙα. Από παντού άκουγες φωνές και φασαρΙα: « Ποως χτύπησε ; . . . ΓιατΙ; . . . Τι συμβαΙνει και βαρέσανε συ γκέντρωση ; . . . » ΚανεΙς οεν απαντούσε. Τελικά, άρχισαν ν' ακούγονται φωνές, μια από τούτη τη μεριά, μια από την άλλη : « Για οες που χάνεται άοικα και πάει στράφι η δύναμη των Κοζάκων: οεν έχει πόλεμο σου λέει ο άλλος! . . . Τι σόι πρωτοπαλΗ Ν ΑΛΛΗ
47
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ ΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
λήκαρα είναι αυτοί που έχουμε ; Τ ο 'χουν ρίξει όλοι τους στο ρα χάτι τον τελευταίο καιρό και τα μάτια τους πάνε να κλείσουν απ' τα ξύγκια! Καταπώς φαίνεται, πέθανε η τιμιότητα κι η αλήθεια σε τούτον τον κόσμο! » Στην αρχfj, οι άλλοι Κοζάκοι άκουγαν μονάχα. 'Ύ'στερα όμως άρχισαν κι αυτοί να λένε: «Ναι, σωστά το είπε. Πάει, πέθανε η αλήθεια στον κόσμο! » Οι επικεφαλής φάνηκαν ν' απορούν ε ακούγοντας τέτοιες κου βέντες. Τελικά, ο αρχηγός βγήκε μπροστά και είπε: - Πολλά γενναίοι Ζαποροζιάνοι, με την άδειά σας, θέλω να πω δυο κουβέντες. - Πες τες! - Το λοιπόν, αυτό που ήθελα να πω , ευγενέστατοι πάνι, είναι πως δηλαδή -πράμα που το ξέρετε β έβαια κι από μόνοι σας καλύτερα από μένα- είναι πως πολλοί Ζαποροζιάνοι έχουν βου λιάξει στα χρέη και χρωστάνε τα μαλλιά της κεφαλής τους, που λέει ο λόγος, σε κείνα τα παλιόσκυλα τους Εβραίους, μα και στους φίλους τους ακόμα, τόσο που ούτε ο διάολος δεν τους δί νει με πίστωση . 'Ύ'στερα θα 'θελα να πω και το άλλο, πως δη λαδή υπάρχουν ένα σωρό παλληκάρια δω πέρα, που δεν τους έτυχε ώς τα τώρα να δούνε με τα μάτια τους τι σόι πράμα είναι ο πόλεμος κι όμως το ξέρει βέβαια ο πάσα ένας πως ένας νέος δεν μπορεί να κάνει δίχως πόλεμο. Τι Ζαποροζιάνος είναι, δη λαδή , αν δεν έχει έρθει ούτε μια φορά στα χέρια με τους μου σουλμάνους ; « Καλά τα λέει», σκέφτηκε ο Μπούλμπα. - Δηλαδή, πολλά αντρειωμένοι μου, δε θα 'θελα να περάσει απ ' το μυαλό σας πως τα λέω όλα τούτα γιατί το 'χω σκοπό να χαλάσω την ειρήνη . Θεός φυλάξοι! Έτσι το 'πα δηλαδή, μια και το 'φερε η κουβέντα. 'Ύ'στερα είναι και το άλλο : Έχουμε δω πέ ρα έναν οίκο του Θεού, που μα την αλήθεια, ντρέπεσαι να τον κοι τάξεις. Χρόνια και χρόνια τώρα, βάζει ο Θεός το χεράκι του και κρατιέται το Σετς, κι όμως η εκκλησία του έχει μείνει ώς τα σή μερα άφτιαχτη κι αστόλιστη κι όχι μόνο απόξω που θα πεις δε βαριέσαι, μα κι από μέσα δεν έχει ούτε ένα τόσο δα παραμικρό στολίδι. Να βρισκότανε τουλάχιστο κανένας να ντύσει με λίγο 48
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΥΛΜΠΑ
ασήμι τ α εικονίσματα! Μπα, πού τέτοιο πράμα! Το μόνο που κά νανε μερικοί Κοζάκοι -και μετριούνται στα δάχτυλα, αυτοί οι κα λοί χριστιανοί- ήτανε που έταξαν να δώσουνε στην εκκλYjσία κά τι από το βιο τους άμα πεθάνουν. Μα, κι αυτό το τάξιμο ήτανε φτωχό κι ούτε που αξίζει να γίνεται λόγος για δαύτο, γιατί όλοι τούτοι ήπιανε ότι είχαν και δεν είχαν, όσο ζούσαν ακόμα. Όπου το λοιπόν, εγώ, αν τα λέω όλ' αυτά, δεν το κάνω για να φέρω λάου λάου την κουβέντα στον πόλεμο και να πω ξαφνικά πως πρέπει να τα βάλετε με τους μουσουλμάνους. Γιατί, βέβαια, έχου με δώσει υπόσχεσYj στον Σουλτάνο να κρατήσουμε την ειρήVYj και θα 'τανε μεγάλYj αμαρτία και θα 'πεφτε το δ ίχως άλλο στα κε φάλια μας το κρίμα, γιατί δώσαμε όρκο κι ορκιστήκαμε σύμφω να με το δικό μας νόμο και σύμφωνα με την πίστη μας. «Σα να τα μπερδεύει», είπε μέσα του ο Μπούλμπα. - Ναι, όπως βλέπετε, ευγενέστατοι πάνι, δεν είναι δυνατό ν' αρχίσουμε πόλεμο. Η τιμή της ιπποσιJVYjς δεν το επιτρέπει. Όμως, εγώ, με το φτωχό μου το μυαλό, κάθουμαι και λέω πως δε θα 'ταν άσΚYjμα να δώσουμε την άδεια και να στείλουμε μόνο τους νέους με βάρκες, να πάνε να κορφολογήσουν μια στάλα τις αχτές της Μικρασίας. Τι λέτε και σεις, πολλά αντρειωμένοι πάνι; - Πήγαινέ μας, οδήγα μας όλους! άρχισε να φωνάζει το πλή θος από όλες τις μέρες. Για την πίστη είμαστε έτοιμοι να δώσου με και τα κεφάλια μας! Ο αPΧYJγός τρόμαξε ' δεν το 'θελε καθόλου να ξεσYjκώσει όλο το Ζαπορόζιε : Του φαινόταν πως είναι αδικία να χαλάσει την ει pήVYj . - Ευγενέστατοι πάνι, με την άδειά σας, μπορώ να πω ακόμα δυο κουβέντες ; - Φτάνει! φωνάζανε οι Ζαποροζιάνοι. Δεν μπορείς να μας πεις τίποτα καλύτερο! - Μια κι είναι έτσι, ας γίνει το δικό σας. Εγώ είμαι δούλος της αφεντιάς σας κι όλα πρέπει να γίνονται κατά πως τα θέλετε. Ο καθένας το ξέρει, το γράφει κι Yj Αγία Γραφή, πως οργή λαού. φω νή Θεού. Γιατί βέβαια, ποτέ δε θα μπορέσεις να σοφιστείς τίπο τα πιο έξυπνο από κείνο που σοφίστηκε ο λαός. Μόνο, να τι θα 'χα να προστέσω, πολλά αντρειωμένοι μου: το ξέρετε βέβαια πο49
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΙ ΓΚΟΓΚΟΛ
λύ καλά πως ο σουλτάνος δε θ ' αφήσει ατιμώΡ1Jτη τη διασκέδα01J που θα χαρούνε τα παλλ1Jκάρια μας. Καλό θα ήταν να ετοι μαστούνε, να μ1J μας πιάσει στον ύπνο, καλό θα ήτανε να 'χουμε ξεκούραστα τ' ασκέρια μας, να μπορούμε να τα βάλουμε μ' ό ποιον λάχει, χωρίς να σκιαχτούμε κανένα. Κι όσο θα λείπουνε τα παλλ1Jκαράκια μας, μπορεί να μας ριχτούνε κι οι Τάταροι, αυτά τα τσιράκια των Τούρκων. Φυσικά, δεν έχουνε τα κότσια να ρι χτούνε κατά πάνω μας αβέρτα, πισώπλατα όμως μπορούνε να μας δαγκώσουν στις φτέρνες και μάλιστα να μας δαγκώσουνε τό σο που πολύ θα πονέσουμε. Και, μια κι αρχίσαμε δ1Jλαδή να λέ με την πάσα αλήθεια, πρέπει να πούμε πως μήτε βάρκες έχουμε αρκετές αρματωμένες, μήτε και μπαρούτι αλεσμένο αρκετό μας βρίσκεται, τόσο που να μπορούμε να ξεκινήσουμε όλοι μαζΙ Όσο για μένα, τι μπορώ να πω ; Εγώ, είμαι πάντα στις διαταγές σας. Εγώ είμαι δούλος της αφεντιάς σας. Ο πον1Jρός αταμάνος σώπασε. Τα μπουλούκια αρχίσανε να κουβεντιάζουν το πράμα, οι αταμάνοι κάνανε σύσκεψ1J ' οι μεθυ σμένοι, ευτυχώς, δεν ήταν και τόσοι πολλοί και γι' αυτό αποφα σίσανε να υπακούσουνε στις μυαλωμένες συμβουλές των άλλων. Τ1Jν ωια ώρα ξεκίν"fjσαν αρκετοί άντρες να πάνε στην απένα ντι όχθ1J του Δνείπερου, όπου βρισκότανε το στρατιωτικό θ1Jσαυ ροφυλάκια . Εκεί, μέσα σε απρόσιτες κρυΨώνες, κάτω απ' το νε ρό και μέσα στα καλάμια, είχαν κρύψει οι Κοζάκοι το ταμείο τους και ένα μέρος απ' τα όπλα που αρπάξανε λάφυρα απ ' τον εχθρό. Οι άλλοι, καταπιάστηκαν με φούρια να εξετάσουν ε τις βάρκες, να τις μερεμετίσουνε και να τις αρματώσουνε - να τις έχουν έτοι μες για ταξωι. Ώσπου να πεις τρία, 1J όxB1J πλ1Jμμύρισε Κοζάκους. Κάμποσοι μαραγκοί καταφτάσανε κρατώντας τα τσεκούρια τους. Οι παλαίμαχοι, οι 1Jλιακαμένοι, οι γεροπόδαροι, οι πλατύστερνοι Ζαποροζιάνοι, άλλοι με ψαρά μουστάκια κι άλλοι με κατάμαυ ρα, έχοντας ανα01Jκώσει τα φαρδιά τους σαλβάρια, στέκονταν ώς το γόνατο μέσα στο νερό και τραβούσαν τις βάρκες απ ' την όχθ1J με γερά παλαμάρια. Άλλοι κουβαλάγανε έτοιμους, ξερούς κορ μούς δέντρων και κάθε λογής ξυλεία. Εδώ, βουλώνανε με σανί δες τις χαραμάδες εκεί, έχοντας αναποδογυρίσει τη βάρκα, την καλαφατίζανε και την πασαλείβανε με κατράμι' αλλού, στεριώ50
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΎΛ Μ Π Α
νανε στα πλιiι"νά της βάρκας -σύμφωνα μ ε το κοζάκικο συνήθειο μεγάλα δεμάτια από καλάμια, για να μην αναποδογυρίσουν και βουλιάξουνε τις βάρκες τα θαλάσσια κύματα. Αλλού, παράμερα, συνδαυλίσανε σ' όλη την όχθη φωτιές και βράζανε σε μπακιρένια καζάνια κατράμι για να πασαλείψουνε με τούτο τα σκάφη. Οι γέ ροι και οι πολύπειροι δασκαλεύανε τους νέους. Παντού ένα γύ ρω ακούγονταν τα χτυπήματα και οι φωνές - γιατί βέβαια όταν δουλεύει κανείς, όλο και κάτι θα 'χει να ζητήσει, όλο και κάποιον θα χρειαστεί να διατάξει. Ολάκερη η όχθη , σαν ζωντανή, ανατα ραζόταν και σάλευε . Την ώρα εκείνη εωαν να πλησιάζει στην όχθη μια μεγάλη πε ραταριά. Οι άντρες που στέκονταν μπουλούκι πάνω στην περα ταριά άρχισαν και κουνάγανε από μακριά τα χέρια τους. Ήταν κάτι Κοζάκοι με σκισμένα ρούχα. Βλέποντάς τους έτσι κουρελή δες -πολλοί από δαύτους δεν είχαν τίποτ' άλλο εκτός απ ' την πουκαμίσα τους κι ένα τσιμπούκι στο στόμα- καταλάβαινες αμέ σως πως θα 'πρεπε να ξέφυγαν μόλις τώρα από καμιά μεγάλη συφορά ή να το ρίξανε τόσο στο γλέντι που τα ήπιανε όλα, όσα είχαν και δεν είχαν. Απ' ανάμεσά τους βγήκε μπροστά και ξεχώ ρισε ένας κοντός πλατύστερνος Κοζάκος, καμιά πενηνταριά χρο νώ. Φώναζε και κουνούσε το χέρι του πιο δυνατά απ' όλους τους άλλους. Επεωή όμως η φασαρία δεν είχε σταματήσει στην όχθη, κανένας δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα λόγια του και να κατα λάβει τι λέει. - Τι νέα μας φέρατε ; ρώτησε ο αρχηγός, όταν η περαταριά πλεύρισε στην όχθη . Όλοι οι μαστόροι, σταμάτησαν τη δουλειά και σηκώνοντας τα τσεκούρια και τα σκαρπέλα, κοίταζαν τους νιοφερμένους, περιμένοντας ν' ακούσουν. - Συφορά! φώναξε απ' την περαταριά ο κοντός Κοζάκος. - Τι συφορά ; - Πολλά γενναίοι Ζαποροζιάνοι, με την άδειά σας, να πω δυο κουβέντες ; - Λέγε ! - Μην τυχόν και προτιμάτε να βαρέσετε συγκέντρωση ; - Λέγε, όλοι εδώ ήμαστε. Όλη η όχθη στριμώχτηκε σ' ένα μπουλούκι. 51
Ν ΙΚΟΛΑΊ ΓΚΟΓΚΟΛ
made by Absens
- Μ α δεν ακούσατε τίποτα λοιπόν ; Δ ε μάθατε τ ι γίνεται στο γκετμανάτοl . - Τι γίνεται; πρόφερε ένας από τους αταμάνους. - Μπα ; Δεν το ξέρετε ; Φαίνεται πως ο Τάταρος σας έχει στουπώσει τ' αυτιά και δεν ακούτε τίποτα πια. - Μα λέγε μας, λοιπόν, τι γίνεται κει κάτω ; - Γίνεται κάτι που δεν το 'χετε ματαεώεί από τα γεννοφάσκια σας. - Βρε θα μας πεις επιτέλους τι γίνεται, σκύλας γιε ; έβαλε τις φωνές κάποιος απ' το πλήθος που φαίνεται πως έχασε την υπο μονή του. - Έτσι που γύρισε πια ο τροχός, καταντάει κι οι εκκλησίες ακόμα να μην είναι δικές μας. - Πώς δηλαδή δεν είναι δικές μας ; - Τώρα τις έχουν πάρει οι Εβραίοι με νοίκι. Άμα δεν πληρώσεις προκαταβολικά τον Εβραίο δεν μπορείς να λειτουργήσεις στην εκκλησιά. - Τι είναι αυτά που μας κοπανάς ; - Κι αν το παλιόσκυλο ο Εβραίος δε βάλει σημάδι με το μαγαρισμένο χέρι του πάνω στο άγιο πασχαλιάτικο τσουρέκι, τότε δεν μπορεί να σ' το ευλογήσει ο παπάς. - Ψέματα λέει, πάνι αδέρφια. Δεν μπορεί να γίνεται αυτό, δεν μπορεί να βάλει το σημάδι του ένας μαγαρισμένος οβριός πάνω στο άγιο πασχαλιάτικο τσουρέκι! - Ακούστε! Υπάρχουν κι άλλα χεφότερα: αυτή τη στιγμή που μιλάμε, οι φραγκοπαπάδες αλωνίζουν ολάκερη την Ουκρανία με τ' αμάξια τους. Και το κακό δεν είναι βέβαια πως τριγυρί ζουνε όπου τους γουστάρει με τα αμάξια τους - το κακό είναι που δε ζεύουν τώρα πια αλόγατα στ' αμάξια, μα ζεύουνε ορ θόδοξους χριστιανούς. Ακούστε, υπάρχουν και χεφότερα: κα ταπώς λένε, οι οβρωί αρχίσαν κιόλας να ράβουνε φούστες για λόγους τους από παπαδίστικα ράσα . Να, τL γίνεται τώρα στην
1. Στο δυτικό τμήμα της Ουκρανίας που βρισκότανε κάτω απ' τη διοί κηση του γχέτμαν (αρχηγού των Κοζάκων) που είχε διορίσει ο βασιλιάς της Πολωνίας. (Σ.τ.Μ.) 52
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΎΆΜΠΑ
Ουκρανία, πολλά αντρειωμένοι μου! Και σεις καθόσαστε δ ω στο Ζαπορόζιε και το ρίξατε στο γλέντι και καθώς φαίνεται τόσο πια τον σκιάζεστε τον Τάταρο που δε σας μείναν μήτε μάτια μή τε αυτιά - τίποτα δε σας απόμεινε και δεν ακούτε τι γίνεται στον κόσμο. - Στάσου! Στάσου! τον διέκοψε ο αρχηγός. 'Ως εκείνη την ώρα στεκόταν με το βλέμμα καρφωμένο στη γη, όπως κι όλοι οι Ζα ποροζιάνοι, που όταν τύχαινε να συμβεί κάτι σπουδαίο δεν αφή νονταν ποτέ να παρασυρθούν απ' την πρώτη τους παρόρμηση, μόνο σώπαιναν και συγχεντρώνανε αμίλητοι την τρομερή δύνα μη της οργής τους. Στάσου! Έχω και γω να σου πω κάνα δυο κου βέντες. Δε μου λες, και τι κάνατε εσείς - που να σας λιανίσει τα παωια ο διάολος ; Μπας και σας λείπανε τα σπαθ ιά ; Πώς αφή σατε και γίνανε όλ' αυτά τ' ανάποδα και τα παράνομα ; - Πώς αφήσαμε και γίνανε τα παράνομα ; Θα 'θελα να σας έχω κει πέρα να βλέπαμε αν θα τα βγάζατε πέρα, όταν τα παλιόσκυ λα ήταν πενήντα χιλιάδες κι όταν -τι να το κρύβουμε μια κι είναι η αλήθεια- όταν κι απ' τους δικούς μας ακόμα βρέθηκαν σκυλιά που αλλάξανε την πίστη τους και πήγαν με το μέρος τους. - Κι ο γκέτμαν ο δικός σας κι οι οπλαρχηγοί σας τι κάνανε ; - Κάνανε κάτι πράματα οι οπλαρχηγοί που ο Θεός να μην το δώσει να βρεθεί κανένας από μας στη θέση τους. - Πώς ; Τι θες να πεις ; - Θέλω να πω πως τώρα πια τον γκέτμαν τον έχουνε ψήσει μέσα σε μπακιρένιο καζάνι και τα χέρια και τα πόδια των οπλαρ χηγών τα κουβαλάνε από δω κι από κει σ' όλα τα πανηγύρια και τα βγάζουν σε κοινή θέα καθώς λένε, να κάθεται ο κοσμάκης και να κάνει χάζι. Αυτά κατάφεραν κι έκαναν οι οπλαρχηγοί! Όλο το πλήθος αναταράχτηκε. Στην αρχή, για μια στιγμή, βα σίλεψε απ' άκρη σ' άκρη στην όχθη η σιωπή, μια σιωπή που πέ φτει βαριά λίγο πριν ξεσπάσει η θύελλα κι ύστερα, ξαφνικά, ακού στηκαν φωνές κι άρχισε να μιλάει ολάκερη η όχθη . « Ακούς εκεί να 'χουνε οι οβριοί νοικιασμένες τις χριστιανικές εκκλησίες! Ακούς εκεί να ζεύουνε οι φραγχοπαπάδες τους ορθό δοξους χριστιανούς στ' αμάξια τους! Ακούς εκεί να κάνουνε τέ τοια μαρτύρια σε τούτη δω τη ρούσικη γη οι καταραμένοι οι αλ53
made by Absens
N I K O A A "f Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
λόθρησκοι! Ακούς εκεί να του φερθούν ε έτσι δ α του Υκέτμαν και των οπλαρχηγών! Α, μα δε θα τους περάσει, δε θα τους περά σει! » Τέτοια λόγια πετούσαν πάνω απ' το πλήθος. Οι Ζαποροζιά νοι δυσανασχέτησαν, οργίστηκαν και νιώσαν τη δύναμή τους. Αυ τό πια δεν ήταν αναταραχή επιπόλαιου λαού: τώρα δυσανασχε τούσαν βαρείς και σταθεροί χαρακτήρες, που δεν πυρώνονται εύκολα, που όμως, μια και πυρωθούν, κρατάνε με πείσμα, για πολύν καιρό τη φωτιά μέσα τους. «Να τους κρεμάσουμε όλους τους οβριούς! » ακούστηκαν φωνές απ' το πλήθος. «Να πάψουν πια να ράβουν απ' τα παπαδίστικα ράσα, φούστες για τις οβριές τους! Να πάψουν πια να βάζουνε σημάδια στ' αγιασμένα πα σχαλιάτικα τσουρέκια! Να τους πνίξουμε όλους, τους μαγαρι σμένους μέσα στο Δνείπερο! » Αυτά τα λόγια, που τα πρόφερε κάποιος απ' το πλήθος, πέταξαν σαν αστραπή και πέρασαν απ ' τα κεφάλια ολονών. Το πλήθος όρμησε στο συνοικισμό να κατα σφάξει όλους τους οβριούς. Τα φουκαριάρικα τα τέκνα του Ισραήλ χάσανε και κείνο το μικρό, το λίγο κουράγιο που είχαν και κρύβονταν μέσα στα άδεια βαρέλια, μέσα στις σόμπες, μερικοί μάλιστα πήγαν και σουρθή κανε κάτω απ ' τα φουστάνια των γυναικών τους. Όμως, οι Κο ζάκοι τους ξετρυπώναν από παντού. - Άρχοντές μου! Πάνι μου ! φώναζε ένας οβριός, ψηλός και μα κρύς σαν κονταρόξυλο, έχοντας βγάλει μέσ' απ ' το μπουλούκι των φLλων του το αξιοθρήνητο μούτρο του, που το 'χε παραμορ φώσει ο τρόμος. Άρχοντές μου! Πάνι μου ! Αφήστε μας να πούμε μια λέξη, μια λεξούλα μονάχα! Θα σας πούμε κάτι που δεν το 'χε τε ματακούσει, ένα σπουδαίο πράμα, τόσο σπουδαίο που δεν το βάζει ο νους σας πόσο είναι σπουδαίο! - Ε , ας το πουν, είπε ο Μπούλμπα που του άρεσε πάντα ν' ακούει τον κατηγορούμενο . - Πάνι μου, αφεντάδες μου ! πρόφερε ο οβριός. Τέτοιους αφε ντάδες δεν έχει ματαεώωμένα ο κόσμος. Μα τ ο Θεό, ποτέ δεν έχει ματαεώωμένα! Τόσο καλόκαρδοι, άξιοι, αντρειωμένοι, δεν υπήρξαν μέχρι τα τώρα στον κόσμο ! . . Η φωνή του κοβότανε και έτρεμε απ' το φόβο. Πώς είναι δυνατό να βάλουμε τίποτα κακό 54
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠ ΟΥΛΜΠΑ
στο νου μας για τος Ζαποροζιάνους! Όλοι εκείνοι που νοικιάζουν εκκλησίες στην Ουκρανία, δεν είναι δ ικοί μας, δεν είναι καθόλου δικοί μας! Μα το Θεό δεν είναι δικοί μας! Όλοι τους κει κάτω δεν είναι καθόλου οβριοί: Είναι . . . ένας διάολος τους ξέρει τι είναι. Εί ναι όλοι άξιοι να τους φτύσεις και να τους περιφρονήσεις. Να, κι αυτοί εδώ τα LOια θα σας πούνε. Ψέματα, Σλέμα ; Ψέματα, Σμουλ; - Μα το Θεό, αλήθεια λέει! απαντήσανε απ' το πλήθος ο Σλέ μα κι ο Σμουλ που φόραγαν μικρά σκουφιά κι είχαν γίνει κι οι δυο τους κάτασπροι σαν τον ασβέστη . - Εμείς ποτέ ώς τα τώρα, συνέχισε ο ψηλός οβριός, δεν ήρθα με σε συμφωνία με τους εχθρούς. Όσο για τους καθολικούς, μή τε στα μάτια μας δε θέλουμε να τους δούμε. Ο διάολος να τους πάρει όλους και να τους σηκώσει! Εμείς, τους Ζαποροζιάνους τους έχουμε γι' αδέρφια μας . . . - Πώς ; έχεις σα να λέμε την αξίωση να 'ναι ο ι Ζαποροζιάνοι αδέρφια σας ; φώναξε ένας απ ' το πλήθος. Αυτό δεν πρόκειται να το δείτε ποτέ σας, οβριοί τρισκατάρατοι! Άντε να τους πετά ξουμε στο Δνείπερο, πάνι! Όλους να τους πνίξουμε, τους μαγα ρισμένους! Αυτά τα λόγια ήτανε το σύνθημα. Τους οβριούς τους άρπα ξαν στα χέρια κι άρχισαν να τους πετάνε στα κύματα. Από πα ντού αντήχησαν κλαΨιάρικες κραυγές, όμως, οι άγριοι Ζαπορο ζιάνοι δε δίναν σημασία και δώσ' του και γελάγανε, βλέποντας τα πόδια των οβριών -που όλοι τους φοράγανε παντούφλες και κάλτσες- να κλωτσάνε τον αέρα. Ο φουκαράς ο ρήτορας, που με τις ρητορίες του έκανε ο ίδιος κακό του κεφαλιού του, βγήκε μέσ' απ ' το καφτάνι του και το καφτάνι απόμεινε στα χέρια των Κο ζάκων που πήγαν να τον αρπάξουνε. Απόμεινε μόνο με τη στα χτιά και στενή καμιζόλα του, έπεσε χάμω μπροστά στον Μπούλ μπα, τον άρπαξε απ ' τα πόδια και άρχισε να τον ικετεύει με κλαψιάρικη φωνή : - Μεγάλε μου κύριε, άρχοντά μου, φως των ομματιών μου ! Ήξερα και τον αδερφό σας, τον μακαρίτη τον Ντορός! Ήτανε πο λεμιστής απ' τους λίγους, στολLOΙ και καμάρι όλης της ιπποσύνης! Του 'Οωσα οχτακόσια "οουκάτα όταν τα χρειάστηκε για να ξαγο ραστεί από αιχμάλωτος που τον είχανε οι Τούρκοι. 55
made by Absens
Ν ΙΚΟΛΑΊ ΓΚΟΓΚΟΛ
- Ήξερες τον αδερφό μου ; ρώτησε Ο Ταράς. - Μα το Θεό τον ήξερα! Ήταν ένας μεγαλόΨυχος παν. - Κω πώς σε λένε ; - ΓLάνκελ. - Καλά! εΙπε ο Ταράς κι ύστερα αφού σκέφτηκε λιγάκι. γύρισε στους Κοζάκους: Πάντα προφταΙνουμε να τον κρεμάσουμε τον οβριό, άμα χρειαστεΙ, για σήμερα όμως, να μου τον αφήσετε εμέ να. Αφού τα εΙπε αυτά, ο Ταράς τον οδήγησε στο κάρο του, όπου εκεΙ ένα γύρω στέκονταν οι Κοζάκοι του. - Άντε, χώσου κάτω απ ' το κάρο, ξάπλωσε κει και μην κου νιέσαι. Και σεις, παιδιά, μην τον αφήνετε. Μόλις τα 'πε αυτά, ξεκΙνησε να πάει στην πλατεΙα, γιατΙ απ' ώρα πια τραβούσαν κατά κει τα μπουλούκια. Όλοι παράτησαν αμέσως την όχθη και τις βάρκες γιατΙ τώρα πια το σεφέρι θα γι νόταν στη στεριά κι όχι στη θάλασσα. Δεν εΙχανε πια ανάγκη από βάρκες, μ ' από κάρα κι από άλογα. Τώρα, όλοι τους θέλανε να ξεκινήσουν για το σεφέρι, τόσο οι γέροι όσο κι οι νέοι. Ακολουθώντας τη συμβουλή των οπλαρχηγών και του ωιου του αρχηγού, ολόκληρη η στρατιά των Κοζάκων αποφάσισε να τραβήξει κατά την ΠολωνΙα, να εκδικηθεΙ για όλο το κακό και τον εξευτελισμό που έπαθε η πΙστη κι η δόξα της, να πλιατσικολογή σει τις πολιτεΙες, να βάλει φωτιά στα χωριά και τα σπαρτά και να στεριώσει ξανά τη φήμη της, μακριά σ' όλη τη στέππα! Όλοι άρχισαν να φορούν τις ζώνες τους και ν' αρματώνονται. Ο αρχηγός πήρε μια πιθαμή μπόι: Δεν -ήταν πια ο καλόβολος εκτε λεστής της κάθε αλαφρόμυαλης επιθυμΙας των απεLθαρχων Κο ζάκων. Τώρα, διάταζε χωρΙς να δΙνει λογαριασμό σε κανέναν . Ήταν ένας τύραννος που μόνο δ ιαταγές ήξερε να δ ΙVει. Όλοι οι απεLθαρχoι ιππότες που κάνανε ο καθένας τους του κεφαλιού του και το ρΙχναν όλην ώραν στο γλέντι, στέκονταν τώρα στις Ισιες γραμμές των σχηματισμών τους και χαμηλώνοντας με σέβας τα κεφάλια, μην τολμώντας να σηκώσουνε τα μάτια, τον άκουγαν να δ Ινει διαταγές με σιγανή φωνή, χωρLς να β ιάζεται. Τόνιζε όμως καμπανιστά την κάθε λέξη, σχεδόν την κάθε συλλαβή, σαν ποΜ πειρος σε τουτα τα πράματα γεροκοζάκος, που δεν έβαλε βέβαια 56
made by Absens
Τ Α Ρ Α Σ Μ Π Ο ΥΛ Μ Π Α
για πρώτη φορά σ ε πράξη μιαν επιχεφηση αφού πρώτα τη ν κα λοσκέφτηκε και την σχεδίασε σ' όλες τις λεπτομέρειες. - Κοιτάχτηκε καλά, έλεγε, προσέχτε να είναι όλα στο καντί νι! Δωρθώστε τα κάρα, ρίξτε μια ματιά στους κουβάδες με το γράσο. δοκψάστε τ' άρματά σας. Μην παφνετε πολλά ρούχα μα ζί σας: από ένα πουκάμισο ο κάθε Κοζάκος και δυο σαλβάρια αρ κούν. Μια γαβάθα μπλιγούρι και κοπανισμένο νταρΙ Τίποτα πα ραπάνω να μη δω σε κανένανε ! Όλα τ' άλλα χρειαζούμενα θα φορτωθούνε στα κάρα. Ο κάθε Κοζάκος να 'χει δυο άλογα. Και να πάρετε μαζί σας καμιά δ ιακοσαριά ζευγάρια βόδια, γιατί στα περάσματα των ποταμών και στα λασποτόπια θα χρειασθούν τα βόδια. Και το σπουδαιότερο απ' όλα, πολλά αντρειωμένοι μου, προσέχετε να προχωράτε με τάξη . Το ξέρω πως υπάρχουνε ανά μεσά σας μερικοί, που μόλις μυριστούνε πλιάτσικο, τρέχουνε ν' αρπάξουν κινέζικα υφάσματα και ακριβά βελούδα για να τυλί ξουνε τα πόδια τους, να 'χουνε λέει τσουράπια. Κάτι τέτοια δο λώματα του διαόλου να τα κλωτσάτε πέρα, μην πιάνετε στα χέ ρια σας όλ' αυτά τα γυναικίσια κουρέλια, μόνο τ' άρματα να παίρνετε, αν τύχει και σας πέσει κανένα της προκοπής κι ακόμα το χρυσάφι ή το ασήμι γιατί αυτά δεν πιάνουνε πολύ τόπο κι εί ναι χρήσψα σε κάθε περίσταση . Κι ακόμα, πολλά αντρειωμένοι μου, σας το λέω από τώρα, μιλημένα-ξηγημένα: αν τύχει και με θύσει κανένας όσο θα κρατάει το σεφέρι, δεν πρόκεται να περά σει από δίκη . Θα δώσω δ ιαταγή να τον δέσουνε στο κάρο, όποιος και να 'ναι, μακάρι να 'ναι κι ο πιο αντρειωμένος Κοζάκος, το πω παλληκάρι απ' όλο το ασκέρι. Θα τον τουφεκίσω επί τόπου σαν το σκυλί, και θα τον πετάξω άθαφτον να τον φάνε τα όρνια, για τί ένας Κοζάκος που το ρίχνει στο κρασί όσο κρατάει η πορεία, είναι σκύλος και δεν του αξίζει χριστιανική ταφή . Οι νέοι να 'χουν τ' αυτιά τους τέσσερα και ν' ακούνε ό,τι τους λένε οι μεγαλύτε ροι! Αν τύχει και σας γρατζουνίσει κάνα βόλι ή σας ματώσει κα να σπαθί στο κεφάλι ή όπου αλλού, μη δίνετε μεγάλη σημασία σε κάτι τέτοια μικροπράματα. Πάρτε έναν μαστραπά νερωμένη βότ κα, ρίχτε μέσα μια γόμωση μπαρούτι, ανακατέψτε τα καλά, πιέ στε το μονομιάς μια και κάτω κι όλα θα περάσουν - θα γλυτώ σετε κι από πυρετό κι από ρίγη ' όσο για τη λαβωματιά, αν δεν 57
made by Absens
Ν Ι Κ Ο ΛΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
εΙναι πολύ μεγάλη, βάλτε πάνω τη ς λΙγο χώμα, αφού πρώτα το ζυμώσετε καλά με σάλιο μέσα στη χούφτα σας κω τότε η πλm θα στεγνώσει και θα πάψει να τρέχει το αΙμα. Άιντε, λοιπόν, ανα σκουμπωθεΙτε, παλληκάρια μου, άιντε και χωρΙς βιασύνες, να γΙ νουν όλες οι δουλειές κατά πώς πρέπει. Έτσι τους μLλησε ο αρχηγός, και μόλις απόσωσε τον λόγο του, όλοι οι Κοζάκοι καταπιάστηκαν καθένας με τα έργα του. Όλο το Σετς ξεμέθυσε και πουθενά δε θα μπορούσες να βρεις μήτε έναν μεθυσμένο, όσο και να 'ψαχνες, λες κω δεν έτυχε ποτέ να υπάρ ξει Κοζάκος που να 'βαλε κρασΙ στο στόμα του . Άλλοι μερεμέτιζαν τα στεφάνια στις ρόδες κι άλλαζαν τους άξονες στα κάρα, άλλοι φόρτωναν σακκιά με τρόφψα στα κάρα, άλλοι οδηγούσαν τ' άλογα κω τα βόδια. Παντού ακούγονταν ποδοβολητά, τουφεκιές από κεΙνους που δοκΙμαζαν τα όπλα τους, κουδουνΙσματα σπαθ ιών, μουκανητά απ' τα βόδια, τριξΙματα απ' τα κάρα που αναποδογύριζαν, κου βέντες, φωνές και χουγιάσματα στα ζώα. Σε λΙγο μπορούσες να δεις την κοζάκικη φάλαγγα να ' χει πα ραταχτεΙ ώς πέρα μακριά, σε μια μαύρη χοντρή γραμμή, σ' ολά κερο τον κάμπο. Κι αν του ' ρχότανε κανενός να τρέξει απ' το κε φάλι μέχρι την ουρά της φάλαγγας, σΙγουρα θα λαχάνιαζε κω θα του ' βγωνε η γλώσσα μια πήχη . Μέσα στη μικρή ξύλινη εκκλησιά, ο παπάς που λειτουργούσε τους ράντισε όλους μ ' αγιασμό και όλοι τους ασπάστηκαν τον σταυρό. Όταν ξεκΙνησε η φάλαγγα και άρχισε να ξεμακραΙνει απ' το Σετς, όλοι οι Ζαποροζιάνοι γύρισαν τα κεφάλια τους να κοι τάξουν πΙσω. «Γεια και χαρά σου, μάνα μας! » εΙπαν όλοι τους σχεδόν μαζΙ «ο Θεός να σε φυλάει από κάθε κακό ! » Περνώντας απ' τον συνοικισμό, ο Ταράς Μπούλμπα εωε πως ο χαχαμΙκος του ο ΓLάνκελ, εΙχε στήσει κιόλας ένα μαγαζάκι, του ' βαλε και μια τέντα μπροστά κω πούλαγε τσακμακόπετρες, φυ σέκια, μπαρούτι κω κάθε λoylις χρειαζούμενο για έναν πολεμι στή που ξεκινάει για εκστρατεΙα, ακόμα και κουλούρια και καρ βέλια ψωμΙ «Σωστή κάλτσα του διαόλου εΙναι τούτος ο οβριός», σκέφτηκε 58
ΤΑΡΑΣ Μ ΠΟΥΛΜΠΑ
Ταράς και πλ'ησιάζοντάς τον, έτσι καβάλα στ' άλογό του, είπε: - Βρε μπουμπουνοκέφαλε , τι κάθεσαι δω χάμω και δε φεύ γεις ; Μπας και θέλεις να σε βάλουνε στο στιμάδι και να σε ξεπα στρέψουν σα σπουργίτι ; Ο ΓLάνκελ, τον πλησίασε, έφτασε σχεδόν κολλητά στ' άλογο και κάνοντάς του νόημα και με τα δυο του χέρια, λες κι ετοιμα ζόταν να του αποκαλύψει κάποιο μυστικό, είπε: - Μόνο στην αφεντιά σου το λέω, και σε θερμοπαρακαλώ να μην το μάθει κανένας: ανάμεσα στα κοζάκικα φορτία, έχω κι εγώ ένα δ ικό μου φόρτωμα. Κουβαλάω όλων των λογιών τα χρεια ζούμενα, απ' όλα τα εφόδια που τα 'χει ανάγκη ένας Κοζάκος και στο δρόμο θα πουλάω όλων των λογLών τα τρόφιμα και τα εφόδια τόσο φτηνά που μα το Θεό θα θαμάζει όλος ο κόσμος γιατί ώς τα τώρα δεν έτυχε να βρεθεί οβριός που να πουλάει σαν και μένα, μισοτιμής, τι λέω ; κοΨοχρονιά θα τα δίνω όλα και να με κάψει ο Θεός αν λέω ψέματα. Ο Ταράς Μπούλμπα ανασήκωσε τους ώμους του, θάμαζε τη καπατσοσύνη των Εβραίων και σπφoύνr.σε τ' άλογο να προλάβει τη φάλαΥΥα.
made by Absens
Ο
59
made by Absens
v
Σ
made by Absens
σ' ολάκερYj τη νοτιοανατολική πολωνέζLΚYj περιοχή, βασLλευε ο φόβος κι ο τρόμος. Παντού απλώθYjκαν οι φήμες κι οι άνθρωποι λέγαν ο ένας στον άλλον: «OL Ζαποροζιάνοι! φάVYjκαν οι Ζαποροζιάνοι! » Όλοι όσοι μπορούσαν να σωθούν το βάλανε στα πόδια. ΞεσYjκώθYjκαν όλοι και σκόρπισαν εδώ και κει, γιατί στα χρόνια εκείνα δεν είχανε χtιστεί μήτε κάστρα μήτε πύρ γοι κι ο καθένας έστηνε όπου τύχει την αχυρένια του καλύβα, λέ γοντας με το νου του: « Ποιος ο λόγος να κοπιάζω φτιάχνοντας ένα σπίτι της προκοπής και να ξοδέΨω μια και, έτσι κι αλλιώς, θα μου το κάψουνε και θα μου το γκρεμίσουν συθέμελα οι Τάταροι στο πρώτο τους γιουρούσι! » Παντού παρατηρήθYjκε μεγάλYj ανα ταραχή : άλλος έκανε τράμπα τα βόδια του κι έπαιρνε ένα γορ γοπόδαρο άλογο ή ένα ντουφέκι και τραβούσε να καταταχtεί στο στρατό, άλλος κρυβότανε, κουβαλώντας τα ζωντανά του και παίρ νοντας μαζί του ό,τι μπορούσε να σYjκώσει. Εδώ κι εκεί, βρίσκο νταν και μερικοί που υποδέχονταν τους απρόσκλψους μουσαφί ΡYjδες με τ ' άρματα στο χέρι (του κάκου όμως πάντα) οι περισσότεροι, ωστόσο, πιο προβλεπτικοί, φρόντιζαν να φύγουν όσο ήταν ακόμα καιρός. Το 'ξερε δα όλος ο κόσμος πως δεν ήταν εύκολο να τα βάλεις μ ' αυτό το μεγάλο ασκέρι που είχε ατσα λωθεί στη συνεχή μάΧYJ και τον πόλεμο κι ήταν γνωστό με τ' όνο μα ΖαποροζLάνLΚYj στρατιά, που κάτω απ ' την επιφανειακή της πειθαρχία έκρυβε μια oργάνωσYj πολύ αποτελεσματική σε ώρα μάχης. Οι καβαλάΡYjδες προχωρούσαν χωρίς να ζορίζουν ούτε να πα ραφορτώνουν τ' άλογά τους. Οι πεζοί ακολουθούσαν ξεμέθυστοι, Ε ΛΙΓ Ο ,
61
made by Absens
Ν Ι Κ Ο ΛΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
τα κάρα κ ι όλ1j 1j φάλαγγα πορευόταν μόνο τις νύχτες και ξεκου ραζόταν τη μέρα, διαλέγοντας για χώρο στρατοπέδευσης τις έΡ1j μες περιοχές, τ' ακατοίΚ1jτα μέρ1j και τα δάση , που XELV1j την εποχή �ταν ακόμα άφθονα. Στέλνανε μπροστά ανιχνευτές που τρύπωναν παντού και τα μάθαιναν όλα. Κάποτε, εμφανίζονταν εκεί που δεν τους περίμενε κανένας και τότε ποιος εωε το Θεό και δεν τόνε φοβ�θ1jκε. Βάζανε φωτιά στα χωριά κι όσα ζωντα νά και άλογα δεν παφνανε μαζί τους, τα μακελεύανε κει επί τό που . Θα 'λεγε κανείς πως είχανε το νου τους σε τούτη τη δια σκέδαση, παρά πως νιάζονταν να δώσουν τέλος στην εκστρατεία τους . Σ�μερα, θα σηκωνόταν 1j τρίχα του ανθρώπου αν έβλεπε � αν άκουε όλα αυτά τ' άγρια κατορθώματα των Ζαποροζιάνων. Τσάκιζαν τα κεφάλια των μικρών παιδιών, έκοβαν τα βυζιά των γυναικών κι αν τύχαινε ν' αφ�σoυν λεύτερο κανέναν αιχμάλωτο , του γδέρναν πρώτα τα πόδια μέχρι τα γόνατα. Με δυο λόγια, οι Κοζάκοι ξοφλούσαν και με το παραπάνω τους παλιούς λογαρια σμούς. Ο αββάς ενός μοναστηριού, όταν άκουσε πως πλφιάζαν οι Ζαποροζιάνοι, τους έστειλε από μέρους του δυο καλόγερους, για να τους πουν πως 1j συμπεριφορά τους δεν είναι 1j πρέπουσα, πως ανάμεσα σ' αυτούς και την κυβέΡV1jση « έχει επέλθει συμ φωνία, πως παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους προς το σεπτόν πρόσωπον του βασιλέως και, ούτω πράττοντες, παραβ ιάζουν και παν δ1jμόσιον δίκαιον». - Πες στον επίσκοπο από μέρους μου κι από μέρος όλων των Ζαποροζιάνων, είπε ο αρχηγός, να μ1j φοβάται. Όσα κάναμε ώς τώρα δεν �ταν τίποτα, μόνο που οι Κοζάκοι ανάψανε τα τσι μπούκια τους. Σε λίγο, κείνο το μεγαλόπρεπο καθολικό αββαείο το ζώσανε από παντού οι φλόγες και τα πανύψ1jλα γοτθικά του παράθυρα κοίταζαν σκοτεινά μέσ' απ ' τα κύματα της φωτιάς. Το πλ�θoς των μοναχών, των Εβραίων και των γυναικών, μαζεύτηκε στις πό λεις εκείνες που υ�ρχε ελπωα προστασίας από μέρους της φρου ράς και της πoλιτoφυλακ�ς. Η ΚυβέΡV1jση έστελνε πότε πότε αρ γΟΠΟΡ1j μέν1j βo�θεια από μ ικρά αποσπάσματα που είτε δεν έβρισκαν τους Κοζάκους είτε δείλιαζαν στην πρώτη συνάντηση και το ' βαζαν στα πόδια. 62
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΎΛΜΠΑ
Πολλές φορές τύχαινε ν α βρεθούνε στρατηγοί του βασιλιά -απ' αυτούς που 'χαν κερδίσει δάφνες σε παλιότερες μάχες- που απο φασίζανε, ενώνοντας τις δυνάμεις τους, να σταθούν ε και να αντι μετωπίσουνε τους Ζαποροζιάνους. Τότε �ταν που δοκψάζανε τα κότσια τους οι νεαροί Κοζάκοι, αυτοί που δε θέλανε να κάνουνε ληστείες, μ�τε το βρίσκανε τψητικό να τα βάλουνε με άοπλο αντί παλο . Γιατί οι νεαροί Κοζάκοι φλέγονταν απ' την επιθυμία να δείξουν στους γέρους τι άξιζαν και λαχταρούσαν να μετρηθούνε ένας προς έναν με τους επώέξιους και καυχησιάρηδες Πολωνούς που καμαρώνανε πάνω στα περ�φανα άτια τους και τρέχαν κα μαρωτοί, αφ�νoντας να κυματίζουν στον αέρα τ' ανάριχτα μανί κια του μανδύα τους. Α! είχε πολύ κέφι τούτη η δουλειά μα την αλ�θεια. Οι νεαροί Κοζάκοι είχαν βάλει κιόλας στο χέρι μπόλικα χάμουρα και σέλλες, ακριβά σπαθιά και ντουφέκια. Μέσα σ' ένα μ�να αντρώθηκαν και γίνανε άλλοι άνθρωποι' αυτοί, που ένα μ� να πριν �ταν μονάχα κλωσσοπούλια. Τα πρόσωπά τους, που εί χαν ώς τα τώρα μιαν εφηβικ� απαλοσύνη, γίνανε άγρια και σκλη ρά. Ο γερο-Ταράς, έβλεπε τους δυο του γωυς να 'ναι πάντα μες στους πρώτους κι αναγάλλιαζε η καρδιά του . Του Οστάπ φαίνε ται �ταν γραφτό απ' τη μοίρα του να γίνει καλός πολεμιστης και να 'χει την καπατσοσύνη που χρειάζεται ένας τησως πολέμαρ χος. Δεν τα 'χανε ποτέ και δεν ταραζόταν με κανένα απρόοπτο. Με Ψυχραψία, σχεδόν αφύσικη για ένα παλληκάρι εικοσώυό χρο νώ, �ταν ικανός ν' αναμετράει με μια ματιά του όλον τον κίνδυνο και τη δυσκολία και να βρίσκει αμέσως τον τρόπο να τον απο φεύγει με σκοπό αργότερα να τον υπερνικ�σει. Τώρα πια οι κι �σεις του είχαν απσχτησει βεβαιότητα -μια βεβαιότητα που σου χαρίζει μόνο η πεφα κι η δοκψασία- κι αν τον πρόσεχες καλά, θα 'βλεπες πως από τώρα κιόλας, είχε αποχτησει τον αέρα του ηγέ τη . Κάτι το ρωμαλέο υ�ρχε στις κιν�σεις του και τα ιπποτικά του προσόντα είχαν αποχτησει πια τον αέρα του λωνταρωύ! «Α! μ ' αυτός εδώ, με τον καιρό θα γίνει σπουδαίος οπλαρχη γός! » έλεγε ο Ταράς. « Ναι, μα την αλ�θεια, οπλαρχηγός με τα όλα του, τόσο που θα βάλει κάτω ακόμα και τον πατέρα του! » Ο Αντρέι είχε βυθ ιστεί ολόΨυχος μέσα στη γoητευτικ� μουσι κ� του πολέμου - μέσα στην κλαm των σπαθιών και στο σφl)63
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ Α Ι Γ Κ Ο Γ ι( Ο Λ
ριγμα που έκαναν τ α βόλια. Δεν ήξερε τ ι θ α πει περεσκεψη, τ ι θα πει να υπολογεζεις και να μετράς απ' τα πριν τις δικές σου και τις εχθρικές δυνάμεις. Μέσα στη μάχη έβλεπε μονάχα μια ξέφρενη ηδονή κι ευδαψονεα. Γι' αυτόν, το γλέντι άναβε απ' τη στιγμή που ένι.ωθε το κεφάλι του να καεει, απ' τη στιγμή που τα 'βλεπε όλα θολά μπροστά του κι όλα ανακατεμένα, όταν πέφτουν γύρω του κεφάλια, όταν σωριάζονταν βροντώντας καταγής τ' άλογα κι αυ τός ορμούσε μπρος σαν σεφουνας, ω ιος μεθυσμένος, μέσα στα βόλια που σφυρεζανε, μέσα στις αστραπές των σπαθιών και μέ σα στο δικό του πυρετό, χτυπώντας όποιον έβρισκε μπροστά του, μη νιώθοντας τα χτυπήματα που δεχότανε απ' τους άλλους. Κι ο γερο-Μπούλμπα, θάμαζ� πολλές φορές και απορούσε, βλέποντας πως ο Αντρέι, σπρωγμένος έτσι απ ' τη μαχητική παραφορά του, ξεχνιότανε πια τόσο πολύ, παρασυρόταν τόσο, που καταπιανό ταν με κάτι που κανένας λογικός και Ψύχραψος Κοζάκος δε θα τολμούσε ποτέ, και με μόνη τη μανιασμένη του ορμή πετύχαινε θαύματα που ξάφνιαζαν και κεενους ακόμα που εεχαν γεράσει στις μάχες. Απορούσε κι ο ωως ο γερο-Ταμάς, θαύμαζε κι έλε γε: «Ναι, εεναι κι αυτός παλληκάρι με τα όλα του κω πoλεμLστ'ής σπουδαεος. - Ο Θεός να δώσει να μη μου τον πάρει ο εχθρός. Δεν εεναι βέβαια σαν τον Οστάπ, μα πάλι, δεν μπορεες να πεις, το λέει η καρδιά του και τον χαερεται τον πόλεμο! » Το ασκέρι πήρε την απόφαση να βαδεσει εσα κατά την πόλη Ντούμπνο, όπου καταπώς λέγανε οι φήμες, εεχε πολλούς θησαυ ρούς και πλούσωυς κατοεκους. Μιάμιση μέρα περπάτησαν και φτάσανε μπροστά στην πόλη . Οι κάτοικοι αποφάσισαν να υπε ρασπιστούν την πολιτεεα τους με όλες τις δυνάμεις τους μέχρι τέ λους. Και πως προτψούσαν να πεθάνουν στις πλατεεες ή μπρος στα κατώφλια τους παρά ν' αφήσουν τον εχθρό να μπει στα σπε τια. Ένα Ψηλό πρόχωμα προστάτευε την πόλη' όπου το πρόχω μα ήταν χαμηλότερο, έβλεπες να ξεπετάγεται ένα πέτρινο τεεχος ή ένα σπετι (που χρησεμευε για πυροβολεεο) ή ένας πυκνός φρά χτης από κορμούς βαλανιδιάς. Η φρουρά της πολιτεεας ήταν αρ κετά μεγάλη, καλά οπλισμένη και συναισθανότανε τη σπουδαιό τητα της αποστολής της. Οι ZΑπoρoζLάνoι επιχείρησαν ένα γωυρούσι 64
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΎΛΜΠΑ
κ ι αρχf.σανε ν α σκαρφαλώνουν στο πρόχωμα, αναγκάστηκαν όμως να κάνουν πίσω γιατί οι υπερασπιστές του Ντούμπνο τους υπο δέχτηκαν με πυκνά μυδράλια. Ο ι κάτοικοι της πολιτείας, οι μι κροαστοί κι οι μαγαζάτορες, δε θέλησαν να μείνουν με σταυρω μένα χέρια κι ανέβηκαν κι αυτοί στο πρόχωμα. Στα μάτια τους έβλεπε κανείς την απόφαση να αμυνθούν μέχρις εσχάτων- ακό μα κι οι γυναίκες αποφάσισαν να λάβουν μέρος κι οι Ζαποροζιά νοι δέχτηκαν στα κεφάλια τους κοτρώνες, βαρέλια, τσουκάλια, λιωμένο κατράμι και, τέλος σακιά άμμο που τους στράβωνε. Ο ι Ζαποροζιάνοι απέφευγαν ν α μπλεχτούν με φρούρια' οι πολιορ κίες δεν ήταν το φόρτε τους. Ο αρχηγός διάταξε να υποχωρήσουν κι είπε: - Δεν πειράζει, αδέρφια μου, ας κάνουμε πίσω. Όμως να μην είμαι χριστιανός και να γίνω Τάταρος μαγαρισμένος αν αφήσου με έστω κι έναν από δαύτους να φύγει απ' την πόλη ! Ας ψοφή σουν όλοι τους απ' την πείνα, μια και το θέλουν, τα παλιόσκυλα! Το ασκέρι υποχώρησε κι απέκλεισε το Ντούμπνο απ' όλες τις μεριές. Μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει, άρχισε να λεη λατεί και να ερημώνει τα περίχωρα. Οι Κοζάκοι έβαζαν φωτιά στα γύρω χωριά και δεν άφηναν όρθια ούτε μια καλύβα, καίγα νε τις θημωνιές και αφήναν τ' άλογά τους να τρέξουν και να βο σκήσουν στα χωράφια που δεν είχανε ακόμη θεριστεί κι όπου, λες κι έγινε επίτηδες, αχνοσαλεύανε βαριά τα στάχυα, γιατί η σοδιά τη χρονιά εκείνη ήταν απ ' τις πρωτάκουστες κι αν κυλούσε η ζωή κανονικά, όλοι οι αγρότες θα 'παιρναν πλούσια αμοιβή για τον κόπο τους. Οι κάτοικοι της πολιτείας έβλεπαν με φρίκη τις φω τιές να καταστρέφουν τα μέσα της συντήρησής τους. Στο μετα ξύ, οι Ζαποροζιάνοι παρατάξανε τα κάρα τους σε δυο σειρές ολό γυρα στην πολιτεία και ταχτοποιήθηκαν όπως και στο Σετς. χωρf.στηκαν δηλαδή σε μπουλούκια. Κάπνιζαν τα τσιμπούκια τους. κάνανε τράμπα μεταξύ τους, αλλάζοντας σπαθιά και ντουφέκια. που είχαν πλιατσικολογήσει, παίζανε τα βαρελάκια, παίζανε μο νά-ζυγά και κάθε τόσο ρίχνανε μια ματιά στην πολιτεία. Ψύχραι μοι, σίγουροι πως όπου να 'ναι θα 'πεφτε στα χέρια τους. Τη νι) χτα ανάβανε φωτιές, έστηναν εκεί μεγάλα μπακιρένια καζάνια και οι μάγειροι έβραζαν το πλιγούρι. Οι φωτιές άναβαν όλη τη νιί65
Ν Ι Κ Ο Λ Α l' Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
made by Absens
χτά και δίπλα τους στέκονταν άγρυπνες οι σκοπιές. Όμως, δεν
πέρασε πολύς καιρός κι οι Ζαποροζιάνοι αρχίσαν να βαριούνται να κάθουνται έτσι με τα χέρια σταυρωμένα. Άρχισαν να βαριού νται την απραξία τους κι ακόμα περισσότερο την απαγόρευ σtj του κρασιού αφού μάλιστα δεν τη δ ικαιολογούσε καμιά στρα τιωτική επιχείρη σtj . Ο αρχηγός αναγκάστηκε να δώσει διαταγή να διπλασιάσουν τη μερίδα του κρασιού, κάτι που συνηθιζόταν στο στρατό όταν δεν ήταν να γίνουν δύσκολες επιχειρήσεις και μετακινήσεις. Οι νέοι κι ιδιαίτερα οι γιοι του Ταράς Μπούλμπα, δεν ευχαριστιόνταν καθόλου με μια τέτοια ζωή . Ήταν ολοφάνε ρο πως ο Αντρέι βαριότανε. - Βρε μπουμπουνοκέφαλε, του 'λεγε ο Ταράς, τον ξέχασες εκείνονε το λόγο που λέει: « Πομόνεψε, Κοζάκο μου, να γίνεις αταμάνος ;» Δε φτάνει να 'χεις πάντα θάρρος και κουράγιο σε μά χες σοβαρές και δύσκολες. Καλός πολεμιστής είναι εκείνος που μπορεί να μένει κι άπραγος σαν το φέρνει η περίστασtj κι όμως να μη χάσει το κέφι του, καλός πολεμιστής είναι εκείνος που μπο ρεί να τα υπομένει όλα και να φτάσει στο σκοπό του όσα εμπό δια κι αν βρεθούν μπροστά του, όσες αναποδιές κι αν του τύχουν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να συμφωνήσει ένας νέος μ ' έναν γέρο ; Το αίμα του νέου βράζει. Ο χαρακτήρας τους διαφέρει, εί ναι αντίθετοι και μ' άλλο βλέμμα κοιτάζουν οι δυο τους την ίδια πραγματικότητα. Στο μεταξύ, κατέφτασε και το σύνταγμα του Ταράς, που το 'φερε ο Τοβκάτς. Μαζί του ήρθαν δυο ακόμα εσαούλ, ένας γραμ ματικός κι άλλα πρωτοπαλλήκαρα. Όσο για Κοζάκους, από δαύ τους πια μαζώχτηκαν πάνω από τέσσερις χιλιάδες. Ανάμεσά τους ήτανε και πολλοί εθελοντές, που ξεσtj κώθηκαν από μόνοι τους χωρίς να πάρουν διαταγή από κανέναν . Μόλις άκουσαν για τι πρόκειται, έτρεξαν να προλάβουν. Ο ι εσαούλ φέρανε στους γιους του Ταράς την ευχfj και την ευλογία της γριάς μάνας τους κι από ένα μικρό κόνισμα, από ξύλο κυπαρισσιού - και τα δυο γνήσια κονισματάκια. απ ' το μοναστήρι του Μεζιγκόρσκ του Κιέβου. Τα δυο αδέλφ ια φόρεσαν τα ιερά μικρά κονισματάκια στο λαιμό τους και δίχως να το θέλουν έπεσαν σε συλλογή κι αναθυμήθηκαν με το νου τους τη γριά μάνα τους. Σαν τι να τους προφητεύει, σαν τι 66
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΎΛΜΠΑ
ν α τους λέει αυτή η ευλογία ; Θα τους βοηθήσει τάχα και ν α γυρί σουν ύστερα χαρούμενοι στην πατρωα, με πλιάτσικο πολύ και δόξα μεγάλη, έτσι που ν' αρχίσουν να λεν τα κατορθώματά τους οι μπαντουρατζήδες, ή μήπως . . . Όμως το μέλλον είναι άγνωστο και στέκεται μπροστά στον άνθρωπο σαν τη χεινοπωριά - την αντάρα που σηκώνεται απ' τους βάλτους. Μέσα στην αντάρα πε τάν σαν παλαβά, απάνω-κάτω, τα πουλιά και δεν μπορούν να διακρίνουν με τα μάτια τους τι λογής πουλί πετάει δ ίπλα και το περιστέρι δεν ξεχωρίζει απ' το γεράκι και το γεράκι δε βλέπει το περιστέρι και κανένας τους δεν ξέρει πόσο μακριά έχει ξεκόψει και πόσο κοντά είναι στο χαμό του . Ο Οστάπ είχε πάει για ύπνο, ο Αντρέι όμως, χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος γιατί, ένιωθε ένα βάρος στην καρδιά, σαν κάτι να τον έπνι γε και δεν τον άφηνε να πάρει ανάσα. Οι Κοζάκοι είχαν τελειώ σει κιόλας το βραδινό τους ο ήλιος είχε από ώρα βασLλέψει, το σούρουπο έσβηνε κι η νύχτα του Ιουλίου μ ' όλα της τα μάγια, αγκάλιασε τον ουρανό . Ο Αντρέι όμως δεν πήγαινε στον καταυ λισμό, δεν πήγαινε για ύπνο, μόνο κοίταζε την εικόνα που απλω νόταν μπροστά του. Ψηλά στον ουρανό, τρεμοσβήνανε τ' αστέ ρια - ωιες λεπτές και μυτερές λάμψεις. Ένα γύρω στον κάμπο ήταν αραδιασμένα τα κάρα, όπου ξεχώριζες να κρέμονται οι κου βάδες περιχυμένοι κατράμι, κάρα φορτωμένα μ ' όλων των λο γιών το βως και τα τρόφψα. Όλα τούτα λάφυρα παρμένα απ' τον εχθρό . Δίπλα στα κάρα, κάτω απ' τα κάρα, και παράμερα απ' τα κάρα, παντού έβλεπες Ζαποροζιάνους που είχαν ξαπλώ σει καταγής. Όλοι τους κοψόνταν σε στάσεις γραφικές, άλλος μ' ένα ψάθινο σακί για μαξLλάρι, άλλος ακουμπώντας τ ο κεφάλι στο σκουφί του κι άλλος στο πλευρό του διπλανού του . Το σπαθί. το καρωφίλι, το κοντό τσψπούκι και η τσακμακόπετρα κρέμονταν απ ' όλες τις ζώνες. Τα βόδια είχαν ξαπλώσει με τα πόδια δ ι πλωμένα κάτω απ' το βαρύ κορμί τους και φάνταζαν από μακριά σαν μεγάλοι ασπρουδεροί όγκοι, σα βράχοι σκορπισμένοι εδώ και κει μέσα στον κάμπο. Απ' όλες τις μεριές, μέσ' απ' το χόρτο, άρ χισε κιόλας ν' ακούγεται το ροχαλητό της κοψισμένης στρατιάς και στα ροχαλητά εκείνα απαντούσαν τ' άλογα χρεμετίζοντας διαπεραστικά, γιατί τα πόδια τους έμπλεκαν στις πεδούκλες τους 67
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑI ΓΚΟΓΚΟΛ
που τ α 'χανε δεμένα και προσπαθώντας ν α ξεμπλέξουν φώνα ζαν, θύμωναν και τινάζονταν. Στο μεταξύ, στην ομορφιά της νύ χτας του Ιουλίου άρχισε να προστίθεται κάτι μεγαλόπρεπο και τρομερό: Ήταν οι ανταύγειες απ' τις πυρκαγιές που αποτέφρω ναν τα τελευταία σπίτια των γύρω χωριών. Σε μια μεριά, η φλό γα απλωνόταν �ρεμη και μεγαλόπρεπη κι αλλού, έχοντας συνα ντησει κάτι το εύφλεκτο, ξεπεταγόταν σαν σίφουνας σφυρίζοντας και στέλνοντας σχεδόν ώς τα σύννεφα κουρέλια από φλόγες που αργόσβηναν στο μακρινόν ορίζοντα. Αλλού, ένα πυρπολημένο, μαύρο μοναστηρι, σαν βλοσυρός καλόγερος, ορθωνόταν τρομε ρό, φανερώνοντας σε κάθε αναλαμ� το σκοτεινό του μεγαλείο. Παρακάτω, καιγόταν ο κ�πoς του μοναστηΡLOύ. Άκουγες τα δέ ντρα να σφυρίζουν καθώς τα τύλιγε ο καπνός κι όταν φούντωνε η φωτιά, φώτιζε ξαφνικά μ' ένα φωσφορικό, μενεξελί φως τα ώρι μα τσαμπιά απ ' τα δαμάσκηνα και έκανε να φαντάζουν χρυσο κόκκινα τ' αχλάδια' και κει, στο ίδιο φως της φλόγας, έβλεπες κά τι μαυριδερό να κρέμεται στον τοίχο του χτιρίου � σε κάνα κλαρί δέντρου. Ήταν το κουφάρι κάποιου δύστυχου Εβραίου � μονα χού, που το 'τρωγαν κι αυτό οι φλόγες μαζί με το χτίριο. Πάνω απ ' τη φωτιά φτεροκοπούσαν απόμακρα τα πουλιά, που φαίνο νταν σαν ένας σωρός σκοτεινοί μαύροι σταυροί πάνω σ' ένα φλο γισμένο χωράφι. Η πολιορκημένη πολιτεία, φαινόταν να 'χει κοι μηθεί. Η λάμψη απ' τις μεγάλες μακρινές πυρκαγιές φώτιζε τους μυτερούς πυργίσκους, τις στέγες, τον φράχτη και τα τείχη της. Ο Αντρέι έκανε μια βόλτα στο στρατόπεδο των Κοζάκων. Δίπλα στις φωτιές που �ταν έτοιμες να σβ�σoυν κάθονταν οι σκοποί, δη λαδ� δεν κάθονταν πια, γιατί τους είχε πάρει ο ύπνος έτσι που εί χαν καλοφάει. Ο Αντρέι απόρησε μ' αυτη την αφροντισιά και σκέ φτηκε: «Καλά που δεν υπάρχει εδώ κοντά δυνατός εχθρός και δεν έχουμε κανέναν να φοβηθούμε » . Τελικά, πλησίασε σ' ένα κά ρο, ανέβηκε απάνω και ξάπλωσε ανάσκελα, βάζοντας κάτω απ' το κεφάλι τα χέρια του. Όμως, δεν τον έπαιρνε ο ύπνος κι έμει νε έτσι πoλλ� ώρα, κοιτάζοντας τον ουρανό . Ο ουρανός, λες κι �τανε ολάνοιχτος μπροστά του, πεντακάθαρος και διάφανος. Ο γαλαξίας προχωρούσε διαγώνια σαν μια τεράστια ζώνη, περιχυ μένη φως. Στιγμές στιγμές, ο Αντρέι σάμπως ν' αποξεχνιόταν και 68
made by Absens
Τ Α Ρ Α Σ Μ Π Ο ΤΛ Μ Π Α
τότε μια ανάλαφρη ομίχλη νύχτας του ' κρυβε τον ουρανό, ύστε ρα όμως, το βλέμμα του ξαστέρωνε και τα 'βλεπε πάλι όλα κα θαρά. Σε μια τέτοια στιγμή, του φάνηκε πως είδε μπροστά του μια παράξενη ανθρώπινη μορφή . Νομίζοντας πως ήταν ονειροφαντα σία που την άλλη κιόλας στιγμή θα διαλυθεί, άνοιξε όσο μπόρεσε πω διάπλατα τα μάτια του και είδε -ή του φάνηκε ;- πως είχε σκύ ψει από πάνω του ένα φοβερά αδυνατισμένο, στεγνωμένο πρό σωπο και τον κοίταζε ίσα στα μάτια. Η παράξενη γυαλάδα αuτών των ματιών και το χλωμό πρόσωπο με τα κοκκαλιάρικα χαρακτη ριστικά, το 'κανε να μοιάζει μάλλον με φάντασμα παρά με πραγ ματικόν άνθρωπον. Ο Αντρέι άρπαξε ασυναίσθητα το ντουφέκι του και νιώθοντας να τον διαπερνάει ένα ρίγος, τραύλισε: - Ποιος είσαι ; Αν είσαι πνεύμα ακάθαρτο, χάσου απ' τα μά τια μου' αν είσαι. άνθρωπος ζωντανός, δεν είναι ώρα για αστεία - θα σε σκοτώσω με την πρώτη . Αντί ν' απαντήσει, το φάντασμα έβαλε το δάχτυλο στα χείλη, λες και τον ικέτευε να σωπάσει. Ο Αντρέι χαμήλωσε το χέρι κι άρχισε να το παρατηρεί προσεχτικότερα. Τα μακριά μαλλιά, ο λαιμός και το μισόγυμνο στήθος, τον έκαναν να καταλάβει πως πρόκειται για γυναίκα. Όμως, δε φαινόταν να 'ναι ντόπια. Το πρόσωπό της ήταν σκούρο και τα μάγουλα σκαμμένα, βαθουλω μένα απ' την αδυναμία. Τα μήλα ξεπετάγονταν πάνω απ' τα ρου φηγμένα μάγουλα. Τα μάτια της ήταν στενά και λοξά. Όσο πε ρισσότερο ο Αντρέι παρατηρούσε τα χαρακτηριστικά της, τόσο του φαινότανε πως κάπου τα 'χε ξαναδεί. Τελικά, δεν κρατήθη κε πια και ρώτησε : - Πες μου, ποια είσαι; Σα να μου φαίνεται πως σε ήξερα ή κά που σ' έχω δει. - Εδώ και δυο χρόνια στο Κίεβο. - Εδώ και δυο χρόνια . . . στο Κίεβο, ξανάπε ο Αντρέι, προσπαθώντας να θυμηθεί τη ζωή του στο σεμινάριο . Την ξανακοίταξε επίμονα και ξάφνου φώναξε δυνατά: - Ε ίσαι η Τατάρισσα! η δούλα της μικρής πάνι, της κόρης του βοεβόδα! - Σσσ! έκανε η Τατάρισσα, ενώνοντας ικετεuτικά τα χέρια της, 69
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
τρέμοντας σύγκoρμΎj κω γυρίζοντας το κεφάλL τη ς ν α δ ε L μΎjν ξύ ΠVYjσε κανένας. - Μα, πώς βρέθΎjκες εδώ ; έλεγε ΨLθυΡLστά ο ΑντρέL XL η φω νή του κοβόταν κάθε τόσο απ' τη συγκίνηση . Πού είναL η μLΚΡ'ή πάνL; ΖεL ακόμα ; - Ε ίναL εδώ, στην πόλΎj . - Στην πόλη ; πρόφερε αυτός xaL παραλίγο να ξεφώνLζε. ΈνLωσε πως ξαφνLκά, όλο του το αίμα όρμφε xaL πλημμύΡLσε την καρ δ Lά του. KaL γLατί λΟLπόν είναL στην πόλΎj ; - EπεLδ'ή XL ο γερο-παν είναL στην πόλΎj. Ε ίναL ενάμLση χρόνος τώρα που τον κάνανε βοεβόδα στο Ντούμπνο . - ΛΟLπόν ; παντρεύτηκε ; Μίλα λΟLπόν - ΤL παράξενη που είaaL! TL κάνεL τώρα ; - Ε ίναL δεύτερΎj μέρα που δεν έβαλε τίποτα στο στόμα της. - Πώς! - Από καLρό τώρα δεν έχεL κανένας στην πόλη ψωμΙ Όλα τρώνε χώμα μονάχα. Ο ΑντρέL έμενε σαν απολLθωμένος. - Η μLΚΡ'ή πάνL σε εωε απ' το πρόχωμα της πόλΎjς μαζί με τους ΖαποροζLάνους. Μου είπε: «Π'ήγαLνε xaL πες στον LΠΠότη : αν με θυμάταL, να 'ρθεL να με δεL. Αν δε με θυμάταL, να σου δώσεL ένα κομμάΤL Ψωμί YLa τη γΡLά τη μάνα μου, γLατί δε θέλω να τη δω να πεθαίνεL. ΚάΜω το 'χω να πεθάνω πρώτη εγώ XL ύστερα εκείνη . Παρακάλεσέ τον κω πέσε στα πόδLα του. ΈχεL XL αυτός μLα γΡLά μάνα, ας μου δώσεL λίγο Ψωμί YLa χάρη της! Μέσα στο στήθος του νεαρού Κοζάκου ξύπνησαν xaL φού ντωσαν ένα σωρό συναLσθ'ήματα. - Όμως, πώς βρέθΎjκες εδώ ; Πώς 'ήρθες ; - Απ' την υπόγεLα δLάβαση . - ΥπάρχεL υπόγεLα δLάβαση ; - ΥπάρχεL. - Πού ; - Δε θα με προδώσεLς, LΠΠότη μου ; - Μα τον τίμLΟ σταυρό, όΧL! . . - ΚατεβαίνεLς τη ρεμαΤLά, περνάς το ρέμα xaL μπαίνεLς εκεί που είναL ο καλαμLώνας. 70
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠΟΎΛΜΠΑ
- Και βγαίνεις μέσα στη ν πόλη ; - Ίσα στο μoναστ1jρι μας. - Πάμε, πάμε τώρ' αμέσως! - Όμως, για όνομα του Χριστού και της Παναγιάς, ένα κομμάτι ψωμι! - Σύμφωνοι, θα σου φέρω. Στάσου εδώ, δίπλα στο κάρο ή μάλ λον ξάπλωσε μέσα. Δε θα σε δει κανένας, όλοι κοιμούνται. Θα γυρίσω αμέσως. Και πήγε αμέσως στα κάρα που ήταν φορτωμένα με τα εφό δια του μπουλουκιού του . Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Όλα τα περασμένα, που τα 'χε αποσκεπάσει η ζωή του κοζάκικου στρατόπεδου κι η σκληρή ζωή των μαχών, ξεπετάχτηκαν όλα και ξαναβγήκαν στην επιφάνεια και σβήσαν με τη σειρά τους όλα τα τωρινά. Ξεπρόβαλε και πάλι, λες κι αναδύθηκε μέσ' απ' τα βάθη της θάλασσας, η περήφανη γυναίκα. Ξανάστραψαν στη μνήμη του τα πανέμορφα χέρια της, τα μάτια, τα χείλη, το γέλιο της, τα πυκνά σκουροκάστανα μαλλιά της που πέφτανε κυματιστά στο στ1jθoς - θυμήθηκε τη λυγερή κοριτσίστικη κορμοστασιά της. Όχι, όλ' αυ τά δεν είχαν σβήσει, δεν είχαν εξαφανιστεί απ' την καρδιά του, μόνο που παραμέρισαν λιγάκι, για να δώσουν θέση σ' άλλα παλ ληκαρίσια σκιρτήματα. Όμως, συχνά, πολύ συχνά ταράξανε τον βαθύ ύπνο του νεαρού Κοζάκου . Και, ξυπνώντας, έμενε για πολ λήν ώρα ξάγρυπνος στα στρωσίδια του, μη μπορώντας να βρει την αιτία που του χάλαγε τον ύπνο . Προχωρούσε και η καρδιά του όλο και χτυπούσε δυνατότερα, γιατί σκεφτόταν συνεχώς πως θα την ξαναδεί και τα γόνατά του τρέμανε. Σαν έφτασε στα κάρα, είχε ολότελα ξεχάσει γιατί πήγε ώς εκεΙ Έφερε το χέρι του στο μέτωπο και το 'τριβε πολλήν ώρα, προσπαθώντας να θυμηθεί τι έπρεπε να κάνει. Τελικά ανατρί χιασε και τον έπιασε τρόμος: Σκέφτηκε ξαφνικά πως η μικρή πά νι πεθαίνει απ ' την πείνα. Όρμησε στο κάρο κι άρπαξε μερικά μαύρα Ψωμιά, τα 'χωσε στην αμασχάλη του, μα την ίδια κείνη στιγμή του πέρασε η σκέΨη μην τυχόν αυτή η τροφή, που κάνει βέβαια γι.α έναν γεροδεμένο, σκληραγωγημένο Ζαποροζιάνο ήταν βαριά κι ακατάλληλη για τη μικρή πάνι, θυμήθηκε τότε πως χτες 71
made by Absens
Ν Ι ΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
ακριβώς, ο αρχηγός έβριζε τους μαγείρους, γιατΙ βράσανε όλο το πλιγούρι για να φτιάξουν κατσαμάκι, ενώ μπορούσανε να περά σουνε με δαύτο τρεις ολόκληρες μέρες. Όντας σΙγουρος πως θα βρει μπόλικο κατσαμάκι στα καζάνια, πήρε το μικρό καζανάκι που ' σερνε μαζΙ του ο πατέρας του στις εκστρατεΙες και τράβη ξε με δαύτο στον μάγειρα του μπουλουκιού του, που κοιμότανε δ Ιπλα σε δυο μεγάλα καζάνια -απ' αυτά που χωράνε δέκα κου βάδες το καθένα- και που από κάτω τους σιγόκαιγε ακόμα η θρά κα, σκεπασμένη κιόλας με στάχτη. Έριξε μέσα μια ματιά και από ρησε βλέποντας πως ήταν και τα δύο άδεια. Θα 'πρεπε να 'χουν υπεράνθρωπες δυνάμεις οι Κοζάκοι για να φάνε τόσο φα! - αν λογαριάσεις μάλιστα πως το δικό του μπουλούκι εΙχε μικρότερη δύναμη αντρών από τ' άλλα . . . Έριξε μια ματιά στα καζάνια των άλλων μπουλουκιών μα και κεΙνα ήταν άδεια. Μα και κει τΙποτα. Άθελά του θυμήθηκε την παροιμΙα: « Οι Ζαποροζιάνοι εΙναι σαν τα μικρά παLOιά: αν το ι)ς δώσεις λΙγο, θα το φάνε, αν τους δώσεις πολύ, πάλι δε θ' αφή σουν τΙποτα». Τι να κάνει ; Υπήρχε ωστόσο αν δεν έκανε λάθος, στο κάρο του συντάγματος του πατέρα του, ένα τσουβάλι με άσπρο ψωμΙ, που το 'χαν βρει, τότε που λήστεψαν το φούρνο του μοναστηριού. Τράβηξε Ισα κατά το κάρο του πατέρα του, το σα κΙ όμως δεν ήταν πια στο κάρο: Το 'χε πάρει ο Οστάπ για μαξι λάρι και έχοντας ξαπλώσει κατάχαμα, ροχάλιζε τόσο δυνατά που ακουγόταν σ' όλο το στρατόπεδο. Ο Αντρέι άρπαξε το σακΙ με το 'να του χέρι και το τράβηξε ξαφνικά, έτσι που το κεφάλι του Οστάπ έπεσε και χτύπησε στο χώμα. Την LOια στιγμή, ο Οστάπ πετάχτηκε απάνω και καθισμένος, με κλειστά τα μάτια, άρχισε να φωνάζει μ' όλα τα πνευμόνια του : «Σταματήστε τον, σταμα τήστε τον, τον διαβολοπολωνό και πιάστε τ' άλογο, τ' άλογο πιά στε! » - Σκάσε, θα σε σκοτώσω! φώναξε τρομαγμένος ο Αντρέ ι και σήκωσε το σακΙ να τον χτυπήσει. Όμως δεν χρειάστηκε να κάνει τΙποτα. Ο Οστάπ ηρέμησε, κι άρχισε να ροχαλΙζει τόσο, που απ' την ανάσα του κουνιόταν το χορτάρι όπου ήταν πλαγιασμένος. Ο Αντρέι γύρισε και κοΙταξε φοβισμένος σ' όλες τις μεριές, να δει μην ξύπνησε κανένας Κο72
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠΟΎΛΜΠΑ
ζάκος απ' το κοιμισμένο παραμιλητό του Οστάπ. Πραγματικά, ένα κεφάλι ανασηκώθηκε λΙγο παραπέρα, κοΙταξε ένα γύρω και ξανάπεσε πάλι κατάχαμα. Ο Αντρέι έμενε ακΙνητος κάνα-δυο λε φτά και τέλος ξεκΙνησε με το φορτΙο του . Η Τατάρισσα, ήταν ξα πλωμένη στο κάρο και κράταε την ανάσα της. - Σήκω, πάμε! Όλοι κοιμούνται, μη φοβάσαι! Θα μπορέσεις να πάρεις κανένα απ' αυτά τα Ψωμιά, αν δε μου 'ρθει βολικά να τα σηκώσω όλα ; Και λέγοντας αυτά, φόρτωσε στην πλάτη του τα σακιά και προχώρησε. Περνώντας από ένα κάρο, άρπαξε κι άλλα ένα σακΙ με κεχρι. πήρε μάλιστα στα χέρια και κεΙνα τα Ψωμιά που θέλη σε για μια στιγμή να τα δώσει στην Τατάρισσα να τα κουβαλήσει εκεΙνη, και σκύβοντας λιγάκι κάτω απ' το βάρος, προχώρησε με μεγάλα βήματα ανάμεσα στους κοιμισμένους Ζαποροζιάνους. - Αντρέι! εΙπε ο γερο-Μπούλμπα την ώρα που πέρναγε από μπροστά του. Η καρδιά του πάγωσε. Σταμάτησε και τρέμοντας, πρόφερε σιγά: - Τι συμβαΙνει ; - Γυρνάς με γυναΙκες! Εχ, θα σε σπάσω στο ξύλο, άμα θα σηκωθώ, θα σου μαυρΙσω όλα τ α πιiωια! Δε θα σου βγει σ ε καλό η παρέα των γυναικώνε! Σαν τα 'πε αυτά, ακούμπησε το κεφάλι του στον αγκώνα κι άρχισε να εξετάζει επΙμονα την Τατάρισσα που 'χε τυλιχτεΙ μ' ένα σάλι. Ο Αντρέι στεκότανε κει, μισοπεθαμένος, μην έχοντας το κου ράγιο να ρΙξει μια ματιά στο πρόσωπο του πατέρα του . Σε λΙγο, όταν ανασήκωσε τα μάτια και τον κοΙταξε, εΙδε πως τον γερο Μπούλμπα τον εΙχε κιόλας ξαναπάρει ο ύπνος, με το κεφάλι ακου μπισμένο πάνω στην απαλάμη του . Ο Αντρέ ι σταυροκοπήθηκε . Ξάφνου, ο τρόμος έφυγε απ' την καρδιά του, πιο γρήγορα απ' όσο εΙχε έρθει. Όταν γύρισε να κοι τάξει την Τατάρισσα, την εωε να στέκεται μπροστά του, σαν σκο τεινό γρανιτένιο άγαλμα, τυλιγμένη ολάκερη στο σάλι της. Κι όταν σε μια στιγμή φούντωσε μακριά η φλόγα μιας πυρκαγιάς, φώτι σε τα μάτια της, που εΙχαν γΙνει γυάλινα, σαν τα μάΤLα ενός νε73
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
κρού. Την τράβYjξε απ' το μανίκι και πρoχώρYjσαν κι οι δυο τους, γυρίζοντας κάθε τόσο το κεφάλι για να δουν πίσω τους. Στο τέ λος κατέβYjκαν μέσα στην ρεματιά, όπου κυλούσε τεμπέλικα το μικρό ποτάμι. Τα λίγα του νερά δύσκολα περνούσαν μέσ' απ' τα καλάμια και τους σωρούς τα χώματα. Όταν κατέβYjκαν σε XELV"YJ τη ρεματιά, μπορούσαν να 'ναι σίγουροι πως δεν τους έβλεπε κα νένας απ' όλο το στρατόπεδο των Ζαποροζιάνων . Αυτό τουλάχι στο σκέφτηκε ο Αντρέι, γιατί όταν γύρισε να κοιτάξει πίσω του ειδε μονάχα την απότομYj πλαγιά να υψώνεται πάνω από δυο μπό για. Στο πάνω πάνω μέρος της, στο φρύδι της πλαγιάς, αΊΥοσα λεύανε τα στάχυα του αγριόχορτου και πάνω απ' αυτά, ανέβαι νε στον ουρανό το φεγγάρι, που ' μοιαζε με γερτό δρεπάνι από φωτερό, κόκκινο χρυσάφι. Ένα ελαφρό αεράκι που έπιασε να φυσάει απ' τη στέππα, του έδωσε να καταλάβει πως δε θ ' αρ γούσε πια να χαράξει. Όμως, από πουθενά δεν ακούγονταν λά λYjμα πετεινού γιατί από μέρες τώρα δεν είχε μείνει κανένας, ού τε στην πόλYj , ούτε στα γύρω ΡYjμαγμένα χωριά . Περάσανε το μικρό ποταμάκι πατώντας πάνω σ' έναν κορμό δέντρου. Η απέ ναντι όχθYj φαινόταν ν α 'ναι πιο ψYjλή και πιο απότομYj, τόσο που φάνταζε ιδιος γκρεμός. Το μέρος αυτό φαινόταν να 'ναι ένα φυ σικό και σίγουρο οχυρό της πολιτείας πάντως, το πρόχωμα εδώ ήταν χαμYjλότερο και δε φαινόταν να 'χει σκοπιές. Λίγο πιο πέρα όμως, υψωνόταν ο ψYjλός τοίχος του μοναστηριού. Στην απότομYj όχθYj θρασομανούσαν τα ψYjλά χόρτα της στέπας και μέσα στη ρε ματιά, λίγο πιο πέρα απ' το νερό, φυτρώνανε πυκνά τα καλάμια που ήταν ψYjλά ένα μπόι και φτάνανε ώς τον γκρεμό. Στο φρύδι του γκρεμού, φαινόταν ένας φράχτης, που θα πρέπει κάποτε να έζωνε έναν λαχανόκYjΠΟ. Μπροστά του φαίνονταν τα φύλλα της τσουκνιδας και πίσω του ξεπετάγονταν άλλα αγριόχορτα, τα γαι δουράγκαθα και ένας ήλιος που σήκωνε ΨYjλότερα απ ' όλα το στρογγυλό κεφάλι του. Εδώ Yj Τατάρισσα έβγαλε τα πασουμά κια της και πρoχώρYjσε ξυπόλ"Υ]τη, αναUYjκώνοντας προσεχτικά τον ποδόγυρό της, γιατί το μέρος ήταν γλυστερό και γιομάτο νερά, έτσι, ανοίγοντας δρόμο μέσ' απ ' τα καλάμια, φτάσανε σ' ένα σω ρό κλαδ ιά και φρύγανα. Παραμερίζοντας τα φρύγανα, βρήκανε ένα άνοιγμα που δεν ήταν μεγαλύτερο απ' την πόρτα ενός φούρ74
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΥΛ Μ Π Α
made by Absens
νου. Η ΤατάΡLσσα, σκύβοντας, μπήκε πρώτη . Ο ΑντρέL μπήκε XL αυτός, σκύβοντας όσο μπορούσε, γLα να χωθεί εκεί μέσα με τα σαΚLά του καL σε λίγο βρεθήκανε XL OL δυο τους μέσα σε πυκνό σκοτάδL.
75
made by Absens
VI
Ο
made by Absens
ΑΝ ΤΡΕΙ, μόλις που κατάφερνε να προχωρήσει μέσα σε κεί νον τον υπόγειο στενό διάδρομο, ακολουθώντας την Τατά ρισσα και κουβαλώντας τα σακιά με το ψωμΙ - Σε λίγο θα βλέπουμε, του είπε -η γυναίκα. Πλφιάζουμε στο μέρος όπου άφφα το λυχνάρι. Πραγματικά, οι σκοτεινοί χωμάτινοι τοίχοι άρχισαν λίγο λίγο να φωτίζονται. Φτάσανε σ' ένα μικρό άνοιγμα, όπου φαίνεται πως υπήρχε ένα παρεκκλήσι. Ο Αντρέι πάντως, εωε ένα στενό τρα πεζάκι δίπλα στον τοίχο, κάτι σαν Άγια Τράπεζα ας πούμε κι από πάνω διακρινότανε ένα εικόνισμα καθολικής μαντόνας, πολύ ξε θωριασμένο, σχεδόν σβφμένο. Ένα μικρό ασ-η μένιο καντήλι που κρεμότανε μπροστά στο εικόνισμα, το φώτιζε αχνά. Η Τατάρισ σα έσκυψε και πήρε από χάμω ένα μπακιρένιο λυχνάρι, στεριω μένο σ' ένα λεπτό, ψ-η λό ποδάρι, με κρεμασμένες, σ' αλυσιδίτσες γύρω του, μια τσιμπωα, μια β ελόνα για να διορθώνουν τη φωτιά κι ένα σβ-η στήρι. Το πήρε και το άναψε απ' τη φλόγα του καντη λιού. Το φως δυνάμωσε. Προχώρ-η σαν κι οι δυο τους και μια έπε φτε δυνατό το φως επάνω τους, μια -η κατάμαυρ-η , σαν κάρβου νο σκιά, έτσι που θυμίζανε πίνακες του Γεράρδου Della Notte l . Το δροσερό πανέμορφο πρόσωπο του νεαρού ιππότη, που έλα μπε από υγεία και νιάτα, δ-η μιουργούσε ένα ισχυρό κοντράστ με το αδύνατο και χλωμό πρόσωπο της συνταξώιώτισσάς του . Το πέρασμα φάρδυνε κάπως κι ο Αντρέι δεν αναγκαζόταν να σκύ-
1. Γεράρδος ΓΚΟνΥκόρστ. Ολλανδός ζωγράφος του ΧVII αιώνα που ασχο λήθηκε κυρίως με νυχτερινές σκηνές. (Σ.τ. Μ.) 77
made by Absens
Ν ΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
βει και τόσο πολύ. Κοίταζε μ ε προσοχή και περιέργεια κείνους τους χωμάτινους τοίχους που του θύμιζαν σπήλαια του Κιέβου. Όπως και στα σπήλαια του Κίεβου, έβλεπε δω και κει εσοχές και σε ορισμένες από δαύτες έβλεπε φέρετρα σε κάνα-δυο μάλιστα εωε ανθρώπινα κόκκαλα, που απ' την πολλή υγρασία είχαν μα λακώσει κι είχαν αρχίσει να διαλύονται, να γίνονται σκόνη. Όπως φαίνεται, και δω επίσης υπήρχαν άγιοι άνθρωποι, που ήρθαν να κρυφτούν απ' τις τρικυμίες του κόσμου, τα βάσανα και τους πει ρασμούς. Μεριές μεριές, η υγρασία ήταν τόση που πατούσαν κα τευθείαν στο νερό . Ο Αντρέι αναγκαζότανε συχνά να σταματάει γιατί η Τατάρισσα κουραζόταν κάθε τόσο και είχε ανάγκη να ξα ποστάσει μια στάλα. Ένα μικρό κομμάτι ψωμί, που το κατάπιε με βουλημία, δεν κατάφερε παρά να της φέρει πόνο στο στομά χι -γιατί το στομάχι της είχε ξεσυνηθίσει το φιiί- και γι' αυτό ήταν φορές που έμενε ακίνητη αρκετά λεφτά για να συνέλθει. Τελικά, βρέθηκαν μπροστά σε μια μικρή σώερένια πόρτα. - Δόξασοι ο Θεός, φτάσαμε, είπε ξέπνοα η Τατάρισσα. Ανα σήκωσε το χέρι της να χτυπήσει, μα δεν είχε τη δύναμη. Ο Αντρέι χτύπησε την πόρτα δυνατά κι αντηλάλησε ένα υπό κωφο βουητό που έδειχνε πως πίσω απ' την πόρτα υπήρχε με γάλος χώρος με ψηλούς θόλους. Σε κάνα δυο λεφτά, ακούστηκε το ντιντίνισμα των κλεώιών και τα βήματα κάποιου, που πρέπει να κατέβαινε μια σκάλα. Τέλος, η πόρτα άνοιξε και βρέθηκαν μπροστά σ' έναν καλόγερο που στεκότανε σε μια στενή σκάλα, με τα κλειδιά και μ ' ένα κερί στα χέρια του. Ο Αντρέι κοντοστά θηκε άθελά του βλέποντας αυτό τον καθολικό καλόγερο, γιατί όλοι οι Κοζάκοι σιχαίνονται και μισούν τους φΡαΥκοπαπάΟες και τους φέρνονται πιο απάνθρωπα κι απ' ότι φέρνονται στους Ε βραίους. Μ α κι ο καλόγερος σα ν α πισωπάτησε σαν εωε τον ζα ποροζιάνο Κοζάκο, μια λέξη όμως που πρόφερε η Τατάρισσα -και που τ' αυτί του Αντρέι δεν την έΠLασε- τον καθησύχασε. Τους φώ τισε το δρόμο, έκλεισε την πόρτα πίσω τους, τους οδήγησε απάνω ανεβαίνοντας αργά τα σκαλοπάτια και σε λίγο βρέθηκαν κάτω απ' τους ψηλούς θόλους της εκκλησLάς του μοναστηΡLOύ. Μπροστά σε μια Άγια Τράπεζα, που ήταν γLOμάτη ψηλά κηροπήγια και κεριά, είχε γονατίσει ένας παπάς και προσευχόταν χαμηλόφωνα. Δεξιά 78
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΥΛΜΠΑ
X L αρLστερά του είχαν γονατίσεL δυο δLάΚΟL, ντυμένΟL μ ε τα μενε ξέλLά τους ράσα, με άσπρους μεγάλους νταντελένωυς γLακάδες κω κρατούσαν από ένα λLβανLστηΡL στο χέΡL. Ο παπάς προσευ χόταν παρακαλώντας το Θεό να κάνεL το θαύμα του : να σώσεL την πόλη, να ανυψώσεL το ηθLκό που άΡΧLσε ΚLόλας να πέφτεL εΠL κίνδυνα, να δώσεL υπομονή στους πολLορκημένους, να δLώξεL τον πεφασμό, που ΨLθύΡLζε κάθε τόσο στ' αυτLά των ανθρώπων καL τους έκανε να παραπονωύνταL καL να λLποψυχούν, κλαίγοντας άνανδρα μπροστά στι.ς επίγεLες δυστυχίες. ΜερLκές γυναίκες, που μΟLάζανε με φαντάσματα, είχαν γονατίσεL κατάχαμα XL είχαν ακουμπήσεL τ' ανήμπορα κεφάλLα τους στLς καρέκλες καL τους πάγκους που βρίσκονταν μπροστά τους. ΜεΡLκοί άντρες, ήταν XL αυτοί πεσμένΟL στα γόνατα XL ακουμπούσαν περίλυΠΟL στLς κο λόνες που στηΡLζαν τους θόλους της εκκλησίας. Το παράθυρο με τα χρωμαΤLστά τζάμLα που ήταν πάνω από την ΆγLα Τράπεζα, αχνόφεξε απ' τη ρόδLνη μαρμαρυγή της αυγής, έτσL που απ' το παράθυρο εκείνο πέσανε στο πάτωμα φωτεLνοί κύκλΟL, γαλάζL OL, κίΤΡLνOL που φώτLσαν ξαφνLκά τη σκοτεLνή εκκλησία. Ολάκε ρη η ΆγLα Τράπεζα, πέρα στο βάθος του Lερού, σα να τυλίχτηκε μέσα σε μLα λάμψη . Ο καπνός απ ' ΤLς καντήλες έμενε να αLωρεί τω στον αέρα σαν ένα σύννεφο φωτLσμένο με όλα τα χρώματα του ουράνLου τόξου. Ο ΑντρέL, στεκόταν εκεί στη σκοτεLνή γωνLά του καL κοίταζε κατάπληκτος το θαύμα που είχε κάνεL το φως. Κείνη τη στLγμή η μεγαλόπρεπη μουσLκή απ ' τ' αρμόνLΟ πλημμύ ΡLσε όλη την εκκλησία. OL ijXOL γίνονταν όλο κω ΠLΟ βαρείς, δυ νάμωναν ώσπου ακούγονταν σα βροντή XL ύστερα, ξαφνLκά, με ταβλήθηκαν σε μLα ουράνLα μουσLκή καL άΡΧLσαν ν ' ανεβαίνουνε ψηλά στους θόλους, με ήχους τραγουδLστούς, που θύμLζαν απα λές ΚΟΡLτσίστLκες φωνές XL ύστερα ξανάγLναν κλάμα γοερό κω βροντή XL απότομα σίγησαν . Όμως, γLα πολλήν ώρα ακόμα τα μπουμπουνητά αντLλαλoύσαν τρέμοντας, κάτω απ ' τους θόλους XL ο ΑντρέL θάμαζε με μLσάνΟLΧΤΟ το στόμα του τη μεγαλόπρεπη εκείνη μουσLκή . Κείνη τη στLγμή, ένLωσε πως κάποως τον τράβη ξε απ ' το καφτάνL του. - Ώρα να πηγαίνουμε! είπε η ΤατάΡLσσα. ΔLασχίσανε την εκ κλησLά, χωρίς να τους προσέξεL κανείς καL βγήκαν στην πλατεία. 79
ΝΙΚΟΛΑΊ ΓΚΟΓΚΟΛ
made by Absens
Η αυγή εΙχε πια ροδΙσει στον ουρανό και ζύγωνε η ανατολή του
ήλιου . Η τετράγωνη πλατεΙα, ήταν άδεια, ψυχή πουθενά' στη μέ ση, μέναν ακόμα τα ξύλινα τραπεζάκια, κι οι πάγκοι των εμπό ρων που έδειχναν πως εδώ, Ισως και μια βδομάδα πριν, λειτουρ γούσε ακόμη το παζάρι. Ο δρόμος -την εποχή εκεΙνη δεν υπήρχαν καλντερΙμια- ήταν στρωμένος με ξερή λάσπη . Γύρω στην πλα τεΙα ήταν μικρά πέτρινα και πλLθινα μονόροφα σπΙτια, όπου ξε χώριζες στους τοΙχους τα ξύλινα δεσΙματα και τις ξύλινες κολό νες που έφταναν μέχρι τη σκεπή . Οι κολόνες ήτανε δεμένες με ξύλινα δεσΙματα, σταυρωτά, όπως συνηθιζόταν τότε κι όπως μπο ρεΙ να δει κανεΙς και σήμερα σε μερικά μέρη της ΛιθουανΙας και της ΠολωνΙας. Όλα σχεδόν τα σπΙτια εΙχαν δυσανάλογα Ψηλές στέγες, γεμάτες μ' ένα σωρό φεγγΙτες και ανοΙγματα για τον αε ρισμό. Στη δεξιά πλευρά της πλατεΙας, δ Ιπλα σχεδόν στην εκ κλησΙα, υψωνόταν ένα χτΙρω που ξεχώριζε αμέσως απ ' όλα τ' άλλα' θα πρέπει να 'ταν το δημαρχεΙο ή να στέγαζε κάποια κυ βερνητι�ή υπηρεσΙα. Ήταν δΙπατο και πάνω στη στέγη του εΙχε έναν πυργΙσκο, όπου στεκόταν ένας σκοπός. ΕπΙσης, στη στέγη απάνω, εΙχε κι ένα μεγάλο ρολόι. Η πλατεΙα φαινόταν νεκρω μένη, του Αντρέ ι όμως του φάνηκε πως άκουσε κάποιον να στε νάζει μ ' αδύναμη φωνή . ΚοΙταξε γύρω του και ξέκρινε στην άλ λη πλευρά δυο""tρεις ανθρώπους, που κεΙτονταν σχεδόν ασάλεuτoι κατάχαμα. ΚοΙταξε προσεχτικότερα για να ξεχωρΙσει αν οι άν θρωποι εκεΙνοι κοιμόνταν ή ήταν νεκροΙ, και κεΙνη τη στιγμή σκό νταΨε σε κάτι που βρέθηκε πεσμένο μπρος στα πόδια του. Ήταν το κουφάρι μιας γυναΙκας που απ' ό,ΤΙ έδειχνε πρέπει να 'ταν ΕβραΙα. Φαινόταν να 'ναι νέα ακόμα, αν και τι νιάτα θα μπο ρούσαν να 'χουν μεΙνει σ' εκεΙνα τα παραμορφωμένα απ' τα βάσ να και την πεΙνα χαρακτηριστικά του προσώπου της ; Στο κεφά λι εΙχε φορεμένη μια μεταξωτή κόκκινη μαντήλα. μαργαριτάρια ή χάντρες στόλιζαν σε δυο σειρές το σκουφΙ της κει που της σκέ παζε τ' αυτιά, δυΟ""tρΙα μακριά, κατσαρά τσουλούφια ξεπετά γονταν απ' το σκουφΙ και πέφτανε στο στεγνό λαιμό της, με τις τεντωμένες φλέβες. ΔΙπλα της κειτόταν ένα μωρό, που εΙχε αρ πάξει σπασμωδικά το αδύνατο στήθος της με το χεράκι του και το 'χε συστρέΨει με τα δάχτυλά του με ασυναΙσθητη οργή γιατΙ 80
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠΟΎΛΜΠΑ
τ ο στήθος �ταν άδειο και δ ε βρ�κε γάλα. Τ ο μωρό δεν έκλαιγε πια και ούτε φώναζε και το μόνο σημάδι που έδειχνε πως δεν πέ θανε ακόμα, �ταν η κοιλιά του που ανεβοκατέβωνε αργά - έτσι που θα 'λεγες, πως όπου να 'ταν, θα ' βγαζε την τελευταία του πνo� . Στρίψανε σ' ένα δρόμο και συνάντησαν έναν μισοπάλαβο που μόλις είδε το πολύτιμο φορτίο στην πλάτη του Αντρέι, όρμη σε επάνω του σαν τίγρης κι αρπάχτηκε απ' τα ρούχα του φωνά ζοντας: - Ψωμι! Όμως, η Mναμ� του δεν �ταν όση η μανία του κι ο Αντρέι με μια σπρωξιά τον ξανάριξε κατάχαμα. Τον συμπόνεσε ωστόσο και του πέταξε ένα ψωμί κι ο μισοπάλαβος εκείνος έπεσε επάνω του σα λυσσασμένος σκύλος, το κομμάτιασε με τα δόντια του, το δά γκωσε λαίμαργα, βιαστικά και παρέδωσε, εκεί επί τόπου στο δρό μο, το πνεύμα, ξεσυ�θιστoς καθώς �ταν στο φαΙ Σχεδόν σε κά θε β�μα τους, συναντούσαν φοβερά θύματα της πείνας. Θα 'λεγε κανείς πως μη μπορώντας να υποφέρουν το μαρτύριο μέσα στα σπίτια τους πολλοί είχαν βγει στο δρόμο, με την ελπίδα ότι κάτι θα τους στείλει ο ουρανός να συντηρηθούν. Δίπλα στην εξώπορ τα ενός σπιτιού καθόταν μια γριά και δε θα ' ξερες να πεις αν κοι μόταν, αν πέθανε, � αν αποξεχάστηκε. Το βέβαιο είναι πως μ�τε έβλεπε, μ�τε άκουγε τίποτα πια και καθόταν ασάλεUΤΗ στο ίδιο μέρος με το κεφάλι πεσμένο στο στήθος της. Απ' τη στέγη ενός άλλου σπιτιού κρεμότανε σε μια θηλειά ένα τεντωμένο κοκκα λιάρικο κορμΙ Φαίνεται πως ο δυστυχισμένος αυτός δεν μπόρε σε να υποφέρει πια την πείνα και προτίμησε να δώσει ένα τέλος στη ζω� του, αυτοκτονώντας. Βλέποντας τα ανατριχιαστικά αυ τά σημάδια της πείνας, ο Αντρέι δε βάσταξε και ρώτησε την Τα τάρισσα: - Μα είνω λοιπόν δυνατό να μη βρ�καν τίποτα να βάλουν στο στόμα τους, να κρατηθούν στη ζω� ; Όταν φτάνει ο άνθρωπος στην εσχάτη ανάγκη, τότε, θέλει δε θέλει, καταφεύγει σε πράματα που προηγουμένως τα περιφρονούσε μπορεί να φάει και πράματα που τ' απαγορεύει ο νόμος, όλα μπορεί να τα φάει τότε. Όλα τα φάγανε, είπε η Τατάρισσα. Όλα τα ζωντανά. M�τε άλογο, μ�τε σκύλο, μ�τε και ποντίκι ακόμα δε θα βρεις σ' ολά81
Ν Ι Κ Ο ΛΑ Τ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
made by Absens
κερη τη ν πολιτεία. Ποτέ δεν είχανε αποθέματα εδώ στη ν πόλη. Όλα τα φέρνανε απ' τα χωριά. - Και αφού λοιπόν πεθαίνετε με ένα τόσο φριχτό θάνατο, πώς θέλετε να κρατησετε την πολιτεία ; - Όπως φαίνεται, ο βοεβόδας θα την είχε κιόλας παραδώσει. Χτες το πρωί όμως, ο συνταγματάρχης που είναι στα Μπουζάνια, έστειλε στην πόλη ένα γεράκι μ' ένα σημείωμα να μην την παρα δώσουνε γιατί λέει πως έρχεται μ' ένα σύνταγμα να μας σώσει, μόνο που περψένει κι έναν άλλο συνταγματάρχη για να ' ρθουνε κι οι δυο μαζΙ Και τώρα, τους περιμένουμε να φτάσουν από στιγ μή σε στιγμή . . . Μα να που φτάσαμε στο σπίτι. α Αντρέι είχε δει κιόλας από μακριά ένα σπίτι που δεν έμοια ζε με τ' άλλα. Αυτό θα 'πρεπε να το 'χει χτίσει κανένας Ιταλός αρχιτέκτονας. Ήταν φτιαγμένο από όμορφα κόκκινα τούβλα κι ήταν δίπατο. Τα παράθυρα του κάτω πατώματος είχαν φηλές κορνίζες από γρανίτη . Στο δεύτερο πάτωμα, είχε μια σεφά αφί δες που σχημάτιζαν μια γαλαρία. Ανάμεσα στις αφίδες φαινό ντουσαν καγκελωτά παράθυρα στολισμένα μ' ένα οικόσημο. Στις γωνιές του σπιτιού έβλεπες άλλα οικόσημα. Η εξωτερική φαρδιά σκάλα, από χρωματιστά τούβλα έβγαινε στην πλατεία. Δίπλα στα πρώτα σκαλοπάτια, αριστερά και δεξιά, καθόντουσαν δυο φρου ροί που στηρίζονταν γραφικά και συμμετρικά με το 'να τους χέ ρι στις αλαμπάρδες τους! και στο άλλο είχαν ακουμπήσει το κε φάλι τους, έτσι που μοιάζανε πολύ περισσότερο με αγάλματα παρά πλάσματα ζωντανά. Δεν κοψόνταν ούτε νύσταζαν, φαίνο νταν όμως σα να μην ακούν κω να μη βλέπουν τίποτα: μήτε που δώσανε σημασία ποιος ανέβαινε στη σκάλα. Στο κεφαλόσκαλο, βρέθηκαν μπροστά σ' έναν πλουσιοντυμένον, οπλισμένον ώς τα δόντια πολεμιστη, που κρατούσε στο χέρι του ένα προσευχητά ρι. Τους έριξε ένα βλέμμα με τα κουρασμένα του μάτια, η Τα τάρισσα όμως του είπε μια λέξη κι αυτός ξανακάρφωσε τη ματιά του στις ανοιχτές σελίδες του β ιβλίου. Μπήκανε στο πρώτο δω μάτιο, που ήταν αρκετά ευρύχωρο, που πρέπει να χρησίμευε για αLθoυσα αναμονής ή προθάλαμος. Το δωμάτιο ήταν γιομάτο φα1 . Πολεμιχός πέλεχυς. (Σ.τ . Μ .) 82
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠΟΎΛΜΠΑ
ντάρους, θαλαμηπόλους, κυνηγούς, ΟLνοχόους καL άλλους υπηρέ τες, που ήταν απαραίτηΤΟL γLα να φαντάζεL ο Πολωνός άρχοντας στα μάΤLα του κόσμου - γLατί βλέπεLς οεν ήτανε μονάχα στρα ΤLωτLκός ΟLOLκητής μα είχε καL χτήματα πολλά ΟLκά του . Ο ΑντρέL, ένLωσε να τον χtυπάεL στη μύτη η βαΡLά μυρωΟLά του σβησμένου λUΧΝαΡLOύ. Δυο άλλα λυχνάΡLα καίγανε ακόμα πάνω σε ουο τε ράστLα, Ψηλά ως ένα μπόL, σεμντάνLα, παρόλο που απ' ώρα ΠLα το φως του πρωLνού είχε αρχLσεL XL έμπαLνε στο οωμάτLO μέσ' απ' το φαρΟύ, καγκελωτό παράθυρο. Ο ΑντρέL, έκανε να προχωρή σεL LσLα σε μLα φαΡΟLά, OptJLYYj πόρτα, που τη στόλLζε ένα ΟLκό σημο καL πλήθος άλλα σκαλίσματα, η ΤατάΡLσσα όμως τον τρά βηξε απ ' το μανίΚL καL του έοεLξε μLα μLκρή πόρτα σ' ένα πλdiνό τοίχο. Περάσανε ένα ΟLάορομο καL μπήκαν σ' ένα οωμάΤLΟ αρ κετά σκοτεLνό. Το φως, περνώντας απ' τα μLσόκλεLστα παντζού ΡLα μόλLς άγγLζε μLα σκουροκόΚΚLνη κουρτίνα κω κάΠΟLον πίνα κα ζωγραφLκής με εΠLχρυσωμένο κάντρο που κρεμότανε στον τοίχο. Η ΤατάρLσσα έκανε νόημα στον ΑντρέL να περψένεL, άνΟL ξε μLα πόρτα καL μπήκε σ' ένα άλλο οωμάΤLΟ, απ' όπου έφτανε η λάμψη ενός κερLOύ. Ο ΑντρέL άκουσε ΨLθύΡLσμα καL σLγανή φω νή που τον συγκλόνLσε σύγκορμο . Μέσ' απ' τη μLσάνΟL)(t'YJ πόρτα εωε να περνάεL γLα μLα στLγμή το λυγερό κορμί μLας γυναίκας, με μαΚΡLά, πλούσLα κοτσωα. Η, ΤατάρLσσα γύΡLσε καL του είπε να περάσεL. Δε θυμόταν πώς εμπήκε μέσα καL πώς έκλεLσε από πί σω η πόρτα. Το οωμάΤLΟ το φώΤLζαν ουο κερLά XL ένα καντήλL που έκωγε μπροστά στο εLκόνLσμα· κάτω απ ' το εLκόνLσμα ήταν ένα ψηλό τραπεζάΚL -όπως το συνηθίζουν OL καθολLκοί- με σκαλο πατάΚL γLα τη γονυκλLσία την ώρα της προσευχής. Όμως, τα μά ΤLα του ΑντρέL έψαχναν γLα κάΤL άλλο. ΓύΡLσε το κεφάλL του XL εωε μLα γυναίκα, που θα 'λεγες πως πέτρωσε απότομα καθώς έκανε μLα γρήγορη κίνηση. ΦαLνόταν σάμπως να 'θελε να ορμή σεL προς το μέρος του καL ξαφνLκά σταμάτησε . KL αυτός επίσης απόμεLνε κατάπληκτος μπροστά της. ΑλλLώς τη φανταζότανε. Μα οεν ήταν ΠLα εκείνη, οεν ήταν εκείνη που είχε γνωρίσεL. Δεν είχε τίποτα πάνω της που να μΟLάζεL με κείνη . Όμως, τώρα, ήταν ΟLπλά ΠLΟ όμορφη, καL ΠLΟ θεσπέσLα από πρώτα. Τότε είχε κάΤL το ανολοκλήρωτο το ατελείωτο τώρα όμως ήταν ένα αΡLστΟΙ)(J83
made by Absens
Ν Ι ΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
Υημα που Ο καλλιτέχνης του 'χε δώσει τη ν τελευταΙα του πινελιά. ΕκεΙνη, τότε, ήταν μια χαριτωμένη ελαφρόμυαλη κοπέλα' αυτή εδώ ήταν μια καλλονή - μια γυναΙκα μ' ολάνθιστη πια την ομορ φιά της. Μέσα στα μάτια της που τον κοΙταζαν κατά πρόσωπο, καθρεφτιζόταν ολόκληρο το αΙσθημά της κι όχι ένας φευγαλέος υπαινιγμός. Τα δάκρυα δεν εΙχαν προφτάσει ακόμα να στεγνώ σουν στα μάτια της κι έτσι που ήταν νοτισμένα, έλαμπαν παρά ξενα. Το στήθος, ο λαψός και οι ώμοι εΙχαν πια πλωσιωθεΙ στο πανέμορφο εκεΙνο περΙγραμμα που χαρακτηρΙζει την ανεπτυγ μένη ομορφιά. Τα μαλλιά, που παλιότερα οι ανάλαφρες μπού κλες τους πέφταν στο πρόσωπό της, τώρα εΙχαν μεταβληθεΙ σε μια πλούσια κόμη που ένα μέρος της ήταν μαζεμένο σε μια χο ντρή κοτσωα, ενώ το άλλο, έπεφτε λυτό στο στήθος και σ' όλο το μήκος των χεριών, μέχρι τα δάχτυλα - κάτι λεπτά, μακριά, υπέ ροχα κυματιστά μαλλιά. Ε Ιχες την εντύπωση πως όλα της τα χα ρακτηριστικά εΙχαν αλλάξει. Μάταια προσπαθούσε να βρει έστω κι ένα απ' αυτά που εΙχαν μεΙνει στην μνήμη του - όχι, δεν υπήρ χε ούτε ένα! Ήταν πολύ χλωμή, η χλωμάδα της όμως δεν έσβηνε την ομορφιά της. ΑπεναντΙας, εΙχες την εντύπωση πως της εΙχε προσδώσει μια ορμητικότητα κάτι το ακαταμάχητο, κάτι το θριαμ βευτικό. Κι ο Αντρέι, βλέποντάς την, ένιωσε κάποω δέος μέσα στην Ψυχή του κι απόμεινε ασάλευτος. ΦαΙνεται πως και κεΙνη εΙ χε μεΙνει κατάπληκτη βλέποντας τον Κοζάκο, που στεκότανε τώ ρα μπροστά της λάμποντας μ ' όλη την ομορφιά κω τη δύναμη της εφηβικής αντρεωσύνης του . Ακόμα κι έτσι που στεκόταν ακΙνη τος έδειχνε ξεκάθαρα τη ρωμαλέα σβελτάδα του κορμιού του. Το μάτι του έλαμπε με μια πεντακάθαρη σιγουριά, το βελούδινο φρύ δι του λύγιζε τολμηρά σαν ένα τόξο, το λιοκαμένο του μάγουλο ανάδινε όλη τη λάμΨη της παρθενικής φλόγας και το νεανικό μαύ ρο μουστάκι του, γυάλιζε σαν μετάξι. - Όχι, ό,τι κι αν πω για να σ' ευχαριστήσω, θα 'ναι λΙγο, με γαλόψυχε ιππότη, εΙπε αυτή κι η αργυρόηχη φωνή της έτρεμε. Μόνο ο Θεός θα μπορέσει να σου το ανταποδώσει' όχι εγώ, που εΙμαι μια αδύνατη γυναΙκα. . . Χαμήλωσε τα μάτια της. Σα δυο πανέμορφα ημικύκλια κατέ βηκαν πάνω τους τα βλέφαρά της, που τα στόλιζαν τα μακριά σαν 84
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΎΛ Μ Π Α
σι:iιτες τσίνουρα. Έσκυψε λιγάκι το υπέροχο πρόσωπό τη ς και κοκ κίνισε αχνά. Ο Αντρέι όσο και να 'στυψε το μυαλό του δε βρ�κε τίποτα ν' απαντησει. Λαχταρούσε να της πει με λόγια τη φωτιά που 'χε φωλιάσει στην ψυχή του -να της μιλ�σει με λόγια το ωιο φλογερά όσο και 'Yj λαύρα που τον έκαιγε- μα δεν το μπορούσε. Ε ίχε την εντύπωσ1j πως κάτι του 'χλεινε το στόμα, πως κάτι του 'χε σβ�σει τη φω� . Ένιωθε πως δεν �αν άξιος ν' απαντάει σε τέ τοιες κουβέντες αυτός που είχε μεγαλώσει στο σεμινάριο και στο κοζάκικο στρατόπεδο. Και τότε αγανάχτησε που �αν Κοζάκος. ΚείV1j τη στιγμ� μ�κε στο δωμάτιο 'Yj Τατάρισσα. Πρόφτασε κιόλας να κόψει φέτες το ψωμί που 'χει κoυβαλ�σει ο ιππότης και να τις βάλει σ' ένα χρυσό πιάτο μαζί με τις άλλες τροφές και τις έφερε τώρα και τις απίθωσε μποστά στη μικρ� κυρά της. Η πε ντάμορφ'Yj της έριξε μια ματιά, κοίταξε το ψωμί και κάρφωσε το βλέμμα της στον Αντρέι - και τι δεν έλεγε κείνο το βλέμμα! Κεί νο το κατασυγΚΙV1jμένο βλέμμα που εξέφραζε την ανυπομΟV1jσία της και την αδυναμία της να του πει με λόγια τα αισθ�ματα που πλ'Yjμμύριζαν την καρδιά της, ο Αντρέι το κατάλαβε καλύτερα απ' όλες τις κουβέντες. Ξαφνικά, ένιωσε να πέφτει ένα μεγάλο βά ρος απ' την ψυχή του. Ε ίχε την εντύπωσ1j πως λύθ'YjΚαν μέσα του όλοι οι κόμποι. Όλα όσα μέχρι κείV1j τη στιγμ� τα συγκρατούσε ένα βαρύ χαλινάρι, τώρα λες και λεuτερώθ'Yjκαν και μπορούσαν πια να καλπάσουν ανεμπόδιστα και γύρευαν κιόλας να ξεχυθούν σ' έναν ακράτητο χείμαρρο λέξεων. Όμως, ξάφνου, κείV1j την ωια στιγμ�, 'Yj πεντάμoΡφ1j στράφ'Yjκε στην Τατάρισσα και ρώτησε α� συχη : - Και 'Yj μψέρα ; Τ'Yjς �γες ; - Κοιμάται. - Του πατέρα ; - Του �γα. Είπε πως θα 'ρθει ο ίδιος να ευχαριστησει τον ιππότη . Η πεντάμορφ'Yj �ρε ένα κομμάτι ψωμί και το 'φερε στο στό μα της. Ο Αντρέ ι κράτησε την ανάσα του κι έγινε όλος μάτια και την κοίταζε καθώς εκείV1j το 'σπαγε με τα στιλπνά της δάχτυλα και το 'τρωγε. Και ξαφνικά, θυμ�θ'Yjκε κείνον εκεί στο δρόμο που 'χει χάσει τα συλλοίκά του απ' την πείνα που ξεψύχησε μπροστά 85
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑ1 ΓΚΟΓΚΟΛ
του, τη ν ώρα που κατάπιε μια μπουκιά ψωμΙ Ο Αντρέ ι χλώμια σε κι αρπάζοντάς την απ' το χέρι, φώναξε: - Φτάνει! Μην τρως άλλο ! Έχεις τόσες μέρες να φας που το ψωμΙ μπορεΙ να σε φαρμακώσει. Τότε η νέα κατέβασε αμέσως το χέρι της αφ�νoντας το ψωμΙ στο πιάΊΟ κω σαν υπάκουο πα!lΗ τον κοΙταζε στα μάτια. Αχ, ας βρισκότανε κάποιος να εκφράσει . . . μα δεν μπορεΙ ούτε η σμιλη, μ�ε ο χρωστηρας, μ�τε ο παντοδύναμος λόγος να εκφράσουν αυ τό που αχνοφαΙνεται φορές φορές μες στο βλέμμα μιας κοπέλας, μ�τε και τη συγκΙνηση που νιώθει το παλληκάρι καθώς κοιτάει στα μάτια της μέσα. - Βασιλισσά μου! φώναξε ο Αντρέι, νιώθοντας επιτέλους τα λόγια του να ξεχειλΙζουν μέσ' απ ' την καρδιά κω την ψυχή του. Τι θέλεις ; Τι λαχταράει η καρδιά σου ; Διάταξέ με! Πες μου να κα ταπιαστώ με το πω ακατόρθωτο έργο, και θα τρέξω να σε ικα νoπoι�σω. Πες μου να κάνω κάτι που κανένας άνθρωπος στον κό σμο δεν μπορεΙ να το πετύχει κω θα το καταφέρω, έστω κι αν καταστραφώ . Ναι, θα χαθώ, εΙμαι έτοιμος να χαθώ για χάρη σου κι εΙναι τόσο γλυκό να χαθώ για σένα που . . . δεν μπορώ να σου πω πόσο γλυκό εΙναι! Έχω τρΙα μετόχια, τα μισά απ ' τ' άλογα του πατέρα μου εΙναι δικά μου --Οικά μου κι όλα όσα έφερε η μά να μου προΙκα της και κεΙνα ακόμα που κρύβει απ' το γέρο μοu- όλα δικά μου εΙναι! Κανένας Κοζάκος δεν έχει άρματα σαν τα δι κά μου: μονάχα για τη λαβ� του σπαθιού μου μού δΙνουνε το κα λύτερο κοπάδι αλόγων και τρεις χιλιάδες πρόβατα. Κι όλ' αυτά θα τ' απαρνηθώ, θα τα παραδώσω, θα τα πετάξω, θα τα ποδο πατησω, θα τους βάλω φωτιά να τα κάψω, φτάνει ν ' ακούσω μια λέξη σου � να δω το λεπτό σου μαύρο φρύδι να σαλεύει! Το ξέ ρω πως μπορεΙ να λέω τώρα ανοησΙες, παράταιρα και παράκαι ρα πράματα που ούτε έχουν εδώ μέσα τη θέση τους κι ούτε μου ταιριάζει εμένα που πέρασα όλη μου τη ζω� στο σεμινάριο και στο Ζαπορόζιε, να μιλάω εδώ που πρέπει να μιλάνε βασιλιάδες και πρΙγκηπες κι ό,τι καλύτερο έχει η ιπποσύνη . Το βλέπω πε ντακάθαρα πως εσύ δεν εΙσω σαν όλα τ' άλλα πλάσματα του Θεού, δεν εΙσαι σαν όλους εμάς και μ�τε στο μικρό σου δαχτυ λάκι δε φτάνουν οι άλλες γυναΙκες των αρχόντων κι οι κόρες τους. 86
ΤΑΡΑΣ Μ ΠΟΥΛΜΠΑ
made by Absens
ΕμεΙς, μ�τε Υια σκλάβοι σου δεν κάνουμε' μόνο άΥΥελοι τ' ουρα νού μπορούν να σ' υπηρετούν. Μ ' όλο και μεΥαλύτερη κατάπληξη και προσοχή χωρLς να της διαφεύγει λέξη, άΚΟυΥε η νέα τη φω� αUΤΗ, της καρδιάς που αντα νακλούσε σαν καθρέφτης τη νεανικ� ρωμαλέα ψυχή του Αντρέι. Και κάθε λέξη που άΚΟυΥε, έδειχνε με τον παλμό της τη δύναμη του πάθους που συγκλόνιζε αUΤΗ την καρδιά. Απωθώντας μ' αδη μονΙα τ' απεLθαρχα μαλλιά της, η νέα έσκυβε προς το μέρος του με μισάνοιχτα χεLλη και τον ατένιζε ακΙνητη Υια πoλλ� ώρα. 'Υστερα κάτι θέλησε να πει μα ξάφνου το μετάνοιωσε ΥιατΙ θυμ�θηκε πως άλλο δρόμο τραβάει ο ιππότης, πως ο πατέρας του, τ' αδέρφια του κι όλη η πατρωα του στέκονται πΙσω του φοβεροΙ εκδικητές, πως εΙναι ακλόνητοι οι τρομεροΙ Ζαποροζιάνοι που έχουν πολιορκημέ νη από παντού την πόλη της και όλοι οι δικοΙ της εΙναι καταδικα σμένοι να πεθάνουν με φριχτό θάνατο μαζΙ με όλη την πολιτεΙα. Και τότε τα μάτια της.y ιoμLσανε ξάφνου δάκρυα. Με μια y�yoρη κΙνηση έφερε το μεταξωτό κεντημένο μαντήλι της και σκέπασε το πρόσωπό της. Και Υια πoλλ�ν ώρα καθόταν εκεΙ, με το υπέροχο κεφάλι της, Υερμένο προς τα πΙσω, δαγκώνοντας με τα χιονόλευ κα υπέροχα δόντια της το κάτω της χεLλι - λες και την εΙχε δαγκώ σει ένα φαρμακερό ερπετό' και δεν έβΥαζε το μαντήλι απ' το πρό σωπο, Υια να μη δει ο Αντρέι τη θλΙψη της και τη συντριβ� της. - Μια λέξη πες μου μονάχα, εΙπε ο Αντρέι και την �ρε απ' το ατλαζένιο της χέρι. Μια καφτερ� φλόΥα έτρεξε στις φλέβες του απ' αυτη την επα� κι έσφιξε το χέρι της που κειτόταν αναΙ σθητο μες στο δικό του. ΕκεΙνη όμως σώπαινε σεν έβΥαζε το μαντήλι απ' το πρόσωπο κι έμενε ασάλευτη . - Μα ΥιατΙ θλΙβεσαι, λοιπόν ; Πες μου, ΥιατΙ θλΙβεσαι τόσο ; Κατέβασε το χέρι της απ ' το πρόσωπο, πέταξε πέρα το μα ντήλι, έστρωσε προς τα πΙσω τα μαλλιά της μακριάς κοτσωας της που εΙχαν πέσει στα μάτια της κι άρχισε να λέει το παράπονό της. Μιλούσε σΙΥά, με μια χαμηλ�, σχεδόν ψιθυριστη φω�, όπως όταν τ' απαλό αεράκι, που έρχεται από πέρα μες στην υπέροχη βρα σιά, περνάει ξάφνου μέσ' απ' τα πυκνά καλάμια, κει σε κάποια Υούβα, στην άκρη του νερού: Ένα θρόισμα, κάποιοι φευΥαλέοι 87
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ Α 1" Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
θλιμμένΟL �XOL που τους ακούεL μ ' ασυναΙσθητη θλΙΨη κάπο ως δ Lαβάτης που τυχαΙνεL να περάσεL από XEL, σταματάεL χωρΙς να προσέχεL ΠLα μ�τε τ' απόβραδο που σβ�νεL, μ�τε τα χαρούμενα τραγούδLα των χωΡLκών που γυρνάνε απ' τα χωράφLα καL το θέ ρο μ�ε καL το θόρυβο του κάρου που περνάεL κάπου μαΚΡLά. - Δεν εΙμαL αξLολόπητη , δεν εΙναL δυστυΧLσμένη η μητέρα που μ' έφερε στον κόσμο ; TL φoβερ� μοφα α� που μου 'λαχε! Σω στός μου δ�μLος έχεL καταντησεL. Όλους τους έφερε στα πόδLα μου : τους καλύτερους Lππότες, τους πλουσLότερους πάνL καL ξέ νους βαρώνους, όλο το άνθος της Lπποσύνης μας. ΌλΟL τους μ' αγαπούσαν καL θα το θεωρούσαν μεγάλη τιμ� τη (jLX� μου αντα πόΚΡLση . Στο πρώτο μου νεύμα, ο καλύτερος, ο ευγενέστερος απ' αυτούς, θα γLνόταν άντρας μου. KL όμως εσύ μοΙρα σκληρ� , γLα κανέναν δεν έκανες ν α σκψτησεL η καρδLά μου, αλλά παρα μερΙζοντας τα καλύτερα παλληκάΡLα της χώρας μου τη χάΡLσες σ' έναν ξένο, σ' έναν εχθρό μας. ΓLατΙ, ΠαναγLά μου πάναγνη, γLα ΠΟLες αμαρτΙες μου, γLα ΠΟLα βαΡLά μου εγκλ�ματα, με κα τατρέχεLς έτσL άσπλαχνα ; Μέσα στα πλούτη κω τη χλLδ� περ νούσαν OL μέρες μου. Τα πολυτελέστερα εδέσματα καL τα πω αΚΡLβά κρασLά �ταν το καθημερLνό μου φαγητό! KL αυτό γLατΙ; ΓLα ν α πεθάνω τέλος με τ ο φοβερότερο θάνατο, που δε γνωρΙ ζεL ούτε ο χεφότερος αλ�της στο βασΙλεLό μας ; Αλλά δε σου αρ κούσε να με καταδLκάσεLς σ' αυτη τη φoβερ� μοΙρα. Δε σου αρ κούσε που μ' ανάγκασες ΠΡLν πεθάνω να δω το μαρτυΡLκό θάνατο του πατέρα κω της μητέρας μου που γLα να τους σώσω θα 'aL να ELXOaL φορές τη ζω� μου. Δε σου 'φτανε αυτό: �θελες ΠΡLν απ' το χαμό μου ν' ακούσω λόγLα αγάπης που δεν έχω ξανακούσεL. Έπρεπε με τα λόγLα του να μου ξεσκΙσεL την καρδLά, γLα να γΙ νεL η ΠLΚΡ� μου μοφα ακόμα ΠLκρότερη, γLα να λυπηθώ ακόμη περLσσότερο τη ζω� καL τα νLάτα μου, καL να μου φανεΙ ακόμα φοβερότερος ο θάνατός μου, γLα να σε καταραστώ ακόμα XEL ρότερα σκληρ� μου μοφα καL να σε κατηγoρ�σω κω σένα -συ χώρα μου το κρΙμα μου, μα έτσL εΙναL- καL σένα ΠαναγLά μου! KL όταν σώπασε, μLα τέΤΟLα απόγνωση καθρεφτΙστηκε στο πρόσωπό της, τέΤΟLα θλΙΨη ζωγραφΙστηκε στο κάθε της χαρα κτηΡLστLκό, απ' το θλιμμένο, σκυφτό μέτωπο καL τα χαμηλωμέ88
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΥΛ Μ Π Α
ν α μάτια ώ ς τ α δάκρυα που γλυστρούσαν και στέγνωσαν στα πυρωμένα της μάγουλα, ώστε βλέποντάς την θα 'λεγες αθέλητά σου: « Όχι, δεν υπάρχει χαρά σ' αυτό το πρόσωπο». - Αυτό δεν έχει μαΤαΥίνει στον κόσμο, δεν μπορεί να γίνει, δε θα γίνει, έλεγε ο Αντρέι, δεν μπορεί η ωραιότερη κι η καλύτερη γυναίκα του κόσμου να πιει ένα τόσο πικρό ποτήρι, τη στιγμή που είναι γεννημένη για να πέφτουνε γονατιστοί μπροστά της, οι κα λύτεροι άντρες του κόσμου, όπως πέφτουν και προσκυνάνε μιαν αγία! Όχι, δε θα πεθάνεις! Δεν μπορεί να σ' αΥΥίξει ο θάνατος εσένα! Σου κάνω όρκο στη ζωή μου, σου κάνω όρκο σ' ό,τι ακρι βότερο έχω σε τούτο τον κόσμο, δε θα πεθάνεις! Κι αν τα φέρει έτσι η τύχη που με τίποτα πια δε θα μπορέσομε να κάνουμε πέ ρα την πικρή μοίρα - μήτε με το ζόρι μήτε με την προσευχή μήτε με την παλληκαριά, τότε θα πεθάνουμε μαζί και πρώτος απ' τους δυο μας θα πεθάνω εγώ, θα πεθάνω μπροστά σου, μπροστά στα πανέμορφα πόδια σου και μόνο νεκρό θα με χωρίσουν από σένα. - Μην προσπαθείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου, ιππότη, μην προσπαθείς να με ξεγελάσεις, έλεγε κείνη κουνώντας αργά το πανέμορφο κεφάλι της. Το ξέρω και θλίβομαι κι η πίκρα μού σπα ράζει την καρδιά πως δεν έχεις το δ ικαίωμα να μ' αγαπάς. Ξέρω ποιο είναι το χρέος σου και το καθήκον σου: Πρέπει να γυρίσεις στον πατέρα σου, στην πατρίδα σου, στους συντρόφους σου, ενώ εμείς είμαστε εχθροί σου. - Και τι αξία έχουν για μένα κι ο πατέρας κι οι συντρόφοι μου κι η πατρίδα ; είπε ο Αντρέι, τινάζοντας το κεφάλι του κι ορθώ νοντας το κορμί του έτσι που στάθηκε μπροστά της ολόισιος, σα λεύκα! Ε, λοιπόν, αφού το θέλεις έτσι, άκου καλά αυτό που θα σου πω: Δεν έχω κανέναν! Κανέναν! Κανέναν! ξανάπε ανεμίζο ντας το χέρι του και στη φωνή του ακούστηκε η απόφαση του ατρόμητου, του ακατανίκητου Κοζάκου που είναι έτοιμος να ξε κινήσει για ένα κατόρθωμα ανήκουστο, για μια αποστολή που κα νένας άλλος δε θα μπορέσει να την πραγματοποιήσει. Και ποιος το 'πε πως η πατρίδα μου είναι η Ουκρανία ; Ποιος μου την έδω σε για πατρίδα μου ; Πατρίδα μας είναι κείνο που λαχταράει η ψυχή μας, εκείνο που το 'χει γι' ακριβότερο απ' όλα τ' άλλα. Πα τρίδα μου είσαι συ. Να ποια είναι η πατρίδα μου . Και θα την έχω 89
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
πάντα αυτή την πατρίδα μέσα στη ν καρδιά μου, ώ ς τη ν τελευταία στιγμή της ζωής κι ας τολμήσει κανένας Κοζάκος να μου την απο σπάσει από κει. Κι όλα τα πάντα είμαι έτοιμος να πουλήσω, να τα δώσω, να τα συντρίψω για μια τέτοια πατρίδα. Αυτή, μαρμάρωσε για μια στιγμή και σαν ένα υπέροχο άγαλ μα τον κοίταζε στα μάτια και ξαφνικά, έβαλε τα κλάματα με μια θαυμαστή γυναικεία παρόρμηση, που θα μπορούσε να την έχει μόνο μια ανυστερόβουλα μεγαλόψυχη γυναίκα, που γεννήθηκε για να ζήσει ένα υπέροχο αίσθημα, έπεσε πάνω του και τον αγκά λιασε απ' το λαιμό με τα χιονόλευκα χέρια της κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Κείνη τη στιγμή αντήχησαν απ' το δρόμο ακαθόρι στες κραυγές κι ακούστηκαν σάλπιγγες και ταμπούρλα. Μα ο Αντρέι δεν άκουγε τίποτα. Ένιωθε μονάχα τη μυρωμένη ζεστή της ανάσα και τον τύλιγε ολάκερο, ένιωθε τα δάκρυά της να τρέ χουν πάνω στο πρόσωπό του και τα μαλλιά της που λύθηκαν μο σκομυρισμένα, να τον έχουν τυλίξει μέσα στο σκοτεινό, γυαλι στερό τους μετάξι. Κείνη τη στιγμή μπήκε στην κάμαρα η Τατάρισσα, ξεφωνίζο ντας χαρούμενα. - Σωθήκαμε! Σωθήκαμε! φώναξε σα να μην ήξερε τι της γι νόταν. Μπήκαν οι δικοί μας στην πόλη, φέρανε ψωμί, σιτάρι, αλεύ ρι και δεμένους Ζαποροζιάνους. Όμως κανένας τους δεν άκουσε μήτε ποιοι «δικοί μας» μπή καν στην πόλη, μήτε τι φέρανε μαζί τους, μήτε ποιους Ζαπορο ζιάνους δέσανε. Ο Αντρέι με το στήθος πλημμυρισμένο ουράνια αισθήματα φιλούσε τα μυρωμένα χείλη που είχαν ακουμπήσει στο μάγουλό του και τα μυρωμένα χείλη δε μένανε αδιάφορα. Του απαντούσαν και στο αμοιβαίο τους φιλί απολάμβαναν αυτό που μόνο μια φορά στη ζωή του νιώθει ο άνθρωπος. Και χάθηκε ο Κοζάκος! Έπαψε πια να υπάρχει για όλη την κοζάκικη ιπποσύνη ! Δε θα ξαναδεί πια ούτε το Ζαπορόζιε, ούτε τα μετόχια του πατέρα του, ούτε την εκκλησία του Θεού! Ούτε κι η Ουκρανία θα ξαναδεί το πιο γενναίο απ ' τα παιδιά της, που ξε σηκώθηκαν για να την υπερασπιστούν . Ο γερο -Ταράς θα ξερι ζώσει τ' άσπρα του μαλλιά και θα καταραστεί την ώρα και τη στιγμή που γέννησε έναν τέτοιον γιο για να τον ντροπιάσει. 90
νπ
Τ
made by Absens
των Ζαποροζιάνων εΙχε αναστατωθεΙ' πα ντού φασαρΙα και κΙνηση. Στην αρχή, κανένας δεν ήξερε να σου πει πώς ακριβώς συνέβη και μπήκανε τα εχθρικά στρα τεύματα στην πόλη . Μόνο σαν πέρασε αρκετή ώρα, μαθεύτηκε πως το μπουλούκι του Περεγιασλάβ που φρουρούσε την πλα'ίνή πύλη της πόλης εΙχε γΙνει στουπΙ στο μεθύσι και κοιμόνταν σαν πεθαμένοι. Δεν ήταν λοιπόν, ν' απορεΙς που προτού πάρουν εΙ δηση οι Κοζάκοι, οι μισοΙ σκοτώθηκαν κι οι άλλοι μισοΙ βρέθηκαν δεμένοι. Ώσπου να προλάβουν τα διπλανά μπουλούκια ν' αρπά ξουν τ' άρματα, τα εχθρικά στρατεύματα εΙχαν μπει κιόλας στην πολιτεΙα κι η οπισθοφυλακή τους συγκράτησε με τα πυρά της τους μισοζαλισμένους ακόμα απ ' το πιοτό Ζαποροζιάνους που εΙχαν χυμήξει άταχτα πάνω της. Όταν τα ' μαθε αυτά ο αρχηγός πρόσταξε να μαζευτούν όλοι κι όταν οι Κοζάκοι στάθηκαν σ' έναν κύκλο, βγάζοντας τα σκου φιά τους, τους εΙπε: - Λοιπόν, εωατε παιδιά τι μας έτυχε χτες τη νύχτα. Να τι κάνει λοιπόν το πιοτό! Να πώς μας ξεφτέλισε ο εχθρός! Κατά πώς φαΙ νεται, το 'χετε σε κακό να κάνετε λΙγη oικoνoμLα στο πιοτό κι αν σας διπλασιάσει κανένας τη μερωα, εΙσαστε έτοιμοι να τα κοπανήσετε τόσο που ο εχθρός του Χριστού μπορεΙ να 'ρθει και να σας ξεβρα κώσει και σεις να μην πάρετε χαμπάρι - τι λέω! μπορεΙ κιόλας να σας φτύσει κατάμουτρα και σεις να κοιμάστε του καλού καιρού. Οι Κοζάκοι στέκονταν όλοι τους με σκυμμένα τα κεφάλια, ξέ ροντας πως το φταΙξιμο ήταν δικό τους, μονάχα ο Κουκουμπέν κο που ήταν αταμάνος του Νιεζα'ψάινοβ απάντησε: Ο ΣΤΡΑΤΟΠ ΕΔ Ο
91
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ Α l' Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
- Α , γLα στάσου μLα στLγμή, πατερούλη ! Τ ο ξέρω βέβωα πως δεν το λέεL ο νόμος κω δεν εΠLτρέπεταL να αντψLλάς όταν μLλάεL ο αρχηγός μπροστά στο ασκέΡL. Τα πράματα όμως, δεν έγLναν έτσL όπως τα λες κω πρέπεL να πούμε καL του στραβού το δίΚLΟ . ΓLα ν α λέμε το σωστό, δεν έκανες καλά που τ α 'βαλες μ' όλο το ΧΡLστLανLκό στράτευμα καL το κατσάδLασες έτσL δα. OL ΚοζάΚΟL θα 'ταν φταίχτες καL θα τους άξLζε να ντουφεΚLστούν σα σκυλLά αν μεθούσαν στLς πορείες, στον πόλεμο, ή την ώρα που έχουν να κάνουν μLα δύσκολη , βαΡLά δουλεLά. Εμείς όμως καθόμαστε δω χάμω με τα χέΡLα σταυρωμένα ή στΡLφογυρίζαμε πέρα-δώθε μη ξέροντας πώς να σκοτώσουμε την ώρα μας, μπροστά στα τείχη της πόλης. Μήτε νηστεία ήτανε, μήτε ΚL άλλη καμLά ΧΡLστLανLκή απαγόρευση υπήρχε . Πώς ήτανε λΟLπόν δυνατό να μην ΠLουν OL άνθρωΠΟL κάνα-δυο ποτηράΚLα, έτσL άπραγΟL που μένανε. Μήτε αμάρτησαν λΟLπόν, μήτε φταίξανε σε τίποτα. Καλύτερα, λέω, να τους δώσουμε των οχτρών ένα μάθημα, γLα να ξέρουν άλλη φο ρά να μη ρίχνονταL μπαμπέσLκα σε αθώους ανθρώπους. Σα να τους παραχαωέΨαμε μου φαίνεταL ώς τα τώρα, από δω καL μπρος όμως ας τους χτυπήσουμε όπως τους αξίζεL, να μη μείνεL POueOUVL από δαύτους. Ο λόγος του αταμάνου καλάρεσε στους Κοζάκους. Αναση κώσανε τα κεφάλLα τους, μερLκοί μάλLστα βάλθηκαν να ΚΟLτά ζουν θαρρετά τον αρχηγό κω πολλοί κούνησαν εΠLOοκψαστLκά το κεφάλL, λέγοντας: - Καλά τα είπε ο Κουκουμπένκο! KL ο Ταράς Μπούλμπα, που στεκότανε λίγο παράμερα απ ' τον αρχηγό, είπε: - TL λες αρχηγέ ; Σα να μου φαίνεταL πως ο Κουκουμπένκο εί πε την αλήθεLα, ε ; TL έχεLς ν' απαντήσεLς ; - TL ν' απαντήσω ; Λέω τούτο: ευτυΧLσμένος ο πατέρας που έκανε τέΤΟLΟ γLO! ΓLατί βέβαLα, δε χρεLάζεταL μεγάλη σοφία γLα να μπορέσεLς να τα βάλεLς με κάΠΟLOν καL να του πεLς τα σκο λLανά του. Αμ εγώ σε θέλω να πεLς κάνα-δυο κουβέντες που, χω ρίς να τον προσβάλεLς γLα το κακό που ' παθε, να του ανάΨεLς την παλληκαΡLά μέσα του, να του ανεβάσεLς το ηθLκό, να του δώσεLς ορμή, όπως δίνουνε ορμή τα σπηρούνLα στο άλογο που ήΠLε νερό 92
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ ΠΟΥΛΜΠΑ
και δροσΙστηκε. Το 'χα κι ο ω ιος κατά νου ν α σας π ω έναν καλό λόγο να σας παρηγoρ�σω για τη συφορά που πάθαμε, μα ο Κου κουμπένκο με πρόλαβε. - Καλά τα 'πε κι ο αρχηγός! αντηχησαν φωνές απ ' τα μπου λούκια των Ζαποροζιάνων . Γεια στο στόμα σου ! έλεγαν άλλοι. Κι οι πιο ασπρομάλληδες που στέκονταν περ�φανoι σα φουσκω μένα περιστέρια, κούνησαν το κεφάλι τους σαλεύοντας το ψαρό τους μουστάκι: - Σωστη κουβέντα! - Ακούστε, λοιπόν, παιδιά, εξακολούθησε ο αρχηγός. Δεν ταιριάζει σε μας τους Κοζάκους να πάρουμε το φρούριο σκαρφα λώνοντας στα τεΙχη και σκάβοντας όπως οι ξένοι λαγούμια . . . οι γερμαναράδες. Όλ' αυτά εΙναι ντρo�ς πράματα, αντρειωμένοι μου . Ύστερα, εΙναι και τ' άλλο : απ ' ό,τι φαΙνεται ο εχθρός μ� κε με λΙγα κάρα στην πόλη κι έμπασε λΙγες πρoμ�θειες. Όλος ο κόσμος κει μέσα πεθαΙνει της πεΙνας. Πάει να πει, θα τα φάνε όλα μέχρι να πεις τρΙα κι όσο για τα� των αλόγων . . . δεν ξέρω, μ ' αν δεν τ' αποφασΙσει κανένας απ ' τους αγΙους τους να τους ρΙξει κά να δεμάτι . . . αν και δω που τα λέμε, αυτά μόνο ο Θεός τα ξέρει. Πάει να πει, αργά � γρ�γoρα θα βγουν απ ' την πόλη . Λοιπόν, χω ριστεΙτε σε τρεις ομάδες και πάρτε θέσεις στις τρεις δημοσιές, μπροστά στις τρεις καστρόπορτες. Μπροστά στην κεντρικ� κα στρόπορτα να πάνε πέντε μπουλούκια, στις άλλες από τρΙα. Το μπουλούκι του Ντιάικοβ και του Νορσούν να στησουν καρτέρι! Ο Ταράς με το σύνταγμά του να πάει κι αυτός στο καρτέρι! Τα μπουλούκια του Τιταρέβ και του Τιμόσεβ , εφεδρικά στη δεξιά μεριά των μεταγωγικών ! Οι άντρες του ΣερμπΙνοβ και του Στε μπλΙκοβ στην αριστερ� πλευρά! Κι όσοι απ ' τους λεβέντες έχε τε φαρμακερ� γλώσσα τραβάτε στα τεΙχη να προκαλέσετε τον εχθρό κορο'ίδεύοντάς τον και βρΙζοντάς τον! ΑυτοΙ οι Πολωνέζοι εΙναι όλοι τους κουφιοκεφαλάκηδες και δεν τις αντέχουν τις προ σβολές. Κάνουν βλέπεις τους παλληκαράδες και δεν τ' ανέχο νται να τους θΙξεις, λέει, στο φιλότιμο . ΜπορεΙ �μερα κιόλας να χυμ�ξoυν έξω. Οι αρχηγο Ι των μπουλουκιών να κάνουν προ σκλητ�ριo κι οποιανού του λεΙπουν άντρες, να πάρει απ' αυτούς που μεΙνανε του Περεγιασλάβ . Κι ακόμα, να κάνουν επιθεώρηση 93
made by Absens
Ν ΙΚΟΛΑt ΓΚΟΓΚΟΛ
εξαρχής, σ' όλα, στ' άρματα κ ω στ α εφόδια! Κάθε άντρας ας πά ρει λίΥη βότκα να ξεμεθύσει κι ένα καρβέλι ψωμΙ Αν και μα το ναι, θα πρέπει να ' στε όλοι σας χορτάτοι ακόμα, γιατί χτες καθή σατε, βρε αθεόφοβοι, και περωρομιάσατε τόσο φα!, που για να λέμε την πάσα αλήθεια, απορώ πώς δεν έσκασε κανένας σας τη νύχτα. Ακούστε ακόμα και μια τελευταία διαταγή : άμα τύχει και βρεθεί κανένα παλώσκυλο Εβραίος και πουλήσει σε Κοζάκο έστω κι ένα κύπελλο βότκα, τότε θα του καρφώσω καταμεσής στο κού τελό του ένα γουρουνίσιο αυτί και θα τον κρεμάσω ανάποδα, με το κεφάλι κάτω! Άντε λοιπόν, παλληκάρια μου, ανασκουμπωθεί τε τώρα και πιάστε δουλειά. Άντε μπράβο. Έτσι τους διάταξε και τους ορμήνεΨε ο αρχηγός κι όλοι του ' καναν μια βαθειά υπόκλιση και ξεσκούφωτοι όπως ήταν τράβη ξαν να πάνε στα κάρα τους και μόνο σαν ξεμάκρυναν πια, τότε φόρεσαν τους σκούφους τους. Όλοι τους άρχισαν ν ' αρματώνο νται: δοκιμάζανε τα σπαθιά και τις πάλλες, παίρνανε μπαρούτι απ' τα σακιά και γέμιζαν τις παλάσκες τους, μετακινούσανε τα κάρα και τα βολεύανε σ' άλλες μεριές, και διάλεγαν τ' άλογα. Ο Ταράς, τραβώντας για το σύνταγμά του, σκεφτόταν όλην την ώρα κι έσπαζε το κεφάλι του τι ν ' απόγινε τάχα ο Αντρέι. Να τον είχανε πιάσει στον ύπνο μαζί με τους άλλους ; Λες να τον εί χανε δέσει χειροπόδαρα ; Μπα, δεν είναι από κείνους ο Αντρέι, που πέφτουνε ζωντανοί στα χέρια του εχθρού . Μα κι ανάμεσα στους σκοτωμένους Κοζάκους, πάλι δε βρέθηκε. Έτσι λοιπόν το γύριζε και το ματαγύριζε ο Ταράς στο μυαλό του και προχωρού σε . Πίσω του ερχόταν το σύνταγμά του και μήτε άκουγε πως απ ' ώρα πια κάποιος τον φώναζε με τ' όνομά του . - ΠΟLOς με φωνάζε ι ; είπε τελικά, σα να ξύπνησε. Μπροστά του στεκόταν ο Εβραίος ο ΓLάνκελ. - Παν συνταγματάρχη ! Παν συνταγματάρχη ! έλεγε ο Εβραίος με βιαστική φωνή που όλο κοβόταν απ' την ταραχή, λες κι είχε να του μιλήσει και να του πει σπουδαία πράματα. Ήμουνα στην πό λη, παν συνταγματάρχη ! Ο Ταράς κάρφωσε τη ματιά του στον Εβραίο και θάμαζε, που πρόφτασε κιόλας να μπει στην πόλη . - Ποιος διάβολος σε πήγε κει μέσα ; 94
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠ ΟΎΛΜΠΑ
- Όλα θ α στ α r.στOρήσω μ ε τη σειρά τους, όλα θ α στα πω, απά ντησε ο Γιάνκελ. ΜόλLς άκουσα τα χαράματα φασαρία XL OL Κο ζάΚΟL αρχίσανε να ρίχνουν τα σμπάρα τους, άρπαξα το καφτάνL μου κω χωρίς να το φορέσω, έτρεξα κατά κεL. Στο σρόμο φόρε σα τα μανίΚLα, γLατί μου καρφώθηκε βλέπεLς η ώέα να μάθω το γρηγορότερο ΤL συνέβη, γLατί όλη αυτή η φασαρία καL γLατί άΡΧL σαν να ρίχνουν OL ΚοζάΚΟL ΠΡLν καλά καλά φωτίσεL ο Θεός τη μέ ρα του. Έφτασα λΟLπόν τρέχοντας, μέΧΡL την καστρόπορτα της πόλης, την ώρα αΚΡLβώς που OL τελευταίΟL φαντάΡΟL μπαίνανε μέσα. Όπου λΟLπόν, σLακρίνεL το μάΤL μου τον παν ΓκαλLαντόβLτς που προχωρούσε μπροστάρης XL από πίσω του η τελευταία QL μοφία. Αυτόν τον ΓκαλLαντόβLτς τον ξέρω γLατί πρόπερσL ακό μα του σάνεLσα εκατό χρυσά XL ακόμα να μου τα σώσεL. Τρέχω λΟLπόν ξωπίσω του, τάχα πως θέλω να του ζητήσω το χρέος κω μπαίνω έτσL μαζί του στην πόλη . - Για φαντάσου! Μπήκες στην πόλη καL σα να μην έφτανε αυ τό, ήθελες να πάρεLς καL ΤΟ χρέος ; ρώτησε ο Μπούλμπα. ΚαL σεν έσωσε σLαταγή να σε κρεμάσουνε κεL, επί τόπου, σαν σκυλί ; - Αχ: ναL, μα το Θεό, αυτό ήθελε Lσα Lσα να κάνεL, είπε ο ΕβραΙΟς. OL υπηρέτες του μ' άρπαξαν καL μου πέρασαν ΚLόλας τη θηλLά στο λαψό, εγώ όμως έπεσα στα πόσLα του παν καL του είπα πως σε β LάζΟυμαL γLα το χρέος, πως θα περψένω όσο θέλεL ο παν καL του 'ταξα να του σώσω XL άλλα σανεLκά, φτάνεL μόνο να με βοηθήσεL να μαζέψω τα χρωστούμενα απ ' τους άλλους Lππότες, γLατί αυ τός ο παν σεν έχεL μήτε ένα χρυσό στην τσέπη του. ΜάλLστα, συ νταγματάρχη μου, πολλά αντρεLωμένε μου, καθώς βλέπεLς όλα σου τα λέω καL σε σου κρύβω τίποτα. ΚαL μ' όλο που έχεL μετό ΧLα κω σπίΤLα καL πύργους καL μπόλLκη γης στη στέππα, τόσο που φτάνουνε τα χωράφLα του καL τα βοσκοτόΠLα του μέΧΡL το Σκλοβ . Όμως από ψιλά είναL XL αυτός πανί με πανί σαν τον τελευταίο Κο ζάκο. ΚαL τώρα, αν σεν τον είχαν αρματώσεL OL ΕβραίΟL της Μπρε σλάου δεν θα 'χε ΤL να φορέσεL γLα να βγεL στον πόλεμο. ΕίναL τό σο ξεπαρασLασμένος, που μήτε στη ΔίαLτα σεν πήγε . . . - ΛΟLπόν ; Τ L έκανες στην πόλη ; Ε ίδες σLκούς μας ; - Αν είσα λέε L ; Ένα σωρό OLXOL μας είναL κεL μέσα: ο Ίτσκα, ο Ραχούμ, ο Σαμουήλο, ο ΧdLβαλόχ, ο Εβραίος ενΟLΚLαστης! . . . 95
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ ΑΤ Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
- Βρε που ν α πάνε στον αγύΡLστο όλΟL τους! ξεφώνησε OΡYL . σμένος ο Ταράς. TL με νΟLάζεL εμένα το σόL των Εβραίων ; Σε ρω τάω γLα τους δLκούς μας, τους ΖαποροζLάνους. - ΔLκούς μας ZαπoρoζLάνoυς δεν εLδα. ELδα μονάχα τον ΑντρέL. - Ε ίδες τον ΑντρέL ; έβγαλε μLα φωνή ο Μπούλμπα. Δ-η λαδή, που τον είδες ; Σε κανένα μπουντρούμL ; σε κανένα λάκκο ; Τον ατψάσανε ; είναL δεμένος ; - Μα ΠΟLος λΟLπόν θα τολμούσε να δέσεL τον ΑντρέL ; Τώρα ΠLα είναL μέγας καL πολύς . . . Μα το Θεό, τρόμαξα να τον γνωρί σω ! Ε ίναL όλος ντυμένος στα χρυσά, χρυσές επωμLδες, χρυσό στη θείο, χρυσή ζώνη, παντού χρυσάφL. ΛάμπεL σαν τον ήλLΟ που προ βάλλεL την άνΟLξ-η , την ώρα που κελαr.σάνε τα πouλLά XL εuωδLάζουν τα χόρτα. KL ο βοεβόδας του χάΡLσε το καλύτερο άΤL του - μο νάχα αυτό θα στΟLχίζεL ώς δLακόσLα χρυσά . . . Ο Μπούλμπα έμεLνε σαν απολLθωμένος. - Κω γLατί ντύθ-η κε με ξένα ρούχα ; - ΓLατί τα βρήκε καλύτερα . . . ΚαL τώρα καμαρώνεL XL ο LδLος καL τον καμαρώνουν XL OL άλλΟL. ΜαθαίνεL τους Πολωνούς καL τον μαθαίνουν καL κείνΟL, καL ζεL σαν πλούσLος Πολωνέζος παν. - ΚαL ΠΟLος τον ανάγκασε να τα κάνεL όλ' αυτά ; - Μα δε λέω πως τον ανάγκασε κανείς. Δεν ξέρεLς, λΟLπόν, πως προσχώρ-ησε με τη θέλ-η σή του σ' αυτούς ; - ΠΟLOς προσχώρ-ησε ; - Ο παν ΑντρέL. - Πού προσχώρ-ησε ; - Πήγε με το μέρος τους. Τώρα ΠLα είναL ολότελα δLκός τους. - Ψέματα, λες, γουρούνL! - Μα πώς είναL δυνατό να λέω ψέματα ; Μπας XL είμω κάνας βλάκας δ-η λαδή ; Μ' αν έλεγα Ψέματα, κακό του κεφαλLOύ μου θα 'κανα. Μήπως δεν το ξέρω δ-η λαδή πως έναν Εβραίο τον κρεμά νε σαν το σκυλί, αν τολμήσεL καL πεL ψέματα σ' έναν παν ; - Μ ' άλλα λόγLα, θες να πεLς πως πούλ-η σε την πατρίδα του καL την πίστη του ; - Εγώ δεν είπα τέΤΟLΟ πράμα, δεν είπα πως πήγε κω τους πούλ-η σε τίποτα. Ε ίπα μονάχα πως επέρασε με το μέρος τους. - Ψέματα λες Εβραίε του δLαόλου. ΤέτοLO πράμα δε ματάγL96
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΎΛΜΠΑ
ν ε σ ε Χf)Lστι.ανLΚ� γη ! Τ α μπέρδεΨες σκύλε xaL δεν ξέρεLς Τ L λες! - Να χορταΡLάσεL το κατώφλL του σΠLτωύ μου, αν τα μπερ δεύω . Ας φτύσεL ο καθένας το μ�μα του πατέρα μου, της μάνας μου , του πεθερού μου xaL του πατέρα του πατέρα μου xaL του πατέρα της μάνας μου, αν τα μπερδεύω xaL δεν ξέρω ΤL λέω. Αν το θέλεLς μάλLστα, πολλά αντρεLωμένε μου θα σου πω xaL το λό γο που �γε με το μέρος τους. - Λέγε. - Ο βοεβόδας έχεL μLα πεντάμορφη κόρη . Αχ, Θεούλη μου, τέΤΟLαν ομορφLά δεν την έχω ξαναδεί! . . Κω λέγοντας αυτά ο Εβραίος, έβαλε τα δυνατά του YLa να παραστήσεL την ομορφLά με το πρόσωπό του, άναξε τα χέΡLα του, μLσόκλεLσε το μάΤL xaL στράβωσε στο πλάL το στόμα, λες XL είχε δοκψάσεL κάΤL πολύ νόστψο. - Ε xaL ΤL πάεL να πεL πως έχεL κόρη πεντάμορφη ; - nα τα μαύρα της τα μάΤLα τα 'κανε όλα xaL �γε με το μέρος τους. Άμα είνω ερωτοχτυπημένος ένας άνθρωπος γίνεταL σαν τη σόλα που όταν τη βρέξεLς στο νερό μπορείς ύστερα να τη (jL πλώσεLς, όπως θέλεLς. Ο Μπούλμπα έπεσε σε συλλo�, θυμ�θηκε πως η αδύναμη γυ ναίκα μπορεί να εξουσLάζεL xaL να κρατάεL στα χέΡLα της την καρ δLά ενός άντρα, πως δεν είνω η πρώτη φορά που απ' τη γυναίκα καταστράφηκαν λεβέντες xaL θυμ�θηκε πως ο ΑντρέL είχε αδυ ναμία στLς γυναίκες. Έστεκε κεL, σαν απολLθωμένος πoλλ� ώρα. - Άκου, παν, θα στα πω όλα xaL δε θα παραλείψω τίποτα, έλε γε ο Εβραίος. ΜόλLς άκουσα τη φασαρία xaL είδα πως μπαίνουν στην καστρόπορτα άρπαξα μαζί μου, καλού κακού, xaL μLα κλω στή μαργαΡLτάρLα γLατί στην πόλη υπάρχουν μπόλLκες ομορφονLές XL aρχoντoπoύλες. KL αφού υπάρχουν ομορφονLές XL αρχοντοπού λες, είπα μέσα μου, σίγουρα θ' αγοράσουν τα μαργαΡLτάρLα μου XL ας μην έχουνε να βάλουν μι.α μπουΚLά ψωμί στο στόμα τους. Λα πόν, μόλtς μ' αφ�σανε OL υπηρέτες του μπαr.ρακτάρη έτρεξα στην αυλ� του βοεβόδα να πoυλ�σω τα μαργαρLΤάρι.α xaL ρώτησα xaL τα ' μαθα όλα απ' την υπηρέτΡLα την Tατάρtσσα. «Mόλtς θα δLώ ξουμε τους ΖαποροζLάνους», μου είπε, «θα γίνεL ο γάμος. Ο παν ΑντρέL μάς έδωσε το λόγο του να δLώξεL τους ΖαποροζLάνους». 97
made by Absens
Ν ΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
- Και δεν το σκότωσες εκεί, επί τόπου, αυτό το παλιόσκυλο ; φώναξε ο Μπούλμπα. - Μα γιατί λοιπόν να τον σκοτώσω ; Πήγε με το μέρος τους γιατί έτσι το θέλ-ησε και το διάλεξε. Τι φταίει ο άνθρωπος ; Αφού το βρίσκει καλύτερο να 'ναι εκεί, πήγε εκεΙ - Και τον είδες με τα μάτια σου ; - Ναι, μα το Θεό, με τα μάτια μου! Α, τι πολεμιστής! Να τον βλέπεις και να τον καμαρώνεις! Ξεχωρίζει μέσα σ' όλους, ο Θεός να τον έχει καλά, με γνώρισε αμέσως. Και μόλις ζύγωσα κοντά του, γυρνάει ευθύς και μου λέει . . . - Τι σου είπε λοιπόν ; - Μου είπε - πρώτ' απ' όλα μου κούνησε το δάχτυλό του κι ύστερα μου είπε : « Γιάνκελ! » Κι εγώ του λέω: « Παν Αντρέι! » «Γιάνκελ, πες στον πατέρα μου, πες στον αδελφό μου, πες στους Κοζάκους, πες σ' όλους τους Ζαποροζιάνους πως τώρα ο πατέ ρας μου πια δεν είναι πατέρας μου, ο αδερφός μου δεν είναι πια αδερφός μου, οι συντρόφοι μου δεν είναι πια σύντροφοί μου και ότι θα πολεμήσω εναντίο τους. Μ' όλους τους θα πολεμήσω ». - Ψέματα λες, Ιούδα, έβαλε τις φωνές ο Ταράς. Ψέματα λες, σκύλε ! Εσύ και το Χριστό τον σταύρωσες καταραμένε. Θα σε σφάξω, σατανά! Χάσου απ' τα μάτια μου, αλλιώς σου παίρνω το κεφάλι! Και λέγοντας αυτά τράβηξε το σπαθί του . Ο τρομαγμένος Εβραίος βάλθηκε να τρέχει όσο άντεχαν τα ξερακιανά του πόδια. Πέρασε έτσι τρέχοντας ανάμεσα απ ' τα κάρα των Κοζάκων, και συνέχισε για πολλή ώρα, και στον ανοιχτό κάμπο, παρόλο που ο Ταράς δεν τον κυνήγησε ούτε βήμα, γιατί ήξερε πως ήταν άδικο να ξεθυμαίνει πάνω στον πρώτο που θα 'βρισκε. Τώρα μόλις θυμήθηκε πως την περασμένη νύχτα είχε δει τον Αντρέι να περνάει ανάμεσα απ' τα κάρα με κάποια γυναίκα και χαμήλωσε το ασπρόμαλλο κεφάλι του. Ωστόσο αρνιότανε ακόμα να το πιστέψει πως ήταν δυνατό να τον έχει βρει μια τέτοια ντρο πή - ο ίδιος ο γιος του να πουλήσει την πίστη του και την ψυχή του! Τελικά, οδήγησε το σύνταγμά του στην ενέδρα και κρύφτηκε μαζί του πίσω απ' το δάσος, το μόνο δάσος που δεν το 'χανε κά ψει ακόμα οι Κοζάκοι. Στο μεταξύ, οι Ζαποροζιάνοι, πεζοί και 98
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠΟΥΛΜΠΑ
καβαλαρέοι, προχωρούσαν ν α πιάσουνε θέσεις στις τρεις δημο σιές που οδηγούσαν στις τρεις πύλες. Το ένα μετά το άλλο περ νούσαν τα μπουλούκια: του Ουμάν, του Ποπόβιτς, του Κάνεβ, του Στεμπλίκη, του Νεζαμάινοβ, του Γκουργκούζ, του Τιτάρεβ, του Τιμόσεβ . Μόνο το μπουλούκι του Περεγιασλάβ έλειπε . Οι Κοζά κοι του τα 'χαν κοπανήσει γερά κι είχαν πιει μέχρι πάτο το μερ τικό της ζω�ς τους. Άλλοι ξύπνησαν δεμένοι στα χέρια του εχθρού, άλλοι δεν ξύπνησαν καθόλου και βρέθηκαν μονομεμιάς απ' τη ζω� στο θάνατο . Ακόμα κι ο ίδιος ο αταμάνος Χλημπ, δίχως βρα κί και δ ίχως άλλο ρούχο απάνω του, πιάστηκε αιχμάλωτος. Στην πόλη, �ραν είδηση τις κιν�σεις των Κοζάκων . Όλοι ξεχύθηκαν στο πρόχωμα και οι Κοζάκοι βρέθηκαν μπροστά σε μιαν όμορφη ζωντανή εικόνα: οι Πολωνοί ιππότες, ο ένας ωραιότερος απ ' τον άλλον, στέκονταν στο πρόχωμα. Τα μετάλλινα κράνη τους έλα μπαν σαν �λιoι, ανεμίζοντας τα κάτασπρα, σαν του κύκνου, φτε ρά. Άλλοι φορούσαν ελαφρά σκουφιά, ρόδ ινα και γαλάζια, με στραβοβαλμένο τεπέ, καφτάνια με ριχτά μανίκια, χρυσοκεντη μένα � στολισμένα με απλά σεφ�τια. Άλλοι κρατούσαν σπαθιά κι άρματα ακριβά, ψιλοδουλεμένα που είχαν απάνω τους λογιών λογιών στολίδια. Μπροστά μπροστά στεκόταν περ�φανoς με το κόκκινο χρυσοκεντημένο σκουφί του, ο συνταγματάρχης του Μπουντζάκ. Ήταν πιο χοντρός και πιο ψηλός απ ' όλους τους άλ λους και το φαρδύ, ακριβό του καφτάνι μόλις που τα κατάφερνε να τυλίξει το μεγάλο κορμί του. Στην άλλη μεριά, δ ίπλα σχεδόν στην πλιΧίνή πύλη στεκόταν ένας άλλος συνταγματάρχης, μικρο καμωμένος, μικρόσωμος, και ξεραγκιανός, τα μικρά του όμως σαν του αστρίτη μάτια, έριχναν ξύπνιο το βλέμμα τους κάτω απ' τα πυκνά του φρύδια' γύριζε σβέλτος πότε δω πότε κει, κι όλο κάτι έδειχνε με το χέρι του κι έδινε διαταγές. Το 'βλεπες με το πρώ το πως, παρόλο που δε σου γέμιζε το μάτι με το μπόι του, �ξε ρε καλά τη δουλειά του. Λίγο πιο πέρα απ ' αυτού, στεκόταν ο μπιΧίρακτάρης, μακρύς ίσαμε κει πάνου, με πυκνά μουστάκια και κατακόκκινο πρόσωπο. Αυτός ο παν, αγαπούσε τα γλυκά κρα σιά και τα ωραία γλέντια. Πίσω τους, έβλεπες ένα σωρό Πολω νέζους μικρoεuγενείς που αρματώθηκαν, άλλος με δικό του χρυ σάφι, άλλος με λεφτά απ ' το ταμείο του βασιλιά κι άλλος με 99
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
χρήματα των EβραLων, βάζοντας ενέχυρο ό,ΤL βρέθηκε στους πύρ γους των παπούδων τους. Υπήρχαν κω πολλοί άλλΟL από κείνους που ζουν σαν παράσL τα στ' αρχοντLκά, που τους καλούσαν εκεί, σε γεύματα, καL που ύστερα κλέβανε τ' ασημLκά των αφεντάδων τους καL κάθονταν την άλλη μέρα στη θέση του αμαξά, να οδηγήσουν τ' άλογα. Υπήρχαν εκεί κάθε καρυδLάς καρύδLα. Μπορεί να τους τύχαLνε να μην είχαν να ΠLOυν ένα ποτηΡL κρασί. τώρα όμως με τον πόλε μο, λαμπροστολίστηκαν όλΟL τους. OL ΚοζάΚΟL στέκονταν ήσυχα μπροστά στα τείχη . Δεν είχαν χρυσάφL απάνω τους, μόνο πού κω πού έλαμπε καμLά χρυσή λαβή σπαθLOύ ή κάνα χρυσό στολίΟL στα ντουφέΚLα. Δεν τους άρεσε να πηγαίνουν στολLσμένΟL στLς μάχες. Φορούσαν μονάχα σLδερένLες μάλLες XL από μαΚΡLά φάνταζαν OL μαύΡΟL σκούφΟL τους με τους κόΚΚLνους τεπέδες. Δυο ΚοζάΚΟL καβάλα στ' άλογά τους, ξέκοΨαν απ' ΤLς γραμ μές των ΖαποροζLάνων καL προχώρησαν μπροστά. Ο ένας ήταν πολύ νέος ακόμα, ο άλλος μεγαλύτερος στα χρόνLα XL OL δυο τους φαρμακόγλωσσΟL κω παλληκάΡLα απ ' τα πρώτα. Τον έναν τον έλεγαν Οχρήμ Νας καL τον άλλον ΝLκ'ήτα ΓκολΟΠLτένκο. Πίσω τους ακολούθησε ο Ντεμίντ ΠοπόβLτς, ένας γεροδεμένος Κοζάκος. που χρόνLα τώρα γύΡLζε στο Σέτς, είχε πάρεL μέρος καL στην πολLΟΡ κία της ΑδΡLανούπολης καL είχε δεL καL πάθεL πολλά στη ζωή του: μLα φορά πήγαν να τον κάΨουν XL έφτασε τρέχοντας στο Σετς με κατραμωμένο, μαυΡLσμένο το κεφάλL του καL καψαλLσμένα τα μουστάΚLα του. Όμως έγLανε σε λίγο, μεγάλωσε η μαΚΡLά τούφα των μαλλLών του στο ξυΡLσμένο κεφάλL, ξαναφύτρωσαν κω τα μουστάΚLα, XL έγLναν πυκνά καL μαύρα σαν την πίσσα. KL η γλώσ σα του ΠοπόβLτς κόκκαλα δεν είχε καL κόκκαλα έσπαζε. - Βρε, πώς μας στολLστ'ήκατε έτσL όλΟL σας στα κόΚΚLνα ; Με τέτOLα χάλLα που 'χετε, θα 'πρεπε να τα 'χετε βάψεL μαύρα. - Θα σας δείξω εγώ ! φώναζε από πάνω ο χοντρομπαλάς ο συ νταγματάρχης. Όλους θα σας δέσω! Το καλό που σας θέλω, πα ραδώστε μου τ' άρματα κω τ' άλογά σας. Τους είδατε πώς τους έδεσα τους δLκούς σας ; Ε, σεLς, γLα φέρτε δω στο πρόχωμα τους ΖαποροζLάνους να τους δούνε! Φέρανε τους ΖαποροζLάνους δεμένους ΠLστάγκωνα. Μπρο1 00
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠ ΟΎΛΜΠΑ
στ ά μπροστά πήγαLνε ο αταμάνος Χλημπ, δίχως βρακί, μόνο με τα σώρουχα - έτσL όπως τον είχαν αρπάξεL μεθυσμένο. Ο ατα μάνος χαμήλωσε το κεφάλL, γLατί ντρεπόταν τη γύμνLα του μπρο στά στους Κοζάκους, ντρεπότανε που έπεσε έτσL στα χέΡLα του εχθρού, ντρεπόταν ε που τον έΠLασαν σαν το σκυλί, στον ύπνο . Μέσα σε μLα νύχτα, είχαν ασπρίσεL τα μαλλLά του . - Μη στενοχωΡLέσαL, Χλημπ! Θα σε γλυτώσουμε! του φώνα ζαν από κάτω OL ΚοζάΚΟL. - Μη στενοχωΡLέσω, παλLόφLλε! φώναζε ο αταμάνος Μπορο ντάΤL. Δε φταLς εσύ που σ' άρπαξαν γυμνόν. Τον καθέναν μπο ρεί να τον βρεL η συφορά. Η ντροπή είνω όλη δLκή τους που σ' έβγαλαν έτσL, χωρίς να κρύψουν την γύμνLα σου. - Άμα έχετε να κάνετε με ΚΟψLσμένους, ορμάτε αμέσως απά νω τους, ε ; nα δες εκεί κάΤL παλληκαράδες! έλεγε ρίχνοντας μα ΤLές στο πρόχωμα ο ΓκολΟΠLτένκο. - Τώρα, τώρα, περψένετε λLγάΚL καL θα σας κόψουμε ΤLς αφέ λεLες, τους φώναζαν από πάνω. - Μα το ναL, πολύ θα το 'θελα να δω πώς θα μας κόψουν ΤLς αφέλε Lες, έλεγε ο Ποπόβ Lτς γυρίζοντας τ' άλογο κατά πάνω τους ύστερα ρίχνοντας μLα μαΤLά στους δ Lκούς του, είπε : Εδώ που τα λέμε, μπορεί να 'χουνε δ ίκω OL ΠολωνέζΟL. Άμα τους βγάλεL έξω αυτός εκεί ο ΚΟLλαράς, θα 'ναL όλΟL τους μLα χαρά ταμπουρωμένΟL. - ΚαL γLατί δηλαδή θα 'ναL μLα χαρά ταμπουρωμένΟL ; τον ρώ τησαν OL ΚοζάΚΟL ξέροντας πως ο ΠοπόβLτς είχε ΚLόλας έτοψη την απάντηση. - nατί ολάκερο το ασκέΡL τους μπορεί να κρυφτεί από πίσω του XL ο δLάολος να με πάρεL αν θα τα καταφέρουμε να λαβώ σουμε κανέναν τους ακόμα καL με το μακρύτερο κοντάΡL μας, γLατί θα το χωνέψεL ολάκερο ο σκεμπές του! Πού να τρυπήσεLς πέρα γLα πέρα τέΤΟLα μπάκα, αδερφέ μου ! ΌλΟL OL ΚοζάΚΟL βάλανε τα γέλLα. Κω γLα πολλήν ώρα κου νούσαν ακόμα τα κεφάλLα τους, λέγοντας: «Βρε τον ΠοπόβLτς! Άμα σε παραλάβεL η γλώσσα του, τότε ΠLα . . . » - Φεuγάτε, φευγάτε γρήγορα απ' τα τείχη ! φώναξε ο αρχη γός. 101
made by Absens
Ν ΙΚΟΛΑΙ ΓΚΟΓΚΟΛ
nατΙ καθώς φαΙνεται, οι Πολωνέζοι δεν αντέξανε το πεφαγ μα κι ο συνταγματάρχης τους κούνφε το χέρι του δ Ινοντας κά ποια διαταγή . Πριν προλάβουν καλά καλά να παραμερΙσουν οι Κοζάκοι, τους έριξαν πάνω απ' το πρόχωμα μια μπαταριά! Στο πρόχωμα έγι νε φασαρΙα, φάνηκε κι ο Ιδιος ο ασπρομάλλης βοεβόδας καβάλα στ' άλογο. Η καστρόπορτα άνοιξε δ ιάπλατα και το στράτευμα βγήκε έξω . Πρώτοι βγήκαν σε κανονικούς στοΙχους οι καταστό λιστοι Ουσάροι. ΠΙσω τους αυτοΙ που 'χαν τις σιδερένιες μάλιες ύστερα οι άλλοι που φορούσαν θώρακες και κρατούσαν κοντά ρια, ξωπΙσω τους άλλοι με μπρούτζινα κράνη κι άλλοι ξεμονα χιασμένοι οι καλύτεροι απ' τους μικροάρχοντες νέους που ο κα θένας τους ήταν ντυμένος κατά το χέφι του. Ήταν περήφανοι και δεν ήθελαν ν' ανακατευτούν με τους άλλους και να μπούνε στην Ιδια παράταξη, κι όποιος δεν εΙχε δ ιμοφΙα δ ική του, τραβούσε μοναχός του, μόνο με τους υπηρέτες του. 'Ιστερα πάλι πρόβα λαν κανονικοΙ στοΙχοι και ξωπΙσω τους ο μπιiίρακτάρης. Ακόμα πιο πΙσω άλλο στράτευμα με το χοντρό συνταγματάρχη. Στο τέ λος, πΙσω πια απ ' όλο το στράτευμα, βγήκε ο κοντούλης συνταγ ματάρχης καβάλα κι αυτός στ' άλογό του. - Μην τους αφήνετε να πάρουν θέσεις! Μην τους αφήνετε να συνταχθούν! φώναζε ο αρχηγός. Ορμάτε πάνω τους, όλοι μαζι. Αφήστε τις άλλες καστρόπορτες! EσεLς του Τιτάρεβ, χτυπάτε τους απ' το πλάι! Του Ντιάντκα, απάνω τους απ' τ' άλλο το πλευρό! Ε , σεις, ο Κουκουμπένκο κι ο Παλιβόντια! Ορμάτε κατά πάνω τους από πLσω! Κυκλώστε τους! Χαλάστε τους τις γραμμές, σκορ πΙστε τους! Κι οι Κοζάκοι επιτεθήκανε απ' όλες τις μεριές, τους ανακά τεψαν φέραν σύγχιση στις γραμμές τους κι ανακατευτήκαν κι οι ω ιοι. Δεν τους άφησαν καν να ρΙξουν με τα ντουφέκια. Τώρα μό νο με τα σπαθιά και τα κοντάρια γινότανε η μάχη . Όλοι γΙνανε ένας σωρός κι ο καθένας βρήκε την ευκαφΙα να δεΙξει την αξΙα του. Ο ΝτεμΙντ Ποπόβ ιτς κάρφωσε με το σπαθΙ του τρεις απλούς φαντάρους κι έριξε δυο άρχοντες απ' τ' άλογά τους λέγοντας: « Αυτά τ' άλογα, μάλιστα! Κάτι τέτοια ήθελα καφό τώρα να βά λω στο χέρι! » Κι έδιωξε τ' άλογα μακριά στον κάμπο, φωνάζο1 02
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΥΛ Μ Π Α
ντας στους Κοζάκους που στέκονταν εκεί, ν α τα πιάσουν. 'Υστε ρα ξαναχώθηκε πάλι στο σωρό, έπεσε πάνω στους άρχοντες που είχε γκρεμίσει απ' τ' άλογα, τον έναν τον σκότωσε, τον άλλον τον έπιασε με το λάσο του απ' το λαιμό, έδεσε το σκοινί στη σέλλα του και τον έσουρε ξωπίσω του στον κάμπο, αφού πρώτα του πή ρε το σπαθί με την ακριβ� λαβ� και του 'λυσε απ' τη ζώνη το κε μέρι του που �ταν γLOμάτο χρυσά νομίσματα. Ο Κομπίτα, άξιος Κοζάκος, μόλο που ήτανε μικρός στα χρόνια, αρπάχτηκε μ' έναν απ ' τους ΠLO αντρειωμένους του πολωνικού στρατεύματος και πoλλ�ν ώρα χτυπιότανε μαζί του. Ε ίχαν έρθει πια στα χέρια. Τον νίκησε κιόλας ο Κοζάκος και ρίχνοντάς τον κάτω, τον χτύπησε με τη γρ�oρη, τoύρκικη κάμα του στο στηθος. Όμως δεν τη γλύτω σε κι ο ω ιος γιατί εκείνη τη στιγμ� τον βρ�κε στο κεφάλι το καυ τό βόλι. Τον γκρέμισε ένας απ' τους πιο φημισμένους παν, ένας ιππότης ομορφάντρας κι από σόι αρχοντικό. Σαν ίσια λεύκα έτρε χε πάνω στο καστανό φαρί του. Κι είχε προφτάσει κιόλας να δεί ξει τη βογιάρικη αξιοσύνη του και την παλληκαριά του: δυο Ζα ποροζιάνους τους είχε κόψει στη μέση, τον Θόδωρο Κορζ, άξLO Κοζάκο, τον αναποδογύρισε μαζί με τ' άλογο, πυροβόλησε τ' άλο γο και τον Κοζάκο που πήγε να φυλαχτεί πίσω απ' τ' άλογο, τον έφτασε με το κοντάρι του . Έκοψε πολλών τα κεφάλια και τα χέ ρια κι έριξε κάτω τον Κοζάκο Κομπίτα, ρίχνοντάς του ένα βόλι στο κεφάλι. «Α, μ' αυτόν εδώ αξίζει ν' αναμετρηθείς! » φώναξε ο αταμάνος Κουκουμπένκο. Σπφούνησε τ' άλογο, ορμώντας κα τά πάνω του κι έβγαλε μια κραυn τόσο που ανατρίχιασαν όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί κοντά, γιατί η φω� του δεν έμοιαζε με φω � ανθρώπου. Ο Πολωνός έκανε να γυρίσει απότομα τ' άλογό του και να τον πoλεμ�σει πρόσωπο με πρόσωπο. Τ' άλογο όμως δεν τον άκουσε: σκιαγμένο απ' το τρομερό χούγιασμα έκανε στο πλάι κι ο Κουκουμπένκο τον πέτυχε μ' ένα βόλι. Το καυτό βόλι χώθη κε στην πλάτη του και τον έριξε απ' τ' άλογο . Όμως ακόμα και πεσμένος, δεν έλεγε να το βάλει κάτω ο Πολωνός και �κωσε το σπαθί να χτυπήσει τον εχθρό, μα το χέρι του �ταν αδύναμο πια κι έπεσε καταnς μαζί με το σπαθΙ Κι ο Κουκουμπένκο, παίρνο ντας με τα δυο του χέρια το βαρύ, ίσLO και μακρύ σπαθί του το 'χωσε ανάμεσα στα χλωμά του χεLλη . Το σπαθί, έσπασε δυο μπρο1 03
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑ1 ΓΚΟΓΚΟΛ
στιν� δόντια, έσκισε στ α δυο τη γλώσσα, τρύπησε τη ραχοκοκ καλιά στο σβέρκο και μπήχτηκε βαθειά μέσα στο χώμα. Έτσι τον κάρφωσε για πάντα στην υγρή ytj. Σαν από δυνατή πηγή ξεπε τάχτηκε το κατακόκκινο αίμα προς τα πάνω και έβαψε όλο το χρυσοκέντητο κίτρινο καφτάνι του. Κι ο Κουκουμπένκο τον πα ράτησε κιόλας κι όρμησε με τους Κοζάκους του σ' άλλο μπου λούκι. «Εχ, για κοίτα τον που αφήνει τόσο πλούτο και δεν τον παίρ νει! » είπε ο αταμάνος του μπουλουκιού Ουμάν, ο Μποροντάτι, παρατώντας τους δικούς του, και ζυγώνοντας τον σκοτωμένο. «Εφτά άρχοντες σκότωσα με το χέρι μου, μα τόσο πλούσια πλουμωια δεν εωα σε κανέναν », έλεγε. Παρασυρμένο ς απ ' τον πειρασμό ο Μποροντάτι έσκυψε να βγάλει απ' το νεκρό την ακριβή πανοπλία, ξεκρέμασε κιόλας το τούρκικο μαχαίρι το στολισμένο με πετράδια, έλυσε απ' τη ζώνη το πουγγί με τα χρυσά, πήρε απ' το στήθος του ένα σακουλάκι με πολύτιμα ασήμια και μια κοριτσίστικη μπούκλα που φύλαγε ο Πολωνός σαν ενθύμιο και φυλαχτό. Και δεν άκουσε πως χύμη ξε ξωπίσω του ο κοκκινομούρης ο μπιΧίρακτάρης, που ο Μπορο ντάτι δυο φορές τον είχε ρίξει ώς τα τώρα απ' το άλογό του, δ ί νοντάς του μια σπαθιά για να τον θυμάται. Τώρα ανέμισε, με δύναμη, το σπαθί του και το κατέβασε με φόρα στο σκυμμένο λαιμό. Δεν του βγήκε σε καλό του Κοζάκου η πλεονεξία του: το μεγάλο κεφάλι πετάχτηκε πέρα και το ακέ φαλο κουφάρι, έπεσε καταγής πιτσιλώντας μακριά ένα γύρω το χώμα. Πέταξε στα ύψη η άγρια ψυχή του Κοζάκου, σμίγοντας τα φρύδια της, φουρκισμένη κι απορώντας ταυτόχρονα και θαμάζο ντας που αποχωρίστηκε τόσο γρήγορα κείνο το γερό κορμί. Δεν πρόφτασε όμως ο μπιΧίρακτάρης ν' αρπάξει απ' την τούφα το κε φάλι του αταμάνου για να το δέσει στη σέλλα και να που βρέθη κε κιόλας ο εκδικητής. Σαν το γεράκι που πετάει στον ουρανό, αφού έφερε πρώτα πολλούς κύκλους με τα δυνατά φτερά του και ξαφνικά, σταμα τάει και χυμάει προς τα κάτω σαν τη σαίτα ορμώντας ίσα πάνω στο ορτύκι - έτσι κι ο γιος του Ταράς, ο Οστάπ, έπεσε ξάφνου πάνω στον μπιΧίρακτάρη και του 'ριξε τη θηλιά στο λαιμό. Κοκ1 04
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ ΠΟΥΛΜΠΑ
κΙνLσε ακόμ'Yj περLσσότερο το άλLΚΟ πρόσωπο του μπι:ir:ρακτάρ'Yj όταν του 'σφLξε το λαψό 'Yj άσπλαχνη θ'YjλLά. Άρπαξε τη μΠLστό λα του, μα το χέΡL του έτρεμε, δεν τα κατάφερε να σκοπεύσεL καL αστόχησε. Ο Οστάπ έλυσε απ' τη σέλλα του μπι:ir:ρακτάρ'Yj το με ταξωτό κορδόνL που το 'χε πάντα μαζΙ του γLα να δένεL τους αLΧ μαλώτους με το δLκό του το κορδόνL τον έδεσε χεφοπόδαρα, στε ρέωσε την άκρ'Yj στη σέλλα του κω τον έσυρε στον κάμπο, φωνάζοντας δυνατά όλους τους Κοζάκους του Ουμάν να 'ρθουν ν' αποδώσουν ΤLς τελΕUταΙες τψές στον αταμάνο. Όταν άκουσαν OL ΚοζάΚΟL του Ουμάν πως ο αταμάνος τους ο ΜποροντάΤL σκο τώθ'Yjκε, παράτησαν το πεδΙο της μάχης XL έτρεξαν να μαζέψουν το κορμΙ του' κω XEL, την LδLα ώρα, άΡΧLσαν να συζψάνε ΠΟLον πρέπεL να εκλέξουν αταμάνο τους. Στο τέλος, εΙπανε: - ΠΟLος ο λόγος να το κουβεντLάζουμε. Καλύτερον αταμάνο δε θα βρούμε απ ' τον Οστάπ Μπούλμπα. ΒέβαLα, εΙναL ΠLΟ νέος απ ' όλους μας, έχεL όμως μυαλό ενός γέρου. Ο Οστάπ βγάζοντας το σκούφο του εuχαρΙστησε όλους τους συντρόφους του γLα την τψή που του κάνανε XL ούτε την αρνή e'YjXE με το πρόσχημα πως ήταν νέος, γLατΙ τώρα ήταν πόλεμος XL αυτές OL δLατυπώσεLς έπρεπε να παραμερLστούν. Μονάχα τους οδήγφε στη μάχη, δεΙχνοντάς τους πως καλά έκαναν βγάζοντάς τον αταμάνο τους. OL ΠολωνοΙ ένLωσαν ΠLα πως 'Yj μάχη παραεΙχε ανάψεL. Υπο χώρησαν XL έτρεξαν ν ' ανασυνταχτούν στην άλλη άκρη της πε δLάδας. KL ο μLκρόσωμος συνταγματάρχης κΙνησε το χέΡL του στr.ς τέσσερLς εφεδΡLΚές εκατονταρχΙες που στέκονταν δΙπλα στην πύ λη XL αμέσως ένας σΙφουνας από βόλLα ξεπήδφε από XEL ενάντLα στους Κοζάκους. Όμως, πολύ λΙγους πέτυχαν: τα βόλLα πήγαν καL χτυπήσανε τα κοζάΚLκα βόδLα, που ΚΟLτάζανε άγΡLα τη μάχη . ΚεΙνα μουγγανΙσαν τρομαγμένα, γύΡLσαν καL τρέξανε κατά τα κάρα των Κοζάκων, τσάΚLσαν πολλά καL τσαλαπάτησαν αρκε τούς Κοζάκους. Ο Ταράς όμως, πετάχτηκε κεΙνη τη στLγμή από την ενέδρα με το σύνταγμά του καL όρμησε με φωνές πάνω στα βόδLα. Το μανLασμένο κοπάδL γύΡLσε πΙσω, τρομαγμένο απ ' ΤLς φωνές καL ρΙχτηκε στα πολωνέζLκα συντάγματα, ανάτρεψε το LΠ ΠLκό, τσαλαπατώντας τους καβαλάρηδες καL τους σκόΡΠLσε. 1 05
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
- ΓεLα σας, βόδLα, φώναξαν OL ΚοζάΚΟL. Μας βoηθ�σατε στην πορεία καL τώρα μας βοηθάτε καL στη μάχη . ΚαL με καLνούργLα δύναμη καL κουράγLΟ όρμησαν καL χτύπη σαν τον εχθρό σκορπώντας το θάνατο στLς τάξεLς του . Τότε, πολ λοί ΚοζάΚΟL δείξανε την αξία τους: ο Μετελίτσα, ο Σίλο, OL δυο ΠLσαρένκο, ο Βοβτουζένκο, καL πολλοί, πολλοί άλλΟL. Το ' δανε ΠLα καθαρά OL Πολωνοί πως δεν πάνε καλά τα πράγματα, ξεδί πλωσαν το μπαίράΚL τους καL φώναξαν να τους ανοίξουν την κα στρόπορτα της πόλης. Τρίζοντας άνΟLξε η σLδερoδεμένη καστρό πορτα κω όρμησαν να μπούνε μέσα καL στρψώχνονταν σαν τα πρόβατα στο μαντρί OL κατάΚΟΠΟL καL κατασκονLσμένΟL καβαλά ρηδες. Πολλοί ΖαποροζLάνοL έκαναν να τους κυ�σoυν, ο Οστάπ όμως σταμάτησε τους δLκούς του λέγοντας: - ΜαΚΡLά, μαΚΡLά αδέλφLα, πάνL, απ' τα τείχη ! Μη ζυγώνετε στα τείχη ! Κ ω είχε δίΚLΟ που τ ο ' π ε γLατί Ψηλά απ' τ α τείχη άΡΧLσαν να τους πετούν ό,ΤL βρέθηκε μπροστά τους καL πολλοί την έπαθαν. Την ώρα εκείνη πλησίασε ο αρχηγός καβάλα στ' άλογό του καL παίνεσε τον Οστάπ, λέγοντας: - Να ένας νέος αταμάνος που οδηγεί το ασκέΡL του καλύτε ρα XL από έναν γέρο! ΓύΡLσε ο γερο-Μπούλμπα να δεL ΠΟLος είναL ο νέος αταμάνος καL εωε πως μπροστά απ ' όλους τους Κοζάκους του Ουμάν προ χωράεL καβάλα στ' άλογό του, ο Οστάπ με το σκουφί του φορε μένο στραβά κω το ραβδί του αταμάνου στο χέΡL. - Άντε καL σ' ανώτερα! του είπε ΚΟLτάζοντάς τον. ΚαL χάρηκε ο γέρος XL άΡΧLσε να λέεL ευχαΡLστώ σε όλους τους Κοζάκους γLα την τψ� που έκαναν στο YLO του . OL ΚοζάκOL υποχώρησαν καL τράβηξαν να πάνε στα κάρα τους. Στα τείχη της πόλης ξαναφάνηκαν OL Πολωνοί, με σκLσμένoυς τώρα τους μανδύες τους. Το αίμα είχε ξεραθεί πάνω σε πολλά αΚΡLβά καφτάνLα καL η σκόνη είχε σκεπάσεL τα όμορφα μπρούτζLνα κράνη. - ΛΟLπόν, μας δέσατε ; τους φώναξαν από κάτω OL Ζαπορο ζLάνΟL. - Θα σας δείξω εγώ! φώναξε σαν καL πρώτα από πάνω ο χο ντρός συνταγματάρχης δείχνοντάς τους το σΚΟLνΙ 1 06
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΥΛΜ ΠΑ
Οι σκονισμένοι και κατάκοποι πολεμιστάδες εξακολούθησαν, για πoλλ� ώρα, ν' ανταλλάζουν κι απ' τις δυο μεριές πειραχτικά λόγια. Τελικά, σκόρπισαν όλοι. Άλλος �γε να ξαποστάσει μια στά λα, αποκαμωμένος καθώς �ταν απ ' τη μάχη ' άλλος έβαζε χώμα στη λαβωματιά του κι έσκιζε για επίδεσμο τα ακριβά μαντηλια και τα ρούχα που 'χε βγάλει απ ' τον σκοτωμένο εχθρό. Άλλοι, πω ξεκούραστοι άρχισαν να μαζεύουν τα κορμιά και να τους αποδί δουν τις τελευταίες τιμές. Με τα σπαθιά τους, σκάβανε τους λάκ κους με τα σκουφιά τους και τους μανδύες τους έβγαζαν το χώ μα, ξάπλωναν με σεβασμό τα κοζάκικα κορμιά και τα σκέπαζαν για να μη τους φάνε τα μάτια τα κοράκια και οι αητοΙ Όσο για τα κορμιά των Πολωνών, τα 'δεσαν δέκα δέκα στις ουρές των σλό γων που τα ξαμόλησαν να τρέξουν στον κάμπο και πoλλ� ώρα ύστερα τα κυνηγούσαν χτυπώντας τα στα πλευρά με τα κνούτα τους. Τα φρενιασμένα άλογα τρέχανε καλπάζοντας στ' αυλάκια, στα υψώματα, πηδούσαν πάνω απ' τα χαντάκια και τις ρεματιές, σέρνοντας τα καταματωμένα, σκονισμένα πολωνέζικα κουφάρια που χτυπιόνταν και τινάζονταν στο χώμα. Ύστερα πια, κάθε μπουλούκι κάθησε σε κύκλο για φιΧε και για πoλλ�ν ώρα, κουβέντιαζαν και λέγανε για τα κατορθώματα του καθενός για να μην τα ξεχάσουν οι μεταγενέστεροι. Άργησαν πο λύ να πέσουν για ύπνο και πιο πολύ απ' όλους άργησε ο Ταράς που όλο το γύριζε στο μυαλό του και σκεφτότανε τι να σημαίνει τάχα που ο Αντρέι δεν �αν �μερα ανάμεσα στους πολεμιστές του εχθρού. Να ντράπηκε τάχα ο Ιούδας να βγει και να χτυ�σει τους δικούς του � τον γέλασε ο Εβραίος και τον είχαν πιάσει αιχμάλω το ; Μα θυμ�θηκε αμέσως πως η καρδιά του Αντρέι �ταν ευαίσθη τη στη γυναικεία γοητεία και μάνιασε κι ορκίστηκε να εκδικηθεί την Πολωνέζα που είχε πλανέψει το γω του. Και θα κρατούσε τον όρκο του: Δε θα κοίταζε την ομορφιά της, μόνο θα την έπιανε απ' τα πυκνά της τα μαλλιά και θα την τραβούσε σ' όλο το στρατό πεδο μπροστά στους Κοζάκους. Θα ματώνονταν και σκονίζονταν τα πανέμορφά της στηθη κι οι ώμοι που η ασπράδα τους συνα γωνιζόταν τα αιώνια χιόνια των βουνών. Θα κομμάτιαζε το υπέ ροχο, πλούσω κορμί της. 107
Ν Ι Κ Ο Λ Α Ί' Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
made by Absens
Δεν �ξερε όμως ο Μπούλμπα τ ι ετοψάζει ο Θ εός στον άν θρωπο . Το κεφάλι του έγειρε και σιγά σιγά ο Ταράς βυθίστηκε στον ύπνο ενώ οι Κοζάκοι ξακολουθούσαν να σιγοκουβεντιάζουν κι όλη τη νύχτα δίπλα στις φωτιές καρτερούσαν οι νηφάλLOΙ, άγρυ πνοι φρουροΙ
1 08
νπι
Ο
made by Absens
δεν είχε ανέβει ακόμα στα μισά του ουρανού, όταν όλοι οι Ζαποροζιάνοι είχαν μαζευτεί στη γενικ� συνέλευση . Απ' το Σετς είχε φτάσει το πώς οι Τάταροι, τώρα που έλει παν οι Κοζάκοι, κάνανε γιουρούσι και ληστέψανε ό,τι βρ�κανε, ξέθαψαν ακόμα και το ταμείο που οι Κοζάκοι το 'χανε κρυμμέ νο, βαθειά παραχωμένο μέσα στη γης, σκότωσαν και �ραν αιχ μαλώτους όλους όσοι είχαν μείνει εκεί και μαζί μ' όλα τα κοπά δια και τα κάρα που βάλανε στο χέρι τράβηξαν κατευθείαν για το Περεκόπ . Ένας μόνο Κοζάκος, ο Μαξίμ Γκολοντούχα, τα κα τάφερε και τους ξέφυγε μες απ ' τα χέρια την ώρα που όδευαν κατά το νοτιά, σκότωσε τον οπλαρχηγό, του �ρε το κεμέρι με τα τσεκίνια και καβαλώντας το τατάρικο άλογο, ντυμένος τατάρικα ρούχα, μιάμιση μέρα και δυο νύχτες έτρεχε καλπάζοντας, για να ξεφύγει την καταδίωξη των Τατάρων. Αφού απ' το τρέξιμο έσκα σαν δυο άλογα, καβάλησε ένα τρίτο κι έφτασε στο στρατόπεδο των Κοζάκων έχοντας προφτάσει να μάθει στο δρόμο πως οι Ζα ποροζιάνοι πολιορκούσανε το Ντούμπνο . Αυτό μονάχα πρόφτα σε να πει -πως τους βρ�κε αυτό το κακό- μα δεν μπόρεσε να πει πώς έγινε, αν δηλαδ� οι Κοζάκοι που είχαν μείνει εκεί �ταν με θυσμένοι και πώς έμαθαν οι Τάταροι το μέρος όπου είτανε πα ραχωμένο το ταμείο του στρατεύματος. Ήτανε τσακισμένος απ' την κούραση, το πρόσωπο �ταν πρησμένο και τσουρουφλισμένο απ ' τον αέρα. Έπεσε λοιπόν εκεί επί τόπου και την άλλη κιόλας στιγμ� βυθίστηκε σε βαρύ ύπνο. Σε παρόμοιες περιπτώσεις οι Ζαποροζιάνοι το 'χανε συ�θειo να καβαλάν αμέσως τ' άλογα και να τρέχουν να προλάβουν τους Η ΛΙΟΣ
1 09
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
ληστές, βάζοντας τ α δυνατά τους ν α τους φτάσουν ε στο δρόμο, γιατί οι αιχμάλωτοι, αν δεν τους προλαβαίνανε, μπορούσαν να βρεθούν στα σκλαβοπάζαρα της Μικρασίας, στην Σμύρνη, στην Κρήτη, κι ένας Θεός ξέρει σε τι άλλα μέρη θα κάναν την εμφάνι σή τους τα ξυρισμένα κεφάλια των Κοζάκων, με την τούφα των μαλλιών στην κορφή . Να γιατί συγκεντρώθηκαν όλοι οι Ζαπορο ζιάνοι τώρα στη γενική εκείνη συνέλευση . Όλοι, μέχρι τον τελευ ταίο στέκονταν φορώντας τους σκούφους τους, γιατί δεν ήρθανε ν' ακούσουν διαταγές απ' τον αρχηγό και τους αταμάνους, μα να συσκεφτούν και να κουβεντιάσουν το πράμα σαν ίσοι όλοι μετα ξύ τους. - Ας δώσουν πρώτα οι αρχηγοί τη συμβουλή τους! φώναξαν απ' το πλήθος. - Τι έχεις να πεις αρχηγέ, φώναζαν άλλοι. Κι ο αρχηγός έβγαλε το σκούφο του, γιατί δεν ήταν πια ο επι κεφαλής μα ένας σύντροφος κι αυτός, ευχαρίστησε όλους τους Κοζάκους για την τιμή που του κάνανε και είπε: - Υπάρχουνε πολλοί γεροντότεροι ανάμεσά μας που θα μπο ρούσαν να μας δώσουν πιο σοφές συμβουλές, όμως, μια και μου κάνατε εμένα την τιμή, να η δική μου γνώμη: σύντροφοι, χωρίς να χάνουμε καιρό, να καβαλήσουμε τ' άλογα και να τρέξουμε να προ φτάσουμε τους Τατάρους. Γιατί το ξέρετε δα όλοι σας τι σόι άν θρωπος είναι ο Τάταρος. Δε θα κάτσει να μας περιμένει με το λη στεμένο βιος, μα θα το σκορπίσει έτσι που δε θα βρούμε ούτε τα ίχνη του. Λοιπόν, η συμβουλή μου είναι: Να ξεκινήσουμε. Εδώ, αρ κετά πολεμήσαμε πια και δείξαμε στους Πολωνούς τι θα πει Κο ζάκος όσο περνούσε απ' το χέρι μας, πήραμε το αίμα μας πίσω για τις προσβολές που μας κάνανε και μας χλευάσαν την πίστη μας όσο για λάφυρα, τι να πάρεις από μια πεινασμένη πολιτεία ; Λοιπόν, η συμβουλή μου είναι: Όλοι στ' άλογα και φεύγουμε. - Να φεύγουμε! αντήχησε σ' όλα τα μπουλούκια. Όμως, του Ταράς Μπούλμπα δεν του καλάρεσαν αυτά τα λό για και κατέβασε ακόμα περισσότερο τα σκυθρωπά, γκρίζα φρύ δια του, που μοιάζανε με θάμνους, πάνω σε μια ψηλή πλαγιά, που τους ασήμωνε το τσουχτερό πούσι. - Όχι, δεν είναι σωστή η συμβουλή σου, αρχηγέ ! είπε. Δεν τα 110
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠΟΥΛΜΠΑ
'πες καλά. Ξέχασες καθώς φαίνετω πως o� Πoλωνέζo� έπ�ασαν συντρόφους μας εδώ χάμω κα� τους κρατούν α�χμαλώτoυς! Kα� φαίνετα� θέλε�ς να γράψουμε στα παλ�ά μας τα παπoύτσ�α τον πρώτο κω άγιο νόμο του συντρoφ�κoύ χρέους, ν ' αφήσουμε τ' αδέλφ � μας να τους γδάρουν ζωντανούς ή να τους κόψουνε πρώ τα τα πόδ�α κα� τα χέρ�α κα� τελευταίο το κεφάλ� κ� ύστερα να τους τρ�γυρίσoυν στ�ς πoλ�τείες κα� τα χωρ�ά, όπως το κάνανε κ�όλας με τον αταμάνο κα� με τα καλύτερα παλληκάρ�α της Ου κρανίας. Ή μήπως είνα� λίγες o� προσβολές κ� o� εξευτελ�σμoί που υπέφεραν εξ ωτίας τους o� άγ�o� παπάδες μας ; Δηλαδή, τ� είμα στε εμείς ; ρωτάω όλους εσάς που μ' ακούτε. T� σό� Κοζάκος εί να� αυτός που θα δεχόταν να παρατήσε� στη συφορά του τον σύ ντροφο, που θα τον άφηνε να χαθεί σαν το σκυλί σε ξένη γη; Αφού έφτασαν ώς εκεί τα πράματα κα� την έχε� π�α ο καθένας γ�α σκου πω� την κoζάκ�κη τιμή κω δέχετα� να τον φτύνουνε στα άσπρα του μoυστάκ�α κα� να του στραπατσέρνουν το φ�λότιμo με προσ βλητ�κές κουβέντες, τότε, σας το λέω κα� να το ξέρετε : Θα μείνω μοναχός μου κα� κανένας δε θα μπορεί να μου πε� κουβέντα! Όλo� o� Zαπoρoζ�άνo� κλονίστηκαν. - Nα�, μα μήπως ξέχασες, γενναίε μου οπλαρχηγέ, είπε τότε ο αρχηγός, πως κ� o� Tάταρo� έχουνε κ� αυτοί στα χέρ�α τους συ ντρόφους μας ; Ξέχασες πως αν δεν πάμε τώρα να τους γλυτώ σουμε, η ζωή τους θα πουληθεί κα� θα μείνουν γ�α πάντα στους αγαρ�νoύς που είνα� χειρότερο κ� από κάθε βασαν��κό θάνατο ; Ξέχασες τάχα, πως έχουν αρπάξε� όλο το ταμείο μας, που απο χτήσαμε με αίμα χρ�στ�αν�κό ; Πέσανε σε συλλογή όλo� o� Koζάκo� κα� δεν ξέρανε τ� να πού νε. Κανένας τους δεν ήθελε να μ�ήσε�, μην πουν o� άλλo� πως λένε πράματα αντίθετα στην κoζάκ�κη τιμή . Τότε βγήκε μπρο στά ο Kασ�άν Μποβντιούγκ, που ήταν ο γεροντότερος στα χρό ν�α σ' όλο το κoζάκ�κo στράτευμα. Όλo� o� Koζάκo� τον είχαν σ' εχτίμηση κα� τον άκουγαν με σεβασμό. Δυο φορές τον είχανε βά λε� αρχηγό κ� είχε δ�ακρ�θεί σε πολλούς πολέμους. Από καιρό όμως είχε γεράσε� κα� δεν έπα�ρνε μέρος σ' εκστρατείες. Ούτε κα� του άρεσε να δίνε� συμβουλές σε κανέναν. Του άρεσε μονά χα να ξαπλώνε� δ ίπλα στ�ς παρέες των Κοζάκων κα� να τους 111
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
ακούει ν α ιστορούνε κάθε λοΥής περιστατικά και κοζάκικα σε φέρια. Ποτέ δεν ανακατευόταν ε στις κουβέντες τους, μόνο άκου γε και πατούσε με το δάχτυλο τη στάχτη μέσα στο κοντό του τσι μπούκι, που δεν το 'βγαλε ποτέ απ' το στόμα κι ύστερα καθότανε, ώρα πολλή, μισοκλείνοντας τα μάτια και δεν ξέρανε οι Κοζάκοι αν κοιμότανε ή αν εξακολουθούσε ακόμα να τους ακούει. Σ' όλες τις τελευταίες εκστρατείες έμενε στο Σετς, αυτή τη φορά όμως ξεσηκώθηκε κι ο γέρος. Έκανε μια πλατειά κοζάκικη χεφονο μία κι εΙπε : - Ας πάει και το παλιάμπελο ! Θα 'ρθω και γω μαζΙ σας. Μπο ρεί σε κάτι να βοηθήσω και γω το κοζάκικο. Όλοι οι Κοζάκοι σώπασαν, όταν βγήκε ο Μποβντιούγκ να μι λήσει, γιατΙ χρόνια τώρα δεν τον εΙχανε ακούσει να λέει τΙποτα. Ο καθένας τους ήθελε να μάθει τι θα πει ο γέρος. - Ήρθε κι η δική μου σεr.ρ ά να πω κάνα δυο κουβέντες, πολ λά αντρειωμένοι μου! άρχισε να λέει. Ακούστε, παιδιά μου, ένα γέρο. Σοφά τα εΙπε ο αρχηγός και σαν κεφαλή που εΙναι στο κο ζάκικο έχει χρέος να φροντΙζει για τους πολεμιστές του και για το ταμείο. Έτσι, λοιπόν, σοφότερη κουβέντα δε θα μπορούσε να πει. Αυτό είναι το πρώτο που 'θελα να σας πω . Και τώρα ακού στε και το δεύτερο. Πολύ σωστά τα εΙπε κι ο Ταράς, ο οπλαρχη γός - ο Θεός να του χαρΙζει χρόνr.α και μακάρι κάτι τέτοr.oυς οπλαρ χηγούς να 'χει μπόλικους η ΟυκρανΙα! Το πρώτο χρέος κι η πρώτη τιμή του Κοζάκου, εΙναι να σταθεΙ πιστός στους συντρόφους του. Όσο ζω σε τούτη δω τη γη, δεν μου 'τυχε ν ' ακούσω αδέρφια μου πως βρέθηκε Κοζάκος που να παράτησε ή να πούλησε έτσι ή αλ λr.ώς το σύντροφό του. Κι αυτοΙ εδώ και κεΙνοι οι άλλοι εΙναι σύ ντροφοΙ μας: δεν έχει σημασΙα αν εδώ εΙναι λιγότεροι και κει πε ρισσότεροι, το Lδιo κάνει, όλοι τους συντρόφοι μας εΙναι κι όλους τους έχουμε στην καρδuΧ μας. Λοιπόν, να τι θέλω να σας πω: εκεί νοι που πονάνε τους αιχμαλώτους που πήραν οι Τάταροι, ας ξε κινήσουν να κυνηγήσουν τους Τατάρους κι εκείνοι που πονάνε τους αιχμαλωτισμένους απ' τους Πολωνούς και δε θέλουνε να πα ρατήσουν στη μέση μια δ ίκαια υπόθεση, ας μείνουν εδώ. Ο αρ χηγός, όπως έχει χρέος, θα πάει με τους μισούς να καταδ ιώξει τους Τατάρους κι οι άλλοι μισοί θα εκλέξουν τον καινούργr.o ατα112
made by Absens
Τ Α Ρ Α Σ Μ Π Ο ΙΆ Μ Π Α
μάνο τους. Και εκλεγμένος αταμάνος, αν θέλετε ν' ακούσετε μιαν άσπρη κεφαλ�, δεν αξίζει να γίνει κανένας άλλος, παρά μόνον ο Ταράς Μπούλμπα. Κανένας απ' όλους εμάς δεν του παραβγαί νει στην παλληκαριά και στο θάρρος. Έτσι μίλησε Ο ΜποβντιούΥκ και σώπασε · και χάρηκαν όλοι οι Κοζάκοι που τους έβαλε στο σωστό δρόμο ο γέρος. Όλοι πετά ξανε Ψηλά τα σκουφιά τους και φώναξαν: - Σ' ευχαριστούμε, πατερούλη ! Σώπαινες, σώπαινες, χρόνια σώπαινες, τελικά όμως, τον είπες το σωστό σου λόγο. Καλά το 'λεγες όταν ξεκινούσες για το σεφέρι, πως σε κάτι θα βοηθούσες το κοζάκικο . Νάτο που έγινε καθώς το 'πες. - Λοιπόν, είσαστε σύμφωνοι ; ρώτησε ο αρχηγός. - Όλοι σύμφωνοι! φώναξαν οι Κοζάκοι. - Σα να λέμε τελείωσε η συνέλευση ; - Τελειώσαμε! φώναξαν οι Κοζάκοι. - Τότε λοιπόν, παιδιά μου, ακούστε τη διατα� του στρατεύματος! είπε ο αρχηγός και β�κε μπροστά φορώντας το σκούφο του, ενώ όλοι οι Ζαποροζιάνοι, όσοι �ταν εκεί, έβγαλαν τα σκου φιά τους και καρφώσανε τα μάτια τους στο χώμα, όπως κάνανε πάντα, όταν ετοιμαζότανε κάτι να πει ο αρχηγός. - Τώρα, λοιπόν, αδέρφια, χωριστείτε ! Όποιος θέλει να κυνη �σει τους Τάταρους να πάει δεξιά! ΌΠΟLOς μένει εδώ, να πα ραμερίσει αρr.στερά! Εκεί που θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος του μπουλουκιού να πάει κι ο αταμάνος του. Το υπόλοιπο μέρος θα κoλλ�σει στ' άλλα μπουλούκια. Κι οι Κοζάκοι άρχισαν να περνάνε, άλλος στη δεξιά κι άλλος στην αριστερ� μεριά. Όποιου μπουλουΚLOύ περνούσε το μεγα λύτερο μέρος στη μια μεριά, εκεί �γαινε κι ο αταμάνος όποLOΙ πέρνανε το μικρότερο μέρος προσκολλιότανε στ' άλλα μπουλού κια κι έτσι τελικά βρέθηκαν σχεδόν ίσια κι ίσια. Θέλησαν να μεί νουν: όλο σχεδόν το μπουλούκι του Νεζαμάινοβ, το μεγαλύτερο μέρος του Ποποβιτσέβ, όλο του Ουμάν, όλο του Κανέβ, το μεγα λύτερο μέρος του Στεμπλίκ, το μεγαλύτερο μέρος του Τιμοσέβ . Όλοι οι άλλοι είπαν πως προτιμάνε να τρέξουν να προφτάσουν τους Τατάρους. Και στις δυο μεριές, υ�ρχαν άξLOΙ και γενναίοι Κοζάκοι. Ανάμεσα σ' αυτούς που αποφάσισαν να κυνη�σoυν 113
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
τους Τατάρους, ήταν ο Τσερεβάτ, ένας άξιος γεροκοζάκος, ο Πο κοτιπόλε, ο Λεμίς, ο Προκόποβ ιτς Χομά. Ο Ντεμίντ Ποπόβιτς πέ ρασε κι αυτός απ' την πλευρά τους γιατί ήταν από φυσικό του ένας πολύ ανήσυχος Κοζάκος και δεν μπορούσε να μείνει πολύν καιρό στον ίδιο τόπο. Τους Πολωνέζους τους είχε κιόλας δοκι μάσει κι ήθελε τώρα να δοκιμάσει και με τους Τατάρους. Απ' τους αταμάνους των μπουλουκιών, ήταν ο ΝοστιουΥκάν, ο Πο κρίσκα, ο Νεβ ιλίτσκη . Πολλοί άλλοι φημισμένοι και γενναίοι Κο ζάκοι θελήσανε να δοκιμάσουν το σπαθί τους και το χέρι τους στα κονταροχτυπήματα με τους Τατάρους. Μα κι ανάμεσα σ' αυτούς που θελήσανε να μείνουν υπήρχαν πολλοί Κοζάκοι άξιοι και πα ράξιοι: οι αταμάνοι Ντεμιτρόβ ιτς, Κουκουμπένκο, Βερτιχβ ίστ, Μπαλαμπάν και ο Οστάπ, ο γιος του Μπούλμπα. Μετά ήταν κι άλλοι πολλοί αντρειωμένοι Κοζάκοι που 'χαν βγάλει καλό όνο μα: Ο Βοβτουζένκο, ο Τσερεβιτσέκνο, ο Στεπάν Γκούσκα, ο Οχρίμ Γκούσκα, ο Μικόλα Γκούστη, ο Ζαντορόζνη, ο Μετελίτσα, ο Ιβάν Ζακρουτινκούμπα, ο Μωσή Σίλο, ο Ντιογκτιαρένκο, ο Συντορέν κο, ο Πισαρένκο, κι ένας άλλος Πισαρένκο, κι ένας τρίτος ακόμα Πισαρένκο και πολλοί άλλοι άξιοι Κοζάκοι. Όλοι τους είχαν γυ ρίσει τόπους πολλούς, όργωσαν τις αχτές της Μικρασίας, τους αλατότοπους και τις στέππες της Κριμαίας, ταξιδέψανε σ' όλα τα μικρά και τα μεγάλα ποτάμια που χύνονται στο Δνείπερο, σ' όλους τους όρμους και τα νησιά του. Ε ίχαν περπατήσει στη Μολ δαβ ία, στη Βλαχιά και στα Τούρκικα χώματα. Οργώσανε όλη τη Μαύρη Θάλασσα με τα κοζάκικα xa"tXLa κουμαντάροντάς τα με το διπλό τους δοιάκι· με πενήντα τέτοια xa"tXLa στη σειρά έκαναν ρεσάλτα σε πλούσια και πανύψηλα καράβια, βούλιαξαν μπόλι κες τούρκικες γαλέρες και ξόδεψαν ένα σωρό μπαρούτι στη ζωή τους, ρίχνοντας τα βόλια τους κατά πάνω στον εχθρό. Πολλές φο ρές τους έτυχε να σκίσουνε ακριβά μεταξωτά και βελούδα για να φτιάξουνε τσουράπια για τα πόδια τους. Πολλές φορές γέμισαν με γυαλιστερά τσεκίνια τα πέτσινα πουγγιά τους, που τα 'χανε στερεωμένα στη ζώνη των φαρδιών παντελονιών τους. Κι όσο για το β ιος που ξόδεψε ο καθένας τους πίνοντας και γλεντοκοπώ ντας, β ιος που, αν το 'χε άλλος θα περνούσε με δαύτο πλούσια ολάκερη τη ζωή του, αυτό πια, πού να το μετρήσεις που ήταν αμέ1 14
made by Absens
Τ Α Ρ Α Σ Μ Π Ο Ύ' Λ Μ Π Α
τρψο. Όλα τα ξόδεψαν με κοζάΚLκη κουβαρντοσύνη κερνώντας όλο τον κόσμο xaL πληρώνοντας τα όργανα YLa ν' ανάψεL YLa κα λά το γλέντL. Ακόμα ΚαL τώρα, σπάνLα να βΡLσκότανε Κοζάκος, που να μην είχε παραχωμένο στη γη κάΤL πολύτψο: κύπελλα, αση μένLα κουτάλLα xaL βραΧLόλLα, κρυμμένα μέσα στα καλάμLα, στα νησLά του Δνείπερου YLa να μην τα βρεL ο Τάταρος , αν -ξΟΡΚL σμένη να 'vaL η ώρα- τα κατάφερνε καμLά φορά XL έκανε το γLOυ ρούσL του στο Σετς κεL που δεν τον περίμεναν. Όμως, θα δυσκο λεuότανε πολύ ο Τάταρος, να βρεL τον θησαυρό, γLατί XL ο ωLος ο κάτοχός του άΡΧLσε ΚLόλας να ξεχνάεL, πού τον είχε παραχώσεL. ΤέΤΟLΟL ήτανε λΟLπόν OL ΚοζάΚΟL που προτίμησαν να μείνουν xaL να εκδLκηθούν τους Πολωνούς YLa τους ΠLστούς τους συντρόφους xaL την πίστη του ΧρLστού την αγία. Ο γερο-Κοζάκος, ο Μποβ ντLούγκ, προτίμησε XL αυτός να μείνεL μαζί τους λέγοντας: - Στα χρόνLα που 'χω φτάσεL εγώ, δε μου πάεL να κυνηγάω τους Τατάρους, μLας XL υπάρχεL ΚL εδώ μπόλLκος τόπος YLa να XOL μηθείς με άξLO κοζάΚLΚΟ θάνατο. Από καφό τώρα τον έχω παρα καλέσεL το Θεό να μου κάνεL τη χάρη αν είναL να τελεLώσω τη ζωή μου, να την τελεLώσω πολεμώντας YLa μLαν άγLα xaL ΧPLmLaVLXYj υπόθεση. KL ο Θεός εLσάκουσε την παράκλησή μου. ΠLO δοξασμένο τέλος δεν μπορεί να βρεL ο γερο-Κοζάκος σε άλλον τόπο. Όταν πήγαν όλΟL τους αΡLστερά ΚαL δεξLά xaL στάθηκαν στLς δυο μερLές κατά μπουλούΚLα, ο αρχηγός πέρασε ανάμεσα στLς γραμμές xaL είπε: - ΛΟLπόν, πολλά αντρεLωμένΟL μου, έχετε κανένα παράπονο η μLα μεΡLά απ' την άλλη ; - 'OXL, κανένα παράπονο! απάντησαν OL ΚοζάΚΟL. - Ε , τότε, λΟLπόν, φLληθείτε XL αποχαφετίστε ο ένας τον άλλονε, γLατί ο Θεός μονάχα ξέρεL αν θα ξαναίδωθείτε καμLά φορά, σ' αυτή τη ζωή . Ν' ακούτε τον αταμάνο σας ΚαL να κάνετε αυτό που ξέρετε, γLατί βέβαLα, ο καθένας το ξέρεL μόνος του ΠΟLO εί vaL το κοζάΚLΚΟ χρέος. KL όλΟL OL ΚοζάΚΟL, απ' τον πρώτο μέΧΡL τον τελευταίο φLλη θήκανε μεταξύ τους. APXLaav, πρώτΟL OL αταμάνΟL, στρώνοντας τ' άσπρα μουστάΚLα τους, φLληθήκαν σταυρωτά XL ύστερα πήρε ο ένας τα χέΡLα του άλλου xaL πολλή ώρα τα κρατούσαν έτσL σφLγ115
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
μένα τ α χέρια τους. Ο καθένας ήθελε ν α ρωτήσει τον άλλον: «Τι λες, παν αδελφέ μου ; Θα ξανανταμώσουμε ; ή δε θα ξανανταμώ σουμε ; » Μα δεν το ρώτησαν. Σωπάσανε και χαμήλωσαν συλλο γισμένοι τ' ασπρόμαλλα κεφάλια τους. Κι οι Κοζάκοι χαψετιού νταν ξέροντας όλοι τους μέχρι τον τελευταΙο πως τους περΙμενε πολλή δουλειά, και κεΙνους που φεύγανε και κεΙνους που μένα νε. Δεν αποφάσισαν ωστόσο να χωρΙσουν αμέσως, μα αποφάσι σαν να περψένουν να νυχτώσει για να μην καταλάβει ο εχθρός πως λιγόστεΦε το ασκέρι τους. 'Υστερα τράβηξαν όλοι στο μπου λούκι τους για το μεσημεριανό φαί. Κω σαν αποφάγανε, όσοι θα 'φευγαν ξάπλωσαν να ξαποστάσουν και κοψήθηκαν σ' έναν ύπνο βαρύ και πολύωρο, λες και το ένιωθαν πως Ισως Ισως αυτός να ήταν ο τελευταΙος ύπνος που τους έλαχε να κοψηθούν με το πά σο τους. Κοψήθηκαν έτσι μέχρι που βασΙλεΦε ο ήλως κι όταν βα σLλεΦε πια ο ήλως κω σκοτεΙνιασε κάπως, αρχΙσανε να λαδώ νουνε τα κάρα. Αρματώθηκαν, ξαποστεΙλανε μπροστά τα κάρα κι αυτοΙ, αφού χαιρέτησαν άλλη μια φορά τους συντρόφους τους , βγάζοντας τους σκούφους τους, ακολούθησαν χωρΙς φασαρΙα την εφοδ ιοπομπή . Το ιππικό, χωρΙς μια φωνή, ούτε ένα σφύριγμα, ποδοβόλησε ανάλαφρα πΙσω απ' τους πεζούς κι έσβησε σε λΙγο μες στο σκοτάδι. Ακούγονταν μονάχα υπόκωφα και μουντά τα πέταλα των αλόγων κω το τρΙξψο μιας ρόδας, που δεν εΙχε ακό μα ζεσταθεΙ, ή δεν εΙχε καλά λαδωθεΙ, μες στο σκοτάδι. Οι σύντροφοΙ τους, στέκονταν ώρα πολλή ακόμη, κουνώντας τα χέρια μ' όλο που δε βλέπανε τΙποτα πια. Κι όταν διαλύθηκαν και γύρισαν στις θέσεις τους, όταν εωαν στο φως των αστεριών πως τα μισά κάρα λεΙπανε απ ' τις θέσεις τους, πως πολλοΙ πάρα πολλοΙ ήταν τώρα φευγάτοι, ένιωσε ο καθένας μια θλΙΦη στην καρδιά κι όλοι τους χωρΙς να το θέλουνε, πέσανε σε συλλογή και σκύΦανε τα κεφάλια τους. Ο Ταράς εωε πως οι Κοζάκοι κατσούφιασαν και πως η βα ρυθυμιά που δεν ταιριάζει σε αντρειωμένους άρχισε να γλυστράει ύπουλα μες στην καρδιά τους, σεν έλεγε όμως λέξη : ήθελε να τους δώσει καφό να βαρεθούν τη βαρυθυμιά που τους έφερε ο χωρι σμός από τους συντρόφους τους και στο μεταξύ αυτός, ετοψα ζόταν μέσα στη σιωπή να τους ξυπνήσει μονομιάς όλους, βάζο1 16
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΎΛΜΠΑ
ντας μια φωνή από κείνες τις κοζάκικες, για ν α ξαναγυρίσει στην ψυχή του καθενός τους 1] παλλ1]καριά και να 'ναι και μεγαλύτε Ρ1] από πρώτα, πράμα, που μόνο 1] σλάβΙΚ1] ράτσα μπορεί να το καταφέρει, αυτή 1] πλατιά, 1] μεγαλοδι)ναμ1] ράτσα, που μπροστά στις άλλες είναι καθώς 1] θάλασσα μπροστά στα Ρ1]χά ποτάμια. Όταν φυσομανάν οι άνεμοι γίνεται 1] θάλασσα ένα ουρλιαχτό κι ένα μπουμπουνψό και O1jκώνει κύματα σαν τα βουνά ψ1]λά, κύ ματα που δεν μπορούν να τα O1jκώσοuν τ' αδύναμα ποτάμια. Κι όταν πάλι 1]συχάσουν οι άνεμοι κι έρθει 1] γαλήV1j, τότε, πιο διά φαV1j απ' όλα τα ποτάμια, 1] θάλασσα απλώνει την απέραντη, διά φαV1j έκτασή της για αιώνια ayMλLa01j του ματιού. Και τότε, έδωσε διαταγή ο Ταράς στους υΠ1Jρέτες του να ξε φορτώσουν ένα κάρο που ήταν σταματημένο παράμερα. Αυτό το κάρο ήταν πιο μεγάλο και πιο γερό απ' όλα τ' άλλα που βρίσκο νταν στον καταυλισμό των Κοζάκων, οι χοντρές του ρόδες ήταν τυλιγμένες με διπλά σιδερένια στεφάνια και το 'χανε φορτώσει ώς απάνω και σκεπάζανε το φορτίο μ' ολόκλ1]ρα βοΙ:δοτόμαρα που τα 'χαν δέσει με καλοτεντωμένα πισσωμένα σκοινιά. Το φορ τίο ήταν όλο τσότρες και βαρελάκια με παλιό καλό κρασί, που χρόνια το φύλαγε ο Ταράς στα κελάρια του. Το 'χε πάρει κοντά του για να 'ναι καλά εφοδιασμένος, έτσι που αν τύχαινε κι ερχό ταν καμιά μεγάλ1] στιγμή και δινόταν σ' ολονούς 1] ευκαιρία να καταπιαστούν μ' ένα σπουδαίο κατόρθωμα, απ' αυτά που αξί ζει να μείνουνε και να μεταδοθούν σα θρύλος στους μεταγενέ στερους τότε να 'χει κι ο τελευταίος Κοζάκος να πιει απ' το θέΙ: κό κρασί, έτσι που τη μεγάλ1] στιγμή , να 'ναι μεγάλ1] κι 1] παλλ1]καριά. Μόλις άκουσαν οι υΠ1Jρέτες τη διαταγή του οπλαρ χηγού τους όρμ1]σαν στο κάρο κι άρχισαν να κόβουν τα γερά σκοι νιά με τις πάλλες τους, να βγάζουν τα χοντρά βοΙ:δοτόμαρα και να κατεβάζουν απ' το κάρο τις τσότρες και τα βαρελάκια. - Φέρτε ό,τι έχετε, είπε ο Μπούλμπα. Όλοι σας μέχρι τον τε λευταίο, φέρτε ό,τι έχει ο καθένας: το μαστραπά ή τον κουβά που ποτίζει τ' άλογό του, ή το γάντι ή το σκούφο του κι όποιος δεν έχει τίποτα ας απλώσει τις δυο παλάμες. Κι όλοι οι Κοζάκοι, απ' τον πρώτο ώς τον τελευταίο, άρχισαν να παίρνουν κρασί: άλλος σε μαστραπά, άλλος σε κουβά, άλλος 117
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑ1 ΓΚΟΓΚΟΛ
σ ε γάντι, άλλος σ ε σκούφο κ ι άλλος στις ενωμένες του χούφτες που τις άπλωνε να του βάλουν. Οι υπηρέτες του Ταράς περνώ ντας ανάμεσα απ ' τις γραμμές, κερνούσαν όλους τους, απ' ης τσότρες και τα βαρελάκια. Όμως ο Ταράς τους είπε να μην πωυν προτού τους κάνει σινιάλο για να το κατεβάσουν το κρασί όλοι μαζΙ Ήταν φανερό πως κάτι ήθελε να τους πει. Το 'ξερε ο Τα ράς πως όση δύναμη κι αν έχει αυτό μόνο του, το παλιό καλό κρα σί κι όσο κι αν είναι στο χέρι του να εγκαρδιώσει τον άνθρωπο, πάλι δε φτάνει αυτό μοναχό του' μα, αν ακουστεί από πάνω κι ένας καλοειπωμένος λόγος τότε θα γίνει δ ιπλά ατράνταχτη η δύ ναμη του κρασιού και της Ψυχής. - Σας κερνάω, παιδιά, είπε ο Μπούλμπα, όχι γιατί θέλω να σας τιμήσω, που με κάνατε αταμάνο σας -όσο κι αν είναι μεγά λη μια τέτοια τιμΥι- ούτε για να τιμήσω τον αποχαιρετισμό με τους συντρόφους μας: Όχι, κάτι τέτοια, θα ταίριαζαν σε άλλες ώρες. Τώρα, όμως, άλλη στιγμή μας μέλλεται. Στιγμή μεγάλου κόπου, στιγμή μεγάλου κοζάκικου θάρρους. Εμπρός, λοιπόν, σύντροφοι, ας πωύμε όλοι μαζί και πρώτα απ' όλα για την άγια ορθόδοξή μας πίστη για να 'ρθει επιτέλους ο καιρός, όπου να ξαπλωθεί σ' ολάκερο τον κόσμο και παντού να στερεωθεί η άγια πίστη και αυ τή μονάχη της να βασLλεύει και όλοι οι μουσουλμάνοι ώς τον τε λευταίο να γίνουν χριστιανοί! Ας πιούμε και για το Σετς, για να 'ναι χρόνια και χρόνια ο τρόμος των απίστων και να βγάζει κάθε χρόνος νέους λεβέντες, και να 'ναι ο ένας τους καλύτερος απ ' τον άλλο, να τους κοιτάς και να μην ξέρεις ποιον να πρωτοκαμαρώ σεις, κι ας πιούμε ακόμα και για τη δική μας δόξα, για να πούνε τ' αγγόνια μας και τα παιδιά τους πως κάποτε πατήσαν τούτη τη γη κάτι Κοζάκοι που δεν ντροπιάσαν το συντροφικό τους χρέος και δεν πρόδωσαν τους δικούς τους. Άντε, λοιπόν, στην υγειά της πίστης μας, αδέλφια. Στην υγειά της πίστης! - Στην υγειά της πίστης! φωνάξαν αυτοί που στέκονταν στις μπροστινές γραμμές. - Στην υγειά της πίστης! φώναξαν κι αυτοί που στέκονταν πιο πέρα κι όλοι τους νέοι και γέροι ήπιαν στην υγειά της πίστης. - Στην υγειά του Σετς! είπε ο Ταράς σηκώνοντας Ψηλά το χέ ρι του . 1 18
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΤΛΜΠΑ
- Στην υγεLά του Σετς ! αντήχησαν πυκνές OL φωνές απ ' ΤLς μπροστLνές γραμμές. - Στην υγεLά του Σετς ! εΙπαν ήρεμα OL γέΡΟL, κω τ' άσπρα τους μουστάΚLα τρεμόπαLξαν. KL OL νέΟL ΚοζάΚΟL αναταράχτηκαν σα νεαρά γεράΚLα κω ξα νάπαν ΚL αUΤOΙ γLα το Σετς: - Στην υγεLά του! KL αντLλάλησε η στέππα ακούγοντας να μνημονεύουν το Σετς τους OL ΚοζάΚΟL. - Τώρα, την τελευταΙα γουλLά, σύντροφΟL, γLα τη δόξα καL γLα όλους τους ΧΡLστLανούς που ζουν στον κόσμο ! KL όλΟL OL ΚοζάκOL μέΧΡL τον τελευταΙο στον κάμπο, ήΠLανε την ύστατη γουλLά γLα τη δόξα καL γLα όλους τους ΧΡLστLανούς του κόσμου. Κω γLα πολλήν ώρα OL φωνές τους ακούγονταν ανάμε σα στα μπουλούΚLα: - Στην υγεLά των ΧΡLστLανών του κόσμου ! ΕΙχαν αδεLάσεL ΠLα OL μαστραπάδες, καL όμως OL ΚοζάκOL στέ κονταν ακόμα εκεΙ με το ένα χέΡL σηκωμένο, μ' όλο που τα μά ΤLα τους ξαστέρωσαν τώρα με το κρασΙ καL κοΙταζαν εύθυμα, εΙ χαν πέσεL ωστόσο σε συλλογή . Τώρα δε γύΡLζε ο νους τους στην πλεονεξΙα καL στο πλLάτσLΚΟ του πολέμου καL ούτε σκεφτόντου σαν ΠΟLανού θα τα φέρεL η τύχη δεξLά καL θα γLομΙσεL ΤLς τσέπες του χΡυσάφL, ΠΟLOς θα πάρεL άρματα μαλαμοκαπνLσμένα, κα φτάνLα χρυσοκέντητα καL τσερκέζLκα άλογα' μόνο απόμεLναν στο χαστLΚΟΙ - σαν αετοΙ που καθLσμένΟL πάνω στους γκρεμούς των ψηλών βουνών, αγναντεύουν ώς πέρα μακρά ν ' απλώνεταL ατε λεΙωτη η θάλασσα, όπου φαντάζουν σα μLκρά πουλLά, γαλέρες κω ΤΡLκάταρτα καL OL παράΚΤLες πολLτεΙες σα μυγΙτσες πλαLσLω μένες με το πράσLνο χνούδL των δασών. Σαν τους αετούς σαρώ νανε με τη μαΤLά τους τη στέππα ΚL αγνάντευαν τη σκοτεLνή μοΙ ρα στο βάθος της. ΝαL, ναL, θα σκεπασθούν αυτά τα χωράφLα ΚL αυτές OL δημοσLές με τ' άσπρα τους κόκκαλα, τα πλουσLOλου σμένα στο κοζάΚLκό τους αΙμα καL θα γεμΙζουν απ' τα συντρΙμLα των κάρων καL των όπλων τους. ΜαΚΡLά, θα κυλήσουν τα κεφά λLα τους με τη βουτηγμένη στο αΙμα «αφέλεLα » καL τα κολλημέ να μουστάΚLα. Κω τα όρνLα θα τα τσακΙσουν ραμφΙζοντας τα σβη1 19
Ν Ι Κ ΟΛΑ f ΓΚΟΓΚΟΛ
made by Absens
σμένα τους μάτtα. Μ α εΙναt γλυκός ο τελευταως ύπνος μέσα στους κόλπους μtας τέτοtας λευτερtάς. Δε θα χαθεΙ καμtά γενναΙα πρά ξ'Yj καt δε θα σβήσεt σαν τη σπ ι θα απ ' την κάvη του ντουφεκωύ 'Yj κοζάκtκ'Yj δόξα. Θα 'ρθεt καφός που ένας λυράΡ'Yjς ασπρομάλλ'Yjς, με τ' άσπρα γένtα να του σκεπάζουν το στήθος, xt Ισως άντρας γερασμένος, μα με δύναμ'Yj ακόμα, με τη σταράτη ψυχή, να πεt γtα τα κατορθώματά τους το βαρύ, ρωμαλέο του λόγο . Καt θα βροντήξεt ο ντουνtάς δοξάζοντάς τους xt όσοt θα ζουν, θα λένε yt' αυτούς. ΓtατΙ μακρtά πετάεt ο παντοδύναμος λόγος, που αντtλαλεΙ σαν τη βουερή καμπάνα, όπου Ο τεχνΙτης δε λυπήθ'Yjκε τ' ασήμt γtα να βουΙξεt δυνατότερα ο χαλκός, σκορπώντας τη λαλtά του σε πόλεtς, σε καλύβες, σε χωρtά, καλώντας όλους στην άγtα προ σευχή .
1 20
ΙΧ
made by Absens
Σ
κανένας δεν το πήρε εω'YjO-η πως οι μισοί Ζαπο ροζιάνοι κίν-η σαν να κυν-ηΥήσουν τους Τατάρους. Οι σκοποί που βίγλιζαν τον κάμπο απ ' τον πύργο του δ-η μαρχείου ξέ κριναν κάμποσα κάρα να ξεκόβο υν απ' τον καταυλισμό και να χάνονται πίσω απ' το δάσος. ΝομΙΟανε όμως πως οι Κοζάκοι ετοι μάζανε ενέδρα · της ωιας γνώμ-η ς ήταν και ο Γάλλος μ-ηχανικός. Στο μεταξύ, αποδείχτηκε πως ο αρχrryό ς δεν είχε πέσει έξω όταν έλεγε πως σε λίγο θα εξαντλ-η θούν τα εφόδια στη πόλ-η . Όπως συ νέβαινε συχνά τους περασμένους αιώνες, ο στρατός δεν είχε υπο λογίσει σωστά τις ανάγκες του. Αποπεφάθ-η καν να κάνουν μια έξοδο, μα οι μισοί απ' τους απόκοτους εκείνους Πολωνούς άφ-η σαν τα κουφάρια τους στον κάμπο, ενώ οι άλλοι μισοί γύρισαν στην πόλ-η με άδεια χέρια . Οι Εβραία ωστόσο, επωφελήθ-η καν απ' την έξοδο, και τα μυρίστηκαν όλα: για πού και για ποιον λόγο κί ν-η σαν οι Ζαποροζιάνοι με ποια μπουλούκια φύγανε, με ποιους οπλαρχηγούς και πόσα μείνανε και τι λένε να κάνουν με δυο λό για, μέσα σε λίγα λεπτά τα ξέρανε όλα στην πόλ-η . Οι Πολωνοί συνταγματαρχέοι, πήρανε κουράγιο κι άρχισαν να τοψάζονται να δώσουν μάχιι . Ο Ταράς το κατάλαβε απ' την κίν-ησ-η και τη φα σαρία που γινόταν στην πόλ-η και βάλθ-η κε να τρέχει δω και κει , φροντίζοντας για όλα, παρατάσσοντας, δίνοντας δ ιαταγές και οδ-ηγίες. Χώρισε τα μπουλούκια σε τρία στρατόπεδα που ωχι ) ρωσε με κάρα γύρω γύρω. Μ ' αυτή τη διάταξ-η οι Κοζάκοι ποτέ δε νικήθ-η καν. Δυο μπουλούκια διατάχτηκαν να πάνε σε ενέδρα. Έμπ-η ξε σε μια μεριά του κάμπου μυτερά παλούκια, σπασμένα κοντάρια, κομμάτια από πάλλες, έτσι που, στην κατάλλ-η λ-η ε ι ) ΤΗ Ν ΠΟΛ Η ,
121
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
καιρΙα ν α ρΙξει προς τ α κει το ιππικό του εχθρού. Κ ι όταν όλα γΙ νανε κατά πώς πρέπει, έβγαλε ένα λόγο και μLλησε στους Κοζά κους, όχι για να τους γκαρδιώσει και να τους δώσει κουράγιο -το ' ξερε πως και χωρΙς λόγους �ταν γερό το ηθικό τους- μα απλώς λαχτάρησε να ξαλαφρώσει την καρδιά του, απ' όσα τον βάραιναν. - Πεθύμησα να σας πω, πολλά αντρειωμένοι μου, τι σόι πρά μα εΙν' αυτοΙ οι συντροφικοΙ δεσμοΙ που μας ενώνουν. Θα 'χετε βέβαια ακουστά απ' τους πατεράδες σας και τους παπούδες σας, πόσο τιμημένη �ταν άλλοτες η χώρα μας και πόσο σεβασμό της εΙ χε όλος ο κόσμος: Και στους Έλληνες έδειξε την αξια της κι απ' το Τσάργκραντ έπαιρνε χρυσάφι και πολιτεΙες εΙχε τρανές που ακ μάζαν και πρΙγκηπες, ΠΡΙΥκηπες από ρούσικη γενιά, δικούς της ΠΡΙΥκηπες κι όχι καθολικούς μισόπιστους. Όλα τα �ρανε οι μου σουλμάνοι. όλα χαθ�κανε. Τώρα, εμεΙς απομεΙναμε, μονάχοι κι έρημοι κι η χώρα μας μονάχη κι έρημη κι αUΤΗ σαν τη χήρα που έχασε το στηριγμά της, τον άντρα της! Και σ' αUΤΗ τη δύσκολη εποχή, δώσαμε τα χέρια μας, σύντροφοι, και γΙναμε αδέλφια! Πά νω σ' αυτό το ρ�μαγμα, στηρΙζονται τώρα οι συντροφικοΙ δεσμοΙ μας! Και δεν υπάρχουν δεσμοΙ ιερότεροι απ' τους συντροφικούς! Ο πατέρας αγαπάει το παώΙ του, η μάνα αγαπάει το παώΙ της, και το παώΙ αγαπάει τους γoνεLς του . Μα δεν εΙναι αυτη η αδελ φοσύνη μας, σύντροφοι, γιατΙ και το θεριό αγαπάει τα μικρά του. Μονάχα όμως ο άνθρωπος μπορεΙ να συΥΥενέψει με την ψυχή κι όχι με το αΙμα. T�ρχαν και σ' άλλες χώρες σύντροφοι, μα τέτοιοι όπως στη ρωσ� γη δεν υπάρχουν πουθενά. ΠολλοΙ από σας έχου νε ζ�σει στην ξενητειά κι εωαν πως και κει άνθρωποι του Θεού εΙ ναι και μπoρεLς να τους κουβεντιάζεις σα να 'ναι δικοΙ σου. Όμως, σαν φτάσει το πράμα και θελ�σεις να τους πεις έναν λόγο γκαρ διακό, τότε θα δεις πως όχι, μπορεΙ να 'ναι μυαλωμένοι άνθρωποι μα κάτι τους λεΙπει και παραλλάζουν απ' τους δ ικούς μας, άν θρωποι εΙναι σαν και μας κι όμως δεν εΙναι σαν και μας. Όμως μα το ναι, πιστέψτε με αδέρφια μου, κανένας άλλος δεν υπάρχει που ν' αγαπάει σαν τη ρώσικη ψυχή - που ν' αγαπάει όχι μόνο με το μυαλό � ό,τι άλλο, μα μ' όλα όσα έχει, μ' όλα όσα του έδωσε ο Θεός, μ' όλα όσα ζουν μέσα του, μ' όλα . . . (και με μια πλατειά χει ρονομΙα, κουνώντας το ασπρόμαλλο κεφάλι του, ενώ ένας σπα1 22
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΎΛ Μ Π Α
σμός τρεμόπαιξε στο μουστάκι του, πρόστεσε: ) Όχι, κανένας δεν μπορεί ν' αγαπήσει έτσι. Το ξέρω πως περίσσεψε τώρα η προ στυχιά στη χώρα μας. Το μόνο που σκέφτουνται, είναι πώς να μη χάσουν τις θημωνιές τους, τα γεννήματά τους και τ' άλογά τους κι ακόμα πώς να μείνουνε γερά τα εφτασφράγιστα πιθάρια με το γλυκό κρασί στα κελάρια τους. Αρχίζουν να μαLμoυδίζoυν ένα σω ρό συνήθειες των απmων, ντρέπονται τη γλώσσα των πατέρων τους, μα ντρέπονται και τους συμπατριώτες τους, πουλάνε ο ένας τον άλλον, όπως πουλάνε τ' άψυχα στο παζάρι. Την εύνοια ενός ξένου βασιλιά -τι λέω βασιλιά ;- ενός τιποτένιου Πολωνού αφέντη, που τους κλωτσάει στα μούτρα με την κίτρινη μπότα του, την έχουν για πιο πολύτιμη από κάθε συντρoφικ� εύνοια. Αλλά κι ο πιο τι ποτένιος από δαύτους, όσο κι αν έχει κυλίσει στο φούμο κι έχει συνηθίσει στους τεμενάΟες, διατηρεί ωστόσο κάποιο ίχνος από ρω σικό αίσθημα. Και θα ξυπνήσει κάποτε αυτό το αίσθημα και τότε θα χτυπήσει το κεφάλι του ο φουκαράς αυτός, θα καταραστεί την τιποτένια ζω� του, έτοιμος να εξαγοράσει την ντροπή του μ' οποιο δ�πoτε μαρτύριο. Ας μάθουν όλοι αυτοί, τι θα πει η λέξη σύντρο φος στη Ρωσία! Κι αν είναι να πεθάνουμε, τέτοιο θάνατο δε θ ' αξιωθούν ποτέ οι εχθροί μας! Κανένας τους! . . Η ποντικίσα ψυχή τους δε θα τ' αξιωθεί αυτό ποτέ. Έτσι μίλησε ο αταμάνος κι όταν τελείωσε, εξακολούθησε ακό μα να τινάζει αγέρωχα το ασπρισμένο στα σεφέρια κεφάλι του . Όλους όσοι στέκονταν μπροστά, όλους μέχρι τον τελευταίο, τους συντάραξε αυτός ο λόγος κι έφτασε βαθειά, ώς μέσα στην καρ διά τους. Ακόμα κι οι πιο γέροι, απομείνανε ασάλευτοι σκύβο ντας τ' ασπρόμαλλα κεφάλια τους. Το δάκρυ κύλαγε αργό απ ' τα γερασμένα τους μάτια και κείνοι αργά αργά, το σκούπιζαν με το μανίκι τους. Κι ύστερα όλοι τους, λες κι είχαν συνεννοηθεί, κού νησαν ανέμελα τα χέρια τους και κούνησαν το πολύξερο κεφάλι τους. Κι όπως φαίνεται, πολλά τους θύμισε ο γερο-Ταράς, απ' τα καλύτερα που μαζεύει στην καρδιά του ο άνθρωπος, απ' όσα του μαθαίνει η πίκρα, ο κόπος, η τόλμη κι η κάθε συφορά που έζησε, � έστω και μονάχα τη φαντάστηκε με τη νεανι� ατόφια ψυχή του, για καμάρι και παρηγοριά των γερο-γονιών του . Στο μεταξύ όμως ο εχθρικός στρατός πρόβαλε κιόλας απ ' την
made by Absens
.
1 23
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΊ ΓΚΟΓΚΟΛ
καστρόπορτα, αχολογώντας τr.ς σάλΠLΥΥες καL τα κύμβαλά τους. Καμαρωτοί, OL ΠολωνέζΟL πάνL, προχωρούσαν μ' ένα τσούρμο υπηρέτες ο καθένας. Τους οδηγούσε ο χοντρός συνταγματάρχης καL με δLαταΥή του OL Πολωνοί προχώρησαν σε συμπαγή μάζα πάνω στο στρατόπε δο των Κοζάκων, με τα όπλα σηκωμένα. μ ' απαίσLες Lαχές, με τα μάΤLα να βγάζουν φλόγες, μέσα στLς yuαλLστερές τους πανοπλίες. ΜόλLς είδαν OL ΚοζάΚΟL πως OL Πολωνοί ζύγωναν ώστε να τους φτάνεL η σφαίρα αμέσως άδεLασαν όλΟL μαζί κατά πάνω τους τα τετράπηχα καρωφίλLα τους XL εξακολούθησαν να πυροβολούν χωρίς δ Lακοπή. ΜαΚΡLά σκορπίστηκε στον κάμπο το ΤΡLζοβολητό απ' το αδLά κοπο ντουφεκωL καθώς OL ΚοζάΚΟL εξακολουθούσαν να ρίχνουν χωρίς να παίρνουν ανάσα. Ο καπνός σκέπασε ολόγυρα τον κά μπο . 'OaOL ήταν πίσω γέμLζαν β LαστLκά τα όπλα καL τα 'OLναν στους μπροστLνούς, που έφερναν σ' αμηχανία τον εχθρό καθώς τους έβλεπε να τον χτυπούν χωρίς να γεμίζουν τα όπλα τους. Μες στον καπνό που είχε τυλίξεL καL ΤLς δυο παρατάξεLς δεν έβλεπες πότε έπεφταν ένας ένας OL πολεμLστές. Ωστόσο OL Πολωνοί ένLω θαν πως OL σφαίρες πέφτουν πυκνές XL η μάχη έπαφνε δυσάρε στη τροπή . ΠLσωπάτησαν γLα να βγουν απ' τον καπνό καL να προσανα τολLστούν καL τότε εωαν πως πολλοί έλεLπαν απ ' ΤLς δ Lκές τους τάξεLς ενώ OL ΚοζάΚΟL, μ ' ελάΧLστες απώλεLες, εξακολουθούσαν να πυροβολούν ασταμάτητα. · Ακόμα XL ο ξένος μηχανLκός από ρησε μ' αυτή την ταΧΤLκή που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του XL εί πε μπροστά σ' όλους: - Αυτοί ξέρουν να πολεμούν! . . . Απ' αυτούς, πρέπεL κανείς να μαθαίνεL την πολεμLκή τέχνη ! KL αμέσως δLέταξε να γυρίσουν πίσω τους τα κανόνLα. Τα μαντεμένLα στόματα βρόντησαν τραντάζοντας τη γη XL η μυρωδLά του μπαΡΟUΤLού απλώθηκε στLς πολLτείες καL τα δρομά ΚLα. Μα OL κανονLέρηδες είχαν στησεL πολύ Ψηλά τα πυροβόλα τους. ΚαL OL πυρακτωμένες μπάλες τους δLέΥραψαν μLα ψηλή τρσ ΧLά καL σφυρίζοντας απαίσLα πέρασαν πάνω απ' τα κεφάλLα των Κοζάκων χτύπησαν πίσω τους τη γη, ΤLνάζοντας ψηλά τα μαύρα 1 24
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΎΛΜΠΑ
χώματα. Ο Γάλλος μ1JX.ανLκός τραβούσε τ α μαλλLά του, βλέποντας μLα τέΤΟLα ατζαμοσύνη . KL άΡΧLσε ο ω Lος να oτήVEL τα κανόνLα. αδLαφορώντας γLα ΤLς σφαίρες που έπεφταν βροχή γύρω του . Ο Ταράς ε ωε από μαΚΡLά πως θα πέσεL μεγάλη συφορά στα μπουλούΚLα ΝεζαμάLνοβ καL Στεμπλίκ XL έβγαλε μLα δυνατή φωνή: - Βγείτε πίσω απ' τα κάρα καL καβαλLκέΨτε όλΟL τ' άλογα! Όμως, δε θα πρόφταLναν να κάνουν OL ΚοζάΚΟL καL το 'να κω τ' άλλο, αν ο Οστάπ δεν έκανε γLOυρούσL στο κέντρο του εχθρού. Χτύπησε έξL πυροβολητές που τους πέσανε τα φυτ(λLα απ' τα χέΡLα, καL μονάχα τέσσερLς δεν μπόρεσε να χτυπήσεL γLατί τον ανάγκασαν να κάνεL πίσω. Στο μεταξύ ο ξένος λοχαγός πήρε ο ίδLος του την άφτρα στο χέΡL, γLα να ρίξεL με το ΠLΟ μεγάλο απ' τα κανόνLα - ένα κανόνL που όμΟLό του δεν είχαν ματαδεί OL Κο ζάΚΟL. Σα στόμα ενός θερLού �ταν η σκοτεLνή του μπούκα απ' όπου παραμόνευαν να ξεχυθούν χίλLOL θάναΤΟL. KL όταν βρόντησε XL ύστερα τα τρία άλλα κανόνLα, τραντάζοντας τη γη, μεγάλο κακό βρ�κε τους Κοζάκους! Πολλές μανάδες θα κλάψουν χτυπώντας με τα κοκκαλLάΡLκα χέΡLα τους το γερασμένο τους στήθος. Πολ λές νLες θα χηρέΨουν στο Γκλούχοβ, στο Νεμίροβ, στο Τσερνίγκοβ XL άλλες πολLτείες. Θα τρέχουν OL καϋμένες κάθε μέρα στην αγο ρά ν ' αγναντεύουν τους δLαβάτες μ�πως είδαν τον καλό τους, τον μονάΚΡLβο. Μα πάλL θα περάσεL απ ' την πόλη κάθε λo�ς στρα τός καL ο ΠLΟ αγαπημένος δε θα 'ναL ανάμεσά τους. Σα να μην υπήρξε ποτέ το μLσό απ' το μπουλούΚL του Νεζα μάLνοβ. Όπως θερίζεL το χαλάζL τα χρυσαφένLα στάχυα, έτσL τους θέΡLσαν τα βόλLα. Πώς όρμησαν OL ΚοζάΚΟL μονομLάς, πώς φλογίστηκε ο ατα μάνος Κουκουμπένκο σαν είδε πως είχε χάσεL πάνω απ ' τους μL σούς άντρες του ! Όρμησε με τους υπόλΟLπους καL καρφώθηκε ανάμεσα στους εχθρούς. ΚαL μες στη μανία του, λLάνLσε τον πρώ τον που συνάντησε, έΡLξε πολλούς καβαλάρηδες μαζί με τ' άλο γά τους, έφτασε ώς το πυροβολLκό καL κυρίεψε ένα κανόνL. ΚαL XEL εωε τον αταμάνο του Κουμάν καL το Στεπάν Γκούσκα που πάλευαν με το μεγαλύτερο κανόνL. Τους παράτησε καL στράφη κε με τους άντρες του στο κέντρο του εχθρού . Όπου περνούσε 125
made by Absens
Ν Ι ΚΟΛΑ t ΓΚΟΓΚΟΛ
ο αταμάνος Κουκουμπένκο μ ε τους άντρες του, άφ'η νε πΙσω του γκαρντερΙμι τα κουφάρια των εχθρών . Κι όπου έστριβε άνοιγε σοκάκι. ΑραΙωναν οι ΠολωνοΙ και μαζεύονταν σα θ'η μωνιές. Και δεν ήταν μονάχος ο Κουκουμπένκο. Γύρω στα κάρα χτυπιόταν ο Βοβτουζένκο, και μπροστά του ο ΤσερεβΙντσενκο . Και πέρα στ' άλλα κάρα ο Ντεγκτιαρένκο, πιο κει ο αταμάνος ΒερτιχβΙστ. Δυο Πολωνούς σήκωσε ο Ντεγκτιαρένκο στο κοντάρι του . Μα ο τρΙ τος βρέθ'η κε ζόρικος. Σβέλτος και δυνατός ο ωιος, μες στη στολι σμέν'η του αρματωσιά, εΙχε φέρει και πενήντα δικούς του, μαζΙ του. Λύγισε ο Ντεγκτιαρένκο κι έπεσε κατά yYjς, ενώ ο Πολωνός, ανεμΙζοντας τη σπάθα πάνω του φώναζε: - Κανένας σας, σκυλιά, δε μου παραβγαΙνει. - Για να το δούμε, εΙπε προχωρώντας ο Μωσή Σιλο. Ήταν ένας γερός Κοζάκος. Ε Ιχε κάνει κι αρχιπειρατής κι εΙ χαν δει πολλά τα μάτια του. Τον εΙχαν πιάσει μ' όλο του το τσούρ μο έξω απ' την Τραπεζούντα οι Τούρκοι και τους εΙχαν δέσει όλους στις γαλέρες τους. Τους βάλαν αλυσωες στα πόδια και στα χέρια, τους άφ'η ναν, βδομάδες ολόκλ'η ρες, ν'η στικούς και τους πό τιζαν με το σιχαμερό θαλασσινό νερό. Κι όμως όλα ήταν έτοιμοι να τα υποφέρουνε και να τα υπομεΙνουνε οι βαριόμοιροι αιχμά λωτοι, φτάνει να μ'ην πρόδιδαν την ορθόδοξ'η πΙστη τους. Μα ο αταμάνος Μωσή Σιλο δεν άντεξε και βγάζοντας απ ' το λαιμό του το σταυρό τον ποδοπάτησε, τύλιξε με το βρωμερό σαρΙκι την αμαρτωλή κεφαλή του, έγινε έμπιστος του πασά, κλειδοκράτο ρας στα αμπάρια του καραβιού και επιστάτης όλων των αιχμα λώτων. Πολύ βαρυγκομήσανε σαν το Ό ανε αυτό οι φτωχοΙ αιχ μάλωτοι γιατΙ ξέρανε πως σαν βρεθεΙ κανένας να πουλήσει την πΙστη του και να πάει με το μέρος του δυνάστη, τότε εΙναι βαρύ τερο και πικρότερο να ' σαι στη διάθεσή του παρά αν βρισκόσου να κάτω απ' όποιον άλλον άπιστον. Έτσι κι έγινε. Ο Μωσή ΣΙλο τους έδεσε όλους με καινούργιες αλυσωες τρεις τρεις στην αρά δα και τους έσφιξε ώς τα κόκκαλα τα σκοινιά στα χέρια τους. Και δεν άφ'η σε κανέναν χωρΙς να τον δεΙρει. Όταν οι Τούρκοι, χα ρούμενοι που βρήκαν έναν τόσο πιστό υπηρέτη, το ρΙξανε στο γλέ ντι και ξεχνώντας το νόμο τους έγιναν στουπΙ στο μεθύσι, αυτός έφερε τα εξήντα τέσσερα κλειδιά και τα μοφασε στους αιχμα1 26
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΥΛΜΠΑ
λώτους για ν α λυθούν, ν α πετάξουν τις αλυσίδες και τους κρίκους στη θάλασσα και να πάρουν σπαθιά να πελεκήσουνε τους Τούρ κους. Πολύ πλιάτσικο βάλανε τότε στο χέρι οι Κοζάκοι και γύρι σαν δοξασμένοι στην πατρίδα και για χρόνια πολλά οι μπαντου ρατζήδες είχανε να λένε για τον Μωσή Σίλο . Θα τον είχανε βγάλει αρχηγό, μα παραήταν απόκοτος αυτός ο Κοζάκος. Άλλοτε έκα νε κάτι πράματα που μήτε ο σοφότερος δεν θα μπορούσε να τα σκεφτεί κι άλλοτε λες και τον καβαλούσε ο διάβολος. Ξόδεψε ότι είχε και δεν είχε στο κρασί και τα γλέντια, χρεώθ"fjκε σ' όλους στο Σετς και σαν να μ"fjν έφτανε αυτό λέρωσε και τα χέρια του κλέ βοντας, σα να 'ταν κανένας αλήτης του δρόμου : πήγε νύχτα και βούτηξε όλα τα χάμουρα από ξένο μπουλούκι και τα 'βαλε ενέ χυρο στον κάπελα. Όλα αυτά ήταν βέβαια ντροπής πράματα και γι' αυτό τον δέσανε στο στύλο στο παζάρι και βάλανε δίπλα του μια μαγκούρα, για να περνάει ο καθένας και να του κόβει μια μα τσουκιά όσο πιο γερή μπορούσε . Όμως δε βρέθ"fjκε άνθρωπος σ' όλο το Ζαπορόζιε που να σ"fjκώσει τη μαγκούρα και να τον χτυ πήσει, γιατί όλοι θυμόνταν τις παλιές του υΠ"fjρεσίες. Τέτοιος ήταν ο Κοζάκος Μωσή Σίλο. - Ε , λοιπόν υπάρχουνε και κείνοι που σας λιανίζουνε, παλιό σκυλα! είπε αυτός και έπεσε απάνω του . Τι ήτανε κείνο που έγινε τότε ! Βροχή πέφταν οι σπαθιές και οι μπρούντζινες πανοπλίες τους λύγισαν απ ' τα βαριά χτυπήμα τα. Ο Πολωνός του ' σκισε στα δυο το σιδερένιο πουκάμισο και "fj κόψ"fj του σπαθιού του έφτασε μέχρι το κορμί του Σίλο . Κοκκίνι σε απ' το αίμα το κοζάκικο πουκάμισο . Όμως ο Σίλο δεν έδωσε σ"fjμασία σ' αυτή τη γρατζουνιά, μόνο σήκωσε ώς απάνω τη χε ρούκλα του (κι ήταν βαρύ σαν ροζιάΡΙΚ"fj κλάρα το χέρι του) και του κατάφερε μια, ξάφνου, κατακέφαλα. Το μπακιρένιο κράνος έγινε κομμάτια πετάχτ"fjκε, ταλαντεύτηκε ο Πολωνός, σωριάστη κε χάμω κι ο Σίλο βάλθ"fjκε να τον λιανίζει σταυρωτά. Ε , Κοζάκε, μ"fjν τον αποτελειώνεις τον εχθρό, μόνο γύρνα καλύτερα και κοί ταξε πίσω σου! Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω του ο Κοζάκος και πρόλαβε κl?ι επί τόπου ένας απ' τους υΠ"fjρέτες του σκοτωμένου και του ' μΠ"fjξε την κάμα βαθειά στο σβέρκο . Γύρισε ο Σίλο και παραλίγο να τον έφτανε εκείνον τον απόκοτο, όμως πρόλαβε και 127
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑI ΓΚΟΓΚΟΛ
χάθηκε μέσα στον καπνό. Απ' όλες τις μεριές άρχισαν ν α ρΙχνου νε με τις μπιστόλες. Ο ΣLλo έγειρε μπροστά κι ένιωσε πως η λα βωματιά του ήταν θανάσιμη . Έπεσε, έβαλε το χέρι πάνω στη λα βωματιά του και εΙπε γυρνώντας στους συντρόφους του: - Έχετε γεια πάνι, αδέρφια μου, έχετε γεια συντρόφια! Ας εΙ ναι καλά στους αιώνες των αιώνων η ορθόδοξη ρώσικη γη κι ας εΙναι πάντα τιμημένο τ' όνομά της! Και σφάλισε τα μάτια του, και βγήκε η κοζάκικη ψυχή του μέσ' απ' το τρανό του κορμΙ Και κεΙνη την ώρα έβγαινε με τους δι κούς του ο Ζαντορόζνη, έσπαζε τις γραμμές ο αταμάνος Β ερτιχ βιστ και ορμούσε ο Μπαλαμπάν. - Ε, τι γΙνεται αδέρφια, φώναξε ο Ταράς στους αταμάνους. Έχουν ακόμα μπαρούτι οι παλάσκες ; Μη λιγόστεψε η κοζάκικη δύναμη ; Μη λυγΙζουν οι Κοζάκοι ; - Έχουν ακόμα μπαρούτι ο ι παλάσκες, πατερούλη . Δ ε λιγό στεψε η κοζάκικη δύναμη . Δε λύγισαν ακόμα οι Κοζάκοι! Τους στριμώξανε για καλά οι Κοζάκοι τους Πολωνέζους. Τους χαλάσαν τις γραμμές και τους έφεραν άνω-κάτω. Ο κοντούλης ο συνταγματάρχης βάρεσε σύνταξη και έδωσε διάτα να σηκώσουν οχτώ ιστορημένα φλάμπουρα, για να μαζέψει τους δικούς του που 'χαν σκορπΙσει μακριά σ' όλον τον κάμπο. Όλοι οι ΠολωνοΙ βάλ θηκαν να τρέχουν να συνταχθούν κάτω απ' τα φλάμπουρα. Όμως, πριν προλάβουνε καλά καλά να συνταχτούνε, ο αταμάνος Κου κουμπένκο ξανάκανε γιουρούσι στο κέντρο και έπεσε Lσα καταπά νω στον κοιλαρά συνταγματάρχη . Δεν άντεξε ο συνταγματάρχης και -γυρνώντας τ' fiλσyo το 'σκασε καλπάζοντας' κι ο Κουκουμπένκο τον πήρε το κατόπι και τον πήγε πέρα μακριά στον κάμπο μην αφήνοντάς τον να ενωθεΙ με το σύνταγμα. Ο Στεπάν ο Γκούσκα, μόλις το 'δε αυτό από ένα πλαίνό μπουλούκι σπιρούνισε τ' άλο γο κι έτρεξε να τον πλευροκοπήσει με τη θηλειά στο χέρι, ολό σκυφτος, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο λαιμό του αλόγου και δ ιαλέγοντας την κατάλληλη στιγμή, του πέρασε με το πρώτο τη θηλειά στο λαιμό. Τα μούτρα του συνταγματάρχη μελάνιασαν, καθώς εΙχε αρπάξει τη θηλειά με τα δυο του χέρια, βάζοντας τα δυνατά του να τη σπάσει, μα η λόγχη ήρθε με φόρα και χώθηκε βαθειά στην κοιλιά του . Κι απόμεινε έτσι καρφωμένος στη γη . 1 28
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΥΛΜΠΑ
Όμως, X L ο Γκούσκα δεν είχε καλύτερη τύχη ! Δεν προλάβανε να ανΟLγοκλείσουν τα μάΤLα τους OL ΚοζάΚΟL XL είδανε ΚLόλας τον Στεπάν Γκούσκα, να τον σηκώνουν OL εχθροί πάνω σε τέσσερα κοντάΡLα. ΜόλLς που πρόφτασε να πεL ο φουκαράς: « Ας τους φάεL το σκοτάδL όλους τους εχθρούς XL ας ζεL XL ας βασLλεύεL στους αLώνες η ρώσLκη γης! » xaL την άλλη ΚLόλας στLγμή ξεψύ ΧLσε . ΓύΡLσαν να ΚΟLτάξουν γύρω τους OL ΚοζάκOL κω να που εκεί, στο πλάL, ο Κοζάκος Μετελίτσα πέφτεL πάνω στους εχθρούς σφυροκοπώντας τους κατακέφαλα' xaL κεL απ' την άλλη πλευρά απωθεί τον εχθρό ο αταμάνος Mεβ Lλίτσκη μαζί με τους δ Lκούς του' xaL δίπλα στα κάρα, φέρνεL άνω-κάτω τους εχθρούς κω κο νταροχτυΠLέταL ο ΖακρουΤLγκούμπα' xaL στα πέρα κάρα, ο τρί τος ΠLσαρένκο, έδLωξε ΚLόλας έναν ολάκερο ουλαμό . KaL κεL, στα άλλα κάρα, ήρθαν στα χέρr.α κω χτυΠLούνταν πάνω στα φορτώ ματα. - Ε, πάνL, φώναξε ο Ταράς περνώντας καβαλάρης μπροστά απ' όλους. Έχουν ακόμα μπαρούτL OL παλάσκες ; Μη λLγόστεψε η κοζάΚLκη δύναμη ; Μη λυγίζουν OL ΚοζάΚΟL ; - Έχουν ακόμα μπαρούτL OL παλάσκες. Δε λLγόστεψε η κοζά ΚLκη δύναμη . Δε MYLaav ακόμα OL ΚοζάΚΟL! KL ο Κοζάκος ο Μποβντωύγκ έπεσε ΚLόλας απ' το κάρο. Το βόλL τον βρήκε κάτω απ ' την καρδLά, ο γέρος όμως μάζωξε όλο το κουράγLΟ του XL είπε: - Δε λυπάμω π ' αφήνω γεLα στον κόσμο . Ο Θεός να δώσεL στον καθέναν τέΤΟLΟ θάνατο ! Ας είναL δοξασμένη στους αLώνες η ρώσLκή μας γη ! KaL φτερούγLσε ψηλά η Ψυχή του ΜποβντLούγκ YLa ν α πάεL να LστορήσεL στους γέρους, σ' όσους φύγαν από τούτον τον κόσμο ΠΡLν από χρόνLα, πώς ξέρουνε κω μάχονταL xaL χτυπωύνταL στα ρούσLκα χώματα xaL -πράμα ακόμα σπουδαLότερο- πώς ξέρουν να πεθαίνουν κρατώντας την άγLα πίστη . Ο Μπαλαμπάν, ο αταμάνος, γκρεμίστηκε X L αυτός σ ε λίγο απ' τ' άλογό του. ΤρεLς λαβωμαΤLές θανατηφόρες πέσανε στο μεΡΤL κό του: από λόγχη, από βόλL XL από βαΡLά πάλλα. KL ήταν ένας απ' τους πω αντρεLωμένους Κοζάκους από τότε που 'ΥLνε ατα μάνος βγήκε σε πολλές εκστρατείες στη θάλασσα, όμως, η πω φη1 29
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
μισμένη απ ' όλες ήταν 'Yj εκστρατεία στα παράλια της Μικράς Ασίας. Πολλά τσεκίνια βάλανε τότε στο χέρι, πολλά τόπια ακρι βή, τούρκικ'Yj, άσπρ'Yj τσόχα, άλλα τόπια ύφασμα μπαμπακερό και λοΥής λοΥής στολίδια, μόνο που τους βρήκε συφορά στο γυρισμό: τους πέτυχαν, τους κακόμοιρους τα τούρκικα κανόνια. Τους έρι ξαν απ ' το μεγάλο καράβ ι και τους πέτυχαν. Οι μ ισές βάρκες στριφογύρισαν κι ήρθαν με την καρίνα απάνω και τότε πνίy'Yjκαν μπόλικοι Κοζάκοι, οι βάρκες όμως δε βούλιαξαν γιατί τις σώσα νε τα καλάμια που είχανε δεμένα στα πλάγια. Ο Μπαλαμπάν ξέ κοψε κι έφυγε λάμνοντας μ ' όλ'Yj του τη Ούναμ'Yj . Τράβ'Yjξε κατευθείαν κόντρα στον ήλιο κι έγινε έτσι αθώρ'Υ]τος απ' το τούρκικο καράβι. Όλ'Yj τη νύχτα ύστερα αδειάζανε τα νε ρά με τους κουβάδες και με τα καπέλα τους, καλαφατίζοντας τις τρύπες. Απ' τα κοζάκικα σαλβάρια τους έκοψαν κι έκαναν πα νιά και στα φτερά του ανέμου κατόρθωσαν να το σκάσουν απ' το γοργόπλωρο τούρκικο καράβι. Κι όχι μόνο φτάσανε στο Σετς χω ρίς να τους συμβεί άλλο κακό συναπάντημα, μα έφεραν ακόμα και χρυσουφαντα άμφια για τον αρχιμανδρίτη του μοναστηριού Μεζιγκόρσκ'Yj στο Κίεβο και για την εκκλφιά του Ζαπορόζιε ένα ντύσιμο εικόνας από καθαρό ασήμι. Και για χρόνια μετά είχανε να λένε οι μπαντουρατζήδες για την αξιοσύV'Yj των Κοζάκων. Έσκυ ψε τώρα το κεφάλι του ο Μπαλαμπάν, νιώθοντας πως το 'φαγε πια το ψωμί του και είπε σιγά: - Πάει, λιώνω, πάνι αδέρφια μου, πεθαίνω θάνατο τιμ'Yjμένο: εφτά εχθρούς τους λιάνισα, εννιά τους τρύΠ'Yjσα με το κοντάρι. Ποδοπάτησα μπόλικους με τ' άλογό μου και πού να θυμάμαι τώ ρα πόσους πέτυχα με το βόλι. Ας ζει λοιπόν κι ας ευτυχεί αιώνια 'Yj ρωσική y'Yj! είπε και πέταξε ψ'Yjλά 'Yj ψυχή του. Κοζάκοι, έι, Κοζάκοι! μ'Yjν αφήνετε μοναχό του το άνθος του στρατεύματός σας. Να που τον κυκλώσανε κιόλας τον Κουκου μπένκο, να που μείναν εφτά μονάχα άντρες απ' όλο το μπουλούκι του Νεζαμάινοβ . Να που κι αυτοί, παρόλο που πασχίζουν υπε ράνθρωπα, αρχίσανε να μ'Yjν τα βγάζουν πέρα, να που ματώσανε κιόλας απάνω του τα ρούχα του. Ο ίδιος ο Ταράς, βλέποντας πό σο στενεμένος είναι, έτρεξε να τον σώσει. Όμως, σαν έφτασαν οι Κοζάκοι ήτανε πια αργά: πρόφτασε κιόλας και μπήχτηκε 'Yj λόΥ1 30
ΤΑΡΑΣ Μ ΠΟΥΛΜΠΑ
χη κάτω απ' τη ν καρδιά του, προτού προλάβουν οι άλλοι ν α διώ
ξουν τους εχθρούς που είχαν πέσει απ' όλες τις μεριές απάνω του. Έγειρε κι έπεσε μαλακά στα χέρια των Κοζάκων που τον κρά τησαν κάτω απ' τις αμασχάλες και ανάβλυσε σαν το ρυάκι το νε ανικό του αίμα, σαν τ' ακριβό κρασί που το κουβαλάγανε σε γυά λινο φλασκί απ' το υπόγειο οι απρόσεχτα υπηρέτες που γλύστρησαν κει μπροστά στην είσοδο κι έσπασαν την ακριβή χιλιάρα· όλο το κρασί χύθηκε καταγής κι ο νοικοκύΡYjς του σπιτιού που κατέφτα σε τρέχοντας, άρπαξε με τα χέρια το κεφάλι του γιατί το φύλαγε κείνο το κρασί για την καλύτερη περίστασYj της ζωής του κι έλεγε πως αν δώσει ο Θεός και ανταμώσει κάποτε με τον φίλο των νεα νικών του χρόνων, τότε θα κάτσει να πιει μαζί του και θα θυμYj θούνε τον παλιό, αλλοτινό καιρό, τότε που ο άνθρωπος γλεντού σε διαφορετικά και καλύτερα . . Ο Κουκουμπένκο κοίταξε γύρω του και πρόφερε: - Ε υχαριστώ το Θεό, που όρισε να πεθάνω κοντά σας, σύ ντροφοι! Μακάρι να ζήσουν μετά από μας καλύτερα απ' όσο ζή σαμε εμείς κι ας είναι στους αιώνες όμορφYj πάντα Yj ρωσική μας yYj, που τόσο την αγάπησε ο Χριστός! Και πέταξε ψYjλά Yj νεανική ψυχή του. TYjV σήκωσαν οι άγγε λοι απ' τις αμασχάλες και την ανέβασαν στα ουράνια. - Κάτσε, Κουκουμπένκο, στα δεξιά μου ! θα πει ο Χριστός. Δεν πρόδωσες τους συντροφικούς δεσμούς, άΤLμYj πράξYj δεν έκα νες, βοήθφες πάντα όσους τους χτύπησε Yj συφορά, υπερασπι ζόσουν και φύλαγες την εκκλφιά μου. Όλους τους λύπησε ο θάνατος του Κουκουμπένκο. Άρχισαν κιόλας ν' αραιώνουν πολύ οι κοζάκικες γραμμές πολλοί πάρα πολλοί αντρειωμένοι, δε θα δίνανε πια το παρόν στο προσκλYjτη ριο . Ωστόσο όμως άντεχαν ακόμα οι Κοζάκοι και δε λύγιζαν. - Ε, τι γίνεται, πάνι; φώναξε ο Ταράς στα μπουλούκια που απόμεναν. Έχουν ακόμα μπαρούτι οι παλάσκες ; MYj στομώσανε τα σπαθιά ; Μψ απόκαμε Yj κoζάκιΚYj ouναμYj ; MYj λύγισαν οι Κο ζάκοι ; - Δ ε μας έλειψε ακόμα το μπαρούτι, πατερούλYj ! Τ α σπαθιά, κάνουν ακόμα τη δουλειά τους. Δεν απόκαμε Yj κοζάκικYj ψυχή . Δεν λυγίσανε ακόμα οι Κοζάκοι!
made by Absens
.
131
made by Absens
Ν Ι ΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
Και ξαναχύμηξαν σα ν α μην είχαν καμιά απώλεια. Τώρα πια μόνο τρεις αταμάνοι απόμεναν. Κυλούσαν πια παντού τα κόκκι να ποτάμια, τα κορμιά των Κοζάκων και των εχθρών κείτονταν σε Ψηλούς σωρούς. Ο Ταράς έριξε μια ματιά στον ουρανό και εί δε να μαυρίζει κει Ψηλά ένα κοπάδι όρνια. - Μυρίστηκαν πως σε λίγο θα 'χουν γλέντι! . . . Και να που λί γο παραπέρα λόγχισαν τον Μετελίτσα. Να που το κεφάλι του άλ λoυ Πισαρένκο, κουτρουβαλώντας, ανοιγόκλεινε τα μάτια. Να που γκρεμίστηκε κιόλας και βρόντηξε στο χώμα ο Αχρίμ Γκού σκα, πετσοκομένος στα τέσσερα. - Άιντε, λοιπόν! είπε ο Ταράς και κούνησε το μαντήλι του. Το κατάλαβε κείνο το σινιάλο ο Οστάπ και βγαίνοντας απ' το καρτέρι όρμησε στο πολωνέζικο ιππικό. Οι Πολωνοί δεν άντεξαν κι ο Οστάπ τους πήρε στο κυνήγι και τους ανάγκασε να πέσουνε στο μέρος όπου �τανε μπηγμένα στο χώμα τα παλούκια και οι σπασμένες λόγχες. Άρχισαν να σκοντάφτουν και να πέφτουν τ' άλογα κι οι Πολωνοί γκρεμοτσακίζονταν πάνω απ' τα κεφάλια τους. Και κείνη την ώρα, οι Κοζάκοι που στέκονταν τελευταίοι πίσω απ' τα κάρα, βλέποντας πως μπορούν κιόλας να τους φτά σουν τα βόλια τους, άρχισαν να τους ρίχνουν με τα ντουφέκια τους. Ταράχτηκαν και τα 'χασαν οι Πολωνοί, ενώ οι Κοζάκοι πή ραν θάρρος. - Nικ�σαμε! αντήχησαν απ' όλες τις μεριές οι φωνές των Ζα ποροζιάνων. Βάρεσαν οι σάλπιγγες και �κωσαν το μπαίράκι της νίκης. Παντού έτρεχαν και κρύβονταν οι σuντρψμένoι ΠολωνοΙ - Α, όχι! Δε νικ�σαμε ακόμα! είπε ο Ταράς κοιτάζοντας τα τεί χη της πόλης. Κι �ταν σωστός ο λόγος του. Άνοιξαν οι καστρόπορτες και ξεπετάχτηκε από μέσα το σύ νταγμα των Ουσάρων, το καμάρι του πολωνέζικου ιππικού . Οι καβαλάρηδες ίππευαν όλοι τους μέχρι τον τελευταίο κάτι κόκκι να γοργοπόδαρα άλογα που θα τα ζ�λευε ακόμα και Κοζάκος. Μπροστά μπροστά, πρώτος απ' όλους, όρμησε σαν αστραπή, ένας λεβέντης που κανείς δεν του παράβγαινε σ' ομορφιά και δεξιο σύνη . Τα μαύρα του μαλλιά ανέμιζαν κάτω απ ' το μπακιρένιο του κράνος χλαπαΤαΥούσε η ακριβ� μαντήλα που 'χε δεμένη στο χέρι του, κεντημένη με τα χέρια της πρώτης πεντάμορφης. Ο Τα1 32
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΥΛ Μ Π Α
ράς έμεινε μ ε το στόμα ανοιχτό, όταν είaε πως ήταν ο Αντρέι. Κι αυτός στο μεταξύ, μεθυσμένος από τον αχό και την άψα της μά χης, λαχταρώντας να φανεί αντάξιος του aώρου που είχε τυλιγ μένο στο χέρι του, όρμ"fjσε σαν ένα λαγωνικό, το πιο όμορφο το πιο γοργοπόaαρο και το πιο νέο απ' όλα τ' άλλα. Το ξαμόλυσε καταπάνω στο λαγό ο έμπειρος κυV"fjγός κι αυτό όρμ"fjσε μπρο στά και βάλθ"fjκε να τρέχει, με τα πόaια του ίσια, τεντωμένα πα ράλλ"fjλα στο έaαφος, με ολάκερο το κορμί του γερτό στο πλάι, O"fjκώνοντας σύννεφο το χιόνι και aέκα φορές ξεπερνώντας το λα γό μέσα στην ξέφρεV"fj τρεχάλα του . Στάθ"tjκε ο Ταράς και τον κοί ταξε που άνοιγε aρόμο μπροστά του, σκόρπιζε, λιάνιζε, πελέκαε και κατάφερνε χτυπήματα αριστερά και aεξιά. Δεν τ' άντεξε ο Ταράς και βροντοφώναξε : - Πώς ; Τους aικούς σου ; Τους aικούς σου, βρε μπάσταρaε, χτυπάς ; Μα ο Αντρέι aεν ξεχώριζε ποιος ήτανε μπροστά του, aικοί του ή ξένοι! Δεν έβλεπε τίποτα. Μονάχα τα μαλλιά της έβλεπε, τα μα κριά μαλλιά και το στήθος το κάτασπρο σαν τον κύκνο και τον χιονόλευκο λαιμό και τους ώμους κι όλα όσα έπλασε ο Θεός για ξέφρενα φιλιά. - Ε , σεις, παλλ"fjκάρια μου ! Τραβήξτε τον να ξεκόψει κατά το aάσoς και θα του aείξω εγώ! φώναξε ο Ταράς. Και παρουσιάστηκαν αμέσως τριάντα Κοζάκοι, καβάλα στα πιο γρήγορα άλογα να τον παρασύρουν στο aάσος. Και, στεριώ νοντας τα ψ"fjλά τους σκουφιά, όρμ"fjσαν αμέσως καταπάνω τους πλευροκοπώντας τους Ουσάρους. XτύΠ"fjσαν απ ' το πλάι τους επικεφαλής, τους ξέκοΨαν απ ' τους άλλους που 'ρχονταν πίσω, φLλέψανε μερικούς με κάμποσες σπαθιές κι ο Γκολοκοπιτένκο έaωσε μια με την ανάστροφ"fj της πάλλας του στην πλάτη του Αντρέι και την [aLa στιγμή γυρίσαν απότομα τ' άλογά τους και ξεμάκρυναν απ' τους Ουσάρους καλπάζοντας, μ' όO"fj aύναμ"fj εί χαν τα κοζάκικα άλογά τους. Α, πώς τινάχτ"f]κε ο Αντρέι! Πώς κό χλασε το αίμα στις νεανικές του φλέβες! Σπιρουνίζοντας το άλο γό του γύρισε φρενιασμένος να φτάσει τους Κοζάκους, χωρίς να προσέξει πως μόνο είκοσι Ουσάροι πρόφταιναν να τον ακολου θήσουν . Κι οι Κοζάκοι, τρέχοντας σαν αστραπή, έστριψαν κατά 1 33
made by Absens
Ν ΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
το δάσος. Ο Αντρέ ι δώσ' του και σπιρούνιζε τ ' άλογό του και λί γο ακόμΎJ θα τον έφτανε τον Γκολοκοπιτένκο, μα ξαφνικά, ένα δυνατό χέρι άρπαξε το φαρί του απ' τα γκέμια. ΣτράφΎ]κε ο Αντρέι και κει, μπροστά του, είδε τον Ταράς! Άρχισε να τρέμει σύγκορ μος και ξάφνου, έγινε χλωμός σαν μαντήλι . . . Σαν το μαθΎJτYι που πειράζει ασυλλόγιστα το συμμαθΎJτYι του και δέχεται από κείνον μια με το χάρακα κατακούτελα, νιώθει να φουντώνει ΎJ φούρκα μέσα του σαν τη φλόγα και φρενιασμένος πετιέται απ' το θρανίο και κυVΎJγάει τον τρομαγμένο φίλο του, έτοψος να τον σκίσει και να τον κάνει κομμάτια και ξαφνικά πέ φτει πάνω στο δάσκαλο που μπαίνει στην τάξΎJ και καταλαγιάζει στη στιγμή ΎJ φρενιασμέVΎJ ορμή του και πέφτει ο ανήμπορος θυ μός - έτσι, παρόμοια, μέσα σε μια μόνο στιγμή, χάθΎJκε ΎJ οργή του Αντρέι, λες και δεν υπήρξε ποτέ της. Και το μόνο που έβλε πε μπροστά του, ήταν ο τρομερός του πατέρας. - Λοιπόν, τι γίνεται τώρα ; είπε ο Ταράς κοιτάζοντάς τον κα τάματα. Ο Αντρέι όμως δεν μπόρεσε ν' απαντήσει τίποτα και, στεκότανε με τη ματιά του καρφωμέVΎJ στο χώμα. - Δε μου λες, γιόκα μου, σε βοήθφαν οι Πολωνέζοι σου ; Και πάλι δεν απάντφε ο Αντρέι. -Ώστε πούλφες την πίστη σου, λοιπόν ; Πούλφες τους δικούς σου ; Κατέβα απ' τ' άλογο ! Υπάκουα, σαν μικρό παιδί κατέβΎJκε ο Αντρέι απ' τ' άλογο και στάθΎJκε μισοζωντανός-μισοπεθαμένος μπροστά στον Ταράς. - Στάσου κει και μΎJ σαλεύεις! Εγώ σε γέννφα, εγώ θα σε σκο τώσω ! είπε ο Ταράς και πισωπατώντας ένα βήμα κατέβασε το ντουφέκι απ' τον ώμο . Ο Αντρέι χλωμός σαν το πανί ήταν. Έβλεπες τα χείλΎJ του ν' αχνοσαλεύουν, να προφέρουν κάποιο όνομα, όμως δεν ήτανε τ' όνομα της πατρίδος ή της μάνας ή των αδελφών - ήταν τ' όνομα της πεντάμoρφΎJς. Ο Ταράς πυροβόλφε. Σαν το στάχυ, που το κόβει το δρεπάνι, σαν το μικρό αρνά κ ι που νιώθει κάτω απ' την καρδ ιά του ΤΎJ θανάσψΎJ λεπίδα, έσκυψε το κεφάλι του και γκρεμίστηκε στο χόρτο, χωρίς να βγά λει λέξΎJ . 1 34
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΥΛΜΠΑ
Ο παώοκτόνος στάθηκε και για πολλήν ώρα κοίταζε το άπνοο κορμΙ Και νεκρός ακόμα ήταν πολύ όμορφος: το αντρίκιο του πρόσωπο, που μόλις πριν από λίγο ήταν γLOμάτο δύναμη και ακα τανίκητη γοητεία για τις γυναίκες, εξακολουθούσε ακόμα ν' απο πνέει μια υπέρoxrJ ομορφιά. Τα μαύρα φρύδια, σαν πένθιμο βε λούδο, σκιάζανε τα χλωμά του χαρακτηριστικά. - Και τι σου 'λειπε για να γίνεις Κοζάκος ; είπε ο Ταράς. Και στο μπόι ψηλός ίσαμε κει πάνω και μαυρόφρυδος ήσουνα και το πρόσωπο αρχοντικό και το χέρι χτύπαγε γερά στη μάχη! Μα όμως να, χάθηκες άδοξα σαν κανένα παλιόσκυλο! - Πατέρα, τι έκανες ; Εσύ τον σκότωσες ; είπε ο Οστάπ που πλησίασε κείνη την ώρα. Ο Ταράς έκανε ναι με το κεφάλι. Ο Οστάπ κάρφωσε τη ματιά του στα μάτια του νεκρού και τον κοίταζε έτσι για πολλήν ώρα. Ένιωσε λύπη για τον αδερφό του και είπε: - Ας τον θάψουμε, λοιπόν, πατέρα, ας τον παραδώσουμε τι μημένον στο χώμα, για να μην τον εξευτελίσουν οι εχθροί, για να μην του κάνουνε κομμάτια το κορμί τα όρνια. - Θα τον θάψουνε, μην ανησυχείς! είπε ο Ταράς. Θα 'χει και μοιρολογίστρες και παρηγορήτρες! Και για κάνα δυο λεπτά απόμεινε σκεφτικός και το γύριζε στο μυαλό του: να τον αφήσει να τον κατασπαράξουν οι λύκοι ή να λυπηθεί την ιπποτική του αντρεLOσύνη , που ένας γενναίος πρέπει πάντα να τη σέβεται, σ' όποιον κι αν τη βρίσκει. Μα να, βλέπει κείνη τη στιγμή τον Γκολοκοπιτένκο να 'ρχεται καλπάζοντας ; - Συμφορά, αταμάνε! δυνάμωσαν οι Πολωνοί, γιατί ήρθαν σε βοήθειά τους ξεκούραστα ασκέρια! Δεν πρόλαβε ν' αποσώσει το λόγο του ο Γκολοκοπιτένκο και καταφτάνει καλπάζοντας ο Βοβτουζένκο : - Συμφορά, αταμάνε, έρχονται καινούργια ασκέρια! Δεν πρόλαβε ν' αποσώσει το λόγο του ο Βοβτουζένκο και τρέ χει ο Πισαρένκο πεζός δίχως άλογο : - Πού είσαι, πατερούλη ; Οι Κοζάκοι σ' αποζητάνε. Ο αταμά νος Nεβ Lλίτσκη σκοτώθηκε, ο Ζαντορόζνη σκοτώθηκε, ο Τσερεβι τσένκο σκοτώθηκε. Όμως, κρατούν ακόμη οι Κοζάκοι και δε θέλουν 1 35
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ Α 1" Γ Κ Ο Γ Κ Ο Λ
ν α πεθάνουν προτού σ ε δούνε με τ α μάΤLα τους. Θέλουνε ν α τους ρίξεLς μLα μαΤLά, ΠΡLν τους βρεL ο θάνατος. - Τ' άλογο, Οστάπ! είπε ο Ταράς καL β Lαζότανε να προλά βεL τους Κοζάκους YLa να τους καμαρώσεL άλλYj μLα φορά καL YLa να δουν ΚL αυτοί τον αταμάνο τους ΠΡLν τους βρεL ο θάνα τος. Όμως, δεν πρόλαβαν ακόμα να βγουν απ ' το δάσος ΚL OL εχθΡLκές δυνάμεLς τον κύκλωσαν απ' όλες ΤLς μερLές καL μέσ' από τα δέντρα ξεπετάχτηκαν από παντού καβαλάΡYjδες με σπα θ Lά κω κοντάΡLα. - Οστάπ! Οστάπ! απάνω τους! φώναξε ο Ταράς καL ξεγυ μνώνοντας το σπαθί απ' το θYjκάΡL του, άΡΧLσε να χτυπάεL τους πρώτους που βρέθYjκαν μπροστά του . Όμως, να που πέσανε ΚLό λας πάνω στον Οστάπ έξL. Ωστόσο, κακό του κεφαλLού τους έκα ναν. Του ενός το κεφάλL πετάχτηκε πέρα, ο άλλος κουτρουβάλYj σε, ΠLσωπατώντας ένας τρίτος βρέθYjκε με τη λόγχη αναμεσής στα παωLα του' ο τέταρτος ήταν πω παλλYjκάΡL κω ΠLΟ καπά τσος, έστΡLΦε, απόφυγε το βόλL καL το καυτό βόλL πέτυχε τ' άλο γο στο στήθος - καL τ' άλογο σYjκώθYjκε φρενLασμένο στα ΠLσLνά του πόδLα, γκρεμίστηκε στο χώμα συνθλίβοντας από κάτω τον καβαλάpYj . - rELa στα χέΡLα σου, γLόκα μου! Καλά τα κατάφερες, Οστάπ! ΈρχουμαL καL γω ξωπίσω σου ! φώναζε ο Ταράς καL δώσ' του ΚL απόκρουε κείνους που πέφταν απάνω του . ΠετσοκόβεταL καL κονταροχτυΠLέταL ο Ταράς, βαράεL δεξLά ΚL αρLστερά του μLα τον έναν μLα τον άλλον κατακέφαλα καL ΚΟL τάζεL όλYjν ώρα μπροστά τον Οστάπ καL βλέπεL πως ξανάρθανε στα χέΡLα με τον Οστάπ κάΤL άλλΟL καL θα 'ταν το λLγότερο οχτώ νομάΤΟL, που πέσανε μονομεμLάς απάνω του. - Οστάπ! Κουράγω, Οστάπ! Όμως, λυγίζεL ΠLα ο Οστάπ. Να που ένας από δαύτους του , ΡLξε ΚLόλας το λάσο τη θYjλεLά κω τον δένουνε ΚLόλας καL τον παίρνουνε μαζί τους τον Οστάπ. - Εχ, μωρέ Οστάπ, Οστάπ ! φώναζε ο Ταράς βάζοντας τα δυ νατά του ν' ανοίξεL δρόμο καL να τρέξεL κοντά του, λLανίζοντας όσους συναπαντούσε μπροστά του. - Εχ, μωρέ Οστάπ, Οστάπ! 1 36
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΥΛΜΠΑ
made by Absens
Όμως, κάτι τον χτύπη σε σα βαριά πέτρα κείνη τη στιγμή απά νω του, μια βαριά πέτρα. Όλα στριφογύρισαν κι ανατράπηκαν στα μάτια του . Για μια στιγμή, είδε ανακατεμένα κεφάλια, κο ντάρια, καπνό, λάμψεις φωτιάς, κλαδιά με φύλλα δέντρου , που τον χτύπησαν στα μάτια. Και γκρεμίστηκε τότε σα μια τσεκου ρεμένη βαλανιδιά κι 'Yj αντάρα τού τύλιξε τα μάτια.
1 37
made by Absens
χ
Μ
made by Absens
, γLα δες πόσες ώρες κοψήθηκα! είπε ο Ταράς, ξυ πνώντας, σαν ύστερα από βαρύ, μεθυσμένο ύπνο, προ σπαθώντας ν' αναγνωρ(σεL τα γύρω του αντLΚείμενα. Ένr.ω θε φοβερή αδυναμία στα χέΡLα καL στα πόδLα. Μόλι.ς που ξεχώΡLζε μπροστά του τους τοίχους καL ΤLς γωνLές μLας άγνωστης κάμα ρας. ΤελLκά, μπόρεσε να δLακρίνεL πως μπροστά του καθότανε ο Τοβκάτς καL καθώς φαίνεΤαL, έστηνε τ' αuτί του ν' ακούσεL την κάθε του ανάσα. «ΝαL», σκέφτηκε μέσα του ο Τοβκάτς. «Λίγο έλεLψε να μην ξυπνούσες ποτέ σου! » Μα δεν είπε τίποτα όμως. Τον φοβέΡLσε μονάχα με το δάχτυλο καL του 'κανε σημάδL να σωπάσεL. - Μα πες μου λΟLπόν, πού βρ(σκομαL τώρα ; ξαναρώτησε ο Τα ράς, ζορίζοντας το μυαλό του καL προσπαθώντας να θυμηθεί ΤL συνέβη . - Σώπα, σου λέω! του φώναξε αυστηρά ο σύντροφός του. TL άλλο θες να ξέρεLς ; Μη δεν το βλέπεLς τάχα πως σ' έκαναν κό σΚLνο ; Ε ίναL δυο βδομάδες τώρα που καλπάζουμε χωρίς ανά παυση ΚαL συ, μέσα στον πυρετό σου με ζάλLσες με ΤLς άρες-μά ρες σου . Απόψε μόνο, πρώτη φορά κοψήθηκες ήσυχα. Σώπα λΟLπόν, αν δε θες να κάνεLς κακό στον εαuτό σου . Όμως ο Ταράς όλο ΚαL προσπαθούσε ν α μαζέψεL τι.ς σκέψεLς του καL να θυμηθεί ΤL είχε συμβεΙ - Μα σα να μου φαίνεΤαL πως μ' είχαν αρπάξεL ΚαL με κύ κλωσαν απ' όλες ΤLς μερLές OL Πολωνοί, ψέματα ; Σα να μου φαί νεταL πως δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγω. - Μα σώπα, λΟLπόν, δεν ακούς ; Ούτε δLαόλου γLος να 'σουνα! ΩΡΕ
1 39
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
έβαλε θυμωμένος τις φωνές ο Τοβκάτς, σαν νταντά που χάνει την υπομονή της και μαλώνει το άταχτο μωρό . Τι τ' όφελος να μάθεις πώς τους ξέφυγες ; Φτάνει που τους ξέφυγες. Βρέθηκαν άνθρω ποι που δε σε πρόδωσαν. Έχουμε ακόμα πολλές νύχτες να καλ πάσουμε μαζΙ Μπας και νόμισες πως περνιέσαι για απλός Κο ζάκος ; Όχι, το κεφάλι σου το επικήρυξαν δυο χLλιάδες χρυσά. - Κι ο Οστάπ ; ξεφώνισε ξάφνου ο Ταράς. Προσπάθησε ν' ανασηκωθεί και ξάφνου θυμήθηκε πως τον άρ παξαν τον Οστάπ και τον δέσανε μπροστά στα μάτια του και πως τώρα πια είναι στα χέρια των Πολωνών. Και μάτωσε από θλίΨη η γέρικη καρδιά του. Τράβηξε κι έσκισε όλους τους επιδέσμους απ' τις λαβωματιές του, τους πέταξε, θέλησε κάτι να πει δυνατά, μ' αντί γι' αυτό παραμιλούσε χωρίς νόημα. Στο μεταξύ, ο πιστός του σύντροφος στεκότανε μπροστά του, περLλoύζoντάς τον με βρισιές και φοβέρες. Τελικά, τον άρπαξε απ' τα χέρια και τα πό δια, τον φάσκιωσε σαν μωρό παιδί, διόρθωσε όλους τους επιδέ σμους, τον τύλιξε σ' ένα βοLOοτόμαρο, τον έδεσε σε φρεσκοκομ μένες λουρωες φλούδες δέντρου και στεριώνοντάς τον με σκοινιά στη σέλα, έφυγε μαζί του καλπάζοντας. «Και πεθαμένο· ακόμα θα σε πάω! Δε θα τους αφήσω τους Πο λωνούς να ντροπιάσουν την κοζάκικη ράτσα σου, δε θα τους αφή σω να κόψουνε κομμάτια το κορμί σου και να τα πετάξουν στο νερό. Κι αν είναι να σου φάει αητός τα μάτια ας είναι τουλάχι στον ένας δικός μας αητός της στέππας κι όχι αυτός που ' ρχεται πετώντας απ' τα πολωνέζικα χώματα. Και πεθαμένο ακόμα, θα σε πάω στην Ουκρανία! » Αυτά έλεγε ο πιστός σύντροφος. Και κάλπαζε νύχτα-μέρα . ώσπου τον έφερε αναίστητο, στο Σετς. Εκεί, βάλθηκε να τον γιατρεύει ακούραστος με βότανα και αλοι φές. Πήγε και βρήκε κάποια πολύξερη Εβραία, που ένα μήνα τον πότιζε με λσΥής λσΥής ματζούνια, και στο τέλος ο Ταράς πήρε απά νω του. Μπορεί τα φάρμακα, μπορεί η δικιά του η σιδερένια κρά ση, πάντως σ' ενάμιση μήνα στάθηκε στα πόδια του. Οι πληγές του έκλεισαν και μόνον οι ουλές έδειχναν τώρα πόσο βαθειά είχε πλη γωθεί ο γεροκοζάκος. Ωστόσο ο Ταράς απόμεινε συννεφιασμένος και θλψμένος. Τρεις βαθειές ρυτωες χάραζαν το μέτωπό του και 1 40
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΎΛΜΠΑ
δεν έφευγαν ποτέ. Κοίταζε γύρω του: όλα καινούργια στο Σετς. Οι παλιοί του σύντροφοι είχαν πεθάνει. Ούτε ένας δεν απόμεινε, από κείνους που διαφεντέψαν την πίστη και τους συντροφικούς δε σμούς. Και κείνοι που κινήσανε μαζί με τον αρχηγό να XUYYjyήaouv τους Τατάρους, κι αυτοί είχαν εξαφανιστεί από καιρό, χάθΎjκαν όλοι τους, αφανίστηκαν. Άλλος σκOΤώθΎjκε στη μάχη, άλλος πέθα νε από πείνα ή από δίψα στ' αλατοτόπια της Κριμαίας, άλλος έπε σε αιχμάλωτος στα χέρια του εχθρού και δεν άντεξε στην ντροπή . Ούτε ο παλιός αρχηγός δε ζούσε πια, ούτε κανένας απ' τους πα λιούς συντρόφους. Κι Ύj ΚOζάΚΙΚΎj δύναμΎj, που κόχλαζε κάποτε, ήταν τώρα σα χορταριασμένο μονοπάτι. Άκουγε μονάχα τώρα ο Ταράς πως κάποτε είχε γίνει γλέντι, γλέντι τρελό, γλέντι τρικού βερτο. Μα τα πιατικά όλα σπάσανε τώρα. Πουθενά, ούτε σταγό να κρασΙ Και κλεμμένα τα πολύτιμα κύπελλα κι οι γαβάθες. Κι ο νoΙΚOκύΡΎjς, κοιτάζει γύρω του και σκέφτεται σκυθρωπός: - Αμ! τέτοιο γλέντι καλύτερα να μου 'λειπε. Του κάκου οι σύντροφοι προσπαθούσαν ν' απασχολήσουν και να διασκεδάσουν τον Ταράς. Του κάκου οι μπαντουρατζήδες, με τ' άσπρα γένεια έρχονταν, δυο δυο και τρεις τρεις, να δοξάσουν τα κατορθώματά του. Σκυθρωπός κι αδιάφορος τα κοίταζε όλ' αυτά, με το πρόσωπο σκοτεινιασμένο απ' τον άσβεστο πόνο . Κι όλο κι έγερνε το κεφάλι του κι έλεγε ξανά και ξανά: - Οστάπ ! . . Παιδί μου ! . . Ο ι Κοζάκοι ετοιμάζονταν για μια πειρατική εκστρατεία. Έρι ξαν διακόσες βάρκες στο Δνείπερο κι Ύj Μικρά Ασία είδε με τρό μο τα ξυρισμένα κεφάλια τους με τις μακριές αφέλειες ν' αλωνί ζουν τ' ανθόλουστα παράλιά της, παραδίδοντάς τα στο σίδερο και στη φωτιά. Και τα σαρίκια των μουσουλμάνων της να σκορ πίζονται σαν πολύχρωμα λουλούδια στα αιματόβρεχτα χωράφια της και να πλένε στις ακρογιαλιές. Πολλά κατραμωμένα κοζάκι κα σαλβάρια και ρωμαλέα χέρια με μαύρα μαστίγια πέρασαν σα σίφουνας καταστρέφοντας τ' αμπέλια της, μαγαρίζοντας με κο πριές τα τζαμιά της και ξεσκίζοντας τα περσικά σάλια για τσου ράπια και ζουνάρια. Πολύν καιρό αργότερα έβρισκαν σε κείνα τα μέρΎj οι ζευγάδες κοντά κοζάκικα τσιμπούκια σκορπισμένα εδώ και κει. 141
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
Καθώς γύριζαν κεφάτοι πίσω τούς πρόφτασε ένα τούρκικο δί κροτο που με μια ομοβροντία των δέκα κανονιών του, σκόρπισε σα γλάρους τα μικρά τους κα'εκια. Το ένα τρίτο τους χάθηκε. Οι υπό λοιποι ξανάσμιξαν κι έφτασαν στις εκβολές του Δνείπερου με δώ δεκα βαρελάκια γεμάτα τσεκίνια. Μα όλ' αυτά δεν κινούσαν το εν διαφέρον του Ταράς, που ξεκινούσε κάθε πρωί, για τη στέππα, τάχα πως πάει για κυνήyr., δίχως να ρίξει ούτε μια ντουφεκιά. Ακου μπούσε χάμω το ντουφέκι του και γεμάτος πόνο καθόταν στην ακρογιαλιά, ώρες ολόκληρες, με το κεφάλι σκυφτό να σιγολέει: - Οστάπ! . . Παιδί μου! . . Μπροστά του αστραποβολούσε η απεραντοσύνη της Μαύρης Θάλασσας. Στους μακρινούς καλαμιώνες έκραζε ο γλάρος. Και τα δάκρυα ένα ένα ασήμωναν τ' άσπρα μουστάκια του Ταράς. Στο τέλος δεν άντεξε η ψυχή του . - Ό ,τι κι αν γίνει θα πάω ν α μάθω, είπε. Ζει γιά πέθανε ; Να δω αν έχει ένα μνήμα, ή δεν απόμεινε πια ούτε κει. Θα μάθω κι ας γίνει ό,τι γίνει. Και την άλλη βδομάδα κιόλας βρισκόταν στο Ουμάνο . Αρμα τωμένος, στ' άλογό του, με το κοντάρι και το σπαθί, το σακκωιο δεμένο στη σέλα, το τσουκάλι με το πλιγούρι, τα φυσεκλίκια, τις πεδούκλες κι όλα τ' άλλα σύνεργα. Τράβηξε κατευθείαν σ' ένα βρώμικο σπιτάκι με μικρά παρά θυρα, αθέατα σχεδόν από τις κάπνες, με το φουγάρο βουλωμένο μ ' ένα κουρέλι και την τρύπια στέγη του, γεμάτη σπουργιτοφω λιές. Σταμάτησε μπροστά στο σκουπιδοσωρό που έκλεινε σχεδόν την πόρτα του, ενώ τον κοίταζε απ ' το παράθυρο μια Εβραία με το σκουφάκι της φορεμένο βαθειά κι ένα περιδέραιο με σκου ριασμένα μαργαριτάρια. - Ε ίναι σπίτι ο άντρας σου ; ρώτησε ο Μπούλμπα, ξεπεζεύο ντας και δένοντας τ' άλογό του σ' ένα σιδερένιο παλούκι μπηγ μένο δίπλα στην πόρτα. - Σπίτι είναι, είπε κείνη και βγήκε αμέσως με μια γαβάθα στά ρι για τ' άλογο κι ένα ποτήρι μπύρα για τον καβαλάρη. - Πού 'ναι, λοιπόν, ο Εβραίος σου ; - Στ' άλλο δωμάτιο, προσεύχεται, του απάντησε, χαιρετώντας το Μπούλμπα καθώς έπινε. 1 42
made by Absens
Τ Α Ρ Α Σ Μ Π Ο ΤΛ Μ Π Α
- Μείνε δ ω ν α ταl:σεις και ν α ποτίσεις τ' άλογό μου και γω θα πάω να του μιλήσω . . . Έχω δουλειά . . . Ο Εβραίος αυτός ήταν ο γνωστός μας Γιάνκελ. Ε ίχε γίνει ενοι κιαστής και ταβερνιάρης σ' αυτά τα μέρη . Ε ίχε βάλει στο χέρι όλους τους γύρω πάνι, τους πήρε σιγά σιγά όλα τα λεφτά τους και γενικά έκανε αισθητή σ' όλη την περιοχή, την παρουσία του. Σ' αχτίνα τρία μίλια γύρω, δεν έμενε ούτε ένα σπίτι της προ κοπής. Όλα είχαν σαραβαλιαστεί απ ' τη φτώχεια και το πιοτό των νοικοκυρέων τους. Φτώχεια και κουρέλια παντού, σάμπως να πέρασε από κει η φωτιά κι η πανούκλα. Κι αν έμενε κει ο Γιάν κελ άλλα δέκα χρόνια, ασφαλώς θα ερήμωνε ολόκληρο το βοε βοδάτο . Όταν ο Ταράς μπήκε στο δωμάτιο, ο Εβραίος προσευχόταν σκεπασμένος με το αρκετά λιγδωμένο σάβανό του . Γυρίζοντας να φτύσει για τελευταία φορά, σύμφωνα με τα έθιμά του, τα μά τια του έπεσαν στον Ταράς που στεκόταν πίσω του . Αμέσως του γυάλισαν τα δυο χιλιάδες χρυσά που θα 'διναν οι Πολωνοί για το κεφάλι του Ταράς, μα ντράπηκε για την πλεονεξία του και με κό πο έπνιξε την αιώνια λαχτάρα για το χρυσάφι που του κατέτρω γε σα σκουλήκι την καρδιά του . - Άκου, Γιάνκελ, είπε ο Ταράς καθώς ο Εβραίος του 'κανε τε μενάδες κλείνοντας ταυτόχρονα την πόρτα για να μην τους δουν. Σου έσωσα τη ζωή . . . Θα σ' έκαναν κομμάτια οι Κοζάκοι. Τώρα είν' η σειρά σου να μου κάνεις μια χάρη . Το πρόσωπο του Εβαρίου ζάρωσε. - Σαν τι χάρη ; Αν γίνεται, γιατί να μην την κάνω . . . - Να μ ε πας στη Βαρσοβία. - Στη Βαρσοβία ; Πώς δηλαδή ; είπε ο Γιάγκελ σηκώνοντας τα φρύδια και τους ώμους από κατάπληξη. - Δεν ακούω τίποτα. Να με πας στη Βαρσοβία. Ο κόσμος να χαθεΙ . . θέλω να τον δω . . . να του πω μια λέξη . . . - Σε ποιον να πεις μια λέξη ; - Στον Οστάπ, το γιο μου . . . - Μα δεν ξέρεις πως . . . - Τα ξέρω, τα ξέρω όλα . . . Δίνουν δυο χιλιάδες χρυσά για το κεφάλι μου. Ξέρουν οι χαλέδες την αξία του. Εγώ θα σου δώσω 1 43
made by Absens
Ν ΙΚΟΛΑΊ ΓΚΟΓΚΟΛ
πέντε. Να, πάρ' τις δυο από τώρα. (Έλυσε το σακκίδιο αφήνο ντας δυο χιλιάδες τσεκΙνια στο τραπέζι. ) Και τις υπόλοιπες σα γυρΙσουμε . . . Ο ΕβραΙος, άρπαξε μια πετσέτα και τύλιξε τα νομΙσματα. ' λεφτα. " . . . Μ μ '. πρωτης ' ' - Ω ραια τα' ξ εως '. . . . ε'λεγε στριφoγuριζοντας ένα χρυσό στα χέρια και δοκιμάζοντάς το με τα δόντια. Ασφαλώς δε θα ' ζησε πολύ, αυτός που του τα πήρες. Την Ιδια ώρα θα πήγε να πνιγεΙ - Δε θα σε παρακαλούσα εσένα. Θα 'βρισκα και μόνος μου το δρόμο, για τη ΒαρσοβΙα. Μα φοβάμαι μη μ' αναγνωρΙσουν και με πιάσουν. Γr.ατΙ το μυαλό μου δεν εΙναι γρήγορο στις πονηριές, ενώ σεις οι ΕβραΙοι μ ' αυτά καταγΙνεστε. Ακόμα και το διάολο μπο ρεΙτε να τον τυλΙξετε, γιατΙ ξέρετε όλα τα κόλπα. Να γιατΙ ήρθα να σε βρω. 'Τστερα, και στη ΒαρσοβΙα να πάω, τΙποτα δε θα κα ταφέρω μονάχος μου. Άντε ζέψε το κάρο να ξεκινάμε. - Και νομΙζεις πως έτσι απλό εΙναι, να ζέψω το κάρο και δρό μο ; Δεν καταλαβαΙνεις πως πρέπει να σε κρύΨω ; - Κάνε όπως ξέρεις. Πού θα με κρύΨεις ; Σε κάνα βαρέλι ; - Μα εΙναι δυνατό να σε κρύψω σε βαρέλι, που όταν το δει ο κόσμος θα νομΙσει πως φέρνω βότκα ; - Ε, δεν πά' να νομΙσει ; - Πώς ; δεν πά' ν α νομΙσει; εΙπε ο ΕβραΙος τραβώντας τα τσουλούφια του και σηκώνοντας τα χέρr.α του. - Τι έπαθες και κάνεις έτσι ; τον ρώτησε ο Ταράς. - Μα δεν ξέρεις πως ο Θεός έκανε τη βότκα για να τη δοκιμάζει ο καθένας ; ΕκεΙ που πάμε, εΙναι όλοι καλά ποτήρια και ξέ ρουν να την εκτιμήσουν. Ο Πολωνός θα τρέξει πέντε βέρστια πΙ σω μοο. Θ' ανοΙξει μια τρυπΙτσα στο βαρέλι, θα δει αμέσως πως δεν τρέχει και θα πει: «ο ΕβραΙος δεν εΙναι βλάκας να κουβαλάει άδειο βαρέλι. Εδώ κάτι συμβαΙνει». Και θα τον πιάσουν. τον Ε βραΙο και θα τον δέσουν τον ΕβραΙο, και θα του πάρουν όλα τα λεφτά του ΕβραΙου και θα τον βάλουν μέσα τον ΕβραΙο. nατΙ ό,τι κακό γΙνεται στον κόσμο, στον ΕβραΙο τα κρεμάνε. nατΙ ο καθέ νας τον παφνει για σκυλΙ τον ΕβραΙο. Όλοι πιστεύουν πως δεν εΙσαι άνθρωπος, αν εΙσαι ΕβραΙος. Ε , βάλε με τότε σ' ένα κάρο με Ψάρια παστά! _.
1 44
Τ Α Ρ Α Σ Μ Π Ο ΥΛ Μ Π Α
made by Absens
- Δ ε γίνεταL, πάνL, αδύνατο. Ο κόσμος πεLνάεL τώρα σ' όλη την Πολωνία. Κω το ψάΡL θα κλέψουν xaL σένα θα σε βρουν. - Ε ! , τελοσπάντων, κάνε ό,ΤL δLάολο θες, μονάχα πήγαLνέ με . . . - Άκουσε ΤL λέω εγώ, είπε ο Εβραίος πλησLάζοντάς τον, καθώς σήκωνε τα μανίΚLα του. Να ΤL θα κάνουμε. Παντού τώρα φτLά νουν οχυρά xaL κάστρα. Ήρθαν, μέσω Γερμανίας, ένα σωρό Γάλ λΟL μηχανLκοί xaL παντού στο δρόμο βλέπεLς να κουβαλάνε τούβλα XL αγκωνάΡLα. Ξαπλώσου, λΟLπόν , στο κάρο xaL γω θα σε σκε πάσω με τούβλα. E LaaL γερός xaL δε σε νΟLάζεL YLa το βάρος. KaL γω θα κάνω μLα τρυπίτσα από κάτω να σε ταLζω. - Κάνε ό,ΤL θες. Να με πας μονάχα. MLa ώρα αργότερα, ξεκίνησε απ ' το ΟυμάνL, ένα κάρο φορ τωμένο τούβλα, που το ' σερναν δυο ψωράλογα . Στο ένα ήταν κα βάλα ο ΓLάνκελ φορώντας τον εβραίLΚΟ σκούφο του. Καθώς τρα μπαλLζότανε αδέξLα, καβάλα στ' άλογό του, η ψηλή του σLλoυέτα έμΟLαζε σαν οδομετΡLκή στήλη .
145
made by Absens
χΙ
Τ
made by Absens
Η Ν Ε Π ΟΧΗ που περιγράφουμε, δεν υπήρχαν στα σύνορα τε λωνειακοΙ uπάλλ"fjλοι κι επιθεωρψές - αυτό το φόβ"fjΤΡΟ κά θε επιχεφ"fjματικού ανθρώπου . Γι' αυτό, ο καθένας τότε μπορούσε να μεταφέρει ό,τι του αρέσει. Κι αν κάπο ως έκανε έλεγχο, τr.ς πιο πολλές φορές, τον έκανε για δικό του λογαριασμό και δική του ευχαρΙστησ"fj . ΙδΙως, αν στο κάρο υπήρχε κάτι που γυάλιζε στο μάτι του και το χέρι του εΙχε το απαιτούμενο βάρος και κύρος. Τα τούβλα όμως δεν έβρισκαν θαυμαστές κι έτσι περ νούσαν ανενόχλψα τις καστρόπορτες των πολιτειών. Ο Μπούλμπα, μες στο στενό κλουβΙ του, μπορούσε ν' ακούει μονάχα το θόρυβο και τις φωνές των αμαξάδων. Όταν έφτασαν στη ΒαρσοβΙα, ο Γιάνκελ, τραμπαλΙζοντας το κατασκονισμένο, κοντό αλογάκι του, έστριψε αρκετές φορές και χώθ"fjκε, στο τέ λος, σ' ένα σκοτεινό, στενό δρομάκο που τον έλεγαν Βρώμικο ή ΕβραΙικο, γιατΙ εκεΙ πραγματικά έμεναν όλοι σχεδόν οι ΕβραΙοι της ΒαρσοβΙας. Ο δρόμος αυτός έμοιαζε με μια στενόμαΚρ"fj αυλή . Ο ήλως δεν την έβλεπε ποτέ. Τα κατάμαυρα, ξύλινα σπΙτια με τις άσπρες βέργες -απ' το ένα σπΙτι στο άλλο- μεγάλωναν το σκοτάδι. Πού και πού μονάχα ρόδιζε ένα κομμάτι τουβλόχτιστου τοΙχου. που κι αυτός γρήγορα έπαφνε το γενικό μαύρο χρώμα. Σπάνια μο νάχα, κανένας σοβατισμένος τοΙχος, που τον χτυπούσε ο ήλως εκεΙ ψ"fjλά, άστραφτε αφόρψα στα μάτια, με την αντηλιά του. Όλα εδώ σχημάτιζαν παρδαλές αντιθέσεις: οι καμινάδες, τα κουρέλια, οι φλούδες, τα τσακισμένα σταμνιά. Ό,τι ά)(p"fjστο εΙχε ο καθένας το πετούσε στο δρόμο, δ Ινοντας ε ιJκαφΙα στους δια147
made by Absens
Ν Ι ΚΟΛΑΊ ΓΚΟΓΚΟΛ
βάτες ν α νιώθουν κάθε είδους αηδία. Ένας καβαλάρης έπιανε μ ε το χέρι του σχεδόν τις βέργες όπου κρέμονταν εβραίικες κάλτσες ή καμιά καπνιστή χ!ινα. Πού και πού τ' όμορφο προσωπάκι κα μιάς Εβραωπούλας, στολισμένο με λογής λογής χάντρες, πρό βαλλε από ένα ξεχαρβαλωμένο παραθυράκι. Ένα σωρό κουρε λιάρικα Εβραώπουλα, με κατσαρά μαλλιά φώναζαν και κυλιόνταν στη λάσπη . Ένας κοκκινομάλλης Εβραίος, με το πρόσωπο γεμά το πανάδες, που τον έκαναν να μοιάζει μ ' αυγό σπουργιτιού πρό βαλε σ' ένα παράθυρο κι έπιασε κουβέντα με τον ΓLάνκελ ανταλ λάζοντας τα κορακίστικά τους, ενώ αυτός γύριζε το κάρο του σε μιαν αυλή. Ένας άλλος περαστικός Εβραίος, σταμάτησε κι έπια σε κουβέντα, κι όταν ο Μπούλμπα πρόβαλε κάτω απ ' τα τούβλα, εωε τους τρεις Εβραίους να κουβεντιάζουν ζωηρά. Ο ΓLάνκελ γύρισε σ' αυτόν και του ' πε πως όλα θα γίνουν . Πως ο Οστάπ του είναι κλεισμένος στη φυλακή και πως, αν κι εί ναι δύσκολο να καταφέρουν τους φύλακες, ωστόσο ελπίζει να του εξασφαλίσει μια συνάντηση . Ο Μπούλμπα με τους τρεις Εβραίους μπήκαν στο δωμάτιο. Κείνοι άρχισαν μεταξύ τους να κουβεντιάζουν με τα κορακίστι κά τους. Ο Ταράς τούς κοίταξε έναν έναν καλά καλά, κυριευμέ νος από κάποια δυνατη συγκίνηση. Το τραχύ κι αδιάφορο ώς τό τε πρόσωπό του, σα να φωτίστηκε από μια φλόγα απεγνωσμένης ελπίδας. Εκείνης της ελπίδας που επισκέπτεται μερικές φορές τον άνθρωπο, όταν βρίσκεται στην τελευταία βαθμίδα της απελ πισίας. Η γερασμένη του καρδιά άρχισε να χτυπάει δυνατά σα να ξανάνιωσε. - Ακούστε, Εβραίοι, είπε και στα λόγια του αντηχούσε κάποια έξαρση . Εσείς όλα μπορείτε να τα καταφέρετε . Κι η παροψία λέει πως «ο Εβραίος και τον εαυτό του μπορεί να τον κλέΨει, αρ κεί να το θέλει». Ελευθερώστε μου τον Οστάπ! Γλυτώστε τον απ' τα δ ιαβολικά αυτά χέρια. Υποσχέθηκα δώδεκα χιλιάδες χρυσά και τώρα υπόσχομαι άλλα τόσα. Ό,τι έχω και δεν έχω. Πολύτψα κύπελλα, και χρυσάφια παραχωμένα στη γη, το πατρικό μου και το τελευταίο μου κουρέλι θα το πουλήσω και θα υπογράψω μα ζί σας και συμβόλαιο, ό,τι άλλο πέσει στο χέρι μου, στον πόλεμο, να τα μοφάζομαι μισά μισά μαζί σας. 1 48
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠΟΥΛΜΠΑ
- Δεν γίνεται, αγαΠTjτέ μου . . . Αδύνατον . . . είπε ο Γιάνκελ μ' ένα στεναγμό . - Αδύνατο, είπε κι ο άλλος. Οι τρεις Εβραίοι κοιτάχτηκαν. - Δε δοκιμάζουμε ; είπε ο τρίτος, κοιτάζοντας φοβισμένα τους άλλους δυο. Μπορεί να μας βοηθήσει ο Θεός. Οι τρεις Εβραίοι ξανάρχισαν τα κορακίστικά τους. Ο Μπούλ μπα όσο κι αν έστηνε τ' αυτί του, τίποτα δεν μπορούσε να μα ντέψει. Άκουγε μονάχα τη λέξη «Μαρδοχαίος», και τίποτ' άλλο. - Άκουσε, πάνι, είπε ο Γιάνκελ Πρέπει να συνεννοηθούμε μ' έναν άνθρωπο που δεύτερος σαν κι αυτόν δεν υπάρχει στον κό σμο. Ε ίναι σοφός σαν τον Σολομώντα. Κι αν αυτός δεν καταφέ ρει τίποτα, ση μαίνει πως κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Κά θησε δω, πάρ' το κλειδί, και μην αφήσεις να μπει κανένας. Ο ι Εβραίοι έφυγαν. Ο Ταράς κλεωωσε την πόρτα κι απόμει νε να κοιτάζει απ' το παραθυράκι τούτη τη βρωμοαυλή . Οι τρεις Εβραίοι σταμάτησαν στη μέση κι άρχισαν να συζητούν ζωηρά. Σε λίγο τους ζύγωσε ένας τέταρτος κι ένας πέ μπτος. Κι ο Ταράς άκουγε πάλι τη λέξη: «Μαρδοχαίος, Μαρδοχαίος». Κοίταζαν κά θε τόσο στην άκρη του δρόμου, ώσπου στο τέλος, πίσω από κά ποιο σαραβαλιασμένο σπίτι, πρόβαλε ένα πόδι μ' εβραίικο πα πούτσι κι ύστερα ολόκληρη η σιλουέτα ενός Εβραίου που φορούσε κοντό καφτάνι. - Ο Μαρδοχαίος, ο Μαρδοχαίος, φώναξαν όλοι οι Εβραίοι με μια φωνή . Ο αδύναμος Εβραίος, κάπως κοντύτερος απ' τον Γιάνκελ, αλ λά πολύ πιο ζαρωμένος απ' αυτόν, με πρησμένο το πάνω του χεί λι, πλησίασε τους ανυπόμονους θαυμαστές του και κείνοι β ιά στηκαν, διακόπτοντας ο ένας τον άλλον, να του εξηγήσουν την υπόθεση. Ο Μαρδοχαίος κοίταζε πότε πότε το μικρό παραθυρά κι όπου ήταν ο Ταράς και κείνος κατάλαβε πως μιλούσαν γι' αυ τόν. Κουνούσε τα χέρια του, άκουγε, ρωτούσε, έφτυνε στο πλάι, κι ανασηκώνοντας τις άκρες του μανδύα του, έχωνε τα χέρια του στις τσέπες των πανάθλιων παντελονιών του κι έβγαζε από κει κάτι μπιχλιμπωια. Τέλος όλοι οι Εβραίοι έβαλαν τέτοιες φωνές, που κείνος που κρατούσε «τσίλιες» τούς έκανε σινιάλο να σω 1 49
made by Absens
Ν ΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
πάσουν. Ο Ταράς φοβήθηκε μην προδοθεΙ Τστερα θυμήθηκε πως οι Εβραίοι δε μιλάνε παρά καταμεσής στο δρόμο, κω πως τη γλώσσα τους, ούτε ο διάολος δεν την καταλαβαίνε ι κι έτσι ησύ χασε. Σε λίγο μπήκαν οι Εβραίοι στο δωμάτω . Ο Μαρδοχαίος πλη σίασε τον Ταράς, τον χτύπησε στον ώμο κω του είπε: - Άμα εμείς κι ο Θεός θελήσουμε να κάνουμε κάτι, όλα θα γί νουν όλα όπως πρέπει. Ο Ταράς κοίταζε αυτόν τον Σολομώντα, που σαν και δαύτονε δεν είχε ματαδεί ακόμα ο κόσμος κι OL ελπLδες του σα ν' ανα φτερώθηκαν μια στάλ�. Πραγματικά, το μούτρο του μπορούσε να σου εμπνεύσει κάποια εμπιστοσύνη: το πάνω χεLλι του ήταν ένα πράμα που σκιαζόσουνε να το βλέπεις σ(γουρα, δεν μπορε( να 'τανε έτσι πρησμένο από φυσικού του. Τα γένια αυτού του Σο λομώντα είχαν μόνο δεκαπέντε τρίχες κι όλες τους κρέμονταν απ' την αριστερή μεριά. Το μούτρο του Σολομώντα είχε τόσες μελα νιές, απ ' το ξύλο που έφαγε για την καπατσοσύνη του, που αυ τός θα 'χε πάψει σ(γουρα από καιρό τώρα πια να τις μετράει και τις θεωρούσε απλώς σα φακLδες. Ο Μαρδοχα(ος έφυγε μαζί με τους φLλoυς του , που είχαν απο μείνει με το στόμα ανο ιχτό μπροστά στην τόση σοφία του . Ο Μπούλμπα απόμεινε μονάχος. Ένιωθε παράξενα κι ήταν η πρώ τη φορά που του συνέβαινε κάτι παρόμοω, γιατί πρώτη φορά στη ζωή του τον έπιασε ανησυχία και ταραχή . Δεν ήταν κείνος ο πα λιός , ο απροσκύνητος, ο ακλόνητος, ο γερός σαν τη βαλανιδιά' εί χε χάσει το κουράγω του' ήταν αδύναμος. Τιναζόταν απάνω κι ανατρίχιαζε μόλις άκουγε κανένα χαρχάλεμα, μόλις έβλεπε κά να καινούργιο οβρέικο σουλούπι να προβάλλει στο βάθος του δρό μου. Σ' αυτή την κατάσταση πέρασε, εκεί μέσα, όλη τη μέρα του' δεν έτρωγε, δεν έπινε και τα μάτια του δεν ξεκόλλαγαν, ούτε στιγ μή, απ' το μικρό παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο. Τελικά, αρ γά πια βράδυ ξαναγύρισαν ο Μαρδοχαίος και ο nάνκελ. Η καρ διά του Ταράς πάγωσε. - Λοιπόν ; Τα καταφέρατε ; ρώτησε με ανυπομονησία άγριου αλόγου. Όμως, προτού ακόμα τ' αποφασίσουν ε οι Εβραίοι ν ' απα 1 50
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΎΛΜΠΑ
ντησουν, ο Ταράς παρατήρησε πως του Μαρδοχαίου του 'λειπε και το τελευταίο τσουλούφι, που ξεπεταγόταν πριν κάμποσες ώρες κάτω απ ' το σκουφί του, αχτένιστο βέβαια, αλλά πάντως κατσαρό! Κάτι θέλησε να πει, έκατσε όμως και ξεφούρνισε ένα σωρό σαχλαμάρες κι ο Ταράς δεν κατάλαβε τίποτα. Μα κι ο nάν κελ έβαζε κάθε τόσο το χέρι του στο στόμα, λες και υπόφερε από κρυολόγημα. - Ω, ευγενέστατε πάνι! είπε ο nάνκελ. Τώρα πια δε γίνεται! Μα το Θεό, δε γίνεται! Ε ίν' όλω τους για φτύσιμο. Να, κι ο Μαρ δοχαίος θα στα πει. Ο Μαρδοχαίος έχει καταφέρει πράματα που δεν τα κατάφερε κανένας άνθρωπος στον κόσμο ώς τα τώρα' όμως, δεν το θέλησε ο Θεός να γίνει. Έχουν ένα ασκέρι τρεις χLλιάδες να τους φυλάει κι αύρω θα τους πάρουν ολονών τα κεφάλια. Ο Ταράς κοίταζε τον Εβραίο στα μάτια, όμως χωρίς αδημο νία τώρα πια, και χωρίς θυμό. - Κι αν ο πάνι θέλει να τον δει, τότε πρέπει νωρίς αύριο, πρωί πρωί πριν βγει ακόμα ο ήλως να πάει. Ο ι φρουροί δέχονται κι ένας αρχι.φύλακας μου το υποσχέσθηκε. Μόνο, ας μη βρει ανά παψη στον άλλο κόσμο η ψυχή τους, τόσο άπληστοι άνθρωποι που είναι όλοι τους οι αναθεματισμένοι! Μήτε κι Εβραίο δεν μπορείς να βρεις σαν και δαύτους: πενήντα χρυσά έδωσα στον καθέναν και στον αρχιφύλακα . . . - Καλά! Πήγαινέ με στον Οστάπ! πρόφερε ο Ταράς αποφα σιστικά κι όλη του η σταθερότητα ξαναγύρr.σε στην ψυχή του. Συμ φώνησε με την πρόταση του nάνκελ να ντυθεί σαν ξένος κόμης , που ήρθε απ' τα γερμανικά χώματα. Ο προβλεπτικός Εβραίος εί χε προφτάσει κιόλας να εφοδιαστεί με αρχοντική φορεσιά. Ε ίχε νυχτώσε ι. Ο νο ικοκύρης του σπιτωύ, κείνος ο κοκκινομάλλης Εβραίος με τις πανάδες, έβγαλε ένα λεπτό στρώμα σκεπασμένο με μια ψάθα και το 'στρωσε στον πάγκο για τον Μπούλμπα. Ο nάνκελ ξάπλωσε στο πάτωμα, σ' ένα παρόμοιο στρώμα. Ο κοκ κινομάλλης Εβραίος ήπιε από 'να μικρό κουπάκι ένα ρακί, έβγα λε το κοντό του καφτάνι και μένοντας με τις κάλτσες και τις πα ντούφλες του, έμοιαζε με μαδημένο κοτόπουλο . Ύστερα, μαζί με τη γυναίκα του, πήγε και ξάπλωσε σε κάτι που έμοιαζε με ντου λάπα. Τα δυο εβραιόπουλα, σαν δυο σκυλάκια του σπιτωύ, ξά151
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
πλωσαν στο πάτωμα, δίπλα στην ντουλάπα, Ο Ταράς όμως δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Καθόταν ασάλευτος και έπαιζε ανά λαφρα τα δάχtυλα πάνω στο τραπέζι. Κρατούσε με τα δόντια του το κοντό τσιμπούκι του και κάθε τόσο φύσαγε καπνό κι ο Εβραίος κάθε τόσο μισοξύπναγε και φταρνιζότανε και σκέπαζε τη μύτη του με την κουβέρτα. Δεν πρόφτασε καλά καλά να χλω μιάσει ο ουρανός απ ' το πρώτο χάραμα και τον σκούντησε κιό λας τον Γιάνκελ με το πόδι. - Σήκω, Εβραίε και δώσ' μου την αρχοντική σου φορεσιά. Ντύθηκε στο λεπτό. Έβαφε μαύρα τα μουστάκια και τα φρύ δια του, φόρεσε ένα μαύρο σκουφί και κανένας απ ' τους Κοζά κους, ακόμα κι οι πιο δικοί του, δε θα τον γνώριζαν. Αν τον έβλε πες έτσι δα, δε θα τον έκανες παραπάνω από τριανταπέντε Υ.Ρονώ. Τα μάγουλά του ήταν ροδοκόκκινα. Ακόμα κι οι ουλές τού έδι ναν κάποιο μεΥαλεΙΟ. Η φορεσιά, στολισμένη με Υ.Ρυσάφι, του πή γαινε πολύ. Oι δρόμoι ήταν έρημoι ακόμα. �ήτε ένας yυρoλόγoς, μήτε κα νείς πραματευτής δεν εμφανίστηκε ακόμα με το πανέρι του . Ο �πoύλμπα κι ο Γιάνκελ φτάσανε σ' ένα χtίρΙO που έμοιαζε με καθισμένο γερανό. Ήταν χαμηλό, φαρδύ, τεράστιο, μουντό κι η μια του μεριά ξεπεταγόταν σα λαιμός ενός γερανού. Ήταν ένας μακρύς, στενός πύργος, που στην κορφή του είχε κεραμίδια. Το χtφιO αυτό το 'χαν για πολλές y.pήσεr.ς, εδώ ήταν κι οι στρατώνες και οι φυλακές, ακόμα και το κακουργοδικείο. Ο Ταράς με τον Γιάνκελ μπήκαν απ' την εξώπορτα και βρέθηκαν σε μια ευρύχω ρη σάλα ή σκεπαστή αυλή . Κάπου χίλιοι άνθρωποι κοιμόνταν ο ένας δ ίπλα στον άλλο. Πέρα στο βάθος, ήταν μια χαμηλή πόρτα και μπροστά της κάθονταν δυο φρουροί που έπαιζαν κάποιο παι χνίδι. Όλο κι όλο το παιχνίδι τους ήταν αυτό: ο ένας χtυΠOύσε τον άλλον με τα δυο του δάχtυλα στην παλάμη. Δεν δώσανε σημασία στον Εβραίο και τον Ταράς και γυρίσανε τα κεφάλια τους μόνο όταν ο Γιάνκελ είπε: - Εμείς είμαστε' ακούτε, πάνι; Εμείς είμαστε. - Περάστε! είπε ο ένας απ' αυτούς, ανοίγοντας με το δεξί του χέρι την πόρτα και απλώνοντας την αριστερή του παλάμη στον σύντροφό του για να τη χtυπήσει. 1 52
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠ ΟΥΛΜΠΑ
Μπήκανε σ' ένα διάδρομο, στενό και σκοτεινό, που τους έφε ρε σε μια παρόμοια σάλα με μικρά παράθυρα Ψηλά στον τοίχο. - Ε , ποιοι είσαστε σεις ; αντήχησαν αρκετές φωνές κι ο Ταράς εωε μπόλικους φαντάρους, όλους πρώτο μπόι, αρματωμένους ώς τα δόντια. Έχουμε διαταγή να μην αφήσουμε κανένα. - Εμείς είμαστε! φώναξε ο Γιάνκελ. Μα το Θεό, εμείς είμα στε, εκλαμπρότατοι πάνι! Όμως κανένας δεν ήθελε να τους ακούσει. Ευτυχώς, την ώρα εκείνη πλησίασε ένας κοιλαράς που φαινόταν να 'ναι ο επικεφα λής, γιατί έβριζε χειρότερα απ' ·όλους. - Πάνι, εμείς είμαστε, δε μας βλέπετε ; Μας γνωρίζετε κι ο κό μης από δω, δε θα σας αφήσει παραπονεμένον. - Αφήστε τους να περάσουν, που να σας πάρει ο διάολος! Κι άλ λους πια μην αφήνετε κανέναν. Και μην τολμήσει κανείς να ξεζω στεί το σπαθί του. Μη σας δω να κοπροσκυλιάζετε στο πάτωμα . . . Τη συνέχεια της διανθισμένης αυτής διαταγής δεν την άκου σαν ο Ταράς κι ο Γιάνκελ. - Ε μείς είμαστε . . . εμείς . . . έλεγε ο Γιάνκελ σ' όποιον συνα ντούσαν. - Λοιπόν, μπορούμε τώρα ; ρώτησε έναν σκοπό, όταν φτάσα νε επιτέλους στο βάθος του διαδρόμου. - Μπορείτε, μόνο που δεν ξέρω αν θα σας αφήσουν να περά σετε στη φυλακή . Δεν είναι πια ο Γιαν εδώ. Άλλαξε σκοπιά και πήρε άλλος τη θέση του , απάντησε ο φρουρός. - Αχ, αχ! πρόφερε σιγά ο Εβραίος. Αυτό είναι κακό, ευγενέ στατε πάνι! - Τράβα μπροστά! πρόφερε πεισματάρικα ο Ταράς κι ο Εβραίος υπάκουσε. Στην πόρτα του υπογείου, στεκόταν ένας φαντάρος ψηλός ίσα με κει πάνω, με τρίπατο μουστάκι. Το πάνω πάτωμα του μου στακιού ήταν στριμμένο προς τα πίσω, το άλλο ίσα μπροστά, το τρίτο προς τα κάτω - έτσι που έμοιαζε φτυστός γάτος. Ο Εβραίος διπλώθηκε μπροστά του κάνοντας τρεις τεμενάδες και τον πλησίασε σχεδόν με το πλάι: - Εκλαμπρότατε άρχοντα! Εκλαμπρότατε πάνι! - Εμένα το λες, Εβραίε ; 1 53
made by Absens
Ν ΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
- Στην αφεντιά σου, εκλαμπρότατε πάνι. - Χμ . . . Κι όμως εγώ είμαι σκέτος φαντάρος! είπε ο τρψούστακος και τα μάτια του λάμψανε χαρούμενα. - Και γω, μα το Θεό, νόμιζα πως έχω μπροστά μου τον (διο το βοεβόδα. Αχ, αχ, αχ. . . είπε ο Εβραίος και κούνησε το κεφάλι του . Αχ, τι σπουδαία θεωρία που την έχει η αφεντιά σου ! Μα το Θεό, συνταγματάρχης, (δως συνταγματάρχης! Να, ένα δάχτυλο μπό ι να 'χες ακόμα και θα 'σουνα σωστός συνταγματάρχης! Θα 'πρε πε να σας βάλουν σ' ένα άτι γοργοπόδαρο και να κάνετε γυμνά σια στα συντάγματα! Ο φαντάρος έσιαξε το πρώτο πάτωμα της μουστάκας του κι απ' τα μάτια του πια, το 'βλεπες, πως καταχάρηκε. - Τι στρατιωτικοί άνθρωποι, συνέχισε ο Εβραίος. Ωχ, μάτια μου, τι υπέροχοι άνθρωποι! Κορδόνια από δω, λιλιά από κει . . . Λάμπουνε σαν τον ήλω' κι οι τσούπρες, μόλις ξεκόψει το μάτι τους στρατιωτικό, αχ, αχ! είπε ο Εβραίος και ξανακούνησε το κε φάλι του . Ο φαντάρος έστριψε το πάνω πάτωμα της μουστάκας κι άφη σε να βγει μέσ' απ' τα δόντια του ένας ήχος, που έμοιαζε αρκε τά με χρεμέτισμα αλόγου . - Παρακαλώ ταπεινά τον πάνι ν α μας κάνει μια χάρη ! πρό φερε ο Εβραίος. Ο πρίγκηπας από δω έφτασε από ξένη χώρα και θέλει να δει τους Κοζάκους. Δεν του 'τυχε να δει τι σόι άνθρωποι είναι οι Κοζάκοι. Η παρουσία ξένων βαρώνων και πριγκήπων ήταν στην Πολω νία κάτι το αρκετά συνηθισμένο. Συχνά τους έσπρωχνε η περιέρ γεια να δουν αυτή τη μισοασιατική γωνιά της Ευρώπης: γιατί βέ βαια τη Μοσχοβία και την Ουκρανία τις θ εωρούσανε χώρες ασιατικές. Γι' αυτό λοιπόν ο φαντάρος, κάνοντας μια αρκετά βα θειά υπόκλιση, το θεώρησε καθήκον του να πει κι αυτός δυο λό για. - Δεν ξέρω, εκλαμπρότατε αφέντη, είπε τι σας ήρθε και θέλε τε να τους δείτε. Είναι όλοι τους σκυλιά κι όχι άνθρωποι. Κι έχου νε μια πίστη τέτοια που κανένας δεν της έχει εκτίμηση. - Ψέματα λες, διαόλου γιε! είπε ο Μπούλμπα. Εσύ είσαι σκυ λί! Πώς τόλμησες βρε και είπες, πως τη δ ική μας πίστη δεν την 1 54
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΥΛΜΠΑ
έχουν σ' εκτίμηση ; TΎj δική σας, την αιρετική πίστη, δεν έχουν σ' εκτίμΎjση . - Έτσι ε ; είπε ο φαντάρος. Ξέρω φιλαράκο μου ποιος είσαι: είσαι και συ από κείνους που τους έχω μέσα κλειδαμπαρωμένους και τους φυλάω. Τώρα θα σου δείξω εγώ. Στάσου να φωνάξω τους δικούς μας. Ο Ταράς κατάλαβε την απροσεξία του, το πείσμα όμως και Ύj φούρκα του τον εμπόδισαν να σκεφτεί τρόπο για να μπαλώσει τα πράματα. Ευτυχώς που ο ΓLάνκελ πρόλαβε και μπήκε στη μέση . - Εκλαμπρότατε πάνι! Πώς γίνεται να 'ναι Κοζάκος ο κόμΎjς ; Κι αν ήτανε Κοζάκος, πού θα την έβρισκε μια τέτοια φορεσιά και την πριγΚΎjπική του θεωρία ; - Δεν τα παρατάς αυτά! είπε ο φαντάρος κι άνοιξε τη στομα τάρα του να φωνάξει: - Βασιλιά μου ! Μεγαλειότατε ! Σωπάστε ! Σωπάστε, για το Θεό! φώναξε ο ΓLάνκελ. Σωπάστε και μεις θα σας πλΎjρώσOυμε και θα βρεθείτε με τόσα λεφτά στο κεμέρι σας, που δεν τα 'χετε ματαειδεί ποτέ σας! Θα σας δώσουμε δυο χρυσά. - Μώρ' τι μας λες! Δυο χρυσά! Δυο χρυσά! Τι να μου κάνουν εμένα ; Εγώ δίνω δυο χρυσά στον μπαρμπέpΎj μου για να μου ξου ρίσει τα μισά μου γένια. Εκατό κατέβαινε, Εβραίε ! Και λέγοντάς τα αυτά, ο φαντάρος έστριψε το πάνω του μου στάκι. - Κι αν δε μου δώσεις τα εκατό, βάνω αμέσως τις φωνές. - Και γιατί τόσα πολλά! είπε λυΠΎjμένOς ο Εβραίος και χλώμιασε, λύνοντας το πέτσινο ΠΟυΥΥί του. Ήταν όμως τυχερός που δεν είχε περισσότερα στο κεμέρι του κι ακόμα πω τυχερός που ο φαντάρος δεν ήξερε να μετρήσει πάνω απ ' το εκατό. - Πάνι, πάνι! άιντε να φεύγουμε γρήγορα! Βλέπετε τι κακοί άνθρωποι είναι όλοι τους! είπε ο ΓLάνκελ, βλέποντας πως ο φα ντάρος μέτραγε στο χέρι του τα λεφτά, σα να λυπότανε που δεν ζήτησε περισσότερα. - Μα τι, λοιπόν, φαντάρε του διαόλου, είπε ο Μπούλμπα, τα λεφτά τα σούφρωσες και τους Κοζάκους δεν το 'χεις σκοπό να μας τους δείξεις ; Α, όχι, έχεις χρέος να μας τους δείξεις. Μια και πήρες τα λεφτά, δεν έχεις πια το δικαίωμα να μας τ' αρVΎjθείς. 1 55
made by Absens
Ν ΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
- ΞεκουμΠLστείτε από δ ω χάμω X L αμέτε στο δLάολο ! ΑλλLώς θα βάλω αμέσως τώρα ΤLς φωνές καL θα σας . . . ΆLντε, πάρτε τα πόδLα σας ακόμα εδώ είσαστε ; - Παν! Παν! πάμε! Μα το Θεό, πάμε! Άσ' τους αυτούς που κακό να τους έβρεL! Ας δούνε στον ύπνο τους όνεφο που να aL χαίνεσαL να το φτύσεLς, φώναζε ο καϋμένος ο ΓLάνκελ. Ο Μπούλμπα, σκύβοντας το κεφάλL, ξεμάκρυνε αργά απ' τον φαντάρο καL ξωπίσω του ερχότανε ο ΓLάνκελ κάνοντας του συ νεχώς παρατηρ�σεLς γLατί δεν μπορούσε να το χωνέψεL που .χα ράμLσε έτσL τζάμπα τα εκατό χρυσά. - TL θέλατε κω τον πεφάξατε ; Ας τον α�νατε το σκύλο να βρίζεL! ΤέΤΟLΟL είν ' αυτοί OL άνθρωΠΟL - μLα κουβέντα θα πουν, δέκα βΡLσLές θ ' ακούσεLς. Ωχ, παλLόκοσμε, ΤL τύχη που τη στέλ νεL ο Θεός σε μερLκούς μερLκούς! Εκατό χρυσά καL γLατί ; Μόνο καL μόνο γLα να μας δLώξεL! Ε μάς όμως τους Εβραίους δεν το 'χουν σε τίποτα να μας ξερLζώσουνε τα τσουλούφLα καL να μας σπάσουνε τα μούτρα, μα κανένας όμως δε θα βρεθεί να μας δώ σεL εκατό χρυσά. Ω , Θεέ μου ! Θεέ πανάγαθε! Όμως, αυτή η αποτυχία κόστLσε πολύ περLσσότεpo στον Μπούλ μπα· στα μάΤLα του έλαμπε μLα φλόγα που τον κατάκαLγε . - Πάμε! είπε ξάφνου σ α ν' αναρίγησε σύγκορμος. Πάμε στην πλατεία. Θέλω να δω πώς θα τον βάλουν στα βασανLστηΡLα. - Ωχ, πάνL, γLατί να πάμε ; Αφού κω να πάμε δεν μπορούμε ΠLα να βoηθ�σoυμε σε τίποτα. - Πάμε! είπε πεLσματάΡLκα ο Μπούλμπα XL ο Εβραίος, σαν νταντά, αναστενάζοντας, τράβηξε το κατόΠL του . Δεν �ταν δύσκολο να βρεLς την πλατεία όπου θα γLνόταν η εκτέλεση γLατί μαζευόταν εκεί ο κόσμος από παντού. Την εποχή εκείνη, η εκτέλεση *αν ένα απ ' τα δLασκεδαστLκότερα θεάματα, όΧL μόνο γLα το λαό μα καL γLα τους άρχοντες. Ένα σωρό γΡLές, απ ' ΤLς θεοφοβούμενες, ένα σωρό νεαρές κοπέλες καL γυναίκες, απ' ΤLς ΠLΟ φοβLτσLάρες, που αργότερα, ολάκερη τη νύχτα έβλε παν στ ' όνεφό τους ματωμένα πτώματα, καL ξυπνούσαν τρο μαγμένες καL φώναζαν τόσο δυνατά όσο μπορεί να φωνάζεL μό νο ένας μεθυσμένος Ουσάρος, XL αυτές ακόμα δεν άφηναν καμLά ευκαφία να μην πάνε ν' απολαύσουν το θέαμα. «Αχ, ΤL μαρτύ1 56
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π ΟΤΛΜΠΑ
ρια! » φώναζαν πολλές υστερικά, κλείνοντας τ α μάτια και γυρί ζοντας αλλού το κεφάλι' ωστόσο, έμεναν εκεί και μάλιστα πολ λήν ώρα. Άλλοι, ανοίγοντας μια πήχη το στόμα και τεντώνοντας τα χέρια μπροστά, πολύ θα το ' θελαν να καβαλήσουν στα κεφά λια των μπροστινών για να δουν από κει καλύτερα. Μέσ' από το πλήθος, τα στενά μικροκαμωμένα κι ασήμαντα πρόσωπα, πρό βαλε το χοντρό μούτρο του χασάπη που παρακολουθούσε όλη τη διαδικασία του μακελειού με ύφος ειδικού ανταλλάζοντας μονο σύλλαβα σχόλια με τον οπλουργό που τον θεωρούσε κουμπάρο του γιατί μεθοκοπούσαν τις γιορτές οι δυο τους στο ίδιο καπη λειό. Ήταν και μερικοί που συζητούσαν ζωηρά βάζοντας στοιχή ματα. Οι περισσότεροι όμως ήταν από κείνους που τα πάντα τα βλέπουν σκαλίζοντας τη μύτη τους. Μπροστά μπροστά, πίσω απ' τη σειρά των φρουρών της πλα τείας, στεκόταν ένας νεαρός ευγενής, ή που φαινόταν για ευγε νής. Φορούσε μια στρατιωτική στολή όπου είχε κρεμάσει ό,τι εί χε και δεν είχε στο σπίτι του, αφήνοντας εκεί ίσως ένα σχισμένο πουκάμισο και τα παλιά του παπούτσια. Δυο αλυσίδες κρέμο νταν στο λαιμό του με κάτι σα δουκάτο. Στεκόταν με την αγα πημένη του, τη Γιουζίσα, κι όλη την ώρα κοίταζε γύρω του μην της λερώσουν το μεταξωτό της φόρεμα. Της εξηγούσε συνεχώς αυ τά που γίνονταν στην πλατεία μ' όλες τις λεπτομέρειες. - Όλος αυτός ο κόσμος, μικρούλα μου, ήρθε να δει πώς θα εκτελέσουν τους εγκληματίες. Αυτός εκεί με το τσεκούρι και τ' άλλα σύνεργα είναι ο δήμιος, που θα τους κάνει κομμάτια. Όταν τους βάλει στον τροχό και τους κάνει και τ' άλλα μαρτύρια, αυ τοί θα 'ναι ακόμα ζωντανοΙ Όταν τους κόψει όμως το κεφάλι, τό τε μικρούλα μου, πάει, πεθάνανε. Στην αρχή θα φωνάζουν και θα χτυπιούνται. Όταν όμως τους κόψουν το κεφάλι, τότε πια ούτε θα φωνάζουν, ούτε θα τρων, ούτε θα πίνουν. Γιατί δε θα 'χουν πια κεφάλι μικρούλα μου. Η Γιουζίσα τα ' κουγε όλ' αυτά με φόβο και περιέργεια. Οι γύρω στέγες ήταν γεμάτες κόσμο . Απ ' τους φεγγίτες πρόβαλλαν κάτι μουστακαλήδες με σκουφιά. Στους εξώστες, κάτω από τέ ντες κάθονταν οι αριστοκράτες. Μια γελαστή κοπέλα είχε ακου μπήσει το κάτασπρο σαν τη ζάχαρη χεράκι της. Οι σωματώδεις 1 57
made by Absens
Ν Ι Κ Ο Λ Λ'Ι"
ΓΚΟΓΚΟΛ
εκλαμπρότατοι πάνι, απολάμβαναν το θέαμα μ ' α:Υέρωχο ύφος, ενώ οι χρυσοστόλιστοι δούλοι τους, με τα μανίκια γυρισμένα πί σω, πρόσφερναν αναΦυχηκά. Συχνά οι άταχτες μαυρομάτες δεσποινίδες, έπιαναν με το χεράκι τους τα γλυκά και τα φρούτα και τα ' ριχναν στο λαό . Ένα πλήθος από πεινασμένους ιππότες, έπιαναν τα κεράσμα τα με τους σκούφους τους και κάΠΟLOς ψηλός απ ' αυτούς, με ξεβαμμένον κόκκινο μανδύα και μαυρ ισμένα χρυσά σεφίτια, προλάβαινε πρώτος, χάρη στα μακριά του χέρια κι αφού φι λούσε το πεσκέσι το 'φερνε πρώτα στην καρδ ιά κι ύστερα στο στόμα. Ένα γεράκι κρεμασμένο σε χρυσό κλουβί, κάτω από ένα μπαλ κόνι εξέταζε το πλήθος, λοξεύοντας το ράμφος του κι ανασηκώ νοντας το ένα του πόδ ι. Ξαφνικά ένας ΦLθυρoς ακούστηκε στο πλήθος. Ύστερα φωνές: " . . Ε ρχονται . . . οι Κο ζακοι. ' , - Τ ους φερνουν. ' Οι αιχμάλωτοι προχωρούσαν ξεσκούφωτοι με μακριές αφέ λειες κι αξύριστα γένια. Δεν έδειχναν ούτε φόβο ούτε απόγνωση, αλλά μονάχα μια ήρεμη περηφάνεια. Τα ρούχα τους ήταν τριμ μένα και κρέμονταν απάνω τους σαν άμορφα κουρέλια. Ούτε κοί ταζαν, ούτε χαφετούσαν τον κόσμο . Μπροστά απ' όλοος προ χωρούσε ο Οστάπ. Τι να 'νιωσε ο γερο-Ταλάς, βλέποντας το γιο του ; Τι να σκίρ τησε μέσα στην καρδιά του ; Τον κοίταζε δίχως να χάνει ούτε μια κίνησή του. Είχαν φτάσει πια στο ικρίωμα. Ο Οστάπ σταμάτησε. Ήταν γραφτό του να πιει πρώτος το πικρό αυτό ποτήρι. Κοίτα ξε τους δικούς του, σήκωσε το χέρι του κι είπε δυνατά: - Ο Θεός να δώσει να μην ακούσουν αυτοί οι αφετικοί κι οι ασεβείς έναν αναστεναγμό από χείλη χριστιανού! Κανείς σας να μη βγάλει άχνα! Κι ύστερα τράβηξε για το ικρίωμα. - Μπράβο, γιε μου, μπράβο, είπε σιγά ο Μπούλμπα και χα μήλωσε το κεφάλι του. Ο δήμιος τράβηξε τα κουρέλια απ' το θύμα του, το έδεσε χει ροπόδαρα στο ειδικό καβαλέτο και . . . Δε θα συγκλονίσω τον αναγνώστη με την εικόνα των μαρτυ1 58
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ ΠΟΥΛΜΠΑ
ρίων που θ α 'καναν ν α σηκωθούν οι τρίχες της κεφαλής του . Ήταν γέννημα και θρέμμα του απάνθρωπου εκείνου αιώνα. όπου ο άν θρωπος ζούσε συνεχώς μονάχα τη ματωμένη ζωή των πολεμικών κατορθωμάτων που του ατσάλωσαν την ψυχή και την έκαναν απρόσιτη σε κάθε ανθρωπιά. Μάταια οι ελάχιστοι, που αποτε λούσαν εξαίρεση στην τότε κοινωνία, εναντιώνονταν σ' αυτή τη φρίκη . Μάταια, ο βασιλιάς και πολλοί ιππότες, με φωτισμένο πνεύμα και ψυχή, έλεγαν πως αυτή η σκληρότητα μονάχα την εκ δίκηση των Κοζάκων μπορεί να προκαλέσει. Η δύναμη του βασι λιά και των συνετών συμβούλων του δεν μπορούσε να επιβληθεί στην άναρχη αυθάδεια των ευγενών που με την απερισκεψία τους. την ακατανόητη απουσία κάθε προβλεπτικότητας, τον παιδικό τους εγωισμό και την αλαζονεία τους, έκαναν τη Δίαιτα παρωδία κυβέρνησης. Ο Οστάπ υπόμενε τα βασανιστήρια σαν υπεράνθρωπος. Ού τε κραυγή, ούτε βογγητό δεν ακούστηκε, όταν άρχισαν να του τσακίζουν τα χέρια και τα πόδια και το φοβερό τους τρίξιμο ακού στηκε στο νεκρωμένο απ' τη φρίκη πλήθος. Όταν οι γυναίκες σκέπασαν τα μάτια τους, ούτε μια σύσπα ση δεν έδειξε το δικό του πρόσωπο. Ο Ταράς μέσα στο πλήθος, με το κεφάλι κατεβασμένο, έλεγε ξανά και ξανά: - Μπράβο παιδί μου ! . . . Μπράβο! Όταν όμως τον οδήγησαν στα τελευταία θανάσιμα μαρτύρια, η δύναμή του φάνηκε να κλονίζεται. Έκανε ένα γύρω με τα μά τια του - Θεέ μου, όλο άγνωστα ξένα πρόσωπα. Να 'χε έναν δι κό του τουλάχιστο αυτή την έσχατη ώρα . . . Δε θα 'θελε βέβαια ν' ακούσει τους θρήνους και τους κοπετούς της αδύνατης μητέρας. Ούτε τις απεγνωσμένες κραυγές μιας συζύγου, που θα τραβού σε τα μαλλιά της και θα χτυπούσε το στήθος της. Μονάχα ένας γενναίος ακλόνητος άντρας, θα μπορούσε να δροσίσει και να πα ρηγορήσει την ψυχή του με μια γενναία του λέξη . Κι ο Οστάπ κλονίστηκε. Και μες στην ψυχική του αγωνία φώναξε: - Πατέρα, πού είσαι ; Μ ' ακούς ; - Σ' ακούω, αντήχησε μες στη σιωπή ! Το πλήθος σκLρτησε. Μερικοί καβαλάρηδες όρμησαν κατά πά1 59
Ν Ι ΚΟΛΑ 1 ΓΚΟΓΚΟΛ
made by Absens
νω του κ � άρχ�σαν ν α Ψαχουλεύουν παντού . Ο ΓLάνκελ πάν�ασε. K� όταν o� καβαλαρέo� πέρασαν, κοίταξε τρομαγμένος πίσω του. Ο Ταράς δεν ήταν π�α κοντά του . Τα ίχνη του είχαν χαθεΙ
1 60
ΧΙΙ
Γ
made by Absens
όμως ξαναβρέθ'η καν τ' αχνάρια του Ταράς. Εκα τόν είκοσι χιλιάδες Κοζάκοι, πέρασαν τα σύνορα της Ου κρανίας. Δεν ήταν τώρα πια ένα μπουλούκι ή ένα απόσπα σμα που κίνησε για πλιάτσικο, που κίνησε να κυνηγήσει τους Τατάρους. Όχι. Ε ίχε ξεσηκωθεί ένας ολόκληρος λαός, γιατί ξε χείλισε πια η υπομονή του . Θα πήγαινε να εκδικηθεί για το χλευα σμό των δικαιωμάτων του, για τους εξευτελισμούς των δικών του, για τις προσβολές της πίστης και των εθίμων του, για τη βεβήλω ση των εκκλησιών του, για τις αυθαφεσ Ιες των ξένων πάν ι, για την καταδυνάστευση , για την ουνία, για την αισχρή εκμετάλ λευση μιας χριστιανικής χώρας απ ' τους Εβραίους, για όσα από καφό έτρεφαν το μίσος των Κοζάκων. Ο νεαρός μα Ψυχωμένος γκέτμαν Οστρανίτσα, ήταν επικ εφα λής αυτής της τεράστιας κοζάκικης δύναμης. Τον συνόδευε πα ντού ο γηραλέος, και πεπεφαμένος σύντροφός του Γκούνια. Οχτώ οπλαρχηγοί οδηγούσαν από δώδεκα χιλιάδες άντρες ο καθένας. Δ υο οπλαρχηγοί κι ο πρώτος σημαιοφόρος, συνόδευαν τον Γκέ τμαν. Πολλά άλλα λάβαρα κω ση μαίες ανέμιζαν πάνω απ ' το στράτευμα στα χέρια των σημαιοφόρων του κάθε μπουλουκιού. Πολλοί μικρότεροι οπλαρχηγοί κι ηγέτες υπήρχαν στο στράτευ μα: στα μεταγωγικά, στα γραφεία, υπασπιστές με δικά τους απο σπάσματα από πεζούς και καβαλαρέους. Στους ταχτικούς Κο ζάκους είχαν προστεθεί απεφάριθμοι εθελοντές και παρτιζάνοι. Από παντού ξεσηκώθηκαν οι Κοζάκοι: απ' το Τσιγκφιν, το Πε ριεσλάβ, το Μπατσούριν, το Γλούχοβ, απ' τον Κάτω και τον Απά νω Δνείπερο κι απ' όλα τα νησιά του. Ρ Η ΓΟ ΡΑ
161
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΤ ΓΚΟΓΚΟΛ
Αμέτρητα άλογα και κάρα σκέπασαν τη στέππα. Κ ι ανάμε σα σ' αυτόν το στρατό, στα οχτώ αυτά μπουλούκια, ήταν αυτό που είχε επικεφαλής τον Ταράς Μπούλμπα. Όλα συντελούσαν στην υπεροχή του Ταράς: και τα χρόνια του και η πείρα του κι η στρατηγική του ικανότητα, και προπάντων το μίσος του εναντίον του εχθρού. Ακόμα κι οι ίδιοι οι Κοζάκοι έβρισκαν υπερβολική την ανελέη τη , τη μανιακή του σκληρότητα. Μονάχα φωτιές και κρεμάλες ονειρευόταν το ασπρόμαλλο κεφάλι του κι οι συμβουλές του στο πολεμικό συμβούλιο απέβλεπαν μονάχα στην εξόντωση των Πο λωνών. Περιττό να περιγράΨουμε όλες τις μάχες όπου διακρίθηκαν οι Κοζάκοι ή την εξέλιξη της εκστρατείας. Όλ' αυτά έχουν μπει στα χρονικά της Ιστορίας. Ε ίναι γνωστό, τι θα πει στη ρωσική γη, «πό λεμος για την πίστη ». Ε ίναι ακλόνητη και φοβερή σαν το βράχο στη φουρτουνιασμένη θάλασσα που υΨώνει ώς τον ουρανό τ' ακλόνητα πλευρά του από ατόφιο συμπαγή γρανίτη . Ασάλευτος και μακροθώρητος αγναντεύει τα περαστικά καράβια κι αλλοί μονο σε κείνον που θα πέσει πάνω του. Σαν αδύνατο τσόφλι δια λύεται και βυθίζεται κι η γύρω θάλασσα γεμίζει απ ' τις ανήμπο ρες κραυγές των ναυαγών. Τα χρονικά αναφέρουν με λεπτομέρειες πως φεύγαν πανικό βλητες οι πολωνέζικες φρουρές, απ' τις απελευθερωμένες πολι τείες. Πόση αδυναμία έδειξε ο πολωνός αρχιστράτηγος Νικολάι Ποτότσκυ με την πολυάριθμη στρατιά του εναντίον αυτής της ακα ταμάχητης δύναμης. Πώς νικήθηκε και κυνηγημένος έπνιξε σ' ένα μικρό ποτάμι το καλύτερο τμήμα του στρατού του. Πώς τον πο λιόρκησαν ύστερα στην κωμόπολη Παλονόγιε τα φοβερά κοζάκι κα στρατεύματα και πώς μες στην απόΥνωσή του ο πολωνός Ετμά νος έδωσε όρκο για λογαριασμό του βασιλιά και των αρχών της Πολωνίας να ικανοποιήσει εντελώς τις αξιώσεις των Κοζάκων και να αναγνωρίσει τα παλιά δικαιώματα και προνόμιά τους. Μα οι Κοζάκοι δεν ήταν τόσο αφελείς ώστε να υποκύψουν σ' αυτό το τέχνασμα. Ήξεραν τι θα πει πολωνέζικος όρκος. Κι ασφα λώς ο Ποτότσκυ δε θα ξανακαβαλούσε το πανάκριβο άτι του γοη τεύοντας τις αρχόντισσες και προκαλώντας το φθόνο των άλλων 1 62
made by Absens
ΤΑΡΑΣ Μ Π Ο ΥΛ Μ Π Α
ευγενών. Δ ε θα ξαναθορυβούσε στLς δΙαLτες μ ε τα πoλυτελ� του συμπόσLα αν δεν τύχαLνε να βρεθούν σε κεΙνη την κωμόπολη με PLXOL αντLπρόσωΠΟL του ρωσLκού κλ�ρoυ. Όταν εωαν οι Κοζάκοι να ζυγώνουν οι παπάδες με τα χρυσά τους άμφ�α κρατώντας ει κονΙσματα και σταυρούς και μπροστά τους ο Ιδιος ο αρχιερέας με τη μΙτρα και το σταυρό στο χέρι, έσκυψαν τα κεφάλια τους βγάζοντας τους σκούφους. Κανέναν δε θα σέβονταν ο ι ΚοζάΚΟL κεΙνη τη στLγμ�, ούτε καν το βασLλLά. Μα δεν τόλμφαν να πα ρακούσουν την εκκλησΙα τους καL σεβάστηκαν την πρoστα� της. ΈτσL ο αρχηγός XL OL οπλαρχηγοΙ δέχτηκαν ν' α�σoυν τον Πο τότσκυ να φύγεL αφού τους έδωσε πρώτα όρκο ν ' αφ�σει ελεύ θερες όλες ΤLς χριστιανικές εκκλησΙες τους, να ξεχάσει την παλιά έχθρα και να μην ξαναπροσβάλει τον κοζάΚLΚΟ στρατό . Ένας μο νάχα οπλαρχηγός δε συμφωνούσε μ' αυτη την εφ�νη, ο Ταράς, που τραβώντας μια τούφα απ ' τα μαλλιά του φώναξε: - ΟπλαρχηγοΙ μου, μην κάνετε τέΤΟLα ατψΙα. Μην πιστεύετε τους Πολωνούς! Θα σας πoυλ�σoυν, σα σκυλιά! Κι όταν ο γραμμαΤLκός έφερε το κεΙμενο της συμφωνΙας και ο αρχηγός το υπέγραψε, ο Ταράς έβγαλε το πανάκριβο τούρκι κο σπαθΙ του, φτιαγμένο απ' το καλύτερο ατσάλι, το 'σπασε στα δυο και πετώντας τα κομμάτια, εΙπε: - Έχετε γεια! Όπως αυτά τα δυο κομμάτια δε θα κoλλ�σoυν ποτέ πια, έτσι και μεις δε θα ξαναβρεθούμε σε τούτον τον κόσμο. ΘυμηθεΙτε όμως αυτά που θα σας πω: (Η φω� του δυνάμωνε όλο και περισσότερο κι όλοι ταράχτηκαν απ' τα προφητικά του λόγια. ) Την ώρα του θανάτου σας θα με θυμηθεΙτε. ΝομΙζετε πως κερδΙσατε την φυχΙα καL την ELP�VYj . ΝομΙζετε πως θα την περ νάτε τώρα σαν πάνι. Άλλες τψές σας περψένουν. Εσένα, αρχη γέ, θα σε γδάρουν ζωντανόν. Θα σου γεμΙσουν το κεφάλι πΙτου ρα και θα το πηγαΙνουν ένα γύρω στα χωριά. Και σεις, οπλαρχηγοΙ, δε θα γλυτώσετε το κεφάλL σας. Θα πεθάνετε στ' α�λια μπου ντρούμια. Θα σας χτΙσουν μέσα στα τεΙχη, αν δε σας Ψ�σoυν σαν τ' αρνιά στις Ψησταριές. Κι όσο για σας, παιδ ιά (συνέχισε γυρΙζοντας στους δ ικούς του), όποιος αποζητάει κοζάΚLΚΟ θάνατο, όποιος δε θέλεL να πε θάνει σα μια κυρΙα στο κρεβάτι της � σαν ένας μεθύστακας, έξω 1 63
made by Absens
Ν ΙΚΟΛΑί ΓΚΟΓΚΟΛ
από κάπο!.Ο καπηλειό, αλλά θέλει ν α βρει τον τίμιο θάνατο, ας έρ θει μαζί μου. Ή μήπως θέλετε να γυρίσετε στο σπίτι σας, ν' αλ λάξετε πLστη και να σέρνετε τους φραγκοπαπάδες στη ράχη σας ; - Θα ' ρθούμε μαζί σου, αρχηγέ, φώναξαν όλοι οι άντρες απ' το μπουλούκι του και πολλοί άλλοι απ' άλλα συντάγματα. - Μια κι έρχεστε μαζί μου, κοιτάξτε καλά . . . είπε ο Ταράς χώ νοντας πιο βαθειά το σκούφο του . Κοίταξε αυστηρά αυτούς που έμεναν και φώναξε: «Άιντε, πάμε, παιδιά, για μια επLσκεφη στους καθολικούς, για να μΥ] μας κατηγορήσει κανένας μεθαύριο». Και χτυπώντας τ' άλογό του ξεκίνφε μαζί μ' εκατό κάρα και πολλούς Κοζάκους κι ώρα πολλή κοίταζε πίσω του με βλέμμα απεLλYjΤLκό αυτούς που είχαν μείνει. Κανένας δεν τόλμYjσε να τον σταματήσει. Μπροστά σ' όλο το στράτευμα έφευγε τ' απεLθαρ χο μπουλούκι κι ήταν Ο Ταράς που απειλούσε τους άλλους. Αμήχανοι στέκονταν ο αρχηγός ΚΙ οι οπλαρχηγοΙ Έμειναν σκε φτικοί, σα να τους βάραινε κάποιο προαίσθYjμα. Γιατί, πραγμα τικά, Yj προφψεία του Ταράς εκπλYjρώθYjκε κατά γράμμα. Λίγο αργότερα, ύστερα απ' την παρασπονδία του Κάνιεφ, οι Πολωνοί κάρφωσαν το κεφάλι του αρχηγού σ' ένα παλούκι μαζί με τα κεφάλια πολλών άλλων συντρόφων του. Ενώ ο Ταράς ; Εκεί νος όργωνε την Πολωνία με το μπουλούκι του . Έκαψε δεκαοχτώ πολίχνες, καμιά σαρανταριά εκκλφίες κι έφτασε σχεδόν ώς την Κρακοβία. Εξόντωσε χιλιάδες Πολωνούς, λεYjλάτησε τα πλου σιότερα και τα καλύτερα κάστρα κι οι Κοζάκοι του ξεσφράγισαν κι έχυσαν κατά YYJς τα αιωνόβια μέλια και κρασιά που φύλαγαν οι πάνι στα κελάρια τους. Έκαψαν στοίβες πολύτιμα υφάσματα, ρούχα και σκεύΥ] που έβρισκαν στις αποθήκες. - MYj λυπάστε τίποτα, τους έλεγε μονάχα ο Ταράς. Κα ι δε σεβάστηκαν οι Κοζάκοι ούτε τις μαυροφρύδες κοπέλες των ευγενών με τα κάτασπρα μπράτσα και τα φωτεινά πρόσω πα. Ούτε στα ιερά των εκκλφιών δεν έβΡLσκαν σωτηρία: ο Ταράς τις έκαιγε μαζί μ ' αυτές. Πολλά κάτασπρα χέρια υψώνονταν στον ουρανό και οι θρήνοι των θυμάτων του Ταράς θα μπορούσαν να συγκινήσουν ακόμα και τη YYJ και τα χόρτα της στέππας. Μα τί ποτα δε λυπούνταν οι Κοζάκοι. ΣYjκώνοντας με τα δόρατα τα μω ρά απ' τους δρόμους, τα πετούσαν κι αυτά μες στις φλόγες. 1 64
made by Absens
ΤΑΡΑΣ ΜΠΟΥΛ ΜΠΑ
- Ν α μάθετε σκυλιά πώς μνημονεύω τον Οστάπ μοl> . . . έλεγε ο Ταράς. Και τέτοια μνημόσυνα έκανε σε κάθε χωριό. που η πολωνική κυβέρνηση βλέποντας πως δεν επρόκειτο για απλό λήσταρχο. ανέ θεσε στον ίδιο τον Ποτότσκυ, με πέντε συντάγματα να τον πιά σει εξάπαντος ζωντανό. Έξι μέρες έφευγαν οι Κοζάκοι, απ ' τα μονοπάτια. κυνηγημέ νοι απ' τους Πολωνούς. Τα γοργοπόδαρα άτια τους μόλις πρό φταιναν να τους γλυτώσουν. Ο Ποτότσκυ όμως, αυτή τη φορά. δι καLωσε τη φήμη του και τους κυνηγούσε ακούραστος, ώσπου τους έφτασε στις όχθες του ΔνεΙπερου, όπου ο Μπούλμπα εΙχε κατα λάβει, για να ξεκουραστούν οι άντρες του, ένα ερειπωμένο εγκα ταλειμμένο φρούριο. Το φρούριο αυτό ύψωνε το ανάχωμά του και τα ερειπωμένα του τεΙχYj στην απόκρημνη όχθη του ποταμού, που ήταν όλη γε μάτη πέτρες και σπασμένα τούβλα. έτοιμα κάθε στιγμή να κυλΙ σουν στο ποτάμι. ΕκεΙ τους έκλεισε από δυο πλευρές ο Ποτότσκυ. Τέσσερις μέ ρες χτυπιόνταν μαζΙ του οι Κοζάκοι, πολεμώντας με τούβλα και πέτρες. Μα εξαντλήθηκαν πια οι δυνάμεις τους κι ο Ταράς απο φάσισε να περάσει ανάμεσα απ' τις γραμμές του εχθρού. Και τα ' χαν καταφέρει κιόλας οι Κοζάκοι, ή Ισως να τους γλύτωναν άλ λη μια φορά οι Κοζάκοι, μα ξαφνικά σταμάτησε ο Ταράς και φώ ναξε: - ΣταθεΙτε . . . Έπεσε το τσιμπούκι μου. Δε θέλω να το βρουν οι ΠολωνοΙ! Κι έσκυψε ο γερο-αταμ άνος να βρει μες στα χορτάρια, τον παλιό του σύντροφο που τον εΙχε συνοδέψει σ' όλες τις εκστρα τεΙες σε στεριά και θάλασσα. ΚεΙνη τη στιγμή μια ομάδα από Πο λωνούς έπεσε απάνω του και τον άρπαξε απ ' τα δ υνατά του μπράτσα. Τινάχτηκε σύγκορμος ο γερο-Κοζάκος, μα δεν πέσανε από πάνω του, όπως άλλοτε, οι στρατιώτες που τον κρατούσαν. - Εχ! γεράματα, γεράματα! εΙπε ο γερο-Ταράς δακρύζοντας. Μα δεν έφταιγαν αυτά. Έφταιγαν οι εχθροΙ του που ήταν πολ λοΙ: καμιά τριανταριά τον κρατούσαν απ' τα χέρια και τα πόδια. 165
made by Absens
ΝΙΚΟΛΑΙ ΓΚΟΓΚΟΛ
- Σ ε πιάσαμε, κατεργάρο, φώναξαν οι Πολωνοί. Τώρα πρέ πει να σοφιστούμε πώς να σε τιμήσουμε πιο καλά. Και με την άδεια του Ποτότσκυ, αποφάσισαν να τον κάψουν ζωντανό . Κει κοντά ήταν ένα δέντρο που το 'χε κάψει ο κεραυ νός. Τον έδεσαν σ ' αυτό με αλυσωες, ψηλά για να φαίνεται από μακρυά, του κάρφωσαν τα χέρια στον κορμό κι άρχισαν να μα ζεύουν ξύλα από κάτω. Μα δε νοιαζόταν ο Ταράς για τη φωτιά που σε λίγο θα τον έκαιγε. Κοίταζε μονάχα κατά κει που οι Κοζάκοι του αντιστέκο νταν ακόμα. Από ψηλά τα ' βλεπε όλα καθαρά, μπροστά του . - Στο βουναλάκι, γρήγορα, εκεί πίσω απ ' το δάσος, φώναζε. Εκεί δε θα ζυγώσουν. Ο αέρας, όμως, εμπόδιζε τα λόγια του να φτάσουν στους Κο ζάκους. - Θα χαθούν, θα χαθούν τζάμπα, έλεγε ο Ταράς απελπισμέ νος. Και κοίταξε κάτω όπου αστραποβολούσε το ποτάμι. Η χαρά φώτισε το πρόσωπό του . Εωε πίσω απ ' τους θάμνους τέσσερις βάρκες. Μάζεψε όλη τη δύναμή του και φώναξε: - Στην όχθη, στην όχθη, παιδιά . . . Κατεβείτε απ' το μονοπάτι αριστερά. Έχει βάρκες εκεί. Πάρτε τις όλες να μη μείνει καμιά στους Πολωνούς. Αυτή τη φορά ο αέρας τούς έφερε τα λόγια του . Ο Ταράς δέ χτηκε ένα χtύπημα στο κεφάλι και τα μάτια του θόλωσαν. Ο ι Κοζάκοι κατηφόρισαν όσο μπορούσαν πω γρήγορα το μο νοπάτι κι οι Πολωνοί τούς πήραν στο κατόπι. Το μονοπάτι ήταν στριφογυριστό και θα 'χαναν ώρα πολλή . - Άντε, παιδιά, είπαν τότε οι Κοζάκοι. Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει . . . Και σταματώνας μια στιγμή, σήκωσαν τα μαστίγια, σφύριξαν και τα τατάρικα άλογά τους έδωσαν έναν πήδο, ζυγιάστηκαν στον αέρα και βούτηξαν κατευθείαν στο ποτάμι. Δυο μονάχα δεν έφτασαν ώς το νερό και γκρεμοτσακίστηκαν στους βράχους της όχθης χωρίς να προφτάσουν να βγάλουν μια φωνή. Οι υπόλοιποι έλυναν τις βάρκες κολυμπώντας στο ποτάμι. Οι Πολωνοί που τους κυνηγοι) σαν σταμάτησαν σαστισμένοι 1 66
ΤΑΡΑΣ ΜΠΟΥΛΜΠΑ
made by Absens
πάνω απ' τον γκρεμό κάνοντας τη σκέψη : Ν α πηδήσουν κ ι αυτοί ή όχι ; Ένας μονάχα νεαρός συνταγματάρχης, ο αδερφός της όμορ φης Πολωνίδας που είχε μαγέψει τον καϋμένο τον Αντρέι. δε δί στασε στιγμή και πήδ'Yjξε μέσα στον γκρεμό, πίσω απ' τους Κο ζάκους. Τ' άλογό του έκανε τρεις στροφές στον αέρα κι έπεσε στους αLχμ'Yjρούς βράχους που κομμάτιασαν κι αυτό και τον κα βαλάρ'Yj του, ραντίζοντας με το αίμα τους τους γύρω θάμνους. Όταν ο Ταράς Μπούλμπα συνήρθε απ' το χτύπημα, και κοί ταξε το Δνείπερο, ')L Κοζάκοι είχαν ανέβει κιόλας στις βάρκες και κρατούσαν τα κουπιά. Οι Πολωνοί έριχναν στο κατόπι τους, μα οι σφαίρες δεν έφταναν ώς αυτούς. Κι άστραψαν από χαρά τα μάτια του γερο-αταμάνου. - Έχετε γεια, ΣUντρόφOΙ, τους φώναξε από κει ψ'Yjλά που ήταν. M'Yj με ξεχνάτε. Και την Mλ'Yj άνΟLξ'Yj ροβολάτε πάλι κατά δω και στήστε γενναίο γλέντι . . . Και σεις δ ιαολοπολωνοί, τι νομίζετε ; Υπάρχει τίποτα που να το φοβ'Yjθεί ο Κοζάκος ; Περψένετε και θα 'ρθει ο καιρός να μάθετε τι σ'Υ)μαίνει ορθόδοξ'Yj πίστη . Από τώρα κιόλας νιώθουν οι λαοί πως σ'Υ)κώνει το κεφάλι του, στη ρώσLΚ'Yj γ'Υ], ο ρώσος τσάρος. Και δε θα υπάρχει δύναμ'Yj στον κόσμο να μ'Yjν του υποταχτεΙ Στο μεταξύ, 'Yj φλόγα φούντωνε. Του τύλιγε τα πόδια κι έγλει Ψε το ξερό δέντρο . Μα πού να βρεθεί τέτοια φλόγα και τέτοια ορμή για να εΠLβλ'Yjθεί στη ρωσική δύναμ'Yj ; Δεν είναι και μικρό πο τάμι ο Δνείπερος. Έχει πολλούς κολπίσκους, καλαμιώνες, ρήχη και δ ίνες κι ένα σωρό πουλιά -περήφανοι κύκνοι, φλύαρες νερό κοτες- φωλLάζoυν και λαλούν στα νησιά και τις όχθες του. Οι Κο ζάκοι πετούσαν στις στενές βάρκες πάνω απ' τα νερά, κωπηλα τούσαν δυνατά αποφεύγοντας τα ρήχη, τρομάζοντας τα νεροπούλια κω κουβεντιάζοντας για τον αταμάνο.
1 67
made by Absens
Ο Άρης Αλεξάνδρου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) είναι ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς' Ελληνες συγγραφείς, με πολύ σημαντικό μεταφραστικό έργο, ο οποίος έγινε ιδιαίτερα γνωστός με το μυθιστόρημά του «Το Κιβώτιο», Γιος του Βασίλη Βασιλειάδη, 'Ελληνα από την Τραηεζούντα και της Πολίνα 'Αντοβνα Βίλγκεμσον, Ρωσίδας εσθονικής καταγωγής, ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης γεννήθηκε το 1922 στο Λένινγκραντ. Το 1928 ήρθε με τους γονείς του στην Ελλάδα. Πέρασε στην ΑΣΟΕΕ, όμως εγκατέλειψε σύντομα τις σπουδές του για να ασχοληθεί με τη μετάφραση. Από τις πρώτες μέρες της Κατοχής με φίλους και γνωστούς δημιούργησαν μια αντιστασιακή ομάδα (τυπογραφείο). Το 1943 ξεκίνησε να δουλεύει ως μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη. Γνώρισε την εξορία, τη φυλάκιση και τις διώξεις παρά την απομάκρυνσή του από την ενεργό κομματική δράση. Παντρεύτηκε την Καίτη Δρόσου με την οποία το 1967 έφυγαν στο Παρίσι εξαιτίας του φόβου σύλληψης από τη δικτατορία. Πέθανε στο Παρίσι στις 2 lουλίου 1978, λίγο αφότου εκδόθηκε η γαλλική μετάφραση του Κιβωτίου από τον οίκο Gallimard.